στην
Ερμιόνη άλλοτε και τώρα
ΤΕΥΧΟΣ 23 - Νοέμβριος 2018
Περιοδική έκδοση για την ιστορία, την τέχνη, τον πολιτισμό και την κοινωνική ζωή της Ερμιόνης
περιεχόμενα σελ. 3
Εισαγωγικό σημείωμα H ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
σελ. 4
Η Ερμιόνη ηρωίδα μιας όπερας και δύο τραγωδιών
Περιοδική Πολιτιστική Έκδοση
ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ
ISSN 1792 – 6548 Α.Φ.Μ. 997635471 ΕΤΟΣ: Ι΄ ΤΕΥΧΟΣ: 23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2018
σελ. 5 Ανακοίνωση σελ. 6
Από το λιμάνι της Ερμιόνης του 19ου αιώνα… ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ / ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
σελ. 10
ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ Εταιρεία Μελετών Ερμιονίδας (Ε.Μ.Ε.) Υπεύθυνος κατά Νόμο Λίνος Γ. Μπενάκης Πρόεδρος Δ.Σ. της Ε.Μ.Ε.
Ο κρανιδιώτικος αμπελώνας του Γιάννη Κοντοβράκη ΒΙΒΗ ΣΚΟΥΡΤΗ / ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ-ΤΣΑΜΑΔΟΥ
σελ. 12
Μνήμες τρύγου ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ
σελ. 15
Ο τρύγος
Συντακτική Επιτροπή Παρασκευή Σκούρτη Γιάννης Σπετσιώτης Κώστας Τσεφαλάς
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ
σελ. 16
Οι χαρές μας & οι λύπες μας
σελ. 17
Ξένοιαστα Καλοκαίρια… ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ N. ΗΛΙΟΥ
σελ. 21
Η άλωση του Παλαμηδίου (30/11/1822) και η συμβολή του Σταμάτη Αδρ. Μήτσα ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ / ΤΖΕΝΗ Δ. ΝΤΕΣΤΑΚΟΥ
σελ. 25
Ναυάγια στον Ερμιονικό κόλπο εν καιρώ πολέμου! ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜ. ΛΑΚΟΥΤΣΗΣ
σελ. 27
Η Τελευταία Ερμιονική φρουρά στη νήσο Υδρέα ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ
Επιμέλεια Έκδοσης Θεοδόσης Γκάτσος Τζένη Ντεστάκου Τηλέφωνο Επικοινωνίας Παρασκευή Σκούρτη 27540 31523 Ερμιόνη 210 4116650 Πειραιάς proskyk@yahoo.gr Σχεδιασμός Δανάη Δαρδανού danae@dardanosnet.gr Εκτύπωση – Βιβλιοδεσία Lithoprint http://www.lithoprint.gr 210 5722615
ΕΞΩΦΥΛΛΟ
Ο Πεύκος στη μέση του δρόμου Παραλία λιμανιού Ερμιόνης (Φώτο: Ρ. Λουμουσιώτη)
ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Ο τρύγος (Πίνακας: Ρίτας Παπαντωνίου)
2 ερμιόνη
Εισαγωγικό σημείωμα Με μια άλλη (και μάλιστα… Ιταλίδα!) Ερμιόνη, που πρόσφατα «ανακάλυψε» ο κος Λίνος Μπενάκης ανοίγει το παρόν τεύχος μας. Συνεχίζουμε με την παρουσίαση των πρωτοτύπων των «φορτωτικών» που εξέδιδε η Λιμενική Αρχή Ερμιόνης περί τα τέλη του 19ου αιώνα και τα οποία αποτελούν –και αυτά– μέρος του Αρχείου του Αποστόλου Γκάτσου και ανεκτίμητη κληρονομιά για την κατανόηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της Ερμιόνης των προπάππων μας. Θέρος - Τρύγος - Πόλεμος! Αν και η προέλευση του ρητού παραμένει άγνωστη, οι τρεις αυτές λέξεις συμβολίζουν την μέγιστη κινητοποίηση για την αντιμετώπισή τους. Σε μια χώρα που το σταφύλι και η οινοπαραγωγή συμπρωταγωνιστούν ανέκαθεν στην πρωτογενή οικονομική της δραστηριότητα, είναι επόμενο η κοινωνική, λογοτεχνική, αλλά και λόγια παράδοση να έχει ασχοληθεί κατ’ επανάληψη με το θέμα. Ελάχιστα λοιπόν πρωτότυπο θέμα ο τρύγος! Πόσα όμως έχουν γραφεί για τον μόχθο της ερμιονίτικης οικογένειας, προκειμένου να φέρει εις πέρας μια από τις πιο απαιτητικές αγροτικές εργασίες της χρονιάς; Αυτό το κενό φιλοδοξούμε να καλύψουμε με τα επίκαιρα άρθρα μας, να αναβιώσουμε μνήμες των παλαιοτέρων αλλά και να προβάλλουμε τον πιο γνωστό, οργανωμένο και σύγχρονο αμπελώνα της περιοχής μας. Ελπίζουμε επίσης ότι τα κείμενα που αναφέρονται στην προϊστορία της περιοχής μας αλλά και σε σημαντικά ιστορικά γεγονότα του 1821 και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, θα κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών μας.
Καλή ανάγνωση!
Ευχαριστούμε θερμά τους παλιούς μας αρωγούς που ανανέωσαν τις συνδρομές τους, όπως επίσης και τους νέους μας συνδρομητές: Τιτίνα Θεοδώρου Παναγιώτης Νικολόπουλος Εύα Κανελλοπούλου Κυριάκος Νόνης Γιάννης Μαρμαρινός Μαρίτσα Παγώνη-Παπαντωνίου Τάσος ( Άκης) Μπόλμπος Σας υπενθυμίζουμε ότι εκτός από απευθείας καταβολή στην κα. Βιβή Σκούρτη, μπορείτε να στέλνετε την συνδρομή σας στον κάτωθι τραπεζικό λογαριασμό:
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΡΜΙΟΝΙΔΟΣ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ: 385/001054-57 ΙΒΑΝ: GR 560 110 385 000 0038500 105457 Τα ονόματα των νέων συνδρομητών μας θα δημοσιεύονται με αλφαβητική σειρά στο αμέσως επόμενο τεύχος. Τεύχη παλαιοτέρων ετών μπορείτε να βρίσκετε στο: ermioniallotekaitora.blogspot.com
ερμιόνη 3
ΛΙΝΟΣ Γ. ΜΠΕΝΑΚΗΣ
Η Ερμιόνη ηρωίδα μιας όπερας και δύο τραγωδιών Πρόσφατα παλαιοβιβλιοπωλικά αποκτήματά μου αποτελούν η Όπερα (Azione tragica) Hermione του Gioachino Rosini με Libretto του Andrea Leone Tottola (με βάση την Ανδρομάχη του Jean Racine, 1667). Η Ιταλική αυτή Όπερα παίχθηκε για πρώτη φορά στην Νάπολι στις 27 Μαρτίου 1819 με ηρωίδα την κόρη του Μενελάου και της Ελένης Ερμιόνη, ερωμένη του βασιλιά της Ηπείρου Πύρρου. Η ιστορία διαδραματίζεται στον Βουθρωτό, το επίνειο της Αρχαίας Ηπείρου σε χρόνο μετά την άλωση της Τροίας. Στην ωραία ιταλική έκδοση (Bologna 1937) η τραγωδία Ermiόne οφείλεται στον πολυγραφότατο Ιταλό ποιητή και καθηγητή της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην Ρώμη και ακαδημαϊκό Giuseppe Lipparini (1877-1951). Μεγάλος αριθμός ξυλογραφιών του γνωστού Ιταλού χαράκτη Nino Finamore (1899-1970) κοσμεί το εξώφυλλο και κάθε δεύτερη σχεδόν από τις 128 σελίδες του βιβλίου. Τα κύρια πρόσωπα της τραγωδίας είναι κι εδώ ο Πύρρος, βασιλιάς της Ηπείρου και η Ερμιόνη, κόρη της Ελένης και του Μενελάου, η Ανδρομάχη, χήρα του Έκτορος της Τροίας και αιχμάλωτη του Πύρρου, ο Ορέστης, γιός του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Οι σκηνές της τραγωδίας διαδραματίζονται και εδώ στο θερινό ανάκτορο του Πύρρου στον Βουθρωτό της Ηπείρου.
Ερμιόνη η Μεμνηστευμένη του Άδου Τραγωδία παθητική εις πέντε τμήματα υπό του κυρίου Ζιεγλέρου, μετενεχθείσα εις την Καθομιλουμένην ημών υπό Ζ.Μ. δια ρυθμικών ιαμβικών. Εκ του Τυπογραφείου του ευγενούς Ματθαίου Τράττνερ. Ο Ζ.Μ. είναι πιθανόν ο λόγιος της διασποράς Ζαχαρίας Μαυρουδής.
Σώζεται και μία ακόμη «τραγωδία παθητική»: Ερμιόνη, η μεμνηστευμένη του Άδου του Γερμανού δραματικού ποιητή Friedrich W. Ziegler (1759-1827), ο οποίος έδρασε στην Βιέννη ως θεατρικός συγγραφέας (με 13 τόμους θεατρικών έργων του) και ηθοποιός. Στην πολύ διαφορετική αυτή τραγωδία, η Ερμιόνη είναι κόρη του στρατηγού των Μεσσηνίων Αριστοδήμου και της Λυσάνδρας, και η σκηνή διαδραματίζεται στο ορεινό φρούριο Ιθώμη της Πελοποννήσου. Τα άλλα πρόσωπα της τραγωδίας είναι ο βασιλιάς των Μεσσηνίων Εφέας, οι ευγενείς Μεσσήνιοι Ακίνδυνος, Επίμαχος, Ιλαρίων, Ξενία, Θεοφανία, ο μέγας ιερεύς Τίσις και άλλοι. Η γερμανική αυτή τραγωδία ευτύχησε να έχει ελληνική μετάφραση τυπωμένη στην Πέστη της Ουγγαρίας το 1826!
4 ερμιόνη
Ανακοίνωση Ο «Ερμιονικός Σύνδεσμος» ανακοινώνει ότι καταληκτική ημερομηνία υποβολής των υποψηφιοτήτων για την επόμενη απονομή του Βραβείου Αριστείας
«ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ» ορίζεται η
21η Δεκεμβρίου 2018 Το Βραβείο Αριστείας «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ» απονέμεται ετησίως κατά την πρωτοχρονιάτικη πανηγυρική συνεδρίαση του «Ερμιονικού Συνδέσμου» στον/στην μεταπτυχιακό/η φοιτητή /τρια, ο/η οποίος/α κατά το προηγούμενο της βραβεύσεως ακαδημαϊκό έτος, απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών από ελληνικό πανεπιστήμιο-πολυτεχνείο ή από ομοταγές προς αυτά αλλοδαπό εκπαιδευτικό ίδρυμα, αναγνωρισμένο από τον αρμόδιο φορέα (ΔΟΑΤΑΠ), και, είτε είναι εγγεγραμμένος/η στα δημοτολόγια του Δήμου Ερμιονίδας της Δημοτικής Κοινότητας Ερμιόνης, είτε κατά το χρόνο της βραβεύσεώς του/της είναι μέλος του «Ερμιονικού Συνδέσμου», ή ένας εκ των γονέων του/ης, τουλάχιστον επί τριετία. Κατά σειράν αξιολογήσεως προηγούνται οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος (PhD) και έπονται οι κάτοχοι μεταπτυχιακού (MSc). Σε περίπτωση περισσοτέρων προσοντούχων, το Βραβείο Αριστείας απονέμεται στον/ ην έχοντα/ουσα την υψηλότερη βαθμολογία και σε περίπτωση ισοβαθμίας μοιράζεται ισομερώς.
Το Βραβείο Αριστείας «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ» συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο.
ερμιόνη 5
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ / ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Από το λιμάνι της Ερμιόνης του 19ου αιώνα…
ΗΣ
Συνεχίζοντας τη δημοσίευση εγγράφων από το αρχείο του Αποστόλου Γκάτσου, παρουσιάζουμε στο παρόν τεύχος μας, 22 έγγραφα απόπλου πλοίων από το λιμάνι της Ερμιόνης των ετών 1877-1878, στα οποία αναφέρεται το είδος του πλοίου, το φορτίο, ο προορισμός και ο πλοίαρχος, κείμενα δηλαδή που θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε με σύγχρονες φορτωτικές. Είναι δημόσια έγγραφα και εκτός από τις δέουσες σφραγίδες, είναι γραμμένα σε ειδικό χαρτί που φέρει σε ενσωματωμένο υδατογράφημα το εθνόσημο, το οποίο είναι ευκρινέστατα ορατό, όταν κοιτάμε το χαρτί στο φως. Είναι βέβαιο ότι στα εντελώς άγνωστα μέχρι σήμερα κείμενα αυτά, απεικονίζεται με την αλάνθαστη γλώσσα της ιστορικής αλήθειας, ο αγώνας επιβίωσης στην Ερμιόνη του 19ου αιώνα από τα προϊόντα της γης της και από τη ναυτοσύνη των κατοίκων της. Για το λόγο αυτό και τα θεωρήσαμε εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Όπως έχουμε σημειώσει και σε προηγούμενα άρθρα μας, η προέλευση των εγγράφων που απαρτίζουν το αρχείο αυτό του Αποστόλου Γκάτσου, παραμένει άγνωστη. Επειδή ωστόσο αναφέρονται κατά πλειοψηφία σε γεγονότα της προτελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, με πολλές αναφορές στην πολυπληθή οικογένεια του Δημάρχου Ιωάννου Γεωργίου Οικονόμου (1815;-1875;) την ενδιαφέρουσα, αλλά εν πολλοίς άγνωστη βιογραφία του οποίου παρουσιάσαμε στο προηγούμενο τεύχος μας, μοιάζει λογικό να υποθέσουμε ότι ο αρχικός τους κάτοχος ήταν κάποιο μέλος της οικογενείας αυτής. Σημειώνουμε επίσης ότι στο αρχείο υπάρχει έγγραφο του Υπουργείου των Οι-
κονομικών της 28ης Νοεμβρίου 1874 απευθυνόμενο στον «μέχρι τούδε Τελωνιακόν Σταθμάρχην Ερμιονίδος κον Αλέξανδρον Οικονόμου» με το οποίο τον πληροφορεί ότι: «Διά του από 25 λήγοντος μηνός Β. Διατάγματος απελύθητε της υπηρεσίας…». Υπενθυμίζουμε ότι ο Αλέξανδρος ήταν ένας εκ των υιών του Ιωάννου Γεωργίου Οικονόμου και, παρά την κληρονομηθείσα περιουσία, οφειλέτης σημαντικών ποσών και αποδέκτης αρκετών κατασχέσεων… Προτού παραθέσουμε τη λεπτομερή περιγραφή ενός εκάστου από τα έγγραφα αυτά, σημειώνουμε συνοπτικά ότι: Α. Από τους 22 πλοιάρχους, 4 τουλάχιστον είναι σίγουρα Ερμιονίτες και 3 Κρανιδιώτες. 5 πλοίαρχοι αναφέρονται ως αγράμματοι. Β. Οι τύποι των πλοίων ήταν: 17 τρεχαντήρια, 3 λέμβοι και 2 μπρατσέρες. Γ. Τα εμπορεύματα ήταν αλάτι (χύμα στο πλοίο), λεμόνια (ομοίως χύμα), σφουγγάρια (σε σάκους) και δέρματα αρνιών (σε δέματα). Σε διάστημα περίπου τριών μηνών φορτώθηκαν 320 περίπου τόνοι λεμόνια και 110 αλάτι, προϊόντα της περιοχής. Σημειώνουμε ότι το αλάτι της Θερμησίας περιείχε 2,5% χλωριούχο κάλιο για το λόγο αυτό ο καθηγητής της χημείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Αν. Χρηστομάνος (1841-1906) στην αναφορά του της 23/11/1885 προς τη Βουλή των Ελλήνων, προτείνει τη χρήση του αλατιού από την αλυκή της Θερμησίας μόνο για την παραγωγή χημικών προϊόντων και λιπασμάτων.
Οι λεπτομέρειες όπως ακριβώς καταγράφονται για κάθε μια από τις «φορτωτικές» αυτές (με χρονολογική σειρά) είναι οι εξής:
Ημερομηνία
Πλοίαρχος
Όνομα Πλοίου
Προορισμός φορτίου
Ερμιόνη 9 Νοεμβρίου 1877
Ανάργυρος Π. Μερτύρης
Ευαγγελίστρια / τρεχαντήρι
Ερμιόνη 10 Νοεμβρίου 1877
Γεώργιος Πουλής - αγράμματος Κρανιδιώτης). Αντ’ αυτού υπογράφει ο Ανάργυρος Γ. Φασιλής.
Ευαγγελίστρια Στυλίδα / τρεχαντήρι
6 ερμιόνη
Ύδρα
Παράδοση
Εμπόρευμα
Φραγγ. Γκοτζάν (Κοτζιας)
«15 σάκοι σπόγγος ψιλός οκάδες εκατό και δέκα επτά όμοιοι χονδροί οκάδες τριακοσίας»
Ιωαν. Μουτζοπουλο
«τριάκοντα τρεις χιλιάδες οκάδες αλάτι προς ένα και μισό λεπτό έκαστην οκάν»
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ / ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Ημερομηνία
Πλοίαρχος
Όνομα Πλοίου
Προορισμός φορτίου
Παράδοση
Εμπόρευμα
Ερμιόνη 11 Νοεμβρίου 1877
Γεώργιος Μπούκης
Ευαγγελίστρια Σοφικό / τρεχαντήρι Κορινθίας
εις τον ίδιον
τρεις χιλιάδες οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 11 Νοεμβρίου 1877
Γκίκας Μπακίρης
Ευαγγελίστρια Άστρος Κυνουρίας
εις τον ίδιον
4.000 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 14 Νοεμβρίου 1877
Κυριάκος Γεροκόμης
Πρόδρομος / τρεχαντήρι
Άστρος
εις τον ίδιον
10.000 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 15 Νοεμβρίου 1877
Κων/τινος Μαστροκόλιας
Τρεχαντήρι / Πρόδρομος
Σοφικό
Εις τον Δημήτριον Πανούτζον
6.570 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 20 Νοεμβρίου 1877
Παναγιώτης Μαματσούρης
Μπρατζέρα / Άστρος Ευαγγελίστρια
Εις τον Κυριάκον 8.848 οκάδες αλάτι Ευσταθίου
Ερμιόνη 21 Νοεμβρίου 1877
Σταμάτιος Δούσμανης αγράμματος υπογράφει κατ’ εντολήν Ιωάννης Π. Καλζάς
Τρεχαντήρι Αγ. Νικόλαος
Άγιο Ανδρέα (Κυνουρίας)
εις τον ίδιον
1.800 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 23 Νοεμβρίου 1877
Ιωάννης ΤσιΠαναγία / γκάρης - αγράμ- τρεχαντήρι ματος υπογράφει κατ’ εντολήν του ο Ιωάννης Ευσταθίου
Άγιος Ανδρέας
εις τον Κ. Ευσταθίου
4.200 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 25 Νοεμβρίου 1877
Αναστάσιος Κουργιάννης
Λέμβος / Αγ. Βασίλειος
Σπέτσες
ίδιον
3.000 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 30 Νοεμβρίου 1877
Νικόλαος Γιαλελής
Καΐκι / Γύθειον Ευαγγελίστρια
εις τον ίδιον
20.000 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 9 Δεκεμβρίου 1877
Χρήστος Τουρλής
Λέμβος / εις Άγιον Ευαγγελίστρια Ανδρέαν
Ερμιόνη 15 Δεκεμβρίου 1877
Δημήτριος Βώντας (αγράμματος)
Τρεχαντήρι / Παναγία
εις Χαλκίδα
εις την διαταγήν του Ιωάννου Τέση
40.000 οκάδες λεμόνια
Ερμιόνη 15 Δεκεμβρίου 1877
Ιωάννης Τέσης
Τρεχαντήρι / Άγιοι Ανάργυροι
εις Χαλκίδαν
εις τον ίδιον
30.000 οκάδες λεμόνια
Εν Ερμιόνη 22 Δεκεμβρίου 1877
Ελευθέριος Τσιγκάρης
Τρεχαντήρι / Άγιος Νικόλαος
εις Πειραιά
εις τον ίδιον
20.000 οκάδες λεμόνια
Εν Ερμιόνη 23 Δεκεμβρίου 1877
Ιωάννης Τσιγκάρης Πλοίαρχος αγράμματος
Τρεχαντήρι / Παναγία
εις Χαλκίδα
εις τον ίδιον
20.000 οκάδες λεμόνια
Εν Ερμιόνη 27 Δεκεμβρίου 1877
Αναστάσιος Πασαλάρης
Τρεχαντήρι / εις ΚωνσταΕυαγγελίστρια ντινούπολην
εις τον ίδιον
140.000 οκάδες λεμόνια
Ερμιόνη 6 Ιανουαρίου 1878
Παντελής Μισήρος
Τρεχαντήρι / εις Χαλκίδα Ευαγγελίστρια
εις τον ίδιον
35.000 οκάδες λεμόνια
3.000 οκάδες αλάτι
ερμιόνη 7
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ / ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
Ημερομηνία
Πλοίαρχος
Όνομα Πλοίου Τρεχαντήρι / Άγιος Κωνσταντίνος
Προορισμός Παράδοση φορτίου εις Χαλκίδα εις τον ίδιον
Εμπόρευμα
Ερμιόνη 6 Ιανουαρίου 1878
Δημήτριος Σπαχής
Ερμιόνη 4 Μαρτίου 1878
Απόστολος Αποστόλου
Βρατζέρα / εις Στυλίδα Αγ. Σπυρίδων
εις τον ίδιον
8.500 οκάδες αλάτι
Ερμιόνη 4 Μαρτίου 1878
Θεόδωρος Δρικούλης
Τρεχαντήρι / Εις ΛεωνίΑγ. Γεώργιος διον
εις τον ίδιον
8.000 οκάδες αλάτι
Τρεχαντήρι / Παναγία
εις τον ίδιον
20 δέματα αρνοδέρματα
Ερμιόνη 11 Αντώνιος Μαρτίου 1878 Τέσης
8 ερμιόνη
εις Ύδρα
35.000 οκάδες λεμόνια
ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΑΠ. ΓΚΑΤΣΟΣ / ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ
ερμιόνη 9
ΒΙΒΗ ΣΚΟΥΡΤΗ / ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ-ΤΣΑΜΑΔΟΥ
Ο κρανιδιώτικος αμπελώνας του Γιάννη Κοντοβράκη Το κτήμα Κοντοβράκη βρίσκεται στην περιοχή του Κρανιδίου, σε μια πλαγιά λίγο έξω από το Κρανίδι και συγκεκριμένα στην περιοχή Κομίνι ή Βρέστεζα (μικρός αμπελώνας). Έχει έκταση 100 περίπου στρεμμάτων, σε υψόμετρο 250 έως 300 μέτρων με βορειοανατολικό προσανατολισμό. Το έδαφος είναι κροκαλοειδές, που βοηθάει στην καλή αποστράγγιση, υπάρχει δυνατότητα άρδευσης και η καλλιέργεια είναι γραμμική. Η γεωγραφική του θέση με το ιδιαίτερο μικροκλίμα, η σύσταση του εδάφους, το δροσερό νυχτερινό αεράκι προσδίδουν στον αμπελώνα τη βέλτιστη ισορροπία μεταξύ σακχάρων και οξύτητας. Ο Γιάννης Κοντοβράκης συνεχίζει την πατροπαράδοτη ενασχόληση της αμπελουργίας, που κληρονόμησε από τον πατέρα του, Βασίλη Κοντοβράκη. Ο τελευταίος, στα χρόνια της ακμής του, είχε μια από τις καλύτερες ταβέρνες του Κρανιδιού, που λειτούργησε μέχρι το 1970, αλλά και ο παππούς του Γιάννη, αμπελουργός κι αυτός ασχολήθηκε μια ζωή με το αμπέλι, το κρασί, την ταβέρνα, το κρασί που ήταν και παραμένει ο πρωταγωνιστής στο Ελληνικό τραπέζι. «…Σπέτσα με τα καράβια σου, Καστρί με τις ελιές σου, Κρανίδι με τ΄ αμπέλια σου και με τις κοπελιές σου!» Ο Κρανιδιώτης Γιάννης Κοντοβράκης τυχαίνει να έχει «και τ’ αμπέλια του και την κοπελιά του»∙ πρόκειται για την ανιψιά του Νάντια (Αδαμαντία) Κωτσάκη κόρη της αδελφής του Τούλας, νέα, σπουδαγμένη κι όμορφη, που άφησε την πόλη για να συνεχίσει δίπλα στον θείο της την παράδοση της οικογένειας, εκσυγχρονίζοντας ταυτόχρονα την καλλιέργεια του αμπελώνα τους και τετραπλασιάζοντάς τον σε έκταση. Η παραγωγή των κρασιών τους γίνεται σε σύγχρονες εγκαταστάσεις που διαθέτει το οινοποιείο τους, ακριβώς δίπλα στους αμπελώνες. Η διατήρηση και η παλαίωση γίνεται με τις πιο σύγχρονες μεθόδους και πάντα με σεβασμό στην παράδοση. Βασική μέριμνα θείου κι ανιψιάς είναι και παραμένει η διαφύλαξη της ποιότητας. Με τις σύγχρονες καλλιεργητικές τεχνικές και τον κατάλληλο οινολογικό εξοπλισμό εξάγονται και αναδεικνύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι γευστικές ισορροπίες του σταφυλιού. Η συγκομιδή του καρπού γίνεται χειρονακτικά με μεγάλη προσοχή και σεβασμό στο αμπέλι. Τα σταφύλια μεταφέρονται άμεσα στον χώρο του οινοποιείου, για να μην υποστούν καμία ταλαιπωρία και ξεκινάει η διαδικασία με την σύνθλιψη των σταφυλιών. Στη συνέχεια ο μούστος μεταφέρεται στις κατάλληλες δεξαμενές για την οινοποίηση. Το Κτήμα Κοντοβράκη παρουσιάζει την οικογένεια κρασιών που εμφιαλώνει μιας και το χύμα κρασί στις μέρες μας είναι συνήθως αγνώστου προέλευσης και που αποτελείται από: •• Τον «ΡΟΚΑΝΙΑΡΗ», που χαρακτηρίζεται από το λευκοπράσινο χρώμα του και παράγεται από ντόπια παλιά ποικιλία σταφυλιών, που κατόρθωσαν να διασώσουν και φαίνεται να είναι οι μοναδικοί καλλιεργητές στην Ελλάδα (Φ.Ε.Κ. 300446 5/6/2008). Η ποικιλία πήρε την ονομασία της από την τραγανή του ρόγα που δίνει στο στόμα την αίσθηση του ροκανίσματος. Το κρασί έχει ευχάριστη και δροσερή γεύση, διακριτικό άρωμα και πληθωρική επίγευση. •• Τον «ΣΚΛΑΒΟ» που ανήκει στην κατηγορία των σπάνιων Ελληνικών ποικιλιών. Δίνει ένα κρασί ανοιχτόξανθο με πράσινες πινελιές και πλούσια αρώματα από φρούτα και βότανα. •• Το «ΡΟΔΟΙΝΟΝ» παιχνιδιάρικο ροζέ - τριανταφυλλί, κρασί φρέσκο και δροσερό. Χαρακτηρίζεται από ισορροπημένη οξύτητα με ευχάριστο σύνθετο άρωμα λουλουδιών και φρούτων.
10 ερμιόνη
ΒΙΒΗ ΣΚΟΥΡΤΗ / ΣΟΦΙΑ ΜΕΛΛΟΥ-ΤΣΑΜΑΔΟΥ •• Το «ΠΥΡΡΟΝ», έχει φωτεινό κόκκινο χρώμα, το χρώμα της φωτιάς όπως δηλώνει και το όνομά του. Είναι πάντρεμα δύο ποικιλιών Mourvedre και Cabernet που δίνουν εξαιρετικά κρασιά με έντονα αρώματα από κόκκινα φρούτα, καφέ και κακάο. Το σώμα του είναι σε αρμονία με την οξύτητα του, ενώ οι στρογγυλές του τανίνες προσφέρουν βελούδινη γεύση. Τα κρασιά τους, εξαιρετικοί συνοδοί της καθημερινότητας αλλά και της γιορτινής ατμόσφαιρας, μπορεί να τα βρει κανείς σε όλα τα super market της περιοχής μας και δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι έχουν βραβευτεί με μετάλλια σε διαγωνισμούς οίνου, ανάμεσα σε Ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες. Κι όπως οι ίδιοι μας λένε μ’ ένα στόμα: «Ασχολούμαστε με το αμπέλι και το κρασί, όχι μόνο για βιοπορισμό, αλλά και για να γνωρίζουμε ανθρώπους, για να κάνουμε φίλους. Το κρασί δένει παρέες, κάνει φίλους και προπαντός…. ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου!». Μέσα στους αμπελώνες βρίσκεται η αίθουσα γευσιγνωσίας, όπου οι επισκέπτες μπορούν να γνωρίσουν από κοντά και φυσικά να δοκιμάσουν όλα τα κρασιά του οινοποιείου, ώστε να επιλέξουν αυτά που ταιριάζουν στην δική τους κάβα. Είναι ένας χώρος φτιαγμένος με μεράκι και αγάπη. Είναι σχεδιασμένος έτσι ώστε ο επισκέπτης να απολαμβάνει τη θέα σχεδόν όλου του αμπελιού. Από εκεί μπορεί κανείς να θαυμάσει την άψογη συμμετρία στο γραμμικό φύτεμα των αμπελώνων αλλά και να αισθανθεί την γαλήνη και την ηρεμία που αποπνέουν. Οι ιδιοκτήτες του αμπελώνα οργανώνουν επισκέψεις γευσιγνωσίας κατόπιν ραντεβού για μικρές αλλά και για μεγαλύτερες παρέες. Ο σκοπός τους είναι οι άνθρωποι που έρχονται στον χώρο τους να γεύονται, να ρωτούν, να ενημερώνονται, να χαλαρώνουν, να ηρεμούν, να διασκεδάζουν και να φεύγουν με γεμάτη την ψυχή τους από ευχαρίστηση. Η Ευαγγελία Κοντοβράκη, μητέρα της Τούλας και του Γιάννη και γιαγιά της Νάντιας με τον βρασμένο μούστο έφτιαχνε νόστιμη μουσταλευριά και μουστοκούλουρα. Για να φτιάξει το πετιμέζι της χρονιάς συνέχιζε το βράσιμο σε σιγανή φωτιά ξαφρίζοντας συχνά, αφού είχε προσθέσει και την καθαρή στάχτη. Η ποσότητα του μούστου έμενε μισή κι ένας παχύρευστος χυλός, ένας ωραίο σιρόπι ήταν έτοιμο που αποθηκευότανε σε καθαρά μπουκάλια. Στο πετιμέζι εμβάπτιζε τις συκόπιτες (συκομαΐδες), για να διατηρούνται για πολύ χρόνο μαλακές.
Νάντια Κωτσάκη - Γιάννης Κοντοβράκης
ερμιόνη 11
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ
Μνήμες τρύγου
Νίκη Λαδά-Φοίβα, Φανή Γιαννάκου-Θεοδώρου.
Ελάχιστα πλέον αμπέλια έχουν απομείνει στην πατρίδα μας, οι μνήμες όμως έχουν διατηρηθεί όχι μόνο της εποχής του τρύγου, αλλά και του πλήθους των εργασιών που χρειαζόταν να γίνουν μέχρι τη συγκομιδή. Μετά την ωρίμανση των σταφυλιών, προϊόν που συνδέεται με την οικονομία και την κοινωνία, περιμένει ο τρύγος. Ο καλλιεργητής αλλά κι ο γλεντοκόπος περιμένουν εναγωνίως κι οι δυο τη νέα σοδειά του κρασιού, που θα τους κρατήσει συντροφιά όλη την επόμενη χρονιά. Το μάζεμα των σταφυλιών, αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα της χρονιάς, που στη συγκομιδή του έπαιρνε μέρος όλη η οικογένεια. Ο τρύγος του αμπελιού ξεκινά από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο, μήνας που αποκαλείται και «Τρυγητής». Ξεκινά νωρίς το πρωί στο αμπέλι και παίρνει διαστάσεις γιορτής∙ σήμερα στο αμπελοτόπι του ενός και αύριο στου άλλου. Αυτό ήταν το «εναλλακτικό νόμισμα»∙ σήμερα θα έρθω στο χωράφι σου και αύριο εσύ στο δικό μου, έτσι γινόταν η συγκομιδή, γιατί κατά την φράση που χρησιμοποιούσε ο λαός μας «Θέρος, τρύγος, πόλεμος», χρειάζονταν πολλά χέρια. Έγκαιρα έχουν ετοιμαστεί τα σύνεργα, τρυγοκόφινα –κοφίνια και αντρίκια πλυμένα– ακονισμένα μαχαιράκια, σουγιαδάκια καμπυλωτά (οι σβανάδες). Οι αμπελουργοί έχουν βγάλει από τα υπόγεια τα ξύλινα βαρέλια που θα δεχθούν τις χιλιάδες μπότσες μούστο στην πλατιά ολοστρόγγυλη κοιλιά τους, για να πλυθούν στα Μαντράκια ή στο Λιμάνι, να διορθωθούν από τον Θόδωρο Κανέλλη (Τεύχος 19ο) και τον Κρανιδιώτη βαρελά Μαλανδρένια, να ξεφουντωθούν, να στανιάρουν. Βαρέλια παντού, στη σειρά και παιχνίδια πολλά από τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια (κανάρια, φούσια, κρυφτό, πλατσούρισμα), μέσα και πάνω στα βαρέλια κι όταν ερχόταν η κούραση και νύχτωνε, τότε καβάλα στα βαρέλια τραγουδούσαν κοιτάζοντας τ’ αστέρια. Ο θείος μας Κυριάκος Σκούρτης πρώτος και καλύτερος, με τη δυνατή και όμορφη φωνή του πρωτοστατούσε, αλλά και οι φίλοι του Λάζαρος Κουτούβαλης, Τάσος Μουρμούρης, Ιωσήφ Σαρρής, κ.α… Τα υπόγεια θα ασπριστούν, θα πλυθούν τα πατητήρια. Όλα έτοιμα στην εντέλεια. «Τ’ Αη Λιός με το μαντήλι, της Σωτήρας με το κοφίνι!» –Τρυγήσατε; –Τρυγήσαμε! –Καλά κρασιά!
Το αμπελάκι μας, πίσω από το παγοποιείο του Ησαΐα, ο παππούς Αριστείδης Φοίβας, γνήσιος άνθρωπος της υπαίθρου, το είχε φυτέψει με κόπο και μεράκι και όταν έπινε το κρασάκι, που δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι, ευφραινόταν η καρδιά του. Το αμπελάκι μας που δόθηκε ως προίκα στη μητέρα μας δεν υπάρχει πια, όπως και πολλά άλλα. Η γη των πατέρων δόθηκε στο βωμό της εξέλιξης, χάριν της οικοδόμησης• όμως ευτυχώς υπάρχουν οι αναμνήσεις. Ο αείμνηστος Απόστολος Γκάτσος στις καλοκαιρινές μας συζητήσεις, μου είχε πει ότι στον χώρο που σήμερα είναι χτισμένο το Γυμνάσιο - Λύκειο Ερμιόνης ήσαν τα μοναστηριακά αμπέλια. Όταν έσκαβαν οι καλόγεροι τ’ αμπέλια μαύριζε ο τόπος από τα ράσα τους, εξ ου και το όνομα του πηγαδιού «Καλογερικό».
Ο Τάσος Γανώσης με τα τρυγοκόφινα φορτωμένα.
«Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρόγα γυάλισε!»
12 ερμιόνη
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ Οι τρυγητές με τα καπέλα τους και οι τρυγήτριες με τα ψάθινα καπέλα ή τα φακιόλια για την προστασία από τον ήλιο και τις φαρδιές φούστες, κόβουν και τραγουδούν, τραγουδούν, γελούν, κόβουν και τοποθετούν στο καλάθι τους μαρκοπουλιώτικο, σαββατιανό, μαυρούδι, αραιό, τραγανό, φράουλο. (Φράουλο είχε το αμπέλι του παππού και του Γιάννη Νίκα (Τζάνη). Κόβουν το σταφύλι από το κλίμα με το χέρι και αν το κοτσανάκι είναι σκληρό με ένα σουγιαδάκι. Απαιτητική, κοπιαστική εργασία, αλλά τους γεμίζει χαρά και ευεξία. Όταν τα κοφίνια γεμίσουν μεταφέρονται από τα χέρια των νεαρών τρυγητών στα αντρίκια. Εκεί οι νέοι και οι νέες θα τσιμπολογήσουν τη ρόγα του σταφυλιού, θα κοιταχτούν, θα μεθύσουν με το κρασί της αγάπης και αργότερα θα παντρευτούν. «Μες τ’ αμπέλι και το κλίμα σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα» «Και βάλαμε και μάρτυρες δυο βεργούλες κι ένα κλίμα, σ’ αγαπώ δεν είναι κρίμα».
Αγγειογραφίες πλείστες από την αρχαιότητα, ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία που κοσμούνται από παραστάσεις με θέμα το κρασί. Στους κλασικούς χρόνους ο θεσμός του κρασιού ήταν μέρος του συμποσίου, ενώ σύμβολα ιερά του Χριστιανισμού αποτελούν η «άμπελος και ο οίνος». Οι ληνοβάτες με τα κατακόκκινα ιμάτια από το πάτημα των σταφυλιών συμβόλιζαν του μάρτυρες της νέας θρησκείας, ενώ το πατητήρι, ο ληνός, συμβόλιζε τη θυσία του Θεανθρώπου και τη μαρτυρική του θυσία. Ο μούστος θα μείνει στα βαρέλια με το μυρωδάτο ρετσίνι για να γίνει η οινοποίηση, θα βράσει και στη συνέχεια θα σφραγιστεί. Κρασί, είναι το ποτό που με την επίκληση του Διονύσου οδηγεί τον άνθρωπο στον ενθουσιασμό, στο κέφι, στη δημιουργική ανάταση, όταν βέβαια πίνεται με μέτρο, γιατί ακολουθεί τότε το: «Κρασί σε πίνω για καλό, μα εσύ με πας στον τοίχο».
Σύμφωνα δε με τον Ορειβάσιο: «Το κρασί δίνει δύναμη και χαρά στην ψυχή και ηδονή». Με τα ζώα μεταφέρονται στα πατητήρια (τους ληΤο κρασί, αποτελούσε το κυριότερο ποτό των αρνούς). Εδώ γίνεται το πάτημα, η παραγωγή του χυμού, χαίων Ελλήνων μετά το νερό. Απαραίτητο συμπλήτου γλαύκου, που είναι γνωστός ως μούστος. Ο μούρωμα στη διατροφή, μέσο ευωχίας, κοινωνικότητας στος ξεχειλίζει στο πατητήρι, θα μεταφερθεί στα καθακαι δυναμωτικό. ρά δρύινα βαρέλια, Τον οίνον τον έπιόπου θα προστεθεί ναν νερωμένο «κεμια ποσότητα μυκραμένον», χωρίς ρωδάτου ρετσινιού την προσθήκη νεαπό το δάκρυ του ρού ήταν «ο άκρατος πεύκου, για να ακοοίνος». λουθήσει η αλκοοΤη θέση του Διλική ζύμωση, που ονύσου στη συνέστη συνέχεια θα γίχεια κατέλαβε ο Άγινει κρασί. Το κραος Τρύφωνας, που σί είναι ένας ζωνταεορτάζεται την 1η νός οργανισμός που Φλεβάρη που αρεπηρεάζεται από την χίζει και το κλάδεκαθαριότητα και τη μα. Το κλάδεμα του θερμοκρασία. αμπελιού γίνεται Τα πατητήρια κατά τους μήνες Ιαπολλά:του Ιωσήφ νουάριο ή ΦεβρουΚική Κασνέστη-Σκούρτη, Μερτύρη, του Μίμη άριο ανάλογα και Βασίλης Προβελεγγάτος (Πρόσφυγας), Θεοδότη Κορδώνη-Σαρρή. Σκλαβούνου, του απαιτεί γνώση, ξεΜήτσου Οικονόμου, χωριστή τέχνη κι εμπειρία: «…γέρους και κλάδεψέ του Ηλία Παπαμιχαήλ, του Μίμη Κομμά, του Μιχάλη με…». Ο αμπελουργός ξέρει ποια μάτια καρπίζουν και Παπαμιχαήλ (Γιαταγάνα), του Γιάννη Στεργίου (Κόαποιες βέργες κάνουν για καταβολάδες, ώστε να μην ση), του Γιάννη Νίκα κ.α. Οι ταβέρνες αγοράζουν το κοπούν. Το σκάψιμο ακολουθεί μετά το κλάδεμα και μούστο από τους αμπελουργούς, που περιμένουν τη χρειάζεται γερά μπράτσα. Έσκαβαν οι εργάτες με την σοδειά προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα πολύ σημααξίνα, την αμπελαξίνα, και έκαναν το χώμα μικρά βουντικό μέρος, αν όχι το ετήσιο εισόδημα της οικογένειας. ναλάκια «τα κουτρούφια», ώστε να αερίζεται το χώμα και οι ρίζες του φυτού. Το σκάψιμο μια πολύ επίπονη
ερμιόνη 13
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΔΗΜ. ΣΚΟΥΡΤΗ εργασία γίνεται το μήνα Φλεβάρη, θέλει χέρια γερά: «Για βάλε νιους και σκάψε με…». Ακολουθεί το θειάφισμα ή ράντισμα με γαλαζόπετρα για τις τυχόν ασθένειες. Συνέχεια έχει το ξεβλάστωμα, αραίωμα: «…βάλε γριές μεσόκοπες να με βλαστολογήσουν…». Την άνοιξη ερχόταν η ανθοφορία, το μήνα Μάη τα τύλιγαν τα έκαναν «κατσούλα», «…βάλε κορίτσι ανύπαντρα να με κορφολογήσουν…». «Να ’μουν το Μάη μπιστικός, τον Αύγουστο δραγάτης» (λαϊκό τραγούδι) Οι δραγάτες, ήσαν οι φύλακες των αμπελιών και της υπαίθρου. Η ζωή τους ήταν ευχάριστη μέσα στην αφθονία των καρπών, της ανθρώπινης εργασίας, στη δροσιά της υπαίθρου ψηλά στη δραγασιά του, να ορίζουν τ’ αμπέλια του χωριού. Οι αγροφύλακες (δραγάτες) του χωριού μας ήσαν οι: Αριστείδης Φοίβας, Κώστας Κοτταράς, Σπύρος Παπαηλιού, Νίκος Φοίβας, Θανάσης Βουρλής, Αριστείδης Κοντόπουλος, Αντρέας Προκοπίου (Κίμιζας). Ο παππούς μου τα καλοκαίρια έφτιαχνε στο ύψωμα, στη θέση Σπηλιά την καλύβα του και παρακολουθούσε από εκεί τα απλωμένα στον κάμπο αμπέλια. Όταν λοιπόν επρόκειτο να ξαπλώσει έκανε χωνί τις χούφτες του και φώναζε: «Ε! τι κάνεις εκεί; Τώρα θα ‘ρθω…», προκειμένου να τρομάξει τον επίδοξο κλέφτη των σταφυλιών. Ο παππούς κι ο Κώστας Κοτταράς (Καραθάνος) ήσαν δημοκρατικοί κι όταν άλλαξε η πολιτική κατάσταση τους έβγαλαν τραγούδι: «Τον Τσαρό και Καραθάνο θα τους στείλουμε για μπάνιο. Αντρέας υπερήφανος,
δε θέλει άλλο ταίρι γι αυτό τον έχουμε κι εμείς χειμώνα καλοκαίρι».
Η Τούλα Ραγιά-Ζαραφωνίτη θυμάται, ότι κάποια ποικιλία σταφυλιών την περνούσαν σε σχοινάκι που το άπλωναν στο δωμάτιο και διατηρούσαν τα σταφύλια για μεγάλο χρονικό διάστημα και συνεχίζει: «Φράουλα είχε ο Γιάννης Νίκας (Τζάνης) και ο Αριστείδης Φοίβας (Τσαπάρας) από εκεί προμηθευόμαστε για γλυκό. Φτιάχναμε γλυκό φράουλο, βγάζαμε τα κουκούτσια με τη φουρκέτα των μαλλιών μία-μία ρόγα, φτιάχναμε και γλυκό σταφίδα, ενώ με το μούστο φτιάχναμε πετιμέζι, μουσταλευριά και μουστοκούλουρα. Επειδή έπεφταν τα πουλιά και τα έτρωγαν έφτιαχναν στ’ αμπέλια σκιάχτρα. Η κυρα-Φλώρα η μάνα της Τασίας Κουτσουρελάκη είχε ένα αμπέλι απέναντι από του Κοματά και δίπλα στο φουγάρο του Μέξη. Μαυροφορεμένη με ρόμπα και μαντήλι ολημερίς χτυπούσε δυο σίδερα για να φύγουν τα πουλιά. Ένα μεσημέρι περνούσε από εκεί ο Παναγιώτης Κουβαράς με το γαϊδούρι του για να πάει στο χτήμα του. Πετάχτηκε η κυρα-Φλώρα με το μαύρο τσεμπέρι την είδε το γαϊδούρι του, τρόμαξε και έπεσε ξερό. Ο κτηνίατρος που έφεραν τους είπε, ότι έπαθε από το φόβο του ανακοπή». Οι Ερμιονίτες ήσαν οινολάτρες. Είχαν άμεση πρόσβαση στο καλό κρασί του χωριού τους. Εμείς αγοράζαμε καλό κρασί από τον Γιάννη Νίκα. Ήταν ψαράς στο επάγγελμα, αλλά και κτηματίας. Το αμπέλι του φυτεύτηκε από τον Γιάννη Γεωργίου (Κομπάκη) που είχε και την ευθύνη της συλλογής των ποικιλιών. Η πρώτη παραγωγή έδωσε 28 φορτώματα σε σταφύλια. Κάθε φόρτωμα 4 αντρίκια. Έβγαλε 900 μπότσες μούστο (κάθε δερμάτινη μπότσα αντιστοιχούσε σε 2 περίπου οκάδες. Η παραγωγή του καλού κρασιού οφειλόταν στην ποικιλία: σιδερίτης, φράουλα, αραιό, βεσαλό, ροδίτη, νυχάτο λευκό και ροζ, σαβατιανό, μοσχάτο, μαυρούδι, σταφίδα, μαρκοπουλιώτικο, αλλά και στις οδηγίες του οινολόγου που τις κρατούσε πιστά με σεβασμό και προσήλωση. Ο γιός του Θανάσης, που μου έδωσε και τις πληροφορίες, θυμήθηκε το επώνυμο του οινολόγου Ριζάκου, με μεταπτυχιακό την εποχή εκείνη στην οινολογία, που είχε το εργαστήριό του στην Πλατεία Ιπποδαμείας. Έφερνε το δείγμα του, έπαιρνε οδηγίες και αυθημερόν επέστρεφε να τις εκτελέσει. Όταν έβραζε ο μούστος έστελνε τη γυναίκα του να ανακατέψει. Στην περίπτωση που εκείνη λιποθυμούσε να μπορέσει αυτός να βοηθήσει, γιατί διαφορετικά θα ήταν αδύνατο να τον τραβήξει έξω εκείνη λόγω βάρους. Οι ταβερνιάρηδες διάλεγαν σωστά σταφύλια για σωστή οινοποίηση, επένδυαν στο κρασί καλής ποιότητας. Στην ταβέρνα κανείς δεν πίνει μόνος του, θέλει δίπλα του τον δικό του άνθρωπο, το παρεάκι του, που θα μοιραστεί τις χαρές του και τις δυσκολίες της καθημερινότητας. Σημ.: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Βιβής Σκούρτη
14 ερμιόνη
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ
Ο τρύγος «Θέρος, τρύγος, πόλεμος». Δυο αναστατώσεις και μια συμφορά. Το τελευταίο το αφήνω στη σκοτεινιά και στη φρίκη του, και πιάνω τα δύο πρώτα που παρά τη φασαρία και την επίπονη δουλειά, είναι ο αγώνας της ζωής που συνοδεύεται από ευλογία. Το πρώτο δεν το βίωσα παρά μόνο θεατής του. Έχω τις εικόνες που έχουν όλοι. Δρεπάνια, δεμάτια, αλώνια, άλογα ζεμένα σε περιστροφή για το τρίψιμο των σταχιών, λίχνισμα, σάκιασμα καρπού και αχυρένιες μπάλες. Για τον τρύγο όμως έχω αναμνήσεις, γιατί αν για τους μεγάλους ήταν ταλαιπωρία στην παιδική μου ηλικία ήταν μια διασκέδαση. Δεν τρύγησα αλλά παρακολούθησα τις εργάτριες κουκουλωμένες με καπέλο κι αυτό δεμένο με μαντήλι Στο αμπέλι: Ελένη Μπενάρδου-Βλάσση, Μαρίνα Λίτσα, Άννα Κομμά-Λίτσα, Λούλα Κομμά που κρατάει μην τις κάψει ο ήλιος, στη συλλογή των σταφυλιών στα στην αγκαλιά της τον εγγονό της Ντέντε, κοφίνια και ακολούθως στα αντρίκια που τα φόρτωναν ο μικρός Μιχάλης Κομμάς και η Πανωραία, στα υποζύγια για να τα μεταφέρουν στα πατητήρια. Τα πεΚατίνα Μπενάρδου-Κυπραίου, Ελενίτσα Γκολεμά. ρισσότερα σπίτια είχαν τέτοια, αφού το κρασί ήταν πρώτο σε κατανάλωση. Εξ αυτού και το πλήθος των ταβερνών. Στη γειτονιά μου που σήμερα δεν υπάρχει ούτε μία, ήσαν οκτώ: Moύκα, Κασνέστη, Ρουμπέσκα, Μαρουλά, που δεν τις πρόλαβα εγώ και του Οικονόμου (Νάνου), Παπαμιχαήλ, μπαρμπα-Πάνου Μερτύρη, Χανούτη (Φραγκούλη), που τις γνώρισα. Η αναστάτωση συνίστατο στο σήκωμα και μεταφορά των βαρελιών τις παραμονές του τρύγου, στις δύο παραλίες Λιμάνι και Μαντράκια για μαστόρεμα και πλύσιμο. Άλλη φροντίδα ήταν το πλύσιμο του πατητηριού και της γούβας που θα έπεφτε ο μούστος. Αφού ετοιμάζονταν όλα αυτά, άρχιζε ο τρύγος και το κουβάλημα και άδειασμα των σταφυλιών στο πατητήρι. Στις 4 το πρωί πρωί, έρχονταν οι πατητές να τα πατήσουν, Ανάμεσα στα κλήματα η ίδια συντροφια. αφού προηγουμένως έπλεναν τα πόδια τους. Με τη σύνθλιψη των σταφυλιών ο μούστος έτρεχε στη γούβα που έπρεπε σχολαστικά να έχει καθαριστεί. Εκεί ήταν η διασκέδασή μου να μπαίνω μέσα να την σαπουνίζω και να παίζω με τα νερά. Μεγαλύτερη όμως διασκέδαση που περίμενα ήταν το πάτημα των σταφυλιών. Παρακαλούσαμε τη μητέρα μας να μας ξυπνήσει πρωί-πρωί στις 4 ώρα που θα έρχονταν οι εργάτες πατητές αλλά ποτέ δε μας ξύπνησε. Όταν ξυπνούσαμε είχαν ήδη πατηθεί και είχαν μπει στη στοίβα τα τσίπουρα πατημένα με σανίδες και βαριές πέτρες ν’ αποστραγγίξουν. Έφερναν τότε οι εργάτες τη μηχανή για το τελικό στύψιμο και τα στυμμένα τσίπουρα σε μπάλες πήγαιναν για ζωοτροφή. Έτσι η λαχτάρα μας έμενε ανεκπλήρωτη ίδια κάθε χρόνο και ποτέ δεν ικανοποιήθηκε. Ο μούστος έμπαινε στα τουλούμια (ασκιά από ολόσωμο το αρνίσιο δέρμα) και μεταφερόταν στα καθαρά βαρέλια που βρίσκονταν στη στοίβα, για να ακολουθήσει η ζύμωση. Θυμάμαι πόσο ζεστός ήταν ο χώρος κατά τη ζύμωση. Μέσα στα βαρέλια έριχνε ο πατέρας ρετσίνι που έφερνε σε τενεκέδες από το ρετσινοχώρι, το Αγκίστρι. Έβλεπα ότι συνεχώς παρακολουθούσε τη θερμοκρασία και ρύθμιζε ότι επί πλέον δεν γνωρίζω Γιατί εδώ δεν κάνω τον ειδήμονα ούτε συνταγές δίνω απλά αναφέρω τα βιώματά μου για κάποιες εργασίες πως γίνονταν την εποχή της παιδικής μου ηλικίας. Άλλη διασκέδαση μου ήταν όταν με έβαζαν οι αγωγιάτες μέσα στα άδεια αντρίκια πάνω στο γάιδαρο πηγαίνοντας για το αμπέλι. Παιχνίδια απόλαυσης ήσαν τα άλματα πάνω στα βαρέλια όταν αραδιασμένα βρίσκονταν στις παραλίες γεμάτα θαλασσινό νερό για να φουσκώσουν (στα-
ερμιόνη 15
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ-ΡΗΓΑ νιάρουν) πριν δεχτούν το μούστο. Εκεί έδιναν κι έπαιρναν τα σαλταρίσματα από βαρέλι σε βαρέλι μέχρι τελευταίας πτώσης όσοι είχαμε αλτική τρέλα. Το παιχνίδι του ρετσινιού ακολουθούσε. Τα περσινά απόβλητα ρετσίνια τα πλέναμε στη θάλασσα να φύγει η λάσπη και το απομένον άσπρο ρετσίνι, το καίγαμε σε επικλινείς επιφάνειες να κυλήσει και λιωμένο να σχηματίσει σχέδια που η παιδική φαντασία τα εξελάμβανε γλυπτά, τα προσομοίαζε με πραγματικά και τα βάφτιζε κατά πώς τα φανταζόταν. Όσα δεν προσομοίαζαν τα κοπανούσαμε και σε σκόνη την πετούσαμε στον αέρα συνοδεία φλόγας, σχημάτιζε φωτεινές δέσμες (βεγγαλικά της εποχής) που τα χαίρονταν τα μάτια και η παιδική ψυχή. Με τέτοια μάτια και ψυχή διασκέδασης δεχόμουνα τον τρύγο αντίθετα με τους υπεύθυνους της διαβίωσης μας που ταλαιπωρούνταν την περίοδο αυτή. Σημ.: Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της Βιβής Σκούρτη Στο αμπέλι η γιαγιά του Νίκου Σαρρή Ελένη Πετρολέκα, και η κόρη της Ματίνα Λέκα.
οι χαρές μας οι λύπες μας ΓΑΜΟΙ Αποστολόπουλος Βασίλειος - Βασδέκη Ήβη Βέκιος Θωμάς - Καλλίνη Αργυρούλα Γούτος Ευάγγελος - Παππά Δήμητρα Δημαράκης Νικόλαος - Μαστοράκη Ελπίδα Δρούζας Χρήστος - Δάγκλη Δήμητρα Θωμάς Γεώργιος - Δέδε Κωνσταντίνα
Καλλίνης Ευάγγελος - Χόντα Αναστασία Κολεμπάντερ Τζον Βίλλιμ - Καραγιάννη Μαρία Λεβειδιώτης Κων/νος - Κουτρουμπή Αικατερίνη Οικονομόπουλος Χρήστος - Μίζη Γεωργία Σοφικίτης Ευάγγελος - Παριανού Παρασκευή
ΘΑΝΑΤΟΙ Αθανασάκος Χρήστος Αλεξάκης Δημήτριος Αλεξόπουλος Κωνσταντίνος Αντουλινάκης Κυριάκος Βενάρδου Φλώρα Βλάχου Κάρμεν Δάγκλη Θεοφανή Δάγκλης Χρήστος Δαμαλίτης Δαμιανός Ζαμπέτας Νικόλαος Ζώση Χρυσούλα Ιωάννου Χρήστος Κληρονόμος Παναγιώτης Κομμάς Αναστάσιος Λούντκεν Κρίστεν Μανιάτης Τάκης
16 ερμιόνη
Μαυρομιχάλη Μαρίνα Μερτύρης Σταμάτιος Μπαλαμπάνη Αγγελική Μποζινάκης Γεώργιος Μπόλλα Βασιλική Μπόλλα Ελένη Μπουρίκα Δήμητρα Ντάρκας Ιωάννης Πραχαλιάς Δημήτριος Προκοπίου Ανάργυρος Σαλογιάννης Δημήτριος Σαμπάνη Αναστασία Σαμπάνης Ευάγγελος Σλειμέικερ Τζονάθαν Τουρλούκη Κωνσταντίνα Φοίβα Αρχόντω
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Ν. ΗΛΙΟΥ
Ξένοιαστα Καλοκαίρια… Είναι τελευταίες μέρες του Μάη και η ζέστη αρκετή για κοντά τις 7 το απόγευμα, αλλά δεν θα με εμποδίσει να πάω με τα πόδια από το σπίτι μου στον Άγιο Ματθαίο, στη Βιβλιοθήκη, στον Άγιο Παντελέημονα, στη Μπαρδούνια. Μου αρέσει να περπατάω. Κι όταν βρω την ευκαιρία, δεν τη χάνω. Περνάω από γειτονιές που είχα περάσει μικρή, χαζεύω σπίτια γνωστά, κάποια πετρόχτιστα, τα λουλούδια που ξεχύνονται από τις μάντρες: γιασεμιά άσπρα και γαλάζια, νυχτολούλουδο κι αγιόκλημα. Πώς μυρίζουν τα γλυκά στο ζαχαροπλαστείο…. Μα! Δεν μπορεί! Αυτή η μυρωδιά, από εκείνο το σπίτι…. Ψωμί! Ζυμωτό! Με προζύμι! Και σουσάμι! Σαν αυτό που έψηνε η γειτόνισσα δίπλα στη μάνα μου, η κυρά Βαγγελία, στον ξυλόφουρνο! Τέτοια εποχή έφτιαχνε και παξιμάδια. Μοσχοβόλαγε ο τόπος, καληώρα! Τη θυμάμαι να ανάβει το φούρνο, να φουρνίζει τα ταψιά, να κόβει τα παξιμάδια ένα ένα να στεγνώσουν, να καθαρίζει το φούρνο με τη μαλλιάρα. Κι αυτή η γεύση τους! Με φρέσκια ντομάτα γινωμένη και φέτα μαλακιά σαν βούτυρο από το μπακάλικο του κυρ Γιάννη του Μέλλου. Μπορούσα άνετα να φάω καρβέλι ολόκληρο κι ας ήμουν λιγόφαγη. Όμορφα, ξένοιαστα χρόνια! Η μέρα αρκετά μεγάλη τέτοια εποχή για μπόλικο παιχνίδι. Τελείωνα τα μαθήματα, έπαιρνα κούκλες και κουζινικά και δε γύριζα στο σπίτι αν δεν νύχτωνε και δεν έβγαινε η μάνα μου στο μπαλκόνι να με φωνάξει. Από απέναντι σιγοντάριζε η μάνα του συμμαθητή μου. Σκόρπιζαν να παίξουν τα παιδιά και δεν αγχώνονταν οι μανάδες. Η φωνή από το μπαλκόνι ακουγόταν μια χαρά μέσα στην ησυχία. Τα αυτοκίνητα, ελάχιστα, σπάνια περνούσαν. Στις γειτονιές όλοι γνωστοί. Με ένα «τίνος είσαι εσύ;» ήξερε η γειτόνισσα το γενεαλογικό σου δέντρο. Ο Μάιος ήταν αγαπημένος μήνας. Στα μέσα του είχε γενέθλια η καλύτερή μου φίλη, από τα λίγα παιδιά που είχαν τούρτα στα γενέθλιά τους. Άσπρη συνήθως, με ζαχαρωτά τριαντάφυλλα που μοιράζονταν σε όλους ακριβοδίκαια. Τα δικά μου ήταν στα τέλη του μήνα και η μαμά έφτιαχνε κέικ ή ραβανί. Ο κήπος του σπιτιού ήταν ολάνθιστος και ευωδιαστός. Ροζ εκατόφυλλα τριαντάφυλλα, γαρύφαλλα, κρίνα, άσπρα και δίχρωμα ασπροκόκκινα, μαυρομάτες, όλα δάνειζαν για να φτιαχτεί ένα μεγάλο μπουκέτο να μπει στο βάζο στην τραπεζαρία. Λίγες μέρες μετά ερχόταν ο Ιούνιος. Και άρχιζε η αντίστροφη μέτρηση για το σχολείο. Τραγούδια καλοκαιρινά, σκετς, και όταν έφτανε η πολυπόθητη μέρα που παίρναμε το ενδεικτικό και μπορούσαμε πια να
βγάλουμε την ποδιά και να παρατήσουμε τη σάκα, τι υπέροχο αίσθημα ελευθερίας… Τα πρωινά, συνήθως με έστελνε η μάνα μου για ψώνια. Πότε θα χρειάζονταν ψωμί, πότε κάτι από το σουπερμάρκετ (το μοναδικό στην επαρχία). Ή θα πήγαινα να αγοράσω κλωστές για κέντημα στο Μώρο. Τα απογεύματα έπαιρνα τα παιχνίδια ή το κέντημα και πήγαινα σε κάποια φίλη. Μόλις έμπαινε ο ήλιος, επιστροφή στο σπίτι και παιχνίδι στη γειτονιά μέχρι τα μεσάνυχτα, κρυφτό, μπαξ-ξεμπάμ, βασιλιά-βασιλιά, αγαλματάκια ακούνητα. Με ένα διάλειμμα ενδιάμεσα για βραδινό φαγητό στη μπροστινή βεράντα. Την τιμητική τους το βράδυ είχαν αυγά καγιανά, πατάτες τηγανιτές με φέτα, μελιτζάνες και κολοκύθια τηγανιτά με κόκκινη σάλτσα, κόκκινες χυλοπίτες ή ψάρια τηγανητά, φρέσκα, που τα είχε αγοράσει η μάνα πρωί πρωί στην αγορά από το Βαγγέλη τον ψαρά ή το Μπαρδάκο. Αν μαζευόμασταν νωρίς, το φαγητό σερβιριζόταν στη βορεινή βεράντα, που έβλεπε «πιάτο» από το Χριστό (την εκκλησία της Μεταμόρφωσης), μέχρι το σπίτι του γιατρού του Σκαλτσιάρη, την Κάπαρη, τα Σαραντάσπιτα, το νεκροταφείο και την Κοιλάδα στο βάθος. Πριν κοιμηθούμε, ρεμβάζαμε υπό τη μουσική υπόκρουση του γείτονα που ροχάλιζε στην ταράτσα του σπιτιού του, μετρώντας τα σπίτια γνωστών που έκλειναν σιγά σιγά τα φώτα, βλέποντας τα αστέρια, τα καντηλάκια που τρεμόπαιζαν στο νεκροταφείο, και αν είχε ορατότητα, τα Ίρια απέναντι. Έπειτα πηγαίναμε για ύπνο, αφήνοντας ανοιχτά τα παντζούρια στο παράθυρο με τη σίτα και ορθάνοιχτη τη μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Είχε ανάψει από ώρα η μαμά το φιδάκι για τα κουνούπια, που είχαν ιδιαίτερη προτίμηση στην αδερφή μου. Αν ήταν στο σπίτι ο μπαμπάς, με την πολλή ζέστη, μπαμπάς και κόρες στήναμε ράτζα στη σειρά στη βεράντα (ήταν στενή και δεν τα χώραγε αλλιώς), παίρναμε σεντόνια και κουβέρτες και κοιμόμασταν υπό τον έναστρο ουρανό και τη σκέπη της ταράτσας, στη δροσιά, απτόητοι από το ροχαλητό του γείτονα που συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση τρένου που φτάνει στο σταθμό, ενίοτε διανθισμένο και με σφυρίγματα σαν του σταθμάρχη. Τι όμορφα που ήταν το ξημέρωμα, όταν όλα άρχιζαν δειλά δειλά να φωτίζονται και ο ήλιος –μια τεράστια πορτοκαλιά μπάλα– πρόβαλε πάνω από τις στέγες των σπιτιών δίνοντας χρώμα στον ουρανό! Ο ύπνος συνεχιζόταν μέσα για καμιά ώρα ακόμα, μέχρι να σηκωθεί η μαμά να αρχίσει τις δουλειές στην κουζίνα.
ερμιόνη 17
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Ν. ΗΛΙΟΥ Γιατί το πρώτο μέλημα ήταν το φαγητό της ημέρας. Και η καθημερινή ρουτίνα έπαιρνε το ρυθμό της. Μετά το πρωινό, γάλα εβαπορέ με κακάο, άνοιγε το ραδιόφωνο να ακούσουμε τη Λήδα Κροντηρά. Αν δεν είχα να πάω για ψώνια, θα διάβαζα το περιοδικό «το Ρόδι» που αγόραζα κάθε μήνα σε ένα πρακτορείο τύπου κοντά στην Κάτω Πλατεία, στα σκαλάκια, στο παλιό ταχυδρομείο. Άλλες φορές ασχολιόμουν με τα βιβλία για διακοπές του «Μάγου» που μου αγόραζε κάθε χρόνο η μητέρα μου στην Αθήνα. Ειδικά εκείνα με την αριθμητική, καθόλου δεν μου άρεσαν. Κυλούσε αργά ο χρόνος, απέραντο φαινόταν το καλοκαίρι. Μονότονη, πάντως, η καθημερινότητα δεν ήταν. Τα απογεύματα που δρόσιζε, όλο και κάποιος θα ερχόταν επίσκεψη, όλο και κάπου θα πηγαίναμε οικογενειακώς, μέχρι το βραδάκι. Πάντα με τα πόδια. Έσφυζε από ζωή το Κρανίδι που τώρα το περιδιαβαίνω με άδειους δρόμους. Και δεν χρειαζόταν ούτε ειδοποίηση από πριν. Χτύπαγες την πόρτα, και για το συγγενή ή το φίλο που σου άνοιγε ήταν ευχάριστη έκπληξη η επίσκεψη. Αν πηγαίναμε στις θείες με τα ξαδέρφια, το παιχνίδι απλά μεταφερόταν σε αυτή τη γειτονιά. Στη θεία και το θείο με το σακάτικο από τον εμφύλιο χέρι στην Πλατεία, όμως, και στην άλλη, στον άλλο αδελφό της γιαγιάς, στο Γραμματικό, έπρεπε να καθόμασταν ήσυχες και σοβαρές. Δεν παίρναμε μέρος στις συζητήσεις των μεγάλων τα παιδιά, μάλλον θεωρούνταν αυθάδεια κάτι τέτοιο. Ρεμβάζαμε στη βεράντα της θείας την πλατεία και το σιντριβάνι και απολαμβάναμε το παγωτό ή το υποβρύχιο που μας σερβίριζε συνήθως. Στην άλλη θεία, στο Γραμματικό, καθόμασταν στη δροσιά της αυλής και μας κερνούσε ραβανί, δροσερή πορτοκαλάδα «Ήβη» συμπυκνωμένη, που την αραίωναν με κρύο νερό, και μετρούσαμε τα λιγοστά αμάξια που περνούσαν από το δρόμο κάτω. Ο θείος εδώ ήταν πιο αγαπητός στα παιδιά. Πείραζε την αδερφή μου (κάπου έξι χρόνια μικρότερη): «Το χριστόψαρο σου αρέσει ή ο σαμπιέρος;» το αγαπημένο του πείραγμα, δεν ήξερε η μικρή ότι ήταν το ίδιο ψάρι. Ο άλλος θείος στην πλατεία, έφευγαν για ιαματικά λουτρά στα Μέθανα. Γύριζαν τον Αύγουστο και πάντα τους έφερναν φιστίκια Αιγίνης. Λίγες μέρες από όταν έκλειναν τα σχολεία, αν όχι την αμέσως επόμενη, είχαμε αφίξεις στη γειτονιά. Κατέφθαναν η θεία (και νονά, αδερφή της μαμάς) και οι τρεις ξαδέρφες. Ξαφνικά η γειτονιά αποκτούσε γέλια, τσόκαρα που κατέβαιναν με θόρυβο την κατηφόρα στο καταμεσήμερο, και καυγάδες για τα παιχνίδια. Η αυλή του σπιτιού μας, η αυλή της γιαγιάς «από πάνω» που έμεναν οι ξαδέρφες και τα σκαλάκια της κυρά Γκέλης ήταν τα στέκια του παιχνιδιού. Κανένας στην γειτονιά δεν διαμαρτυρόταν για τη φασαρία, ούτε καν για το «τσάκα-τσάκα», ένα πλαστικό σκληρό μπαλάκι δεμέ-
18 ερμιόνη
νο σε πλαστικό λάστιχο με θηλιά στην άλλη του άκρη, που την πέρναγες στο πόδι και το έφερνες γύρω χοροπηδώντας. Πέντε-έξι και βάλε «τσάκα-τσάκα» να σέρνονται ταυτόχρονα στην αυλή! Ηρωίδες οι γειτόνισσες που άντεχαν! Ας όψεται που ήταν και οι δικές τους κόρες στους δράστες! Έπαιρναν μια γερή ανάσα ησυχίας τον Ιούλιο με τα μπάνια όμως. Διότι από 1η μέχρι και 31 Ιουλίου, άντε, στη χειρότερη μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου, έπρεπε απαραίτητα και απαρέγκλιτα να κάνουν τα κορίτσια τριάντα μπάνια. Έτσι, τα πρωινά, κατά τις εννιάμισι ξεκινούσε η πομπή που πλήθαινε καθ’ οδόν προς την πλατεία: ένα τσούρμο μανάδες και παιδιά, με τσάντες, ψάθες, κουλούρες και μπρατσάκια, βατραχοπέδιλα, κουβαδάκια, κολατσιό, αντηλιακά και ψάθινα καπέλα στο κεφάλι, από όλα τα μήκη και τα πλάτη του Κρανιδίου, συγκεντρώνονταν και περίμεναν στο λιοπύρι το λεωφορείο των δέκα. Με το που και άνοιγε πόρτες, ένα μπουλούκι στην καθεμιά σπρωχνόταν να μπει και να βρει θέση. Το λεωφορείο γέμιζε με 3-4 άτομα σε κάθε δυάδα καθισμάτων, η ψιλή μαρίδα στα πόδια μανάδων ή μεγαλύτερων αδελφών, ένα διάδρομο από όρθιες σαρδέλες, γέλια, φωνές και εκνευρισμό για τις θέσεις κι έναν εισπράκτορα που προσπαθούσε αγωνιωδώς να ανοίξει χώρο, να κόψει εισιτήρια σε όλους και να δώσει σωστά τα ρέστα. Μέχρι να τα καταφέρει, είχαν ήδη φτάσει στο Πορτοχέλι. Το πρώτο τάγμα κατέβαινε για να πάρει το δρόμο για τη «λίμνη», κυρίως γιαγιάδες και γυναίκες με μωρά ή νήπια. Το δεύτερο έβγαινε πιο μέσα και το έκοβε ευθεία, κατά τη Βαγγελίστρα, για το Καβουράκι, με τον πύργο της Έλλης απέναντι. Όσοι έμεναν στο λεωφορείο θα κατέβαιναν στην Κόστα. Κι εκεί οι μισοί πέρναγαν πίσω από το εστιατόριο του Δρούζα, για τα βότσαλα, ενώ οι υπόλοιποι έστρωναν τις ψάθες τους στην αμμουδιά, μπροστά από το ξενοδοχείο «Λίντο». Μία παρά, μαζεύονταν τα μπογαλάκια και μέχρι τις μία και τέταρτο ήταν όλοι εκεί, απίκο, στη στάση για επιστροφή. Αν το μπάνιο ήταν στο Πορτοχέλι και φτάναμε στη στάση αρκετά νωρίς, είχε κέρασμα τυρόπιτα από το φούρνο του Γκιουζέλη ή παγωτό κουπάκι. Ένα τόσο δα μικρό κουπάκι που στα παιδικά μάτια φάνταζε τεράστιο. Λιγότερες οι φωνές στο λεωφορείο στην επιστροφή, κάτι η ζέστη, κάτι η θάλασσα, είχαν ρίξει όλων τις μπαταρίες. Όλων, εκτός από των παιδιών, που, ως γνωστόν, έχουν απεριόριστη διάρκεια. Τα δικά τους τιτιβίσματα και τραγούδια κράταγαν μέχρι το Κρανίδι. Σε μια τέτοια επιστροφή, ανακάλυψα ότι οι φωνητικές μου ικανότητες ήταν μάλλον… φονιτικές. Γιατί, στο τσακίρ κέφι, μερακλώθηκα και άρχισα να τραγουδάω. Ποιο άσμα είχε την τύχη να το εκτελέσω, δεν θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι έντονα όμως, εί-
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Ν. ΗΛΙΟΥ ναι το «Σσστ» σε αυστηρό ύφος του κυρίου πίσω. Φαίνεται, το είχα «εκτελέσει εν ψυχρώ». Σώπασα για το υπόλοιπο της διαδρομής και δεν τόλμησα σε δημόσιο χώρο να εκθέσω τραγουδώντας τη φωνή μου ποτέ ξανά. Το μπάνιο που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ήταν στη «λίμνη» τη μέρα που έγινε η εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Κολυμπούσαμε αμέριμνοι όταν ένα ταχύπλοο κατέφθασε, ζύγωσε σε αρκετή απόσταση τους λουόμενους για να τον ακούν και ένας άντρας, όρθιος, στο σκάφος φώναζε «Γενική Επιστράτευση, Γενική Επιστράτευση». Έντρομες μανάδες έτρεχαν να μαζέψουν παιδιά και μπανιερά και να βρουν τρόπο να γυρίσουν στο Κρανίδι. Τα παιδιά, απορημένα, προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τον πανικό και τι σήμαιναν αυτές οι περίεργες λέξεις που ακούσαμε. Βρέθηκα να με παραδίδει η μάνα μου σε συγγενή με αυτοκίνητο, ενώ η ίδια θα έφευγε με άλλους. Η γιαγιά στο σπίτι περίμενε να με παραλάβει αναστατωμένη από την είδηση. «Θα έχουμε πόλεμο πάλι. Ο Θεός να βάλει το χέρι του» ήταν η απάντηση στο τι συμβαίνει. Με χωμένη τη μούρη μου στα κάγκελα της αυλής και το δάκρυ να κρατιέται με το ζόρι μην κυλήσει, κοίταζα όλο αγωνία το δρόμο για τον παπά-Γκίκα πότε θα έρθει η μάνα μου που είχε πάει να αγοράσει προμήθειες σε γάλα εβαπορέ, αλεύρι και ζυμαρικά. Κι όταν αργότερα μου εξήγησαν τι σήμαινε «επιστράτευση», «κι ο μπαμπάς;» ρώτησα. «Ο μπαμπάς ταξιδεύει, δεν μπορεί να έρθει». «Μπορούν να πάρουν τον παππού;». «Όχι, έχει περάσει την ηλικία που τους παίρνουν στην επιστράτευση». Ανάσανα! Περίπου τα τελευταία καλοκαίρια του Δημοτικού, τα μπάνια απέκτησαν άλλο μέσο και άλλη κατεύθυνση. Είχαν κατά τι πληθύνει τα αυτοκίνητα και ο θείος στη γειτονιά, πρώτος ξάδερφος και συνονόματος του πατέρα, κατά το μεσημέρι που σχόλαζε από τη δουλειά, έβαζε μπροστά στο αγροτικό τη θεία και όποιον άλλο μεγάλο χωρούσε, και ο γιος του, εγώ με την αδερφή μου και τους γονείς, τις ξαδέρφες και θείο και θεία επιβιβαζόμασταν στην καρότσα και πηγαίναμε στο Δορούφι, στις Λάκκες ή στη Βροχίτσα. Οι δυο ξάδερφοι ήξεραν από πρώτο χέρι αυτά τα νερά, ψαρεύοντας από παιδιά με τα καΐκια. Άλλα νερά, πιο ζεστά, πιο ήρεμα, πιο αλμυρά και ο ήλιος πιο καυτερός, αραπάκια μας έκανε μέσα σε λίγες μέρες. Στη διαδρομή με το αγροτικό η καρότσα αποκτούσε κινούμενη χορωδία. Η πιτσιρικαρία δεν πτοούνταν ούτε από τη μεσημεριανή ώρα ούτε από τα τραντάγματα στο χωματόδρομο για να τραγουδήσει «έξω φωνή» από παιδικά σαν «το Χοντρό Μπιζέλι» μέχρι νέο κύμα, τη «Τζαμάικα». Κάθε αγροτικό που περνούσε φορτωμένο κόσμο στην καρότσα, άφηνε και το άκουσμα ενός άλλου τραγουδιού. Κι εκείνο το φαγητό όταν γυρίζαμε από το
μπάνιο, λουκούμι μας φαινόταν, κι ας ήταν και βλίτα με στίφνο, φέτα και πατάτες τηγανητές. Επειδή ετούτα τα μπάνια «μας έπιαναν» περισσότερο, ο μεσημεριανός ύπνος ήταν απαραίτητος. Το απόγευμα, όταν σηκώνονταν όλοι, κέντημα στη βεράντα, κι όταν έπεφτε ο ήλιος, το σούρουπο με τη δροσιά, πότισμα τα λουλούδια. Πόσο μου άρεσε να πέφτει το νερό στα φύλλα του δυόσμου και του βασιλικού και να μυρίζει ο τόπος. Να βλέπω το γκιούλι και το αγιόκλημα να ρουφούν αχόρταγα το νερό. Μου άρεσε να βγάζω τις σαγιονάρες και να πλατσουρίζω στα νερά στην αυλή που την κατάβρεχα να τη δροσίσει, να μυρίζω το νερό που εξατμιζόταν στο τσιμέντο. Μα πιο πολύ μου άρεσε να πίνω γάργαρο και δροσερό νερό από το λάστιχο. Τις περισσότερες φορές μου φώναζε η μάνα μου να κλείσω επιτέλους τη βρύση. Αν έλειπαν τα γειτονόπουλα, μετά το βραδινό πηγαίναμε στην αυλή της γιαγιάς «από πάνω» που γινόταν κουβέντι. Απολαμβάναμε τη δροσιά του δάσους της Αγιάννας, βλέπαμε τα αστέρια στο σκοτεινό ουρανό, ακούγαμε τους μεγάλους να διηγούνται ιστορίες από τα παλιά και στο ραδιόφωνο τις ειδήσεις. Ο παππούς, βαρήκοος, κολλούσε το αυτί στο ράδιο να ακούσει για τον πόλεμο στο Ιράν με το Χομεϊνί. Όταν είχε πανσέληνο πηγαίναμε περπατώντας μέχρι τους πρόποδες της Αγιάννας, στο εικονοστάσι, καμιά φορά και μέχρι το αλώνι του Μπέλλου που έπαιζαν μικρές η μάνα και η θεία. Και τα Σαββατόβραδα βλέπαμε ελληνική ταινία στη μπροστινή βεράντα στο σπίτι τους. Στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών εμπλουτιζόταν από γιορτές και πανηγυράκια που περιλάμβαναν εσπερινούς και λειτουργίες. Ήταν ένας λόγος να φορέσουμε τα καινούρια ρούχα που μας έραβε η μητέρα μας και η θεία στις κόρες της, μοδίστρες και οι δυο πριν παντρευτούν. Των Αγίων Πάντων το πρωί, εκκλησιασμός στην Κάτω Παναγία και μετά επίσκεψη στην ξαδέρφη που γιόρταζε. Στα μέσα του Ιούνη στις 14, εσπερινός και ολονυχτία στο ξωκλήσι του Άγιου Λησέβου. Δεν έβρισκες βραχάκι να καθίσεις αν πήγαινες πολύ αργά. Του Αγίου Πνεύματος πηγαίναμε με τα καλά μας στον Άγιο Χαράλαμπο. Ο μπαμπάς, όταν ήταν μαζί, κοίταζε να φύγει γρηγορότερα να πάει να πιάσει τραπέζι στο εξοχικό κέντρο απέναντι, γιατί γέμιζε κόσμο πριν πει το «δι’ ευχών» ο παπάς. Ήταν το Κυριακάτικο στέκι μας, μαζί με το άλλο, του Αγιαντώνη, όταν ο μπαμπάς είχε ξεμπαρκάρει το καλοκαίρι. Σε τούτο εδώ μου άρεσε το αλώνι που είχε στη μέση και παίζαμε τα παιδιά με τα καπάκια από τις μπύρες και τα αναψυκτικά. Τα παιδιά τότε ακολουθούσαμε παντού τους μεγάλους. Καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι, μας παράγγελναν πορτοκαλάδα ή λεμονάδα σε γυάλι-
ερμιόνη 19
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Ν. ΗΛΙΟΥ νο μπουκάλι. Το κέντρο ήταν στρωμένο με χαλίκι. Οι ξύλινες καρέκλες με την ψάθα αντικαταστάθηκαν αργότερα από σιδερένιες με λάστιχο χρωματιστό. Για το φωτισμό επιστρατεύονταν μπαλαντέζες με λάμπες ενώ ολόγυρα φώτιζαν λάμπες πολύχρωμες. Όσο για το φαγητό, απλό και συνηθισμένο, αλλά πως μύριζαν αυτές οι μπριζόλες και αυτές οι πατάτες οι τηγανιτές είχαν άλλη γεύση από του σπιτιού… Κοντά στα τέλη του μήνα ήταν του Αγιαννιού του Κλήδονα. Αμίλητο νερό δεν είχαμε. Άναβαν όμως φωτιές οι νέοι στις γειτονιές, έκαιγαν τα πρωτομαγιάτικα στεφάνια και πηδούσαν με γέλια πάνω από τις φωτιές. Η πιο σημαντική μέρα ήταν η παραμονή των Αγίων Αναργύρων στην Ερμιόνη, στο πανηγύρι. Το περιμέναμε πώς και πώς για να αγοράσουμε κουζινικά για το παιχνίδι μας και ψεύτικα κοσμήματα. Ο κόσμος ασφυκτικός, όλος ο δρόμος από εκεί που μας άφηνε το λεωφορείο μέχρι την είσοδο του προαυλίου της εκκλησίας. Συναντούσες γνωστούς και σόγια από όλη την επαρχία και τα γύρω νησιά. Πάγκοι με είδη προικός, κατσαρολικά, παιχνίδια –παιχνιδάδικα δεν υπήρχαν, μόνο εκεί βλέπαμε τόσα πολλά παιχνίδια συγκεντρωμένα. Άνθρωποι με ακρωτηριασμένα άκρα, τυφλοί, ανάπηροι σε καροτσάκια που πουλούσαν λαμπάδες και φοβόμουν να τους κοιτάξω. Ζητιάνες μαυριδερές με μωρά που κοιμούνταν στην κουρελού δίπλα τους και παιδιά ξυπόλητα, κολλημένα στις φούστες τους με έκαναν να σφίγγω περισσότερο το χέρι της μάνας ή του πατέρα που με κράταγε. Αν η διαδρομή μέχρι εκεί ήταν αργή, τα πιο δύσκολα άρχιζαν από την είσοδο μέχρι να καταφέρουμε να μπούμε στην εκκλησία να προσκυνήσουμε. Βήματα χιλιοστών. Αν είχε άπνοια, όπως συνήθως, δεν έπαιρνες ανάσα. Κόλλαγες από τη ζέστη και προσπαθούσες να έχεις έναν υποτυπώδη χώρο από τους διπλανούς που κόλλαγαν επίσης. Η ανταμοιβή για την ταλαιπωρία ήταν οι τσάντες που κουβαλάγαμε στο σπίτι. Και την επομένη είχε επίδειξη η μια φίλη στην άλλη τι ρολόγια (ψεύτικα), δαχτυλίδια και βραχιόλια με ρουμπίνια είχαμε πάρει για να κάνουν το παιχνίδι μας πιο βασιλικό. Τον Ιούλιο σειρά έπαιρνε ο εσπερινός στον Άγιο Παντελέημονα στη Μπαρδούνια, και ο Προφητ΄ Ηλίας, που συνήθως πηγαίναμε ανήμερα στο εκκλησάκι πίσω από την Αγιάννα. Αυτό που με μάγευε όμως ήταν ο λόφος απέναντι από το σπίτι μου, που έβλεπε από τη βορεινή βεράντα. Παραμονή του Προφήτη Ηλία, γέμιζε φωτίτσες που σημάδευαν το μονοπάτι και φακούς που αναβόσβηναν από όσους ανέβαιναν ή κατέβαιναν όταν βράδιαζε. Καταφέραμε κάποια χρονιά να πείσουμε τη μάνα μας να πάμε. Απίστευτο το θέαμα από ψηλά! Όλη η επαρχία σαν σε χάρτη τρισδιάστατο! Μείναμε στην ολονυχτία, είχαμε πάρει μαζί φαγητό και κουβέρτες, γιατί είχε ψύχρα εκεί πάνω τη νύχτα, 20 ερμιόνη
και μόλις χάραξε ο Θεός τη μέρα, πήραμε να κατεβαίνουμε. Φτάσαμε κατάκοπες στο σπίτι. Η μυρωδιά του θυμαριού όμως και η θέα, αξέχαστα. Στις 25 του Ιούλη γιόρταζε το μοναστήρι της Αγιάννας. Λειτουργούσε ο παπά-Γκίκας. Οι γερόντισσες, η Συντύχη και η Ευωδία, αεικίνητες να είναι όλα στην εντέλεια και να μην κάνουν φασαρία τα πιτσιρίκια. Η Σοράγια, το σκυλάκι τους, αυτή τη μέρα ήταν δεμένο πίσω στον κήπο μάλλον, γιατί δεν το έβλεπα να μπλέκεται στα πόδια του κόσμου. Ευτυχώς! Γιατί το φοβόμουν. Όταν πηγαίναμε τα απογεύματα με τη μάνα και τη γιαγιά στο μοναστήρι να δούμε αν ήθελαν κάτι οι καλόγριες, έτρεχε πρώτο στη μάντρα γαυγίζοντας. Ένα μικρόσωμο σκυλάκι ήταν, μάλλον Μαλτεζάκι, μπεζ με μαύρα ματάκια, που έδειχνε τα δόντια του γρυλίζοντας και στα μάτια μου, μικρού κοριτσιού, φάνταζε θηρίο. Τον Αύγουστο είχαμε τις παρακλήσεις και τη Σωτήρος τον εσπερινό παραμονή και λειτουργία ανήμερα στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης, της ενορίας της μαμάς και της γιαγιάς της Ελένης, δε γινόταν να λείψουμε. Το Δεκαπενταύγουστο την παραμονή πηγαίναμε στην Παντάνασσα με όποιον βρίσκαμε με αυτοκίνητο και ανήμερα στην ενορία μας στην Κάτω Παναγία. Η μέρα είχε μικρύνει, τα μπάνια είχαν σταματήσει και το βραδάκι ήταν πιο ελαφρύ, πιο δροσερό. Τελευταία μεγάλη γιορτή, του πολιούχου του Κρανιδιού, του Αγιαννιού του Προδρόμου. Ολόκληρη η μικρή πολιτεία βρισκόταν το βράδυ στην περιφορά της εικόνας, όλοι με τα καλά τους. Η μάνα και η θεία είχαν φροντίσει να έχουν καινούρια ρούχα όλα τα κορίτσια τους. Ορθοστασία μέχρι να καταφέρουμε να προσκυνήσουμε και μετά περιμέναμε να βγει η εικόνα και να δούμε το δεσπότη που σχεδόν πάντα ερχόταν σε αυτή τη γιορτή, τους επισήμους και το άγημα του στρατού που συνήθως τη συνόδευε. Ακολουθούσαμε όλη την μεγάλη περιφορά στους δρόμους του Κρανιδιού όπου περνούσε να ευλογήσει ο προστάτης της πόλης και περιμέναμε μετά υπομονετικά να μπει στο προαύλιο της εκκλησίας πανηγυρικά η εικόνα. Το επόμενο πρωί, έπρεπε, βέβαια, να πάμε στη λειτουργία. Και η ζέστη ήταν αφόρητη. Γιατί ο ήλιος είχε πια κατέβει αρκετά και έκαιγε περισσότερο. Ο Άγιος Γιάννης σηματοδοτούσε το τέλος του καλοκαιριού. Οι Αθηναίοι μαζεύονταν σιγά σιγά πίσω στην πρωτεύουσα. Δρόσιζε ο καιρός πια αρκετά, ειδικά το βραδάκι, και μαζευόμασταν νωρίτερα. Η μαμά έβρισκε την ποδιά να προβάρουμε αν χρειαζόταν να τη μακρύνουμε (έλπιζε και να τη φαρδύνει, να είχαμε πάρει κανένα γραμμάριο με τις διακοπές) ή έραβε καινούρια. Και όλα έπαιρναν γεύση φθινοπώρου… Α, να, το αυτοκίνητο της συναδέλφου. Εδώ είναι! Αναλύουν Καζαντζάκη, «Αναφορά στο Γκρέκο», απόψε. Καλησπέρα σας! Καλώς την, έλα, κάθισε, πάρε καρέκλα!…
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ / ΤΖΕΝΗ Δ. ΝΤΕΣΤΑΚΟΥ
Η άλωση του Παλαμηδίου (30/11/1822) και η συμβολή του Σταμάτη Αδρ. Μήτσα Εισαγωγή
Το ξημέρωμα της νέας μέρας
Μια από τις σπουδαιότερες νίκες των Ελλήνων κατά των Τούρκων στη διάρκεια του επαναστατικού αγώνα του 1821 ήταν και η κατάληψη του φοβερού και άπαρτου κάστρου του Παλαμηδίου. Η κατοχή του, όπως ισχυρίζονταν, επηρέαζε τις τύχες όχι μόνο του Ναυπλίου και της ευρύτερης περιοχής αλλά και ολόκληρου του Μοριά, γι’ αυτό και οι Έλληνες την πανηγύρισαν με ιδιαίτερο ενθουσιασμό.
Με την ανατολή της 30ης Νοεμβρίου που η Εκκλησία μας γιορτάζει τη μνήμη του Αποστόλου Ανδρέα, προστάτη Αγίου της Πελοποννήσου, τα τηλεβόλα του Παλαμηδιού ανήγγειλαν στους κατοίκους την άλωση του φρουρίου. Υψώθηκε η «σημαία του Σταυρού» και η νίκη χαιρετίσθηκε με αλαλαγμούς και κανονιοβολισμούς. Διαλεχτά παλληκάρια των Ελλήνων πάνω στα τείχη φώναζαν προς τους έκπληκτους Τούρκους: «Καλημέρα, Αγάδες καλώς σας ηύραμε και του χρόνου του Αγίου Ανδρέου Αγάδες• ο Θεός μας έδωσε το Παλαμήδι, κοιτάξτε γρήγορα να μας αδειάσετε και τ΄ Ανάπλι και το Ιτσ-καλέ δια να μη φάτε το κεφάλι σας».
Η άλωση του φρουρίου Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Νοεμβρίου το φρούριο ήταν σχεδόν αφύλακτο, αφού οι περισσότεροι Τούρκοι είχαν φύγει και είχαν κατέβη στην πόλη, σύμφωνα με την πληροφορία που έδωσαν δύο Αλβανοί φυγάδες. Τότε οι Έλληνες βοηθούμενοι από το βαθύ σκοτάδι, τη βροχή και τον σφοδρό άνεμο, πάτησαν αθόρυβα και αναίμακτα το πολυθρύλητο κάστρο. Πρώτος αναρριχήθηκε στη Γιουρούς ντάπια του κάστρου ο, νεαρός τότε, Σταμάτης Μήτσας. Ο Μιχαήλ Οικονόμου, γραμματέας του Κολοκοτρώνη γράφει:
Ξέφρενοι ήταν και οι πανηγυρισμοί των εξήντα (60) Κατωναχαϊτών παλληκαριών που με μια ψυχή κραύγαζαν: «Γιόνα Κάστρα! (δικό μας το κάστρο!), ενώ το λευκό μπαϊράκι με τον κόκκινο σταυρό, πολεμικό σύμβολο του Κάτω Ναχαγέ, κυμάτιζε περήφανο στις επάλξεις του φρουρίου.
«Και αναβάντες εκυρίευσαν αυτήν, πρώτων εισπηδησάντων των Κρανιδιωτών Δημ. Ν. Μοσχονησιώτη, Μανώλη Σκρεπετού και Κώστα Γκιώνη. Μη φθανούσης της κλίμακος ζώνης διπλής ριφθείσης επί πυροβόλου βοηθεία αυτής, υποβοηθείς από τον Γκιώνην ο εξ Ερμιόνης Σταμάτης Μήτσας αναβάς πρώτος, εβοήθησε και ηυκόλυνεν την των άλλων ανάβασιν εν οις και τίνα γέροντα Κρανιδιώτην ειδήμονα και την πύλην ανοίξαντα δι ης οι λοιποί εισήλθον». Το ίδιο παραστατική είναι και η αφήγηση του Βασίλη Κωνσταντινόπουλου στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ» της 25ης Μαρτίου 1966. «Ο Μοσχονησιώτης ρίχνει τη σκάλα πάνω στα τείχη μα δεν έφτανε εις το ύψος τους. Τότε ο Σταμάτης Μήτσας, ένας νέος… ανεβαίνει εις το τελευταίο σκαλοπάτι, ρίχνει το ζωνάρι του σ’ ένα κανόνι και σκαρφαλώνει πάνω στο τείχος. Ύστερα βοηθεί το Μοσχονησιώτη να ανέβη και πηδάνε μαζί μέσα στα τείχη. Προχωρούν και διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι λίγο φως. Ήταν το τούρκικο φυλάκιο. Μέσα ο Τούρκος φρουρός έτρωγε φύλλα φραγκοσυκιάς. Ο Μοσχονησιώτης ορμά, τον αφοπλίζει, τον φιμώνει και φωνάζει τους συντρόφους που έμειναν κάτω να αναρριχηθούν…».
Σταμάτης Μήτσας, (της Ανθούλας Λαζαρίδου – Δουρούκου)
ερμιόνη 21
Γ
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ / ΤΖΕΝΗ Δ. ΝΤΕΣΤΑΚΟΥ
Το παλληκάρι Ο καπετάν Σταμάτης Μήτσας, ισάξιος πολεμιστής με τον αδελφό του Γιάννη, γαλουχημένος με τις ίδιες αρχές και αρετές και τα ίδια οράματα, γεννήθηκε στην Ερμιόνη περί το 1800. Ήταν βραχύσωμος, με υπέροχα πλατιά στήθη, καλογυμνασμένο σώμα, ευκίνητος, φτεροπόδαρος, θυελλώδης. Το μέτωπό του πλατύ, τα μάτια του μεγάλα, το βλέμμα βλοσυρό αλλά αετίσιο, σπινθηροβόλο, ανήσυχο. Παρατηρούσε κάθε τι που συνέβαινε γύρω του και «τρυπούσε» τη σκέψη των συνομιλητών του. Η μύτη ερμιονίτικη, ευθεία, πλάταινε στο τελείωμά της και ακριβώς κάτω απ’ αυτή ένα αρειμάνιο μουστάκι έφτανε μέχρι πίσω από τ΄ αυτιά του! Ενωνόταν με τα πλούσια μακριά μαλλιά του, τα ριγμένα στις φαρδιές του πλάτες και γι’ αυτό είχε και το προσωνύμιο «λεοντοχαίτης»! Το πρόσωπό του άλλοτε ήρεμο, άλλοτε συννεφιασμένο και παθιασμένο έδειχνε τον ατρόμητο πολέμαρχο που έκρυβε στα στήθη του καρδιά λιονταριού. Λίγο πριν από την κατάληψη του Κάστρου... (του Θανάση Παπαθανασίου)
Γύρω στις 8 το πρωί ανέβηκε στο Παλαμήδι ο Κολοκοτρώνης. Αμέσως διάταξε να στρέψουν τα κανόνια προς την πόλη και με επιστολή του παράγγελνε στους Τούρκους να παραδοθούν. Επειδή εκείνοι καθυστερούσαν ν’ απαντήσουν άρχισε να χτυπάει, αρχικά με άσφαιρα πυρά, στη συνέχεια με κανονικούς πυροβολισμούς, το Ναύπλιο όπου εκείνοι βρίσκονταν. Τότε, οι Τούρκοι τρομοκρατημένοι και επειδή δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, υπόγραψαν τη συνθήκη και παραδόθηκαν.
Η είδηση φτάνει στην Κυβέρνηση Ο ανδρείος αρχηγός Στάικος Σταϊκόπουλος μόλις έγινε «κύριος του Παλαμηδίου» έστειλε έφιππο ταχυδρόμο στην Ερμιόνη, έδρα της Κυβέρνησης εκείνη την περίοδο, για να γνωστοποιήσει όσο πιο γρήγορα γινόταν την κατάληψη του Κάστρου. Τη χαρμόσυνη είδηση έσπευσε να ανακοινώσει επίσης και ο αρχιστράτηγος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τη με ημερομηνία 1η Δεκεμβρίου επιστολή του, που ξεκινούσε ως εξής:
Το εκκλησάκι του Αγιαντρέα Οι Έλληνες και ιδιαίτερα όσοι κατάγονταν από τη γύρω περιοχή είχαν ακούσει ότι στο κάστρο του Παλαμηδιού υπήρχε από την εποχή των Ενετών (1690) παλαιός ναός αφιερωμένος στον Άγιο Ανδρέα για άγνωστους λόγους. Έψαξαν λοιπόν παντού, έχοντας πάντοτε μαζί τους τον γέροντα Κρανιδώτη Μανόλη Σκρεπετό που γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή το μέρος. Έτσι οδηγούμενοι από «ίχνη αρχαίων εικονογραφιών» ανακάλυψαν τον ζητούμενο ναΐσκο, που ήταν «κρυμμένος» πίσω από έναν μεγάλο σωρό άχρηστου πολεμικού υλικού. Στην εκκλησούλα αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, όταν το 1715 οι Τούρκοι πήραν το Ναύπλιο από τους Ενετούς, κρύφτηκε η γυναίκα του Ενετού φρούραρχου του Παλαμηδίου Λεονάρδου Ταρωνίτη με τα παιδιά της και τα φλουριά της.
22 ερμιόνη
Ο Σταμάτης Μήτσας ανεβαίνει πρώτος στο κάστρο του Παλαμηδίου, (του Θανάση Παπαθανασίου)
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ / ΤΖΕΝΗ Δ. ΝΤΕΣΤΑΚΟΥ «Εις δόξαν του αηττήτου Σταυρού και του Πρωτοκλήτου Ανδρέα Υπερτάτη Διοίκησις Χθες επήλθομεν εις το υπερήφανον Παλαμήδι και υψώσαμεν τας νικητικάς του Σταυρού σημαίας…».
Χαρές και πανηγυρισμοί Η νίκη των Ελλήνων χαροποίησε ιδιαίτερα τα μέλη της Κυβέρνησης και τους κατοίκους του Κάτω Ναχαγέ. Ο Ιωάννης Ορλάνδος, με οικογενειακή καταγωγή από το Κρανίδι και παντρεμένος με την αδελφή των Κουντουριώτηδων, Λάζαρου και Γιώργου, μέλος του Εκτελεστικού, αναγγέλλοντας την πτώση του Παλαμηδιού μεταξύ άλλων έγραφε προς αυτούς. «Η σωτηριώδης κατάπτωσις του Παλαμηδίου… εμέθυσεν και με από ευχαρίστησιν… διεξοδικωτέραν έκθεσίν μου μη ζητείτε καθότι και η στενότης του καιρού… και το υπερέξοχον της εγκαρδίου ευφροσύνης μου μάλιστα δε και η παρουσία μου εις την Αγίαν εκκλησίαν δια την δοξολογίαν της τρισυποστάτου θεότητος… δεν μου συγχωρούν να εκτανθώ, και αρκεσθήτε τα διεξοδικώτερα από την της Διοικήσεως». Εν Ερμιόνη την αην Δεκεμβρίου αωκβω (1822) Ιωάννης Ορλάνδος (Αρχεία Λαζάρου και Γεωργίου Κουντουριώτου τομ. Α΄) Σύμφωνα με το έγγραφο και έχοντας υπόψη την πληροφορία ότι το μεσημέρι της 30ης Νοεμβρίου οι Έλληνες τέλεσαν δοξολογία στον ναό του Αγίου Ανδρέα στο Παλαμήδι με προεξάρχοντα τον ιερέα Γεώργιο Βολίνη έναν από τους πολιορκητές, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η επίσημη δοξολογία που αναφέρει ο Ιωάννης Ορλάνδος τελέσθηκε στην Ερμιόνη, έδρα τότε της Κυβέρνησης, στον Ι.Ν. των Ταξιαρχών ή στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, όπου φιλοξενούνταν αρκετά μέλη της Κυβέρνησης. Ωστόσο, κάτι σχετικό οι γραπτές πηγές δεν αναφέρουν και η προφορική παράδοση δεν μας άφησε. Πάραυτα ο Αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού Αθανάσιος Κανακάρης με διακήρυξή του από την Ερμιόνη αναγγέλει στο Πανελλήνιο την άλωση του Παλαμηδίου «το οποίον εθεωρείτο τότε Παλάδιον της Ελληνικής ανεξαρτησίας και Γιβλατάρ (Γιβραλτάρ) της Ελλάδος». Στην επιστολή του μεταξύ άλλων γράφει: «Ιδού η σταθερότης της Διοικήσεως, η γενναιότης των στρατιωτών μας, η ανδρεία και φρόνησις του γενναιοτάτου χιλιάρχου μας Στάικου Σταϊκόπουλου και η προς αυτόν θεία χάρις τον ανέδειξε πορθητήν, εκυρίευσεν το Παλαμήδι Ναυπλίου με έφοδον εις τας εξ ώρας της νυκτός ξημερώνοντας Πέμπτη και εορτή του πρωτόκλητου Αποστόλου Ανδρέου ευρέθησαν οι Έλληνες εις το Παλαμήδι κυριεύσαντες αυτό και στήσαντες τας τροπαιοφόρους σημαίας του σταυρού. Χαίρετε, νέοι Έλληνες, χαίρετε…». Στη συνέχεια της διακήρυξης συνιστά μεταξύ άλλων φιλανθρωπίαν, ευσπλαχνία, φρόνηση. Να λείψουν οι αταξίες που είναι μικροψυχία και «γυναικότης». Να δείξουν μεγαλοφροσύνη, ανδρεία και καλή τάξη. Να μη φερθούν στους εχθρούς με σκληρότητα. Αυτά θα τα δουν τα έθνη της Ευρώπης, ότι οι Έλληνες είμαστε τακτικοί και φρόνιμοι και έτσι θα κερδίσουμε «την ποθητήν ημών ανεξαρτησίαν». Εν Ερμιόνη την αην Δεκεμβρίου αωκβω και βω της ανεξαρτησίας
Ο αντιπρόεδρος Αθανάσιος Κανακάρης
Ο αρχιγραμματεύς της Επικρατείας Μινίστρος των εξωτερικών υποθέσεων Θεόδωρος Νέγρης (Αρχείον της Κοινότητος Ύδρας τομ. Η΄)
Γνωστοποίηση της νίκης, «την οποίαν έδωκεν ο Θεός εις τα Ελληνικά όπλα», έγινε από την Ερμιόνη αμέσως και στους «ευγενεστάτους προκρίτους της Ν. Ύδρας» για να χαρούν. Επιπρο-
ερμιόνη 23
ΓΙΑΝΝΗΣ Μ. ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ / ΤΖΕΝΗ Δ. ΝΤΕΣΤΑΚΟΥ σθέτως αποφασίσθηκε να δοθούν αντίγραφα του ίδιου εγγράφου και στους προκρίτους των άλλων νησιών «για να γνωστοποιηθή η εξ εφόδου ανάκτησις του τρομερού τούτου φρουρίου και να φθάση ταχέως εις την Ευρώπην η είδησις». Εξάλλου με την υπ’ αριθ. 2296/1η Δεκεμβρίου 1822 πρόταση του Εκτελεστικού προς το Βουλευτικό, δηλαδή της Κυβέρνησης προς τη Βουλή, προήχθη ο Πορθητής του Παλαμηδίου χιλίαρχος Στάικος Σταϊκόπουλος σε στρατηγό. Το έγγραφο με το οποίο ο Πρόεδρος του Βουλευτικού ενημέρωνε τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού για το παραπάνω θέμα συντάχθηκε στην Ερμιόνη την 3η Δεκεμβρίου 1822.
Τα επινίκια στην Ερμιονίδια Φανταζόμαστε πως η κατάληψη του Παλαμηδίου, ιδιαίτερα θα ενθουσίασε τους Ερμιονίτες, γιατί ο συμπολίτης Σταμάτης Αδρ. Μήτσας, αν και νεαρός τότε, ευτύχησε να είναι ένας από τους πρωταγωνιστές της. Πανηγύρισαν σίγουρα τη νίκη και οι Κρανιδιώτες καθώς και όλο το Κάτω Ναχαγέ, αφού ντόπιοι οπλαρχηγοί και διαλεχτά παλληκάρια πήραν μέρος σ’ αυτή την πολεμική επιχείρηση. Έτσι απάλυνε ο πόνος που είχαν νιώσει από δυο μέρες με τον θάνατο του ηρωικού Αρχιμανδρίτη Παπαρσένη Κρέστα και γέλασαν τα χείλη τους. Τέλος θεωρούμε βέβαιο πως η αποστολή των εγγράφων της Κυβέρνησης από την Ερμιόνη, όπου η έδρα της, προς τους λαούς της Ευρώπης ασφαλώς θα τους κίνησε την περιέργεια αλλά και το ενδιαφέρον να αναζητήσουν τη μικρή μας πόλη και να πληροφορηθούν την ιστορία της.
Τρεις ζωγραφικοί πίνακες Η εξιστόρηση των γεγονότων της άλωσης του Παλαμηδίου μεταμορφώθηκε από σπουδαίους καλλιτέχνες σε όμορφους ζωγραφικούς πίνακες. Ένα τέτοιο «εικαστικό αφήγημα» εμποτισμένο με πατριωτικά συναισθήματα, γεμάτο πολεμική κίνηση και ζωντανά χρώματα, που βοηθούν τον θεατή να εννοήσει καλύτερα τα γεγονότα, μας έδωσε η κ. Ανθούλα Λαζαρίδου-Δουρούκου. Θεωρούμε πως με τον πίνακά της η κ. Ανθούλα προβάλλει έντονα τον ψυχισμό του Σταμάτη Μήτσα αλλά και την τοπική μας παράδοση, αφού του δίνει να κρατάει κοντάρι όμοιο με αυτό που φυλάσσεται στο Ι.Λ.Μ.Ε. Εξαιρετικοί και οι πίνακες-σκίτσα του συμπολίτη μας νέου καλλιτέχνη Θανάση Γεωργίου Παπαθανασίου, που βρίσκονται στο Ι.Λ.Μ.Ε. Στα έργα κυριαρχεί ο νεανικός ενθουσιασμός, ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα του ήρωα.
Νικητήρια τραγούδια Θεά γοργόφτερη η λαϊκή μούσα και γλυκόφθογγη υμνήτρια των αρετών και των θριάμβων της φυλής, πέταξε πάνω από το απόρθητο κάστρο. Στάθηκε, θαύμασε, αγκάλιασε το τοπίο, σύνθεσε στίχους εγκωμιαστικούς και έψαλε όπως αυτή μόνο ξέρει τον αξεπέραστο Ελληνικό θρίαμβο. «Όλα τα κάστρα και αν χαθούν και όλα κι αν ρημάξουν, το Παλαμήδι τώμορφο Θεός να το φυλάξη».
Δεν ξέχασε, ωστόσο, και τους πρωταγωνιστές από το Κάτω Ναχαγέ και γι’ αυτούς τραγουδά: «Το ψηλό το Παλαμήδι που το πήρε το Κρανίδι».
24 ερμιόνη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜ. ΛΑΚΟΥΤΣΗΣ
Ναυάγια στον Ερμιονικό κόλπο εν καιρώ πολέμου Στις 6 Απριλίου 1941 και ώρα 07.30, ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, απέδιδε διακοίνωση στον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, με την οποία του ανακοίνωνε ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα εισβάλουν στο Ελληνικό έδαφος. Οι γερμανικές μεραρχίες κινούνταν στα βόρεια σύνορά μας, ενώ εκατοντάδες αεροπλάνα βομβάρδιζαν ελληνικές πόλεις και λιμάνια με κύριο στόχο την καταστροφή του λιμανιού του Πειραιά, όπου γινόταν και η διακίνηση του κύριου όγκου των εφοδίων, καθώς και των στρατευμάτων των συμμαχικών δυνάμεων. Ο Πειραιάς βομβαρδιζόταν συνεχώς από το βράδυ της 6ης Απριλίου 1941. Η 7η Απριλίου βρήκε το λιμάνι κατεστραμμένο με την έκρηξη του πλευρισμένου στις αποβάθρες των αποθηκών του Ο.Λ.Π. Αγγλικού φορτηγού «CLAN FRAZER», το οποίο ξεφόρτωνε πυρομαχικά. Ο απολογισμός της καταστροφής σε πλοία ήταν τραγικός. Καταστράφηκε μεγάλος αριθμός πετρελαιοκινήτων, ιστιοφόρων, ρυμουλκών και φορτηγίδων. Οι βομβαρδισμοί της γερμανικής αεροπορίας συνεχίστηκαν και τις επόμενες μέρες και τα εμπορικά πλοία, αποτέλεσαν επίλεκτους στόχους μέχρι τα τέλη Απριλίου του 1941. Το φορτηγό ατμόπλοιο «ΟΛΛΑΝΔΙΑ» είχε αποπλεύσει από την Αλεξάνδρεια τα ξημερώματα της 14ης Απριλίου 1941 μεταφέροντας γενικό φορτίο και πυρομαχικά προς τον Πειραιά. Τρεις ημέρες αργότερα η νηοπομπή στην οποία είχε ενταχθεί, δέχθηκε επίθεση από γερμανικά αεροσκάφη, χωρίς να πληγεί κά-
Το «ΟΛΛΑΝΔΙΑ» είχε ναυπηγηθεί το 1911 ως «ΜELILLA» για κάποια γερμανική εταιρεία. Το 1936 αγοράστηκε από την Ελληνική Α.Ε του Περικλή Καλλιμανόπουλου, ύψωσε την ελληνική σημαία και ονομάστηκε «ΟΛΛΑΝΔΙΑ». Το σκάφος επιτάχθηκε το 1940 και χρησιμοποιήθηκε για μεταφορές, από και προς την Αίγυπτο, συχνά εντασσόμενο σε συμμαχικές νηοπομπές.
ποιο πλοίο. Στις 18 Απριλίου βρισκόταν στον Σαρωνικό. Λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών, όμως, το λιμάνι του Πειραιά είχε σχεδόν καταστραφεί και το πλοίο αδυνατούσε να εκφορτώσει. Για το λόγο αυτό το «ΟΛΛΑΝΔΙΑ» διατάχτηκε να πλεύσει στο Ναύπλιο. Στην πορεία αυτή παρουσιάστηκε βλάβη στις μηχανές και έτσι ο πλοίαρχος Φραγκίσκος Μαχαιριώτης (1884 -1973) από τα Κήθυρα, αποφάσισε στις 22 προς 23 Απριλίου να αγκυροβολήσει το σκάφος στην Ερμιόνη. Οι συνεχείς επιθέσεις γερμανικών αεροπλάνων πλήττουν το σκάφος και προκαλούν έκρηξη πυρομαχικών και βύθιση του πλοίου, στις 27 Απριλίου. Από τους 25 άνδρες του πληρώματος σκοτώθηκε ο ασυρματιστής, Γρηγοράτος Ηλίας του Διονυσίου και τραυματίστηκαν ο ναύκληρος Σ. Οικονόμου, ο μάγειρας Κ. Λαμπρέλης και ο ναύτης Δ. Καρνέσης. Στις 26 Απριλίου 1941 βρισκόταν στην Ερμιόνη κι ένα δεύτερο πλοίο, το «ΤΑΣΟΣ» φορτωμένο με 8.000 δοχεία βενζίνης. Πλοίαρχος ο καπετάν Γιώργος Νικ. Γανώσης από την Κύμη. Λόγω του επικίνδυνου φορτίου το πλοίο αγκυροβόλησε λίγο μακρύτερα από το λιμάνι. Στις 27 Απριλίου, βόμβες εξαπολύονται εναντίον του από γερμανικά αεροσκάφη. Τα ρήγματα που προκαλούνται στα ύφαλα του πλοίου, το βυθίζουν. Σε βοήθεια του βυθιζόμενου πλοίου σπεύδει το «ΟΛΛΑΝΔΙΑ». Να τι θα πει αργότερα ο πλοίαρχός του, Φραγκίσκος (Κέκος) Μαχαιριώτης: «Και άλλη φορά, ήταν το 1941, όταν ανοικτά της Ερμιόνης, τα γερμανικά στούκας χτυπούν αλύπητα το μικρό φορτηγό «ΟΛΛΑΝΔΙΑ» (προφανώς εννοεί το «ΤΑΣΟΣ»). Βρισκόμουν σε μικρή απόσταση απ’ το σημείο της επίθεσης και οπωσδήποτε εκτεθειμένος στον κίνδυνο να βομβαρδιστεί και το δικό μου πλοίο. Όμως πλησίασα το βυθιζόμενο σκάφος και κατόρθωσα να διασώσω ολόκληρο το πλήρωμά του. Ήταν μια επιχείρηση αυτοκτονίας, χωρίς κανένα θύμα τελικά και από τα δύο πλοία…».1 Το «ΤΑΣΟΣ» είχε ναυπηγηθεί το 1891 ως ατμοκίνητη θαλαμηγός με το όνομα «ORIENTAL». Αργότερα ταξίδεψε ως φορτηγό και τελικά ως επιβατηγό. Το 1910 είχε περιέλθει σε έναν Ούγγρο επιχειρηματία και με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατασχέθηκε στην Αγγλία, όπου βρισκόταν. Το 1918 αγοράστηκε από τον Αθ. Βαλλιάνο, και μετονομάστηκε «ΓΕΝΝΑΔΙΟΣ». Το 1919 πουλήθηκε στους Γεωρ. Ποταμιάνο και Ηλ. και Ευστ. Βαλασσόπουλο και μετονομάστηκε «ΤΑΣΟΣ». Το 1. Πορτραίτα σε μπλε φόντο, Ευστ. Μπάτη.
ερμιόνη 25
ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΜ. ΛΑΚΟΥΤΣΗΣ 1930 ο Γ. Ποταμιάνος απόκτησε την πλήρη κυριότητα και το ενέταξε στη νεοϊδρυθείσα. Ηπειρωτική Ατμοπλοΐα. Το 1934 ναυλωμένο από Αμερικανούς αρχαιολόγους πραγματοποιεί κρουαζιέρες στα νησιά του Αιγαίου. Το πλοίο επιτάχθηκε στις 28 Νοεμβρίου 1940. Η καταγραφή των μαρτυριών από τους ανθρώπους που έζησαν από κοντά τα γεγονότα αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, ιδίως τώρα που οι άνθρωποι αυτοί λιγοστεύουν. Μια τέτοια μαρτυρία είναι και αυτή του κ. Σταμάτη Βλαχοδημήτρη, όπως καταγράφτηκε στο περιοδικό «ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΛΛΑΣ» (Οκτ. 2016): «Τα ξημερώματα στις 2 Ιούνη οι Ερμιονίτες διέκριναν μέσα στο σκοτάδι ένα μεγάλο όγκο στο λιμάνι και κατάλαβαν αμέσως ότι κάποιο μεγάλο βαπόρι έχει αγκυροβολήσει… είχε πράσινο σκούρο χρώμα με ζωνάρι και κουβέρτα βαμμένη στα λευκά. Το όνομά του ήταν «ΟΛΛΑΝΔΙΑ». Οι Ερμιονίτες ενθουσιασμένοι μπήκαν στις ψαράδικες βάρκες τους και ζύγωσαν το καράβι, που βρισκόταν πολύ κοντά στα πρώτα σπίτια της Ερμιόνης. Δεν πέρασε όμως μισή ώρα και εμφανίστηκαν οι Ιταλοί και με απειλή των όπλων μπήκαν σε μια βάρκα με σκοπό να ανέβουν στο βαπόρι… Σε λίγο το πλήρωμα αποβιβάστηκε, ενώ ο Ιταλός λοχαγός, που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, πήρε μαζί του τον καπετάνιο, τον πρώτο μηχανικό και τρεις Ερμιονίτες. Τον καπετάν Γιάννη, ένα πολύ καλό παλικάρι που ζούσε στην Ερμιόνη, αλλά δεν καταγόταν από εκεί, τον Παναγιώτη τον Κουβαρά που ήταν ναυτικός και τον πρόεδρο του χωριού, που ήταν ο Νικόλαος Δέδες… Ο καπετάν Γιάννης στο μεταξύ, πρότεινε να απομακρύνουν αμέσως το βαπόρι από το λιμάνι της Ερμιόνης. Έτσι, έστειλαν το μηχανικό να ανάψει τα καζάνια των ατμών, για να βάλουν μπροστά τις μηχανές. Ειδοποίησαν επίσης τον μπάρμπα Γιώργη τον Βλαχοδημήτρη, που ήταν ψαράς και γνώριζε τους υφάλους και τα βάθη της θάλασσας στα νοτιοανατολικά της Ερμιόνης να πάει να τους βοηθήσει, καθώς είχαν αποφασίσει το βαπόρι να πλεύσει εκεί. Ο κόλπος ήταν κλειστός και ονομαζόταν Κουβέρτα, ενώ το καράβι θα το αγκυροβολούσαν δίπλα σε ένα θεόρατο και κοφτό βράχο που λεγόταν Μουζάκι. Καθώς όμως γύριζαν με τις βάρκες πίσω στην Ντάρδιζα, έναν κόλπο που βρι-
26 ερμιόνη
σκόταν απέναντι, αντίκρισαν έκπληκτοι άλλο ένα μικρότερο καράβι… Όταν πλησίασαν είδαν ότι το καράβι ήταν ελληνικό, καθώς είχε την ονομασία «ΤΑΣΟΣ». Πάνω του όμως δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν καλά αραγμένο, όμως μύριζε πετρέλαιο και βενζίνα, γι’ αυτό και αποφάσισαν να μείνει μακριά από τα σπίτια της Ερμιόνης. Είχε έρθει το απόγευμα όταν επέστρεψαν στην Ερμιόνη και εκεί αντίκρισαν δύο Γερμανούς που είχαν καταφθάσει από την Ύδρα, μετά το σήμα που τους είχε στείλει ο Ιταλός λοχαγός… Σε λίγο ανέβηκαν όλοι μαζί στο βαπόρι με τα όπλα παρατεταμένα και άρχισαν να ψάχνουν. Το πρώτο που βρήκαν ήταν το ημερολόγιο του βαποριού και μετά έψαξαν για τη λίστα φορτώσεως. Είδαν ότι ήταν φορτωμένο μόνο με υγρά καύσιμα και τίποτα άλλο. Επίσης βρήκαν τον απόπλου και ότι η ρότα του ήταν προς την Αίγυπτο. Την ίδια ημέρα, λίγο πριν σουρουπώσει, φάνηκαν σαν αρπακτικά από τον ανατολικό ουρανό της Ερμιόνης πέντε γερμανικά στούκας. Τα δύο πρώτα φύτεψαν τις βόμβες τους στο «ΤΑΣΟΣ» και πέτυχαν το βαπόρι κατευθείαν στη μέση με αποτέλεσμα να κοπεί στα δύο. Πήρε φωτιά και βούλιαξε τόσο γρήγορα, ώστε δεν πρόλαβε καν να καεί. Όμως τα νερά επειδή ήταν ρηχά άφησαν την πρύμνη του βαποριού έξω από το νερό. Μετά τα στούκας έπεσαν να αποτελειώσουν και το «ΟΛΛΑΝΔΙΑ»… Κανείς ποτέ δεν έμαθε ποιοι ήταν αυτοί οι δαιμονισμένοι που το τίναξαν στον αέρα. Ακούστηκε πως ήταν αντάρτες μαζί με Εγγλέζους κομάντος ή σαμποτέρ, οι οποίοι ήρθαν κρυφά τη νύχτα από τον Πειραιά με σκάφος. Πάντως φάνηκε πως η δουλειά είχε γίνει με μεγάλη οργάνωση και είχε μελετηθεί με μαθηματική ακρίβεια. Όπως μαθεύτηκε είχαν τρυπήσει πρώτα το καράβι από κάτω για να γεμίσει νερά μέχρι τα μισά, μετά απομάκρυναν τα πυρομαχικά για να μην καταστραφούν και στο τέλος το τίναξαν στον αέρα…». Σχετικά με την εγκυρότητα της αφήγησης, στην μεθεπόμενη έκδοση (Δεκ. 2016) του ίδιου περιοδικού καταγράφεται: «Σε αυτές τις προσωπικές μαρτυρίες, πολλές φορές προστίθενται και αφηγήσεις τρίτων ατόμων που έφτασαν στη διάρκεια του χρόνου σε γνώση του εξιστορούντος, που αφομοιώνονται στην περιγραφή του, χωρίς να τις έχει βιώσει ο ίδιος και χωρίς πάντα να είναι έγκυρες. Επίσης, η πάροδος δεκαετιών από το χρόνο που συνέβησαν τα γεγονότα μερικές φορές αλλοιώνει ορισμένες αναμνήσεις γύρω από αυτά, ενώ είναι δύσκολο να τοποθετηθούν με ακρίβεια στο χρόνο. Έτσι και η σημαντική εξιστόρηση του Σταμάτη Βλαχοδημήτρη περιείχε ορισμένα στοιχεία που έρχονται σε αντίθεση με τις ιστορικές πηγές…». Το μεν ναυάγιο του «ΟΛΛΑΝΔΙΑ» παρέμεινε στη θέση που βυθίστηκε μέχρι το Δεκέμβριο του 1950, όπου και το εκπλειστηρίασε η εταιρεία ΤΕΡΚΑ Α.Ε., με στόχο να το απομακρύνει. Το δε ναυάγιο του «ΤΑΣΟΣ» ανελκύστηκε από γιουγκοσλαβική εταιρεία το 1955.
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ
Η Τελευταία Ερμιονική φρουρά στη νήσο Υδρέα* Στη νοτιοανατολική εσχατιά της Αργολίδας και σε νευραλγικό σημείο για τις θαλάσσιες επικοινωνίες, στη συμβολή του Σαρωνικού με τον Αργολικό κόλπο, βρίσκεται η πόλη της Ερμιόνης. Αν και η ύπαρξή της χάνεται στα βάθη της προϊστορίας, καθώς η γειτνίαση της με το σπήλαιο του Φράνγχθι και εκείνα των οροσειρών του Διδύμου και των Αδέρων κατέστησαν την περιοχή της Ερμιονίδας προσιτή στον άνθρωπο ήδη από τη νεότερη παλαιολιθική εποχή, τη μεσολιθική και τη νεολιθική (25.000-4.000 π.Χ.), ενώ και κατά την ύστερη νεολιθική και την πρωτοελλαδική περίοδο (4η και 3η π.Χ. χιλιετηρίδα) αποτελεί ακμαίο οικιστικό κέντρο και λιμάνι στις απαρχές του θαλάσσιου εμπορίου, η μεταγενέστερη ιστορική πορεία της παρουσιάζει σημαντικά κενά. Παράγοντας σημαντικός στη διαμόρφωση του απομονωτισμού, που χαρακτηρίζει την Ερμιόνη στους μετέπειτα αιώνες, ήταν η πληθυσμιακή ανακατάταξη σε ολόκληρη αυτή την περιοχή της ανατολικής Πελοποννήσου, με τον ερχομό και την ειρηνική εγκατάσταση, κατά την Υστεροελλαδική Β’ περίοδο (14ος π.Χ. αιώνας), ενός νέου πληθυσμιακού στοιχείου στους κόλπους της Μυκηναϊκής επικράτειας.«Οἱ δὲ Ἐρμιονεῖς εἰσι Δρύοπες, ὑπὸ Ἡρακλέους καὶ Μη-
λίων ἐκ τῆς νῦν Δωρίδος καλουμένης χώρας ἐξαναστάντες» (Ηρόδοτος Η, 43).
Το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου επέδρασε ευεργετικώς στην περαιτέρω ιστορική πορεία της Ερμιόνης, καθώς οι απομείναντες Δρύοπες, ως προδωρικό φύλο, συγχωνεύθηκαν χωρίς δυσκολία με τους Δωριείς νέους κυρίαρχους του μεγαλύτερου τμήματος της Πελοποννήσου, φυσικά και της Αργολίδας. Η στενή αυτή σχέση αποτυπώνεται στη συνεργασία των δρυοπικών πόλεων με τον Φείδωνα, τον περιώνυμο τύραννο του δωρικού Άργους, στη συγκρότηση της Αμφικτυονίας της Καλαυρείας, με έδρα το ιερό του Ποσειδώνος στην ομώνυμη νήσο του Σαρωνικού (τον σημερινό Πόρο). Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η ιδιομορφία του χαρακτήρα των Φερμιονίων επέδρασε και στην κρατική τους οντότητα, αφού παρατηρείται μια σταθερή τάση προς οικονομική αυτάρκεια, την οποία ευνοεί η πλούσια γεωργική παραγωγή της περιοχής σε σιτηρά και ελαιόλαδο, η κτηνοτροφία, αλλά και το εμπόριο της πολύτιμης πορφύρας, που αφθονούσε στα αβαθή παράλια των ακτών. Είναι φυσικό, λοιπόν, η λατρεία της Δήμητρος να αποτελέσει κυρίαρχο στοιχείο της ζωής των Φερμιονίων και της προβολής της πόλεώς τους, κάτι που μαρτυρείται και από τους τύπους των νομισμάτων της. Όσο για τις πολιτικές επιλογές τους, οι Ερμιονείς φρόντισαν να τοποθετούνται, πάντοτε, στο πλευρό του εκάστοτε ισχυρότερου συνασπισμού στο αργολικό πλαίσιο, ώστε να αποφεύγουν επικίνδυνες πολεμικές και οικονομικές περιπέτειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επαμφοτερίζουσας πολιτικής είναι η περίπτωση των Σαμίων πολιτικών φυγάδων, που μετά την αποτυχία ανατροπής του τυράννου Πολυκράτη εγκατέλειψαν τη νήσο τους και έφθασαν με τα πλοία τους, γύρω στο 526 π.Χ., στα νερά του Σαρωνικού κόλπου, επιδιδόμενοι στην πειρατεία. Στην επικράτεια της Ερμιόνης ανήκαν και τα πλησιόχωρα νησιά, μεταξύ των οποίων και η πλούσια, τότε, σε πηγές νερού και απόκρημνη Υδρέα, η σημερινή Ύδρα, που οι Σάμιοι έκριναν, ότι πληρούσε τους όρους για πειρατικό ορμητήριο. Οι Ερμιονείς, προ του κινδύνου να συγκρουστούν με τους επίφοβους αυτούς επισκέπτες, δέχθηκαν να τους πουλήσουν την Υδρέα αντί αδρού τιμήματος, αν και το βραχώδες αυτό νησί κατείχε νευραλγική θέση στις θαλάσσιες επικοινωνίες της περιοχής. IV αυτό και λίγα χρόνια αργότερα δεν δίστασαν να συνεννοηθούν κρυφά με τους Αιγινήτες, των οποίων το θαλάσσιο εμπόριο είχε υποστεί σοβαρή ζημία από την πειρατική δραστηριότητα των Σαμίων της Υδρέας, * Αναδημοσίευση με προσαρμογές από τον τόμο Κερμάτια φιλίας. Τιμητικός τόμος για τον Ιωάννη Τουράτσογλου, Aθήνα, Νομισματικό Μουσείο 2009, 207-217.
ερμιόνη 27
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ ώστε ο αιγινήτικος στόλος να καταστρέψει το ορμητήριο αυτό και να εξαναγκάσει τους Σάμιους να εγκαταλείψουν την Υδρέα και να κατευθυνθούν στην Κρήτη. Τη σύμπραξη Φερμιονίων και Αιγινητών –οι οποίοι, άλλωστε, ως δρυοπικής καταγωγής, είχαν κοινές φυλετικές ρίζες– μαρτυρεί η οργή των Σαμίων, οι οποίοι, κατά την αποχώρησή τους, αντί να επιστρέφουν την Υδρέα στους παλαιούς κατόχους της, δηλαδή τους Ερμιονείς, την εξεχώρησαν στους Τροιζήνιους γείτονές τους, με τους οποίους τους χώριζαν και εδαφικές, εκατέρωθεν, διεκδικήσεις. Όπως είναι φυσικό, η απώλεια του νησιωτικού τούτου ερείσματος κόστισε πολύ στο γόητρο των Φερμιονίων, που δεν έπαυσαν να περιμένουν την κατάλληλη περίσταση για να επανακτήσουν την Υδρέα. Για τον σκοπό αυτό, όμως, θα έπρεπε να εξασθενήσει η πολιτική και στρατιωτική ισχύς της Τροιζήνας, η οποία παρατάθηκε σε όλη, σχεδόν, τη διάρκεια του 5ου και του 4ου π.Χ. αιώνα, γεγονός που απέτρεψε τους ασκούντες την εξουσία στην Ερμιόνη από του να εμπλακούν σε μία αβέβαιης εκβάσεως διαμάχη με τους ισχυρότερους από αυτούς γείτονές τους, με τους οποίους, μάλιστα, στους περσικούς πολέμους, μοιράστηκαν τη δόξα της συμμετοχής στη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών. Η ευκαιρία δόθηκε πολύ αργότερα, στα τέλη του 4ου αιώνα, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων μεταξύ των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η σύρραξη του Κασσάνδρου με τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, έφερε τον δεύτερο, το 303 π.Χ., στα πολεμικά μέτωπα της Πελοποννήσου, όπου κατέλαβε και κατέστρεψε πολλές από τις συμμαχικές προς τον Κάσσανδρο πόλεις, μεταξύ των οποίων και την Τροιζήνα. Οι Ερμιονείς, που είχαν εγκαίρως σπεύσει να ταχθούν με το μέρος του ισχυρότερου από τους δύο Μακεδόνες διεκδικητές της εξουσίας στον Ελλαδικό χώρο, δέχθηκαν για ανταμοιβή, από τον Δημήτριο, σημαντικά συνοριακά εδάφη της Τροιζήνας, μαζί και τη νήσο Υδρέα. Τα νομίσματα της Ερμιόνης αρχίζουν να κόβονται λίγο πριν τα μέσα του 4ου αιώνα και παραμένουν σε κυκλοφορία, με αλλεπάλληλες εκδόσεις, ακόμη και μετά την εισδοχή της Ερμιόνης στην Αχαϊκή Συμπολιτεία κατά το 229 π.Χ. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι οι τύποι τόσο των αργυρών (τριόβολα και οβολοί), όσο και των χάλκινων (δίχαλκα και χαλκοί) νομισμάτων της Ερμιόνης θα διατηρηθούν αμετάβλητοι σε όλες τις κοπές, με εμπροσθότυπο τη στεφανωμένη με στάχυα κεφαλή της πολιούχου Δήμητρος Χθονίας και οπισθότυπο τη θερμουργό δάδα της προστάτιδος θεάς των καλλιεργειών και κατά τους χειμερινούς μήνες. Η επανάκτηση της Υδρέας συνοδεύθηκε, κατά τα ταραγμένα χρόνια του 3ου π.Χ. αιώνα, από τη μέριμνα των Φερμιονίων να διασφαλίσουν το, στρατηγικής ση-
28 ερμιόνη
μασίας, νησιωτικό αυτό έρεισμα στη συμβολή του Αργολικού με τον Σαρωνικό κόλπο. Κατά την περίοδο αυτή η Ερμιόνη είχε ανακτήσει την παλαιότερη ακμή της και το λιμάνι της γνώριζε μεγάλη ανάπτυξη. Για να προστατεύσουν, λοιπόν, την πόλη τους από νέες περιπέτειες, οι Ερμιονείς όχι μόνο την περιβάλλουν με νέα ισχυρά τείχη, αλλά και εγκαθιστούν φρουρές στα γύρω νησιά, δηλαδή στην Υδρέα ( Ύδρα), στην Απεροπία (Δοκός), στα Τρίκρανα (Τρίκερι) και στην Πιτυούσσα (Σπέτσες), που ορίζουν τα θαλάσσια περάσματα της περιοχής. Οι φρουρές ήταν εγκατεστημένες σε πύργους (φρυκτώρια), που είχαν ανεγερθεί σε περίοπτα σημεία των νησιωτικών αυτών χώρων, ώστε να ελέγχουν τον θαλάσσιο και χερσαίο ορίζοντα και με πυρές να δίνουν σήματα προς τα παράλια και την πόλη της Ερμιόνης. Κατά την αρχαιότητα η Υδρέα διέθετε, όπως μαρτυρούσε και το όνομά της, πλούσιες πηγές νερού, ακόμη και σε υψηλότερα και δυσπρόσιτα σημεία, όπου αναγέρθηκαν μερικοί από τους πύργους του ερμιονικού δικτύου κατοπτεύσεως των θαλάσσιων οδών και προστασίας των πηγών. Το ακρωτήριο Μπίστι, στη νοτιοδυτική απόληξη της Ύδρας, περιβάλλεται από ευλίμενους όρμους, χρήσιμους για τον ανεφοδιασμό των παραπλεόντων σκαφών από υπερκείμενες ποιμενικές εγκαταστάσεις και πηγές νερού. Σε υψηλότερο σημείο και σε περίοπτο φυσικό εξώστη, υπάρχουν τα υπολείμματα παλαιάς στάνης, επάνω στα θεμέλια πύργου διαστάσεων 5 x 5 μ. Η απόσπαση λίθων από τους βοσκούς για τις ξερολιθιές της στάνης (Στάνη του Νυκλιώτη), κατά τον περασμένο αιώνα, που χρησιμοποιήθηκε και ως παρατηρητήριο των ανταρτών της Ερμιονίδας κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, έχει αφήσει ανέγγιχτες μόνο τις δύο κατώτερες (νότια και δυτική) πλευρές δόμων του πύργου, από μεγάλους και ελάχιστα κατεργασμένους λίθους, που έχουν λατομηθεί από το παρακείμενο ασβεστολιθικό πέτρωμα. Λιγοστά είναι και τα κεραμικά λείψανα, κυρίως όστρακα χρηστικών αγγείων και κομμάτια κεραμίδων, που αρκούν, όμως, για να χρονολογήσουν την ύπαρξη του πύργου στα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα. Την ταυτότητα της φρουράς του πύργου μας έδωσε μικρός αριθμός χάλκινων νομισμάτων, από όψιμες κοπές της Ερμιόνης, που εκάλυπταν τις νομισματικές ανάγκες της πόλεως λίγο πριν την προσχώρηση της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία (229 π.Χ.), αλλά και κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια του τελευταίου τετάρτου του 3ου π.Χ. αιώνα. Τα νομίσματα αυτά, τα περισσότερα καλής διατηρήσεως, είναι φανερό ότι προέρχονται από το ίδιο σύνολο αποκρύψεως και είχαν διασκορπισθεί, σε μικρή έκταση, στην επιφάνεια του εδάφους και την αρχή της κατωφέρειας, μετά τη διάλυση της νότιας τοιχοδομής του πύργου.
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ Το εύρημα, από 11 νομίσματα αποκλειστικώς της Ερμιόνης (έξι δίχαλκα και τα υπόλοιπα χαλκοί), πρέπει να αποτελούσαν τμήμα του ταμείου της φρουράς του πύργου και θα είχαν αποκρυβεί κατά τη διάρκεια κάποιου αιφνιδιαστικού γεγονότος, που είχε μοιραίες συνέπειες για τους φρουρούς, αφού κανείς δεν επέστρεψε για να αναζητήσει τον μικρό «θησαυρό» (αρ. 1-11). Πράγματι, λίγο χαμηλότερα, στην κατωφέρεια του πλατώματος του πύργου και σε απόσταση από τα τελευταία περισυλλεγέντα ερμιονικά νομίσματα, βρέθηκε και ένα χάλκινο νόμισμα της Ήλιδος, των μέσων του 3ου π.Χ. αιώνα, που προκάλεσε εύλογα ερωτηματικά για την προέλευσή του, αφού δεν ανήκει στην προαναφερόμενη απόκρυψη και το σημείο της ευρέσεώς του αποκλείει το ενδεχόμενο να προέρχεται από τον πύργο και τους υπερασπιστές του (αρ. 12). Αντιθέτως, πλησιέστερα στον πύργο και προφανώς αφού είχε προσκρούσει σε παρακείμενο βράχο, βρέθηκε μία χάλκινη αιχμή βέλους, ασυνήθους μεγέθους και τύπου για τα δεδομένα του νοτιοανατολικού πελοποννησιακού χώρου, που πρέπει να είχε τοξευθεί από χαμηλότερο σημείο. Η προσεκτική παρατήρηση του χώρου οδήγησε στο συμπέρασμα, ότι τα μεν νομίσματα της Ερμιόνης ανήκαν στους αμυνόμενους φρουρούς, ενώ το νόμισμα της Ήλιδος και η αιχμή του βέλους στους επιτιθέμενους, που είχαν αποβιβασθεί στη μικρή ακτή κάτω από το ύψωμα του πύργου. Κατόπιν αυτής της διαπιστώσεως, απέμενε η ιστορική διερεύνηση της περιόδου εκείνης στον συγκεκριμένο χερσαίο και θαλάσσιο χώρο, ώστε και το γεγονός να προσδιορισθεί, αλλά και τα νομίσματα να ενταχθούν σε ένα ακριβέστερο χρονικό πλαίσιο της όψιμης νομισματοκοπίας αυτής της πόλεως. Το τελευταίο τέταρτο του 3ου π.Χ. αιώνα είναι μία περίοδος ιδιαιτέρως ταραγμένη για τον Πελοποννησιακό χώρο. Η ισχυρή και φιλοπόλεμη Αιτωλική Συμπολιτεία δεν έκρυβε τις επιθετικές διαθέσεις της, αποδεχόμενη και τη Ρωμαϊκή παρέμβαση στα του Ελλαδικού χώρου, όπου κυριαρχούσε ο ικανός πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, βασιλεύς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’, που είχε ανέλθει στο θρόνο το 221 π.Χ., όταν οι συγκυρίες απέβαιναν κρίσιμες για τις τύχες του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, στους κόλπους του οποίου έντονη είχε εκδηλωθεί η ανάμιξη της εκκολαπτόμενης νέας κοσμοκράτειρας. Και ενώ ο νεαρός βασιλεύς της Μακεδονίας άρχιζε τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των Αιτωλών συμμάχων της Ρώμης, στην Πελοπόννησο επικρατούσε συγκεχυμένη κατάσταση. Η υπό την ικανή ηγεσία του Αράτου ανασυσταθείσα Αχαϊκή Συμπολιτεία είχε επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, τασ-
σόμενη με το μέρος του Φιλίππου. Οι άρχοντες της Ερμιόνης, που ετήρησαν επί μακρό διάστημα στάση αναμονής, τελικώς και αφού είχαν ενταχθεί στην Αχαϊκή Συμπολιτεία η Τροιζήνα και το Άργος, με αποτέλεσμα να ανακύπτουν, για την απομονωμένη Ερμιόνη, σοβαροί κίνδυνοι, κήρυξαν και αυτοί, το 229 π.Χ., την προσχώρησή τους στη μεγάλη πελοποννησιακή συμμαχία, στο πλευρό του Μακεδόνα βασιλέα. Αν και μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, η Ερμιόνη συνέχισε τις κοπές και τη χρήση του αυτόνομου νομίσματος της, δεδομένου ότι το κοινό Αχαϊκό συμμαχικό νόμισμα δεν περιέλαβε στις αργυρές εκδόσεις του και την καθυστερημένη Ερμιόνη, ενώ το τετράχαλκο, με εμπροσθότυπο τον Δία και οπισθότυπο την καθήμενη Αχαΐα και επιγραφή ΑΧΑΙΩΝ ΕΡΜΙΟΝΕΩΝ, αποτέλεσε περιστασιακή κοπή, ίσως με την ευκαιρία της προσχωρήσεως της Ερμιόνης στη συμπολιτεία. Η έλλειψη νομισμάτων προγενέστερης κοπής από το δίχαλκο (της émission 13 της Grandjean), επιβεβαιώνει τη χρονολογία κοπής των νομισμάτων του ευρήματος της Ύδρας στο β’ ήμισυ του 3ου π.Χ. αιώνα. Μάλιστα, αυτές οι όψιμες νομισματικές κοπές χαρακτηρίζονται από μία βαρβαρότεχνη, θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει, τεχνοτροπία στην απόδοση της κεφαλής της Δήμητρος Χθονίας, που επιβεβαιώνει τη χρονολόγησή τους στο τελευταίο τέταρτο του 3ου αιώνα, με εύρος κυκλοφορίας καθαρώς τοπικό και για την ικανοποίηση περιορισμένων αναγκών της πόλεως, όπως ήταν και η πληρωμή μισθών για συνοριακούς φρουρούς. Από τον Πολύβιο έχουμε την πληροφορία (Δ 83), ότι κατά τον λεγόμενο Αιτωλικό πόλεμο, που έγινε με την υποκίνηση των Ρωμαίων εναντίον του Φίλιππου Ε και των Πελοποννησίων συμμάχων του της Αχαϊκής Συμπολιτείας (212-205 π.Χ.), οι Ηλείοι, Μεσσήνιοι, και Σπαρτιάτες, που είχαν εδαφικές βλέψεις σε βάρος μελών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, καθώς και ο πιστός σύμμαχος της Ρώμης βασιλεύς Άτταλος της Περγάμου με τον στόλο του, τάχθηκαν με το μέρος των Αιτωλών και των Ρωμαίων. Στο πλαίσιο αυτής της πολεμικής συγκρούσεως, τον Σεπτέμβριο του 212 π.Χ., καταπλέει στη Ναύπακτο ισχυρή μοίρα του ρωμαϊκού στόλου, σηματοδοτώντας την πρώτη εμφάνιση ρωμαϊκών στρατευμάτων και πλοίων στο ελλαδικό θέατρο του πολέμου, αλλά και την ανοικτή, πλέον, ανάμιξη της Ρώμης στην αναμέτρηση μεταξύ Ελλήνων. Και όπως ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος διευκρινίζει, στο εξής οι Αιτωλοί θα διατηρούσαν την ηγεσία των χερσαίων δυνάμεων του συνασπισμού, ενώ οι Ρωμαίοι θα κατευθύνουν τη διεξαγωγή του κατά θάλασσα πολέμου.
ερμιόνη 29
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ Ο Φίλιππος Ε΄, έχοντας πολλά ανοικτά πολεμικά μέτωπα, ήταν δύσκολο να αντιμετωπίσει και την απειλή του ρωμαϊκού στόλου, ο οποίος, την άνοιξη του 210 π.Χ., υπό την ηγεσία του Ποπλίου Σουλπικίου Γάλβα, παρέλαβε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις Ηλείων και Μεσσηνίων από λιμάνια της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου και ανέπλευσε το Μυρτώο πέλαγος με κατεύθυνση τον Σαρωνικό κόλπο. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι και στη νησίδα Παραπόλα (Βελοπούλα), της ευρύτερης αυτής θαλάσσιας περιοχής μεταξύ του ακρωτηρίου του Μαλέα και της νήσου Ύδρας, έχει βρεθεί χάλκινο νόμισμα της Ήλιδος, της ιδίας περιόδου (με εμπροσθότυπο κεφαλή Διός και οπισθότυπο ιστάμενο ίππο), που αποτελεί ένδειξη της από εκεί διελεύσεως του ρωμαϊκού στόλου. Στόχος της θαλάσσιας αυτής εκστρατείας ήταν η νήσος Αίγινα, που είχε αρνηθεί να δεχθεί τον στόλο του βασιλέως Αττάλου της Περγάμου, με αποτέλεσμα να επισύρει την οργή των Ρωμαίων συμμάχων του. Πράγματι, δύο αιώνες μετά την καταστροφή της Αίγινας από τους Αθηναίους, κατά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, η νήσος αυτή του Σαρωνικού, στο στρατηγικό θαλάσσιο πέρασμα της Αττικής, θα υποστεί νέα καταστροφή και εξανδραποδισμό των κατοίκων της, προτού εκχωρηθεί από τους Ρωμαίους στους Αιτωλούς συμμάχους τους, οι οποίοι, με τη σειρά τους, θα την πουλήσουν στον Άτταλο, που θα χρησιμοποιήσει το λιμάνι της σαν ναύσταθμο, για τις πειρατικές επιδρομές του στόλου του στα επόμενα χρόνια του πολέμου. Με τα όσα εκτέθηκαν γίνεται κατανοητό, ότι ο ρωμαϊκός στόλος, κατά τον πλου του προς την Αίγινα, δεν
θα άφηνε πίσω του ερείσματα των αντιπάλων του και μάλιστα παρατηρητήρια σε στρατηγικά σημεία των θαλάσσιων επικοινωνιών, όπως εκείνα της Υδρέας, του ακραίου φυλακίου της Ερμιόνης και της Αχαϊκής Συμπολιτείας στον ανατολικό Πελοποννησιακό χώρο. Η επίθεση θα έγινε από μικρή δύναμη Ηλείων πολεμιστών, που δεν θα δυσκολεύθηκαν να καταβάλουν την αντίσταση της ολιγάριθμης ερμιονικής φρουράς του πύργου στο ακρωτήριο Μπίστι, όπως και σε άλλα παρατηρητήρια στα νησιά του Σαρωνικού, που βρήκε στην πορεία του ο ρωμαϊκός στόλος. Η μέχρι σήμερα περιορισμένη αρχαιολογική έρευνα δεν έχει πιστοποιήσει κατά πόσο και η ίδια η Ερμιόνη δέχθηκε κάποια επίθεση των Ρωμαίων ή αν ήταν αρκετή αυτή η επίδειξη ισχύος στον θαλάσσιο περίγυρό της για να προσφέρει γῆν καὶ ὕδωρ στον ισχυρό αντίπαλο, κάτι που είναι και το πιθανότερο, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση των πολεμικών επιχειρήσεων, αφού δύο χρόνια αργότερα τα ερμιονικά παράλια θα βρεθούν στο στόχαστρο του πειρατικού στόλου του Αττάλου. Πάντως, από το χρονικό αυτό σημείο παύουν να υπάρχουν ερμιονικές φρουρές στα γύρω νησιά, σε ένδειξη υποταγής στην αναμφισβήτητη υπεροχή των Ρωμαίων στις θάλασσες του Αιγαίου. Οι πύργοι στα νησιά του Σαρωνικού θα ερειπωθούν, αφού δεν θα εξυπηρετούν, πλέον, καμμία σκοπιμότητα. Τα νομίσματα της Ερμιόνης, από τον πύργο στο ακρωτήριο Μπίστι της Ύδρας, που είχαν αποκρυβεί από την τελευταία ερμιονική φρουρά στη νήσο Υδρέα, αποτελούν επιβεβαίωση των γεγονότων, που σφράγισαν το λυκόφως της ελληνικής ανεξαρτησίας απέναντι στη νέα κοσμοκράτειρα.
Ερμιόνη (περί το 235-212 π.Χ.) 1. Δίχαλκον (2,74 γρ., 7'), Grandjean émission 13A (Το γεγονός ότι το νόμισμα αυτό είναι σε κυκλοφορία ταυτοχρόνως με τις εκδόσεις 14 και 15 της Grandjean, δείχνει ότι δεν πρέπει να χρονολογηθεί στο γ' τέταρτο του 4ου π.Χ. αιώνα [βλ. Grandjean, σελ. 50, παρ. 2], αλλά στο β' ήμισυ του 3ου π.Χ. αιώνα). εμπρ.: Κεφαλή Δήμητρος Χθονίας προς δ., στεφανωμένη με στάχυα. οπ.: EP ανάμεσα σε δύο δάδες, το όλο μέσα σε στεφάνι από στάχυα.
2. Δίχαλκον (2,44 γρ., 12'), Grandjean émission 14A εμπρ.: Κεφαλή Δήμητρος Χθονίας προς αρ., στεφανωμένη με στάχυα. οπ.: EP ανάμεσα σε δύο δάδες, το όλο μέσα σε στεφάνι από στάχυα.
3. Δίχαλκον (2,42 γρ., 12'), Grandjean émission 14A εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
30 ερμιόνη
ΑΔΩΝΙΣ Κ. ΚΥΡΟΥ
4. Δίχαλκον (2,32 γρ., 10'), Grandjean émission 14A εμπρ.: Κεφαλή Δήμητρος Χθονίας προς αρ., στεφανωμένη με στάχυα (αγροίκου τεχνοτροπίας). οπ.: EP ανάμεσα σε δύο δάδες, το όλο μέσα σε στεφάνι από στάχυα.
5. Δίχαλκον (2,28 γρ., 10'), Grandjean émission 14A εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
6. Δίχαλκον (2,09 γρ., 12'), Grandjean émission 14A εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
7. Χαλκούς (2,01 γρ., 2'), Grandjean émission 14Β εμπρ.: Κεφαλή Δήμητρος Χθονίας προς αρ. στεφανωμένη με στάχυα (αγροίκου τεχνοτροπίας). οπ.: EP εκατέρωθεν δάδας, το όλο μέσα σε στεφάνι από στάχυα
8. Χαλκούς (1,45 γρ., 2'), Grandjean émission 14Β εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
9. Χαλκούς (1,47 γρ., 5'), Grandjean émission 15 εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
10. Χαλκούς (1,38 γρ., 7'), Grandjean émission 15 εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
11. Χαλκούς (1,33 γρ., 12'), Grandjean émission 15 εμπρ.: όπως ανωτέρω. οπ.: όπως ανωτέρω.
Ηλίς (περί τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα) 12. Τετράχαλκον (7,17 γρ., 5') εμπρ. Κεφαλή Διός δαφνοστεφής αρ. οπ.: Αετός όρθιος με ανοιχτά φτερά προς δ., στρέφοντας το κεφάλι προς αρ. εκατέρωθεν [FA], ΘΕ.
ερμιόνη 31