Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, «Φάος ἠελίοιο Ἥλιου φῶς Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος»

Page 1

Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος

Φάος ἠελίοιο

Ἥλιου φῶς Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος

Ἀθήνα 2019


.


.


.


Φάος ἠελίοιο


᾽Εξώφυλλο: Ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ Ἡλίου, σχέδιο τοῦ συγγραφέα.

᾽Εκδότης: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Σειρές: Ἀρχαία κείμενα, Πεζογραφία ῾Αγίας Ζώνης 55, 112 56 Ἀθήνα τηλ.: 210 8662668 www.theodosispapadimitropoulos.gr info@theodosispapadimitropoulos.gr ῾Ιστολόγιο Διέλευση: http://dieleusi.map-in-box.gr Copyright ©: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, 2019

ISBN: 978-618-83939-9-8

Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἡ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτική, ἡ μετάφραση ἢ ἡ ἀπόδοση κατὰ παράφρασιν ἢ διασκευὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ἠλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ἠχογράφησης ἢ ἄλλο, χωρὶς προηγούμενη γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη-συγγραφέα καὶ λεπτομερῆ, δηλαδὴ πλήρη, παραπομπὴ στὴν ἔκδοση αὐτὴ καὶ τὸν ἐκδότη-συγγραφέα της, ὅπως σαφῶς περιγράφουν οἱ Νόμοι 2121/1993, 2557/1997 καὶ ὅλοι οἱ κανόνες τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου ποὺ ἰσχύουν στὴν Ἑλλάδα.


Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος

Φάος ἠελίοιο

Ἥλιου φῶς Γιὰ τὸ τοπίο τῆς Ἰλιάδος

Ἀθήνα 2019



Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρό σὰν τὴ σιωπή· σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια, σφίγγει στὸ φ ῶ ς τὶς ὀρφανὲς ἐληές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του, σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό -μονάχα φῶς. Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἥσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο. Γιάννης Ρίτσος ἀπ᾿ τὴ Ρωμηοσύνη Ι.


ι ---ο <---ι [ἥ] ι

ι

<

α


Φάος ἠελίοιο, Βιβλιογραφικά-συντμήσεις-σημάδια

9

Βιβλιογραφικά Ἀναφέρεται κάθε στίχος τῆς Ἰλιάδος μὲ τὸ γράμμα τῆς ραψῳδίας καὶ τὸν ἀριθμὸ τοῦ στίχου, λ.χ. Δ 5 = ραψῳδία Δ, στίχος 5. Ὁ ἀρχαῖος στίχος τυπώνεται μὲ μαῦρα καὶ πλάγια· ἡ μτφ του μόνο μὲ πλάγια. Ἀκολουθεῖτε γιὰ τὸ πρωτότυπο, κατὰ κύριο λόγο, ἡ στερεότυπη ἔκδοση: Homeri Opera, recognoverunt brevique adnotatione critica instruxerunt D. B. Monro et Th. W. Allen, tomi I-II, Oxford Classical Texts, 4η ἔκδ., Clarendon 1978. Συμβουλεύτηκα τὰ σχόλια: The Iliad: Α Commentary, general editor: G. S. Kirk, τόμοι I-VI, Cambridge University Press, Cambridge 1985-93· Homers Iliad, Gesammtkommentar (Basler Kommentar), Prolegomena, herausgegeben von J. Latacz, de Gruyter, 3η ἔκδ., Berlin-New York 2009· γιὰ τὰ ἐτυμολογικά: R. Beekes, Etymological dictionary of Greek, with the assistance of L. van Beek, τόμοι I-II, Brill, Leiden-Boston 2010. Βοηθητικὰ στάθηκαν τὰ διαδικτυακὰ ἐργαλεῖα: The Chicago Homer (homer.library.northwestern.edu)· Λογεῖον (logeion.uchicago.edu)· Σφίγξ (sphinx.metameat.net). Ἡ στίξη τοῦ πρωτοτύπου προσαρμόστησε στὶς ἀνάγκες τῆς γενικώτερης σύνθεσης. Ἐμφαντικοὶ ὀξυτονισμοὶ χρησιμοποιοῦνται σ᾿ ὅλο τὸ κείμενο γιὰ τὴ σημείωση τοῦ ἐντατικοῦ τόνου στὴν πνευστικὴ ἑνότητα, λ.χ. λαμπρό τὸ φῶς ἐφάνη κι ὄχι: λαμπρὸ τὸ φῶς ἐφάνη.

Συντμήσεις-σημάδια ἀποσπ.: ἀπόσπασμα· βλ.: βλέπε· ἔκδ.: ἔκδοση· ἐκδ.: ἐκδόσεις· λ.χ.: λόγου χάριν· μτφ: μετάφραση· πρβλ: παράβαλε· []: ἀπαλοιφή· σελ.: σελίδα/ές· ἐντὸς []: προσθήκη ἢ σχόλιο· ἐντὸς ⟨⟩: ἐπεξηγηματικὲς προσθῆκες· –: φύσει ἢ θέσει μακρὰ συλλαβή· ∪: βραχεῖα συλλαβή· ×: ἀδιάφορη θέση στὸ μέτρο· Ι: σήμανση μέτρου· /: ἀλλαγὴ στίχου.


[Ἀρχαϊκὸ ἀλφάβητο Ἰωνικῆς Δωδεκαπόλεως· γιὰ λεπτομέρειες, βλ. L. H. Jeffery, The local scripts of Archaic Greece, Clarendon Press, Oxford 1961, σελ. 19-20· 325.]


Φάος ἠελίοιο, Σύνοψη τῆς Ἰλιάδος

11

Σύνοψη τῆς Ἰλιάδος μ᾿ ἐνδεικτικοὺς τίτλους τῶν ραψῳδιῶν κατὰ τοὺς ἀρχαίους γραμματικούς Α: λοιμός - μῆνις· Β: Ὄνειρος - διάπειρα [= δοκιμασία] κατάλογος νεῶν· Γ: ὅρκοι - τειχοσκοπία - Ἀλεξάνδρου [/Πάριδος] καὶ Μενελάου μονομαχία· Δ: ὁρκίων σύγχυσις - Ἀγαμέμνονος ἐπιπώλησις [= ἐπίσκεψη/ἐπιθεώρηση].

Ε: Διομήδους ἀριστεία· Ζ: Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία· Η: Ἕκτορος καὶ Αἴαντος μονομαχία - νεκρῶν ἀναίρεσις [περισυλλογή]· Θ: Κόλος μάχη [= κολοβή/διακοπεῖσα μάχη, κολοβομάχη]. Ι: πρεσβεία πρὸς Ἀχιλλέα - λιταί [= μεσιτεῖες/ἱκεσίες/προσευχές· πρβλ λιτανεύω]· Κ: Δολώνεια· Λ: Ἀγαμέμνονος ἀριστεία· Μ: τειχομαχία.

Ν: μάχη ἐπὶ ταῖς ναυσίν· Ξ: Διὸς ἀπάτη [= ἐξαπάτηση]· Ο: παλίωξις [= καταδίωξη] παρὰ τῶν νεῶν· Π: Πατρόκλεια. Ρ: Μενελάου ἀριστεία· Σ: ὁπλοποιία· Τ: μήνιδος ἀπόρρησις [= ἄρση/ἀποκήρυξη]· Υ: θεομαχία. Φ: μάχη παραποτάμιος· Χ: Ἕκτορος ἀναίρεσις [= ἐξολόθρευση]· Ψ: ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ· Ω: Ἕκτορος λύτρα.



Φάος ἠελίοιο, Τὸ φῶς...

13

Τὸ φ ῶ ς -τὸ λεπτοφυὲς μυστήριο ποὺ φανερώνει κάθετί στὸ Σύμπαν κ᾿ ἐξίσου ζωοδοτεῖ καὶ δυναμώνει... Πόσα μάτια ἀνοιγοκλείνουνε κάθε στιγμὴ πάνω στὴ Γῆ, εἰσπράττοντας φ ῶ ς;.. Κάθε ζευγάρι ἀπὸ κεῖνα κρύβει λαβύρινθο νευρικῶν διασταυρώσεων, ἀπολήξεων κ᾿ ἐπανασυνάψεων μές στὴν ἕδρα του, τὸ κρανίο· πίσω ἀπ᾿ ὅλα, ἀκόμα πιό καλοκρυμμένη, λέμε πὼς στέκει ψ υ χ ή. Σ᾿ αὐτή φτάνουν οἱ ἀχτῖδες καὶ τὴν ἐνεργοποιοῦν, τὴ θέτουν σὲ κίνηση. Κι ὅπως ἀλλάζουν τὰ γεωγραφικὰ πλάτη καὶ μήκη, «ἄλλο» φῶς ἐκλαμβάνει κάθε ψυχὴ κ᾿ ἐκεῖνο διαφορετικά γίνεται κέντρο τοῦ Πολιτισμοῦ -ξέχωρη σχέση δημιουργεῖται μεταξὺ τοῦ ἐρεθίσματος καὶ τοῦ δέκτη. Ἄλλον οὐρανὸ φτειάχνει ἡ ἀχτῖδα· τὸ τοπίο ξανοίγεται ὡσὰν πρόσωπο ἀνθρώπινο: μ᾿ αὐλακώσεις στὸ δέρμα-χῶμα, μοναδικές· μὲ κόμηδέντρα/φυτά, ἰδιαίτερα... Ἐκεῖ ζῇ ὁ δημιουργὸς καὶ μὲ τὸ δικό του τρόπο ὑμνεῖ, καταριέται ἢ παρακαλάει τὸ πρῶτο στοιχεῖο τῆς ἔνυλης ὕπαρξης -τὴ μαρτυρία τῆς ἀέναης σχέσης μὲ τὰ φωτεινὰ τ᾿ ἀστέρια καὶ τὸ ἀπέραντο μαῦρο στὸ ἀνάμεσο. φάος ἠελίοιο: [Μετρικὴ ἀνάλυση: ∪∪|–∪∪|–∪· Ε 120· Σ 11· 61· 442· Ω 558.] ἥλιου φῶς ὁ ἀσυναίρετος τύπος τοῦ φωτὸς κι ὁ ἥλιος μὲ τὴν ἀρχαϊκὴ κατάληξη -οιο, δηλαδῆ -ου γενικῆς τὰ κατοπινὰ χρόνια [μαρτυρεῖται στὰ πινάκια τῆς Γραμμικῆς Β΄ (14ου π.Χ.) ἀπ᾿ τ᾿ ἀνάκτορα τοῦ μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ], τὴν ψίλωση κ᾿ ἔκταση τοῦ δασέος

ἡ. Στὴ γλῶσσα τῆς Ἰλιάδος, συμφύρονται στοιχεῖα ἀρχαϊκώτατα, νεώτερα αἰολικὰ κ᾿ ἰωνικά, ἀττικισμοί, μᾶλλον ἐξαιτίας ἀντιγραφῶν-μεταγραφῶν οἱ τελευταῖοι... Ἀκόμα παλεύουν οἱ εἰδικοὶ νὰ διαχωρίσουν τὰ πολλαπλᾶ στρώματα. Ἡ φράση εἶναι λογότυπος ἐπαναλαμβανόμενος ὅπου χρειαστῇ, βοηθητικὸς γιὰ τὸ ρυθμό: τὸν δακτυλικὸ ἑξάμετρο [–∪∪|–∪∪|–∪∪|–∪∪|–∪∪|–×]· τὸ ἔπος τραγουδιόταν -ᾄδονταν [πρβλ ἀοιδός ]. Περίπου ὅπως στὰ Νεοελληνικὰ Δημοτικὰ Τραγούδια (κι ὄχι μόνο), χρησιμοποιοῦνται φράσεις ποὺ βοηθᾶνε τὸ νόημα καὶ τὸ μέτρο. Φορέςφορές, μάλιστα, δέν ἀντιστέκεται ὁ ποιητὴς στὸν πειρασμὸ καὶ ξανατραγουδάει κάτι λόγῳ τοῦ γλυκοῦ ἀκούσματος καὶ τῆς σημασίας του. Κι ὁ ἴδιος γοητεύεται ἀπ᾿ τὸ σκοπό!..



Φάος ἠελίοιο, Αὐτόν τε ζώειν... (Ω 558)

15

Πολλά μπορεῖς νὰ εὐχηθῇς: πλούτη, χαρά, εὐδαιμονία, ἐπιτυχία -μὰ ὅλα τους περιέχονται στὸ ἕνα: τὴ ζ ω ή. Ἐκείνη δίχως φῶς εἶναι μισή, ἀποκλεισμένη καὶ στερημένη ἀπ᾿ τὸ παιγνίδι τῶν μορφῶν καὶ τῶν χρωμάτων. Ὅμως, ὁ βίος εἶναι ριζωμένος πάντα σὲ τ ό π ο, συνήθως τὸν γενέθλιο. Ὁπότε, εὐχόμενος ἢ ἐπιτρέποντας ζήση, κατευοδώνεις τὸν ἀπέναντι νὰ ἐπιστρέψῃ στὰ μέρη του καὶ νὰ ξαναδῇ τὸ τ ο π ί ο. ΠΡΙΑΜΟΣ πρὸς ΑΧΙΛΛΕΑ: Αὐτόν τε ζώειν καὶ ὁρᾶν φ ά ο ς ἠ ε λ ί ο ι ο. Κι ὁ ἑαυτός μου νὰ ζῶ καὶ φ ῶ ς νὰ βλέπω τοῦ ἥ λ ι ο υ. Ω 558

«Νἆσαι εὐλογημένος ἀπ᾿ τοὺς θεούς, μεγάλε πολεμιστή - Ὁ Ἀχιλλεὺς κατέλαβε νἆσαι γερός καὶ δυνατὸς ὅπως τώρα, κι ἂς ἔσφαξες κ᾿ ἔσυρες τὴν Ὑποπλακίη Θήβη· μὲ τὸ ἅρμα τὸ γιό μου: τὸ κάλλος τῆς πόλης, τὸ θεμέλιο τῆς πῆρε μαζί του τὴ Βριἄμυνας... Νἆσαι καλά καὶ νὰ ξαναπολαύσετε, ἐσύ κι ὁ ἑαυτός σηίδα τοῦ Βρίσου, που σου, τὸ φῶς τοῦ ἥλιου -νὰ ζήσετε, ἐσύ κι ὁ ἑαυτός σου, καὶ νὰ κράτησε δικιά του παλπροϋπαντήσετε τὰ μέρη σας!.. Ἀλλ᾿ ἄσε με πρῶτα νὰ φύγω μὲ λακίδα, καὶ τὴ Χρυσητὸ κορμί του ποὺ τώρα τὸ λούζει τὸ φέγγος καὶ δέν μπορεῖ ίδα τοῦ ἀδελφοῦ του νὰ κάνῃ ἢ νὰ πῇ πιὰ τίποτα... Τώρα, ποὺ τὸ φῶς του δέν Χρύση, ποὔδωσε στὸν τὸ ἔχει!.. Νὰ πάω τὸ γιό μου στὴ χήρα του, τὴν Ἀνδρομάχη, Ἀγαμέμνονα. Ὁ Χρύκι ὁ ἑαυτός μου νὰ ζῶ καὶ φῶς νὰ βλέπω τοῦ ἥλιου...» Ἔτσι, σης γύρεψε τὴν κόρη κάπως, ὁ γερο-Πρίαμος ἱκετεύει τὸ παλληκάρι, τὸν ἥρωα τὸν του μὲ λύτρα· μὰ ἡρώων, τὸν Μυρμιδόνα Ἀχιλλέα, τὸ γιὸ τοῦ Πηλέα καὶ τῆς δέ γίνανε δεκτά. Παθεᾶς Θέτιδος. Γιὰ χάρη του καὶ τῆς μήνιός του [μῆνις· ἀργότερα: ρακάλεσε τὸν Ἀπόλμήνιδος· τοῦ θυμοῦ του] – σὰν τὸ φεγγάρι ἐκείνη: τὴ μιά ξεχύ- λωνα, ὡς ἱερέας του, νεται στὸ στερέωμα, τὴν ἄλλη κρύβεται χολωμένη -λές κι αὐτὸ γιὰ ἐκδίκηση. Εἰσακούθυμώνει-μαίνεται κ᾿ ἔχει σχέση τὸ ἀρχαῖο του ὄνομα [μήνη] μὲ στηκε κ᾿ ἔπεσε ἀσθένεια τὸ πάθος τὸ ἀνθρώπινο –,.. γιὰ τὸ θυμό του, λοιπόν, ὁ ποιητὴς στοὺς Ἀχαιούς. Ὁ μάνσυνέθεσε τὴν Ἰλιάδα. Ἡ Ἀρχαία Ἑλλάδα εἶχε γιὰ τυφλὸ ἀπὸ της Κάλχας συμβούλεψε γεννησιμοῦ ἐκεῖνον ποὔβαλε στὴ σειρὰ τὶς λέξεις: φάος ἠελίοιο· γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῆς παρετυμολογοῦσε μᾶλλον: Ὅμηρος = ὁ μὴ ὁρῶν... Κάποιες φο- Χρυσηίδος, μὰ ὁ Ἀγαρές, οἱ ἐμπνευσμένες παρετυμολογήσεις κρύβουνε ἀλήθεια, ὅπως μέμνων ἔβαλε ὅρο νὰ τὸ ἔτυμον -τὸ ἀπώτατα ἀληθές... Ὁ προσεκτικὸς καὶ μετρημέ- τοῦ δώσῃ ὁ Ἀχιλλέας νος συνδυασμὸς τῶν λέξεων ἀποκαλύπτει, μορφώνει καὶ ρίχνει τὴ Βρισηίδα δικιά του· φῶς σ᾿ ἀφανέρωτα πρίν -μιά ἀπ᾿ τὶς ἀρετὲς τῆς Ἰλιάδος. Τότε, ἐκεῖνος ἀρνήθηκε -ἡ αἰτία τῆς μήνιος... ἰδιαίτερη «ὅραση» ἐργάζεται δημιουργικά...


16

Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος

Πάμπολλοι βλέπουν γιὰ τοὺς ἴδιους -ἐλάχιστοι καί γιὰ τοὺς ἄλλους. Εἷς – ὁ Ὅμηρος – τοῖς Ἀρχαίοις μύριοι: Ὁ ἕνας γι᾿ αὐτοὺς ἴδιο εἶχε βάρος μὲ δέκα χιλιάδες... Καὶ μήπως ξέρανε τάχα ἢ αἰσθάνονταν πώς, ἴσως, «δέκα χιλιάδες» ἀοιδοὶ κοπιᾶσαν χρόνους πολλούς, γιὰ νὰ ποῦνε τὄνα τ᾿ ὄνομα, γιὰ νἄχουνε στὸ στόμα τὄνα τραγούδι ποὺ τὸ χωρίσανε σὲ 24 μέρη ἑκατονταετίες ἔπειτα οἱ Ἀθηναῖοι μᾶλλον γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀπαγγελίας του στὰ Παναθήναια κ᾿ ὕστερα ἑδραίωσαν τὴν πρακτικὴ οἱ Ἀλεξανδρινοὶ φιλόλογοι (μὲ πρώτους τὸ Ζηνόδοτο, τὸν Ἀριστοφάνη καὶ τὸν Ἀρίσταρχο);.. Ἀπὸ τότε ἀντιγράψανε τὸ κείμενο, τὸ ξαναντιγράψανε, τὸ σχολίασαν. Ἀπ᾿ τὰ κεφαλαῖα δίχως κενὰ πέρασε τὸ κείμενο στὰ πεζά· ὕστερα, ἀπ᾿ τὴν Ἀναγέννηση, τὸ τύπωσαν καὶ τὸ ξανατύπωσαν· τώρα πιὰ βρίσκεται ἀναλυμένο λέξη-λέξη σ᾿ ἠλεκτρονικὲς βάσεις δεδομένων καὶ τὸ ἀναγιγνώσκουν στὸ Διαδίκτυο. Ὅσο φιλόδοξος κι ἂν ἦταν ὁ δημιουργός (ἔστω ὁ τελικὸς συνθέτης), μήτε θὰ φανταζότανε πὼς τὸ ἔπος τῆς μήνιος θἄβλεπε σὲ τόσα μέρη ἥλιου φῶς, τοῦ κεριοῦ καὶ τοῦ ἠλεκτρισμοῦ, σὰν κάθονταν λαμπρά πνεύματα καὶ τὸ μελετοῦσαν ἀργά, τελετουργικὰ σχεδόν, γιὰ ν᾿ ἀνακαλύψουν τὰ μυστικὰ τῆς τέχνης καὶ τῆς ζωῆς μέσα του. Τί μάτια, ἀλήθεια, ἔχουνε διαβάσει τὸ ποίημα τῶν ποιημάτων γιὰ τὸ Δυτικὸ Πολιτισμό... Μόνον αὐτά, σὰ φωτίστηκαν ἀπ᾿ τοὺς ἥρωες, τὶς μάχες, τὸ τοπίο, κ᾿ ἡ δικιά τους μαρτυρία ἀ ρ κ ο ῦ ν, ὥστε ἡ Ἰλιάδα νὰ στέκῃ ἐς ἀεὶ μνημεῖο λόγου καὶ καλλιέργειας. Ὅμως, δέ θὰ καταπιαστῶ μὲ τοὺς πόσους καὶ πόσους ἄξιους ποὺ διάβασαν τὸ ἔπος· μήτε θ᾿ ἀπαριθμήσω τὰ ἔργα γιὰ τὰ ὁποῖα Μοῦσα στάθηκε ὁ τρόπος καὶ τὸ βάθος αὐτοῦ ἐδῶ. Ὄχι,.. σκέψεις καὶ μνῆμες θὰ βάλω στὴ σειρὰ ὅπως τὶς φωτίζει τὸ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἰλιάδος -ἡ διάχυσή του σὰ φτάνῃ πάνω στὰ σκηνικὰ ποὺ περιγράφονται ἀπ᾿ τὸν ἀοιδό. «Σημειώσεις» θὰ κρατήσω γιὰ στίχους σχετικοὺς μὲ τὸ φῶς μές ἀπ᾿ τὸ μακροσκελὲς τραγούδι. Ὅταν γράφω: σειρά, ἐννοῶ ὅ,τι κατάφερα γιὰ νὰ δέσω τ᾿ ἀποσπάσματα μὲ τὰ δικά μου βιώματα, τὶς ὁλόδικές μου παραστάσεις -τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ τὸν καιρὸ τὸ σύγχρονο ὅπως


Φάος ἠελίοιο, Αὐτόν τε ζώειν... (Ω 558)

17

τὰ καταλαβαίνω ἐγώ καὶ τὰ φέρνω στὴν ἐπιφάνεια μέσῳ τοῦ «τυφλοῦ» δημιουργοῦ. Οὔτ᾿ ἐξηγῶ, οὔτ᾿ ἑρμηνεύω τὸ ἴδιο τὸ ἔργο, παρὰ μονάχα τὴ διαδρομή μου ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀποσπάσματα καὶ τὸν ἑλληνικὸ χῶρο ἔτσι καθὼς σ ή μ ε ρ α μοῦ παρουσιάζεται: στὴν Ἀθήνα, τὴν ἐργασία τὴν καθημερινή· στὴ γενέτειρά μου τὴ Μεσσηνία, τὴν Πελοπόννησο ὁλόκληρη· ὅποτε σὲ πλοῖο ταξίδεψα γιὰ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου μὲ τὸ γαλανὸ πάνω-κάτω καὶ τὸ δίσκο τοῦ ἥλιου νὰ φτειάχνῃ παίζοντας – σκληρά σὰν τὰ παιδιά – τὴ μαρμαρυγὴ τῶν κυμάτων· στὴν Ἑλληνικὴ Ποίηση τῶν αἰώνων· στὶς μορφὲς τοῦ Πνεύματος ποὺ μοῦ παραστέκουν στὰ δύσκολα· στὰ πρόσωπα τῶν ἀγαπημένων -κοντολογίς: στὸν ἑαυτό μου, ἂν εἶναι νὰ τὸν ὀνοματίσω ἑνότητα ὡσὰν αὐτὴν ἐδῶ τὴν ἄφταστη, τὴν Ἰλιάδα. Πλάι στὸ λόγο, ἀπέναντι ἀπὸ κάθε στίχο, κ᾿ ἕνα σχέδιο: Μὲ λίγες γραμμὲς νὰ δώσω ὅ,τι μοῦ δημιουργεῖται ὡς αἴσθηση. Τὸ θέμα εἶν᾿ τὸ φῶς, οἱ μορφὲς κ᾿ οἱ ὄγκοι, ὅπως φανερώνονται μέσα του. Ἂν ἤθελε ἕνας σκηνοθέτης νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὸ σκηνογράφο του, ἐξετάζοντας κάθε ἀπόσπασμα σὰ σκηνὴ θεατρικοῦ ἔργου, κάπως ἔτσι θὰ σχεδίαζε – μ᾿ ἀδρές γραμμές – τὴ σύλληψή του, γιὰ νὰ κατευθύνῃ κατάλληλα τὸ συνεργάτη. Ἔπειτα θἀρχόταν τὸ ἠλεκτρικὸ φῶς τῶν προβολέων καὶ τὸ παιγνίδισμά του μὲ τὰ κοστούμια, τ᾿ ἀντικείμενα καὶ τὸ σκηνικό, γιὰ νὰ λάβῃ τό «δρᾶμα» σάρκα καὶ ὀστᾶ. Ἡ Ἰλιάς, ἡ Ὀδύσσεια καὶ τὰ ὑπόλοιπα μή σῳζόμενα πιὰ ἔπη, ὑπῆρξαν γιὰ τοὺς τραγικοὺς τοῦ 5ου αἰώνα ἡ κατ᾿ ἐξοχήν ἔμπνευση. Μὲ τὸν Ὅμηρο μαθαίνανε τὰ γράμματα οἱ Ἀρχαῖοι κ᾿ ἡ ζωὴ κινοῦνταν στὸ ρυθμό του. Στὸ Θέατρο, ἡ κοινὴ παιδεία πάντα στάθηκε θεμέλιο γιὰ ὅσα βαθύτερα... Ἡ ἀττικὴ Δημοκρατία ἀνέπνεε στὸν ἀέρα ἀριστείας τῶν Ἀχαιῶν καὶ τῶν Τρώων. Ὁ Ἀθήναιος βάζει τὸν Αἰσχύλο στοὺς Δειπνοσοφιστάς του [347e] νὰ λέῃ πώς: τὰς αὐτοῦ τραγῳδίας τεμάχη εἶναι [] τῶν Ὁμήρου μεγάλων δείπνων. Χώριζε ὁ ἀρχαῖος τραγικὸς τὴν κύρια πλοκή [τὸν μῦθον] τῆς ἀφήγησης σ᾿ ὑποπλοκὲς καὶ συνέθετε ἔπειτα τὸ σκηνικὸ θέαμα. Ἐδῶ, κάθε δισέλιδο, σά «σκαρίφημα σκηνικό», ἔχει τὴν ἐξῆς διάρθρωση: σχέδιο-πρόλογος-στίχος-ἐπίλογος.


Ἐφ᾿ ἅρματος γὰρ ἅρμα καὶ νεκρῷ νεκρός, ἵπποι δ᾿ ἐφ᾿ ἵπποις ἦσαν ἐμπερφυρμένοι. Αἰσχύλου Γλαῦκος Ποτνιεύς, ἀποσπ. 38 Tragicorum Graecorum Fragmenta, Vandenhoeck & Ruprecht, Göttingen 1985, τόμος ΙΙΙ: Aeschylus, editor Stefan Radt, σελ. 155.


Φάος ἠελίοιο, Ἐν δὲ φάει... (Ρ 647)

19

Κυλάει ὁ χρόνος κι ὁ ἥλιος ἀνεβαίνει ψηλά -διώχνει τὸ σκοτάδι -ἐκεῖνο ποὺ τὄχουμε γιὰ θάνατο καὶ δυστυχία -μόνον αὐτό... Λές καὶ τὸ φῶς φέρνει ἀποκλειστικὰ ζωή, χαρά· σὰ νὰ μήν ἀποκαλύπτῃ, τοὐλάχιστο, τὰ παράδοξα τοῦ σκότους -λές καὶ δέ θέτει κ᾿ ἐκεῖνο αἰνίγματα. Στ᾿ ἀρχαῖα χρόνια, ὁ αἰνικτήςἄναξ οὗ τὸ μαντεῖόν ἐστι τὸ ἐν Δελφοῖς, κατὰ τὸν μέγαν ἀρνητὴ τοῦ Ὁμήρου, τὸν Ἡράκλειτο [ἀποσπ. 14· στὸ ἑξῆς ἀπό: Heraclitus, greek text with a short commentary by M. Marcovich, editio maior, The Los Andes University Press, Merida, Venezuela 1967], ἦταν κι ὁ θεὸς

τοῦ φωτός: ὁ Φοῖβος-Ἀπόλλων. Τὰ βέλη του σκορποῦσαν ἀσθένειες στὸ στρατόπεδο τῶν Ἀχαιῶν. Περπατοῦσα στὴ Μεσσηνία δώδεκα χρονῶν· ἔρημος ὁ δρόμος· τρεῖς τὸ μεσημέρι· καλοκαίρι· λάβρα ὁ ἀέρας· ὁ ἥλιος πύρωνε τὴν ἄσφαλτο· οἱ μορφές, κεράκια -«λιώνανε»· ὁλομόναχος ἐγώ. Τρομακτικώτερο τοπίο δέν ἔχω ζήσει... Καὶ στὴ λάμψη τοῦ θέρους ἔρχεται ὁ θ ά ν α τ ο ς: ΑΙΑΣ ΤΕΛΑΜΩΝΙΟΣ πρὸς ΔΙΑ: Ἐν δὲ φ ά ε ι καὶ ὄλεσσον, ἐπεί νύ τοι εὔαδεν οὕτως. Καὶ μές στὸ φ ῶ ς θὰ καταστρέψῃς, ἐὰν τὸ θέλῃς ἔτσι. Ρ 647

«Δία, ἂν θές νὰ μᾶς ξεκάνῃς – μέγιστε! –, διῶξε τὴν ἀντάρα καὶ κάν᾿ το μές στὸ φῶς τῆς μέρας..- ἐ κ ε ῖ νὰ μᾶς χαλάσῃς -νὰ βλέπουμε ὥς τὸ τέλος πῶς τραβᾶμε γιὰ τὶς σκιὲς τῶν νεκρῶν!» Ἔτσι παρακαλάει ὁ Αἴας, ὅταν καταλαβαίνῃ πὼς πιὰ ὁ Δίας δέν κρατάει καὶ τόσο ἴσες ἀποστάσεις... «Στεῖλε μας θάνατο ὁλόλαμπρo! Φέξε νὰ βροῦμε τοὺς ἤδη νεκρούς μας!» Λυπήθηκε τὸν γενναῖο, ἔδιωξε τὴν ὁμίχλη, ἀνοίχτηκε τὸ τοπίο τῆς μάχης: πτώματα δῶθε-κεῖθε· γκρεμισμένες ἅμαξες μὲ σπασμένους τοὺς τροχούς· ἄλογα περήφανα ἄλλοτε, τώρα μπερδεμένα στὰ χαλινάρια -πνιγμένα, σκοτωμένα, ἄγρια τραυματισμένα, διαμελισμένα· ψηλά, τὰ σαρκοβόρα ὄρνεα νὰ κάνουν κύκλους... Νά, τί εἶν᾿ ἡ μέρα καὶ τὸ φῶς τοῦ πολέμου: ἀνατομικὴ κλίνη κάθε ὄντος, ὅπου προβάλλει μὲ λεπτομέρεια ὁ τεμαχισμός! Μήπως,.. τὸ φῶς δείχνει διαφορετικά πράγματα ἀπὸ τότε ἐπὶ γῆς στὸν πόλεμο; Ἴ δ ι α δὲν παρακαλᾶνε ὅσοι στὴν ἐποχή μας ψάχνουνε νὰ βροῦνε τὰ πτώματα τῶν φίλων;..


.


.


ἀέκουσιν ἔδυ φ ά ο ς ἀθέλητά τους ἔδυσε τὸ φ ῶ ς Ἰλιάς, ραψῳδία Θ, στίχος 487


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.