Παῦλος Σκληρός
Αἰθέρια Ἡ προφητεία
Ἀθήνα 2020
.
.
.
Αἰθέρια
Σειρά: Πεζογραφία Παῦλος Σκληρός Αἰθέρια: Ἡ προφητεία ISBN: 978-618-84720-4-4
Ἐκδότης: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἁγίας Ζώνης 55 Ἀθήνα 112 56 τηλ.: 210 8662668 www.theodosispapadimitropoulos.gr info@theodosispapadimitropoulos.gr ῾Ιστολόγιο Διέλευση: http://dieleusi.map-in-box.gr Copyright © 2020: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος καὶ Παῦλος Σκληρός. Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἡ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτική, ἡ μετάφραση ἢ ἡ ἀπόδοση κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ἠλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ἠχογράφησης ἢ ἄλλο, χωρὶς προηγούμενη γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη καὶ λεπτομερῆ, δηλαδὴ πλήρη, παραπομπὴ στὴν ἔκδοση αὐτὴ καὶ τὸν συγγραφέα της, ὅπως σαφῶς περιγράφουν οἱ Νόμοι 2121/1993, 2557/1997 καὶ ὅλοι οἱ κανόνες τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου ποὺ ἰσχύουν στὴν Ἑλλάδα.
Παῦλος Σκληρός
Αἰθέρια Ἡ προφητεία
Ἀθήνα 2020
.
Αἰθέρια, Προοίμιο
7
Προοίμιο
Ἦταν ζεστὸ ἀπόγευμα. Δὲ φυσοῦσε καθόλου· οἱ δρόμοι ἔρημοι. Ἡ ἀριστοκρατικὴ συνοικία τῆς Ἀνιβίλλιδος, πρωτεύουσας καὶ μεγαλύτερης πόλης τῆς Ἐλφόριας, ἦταν ἐντελῶς ἥσυχη. Μόνο τὰ τζιτζίκια ἔσπαζαν τὴ σιωπὴ μὲ τὸ ἐπίμονο τραγούδι τους. Τὰ μικρὰ ἀγόρια, περίπου εἰκοσιπέντε στὸν ἀριθμό, προχωροῦσαν ἀργὰ καὶ προσεκτικά. Τὰ μάτια τους ἐρευνοῦσαν τὴν περιοχὴ γιὰ ἴχνη τοῦ ἀντιπάλου τους. Στὸ χέρι κρατοῦσαν τὶς λόγχες καὶ στὴν πλάτη εἶχαν περασμένες τὶς ἀσπίδες. Ἡ γειτονιὰ αὐτὴ τοὺς ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστη. Στὴ δική τους συνοικία τὰ πράγματα εἶχαν ἀλλιῶς: Τὰ σπίτια χτισμένα πολὺ κοντά -τὄνα πλάι στὸ ἄλλο, κ᾽ οἱ δρόμοι στενοί. Ἐδῶ, τὰ κτίσματα ἔστεκαν ἀπομακρυσμένα, μὲ μεγάλους κήπους κ᾽ ἐξωτερικοὺς τοίχους ποὺ τ᾽ ἀπομόνωναν ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Θεωρητικῶς θἆταν εὐκολώτερος ὁ ἐντοπισμὸς τῶν ἐχθρῶν. Μέχρι τώρα, ὅμως, δὲν εἶχαν δεῖ κανένα τους ἔξω. Αὐτὸ δημιουργοῦσε νευρικότητα. Γνώριζαν πὼς τὰ παιδιὰ τῆς ἀριστοκρατικῆς συνοικίας ἦταν μεγαλύτερα σ᾽ ἡλικία -ἴσως καὶ δυνατώτερα... Ξεκινοῦσαν λοιπὸν τὴν ἀναμέτρηση μαζί τους ἀπὸ θέση μειονεκτική. Αὐτή ἠταν ἡ γενικώτερη ἀντίληψη καὶ δέν εἶχε ἀλλάξει, παρὰ τὶς φιλότιμες κ᾽ ἐπίμονες προσπάθειες τοῦ ἀρχηγοῦ νὰ τοὺς πείσῃ ὅτι δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν. Εἶχαν καλὸν ἐξοπλισμό, ἰσχυριζόταν ἐκεῖνος, καὶ πολεμοῦσαν ὅλοι μαζὶ σὰν ἕνας. Διόλου τυχαῖο πὼς τἆχαν καταφέρει μέχρι τότε θαυμάσια, νικῶντας σ᾽ ὅλες τὶς ἀναμετρήσεις τὰ παιδιὰ τῶν ὑπολοίπων συνοικιῶν. Ἐδῶ, ὅμως, ἦταν διαφορετικά! Τὰ πλούσια παιδιὰ ἴσως εἶχαν καλύτερα ὅπλα -γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ἀναμενόταν νἄχουν. Ἐπίσης, οἱ
8
Παῦλος Σκληρός
φῆμες μιλοῦσαν γιὰ ἕναν ἀρχηγὸ ἐξ ἴσου ἱκανὸ μὲ τὸ δικό τους. Πολλά ἀπὸ τὰ παιδιὰ σκέφτονταν ἐνδόμυχα πὼς ἡ ἀποδοχὴ τῆς πρόκλησης ἦταν λάθος. Οἱ ἀριστοκράτες τοὺς εἶχαν παρασύρει στὸ δικό τους χῶρο, ἔχοντας τὸ πλεονέκτημα. Κανένας ἀπ᾽ αὐτούς, ὅμως, δὲν ἤθελε νὰ μιλήσῃ ἀνοιχτὰ στὸν ἀρχηγὸ γιὰ ὅλα τοῦτα. Οἱ ἀντίπαλοι φάνηκαν ξαφνικά. Ἔρχονταν ἀπὸ μπροστά, ἄτακτοι, κρατῶντας μεγάλα ξίφη στὰ χέρια. Στὰ μάτια τῶν νεαρῶν πολεμιστῶν φάνταζαν τεράστιοι. Ὁ ἀρχηγὸς ὅμως δέν πτοήθηκε. Ἀσπίδες μπροστά!, φώναξε δυνατά, γιὰ νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι καὶ νὰ τοὺς ἐμψυχώσῃ. Παρατάξη σὲ δυό σειρές! Τὰ παιδιὰ ἔκαναν ὅ,τι τὰ διέταξε. Ἦταν ρουτίνα γιὰ ὅλους τους νὰ παραταχθοῦν· τὄχαν κάνει καὶ ξανακάνει ἑκατοντάδες φορές. Ἡ σκληρή τους προετοιμασία ἦταν ὁ βασικὸς παράγοντας τῆς ἐπιτυχίας. Εἶχαν ἀντιμετωπίσει ἀντίπαλους δύσκολους, συχνὰ πολυπληθέστερους. Ἴδια κι αὐτὴ τὴ φορά: Σχημάτισαν ἀμέσως δυὸ σειρὲς τοποθετῶντας τὶς ἀσπίδες τους μπροστά, κατὰ τρόπον ὥστε νὰ καλύπτουν καὶ μέρος τοῦ διπλανοῦ συμπολεμιστῆ. Λόγχες!, φώναξε ὁ ἀρχηγός, καὶ τὰ παιδιὰ τοποθέτησαν τὶς λόγχες νὰ προεξέχουν ἀπὸ τὸ τεῖχος τῶν ἀσπίδων. Τὰ πλουσιόπαιδα ἔρχονταν τρέχοντας καὶ μ᾽ ὑψωμένα τὰ σπαθιά· ἦταν μεγάλα, πολύ μεγαλύτερα ἀπὸ τὰ δικά τους. Ὅμως, αὐτὸ δέν ἔπαιζε ρόλο: Ἡ δύναμη τῶν παιδιῶν ἦταν ἡ ἑνότητα κ᾽ ἡ συνεργασία. Δέ θἄχαν μεγάλες ἐλπίδες ἂν ἡ φάλαγγα τοὺς ἔσπαζε -ἐκεῖ θὰ κρινόταν ἡ μάχη: ν᾽ ἀντέξουν τὴ σφοδρότητα τῆς ἐπίθεσης. Τὰ πλουσιόπαιδα οὔρλιαζαν ὅσο πλησίαζαν· θἆταν καμμιὰ εἰκοσαριά, σίγουρα πιό μεγαλόσωμα καὶ πιό δυνατά. Τὰ μάτια τοῦ ἀρχηγοῦ στενέψαν, καθὼς τοὺς ἔβλεπε νἄρχωνται. Οὔτ᾽ ἕνα βῆμα πίσω!, φώναξε στοὺς «ἄνδρες» του. Μή φοβᾶστε! Αὐτοὶ φοβοῦνται περισσότερο, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν ξαναντιμετωπίσει ποτέ τους τέτοιον ἀντίπαλο! Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε χάσει ἀπὸ κανέναν ὥς τώρα! Γερά, γενναῖοι μου! Ὁπλιστῆτε μὲ θάρρος· σταθῆτε δυνατά ἀπέναντί τους καὶ σᾶς ὑπόσχομαι ἄλλη μιὰ νίκη!
Αἰθέρια, Προοίμιο
9
Ὅπως κάθε φόρα ἔτσι καὶ τώρα ὁ ἀρχηγὸς βρισκόταν ἀκριβῶς πίσω κ᾽ εἶχε τὴν ἄνεση νὰ τοὺς ἐλέγχῃ καὶ νὰ παρεμβαίνῃ, ὅποτε ἔκρινε ἀπαραίτητο. Ὁ γενναιότερος ἦταν κι ὁ πλέον μεγαλόσωμος· στὴ μάχη κατέβαινε ἀτρόμητος καὶ πάντα βοηθοῦσε ἐμψυχώνοντας μὲ λόγια καὶ μὲ πράξεις, ὅταν χρειαζόταν. Ἡ παρουσία του ἔστεκε καταλυτικὸς παράγων γιὰ τὶς νῖκες τους. Δίχως αὐτὸν δὲ θἆχαν φτάσει ὅπου βρίσκονταν. Δίπλα του, ὅπως κι ὅλες τὶς προηγούμενες φόρες, ὁ ὑπαρχηγός του -δεύτερος στὴν ἱεραρχία, ἐπίσης γενναῖος, ἂν καὶ δέν ἔφτανε τὸν ἴδιο τὸν ἀρχηγό. Οἱ ἀντίπαλοι πλησίασαν, μὰ δέν ἔπεσαν ἐπάνω τους, καθὼς περίμεναν. Ἀκόμη κ᾽ οἱ γενναιότεροι διστάζουν νὰ πέσουν σὲ δάσος ἀπὸ λόγχες! Περιωρίστηκαν νὰ χτυπᾶνε μὲ θόρυβο τὰ σπαθιὰ στὶς ἀσπίδες καὶ νὰ προσπαθοῦν νὰ σπάσουν τὶς μύτες ἀπὸ τὶς λόγχες τῶν ἐχθρῶν. Μπροστά!, δίνει πρόσταγμα ὁ ἀρχηγός. Πιέστε τους τώρα! Βγάζοντας ἰαχή, ὅλ᾽ οἱ μικροὶ πολεμιστὲς κάναν βῆμα μπρός – σὰν ἕ ν α ς – πιέζοντας μὲ τὶς ἀσπίδες τοὺς ἀντιπάλους καὶ σπρώχνοντάς τους ἐλαφρῶς πρὸς τὰ πίσω. Λόγχες!, ξανά ὁ ἀρχηγός· κι αὐτὴ τὴ φόρα ὅλες οἱ λόγχες κινήθηκαν μεμιᾶς πρὸς τὰ μπρός. Ὡρισμένα παιδιὰ τῶν ἀριστοκρατῶν τραυματίσθηκαν· ὁπότε ἄλλοι φοβήθηκαν κι ὠπισθοχώρησαν, ἄλλοι θύμωσαν κι ἄρχισαν νὰ χτυπᾶνε ἀκόμα μὲ μεγαλύτερη μανία! Κάποιες λόγχες σπάσαν ἀπὸ τὰ χτυπήματα. Ὁ ἀρχηγὸς δέν ἔδειξε ν᾽ ἀνησυχῇ. Διέταξε νέα ἐπιθέση, κ᾽ οἱ ἄνδρες του κατάφεραν καινούργιο πλῆγμα στὰ σώματα, μὰ καὶ στὸ γόητρο τῶν ἀντιπάλων. Ἀπ᾽ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἦταν ποὺ ὑπέφερε περισσότερο, γιατὶ ἐξ ἀρχῆς τὰ πλουσιόπαιδα εἶχαν ὑποτιμήσει τοὺς φτωχοὺς ἀντιπάλους τους. Κατέβηκαν στὴ μάχη χωρίς προστασία, χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο. Βασίσθηκαν μόνο στὴ σωματική τους δύναμη. Νά ὅμως ποὺ δέν εἶχαν ἐκτιμήσει σωστὰ τὰ πράγματα. Αὐτά σκεφτόταν ὁ ἀρχηγός, ἐνῷ διέταζε νέα ἐπιθέση, ἡ ὅποια ἦταν καὶ πάλι ἐπιτυχημένη καὶ τὰ παιδιά του κέρδιζαν ἔδαφος. Βλέποντας τὸ ἠθικὸ τῶν πλουσιόπαιδων νὰ πέφτῃ καὶ τῶν δικῶν του πολεμιστῶν ν᾽ ἀνεβαίνῃ, ὁ ἀρχηγὸς στοχάστηκε μήπως διατάξῃ διάλυση τῆς φάλαγγας κ᾽ ἐπιθέση μὲ σπαθιά.
10
Παῦλος Σκληρός
Συγκρατήθηκε, ὅμως, σκεπτόμενος πὼς θἆταν λάθος. Δέν ἔπρεπε νὰ βιαστῇ, νὰ ὑποτιμήσῃ τοὺς ἀντιπάλους καὶ νὰ τὴν πάθῃ, ὅπως τὴν ἔπαθαν ἐκεῖνοι. Ὁπότε, γι᾽ ἄλλη μιὰ φόρα διέταξε ἐπίθεση μαζικὰ κ᾽ ἐν παρατάξει. Αὐτὸ ἐπαναλήφθηκε δυό φόρες ἀκόμα· ἡ κατάσταση ἔδειχνε πλέον ἀπελπιστικὴ γιὰ τοὺς ἀντιπάλους, κι ἄρχισαν αὐτοὶ νὰ ὑποχωροῦν ἄτακτα καταφέρνοντας μόνο σποραδικὰ χτυπήματα ποὺ περισσότερο εἶχαν στόχο νὰ ἐκφοβήσουν παρὰ νὰ προκαλέσουν οὐσιαστικὴ ζημιά. Ἐνῷ ὅλα ἔδειχναν νὰ πηγαίνουν καλά, ξαφνικὰ βροχὴ ἀπὸ πέτρες ἄρχισε νὰ πέφτῃ ἀποπίσω τους. Πρὶν προλάβῃ νὰ γυρίσῃ καὶ νὰ δῇ τί συμβαίνει, ὁ ἀρχηγὸς δέχθηκε μιὰ πέτρα, σεβαστοῦ μεγέθους, στὴν πίσω μεριὰ τοῦ κεφαλιοῦ -στὴ βάση σχεδὸν τοῦ κρανίου. Τὸ χτύπημα ἦταν ἄσχημο· ὁ ἀρχηγὸς ζαλίστηκε κ᾽ ἔπεσε. Ταυτόχρονα, τὰ παιδιὰ τῆς δεύτερης γραμμῆς στράφηκαν νὰ δοῦν κ᾽ ἐκεῖνα τί συμβαίνει. Βλέποντας τὸν ἀρχηγό τους στὸ ἔδαφος γονατιστό, μ᾽ αἵματα στὸ κεφάλι, πανικοβλήθηκαν κι ἄρχισαν νὰ οὐρλιάζουν: Χτυπήθηκε ὁ ἀρχηγός! Ὁ στρατηγὸς τραυματίστηκε! Ἡ ὀργάνωση κ᾽ ἡ πειθαρχία χάθηκαν, κ᾽ οἱ γραμμὲς ἔσπασαν ἀμέσως. Οἱ ἀντίπαλοι ἀναθάρρεψαν καὶ πέρασαν στὴν ἀντεπίθεση. Ὅμως, ὁ ἀρχηγὸς δέν εἶχε πεῖ τὴν τελευταία λέξη... Πετάχτηκε ἐπάνω φωνάζοντας: Στὶς θέσεις σας! Μή χαλᾶτε τὴ φάλαγγα! Δὲν ἔχω πάθει τίποτα! Οἱ ἄντρες ἀνασυντάχθηκαν ἀμέσως κι ἀπέκρουσαν μ᾽ ἐπιτυχία τὴ νέα ἐπιθέση. Ἀλλὰ ὁ ἀρχηγὸς δέν μπόρεσε ν᾽ ἀντέξῃ. Τὸ χτύπημα ἦταν ἄσχημο. Μίλησε σιγὰ στὸν ὑπαρχηγὸ καὶ τοῦ ᾽δωσε ἐντολὲς γιὰ ὅσα ἔπρεπε νὰ γίνουν. Ἐκεῖνος διέταξε τὰ παιδιὰ νὰ σχηματίσουν κύκλο μὲ τὶς ἀσπίδες καὶ νὰ ὑποχωρήσουν εὔτακτα κι ὠργανωμένα. Στὴ μέση τοῦ κύκλου βρισκόταν ὁ ἀρχηγός, ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τὸν ὑπαρχηγό του. Ἀργά-ἀργά, ὁ κύκλος τῶν μικρῶν μαχητῶν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν ἀριστοκρατικὴ συνοικία. Τὰ πλουσιόπαιδα, προφανῶς θεωρῶντας ὅτ᾽ ἡ νίκη ἦταν δική τους, ξέσπασαν σὲ πανηγυρισμούς. Στὸ τέλος ξεκίνησαν νὰ φωνάζουν ὅλοι μαζὶ ρυθμικὰ τ᾽ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τους: Ζή-νωρ! Ζή-νωρ! Κανένας ὡστόσο δὲν τόλμησε νὰ ἐπιτεθῇ στὸν κύκλο τῶν φτωχῶν πολεμιστῶν. Ἔτσι κατάφεραν ἐκεῖνοι ν᾽ ἀπομακρυνθοῦν, μέχρι ποὺ ἔφτασαν σ᾽ ἕνα σημεῖο ὅπου δέν ἀκούγονταν πλέον οἱ φωνὲς τῶν ἐχθρῶν. Τότε,
Αἰθέρια, Προοίμιο
11
ὁ ὑπαρχηγὸς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σταματήσουν καὶ νὰ σπάσουν τὸν κύκλο. Ἔβαλε τὸν ἀρχηγὸ νὰ καθίσῃ στὸ ἔδαφος, στὸν ἥσκιο σπιτιοῦ, καὶ διέταξε δυὸ παιδιὰ νὰ ψάξουν γιὰ νερό. Ὁ γενναῖος ἀρχηγὸς ἀντιμετώπιζε μ᾽ ἀξιοπρέπεια τὸν τραυματισμό του. Φαινόταν πὼς ὑπέφερε, ἀλλὰ οὔτε γιὰ μιά στιγμὴ δὲν ἀκούστηκε βογγητὸ ἀπὸ τὰ χείλη του. Καθισμένος ἐκεῖ, στὸν ἥσκιο τοῦ σπιτιοῦ, ἀνάσαινε βαριὰ καὶ μὲ κόπο. Τὸ κεφάλι του εἶχε πέσει μπροστὰ κ᾽ εἶχε γείρει τὸ κορμί του. Τὸ αἷμα εἶχε ξεραθῆ στὸ λαιμό του, ἀλλὰ ἡ πληγὴ ἔδειχνε νἆναι μεγάλη κι ἄσχημη. Τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ προσπαθοῦσαν νὰ κοιτᾶνε ἀλλοῦ· μόνον ὁ ὑπαρχηγός του στεκόταν κοντὰ καὶ τὸν βαστοῦσε ἀπὸ τὸν ὦμο, γιὰ νὰ τὸν συγκρατήσῃ ἂν ἔκανε κ᾽ ἔπεφτε. Τοῦ μιλοῦσε συνεχῶς, ἀλλὰ ὁ ἀρχηγὸς ἔδειχνε νὰ μήν εἶναι εἰς θέσι ν᾽ ἀπαντήσῃ. Κουνοῦσε τὸ κεφάλι του σκέττα καὶ συγκαταβατικὰ πότε-πότε... Ξαφνικά, ἀπὸ τὴ γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ, πρόβαλε μιὰ γυναικεία μορφή. Τὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν ἔπεσαν πάνω της. Ἡ ἡλικία της ἴδια σχεδὸν μ᾽ ἐκείνη ποὖχαν οἱ μητέρες τῶν περισσοτέρων. Ὅμως, τὸ παρουσιαστικό της ἦταν σίγουρα πολύ ἐπιβλητικώτερο: Φοροῦσε γαλάζιο μακρὺ φόρεμα καὶ μανδύα στὸ ἴδιο χρῶμα· τὸ ὑλικὸ τῶν ρούχων της φαινόταν ἐξαιρετικῆς ποιότητας· παρὰ τὴ ζέστη ἔδειχνε νὰ μήν ἔχῃ ἱδρώσει οὔτε νὰ ὑποφέρῃ· εἶχε μακριὰ μαῦρα μαλλιὰ κ᾽ ἔντονα γαλανὰ μάτια· ἔστεκε ἀδύνατη, πανύψηλη, μὰ οἱ κινήσεις της εἶχαν χάρη μεγάλη κ᾽ ἐμμέλεια. Στο λαιμό της ἦταν κρεμασμένο περιδέραιο ποὺ ἀπεικόνιζε μιὰ μεγάλη σταγόνα ὕδατος μ᾽ ἔντονο γαλάζιο χρῶμα κι αὐτή. Κοίταξε τριγύρω τὰ παιδιὰ κ᾽ ἔπειτα τὸ βλέμμα της ἐπικεντρώθηκε στὸν ἀρχηγό τους. Ἐκεῖνος εἶχε ἀκόμη τὸ κεφάλι κατεβασμένο καὶ βαριανάσαινε. Δέν εἶχε αντιληφθῆ τὴν παρουσία τῆς γυναίκας. Αὐτὴ τὸν πλησίασε ἀλλὰ δέν ἔσκυψε κοντά του. Ρώτησε μὲ φωνὴ μελῳδικώτατη: Εἶσαι ὁ Βάλας, ὁ γιὸς τοῦ Ἐάνορος, τοῦ σιδηρουργοῦ; Τὸ παιδὶ γύρισε τότε ἀργὰ τὸ κεφάλι καὶ κοίταξε τὴ γυναῖκα. Ἔπειτα προσπάθησε νὰ σηκωθῇ ὄρθιος, ἀφ᾽ ἑνὸς γιατὶ ἔτσι τὸν εἶχε μάθει ἡ μητέρα του πὼς ἔπρεπε νὰ κάνῃ, ἀφ᾽ ἑτέρου γιατ᾽ ἡ ὀμορφιὰ τῆς γυναίκας τοῦ ᾽χε κάνει τρομερὴν ἐντύπωση. Ἐκείνη ἔσκυψε κ᾽ ἔβαλε προστατευτικὰ τὸ χέρι της
12
Παῦλος Σκληρός
στὸν ὦμο του. Ὁ μικρὸς τότε ἀκούμπησε τὸ κεφάλι του στὸν τοῖχο καὶ μὲ δυσκολία ἀπάντησε: Μάλιστα, κυρία. Ἐγώ εἰμαι. Ἡ γυναῖκα γονάτισε δίπλα του, ἀδιαφορῶντας ἂν θὰ λέρωνε τὸ ὡραῖο της φόρεμα. Ἔβαλε τὸ χέρι της στὸ κεφάλι του κι ἄρχισε νὰ τὸν χαϊδεύῃ ἁπαλὰ κι ἀργά. Ἐκεῖνος δέν ἔδειξε νὰ πονάῃ. Ἀπ᾽ ἐναντίας, τὸ χέρι τῆς γυναίκας ἦταν δροσερὸ κ᾽ εὐχάριστο πολύ, ὅπως ἀκουμποῦσε στὸ δέρμα του. Παρακολούθησα τὴ μάχη σας, τοῦ εἶπε ἤρεμα. Εἶσαι πολύ γενναῖος, Βάλας, καὶ πολύ εὐγενὴς στὴν ψύχη καὶ στὴ συμπεριφορά. Τὸ παιδὶ τὴν κοιτοῦσε ἀμίλητο. Οἱ φίλοι του ἄρχισαν ἀμέσως νὰ ἐπιβεβαιώνουν τὰ λεγόμενα τῆς γυναίκας: – Εἶναι ὁ πιό γενναῖος, κυρία! – Ὁ Βάλας εἶν᾽ ὁ καλύτερος ἀρχηγός! – Εἶν᾽ ὁ στρατηγός μας! – Ὅλοι ξέρουν πὼς εἶν᾽ ὁ καλύτερος! – Χωρίς αὐτὸν δὲν εἴμαστε τίποτα! Ὁ Βάλας γύρισε καὶ τοὺς κοίταξε ἀμίλητος. Τὸ βλέμμα του ἦταν ἱκετευτικό, ὄχι θυμωμένο. Τὰ παιδιὰ σταμάτησαν σεβόμενα τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀρχηγοῦ τους νὰ μή ποῦν περισσότερα γιὰ τὸν ἴδιον. Τὸ συμβὰν ἦταν ἀδύνατο νὰ μήν ὑποπέσῃ στὴν ἀντίληψη τῆς γυναίκας· εἶπε χαμογελῶντας: Κι ἀπ᾽ ὅσο βλέπω εἶσαι καὶ σεμνός... Τὸ παιδὶ ἔμεινε καὶ πάλι ἀμίλητο. Ἡ γυναῖκα μετακίνησε τὸ χέρι της ἀργὰ καὶ προσεκτικὰ πρὸς τὸ τραῦμα τοῦ Βάλαντος, ἐνῷ ταυτόχρονα τοῦ μιλοῦσε. Σήμερα, ὅμως, νομίζω ὅτι κατάλαβες, ὅπως κι ὅλ᾽ οἱ ἄλλοι, πὼς ἡ ψυχικὴ εὐγένεια καὶ τὸ θάρρος δέν κερδίζουν πάντα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δέ θὰ διστάσουν νὰ κάνουν ὁ,τιδήποτε... Ἡ γυναῖκα ἔκανε μιὰ σύντομη παύση κ᾽ ἐπανέλαβε μ᾽ ἔμφαση: Ὁ,τιδήποτε... προκειμένου νὰ πετύχουν τὸ σκοπό τους. Ὁ Βάλας αἰσθανόταν ξάφνου πολύ ὄμορφα. Τὸ κεφάλι δέν τὸν πονοῦσε πιά, κ᾽ ἡ ἀναπνοή του εἶχε γίνει εὐκολώτερη. Τὰ μάτια του δέν ἔκαιγαν οὔτε ζαλιζόταν. Ἡ γυναῖκα ἔφερε τὸ χέρι της στὸ πηγούνι του, ἔστρεψε μαλακὰ τὸ πρόσωπό του πρὸς τὸ μέρος της καὶ κοίταξε ἴσια
Αἰθέρια, Προοίμιο
13
μές στὰ μάτια του. Ὁ Βάλας αἰσθάνθηκε τὸ βλέμμα της νὰ τὸν διαπερνᾷ καὶ νὰ φτάνῃ ὥς στὴν ψυχή του μέσα. Ἀντικρύζοντας τὰ δικά της μάτια εἶχε τὴν ἐντύπωση πὼς ἔβλεπε τὴ θάλασσα ν᾽ ἁπλώνεται μπροστά του γαλάζια κι ἀπέραντη. Αὐτό, μικρὲ Βάλας, νὰ σοῦ γίνῃ μάθημα. Ποτέ σου νὰ μή λησμονήσῃς τούτη τὴ μέρα, ὡσότου ᾽ρθῇ τὸ τέλος τῆς ζωῆς σου. Τὰ λόγια της τὸν ἐπανέφεραν στὴν πραγματικότητα. Ὕστερ᾽ ἀπὸ μικρὸ δισταγμὸ κούνησε αὐτὸς τὸ κεφάλι καταφατικά, ἀργὰ στὴν ἀρχὴ κι ἀποφασιστικώτερα κατόπιν. Ἡ γυναῖκα χαμογέλασε. Μετά, ἔφερε τὰ χεριὰ πίσω ἀπὸ τὸ λαιμό της κ᾽ ἔλυσε τὸ περιδέραιο ποὺ φοροῦσε· τὸ πέρασε στὸ λαιμὸ τοῦ Βάλαντος καὶ τὄδεσε. Ἐκεῖνος ἔνοιωσε τὴ σταγόνα ὕδατος νὰ κολλάῃ πάνω στὸ δέρμα του καὶ νὰ τὸν δροσίζῃ. Ποτέ σου νὰ μὴν τὸ βγάλῃς!, τὸν συμβούλευσε ἡ γυναῖκα. Ποτέ σου, ὅτι καὶ νὰ συμβῇ! Ὅσο θὰ τὸ φορᾶς, δὲν ἔχεις νὰ φοβηθῇς τίποτα καὶ κανέναν! Ἡ δύναμη τοῦ νεροῦ θὰ σὲ προστατεύῃ καὶ θὰ σὲ βοηθάῃ... Ὁ Βάλας ἦταν σίγουρος πὼς τοῦ ᾽λεγε τὴν ἀλήθεια. Μαγεμένος ἀπὸ τὴν ὀμορφιά της κατάφερε νὰ ψιθυρίσῃ μοναχά: Εὐχαριστῶ πολύ, κυρία!, προτοῦ ἐκείνη σκύψῃ καὶ τὸν φιλήσῃ τρυφερὰ στὸ μάγουλο. Ἦταν ἕνα μητρικὸ φιλὶ γεμᾶτο ἀπὸ τὴ δροσιὰ τοῦ πόντου. Τὸ ἄρωμα τῆς γυναίκας μπῆκε μέσα του καὶ τὸν κυρίευσε. Ἐκείνη σηκώθηκε χαμογελῶντας. Ἔρριξε ἀργὴ ματιὰ ὁλόγυρα κ᾽ ἔκανε νὰ φύγῃ. Ξαφνικὰ ὅμως σταμάτησε καὶ ρώτησε: Ποιός ἦταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν ἀντιπάλων σας; Ὁ Μένωρ, ὁ ὑπαρχηγὸς τοῦ Βάλαντος, ἀπάντησε: Ὁ Ζήνωρ. Ὁ γυιὸς τοῦ πρέσβεως;, ξαναρώτησε ἡ γυναῖκα ἀνασηκώνοντας τὰ φρύδια ἔκπληκτη. Μάλιστα, κυρία, αὐτός!, εἶπε μ᾽ ἔμφαση ὁ Μένωρ. Ἡ γυναῖκα κατένευσε καὶ ξεκίνησε πάλι νὰ φύγῃ. Τὰ παιδιὰ ἔμειναν νὰ παρακολουθοῦν τὸ ἁρμονικό της βάδισμα, ὥσπου ἐκείνη ἔστριψε στὴ γωνία καὶ χάθηκε. Τί περίεργο!, σχολίασε ἕνας τους. Τόση ὥρα ἦταν γονατιστὴ κοντὰ στὸν Βάλαντα, ἀλλὰ τὸ φόρεμά της ἔμεινε καθαρὸ σὰ σηκώθηκε -λές καὶ δέν εἶχε ἀκουμπήσει τὸ χῶμα κάτω!
14
Παῦλος Σκληρός
Ὁ Μένωρ στράφηκε στὸν Βάλαντα. Πῶς εἶσαι; Μπορεῖς νὰ συνεχίσῃς γιὰ τὸ σπίτι;, ρώτησε. Ὁ Βάλας σηκώθηκε μ᾽ ἄνεση καὶ κούνησε τὸ κεφάλι του ἀργὰ δεξιά-ἀριστερά. Θαυμάσια!, εἶπε κ᾽ ἔφερε τὸ χέρι πίσω, στὴ βάση τοῦ κρανίου, γιὰ νὰ πιάσῃ τὸ χτύπημα λέγοντας ταυτόχρονα: Μᾶλλον δέν ἦταν τόσο ἄσχημο τελικά... Ὅμως τὸ χέρι του, ὅσο κι ἂν ψηλάφησε, δέν μπόρεσε ναὐρῇ τὴν ἀνοιχτὴ πληγή. Τὰ παιδιά, βλέποντας τὴν ἀμηχανία τοῦ ἀρχηγοῦ τους, τὸν περικύκλωσαν, γιὰ νὰ διαπιστώσουν κι αὐτὰ μ᾽ ἔκπληξη ὅτι δὲν ὑπῆρχε κανένα τραῦμα. Ὅταν ὁ Βάλας γύρισε σπίτι του, ἦταν ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα κι ὁ ἥλιος πήγαινε πρὸς τὴ δύση του. Βρῆκε κεῖ νὰ κάθεται καὶ νὰ τρώῃ ἕναν ἄγνωστο. Ἡ μητέρα του, πάντοτε γενναιόδωρη κ᾽ ἐξαιρετικὰ καλόκαρδη, μάζευε καὶ τάιζε ὅλους τοὺς ζητιάνους. Ἐξ ἴσου τώρα. Ὁ ἄντρας εἶχε γκρίζα μαλλιὰ καὶ γένια, πυκνὰ καὶ βρόμικα -ἴδια βρόμικα καὶ φθαρμένα καὶ τὰ ροῦχα του, ἐνῷ τὰ πόδια του ἦταν γυμνά. Ὥρα σου καλή, μικρὲ ἀφέντη!, εἶπὲ ὁ ἄγνωστος καὶ σηκώθηκε ὄρθιος, γιὰ νὰ δείξῃ τὸ σεβασμό του πρὸς τὸν Βάλαντα. Συνάμα, ἄνοιξε τὰ χεριὰ μὲ τὶς παλάμες πρὸς ἐκεῖνον· ἦταν ὁ παραδοσιακὸς χαιρετισμὸς τῶν παιδιῶν τοῦ νεροῦ, ὅπως ἀποκαλοῦνταν οἱ κάτοικοι τῆς Ἐλφόριας, κ᾽ εἶχε σκοπὸ νὰ δείξῃ τὶς εἰρηνικὲς προθέσεις καὶ τὴ φιλικὴ διαθέση τοῦ ἀτόμου ποὺ τὸν ἀπηύθυνε. Παρακαλῶ.., διαμαρτυρήθηκε ὁ Βάλας, ἀφοῦ χαιρέτησε κ᾽ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὸν ἄγνωστο. Μή διακόπτῃς τὸ φαγητό σου γιὰ μένα! Ὁ ξένος ξανάρχισε νὰ τρώῃ. Ἡ μητέρα τοῦ Βάλαντος ἐμφανίσθηκε καὶ χαμογέλασε σὰν εἶδε τὸ γυιό της: – Ἄργησες! – Ναί. Συνέβησαν πολλὰ καὶ περίεργα... – Σὰν τί ἀκριβῶς δηλαδή; Ὁ Βάλας περιέγραψε στὴ μητέρα του ὅσα εἶχαν συμβῆ. Δὲν εἶχε μυστικὰ ἀπὸ αὐτὴ οὔτε ἀπὸ τὸν πατέρα του. Γνώριζε ἐπίσης ὅτ᾽ ἡ μητέρα του θὰ πίστευε κάθετί ποὺ θὰ τῆς ἔλεγε. Ὁ Βάλας δέν ἦταν κάνα φαντασιόπληκτο παιδάκι. Ὅταν τελείωσε,
Αἰθέρια, Προοίμιο
15
ἐκείνη τὸν κοίταξε μισογελῶντας καὶ τοῦ ᾽πε μεταξὺ σοβαροῦ κι ἀστείου: Ἐλπίζω νὰ μή τὄκλεψες ἀπὸ πουθενὰ αὐτό, ἔ; Πρὶν ὁ Βάλας προλάβῃ ν᾽ ἀπαντήσῃ, ὁ ἄγνωστος (ποὺ παρακολουθοῦσε τὴ διήγηση τοῦ παιδιοῦ μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον) ἀποκρίθηκε: Ὄχι, κυρία! Ὁ γυιός σου λέει ἀλήθεια! Γύρισαν κ᾽ οἱ δυὸ νὰ τὸν κοιτάξουν γεμᾶτοι ἔκπληξη. Ὁ ἄγνωστος κοιτοῦσε τὸν Βάλαντα μὲ βλέμμα γυάλινο, σὰ νἆχε ἀποκοιμηθῆ μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά. Τὸ ὄνομά μου εἶναι Σέρας, κ᾽ εἶμαι προφήτης, δήλωσε. Νὰ ξέρῃς, καλὴ κύρια, πὼς εἶσαι ἡ πιό τυχερὴ γυναῖκα. Ὁ γυιός σου θὰ γινῇ σπουδαῖος, καὶ τ᾽ ὄνομα κείνου καὶ τῆς οἰκογένειάς του θὰ δοξασθοῦν ὅσο κανένα ἄλλο στὴν Ἐλφόρια! Ὁ προφήτης ἔκανε μικρὴ παύση καὶ συμπλήρωσε λυπημένα: Ἀλίμονο ὅμως! Ἐσὺ δέ θἀσαι δῶ μαζί του νὰ τὸ δῇς...
16
Παῦλος Σκληρός
Α
Χλέβρια· εἴκοσι χρόνια μετά.
Ὁ Ζήνωρ μπῆκε στὴ σκηνὴ καὶ ξεκίνησε νὰ βγάζῃ τὴν πανοπλία του. Σουρούπωνε, ὅμως ἡ ζεστὴ δέν ἔλεγε λίγο νὰ ὑποχωρήσῃ. Τοὺς τελευταίους τρεῖς μῆνες, ἡ θερμοκρασία ἦταν ὑψηλότερη ἀπὸ ποτέ. Μόνον ἡ κίνηση ἦταν γιὰ κάποιον μαρτύριο -πόσο μᾶλλον ἡ διεξαγωγὴ πολέμου. Ἡ πανοπλία ἦταν πολύ βρόμικη, κι ὁ ἴδιος ὁ Ζήνωρ δέν πήγαινε πίσω. Ἡ σκόνη «ἀμείλικτη» -τρύπωνε παντοῦ: κάτω ἀπὸ ροῦχα, κάτω ἀπὸ τὸ μέταλλο· κολλοῦσε πάνω στὸν ἱδρῶτα· ἔφερνε φαγούρα. Ἀκόμη καὶ τὰ μαλλιά του, κάτω ἀπ᾽ τὸ κράνος, ἦταν γεμᾶτα σκόνη. Ὁ Ζήνωρ ἔβγαλε ὅ,τι φοροῦσε κ᾽ ἔμεινε γυμνός. Πῆρε μὲ κύπελλο νερὸ ἀπὄνα βαρέλι στὴ σκηνή. Τοῦ ᾽ταν ἀδύνατο νὰ μή πλυθῇ. Ἀπὸ πολύ μικρὸς εἶχε μάθει πὼς ἔπρεπε νἆναι πάντα καθαρός. Οἱ γονεῖς του ἔλεγαν ὅτι αὐτὴ ἦταν ἀδιαμφισβήτητη ἀπόδειξη τῆς εὐγενικῆς καταγωγῆς του. Στὰ ἑφτὰ χρόνια ποὺ βρισκόταν στὴ Χλέβρια καὶ πολεμοῦσε στὸ πλευρὸ τοῦ βασιλιᾶ Ἐνός, μόνοι ἀντίπαλοί του ἀπροσμάχητοι στέκαν ἡ ζεστὴ κ᾽ ἡ σκόνη -ὅλα τ᾽ ἄλλα εὐκολώτερα! Δὲν τὸν τρόμαζαν οὔτε οἱ Ὀρῖνοι οὔτε οἱ Ἐρμένοι οὔτε ἡ κούραση ἢ ἡ πεῖνα ἢ οἱ κακουχίες τοῦ πολέμου. Εἶχε μάθει σ᾽ ὅλα τους. Ἀλλὰ ἡ ζεστὴ κ᾽ ἡ σκόνη εἶχαν ἀρχίσει νὰ τὸν κουράζουν. Κ᾽ ἡ δική του πατρίδα ἦταν ζεστή, ὄχι ὅμως ἔτσι... Τὴν ὥρα ποὺ πλενόταν συνειδητοποίησε ὅτ᾽ εἶχε πολλές ἀμυχὲς ἀπὸ μικροτραυματισμούς, πταίσματα φυσικὰ γιὰ ἕνα πολεμιστὴ τοῦ ἐπιπέδου του -ὑπόθεση ρουτίνας. Ὁ Ζήνωρ ἦταν στρατηγὸς καρριέρας κ᾽ ἕνας ἀπὸ τοὺς καλύτερους στὸ
.
Στὸ παλάτι τοῦ βασιλιᾶ Περίλιδος στὴν Πεσσό, πρωτεύουσα τοῦ Νησιοῦ, ὑπῆρχε ἔντονη κινητικότητα. Εἶχαν ἔλθει τὰ μέλη τοῦ Συμβουλίου· ἡ ἀνησυχία διάχυτη. Κανένας τους δὲν ἔκανε τὴν παραμικρὴ προσπάθεια νὰ κρύψῃ τὴν ἀγωνία γιὰ τὶς φῆμες ποὺ εἶχαν διαδοθῆ στὴν πόλη ὡς πρὸς τὴν ἐμφάνιση ἑνὸς παράξενου σύννεφου πάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα. Tὸ καράβι τοῦ πλωτάρχη Μελεόραντος εἶχε ἐπιστρέψει ἀπὸ τὴ συνηθισμένη περιπολία μὲ νέα γιὰ τὸ παράξενο φαινόμενο ποὺ συνάντησε στ᾽ ἀνοιχτά...