Alfred Tennyson
᾽Ενὼχ Ἄρντεν Μετάφραση: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος 2η ἔκδοση
Ἀθήνα 2019
.
.
.
᾽Ενὼχ Ἄρντεν
᾽Εξώφυλλο: Σύνθεση βασισμένη στὴν παρτιτοῦρα τοῦ Richard Strauß γιὰ τὸ μελόδραμά του (βλ. σελ. 7). ᾽Εκδότης: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Σειρά: Ξένη Ποίηση ῾Αγίας Ζώνης 55, 112 56 Ἀθήνα τηλ.: 210 8662668 www.theodosispapadimitropoulos.gr info@theodosispapadimitropoulos.gr ῾Ιστολόγιο Διέλευση: http://dieleusi.map-in-box.gr Τίτλος πρωτοτύπου: Alfred Tennyson, Enoch Arden. Copyright ©: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, 2019
ISBN: 978-618-84203-3-5
Ἀπαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευση, ἡ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτική, ἡ μετάφραση ἢ ἡ ἀπόδοση κατὰ παράφραση ἢ διασκευὴ τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ἠλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ἠχογράφησης ἢ ἄλλο, χωρὶς προηγούμενη γραπτὴ ἄδεια τοῦ ἐκδότη-μεταφραστῆ καὶ λεπτομερῆ, δηλαδὴ πλήρη, παραπομπὴ στὴν ἔκδοση αὐτὴ καὶ τὸν ἐκδότη-μεταφραστή της, ὅπως σαφῶς περιγράφουν οἱ Νόμοι 2121/1993, 2557/1997 καὶ ὅλοι οἱ κανόνες τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου ποὺ ἰσχύουν στὴν Ἑλλάδα.
Alfred Tennyson
᾽Ενὼχ Ἄρντεν Enoch Arden
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΜΑ:
Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος
Ἀθήνα 2019
.
Ἐνὼχ Ἄρντεν, Σημείωμα
7
Σημείωμα
Εὐηρέστησεν Ἐνὼχ τῷ θεῷ καὶ οὐχ ηὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός. Γένεσις Ε΄ 24.
Τὸ ἀφηγηματικὸ ποίημα Enoch Arden, τοῦ Alfred Tennyson (*1809 - †1892) γράφτηκε μεταξὺ Νοεμβρίου 1861 κι Ἀπριλίου 1862· πρωτοδημοσιεύτηκε τὸ 1864. Τὸ ὁμώνυμο μελόδραμα γιὰ πιάνο κι ἀφηγητὴ ἀπ᾽ τὸν Richard Strauß (*1864 - †1949, opus 38), συντέθηκε μεταξὺ 1896 καὶ 1897· ὁ μουσικὸς βασίστηκε στὴ γερμανικὴ ἀπόδοση τοῦ Adolf Strodtmann. Ἀκολουθήθηκε στίχο-στίχο ἡ ἔκδοση: Tennyson, A selected version, edited by Christopher Ricks, Routledge, London-New York 2007, σελ. 591-616. Καθ᾽ ὅλο τὸ ποίημα χρησιμοποιοῦνται ἐμφαντικοὶ ὀξυτονισμοί, γιὰ νὰ σημανθῇ ὁ ἐντατικὸς τόνος τῆς πνευστικῆς ἑνότητας, καὶ κανονικὰ τονιζόμενες λέξεις τυπώνονται ἄτονες, γιὰ νὰ ὑποδειχθῇ τὸ φαινόμενο τοῦ μετρικοῦ χασοτονίσματος.¹ Ὅπου χρειάστηκε ν᾽ ἀντιμετατεθοῦν λέξεις, σημαίνεται μὲ / τὸ τέλος τοῦ στίχου στὸ πρωτότυπο. Οἱ ἐπεξηγηματικὲς προσθῆκες εἰσάγονται σὲ τριγωνικὲς παρενθέσεις (⟨⟩). Ἡ πρώτη ἔκδοση τῆς μετάφρασης χρησιμοποιήθηκε τὸ Μάρτιο τοῦ 2017 γιὰ τὴν παράσταση τοῦ μελοδράματος σὲ σκηνοθεσία κ᾽ ἑρμηνεία τοῦ μεταφραστῆ. 1. Θρασύβουλος Σταύρου, Νεοελληνικὴ Μετρική, Ἰνστιτοῦτον Νεοελληνικῶν Σπουδῶν-Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 20-5.
.
Ἐνὼχ Ἄρντεν, Μέρος πρῶτο
9
Μέρος πρῶτο
Σειρὲς μακριές μὲ βράχια ἔχουνε φτειάξει χάσμα καὶ μές στὸ χάσμα ἀφρὸς καὶ κίτρινη ἄμμος· στὸ βάθος στέγες κόκκινες σὲ στενή ἀποβάθρα πλάι-πλάι· παραπέρα, ἕνα ἐκκλησάκι· πιό πάνω δρόμος μακρύς πρὸς ἕναν ψηλό, σὰν πύργο, μύλο· παραπίσω στὸν ὁρίζοντα σταχτὴς ἀμμόλοφος μὲ τάφους Δανικούς·² ἐκεῖ δασάκι ἀπὸ φουντουκιὲς ποὺ στοιχειώνεται ἀπὸ φθινοπωρινοὺς συλλέκτες καὶ καταπράσινο, ἀνθίζει στὴν κατηφοριά... Στὴν παραλία τούτη – πᾶν ἑκατὸ χρόνια – τρία παιδιὰ ἀπὸ τρία σπίτια: ἡ Ἄννα Λή, ἡ ὀμορφότερη κοπέλα στὸ λιμάνι ὁλάκερο, ὁ Φίλιππος Ρέυ, ὁ μοναχογιὸς τοῦ μυλωνᾶ, κι ὁ Ἐνὼχ³ Ἄρντεν, τὸ παλληκάρι ἑνὸς ναύτη σὲ ναυάγιο σκοτωμένου, παίζανε μαζὶ μές σὲ σκουπίδια καὶ σὲ σανίδες πεταμένες, σὲ καραβόσκοινα, στὰ δίχτυα τῶν ψαράδων, σ᾽ ἄγκυρες ὅλο σκουριά, σὲ βάρκες ἔξω τραβηγμένες· παλάτια χτίζανε ⟨οἱ τρεῖς τους⟩ πάνω στὴν ἄμμο καὶ βλέπαν πῶς πλημύριζαν χαλῶντας τα
2. Ἀρχαιοσκανδιναβικὰ λοφοειδῆ ταφικὰ μνημεῖα ἀπ᾽ ὅταν εἶχαν καταλάβει οἱ Βίκινγκς τὴν Ἀγγλία (ἢ κι ἀπ᾽ τὴν ἐποχὴ τῶν Σαξόνων). 3. Ὁ Ἐνὼχ ἦταν ὁ πρωτότοκος τοῦ Κάιν, γεννημένος ἀφότου ἐκεῖνος σκότωσε τὸν Ἄβελ. Ἡ πόλη, ποὺ θεμελίωσε ὁ Κάιν ἐν γῆ Ναῖδ κατέναντι Ἐδὲμ μετὰ τὴν ἐξορία του, ἔλαβε ἐντέλει τ᾽ ὄνομα τοῦ Ἐνώχ. Βλ. Γένεσις Δ΄ 16-7.
10
Alfred Tennyson
τ᾽ ἄσπρο κῦμα, σὰν αὐτὸ καθημερνὰ ἔσβηνε τὶς μικρὲς πατημασιές τους. Κάτω ἀπ᾽ τὰ βράχια βρισκότανε στενὴ σπηλιά· τὴν εἶχαν τὰ παιδιὰ γιὰ νοικοκυριὸ καὶ παίζαν: ῏Ηταν ὁ Ἐνὼχ μιὰ μέρα ὁ νοικοκύρης, ὁ Φίλιππος τὴν ἄλλη καὶ π ά ν τ α ἡ Ἄννα, ἡ κυρά· μὰ κάποτε ἤθελε ὁ Ἔνώχ «ἰδιοκτήτης» νάναι μ ι ὰ β δ ο μ ά δ α: «Αὐτό εἰναι τὸ σπίτι μου, κι αὐτή εἰν᾽ ἡ κοπελιά μου!» «Καὶ δικιά μου!», ἔλεγε ὁ Φίλιππος. «Μὲ τὴ σειρά!..» ῾Ο Ἐνώχ, ὅταν μαλώνανε, σὰν πιό χεροδύναμος, νικοῦσε καὶ τοῦ Φίλιππου τὰ γαλανά τὰ μάτια γεμίζανε μὲ δάκρυα θυμωμένα κι ἀβοήθητος φώναζε: «Σὲ μ ι σ ῶ, Ἐνώχ!»· μὰ τότε ξεκίναγε νὰ κλαίῃ ἡ μικρὴ νοικοκυρά ἱκέτευε – γιὰ χάρη της! – νὰ μή μαλώνουνε· κ᾽ ἔλεγε πὼς καί τῶν δ υ ό τους θάναι νύφη. Μά, σὰν ἡ αὐγὴ τῶν παιδικῶν τῶν χρόνων ἔφυγε καὶ τὴ νέα θερμότητα τοῦ ἀνερχόμενου ἥλιου τῆς ζωῆς ἔνοιωσε καθείς, κ᾽ οἱ δ υ ό τους ἐρωτευτήκανε τὸ ἴ δ ι ο αὐτὸ κορίτσι. Πρῶτος μίλησε ὁ Ἐνώχ, ὅμως ὁ Φίλιππος τὴν ἀγαποῦσε σιωπηλά· καὶ τὸ κορίτσι φαινότανε νὰ συμπαθῇ περσότερο τὸ Φίλιππο, μὰ τὸν Ἐνώχ ἀγάπαγε... χωρίς νὰ τὸ γνωρίζῃ... Κι ἂν τὴ ρωτοῦσαν, θὰ τὸ ἀρνιόταν! Κ᾽ ἔβαλε ὀ Ἐνὼχ ἕνα σκοπὸ στὸ νοῦ του μέσα πρῶτο: ὅ,τι κι ἂν κέρδιζε στὴν ἄκρη νὰ τὸ βάζῃ καὶ ν᾽ ἀγοράσῃ βάρκα καὶ σπιτικὸ νὰ στήσῃ γιὰ τὴν Ἄννα. Πρόκοψε λοιπὸν στὸ τέλος, γιατὶ τυχερώτερος καὶ τολμηρότερος ψαρᾶς, στὰ δύσκολα προσεκτικώτερος, κανένας δὲν ἀνάσαινε γιὰ λεῦγες πόσες σὲ τοῦτο τ᾽ ἀκρογιάλι ἐκτός ἀπ᾽ τὸν Ἐνώχ... Ἐργάστηκε ἕνα χρόνο ὡς ἔμπορος σὲ πλοῖο κ᾽ ἔγινε ⟨μὲ τὸν καιρὸ⟩ ναύτης πρώτης. Τρίς ἐγλύτωσε τὴ ζωή του ἀπ᾽ τῆς θάλασσας τὰ τρομερά τὰ ρεύματα
Ἐνὼχ Ἄρντεν, Μέρος πρῶτο
κι ὅλοι τὸν κοίταζαν μὲ δέος καὶ μ᾽ ἀγάπη... Προτοῦ πατήσῃ τὸ Μάη στὰ εἴκοσι ὀχτώ του, ἀγόρασε δικιά του βάρκα κ᾽ ἔχτισε τὸ σπίτι γιὰ τὴν Ἄννα, σὰ μιὰ φωλιὰ χαρούμενη, στὴ μέση τοῦ δρόμου τοῦ στενοῦ ποὺ πήγαινε στὸ μύλο. Κάποιο δειλινὸ χρυσό τοῦ φθινοπώρου, σὰ γιορτινὰ οἱ νέοι κάναν διακοπές,.. μὲ σάκκους, δίχτυα καὶ καλάθια, μεγάλοι καὶ μικροὶ μαζεύανε φουντούκια. Ἔμεινε ὁ Φίλιππος (γιατὶ ὁ πατέρας του ἦταν ἄρρωστος) μιὰν ὥρα πίσω. Μά, σὰ στὸ λόφο ἀνέβηκε ποὺ ξεκινοῦσε ἐκεῖ ἀπάνω τὸ δασάκι καὶ στὴν κατηφοριά πλησίασε, ἀντίκρυσε τὸν Ἐνὼχ καὶ τὴν Ἄννα χέρι-χέρι· καὶ τ᾽ ἀνεμοδαρμένο πρόσωπο τοῦ μαυρομάτη νὰ λάμπῃ ἀπὸ φλογίτσα σιωπηλὴ κ᾽ ἱερή ὅπως στὴν Ἅγια Τράπεζα... Τοὺς κοίταξε: Στὰ μάτια – στὴ μορφή – διαβάζει τὸ χ α μ ό του. ῞Οταν πλησίασαν τὰ πρόσωπά τους, στέναξε, γύρισε καί, σὰν πληγωμένο ἀγρίμι, σύρθηκε στὶς φυλλωσιὲς τοῦ δάσους... Οἱ ὑπόλοιποι, φωνάζοντας χαρούμενα, δὲν εἴδανε τὴ σκοτεινή τὴν ὥρα· ἔφυγε· κι ἀπὸ τότε πόθος τὸν κατάκαιγε... ῎Ετσι παντρεύτηκαν· χαρωπά χτυποῦσαν οἱ καμπάνες καὶ χαρωπά κυλούσανε τὰ χρόνια, χρόνια ἑφτά ἑφτὰ χρόνια, ἄνετα, μὰ καὶ μ᾽ ὑγεία,.. ἀγάπης ἀμοιβαίας καὶ μὲ μόχθον ἔντιμο· μὲ παιδιά: τὸ πρῶτο κοριτσάκι. Μέσα του, σὰν ἄκουσε τὸ κλάμα ⟨ὁ Ἐνώχ⟩, ξύπνησε ἡ ἐπιθυμία ὅ,τι κι ἂν κέρδιζε στὴν ἄκρη νὰ τὸ βάζῃ καὶ στὸ παιδὶ νὰ δώσῃ μιὰ καλύτερην ἀνατροφὴ ἀπὸ τῶν δυό τους· κ᾽ ἡ ἐπιθυμία ἀναθερμάνθηκε, ὅταν γεννήθηκε ἕν᾽ ἀγόρι δυό χρόνια ἀργότερα γλυκειὰ παρηγοριὰ στὴ μοναξιὰ τῆς μάνας,
11
12
Alfred Tennyson
σὰ θὰ ταξίδευε ὁ Ἐνὼχ μακριά στὶς ἄγριες θάλασσες ἢ θενα τράβαγε μέσα στὴ χώρα· γιατὶ ἀλήθεια τ᾽ ἄσπρο τ᾽ ἄλογο τοῦ Ἐνὼχ, τ᾽ ὠκεάνιο λάφυρο καὶ τὸ πρόσωπό του στὴ βάρκα ὅλο ἁλμύρα (κοκκινισμένο ἀπὸ χιλιάδες θύελλες χειμωνιάτικες), δὲν τὰ γνωρίζανε μονάχα μές στὴν ἀγορά, μὰ καὶ στὶς πολύφυλλες γραμμὲς κεικάτω πέρα στὰ λιονταράκια ποὺ φυλᾶν τὴν εἴσοδο στὸ θάμνο μὲ σχῆμα παγωνιοῦ στὴν ἐκκλησιὰ πούκανε διακονεία κάθε Παρασκευὴ ὁ Ἐνώχ... Σ᾽ ὅλα, ὅμως, τοῦ Ἀνθρώπου, ἔρχονται ἀλλαγές: Πέρ᾽ ἀπὸ τὸ μικρὸ λιμάνι, δέκα μίλια στὸ Βορρᾶ, ἄνοιξε ἕν᾽ ἄλλο μεγαλύτερο· ἐκεῖ συνήθιζε ὁ Ἐνὼχ νὰ πηγαίνῃ ἀπὸ ξηρά, ἢ θάλασσα... Μιὰ μέρα σὰν σκαρφάλωνε κατάρτι, κακότυχα, γλυστράει καὶ πέφτει! ῞Οταν τὸν σήκωσαν, εἶχε σπασμένο πόδι. Κι ὅπως ἀνάρρωνε ἐκειπέρα, ἡ γυναῖκα του ἄρρωστο γέννησε μικρὸ ἀγοράκι. Χέρι ἄ λ λ ο τὴ δουλειά του τὴν ἅρπαξε παίρνοντας ὁλωνῶν τους τὸ ψωμί. Καὶ πάνω του ἔπεσε, παρόλο πούχε στέρεα πίστη στὸ Θεό – ἔτσι ὅπως ἀνενεργός βρισκόταν στὸ κρεββάτι –, μιὰ μέγαλη ἀμφιβολία -μιὰ ἀπαισιοδοξία... Τοῦ φαινόταν, σὰ μέσα σ᾽ ἐφιάλτη, πὼς ἔβλεπε τὰ παιδιά του εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ζοῦν στὴ φτώχεια: μεροδούλι-μεροφάι· καὶ τὴν ἀγαπημένη του ζητιάνα. Προσευχήθηκε: «Ὅ,τι κι ἂν πάθω, σῶσε τους ἀπ᾽ τὰ δεινά!» Στὴν προσευχή του πάνω, ὁ καπετάνιος ὅπου δούλευε ὁ Ἐνώχ, μαθαίνοντας τὴν ἀτυχία, ἦρθε (γιατ᾽ ἤξερε τὴν ἀξία του καλά) νὰ τοῦ πῇ πὼς τὸ δικό του πλοῖο γιὰ Κίνα φεύγει κ᾽ ἤθελε λοστρόμο. Μὰ ἔπρεπε νὰ πάῃ;.. ῏Ηταν βδομάδες ἀκόμα πρὶν σαλπάρῃ
Ἐνὼχ Ἄρντεν, Μέρος πρῶτο
ἀπ᾽ τὸ λιμάνι. Ἔπρεπε ὁ Ἐνὼχ τὴ θέση ν᾽ ἀναλάβῃ;.. Δέχτηκε τὴν πρότασή του/ μ᾽ εὐχαρίστηση ποὺ ἡ προσευχή του ἀκούστηκε... Τώρα φάνηκε τῆς δυστυχίας τὸ σκοτάδι ὄχι βαθύτερο, ἀπ᾽ ὅταν ἕνα συννεφάκι τοῦ ἥλιου κόβῃ τὴν πύρινη λεωφόρο φτειάχνοντας φωτεινὰ νησάκια... Μὰ ἡ γυναῖκα του;.. ῍Αν φύγῃ ἐκεῖνος, τί θ᾽ ἀπογίνῃ;.. Τὰ παιδιά;.. Ξεκίνησε ὁ Ἐνὼχ νὰ στοχάζεται -νὰ κάνῃ σχέδια: Τὴ βάρκα νὰ πουλήσῃ -κι ἂς τὴν ἀγάπαγε πολύ! (⟨᾽Αλήθεια,⟩ πόσες φουρτοῦνες πέρασανε μαζί!.. Τὴ γνώριζε ὅπως γνωρίζει ὁ καβαλλάρης τὸ ἄλογο· κι ὅμως... θὰ τὴν πουλοῦσε!..) Μὲ τὰ χρήματα θ᾽ ἀγόραζε ἀγαθὰ καὶ ἡ Ἄννα θάμπαινε στὸ ἐμπόριο· θάχε ὅ,τι χρειάζονται οἱ ναῦτες κ᾽ οἱ γυναῖκες τους... ῎Ετσι, ἴσως, θὰ κράταγε τὸ σπίτι ὡσότου νὰ γυρίσῃ... Μὴ καὶ δέ θὰ ἐμπορευότανε κ᾽ ἐκεῖνος μές στὰ ξένα;.. Δὲ θενα μπάρκαρε καὶ δυὸ καὶ τρεῖς φορές;.. ῞Οσες χρειάζονταν, γιὰ νὰ ἐπιστρέψῃ πλούσιος;.. Νὰ γίνῃ καπετάνιος ἔπειτα σὲ πλοῖο μεγάλο καὶ μὲ περσότερο εἰσόδημα νάχῃ ζωὴ πιό εὐκολη;.. ῞Ολα τὰ παιδιά του νὰ μορφώσῃ καὶ νὰ περάσῃ πλάι τους τὰ γεράματα;.. Κ᾽ ἔτσι, ὁ Ἐνὼχ ἀπόφαση τὸ πῆρε. ῞Οταν γύρισε, βρῆκε τὴν Ἀννοῦλα του χλομὴ καὶ νὰ βυζαίνῃ τ᾽ ἄρρωστο μωρό -τὸ στερνοπούλι. Τρέχει τότε μὲ κραυγὲς χαρᾶς ἐκείνη· στὴν ἀγκαλιά του τὸ μωρὸ τοῦ βάζει. ῾Ο Ἐνὼχ τὸ παίρνει, πιάνει τὰ ποδαράκια του, τὸ βάρος λογαριάζει καὶ τὸ χαϊδεύει πατρικά. Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά του, τί σκόπευε νὰ πῇ στὴν Ἄννα..- τὸ ἄφησε γιὰ τὴν ἑπόμενη.
13
14
Alfred Tennyson
Πρώτη φορὰ ἀφότου ὁ Ἐνὼχ τῆς φόρεσε τὸ δαχτυλίδι πῆγε ἡ Ἄννα στὴ θέλησή του ἐνάντια· χωρίς φωνὲς ἀκόμα κι ἀντιρρήσεις, μὰ μὲ θερμά γλυκόλογα καὶ δάκρυα, μ᾽ ὅλο φιλιὰ θλιμμένα μέρα-νύχτα σίγουρη πὼς κακό θενα τοὺς βρῇ... Τὸν ἱκέτευε πώς, ἂν τὴν ἀγαποῦσε, καθὼς καὶ τὰ παιδιά του, νὰ μή φύγῃ! ῞Ομως, ἔχοντας στὸ νοῦ του ἐκείνη κι ὄχι αὐτόν – κείνη καὶ τὰ παιδιά του –, τὴν ἄφηνε νὰ λέῃ... Κι ἂς τοῦ γεννοῦσε θλίψη, τὸ ἄ ν τ ε χ ε... ῾Ο Ἐνὼχ ἐμπάρκαρε μὲ τὸν παληό, θαλασσινό του φίλο τῆς Ἄννας ν᾽ ἀγοράσῃ ἐμπόρευμα-καλά· καὶ βάλθηκε στὴν καμαροῦλα, πούβλεπε στὸ δρόμο, νὰ στήσῃ ἀποθηκοῦλες, ράφια καὶ ντουλάπια... ῞Ολη τὴ μέρα, ὥς τὴν τελευταία στιγμὴ στὸ σπίτι, ὅλο τὸν τόπο τράνταζε!: σφυριά, τσεκούρια, πριόνια καὶ τρυπάνια. Ἡ Ἄννα π᾽ ἄκουγε ἔνοιωθε πὼς κάρφωνε τὸ φέρετρό της: Χτύπαγε... καὶ κάρφωνε... ῾Ωσότου τὸ πᾶν τελειώσῃ, μὲ φροντίδα – γιατὶ τὸ σπίτι ἠταν μικρό – σὲ τάξη νὰ τὰ βάλῃ, τόσο σωστὰ καὶ βολικὰ σχεδὸν ὅμοια μὲ τὴ Φύση ποὺ ἀνθεῖ καὶ φέρνει σπόρο,.. δέ σταμάτησε· κατόπιν (ποὺ οἱ κόποι του θὰ δουλεύαν γιὰ τὴν Ἄννα) ξάπλωσε κουρασμένος καὶ μέχρι τὸ πρωί κοιμήθηκε... ῾Ο Ἐνὼχ ἀντίκρυσε τοῦ χωρισμοῦ τὴ μέρα ἀποφασιστικά· οἱ φόβοι τῆς Ἀννούλας τοῦ φαίνονταν ἀστεῖα πράματα. ῞Ομως, ὁ Ἐνὼχ – θεοσεβούμενος, γενναῖος ἄντρας – γονάτισε... Τὴν ὥρα τοῦ μυστηρίου ποὺ πλάσμα καὶ Πλάστης γίνοντ᾽ ἕ ν α, προσευχήθηκε γιὰ τὸ καλό γυναίκας καὶ παιδιῶν ὅ,τι καὶ νὰ συμβῇ ἐκείνου. Ὕστερα εἶπε: «᾿Αννοῦλα μου, μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη καὶ τὸ ταξίδι αὐτό, θενα εὐτυχήσουμε!
.
Εὐηρέστησεν Ἐνὼχ τῷ θεῷ καὶ οὐχ ηὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός. Γένεσις Ε΄ 24.