Νῖκος Γκίκας, «Flatiron»

Page 1

Ἀθήνα 2021


.


.


.


Flatiron


Σειρά: Θέατρο Νῖκος Γκίκας Flatiron ISBN: 978-618-5572-04-4 Ἐξώφυλλο: Σχολικὴ αἴθουσα ἀνακρίσεως. Τριδιάστατη σύνθεση.

Ἐκδότης: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἁγίας Ζώνης 55 Ἀθήνα 112 56 τηλ.: 210 8662668 www.theodosispapadimitropoulos.gr info@theodosispapadimitropoulos.gr ῾Ιστολόγιο Διέλευση: http://www.dieleusi.gr Copyright ©: Νικόλαος Γκίκας καὶ Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, 2021. ᾽Απαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευσις, ἡ ἀναπαραγωγή – ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτική –, ἡ μετάφρασις ἢ ἡ ἀπόδοσις κατὰ παράφρασιν ἢ διασκευὴν τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο – μηχανικόν, ἠλεκτρονικόν, φωτοτυπικόν, ἠχογραφήσεως ἢ ἄλλον –, δίχως προηγουμένην γραπτὴν ἄδειαν τοῦ ἐκδότου καὶ λεπτομερῆ, δηλαδὴ πλήρη, παραπομπὴν εἰς ταύτην τὴν ἔκδοσιν καὶ τὸν συγγραφέα της, ὅπως σαφῶς περιγράφουσιν οἱ Νόμοι 2121/1993, 2557/1997 καὶ ὅλοι οἱ ἐν Ἑλλάδι ἰσχύοντες κανόνες τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου. Τὰ ἀποκλειστικὰ θεατρικὰ καὶ ραδιοφωνικά-τηλεοπτικάκινηματογραφικὰ δικαιώματα, καθὼς καὶ ἠχογραφήσεως καὶ ἀναγνώσεως, τοῦ θεατρικοῦ ἔργου ἀνήκουσιν εἰς τὸν συγγραφέα, εἰς τὸν ὁποῖον δύναται νὰ ἀποταθῇ ἐνδιαφερόμενος παραγωγός, θίασος, ὀργανισμὸς ἢ καλλιτέχνης διὰ τὴν παροχὴν γραπτῆς ἀδείας. Κάθε ὁμοιότης ἐντὸς τῆς πλοκῆς τοῦ δράματος – ἀποτελούσης προϊὸν μυθοπλασίας – μετὰ πραγματικῶν προσώπων καὶ καταστάσεων εἶνε ἐντελῶς τυχαία καὶ μή ἠθελημένη ἐκ μέρους τοῦ συγγραφέως.


Νῖκος Γκίκας

Flatiron

Ἀθήνα 2021


Οἱ ἐμφαντικοὶ ὀξυτονισμοί (λ.χ. ἀντί: αὐτὸ εἶναι, α ὐ τ ό εἶναι) ὑποβοηθοῦν τὴν ἀνάγνωση καὶ συνδυαζόμενοι μὲ μή τονισμένες λέξεις (ἀλλὰ γραμματικῶς τονιζόμενες, λ.χ. ἀντί: αὐτ ό εἶναι, αὐτ ό ε ἰ ναι), καταδεικνύουν τὴν μετρικὴν ἀποτόνιση (ἴδε Θρασυβούλου Σταύρου Νεοελληνικὴ Μετρική, Ἰνστιτοῦτον Νεοελληνικῶν Σπουδῶν-Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 20-5), ἕνα φαινόμενο μή περιοριζόμενο στὸν στιχηρὸ λόγο, ἀλλὰ παρουσιαζόμενο καὶ στὸν καθημερινὸ λόγο.


Πρόλογος

῾Η κατάληψη τῆς θέσης ἀπέναντι ἀπὸ τὸ κάθισμα τοῦ ψυχαναλυτῆ, ὑπῆρξε γιὰ πολλές δεκαετίες ἀπαγορευμένη συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης· ἡ δημοσιοποίηση της συνωδευόταν ἀπὸ προκατάληψη καὶ ντροπή, γιὰ ν᾽ ἀκολουθήσῃ, ὡς «ἐπιστέγασμα», ὁ χαρακτηρισμός: τρελός. Ὑπὸ τὸν φόβο μιᾶς τέτοιας ἀντιμετώπισης, χιλιάδες ἀνθρώπων ἔκρυβαν κ᾽ ἐξακολουθοῦν νὰ κρύβουν τὴν ἀνάγκη – περισσότερο δὲ τὴ λήψη – βοήθειας σὲ θέματα ὅπου ἡ κοινὴ ἐφηρμοσμένη λογικὴ καὶ ἡ πρακτική της φύση ἀδυνατοῦν νὰ προσφέρουν ἀπαντήσεις ἤ, ὅταν τὸ πράττουν, τὰ συμπεράσματα διευρύνουν καὶ διαιωνίζουν τὸ πρόβλημα ἀντί νὰ τὸ λύσουν, εἴτε κατατέμνοντας εἴτε διογκώνοντάς το· κοινὴ γνώση, ἄλλωστε, πὼς σὲ κάθε μικρόκοσμο τὰ πάντα μεγεθύνονται... Ἀπὸ τὸν κανόνα δὲν ἐξαιρεῖται οὔτε ἡ μικρὴ κοινωνία ὅπου συγκατοικοῦν ἡ ψυχή, τὸ πνεῦμα καὶ ἡ θνητή μας φύση. Οἱ ἐξελίξεις τῆς τελευταίας δεκαετίας – ὁ ἠλεκτρονικὸς συγχρωτισμὸς γνωστῶν καὶ ἀγνώστων ἐντὸς τῶν κοινωνικῶν δικτύων -ἡ πόρτα τῆς οἰκίας, τῆς ψυχῆς, τοῦ νοῦ ποὺ ἀνοίγουν μπροστὰ στὴν κάμερα – κατέλυσαν ἀρκετοὺς περιορισμοὺς καὶ προκαταλήψεις, καθὼς μεταμόρφωσαν ἑκατομμύρια χρηστῶν σὲ μάρτυρες τῆς προσωπικῆς ζωῆς οἱουδήποτε θέλει νὰ θέσῃ ἑαυτὸν σὲ δημόσια θέα. Μὲ τὴν ἐπιπλέον καθολικὴ ἀνατροπὴ τῆς τελευταίας διετίας – ἐπὶ προσχήματι πανδημίας –, μιὰ ὑπόθεση τείνει νὰ γίνῃ βεβαιότητα, ὅσο κινεῖται ἡ κοινωνία μακριὰ ἀπὸ παραδοσιακὰ πρότυπα βίου (οἰκογένεια, παρέες, διὰ ζώσης σχέσεις)· πρωτόγνωρη ἀνάγκη διέπει πλέον τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο: ν᾽ ἀνεύρῃ συν-άνθρωπο κ᾽ ἐκεῖνος νὰ τὸν ἀκούσῃ ὡς καθοδηγητὴς τῆς


8

Νῖκος Γκίκας

σκέψης του ἢ ὡς συμπορευόμενος μὲ αὐτὴν πρὸς ἀναζήτηση ἀπαντήσεων: τὸ ἐλιξήριο δηλαδὴ τῆς συντροφικότητας. ῾Η ἀλληγορία τοῦ κυνικοῦ φιλοσόφου ποὺ περιπλανιόταν καταμεσήμερο μὲ τὸ λυχνάρι ἄνθρωπον ζητῶν, δικαιώνεται λοιπὸν εἴτε ὡς προφητεία εἴτε ὡς στάση ζωῆς. Καθείς μας – ὁλομόναχος – ὁδεύει ὁλοταχῶς στὴν ἡμέρα, ὁπότε οὔτε νὰ τὸ παραδεχτῇ θὰ ντρέπεται οὔτε νὰ τὸ φωνάξῃ. Καθισμένος στὴν πολυθρόνα τοῦ ψυχαναλυτῆ. Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 2021.


Πρόσωπα

ΙΑΣΩΝ ΚΟΣΜΙΔΗΣ, ψυχίατρος, 75 ἐτῶν. ΑΛΕΞΗΣ ΡΑΝΤΟΣ, ἄνεργος, 48 ἐτῶν, σύζυγος τῆς ΔΗΜΗΤΡΑΣ. ΔΗΜΗΤΡΑ ΡΑΝΤΟΥ, ὑπάλληλος σὲ ἀρτοποιεῖο, 46 ἐτῶν, σύζυγος τοῦ ΑΛΕΞΗ. ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΖΌΛΑΣ, συνταξιοῦχος καθηγητὴς μαθηματικῶν. ΕΛΣΑ Μ΄ΑΡΑ, τραπεζικὴ ὑπάλληλος, 55 ἐτῶν. ΜΕΛΙΝΑ ΜΙΧΑΚΟΥ, συγγραφεύς, 67 ἐτῶν. ΚΩΣΤΑΣ ΜΌΓΛΟΥ, δικηγόρος, 34 ἐτῶν. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ, ἡ φωνή του στὸ τηλέφωνο. ΣΠΗΛΙΟΣ, φίλος τοῦ ΑΛΕΞΗ στὸ τηλέφωνο. ΝΙΚΟΣ, ἀδελφὸς τοῦ ΚΩΣΤΑ στὸ τηλέφωνο.


.


Πράξη πρώτη

Σκηνὴ πρώτη: Αἴθουσα ἀναμονῆς.

῾Η ΕΛΣΑ, ἡ ΔΗΜΗΤΡΑ, ὁ ΑΛΕΞΗΣ, ἡ ΜΕΛΙΝΑ καὶ ὁ ΚΩΣΤΑΣ κάθονται στὴν αἴθουσα.

ΕΛΣΑ: Αὐτὸ καταντᾶ ἐνοχλητικό -ἀνυπόφορο! (Σηκώνεται ἀπὸ τὴ θέση της.) Καὶ δέ φτάνει μόνο αὐτό, ἔχει καθυστερήσει κιόλας. ΑΛΕΞΗΣ: Πῶς τὸ ξέρετε; ΕΛΣΑ: Κοιτάζω τὸ ρολόι πίσω σας, κύριε!

῾O ΑΛΕΞΗΣ γυρίζει καὶ βλέπει τὸ ρολόι στὸν τοῖχο· δείχνει: 9:05.

ΑΛΕΞΗΣ: Πέντε λεπτὰ εἶναι μόνο. Πέντε λεπτὰ δέ λογίζονται καθυστέρηση. ΕΛΣΑ: Ἐ σ ε ῖ ς τὸ λέτε αὐτό. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸν βροῦμε ἐδῶ, ὄχι νὰ τὸν περιμένουμε κιόλας. Εἶμαι περίεργη νὰ δῶ πῶς στὴν εὐχὴ θὰ ἐξηγήσῃ αὐτὴ τὴν παρεξήγηση. ΑΛΕΞΗΣ: Καὶ γιατί νὰ σᾶς ἐξηγήσῃ; Στὸ κάτω-κάτω, ἐσεῖς ἤρθατε τελευταία ἀπ᾽ ὅλους.


12

Νῖκος Γκίκας

ΚΩΣΤΑΣ: Μὰ καλά, εἶστε σίγουροι πὼς ἔχετε ραντεβοὺ στὶς ἐννέα; ΜΕΛΙΝΑ: Ὅσο σίγουρος εἶστε κ᾽ ἐσεῖς. ΚΩΣΤΑΣ: Τί νὰ πῶ;.. Τέτοιο μπέρδεμα πρώτη φορὰ συναντῶ. ΔΗΜΗΤΡΑ: Ἴσως ὁ γιατρὸς μπέρδεψε τὶς ἡμέρες. Ἂς περιμένουμε λίγο ἀκόμα.

Μπαίνει ὁ ΖΟΛΑΣ.

ΖΟΛΑΣ: Καλησπέρα. ΕΛΣΑ, ΑΛΕΞΗΣ καὶ ΔΗΜΗΤΡΑ: Καλησπέρα. (Ὁ ΚΩΣΤΑΣ κ᾽ ἡ ΜΕΛΙΝΑ γνέφουν.) ΕΛΣΑ: Μὴ μοῦ πῆτε πὼς ἔχετε κ᾽ ἐσεῖς ραντεβοὺ στὶς ἐννέα;! ΖΟΛΑΣ: Παρακαλῶ; ΕΛΣΑ: Λέω, ἤλθατε γιὰ τὸν γιατρό; ΖΟΛΑΣ: Ναί, ἔχω ραντεβοὺ μαζί του στὶς ἐννέα. (Κάθεται σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς θέσεις.) ΑΛΕΞΗΣ (Γελῶντας ): Ἔξοχα! Λοιπόν, νὰ δῆτε ποὺ ὁ γιατρὸς δέ θἄρθῃ. Θὰ τὄχῃ ξεχάσει ἢ θὰ τραβιέται μὲ καμμιὰ πιτσιρίκα καὶ μᾶς ἔχει ἀφήσει ὅλους ἐδῶ στημένους νὰ τὸν περιμένουμε. ΜΕΛΙΝΑ: Ὁ γιατρὸς δέν ἀσχολεῖται μὲ πιτσιρίκες, ἀγαπητέ. Εἶναι πάνω ἀπὸ ἑβδομῆντα καί, ἐκτὸς αὐτοῦ, ἡ χυδαιότητα δέν εἶναι κάτι ποὺ τὸν διακρίνει. ΑΛΕΞΗΣ: Εὐσεβεῖς, σεβάσμιοι κι ἀξιοσέβαστοι! Συνήθως αὐτοὶ οἱ τύποι κρύβουν περισσότεροι βρομιὰ ἀπὸ ἕνα ἀλήτη τοῦ λιμανιοῦ. (Ἀρχίζει νὰ περπατάῃ πάνω-κάτω μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, σφυρίζοντας εὔθυμα.)


Flatiron: Πράξη πρώτη

13

ΔΗΜΗΤΡΑ: Ἀλέξη, σταμάτα! (Πρὸς τὴ ΜΕΛΙΝΑ:) Σᾶς ζητῶ συγνώμη· ὁ ἄντρας μου γνωρίζει πολύ καλὰ τὸν καθηγητὴ καὶ τὸ ἦθος του. Ἁπλᾶ, ἀστειεύεται. Μὲ τὸν δικό του τρόπο... ΜΕΛΙΝΑ: Τὸν παρακολουθεῖ καιρό ὁ γιατρός; ΔΗΜΗΤΡΑ: Ἐρχόμαστε μαζί. Γιὰ τὸν γάμο μας. ΜΕΛΙΝΑ (Κυττάζοντας τὸν ΑΛΕΞΗ, ποὺ συνεχίζει νὰ περπατάῃ σφυρίζοντας ): Σᾶς καταλαβαίνω. ΔΗΜΗΤΡΑ (Στὸν ΖΟΛΑ): Ξέρετε, ἔχει γίνει κάποια παρεξήγηση. Ἔχουμε ὅλοι ραντεβοὺ μαζί του τὴν ἴδια ὥρα. ΖΟΛΑΣ: Μή σκοτίζεστε γιὰ μένα, κυρία. Δέν ἔχω ἔλθει γιὰ ψυχοθεραπεία. Θὰ τὸν δῶ μονάχα δύο λεπτά, κ᾽ ἔπειτα θὰ εἶναι ὅλος δικός σας. ΕΛΣΑ: Βιάζεστε! Ἔχουμε ἔλθει ὅλοι πρίν ἀπὸ σᾶς. ΖΟΛΑΣ: Δέ θὰ κάνω πάνω ἀπὸ δύο λεπτά. ΚΩΣΤΑΣ: Ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχετε ἔλθει καθυστερημένος. Θὰ περιμένετε. ΖΟΛΑΣ: Καλῶς! Ἀφοῦ ἔτσι νομίζετε. Εἶμαι σίγουρος ὅμως πώς, μόλις βγῇ ἀπ᾽ αὐτὴν τὴν πόρτα, θὰ πειστῆτε γιὰ τὸ πόσο σύντομη θὰ εἶναι ἡ συνάντησή μας. ΜΕΛΙΝΑ: Ἂς ἔλθῃ πρῶτα... ΖΟΛΑΣ: Δέν εἶναι ἐδῶ; ΕΛΣΑ: Λέτε νὰ εἶναι, κ᾽ ἐμεῖς νὰ καθόμαστε καὶ νὰ συζητᾶμε στὸν προθάλαμο;.. ΖΟΛΑΣ: Δέν καταλαβαίνω. Τὸ πρωί, ποὺ μοῦ τηλεφώνησε, ἐπέμενε νὰ συναντηθοῦμε ἀπόψε, στὶς ἐννέα. Μάλιστα, μοῦ εἶπε πὼς αὔριο θὰ πετοῦσε γιὰ Λονδῖνο καὶ θ᾽ ἀπουσίαζε γιὰ πάνω ἀπὸ ἕνα μήνα. Ἐπανέλαβε τὴν ὥρα τοῦ ραντεβού μας πολλές φορές, ζητῶντας μου νὰ εἶμαι ἀκριβής.


14

Νῖκος Γκίκας

ΑΛΕΞΗΣ: Ἐσεῖς δέν ἤσαστε ὅμως. ΖΟΛΑΣ: Καθυστέρησα, ἐπειδὴ ὁ βλάκας ὁ ὁδηγὸς τοῦ ταξὶ ἔστριψε ἕνα στενὸ μετὰ κι ἀναγκαστήκαμε νὰ κάνουμε πάλι τὸν γύρο τοῦ τετραγώνου. ΜΕΛΙΝΑ: Τὸ ζητούμενο εἶναι νὰ ἔλθῃ ὁ γιατρός. Ὅλα τὰ ὑπόλοιπα εἶναι φλυαρίες. ΖΟΛΑΣ: Κυττάξατε στὸ γραφεῖο του; Μήπως ἔχει ἀφήσει κάποιο σημείωμα, καμμιὰν ειδοποίηση..; (Δείχνοντας τὸ ἔπιπλογραφεῖο στὸ βάθος :) Ἡ γραμματέας του; ΜΕΛΙΝΑ: Δέν ἔχει γραμματέα -ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια.

῾Ο ΖΟΛΑΣ σηκώνεται καὶ προχωράει στὴν πόρτα τοῦ γραφείου.

ΖΟΛΑΣ: Μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ ἐγὼ θὰ μπῶ νὰ κυττάξω.

῾Ο ΖΟΛΑΣ ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ χάνεται στὸ ἄνοιγμά της.

Σκηνὴ δευτέρα: Ἰατρεῖο.

῾Ο ΖΟΛΑΣ καὶ ὁ ΑΛΕΞΗΣ στέκονται δίπλα στὸ μίνι μπάρ. Ὁ ΖΟΛΑΣ σερβίρει ποτὸ καὶ τὸ δίνει στὸν ΑΛΕΞΗ· ἔπειτα πίνει μιὰ γουλιὰ ἀπὸ τὸ ποτό του καὶ γεμίζει τὴ χούφτα του μὲ ξηροὺς καρποὺς ἀπὸ τὸ μπώλ. ῾Ο ΚΩΣΤΑΣ στέκεται πίσω ἀπὸ τὸ γραφεῖο, δίπλα στὸ παράθυρο, κυττάζοντας ἔξω. Ἡ ΔΗΜΗΤΡΑ καὶ ἡ ΕΛΣΑ κάθονται στὸν καναπέ, ἡ ΜΕΛΙΝΑ στὴν πολυθρόνα.

ΖΟΛΑΣ (Μασῶντας ξηροὺς καρπούς ): Δὲν εἶναι καλύτερα ἔτσι;


Flatiron: Πράξη πρώτη

15

ΜΕΛΙΝΑ: Τὸ θράσος τῶν ἀνδρῶν δέν ἔχει ὅρια, ὧρες-ὧρες. ΖΟΛΑΣ: Δέν καταλαβαίνω ποῦ βλέπετε τὸ θράσος. Ἂν πρέπει ν᾽ ἀπολογηθῇ κάποιος, τότε σίγουρα δέν εἶμαι ἐγὼ αὐτός. ΔΗΜΗΤΡΑ: Δέν μπορῶ νὰ καταλάβω τί συμβαίνει. Πρώτη φορὰ τὸ κάνει αὐτό. ΚΩΣΤΑΣ: Μήπως νὰ τηλεφωνούσαμε στὴν Ἀστυνομία; ΑΛΕΞΗΣ: Ναί, πῆτε τους πὼς ὁ γιατρὸς θὰ χρειαστῇ σίγουρα ν᾽ ἀνεφοδιαστῇ μὲ οὐίσκι καὶ φιστίκια, ἂν δέν ἔλθῃ μέσα στὴν ἑπόμενη μία ὥρα. (Σηκώνοντας τὸ ποτῆρι:) Σιχαίνομαι τὸ μὰλτ οὐίσκι, ὅμως τοῦτο δῶ εἶναι σωστό νέκταρ. ΜΕΛΙΝΑ (Κυττάζοντας τὸ ρολόι της ): Εἶναι ἐννέα καὶ τέταρτο. Θὰ περιμένω ἀκόμα πέντε λεπτὰ κ᾽ ἔπειτα θὰ φύγω. Πρώτη φορὰ μοῦ συμβαίνει κάτι τέτοιο. ΔΗΜΗΤΡΑ: Νομίζω πὼς θὰ φύγουμε κ᾽ ἐμεῖς. (Σηκώνεται.) ΑΛΕΞΗΣ: Ὄχι προτοῦ τὸ πῇ ὁ Ἀλέξης. ΔΗΜΗΤΡΑ: Σὲ παρακαλῶ, μή γίνουμε θέαμα κ᾽ ἐδῶ! ΑΛΕΞΗΣ (Σηκώνοντας μπροστὰ στὸ πρόσωπό της τὸ ποτῆρι): Πιές κάτι γλυκειά μου. Ἔχουμε καιρό νὰ πιοῦμε κάτι μαζί.

῾Η ΔΗΜΗΤΡΑ σπρώχνει τὸ χέρι του καὶ φεύγει στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου, πίσω ἀπὸ τὸ γραφεῖο.

ΕΛΣΑ: Θεέ μου, τί ταλαιπωρία, τί μπέρδεμα! Τί ἤθελα κ᾽ ἐρχόμουν;.. Κι αὐτὸς ὁ καναπὲς εἶναι τόσο ἄβολος. Σὰ νὰ ἔχουν βάλει λάμες μέσα του. (Σηκώνεται ἀπὸ τὴ θέση της κι ἀρχίζει νὰ περιεργάζεται ἕνα πρὸς ἕνα τ᾽ ἀρχαῖα ἀγαλματίδια καὶ εἰδώλια ποὺ ὑπάρχουν στὸν χῶρο.)

ΑΛΕΞΗΣ: Δὲν εἶστε τρελὴ ἐσεῖς;


16

Νῖκος Γκίκας

ΚΩΣΤΑΣ: Φτάνει, ἄνθρωπέ μου! Δέν ἔχουμε ὅλοι τὴν ὄρεξή σου! ΖΟΛΑΣ: Λοιπόν, πιστεύω πὼς ὁ δόκτωρ Κοσμίδης ἁπλῶς ξέχασε τὰ ραντεβού του κ᾽ ἐμεῖς ξεροσταλιάζουμε ἐδῶ ἄδικα. ΜΕΛΙΝΑ: Ἀποκλείεται. Ἂν ἔφευγε, θὰ κλείδωνε τὸ γραφεῖο. ΖΟΛΑΣ: Τέλος πάντων! (Κυττάζει γύρω του, τὰ εἰδώλια καὶ τοὺς ἀρχαίους ἀμφορεῖς καὶ τ ἀγαλματίδια ποὺ βρίσκονται διάσπαρτα στὸν χῶρο.) Ὅπως καὶ νἄχῃ ἐγὼ θὰ φύγω. Πῆτε του, σᾶς

παρακαλῶ, ἂν ἔλθῃ, πὼς ὁ κύριος Ζόλας δέν μποροῦσε νὰ περιμένῃ ἄλλο. ΚΩΣΤΑΣ: Ζόλας; Γνωστό ὀνομα. ΖΟΛΑΣ: Συνταξιοῦχος καθηγητὴς εἶμαι. Τώρα ἀσχολοῦμαι ἐρασιτεχνικὰ μὲ ἀρχαιότητες. Ἔχω μιὰ μικρὴ συλλογή.

῾Η ὑδρία πέφτει ἀπὸ τὰ χέρια τῆς ΕΛΣΑΣ καὶ σπάει.

ΕΛΣΑ: Ὤ, Θεέ μου! (Σκύβει καὶ μαζεύει τὰ κομμάτια· ἡ ΔΗΜΗΤΡΑ πλησιάζει καὶ τὴ βοηθάει) ΑΛΕΞΗΣ: Τὸ κέφι ἄναψε!

῾Ο ΚΩΣΤΑΣ κι ὁ ΖΟΛΑΣ τρέχουν δίπλα της· τὴ βοηθοῦν κ᾽ ἐκεῖνοι.

ΕΛΣΑ: Ἐλπίζω νὰ μήν ἦταν ἀξίας.

῾Ο ΖΟΛΑΣ περιεργάζεται μὲ τὸ βλέμμα ἕνα ἀπὸ τὰ κομμάτια. Τὸ τρίβει στὸ χέρι του.

ΖΟΛΑΣ: Πρωτοαττικὴ περίοδος. Ἕβδομος ἢ ὄγδοος αἰῶνας. Κλασικό.


Flatiron: Πράξη πρώτη

17

ΕΛΣΑ: Ὤ, Θεέ μου! ΔΗΜΗΤΡΑ (Ὁδηγῶντας τη μαζὶ μὲ τὸν ΚΩΣΤΑ στὸν καναπέ): Ἐλᾶτε, ἠρεμῆστε. Συμβαίνουν αὐτά. Τὴ βάζουν νὰ καθίσῃ. Ὁ ΖΟΛΑΣ ἀφήνει τὰ κομμάτια στὸ τραπεζάκι μπροστά τους.

ΖΟΛΑΣ: Ἐγὼ φεύγω. Χάρηκα πολύ καί... καληνύχτα. Τὸν καληνυχτίζουν ὅλοι πλὴν τῆς ΕΛΣΑΣ. Βγαίνει ἀπὸ τὴν πόρτα. Ἡ ΜΕΛΙΝΑ σηκώνεται ἀπὸ τὴ θέση της.

ΜΕΛΙΝΑ: Νομίζω πὼς πρέπει νὰ φύγω κ᾽ ἐγώ. Δέν ὠφελεῖ νὰ περιμένω ἄλλο. ᾽Ακούγεται ἡ φωνὴ τοῦ ΖΟΛΑ ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα.

ΖΟΛΑΣ: Μὰ τί στὸ διάολο;.. Τί στὸ διάολο;! Στὸ ἄνοιγμα τῆς πόρτας ἐμφανίζεται ὁ ΖΟΛΑΣ.

ΚΩΣΤΑΣ: Τί συμβαίνει; ΖΟΛΑΣ: Ἡ πόρτα εἶναι κλειδωμένη. ΚΩΣΤΑΣ: Τί λέτε; Πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτό; Βγαίνουν μαζὶ ἔξω ἀπὸ τὸ δωμάτιο. Τοὺς ἀκολουθεῖ ὁ ΑΛΕΞΗΣ κ᾽ ἡ ΜΕΛΙΝΑ. Ἀκούγονται ἡ φωνὴ τοῦ ΚΩΣΤΑ κι ὁ ἦχος τοῦ πόμολου ποὺ χτυπάει.


18

Νῖκος Γκίκας

ΚΩΣΤΑΣ: Ἄσ᾽ τη σὲ μένα, ἄσ᾽ τη σὲ μένα...῎Ελα λοιπόν. Τραῦα! Ἔλα!

᾽Επιστρέφουν ὅλοι μαζί.

ΜΕΛΙΝΑ: Δέν καταλαβαίνω. Τί σημαίνει αὐτό; ΚΩΣΤΑΣ: Ὅλοι μας μπήκαμε ἀπ᾽ αὐτήν τὴν πόρτα· ὅταν ἤλθαμε, ἦταν ἀνοικτή. ΕΛΣΑ: Τί παιγνίδι εἶναι αὐτὸ πάλι;

῾Η ΕΛΣΑ σηκώνεται καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ γραφεῖο. Ἀκούγεται ὁ ἦχος τοῦ πόμολου ποὺ γυρνάει, καθὼς προσπαθεῖ ν᾽ ἀνοίξῃ τὴν πόρτα. ᾽Επιστρέφει.

ΚΩΣΤΑΣ: Κάτι δέν πάει καλὰ ἐδῶ. ΔΗΜΗΤΡΑ: Μὰ ποιός μπορεῖ νὰ μᾶς κλείδωσε; Ἀλέξη; ΑΛΕΞΗΣ: Δέν καταλαβαίνω γιατί ταράζεστε. Ὅ,τι κι ἂν εἶναι, θὰ τηλεφωνήσουμε σ᾽ ἕνα κλειδαρᾶ καὶ σὲ εἴκοσι λεπτὰ θὰ μᾶς ἔχῃ βγάλει. Πῶς κάνετε ἔτσι;

῾Ο ΑΛΕΞΗΣ πλησιάζει τὸ μίνι μπὰρ καὶ γεμίζει τὸ ποτῆρι.

ΜΕΛΙΝΑ: Θεέ μου, τί περιπέτεια! ΑΛΕΞΗΣ (Σηκώνοντας θριαμβευτικὰ τὸ ποτῆρι): Τώρα ἔχουμε κάθε ἱκανὴ δικαιολογία γιὰ νὰ πιοῦμε!

῾Η ΔΗΜΗΤΡΑ τοῦ παίρνει τὸ ποτῆρι ἀπὸ τὸ χέρι.


Flatiron: Πράξη πρώτη

19

ΔΗΜΗΤΡΑ: Φτάνει ἐπιτέλους! Σύνελθε!

῾Ο ΑΛΕΞΗΣ τὸ παίρνει πίσω καὶ πίνει γερή γουλιά.

ΑΛΕΞΗΣ: Δική σου ἰδέα ἦταν οἱ συνεδρίες μὲ τὸν γερο-ξούρα. Τώρα βούλωσ᾽ το, μὴ σ᾽ τὸ βουλώσω ἐγώ! Ἕνα κάρο λεφτὰ (σηκώνει προκλητικὰ τὸ ποτῆρι μπροστά της :) γιὰ τὸ τίποτα. ΔΗΜΗΤΡΑ: Πίνεις! Τόσον καιρὸ πίνεις κρυφά, ἔτσι; Σοῦ δίνει λεφτὰ ἐκείνη; Τὴ βλέπεις ἀκόμα; ΑΛΕΞΗΣ: Ὤωω, πάψε λοιπόν! ΖΟΛΑΣ: Ἡσυχία καὶ οἱ δ ύ ο! Ἡ σ υ χ ί α! Ἀντί νὰ τσακώνεστε, ἂς σκεφτοῦμε ἕνα τρόπο νὰ βγοῦμε ἀπὸ δωμέσα.

῾Ο ΚΩΣΤΑΣ πηγαίνει στὸ γραφεῖο.

ΚΩΣΤΑΣ: Ἔχετε δίκηο. Θὰ τηλεφωνήσω σ᾽ ἕνα κλειδαρᾶ.

῾Ο ΚΩΣΤΑΣ βγάζει τὸ κινητό του καὶ ψάχνει. Πληκτρολογεῖ τὸν ἀριθμὸ καὶ περιμένει.

ΚΩΣΤΑΣ: Ναί;.. Καλησπέρα. Ἔχουμε κλειστῆ σ᾽ ἕνα γραφεῖο, καὶ δὲν ὑπάρχει κανείς νὰ μᾶς ἀνοίξῃ. Ναί. Ἡ διεύθυνση εἶναι Σόλωνος 14. Στὸν πέμπτον ὄροφο. Τὸ κουδοῦνι γράφει: Κοσμίδης Ἰάσων, Νευροψυχολόγος. Κυττάξτε... Εἶναι πολυκατοικία μὲ γραφεῖα, πιθανὸν νὰ ἔχουν κλειδώσει καὶ τὴν πόρτα τῆς εἰσόδου. Ναί, στὸν πέμπτο ὄροφο, θὰ δῆτε τ᾽ ὄνομα στὸ κουδοῦνι καὶ στὴν πόρτα. Εὐχαριστῶ. (Κλείνει τὸ τηλέφωνο καὶ ἀπευθύνεται στοὺς ὑπολοίπους :) Σ᾽ ἕνα τέταρτο.


20

Νῖκος Γκίκας

ΑΛΕΞΗΣ: Λοιπὸν ἐγὼ πιστεύω πὼς κάτι ἄλλο συμβαίνει. Νὰ δῆτε ποὺ κάτι ἄσχημο συμβαίνει. Κάποιος καθάρισε τὸν γιατρὸ καὶ τώρα... ΕΛΣΑ: Τί ἀνοησίες εἶναι αὐτὲς ποὺ λέτε; Κ α θ ά ρ ι σ ε! Τί εἶναι ὁ γιατρός, κάνας γκάγκστερ; ΑΛΕΞΗΣ: Λῃστεία μετὰ φόνου, μανταμίτσα! Μὲ τόσο ἀρχαῖο ἐδῶ μέσα... ΖΟΛΑΣ: Καὶ δέ θὰ ἔλειπαν τ᾽ ἀρχαῖα; ΑΛΕΞΗΣ: Μπορεῖ νὰ λείπουν κάποια. (Πλησιάζει ἕνα τραπεζάκι δίπλα ἀπὸ τὸ μίνι μπάρ, κενό:) Νά, ἐδῶ, φέρ᾽ εἰπεῖν, δὲν ὑπάρχει τίποτα. Μπορεῖ, πάλι, νὰ μᾶς εἶδε ὁ κλέφτης καὶ νὰ πρόλαβε νὰ κρυφτῇ. ΖΟΛΑΣ: Ποῦ νὰ κρυφτῇ, ἄνθρωπέ μου;! Δύο δωμάτια εἶναι ὅλα κι ὅλα. ΚΩΣΤΑΣ: Κ᾽ ἡ τουαλέττα. ΕΛΣΑ: Κύτταξε κανεὶς στὴν τουαλέττα;

῾Ο ΑΛΕΞΗΣ βγαίνει στὸν προθάλαμο μαζὶ μὲ τὸν ΚΩΣΤΑ καὶ τὸν ΖΟΛΑ. Ἐπιστρέφουν μετὰ ἀπὸ λίγο.

ΑΛΕΞΗΣ: Κανείς. ΚΩΣΤΑΣ (Στὸν ΑΛΕΞΗ): Ἂν καὶ βλάκας, ἡ θεωρία σου μπορεῖ νὰ μή πέφτῃ ἐντελῶς ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Ἂν ἔχῃ κλαπῆ κάτι, τότε αὐτὸ ἐξηγεῖ καί τὴν ἀπουσία τοῦ καθηγητῆ καί τὴν κλειδωμένη πόρτα. Μπορεῖ ὁ κλέφτης νὰ τὸν σκότωσε καὶ νὰ μετέφερε τὸ πτῶμα του ἔξω. Μπορεῖ, γυρίζοντας, ν᾽ ἀντιλήφθηκε κάποιον ἀπὸ μᾶς νὰ μπαίνῃ στὸ γραφεῖο καὶ νὰ φοβήθηκε. Πῆρε, λοιπόν, τὰ κλειδιὰ ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ καθηγητῆ καὶ μᾶς κλείδωσε, ὥστε νἄχῃ χρόνο ν’ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ τὸ σημεῖο.


Flatiron: Πράξη πρώτη

21

ΕΛΣΑ: Μᾶλλον βλέπετε πολλά ἀστυνομικά. ΖΟΛΑΣ: Τραβηγμένη θεωρία. Καὶ μὲ πολλά κενά. ΜΕΛΙΝΑ: Τοὺς ντετέκτιβ θὰ παίξουμε τώρα; Ἂς τηλεφωνήσουμε στὴν Ἀστυνομία νὰ τελειώνῃ ἡ ἱστορία. ΖΟΛΑΣ: Ἂς περιμένουμε νὰ ἔλθῃ ὁ κλειδαρᾶς πρῶτα. Νομίζω πὼς θἆναι καλύτερα νὰ παρίσταται κ᾽ ἐκεῖνος, ὅταν θὰ ἔλθουν οἱ ἀστυνομικοί. ΜΕΛΙΝΑ: Γιὰ ποιό λόγο; ΚΩΣΤΑΣ (Στὸν ΖΟΛΑ): Ἂν σκοπεύετε νὰ φύγετε, μόλις ξεκλειδώσῃ ἡ πόρτα, ξεχάστε τό. Εἶστε ὁ πιό ὕποπτος ἀπ᾽ ὅλους. ΖΟΛΑΣ: Τί λέτε; Τί σᾶς ἔπιασε τώρα; ΚΩΣΤΑΣ: Ἤλθατε τελευταῖος καὶ σηκωθήκατε νὰ φύγετε πρῶτος. Θὰ μπορούσατε – εἴτε στὴ μία εἴτε στὴν ἄλλη περίπτωση – νὰ ἔχετε κλειδώσει ἐ σ ε ῖ ς τὴν πόρτα. ΖΟΛΑΣ: Μὲ εἴδατε ὅλοι ὅταν μπῆκα. Δὲν κλείδωσα καμμία πόρτα. ΚΩΣΤΑΣ: Ναί, δέν περιμένατε νὰ βρῆτε κόσμο. Καθίσατε μαζί μας, προσποιούμενος πὼς ἔχετε ραντεβοὺ μὲ τὸν γιατρὸ καί, ἀφοῦ εἴδατε πὼς περνοῦσε ἡ ὥρα καὶ δέ φεύγαμε, σκεφτήκατε νὰ φύγετε ἐσεῖς, προτοῦ ἀρχίσουμε ν᾽ ἀναρωτιόμαστε. ΖΟΛΑΣ: Ὅ,τι λέτε ἀναιρεῖ τὸν ἰσχυρισμό σας. Γιατί νὰ κλειδώσω τὴν πόρτα, ὅπως εἴπατε, καὶ νὰ μὴ φύγω ἁπλῶς; ΑΛΕΞΗΣ: Γιατὶ σᾶς εἴδαμε ὅλοι. Καὶ γιατὶ δείχνετε ὀλίγον λαμόγιο... ΖΟΛΑΣ: Δέν σᾶς ἐπιτρέπω, κύριε! Μὲ γνωρίζει ἡ μισή πόλη· δὲν εἶμαι κάνας ἀλήτης τοῦ κοινοῦ Ποινικοῦ Δικαίου! ΑΛΕΞΗΣ: Τί δουλειὰ εἴχατε ἐδῶ ἀπόψε; ΖΟΛΑΣ: Μιὰ συναλλαγή.


22

Νῖκος Γκίκας

ΚΩΣΤΑΣ: Τί εἴδους συναλλαγή; ΖΟΛΑΣ: Θ᾽ ἀγόραζα ἕνα ἀγαλματίδιο ἀπὸ τὸν καθηγητή. ΑΛΕΞΗΣ (Δείχνοντας τὸ κενὸ τραπεζάκι): Ἐκεῖνο ἐκεῖ; ΖΟΛΑΣ: Θἆστε τρελοί, μοῦ φαίνεται! Δέν ξέρω τί στὸ διάολο γίνεται, ὅμως ὅλα αὐτὰ μοῦ μυρίζουν παγίδα. Ἐμπρός, ψάξτε με. Δέν ἔχω κλειδὶ ἀπὸ τὴν πόρτα! ΚΩΣΤΑΣ: Μπορεῖ νὰ τὸ κρύψατε κάπου. ΖΟΛΑΣ: Ψάξτε στὸν προθάλαμο καὶ στὴν τουαλέττα τότε! ΚΩΣΤΑΣ: Δὲν ἔχω καμμιά διάθεση νὰ ψάξω γιὰ τίποτα. ΜΕΛΙΝΑ: Ὡραῖα, ἂς τηλεφωνήσουμε στὴν Ἀστυνομία.

Σηκώνεται καὶ προχωράει στὸ γραφεῖο. Σχηματίζει τὸν ἀριθμὸ στὸ καντρὰν τοῦ τηλεφώνου καὶ περιμένει.

ΜΕΛΙΝΑ: Καλησπέρα! Ὀνομάζομαι Μελῖνα Μιχάκου καὶ σᾶς τηλεφωνῶ ἀπὸ τὸ ἰατρεῖο τοῦ καθηγητῆ Κοσμίδη, Σόλωνος 14, πέμπτος ὄροφος. Εἶμαι πελάτισσά του. Σᾶς παρακαλῶ, συμβαίνει κάτι πολύ παράξενο. Βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ πάνω ἀπὸ μισὴ ὥρα· εἶχα ραντεβοὺ μαζί του στὶς ἐννιά, ὅμως ὁ καθηγητὴς δέν ἦλθε στὸ γραφεῖο. Μαζί μου εἶναι ἀκόμα δύο κυρίες καὶ τρεῖς κύριοι. Ναί. Τὸ πρόβλημα εἶναι ὅτι μόλις ἀνακαλύψαμε πὼς ἡ πόρτα τοῦ ἰατρείου ἔχει κλειδωθῆ ἀπ᾽ ἔξω. Ναί. Φωνάξαμε κλειδαρᾶ, ὅμως σκέφτηκα... Ναί. Σᾶς εὐχαριστῶ. Εὐχαριστῶ. (Κλείνει τὸ τηλέφωνο.) Σὲ λίγην ὥρα θὰ βρίσκεται ἐδῶ περιπολικό. ΖΟΛΑΣ: Νὰ πάρῃ ὁ διάολος! Τί ἠθελα κ᾽ ἔμπλεκα μὲ τὸν ξεκούτη; ΑΛΕΞΗΣ: Ἀγχώνεστε; Φοβᾶστε κάτι μήπως;


Περιεχόμενα

Πρόλογος . . Πρόσωπα . . Πράξη πρώτη Πράξη δευτέρα Πράξη τρίτη .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

. . . . .

7 9 11 43 77


.


.


Φλατάιρον· ὁ ὅρος περιγράφει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνακτᾶται μιὰ χαμένη μνήμη: ὅπως τὸ σίδερο ποὺ σβήνει τὶς τσακίσεις καὶ τὶς ζάρες ἀπὸ τὸ ροῦχο. Μὲ ἀκρίβεια, τέλεια καὶ ἀπόλυτα. Γ’ πράξη, σελ. 90.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.