Εὐστράτιος Σαρρῆς, «Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος»

Page 1

Εὐστράτιος Σαρρῆς

Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος

Ἀθήνα 2021


.


.


.


῾Η τέχνη γιὰ τὸ κάλλος


Σειρά: Ποίηση Εὐστράτιος Σαρρῆς Ἡ τέχνη γιὰ τὸ κάλλος ISBN: 978-618-5572-03-7

Κόσμημα ἐξωφύλλου καὶ τίτλου ἀπό: Once a Week: An illustrated miscellany of literature, art, science, & popular information, τόμ. VI: December 1861 to June 1862, Bradburry & Evans, London.

Ἐκδότης: Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος Ἁγίας Ζώνης 55 Ἀθήνα 112 56 τηλ.: 210 8662668 www.theodosispapadimitropoulos.gr info@theodosispapadimitropoulos.gr ῾Ιστολόγιο Διέλευση: http://www.dieleusi.gr Copyright ©: Εὐστράτιος Σαρρῆς & Θεοδόσης Ἀγγ. Παπαδημητρόπουλος, 2021. ᾽Απαγορεύεται ἡ ἀναδημοσίευσις, ἡ ἀναπαραγωγή, ὁλική, μερικὴ ἢ περιληπτική, ἡ μετάφρασις ἢ ἡ ἀπόδοσις κατὰ παράφρασιν ἢ διασκευὴν τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον, μηχανικόν, ἠλεκτρονικόν, φωτοτυπικόν, ἠχογραφήσεως ἢ ἄλλον, δίχως προηγουμένην γραπτὴν ἄδειαν τοῦ ἐκδότου καὶ λεπτομερῆ, δηλαδὴ πλήρη, παραπομπὴ εἰς ταύτην τὴν ἔκδοσιν καὶ τὸν συγγραφέα της, ὅπως σαφῶς περιγράφουσιν οἱ Νόμοι 2121/1993, 2557/1997 καὶ ἅπαντες οἱ ἐν Ἑλλάδι ἰσχύοντες κανόνες τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου.


Εὐστράτιος Σαρρῆς

῾Η τέχνη γιὰ τὸ κάλλος

Ἀθήνα 2021


Οἱ ἐμφαντικοὶ ὀξυτονισμοί (λ.χ. ἀντί: γαμψὸ ἦτον, γαμψ ό ἦτον) ὑποβοηθοῦν τὴν ἀνάγνωση καὶ συνδυαζόμενοι μὲ μή τονισμένες λέξεις (ἀλλὰ γραμματικῶς τονιζόμενες, λ.χ. ἀντί: γαμψ ό ἦτον, γαμψ ό ἠ τον), καταδεικνύουν τὴν μετρικὴν ἀποτόνιση (ἴδε Θρασυβούλου Σταύρου Νεοελληνικὴ Μετρική, Ἰνστιτοῦτον Νεοελληνικῶν Σπουδῶν-Ἵδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 20-5).


Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

Ξημέρωμα, φθινόπωρον καὶ βράδυ τοῦ Σεπτέμβρη καὶ ἡ Κωνσταντινούπολις σὰ ζωγραφιὰ κοιμᾶται. Κοιμοῦνται τ᾽ ἀρχοντόσπιτα κ᾽ οἱ φτωχομαχαλλᾶδες, κοιμοῦνται τὰ πολλά τζαμιὰ ποὺ οἱ χότζες ντελαλίζουν, καὶ τοῦ Βοσπόρου τὰ νερὰ τ᾽ ἀστέρια καθρεφτίζουν. Κοιμοῦνται κι ὅλοι οἱ αὐλικοὶ μέσ᾽ στὸ γενὶ σεράι, μὰ ὁ σουλτᾶνος ὁ Μεμέτ – στοιχειό! – δὲν γαληνεύει. Τρὶς σφάλισεν τὰ βλέφαρα καὶ τρίς χλωμὸς πετάχτη· τὴ μιά πετάχτη σὰν παννί, τὴν ἄλλην σὰ λεμόνι, τὴν τρίτη ἀσκώθη κάτασπρος σὰν τοῦ βουνοῦ τὸ χιόνι. Ξύπνησε ἡ Ῥεθυμνιώτισσα ποὺ ἀγγελικὰ κοιμότουν κι ἀνασηκώθη πλάιν του -τὰ στήθη γυμνωμένα: «Σουλτᾶνε μου, τί τρώγει σε καὶ τί σὲ κατατρέχει; Ποιοί ὀνειροδαίμονες σκληροί τὸν ὕπνο σοῦ ᾽ξορίζουν καὶ μιά πετιέσαι σὰν παννί, τὴν ἄλλην σὰ λεμόνι, καὶ κάτασπρος τὴν ὑστερνή σὰν τοῦ βουνοῦ τὸ χιόνι; ᾽Ξήγα μου ποὺ ὀνειρεύεσαι, κομμάτι ν᾽ ἀλαφρώσῃς.» Καὶ ὁ σουλτᾶνος ᾽ξήγησιν κινάει ἀλαφιασμένος: «Εἰς τόπον ἄγριο κι ἄξενο μονάχος περπατοῦσα, κλεισούραν ἀνεγνώριστη, παντέρημον δερβένι, καὶ μ᾽ ἔτρωγ᾽ ἡ κουφόβρασις καὶ τὸ συννεφοκᾶμμα. Χορτάρια κεῖ δὲν χλόιζαν κι ἀνθοὶ δὲν εὐωδοῦσαν, δέντρη δὲν ἡσκιοδρόσιζαν, αὖρες δὲ κρυοφυσοῦσαν, γύρω ἁψηλές βραχοπλαγιές, τρόχαλοι καὶ στουρνάρια, κ᾽ ἐπέρνα φιδογυριστά μιὰ φαγωμένη στράτα ὅλον μ᾽ ἀγκάθι στὶς ὀχθιές, λιθόστρωτο στὴ μέσιν. Δὲν ᾽ξεύρω κεῖ ποὺ στέκομουν ὥρα νὰ λογαριάσω,

7


8

Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

κι ἀλλιῶς ὁ χρόνος περπατεῖ κ᾽ εἰς τ᾽ ὄνειρον κυλάει· εἶδα ἱππότη καὶ σπαχὴ καὶ μαῦρον καβαλλάρη, κ᾽ ἦτον ὡσὰν νὰ ἐκέντρισε σκορπιός μέσ᾽ στὴν καρδιά μου. Πίσω ἀπὸ βράχον ζάρωσα, λουφάζω φυλαγμένος, καὶ πλειότερον ποὺ ζύγωνε, κλεφτά συχνοτηροῦσα, κι ὅσο τὸν καλοξέταζα, βαριά σεκλετιζόμουν. Κοντάριν ἐκουβάλαγεν, μαῦρο παννὶ δεμένον, μαῦρα σκουτιὰ ἐφόραγεν, μαῦρα καὶ τὰ χειρόκτια, μαῦρο καὶ τὸ ζωνάριν του, μαῦρα καὶ τὰ τζεγκιά του, κ᾽ ἡ ζάβα εἰς τὸ στῆθος του δαχτυλιδοϋφασμένη, μὲ δαχτυλίδια ἀνθρωπινά χρυσαλυσοπλεγμένη. ῾Η κάππα του πηχτός καπνός, διαβολεμένη ἀσβόλη, σὰν τὴ νυχτιάν ἐπλάκωνε τοῦ μαύρου τὰ καπούλια, κ᾽ εἰς τόπο ἀπάγκειο ἀνέμιζεν καὶ ζωντανή ἐκυμάτει. ῾Ο μαῦρος του κατάφραγος, χαλκοφολιδωμένος, χαλκοντυμένο κούτελον, χαλκοντυμένο στέρνο, μαῦρο τουφὶ στὴν κεφαλή, μαῦρο τουφὶ γιὰ γένει, τριπόδιζε ἀκαπίστρωτος κι ἀγριωπὸς χλιμίντρα κ᾽ ἐξέρναγεν τὰ χνῶτα του παγοκρουσταλλωμένα, κι ἀπὸ τὸ πεταλόκρουσμα σειόταν ἡ λιθοστράτα. Τ᾽ ἀλλόκοτο κασσίδιν του, στραφταλιστό, χαλκᾶτον, μορφὲς θεριῶν παράσταινε καὶ προτομές μιμότουν, καὶ τὴ μορφὴ ποὺ ἐθώρας μιᾶς, δεύτερη δέ φαινότουν. ᾽Ετήραες λιοντοκεφαλή, τάχατες ποὺ βρυχᾶται, καὶ λύκον ὅπου ᾽ξάσπριζε τὰ δόντια λυσσιασμένος, ἀιτόν, κυνηγογέρακα, κουφαροβόρο ἀγιοῦπα, καὶ τράγο στριφτοκέρατον, κάπρον μὲ χαυλιοδόντες, ῥῆσον καὶ ταυροκεφαλὴ καὶ δράκο ἀγκαθοχαίτην κι ἄλλα λογιῶν ποὺ σ᾽ ἔφερναν σύγκρυο καὶ κομμάρα. ῏Ητον ῥιχτό εἰς τὴν πλάτη του ξυλόφραγο σκουτάριν, μαυρόθωρον, μυγδαλωτό, χαλκοστεφανωμένο, μ᾽ ὀχιὰν ποὺ πτέρνα ἐδάγκωνε χρυσοζωγραφισμένο. ᾽Εκρέμονταν παράμηρα, εἰς σκαλιστὸ θηκάριν, ἡ σπάθα του ἡ φαρμακερή καὶ ἡ γερτὴ κοπίδα, στὴ σέλλα τὸ βαρδοῦκιν του, τ᾽ ἀκιδωτὸ ῥαβδίν του, σαγιττοφόρο κούκκουρον κι ἀνέσπλαχνο δοξάριν. ᾽Εχρύσιζεν ἡ ἀρματωσιὰ κι ἀνέμιζαν τὰ μαῦρα,


Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

σὰν μαυρονέρης ποταμὸς μὲ χρυσαφένιο κῦμα. Ξάφνου τοῦ μαύρου ψιθυρᾶ, κι ὁ μαῦρος κοκκαλώνει, κ᾽ εἰς τὰ τρογύρα ἐβίγλιζεν κι ἀγνάντευε κ᾽ ἐρεύνα, κι ὡμοιάζασιν τὰ μάτια του χρονῶν μυρίων μυριάδων· ὡς στράφη καὶ μ᾽ ἐκάρφωσαν, ῥουφῆξαν τὴν ψυχή μου καὶ ἡ φωτιά των μ᾽ ἔκαψε κ᾽ ἔμειν᾽ ἀποκαΐδια. ῾Ως στάθη καὶ μ᾽ ὡμίλησεν τὸ θάῤῥος μου ἐστραγγίστη κ᾽ ἦρθεν στὸν νοῦ μου σκοτεινιά, στὸν κόρφο πλακωμάρα. – Χαῖρε σουλτᾶνε κυνηγέ, χαλίφη, πατισάχ μου! Πῶς ξέκοψες τοῦ δρόμου σου, γυρνᾶς στὴ γειτονιά μου; – Ξένε, σὰν πῶς γνωρίζεις με, καλεῖς τὰ ὀνόματά μου; Μὴν εἶσαι ῥῆγας ἢ ἀμηρᾶς, γιὰ μπέης μὴν περνιέσαι; – Δὲν εἶμαι ῥῆγας κι ἀμηρᾶς καὶ μπέης δέν περνιέμαι, μόν᾽ σὰν κ᾽ ἐσένα κυνηγῶ καὶ κυνηγός λογιέμαι. Δὲν κυνηγῶ δασῶν θεριὰ μηδέ βουνῶν ἀγρίμια, μόν᾽ τῶν ἀνθρώπων ῥίχνομαι κι ἀνθρώπους ᾽ξολοθρεύω, κόβω τους, κονταρίζω τους, βαρῶ τους, σαϊττεύω, νεκρά τομάρια παρατῶ καὶ τὶς ψυχές ἁρπάχνω, στὰ ὑπόγεια βιλαέτια μου κλαιάμενες τραβῶ τες, κ᾽ εἰς τὰ σφερδουκλολίβαδα μολνῶ τες καὶ βοσκοῦσιν· κι οὐδείς ἐσώθη οὐδέποτες τοῦ κυνηγοῦ νὰ φύγῃ, κι ἀπείτις ᾽ξεδιαλέξω τον, δὲ δύνεται νὰ ᾽γλύσῃ. ᾽Εγὼ τότες ἀνέμυαλος, ἀνόγητα τοῦ κρένω: – Κ᾽ εἰς ποῖο δάσος ἔτρεχες, εἰς ποιό βουνὸ ἐκυνήγας; ῍Αν τῶν ἀνθρώπων ῥίχνεσαι κι ἀνθρώπους ᾽ξολοθρεύῃς, θαῤῥῶ ἐδῶ στὴν ἐρημιὰ κυνῆγιν δέ θὰ εὕρῃς, κι ὥρα πολλή περιγυρνῶ κι ἄλλο ἄνθρωπο δὲν εἶδα. – Σήμερον ἐκυνήγησα τὰ πειό καλὰ κυνήγια! Δὲν ἐκυνήγουν στὰ βουνά, δὲν ἔτρεχα στὰ δάση, μόν᾽ στὶς ἁπλάδες κάλπαζα, στὸν κάμπον τῆς Βιέννης, ποὺ ἦτον μιλιούνια ἡ Τουρκιά, Τατάροι κι Ὀθωμᾶνοι, ποὺ ἦτον καὶ Καρὰ Μουσταφᾶς, ὁ μέγας σου βεζύρης· μὲ τοὺς Ἀψβούργους μάχονταν, τοὺς πολυπαντρεμμένους, καὶ τὸ καστρί τοὺς ἔκλειναν καὶ τὸ στενοχωροῦσαν, κι ἀπάνωθε καὶ κάτωθε τοὺς καστροπολεμοῦσαν ἀπάνω ἡ γιανιτσαριά, κάτω οἱ λαγουμιτζῆδες. Νὰ κουρσευτῇ ἐκόντευεν, νὰ πέσῃ δὲν ἀργοῦσεν,

9


10

Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

κι Ἀουστριακοὶ μὲ Σάξονες καὶ Βαυαροὺς φανῆκαν, καὶ ἀντρειωμένοι Πολωνοὶ τὴν ζῶσι νὰ λασκάρουν· ἤλεγαν πρωτοστρατηγὸ τὸν Γιάννο τὸν Σομπιέσκην, τὸν λέοντα τοῦ Λεχιστάν, τῶν Πολωνῶν τὸν ῥῆγα. Προτοῦ ῥοδίσῃ ἐμπλέξασιν φιλόχριστοι καὶ Τοῦρκοι, κ᾽ ἔδωνε τὸ ἀσκέριν σου εἰς δυό μεριὲς πολέμους, ᾽μπροστὰ τοῦ κάστρου τὴ φρουρὰ πολέμαε νὰ τινάξῃ καὶ τὴν πεζούρα τῶν ὀχτρῶν στὴν πλάτη νὰ βαστάξῃ. Πορεύτη ὁ ἥλιος τὸ πρωίν, πορεύτη μεσημέριν, ἔφτασε καὶ τ᾽ ἀπόγιομα κι ὁ πόλεμος δὲν κρίθη. Καὶ τότες ἀπὸ τ᾽ ἁψηλὰ κι ἀπὸ τοὺς λόφους πάνω, ἀιτοὶ μυριάδες κάλπασαν οἱ φτερωτοὶ χωσιάροι, καὶ τρεῖς χιλιάδες διαλεχτοὶ τὸ ἔμπα ὡδηγοῦσαν κ᾽ εἶχαν τὸν ῥῆγα κεφαλή, τὸν Γιάννο τὸν Σομπιέσκην. Κοντάρια, ἀτσάλι κι ἄλογα, φλάμπουρα καὶ φτεροῦγες σὰ χείμαῤῥος πλημμύρισαν, σὰν κῦμα ἐσαρῶσαν, κ᾽ ἐκομματιάσαν τὶς ζυγιές, σκορπίσαν τὶς ὀρτάδες, ἐξέβησαν κ᾽ οἱ καστρινοὶ κι ὁλοῦθε τοὺς χτυποῦσαν, κι ἂχ νἄσουν ἀπὸ μιά μεριὰ νὰ τήραες τὸ κυνῆγιν!: Κεῖνοι κορμιά ἐλάβωναν κι ἀνθρώπους ᾽ξετελειῶναν, κι ἐγώ ᾽παιρνα στερνές πνοές, μαῦρες ψυχές μετροῦσα, στὸν μαῦρο τὶς ἁλύσωνα, νὰ στερνοταξιδέψουν. Τώρα τέλεψ᾽ ὁ πόλεμος, παύτη ὁ πολύς ὁ φόνος καὶ σέρνω ἀγῶγι τοὺς νεκροὺς κ α ρ σ ὶ στὸν Κάτω Κόσμο. Τὴ συμφορὰ ὡς ᾽ξιστόρησεν, θλιμμένος δῆθεν σιώπει, κ᾽ ἐγὼ μετὰ πολλῆς ὀργῆς τοῦ δαίμονος ᾽ποκρίθην: Ψέμματα λέγεις ἄρχοντα, κάτι μὲ δοκιμάζεις μὲ παραμύθια Χαλιμᾶς καὶ φτερωτούς χωσιάρους. Νικιοῦνται οἱ γιανίτσαροι; Χάνοντ᾽ οἱ σιπαχῆδες; Οἱ Βενετσιᾶνοι ἐμάθαν το, σὰν πάτησα τὴν Κρήτη, κι ὅλ᾽ ἡ Εὐρώπ᾽ ἡ ἄπιστη ἐμέ θὰ προσκυνήσῃ. Δὲν εἶπεν... κ᾽ ἐμειδίασεν μὲ περισσή κακία, τοῦ ἀλόγου του ψιθύρισεν καὶ τ᾽ ἄλογον προχώρει, κ᾽ εἶδα τον ποὺ ᾽ξεμάκραινε κ᾽ ἔσβηνε καὶ χανότουν. ῎Επειτα ὅλα ἡσύχασαν κ᾽ ἡ ἐρημιὰ βουβάθη, κ᾽ ἐκράτει ἀλλόκοτη σιγὴ καὶ νεκρική γαλήνη, λὲς στραγγαλίστη ὁ ἄνεμος κ᾽ οἱ βράχοι ἐῤῥιγῆσαν,


Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ

λὲς καὶ τ᾽ ἀγριοξεράγκαθον πλειότερον ἐξεράθη! Βουητὸ μακρόθε ἀκούγεται, καθάριον δυναμώνει, σὰν ἁλυσῶν σουρσίματα, σὰ θρῆνοι ἀπὸ λαρύγγια, φυσοῦν πνοὲς κατάκρυες, σουρίζουν σὰ ζουρνᾶδες, σὰ νὰ βαροῦν οἱ μουσικοὶ καὶ οἱ μεχτὲρ μπασῆδες· κι ἀπάν᾽ στὴ φιδογύριστη καὶ φαγωμένη στράτα διάφανο νέφος περπατεῖ καὶ κουρνιαχτός ζυγώνει. Πίσω ἀπὸ βράχον ζάρωσα, λουφάζω φυλαγμένος, κι ἀπόρουν πότε θὰ διαβῇ, τὸ θαῦμα ν᾽ ἀντικρύσω. Κι ὡς διάβη καὶ τ᾽ ἀντίκρυσα κι ὡς πρόβαλεν καὶ τὄδα, ἐκέρωσα σὰν τὸ κερί, χλώμιασα σὰ λεμόνι, καὶ κάτασπρος μαρμάρωσα σὰν τοῦ βουνοῦ τὸ χιόνι, καὶ τρεῖς φορὲς λαχτάρησα καὶ ἄλλο δέν κοιμοῦμαι.» «Καὶ τί ᾽τονε, Σουλτᾶνε μου, τὸ τρομερόν ὁποὔδες;» «Τῶν ἀσωμάτων τὴ στρατιά, τῶν ἄσαρκων τ᾽ ἀσκέρι, τῶν ποθαμένων, τῶν νεκρῶν, τῶν νεκροσκλαβωμένων, φαντάσματα ὡσὰν καπνιά, φουσσᾶτο μέσ᾽ στὸ ποῦσι, ἀτέλειωτοι παρέλαυναν, χιλιάδες καὶ μυριάδες. ῎Αλλοι βογγοῦσαν, σπάραζαν, γοερὰ μοιριολογοῦσαν, κι ἄλλοι βουβοί ἐβάδιζαν, μὲ μάτια ἀδειασμένα, καὶ μερικοὶ μ᾽ ἐγνώρισαν καὶ πονεμένα μ᾽ εἶπαν: Σουλτᾶνε μου δὲ μᾶς μιλεῖς κι ἀπολησμόνησές μας; Μεῖς εἴμεθα οἱ στρατιῶτες σου, οἱ κοσμογροικημένοι, ποὺ ἀπὸ τὴν Ἀνδριανούπολιν φύγαμεν στὸ σεφέρι νὰ πάρουμε χατίρι σου τὸ κάστρον τῆς Βιέννης. Μὰ ἐκεῖ χυθῆκαν πάνω μας οἱ φτερωτοὶ χωσιάροι, ἀντάμα μὲ τὸν ῥῆγα τους, τὸν Γιάννο τὸν Σομπιέσκην, κι ἀντίς νὰ πορευώμαστε τοῦ γυρισμοῦ τὸν δρόμο, πεσκέσι μᾶς ἀπόστειλαν καρσί στὸν ἄλλον κόσμο.» (Κ᾽ ἔτσι ᾽ξαγρύπναες, πατισάχ, καὶ πλειὸν δὲν ἐκοιμήθης, κι ἀνίμενες τὴν χαραυγὴν εἴδησες καὶ μαντᾶτα. Μορφὲς καὶ γέννες τῆς νυκτὸς τάχατες ποὺ ὠνειρεύτης;.. ῍Η ἀληθῶς σ᾽ τὰ ἐμήνυσεν, ὁ μαῦρος καβαλλάρης κι ὁ λέοντας τοῦ Λεχιστὰν κατέφθασεν μιντάτι, κι ἀφάνισε τ᾽ ἀσκέριν σου στὴν πόρτα τῆς Βιέννης, καὶ δίς εἰς τὰ τειχιά της ᾽μπρός σουλτᾶνος ταπεινώθη.)

11


12

Ὁ ἥλιος σὰν ἐρώτησεν

Ὁ ἥλιος σὰν ἐρώτησεν

– Γιώργη μου, πάψε τὸν καπνὸ ποὺ σοῦ χαλᾶ τὰ στήθια καὶ λέγε μου τὸν πόνο σου νὰ σὲ παρηγορήσω, κι ἂν βγῇ μιλιὰ ἀπ᾽ τὸ στόμα μου αὐγὴν νὰ μή φωτίσω. – Στὴ Σμύρνη ᾽μπρός μου σφάξανε τοὺς τρεῖς λεβεντογυιούς μου, σὰν τὸ κεράκι στὸ βοριάν σβήστηκ᾽ εὐθύς ὁ νοῦς μου. Μὰ σ᾽ ὅλους τὸ καμώθηκα, ἥλιε μου, πὼς χαθῆκαν, τάχατες πὼς χωρίσαμεν, σ᾽ ἄλλο βαπόρι μπῆκαν. Κι ἀφοῦ σὲ ἄνθρωπο δέν μπορῶ νὰ εἰπῶ τὴ μαύρη ἀλήθεια, τὴν κουβεντιάζω τοῦ καπνοῦ ποὺ μοῦ χαλᾶ τὰ στήθια.


Περιεχόμενα

Τὸ ὄνειρον τοῦ πατισάχ . . . . . . . . . . . . . . ῾Ο ἥλιος σὰν ἐρώτησεν . . . . . . . . . . . . . . . ῾Η Παιονία πάρθεν . . . . . . . . . . . . . . . . . Πύδνα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Η σωτηρία τῆς Σπάρτης . . . . . . . . . . . . . ῎Εξεχ᾽ ὦ φίλ᾽ ἥλιε . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽Επίγραμμα στὸν πολεμιστὴ Τήλεφον ὁποὺ ἔπεσε μάχη τοῦ Καντές . . . . . . . . . . . . . Λιμενομαχία στὸ Γαλαξεῖδι . . . . . . . . . . . . Πρὸς Καρχηδονίους . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Η μπαλλάντα πρὶν τὸ παραμῦθι . . . . . . . . . Τὸ σπαθὶ καὶ τὸ δρεπάνι . . . . . . . . . . . . . Στοὺς ὁμομητρίους κύνες Βροῦτο καὶ Λεοπόλδο . ῾Ο Γόρδιος καὶ ἡ μάντισσα . . . . . . . . . . . . . ῾Ωσὰν τὴν Ἔχιδνα . . . . . . . . . . . . . . . . . Αἰγιστέου πήδημα . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Η μαγικὴ καμάρα . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Ο ἄρχων τοῦ δαχτυλιδιοῦ . . . . . . . . . . . . . ῾Ο ξεδοντιάρης λέων . . . . . . . . . . . . . . . . Τὰ δώδεκα λαγωνικά . . . . . . . . . . . . . . . Τὸ σπαθὶ τοῦ Πύῤῥου (Ψυχὴ καὶ ἀτσάλι) . . . . ᾽Ακόντιος καὶ Κυδίππη . . . . . . . . . . . . . . . Ἡ δόξα τῶν ἄστρων (Τὸ τραγούδι τῆς Λιραζέλ) . ῎Ερως καὶ ἀγάπη . . . . . . . . . . . . . . . . . . Κόρον δ᾽ οὐχ εὗρον ὀπωπῆς . . . . . . . . . . . . Τὸ λουτρὸ τῆς Ἀρσινόης . . . . . . . . . . . . . . Μεσοδρομίς . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . στὴν . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

7 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 23 24 26 27 30 31 34 35 36 37 39 40 41 42 43


78

Περιεχόμενα

Εἰς τὸ κενὸ τοῦ Βοώτου . . . . . . . . . . . . Τῆς ἀγαπῶς τὸ ἰχνάριν . . . . . . . . . . . . ᾽Ορφικὸν ἐρωτικόν . . . . . . . . . . . . . . . Τριέσπερον ἐρωτικόν . . . . . . . . . . . . . . ῾Ο ἀποστάτης λόγος . . . . . . . . . . . . . . ῾Η ἄμπελος τῆς συλλογῆς . . . . . . . . . . . Εἰς Φίλιππον . . . . . . . . . . . . . . . . . . Εἰς τὸν Χρόνον . . . . . . . . . . . . . . . . Εἷς οὐρανός . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Ο λέων τοῦ πόθου . . . . . . . . . . . . . . Νοτίως τῆς Ἑρμιονείας . . . . . . . . . . . . . ῾Ο ἱερὸς γάμος . . . . . . . . . . . . . . . . . Παρακλητικόν . . . . . . . . . . . . . . . . . Θυσία . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Τοξεύτρα . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Γιὰ σένα (Περίπατος) . . . . . . . . . . . . . Τὸ χρυσὸ καλντερίμι . . . . . . . . . . . . . . Νεαρὸν ὕδωρ (Μεσαιωνικὴ μελλούμενη σκηνή) ῾Υδροχοϊκός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Αἰγόκερως . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ζυγός . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ᾽Ιχθύες . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Via combusta . . . . . . . . . . . . . . . . . . ῾Η τέχνη γιὰ τὸ κάλλος . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

44 45 47 48 50 51 52 53 54 55 56 57 59 60 61 62 64 66 69 70 71 72 73 75


.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.