Dictionnaire français-grec/grec-français, J.J. Robert, M. Malamas - Editions Ophrys

Page 1



Jean-Pierre Robert Maria Malamas-Robert

FRANÇAIS POCHE Dictionnaire Λεξικό français-grec grec-français

γαλλο-ελληνικό ελληνο-γαλλικό

3e édition revue et augmentée Τρίτη έκδοση βελτιωμένη και επαυξημένη


Chez le même éditeur Initiation au grec ancien, J.V. Vernhes Thèmes grecs, R. Garnier, L. Pernée Manuel de latin, R. Bertolino Grec moderne. Grammaire. Vocabulaire. M. Malamas-Robert, J.-P. Robert

Tous droits de traduction, de reproduction et d’adaptation réservés pour tous pays. Toute représentation, reproduction intégrale ou partielle faite par quelque procédé que ce soit, sans le consentement de l’auteur ou de ses ayants cause, est illicite et constitue une contrefaçon sanctionnée par les articles 425 et suivants du Code pénal. Par ailleurs, la loi du 11 mars 1957 interdit formellement les copies ou les reproductions destinées à une utilisation collective.

© Editions Ophrys, 2017 5 avenue de la République, Paris 11e ISBN 978-2-7080-1492-3


SOMMAIRE Περιεχόμενα Introduction / Πρόλογος .............................................. V Alphabet phonétique français / Γαλλικό φωνητικό αλφάβητο ..................................... VII Alphabet phonétique grec / Ελληνικό φωνητικό αλφάβητο .................................. VIII Abréviations / Συντομογραφίες.................................... X Mode d’emploi du dictionnaire / Διάγραμμα χρήσης του λεξικού ................................ XIII Niveaux de langue / Επίπεδα γλώσσας ....................XV Dictionnaire français-grec / Γαλλο-ελληνικό λεξικό ...... 1 Dictionnaire grec-français / Ελληνο-γαλλικό λεξικό . 513 Tableaux de conjugaison française / Πίνακες γαλλικών ρημάτων ................................... 1037 Tableaux de conjugaison grecque / Πίνακες ελληνικών ρημάτων ................................. 1054 Bibliographie / βιβλιογραφία .................................. 1061



INTRODUCTION Un nouveau dictionnaire sur le marché doit apporter quelque chose de neuf sinon il n’a pas de raison d’être. Le caractère novateur du présent manuel réside : – dans le double classement des entrées rangées par ordre alphabétique d’une part, par racines et familles d’autre part ; – dans ses tableaux de conjugaison qui permettent de conjuguer tous les verbes, français et grecs ; – dans sa richesse en signes et abréviations qui donne un grand nombre de renseignements tant sur la morphologie que sur le fonctionnement des mots dans une approche véritablement communicative. Le nombre important de mots retenus et d'exemples choisis font de cet ouvrage un véritable manuel destiné à tous ceux à qui importent les langues française et grecque dans le cadre de leurs études. Ένα καινούργιο λεξικό στην αγορά πρέπει να αποφέρει κάτι διαφορετικό αλλιώς δεν υπάρχει λόγος να κυκλοφορεί. Ο νέος χαρακτήρας του παρόντος εγχειρηδίου συνίσταται : – στη διπλή κατάταξη των λημμάτων ταξινομημένων με αλφαβητική σειρά αφ’ενός, και με τις ρίζες των λέξεων καθώς και των συγγενικών λέξεων αφ’ετέρου. – στους πίνακες των ρημμάτων που επιτρέπουν να κλιθούν όλα τα ρήματα, γαλλικά κι ελληνικά. – στον πλούτο του σε σημεία και συντομογραφίες που αποφέρει πληροφορίες σε μεγάλο βαθμό τόσο σε μορφολογία όσο και στον χειρισμό των λέξεων με στόχο την σωστή επικοινωνία. Ο σημαντικός αριθμός λέξεων και παραδειγμάτων επιλεγμένων κάνουν αυτό το βιβλίο να απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρει η ελληνική και γαλλική γλώσσα, στους σπουδαστές ιδιαίτερα. Jean-Pierre Robert Maria Malamas-Robert



ALPHABET PHONÉTIQUE FRANÇAIS Γαλλικό φωνητικό αλφάβητο

Voyelles [i] il, ami, lycée [e] clé, aimer, chez [ε] mère, fête, lait, merci [a] ami, patte [α] pas, pâte [o] mot, hôte, eau, saut [A] porte, sort, donner [u] cou, choux [y] tu, sûr [B] deux, jeûne [C] peur, leur [D] premier, grenat [F] ambulance, vent [G] on, ombre [E] vin, train, plein [H] brun, parfum

Consonnes [p] papa, printemps [t] tante, terre [k] cou, qui, kaki, sac [b] bateau, jambon [d] dans, dindon [g] gare, bague [f] feu, pharmacie [s] sage, essai, celui, ça, nation [J] chien, shampooing schéma [v] vous, aveu [l] loin, sol [m] moi, femme [n] nous, bonne [r] rue, sortir [z] zoo, maison, rose [K] je, joue, geai [L] agneau, montagne

Semi-consonnes [j] pied, yeux, fille, travail, paille [w] oui, loi, fouet, joie, joua [I] lui, huit, huile


ALPHABET PHONÉTIQUE GREC Ελληνικό φωνητικό αλφάβητο φωνήεντα Voyelle diphtongue

Transcription phonétique

Prononciation exemples

α αι αï αη αυ, ευ

ε ει ειο η ι ο οι oï

[a] [e] ouvert [aï] [aï] [av], [ev] devant voyelles et consonnes sonores [af], [ef] devant consonnes sourdes [e] e ouvert [i] [io] [i] [i] [o] o ouvert [i] [i]

ου υ υι ω

[u] [i] [i] [o] o ouvert

καλός [κalós] καιρός [kerós] χαïδεύω [xaïδévo] αηδόνι [aïdóni] ναυάγιο [navájio] αυλή [avli] ερευνώ [erevnó] εαυτός [eaftós] ευχή [efxí] πεδίο [peδío] είμαι [íme] λύκειο [líkio] ήλιος [ílios] ιστορία [istoría] οδός [oδós] οικία [ikía] κοροïδεύω [koroidévo] μουσικός [musíkos] ύπνος [ípnos] υιός [iós] μένω [méno]


ALPHABET PHONÉTIQUE GREC .

IX

σύμφωνα Consonne

ν ντ

Transcription phonétique [v] [γ] (g allemand du Nord + a, o, u et consonnes) [j] (j devant e et i) [ng] [g] (dur) [ng] [nx] [δ] (th anglais doux) [z] [θ] (th anglais dur) [k] [l] [m] [b] [mb] [n] [d]

ξ π ρ σ σμ

[t] (rare, emprunts) [ks] [p] [r] (roulé) [s] (dur) [zm]

β γ γγ γκ γχ δ ζ θ κ λ μ μπ

τ τζ φ χ

ψ

[sm] (rare, emprunts) [t] [dz] [f] [x] (ch allemand dur + a, o, u et les consonnes) [x] (ch allemand doux + e, i) [ps]

Prononciation exemples βάρκα [várka] γάλα [γála] γόμα [γóma] γιορτή [jortí] συγγενής [singenís] αγκράφα [agráfa] μάγκας [mángas] εγχείρηση [enxírisi] δόλος [δólos] ζωή [zoí] θέατρο [θéatro] καρφί [κarfí] λάδι [láδi] μέτρο [métro] μπίρα [bíra] κόμπος [kómbos] νερό [neró] ντύνω [díno] καντíνα [kandína] αντένα [anténa] ξένος [ksénos] πάτος [pátos] ρίζα [ríza] σάλα [sála] σμήνος [zmínos] δεσμός [dezmós] σμόκιν [smókin] τέλος [télos] τζάμι [dzámi] φανέλα [fanéla] χάρτης [xártis] χόρτο [xórto] χλόη [xlói] χείλι [xíli] ψυχή [psixí]


ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ Γραμματική Αμετάβλητος Αμετάβατος Αναφορικός Αντωνυμία Αόριστος Απόλυτος Απρόσωπος Άρθρο Αριθμητικός Αρσενικός Βλέπε Βοηθητικός Δεικτικός Ελλειπτικός Έμμεσος Επίθετο Επίρρημα Επιφώνημα Ερωτηματικός Θηλυκός Και και λοιπά κάποιος Κάτι Κτητικός Κυριολεκτικός Μεταβατικός Μεταφορικός Όνομα Ουδέτερος Πληθυντικός Πρόθεση Προσωπικός Ρήμα Στοιχείο Σύνδεσμος Συντομογραφία

ABRÉVIATIONS Grammaire

αμετ. inv. αμτβ. intr. αναφορ. rel. αντων. pr. αόρ. indéf. απόλ. card. απρόσ. imp. άρθ. art. αριθμ. num. αρ. m. βλ. V. βοηθ. auxil. δεικτ. dém. ελλειπτ. déf. έμμ. ind. επ. adj. επίρρ. adv. επιφών. interj. ερωτημ. interr. θ. f. κ. et κ.λπ. etc. κπ. qqn κτ. qqe chose κτητ. poss. κυρ. pr. μτβ. tr. μτφ. fig. ό. n. ουδ. nt. πληθ. pl. πρόθ. prép. προσωπ. pers. ρ. v. στοιχ. élém. σύνδ. conj. συντομογρ. abrév.

invariable intransitif relatif pronom indéfini cardinal impersonnel article numéral masculin voir auxiliaire démonstratif défectif indirect adjectif adverbe interjection interrogatif féminin et et cetera quelqu'un quelque chose possessif propre transitif figuré nom neutre pluriel préposition personnel verbe élément conjonction abréviation


ABRÉVIATIONS .

XI Τακτικός Υποκείμενο

τακτ. ord. υποκ. suj.

Τεχνικοί όροι Ανατομία Αρχιτεκτονική Αστρολογία Αστρονομία Αυτοκίνητο Βιολογία Βοτανική Γεωγραφία Γεωλογία Γεωργία Γλωσσολογία Γυμναστική Δημοσιογραφία Εκκλησία Εντομολογία Ζαχαροπλαστική Ζωγραφική Ζωολογία Ηλεκτρισμός Θρησκεία Ιατρική Κινηματογράφος Μαγειρική Μαθηματικά Μελισσοκομία Μετεωρολογία Μηχανική Μουσική Ναυτικό Νομική Οδοντιατρική Οικονομία Πληροφορική Ποδόσφαιρο Πολιτική Ραδιοτηλεόραση Ραπτική

ordinal sujet Termes techniques

ανατ. anat. αρχιτ. archit. αστρολ. astrol. αστρον. astron. αυτοκίν. auto. βιολ. biol. βοτ. bot. γεωγρ. géo. γεωλ. géol. γεωργ. agric. γλωσσ. ling. γυμναστ. gym. δημοσιογρ. journ. εκκλ. égl. εντομολ. entom. ζαχαροπλ. pât. ζωγρ. peint. ζωολ. zool. ηλεκτρ. élect. θρησκ. relig. ιατρ. méd. κινημ. ciné. μαγειρ. cuis. μαθημ. math. μελισσοκ. apic. μετεωρ. météo. μηχ. méc. μουσ. mus. ναυτ. mar. νομ. dr. οδοντ. dent. οικον. écon. πληροφορ. inform. ποδόσφ. foot. πολ. polit. ραδιοτηλ. radiotél. ραπτ. cout.

anatomie architecture astrologie astronomie automobile biologie botanique géographie géologie agriculture linguistique gymnastique journalisme église entomologie pâtisserie peinture zoologie électricité religion médecine cinéma cuisine mathématiques apiculture météorologie mécanique musique marine droit dentaire économie informatique football politique radiotélévision couture


XII

ABRÉVIATIONS Στρατός Σχολείο Τεχνική Φαρμακευτική Φυσική Φωτοφραφία Χαρτοπαιξία Χημεία

στρατ. milit. σχολ. scol. τεχν. techn. φαρμ. pharm. φυσ. phys. φωτογρ. photo. χαρτοπ. j. de c. χημ. chim.

militaire scolaire technique pharmacie physique photographie jeu de cartes chimie


MODE D’EMPLOI DU DICTIONNAIRE Διάγραμμα χρήσης του λεξικού (phonétique) [elve] ρ. verbe μτβ. transitif αμτβ. intransitif A. conjugaison avec avoir, κλίνεται με το avoir (19). Voir les tableaux de conjugaison française

(φωνητική) [ipsónο] v. ρήμα tr. μεταβατικό intr. αμετάβατο

élever [elve] ρ. μτβ. A. (19). (le ton) υψώνω, (la voix) σηκώνω, (une barricade) στήνω, (l’esprit) ανυψώνω. / (un enfant) ανατρέφω, μεγαλώνω. / (du bétail) εκτρέφω.

υψώνω [ipsónο] v. tr. (3). (τη σημαία) hisser, élever. / (ένα σπίτι) hausser, surélever. / (το χέρι) lever. / (τη φωνή μου) hausser.

ό. όνομα αρ. αρσενικό

n. nom f. féminin

abdomen (ανατ.) ό. αρ. κοιλιά f.

κοιλιά (anat.) n. f. abdomen αρ.

terme technique anatomie

τεχνικός όρος ανατομία

famille de mots bête ό. θ. ζώο nt. bêtement bêtise, bestial, bestiole, bétail.

(3) βλέπε τους πίνακες ελληνικών ρημάτων

οικογένεια λέξεων ζώο n. nt. animal αρ. ζωικός, ζωώδης, ζωέμπορος, ζωολογία


XIV

MODE D’EMPLOI βλέπε aboiement βλ. aboyer. synonyme, antonyme

voir αποχή V. απέχω. συνώνυμο, αντώνυμο

expirer ρ. μτβ. αμτβ. A. (3). (= mourir, # inspirer) εκπνέω.

εκπνέω [εξέπνευσα] v. intr. (= πεθαίνω, #εισπνέω) expirer.

agenouiller (s') ρ. E. (5). γονατίζω. / (μτφ.) σκύβω το κεφάλι.

γονατίζω v. (4). (intr.) s’agenouiller. / (fig.) (από) être accablé (de).

μεταφορική έννοια niveau de langue 2familière, populaire 2bâcler ρ. μτβ. A. (3). (son travail) πλακώνω στα γρήγορα. variantes dorade κ. daurade ό. θ. λυθρίνι nt.

sens figuré επίπεδο γλώσσας 2οικεία, λαϊκή πλακώνω v. tr. intr. (3)....2/ στα γρήγορα, bâcler. παραλλαγές αβγό et αυγό n. nt. (κότας, ψαριού) œuf αρ.


NIVEAUX DE LANGUE (registres du discours) Επίπεδα γλώσσας Langue

Γλώσσα

archaïque, peu employée (0), 0coche ό. αρ. manquer le -, χάνω την ευκαιρία.

αρχαΐζουσα, (0), 0άστυ n. cité, ville θ.

littéraire, soutenue (1),

λογοτεχνική (1),

1achopper ρ. έμμ. A. (3). σκοντάφτω.

1αγαλλιάζω v. intr. (4). jubiler, exulter.

familière, populaire (2), 2bagnole ό. θ. αμάξι nt. κούρσα f.

argotique (3), 3came ό. θ. πρέζα f. πράμα nt.

οικεία, λαϊκή (2), 2τσιγαρλίκι et τσιγαριλίκι n. nt. joint, pétard αρ.

αργκό (3). πρέζα n. f. ... 3/ came, drogue θ.



DICTIONNAIRE FRANÇAIS-GREC



A à [a] πρόθ. σε. - Paris, στο Παρίσι. - quatre heures, στις τέσσερις. / με. - l'essence, με βενζίνη. / Le livre est à moi. Το βιβλίο είναι δικό μου. abaisser [abese] ρ. μτβ. A. (3). κατεβάζω. / (μτφ.) υποβιβάζω. abaisser (s') E. (5). ταπεινώνομαι. abandonner [abFdAne] ρ. μτβ. A. (3). (κπ, την πόλη) εγκαταλείπω, παρατώ, αφήνω. abandonner (s') E. (5). (au découragement) παραδίδομαι. abandonné, -ée επ. εγκαταλελειμμένος. abandon ό. αρ. εγκατάλειψη f. abasourdir [abazurdir] ρ. μτβ. A. (23). ξεκουφαίνω, ζαλίζω. / (μτφ.) καταπλήσσω. être abasourdi, μένω κατάπληκτος. abat-jour [abaKur] ό. αρ. αμετ. αμπαζούρ nt. inv. abattre [abatr] ρ. μτβ. A. (69). (un mur, un arbre) ρίχνω κάτω, (du travail, un avion) ρίχνω, (un animal) σφάζω, (qqn) ξεκάνω. / (μτφ.) (= rendre dépressif) (qqn) τσακίζω. abattre (s') E. καταπίπτω. abattu, -e επ. (= dépressif) καταβεβλημένος. abattage ό. αρ. (des arbres) κοπή, υλοτόμηση f. abattement ό. αρ. (des taxes) ελάττωση f. / (= dépression) κατάπτωση f. abattoir ό. αρ. σφαγείο nt. abats ό. αρ. πληθ. (ζώων) εντόσθια nt. pl. abbé [abe] ό. αρ. αβάς, παπάς m. abbaye ό. θ. αβαείο nt. abcès [apse] ό. αρ. (κυρ. κ. μτφ.) απόστημα nt. abdiquer [abdike] ρ. αμτβ. μτβ. A. (3). παραιτούμαι. abdication ό. θ. παραίτηση f. abdomen [abdAmεn] (ανατ.) ό. αρ. κοιλιά f. abdominal, -ale, -aux επ. (muscles) κοιλιακός. / (γυμναστ.) faire des abdominaux/des abdos, κάνω κοιλιακούς. abeille [abεj] ό. θ. μέλισσα f. aberrant, -ante [abεrF, -Ft] επ. (idée) εξωφρενικός. aberration ό. θ. παραλογισμός m. abêtir [abetir] ρ. μτβ. A. (23). αποβλακώνω. abîmer [abime] ρ. μτβ. A. (3). χαλώ, καταστρέφω. abîmer (s') E. (5). (suj. : un avion) καταπίπτω. / χαλώ. abimé, -ée επ. χαλασμένος. abîme ό. αρ. άβυσσος f. βάραθρο nt.


A

4

1abject, -ecte [abKεkt] επ. (conduite) απεχθής. ablation [ablαsjG] ό. θ. (d'un rein) αφαίρεση f. aboiement βλ. aboyer. abolir [abAlir] ρ. μτβ. A. (23). (la peine de mort) καταργώ. abolition ό. θ. κατάργηση f. abominable [abAminabl] επ. αποτρόπαιος, απεχθής. abonder [abGder] ρ. αμτβ. έμμ. A. (3). αφθονώ. / - dans le sens de qqn, συμφωνώ με τη γνώμη κάποιου. abondant, -ante επ. άφθονος. abondance ό. θ. αφθονία f. abondamment επίρρ. με το παραπάνω. abonner [abAne] ρ. μτβ. A. (3). - qqn, εγγράφω κπ συνδρομητή. abonner (s') E. (5). εγγράφομαι συνδρομητής. abonnement ό. αρ. συνδρομή f. / (électricité) πάγιο nt. abonné, -ée ό. συνδρομητής. abord (d') [dabAr] επίρρ. πρώτα. tout d’ -, πρώτα πρώτα, καταρχήν. aborder [abArde] ρ. A. (3). (αμτβ.) (suj. : le bateau) καταπλέω, πλευρίζω. // (μτβ.) (qqn) πλησιάζω. / (un virage) παίρνω. / (un sujet) θίγω. / αντιμετωπίζω. abord ό. αρ. au premier -, εκ πρώτης όψεως. / επαφή f. // (πληθ.) les -, τα πέριξ. abordable επ. προσιτός. abordage (ναυτ.) ό. αρ. κατάπλους m. / (= assaut) ρεσάλτο nt. aboutir [abutir] ρ. αμτβ. έμμ. A. (23). καταλήγω, οδηγώ. aboyer [abwaje] ρ. αμτβ. A. (17). γαβγίζω. aboiement ό. αρ. γάβγισμα nt. abréger [abreKe] ρ. μτβ. A. (21). (un voyage, un texte) συντομεύω. abrégé ό. αρ. σύνοψη f. abréviation ό. θ. συντομογραφία f. abreuver [abrCve] ρ. μτβ. A. (3). (un cheval) ποτίζω. / (d’injures) περιλούζω. abreuver (s') E. (5). πίνω. abreuvoir ό. αρ. ποτίστρα f. abri [abri] ό. αρ. καταφύγιο nt. abriter ρ. μτβ. A. (3). προστατεύω. / (= loger) στεγάζω. abriter (s') E. (5). προστατεύομαι, βρίσκω καταφύγιο. / (μτφ.) καλύπτομαι. abrité, -ée επ. προφυλαγμένος, προστατευμένος. abricot [abriko] ό. αρ. βερίκοκο nt. abricotier ό. αρ. βερικοκιά f. abroger [abrAKe] (νομ.) ρ. μτβ. A. (7). (une loi) καταργώ. abrupt, -upte [abrypt] επ. κ. ό. αρ. (sentier, manières, personne) απότομος. abrutir [abrytir] ρ. μτβ. A. (23). αποβλακώνω. abrutir (s') E. (25). αποβλακώνομαι. 2abruti, -ie επ. κ. ό. βλάκας m. Espèce d’abruti ! Βρε ζώο! abrutissant, -e επ. αποβλακωτικός. absent, -ente [apsF, -Ft] επ. απών. / αφηρημένος. absence ό. θ. απουσία f. en l’ - d’informations, ελλείψει πληροφοριών. /


5

A

αφηρημάδα f. absenter (s') ρ. E. (5). απουσιάζω, λείπω. absentéiste ό. κ. επ. κοπανατζής. absolu, -ue [apsAly] επ. (monarchie) απόλυτος. absolu n. m. απόλυτο nt. absolument επίρρ. απόλυτα. / οπωσδήποτε. absorber [apsArbe] ρ. μτβ. A. (3). απορροφώ. / (μτφ.) τρώω. absorbant -ante επ. (tissu) απορροφητικός. abstenir (s') [sapstDnir] ρ. E. (37). απέχω, αποφεύγω. abstinence ό. θ. (aux plaisirs) αποχή f. / νηστεία f. abstention ό. θ. (aux élections) αποχή. abstentionniste ό. απέχων m. les -, οι απέχοντες. abstraction [apstrakjG] ό. θ. αφαίρεση f. / αφηρημένη έννοια. / faire de, παραλείπω. abstrait, -aite επ. αφηρημένος. abstrait ό. αρ. l' -, η θεωρία. absurde [apsyrd] επ. (idée) παράλογος, ανόητος. absurdité ό. θ. παραλογισμός m. ανοησία f. abuser [abyze] ρ. A. (3). (έμμ.) κάνω κατάχρηση. / βιάζω. 1/ (μτβ.) απατώ. abus ό. αρ. (de pouvoir) κατάχρηση f. / αδικία f. abusif, -ive επ. καταχρηστικός. / (mère) καταπιεστικός. acacia [akasja] ό. αρ. ακακία f. académie [akademi] ό. θ. (française) Ακαδημία f. académicien, -ienne ό. ακαδημαϊκός m. f. acajou [akaKu] ό. αρ. μαόνι nt. acariâtre [akarjαtr] επ. (caractère, personne) δύστροπος. accabler [akαble] ρ. μτβ. A. (3). (qqn de travail) παραφορτώνω, φορτώνω (με). // καταθλίβω. / επιβαρύνω. / (d'injures) περιλούζω (με). accablant, -ante επ. καταθλιπτικός. / (témoignage) επιβαρυντικός. accablement ό. αρ. κατάπτωση, κατάθλιψη f. accalmie [akalmi] ό. θ. (du temps) ξάνοιγμα nt. / (μτφ.) ανάπαυλα f. accaparer [akapare] ρ. μτβ. A. (3). (la conversation) μονοπωλώ, ιδιοποιούμαι. accéder [aksede] ρ. έμμ. A. (20). (au grenier) φτάνω (σε), (au trône) ανέρχομαι (σε), (à une requête) αποδέχομαι, (à un désir) ανταποκρίνομαι (σε). accès ό. αρ. πρόσβαση f. / πλησίασμα nt. επαφή f. // (de fièvre) φούντωμα nt. / (de colère) ξέσπασμα nt. accessible επ. (personne, prix) προσιτός. accession ό. θ. άνοδος f. accélérer [akselere] ρ. A. (20). (μτβ.) (le rythme) επιταχύνω, (la vitesse) αυξάνω. // (αμτβ.) επισπεύδω. / πατώ γκάζι. accélérer (s') E. (κυρ. κ. μτφ.) επιταχύνομαι. accéléré, -ée επ. γρήγορος. accélérateur ό. αρ. (αυτοκίν.) γκάζι nt. accélération ό. θ. (κυρ. κ. μτφ.) επιτάχυνση f.


A

6

accent [aksF] ό. αρ. (γλωσσ.) τόνος m. / - aigu, οξεία. // (étranger) προφορά f. / mettre l' - sur qqe chose, τονίζω κτ. accentuer ρ. μτβ. A. (3). τονίζω. accentuation ό. θ. τονισμός m. accepter [aksεpte] ρ. μτβ. A. (3). δέχομαι. acceptable επ. (offre) αποδεκτός, παραδεκτός. acceptation ό. θ. αποδοχή, συγκατάθεση f. accès, accessible, accession βλ. accéder. accessoire [akseswar] (επ.) επουσιώδης. / (ό. αρ.) (αυτοκίν. κ. λπ.) εξάρτημα nt. accident [aksidF] ό. αρ. (de voiture) δυστύχημα, ατύχημα nt. - (de la route), τροχαίο (ατύχημα). / (de terrain) ανωμαλία f. accidenté, -ée επ. ανώμαλος. / (voiture) τρακαρισμένος. accidentel, -elle επ. τυχαίος. / mort -, θάνατος σε δυστύχημα. accidentellement επίρρ. τυχαία. acclamer [aklame] ρ. μτβ. A. (3). (un vainqueur) επευφημώ. acclamation ό. θ. επευφημία f. acclimater [aklimate] ρ. μτβ. A. (3). (des plantes, des animaux) εγκλιματίζω. / εξοικειώνω. acclimatation ό. θ. εγκλιματισμός m. / jardin d' -, ζωολογικός κήπος. accoler [akAle] ρ. μτβ. A. (3). être accolé, εφάπτομαι. / προσθέτω. accolade ό. θ. (= {). άγκιστρο nt. / ασπασμός m. donner l' à qqn, ασπάζομαι κπ. accommoder [akAmAde] (μαγειρ.) ρ. μτβ. A. (3). παρασκευάζω, μαγειρεύω (= cuisiner). s'accommoder E. (5). αρκούμαι, βολεύομαι. accommodant, -ante επ. (personne) βολικός. accommodement ό. αρ. συμβιβασμός m. accompagner [akGpaLe] ρ. μτβ. A. (3). (κυρ. κ. μτφ.) συνοδεύω. accompagnateur, -trice ό. συνοδός m. f. accompagnement (μουσ.) ό. αρ. συνοδεία f. accomplir [akGplir] ρ. μτβ. A. (23). (un devoir, une mission) εκπληρώνω. accomplir (s') E. (25). (suj. : son souhait) εκπληρώνομαι. accompli, -ie επ. (diplomate) τέλειος. / J’ai cinquante ans accomplis. Τα ‘χω συμπληρώσει τα πενήντα. / mettre qqn devant un fait -, φέρνω κπ προ τετελεσμένου γεγονότος. accomplissement ό. αρ. εκπλήρωση, εκτέλεση, πραγματοποίηση f. accord [akAr] ό. αρ. συμφωνία f. // (μουσ.) συγχορδία f. / (γλωσσ.) συμφωνία. accorder ρ. μτβ. A. (3). (un crédit) παρέχω, (un délai) παραχωρώ. / εναρμονίζω. / (μουσ.) κουρδίζω. accordéon [akArdeG] ό. αρ. ακορντεόν nt. inv. accordéoniste ό. ακορντεονίστας m.


7

A

accoster [akAste] ρ. A. (3). (ναυτ.) (αμτβ.) πλευρίζω. / (μτβ.) (qqn) πλευρίζω. accostage ό. αρ. πλεύρισμα nt. accoter (s') [sakAte] ρ. E. (5). ακουμπώ. accotement ό. αρ. κράσπεδο nt. accoucher [akuJe] ρ. A. (3). (αμτβ. έμμ.) γεννώ. / (μτβ.) ξεγεννώ. accouchée ό. θ. λεχώνα f. accouchement ό. αρ. τοκετός m. accoucheur ό. αρ. κ. επ. μαιευτήρας m. accouder (s') [sakude] ρ. E. (5). ακουμπώ. accoudoir ό. αρ. μπράτσο nt. accoupler [akuple] ρ. μτβ. A. (3). (des bœufs) ζεύω. / (μτφ.) (deux couleurs) συνδυάζω. / (pour la reproduction) ζευγαρώνω. accouplement ό. αρ. ζευγάρωμα nt. accourir [akurir] ρ. αμτβ. A. (41). προστρέχω, τρέχω. accoutrement [akutrDmF] ό. αρ. γελοίο ντύσιμο nt. accoutumer [akutyme] ρ. μτβ. A. (3). συνηθίζω, εξοικειώνω. accoutumer (s') E. (5). συνηθίζω, εξοικειώνομαι. accoutumé, -ée επ. συνηθισμένος. / comme à l’accoutumée, ως συνήθως. accrocher [akrAJe] ρ. μτβ. A. (3). (son manteau) κρεμώ. / σκαλώνω. / γαντζώνω, κολλώ. - un véhicule, κολλώ σ’ένα όχημα. accrocher (s') E. (5). (κυρ. κ. μτφ.) (à un espoir) γαντζώνομαι (σε). / τσακώνομαι. accrochage ό. αρ. μικροατύχημα nt. / (στρατ.) αψιμαχία f. / (avec la police) σύγκρουση (με) f. / τσακωμός m. accroc ό. αρ. σκίσιμο nt. / επεισόδιο nt. accroître [akrwatr] ρ. μτβ. A. (88). αυξάνω, μεγαλώνω. accroissement ό. αρ. αύξηση f. accroupir (s') [sakrupir] ρ. E. (25). κάθομαι στις φτέρνες μου. accueil [akCj] ό. αρ. υποδοχή f. accueillant, -ante επ. φιλόξενος. accueillir ρ. μτβ. A. (31). (qqn) υποδέχομαι, (un projet) δέχομαι. / φιλοξενώ, στεγάζω. acculer [akyle] ρ. μτβ. A. (3). - (à), σπρώχνω (σε). accumuler [akymyle] ρ. μτβ. A. (3). (des richesses) συσσωρεύω, συγκεντρώνω. accumulation ό. θ. συσσώρευση, συρροή f. accusatif [akyzatif] (γλωσσ.) ό. αρ. αιτιατική f. accuser [akyse] ρ. μτβ. A. (3). (qqn) κατηγορώ. / (μτφ.) μαρτυρώ. accuser (s') E. (5). κατηγορώ τον εαυτό μου. accusateur, -trice ό. κατήγορος m. f. accusation ό. θ. κατηγορία f. accusé, -ée ό. κατηγορούμενος. accusé de réception ό. αρ. απόδειξη παραλαβής. acerbe [asεrb] επ. (critique) δριμύς, δηκτικός. acéré, -ée [asere] επ. κοφτερός, μυτερός.


B βαβά [vavá] n. nt. inv. bobo αρ. βαβούρα [vavúra] ό. θ. vacarme, tapage αρ. βαγόνι [vaγóni] n. nt. (du train) wagon αρ. voiture θ. βαγονέτο n. nt. wagonnet αρ. βαγκονρεστοράν nt. inv. inv. wagonrestaurant αρ. βαδίζω [vaδízo] v. intr. (4). marcher. βάδισμα n. nt. marche θ. pas, train αρ. / démarche, allure θ. βάδην (sport) n. nt. inv. marche. βαδιστής, -ίστρια n. marcheur. βάζω [vázo] v. tr. [έβαλα, βάλθηκα, βαλμένος] (ρούχα, κτ) mettre, poser, placer, appliquer, apporter. / - ένα χέρι, donner un coup de main. / - τα πόδια στον ώμο (στην πλάτη), prendre ses jambes à son cou. βάζο n. nt. vase αρ. βαθαίνω V. βάθος. βαθμός [vaθmós] n. m. (θερμοκρασίας, συγγένειας, αλκοολικός) degré, point αρ. / (scol.) note, mention θ. / (milit.) grade αρ. βαθμοφόρος n. gradé m. βαθμολογώ (-έω) v. tr. (27). noter. / graduer. βαθμολόγηση et βαθμολογία n. f. notation θ. βαθμολόγιο n. nt. carnet de notes αρ. βαθμίδα n. f. (fig.) échelon αρ. βαθμιαίος, -α, -ο adj. (βελτίωση) graduel. / (τόνοι) dégradé, fondu. βάθος [váθos] n. nt. (pr. et fig.) fond αρ. / profondeur θ. βαθουλός, -ή, -ό adj. (πιάτο ) creux. βαθαίνω v. tr. intr. (15). (pr. et fig.) approfondir. βαθουλώνω v. tr. intr. (3). creuser. βαθούλωμα n. nt. creux αρ. βαθύς, -ιά, -ύ adj. (χαντάκι, πληγή, κρίση, πνεύμα) profond. βαθύπλουτος, -η, -ο adj. richissime, millionnaire. βαθυστόχαστος, -η, -ο adj. (συγγραφέας) profond. βαθύφωνος (mus.) n. m. basse θ. βάθρο [váθro] n. nt. (pr. et fig.) socle, piédestal, fondement αρ. / podium αρ. εκ βάθρων, de fond en comble. βακτηρίδιο [vaktiríδio] et βακτήριο [vaktírio] n. nt. bactérie θ. βαλανίδι [valaníδi] et βελανίδι [velaníδi] n. nt. gland αρ. βαλανιδιά et βελανιδιά n. f. chêne αρ. βαλάντιο [valándio] n. nt. bourse θ. για όλα τα βαλάντια, pour toutes les bourses. βαλβίδα [valvíδa] n. f. (méc.) soupape θ. / valve θ. βαλές [valés] (j. de c. etc.) n. m. valet αρ. βαλίτσα [valítsa] n. f. valise θ.


609

β

βαλς [váls] n. nt. inv. (του Στράους) valse θ. βαλσάρω v. intr. (11). valser. 1βάλλω [válo] [έβαλα, βλήθηκα, βεβλημένος] v. tr. intr. tirer, lancer. βάλσαμο [válsamo] et μπάλσαμο [bálsamo] n. nt. beaume αρ. βαλσαμώνω et μπαλσαμώνω [βαλσάμωσα, βαλσαμώθηκα] v. tr. embaumer. / empailler. βαλσαμωμένος, -η, -ο adj. (πουλιά) empaillé. βάλτος [váltos] n. m. marais, marécage αρ. βαλτώδης, -ης, -ες adj. (περιοχή) marécageux. βαλτότοπος n. m. et βαλτοτόπι n. nt. marécage. βαλτώνω [βάλτωσα, βαλτωμένος] v. intr. (3). (fig.) (υποκ. : η υπόθεση) s’enliser, s’embourber. βαλτός, -ή, -ό [valtós] adj. – από την αστυνομία, vendu à la police. / Βαλτός είσαι; Tu le fais exprès ? βαμβάκι [vamváki] et μπαμπάκι [bambáki] n. nt. coton αρ. βαμβακερός et μπαμπακερός, -ή, -ό adj. de coton. βάνα [vána] n. f. vanne θ. βάναυσος, -η, -ο [vánafsos] adj. (συμπεριφορά) grossier, rude. / cruel, sauvage. βάναυσα adv. cruellement. βαναυσότητα n. f. cruauté θ. βάνδαλος [vánδalos] n. m. vandale αρ. βανδαλισμός n. m. vandalisme αρ. βανίλια [vanília] n. f. vanille θ. βαπόρι [vapóri] n. nt. bateau (à vapeur) αρ. / γίνομαι -, se mettre en colère. βαποριζατέρ [vaporizatér] n. nt. inv. vaporisateur, atomiseur αρ. βαπτίζω, βάπτιση, βάπτισμα V. βαφτίζω. βάραθρο [vápaθro] n. nt. gouffre, précipice, abîme αρ. βαραίνω V. βαρύς. βάρβαρος, -η, -ο [várvaros] adj. et n. m. (φυλή, έθιμο) barbare. βαρβαρότητα n. f. cruauté, barbarie θ. / (pl.) atrocités θ. πληθ. βαρβάτος, -η, -ο [varvátos] adj. (άλογο) entier. // (δικηγόρος) compétent. / important. βάρδια [várδja] n. f. (πρωινή) équipe, garde, tour de garde, faction θ. roulement, relais αρ. βαρέλι [varéli] n. nt. (κρασί) tonneau, (του πετρελαίου) baril, fût αρ. βαρελίσιος, -α, -ο adj. du (au) tonneau. βαρελάκι n. nt. tonnelet αρ. / παίζω βαρελάκια, jouer à saute-mouton. βαρετός, βαρήκοος V. βαρύς. βάρκα [várka] n. f. barque θ. canot αρ. βαρκάδα n. f. promenade en barque θ. βαρκάρης, -άρισσα n. conducteur (propriétaire) d’une barque.


β

610

βαρόνος [varónos] n. m. baron αρ. / οι βαρόνοι του κόμματος, les barons du parti. βαρόνη et βαρονέσσα n. f. baronne θ. βαρύς, -ιά, -ύ [varís] adj. (φορτίο, βαλίτσα, οπλισμός, βιομηχανία, περπάτημα, χειμώνας, ευθύνες, σφάλμα) lourd, (ατμόσφαιρα) pesant, épais. / (ήχος, φωνή) grave. 1. βαριά adv. lourdement. / (άρρωστος) gravement, grièvement. 2. βαριά n. f. masse θ. βάρος n. nt. (pr. et fig.) poids, fardeau, boulet αρ. charge, lourdeur θ. ζω σε - κάποιου, vivre aux crochets de qqn. / πυγμάχος μέσων βαρών, boxeur poids moyens. / (phys.) gravité θ. βαρίδι n. nt. poids, contrepoids αρ. βαραίνω (15). et 1βαρύνω (16). v. intr. tr. grossir. / peser. / alourdir, s’appesantir. / (υποκ. : τα λόγια του) avoir du poids, peser. βαρετός, -ή, -ό adj. assommant, barbant, rasoir. βαριέμαι v. tr. intr. (23). s’embêter, s’ennuyer. / en avoir marre. Δε βαριέσαι! Laisse tomber ! βαρόμετρο n. nt. (pr. et fig.) baromètre αρ. βαρούλκο n. nt. treuil αρ. βαρύκοος, -η, -ο adj. malentendant. βαρυποινίτης, -ίτισσα n. condamné à une lourde peine. / bagnard m. βαρυσήμαντος, -η, -ο επ. solennel. βαρυστομαχιά n. f. indigestion θ. βαρύτητα n. f. (phys.) gravité, pesanteur θ. / (fig.) gravité, importance θ. βαρύτιμος, -η, -ο adj. précieux. βαρύτονος (mus.) n. m. baryton αρ. βαρυχειμωνιά n. f. hiver rude αρ. 2βαρώ (-άω) v. tr. intr. (23). (ένα παιδί, την πόρτα, υποκ. : ο ήλιος) taper, battre, frapper. / (στον αέρα) tirer, lancer, tuer. / sonner, (κλαρίνο) jouer. βαρεμένος, -η, -ο adj. cinglé. βασανίζω [vasanízo] v. tr. (4). (κρατουμένους) torturer, martyriser, supplicier. // (fig.) tourmenter, miner, obséder. / examiner à fond. βασανισμός n. m. et βασάνισμα n. nt. torture θ. βασανιστής, -ίστρια n. tortionnaire αρ. βάσανο n. nt. (pr. et fig.) souffrance, peine θ. βάση [vási] n. f. (του κτηρίου) base, assise θ. fondement, pied αρ. / (milit. chim.) base θ. βασικός, -ή, -ό adj. de base. / capital, fondamental. βασίζω v. tr. (4). baser. βασίζομαι se baser, (se) reposer, compter sur. βάσιμος, -η, -ο adj. fondé, valable. βάσιμο n. nt. bien-fondé αρ. βασιλιάς [vasiliás] n. m. roi αρ. βασίλισσα n. f. (της ομορφιάς, κ. λπ.) reine θ. βασιλικός, -ή, -ό adj. royal. βασιλικός n. m. (bot.) basilic αρ. βασιλόπουλο n. nt. prince αρ. βασιλοπούλα n. f. princesse θ. βασιλεία n. f. royauté θ. / (pr. et fig.) règne αρ. βασίλειο n. nt. royaume αρ. / (zool. bot.) règne. / (fig.) royaume, univers αρ. βασιλεύω v. intr. (10). (pr. et fig.) régner. / (υποκ. : ο ήλιος) se coucher.


611

β

βασίλεμα n. nt. (του ηλίου) coucher αρ. βασιλόπιτα n. f. galette des rois θ. βασιλόφρονας n. m. royaliste αρ. θ. βάσιμος V. βάση. βασκαίνω [vaskéno] v. tr. (12). jeter un sort. βαστώ (-άω) [vastó] v. (21). (tr.) (μπαστούνι, βιβλία, ταμείο) tenir, (βαλίτσα) porter, (κπ) soutenir, avoir. / (τα δάκρυά μου) retenir, contenir. // (intr.) tenir bon, durer. / (υποκ. : ο γέρος, η κατάσταση) se maintenir, tenir le coup. / (= κατάγομαι) descendre de. βαστάζω [βάσταξα] v. tr. porter. / (fig.) supporter. βατ [vát] (phys.) n. nt. inv. watt αρ. βάτα [váta] (cout.) n. f. ouate θ. / épaulette θ. βάτεμα [vátema] (zool.) n. nt. saillie θ. βατήρας [vatíras] n. m. tremplin αρ. βάτος [vátos] n. m. ronce, broussaille θ. βατόμουρο n. nt. mûre (sauvage) θ. βατομουριά n. f. ronce θ. mûrier αρ. βατός, -ή, -ό [vatós] adj. (δρόμος) carrossable, praticable. βάτραχος [vátraxos] n. m. grenouille θ. βατραχάνθρωπος n. m. homme-grenouille αρ. βαυκαλίζω [vafkalízo] v. tr. (4). (κπ με ψεύτικες ελπίδες) leurrer, tromper. βαυκαλίζομαι se leurrer. βαφέας, βαφή V. βάφω. βαφτίζω [vaftízo] et βαπτίζω [vaptízo] v. tr. (4). (παιδί, καΐκι) baptiser. / être le parrain, la marraine. / surnommer. βάφτιση, βάπτιση n. f. βάφτισμα, βάπτισμα n. nt. et βαφτίσια n. nt. pl. baptême αρ. / το βάπτισμα του πυρός, le baptême du feu. βαφτισιμιός, -ιά n. filleul. βάφλα [váfla] n. f. gaufre θ. βάφω [váfo] v. tr. (8). peindre. / teindre. / cirer. // (fig.) τα βάφω μαύρα, broyer du noir. βάφομαι se farder, se maquiller. βαφή n. f. (του σαλονιού) peinture θ. / teinture θ. βάψιμο n. nt. peinture. / teinture. / maquillage αρ. βαφέας n. m. peintre αρ. / carrossier αρ. βγάζω [vγázo] [έβγαλα, βγάλθηκα, βγαλμένος] v. tr. (τα παπούτσια) enlever, ôter, retirer, tirer. // dégager, (δόντι) extraire. - απ’το μυαλό μου, oublier. // (καρπούς) produire, faire. - φωτογραφία, faire une photo. // sortir, conduire, mener. - κπ απ’ τα ρούχα του, faire sortir qqn de ses gonds. // gagner, s’en sortir. - τα έξοδά μου, rentrer dans ses frais. τα - πέρα, je m’en sors. // élire. / terminer. / (βιβλίο) publier. / donner un nom, appeler. / se déboîter. / (τα γράμματα κάποιου) déchiffrer.


β

612

βγαίνω [vjéno] [βγήκα, βγαλμένος] v. intr. (από το σπίτι, από τη φυλακή) sortir (de). // sortir, enlever. - απ’τα ρούχα μου, sortir de ses gonds. - από τη μέση, éliminer. // (στο παράθυρο, στην εφημερίδα ) sortir, apparaître, se présenter. (υποκ. : το άστρο) se lever. / se révéler, se réaliser. // (υποκ. : το φυτό) sortir, pousser, éclore. // entrer dans ou sortir de la vie active. Βγήκε στη δουλειά. Il a commencé à travailler. - στη σύνταξη, prendre sa retraite. // mener, conduire, déboucher (d’une rue). / venir, provenir, sortir. / élire. / déteindre. βδέλλα [vδéla] n. f. (pr. et fig.) sangsue θ. βδομάδα V. εφτά. βέβαιος, -η, -ο [véveos] adj. (είμαι) certain, sûr. βέβαια et βεβαίως adv. certainement, bien entendu, bien sûr. βεβαιότητα n. f. certitude θ. βεβαιώνω [βεβαίωσα, βεβαιώθηκα, βεβαιωμένος] v. tr. constater, attester. / affirmer, confirmer, certifier. βεβαίωση n. f. confirmation θ. / certificat αρ. attestation θ. βέβηλος, -η, -ο [vévilos] adj. sacrilège. βεβηλώνω v. tr. (3). profaner, violer. βεβήλωση n. f. profanation θ. βεγγέρα [vengéra] n. f. soirée, veillée θ. βεδουίνος, -α [veδuínos, -a] n. bédouin. βελάδα [veláδa] n. f. habit (de cérémonie) αρ. queue-de-pie θ. βελάζω [velázo] v. intr. (5). bêler. βέλασμα n. nt. bêlement αρ. Βέλγιο [véljio] n. nt. Belgique θ. Βέλγος, -ίδα n. Belge. βελγικός, -ή, -ό adj. belge. βεληνεκές V. βέλος. βέλο [vélo] n. nt. voile αρ. βελόνα [velóna] n. f. (ραψίματος, πλεξίματος) aiguille θ. βελονάκι n. nt. crochet αρ. βελόνι n. nt. aiguille. βελονιά n. f. point αρ. βελονιάζω [βελόνιασα, βελονιασμένος] v. tr. enfiler du fil. / se piquer (avec une aiguille). βελονισμός n. m. acupuncture θ. βέλος [vélos] n. nt. (pr. et fig.) flèche θ. βελοθήκη n. f. carquois αρ. βεληνεκές n. nt. (πυροβόλου) portée θ. βελούδο [velúδo] n. nt. velours αρ. βελουδένιος, -α, -ο et βελούδινος, -η, -ο adj. de velours. / (δέρμα) velouté. βελτιώνω [veltióno] v. tr. (3). améliorer. / νέα έκδοση βελτιωμένη, nouvelle édition revue et augmentée. βελτίωση n. f. amélioration θ. βενζίνη [venzíni] et βενζίνα [venzína] n. f. essence θ. βενζινάδικο n. nt. poste à essence αρ. station-service θ. βενζινάκατος n. f. bateau à moteur αρ. βενζινάς n. m. pompiste αρ. βεντάλια [vendália] et βεντάγια [vendája] n. f. éventail αρ. 1. βεντέτα [vendéta] n. f. (κινηματογράφου) vedette, star θ.


1041

23 guérir

Ind. prés.

je guéris ns guérissons Imparf. je guérissais P. simple je guéris F. simple je guérirai P. comp. j'ai guéri Cond. prés. je guérirais Subj. prés. que je guérisse Impératif guéris Part. prés. guérissant

25 se guérir Ind. prés.

je me guéris ns ns guérissons Imparf. je me guérissais P. simple je me guéris F. simple je me guérirai P. comp. je me suis guéri Cond. prés. je me guérirais Subj. prés. que je me guérisse Impératif guéris-toi Part. prés. se guérissant

TABLEAUX DE CONJUGAISON

24 être guéri Ind. prés.

Imparf. P. simple F. simple P. comp. Cond. prés. Subj. prés. Impératif Part. prés.

26 haïr

Ind. prés. Imparf. P. simple F. simple P. comp. Cond. prés. Subj. prés.

je hais ns haïssons je haïssais je haïs je haïrai j'ai haï je haïrais que je haïsse

Impératif Part. prés.

hais haïssant

27 aller

28 envoyer

Ind. prés.

Ind. prés.

je vais ns allons Imparf. j'allais P. simple j'allai F. simple j'irai P. comp. je suis allé Cond. prés. j'irais Subj. prés. que j'aille Impératif va Part. prés. allant

je suis guéri ns sommes guéris jétais guéri je fus guéri je serai guéri j'ai été guéri je serais guéri que je sois guéri sois guéri étant guéri

Imparf. P. simple F. simple P. comp. Cond. prés. Subj. prés. Impératif Part. prés.

j'envoie ns envoyons j'envoyais j'envoyai j'enverrai j'ai envoyé j'enverrais que j'envoie envoie envoyant



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.