Λύτρα για ένα Ρόδο \
Howard M. Fast
toufas.blogspot.com
Λύτρα για ένα Ρόδο του Χάουαρντ Μέλβιν Φαστ
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Romance”, στο τεύχος Αυγούστου - Σεπτεμβρίου 1939
Μετάφραση: Ζάχος Σούφας
Ένας Ισπανός Ντον δίνει -όχι και τόσο πρόθυμα- την κόρη του σ’ έναν πνευματώδη Εγγλέζο Πειρατή.
toufas.blogspot.com [2]
I.
ΕΙΦΑΝ ΔΕΕΙ για το βράδυ στο λιμανάκι του εν Ντενίς, μια μικρή πολιτεία σ’ ένα νησάκι που τ’ όνομά του είχε εδώ και χρόνια ξεχαστεί, για να φορτώσουν νερό και φρέσκα λεμόνια για το σκορβούτο. Σο εν Ντενίς ήταν των Γάλλων, με μισή κατοστάδα στρατιώτες για φρουρά. Και, παρόλο που μπήκαν στο λιμάνι κυματίζοντας επιδεικτικά τους Λέοντες της Αγγλίας, ο κάπτεν Κρίστοφερ δεν άφησε τους άντρες του να πατήσουν στη στεριά. Αυτός και ο Ύπαρχός του, άντρες ωραίοι και με αρχοντική εμφάνιση, στολίστηκαν με φίνες δαντέλες και βελούδα και τράβηξαν να χαρούν τις απολαύσεις που θα τους παρείχε η πόλη. Πότε πότε, ο κάπτεν Κιτ έσκυβε για να μυρίσει ένα λουλούδι που στόλιζε το στήθος του, και χαμογελούσε πλατιά. Ο Κρίστοφερ Κέντσαϊρ ήταν τζέντλεμαν, τυχοδιώκτης και ικανός ναυτικός. Παρόλο που δεν κέρδιζε τα προς το ζην με τρόπο απόλυτα... ηθικό, όπως θα ισχυρίζονταν ενδεχομένως ορισμένοι, δεν ταξίδευε ποτέ χωρίς να φέρει την ένδοξη παντιέρα της Αγγλίας. Αυτή η παντιέρα ήταν γι’ αυτόν η μεγαλύτερη απόδειξη της ακεραιότητάς του και η σθεναρότερή του άμυνα απέναντι στους επικριτές του. «Για τη Βασίλισσα!», συνήθιζε να λέει, αδιαφορώντας για το ότι η μοναδική φορά που η Βασίλισσα ασχολήθηκε με την πάρτη του ήταν όταν έβαλε τη σφραγίδα της στην αξίας 500 λιρών επικήρυξη για το κεφάλι του. Παρόλαυτά, όμως, ούτε μια φορά δεν ύψωσε την μαύρη πειρατική σημαία με τη νεκροκεφαλή και τα χιαστί κόκκαλα, ούτε επιτέθηκε ποτέ σε εγγλέζικο πλοίο. Ούτε βέβαια σκότωσε με μανία κόσμο όταν έκανε ρεσάλτο σε κανένα γαλλικό πλοίο. Ούτε πέρασε από λεπίδι γυναικόπαιδα, όταν έπεφταν στα χέρια του σπανιόλικες γαλέρες. Ενδεχομένως κάποιος απαιτητικός να μην τα αναγνώριζε όλα αυτά σαν αρετές του καπετάνιου. Όμως, ο κάπτεν Κιτ, όντας εν πλήρη γνώση των ανελέητων πρακτικών των άγγλων συναδέλφων του, προτιμούσε να θεωρεί τον εαυτό του λιγότερο πειρατή και περισσότερο θαλασσοπόρο, εκπρόσωπο των συμφερόντων της Αγγλίας.
[3]
Είχε στις διαταγές του δύο πλοία. Πανέμορφα, βαμμένα σε μια λαμπερή απόχρωση του κόκκινου, στολισμένα με δυο σειρές αστραφτερά κανόνια. Ο Ύπαρχος και ταυτόχρονα σύντροφός του σε όλες του τις δραστηριότητες ήταν ο Γουίλιαμ έβερις. Ο έβερις ήταν σωματώδης -ενώ ο Κιτ λιανός- και αποκρουστικά σκούρος ενώ ο Κιτ ήταν χτυπητά ανοιχτόχρωμος. Σα μαλλιά του ήσαν αραιά και ίσα, τα μάτια του διαπεραστικά και κοντά το ένα με το άλλο, το στόμα του σφιχτό, κρυμμένο πίσω από μια πλούσια σκούρα μελαχρινή γενειάδα. Ο Κιτ ήταν σαν αγόρι, παρά τα τριάντα τόσα του χρόνια, και παρόλο που ζούσε από τον Ισπανικό και το Γαλλικό χρυσό, δεν υπήρξε ποτέ κλέφτης. Σα γαλάζια μάτια του πετούσαν φλόγες, όχι σπιθίτσες. Ο έβερις ήταν το ακριβώς αντίθετό του από κάθε άποψη. Αυτοί οι δυο ισορροπούσαν. Ο έβερις αντιστάθμιζε την πληθωρικότητα και την ευγένεια του Κιτ, ενώ αυτός προσπαθούσε να δώσει χρώμα στον σκυθρωπό και άσπλαχνο σύντροφό του. Ένα πανίσχυρο και επιτυχημένο ζευγάρι πειρατών, που είχαν υπό τις διαταγές τους το πιο πειθαρχημένο και λιγότερο ατίθασο πλήρωμα σ’ ολάκερη την Καραϊβική. Κανείς δεν ξέρει για πόσο καιρό ακόμα θα γέμιζαν τα αμπάρια τους με ισπανικό χρυσάφι, αν ο κάπτεν Κιτ δεν υπερεμπιστευόταν τον άνθρωπό του, το έβερις.
[4]
II.
ΣΟ ΠΑΝΔΟΦΕΙΟ, πάνω από τα γεμάτα μυρωδάτο κρασί κύπελλα, ο Κάπτεν Κιτ ανακοίνωσε με πάσα επισημότητα το νέο του σχέδιο. Ζεσταμένος από τη θέρμη του αλκοόλ, ανέλυσε με ενθουσιασμό τις σκέψεις του με τους πιο έντονους και πομπώδεις όρους. «Παλιόφιλε Γουίλι» φώναξε, κοκκινισμένος από τη ζέστη της αίθουσας, «στα πιο σκοτεινά μέρη του μυαλού μου αργοσαλεύει ένα σχέδιο. Ένα σχέδιο που, παρά τη σοφία και την απέραντη εμπειρία σου, δεν έχεις δει ποτέ τίποτα παρόμοιό του. Άκου με προσεχτικά, και πες μου τη γνώμη σου. Αν το καταφέρουμε, τέρμα πια τα καραούλια για πανιόλικα καραβάκια! Θα ζούμε σα βασιλιάδες στην Αγία μας Αγγλία». Έκανε μια παύση, για να αδειάσει την κούπα του, και ο έβερις, με τα μάτια του να λάμπουν από ενδιαφέρον, έσκυψε προς τα μπροστά, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και ακούμπησε το μακρύ του σαγόνι στα χέρια του. Ο Κιτ έβαλε τα γέλια. «Γουίλι, την νιώθεις και συ αυτή την μυρωδιά του χρυσού, που ταξιδεύει στον αέρα, έτσι; Σο βλέπω, έτσι όπως είσαι έτοιμος να ακούσεις το σχέδιο μου! Σσιτωμένος, σα κυνηγόσκυλο, έτσι, φίλε μου; Παράτα αυτό το συνοφρυωμένο σου βλέμμα και άκου με προσεχτικά. Σι θα έλεγες να πιάναμε αιχμάλωτη μια πόλη ολάκερη για λύτρα;» Έφερε μια ακόμα φορά τη μύτη του κοντά στο λουλούδι που στόλιζε το στήθος του και το μύρισε με πάθος. Σο πρόσωπο του έβερις σκοτείνιασε, και κούνησε με ανυπομονησία το χέρι του. «Αν έχεις κάποιο σχέδιο στο μυαλό σου, πες το γρήγορα Κιτ. Έχεις αρχίσει να μου τη δίνεις στα νεύρα.» Ο Κιτ είπε: «Σι ξέρεις για το αν Λουβέλε;» [5]
«Σο αν Λουβέλε!». Ο έβερις έβαλε τα γέλια και κούνησε το κεφάλι του. «κοπεύεις να καταλάβεις την πιο καλά φυλασσόμενη πόλη των νησιών; Ούτε στα όνειρά σου! Είναι σχεδόν απόρθητη!» «Απόρθητη, όντως, Γουίλι. Και γι’ αυτό και γεμάτη ως απάνω με χρυσάφι. Μόνο ένας χαζός θα προσπαθούσε να την καταλάβει. Αχ, αυτό το λιμάνι με τη στενή τη μπούκα. Με τα είκοσι γερά κανόνια να το ελέγχουν… Όμως εγώ μιλάω για λύτρα, άνθρωπέ μου, για λύτρα.» «Δεν μπορώ να σε καταλάβω, Κιτ», είπε ο έβερις, κουνώντας το κεφάλι του. «Σι κι αν δεν μπορούσε κανένας να μπει ή να βγει από αυτό το απόρθητο λιμάνι με τη στενή τη μπούκα;» ρώτησε ο Κιτ. «Σι θα γινόταν τότε;» Ο έβερις κοίταξε έντονα τον Κιτ. Σα μάτια του έλαμψαν έντονα, παραμορφώνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Έριξε τη σφιγμένη του γροθιά με δύναμη στο τραπέζι και χτύπησε τις σανίδες με τόση δύναμη, που τα πιάτα χοροπήδησαν ψηλά. Ένα ψηλό κύπελλο αναποδογύρισε, στέλνοντας ένα μανιασμένο πορφυρό κύμα να μουσκέψει το άσπρο ύφασμα του μανικιού του. «Σι άλλο θα σκεφτείς;» φώναξε. «Ήμαρτον Κιτ! Και πόσο… κοστολογείς αυτήν την πόλη;» Ο Κάπτεν Κρίστοφερ σούφρωσε τα χείλια του και ξαναγέμισε την κούπα του. «Θα την κοστολογούσα γύρω στις 100.000 αγγλικές λίρες, σε χρυσό. Πάνω κάτω.» Ο έβερις άφησε την ανάσα του να βγει από το στόμα στην μορφή ενός μακρόσυρτου σφυρίγματος και βυθίστηκε στην καρέκλα του. «Μια περιουσία, Κιτ», ψιθύρισε, ενώ η φιλική ζεστασιά του δωματίου είχε γίνει ξαφνικά πολύ εχθρική, κάνοντάς τον πολύ επιφυλακτικό. «Μια περιουσία, στα χέρια μας». Ο Κιτ ψιθύρισε κι αυτός, σκύβοντας προς το μέρος του ύπαρχού του: «Ναι, μια περιουσία. Όμως, όχι ακόμα στα χέρια μας, Γουίλι. Είναι πολύ λεπτή δουλίτσα και δεν υπάρχει περιθώριο για χοντροκοπιές. Όλο το σχέδιο θα χρειαστεί πολύ χρόνο και ακόμη περισσότερη υπομονή. Δεν πρέπει να θολώσει ούτε στιγμή το μυαλό μας». Άδειασε για μια ακόμα φορά το ποτήρι του στο στόμα του, και το σήκωσε –άδειο- προς το φως. «Εξαιρετικό κρασί, ε; [6]
Και βρίσκεται εδώ πέρα, που οι Άγγλοι δεν μπορούν ούτε καν να περπατήσουν δίπλα στους Γάλλους». Έπιασε τη μπουκάλα και γέμισε ξανά την κούπα του με το ζεστό, μυρωδάτο κατακόκκινο υγρό. υνέχισαν για πολλή ώρα ακόμα την κουβέντα τους, πίνοντας το κρασί τους. Ανέλυσαν το σχέδιο στην παραμικρή του λεπτομέρεια, για τόση ώρα, που όταν πια τελειώσαν, η αίθουσα του πανδοχείου είχε αδειάσει. Ο Κάπτεν Κιτ βύθισε το κεφάλι του στα χέρια του, πάνω στο τραπέζι και άρχισε να λαγοκοιμάται, ενώ ο έβερις έψαχνε τον κάπελα για να πληρώσει το λογαριασμό. Όταν επέστρεψε στο τραπέζι, ο Κιτ ήδη κοιμόταν, φυσώντας και ξεφυσώντας σαν κάποιον που –άμαθος στο πιοτό- είχε πιει παραπάνω απ’ όσο άντεχε το κεφάλι του. Ο έβερις του έριξε μια ματιά, με μια αναλαμπή να φωτίζει τα σκούρα του μάτια. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε δειλά στο πρόσωπό του, και κούνησε το κεφάλι του, σαν να επικροτούσε μια σκέψη που πέρασε από το μυαλό του. Σότε άρπαξε απότομα τον Κιτ από τους ώμους και τον σήκωσε για να σταθεί στα πόδια του. «Έλα, φίλε μου», είπε. «Δεν μπορείς να κοιμηθείς εδώ πέρα. Έχουμε ήδη κάτσει σ’ αυτήν την πόλη πολύ περισσότερο απ’ όσο έπρεπε. Σο ξέχασες ότι πρέπει να σηκώσουμε άγκυρα απόψε;» Ο Κιτ χασμουρήθηκε, περνώντας το χέρι του πάνω από τους ώμους του έβερις. «Κουβάλησέ με, Γουίλι», μουρμούρισε. «Σο κεφάλι μου κουδουνίζει και φοβάμαι ότι δεν μπορώ να κάνω ούτε βήμα μονάχος μου. Σράβα με στο πλοίο, και σήκω την άγκυρα λίγο πριν σ’κωθεί το φεγγάρι». Ο έβερις, κουνώντας το κεφάλι του, επανέλαβε: «Πριν σ’κωθεί το φεγγάρι». Έκαναν κάμποσα βήματα, πριν ο Κάπτεν Κιτ τον κοιτάξει με απορία και του πει: «Μα, πάμε σε λάθος κατεύθυνση, Γουίλι. Η θάλασσα είναι πίσω μας». «Ναι», συμφώνησε ο έβερις. «Σο νερό είναι πίσω μας». Και χτύπησε τον Κιτ απότομα, με τη λαβή του γιαταγανιού του. Και μετά, σκοτάδι...
[7]
Ο Κιτ ανέκτησε τις αισθήσεις του ενώ ο ήλιος ανηφόριζε στον ουρανό, λίγο μετά την αυγή. Ένιωθε το κεφάλι του να πονάει αμυδρά, χωρίς όμως να μπορεί να ξεχωρίσει αν ο πόνος οφειλόταν στο κρασί ή στο χτύπημα από το γιαταγάνι. Με κόπο και με πόνο σηκώθηκε στα πόδια του και κατηφόρισε προς τη μεριά του λιμανιού. το νερό έστεκαν περήφανα αρκετά πλοία, και στο γκρίζο φως της αυγής τα κατάρτια και οι κεραίες των ιστών τους έκαναν το τοπίο να μοιάζει με δάσος πυκνό στο καταχείμωνο. Τπήρχαν πάρα πολλά πλοία δεμένα στο λιμάνι, τα δυο κόκκινα γαλιόνια, όμως, έλειπαν -και μαζί τους και ο έβερις. Ο κάπτεν Κιτ έψαξε με το βλέμμα του τον υδάτινο ορίζοντα και μέσα του έδωσε έναν διπλό όρκο: Ότι θα έπαιρνε λύτρα για το αν Λουβέλε και ότι θα σκότωνε τον Γουίλιαμ έβερις.
[8]
III.
ΕΝΑ ΧΗΛΟ και λιανός Εγγλέζος, ξανθός, με μουστάκι και γενειάδα, περπατούσε στον κεντρικό δρόμο του αν Λουβέλε. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, σύμφωνα με τα τελευταία προστάγματα της γαλλικής μόδας, τυλιγμένος από τον λαιμό μέχρι το γόνατο με ταλαιπωρημένο βελούδο. Σο γιαταγάνι που κρεμόταν στον ώμο του ήταν παντελώς αταίριαστο με την υπόλοιπη εμφάνισή του, ενώ το χωρίς καπέλο κεφάλι του επέπλεε μέσα σε έναν πλατύ γιακά από χρυσαφί μετάξι, που κυμάτιζε στους ώμους του άταχτα. Σο όλο σύνολο ήταν τόσο χτυπητό, που δεν υπήρχε ούτε ένας περαστικός που να μην τον ακολουθήσει με το βλέμμα του, με βλέμμα γεμάτο θαυμασμό και εντύπωση. Βέβαια, το βλέμμα των περαστικών ήταν ικανό να το μαγνητίσει και μόνο του το λουλούδι που στόλιζε το στήθος του άντρα εκείνου. Παρόλο που βημάτιζε σταθερά, με το βλέμμα του ευθεία μπροστά του, ο Μάστερ Κιτ έμοιαζε σαν να μην έχει κάποιο σαφή προορισμό. Περπατώντας από τον ένα δρόμο στον άλλο, γύρισε ολόκληρη την πόλη. ε έναν μικρό παράδρομο έπεσε πάνω σε μια μικροσκοπική φιγούρα, την οποία δεν είχε διακρίνει με την -κατά τ’ άλλα- εξεταστική του ματιά. Ζήτησε συγγνώμη σε άψογα ισπανικά και ήταν έτοιμος να συνεχίσει το δρόμο του. Όμως τότε πρόσεξε ένα ζευγάρι μάτια βαθιά και πανέμορφα και βιολετί. Σα πιο όμορφα μάτια που είχε αντικρίσει ποτέ του. Έμεινε ασάλευτος, με το βλέμμα του καρφωμένο σ’ εκείνα τα μάτια, αδιαφορώντας για το πόσο ηλίθιος ενδεχομένως έδειχνε. Σο κορίτσι, ξαφνιασμένο και εντυπωσιασμένο και εκείνο, μαγνητίστηκε από την ξανθιά γενειάδα και τα γαλάζια μάτια του. Έτσι, λοιπόν, ο Κρίστοφερ Κέντσαϊρ γνώρισε την Μαντόνα Ντεβιέ, την οποία, χάριν της ομορφιάς της, όλοι την αποκαλούσαν Σο Ρόδο. «Μαντόνα» -το καπέλο του που τόσην ώρα κρατούσε στο χέρι, ξεσκόνισε σχεδόν το δρόμο- «πρέπει να πιστέψετε την αφόρητη θλίψη μου, που ας έσπρωξα. ας ζητώ ξανά ταπεινά συγγνώμη. Ψ, μην με παρεξηγήσετε [9]
Δεσποσύνη, μου φαίνεται ότι ας έχω στριμώξει στον τοίχο. Αν μου επιτρέπετε...» Ο καπετάνιος δεν μπορούσε να εξηγήσει τι του συνέβαινε καθώς κοιτούσε εκείνο το πανέμορφο πρόσωπο. Έπρεπε με κάποιο τρόπο -με οποιονδήποτε τρόπο- να την καθυστερήσει. Δεν ήταν δυνατόν να περάσει έτσι απλά από τη ζωή του και να εξαφανιστεί. Έπρεπε με κάθε τρόπο να την κρατήσει εκεί πέρα. Κατενθουσιασμένος, νόμισε ότι διέκρινε μια παρόμοια ενστικτώδη αντίδραση και από μέρους της. Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα εμφανίστηκε στα γλυκά της μάγουλα. Ακόμα και το ανεπαίσθητο άνοιγμα των θερμών χειλιών της, του μαρτύρησαν ότι ένιωθε και εκείνη μια κάποια συναισθηματική έξαψη. «Είστε πολύ... πολύ ευγενικός, σενιόρ», ψιθύρισε δισταχτικά. Σον κάπτεν Κιτ τον κυρίεψε μια γλυκιά μέθη. Ποτέ ξανά δεν του είχε κάνει τόση εντύπωση μια γυναίκα, όσο αυτή η λεπτούλα μελαχρινή Ισπανίδα με τα τόσο εκφραστικά μάτια. Άρχισε να ψάχνεται για το λινό του μαντήλι, για να διώξει τη σκόνη του ασβεστωμένου τοίχου από τα ρούχα της. Αντί γι’ αυτό, τα δάχτυλά του ακούμπησαν τον ώμο της και... στεριώθηκαν εκεί πέρα, απαλά. Και, σε εκείνο ακριβώς το κλάσμα του δευτερολέπτου, τα μάτια τους συναντήθηκαν και δέθηκαν, σε μια ένωση που φάνηκε ότι θα κρατούσε για πάντα. Ο ήλιος βρισκόταν ήδη πολύ ψηλά και φώτιζε τα πάντα. Ο κάπτεν Κιτ το κατάλαβε, όπως και εκείνο το περήφανο και γοητευτικό πλάσμα. Όμως ο χρόνος, που προχωρούσε αδιάφορος όπως πάντα, δεν είχε καμιά σημασία γι’ αυτούς, από τη στιγμή που συναντήθηκαν τα νεανικά τους κορμιά και παρέμειναν το ένα κολλημένο πάνω στο άλλο. Φωρίς καν να το σκεφτεί, πέρα από κάθε λογική, ο κάπτεν Κιτ κρατούσε σφιχτά την Μαντόνα Ντεβιέ κολλημένη στο στήθος του. Όλα τα άλλα χάνονταν, βυθίζονταν σε μια γλυκιά και ευτυχισμένη λήθη. Όταν, επιτέλους, άρχισαν να προχωράνε, ήσαν πιασμένοι αγκαζέ και οι ματιές τους ήσαν βυθισμένες στα μυστηριώδη εκείνα και βαθιά πηγάδια των ματιών του αγαπημένου τους, όπως όλων των ερωτευμένων. Ο πρώτος που συνήλθε ήταν ο κάπτεν Κιτ. «Είναι ένα θαύμα», είπε.
[10]
Δεν μπόρεσε να καταλάβει τι του απάντησε η κοπέλα. Ο ψίθυρός της ήταν πολύ χαμηλός και στην μητρική της γλώσσα. Ο κάπτεν Κιτ επέστρεψε στην πραγματικότητα γρήγορα, όπως ακριβώς το συνήθιζε: Ανεπηρέαστος και με το κεφάλι πεντακάθαρο. Σο αξιαγάπητο εκείνο πλάσμα άρχισε να τραβιέται, ευγενικά, αλλά και με αποφασιστικότητα, από το σφιχτό εναγκαλισμό του, ανοίγοντας το δρόμο στην λογική για να μπει στο μυαλό του και να πάρει τη θέση της αχαλίνωτης φαντασίας του. «Πώς γίνεται να το εξηγήσουμε αυτό;» της ψιθύρισε, σχεδόν τρέμοντας. Σον κοίταξε αποφασιστικά στα μάτια. «Εγώ δεν βλέπω κανένα λόγο για να το εξηγήσω, σενιόρ. Εσείς γιατί το θέλετε αυτό;» Νιώθοντας να τον τυλίγει μια γλυκιά ζεστασιά, και με την αυτοπεποίθησή του στα ύψη, τώρα που ένιωθε ότι η ζωή του είχε αποκτήσει νόημα και περιεχόμενο, της είπε: «Μιλάω σταράτα, επειδή αυτή είναι η ώρα για σταράτες κουβέντες. Πρέπει να με παρουσιάσεις στον πατέρα σου.» Ήταν λες και τα λόγια του κλώτσησαν με δύναμη την καρδιά της. Διέκρινε στα μάτια της γυναίκας που ήξερε ότι ήταν η μια και μοναδική γι’ αυτόν μια αλλαγή. Η ανάσα της φάνηκε να κόβεται απότομα. Σο ασπράδι των ματιών της πλέον αντανακλούσε όχι αγάπη και έρωτα, αλλά ένα συναίσθημα καθόλου μα καθόλου ενθαρρυντικό. «τον πατέρα μου...» «Και βέβαια!», είπε έκπληκτος. «Πρέπει να μιλήσω με τον πατέρα σου. Πώς αλλιώς μπορούν να γίνουν τα πράγματα;» Έπρεπε να περάσουν μερικές στιγμές μέχρι να μπορέσουν μερικές λέξεις να βγουν από εκείνα τα τρεμάμενα χείλια. Και αυτές οι λέξεις δεν ήσαν αυτές καθαυτές τρομαχτικές, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ειπώθηκαν. «Δεν μπορείς να μιλήσεις με τον πατέρα μου.» «Ααα!» είπε ο κάπτεν Κιτ. «Και γιατί δεν μπορώ να μιλήσω με τον πατέρα αυτής που σημαίνει... τι σημαίνεις για μένα;» Η φωνή της απαλά, πάρα πολύ απαλά, πέταξε προς το μέρος του σαν κάτι χαμένα λευκά περιστέρια, που φτερουγίζουν αμήχανα μέσα σε μια πηχτή ομίχλη. [11]
«Ο πατέρας μου δεν συμπαθεί... τους Άγγλους. Αν ήξερε ο πατέρας μου, θα... θα σε σκότωνε...» Σην επόμενη ακριβώς στιγμή η όμορφη κοπέλα είχε χαθεί στην αγκαλιά του, κλαίγοντας πικρά. «ώπα, σώπα», της είπε γλυκά ο ατρόμητος Κρίστοφερ. «Αν δεν χαρεί όταν θα με συναντήσει, τόσο το χειρότερο για δαύτον. Εσένα, γλυκιά μου, εσένα, εγώ θα σε πάρω. Θα κάνω ό, τι είναι δυνατόν, ό, τι περνάει από το χέρι μου για να σε πάρω. Όμως, άσε με να σκεφτώ. Δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχει κάποιος τρόπος για να νικήσουμε το πείσμα του. Ακόμα και ένας καταραμένος Άγγλος, μπορεί να έρθει σε κάποια συμφωνία με έναν ισχυρογνώμονα Ισπανό Ντον, αρκεί να βρει το σωστό τον τρόπο.» Κι έτσι, στέκονταν εκεί, σφιχταγκαλιασμένοι, ενώ το μυαλό του κάπτεν Κιτ άρχισε να δουλεύει με μανία.
[12]
IV.
Ο ΦΟΤΑΝ ΥΙΕΔΟΛΑ ΝΣΕΒΙΕ, κυβερνήτης της Ισπανικής πολιτείας του αν Λουβέλε, στον οποίο η αυτού Μεγαλειότητα, ο Βασιλέας Υίλιππος, είχε εμπιστευθεί όλες τις εξουσίες του, ως αντιπρόσωπο του πανίσχυρου Βασιλείου της Ισπανίας, χρησιμοποιούσε σαν Κυβερνείο την έπαυλή του. Από εκεί ασχολιόταν με την διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων της επικράτειάς του με απόλυτη προσήλωση και επιμέλεια. Ο σενιόρ Ντεβιέ δεν περνούσε από κανέναν απαρατήρητος. Είχε κάτι από το μεγαλείο του Βράχου του Γιβραλτάρ, της φίγγας, των Πυραμίδων. Δεν ήταν μόνο το μέγεθος του Φουάν Ντεβιέ, αυτά τα σχεδόν 150 κιλά που στρίμωχνε στην πανίσχυρη κυβερνητική του καρέκλα, που σου τα έφερναν όλα αυτά στο μυαλό. Σο πρόσωπό του ήταν απολύτως κενό, σαν το κενό βλέμμα της φίγγας, ενώ το τσιτωμένο και γυαλιστερό του δέρμα σου θύμιζε μια καλογυαλισμένη πέτρα. Σα μικρά και σκούρα μάτια του όμως, έτσι όπως κρύβονταν σε δυο βαθιές κόγχες, τον εξιλέωναν. τριφογύριζαν γρήγορα, με μια σπιρτάδα που σε έκανε να τον αγαπήσεις, παρά το θηριώδες του μέγεθος. Όμως τώρα, καθώς μελετούσε βλοσυρός ένα φύλλο χαρτί που κρατούσε στα χέρια του, το συνήθως λείο μέτωπό του ήταν γεμάτο ακατάστατες ζάρες. Δίχως να σηκώσει το βλέμμα του από το χαρτί, απευθύνθηκε σ’ αυτόν που στεκόταν προσοχή απέναντί του. «Πέρεζ, πότε το βρήκες αυτό;» Ο άντρας έσκυψε και άπλωσε τα χέρια του. «Νωρίς το πρωί, σενιόρ. Καρφωμένο στην κεντρική πόρτα.» «Ξέρεις αγγλικά, Πέρεζ;» «Ούτε μια λέξη, σενιόρ.» «Σότε, γιατί δεν έδωσες αυτό το ακαταλαβίστικο σε σένα μήνυμα στον γραμματέα μου;» [13]
«Μα, του το ‘δωσα και αυτός το έστειλε σε Εσάς.» «Αργκ....». Ο Φουάν Ντεβιέ έσφιξε τη γροθιά του και τσαλάκωσε με λύσσα το χαρτί. «Λύτρα!» φώναξε. «Εκατό χιλιάδες αγγλικές λίρες! Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για μια κακόγουστη φάρσα! Για μια απερισκεψία κάποιου αγαθιάρη! Όχι, δεν πρόκειται να το ανεχθώ! Και, άκου εδώ, Πέρεζ! Πες στο γραμματέα μου να ξυπνήσει και να πάψει να είναι τόσο εύπιστος, γιατί αλλιώς δεν τον βλέπω να μένει στη θέση του για πολύ! Υύγε τώρα!»
[14]
V.
ΣΙ ΔΤΟ Η ΨΡΑ το επόμενο απόγευμα, πολύ μακριά από την εμβέλεια των κανονιών του λιμανιού, αλλά σε τέτοια απόσταση που όλη η πόλη μπορούσε να βλέπει, ένα φορτηγό πλοίο, γεμάτο μέχρι απάνω με ασήμι, το οποίο είχε σαν προορισμό του την Ισπανία, στάλθηκε με συνοπτικές διαδικασίες στο βυθό, από δυο κόκκινες γαλέρες. Ο πολυβολισμός από τα κανόνια των δυο κόκκινων πλοίων ήταν άψογος, μιας και επιτέθηκαν στο σπανιόλικο πλοίο και από τις δυο μεριές, σφυροκοπώντας το από δεξιά κι αριστερά, χωρίς ποτέ να λαθέψουν και να χτυπήσουν το ένα το άλλο. Όταν σταμάτησα όλες οι κινήσεις στο κατάστρωμα και ό, τι βρισκόταν πάνω σε αυτό είχε γίνει πριονίδια και ξεφτίδια, οι ναύτες των κόκκινων πλοίων πήδηξαν πάνω στο φορτηγό και το απάλλαξαν από όλο του σχεδόν το φορτίο, πριν αυτό βρει το δρόμο του για το βυθό. το πλήθος που είχε μαζευτεί στην ακτή για να παρακολουθήσει την ναυμαχία, βρισκόταν και ένας ξανθός Άγγλος, που παρατηρούσε με προσοχή κάθε κίνηση των δυο πλοίων. Όταν η ναυμαχία τέλειωσε και οι πειρατές σήκωσαν πανιά για τα ανατολικά, κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά και ψιθύρισε: «Μα την πίστη μου, Γουίλι, πάντοτε ήσουν άφταστος στις μανούβρες και τον κανονιοβολισμό. Όμως δεν τα πας το ίδιο καλά όταν έχεις στο χέρι σου το γιαταγάνι. Δεν θα αργήσουμε να συναντηθούμε, Γουίλι...» Και ο κάπτεν Κιτ άρχισε να περπατά, σηκώνοντας με αποφασιστικότητα το κεφάλι του ψηλά.
[15]
VI.
Ο ΦΟΤΑΝ ΝΣΕΒΙΕ επανέλαβε, αργά. «Σο μήνυμα αυτό καρφώθηκε στην πόρτα μου από κάποιον από τους κατεργαραίους τους πειρατές. Και από τη στιγμή που εδώ, στο αν Λουβέλε βρίσκεται μόνο ένας Άγγλος, δεν υπάρχει τίποτα που να μας κάνει να αμφιβάλλουμε ότι το δικό του χέρι ήταν αυτό που κάρφωσε το χαρτί αυτό στην πόρτα μου.» Ο σενιόρ Γκόμεζ, ο γραμματέας, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι του. «Είναι πιθανόν», παραδέχτηκε, «αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι ο Άγγλος αυτός έφτασε στον τόπο μας τρεις μέρες πριν τις κόκκινες γαλέρες, και μάλιστα με Ισπανικό πλοίο. Γιατί να μην έγινε το εξής: κάποιος από τους πειρατές -που είθε να καούν εις το Πυρ το Εξώτερον- να αποβιβάστηκε στις ακτές μας με μια βάρκα; Όχι, κύριέ μου. Δεν έχουμε αρκετές αποδείξεις για να συλλάβουμε τον Άγγλο.» Ο σενιόρ Ντεβιέ έγινε ένα τι πιο κόκκινος και χτύπησε με οργή το τραπέζι με την τεράστια γροθιά του. «το διάολο οι αποδείξεις σου, Γκόμεζ», εξερράγη. «Μέσα σε μια ώρα απαιτώ να έχεις φέρει εδώ μπροστά μου τον Εγγλέζο. Με καταλαβαίνεις; Σρέχα!» Βέβαια, εκείνην ακριβώς τη στιγμή ο Κρίστοφερ Κέντσαϊρ απολάμβανε την ασφάλεια που του παρείχαν οι τέσσερις τοίχοι του κήπου του Φουάν Ντεβιέ, καθώς και την ντελικάτη μεσούλα της Μαντόνα Ντεβιέ. Επομένως, οι προσπάθειες των ανθρώπων του σενιόρ Γκόμεζ, που σάρωναν τους δρόμους και τις ταβέρνες του αν Λουβέλε, πήγαιναν στο βρόντο.
[16]
VII.
ΣΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, δυο πλοία ερχόμενα εξ Ισπανίας ίσα που μπόρεσαν να γλιτώσουν από τα κανόνια των πειρατών και απομακρύνθηκαν πανικόβλητα, μακριά από το αν Λουβέλε. Ο σενιόρ Ντεβιέ, βλέποντάς τα να χάνονται στον ορίζοντα, άρχισε να βρίζει και να καταριέται, θεούς και δαίμονες, μέχρι που το πρόσωπό του από βαθύ κόκκινο πήρε μια μαβιά απόχρωση. «Γκόμεζ!», φώναξε. «Πόσο καιρό θα κάνουν αυτά τα δυο πλοία να γυρίσουν με ένα στόλο;» «Αν είναι τυχεροί και πετύχουν τον Ναύαρχο στα Νησιά, θα τους πάρει δυο τρεις βδομάδες. Αν όχι...», ο γραμματέας σήκωσε τους ώμους του, με έναν τρόπο που τα έλεγε όλα, «μπορεί να τους πάρει και μήνες». «Είτε για βδομάδες, είτε για μήνες», φώναξε ο Ντεβιέ, «εμείς θα κρατήσουμε! Προτιμώ να δω όλη την πόλη να λιμοκτονεί, παρά να στείλω σε εκείνο το εγγλέζικο απόβρασμα έστω και μια ουγκιά ισπανικό χρυσάφι! Και, Γκόμεζ, μέχρι το σούρουπο να έχεις εκείνο τον Άγγλο σιδηροδέσμιο, αλλιώς αύριο θα έχω νέο γραμματέα.» Αυτή τη φορά η τύχη ήταν με το μέρος του σενιόρ Γκόμεζ: Δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από το Κυβερνείο, όταν ο κάπτεν Κιτ παραδόθηκε στα χέρια των αντρών του. Ο σενιόρ Γκόμεζ αναστέναξε ανακουφισμένος και σφούγγιξε το ιδρωμένο –όχι τόσο από τη ζέστη της Καραϊβικής, όσο από την αγωνίαμέτωπό του. «Υίλε μου», είπε στον ξανθό Άγγλο, «μου διέσωσες τη θέση μου σαν γραμματέα. Μια θέση η οποία με πληρώνει αρκετά ικανοποιητικά. Από τη στιγμή, λοιπόν, που σου οφείλω τόσα πολλά, θα προσπαθήσω να κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για χάρη σου! Να έχεις στο νου σου ότι ο σενιόρ Ντεβιέ μπορεί να έχει δύστροπο χαρακτήρα, αλλά κατά βάθος έχει καλή καρδιά. Προσπάθησε να μην του πηγαίνεις πολύ κόντρα.» [17]
Πήραν το δρόμο για την έπαυλη του Κυβερνήτη. Ο Κιτ, περπατώντας ανάμεσα στους δεσμοφύλακές του με άνεση και ανεμελιά, ανάμεσα σε κλεφτές ρουφηξιές της γλυκιάς μυρωδιάς του λουλουδιού που ήταν στερεωμένο στο στήθος του, έπιασε την κουβέντα με τον αξιαγάπητο σενιόρ Γκόμεζ. Δεν είχαν κάνει ούτε καν εκατό βήματα, και ο γραμματέας, καταγοητευμένος από τον χαρακτήρα του ψηλού Άγγλου, άρχισε να ζητάει χίλια συγγνώμη για την άβολη μεν, απαραίτητη δε κατάσταση που είχε επιβάλλει στον κρατούμενό του. «Υίλε μου», είπε ο σενιόρ Γκόμεζ καθώς έστριβαν σε έναν πλατύ διάδρομο, «είσαι ένας αξιολογότατος Άγγλος. ε διαβεβαιώνω ξανά ότι θα κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ για χάρη σου.» Ο Φουάν Ντεβιέ καθόταν βλοσυρός στο γραφείο του, και ο κάπτεν Κιτ, δείχνοντας ότι αναγνώριζε το μεγαλείο του ανθρώπου εκείνου απέναντί του, υποκλίθηκε με πάσα επισημότητα. Παρέμεινε στην πόρτα, ενώ Γκόμεζ πλησίασε τον Κυβερνήτη και του μίλησε χαμηλόφωνα. Ο Ντεβιέ του έγνεψε να κάνει στην άκρη και σήκωσε το τεράστιο δάχτυλό του προς το μέρος του Κιτ. «Εξήγησέ μου γιατί βρίσκεσαι στο αν Λουβέλε», τον διέταξε. Ο Κιτ σήκωσε τους ώμους του. «Από πότε οι Άγγλοι εξηγούμε τις ιδιοτροπίες μας; Είμαστε ένα έθνος ταξιδευτών, περιπλανώμενων. Επέλεξα να περιπλανηθώ στο αν Λουβέλε. Ποιος θα μπορούσε να μ’ εμποδίσει;» «Ποιος θα μπορούσε να σε εμποδίσει;» Ο σενιόρ Φουάν φούσκωσε από οργή και τα μάγουλά του έγιναν κατακόκκινα, λες και όλο το αίμα του σώματός του μαζεύτηκε εκεί πέρα. «Γκόμεζ!» βρυχήθηκε. «Πάρε αυτό το πράμα από τα μάτια μου! Ποιος θα τον εμπόδιζε;;; Και το λέει μετά απ’ ό, τι έγινε στην Αρμάδα! Όμως, Γκόμεζ, περίμενε. Θέλω να τον ρωτήσω κάτι ακόμα.» ηκώνοντας το ίδιο εξεταστικό του δάχτυλο, τον ρώτησε: «Είσαι ένας από αυτούς τους μαχαιροβγάλτες που βύθισαν το πλοίο μου χτες το απόγευμα; Και δεν θέλω τα εγγλέζικά σου κόλπα. Θα μου απαντήσεις με ένα ναι ή με ένα όχι.» Ο Κιτ, που όλη αυτήν την ώρα στεκόταν έχοντας ένα ελαφρύ μειδίαμα σχηματισμένο στο πρόσωπό του, συγκατένευσε. «Έχω την τιμή να ανήκω σε αυτό το πλήρωμα», ψιθύρισε. Ο Ντεβιέ φάνηκε ότι έφτασε στα όρια της αποπληξίας. «Σιμή;» ούρλιαξε. «Σο παραδέχεσαι, κανάγια! Και το αποκαλείς και τιμή! Εσύ είσαι τόσο τρελός ή [18]
είναι όλοι οι Άγγλοι σαν και του λόγου σου; Σο ξέρεις ότι αύριο ο λαιμός σου θα κρέμεται από την αγχόνη;» Ο κάπτεν Κιτ κούνησε το κεφάλι του. «Ούτε αύριο, ούτε ποτέ. Βλέπεις, πάντα είχα την πεποίθηση ότι θα πεθάνω τρυπημένος από κάποιο σπαθί». Έσκυψε το κεφάλι του και μύρισε στα κλεφτά το λουλούδι του. Ο Γκόμεζ όλη αυτήν την ώρα έκανε μανιασμένα νοήματα στον Κιτ για να αλλάξει ρότα, όμως, μπροστά σε αυτήν την απόλυτη αυτοπεποίθηση, ο Κυβερνήτης εγκατέλειψε. «Πάρ’ τον από μπροστά μου», έκανε ξεψυχισμένα στο γραμματέα του. Πάρ’ τον από μπροστά μου και ρίχ’ τον σ’ ένα μπουντρούμι. Θα τον ξαναδώ αύριο.» Ο Κιτ έσπρωξε τους φρουρούς του μακριά. «ενιόρ, θα ήταν καλύτερα να με ακούσετε τώρα, ιδιαιτέρως», του είπε ήρεμα. Σόση αυθάδεια ήταν δεν μπορούσε να την αντέξει η αξιοπρέπεια του Φουάν Ντεβιέ. «Γκόμεζ», τραύλισε, «άφησέ με μόνο με αυτό το... μ’ αυτό το πράμα». Και ο γραμματέας, διακρίνοντας τα μαύρα σύννεφα που κουβαλάν μέσα τους την άγρια καταιγίδα, έφυγε γρήγορα από το δωμάτιο, σπρώχνοντας μαζί του και τους φρουρούς. Όταν έμειναν μόνοι οι δυο τους, ο Ντεβιέ σηκώθηκε από την καρέκλα του και πλησίασε αργά αργά τον Άγγλο. ηκώνοντας προς το μέρος του τα τεράστια χέρια του, σαν να ήταν έτοιμος να τον συνθλίψει με ένα μόνο σφίξιμό του, του είπε: «Λοιπόν, λέγε γρήγορα ό, τι έχεις να μου πεις, πριν χάσω τον έλεγχό μου.» Ο Κιτ, με το κεφάλι ψηλά, χωρίς να κρύψει τίποτα, του εξήγησε ποιος ήταν, του περιέγραψε το περιστατικό στο πανδοχείο λίγες βραδιές πριν, και τελείωσε την αφήγησή του με αυτά τα λόγια: «Πλέον τα ξέρεις όλα. Αν επιμένεις, μπορείς να με κρεμάσεις αύριο στην κεντρική πλατεία, όπως ακριβώς μου υποσχέθηκες. Εγώ όμως θεωρώ ότι πιο σοφό εκ μέρους σου θα ήταν να ακολουθήσεις το σχέδιό μου.» «Και ποιο ακριβώς είναι το σχέδιό σου;» ρώτησε ο σενιόρ Φουάν, σχεδόν ήρεμος πλέον, αλλά βαθιά προβληματισμένος για το αν αυτός ο άντρας που στεκόταν μπροστά του, που μόλις του είχε αποκαλύψει το σχέδιο που είχε να [19]
κρατήσει όμηρο την πολιτεία του, ήταν ένας απλός ψεύτης ή ένας απλός ηλίθιος. «Αυτό», είπε ο Κιτ. «Δώσε μου τους καλύτερούς σου στρατιώτες και ένα καλό, σβέλτο πλοίο. Πριν δύσει ο ήλιος αύριο, θα έχω διώξει από την πόρτα σου όλη τη λυκοσυμμορία.» «Να σου δώσω τους καλύτερους άντρες μου κι ένα πλοίο! Για τι με πέρασες, σενιόρ; Για εντελώς ηλίθιο; Ακόμα κι αν ήμουν τόσο χαζός που να κάνω αυτό που μου είπες, εσύ, πιο πολύ από κάθε άλλον, θα έπρεπε να ξέρεις ότι εμείς οι Ισπανοί δεν έχουμε ταίρι στις κανονιομαχίες. Ειδικά αυτά τα σκουλήκια, δεν θα μπορούν να μας αντιμετωπίσουν με τίποτα!» «Δεν θα βαρέσει ούτε ένα κανόνι. Θα κάνουμε ρεσάλτο». «Θα κάνεις ρεσάλτο σε δυο πλοία; Είσαι τρελός, σενιόρ;» «Αν κατείχες το παραμικρό για την ναυτική τέχνη, θα ήξερες ότι με ένα καλό σχέδιο, μπορείς να κάνεις τα δύο πλοία να είναι πολύ πιο ακίνδυνα από ένα. Δώσε προσοχή σ’ αυτά που θα σου πω.» Για πάνω από μια ώρα, ο κάπτεν Κιτ εξηγούσε στο σενιόρ Φουάν Ντεβιέ το σχέδιο και τις μεθόδους του. Καθώς η απαλή και σίγουρη φωνή του Άγγλου ανέλυε κάθε πλευρά του σχεδίου, ο Κυβερνήτης, ακριβώς όπως και ο Γκόμεζ, ένιωθε να υπνωτίζεται από τον ξανθό ξένο, να υποτάσσεται στην γοητευτική του προσωπικότητα, και να αποκτά ακράδαντη πίστη στα λόγια του. Ώρες μετά, πάνω από ψηλά ποτήρια γεμάτα με γλυκό πορτό, έδωσαν τα χέρια. «Δεν πρόκειται να αποτύχω», είπε ο Κιτ χαμογελώντας. «Θα το δεις. Σο έχω ορκιστεί στον εαυτό μου.» Και ο θηριώδης Ισπανός είπε με την στεντόρεια φωνή του: «Απάλλαξέ με από αυτήν την κατάρα, σενιόρ, και ζήτα μου ό, τι θέλεις γι’ αντάλλαγμα!»
[20]
VIII.
Ο ΚΑΠΣΕΝ ΚΙΣ δεν είχε ποτέ του σε εκτίμηση τους Ισπανούς. Μάλλον ήταν προκατειλημμένος, γιατί από τότε που ο σερ Υράνσις με λίγα αγγλικά πλοία είχε σκορπίσει την πανίσχυρη Ισπανική Αρμάδα και έστειλε τα λάβαρα του Υιλίππου στον πάτο της θάλασσας, δεν υπήρχε Άγγλος που να εκτιμάει ιδιαίτερα τους καταντροπιασμένους πανιόλους. Όμως ο Κιτ είχε ακόμα πιο βάσιμους λόγους για να δικαιολογήσει την αντιπάθειά του. Ένα μεγάλο μέρος των… επαγγελματικών του δραστηριοτήτων –αν θα μπορούσαμε να τις αποκαλούσαμε έτσι- είχαν να κάνουν με ισπανικά πλοία. ε κανένα από αυτά τα πλοία δεν είχε συναντήσει ούτε έναν άντρα που να αξίζει να τρυπηθεί από το ατσάλι του σπαθιού του. Γι’ αυτόν, όπως και για όλους σχεδόν τους Άγγλους θαλασσόλυκους, οι Ισπανοί ήσαν ένας αμελητέος αντίπαλος. Σα κανόνια τους τους ήσαν αδιάφορα, ενώ στην μάχη εκ του συστάδην τα λεπτά τους σπαθάκια δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με τα αγγλικά γιαταγάνια και δόρατα. Έτσι, το επόμενο πρωί, όταν ο κάπτεν Κιτ επιθεώρησε τους εξήντα Ισπανούς στρατιώτες, όλοι τους με αστραφτερά κράνη και θώρακες, ένα μάλλον ειρωνικό χαμόγελο στόλιζε το πρόσωπό του. Κούνησε το κεφάλι του, σαν να σκέφτηκε κάτι πάρα πολύ σωστό. «Αξιολύπητοι. Απλά αξιολύπητοι.» μουρμούρισε. Ο σενιόρ Φουάν, του οποίου πλέον η διάθεση είχε αλλάξει και από κατηφής πλέον ήταν κατενθουσιασμένος, έδειξε στον Κιτ μια τεράστια γαλέρα, επιβλητική και βαριά, με έξι σειρές κανόνια. Όμως ο κάπτεν Κιτ -παρόλο που τα μάτια του έδειχναν ότι μέσα του ξερογλειφόταν γι’ αυτό το φίνο σκαρί, όντας λάτρης των καλών πλοίωνκούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
[21]
«Δώσε μου ένα πλοίο μακρύ, χαμηλό και σβέλτο. Ένα από αυτά τα εμπορικά. Δεν χρειάζομαι καθόλου κανόνια.» Ο σενιόρ Φουάν, παρόλο που διατηρούσε ισχυρές αμφιβολίες, ενέδωσε στις ορέξεις του κάπτεν Κιτ. Σου βρήκε ένα μακρύ πλοίο, χαμηλό στην πλώρη και ψηλό στην πρύμνη, με τρία λατίνια. Έσφιξε το χέρι του κάπτεν Κιτ και παρέμεινε στην αποβάθρα, αγχωμένος, καθώς το πλοίο έβγαινε στα ανοιχτά, με εξήντα ισπανούς στρατιώτες στριμωγμένους στο κουφάρι του. Ση στιγμή που το πλοίο έβγαινε έξω από την ακτίνα των κανονιών που φύλασσαν την μπούκα του λιμανιού, μόνο τότε, ο κυβερνήτης συνειδητοποίησε το μέγεθος της απερισκεψίας του και το πόσο παράλογες ήσαν οι πράξεις του. «Γκόμεζ!» ούρλιαξε. «Γκόμεζ!» Ο Γραμματέας του απάντησε αμέσως, μιας και στεκόταν ακριβώς δίπλα του. «Γκόμεζ», του φώναξε, λούζοντάς τον με σάλια, «πιάστηκα κορόιδο, το ίδιο κι εσύ! Αυτός ο Εγγλέζος αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να ήταν κρεμασμένος από την πιο ψηλή μας αγχόνη! Αντί γι’ αυτό, πήγα και του έδωσα τους καλύτερούς μου άντρες κι ένα καλό πλοίο!». τρίβοντας, όμως, προς το μικρό καραβάκι, του οποίου τα λατίνια όλο και μίκραιναν, λάμποντας στον πρωινό ήλιο, το πρόσωπό του γέμισε ρυτίδες και το στόμα του πάγωσε σε ένα μοχθηρό χαμόγελο. «Γκόμεζ… Ένας άντρας… Αυτός ο Άγγλος…»
[22]
IX.
ΣΟ ΑΕΡΑΚΙ φυσούσε ευνοϊκά για τον Κιτ και πολύ σύντομα το πλοίο του έφτασε κοντά στις δυο κόκκινες γαλέρες. Αυτές, προφανώς προσέβλεπαν σε μια εύκολη και γρήγορη νίκη, επειδή έπλεαν μακριά η μια από την άλλη και τον πλησίαζαν αργά από τη μια και την άλλη του πλευρά, ακολουθώντας μια δύσκολη πορεία, κόντρα στον άνεμο. Ήταν προφανές ότι ήθελαν να τον βάλουν στην μέση και να τον σφυροκοπήσουν ανελέητα. Ο Κιτ χαμογέλασε, βλέποντας τον τρόπο που προετοιμαζόταν αυτή η αναμενόμενη από αυτόν μανούβρα των αντιπάλων του και μετά κούνησε το κεφάλι του, μάλλον θλιμμένος. «Γουίλι», μουρμούρισε, «το χέρι σου είναι αυτό που κουμαντάρει το τιμόνι. Αν δεν ήσουν τόσο κακός, τώρα θα ήμασταν μαζί. Όμως, σήμερα, θα πολεμήσουμε, Γουίλι.» Και τότε φώναξε στον πηδαλιούχο του: «τρίφ’ την απότομα! Σώρα!» Σο μικρό πλοίο άρχισε να στρίβει γρήγορα προς τ’ αριστερά, προβάλλοντας στους επερχόμενους Άγγλους την πλευρά του, με τα πανιά του να χτυπούν άτσαλα κόντρα στον άνεμο. Σο καραβόπανο διαμαρτυρήθηκε τρίζοντας έντονα, αλλά τελικά το καραβάκι πήρε πορεία μακριά από εκεί που κατευθύνονταν τα δυο πειρατικά σκάφη. Άρχισαν κι εκείνα να στρίβουν προς τα δεξιά τους, όμως πριν μπορέσουν οι πειρατές να στρίψουν τα τεράστια πανιά τους για να πιάσουν καλύτερα τον άνεμο,, το πιο μεγάλο από τα πειρατικά πλοία βρέθηκε ανάμεσα στο μικρότερο και στο πλοίο του Κιτ. Με την πορεία που είχε πάρει, το μεγάλο πειρατικό πλοίο άρχισε να πλησιάζει το ισπανικό, πλευρά με πλευρά. Σα αγγλικά κανόνια από την αριστερή μεριά του κόκκινου πειρατικού πλοίου έφτυσαν φωτιά και σίδερο, και τα βλήματά τους πέρασαν πάνω από την χαμηλή πλώρη του Ισπανικού πλοίου. Πριν προλάβουν να ξαναγεμίσουν για μια [23]
δεύτερη βολή, τα δυο πλοία βρέθηκαν δίπλα το ένα με το άλλο, οπότε έπιασαν δουλιά οι γάντζοι. Μόλις οι πειρατικοί γάντζοι άρχισαν να τραβούν το ισπανικό πλοίο για να το κολλήσουν στο δικό τους, εμφανίστηκαν από τα αμπάρια οι Ισπανοί στρατιώτες, με τον ήλιο να κάνει να αστράφτουν οι καλογυαλισμένοι θώρακές τους. Κρατώντας στα χέρια σπαθιά και δόρατα, πήδηξαν από το ένα πλοίο στο άλλο. Πρώτος όμως, είχε ήδη πηδήξει στο πειρατικό κάποιος άλλος. Αφότου έδωσε εκείνη την εντολή στον πηδαλιούχο του, ο κάπτεν Κιτ έτρεξε στην πλώρη και έμεινα σκυμμένος εκεί, πίσω από την κουπαστή, με το γιαταγάνι του στο χέρι. Ήταν απαραίτητο για να πετύχει το σχέδιό του, να είναι αυτός ο πρώτος που θα πηδούσε στο αντίπαλο πλοίο. Όταν τα δυο πλοία κόλλησαν το ένα στο άλλο, και πριν οι πειρατές πάρουν χαμπάρι τους αναδυόμενους από το αμπάρι Ισπανούς στρατιώτες, αυτός βρέθηκε πάνω στο πρώην πλοίο του και, κουνώντας απειλητικά δεξιά κι αριστερά το σπαθί του, φώναξε: «Μεριάστε! Κάντε άκρη να περάσει ο Καπετάνιος σας! τη μπάντα!» Παρά τον καπνό, που δεν είχε κατακαθίσει ακόμα από τις πρώτες κανονιές, και την έξαψή τους για την επερχόμενη μάχη, οι πειρατές αναγνώρισαν τα ξανθά του μαλλιά και τη βροντερή του φωνή και έκαναν πίσω, ξαφνιασμένοι και από την μανία του σπαθιού του. Ο Κιτ δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί τους, περνώντας ανάμεσά τους με τη σβελτάδα ενός ελαφιού. Έψαχνε τον έναν, που βρισκόταν πίσω και πάνω τους, εκείνη τη φιγούρα δίπλα στο τιμόνι. «Γουίλι!» φώναξε, «μην κρύβεσαι! Έλα μπροστά άνθρωπέ μου!» Πήδηξε σαν να είχε ελατήριο στη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω κατάστρωμα και έπεσε πάνω στον έβερις με τόση μανία, που ο άλλος κόλλησε στην κουπαστή. «τάσου!», φώναξε ο Κιτ. «Για να δούμε τη λεπίδα σου! Δεν θέλω να σε σφάξω έτσι, αμαχητί!» το κάτω κατάστρωμα, οι Άγγλοι και οι Ισπανοί ξιφομαχούσαν και παρέμεναν πολύ απασχολημένοι, οπότε οι δυο αρχηγοί είχαν το πάνω κατάστρωμα όλο για πάρτη τους. Μετά το πρώτο ξάφνιασμα, ο έβερις, παραμένοντας με την πλάτη στην κουπαστή, προσπάθησε να αμυνθεί, κουνώντας άτσαλα το σπαθί του, σκίζοντας τον αέρα. την φωνή του Κιτ ξεχώριζε το Θάνατο και, σαν ένας αρουραίος που τον έχουν στριμώξει στη γωνία, πάλευε μηχανικά, παραιτημένος από τη ζωή. Ο Κιτ γελούσε δυνατά αποκρούοντας τις [24]
απεγνωσμένες σπαθιές του πρώην υπάρχου του. Ο έβερις δεν είχε καμιά ελπίδα μπροστά του. Όταν συνειδητοποίησε το μάταιο των προσπαθειών του και είδε τον θάνατο να τον κοιτάζει στα μάτια, φώναξε δυνατά. «ταμάτα!» ούρλιαξε. «ταμάτα, Κιτ! Ήμασταν καλοί φίλοι, κάποτε!» «Γουίλι», είπε ο Κιτ, «γι’ αυτό που έκανες μόνο ένα πράγμα μπορεί να σε εξιλεώσει.» Με τη τελευταία λέξη, του διαπέρασε με το ξίφος του το στήθος, στο μέρος της καρδιάς. Καθώς το άψυχο κορμί του έβερις σωριαζόταν κάτω, ο Κιτ έσκυψε το κεφάλι του. «Γουίλι», ψιθύρισε, «πονάει αυτό που σου έκανα, αλλά ένας Θεός ξέρει πόσο πολύ σου άξιζε. Ελπίζω κάποια μέρα να με συγχωρέσεις, Γουίλι, και εγώ εσένα.» τάθηκε για μια στιγμή έτσι, σιωπηλός. Και μετά, διώχνοντας αυτές τις σκέψεις από το μυαλό του, πήδηξε στην κουπαστή και φώναξε με μια φωνή τόσο δυνατή, που ακούστηκε πάνω από τις κραυγές των αντρών που πάλευαν από κάτω του και τις κλαγγές των όπλων τους. «ταματήστε! Υτάνει!» Παρόλο που οι λέξεις που φώναξε ήσαν στ’ αγγλικά, τόσο οι πειρατές όσο και οι Ισπανοί χαμηλώσαν τα σπαθιά τους και έστριψαν τα βλέμματά τους προς το μέρος εκείνης της ψηλής και ματοβαμμένης φιγούρας. «Άντρες», φώναξε ο Κιτ, και πάλι στ’ αγγλικά, «πετάχτε από το κατάστρωμα αυτά τα σκουπίδια!» Οι πειρατές δίστασαν, παρόλο που ανυπομονούσαν να ξαναρχίσουν τη μάχη. Όμως ο Κιτ, αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, πήδηξε στο κάτω κατάστρωμα και πλησίασε απειλητικά τον πιο κοντινό του Ισπανό. Οι Ισπανοί ήσαν σχεδόν διπλάσιοι σε αριθμό από τους Άγγλους, όμως μπροστά στην προοπτική ενός νέου γύρου σφαγής, αλλά και στο θέαμα του άντρα εκείνου που μέχρι πριν λίγες στιγμές ήταν ο επικεφαλής τους, δείλιασαν και άρχισαν να πηδάνε πίσω στο πλοίο τους. Η δεύτερη κόκκινη γαλέρα όλη αυτήν την ώρα τους είχε πλησιάσει και οι ναύτες της είχαν αποβιβαστεί από την άλλη πλευρά του ισπανικού καραβιού. Ανάμεσα σε δυο πυρά, οι Ισπανοί έκριναν ότι κάθε αντίσταση θα ήταν μάταιη και πέταξαν τα όπλα τους. Με το ματωμένο σπαθί του στο χέρι, ο Κιτ στάθηκε απέναντι στους συγκεντρωμένους άντρες του. Σον κοιτούσαν απορημένοι, τόσο αυτόν, όσο και το σημείο εκείνο στο πάνω κατάστρωμα, που ο Γουίλι έβερις έπλεε σε μια τεράστια λίμνη αίματος.
[25]
X.
Ε ΟΛΟΤ ΕΚΕΙΝΟΤ που στέκονταν στην ακτή του αν Λουβέλε, τα πλοία δεν ήσαν παρά τρεις κουκίδες πάνω στην απέραντη επιφάνεια της θάλασσας. Ο ήχος του κανονιοβολισμού έφτασε αμυδρά στ’ αυτιά τους. Όσο όμως τα πλοία έρχονταν πιο κοντά στο άλλο, αυτοί οι κάθε άλλο παρά καθησυχαστικοί ήχοι χάθηκαν και πάνω από τα νερά απλώθηκε μια ύπουλη σιγή. ύντομα οι τρεις κουκίδες ενώθηκαν σε μία. Για περίπου μια ώρα παρέμεναν ενωμένες, κολλητά η μία στην άλλη. Οι συγγενείς των Ισπανών στρατιωτών περικύκλωσαν τον Κυβερνήτη, φωνάζοντας άγρια, απαιτώντας από αυτόν μα εξήγηση, γιατί είχε δώσει το μικρότερο πλοίο του λιμανιού σε έναν από εκείνους τους σιχαμένους τους Άγγλους. Ο σενιόρ Φουάν, που ένιωθε – ίσως για πρώτη φορά εδώ και πάρα πολλά χρόνια- ότι έχανε το κύρος και την τιμή του, στεκόταν μαζεμένος και παρέμενε σιωπηλός. Πέρασε μια ώρα. ιγά σιγά τα πλοία άρχισαν να γίνονται μεγαλύτερα, ενώ τα κιτρινωπά πανιά τους άρχισαν να ξεχωρίζουν στον ορίζοντα. Πρώτο πρώτο, κυματίζοντας περήφανα τα χρώματα της Αραγονίας, πήγαινε το μικρό ισπανικό σκάφος, με το κατάστρωμά του γεμάτο άντρες με αστραφτερούς θώρακες και κράνη. Μέσα από τη στενή μπούκα του λιμανιού του αν Λουβέλε, ανάμεσα από τα σιωπηρά κανόνια που έκαναν την πολιτεία εκείνη απόρθητη, περνούσαν τώρα τρία πλοία. Οι κάτοικοι του αν Λουβέλε άρχισαν να φωνάζουν ενθουσιασμένοι και να επευφημούν, ενώ γέμιζαν συγχαρητήρια και ειλικρινή ευχαριστώ τον ζαλισμένο κυβερνήτη. Αργά και μεγαλόπρεπα, τα τρία πλοία προχώρησαν στο κέντρο του λιμανιού, έριξαν άγκυρα και σταμάτησαν λίγα μέτρα μακριά από την πέτρινη προβλήτα. Και τότε, εντελώς ξαφνικά, το μέχρι τότε επευφημόν πλήθος άρχισε να ουρλιάζει: τα πρόσωπα κάτω από τα καλογυαλισμένα κράνη δεν ήταν Ισπανών, αλλά Άγγλων!
[26]
Ο σενιόρ Φουάν Ντεβιέ άρπαξε το γραμματέα του και του ψιθύρισε απελπισμένος: «Σέλειωσαν όλα, Γκόμεζ. Η πόλη είναι στο έλεος των κανονιών τους!» Οι σαράντα δύο επιζήσαντες Ισπανοί –οι άλλοι δεκαοχτώ είχαν σκοτωθεί στη μάχη- υπό τις απειλές των πειρατών πήδηξαν στη θάλασσα και με κόπο κολύμπησαν τα λίγα μέτρα που τους χώριζαν από την ακτή. Σαλαιπωρημένοι, μούσκεμα, χωρίς τίποτα πάνω τους να θυμίζει την εντυπωσιακή τους εμφάνιση εκείνο το πρωί, πλησίασαν ντροπιασμένοι τον κυβερνήτη και έχυσαν στα πόδια του την πονεμένη τους ιστορία. Σο στρογγυλό πρόσωπο του σενιόρ Φουάν έγινε ακόμα πιο σκούρο και μοβ, μέχρι που ακόμα και οι τραγικοί επιζήσαντες απομακρύνθηκαν για να γλιτώσουν την οργή του. «Γκόμεζ!» φώναξε, ψάχνοντας όπως πάντα τον γραμματέα του για να ξεσπάσει, «Όλα αυτά τα χρόνια, δεν έχω ξαναδεί τέτοια προδοσία! Όμως, Γκόμεζ, το αξίζαμε αυτό που πάθαμε. Φίλιες φορές θάνατος, παρά εμπιστοσύνη στους Εγγλέζους! Πού να την βρει την τιμή ένας κλέφτης; Μπα. Δεν υπάρχει τιμή στους κλέφτες». Ακριβώς τα ίδια πράγματα σκεφτόταν και ο κάπτεν Κρίστοφερ Κέντσαϊρ εκείνη τη στιγμή. Πέρασε μια ακόμα ώρα, μέσα στην οποία όλοι οι Ισπανοί κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους, περιμένοντας μια καταιγίδα από τον βομβαρδισμό των πειρατών ή κάποια επιδρομή τους στις ευγενικές τους κατοικίες. Οι δρόμοι της πόλης ήσαν παντελώς άδειοι. την ακτή δεν κυκλοφορούσε ψυχή. Σο κάστρο που επέβλεπε τη μπούκα του λιμανιού ήταν σε τέτοιο σημείο, που τα τρία πλοία που βρίσκονταν πλέον μέσα στο λιμάνι, τα προστάτευε μια λεπτή λωρίδα γης. Οι πειρατές στέκονταν μόνοι τους και θριαμβευτές στο λιμάνι. Σο μόνο πράγμα που τουλάχιστον καθησύχαζε τους Ισπανούς ήταν ότι τα τρία πλοία δεν θα μπορούσαν ποτέ να βγουν από το λιμάνι του αν Λουβέλε.
[27]
XI.
ΞΑΥΝΟΤ, μια βάρκα ρίχτηκε στη θάλασσα από το μεγαλύτερο από τα πειρατικά πλοία. Μέσα σ’ αυτήν βρισκόταν ο Κιτ, ντυμένος αρχοντικά, με μαύρο βελούδο, γαλλική δαντέλα και μεγάλες και μυτερές μπότες και με ένα μεγάλο καπέλο με φτερό στο χέρι του. Ση βάρκα αυτή την οδήγησαν στην ακτή τέσσερις άντρες, καλυμμένοι από Ισπανικό ατσάλι. Μόλις αυτός αποβιβάστηκε, οι άντρες του επέστρεψαν στο πλοίο. Ο Κιτ, με το ένα του γαντοφορεμένο χέρι να ξεκουράζεται στη λαβή ενός φίνου ισπανικού σπαθιού που κρεμόταν από τη ζώνη του, πήρε το δρόμο για την έπαυλη του Κυβερνήτη. Εμβρόντητοι υπηρέτες άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες, και χωρίς να κοιτά ούτε αριστερά ούτε δεξιά, ο Κιτ κατευθύνθηκε στο δωμάτιο εκείνο που ο σενιόρ Ντεβιέ βημάτιζε νευρικά και θυμωμένα. Ο Γκόμεζ, που στεκόταν ήσυχος σε μια γωνιά εκείνου του δωματίου, μόλις είδε το πρόσωπο του ξένου, σωριάστηκε σε μια καρέκλα. Ο Κυβερνήτης έμεινε κοκάλωσε και άρχισε να παίρνει το γνωστό μοβ του χρώμα. Έμοιαζε σα να είχε χάσει τη φωνή του. Σελικά σωριάστηκε κι αυτός στην κυβερνητική του καρέκλα. «Σα σέβη μου, σενιόρ», είπε ο Κιτ με τα καλύτερά του Ισπανικά. Ο σενιόρ Γκόμεζ ξαφνικά ανέκτησε τη φωνή του και ούρλιαξε: «Υρουρά!» Μόλις οι στρατιώτες του εμφανίστηκαν στην πόρτα του δωματίου, τους έγνεψε να φύγουν μακριά. «Έξω», τους διέταξε. «Κι εσύ, Γκόμεζ». Όταν έμειναν μόνοι οι δυο τους, ο Κυβερνήτης στάθηκε όρθιος και κούνησε απειλητικά τη γροθιά του μπροστά στο πρόσωπο του Άγγλου. «Αχρείε», φώναξε. «Εξηγήσου. Παρόλο που το ξέρω καλά ότι δεν πρέπει να σε πιστέψω, ό, τι κι αν μου πεις. Εξηγήσου, γιατί αλλιώς θα σε κρεμάσω, μπροστά στα μάτια των αντρών σου.» «Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ χαζό», είπε ο Κιτ, ρουφώντας μια πρέζα ταμπάκο από ένα φανταχτερό ασημένιο κουτάκι, που κάποτε βρισκόταν στην κατοχή [28]
ενός Ισπανού ευγενή. «Πολύ χαζό, μιας και η πόλη σου είναι κάτω απ’ τα κανόνια μου.» Ο Ντεβιέ ανατρίχιασε. «Αχρείε! Παλιοτόμαρο! Άτιμε κλέφτη!» «Ναι, σενιόρ», συμφώνησε ο Κιτ, «κλέφτης, αλλά όχι παντελώς άτιμος. ου υποσχέθηκα ότι θα έδιωχνα αυτούς τους πειρατές από την πόρτα σου. Σο έκανα. Δεν είναι λογικό να προτιμήσω τους δικούς μου άντρες από τους δικούς σου; Να κρατήσω τα πλοία μου άθικτα και το πλήρωμά μου σώο για να συνεχίσω να τα κυβερνώ; ενιόρ, η πολιορκία έληξε. Είσαι πλέον ελεύθερος να στέλνεις και να δέχεσαι πλοία στο λιμάνι σου. Αρκεί να μου δώσεις την ανταμοιβή μου.» Ο σενιόρ Φουάν κούνησε το κεφάλι του. Είχε γνωρίσει αρκετούς Άγγλους, όμως αυτός ήταν το κάτι άλλο. «Σι πάει να πει αυτό;» ρώτησε. «Ένα ακόμα από τα εγγλέζικα κόλπα σου; κότωσες δεκαοχτώ άντρες μου και μου το ανακοινώνεις χαμογελαστός. Σι είσαι, αλήθεια; Φαζός ή τρελός;» «Ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Απλά, κρατάω το λόγο μου. Όσο για τους άντρες σου, αυτοί σκοτώθηκαν πάνω στη μάχη, σε μια κανονική και έντιμη μάχη, με το σπαθί τους στο χέρι.» Ο Κυβερνήτης κάθισε ξανά στο γραφείο του και κοίταξε τον κάπτεν Κιτ στα γαλάζια του μάτια. «Και τα πλοία σου;» «Θα έχουν εξαφανιστεί πριν πέσει ο ήλιος». «Και τι με διαβεβαιώνει ότι δεν πρόκειται να ξαναδοκιμάσεις κάτι παρόμοιο;» «Ο λόγος ενός Άγγλου». «Μπα. Σι να μου πει ο λόγος σου; Σέλος πάντων, η ζυγαριά είναι ίσια, σενιόρ. Εσύ κρατάς τα πλοία σου, εγώ το εμπόριό μου. Υύγε, λοιπόν, και ευχαρίστησε το Θεό που σε αφήνω να φύγεις από μπροστά μου ζωντανός.»
[29]
XII.
ΦΑΜΟΓΕΛΨΝΣΑ, ο κάπτεν Κιτ δίπλωσε τα χέρια του. «Ξέχασες ένα πράγμα, σενιόρ. Εκείνο που μου είχε υποσχεθεί. Ενδεχομένως ήταν κάτι που είπες πάνω στη βιασύνη ή τον ενθουσιασμό σου. Ότι αν σου άνοιγα το λιμάνι, θα μου έδινες ό, τι σου ζητούσα. Σώρα, λοιπόν, σου ζητώ να κρατήσεις το λόγο σου, το λόγο ενός Ισπανού ευγενή.» Ο σενιόρ Φουάν γούρλωσε τα μάτια του και τραύλισε: «Σι θέλεις; Φρυσό; Κοσμήματα; Να, πάρε αυτό το δαχτυλίδι μου με αυτό το τεράστιο ζαφείρι. Αξίζει μια περιουσία. Πάρ’ το.» Ο Κιτ κούνησε αργά το κεφάλι του. Σα δάχτυλά του έψαξαν απαλά το λουλούδι στο στήθος του, που κατά τη διάρκεια της μάχης είχε σπάσει. Σο άρωμά του είχε χαθεί. Πλέον ήταν ένα ξεραμένο, ταλαιπωρημένο και άχρηστο αντικείμενο. «Δεν είμαι μισθοφόρος, σενιόρ, και δεν θέλω το ζαφείρι σου. Ακόμα κι αν άξιζε δυο περιουσίες. Σο μόνο που σου ζητώ είναι ένα ρόδο, για να το βάλω στη θέση αυτού που καταστράφηκε όσο μαχόμουν για τα συμφέροντά σου.» «Σι!» Ο Κυβερνήτης ανακάθισε, και έβαλε και τα δυο του χέρια στο γραφείο, σαν να το έσπρωχνε προς τα κάτω. Σο ήξερε καλά ότι οι Άγγλοι ήσαν κατά βάση τρελοί, και να, μπροστά του η καλύτερη απόδειξη γι’ αυτό. «αν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες μου, ζητώ ένα ρόδο», επανέλαβε ο παράξενος ξένος που στεκόταν εμπρός του. Ο Ντεβιέ τον πλησίασε και τον οδήγησε στην πόρτα που οδηγούσε στον κήπο του. Σην άνοιξε διάπλατα. Σο δωμάτιο γέμισε με έντονα, μαγικά και σπάνια αρώματα. Ο θηριώδης άντρας τέντωσε το χέρι του.
[30]
«Ιδού ο κήπος μου», είπε στον Κιτ. «Σράβα και πάρε ό, τι θέλεις. Ακόμα κι αν είχα μια τριανταφυλλιά από αυτές που φυτρώνουν μόνο στον Παράδεισο, θα σου την έδινα.» Ο κάπτεν Κιτ υποκλίθηκε. «Με την ευχή σου, τότε» είπε κατεβαίνοντας χοροπηδηχτά τα σκαλιά που οδηγούσαν στον κήπο. Ο Ντεβιέ έμεινε να τον κοιτάει, αποσβολωμένος. Ο Άγγλος σε λίγο χάθηκε πίσω από τις φυλλωσιές εκείνου του τεράστιου κήπου. Κάποια στιγμή, ο Ντεβιέ άκουσε παραξενεμένος κάτι μουρμουρητά. Ο Άγγλος μιλούσε με τα λουλούδια! Σότε όμως, εμφανίστηκαν μπροστά του ξαφνικά, πίσω από τις μυρωδάτες γωνιές του κήπου, δύο φιγούρες. Ο Ντεβιέ έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Σο πρόσωπό του πρήστηκε και έγινε κατακόκκινο. Η ανάσα του κόπηκε. Νευρικά, προσπάθησε να χαλαρώσει το γιακά του. Σα μάτια του ήσαν έτοιμα να πεταχτούν έξω από τις βαθιές τους κόγχες, μ’ αυτά που αντίκριζε. Ο κάπτεν Κιτ οδηγούσε προς το μέρος του την κόρη του. «Σο βρήκα το τριαντάφυλλο που μου υποσχέθηκες, σενιόρ! Δεν υπήρχε τίποτα πιο όμορφο και πιο παραδεισένιο στον κήπο σου από την Μαντόνα Ντεβιέ, αυτήν που οι άντρες αποκαλούν Σο Ρόδο». Ο Κυβερνήτης σχεδόν κατέρρευσε, όταν ο κάπτεν Κιτ του είπε ήρεμα: «Σην αγαπώ και με αγαπά, σενιόρ». «Εγγλέζικο σκυλί! Άτιμο γουρούνι!» «Μπορεί να σας το ορκιστεί και η ίδια, σενιόρ!» «Σο ορκίζομαι, πατέρα μου», είπε και το κορίτσι. Ο Ντεβιέ κινήθηκε απειλητικά προς το μέρος του με τα χέρια του να κουνιούνται απειλητικά. «ενιόρ», είπε με λύσσα, «άλλη μια λέξη και σε σκότωσα εδώ, επί τόπου. Είμαι αποφασισμένος να το κάνω!» Σην επόμενη στιγμή το σπαθί του Κιτ του σταμάτησε τη φόρα. «ταθείτε σενιόρ. Δεν θέλω να πειράξω τον πατέρα της γυναίκας που αγαπώ.» «Υρουρά!» βρυχήθηκε ο Ντεβιέ. «Υρουρά!» [31]
Μέσα σ’ ένα λεπτό, τα χέρια του Κιτ ήσαν δεμένα πίσω από την πλάτη του. «Γκόμεζ», είπε ο Κυβερνήτης, «πέτα αυτό εδώ το πράμα σε ένα κελί, και κρέμασέ τον μια ώρα πριν την ανατολή του ήλιου. Διέταξε τους στρατιώτες στο φρούριο να κάνουν ό, τι είναι απαραίτητο για να στραφούν τα κανόνια προς το λιμάνι, και κάνε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες στην πόλη για να αμυνθούμε από βομβαρδισμό.» Ο γραμματέας δίστασε. «ενιόρ», προσπάθησε να πει, «μήπως δεν είναι σώφρων μια τέτοια κίνηση;» Ο Ντεβιέ ύψωσε τη φωνή του. «Γκόμεζ, τις άκουσες τις διαταγές μου.» Με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, ο Άγγλος απομακρύνθηκε από το δωμάτιο του Κυβερνήτη. το πίσω μέρος του δωματίου, μια κουρτίνα σαν να κουνήθηκε λίγο, σαν να την είχε «σπρώξει» ένα αεράκι. Όμως, όλως περιέργως, παραθυρόφυλλα ήσαν κλειστά…
[32]
ΧΙΙI.
Η ΜΙΚΡΗ ΠΛΙΘΙΝΗ ΥΤΛΑΚΗ είχε μόνο τρία κελιά, και ο κάπτεν Κιτ οδηγήθηκε στο μεσαίο, με έναν στρατιώτη να φυλάει την πόρτα του. «ενιόρ», είπε ο Γκόμεζ λίγο πριν βγει απ’ το κελί, «είσαι ένας πολύ αξιόλογος Άγγλος. Είναι πραγματικά πολύ κρίμα που θα πεθάνεις. Παρόλαυτά, θα κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ. Είναι γνωστό ότι οι διαθέσεις των ανθρώπων μπορούν να αλλάξουν ραγδαία κε σε λιγότερο από δώδεκα ώρες.» Και μετά, ο Κιτ έμεινε μόνος του, με τον φρουρό απ’ έξω απ’ το κελί του. ε λίγο ο ήλιος έδυσε και από το μικρό παράθυρο του κελιού του μπορούσε να διακρίνει τα δυο του πλοία, κατακόκκινα να φωτίζονται υποβλητικά από τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Αναρωτήθηκε αν ήταν γενναίος, ηλίθιος ή αθεράπευτα ρομαντικός. Σο τον ώθησε να βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου; Αν είχε προτιμήσει να πραγματοποιήσει μια βαρβάτη επιδρομή στην πόλη, τώρα θα είχε στην κατοχή του όλα της τα αμύθητα πλούτη, καθώς και το κορίτσι. Όμως τότε αυτή θα τον μισούσε. Όχι, δεν θα μπορούσε να την «κλέψει» με τέτοιο τρόπο. Όχι αυτήν. Η αγάπη τους πρέπει να διατηρηθεί άσβεστη για πάντα. Δεν έλπιζε σε αμνηστία. Ήξερε καλά τους ανθρώπους και στα μάτια του Ντεβιέ είχε διακρίνει γνήσια οργή. Όπως και να’ χει, στο επάγγελμά του έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για το θάνατο ανά πάσα στιγμή. Άλλωστε, η ζωή ήταν το φτηνότερο πράγμα στα Νησιά. Σην ίδια εκείνη μέρα, είχαν σκοτωθεί δέκα οχτώ Ισπανοί. Μαζί τους είχαν φύγει και τέσσερις δικοί του άντρες. Σο ίδιο κι ο Γουίλι έβερις. Σου ήρθε στο μυαλό μια παλιά ατάκα του Γουίλι, ότι το σωστό θα ήταν και οι δυο τους να πάνε από το ίδιο σκοινί. Μόνο εκείνη θα το ήξερε. Μόνο εκείνη θα τον έκλαιγε, θα θρηνούσε για πάρτη του. Μήπως θα τον ικανοποιούσε η σιγουριά ότι μια ώρα μετά το θάνατό του τα πλοία του θα είχαν μετατρέψει σε συντρίμμια ολάκερη την πολιτεία; Μπα.
[33]
Σι τρομερή σκέψη, αλήθεια! Και αν έκαναν ίσωμα ολόκληρη την πόλη, τι θ’ απογινόταν εκείνη; Είχε σκοτεινιάσει. Όλα τα τύλιγε μια μυστηριώδης σιωπή. Δεν μπορούσε πλέον να διακρίνει τα δυο του πλοία. Αναρωτήθηκε πόση ώρα βρισκόταν εκεί κλεισμένος. Ώρες ή και λεπτά… αδιάφορο. Μα, τι ήταν αυτό που ακούστηκε; Μια σκοτεινή φιγούρα είχε γλιστρήσει μέσα στη φυλακή και τώρα μιλούσε ψιθυριστά με το φρουρό. Η φωνή ήταν απαλή και κυλούσε οικεία και γλυκά Σέντωσε τ’ αυτιά του και ίσα που έπιασε μερικές λέξεις: «Υελίπε», έλεγε η φωνή, «πρέπει να το κάνεις. Αν μ’ αγαπάς, Υελίπε, πρέπει να το κάνεις.» «ενιορίτα», απάντησε διστακτικά ο φρουρός, «το ξέρεις καλά ότι όλοι μας θα πεθαίναμε για χάρη ας. Δε φοβάμαι το θάνατο. Σον πατέρα ας φοβάμαι, σενιορίτα. Δεν θα μπορώ να σταθώ μπροστά του. Δεν τολμώ να το κάνω. Ζητήστε μου ό, τι άλλο θέλετε. Όχι όμως αυτό.» «Αν, μ’ αγαπάς, Υελίπε.» «ας παρακαλώ, σενιορίτα. Δεν μπορώ.» «Θα σου δέσουμε τα χέρια και τα πόδια, Υιλίπε. Δεν πρόκειται να το μάθει ποτέ.» «Για όνομα του Θεού! Είμαι πηλός στα χέρια ας!» «Γρήγορα, δώσ’ μου το κλειδί σου, Υελίπε!»
[34]
XIV.
Ο ΕΝΙΟΡ ΦΟΤΑΝ ΝΣΕΒΙΕ έσκυψε πάνω από το γραφείο του και κοίταξε με ένα κενό και ανέκφραστο βλέμμα εκείνο το κομμάτι χαρτί. Χιθύρισε στον τύπο που στεκόταν δίπλα του: «Γκόμεζ, δεν είναι δυνατόν να είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει περίπτωση να έχει κάνει κάτι τέτοιο, Γκόμεζ!» «Σον αγαπούσε, σενιόρ», απάντησε καθησυχαστικά ο γραμματέας. «Μα, είναι Ισπανίδα, Γκόμεζ…» «Η αγάπη δεν διακρίνει Ισπανούς και Άγγλους, σενιόρ… Μόνο άντρες και γυναίκες.» «Ένας άντρας και μια γυναίκα, Γκόμεζ. Ναι, είναι άντρας.» Για κάμποσα λεπτά ο κυβερνήτης στεκόταν αμίλητος, με τα μάτια του κλειστά. Και τότε κοίταξε το Γραμματέα του, με ένα παράξενο χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλια του. «Είναι άντρας, ακριβώς όπως ήμουν κάποτε κι εγώ, Γκόμεζ». Σο πρόσωπό του σοβάρεψε ξαφνικά. «Σα πλοία, Γκόμεζ; Πώς βγήκαν απ’ το λιμάνι τα πλοία; Πώς πέρασαν από τα κανόνια;» Ο γραμματέας πέρασε νευρικά τη γλώσσα από τα χείλια του και ξερόβηξε, για να καθαρίσει το λαιμό του. «Λοιπόν;» φώναξε ο Κυβερνήτης. «Μίλα!» «Αν θυμάται η εξοχότητά ας», ξεκίνησε να λέει διστακτικά ο γραμματέας, «χτες δώσατε εντολές να αποσυναρμολογηθούν τα κανόνια για να μεταφερθούν στην πλευρά εκείνη του οχυρού που βλέπει προς την πόλη…» Για μια στιγμή ο σενιόρ Φουάν έμεινε αποσβολωμένος, με το στόμα του ανοιχτό, να κοιτάζει τον τοίχο απέναντί του. Γρήγορα όμως, ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο, που τον έκανε να ταρακουνιέται και να τρέμε σα ζελές, ανήμπορος να συγκρατηθεί. [35]
«Γκόμεζ», κατάφερε μετά από λίγο να πει, «τι ηλίθιοι που είμαστε! Σα νιάτα πάντα θα βρουν τον τρόπο να κάνουν το δικό τους, είτε με το σπαθί, είτε με το χαμόγελο! Σελικά, τον γουστάρω αυτόν τον Άγγλο! Ένας τρελός, ένας κουφιοκέφαλος ρομαντικός! Αλλά, ένας άντρας σωστός! Η κορούλα μου θα μπορούσε να είχε πέσει σε κάποιον πολύ χειρότερο. ίγουρα θα έπεφτε σε κάποιον χειρότερο αν δεν ήταν αυτός. Αυτός θα την αγαπάει. Άλλωστε, την αποκάλεσε «το Ρόδο του», έτσι δεν είναι;»
ΤΕΛΟΣ
[36]