Jack London Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Τώρα, όπως ξυπνώ για τη δουλειά, Θεέ μου, κράτα μακριά την τεμπελιά. Κι αν πάλι ως το βράδυ ξεψυχήσω, Θεέ μου, το μεροκάματο ας αξίζω. Αμήν.
«Αν δεν σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, Τζώννυ, μπουκιά δε θα σου δώσω να φας!» Η απειλή άφησε το αγόρι ασυγκίνητο. Εξακολούθησε πεισματικά να κοιμάται, παλεύοντας για τη λήθη του ύπνου, σαν τον ονειροπόλο που παλεύει για το όνειρο του. Σχημάτισε χαλαρές γροθιές με τα χέρια κι άρχισε να χτυπά αδύναμα και νευρικά τον αέρα. Οι γροθιές προορίζονταν για την μητέρα του αλλά αυτή, προδίδοντας εξάσκηση κι εξοικείωση, τις απέφευγε ενώ συγχρόνως τον ταρακουνούσε χωρίς καμιά επιείκεια απ’ τους ώμους. «Παράτα μ’ ήσυχο!» Ήταν μια κραυγή που γεννήθηκε βουβή στα βάθη του ύπνου, όρμησε γοργά προς τα έξω, σαν στριγκλιά, με τη μορφή παράφορης επιθετικότητας, κι έσβησε και χάθηκε σ’ ένα ακατάληπτο παράπονο. Ήταν μια κραυγή πρωτόγονη, σαν μιας βασανισμένης ψυχής, κατακλυσμένης από άπειρη διαμαρτυρία και οδύνη.
2 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Εκείνη, όμως, αδιαφορούσε. Ήταν μια γυναίκα με θλιμμένα μάτια και κουρασμένο πρόσωπο, συνηθισμένη σ’ αυτή την αγγαρεία, την οποία επαναλάμβανε κάθε μέρα της ζωής της. Άρπαξε τα σκεπάσματα και προσπάθησε να τα απομακρύνει, αλλά το αγόρι σταμάτησε να γρονθοκοπάει τον αέρα και γαντζώθηκε πάνω τους με απόγνωση. Κουλουριάστηκε, κουκουλωμένο ακόμα, στην άκρη του κρεβατιού. Έπειτα προσπάθησε να τραβήξει όλα τα στρωσίδια στο πάτωμα. Το αγόρι αντιστάθηκε. Εκείνη ανασκουμπώθηκε. Υπερτερούσε σε βάρος, κι έτσι το αγόρι και τα στρωσίδια υποχώρησαν, το πρώτο ακολουθώντας ενστικτωδώς τα δεύτερα, προκειμένου να προφυλαχτεί απ’ το τσουχτερό κρύο του δωματίου που του περόνιαζε το σώμα. Έτσι όπως παρέπαιε στην άκρη του κρεβατιού, παραλίγο να σωριαστεί με το κεφάλι στο πάτωμα. Μα η συνείδησή του σαν να αφυπνίστηκε. Όρθωσε το κορμί του και προς στιγμήν ταλαντεύτηκε επικίνδυνα, μέχρι που ξαναβρήκε την ισορροπία του. Προσγειώθηκε στο πάτωμα με τα πόδια. Η μητέρα τον άρπαξε επιτόπου απ’ τους ώμους και τον ταρακούνησε. Το αγόρι άρχισε πάλι τις γροθιές, αλλά αυτή τη φορά με περισσότερη δύναμη κι ευθύτητα. Ταυτόχρονα άνοιξε τα μάτια του. Τον άφησε ελεύθερο. Είχε ξυπνήσει. «‘Ντάξει», μουρμούρισε. Πήρε τη λάμπα και βγήκε βιαστικά απ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς τον στο σκοτάδι. «Θα χάσεις μεροκάματο», τον προειδοποίησε βγαίνοντας. Το σκοτάδι δεν τον ενοχλούσε. Όταν ντύθηκε, πήγε στην κουζίνα. Τα βήματά του ήταν πολύ βαριά για ένα τόσο ελαφρύ αγόρι. Τα πόδια του σέρνονταν απ’ το ίδιο τους το βάρος, πράγμα παράλογο, έτσι κοκαλιάρικα που ήταν. Τράβηξε μια καρέκλα με σπασμένο πάτο στο τραπέζι. «Τζώννυ!», φώναξε η μάνα του αυστηρά. Εκείνος πετάχτηκε απότομα απ’ την καρέκλα και, χωρίς να πει κουβέντα, πήγε στο νεροχύτη, που ήταν λιγδιασμένος και
Jack London 3
βρωμερός. Απ’ το σιφόνι αναδυόταν μια δυσάρεστη μυρωδιά. Ούτε που το παρατήρησε. Η μπόχα του νεροχύτη ήταν γι’ αυτόν μέρος της φυσικής τάξης πραγμάτων, όπως ήταν και το γλιτσιασμένο απ’ τα βρωμόνερα της λάντζας σαπούνι, που δεν έκανε σαπουνάδα. Όχι ότι προσπάθησε και πολύ να το κάνει να βγάλει αφρό. Μερικές πιτσιλιές με το παγωμένο νερό που έσταζε απ’ τη βρύση και η διαδικασία είχε ολοκληρωθεί. Δεν έπλυνε τα δόντια του. Εδώ που τα λέμε, ποτέ του δεν είχε δει οδοντόβουρτσα, ούτε ήξερε ότι υπήρχαν πλάσματα στον κόσμο που είναι ένοχα για μια τόσο μεγαλειώδη ανοησία, όπως το πλύσιμο των δοντιών. «Καλά θα ‘ταν να ‘πλενες τη μούρη σου μια φορά τη μέρα χωρίς να πρέπει να το πω εγώ», παραπονέθηκε η μητέρα του. Κρατούσε ένα σπασμένο καπάκι πάνω στο κατσαρολάκι καθώς σέρβιρε δυο κούπες καφέ. Το παιδί δεν σχολίασε, γιατί αυτή ήταν μια μόνιμη διαμάχη μεταξύ τους και το μοναδικό πράγμα για το οποίο η μάνα του ήταν ανένδοτη. Ήταν υποχρεωτικό να πλένει το πρόσωπο του μια φορά τη μέρα. Σκουπίστηκε με μια λιγδιασμένη πετσέτα, νωπή, βρώμικη και ξεφτισμένη, που του γέμισε το πρόσωπο χνούδια. «Μακάρι να μη μέναμε τόσο μακριά», είπε η μάνα μόλις έκατσε το παιδί. «Κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ. Το ξέρεις. Αλλά το δολάριο που γλιτώνουμε απ’ το νοίκι το βάζουμε στην άκρη. Κι εδώ έχουμε και περισσότερο χώρο. Το ξέρεις». Σχεδόν δεν παρακολουθούσε τι του ‘λεγε. Τα είχε ξανακούσει πολλές φορές. Το εύρος της σκέψης της ήταν περιορισμένο κι όλο αναμασούσε το μαρτύριο που τραβούσαν ζώντας τόσο μακριά απ’ τα εργοστάσια. «Ένα δολάριο σημαίνει περισσότερο φαΐ», σχολίασε βαρύγδουπα το παιδί. «Πρέπει λοιπόν να πάω να φέρω το φαΐ μας». Έτρωγε βιαστικά, χωρίς να μασούλα το ψωμί και κατάπινε τις μεγάλες αμάσητες μπουκιές με τη βοήθεια του καφέ. Έτσι έλεγαν αυτό το ζεστό και λασπώδες υγρό που έπιναν. Ο Τζώννυ νόμιζε ότι αυτό ήταν καφές -και μάλιστα εξαιρετικός. Ήταν μια απ’ τις ελάχιστες αυταπάτες που του είχαν απομείνει στη ζωή. Ποτέ του δεν είχε πιει πραγματικό καφέ. Εκτός απ’ το ψωμί, υπήρχε κι ένα
4 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
μικρό κομμάτι κρύου χοιρινού Η μητέρα τού ξαναγέμισε το φλιτζάνι με καφέ. Το ψωμί τελείωνε κι ο μικρός περίμενε να δει αν θα του δώσει κι άλλο, αλλά εκείνη αντέκρουσε το επαιτικό του βλέμμα. «Έλα τώρα, Τζώννυ, μη γίνεσαι άπληστος», σχολίασε. «Έφαγες τη μερίδα σου. Τ’ αδέρφια σου είναι μικρότερα από σένα». Εκείνος άφησε την επίπληξη να πέσει κάτω. Δεν ήταν και πολύ ομιλητικός. Επίσης έπαψε να την κοιτάζει παρακλητικά. Δεν παραπονιόταν, κι η υπομονή του ήταν τρομερή, όπως και το σχολείο όπου την είχε διδαχτεί. Τέλειωσε τον καφέ του, σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη του χεριού κι έκανε να σηκωθεί. «Στάσου μια στιγμή», τον πρόλαβε. «Νομίζω ότι μας παίρνει να φας κι άλλη μια φέτα ψωμί — μια λεπτή». Οι κινήσεις της ήταν ταχυδακτυλουργικές. Έκανε πως κόβει μια φέτα απ’ τη φραντζόλα, την ξανάβαλε μαζί με τη φέτα πίσω στην ψωμιέρα και του απέκρυψε ότι του ‘δινε τη μια απ’ τις δυο δικές της φέτες. Νόμιζε ότι τον είχε ξεγελάσει, αλλά αυτός είχε παρατηρήσει το κόλπο της. Εν τούτοις, πήρε το ψωμί χωρίς ντροπές. Το είχε φιλοσοφήσει κι είχε καταλήξει ότι η μάνα του, που ήταν πάντα ασθενική, δεν ήταν και πολύ φαγανή, έτσι κι αλλιώς. Εκείνη είδε ότι ξερομασούσε το ψωμί χωρίς να το μουλιάζει κι άδειασε τον καφέ της στο φλιτζάνι του. «Δε μου κάθεται καλά στο στομάχι σήμερα», εξήγησε. Μια σειρήνα ακούστηκε από μακριά, παρατεταμένη και τσιριχτή, και πετάχτηκαν κι οι δυο όρθιοι. Εκείνη κοίταξε το φτηνιάρικο ξυπνητήρι στο ράφι. Οι δείκτες έδειχναν πεντέμισι. Τώρα ξυπνούσε κι ο υπόλοιπος κόσμος που γύριζε γύρω απ’ τα εργοστάσια. Έριξε στους ώμους ένα σάλι και στο κεφάλι ένα καπέλο ξεθωριασμένο, ατσούμπαλο κι αρχαίο. «Πρέπει να βιαστούμε», είπε καθώς χαμήλωνε το φυτίλι της λάμπας και φύσηξε μες στο γυαλί να σβήσει.
Jack London 5
Βγήκαν απ’ το σπίτι ψηλαφιστά και κατέβηκαν τα σκαλιά. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή και παγωμένη κι ο Τζώννυ ανατρίχιασε μόλις ήρθε σ’ επαφή με τον αέρα. Τ’ αστέρια στον ουρανό δεν είχαν αρχίσει ακόμα να χλομιάζουν και πάνω απ’ την πόλη απλωνόταν το σκοτάδι. Αμφότεροι ο Τζώννυ κι η μητέρα του περπατούσαν σέρνοντας τα πόδια τους. Οι μύες τους δεν φιλοδοξούσαν να σηκώνουν εντελώς τα πόδια απ’ το έδαφος. Μετά από δεκαπέντε λεπτά σιωπής, η μάνα του έστριψε προς τα δεξιά. «Μην αργήσεις», ήταν η τελευταία της προειδοποίηση πριν την καταπιεί το σκοτάδι. Το αγόρι δεν απάντησε και συνέχισε σταθερά τον δρόμο του. Στην εργοστασιακή περιοχή πόρτες άνοιγαν από παντού και σύντομα βρέθηκε στριμωγμένος μες στο πλήθος που προχωρούσε στα σκοτεινά. Καθώς διέσχιζε την πύλη του εργοστάσιου, η σειρήνα σφύριξε πάλι. Κοίταξε προς την ανατολή. Πέρα απ’ την άτσαλη γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες τω σπιτιών, άρχισε να αχνοφαίνεται ένα φως. Αυτό ήταν όλο ^ όλο που ‘δε απ’ τη μέρα, πριν της γυρίσει την πλάτη κι ενωθεί με το εργατικό του σινάφι. Έκατσε στη θέση του σε μια από τις πολλές, μακριές σειρές με τις μηχανές. Μπροστά του, πάνω από ένα κουτί με μικρά μασούρια, υπήρχαν μεγάλες μπομπίνες που περιστρέφονταν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Πάνω σ’ αυτές, τύλιγε τα στριμμένα νήματα των μικρών μασουριών. Η δουλειά ήταν απλή. Το μόνο που απαιτούσε ήταν ταχύτητα. Οι μπομπίνες που άδειαζαν τα μασούρια ήταν πάρα πολλές και τα μασούρια άδειαζαν τόσο γρήγορα που δεν υπήρχαν στιγμές χαλάρωσης. Δούλευε μηχανικά. Όταν ένα μασούρι άδειαζε, χρησιμοποιούσε το αριστερό του χέρι για φρένο, σταματούσε την μπομπίνα και, συγχρόνως, με αντίχειρα και δείκτη, έπιανε την άκρη του νήματος στον αέρα. Την ίδια στιγμή, έπιανε με το δεξί τη χαλαρή άκρη του νήματος ενός καινούριου μασουριού. Αυτές οι διαφορετικές κινήσεις των χεριών εκτελούνταν ταυτοχρόνως και τάχιστα. Ύστερα, με μια αστραπιαία κίνηση έφτιαχνε μια θηλιά κι έδενε
6 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
κόμπο τα νήματα, κι απάλλασσε την μπομπίνα. Οι κόμποι δεν ήταν κάτι δύσκολο. Κάποτε, μάλιστα, καυχήθηκε ότι μπορούσε να του: δένει και στον ύπνο του. Όσο γι’ αυτό, πράγματι συνέβαινε καμιά φορά. Στη διάρκεια μιας μόνο νύχτας, μοχθούσε επί αιώνες, δένοντας διαδοχικούς κόμπους χωρίς σταματημό. Κάποια απ’ τα παιδιά τεμπέλιαζαν και δεν αντικαθιστούσαν τα μασούρια όταν άδειαζαν, με αποτέλεσμα να σπαταλούν χρόνο και υλικά. Υπήρχε, βέβαια, ο ελεγκτής για να το αποτρέπει αυτό. Έπιασε τον διπλανό του Τζώννυ στα πράσα και του τράβηξε τ’ αυτιά. «Κοίτα καλά που το κάνει ο Τζώννυ – για’ δεν είσαι σαν κι αυτόν;» ρώτησε ο ελεγκτής εξοργισμένος. Τα μασούρια του Τζώννυ στριφογυρνούσαν ξέφρενα, αλλά ο ίδιος δεν ενθουσιάστηκε με τον έμμεσο έπαινο. Κάποτε το ‘παίρνε πάνω του... αλλά αυτό ήταν παλιά, πάρα πολύ παλιά. Το απαθές του πρόσωπο παρέμεινε ανέκφραστο, ενώ άκουγε να τον φέρνουν σαν φαεινό παράδειγμα. Ήταν ο τέλειος εργάτης. Το γνώριζε. Του το ‘χαν πει πολλές φορές. Ήταν, πλέον, κοινοτοπία, κι εξάλλου γι’ αυτόν δε σήμαινε τίποτα πια. Από τέλειος εργάτης είχε εξελιχθεί στην τέλεια μηχανή. Όταν κάτι πήγαινε στραβά στη δουλειά του, ευθυνόταν κάποιο ελαττωματικό υλικό κι αυτό ίσχυε τόσο γι’ αυτόν όσο και για τη μηχανή. Όσο αδύνατον θα ήταν για την τέλεια μηχανή κοπής καρφιών να κόψει ατελή καρφιά, άλλο τόσο αδύνατον ήταν για τον Τζώννυ να κάνει λάθος. Και δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς. Από τότε που γεννήθηκε, βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με τις μηχανές. Τα μηχανήματα είχαν σχεδόν αποκτήσει υπόσταση μέσα του και, σε κάθε περίπτωση, αυτά τον είχαν αναθρέψει. Πριν από δώδεκα χρόνια, στην αίθουσα με τους αργαλειούς αυτού εδώ του εργοστασίου, δημιουργήθηκε μια συγκινητική αναστάτωση, Η μητέρα του Τζώννυ είχε λιποθυμήσει. Την έβαλαν να ξαπλώσει στο πάτωμα ανάμεσα στους αργαλειούς που στρίγκλιζαν. Κάλεσαν δυο ηλικιωμένες ν’ αφήσουν το πόστο τους και να πάνε ‘κει. Βοήθησε κι ο επιστάτης. Μετά από λίγα λεπτά, μέσα στην αίθουσα υπήρχε μια ψυχή παραπάνω απ’ όσες είχαν μπει απ’ τις πόρτες. Ήταν ο Τζώννυ, που είχε γεννηθεί με το βροντερό, εκκωφαντικό βουητό
Jack London 7
των αργαλειών στ’ αυτιά του˙ με την πρώτη του αναπνοή εισέπνευσε τον ζεστό, υγρό αέρα, που είχε πήξει απ’ τα αιωρούμενα χνούδια. Εκείνη την πρώτη μέρα είχε βήξει πολύ προκείμενου ν’ απαλλάξει τα πνευμόνια του απ’ το χνούδι˙ και για τον ίδιο λόγο δε σταμάτησε να βήχει από τότε. Το αγόρι δίπλα στον Τζώννυ κλαψούριζε και ρουφούσε μύτη του. Το πρόσωπο του είχε παραμορφωθεί απ’ το μίσος του για τον ελεγκτή, ο οποίος τον παρακολουθούσε από απόσταση με βλέμμα απειλητικό˙ όλα του τα μασούρια, πάντως δούλευαν στο φουλ. Το αγόρι εξαπέλυε φοβερές βλαστήμιες στα μασούρια που περιστρέφονταν μπροστά του. Αλλά ο ήχος δεν έφτανε παραπέρα, το βουητό της μηχανής τον συγκρατούσε στο ίδιο σημείο και τον περιέβαλλε σαν τείχος. Ο Τζώννυ δεν έδινε σημασία σ’ όλα αυτά. Είχε τον τρόπο του να δέχεται τα πράγματα. Εξάλλου, η επανάληψη φέρνει τη μονοτονία και τη συγκεκριμένη σκηνή την είχε δει πολλές φορές. Του φαινόταν το ίδιο ανώφελο ν’ αντιταχθεί στον επιτηρητή, όσο και ν’ αψηφήσει τη βούληση μιας μηχανής. Οι μηχανές ήταν φτιαγμένες έτσι ώστε να λειτουργούν με συγκεκριμένους τρόπους και να εκτελούν συγκεκριμένες εργασίες. Αυτό ίσχυε και για τον ελεγκτή. Αλλά στις έντεκα η ώρα δημιουργήθηκε αναμπουμπούλα στην αίθουσα και, μ’ έναν φαινομενικά μαγικό τρόπο, εξαπλώθηκε παντού εν ριπή οφθαλμού. Το αγόρι με το ένα πόδι που δούλευε διπλά στο Τζώννυ, απ’ την άλλη μεριά, διέσχισε χοροπηδώντας το χώρο και πήγε σ’ ένα άδειο καρότσι με το οποίο μετέφεραν κουτιά. Πήδηξε και κρύφτηκε ‘κει μέσα, μαζί με τις πατερίτσες. Ο διευθυντής του εργοστασίου κατευθυνόταν προς τα κει. συνοδευόμενος από έναν νεαρό άντρα. Αυτός ήταν καλοντυμένος και φορούσε κολλαριστό πουκάμισο - ήταν ένας τζέντλεμαν, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης του Τζώννυ για τους άντρες, και, επιπλέον, ήταν «ο Επιθεωρητής». Κοιτούσε με διαπεραστικό βλέμμα τ’ αγόρια καθώς περνούσε από μπροστά τους. Ενίοτε σταματούσε κι έκανε ερωτήσεις. Τότε. αναγκαζόταν να φωνάζει μ’ όλη του τη δύναμη κι απ’ το ζόρι του ν’ ακουστεί έκανε διάφορους γελοίους μορφασμούς. Η σβέλτη ματιά του εντόπισε την άδεια θέση δίπλα στον Τζώννυ, αλλά δεν είπε
8 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
τίποτα. Κι ο Τζώννυ, όμως, έπιασε τη ματιά του Επιθεωρητή και σταμάτησε απότομα. Τον έπιασε απ’ τον ώμο για να τον τραβήξει ένα βήμα απ’ τη μηχανή. Όμως τον άφησε πάλι, βγάζοντας ένα επιφώνημα έκπληξης. «Πετσί και κόκαλο», είπε αμήχανα ο διευθυντής. «Καλαμάκια», απάντησε ο άλλος. «Κοίτα αυτά τα ποδαράκια. Το παιδί έχει ραχίτιδα - σε αρχικό στάδιο, αλλά την έχει. Αν δεν πάθει επιληψία στο τέλος, θα ‘ναι γιατί θα τον έχει προλάβει η φυματίωση». Ο Τζώννυ άκουγε, αλλά δεν καταλάβαινε. Επιπλέον, δεν ενδιαφερόταν για μελλοντικές ασθένειες. Αντιμετώπιζε μια πιο άμεση και σοβαρή αρρώστια που τον απειλούσε, υπό τη μορφή του επιθεωρητή. «Λοιπόν. νεαρέ μου. θέλω να μου πεις την αλήθεια», είπε ή μάλλον ούρλιαξε ο επιθεωρητής, σκύβοντας κοντά στο αυτί του παιδιού για να τον ακούσει. «Πόσων χρονών είσαι;» «Δεκατέσσερα», είπε ψέματα ο Τζώννυ- και τα είπε μ’ όλη του τη δύναμη. Έτσι δυνατά που το φώναξε, τον έπιασε ένας σπαστικός ξερόβηχας που ανατάραξε όλο το χνούδι που ‘χε κατακάτσει στα πνευμόνια του απ’ το πρωί. «Φαίνεται τουλάχιστον δεκάξι», είπε ο διευθυντής. «Ή εξήντα», πετάχτηκε ο επιθεωρητής. «Πάντα έτσι ήταν». «Από πότε, δηλαδή;» έσπευσε να ρωτήσει ο επιθεωρητής. «Εδώ και χρόνια. Δε μεγαλώνει καθόλου». «Ούτε μικραίνει, τολμώ να πω. Να υποθέσω ότι όλα αυτά τα χρονιά δουλεύει εδώ;» «Πότε-πότε - αλλά αυτό ήταν πριν περάσει ο καινούργια νόμος», έσπευσε να προσθέσει ο διευθυντής.
Jack London 9
«Μηχανή εν αδρανεία;» ρώτησε ο επιθεωρητής δείχνοντας την κενή θέση δίπλα στον Τζώννυ, όπου μισογεμάτα τα μασούρια στροβιλίζονταν σαν τρελά. «Μάλλον». Ο διευθυντής φώναξε τον ελεγκτή και ούρλιαξε στ’ αυτί του δείχνοντας τη μηχανή, «Μηχανή εν αδρανεία», ανέφερε πίσω στον επιθεωρητή. Προχώρησαν κι ο Τζώννυ επέστρεψε στη δουλειά του ανακουφισμένος που το κακό είχε αποτραπεί. Μα το κουτσό παιδί δεν στάθηκε τόσο τυχερό. Ο αετομάτης επιθεωρητής το είδε και το τράβηξε έξω απ’ το καρότσι. Τα χείλια του παιδιού έτρεμαν και το πρόσωπο του είχε μια έκφραση σαν να τον είχε βρει μεγάλη κι ανεπανόρθωτη καταστροφή. Ο επιτηρητής έμοιαζε εμβρόντητος, σαν να το ‘βλεπε για πρώτη φορά, ενώ το πρόσωπο του διευθυντή εξέφραζε ταραχή και δυσαρέσκεια. «Αυτόν εδώ τον ξέρω», είπε ο επιθεωρητής. «Είναι δώδεκα χρονών. Φέτος τον έχω διώξει από τρία εργοστάσια. Αυτό είναι το τέταρτο». Στράφηκε στο κουτσό παιδί. «Μου υποσχέθηκες, στο λόγο της τιμής σ0υ, ότι θα πας στο σχολείο». Το αγόρι έβαλε τα κλάματα. «Σας παρακαλώ, κύριε Επιθεωρητά, δύο μωρά μάς πέθαναν κι είμαστε πολύ φτωχοί». «Γιατί βήχεις έτσι;» τον ανέκρινε ο επιθεωρητής, σαν να τον κατηγορούσε για κάποιο έγκλημα. Και το αγόρι, αρνούμενο την ενοχή του, απάντησε «Δεν είν’ τίποτα. Μόν’ που κρύωσα λίγο την περασμένη βδομάδα, κυρΕπιθεωρητά, αυτό ‘ν’ όλο». Τελικά, το κουτσό παιδί βγήκε απ’ την αίθουσα μαζί με τον επιθεωρητή, τον οποίο συνόδευε ο διευθυντής, αγχωμένος και διαμαρτυρόμενος. Ύστερα απ’ αυτό επανήλθε η μονοτονία. Το μακρύ πρωινό και το ακόμη μακρύτερο απόγευμα πέρασαν, κι η σειρήνα σφύριξε το σχόλασμα. Όταν ο Τζώννυ βγήκε έξω και διάβηκε την πύλη, το σκοτάδι είχε ήδη πέσει. Στο διάλειμμα, ο ήλιος είχε χαράξει χρυσές σχισμές στον ουρανό, είχε πλημμυρίσει
10 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
την οικουμένη με τη θεία θέρμη του κι είχε βυθιστεί κι εξαφανιστεί στη Δύση, πίσω απ’ την άτσαλη γραμμή που σχημάτιζαν οι στέγες των σπιτιών. Στο δείπνο καθόταν όλη η οικογένεια στο τραπέζι - ήταν το μοναδικό γεύμα της μέρας στο οποίο ο Τζώννυ συναντούσε τα μικρότερα αδέρφια του. Έτσι το εκλάμβανε εκείνος, γιατί ήταν πολύ μεγάλος ενώ τα άλλα εξοργιστικά μικρά. Δεν μπορούσε καθόλου να ανεχτεί την υπερβολική κι απίστευτη ανωριμότητα τους. Δεν τα καταλάβαινε. Εκείνος είχε προ πολλού ξεπεράσει τη δική του παιδικότητα. Ήταν σαν γερασμένος και ιδιότροπος άντρας, που τον ενοχλεί ο αναβρασμός του νεαρού πνεύματος τους και του φαίνεται απόλυτη ανοησία. Κοιτούσε αμίλητος, με βλέμμα βλοσυρό το πιάτο του κι έβρισκε παρηγοριά στη σκέψη ότι σύντομα θα έπρεπε να πάνε κι αυτά στη δουλειά. Αυτό θα τα κάλμαρε λίγο και θα γίνονταν σοβαροί κι αξιοπρεπείς άνθρωποι σαν κι αυτόν. Κατά το συνήθειο του ανθρώπου, λοιπόν, ο Τζώννυ θεωρούσε τον εαυτό του μέτρο σύγκρισης και βάσει αυτού μετρούσε το σύμπαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου, η μητέρα του εξηγούσε με ποικίλους τρόπους κι άπειρες επαναλήψεις ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε. Ήταν μεγάλη η ανακούφιση όταν έχοντας τελειώσει το πενιχρό φαγητό του, έσπρωξε πίσω καρέκλα και σηκώθηκε. Διχάστηκε λίγο μεταξύ κρεβατιού κι εξώπορτας, αλλά τελικά προτίμησε τη δεύτερη. Δεν απομακρύνθηκε πολύ. Έκατσε στο σκαλί, στο βεραντάκι της εισόδου, με τα γόνατα λυγισμένα, τους στενούς ώμους καμπουριαστούς, τους αγκώνες στα γόνατα και τις παλάμες να υποστηρίζουν το σαγόνι. Καθισμένος εκεί, δε σκεφτόταν τίποτα. Απλώς αναπαυόταν. Το μυαλό του κοιμόταν. Τα αδέρφια του ήρθαν κι αυτά έξω κι άρχισαν να παίζουν με τα άλλα παιδιά τριγύρω του, κάνοντας φασαρία. Ο γλόμπος μιας ηλεκτρικής λάμπας στη γωνία φώτιζε τις τρέλες τους. Ήταν δύστροπος κι οξύθυμος, αυτό το γνώριζαν μα το πνεύμα της περιπέτειας τα καλούσε να τον πειράξουν. Πιάστηκαν χέρι-χέρι μπροστά του και, κρατώντας το ρυθμό με τα κορμιά τους, του τραγουδούσαν κατάμουτρα αλλόκοτες και κοροϊδευτικές ανοησίες. Στην αρχή εκτόξευε κατάρες μες απ’ τα δόντια του — κατάρες που
Jack London 11
είχε ακούσει απ’ τα χείλια των διαφόρων επιστατών. Αφού είδε ότι αυτό ήταν μάταιο κι έχοντας θυμηθεί την αξιοπρέπειά του, ξανακλείστηκε σε ερμητική σιωπή. Ο αδερφός του ο Γουίλ, ο αμέσως μικρότερος του, που είχε μόλις κλείσει τα δέκα, ήταν ο αρχηγός της συμμορίας. Ο Τζώννυ δεν έτρεφε γι’ αυτόν και τα καλύτερα των συναισθημάτων. Από μικρός ήταν πικραμένος επειδή συνεχώς έκανε πράγματα για τον Γουίλ κι υποχωρούσε για χάρη του. Ένιωθε με βεβαιότητα ότι ο Γουίλ έπρεπε να του είναι πολύ υποχρεωμένος κι ότι, αντιθέτως, ήταν αχάριστος. Όταν ήταν 0 δικός του καιρός για παιχνίδι, πολύ πίσω στο ασαφές παρελθόν, είχε στερηθεί ένα πολύ μεγάλο μέρος της ανεμελιάς του, επειδή ήταν αναγκασμένος να προσέχει τον Γουίλ Ο Γουίλ ήταν τότε μωρό και τότε, όπως και τώρα, η μητέρα τους περνούσε τις μέρες της στη φάμπρικα. Ο Τζώννυ είχε αναλάβει συγχρόνως τον ρόλο του νεαρού πατέρα και της νεαρής μητέρας. Ήταν εμφανές ότι ο Γουίλ επωφελείτο από την ενδοτικότητα και την υποχωρητικότητα του Τζώννυ. Ήταν γεροδεμένος κι αρκετά δυνατός, είχε το ίδιο ύψος με τον μεγάλο του αδερφό και ήταν πιο βαρύς απ’ αυτόν. Ήταν λες και το ζωτικό αίμα του ενός είχε μεταγγιστεί στις φλέβες του αλλουνού. Κι από κέφια, το ίδιο. Ο Τζώννυ ήταν ανόρεχτος, αποκαμωμένος, χωρίς ζωντάνια, ενώ ο μικρός έμοιαζε να βρίθει ζωτικότητας και να του περισσεύει κιόλας. Το κοροϊδευτικό τραγουδάκι όλο και δυνάμωνε. Ο Γουίλ πλησίαζε χορεύοντας όλο και περισσότερο προς το μέρος του και του ‘βγάζε τη γλώσσα. Το αριστερό χέρι του Τζώννυ τινάχτηκε κι άρπαξε τον μικρό απ’ το λαιμό. Ταυτόχρονα, του ‘δωσε μια μπουνιά στη μύτη με τη σκελετωμένη γροθιά του. Ήταν μια αξιοθρήνητα σκελετωμένη γροθιά, αλλά απ’ ότι αποδείχθηκε απ’ την κραυγή του πόνου που προκάλεσε, ήταν ικανή να πληγώσει. Τα υπόλοιπα παιδιά άρχισαν να τσιρίζουν τρομοκρατημένα, ενώ η αδερφή του, η Τζένυ, όρμησε μέσα στο σπίτι. Έσπρωξε τον Γουίλ βίαια, τον κλώτσησε βάναυσα στα καλάμια, μετά τον έπιασε και τον έριξε με το πρόσωπο στο χώμα. Δεν τον άφηνε να φύγει και του έτριψε τη μούρη στη λάσπη πολλές φορές.
12 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Τότε έφτασε η μητέρα, ένας αναιμικός ανεμοστρόβιλος έγνοιας και μητρικής οργής. «Γιατί δε μ’ αφήνει ήσυχο;» απάντησε ο Τζώννυ όταν άρχισε να τον κατσαδιάζει. «Δε βλέπει ότι είμαι κουρασμένος;» «Είμαι το ίδιο μεγάλος με σένα», χτυπιόταν ο Γουίλ στην αγκαλιά της. Το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο με δάκρυα. λάσπη κι αίμα. «Είμαι μεγάλος σαν εσένα και θα γίνω ακόμα πιο μεγάλος. Τότε θα σε τσακίσω - θα δεις τι έχεις να πάθεις». «Αφού ‘σαι τόσο μεγάλος για’ δε δουλεύεις;», μούγκρισε ο Τζώννυ. «Αυτό ‘ναι το πρόβλημα με σένα. θα ‘πρεπε να δουλεύεις. Απ’ τη μάνα σου εξαρτάται αν θα πας στη δουλειά». «Μα είναι πολύ μικρός», διαμαρτυρήθηκε. «Είναι ακόμα παιδί». «Εγώ ήμουν μικρότερος απ’ αυτόν όταν ξεκίνησα να δουλεύω». Το στόμα του Τζώννυ είχε μείνει ανοιχτό, έτοιμο να εκφράσει κι άλλο την αίσθηση της αδικίας που τον έπνιγε, αλλά το έκλεισε απότομα. Έκανε μεταβολή αποκαρδιωμένος και με αργόσυρτα βήματα μπήκε μες στο σπίτι και πήγε στο κρεβάτι. Την πόρτα του δωματίου του την άφηνε ανοιχτή για να μπαίνει μέσα η ζέστη απ’ την κουζίνα. Καθώς ξεντυνόταν στο μισοσκόταδο άκουγε τη μητέρα του που μιλούσε με μια γειτόνισσα, που είχε περάσει από κει. Η μάνα του έκλαιγε και ρουφούσε τη μύτη της, διακόπτοντας τα λόγια της. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι τρέχει με τον Τζώννυ», την άκουσε να λέει. «Παλιά δεν ήταν έτσι. Ήταν ένα υπομονετικό αγγελούδι. Και είναι πραγματικά καλό παιδί», βιάστηκε να τον υπερασπιστεί. «Έχει δουλέψει σκληρά, και ναι, πήγε για δουλειά πολύ μικρός. Αλλά δεν έφταιγα. Ό, τι μπορώ κάνω κι εγώ». Απ’ την κουζίνα ακούγονταν παρατεταμένα ρουθουνίσματα κι ο Τζώννυ μουρμούρισε καθώς έκλεινε τα μάτια του, «Πως έχω δουλέψει σκληρά, γι’ αυτό να ‘σαι σίγουρη». Το επόμενο πρωί, η μάνα του τον τράβηξε στην κυριολεξία απ’ τα νύχια του ύπνου. Μετά ακολούθησε το φτωχικό πρωινό, η
Jack London 13
πεζοπορία στο σκοτάδι κι η αχνή ματιά της μέρας πάνω απ’ τις στέγες των σπιτιών, καθώς της γύριζε την πλάτη και περνούσε κάτω απ’ την πύλη της φάμπρικας. Ήταν ακόμα μια μέρα σαν όλες τις άλλες και ήταν όλες ίδιες. Κι όμως, είχε υπάρξει ποικιλία στη ζωή του - κάθε φορά που άλλαζε δουλειά ή που αρρώσταινε. Όταν ήταν έξι χρονών, ήταν σαν πατέρας και μητέρα του Γουίλ και των υπόλοιπων παιδιών, που ήταν ακόμα μικρότερα. Στα εφτά του πήγε στο εργοστάσιο τύλιγε μασούρια. Στα οχτώ του έπιασε δουλειά σε άλλο εργοστάσιο. Η νέα του δουλειά ήταν εξαιρετικά εύκολη. Το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να κάθεται κάτω και μ’ ένα ξυλάκι στο χέρι να καθοδηγεί ένα ρυάκι υφάσματος που κυλούσε μπροστά του. Αυτό το υφασμάτινο ρυάκι έβγαινε απ’ το στόμιο μιας μηχανής, περνούσε πάνω από έναν ζεστό κύλινδρο και συνέχιζε το δρόμο του. Καθόταν, όμως, πάντα στην ίδια θέση, εκεί που δεν έφτανε το φως της μέρας, από πάνω του ένα μπουρί εκτόξευε υδρατμούς κι ο ίδιος αποτελούσε μέρος του μηχανισμού. Ήταν πολύ χαρούμενος όταν είχε αυτή τη δουλειά, παρά τον υγρό αέρα, γιατί ήταν ακόμα νέος κι είχε όνειρα και ψευδαισθήσεις. Και τι υπέροχα όνειρα έκανε ενώ παρακολουθούσε το αχνιστό ύφασμα να κυλά χωρίς σταματημό! Αυτή η εργασία, όμως, δεν περιελάμβανε καμία άσκηση, ούτε απαιτούσε σκέψη κι έτσι ονειρευόταν όλο και λιγότερο, ενώ το μυαλό του γινόταν ολοένα και πιο ληθαργικό και νωθρό. Παρ’ όλα αυτά, έβγαζε δυο δολάρια τη βδομάδα, και αυτά τα δυο δολάρια αντιπροσώπευαν τη διαφορά μεταξύ της οξείας λιμοκτονίας και του χρόνιου υποσιτισμού. Στα εννιά του, όμως, έχασε αυτή τη δουλειά. Αιτία ήταν η ιλαρά. Αφού ανάρρωσε, έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο γυαλιού. Ο μισθός ήταν καλύτερος και η δουλειά απαιτούσε επιδεξιότητα. Πληρωνόταν με το κομμάτι κι όσο πιο παραγωγικός ήταν, τόσο περισσότερα λεφτά έβγαζε. Εδώ υπήρχε κίνητρο. Κι έχοντας κίνητρο, εξελίχθηκε σε υποδειγματικό εργάτη. Η δουλειά ήταν απλή. Έπρεπε να δένει πώματα σε μικρά γυάλινα μπουκαλάκια. Στη μέση του τύλιγε τον σπάγκο. Στερέωνε τα μπουκάλια ανάμεσα στα γόνατά του, ώστε να μπορεί να δουλεύει
14 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
και με τα δυο χέρια. Έτσι, λοιπόν, καθιστός και σκυμμένος πάνω απ’ τα γόνατά του για δέκα ώρες κάθε μέρα, το αποτέλεσμα ήταν να κυρτώσουν οι στενοί του ώμοι και να πιέζεται ο θώρακας του. Αυτό μπορεί να ήταν κακό για τα πνευμόνια του, αλλά έδενε τριακόσιες ντουζίνες μπουκάλια τη μέρα. Ο διευθυντής ήταν πολύ περήφανος για τον Τζώννυ και καλούσε επισκέπτες για να τον βλέπουν. Μέσα σε δέκα ώρες περνούσαν απ’ τα χέρια του τρεις χιλιάδες εξακόσια μπουκάλια. Αυτό σήμαινε ότι είχε αποκτήσει τελειότητα μηχανής. Είχε εξαλείψει την παραμικρή περιττή κίνηση. Κάθε ενέργεια των ισχνών χεριών του και κάθε μυϊκή κίνηση των λεπτών δαχτύλων του ήταν γρήγορη και ακριβής. Δούλευε με μεγάλη ένταση, με αποτέλεσμα να γίνει νευρικός ο ίδιος. Τη νύχτα, οι μύες του τινάζονταν καθώς κοιμόταν και τη μέρα δεν μπορούσε να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί. Παρέμενε τσιτωμένος και οι μύες του συνέχιζαν να συσπώνται. Επίσης, ήταν ωχρός κι ο χνουδόβηχάς του χειροτέρευε. Τότε ήταν που η πνευμονία κυρίευσε τους ασθενικούς του πνεύμονες μες στον πιεσμένο του θώρακα κι έτσι έχασε τη δουλειά στο εργοστάσιο γυαλιού. Ύστερα, επέστρεψε στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, όπου είχε πρωτοξεκινήσει με το τύλιγμα των μασουριών. Η προαγωγή, όμως, τον περίμενε. Ήταν καλός εργάτης. Έπειτα θα πήγαινε στο κολλάρισμα κι αργότερα στους αργαλειούς. Μετά απ’ αυτό δεν υπήρχε τίποτα, παρά μόνο αυξημένη αποδοτικότητα. Τα μηχανήματα λειτουργούσαν γρηγορότερα απ’ όταν είχε πρωτοπάει σ’ αυτή τη δουλειά και το μυαλό του ακόμα πιο αργά. Πλέον δεν ονειρευόταν καθόλου, παρότι τα πρώτα του χρόνια ήταν γεμάτα όνειρα. Κάποτε, μάλιστα, είχε ερωτευτεί. Ήταν όταν είχε πρωταρχίσει να καθοδηγεί το ύφασμα πάνω στον ζεστό κύλινδρο˙ η αγαπημένη του ήταν η κόρη του διευθυντή. Ήταν αρκετά μεγαλύτερη απ’ αυτόν, μια νεαρή γυναίκα, που την είχε δει από απόσταση πέντε-έξι φορές. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Πάνω στην επιφάνεια του υφασμάτινου ρυακιού που έρεε μπροστά του, οραματιζόταν ένα φωτεινό μέλλον, όπου έκανε θαυμαστά κατορθώματα, εφεύρισκε θαυματουργές μηχανές,
Jack London 15
κέρδιζε με το σπαθί του τη διεύθυνση των εργοστασίων και, στο τέλος, την έπαιρνε αγκαλιά και τη φιλούσε σεμνά στο μέτωπο. Αλλά όλα αυτά ανήκαν στο απώτερο παρελθόν, όταν δεν ήταν ακόμη πολύ μεγάλος και κουρασμένος για ν’ αγαπήσει. Επιπλέον, εκείνη παντρεύτηκε και το μυαλό του έπεσε σε λήθαργο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν μια υπέροχη εμπειρία και συνήθιζε να τη σκέφτεται συχνά, όπως άλλοι άντρες και γυναίκες αναπολούν την εποχή που πίστευαν στις νεράιδες. Αυτός ποτέ του δεν είχε πιστέψει στις νεράιδες ούτε στον Αϊ-Βασίλη. Είχε, όμως, πιστέψει ακράδαντα στο χαμογελαστό μέλλον που είχε πλάσει η φαντασία του πάνω απ’ το ατμώδες υφασμάτινο ρυάκι. Αντρώθηκε από πολύ νωρίς. Μπήκε στην εφηβεία στα εφτά, όταν πληρώθηκε τους πρώτους του μισθούς. Τον κατέλαβε ένα συναίσθημα ανεξαρτησίας κι η σχέση του με τη μητέρα του άλλαξε. Κατά κάποιον τρόπο, ως βιοπαλαιστή και κουβαλητής, ήταν μάλλον ίσα κι όμοια μ’ εκείνη. Ο ανδρισμός, στην πλήρη του ακμή, τον βρήκε όταν ήταν έντεκα την εποχή που πήγε να δουλέψει στη νυχτερινή βάρδια για έξι μήνες. Κανένα παιδί που έχει κάνει νυχτέρι δεν παραμένει παιδί. Είχαν συμβεί και κάποια σημαντικά γεγονότα στη ζωή του. Ένα απ’ αυτά ήταν όταν η μητέρα του αγόρασε δαμάσκηνα Καλιφόρνιας. Δύο άλλες εξαιρετικές περιστάσεις ήταν τότε που τους έφτιαξε κρέμα κάσταρντ, από γάλα και αυγά. Αυτές ήταν γλυκές αναμνήσεις. Και τότε η μητέρα του του είχε πει για ένα εκστατικό φαγητό που θα έφτιαχνε κάποτε - το είχε πει «νησί που αρμενίζει», «καλύτερο από κάσταρντ». Για πολλά χρόνια περίμενε με ανυπομονησία τη μέρα που θα καθόταν στο τραπέζι με το νησί που αρμενίζει μπροστά του, μέχρι που τελικά απώθησε αυτή τη σκέψη στη λησμοσύνη των ανεκπλήρωτων ιδανικών. Μια φορά βρήκε ένα ασημένιο κέρμα των 25 σεντς στο πεζοδρόμιο. Κι αυτό, επίσης, ήταν ένα σημαντικό συμβάν της ζωής του, παρ’ ότι τραγικό. Γνώριζε ποιο ήταν το καθήκον του απ’ την πρώτη στιγμή που το ασήμι άστραψε στα μάτια του, πριν καν σκύψει να το σηκώσει. Στο σπίτι, ως συνήθως, δεν είχαν να φάνε. Εκεί έπρεπε, λοιπόν, να το πάει, όπως έκανε και με το βδομαδιάτικο κάθε Σάββατο βράδυ. Σ’ αυτή την περίπτωση ήταν
16 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
σαφές ποια ήταν η σωστή συμπεριφορά. Αλλά ποτέ δεν είχε ξοδέψει για τον εαυτό του τα λεφτά που ‘βγάζε και υπέφερε από υπογλυκαιμία. Λαχταρούσε ένα γλυκό απ’ αυτά που είχε γευτεί μόνο στις πολύ σημαντικές γιορτές. Δεν αποπειράθηκε να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ήξερε ότι ήταν αμαρτία κι αμάρτησε επίτηδες όταν επιδόθηκε σ’ αυτό το όργιο γλυκισμάτων αξίας δεκαπέντε σεντς. Τα δέκα σεντς τα κράτησε για μια μελλοντική κραιπάλη. Επειδή, όμως, δεν είχε συνηθίσει να κουβαλάει πάνω του λεφτά, τα έχασε τα δέκα σεντς. Την εποχή που συνέβη αυτό. τον βασάνιζε ήδη η συνείδησή του κι εξέλαβε την απώλεια ως θεία δίκη. Ένιωθε την τρομαχτική εγγύτητα ενός απαίσιου κι οργισμένου θεού. Ο θεός τον είχε δει. τον είχε τιμωρήσει πάραυτα και του είχε «αρνηθεί ακόμα και το βάρος της πλήρους αμαρτίας. Αυτό το περιστατικό το θυμόταν πάντα σαν τη μοναδική λ μεγαλειώδη εγκληματική πράξη της ζωής του κι όποτε το ανακαλούσε στη μνήμη του, η συνείδησή του αφυπνιζόταν και του ‘δινε μια τσιμπιά. Ήταν το μοναδικό ράμμα στη γούνα του. Επιπλέον, η συντέλεση της πράξης και οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που το είχε μετανιώσει. Είχε απογοητευτεί απ’ τον τρόπο με τον οποίο είχε σπαταλήσει το κέρμα. Μπορούσε να το έχει επενδύσει καλύτερα και. έχοντας πλέον αποκτήσει τη στερνή του γνώση περί της ταχύτητας του θεού. θα τον είχε νικήσει, ξοδεύοντας το κέρμα με τη μία. Αναδρομικά, ξόδεψε το κέρμα χιλιάδες φορές, καθεμιά απ’ τις οποίες με καλύτερο αποτέλεσμα. Απ’ το παρελθόν διατηρούσε κι άλλη μια θολή και ξεθωριασμένη ανάμνηση, αποτυπωμένη στην ψυχή του σαν πατημασιά που άφησαν τα κτηνώδη πόδια του πατέρα του. Έμοιαζε πιο πολύ με εφιάλτη, παρά με θύμηση μιας εμπειρίας με ειρμό - ήταν περισσότερο σαν τη γενετική μνήμη του ανθρώπου που όταν βυθίζεται στον ύπνο, τον κάνει να ανατρέχει στους δενδρόβιους προγόνους του. Αυτή η συγκεκριμένη ανάμνηση ποτέ δεν τον έβρισκε μέρα μεσημέρι όταν ήταν εντελώς ξύπνιος. Του ‘ρχόταν τη νύχτα, στο κρεβάτι, όταν το συνειδητό του βυθιζόταν και χανόταν στον ύπνο. Κάθε φορά πεταγόταν τρομαγμένος και, για μια ελάχιστη,
Jack London 17
αρρωστημένη στιγμή, του φαινόταν ότι ήταν ξαπλωμένος οριζοντίως στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Στο κρεβάτι βρίσκονταν οι αόριστες μορφές του πατέρα και της μητέρας του. Ποτέ δεν έβλεπε το πρόσωπο του πατέρα του. Η μοναδική εντύπωση που είχε απ’ αυτόν, ήταν τα βάρβαρα κι ανελέητα πόδια του. Οι πρώιμες αναμνήσεις του δεν τον αποχωρίζονταν, αλλά δεν είχε και νεότερες. Όλες οι μέρες ήταν ίδιες. Το χτες ή το πέρσι μπορούσαν να είναι πριν χίλια χρόνια - ή πριν ένα λεπτό. Τίποτα δε συνέβαινε. Δεν υπήρχαν γεγονότα για να σηματοδοτούν το πέρασμα του χρόνου. Ο χρόνος δεν περνούσε. Έστεκε πάντα ακίνητος. Μόνο οι μηχανές που περιστρέφονταν κινούνταν, χωρίς να πηγαίνουν πουθενά - παρότι ολοένα κι επιτάχυναν. Όταν ήταν δεκατεσσάρων, έπιασε δουλειά στο κολλάρισμα. Αυτό ήταν κολοσσιαίο γεγονός. Επιτέλους συνέβαινε κάτι που άξιζε να το θυμάται, περισσότερο απ’ ότι έναν νυχτερινό ύπνο ή μια μέρα μισθοδοσίας. Σημάδεψε μιαν ολόκληρη εποχή. Ήταν μια Ολυμπιάδα, ένα χρονικό σημείο αναφοράς. Προτάσεις τύπου «όταν έπιασα δουλειά στο κολλάρισμα», η «μετά», ή «πριν πιάσω δουλειά στο κολλάρισμα», βρίσκονταν συχνά στα χείλια του. Τα δέκατα έκτα γενέθλια του τα γιόρτασε πηγαίνοντας για δουλειά στην αίθουσα με τους αργαλειούς. Εδώ υπήρχε πάλι κίνητρο, γιατί πληρωνόταν με το κομμάτι. Διέπρεψε, καθώς είχε σμιλευτεί απ’ τα ίδια τα εργοστάσια κι είχε γίνει η τέλεια μηχανή. Μετά το πέρας τριών μηνών, λειτουργούσε δυο αργαλειούς και αργότερα, τρεις και τέσσερις. Όταν έκλεινε και τον δεύτερο χρόνο στους αργαλειούς, παρήγαγε περισσότερα μέτρα υφάσματος απ’ όλους τους υφαντές και τουλάχιστον τα διπλάσια απ’ ό, τι οι λιγότερο ικανοί. Τα πράγματα πήγαιναν καλύτερα και στο σπίτι, τώρα που πλησίαζε στην κορυφή της εισοδηματικής του δύναμης. Αυτό δε σήμαινε, βέβαια, ότι τα αυξημένα του έσοδα υπερκάλυπταν τις ανάγκες. Τα παιδιά μεγάλωναν. Έτρωγαν περισσότερο. Πήγαιναν και στο σχολείο και τα σχολικά βιβλία στοίχιζαν. Και κατά περίεργο τρόπο, όσο πιο γρήγορα δούλευε, τόσο πιο γρήγορα αυξάνονταν και οι τιμές των πραγμάτων. Ακόμα και το νοίκι αυξανόταν, παρ’ ότι η κατάσταση του σπιτιού όλο και χειροτέρευε.
18 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Είχε ψηλώσει. Αλλά τώρα φαινόταν πιο αδύνατος από ποτέ. Επιπλέον, ήταν πιο νευρικός. Μαζί με τη νευρικότητά του αυξανόταν και η οξυθυμία και η δυστροπία του. Μετά από πολλά πικρά μαθήματα, τα παιδιά έμαθαν να τον αποφεύγουν. II μητέρα του τον σεβόταν για τα εισοδήματά του, αλλά με κάποιον τρόπο, ο σεβασμός της είχε αλλοιωθεί απ’ τον φόβο. Δεν είχε καμιά χαρά στη ζωή. Ποτέ δεν έβλεπε τη διαδοχή των ημερών. Τις νύχτες κοιμόταν βαθιά σε μια νευρόσπαστη ασυνειδητότητα. Τον υπόλοιπο καιρό δούλευε, με συνείδηση μηχανική. Έξω απ’ αυτό, το μυαλό του ήταν ένα κενό. Δεν είχε ιδανικά, αλλά μόνο μια αυταπάτη˙ ότι έπινε εξαιρετικό καφέ. Ήταν ένα εργατικό ζώο. Δεν είχε καθόλου πνευματική ζωή. Κι όμως βαθιά μέσα στις κρύπτες του μυαλού του εν αγνοία του, ζύγιαζε κι εξέταζε κάθε λεπτό του μόχθου του, κάθε κίνηση των χεριών του, κάθε τίναγμα των μυών του κι έκανε προετοιμασίες για μια μελλοντική πορεία που θα εξέπληττε τον εαυτό του κι όλο τον μικρόκοσμο του. Προς το τέλος της άνοιξης, γύρισε σπίτι απ’ τη δουλειά ένα βράδυ νιώθοντας πρωτόγνωρη κούραση. Μια ενθουσιώδης προσμονή πλανιόταν στον αέρα καθώς έκατσε στο τραπέζι, αλλά του πέρασε απαρατήρητη. Κοίταξε το φαγητό κακόκεφος και σιωπηλός κι άρχισε να τρώει μηχανικά αυτό που βρισκόταν στο πιάτο του. Τα παιδιά έβγαζαν επιφωνήματα απόλαυσης και πλατάγιζαν τα χείλια τους. Αυτός όμως κώφαινε. «Ξέρεις τι ‘ν’ αυτό που τρως;» ρώτησε τελικά η μάνα του απελπισμένη. Κοίταξε με άδειο βλέμμα το πιάτο μπροστά του κι έπειτα την ίδια. «Το νησί που αρμενίζει», ανακοίνωσε αυτή θριαμβευτικά. «Α», είπε. «Το νησί που αρμενίζει!» φώναξαν εν χορώ τα παιδιά. «Α», ξανάπε. Κι αφού έφαγε δυο-τρεις μπουκιές, πρόσθεσε «Μάλλον δεν πεινάω απόψε». Πέταξε το κουτάλι του, έσπρωξε πίσω την καρέκλα σηκώθηκε βαριεστημένα απ’ το τραπέζι.
Jack London 19
«Και λέω να πάω για ύπνο». Καθώς διέσχιζε την κουζίνα, ένιωθε τα ποδιά του, πιο βαριά απ’ ότι συνήθως. Το να ξεντυθεί ήταν μια τιτάνια προσπάθεια, μια τερατώδης ματαιότητα, κι έκλαψε αδύναμα σύρθηκε στο κρεβάτι, με το ένα παπούτσι ακόμα στο πόδι. Ένιωθε σαν κάτι να αναφύεται, να διογκώνεται μέσα στο κεφάλι του. να του πήζει και να του θολώνει τον εγκέφαλο. Τα λεπτά του δάχτυλα τα ένιωθε πρησμένα, να ‘χουν γίνει σαν τον καρπό του, ενώ στα ακροδάχτυλά του είχε μια απόμακρη αίσθηση αοριστίας και θολούρας, σαν του εγκεφάλου του. Η μέση του πονούσε αβάσταχτα. Πονούσαν όλα του τα κόκαλα. Πονούσε παντού. Και μέσα στο κεφάλι του άρχισαν να στριγκλίζουν, να σφυροκοπούν, να βουίζουν ένα εκατομμύριο αργαλειοί. Το σύμπαν είχε γεμίσει ιπτάμενες σαΐτες. Ες ακοντίζονταν κι ελίσσονταν περίτεχνα ανάμεσα στ’ αστέρια. Έγνεθε μόνος του σε χιλιάδες αργαλειούς κι αυτοί όλο κι επιτάχυναν, ολοένα και πιο γρήγορα, και ιλιγγιωδώς ο εγκέφαλος του ξετυλιγόταν και γινόταν η κλωστή που τάιζε 3 τις χιλιάδες ιπτάμενες σαΐτες. Την επόμενη μέρα δεν πήγε στη δουλειά. Ήταν πολύ απασχολημένος με τις κολοσσιαίες υφάνσεις στους χιλιάδες αργαλειούς που χειριζόταν μέσα στο κεφάλι του. Η μητέρα του πήγε στη δουλειά, αφού πρώτα έστειλε να φωνάξουν τον γιατρό. Ο γιατρός είπε ότι επρόκειτο για σοβαρή περίπτωση ισπανικής γρίπης. Η Τζένυ, εκτελώντας χρέη νοσοκόμας, ακολούθησε τις οδηγίες του. Ήταν κρίσιμη η κατάστασή του και πέρασε μια βδομάδα προτού καταφέρει να ντυθεί και να τρεκλίσει αδύναμος στο πάτωμα. Άλλη μια βδομάδα, είπε ο γιατρός, και μετά θα ήταν σε θέση να επιστρέψει στη δουλειά. Την Κυριακή το απόγευμα, την πρώτη μέρα της ανάρρωσής του, τον επισκέφθηκε ο επιστάτης της αίθουσας με τους αργαλειούς. «Ο καλύτερος υφαντής της αίθουσας», είπε ο επιστάτης στη μητέρα του. Η θέση του τον περίμενε, θα μπορούσε να επιστρέψει την επόμενη εβδομάδα. Δεν θα ευχαριστήσεις τον κύριο, Τζώννυ;» ρώτησε η μάνα του με αγωνία.
20 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Ήταν τόσο άρρωστος που δεν είναι ακόμα στα συγκαλά του», εξήγησε απολογητικά στον επισκέπτη. Ο Τζώννυ ανακάθισε κουλουριασμένος με το βλέμμα καρφωμένο στο πάτωμα. Έμεινε σ’ αυτή τη στάση γι’ αρκετή ώρα μετά που έφυγε ο επιστάτης. Έξω είχε ζέστη κι έτσι το απόγευμα έκατσε στο βεραντάκι. Που και που σάλευαν τα χείλια του. Έμοιαζε προσηλωμένος σε ατέλειωτους υπολογισμούς. Το επόμενο πρωί, όταν ζέστανε η μέρα, έκατσε στη θέση του στο βεραντάκι. Αυτή τη φορά είχε μαζί του μολύβι και χαρτί και συνέχισε με εκπληκτική προσήλωση, να παιδεύεται με τους υπολογισμούς. «Τι έρχεται μετά τα εκατομμύρια;» ρώτησε τον Γουίλ το μεσημέρι, όταν γύρισε απ’ το σχολείο. «Και, πώς το λογαριάζεις;» Εκείνο το απόγευμα ολοκλήρωσε το έργο του. Κάθε μέρα, αλλά χωρίς χαρτί και μολύβι, επέστρεφε στο βεραντάκι. Τον είχε απορροφήσει πλήρως ένα δέντρο που έστεκε μόνο του στην απέναντι μεριά του δρόμου. Ώρες ολόκληρες το μελετούσε και του προκαλούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο τρόπος που λικνίζονταν τα κλαδιά του και κυμάτιζαν τα φύλλα του απ τον αέρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια εκείνης της εβδομάδας, φαινόταν σαν χαμένος σε μια μυστήρια επικοινωνία με τον εαυτό του. Την Κυριακή, ενώ καθόταν στο βεραντάκι, γέλασε δυνατά πολλές φορές, προς σύγχυση της μητέρας του που είχε χρονιά να τον ακούσει να γελά. Την επόμενη μέρα. με την πρωινή σκοτεινιά, πήγε στο κρεβάτι του να τον ξυπνήσει. Είχε χορτάσει ύπνο όλη την εβδομάδα και ξύπνησε εύκολα. Δεν πάλεψε καθόλου κι ούτε αποπειράθηκε να γαντζωθεί στα σεντόνια όταν τον ξεσκέπασε. Παρέμεινε ξαπλωμένος και μίλησε ήρεμα. «Δεν έχει νόημα, μάνα». «Θ’ αργήσεις», είπε, νομίζοντας ότι λέει κουταμάρες μες στον ύπνο του. «Ξύπνιος είμαι, μάνα και μην κουράζεσαι, σου λέω. Άσε μ’ ήσυχο, καλύτερα. Δε σηκώνομαι με τίποτα» «Μα θα χάσεις τη δουλειά σου!» φώναξε.
Jack London 21
«Δε σηκώνομαι», επανέλαβε με μια παράξενη, απαθή φωνή. Ούτε εκείνη πήγε στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Τέτοια αρρώστια δεν είχε ξαναδεί. Τον πυρετό και το ντελίριο μπορούσε να τα καταλάβει αλλά αυτό ήταν τρέλα. Τον ξανασκέπασε κι έστειλε την Τζένυ να φέρει τον γιατρό. Όταν έφτασε, ο Τζώννυ κοιμόταν ήσυχα και το ίδιο ήσυχα ξύπνησε κι επέτρεψε να του πάρουν τον σφυγμό. «Δεν έχει τίποτα», δήλωσε ο γιατρός. Είναι σοβαρά εξασθενημένος, αυτό είν’ όλο. Δεν έχει κρέας στα κόκαλα του». «Μα πάντα έτσι ήταν», προσφέρθηκε η μητέρα. «Φύγε τώρα, μάνα, κι άσε με να χουζουρέψω». Ο Τζώννυ μίλησε μειλίχια κι ευχάριστα και το ίδιο μειλίχια κι ευχάριστα γύρισε πλευρό κι αποκοιμήθηκε. Στις δέκα η ώρα ξύπνησε και ντύθηκε. Πήγε στην κουζίνα και βρήκε τη μητέρα του με μια τρομαγμένη έκφραση στο πρόσωπο της.. «Φεύγω, μάνα», αποχαιρετίσω».
ανακοίνωσε,
«και
θέλω
μόνο
να
σ’
Κάλυψε το πρόσωπο της με την ποδιά που φορούσε, σωριάστηκε σε μια καρέκλα κι άρχισε να κλαίει. Εκείνος περίμενε υπομονετικά. «Έπρεπε να το ‘χω καταλάβει» είπε με λυγμούς. «Πού;» ρώτησε εν τέλει, βγάζοντας την ποδιά απ’ το κεραυνοβολημένο πρόσωπο της και κοιτάζοντάς τον με ελάχιστη περιέργεια. «Δεν ξέρω - όπου να ‘ναι». Λέγοντάς το αυτό, εμφανίστηκε μπροστά του το απέναντι δέντρο, εκθαμβωτικά λαμπρό, σαν σε εσώτερο όραμα. Ήταν σαν να παραμόνευε κάτω απ’ τα βλέφαρά του και να μπορούσε να το βλέπει όποτε το επιθυμούσε. «Κι η δουλειά σου;» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Δεν θα ξαναδουλέψω ποτέ».
22 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
«Θεέ μου, Τζώννυ!» κραύγασε γοερά, «τι κουβέντες είν’ αυτές!» Αυτό ήταν βλασφημία. Σαν τη μητέρα που ακούει το παιδί της να αρνείται τον θεό, έτσι σκανδαλίστηκε κι αυτή απ’ τα λόγια του γιου της. «Μα τι σ’ έχει πιάσει, τελοσπάντων;» απαίτησε να μάθει, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να του επιβληθεί. «Αριθμοί», απάντησε. «Μόν’ αριθμοί. Έκανα κάμποσους υπολογισμούς αυτή τη βδομάδα˙ ήταν μεγάλη έκπληξη». «Δεν καταλαβαίνω τι σχέση έχει αυτό», κλαψούρισε. Ο Τζώννυ χαμογέλασε υπομονετικά και τότε η μητέρα του συνειδητοποίησε έκπληκτη την επίμονη απουσία της οξυθυμίας και της δυστροπίας του. «Θα σου δείξω», της είπε. «Είμαι ξεθεωμένος. Τι με κουράζει; Οι κινήσεις. Κινούμαι από τότε που γεννήθηκα. Βαρέθηκα να κινούμαι και δεν θα ξανακινηθώ άλλο. Θυμάσαι τότε που δούλευα στο εργοστάσιο γυαλιού; Έβγαζα τρεις χιλιάδες εξακόσια μπουκάλια τη μέρα. Απ’ ότι θυμάμαι, έκανα πάνω- κάτω δέκα διαφορετικές κινήσεις για κάθε μπουκάλι. Αυτό μας κάνει τριάντα έξι χιλιάδες κινήσεις τη μέρα. Δέκα μέρες, τριακόσιες εξήντα χιλιάδες κινήσεις τη μέρα. Ένας μήνας, ένα εκατομμύριο κι ογδόντα χιλιάδες κινήσεις. Βγάζουμε τις ογδόντα χιλιάδες για να το στρογγυλέψουμε-» μιλούσε με την αυτάρεσκη μεγαλοψυχία του φιλάνθρωπου - «βγάζουμε τις ογδόντα χιλιάδες, μας μένουν ένα εκατομμύριο κινήσεις το μήνα - άρα, δώδεκα εκατομμύρια κινήσεις το χρόνο. »Στους αργαλειούς κάνω τις διπλάσιες κινήσεις. Αυτό σημαίνει εικοσιπέντε εκατομμύρια κινήσεις το χρόνο κι εγώ νιώθω σαν να κινούμαι έτσι σχεδόν ένα εκατομμύριο χρόνια. »Αυτή τη βδομάδα, όμως, δεν κουνήθηκα καθόλου. Για ώρες ολόκληρες δεν έκανα ούτε μία κίνηση. Αλήθεια σου λέω, ήταν τέλεια. Απλά καθόμουν εκεί, χωρίς να κάνω τίποτα. Πρώτη μου φορά ήμουν ευτυχισμένος. Ποτέ πριν δεν είχα χρόνο. Κουνιόμουν συνέχεια. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος έτσι. Και δεν
Jack London 23
πρόκειται να το ξανακάνω. Απλά θα κάθομαι και θα ξανακάθομαι και θ’ αράζω και θα ξαναράζω και μετά θ’ αράζω ακόμα λίγο». «Μα τι θ’ απογίνουν ο Γουίλ και τ’ άλλα παιδιά;» ρώτησε απελπισμένη. «Αυτό είναι, "ο Γουίλ και τα παιδιά"», επανέλαβε εκείνος. Μα δεν υπήρχε πικρία στη φωνή του. Ήξερε εδώ και καιρό τις φιλοδοξίες της μητέρας του για τον νεαρότερο γιο, αλλά αυτή η σκέψη δεν τον πονούσε πια. Τίποτα δεν είχε σημασία πια. Ούτε καν αυτό. «Τα ξέρω, μάνα, τα σχέδιά σου για τον Γουίλ - να τον κρατήσεις στο σχολείο και να τον κάνεις λογιστή. Αλλά τώρα πια δεν έχει σημασία. Παραιτήθηκα, θα πρέπει να δουλέψει». «Εγώ δεν σε μεγάλωσα έτσι», είπε κλαίγοντας κι έκανε να κρύψει το πρόσωπο της στην ποδιά, αλλά άλλαξε γνώμη. «Εσύ δε με μεγάλωσες καθόλου», απάντησε ο Τζώννυ θλιμμένα αλλά καλοσυνάτα. «Εγώ με μεγάλωσα, μάνα, και μεγάλωσα και τον Γουίλ. Είναι πιο μεγάλος από μένα, πιο βαρύς και πιο ψηλός. Θυμάμαι ότι όταν ήμουν εγώ παιδί, δεν έτρωγα καλά. Όταν, όμως, ήταν εκείνος παιδί, εγώ δούλευα και του ‘φερνα φαΐ. Αλλά αυτό πάει πια. Ο Γουίλ ας πάει να δουλέψει, όπως κι εγώ, ή ας πάει στο διάολο, δε με νοιάζει τι απ’ τα δύο! Κουράστηκα. Φεύγω τώρα. Δε θα μου πεις αντίο;» Δεν απάντησε. Είχε πετάξει πάλι την ποδιά στο κεφάλι της και πλάνταζε στο κλάμα. Ο Τζώννυ κοντοστάθηκε στην πόρτα. «Θαρρώ πως έκανα το καλύτερο που μπορούσα» είπε με αναφιλητά. Βγήκε απ’ το σπίτι και κατηφόρισε στον δρόμο Μόλις αντίκρισε το μοναχικό δέντρο, απλώθηκε στο πρόσωπο του μια μελαγχολική ευδαιμονία. «Απλά θα κάθομαι και δεν θα κάνω τίποτα», σιγοτραγούδησε ψιθυριστά στον εαυτό του Κοίταξε ανέμελα προς τον ουρανό, αλλά ο λαμπερός ήλιος τον ζάλισε και τον τύφλωσε.
24 Ο ΑΠΟΣΤΑΤΗΣ
Ήταν μακρύς ο δρόμος που ‘χε πάρει και δεν βιαζόταν. Πέρασε μπροστά απ’ το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Το πνιχτό βουητό των αργαλειών έφτασε στ’ αυτιά του και χαμογελάσει Ήταν ένα ευγενικό, ευχάριστο χαμόγελο. Δεν ένιωθε μίσος για κανέναν, ούτε καν για τις βροντερές, θορυβώδεις μηχανές. Δεν είχε κακία μέσα του, τίποτα παρά μια υπερβολική δίψα για ξεκούραση. Όσο πλησίαζε στην εξοχή, τα σπίτια και τα εργοστάσια άρχισαν να αραιώνουν και οι ανοιχτές εκτάσεις να υπερτερούν. Επιτέλους, άφηνε πίσω του την πόλη και κατηφόριζε έναν δρόμο στρωμένο με φύλλα, παράλληλο με τις γραμμές στενό θώρακα, γκροτέσκος κι ελεεινός. Πέρασε μπροστά από έναν μικρό σιδηροδρομικό σταθμό και ξάπλωσε στο χορτάρι κάτω από ένα δέντρο. Έμεινε ξαπλωμένος εκεί όλο το απόγευμα. Πότε-πότε λαγοκοιμόταν, με τους μύες του να συσπώνται. Όταν ξυπνούσε, παρέμενε ξαπλωμένος κι ακίνητος, χάζευε τα πουλιά ή κοιτούσε ψηλά στον ουρανό ανάμεσα απ’ τα κλαδιά του δέντρου, όπου είχε αράξει. Μια-δυο φορές γέλασε δυνατά, αλλά χωρίς να σχετίζεται αυτό με κάτι που είδε ή ένιωσε. Όταν το λυκόφως έσβησε, με το πρώτο σκοτάδι της νύχτας, ένα βρυχώμενο φορτηγό-τρένο μπήκε στον σταθμό. Καθώς η ατμομηχανή άλλαζε βαγόνια στην βοηθητική γραμμή, ο Τζώννυ μπουσούλισε στα πλάγια του τρένου. Άνοιξε την πλαϊνή πόρτα ενός άδειου αποθηκευτικού βαγονιού και σκαρφάλωσε μέσα αδέξια και με δυσκολία. Έκλεισε την πόρτα. Η μηχανή σφύριξε. Ο Τζώννυ, ξαπλωμένος κατάχαμα, χαμογέλασε μέσα στο σκοτάδι.
[Από τη συλλογή διηγημάτων «Όταν ο Θεός γελά» (τίτλος πρωτοτύπου: “When God Laughs” – 1911). Μετάφραση: Χριστιάνα Σμυρνιώτη. Εκδόσεις «Φαρφουλάς», Αθήνα, 2010]