Θεία Καταστολή

Page 1

Θεία Καταστολή Αγάπη μου από κάρβουνο και θειάφι πώς σ' έχει αλλάξει έτσι ο καιρός…

Ανακατωσούρες στις φυλακές

Εις τας ειρκτάς της Χαλκίδος συνέβησαν τα ακόλουθα: Προκειμένης της εκτελέσεως τριών κεφαλικών ποινών, η ανήκουσα στρατιωτική φρουρά εισήλθεν εις αυτάς, δια να παραλάβη και να συνοδεύση εις τον έξω της πόλεως τόπον της καταδίκης τους τρεις καταδεδικασμένους κακούργους. Τότε όλοι οι πεφυλακισμένοι, ως εννενήκοντα όντες, ηνώθησαν κατά της φρουράς, μη συγχωρούντες να παραληφθώσιν οι κατάδικοι. Η φρουρά ηναγκάσθη να εξέλθη της ειρκτής, απειλήσασα πρώτον και τον


τουφεκισμόν, αρξαμένη έπειτα άνευ αποτελέσματος, εν ώ οι έσω της ειρκτής προεφυλάττοντο όλοι υπό το τοίχος, από των θυρίδων του οποίου διευθύνοντο οι πυροβολισμοί κατά του αντικρύ τοίχους. Τέλος πάντων απεφασίσθη να ριφθή εντός της ειρκτής ποσότης αναμμένου θείου, ότε μόνον απελπισθέντες οι πεφυλακισμένοι παρέδωκαν τους καταδίκους.1 Γιατί σταθήκαμε στη συγκεκριμένη είδηση, από τη στιγμή που οι εξεγέρσεις στις φυλακές του Ελληνικού Βασιλείου και δη στις φυλακές της Χαλκίδας, ήταν ένα αρκετά συχνό φαινόμενο, όπως η παρακάτω; Μας γράφουν εκ Χαλκίδας ότι την 2 του ενεστώτος μηνός, περί την 5 ώραν μμ., καθ’ ήν στιγμήν οι υπόδικοι έμελλον να επανέλθωσιν εις την φυλακήν, εκ της οποίας είχον εξέλθει κατά το σύνηθες δια να πνεύσωσι καθαρόν αέρα, ο διαβόητος πειρατής Γ. Μακρής και τινές άλλοι κακούργοι ώρμησαν κατά των στρατιωτών πειραθέντες να αρπάξωσι τα όπλα των. Ο λοχίας κατά του οποίου επέπεσεν ο Γ. Μακρής αποκρούσας αυτόν τον εφόνευσε, συγχρόνως δε οι στρατιώται διαταχθέντες επυροβόλησαν τους κακούργους, εξ ών εφόνευσαν τρεις, και επλήγωσαν τρεις ετέρους. Εφονεύθησαν όμως κατά την συμπλοκήν ταύτην και δύο στρατιώται, ευρεθέντες μεταξύ των κακούργων, καθ΄ ήν στιγμήν ούτοι επειράθησαν να δραπετεύσωσι. 2 Η είδηση της εξέγερσης του Οκτώβρη του 1847 στις φυλακές της Χαλκίδας αποτελεί μια από τις πρώτες (αν όχι την πρώτη) αναφορά στο Ελληνικό Βασίλειο για τη χρήση χημικού από τις δυνάμεις καταστολής για την κατάπνιξη εχθρικής προς το καθεστώς εκδήλωσης διαμαρτυρίας. Τα χαρακτηριστικά του καπνού του θείου, όπως γνωρίζουν όσοι έχουν βρεθεί στο θειάφισμα ενός χωραφιού ή ενός μελισσιού ή στις κερκίδες κάποιου γηπέδου3 είναι ο πυκνός καπνός και η Εφημερίδα «Αιών», φ. 816, 16/10/1847 Εφημερίδα «Ελληνικός Ταχυδρόμος», φ. 56, 7/9/1839 3 Στις κερκίδες του Δημοτικού Σταδίου Αιγίου πριν την έναρξη του αγώνα, όταν χαιρετούν οι δύο ομάδες, οι οπαδοί του Παναιγιαλείου ανάβουν 1

2


άσχημη μυρωδιά. Ο συνδυασμός αυτός δημιουργεί αποπνικτική ατμόσφαιρα, ειδικά σε κλειστό χώρο.

μια

Επομένως είναι εύκολο να αντιληφθούμε την αποτελεσματικότητα της πατέντας που χρησιμοποίησαν οι φύλακες στη Χαλκίδα για να καταπνίξουν την εξέγερση εκείνη. Άραγε οι κατά πάσα πιθανότητα αγράμματοι και απαίδευτοι φύλακες σκέφτηκαν αυτό το κόλπο από μόνοι τους, αξιοποιώντας ενδεχομένως την αγροτική τους εμπειρία απ’ τα χωράφια και τα μελίσσια ή λόγω των βαθιών τους γνώσεων στις πολεμικές παραδόσεις των Αρχαίων Ελλήνων και της… Ελληνορθόδοξης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έτσι όπως αυτές καταγράφηκαν από το Θουκυδίδη και τους μετέπειτα ιστορικούς; Θα προσπαθήσουμε να το εντοπίσουμε παρακάτω, εξετάζοντας αποσπασματικά την αξιοποίηση του θειαφιού σε πολεμικές επιχειρήσεις.

αυτοσχέδια καπνογόνα με βάση το θειάφι, τα οποία παράγουν πολύ πυκνότερο και περισσότερο καπνό από αυτά του εμπορίου.


Εν αρχή…

Η άθλια μυρωδιά του θειαφιού είχε κάνει εντύπωση από πολύ νωρίς: Πώς ξεπατώνει δρυ απ’ τις ρίζες του του Δία τ’ αστροπελέκι, και μυρωδιά από θειάφι γύρα του βαριά πολύ αναδίνει, και δίπλα εκεί κανείς αν βρέθηκε, παράλυσε θωρώντας, τ’ είναι άγριο πράμα τ’ αστροπέλεκο του τρανού Δία σαν πέφτει, παρόμοια κι ο Έχτορας σωριάστηκε μεμιάς στη σκόνη χάμω.4 Αυτή η μυρωδιά αξιοποιήθηκε από τους θνητούς για καθαρμό και εξαγνισμό, όχι μόνο στα χωράφια για τα ζιζάνια και τις αρρώστιες των φυτών, αλλά και μέσα στα ίδια τα σπίτια. Το παράδειγμα είναι από την Οδύσσεια, όπου μετά την μνηστηροφονία ο Οδυσσέας παραγγέλνει στην υπηρέτρια Ευρύκλεια: «Φέρε µου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει, Και φέρε και φωτιά την κάµαρα τρογύρα να θειαφίσω.»5 Ένας άλλος θεός όμως, πολύ πιο κομπλεξικός από τον Δία, ο Γιαχβέ, αξιοποίησε στο έπακρο όχι τις καθαρτικές, αλλά τις εμπρηστικές ιδιότητες του θειαφιού: Καὶ Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ. 6

Ομήρου Ιλιάδα, Ξ 414-415, μετάφραση Νικ. Καζαντζάκη και Ιω. Κακριδή Ομήρου Οδύσσεια, χ 481-482, μετάφραση Νικ. Καζαντζάκης 6 Γέννεσις, ιθ΄, κδ΄ 4 5


Ανάβει φωτιές…

Την παραπάνω εμπειρία των υπερφυσικών δυνάμεων αξιοποίησαν στο πεδίο της μάχης και οι θνητοί, με πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα ρητής και ξεκάθαρης χρήσης θειαφιού την πολιορκία των Πλαταιών από τους Πελοποννήσιους υπό τον Βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο, στο τρίτο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (428 π.Χ.): Έφερναν λοιπόν συνέχεια δεμάτια θάμνων και κλαδιών και τα έριχναν από το ανάχωμα στο κενό ανάμεσα στο τείχος και στην πρόσχωση. Εκείνο γέμισε γρήγορα, λόγω του ότι εργάζονταν πολλοί στο γέμισμά του. Τότε άρχισαν να ρίχνουν τα δέματα από το ύψος του αναχώματος όσο πιο βαθιά μέσα στην πόλη μπορούσαν. Και αφού περιέχυσαν τα ξύλα με θείο και πίσσα, άναψαν την φωτιά. Και η φλόγα ήταν τόσο μεγάλη, που κανείς μέχρι τότε στην γη δεν είχε ξαναδεί τέτοια φωτιά βαλμένη από ανθρώπινο χέρι.7 Η χρήση του θείου εκτοξεύτηκε σε άλλο επίπεδο λίγα μόλις χρόνια αργότερα. Βρισκόμαστε στο έβδομο έτος του Πελοποννησιακού Πολέμου (424 π.Χ.). Οι Αθηναίοι έχουν καταλάβει το Δήλιο (το σημερινό Δήλεσι) και οι Βοιωτοί υπό τον Παγώνδα με τους συμμάχους τους Μεγαρείς και Κορίνθιους επιχειρούν να το ανακαταλάβουν. Κατασκευάζουν λοιπόν αυτήν την εντυπωσιακή μηχανή: Αφού έκοψαν στη μέση με πριόνι ένα μεγάλο δοκάρι, έσκαψαν και τα δύο μέρη του κάνοντάς τα κοίλα και τα ξαναπροσάρμοσαν το ένα στο άλλο, σαν έναν αυλό. Στην μία άκρη προσάρμοσαν με αλυσίδες έναν λέβητα με ένα σιδερένιο κωνικό φυσερό που κατέληγε και αυτό στην κούφια δοκό, την οποίαν επένδυσαν με σίδερο σε όλο της το μήκος. Την μηχανή αυτή την μετέφεραν πάνω σε μια άμαξα στο τείχος, το οποίο ήταν κατασκευασμένο κυρίως από ξύλα και κλήματα. Όταν έφτασαν κοντά του, προσάρμοζαν 7

Θουκυδίδη Ιστορίαι, Βιβλίο Β΄, Κεφάλαιο 77


μεγάλα φυσερά στο άκρο της δοκού που ήταν προς το μέρος τους και φυσούσαν. Ο αέρας περνούσε μέσα από το λέβητα, στον οποίον είχαν ανάψει κάρβουνα με θείο και πίσσα. Έτσι δημιουργείτο μια μεγάλη φλόγα που κατέκαιγε το τείχος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μείνει πάνω του κανείς και να φεύγουν όλοι. Με αυτόν τον τρόπο αλώθηκε το τείχος. 8 Στα παραπάνω παραδείγματα το θείο χρησιμοποιείτο κυρίως για εμπρηστικές επιθέσεις. Με την πορεία των χρόνων και την ανάπτυξη των επιστημών τα εκρηκτικά μείγματα που είχαν σαν βάση ή σαν απαραίτητο συστατικό τους το θειάφι εξελιχθήκανε: Οι Βυζαντινοί αναπτύσσοντας την ιδέα του Παγώνδα το ανέμιξαν με νάφθα και άλλα άγνωστα σε εμάς υλικά και δημιούργησαν το υγρό πυρ, ενώ οι Κινέζοι, ακολουθώντας την δικιά τους ανεξάρτητη πορεία το πρόσθεσαν σε μείγμα άνθρακα και νιτρικού καλίου και έφτιαξαν την πυρίτιδα.

8

Θουκυδίδη Ιστορίαι, Βιβλίο Δ΄, Κεφάλαιο 100


Για φλόμωμα

Η χρήση του θειαφιού σκέτου, σαν μέσο για τη δημιουργία πυκνού δηλητηριώδους καπνού που να πνίγει τον αντίπαλο δεν εμφανίζεται σε επίσημα ιστορικά και πολεμικά κείμενα, προφανώς γιατί από μόνο του δεν έφτανε για να εξουδετερώνει ολοκληρωτικά τον αντίπαλο, εκτός κι αν αυτός ήταν περιορισμένος σε κλειστό χώρο, όπως στο πρώτο παράδειγμα, από τις φυλακές της Χαλκίδας. Έπρεπε να φτάσουμε στον 17ο αιώνα για να έχουμε κάποιες αναφορές τόσο από επίσημες ιστορικές πηγές, αλλά από παραδόσεις και διαδόσεις για την χρήση του θειαφιού για την παραγωγή αποπνικτικού καπνού. Θα σταθούμε σε μια από τις πρώτες τέτοιες καταγραφές. Στα 1806 ο Μοριάς είναι σε αναταραχή. Η αιτία είναι το σουλτανικό και το πατριαρχικό φιρμάνι που λέγανε στους Μοραΐτες να πιάσουν και να παραδώσουν στις Τούρκικες αρχές τους Κολοκοτρωναίους9, που είχαν βγει στο κλαρί και τριγυρνούσαν κυνηγημένοι από τους Έλληνες (όχι ατομικά, από κακούς προδότες, αλλά μαζικά, από κατοίκους ολόκληρων χωριών)10 και τις Τουρκικές αρχές από ραχούλα σε βουνοκορφή σε όλη την νότια Πελοπόννησο.

«Ο Πατριάρχης κάμνει παρατηρήσεις και λέγει τι πταίει ο λαός; Να σκοτώσωμεν τους πρωταιτίους. […] Τότε κάμνει ένα φιρμάνι ο Σουλτάνος να σκοτώσουν τους κλέφτας. Αφοριστικό έρχεται του Πατριάρχου δια να σηκωθή όλος ο λαός, και έτζι εκινήθηκεν όλη Πελοπόννησος Τούρκοι και Ρωμαίοι κατά των Κολοκοτρωναίων». «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836. Υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης», Αθήνα, 1846, σελ. 16. Ολόκληρο το αφοριστικό του Πατριάρχη εδώ: http://pankarpan.blogspot.gr/2011/12/blog-post_07.html 10 Παραδείγματα από τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη: «Το βράδυ επήγαμεν εις το Αλιτούρι, και εκεί μας επλάκωσαν Ανδρουσανοί, Λεονταρίτες και λοιποί έως 700. Ήλθαν την αυγήν, αρχίσαμε τον πόλεμο, ημείς εβγήκαμε από το χωριό, τους πήραμε κυνηγώντας έως μίαν ώραν μακρυά» (σελ. 19). «Επήραμε την δημοσιά της Τριπολιτζάς και επήγαμε εις το Βαλτέτζι αποπάνω να λημεριάσωμε. Οι γυναίκες του χωριού μας εγνώρισαν και ευθύς έδωκαν παντού την είδησιν ότι εδώθε πάγει ο Κολοκοτρώνης, και μας επήραν κυνηγώντας.» (σελ. 22). « 9


Ο Γιάννης […] επήγε εις τους Αιμυλούς, μοναστήρι, του έδωκε ένας καλόγερος φαγί και έπειτα επήγε, έδωσε είδησιν εις τους Τούρκους, επήγαν, τον ‘πολιόρκησαν εις τον ληνόν 11 και τον εσκότωσαν. 12 Ο κυρ Θόδωρος εδώ πέρα είναι πολύ λιτός στην περιγραφή του θανάτου του αδερφού του μετά από την μπαμπεσιά του καλόγερου. Ο συνονόματος εγγονός του όμως, ο επικαλούμενος και Φαλέζ, είναι πολύ πιο περιγραφικός: Γιάννης ο Ζορμπάς, αδελφός νεώτερος του Γέρο Κολοκοτρώνη, μετά τον αποχωρισμόν κατά το 1808 κατέφυγε μετά του εξαδέλφου του Γεώργα και άλλων πέντε συγγενών εις το Μοναστήριον της Αιμιαλούς, κείμενον εις τας φαράγγας, μίαν ώραν έξωθεν της Δημητσάνης. Καλόγηρος τις κλαδεύων, άμα τους είδε και έμαθε τον σκοπόν των, τοις έφερε τρόφιμα και τους έκρυψεν εις ληνόν, εις ον ήσαν συσσωρευμένοι αι κλαδευθείσαι κληματόβεργες εις δέματα. Ευθύς δε μεταβάς εις Δημητσάναν ανήγγειλε τούτο εις την αρχήν, ήτις εξεκίνησε Τούρκους και ραγιάδες. Άμα η περιπολία επλησίασεν εις τον ληνόν, επροσποιήθει ότι διέβαινε τυχαίως, και αφήσασα αρκετούς κεκρυμμένους έστρεψε προς το ρεύμα, όπως τους αποκλείσωσι. Ο Γιάννης ήτο αμέριμνος, αλλ’ άμα τους είδε, το εννόησε, και επυροβόλησαν όλοι ομοθυμαδόν πρώτοι. Καθείς επήρε την μερίδα του, και μεταξύ των πεσόντων ήτο και ο προδότης καλόγηρος, πληγωθείς κατά σύμπτωσιν εις το στόμα. Ήνοιξε το τουφέκι, αλλ’ ήτο ολέθριον εις τους έξω όθεν μακρυνθέντες απέστειλαν εις Δημητσάναν και έφεραν όσον θειαφοκέρι υπήρχεν έτοιμον προς πώλησιν εις τα μαγαζιά. Έκαμαν κουβάρια του θειαφοκέρι, και ανάψαντες αυτά, τα έρριψαν επί των κλημάτων του ληνού. Η αποφορά του θείου

Ληνός: το πατητήρι της μονής. «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής από τα 1770 έως τα 1836. Υπαγόρευσε ο Θεόδωρος Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνης», Αθήνα, 1846, σελ. 22. 11

12


και το πυρ ηνάγκασαν τους φυλασσόμενους εν αυτώ να εξέλθουν αλλ’ επώλησαν ακριβά την ζωήν των.»13 Το ίδιο περιγραφική είναι και η λαϊκή μούσα, που δεν άφησε την προδοσία αυτή ατραγούδιστη: Καλόγερος κλάδευε στης Αιμυαλούς τ' αμπέλι κι οι Κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα βλέπει από πέρα κι έρχονται το Γιώργο και το Γιάννη πού ήσαν ντυμένοι στο φλωρί και στο μαργαριτάρι από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε: - Γεια σου, χαρά σου Γούμενε! -Καλώς τα παλικάρια! - Για κρύψε μας, Καλόγερε, κρύψε μας μπουραζέρη ψωμί, κρασί για φέρε μας, τ’ είμαστε πεινασμένοι. - Κοπιάστε απάνου, βρε παιδιά, να κάνετε λημέρι, που ο τόπος είν’ απόμερος κι αλάργα από τη στράτα, Και πήγε και τους έκρυψε σ' ένα λινό στ' αμπέλι πού ήταν γεμάτος κλήματα από τα κλαδεμένα. Πετιέτ' ο Γιώργας και του λέει κι ο Γιάννης του μιλάει: - Καλόγερε, φέρε ψωμί να φαν τα παλικάρια. - Καθίστε λίγο, βρε παιδιά, να πάω να σας φέρω - Τήρα καλά, καλόγερε, να μη μας μαρτυρήσεις. Κι εμείς Κλέφτες ας είμαστε, είμαστε βαφτισμένοι Σου κόβει ο Γιώργας τα μαλλιά κι' ο Γιάννης το κεφάλι αν μας προδώσεις στην Τουρκιά και στους παλιό μουρτάτες - Δεν είμαι δέντρος να κοπώ και κλάρα να λυγίσω Θεοδώρου Γενναδίου Κολοκοτρώνη, «Ολίγα τινά περί στρατιωτικής ανατροφής». Αθήνα 1876 σ. 62 13


Δεν είμαι και παλιάνθρωπος για να σας μαρτυρήσω Εδιάει και τους έφερε ψωμί - κρασί να φάνε, μα κείνος πείσμα το 'βαλε, πολύ του κακοφάνη. Τους άφησε και ξένοιασαν και πάει στη Δημητσάνα κι’ ευθύς ντελάλην έβαλε σε τρεις μεριές στη χώρα: - Τους κλέφτες εγιατάκιασα τους Κολοκοτρωναίους, μικροί, μεγάλοι στ’ άρματα, γυναίκες με τις ρόκες. Τρεις παγανιές εβγήκανε και πάνε να τους πιάσουν από μακριά τους έζωσαν κι' από κοντά τους λένε: - Έβγα, Ζορμπά, προσκύνησε μ’ όλη τη συντροφιά σου να σου χαρίζω τη ζωή και σε και στα παιδιά σου - Πώς με περνάς, μπουλούμπαση, να βγω να προσκυνήσω, που ‘γώ είμ’ ο Γιάννης ο Ζορμπάς κ’ αν σου βαστάει ζυγώνεις, δεν κόταγαν να πάν κοντά, τους έτρωγε το φίδι, μα όσα φτερά και πούπουλα είχεν ή μαύρη κότα, τόσα ντουφέκια πέφτανε μέσ’ του λίνου τη πόρτα. - Για ζώστε το λημέρι τους, το θειάφι ρίχτε μέσα, κι ευθύς φωτίτσα βάλετε και μη χασομεράτε. Ρίξαν φωτιά μέσ’ το λινό, κουβάρια θειαφοκοκέρι κι αμέσως εσυννέφιασε απ’ την πολύ τη λάβρα, πιάσαν οι κληματόβεργες κι' ο Γιάννης τραγουδάει. - Τώρα να ιδείς, μπουλούμπαση, να ιδείς πώς προσκυνάνε, δεν είναι μια, δεν είναι δυο, πού σ’ έκανα άνω - κάτω, πού σ’ έκανα σαν το λαγό, μπουλούμπαση, να τρέμεις,


χίλιες φορές τα γέμισες, πάλι θα τα γέμισης. Και το ντουφέκι του άδειασε και κάνει ένα γιουρούσι, τρεις μπαταρίες του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος. Και η φωτιά δεν έσβησε και τ’ άρματα δεν πιάνουν, Του ρίξαν κι άλλη μπαταρία και μούγκριζε σα λύκος, ψιλή φωνή σαν έβαλε, πικρή, φαρμακωμένη: - Παιδιά μου συγχωρέστε με, κι είστε συχωρεμένοι, αφήνω γεια σύντροφοι μου, μ’ έφαγαν οι μουρτάτες, μ’ έφαγε κι ο Καλόγερος, ο τρισκαταραμένος. O Θοδωρής αγνάντευε ψηλά από την Κλινίτσα και των συντρόφων μίλησε, της συντροφιάς του λέει: Σήκω, φόρτο, να φύγουμε στη Ζάκυνθο να πάμε, τι μας εζώσαν τα σκυλιά οι άπιστοι μουρτάτες... 14 Στα επόμενα χρόνια αναφέρονται και άλλα περιστατικά, όπου οι πολιορκητές Τούρκοι έπνιξαν με καπνό και φωτιά από θειάφι κόσμο κλεισμένο σε σπηλιές: Το Σεπτέμβρη του 1825 στις σπηλιές στο Ψηλό Κοτρόνι κοντά στο χωριό Γκιότσαλι Λακωνίας, τον Αύγουστο του 1821 στο σπήλαιο Κρυνερίδα Αποκορώνου και τον Γενάρη του 1824 στο σπήλαιο Μελιδονιού, στην Κρήτη και αλλού. Από το συνδυασμό αυτών των ιστοριών βγαίνει το συμπέρασμα ότι το φλόμωμα αντιπάλων ταμπουρωμένων σε κάποιον κλειστό χώρο από τους πολιορκητές τους ήταν μια συνηθισμένη πολεμική πρακτική, η οποία όμως παρόλη την αποτελεσματικότητά της δεν περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή σε αυτόν που την χρησιμοποιούσε και ίσως και γι’ αυτό δεν καταγράφεται ή δεν προτείνεται τόσο συχνά σε κείμενα στρατιωτικής τεχνικής.

Καταγεγραμμένο στο «Η παρά την Δημητσάνα Μονή Παναγίας της Αιμυαλούς» του Τάσου Γκριτσοπούλου 14


Η γνώση μεταλαμπαδεύεται

Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνεται το αξίωμα «Όταν οι Ελληνες… [συμπληρώνεται κατά το δοκούν], οι ξένοι τρώγαν βελανίδια»: Αυτήν την αποτελεσματική τακτική για να ξετρυπώνουν τους αντιπάλους τους φλομώνοντάς τους με θειάφι, οι άλλοι πολιτισμένοι λαοί –και οι φιλάνθρωποι στρατοί τους- έπρεπε να την μάθουν –έστω και δια της πλαγίας οδού- από αυτά που γίνονταν στον ελλαδικό χώρο. Το πρώτο στέλεχος ευρωπαϊκού στρατού που αναγνώρισε την αξία της χρήσης θειούχων αερίων σε πολιορκία, έτσι ώστε να πνίγεται και να δηλητηριάζεται ο αντίπαλος, ήταν ο Ναύαρχος Thomas Cochrane. Μετά το ξήλωμά του από το Αγγλικό Ναυτικό λόγω της συμμετοχής του σε μια χρηματιστηριακή κομπίνα, ο Cochrane έρχεται στην Ελλάδα και του ανατίθεται η διοίκηση του υποτυπώδους ακόμα ελληνικού στόλου. Ταυτόχρονα του δίνεται και το μεγαλύτερο μέρος από το πρώτο Δάνειο του Αγώνα, για να παραγγείλει την ναυπήγηση πολεμικών πλοίων για το μελλοντικό Ελληνικό Κράτος. Το 1831 όμως πεθαίνει ο πατέρας του και ο Cochrane αποκαθίσταται στο Βρετανικό Ναυτικό, ενώ παράλληλα του απονέμεται και ο τίτλος του 10ου Λόρδου του Dundonald. Τον Αύγουστο του 1855 ο Cochrane, Λόρδος Dundonald καταθέτει στον Πρωθυπουργό της Μεγάλης Βρετανίας μια πρωτοποριακή πρόταση, ένα σχέδιο για να τελειώσει όσο γίνεται πιο σύντομα η πολιορκία της Σεβαστόπολης.15 ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Βλέποντας τα καμίνια του θείου, τον Ιούλιο του 1811, παρατηρήθηκε ότι οι αναθυμιάσεις που διέφευγαν κατά την Για τον Πόλεμο της Κριμαίας και την πολιορκία της Σεβαστόπολης, αλλά και για τις βαριές ευθύνες των βρετανών αξιωματικών που διοικούσαν τα στρατεύματα των πολιορκητών, οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα την άδοξη και ανώφελη απώλεια χιλιάδων ζωών, διάβασε το «The Street Philosopher», Matthew Plampin. 15


πρωτογενή διαδικασία εξαγωγής του υλικού, παρόλο που στην αρχή ανέβαιναν λόγω του αέρα, σύντομα έπεφταν ξανά στο έδαφος, καταστρέφοντας όλα τα φυτά και θέτοντας σε κίνδυνο την ζωή των ζώων σε μεγάλη απόσταση γύρω από αυτά. Ο κίνδυνος ήταν τέτοιος, που απαγορευόταν από τον νόμο στους ανθρώπους να διανυκτερεύουν σε απόσταση τριών μιλίων γύρω από τα καμίνια την περίοδο που λάμβανε χώρα το λιώσιμο των πετρωμάτων. 16 Αμέσως έγινε αντιληπτή η αξία της εφαρμογής αυτής της παρατήρησης στους σκοπούς του Στρατού και του Ναυτικού, και μετά από σοβαρή μελέτη παρουσίασα ένα Μνημόνιο για αυτό θέμα στην Αυτού Υψηλότητα τον Πρίγκηπα Αντιβασιλέα στις 12 Απρίλη του 1812, ο οποίος μου έκανε την τιμή να το διαβιβάσει σε μια επιτροπή αποτελούμενη από τον Λόρδο Keith, τον Λόρδο Exmouth και τον Στρατηγό Congreve (μετέπειτα Λόρδο William). Η επιτροπή κατέληξε σε μια ευνοϊκή αναφορά και η Αυτού Υψηλότητα έδωσε εντολή όλους τους εμπλεκόμενους να τηρήσουν άκρα μυστικότητα. (Υπογραφή) DUNDONALD. 7 Αυγούστου 1855.

ΜΝΗΜΟΝΙΟ Τα υλικά που χρειάζονται για την αποβολή των Ρώσων από τη Σεβαστόπολη.Πειραματικές δοκιμές έδειξαν ότι πέντε μέρη ημίκαυστου άνθρακα εξαερώνουν αποτελεσματικά ένα μέρος θείου. Τα καμίνια που αναφέρει ο Dundonald βρίσκονταν προφανώς στη Σικελία, στην οποία βρέθηκε υπηρετώντας στο Βρετανικό ναυτικό. Η Σικελία είχε μεγάλη παραγωγή θείου λόγω των πετρωμάτων που βρίσκονταν γύρω από το ηφαίστειο της Αίτνας. Έβγαζαν το θειούχο πέτρωμα από τα ορυχεία και το έλιωναν σε μεγάλα καμίνια, απομονώνοντας έτσι το θειάφι. Για τα χωριά της Σικελίας κλπ, διάβασε το «Καπνός στον ορίζοντα» του Αντρέα Καμιλέρι. 16


Βέβαια, η αναλογία για την χρήση στη ξηρά, όπου το βάρος έχει μεγάλη σημασία, καλό είναι να προταθεί από τον Καθηγητή Faraday, λόγω του ότι δεν έχω δώσει μεγάλη προσοχή στο θέμα των επιχειρήσεων στην ξηρά. Τετρακόσιοι ή πεντακόσιοι τόνοι θείου και δύο χιλιάδες τόνοι ημίκαυστου άνθρακα θα είναι επαρκείς. Εκτός των παραπάνω υλικών, θεωρώ απαραίτητο να διαθέτουμε αρκετές ποσότητες ασφαλτούχου άνθρακα και δύο χιλιάδες βαρέλια πετρελαίου ή κάποιου άλλου είδους πίσσας, για να συγκαλύπτουμε τις οχυρώσεις εναντίον των οποίων θα επιτεθούμε, ή άλλες που τις πλαισιώνουν. Επίσης θα χρειαστεί και ποσότητα ξερής ξυλείας και αχύρων ή άλλων παρόμοιων εύφλεκτων υλικών, για να ενισχυθούν γρήγορα οι φλόγες που πρέπει να διατηρούμε έτοιμες ανά πάσα στιγμή για να εκμεταλλευθούμε κάποιο ευνοϊκό ρεύμα αέρα. DUNDONALD. 7 Αυγούστου 1855.

Σημείωση. – Αφού εκθέσουμε με ακρίβεια τους στόχους που πρέπει να επιτευχθούν, η ευθύνη για την επίτευξή τους βαρύνει αυτούς που θα διευθύνουν την εκτέλεση του σχεδίου. Αν υποθέσουμε ότι θέλουμε να επιτεθούμε στις οχυρωμένες θέσεις Malakoff και Redan, θα ήταν συνετό να επιλέξουμε την δημιουργία ενός προπετάσματος καπνού στο Redan (με καπνό που θα παραχθεί από το κάψιμο άνθρακα και πίσσας στην θέση Λατομεία), έτσι ώστε να μην μπορούν να μας παρενοχλούν όταν θα τοποθετούμε στην θέση Mamelon το θείο, η καύση του οποίου θα αναγκάσει την φρουρά του Malakoff να το εγκαταλείψει, αφήνοντας πίσω της όλα τα κανόνια και έτσι να διευκολυνθεί η κατάληψή των αφύλακτων πλέον οχυρώσεων.


Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι καπνοί θα τυλίξουν όλες τις οχυρώσεις από το Malakoff μέχρι τους στρατώνες, ενώ είναι πολύ πιθανό να φτάσουν ακόμα και μέχρι το πολεμικό πλοίο «Δώδεκα Απόστολοι» που βρίσκεται αγκυροβολημένο στο λιμάνι. Οι άλλες δύο συστοιχίες πυροβολικού, σε κάθε πλευρά του λιμανιού πρέπει να τυλιχτούν με καπνό από θειάφι και να ανατιναχτούν από πυρπολικά σκάφη, ενώ η καταστροφή τους θα ολοκληρωθεί από τα πολεμικά μας πλοία που θα μπουν στο λιμάνι κάτω από το προπέτασμα του καπνού. (Υπογραφή) DUNDONALD. 7 Αυγούστου 1855. Ο Λόρδος Palmerston την ίδια ημέρα διαβίβασε τις παραπάνω εκθέσεις στον Υπουργό των Στρατιωτικών της κυβέρνησής του, τον Λόρδο Panmure, ο οποίος σύστησε μια επιτροπή για να εξετάσει τις προτάσεις του Dundonald. Η επιτροπή αυτή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο είναι εφικτό και η υλοποίησή του…: …χωρίς καμία αμφιβολία θα παρήγαγε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όμως αυτά τα αποτελέσματα ήταν τόσο φρικτά, που κανείς έντιμος πολεμιστής δεν θα χρησιμοποιούσε τα μέσα που απαιτούνταν για την επίτευξή τους. Συνεπώς η Επιτροπή προτείνει την μη εφαρμογή των σχεδίων αυτών και την καταστροφή των αναφορών του Λόρδου Dundonald. Απ’ ό, τι φαίνεται όμως, η απόρριψη των προτάσεων του Dundonald δεν υπαγορεύτηκε μόνο από λόγους ηθικής και ανθρωπισμού, αλλά κυρίως από λόγους πολιτικούς. Είναι διαφωτιστικό το σημείωμα του Λόρδου Palmerston που συνόδευε τις παραπάνω εκθέσεις του Dundonald όταν αυτός τις έστειλε προς εξέταση στον Λόρδο Panmure: Ο ΛΟΡΔΟΣ PALMERSTON ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΡΔΟ PANMURE ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ, 7 Αυγούστου 1855.


Συμφωνώ μαζί σας ότι αν ο Dundonald είναι αυτός που θα επιτηρήσει και θα διευθύνει την εκτέλεση του σχεδίου του, οφείλουμε να αποδεχθούμε την προσφορά του και να δοκιμάσουμε την ιδέα του. Αν επιτύχει, όπως είπατε και Εσείς, θα σωθεί ένας μεγάλος αριθμός αγγλικών και γαλλικών ζωών. Αν αποτύχει υπό την επιστασία του, δεν θα είμαστε εμείς αυτοί που θα κατηγορηθούν για αυτό, ενώ μπορούμε να ανεχθούμε ένα μικρό μέρος από την γελοιοποίηση της οποίας το μεγαλύτερο μέρος θα υποστεί αυτός. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να προβείτε στις απαραίτητες προετοιμασίες χωρίς καθυστέρηση και με την απαιτούμενη από τη σοβαρότητα του θέματος διακριτικότητα. Παρά την απόφαση της Επιτροπής να καταστραφούν τα σχέδια του Thomas Cochrane, Λόρδου Dundonald, αυτά παρέμειναν στα χέρια του Λόρδου Panmure και δημοσιεύτηκαν – μαζί και με την υπόλοιπη αλληλογραφία του- από την οικογένειά του το 1908 στη συλλογή The Panmure Papers. Από εκεί –λένε οι κακές οι γλώσσες προσπαθώντας να βρούνε μια ερμηνεία για το αναπόφευκτο - πήραν την ιδέα οι Γερμανοί και προχώρησαν στην πρώτη επίσημη μαζική χρήση χημικών στο πεδίο της μάχης το 1915. Δεν μπορούμε να ξέρουμε το ακριβές κείμενο της πρότασης του Cochrane το 1812 προς το Υπουργείο των Στρατιωτικών της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά θεωρούμε σχεδόν σίγουρο ότι το σχέδιο που πρότεινε τελικά το 1855 τελειοποιήθηκε και ολοκληρώθηκε τόσο μετά τις επιστημονικές του παρατηρήσεις στη Σικελία το 1811 όσο και από τις ιστορίες σαν αυτές του Γιάννη Κολοκοτρώνη και των σπηλαίων που θα έμαθε κατά την τριετή του παραμονή στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η επιστήμη τράβηξε τον δρόμο της και ανακάλυψε κι άλλα αέρια και άλλες χημικές ενώσεις (αρσενικό, αέρια μουστάρδας, πιπεριού κλπ), στέλνοντας στο περιθώριο το θειαφάκι. Πλέον μόνο οι ερασιτέχνες μπορούν να αξιοποιήσουν την πλούσια παράδοσή του σε πεδία συγκρούσεων και μαχών είτε σε ανοιχτούς χώρους αξιοποιώντας το προπέτασμα καπνού για διαφυγή ή έφοδο, είτε για εφαρμογή του σε προσπάθειες να


πνίξουν στον καπνό αντιπάλους που παραφυλάνε σε κλειστούς χώρους. Όπως και να’ χει, και όπως και να αξιοποιηθεί, το θειάφι είναι αυτό που θα έχει την τελευταία λέξη σε όλα, μιας και σίγουρα κάποια μέρα θα πληρωθούν τὰ ρηθέντα ὑπὸ τῶν Γραφῶν: Καὶ ἐπιάσθη τὸ θηρίον καὶ ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τὰ σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐπλάνησε τοὺς λαβόντας τὸ χάραγμα τοῦ θηρίου καὶ τοὺς προσκυνοῦντας τῇ εἰκόνι αὐτοῦ· ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τὴν λίμνην τοῦ πυρὸς τὴν καιομένην ἐν θείῳ. 17

17

Ιωάννου, Αποκάλυψη, ιθ΄ κ΄


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ - Στην άμυνα για την επίθεση

Υποπτεύσαντες ημείς ότι μήπως οι εχθροί αποφασίσωσι να δοκιμάσωσι και εκ δευτέρου την τύχην των, να κάμουν και δευτέραν έφοδον δια να εξαλείψουν την μομφήν και το αίσχος εκείνο της ήττας των, ελάβομεν πλέον αυστηρότερα μέτρα και μεγαλυτέραν προσοχήν και ευρισκόμεθα πάντοτε άγρυπνοι. Αλλά διά να μην προχωρήσουν πάλιν οι εχθροί και καταλάβουν ως και πρότερον τον χάνδακα επενοήθημεν την δευτέραν ημέραν των Χριστουγέννων και εβάλαμεν ξύλα μακριά τα οποία ήτον αντένες καραβιού, και εις τα οποία εκρεμούσαμεν εις το άκρον μιαν τέσσαν (αγγείον χάλκινον ως χύτρα) το οποίον εγεμώζαμεν ρετσίνην και θειάφι και το ανάπταμεν πάσαν εσπέραν και είχομεν μηχανήν εις τα οχυρώματά μας και τα εσπρώχναμεν και έβγαιναν έξω περισσότερον από δέκα Γαλλόμετρα, ως φανάρια, και εφώτιζον όλον εκείνο το πεδίον, το οποίον ήτον μεταξύ ημών και των εχθρών. Ώστε απεκατέστη αδύνατον να εμπορέσουν πλέον οι εχθροί να εμφωλεύσουν εις τον χάνδακά μας, καθότι βάλαμεν τόσα από αυτά ώστε εφωτούσεν όλον εκείνο το μέρος ωσάν ημέρα και δεν ετολμούσαν οι Τούρκοι να εβγάλουν μήτε την μύτην τους εις τα οχυρώματά τους. Ημείς δε τους επυροβολούσαμεν και τους εβλάπταμεν εν ευκολία. Αυτήν την μηχανήν την επενόησεν πρώτος ο άνω ειρημένος καπετάνιος μου Δημήτριος Δημητρακόπουλος εκ Λαγκαδιών κα μεγαλέμπορος εν Κωνσταντίνου πόλει, και την μετεχειρίσθησαν άπαντες οι οπλαρχηγοί, και εξησφαλίσθημεν από πάντι ενδεχόμενον κίνδυνον.18

18

Κανέλλου Δεληγιάννη, «Απομνημονεύματα».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.