Απόστολος Τίτος – Τεύχος 27

Page 1

APOSTOLOS_TITOS_exof_TEYX27_Synodos_AGIOS_TITOS_exof_TEYX7 29/11/2017 10:03 π.μ. Page 1

AΠOΣTOΛOΣ TITOΣ

EΠIΣHMO ΔEΛTIO THΣ EKKΛHΣIAΣ KPHTHΣ

ΠEPIOΔOΣ Γ , TEYXOΣ 27, IOYNIOΣ 2016

27 ISSN 1106-6679

2016




ΠEPIOΔOΣ Γ , TEYXOΣ 27, ΙΟΥΝΙΟΣ 2016


ΕΠΙΣΗΜΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Γ', ΤΕΥΧΟΣ 27, ΙΟΥΝΙΟΣ 2016 ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ

Ἀρχιμ. Πρόδρομος Ξενάκης, Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου

Ἐκτύπωση - Σελιδοποίηση: Γραφικές Τέχνες: «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ» * Τό παρόν τεῦχος τυπώθηκε καί κυκλοφορήθηκε τόν Ἰούνιο τοῦ 2017.


Τό παρόν τεῦχος ἀφιεροῦται εἰς τό Ἱστορικόν Γεγονός τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συγκληθείσης ἐν Κρήτῃ, ἀπό 17ης ἕως 27ης Ἰουνίου 2016.

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Κρήτη, 17-27 Ἰουνίου 2016

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ Ἀνακοινωθέντα τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. ............................................................................................. 11 Ἀνακοινωθέν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. ....................................................................................................... 17

ΣΥΝΟΔΙΚΟΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος περί τῆς συγκληθησομένης ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. ............................................................................................................. 21 Συνοδική Ἐγκύκλιος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης περί τῆς συγκληθησομένης ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας........................................... 25 Ἐνημερωτικόν Φυλλάδιον τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης πρός τό εὐσεβές πλήρωμα Αὐτῆς γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας .................................. 29


ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΟΜΙΛΙΑΙ Προσφώνησις τοῦ Ἐντιμ. κ. Βασιλείου Λαμπρινοῦ, Δημάρχου Ἡρακλείου, κατά τήν ἐπίσημον ὑποδοχήν τῆς Α.Θ.Π. καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν................................................................................................... 35 Ἀντιφώνησις τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν ἐντιμ. κ. Βασίλειον Λαμπρινόν, Δήμαρχον Ἡρακλείου.................. 37 Προσφώνησις Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου, Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, κατά τήν ἐπί τῇ ἀφίξει τῆς Α.Θ.Π. καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς Ἡράκλειον, ἐπίσημον Δοξολογίαν, ἐν τῷ Ἱερῷ Καθεδρικῷ Ναῷ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου........................................................................................................... 41 Ἀντιφώνησις τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης κ. Εἰρηναῖον, Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. ....................................... 47 Ὁμιλία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν Θείαν Λειτουργίαν ἐν τῷ Ἱερῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, ἐν συλλειτουργίᾳ μετά τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. ............................................................................ 51 Εἰσηγητική Ὁμιλία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά τήν ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. ............................................................ 57

-6-


Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ, ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ, Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΝΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. .................................................................................................. 77 Μήνυμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.................................................................................................... 93 Ἡ σπουδαιότης τῆς Νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον. ....... 99 Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον. .......................................................................................... 105 Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ........................... 113 Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά.................................................................... 117 Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ. ....................... 125 Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ. .................................................................................................................... 129

ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Σεπτόν Εὐχαριστήριον Γράμμα τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, πρός τήν Ἐκκλησίαν Κρήτης. ....... 145 Συνοδικόν Εὐχαριστήριον Γράμμα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης πρός τήν Α.Θ.Π. τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην κ.κ. Βαρθολομαῖον. ............................................................ 149

ΛΟΓΟΙ - ΜΕΛΕΤΕΣ Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους, Ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας....................................................................................... 153 Πρεσβ. Αὐγουστίνου Μπαϊραχτάρη, Ἐπίκ. Καθηγητοῦ τῆς Π.Α.Ε.Α.Η.Κ., Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας............................................................................................................. 171 -7-



ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ



Ἀνακοινωθέν (26.05.2016) Ἀντιπροσωπεία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον Ἀνακοινοῦται ὅτι ἡ σύνθεσις τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἰς τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἡ Α. Θ. Παναγιότης, Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος, Πρόεδρος τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου 1. Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Καρελίας καί πάσης Φιλλανδίας κ. Λέων 2. Σεβ. Μητροπολίτης Ταλλίνης καί πάσης Ἐσθονίας κ. Στέφανος 3. Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης 4. Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Γέρων Ἀμερικῆς κ. Δημήτριος 5. Σεβ. Μητροπολίτης Γερμανίας κ. Αὐγουστῖνος 6. Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Εἰρηναῖος 7. Σεβ. Μητροπολίτης Ντένβερ κ. Ἠσαΐας 8. Σεβ. Μητροπολίτης Ἀτλάντας κ. Ἀλέξιος 9. Σεβ. Μητροπολίτης Πριγκηποννήσων κ. Ἰάκωβος 10. Σεβ. Μητροπολίτης Προικοννήσου κ. Ἰωσήφ 11. Σεβ. Μητροπολίτης Φιλαδελφείας κ. Μελίτων 12. Σεβ. Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ 13. Σεβ. Μητροπολίτης Δαρδανελλίων κ. Νικήτας 14. Σεβ. Μητροπολίτης Ντητρόϊτ κ. Νικόλαος 15. Σεβ. Μητροπολίτης Ἁγίου Φραγκίσκου κ. Γεράσιμος 16. Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου κ. Ἀμφιλόχιος 17. Σεβ. Μητροπολίτης Κορέας κ. Ἀμβρόσιος 18. Σεβ. Μητροπολίτης Σηλυβρίας κ. Μάξιμος 19. Σεβ. Μητροπολίτης Ἀδριανουπόλεως κ. Ἀμφιλόχιος 20. Πανιερ. Μητροπολίτης Διοκλείας κ. Κάλλιστος 21. Πανιερ. Μητροπολίτης Ἱεραπόλεως κ. Ἀντώνιος, ἐπί κεφαλῆς τῶν Οὐκρανῶν Ὀρθοδόξων ἐν ΗΠΑ 22. Πανιερ. Ἀρχιεπίσκοπος Τελμησσοῦ κ. Ἰώβ, Μόνιμος Ἀντιπρόσωπος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου παρά τῷ Παγκοσμίῳ Συμβουλίῳ Ἐκκλησιῶν 23. Πανιερ. Ἀρχιεπίσκοπος Χαριουπόλεως κ. Ἰωάννης, ἐπί κεφαλῆς - 11 -


τῆς Πατριαρχικῆς Ἐξαρχίας τῶν ἐν τῇ Δυτικῇ Εὐρώπῃ Ὀρθοδόξων Παροικιῶν Ρωσσικῆς Παραδόσεως 24. Θεοφ. Ἐπίσκοπος Νύσσης κ. Γρηγόριος, ἐπί κεφαλῆς τῶν Καρπαθορώσσων Ὀρθοδόξων ἐν ΗΠΑ Εἰδικοί Σύμβουλοι: 25. Θεοφ. Ἐπίσκοπος Χριστουπόλεως κ. Μακάριος (Ἐσθονία) 26. Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Τύχων, Καθηγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα Ἁγίου Ὄρους 27. Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Κωνσταντῖνος Μύρων (Γερμανία) 28. Ὁσιωτάτη Μοναχή Θεοξένη, Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς-Χρυσοπηγῆς Χανίων 29. Ἐντιμολ. κ. Παντελεήμων Βίγκας, Ἄρχων Μ. Χαρτοφύλαξ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας (ΚΠολις) 30. Ἐλλογιμωτάτη κυρία Ἐλισάβετ Προδρόμου, Καθηγήτρια (Η.Π.Α.) Πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτης κ. Βαρθολομαῖος Σαμαρᾶς, Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, Γραμματεύς τοῦ Προέδρου

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 26ῃ Μαΐου 2016 Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

- 12 -


Ἀνακοινωθέν (31/05/2016) Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρείαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τάς τακτικάς αὐτῆς συνεδρίας, τήν Δευτέραν, 30ήν, καί τήν Τρίτην, 31ην Μαΐου 2016, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων. Κατ᾿ αὐτάς, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἠσχολήθη ἰδιαιτέρως μετά τοῦ θέματος τῆς ἐπί θύραις Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καί τῶν συναφῶν πρός αὐτήν ζητημάτων, δεηθεῖσα ὑπέρ εὐοδώσεως τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς καί εὐχηθεῖσα τήν ἄνωθεν ἐνίσχυσιν εἰς τόν Πρόεδρον αὐτῆς Παναγιώτατον Οἰκουμενικόν Πατριάρχην. Ἐντός τῶν πλαισίων τούτων, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος ἐξήτασεν ἐνδελεχῶς καί τό ἀπασχολοῦν τά Πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων γνωστόν πρόβλημα περί τῆς ἐν Κατάρ ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας, καί ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν ὅπως προτείνῃ τήν σύστασιν, ἀμέσως μετά τήν Ἁγίαν καί Μεγάλην Σύνοδον, Ἐπιτροπῆς ἐξ ἀντιπροσώπων ἀμφοτέρων τῶν ἐνδιαφερομένων Ἐκκλησιῶν, ὑπό τήν συντονιστικήν εὐθύνην τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πρός μελέτην τοῦ ζητήματος καί ἐξεύρεσιν κοινῇ ἀποδεκτῆς λύσεως.

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 31ῃ Μαΐου 2016 Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

- 13 -


Ἀνακοινωθέν Συνῆλθε σήμερον ἐκτάκτως, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, εἰς συνεδρίαν, ἡ Ἱερά Ἐνδημοῦσα Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου πρός ἐπισκόπησιν τῆς πορείας τῆς χάριτι Θεοῦ συγκληθείσης καί ἤδη ἐπί θύραις Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ Ἱερά Ἐνδημοῦσα Σύνοδος, μετ᾿ ἐκπλήξεως καί ἀπορίας ἐπληροφορήθη τάς ἐσχάτως ἐκφρασθείσας θέσεις καί ἀπόψεις ἐνίων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί, ἀξιολογήσασα αὐτάς, διεπίστωσεν ὅτι οὐδέν θεσμικόν πλαίσιον ὑφίσταται πρός ἀναθεώρησιν τῆς ἤδη δρομολογηθείσης συνοδικῆς διαδικασίας. Ὅθεν, ἀναμένεται, οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, συμφώνως πρός τόν Κανονισμόν Ὀργανώσεως καί Λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, νά προσκομίσουν τάς τυχόν «προτάσεις τροπολογιῶν, διορθώσεων ἤ προσθηκῶν εἰς τά ὁμοφώνως ἐγκριθέντα κείμενα ὑπό Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων καί τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθημένων ἐπί τῶν θεμάτων τῆς ἡμερησίας διατάξεως» (βλ. ἄρθρον 11), πρός τελικήν διαμόρφωσιν καί ἀπόφανσιν κατά τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, τῇ ἐπικλήσει τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος. Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὡς πρωτεύθυνος Ἐκκλησία διά τήν διασφάλισιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας, καλεῖ ἅπαντας νά ἀρθοῦν εἰς τό ὕψος τῶν περιστάσεων καί νά μετάσχουν εἰς τάς, κατά τάς προκαθωρισμένας ἡμερομηνίας, ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὡς πανορθοδόξως ἀπεφασίσθη καί ὑπεγράφη τόσον ὑπό τῶν Προκαθημένων εἰς τάς Ἱεράς Συνάξεις αὐτῶν ὅσον καί ὑπό τῶν ἐξουσιοδοτημένων ἑκάστοτε Ἀντιπροσωπειῶν καθ᾿ ὅλην τήν μακράν προπαρασκευαστικήν τῆς Συνόδου διαδικασίαν.

Ἐν τοῖς Πατριαρχείοις, τῇ 6ῃ Ἰουνίου 2016 Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας

- 14 -


Ἀνακοινωθέν Σήμερον, Τετάρτην, 22αν Ἰουνίου 2016, συζητουμένου ἐνώπιον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τοῦ θέματος τοῦ Αὐτονόμου, ἐπί σχετικῇ δέ προτάσει τροπολογίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ Α. Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος διεβεβαίωσεν ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον οὐδεμίαν πρόθεσιν ἔχει νά χορηγήσῃ αὐτονομίαν εἰς τάς Μητροπόλεις τῶν λεγομένων Νέων Χωρῶν καί ὅτι αὗται ὑπάγονται πάντοτε κανονικῶς καί πνευματικῶς ὑπό τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ἡ δέ διοίκησις αὐτῶν ἔχει ἐκχωρηθῆ ἐπιτροπικῶς εἰς τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τήν ὁποίαν ἡ Α. Θ. Παναγιότης καί ηὐχαρίστησε διά τήν τοιαύτην ἐξυπηρέτησιν πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν.

Ἐκ τῆς Ἀρχιγραμματείας τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου

- 15 -



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, συνῆλθε σήμερα, 7 Ἀπριλίου 2016, στό Ἡράκλειο, σέ Συνεδρία καί ἐν πρώτοις συζήτησε διεξοδικά τά περί τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, θά συγκληθεῖ στήν Κρήτη, τόν προσεχῆ Ἰούνιο καί ἐξέφρασε, γιά μιά ἀκόμη φορά, τή χαρά της γιά τήν ὑψίστη τιμή τῆς ἐπιλογῆς τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, γιά τό μέγα αὐτό ἱστορικό γεγονός. Ἡ Ἱερά Σύνοδος διαψεύδει κατηγορηματικῶς ὅσα ἀνεύθυνα κυκλοφοροῦν σέ μερικά Μέσα Γενικῆς Ἐνημερώσεως γιά δῆθεν ἔξοδα ὕψους ἑκατομμυρίων εὐρώ γιά τή διοργάνωση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, διευκρινίζει δέ ὅτι τά ἔξοδα τῆς διαμονῆς καί μετακινήσεως τῶν Μελῶν τῶν Ἀντιπροσωπειῶν τῶν κατά Τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔχει πανορθοδόξως ἀποφασισθεῖ νά καλυφθοῦν ἀπό τίς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, οἱ ὁποῖες θά λάβουν μέρος. Ἐπίσης, ἡ Ἱερά Σύνοδος, σημειώνει ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχει ὑπεύθυνη ἐνημέρωση τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ γιά τήν ὅλη διαδικασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ὥστε νά μή διασπείρονται ὑπερβολικές θέσεις, πού δέν ἀντανακλοῦν τήν πραγματικότητα. Πρός τό σκοπό αὐτό, ἡ Ἱερά Σύνοδος μετά ἀπό τήν ἐνημερωτική Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιο τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου καί τῆς περί Αὐτόν Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, πού διαβάστηκε τήν Α’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἀποφάσισε τήν ἀποστολή Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, πού θά ἀναγνωσθεῖ στούς Ἱ. Ναούς τῆς Μεγαλονήσου τήν προσεχῆ Κυριακή τῶν Βαΐων καί θά ἐνημερώνει τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης γιά τήν ἐπικειμένη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐπί πλέον, θά ἐκδοθεῖ ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο σχετικό φυλλάδιο, τό ὁποῖο θά ἀποσταλεῖ στίς Ἱερές Μονές καί τίς Ἐνορίες τῆς Μεγαλονήσου γιά τήν ὑπεύθυνη ἐνημέρωση ὅλων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Ἐπιπροσθέτως, ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐξ ἀφορμῆς - 17 -


διαφόρων δημοσιοποιημένων ἀπόψεων περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς, δικαιοδοσιακῆς ταυτότητας καί ἰδιοπροσωπίας τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐπαναλαμβάνει ὅτι ἡ Ἡμιαυτόνομος Ἐκκλησία Κρήτης ἀποτελεῖ συντεταγμένη Ἐκκλησία, μέ Νομική Προσωπικότητα, Καταστατικό Χάρτη-Νόμο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, Κανονιστικές Διατάξεις, «ἔχουσα τήν κανονικήν ἐξάρτησιν αὐτῆς ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου» (Ν.4149/Φ.Ε.Κ. Α΄, 41/16-3-1961). Αὐτές οἱ προνομίες τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἀποτελοῦν ἐν Χριστῷ ἐγκαύχηση καί ἱερή παρακαταθήκη τῶν αἰώνων καί τῶν Προπατόρων μας Κρητῶν, τίς ὁποῖες θά διαφυλάξει μέ κάθε τρόπο, προκειμένου νά τίς παραδώσει στίς ἐπερχόμενες γενεές. Καθώς βρισκόμαστε ἤδη στό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καλεῖ τόν εὐσεβῆ Λαό τοῦ Θεοῦ νά συμμετάσχει βιωματικά στίς Ἱερές Ἀκολουθίες καί στίς Θείες Λειτουργίες, ἰδιαιτέρως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδας πού πλησιάζει, καί εὔχεται εὐφρόσυνο τό Ἅγιον Πάσχα καί καλή Ἀνάσταση. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης

- 18 -


ΣΥΝΟΔΙΚΟΙ ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ


Ἡ Α.Θ. Παναγιότης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος.


+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος περί τῆς συγκληθησομένης ἐν Κρήτῃ Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας «ὡς πορφύραν καὶ βύσσον στολισαμένη» τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων της, τὰ δάκρυα τῶν ὁσίων της καὶ τοὺς ἀγῶνας καὶ τὰς θυσίας τῶν ὁμολογητῶν τῆς πίστεώς της, ἑορτάζει σήμερον τὴν ἡμέραν τῶν ὀνομαστηρίων της. Ὀρθῶς καὶ δικαίως ἐκλήθη καὶ καθιερώθη ὡς «Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας» ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν μετὰ ἀπὸ περίοδον ἑνὸς αἰῶνος σκληρῶν ἀγώνων ἡ ἀλήθεια ἔλαμψε καὶ κατίσχυσε τοῦ ψεύδους διὰ τῆς προσκυνήσεως ὡς φορέων προσωπικῆς παρουσίας καὶ θείας χάριτος τῶν ἱερῶν εἰκόνων τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Δι᾿ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ἀνεγνωρίσθη καὶ διεκηρύχθη ἅπαξ ἔτι ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ἰωάν. α΄ 14) τιμήσας οὕτω καὶ ἁγιάσας τὴν ὑλικὴν κτίσιν καὶ τὸ σῶμα μας, διὰ νὰ τὰ καταστήσῃ «κοινωνοὺς θείας φύσεως» (πρβλ. Β΄ Πέτρ. α΄ 4), μετόχους τῆς θείας χάριτος καὶ ζωῆς. Εἰς τὴν μεγάλην αὐτὴν καὶ σωτήριον ἀλήθειαν, τὴν ὁποίαν ἐπολέμησαν οἱ ἀρνηταὶ τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων, ἡ ὁδὸς πρὸς κατίσχυσιν τῆς ἀληθείας ἔναντι τοῦ ψεύδους, ὑπῆρξε καὶ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἠκολούθησεν ἡ Ἐκκλησία ἀπ᾿ ἀρχῆς καθ᾿ ὅλην τὴν διαδρομὴν τῆς ἱστορίας της, καὶ αὐτὴ δὲν ἦτο ἄλλη ἀπὸ ἐκείνην τῆς συνοδικότητος. Ἡ διάκρισις μεταξὺ ἀληθείας καὶ ψεύδους, ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως, δὲν εἶναι πάντοτε εὐχερής. Καὶ οἱ αἱρετικοὶ ἐπίστευον καὶ πιστεύουν ὅτι κατέχουν τὴν ἀλήθειαν, καὶ θὰ ὑπάρχουν πάντοτε ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι θὰ χαρακτηρίζουν ὡς «αἱρετικοὺς» τοὺς μὴ συμφωνοῦντας πρὸς τὰς ἀπόψεις των. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν μίαν καὶ μόνον αὐθεντίαν ἀναγνωρίζει: τὴν Σύνοδον τῶν κανονικῶν ἐπισκόπων της. Ἄνευ συνοδικῆς ἀποφάσεως ἡ διάκρισις μεταξὺ ὀρθοδοξίας καὶ αἱρέσεως δὲν εἶναι δυνατή. Ὅλα τὰ δόγματα τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ ἱεροὶ κανόνες της φέρουν τὴν σφραγῖδα τῆς συνοδικότητος. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος. - 21 -


Τὴν ἐκκλησιολογικὴν ταύτην ἀρχὴν ἀνέκαθεν ἐτόνισεν ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶ τὴν ἐφαρμόζει πιστῶς εἰς τοπικὸν ἐπίπεδον. Τοῦτο ἴσχυεν ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνας καὶ ἐπὶ ἐπιπέδου οἰκουμενικοῦ ἢ πανορθοδόξου, διεκόπη ὅμως λόγῳ ἱστορικῶν συγκυριῶν ἐπὶ μακρόν. Σήμερον εὑρισκόμεθα εἰς τὴν εὐχάριστον θέσιν νὰ ἀναγγείλωμεν καὶ ἐπισήμως ἀπὸ τῆς ἱερᾶς ταύτης οἰκουμενικῆς καθέδρας ὅτι, χάριτι Θεοῦ, συμφωνίᾳ πάντων τῶν Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θέλει πραγματοποιηθῆ ἡ ἀπὸ πεντήκοντα καὶ πλέον ἐτῶν ἀποφασισθεῖσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος συνόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ ἀπὸ 18ης ἕως 27ης Ἰουνίου ἐ. ἔ., τῆς ὁποίας αἱ ἐργασίαι θὰ ἀρχίσουν διὰ πανορθοδόξου Θείας Λειτουργίας ἐν τῷ ἐν Ἡρακλείῳ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ κατὰ τὴν μεγάλην καὶ εὔσημον ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, θὰ συνεχισθοῦν δὲ ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀκαδημίᾳ παρὰ τὸ Κολυμβάριον Χανίων. Τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ταύτης Συνόδου θέλει προεδρεύσει ἡ ἡμετέρα Μετριότης περιστοιχιζόμενος ὑπὸ τῶν λοιπῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, θὰ μετάσχουν δὲ ὡς μέλη αὐτῆς ἀντιπροσωπεῖαι ἐξ ἀρχιερέων ὅλων τῶν Ἐκκλησιῶν τούτων. Πρώτιστος σκοπὸς καὶ σπουδαιότης τῆς Πανορθοδόξου ταύτης Συνόδου εἶναι νὰ καταδειχθῇ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡνωμένη ἐν τοῖς Μυστηρίοις, καὶ μάλιστα τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, καὶ τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ συνοδικότητι. Διὸ καὶ προητοιμάσθη αὕτη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα διὰ σειρᾶς Προπαρασκευαστικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ὥστε τὰ Κείμενα τῶν ἀποφάσεών της νὰ διαπνέωνται ὑπὸ ὁμοφωνίας, καὶ ὁ λόγος της νὰ ἐκφέρεται “ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ”. Τὰ θέματα, τὰ ὁποῖα θὰ ἀπασχολήσουν τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον, καθορισθέντα πανορθοδόξως ἤδη κατὰ τὸν χρόνον τῆς ἀποφάσεως τῆς συγκλήσεώς της, ἅπτονται κυρίως προβλημάτων ἐσωτερικῆς δομῆς καὶ ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα χρῄζουν ἀμέσου διευθετήσεως, ὡς καὶ ζητημάτων ἀφορώντων εἰς τὰς σχέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας πρὸς τὸν λοιπὸν χριστιανικὸν κόσμον καὶ τὴν ἀποστολὴν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐποχήν μας. Γνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι ὁ κόσμος ἀναμένει νὰ ἀκούσῃ τὴν φωνὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπὶ πολλῶν ἐκ τῶν φλεγόντων προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὸν σύγχρονον - 22 -


ἄνθρωπον. Ἀλλὰ ἐκρίθη ἀναγκαῖον ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διευθετήσῃ πρῶτον τὰ τοῦ οἴκου της πρὶν ἢ ἐκφέρῃ λόγον πρὸς τὸν κόσμον, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει παύσει νὰ θεωρῇ χρέος της. Τὸ ὅτι μετὰ τὴν πάροδον τόσων αἰώνων ἡ Ὀρθοδοξία ἐκφράζει τὴν συνοδικότητά της ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἀποτελεῖ τὸ πρῶτον καὶ ἀποφασιστικὸν βῆμα, τὸ ὁποῖον ἀναμένεται ὅτι διὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μετ᾿ οὐ πολὺ θὰ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλα διὰ τῆς συγκλήσεως, σὺν Θεῷ, καὶ ἄλλων Πανορθοδόξων Συνόδων. Ἀδελφοὶ ἀγαπητοὶ καὶ τέκνα προσφιλῆ ἐν Κυρίῳ, Τὰ μεγάλα ἱστορικὰ γεγονότα κατευθύνονται ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ὁ Ὁποῖος καί, τελικῶς, εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας. Ἡμεῖς σπείρομεν καὶ κοπιῶμεν, ἀλλ᾿ ὁ αὐξάνων εἶναι ὁ Θεός (πρβλ. Α΄ Κορ. γ΄, 8). Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ, ὄντως, γεγονὸς ἱστορικὸν καὶ εἰς τὸν Θεὸν καὶ μόνον ἐναποθέτομεν τὴν ἔκβασίν του. Καλοῦμεν, ὅθεν, πάντας τοὺς Ὀρθοδόξους ἀνὰ τὸν κόσμον πιστούς, κλῆρον καὶ λαόν, εἰς προσευχὴν πρὸς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν ὅπως στέψῃ διὰ τῶν εὐλογιῶν Του τὸ γεγονὸς τοῦτο, διὰ νὰ οἰκοδομηθῇ δι᾿ αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία Του καὶ δοξασθῇ τὸ πανάγιον Ὄνομά Του. Οἱ καιροὶ εἶναι κρίσιμοι καὶ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δέον νὰ ἀποτελέσῃ τὸ ὑπόδειγμα τῆς ἑνότητος τῆς σπαρασσομένης ἀπὸ διαιρέσεις καὶ συγκρούσεις ἀνθρωπότητος. Ἡ ἐπιτυχία τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἶναι ὑπόθεσις ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ὁποῖα καὶ καλοῦνται νὰ ἐπιδείξουν τὸ ἐνδιαφέρον των δι᾿ αὐτήν. Ἤδη, τὰ συμφωνηθέντα πανορθοδόξως καὶ ὑποβαλλόμενα εἰς τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον κείμενα δημοσιοποιοῦνται καὶ τίθενται εἰς τὴν διάθεσιν παντὸς καλοπροαιρέτου πιστοῦ πρὸς πληροφορίαν καὶ ἐνημέρωσίν του, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἔκφρασιν τῆς γνώμης του καὶ τῶν προσδοκιῶν του ἀπὸ τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Ταῦτα ἀγγέλλοντες παντὶ τῷ πληρώματι τῆς ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας κατὰ τὴν εὔσημον ταύτην ἡμέραν εὐχόμεθα ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς δωρῆται τῇ Ἐκκλησίᾳ Αὐτοῦ καὶ πᾶσιν ὑμῖν πλουσίαν τὴν χάριν καὶ εὐλογίαν Του, δῴη δὲ καὶ τῷ κόσμῳ παντὶ “τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ” (Β΄ Θεσ. γ΄, 16).

- 23 -


Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ͵βις’, κατὰ μῆνα Μάρτιον (κ’) Ἐπινεμήσεως Θ΄ + ὁ Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης + ὁ Περγάμου Ἰωάννης, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Ντένβερ Ἠσαΐας, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Ἀτλάντας Ἀλέξιος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Πριγκηποννήσων Ἰάκωβος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Προικοννήσου Ἰωσήφ, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Φιλαδελφείας Μελίτων, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Γαλλίας Ἐμμανουήλ, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Δαρδανελλίων Νικήτας, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Ντητρόϊτ Νικόλαος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Ἁγίου Φραγκίσκου Γεράσιμος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Σηλυβρίας Μάξιμος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης + ὁ Ἀδριανουπόλεως Ἀμφιλόχιος, ἐν Χριστῷ εὐχέτης

- 24 -


Synodική Ἐγκύκλιος τῆς ῾Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης περί τῆς συγκληθησομένης ἐν Κρήτη Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 18ῃ Ἀπριλίου 2016 Πρός Τούς Αἰδεσιμωτάτους Κληρικούς, τούς Ὁσιωτάτους Μοναχούς καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ἀγαπητοί ἀδελφοί, παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, Σήμερα, Κυριακή τῶν Βαΐων, πού ὑποδεχόμαστε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί «μετά βαΐων καί κλάδων» τόν Κύριο τῆς Δόξης, τόν Ἐρχόμενο πρός τό ἑκούσιο Πάθος Του, ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἀπευθύνεται στό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης γιά νά ἐνημερώσει ὑπεύθυνα τούς Κρῆτες γιά τήν ἐπικείμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θά συγκληθεῖ στήν Κρήτη, ἀπό 17ης ἕως 27ης προσεχοῦς Ἰουνίου. Ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντική προέκταση τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος», ἀναφέρει ἡ πρόσφατη σχετική Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τῆς Μητρός Ἐκκλησίας. Τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό» (Πράξ. 2, 1), ἀναμένοντες τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ παρακαταθήκη ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀναδείχθηκε κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο στά τέλη τοῦ ἔτους 48 μ.Χ. καί στή συνέχεια ἀναπτύχθηκε καί καθιερώθηκε μέ τίς ἑπτά μεγάλες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἐάν μελετήσουμε ὁποιαδήποτε πτυχή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ συνοδικός θεσμός εἶναι συνυφασμένος μέ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία μέσα στήν ὁποία, ὀρθοτομεῖται ἡ πίστη, λαμβάνονται κρίσιμες Ἀποφάσεις, ἀνακεφαλαιώνεται ἡ Ἱερή Παράδοση καί ἐν τέλει μαρτυρεῖται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας» (Ἰδιόμελο τῆς Πεντηκοστῆς). - 25 -


Στίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν καί λαμβάνουν τίς Ἀποφάσεις οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς προεστῶτες τῆς Θείας Λειτουργίας καί τῆς θείας Λατρείας, ὡς ἐπί κεφαλῆς καί ἐκφραστές τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων. Τήν ὀρθότητα τῶν Ἀποφάσεων τῶν ἑκάστοτε Συνόδων ἐπικυρώνει κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή «ἡ εὐσεβής πίστις» καί «ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων», μέ κριτήριο τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Θεματοφύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας, δηλαδή τῆς ὀρθῆς Πίστης καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν περάσει πολλοί αἰῶνες ἀπό τήν τελευταία φορά πού συγκλήθηκε Σύνοδος μέ πανορθόδοξο χαρακτῆρα. Τό στοιχεῖο αὐτό αὐξάνει ἀκόμη περισσότερο τήν Ἐκκλησιαστική καί Ἱστορική σημασία τῆς ἀναμενόμενης Συνόδου, πού θά πραγματοποιηθεῖ στήν Κρήτη. Γιά τήν προετοιμασία της ἐργάστηκαν, ἐπί πολλές δεκαετίες, κυρίως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἡ Μητέρα μας Ἐκκλησία, σέ συνεργασία καί συνοδοιπορία μέ τά ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί τίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Πρόσφατη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔλαβε τίς τελικές Ἀποφάσεις γύρω ἀπό τίς διαδικασίες τῆς σύγκλησης τῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες στή συνέχεια ἐγκρίθηκαν ἀπό τίς κατά τόπους Συνόδους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης, ἡ Σεπτή Κορυφή τῆς Πρωτόθρονης Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, ἔχει τό προνόμιο καί ταυτόχρονα τήν ὑψηλή ἀποστολή νά προεδρεύσει στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, στίς ὁποῖες θά λάβουν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπό ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ Ἀντιπροσωπία κάθε Ἐκκλησίας θά ἀπαρτίζεται ἀπό εἰκοσιπέντε Ἱεράρχες-Μέλη, καθώς ἐπίσης θά μετέχουν ἐπικουρικά ὁρισμένοι εἰδικοί Σύμβουλοι, κληρικοί ἤ λαϊκοί. Συνολικά, οἱ μετέχοντες στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ἀναμένεται νά ὑπερβοῦν τά πεντακόσια πρόσωπα. Στό σημεῖο αὐτό διευκρινίζεται ὅτι κάθε Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει ἀναλάβει τό κόστος τῆς διαμονῆς τῶν Μελῶν της στήν Κρήτη καί δέν ἐπιβαρύνεται οἰκονομικά ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Τά θέματα, τά ὁποῖα θά ἐξετάσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τά ἑξῆς: α) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστιανικό κόσμο, β) Τό μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα του, γ) Τό αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεώς του, δ) Ἡ σπουδαιότητα τῆς νηστείας καί ἡ τήρησή της σήμερα, ε) Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο - 26 -


κόσμο, στ) Ἡ Ὀρθόδοξη διασπορά. Ἀσφαλῶς, ὑπάρχουν καί ἄλλα θέματα καί σύγχρονα προβλήματα, τά ὁποῖα ἐνῶ εἶναι σοβαρά δέν περιλαμβάνονται στόν κατάλογο πρός συζήτηση, ἐπειδή ἀπαιτοῦνται περαιτέρω προσπάθειες, μέσα ἀπό πανορθόδοξη συνεργασία καί διάλογο, ὥστε νά γίνει ἐφικτή ἡ ἀντιμετώπισή τους στό μέλλον. Οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τά Μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἀφιχθοῦν στό Ἡράκλειο, τήν ἕδρα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τό Σάββατο 18 Ἰουνίου, ὅπου θά τελεσθεῖ ὁ Μέγας πανηγυρικός Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου καί τήν ἐπαύριον, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, θά τελεσθεῖ τό Πατριαρχικό Συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου. Στή συνέχεια, οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου θά πραγματοποιηθοῦν στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης, στό Κολυμπάρι Χανίων, καί θά καταλήξουν πανηγυρικά κατά τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, μέ συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στόν Ἱερό Ναό Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου Χανίων. Ἀγαπητοί ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ, Ἀπό τά παραπάνω γίνεται φανερό ὅτι ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶναι γεγονός ὕψιστης ἱστορικῆς σημασίας καί σπουδαιότητας. Ἡ σύγκλησή της περιποιεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί εὐλογία γιά τή Μεγαλόνησο Κρήτη, τήν Ἱεραρχία, τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες καί τόν εὐσεβῆ καί πιστό Λαό της καί ὅλοι ἐκφράζομε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τήν Αυτοῦ Θειοτάτη Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαῖο, τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο καί πρός ὅλα τά Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί τίς Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες. Μετά τά παραπάνω, καλοῦμε ὅλο τό εὐσεβές πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης σέ προσευχή «πρός τόν ἐν Τριάδι Θεόν ὅπως στέψῃ διά τῶν εὐλογιῶν Του τό γεγονός τοῦτο, διά νά οἰκοδομηθῇ δι’ Αὐτοῦ ἡ Ἐκκλησία Του καί δοξασθῇ τό Πανάγιον Ὄνομά Του», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου γιά τή σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τέλος, ἐν ὄψει τῆς ἐπερχομένης Ἁγίας καί Μεγάλης Ἑβδομάδας τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πατρικῶς εὐχόμαστε νά διέλθετε αὐτή μέ ἐσωτερική πνευματική εὐφροσύνη καί κατάνυξη, νά ἑορτάσετε δέ τό Ἅγιο Πάσχα μέ ἀληθινή χαρά καί Ὀρθόδοξο βίωμα. - 27 -


Μέ πατρικές εὐχές καί ἐν Κυρίῳ ἀγάπη † Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος, Πρόεδρος † Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος † Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Εὐγένιος † Ὁ Κυδωνίας καί Ἀπoκoρώνoυ Δαμασκηνός † Ὁ Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων Εἰρηναῖος † Ὁ Ἱεραπύτνης καί Σητείας Εὐγένιος † Ὁ Πέτρας καί Χερρονήσου Γεράσιμος † Ὁ Κισάμου καί Σελίνου Ἀμφιλόχιος † Ὁ Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου Ἀνδρέας

- 28 -


Ἐνημερωτικόν Φυλλάδιον τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης πρός τό εὐσεβές πλήρωμα Αὐτῆς γιά τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πρόλογος Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ἀπευθύνεται στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης γιά νά ἐνημερώσει τούς Κρῆτες γιά τήν ἐπικείμενη Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία θά συγκληθεῖ στήν Κρήτη, καί συγκεκριμένα στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης, στό Κολυμβάρι Κισάμου, ἀπό 17ης ἕως 27ης προσεχοῦς μηνός Ἰουνίου. Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί Συνοδικότητα Ἡ σύγκληση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντική προέκταση τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος», ἀναφέρει ἡ πρόσφατη σχετική Πατριαρχική καί Συνοδική Ἐγκύκλιος τῆς Μητρός Ἐκκλησίας. Τό Συνοδικό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας θεμελιώθηκε κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν οἱ Ἀπόστολοι σύμφωνα μέ τήν προτροπή τοῦ Κυρίου «ἦσαν ἅπαντες ὁμοθυμαδόν ἐπί τό αὐτό» (Πράξ. 2, 1), ἀναμένοντες τήν ἔλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ παρακαταθήκη ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀναδείχθηκε κατά τήν Ἀποστολική Σύνοδο στά τέλη τοῦ ἔτους 48 μ.Χ. καί στή συνέχεια ἀναπτύχθηκε καί καθιερώ θηκε μέ τίς ἑπτά μεγάλες Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἐάν μελετήσουμε ὁποιαδήποτε πτυχή τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς θά διαπιστώσουμε ὅτι ὁ συνοδικός θεσμός εἶναι συνυφασμένος μέ τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία ὀρθοτομεῖται ἡ πίστη, λαμβάνονται κρίσιμες Ἀποφάσεις, ἀνακεφαλαιώνεται ἡ Ἱερή Παράδοση καί ἐν τέλει μαρτυρεῖται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμό τῆς Ἐκκλησίας» (Ἰδιόμελο τῆς Πεντηκοστῆς). Στίς Συνόδους τῆς Ἐκκλησίας μετέχουν καί λαμβάνουν τίς Ἀποφά- 29 -


σεις οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς προεστῶτες τῆς Θείας Λειτουργίας, ὡς ἐπί κεφαλῆς καί ἐκφραστές τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιαστικῶν Κοινοτήτων. Τήν ὀρθότητα τῶν Ἀποφάσεων τῶν ἑκάστοτε Συνόδων ἐπικυρώνει κατά τόν Ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή «ἡ εὐσεβής πίστις» καί «ἡ ὀρθότης τῶν δογμάτων», μέ κριτήριο τή διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν Ἱερή Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Θεματοφύλακας τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς ὀρθοπραξίας, δηλαδή τῆς ὀρθῆς Πίστης καί τοῦ ὀρθοῦ τρόπου λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁλόκληρο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Πανορθόδοξος χαρακτήρας καί ἡ προετοιμασία τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Ἀποτελεῖ γεγονός, ὅτι ἔχουν ἤδη περάσει πολλοί αἰῶνες ἀπό τήν τελευταία φορά πού συγκλήθηκε Σύνοδος μέ πανορθόδοξο χαρακτήρα. Γιά τήν προετοιμασία της ἐργάστηκαν, ἐπί πολλές δεκαετίες, κυρίως τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, σέ συνεργασία καί συνοδοιπορία μέ τά ἀνά τόν κόσμο Ὀρθόδοξα Πατριαρχεῖα καί τίς Αὐτοκέφαλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Πρόσφατη Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἔλαβε τίς τελικές Ἀποφάσεις γύρω ἀπό τίς διαδικασίες τῆς σύγκλησης τῆς Συνόδου, οἱ ὁποῖες στή συνέχεια ἐγκρίθηκαν ἀπό τίς κατά τόπους Συνόδους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὁ Οἰκουμενικός μας Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος, ἔχει τό προνόμιο καί ταυτόχρονα τήν ὑψηλή ἀποστολή νά προεδρεύσει στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, στίς ὁποῖες θά λάβουν μέρος ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπό ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ Ἀντιπροσωπία κάθε Ἐκκλησίας θά ἀπαρτίζεται ἀπό εἰκοσιτέσσε ρις Ἱεράρχες-Μέλη, καθώς ἐπίσης θά μετέχουν ἐπικουρικά ὁρισμένοι εἰδικοί Σύμβουλοι, κληρικοί ἤ λαϊκοί. Συνολικά, οἱ μετέχοντες στίς ἐργασίες τῆς Συνόδου, ἀναμένεται νά ὑπερβοῦν τά πεντακόσια πρόσω πα. Τά θέματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Τά θέματα, τά ὁποῖα θά ἐξετάσει ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τά ἑξῆς: α) Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπό χριστια νικό κόσμο, β) Τό μυστήριο τοῦ Γάμου καί τά κωλύματά του, γ) Τό αὐ- 30 -


τόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεώς του, δ) Ἡ σπουδαιότητα τῆς νηστείας καί ἡ τήρησή της σήμερα, ε) Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας στό σύγχρονο κόσμο, στ) Ἡ Ὀρθόδοξη διασπορά. Ἀσφαλῶς, ὑπάρχουν καί ἄλλα θέματα καί σύγχρονα προβλήματα, τά ὁποῖα ἐνῶ εἶναι σοβαρά δέν περιλαμβάνονται στόν κατάλογο πρός συζήτηση, ἐπειδή ἀπαιτοῦνται περαιτέρω προσπάθειες, μέσα ἀπό πανορθόδοξη συνεργασία καί διάλογο, ὥστε νά γίνει ἐφικτή ἡ ἀντιμετώπισή τους στό μέλλον. Τό Πρόγραμμα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου Οἱ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τά Μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου θά ἀφιχθοῦν στά Χανιά, στίς 16 Ἰουνίου 2016. Τό Σάββατο, 18 Ἰουνίου 2016 (Ψυχοσάββατο), στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Κισάμου, θά τελεσθεῖ Πατριαρχική Θεία Λειτουργία εἰς μνήμην τῶν κεκοιμημένων Προπατόρων μας. Τήν ἴδια μέρα, μετά τήν ἄφιξη τῶν Προκαθημένων στό Ἡράκλειο, τήν ἕδρα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό Ἁγίου Τίτου, στίς 6.30 μ.μ., θά τελεσθεῖ ἡ ἐπίσημη ὑποδοχή, ἡ Δοξολογία καί ὁ Μέ γας πανηγυρικός Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς. Μάλιστα, ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἐφέτος, στήν συμπλήρωση 50 ἐτῶν ἀπό τήν ἐπανακομιδή τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Πρώτου Ἐπισκόπου τοῦ Νησιοῦ μας στόν Τόπο Του, ἡ ἔλευση τῶν Προκαθημένων ὅλων τῶν ἀνά τόν κόσμο Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, προσδίδει στήν ἐπέτειο αὐτή ἰδιαίτερη λαμπρότητα. Ἐκεῖ, στόν Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, καλούμαστε ὅλοι νά ὑποδεχθοῦμε καί νά καλωσορίσουμε τούς Ὑψηλούς Ἐπισκέπτες μας. Ἐκεῖ πρέπει νά βρεθοῦμε ὅλοι μαζί νά διακηρύξουμε τήν πιστότητά μας στή Μητέρα μας Ἐκκλησία, πού εἶναι ἡ Τροφός τοῦ Γένους καί ἡ πηγή τῆς εὐσέβειάς μας, ὁ ἄσβεστος λύχνος τῆς πορείας μας καί ἡ διασφάλιση τῆς ταυτότητάς μας. Ἐκεῖ, ὅλοι μαζί, ἡ Ἱεραρχία τοῦ Νησιοῦ μας, οἱ πρόκριτοι καί ἄρχοντες τοῦ Τόπου, ὁ Ἱερός Κλῆρος, οἱ Μοναστικές Ἀδελφότητες καί ὁ εὐγενής Κρητικός λαός, καλούμαστε νά μαρτυρήσουμε τήν εὐγένεια, τή φιλοξενία, τήν εὐσέβεια, τό σεβασμό μας στό «πατροπαράδοτον σέβας». Τήν Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, 19 Ἰουνίου 2016, θά τελεσθεῖ τό Συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Ἁγίου - 31 -


Μηνᾶ Ἡρακλείου, παρουσίᾳ καί τοῦ ἐξοχωτάτου Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Τό συλλείτουργο αὐτό, τή μεγάλη ἡμέρα τῆς Ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς, θά μαρτυρήσει τήν ἑνότητα τῆς Πανορθοδόξου Οἰκογένειας καί θά πιστοποιήσει τήν ἑνιαία φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας στό σύγχρονο κόσμο. Στή συνέχεια, ἀπό τή Δευτέρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 Ἰουνίου ἕως καί τό Σάββατο, 25 Ἰουνίου 2016, οἱ ἐργασίες τῆς Συνόδου θά πραγμα τοποιηθοῦν στήν Ὀρθόδοξο Ἀκαδημία Κρήτης, στό Κολυμπάρι Χανίων, καί θά καταλήξουν πανηγυρικά κατά τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων, 26 Ἰουνίου 2016, μέ συλλείτουργο τῶν Προκαθημένων στόν Ἱερό Ναό Ἁγίων Πέτρου καί Παύλου Χανίων. Ἐπίλογος Μπροστά σέ αὐτό τό μεγάλο γεγονός, προτρέπομε καί παρακαλοῦ με νά προσεγγίσουμε ὅλοι μαζί, πρωτίστως μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη μας, τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο. Νά ἐντείνουμε τήν παράκλησή μας στόν Τρισάγιο Θεό νά δώσει πλούσιο τόν φωτισμό καί τήν χάρη του σέ ὅλα τά μέλη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Νά βρεθοῦμε ὅπου εἶναι ἐφικτό καί ἐπιτρεπτό, ὅλοι μαζί καί νά διατρανώσουμε σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο τή δύναμη τῆς πίστης καί τῆς πατρώας ἀνεπιτήδευτης εὐσέβειας, πού παραλάβαμε ἀπό τούς Προπάτορές μας ὡς «ἱερά παρακαταθήκη».

- 32 -


ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΟΜΙΛΙΑΙ


Προαύλειος χῶρος Ἱ. Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου (Σάββατον, 18 Ἰουνίου 2016)


Προσφώνησις τοῦ Ἐντιμ. κ. Βασιλείου Λαμπρινοῦ, Δημάρχου Ἡρακλείου, κατά τήν ἐπίσημον ὑποδοχήν τῆς Α.Θ.Π. καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν [Ἱ. Καθεδρικός Ναός Ἁγίου Τίτου, 18 Ἰουνίου 2016] Παναγιώτατε Οἰκουμενικέ Πατριάρχα, Μακαριώτατοι Προκαθήμενοι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, μέ τίς Τίμιες Συνοδεῖες Σας, Σᾶς ὑποδεχόμεθα στήν ἱστορική πόλη τοῦ Ἡρακλείου καί στήν Κρήτη, ἐδῶ στήν πλατεῖα τοῦ Ἱεροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἁγ. Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου τοῦ Νησιοῦ μας, μέ αἰσθήματα βαθυτάτου σεβασμοῦ καί τιμῆς. Σέ μία περίοδο ἐξαιρετικά κρίσιμη γιά τό παρόν καί τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητας, ἐν μέσῳ ἀπειραρίθμων δοκιμασιῶν, οἰκονομικῶν κρίσεων, πολεμικῶν συρράξεων, ἐκατομμυρίων προσφύγων καί μεταναστῶν, οἱ ὁποῖοι ἐξαναγκάζονται εἶτε βιαίως, εἶτε λόγῳ ἐσχάτης πενίας, νά ἐγκαταλείψουν τίς ἑστίες τους. Σέ μία περίοδο ἐξάρσεως τῶν ἐγωιστικῶν τάσεων καί παθῶν τοῦ ἀνθρώπου, προβολῆς τῆς εὐμάρειας ὡς μοναδικοῦ σκοποῦ τοῦ βίου, παραμερισμοῦ τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, ἐμφανίσεως κάθε εἴδους φανατισμῶν, ἀκραίων ἀντιλήψεων καί ποικίλων ἀδιεξόδων – ἕναντι ὅλων ἐτούτων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε, ὑπάρχει, καί θά παραμείνει φᾶρος παρηγορίας, πηγή πνευματικότητας, ὁδός ἀγάπης, προσφορᾶς καί ἀδελφοσύνης. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, μέ τούς ἀκατάλυτους πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως δεσμούς, μέ πνεῦμα ἑνότητας, μετριοπάθειας, κοινωνικῆς εὐαισθησίας, καί ἀταλάντευτης χριστιανικῆς εὐσέβειας, συνέβαλαν καί συμβάλλουν καθοριστικά στήν ἀδιάσπαστη συνοδοιπορία τῶν Κρητῶν, συμφώνως πάντοτε μέ τήν Κρητική παράδοση καί τό πνεῦμα τῶν ἀνοιχτῶν ὁριζόντων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὑπό τήν ἁρμονική αὐτή σύμπλευση, ὅλοι οἱ Κρήτες προχωροῦμε, ἀντιμετωπίζοντας μέ θάρρος καί καρτερία, τά ζητήματα τῆς καθημερινότητας καί τά μεγάλα γεγονότα τοῦ βίου. - 35 -


Πάντοτε ὁ χριστιανικός λόγος ἀπευθύνεται στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, προσκαλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νά ἐνστερνισθεῖ, «ὅσα εἶναι ἀληθῆ, ὅσα (εἶναι) σεμνά, ὅσα (εἶναι) δίκαια, ὅσα (εἶναι) ἁγνά, ὅσα (εἶναι) προσφιλῆ, ὅσα (εἶναι) εὔφημα» (Φιλιπ., 4:8), πρός ἕνα κόσμο δικαιοσύνης, ἐλευθερίας, ἀλληλεγγύης καί εἰρήνης. Κατά τόν 21ο αἰῶνα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καλεῖται νά ἐκπληρώσει τήν ἀποστολή της ἐντός πολυπολιτισμικῶν κοινωνιῶν, συνεχῶς μεταβαλλόμενων. Ἡ ἀπομόνωση καί οἱ διαιρέσεις δέν ἀποτελοῦν λύσεις, ἐνέχουν μάλιστα τόν κίνδυνο νά τεθεῖ ὁ Λόγος τοῦ Εὐαγγελίου στό περιθώριο. Καί σέ αὐτό τό νέο καί δύσβατο περιβάλλον, ἡ φιλάνθρωπη διάσταση τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὁφείλει νά ἀποτελέσει σημεῖο ἐκκινήσεως, μαρτυρία καί πράξη ἀγάπης. Ἀπό τή θέση αὐτή, μπροστά στόν Ἱστορικό Ἱερό Καθεδρικό Ναό τοῦ Ἁγίου Τίτου, ὅπου πρό ὀλίγων ἡμερῶν ἐορτάστηκε μέ λαμπρότητα ἡ 50ή Ἑπέτειος τῆς Ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, ὑποδεχόμεθα ὡς γεγονός μεγίστης ἱστορικῆς σπουδαιότητας τήν πραγματοποίηση τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀποδίδουμε συνάμα τά αἰσθήματα εὐσεβείας, προσευχῶν καί ἐλπίδων τῶν συμπολιτῶν μας, τήν προσδοκία ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά φέρει πλούσιους καρπούς, μέ ἐπιτεύγματα ἑνότητας, συνεργασίας, προώθησης τοῦ διαλόγου, μηνυμάτων ἀλληλεγγύης, καί ἀναδείξεως τῶν αὐθεντικῶν πτυχῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Κορύφωση προετοιμασίας δεκαετιῶν ἡ Σύνοδος πού πραγματοποιεῖται στήν Κρήτη, θά δώσει τή δυνατότητα νά καταδειχθοῦν οἱ ἀκατάλυτες ἀξίες τῆς πίστεως, τοῦ χρέους καί τῆς διευρυμένης ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο. Σᾶς ἀπευθύνουμε ἐγκαρδίως τό «Ὡς εὖ παρέστητε» καί προσβλέπομε ὅλοι μαζί στά ἀγαθά ἀποτελέσματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου.

- 36 -


Ἀντιφώνησις τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν Ἐντιμ. κ. Βασίλειον Λαμπρινόν, Δήμαρχον Ἡρακλείου Κρήτης Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κύριε Εἰρηναῖε μετὰ τῶν περὶ ὑμᾶς Ἱερωτάτων ἀδελφῶν τῶν συγκροτούντων τὴν Ἱερὰν Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, Ἐντιμότατε καὶ ἀγαπητὲ κύριε Βασίλειε Λαμπρινέ, Δήμαρχε Ἡρακλείου, καὶ λοιποὶ ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν καὶ περιφερειακῶν ἀρχῶν, Ἠγαπημένε λαὲ τῆς ἱστορικῆς ταύτης πόλεως τοῦ Ἡρακλείου, Εἶναι ἰδιαιτέρα ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνησις ὅλων ἡμῶν, εὑρισκομένων πλησίον σας, τόσον τῆς ἡμετέρας Μετριότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, ὅσον καὶ πάντων τῶν συναδελφῶν ἡμῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐπὶ τῇ συγκλήσει εἰς τὴν περίδοξον μεγαλόνησον Κρήτην, τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Σᾶς εὐχαριστοῦμεν θερμῶς, κύριε Δήμαρχε, καὶ ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς Νήσου, καὶ τὰ ἐν Κρήτῃ φιλόθεα τέκνα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπούλεως, διότι ἐνηγκαλίσθητε τὸ σημαντικὸν τοῦτο γεγονὸς τῆς παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαὸς τοῦ Ἡρακλείου καὶ ὁλοκλήρου τῆς Κρήτης εὑρίσκεται ἀνέκαθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς Μητρὸς αὐτοῦ Ἐκκλησίας, δέχεται δὲ σήμερον, ὡς στέφανον εὐχαριστίας, τὴν εὐλογίαν καὶ τὴν πνευματικὴν ἐνίσχυσιν διὰ τῆς συγκλήσεως τῆς Συνόδου ταύτης εἰς τὰ ἱερὰ χώματα τῆς πατρίδος του, γεγονότος οἰκουμενικῆς ἐμβελείας. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀναγνώρισις ὑπὸ πάντων τῶν Προκαθημένων καὶ τῶν ἐκπροσώπων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διὰ τὴν συγκινητικὴν ἀνταπόκρισιν ὅλων τῶν πολιτικῶν καὶ δημοτικῶν φορέων τῆς Μεγαλονήσου, ἐκφράζεται πρὸς ὑμᾶς τοὺς ἐργασαμένους τὸ ἀγαθόν, ὡς δόξα καὶ τιμὴ (πρβλ. Ἑβρ. β΄ 10). Γνωρίζομεν, ὅτι συναισθάνεσθε τὴν τιμὴν αὐτήν, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐν προκειμένῳ εὐθύνην τῆς Κρήτης, καὶ - 37 -


Ἐκ τῆς ἀντιφωνήσεως τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οίκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου.


εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἅπαντες, κατὰ τὸ δεκαήμερον τοῦτο, θὰ συμπράξωμεν ἀπὸ κοινοῦ καὶ θὰ καταβάλωμεν πᾶσαν δυνατὴν προσπάθειαν, ὥστε νὰ ἐπιτευχθῇ τὸ ἄριστον διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν μας καὶ τὸ Ἱερὸν Κέντρον της, τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, διὰ τὴν Ἑλλάδα, διὰ τὴν Κρήτην, διὰ τὴν οἰκουμένην. Ἡ καρδία τῆς Ὀρθοδοξίας ἐπὶ δέκα ὁλοκλήρους ἡμέρας θὰ πάλλῃ ἐδῶ εἰς τὴν Κρήτην. Τὰ βλέμματα ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τῆς οἰκουμένης, εὑρίσκονται ἤδη ἐστραμμένα εἰς τὴν Κρήτην, εἰς μίαν περὶοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ὁ κόσμος παραμένει διεσπασμένος δρα-ματικῶς, καὶ βιώνει παγκοσμίως τὰς συνεπείας τραγικῶν γεγονότων καὶ ἐκτροπῶν, ὅπως οἱ πόλεμοι καὶ αἱ ἀκαταστασίαι κατὰ τόπους, ἡ καταστροφὴ τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, αἱ ἀσυλλήπτου μεγέθους κοινωνικαὶ μεταβολαί, ἡ κατάρρευσις τῶν οἰκονομικῶν συστημάτων, ἡ πρωτοφανὴς ἐξάπλωσις καὶ ἔξαρσις τῆς τρομοκρατίας, ἡ θεσμοθέτησις πρωτογνώρων ἐκτροπῶν τῆς φυσιολογικῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, ἡ πρωτοφανὴς ἀλλοίωσις τῶν ἐννοιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ τῆς ἠθικῆς, ἡ προσφυγιά, ἡ μισαλλοδοξία καὶ ὁ ἀπηνὴς διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν, καὶ ἄλλων μειονοτικῶν πληθυσμιακῶν ὁμάδων, ὅπως ἀκριβῶς τὰς περιγράφει πρὸ δύο χιλιάδων ἐτῶν ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος, μεταφέρων διαχρονικῶς τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου (πρβλ. Ματθ. κδ΄, 3-42). Ἡ ἀπαξίωσις τοῦ προσώπου, ἡ περιφρόνησις τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας του, ἡ συστηματικὴ διάβρωσις τοῦ πνεύματος, ἔχουν διασαλεύσει τὴν ἰσορροπίαν τοῦ ἀνθρώπου καὶ δημιουργοῦν πολυεπίπεδον κρίσιν εἰς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ νεολαία μας, ἀναζητοῦσα τὴν ἀλήθειαν εἰς 3 τοὺς νεωτερισμούς, ἔχει παρασυρθῆ ἀπὸ καταστρεπτικὰς ψευδολύσεις καὶ προσκαλεῖ ἡμᾶς νὰ φανερώσωμεν τὴν σώζουσαν ἀλήθειαν. Εἰς ἕνα κόσμον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου τὰ πάντα, ἡ ζωή, ὁ ἄνθρωπος, αἱ ἀντιλήψεις, μεταβάλλονται βιαίως καὶ ραγδαίως, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀσυναισθήτως, ἡ ἀρχομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος καλεῖται νὰ δώσῃ τὴν καλὴν μαρτυρίαν ὅτι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. ιγ΄, 8). Καλεῖται ὡσαύτως νὰ δώσῃ λύσεις εἰς προβλήματα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ νὰ μεταδώσῃ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας αὐτῆς πρὸς τὸν σύγχρονον ἀλληλοσπαρασσόμενον κόσμον. Διάπυρος πόθος ὅλων ἡμῶν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν, εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Συνόδου νὰ εἶναι ὄντως φωνὴ τοῦ ἀοράτου Θεοῦ. Μόνον τότε θὰ δυνηθῇ νὰ στηρίξῃ τὸν λαόν. - 39 -


Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἐβεβαίωσεν ὅτι ὅπου εἶναι δύo ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ὄνομα Του, θὰ εἶναι καὶ Αὐτὸς παρὼν μεταξὺ αὐτῶν (Ματθ. ιη΄, 20). Εἴμεθα συνεπῶς βέβαιοι ὅτι καὶ εἰς τὴν Σύνοδον αὐτήν, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται εἰς τὸ ὄνομά Του, θὰ εἶναι καὶ Αὐτὸς παρὼν καὶ θὰ κατευθύνῃ τοὺς συμμετέχοντας εἰς ὅ,τι ἀληθὲς καὶ ὠφέλιμον. Ἐπὶ πλέον, ἡ ἑνότης τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται ὑπὸ καὶ διὰ τῆς Συνόδου ἡμῶν ταύτης, σεβομένη τὴν διαφορετικότητα τῶν λαῶν, προβάλλεται ὡς πρότυπον διὰ τὴν ἑνοποίησιν καὶ τοῦ διῃρημένου κόσμου μας. Ἡ οἰκουμενικότης τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνιστᾷ καὶ τὴν γνησίαν παγκοσμιότητα, ἀποτελεῖ ἀντίδοτον εἰς τὴν σύγχρονον ψευδώνυμον παγκοσμιοποίησιν. Τὸ μήνυμα τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπότητος ἐν Χριστῷ, εἶναι τὸ μόνον τὸ ὁποῖον ἱκανοποιεῖ τὰς ἀνθρωπίνας καρδίας, καὶ αὐτὸ ὀφείλομεν νὰ διακηρύξωμεν. Ἡ ἀρχομένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος θὰ δώσῃ τὸ μήνυμα τοῦτο τῆς ἑνότητος, θὰ ἐπιτύχῃ καὶ εἰς τὸν στόχον της, καὶ θὰ συμβάλῃ εἰς τὴν ἔξοδον ἐκ τῶν ποικίλων ἀδιεξόδων τῆς συγχρόνου ζωῆς. Ἡ παροῦσα Σύνοδος θὰ ὁμολογήσῃ τὴν παραδεδομένην ἀλήθειαν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ θὰ διαδηλώσῃ τὴν ἑνότητα ταύτην τῶν ὀρθοδόξων. Εὐχαριστοῦμεν καὶ πάλιν, Ἐντιμότατε καὶ ἀγαπητὲ κύριε Δήμαρχε, ὑμᾶς προσωπικῶς ὡς μέλος καὶ τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ περὶ ὑμᾶς Δημοτικὸν Συμβούλιον, διὰ τὴν πολύτιμον συμβολὴν αὐτοῦ καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν φορέων, ὥστε ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας, νὰ ἀκουσθῇ διὰ τῆς Συνόδου ταύτης ὡς λόγος ζωῆς. Εὐχόμεθα, ὁ Θεὸς νὰ εὐλογῇ τὸ ἔργον καὶ τὰς προσπαθείας σας διὰ τὴν ἀνάπτυξιν καὶ εὐημερίαν τῆς πόλεως τοῦ Ἡρακλείου, καὶ ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν τῆς πόλεώς σας, ἡμεῖς τε καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθόδοξων Ἐκκλησιῶν, τὴν παρὰ Θεοῦ εἰρήνην καὶ πᾶσαν εὐλογίαν. Ἀμήν.

- 40 -


Προσφώνησις Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εἰρηναίου, Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, κατά τήν ἐπί τῇ ἀφίξει τῆς Α.Θ.Π. καί τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἰς Ἡράκλειον, ἐπίσημον Δοξολογίαν (Ἱ. Καθεδρικός Ναός Ἁγ. Τίτου Ἡρακλείου, Σάββατον 18 Ἰουνίου 2016) Παναγιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Oἰκουμενικέ Πατριάρχα κ.κ. Βαρθολομαῖε, Mακαριώτατοι Πατριάρχαι καί Ἀρχιεπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μετά τῶν τιμίων Συνοδειῶν Ὑμῶν, Ἐξοχώτατοι Ἐκπρόσωποι τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως καί τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοικήσεως, Ἐντιμώτατοι Ἐκπρόσωποι τῶν Ἐκπαιδευτικῶν, Στρατιωτικῶν, Ἀστυνομικῶν καί λοιπῶν Ἀρχῶν καί Φορέων, Ἀγαπητοί ἀδελφοί, Λαμπροφορεῖ σήμερον τό Ἡράκλειον, καί ἀγάλλεται ἡ Μεγαλόνησος Κρήτη, διά τήν εὐλογητήν καί σεπτήν παρουσίαν πάντων Ὑμῶν, τῶν Ἁγιωτάτων Προκαθημένων τῶν ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν ἐργασιῶν τῆς πολυποθήτου Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας! Χαίρει καί σκιρτᾶ ἅπασα ἡ Ἱεραρχία, ὁ Ἱερός Κλῆρος, αἱ Μοναστικαί Ἀδελφότητες, οἱ πρόκριτοι τοῦ λαοῦ καί μετ’ αὐτῶν σύμπας ὁ φιλευσεβής Κρητικός Λαός τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, δι’ ὅσα ὁ Θεός ἠξίωσεν ἡμᾶς. Ὄντως ἐξαίσια καί παράδοξα βιώνομεν πάντες οἱ Κρῆτες, κατάς τάς εὐσήμους ἡμέρας ταύτας! Εἴη τό Ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον! Ἡ ἐπιλογή τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, ἑνός Τόπου Ἀποστολικοῦ, ἱστορικοῦ, μαρτυρικοῦ, καί γενναίου, διά τήν φιλοξενίαν τῶν ἐργασιῶν τῆς ἀναμενομένης ἀπό αἰώνων Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ δι’ ἡμᾶς ὑψίστην εὐλογίαν καί τιμήν. Ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, - 41 -


Μετά τό πέρας τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς (Ἱ. Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Τίτου Ἡρακλείου, 18.6.2016)


ἀποτελεῖ ἤδη κορυφαῖον Ἐκκλησιαστικόν Γεγονός, τό ὁποῖον θά σηματοδοτῆ πλέον, τήν Ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὡς καί συμπάσης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Δοξολογοῦμεν καί εὐλογοῦμεν τό πάντιμον καί μεγαλοπρεπές Ὄνομα τοῦ Τρισαγίου Θεοῦ, δι’ ὅσα ἐπεφύλαξεν διά τήν Μεγαλόνησον Κρήτην, τόν λαόν καί τήν Παράδοσιν αὐτῆς. Παναγιώτατε, Μακαριώτατοι, Καλωσορίζομεν πάντας Ὑμᾶς εἰς τό ἱερόν χῶμα τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν, τό νοτισθέν ὑπό τῶν δακρύων καί τῶν ἰδρώτων τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ Πάτρωνος ἡμῶν, Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, τῶν Ἁγίων Ἱεραρχῶν, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ὁσίων καί Νεομαρτύρων τῆς Κρήτης, οἱ ὁποῖοι κοσμοῦν τό Ἁγιολόγιον τῆς Τοπικῆς ἡμῶν Ἐκκλησίας. Ὑποδέχεται σήμερον πάντας Ὑμᾶς, ὁ πνευματικός Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Τίτος, ὁ τοῦ Παύλου συνέκδημος καί μαθητής, ὁ Πρωτεπίσκοπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί πορείας τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν. Ἰδιαιτέρως κατά τό τρέχον ἔτος, κατά τό ὁποῖον συμπληροῦνται πεντήκοντα ἔτη ἀπό τῆς ἐπανακομιδῆς τῆς Τιμίας Κάρας Αὐτοῦ ἐκ Βενετίας εἰς Κρήτην, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εὐλογητικῶς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν. Δοξολογία ἐξέρχεται ἐκ τῶν καρδίων ἡμῶν, ταύτην τήν εὔσημον ὥραν. Καί εἰς τήν δοξολογίαν ταύτην προστίθεται ἡ διάπυρος παράκλησις ὅπως ὑψώσητε τάς Ὑμετέρας χεῖρας καί εὐλογήσητε ἅπαν τό πλήρωμα τῆς εὐάνδρου Ἐκκλησίας Κρήτης, τόν λαόν ἡμῶν. Ἡ καρδία τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, εὐφραινομένη καί εὐγνωμονοῦσα, πάλλεται ἀπόψε ἐνταῦθα. Ἡ κληρουχία τοῦ Τίτου, ἡ ἔχουσα τήν εὐλογίαν τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως αὐτῆς ἐκ τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκ τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, διά μίαν εἰσέτι φοράν, διατρανώνει τά αἰσθήματα σεβασμοῦ καί τιμῆς πρός τήν Ὑμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα καί τήν Μητέρα ἡμῶν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, καθώς καί πρός τάς λοιπάς Τοπικάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἔχει ὡς διαχρονική πυξίδα πορείας αὐτῆς τήν πρός Τίτον Ἐπιστολήν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, εἶναι Ἡμιαυτόνομος συντεταγμένη Ἐκκλησία, ὑπό τήν κανονικήν ἐξάρτησιν ἐκ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μετά ἰδικοῦ Της Καταστατικοῦ Χάρτου, Νόμου τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας καί ἔχουσα ἀνεγνωρισμένη Νομικήν Ὑπόστασιν. - 43 -


Ἡ Ἐκκλησία τῆς Μεγαλονήσου ἡμῶν, διακονεῖ τόν ἡρωοτόκον Λαόν τῆς Κρήτης, ὁ ὁποῖος προκειμένου νά διακρατήση τά ζώπυρα τῆς Ὀρθοδόξου εὐσεβείας ἠνάλωσε ἑαυτόν ὑπέρ βωμῶν καί ἑστιῶν. Παρά τάς περιπετείας τῆς Ἱστορίας, τάς ποικίλας κατοχάς καί τούς ζυγούς, τούς ὁποίους ὑπέστη, παρέμεινεν ἐν τῷ μέσῳ τῆς Μεσογείου Θαλάσσης, ἀταλάντευτος, μαρτυροῦσα ἀδιαπτώτως καθ’ ἑκάστην, τήν Πατρώαν πίστιν καί τάς Ἱεράς Παραδόσεις τοῦ Γένους. Οἱ Κρῆτες ἐντός τῆς παγκοσμίου Ἱστορίας τῆς Μεσογείου ἔχουν τήν συνεισφοράν αὐτῶν καί διεμόρφωσαν διά τοῦ Ἀρχαίου Προϊστορικοῦ, Μινωϊκοῦ καί Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ αὐτῶν, τήν πορείαν τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖον ὀφείλει νά ἐπανεύρη τάς ρίζας αὐτοῦ, ἰδιαιτέρως εἰς τούς μεταβαλλομένους ποικίλως συγχρόνους καιρούς. Πολυπαθὴς καὶ πολύαθλος εἶναι ἡ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἔδωσε τὴν καλὴν μαρτυρίαν μετά πλήθους Μαρτύρων καὶ Νεομαρτύρων, Ὁσίων καὶ Δικαίων. Ὑπέμεινε διώξεις, ἐπιδρομὰς ἀλλοφύλων ἐχθρῶν καὶ μακροτάτας περιόδους ξενικῆς δουλείας. Εἰς τὴν δισχιλιετῆ ζωήν αὐτῆς τὰ ἔτη τῆς δουλείας εἶναι 1180, πολὺ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔτη ἐλευθέρου βίου. Κατὰ τὰς μακρὰς καὶ σκληρὰς περιόδους τῶν ξενικῶν ζυγῶν, Ρωμαίων, Ἀράβων, Βενετῶν, Τούρκων, Γερμανῶν, ἡ ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἵσταται ἀκλόνητος ἐπὶ τὴν στερρὰν τῆς πίστεως πέτραν, στηρίζουσα τὸν εὐσεβὴ λαὸν καὶ διατηροῦσα τοῦτον ἀλώβητον ἀπὸ δογματικὰς ἐκτροπὰς καὶ ὠργανωμένους προσηλυτισμούς, σταθερὰν ἔχουσα τὴν ἐξάρτησιν ἀπὸ τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον. Λόγῳ τῶν ἰδιαιτέρων ἱστορικῶν συνθηκῶν τῆς Νήσου ἡμῶν, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης διεμόρφωσε ἰδίαν διοικητικὴν ταυτότητα, κατωχυρωμένην ὑπὸ τῶν Νόμων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ ἐγκεκριμένην ὑπὸ τῆς σεπτῆς κορυφῆς, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κατὰ τοὺς δύο τελευταίους αἰῶνας τῆς Βενετοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, ἀνεδείχθη ἰσχυρὸν Κέντρον Ἑλληνικῆς καὶ Χριστιανικῆς παιδείας. Τὰ μεγάλα μοναστήριά της ὠργάνωσαν μεγάλας βιβλιοθήκας, Κέντρα ἀντιγραφῆς ἑλληνικῶν χειρογράφων καὶ καλλιτεχνικὰ ἐργαστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ἡ ἱερὰ τέχνη τῆς εἰκόνος ἀνυψώθη εἰς περιωπήν, τὴν περιώνυμον «Κρητικὴν Σχολὴν Ζωγραφικῆς», μετά τῶν λαμπρῶν ἐκπροσώπων αὐτῆς, τὸν Μιχαὴλ Δαμασκηνόν καὶ Θεοφάνη τὸν Κρῆτα. Αὐτῆς τῆς Σχολῆς τρόφιμος καὶ δόξα εἶναι ὁ Δομήνικος Θεοτοκόπουλουλος. Ἡ Κρήτη τοῦ 16ου καὶ 17ου αἰῶνος εἶναι, ὅπως ἐλέχθη «Ἑλλάδος Ἑλλὰς καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ ἔμπεδος ἀκρόπολις », ἀναδείξασα μεγά- 44 -


λας μορφὰς λογίων Ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν καὶ Ἱεραρχῶν, έλάμπρυνε τὴν ὅλην Ἐκκλησίαν, ἀναδείξασα σπάνια ἀναστήματα παιδείας καὶ ἀρετῆς, ὅπως ὁ Μελέτιος Πηγᾶς, ὁ Μάξιμος Μαργούνιος, ὁ ἱερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις καὶ πολλοί ἄλλοι. Αἱ ὑψηλαί κορυφαί τῆς Κρήτης διακρατοῦν εἰς περιόπτους θέσεις τό ἱερόν Σύμβολον τῶν Χριστιανῶν, τόν Τίμιον τοῦ Κυρίου Σταυρόν καί ὑπό τήν σκέπην καί τήν προστασίαν αὐτοῦ, ταῖς πρεσβείαις τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, διαφυλλάσσουν τήν ἀναστροφήν καί ἐμπνέουν τόν βηματισμόν τῶν Κρητῶν. Παναγιώτατε, Μακαριώτατοι, Ἐκεῖνον τό θυσιαστικόν πνεῦμα, τήν ζέσιν τῆς πίστεως, τήν ἱεράν φλόγαν τοῦ ἱεραποστολικοῦ φρονήματος, πρό πάντων δε τήν ἀγάπην εἰς τόν Χριστόν, προσευχόμεθα ἐντόνως καί ἐκ μέσης καρδίας, νά ἔχητε συνεκδήμους κατά τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου καί μετά ταύτας εἰς τήν περαιτέρω Ἐκκλησιαστικήν ζωήν καί Διακονίαν Ὑμῶν, «τοῖς ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενοι». Καλῶς ἤλθατε εἰς τήν Μεγαλόνησον ἡμῶν, τήν Ἁγιοτόκον καί Ἡρωοτόκον Κρήτην, τήν Νῆσον καί τήν «φυτείαν» τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου!

- 45 -


Ἡ Α.Θ. Παναγιότης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος.


Ἀντιφώνησις τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου πρός τόν Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπον Κρήτης κ. Εἰρηναῖον, Πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης (Ἡράκλειον, 18 Ἰουνίου 2016) Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης καὶ ἀγαπητὲ ἐν Χριστῷ ἀδελφὲ κύριε Εἰρηναῖε, μετὰ τῶν περὶ ὑμᾶς Ἱερωτάτων καὶ προσφιλεστάτων ἀδελφῶν, τῶν συγκροτούντων τὴν Ἱερὰν Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, προσφιλοῦς ἀναδενδράδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἐξοχώτατε κύριε Περιφερειάρχα, Ἐντιμότατε κύριε Δήμαρχε Ἡρακλείου καὶ λοιποὶ ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν καὶ περιφερειακῶν ἀρχῶν, Εὐλογημένε καὶ ἡρωϊκὲ Ὀρθόδοξε Λαὲ τῆς Κρήτης, Ὡς ἀληθῶς, «σήμερον ἡ ἱερὰ καὶ μεγαλόφωνος τῶν Ὀρθοδόξων πανήγυρις ἀγάλλεται», ἀναφωνοῦμεν καὶ ἡμεῖς πάντες, οἱ Μακαριώτατοι ἀδελφοὶ Προκαθήμενοι τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ ἡ ἡμετέρα Μετριότης, μετὰ τῶν συνοδειῶν ἡμῶν ἕκαστος, ἐπαναλαμβάνοντες τὴν ὁμολογίαν Σωφρονίου τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων: «σήμερον τὰ ἄνω τοῖς κάτω συνεορτάζει καὶ τὰ κάτω τοῖς ἄνω συνομιλεῖ»∙ διότι τῶν Ὀρθοδόξων ὁ δῆμος σήμερον ἐν τῇ ἀποστολοβαδίστῳ Κρήτῃ «Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν, καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν». Ἡ Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία, ἡ ἀνὰ τὰ πέρατα τῆς γῆς διεσπαρμένη, περιβεβλημένη τὸ «βασίλειον τῆς εὐπρεπείας καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους» (Σοφ. Σολ. ε΄, 16), εὑρίσκεται συνηγμένη τὴν ἑσπέραν ταύτην ἐν τῷ Ἱερῷ τούτῳ Σκηνώματι τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, καὶ βιωματικῶς ἑορτάζει μίαν Πεντηκοστήν. Σήμερον ἐκπληροῦται ἡ ἐπαγγελία καὶ πραγματοποιεῖται ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδός μας. Πολλὴν χαρὰν ὄντως δοκιμάζομεν οἱ Μακαριώτατοι ἀδελφοὶ Προκαθήμενοι καὶ ἡμεῖς προσωπικῶς, εὑρισκόμενοι εἰς τὴν ἀποστολικὴν καὶ ἱστορικὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης. Ἰδιαιτέραν δὲ συγκίνησιν αἰσθανόμεθα συμπροσευχόμενοι εἰς τὸν περικαλλῆ τοῦτον Καθεδρικὸν Ἱερὸν - 47 -


Ναὸν τοῦ Ἁγίου Τίτου, γνησίου τέκνου τοῦ Ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν καὶ ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας σας τῆς Κρήτης Παύλου (πρβλ. Τίτ. α΄, 4). Μάλιστα καὶ διότι, εἰς τὸ περίλαμπρον τοῦτο τέμενος τῆς Μεγαλονήσου ἀπὸ πεντηκονταετίας ἀναπαύεται ἡ τιμία Κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου. Μεγάλην ὄντως ἐν Κυρίῳ καύχησιν ἔχει πάντοτε ὁ πανίερος Οἰκουμενικὸς Θρόνος διὰ τὴν Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης, ἡ ὁποία προΐσταται καὶ πρωτοπορεῖ διαρκῶς εἰς ἔργα ἀγαθὰ καὶ κοινωφελῆ, «εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ΄, 12). Ταῦτα πράττουσα, ἀκολουθεῖ πιστῶς τὴν προτροπὴν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τὸν πρῶτον Ἐπίσκοπον αὐτῆς, τὸν συναπόστολόν του Τίτον, «ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῷ Θεῷ» (Τίτ. γ΄, 8). Καὶ ἡμεῖς, ἐγκαυχώμενοι διὰ τὴν γνησίαν καὶ ἀφωσιωμένην θυγατέρα ταύτην τοῦ ἁγιωτάτου μαρτυρικοῦ Ἀποστολικοῦ καὶ Πατριαρχικοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, συνεκαλέσαμεν ἐνταῦθα, τῇ συναινέσει πασῶν τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, παρατείνοντες ἱστορικῶς καὶ συμβολικῶς τὴν δημιουργικὴν παρουσίαν καὶ τὴν πρὸς τὸ μέλλον πορείαν καὶ στρατείαν αὐτῆς, κατὰ τὰ «κρίματα» τοῦ ἱδρυτοῦ καὶ δομήτορος αὐτῆς Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔμπρακτος μαρτυρία τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένη καὶ διὰ τῆς παρουσίας τῶν ἀνὰ τὴν οἰκουμένην ἐκπροσώπων αὐτῆς ἐν λατρευτικαῖς συνάξεσι, καὶ ἀκολούθως ἐν συνοδικῷ πνεύματι συνεργασίας, εἶναι ἐξόχως σημαντικὴ καὶ καθ᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὴν ὀρθόδοξον οἰκογένειαν καὶ δι᾽ ἄπαντα τὸν κόσμον τοῦ Θεοῦ. Εὑρισκόμεθα ὁμοῦ, ἀδελφοί, διὰ νὰ συνομιλήσωμεν καὶ νὰ συναποφασίσωμεν ἐπὶ Συνόδου διὰ προβλήματα καὶ θέματα τὰ ὁποῖα ἀπασχολοῦν τὰς τοπικὰς Ἐκκλησίας μας καὶ τὰς σχέσεις των, ὅπως καὶ τὰς σχέσεις ὅλων ἡμῶν, ἐντὸς τῶν πλαισίων τοῦ συγχρόνου συνεχῶς μεταβαλλομένου κόσμου καὶ τῶν μεγάλων αὐτοῦ προβλημάτων. Εἶναι πανθομολογούμενον, ὅτι διανύομεν περίοδον βιαίων καὶ ἀνατρεπτικῶν ἀλλαγῶν εἰς ὅλα τὰ ἐπίπεδα τῆς ζωῆς. Καλούμεθα νὰ τοποθετηθῶμεν καὶ νὰ ἐκφράσωμεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ τὰς ὀρθοδόξους θέσεις μας ἐνώπιον τῶν νέων καταστάσεων καὶ πραγμάτων, ὅπως καὶ ἐν ὄψει τοῦ νέου περιβάλλοντος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται, ζῇ, κινεῖται καὶ πορεύεται τὸν δρόμον αὐτῆς σήμερον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καὶ τῆς ἀτμοσφαί-ρας, ἡ ὁποία περιβάλλει καὶ διαπνέει τὸ πλήρωμά της. Οἱ ἄνθρωποι ἐπεκέντρωσαν τὸ ἐνδιαφέρον αὐτῶν πρωταρχικῶς εἰς - 48 -


τὴν οἰκονομίαν καὶ εἰς τὸν ἀτομοκεντρισμόν. Οὕτως ἤμβλυναν τὴν ἀγάπην των πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν σχέσιν των μὲ τὴν χριστιανικὴν πίστιν καὶ ζωήν. Ἐβασίλευσε καὶ βασιλεύει συμφεροντολογικῶς τὸ ὑλιστικὸν φρόνημα καὶ παρεμερίσθησαν τὸ πνεῦμα καὶ αἱ πνευματικαὶ ἀξίαι. Ἠριθμοποιήθησαν τὰ πρόσωπα καὶ ἀντιμετωπίσθησαν ὡς βιολογικαὶ μονάδες. Ἠγνοήθη ἡ προσωπικὴ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν, ἠτόνησεν ἡ ἀδελφοσύνη μεταξὺ τῶν πιστῶν, παρέλυσε τὸ παραδοσιακὸν πνεῦμα συνεργασίας, καὶ συνεκλείσθησαν τὰ πάντα εἰς μίαν ἐφήμερον, παροδικὴν καὶ ἄνευ προοπτικῆς ἐγκοσμιότητα. Ὅμως, ὅταν ἐξασθενῇ ἢ σβύνῃ ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεὸν καὶ μὲ τὸν πλησίον, ὅταν ἀτονῇ ἢ ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὴν κοινωνικὴν ζωὴν ἡ κατακόρυφος ἀναφορὰ καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς καθοδηγουμένη σχέσις μὲ τὸν πλησίον, τότε ἡ ἠθικὴ καὶ ἡ πολιτικὴ ζωή, ἡ ὅλη δηλαδὴ κοινωνικὴ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου, ὁδηγεῖται εἰς τὴν κατάπτωσιν καὶ εἰς τὴν ἀποσύνθεσιν. Τὸ φαινόμενον τοῦτο χαρακτηρίζει ἰδιαιτέρως τὸν σύγχρονον ἀμφισβητοῦντα τὴν αὐθεντίαν, καὶ καταρρίπτοντα τὰς παραδοσιακὰς ἀξίας κόσμον, μὲ τὰς καταλυτικὰς ἐπιπτώσεις τοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ, τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ὅλα, ὅμως, τὰ ἀρνητικὰ ταῦτα δεδομένα τῆς κοινωνίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας ἔχουν καὶ τὴν θετικήν των ὄψιν. Ἐπισημαίνουν τὴν μεγάλην ἀναγκαιότητα καὶ τὴν ἄκραν ἐπικαιρότητα τοῦ Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικοῦ συνοδικοῦ λόγου μας. Ἐδῶ εἰς τὴν Κρήτην, τὸν τόπον τῆς τόλμης καὶ τῆς ἀνδρείας, τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἐμμονῆς εἰς τὴν παράδοσιν, εἰς τὸ πατροπαράδοτον σέβας τῆς Ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ λατρείας, πρέπει νὰ ἀκουσθῇ −καὶ θὰ ἀκουσθῇ σὺν Θεῷ− ὁ λόγος τῆς Ὀρθοδοξίας, «ὁ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (πρβλ. Ἑβρ. δ΄, 12), ἀλλὰ καὶ νὰ δοθῇ −καὶ θὰ δοθῇ− ἡ ἔμπρακτος μαρτυρία καὶ τὸ παράδειγμα πρὸς ὠφέλειαν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ ὁλοκλήρου τῆς Οἰκουμένης. Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης καὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, κύριε Εἰρηναῖε, μετὰ τῶν Ἱερωτάτων ἀδελφῶν Μητροπολιτῶν, μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, Ὁμιλοῦμεν ἐκ προσώπου τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς ἀπὸ περάτων ἕως περάτων κόσμου, ἡ ὁποία ἐκπροσωπεῖται σήμερον ἐνταῦθα, ὅπως ποτὲ ἐν Νικαίᾳ τῆς Βιθυνίας, ἐν Κωνσταντινουπόλει, ἐν Ἐφέσῳ, ἐν Χαλκηδόνι. Ἐκφράζομεν ἁπαξάπαντες ἡμεῖς, οἱ ἐκπροσωποῦντες «μέλος ἐναρμόνιον θεολογίας» καὶ ἡγούμενοι πνευματικῶς τῆς - 49 -


Μιᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πρὸς ὑμᾶς, ἅγιοι Κρῆτες ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί, λόγον ἐνθαρρύνσεως καὶ παρακλήσεως, ὅτι ὁ κυβερνῶν καὶ διέπων τῇ προνοίᾳ Αὐτοῦ τὰ σύμπαντα, εἶναι μόνον ὁ Χριστός. «Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν», νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τὸν αἰῶνα, ἀναφωνοῦμεν ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ ἅπαντες μεθ᾿ ἁπάντων τῶν Ἁγίων. Εὐλογοῦμεν ἀπὸ καρδίας τὸν δῆμον τοῦ ἱεροῦ κλήρου, τὰ τάγματα τῶν μοναχῶν καὶ τὸν φιλόχριστον λαὸν τῆς Κρήτης διὰ τὴν θερμὴν ὑποδοχὴν καὶ τὴν ἐγκάρδιον φιλοξενίαν σας, καὶ ἐπικαλούμεθα τὰς προσευχὰς ὅλων σας καὶ τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς Ὀρθοδόξων, ὑπὲρ εὐοδώσεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἡμῶν ταύτης, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὥστε τὸ φῶς τῆς θεοπνεύστου Ὀρθοδόξου Διδασκαλίας νὰ ἀστράψῃ εἰς πάντα τὰ πέρατα, ἡμεῖς δὲ οἱ συγκροτοῦντες ταύτην, θείᾳ ἐπιπνοίᾳ νὰ ἀκολουθήσωμεν τὸ παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν μετ᾽ αὐτοὺς Ἱερῶν Ἀνδρῶν, ὥστε νὰ κατασφαλίσωμεν συνοδικῶς καὶ νὰ στερεώσωμεν τὴν πίστιν καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, καλῶς εἰδότες, ὅτι τάξει τὸ πᾶν καὶ καλλύνεται καὶ κρατύνεται καὶ οἰκοδομεῖται. Ὁ δὲ Κύριος, ὁ διὰ τοῦ Παναγίου Πνεύματός Του «εἰς ἑνότητα πάντας καλέσας», «δῴη ὑμῖν τε καὶ ἡμῖν τὸ αὐτὸ φρονεῖν ἐν ἀλλήλοις κατὰ Χριστὸν Ἰησοῦν» (πρβλ. Ρωμ. ιε΄, 5). Ἀμήν.

- 50 -


Ὁμιλία τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Προέδρου τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κατά τήν Uείαν Λειτουργίαν ἐν τῷ Ἱ.Μ.Ν. Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου, ἐν συλλειτουργίᾳ μετά τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, 19 Ἰουνίου 2016) Μακαριώτατοι καὶ Ἁγιώτατοι ἀδελφοὶ Προκαθήμενοι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν Ἀλεξανδρείας κ. Θεόδωρε, Ἱεροσολύμων κ. Θεόφιλε, Βελιγραδίου κ. Εἰρηναῖε, Βουκουρεστίου κ. Δανιήλ, Κύπρου κ. Χρυσόστομε, Ἀθηνῶν κ. Ἱερώνυμε, Βαρσοβίας κ. Σάββα, Τιράνων κ. Ἀναστάσιε καὶ Πρέσωβ κ. Ρωστισλάβε, μετὰ τῶν τιμίων συνοδειῶν Ὑμῶν, Ἐξοχώτατε κύριε Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, Ἱερώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κύριε Εἰρηναῖε μετὰ τῶν περὶ ὑμᾶς Ἱερωτάτων καὶ προσφιλεστάτων ἀδελφῶν, τῶν συγκροτούντων τὴν Ἱερὰν Ἐπαρχιακὴν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί, Εὐλογημένε ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης Ὀρθόδοξε Κλῆρε καὶ Λαέ, Ἡμέρα χαρμόσυνος ἀνέτειλε σήμερον, κατὰ τὴν ὁποίαν ἑορτάζομεν τὴν ἱστορικὴν φανέρωσιν τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖον συγκροτεῖ τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, καὶ συναντώμεθα οἱ Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί, ἐκπρόσωποι τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἐν λειτουργικῇ συνάξει, καὶ ἵνα ἐκπληρώσωμεν τὸ χρέος καὶ τὴν εὐθύνην τῆς ἑνιαίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν κόσμον καὶ πρὸς τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον, συγκαλοῦντες τὴν ἡμετέραν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον. Ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ἡμέρα ἑνότητος, καθὼς εἴμεθα ὅλοι ἡνωμένοι ἐν τῇ πίστει καὶ ἐν τοῖς μυστηρίοις, διὰ τῆς ἐπὶ τὸ αὐτὸ λειτουργικῆς συνάξεως πάντων ἡμῶν καὶ τῆς συναντήσεως «ἐν τῇ κλάσει τοῦ Ἄρτου». Ἡ Θεία Εὐχαριστία, ἀληθῶς, ἐπιβεβαιώνει τὴν ἑνότητα καὶ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ ὁποῖον ἐπραγματοποιήθη ἐν Ἱεροσολύμοις, ἐσηματοδότησε τὴν ἀφετηρίαν τῆς ἱστορικῆς διαδρομῆς τῆς - 51 -


Ἐκκλησίας, καὶ ἔθεσε τὰς βάσεις διὰ τὸν ἁγιασμὸν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας. Οἱ Ἀπόστολοι καὶ οἱ βαπτισθέντες τότε ὑπ᾿αὐτῶν τρεῖς χιλιάδες χριστιανοὶ ἀπετέλεσαν τὴν πρώτην Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία εἶναι μία θεανθρωπίνη πραγματικότης τοῦ Χριστοῦ, παροῦσα εἰς πάντα τὰ μέλη αὐτῆς. Σήμερον πληρούμεθα καὶ ἡμεῖς ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐμπνεύσεως τῶν πυρίνων γλωσσῶν, ὑπὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ εἴμεθα μία Ἐκκλησία, ἓν σῶμα, καίτοι προερχόμεθα ἐκ διαφορετικῶν ἐθνικῶν, γλωσσικῶν καὶ πολιτιστικῶν παραδόσεων. Ὁ Θεάνθρωπος Χριστός, ὁ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς» (πρβλ. Ρωμ. η΄, 29), εἶναι παρὼν ἐν τοῖς μέλεσιν ἑκάστου ἐξ ἡμῶν. Σήμερον λαμβάνει ἐκπλήρωσιν ὁλόκληρος ὁ σκοπὸς τῆς Θείας Οἰκονομίας. Διότι, ἐν τῇ Πεντηκοστῇ καὶ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴν «ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκκέχυται ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ Πνεύματος Ἁγίου» (Ρωμ. ε΄, 5). Ἕνας εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ πάντες ἡμεῖς εἴμεθα αἱ ἀρθρώσεις καὶ τὰ μέλη Αὐτοῦ: «πάντα δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθὼς βούλεται» (Α΄ Κορ. ιβ΄, 11). Ἐντὸς τῆς διαφορετικότητός μας, ἑκάστη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ ἕκαστος ὀρθόδοξος πιστός, εἴμεθα ἡνωμένοι εἰς ἓν σῶμα, ἕκαστος μὲ τὰ ἰδικά του χαρίσματα, διὰ τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ ὑποβλέ-πωμεν τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ νὰ χαιρώμεθα ὡς νὰ εἶναι ἰδικά μας: «Ὅν ὁ ἀδελφός μου κτᾶται θησαυρόν ... κἀγώ ἔχω», ἀποφαίνε-ται Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος (Πνευματικαὶ Ὁμιλίαι 3, 2, ΒΕΠΕΣ, 41, σελ. 156). Κάθε Ὀρθόδοξος τοπικὴ Ἐκκλησία ἔχει τὸν ἰδικόν της θησαυρὸν καὶ αὐτὸν προσφέρει εἰς τὸν Χριστόν. Οἱ ὀφθαλμοὶ δὲν ἠμποροῦν νὰ εἴπουν εἰς τὰς χεῖρας «δὲν σᾶς ἔχομεν ἀνάγκην», οὔτε ἡ κεφαλὴ εἰς τοὺς πόδας. Δὲν ὑπάρχει ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας κάποια τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν σημασίαν της, ὥστε νὰ μὴ ἔχῃ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τὴν ἀνάγκην ἑκάστου μέλους αὐτῆς, καὶ οὔτε ἓν μέλος νὰ ὑπάρχῃ αὐτοτελῶς καὶ αὐτοδέσποτον, ὡς ἐπιχειρεῖται ὑπὸ τῶν ἐκτὸς αὐτῆς, κατὰ τοὺς ἀποκαλυπτικοὺς τούτους παρατεινόμενον εἰς τὸν αὶῶνα, καὶ ἀπαλλάσσον τὸ ἀνθρώπινον ἀπὸ τὰς ποικίλας βασάνους καὶ τὰ ἀδιέξοδα, καὶ ἑνούμεθα μετὰ τῆς ἐν οὐρανοῖς Ἐκκλησίας, πληροῦντες τὴν οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ ἑνοῦντες τὰ ἐπὶ γῆς τοῖς οὐρανίοις (βλ. Κοντάκιον ἑορτῆς Ἀναλήψεως). Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. ἰδίᾳ χρόνους. Ἡ στρατευομένη ἐν τῷ κόσμῳ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συνεχίζει ἀεννάως τὸ ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ εἶναι αἱ κατὰ τό- 52 -


πους Ἐκκλησίαι μας, τὰς ὁποίας ἐκπροσωποῦμεν σήμερον πάντες ἡμεῖς, ἀδελφοὶ τιμιώτατοι. Ἀποτελοῦμεν τὸ μυστικὸν σῶματοῦ Χριστοῦ, παρατεινόμενον εἰς τὸ ναὶῶνα, καὶ ἀπαλλάσσον τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπὸ τὰς ποικίλας βασάνους καὶ τὰ ἀδιέξοδα, καὶ ἑνούμεθα μετὰ τῆς ἐνοὐρανοῖς Ἐκκλησίας, πληροῦντες τὴν οἰκονομίαν Θεοῦ, καὶ ἑνοῦντες τὰ ἐπὶγῆς τοῖς οὐρανίοις (βλ. Κοντάκιον ἑορτῆς Ἀναλήψεως). Αὐτὴ ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Συγχρόνως, ἡ σημερινὴ ἡμέρα εἶναι ἡμέρα κραυγῆς πρὸς τὸν ἀγαθὸν Παράκλητον, νὰ ἔλθῃ καὶ νὰ σκηνώσῃ ἐν ἡμῖν καὶ νὰ μᾶς τηρῇ ἐν τῇ Αὐτοῦ Ἀληθείᾳ καὶ ἐν τῷ Ἑαυτοῦ ἁγιασμῷ, κατὰ τὴν ἐναγώνιον προσευχὴν τοῦ Κυρίου μας εἰς τὸν κῆπον τῆς Γεθσημανῆ. Τὸ Κυριακὸν τοῦτο αἴτημα, τὸ ὁποῖον ἐκπληροῦται κατὰ τὴν μεγάλην ταύτην ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς ἐνταῦθα, εἶναι καὶ παραμένει τὸ πρώτιστον πανανθρώπινον αἴτημα ἐντὸς ἑνὸς διῃρημένου καὶ ἀλληλοσπαρασσομένου κόσμου, διψῶντος τὴν ἑνότητα, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁΥἱὸς τοῦ Θεοῦ παρέδωκεν Ἑαυτόν, ἵνα πάντες ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας, ἔχουσα τὴν μεγίστην δωρεὰν καὶ εὐλογίαν νὰ κατέχῃ τὸν θησαυρὸν τῆς ἀληθείας καὶ νὰ διαφυλάττῃ ἀκεραίαν τὴν δωρεὰν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖον «πεπλήρωκε τὴν οἰκουμένην» (Σοφ. Σολ. α΄, 7), ὀφείλει νὰ δώσῃ εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον μαρτυρίαν ἀγάπης καὶ ἑνότητος, καὶ νὰ ἀποκαλύψῃ εἰς αὐτὸν τὴν ἐν αὐτῇ κεκρυμμένην ἐλπίδα. Βεβαίως, δὲν ἐπαιρόμεθα διὰ τὴν ἀλήθειαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Αἰσθανόμεθα τὸ μοναδικὸν μεγαλεῖον της, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπικὴν ἀδυναμίαν καὶ ἀναξιότητά μας. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἐπαρκεῖ, ὅταν παραμένῃ εἰς θεωρητικὸν ἐπίπεδον. Ἐπιβάλλει ἀνταπόκρισιν εἰς τὸ ἐπίπεδον τῆς ζωῆς, εἰς τὸ ὁποῖον δυστυχῶς πολὺ ὑστεροῦμεν. ὉΚύριος ἤρχισε τὸ κήρυγμά Του εἰς τὸν κόσμον προσκαλῶν τοὺς ἀνθρώπους εἰς μετάνοιαν. Καὶ ἔργον τοῦ χριστιανοῦ, καθ᾿ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς του, εἶναι ἡ μετάνοια. Ἰδιαιτέρως ἡμεῖς, οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλομεν νὰ δίδωμεν τὸ καλὸν παράδειγμα, καὶ νὰ ἐνστερνισθῶμεν ἀκεραίαν τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁποίαν παρελάβομεν. Διότι ὁ ἀντίδικος ἡμῶν προσπαθεῖ νὰ ἐνσπείρῃ εἰς τὰς καρδίας μας ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, ἀναιρούσας τὴν ἀλήθειαν τῆς πίστεώς μας. Αὐτὰς τὰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, αἱ ὁποῖαι ἐμφανίζονται ὡς νεωτερικαὶ καὶ ἄξιαι προσοχῆς, διαδίδουν μεταξὺ τῶν πιστῶν μετὰ πολλοῦ ζήλου οἱ πλανώμενοι περὶ τὴν ἀλήθειαν συνάνθρωποί μας, καὶ πολλάκις - 53 -


κατορθώνουν, διὰ τῆς ἐπανειλημμένης ἐντέχνου προβολῆς αὐτῶν, νὰ παρασύρουν ἱκανὸν ἀριθμὸν ἐκ τῶν πιστῶν. Ἕνεκα τούτου, οἱ Ἐπίσκοποι ὀφείλομεν νὰ συνερχώμεθα διὰ νὰ συζητῶμεν τὰ θέματα τὰ ὁποῖα ἀντιμετωπίζει ἑκάστοτε καὶ ἑκασταχοῦ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὥστε νὰ λαμβάνωμεν τὰ κατάλληλα μέτρα διὰ τὴν προστασίαν τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰς ἐπικρατούσας πλάνας. Εἶναι δέ, ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἡμέρας μας, πολὺ μεγάλος ὁ ἀριθμὸς τῶν κυκλοφορουσῶν πλανῶν, καὶ ἰδιαιτέρως ἐξεζητημένη ἡ ἐπιχειρηματολογία τῶν πλανώντων, ὥστε χρειάζεται συντονισμένη προσπάθεια τῶν ποιμένων τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας διὰ τὴν ἐνημέρωσιν τοῦ πιστοῦ λαοῦ. Εἰς ἑκατοντάδας ἀνέρχονται αἱ παραθρησκεῖαι καὶ παραθρησκευτικαὶ ὀργανώσεις, αἱ ὁποῖαι προσπαθοῦν νὰ παρασύρουν τοὺς ὀρθοδόξους πιστούς. Αἱ ἐν Συνόδῳ συζητήσεις καὶ ἡ ἀνταλλαγὴ σχετικῆς πείρας περὶ τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν μεθόδων τῶν ἐν λόγῳ ὀργανώσεων, πολλὰ θὰ προσφέρουν εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Ὁ «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Κύριος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας συνήργησεν ὥστε νὰ φθάσωμεν εἰς τὴν σημερινὴν ἱστορικὴν στιγμὴν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου καὶ τῆς λειτουργικῆς ταύτης Συνάξεως καὶ κοινωνίας ἐκ τοῦ ἑνὸς Ἁγίου Ποτηρίου. Ἀνεξαρτήτως τῶν διαφορετικῶν ἀπόψεών μας, οἱ Ὀρθόδοξοι ὀφείλομεν νὰ ἐπισημάνωμεν ὅτι μοναδικὴ ὁδὸς τῆς πορείας ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ εἶναι ἡ ἑνότης. Βεβαίως, ἡ ὁδὸς αὕτη ἀπαιτεῖ θυσίαν ζῶσαν, πολὺν κόπον, καὶ κατορθοῦται κατόπιν σκληροῦ ἀγῶνος. Εἶναι βέβαιον, ὅτι ἡ Σύνοδος ἡμῶν αὕτη θὰ συμβάλῃ πρὸς τὴν κατεύθυνσιν αὐτήν, δημιουργοῦσα, διὰ τῆς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ διασκέψεως καὶ διὰ τοῦ ἐποικοδομητικοῦ καὶ ἐν εἰλικρινείᾳ διαλόγου, ἀτμόσφαιραν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καὶ κατανοήσεως. Ἡ ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν πιστῶν της ἀποτελεῖ τὴν ἀποστολήν μας. Ἀκολουθεῖ ἡ μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὥστε ὁ κόσμος νὰ ἴδῃ λάμποντα τὰ «καλὰ ἔργα της», τὰ ἰδικά μας ἔργα, νὰ ἀναπαυθῇ, καὶ νὰ δοξάζῃ «τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης μας δὲν ἀποτελεῖ ὁμοσπονδιακήν τινα μορφήν, οὔτε πηγάζει ἀπὸ τὴν συσπείρωσιν πέριξ κάποιου ἀνθρωπί-νου προσώπου. Ἡμεῖς εἰς τὴν Ἀνατολὴν δὲν ἔχομεν Πάπαν. Ἡ ἑνότης μας πηγάζει καὶ ὁλοκληροῦται ἀπὸ τὴν κοινὴν πίστιν μας, ἡ ὁποία ταυτίζεται μὲ τὴν σωτηρίαν, μὲ τὴν αἰώνιον ζωήν. «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή», νὰ γινώσκωμεν τὸν Πατέρα, καὶ Ὃν ἀπέστειλεν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Βασιλέα - 54 -


τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριον τῶν κυριευόντων, ὅπως ἀπεικονίζεται καὶ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Εἰκονογραφίαν μας. Μακαριώτατοι καὶ Ἁγιώτατοι ἀδελφοί, Ἐξοχώτατε κ. Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, Εὐλογημένοι Ὀρθόδοξοι, κλῆρος, μοναχικὰ τάγματα καὶ λαὸς ἁπανταχοῦ τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν, Εἴμεθα πεπεισμένοι -καὶ τὸ διαδηλοῦμεν κατὰ τὴν ἱστορικὴν ταύτην στιγμὴν ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῆς μεγαλονήσου Κρήτης, τὸ ὁποῖον εἶναι προέκτασις αὐτοῦ τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας καὶ Εἰρήνης καὶ Δυνάμεως, ἤτοι τοῦ Ἱεροῦ Συνθρόνου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, τοῦ Μεγάλου, ὅτι μόνον ἡνωμένοι καὶ βιοῦντες τὴν Ὀρθοδοξίαν μας ὡς ἐμπειρίαν πίστεως καὶ ζωῆς, εἶναι δυνατὸν νὰ διαπλεύσωμεν τὴν δραματικὴν ἱστορίαν τοῦ συγχρόνου κόσμου, καὶ νὰ δώσωμεν σωτήριον μαρτυρίαν εἰς τοὺς μακρὰν καὶ εἰς τοὺς ἐγγύς. Παραμερίζοντες τὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἐκ τῆς διαφορετικῆς ἐθνικῆς ἡμῶν προελεύσεως, ἱκετεύομεν διὰ τὴν κάθοδον τοῦ Παρακλήτου καὶ ἐφ᾿ ἡμᾶς πάντας, ὥστε καταυγαζόμενοι ὑπ᾿ Αὐτοῦ, δηλαδὴ ὑπὸ τοῦ «Φωτὸς καὶ τῆς Ζωῆς καὶ τῆς ζώσης νοερᾶς Πηγῆς∙ ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τῆς σοφίας καὶ τῆς συνέσεως... τοῦ ἡγεμονεύοντος καὶ καθαίροντος τὰ πταίσματα∙ τοῦ θεοποιοῦντος Θεοῦ» (πρβλ. στιχηρὸν ἑσπερινοῦ τῆς Πεντηκοστῆς), νὰ δώσωμεν μήνυμα ἀληθείας, γνησιότητος καὶ ἐλπίδος πρὸς σύνολον τὸν διψῶντα σύγχρονον κόσμον, καὶ νὰ διατρανώσωμεν αἱ Ἐκκλησίαι μας ὡς θεσμός, καὶ ἡμεῖς ὡς πρόσωπα, ὅτι εἴμεθα σκεύη τίμια. Τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἑνώνει ἡμᾶς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ διὰ τοῦ «συνδέσμου τῆς τελειότητος», τῆς ἀγάπης, τὴν ὁποίαν ἐκφράζουν καὶ μαρτυροῦν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ ὁποία εἶναι μία κατὰ τὴν φύσιν, ἀποκαλύπτεται δὲ ἐν τρισὶ προσώποις. Ὅπως, κατ᾿ ἀναλογίαν, Μία εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀποκαλύπτεται ὅμως εἰς τὸν κόσμον διὰ τῶν ἐπὶ μέρους τοπικῶν ἀναδενδράδων αὐτῆς, αἱ ὁποῖαι συνάπτονται ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως εἰς ἕν, εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, εἰς ἓν σῶμα. Ἀδελφοί, πατέρες καὶ τέκνα, σήμερον ἐν Κρήτῃ, ἡ ἐκπροσωπουμένη ἐνταῦθα Ἁγία Ὀρθόδοξος ἡμῶν Ἐκκλησία: «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον, εὕρομεν πίστιν ἀληθῆ, ἀδιαίρετον Τριάδα προσκυνοῦντες, αὕτη γὰρ ἡμᾶς ἔσωσεν». Εὐλογοῦμεν, λοιπόν, ἐν ἑνὶ - 55 -


στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ τὸν Κύριον τοῦ Ἐλέους καὶ τῶν Οἰκτιρμῶν καὶ πάσης παρακλήσεως, ὅτι ἐξ Αὐτοῦ «ἐστιν ἡμῖν πᾶσι τὸ εἶναι, τὸ ἀναπνεῖν, τὸ φρονεῖν, τὸ γινώσκειν Θεὸν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα καὶ τὸν ἄναρχον Πατέρα καὶ τὸν μονογενῆ τούτου Υἱόν... κατανοεῖν κάλλος οὐρανοῦ, ἡλίου δρόμον, σελήνης κύκλον, ἀστέρων εὐκοσμίαν, καὶ τὴν ἐν τούτοις πᾶσιν εὐαρμοστίαν τε καὶ διάφορον κίνησιν... κατανοεῖν ὡρῶν ἐναλλαγήν, μεταβολὰς καιρῶν, ἀνέμων, ἐνιαυτῶν περιόδους... βασιλείαν οὐρανῶν ἐλπίζειν, ἀγγέλων ἰσοτιμίαν, δόξης θεωρίαν». Αὐτῷ γάρ, τῷ Παναγίῳ Πνεύματι, ἡ τελεσιουργία πάντων τῶν ἀγαθῶν, καὶ τῆς σημερινῆς συλλειτουργίας, καὶ τῆς ἐν τῇ καὶ διὰ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης ἡμῶν Συνόδου μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας τῷ σύμπαντι κόσμῳ, καὶ Αὐτῷ τὸν ὕμνον, σὺν τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, κατὰ χρέος προσάγομεν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

- 56 -


Εἰσηγητικὴ Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, κατὰ τὴν Ἔναρξιν τῶν Ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου (20 Ἰουνίου 2016) «Γλῶσσαι ποτὲ συνεχύθησαν, διὰ τὴν τόλμαν τῆς πυργοποιΐας˙ γλῶσσαι δὲ νῦν ἐσοφίσθησαν, διὰ τὴν δόξαν τῆς Θεογνωσίας. Ἐκεῖ κατεδίκασε Θεὸς τοὺς ἀσεβεῖς τῷ πταίσματι˙ ἐνταῦθα ἐφώτισε Χριστὸς τοὺς ἁλιεῖς τῷ Πνεύματι. Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία, πρὸς τιμωρίαν˙ ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν». (Δοξαστικὸν ἀποστίχων ἑσπερινοῦ Πεντηκοστῆς) Μακαριώτατοι, Ἱερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀδελφοί, οἱ συγκροτοῦντες τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην ταύτην Σύνοδον τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, καὶ πάντες οἱ παρόντες ἐνταῦθα κατὰ τὴν ἐναρκτήριον ταύτην συνεδρίαν αὐτῆς, Ἐξοχώτατε κύριε Ὑπουργέ, Dear Observers, brothers in Christ. Αἶνον καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι τρισαγίῳ Θεῷ ἡμῶν, τῷ καταξιώσαντι ἡμᾶς συνελθεῖν ἐνταῦθα ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τὰς ἁγίας ταύτας ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς, πρὸς ἐπιτέλεσιν ἔργου μεγάλου καὶ ἱεροῦ, ἁπτομένου αὐτῆς ταύτης τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ: «ἐκκλησία γὰρ συστήματος καὶ συνόδου ἐστὶν ὄνομα», κατὰ τὸν χρυσορρήμονα Πατέρα (Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν 149ον Ψαλμόν, Ι). Ὄντως, ἀδελφοί, ὁ συνοδικὸς θεσμός, τὸν ὁποῖον σήμερον καλούμεθα νὰ ὑπουργήσωμεν εἰς τὴν ὑψίστην αὐτοῦ μορφήν, ἔχει τὰς ρίζας του εἰς τὰ βάθη τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν πρόκειται περὶ ἁπλῆς κανονικῆς παραδόσεως, τὴν ὁποίαν παρελάβομεν καὶ τηροῦμεν, ἀλλὰ περὶ θεμελιώδους θεολογικῆς καὶ δογματικῆς ἀληθείας, ἄνευ τῆς ὁποίας οὐκ ἔστι σωτηρία. Ὁμολογοῦντες τὴν πίστιν ἡμῶν ἐν τῷ ἱερῷ Συμβόλῳ εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν, διακηρύττομεν συγχρόνως καὶ τὴν συνοδικότητα αὐτῆς, ἡ ὁποία ἐνσαρκώνει ἐν τῇ ἱστορίᾳ πάσας τὰς ἰδιότητας ταύτας τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τὴν - 57 -


ἑνότητα, τὴν ἁγιότητα, τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἀποστολικότητα αὐτῆς. Ἄνευ τῆς συνοδικότητος, ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας διασπᾶται, ἡ ἁγιότης τῶν μελῶν της καθίσταται ἁπλῆ ἀτομικὴ ἠθικὴ καὶ ἀρετολογία, ἡ καθολικότης θυσιάζεται εἰς ἐπὶ μέρους ἀτομικά, ὁμαδικά, ἐθνικὰ καὶ λοιπὰ κατὰ κόσμον συμφέροντα καὶ ἐπιδιώξεις, καὶ τὸ ἀποστολικὸν κήρυγμα γίνεται ἕρμαιον τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ πλανῶν τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας. Δὲν εἶναι, συνεπῶς, τυχαῖον καὶ ἄνευ σημασίας τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ συνοδικότης διατρέχει ἀνέκαθεν πάσας τὰς θεμελιώδεις πτυχὰς τῆς ζωὴς τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ τῆς κατὰ τόπον, μέχρι τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην ἐκφάνσεώς της. Ἤδη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἐν τῇ Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῇ του (κεφ. 11) ταυτίζει τὴν Ἐκκλησίαν πρὸς τὸ «συνέρχεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ» πρὸς τέλεσιν τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς Σῶμα Χριστοῦ, εἶναι συγχρόνως καὶ «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Β΄ Κορ. ιγ΄ 13), «τὸ πλήρωμα τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφεσ. α΄ 23). Οὐδεὶς σώζεται ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλὰ μόνον ὡς μέλος τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐν συνδέσμῳ ὀργανικῷ καὶ κοινωνίᾳ μετὰ τῶν ἄλλων. Ἐπὶ τῆς βάσεως ταύτης θεμελιοῦται ἡ συνοδικότης τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰς τὴν φύσιν της «συνοδική», διότι εἶναι «Σῶμα Χριστοῦ» καὶ «κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», τὸ ὁποῖον «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως ψάλλομεν κατὰ τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς Πεντηκοστῆς. Ἔχουσα βαθεῖαν συνείδησιν τῆς θεολογικῆς ταύτης ἀληθείας, ἡ Ἐκκλησία ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐφήρμοσε τὸν συνοδικὸν θεσμὸν ὡς μέσον ἀναζητήσεως καὶ διατυπώσεως τῆς ἀληθείας, ὁσάκις ἠγείροντο ἀμφισβητήσεις καὶ ἀμφιβολίαι, ἀπειλοῦσαι τὴν ἑνότητα αὐτῆς. Ἤδη ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τῶν Ἀποστόλων, ἡ ἀπειλήσασα σοβαρῶς τὴν ἑνότητα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας διένεξις ὡς πρὸς τὸν τρόπον ἀποδοχῆς εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἐξ ἐθνικῶν προερχομένων χριστιανῶν, ἀντιμετωπίσθη διὰ τῆς συγκροτήσεως τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου, περὶ τῆς ὁποίας μᾶς πληροφορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς εἰς τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Εἶναι ἀξιοσημείωτον, ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ταύτης ἐθεωρήθησαν ἀπ᾿ ἀρχῆς ὡς θεόπνευστοι, φέρουσαι τὴν σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος: «ἔδοξε γὰρ τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν» (Πράξ. ιε΄ 28). Διὸ καὶ κατέστησαν ὑποχρεωτικαὶ αἱ ἀποφάσεις αὗται διὰ πάντα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὅσοι δὲ ἠρνήθησαν τὴν ἀποδοχήν των, ὡς ἡ μερὶς τῶν ἰουδαϊζόντων, παρέμειναν ἐκτὸς αὐτῆς, διὰ νὰ παραδοθοῦν τελικῶς εἰς τὴν ἀφάνειαν, μετεξελισσόμενοι εἰς διαφόρους αἱρετικὰς ὁμάδας. - 58 -


Ἀκολουθοῦσα τὸ πρότυπον τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου καὶ ἐμπνεομένη ἀπὸ τὴν συνείδησιν ὅτι ἀποτελεῖ Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία κατέστησε τὸν συνοδικὸν θεσμὸν ὕψιστον καὶ τελικὸν κριτὴν τῆς ζωῆς αὐτῆς, ὄχι μόνον κατὰ τὰς ἐκτάκτους περιστάσεις ἀμφισβητήσεων καὶ διενέξεων, ἀλλὰ καὶ προκειμένου περὶ τοῦ τρόπου διοικήσεως αὐτῆς ἐπὶ μονίμου βάσεως. Οὕτω, καθιερώθησαν ὑπὸ τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τακτικαὶ σύνοδοι δὶς τοῦ ἔτους (καν. 5), πρὸς διευθέτησιν διαφορῶν μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἐπισκόπων καὶ λοιπῶν κληρικῶν, διὰ σειρᾶς δὲ τοπικῶν συνόδων καθωρίσθη ὁ τρόπος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῆς διατυπώσεως ὑπ᾿ αὐτῶν τῶν Ἱερῶν Κανόνων, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποτελοῦν ἔκτοτε τὸ δίκαιον τῆς Ἐκκλησίας. Ἔκτοτε, τόσον ἐπὶ θεμάτων διοικήσεως, ὅσον καὶ ἐπὶ ζητημάτων πίστεως, μόνον συνοδικαὶ ἀποφάσεις διαθέτουν κῦρος καὶ αὐθεντίαν διὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, οὐχὶ δὲ θέσεις καὶ γνῶμαι ἀτόμων ἢ ὁμάδων οἱασδήποτε φύσεως. Ὁ συνοδικὸς θεσμὸς κατέστη ὄχι μόνον ὁ ὕψιστος κριτὴς ἐν τῷ βίῳ καὶ τῇ πίστει τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ὁ ὀρατὸς σύνδεσμος τῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, τόσον ἐπὶ περιφερειακοῦ, ὅσον καὶ ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου. Τὸ ἀναπτυχθὲν ἐν τῇ ἀρχαίᾳ Ἐκκλησίᾳ Μητροπολιτικὸν καὶ Πατριαρχικὸν σύστημα, ἐβασίζετο ἐπὶ τῆς συνοδικότητος, ὡς καθώριζεν αὐτὴν ὁ 34ος Ἀποστολικὸς Κανὼν, κατὰ τὸν ὁποῖον, ἐν ἑκάστῃ ἐπαρχίᾳ ἢ εὐρυτέρα γεωγραφικῇ περιοχῇ, ἅπαντες οἱ Ἐπίσκοποι δέον νὰ ἀποφασίζουν πάντοτε ἐπὶ παρουσίᾳ τοῦ «πρώτου» μεταξὺ αὐτῶν, ἡγούμενοι τοῦτον ὡς «κεφαλὴν» αὐτῶν, ἐνῷ καὶ οὗτος δέον πάντοτε νὰ ἀποφασίζῃ καὶ ἐνεργῇ ἐν συμφωνίᾳ μετ᾿ αὐτῶν. Ὁ χρυσοῦς οὗτος κανὼν τῆς συνοδικότητος καθορίζει ἔκτοτε καὶ τὴν περὶ πρωτείου ἀντίληψιν τῆς ἡμετέρας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν καὶ προβάλλει αὕτη ὡς πρότυπον δι᾿ ὅλας τὰς χριστιανικὰς ἐκκλησίας καὶ ὁμολογίας. Ἀλλ᾿ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὸ τοπικὸν καὶ περιφερειακὸν ἐπίπεδον. Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἓν σῶμα ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, ἡνωμένον ἐν τῇ αὐτῇ πίστει καὶ τῇ αὐτῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ μυστηριακῇ ζωῇ, διὸ καὶ ἔχει ἀνάγκην τῆς συνοδικότητος καὶ ἐπὶ τοῦ παγκοσμίου ἐπιπέδου. Τὴν ἀνάγκην ταύτην ἐξέφραζον καὶ ἱκανοποίουν αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, αἱ ὁποῖαι καὶ συνεκαλοῦντο, ὁσάκις ἦτο ἀνάγκη νὰ διασφαλισθῇ ἡ ἑνότης ὅλων τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν καὶ ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου, τόσον εἰς θέματα πίστεως, ὅσον καὶ εἰς ζητήματα - 59 -


Ἡ Α.Θ.Π., ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χοροστατῶν ἐν τῷ Ἱ.Μ.Ν. Ἁγ. Μηνᾶ, Κυριακή Πεντηκοστῆς 2016.


διοικήσεως καὶ ποιμαντικῆς μερίμνης. Αἱ Σύνοδοι αὗται, ἐκπροσωποῦσαι πάσας τὰς κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησίας, καὶ γενόμεναι ἀποδεκταὶ ὑπ᾿ αὐτῶν, ἀπετέλουν καὶ ἀποτελοῦν τὴν ὑψίστην ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ αὐθεντίαν, διασφαλίζουσαι οὕτω τὴν ἑνότητα αὐτῆς. Ἡ ἐπὶ παγκοσμίου ἐπιπέδου ἑνότης αὕτη τῆς Ἐκκλησίας διεσαλεύθη, ὡς μὴ ὤφελε, διὰ τῆς διακοπῆς τὸν 11ον μ.Χ. αἰῶνα τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης μετὰ τῆς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως ἀρχικῶς, καὶ ἐν συνεχείᾳ ὅλων τῶν λοιπῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀνατολῆς, ἥτις διακοπή, ἐκτὸς τῶν ἄλλων σοβαρῶν πληγῶν τὰς ὁποίας ἐπέφερεν εἰς τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὡδήγησεν εἰς μονομερῆ καὶ ἀνεξάρτητον ἄσκησιν τῆς συνοδικότητος ἐν τῇ Δύσει καὶ τῇ Ἀνατολῇ. Ἡ καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, παρὰ τὰς δυσχερεῖς ἱστορικὰς συγκυρίας, εἰς τὰς ὁποίας ἔζησε καθ᾿ ὅλην τὴν δευτέραν μ. Χ. χιλιετίαν, παρέμεινε πιστὴ εἰς τὴν ἐφαρμογὴν τῆς συνοδικότητος τόσον ἐπὶ τοπικοῦ καὶ περιφερειακοῦ ἐπιπέδου, ὅσον καὶ εὐρύτερον, ὁσάκις τοῦτο ἦτο ἀναγκαῖον. Αἱ κατὰ τὸν ιδ΄ αἰῶνα συνελθοῦσαι ἐν Κωνσταντινουπόλει Σύνοδοι ὑπὲρ τοῦ Ἡσυχασμοῦ καὶ τῆς θεολογίας τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, αἱ ἐν τῇ αὐτῇ Πόλει Σύνοδοι τῶν ἐτῶν 1638, 1672, 1691, 1727, 1838, 1872, 1895 κ.ἄ., ἡ ἐν Ἰασίῳ Σύνοδος τοῦ 1642, ὡς καὶ αἱ ἐγκύκλιοι τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς τῶν ἐτῶν 1716/25 καὶ 1848, μαρτυροῦν ὅτι, παρὰ τὰς ἐξωτερικὰς δυσκολίας, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἔπαυσε τὴν συνοδικὴν αὐτῆς δρᾶσιν, καὶ ἐπὶ ἐπιπέδου πανορθοδόξου. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ κανονικῇ εὐθύνῃ αὐτοῦ ὡς ἐγγυητοῦ τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπρωτοστάτησε καὶ προήδρευσεν εἰς πάσας τὰς ἀνωτέρω μνημονευθείσας συνόδους, προσεπάθησε καὶ κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 20οῦ αἰῶνος νὰ συγκαλέσῃ Πανορθόδοξον Σύνοδον, τῆς ὁποίας ἡ πρώτη Προσυνοδικὴ Διάσκεψις ἐπραγματοποιήθη ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κατὰ τὸ ἔτος 1930, ἀλλὰ καὶ πάλιν αἱ γνωσταὶ ἱστορικαὶ συγκυρίαι κατέστησαν τοῦτο ἀδύνατον. Τὴν προσπάθειαν πρὸς τοῦτο ἀνενέωσεν ὁ ἀοίδιμος προκάτοχος ἡμῶν Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, μετὰ τὴν λῆξιν τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ὅτε ὑπὸ τῶν ἐν Ρόδῳ Πανορθοδόξων Διασκέψεων τῶν ἐτῶν 1961, 1963 καὶ 1964 ἀπεφασίσθη νὰ συγκληθῇ ἡ παροῦσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, τὴν ὁποίαν, χάριτι Θεοῦ, ἐγκαινιάζομεν σήμερον. Ἡ μακρὰ καθυστέρησις τῆς πραγματοποιήσεως τῆς Συνόδου ταύτης, ὀφειλομένη καὶ πάλιν ἐν πολλοῖς εἰς ἐπελθούσας - 61 -


ἐν τῷ μεταξὺ χρόνῳ ἱστορικὰς συγκυρίας, κατέστησεν ἔτι μᾶλλον ἀναγκαίαν καὶ ἐπείγουσαν τὴν πραγματοποίησιν αὐτῆς. Εἰς ὡρισμένων ἀνθρώπων τὴν σκέψιν πλανᾶται τὸ ἐρώτημα -ὑποβαλλόμενον ἐνίοτε καὶ καλλιεργούμενον ὑπό τινων οὐχὶ καλῆς θελήσεως ἀδελφῶν- διατί εἶναι ἀναγκαία ἡ παροῦσα Σύνοδος καὶ εἰς τί ἀποβλέπει. Πρὸς πάντας τούτους ἀπαντῶμεν ἐν ἀγάπῃ: α) Ὡς προείπομεν ἀνωτέρω, ἡ συνοδικότης ἀποτελεῖ ἔκφανσιν καὶ ἔκφρασιν αὐτοῦ τούτου τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ «συνέρχεσθαι ἐπὶ τὸ αὐτό», συνιστᾶ χαρακτηριστικὸν τῆς φύσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μόνον ἀνυπέρβλητοι ἱστορικαὶ συγκυρίαι δύνανται νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀδράνειαν τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐπὶ οἱουδήποτε ἐπιπέδου, περιλαμβανομένου καὶ τοῦ παγκοσμίου. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εὑρεθεῖσα πολλάκις ἐνώπιον τοιούτων συγκυριῶν κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους, ἀνέβαλλεν ἐνίοτε ἐπὶ μακρὸν τὴν σύγκλησιν Πανορθοδόξου Συνόδου, ἀλλ᾿ οὐδεμία ἔξωθεν συγκυρία δύναται νὰ δικαιολογήσῃ σήμερον μίαν τοιαύτην ἀναβολήν. Διὸ καὶ θὰ εἴχομεν εὑρεθῆ ὑπόλογος ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἱστορίας ἐὰν ἀνεβάλλομεν περαιτέρω τὴν σύγκλησιν τῆς Συνόδου ταύτης. β) Τὴν σύγκλησιν τῆς παρούσης Συνόδου ἐπέβαλλον καὶ λόγοι διευθετήσεως ἐσωτερικῶν ζητημάτων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ταῦτα προέκυψαν κυρίως λόγῳ τοῦ συστήματος κανονικῆς διαρθρώσεως τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἀποτελουμένης ἐκ πολλῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἑκάστη τῶν ὁποίων ρυθμίζει τὰ τοῦ οἴκου αὐτῆς ἐλευθέρως δι᾿ ἰδίων ἀποφάσεων, ὅπερ καθιστᾶ ἐνίοτε δυσχερῆ τὴν «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» μαρτυρίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸν σύγχρονον κόσμον, καὶ προξενεῖ παρεξηγήσεις καὶ προστριβάς, αἱ ὁποῖαι ἀμαυρώνουν τὴν εἰκόνα τῆς ἑνότητος αὐτῆς. Τὸ σύστημα τῆς Αὐτοκεφαλίας ἔχει τὴν ἀρχὴν αὐτοῦ εἰς τὴν ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ὑπὸ τὴν μορφὴν τῶν πέντε ἀρχαίων Θρόνων, ἤτοι τῆς Ρώμης, τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς καλουμένης Πενταρχίας, ἡ συμφωνία τῶν ὁποίων ἀπετέλει τὴν ὑπερτάτην μορφὴν ἀναδείξεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένην διὰ τῶν Συνόδων. Μετὰ τὴν διακοπὴν τῆς κοινωνίας μεταξὺ τοῦ Θρόνου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ τῶν Θρόνων τῆς Ἀνατολῆς, προσετέθησαν ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ καὶ ἕτερα Πατριαρχεῖα καὶ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι, ἐπ᾿ ἀναφορᾷ πρὸς ἀναγνώρισιν τοῦ καθεστῶτος αὐτῶν ὑπὸ μελλοντικῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, διὰ νὰ προκύψῃ τελικῶς ἡ παροῦσα κανονικὴ διάρθρωσις τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας. - 62 -


Ἀλλ᾿ ἐνῷ ἡ τοιαύτη διάρθρωσις εἶναι κανονικῶς καὶ ἐκκλησιολογικῶς ὀρθή, ὁ κίνδυνος μετατροπῆς αὐτῆς εἰς ἓν εἶδος «ὁμοσπονδίας Ἐκκλησιῶν», ἑκάστη τῶν ὁποίων προωθεῖ ἴδια συμφέροντα καὶ ἐπιδιώξεις, οὐχὶ πάντοτε ἀκραιφνῶς ἐκκλησιαστικῆς φύσεως, καθιστᾶ ἀναγκαίαν τὴν ἐφαρμογὴν τῆς συνοδικότητος. Ἡ ἀτροφία τοῦ Συνοδικοῦ θεσμοῦ ἐπὶ πανορθοδόξου ἐπιπέδου, συντελεῖ εἰς τὴν ἀνάπτυξιν αἰσθήματος αὐταρκείας εἰς τὰς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας, ὁδηγοῦσα αὐτὰς εἰς τάσεις ἐσωστρεφεῖς καὶ ἐγωϊστικάς, εἰς τὸ «χρείαν σου οὐκ ἔχω», τὸ ὁποῖον ἐπικρίνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γράφων πρὸς τοὺς Κορινθίους (Α΄ Κορ. ιβ΄ 21). Ἐὰν ὁ συνοδικὸς θεσμὸς εἶναι γενικῶς ἀπαραίτητος εἰς τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας, τὸ σύστημα τῆς Αὐτοκεφαλίας καθιστᾶ αὐτὸν ἔτι μᾶλλον ἀναγκαῖον, πρὸς διασφάλισιν καὶ ἔκφρασιν τῆς ἑνότητος αὐτῆς. γ) Τὴν ἀνάγκην συγκλήσεως τῆς παρούσης Συνόδου ἐπέτεινε καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τοὺς τελευταίους χρόνους ἐνεφανίσθησαν νέα προβλήματα, ἀπαιτοῦντα τὴν διαμόρφωσιν κοινῆς γραμμῆς καὶ στάσεως τῶν ἐπὶ μέρους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τὸ φαινόμενον τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς ἔλαβε διαστάσεις ἀγνώστους πρὸ τοῦ παρελθόντος καὶ τοῦ νῦν αἰῶνος, διὰ τῆς ραγδαίας αὐξήσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν μεταναστῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων περιοχῶν εἰς τὰς χώρας τῆς Δύσεως, οἵτινες ἔχουν ἀνάγκην ποιμαντικῆς φροντίδος. Τοῦτο ὡδήγησεν εἰς τὴν γνωστὴν εἰς πάντας, οὐχί ἀκραιφνῶς κανονικήν, κατάστασιν τῆς ὑπάρξεως περισσοτέρων τοῦ ἑνὸς Ἐπισκόπων ἐν τῇ αὐτῇ πόλει καὶ περιοχῇ, ἐπὶ σκανδαλισμῷ πολλῶν ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τὸ θέμα τοῦτο δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ἀντιμετωπισθῇ εἰ μὴ διὰ πανορθοδόξου συνοδικῆς ἀποφάσεως. δ) Ἕτερον ζήτημα, τὸ ὁποῖον ἐνεφανίσθη κατὰ τὸν παρελθόντα αἰῶνα καὶ ἐξακολουθεῖ ὑφιστάμενον, εἶναι ἡ ἀνάπτυξις τῶν προσπαθειῶν ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν διὰ τῆς λεγομένης «Οἰκουμενικῆς Κινήσεως». Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων εἰς τὴν προσπάθειαν ταύτην ἐγένετο ἐπὶ τῇ βάσει ἀποφάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐλήφθησαν εἴτε ὑφ᾿ ἑκάστης Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, εἴτε ὑπὸ πανορθοδόξων διασκέψεων. Τὸ ὅλον θέμα, ἕνεκα τῆς σοβαρότητος αὐτοῦ, δέον νὰ ἐξετασθῇ καὶ ὑπὸ τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου πρὸς διαμόρφωσιν, κατὰ τρόπον αὐθεντικόν, τῆς ἑνιαίας ἐπ᾿ αὐτοῦ θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα θέματα, ἐμφανισθέντα κυρίως κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους καὶ χρήζοντα συνοδικῶν ἀποφάσεων, ἐπέβαλλον τὴν σύγκλησιν τῆς Συνόδου ταύτης. Ταῦτα ἀφοροῦν εἰς τὴν ἐσωτερικὴν ζωὴν καὶ - 63 -


διοργάνωσιν τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὑφίστανται ἀμφισβητήσεις καὶ διχογνωμίαι μεταξὺ τῶν ἐπὶ μέρους Ἐκκλησιῶν, ἀπειλοῦσαι ἐνίοτε τὴν μεταξὺ αὐτῶν εἰρήνην, ὡς εἶναι ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως τοῦ αὐτοκεφάλου καὶ τοῦ αὐτονόμου Ἐκκλησίας τινός. Τὰ ζητήματα ταῦτα, ὡς καὶ ἄλλα τινὰ ποιμαντικῆς φύσεως, τῶν ὁποίων ἡ ἀντιμετώπισις ἐν ὄψει τῶν προκλήσεων τοῦ συγχρόνου κόσμου καθίσταται ἐπιβεβλημένη, ὡδήγησαν τοὺς ἀποφασίσαντας τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς θεματολογίας αὐτῆς, ὡς αὕτη παρεδόθη εἰς ἡμᾶς καὶ προπαρεσκευάσθη ὑπὸ τῶν ἁρμοδίων Ἐπιτροπῶν καὶ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων. Γνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι τὰ ἀπασχολοῦντα τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον προβλήματα εἶναι ἄλλα, ἁπτόμενα τοῦ καθ᾿ ἡμέραν βίου του, τῶν σχέσεων αὐτοῦ πρὸς τοὺς συνανθρώπους του, πρὸς τὸ φυσικόν του περιβάλλον, καὶ πρὸς αὐτὸν τὸν Θεὸν καὶ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἡ ραγδαία πρόοδος τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας καὶ τὰ προκύπτοντα ἐξ αὐτῆς βιοηθικὰ καὶ πνευματικὰ ζητήματα, ἡ πρόκλησις τῆς ἐκκοσμικεύσεως καὶ ὁ κλονισμὸς τῶν παραδοσιακῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν, αἱ συγκρούσεις καὶ οἱ πόλεμοι καὶ τὰ ἐξ αὐτῶν προερχόμενα δεινὰ διὰ τοὺς ἀνθρώπους –πάντα ταῦτα καὶ τὰ συναφῆ πρὸς αὐτὰ ὑπαρξιακὰ προβλήματα τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀφήσουν ἀδιάφορον τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ὁποία καλεῖται νὰ ἀρθρώσῃ λόγον εὐαγγελικὸν πρὸς ἀντιμετώπισίν των. Ἡ παροῦσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος θὰ ἀναφερθῇ εἰς τὰ προβλήματα αὐτὰ εἰς τὸ Μήνυμά της πρὸς τὸν κόσμον κατὰ τὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν αὐτῆς. Ἀλλὰ τὸ κύριον ἔργον αὐτῆς περιορίζεται εἰς τὴν προαναφερθεῖσαν θεματολογίαν, ἡ ὁποία ἀφορᾷ εἰς ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας ζητήματα, καὶ τοῦτο διότι, πρὶν ἢ ἀπευθύνῃ λόγον πρὸς τὸν κόσμον καὶ ἀσχοληθῆ μετὰ τῶν ἀπασχολούντων αὐτὸν προβλημάτων, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ τακτοποιήσῃ τὰ τοῦ οἴκου αὐτῆς, ὥστε ὁ λόγος αὐτῆς νὰ καταστῇ ἀξιόπιστος καὶ νὰ προέλθῃ ἀπὸ μίαν κατὰ πάντα ἡνωμένην Ἐκκλησίαν. Ἂς μὴ λησμονῶμεν ἄλλωστε, ὅτι πρόθεσις ἡμῶν εἶναι, ἡ Σύνοδος αὕτη νὰ ἀκολουθηθῇ, σὺν Θεῷ, ἀπὸ ἄλλας τοιαύτας, αἱ ὁποῖαι καὶ θὰ ἔχουν ὡς σκοπὸν νὰ ἐγκύψουν εἰς τὰ ὡς ἄνω καὶ ἄλλα φλέγοντα προβλήματα. Ἡ σημασία καὶ σπουδαιότης τῆς παρούσης Συνόδου ἔγκειται κατ᾿ ἐξοχὴν εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ γεγονὸς τῆς, χάριτι Θεοῦ, πραγματοποιήσεώς της μετὰ ἀπὸ τόσους αἰῶνας, κατὰ τοὺς ὁποίους δὲν κατέστη τοῦτο δυνατόν. Τοῦτο καὶ μόνον, θὰ ἤρκει διὰ νὰ ἐντάξῃ αὐτὴν εἰς τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας. - 64 -


Ταῦτα ἔχουσα ὑπ᾿ ὄψιν ἡ παροῦσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καλεῖται σήμερον, ἵνα χωρήσῃ ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτῆς. Τὸ ἔργον τοῦτο εἶναι ἄκρως σοβαρόν, ἀλλὰ καὶ ἐξόχως δυσχερές, καὶ διὰ τοῦτο προητοιμάσθη ἐπιμελῶς ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν μετὰ μεγίστης προσοχῆς καὶ κόπου πολλοῦ, διὸ καὶ κρίνομεν ὡς χρέος ἡμῶν ὅπως ἐκφράσωμεν τὴν εὐγνωμοσύνην, τὴν ἱκανοποίησιν καὶ τὴν εὐαρέσκειαν τῆς Ἐκκλησίας πρὸς πάντας τοὺς κοπιάσαντας καὶ συντελέσαντας εἰς τὴν αἰσίαν ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τούτου, πρός τε τοὺς ἀπελθόντας ἤδη εἰς Κύριον, ὑπὲρ τῆς ἀναπαύσεως τῶν ὁποίων ἐδεήθημεν τὸ παρελθὸν Σάββατον τῶν Ψυχῶν ἐν Θείᾳ λειτουργίᾳ, διὰ τὴν ὁποίαν εὐχαριστοῦμεν τὸν τελέσαντα αὐτὴν Μακ. Ἀλεξανδρείας, καὶ πρὸς τοὺς ζῶντας ἐξ αὐτῶν, οἱ πλεῖστοι τῶν ὁποίων εὑρίσκονται καὶ σήμερον κατὰ τὴν ὥραν ταύτην ἐν μέσῳ ἡμῶν, καὶ τοὺς ὁποίους, ἕνα ἕκαστον προσωπικῶς, ἀσπαζόμεθα ἀδελφικῶς ἐν πολλῇ ἀγάπῃ καὶ τιμῇ. Καρπὸν τῆς μακρᾶς καὶ ἐπιπόνου ταύτης προετοιμασίας ἀποτελοῦν τὰ κατόπιν μακρῶν συζητήσεων διατυπωθέντα, ἐγκριθέντα καὶ ὑπογραφέντα Κείμενα, ὑποβαλλόμενα πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦτο σῶμα πρὸς τελικὴν ἔγκρισιν, ὥστε νὰ ἀποτελέσουν ἀποφάσεις τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Ὑπενθυμίζομεν καὶ ὑπογραμμίζομεν ὅτι τὰ ἐν λόγῳ Κείμενα ἔτυχον ἤδη ὁμοφώνου ἀποδοχῆς ὑπὸ τῶν πλήρως πρὸς τοῦτο ἐξουσιοδοτημένων ἐκπροσώπων ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, διὰ νὰ ἀποφευχθοῦν ἀντεγκλήσεις καὶ ὀξύτητες κατὰ τὰς ἐργασίας τῆς Συνόδου, καὶ πρὸς διευκόλυνσιν αὐτῆς ὅπως περατώσῃ τὸ ἔργον της ἐντὸς τῶν ἀποφασισθέντων χρονικῶν ὁρίων. Γνωρίζομεν, βεβαίως, ὅτι τὰ ἐν λόγῳ Κείμενα δὲν περιέχουν, ὡς θὰ ἠθέλομεν, τὰς θέσεις καὶ ἀπόψεις πάντων ἡμῶν, καὶ εἶναι διὰ τοῦτο φυσικὸν νὰ μὴ ἱκανοποιοῦν πλήρως πάντας. Ἂς μὴ λησμονῶμεν, ὅτι τὰ ἐν λόγῳ Κείμενα συνετάγησαν ὑπὸ ἐκπροσώπων δεκατεσσάρων ὅλων Ἐκκλησιῶν, ἑκάστη τῶν ὁποίων θὰ ἔδει νὰ συμφωνήσῃ πλήρως πρὸς τὸ περιεχόμενόν των. Καλούμεθα, ὅθεν, καὶ ἐνταῦθα νὰ ἐπιδείξωμεν ἕκαστος ἐξ ἡμῶν κατανόησιν καὶ σεβασμὸν πρὸς πᾶσαν τυχὸν ἀδυναμίαν τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Συνόδου νὰ ἀποδεχθοῦν τὰς ὑποβαλλομένας τροπολογίας, καὶ μὴ ἐμμείνωμεν εἰς τὴν ὑπὸ πάντων ἀποδοχὴν αὐτῶν, ἀπειλοῦντες τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Χωροῦμεν, συνεπῶς, ἐπὶ τὸ ἔργον ἡμῶν ἐπὶ τῇ βάσει ὁμοφώνως ἐγκεκριμένων ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν Κειμένων, ἅτινα ἑκάστη Ἐκκλησία - 65 -


ἔχει ἤδη ἀποδεχθῆ. Τοῦτο, βεβαίως, οὐδόλως δεσμεύει τὴν παροῦσαν Σύνοδον, ἡ ὁποία καὶ δύναται νὰ τροποποιήσῃ τὰ κείμενα ταῦτα ἐπὶ τῇ βάσει ἠτιολογημένων προτάσεων οἱουδήποτε ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς ἀτομικῶς. Ἀλλά - καὶ τοῦτο τονίζομεν ἰδιαιτέρως - οἱαδήποτε τροπολογία ἐπὶ τῶν ἤδη ὁμοφώνως ἐγκριθέντων Κειμένων θὰ ἰσχύσῃ μόνον ἐὰν γίνῃ ἀποδεκτὴ ὑπὸ πασῶν τῶν μετεχουσῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τοῦτο ἐπιβάλλει ἡ ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας, τὴν ὁποίαν ὅλοι ἀπεδέχθημεν. Ἐὰν τροπολογία, προτεινομένη ὑπό τινος ἢ ὑπό τινων ἐκ τῶν μελῶν τοῦ ἱεροῦ τούτου Σώματος προσκρούσῃ εἰς τὴν μὴ ἀποδοχὴν αὐτῆς ὑπὸ μιᾶς ἢ περισσοτέρων Ἐκκλησιῶν, αὕτη καταπίπτει, καὶ τὸ Κείμενον διατηρεῖται ὡς εἶχεν ἐν τῇ ἀρχικῶς ἐγκριθείσῃ μορφῇ αὐτοῦ, ἐγκρινόμενον καὶ ὑπογραφόμενον ὑφ᾿ ὅλων τῶν μελῶν τοῦ Σώματος. Ἀποδεχθέντες τὴν ἀρχὴν τῆς ὁμοφωνίας εἰς τὴν λῆψιν τῶν ἀποφάσεων τῆς Συνόδου, ἀποδεχόμεθα συγχρόνως καὶ τὴν ἔγκρισιν τῶν τυχὸν ὑποβαλλομένων ὑφ᾿ ἡμῶν τροπολογιῶν, μόνον ἐφ᾿ ὅσον εἶναι σύμφωνοι πρὸς αὐτάς, πᾶσαι αἱ ἀδελφαὶ Ἐκκλησίαι. Ταῦτα ἐθεωρήσαμεν χρέος νὰ ὑπομνήσωμεν ἐνταῦθα, παρὰ τὸ ὅτι εἴμεθα βέβαιοι ὅτι εἶναι εἰς πάντας ὑμᾶς γνωστά, τοῦτο δὲ πρὸς ἀποφυγὴν οἱασδήποτε παρεξηγήσεως κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου. Τὰ τῆς ὅλης διαδικασίας τῶν ἐργασιῶν τοῦ ἱεροῦ Σώματος διαλαμβάνει ὁ ὑπὸ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν ἐγκριθεὶς Κανονισμός, τὸν ὁποῖον καὶ παρακαλοῦμεν, ὅπως μελετήσωμεν πάντες ἐνδελεχῶς, καὶ ἐφαρμόσωμεν αὐτὸν πιστῶς κατὰ τὰς ἐργασίας ἡμῶν. Ἡ ἕδρα αὕτη, ἔχουσα τὴν εὐθύνην τῆς τηρήσεως τοῦ Κανονισμοῦ εἰς ὅλας τὰς λεπτομερείας του, θὰ μεριμνήσῃ ὥστε ἡ ἐφαρμογὴ αὐτοῦ νὰ τηρηθῇ πιστῶς ὑπὸ πάντων τῶν μελῶν τοῦ ἱεροῦ Σώματος. Καὶ τὰ νῦν, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ἂς στρέψωμεν τὸ οὗς ἡμῶν πρὸς τὸν Παράκλητον, ἵνα ἐνωτισθῶμεν “τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις” (Ἀποκ. β΄, 7), κατὰ τὴν σύναξιν ἡμῶν ταύτην “ἐπὶ τὸ αὐτό”. Ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας μέλη, χάριτι Θεοῦ, ἀποτελοῦμεν, εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁμολογοῦμεν ἐν τῷ Συμβόλῳ τῆς πίστεως ὡς τὴν μόνην κιβωτὸν τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία αὕτη εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ φανερούμενον κατ᾿ ἐξοχὴν “ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου” (πρβλ. Πράξ. β΄, 42), ἐν τῷ Μυστηρίῳ δηλονότι τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ὡς διαβεβαιοῖ ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, γράφων προσφυῶς: “Τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, εἴ τις ἰδεῖν δυνηθείη ... οὐδὲν ἕτερον ἢ αὐτὸ μόνον τὸ Κυριακὸν ὄψεται σῶμα”. Διὸ - 66 -


καὶ ἐπιλέγει ὅτι “σημαίνεται ἡ ἐκκλησία ἐν τοῖς μυστηρίοις (ἐν τῇ Εὐχαριστίᾳ: “καὶ γὰρ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ τὰ μυστήρια”) (Ἑρμην. Θ. Λειτ. 38. P.G. 150, 452D). Διὰ ταῦτα, πρώτιστα πάντων ὁ Παράκλητος καλεῖ ἡμᾶς νὰ τηρήσωμεν τὴν ἑνότητα ἡμῶν ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν Μυστηρίων ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀποφεύγοντες πᾶν ὅ,τι δύναται νὰ προκαλέσῃ σχῖσμα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Διότι, ὡς γράφει ὁ ἱερὸς Πατήρ, “οὐδὲν οὕτω παροξύνει, τὸν Θεόν, ὡς τὸ Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι. {...} Οὐδὲ μαρτυρίου αἷμα ταύτην τὴν ἁμαρτίαν δύναται ἐξαλείφειν” (πρβλ. Ἰω. Χρυσοστόμου, Πρὸς Ἐφεσίους 11. P.G. 62, 85). Ἡ παροῦσα Σύνοδος, ἀρξαμένη τοῦ ἔργου αὐτῆς καὶ κατακλείουσα αὐτὸ διὰ τῆς τελέσεως τοῦ μεγάλου Μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας, διακηρύττει ὅτι ὕψιστος σκοπὸς αὐτῆς εἶναι ἡ ἐπιβεβαίωσις τῆς ἑνότητος ἡμῶν “ἐν τοῖς Μυστηρίοις”, καὶ ἡ παντὶ σθένει διατήρησις καὶ διαφύλαξις αὐτῆς. Ἀλλ᾿ ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἔγκειται ὡσαύτως καὶ ἐν τῇ κοινῇ ἡμῶν πίστει, “τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις” (Ἰούδα, 3). Τὴν πίστιν ταύτην ὁμολογοῦμεν ἐν τῷ ἱερῷ Συμβόλῳ τόσον κατὰ τὸ Βάπτισμα ἡμῶν, ὅσον καὶ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν εἰς ἐπίσκοπον χειροτονίαν, καθ᾿ ὅτι οἱ ἐπίσκοποι ἀποτελοῦμεν τοὺς φύλακας αὐτῆς. Διὰ τὴν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν ἡ πίστις αὕτη στηρίζεται ἐπὶ τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὡς ταύτην κατενόησαν καὶ ἡρμήνευσαν καὶ διετύπωσαν οἱ θεοφόροι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες, μάλιστα δὲ ἐν οἰκουμενικαῖς συνόδοις συνελθόντες, καταστήσαντες αὐτὴν ὅρον ἀπαράβατον τῆς ἐν τοῖς Μυστηρίοις ἑνότητος. Ἡ οὑτωσὶ ἐκφρασθεῖσα καὶ διατυπωθεῖσα πίστις ἡμῶν ἑρμηνεύεται καὶ ἐκφράζεται ἀλαθήτως μόνον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας συνοδικῶς. Ἀτυχῶς, κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας, ἐπιπολάζει τὸ φαινόμενον ὁμάδων ἢ ἀτόμων, διεκδικούντων ὑπὲρ ἑαυτῶν τὸ ἀλάθητον ἐν τῇ ἑρμηνείᾳ τῶν Πατέρων καὶ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κηρυττόντων “αἱρετικοὺς” πάντας τοὺς πρὸς αὐτοὺς διαφωνοῦντας, καὶ ἐξεγειρόντων τὸν πιστὸν λαόν, ἐνίοτε καὶ ἐναντίον τῶν κανονικῶν αὐτοῦ ποιμένων. Ἐντὸς τοῦ κλίματος τούτου, τὸ ὁποῖον δύναται νὰ ἀποβῇ ἄκρως ἐπικίνδυνον διὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, τείνει νὰ λησμονηθῇ ὅτι τὰ ὅρια μεταξὺ αἱρέσεως καὶ Ὀρθοδοξίας καθορίζονται συνοδικῶς καὶ μόνον, εἴτε ἀναφέρονται ταῦτα εἰς παλαιάς, εἴτε εἰς νεωτέρας δοξασίας. Οὐδείς, πλὴν τῶν ἱερῶν Συνόδων, δύναται νὰ ἀνακηρύττῃ ἀπόψεις ἢ θέσεις ὡς “αἱρετικάς”, διεκδικῶν οὕτως ὑπὲρ ἑαυτοῦ τὸ ἀλάθητον. Συναφῶς, καταδικάζομεν καὶ τὸν ὑπό τινων χαρακτηρισμὸν τῆς παρούσης Συνόδου ὡς δῆθεν ληστρικῆς, προ- 67 -


Συλλείτουργον Προκαθημένων, Κυριακή Πεντηκοστῆς, Ἱ.Μ.Ν. Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου.


τοῦ αὕτη συνέλθῃ καὶ λάβῃ τὰς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀποφάσεις της. Ἡ ἐν τῇ Θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καὶ τῇ Ὀρθοδόξῳ πίστει ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἡ παροῦσα Σύνοδος ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσῃ καὶ ἐξάρῃ, συνδέεται ἀναποσπάσεως καὶ πρὸς μίαν ἄλλην πτυχήν: τὴν κανονικήν. Οὐδεμία Θεία Εὐχαριστία εἶναι ἔγκυρος καὶ φορεὺς Θείας Χάριτος καὶ σωτηρίας, ἐὰν δὲν τελῆται ἐν ὀνόματι κανονικοῦ ἐπισκόπου καὶ ὑπὸ κανονικῶς κεχειροτονημένων κληρικῶν. Καὶ οὐδεμία ὁμολογία πίστεως, ὅσον ὀρθόδοξος καὶ ἂν εἶναι, εἶναι ἀποδεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἔχει οἱανδήποτε ἀξίαν, ἑὰν “σχίζῃ” τὴν Ἐκκλησίαν: “Τοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τὸ τὴν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν”, κατὰ τὸν ἱερὸν Χρυσόστομον (Ὁμιλ. εἰς τὴν πρὸς Ἐφεσ. 12, P.G. 62,87). Διὸ καὶ ἡ ἁγία Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος κατατάσσει εἰς τὴν αὐτὴν κατηγορίαν μετὰ τῶν αἱρετικῶν “καὶ τοὺς τὴν πίστιν μὲν τὴν ὑγιῆ προσποιουμένους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καὶ ἀντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις” (κανὼν 6). Τρίπτυχος, ὅθεν, εἶναι ἡ ἑνότης, τὴν ὁποίαν ἀπαιτεῖ ἐξ ἡμῶν καὶ διὰ τῆς Συνόδου ταύτης ὁ Παράκλητος: ἑνότης ἐν τοῖς Μυστηρίοις, ἐν τῇ πίστει καὶ τῇ κανονικῇ δομῇ τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ τρία ταῦτα ἀλληλοπεριχωροῦνται καὶ οὐδὲν ἐξ αὐτῶν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἄνευ τῶν ἑτέρων. Πάντα δὲ ταῦτα διατρέχει καὶ συνέχει ἡ ἀγάπη, “ὅ ἐστιν σύνδεσμος τῆς τελειότητος”, καὶ ἡ εἰρήνη, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθημεν “ἐν ἑνὶ σώματι” (Κολ. γ΄, 15). “Ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ” (Ἐφεσ. δ΄,3), “σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης” (Ἐφεσ. δ΄, 3), καλούμεθα νὰ διαφυλάξωμεν, οἰκοδομήσωμεν καὶ διακηρύξωμεν, καὶ διὰ τῆς παρούσης Συνόδου, τὴν ἣν ὁ Παράκλητος ἐχαρίσατο ἡμῖν ἑνότητα ἐν Χριστῷ, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀλλά, μεριμνῶντες οὕτως ἀξιοχρέως διὰ τὴν ἑνότητα τῆς ἡμετέρας Ἐκκλησίας, ὀφείλομεν νὰ μὴ λησμονῶμεν ὅτι, κατὰ τὴν ἁγίαν καὶ μεγάλην ἡμέραν τῆς Πεντηκοστῆς, ὅτε “ὁ Χριστὸς τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε” (Κοντάκιον τῆς ἑορτῆς τῆς Πεντηκοστῆς). Θὰ ἦτο μέγα σφάλμα, ἐὰν ἐν τῇ μερίμνῃ διὰ τὴν ἐσωτερικὴν ἡμῶν ἑνότητα ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ἐπεδεικνύομεν ἀδιαφορίαν διὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν εὑρίσκονται ἐν πλήρει κοινωνίᾳ μεθ᾿ ἡμῶν πολλοὶ ἐκ τῶν ὁμολογούντων πίστιν εἰς Χριστόν, εἰ καὶ οὐχὶ ὀρθῶς καὶ ὑγιῶς, ἐν πᾶσιν ἐπιζητούντων πάντως τὴν ἀλήθειαν καὶ τὴν μεθ᾿ ἡμῶν ἑνότητα, ἕτοιμοι νὰ διαλεχθοῦν μαζί μας ἐν εἰλικρινείᾳ καὶ ἀγάπῃ περὶ τῶν διαιρούντων ἡμᾶς ζητημάτων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὑπῆρξε πάν- 69 -


τοτε καὶ παραμένει ἑτοίμη πρὸς πᾶσαν προσπάθειαν ἑνότητος τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, μὴ νοθεύουσα ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ τὴν ἣν παρέλαβε παρὰ τῶν Πατέρων αὐτῆς πίστιν. Διὸ καὶ ἡ παροῦσα Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος περιέλαβεν εἰς τὴν θεματολογίαν αὐτῆς καὶ τὰς σχέσεις αὐτῆς μετὰ τῶν ἐκτὸς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Χριστιανῶν, χαιρετίζει δὲ μετὰ πολλῆς ἀγάπης καὶ τιμῆς τὴν ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν παρουσίαν αὐτῶν ὡς προσκεκλημένων παρατηρητῶν, κατὰ τὴν παροῦσαν ἐπίσημον ἔναρξιν τῶν ἐργασιῶν ἡμῶν. Ἡ φωνὴ τοῦ Παρακλήτου, καλοῦσα πάντας εἰς ἑνότητα, καλεῖ καὶ ἡμᾶς νὰ στρέψωμεν τὸ βλέμμα, καὶ νὰ πλατύνωμεν τὴν καρδίαν πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἐγκύπτοντες ἐν ἀγάπῃ εἰς τὰ ἀπασχολοῦντα αὐτοὺς ζωτικὰ προβλήματα, εὐαγγελιζόμενοι εἰρήνην καὶ ἀγάπην τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν. Ἡ Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει δι᾿ ἑαυτήν, ἀλλὰ διὰ τὸν κόσμον ἅπαντα καὶ τὴν σωτηρίαν αὐτοῦ, ἔχουσα κεφαλὴν αὐτῆς τὸν “πρωτότοκον πάσης κτίσεως” Χριστόν, ἐν τῷ ὁποίῳ καὶ διὰ τοῦ Ὁποίου ὁ Θεὸς ηὐδόκησεν “ἀποκαταλλάξαι τὰ πάντα εἰς αὐτόν, εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Σταυροῦ αὐτοῦ, δι᾿ αὐτοῦ εἴτε τὰ ἐπὶ τῆς γῆς εἴτε τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς” (πρβλ. Κολ. α΄, 16, 20). Ὁμοίως, καὶ ἡ Σύνοδος δὲν συνέρχεται διὰ τὸν ἑαυτόν της˙ συνέρχεται δι᾿ ὅλον τὸν λαὸν τοῦ Θεοῦ, δι᾿ ὅλον τὸν κόσμον» (Ἀλ. Παπαδερός). Οὕτως, ἡ ἐν Συνόδῳ σύναξις τῆς Ἐκκλησίας καθιστᾷ αὐτήν, κατ᾿ ἐπέκτασιν, καὶ ἱεραποστολικήν, τουτέστιν ἐξωστρεφῆ, πορευομένην “εἰς πάντα τὰ ἔθνη” (πρβλ. Ματθ. κη΄,19), διὰ νὰ μεταφέρῃ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ πρὸς πάντα ἄνθρωπον, μετέχουσα εἰς τὰς διακυμάνσεις τῆς Ἱστορίας, ὡς “σημεῖον εἰς τὰ ἔθνη (Ἡσ. ια΄, 12) τῆς ἐρχομένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, μὴ συσχηματιζομένη τῷ αἰῶνι τούτῳ (πρβλ. Ρωμ. ιβ΄,2), ἀλλὰ καὶ μὴ ἀρνουμένη νὰ ἄρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της τοὺς ποικίλους σταυροὺς πάντων τῶν ἀνθρώπων, κηρύττουσα τὴν Ἀνάστασιν. Ἐργαζόμενοι ἐν Συνόδῳ, “τῶν θυρῶν κεκλεισμένων” (Ἰω. κ΄, 19), καὶ ἀναμένοντες τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔλθῃ ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν, μεταφέρων ἡμῖν τὴν εἰρήνην Αὐτοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ἂς ἔχωμεν πάντοτε ἐν νῷ ὅτι οἱ περιβάλλοντες τὴν αἴθουσαν ταύτην τοῖχοι εἶναι διαφανεῖς, καὶ ὁ κόσμος ἀναμένει νὰ ἀκούσῃ καὶ αὐτὸς ἐκ τοῦ στόματος ἡμῶν “τί τὸ Πνεῦμα λέγει ταῖς Ἐκκλησίαις” (Ἀποκ. β΄, 7). Αἱ ἀποφάσεις ἡμῶν δέον νὰ μεταφέρουν πρὸς πάντας ἠχηρὸν τὸ μήνυμα ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν, καίπερ ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ διεσπαρμένη, παραμένει ἀρρήκτως ἡνωμένη, καλοῦσα διὰ τοῦ Παρακλήτου πάντας εἰς ἑνότητα. - 70 -


Σεβάσμιοι καὶ πεφιλημένοι ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, “Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν, καὶ Πνεύματος ἐπιδημίαν καὶ προθεσμίαν ἐπαγγελίας, καὶ ἐλπίδος συμπλήρωσιν. Καὶ τὸ μυστήριον ὅσον! ὡς μέγα τε καὶ σεβάσμιον” (Γρηγόριος Θεολ. Λόγ. 41, Εἰς τὴν Πεντηκοστήν, 5, P.G. 36, 436B). Ὄντως μέγα τε καὶ σεβάσμιον τὸ μυστήριον τῆς Πεντηκοστῆς διὰ πλείστους λόγους, ἀλλὰ καὶ δι᾿ ὃν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἰδιαιτέρως προβάλλει: “Ἐπειδὴ γὰρ ἦσαν (οἱ μαθηταὶ) ἀκούσαντες τῆς Δεσποτικῆς φωνῆς, ‘Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη’... ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν εἴδει γλωσσῶν, ἑκάστῳ μερίζον τῆς κατὰ τὴν οἰκουμένην διδασκαλίας τὰ κλίματα, καὶ διὰ τῆς δοθείσης γλώττης καθάπερ δέλτῳ τινὶ γνωρίζον ἑκάστῳ τῆς ἐμπιστευθείσης ἀρχῆς τε καὶ διδασκαλίας τὸν ὅρον... Καὶ ἐγένετο πρᾶγμα καινὸν καὶ παράδοξον˙ ὥσπερ γὰρ τότε τὸ παλαιὸν γλῶσσαι τὴν οἰκουμένην κατέτεμον, καὶ τὴν κακὴν συμφωνίαν εἰς διαίρεσιν ἤγαγον˙ οὕτω καὶ νῦν γλῶσσαι τὴν οἰκουμένην συνῆψαν, καὶ τὰ διεστῶτα εἰς ὁμόνοιαν συνήγαγον» (Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν 2, P.G. 50, 467). Μέγα τὸ μυστήριον τῆς Πεντηκοστῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας! Ἡ ἑνότης αὐτῆς δὲν ἰσοπεδώνει τὴν ποικιλίαν καὶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῶν πολιτισμῶν: ἕκαστος, ἀκούει τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ «τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ» (Πράξ. β΄ 7). Διὰ τοῦτο ἡ Ἐκκλησία, καίτοι εἶναι μία ἀνὰ τὴν οἰκουμένην, συνίσταται συγχρόνως ἐκ πολλῶν Ἐκκλησιῶν, σεβομένη τὰς γλωσσικὰς καὶ ἄλλας ἰδιαιτερότητας τῶν κατὰ τόπους λαῶν, εἰς πολλὰς δὲ περιπτώσεις, καὶ συντελοῦσα εἰς τὴν καλλιέργειαν καὶ διαμόρφωσιν αὐτῶν. Διὰ τῆς ποικιλίας τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν κατὰ τόπους πολιτισμῶν, ἡ κατὰ τὴν οἰκουμένην Ἐκκλησία «μερίζεται» εἰς κλίματα, γράφει ὁ Ἱερὸς Πατήρ, περιγράφων ἐπακριβῶς τὴν κανονικὴν δομὴν τῆς Ἐκκλησίας. Τὸν ὅρον τοῦτον τοῦ «κλίματος» παρέλαβε καὶ χρησιμοποιεῖ καὶ ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία ἐν τῇ κανονικῇ αὐτῆς ὁρολογίᾳ, ἐμμένουσα εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς ἀκριβοῦς ὁριοθετήσεως ἑκάστου «κλίματος». Ἀλλ᾿ ἐνῷ πολλὰ τὰ κλίματα, ἡ οἰκουμένη μία. Ἡ ποικιλία τῶν γλωσσῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν ἐπέφερε πάλαι ποτὲ τὴν διαίρεσιν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀπειλῇ τὴν ὁμόνοιαν αὐτῶν. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς πρότυπον ἑνότητος, ὀφείλει διαρκῶς νὰ μεριμνᾷ ὥστε ἡ «διαφορὰ» νὰ μὴ ὁδηγήσῃ εἰς «διαίρεσιν», ἵνα κατὰ τὸν Ἅγιον Μάξιμον τὸν Ὁμο- 71 -


λογητὴν «ὁρολογήσωμεν» (πρβλ. Ἐπιστ. 12, P. G. 91, 469), οὐδὲ ἡ ἐνότης εἰς ἀφανισμὸν τῆς διαφορᾶς. Εἰς τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται τὸ νόημα καὶ ἡ σπουδαιότης τοῦ θεσμοῦ, τὸν ὁποῖον σήμερον καλούμεθα νὰ ὑπουργήσωμεν, συνερχόμενοι ἐν τῇ Συνόδῳ ταύτῃ. Ἐκάστη Ἐκκλησία καὶ ἔκαστος ἐξ ἠμῶν καλούμεθα νὰ καταθέσωμεν, ἀλλ᾿ οὐχὶ νὰ ἐπιβάλωμεν, τὰς ἰδίας ἡμῶν θέσεις. Καλούμεθα οὐχί μόνον νὰ ὁμιλήσωμεν, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκούσωμεν. Καλούμεθα νὰ οἰκοδομήσωμεν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐπὶ τὸ ἔργον τοῦτο, μετὰ φόβου Θεοῦ πίστεως καὶ ἀγάπης χωροῦντες, ἐν συναισθήσει τῆς προκειμένης ἡμῖν εὐθύνης καὶ τῆς ἀνθρωπίνης ἀδυναμίας μας, στρεφόμεθα μετὰ τοῦ Μελῳδοῦ πρὸς τὸν Κύριον καὶ Θεὸν ἡμῶν ἱκετεύοντες Αὐτόν: «Ἔγγισον ἡμῖν, ἔγγισον ὁ πανταχοῦ˙ ὥς περ καὶ τοῖς Ἀποστόλοις σου πάντοτε συνῇς, οὕτω καὶ τοῖς σὲ ποθοῦσιν ἕνωσον σαυτὸν οἰκτίρμον, ἵνα συνημμένοι σοι ὑμνῶμεν, καὶ δοξολογῶμεν τὸ πανάγιόν σου Πνεῦμα». Ἀμήν! (Ρωμανοῦ, Οἶκος Ὄρθρου Κυριακῆς τῆς Πεντηκοστῆς)

Ἐκφράζομεν τὴν λύπην ἡμῶν, πεποίθαμεν δὲ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἱεροῦ τούτου σώματος, διὰ τὴν ἀπουσίαν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῶν τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν Ἀντιοχείας, Ρωσσίας, Βουλγαρίας καὶ Γεωργίας, αἱ ὁποῖαι ἐγνώρισαν ἡμῖν ταύτην τὴν τελευταίαν στιγμήν, ἐνῷ αἱ πλεῖσται εἶχον ἤδη κοινοποιήσει ἡμῖν τὴν συμμετοχὴν αὐτῶν καὶ δὴ καὶ τὸν κατάλογον τῶν ὀνομάτων τῶν Ἀντιπροσωπειῶν των. Διὸ καὶ ὄντως αἰφνιδίασεν ἡμᾶς δυσαρέστως ἡ τὴν δωδεκάτην ὥραν ἀπόφασις περὶ ἀποχῆς αὐτῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται μετέσχον ὅλων τῶν φάσεων τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, μέχρι καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τοῦ παρελθόντος Ἰανουαρίου, καὶ ἑπομένως εἶχον ὅλας τὰς εὐκαιρίας νὰ θέσουν τὰ ἅπερ ἐπικαλοῦνται νῦν εἰς δικαιολογίαν τῆς ἀποχῆς αὐτῶν θέματα πρὶν ἢ ἀποφασίσουν μεθ᾿ ἡμῶν καὶ συνυπογράψουν τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου. Τὴν πρωτοφανῆ ταύτην συμπεριφοράν των δυσκολευόμεθα νὰ κατανοήσωμεν, ἐπαφιέμενοι τὴν ἐπ᾿ αὐτῆς κρίσιν εἰς τὰς λοιπὰς ἀδελφὰς Ἐκκλησίας καὶ εἰς τὴν Ἱστορίαν. - 72 -


Ἀτυχῶς, ἀδελφοί, δὲν ἀναλογιζόμεθα πάντοτε τὰς συνεπείας τῶν ἀποφάσεων καὶ ἐνεργειῶν ἡμῶν διὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ὅτι πλήττοντες τὴν ἑνότητα ἡμῶν πλήττομεν ἑαυτούς. Οὐδεὶς ἐξ ἡμῶν καὶ οὐδεμία ἐκ τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν δύναται νὰ ὑπάρξῃ ἐν ἀπομονώσει ἐκ τῶν λοιπῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν. Δὲν εἴμεθα οἱ Ὀρθόδοξοι χριστιανοί, καὶ δὲν πρέπει νὰ συμπεριφερώμεθα ὡς ὁμοσπονδία Ἐκκλησιῶν. Εἴμεθα μία Ἐκκλησία, ἓν σῶμα, καὶ πάσας τὰς τυχὸν διαφορὰς ἡμῶν μόνον ἐν Συνόδῳ δέον νὰ ἐπιλύωμεν. Τοῦτο παρελάβομεν ἐκ τῆς ἱερᾶς Παραδόσεως τῶν Πατέρων ἡμῶν, καὶ τοῦτο δέον νὰ τηρῶμεν. Πᾶν πλῆγμα κατὰ τῆς Συνόδου πλήττει αὐτὴν ταύτην τὴν ὑπόστασιν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν καὶ αὐτοὺς τούτους τοὺς πλήττοντας. «Σκληρὸν πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. κς΄ 14). Ὅταν μάλιστα ἡ ἀποχὴ ἐκ τῆς Συνόδου γίνεται ἀφοῦ ἔχει ἤδη συμφωνηθῆ, καὶ δὴ καὶ ἐνυπογράφως, ὑπὸ πάντων ἡμῶν ἡ σύγκλησις αὐτῆς, τότε τίθεται ἐν ἀμφιβόλῳ καὶ ἡ συνέπεια καὶ σοβαρότης ἡμῶν, ἐπὶ ζημίᾳ τῆς ὅλης εἰκόνος τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς ἐντὸς καὶ τοὺς ἐκτὸς αὐτῆς. Ὡς συνέβη πολλάκις κατὰ τὴν μακραίωνα ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀκουσία ἢ ἑκουσία ἀπουσία Ἐκκλησιῶν τινων ἐκ τῶν συγκληθεισῶν Συνόδων, τοπικῶν καὶ οἰκουμενικῶν, οὐδόλως παρημπόδιζε τὴν πραγματοποίησίν των. Διὸ καὶ ἡ παροῦσα Σύνοδος συγκληθεῖσα ὑφ᾿ ἡμῶν τῇ συμφώνῳ γνώμῃ πασῶν τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν δέον νὰ χωρήσῃ, παρὰ τὴν ἀπουσίαν Ἐκκλησιῶν τινων, ἐπὶ τὸ ἔργον αὐτῆς, ὡς τοῦτο πανορθοδόξως ἀπεφασίσθη. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἴη ὁδηγὸς καὶ βοηθὸς ἡμῶν.

- 73 -



Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ, ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ, Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΓΡΑΦΕΝΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


Ἱ. Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή Μονή Γωνιᾶς Κολυμβαρίου


ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016) Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Ὕμνον εὐχαριστίας ἀναπέμπομεν τῷ ἐν Τριάδι προσκυνουμένῳ Θεῷ, τῷ ἀξιώσαντι ἡμᾶς συνελθεῖν κατά τάς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς ἐπί τό αὐτό ἐν τῇ νήσῳ Κρήτῃ, τῇ ἁγιασθείσῃ ὑπό τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου καί τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Τίτου, τοῦ «γνησίου τέκνου κατά κοινήν πίστιν» (Τίτ. α’, 4), καί, Ἁγίου Πνεύματος ἐπινεύσει, περαιῶσαι τάς ἐργασίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, συγκληθείσης ὑπό τῆς Α. Θ Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, συμφρονούντων τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, εἰς δόξαν τοῦ εὐλογημένου ὀνόματος Αὐτοῦ καί ἐπ’ ἀγαθῷ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ κόσμου παντός, συνομολογοῦντες μετά τοῦ θείου Παύλου «οὕτως ἡμᾶς λογιζέσθω ἄνθρωπος, ὡς ὑπηρέτας Χριστοῦ καὶ οἰκονόμους μυστηρίων Θεοῦ» (Α’ Κορ. δ´, 1). Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ αὐθεντικήν μαρτυρίαν τῆς πίστεως εἰς τόν Θεάνθρωπον Χριστόν, τόν Μονογενῆ Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ, τόν φανερώσαντα, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως, τοῦ ὅλου ἐπιγείου ἔργου, τῆς σταυρικῆς θυσίας καί τῆς ἀναστάσεώς Αὐτοῦ, τόν Τριαδικόν Θεόν ὡς ἄπειρον Ἀγάπην. Ὅθεν, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ ἀπευθύνομεν τόν λόγον τῆς «ἐν ἡμῖν ἐλπίδος» (Α’ Πέτρ. γ’, 15) οὐ μόνον πρός τά τέκνα τῆς Ἁγιωτάτης ἡμῶν Ἐκκλησίας, ἀλλά καί πρός πάντα ἄνθρωπον, «τόν μακράν καί τόν ἐγγύς» (Ἐφεσ. β’, 17). Ἡ «ἐλπὶς ἡμῶν» (Α’ Τιμ. α’, 1), ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου, ἀπεκαλύφθη ὡς «Θεός μεθ’ ἡμῶν» (Ματθ. α’, 23) καί ὡς Θεός «ὑπὲρ ἡμῶν» (Ρωμ. η’, 32), «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. β’, 4). Τόν ἔλεον κηρύττοντες καί τήν εὐεργεσίαν οὐ κρύπτοντες, ἐν ἐπιγνώσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δέ λόγοι μου οὐ μή παρέλθωσιν» (Ματθ. κδ’, 35), ἐν «χαρᾷ πεπληρωμένῃ» (Α’ Ἰωάν. α’, 4) εὐαγγελιζόμεθα τόν λόγον τῆς πίστεως, τῆς ἐλπίδος καί τῆς ἀγάπης, προσβλέποντες πρός τήν «ἀνέσπερον καὶ ἀδιάδοχον καὶ ἀτελεύτητον ἡμέραν» (Μ. Βασιλείου, - 77 -


Εἰς τήν Ἑξαήμερον Β’. PG 29, 52). Τό γεγονός ὅτι «τό πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ’, 20), δέν ἀναιρεῖ, ἀλλ’ ἐνδυναμώνει τήν μαρτυρίαν ἡμῶν ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐν τούτῳ στοιχοῦμεν τῇ παραδόσει τῶν Ἀποστόλων καί Πατέρων ἡμῶν, οἵτινες εὐηγγελίζοντο τόν Χριστόν καί τήν δι’ αὐτοῦ σωστικήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, θεολογοῦντες «ἁλιευτικῶς», ἤγουν ἀποστολικῶς πρός τούς ἀνθρώπους ἑκάστης ἐποχῆς διά νά μεταδώσουν εἰς αὐτούς τό Εὐαγγέλιον τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσεν» (Γαλ. ε´, 1). Ἡ Ἐκκλησία δέν ζῇ διά τόν ἑαυτόν της. Προσφέρεται δι’ ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα, διά τήν ἀνύψωσιν καί τήν ἀνακαίνισιν τοῦ κόσμου εἰς καινούς οὐρανούς καί καινήν γῆν (πρβλ. Ἀποκ. κα’, 21). Ὅθεν δίδει τήν εὐαγγελικήν μαρτυρίαν καί διανέμει ἐν τῇ οἰκουμένῃ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπην Του, τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην, τήν καταλλαγήν, τήν δύναμιν τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκίαν τῆς αἰωνιότητος. *** I. Ἡ Ἐκκλησία: Σῶμα Χριστοῦ, εἰκών τῆς Ἁγίας Τριάδος 1. Ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι θεανθρωπίνη κοινωνία κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, πρόγευσις καί βίωσις τῶν Ἐσχάτων ἐν τῇ θείᾳ Εὐχαριστίᾳ καί ἀποκάλυψις τῆς δόξης τῶν μελλόντων, καί ὡς διαρκής Πεντηκοστή, μία ἀσίγαστος προφητική φωνή ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ παρουσία καί μαρτυρία «τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυΐας ἐν δυνάμει» (Μάρκ. θ’, 1). Ἡ Ἐκκλησία, ὡς σῶμα Χριστοῦ, «ἐπισυνάγει» (Ματθ. κγ´, 37) ἐπ’ Αὐτόν, μεταμορφώνει καί ἐμποτίζει τόν κόσμον μέ «τό ὕδωρ, τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰωάν. δ’, 14). 2. Ἡ ἀποστολική καί πατερική παράδοσις, στοιχοῦσα τοῖς συστατικοῖς λόγοις τοῦ Κυρίου καί ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Μυστικόν Δεῖπνον μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ διά τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστί ας, προέβαλε τόν χαρακτηρισμόν τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σώματος Χριστοῦ» (Ματθ. κστ´, 26· Μάρκ. ιδ´, 22· Λουκ. κβ´, 19· Α´Κορ. ι´, 16-17· ια´, 2329) καί τόν συνέδεσε πάντοτε πρός τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἐτονίσθη πάντοτε ἡ ἄρρηκτος σχέσις τόσον τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ θείας Οἰκονομίας πρός τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας πρός τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία βεβαιοῦται συνεχῶς εἰς τήν μυστηριακήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. - 78 -


Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, πιστή εἰς τήν ὁμόφωνον ταύτην ἀποστολικήν παράδοσιν καί μυστηριακήν ἐμπειρίαν, ἀποτελεῖ τήν αὐθεντικήν συνέχειαν τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς αὕτη ὁμολογεῖται εἰς τό Σύμβολον τῆς πίστεως καί βεβαιοῦται διά τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Οὕτως, αἰσθάνεται μείζονα τήν εὐθύνην αὐτῆς ὄχι μόνον διά τήν αὐθεντικήν βίωσιν τῆς ἐμπειρίας αὐτῆς ὑπό τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά καί διά τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας πρός πάντας τούς ἀνθρώπους. 3. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐν τῇ ἑνότητι καί καθολικότητι αὐτῆς, εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῶν Συνόδων, ἀπό τήν Ἀποστολικήν ἐν Ἱεροσολύμοις σύνοδον (Πράξ. ιε , 5-29) ἕως τῆς σήμερον. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή καθ’ αὑτήν εἶναι Σύνοδος ὑπό τοῦ Χριστοῦ συνεστημένη καί ὑπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καθοδηγουμένη, συμφώνως πρός τό ἀποστολικόν «ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καί ἡμῖν » (Πράξ. ιε’, 28). Διά τῶν Οἰκουμενικῶν καί τῶν Τοπικῶν συνόδων, ἡ Ἐκκλησία εὐηγγελίσατο καί εὐαγγελίζεται τό μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος, τό ὁποῖον ἐφανερώθη διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Τό συνοδικόν ἔργον συνεχίζεται ἐν τῇ ἱστορίᾳ ἀδιακόπως διά τῶν μεταγενεστέρων, καθολικοῦ κύρους, συνόδων – ὡς λ.χ. τῆς ἐπί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Μεγάλης συνόδου (879-880) καί τῶν ἐπί ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ συγκληθεισῶν Μεγάλων συνόδων (1341, 1351, 1368), διά τῶν ὁποίων ἐβεβαιώθη ἡ αὐτή ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἐξαιρέτως δέ περί τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί περί τῆς μεθέξεως τοῦ ἀνθρώπου εἰς τάς ἀκτίστους θείας ἐνεργείας. Προσέτι δέ καί διά τῶν ἐν Κωσταντινουπόλει Ἁγίων καί Μεγάλων συνόδων τῶν ἐτῶν 1484 διά τήν ἀποκήρυξιν τῆς ἑνωτικῆς συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), τῶν ἐτῶν 1638, 1642, 1672 καί 1691 διά τήν ἀποκήρυξιν προτεσταντικῶν δοξασιῶν, ὡς καί τοῦ ἔτους 1872 διά τήν καταδίκην τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ ὡς ἐκκλησιολογικῆς αἱρέσεως. 4. Δέν νοεῖται ἁγιότης τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, «ὅ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Ἐφεσ. α’, 23). Ἡ ἁγιότης πηγάζει ἀπό τόν μόνον Ἅγιον. Εἶναι μετοχή τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ «κοινωνίᾳ τῶν ἁγίων», ὡς διακηρύσσεται εἰς τήν ἐκφώνησιν τοῦ ἱερέως κατά τήν θείαν Λειτουργίαν: «Τά Ἅγια τοῖς ἁγίοις» καί εἰς τήν ἀπάντησιν τῶν πιστῶν «Εἷς Ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν». Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας τονίζει ὅτι ὁ Χριστός, «ἅγιος πάλιν ὑπάρχων κατὰ φύσιν, ὡς Θεός, - 79 -


(…) ἁγιάζεται δι’ ἡμᾶς ἐν ἁγίῳ Πνεύματι (…). Ἔδρα δὲ τοῦτο (ὁ Χριστός) δι’ ἡμᾶς, οὐ δι’ ἑαυτόν, ἵνα ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐν αὐτῷ δή, πρώτῳ δεξαμένου τοῦ πράγματος (= ἁγιασμοῦ) τὴν ἀρχήν, εἰς ἅπαν οὕτω τὸ γένος ἡ τοῦ ἁγιάζεσθαι λοιπὸν διαβαίνοι χάρις» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ΙΑ’. PG 74, 548). Συνεπῶς, κατά τόν ἅγιον Κύριλλον, ὁ Χριστός εἶναι τό «κοινόν πρόσωπον» ἡμῶν, διά τῆς ἀνακεφαλαιώσεως εἰς τήν ἰδικήν του ἀνθρωπότητα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «πάντες γάρ ἦμεν ἐν Χριστῷ, καί τό κοινόν τῆς ἀνθρωπότητος εἰς αὐτόν ἀναβιοῖ πρόσωπον» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ΙΑ’. PG 73, 157-161), διό καί εἶναι ἡ μόνη πηγή τοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ ἁγιότης εἶναι μετοχή τοῦ ἀνθρώπου τόσον εἰς τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καί εἰς τά ἱερά αὐτῆς μυστήρια, μέ ἐπίκεντρον τήν θείαν Εὐχαριστίαν, ἥτις ἐστί «θυσία ζῶσα, ἁγία, εὐάρεστος τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ’, 1). «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρωμ. η’, 35-37). Οἱ ἅγιοι ἐνσαρκώνουν τήν ἐσχατολογικήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀέναον δοξολογίαν ἐνώπιον τοῦ ἐπιγείου καί τοῦ ἐπουρανίου θρόνου «τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης» (Ψαλμ. κγ’, 7), εἰκονίζοντες τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 5. Ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἐκ δεκατεσσάρων κατά τόπους Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, πανορθοδόξως ἀνεγνωρισμένων. Ἡ ἀρχή τῆς αὐτοκεφαλίας δέν εἶναι δυνατόν νά λειτουργῇ εἰς βάρος τῆς ἀρχῆς τῆς καθολικότητος καί τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Θεωροῦμεν λοιπόν ὅτι ἡ δημιουργία τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ, ἀπαρτιζομένων ἐκ πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ ἐκ τῶν ὁρισθεισῶν περιοχῶν ὡς κανονικῶν ἀναγνωριζομένων ἐπισκόπων, οἵτινες ἐξακολουθοῦν νά ὑπάγωνται εἰς τάς κανονικάς δικαιοδοσίας, εἰς ἅς ὑπάγονται σήμερον, ἀποτελεῖ ἕν θετικόν βῆμα πρός τήν κατεύθυνσιν τῆς κανονικῆς ὀργανώσεως αὐτῶν, ἡ δέ συνεπής λειτουργία αὐτῶν ἐγγυᾶται τόν σεβασμόν τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀρχῆς τῆς συνοδικότητος. ΙΙ. Ἡ ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ 6. Τό ἀποστολικόν ἔργον καί ἡ ἐξαγγελία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωστή ὡς ἱεραποστολή, ἀνήκουν εἰς τόν πυρῆνα τῆς ταυτότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διαφύλαξις καί τήρησις τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου «Πορευθέντες μα- 80 -


θητεύσατε πάντα τά ἔθνη» (Ματθ. κη’, 19). Εἶναι ἡ πνοή ζωῆς, τήν ὁποίαν ἐμφυσᾷ ἡ Ἐκκλησία εἰς τήν κοινωνίαν τῶν ἀνθρώπων καί ἐκκλησιοποιεῖ τόν κόσμον διά τῶν ἑκασταχοῦ νεοπαγῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί εἶναι καί ὀφείλουν νά εἶναι ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. Ἡ ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς, ἀλλ’ ἐλευθέρως, ἐν ἀγάπῃ καί ἐν σεβασμῷ πρός τήν πολιτιστικήν ταυτότητα ἀτόμων καί λαῶν. Εἰς τήν προσπάθειαν αὐτήν ὀφείλουν νά συμμετέχουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι μέ τόν δέοντα σεβασμόν εἰς τήν κανονικήν τάξιν. Ἡ μετοχή εἰς τήν θείαν Εὐχαριστίαν εἶναι πηγή ἀποστολικοῦ ζήλου πρός εὐαγγελισμόν τοῦ κόσμου. Μετέχοντες τῆς θείας Εὐχαριστίας καί προσευχόμενοι ἐν τῇ ἱερᾷ Συνάξει ὑπέρ τῆς Οἰκουμένης, καλούμεθα νά συνεχίσωμεν τήν «λειτουργίαν μετά τήν Λειτουργίαν» καί νά δίδωμεν τήν μαρτυρίαν περί τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως ἡμῶν ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, μοιραζόμενοι τάς δωρεάς τοῦ Θεοῦ μεθ’ ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος, ὑπήκοοι πρός τήν σαφῆ ἐντολήν τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. α’, 8). Τά λόγια πρό τῆς θείας κοινωνίας «μελίζεται καί διαμερίζεται ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καί μή διαιρούμενος, ὁ πάντοτε ἐσθιόμενος καί μηδέποτε δαπανώμενος», ὑποδεικνύουν ὅτι ὁ Χριστός ὡς «ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. α’, 29) καί ὡς «Ἄρτος Zωῆς» (Ἰωάν. στ’, 48) προσφέρεται εἰς ἡμᾶς ὡς ἡ αἰωνία Ἀγάπη, ἑνώνων ἡμᾶς μέ τόν Θεόν καί πρός ἀλλήλους. Μᾶς διδάσκει νά διανέμωμεν τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά προσφέρωμεν τόν ἑαυτόν μας πρός πάντας μέ χριστοειδῆ τρόπον. Ἡ ζωή τῶν χριστιανῶν εἶναι ἀψευδής μαρτυρία τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων – «εἴ τις ἐν Χριστῷ, καινή κτίσις· τά ἀρχαῖα παρῆλθεν, ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β’ Κορ. ε’, 17) καί κλῆσις πρός πάντας τούς ἀνθρώπους προσωπικῆς μετοχῆς ἐν ἐλευθερίᾳ εἰς τήν αἰώνιον ζωήν, εἰς τήν χάριν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ εἰς τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός, διά νά βιώσουν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τήν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Βουλομένων γὰρ οὐ τυραννουμένων τὸ τῆς σωτηρίας μυστήριον» (Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Εἰς τήν προσευχήν τοῦ Πάτερ ἡμῶν. PG 90, 880). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ εἰς τάς συγχρόνους ἐκκοσμικευμένας κοινωνίας, ὡς ἐπίσης καί ὁ εὐαγγελισμός ὅσων εἰσέτι δέν ἐγνώρισαν τόν Χριστόν, ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτον χρέος τῆς Ἐκκλησίας. - 81 -


ΙΙI. Ἡ Οἰκογένεια-εἰκών τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ πρός τήν Ἐκκλησίαν 7. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν ἀκατάλυτον ἀγαπητικήν ἕνωσιν ἀνδρός καί γυναικός «μυστήριον μέγα... εἰς Χριστόν καί εἰς τήν Ἐκκλησίαν», (Ἐφεσ. ε’, 32) καί τήν προκύπτουσαν ἐξ αὐτοῦ οἰκογένειαν, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τήν μόνην ἐγγύησιν τῆς γεννήσεως καί τῆς ἀνατροφῆς τῶν τέκνων, συμφώνως πρός τό σχέδιον τῆς θείας Οἰκονομίας, «Ἐκκλησίαν μικράν» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολήν, Κ’. PG 62, 143), παρέχουσα εἰς αὐτήν τήν κατάλληλον ποιμαντικήν στήριξιν. Ἡ σύγχρονος κρίσις τοῦ γάμου καί τῆς οἰκογενείας εἶναι ἀπότοκος τῆς κρίσεως τῆς ἐλευθερίας ὡς εὐθύνης, τῆς συρρικνώσεως αὐτῆς εἰς εὐδαιμονιστικήν αὐτοπραγμάτωσιν, τῆς ταυτίσεώς της μέ ἀτομικήν αὐταρέσκειαν, αὐτάρκειαν καί αὐτονομίαν, καί τῆς ἀπωλείας τοῦ μυστηριακοῦ χαρακτῆρος τῆς ἑνώσεως ἀνδρός καί γυναικός, ὡς καί τῆς λήθης τοῦ θυσιαστικοῦ ἤθους τῆς ἀγάπης. Ἡ σύγχρονος ἐκκοσμικευμένη κοινωνία προσεγγίζει τόν γάμον μέ ἀμιγῶς κοινωνιολογικά καί πραγματιστικά κριτήρια, θεωροῦσα αὐτόν ὡς μίαν ἁπλῆν μορφήν σχέσεως, μεταξύ ὅλων τῶν ἄλλων, αἱ ὁποῖαι δικαιοῦνται ἐξ ἴσου θεσμικῆς κατοχυρώσεως. Ὁ γάμος εἶναι ἐκκλησιοτραφές ἐργαστήριον ζωῆς ἐν ἀγάπῃ καί ἀνυπέρβλητος δωρεά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ «ὑψηλή χείρ» τοῦ «συνδέτου» Θεοῦ «ἀοράτως πάρεστι, τούς συναπτομένους ἁρμόζουσα» μετά τοῦ Χριστοῦ καί μετ’ ἀλλήλων. Οἱ στέφανοι, οἱ ὁποῖοι τοποθετοῦνται ἐπί τῆς κεφαλῆς τοῦ νυμφίου καί τῆς νύμφης κατά τήν τέλεσιν τοῦ μυστηρίου, παραπέμπουν εἰς τήν διάστασιν τῆς θυσίας καί τῆς πλήρους ἀφιερώσεως εἰς τόν Θεόν καί εἰς ἀλλήλους, ἀναφέρονται δέ ἐπίσης καί εἰς τήν ζωήν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτοντες τήν ἐσχατολογικήν ἀναφοράν τοῦ μυστηρίου τῆς ἀγάπης. 8. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἀπευθύνεται μετ’ ἰδιαιτέρας ἀγάπης καί στοργῆς πρός τά παιδία καί ὅλους τούς νέους. Μέσα εἰς τόν κυκεῶνα τῶν ἀλληλοαναιρουμένων ὁρισμῶν τῆς ταυτότητος τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἡ ἁγιωτάτη ἡμῶν Ἐκκλησία προβάλλει τά Κυριακά λόγια, «ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν» (Ματθ. ιη´, 3) καί τό «ὅς ἄν μή δέξηται τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον οὐ μή εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν» (Λουκ. ιη´, 17), ὡς καί ὅσα ἀναφέρει ὁ Σωτήρ ἡμῶν δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι «κωλύουν» (Λουκ. ιη´, 16) τά παιδία νά Τόν πλησιάσουν καί δι’ ὅσους τά «σκανδαλίζουν» (Ματθ. ιη´, 6). - 82 -


Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει εἰς τούς νέους ὄχι ἁπλῶς «βοήθειαν», ἀλλά τήν «ἀλήθειαν» τῆς θεανθρωπίνης καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οἱ ὀρθόδοξοι νέοι ὀφείλουν νά συνειδητοποιήσουν ὅτι εἶναι φορεῖς τῆς μακραίωνος καί εὐλογημένης παραδόσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ταυτοχρόνως δέ καί οἱ συνεχισταί αὐτῆς, οἱ ὁποῖοι θά διαφυλάσσουν θαρραλέως καί θά καλλιεργοῦν μέ δυναμισμόν τάς αἰωνίους ἀξίας τῆς Ὀρθοδοξίας διά νά δίδουν τήν ζείδωρον χριστιανικήν μαρτυρίαν. Ἐξ αὐτῶν θά ἀναδειχθοῦν οἱ μελλοντικοί διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Οἱ νέοι, λοιπόν, εἶναι ὄχι ἁπλῶς τό «μέλλον» τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἡ ἐνεργός ἔκφρασις τῆς φιλοθέου καί φιλανθρώπου ζωῆς αὐτῆς ἐν τῷ παρόντι. ΙV. Ἡ κατά Χριστόν παιδεία 9. Εἰς τήν ἐποχήν μας, παρατηροῦνται εἰς τόν χῶρον τῆς ἀγωγῆς καί τῆς παιδείας νέαι τάσεις ἀναφορικῶς πρός τό περιεχόμενον καί τούς σκοπούς τῆς παιδείας, ὅπως καί ὡς πρός τό θέμα τῆς θεωρήσεως τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τοῦ ρόλου τόσον τοῦ διδασκάλου καί τοῦ μαθητοῦ, ὅσον καί τοῦ συγχρόνου σχολείου. Ἐφ’ ὅσον ἡ παιδεία ἀναφέρεται ὄχι ἁπλῶς εἰς ὅ,τι εἶναι, ἀλλ’ εἰς αὐτό τό ὁποῖον ὀφείλει νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί εἰς τό περιεχόμενον τῆς εὐθύνης του, εἶναι αὐτονόητον ὅτι ἡ εἰκών, τήν ὁποίαν ἔχομεν διά τόν ἄνθρωπον καί διά τό νόημα τῆς ὑπάρξεώς του, καθορίζει τήν ἄποψίν μας καί διά τήν παιδείαν του. Τό κυρίαρχον σήμερον ἐκκοσμικευμένον ἀτομοκεντρικόν ἐκπαιδευτικόν σύστημα, τό ὁποῖον ταλανίζει τήν νέαν γενεάν, προβληματίζει καί τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Εἰς τό κέντρον τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης τῆς Ἐκκλησίας εὑρίσκεται μία παιδεία, ἡ ὁποία ἀποβλέπει ὄχι μόνον εἰς τήν νοητικήν καλλιέργειαν, ἀλλά καί εἰς τήν οἰκοδομήν καί τήν ἀνάπτυξιν τοῦ συνόλου ἀνθρώπου ὡς ψυχοσωματικῆς καί πνευματικῆς ὀντότητος, συμφώνως πρός τήν τρίπτυχον ἀρχήν Θεός, ἄνθρωπος, κόσμος. Εἰς τόν κατηχητικόν αὐτῆς λόγον, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ φιλοστόργως τόν λαόν τοῦ Θεοῦ, ἰδίᾳ δέ τούς νέους, εἰς ἐνσυνείδητον καί ἐνεργόν συμμετοχήν εἰς τήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, καλλιεργοῦσα εἰς αὐτούς τόν «ἄριστον πόθον» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Οὕτω, τό χριστεπώνυμον πλήρωμα εὑρίσκει ἐν τῇ θεανθρωπίνῃ κοινωνίᾳ τῆς Ἐκκλησίας ὑπαρξιακόν στήριγμα καί βιώνει ἐν αὐτῇ τήν ἀναστάσιμον προοπτικήν τῆς κατά χάριν θεώσεως. V. Ἡ Ἐκκλησία ἐνώπιον τῶν συγχρόνων προκλήσεων 10. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εὑρίσκεται σήμερον ἀντιμέτωπος ἀκραίων ἤ καί προκλητικῶν ἐκφράσεων τῆς ἰδεολογίας τῆς ἐκκοσμικεύ- 83 -


σεως, ἐνδιαθέτων εἰς τάς πολιτικάς, πολιτισμικάς καί κοινωνικάς ἐξελίξεις. Βασικόν στοιχεῖον τῆς ἰδεολογίας τῆς ἐκκοσμικεύσεως ὑπῆρξε πάντοτε καί παραμένει μέχρι σήμερον ἡ πλήρης αὐτονόμησις τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστόν καί ἀπό τήν πνευματικήν ἐπιρροήν τῆς Ἐκκλησίας, διά τῆς αὐθαιρέτου μάλιστα ταυτίσεως τῆς Ἐκκλησίας πρός τόν συντηρητισμόν, ὡς ἐπίσης καί διά τοῦ ἀνιστορήτου χαρακτηρισμοῦ αὐτῆς ὡς δῆθεν ἐμποδίου εἰς πᾶσαν πρόοδον καί ἐξέλιξιν. Εἰς τάς ἐκκοσμικευμένας συγχρόνους κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος, ἀποκεκομμένος ἀπὸ τόν Θεόν, ταυτίζει τήν ἐλευθερίαν του καί τό νόημα τῆς ζωῆς του μέ ἀπόλυτον αὐτονομίαν καί μέ ἀποδέσμευσιν ἀπό τόν αἰώνιον προορισμόν του, μέ ἀποτέλεσμα σειράν παρανοήσεων καί σκοπίμων παρερμηνειῶν τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως. Οὕτως, ἡ ἄνωθεν χορήγησις τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας καί ἡ πρόοδος εἰς τό «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ´, 13) θεωρεῖται ὅτι ἀντιστρατεύεται τάς αὐτοσωτηρικάς τάσεις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ θυσιαστική ἀγάπη ἀξιολογεῖται ὡς ἀσύμβατος μέ τόν ἀτομοκεντρισμόν, ἐνῶ ὁ ἀσκητικός χαρακτήρ τοῦ χριστιανικοῦ ἤθους κρίνεται ὡς ἀφόρητος πρόκλησις διά τόν εὐδαιμονισμόν τοῦ ἀτόμου. Ἡ ταύτισις τῆς Ἐκκλησίας μέ συντηρητισμόν, ἀσυμβίβαστον πρός τήν προόδον τοῦ πολιτισμοῦ, εἶναι αὐθαίρετος καί καταχρηστική, ἐφ’ ὅσον ἡ συνείδησις τῆς ταυτότητος τῶν χριστιανικῶν λαῶν φέρει ἀνεξίτηλον τήν σφραγῖδα τῆς διαχρονικῆς συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας ὄχι μόνον εἰς τήν πολιτιστικήν κληρονομίαν αὐτῶν, ἀλλά καί εἰς τήν ὑγιᾶ ἀνάπτυξιν τοῦ θύραθεν πολιτισμοῦ γενικώτερον, ἀφοῦ ὁ Θεός ἔθεσε τόν ἄνθρωπον οἰκονόμον τῆς θείας δημιουργίας καί συνεργόν Αὐτοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ», προβάλλει τόν «Θεάνθρωπον» ὡς ἔσχατον μέτρον τῶν πάντων: «Οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλὰ Θεόν ἐνανθρωπήσαντα» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ’, 2. PG 94, 988). Ἀναδεικνύει δέ τήν σωτηριώδη ἀλήθειαν τοῦ Θεανθρώπου καί τό Σῶμά Του, τήν Ἐκκλησίαν, ὡς τόπον καί τρόπον τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς, ὡς «ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ» (πρβλ. Ἐφεσ. δ’, 15) καί ὡς μετοχήν, ἤδη ἐπί τῆς γῆς, εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ. Ὁ θεανθρώπινος, «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. ιη’, 36) χαρακτήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος τρέφει καί κατευθύνει τήν «ἐν τῷ κόσμῳ» παρουσίαν καί μαρτυρίαν αὐτῆς, εἶναι ἀσυμβίβαστος μέ κάθε μορφήν συσχηματισμοῦ τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμον (πρβλ. Ρωμ. ιβ’, 2). 11. Διά τῆς συγχρόνου ἀναπτύξεως τῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολο- 84 -


γίας, ἡ ζωή μας ἀλλάζει ριζικῶς. Καί ὅ,τι ἐπιφέρει ἀλλαγήν εἰς τόν τρόπον ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀπαιτεῖ ἀπό μέρους του διάκρισιν, ἐφ’ ὅσον, ἐκτός τῶν σημαντικῶν εὐεργεσιῶν, ὅπως λ.χ. ἡ διευκόλυνσις τῆς καθημερινότητος, ἡ ἐπιτυχής ἀντιμετώπισις σοβαρῶν ἀσθενειῶν καί ἡ ἔρευνα τοῦ διαστήματος, εἴμεθα ἐπίσης ἀντιμέτωποι καί μέ τάς ἀρνητικάς ἐπιπτώσεις τῆς ἐπιστημονικῆς προόδου. Ὑπάρχει ὁ κίνδυνος χειραγωγήσεως τῆς ἀνθρωπίνης ἐλευθερίας, χρήσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἁπλοῦ μέσου, σταδιακῆς ἀπωλείας πολυτίμων παραδόσεων, ἀπειλῆς ἤ καί καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Ἡ ἐπιστήμη, ἀπό τήν ἰδίαν τήν φύσιν της, δέν διαθέτει δυστυχῶς τά ἀναγκαῖα μέσα διά τήν πρόληψιν καί τήν θεραπείαν πολλῶν ἐκ τῶν προβλημάτων, τά ὁποῖα προκαλεῖ ἀμέσως ἤ ἐμμέσως. Ἡ ἐπιστημονική γνῶσις δέν κινητοποιεῖ τήν ἠθικήν βούλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, καίτοι γνωρίζει τούς κινδύνους, συνεχίζει νά δρᾷ ὡς ἐάν δέν ἐγνώριζεν. Ἡ ἀπάντησις εἰς τά σοβαρά ὑπαρξιακά καί ἠθικά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τό αἰώνιον νόημα τῆς ζωῆς αὐτοῦ καί τοῦ κόσμου, δέν εἶναι δυνατόν νά δοθῇ χωρίς μίαν πνευματικήν προσέγγισιν. 12. Διάχυτος εἶναι εἰς τήν ἐποχήν μας ὁ ἐνθουσιασμός διά τάς ἐντυπωσιακάς ἐξελίξεις εἰς τόν χῶρον τῆς Βιολογίας, τῆς Γενετικῆς καί τῆς Νευροφυσιολογίας τοῦ ἐγκεφάλου. Πρόκειται δι’ ἐπιστημονικάς κατακτήσεις, τό εὖρος τῶν ἐφαρμογῶν τῶν ὁποίων ἐνδέχεται νά προκαλέσῃ σοβαρώτατα ἀνθρωπολογικά καί ἠθικά διλήμματα. Ἡ ἀνεξέλεγκτος χρῆσις τῆς Βιοτεχνολογίας εἰς τήν ἀρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τῆς ζωῆς, θέτει εἰς κίνδυνον τήν αὐθεντικήν πληρότητα αὐτῆς. Ὁ ἄνθρωπος πειραματίζεται ἐντονώτερον μέ τήν ἰδίαν του φύσιν κατά ἀκραῖον καί ἐπικίνδυνον τρόπον. Κινδυνεύει νά μετατραπῇ εἰς μίαν βιολογικήν μηχανήν, εἰς μίαν ἀπρόσωπον κοινωνικήν μονάδα ἤ εἰς μίαν συσκευήν ἐλεγχομένης σκέψεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά παραμείνῃ εἰς τό περιθώριον τῆς συζητήσεως τόσον σπουδαίων ἀνθρωπολογικῶν, ἠθικῶν καί ὑπαρξιακῶν ζητημάτων. Στηρίζεται εἰς θεοδίδακτα κριτήρια, ἀναδεικνύουσα τήν ἐπικαιρότητα τῆς ὀρθοδόξου ἀνθρωπολογίας ἀπέναντι εἰς τήν σύγχρονον ἀνατροπήν τῶν ἀξιῶν.Ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν δύναται καί ὀφείλει νά ἐκφράσῃ ἐν τῷ κόσμῳ τήν προφητικήν αὐτῆς συνείδησιν ἐν Ἰησοῦ Χριστῷ, ὁ ὁποῖος ἐν τῇ Ἐνανθρωπήσει προσέλαβεν ὅλον τόν ἄνθρωπον καί εἶναι τό ἀπόλυτον πρότυπον τῆς ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Προβάλλει τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς καί τόν χα- 85 -


ρακτῆρα τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου ἐξ αὐτῆς ταύτης τῆς ἀρχῆς τῆς συλλήψεως. Τό δικαίωμα εἰς τήν γέννησιν εἶναι τό πρῶτον μεταξύ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Ἡ Ἐκκλησία ὡς θεανθρωπίνη κοινωνία, εἰς τήν ὁποίαν ἕκαστος ἄνθρωπος ἀποτελεῖ μοναδικήν ὀντότητα, προωρισμένην εἰς προσωπικήν κοινωνίαν μετά τοῦ Θεοῦ, ἀντιστέκεται εἰς πᾶσαν προσπάθειαν ἀντικειμενοποιήσεως τοῦ ἀνθρώπου, μετατροπῆς του εἰς μετρήσιμον μέγεθος. Οὐδέν ἐπιστημονικόν ἐπίτευγμα ἐπιτρέπεται νά θίγῃ τήν ἀξιοπρέπειαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν θεῖον προορισμόν αὐτοῦ. Ὁ ἄνθρωπος δέν προσδιορίζεται μόνον ἀπό τά γονίδιά του. Ἐπί τῆς βάσεως αὐτῆς θεμελιοῦται ἡ Βιοηθική ἐξ ἐπόψεως ὀρθοδόξου. Εἰς μίαν ἐποχήν ἀλληλοσυγκρουομένων εἰκόνων περί τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὀρθόδοξος Βιοηθική προβάλλει, ἀπέναντι εἰς θύραθεν αὐτονόμους καί συρρικνωτικάς ἀνθρωπολογικάς θεωρήσεις, τήν κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου καί τόν αἰώνιον προορισμόν αὐτοῦ. Συμβάλλει οὕτως εἰς τόν ἐμπλουτισμόν τῆς φιλοσοφικῆς καί ἐπιστημονικῆς συζητήσεως τῶν βιοηθικῶν θεμάτων διά τῆς βιβλικῆς ἀνθρωπολογίας καί τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ὀρθοδοξίας. 13. Εἰς μίαν παγκόσμιον κοινωνίαν, προσανατολισμένην εἰς τό «ἔχειν» καί τόν ἀτομοκεντρισμόν, ἡ Ὀρθόδοξος Καθολική Ἐκκλησία προβάλλει τήν ἀλήθειαν τῆς ἐν Χριστῷ καί τῆς κατά Χριστόν ζωῆς, τήν ἐλευθέρως σαρκουμένην εἰς τήν καθημερινήν ζωήν ἑκάστου ἀνθρώπου διά τῶν ἔργων αὐτοῦ «ἕως ἑσπέρας» (Ψαλμ. ργ’, 23), διά τῶν ὁποίων οὗτος καθίσταται συνεργός τοῦ αἰωνίου Πατρός – «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί» (Α’ Κορ. γ‘, 9) – καί τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, «ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται κἀγώ ἐργάζομαι» (Ἰωάν. ε´, 17). Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἁγιάζει διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τά ἔργα τῶν χειρῶν τοῦ συνεργοῦντος τῷ Θεῷ ἀνθρώπου, ἀναδεικνύοντας τήν ἐν αὐτοῖς κατάφασιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας. Ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου τοποθετεῖται καί ἡ χριστιανική ἄσκησις, διαφέρουσα ριζικῶς ἀπό κάθε δυϊστικόν ἀσκητισμόν, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν ζωήν καί ἀπό τόν συνάνθρωπον. Ἡ χριστιανική ἄσκησις καί ἡ ἐγκράτεια, αἱ ὁποῖαι συνδέουν τόν ἄνθρωπον μέ τήν μυστηριακήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἀφοροῦν μόνον εἰς τόν μοναχικόν βίον, ἀλλά εἶναι χαρακτηριστικόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἰς ὅλας τάς ἐκφάνσεις αὐτῆς, ἁπτή μαρτυρία τῆς παρουσίας τοῦ ἐσχατολογικοῦ πνεύματος εἰς τήν εὐλογημένην βιοτήν τῶν πιστῶν. 14. Αἱ ρίζαι τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως εἶναι πνευματικαί καί ἠθικαί, ἐνδιάθετοι εἰς τήν καρδίαν ἑκάστου ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ κρίσις ἐπιδει- 86 -


νοῦται κατά τούς τελευταίους αἰῶνας ἐξ αἰτίας τῶν ποικίλων διχασμῶν προκαλουμένων ἀπό ἀνθρώπινα πάθη, ὅπως ἡ πλεονεξία, ἡ ἀπληστία, ὁ ἐγωισμός, ἡ ἁρπακτική διάθεσις καί ἀπό τάς ἐπιπτώσεις αὐτῶν ἐπί τοῦ πλανήτου, ὡς ἡ κλιματική ἀλλαγή, ἡ ὁποία πλέον ἀπειλεῖ εἰς μεγάλον βαθμόν τό φυσικόν περιβάλλον, τόν κοινόν ἡμῶν «οἶκον». Ἡ ρῆξις τῆς σχέσεως ἀνθρώπου καί κτίσεως εἶναι διαστρέβλωσις τῆς αὐθεντικῆς χρήσεως τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀντιμετώπισις τοῦ οἰκολογικοῦ προβλήματος ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως ἀπαιτεῖ ὄχι μόνον μετάνοιαν διά τήν ἁμαρτίαν τῆς ἐκμεταλλεύσεως τῶν φυσικῶν πόρων τοῦ πλανήτου, ἤτοι ριζικήν ἀλλαγήν νοοτροπίας καί συμπεριφορᾶς, ἀλλά καί ἀσκητισμόν, ὡς ἀντίδοτον εἰς τόν καταναλωτισμόν, εἰς τήν θεοποίησιν τῶν ἀναγκῶν καί εἰς τήν κτητικήν στάσιν. Προϋποθέτει ἐπίσης καί τήν μεγίστην εὐθύνην ἡμῶν νά παραδώσωμεν εἰς τάς ἐπερχομένας γενεάς βιώσιμον φυσικόν περιβάλλον καί τήν χρῆσιν αὐτοῦ κατά θείαν βούλησιν καί εὐλογίαν. Εἰς τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καταφάσκεται ἡ δημιουργία καί ὁ ἄνθρωπος ἐνδυναμώνεται διά νά λειτουργῇ ὡς οἰκονόμος, φύλαξ καί «ἱερεύς» αὐτῆς, προσάγων ταύτην δοξολογικῶς τῷ Δημιουργῷ – «Τά Σά ἐκ τῶν Σῶν, Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα» – καί καλλιεργῶν εὐχαριστιακήν σχέσιν μέ τήν κτίσιν. Ἡ ὀρθόδοξος αὐτή εὐαγγελική καί πατερική προσέγγισις στρέφει ἐπίσης τήν προσοχήν μας εἰς τάς κοινωνικάς διαστάσεις καί τάς τραγικάς ἐπιπτώσεις τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. VI. Ἡ Ἐκκλησία ἐνώπιον τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἀκραίων φαινομένων βίας και τῆς μεταναστεύσεως 15. Ἡ σύγχρονος ἰδεολογία τῆς παγκοσμιοποιήσεως, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀθορύβως καί ἐξαπλοῦται ραγδαίως, προκαλεῖ ἤδη ἰσχυρούς κλυδωνισμούς εἰς τήν οἰκονομίαν καί τήν κοινωνίαν εἰς παγκόσμιον κλίμακα. Ἡ ἐπιβολή της ἔχει δημιουργήσει νέας μορφάς συστηματικῆς ἐκμεταλλεύσεως καί κοινωνικῆς ἀδικίας, ἔχει σχεδιάσει τήν σταδιακήν ἐξουδετέρωσιν τῶν ἐμποδίων τῶν ἀντιτιθεμένων ἐθνικῶν, θρησκευτικῶν, ἰδεολογικῶν ἤ ἄλλων παραδόσεων καί ἔχει ἤδη ὁδηγήσει εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν ἤ καί εἰς τήν τελικήν ἀποδόμησιν τῶν κοινωνικῶν κατακτήσεων, ὑπό τό πρόσχημα μάλιστα τῆς δῆθεν ἀναγκαίας ἀνασυγκροτήσεως τῆς παγκοσμίου οἰκονομίας, διευρύνουσα οὕτω τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν, δυναμιτίζουσα τήν κοινωνικήν συνοχήν τῶν λαῶν καί ἀναρριπίζουσα νέας ἑστίας παγκοσμίων ἐντάσεων. - 87 -


Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τῆς ἰσοπεδωτικῆς καί ἀπροσώπου ὁμογενοποιήσεως, τήν ὁποίαν προωθεῖ ἡ παγκοσμιοποίησις, ἀλλά καί τῶν ἀκροτήτων τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ, εἰσηγεῖται τήν προστασίαν τῆς ταυτότητος τῶν λαῶν καί τήν ἐνίσχυσιν τῆς ἐντοπιότητος. Ὡς ἐναλλακτικόν ὑπόδειγμα διά τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπότητος προβάλλει τήν ἀρθρωτήν ὀργάνωσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἐπί τῇ βάσει τῆς ἰσοτιμίας τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιτίθεται εἰς τήν προκλητικήν ἀπειλήν διά τόν σύγχρονον ἄνθρωπον καί τάς πολιτιστικάς παραδόσεις τῶν λαῶν, τήν ὁποίαν ἐμπερικλείει ἡ παγκοσμιοποίησις καί ἡ ἀρχή τῆς «ἰδιονομίας τῆς οἰκονομίας» ἤ τοῦ οἰκονομισμοῦ, ἡ αὐτονόμησις δηλαδή τῆς οἰκονομίας ἀπό τάς ζωτικάς ἀνάγκας τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ μετατροπή της εἰς αὐτοσκοπόν, προτείνει δέ μίαν βιώσιμον οἰκονομίαν, τεθεμελιωμένην εἰς τάς ἀρχάς τοῦ Εὐαγγελίου. Οὕτω, μέ πυξίδα τόν Κυριακόν λόγον «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Λουκ. δ’, 4), ἡ Ἐκκλησία δέν συνδέει τήν πρόοδον τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέ μόνην τήν ἄνοδον τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἤ μέ τήν οἰκονομικήν ἀνάπτυξιν εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν. 16. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀναμιγνύεται εἰς τήν πολιτικήν, ἐν τῇ στενῇ σημασίᾳ τοῦ ὅρου, ἀλλ’ ὅμως ἡ μαρτυρία αὐτῆς εἶναι οὐσιαστικῶς πολιτική, ὡς μέριμνα διά τόν ἄνθρωπον καί τήν πνευματικήν ἐλευθερίαν του. Ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξε πάντοτε διακριτός καί θά παραμείνῃ εἰς τό διηνεκὲς μία ὀφειλετική παρέμβασις ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καλοῦνται σήμερον νά οἰκοδομήσουν μίαν νέαν ἐποικοδομητικήν συναλληλίαν μέ τό κοσμικόν κράτος δικαίου εἰς τό νέον πλαίσιον τῶν διεθνῶν σχέσεων, συμφώνως πρός τό βιβλικόν «Ἀπόδοτε τά τοῦ Καίσαρος τῷ Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. κβ’, 21). Ἡ συναλληλία αὕτη δέον ὅπως διασώζῃ τήν ἰδιοπροσωπίαν Ἐκκλησίας καί κράτους καί διασφαλίζῃ τήν εἰλικρινῆ συνεργασίαν αὐτῶν ἐπ’ ὠφελείᾳ τῆς προστασίας τῆς μοναδικῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῶν ἐντεῦθεν ἀπορρεόντων δικαιωμάτων αὐτοῦ, ὡς καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης. Τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκονται σήμερον εἰς τό κέντρον τῆς πολιτικῆς ὡς ἀπάντησις εἰς τάς συγχρόνους κοινωνικάς καί πολιτικάς κρίσεις καί ἀνατροπάς καί διά τήν προστασίαν τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀτόμου. Ἡ προσέγγισις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπικεντρώνεται εἰς τόν κίνδυνον ἐκπτώσεως τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος εἰς ἀτομοκεντρισμόν καί δικαιωματισμόν. Μία τοιαύτη ἐκτροπή λειτουργεῖ εἰς βάρος τοῦ κοινοτικοῦ περιεχομένου τῆς - 88 -


ἐλευθερίας, ὁδηγεῖ εἰς τήν αὐθαίρετον μετατροπήν τῶν δικαιωμάτων εἰς εὐδαιμονιστικάς διεκδικήσεις καί εἰς τήν ἀναγωγήν τῆς ἐπισφαλοῦς ταυτίσεως τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ἀσυδοσίαν τοῦ ἀτόμου εἰς «οἰκουμενικήν ἀξίαν», ἡ ὁποία ὑποσκάπτει τά θεμέλια τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν, τῆς οἰκογενείας, τῆς θρησκείας, τοῦ ἔθνους καί ἀπειλεῖ θεμελιώδεις ἠθικάς ἀξίας. Ἡ ὀρθόδοξος λοιπόν κατανόησις τοῦ ἀνθρώπου ἀντιτίθεται τόσον εἰς τήν ἀλαζονικήν ἀποθέωσιν τοῦ ἀτόμου καί τῶν δικαιωμάτων του, ὅσον καί εἰς τήν ταπεινωτικήν καταρράκωσιν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου εἰς τάς συγχρόνους γιγαντιαίας οἰκονομικάς, κοινωνικάς, πολιτικάς καί ἐπικοινωνιακάς δομάς. Ἡ παράδοσις τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ἀνεξάντλητος πηγή ζωτικῶν ἀληθειῶν διά τόν ἄνθρωπον. Οὐδείς ἐτίμησε τόν ἄνθρωπον καί ἐμερίμνησε δι’ αὐτόν τόσον, ὅσον ὁ Θεάνθρωπος Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του. Θεμελιῶδες ἀνθρώπινον δικαίωμα εἶναι ἡ προστασία τῆς ἀρχῆς τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ὑπό πάσας τάς προοπτικάς αὐτῆς, ἤτοι τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί ὅλων τῶν ἀτομικῶν καί συλλογικῶν ἐκφράσεων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ δικαιώματος ἑκάστου πιστοῦ νά τελῇ ἀκωλύτως ἀπό οἱανδήποτε κρατικήν παρέμβασιν τά θρησκευτικά του καθήκοντα, καθώς καί τῆς ἐλευθερίας δημοσίας διδασκαλίας τῆς θρησκείας καί τῶν προϋποθέσεων λειτουργίας τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων. 17. Βιοῦμεν σήμερον ἔξαρσιν νοσηρῶν φαινομένων βίας ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ. Αἱ ἐκρήξεις φονταμενταλισμοῦ εἰς τούς κόλπους τῶν θρησκειῶν κινδυνεύουν νά ὁδηγήσουν εἰς τήν ἐπικράτησιν τῆς ἀπόψεως ὅτι ὁ φονταμενταλισμός ἀνήκει εἰς τήν οὐσίαν τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου. Ἡ ἀλήθεια ὅμως εἶναι ὅτι ὁ φονταμενταλισμός, ὡς «ζῆλος οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» (Ρωμ. ι’, 2), ἀποτελεῖ ἔκφρασιν νοσηρᾶς θρησκευτικότητος. Ὁ ἀληθής χριστιανός, κατά τό πρότυπον τοῦ σταυρωθέντος Κυρίου, θυσιάζεται καί δέν θυσιάζει, καί διά τόν λόγον αὐτόν εἶναι ὁ αὐστηρότερος κριτής τοῦ ὁποθενδήποτε προερχομένου φονταμενταλισμοῦ. Ὁ εἰλικρινής διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει εἰς τήν ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Ἡ Ἐκκλησία ἀγωνίζεται διά νά καταστήσῃ αἰσθητοτέραν τήν «ἄνωθεν εἰρήνην» ἐπί τῆς γῆς. Ἡ ἀληθινή εἰρήνη δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν δύναμιν τῶν ὅπλων, ἀλλά μόνον διά μέσου τῆς ἀγάπης, ἥτις «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς» (Α’ Κορ. ιγ´, 5). Τό ἔλαιον τῆς πίστεως πρέπει νά χρησιμοποιῆται διά νά ἁπαλύνῃ καί νά θεραπεύῃ τάς παλαιάς πληγάς τῶν ἄλλων καί ὄχι νά ἀναρριπίζῃ νέας ἑστίας μίσους. - 89 -


18. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρακολουθεῖ μέ πόνον καί προσευχήν καί καταγράφει τήν μεγάλην σύγχρονον ἀνθρωπιστικήν κρίσιν, τήν ἐπέκτασιν τῆς βίας καί τῶν ἐνόπλων συρράξεων, τόν διωγμόν, τήν ἐκδίωξιν καί τάς δολοφονίας μελῶν θρησκευτικῶν μειονοτήτων, τήν βιαίαν ἀπομάκρυνσιν οἰκογενειῶν ἀπό τάς ἑστίας των, τήν τραγωδίαν τῆς ἐμπορίας ἀνθρώπων, τήν παραβίασιν τῶν βασικῶν δικαιωμάτων ἀτόμων καί λαῶν καί τόν ἐξαναγκασμόν εἰς ἀλλαγήν πίστεως. Καταδικάζει ἀπεριφράστως τάς ἀπαγωγάς, τά βασανιστήρια, τάς εἰδεχθεῖς ἐκτελέσεις. Καταγγέλλει τήν καταστροφήν ναῶν, θρησκευτικῶν συμβόλων καί μνημείων πολιτισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνησυχεῖ ἰδιαιτέρως διά τήν κατάστασιν τῶν χριστιανῶν καί τῶν ἄλλων διωκομένων ἐθνικῶν καί θρησκευτικῶν μειονοτήτων τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Εἰδικώτερον, ἀπευθύνει ἔκκλησιν πρός τάς κυβερνήσεις ἐν τῇ περιοχῇ, νά προστατεύσουν τούς χριστιανικούς πληθυσμούς, τούς Ὀρθοδόξους, τούς Ἀρχαίους Ἀνατολικούς καί τούς λοιπούς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι ἐπεβίωσαν εἰς τό λίκνον τοῦ Χριστιανισμοῦ. Οἱ γηγενεῖς χριστιανικοί καί οἱ ἄλλοι πληθυσμοί ἔχουν ἀπαράγραπτον δικαίωμα νά παραμείνουν εἰς τάς χώρας αὐτῶν ὡς πολῖται μέ ἴσα δικαιώματα. Προτρέπομεν λοιπόν ὅλους τούς ἐμπλεκομένους, ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, νά ἐργάζωνται διά τήν καταλλαγήν καί διά τόν σεβασμόν τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πρωτίστως δέ διά τήν προστασίαν τοῦ θείου δώρου τῆς ζωῆς. Πρέπει ὁ πόλεμος καί ἡ αἱματοχυσία νά τερματισθοῦν, νά ἐπικρατήσῃ ἡ δικαιοσύνη, ὥστε νά ἐπανέλθῃ ἡ εἰρήνη καί νά καταστῇ ἐφικτή ἡ ἐπιστροφή τῶν ἐκδιωχθέντων εἰς τάς πατρογονικάς αὐτῶν ἑστίας. Προσευχόμεθα διά τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην εἰς τάς δοκιμαζομένας χώρας τῆς Ἀφρικῆς, ὡς καί εἰς τήν χειμαζομένην Οὐκρανίαν. Ἐπαναλαμβάνομεν ἐν Συνόδῳ μετ’ ἐμφάσεως τήν ἔκκλησιν πρός τούς ὑπευθύνους, νά ἀπελευθερώσουν τούς δύο ἀπαχθέντας ἀρχιερεῖς εἰς τήν Συρίαν, Παῦλον Yazigi καί Ἰωάννην İbrahim. Προσεπευχόμεθα διά τήν ἀπελευθέρωσιν πάντων τῶν ἐν ὁμηρίᾳ καί αἰχμαλωσίᾳ συνανθρώπων μας. 19. Τό σύγχρονον καί συνεχῶς ἐντεινόμενον προσφυγικόν καί μεταναστευτικόν πρόβλημα, ὀφειλόμενον εἰς πολιτικούς, οἰκονομικούς καί κλιματολογικούς λόγους, εὑρίσκεται εἰς τό κέντρον τοῦ παγκοσμίου ἐνδιαφέροντος. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε πάντοτε καί ἀντιμετωπίζει συνεχῶς τούς δεδιωγμένους, τούς ἐν κινδύνῳ καί ἐν ἀνάγκαις, ἐπί τῇ βάσει τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ἐπείνασα γάρ, καί ἐδώκατέ μοι φα- 90 -


γεῖν, ἐδίψησα, καί ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καί συνηγάγετέ με, γυμνός, καί περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καί ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καί ἤλθετε πρός με» (Ματθ. κε’, 35-36) καί «ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’, 40). Καθ’ ὅλην τήν ἱστορικήν αὐτῆς πορείαν ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκετο εἰς τό πλευρόν τῶν «κοπιώντων καί πεφορτισμένων» (Ματθ. ια’, 28). Ἀείποτε ἡ ἐκκλησιαστική φιλανθρωπία δέν περιωρίζετο ἁπλῶς εἰς τήν περιστασιακήν ἀγαθοεργίαν πρός τόν ἐνδεῆ καί τόν πάσχοντα, ἀλλά ἀπέβλεπε καί εἰς τήν ἀπάλειψιν τῶν αἰτίων, τά ὁποῖα δημιουργοῦν τά κοινωνικά προβλήματα. Τό «ἔργον διακονίας» τῆς Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. δ’, 12) ἀναγνωρίζεται ὑπό πάντων. Ἀπευθύνομεν λοιπόν ἔκκλησιν πρωτίστως πρός τούς δυναμένους νά ἄρουν τάς αἰτίας τῆς δημιουργίας τῆς προσφυγικῆς κρίσεως νά λάβουν τάς δεούσας θετικάς ἀποφάσεις. Καλοῦμεν τάς πολιτικάς ἀρχάς, τούς Ὀρθοδόξους πιστούς καί τούς λοιπούς πολίτας τῶν χωρῶν, εἰς τάς ὁποίας κατέφυγον καί συνεχίζουν νά καταφεύγουν οἱ πρόσφυγες, νά παράσχουν εἰς αὐτούς πᾶσαν δυνατήν βοήθειαν, ἀκόμη καί ἐκ τοῦ ἰδίου ὑστερήματος. VII. Ἡ Ἐκκλησία: μαρτυρία ἐν διαλόγῳ 20. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδεικνύει εὐαισθησίαν ἔναντι ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι διέκοψαν τήν μετ’ αὐτῆς κοινωνίαν καί ἐνδιαφέρεται δι’ ὅσους δέν κατανοοῦν τήν φωνήν της. Ἐν τῇ συνειδήσει αὐτῆς ὅτι ἀποτελεῖ τήν ζῶσαν παρουσίαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ κόσμῳ, μετατρέπει εἰς συγκεκριμένας πράξεις τήν θείαν Οἰκονομίαν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς μέσων, διά τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς ἀληθείας, ἐν τῇ ἀκριβείᾳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό τῆς κατανοήσεως τοῦ χρέους μαρτυρίας καί προσφορᾶς, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀνέκαθεν προσέδιδε μεγάλην σημασίαν εἰς τόν διάλογον, ἰδιαιτέρως δέ εἰς ἐκεῖνον μέ τούς ἑτεροδόξους χριστιανούς. Διά μέσου τοῦ διαλόγου αὐτοῦ, ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει πλέον καλύτερα τήν Ὀρθοδοξίαν καί τήν γνησιότητα τῆς παραδόσεως αὐτῆς. Ἐπίσης γνωρίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀπεδέχθη τόν θεολογικόν μινιμαλισμόν ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς δογματικῆς παραδόσεως καί τοῦ εὐαγγελικοῦ ἤθους της. Οἱ διαχριστιανικοί διάλογοι ἐλειτούργησαν ὡς εὐκαιρία διά τήν Ὀρθοδοξίαν, διά νά ἀναδείξῃ τό σέβας πρός τήν διδασκαλίαν τῶν Πατέρων καί διά νά δώσῃ τήν ἀξιόπιστον μαρτυρίαν τῆς γνησίας παραδόσεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ὑπό τῆς Ὀρθο- 91 -


δόξου Ἐκκλησίας διεξαγόμενοι διάλογοι οὐδέποτε ἐσήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ οἱονδήποτε συμβιβασμόν εἰς ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἑδραζομένη ἐπί τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος «Ἔρχου καί ἴδε» (Ἰωάν. α’, 46), ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν» (Α’ Ἰωάν. δ’, 8). *** Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ ἀνά τήν οἰκουμένην Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ ἐν Χριστῷ φανέρωσις τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, βιοῖ τό ὅλον μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας εἰς τήν μυστηριακήν ζωήν αὐτῆς, μέ ἐπίκεντρον πάντοτε τήν θείαν Εὐχαριστίαν, ἐν τῇ ὁποίᾳ προσφέρει εἰς ἡμᾶς οὐχί τροφήν ἐπίκηρον καί φθαρτήν, ἀλλ’ αὐτό τό ζωήρρυτον Δεσποτικόν Σῶμα, «τόν οὐράνιον Ἄρτον», «ὅς ἐστί φάρμακον ἀθανασίας, ἀντίδοτος τοῦ μή ἀποθανεῖν, ἀλλά ζῆν ἐν Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ, καθαρτήριον ἀλεξίκακον» (Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, Πρός Ἐφεσίους, Κ’. PG 5, 756). Ἡ θεία Εὐχαριστία ἀποτελεῖ τόν ἐσώτατον πυρῆνα καί τῆς συνοδικῆς λειτουργίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, καθώς καί τήν αὐθεντικήν βεβαίωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διακηρύττει καί ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος Λυῶνος: «Ἡμῶν δέ σύμφωνος ἡ γνώμη (= διδασκαλία) τῇ Εὐχαριστίᾳ, ἡ δέ Εὐχαριστία βεβαιοῖ τήν γνώμην» (Κατά αἱρέσεων Δ’, 18. PG 7, 1028). Εὐαγγελιζόμενοι, λοιπόν, κατά τήν ἐντολήν τοῦ Κυρίου ὅλον τόν κόσμον καί «κηρύττοντες ἐπί τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καί ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τά ἔθνη» (Λουκ. κβ’, 47), ἔχομεν χρέος νά παραθέτωμεν ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ καί νά ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁμολογοῦντες ἐν ὁμονοίᾳ «Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ταῦτα ἀπευθύνοντες ἐν Συνόδῳ πρός τά ἀνά τόν κόσμον τέκνα τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας καί πρός τήν οἰκουμένην πᾶσαν, ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι καί τοῖς συνοδικοῖς θεσπίσμασι πρός διαφύλαξιν τῆς πατροπαραδότου πίστεως καί πρός «ἀνάληψιν χρηστοηθείας» εἰς τήν καθ’ ἡμέραν ζωήν ἡμῶν, ἐπ’ ἐλπίδι τῆς «κοινῆς ἀναστάσεως», δοξολογοῦμεν τήν τρισυπόστατον Θεότητα ᾄσμασιν ἐνθέοις: «Πάτερ Παντοκράτορ καί Λόγε καί Πνεῦμα, τρισίν ἑνιζομένη ἐν ὑποστάσεσι φύσις. Ὑπερούσιε καί Ὑπέρθεε, εἰς σέ βεβαπτίσμεθα καί σέ εὐλογοῦμεν εἰς πάντας τούς αἰῶνας» (Κανών τοῦ Πάσχα, ᾠδή Η’).

- 92 -


ΜΗΝΥΜΑ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Πρός τόν Ὀρθόδοξο λαό καί κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως Ὑμνοῦμε καί δοξολογοῦμε τόν Θεό τῶν «οἰκτιρμῶν καὶ πάσης παρακλήσεως», διότι μᾶς ἀξίωσε νά συνέλθουμε τήν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς (18-26 Ἰουνίου 2016) στήν Κρήτη, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί ὁ μαθητής του Τίτος κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο στά πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστοῦμε τόν ἐν Τριάδι Θεό, διότι εὐδόκησε νά περατώσουμε μέ ὁμοψυχία τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν ὁποία συγκάλεσε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος, μέ τήν ὁμόφρονη γνώμη τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Ἀκολουθώντας πιστά τό παράδειγμα τῶν Ἀποστόλων καί τῶν θεοφόρων Πατέρων μελετήσαμε καί πάλιν τό Εὐαγγέλιο τῆς ἐλευθερίας «ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε» (Γαλ. 5:1). Θεμέλιο τῶν θεολογικῶν μας ἀναζητήσεων ὑπῆρξε ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό της. Μεταδίδει τή μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος καί τῆς ἀληθείας καί προσφέρει σέ ὅλη τήν οἰκουμένη τά δῶρα τοῦ Θεοῦ: τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, τήν καταλλαγή, τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως καί τήν προσδοκία τῆς αἰωνιότητος. 1) Βασική προτεραιότητα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ὑπῆρξε ἡ διακήρυξη τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Στηριγμένη στή θεία Εὐχαριστία καί τήν Ἀποστολική Διαδοχή τῶν Ἐπισκόπων, ἡ ὑφισταμένη ἑνότητα εἶναι ἀνάγκη νά ἐνισχύεται καί νά φέρνει νέους καρπούς. Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινη κοινωνία, πρόγευση καί βίωση τῶν Ἐσχάτων ἐντός τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ὡς μία διαρκής Πεντηκοστή εἶναι ἀσίγαστη προφητική φωνή, παρουσία καί μαρτυρία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης. Πιστή στήν ὁμόφωνη Ἀποστολική Παράδοση καί μυστηριακή ἐμπειρία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τήν αὐθεντική συνέχεια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως καί ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τή διδασκαλία τῶν Πα- 93 -


τέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία μας βιώνει τό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας στή μυστηριακή της ζωή μέ ἐπίκεντρο τή θεία Εὐχαριστία. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τήν ἑνότητα καί καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ. Ἡ συνοδικότητα διαπνέει τήν ὀργάνωση, τόν τρόπο πού λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις καί καθορίζεται ἡ πορεία της. Οἱ Ὀρθόδοξες Αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες δέν ἀποτελοῦν συνομοσπονδία Ἐκκλησιῶν ἀλλά τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Κάθε τοπική Ἐκκλησία, προσφέρουσα τήν θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ ἐν τόπῳ παρουσία καί φανέρωση τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Ὡς πρός τήν Ὀρθόδοξο Διασπορά στίς διάφορες χῶρες τῆς ὑφηλίου, ἀπεφασίσθη νά συνεχισθεῖ ἡ λειτουργία Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων μέχρι τήν ἐφαρμογή τῆς κανονικῆς ἀκριβείας. Αὐτές ἀπαρτίζονται ἀπό τούς κανονικούς ἐπισκόπους, πού ὁρίζονται ἀπό τήν κάθε Αὐτοκέφαλο Ἐκκλησία, οἱ ὁποῖοι ἐξακολουθοῦν νά ὑπάγονται σ’ αὐτήν. Ἡ συνεπής λειτουργία τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐγγυᾶται τόν σεβασμό τῆς Ὀρθοδόξου ἀρχῆς τῆς συνοδικότητος. Κατά τίς ἐργασίες τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου ἐτονίσθη ἡ σημασία τῶν Συνάξεων τῶν Προκαθημένων πού ἔχουν πραγματοποιηθεῖ καί διατυπώθηκε ἡ πρόταση ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος νά καταστεῖ ἐπαναλαμβανόμενος Θεσμός. 2) Μετέχοντες στή Θεία Εὐχαριστία καί δεόμενοι ὑπέρ τῆς οἰκουμένης ὀφείλουμε νά συνεχίσουμε τή λειτουργία μετά τή Θεία Λειτουργία καί νά δίδουμε τή μαρτυρία τῆς πίστεως πρός τούς ἐγγύς καί τούς μακράν, συμφώνως πρός τή σαφή ἐντολή τοῦ Κυρίου πρό τῆς Ἀναλήψεώς Του: «καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πράξ. 1:8). Ὁ ἐπανευαγγελισμός τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ στίς σύγχρονες ἐκκοσμικευμένες κοινωνίες καί ὁ εὐαγγελισμός ἐκείνων πού ἀκόμη δέν ἔχουν γνωρίσει τόν Χριστό ἀποτελοῦν ἀδιάλειπτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας. 3) Ἡ Ἐκκλησία μας ἀνταποκρινομένη στό χρέος νά μαρτυρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν ἀποστολική της πίστη, ἀποδίδει μεγάλη σημασία στόν διάλογο κυρίως μέ τούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς. Μέ τόν τρόπο αὐτό καί ὁ λοιπός χριστιανικός κόσμος γνωρίζει ἀκριβέστερα τή γνησιότητα τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, τήν ἀξία τῆς πατερικῆς διδασκαλίας, τή λειτουργική ἐμπειρία καί τήν πίστη τῶν Ὀρθοδόξων. Οἱ διάλογοι πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν σημαίνουν ποτέ συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. - 94 -


4) Οἱ ἐκρήξεις φονταμενταλισμοῦ πού παρατηροῦνται στούς κόλπους διαφόρων θρησκειῶν ἀποτελοῦν ἔκφραση νοσηρῆς θρησκευτικότητος. Ὁ νηφάλιος διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει σημαντικά στήν προώθηση τῆς ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, τῆς ειρήνης καί τῆς καταλλαγῆς. Τό λάδι τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος πρέπει νά χρησιμοποιεῖται γιά νά ἐπουλώνει πληγές καί ὄχι γιά νά ἀναζωπυρώνει τή φωτιά τῶν πολεμικῶν συρράξεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταδικάζει ἀπεριφράστως τήν ἐπέκταση τῆς πολεμικῆς βίας, τούς διωγμούς, τήν ἐκδίωξη καί δολοφονία μελῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων, τόν ἐξαναγκασμό γιά τήν ἀλλαγή τῆς θρησκευτικῆς πίστεως, τήν ἐμπορία προσφύγων, τίς ἀπαγωγές, τά βασανιστήρια, τίς εἰδεχθεῖς ἐκτελέσεις. Καταγγέλλει τήν καταστροφή ναῶν, θρησκευτικῶν συμβόλων καί μνημείων πολιτισμοῦ. Ὅλως ἰδιαιτέρως ἐκφράζει τήν ἀγωνία της γιά τήν κατάσταση τῶν Χριστιανῶν καί ὅλων τῶν διωκομένων μειονοτήτων στή Μέση Ἀνατολή καί ἀλλαχοῦ. Ἀπευθύνει ἔκκληση πρός τήν παγκόσμια κοινότητα γιά τήν προστασία τῶν γηγενῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, καθώς καί ὅλων τῶν πληθυσμῶν τῆς περιοχῆς, πού ἔχουν ἀπαράβατο δικαίωμα νά παραμείνουν στήν πατρίδα τους ὡς ἰσότιμοι πολίτες. Ἡ Σύνοδός μας καλεῖ ὅλους τούς ἐμπλεκομένους νά καταβάλουν χωρίς καθυστέρηση συστηματικές προσπάθειες γιά τήν κατάπαυση τῶν πολεμικῶν συρράξεων στή Μέση Ἀνατολή καί ὅπου ἐξακολουθοῦν οἱ πολεμικές συγκρούσεις, καί τόν ἐπαναπατρισμό τῶν ἐκδιωχθέντων. Ὅλως ἰδιαιτέρως ἀπευθύνουμε ἔκκληση στούς ἰσχυρούς τῆς γῆς γιά τήν ἐπικράτηση τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης στίς χῶρες προελεύσεως τῶν προσφύγων. Προτρέπουμε τίς πολιτικές ἀρχές, τούς πολίτες καί τούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς στίς χῶρες πού καταφεύγουν οἱ ἐξουθενωμένοι πρόσφυγες, νά συνεχίσουν νά προσφέρουν ἀπό τό περίσσευμα καί ἀπό τό ὑστέρημα τῶν δυνατοτήτων τους. 5) Ἡ σύγχρονη ἐκκοσμίκευση ἐπιδιώκει τήν αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό καί τήν πνευματική ἐπιρροή της Ἐκκλησίας, τήν ὁποία ταυτίζει αὐθαιρέτως μέ τόν συντηρητισμό. Ὁ Δυτικός ὅμως πολιτισμός φέρει ἀνεξίτηλη τή σφραγίδα τῆς διαχρονικῆς συμβολῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἐπιπλέον, ἡ Ἐκκλησία ἀναδεικνύει τή σωτηριώδη σημασία τοῦ Θεανθρώπου καί τοῦ Σώματός Του, ὡς τόπο καί τρόπο τῆς ζωῆς ἐν ἐλευθερίᾳ. 6) Στή σύγχρονη προσέγγιση τοῦ γάμου, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ τήν ἀκατάλυτη ἀγαπητική σχέση ἀνδρός καί γυναικός «μυστήριον - 95 -


μέγα … εἰς Χριστόν καί εἰς τήν ἐκκλησίαν». Ὁμοίως ἀποκαλεῖ «ἐκκλησίαν μικράν» τήν οἰκογένεια, ἡ ὁποία προκύπτει ἀπό τόν γάμο καί ἀποτελεῖ τή μόνη ἐγγύηση γιά τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν. Ἡ Ἐκκλησία διαρκῶς τονίζει τήν ἀξία τῆς ἐγκρατείας. Ἡ χριστιανική ἄσκηση διαφέρει ριζικά ἀπό οἱονδήποτε δυαρχικό ἀσκητισμό, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τή ζωή καί τόν συνάνθρωπο. Ἀντιθέτως, τόν συνδέει μέ τή μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐγκράτεια δέν ἀφορᾶ μόνο στόν μοναχικό βίο. Τό ἀσκητικό ἦθος εἶναι χαρακτηριστικό τῆς χριστιανικῆς ζωῆς σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις της. ** Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἐκτός τῶν συγκεκριμένων θεμάτων γιά τά ὁποῖα ἀποφάσισε, ἐπισημαίνει ἐπιγραμματικά καί τά ἑξῆς ὀντολογικά καί καίρια σύγχρονα ζητήματα: 7) Ὡς πρός τό θέμα τῶν σχέσεων τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποφεύγει τήν κηδεμονία τῆς ἐπιστημονικῆς ἀναζητήσεως καί δέν λαμβάνει θέση πάνω σέ κάθε ἐπιστημονικό ἐρώτημα. Εὐχαριστεῖ τόν Θεό πού δωρίζει στούς ἐπιστήμονες τό χάρισμα νά ἀποκαλύπτουν ἄγνωστες πτυχές τῆς θείας Δημιουργίας. Ἡ σύγχρονη ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν ἐπιστημῶν καί τῆς τεχνολογίας ἐπιφέρει ριζικές ἀλλαγές στή ζωή μας. Προσφέρει σημαντικές εὐεργεσίες ὅπως εἶναι ἡ διευκόλυνση τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἡ ἀντιμετώπιση σοβαρῶν ἀσθενειῶν, ἡ εὐχερέστερη ἐπικοινωνία τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἔρευνα τοῦ διαστήματος κ.λπ. Παρ΄ὅλα αὐτά, ἔχει καί ποικίλες ἀρνητικές ἐπιπτώσεις, ὅπως εἶναι ἡ χειραγώγηση τῆς ἐλευθερίας, ἡ σταδιακή ἀπώλεια πολυτίμων παραδόσεων, ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἡ ἀμφισβήτηση τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ἡ ἐπιστημονική γνώση, ὅσο κι ἄν ἐξελίσσεται μέ ταχύτατους ρυθμούς, δέν κινητοποιεῖ τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε δίνει απάντηση στά σοβαρά ἠθικά καί ὑπαρξιακά προβλήματα, στήν ἀναζήτηση γιά τό νόημα τῆς ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Αὐτά ἀπαιτοῦν πνευματική προσέγγιση, τήν ὁποία ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιχειρεῖ μέ τήν Βιοηθική πού βασίζεται στήν χριστιανική ἠθική καί στήν πατερική διδασκαλία. Ταυτόχρονα μέ τόν σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπισημαίνει τούς κινδύνους, οἱ ὁποῖοι ὑποκρύπτονται σέ ὁρισμένα ἐπιστημονικά ἐπιτεύγματα καί τονίζει τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου καί τόν θεῖο του προορισμό. 8) Ἡ σημερινή οἰκολογική κρίση εἶναι προφανές ὅτι ὀφείλεται σέ - 96 -


πνευματικά καί ἠθικά αἴτια. Οἱ ρίζες της συνδέονται μέ τήν πλεονεξία, τήν ἀπληστία καί τόν ἐγωισμό, πού ὁδηγοῦν στήν ἀλόγιστη χρήση τῶν φυσικῶν πόρων, τήν ἐπιβάρυνση τῆς ἀτμόσφαιρας μέ ζημιογόνους ρύπους καί τήν κλιματική ἀλλαγή. Ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος ἀπαιτεῖ μετάνοια γιά τίς καταχρήσεις, ἐγκράτεια καί ἀσκητικό ἦθος, πού ἀποτελοῦν ἀντίδοτο στήν ὑπερκατανάλωση, συγχρόνως δέ, καλλιέργεια στόν ἄνθρωπο τῆς συνειδήσεως ὅτι εἶναι «οἰκονόμος», καί ὄχι κάτοχος τῆς δημιουργίας. Δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί οἱ μελλοντικές γενεές ἔχουν δικαίωμα πάνω στά φυσικά ἀγαθά, πού μᾶς ἐμπιστεύθηκε ὁ Δημιουργός. Γιά αὐτό τό λόγο καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει ἐνεργῶς στίς διάφορες διεθνεῖς οἰκολογικές προσπάθειες. Ὅρισε δέ τήν 1η Σεπτεμβρίου ὡς ἡμέρα προσευχῆς γιά τήν προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. 9) Ἀπέναντι στήν ἰσοπεδωτική καί ἀπρόσωπη ὁμογενοποίηση, ἡ ὁποία προωθεῖται μέ ποικίλους τρόπους, ἡ Ὀρθοδοξία διακηρύττει τόν σεβασμό στήν ἰδιοπροσωπία ἀνθρώπων καί λαῶν. Ἀντιτίθεται στήν αὐτονόμηση τῆς οἰκονομίας ἀπό τίς βασικές ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου καί στήν μετατροπή της σέ αὐτοσκοπό. Ἡ πρόοδος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δέν συνδέεται μόνο μέ τήν ἀνάπτυξη τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου ἤ μέ τήν πρόοδο τῆς οἰκονομίας εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν ἀξιῶν. 10) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἀναμειγνύεται στήν πολιτική. Ὁ λόγος της παραμένει διακριτός ἀλλά καί προφητικός, ὡς ὀφειλετική παρέμβαση ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου. Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται σήμερα στό κέντρο τῆς πολιτικῆς ὡς ἀπάντηση στίς σύγχρονες κοινωνικές καί πολιτικές κρίσεις καί ἀνατροπές, ἀποβλέποντας στήν προστασία τοῦ πολίτη ἀπό τήν αὐθαιρεσία τοῦ κράτους. Ἡ Ἐκκλησία μας προσθέτει ἐπίσης τίς ὑποχρεώσεις καί εὐθύνες τῶν πολιτῶν καί τήν ἀνάγκη συνεχοῦς αὐτοκριτικῆς πολιτικῶν καί πολιτῶν πρός οὐσιαστική βελτίωση τῆς κοινωνίας. Καί κυρίως τονίζει, ὅτι τό ὀρθόδοξο δέον περί ἀνθρώπου ὑπερβαίνει τόν ὁρίζοντα τῶν καθιερωμένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅτι «μείζων πάντων» εἶναι ἡ ἀγάπη, ὅπως τήν ἀποκάλυψε ὁ Χριστός καί τήν βίωσαν ὅσοι πιστά Τόν ἀκολούθησαν. Ἐπιμένει ἀκόμη ὅτι θεμελιῶδες δικαίωμα εἶναι καί ἡ προστασία τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, δηλαδή τῆς ἐλευθερίας τῆς συνειδήσεως, τῆς πίστεως, τῆς λατρείας καί ὅλων τῶν ἀτομικῶν καί συλλογικῶν ἐκφράσεων αὐτῆς, συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ δικαιώματος κάθε πιστοῦ καί κάθε θρησκευτικῆς κοινότητας νά τελοῦν ἐλεύθερα ἀπό κάθε κρατική παρέμβαση τά θρησκευτικά τους κα- 97 -


θήκοντα, ὡς καί τό δικαίωμα τῆς δημόσιας διδασκαλίας τῆς θρησκείας. 11) Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπευθύνεται στούς νέους, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν πληρότητα ζωῆς γεμάτη ἐλευθερία, δικαιοσύνη, δημιουργία ἀλλά καί ἀγάπη. Τούς καλεῖ νά συνδεθοῦν συνειδητά μέ τήν Ἐκκλησία Ἐκείνου πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Νά προσέλθουν προσφέροντας στό ἐκκλησιαστικό σῶμα τή ζωτικότητα, τίς ἀνησυχίες, τούς προβληματισμούς καί τίς προσδοκίες τους. Οἱ νέοι δέν ἀποτελοῦν ἁπλῶς τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας ἀλλά τό δυναμικό καί δημιουργικό παρόν ἐπί τοπικοῦ καί οἰκουμενικοῦ ἐπιπέδου. 12) Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος ἄνοιξε τόν ὁρίζοντά μας στή σύγχρονη πολύμορφη οἰκουμένη. Τόνισε τήν εὐθύνη μας μέσα στόν χῶρο καί τόν χρόνο, πάντοτε μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διατηρώντας ἀλώβητο τόν Μυστηριακό καί Σωτηριολογικό της χαρακτήρα, εἶναι εὐαίσθητη στόν πόνο, στίς ἀγωνίες καί στήν κραυγή γιά δικαιοσύνη καί εἰρήνη τῶν λαῶν. Εὐαγγελίζεται «ἡμέραν ἐξ ἡμέρας τὸ σωτήριον αὐτοῦ· ἀναγγέλουσα ἐν τοῖς ἔθνεσι τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τὰ θαυμάσια αὐτοῦ» (Ψαλμ. 95). Ἀς δεηθοῦμε «ὁ Θεὸς πάσης χάριτος, ὁ καλέσας ὑμᾶς εἰς τὴν αἰώνιον αὐτοῦ δόξαν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ ὀλίγον παθόντας, αὐτὸς καταρτίσει ὑμᾶς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει· αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν» (Α΄ Πετρ. 5:10,11).

- 98 -


Ἡ Σπουδαιότης τῆς Νηστείας καί ἡ τήρησις αὐτῆς σήμερον 1. Ἡ νηστεία εἶναι θεία ἐντολή (Γεν. β’, 16-17). Κατά τόν Μ. Βασίλειον, «συνηλικιῶτίς ἐστι τῆς ἀνθρωπότητος· νηστεία γάρ ἐν τῷ παραδείσῳ ἐνομοθετήθη» (Περί νηστείας, 1, 3. PG 31, 168A). Εἶναι μέγα πνευματικόν ἀγώνισμα καί ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπαρεγκλίτως στοιχοῦσα εἴς τε τά ἀποστολικά θεσπίσματα καί τούς συνοδικούς κανόνας καί εἰς τήν καθ’ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, διεκήρυξε πάντοτε τήν ὑψίστην ἀξίαν τῆς νηστείας διά τόν πνευματικόν βίον τοῦ ἀνθρώπου καί τήν σωτηρίαν αὐτοῦ. Εἰς τόν κύκλον τῆς λατρείας τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου προβάλλεται ἡ ὅλη περί τῆς νηστείας πατερική παράδοσις καί διδασκαλία διά τήν συνεχῆ καί ἀδιάπτωτον ἐγρήγορσιν τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐπίδοσιν αὐτοῦ εἰς τούς πνευματικούς ἀγῶνας. Διό καί ὑμνεῖται εἰς τό Τριῴδιον ὡς χάρις πολύφωτος, ὡς ὅπλον ἀκαταμάχητον, ὡς πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, ὡς καλλίστη τρίβος ἀρετῶν, ὡς τροφή ψυχῆς, ὡς πηγή φιλοσοφίας ἁπάσης, ὡς ἀφθάρτου διαγωγῆς καί ἰσαγγέλου πολιτείας τό μίμημα, ὡς μήτηρ τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων καί πασῶν τῶν ἀρετῶν. 2. Ἡ νηστεία ὡς ἀρχαιότατος θεσμός ἀπαντᾷ ἤδη εἰς τήν Παλαιάν Διαθήκην (Δευτ. θ’, 18. Ἠσ. νη’, 4-10. Ἰωήλ β’, 15. Ἰωνᾶς γ’, 5-7), βεβαιοῦται δέ ὑπό τῆς Καινῆς. Αὐτός ὁ Κύριος ἐνήστευσεν ἐπί τεσσαράκοντα ἡμέρας πρό τῆς ἐνάρξεως τῆς δημοσίας δράσεως αὐτοῦ (Λουκ. δ’, 1-2) καί ἔδωκεν ὁδηγίας ὡς πρός τόν τρόπον ἀσκήσεως τῆς νηστείας (Ματθ. στ’, 16-18). Εἰς τήν Καινήν Διαθήκην γενικώτερον συνιστᾶται ἡ νηστεία ὡς μέσον ἐγκρατείας, μετανοίας καί πνευματικῆς ἀνατάσεως (Μάρκ. α’, 6. Πράξ. ιγ’, 2. ιδ’, 23. Ρωμ. ιδ’, 21). Ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς, διεκήρυξε τήν ὑψίστην σημασίαν τῆς νηστείας καί ὥρισε τήν Τετάρτην καί τήν Παρασκευήν ὡς ἡμέρας νηστείας (Διδαχή η’, 1), ὡς ἐπίσης καί τήν πρό τοῦ Πάσχα νηστείαν (Εἰρηναῖος Λουγδούνου, ἐν: Εὐσεβίου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία ε’, 24. PG 20, 497B-508AB). Βεβαίως, εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, τήν ἀνά τούς αἰῶνας μαρτυρουμένην, ὑπῆρξε ποικιλία οὐχί μόνον εἰς τήν ἔκτασιν τῆς νηστείας πρό τοῦ Πάσχα (Διονυσίου Ἀλεξανδρείας, Ἐπιστολή πρός Βασιλείδην ἐπίσκοπον, ΡG 10, 1277), ἀλλά καί ὡς πρός τόν ἀριθμόν καί τό περιεχόμενον τῶν ὑπολοίπων περιόδων νηστείας, αἵτινες διεμορφώθησαν ὑπό τήν - 99 -


ἐπιρροήν ποικίλων παραγόντων, πρωτίστως λειτουργικῶν καί μοναστικῶν, προκειμένου νά συντελῆται μεταξύ ἄλλων καί ἡ κατάλληλος προετοιμασία πρό τῶν μεγάλων ἑορτῶν. Οὕτως, ὁ ἄρρηκτος δεσμός νηστείας καί λατρείας παρέχει τό μέτρον καί τόν σκοπόν τῆς νηστείας καί ἀναδεικνύει τόν πνευματικόν χαρακτῆρα αὐτῆς, διό καί ἅπαντες οἱ πιστοί καλοῦνται νά ἀνταποκριθοῦν, ἕκαστος κατά τήν ἰδίαν αὐτοῦ δύναμιν καί δυνατότητα, χωρίς ὅμως νά παρέχηται καί ἐλευθερία καταφρονήσεως τοῦ ἱεροῦ τούτου θεσμοῦ: «ὅρα μὴ τις σὲ πλανήσῃ ἀπὸ ταύτης τῆς ὁδοῦ τῆς διδαχῆς... Εἰ μὲν γὰρ δύνασαι βαστάσαι ὅλον τὸν ζυγόν τοῦ Κυρίου, τέλειος ἔσει· εἰ δὲ οὐ δύνασαι, ὃ δύνῃ τοῦτο ποίει. Περὶ δὲ τῆς βρώσεως, ὃ δύνασαι, βάστασον» (Διδαχή στ’, 1-3). 3. Ἡ ἀληθής νηστεία, ὡς πνευματικόν ἀγώνισμα, συνδέεται πρός τήν ἀδιάλειπτον προσευχήν καί τήν εἰλικρινῆ μετάνοιαν. «Μετάνοια χωρὶς νηστείας ἀργή» (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 1, 3. PG 31, 168A), ὡς ἐπίσης καί νηστεία ἄνευ ἔργων εὐποιΐας εἶναι νεκρά, ἰδίᾳ δέ κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν, καθ’ ἥν ἡ ἄνισος καί ἄδικος κατανομή τῶν ἀγαθῶν στερεῖ καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου ὁλοκλήρους λαούς. «Νηστεύοντες ἀδελφοί σωματικῶς, νηστεύσωμεν καὶ πνευματικῶς· λύσωμεν πάντα σύνδεσμον ἀδικίας· διαρρήξωμεν στραγγαλιάς βιαίων συναλλαγμάτων· πᾶσαν συγγραφὴν ἄδικον διασπάσωμεν· δώσωμεν πεινῶσιν ἄρτον, καὶ πτωχοὺς ἀστέγους εἰσαγάγωμεν εἰς οἴκους» (Στιχηρόν, Ἰδιόμελον Τετάρτης, Α’ Ἑβδομάδος Νηστειῶν. Πρβλ. Ἠσαΐου νη’, 6-7). Ἡ νηστεία δέν ἐξαντλεῖται εἰς ἁπλῆν καί τυπικήν ἀποχήν ἔκ τινων μόνον καθωρισμένων τροφῶν. «Οὐ μέντοι ἐξαρκεῖ καθ’ ἑαυτήν ἡ ἀποχὴ βρωμάτων πρὸς τὴν ἐπαινετὴν νηστείαν, ἀλλὰ νηστεύσωμεν νηστείαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ἀληθὴς νηστεία ἡ τοῦ κακοῦ ἀλλοτρίωσις, ἐγκράτεια γλώσσης, θυμοῦ ἀποχή, ἐπιθυμιῶν χωρισμός, καταλαλιᾶς, ψεύδους, ἐπιορκίας. Ἡ τούτων ἔνδεια νηστεία ἐστὶν ἀληθής. Ἐν τούτοις μὲν ἡ νηστεία καλόν» (Μ. Βασιλείου, Περί νηστείας 2, 7. PG 31, 196D). Ἡ κατά τήν νηστείαν ἀποχή ἔκ τινων καθωρισμένων τροφῶν καί ἡ κατ’ αὐτήν ὀλιγάρκεια, οὐ μόνον κατά τό εἶδος, ἀλλά καί κατά τήν ποσότητα τῶν μεταλαμβανομένων τροφῶν, ἀποτελοῦν τό αἰσθητόν στοιχεῖον τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνίσματος. «Ἡ νηστεία ἀποχὴ τροφῆς ἐστι κατὰ τὸ σημαινόμενον. Τροφὴ δὲ οὐδὲν δικαιοτέρους ἡμᾶς ἢ ἀδικωτέρους ἀπεργάζεται· κατὰ δὲ τὸ μυστικὸν δηλοῖ ὅτι, ὥσπερ τοῖς καθ’ ἕνα ἐκ τροφῆς ἡ ζωή, ἡ δὲ ἀτροφία θανάτου σύμβολον, οὕτω καὶ ἡμᾶς τῶν κοσμικῶν νηστεύειν χρή, ἵνα τῷ κόσμῳ ἀποθάνωμεν, καὶ μετὰ τοῦτο, τροφῆς θείας μεταλαβόντες, Θεῷ ζή- 100 -


σωμεν» (Κλήμεντος Ἀλεξανδρέως, Ἐκ τῶν Προφητικῶν Ἐκλογαί. ΡG 9, 704D-705A). Oὕτως, ἡ ἀληθής νηστεία ἀναφέρεται εἰς τήν καθ’ ὅλου ἐν Χριστῷ ζωήν τῶν πιστῶν καί κορυφοῦται διά τῆς συμμετοχῆς αὐτῶν εἰς τήν θείαν λατρείαν καί ἰδίᾳ εἰς τό μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 4. Ἡ τεσσαρακονθήμερος νηστεία τοῦ Κυρίου κατέστη ὑπόδειγμα τῆς νηστείας τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία ἐνεργοποιεῖ τήν μετοχήν αὐτῶν εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Κυρίου, ἵνα δι’ αὐτῆς, «ὃ μὴ φυλάξαντες ἀποβεβλήκαμεν, φυλάξαντες ἀπολάβωμεν» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΜΕ’, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 28. PG 36, 661C). Ἡ χριστοκεντρική κατανόησις τοῦ πνευματικοῦ χαρακτῆρος τῆς νηστείας, ἰδίᾳ τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, κανών εἰς τήν καθ’ ὅλου πατερικήν παράδοσιν, συγκεφαλαιοῦται χαρακτηριστικῶς ὑπό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ: «Ἐάν οὕτω νηστεύῃς, οὐ μόνον συμπάσχων ἔσῃ καὶ συννεκρούμενος, ἀλλὰ καὶ συνανιστάμενος καὶ συμβασιλεύων Χριστῷ εἰς αἰῶνας τοὺς ἀπεράντους· σύμφυτος γὰρ γεγονὼς διὰ τῆς τοιαύτης νηστείας τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, καὶ τῆς ἀναστάσεως κοινωνὸς ἔσῃ καὶ τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς κληρονόμος» (Ὁμιλία ΙΓ’, τῇ Ε’ Κυριακῇ τῶν Νηστειῶν. ΡG 151, 161AB). 5. Κατά τήν ὀρθόδοξον παράδοσιν, τό μέτρον τῆς πνευματικῆς τελειώσεως εἶναι τό «μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. δ’, 13) καί ἕκαστος ὀφείλει, ἄν θέλῃ νά φθάσῃ εἰς αὐτό, νά ἀγωνισθῇ καί ὑψωθῇ ἀναλόγως. Ἀκριβῶς δέ διά τοῦτο, ἡ ἄσκησις καί ὁ πνευματικός ἀγών δέν ἔχουν τέλος ἐν τῷ παρόντι βίῳ, ὅπως καί ἡ τελειότης τῶν τελείων. Πάντες καλοῦνται νά ἀνταποκρίνωνται, ὅση δύναμις αὐτοῖς, εἰς τάς ἐπιταγάς τοῦ ὀρθοδόξου ὑψηλοῦ μέτρου μέ σκοπόν τήν κατά χάριν θέωσιν. Καί αὐτοί, παρ’ ὅτι πράττουν πάντα τά διατεταγμένα, οὐδέποτε ὑψηλοφρονοῦν, ἀλλ’ ὁμολογοῦν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὃ ὀφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ’17, 10). Πάντες ἔχουν – κατά τήν ὀρθόδοξον περί πνευματικῆς ζωῆς ἀντίληψιν – χρέος νά μή ἐγκαταλείπουν τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα, ἀλλ’ ἐν αὐτομεμψίᾳ καί συναισθήσει τῆς ταπεινότητος τῆς καταστάσεως αὐτῶν, νά ἐπαφίενται διά τάς παραλείψεις των εἰς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, καθ’ ὅσον Ὀρθόδοξος πνευματική ζωή εἶναι ἀνεπίτευκτος χωρίς τόν πνευματικόν ἀγῶνα τῆς νηστείας. 6. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ὡς φιλόστοργος μήτηρ, ὥρισε τά εἰς σωτηρίαν συμφέροντα καί προέταξε τούς ἱερούς καιρούς τῆς νηστείας ὡς θεοδώρητον «φυλακτήριον» τῆς καινῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς τῶν πιστῶν κατά πάσης ἐπιβουλῆς τοῦ ἀλλοτρίου. Στοιχοῦσα τοῖς θείοις Πατράσι, φυλάσσει, ὡς καί πρότερον, τά ἱερά ἀποστολικά θεσπίσματα, τούς συνοδικούς - 101 -


κανόνας καί τάς ἱεράς παραδόσεις, προβάλλει πάντοτε τάς ἱεράς νηστείας ὡς ἀρίστην ἐν τῇ ἀσκήσει τρίβον πνευματικῆς τελειώσεως καί σωτηρίας τῶν πιστῶν καί κηρύσσει τήν ἀνάγκην τηρήσεως ὑπ’ αὐτῶν τῶν τεταγμένων νηστειῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ τοῦ Κυρίου, ἤτοι τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς, αἵτινες μαρτυροῦνται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων, ὡς καί τῶν νηστειῶν τῶν Χριστουγέννων, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, καί τῶν μονοημέρων τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων καί τῆς ἀποτομῆς τῆς τιμίας κεφαλῆς Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, πρός τούτοις δέ καί πασῶν τῶν κατά ποιμαντικήν μέριμναν ὁριζομένων ἑκάστοτε νηστειῶν ἤ τῶν κατά τήν προαίρεσιν τῶν πιστῶν τηρουμένων. 7. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἔθετο ἅμα, κατά ποιμαντικήν διάκρισιν, καί ὅρια φιλανθρώπου οἰκονομίας τοῦ καθεστῶτος τῆς νηστείας. Διό καί προέβλεψε τήν δι’ ἀσθένειαν τοῦ σώματος ἤ δι’ ἀδήριτον ἀνάγκην ἤ καί διά τήν χαλεπότητα τῶν καιρῶν ἀνάλογον ἐφαρμογήν τῆς ἀρχῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας κατά τήν ὑπεύθυνον κρίσιν καί ποιμαντικήν μέριμναν τοῦ σώματος τῶν ἐπισκόπων τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν. 8. Εἶναι γεγονός, ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται. Ἅπασαι ὅμως αἱ περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί, δέον ὅπως τυγχάνουν τῆς ποιμαντικῆς μερίμνης ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ Θεός «οὐ θέλει τόν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν» (πρβλ. Ἰεζ. λγ’, 11), χωρίς ὅμως νά περιφρονῆται ἡ ἀξία τῆς νηστείας. Ὅθεν διά τούς ἔχοντας δυσκολίαν εἰς τήν τήρησιν τῶν ἰσχυουσῶν περί νηστείας διατάξεων εἴτε ἐκ λόγων ἀτομικῶν (ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ.) εἴτε γενικωτέρων (εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν) ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοι- 102 -


όμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. «... Καλόν τὸ νηστεύειν πᾶσαν ἡμέραν, ἀλλ’ ὁ μή ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω. Ἐν τοῖς τοιούτοις οὐ νομοθετεῖν, οὐ βιάζεσθαι, οὐκ ἀναγκαστικῶς ἄγειν τὸ ἐγχειρισθὲν προσήκει ποίμνιον, πειθοῖ δὲ μᾶλλον, καὶ ἠπιότητι, καὶ λόγῳ ἅλατι ἠρτυμένῳ..» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Περί τῶν ἁγίων νηστειῶν, 3. PG 95, 68B). 9. Ἡ πρό τῆς θείας κοινωνίας νηστεία τριῶν ἤ περισσοτέρων ἡμερῶν ἐπαφίεται εἰς τήν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν, συμφώνως καί πρός τά λόγια τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου «… μ’ ὅλον ὁποῦ ἀπὸ τοὺς θείους Κανόνας νηστεία πρὸ τῆς Μεταλήψεως οὐ διορίζεται· οἱ δυνάμενοι δὲ νηστεύειν πρὸ αὐτῆς καὶ ὁλόκληρον ἑβδομάδα, καλῶς ποιοῦσι» (Ἑρμηνεία εἰς τὸν κανόνα ιγ’ τῆς Στ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Πηδάλιον, 191). Ὅμως, τό σύνολον τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλει νά τηρῇ τάς ἱεράς νηστείας καί τήν ἀπό μεσονυκτίου ἀσιτίαν προκειμένου νά προσέρχηται τακτικῶς εἰς τήν θείαν Μετάληψιν, ἥτις εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν ἔκφρασις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὀντότητος, νά ἐθισθῇ δέ ὥστε νά νηστεύῃ εἰς ἔνδειξιν μετανοίας, εἰς ἐκπλήρωσιν πνευματικῆς ὑποσχέσεως, πρός ἐπίτευξιν ἱεροῦ τινος σκοποῦ, εἰς καιρούς πειρασμοῦ, ἐν συνδυασμῷ πρός αἰτήματα αὐτοῦ παρά τοῦ Θεοῦ, πρό τοῦ βαπτίσματος (διά τούς προσερχομένους εἰς τό βάπτισμα ἐνηλίκους), πρό τῆς χειροτονίας, εἰς περιπτώσεις ἐπιτιμίων, κατά τάς ἱεράς ἀποδημίας καί εἰς ἄλλας παρομοίας περιστάσεις.

- 103 -


Ἐκ τῶν ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου


Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν Χριστιανικόν Κόσμον 1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, ἐν τῇ βαθείᾳ ἐκκλησιαστικῇ αὐτοσυνειδησίᾳ αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου. 2. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεμελιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ γεγονότος τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς ὑπό τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἐπί τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι καί τοῖς μυστηρίοις. Ἡ ἑνότης αὕτη ἐκφράζεται διά τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως καί βιοῦται μέχρι σήμερον ἐν αὐτῇ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀποστολήν καί ὑποχρέωσιν ἵνα μεταδίδῃ καί κηρύττῃ πᾶσαν τήν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γραφῇ καί τῇ Ἱερᾷ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἥτις καί προσδίδει τῇ Ἐκκλησίᾳ τόν καθολικόν αὐτῆς χαρακτῆρα. 3. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν. 4. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἀδιαλείπτως προσευχομένη «ὑπέρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως», ἐκαλλιέργει πάντοτε διάλογον μετά τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγύς καί τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τήν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καί τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστόν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπό τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καί συνετέλεσεν εἰς τήν διαμόρφωσιν καί περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς. Ἄλλωστε, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία χάρις εἰς τό διακρῖνον αὐτήν οἰκουμενικόν καί φιλάνθρωπον πνεῦμα, θεοκελεύστως αἰτούμενον «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμ. 2, 4), ἀείποτε ἠγωνίσθη ὑπέρ ἀποκαταστάσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχή εἰς τήν κίνησιν πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν ἐν τῇ Μιᾷ, Ἁγίᾳ, Καθολικῇ καί Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρός τήν φύσιν καί τήν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί παραδόσεως, ἐντός νέων ἱστορικῶν συνθηκῶν. 5. Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλη- 105 -


σίας, ὡς καί ἡ συμμετοχή αὐτῆς εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν ἐρείδονται ἐπί τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ οἰκουμενικοῦ αὐτῆς πνεύματος ἐπί τῷ τέλει τῆς ἀναζητήσεως, βάσει τῆς ἀληθείας τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῆς ἑνότητος ὅλων τῶν Χριστιανῶν. 6. Κατά τήν ὀντολογικήν φύσιν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότης αὐτῆς εἶναι ἀδύνατον νά διαταραχθῇ. Παρά ταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορικήν ὀνομασίαν τῶν μή εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ’ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν, ἀλλά πιστεύει ὅτι αἱ πρός ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καί ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περί μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καί ἀποστολικῆς διαδοχῆς. Οὕτω, ἦτο εὔνους καί θετικῶς διατεθειμένη τόσον διά θεολογικούς, ὅσον καί διά ποιμαντικούς λόγους, πρός θεολογικόν διάλογον μετά τῶν λοιπῶν χριστιανῶν εἰς διμερές καί πολυμερές ἐπίπεδον καί πρός τήν συμμετοχήν γενικώτερον εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς, μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα. 7. Ὑπό τό ἀνωτέρω πνεῦμα, ἃπασαι αἱ κατά τόπους Ἁγιώταται Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι συμμετέχουν σήμερον ἐνεργῶς εἰς ἐπισήμους θεολογικούς διαλόγους, ἡ δέ πλειονότης ἐξ αὐτῶν καί εἰς διαφόρους ἐθνικούς, περιφερειακούς καί διεθνεῖς διαχριστιανικούς ὀργανισμούς, παρά τήν προκύψασαν βαθεῖαν κρίσιν εἰς τήν Οἰκουμενικήν Kίνησιν. Ἡ πολυσχιδής αὕτη δραστηριότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πηγάζει ἐκ τοῦ αἰσθήματος ὑπευθυνότητος καί ἐκ τῆς πεποιθήσεως ὅτι ἡ ἀμοιβαία κατανόησις καί ἡ συνεργασία τυγχάνουν οὐσιώδεις, «ἵνα μή ἐγκοπήν τινα δῶμεν τῷ Εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ» (Α’ Κορ. 9, 12). 8. Βεβαίως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, διαλεγομένη μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, δέν παραγνωρίζει τάς δυσκολίας τοῦ τοιούτου ἐγχειρήματος, κατανοεῖ ὅμως ταύτας ἐν τῇ πορείᾳ πρός τήν κοινήν κατανόησιν τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας καί ἐπί τῇ ἐλπίδι ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅπερ «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας» (στιχηρόν ἑσπερινοῦ πεντηκοστῆς), θά «ἀναπληρώσῃ τά ἐλλείποντα» (εὐχή χει- 106 -


ροτονίας). Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον δέν στηρίζεται μόνον εἰς τάς ἀνθρωπίνους δυνάμεις τῶν διεξαγόντων τούς διαλόγους, ἀλλ’ ἀπεκδέχεται πρωτίστως τήν ἐπιστασίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τῇ χάριτι τοῦ Κυρίου, εὐχηθέντος «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰω. 17, 21). 9. Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοί διάλογοι, κηρυχθέντες ὑπό Πανορθοδόξων Διασκέψεων, ἐκφράζουν τήν ὁμόθυμον ἀπόφασιν πασῶν τῶν κατά τόπους ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, αἱ ὁποῖαι καλοῦνται νά συμμετέχουν ἐνεργῶς καί συνεχῶς εἰς τήν διεξαγωγήν αὐτῶν, ἵνα μή παρακωλύηται ἡ ὁμόφωνος μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ. Ἐν ᾗ περιπτώσει τοπική τις Ἐκκλησία ἤθελεν ἀποφασίσει νά μή ὁρίσῃ ἐκπροσώπους αὐτῆς εἴς τινα διάλογον ἤ συνέλευσιν διαλόγου, ἐάν ἡ ἀπόφασις αὕτη δέν εἶναι πανορθόδοξος, ὁ διάλογος συνεχίζεται. Πρό τῆς ἐνάρξεως τοῦ διαλόγου ἤ τῆς συνελεύσεως ἀντιστοίχως, ἡ ἀπουσία τοπικῆς Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως συζητηθῇ ὁπωσδήποτε ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐπιτροπῆς τοῦ διαλόγου πρός ἔκφρασιν τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Οἱ διμερεῖς καί πολυμερεῖς θεολογικοί διάλογοι δέον ὅπως ὑπόκεινται εἰς πανορθοδόξους περιοδικάς ἀξιολογήσεις. 10. Τά προβλήματα, τά ὁποῖα ἀνακύπτουν κατά τάς θεολογικάς συζητήσεις τῶν Μεικτῶν Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν δέν συνιστοῦν πάντοτε ἐπαρκῆ αἰτιολόγησιν μονομεροῦς ἀνακλήσεως τῶν ἀντιπροσώπων αὐτῆς ἤ καί ὁριστικῆς διακοπῆς τῆς συμμετοχῆς αὐτῆς ὑπό τινος κατά τόπον Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποχώρησις ἐκ τοῦ διαλόγου Ἐκκλησίας τινός δέον ὅπως κατά κανόνα ἀποφεύγηται, καταβαλλομένων τῶν δεουσῶν διορθοδόξων προσπαθειῶν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς ἀντιπροσωπευτικῆς ὁλοκληρίας τῆς ἐν τῷ διαλόγῳ τούτῳ ὀρθοδόξου Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐάν τοπική τις Ἐκκλησία ἤ καί ἄλλαι τινές Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ἀρνῶνται νά συμμετάσχουν εἰς τάς συνελεύσεις τῆς Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ὡρισμένου διαλόγου, ἐπικαλούμεναι σοβαρούς ἐκκλησιολογικούς, κανονικούς, ποιμαντικούς ἤ ἠθικῆς φύσεως λόγους, ἡ Ἐκκλησία ἤ αἱ Ἐκκλησίαι αὗται κοινοποιοῦν ἐγγράφως τήν ἄρνησιν αὐτῶν εἰς τόν Οἰκουμενικὸν Πατριάρχην καί εἰς πάσας τάς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Κατά τήν πανορθόδοξον διαβούλευσιν ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης ἀναζητεῖ τὴν ὁμόφωνον συναίνεσιν τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν διὰ τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς ἐπαναξιολογήσεως τῆς - 107 -


πορείας τοῦ συγκεκριμένου θεολογικοῦ διαλόγου, ἐφ’ ὅσον τοῦτο κριθῇ ὁμοφώνως ἀναγκαῖον. 11. Ἡ κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἀκολουθουμένη μεθοδολογία ἀποσκοπεῖ εἴς τε τήν λύσιν τῶν παραδεδομένων θεολογικῶν διαφορῶν ἤ τῶν τυχόν νέων διαφοροποιήσεων καί εἰς τήν ἀναζήτησιν τῶν κοινῶν στοιχείων τῆς χριστιανικῆς πίστεως, προϋποθέτει δέ τήν σχετικήν πληροφόρησιν τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τῶν διαφόρων ἐξελίξεων τῶν διαλόγων. Ἐν περιπτώσει ἀδυναμίας ὑπερβάσεως συγκεκριμένης τινός θεολογικῆς διαφορᾶς ὁ θεολογικός διάλογος δύναται νά συνεχίζηται, καταγραφομένης τῆς διαπιστωθείσης ἐπί τοῦ συγκεκριμένου θέματος θεολογικῆς διαφωνίας καί ἀνακοινουμένης τῆς διαφωνίας ταύτης πρός πάσας τάς κατά τόπους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας διά τά ἐφεξῆς δέοντα γενέσθαι. 12. Εἶναι εὐνόητον ὅτι κατά τήν διεξαγωγήν τῶν θεολογικῶν διαλόγων κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος. Ὁπωσδήποτε ὅμως αἱ ὑφιστάμεναι θεολογικαί καί ἐκκλησιολογικαί διαφοραί ἐπιτρέπουν ποιάν τινα ἱεράρχησιν ὡς πρός τάς ὑφισταμένας δυσχερείας διά τήν πραγμάτωσιν τοῦ πανορθοδόξως διαπιστουμένου σκοποῦ. Ἡ ἑτερότης τῶν προβλημάτων ἑκάστου διμεροῦς διαλόγου προϋποθέτει διαφοροποίησιν μέν τῆς τηρηθησομένης ἐν αὐτῷ μεθοδολογίας, ἀλλ’ οὐχί καί διαφοροποίησιν σκοποῦ, διότι ὁ σκοπός εἶναι ἑνιαῖος εἰς πάντας τούς διαλόγους. 13. Ἐν τούτοις, ἐπιβάλλεται, ἐν περιπτώσει ἀνάγκης, ὅπως ἀναληφθῇ προσπάθεια συντονισμοῦ τοῦ ἔργου τῶν διαφόρων Διορθοδόξων Θεολογικῶν Ἐπιτροπῶν, τοσούτῳ μᾶλλον ὅσῳ ἡ ὑπάρχουσα ἑνότης τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀποκαλύπτηται καί ἐκδηλοῦται καί ἐν τῷ χώρῳ τῶν διαλόγων τούτων. 14. Ἡ περάτωσις οἱουδήποτε ἐπισήμως κηρυχθέντος θεολογικοῦ διαλόγου συντελεῖται διά τῆς ὁλοκληρώσεως τοῦ ἔργου τῆς ἀντιστοίχου Μεικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς, ὁπότε ὁ Πρόεδρος τῆς Διορθοδόξου Ἐπιτροπῆς ὑποβάλλει ἔκθεσιν πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην, ὁ ὁποῖος, ἐν συμφωνίᾳ καί μετά τῶν Προκαθημένων τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, κηρύσσει τήν λῆξιν τοῦ διαλόγου. Οὐδείς διάλογος θεωρεῖται περατωθείς πρίν ἤ κηρυχθῇ λήξας διά τοιαύτης πανορθοδόξου ἀποφάνσεως. 15. Ἡ μετά τήν τυχόν ἐπιτυχῆ ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου θεολογικοῦ τινος διαλόγου πανορθόδοξος ἀπόφασις διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς - 108 -


ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δέον ὅπως ἐρείδηται ἐπί τῆς ὁμοφωνίας πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. 16. Ἕν ἐκ τῶν κυρίων ὀργάνων ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως εἶναι τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.). Ὡρισμέναι Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι ὑπῆρξαν ἱδρυτικά μέλη καί ἐν συνεχείᾳ ἅπασαι ἀπέβησαν μέλη αὐτοῦ. Τό Π.Σ.Ε. εἶναι ἕν συγκεκροτημένον διαχριστιανικόν σῶμα, παρά τό γεγονός ὅτι τοῦτο δέν συμπεριλαμβάνει ἁπάσας τάς ἑτεροδόξους Χριστιανικάς Ἐκκλησίας καί Ὁμολογίας. Παραλλήλως, ὑφίστανται καί ἄλλοι διαχριστιανικοί ὀργανισμοί καί περιφερειακά ὄργανα, ὡς ἡ Διάσκεψις τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (Κ.Ε.Κ.), τό Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (Σ.Ε.Μ.A.) καί τό Παναφρικανικόν Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν. Ταῦτα μετά τοῦ Π.Σ.Ε. τηροῦν σημαντικήν ἀποστολήν διά τήν προώθησιν τῆς ἑνότητος τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι Γεωργίας καί Βουλγαρίας ἀπεχώρησαν ἐκ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἡ μέν πρώτη ἐν ἔτει 1997, ἡ δέ δευτέρα ἐν ἔτει 1998, ὡς ἔχουσαι αὐτῶν ἰδίαν γνώμην περί τοῦ ἔργου τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί οὕτω δέν συμμετέχουν εἰς τάς ὑπ᾽ αὐτοῦ καί τῶν ἄλλων διαχριστιανικῶν ὀργανισμῶν δραστηριότητας. 17. Αἱ Ὀρθόδοξοι κατά τόπους Ἐκκλησίαι–μέλη τοῦ Π.Σ.Ε., μετέχουν πλήρως καί ἰσοτίμως ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν καί συμβάλλουν δι’ ὅλων τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῶν μέσων διά τήν προώθησιν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως καί τῆς συνεργασίας ἐπί τῶν μειζόνων κοινωνικοπολιτικῶν προκλήσεων. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδέχθη προθύμως τήν ἀπόφασιν τοῦ Π.Σ.Ε. νά ἀνταποκριθῇ εἰς τό αἴτημά της περί συστάσεως Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Π.Σ.Ε., συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τῆς Διορθοδόξου Συναντήσεως τῆς Θεσσαλονίκης (1998). Τά ὑπό τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς καθιερωθέντα κριτήρια, τά ὁποῖα προετάθησαν ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐγένοντο δεκτά ὑπό τοῦ Π.Σ.Ε., ὡδήγησαν εἰς τήν σύστασιν τῆς Μονίμου Ἐπιτροπῆς Συνεργασίας καί Συναινέσεως, ἐπεκυρώθησαν δε καί ἐνετάχθησαν εἰς τό Καταστατικόν καί εἰς τόν Κανονισμόν λειτουργίας τοῦ Π.Σ.Ε. 18. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστή εἰς τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς, εἰς τήν ταυτότητα τῆς ἐσωτερικῆς αὐτῆς δομῆς καί εἰς τήν διδασκαλίαν τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων, συμμετέχουσα ἐν τῷ ὀργανισμῷ τοῦ Π.Σ.Ε., οὐδόλως ἀποδέχεται τήν ἰδέαν τῆς «ἰσότητος - 109 -


τῶν Ὁμολογιῶν» καί οὐδόλως δύναται νά δεχθῇ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὥς τινα διομολογιακήν προσαρμογήν. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἡ ἑνότης ἡ ὁποία ἀναζητεῖται ἐν τῷ Π.Σ.Ε. δέν δύναται νά εἶναι προϊόν μόνον θεολογικῶν συμφωνιῶν, ἀλλά καί τῆς ἐν τοῖς μυστηρίοις τηρουμένης καί βιουμένης ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητος τῆς πίστεως. 19. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι–μέλη θεωροῦν ὡς ἀπαραίτητον ὅρον τῆς συμμετοχῆς εἰς τό Π.Σ.Ε τό ἄρθρον-βάσιν τοῦ Καταστατικοῦ αὐτοῦ, συμφώνως τῷ ὁποίῳ, μέλη αὐτοῦ δύνανται νά εἶναι ὅσοι πιστεύουν εἰς τόν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν ὡς Θεόν καί Σωτῆρα κατά τάς Γραφάς καί ὁμολογοῦν κατά τό Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως τόν ἐν Τριάδι Θεόν, Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ἔχουν δέ βαθεῖαν τήν πεποίθησιν ὅτι αἱ ἐκκλησιολογικαί προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950), τιτλοφορουμένης «Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καί τό Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν», εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διά τήν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τό Συμβούλιον. Ὅθεν, αὐτονόητον, ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν εἶναι καί ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει ἐπιτρέπεται νά καταστῇ ὑπέρ-Ἐκκλησία. «Σκοπός τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν δέν εἶναι νά διαπραγματεύεται ἑνώσεις μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν, ὅπερ δύναται νά γίνῃ μόνον ὑπό τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνεργουσῶν ἐξ ἰδίας πρωτοβουλίας, ἀλλά νά φέρῃ τάς Ἐκκλησίας εἰς ζῶσαν ἐπαφήν πρός ἀλλήλας καί νά προαγάγῃ τήν μελέτην καί συζήτησιν τῶν ζητημάτων τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος. Οὐδεμία Ἐκκλησία ὑποχρεοῦται νά ἀλλάξῃ τήν ἐκκλησιολογίαν αὐτῆς κατά τήν εἴσοδόν της εἰς τό Συμβούλιον [...] Ἐν τούτοις, τό γεγονός τῆς ἐντάξεως αὐτῆς εἰς τό Συμβούλιον δέν συνεπάγεται ὅτι ἑκάστη Ἐκκλησία ὀφείλει νά θεωρῇ τάς ἄλλας ὡς Ἐκκλησίας ὑπό τήν ἀληθῆ καί πλήρη ἔννοιαν τοῦ ὅρου» (Δήλωσις τοῦ Toronto, § 2, 3.3, 4.4). 20. Αἱ προοπτικαί τῶν θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά τοῦ λοιποῦ χριστιανικοῦ κόσμου προσδιορίζονται πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καί τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμεμορφωμένης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. 21. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ τήν ἐνίσχυσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καί Τάξις» καί μετ’ ἰδιαιτέρου ἐνδιαφέροντος παρακολουθεῖ τήν μέχρι τοῦδε θεολογικήν αὐτῆς προσφοράν. Ἐκτιμᾷ θετικῶς τά ὑπ’ αὐτῆς ἐκδοθέντα θεολογικά κείμενα, τῇ σπουδαίᾳ συνεργίᾳ καί ὀρθοδόξων θεολόγων, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογον βῆμα εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν διά τήν προσέγγισιν τῶν χριστιανῶν. Ἐν τούτοις ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διατηρεῖ ἐπιφυλάξεις διά κεφαλαιώδη ζητήματα - 110 -


πίστεως καί τάξεως, διότι αἱ μή Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι καί Ὁμολογίαι παρεξέκλιναν ἐκ τῆς ἀληθοῦς πίστεως τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. 22. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καταδικαστέαν πᾶσαν διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὑπό ἀτόμων ἤ ὁμάδων, ἐπί προφάσει τηρήσεως ἤ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας. Ὡς μαρτυρεῖ ἡ ὅλη ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ διατήρησις τῆς γνησίας ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διά τοῦ συνοδικοῦ συστήματος, τό ὁποῖον ἀνέκαθεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἀπετέλει τήν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπί θεμάτων πίστεως καί κανονικῶν διατάξεων (κανών 6 τῆς Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου). 23. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει κοινήν τήν συνείδησιν περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, διό καί κρίνει ἀναγκαῖον νά συνοδεύηται οὗτος πάντοτε ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης, αἱ ὁποῖαι ἐκφράζουν τήν «ἀνεκλάλητον χαράν» τοῦ Εὐαγγελίου (Α’ Πέτρ. 1, 8), ἀποκλειομένης πάσης πράξεως προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνεργείας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ σημαντικόν ὅπως ὅλοι οἱ Χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου, προσπαθήσωμεν νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου. 24. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει συνείδησιν τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ κίνησις πρός ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν λαμβάνει νέας μορφάς, ἵνα ἀνταποκριθῇ εἰς τάς νέας συνθήκας καί ἀντιμετωπίσῃ τάς νέας προκλήσεις τοῦ συγχρόνου κόσμου. Εἶναι ἀπαραίτητος ἡ συνέχισις τῆς μαρτυρίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν διῃρημένον χριστιανικόν κόσμον ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποστολικῆς παραδόσεως καί πίστεώς της. Δεόμεθα ὅπως οἱ Χριστιανοί ἐργασθῶσιν ἀπό κοινοῦ, ὥστε νά ἀποβῇ ἐγγύς ἡ ἡμέρα, καθ’ ἥν ὁ Κύριος θά ἐκπληρώσῃ τήν ἐλπίδα τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν» (Ἰω. 10,16).

- 111 -


Ἡ Α.Θ.Π. μετά τῆς Α.Θ.Μ. κατά τό Ἱερόν Συλλείτουργον


Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἠσχολήθη περί τό θέμα «Τό Αὐτόνομον καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως αὐτοῦ». Οὕτω, συνεζήτησε τά ὑπό τῆς E’ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 10-17 Ὀκτώβριος 2015) παραπεμφθέντα αὐτῇ σχετικά κείμενα, ἐγκρίνασα αὐτά μετά τινων μικρῶν τροπολογιῶν, ὡς ἀκολούθως. Τά ἀπασχολήσαντα τήν Σύνοδον θέματα τοῦ κειμένου ἀνεφέρονται: α) εἰς τήν ἔννοιαν, τό περιεχόμενον καί τά ποικίλα σχήματα τοῦ θεσμοῦ τοῦ Αὐτονόμου, β) εἰς τάς προϋποθέσεις τοπικῆς τινος Ἐκκλησίας διά νά ζητήσῃ τήν Αὐτονομίαν αὐτῆς ἐκ τῆς εἰς ἥν ὑπάγεται Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, γ) εἰς τήν ἀποκλειστικήν ἁρμοδιότητα τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας νά κινήσῃ καί νά ὁλοκληρώσῃ τήν διαδικασίαν ἀποδόσεως τῆς Αὐτονομίας εἰς τμῆμα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας αὐτῆς, Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν μή ἱδρυομένων εἰς τόν γεωγραφικόν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς, καί δ) εἰς τάς συνεπείας τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς πράξεως διά τάς σχέσεις τῆς ἀνακηρυχθείσης Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τόσον πρός τήν εἰς ἥν ἀναφέρεται Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, ὅσον καί πρός τάς ἄλλας Aὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. 1. Ὁ θεσμός τοῦ Αὐτονόμου ἐκφράζει κατά κανονικόν τρόπον τό καθεστώς τῆς σχετικῆς ἤ μερικῆς ἀνεξαρτησίας ἑνός συγκεκριμένου ἐκκλησιαστικοῦ τμήματος ἐκ τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, εἰς τήν ὁποίαν κανονικῶς ἀναφέρεται. 1. Κατά τήν ἐφαρμογήν τοῦ θεσμοῦ τούτου εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν διεμορφώθησαν βαθμίδες ἐξαρτήσεως, ἀφορῶσαι εἰς τάς σχέσεις τῆς Αὐτονόμου πρός τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, εἰς τήν ὁποίαν αὕτη ἀναφέρεται. 2. Ἡ ἐκλογή τοῦ Πρώτου τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας ἐγκρίνεται ἤ διενεργεῖται ὑπό τοῦ ἁρμοδίου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας, τόν Προκαθημένον τῆς ὁποίας οὗτος μνημονεύει καί εἰς τόν ὁποῖον κανονικῶς ἀναφέρεται. 3. Εἰς τήν λειτουργίαν τοῦ θεσμοῦ τοῦ Αὐτονόμου ὑφίστανται διάφορα σχήματα κατά τήν ἐφαρμογήν αὐτοῦ εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν πρᾶξιν, τά ὁποῖα προσδιορίζονται ἐκ τῆς ἐκτάσεως τῆς ἐξαρτήσεως τῆς Αὐτονόμου ἀπό τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν. - 113 -


4. Εἰς σχήματά τινα ὁ βαθμός ἐξαρτήσεως τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας ἐκφράζεται καί διά τῆς συμμετοχῆς τοῦ Πρώτου αὐτῆς εἰς τήν Σύνοδον τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. 2. Ἡ κίνησις καί ἡ ὁλοκλήρωσις τῆς διαδικασίας διά τήν ἀπόδοσιν τοῦ Αὐτονόμου εἰς τμῆμα τῆς κανονικῆς δικαιοδοσίας τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀνήκει εἰς τήν κανονικήν ἁρμοδιότητα αὐτῆς, πρός τήν ὁποίαν ἀναφέρεται ἡ ἀνακηρυσσομένη Αὐτόνομος Ἐκκλησία. Oὕτως: 1. Ἡ ζητοῦσα τήν Αὐτονομίαν αὐτῆς τοπική Ἐκκλησία, ἐάν διαθέτῃ τάς ἀναγκαίας ἐκκλησιαστικάς, κανονικάς καί ποιμαντικάς προϋποθέσεις, ὑποβάλλει τό σχετικόν αἴτημα εἰς τήν πρός ἥν ἔχει τήν ἀναφοράν αὐτῆς Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, ἐξηγοῦσα καί τούς σοβαρούς λόγους, οἱ ὁποῖοι ὑπαγορεύουν τήν ὑποβολήν τοῦ αἰτήματος αὐτῆς. 2. Ἡ Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία, δεχομένη τό αἴτημα αὐτῆς, ἀξιολογεῖ ἐν Συνόδῳ τάς προϋποθέσεις καί τούς λόγους τῆς ὑποβολῆς τοῦ αἰτήματος καί ἀποφασίζει διά τήν ἀπόδοσιν ἤ μή τοῦ Αὐτονόμου. Εἰς περίπτωσιν θετικῆς ἀποφάσεως ἐκδίδει τόν σχετικόν Τόμον, ὁ ὁποῖος καθορίζει τά γεωγραφικά ὅρια καί τάς σχέσεις τῆς Αὐτονόμου πρός τήν εἰς ἥν ἀναφέρεται Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν, συμφώνως πρός τά καθιερωμένα κριτήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. 3. Ὁ Προκαθήμενος τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀνακοινοῖ πρός τό Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καί τάς ἄλλας Aὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας τήν ἀνακήρυξιν τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας. 4. Ἡ Αὐτόνομος Ἐκκλησία ἐκφράζεται διά τῆς ἐξ ἧς ἔλαβε τήν αὐτονομίαν αὐτῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἰς τάς διορθοδόξους, διαχριστιανικάς καί διαθρησκειακάς σχέσεις αὐτῆς. 5. Ἑκάστη Αὐτοκέφαλος Ἐκκλησία δύναται νά παραχωρῇ αὐτόνομον καθεστώς μόνον ἐντός τῶν ὁρίων τῆς κανονικῆς γεωγραφικῆς περιφερείας αὐτῆς. Εἰς τόν χῶρον τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς δέν ἱδρύονται Αὐτόνομοι Ἐκκλησίαι, εἰ μή μόνον μετά πανoρθόδοξον συναίνεσιν, ἐξασφαλιζομένην ὑπό τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. 6. Εἰς περιπτώσεις ἀπονομῆς αὐτονόμου καθεστῶτος εἰς τήν ἰδίαν γεωγραφικήν ἐκκλησιαστικήν περιοχήν ὑπό δύο Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐγειρομένης ἀμφισβητήσεως ἑκατέρου Αὐτονόμου, αἱ ἐμπλεκόμεναι πλευραί ἀναφέρονται, ὁμοῦ ἤ κεχωρισμένως, εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην ἵνα οὗτος ἐξεύρῃ τήν κανονικήν λύσιν ἐπί τοῦ θέματος κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. - 114 -


3. Αἱ ἐκ τῆς ἀνακηρύξεως τοῦ Αὐτονόμου προκύπτουσαι διά τήν Aὐτόνομον Ἐκκλησίαν καί τήν σχέσιν αὐτῆς πρός τήν Αὐτοκέφαλον Ἐκκλησίαν συνέπειαι εἶναι αἱ κάτωθι: 1. Ὁ Πρῶτος τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας μνημονεύει μόνον τοῦ ὀνόματος τοῦ Προκαθημένου τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. 2. Τό ὄνομα τοῦ Πρώτου τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας δέν ἀναγράφεται εἰς τά Δίπτυχα. 3. Ἡ Αὐτόνομος Ἐκκλησία παραλαμβάνει τό Ἅγιον Μύρον ἐκ τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. 4. Οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας ἐκλέγονται, καθίστανται καί κρίνονται ὑπό τοῦ ἁρμοδίου ἐκκλησιαστικοῦ ὀργάνου αὐτῆς. Εἰς περίπτωσιν βεβαίας πρός τοῦτο ἀδυναμίας τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας, ἐπικουρεῖται αὕτη ὑπό τῆς Aὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας εἰς ἥν ἀναφέρεται.

- 115 -


Ἡ Α.Θ.Π. καί Μακ. Προκαθήμενοι κατά τίς Συνοδικές Ἐργασίες


Ἡ Ὀρθόδοξος Διασπορά Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἠσχολήθη περί τό θέμα τῆς κανονικῆς ὀργανώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς. Οὕτω, συνεζήτησε τά ὑπό τῆς Δ’ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξου Διασκέψεως (Σαμπεζύ, 2009) καί ὑπό τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν (21-28 Ἰαν. 2016) παραπεμφθέντα αὐτῇ σχετικά κείμενα περί τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς καί περί τοῦ Κανονισμοῦ Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν αὐτῇ, ἐγκρίνασα αὐτά μετά τινων μικρῶν τροπολογιῶν, ἔχουν δέ ὡς ἀκολούθως: 1. 1. Διεπιστώθη ὅτι ἀποτελεῖ κοινήν βούλησιν πασῶν τῶν ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὅπως ἐπιλυθῇ τό ζήτημα τῆς Ὀρθοδόξου Διασπορᾶς τό ταχύτερον δυνατόν καί ὅπως ὀργανωθῇ αὕτη κατά τρόπον σύμφωνον πρός τήν ὀρθόδοξον ἐκκλησιολογίαν καί τήν κανονικήν παράδοσιν καί πρᾶξιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2. Διεπιστώθη ὡσαύτως ὅτι κατά τήν παροῦσαν φάσιν δέν εἶναι ἐφικτή δι’ ἱστορικούς καί ποιμαντικούς λόγους ἡ ἄμεσος μετάβασις εἰς τήν αὐστηρῶς κανονικήν τάξιν τῆς Ἐκκλησίας ὡς πρός τό ζήτημα τοῦτο, τοὐτέστιν εἰς τήν ὕπαρξιν ἑνός μόνου Ἐπισκόπου εἰς τόν αὐτόν τόπον. Ὅθεν, ἀποφασίζεται ὅπως διατηρηθοῦν αἱ θεσμοθετηθεῖσαι ὑπό τῆς Δ’ Προσυνοδικῆς Πανορθόδοξου Διασκέψεως αἱ Ἐπισκοπικαί Συνελεύσεις, ἄχρις οὗ ἐπιστῇ ὁ καιρός, κατόπιν ὡριμάνσεως τῶν συνθηκῶν, πρός ἐφαρμογήν τῆς κανονικῆς ἀκριβείας. 2. 1. Αἱ Ἐπισκοπικαί Συνελεύσεις τῶν κατωτέρω μνημονευομένων περιοχῶν συγκρτοῦνται ὑπό πάντων τῶν ἐν τῇ περιοχῇ ἐκείνῃ ὡς κανονικῶν ἀναγνωριζομένων ἐπισκόπων, οἵτινες θά ἐξακολουθοῦν νά ὑπάγωνται εἰς τάς κανονικάς δικαιοδοσίας, εἰς ἅς ὑπάγονται σήμερον. 2. Αἱ Συνελεύσεις αὗται θά συνίστανται ἐκ πάντων τῶν ἐν ἑκάστῃ περιοχῇ ἐπισκόπων, οἵτινες εὑρίσκονται ἐν κανονικῇ κοινωνίᾳ μετά πασῶν τῶν ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί θά προεδρεύωνται ὑπό τοῦ πρώτου ἐκ τῶν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Κωνσταντινουπόλεως ὑπαγομένων ἀρχιερέων, ἐλλείψει δέ τούτου συμφώνως πρός τήν τάξιν τῶν Διπτύχων. Αὗται θά ἔχουν ἐκτελεστικήν Ἐπιτροπήν, ἀποτελουμένην ἐκ τῶν πρώτων ἱεραρχῶν τῶν διαφόρων δικαιοδοσιῶν, αἱ ὁποῖαι ὑπάρχουν εἰς τήν περιοχήν. - 117 -


3. Ἔργον καί εὐθύνη τῶν ἐπισκοπικῶν τούτων Συνελεύσεων θά εἶναι ἡ μέριμνα διά τήν φανέρωσιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν ἀνάπτυξιν κοινῆς δράσεως ὅλων τῶν ὀρθοδόξων ἑκάστης περιοχῆς πρός θεραπείαν τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν τῶν ἐκεῖ διαβιούντων ὀρθοδόξων, κοινήν ἐκπροσώπησιν πάντων τῶν ὀρθοδόξων ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων καί τῆς ὅλης κοινωνίας τῆς περιοχῆς, καλλιέργειαν τῶν θεολογικῶν γραμμάτων καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας κ.λπ. Αἱ ἐπί τῶν θεμάτων τούτων ἀποφάσεις θά λαμβάνωνται καθ’ ὁμοφωνίαν τῶν Ἐκκλησιῶν αἱ ὁποῖαι ἐκπροσωποῦνται εἰς τήν συγκεκριμένην Συνέλευσιν. 3. Αἱ περιοχαί, εἰς τάς ὁποίας θά δημιουργηθοῦν εἰς ἕν πρῶτον στάδιον Ἐπισκοπικαί συνελεύσεις, ὁρίζονται ὡς ἑξῆς: i. Καναδᾶς ii. Ἡνωμέναι Πολιτεῖαι Ἀμερικῆς iii. Λατινική Ἀμερική iv. Αὐστραλία, Νέα Ζηλανδία καί Ὠκεανία v. Μεγάλη Βρεταννία καί Ἰρλανδία vi. Γαλλία vii. Βέλγιον, Ὁλλανδία καί Λουξεμβοῦργον viii. Αὐστρία ix. Ἰταλία καί Μάλτα x. Ἑλβετία καί Λιχτενστάιν xi. Γερμανία xii. Σκανδιναυϊκαί Χῶραι (ἐκτός τῆς Φιλλανδίας) xiii. Ἱσπανία καί Πορτογαλία 4. Οἱ ἐπίσκοποι τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι κατοικοῦν εἰς τήν Διασποράν καί ἔχουν ἐνορίας εἰς περισσοτέρας περιοχάς, θά εἶναι μέλη τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καί τῶν περιοχῶν αὐτῶν. 5. Αἱ Ἐπισκοπικαί Συνελεύσεις δέν ἀποστεροῦν ἀπό τούς Ἐπισκόπους μέλη αὐτῶν ἁρμοδιότητας διοικητικοῦ καί κανονικοῦ χαρακτῆρος οὔτε περιορίζουν τά δικαιώματα αὐτῶν εἰς τήν Διασποράν. Αἱ Ἐπισκοπικαί Συνελεύσεις ἀποβλέπουν εἰς τήν διαμόρφωσιν κοινῆς θέσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπί διαφόρων θεμάτων, τοῦτο οὐδόλως ἐμποδίζει τούς Ἐπισκόπους μέλη, οἱ ὁποῖοι μένουν ὑπόλογοι εἰς τάς ἰδικάς των Ἐκκλησίας, νά ἐκφράσουν τάς ἀπόψεις τῶν ἰδικῶν των Ἐκκλησιῶν ἐνώπιον τοῦ ἔξω κόσμου. 6. Οἱ Πρόεδροι τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων συγκαλοῦν καί προ- 118 -


εδρεύουν πασῶν τῶν κοινῶν συνάξεων τῶν ἐπισκόπων τῆς περιοχῆς αὐτῶν (λειτουργικῶν, ποιμαντικῶν, διοικητικῶν κ.λπ.). Εἰς ζητήματα γενικωτέρου ἐνδιαφέροντος, ἀπαιτοῦντα, κατ’ ἀπόφασιν τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως, πανορθόδοξον ἀντιμετώπισιν ὁ πρόεδρος αὐτῆς ἔχει τήν ἀναφοράν αὐτοῦ εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην διά τά περαιτέρω κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. 7. Αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι δεσμεύονται, ὅπως μή προβαίνουν εἰς ἐνεργείας δυναμένας νά παραβλάψουν τήν ὡς ἄνω διαγραφομένην πορείαν πρός κανονικήν ἐπίλυσιν τοῦ θέματος τῆς Διασπορᾶς, ὡς ἡ ἀπόδοσις τίτλων ὑφισταμένων ἤδη εἰς Ἀρχιερεῖς, θά πράττουν δέ πᾶν τό δυνατόν πρός διευκόλυνσιν τοῦ ἔργου τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων καί ἀποκατάστασιν τῆς ὁμαλῆς κανονικῆς τάξεως ἐν τῇ Διασπορᾷ. Κανονισμός Λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Διασπορᾷ Ἄρθρον 1. 1. Πάντες οἱ ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἑκάστης Περιοχῆς, ἐκ τῶν ὑπό τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καθορισθεισῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκονται ἐν κανονικῇ κοινωνίᾳ μετά πασῶν τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, συγκροτοῦν ἰδίαν Ἐπισκοπικήν Συνέλευσιν. 2. Μέλη τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως εἶναι καί ὅσοι ὑπερόριοι ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἀσκοῦν ποιμαντικήν διακονίαν ἐνοριῶν τῆς Περιοχῆς. 3. Οἱ ἐφησυχάζοντες καί οἱ ἐπισκεπτόμενοι τήν Περιοχήν ἐπίσκοποι, ἐφ’ ὅσον πληροῦν τάς προϋποθέσεις τῆς παραγράφου (1), δύνανται νά προσκληθοῦν ὅπως συμμετάσχουν εἰς τήν Συνέλευσιν, ἀλλά ἄνευ δικαιώματος ψήφου. Ἄρθρον 2. Σκοπός τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως εἶναι νά φανερώνῃ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, νά προωθῇ τήν συνεργασίαν μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν εἰς πάντας τούς τομεῖς τῆς ποιμαντικῆς διακονίας καί νά διατηρῇ, διαφυλάσσῃ καί ἀναπτύσσῃ τά συμφέροντα τῶν κοινοτήτων, αἱ ὁποῖαι ὑπάγονται εἰς τούς ὀρθοδόξους κανονικούς ἐπισκόπους τῆς Περιοχῆς. Ἄρθρον 3. Ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις θά ἔχῃ Ἐκτελεστικήν Ἐπιτροπήν ἀπαρτιζομένην ἐκ τῶν πρώτων ἐπισκόπων ἑκάστης τῶν κανονικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Περιοχῆς. - 119 -


Ἄρθρον 4. 1. Ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις καί ἡ Ἐκτελεστική Ἐπιτροπή αὐτῆς θά ἔχουν ἕνα Πρόεδρον, ἕνα ἤ δύο Ἀντιπροέδρους, ἕνα Γραμματέα καί ἕνα Ταμία, ὡς καί ἄλλους ὑπευθύνους ὁρισθησομένους ὑπό τῆς Συνελεύσεως. 2. Πρόεδρος εἶναι ex officio ὁ πρῶτος τῶν ἐπισκόπων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί, ἀπόντος τούτου, κατά τήν τάξιν τῶν Διπτύχων. Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως συγκαλεῖ τάς συνεδρίας αὐτῆς, διευθύνει τάς ἐργασίας αὐτῶν καί προεξάρχει τῶν συλλειτούργων. Ἐπί τῶν ζητημάτων, τά ὁποῖα συνεζητήθησαν εἰς τήν συνεδρίαν τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως καί ἐπί τῶν ὁποίων ἐπετεύχθη ὁμόφωνος ἀπόφασις, ὁ Πρόεδρος (ἤ κατ’ ἀνάθεσιν αὐτοῦ ἄλλο μέλος τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως) προβάλλει ἐνώπιον τοῦ κράτους, τῆς κοινωνίας καί τῶν ἄλλων θρησκευτικῶν ὀργανισμῶν τήν κοινήν θέσιν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς περιοχῆς. 3. Ὁ ἤ οἱ Ἀντιπρόεδροι ὁρίζονται ex officio ἐκ τῶν ἐπισκόπων-μελῶν τῶν Συνελεύσεων ἐκ τῶν ἀμέσως ἑπομένων Ἐκκλησιῶν συμφώνως πρός τήν τάξιν τῶν Διπτύχων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ὁ Γραμματεύς, ὁ Ταμίας καί οἱ λοιποί ὑπεύθυνοι ἐκλέγονται ὑπό τῆς Συνελεύσεως, δύνανται δέ νά μή προέρχωνται ἐκ τοῦ βαθμοῦ τῶν ἐπισκόπων. Ἄρθρον 5. 1. Αἱ ἁρμοδιότητες τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως εἶναι: 1. νά μεριμνᾷ καί νά συμβάλῃ διά τήν διατήρησιν τῆς ἑνότητος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Περιοχῆς εἰς τάς θεολογικάς, ἐκκλησιολογικάς, κανονικάς, πνευματικάς, φιλανθρωπικάς, ἐκπαιδευτικάς καί ἱεραποστολικάς ὑποχρεώσεις αὐτῆς. 2. Ὁ συντονισμός καί ἡ προώθησις τῶν κοινοῦ ἐνδιαφέροντος δραστηριοτήτων εἰς τούς τομεῖς τῆς διαποιμάνεως, τῆς κατηχήσεως, τῆς λειτουργικῆς ζωῆς, τῶν θρησκευτικῶν ἐκδόσεων, τῶν μέσων μαζικῆς ἐπικοινωνίας, τῆς ἐκκλησιαστικῆς παιδείας κ.λπ.. 3. Αἱ σχέσεις μετά τῶν ἑτεροδόξων καί μετά τῶν ἑτεροθρήσκων. 4. Πᾶν ὅ,τι ἀποτελεῖ ὑποχρέωσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τάς σχέσεις αὐτῆς μετά τῆς κοινωνίας καί τῶν κρατικῶν Ἀρχῶν. 5. Ἡ προετοιμασία σχεδίου ὀργανώσεως τῶν ὀρθοδόξων τῆς Περιοχῆς ἐπί κανονικῆς βάσεως. 2. Ὁ καθορισμός τοῦ πεδίου τῶν ἁρμοδιοτήτων δέν θά ἔδει ἐπ’ οὐδενί νά παρεμβαίνῃ εἰς τήν ἐπαρχιακήν δικαιοδοσίαν ἑκάστου Ἐπισκόπου καί - 120 -


νά περιορίζῃ τά δικαιώματα τῆς Ἐκκλησίας αὐτοῦ, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν σχέσεων αὐτῆς μετά τῶν διεθνῶν ὀργανισμῶν, τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, τῆς κοινωνίας τῶν πολιτῶν, τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημερώσεως, τῶν ἄλλων ὁμολογιῶν, τῶν κρατικῶν καί διομολογιακῶν ὀργανισμῶν, ὡς ἐπίσης καί τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Ἐπί εἰδικῶν γλωσσικῶν, ἐκπαιδευτικῶν ἤ καί ποιμαντικῶν ζητημάτων Ἐκκλησίας τινός ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις δύναται νά συνεργάζεται καί μετά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχῆς τῆς ἐν λόγῳ Ἐκκλησίας, ὥστε ἡ ποικιλία τῶν ἐθνικῶν παραδόσεων νά ἐπιβεβαιοῖ τήν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τήν κοινωνίαν τῆς πίστεως καί τόν σύνδεσμον τῆς ἀγάπης. Ἄρθρον 6. 1. Ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις ἀποδέχεται καί καταγράφει τήν ἐκλογήν τῶν ἐπισκόπων τῆς Περιοχῆς, ὡς καί τήν ἀναφοράν αὐτῶν εἰς τάς ἁγιωτάτας αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. 2. Ἐξετάζει καί καθορίζει τό κανονικόν καθεστώς τῶν ἐν τῇ Περιοχῇ τοπικῶν κοινοτήτων, αἱ ὁποῖαι δέν ἔχουν ἀναφοράν εἰς τάς ἁγιωτάτας αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας. 3. Ὀφείλει νά καταγράφῃ πᾶσαν κρίσιν κληρικῶν ἐκφωνηθεῖσαν ὑπό τῶν ἐπισκόπων αὐτῶν, ἵνα ἡ κρίσις αὕτη ἐφαρμοσθῇ μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν τῆς Περιοχῆς. Ἄρθρον 7. 1. Ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις συνέρχεται τουλάχιστον ἅπαξ τοῦ ἔτους, τῇ προσκλήσει τοῦ Προέδρου. Δύναται νά συνέλθῃ ὁσάκις ἤθελε τοῦτο κριθῇ ἀναγκαῖον ὑπό τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς ἤ τῇ ἐγγράφῳ καί ᾐτιολογημένῃ αἰτήσει τοῦ 1/3 τῶν μελῶν τῆς Συνελεύσεως. 2. Ἡ Ἐκτελεστική Ἐπιτροπή συνέρχεται μίαν φοράν ἀνά τρίμηνον καί ὁσάκις ἤθελε τοῦτο κριθῇ ἀναγκαῖον, τῇ προσκλήσει τοῦ Προέδρου ἤ τῇ γραπτῇ καί ᾐτιολογημένῃ αἰτήσει τοῦ 1/3 τῶν μελῶν αὐτῆς. 3. Αἱ προσκλήσεις διά τήν σύγκλησιν τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως, ἐάν δέν συντρέχουν ἐξαιρετικοί λόγοι, ἀποστέλλονται πρό δύο μηνῶν, ἐνῶ διά τήν σύγκλησιν τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς πρό μιᾶς ἑβδομάδος, συναποστέλλονται δέ τά θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως καί τά πρός αὐτά σχετικά στοιχεῖα. 4. Ἡ ἡμερησία διάταξις πρέπει νά ἐγκρίνεται κατά τήν πρώτην συνεδρίαν τῆς Συνελεύσεως καί δέν δύναται νά τροποποιηθῇ εἰ μή δι’ ἀποφάσεως τῶν παρόντων μελῶν, λαμβανομένης δι’ ἀπολύτου πλειονοψηφίας. - 121 -


Ἄρθρον 8. Ἡ Ἐκτελεστική Ἐπιτροπή εὑρίσκεται ἐν ἀπαρτίᾳ διά τῆς παρουσίας τῶν 2/3 τῶν μελῶν αὐτῆς, ἡ δέ Συνέλευσις διά τῆς παρουσίας τῆς ἀπολύτου πλειονοψηφίας τῶν μελῶν αὐτῆς, συμπεριλαμβανομένου τοῦ Προέδρου αὐτῆς. Ἄρθρον 9. Αἱ ἐργασίαι τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως διεξάγονται συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῆς ὀρθοδόξου συνοδικῆς παραδόσεως καί διευθύνονται ὑπό τοῦ Προέδρου αὐτῆς, ὁ ὁποῖος ἔχει καί τήν εὐθύνην ἐποπτείας ἐπί τῆς ἐκτελέσεως τῶν ἀποφάσεων αὐτῆς. Ἄρθρον 10. 1. Αἱ ἀποφάσεις τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως λαμβάνονται καθ’ ὁμοφωνίαν. 2. Εἰς ζητήματα γενικωτέρου ἐνδιαφέροντος, τά ὁποῖα ἀπαιτοῦν, κατά τήν κρίσιν τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως, πανoρθόδοξον ἀντιμετώπισιν, ὁ πρόεδρος αὐτῆς ἔχει τήν ἀναφοράν αὐτοῦ εἰς τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην διά τά περαιτέρω, κατά τά πανορθοδόξως ἰσχύοντα. Ἄρθρον 11. 1. Μετ’ ἀπόφασιν τῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως δύναται νά συγκροτοῦνται ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς Ἐπιτροπαί Ἱεραποστολῆς, Λειτουργικῶν, Ποιμαντικῶν, Οἰκονομικῶν, Ἐκπαιδευτικῶν, Οἰκουμενικῶν καί ἄλλων θεμάτων, προεδρευόμεναι ὑφ’ ἑνός ἐπισκόπου-μέλους τῆς Συνελεύσεως. 2. Τά μέλη τῶν Ἐπιτροπῶν αὐτῶν, κληρικοί ἤ λαϊκοί, ὁρίζονται ὑπό τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς. Σύμβουλοι ἐπίσης καί εἰδικοί δύνανται νά προσκαλῶνται ὅπως συμμετάσχουν εἰς τήν Ἐπισκοπικήν Συνέλευσιν ἤ εἰς τήν Ἐκτελεστικήν Ἐπιτροπήν, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Ἄρθρον 12. 1. Ἡ Ἐπισκοπική Συνέλευσις δύναται νά συντάξῃ καί νά τροποποιήσῃ τόν ἴδιον αὐτῆς Ἐσωτερικόν Κανονισμόν πρός συμπλήρωσιν καί προσαρμογήν τῶν ἀνωτέρω διατάξεων συμφώνως πρός τάς ἀνάγκας τῆς Περιοχῆς καί ἐν σεβασμῷ πρός τό κανονικόν δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2. Πάντα τά ἀφορῶντα εἰς τήν λειτουργίαν τῆς Συνελεύσεως νομικά καί οἰκονομικά θέματα ἀποφασίζονται ὑπό τό φῶς τῆς νομοθεσίας τῶν κρατῶν τῆς Περιοχῆς, εἰς τήν ὁποίαν τά μέλη τῆς Συνελεύσως ἀσκοῦν τήν δικαιοδοσίαν αὐτῶν.

- 122 -


Ἄρθρον 13. Σύστασις νέας, κατάτμησις ἤ κατάργησις ὑφισταμένης Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως ἤ συγχώνευσις δύο ἤ περισσοτέρων τοιούτων γίνεται μετ’ ἀπόφασιν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατόπιν αἰτήσεως Ἐκκλησίας τινός ἤ τοῦ Προέδρου Ἐπισκοπικῆς τινος Συνελεύσεως πρός τόν Οἰκουμενικόν Πατριάρχην.

- 123 -


«εἱς ἐνότητα πάντας ἐκάλεσεν»


Τό Μυστήριον τοῦ Γάμου καί τά κωλύματα αὐτοῦ I. Ὁ Ὀρθόδοξος Γάμος 1. Ὁ θεσμός τῆς οἰκογενείας εὑρίσκεται σήμερον ὑπό τήν ἀπειλήν τῆς ἐκκοσμικεύσεως ὡς ἐπίσης καί τοῦ ἠθικοῦ σχετικισμοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διδάσκει τήν ἱερότητα τοῦ γάμου ὡς μίαν θεμελιώδη καί ἀδιαμφισβήτητον διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐν ἐλευθερίᾳ ἕνωσις μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός εἶναι μία ἀπαραίτητος προϋπόθεσις. 2. Ὁ γάμος θεωρεῖται εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς ὁ ἀρχαιότερος θεσμός θείου δικαίου, διότι εἰσήχθη συγχρόνως πρός τήν δημιουργίαν τῶν πρώτων ἀνθρώπων, τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας (Γεν. β’, 23). Ἡ ἕνωσις αὕτη συνεδέθη ἀπ’ ἀρχῆς ὄχι μόνον πρός τήν πνευματικήν κοινωνίαν τοῦ ζεύγους, τοῦ ἀνδρός καί τῆς γυναικός, ἀλλά καί πρός τήν δυνατότητα ἐξασφαλίσεως τῆς συνεχείας τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οὕτως, ὁ γάμος ἀνδρός καί γυναικός εὐλογηθείς ἐν τῷ παραδείσῳ κατέστη ἕν ἱερόν μυστήριον, τό ὁποῖον ἀναφέρεται εἰς τήν Καινήν Διαθήκην, ὅτε ὁ Χριστός ἐτέλεσε τό «πρῶτον σημεῖον» διά τῆς μεταβολῆς τοῦ ὕδατος εἰς οἶνον εἰς τόν ἐν Κανᾷ τῆς Γαλιλαίας γάμον, ἀποκαλύπτων οὕτω τήν δόξαν αὐτοῦ (Ἰωάν. β’, 11). Τό μυστήριον τοῦ ἀκαταλύτου δεσμοῦ μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός εἶναι εἰκών τῆς ἑνώσεως Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας (Ἐφεσ. ε’, 32). 3. Ἡ χριστοκεντρική λοιπόν τυπολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐξηγεῖ τήν ὑπό τοῦ ἐπισκόπου ἤ πρεσβυτέρου εὐλογίαν τοῦ ἱεροῦ δεσμοῦ δι’ εἰδικῆς εὐχῆς (ἱερολογίας), διό καί ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος, εἰς τήν πρός τόν Πολύκαρπον Σμύρνης Ἐπιστολήν αὐτοῦ, ἐτόνιζεν, ὅτι οἱ προσερχόμενοι εἰς γάμου κοινωνίαν πρέπει «μετὰ γνώμης τοῦ ἐπισκόπου τὴν ἕνωσιν ποιεῖσθαι, ἵνα ὁ γάμος ᾖ κατὰ Κύριον καὶ μὴ κατ’ ἐπιθυμίαν (= ἀνθρωπίνην). Πάντα εἰς τιμὴν Θεοῦ γινέσθω» (V, 2). Οὕτω, τόσον ἡ ἱερότης τοῦ θεοσυστάτου δεσμοῦ, ὅσον καί τό ὑψηλόν πνευματικόν περιεχόμενον τῆς ἐγγάμου συζυγίας ἐξηγοῦν τήν ἀξίωσιν, ὥστε νά ἀναδειχθῇ «τίμιος ὁ γάμος καὶ ἡ κοίτη ἀμίαντος» (Ἑβρ. ιγ’, 4), διό καί ἀπεδοκιμάζετο οἱαδήτις προσβολή τῆς καθαρότητος αὐτοῦ (Ἐφεσ. ε’, 25. Α’ Θεσσ. δ’, 4. Ἑβρ. ιγ’, 4 κ.ἄ.). 4. Ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωσις ἀνδρός καί γυναικός συνιστᾷ μίαν μικράν ἐκκλησίαν ἤ μίαν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἕνωσις αὕτη διά τῆς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ ὑψοῦται εἰς ὑψηλότερον βαθμόν, διότι ἡ κοινωνία εἶναι ὑπεροχωτέρα τῆς ἀτομικῆς ὑπάρξεως, ἀφοῦ τούς εἰσάγει εἰς τήν τάξιν τῆς - 125 -


Βασιλείας τῆς παναγίας Τριάδος. Ἀπαραίτητος προϋπόθεσις διά τόν γάμον εἶναι ἡ πίστις εἰς τόν Ἰησοῦν Χριστόν, μία πίστις, τήν ὁποίαν ὀφείλουν νά ἀποδέχωνται ὁ νυμφίος καί ἡ νύμφη, ὁ ἀνήρ καί ἡ γυνή. Ἄλλωστε, τό θεμέλιον τῆς ἑνότητος τοῦ γάμου εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ἑνότης, ἵνα, διά τῆς ὑπό τοῦ ἁγίου Πνεύματος εὐλογίας τῆς συζυγικῆς ἀγάπης, δυνηθῇ τό ζεῦγος νά ἀντανακλᾷ τήν ἀγάπην Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας ὡς μυστηρίου τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τῆς αἰωνίου ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἀγάπῃ τοῦ Θεοῦ. 5. Ἡ προστασία τῆς ἱερότητος τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ὑπῆρξε πάντοτε ἰδιαζόντως σημαντική διά τήν προστασίαν τῆς Οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ τήν κοινωνίαν τῶν συζευγνυμένων προσώπων τόσον εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ὅσον καί εἰς τήν ὅλην κοινωνίαν. Οὕτως, ἡ διά τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπιτυγχανομένη κοινωνία προσώπων λειτουργεῖ ὄχι ἁπλῶς ὡς μία συμβατική φυσική σχέσις, ἀλλά καί ὡς μία οὐσιαστική καί δημιουργική πνευματική δύναμις διά τοῦ ἱεροῦ θεσμοῦ τῆς Οἰκογενείας. Aὕτη βεβαιώνει τήν προστασίαν καί τήν παιδείαν τῶν τέκνων τόσον εἰς τήν πνευματικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καί εἰς τήν λειτουργίαν τῆς κοινωνίας. 6. Ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετώπιζε πάντοτε μετά τῆς ἀναγκαίας αὐστηρότητος καί τῆς δεούσης ποιμαντικῆς εὐαισθησίας, κατά τό ὑπόδειγμα τῆς ἐπιεικείας τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου (Ρωμ. ζ’, 2-3. Α’ Κορ. ζ’, 1215, 39 κ.ἄ.), τόσον τάς θετικάς προϋποθέσεις (διαφορά φύλου, νόμιμος ἡλικία κ.ἄ.), ὅσον καί τάς ἀρνητικάς προϋποθέσεις (συγγένεια ἐξ αἵματος καί ἐξ ἀγχιστείας, πνευματική συγγένεια, ὑπάρχων γάμος, ἑτεροθρησκεία κ.ἄ.) διά τήν σύναψιν γάμου. Ἡ ποιμαντική εὐαισθησία ἦτο ἀναγκαία ὄχι μόνον διότι ἡ βιβλική παράδοσις καθορίζει τήν σχέσιν τοῦ φυσικοῦ δεσμοῦ τοῦ γάμου μετά τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί διότι ἡ ἐκκλησιαστική πρᾶξις δέν ἀποκλείει τήν πρόσληψιν ὡρισμένων περί γάμου ἀρχῶν τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ φυσικοῦ Δικαίου, αἱ ὁποῖαι προβάλλουν τόν δεσμόν τοῦ γάμου ἀνδρός καί γυναικός ὡς «θείου τε καὶ ἀνθρωπίνου δικαίου κοινωνίαν» (Μοδεστῖνος) καί εἶναι συμβαταί πρός τήν ἀποδιδομένην ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἱερότητα εἰς τό μυστήριον τοῦ γάμου. 7. Ὑπό τάς τοσοῦτον δυσχερεῖς συγχρόνους συνθήκας διά τό μυστήριον τοῦ γάμου καί διά τόν ἱερόν θεσμόν τῆς Οἰκογενείας, οἱ ἐπίσκοποι καί οἱ ποιμένες ὀφείλουν νά ἀναπτύξουν σύντονον ἐργασίαν εἰς τόν ποιμαντικόν τομέα διά νά προστατεύσουν τούς πιστούς πατρικῶς, συμπαριστάμενοι εἰς αὐτούς, διά νά ἐνισχύσουν τήν κλονισθεῖσαν ἐλπίδα - 126 -


αὐτῶν ἐκ τῶν ποικίλων δυσχερειῶν, θεμελιοῦντες τόν θεσμόν τῆς Οἰκογενείας ἐπί ἀκλονήτων θεμελίων, τά ὁποῖα οὔτε ἡ βροχή, οὔτε οἱ ποταμοί, οὔτε οἱ ἄνεμοι δύνανται νά καταστρέψουν, ἀφοῦ τά θεμέλια ταῦτα εἶναι ἡ πέτρα, ἡ δέ πέτρα εἶναι ὁ Χριστός (Ματθ. ζ’,25). 8. Τό τιθέμενον σήμερον ἐν τῇ κοινωνίᾳ ζήτημα εἶναι ὁ γάμος, ὁ ὁποῖος εἶναι τό κέντρον τῆς Οἰκογενείας καί ἡ Οἰκογένεια δικαιώνει τόν γάμον. Ἡ ἀσκουμένη εἰς τόν σύγχρονον κόσμον πίεσις διά τήν ἀναγνώρισιν νέων μορφῶν συμβιώσεως ἀποτελεῖ μίαν πραγματικήν ἀπειλήν διά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς. Ἡ κρίσις τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καί τῆς Οἰκογενείας εἰς διαφόρους μορφάς ἀνησυχεῖ βαθέως τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὄχι μόνον ἕνεκα τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν εἰς τήν δομήν τῆς κοινωνίας, ἀλλά καί ἕνεκα τῆς ἀπειλῆς διά τάς εἰδικωτέρας σχέσεις εἰς τούς κόλπους τῆς παραδοσιακῆς Οἰκογενείας. Κύρια θύματα τῶν τάσεων αὐτῶν εἶναι τό ζεῦγος καί ἰδιαιτέρως τά τέκνα, διότι δυστυχῶς αὐτά ὑφίστανται συνήθως ἐκ τῆς παιδικῆς ἤδη ἡλικίας αὐτῶν τό μαρτύριον, καίτοι οὐδεμίαν ἔχουν εὐθύνην δι’ αὐτό. 9. Ὁ νομίμως καταγεγραμμένος πολιτικός γάμος μεταξύ ἀνδρός καί γυναικός δέν ἔχει μυστηριακόν χαρακτῆρα, ἀποτελεῖ ἁπλῆν πρᾶξιν συμβιώσεως κυρωθεῖσαν ὑπό τοῦ κράτους, διάφορον πρός τόν εὐλογούμενον ὑπό τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας γάμον. Τά συνάπτοντα πολιτικόν γάμον μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά ἀντιμετωπίζωνται μετά ποιμαντικῆς εὐθύνης, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται διά νά κατανοήσουν τήν ἀξίαν τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου καί τῶν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρεουσῶν εὐλογιῶν δι’ αὐτούς. 10. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἀποδέχεται διά τά μέλη αὐτῆς σύμφωνα συμβιώσεως τοῦ αὐτοῦ ἤ ἑτέρου φύλου καί πᾶσαν ἄλλην μορφήν συμβιώσεως, διαφόρου τοῦ γάμου. Ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά καταβάλλῃ πάσας τάς δυνατάς ποιμαντικάς προσπαθείας, ὥστε τά παρεκκλίνοντα μέλη αὐτῆς εἰς τοιαύτας μορφάς συμβιώσεως νά δυνηθοῦν νά κατανοήσουν τήν πραγματικήν ἔννοιαν τῆς μετανοίας καί τῆς εὐλογημένης ὑπό τῆς Ἐκκλησίας ἀγάπης. 11. Αἱ βαρύταται συνέπειαι τῆς κρίσεως ταύτης ἐκφράζονται διά τῆς ἐπικινδύνου αὐξήσεως τοῦ ἀριθμοῦ τῶν διαζυγίων, τῶν ἀμβλώσεων καί πολλῶν ἄλλων ἐσωτερικῶν προβλημάτων εἰς τήν οἰκογενειακήν ζωήν. Αἱ συνέπειαι αὗται εἶναι μία μεγάλη πρόκλησις διά τήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον, διό καί οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλουν νά καταβάλλουν πᾶσαν δυνατήν προσπάθειαν διά τήν ἀντιμετώπισιν τῶν προβλημάτων αὐτῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλεῖ ἐν - 127 -


ἀγάπῃ τά τέκνα αὐτῆς καί ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως νά ὑπερασπισθοῦν τήν πιστότητα εἰς τήν ἱερότητα τῆς Οἰκογενείας. II. Κωλύματα Γάμου καί ἐφαρμογή τῆς Οἰκονομίας 1. Σχετικῶς μέ τά κωλύματα γάμου λόγῳ ἐξ αἵματος, ἐξ ἀγχιστείας, ἐξ υἱοθεσίας καί πνευματικῆς συγγενείας ἰσχύει ὅ,τι προβλέπεται ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων (53 καί 54 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου) καί τῆς συνῳδά τούτοις ἐκκλησιαστικῆς πράξεως, ὡς αὕτη ἐφαρμόζεται σήμερον εἰς τάς κατά τόπους αὐτοκεφάλους Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, καθορίζεται δέ καί περιγράφεται ἐν τοῖς Καταστατικοῖς Χάρταις αὐτῶν καί ταῖς σχετικαῖς συνοδικαῖς ἀποφάσεσιν αὐτῶν. 2. Περί τοῦ μή ἀμετακλήτως λυθέντος ἤ ἀκυρωθέντος γάμου καί τοῦ προϋπάρξαντος τρίτου, ἰσχύει ὅτι συνιστοῦν ἀπόλυτα κωλύματα πρός σύναψιν γάμου, συμφώνως πρός τήν κατηγορηματικῶς καταδικάζουσαν τήν διγαμίαν καί τόν τέταρτον γάμον Ὀρθοδόξον κανονικήν παράδοσιν. 3. Συμφώνως πρός τούς ἱερούς κανόνας κωλύεται κατ’ ἀκρίβειαν ἡ ἱερολόγησις γάμου μετά τήν μοναχικήν κουράν (καν. 16 τῆς Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί 44 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). 4. Ἡ ἱερωσύνη αὐτή καθ’ αὑτήν δέν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου, ἀλλ’ ὅμως, συμφώνως πρός τήν ἰσχύουσαν κανονικήν παράδοσιν (κανών 3 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου) μετά τήν χειροτονίαν κωλύεται ἡ σύναψις γάμου. 5. Περί τῶν μικτῶν γάμων Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων καί μή Χριστιανῶν ἤχθη εἰς τήν ἀπόφασιν, ὅπως i. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μεθ’ ἑτεροδόξων κωλύεται κατά κανονικήν ἀκρίβειαν (κανών 72 τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου). ii. Ἡ δυνατότης ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὡς πρός τά κωλύματα γάμου δέον ὅπως νά ἀντιμετωπίζεται ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, συμφώνως πρός τάς ἀρχάς τῶν ἱερῶν κανόνων, ἐν πνεύματι ποιμαντικῆς διακρίσεως, ἐπί τῷ σκοπῷ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. iii. ὁ γάμος Ὀρθοδόξων μετά μή χριστιανῶν κωλύεται ἀπολύτως κατά κανονικήν ἀκρίβειαν. 6. Ἡ κατά τήν ἐφαρμογήν τῆς περί κωλυμάτων γάμου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως πρᾶξις δέον νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν καί τάς διατάξεις τῆς ἑκασταχοῦ σχετικῆς κρατικῆς νομοθεσίας, ἄνευ ὑπερβάσεως τῶν ὁρίων τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας.

- 128 -


Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ Ἡ συμβολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης,τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων. «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱόν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόλυται, ἀλλ’ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. γ’, 16). Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ζῇ «ἐν τῷ κόσμῳ», ἀλλά δέν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. ιζ’, 11 καί 14-15). Ὁ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα τοῦ σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας, β’, PG 52, 429) εἶναι ἡ ζῶσα «παρουσία», τό σημεῖον καί ἡ εἰκών τῆς Βασιλείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν τῇ ἱστορίᾳ, εὐαγγελιζομένη «καινὴν κτίσιν» (Β’ Κορ. ε’, 17), «καινούς οὐρανούς καὶ γῆν καινήν... ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β’ Πέτρ. γ’, 13). Ἕνα κόσμον, εἰς τόν ὁποῖον ὁ Θεός «ἐξαλείψει πᾶν δάκρυον ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν (τῶν ἀνθρώπων), καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι, οὔτε πένθος οὔτε κραυγή οὔτε πόνος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀποκ. κα’, 4-5). Τήν προσδοκίαν αὐτήν βιώνει ἤδη καί προγεύεται ἡ Ἐκκλησία, κατ’ ἐξοχήν ὁσάκις τελεῖ τήν θείαν Εὐχαριστίαν, συνάγουσα «ἐπὶ τὸ αὐτό» (Α’ Κορ. ια’ 11, 20) τά διεσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ (Ἰωάν. ια’, 52) εἰς ἕν σῶμα ἄνευ διακρίσεως φυλῆς, φύλου, ἡλικίας, κοινωνικῆς ἤ ἄλλης καταστάσεως, ὅπου «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος, οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ» (Γαλ. γ’, 28, πρβλ. Κολ. γ’, 11), εἰς ἕνα κόσμον καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἀγάπης. Τήν πρόγευσιν αὐτήν τῆς «καινῆς κτίσεως», τοῦ μεταμορφωμένου κόσμου, βιώνει ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία εἰς τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων της, οἱ ὁποῖοι διά τῆς ἀσκήσεως καί τῆς ἀρετῆς των κατέστησαν ἤδη εἰς τήν ζωήν αὐτήν εἰκόνες τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδεικνύοντες καί βεβαιοῦντες τοιουτοτρόπως ὅτι ἡ προσδοκία ἑνός κόσμου εἰρήνης, δικαιοσύνης καί ἀγάπης δέν εἶναι οὐτοπία, ἀλλά «ἐλπιζομένων ὑπόστασις» (Ἑβρ. ια’, 1), δυνατή μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ καί τόν πνευματικόν ἀγῶνα τοῦ ἀνθρώπου. Ἐμπνεομένη διαρκῶς ἀπό τήν προσδοκίαν καί τήν πρόγευσιν αὐτήν τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἐκκλησία δέν ἀδιαφορεῖ διά τά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀλλά, ἀντιθέτως, συμμετέχει εἰς - 129 -


τήν ἀγωνίαν καί τά ὑπαρξιακά προβλήματά του, αἴρουσα, ὅπως ὁ Κύριός της, τήν ὀδύνην καί τάς πληγάς, τάς ὁποίας προκαλεῖ τό κακόν εἰς τόν κόσμον καί ἐπιχέουσα, ὡς ὁ καλός Σαμαρείτης, ἔλαιον καί οἶνον εἰς τά τραύματα αὐτοῦ (Λουκ. ι’, 34) διά τοῦ λόγου «τῆς ὑπομονῆς καὶ παρακλήσεως» (Ρωμ. ιε’, 4, Ἑβρ. ιγ’, 22) καί διά τῆς ἐμπράκτου ἀγάπης. Ὁ λόγος της πρός τόν κόσμον ἀποβλέπει πρωτίστως ὄχι εἰς τό νά κρίνῃ καί καταδικάσῃ τόν κόσμον (πρβλ. Ἰωάν. γ’, 17 καί ιβ’, 47), ἀλλά εἰς τό νά προσφέρῃ εἰς αὐτόν ὡς ὁδηγόν τό Εὐαγγέλιον τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τήν ἐλπίδα καί βεβαιότητα ὅτι τό κακόν, ὑπό οἱανδήποτε μορφήν, δέν ἔχει τόν τελευταῖον λόγον εἰς τήν ἱστορίαν καί δέν πρέπει νά ἀφεθῇ νά κατευθύνῃ τήν πορείαν της. Ἡ μεταφορά τοῦ μηνύματος τοῦ Εὐαγγελίου συμφώνως πρός τήν τελευταίαν ἐντολήν τοῦ Χριστοῦ «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Ματθ. κη’, 19), ἀποτελεῖ διαχρονικήν ἀποστολήν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολή αὐτή πρέπει νά ἐκπληροῦται ὄχι ἐπιθετικῶς ἤ διά διαφόρων μορφῶν προσηλυτισμοῦ, ἀλλά ἐν ἀγάπῃ, ταπεινοφροσύνῃ καί σεβασμῷ πρός τήν ταυτότητα ἑκάστου ἀνθρώπου καί τήν πολιτιστικήν ἰδιαιτερότητα ἑκάστου λαοῦ. Εἰς τήν ἱεραποστολικήν αὐτήν προσπάθειαν ὀφείλουν νά συμβάλλουν πᾶσαι αἱ Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι. Ἀντλοῦσα ἀπό τάς ἀρχάς αὐτάς καί ἀπό τήν ὅλην ἐμπειρίαν καί διδασκαλίαν τῆς πατερικῆς, λειτουργικῆς καί ἀσκητικῆς της παραδόσεως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει εἰς τόν προβληματισμόν καί τήν ἀγωνίαν τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου ὡς πρός θεμελιώδη ὑπαρξιακά ζητήματα, τά ὁποῖα ἀπασχολοῦν τόν σύγχρονον κόσμον, ἐπιθυμοῦσα νά συμβάλῃ εἰς τήν ἀντιμετώπισίν των, ὥστε νά ἐπικρατήσῃ εἰς τόν κόσμον ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα» (Φιλ. δ’, 7), ἡ καταλλαγή καί ἡ ἀγάπη. Α. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου 1. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀπορρέουσα ἐκ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ’ ὁμοίωσιν καί ἐκ τῆς ἀποστολῆς αὐτοῦ εἰς τό σχέδιον τοῦ Θεοῦ διά τόν ἄνθρωπον καί τόν κόσμον, ὑπῆρξε πηγή ἐμπνεύσεως διά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι ἐνεβάθυναν εἰς τό μυστήριον τῆς θείας Οἰκονομίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τονίζει χαρακτηριστικῶς διά τόν ἄνθρωπον ὅτι ὁ Δημιουργός «οἷόν τινα κόσμον ἕτερον, ἐν μικρῷ μέγαν, ἐπὶ τῆς γῆς ἵστησιν, ἄγγε- 130 -


λον ἄλλον, προσκυνητὴν μικτόν, ἐπόπτην τῆς ὁρατῆς κτίσεως, μύστην τῆς νοουμένης, βασιλέα τῶν ἐπί γῆς, ... ζῶον ἐνταῦθα οἰκονομούμενον, καὶ ἀλλαχοῦ μεθιστάμενον, καὶ πέρας τοῦ μυστηρίου, τῇ πρὸς Θεόν νεύσει θεούμενον» (Λόγος ΜΕ’, Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα, 7. ΡG 36, 632AB). Ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου Θεοῦ εἶναι ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστός, ἀνακαινίσας ἐν Ἑαυτῷ τόν παλαιόν Ἀδάμ (πρβλ. Ἐφ. β’, 15), «συναπεθέου γε τὸν ἄνθρωπον, ἀπαρχὴν τῆς ἡμῶν ἐλπίδος» (Εὐσεβίου, Εὐαγγελική Ἀπόδειξις, 4, 14. ΡG 22, 289Α). Τοῦτο διότι, ὅπως εἰς τόν παλαιόν Ἀδάμ ἐνυπῆρχεν ἤδη ὁλόκληρον τό ἀνθρώπινον γένος, οὕτω καί εἰς τόν νέον Ἀδάμ συνεκεφαλαιώθη ὁλόκληρον ἐπίσης τό ἀνθρώπινον γένος. «Ἄνθρωπος γέγονεν ὁ Μονογενής, ...ἀνακεφαλαιώσασθαι πάλιν καὶ εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀναλαβεῖν τὸ διολισθῆσαν γένος, τουτέστι, τὸ ἀνθρώπινον» (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία ἤ ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, Θ´. PG 74, 273D-275A). Ἡ διδασκαλία αὐτή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἀνεξάντλητος πηγή πάσης χριστιανικῆς προσπαθείας διά τήν περιφρούρησιν τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρώπου. 2. Ἐπ’ αὐτῆς τῆς βάσεως εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχριστιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, οὕτως ὥστε αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν. 3. Ὡς προϋπόθεσις μιᾶς εὐρυτέρας ἐν προκειμένῳ συνεργασίας δύναται νά χρησιμεύσῃ ἡ κοινή ἀποδοχή τῆς ὑψίστης ἀξίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Αἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι εἶναι δυνατόν νά συμβάλουν εἰς τήν διαθρησκειακήν συνεννόησιν καί συνεργασίαν διά τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν καί κοινωνικήν συμβίωσιν τῶν λαῶν, χωρίς τοῦτο νά συνεπάγεται οἱονδήποτε θρησκευτικόν συγκρητισμόν. 4. Ἔχομεν τήν πεποίθησιν ὅτι ὡς «Θεοῦ συνεργοί» (Α’ Κορ. γ’, 9), δυνάμεθα νά προχωρήσωμεν εἰς τήν διακονίαν ταύτην ἀπό κοινοῦ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων καλῆς θελήσεως, τῶν ἀγαπώντων τήν κατά Θεόν εἰρήνην, ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ἀνθρωπίνης κοινωνίας ἐπί τοπικοῦ, ἐθνικοῦ καί διεθνοῦς ἐπιπέδου. Ἡ διακονία αὐτή εἶναι ἐντολή Θεοῦ (Ματθ. ε’, 9). Β. Περί ἐλευθερίας καί εὐθύνης 1. Ἡ ἐλευθερία εἶναι ἕν ἐκ τῶν ὑψίστων δώρων τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπον. «Ὁ πλάσας ἀπ’ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἀφῆκε καὶ αὐτεξούσιον, νόμῳ τῷ τῆς ἐντολῆς μόνον κρατούμενον» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΙΔ’, Περί φιλοπτωχίας, 25. PG 35, 892Α). Ἡ ἐλευθερία κα- 131 -


θιστᾷ μέν τόν ἄνθρωπον ἱκανόν νά προοδεύῃ πρός τήν πνευματικήν τελειότητα, ἀλλά, συγχρόνως, ἐμπερικλείει τόν κίνδυνον τῆς παρακοῆς, τῆς ἀπό τοῦ Θεοῦ αὐτονομήσεως καί, δι’ αὐτῆς, τῆς πτώσεως, ἐξ οὗ καί αἱ τραγικαί συνέπειαι τοῦ κακοῦ ἐν τῷ κόσμῳ. 2. Συνέπεια τοῦ κακοῦ τούτου εἶναι αἱ ἐπικρατοῦσαι σήμερον ἐν τῇ ζωῇ ἀτέλειαι καί ἐλλείψεις, ὡς ἡ ἐκκοσμίκευσις, ἡ βία, ἡ ἔκλυσις τῶν ἠθῶν, τά παρατηρούμενα νοσηρά φαινόμενα τῆς λήψης ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν καί τῆς ὑποταγῆς εἰς ἄλλους ἐθισμούς, ἰδίᾳ δέ εἰς μερίδα τῆς συγχρόνου νεότητος, ὁ φυλετισμός, οἱ ἐξοπλισμοί, οἱ πόλεμοι καί τά τούτων ἀπότοκα κοινωνικά κακά, ἡ καταπίεσις κοινωνικῶν ὁμάδων, θρησκευτικῶν κοινοτήτων καί λαῶν ὁλοκλήρων, ἡ κοινωνική ἀνισότης, ὁ περιορισμός τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἰς τόν χῶρον τῆς ἐλευθερίας τῶν συνειδήσεων καί τῆς θρησκευτικῆς εἰδικώτερον ἐλευθερίας, ἡ παραπληροφόρησις καί ἡ χειραγώγησις τῆς κοινῆς γνώμης, ἡ οἰκονομική ἀθλιότης, ἡ ἄνισος κατανομή ἤ καί ἡ παντελής στέρησις τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων πρός τό ζῇν ἀγαθῶν, ἡ πεῖνα τῶν ὑποσιτιζομένων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων, αἱ βίαιαι μετακινήσεις πληθυσμῶν καί ἡ ἀθέμιτος διακίνησις ἀνθρώπων, τό προσφυγικόν χάος, ἡ καταστροφή τοῦ περιβάλλοντος, ἡ ἀνεξέλεγκτος χρῆσις τῆς γενετικῆς βιοτεχνολογίας καί βιοϊατρικῆς ἀναφορικῶς πρός τήν ἀρχήν, τήν διάρκειαν καί τό τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Πάντα ταῦτα ὑφαίνουν τό ἀπέραντον ἄγχος τῆς ἀγωνιώδους συγχρόνου ἀνθρωπότητος. 3. Ἔναντι τῆς καταστάσεως αὐτῆς, ἡ ὁποία ὡδήγησεν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τῆς θεωρήσεως τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, καθῆκον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι, ὅπως προβάλῃ σήμερον, διά τοῦ κηρύγματος, τῆς θεολογίας, τῆς λατρείας καί τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου της, τήν ἀλήθειαν τῆς ἐν Χριστῷ ἐλευθερίας. «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα οἰκοδομεῖ. Μηδεὶς τὸ ἑαυτοῦ ζητείτω, ἀλλὰ τὸ τοῦ ἑτέρου ἕκαστος... Ἵνα τὶ γὰρ ἡ ἐλευθερία μου κρίνεται ὑπὸ ἄλλης συνειδήσεως;» (Α’ Κορ. ι’, 23-24 καί ι’, 29). Ἐλευθερία ἄνευ εὐθύνης καί ἀγάπης ὁδηγεῖ τελικῶς εἰς τήν ἀπώλειαν τῆς ἐλευθερίας. Γ. Περί εἰρήνης καί δικαιοσύνης 1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καί ἀναδεικνύει διαχρονικῶς τήν κεντρικήν θέσιν τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης εἰς τήν ζωήν τῶν ἀνθρώπων. Αὐτή αὕτη ἡ ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψις χαρακτηρίζεται «εὐαγγέλιον τῆς εἰρήνης» (Ἐφ. ς’, 15), διότι ὁ Χριστός, «εἰρηνοποιήσας διὰ τοῦ αἵματος τοῦ σταυροῦ αὐτοῦ» τά πάντα (Κολ. α’, 20), «εὐηγγελίσατο εἰρή- 132 -


νην τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς» (Ἐφ. β’, 17) καί κατέστη «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Ἐφ. β’, 14). Ἡ εἰρήνη αὕτη, ἡ «ὑπερέχουσα πάντα νοῦν» (Φιλ. δ’, 7) εἶναι, ὡς εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰς τούς μαθητάς Του πρό τοῦ Πάθους, εὐρυτέρα καί οὐσιαστικωτέρα τῆς εἰρήνης, τήν ὁποίαν ἐπαγγέλλεται ὁ κόσμος: «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν· οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν» (Ἰωάν. ιδ’, 27). Καί τοῦτο, διότι ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ ὥριμος καρπός τῆς ἐν Αὐτῷ ἀνακεφαλαιώσεως τῶν πάντων, τῆς ἀναδείξεως τῆς ἀξίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ὡς εἰκόνος Θεοῦ· τῆς προβολῆς τῆς ἐν Αὐτῷ ὀργανικῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τοῦ κόσμου· τῆς καθολικότητος τῶν ἀρχῶν τῆς εἰρήνης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καί, τέλος, τῆς καρποφορίας τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν τοῦ κόσμου. Ἡ πραγματική εἰρήνη εἶναι ὁ καρπός τῆς ἐπί τῆς γῆς ἐπικρατήσεως ὅλων αὐτῶν τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν. Εἶναι ἡ ἄνωθεν εἰρήνη, περί τῆς ὁποίας πάντοτε εὔχεται ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰς τάς καθημερινάς της δεήσεις, ἐξαιτουμένη ταύτην παρά τοῦ Θεοῦ, τοῦ τά πάντα δυναμένου καί εἰσακούοντος τάς προσευχάς τῶν μετά πίστεως Αὐτῷ προσερχομένων. 2. Ἐκ τῶν ἀνωτέρω καθίσταται δῆλον διατί ἡ Ἐκκλησία, ὡς «Σῶμα Χριστοῦ» (Α’ Κορ. ιβ’, 27), δέεται πάντοτε ὑπέρ εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ ὁποία εἰρήνη, κατά τόν Κλήμεντα Ἀλεξανδρέα, εἶναι συνώνυμον τῆς δικαιοσύνης (Στρωματεῖς, 4, 25. ΡG 8, 1369B-72A). Ὁ δέ Μέγας Βασίλειος προσθέτει: «οὐ δύναμαι πεῖσαι ἐμαυτόν, ὅτι ἄνευ τῆς εἰς ἀλλήλους ἀγάπης καὶ ἄνευ τοῦ, τὸ εἰς ἐμὲ ἧκον, εἰρηνεύειν πρὸς πάντας δύναμαι ἄξιος κληθῆναι δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Ἐπιστολή 203, 1. PG 32, 737B). Τοῦτο εἶναι, ὡς σημειώνει ὁ αὐτός Πατήρ, τόσον αὐτονόητον διά τόν Χριστιανόν, ὥστε «οὐδὲν οὕτως ἴδιόν ἐστι Χριστιανοῦ ὡς τὸ εἰρηνοποιεῖν» (Ἐπιστολή 114. ΡG 32, 528B). Ἡ εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μυστική δύναμις, ἡ ὁποία πηγάζει ἀπό τήν καταλλαγήν τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν οὐράνιον Πατέρα Του, «κατά πρόνοιαν Ἰησοῦ, τοῦ τὰ πάντα ἐν πᾶσιν ἐνεργοῦντος, καὶ ποιοῦντος εἰρήνην ἄρρητον καὶ ἐξ αἰῶνος προωρισμένην καὶ ἀποκαταλλάσσοντος ἡμᾶς ἑαυτῷ καὶ ἐν ἑαυτῷ τῷ Πατρί» (Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί θείων ὀνομάτων, 11, 5. ΡG 3, 953AB). 3. Ὀφείλομεν συγχρόνως νά ὑπογραμμίσωμεν ὅτι τά δῶρα τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης ἐξαρτῶνται καί ἐκ τῆς ἀνθρωπίνης συνεργίας. Τό Ἅγιον Πνεῦμα χορηγεῖ πνευματικά δῶρα, ὅταν ἐν μετανοίᾳ ἐπιζητῶμεν τήν εἰρήνην καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ. Τά δῶρα ταῦτα τῆς - 133 -


εἰρήνης καί δικαιοσύνης ἐμφανίζονται ἐκεῖ ἔνθα οἱ Χριστιανοί καταβάλλουν προσπαθείας εἰς τό ἔργον τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλπίδος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν (Α’ Θεσ. α’, 3). 4. Ἡ ἁμαρτία εἶναι πνευματική ἀσθένεια, τῆς ὁποίας τά ἐξωτερικά συμπτώματα εἶναι αἱ ταραχαί, αἱ ἔριδες, τά ἐγκλήματα καί οἱ πόλεμοι, μετά τῶν τραγικῶν αὐτῶν συνεπειῶν. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιδιώκει νά ἐξαλείψῃ οὐ μόνον τά ἐξωτερικά συμπτώματα αὐτῆς τῆς ἀσθενείας, ἀλλά καί αὐτήν ταύτην τήν ἀσθένειαν, τήν ἁμαρτίαν. 5. Συγχρόνως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θεωρεῖ καθῆκον αὐτῆς νά ἐπικροτῇ πᾶν ὅ,τι ἐξυπηρετεῖ πράγματι τήν εἰρήνην (Ρωμ. ιδ’, 19) καί ἀνοίγει τήν ὁδόν πρός τήν δικαιοσύνην, τήν ἀδελφοσύνην, τήν ἀληθῆ ἐλευθερίαν καί τήν ἀμοιβαίαν ἀγάπην μεταξύ ὅλων τῶν τέκνων τοῦ ἑνός οὐρανίου Πατρός, ὡς καί μεταξύ ὅλων τῶν λαῶν τῶν ἀποτελούντων τήν ἑνιαίαν ἀνθρωπίνην οἰκογένειαν. Συμπάσχει δέ μεθ’ ὅλων τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι εἰς διάφορα μέρη τοῦ κόσμου στεροῦνται τῶν ἀγαθῶν τῆς εἰρήνης καί τῆς δικαιοσύνης. Δ. Ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀποτροπή τοῦ πολέμου 1. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καταδικάζει γενικῶς τόν πόλεμον, τόν ὁποῖον θεωρεῖ ἀπόρροιαν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας. «Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; Οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;» (Ἰακ. δ’, 1). Ἕκαστος πόλεμος ἀποτελεῖ ἀπειλήν καταστροφῆς τῆς δημιουργίας καί τῆς ζωῆς. Ὅλως ἰδιαιτέρως, εἰς περιπτώσεις πολέμων δι’ ὅπλων μαζικῆς καταστροφῆς, αἱ συνέπειαι θά εἶναι τρομακτικαί, ὄχι μόνον διότι θά ἐπέλθῃ ὁ θάνατος εἰς ἀπρόβλεπτον ἀριθμόν ἀνθρώπων, ἀλλά καί διότι δι’ ὅσους θά ἐπιζήσουν ὁ βίος θά καταστῇ ἀβίωτος. Θά ἐμφανισθοῦν ἀνίατοι ἀσθένειαι, θά προκληθοῦν γενετικαί ἀλλαγαί καί ἄλλα δεινά, τά ὁποῖα θά ἐπηρεάζουν καταστρεπτικῶς καί τάς ἑπομένας γενεάς. Λίαν ἐπικίνδυνος δέν εἶναι μόνον ὁ πυρηνικός ἐξοπλισμός, ἀλλά καί οἱ χημικοί, οἱ βιολογικοί καί πάσης μορφῆς ἐξοπλισμοί, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦν τήν ψευδαίσθησιν τῆς ὑπεροχῆς καί κυριαρχίας ἐπί τοῦ περιβάλλοντος κόσμου. Τοιοῦτοι ἐξοπλισμοί καλλιεργοῦν ἀτμόσφαιραν φόβου καί ἐλλείψεως ἐμπιστοσύνης καί καθίστανται αἰτία ἑνός νέου ἀνταγωνισμοῦ ἐξοπλισμῶν. 2. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, θεωροῦσα κατ’ ἀρχήν τόν πόλεμον ἀπόρροιαν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, ἐνθαρρύνει πᾶσαν πρωτοβουλίαν καί προσπάθειαν πρός πρόληψιν ἤ ἀποτροπήν αὐτοῦ διά τοῦ - 134 -


διαλόγου καί διά παντός ἄλλου προσφόρου μέσου. Εἰς περίπτωσιν κατά τήν ὁποίαν ὁ πόλεμος καταστῇ ἀναπόφευκτος, ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει προσευχομένη καί μεριμνῶσα ποιμαντικῶς διά τά τέκνα αὐτῆς, τά ὁποῖα ἐμπλέκονται εἰς τάς πολεμικάς συγκρούσεις διά τήν ὑπεράσπισιν τῆς ζωῆς καί τῆς ἐλευθερίας αὐτῶν, καταβάλλουσα πᾶσαν προσπάθειαν διά τήν ταχυτέραν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρήνης καί τῆς ἐλευθερίας. 3. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καταδικάζει ἐντόνως τάς ποικιλομόρφους συγκρούσεις καί τούς πολέμους, τούς ὀφειλομένους εἰς φανατισμόν, προερχόμενον ἐκ θρησκευτικῶν ἀρχῶν. Βαθεῖαν ἀνησυχίαν προκαλεῖ ἡ μόνιμος τάσις αὐξήσεως τῶν καταπιέσεων καί διώξεων τῶν χριστιανῶν καί ἄλλων κοινοτήτων, ἐξ αἰτίας τῆς πίστεως αὐτῶν, εἰς τήν Μέσην Ἀνατολήν καί ἀλλαχοῦ, καθώς καί αἱ ἀπόπειραι ἐκριζώσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐκ τῶν παραδοσιακῶν κοιτίδων αὐτοῦ. Τοιουτοτρόπως, ἀπειλοῦνται αἱ ὑφιστάμεναι διαθρησκειακαί καί διεθνεῖς σχέσεις, ἐνῷ πολλοί χριστιανοί ἀναγκάζονται νά ἐγκαταλείψουν τάς ἑστίας αὑτῶν. Οἱ ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξοι συμπάσχουν μετά τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν χριστιανῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων διωκομένων ἐν τῇ περιοχῇ καί καλοῦν εἰς ἐξεύρεσιν δικαίας καί μονίμου λύσεως τῶν προβλημάτων τῆς περιοχῆς. Καταδικάζονται ἐπίσης πόλεμοι, ἐμπνεόμενοι ὑπό ἐθνικισμοῦ, προκαλοῦντες ἐθνοκαθάρσεις, μεταβολάς κρατικῶν ὁρίων καί κατάληψιν ἐδαφῶν. Ε. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔναντι τῶν διακρίσεων 1. Ὁ Κύριος, ὡς Βασιλεύς τῆς δικαιοσύνης (Ἑβρ. ζ’, 2-3), ἀποδοκιμάζει τήν βίαν καί τήν ἀδικίαν (Ψαλμ. ι’, 5) καί καταδικάζει τήν ἀπάνθρωπον στάσιν πρός τόν πλησίον (Μάρκ. κε’, 41-46. Ἰακ. β’, 15-16). Εἰς τήν Βασιλείαν Aὐτοῦ, ἡ ὁποία εἰκονίζεται καί εἶναι παροῦσα ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Του ἤδη ἐδῶ εἰς τήν γῆν, δέν ὑπάρχει τόπος οὔτε διά τό μῖσος, οὔτε δι’ ἔχθραν καί μισαλλοδοξίαν (Ἠσ. ια’, 6. Ρωμ. ιβ’, 10). 2. Ἡ θέσις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ἐν προκειμένῳ σαφής. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ Θεός «ἐποίησεν ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων κατοικεῖν ἐπὶ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς» (Πράξ. ιζ’, 26) καί ὅτι ἐν Χριστῷ «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γαλ. γ’, 28). Εἰς τό ἐρώτημα «καὶ τὶς ἐστί μου πλησίον;» ὁ Χριστός ἀπήντησε διά τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου (Λουκ. ι’, 25-37). Καί οὕτως ἐδίδαξε τήν κατάλυσιν παντός μεσοτοίχου ἔχθρας καί προκαταλήψεως. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὁμολογεῖ ὅτι ἕκαστος ἄνθρωπος, ἀνεξαρτήτως - 135 -


χρώματος, θρησκείας, φυλῆς, φύλου, ἐθνικότητος, γλώσσης, ἔχει δημιουργηθῆ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ καί ἀπολαμβάνει ἴσα δικαιώματα ἐν τῇ κοινωνίᾳ. Συνεπής πρός τήν πίστιν αὐτήν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν δέχεται τάς διακρίσεις δι’ ἕκαστον ἐκ τῶν προαναφερθέντων λόγων, ἐφ’ ὅσον αὗται προϋποθέτουν ἀξιολογικήν διαφοράν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. 3. Ἡ Ἐκκλησία, ἐν τῷ πνεύματι τοῦ σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῆς ἴσης μεταχειρίσεως τῶν ἀνθρώπων, ἀξιολογεῖ τήν ἐφαρμογήν τῶν ἀρχῶν αὐτῶν ὑπό τό φῶς τῆς διδασκαλίας της περί τῶν μυστηρίων, τῆς οἰκογενείας, τῆς θέσεως τῶν δύο φύλων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί τῶν ἐν γένει ἀξιῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δικαίωμα ἵνα διακηρύττῃ τήν μαρτυρίαν τῆς διδασκαλίας της εἰς τόν δημόσιον χῶρον. ΣΤ. Ἡ ἀποστολή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς μαρτυρία ἀγάπης ἐν διακονίᾳ. 1. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπιτελοῦσα τήν σωτήριον αὐτῆς ἀποστολήν ἐν τῷ κόσμῳ, μεριμνᾷ ἐμπράκτως διά πάντας τούς ἀνθρώπους χρῄζοντας βοηθείας, τούς πεινῶντας, τούς ἀπόρους, τούς ἀσθενεῖς, τούς ἀναπήρους, τούς ὑπερήλικας, τούς διωκομένους, τούς αἰχμαλώτους, τούς φυλακισμένους, τούς ἀστέγους, τά ὀρφανά, τά θύματα τῶν καταστροφῶν καί τῶν πολεμικῶν συγκρούσεων, τῆς ἐμπορίας ἀνθρώπων καί τῶν συγχρόνων μορφῶν δουλείας. Αἱ καταβαλλόμεναι ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας προσπάθειαι διά τήν καταπολέμησιν τῆς ἐνδείας καί τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας ἀποτελοῦν ἔκφρασιν τῆς πίστεως αὐτῆς καί διακονίαν Αὐτοῦ τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐταύτισεν Ἑαυτόν πρός πάντα ἄνθρωπον, ἰδίως πρός τούς ἐν ἀνάγκαις εὑρισκομένους: «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. κε’, 40). Ἐν τῇ πολυπτύχῳ ταύτῃ κοινωνικῇ διακονίᾳ, ἡ Ἐκκλησία δύναται νά συνεργάζηται μετά τῶν διαφόρων σχετικῶν κοινωνικῶν φορέων. 2. Οἱ ἀνταγωνισμοί καί αἱ ἐχθρότητες ἐν τῷ κόσμῳ εἰσάγουν ἀδικίαν καί ἀνισότητα εἰς τήν συμμετοχήν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν εἰς τά ἀγαθά τῆς θείας δημιουργίας. Στεροῦν ἀπό ἑκατομμύρια ἀνθρώπων τά βασικά ἀγαθά καί ὁδηγοῦν εἰς ἐξαθλίωσιν τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, προκαλοῦν μαζικάς μεταναστεύσεις πληθυσμῶν, διεγείρουν ἐθνικάς, θρησκευτικάς καί κοινωνικάς συγκρούσεις, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν τήν ἐσωτερικήν συνοχήν τῶν κοινωνιῶν. 3. Ἡ Ἐκκλησία δέν δύναται νά μείνῃ ἀδιάφορος ἔναντι τῶν οἰκονο- 136 -


μικῶν καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἐπηρεάζουν ἀρνητικῶς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. Ἐπιμένει εἰς τήν ἀνάγκην, οὐχί μόνον ἡ οἰκονομία νά ἐρείδηται ἐπί ἠθικῶν ἀρχῶν, ἀλλά καί ἐμπράκτως νά διακονῆται δι’ αὐτῆς ὁ ἄνθρωπος, συμφώνως καί πρός τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, «κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πράξ. κ’, 35). Ὁ Μ. Βασίλειος γράφει ὅτι «σκοπός οὖν ἑκάστῳ προκεῖσθαι ὀφείλει ἐν τῷ ἔργῳ ἡ ὑπηρεσία τῶν δεομένων, οὐχὶ ἡ ἰδία αὐτοῦ χρεία» (Ὅροι κατά πλάτος ΜΒ’. PG 31, 1025A). 4. Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούς ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων, συγκεντρώσεως τοῦ πλούτου εἰς χεῖρας ὀλίγων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος. Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης. 5. Ὑπό τάς τραγικάς ταύτας καταστάσεις, κατανοεῖται ἡ τεραστία εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας διά τήν καταπολέμησιν τῆς πείνης καί πάσης ἄλλης μορφῆς ἐνδείας ἐν τῷ κόσμῳ.Ἕν τοιοῦτον φαινόμενον εἰς τήν ἐποχήν μας, κατά τήν ὁποίαν αἱ χῶραι ζοῦν ὑπό καθεστώς παγκοσμιοποιημένης οἰκονομίας, ὑποδηλοῖ τήν σοβαράν κρίσιν ταυτότητος τοῦ συγχρόνου κόσμου, διότι ἡ πεῖνα οὐχί μόνον ἀπειλεῖ τό θεῖον δῶρον τῆς ζωῆς ὁλοκλήρων λαῶν, ἀλλά καί θίγει τό μεγαλεῖον καί τήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, συγχρόνως δέ προσβάλλει καί τόν ἴδιον τόν Θεόν. Διά τοῦτο, ἄν ἡ μέριμνα διά τήν ἰδικήν μας τροφήν εἶναι θέμα ὑλικόν, ἡ μέριμνα διά τήν τροφήν τοῦ συνανθρώπου μας εἶναι θέμα πνευματικόν (Ἰακ. β’, 14-18). Ἀποτελεῖ, ἑπομένως, ἀποστολήν ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά ἐπιδεικνύουν ἀλληλεγγύην καί νά ὀργανώνουν ἀποτελεσματικῶς τήν βοήθειάν των πρός τούς ἐνδεεῖς ἀδελφούς. 6. Ἡ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐν τῷ καθολικῷ σώματι αὐτῆς, περικλείουσα εἰς τούς κόλπους αὐτῆς πολλούς λαούς τῆς γῆς, ἀναδεικνύει τήν ἀρχήν τῆς πανανθρωπίνου ἀλληλεγγύης καί ὑποστηρίζει τήν στενοτέραν συνεργασίαν λαῶν καί κρατῶν πρός εἰρηνικήν ἐπίλυσιν τῶν διαφορῶν. 7. Ἀνησυχίαν προκαλεῖ εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἡ διαρκῶς αὐξανομένη ἐπιβολή εἰς τήν ἀνθρωπότητα ἑνός καταναλωτικοῦ τρόπου ζωῆς, ὁ ὁποῖος - 137 -


στερεῖται τῶν χριστιανικῶν ἠθικῶν ἀξιῶν. Ὑπό τήν ἔννοιαν αὐτήν, ὁ καταναλωτισμός οὗτος, ἐν συνδυασμῷ μετά τῆς ἐκκοσμικευμένης παγκοσμιοποιήσεως, τείνει νά ὁδηγήσῃ τούς λαούς εἰς τήν ἀπώλειαν τῶν πνευματικῶν καταβολῶν αὐτῶν, εἰς τήν ἱστορικήν ἀμνησίαν καί εἰς τήν λήθην τῶν παραδόσεων. 8. Τά μέσα γενικῆς ἐνημερώσεως οὐχί σπανίως τελοῦν ὑπό τόν ἔλεγχον μιᾶς ἰδεολογίας φιλελευθέρας παγκοσμιοποιήσεως καί οὕτω καθίστανται δίαυλοι διαδόσεως τοῦ καταναλωτισμοῦ καί τῆς ἀνηθικότητος. Ἰδιαιτέραν ἀνησυχίαν προκαλοῦν περιστατικά, καθ’ ἅ ἡ στάσις ἔναντι τῶν θρησκευτικῶν ἀξιῶν χαρακτηρίζεται ἀπό ἔλλειψιν σεβασμοῦ, ἐνίοτε δέ καί διά βλασφημίαν, προξενοῦντα διχασμούς καί ἐξεγέρσεις ἐντός τῆς κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία προειδοποιεῖ τά τέκνα αὐτῆς διά τόν κίνδυνον τοῦ ἐπηρεασμοῦ τῶν συνειδήσεων διά τῶν μέσων ἐνημερώσεως καί τῆς χρήσεως αὐτῶν οὐχί διά τήν προσέγγισιν τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, ἀλλά διά τήν χειραγώγησίν των. 9. Εἰς τήν πορείαν, ἥν διανύει ἡ Ἐκκλησία, κηρύττουσα καί ἀσκοῦσα τήν σωτήριον ἀποστολήν αὐτῆς διά τήν ἀνθρωπότητα, ὁλοέν καί τακτικώτερον ἔρχεται ἀντιμέτωπος μετά τῶν ἐκφάνσεων τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καλεῖται νά ἐπαναδιατυπώσῃ καί φανερώσῃ τήν προφητικήν μαρτυρίαν της εἰς τόν κόσμον, στηριζομένη εἰς τήν ἐμπειρίαν τῆς πίστεως, ὑπενθυμίζουσα ἐν ταὐτῷ καί τήν πραγματικήν ἀποστολήν αὐτῆς, διά τῆς καταγγελίας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τῆς καλλιεργείας συνειδήσεως ἑνότητος εἰς τό ποίμνιον αὐτῆς. Οὕτω, διανοίγεται εὐρύ πεδίον δι’ αὐτήν, δεδομένου ὅτι ὡς οὐσιαστικόν στοιχεῖον τῆς ἐκκλησιολογικῆς της διδασκαλίας προβάλλει εἰς τόν διεσπασμένον κόσμον τήν εὐχαριστιακήν κοινωνίαν καί ἑνότητα. 10. Ὁ πόθος τῆς συνεχοῦς αὐξήσεως τῆς εὐημερίας καί ἡ ἄμετρος κατανάλωσις ἀναποφεύκτως ὁδηγοῦν εἰς τήν δυσανάλογον χρῆσιν καί τήν ἐξάντλησιν τῶν φυσικῶν πόρων. Ἡ δημιουργηθεῖσα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ κτίσις, ἡ ὁποία ἐδόθη εἰς τόν ἄνθρωπον «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν» αὐτήν (πρβλ. Γεν. β’, 15), ὑφίσταται τάς συνεπείας τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου: «Τῇ γὰρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη, οὐχ ἑκοῦσα, ἀλλὰ διὰ τὸν ὑποτάξαντα, ἐπ’ ἐλπίδι ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ. Οἴδαμεν γὰρ ὅτι πᾶσα ἡ κτίσις συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν» (Ρωμ. η’, 20-22). Ἡ οἰκολογική κρίσις, ἡ ὁποία συνδέεται πρός τάς κλιματολογικάς - 138 -


ἀλλαγάς καί τήν ὑπερθέρμανσιν τοῦ πλανήτου, καθιστᾷ ἐπιτακτικόν τό χρέος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως συμβάλῃ, διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν αὐτῆς πνευματικῶν μέσων, εἰς τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ ἐκ τῶν συνεπειῶν τῆς ἀνθρωπίνης ἀπληστίας. Ἡ ἀπληστία διά τήν ἱκανοποίησιν τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὁδηγεῖ εἰς τήν πνευματικήν πτώχευσιν τοῦ ἀνθρώπου καί εἰς τήν καταστροφήν τοῦ περιβάλλοντος. Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅτι ὁ φυσικός πλοῦτος τῆς γῆς δέν εἶναι περιουσία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τοῦ Δημιουργοῦ: «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλμ. κγ’ ,1). Οὕτως, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τονίζει τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ διά τῆς καλλιεργείας τῆς εὐθύνης τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τοῦ θεοσδότου περιβάλλοντος καί διά τῆς προβολῆς τῶν ἀρετῶν τῆς ὀλιγαρκείας καί τῆς ἐγκρατείας. Ὀφείλομεν νά ἐνθυμώμεθα ὅτι ὄχι μόνον αἱ σημεριναί, ἀλλά καί αἱ μελλοντικαί γενεαί ἔχουν δικαίωμα ἐπί τῶν φυσικῶν ἀγαθῶν, τά ὁποῖα μᾶς ἐχάρισεν ὁ Δημιουργός. 11. Διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ ἱκανότης πρός ἐπιστημονικήν ἔρευναν τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ θεόσδοτον δῶρον εἰς τόν ἄνθρωπον. Συγχρόνως ὅμως πρός αὐτήν τήν κατάφασιν, ἡ Ἐκκλησία ἐπισημαίνει τούς κινδύνους, οἱ ὁποῖοι ὑποκρύπτονται εἰς τήν χρῆσιν ὡρισμένων ἐπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων. Θεωρεῖ ὅτι ὁ ἐπιστήμων εἶναι μέν ἐλεύθερος νά ἐρευνᾷ, ἀλλά καί ὅτι ὀφείλει νά διακόπτῃ τήν ἔρευνάν του, ὅταν παραβιάζωνται βασικαί χριστιανικαί καί ἀνθρωπιστικαί ἀρχαί: «Πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ’ οὐ πάντα συμφέρει» (A’ Κορ. 6, 12) καί «Τὸ καλὸν οὐ καλόν, ὅταν μὴ καλῶς γίνηται» (Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Θεολογικός Α’, 4. PG 36, 16C). Ἡ θέσις αὕτη τῆς Ἐκκλησίας ἀποδεικνύεται πολλαπλῶς ἀπαραίτητος διά τήν ὀρθήν ὁριοθέτησιν τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξιοποίησιν τῶν καρπῶν τῆς ἐπιστήμης, εἰς πάντας σχεδόν τούς τομεῖς τῆς ὁποίας, ἰδίᾳ δέ τῆς βιολογίας, ἀναμένονται νέα ἐπιτεύγματα, ἀλλά καί κίνδυνοι. Ἐν ταὐτῷ, ὑπογραμμίζομεν τήν ἀναμφισβήτητον ἱερότητα τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς ἀπό αὐτῆς ταύτης ἀρχῆς τῆς συλλήψεως. 12. Κατά τά τελευταῖα ἔτη, παρατηρεῖται ἁλματώδης ἀνάπτυξις εἰς τάς βιοεπιστήμας καί εἰς τήν συνδεδεμένην μέ αὐτάς βιοτεχνολογίαν, πολλά ἐπιτεύγματα τῶν ὁποίων θεωροῦνται εὐεργετικά διά τόν ἄνθρωπον, ἄλλα δημιουργοῦν ἠθικά διλήμματα, ἐνῷ ἄλλα κρίνονται ἀπορριπτέα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία πιστεύει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἁπλοῦν σύνολον κυττάρων, ἱστῶν καί ὀργάνων, οὔτε καί προσδιορίζεται μόνον ἀπό βιολογικούς παράγοντας. Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖ δημιούργημα «κατ’ - 139 -


εἰκόνα Θεοῦ» (Γεν. 1, 27) καί θά πρέπει ἡ ἀναφορά εἰς αὐτόν νά γίνηται μέ τόν δέοντα σεβασμόν. Ἡ ἀναγνώρισις τῆς θεμελιώδους αὐτῆς ἀρχῆς ὁδηγεῖ εἰς τό συμπέρασμα ὅτι τόσον κατά τήν ἐπιστημονικήν ἔρευναν, ὅσον καί κατά τήν πρακτικήν ἐφαρμογήν τῶν νέων ἀνακαλύψεων καί ἐφευρέσεων, δέον ὅπως διαφυλάσσηται τό ἀπόλυτον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά ἀπολαύῃ σεβασμοῦ καί τιμῆς εἰς πᾶν στάδιον τῆς ζωῆς του, καθώς καί ἡ βούλησις τοῦ Θεοῦ, ὡς αὕτη ἐφανερώθη κατά τήν δημιουργίαν. Ἡ ἔρευνα πρέπει νά λαμβάνῃ ὑπ’ ὄψιν της τάς ἠθικάς καί πνευματικάς ἀρχάς καί τά χριστιανικά θέσμια. Ἀπαραίτητος σεβασμός δέον νά ἐπιδεικνύηται καί εἰς ὅλην τήν Δημιουργίαν τοῦ Θεοῦ τόσον κατά τήν χρῆσιν αὐτῆς ὑπό τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί κατά τήν ἔρευναν, συμφώνως πρός τήν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν (Γεν. β’, 15). 13. Κατά τούς χρόνους τούτους τῆς ἐκκοσμικεύσεως, ἰδιαιτέρως προβάλλει ἡ ἀνάγκη, ὅπως ἐξαρθῇ ἡ σημασία τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου, ἐν ὄψει τῆς πνευματικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τόν σύγχρονον πολιτισμόν. Ἡ παρανόησις τῆς ἐλευθερίας ὡς ἐλευθεριότητος ὁδηγεῖ εἰς τήν αὔξησιν τῆς ἐγκληματικότητος, τήν καταστροφήν καί τήν βεβήλωσιν τῶν σεβασμάτων, τήν ἐξάλειψιν τοῦ σεβασμοῦ πρός τήν ἐλευθερίαν τοῦ πλησίον καί τήν ἱερότητα τῆς ζωῆς. Ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, διαμορφωθεῖσα διά τῆς βιώσεως ἐν τῇ πράξει τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν, εἶναι φορεύς πνευματικότητος καί ἀσκητικοῦ ἤθους, τό ὁποῖον δέον νά ἐξαρθῇ καί προβληθῇ ὅλως ἰδιαιτέρως κατά τήν ἐποχήν ἡμῶν. 14. Ἡ εἰδική ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας πρός τούς νέους διά τήν ἐν Χριστῷ διαπαιδαγώγησίν των τυγχάνει διαρκής καί ἀμετάπτωτος. Αὐτονόητος τυγχάνει ἡ προέκτασις τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης τῆς Ἐκκλησίας καί εἰς τόν θεόσδοτον θεσμόν τῆς οἰκογενείας, ἥτις ἀείποτε καί ἀπαραιτήτως ἐστηρίχθη εἰς τό ἱερόν μυστήριον τοῦ χριστιανικοῦ γάμου, ὡς ἑνώσεως ἀνδρός καί γυναικός, ἡ ὁποία εἰκονίζει τήν ἕνωσιν τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του (Ἐφ. ε’, 32). Τοῦτο καθίσταται ἐπίκαιρον, ἐν ὄψει μάλιστα καί ἀποπειρῶν νομιμοποιήσεως εἰς χώρας τινάς καί θεολογικῆς θεμελιώσεως εἰς χριστιανικάς τινάς κοινότητας, μορφῶν συμβιώσεως, ἀντιτιθεμένων εἰς τήν χριστιανικήν παράδοσιν καί διδασκαλίαν. Ἡ Ἐκκλησία προσδοκῶσα τήν ἀνακεφαλαίωσιν τῶν πάντων εἰς τό ἕν Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὑπενθυμίζει εἰς πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον, ὅτι ὁ Χριστός πάλιν θά ἔλθῃ κατά τήν Δευτέραν Παρουσίαν Του «κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς» (Α’ Πέτρ. δ’, 5) καί ὅτι «τῆς Βασιλείας Αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. α’, 33). - 140 -


15. Εἰς τήν σύγχρονον ἐποχήν καί ἀείποτε, ἡ προφητική καί ποιμαντική φωνή τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λυτρωτικός λόγος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, ἀπευθύνεται εἰς τήν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου καί καλεῖ αὐτόν, μετά τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἵνα ἐνστερνισθῇ καί βιώσῃ «ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα» (Φιλιπ. δ’, 8). Ἡ Ἐκκλησία προβάλλει τήν θυσιαστικήν ἀγάπην τοῦ Ἐσταυρωμένου Κυρίου της ὡς τήν μόνην ὁδόν πρός ἕνα κόσμον εἰρήνης, δικαιοσύνης, ἐλευθερίας καί ἀλληλεγγύης μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν λαῶν, τῶν ὁποίων μόνον καί ἔσχατον μέτρον εἶναι πάντοτε ὁ ὑπέρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς θυσιασθείς Κύριος (προβλ. Ἀποκ. ε’, 12), ἤτοι ἡ ἄπειρος Ἀγάπη τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ, τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

- 141 -



ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, Κυριακή τῆς Πεντηκοστῆς, Ἱ.Μ.Ν. Ἁγ. Μηνᾶ Ἡρακλείου


Σεπτόν Εὐχαριστήριον Γράμμα τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, πρός τήν Ἐκκλησίαν Κρήτης Ἱερώτατοι, ὅ τε Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κύριος Εἰρηναῖος καί πάντες οἱ Μητροπολῖται, οἱ συγκροτοῦντες τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί τῆς ἡμῶν Μετριότητος ἐν Κυρίῳ ἀγαπητοί, χάρις εἴη ὑμῖν καί εἰρήνη παρά Θεοῦ. Αἰσίως ἐπανεκάμψαμεν εἰς τά ἴδια, βιώσαντες πάντες οἱ Ὀρθόδοξοι, Προκαθήμενοι, Ἱεραρχία, κλῆρος καί λαός, κατά τάς παρελθούσας ἡμέρα ὅσια καί ἱερά, μεγάλα τε καί ἐξαίσια καί θαυμαστά, ἐν τῇ ἀποστολοβαδίστῳ καί ἁγιοτόκῳ νήσῳ Κρήτῃ, πεπιστευμένῃ ἐκκλησιαστικῶς καί κανονικῶς τῷ καθ᾿ ἡμᾶς Ἁγιωτάτῳ Ἀποστολικῷ καί Πατριαρχικῷ Οἰκουμενικῷ Θρόνῳ ὡς θεοτίμητος καί πολυτίμητος κληρουχία αὐτοῦ καί διακεκριμένη θυγάτηρ αὐτοῦ Ἐκκλησία, συντεταγμένη θεσμικῶς καί εὐπλοοῦσα πρωτοναυαρχίς αὐτοῦ, διά τῆς ὀργανώσεως καί συγκλήσεως ὑπό τήν προεδρίαν τῆς ἡμετέρας Μετριότητος ἐν εὐλογίαις καί ἐπιτυχίᾳ ἐν Κολυμπαρίῳ Κισάμου, ἐν τῷ ἐγκαλλωπίσματι τῆς μεγαλονήσου, τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἀκαδημίᾳ Κρήτης, τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Οὕτω, λαβόντες πεῖραν ἅπαντες ὁμοῦ οἱ συνελθόντες, ἡμεῖς τε καί ὑμεῖς, ἡ σεβασμία Ἱεραρχία τῆς Κρήτης καί ὁ εὐλογημένος κλῆρος καί λαός αὐτῆς, καί οἱ μετασχόντες Μακαριώτατοι ἀδελφοί Προκαθήμενοι τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί οἱ σύν αὐτοῖς Ἱερώτατοι Ἱεράρχαι, τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, διετυπώσαμεν διά τῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων εἰς γλῶσσαν σύγχρονον καί εἰς ὅρους κατανοητούς εἰς τόν ἀνθρώπινον νοῦν τά ὅσα παρελάβομεν παρά τῶν θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν, οἰκοδομήσαντες ἐπί τοῦ θεμελίου αὐτῶν. Τό οἰκοδόμημα τοῦτο τῆς ὀργανώσεως καί τῆς λειτουργίας τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἡ Μήτηρ κατά Κωνσταντινούπολιν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία, ἡ Ἐκκλησία τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, Εἰρήνης καί Δυνάμεως, ἐν πλήρει ἐμπιστοσύνῃ ἀνέθεσε πεποιθότως τῇ ἐν Κρήτῃ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ, τῇ πιστῇ καί ἀφωσιωμένῃ ἀναδενδράδι αὐτῆς, - 145 -


τῇ ἐπιδειξάσῃ διαχρονικῶς ἰδιαιτέραν ἀκμήν, καί παρασχούσῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑποδείγματα εὐσεβείας καί ἁγιότητος. Σήμερον δέ, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης ἐδικαίωσε τό παρελθόν αὐτῆς καί κατέγραψε μίαν νέαν ἱστορικήν σελίδα καρποφόρου καί πολυτίμου συμβολῆς εἰς τήν ἐκκλησιαστικήν ἑνότητα διά τῆς ἐν τῷ ἐδάφει αὐτῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου. Ἡ σεβασμία Ἱεραρχία τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, ὑπακούσασα εἰς τήν κλῆσιν τοῦ Κυρίου καί εἰς τήν φωνήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀνέλαβε τό ἱερόν καί ἱστορικόν τοῦτο ἐγχείρημα, τό ὁποῖον ἤγαγεν εἰς αἴσιον πέρας, μαρτυρήσασα τήν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν, τήν ὁποίαν ἀείποτε μεθ᾿ ἡρωισμοῦ καί αὐταπαρνήσεως ὀρθοτομεῖ καί διακονεῖ ἐν θλίψεσιν, ἐν διωγμοῖς, ἐν μαρτυρίοις, ἐν πολέμοις, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κρίσεσιν, ἐν εἰρήνῃ. Ἡ Μήτηρ Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Μεγάλη Ἐκκλησία καυχωμένη ἐν Κυρίῳ καί σεμνυνομένη διά τήν κληρουχίαν αὐτῆς ταύτην, ἐκφράζει πρός ἕνα ἕκαστον ἐξ ὑμῶν προσωπικῶς, Ἱερώτατοι καί πολυτίμητοι ἀδελφοί Κρῆτες Ἱεράρχαι, τήν θερμήν εὐχαριστίαν, τόν δίκαιον ἔπαινον καί τήν Πατριαρχικήν ἡμῶν εὐαρέσκειαν δι᾿ ὅσα ἠγαθύνθητε καί διενηργήσατε ἐν κόποις καί θυσίαις πολλαῖς διά τήν ὀργάνωσιν καί ἐπιτυχίαν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου, ἥτις ἀληθῶς ἐδικαίωσε τάς προσδοκίας καί τά ἐλπίδας τῶν Ὀρθοδόξων ὅπου γῆς. Ἡ καθ᾿ ὑμᾶς μεγαλόνησος δι᾿ ὑμῶν, Ἱερώτατοι ἀδελφοί, ἔδωκε τήν στεντορίαν φωνήν αὐτῆς εἰς τήν πλέον κρίσιμον ὥραν, τήν ὥραν τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Κρήτης, ἀλλά καί ἀπέδειξε τήν ἑτοιμότητα αὐτῆς εἰς μίαν πανορθόδοξον, παγχριστιανικήν καί παγκόσμιον διακονίαν. Ἐπί πᾶσι τούτοις, ἀντί παντός ἑτέρου λόγου ἀνεκφράστου εὐχαριστίας καί ἀναγνωρίσεως καί τιμῆς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας πρός ἕκαστον ἑξ ὑμῶν, ἐπαναλαμβάνομεν, Ἱερώτατοι ἀδελφοί, τήν ἀποστροφήν τοῦ ποιήματος περί τοῦ ἑαυτοῦ βίου Γρηγορίου, Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Θεολόγου, μαρτυροῦντος ὅτι «τόν μέν εὖ παθόντα μεμνῆσθαι πρέπει ὧν εὖ πέπονθε, τόν δράστην δ᾿ οὐδαμῶς» (Ἔπη εἰς ἑαυτόν, Ποίημα ΙΑ΄, Περί τοῦ ἑαυτοῦ βίου, P.G. 37, 1059), ὡς ἀεί ἐμπράκτως διαδηλοῦτε ὑμεῖς, οἱ εὐλογημένοι Κρῆτες, γεγονός ὅπερ ἐπισπᾶται - 146 -


ἀμέριστον τήν εὐγνωμοσύνην πάντων τῶν συνελθόντων ἐν τῇ μαρτυρικῇ ὑμῶν μεγαλονήσῳ ἐκπροσώπων τῶν ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν. Ἡ τοῦ Θεοῦ Χάρις καί τό ἄπειρον Αὐτοῦ Ἔλεος εἴησαν μεθ᾿ ἑκάστου ἐξ ὑμῶν, Ἱερώτατοι καί φίλτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί συλλειτουργοί, καί τοῦ πιστοῦ καί ἐκλεκτοῦ προσφιλεστάτου ποιμνίου ὑμῶν. ,βις΄ Ἰουλίου ιδ΄ † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀγαπητός ἐν Χριστῷ ἀδελφός ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ

- 147 -



ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Ἀριθμ. Πρωτ. 59 Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 3ῃ Φεβρουαρίου 2016 Τῇ Αὐτοῦ Θειοτάτῃ Παναγιότητι τῷ Οἰκουμενικῷ Πατριάρχῃ Κυρίῳ Κυρίῳ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙῼ καί τῇ περί Αὐτήν Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ. Εἰς Φανάριον. Παναγιώτατε, Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, συνελθοῦσα σήμερον, εἰς ἔκτακτον Συνοδικήν Συνεδρίαν, λαβοῦσα γνῶσιν, τῶν ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 142/31-1-2015, 138, 142 καί 145/2-2-2016 Σεπτῶν Πατριαρχικῶν Γραμμάτων τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος, τυχοῦσα δέ καί λεπτομεροῦς ἐνημερώσεως ὑπό τοῦ εὐλαβῶς ὑπογραφομένου καί τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κισάμου καί Σελίνου κ. Ἀμφιλοχίου, περί τῆς ἐν Φαναρίῳ διαγενομένης ὑπό τήν Ὑμετέραν Σεπτήν Κορυφήν ἐνημερωτικῆς συναντήσεως καί τῶν ληφθεισῶν σχετικῶν Ἀποφάσεων, περί τῆς ἐν Κρήτῃ συγκληθησομένης, κατά τόν προσεχῆ Ἰούνιον, Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὁμοφώνως ἀπεφάσισεν, ὅπως ὑποβάλῃ τάς βαθυμύχους εὐχαριστίας καί τήν ὁλόθυμον εὐγνωμοσύνην αὐτῆς τῇ Ὑμετέρᾳ Θεολέκτῳ Παναγιότητι καί τῇ Ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ, διά τήν τοιαύτην καί τοσαύτην προσγενομένην τιμήν διά τήν Μεγαλόνησον Κρήτην καί τήν Ἐκκλησίαν αὐτῆς, ἀείποτε ὑπαρχούσης καί διαμεινάσης ἀφοσιωμένης θυγατρός καί ναυαρχίδος τῆς Μητρός Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τοῦ Σεπτοῦ Οἰακοστρόφου Αὐτῆς. Ἅπαντες οἱ Συνοδικοί Ἀρχιερεῖς ἐκφράζομεν τήν χαράν, τήν ἀγαλλίασιν καί τήν ἐν Κυρίῳ καύχησιν ἡμῶν, διά τήν ἐπιλογήν τῆς Ἁγιοτόκου καί Ἡρωοτόκου Μεγαλονήσου Κρήτης, τῆς καλλικάρπου φυτείας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου, τῆς γῆς τοῦ μόχθου καί τοῦ κόπου τοῦ φιλογενοῦς καί φιλοπάτορος Κρητικοῦ Λαοῦ, διά τήν σύγκλησιν τοῦ μείζονος τούτου εἰς τήν σύγχρονον ἐκκλησιαστικήν ἱστορίαν γεγονότος, τό ὁποῖον μάλιστα συμπίπτει μετά τῆς εὐλογημένης ἐπετείου τῆς συμπληρώσεως πεντήκοντα ἐτῶν ἀπό τῆς ἐπανακομιδῆς ἐκ Βενετίας εἰς Κρήτην, τῆς Τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Τίτου, Πρώτου Ἐπισκόπου καί Πάτρωνος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν. - 149 -


Ἡ σύγκλησις τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῇ Μεγαλονήσῳ, ἐν ταῖς ἐγκαταστάσεσι τοῦ ἀνά τήν οἰκουμένην εὐφήμως γνωστοῦ Καθιδρύματος τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης, τό Πατριαρχικόν καί Ἀρχιεπισκοπικόν Συλλείτουργον τῶν Σεπτῶν Προκαθημένων τῶν ἀνά τόν κόσμον Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἐν τῷ Ἱερῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ ἐν τῇ ἕδρᾳ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχικῆς Συνόδου ἐν Ἡρακλείῳ, ὡς καί αἱ λοιπαί προγραμματιζόμεναι ἐκδηλώσεις, αἱ ὁποῖαι θέλει λάβωσι χώραν ἐν τῷ πλαισίῳ τῶν Συνοδικῶν Ἐργασιῶν τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀναμφιβόλως ἀποτελοῦσι σταθμόν εἰς τήν πορείαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, θέλει σφραγίσωσι δέ ἀνεξιτήλως τήν ἱστορικήν πορείαν, τήν μαρτυρίαν καί τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀπό τῆς ἱδρύσεως αὐτῆς, καταγραφόμεναι χρυσοῖς γράμμασιν εἰς τήν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ παρόντι κόσμῳ. Γνωρίζοντες τό εὐμέγεθες, ὑψηλότατον καί μεγαλεπήβολον τοῦτο ἐγχείρημα, εἰς ὅ προσβλέπει καί ἐλπίζει ἐν τῷ Ὑμετέρῳ Σεπτῷ Προσώπῳ καί τῇ φιλοστόργῳ Μητρί Ἐκκλησίᾳ σύμπασα ἡ Παγκόσμιος Ὀρθόδοξος Οἰκογένεια, συναισθανόμενοι δέ τό βάρος τῆς κοπιώδους καί εὐθυνοφόρου προετοιμασίας αὐτοῦ, τοῦ ἐμπεδομόχθου ἀναλαμβανομένου ἔργου τῆς ὀργανώσεως καί ἐπιμελείας πάντων τῶν ἀνακυπτόντων θεμάτων, μετ’ ἀφοσιώσεως καί προσηλώσεως τῇ Μητρί Ἐκκλησίᾳ καί τῷ δεξιῷ Οἰακοστρόφῳ Αὐτῆς, ἅπαξ ἔτι, διαβεβαιοῦμεν ἅπασα ἡ Ἱεραρχία τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης ὁμοῦ μετά τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων, τῶν ἐντίμων Ἀρχόντων καί τοῦ εὐσεβοῦς καί φιλοτίμου Κρητικοῦ Λαοῦ, ὅτι θέλει καταβάλωμεν ἀπό κοινοῦ πᾶσαν δύναμιν καί προσπάθειαν, ἀναλαβόντες πᾶσαν δρᾶσιν καί ἐνέργειαν, πρός ἐπιτέλεσιν τοῦ χρέους καί τοῦ ἱεροῦ τούτου καθήκοντος, ἵνα, χάριτι Θεοῦ καί εὐχαῖς τῆς Ὑμετέρας Θεοτιμήτου Παναγιότητος, ἀχθῇ αἰσίως, ἀπροσκόπτως καί ἐπιτυχῶς εἰς πέρας, τό μεῖζον καί ἱστορικόν τοῦτο γεγονός τῆς τελευταίας χιλιετίας ζωῆς τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας. Ἐπί τούτοις, εὐχαριστοῦντες πάλιν καί πολλάκις, διά τήν προσγενομένην εὐλογίαν καί τιμήν διά τήν Νῆσον καί τήν Ἐκκλησίαν ἡμῶν, διατελοῦμεν Μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ Ὁ Πρόεδρος Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος

- 150 -


ΛΟΓΟΙ - ΜΕΛΕΤΕΣ


Προκαθήμενοι Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν κατά τήν ἐπίσημον ὑποδοχήν ἐν τῷ Ἱ. Καθ. Ναῷ Ἁγ. Τίτου Ἡρακλείου, 18-6-2016.


Ἐξ’ ἀφορμῆς τῆς Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἀρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, Προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἰβήρων Ἁγίου Ὄρους Τώρα καὶ πολλὲς δεκαετίες γίνεται λόγος γιὰ μιὰ μεγάλη Σύνοδο ποὺ ἑτοιμάζεται. Κάποιοι λένε νὰ μὴν γίνη. Ἄλλοι προβληματίζονται γιὰ τὸ πῶς πρέπει νὰ ὀνομαστῆ ἢ ποιά εἶναι τὰ θέματα ποὺ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίση. Τὸ χρέος τὸ μεγάλο καὶ ἅγιο τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἁπλῶς κάτι ἀλλὰ νὰ φανερώσωμε τὸν πλοῦτο τῆς χάριτος ποὺ λειτουργικὰ ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ μένει ἀμετάθετο, ἔστω καὶ ἂν ταράσσεται ἡ οἰκουμένη καὶ μετατίθενται ὄρη εἰς καρδίαν θαλασσῶν. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴ συνείδησι τῆς μιᾶς Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἁπλῶς ἰσχυρισμός, ἀλλὰ μιὰ εὐλογία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Θεανθρώπου ποὺ καταλήγει στὴν Ἀνάστασι. Καὶ ἀπὸ τὴ θυσία τῶν ἁγίων ποὺ ἀκολουθοῦν τὸ παράδειγμά του. Ἀποτελοῦν τὸ σῶμα του. Καὶ συγκροτοῦν τὴν Ἐκκλησία, ὡς τὴ μικρὰ ζύμη ποὺ οὐρανώνει τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα. Ἡ προτροπὴ τοῦ Κυρίου εἶναι σαφής: “Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Ματ. 8, 34). Καί: “Ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου οὐ δύναται εἶναί μου μαθητὴς” (Λουκ. 14, 27). Σᾶς ἔδωσα παράδειγμα. Ὅποιος θέλει ἂς ἔλθη μαζί μου. Σηκῶστε τὸ σταυρό σας καὶ ἀκολουθῆστε με, χωρὶς νὰ ἔχετε παράπονο πρὸς οὐδένα. Ἀλλὰ “ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς…” (Λουκ. 6, 27-28). Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος. Αὐτὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ποὺ μᾶς κρατᾶ στὴ ζωή. Γι’ αὐτό, τὸ θέμα δὲν εἶναι πῶς νὰ δώσωμε λύσεις σὲ προβλήματα [“Καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι” (Ἰω. 14, 27)], ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ πῶς λύνει τὰ προβλήματα ὁ ἐν ἡμῖν ζῶν Κύριος. Ὅταν αὐτὸ συμβῆ, τότε βασιλεύει σὲ ὅλους ἡ γαλήνη. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀντισταθῆ στὸν Θεάνθρωπο ποὺ δὲν προκαλεῖ κανένα ἀλλὰ ὁ ἴδιος “πάντα ὑπομένει” γιὰ νὰ σώση ὅλους. Ἔρχεται γιὰ νὰ θυσιάση τὴν ψυχή του ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τοὺς φίλους του. - 153 -


Φίλους του θεωρεῖ ὄχι ὅσους τὸν ἀγαποῦν, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ αὐτὸς ἀγαπᾶ. Καὶ τοὺς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀρνοῦνται, τὸν μισοῦν καὶ τὸν σταυρώνουν. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐπανάστασι τῆς ἀγάπης, “τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον“. Ξέρει ὅτι κατὰ βάθος ὅλοι τὸν ἀγαποῦν καὶ τὸν περιμένουν. Δὲν ὑπάρχει ἀλλοῦ ἡ σωτηρία ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴ μία ἀγάπη ποὺ τὰ πάντα δημιούργησε. Τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει. Δὲν παραπονεῖται γιατὶ δὲν δείχνουν κατανόησι. Ξέρει τί συμβαίνει μέσα τους· πῶς βλέπουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους. Αὐτὸς σηκώνει ὅλο τὸ βάρος. Ἐάν, σὲ μιὰ σύνοδο, κάποιοι μιλήσουν στηριζόμενοι στὴ δική τους σοφία καὶ σύνεσι, προκαλοῦν τοὺς ἄλλους νὰ ἐνεργήσουν ἀντίστοιχα· μὲ τὴν δική τους σοφία καὶ σύνεσι νὰ προωθήσουν τὶς θέσεις τους, νὰ προβάλουν τὴν ἀνωτερότητά τους καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν. Ἔτσι ζοῦμε τὴν πραγματικότητα τοῦ διαπληκτισμοῦ. Μένομε στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς καὶ ἀναβιώνομε τὴ γνωστὴ καὶ στεῖρα διαμάχη· ποιὸς θὰ ὑποτάξη ποιόν. Ὅταν ζητήσωμε νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Ἑνός, ὄχι τὸ δικό μας, τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ἐὰν ὁ τελικός μου λόγος καὶ ἡ ἐπιθυμία βρίσκεται στὴν αἴτησι: “μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω” (Λουκ. 22, 42), τότε ἠρεμῶ. Δυναμώνω. Μεταδίδω καὶ στοὺς ἄλλους εἰρήνη. Ἀλλὰ καὶ ἂν κάποιοι θέλουν νὰ μὲ κτυπήσουν γιὰ τὸν ὁποιονδήποτε λόγο καὶ μὲ τὸν ὁποιονδήποτε τρόπο, μοῦ κάνουν καλό. Μὲ βοηθοῦν νὰ βρῶ ποιό εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ Πατρός. Καὶ νὰ ἀποφύγω τὴ δική μου ἄποψι, τὴ σχετικὴ καὶ ἀτελέσφορη. Ὁπότε, στὴν πρώτη περίπτωσι ποὺ θέλω νὰ κάμω τὸ θέλημά μου, φανερώνω τὴν ἀδυναμία μου καὶ αὐτομολῶ στὴν εἱρκτὴ τῆς καταδίκης μου. Στὴ δεύτερη περίπτωσι, ποὺ ζητῶ νὰ γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνδύομαι ἄλλη δύναμι καὶ μεταβάλλω τοὺς πάντες, ἑκουσίως ἢ ἀκουσίως, σὲ συνεργάτες ποὺ βοηθοῦν στὸ ἕνα ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, ἀλλὰ ἔρχεται νὰ δώση σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ μαρτυρία τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται ἐπειδὴ δὲν κάνει τὸ θέλημά της ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Ἡ ὑπακοὴ αὐτὴ ὁρίζει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸν λόγο καὶ τὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς της. - 154 -


Ἡ Παρθένος Μαρία στὴ συζήτησί της μὲ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καταλήγει στό· “Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου” (Λουκ. 1, 38). Καὶ ἀναδεικνύεται Θεοτόκος. Ὁ Ἰησοῦς στὴ Γεθσημανῆ τελειώνει τὴν προσευχή του μὲ τό: “Μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω” (Λουκ. 22, 42). Καὶ νικᾶ τὸν θάνατο διὰ τοῦ θανάτου. Ἡ Ἐκκλησία ζητᾶ καθημερινῶς μὲ τὴν Κυριακὴ προσευχὴ “γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς” (Ματ. 8, 10) καὶ ὁδεύει πρὸς τὸ πλήρωμα τῶν ἐσχάτων. Τὸ “γενηθήτω τὸ θέλημά σου” εἶναι ἡ κατάληξι ἑνὸς προσωπικοῦ ἀγῶνα. Καὶ ἡ ἀρχὴ μιᾶς πορείας μὲ ἄλλη ἀκατανίκητη δύναμι. Ζοῦμε τὴν πραγματικότητα ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα. “Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν” (Ματθ. 6, 33). Ἐδῶ βρίσκεται τὸ πρωτεῖο. Ἕνα ζητᾶμε, καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ἔρχονται. Ὅλα τὰ προβλήματα εἶναι λυμένα, ἐνῶ φαίνονται ἄλυτα. Ἐπειδὴ βρίσκεται μαζί μας ὁ Ἀναστημένος Κύριος, ποὺ μᾶς κοινοποιεῖ τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεότητος. Οὔτε μᾶς ἐγκαταλείπει ὀρφανούς, χωρὶς τὴν παρουσία τοῦ Πνεύματος·οὔτε μᾶς λύνει τὰ προβλήματα μηχανικά, ὑποτιμῶντας τὴν ὕπαρξί μας. Τὸ μεγάλο χρέος τῶν Ὀρθοδόξων δὲν εἶναι νὰ κάνωμε ἢ νὰ μὴν κάνωμε μιὰ γενικὴ Σύνοδο. Ἀλλὰ νὰ ἀφήσωμε νὰ φανῆ ἡ ἀέναος Σύνοδος τῶν ἐπουρανίων καὶ τῶν ἐπιγείων, ποὺ λειτουργικὰ ζοῦμε ὡς θεολογικὴ μυσταγωγία. Καὶ εἶναι δῶρο τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ τριαδικὴ θεότης καὶ μὲ ἄλλο τρόπο ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἑνότης. “Καθὼς σὺ Πάτερ ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσι” (Ἰω. 17, 21). Δὲν ὑπάρχει μὲ ἄλλο τρόπο ἡ Ἐκκλησία καὶ μὲ ἄλλο τρόπο διδάσκει ἢ θεολογεῖ. Ὁ τρόπος τῆς ὑπάρξεώς της φανερώνει τὴν πηγή τῆς ζωῆς της καὶ κηρύττει τὴ θεολογία της. Ἡ θεολογία εἶναι μία μαρτυρία πίστεως. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, μιὰ βεβαίωσι ὅτι ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἄλλος ὁ τρόπος τῆς ζωῆς κάθε πιστοῦ. Ὅπως στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ “τελευταία ἑορτὴ καὶ ἐπαγγελίας συμπλήρωσις“, εἶναι ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας· ἔτσι καὶ στὴ ζωὴ τοῦ πιστοῦ σκοπὸς δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ἀλλὰ ἡ ταπείνωσι ποὺ γεννᾶται ἀπὸ τὶς ἀρετές, ἡ ὁποία ἕλκει τὴ - 155 -


χάρι τοῦ Πνεύματος (Ἀββᾶς Ἰσαὰκ Σύρος). Οἱ ἀληθινοὶ ἅγιοι διὰ τῆς ταπεινώσεως ἀξιώνονται νὰ ζήσουν ὡς γενέθλια ἡμέρα τὴν ἐλευθερία τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχομε τὴν πρώτη λειτουργικὴ σύνοδο, τὴ δημουργία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἔλλαμψι τοῦ Πνεύματος σὲ κάθε Ἀπόστολο. Πάντες ἄρχονται φθέγγεσθαι ξένοις δόγμασι, ξένοις ρήμασι, ξένοις διδάγμασι τῆς Ἁγίας Τριάδος. Αὐτὰ τὰ ξένα καὶ ἀλλότρια εἶναι οἰκεῖα καὶ κατανοητά. Ὅλοι ἀναπαύονται καὶ τρέφονται πνευματικά. Ἀκούει ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ. Στὴ Βαβὲλ ἡ ὕβρις τῆς πυργοποιίας ποὺ θὰ ἔφτανε στὸν οὐρανό, ἐπέφερε τὴ σύγχυσι τῶν γλωσσῶν καὶ τὸ χωρισμὸ τῶν ἀνθρώπων. Στὴν Πεντηκοστὴ οἱ πύρινες γλῶσσες τοῦ Πνεύματος ἥνωσαν τὰ ἔθνη πρὸς θεογνωσίαν. “Τότε κατειργάσθη ἡ ἀφωνία πρὸς τιμωρίαν· ἄρτι καινουργεῖται ἡ συμφωνία πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν“. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μιὰ δωρεὰ εὐλογίας γιὰ ὅλους, πάνω ἀπὸ λόγια καὶ στοχασμούς. “Ὑπερίπταται Θεοτόκε ἁγνὴ τὸ θαῦμα σου τὴν δύναμιν τῶν λόγων“. Ἔχει ἐνσωματώσει στὴ λειτουργική της ζωὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεανθρώπου· τὴ σάρκωσι, τὸν σταυρό, τὴν Ἀνάστασι, τὴν Ἀνάληψι. Τὸ διακρίνεις αὐτὸ πάνω στὸ μεταμορφωμένο σῶμα τῆς ὑπάρξεώς της. Ὅλα ἀλλοιώνονται μὲ τὴ θεία χάρι: ἡ θεολογία τῶν θεολόγων, ἡ εἰκονογραφία τῶν ἁγιογράφων, τὸ μέλος τῶν μελωδῶν, ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ ἡ θεία ἀλλοίωσι, ὡς συνέπεια τῆς τριαδικῆς συστάσεως τῆς Ἐκκλησίας, πείθει τοὺς πεινασμένους τὴν ἀλήθεια ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ἀλλὰ ἀγαπᾶ τὸν κόσμο, καθὼς ἀγαπᾶ τὸν μονογενῆ Του Υἱό. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πορεύεται μέσα στὴν ἱστορία ὡς ὁ Ἀναστημένος Χριστός, ποὺ προχέει εἰρήνη καὶ χαρά. Πρέπει νὰ νοιώθης πεινασμένος καὶ διψασμένος γιὰ τὰ αἰώνια καὶ ἀδιάφορος γιὰ τὰ ἐφήμερα. Τότε θὰ τὸν δῆς ὡς τέλειο Θεὸ καὶ τέλειο ἄνθρωπο, ποὺ σὲ ὁδηγεῖ στὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης. “Ὅλος ἦν ἐν τοῖς κάτω καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπῆν ὁ ἀπερίγραπτος Λόγος. Συγκατάβασις γὰρ θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε“. Μᾶς προσφέρει αὐτὸ ποὺ εἶναι. Μᾶς ὑψώνει ἐκεῖ ποὺ βρίσκεται. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς θεολογίας. Δὲν εἶναι “μετάβασι τοπικὴ” ποὺ - 156 -


παρακολουθεῖς μὲ τὶς αἰσθήσεις, ἐλέγχεις μὲ τὴ σκέψι καὶ ρυθμίζεις μὲ τὴ θέλησί σου. Ἀλλὰ “συγκατάβασι θεϊκὴ” ποὺ ἀλλοιώνει καὶ μεταμορφώνει τὴ ζωή σου. Ἡ θεϊκὴ συγκατάβασι σοῦ χαρίζει τὴν εὐλογία τῆς ἀναλήψεως ποὺ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὸ μεγαλεῖο τῆς ταπεινώσεως. Εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ γίνεται τέλειος ἄνθρωπος. Ἔχει νὰ φέρη ὄχι κάτι σχετικὸ καὶ ἐφήμερο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἴχαμε, ἀλλὰ κάτι θεϊκό, ἀΐδιο καὶ τετελειωμένο ἐν Πνεύματι. “Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν” (Λουκ. 12, 49). Αὐτὸς εἶναι ὁ νέος τρόπος ποὺ φέρνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν εἰρήνη στὸν κόσμο. Κάθε ἀληθινὸς ἅγιος μὲ τὴν ταπείνωσι καὶ τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος εἶναι μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδυνάτους. Ὁ Κύριος κατεβαίνει στὸ ἐπίπεδό μας. Μιλᾶ τὴ γλῶσσα μας. Ἀκούει τὸν πόνο καὶ λύνει τὰ προβλήματά μας. Χορταίνει τὴν πείνα μας. Ἀνασταίνει τοὺς νεκρούς μας. Μᾶς παρηγορεῖ. Μᾶς θεραπεύει τὶς ἀρρώστιες. Μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Δὲν μένει ἐκεῖ. Κατεβαίνει στὸν ᾍδη. Καταργεῖ τὸν θάνατο. Ἀνιστᾶ ὅλους τοὺς κεκοιμημένους. “Καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος“. Μᾶς ἑνώνει ὅλους στὴν εὐρυχωρία τῆς ἐλευθερίας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Μετὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασι βρίσκει τοὺς φοβισμένους μαθητὲς κλεισμένους σὲ χώρους στενούς. Τοὺς δίδει εἰρήνη καὶ χαρά. Τὸν βλέπουν καὶ χαίρονται. Πιστεύουν γιατὶ τὸν ψηλάφησαν (Λουκ. 24, 39). Πιστεύουν γιατὶ τὸν εἶδαν (Ἰω. 20, 29). Πιστεύουν γιατὶ ζοῦν (Ἰω. 14, 19). Μένουν πάντα μαζί. Τοὺς ἀποστέλλει στὸν κόσμο νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Στὴ Θεία Λειτουργία βρίσκουν τὴν Ἐκκλησία ὡς μία θεοφάνεια ἔνσαρκη. “Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, … ἀνελήφθη ἐν δόξῃ” (Α΄ Τιμ. 3, 16). Καὶ μένει ἀδιαστάτως μαζί μας διὰ Πνεύματος Ἁγίου. Ἦλθε καὶ μᾶς ἐπισκέφθηκε. Ἔφυγε καὶ τότε φανερώθηκε. Ἁγιάστηκε ἡ ἄφιξι καὶ ἡ ἀναχώρησι, ἡ ἐνσάρκωσι καὶ ἡ ἀνάληψι, ἡ παρουσία καὶ ἡ ἀπουσία. Ὅταν ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά Του· ἄχρονο φῶς καταυγάζει τὴ ζωή σου. Καταργεῖ χωρισμοὺς καὶ ἀποστάσεις. Ἀκοῦς τὸν Κύριο μέσα στὴν τρικυμία τῶν προβλημάτων νὰ λέη: “Ἐγώ εἰμι. Μὴ φοβεῖσθε“. Ἁπλώνεται γαλήνη γύρω καὶ μέσα σου. Δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτε. Ἔχεις ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη του. Ἡ ζωή σου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων εἶναι Αὐτός. - 157 -


Τὸ ψεύτικο εἶναι ταραγμένο καὶ ἀνεδαφικό, γιατὶ ζητᾶ τὰ δικά του, ὄχι τὰ τῶν πολλῶν ὅπως σωθῶσι. Τὸ ἀληθινὸ εἶναι ἤρεμο καὶ παντοδύναμο, γιατὶ γεννᾶται ἀπὸ τὴ θυσία τῶν πάντων. Ἕνας πιστὸς ἔχει συνείδησι τῆς δικῆς του ἀδυναμίας καὶ τῆς ἰσχύος τῆς ἀγάπης τοῦ Δυνατοῦ. Δὲν διερωτᾶται γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐξελιχθοῦν τὰ πράγματα, γιατὶ ζῶντας ἐν Χριστῷ βρίσκεται στὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας καὶ στὸ τέλος. Μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν ἀναπολοῦμε ἱστορικὰ γεγονότα, ἀλλὰ ζοῦμε λειτουργικὰ τὴ σωτηρία ποὺ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐγένετο καὶ γίνεται. Συνεορτάζουν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἐπίγεια. “Νῦν αἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σὺν ἡμῖν ἀοράτως λατρεύουσιν … Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται” (Θεία Λειτουργία Προηγιασμένων Δώρων). Δορυφορεῖται καὶ περιβάλλεται ὑπὸ τῶν ἐν πίστει τετελειωμένων Προπατόρων, Πατέρων, Πατριαρχῶν … καὶ παντὸς πνεύματος δικαίου. Εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ ἀληθινοί, ποὺ ἅγιασαν προσφερόμενοι ὁλοκληρωτικὰ στὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης. Ζῆς σὲ ἀναλλοίωτο κόσμο καὶ ἀντιμετωπίζεις διαφορετικὰ τὰ ἀλλοιούμενα. Ὅταν συνέρχεται ἡ Ἐκκλησία σιγᾶ πᾶσα σὰρξ βροτεία. Καὶ ἀκούγεται ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς Λόγος διὰ Πνεύματος Ἁγίου ποὺ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστι καὶ ἔσται. Αὐτοὶ ποὺ λένε: κάποτε ὑπῆρχαν μεγάλοι Πατέρες καὶ θεολόγοι, σήμερα ὄχι, μιλοῦν ὡς ἀλειτούργητοι. Οἱ ὄντως ἀληθινοὶ ἐν Πνεύματι ἂν μιὰ φορὰ ὑπάρξουν, δὲν χάνονται ποτέ. Μπαίνουν στὸ συλλείτουργο τῆς ἀειζωΐας. Εἶναι πάντοτε παρόντες. Ὅσο ἀπομακρύνονται χρονικά, τόσο μᾶς πλησιάζουν ἐναργέστερα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ φιμώση αὐτὸν ποὺ μιλᾶ σιωπῶντας. Οὔτε νὰ ἀκυρώση τὴν παρουσία αὐτοῦ ποὺ κυκλοφορεῖ ἀπουσιάζοντας. Αὐτὸ ζοῦμε καὶ ψάλλομε ὅλοι στὴ Θεία Λειτουργία. Ὁ ἱερεὺς τῇ δυνάμει τοῦ Ἁγίου Πνεύματος -ἐνδεδυμένος τὴν χάριν τῆς ἱερωσύνης, -περιστοιχούμενος ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, χωρὶς τὸν ὁποῖο δὲν τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία -περιβαλλόμενος ἀπὸ τὴν οἰκουμένη, ὑπὲρ τῆς ὁποίας προσφέρεται ἡ Θεία Λειτουργία· ἱερουργεῖ (δὲν ἱερολογεῖ) τὸ μυστήριο. Μεταγγίζει ἀθόρυβα αἷμα ζωῆς σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ - 158 -


βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὴ θέρμη τῆς κατανοήσεως ποὺ κυοφορεῖ τὴν κεκρυμμένη ἐλπίδα τῆς τελικῆς ἐλευθερίας. Ἔχεις ἐμπιστοσύνη σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀγάπη. Μένεις στὸ χῶρο τῆς θείας στοργῆς καὶ ὡριμάζεις. Σιωπᾶς καὶ μαθαίνεις νὰ μιλᾶς. Σοῦ λύνονται τὰ προβλήματα πρὶν τὰ διατυπώσεις. Ἀμείβεσαι γιὰ ἐργασία ποὺ δὲν ἔκαμες. Σὲ ἄλλη περίπτωσι, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία, δὲν βρίσκεις λύσεις, γιατὶ λανθασμένα τοποθετεῖσαι. Ζητᾶς νὰ γίνη τὸ θέλημά σου. Ἡ συνειδητὴ κατάληξι τῆς ἀγωνίας σου στὸ “γενηθήτω τὸ θέλημά Σου” ἀνοίγει τὸ δρόμο τῆς ζωῆς. Ὁ καλὸς Ποιμὴν καλεῖ τὰ ἴδια πρόβατα κατ’ ὄνομα καὶ ἐξάγει αὐτά. Αὐτὴ δὲ ἡ ἔξοδος εἶναι συγχρόνως εἴσοδος σὲ ἄλλο χῶρο, εὐρύτερο καὶ φωτεινότερο. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἕνας ἐσμὸς κοσμικῶς ἐπιτυχημένων καὶ καλῶς διοργανωμένων γιὰ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν ἀληθινῶν καὶ ἀπεγνωσμένων ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐπιτυχίες καὶ εὐτυχίες, ποὺ εἶναι ἀνάξιες τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ καταφεύγουν στὸ Ζωοδότη ποὺ εἶναι “ἡ βοήθεια τῶν ἀβοηθήτων, ἡ ἐλπὶς τῶν ἀπηλπισμένων, ὁ τῶν χειμαζομένων σωτήρ, ὁ τῶν πλεόντων λιμήν, ὁ τῶν νοσούντων ἰατρός“. Μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀνατροπῆς τῆς κοσμικῆς θεωρήσεως τῶν πραγμάτων, μέσα στὸ “οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν” τοῦ Κυρίου (Ματ. 20, 26) βρίσκεται τὸ τοῦ Ἀποστόλου: “Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατός εἰμι“. Καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ πρωτείου ποὺ τοῦ ἀνήκει (ὄχι τῆς ἐξουσίας ἀλλὰ τῆς συντριβῆς). “Χριστὸς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ” (Α΄ Τιμ. 1, 15). Ὅποιος μπορεῖ νὰ πετύχη ἐσωτερικὰ αὐτὸ τὸ πρωτεῖο, ἀπολαμβάνει τὴν ἀνάπαυσι τοῦ μέλλοντος αἰῶνος πρὸς ὄφελος ὅλων. Ὁ Κύριος ζήτησε νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ ἕνα τριαδικὸ τρόπο. Νὰ ζοῦμε συνοδικῶς, ζητοῦντες νὰ γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι γευόμαστε τὴ χαρὰ τοῦ Παραδείσου. Αὐτὸ μόνο του ἀφώνως μιλᾶ καὶ πείθει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς. Ἐὰν ἡ ζωή μας δὲν δίδει τὴ μαρτυρία τῆς σωτηρίας, οὔτε ὁ λόγος μας πείθει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς θεολογίας μας. Δὲν νοεῖται σύνοδος, οὔτε Ἐκκλησία, ἔξω ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία. Δὲν κάνομε στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῶν ἐργασιῶν μας Θεία Λειτουργία καὶ ἀφήνομε ἀλειτούργητη τὴ θεολογία καὶ τὴ ζωή μας. Δηλαδή, τὰ τακτοποιοῦμε ὅλα μὲ τὴν δική μας λογική. - 159 -


Τὸ ἐὰν θὰ ὀνομαστῆ μιὰ σύνοδος οἰκουμενικὴ ἢ ὄχι καὶ τὸ ποιά θέσι θὰ πάρη στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶναι θέμα ἀνθρωπίνης ἀποφάσεως, ἀλλὰ ἔργο τῆς ζώσης ἐν Πνεύματι Ἐκκλησιαστικῆς συνειδήσεως, ποὺ κρίνει καὶ κατατάσσει ἀπλανῶς κάθε Σύνοδο καὶ κάθε Θεολόγο στὴ θέσι ποὺ τοῦ ἀνήκει (παράδειγμα μέγα οἱ σύνοδοι τοῦ δεκάτου τετάρτου αἰῶνα μὲ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ). Τὸ θέμα εἶναι ἂν μποροῦμε νὰ λειτουργούμεθα ὅταν λειτουργοῦμε. Ἂν μποροῦμε (ὅσο γίνεται) νὰ λέμε ὅπως ὁ Ἀπόστολος: “ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δὲ ἐν ἐμοὶ ὁ Χριστός“. Ἂν μποροῦμε μετὰ παρρησίας, ἀκατακρίτως, νὰ τολμοῦμε νὰ ἐπικαλούμεθα τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ λέμε: “…γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς“. Τότε ζοῦμε τὴ σύνοδο τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ἡ ὁποία ἀενάως ἱερουργεῖται στὴν Ἐκκλησία ποὺ ὁμολογεῖ: “Ἡμῖν σύμφωνος τῇ γνώμῃ ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ εὐχαριστία βεβαιοῖ τὴν γνώμην” (Ἅγ. Εἰρηναῖος, κατὰ αἱρέσεων). Τότε αὐθόρμητα λέμε: “Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν“. Καὶ συνεχίζομε τὴ μία παράδοσι ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ, ὅπου ἀνήγαγε ὁ Θεάνθρωπος τὴν Ἐκκλησία Του. Ἐὰν ἐπιθυμῆς πράγματα ἐφήμερα καὶ πρωτοκαθεδρίες, σοῦ λέει δὲν ξέρεις τί ζητᾶς (Μαρκ. 10, 36-38). Ἐὰν ζητᾶς τὰ τίμια, ποὺ ἀφοροῦν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου· τότε σὲ συνοδεύει καί, μέσα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, σὲ φέρνει στὸ φῶς. Καταλαβαίνεις αὐτὸ ποὺ εἶπε: “ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ εἰσελθεῖν εἰς τὴν δόξαν αὐτοῦ” (Λουκ. 24, 26). Ἔπρεπε καὶ σὺ νὰ πάθης· νὰ περάσης ὅλες τὶς δοκιμασίες ποὺ συχνὰ σὲ γονάτισαν. Γιὰ νὰ καταλάβης ὅτι ἦταν μαζί σου καὶ ὅταν τὸ ἀγνοοῦσες. Τώρα Τὸν γνωρίζεις στὴν κλάσι τοῦ Ἄρτου καὶ στὸ σπάσιμο τῆς ἀντοχῆς σου νὰ φανερώνεται ὡς ὁ Ἀναστημένος. Καὶ σὺ ἀλλοιώνεσαι μὲ τὴ μυστικὴ ἔλλαμψι. Ἀποκτᾶς ἄλλη αἴσθησι καὶ βεβαιότητα. Συνεχίζεται ἡ ζωή. Ὅλα μεταμορφώνονται καὶ ἑνώνονται. Δὲν σταματᾶ ἡ πορεία ποὺ φαίνεται στάσι, οὔτε ὁ λόγος ποὺ συμπτύσσεται στὴ σιωπή. Ὅλα συγκεντρώθηκαν στὸ ἐλάχιστο ποὺ εἶναι μέγιστο. Σὲ μιὰ στιγμὴ ποὺ εἶναι αἰωνιότης. Σὲ ἕνα ἅγιο μαργαρίτη ποὺ εἶναι ὅλος ὁ Χριστός. Ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τὸ ἕνα ποὺ ζητᾶ, ὅταν μιὰ στιγμὴ τοῦ ἀποκαλύπτωνται τὰ πάντα· ὅταν βγῆ στὴ λειτουργικὴ κορυφὴ (“ἕως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνήγαγε”) καὶ γνωρίση τὸν Κύριο ὡς Θεάνθρωπο. Τότε βλέπει - 160 -


μέσα στὴν ἀστραπὴ τῆς θεότητος ὅσα προηγήθηκαν καὶ ὅσα ἀκολουθοῦν. Βρίσκεται διὰ μιᾶς παντοῦ. Σφραγίζεται τὸ ἦθος του. Ἠρεμεῖ ἡ καρδιά του. Γνωρίζει αὐτὸν ποὺ εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω. Ταπεινώνεται ἀπὸ χαρὰ ὡς ἀνάξιος γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ τοῦ γίνεται, νὰ δῆ τὰ ἀθέατα. Καὶ νὰ τοῦ ἑρμηνευτοῦν τὰ ἀκατανόητα τῆς θείας ἀγάπης. Ὅταν ὁ Κύριος εἰς Ἐμμαοὺς ἔγινεν ἄφαντος στὴν κλάσι τοῦ ἄρτου, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν “παραβιάσουν” νὰ μείνη μαζί τους. Γιατὶ δὲν “προσεποιεῖτο” (Λουκ. 24, 28) ὅτι πηγαίνει ἀλλοῦ, ὅπως συνέβη προηγουμένως, ἀλλὰ πράγματι ἔφυγε καὶ ἔμεινε μαζί τους μὲ τὴν ἴδια πρᾶξι ὡς ὁ Ἀναστημένος. Ἔφτασαν στὸ τέλος· ἐκεῖ ποὺ τοὺς ὁδηγοῦσε ὁ Ἄγνωστος. Ἔφτασαν σ’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος. Τώρα πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ ζήτησε: “Θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ” (Ἰω. 17, 24). Τώρα πραγματοποιεῖται καὶ τὸ ἄλλο αἴτημά του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα: Δὲν ζητῶ νὰ τοὺς πάρης ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀλλὰ νὰ τοὺς προφυλάξης ἀπὸ τὸν πονηρὸ (πρβλ. Ἰω. 17, 15)· ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ προσπαθοῦν νὰ νοοῦν τὰ οὐράνια τῆς καινῆς κτίσεως καὶ θεολογίας μὲ κοσμικὸ τρόπο. Τώρα καταλαβαίνεις τὸν πατερικὸ λόγο: “ὅπου ἂν ᾖ Χριστὸς Ἰησοῦς ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία” (Ἅγ. Ἰγνάτιος, πρὸς Ἐφεσίους). Ὅλα ὑπάρχουν καὶ ἐννοοῦνται μὲ ἄλλο τρόπο. Ἡ ἀξία τῆς ζωῆς δὲν ὑπολογίζεται ἀνθρώπινα μὲ στοιχεῖα μετρούμενα, ἀλλὰ ἐντοπίζεται διὰ τῆς χάριτος στὸ ἐλάχιστο ποὺ διαστέλλεται στὸ ἀπεριόριστο. Δέχεσαι τὸ λίγο ποὺ σοῦ χαρίζει καὶ ἀπολαμβάνεις τὸ πᾶν ποὺ “ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη” (Α΄ Κορ. 2, 9). Τὸ πολὺ δὲν βρίσκεται οὔτε αὐξάνεται μὲ τὴν ποσότητα ἀλλὰ ἀφθαρτίζεται μὲ τὴν εὐχαριστία. Κερδίζεις αὐτὸ ποὺ χάνεις προσφέροντάς το ἀπὸ ἀγάπη σ’ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἀέναος προσφορά. Καὶ Αὐτὸς ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος σὲ παίρνει μαζί Του στὴν καινὴ πολιτεία. Σαρκοῦται ὁ Λόγος καὶ βιοῦται ἡ θεολογία διὰ τοῦ “φρονοῦντες καὶ πράττοντες” λειτουργικά. Ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι μιὰ θεοφάνεια. “Ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε” (Ἰω. 8, 42). Σᾶς μεταφέρω τὴ ζωὴ καὶ τὴ χάρι τῆς τριαδικῆς θεό- 161 -


τητος. “Καθὼς ἠγάπησέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ ἠγάπησα ὑμᾶς· μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ” (Ἰω. 15, 9). Δὲν ἔρχομαι καθὼς ὁ κόσμος, νὰ φέρω εἰρήνη ἐφήμερη καὶ ἀγάπη ἐπίπλαστη. Ἦλθα νὰ φέρω τὴν ὑγεία καὶ τὴ ζωὴ τὴν αἰώνια. “Ὁ ὢν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ· ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐρχόμενος ἐπάνω πάντων ἐστὶ καὶ ὃ ἑώρακε καὶ ἤκουσε τοῦτο μαρτυρεῖ” (Ἰω. 3, 31-32). Θέλω νὰ σᾶς κοινοποιήσω αὐτὰ ποὺ εἶδα καὶ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Πάτερα μου: “ἃ ἑώρακα παρὰ τῷ Πατρί μου λαλῶ” (Ἰω. 8, 38). Καὶ “ἃ ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου ἐγνώρισα ὑμῖν” (Ἰω. 15, 5). “Πάτερ ἅγιε“, θέλω νὰ δοῦν τὴ δόξα ποὺ μοῦ ἔδωσες, γιατὶ μὲ ἀγάπησες πρὸ καταβολῆς κόσμου. Νὰ δοῦν τὴ σχέσι τῆς δόξας μὲ τὴν ἀγάπη. Νὰ ἀπολαύσουν τὴ χάρι τῆς ἐλευθερίας διὰ τῆς ὑπακοῆς. Νὰ εἶναι ἕνα, ὅπως ἐμεῖς εἴμαστε ἕνα. Νὰ βλέπουν τὴ δόξα ποὺ εἶχα πρὸ καταβολῆς κόσμου καὶ ποὺ θὰ ἔχω ἀφοῦ περάση ὁ κόσμος. Καὶ εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴν ὁποία θὰ ἔλθω “κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς“. Νὰ δοῦν τὴ δόξα μου, γιὰ νὰ χορτάσουν τὴν πεῖνα τους. “Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου” (Ψαλ. 16, 15). Νὰ πεισθοῦν γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Καὶ νὰ ἀναπαυθοῦν μετὰ τὸν κόπο καὶ τοὺς σταυροὺς τῆς ζωῆς. Νὰ ἀστράψη τὸ φῶς. “Ὅσοις ἔπνευσεν ἡ θεόρρυτος χάρις…” Νὰ μὴν τοὺς δοθῆ κάτι ἀπατηλό, ποὺ δὲν σβήνει τὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἐγκεντρισθῆ τὸ μπόλι τῆς ὑπάρξεώς τους στὴν καλλιέλαιο τῆς ἀγάπης ποὺ οὐδέποτε ἐκπίπτει. Νὰ σωθῆ “τὸ μέγα τραῦμα, ὁ ἄνθρωπος” (Δοξαστικὸ Ἑσπερινοῦ Ἀντίπασχα). *** Ἕνας ἀληθινὸς ἅγιος, ἐνῶ φαίνεται ἐξαίρεσι στὴν καθαρότητα τοῦ πνεύματος καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἀποστολῆς του, μὲ τὴν ταπείνωσι ποὺ τὸν διακρίνει γίνεται μιὰ θεία ἐπίσκεψι καὶ παρηγοριὰ γιὰ ὅλους τοὺς ἀδύνατους καὶ περιφρονημένους. Δὲν ἐπαίρεται γιὰ τὰ κατορθώματά του, ἀλλὰ ταπεινώνεται γιὰ τὴν χάρι ποὺ τὸν ἀλλοίωσε. Μεταφέρει τὴν ἐμπειρία του Παραδείσου ποὺ ζῆ. Καὶ παρηγορεῖ ὅλους μὲ μόνη τὴν ὕπαρξί του. Συμμετέχει στὸν πολυμέριμνο ἀγῶνα τῆς καταλλαγῆς τῶν διεστώτων, ἐνῶ δὲν φαίνεται πουθενά. - 162 -


Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὴν τριαδική της ὕπαρξι ἐκπέμπει μηνύματα ζωῆς καὶ ἐλπίδος. Καὶ τὰ παίρνουν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν πραγματικὴ ἀνάγκη. Ὑπάρχουν πολλοὶ ἀληθινὰ πονεμένοι στὸν κόσμο ποὺ ζητοῦν τὰ τίμια καὶ ὑφίστανται τὰ πάνδεινα. Ὅταν αὐτοὶ πάρουν τὸ μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι εὐλογία γιὰ ὅλους. Ὑπάρχουν πολλοὶ σφαγμένοι καὶ σφαγιαζόμενοι. Αὐτοὶ ἐντοπίζουν τὸν Σωτῆρα ποὺ “ἅπαξ ἑαυτόν τε προσάξας ἀεὶ σφαγιάζεται ἁγιάζων τοὺς μετέχοντας“. Καὶ Αὐτὸς τοὺς ἐντοπίζει ἐκεῖ ποὺ δὲν φανταζόμαστε καὶ ὁμολογεῖ: “οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον” (Λουκ. 7, 9). Εἶναι θεϊκὲς οἱ διαστάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἀληθινὸ (ἔστω ἐλάχιστο) τὸ βρίσκουν καὶ τὸ παίρνουν ἀπὸ μακρυὰ οἱ πεινασμένοι. Τὸ ψεύτικο (ὅσο κι ἂν διαφημίζεται) τὸ ἀπορρίπτουν οἱ ἀληθινοί. Ὁ ἅγιος κινεῖται καὶ μιλᾶ μὲ ἄλλο τρόπο, ἀσυνήθιστο καὶ σωτήριο. Λέει: “Θέλω νὰ φύγω, νὰ χαθῶ, νὰ μὴν ὑπάρχω“, νὰ ἀποτύχω. Δὲν μὲ χωρᾶ ἡ δόξα ποὺ φεύγει οὔτε ἡ ἐπιτυχία τοῦ κόσμου ποὺ μὲ βάζει ἐπάνω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὲν μοῦ σβήνει τὴ δίψα. Δὲν μοῦ χορταίνει τὴν πείνα. Δὲν θέλω νὰ δοξασθῶ, νὰ σώσω τὴν ψυχή μου, μὲ τὶς ἱκανότητές μου στὸ χῶρο τῆς φθορᾶς. Θέλω νὰ τὴν χάσω χάριν τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ Λόγου, ποὺ τὰ πάντα ὑπομένει γιὰ νὰ σώση ὅλους. Ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος. Καὶ τιμᾶται στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς Βασιλεὺς τῆς Δόξης, ἤρεμα Ἐσταυρωμένος καὶ ὕπτιος, νεκρὸς στὸν Ἐπιτάφιο. Θέλω νὰ χαθῶ, νὰ μὴν παριστάνω τὸν ἅγιο μὲ τὶς φάρσες τῶν κατορθωμάτων μου, ἀλλὰ νὰ ἀξιωθῶ τῆς δικῆς Σου χάριτος. “Ὃς ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, οὗτος σώσει αὐτήν” (Λουκ. 9, 24). Ἡ σωτηρία, ἡ ἄξια γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ἔχει τὶς διαστάσεις τῆς ἀπωλείας. Ἡ ἀπώλεια τὸν περιβάλλει μητροπρεπῶς. Καὶ ἡ σωτηρία ποὺ τοῦ χαρίζεται τὸν ἀναλαμβάνει σὲ ἄλλο ἐπίπεδο καὶ τὸν κατεβάζει κοντά μας. Εἶναι μία εὐλογία γιὰ ὅλους τοὺς πονεμένους, ποὺ μαζεύονται δίπλα του. Καὶ γι’ αὐτὸν ὅλα τὰ βάσανα εἶναι εὐλογία. Ἕνας ἅγιος, ποὺ βρίσκει τὴν ψυχή του μὲ τὸ νὰ τὴν χάνη ἕνεκεν τοῦ Κυρίου, ἡσυχάζει ἐν Πνεύματι. Δὲν διαπληκτίζεται μὲ κανένα, γιατὶ ξεπερνοῦν τὴ δύναμι τῶν λόγων τὰ βιούμενα. Τοῦ ἔχουν λυθῆ οἱ ἀπορίες. Δέχεται ἐσωτερικὰ τὴν ξένη ἀλλοίωσι καὶ ἐκπέμπει ἀπὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξι ἄρρητη εὐωδία ποὺ τρέφει τὸν κόσμο. “Ἐτρεφόμεθα δὲ πάντες - 163 -


ὁσμῇ ἀνεκδιηγήτῳ ἥτις οὐκ ἐχόρτασεν ἡμᾶς” (Μαρτύριον Ἁγίας Περπετούας). *** Ὑπάρχουν ἄλλοι πού, ἐνῶ παριστάνουν τοὺς θεολόγους ἢ τοὺς θαυματουργούς, εἶναι ταραγμένοι καὶ σκοτισμένοι. Αὐτὴ τὴ σκότωσι τῆς ταραχῆς δὲν μποροῦν νὰ τὴν συγκρατήσουν, ἀλλὰ τὴν διαχέουν ὡς ἀτμόσφαιρα συγχύσεως, μὲ μορφὴ θεολογίας ποὺ σοῦ σφίγγει τὴν καρδιὰ καὶ σοῦ δημιουργεῖ δυσφορία. Δὲν σὲ ὁδηγεῖ στὴν πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναπαύσεως. Ἀντὶ νὰ πάρουν τὴν ἀνθρώπινή τους ἀναπηρία καὶ τὸ βάρος τῆς καρδιᾶς ὡς ἀφορμὴ μετανοίας, τὴν θεωροῦν ὡς δυνατότητα θεολογικῆς μαρτυρίας. Ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, προβάλλουν τὴν ψυχική τους ἀρρώστια ὡς πνευματικὴ ἀνησυχία ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσι τοῦ κόσμου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰ τὸ ψέμα φαίνεται καὶ ἡ ἀρρώστια δὲν κρύβεται. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέσι μὲ τὴν ἀνάπαυσι ποὺ προχέει ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν ἐσταυρωμένων Ἁγίων της. Δὲν βρίσκεται ἔτσι ἡ λύσι τῶν προβλημάτων οὔτε ἡ θεραπεία τῆς ἀρρώστιας μας. Ὁ λόγος τῆς σωτηρίας τοῦ ἑνὸς Θεοῦ Λόγου ἔρχεται ὡς παράκλησι τοῦ Πνεύματος ποὺ ζωογονεῖ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σώζει τὸν χαρακτῆρα του. Ὅλοι ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἀνεξιχνίαστο ἔλεος τοῦ Θεανθρώπου, ὄχι ἀπὸ τὶς ἀνθρώπινες ἐνέργειες καὶ ἐπεμβάσεις. Ὅπως δὲν ἐπηρεάζεται ὁ ἥλιος ἀπὸ τὶς ἀτμοσφαιρικὲς ἀναταραχὲς τοῦ γήινου χώρου, ἔτσι δὲν ἀλλοιώνεται ἡ τριαδικὴ ζωὴ τῆς θεότητος καὶ ἡ συνοδικὴ δομὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἱστορικὲς ταραχὲς καὶ ἀνακατατάξεις. Ὁ πιστὸς λαὸς ζῆ στὴν ἀταραξία τοῦ τετελειωμένου μυστηρίου, ἄσχετα ἐὰν ἔρχωνται καὶ φεύγουν κοσμοκρατορίες καὶ ἰδεολογίες ποὺ ἀπείλησαν καὶ βασάνισαν τὸν κόσμο. Καὶ πίστεψαν ὅτι θὰ ἀλλάξουν γιὰ πάντα τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἐὰν σήμερα κάποιοι τρομοκρατοῦν τὸν κόσμο μὲ ἐπιθέσεις θανάτου καὶ ἐπιδείξεις σφαγῶν· ὁ Θεάνθρωπος μένει ἀναλλοιώτως ὁ Παντοκράτωρ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς κατανοήσεως. Εἶναι ἡ τελικὴ λύσι ὅλων τῶν προβλημάτων μας, ὅσο καὶ ἂν ἡ ἐπιπολαιότητά μας τὸ ἀγνοῆ. Δέχεται εἰρηνικὰ “ὅλην τὴν σπεῖραν” (Μαρ. 15, 16) τῆς ἱστορίας ποὺ τὸν ἐμπαίζει, τοῦ βάζει ἀγκάθινο στεφάνι. Ἀντιμετωπίζει μὲ ἀγάπη ὅλους ποὺ ἔρχονται ἐναντίον του. - 164 -


Δὲν κτυπᾶ κανένα, παρὰ μόνο τὸ μῖσος καὶ τὴν ἔχθρα. Σὲ κάθε ἐγκληματία βλέπει θύμα ἄλλων ἐγκλημάτων καὶ διαστροφῆς πνευματικῆς. Πρᾶγμα στὸ ὁποῖο εἴμαστε ὅλοι ὑπεύθυνοι. Δὲν θεωρεῖ ἀθώους αὐτοὺς πού, σὰν τὸν Πιλᾶτο, νίπτουν τὰς χεῖρας καὶ ὁμολογοῦν “ἀθῶος εἰμὶ ἐκ τοῦ αἵματος τούτου” (Ματθ. 27, 24). Ἦλθε νὰ σταματήση τὴν ὑποκρισία καὶ τὴν κατρακύλα τῆς φθορᾶς, τὴν ἀκατάσχετη ὁρμὴ τοῦ θανάτου. “Ρύμην τοῦ θανάτου καὶ φθορὰν σοῦ τῷ ζωηφόρῳ θανάτῳ καθεῖλες Δέσποτα“. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τὴν εὐρυχωρία τοῦ Πνεύματος ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν οἰκουμένη. Αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς της. Δι’ αὐτῆς τῆς Λειτουργίας ἀντιμετώπισε βάσανα δοκιμασιῶν καὶ ἀπειλῶν. Κινδύνους ληστῶν, κινδύνους ἐξ ἐθνῶν, κινδύνους ἐν ψευδαδέλφοις. Τὰ ξεπέρασε ὅλα. Ἔμεινε εὐγνώμων γιὰ τὶς δοκιμασίες. Χαίρει μὲ τοὺς πειρασμοὺς καὶ τὰ βάσανα. Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἦλθαν ἐναντίον της, μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο ἢ προθέσεις γιὰ νὰ τὴν κτυπήσουν, νὰ τὴν ἀλλοιώσουν καὶ νὰ ἐπιβληθοῦν, τοὺς βλέπει ὡς θύματα πλάνης. Τοὺς βλέπει ὡς ἀδελφοὺς ἀδύνατους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη βοηθείας. Ἔμαθε μόνο νὰ ἀγαπᾶ. Ἔζησε καὶ ζῆ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνοχὴ τοῦ Θεανθρώπου. Δέχτηκε οὐράνια τροφὴ καὶ ἀγωγή. *** Φτάνομε στὴ σημερινὴ ἐποχή. Ζοῦμε τὴν περίοδο τῶν διαλόγων. Προσπαθοῦμε οἱ χριστιανοὶ νὰ ἀναβιώσωμε τὴν ἑνότητα ποὺ μᾶς χαρίζει καὶ εὔχεται ὁ Θεανθρώπος. Ὑπάρχουν μεταξύ μας οἱ λεγόμενοι προοδευτικοὶ καὶ πρόθυμοι γιὰ διάλογο. Καὶ οἱ θεωρούμενοι συντηρητικοὶ ποὺ γενικὰ ἀρνοῦνται τὶς ἐπαφές. Ἐδῶ κρίνεται ἡ γνησιότητα καὶ ἡ δύναμι τῆς πίστεώς μας, γιατὶ οὔτε τὴν ἀλήθεια σώζομε καταρώμενοι τοὺς πεπλανημένους οὔτε προσφέρομε αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ ψεύτικες φιλοφροσύνες. Ἐδῶ χρειάζονται οἱ ἀληθινοὶ ἥρωες τῆς πίστεως, ποὺ σώζουν τὴν ψυχή τους μὲ τὸ νὰ τὴν χάνουν ἕνεκεν τοῦ Κυρίου (Λουκ. 9, 24). Αὐτοὶ ἡσυχάζουν ὡς ἀνύπαρκτοι. Χαίρονται ὡς μὴ ὄντες. Καὶ τότε βλέπουν ὅτι ὑπάρχει Αὐτὸς ποὺ καλεῖ τὰ “μὴ ὄντα (τοὺς ἀνύπαρκτους), ἵνα τὰ ὄντα καταργήση” (Α΄ Κορ. 1, 28), ἀπὸ τὴν φανταστική τους ἐπιτυχία, ποὺ εἶναι φενάκη ζωῆς καὶ ἀλήθεια ἀρρώστιας. - 165 -


Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι οἱ ἐπιπόλαιοι οἰκουμενιστὲς καὶ οἱ φανατικοὶ ζηλωτὲς ἔχουν ἀντίθετες τοποθετήσεις, στὴν πραγματικότητα βρίσκονται στὴν ἴδια ἔνδεια· εἶναι κλεισμένοι στὴν ἴδια φυλακή. Ξεκινοῦν καὶ τελειώνουν στὴ δική τους ἀντίληψι. Τοὺς λείπει ἡ τόλμη τῆς πίστεως καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ἀγάπης. Βασανίζουν καὶ βασανίζονται, προσφέροντες ἀπειλὲς χωρὶς νόημα ἢ φιλοφροσύνες χωρὶς περιεχόμενο. Ἡ παρουσία τοῦ ἑνὸς τρέφει τὴν ὕπαρξι τοῦ ἄλλου. Καὶ δὲν σταματᾶ ἡ ταραχὴ τῆς διαμάχης τῶν κατὰ φαντασία αὐθεντιῶν. Καὶ πρὸς τὶς δύο πλευρὲς ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: “οὐκ ἀπέστειλα αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμην αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐλάλησα πρὸς αὐτούς· ὅτι ὁράσεις ψευδεῖς … καὶ προαιρέσεις καρδίας αὐτῶν αὐτοὶ προφητεύουσιν ὑμῖν” (Ἱερ. 14, 14). *** Ἂν δοῦμε τὰ πράγματα ἤρεμα· στὸ διάλογο μεταξὺ τῶν Χριστιανῶν σκοντάψαμε: – μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ὅταν φτάσαμε στὸ θέμα τῆς οὐνίας – μὲ τοὺς Προτεστάντες, ὅταν βλέπης νὰ χωρίζωνται ἀσταμάτητα, νὰ δημιουργοῦνται ἀτέλειωτες ὁμολογίες. Τότε ἀνθρωπίνως ὁμολογεῖς τὴν ἀδυναμία σου. Ἀλλὰ “τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν” (Λουκ. 18, 27). Ἂν κάνωμε μιὰ σύντομη ἀναδρομή, βλέπομε τὸ γεγονὸς τοῦ σχίσματος. Ἀκολουθεῖ ἡ προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν κατορθώνονται πολλὰ πράγματα. Γεννᾶται ἡ Οὐνία, μιὰ φάσι χαρακτηριστικὴ τῆς ἱστορίας. Σὰν νὰ ἀπευθύνεται πρὸς τὴν ὀρθόδοξη πλευρὰ ἡ Δύσι καὶ λέει: Ἰσχυρίζεσαι ὅτι ἔχεις τὸν Χριστὸ μαζί σου. Ὅλο τὸ κλίμα τῆς Παραδόσεώς σου φανερώνεται μὲ μιὰ ἀλλοίωσι. Ψηλαφᾶται σὲ ἕνα κόσμο μεταμορφωμένο. Αὐτὸ ὅλο ποὺ φαίνεται καὶ ψηλαφᾶται εἶναι γεμᾶτο μὲ θεία χάρι. Τὴ χάρι δὲν μπορῶ νὰ τὴ συλλάβω, νὰ τὴν φυλακίσω. Θέλω νὰ σοῦ πῶ: Ἐγὼ εἶμαι μεγάλη δύναμι. Δὲν θὰ πειράξω αὐτὸ ποὺ φαίνεται· μάλιστα, θὰ σοῦ τὸ ἐξασφαλίσω. Μόνο σοῦ ζητῶ κάτι ἐλάχιστο: νὰ πιστεύης ὅτι ἐγὼ τὰ ρυθμίζω ὅλα ἀλαθήτως: (ἔτσι τὸ ἀντιλαμβάνομαι καὶ τὸ ζῶ μὲ τὸν δικό μου τρόπο). Σοῦ ἀφαιρῶ τὸ ἐπικίνδυνο τῆς ἐλευθερίας καὶ τὸ βάσανο τῆς εὐθύνης ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα. - 166 -


Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ βλέπεις καὶ ἔχεις θὰ τὰ διατηρήσωμε πανομοιότυπα. Δὲν θὰ μπορῆς νὰ βρῆς καμμιὰ διαφορά. Μόνο δὲν θὰ βλαστάνουν ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ εἶναι σου. Δὲν θὰ γεννᾶται ὅλη αὐτὴ ἡ δημιουργία ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς σου· νὰ τὰ θυσιάζης ὅλα ἕνεκεν τοῦ Κυρίου. Καὶ νὰ τὰ βλέπης νὰ ἀνασταίνωνται ἄφθαρτα. Μόνο αὐτὸ δὲν θὰ ἔχης. Θὰ ἔχης ὅμως τὴν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Ἐγὼ θὰ σοῦ ζωγραφίσω τὴν ὡραιότερη Ἀνάστασι ποὺ ὑπάρχει, γιὰ νὰ μὴν ξεχνᾶς αὐτὸ ποὺ εἶχες. Θὰ σοῦ τυπώνω τὰ καλύτερα ἀντίγραφα. Θὰ τὰ τιμᾶς. Δὲν θὰ εἶναι δημιουργήματα τῆς ζωῆς σου. Θὰ καλύπτεσαι ὅμως ἀπὸ τὴ δύναμι τῆς Ρώμης. Ἔτσι, σὰν ἑνωμένοι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἀντιμετωπίσωμε τοὺς κοινοὺς ἐχθρούς. Ἡ ἀντίδρασι ἐκ μέρους τῆς ὀρθοδόξου συνειδήσεως σὲ μιὰ τέτοια πρότασι εἶναι ἀναπόφευκτη, ἀπὸ ἀγάπη καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους: Αὐτὸ εἶναι ἐμπαιγμὸς καὶ ἄρνησι τῆς καινῆς πολιτείας ποὺ χαρίζει στὸν κόσμο ὅλο ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὅλοι γινόμαστε ἀντίγραφα ἀνθρώπων, ὄχι ἀληθινοὶ καὶ ἐλεύθεροι ἐν Χριστῷ. Αὐτὸ ποὺ ζῆ καὶ λέει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὅτι ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ μᾶς καλεῖ καὶ μᾶς δωρίζει τὴ ζωή: “ὁ διψῶν ἐρχέσθω, καὶ ὁ θέλων λαβέτω ὕδωρ ζωῆς δωρεάν” (Ἀποκ. 22, 17). Μόνοι μας χωριζόμαστε σὲ ἀτέλειωτα κομμάτια, τὰ ὁποῖα δὲν παύουν νὰ πληθύνωνται. Ὁ Ἀναστημένος Χριστὸς μένει ἡ σωτηρία ὅλων μας. Μόνοι μας, παρ’ ὅλη τὴν καλή μας διάθεσι, δὲν μποροῦμε νὰ τὰ μαζέψωμε. Ἄλλωστε, τὸ δρᾶμα τῶν διαιρέσεων, ποὺ θέλομε νὰ θεραπεύσωμε, προῆλθε ἀπὸ “καλὴ διάθεσι“. Κάποιοι θεώρησαν “καλοδιάθετα” τὸν ἑαυτό τους ἀλάθητο. Αὐτὸ ἄλλαξε τὴ συμπεριφορὰ καὶ τὶς ἀπαιτήσεις τους. Οἱ ἄλλοι ἀντέδρασαν, γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὴν ὑποτέλεια, τὴν ἄγνωστη στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Δημιουργήθηκαν νέες ὁμάδες μὲ ἐπὶ μέρους ἀλάθητες ἀτομικότητες. Καὶ φτάσαμε στὴν σημερινὴ κατάστασι. Ἡ λύσι εἶναι ὁ Χριστός. Εἶναι φυσιολογικὴ ἡ ἀντίδρασι τῶν Διαμαρτυρομένων. Εἶναι δεῖγμα ὑγείας πνευματικῆς, καὶ ὠφέλιμη πρὸς ὅλους, ἐφόσον ἀντιμετωπισθῆ μὲ σύνεσι “κατὰ Χριστόν“. - 167 -


Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία, γιὰ νὰ πετύχη τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ προσφέρεται διὰ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου τρεφόμεθα ἀπὸ τὸν οὐράνιον Ἄρτον τὸν μελιζόμενον καὶ μὴ διαιρούμενον. Ζοῦμε τὸ γεγονὸς ὅτι δὲν διαιρεῖται ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ δὲν χωρίζεται ἡ Ἐκκλησία Του. Χαιρόμαστε τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἐλευθερία. Κάθε πιστός, μὲ τὴ θεία Κοινωνία, δέχεται ὅλο τὸν Χριστὸ μέσα του. Καὶ ὅλη ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Οἱ διεσπαρμένοι … οὐ μὴ πλανηθῶσιν, ἀλλὰ θὰ εἶναι συνηγμένοι ὑπὸ Κυρίου (πρβλ. Ἡσ. 35, 8-10). Ἡ διασπορὰ ἔχει τὴ χάρι τῆς συναγωγῆς καὶ ἡ ἑνότης τὴν ἐλευθερία τοῦ Πνεύματος. “Τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος αἰτησάμενοι, ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα” (Θεία Λειτουργία). Μιλᾶμε τὴ μητρικὴ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου, τὴ γλῶσσα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ σώζει τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἑνότητα ὡς προϋπόθεσι ζωῆς. Ὅταν λέμε ὅτι στὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας βρίσκεται ἡ μία ἀλήθεια, ὁ Χριστός, ποὺ φανερώνεται μὲ τὸ νὰ γίνεται ἄφαντος· αὐτὸ δὲν εἶναι κάτι ποὺ κάποιους κολακεύει καὶ κάποιους ὑποτιμᾶ (τότε ὅλους θὰ μᾶς ἐνέπαιζε). Δὲν ὑπάρχει ἀντιπαράθεσι ποὺ δημιουργεῖ νικητὲς καὶ νικημένους· αὐτὰ εἶναι πάθη τοῦ παρόντος αἰῶνος. Ἐδῶ ὑπάρχει ἡ ἀγάπη τοῦ Ἑνὸς ποὺ σώζει ὅλους. Δὲν νικοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι στὸ διάλογο· νικᾶ ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ νίκησε τὸν θάνατο διὰ τοῦ θανάτου Του, πρὸς σωτηρίαν ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι οἱ νικημένοι (ἔτσι τὸ ζοῦμε λειτουργικὰ) ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία καὶ οἱ ἅγιοι δὲν ζοῦν αὐτοί, ἀλλὰ ζῆ ἐν αὐτοῖς ὁ Χριστός. Αὐτοὶ ἔχουν τελειώσει. Εἶναι ὁ Χριστὸς τὰ πάντα ἐν πᾶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή τους, ὄχι ἡ βιολογική τους ὕπαρξι ἢ κοσμικὲς ἐπιδιώξεις. Ζῆς τὴν πραγματικότητα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἡ Ἀνάστασι, ἐγὼ εἶμαι ἡ πτῶσι. Αὐτὸς εἶναι ἡ μία ἀλήθεια τῆς ζωῆς καὶ τῆς θυσίας. Προσφέρεται ὡς χαρὰ γιὰ νὰ νικήσουν ὅλοι, νὰ χαροῦν, νὰ θεωθοῦν. Νὰ μὴν μείνη κανεὶς ἔξω ἀπὸ τὸ συμπόσιο τῆς πίστεως καὶ τὴ χαρὰ τοῦ Κυρίου. Νὰ μὴν χάση κανεὶς τὴν δυνατότητα νὰ προσφέρη τὸ ἐλάχιστο ποὺ ἔχει, γιὰ νὰ ἀπολαύση, “σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις“, τὸ πᾶν ποὺ δὲν περιγράφεται. - 168 -


Κανεὶς δὲν εἶναι ἄβουλο πλάσμα, οὔτε ἐξάρτημα μηχανῆς. Ὅλοι εἴμαστε κατὰ χάριν τέκνα Θεοῦ. Πάντα ὅσα ἔχει ὁ Θεὸς ἀποκτᾶ κατὰ χάριν ὁ ἄνθρωπος, ἐκτὸς τῆς κατ’ οὐσίαν ταυτότητος. Τὸ ἱερὸ χρέος τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ φανερώνωμε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας ποὺ ἀενάως ἱερουργεῖται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου, ποὺ εἶναι ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος στὴ μία Λειτουργία τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου. Αὐτὸ εἶναι μιὰ εὐλογία ποὺ προχέεται πρὸς κάθε ἀληθινὰ διψασμένο καὶ πεινασμένο τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς. Ὅπως τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καταυγάζει τὰ σύμπαντα, ὡς πλησμονὴ ζωῆς καὶ εὐλογίας· ζωογονεῖ ὅλα τὰ ἔμβια καὶ ἀποσυνθέτει τὰ πτώματα. Καὶ ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἐνεργεῖ φιλάνθρωπα καὶ δραστικά. Εὐλογεῖ καὶ κρίνει τοὺς πάντας. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ σβήση τὸν ἥλιο πετῶντας πέτρες στὸν ἀέρα. Καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀκυρώση τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μὲ τὴν ὁποιανδήποτε ἐπιπολαιότητα ἢ κακότητά του. Ἡ ἤρεμη παρουσία Του δρᾶ θεραπευτικὰ καὶ βέβαια μέσα στὴν ἱστορία ἐλευθερώνοντας τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα τὰ θεραπεύει. Ἀρκεῖ νὰ μὴ βιαστοῦμε καὶ δώσωμε δικές μας λύσεις. Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ὄντως τὸ χαρούμενο μήνυμα, γιατὶ λέει ὅλη τὴν ἀλήθεια. Οὔτε ἀποκρύπτει τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες. Οὔτε ἀγνοεῖ τὴ σωτήρια παρουσία τοῦ Θεανθρώπου. Ὁ Ἰούδας, μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Διδασκάλου, μεταμεληθεὶς βιαστικὰ ἔδωσε τὴ δική του λύσι, “καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο” (Ματ. 27, 5). Ὁ Πέτρος, μετὰ τὴν πτῶσι του, ἔδωσε ἄλλη λύσι. Βρῆκε ἕνα τόπο καὶ ἔκλαυσε πικρῶς. Δέχτηκε τὴν ἀνάπαυσι τῆς ἀφέσεως. Καὶ ἔγινε ἡ πέτρα τῆς πίστεως, ἐπειδὴ ἔλειωσε ἀπὸ τὸ κλάμα. Τὰ θέματα εἶναι ἁπλᾶ, ἐφόσον πιστεύομε στὸν Χριστὸ καὶ ἐναποθέτομε σ’ Αὐτὸν ὅλη μας τὴ ζωή. Σοῦ προκαλεῖ δέος ἡ παντοκρατορία τῆς ἀγάπης Του καὶ ἡ λεπτότητα τῆς συμπεριφορᾶς Του· νὰ φεύγη, μόλις φανῆ ὅτι δὲν ἐπιθυμεῖς τὴν παρουσία Του. Καὶ ὅταν πῆγε στὴ γῆ τῶν Γεργεσηνῶν, ὅπου οἱ δαιμονισμένοι γύριζαν γυμνοὶ καὶ ἦταν τὸ φόβητρο τοῦ κόσμου, δὲν τοὺς ἐπέπληξε γιὰ ἀνάρμοστη συμπεριφορά, ποὺ προκαλοῦσε τὴ φρίκη, οὔτε τοὺς διετύπωσε θεολογικὲς ἀλήθειες. Αὐτοὶ ὄχι μόνο δὲν ἔπαιρναν ἀπὸ λόγια, ἀλλὰ τὰ ροῦχα τους ἔσχιζαν καὶ τὶς ἁλυσίδες ἔσπαζαν. - 169 -


Τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ κάθησαν δίπλα Του ἱματισμένοι καὶ σωφρονοῦντες. Καὶ ὅταν ἐπέτρεψε στὴ λεγεῶνα τῶν δαιμονίων νὰ μπῆ στὴν ἀγέλη τῶν χοίρων καὶ νὰ πνιγῆ στὴ θάλασσα, οἱ κάτοικοι τῆς περιχώρου φοβήθηκαν “φόβῳ μεγάλῳ” καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀπομακρυνθῆ “ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν” (Ματ. 8, 34). Γιατὶ ἡ παρουσία του προκαλοῦσε καταστροφὴ παραγωγικῶν μονάδων καὶ οἰκονομικὴ ὕφεσι. Ὁ Κύριος δὲν τοὺς μίλησε γιὰ δική τους παρεκτροπή, ἀλλὰ μπῆκε στὸ πλοιάριο καὶ ἔφυγε. Αὐτὴ ἡ συμπεριφορὰ μᾶς κρίνει καὶ μᾶς σώζει. Εἴθε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς φωτίση νὰ ἀντιμετωπίσωμε τὴν παρουσία τοῦ Ἰησοῦ ὄχι μὲ τὴν ἀπορία “τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ᾧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;” (Ματ. 8, 29), ἀλλὰ μὲ τὴν αἴσθησι ὅτι Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὰ βάσανα.

- 170 -


Ἡ Ἀγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας π. Αὐγουστίνου Μπαϊραχτάρη Ἐπ. Καθηγητοῦ Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ὁ Χριστὸς θέτει συνεχῶς τὸ ἐρώτημα στὶς Ἐκκλησίες: “Τίνα μὲ λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου” (Μάτθ.16,13). Ἔχοντας αὐτὸ στὸ μυαλό της ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ σύνολό της θέτει ἐαυτῆ ἔναντι συγκεκριμένων προβλημάτων, θεολογικῶν, ἀλλὰ καὶ πρακτικῶν, ὄχι ἥττονος σημασίας, δεδομένου ὅτι ἅπτονται τῆς ζωῆς, τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς πράξης. Τὰ θέματα πού συζητήθηκαν στὴν Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀποσκοπούν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ στὴν οἰκοδομὴ τῶν πιστῶν καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ στὴν καλύτερη ἐκκλησιαστικὴ διακονία τοῦ κόσμου. Ἑπομένως σὲ κάθε περίπτωση ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο τῶν ζητημάτων σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν προβολὴ τῆς μαρτυρίας καὶ τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ὡς παράγοντα εἰρήνευσης στὸ σημερινὸ διασπασμένο καὶ ταραγμένο κόσμο.1 Τί εἶναι λοιπὸν ἡ Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδος; Τεράστιο ἔργο – Πολύπλευρη προπαρασκευαστικὴ ἐργασία – Ἀλλεπάλληλες φάσεις προσυνοδικῶν καὶ συνοδικῶν δραστηριοτήτων – Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες σὲ διαρκῆ προετοιμασία, ἀναμονὴ καὶ ἐγρήγορση, καὶ ὁ Παράκλητος παρὼν σὲ ὅλα αὐτά. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἔχει ἀναπτυχθεῖ μία μεγάλη φιλολογία περὶ τῆς σύγκλησης τῆς Ἁγίας κ Μεγάλης Συνόδου, βασισμένη σὲ ἐρωτήματα πού ἀφοροῦν τὴ θεματολογία της, τοῦ ἐγκαίρου ἢ ἄκαιρου χρονικοῦ σημείου πού πραγματοποιεῖται, περὶ τοῦ σκοπίμου ἢ μή, περὶ τῆς ἀναγκαιότητας ἢ μὴ κᾶ. Ὡστόσο, τέτοιες σκέψεις καὶ ἀπόψεις ὑπάρχουν δημοσιευμένες ἤδη ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ’70.2 Αὐτὲς οἱ ἀντιδράσεις (βλ. Γιανναρά, Πόποβιτς, Μέγιεντορφ κ.α.) οὔτε καινούρ1

Τσομπανίδη Στ., Ἐκκλησία –Ἐκκλησίες, ἔκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 2013, σέλ. 99. Μητροπολίτου Τρανουπόλεως Δαμασκηνοῦ, «Ἔκθεσις Γραμματέως Μητροπολίτου Τρανουπόλεως Δαμασκηνοῦ ἐπὶ τῆς πορείας τῆς προπαρασκευῆς τῆς Συνόδου», στὸ Συνοδικὰ τόμ.ΙΙ, ἔκδ. Ὀρθόδοξο Κέντρο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου - Chambesy, Γενεύη 1978, σέλ. 158-160. 2

- 171 -


γιες εἶναι, οὔτε ἄγνωστες σ’ αὐτοὺς πού παρακολουθοῦν τὶς ἐξελίξεις, τὶς προσπάθειες, τὸν ζῆλο καὶ τὴν ἀγωνία αὐτῶν πού κοπιάζουν ἐδῶ καὶ πέντε δεκαετίες, ὥστε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία νὰ μπορέσει νὰ συνέλθει ἐπὶ τῷ αὐτῶ στὸ σύνολό της γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλο χρονικὸ διάστημα ἐκκλησιαστικῆς μονώσεως καὶ ἀνυπαρξίας ἑνὸς οὐσιαστικοῦ, ἐσωτερικοῦ, διαλόγου. Τὸ ἐρώτημα τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Μύρων Χρυσοστόμου ἐπίκαιρο ὅσο ποτὲ ἄλλοτε: “Τί ἀναμένουν αἳ Ὀρθοδοξαι Ἐκκλησίαι καὶ τὰ ποίμνια τῶν ἀπὸ τὴν τεράστιαν αὐτὴν κίνησιν; Αί ἠμέτεραι Ἐκκλησίαι καθώρισαν ἢ ὄχι ἐπισήμως τὰς θέσεις τῶν ἐν τῷ ζητήματι τούτω;”. Τί καὶ ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ ἀναμενόμενον; Τί προσμένουν λοιπὸν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀπὸ τὴν τεράστια αὐτὴ κίνηση; Αὐτὸ ὁμολογουμένως ἀποτελεῖ ἕνα δύσκολο ἐρώτημα πού δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει μία μονολεκτική, θετικὴ ἢ ἀρνητική, ἀπάντηση. Ἡ Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδος ἔλαβε χώρα σὲ μία περίοδο, ὅπου μοιάζει νὰ ὑπάρχει πρῶτον μία στασιμότητα στὴ διαπραγμάτευση τῶν θεολογικῶν ζητημάτων σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο, λόγω τοῦ ἀκανθώδους ἐκκλησιολογικοῦ προβλήματος, τὸ ὁποῖο ἀποδεικνύεται ἐπὶ τοῦ παρόντος ἰσχυρότερο ἀπὸ τὴ βούληση τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν γιὰ ἑνότητα, καὶ δεύτερον παρατηρεῖτο μέχρι προτινὸς μία κωλυσιεργία καὶ ἀτολμία μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων, προκειμένου ν’ ἀντιμετωπίσουν συλλογικὰ ὁρισμένα σύγχρονα θεολογικὰ θέματα. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ ἐν λόγω κατάλογος τῶν ἔξι θεμάτων δὲν καλύπτει οὔτε τὶς ἀνάγκες τῆς μοντέρνας κοινωνίας, οὔτε τὶς ἐπιθυμίες ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οὔτε τὴ σύνολη, σύγχρονη, θρησκευτικὴ πραγματικότητα. Ὡστόσο, δὲν θὰ μποροῦσε στὴν παροῦσα φάση νὰ γίνει διαφορετικά. Σήμερα λοιπὸν σ’ ἕναν εὐρωπαϊκὸ χῶρο πού πλήττεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του ἀμφιταλάντευση σχετικὰ μὲ τὴν πορεία πού πρέπει ν’ ἀκολουθήσει γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ θρησκεῖες ἐπανέρχονται ἐκ νέου δυναμικὰ στὸ προσκήνιο, προκειμένου νὰ διαμορφώσουν τὴ συλλογικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα τῶν λαῶν. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μείνει ἀμέτοχη καὶ ἄπραγη. Ἀντιθέτως μόνο κερδισμένη ἔχει νὰ βγεῖ μέσα ἀπὸ τὴ συνοδικὴ διαδικασία, καθὼς ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ παρουσιαστεῖ συντονισμένα καὶ συντεταγμένα ὁμόφωνα πρὸς τὰ ἔξω, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ μέσα, παρουσιάζοντας τὶς θέσεις τῆς χωρὶς βερμπαλισμοὺς καὶ ἀκρότητες δίδοντας διεθνῶς τὸ στίγμα της.

- 172 -


1. ΤΑ DESIDERATA ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ κ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟ (16-032016) ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΛΙΣΕΩΣ ΑΥΤΗΣ “Μέχρι τίνος οἱ τῆς αὐτῆς Τριάδος προσκυνηταὶ δάκνομεν ἀλλήλους καὶ κατεσθίομεν; Ἕως ἂν ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῶμεν…καὶ εἰς τὸ μὴ εἶναι χωρήσωμεν».3 Μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἅγιος Μάρκος ἀπευθύνεται στὶς 9 Ἀπριλίου 1438-1439 στὸν ἐπίσκοπο Ρώμης. Δηλαδὴ μέχρι πότε οἱ προσκυνητὲς τῆς ἴδιας Ἁγίας Τριάδας θὰ τρῶμε τὶς σάρκες μας; Μέχρι τοῦ σημείου πού νὰ μὴν πλέον χωροῦμε στὸ εἶναι, καὶ ὁδηγηθοῦμε ἐξαιτίας τῆς διαλυτικῆς μας συμπεριφορᾶς εἰς τὸ μὴ εἶναι, δηλαδὴ στὴν ἀνυπαρξία, στὴν ἀκοινωνησία, στὸ χάος. Πότε θὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ὁ λόγος τῆς δικῆς μας ὕπαρξης εἶναι ὁ πλησίον; Ποιὸς εἶναι ὁ σημερινὸς πλησίον; Καὶ τὸν πλησίον δὲν τὸν ἐπιλέγουμε, καθὼς δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πολυτέλεια, εἰδικὰ σήμερα, διότι ὅπως μᾶς προτρέπει ὁ εὐαγγελικὸς λόγος «οἱ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴ» (Μάτθ.11,12). Πλησίον λοιπὸν εἶναι αὐτὸς γιὰ τὸν ὁποῖο σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Τὸ αὐτὸ παράδειγμα ἀκολούθησε καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός, ὡς ἐπίσκοπος Ἐφέσου καὶ ἀντιπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος φορώντας ἀρχιερατικὸ μανδύα, ἐγκόλπιο καὶ ἐπανωκαλύμμαυχο δὲν δίστασε οὔτε στιγμὴ στὴν προσφώνησή του νὰ χαρακτηρίσει τὸν ἐπίσκοπό της πρεσβυτέρας Ρώμης μέλος τοῦ Σώματος: «Σήμερον τὰ τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος μέλη πολλοῖς πρότερον χρόνοις διεσπασμένα τὲ καὶ διερρηγμένα, πρὸς τὴν ἀλλήλων ἐπείγεται ἕνωσιν, οὐ γὰρ ἀνέχεται ἡ κεφαλὴ Χριστὸς ὁ Θεὸς ἐφεστάναι διηρημένω τῷ σώματι».4 Πόσο ἐπίκαιροι εἶναι οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ καὶ πόσο τραγικὰ ἐπιβεβαιώνονται μέχρι καὶ σήμερα. Καὶ ἔχω τὴν αἴσθηση ὅτι ἐπιβεβαιώνονται τόσο γιὰ τὸ ἐσωτερικό, ὅσο καὶ γιὰ τὸ ἐξωτερικό της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση δὲν τὸν ὀνόμασε τυχαία «εὐγενικό». Αὐτὴ ὅμως ἡ εὐγένειά του δὲν τὸν ἐμπόδισε οὔτε νὰ προσέλθει ἀσμένως στὸν διάλογο μὲ τὴν ἕτερη Χριστιανικὴ κκλησία τῆς Ρώμης, οὔτε νὰ ἐκφράσει τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ οὔτε καὶ βεβαίως νὰ δεχθεῖ τὸ συνοδικὸ κείμενο τῆς Φερράρας – Φλωρεντίας. Στὸ ἴδιο πλαίσιο συναντίληψης στέκει καὶ τὸ Φανάρι σήμερα, ἀνεπηρέαστο ἀπὸ τὶς ζηλωτικὲς κραυγὲς πού ἀκούγονται λόγω ἀγνωσίας ἀπὸ 3 Μάρκου Εὐγενικοῦ, Τῷ μακαριωτάτω πάπα τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, Μάρκος ἐπίσκοπος, vol. I, Editura Pateres 2009, σέλ.198. 4 ὄπ. πάρ. σέλ. 198.

- 173 -


διάφορους ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους! Ἂς δοῦμε λοιπὸν προσεκτικὰ τί ἀναφέρει ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος. Πρώτιστος σκοπὸς τῆς Πανορθοδόξου αὐτῆς Συνόδου, σύμφωνα μὲ τὴν Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο ἐπὶ τῆς συγκλήσεώς της μὲ ἡμερομηνία 16 Μαρτίου 2016, “εἶναι νὰ καταδειχθῆ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἡνωμένη ἐν τοῖς Μυστηρίοις, καὶ μάλιστα τὴ Θεία Εὐχαριστία, καὶ τὴ Ὀρθοδόξω πίστει, ἀλλὰ καὶ ἐν τὴ συνοδικότητι. Διὸ καὶ προητοιμάσθη αὔτη ἐπὶ μακρὸν χρονικὸν διάστημα διὰ σειρᾶς Προπαρασκευαστικῶν Ἐπιτροπῶν καὶ Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, ὥστε τὰ Κείμενα τῶν ἀποφάσεών της νὰ διαπνέωνται ὑπὸ ὁμοφωνίας, καὶ ὁ λόγος της νὰ ἐκφέρεται «ἐν ἐνὶ στόματι καὶ μιὰ καρδία»... Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος”. Τὸ πρῶτο λοιπὸν θεολογικὸ στοιχεῖο πού ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναφορὰ εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει κάποια ἀπορία, οὔτε ἀγνωσία σχετικὰ μὲ τὸ ποιὰ εἶναι, οὔτε ποιὰ εἶναι ἡ θέση της στὴ σύγχρονη οἰκουμενικὴ Χριστιανικὴ πραγματικότητα. Ἡ βαθιὰ ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι ὅτι ἀποτελοῦν τὸν φορέα καὶ τὸν μάρτυρα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, πιστεύοντας συνάμα ὅτι στὸ πλαίσιο τῆς συμμετοχῆς τους στὴν οἰκουμενικὴ κίνηση καλοῦνται νὰ διαδραματίσουν καίριο καὶ ὑπεύθυνο ρόλο πρὸς τὸν ἀπώτερο σκοπὸ τῶν θεολογικῶν διαλόγων πού δὲν εἶναι ἄλλος, παρὰ ἡ ἑνότητα ὅλων στὴν πίστη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ ἀποτυπώνεται στοὺς ὅρους πίστεως τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Τὸ δεύτερο θεολογικὸ σημεῖο πού ἀντλοῦμε ἀπὸ τὴν παραπάνω ἀναφορὰ εἶναι ὁ συνοδικὸς τρόπος λειτουργίας ὡς χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ τὸ πράγμα οὔτε ἁπλὸ εἶναι, ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτονόητο, καθὼς κάθε φορᾶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς δυνάμεις καλοῦνται νὰ ξεπεράσουν τὶς δαιμονικὲς ἐπιρροές, οἱ ὁποῖες ἐπιδιώκουν νὰ δείξουν μὲ τρόπο ἐγωιστικὸ καὶ ἀλαζονικὸ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ ἑνὸς ἀδελφοῦ ἔναντί του ἄλλου ἀδελφοῦ, ἢ μὲ ἄλλα λόγια της μίας Ἐκκλησίας ἔναντί της ἄλλης Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ συνοδικότητα, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο τὸ ἔγγραφό του Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα μίας ἁπλῆς συναινετικῆς ὁμοφωνίας, οὔτε μίας πλειοψηφικῆς συμφωνίας, οὔτε μίας ἁπλῆς συμφωνίας ἀπόψεων, ἀλλὰ καρπὸς τῆς ἑνότητας πού ἔρχεται ἀπὸ πάνω. Εἶναι καθ’ ὅλα πνευματικὴ ἐνσαρκωμένη στοὺς λόγους καὶ στὶς λέξεις τοῦ ἱστορικοῦ σήμερα. Οἱ ρίζες λοιπὸν τῆς κοινῆς συνείδησης τῶν Ὀρθοδόξων ἐντο- 174 -


πίζονται στὸ γεγονὸς ὅτι “ἐν ἐνὶ Πνεύματι ἠμεῖς πάντες εἰς ἐν Σῶμα ἐβαπτίσθημεν”. Ἡ ἁμαρτία αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἑνότητα ἐπιδιώκει νὰ διασπάσει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ συνοδικότητα προϋποθέτει κοινὴ ζωή, καὶ ἡ κοινὴ ζωὴ θεμελιώνεται στὴν κοινὴ Ἁγία Τράπεζα. Λέει πολὺ σοφά, καὶ ὄχι τυχαία, ἡ ἐν λόγω Πατριαρχικὴ ἐγκύκλιος: “ἡνωμένη ἐν τοῖς Μυστηρίοις, καὶ μάλιστα τὴ Θεία Εὐχαριστία”. Ἡ κοινωνία μας λοιπὸν μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι ἐκεῖνο τὸ συνδετικὸ στοιχεῖο πού μᾶς ἑλκύει, μᾶς συγκεντρνει καὶ μᾶς ρυθμίζει, “ἡ γὰρ πέτρα ἢν ὁ Χριστός” καὶ ὄχι κάποια ἄλλη μορφὴ συμφωνίας μεταξὺ προσώπων. Ἡ μυστηριακὴ (βαπτισματικὴ – εὐχαριστιακὴ) ἑνότητα καὶ ἡ συνοδικὴ λειτουργία εἶναι τὰ δύο στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἐν Ἁγίω Πνεύματι συγκροτοῦν τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Πρόκειται λοιπὸν περὶ Σώματος ἑνότητας, διακονίας, καταλλαγῆς καὶ εἰρήνης, στὸ ὁποῖο ὁλόκληρη ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ἐπικαλεῖται τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ ὁποῖο δὲν ἐξαντλεῖται σὲ μία ἱεραρχία ἢ σὲ μία θεσμικὴ ὀργάνωση. Τὸ Πνεῦμα τῆς Χάριτος “παντὸς γὰρ οὐ ἂν ἐφάψηται, τοῦτο ἠγίασται καὶ μεταβέβληται”, σκορπίζοντας τὰ χαρίσματά του “ἐφ’ ἕνα ἐκάστον”, ὅπου μὲ τὸν διαμερισμὸ τῶν γλωσσῶν τοῦ πυρός, ἐξασφαλίζεται ἕνας συνδυασμός, μία ποικιλία, ἀλλὰ παράλληλα καὶ μία ἑνότητα μεταξὺ κλήρου καὶ λαοῦ, τῆς διακονίας καὶ τοῦ χαρίσματος, τοῦ παρόντος καὶ τοῦ αἰωνίου. Ἀκοῦμε τὸν ψαλμωδὸ νὰ λέγει κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς: “ὄτε τοῦ πυρὸς τὰς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε”. Ἕνα τρίτο θεολογικὸ στοιχεῖο, συμπληρωματικό του δευτέρου, πού διακρίνουμε στὴν Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιο (16-3-2016) εἶναι ἡ ἀναφορὰ ὅτι “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ Ἐκκλησία τῆς συνοδικότητος”, πράγμα πού σημαίνει ὅτι δὲν πρέπει νὰ φοβοῦνται τὰ Ὀρθόδοξα μέλη νὰ προσέλθουν ἐπὶ τῷ αὐτῷ. Ἡ Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδος θὰ βοηθήσει σὲ μία ἀνακαίνιση ἐπὶ τοῦ συνοδικοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας καὶ σὲ μία ἐπανασπονδύλωση τῶν μελῶν στὸ αὐτὸ Σῶμα. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο σαφῶς καὶ δὲν εἶναι κάτι τὸ καινούργιο, οὔτε ἀποτελεῖ νεωτερισμό, ἀλλὰ καὶ οὔτε θὰ πρέπει νὰ τὸ κατατάξουμε μεταξὺ τῶν ἄλλων εἰδῶν ἐκκλησιολογίας - θεολογίας, πού ἔχουν (κακῶς) ἐπικρατήσει νὰ ὀνομάζονται αὐτοτελῶς κατὰ τὰ τελευταία χρόνια, ὅπως ἡ εὐχαριστιακή, βαπτισματικὴ ἢ ἱεραποστολικὴ θεολογία. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν διαφορετικὲς ὀπτικὲς γωνίες τῆς μίας ἀλήθειας, τῆς μίας πραγματικότητας. Ἡ θεολογία εἶναι ὁλιστική, συμπεριληπτική, τῶν παραπάνω ἐννοιῶν, πράγμα πού σημαίνει ὅτι δὲν - 175 -


εἶναι ὀρθὸν νὰ ἐξετάζουμε ἀποκομμένη τὴ μία ἐκκλησιαστικὴ διάσταση ἀπὸ τὴν ἄλλη. Λόγου χάρη δὲν νοεῖται σύνοδος χωρὶς Ἐκκλησία, οὔτε Ἐκκλησία χωρὶς συνοδικὴ λειτουργία. Ὅπως δὲν νοεῖται ἐπίσκοπος χωρὶς πρεσβυτέριο καὶ εὐχαριστιακὸ σῶμα καὶ τούμπαλιν. Ἔτσι ἀκριβῶς δὲν νοεῖται Ἐκκλησία χωρὶς εὐχαριστία, βάπτισμα ἢ ἱεραποστολικὴ μαρτυρία. Ἡ συνοδικότητα λοιπὸν ἀποτελεῖ οὐσιαστικὰ τὴν προετοιμασία τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας καὶ ἀποσκοπεῖ στὴν ἐν τὴ εὐχαριστία καὶ διὰ τῆς εὐχαριστίας κοινωνία τῶν μελῶν τοῦ Σώματος. Συνεπῶς ἡ συνοδικότητα εἶναι ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ἐκκλησιαστικῆς καθολικότητας, ἄρα καὶ τῆς ἑνότητας. Μάλιστα θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι κατ’ οὐσίαν ὁ τρόπος πού διασφαλίζει καὶ ἐπιτυγχάνει τὴν ἐπιδιωκόμενη ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα. Κατὰ τὸ παρελθὸν ὅλες οἱ Σύνοδοι εἶχαν ὡς σκοπὸ τὴν διατήρηση τῆς ἑνότητας, ἡ ὁποία ἀπειλεῖτο ἢ ἀπὸ κάποια αἱρετικὴ διδασκαλία καὶ πρακτική, ἢ ἀπὸ κάποια ἐσωτερικὴ σχισματικὴ ἀναταραχή. “Χρείας ἐπειγούσης καὶ ἀφορμῆς ἠτιολογημένης”, καταγράφεται στὰ πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὡς αἰτία σύγκλησης αὐτῶν. Ἡ αἵρεση πάντοτε ἀποτελοῦσε εὔλογον αἰτία σύγκλησης τοπικῆς συνόδου μὲ σκοπὸ τὴν ἄμεση καταπολέμηση αὐτῆς, προκειμένου νὰ μὴν ἐπεκταθεῖ καὶ στὶς ἄλλες, ὅμορες, τοπικὲς Ἐκκλησίες. Ἐνῶ ἡ φράση κατεπείγουσαν χρείαν σημαίνει ὅτι τὸ ὑπὸ ἐξέταση ζήτημα ἔχει ἤδη δημιουργήσει κάποιο εὐρὺ καὶ ἐκτενὲς πρόβλημα στὶς ἐκκλησιαστικὲς σχέσεις. Ἔτσι ἡ Σύνοδος ἀποσκοπεῖ εἴτε στὴ διαλεύκανση θεολογικῶν ὅρων, εἴτε στὴν ἄρση παρεξηγήσεων μεταξὺ κεχωρισμένων Ἐκκλησιῶν κατὰ τὴν ρήση τοῦ Μ. Βασιλείου: “Ἐπαναγαγεῖν πρὸς ἕνωσιν τὰς Ἐκκλησίας τὰς πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως ἀπ’ ἀλλήλων διατμηθείσας”. Συμπερασματικά, ὅπως ἡ διάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι οἰκουμενική, ὅπως ὁ χαρακτήρας τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι οἰκουμενικός, ἔτσι καὶ ὁ συνοδικός της λόγος καλεῖται νὰ εἶναι οἰκουμενικὸς μακριὰ ἀπὸ φοβίες, δισταγμοὺς καὶ ἄδικες κριτικὲς πού γίνονται ἀπὸ ὁρισμένους κύκλους, πού συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα κάνουν κακὸ στὸν ἑαυτὸ τοὺς ἐξαιτίας τῆς ζηλωτικῆς τοὺς στεγνότητας.

- 176 -


2. ΠΡΟΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΩΝ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΔΙΑΣΚΕΨΕΩΝ Παγκοσμίως στὶς ἡμέρες μᾶς πραγματοποιοῦνται περίπου σαράντα διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι, σὲ ὁρισμένους ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πλειοψηφία τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν συμμετέχει ἄμεσα ἢ ἔμμεσα. Συγκεκριμένα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεξάγει ἐπίσημους θεολογικοὺς διαλόγους μὲ τίς: Ἀντὶ-Χαλκηδόνιες Ἀνατολικὲς Ἐκκλησίες, τὴν Ρωμαιοκαθολική, τὴν Ἀγγλικανικὴ Κοινωνία, τὴν Παλαιοκαθολική, τὴν Λουθηρανική, τοὺς Μεταρρυθμισμένους, καθὼς ἐπίσης σ’ ἕνα δεύτερο ἐπίπεδο καὶ μὲ τὶς νεώτερες Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες τῶν Μεθοδιστῶν καὶ τῶν Βαπτιστῶν. Ἐνῶ σὲ ἐπίπεδο πολυμερὲς ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει ἤδη ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ΄50 κανονικὰ καὶ ἰσοτίμως στὴν Ἐπιτροπὴ Πίστη καὶ Τάξη τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ ὁποῖο διαπραγματεύεται θέματα δογματικῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλα ὄργανα καὶ ἐπιτροπὲς - ἐργασίες τοῦ Συμβουλίου. “Όλες αὐτὲς οἱ ἐνέργειες πού ἀποσκοπούν στὴν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν δὲν ἀποτελοῦν μία ὑπόθεση αὐθαίρετη ἢ ἰδιωτική, ἀλλὰ ἔργο θεάρεστο, ἱερὸ καθῆκον καὶ ὑποχρέωση κάθε ὑπεύθυνου ἐντός του συνόλου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη Αὐστρίας Μιχαήλ. Ὁ θεολογικὸς διάλογος μὲ τὶς ἕτερες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες χαρακτηρίζεται ὡς κίνηση εἰλικρινοῦς προσπάθειας παρουσίασης τῶν ἰδιαίτερων στοιχείων, πού ἡ καθεμία Ἐκκλησία ξεχωριστὰ ἔχει, καθὼς ἐπίσης καὶ ὡς μία ἀπόπειρα ἀλληλογνωριμίας. Ὁ διάλογος αὐτὸς εἶναι πράγματι δύσκολος, γιατί οἱ Ἐκκλησίες πού μετέχουν σ’ αὐτὸν ἔχουν διαφορετικὲς ἱστορικὲς καταβολές, διαφορετικὰ περιβάλλοντα στὰ ὁποῖα ἀναπτύχθηκαν, διαφορετικὲς κοινωνικὲς προκλήσεις πού ἔπρεπε καὶ πρέπει ν’ ἀντιμετωπίσουν, διαφορετικὴ γλώσσα, ἔννοιες καὶ ὁρισμούς, καὶ ὁρισμένες φορὲς ἀναμνήσεις γεμάτες ἀρνητισμό, μισαλλοδοξία καὶ ἀντιπαλότητα. Ἔτσι πέρα ἀπὸ τὶς θεολογικῆς ὑφῆς δυσκολίες, ἔχουν ν’ ἀντιμετωπίσουν καὶ θέματα πού ἐπιφορτίζονται ψυχολογικὰ μὲ ἀρνητικὸ τρόπο ἐξαιτίας τοῦ παρελθόντος, (βλέπε Δ΄ Σταυροφορία καὶ κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπὸ τοὺς Φράγκους ἡγεμόνες, προσηλυτισμός, ἡ ἀνεξέλεγκτη δράση τῆς Οὐνίας στὸ χῶρο τῆς Βαλκανικῆς, Μ. Ἀσίας, Οὐκρανίας, Ρωσίας, Τρανσυλβανίας, Πολωνίας καὶ ἀλλοῦ, ἡ προπαγάνδα τῶν μισσιονάριων κά). - 177 -


Οἱ διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι πού ἀποφασίστηκαν ἀπὸ τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὁμοφώνως κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1960 στὶς συνοδικὲς ἐργασίες τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων (συγκεκριμένα στὴν Γ΄ Πανορθόδοξή της Ρόδου τὸ 1964), ἀποτελοῦν οὐσιαστικὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς πρωτοβουλίας καὶ τῆς ἐξαγγελίας τῶν Πατριαρχικῶν Ἐγκυκλίων τοῦ 1902 καὶ τοῦ 1904 ἐπὶ Πατριάρχου Ἰωακεὶμ Γ΄ τὸ δεύτερον, ἀλλὰ καὶ τῆς Πατριαρχικῆς καὶ Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου τοῦ 1920. Τὸ ὅραμα γιὰ μία οὐσιαστικὴ θεολογικὴ συζήτηση μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν ἀντιπροσώπων τῶν ἄλλων ἀναδενδράδων τοῦ Χριστιανισμοῦ στηρίχτηκε στὸ γεγονὸς ὅτι “τῇ Παναγίᾳ Τριάδι καὶ αὐτοὶ πιστεύοντες καὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τῇ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν”. Ἀπώτερος σκοπὸς τῶν θεολογικῶν διαλόγων εἶναι ἡ ἑνότητα σύμφωνα μὲ τὴν παρακαταθήκη τοῦ Κυρίου “ἴνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγῶ ἐν σοῖ, ἴνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἠμὶν ἓν ὦσιν, ἴνα ὁ κόσμος πιστεύση ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας”. Παράλληλα ὅμως ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ρεαλιστὲς πράγμα πού σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο, οἱ Χριστιανοὶ τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν ν’ ἀπαγκιστρωθοῦν πλήρως ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἐκκλησιολογικές, ἐκκλησιαστικές, θεολογικές, λατρευτικές τους συνήθειες καὶ ἀρχές, διότι κάτι τέτοιο θὰ σήμαινε ἀποσύνθεση τῆς ἴδιας τους τῆς ταυτότητας, δηλαδὴ τοῦ τρόπου πού ὁρίζουν τὴν σχέση τους μὲ τὸν Θεό. Ὡστόσο, ὅπως σημειώνεται στὴν Πατριαρχικὴ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιο τοῦ 1902: “Εἰ δέ, ὡς περὶ παντὸς πράγματος ἀδυνάτου μὲν παρὰ ἀνθρώποις, δυνατοῦ δὲ παρὰ τῷ Θεῶ, οὕτω καὶ περὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐλπίζειν ἔνεστιν ὡς δυνατῆς πότε ἐσομένης, τῆς θείας μὲν χάριτος ἐπιφοιτώσης καὶ συναιρομένης, τῶν ἀνθρώπων δ’ εἰς τρίβους εὐαγγελικῆς ἀγάπης καὶ εἰρήνης κατευθυνομένων... πῶς ἂν εἴη δυνατὸν προλεάναι τὴν πρὸς τοιοῦτο τέρμα ἄγουσαν ἀνώμαλον, τὸ γὲ νῦν, ὁδόν, ἐξευρεῖν τὲ σημεῖα συναντήσεως καὶ ἐπαφῆς, ἡ καὶ ἀμοιβαίων θεμιτῶν παροράσεων, μέχρι τῆς διὰ τοῦ χρόνου τοῦ ὅλου ἔργου τελειώσεως, δὶ’ ἢς πληρωθήσεται πρὸς κοινὴν εὐφροσύνην καὶ ὠφελείαν ἡ περὶ μιᾶς ποίμνης καὶ ἑνὸς ποιμένος ρῆσις τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστού”. Στὴ συνέχεια τὸ κείμενο ὁρόσημο τῆς σύγχρονης Ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας πάνω στὸ ὁποῖο στηρίχτηκε τὸ ὅραμα γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς Ἁγίας κ Μεγάλης Συνόδου ἦταν ἡ Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 μὲ ἀποδέκτες ὅλες τὶς κατὰ τόπους Ὀρθό- 178 -


δοξες, Αὐτοκέφαλες, Ἐκκλησίες. Ἡ Ἐγκύκλιος αὐτὴ ἀποδίδεται στὸν τοποτηρητὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Μητροπολίτη Προύσης Δωρόθεο, μέσω τῆς ὁποίας τὸ Φανάρι ζητοῦσε μεταξὺ ἄλλων πραγμάτων ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἕναν πρωτογενῆ ἐσωτερικὸ διάλογο, ὥστε νὰ διαπιστωθοῦν πού τὰ ὅμοια καὶ πού τὰ ἀνόμοια θεολογικὰ σημεῖα μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν παραδόσεων καὶ ὁμολογιῶν. Εἰδικότερη ἀναφορὰ γίνεται στὴν ἀνάπτυξη διμερῶν σχέσεων μετὰ τῆς Ἀγγλικανικῆς, Παλαιοκαθολικῆς, Ρωμαιοκαθολικῆς καὶ Ἀρμενικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀργότερα θὰ προστεθεῖ καὶ ἡ Λουθηρανική. Εἶναι ἀναγκαῖο ν’ ἀναφερθεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ ὅτι τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο εἶχε βαθιὰ γνώση τῆς ἐσωτερικῆς διάσπασης, πού εἶχε ἐπέλθει ἐντός της Ὀρθοδοξίας εξαιτίας τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ. Ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὴν Ἐγκύκλιο: “Σκοποὶ καὶ ὑπολογισμοὶ κοσμικώτερον καὶ φυλετικώτερον ἔχοντες χαρακτήρα καὶ τοῖς ἱεροῖς Ἀποστολικοῖς καὶ Συνοδικοῖς κανόσιν ἀντιμαχόμενοι τείνουν νὰ διασπάσουν εἰς μέρη καὶ τμήματα ἀπὸ φυλετικῶν παραδόσεων καὶ γλωσσικῶν ἰδιωμάτων γνωριζόμενα”. Ἔτσι λοιπὸν πρῶτα τέθηκε τὸ ζήτημα τῆς ἑνότητας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ δευτερευόντως τὸ ζήτημα “τῶν σχέσεων μετὰ τῶν δύο μεγάλων του Χριστιανισμοῦ ἀναδενδράδων, τῆς Δυτικῆς δηλονοῦν καὶ τῆς τῶν Διαμαρτυρομένων Ἐκκλησίας”, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν ἐξεύρεση τρόπων “φιλικῆς καὶ ἀμοιβαίας προσπελάσεως” τῶν δυσκολιῶν,5 καθότι καὶ αὐτοὶ “τὴ Παναγία Τριάδι πιστεύοντες καὶ τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ σεμνυνόμενοι, τὴ χάριτι τοῦ Θεοῦ σωθῆναι ἐλπίζουσιν”.6 Καταρχὴν στὴν πρόταση τοῦ τοποτηρητῆ Μητροπολίτη Δωροθέου τὸ σύνολο τῶν συνοδικῶν ἀρχιερέων ἦταν θετικό. Μεταξὺ αὐτῶν ξεχώρισαν ὁ Φιλαδελφείας Χρυσόστομος (μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν ἀπὸ Καβάλας), ὁ Καισαρείας Νικόλαος καὶ ὁ Ἀγκύρας Γερβάσιος. Χαρακτηριστικὰ εἶναι τὰ λόγια του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου, ὅπως αὐτὰ καταγράφονται στὸν Κώδικα Πρακτικῶν της Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ ἀριθμ. 992 Α-Β, σέλ. 26-27: “Χάριν τοῦ ὑψίστου σκοπού τῆς ἑνώσεως τόσον ἐν τῷ πρακτικῶ, ὅσον καὶ ἐν τῷ θεωρητικῶ καὶ δογματικῶ μέρει, νὰ προβῶμεν εἰς παραχωρήσεις τινάς, συγκαταβαί5

Τσέτση Γ., (ἐπιμ.), Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη – Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1989, σέλ. 26-34. 6 ὄπ. πάρ., Τσέτση Γ., (ἐπιμ.), Οἰκουμενικὸς Θρόνος καὶ Οἰκουμένη – Ἐπίσημα Πατριαρχικὰ Κείμενα, σέλ. 38-45. - 179 -


νοντες τὶς τὰς ἀδυναμίας τῶν λαῶν, εἰς τὴν πτωχείαν τῆς γλώσσης αὐτῶν πρὸς διατύπωσιν δογματικῶν ὑψηλῶν ἐννοιῶν καὶ εἰς ἔθιμα ἀπ’ αἰώνων ἐπικρατήσαντα καὶ τῶν ὁποίων ἡ ἄρσις δὲν θὰ εἶναι δυνατὸν νὰ γίνει ἀμέσως χωρὶς νὰ ἀπειληθῶσι σχίσματα καὶ διαιρέσεις μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς μίας καὶ τῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Εἰς τὰ ἐπουσιώδη λοιπὸν ἀφήνοντες ἐλευθέραν ἑκάστην Ἐκκλησίαν, δυνάμεθα, παρ’ ὅλην τὴν διαφωνίαν καὶ ἀσυμφωνίαν νὰ συμφωνήσωμεν εἰς τὰ οὐσιώδη, ἀρκεῖ μόνον αἳ οὕτω διιστάμεναι Ἐκκλησίαι νὰ ἐξηγήσωσιν ἠμὶν τί ἐννοούσιν ὑπὸ τὴν τοιαύτην ἢ τοιαύτην διαφοράν”.7 Ἐπίσης ἀποφασίστηκε μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ ἡ μία Ἐκκλησία νὰ παραχωρεῖ στὴν ἄλλη εὐκτήριους οἴκους καὶ κοιμητήρια, νὰ διακονήσουν στὸ ζήτημα τῶν μικτῶν γάμων καὶ νὰ ἐργαστοῦν ἀπὸ κοινοῦ στὸν τομέα τῆς φιλανθρωπίας, τῶν ὑποτροφιῶν, τῆς ἀνταλλαγῆς φοιτητῶν. Στὸ κάλεσμα αὐτὸ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ἀπάντησαν διὰ ἐπιστολῆς ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Δαμιανός, ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Γρηγόριος, ὁ Βελιγραδίου Δημήτριος, ὁ Μητροπολίτης Βουκουρεστίου καὶ Πριμάτος Ρουμανίας Μύρων Κριστέα, ὁ Μητροπολίτης Μαυροβονίου Μητροφάνης, οἱ ὁποῖοι εὐχήθηκαν γιὰ τὴν εὐόδωση τῆς πρωτοβουλίας περὶ τῆς προσεγγίσεως καὶ ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν.8 Τὸ αὐτὸ ἔπραξαν μὲ καθυστέρηση καὶ οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μέσω τῆς ἐπίσημης ἐπιστολογραφίας, πλὴν τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας γιὰ ἄγνωστους σὲ ἐμᾶς λόγους. Τὴν αὐτὴ ἀποδοχὴ εἶχε ἡ Πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος τοῦ 1920 καὶ ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, ὁποῖος ἔγραφε στὶς 21 Μαρτίου 1920: “Ὅθεν οὐδὲν ἰσχύει κατὰ τοῦ ηὐλογημένου τούτου καὶ μοναδικοῦ ἔργου, ὅταν μάλιστα καὶ οἱ τετιμημένοι ὑπουργοὶ αὐτοῦ καὶ ζηλωταὶ τῆς ὑψίστης καὶ ἰδεωδεστάτης Χριστιανικῆς ἐντολῆς μετὰ πραότητος, νηφαλιότητος, ἠρεμίας, καλοκαγαθίας καὶ δικαιοσύνης ἐνωθῶσι καὶ συνεργασθῶσιν ἀνοίγοντες ἀλλήλοις τὰς καρδίας αὐτῶν καὶ χειραγωγούμενοι ὑπὸ τοῦ Ι. Εὐαγγελίου”.9 Ἐπιπλέον ἂν ἐξετάσουμε τὴν προϊστορία τοῦ συγκεκριμένου ζητήματος, δηλαδὴ τῆς διεξαγωγῆς τῶν θεολογικῶν ἐπίσημων διαλόγων, θὰ 7 Τσέτση Γ., Ἡ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1988, σέλ. 77. 8 ὄπ. πάρ., Τσέτση Γ., Ἡ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, σέλ. 82-85. 9 ὄπ. πάρ., Τσέτση Γ., Ἡ συμβολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου στὴν ἵδρυση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, σέλ. 256.

- 180 -


διαπιστώσουμε ὅτι ἀνέκαθεν σκοπὸς τῶν Πανορθοδόξων καὶ τῶν Προσυνοδικῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων ἦταν: 1. Ἡ ἐκκλησιολογικὴ περιγραφὴ τῆς Ὀρθόδοξου Ἐκκλησίας σὲ σχέση μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν μέσα στὶς σύγχρονες ἱστορικές, πολιτιστικὲς καὶ κοινωνιολογικὲς συνθῆκες. Στὸ ἴδιο πλαίσιο ἀναφέρεται καὶ ἡ Ὀρθόδοξη ἀντίληψη περὶ τῶν ἕτερων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν Ὁμολογιῶν καὶ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (στὸ ἑξῆς θὰ ἀναφέρεται ὡς Π.Σ.Ε.). 2. Ἡ καλλιέργεια ἑνὸς κλίματος εὐνοϊκοῦ ὑπὲρ τῆς ἔναρξης τοῦ ἐπίσημου θεολογικοῦ διαλόγου μέσω τῶν ἐπίσημων μεικτῶν θεολογικῶν ἐπιτροπῶν, πού συγκροτήθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεκαετίας τοῦ 1970. 3. Ἡ ἐπεξεργασία τῆς θεματολογίας ἀνάλογα μὲ τὴν Χριστιανικὴ Ἐκκλησία μὲ τὴν ὁποία διεξάγεται ὁ ἑκάστοτε θεολογικὸς διάλογος. 4. Ὁ προκαθορισμὸς τῆς μεθοδολογίας καὶ τῶν ἐκκλησιολογικῶν κριτηρίων βάσει τῶν ὁποίων ὁ διάλογος θὰ πρέπει νὰ διεξάγεται. Συγκεκριμένα στὴν Ἃ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1961 ἀποφασίσθηκε ἡ σύνταξη μελέτης ἐπὶ τῶν τρόπων προσέγγισης καὶ ἑνότητας τῶν Ἐκκλησιῶν, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Ἐγκυκλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1902, 1904 καὶ 1920. Συνεπείᾳ αὐτῆς τῆς Πανορθοδόξου ἐπιπέδου ληφθείσης ἀπόφασης συγκροτήθηκαν οἱ ἀντιπροσωπεῖες ὑπεύθυνες γιὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐπίσημων θεολογικῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς, τῶν Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν, τῶν Παλαιοκαθολικῶν, τῆς Ἀγγλικανικῆς καὶ τῆς Λουθηρανικῆς Ἐκκλησίας καὶ βεβαίως τοῦ Π.Σ.Ε. Στὴν Γ΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1964 ἀποτυπώθηκε καὶ πάλι ἡ βούληση καὶ ἡ ἐπιθυμία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὸ σύνολό της, ὅπως ἀναπτύξει ἀγαθὲς σχέσεις ἐπ’ οἰκοδομεῖ τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητας εὐδοκία καὶ χάριτι τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Τὸ αὐτὸ τονίστηκε καὶ στὶς ἐργασίες τῆς Δ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως τὸ 1968 στὴ Γενεύη. Η Α΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1976 ψήφισε ὁμόφωνα μετὰ ἀπὸ εἰσήγηση τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς τὴν πρόταση γιὰ συνέχιση τῆς συμμετοχῆς τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὸ Π.Σ.Ε. Ἐπίσης προτάθηκε ἡ προετοιμασία στὴν Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία καὶ συγκεκριμένα περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ μία ἑνιαία στάση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα τῶν διαχριστιανικῶν διαλόγων. Ἐπι- 181 -


πλέον, προτάθηκε ὁ εὐθὺς καθορισμὸς διὰ πανορθοδόξου ἀποφάσεως τῶν προϋποθέσεων γιὰ τὴν παροχὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τοὺς ἑτερόδοξους μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὥστε νὰ ἀποφεύγονται ἄκαιρες καὶ μονομερεῖς ἐκκλησιαστικὲς πράξεις. Συνεπῶς γίνεται φανερὴ ἡ ἀνάγκη ὕπαρξης καὶ λειτουργίας ἑνὸς κεντρικοῦ συντονισμοῦ μὲ βάση τὴν Ὀρθόδοξη κανονικὴ παράδοση καὶ ἱστορία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ ἐπιτευχθεῖ μία ὁμόφωνη καὶ συγκροτημένη θέση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὰ ὑπὸ συζήτηση θέματα.10 Φυσικὰ τὸ ἐπίσημο κείμενο πού παρουσιάστηκε στὴν Γ΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τὸ 1986 ἀποτελεῖ ἴσως τὸ ἀποκορύφωμα τῆς εὐρύτητας καὶ τῆς διάθεσης ἐκ μέρους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ προσεγγίσει μὲ νηφαλιότητα τὸ δύσκολο ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἑνότητας μὲ τοὺς ἕτερους Χριστιανούς. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πλαίσιο ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔχοντας συνείδηση τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Κίνηση καὶ οἱ διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι λαμβάνουν συνεχῶς νέες μορφὲς καὶ ἐρεθίσματα καὶ προκειμένου νὰ εἶναι ἱκανὴ ν’ ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτὲς τὶς νέες συνθῆκες καὶ προκλήσεις τοῦ σύγχρονου κόσμου, συμμετέχει ὀργανικά, πλήρως καὶ ἰσοτίμως στὰ προγράμματα τοῦ Συμβουλίου ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὴν ἵδρυσή του. Ἀναφέρεται σὲ μία ἀνέκδοτη ἐπιστολὴ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα πρὸς τὸν Μητροπολίτη Κερκύρας καὶ Παξῶν Μεθόδιο: “Διερχόμεθα ἀδελφὲ κρισίμους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ κοινωνικοὺς καιροὺς εἰς ἀντιμετώπισιν τῶν ὁποίων ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ κατέλθει. Διότι ἡ Ὀρθοδοξία οὐκ ἐστὶ μόνον πίστις καὶ παράδοσις καὶ ζωή, ἀλλ’ ἐν ταυτῶ καὶ προβολὴ ὡς χρέος πρὸς τὸ ἑαυτῆς Πλήρωμα ἐν ἀπάση τοῦ Κυρίου δεσποτεία καὶ εἰς ἀπάντησιν πρὸς τὸ ἔξωθεν αὐτὴ ἐρχόμενον αἴτημα, ὅπως συνεχῶς προάγη τὴν ἀναληφθεῖσαν ἡγεσίαν τῆς παγχριστιανικῆς κινήσεως πρὸς τὴν μεγάλην ὑπόθεσιν τῆς ἑνότητος τῶν Ἐκκλησιῶν τοῦ Χριστού”.11 Σ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴ διαδικασία ἡ δημιουργικὴ συμβολή, ἀλλὰ καὶ ἡ μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐπὶ τὴ βάσει τῆς ἀποστολικῆς πίστης καὶ παράδοσης εἶναι ἀναγκαία καὶ ἐπιβεβλημένη12 γιὰ μία συνερ10 Μητροπολίτη Ἐλβετίας Δαμασκηνοῦ, Λόγος Διαλόγου – Ἡ Ὀρθοδοξία ἐνώπιόν της τρίτης χιλιετίας, ἔκδ. Καστανιώτη, Ἀθήνα 1997, σέλ. 172-174. 11 Βλ., Ἀθηναγόρας ἐλέω Θεοῦ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καὶ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, Ἀριθμ. Πρώτ.810/1960 (αδημοσίευτο). 12 Πρβλ., Κεραμιδὰ Δ., Ἱεραποστολὴ καὶ Διαθρησκειακὸς Διάλογος στὴ Ρωμαιοκαθο-

- 182 -


γασία πρωτίστως στὸν τομέα τοῦ λεγόμενου πρακτικοῦ Χριστιανισμοῦ, διακηρύσσοντας ὅτι οἱ δογματικὲς διαφορὲς δὲν πρέπει νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο στὶς κοινὲς δραστηριότητες τῶν Ἐκκλησιῶν.13 Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀξίζει νὰ τονιστεῖ ἰδιαιτέρως τὸ γεγονὸς ὅτι ὅλα τὰ κείμενα πού προκύπτουν μετὰ ἀπὸ πολὺ κόπο καὶ μελέτη ἀπὸ τὶς μεικτὲς θεολογικὲς ἐπιτροπὲς ἀποτελοῦν κείμενα διερευνητικοῦ χαρακτήρα καὶ ὄχι ὁμολογίες πίστεως. Ὁμολογία πίστεως μόνο μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος μπορεῖ νὰ συντάξει. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὰ κείμενα αὐτὰ χαρακτηρίζονται ὡς κείμενα ἐργασίας, τὰ ὁποία ἀποστέλλονται πρὸς τὶς ἴδιες της Ἐκκλησίες, προκειμένου νὰ λάβουν σχολιασμὸ καὶ κριτική. Ἕνα ἄλλο συναφὲς ἐρώτημα εἶναι τὸ κατὰ πόσο αὐτὰ τὰ κείμενα εἶναι δεσμευτικὰ ἢ ὄχι. Ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ἔχει ἀποδείξει ὅτι δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς δὲν εἶναι δεσμευτικά. (Βλέπε τὴν περίπτωση τοῦ ἐπίσημου θεολογικοῦ διαλόγου μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Πρὸ-Χαλκηδονίων Ἀρχαίων Ἀνατολικῶν Ἐκκλησιῶν). Τότε εὐλόγως τίθεται τὸ ἐρώτημα ἀπὸ κάποιους μήπως ματαιοπονοῦμε καὶ ἀδίκως προσπαθοῦμε; Τὴν ἀπάντησή μας τὴν δίνει τὸ μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς 9 Μαρτίου 2014: “Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ διάλογος τυγχάνει πάντοτε καλλίτερος τῆς συγκρούσεως. Ἡ ἀποχώρησις καὶ ἡ ἀπομόνωσις οὐδέποτε ἀποτελοῦν ἐπιλογήν. Ἐπαναβεβαιοῦμεν τὴν ὑποχρέωσίν μας νὰ διαλεγώμεθα πρὸς τὸν ἄλλον, μετὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, μετὰ τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, ὅπως καὶ μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων”. Δηλαδὴ μὲ ἄλλα λόγια ὁ προσευχητικὸς σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀκαδημαϊκὸ θεολογικὸ διάλογο ἀποτελοῦν σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὄχι ἐπιλογή, ἀλλὰ ὑποχρέωση συνάντησης μὲ τὸν ἑταῖρο μὲ σκοπὸ τὴν ἀπὸ κοινοῦ πορεία πρὸς Ἐμμαούς.

λικὴ Ἐκκλησία μετὰ τὴ Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ (1962-1965), ἔκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2012. 13 Τσέτση Γ., Οἰκουμενικὰ Ἀνάλεκτα – Συμβολὴ στὴν Ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1987, σέλ. 74-75. - 183 -


3. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΙΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ Τὸ κεντρικὸ λοιπὸν ἐρώτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Γιατί εἶναι ἀναγκαῖος ὁ διαχριστιανικὸς καὶ ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; Γιὰ νὰ δοῦμε ἐπιλεκτικὰ τί ἀναφέρεται στὸ ad referendum κείμενο πρὸς τὴν Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδο μὲ τίτλο “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸν Χριστιανικὸν κόσμον”: ΘΕΣΗ Α (παρ.1): “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἐν τὴ βαθεία ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία αὐτῆς πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητας τῶν Χριστιανῶν ἐντός του σύγχρονου κόσμου”. ΘΕΣΗ Β (παρ.2): “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει τὴν ἀποστολὴν καὶ ὑποχρέωσιν ἴνα μεταδίδη καὶ κηρύττη πάσαν τὴν ἐν τὴ Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴ Ἱερὰ Παραδόσει ἀλήθειαν, ἤτις καὶ προσδίδει τὴ Ἐκκλησία τὸν καθολικὸν αὐτῆς χαρακτήρα”. ΘΕΣΗ Γ (παρ.4): “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀδιαλείπτως προσευχομένη ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως ἐκαλλιέργει πάντοτε τὸν διάλογον μετὰ τῶν ἐξ αὐτῆς διεστώτων, τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, ἐπρωτοστάτησε μάλιστα εἰς τὴν σύγχρονον ἀναζήτησιν ὁδῶν καὶ τρόπων τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῶν εἰς Χριστὸν πιστευόντων, μετέσχε τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἀπὸ τῆς ἐμφανίσεως αὐτῆς καὶ συνετέλεσεν εἰς τὴν διαμόρφωσιν καὶ περαιτέρω ἐξέλιξιν αὐτῆς... Διό, ἡ Ὀρθόδοξος συμμετοχὴ εἰς τὴν κίνησιν πρὸς ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν οὐδόλως τυγχάνει ξένη πρὸς τὴν φύσιν καὶ τὴν ἱστορίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλ’ ἀποτελεῖ συνεπῆ ἔκφρασιν τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καὶ παραδόσεως ἐντὸς νέων ἱστορικῶν συνθηκών”. ΘΕΣΗ Δ (παρ.5): “Οἱ σύγχρονοι διμερεῖς θεολογικοὶ διάλογοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς καὶ ἡ συμμετοχὴ αὐτῆς εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, ἐρείδονται ἐπὶ τῆς συνειδήσεως ταύτης τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων...”. ΘΕΣΗ Ε (παρ.6): “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς, ἀλλὰ καὶ πιστεύει ὅτι αἳ πρὸς ταύτας σχέσεις αὐτῆς πρέπει νὰ στηρίζωνται ἐπὶ τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον ἔνεστι τα- 184 -


χυτέρας καὶ ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος καὶ ἰδιαιτέρως τῆς γενικωτέρας παρ’ αὐταῖς διδασκαλίας περὶ μυστηρίων, χάριτος, ἱερωσύνης καὶ ἀποστολικῆς διαδοχής”. *** (Στὴ συνέχεια θὰ ἀναπτύξουμε τὶς σκέψεις μας σὲ σχῆμα ἐρωταποκρίσεων) ΕΡΩΤΗΜΑ Α: Τί σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἱστορικὴν ὕπαρξιν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν μὴ εὐρισκομένων ἐν κοινωνία μετ’ αὐτῆς; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ κείμενο, τὸν φορέα τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζοντας τὴν ἱστορικὴ ὕπαρξη τῶν ἄλλων. Τί σημαίνει αὐτό; Ἡ συγκεκριμένη ἀναγνώριση δὲν σημαίνει οὔτε ἀποδοχή, οὔτε ἐπιβεβαίωση τῆς διδασκαλίας τῶν ἄλλων ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων (βλέπε τὸ κείμενο τοῦ Τορόντο 1950 καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐκκλησιολογικῆς οὐδετερότητας, ὅπως λέγεται, πού ἐπικράτησε ἔκτοτε).14 Ἀναγνώριση σημαίνει ὅτι δὲν καλλιεργεῖται πλέον κλίμα πόλωσης καὶ ἐχθρικῆς ἔντασης στὴ μεταξὺ μας σχέση, ἐνῶ στὸν διάλογο πού πραγματοποιοῦμε εἴμαστε ἰσότιμοι (παρ.18). Ἰσότιμοι ὄχι ἔναντί της ἀλήθειας, ἀλλὰ ἔναντί του τρόπου πού διαλεγόμαστε. Ἡ ἰσοτιμία στὴν περίπτωση αὐτὴ σημαίνει ὅτι ὡς ἄνθρωποι, ὅπως ὅλοι εἴμαστε, ἔχουμε τὴν ἴδια δεκτικότητα ἔναντί της ἀλήθειας, ὄχι κατοχὴ τῆς ἴδιας ἀλήθειας.15 14 Πρβλ., Sabev Th. (ed.), The Sofia Consultation – Orthodox Involvement in the World Council of Churches, εκδ. WCC, Geneva 1982, σελ. 69: “Acceptance by the WCC of the funtamental principle that the Orthodox Church is not the same as its other member churches and that the local Orthodox Churches cannot be considered and treated simply as ‘ecclesiastical bodies’...it does so not as one of the ‘confessional families’ of contemporary Christianity, but as the principal tradition of the One Church”. 15 Ἐκ μέρους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν – μελῶν τοῦ Συμβουλίου ὑπῆρξε ἔντονη ἀντίδραση στὶς ἐργασίες τῆς Ζ΄ Γενικῆς Συνελεύσεως τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 1991 στὴν Καμπέρρα σὲ μία ἐνδεχόμενη ἀλλαγὴ τῆς ἐκκλησιολογικῆς βάσεως τοῦ Συμβουλίου, ποὺ διατυπώθηκε στὸ Τορόντο (1950). Ἀναφέρεται συγκεκριμένα στὴν δήλωση τῶν Ὀρθοδόξων: “Οἱ Ὀρθόδοξοι διαισθάνονται ὅτι τὸ ΠΣΕ ἀπομακρύνεται ἐκ τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο μέσω ὠρισμένων προγραμμάτων καὶ μεθοδολογιῶν του. Δὶ’ ἠμᾶς, ἡ Δήλωσις τοῦ Τορόντο παραμένει ὡς ἐν οὐσιαστικὸν κριτήριον διὰ τὴν συμμετοχὴν ἠμῶν ὡς μέλους εἰς τὸ ΠΣΕ. Πάσα ἐνδεχόμενη ἀναθεώρησις τῆς Δηλώσεως τοῦ Τορόντο ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐμπειρίας τῶν τεσσαράκοντα ἐτῶν εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν Κίνησιν, δέον ὅπως μὴ ὑπονομεύση τὸ βασικὸν τοῦτον κριτήριον ἢ ἔλθη εἰς ἀντίθεσιν πρὸς αὐτό”. Βλ., Η Ζ΄ Γενικὴ Συνέλευση τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν- Χρονικό, Κείμενα, Ἀξιολογήσεις, ἔκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1992,

- 185 -


Ἀναγνώριση ἐπίσης σημαίνει θέληση καὶ διάθεση γιὰ συνεργασία, κατανόηση καὶ διάπλαση τῆς ἐσχατολογικῆς ἀντίληψης τῶν πραγμάτων, ὥστε στὴ δυναμικὴ αὐτὴ κίνηση νὰ συναντήσω τὸν ἄλλον. Ἀναγνώριση δὲν σημαίνει ἀφανισμός, συγκερασμός, συγχώνευση ἢ ἀφομοίωση τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ἕνα ἄλλο στοιχεῖο πού μπορεῖ κάποιος ν’ ἀντλήσει ἀπὸ τοὺς διμερεῖς ἐπίσημους θεολογικοὺς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πάντοτε σὲ σχέση μὲ τὸ κείμενο, εἶναι καταρχὴν ἡ ἀμοιβαία γνωριμία. Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς αἰῶνες ἀκινησίας καὶ μὴ ἄσκησης θεολογικοῦ διαλόγου μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, ἡ Χριστιανικὴ Δύση ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ πληροφορηθεῖ γιὰ τὴν ἀποστολικοπαράδοτη πίστη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πού διατήρησε μέσω τῆς λατρείας, τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καὶ τῆς δογματικῆς της ἀκρίβειας καὶ ἐμεῖς, ὡς Ὀρθόδοξοι, νὰ γνωρίσουμε τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Δύσης, ὄχι μέσα ἀπὸ ἐγχειρίδια καὶ ἄρθρα, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πραγματικότητα. Ἐπιπλέον κρίνεται ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ἐπιβεβλημένη ἡ ξεκάθαρη διατύπωση τῆς ἐκκλησιολογικῆς ἀρχῆς, τῆς μεθοδολογίας καὶ τῆς προοπτικῆς βάσει τῶν ὁποίων ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προχωρᾶ στὴ διεξαγωγὴ τῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἕτερους Χριστιανούς, ὥστε ν’ ἀποφευχθεῖ κάθε εἶδος παρεξήγησης καὶ ὁ ἄλλος ἀπὸ ἕτερος νὰ γίνει ἑταῖρος στὴ μαρτυρικὴ πορεία πρὸς τὴν ἕνωση. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁρίζεται μὲ σαφήνεια στὸ ἐπίσημο κείμενο ὅτι οἱ θεολογικοὶ διάλογοι γίνονται ἐπὶ τὴ βάσει τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς ἀδιαιρέτου Ἐκκλησίας. Ἐπίσης ἡ βάση τῆς συνεργασίας μας σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο μὲ τοὺς ἄλλους ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς καὶ φορεῖς εἶναι ἡ πίστη στὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ Σωτήρα, ἡ ἀπόδοση τῆς δόξης στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἡ μοναδικότητα στὴν αὐθεντία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὡς λόγος τοῦ Θεοῦ. Χάρη στὴ συμβολὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας δόθηκε ἔμφαση στὴν Τριαδολογία (Λένινγκραντ 1959), στὸν ρόλο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Νέο Δελχὶ 1961), στὴν ἔννοια τῆς λειτουργίας μετὰ τὴ λειτουργία (Ἀρμενία 1975), στὴν λειτουργικὴ διακονία (Κρήτη 1978), στὴν ἔννοια τῆς συνοδικότητας σὲ σχέση μὲ τὴν ἑνότητα σέλ. 98-99. Πρβλ., “The Church, the Churches and the World Council of Churches”, στὸν συλλογικὸ τόμο The Ecumenical Movement – An Anthology of Key texts and Voices, ἔκδ. WCC, Geneva 2002, σέλ. 463-469. Πρβλ., W. A. Visser t’ Hooft, The Genesis and Formation of the World Counicl of Churches, ἔκδ. WCC, Geneva 1982, σέλ. 70-85. - 186 -


(Βανκοῦβερ 1983), στὸν συναινετικὸ τρόπο λήψης τῶν ἀποφάσεων διὰ τῆς μεθόδου τοῦ consensus (Πόρτο Ἀλέγκρε 2009). Ὅλα τὰ παραπάνω στοιχεῖα εἶχαν καὶ ἔχουν ὡς συνέπεια τὴν ἀλλαγὴ κατεύθυνσης τοῦ Συμβουλίου, τὸ ὁποῖο ἀπέκτησε ἕναν χαρακτήρα πιὸ ὁλοκληρωμένο καὶ σαφῶς ἐπηρεασμένο ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη θεολογία. *** ΕΡΩΤΗΜΑ Β: Μπορεῖ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ ἀποδεχτεῖ κάποια μορφὴ διομολογιακὴς προσαρμογῆς ἢ τὴν ἀρχὴ τοῦ intercommunion ὡς τρόπο ἑνότητας; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἡ ἀρχὴ τοῦ intercommunion, ἢ ἀλλιῶς ἡ ἀνοιχτὴ τράπεζα, πού προβάλλεται ἀπὸ ὁρισμένες Προτεσταντικὲς Ἐκκλησίες ὡς τρόπος καὶ μέθοδος, πού θὰ διευκολύνει τὴν ἕνωση βασισμένη στὴν ἀρχὴ ὅτι, ἡ τράπεζα δὲν εἶναι δική μας, ἀλλὰ τοῦ Κυρίου καὶ συνεπῶς θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀνοιχτὴ πρὸς ὅλους, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀποδεκτὴ ποτὲ ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ ἐπιχείρημα αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ ὁποιοσδήποτε καὶ ἀδιακρίτως μπορεῖ νὰ μετέχει στὴν τράπεζα τοῦ Κυρίου. Ἡ Θεία Εὐχαριστία ἀπευθύνεται μόνο στὴν βαπτισμένη καὶ μυστηριακῶς ζῶσα κοινότητα, ἐνῶ ὁ καρπὸς τῆς εὐχαριστιακῆς ζωῆς ἀπευθύνεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ Θεία Εὐχαριστία προσφέρεται ἀπ’ ὅλη τὴν κτίση, ἀλλὰ μόνο τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποία εἶναι ἐνσωματωμένα σ’ αὐτὸ διὰ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ χρίσματος καὶ διὰ τῆς ἐν γένει μυστηριακῆς ζωῆς ἐν Χριστῷ, μποροῦν νὰ μετέχουν στὰ μυστήρια. Ὡστόσο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση κανεὶς δὲν μετέχει ἀξίως, ἐνῶ ὁ Χριστὸς παραμένει ὁ μόνος Κριτὴς τοῦ κόσμου.16 Τὴ μέθοδο λοιπὸν τῆς διὰ-κοινωνίας, τὸ λεγόμενο intercommunion, πρέπει νὰ τὸ ἀντιλαμβανόμαστε ὄχι ὡς αἰτία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ κόσμου,17 ἀλλὰ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μεταμόρφωσης τοῦ κόσμου, λόγω τῆς εὐχαριστίας, τῆς μαρτυρίας καὶ τῆς διακονίας τῆς Ἐκκλησίας.18 Τὰ ἴδια ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς διομολογιακῆς φόρμουλας βάσει τῶν ὁποίων ἀπορρίπτεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη πλευρά. *** 16 ὄπ. πάρ., Τσομπανίδη Στ., Ἡ συμβολὴ τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ Θεολογίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν, σέλ. 217. 17 Bria I. (ed.), Go forth in Peace – Orthodox Perspectives on Mission, ἔκδ. WCC, Geneva 1986, σέλ. 70-72. 18 Βασιλειάδη Π. (ἐπιμ.), Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Οἰκουμενικὸς Διάλογος, ἔκδ. Ἀποστολικὴ Διακονία, Ἀθήνα 2005, σέλ. 102.

- 187 -


ΕΡΩΤΗΜΑ Γ: Γιατί εἶναι ἀναγκαῖος ὁ διὰ-χριστιανικὸς καὶ ὁ οἰκουμενικὸς διάλογος πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία; ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέσω τῶν διαλόγων προσφέρει ὀφειλετικῆ μαρτυρία στοὺς ἑτερόδοξους γιὰ τὴ σημασία καὶ τὴ συνειδητοποίηση τῆς εὐθύνης γιὰ τὴ διαίρεση τοῦ χριστιανισμοῦ, πού ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν συνεχιζόμενη ἀποξένωση καὶ τὴν ὁμολογιακὴ σύγχυση. Ἐνῶ παράλληλα ὁ διάλογος συμβάλλει τὰ μέγιστα στὸν τερματισμὸ τῆς προπαγάνδας καὶ τοῦ προσηλυτισμοῦ. Σκοπὸς τοῦ διαλόγου δὲν εἶναι ἡ διαμόρφωση μίας κοινωνίας χωρὶς συγκρούσεις, κάτι τέτοιο εἶναι οὐτοπικό, ἀλλὰ ἡ γέννηση μίας κοινωνίας ἡ ὁποία θὰ γνωρίσει διὰ τοῦ Θεοῦ τὴν καταλλαγή.19 Ἂν ὁ διάλογος παύσει, παρὰ τὰ προβλήματα καὶ τὶς δυσχέρειες πού ἔχει, τότε θ’ ἀρχίσουμε ὡς Ἐκκλησίες νὰ τρέφουμε ἀσυνείδητα τὴ μισαλλοδοξία,20 τὸν φανατισμό, τὸν θρησκευτικὸ φονταμενταλισμό,21 τὴν ἐγωκεντρικότητα, τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὸν πλησίον καὶ ἐν τέλει τὴν ἀδιαφορία γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀναγέννηση τῶν πάντων. Ἀναφέρεται στὸ μήνυμα τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στὶς 9 Μαρτίου 2014: “Ἀναγνωρίζομεν ὅτι ὁ διάλογος τυγχάνει πάντοτε καλλίτερος τῆς συγκρούσεως. Ἡ ἀποχώρησις καὶ ἡ ἀπομόνωσις οὐδέποτε ἀποτελοῦν ἐπιλογήν. Ἐπαναβεβαιοῦμεν τὴν ὑποχρέωσίν μας νὰ διαλεγώμεθα πρὸς τὸν ἄλλον, μετὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, μετὰ τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, ὅπως καὶ μετὰ τῶν ἄλλων χριστιανῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων ἄλλων θρησκευτικῶν πεποιθήσεων”. Ὁ θεολογικὸς διάλογος βοηθᾶ τοὺς θεολόγους νὰ ἀναλύσουν, μελετώντας τὶς πηγές, καλύτερα τὶς ἱστορικὲς συνθῆκες, ὅπου ἔλαβε χώρα τὸ ὁριστικὸ σχίσμα μεταξὺ ἀνατολῆς – δύσης, ὥστε νὰ γίνουν κατανοητὲς μὲ ψυχραιμία οἱ ποικίλες θεολογικὲς τάσεις πού ἀναπτύχθηκαν στὸν παγκόσμιο χριστιανισμὸ στὰ διάφορα θεολογικὰ - πανεπιστημιακὰ κέντρα, ἀλλὰ καὶ συνάμα νὰ δοῦμε μὲ κριτικὴ ματιὰ τὶς συνέπειες πού προέκυψαν ἐξαιτίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀπομονωτισμοῦ καὶ τῆς ψυχολογικῆς ἀποξένωσης τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἔχοντας ἀρνητικὴ προδιάθεση καὶ πνεῦμα καχυποψίας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον. 19 Bairactaris A., “Ecumenical Dialogue: A Necessity of our era and the inner source of the renewal”, στὸ The Ecumenical Review, vol.62.3 (2010), σέλ. 302-307. Ἐδῶ βλ. σέλ. 303. 20 Πέτρου Ι., Πολυπολιτισμικότητα καὶ Θρησκευτικὴ Ἐλευθερία, ἔκδ. Βάνιας, 2005, σέλ.103-125. 21 Μπαϊραχτάρη Α., Θεολογία καὶ Θρησκευτικὸς πλουραλισμὸς σὲ ἕνα σύγχρονο κόσμο, ἔκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2015, σέλ. 45-51. Πρβλ., Ι. Μ. Δημητριάδος – Ἀκα-

- 188 -


Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ἡ αἴσθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτάρκειας, ἡ εὔκολη καταδίκη του ἄλλου ἐξαιτίας τῆς διαφορετικότητας, χωρὶς ἀνάλυση τῶν πρωτογενῶν ἱστορικῶν αἰτιῶν, ἡ συγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας ὅτι ἡ καθεμία Ἐκκλησία ἀποτελεῖ τὴν Ὄντως Ἐκκλησία22 καὶ μία σειρὰ ἀπὸ ἄλλα θέματα τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν πραγματικὰ ἐμπόδια στὴ μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν ἐπικοινωνία. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ὁ διάλογος βοηθᾶ στὴν κατανόηση τοῦ τί εἶναι τὸ ὑπερβολικὸν καὶ τί εἶναι τὸ ἐλλιπές, ἔτσι ὥστε νὰ ἐργαστοῦμε στὴν ἀναζήτηση τοῦ μέτρου. Δὲν θὰ κριθοῦμε μόνο γιὰ τοὺς λόγους πού εἴπαμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σιωπὴ πού διατηρήσαμε τὴ στιγμὴ ὅμως πού ἔπρεπε ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νὰ μιλήσουμε μὲ τόλμη καὶ διάκριση, σύμφωνα μὲ τὸ πρότυπό του ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητῆ: “Μὴ κατ’ ἀλλήλων ἐπαιρώμεθα διὰ τὴν περὶ ἠμᾶς ἀνισότητα, ἀλλὰ μᾶλλον σώφρονι λογισμῷ τὴν τῆς ὁμοτίμου φύσεως ἀνωμαλίαν ἐξομαλίσωμεν, τὰς τῶν ἄλλων ἐλλείψεις ταῖς ἠμῶν αὐτῶν ἀναπληροῦντες ὑπερβολαίς”.23 Αὐτὸ λοιπὸν πού προέχει στὴ διεξαγωγὴ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου δὲν εἶναι ἡ ἀντιδικία, ἡ στείρα ἀντιπαράθεση, ἢ ἡ ἀνάπτυξη παράλληλων μονολόγων, ἀλλὰ ἡ καλλιέργεια τῆς ἱκανότητας ν’ ἀκοῦμε τὸν ἄλλον, ὄχι μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀκροατῆ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ ἀδελφοῦ πού νιώθει βαθιὰ τὸν πόνο πού βιώνει ὁ ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς ἐξαιτίας τῆς διαίρεσης.24 Λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός: «Οὐ γὰρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλὰ προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῶ σπαρασσόμεθα».25 Δηλαδὴ νὰ μποροῦμε νὰ ἀντιλαμβανόμαστε στὴν πράξη καὶ ὄχι στὴν δημία Θεολογικῶν Σπουδῶν, Ἰσλὰμ καὶ Φονταμενταλισμὸς Ὀρθοδοξία καὶ Παγκοσμιοποίηση, ἔκδ. Ἴνδικτος, Ἀθήνα 2006. 22 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η θέση μεταξύ άλλων του Δημητρόπουλου που έγραφε στις αρχές της Οικουμενικής Κίνησης: “Εκ τούτων συμπεραίνεται αδιαφιλονικήτως ότι εκ των νυν πολλών Εκκλησιών, μόνον η Ανατολική Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησία είναι η Εκκλησία, διότι αυτή μόνη αποτελεί αδιάκοπον συνέχειαν της αρχαίας μιάς και αδιαιρέτου Εκκλησίας και ταυτίζεται απολύτως κατά τε το περιεχόμενο, την σύστασιν και την πίστιν προς αυτήν. Αι άλλαι Εκκλησίαι πάσαι, απ’ αυτής εκουσίως αποκοπείσαι, ένεκεν απομακρύνσεως αυτών από την ορθήν πίστιν, ημπορούν να λέγονται εκκλησίαι, αλλ’ ουδεμία τούτων είναι η Εκκλησία”. Βλ., Δημητρόπουλου Π., “Η Ορθόδοξος Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνησις”, ανάτυπο από το Εκκλησιαστικό Βήμα, τ.111116, Αθήνα 1958, σελ. 17. 23 Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, PG 91, 1105B. 24 Φλωρόσφκυ Γ., Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἔκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σέλ. 214 - 215. 25 Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 41, Εἰς τὴν Πεντηκοστὴν 8, PG 36, 440 B. - 189 -


θεωρία τὶς συνέπειες τῆς διχοτόμησης τοῦ ἑνὸς Σώματος τοῦ Κυρίου. Δὲν μπορεῖ ν’ ἀποτελεῖ σκάνδαλο ἡ προσπάθεια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιὰ ἑνότητα, καὶ ἀντίστοιχα νὰ μὴν ἀποτελεῖ σκάνδαλο ἡ προσπάθεια κάποιων κύκλων νὰ διατηρήσουν τὴν ὑπάρχουσα ἐκκλησιαστικὴ διαίρεση μεταξὺ Ἀνατολῆς – Δύσης. Ποιὸ τὸ ὄφελος; Ποιὸς χάνει καὶ ποιὸς κερδίζει; Μὲ ἄλλα λόγια πῶς εἶναι δυνατὸν ν’ ἀποδεχόμαστε ὡς δεδομένο τὸ καθεστὼς τῆς ἀκοινωνησίας τὴ στιγμὴ πού ἡ μυστηριακή μας ζωὴ καὶ ἡ λατρευτική μας παράδοση ἔχουν ὡς πυρήνα τὴν ἔννοια τῆς κοινωνίας; Ποιὰ εἶναι ἡ ἐσχατολογική μας διδασκαλία ὡς Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέσα ἀπὸ τὴν προοπτική της ἑνότητας; Ἡ διαίρεση εἶναι ἱκανὴ νὰ παράξει ζωή;26 Ὅλα τὰ παραπάνω ἀποτελοῦν προκλήσεις ἐνώπιόν της Ἁγίας κ Μεγάλης Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ κινηθεῖ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ὁριοθέτησης καὶ τῆς διάκρισης μεταξύ του οὐσιώδους ἐκκλησιολογικοῦ πυρήνα καὶ τοῦ ἐπουσιώδους ἐκκλησιαστικοῦ περιβλήματος τῶν ὑπὸ συζήτηση ζητημάτων, μεταξύ της οὐσίας καὶ τῆς μορφῆς, μεταξύ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ τύπου, τοῦ διαρκῶς ἀναγκαίου καὶ τοῦ καιρικῶς ἐπιβεβλημένου, τοῦ ἐκκλησιολογικῶς ἀμετακίνητου καὶ τοῦ ἐκκλησιαστικῶς ἐνδεδειγμένου, τοῦ θείου καὶ τοῦ ἀνθρώπινου στοιχείου πού διακρίνουμε γενικὰ καὶ εἰδικὰ στὸν ὀργανισμὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπιπλέον δὲν πρέπει νὰ λησμονεῖται τὸ ἱστορικὰ ἀποδεκτὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σὲ Πανορθόδοξο ἐπίπεδο δὲν ἔχει ἀποφανθεῖ περὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς θέσης τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν. Βρισκόμαστε καὶ πορευόμαστε στὴν ὁδὸ τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου μὲ τοὺς ἑτέρους Χριστιανούς. Ἑπομένως πρὸ τῆς ὁλοκλήρωσης καὶ πρὸ τῆς λήξεως τῶν θεολογικῶν – ἐπίσημων διαλόγων, εἴτε ἔχοντας αὐτοὶ θετικό, εἴτε ἀρνητικὸ ἀποτέλεσμα, θὰ ἔλεγε κάποιος ὅτι εἶναι ἄκαιρο, ἄσκοπο καὶ ἀνώριμο σ’ αὐτὴ τὴ φάση νὰ ἀποφασισθεῖ μία ὁμοιόμορφη καὶ δεσμευτικὴ πρακτικὴ γιὰ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες.

26 Αναφέρει σχετικά ο καθ. Νικόλαος Ματσούκας: “Ακόμη και στη σημερινή σχισματική κατάσταση του εκκλησιαστικού σώματος και στις Α ή Β δογματικές αποκλίσεις, σε ορισμένες εκκλησιαστικές κοινότητες, οι Εκκλησίες, καθώς συναντιούνται στο διάλογο μπορούν με τη σημερινή εμπειρία να προβάλλουν την κοινή αυτοσυνειδησία ότι συνεχίζουν να είναι μέλη της μίας Εκκλησίας”. Βλ. Ματσούκα Ν., Οικουμενική Θεολογία. Έκθεση της χριστιανικής πίστης. Προϋποθέσεις ενός οικουμενικού διαλόγου, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 349.

- 190 -


4. ΤΑ ΚΟΙΝΩΣ ΣΥΜΦΩΝΗΘΕΝΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑ κ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ Στὴ συνέχεια θὰ ἀναφερθοῦμε περιληπτικὰ στὰ ἔξι κοινῶς καὶ ὁμοφώνως ἀποδεκτὰ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ἡ διαπραγμάτευση τῶν ὁποίων φανέρωσε πέρα ἀπὸ τὴν λαμπρὴ προσωπικότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου ὡς Προέδρου τῆς Συνόδου, τὴν ἱκανότητά του νὰ διαπραγματεύεται ἀκούραστα, τὶς εὐρύτερες θεολογικὲς γνώσεις τοῦ ἐπὶ τῶν θεμάτων καὶ τὸ πράον τοῦ χαρακτήρα του παρὰ τὶς δυσκολίες πού πάντα προκύπτουν σ’ ἕναν ζωντανὸ διάλογο. Ἐπίσης θεωρεῖται ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ ὅτι καίριας σημασίας ἦταν ἡ συμβολὴ ὅλων τῶν ἀντιπροσωπειῶν καὶ τῶν δέκα Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πράγμα πού θεμελιώνει τὸν πλοῦτο, τὴν ποικιλία, τὴν οἰκουμενικότητα καὶ τὴν ἀλληλοσυμπληρωματικότητα πού μποροῦν τὰ μέλη νὰ συνεισφέρουν στὸ Σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Καὶ τὸ λέγουμε αὐτό, διότι στὶς ἐργασίες τῆς Συνόδου συμμετεῖχαν ἐνεργὰ ἐπίσκοποι καὶ ἀκαδημαϊκοὶ θεολόγοι ἀπ’ ὅλες τὶς ἠπείρους τοῦ πλανήτη κομίζοντας ὁ καθένας μέσα ἀπὸ τὸν λόγο καὶ τὶς προτάσεις του τὴν πολιτιστική του ἰδιαιτερότητα καὶ τὸν προβληματισμό του. 4.1. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΚΟΣΜΟΝ Στὸ ἐν λόγω ἐκτενὲς κείμενο οἱ ἀποστολὲς τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἀνέλυσαν βασικὲς καὶ θεμελιώδεις εὐαγγελικὲς ἀξίες, τὶς ὁποῖες ὅμως παρουσίασαν μέσα στὸ σύγχρονο ἱστορικοπολιτικὸ καὶ κοινωνικὸ πλαίσιο πού βιώνουμε ὡς ἀνθρωπότητα. Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ὡς δημιούργημα θεϊκὸ καὶ κατ’ εἰκόνα, πού ἔχει ὡς σκοπὸ τελικὸ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἀποτελεῖ μία ἔννοια ριζικὴ στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Σ’ αὐτὸ ἐντοπίζεται καὶ ἡ αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Ἄσαρκου Λόγου, ὁ ὁποῖος ἀνακαίνισε τὸν Ἀδὰμ καὶ μαζὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Στὴ βάση αὐτὴ στηρίζεται ἡ διαχριστιανικὴ συνεργασία μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν προάσπιση τῆς εἰρήνης, τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμὸ καὶ τὴν ἁρμονικὴ συνύπαρξη διαφορετικῶν λαῶν καὶ θρησκειῶν, χωρὶς κάτι τέτοιο νὰ ὁδηγεῖ σὲ ὁποιοδήποτε συγκρητισμό. Ἡ ἄνιση κατανομὴ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἡ ἀνεξέλεγκτη γενετικὴ βιοτεχνολογία καὶ βιοϊατρική, οἱ βίαιες μετακινήσεις πληθυσμῶν, τὸ προσφυγικὸ χάος, ὁ περιορισμὸς στὴν ἐλεύθερη ἄσκηση τῆς θρησκευτικῆς λατρείας, οἱ πόλεμοι καὶ οἱ συγκρούσεις κάθε μορφῆς, ἡ κοινωνικὴ ἀνισότητα εἶναι μερικὰ ἀπὸ τὰ - 191 -


στοιχεῖα ἐκεῖνα πού ἀπειλοῦν τὸ ἀγαθό της εἰρήνης. Ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύουν ὅτι ἡ ἐλευθερία χωρὶς αἴσθηση τῆς εὐθύνης, ὁδηγεῖ σταδιακὰ στὴν κατάργηση τῆς ἴδιας της ἐλευθερίας. Στὸ ἴδιο εὐρύτερο πλαίσιο ἀναλύονται οἱ ἔννοιες τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀποτροπῆς τοῦ πολέμου ὡς δομικὰ στοιχεῖα στὴν ἐπικράτηση τῆς εὐαγγελικῆς ἀγάπης. Ἀποτελεῖ καθῆκον λοιπὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας νὰ διακονεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ ὑπηρετεῖ ἀξίες ὅπως εἶναι ἡ ἀδελφοσύνη, ἡ ἐλευθερία καὶ εἰρήνη, καταδικάζοντας κάθε μορφὴ διάκρισης, ἀποκλεισμοῦ, καταπίεσης καὶ ἀδικίας, πού γίνεται εἰς βάρος τοῦ πλησίον. Σύγχρονη ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι νὰ μεριμνᾶ ἐμπράκτως στοὺς πεινώντας, στοὺς φυλακισμένους, στὰ ὀρφανά, στοὺς ἀναπήρους, στοὺς ἀσθενεῖς καὶ στοὺς γενικὰ πάσχοντες ἀνθρώπους, πιστεύοντας βαθειὰ ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε βοήθεια πού προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο εἶναι οὐσιαστικὰ διακονία πρὸς τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, κατὰ τὸ εὐαγγελικὸ χωρίο «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Μάτθ. κέ΄, 40). 4.2. ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΚΩΛΥΜΑΤΑ ΑΥΤΟΥ Στὸ κείμενο αὐτὸ οἱ συνοδικοὶ Πατέρες ἀνέλυσαν τὸν θεσμὸ τῆς οἰκογένειας, τὴν ἱερότητα τοῦ γάμου, τὴν ἱερολογία τοῦ μυστηρίου, καθὼς τὸ θεμέλιό της ἑνότητας τοῦ ζεύγους εἶναι ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ ἡ εὐλογία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς δωρεὰ καὶ καρπὸς τῆς συζυγικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὁ γάμος δὲν ἀποτελεῖ μία συμβατικὴ κοινωνικὴ σχέση, ἀλλὰ μία δημιουργικὴ πνευματικὴ δύναμη, πού βεβαιώνει τὴν προστασία καὶ τὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν τῆς οἰκογένειας. Τὸ κέντρο τῆς οἰκογένειας εἶναι ὁ γάμος, καὶ ἡ οἰκογένεια δικαιώνει τὸν γάμο. Ἡ τυπολογία τοῦ γάμου λοιπὸν εἶναι Χριστολογικῆ, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ἡ ἐν Χριστῷ ἕνωση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι ἡ εἰκόνα μίας μικρῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι οὔτε ὁ πολιτικὸς γάμος, ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸ σύμφωνο συμβίωσης τοῦ αὐτοῦ ἢ διαφορετικοῦ φύλου μποροῦν νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ἀποτελοῦν ἁπλὲς πράξεις ἐπικυρωμένες ἀπὸ τὴν πολιτεία, ἀλλὰ στεροῦνται τὴν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρέπει αὐτὰ τὰ μέλη νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ ποιμαντικὴ εὐθύνη καὶ διάκριση. Σχετικὰ μὲ τὰ κωλύματα τοῦ γάμου αὐτὰ ἐντοπίζονται στὴν ἐξ αἵματος, ἐξ ἀγχιστείας, ἐξ υἱοθεσίας καὶ πνευματικῆς συγγένειας γιὰ τὰ ὁποία - 192 -


προβλέπονται αὐτὰ πού ὁρίζονται ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς κανόνες 53ο καὶ 54ο τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Τέλος περὶ τῶν μικτῶν γάμων, δηλαδὴ Ὀρθοδόξων μὲ ἑτερόδοξους Χριστιανοὺς ὁ γάμος ἀπαγορεύεται κατὰ κανονικὴ ἀκρίβεια, ὡστόσο ὑφίσταται ἡ δυνατότητα ἐφαρμογῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἀνάλογα μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καθεμίας ξεχωριστὰ Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔχοντας ὡς ἀπώτερο σκοπὸ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. 4.3. ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΜΟ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕΩΣ ΑΥΤΟΥ Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀσχολήθηκε μὲ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτονομίας καὶ τοῦ τρόπου ἀνακηρύξεως αὐτῆς. Κατὰ πλειοψηφία καὶ μὲ μικρὲς τροποποιήσεις ἐγκρίθηκαν αὐτὰ πού παραπέμφθηκαν ἀπὸ τὴν Ἐ΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη. Γενικὰ ἰσχύει ὅτι ὁ θεσμὸς τοῦ αὐτονόμου ἐκφράζει τὴν κατὰ κανονικὸ τρόπο μερικὴ ἀνεξαρτησία ἑνὸς συγκεκριμένου ἐκκλησιαστικοῦ τμήματος ἀπὸ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ὁποία ζητᾶ τὴν αὐτονομία της καὶ στὴν ὁποία κανονικῶς ἀναφέρεται. Ἐπίσης σημαντικὸ εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὸν χῶρο τῆς Ὀρθόδοξης Διασπορᾶς δὲν ἱδρύονται αὐτόνομες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, παρὰ μονάχα μετὰ ἀπὸ Πανορθόδοξη συναίνεση καὶ ἔγκριση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία δύναται νὰ παραχωρεῖ αὐτόνομο καθεστὼς μόνο ἐντὸς τῶν γεωγραφικῶν καὶ κανονικῶν ὁρίων τῆς περιφέρειάς της. Ἔτσι πρῶτα ἡ μεριὰ πού ζητᾶ τὴν αὐτονομία τῆς ἀπευθύνεται μὲ σχετικὸ αἴτημα πρὸς τὴν ἱερὰ σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας πού παραχωρεῖ τὴν αὐτονομία, ἐξηγώντας τοὺς λόγους τοῦ αἰτήματος. Στὴ συνέχεια ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία ἀξιολογεῖ τὸ ὅλο πλαίσιο τοῦ αἰτήματος καὶ ἀποφασίζει ἀρνητικὰ ἢ θετικὰ (στὴν περίπτωση αὐτὴ ἐκδίδει σχετικὸ Τόμο) σύμφωνα μὲ τὰ καθιερωμένα κριτήρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης. Μετὰ ἀναπτύσσεται μία σχετικὴ ἐπίσημη ἀλληλογραφία, στὴν ὁποία περιγράφεται ἡ ὅλη διαμορφωθεῖσα κατάσταση μεταξύ της Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας καὶ τῶν ὑπολοίπων Αὐτοκέφαλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Τέλος ἂν ἱδρυθεῖ Αὐτόνομη Ἐκκλησία, ὁ πρῶτος αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς νὰ μνημονεύεται τὸ ὄνομά του στὰ δίπτυχα, μνημονεύει μόνο τὸ ὄνομα τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο τὸ παραλαμβάνει ἀπὸ τὴν Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία μάλιστα ὅποτε κρίνεται ἀναγκαῖο, τὴν ἐπι- 193 -


κουρεῖ στὰ ποικίλα ζητήματα πού τυχὸν ἀντιμετωπίζει ἡ ἱδρυθεῖσα Αὐτόνομη Ἐκκλησία. 4.4. Η ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΗΡΗΣΗ ΑΥΤΗΣ ΣΗΜΕΡΑ Ἡ νηστεία ἀποτελεῖ θεία ἐντολή, καθὼς ἀποτελεῖ πνευματικὸ ἀγώνισμα καὶ ἔκφραση τοῦ ἀσκητικοῦ ἰδεώδους της Ὀρθοδοξίας. Ὁ ρόλος τῆς νηστείας στὴν πνευματικὴ πορεία καὶ στὸν ἀγώνα τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου παίζει ἰδιαίτερο καὶ σημαντικὸ ρόλο καὶ ἐντοπίζεται ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, βεβαιώνεται δὲ καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὅπλο ἀκαταμάχητο, χάρις πολύφωτος, πνευματικῶν ἀγώνων ἀρχή, τροφὴ ψυχῆς, πηγὴ φιλοσοφίας, μίμημα ἰσαγγέλου πολιτείας εἶναι μερικὲς ἐκφράσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης γιὰ τὸ πῶς ἀντιλαμβάνεται τὴ νηστεία. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς ἡ Ἐκκλησία ὅρισε τὴν Τετάρτη καὶ τὴν Παρασκευή, καθὼς καὶ τὴν περίοδο πρὸ τοῦ Πάσχα ὡς κατάλληλες γιὰ νηστεία. Οἱ θεῖοι Πατέρες λοιπὸν ὅρισαν ὁρισμένες τεταγμένες νηστεῖες, ὅπως εἶναι: ἡ Μ. Τεσσαρακοστή, Τετάρτη καὶ Παρασκευή, τῶν Χριστουγέννων, τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων καὶ τῆς ἀποτομῆς του Τιμίου Προδρόμου. Παρατηρεῖται λοιπὸν μία ποικιλία ἀναφορικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἡμερῶν, τὸ περιεχόμενο καὶ τὴν περίοδο τῶν νηστειῶν. Αὐτὸ τὸ στοιχεῖο τὸ ὁποῖο εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο μὲ τὴ νηστεία εἶναι ἡ λατρεία. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ὀρθῶς νοούμενη νηστεία συνδέεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴ μετάνοια. Νηστεία δὲν σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ συγκεκριμένες τροφές, ἀλλὰ σημαίνει ἀποχὴ ἀπὸ καθετὶ πού ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ κορύφωση τῆς νηστείας εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς λατρευτικῆς ἕνωσης μεταξύ του πιστοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ διὰ τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Παρατηροῦμε ἑπομένως στὴ νηστεία ἕνα χαρακτήρα Χριστοκεντρικό. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως ἐφαρμόζοντας τὴν φιλάνθρωπη οἰκονομία της καὶ προβλέποντας τὴν ἀσθένεια τοῦ ἀνθρώπινου σώματος δὲν ἐπιζητᾶ τὸ ἀπόλυτο, χωρὶς νὰ ἀτονεῖ τὸν ἱερὸ θεσμὸ τῆς νηστείας. Δηλαδὴ ἐπαφίεται στοὺς πνευματικοὺς ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ πνεύματος τῆς οἰκονομίας σὲ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού γιὰ διάφορους λόγους δυσκολεύονται ν’ ἀκολουθήσουν τὶς διατάξεις τῆς νηστείας (ἀρρώστια, στράτευση, οἰκονομικὲς καὶ ἐργασιακὲς συνθῆκες κά.), διότι ὁ Θεὸς «οὐ θέλει τὸν θάνα- 194 -


τον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτὸν» (Ἰεζ. λγ΄, 11). Τέλος ὁρίστηκε ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς Πατέρες ὅτι ὁ πιστὸς ὀφείλει νὰ τηρεῖ τὶς ἱερὲς νηστεῖες στὸ σύνολό τους, τὴν πρὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας τριήμερη νηστεία καὶ τὴ μεταμεσονύκτια ἀσιτία, προκειμένου νὰ μπορεῖ νὰ προσέρχεται κάποιος τακτικὰ στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. 4.5. Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ Ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος ἀσχολήθηκε ἐπισταμένα καὶ μὲ τὸ ζήτημα τῆς Διασπορᾶς καὶ τῆς κανονικῆς ὀργάνωσης αὐτῆς. Κοινὴ θέση ὅλων τῶν ἀντιπροσωπειῶν ἦταν ὅτι στὴν παροῦσα φάση δέον εἶναι νὰ διατηρηθεῖ ὁ θεσμὸς τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων, ὅπως θεσμοθετήθηκε ἀπὸ τὴν Δ΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στὴ Γενεύη (2009). Οἱ συνελεύσεις αὐτὲς συγκροτοῦνται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, τῶν ὁποίων οἱ Ἐκκλησίες βρίσκονται σὲ κανονικὴ κοινωνία μὲ ὅλες τὶς ἁγιώτατες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐνῶ παράλληλα ὁρίστηκε ὅτι πρόεδρος τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων θὰ εἶναι ὁ ἐπίσκοπος πού ὑπάγεται στὴν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐλλείψει δὲ αὐτοῦ θὰ τηρεῖται ἡ τάξη πού ὁρίζουν τὰ Δίπτυχα. Ἔργο τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων εἶναι ἡ φανέρωση μίας κοινῆς καὶ ἑνιαίας γραμμῆς, θέσης καὶ στάσης τῶν Ὀρθοδόξων πού ζοῦνε στὴν Διασπορά. Ἔτσι θὰ ὑπάρχει μία κοινὴ ἐκπροσώπηση ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων καὶ μία κοινὴ ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ποιμαντικῶν προβλημάτων. Οἱ ἀποφάσεις αὐτοῦ του ὀργάνου θὰ λαμβάνονται καθ’ ὁμοφωνία τῶν Ἐκκλησιῶν, πού συμμετέχουν στὴ συγκεκριμένη Συνέλευση, ὁ δὲ Πρόεδρος τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων ἀναφέρεται στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. 4.6. ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΟΙΠΟΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟ Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ δύσκολα θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολήθηκαν ἐπισταμένα οἱ ἀντιπροσωπεῖες τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἦταν τὸ ζήτημα τοῦ διαχριστιανικοῦ διαλόγου καὶ τῶν σχέσεων μὲ τὶς ἄλλες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ Ὁμολογίες μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ λεγόμενου Οἰκουμενικοῦ διαλόγου. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη παράγραφο τοῦ ἐν λόγω κειμένου τονίζεται ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία οὖσα ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία ἐν τὴ βαθεία ἐκκλησιαστικὴ αὐτοσυνειδησία αὐτῆς - 195 -


πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς Χριστιανικῆς ἑνότητος ἐντός του συγχρόνου κόσμου». Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καλλιεργοῦσε τὸν διάλογο μὲ αὐτοὺς πού βρίσκονταν εἴτε ἐγγύς, εἴτε μακρὰν αὐτῆς καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορικῆς ἐμφανίσεως τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἡ Ὀρθοδοξία συμμετεῖχε ἐνεργά. Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἑνότητα πάντων γεννᾶται ἀπὸ τὴν ἀποστολική της διαδοχὴ καὶ ἀπὸ τὴν Πατερικὴ παράδοση πού κληρονόμησε. Ὡς ἀποτέλεσμα λοιπὸν τῆς παραπάνω θεωρήσεως συμμετέχουν ἐνεργὰ ὅλες οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, κατόπιν ἀποφάσεως τῶν Πανορθοδόξων Διασκέψεων, στοὺς σύγχρονους διμερεῖς καὶ πολυμερεῖς διαλόγους ἐπὶ τὴ βάσει τῆς πίστεως τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ τοῦ Συμβόλου Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ κυριότερο ὄργανο στὴν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κίνησης εἶναι τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), ἐνῶ σὲ εὐρωπαϊκὸ ἐπίπεδο ἡ Διάσκεψη τῶν Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν. Ἡ συμμετοχὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γίνεται πλήρως καὶ ἰσοτίμως μὲ τὰ ἄλλα μέλη τοῦ Συμβουλίου, ὅσον ἀφορᾶ τὴ μεθοδολογία καὶ τὴ διάθεση γιὰ τὴν προώθηση τῆς εἰρηνικῆς συνύπαρξης καὶ συνεργασίας στὰ μεγαλύτερα κοινωνικοπολιτικὰ ζητήματα πού ἀπασχολοῦν τὴ σύγχρονη κοινωνία, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἰσότητα τῶν Ὁμολογιῶν ἢ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἑνότητα ὡς τινὰ διομολογιακὴ προσαρμογή. Ἀντιθέτως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει ἐπὶ τὴ βάσει τῆς Ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας καὶ τῶν διαμορφωμένων κανονικῶν κριτηρίων στὴν ἐκκλησιαστική της παράδοση. Ἡ συνεχὴς παρουσία καὶ μαρτυρία τοῦ Ὀρθοδόξου λόγου στὰ διεθνῆ οἰκουμενικὰ φόρα εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀναγκαία καὶ ἐπιβεβλημένη, ἐνῶ παράλληλα κρίνεται ἐπιβεβλημένη ἡ ἀπόρριψη καὶ ἡ καταδίκη κάθε πράξης προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἢ ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ. Τέλος ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει πλήρη συνείδηση τῶν ὑπαρχουσῶν δυσκολιῶν τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλόγου, ὡστόσο ἀποδέχεται τὴν ἐπιστασία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐν τὴ χάριτι τοῦ Κυρίου καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δέεται οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἐργασθοῦν ἀπὸ κοινοῦ, ὥστε ἡ ἡμέρα πού θὰ γίνει «μία ποίμνη, εἰς ποιμὴν» νὰ εἶναι κοντά.

- 196 -


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ Ἡ Ἁγία κ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού ἔλαβε χώρα στὸ ἁγιοτόκο νησὶ τῆς Κρήτης κατὰ τὴν ἑβδομάδα τῆς Πεντηκοστῆς του 2016, θὰ καταγραφεῖ στὴν σύγχρονη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία ὡς γεγονὸς κορυφαίας θεολογικῆς καὶ ποιμαντικῆς σημασίας, καθώς, ὅπως ἀποτυπώνεται στὸ ἐπίσημο μήνυμα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου πού ἀπεστάλη πρὸς κάθε ἄνθρωπο καλῆς θελήσεως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακήρυξε: - Τὴν πίστη στὸν ἐν Τριάδι Θεὸ καὶ στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, - Τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, - Τὸν συνοδικὸ τρόπο λειτουργίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς Σῶμα Χριστοῦ, καὶ ὄχι ὡς συνομοσπονδία ἐκκλησιαστικῶν αὐτοδιοίκητων μερῶν, - Τὴν διατήρηση τῆς λειτουργίας τῶν Ἐπισκοπικῶν Συνελεύσεων στὸν χῶρο τῆς Διασπορᾶς πού ἀπαρτίζονται ἀπὸ τοὺς κανονικοὺς ἐπισκόπους τῶν Αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, - Τὴ σημασία τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας ὡς βίωμα μίας διαρκοῦς Πεντηκοστῆς, συνεχίζοντας παράλληλα τὴν παράδοση τῆς λεγόμενης «λειτουργία μετὰ τὴν λειτουργία», ὥστε ὅλοι νὰ γίνονται μάρτυρες καὶ ἀπόστολοι τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, - Τὴ διεξαγωγὴ τῶν θεολογικῶν διαλόγων μὲ τὶς ἑτερόδοξες Χριστιανικὲς Ἐκκλησίες, ὡς εὐκαιρία ἀλληλογνωριμίας καὶ μετάδοσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ λειτουργικῆς ἐμπειρίας, - Τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ φαινομένου τοῦ θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ μέσα ἀπὸ τὴν προώθηση τοῦ νηφάλιου διαθρησκειακοῦ διαλόγου, - Τὸν γάμο ὡς ἀποκορύφωμα τῆς ἀγαπητικῆς σχέσης μεταξύ του ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς καὶ τὴ δημιουργία τῆς οἰκογένειας ὡς μία «μικρὴ Ἐκκλησία», - Τὴν ἀποφυγὴ τῆς κηδεμονίας ἢ ἄσκησης κριτικῆς εἰς βάρος τῆς ἐπιστήμης, ὡστόσο ἡ ἐπιστήμη ὅσο καὶ ἂν ἐξελίσσεται δὲν δίνει ἀπαντήσεις σὲ σοβαρὰ ἠθικὰ καὶ ὑπαρξιακὰ προβλήματα, - Τὸν ἐντοπισμὸ τῶν αἰτιῶν τῆς οἰκολογικῆς κρίσης στὸν ἐγωϊσμό, στὴν ὑπερκατανάλωση, στὴν ἀπληστία καὶ στὴν πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔναντι αὐτῶν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προτείνει τὴ μετάνοια, τὴν ἐγκράτεια καὶ τὸ ἀσκητικὸ ἦθος, - 197 -


- Τέλος ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τόνισε μέσα ἀπὸ τὸ μήνυμά της ὅτι δὲν ἀναμειγνύεται στὴν πολιτική, καθὼς προτιμᾶ ὁ λόγος της νὰ παραμείνει προφητικὸς μὲ παρέμβαση ὑπὲρ τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, εἰδικὰ σήμερα πού ὁ εὐρωπαϊκὸς χῶρος πλήττεται ἀπὸ τὴν ἐσωτερική του ἀμφιταλάντευση σχετικὰ μὲ τὴν πορεία πού πρέπει ν’ ἀκολουθήσει, γίνεται φανερὸ ὅτι οἱ θρησκεῖες ἐπανέρχονται ἐκ νέου δυναμικὰ στὸ προσκήνιο, προκειμένου νὰ διαμορφώσουν τὴ συλλογικὴ καὶ θρησκευτικὴ ταυτότητα τῶν λαῶν. Σ’ αὐτὴ τὴν διαμορφούμενη καὶ συνεχῶς μεταβαλλόμενη κατάσταση ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀπούσα ἢ νὰ μείνει ἀμέτοχη καὶ ἄπραγη. Ἀντιθέτως μόνο κερδισμένη βγῆκε μέσα ἀπὸ τὴ συνοδικὴ διαδικασία, καθὼς παρουσιάστηκε συντονισμένα καὶ συντεταγμένα ὁμόφωνη πρὸς τὰ ἔξω, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὰ μέσα, παρουσιάζοντας τὶς θέσεις τῆς χωρὶς βερμπαλισμοὺς καὶ ζηλωτικὲς ἀκρότητες, δίδοντας διεθνῶς τὸ στίγμα της μὲ εὐελιξία σκέψεως καὶ σύνθεση ἀπόψεων. Ἡ ἑνότητα λοιπὸν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔτσι ὅπως ἀποτυπώθηκε κατὰ τὶς ἐργασίες καὶ στὰ τελικὰ κείμενα τῆς Συνόδου, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει ὑπόδειγμα καὶ πρότυπο ἑνότητας γιὰ τὴν σπαρασσόμενη ἀπὸ συγκρούσεις, πολέμους καὶ διαιρέσεις ἀνθρωπότητα, ἀλλὰ καὶ συνάμα τὴν ἀφετηρία ἑνὸς ἐπαναλαμβανόμενου θεσμοῦ, ὁ ὁποῖος θὰ λειτουργήσει εὐεργετικὰ γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας.

- 198 -




APOSTOLOS_TITOS_exof_TEYX22_AGIOS_TITOS_exof_TEYX7 29/11/2017 9:33 π.μ. Page 1

AΠOΣTOΛOΣ TITOΣ

EΠIΣHMO ΔEΛTIO THΣ EKKΛHΣIAΣ KPHTHΣ

ΠEPIOΔOΣ Γ , TEYXOΣ 22, ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2014

22 ISSN 1106-6679

2014


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.