Απόστολος Τίτος – Τεύχος 34

Page 1

ΠEPIOΔOΣ Γ , TEYXOΣ 34, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017


ΕΠΙΣΗΜΟ ΔΕΛΤΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Γ', ΤΕΥΧΟΣ 34, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2017 ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ

Ἀρχιμ. Πρόδρομος Ξενάκης, Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου

Tό Ἐπίσημον Δελτίον τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης «Ἀπόστολος Τίτος» διατίθεται δωρεάν.

Ἐκτύπωση - Σελιδοποίηση: Γραφικές Τέχνες: «ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ»


ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ Πατριαρχική Ἀποδείξις ἐπί τοῖς Χριστουγέννοις. ......................................... 9 Ὁμιλία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατά τήν Β΄ Διεθνῆ Διάσκεψιν τῶν Ἀθηνῶν διά τόν Θρησκευτικόν καί Πολιτιστικόν Πλουραλισμόν καί τήν Εἰρηνικήν Συνύπαρξιν εἰς τήν Μέσην Ἀνατολήν. ............................................................................... 13 Προσφώνησις τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου κατὰ τὰ θυρανοίξια τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κοιμητηρίου Σισλῆ. ....................................................... 19 Χαιρετισμός τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου πρός τήν Ἀντιπροσωπείαν τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ...................... 23 ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σ"#$∆&'( )ΣΠ)+&Σ ,Φ&)+Ω/)#( )&Σ 0(# ,#,Θ)Ω+(Σ&# 0$" )ΛΛ(#&'$" Σ"#0,Γ/,0$Σ Δελτίον Τύπου Συνοδικῆς Ἐκδηλώσεως, διά τήν ἀναθεώρησιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος ἐν σχέσει πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν........... 29 Πρόσκλησις-Πρόγραμμα .............................................................................. 31 Χαιρετισμός τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Εἰρηναίου, Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, εἰς τήν Ἑσπερίδα διά τήν Ἀναθεώρησιν τοῦ Ἐλληνικοῦ Συντάγματος....................... 35 Σωτήριος Ἀλ. Ρίζος, Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐ.τ. καί Διευθυντής τοῦ Νομικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας, «Οἱ σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας ὡς ἀντικείμενο ρυθμίσεως τοῦ Συντάγματος καί τό πρόβλημα τῆς ἀπορρυθμίσεώς τους». .................................... 37 -5-


Δελτίον Τύπου Συνοδικῆς Ἑσπερίδος διά τήν ἀναθεώρησιν τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος ἐν σχέσει πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ................... 49

,#Ω0,0( 0&/(0&'( ∆&,'+&Σ&Σ )&Σ 0(# $+Θ$∆$Ξ$# ,',∆(/&,# '+(0(Σ Ἀνωτάτη Τιμητική Διάκρισις τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης ................................................................................... 53 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Συνοδική Ἐγκύκλιος πρός τούς Κληρικούς καί τούς Μοναχούς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης περί ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν. ........................................... 57 Συνοδική Ἐγκύκλιος πρός τούς Κληρικούς καί τούς Μοναχούς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης περί τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν. .......................................... 61 Συνοδική Ἐγκύκλιος πρός τό Πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης περί Νομοσχεδίου γιά τήν Νομικήν Ἀναγνώρισιν τῆς Ταυτότητος φύλου........... 63 Άνακοινωθέν διά τήν Νομικήν Ἀναγνώρισιν τῆς Ταυτότητος φύλου...... 67 Ἐγκύκλιον Συνοδικόν Σημείωμα Τυπικῆς Διατάξεως................................. 69 ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ ΛΟΓΟΙ - ΜΕΛΕΤΕΣ Ὁμιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Σμύρνης κ. Βαρθολομαίου ἐν τῷ Ἱερῷ Μητροπολιτικῷ Ναῷ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου ......................................... 73 Προσφώνησις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κισάμου καί Σελίνου κ. Αμφιλοχίου, ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἑκκλησίας Κρήτης, κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τῆς Μητρός Έκκλησίας ................................................ 85 Δρ. Ἐμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης, Ἐπίκ. Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ., «Ὀρθοδοξία, Ἁγιότητα καί Διαπολιτισμικότητα στά «Ποιητικά» τοῦ Μητροπολίτη Πέργης κ. Εὐαγγέλου». ...................................................................... 87 Ἀρχιμ. Νήφων Βασιλάκης, Δρ. Θ., «Ἐπισκόπου Ρεθύμνης και Αὐλοποτάμου Διονυσίου, προτάσεις καί παρατηρήσεις ἐπί τοῦ Σχεδίου Καταστατικοῦ Νόμου εἰς τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας»............................................................................................................. 99 -6-



Ἡ Αὐτοῦ Θειοτάτη Παναγιότης ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαῖος


Πατριαρχικὴ )πόδειξις ἐπί τοῖς Χριστουγέννοις Ἀριθμ. Πρωτ. 1123 +ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΕΛΕῼ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ, ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ Τῼ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ πεφιλημένα τέκνα, Χάριτι Θεοῦ ἠξιώθημεν νὰ φθάσωμεν καὶ πάλιν εἰς τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῆς κατὰ σάρκα Γεννήσεως τοῦ Θείου Λόγου, τοῦ ἐλθόντος εἰς τὸν κόσμον διὰ νὰ μᾶς χαρίσῃ τὸ «εὖ εἶναι»{1}, τὴν ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, ἀπὸ τὴν δουλείαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ νόμου καὶ ἀπὸ τὸν θάνατον, νὰ μᾶς δωρήσῃ δὲ τὴν κατ᾿ ἀλήθειαν ζωὴν καὶ τὴν χαρὰν τὴν μεγάλην, ἣν «οὐδεὶς αἴρει ἀφ᾿ ἡμῶν»{2}. Ὑποδεχόμεθα τὸν «παντέλειον Θεόν»{3}, τὸν ὁποῖον «ἀγάπη κεκόμικεν εἰς τὴν γῆν»{4}, ὁ ὁποῖος καθίσταται ἡμῖν «καὶ ἡμῶν αὐτῶν συγγενέστερος»{5}. Ὁ κενωθεὶς Θεὸς Λόγος συγκαταβαίνει εἰς τὸ πλανηθὲν πλάσμα αὐτοῦ «συγκατάβασιν ἄφραστόν τε καὶ ἀκατάληπτον»{6}. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» χωρεῖται ἐν τῇ γαστρὶ τῆς Παρθένου, ὁ μέγας ὑπάρχει ἐν σμικροῖς. Τὸ μέγα τοῦτο κεφάλαιον τῆς πίστεώς μας, τὸ πῶς ὁ ὑπερούσιος Θεὸς «ὑπὲρ ἄνθρωπον γέγονεν ἄνθρωπος»{7}, παραμένει «ἀνέκφαντον» μυστήριον. «Τὸ μέγα τῆς θείας Ἐνανθρωπήσεως μυστήριον, ἀεὶ μένει μυστήριον»{8}. Αὐτὸ τὸ ξένον καὶ παράδοξον γεγονὸς «τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν»{9}, εἶναι τὸ θεμέλιον τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία∙ οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς»{10}. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑψίστη σωτηριώδης ἀλήθεια διὰ τὸν ἄνθρωπον. Ἀνήκομεν εἰς τὸν Χριστόν. Τὰ πάντα εἶναι ἡνωμένα ἐν Χριστῷ. Ἐν Χριστῷ ἀναπλάθεται ἡ φθαρεῖσα φύσις μας, ἀποκαθίσταται τὸ κατ᾿ εἰκόνα καὶ ἀνοίγεται εἰς πάντας τοὺς ἀνθρώπους ἡ ὁδὸς τοῦ καθ᾿ ὁμοίωσιν. Διὰ τῆς προσλήψεως -9-


ὑπὸ τοῦ Θείου Λόγου τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦ κοινοῦ θείου προορισμοῦ καὶ τῆς κοινῆς σωτηρίας θεμελιοῦται ἡ ἑνότης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Δὲν σώζεται ὅμως μόνον ἡ ἀνθρωπότης, ἀλλὰ σύμπασα ἡ κτῖσις. Ὡς ἡ πτῶσις τῶν πρωτοπλάστων συμπαρασύρει ὅλην τὴν πλᾶσιν, οὕτω καὶ ἡ Ἐνανθρώπησις τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ ἀφορᾷ εἰς ὁλόκληρον τὴν δημιουργίαν. «Ἐλευθέρα μὲν ἡ κτῖσις γνωρίζεται, υἱοὶ δὲ φωτὸς οἱ πρὶν ἐσκοτισμένοι»{11}. Ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσωμεν τὴν ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν ὡς τὴν «κοινὴν ἑορτὴν πάσης τῆς κτίσεως», ὡς « τὰ σωτήρια τοῦ κόσμου, τήν γενέθλιον ἡμέραν τῆς ἀνθρωπότητος»{12} Τὸ «Χριστὸς γεννᾶται» ἀκούεται, δυστυχῶς, καὶ πάλιν εἰς ἕνα κόσμον πλήρη βιαιοτήτων, ἐπικινδύνων ἀνταγωνισμῶν, κοινωνικῆς ἀνισότητος καὶ καταπατήσεως τῶν θεμελιωδῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων. Τὸ 2018 συμπληροῦνται ἑβδομήκοντα ἔτη ἀπὸ τὴν Οἰκουμενικὴν Διακήρυξιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, μετὰ ἀπὸ τὰς φοβερὰς ἐμπειρίας καὶ καταστροφὰς τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ἀνέδειξε τὰ κοινὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, τὰ ὁποῖα ὀφείλουν νὰ σέβωνται ἀπαρεγκλίτως ὅλοι οἱ λαοὶ καὶ τὰ κράτη. Ὅμως, ἡ ἀθέτησις τῆς Διακηρύξεως αὐτῆς συνεχίζεται, ποικίλαι δὲ καταχρήσεις καὶ σκόπιμοι παρερμηνεῖαι τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὑποσκάπτουν τὸν σεβασμὸν καὶ τὴν πραγμάτωσίν των. Συνεχίζομεν νὰ μὴ διδασκώμεθα ἀπὸ τὴν ἱστορίαν ἢ νὰ μὴ θέλωμεν νὰ διδαχθῶμεν. Οὔτε αἱ τραγικαὶ ἐμπειρίαι βίας καὶ ἡ καταρράκωσις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, οὔτε ἡ διακήρυξις ὑψηλῶν ἰδανικῶν, ἀπέτρεψε τὴν συνέχισιν τῆς βίας καὶ τῶν πολέμων, τὴν ἀποθέωσιν τῆς ἰσχύος καὶ τὴν ἐκμετάλλευσιν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον. Οὔτε, βεβαίως, ἡ ἰσχὺς τῶν τεχνικῶν μέσων καὶ αἱ ἐκπληκτικαὶ κατακτήσεις τῆς ἐπιστήμης, οὔτε ἡ οἰκονομικὴ πρόοδος, ἔφερον κοινωνικὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πολυπόθητον εἰρήνην. Τοὐναντίον, εἰς τὴν ἐποχὴν μας ὁ εὐδαιμονισμὸς τῶν κατεχόντων αὐξάνεται καὶ ἡ παγκοσμιοποίησις καταστρέφει τοὺς ὅρους τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς καὶ εἰρήνης. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀγνοήσῃ αὐτὰς τὰς ἀπειλὰς κατὰ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. «Οὐδὲν γὰρ ὅσον ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καὶ φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός»{13}. Ἀγωνιζόμεθα διὰ τὸν ἄνθρωπον, διὰ τὴν προστασίαν τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς δικαιοσύνης, ἐν ἐπιγνώσει ὅτι «ἡ ὄντως εἰρήνη παρὰ Θεοῦ»{14}, ὅτι τὸ ὑπέρλογον μυστήριον τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς κατὰ χάριν θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτει τὴν ἀλήθειαν περὶ τῆς ἐλευθερίας καὶ τοῦ θείου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ζῶμεν ἐν Ἐκκλησίᾳ τὴν ἐλευθερίαν, ἐκ Χριστοῦ, ἐν Χριστῷ καὶ εἰς Χριστόν. Εἰς τὸν πυρῆνα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀνήκει ἡ ἀγάπη, ἥτις «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς»{15}, ἡ ἀγάπη «ἐκ καθαρᾶς καρδίας»{16}. Ἐνῶ ὁ αὐτόνομος, ὁ αὐτογνώμων καὶ αὐτάρκης, ὁ αὐτοθεούμενος καὶ αὐτομακαριζόμενος - 10 -


ἄνθρωπος περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτὸν του καὶ τὴν ἀτομικὴν του αὐτάρεσκον εὐδαιμονίαν καὶ βλέπει τὸν συνάνθρωπον ὡς περιορισμὸν τῆς ἐλευθερίας του, ἡ ἐν Χριστῷ ἐλευθερία ἔχει κατεύθυνσιν πρὸς τὸν ἀδελφὸν, κινεῖται πρὸς τὸν πλησίον, ἀληθεύει ἐν ἀγάπῃ. Τὸ μέλημα τοῦ πιστοῦ δὲν εἶναι ἡ διεκδίκησις δικαιωμάτων, ἀλλὰ τὸ «ποιεῖν τε καὶ πράττειν τὰ δικαιώματα Χριστοῦ»{17}, ἐν ταπεινώσει καὶ εὐχαριστίᾳ. Αὐτὴ ἡ ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, τῆς ἐλευθερίας ὡς ἀγάπης καὶ τῆς ἀγάπης ὡς ἐλευθερίας, εἶναι ὁ θεμέλιος λίθος καί ἡ ἐγγύησις διὰ τὸ μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος. Στηριζόμενοι ἐπ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἐνθέου ἤθους δυνάμεθα νά ἀντιμετωπίσωμεν τὰς μεγάλας προκλήσεις τοῦ παρόντος, αἱ ὁποῖαι ἀπειλοῦν ὄχι μόνον τὸ εὖ ζῆν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ ζῆν τῆς ἀνθρωπότητος. Τὴν ἀλήθειαν τοῦ «Θεανθρώπου» ὡς ἀπάντησιν εἰς τὸν σύγχρονον «ἀνθρωποθεὸν» καὶ πρὸς ἀνάδειξιν τοῦ αἰωνίου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐξῇρε καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, 2016): «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἔναντι τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ», προβάλλει τόν «Θεάνθρωπον» ὡς ἔσχατον μέτρον τῶν πάντων: «Οὐκ ἄνθρωπον ἀποθεωθέντα λέγομεν, ἀλλὰ Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα»{18}. Ἀναδεικνύει δὲ τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸ Σῶμα Του, τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς τόπον καὶ τρόπον τῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς, ὡς "ἀληθεύειν ἐν ἀγάπῃ"{19} καὶ ὡς μετοχήν, ἤδη ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς τὴν ζωὴν τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ»{20}. Ἡ Σάρκωσις τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι ἡ βεβαίωσις καὶ ἡ βεβαιότης ὅτι τὴν ἱστορίαν, ὡς πορείαν πρός τὴν Βασιλείαν τῶν Ἐσχάτων, κατευθύνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Βεβαίως, ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὴν Βασιλείαν, ἡ ὁποία δὲν συντελεῖται μακρὰν ἤ ἀνεξαρτήτως τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητος, τῶν ἀντιφάσεων καὶ τῶν περιπετειῶν αὐτῆς, ποτὲ δὲν ὑπῆρξεν ἄνευ δυσκολιῶν. Ἐν μέσῳ αὐτῶν ἡ Ἐκκλησία μαρτυρεῖ περὶ τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιτελεῖ τὸ ἁγιαστικὸν, ποιμαντικὸν καὶ μεταμορφωτικὸν ἔργον αὐτῆς. «Ἡ γὰρ ἀλήθειά ἐστι τῆς Ἐκκλησίας καὶ στῦλος καὶ ἑδραίωμα...Στῦλός ἐστι τῆς οἰκουμένης ἡ Ἐκκλησία...καὶ μυστήριόν ἐστι, καὶ μέγα, καὶ εὐσεβείας μυστήριον»{21}. Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ, Ἂς συνεορτάσωμεν, εὐδοκίᾳ τοῦ σκηνώσαντος ἐν ἡμῖν Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀγαλλιάσει καὶ χαρᾷ πεπληρωμένῃ, τὰς ἑορτὰς τοῦ Ἁγίου Δωδεκαημέρου. Εὐχόμεθα ἐκ Φαναρίου, ὅπως ὁ σαρκωθεὶς καὶ συγκαταβὰς τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων Κύριος καὶ Σωτὴρ ἡμῶν, χαρίζηται εἰς ὅλους κατὰ τὸν νέον ἐνιαυτὸν τῆς χρηστότητος Αὐτοῦ, ὑγιείαν κατ᾿ ἄμφω, εἰρήνην καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, διαφυλάττῃ δὲ καλῶς τὴν Ἁγίαν Αὐτοῦ Ἐκκλησίαν καὶ - 11 -


εὐλογῇ τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς, ἵνα δοξάζηται τὸ ὑπεράγιον καὶ ὑπερύμνητον ὄνομα Αὐτοῦ. Χριστούγεννα ‚βιζ΄ † Ὁ Κωνσταντινουπόλεως διάπυρος πρὸς Θεὸν εὐχέτης πάντων ὑμῶν

---------------------------------------------{1} Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, Λόγος ΛΗ', εἰς τὰ Θεοφάνια, εἴτουν τὰ Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος, Γ’, PG 36, 313. {2} Ἰωάν. ι', 18. {3} Δοξαστικὸν Ἀποστίχων Μεγάλου Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων. {4} Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ', PG 150, 657. {5} Ὅ. π. , ΣΤ', PG 150, 660. {6} Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, Γ', α' PG 94, 984. {7} Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Κεφάλαια διάφορα Θεολογικά τε καὶ Οἰκονομικὰ περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, ἑκατοντὰς πρώτη, ιβ', PG 90, 1184. {8} Ὅ. π. {9} Κολ. α', 26. {10} Πράξ. δ',12. {11} Ἰαμβικὴ Καταβασία τῶν Θεοφανείων, ὠδὴ Η'. {12} Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Ὁμιλία εἰς τὴν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Γέννησιν, PG 31, 1472-73. {13} Νικολάου Καβάσιλα, Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΣΤ', PG 150, 649. {14} Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Α', Ὁμιλία Α', α', PG 61, 14. {15} Α' Κορ. ιγ', 5. {16} Α' Τιμ. α', 5. {17} Θεοτοκίον τῶν Ἀποστίχων τῶν Αἴνων 12ης Ὀκτωβρίου. {18} Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, «Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως», Γ’, β’. PG 94, 988. {19} πρβλ. Ἐφεσ. δ’, 15. {20} Ἐγκύκλιος τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, § 10. {21} Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν πρὸς Τιμόθεον Α', Ὁμιλία ΙΑ', PG 62, 554. - 12 -


:µιλία τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου κατά τήν ΒG ∆ιεθνῆ ∆ιάσκεψιν τῶν )θηνῶν διά τόν Θρησκευτικόν καί Πολιτιστικόν Πλουραλισµόν καί τήν Εἰρηνικήν Συνύπαρξιν εἰς τήν Μέσην )νατολήν ()θῆναι, 29-31 Oκτωβρίου 2017) Μακαριώτατοι, Ἐξοχώτατε κ. Ὑπουργέ Ἐξωτερικῶν τῆς Ἑλλάδος, Σοφολογιώτατοι, Ἱερώτατοι, Ἐξοχώτατοι, Κυρίαι καί κύριοι, «Καρδία ἐλεήμων ἐστί καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως, ὑπέρ τῶν ἀνθρώπων, καί τῶν ὀρνέων, καί τῶν ζῴων καί τῶν δαιμόνων, καί ὑπέρ παντός κτίσματος». {1} Ἐπικαλούμεθα εἰσαγωγικῶς αὐτούς τούς λόγους ἑνός τέκνου τῆς ἀρχαίας Συρίας, τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ἐπειδή πράγματι μόνον μία ἐλεήμων καρδία, ὑπό ἀληθοῦς συμπαθείας φλεγομένη, δύναται νά αἰσθανθῇ μέρος τῆς ἐν Συρίᾳ καί τῇ εὐρυτέρᾳ περιοχῇ διαδραματιζομένης τραγωδίας. Ὑπό τοιούτων συναισθημάτων διακατεχόμενοι, εὑρισκόμεθα καί πάλιν ἐνταῦθα εἰς κοινήν διαβούλευσιν τῆς Β΄Διασκέψεως τῶν Ἀθηνῶν, χάρις εἰς τάς ἀγαθῶν προθέσεων πρωτοβουλίας τοῦ ἐπί τῶν Ἐξωτερικῶν Ἐξοχωτάτου Ὑπουργοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, Καθηγητοῦ κυρίου Νικολάου Κοτζιᾶ. Ἡ συμμετοχή ἡμῶν αὕτη νοεῖται ὡς «διακονία τῆς καταλλαγῆς» (Β΄Κορινθ. 5, 18). Εἶναι ἀναμφιβόλως κοινή ἡ ἐπιθυμία δημιουργικῆς συμβολῆς εἰς τήν προσπάθειαν προαγωγῆς τοῦ διαλόγου διά τά διαθρησκειακά καί διαπολιτισμικά ζητήματα, ἡ διευθέτησις τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ προϋπόθεσιν διά τήν ἀποκατάστασιν εἰρηνικῆς συνυπάρξεως εἰς τήν δεινῶς δοκιμαζομένην Μέσην Ἀνατολήν, καθώς καί εἰς ἄλλας περιοχάς τοῦ ἐμπεριστάτου συγχρόνου κόσμου μας. {1} Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ΛΟΓΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΙΣ, Μάρκελλος Πιράρ, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ, Ἅγιον Ὄρος 2012, Λόγος ΞΒ΄, σελ. 736, στ.13-25. - 13 -


Εὑρισκόμενοι εἰς τό κλεινόν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, σκόπιμον καί λυσιτελές διά τήν Διάσκεψίν μας κρίνομεν μίαν σύντομον ἐπαναγωγήν εἰς τάς πηγάς, ἵνα, ἔστω καί ὡς ἐκ περισσοῦ, ὑπομνήσωμεν γνωστάς τινας θεμελιώδεις ἀρχάς καί ἀξίας, αἵτινες πρωτογενῶς ἐκαλλιεργήθησαν εἰς τήν χώραν, καί κυρίως εἰς τήν πόλιν ταύτην, καί ἐχαρίσθησαν εὐεργετικῶς εἰς ὁλόκληρον τήν ἀνθρωπότητα. Εἰς τήν σκέψιν πολλῶν ἐξ ὑμῶν πρῶτος ἔρχεται πιθανῶς ὁ ὅρος ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μάλιστα καθώς ἐξύμνησαν αὐτήν προσφάτως ἐνταῦθα ἐπιφανεῖς ἡγέται μεγάλων χωρῶν. Καί, ἀσφαλῶς, οὐδείς ἐξ ἡμῶν ἀμφιβάλλει ὅτι ὁ ὅρος αὐτός ἀνήκει εἰς τόν πυρῆνα τῶν διαβουλεύσεών μας, δεδομένου ὅτι ὅπου ἐλλείπει ἤ παραβιάζεται ἡ δημοκρατία, θριαμβεύει καταστροφικῶς ἡ τυραννία. Κεντρικήν ἔννοιαν τῆς Συνάξεώς μας ἀποτελεῖ ὁ ὅρος ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Εἰς τόν ἑλληνικόν χῶρον, καί κυρίως εἰς τήν πόλιν τῶν Ἀθηνῶν, ἐπραγματώθησαν τό πρῶτον καί εἰς ἀνώτατον βαθμόν αἱ τρεῖς θεμελιώδεις πολιτισμικαί κατηγορίαι καί ἀξίαι τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως: Τό Ἀληθές, διά τῆς φιλοσοφίας καί τῶν ἐπιστημῶν. Τό Ἀγαθόν, διά τῆς Ἠθικῆς καί τοῦ Δικαίου, καί Τό Κάλλος, τό Ὡραῖον, διά τῆς Τέχνης. Τρεῖς ἀξίαι δηλονότι, αἵτινες ἐπειγόντως χρειάζονται προστασίαν, ὄχι μόνον εἰς τήν Ἀνατολικήν Μεσόγειον καί τήν Μέσην Ἀνατολήν, ἀλλά παγκοσμίως. Ἡ παροῦσα Διάσκεψις, ὅμως, καλεῖ ἡμᾶς εἰς ΔΙΑΛΟΓΟΝ περί τοῦ τί δεῖ γενέσθαι εἰς τό πλαίσιον τῶν ἁρμοδιοτήτων καί δυνατοτήτων ἑνός ἑκάστου ἐξ ἡμῶν, ἀλλά καί πάντων ἀπό κοινοῦ, πρός ἀντιμετώπισιν ὀξέων προβλημάτων, ἡ ὀξύτης καί τό κατεπεῖγον τῶν ὁποίων ὁδηγεῖ τήν Ἑλληνικήν Πολιτείαν εἰς τήν ἀνάληψιν τῆς παρούσης ἀξιεπαίνου πρωτοβουλίας. Ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀποστρέφονται ἤ διακόπτουν τόν διάλογον, τά περαιτέρω ἀναλαμβάνουν ὡς γνωστόν, αἱ μονολιθικαί ἰδεολογίαι, τά ὁλοκληρωτικά καθεστῶτα, ἡ στυγνή δημαγωγία καί τέλος τά ὅπλα, δηλαδή ἡ καταστροφή καί ὁ θανατος. Διά τοῦτο προτείνομεν καί ἐν προκειμένῳ τόν διάλογον τῆς ἀληθείας ἐν ἀγάπῃ, ὁ ὁποῖος ἱκανώνει τούς μετέχοντας νά ἀναλαμβάνουν ἀπό κοινοῦ ἀναγκαίας πρωτοβουλίας καί εὐθύνας. Ὁ εἰλικρινής διάλογος ἔχει τήν δύναμιν νά ἄλλάζῃ τόν ροῦν τῆς ἱστορίας. Θεωροῦμεν ὡς ἐκ τούτου ἀναγκαίαν τήν διεύρυνσιν, ἀναβάθμισιν καί συστηματοποίησιν τῶν ἐπί διαφόρων ἐπιπέδων ἐπιχειρουμένων διαθρησκειακῶν διαλόγων, λαμβάνοντες ὑπόψιν τάς ἀστοχίας τοῦ παρελθόντος καί τάς ἀνάγκας τοῦ παρόντος καί τοῦ ἀνθρωπίνως ὁρατοῦ μέλλοντος, μάλιστα καθώς ἡ καθ’ ἡμέραν ἐπιδεινουμένη ταραχή, παγκοσμίως, προκαλεῖ - 14 -


εἰς τούς λαούς τῆς γῆς αἰσθήματα ἀνασφαλείας, κατάθλιψιν, καθημερινήν ὑποψίαν περί κυοφορίας νέων δυσαρέστων καί ἀπειλητικῶν ἐκπλήξεων. Οἱ διαθρησκειακοί διάλογοι ὀφείλουν καί δύνανται νά ἀποκτήσουν νόημα καί ἀποτελεσματικότητα, μόνον ἐάν τούς ἐκ τῶν πιστῶν ἀνθρώπων ἀνησυχοῦντας, ἀπαλλάξωμεν τοῦ φόβου, ὅτι διά τῶν διαλόγων αὐτῶν ἐπιδιώκεται δῆθεν πανθρησκειακός συγκρητισμός, καί ἐάν ταυτοχρόνως ἀναδείξωμεν πειστικῶς τήν ἀξίαν καί ἀναγκαιότητα τοῦ ἀμοιβαίου σεβασμοῦ, τῆς συγχωρήσεως, τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀλληλεγγύης, διά τήν κοινωνικήν συνοχήν, τήν εἰρήνην, τήν ἀπόδοσιν τῆς δικαιοσύνης, τήν ἀποθάρρυνσιν φονταμενταλιστικῶν φανατισμῶν, τήν ἀποδοχήν τῆς ἑτερότητος εἰς τήν ταχέως παγκοσμιοποιουμένην κοινωνίαν, ὅπου ἀναπόφευκτος εἶναι πλέον ἡ συμβίωσις ὁμοεθνῶν καί ἀλλοεθνῶν, ὁμοθρήσκων καί ἑτεροθρήσκων, ὁμοδόξων καί ἑτεροδόξων, πιστῶν καί ἀπίστων. Ἄς συνεργασθῶμεν διά τήν ἀποτροπήν ἐμφυλίων σπαραγμῶν, καταστροφῆς προαιωνίων θρησκευτικῶν καί πολιτισμικῶν ἀγαθῶν, ἐκριζώσεως ὁλοκλήρων λαῶν ἀπό τάς πατρογονικάς ἐστίας αὐτῶν, διά τήν ἀποφυγήν θανατηφόρων θαλασσίων μετακινήσεων καί πλείστων ἄλλων δεινῶν. Ἐξ ὧν, ὡς πλέον ἀποτρόπαιον ἔγκλημα θεωροῦμεν καί καταδικάζομεν τήν πολύμορφον κακοποίησιν, ἐκμετάλλευσιν καί θανάτωσιν ἀνεξιχνιάστου ἀριθμοῦ παιδίων εἰς τόν εὐρύτερον χῶρον τῆς Μεσογείου, ἀλλά καί ἀνά τήν ὑφήλιον. Προσφιλεῖς συνδαιτυμόνες τοῦ πνευματικοῦ τούτου συμποσίου, Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, εἰς τήν ὁμιλίαν του ἐπί τοῦ παρά τούς πόδας τῆς Ἀκροπόλεως Ἀρείου Πάγου, ἐκήρυξεν ὅτι ὁ Θεός «ἐποίησέ τε ἐξ ἑνὸς αἵματος πᾶν ἔθνος ἀνθρώπων» (Πράξ. ιζ',26). Ἀφοῦ, λοιπόν, ἐξ ἑνὸς αἵματος εἴμεθα πάντες, Πρῶτον: Κάθε ἀνθρωποκτονία εἶναι πρᾶξις ἀδελφοκτόνος, κάθε πόλεμος εἶναι ἐμφύλιος σπαραγμός. Τελούμενα δέ ἀμφότερα ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, ἀποτελοῦν ἐσχάτην βλασφημίαν. Δεύτερον: Ἀφοῦ πάντες εἴμεθα ὅμαιμοι ἀδελφοί, ὁ πάσης φύσεως ρατσισμός καί ἀδικαιολόγητος εἶναι καί κατακριτέος. Ἡ καθ’ ἡμᾶς Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, καί παλαιότερον, ἐν ἔτει 1872, κατεδίκασε τόν φυλετισμόν, κατά δέ τόν Ἰούνιον τοῦ παρελθόντος ἔτους 2016, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἡ συνελθοῦσα ἐν Κρήτῃ, ἀνεφέρθη, μεταξύ ἄλλων, εἰς τήν συμβολήν τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν «εἰς ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἐλευθερίας, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς ἀγάπης μεταξύ τῶν λαῶν, καί ἄρσιν τῶν φυλετικῶν καί λοιπῶν διακρίσεων». Ἡ Σύνοδος αὕτη ἀνέδειξε τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί ὑπεγράμμισεν ὅτι «εἶναι ἀπαραίτητον νά ἀναπτυχθῇ πρός ὅλας τάς κατευθύνσεις ἡ διαχρι- 15 -


στιανική συνεργασία διά τήν προστασίαν τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, αὐτονοήτως δέ καί τοῦ ἀγαθοῦ τῆς εἰρήνης, οὕτως ὥστε αἱ εἰρηνευτικαί προσπάθειαι ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Χριστιανῶν νά ἀποκτοῦν μεγαλύτερον βάρος καί δύναμιν». Κατά τήν Α' Διάσκεψιν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ 2015, διήκουσα ἦτο ἡ εὐχή νά συμβάλλωμεν ὅλοι εἰς τήν ἐκτόνωσιν τῆς ἐντάσεως καί τῆς βίας. Πῶς; «Ἀπό τήν σκοπιά του ὁ καθένας». Οὐδόλως ἀμφιβάλλοντες ὅτι τοῦτο πράττομεν ὄντως, θά εἴχομεν μίαν ἀμφιβολίαν διά τήν ἐπάρκειαν καί ἀποτελεσματικότητα αὐτοῦ τοῦ τρόπου. Τό μέγεθος τοῦ προβλήματος ἐλαχιστοποιεῖ, ἀκριβέστερον ἐκμηδενίζει πολλάκις, τήν δυναμικήν τοῦ «ἀπό τήν σκοπιά του ὁ καθένας». Ἀκριβῶς διά τοῦτο, εἴχομεν ἀπευθύνει τότε πρός τούς θρησκευτικούς ἡγέτας καί ἐπαναλαμβάνομεν καί σήμερον μετ’ ἐπιτάσεως, τήν πρότασιν νά δημιουργήσωμεν σταθερόν δίαυλον ἐπικοινωνίας διά μίαν ὄντως ἀποτελεσματικήν συμβολήν εἰς τήν πρόληψιν καί ἀντιμετώπισιν βιαίων πράξεων, ὑπό δῆθεν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων καί προσταγμάτων ὑπαγορευομένων. Τοιοῦτος θεσμός θά ἠδύνατο ἐπίσης νά ἀναπτύξῃ ἐποικοδομητικήν συνεργασίαν μέ τό ἐνταῦθα «Κέντρο για τον Θρησκευτικό Πλουραλισμό στη Μέση Ανατολή» καί ἄλλους Ὀργανισμούς. Ὁ δίαυλος τόν ὁποῖον προτείνομεν καθίσταται ἔτι μᾶλλον ἀναγκαῖος καί ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι εὑρισκόμεθα ἐνώπιον δυσχερεστάτου προβλήματος, διφυοῦς. Ἀκόμη δηλαδή καί ἄν, ὡς εὐχόμεθα, ἐπιτευχθῇ συντόμως ἱκανοποιητική ἀντιμετώπισις τρεχόντων προβλημάτων, ὅπως π.χ. τό μεταναστευτικόν, καί συμφωνηθῇ ἡ πολυπόθητος εἰρήνη, τά ἐναπομένοντα προβλήματα θά ἀπαιτήσουν ὄχι μόνον χρόνον καί μόχθον πολύν, ἀλλά καί κοινήν εὐθύνην, συνέργειαν καί συνεργασίαν. Διότι ἡ τραγική δοκιμασία τῶν λαῶν τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου καί τῆς Μέσης Ἀνατολῆς ἔχει ἐπιφέρει ἤδη καί συνεχίζει, ὡς γνωστόν, νά προκαλῇ μεγάλων διαστάσεων καταστροφάς, τόσον εἰς τό διανθρώπινον ὅσον καί εἰς τό φυσικόν, τό πολιτισμικόν, ἀλλά καί τό θρησκευτικόν περιβάλλον. Καί θά χρειασθῇ ἀκριβῶς τότε ἡ εἰς μέγιστον βαθμόν ἐνεργοποίησις τῆς διαθρησκειακῆς συνεργασίας, προπαντός διά τήν διαχείρισιν παρατεινομένων θρησκευτικῶν κρίσεων, διά τήν θεραπείαν τῶν ψυχικῶν τραυμάτων τῶν λαῶν, τά ὁποῖα συνεχίζει νά προκαλῇ ἡ ἀντιπαράθεσις, ἀλλά καί διά τήν καλλιέργειαν τοῦ ἀναγκαίου εὐκράτου κλίματος διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς εἰρηνικῆς καί δημιουργικῆς συνυπάρξεως Θρησκειῶν, Λαῶν καί Πολιτισμῶν. Ἐπιτρέψατε, τέλος, νά γνωρίσωμεν εἰς τήν παροῦσαν ὑψηλοῦ ἐπιπέδου Διάσκεψιν ὅτι ἐν συσκέψει πρό τινων ἐτῶν εἰς τήν ἕδραν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μετά τῶν Μακαριωτάτων Προκαθημένων τῶν πρεσβυγενῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων, προσφιλῶν ἐν Χριστῷ ἀδελφῶν Θεοδώρου - 16 -


Ἀλεξανδρείας, Θεοφίλου Ἱεροσολύμων, τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς παλαιφάτου Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου Χρυσοστόμου καί τοῦ Ἀντιπροσώπου τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας Θεοφιλεστάτου Ἐπισκόπου Ἀπαμείας κ. Ἰσαάκ, ἐκρίναμεν χρήσιμον καί δή καί ἀναγκαῖον, ἕν λεπτομερές σχέδιον ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΧΑΡΤΑΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ, εἰς τό ὁποῖον προβλέπεται πολυετής καί πολυδιάστατος συνεργασία τῶν τριῶν μονοθεϊστικῶν παραδόσεων πρός, ἀφ’ ἑνός, ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπισιν οἰκολογικῶν προβλημάτων τῆς Μεσογείου καί τῆς εὐρυτέρας περιοχῆς καί, ἀφ’ ἑτέρου, προαγωγήν τῆς εἰρηνικῆς συμβιώσεως τῶν τέκνων τοῦ Ἀβραάμ. Εὐελπιστοῦμεν ὅτι θετικαί ἐξελίξεις εἰς τήν περιοχήν, συντόμως θά ἐπιτρέψουν τήν διεκκλησιαστικήν καί διαθρησκειακήν ἐξέτασιν καί ἐφαρμογήν τῆς ἐν λόγῳ ΧΑΡΤΑΣ. Προσβλέποντες εἰς ἐποικοδομητικάς διαβουλεύσεις καί πορίσματα τῆς παρούσης Διασκέψεως, εὐχόμεθα νά μή χρονίσῃ ἡ ἐπάνοδος τῆς εἰρήνης εἰς τήν δεινῶς δοκιμαζομένην Ἀνατολικήν Μεσόγειον καί τήν Μέσην Ἀνατολήν. Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!

- 17 -


Στιγμιότυπον ἐκ τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν Θυρανοιξίων ὑπό τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οῖκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου


Προσφώνησις τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου κατὰ τὰ θυρανοίξια τοῦ Uεροῦ Ναοῦ Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κοιµητηρίου Σισλῆ (22 Oκτωβρίου 2017) Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Τρανουπόλεως κ. Γερμανὲ καὶ λοιποὶ ἀδελφοὶ Ἱεράρχαι, Ἐξοχώτατοι κύριοι Πρέσβεις, Ἐντιμότατε κ. Γεώργιε Παπαλιάρη, Πρόεδρε τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς τῆς Μεγαλωνύμου Κοινότητος Σταυροδρομίου, μετὰ τῶν ἀγαπητῶν συνεργατῶν σας, Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες, Ἐλλογιμώτατοι Ἐκπαιδευτικοί, Τιμιώτατοι ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Ἐν εὐχαριστιακῇ συνάξει τελοῦμεν σήμερον τὰ θυρανοίξια τοῦ ἀνακαινισθέντος ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος τοῦ Κοιμητηρίου Σισλῆ. Συμπροσεύχονται μαζί μας αἱ ψυχαὶ τῶν χιλιάδων προαπελθόντων ἀδελφῶν μας, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς τὴν εὐλογημένην πατρῴαν γῆν, προσέφεραν εἰς τὸ Γένος ἕκαστος κατὰ τὸ χάρισμα καὶ τὴν κλῆσιν αὐτοῦ καὶ ἀναπαύονται εἰς τὸ κοιμητήριον τοῦτο, ἀναμένοντες τὴν ἔνδοξον δευτέραν τοῦ Κυρίου Παρουσίαν καὶ τὴν κοινὴν ἀνάστασιν. Ἡ ἱστορία τοῦ Κοιμητηρίου Σισλῆ ἀρχίζει τὸ ἔτος 1865, ὅτε διὰ τοῦ αὐτοκρατορικοῦ φιρμανίου τῆς 14ης Ἰουλίου ἀπηγορεύθη, λόγῳ τῆς ἐπιδημίας χολέρας ἡ ὁποία ἐμάστιζε τὴν Πόλιν, καὶ πρὸς προστασίαν τῆς δημοσίας ὑγείας, ὁ ἐνταφιασμὸς τῶν χριστιανῶν ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῶν ναῶν, καὶ παρεχωρήθησαν 66.124 πήχεις ἐν Σισλῆ διὰ τὴν ταφὴν τῶν ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι διέμενον ἐν τῷ ἕκτῳ τμήματι τῆς Δημαρχίας τῆς Πόλεως, δηλαδὴ ἐν τῇ περιοχῇ Πέραν καὶ Γαλατᾶ. Ὁ περικαλλὴς Ἱερὸς Ναὸς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἀνηγέρθη κατὰ τὸ ἔτος 1888, ἐπὶ Πατριαρχίας Διονυσίου Ε’, δαπάναις τῶν μεγάλων εὐεργετῶν Δημητρίου, Ἰωάννου καὶ Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον τῶν εὐσεβῶν γονέων αὐτῶν Ζαννῆ καὶ Ἑλένης, οἱ ὁποῖοι ἀνεπαύοντο ἐν τῷ κοιμητηρίῳ τούτῳ. Τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ σπουδαῖον μνημεῖον ἀρχιτεκτονικῆς καὶ καλλιτεχνίας, ἐτελέσθησαν τὴν 21ην Μαΐου 1889 ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Νικαίας Σωφρονίου. Εἰς τὸ - 19 -


πατριαρχικὸν σιγίλλιον τῆς 9ης Ἰουλίου 1889 καὶ εἰς ἀπάντησιν τῆς αἰτήσεως τοῦ Παύλου Στεφάνοβικ Σκυλίτση, καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ τῶν ὑποβληθέντων σχετικῶς ὑπὸ τῆς Κεντρικῆς Ἐφορίας Σταυροδρομίου, θεσπίζεται, ὅπως «ὁ ἐπ’ ὀνόματι τῆς Θείας τοῦ Σωτῆρος Μεταμορφώσεως ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ἐν Σισλῇ Νεκροταφείου τῆς Ὀρθοδόξου Κοινότητος κείμενος Ἱ. Ναός… διατελῇ ἰδιοκτησία διηνεκὴς καὶ ἀναπολλοτρίωτος τῆς ἐν Σταυροδρομίῳ Ἱ. Εκκλησίας τῶν Εἰσοδίων τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὡς παρεκκλήσιον αὐτῆς, ὑπαγόμενον εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τῆς Κεντρικῆς αὐτῆς Ἐφορίας». Ἡ ἑκατονπεντηκονταετὴς ἱστορία τοῦ Κοιμητηρίου Σισλῆ ἀντικατοπτρίζει τὴν κοινωνικήν, τὴν πολιστιστικὴν καὶ οἰκονομικὴν ἀνάπτυξιν, καὶ τὴν πνευματικὴν ταυτότητα τῆς μεγάλης ρωμαίικης κοινότητος τοῦ Πέραν, ἀποτελεῖ δὲ δεῖγμα τοῦ ὑψηλοῦ ἐπιπέδου τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς καλαισθησίας τῆς Ρωμηοσύνης εἰς τὴν περίοδον ἀκμῆς της. Εἶναι ἕνα ὑπαίθριον μουσεῖον ἀρχιτεκτονικῆς καὶ γλυπτικῆς, μὲ ἀριστοτεχνικοὺς τάφους καὶ ἄλλα ἐξαίρετα μνημεῖα, ἀνεξάντλητος πηγὴ καὶ μαρτυρία διὰ τὴν ἱστορίαν τοῦ Γένους, καθρέπτης τῶν μεγαλείων, διὰ τὰ ὁποῖα ἁρμόζει τὸ «διηγώντας τα νὰ μὴν κλαῖς», ὅπως ἔλεγεν ὁ μακαριστὸς προκάτοχός μας Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας. Τὰ ὑψηλά, τὰ ἀληθινά, τὰ δίκαια, τὰ εὐγενῆ δὲν ἔχουν ἡμερομηνίαν λήξεως, εἶναι ὑπέρχρονα καὶ αἰώνια. Μετὰ τὴν τραγικὴν ἐκείνην νύκτα τῶν Σεπτεμβριανῶν, τὰς φοβερὰς καταστροφάς, τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως, τὴν λεηλασίαν καὶ τὴν ἱεροσυλίαν, τὴν βεβήλωσιν τῶν τάφων καὶ τὴν ἀσέβειαν πρὸς τοὺς νεκροὺς μας, ἡ ὁποία, ἀπό τινος ἀπόψεως, συνεχίζεται διὰ τῆς ἀναγκαστικῆς συμπεριλήψεως μεταξὺ τῶν προσφιλῶν νεκρῶν μας καὶ ἐξωμοτῶν καὶ βεβήλων, ἀμετανοήτως ἀποβιωσάντων, οἱ ὁποῖοι λίαν κακοπροαιρέτως καὶ διαβολικῶς, θὰ ἐλέγομεν, ἀπετειχίσθησαν καὶ ἀπεσχίσθησαν ἀπὸ τῆς εὐεργετησάσης αὐτοὺς Μητρὸς Ἐκκλησίας, εἰς τὴν ὁποίαν, ὡσὰν νὰ μὴ ἔφθαναν αἱ ἔξωθεν ἐπεμβάσεις καὶ διωγμοὶ ἐκείνων τῶν τραγικῶν χρόνων τῆς δεκαετίας τοῦ ’20, κακῇ τῇ μοίρᾳ ἔπρεπε νὰ προστεθοῦν καὶ ἔσωθεν μάχαι, σχίσματα, παροξυσμοὶ καὶ παραπικρασμοί˙ ἐπαναλαμβάνομεν ὅτι, μετὰ ἀπὸ ὅλας αὐτὰς τάς δοκιμασίας οἱ Ρωμιοὶ τῆς Πόλεως ἠγωνίσθησαν σθεναρῶς διὰ τὴν ἀποκατάστασιν, κατὰ τὸ δυνατόν, τῶν ζημιῶν, ὥστε τὸ μνημειῶδες κοιμητήριον Σισλῆ νὰ θυμίζῃ ἐκ νέου ὅτι ἡ Πόλις τῶν Πόλεων εἶναι χῶρος εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν καὶ τῶν πολιτισμῶν. Τιμῶμεν σήμερον ὅχι μόνον τὴν μνήμην τῶν μεγάλων εὐεργετῶν τῆς οἰκογενείας Στεφάνοβικ Σκυλίτση καὶ τῶν ἄλλων εὐγενῶν χορηγῶν καὶ τῶν συντελεστῶν τῆς συντηρήσεως τοῦ Κοιμητηρίου Σισλῆ κατὰ τὴν - 20 -


μακρὰν ἱστορίαν του, ἀλλὰ καὶ τὴν πολύτιμον προσφορὰν τοῦ νῦν ἀρχιερατικῶς προϊσταμένου τῆς Κοινότητος Σταυροδρομίου Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Τρανουπόλεως κ. Γερμανοῦ καὶ τῆς ἐντίμου καὶ δραστηρίου Ἐφοροεπιτροπῆς Σταυροδρομίου δι᾿ ὅσα ἐκοπίασαν καὶ κατώρθωσαν. Καὶ κατώρθωσαν πολλά. Ἰδιαιτέρας εὐχαριστίας ἀπευθύνομεν πρὸς τὸν Ἐντιμότατον Πρόεδρον τῆς Ἐφοροεπιτροπῆς κ. Γεώργιον Παπαλιάρην διὰ τὴν ἀφοσίωσίν του εἰς τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν, καὶ διὰ τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ἀποτελεσματικότητα, μὲ τὰς ὁποίας ἀσκεῖ τὸ πολυεύθυνον ἔργον του. Εὐχαριστοῦμεν ἐπίσης τὸν Ἐντιμολογιώτατον Καθηγητὴν κ. Νικόλαον Καλογερᾶν καὶ τοὺς συνεργάτας αὐτοῦ διὰ τὴν συμβολήν των εἰς τὴν ἀνακαίνισιν τοῦ ἱεροῦ τούτου Ναοῦ. Ἀκόμη, ἐκφράζομεν τὴν Πατριαρχικήν μας εὐαρέσκειαν εἰς τὸν Ἐντιμ. κ. Νικόλαον Μιχαηλίδην καὶ τοὺς ἄλλους εὐγενεῖς χορηγούς, οἱ ὁποῖοι προφρόνως συνέβαλαν εἰς τὰ γενόμενα ἐνταῦθα ἀνακαινιστικὰ καὶ ἐξωραϊστικὰ ἔργα καὶ ἐκ τῶν ὁποίων τινὲς εἶναι σήμερον παρόντες καὶ μετέχουν τῆς λαμπρᾶς πανηγύρεως καὶ συνευφραίνονται μαζί μας καὶ μὲ ὅλην τὴν προσφιλῆ ὁμογένειαν, ἡ ὁποία ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ, δημιουργεῖ καὶ ἐπιβιώνει – καὶ δοξάζει ἐπὶ πᾶσι τὸν Θεὸν τῶν πατέρων ἡμῶν, τὸν κυριεύοντα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, Αὐτὸν ποὺ εἶναι ὁ Ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος. Τιμιώτατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ καὶ τέκνα πεφιλημένα, Ἡ Θεία Λειτουργία, τὴν ὁποίαν ἐτελέσαμεν σήμερον, ὅπως καὶ κάθε εὐχαριστιακὴ σύναξις, εἶναι βίωσις καὶ μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ τῆς ἰδικῆς μας ἀναστάσεως. Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἡ Εὐχαριστιακὴ Λειτουργία εἶναι πάντοτε πανηγυρική, πλήρης φωτός, εἶναι ἔκρηξις χαρᾶς καὶ ἐκφράζει τὴν δόξαν τῆς αἰωνίου Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀνάστασις εἶναι ὅλη ἡ πίστις καὶ ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ πνευματικὸς πολιτισμὸς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ Θεία Λειτουργία ὑπενθύμισε σήμερον εἰς πάντας ἡμᾶς ὅτι τὰ κοιμητήριά μας δὲν εἶναι τὸ βασίλειον τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἀναφορὰ εἰς τὴν ἄληκτον ζωὴν τῶν Ἐσχάτων, μαρτυρία τῆς νίκης τῆς Ἐλπίδος ἐπὶ τοῦ φόβου, τοῦ Φωτὸς ἐπὶ τοῦ σκότους, τῆς Ζωῆς ἐπὶ τοῦ θανάτου, κατὰ τὸ πασχάλιον χρυσοστομικόν: «Ἐσκύλευσε τὸν ᾋδην ὁ κατελθὼν εἰς τὸν ᾋδην… Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾋδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστὸς καὶ σὺ καταβέβλησαι… Ἀνέστη Χριστὸς καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος… Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

- 21 -


Ἐκ τῆς Πατριαρχικῆς Θείας Λειτουργίας, κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας


Χαιρετισµός τῆς Α.Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολοµαίου πρός τήν )ντιπροσωπείαν τῆς Xκκλησίας Ρώµης κατά τήν Θρονικήν Zορτήν τοῦ Οἰκουµενικοῦ Πατριαρχείου (Φαν\ριον, 30 Νοεµβρ]ου 2017) Σεβασμιώτατε καί ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ Καρδινάλιε κύριε Kurt Koch, Πρόεδρε τοῦ Ποντιφικοῦ Συμβουλίου ἐπί τῆς προωθήσεως τῆς ἑνότητος τῶν χριστιανῶν, μετά τῶν λοιπῶν μελῶν τῆς Ἐπισήμου Ἀντιπροσωπείας τῆς ἀδελφῆς Ἐκκλησίας τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, Χαιρετίζομεν φιλαδέλφως τήν παρουσίαν ὑμῶν ἐν Φαναρίῳ. Τοιαῦται ἐπισκέψεις δέν εἶναι ἁπλῶς τυπικαί, ἀλλά εὐκαιρία δι᾿ ἐπικοινωνίαν πρόσωπον πρός πρόσωπον. Ἡ συνάντησίς μας, σήμερον, ἀποτελεῖ καθ᾿ ἑαυτήν συμβολήν εἰς τόν διάλογον τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν. Τέσσαρες περίπου δεκαετίαι παρῆλθον ἀπό τῆς ἐνάρξεως τῶν ἐργασιῶν τῆς Μεικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Χαίρομεν διά τήν πρόοδον τοῦ διαλόγου αὐτοῦ. Μέχρι τοῦδε, ὁ διάλογος ἐστράφη εἰς ὅ,τι μᾶς ἑνώνει. Εἰς τό κείμενον τοῦ Chieti, διετυπώθη σαφῶς αὐτό τό ὁποῖον ὁμολογοῦμεν, ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ, ὡς κοινήν παρακαταθήκην ἐπί οὐσιαστικῶν θεμάτων, ὅπως τό πρωτεῖον καί ἡ συνοδικότης, κατά τήν πρώτην χιλιετίαν τῆς ἱστορικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας. «Καθ᾿ ὅλην τήν πρώτην χιλιετίαν ἡ Έκκλησία εἰς Ἀνατολήν καί Δύσιν ἦτο ἡνωμένη ἐν τῇ τηρήσει τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, ἐν τῇ ἀποστολικῇ διαδοχῇ τῶν ἐπισκόπων, ἐν τῇ ἀναπτύξει συνοδικῶν δομῶν, ἀδιαρρήκτως συνδεδεμένων μέ τό πρωτεῖον, καί ἐν τῇ κατανοήσει τῆς αὐθεντίας ὡς διακονίας τῆς ἀγάπης» (§ 20). Ἡ κοινή αὐτή κληρονομία ἀποτελεῖ κεντρικόν σημεῖον ἀναφορᾶς καί πηγήν ἐμπνεύσεως Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν εἰς τήν πορείαν πρός τήν ποθεινήν ἑνότητα σήμερον. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἔφθασεν ἡ ὥρα νά ἀσχοληθῶμεν ἐπιμελῶς καί μέ τά ἐμπόδια εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς πλήρους κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, ὄχι διά νά ἐπιστρέψωμεν εἰς τάς ἀγόνους ἀντιπαραθέσεις τοῦ παρελθόντος, ἀλλά διά νά ἀναλύσωμεν ὁμοῦ τά ζητήματα αὐτά καί νά ὁδηγηθῶμεν εἰς λύσεις, ἀποδεκτάς ἑκατέρωθεν. Διά τόν λόγον αὐτόν συγχαί- 23 -


ρομεν τήν Συντονιστικήν Ἐπιτροπήν τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου, ἡ ὁποία συνῆλθε καί συνεσκέφθη κατά τόν παρελθόντα Σεπτέμβριον ἐν τῇ νήσῳ Λέρῳ, καί κατέληξεν εἰς τήν διατύπωσιν τοῦ κεντρικοῦ ἀντικειμένου τῆς ἑπομένης φάσεως τοῦ Διαλόγου, ὡς ἑξῆς: «Πρός τήν Ἑνότητα ἐν τῇ πίστει: Θεολογικά καί Κανονικά Θέματα πρός ἐπίλυσιν» καί εἰς τήν πρότασιν καταρτίσεως ἑνός κειμένου, μέ τίτλον: «Πρωτεῖον καί Συνοδικότης κατά τήν δευτέραν χιλιετίαν καί σήμερον». Ἀναγνωρίζομεν τούς κόπους τῶν Συμπροέδρων καί τῶν μελῶν τῆς Μεικτῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου καί τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί ἐκφράζομεν τήν εὐαρέσκειαν ἡμῶν πρός πάντας τούς μετέχοντας, δι᾿ ὅσα προσέφεραν καί προσφέρουν. Ἡ Ἐκκλησία ἦτο ἐπί χιλιετίαν ὅλην ἡνωμένη ἐν τῇ πίστει, ἐν τῷ Ἁγίῳ Ποτηρίῳ τῆς Εὐχαριστίας, ἐν τῇ εὐσεβείᾳ, ἐν τῇ ἁγιότητι τοῦ βίου καί ἐν τῇ διακονίᾳ. Αὐτήν τήν ἑνότητα ἀγωνιζόμεθα νά ἐπανεύρωμεν διά τοῦ διαλόγου τῆς ἀληθείας ἐν ἀγάπῃ, ὁ ὁποῖος ἤρξατο, εὐλογημένῃ πρωτοβουλίᾳ τῶν ἀοιδίμων Προκατόχων ἡμῶν, ἐκαρποφόρησεν ἤδη ποικιλοτρόπως καί συνεχίζεται ἐν πνεύματι ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης, χωρίς οἰκουμενιστικάς ἐξάρσεις, αἱ ὁποῖαι δέν ὑπηρετοῦν τό ἔργον τῆς ἑνότητος. Ἐκφράζομεν τήν χαράν καί τήν ἱκανοποίησιν ἡμῶν διά τό γεγονός ὅτι ἡ ἐν Κρήτῃ συνελθοῦσα Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐξῇρε τήν κοινήν συνείδησιν αὐτῆς «περί τῆς ἀναγκαιότητος τοῦ διαχριστιανικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου» (Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον, § 23), ἐν τῷ ὁποίῳ «κοινός πάντων σκοπός εἶναι ἡ τελική ἀποκατάστασις τῆς ἐν τῇ ὀρθῇ πίστει καί τῇ ἀγάπῃ ἑνότητος» (ὅ. π., § 12). Ὁ διάλογος αὐτός πρέπει νά συνοδεύηται πάντοτε «ὑπό τῆς ἐν τῷ κόσμῳ μαρτυρίας διά πράξεων ἀμοιβαίας κατανοήσεως καί ἀγάπης», καθώς καί ἀπό τήν προσπάθειαν, «ὅλοι οἱ χριστιανοί, ἐμπνεόμενοι ὑπό τῶν κοινῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου ... νά δώσωμεν εἰς τά ἀκανθώδη προβλήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μίαν ὁλοπρόθυμον καί ἀλληλέγγυον ἀπάντησιν, βασιζομένην εἰς τό πρότυπον τοῦ ἐν Χριστῷ καινοῦ ἀνθρώπου» (ὅ. π., § 23). Ἡ κοινή μαρτυρία καί αἱ κοιναί πρωτοβουλίαι, ἔναντι τῶν πολλῶν προκλήσεων τοῦ συγχρόνου κόσμου, εἶναι πάντοτε παρέμβασις ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς εἰρήνης τοῦ κόσμου του, καί ἐνισχύουν τήν πορείαν ἡμῶν πρός τήν ἑνότητα. Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, συμμετέσχομεν, ὁμοῦ μετά τῆς Αὐτοῦ Ἁγιότητος τοῦ Πάπα Φραγκίσκου, κατά τόν παρελθόντα Ἀπρίλιον εἰς τό ἐν Καΐρῳ διεθνές συνέδριον διά τήν εἰρήνην, ὀργανωθέν ὑπό τοῦ Ἰσλαμικοῦ Πανεπιστημίου Al-Azhar καί τοῦ Ἰσλαμικοῦ Συμβουλίου τῶν σοφῶν. Ἐκεῖ εἴχομεν ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι ἡ συμβολή τῶν θρησκειῶν εἰς - 24 -


τήν κοινήν μέριμναν διά τήν εἰρήνην παραμένει καθοριστική. Διότι διά τάς θρησκείας, ἀληθής εἰρήνη ἐν τῷ κόσμῳ δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἀπουσία πολεμικῶν συγκρούσεων, ἀλλά οὐσιαστικῶς ἡ παρουσία ἐλευθερίας, εἰρήνης καί ἀλληλεγγύης. Αἱ θρησκεῖαι ὀφείλουν νά ὀδηγοῦν τούς ἀνθρώπους εἰς τό βάθος αὐτῆς τῆς ἀληθείας, εἰς ἀλλαγήν νοοτροπίας καί ζωῆς καί εἰς ἀμοιβαίαν κατανόησιν. Πρόκειται ἐδῶ διά τόν πυρῆνα τῶν θρησκευτικῶν παραδόσεών μας. Διά τόν λόγον αὐτόν, ἡ ἀνθρωπότης δικαιοῦται νά ἀναμένῃ ἀπό ἡμᾶς περισσότερα ἀπό ὅσα δίδομεν ἐν τῷ παρόντι. Ἡ μεγαλυτέρα πρόκλησις διά τάς θρησκείας εἶναι νά ἀναπτύξουν τό δυναμικόν ἀγάπης, ἀλληλεγγύης καί συμπαθείας πού ἐμπερικλείουν. Αὐτό προσμένει ἡ ἀνθρωπότης ἀπό τήν θρησκείαν σήμερον». Ἡ ἐπίσκεψις εἰς τήν Αἴγυπτον καί ἡ προσευχή διά τήν εἰρήνην, τήν δικαιοσύνην καί τήν καταλλαγήν, κατέδειξαν ὅτι ἡ βία ἀποτελεῖ ἄρνησιν τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς θρησκείας καί ὅτι ἡ θρησκευτική πίστις δέν ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπον ἀπό τήν εὐθύνην του δι᾿ ἕνα ἀνθρωπινώτερον κόσμον, διά τήν προστασίαν τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς θεοσδότου ἐλευθερίας του. Προσφάτως, μέ ἀφορμήν τήν α΄ Σεπτεμβρίου, Ἡμέραν Προσευχῶν διά τήν Δημιουργίαν, ὁ Πάπας Φραγκῖσκος καί ἡ ἡμετέρα Μετριότης ἐδημοσιεύσαμεν «Κοινόν Μήνυμα», εἰς τό ὁποῖον διετρανώσαμεν τήν μέριμναν ἡμῶν διά τόν κοινόν οἶκον τῆς ἀνθρωπότητος καί τήν ἀγωνίαν ἡμῶν διά τάς ἀρνητικάς κοινωνικάς ἐπιπτώσεις τῆς προϊούσης ὑποβαθμίσεως τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος γενικῶς καί πρωτίστως διά τούς πλέον εὐαλώτους κατοίκους τῆς γῆς. Τό «Κοινόν Μήνυμα» καταλήγει διά τῶν ἑξῆς: «Ἀπευθύνομεν ἐπείγουσαν ἔκκλησιν πρός τούς ὑπευθύνους εἰς τήν κοινωνίαν, τήν οἰκονομίαν, τήν πολιτικήν καί τόν πολιτισμόν, νά ἀκούσουν τήν κραυγήν τῆς γῆς καί νά ἀσχοληθοῦν μέ τάς ἀνάγκας τῶν ἐνδεῶν καί τῶν περιθωριοποιημένων, ἀλλά, πρωτίστως, νά ἀνταποκριθοῦν εἰς τό αἴτημα ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων καί νά προαγάγουν τήν παγκόσμιον συναίνεσιν διά τήν ἀποκατάστασιν τῆς πληγωμένης δημιουργίας. Εἴμεθα πεπεισμένοι ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξῃ εἰλικρινής καί μόνιμος λύσις εἰς τήν πρόκλησιν τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως καί τῆς κλιματικῆς ἀλλαγῆς, ἐάν ἡ ἀπάντησις δέν εἶναι συντονισμένη καί συλλογική, ἐάν ἡ εὐθύνη δέν εἶναι κοινή καί ἀξιόπιστος, ἐάν δέν δώσωμεν προτεραιότητα εἰς τήν ἀλληλεγγύην καί τήν διακονίαν». Αἱ Ἐκκλησίαι ἡμῶν ὀφείλουν νά λειτουργοῦν ὡς θετική πρόκλησις διά τόν ἄνθρωπον, νά δίδουν ἀπαντήσεις εἰς τάς ὑπαρξιακάς ἀναζητήσεις αὐτοῦ, νά κρατοῦν ἀνοικτήν τήν πύλην τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος πιστεύει ὅτι δύναται νά δίδῃ εἰς τήν ζωήν του τό νόημα, τό ὁποῖον ἐκεῖνος - 25 -


ἐπιθυμεῖ. Παρ᾿ ὅτι δέν θεωροῦμεν ὀρθόν νά κρίνωμεν τόν νεωτερικόν πολιτισμόν ἀποκλειστικῶς ἐπί τῇ βάσει «ἁμαρτολογικῶν κριτηρίων», δηλαδή ὡς τήν κατ᾿ ἑξοχήν περίοδον ἁπαξιώσεως τῶν ἀξιῶν, ἐπιθυμοῦμεν νά ὑπογραμμίσωμεν ὅτι ἡ προσπάθεια τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἰδίως εἰς τήν ἐκκοσμικευμένην Δύσιν, νά αὐτονημηθῇ ἀπό τόν Θεόν, ταυτίζων τήν πίστιν εἰς τόν Θεόν μέ ἀνελευθερίαν καί τήν ἀπόρριψιν τῆς πίστεως ἤ καί τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ μέ ὑψίστην αὐτονομίαν, ἀποτελεῖ σύγχρονον ἔκφρασιν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἤτοι τῆς προσπαθείας τῶν Πρωτοπλάστων νά ἀναζητήσουν τήν ἐλευθερίαν μακράν τοῦ Θεοῦ ἤ χωρίς τόν Θεόν. Δι᾿ ἡμᾶς τούς χριστιανούς ἡ ἀληθής ἐλευθερία καί ἡ μακαριότης εἶναι ἡ πίστις εἰς τόν Θεόν καί ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν Του. Δέν ὑπάρχει ἀληθές νόημα ἔξω ἀπό τήν ἐλευθεροποιόν Ἀλήθειαν. «Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰωάν. η’, 32-33). Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός, ἡ δέ ἐν Χριστῷ ζωή εἶναι τό «ἀληθεύειν ἐν τῇ ἀγάπῃ» (πρβλ. Ἐφεσ. δ’, 15). Μέ αὐτάς τάς σκέψεις καί μέ ἀδελφικά αἰσθήματα ὑποδεχόμεθα ὑμᾶς ἐγκαρδίως ἐν τῷ πανηγυρίζοντι Ἱερῷ Κέντρῳ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐκφράζομεν πρός τόν Ἁγιώτατον Πάπαν Ρώμης Φραγκῖσκον τάς εἰλικρινεῖς εὐχαριστίας ἡμῶν διά τήν ἀποστολήν τῆς σεβασμίας Ἀντιπροσωπείας Αὐτοῦ εἰς Φανάριον ἐπί τῇ καθ᾿ ἡμᾶς Θρονικῇ ἑορτῇ. Παρακαλοῦμεν τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, διά τῶν πρεσβειῶν τῶν ἱδρυτῶν τῶν Ἐκκλησιῶν ἡμῶν, αὐταδέλφων Ἀποστόλων Ἀνδρέου καί Πέτρου, τῶν διαπρυσίων κηρύκων τῆς πίστεως καί μιμητῶν τοῦ πάθους Αὐτοῦ, νά εὐλογῇ τήν πορείαν ἐν τῷ κόσμῳ καί τό θεοφιλές ἔργον τῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Πρεσβυτέρας καί τῆς Νέας Ρώμης, πρός δόξαν τοῦ μεγαλοδώρου, ἐν Τριάδι προσκυνουμένου Θεοῦ. Ἀμήν.

- 26 -


ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΕΣΠΕΡΙΣ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΙΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ *** ΑΝΩΤΑΤΗ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΔΙΑΚΡΙΣΙΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΑΚΑΔΗΜΙΑΝ ΚΡΗΤΗΣ

- 27 -



∆ελτίον Τύπου Συνοδικῆς Xκδηλώσεως, διά τήν ἀναθεώρησιν τοῦ Zλληνικοῦ Συντάγµατος ἐν σχέσει πρός τήν Oρθόδοξον Xκκλησίαν Ο ΙΚΟ Υ ΜΕ ΝΙΚΟ Ν ΠΑ Τ Ρ ΙΑΡ ΧΕ ΙΟ Ν

ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟ∆ΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΡΗΤΗΣ Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀνακοινώνει, ὅτι, μέ ὁμόφωνη Ἀπόφαση Αὐτῆς, θά πραγματοποιηθεῖ ὑπό τήν αἰγῖδα Της, Ἐκδήλωση (Ἑσπερίδα), ἀφιερωμένη στήν ἀναθεώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος σέ σχέση πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Συνοδική αὐτή Ἐκδήλωση θά πραγματοποιηθεῖ τή Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου 2017, στίς 6.00 μ.μ., στή Δημοτική Αἴθουσα ΑΝΡΟΓΕΩ, στό Ἡράκλειο. Ἡ ἴδια Ἐκδήλωση θά ἐπαναληφθεῖ καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἀνθρώπων. Κεντρικός ὁμιλητής στήν Ἐκδήλωση αὐτή θά εἶναι ὁ Ἐντιμ. κ. Σωτήριος Ρίζος, Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐ.τ. καί Διευθυντής Νομικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας, ὁ ὁποῖος θά εἰσηγηθεῖ τό θέμα «Οἱ σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας ὡς ἀντικείμενο ρυθμίσεως τοῦ Συντάγματος καί τό πρόβλημα τῆς ἀπορρυθμίσεώς τους». Στήν Ἐκδήλωση θά συμμετέχουν μέ σύντομες εἰσηγήσεις ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέας, Καθηγητής Πανεπιστημίου, ἀπό πλευρᾶς τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί ὁ ἐντιμολ. κ. Δημήτριος Μηλαθιανάκης, δικηγόρος, Ἄρχων Πρωτέκδικος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί Νομικός Σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Ἡ Ἱερά Σύνοδος προσκαλεῖ τόν Ἱερό Κλῆρο, τίς Μοναστικές Ἀδελφότητες, τούς Ἐντιμ. Ἄρχοντες καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς Μεγαλονήσου Κρήτης, σέ αὐτή τήν Ἑσπερίδα. Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης

- 29 -



Πρόσκλησις - Πρόγραµµα




- 34 -


Χαιρετισµός τοῦ Σεβ. )ρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Εἰρηναίου, Προέδρου τῆς Uερᾶς Xπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Xκκλησίας Κρήτης, εἰς τήν Zσπερίδα διά τήν )ναθεώρησιν τοῦ Xλληνικοῦ Συντάγµατος Σεβασμιώτατοι, Κύριε Πρόεδρε, Ἐξοχώτατοι, Ἐντιμώτατοι, Ἐκλεκτοί Παρόντες, Μέ ἰδιαίτερη χαρά χαιρετίζομε τήν ἔναρξη τῆς Ἑσπερίδος αὐτῆς, ἡ ὁποία διοργανώνεται ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης καί ἔχει ὡς θέμα τήν Ἀναθεώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος σέ σχέση πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δή τήν Ἡμιαυτόνομη Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἡ Ἐκδήλωση αὐτή ἔχει ὡς σκοπό τήν ὑπεύθυνη ἐνημέρωση ὅλων τῶν ἀνθρώπων σχετικῶς πρός τό θέμα αὐτό καί τή δημόσια διατύπωση τῆς γνώμης καί τῆς θέσης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, εἰς ὅσα συζητοῦνται καί προτείνονται σχετικῶς πρός τήν ἀναθεώρηση ἄρθρων τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος, σέ σχέση πάντοτε πρός τήν Ἐκκλησία. Ἀπό τήν ἀρχή δηλώνομε ὅτι ὡς Ἐκκλησία Κρήτης σεβόμαστε τή θρησκευτική ἐλευθερία, ὅπως ἄλλωστε αὐτή ἔχει κατοχυρωθεῖ στό Σύνταγμα, καθώς καί τό δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου νά ἐπιτελεῖ τά θρησκευτικά του καθήκοντα. Τά δικαιώματα αὐτά εἶναι κατωχυρωμένα καί διαφυλάσσονται, ἀπό τό Ἑλληνικό Σύνταγμα. Ἐπίσης, ἐξ ἀρχῆς ἀναφέρομε ὅτι ὡς Ἐκκλησία Κρήτης, ἐπιθυμοῦμε τή διαφύλαξη τοῦ ἰδιαιτέρου Ἐκκλησιαστικοῦ Καθεστώτος, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τήν ταυτότητά μας, αὐτό πού εἴμαστε. Ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, εἶναι Ἡμιαυτόνομος καί ἔχει τήν κανονική της ἀναφορά στό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο. Τοῦτο κατοχυρώνεται στό Σύνταγμα, τό ὁποῖο σήμερα ἰσχύει, ὅπως ἐπίσης καί ἀπό τόν Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Μετά ἀπό τίς παραπάνω ἀρχικές σκέψεις, τίς ὁποῖες θεωροῦμε κομβικές καί σημαντικές, ἐπιθυμοῦμε μέ ἰδιαίτερη τιμή νά καλωσορίσωμε τόν ὑψηλό προσκεκλημένο μας καί κεντρικό ὁμιλητή τῆς Ἑσπερίδος κ. Σωτήριο Ρίζο, ἐπίτιμο Πρόεδρο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί Διευθυντή τοῦ Νομικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας. Σᾶς εὐχαριστοῦμε, κ. Πρόεδρε ,γιά τήν παρουσία Σας ἀπόψε ἐδώ. Σᾶς εὐχαριστοῦμε καθώς μέ χαρά ἀμέσως δεχθήκατε τήν πρόσκληση τῆς Ἱερᾶς - 35 -


Συνόδου μας καί ἤλθατε γιά λίγες ὧρες μόνον στό Ἡράκλειο, γιά τήν ἀποψινή Ἐκδήλωση. Μέ πολύ ἐνδιαφέρον, θά παρακολουθήσομε ὅσα πολύτιμα θά ἀναπτύξετε γιά τίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας ὡς πρός τήν ρύθμιση τοῦ Συντάγματος καί τό πρόβλημα τῆς ἀπορρυθμίσεώς τους. Εὐχαριστοῦμε τόν Σεβ. Μητροπολίτη Άρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Άνδρέα, Καθηγητή Πανεπιστημίου, γιά τήν εἰσήγησή του σχετικῶς πρός τήν διαμόρφωση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Εὐχαριστίες πολλές ἀπευθύνομε καί στόν Ἐντιμολογιώτατο κ. Δημήτριο Μηλαθιανάκη, δικηγόρο, Ἄρχοντα Πρωτέκδικο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί Νομικό Σύμβουλο τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, γιά τό θέμα τό ὁποῖο θά μᾶς ἀναπτύξει σχετικῶς πρός τόν μύθο τῆς θεσμικῆς ὑπεροχῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη. Εὐχαριστοῦμε γιά τήν ἀποψινή μας παρουσία καί συμμετοχή, τούς Σεβασμιωτάτους Ἀρχιερεῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τόν Σεβ. Ἅγιο Σμύρνης κ. Βαρθολομαῖο, τόν Ἱερό Κλῆρο καί φυσικά ὅλους τούς ἐκλεκτούς παρόντες, γιά τήν ἀνταπόκρισή σας στό κάλεσμα τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχόμεθα νά ἔχει πολλούς καί καλούς καρπούς ἡ ἀποψινή Ἑσπερίδα.

- 36 -


Σωτήριος )λ. Ρίζος, Πρόεδρος τοῦ Συµβουλίου τῆς Xπικρατείας ἐ.τ. καί ∆ιευθυντής τοῦ Νοµικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς ∆ηµοκρατίας «Οἱ σχέσεις Κράτους καί Xκκλησίας ὡς ἀντικείµενο ρυθµίσεως τοῦ Συντάγµατος καί τό πρόβληµα τῆς ἀπορρυθµίσεώς τους» Ι. Στήν ἔκδοση τοῦ 1918, ὁ Νικόλαος Νικ. Σαρίπολος ἔγραφε στό Συνταγματικό του Δίκαιο: «Τό ἄρθρον 1 τοῦ Συντάγματος τοῦ 1844 ἔλεγεν: «Ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶνε ἡ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου του Χριστοῦ Ἐκκλησίας», τήν διάταξιν δέ ταύτην ἐπανέλαβε τό σύνταγμα τοῦ 1864, ἐν τῷ ἄρθρῳ 1 αὐτοῦ. Αἱ διατάξεις αὖται δέν σημαίνουσιν ὅτι ἡ θρησκεία τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὑπερέχει καί ἐπιβάλλεται ἐν Ἑλλάδι ἡ ὅτι ἡ Ἐκκλησία αὕτη ἐξασκεῖ ἐξουσίαν τινά ἐπί τάς ἄλλας θεωρουμένας ὡς ὑποτελεῖς αὐτῇ, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, εἰς ἥν ὑπάγονται πάντες σχεδόν οἱ Ἕλληνες, πλήν ὀλίγων τινῶν χιλιάδων, εἶνε ἐν Ἑλλάδι «Ἐκκλησία τοῦ Κράτους» (Staatskirche), …οὐχί βεβαίως ἐν τῇ ἐννοίᾳ, ἥν εἶχε ἄλλοτε ἰδίως ὁ ὅρος οὗτος σημαίνων ἄρνησιν της θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ….αλλ᾿ ἐν τῇ ἑπομένῃ ἐννοίᾳ: …».1 Ἀπαριθμοῦσε δέ, ἐν συνέχειᾳ, ὁ Σαρίπολος τίς ρυθμίσεις τοῦ Συντάγματος καί τῶν νόμων πού καθιέρωναν προνόμια ὑπέρ τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας. Μεταξύ αὐτῶν, ὅτι ὁ βασιλεύς ἔπρεπε νά εἶναι χριστιανός ὀρθόδοξος, ὁρκιζόμενος νά προστατεύει τήν θρησκεία αὐτή, ὅτι οἱ ἑορτές τῆς Πολιτείας κανονίζονται σύμφωνα μέ τίς ἑορτές τῆς θρησκείας αὐτῆς, ὅτι ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορευόταν κατά τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι διορίζοντο καί ἐμισθοδοτοῦντο ἀπό τήν Πολιτεία καί ἄλλα τινά. Ἔκτοτε καί μέχρι τοῦ σημερινοῦ Συντάγματος, ὑπῆρξαν σημαντικές ἀλλά συγκρατημένες ἐξελίξεις. Ἐπικρατοῦσα θρησκεία παραμένει ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά καί πάσα ἄλλη γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλευθέρα, ἤδη ἀπό τό Σύνταγμα τοῦ 1927, ἐνῶ κατά τά Συντάγματα τοῦ 1844, 1864/1911 ἦταν ἁπλῶς ἀνεκτή. Τό θρήσκευμα τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας δέν ἐπιβάλλεται ἀπό τό σύνταγμα, ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται κατά πάσης γνωστῆς θρησκείας ἐνῶ καί μέχρι τό Σύνταγμα τοῦ 1952 ἡ προστασία αὐτή 1

Ν.Ν. Σαριπόλου, Ἑλληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τόμος Γ΄ σελ.209 ἐπ. (1918). - 37 -


ἐκάλυπτε μόνο τήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἔχει ἀναβαθμισθεῖ μέ τήν ἀφιέρωση σέ αὐτό τοῦ εἰδικοῦ ἄρθρου 13, στό ὁποῖο τονίζεται ὅτι «ἡ ἀπόλαυσις τῶν ἀτομικῶν καί πολιτικῶν δικαιωμάτων δέν ἐξαρτᾶται ἐκ τῶν θρησκευτικῶν ἑκάστου πεποιθήσεων». Ἐξ ἄλλου ὅλη ἡ ἐθνική ἔννομη τάξη ἔχει συνδεθεῖ μέ τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων καί τήν νομολογία τοῦ ἀντιστοίχου Δικαστηρίου τοῦ Στρασβούργου, ὅπου ἡ θρησκευτική ἐλευθερία κατέχει ἐξέχουσα θέση. Ἄς ἐπανέλθουμε, ὅμως, στό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος κατά τρόπο διεξοδικότερο. Τό ἄρθρο αὐτό ἔχει ὡς τίτλο «Σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας». Ὑπό τόν τίτλο αὐτό στεγάζεται δέσμη ρυθμίσεων, οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν ποικιλία θεμάτων. Τό πρῶτο, ὁ ὁρισμός ἐπικρατούσης θρησκείας, τό δεύτερο ἡ σχέση ἑνότητος, ὡς πρός τό δόγμα, μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί μέ κάθε ἄλλη ὀρθόδοξη ἐκκλησία καθώς καί ἡ τήρηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τό τρίτο ἡ καθιέρωση τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς ἑλληνικῆς ἐκκλησίας ἔναντι τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ αὐτοδιοίκητου αὐτῆς μέ τό συλλογικό σύστημα, τ.ἐ διοίκηση μέ σύνοδο, ἡ ὁποία συγκροτεῖται καί λειτουργεῖ κατά τόν Καταστατικό Χάρτη καί ὁρισμένα κείμενα μέ ἰδιαίτερη νομική σημασία, δηλ. τόν πατριαρχικό τόμο τοῦ 1850 καί τήν Συνοδική πράξη τοῦ 1928. Οἱ ὑπόλοιπες διατάξεις τοῦ ἴδιου ἄρθρου παραλείπονται, ὡς μή ἀναγκαῖες γιά τήν σημερινή διαπραγμάτευση. Τό ἄρθρο αὐτό συνιστᾷ μέ ἄλλα μαζί σύστημα, μέ ἀντικείμενο ρυθμίσεως τό θρησκευτικό φαινόμενο σέ συνταγματικό ἐπίπεδο. Τά λοιπά ἄρθρα εἶναι τά ἑξῆς: κυρίως τό ἄρθρο 13 περί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τό ἄρθρο 16 πάρ. 2 γιά τούς σκοπούς στίς ἐκπαιδεύσεως, μεταξύ τῶν ὁποίων καί ἡ «ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως…», τό ἄρθρο 33 πάρ. 2 περί τοῦ ὅρκου τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας ὅπως καί τό συναφές ἄρθρο 59 περί τοῦ ὅρκου τῶν βουλευτῶν. Ἡ κατανόηση τῆς λειτουργίας τοῦ συστήματος αὐτοῦ στήν πράξη ἀποκαλύπτεται εὐκρινῶς, ἄν παρακολουθήσουμε τή νομολογία τοῦ Συμβουλίου στίς Ἐπικρατείας καί συναγάγουμε τίς ἀρχές πού ἐπικρατοῦν στήν κοινή νομοθεσία, στήν κοινωνική ζωή, στίς διενέξεις ἐκκλησίας – πολιτείας, ἡ πολιτῶν – ἐκκλησίας ἤ κληρικῶν καί ἐκκλησίας ἤ καί ἀντιστρόφως. Στοιχεῖο ἀναπόσπαστό τῆς μεθόδου αὐτῆς εἶναι ἡ ἀκριβής ἀνάλυση καί λήψη ὑπ’ ὄψιν τῆς ἱστορικής διαδρομῆς τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας – Κράτους, ἀλλά καί Ἐκκλησίας – Ἔθνους, ὅταν τό ἔθνος ἔζησε ὑποτελές στό Ὀθωμανικό Κράτος2. Ἡ ἄλλη μέθοδος, ἡ ἐννοιοκρατική, ἡ γραμματική ἀνάλυση κανό2

Ἡ ἱστορία, ὡς στοιχεῖο τῆς ἑρμηνείας τοῦ Συντάγματος, καί εἰδικά ὡς πρός τό - 38 -


νων δικαίου συνταγματικοῦ ἡ νομοθετικοῦ ἐπιπέδου, ἡ παρακολούθηση θεωριῶν προερχομένων εἴτε ἀπό τόν πολιτικό-νομικό χῶρο εἴτε ἀπό τόν θεολογικό βοηθοῦν λίγο στό σχηματισμό ἐγκύρου κρίσεως γιά τό θέμα μιᾶς πιθανῆς ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος. Ὡς πρός τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἡ νομολογία ἀπασχολήθηκε κυρίως μέ τά ἑξῆς θέματα: Ξεκαθάρισε ὅτι ἡ συνταγματική ἐγγύηση δέν ἀφορᾷ ὅλους του Ἱερούς Κανόνες ἀλλά μόνον ἐκείνους πού ἀναφέρονται στό δόγμα. Ὄχι ἐκείνους πού ἀναφέρονται σέ διοικητικά ζητήματα, μέ τήν περαιτέρω ἐκλέπτυνση ὅτι θά τηρηθοῦν καί οἱ διοικητικοί Κανόνες πού ἀναφέρονται σέ θεμελιώδη ζητήματα3. Ξεκαθάρισε, σέ συνάφεια πρός τήν προηγούμενη παραδοχή, ὅτι ἡ συνταγματική ἐγγύηση τοῦ συνοδικοῦ συστήματος σέ συνδυασμό μέ τήν τήρηση τοῦ Πατριαρχικοῦ Τόμου τοῦ 1850 καί τῆς Συνοδικῆς Πράξεως τοῦ 1928 ἀφορά ὄχι ὅλες τίς διατάξεις τίς περιεχόμενες στά δύο αὐτά κείμενα ἀλλά μόνον τίς διατάξεις ἐκεῖνες πού καθορίζουν τή συγκρότηση τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τά πρεσβεία τῆς ἀρχιεροσύνης καί κατ’ ἴσο ἀριθμό Μητροπολιτῶν ἀπό τίς ἐπαρχίες τῆς Παλαιᾶς Ἑλλάδος καί τῶν Νέων Χωρῶν(ὥστε νά καθίσταται ἀδύνατη ἡ δημιουργία ἀριστίνδην συνόδων), δέν ἐκτείνεται, ὅμως καί στίς διαδικαστικές λεπτομέρειες λειτουργίας τῆς συνόδου, πρᾶγμα πού μπορεῖ νά ρυθμίσει ὁ ἁπλός νομοθέτης.4 Προσδιόρισε ἔτσι τήν ἔννοια τοῦ «αὐτοκεφάκεφάλαιο τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας – Κράτους, δέν εἶναι ἑλληνική ἰδιορρυθμία ἀλλά ἀποτελεῖ γενικευμένη τάση καί στίς εὐρωπαϊκές ἔννομες τάξεις. Τεκμήριο μέ μεγάλο συμβολισμό τῆς ἱστορικῆς συνδέσεως Κράτους – Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα καί τῆς κατά ἐπίσημο τρόπο ἀναγνωρίσεως τῆς συμβολῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἔθνους εἶναι τό ἀνώτατο, καί μέχρι σήμερα, παράσημο τοῦ Κράτους. Τό Τάγμα τοῦ Σωτῆρος, τό ὁποῖο θεσμοθετήθηκε μέ τό Βασιλικό Διάταγμα 19/20 Μαΐου 1833 καί στό ὁποῖο ἀναγράφεται: «Η ΔΕΞΙΑ ΣΟΥ ΧΕΙΡ, ΚΥΡΙΕ, ΔΕΔΟΞΑΣΤΑΙ ΕΝ ΙΣΧΥΪ». Δικαιολογεῖται δέ ἡ ἀφιέρωση ἀπό τά ἀναφερόμενα στό ἄρθρο 1 τοῦ Δ/τός: «Συσταίνεται διά τό Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος Τάγμα Ἀριστείας, τό ὁποῖον φέρον τό ὄνομα Τ ἅ γ μ ἅ τοῦ Σ ὤ τ ἤ ρ ὁ ς, θέλει ἀνακαλεῖ τήν μνήμην, τῆς θεία συνάρσει, θαυμαστῶς καί αἰσίως ἐκπεραιωθείσης σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος». [Λεξικό Liddel – Scott – Κωνσταντινίδης, «συνάρσις» = βοήθεια, ὑποστήριξις]. 3 ΣτΕ 3178/1976 Ολ., 1269/1977 Ολ., 4120/1980 κ.ἄ. 4 Βλ. ΣτΕ 1284/1958 (ὁ καθορισμός ἀπό τό ἄρθρο 18 τοῦ ν.671/1943 «περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος» ἀνωτάτου ὁρίου ἡλικίας στό λειτούργημα τοῦ Μητροπολίτου – τό 57ο – ἀφορᾷ στή διοίκηση τῆς ἐκκλησίας καί συνεπῶς εἶναι συνταγματικῶς ἐντάξει, παρότι οἱ Ἱεροί Κανόνες δέν γνωρίζουν τέτοια ὅρια), 609 – 612/1967 (ἡ ρύθμιση τοῦ ἄρθρου 4 Ν. Δ 4589/1966 περί ὑποχρεωτικῆς ἀποχωρήσεως ἀπό τήν ὑπηρεσία τῶν Μητροπολιτῶν μέ τή συμπλήρωση τοῦ 80ού ἔτους εἶναι συνταγματική, ὡς ἀφορώσα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας), 3178/1976, 546/1978, 3767/2002 409-410/2008. - 39 -


λου», ὁριοθετώντας τή σχέση Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας καί Πατριαρχείου. Στό πλαίσιο αὐτό δέχθηκε περιορισμένη σημασία τῆς διακρίσεως τῶν Μητροπόλεων σέ αὐτές τῶν Παλαιῶν καί σέ ἐκεῖνες τῶν Νέων Χωρῶν, ἀποφαινόμενη λ.χ. ὅτι δέν δύναται νά γίνει ἔνταξη ἐνοριῶν μητροπόλεως τῶν Νέων Χωρῶν σέ μητρόπολη τῶν παλαιῶν Χωρῶν, χωρίς τή συναίνεση τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως5. Κατά τά λοιπά μεγάλος ἀριθμός ὑποθέσεων, συνήθως παλαιότερα, προκλήθηκε ἀπό διενέξεις ὑποψηφίων Μητροπολιτῶν μέ ἐκλεγέντες Μητροπολῖτες, δηλαδή ὑποθέσεις μέ ἐνδοεκκλησιαστικό χαρακτῆρα, ὅπου ἡ διάταξη «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» δέν μποροῦσε νά παίξει ρόλο. Σημαντικός ἀριθμός ὑποθέσεων ἀφορᾷ ποινές ἐπιβαλλόμενες σέ κληρικούς ἀπό τά Ἐκκλησιαστικά Δικαστήρια, τῶν ὁποίων τίς ἀποφάσεις τό Σ.τ.Ἐ θεωρεῖ ὡς διοικητικές πράξεις καί τίς ἐλέγχει, τουλάχιστον ἐφόσον οἱ ποινές αὐτές δέν ἔχουν ἀμιγῶς πνευματικό χαρακτῆρα6. Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀνέδειξε, ἰδίως ὑπό τήν ἰσχύ τοῦ σημερινοῦ Συντάγματος, ἀλλά καί ὑπό τά προγενέστερα συντάγματα7, ὡς πρωτεῦον στοιχεῖο τοῦ συστήματος, τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἔτσι λ.χ. ἀκύρωσε, ὡς προσβάλλουσα τό δικαίωμα αὐτό, ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν ἔτους 1988, μέ τήν ὁποία ἀπερρίφθη αἴτημα ἀποκτήσεως τῆς ἑλληνικῆς ἰθαγενείας ἀπό ἀλλογενῆ(γυναῖκα) κάτοικο Θράκης γιά ἀνάκτηση τῆς ἑλληνικῆς ἰθαγενείας, διότι μέρος τῆς αἰτιολογίας ἀναφερόταν στό ὅτι «…δέν ἔχει ἀσπασθεῖ τήν ἐπίσημη ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκεία, ἀλλά ἐμμένει στό μουσουλμανικό δόγμα»8. Σημαντική, ἀπό πάσης ἀπόψεως, εἶναι ἡ ἀπόφαση γιά τό ἐπιβληθέν μέτρο της μή ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες, ἡ ὁποία, ἀσχέτως τῶν διαφωνιῶν πού προεκάλεσε, τόσον ἐντός της κοινωνίας ὅσο καί ἐντός τῶν κόλπων τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἔρεισμα εἶχε τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί μόνο9. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι ἡ μειοψηφία ἀποφάνθηκε ὑπέρ τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ΣτΕ 4068/1981 ΣτΕ 825/1988 Ολ., 2739/1997. 7 Βλ. σειρά ἀποφάσεων (ΣτΈ 1016/1963, 362, 363, 866, 2267/1964, ὑπό τήν ἰσχύ τοῦ Σύν/τός 1952), μέ τίς ὁποῖες κρίθηκε ὅτι ἡ ἐξαίρεση ἀπό τήν ὑποχρέωση στρατεύσεως τῶν μοναχῶν της Ἀνατολικῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἄρθρο 2 πάρ. 1 τοῦ Ν.Δ. 3850/1958 «περί στρατολογίας τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων» φ. 156) πρέπει, βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῆς ἰσότητος, νά ἐπεκταθεῖ καί στούς μοναχούς «πάσης γνωστῆς ἐν Ἑλλάδι θρησκείας», ἐν προκειμένῳ τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. 8 ΣτΕ 160/1990. 9 Βλ. ΣτΕ 2280/2001 Ολ. κ.α. 5 6

- 40 -


ὄχι γιά λόγους εὐνοϊκούς πρός τήν ἐπικρατοῦσα ἐκκλησία ἀλλά γιά λόγους προστασίας τῶν κρατικῶν σκοπῶν καί κυρίως τοῦ βασικοῦ σκοποῦ τοῦ Κράτους, δηλαδή τῆς δημόσιας ἀσφάλειας. Ἡ μειοψηφία αὐτή, μέ αὐτή τή θεμελίωση, προσλαμβάνει σήμερα, μετά δέκα πέντε ἔτη, ἰδιαίτερη σημασία σέ περιβάλλον σοβαρῆς ἀπειλῆς γιά τή ζωή τῶν πολιτῶν ἀπό τή βία πού ἐκλύει τό γνωστό θρήσκευμα στίς δυτικές (καί ὄχι μόνον) κοινωνίες. Περαιτέρω, στό θέμα τῆς ἱδρύσεως ναῶν καί εὐκτηρίων οἴκων ἀπό ἑτεροδόξους καί ἐτεροθρήσκους, τό Σ.τ.Ε, ἑρμηνεύοντας καί πάλι τό ἀτομικό δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἀκολούθησε τή μέση ὁδό, δέχθηκε δηλαδή ὅτι εἶναι συνταγματική ἡ πρόβλεψη χορηγήσεως ἀδείας, ὑπό προϋποθέσεις, ἀπό τόν Ὑπουργό Παιδείας καί Θρησκευμάτων ἀλλά ὅτι ἡ ἁρμοδιότητά του εἶναι δέσμια. Βάσει τῆς παραδοχῆς αὐτῆς ἄλλοτε δέχθηκε καί ἄλλοτε ἀπέρριψε ἔνδικα μέσα πού ἐστρέφοντο κατά πράξεων ἤ παραλείψεων τοῦ Ὑπουργοῦ10. Μεῖγμα διατάξεων τοῦ συστήματος —ἐπικρατοῦσα θρησκεία + σκοπός τῆς ἐκπαιδεύσεως + θρησκευτική ἐλευθερία— ἑρμηνεύθηκαν μέ τίς ἀποφάσεις πού ἀφοροῦν τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν στήν ἐκπαίδευση. Διότι ναί μέν ἀπό τήν «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» καί τόν ἕνα ἐκ τῶν συνταγματικῶν σκοπῶν τῆς ἐκπαιδεύσεως, δηλ. τήν ἀνάπτυξη καί τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, συνήχθη ἡ ἀρχή τῆς ὑποχρεωτικότητος τοῦ μαθήματος καί μάλιστα στόν ἀναγκαῖο χρόνο (ἀπαιτήθηκε ἕνας ἐλάχιστος ἀριθμός ὡρῶν ἐβδομαδιαίως) γιά νά ἐκπληρώνεται ὁ σκοπός αὐτός ἀλλά ἀπό τή θρησκευτική ἐλευθερία συνήχθη καί ἡ ἐξαίρεση, ὡς ἑξῆς: «Ἐξυπακούεται βεβαίως ὅτι τῆς παρακολουθήσεως τοῦ μαθήματος ἀπαλλάσσονται καί δή χωρίς καμία δυσμενῆ συνέπεια, οἱ μαθηταί ἐκεῖνοι διά τούς ὁποίους γίνεται ἀξιόπιστος δήλωσις, εἴτε ὑπ’ αὐτῶν τῶν ἰδίων, εἴτε ὑπό τῶν γονέων τους, ὅτι εἶναι ἄθεοι, ἑτερόδοξοι ἡ ἀλλόθρησκοι καί ἔχουν, ὡς ἐκ τούτου, πρόβλημα θρησκευτικῆς συνειδήσεως…»11 Ἐν προκειμένῳ εἶναι χρήσιμο νά τονισθεῖ ὅτι συνταγματικές διατάξεις ρυθμιστικές του μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν δέν εἶναι ἰδιορρυθμία τοῦ ἑλληνικοῦ συντάγματος, ἀλλά συναντῶνται καί σέ ἄλλα συντάγματα εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, πού ὁρισμένοι ΣτΕ 4202/2012 Ολ. Πρακτικό Ἐπεξεργασίας 548/1984(μέ τό σχέδιο Δ/τός καθορίζετο ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν θά διδάσκεται στή Γ΄ τάξη Λυκείου), ΣτΈ 2176/1998. Πρβλ. καί τήν ΣτΈ 3356/1995. Ἀντίθετη πρός τά νομολογιακά δεδομένα ἄποψη περί τῆς συνταγματικῆς διατάξεως ἐκφράζει ὁ Κ. Χρυσογόνος στή μελέτη τοῦ «Θρησκευτική ἐκπαίδευση καί ἐπικρατοῦσα θρησκεία» ΤόΣ 1999 σέλ. 1004 ἔπ. Οὐσιαστικῶς ἡ ἄποψη αὐτή παραγνωρίζει τόσο τό συγκεκριμένο περιεχόμενο τοῦ ἄρθρου 3 καί τοῦ ἄρθρου 16 πάρ.2 τοῦ Συντάγματος ὅσο καί τήν ἱστορία τους, ἐκφέρεται δέ περίπου ὡσάν ὁ 10 11

- 41 -


ἀκρίτως τά ὀνομάζουν «Λαϊκά Κράτη» καί πού τά προβάλλουν ὡς πρότυπα καί γιά τό ἑλληνικό σύνταγμα. Εἶναι χαρακτηριστικό τό Γερμανικό Σύνταγμα, τό ὁποῖο, ἐπίσης, στό ἄρθρο 7 παρ. 3 περί ἐκπαιδεύσεως ὁρίζει: «Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι στά δημόσια σχολεῖα…τακτικό (ὑποχρεωτικό) μάθημα…Ἐπιφυλασσομένης τῆς κρατικῆς ἐποπτείας τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν διδάσκεται σέ συμφωνία μέ τίς ἀρχές τῶν θρησκευτικῶν κοινοτήτων…». Κατά τήν νομολογία δέ τοῦ Γερμανικοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου τοῦτο σημαίνει δύο τινά. Πρῶτον, ὅτι τό μάθημα αὐτό δέν μπορεῖ νά εἶναι οὐδέτερο, νά συνίσταται σέ θρησκειολογία, δηλ. σέ μετάδοση γνώσεων σχετικῶς μέ τά θρησκεύματα πού ἐπικρατοῦν στόν κόσμο οὔτε μάθημα ἁπλῶς Ἠθικῆς ἀλλά τό περιεχόμενό του πρέπει νά ἀποδίδει τό συγκεκριμένο δόγμα, νά μεταδίδει στούς μαθητές τή διδασκαλία τῆς συγκεκριμένης θρησκευτικῆς κοινότητος. Δεύτερον, ὅτι τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀπαραίτητη συμμετοχή καί συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν (βασικῶς νοοῦνται τά δύο μεγάλα δόγματα, καθολικοί καί προτεστάντες) μέ τό κράτος στή διαμόρφωση τοῦ μαθήματος, ὥστε νά ἀποδίδονται οἱ ἀπόψεις τούς τόσο γιά τό περιεχόμενο ὅσο καί γιά τόν σκοπό τῆς διδασκαλίας. Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τῆς Ὁλομελείας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας 100/2017 γιά τήν ἀναγκαιότητα τῆς κοινῆς ἀργίας τῆς Κυριακῆς καί τήν ἐπιχειρηθεῖσα κατάργησή της, προέκρινε ὡς ἔρεισμα τίς συνταγματικές διατάξεις γιά τήν προστασία τῆς ἐργασίας καί τῆς οἰκογένειας, μόνο δέ μέ μία πρόταση ἀναφέρθηκε στή σημασία τῆς Κυριακῆς γιά τό χριστιανικό κόσμο. Καί ὀρθῶς, παρότι εἴμαστε ἐν γνώσει ὅτι ἡ διακοπή τῆς ἐργασίας καί ἡ ἀνάπαυση τῶν ἐργαζομένων ἀνθρώπων, κατά τακτά διαστήματα, ἀποτελεῖ ὁλοκληρωμένο κοινωνικό κήρυγμα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προηγηθέν κατά πολύ του Κοινωνικοῦ Κράτους τοῦ 20ου αἰῶνος (βλ. Δευτερονόμιο 5, 1214 «… ἐξ ἡμέρας ἐργά καί ποιήσεις πάντα τά ἔργα σου· τή δέ ἡμέρα τή ἑβδόμη Σάββατα Κυρίω τῷ Θεῷ σου, οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σύ καί ὁ υἱός σου καί ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καί ἡ παιδίσκη σου, ὁ βούς σου καί τό ὑποζύγιόν σου καί πᾶν κτῆνός σου καί προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί, ἴνα ἀναπαύσηται ὁ παῖς σου καί ἡ παιδίσκη σου καί τό ὑποζύγιόν σου, ὥσπερ καί σύ»). Παρά ταῦτα, συντρίβεται καί πάλι ἡ Κυριακή, μέ νέα ἑρμηνευτής νά ἑρμηνεύει ἕνα συνταγματικό κείμενο, τό ὁποῖο δέν περιλαμβάνει καν τίς διατάξεις αὐτές ἀλλά μόνον τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 13. Παρότι ὁ συγγραφέας ἔχει προτάξει, μέ κάθε ἐπιμέλεια, τά δεδομένα τῆς νομολογίας τόσο τῆς ἐγχώριας ὅσο καί ἄλλων εὐρωπαϊκῶν κρατῶν, κυρίως δέ τοῦ Συνταγματικοῦ Δικαστηρίου τῆς Γερμανίας, τοῦ ὁποίου, ὅμως, ἡ νμλγ, ἀρκετά σαφής καί συγγενής πρός τήν ἑλληνική, δέν φαίνεται νά ὑποστηρίζει τήν ἄποψή του. - 42 -


νομοθετήματα καθ’ ὑπαγόρευση ἐξωχώριων παραγόντων καί μέ θεαματική περιφρόνηση τῆς νομολογίας τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας. II. Ἀπό τό σύστημα τῶν συνταγματικῶν διατάξεων καί ἀπό τήν δικαστική τους μεταχείριση προκύπτουν ἀβιάστως μερικά συμπεράσματα. Τό πρῶτο συμπέρασμα: τό σύστημα ἐπιτυχῶς χαρακτηρίζεται ὡς αὐτό τῆς «νόμῳ κρατούσης πολιτείας»12, χαρακτηρισμός καί οὐσία μαζί, ἀφοῦ ὁ νόμος τοῦ Κράτους εἶναι τίς περισσότερες φορές ὁ κυρίαρχος, ἀφοῦ οἱ ἐρίζοντες, (πολῖτες, κληρικοί, θρησκευτικές κοινότητες, Μητροπόλεις, Μονές, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος) σέ κρατικά δικαστήρια καταφεύγουν καί ἐκεῖ βασικά λύνουν τίς διαφορές τους, συνταγματικές ἡ ἄλλες. Καί ἀφοῦ, τό Δικαστήριο τό σύνταγμα καί τούς νόμους τοῦ Κράτους ἑρμηνεύει, νόμος τοῦ Κράτους εἶναι ἀπαραιτήτως, κατά τό σύνταγμα καί ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας13. Καί ἀφοῦ τό Δικαστήριο διαιρεῖ τούς Ἱερούς Κανόνες σέ διοικητικούς καί δογματικούς, τούς δέ διοικητικούς ἐπιφυλάσσει στόν νομοθέτη, πού μπορεῖ νά τούς τροποποιεῖ ἡ καταργεῖ, ὅταν δέν εἶναι θεμελιώδεις. Τό δεύτερο συμπέρασμα: ἐλάχιστα εἶναι τά παράπονα καί οἱ δίκες πού ἐγείρουν ἐνώπιόν του Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας τά λοιπά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ καί οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Οἱ διαφορές, κατά τό συντριπτικό μέρος, προέρχονται ἀπό μέλῃ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, λαϊκούς ἡ κληρικούς. Τό γεγονός αὐτό δηλώνει τό μεγάλο βαθμό οὐδετερότητος τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καί τό μεγάλο βαθμό ἀπολαύσεως τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐντός του ἰσχύοντος συστήματος. Τό τρίτο συμπέρασμα: Οἱ συγκρούσεις Κράτους-Ἐκκλησίας, ὅταν ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἐκδηλώνονται, δημιουργοῦνται συνήθως ὅταν ἡ Πολιτική ἀναζητεῖ διεξόδους σέ πολιτικά καί κομματικά ἀδιέξοδα καί συμπτωματικά ἀπό τό μέρος τῆς Ἐκκλησίας ἀναπτυχθεῖ μία ὑπέρ-ἀντίδραση, ὀφειλόμενη Βλ. ἀντί ἄλλων Φίλιππου Σπυρόπουλου, Τό σύστημα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας στήν Ἑλλάδα, Ἐπιθεώρησις Δημοσίου καί Διοικητικοῦ Δικαίου, τ. 25, 1981, σέλ. 332 ἔπ., ἰδίως σέλ. 336 ἔπ., Θέμ. Τσάτσου, Εἰσήγησις ἐπί τῶν ἄρθρων 1 καί 2 τοῦ Συντάγματος στό ἔργο τοῦ Μελέται Συνταγματικοῦ Δικαίου (1958) σέλ. 101 ἔπ., ἰδίως σελ.108. 13 ΣτΕ 3178/1976. Μέ τήν ἀπόφαση αὐτή κρίθηκε ὅτι ἀπό τίς διατάξεις τοῦ ἄρθρου 72 πάρ.1 τοῦ Συντάγματος πού ὁρίζει ὅτι νομοσχέδια περί τῶν κατά τά ἄρθρα 3, 13 κλπ θεμάτων ψηφίζονται ἐν Ὁλομελείᾳ τῆς Βουλῆς προκύπτει ὅτι ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας θεσπίζεται διά νόμου. Πρβλ. καί ΣτΈ 1956/1986. Ἡ ἄποψη αὐτή ἔχει ἀμφισβητηθεῖ στή θεωρία, ὅπου ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ Καταστατικός Χάρτης «θά μποροῦσε νά εἶναι ἕνα κανονιστικό κείμενο τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας». Βλ. Κονιδάρης /Ἀνδρουτσόπουλος στό συλλογικό ἔργο Σπυρόπουλος/Κοντιάδης /Ἀνθόπουλος/Γεραπετρίτης ἘρμΣυντ (2017) ἄρθρ.3 ἀρ.24 ἐπ. 12

- 43 -


κυρίως σέ ἰδιοσυγκρασίες ἡγετικῶν προσώπων. Δεδομένης τῆς αὐξημένης ὁμοιογένειας τοῦ πληθυσμοῦ ὡς πρός τήν θρησκευτική προτίμηση ἀντικειμενική σύγκρουση εἶναι δύσκολο νά προκύψει, γι’ αὐτό καί οἱ ἐπιδιδόμενες στό ἐγχείρημα αὐτό πολιτικές ὁμάδες καταφεύγουν σέ ἰδεολογήματα παρελθούσης ἐποχῆς. Αὐτά, ὅμως, δέν μποροῦν νά ἀποτελέσουν βάση σοβαρῆς νομικῆς ἀναλύσεως καί νά τεκμηριώσουν ὑλικό, πού νά δικαιολογεῖ ἀλλαγή τοῦ Συνταγματικοῦ Χάρτη. Τό συνολικό συμπέρασμα, ὅμως, γιά τό σύστημα πού διέπει τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, πρέπει νά εἶναι κάπως διαφοροποιημένο ἐν σχέσει μέ τίς ἀνωτέρω νομικοπολιτικές παραδοχές. Ὅπως διδάσκει ὁ κορυφαῖος γερμανός συνταγματολόγος Konrad Hesse, οἱ τύποι τῶν γνωστῶν συστημάτων, πού κατασκεύασαν νομικοί καί θεολόγοι καί πολιτικοί, «Ἐκκλησία τοῦ Κράτους» ἤ τό ἀντίστροφο «Κράτος τῆς Ἐκκλησίας», «συναλληλία» ἤ «χωρισμός» δέν μποροῦν νά χωρέσουν τήν προβληματική αὐτῶν τῶν σχέσεων. Τήν ὁποία μπορεῖ, μόνον νά ἑρμηνεύσει ἡ ἱστορική ἐξέλιξη συγκεκριμένων τομέων τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί δράσεως, στούς ὁποίους πρωταγωνιστές εἶναι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι σέ διαφορετικούς ρόλους, μέλη συγχρόνως τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας14. III. Ἔρχομαι νά ἀπαντήσω στό βασικό ἐρώτημα πού ἔθεσε[θέτει ἡ σημερινή πρωτοβουλία] πρό ἐλαχίστου χρόνου(τόν Ἰούνιο τ.ἔ.) ἡ πρωτοβουλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί νῦν θέτει καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης. Ἐνδείκνυται ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος ὡς πρός τό συγκεκριμένο κεφάλαιο καί πώς δικαιολογεῖται ὁ ὅρος ἀπορρύθμιση, ποῦ χρησιμοποιεῖ ὁ ὁμιλῶν; Ὡς πρός τήν ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος γενικῶς, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά ἐπαναφέρω σκέψεις πού διετύπωσα σέ δημόσια ὁμιλία μου σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὅταν ἀκόμη ἤμουν πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 201415. Τή συζήτηση περί ἀναθεωρήσεως ὑποδαυλίζουν, ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν, ἰδίως κατά τήν περίοδο τῆς μεγάλης κρίσεως, κύκλοι, πού ὑπονοοῦν ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ συντάγματος εἶναι κακό καί ὅτι ἕνα ἄλλο σύνταγμα θά ἔκανε περισσότερο εὐρωπαϊκή τή Χώρα καί θά ἀπέτρεπε μελλοντικά δεινά. Ἀλλά, πολιτικοί καί νομικοί, ποῦ στρατεύονται σ’ αὐτή τήν κατεύθυνση, ἀποφεύγουν νά ἀπαντήσουν στό ἐρώτημα «τίς ἡ τί πταίει: ἡ τήρηση τοῦ Συντάγματος ἡ οἱ παραβιάσεις τοῦ Konrad Hesse, Grundzüge des Verfassungsrechts der Bundesrepublik Deutschland, 13η ἔκδοση, Rdnr 468. 15 Ὁ ἀκριβής τίτλος ἦταν: «Ὑπάρχει ἀνάγκη ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος; Ἀμφιβολίες ἑνός δικαστοῦ» καί ἀναπτύχθηκε σέ συνέδριο, πού διοργάνωσε στήν Ἀθῆνα, ὁ Κύκλος Προβληματισμοῦ Ρεῦμα Σκέψης στίς 30.10.2014. 14

- 44 -


Συντάγματος;» Διότι ἐάν φταίει ἡ εὐλαβική τήρηση ἑνός κακοῦ Συντάγματος, τότε πρέπει νά ἀναθεωρήσουμε τό Σύνταγμα. Ἐάν ὅμως φταίει ἡ ἀθέτηση τοῦ Συντάγματος ἡ ἡ περιγραφή τοῦ Συντάγματος, τότε μᾶλλον πρέπει νά ἀναθεωρήσουμε τή στάση μας ἔναντι τοῦ Συντάγματος. Ἐν προκειμένῳ, ἡ συνταγματική παραβατικότητα ἔχει μακρά παράδοση. Τό λεγόμενο «πολιτικό σύστημα», καί ὑπό τό Σύνταγμα τοῦ 1975, ἐπέδειξε διάθεση αὐτονομήσεως καί ἀποκλίσεως ἀπό βασικούς συνταγματικούς κανόνες. Συνέχισε νά ὑπηρετεῖ καί νά ὑπηρετεῖται ἀπό τό «πελατειακό σύστημα» τό ὁποῖο εἶναι ἐχθρικό πρός τήν κοινοβουλευτική δημοκρατία καί τό κράτος δικαίου. Ἀνατρέπει τόν κανόνα τοῦ ἄρθρου 51 παρ.2, κατά τόν ὁποῖο «Οἱ βουλευτές ἀντιπροσωπεύουν τό Ἔθνος» καί ὄχι ἐπί μέρους συμφέροντα. Ὑπονομεύει τή λειτουργία τῆς δημοσίας διοικήσεως σέ ἀντίθεση μέ τήν συνταγματική ἀρχή τοῦ ἄρθρου 103 παρ.1 τοῦ Συντάγματος, κατά τό ὁποῖο «Οἱ δημόσιοι ὑπάλληλοι εἶναι ἐκτελεστές της θελήσεως τοῦ Κράτους καί ὑπηρετοῦν τό λαό, ὀφείλουν πίστη στό Σύνταγμα καί στήν Πατρίδα». Ὁ νόμος, ὡς κείμενο κανόνων, καθ’ ὁδόν διεφθάρη καί ἔγινε ἄθροισμα ἀντιαισθητικῶν διατάξεων καί περιπτωσιολογικῶν ρυθμίσεων, ἀσχέτων μεταξύ τους, στερώντας τούς πολῖτες καί τό νομικό ἐπιτελεῖο ἀπό τό δικαίωμα τῆς γνώσεώς του. Ἡ αὐθεντία τοῦ δικαίου γενικῶς μειώθηκε, ἀκόμη καί στίς συνειδήσεις τῶν δικαστῶν. Τά φαινόμενα αὐτά, ἀντί νά περιορισθοῦν, διογκώθηκαν ὑπό νέο καθεστώς πού οἰκοδομεῖται σταδιακῶς στή Χώρα, μετά τό 2010. Καθεστώς πού περιλαμβάνει τήν ἐπιβολή δικαίου ἀπό παράγοντες ἐκτός του ἑλληνικοῦ Κράτους, ἤ ἔστω κατόπιν συμβάσεως μέ αὐτούς16, καί τό ὁποῖο, ἀνεξαρτήτως προθέσεων τῶν ἐμπνευστῶν του, πλήττει κατ’ ἀρχάς τήν κοινοβουλευτική λειτουργία καί ἐν συνέχειᾳ καί τή δικαστική λειτουργία. Καί ὡς πρός τήν κοινοβουλευτική λειτουργία, ἐκτός ἀπό τήν προϊούσα διάλυση τῆς ἀρχῆς τῆς ἀντιπροσωπευτικότητας (: ἀναίρεση ὅλων τῶν βασικῶν προεκλογικῶν κομματικῶν προγραμμάτων καί ἄσκηση ἀντίθετης πολιτικῆς σέ ὅλες τίς βασικές γραμμές), ἀποτελεῖ κοινό μυστικό ὅτι ἔχει τραυματισθεῖ ὁ πυρήνας τοῦ κοινοβουλευτισμοῦ, ἡ αὐτονόητη ἐπιταγή τοῦ ἄρθρου 60 τοῦ Συντάγματος: «1. Οἱ βουλευτές ἔχουν ἀπεριόριστο τό δικαίωμα τῆς γνώμης καί ψήφου κατά συνείδηση. 2. ...». Ὄχι μόνο διότι οἱ βουλευτές δέν μποροῦν νά ἀποστοῦν ἀπό καταθλιπτική ἐξωτερική καί ἐσωτερική πίεση ἀλλά καί διότι ἀντικειμενικῶς εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίζουν τί ψηφίζουν, λόγῳ τῆς ἐκτάσεως καί τῆς πολυπλοκότητος τῶν ἐπιβαλλοΕἶναι χαρακτηριστική ἡ λέξη «διαπραγμάτευση», πού χρησιμοποιεῖται παγίως ἀπό συμπολίτευση καί ἀντιπολίτευση πρίν ἀπό τήν ὑπογραφή τῶν ἀλλεπαλλήλων Μνημονίων καί τῶν προκαθοριζόμενων ἀπό αὐτά «ἐφαρμοστικῶν» νόμων. 16

- 45 -


μένων ρυθμίσεων καί τῶν ἐπιβαλλομένων χρονικῶν δεσμεύσεων. Σέ παρόμοια ἐκβιαστικά διλλήματα ὑπόκεινται ἐν συνέχειᾳ τά δικαστήρια, τά ὁποῖα καί ὅταν τολμοῦν νά διαρρήξουν μνημονιακές ρυθμίσεις, ὡς ἀντίθετες πρός τό σύνταγμα, βλέπουν τίς ἀποφάσεις τους νά καταφρονοῦνται συστηματικῶς. Ὑπό τίς συνθῆκες αὐτές εἶναι ἀδιανόητη κάθε σκέψη περί ἀναθεωρήσεως τοῦ συντάγματος. Διότι θά ἐσήμαινε μία ἀναθεώρηση μέ στίγματα ἀνελευθερίας, μία ἀναθεώρηση ποδηγετούμενη πρός ἐπικίνδυνες ἀτραπούς. Καί αὐτά μέν ἰσχύουν γιά τήν ἀναθεώρηση γενικῶς στόν παρόντα χρόνο. Εἰδικῶς, ὡς πρός τήν ἀναθεώρηση τῶν συνταγματικῶν διατάξεων πού ὀργανώνουν τίς σχέσεις τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μέ τό Κράτος, θά ἔπρεπε νά ἀποκλεισθεῖ προεχόντως, διότι, ὅπως ἀναφέρθηκε, δέν θά ἀπεικόνιζε μία σύγκρουση οὐσίας, μία ἀποκατάσταση δυσαρμονίας μεταξύ ἀπόψεων μεγάλων πληθυσμιακῶν ὁμάδων καί συνταγματικῶν ρυθμίσεων ἀλλά μία κομματική ἰδεοληπτική ἐπέμβαση στό συνταγματικό κείμενο, χωρίς προοπτική πραγματικῆς ἰσχῦος. Ἀπό ἄποψη δέ καθαρά νομική, ἡ ἀναθεώρηση αὐτή θά ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἀπορρύθμιση τῶν σχέσεων τῶν δύο αὐτῶν συστημάτων Κράτους καί Ἐκκλησίας, διότι, ὅπως δείχθηκε, μέ τό Σύνταγμα τοῦ 1975 καί τή νομολογία τοῦ Σ.τ.Ε, ἀφ’ ἑνός ὁ νομοθέτης καί ἀφ’ ἑτέρου ὁ δικαστής ἐλέγχουν τό βίο τῆς Ἐκκλησίας μέχρι λεπτομερειῶν, ἐνῷ μέ τό ἐργαλεῖο τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐπιτυγχάνεται ἡ οὐδετερότητα τοῦ κράτους καί ἡ νομική ἰσότητα ὑπέρ τῶν ἄλλων δογμάτων καί θρησκειῶν. Ἡ ἀναθεώρηση ἑπομένως δέν θά ὑπηρετοῦσε αὐτούς τούς σκοπούς, ἁπλῶς θά ὁδηγοῦσε σέ ἀπορρύθμιση, δηλ. στήν ὁλοσχερῆ κατάργηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Συντάγματος. Διότι, ἄν παύσει νά θεωρεῖται ὡς ἐπικρατοῦσα ἡ Ἀνατολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, κατά παραγνώριση τόσο τῶν ἱστορικῶν δεδομένων ὅσο καί τοῦ ἀριθμητικοῦπληθυσμιακοῦ κριτηρίου, τότε δέν θά νομιμοποιεῖται τό κράτος νά ἔχει λόγο γιά τό αὐτοκέφαλο καί τίς σχέσεις μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, γιά τόν τρόπο διοικήσεώς της, γιά τήν ἰσχύ τῶν Ἱερῶν Κανόνων κ.λ.π..17 Συνιστᾷ πλάνη καί δεῖγμα περιορισμένου ὁρίζοντος ἡ ἄγνοια περί τά συμβαίνοντα σέ ἄλλες χῶρες, ὅσον ἀφορᾷ τίς σχέσεις Κράτους καί Ἐκκλησίας (ἡ ἐκκλησιῶν), νά ὑποστηρίζεται δέ ὅτι ὁ «χωρισμός», μέ ὅ,τι ἑκάστοτε ἐννοεῖται, ἀποτελεῖ περίπου παγκόσμιο καθεστώς τῶν δημοκρατικῶν κρατῶν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἡ Γερμανία, ὅπου ἡ παράδοση τῶν σχέσεων Ἐκκλησιῶν – Κράτους ἐνσωματώνεται στό ἰσχῦον Σύνταγμα. Ἔτσι στό ἄρθρο 140 αὐτοῦ ὁρίζεται ὅτι οἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 136, 137, 138, 139 καί 141 τοῦ Συντάγματος τῆς 11ης Αὐγούστου 1919 ἀποτελοῦν τμῆμα τοῦ νέου γερμανικοῦ Συντάγματος. Στίς ἐνσωματούμενες διατάξεις, πλήν τῆς ἄρτιας διαμορφώσεως τοῦ ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τῆς θρησκευτικῆς ἰσότητος, ὡς εἰδικότερης ἐκφράσεώς της (ἄρθρ. 136, 137 πάρ.1 – 17

- 46 -


Ὡς ἐπίλογο ὅλων αὐτῶν, ὁ Konrad Hesse γράφει ὅτι ὁ χωρισμός δέν εἶναι στίς προθέσεις τοῦ συνταγματικοῦ νομοθέτη καί τοῦ γερμανικοῦ κράτους. Καί βεβαίως, ἐπίσης, θά ἔπρεπε νά σταθμισθοῦν ἡ ὠφέλεια καί οἱ βλάβες μιᾶς ἀπορρυθμίσεως. Προεχόντως γιά τό Ἑλληνικό Κράτος. Τό ὁποῖο, ἐκ καταγωγῆς ἀδύναμο, θά ἐστερεῖτο τῶν ὑπηρεσιῶν ἑνός παράλληλου συστήματος, τό ὁποῖο, ἐπίσης ἐκ καταγωγῆς, ἐνισχύει μέ τήν πρακτική της διδασκαλίας του, ἔστω ἀντανακλαστικά, τούς βασικούς κανόνες τοῦ κράτους. Θά ἔπρεπε δηλαδή νά ληφθεῖ ὑπ’ ὄψιν σοβαρά ἡ δύναμη ἐνσωματώσεως τῶν πολιτῶν πού ἀναπτύσσει ἡ Ἐκκλησία ὑπέρ τοῦ Ἐθνικοῦ Κράτους καί τῶν κανόνων του, δύναμη στήν ὁποία ὑστερεῖ ἐμφανῶς αὐτό. Διότι ἀδυνατεῖ πλέον θεαματικά νά πραγματώσει καί τά δύο ἑνοποιητικά στοιχεῖα, πού χαρακτηρίζουν τά προηγμένα κράτη: δηλαδή τόσο τήν ἀσφάλεια τῆς δημόσιας τάξεως, πού παράγει ἡ πιστή ἐφαρμογή τοῦ δικαίου ὅσο καί τήν ἀσφάλεια τοῦ Κοινωνικοῦ Κράτους, τό ὁποῖο ἀποσυντίθεται ἐν ὀνόματι πολιτικό-οἰκονομικῶν θεωριῶν τοῦ συρμοῦ. Μᾶλλον, ἑπομένως, τό ἐθνικό κράτος, πού βάλλεται συστηματικά ἀπό δυνάμεις ἐγχώριες καί ἐξωχώριες, ἀπό δυνάμεις, οἱ ὁποῖες προσπαθοῦν στή θέση ἐθνῶν καί λαῶν μέ διακριτικά γνωρίσματα νά βάλουν ποίμνια καταναλωτικά, ἔχει συμφέρον νά μήν ἀποχωρισθεῖ ἀπό σύμμαχο ἀσφαλῆ καί ἀξιόπιστο. Βεβαίως, στήν παροῦσα στιγμή, δέν θά ἔπρεπε νά καταλήξουμε μέ αὐτή τή σχετικῶς στατική θέση. Ἀλλά, προχωρώντας δημιουργικά, νά διερωτηθοῦμε, ἄν τά δύο συστήματα, Κράτος καί Ἐκκλησία, ἔχουν κατανοήσει καί σέ ποιό βαθμό ὅτι τά προβλήματά τους, προεχόντως, δέν εἶναι οἱ κανόνες τοῦ συνταγματικοῦ δικαίου ἀλλά εἶναι προβλήματα οὐσιαστικά, προβλήματα τοῦ ἑαυτοῦ τους, ὅπως εἶναι ἡ ποιότητα τῶν λειτουργῶν ἀμφοτέρων ἀλλά καί ἡ ποιότητα τῶν ὀπαδῶν καί λειτουργουμένων, ἀντιστοίχως. Καί περαιτέρω, ἄν μποροῦν οἱ δύο ἑταῖροι, στό πλαίσιο τῶν σκέψεων αὐτῶν, νά κατανοήσουν καί νά υἱοθετήσουν τήν παραίνεση τοῦ Περικλῆ πρός τούς Ἀθηναίους, ὅπως τήν ἀποδίδει ὁ Θουκυδίδης: «Μᾶλλον γάρ πεφόβημαι τάς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἤ τάς τῶν ἐναντίων διανοίας»18.

4), περιλαμβάνονται καί διατάξεις ὀργανωτικές μέ μεγάλες διασφαλίσεις γιά τίς θρησκευτικές κοινότητες, πρακτικῶς ἀφορῶσες τά δύο μεγάλα δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ (καθολική καί προτεσταντική Ἐκκλησία). 18 Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Ἅ΄144. Περισσότερο φοβοῦμαι τά δικά μας σφάλματα παρά τά σχέδια τοῦ ἐχθροῦ. - 47 -


Στιγμιότυπα ἐκ τῆς Συνοδικῆς Ἑσπερίδος


∆ελτίον Τύπου Συνοδικῆς Zσπερίδος διά τήν ἀναθεώρησιν τοῦ Zλληνικοῦ Συντάγµατος ἐν σχέσει πρός τήν Oρθόδοξον Xκκλησίαν Μέ ἐπιτυχία πραγματοποιήθηκε, τήν Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου 2017, στή Δημοτική Αἴθουσα ΑΝΔΡΟΓΕΩ, στό Ἡράκλειο, ἡ Συνοδική Ἑσπερίδα μέ θέμα «Ἀναθεώρηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Συντάγματος σέ σχέση πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία», μετά ἀπό ὁμόφωνη Ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, παρουσίᾳ τῆς Ἱεραρχίας τῆς Μεγαλονήσου, ὡς καί τοῦ παρεπιδημοῦντος στήν Κρήτη, Σεβ. Μητροπολίτου Σμύρνης κ. Βαρθολομαίου. Στό πρῶτο μέρος τῆς Ἐκδήλωσης, τήν ὁποία συντόνισε ὁ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Πρόδρομος Ξενάκης, Ἀρχιγραμματεύς τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἀπηύθηναν χαιρετισμούς ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖος, Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ὁ ἐντιμ. κ. Εὐριπίδης Κουκιαδάκης, Ἀντιπεριφερειάρχης Ἡρακλείου, ἐκ μέρους τῆς Περιφέρειας Κρήτης καί τοῦ Περιφερειάρχου κ. Σταύρου Ἀρναουτάκη, ὁ ἐλλογ. Καθηγητής κ. Μιχαήλ Ταρουδάκης, ἐκ μέρους τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης, ὁ Αἰδεσιμολ. Πρωτοπρ. Ἀνδρέας Καλλιοντζάκης, ἐκ μέρους τοῦ Δ.Σ. τῆς Ἑνώσεως Συνδέσμων Κληρικῶν τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί ὁ ἐλλογ. κ. Ἰωάννης Λίλης, Πρόεδρος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Παγκρητίου Συνδέσμου Θεολόγων, ἐκ μέρους τῶν Θεολόγων τῆς Κρήτης. Κεντρικός ὁμιλητής ἦταν ὁ κ. Σωτήριος Ρίζος, Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐ.τ. καί Διευθυντής τοῦ Νομικοῦ Γραφείου τῆς Προεδρίας τῆς Δημοκρατίας, ὁ ὁποῖος μέ γλαφυρό καί ἐμπεριστατωμένο λόγο ἀνέπτυξε τό θέμα «Οἱ σχέσεις τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀντικείμενο ρυθμίσεως τοῦ Συντάγματος καί τό πρόβλημα τῆς ἀπορρυθμίσεώς τους». Ὁ κ. Ρίζος σημείωσε μέ σαφή τρόπο ὅτι ἡ ἀλλαγή τοῦ Συνταγματικοῦ Χάρτου δέν τεκμηριώνεται σήμερα στή Χώρα μας, δεδομένου ὅτι ἀπαιτεῖται εὐρύτερη συναίνεση πολιτικῶν δυνάμεων, πού σήμερα δέν εἶναι ὁρατή. Παράλληλα ἡ ἐπιχειρούμενη ἀπό κάποιους κύκλους ἀναθεώρηση θά ὁδηγήσει σέ μιά ἀντικειμενική σύγκρουση καί διχασμό τῆς Ἑλληνικῆς κοινωνίας μέ τό δίλημμα συναλληλία ἤ χωρισμός Κράτους-Ἐκκλησίας. Μέ παρρησία ὁ πρ. Πρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας - 49 -


ἐπεσήμανε ὅτι παραβιάζονται συστηματικά βασικές καί θεμελιώδεις ἀρχές τοῦ Συντάγματος, καθώς καταφρονοῦνται ἀποφάσεις Δικαστηρίων, λόγῳ μνημονιακῶν δεσμεύσεων, παρότι τό ἐθνικό δίκαιο ὑπερέχει τοῦ εὐρωπαϊκοῦ (κοινοτικοῦ) δικαίου. Ἑπομένως, τό πρόβλημα δέν εἶναι ἀλλαγή ἑνός «κακοῦ» Συντάγματος, πού κάποιοι κύκλοι ὑποδαυλίζουν γιά λόγους σκοπιμότητας καί πολιτικῆς ἰδεοληψίας, παραγνωρίζοντας τά ἱστορικά καί τά ἀριθμητικά δεδομένα, ἀλλά ἡ μή τήρηση τοῦ σημερινοῦ Συντάγματος, ἐξαιτίας τοῦ πολιτικοῦ συστήματος καί τῶν πελατειακῶν σχέσεων. Αὐτές ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο ἐχθρό μιᾶς εὐνομούμενης πολιτείας, καθώς ὑπονομεύουν τή λειτουργία τῆς δημόσιας διοίκησης καί τραυματίζουν βάναυσα τήν αὐθεντία τοῦ δικαίου, πού ἀποτελεῖ τόν πυρήνα τοῦ κοινοβουλευτικοῦ καί τῆς δημοκρατικῆς λειτουργίας ἑνός Κράτους Δικαίου. Ὁ ὁμιλητής κατέληξε τήν ἐμπεριστατωμένη εἰσήγησή του μέ τό συμπέρασμα ὅτι μιά ἐνδεχόμενη ἀναθεώρηση τοῦ Συντάγματος, πού προϋποθέτει ὑψηλή πολιτική καί κοινωνική συναίνεση, θά καταστεῖ ἐθνικά ἐπιζήμια, ἀφοῦ θά ὁδηγήσει σέ συγκρούσεις καί περαιτέρω ἐξασθένηση τοῦ ἀπό καταβολῆς του ἀδύναμου Ἑλληνικοῦ Κράτους. Στή συνέχεια τόν λόγο ἔλαβε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέας, Καθηγητής Πανεπιστημίου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τό θέμα «Ἐκκλησία Κρήτης: Ἱστορική διαμόρφωση τῆς ἰδιοπροσωπίας Της», ἀναφερόμενος μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀναφορές, στή διαμόρφωση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Τή δεύτερη εἰσήγηση τῆς Ἑσπερίδος παρουσίασε ὁ ἐντιμολ. κ. Δημήτριος Μηλαθιανάκης, Δικηγόρος, Ἄρχων Πρωτέκδικος τῆς Α.τ.Χ.Μ.Ε., Νομικός Σύμβουλος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, μέ θέμα «Ὁ μύθος τῆς θεσμικῆς ὑπεροχῆς τῆς Ἐκκλησίας στήν Ἑλληνική ἔννομη τάξη», διευκρινίζοντας σημεῖα τοῦ ρόλου καί τῆς θέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποῦ ἀποτελοῦν σήμερα ἕνα «μύθο» στό μεγαλύτερο ποσοστό τῆς Κοινωνίας μας. Καταληκτικῶς καί μετά ἀπό ἐκτενῆ ἐποικοδομητικό διάλογο μεταξύ τῶν ὁμιλητῶν καί τοῦ ἀκροατηρίου, ὁ Σεβ. Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης κ.κ. Εἰρηναῖος, Πρόεδρος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἔλαβε τόν λόγο καί τόνισε ἐπιτακτικά τήν ἀνάγκη νά εἶναι ξεκάθαρες οἱ διαθέσεις ὅλων ὡς πρός τό θέμα τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, ἐπισημαίνοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κρήτης δέν θά διαπραγματευθεῖ τήν Ἐκκλησιαστική Της Ταυτότητα καί τό ἰδιαίτερο Ἐκκλησιαστικό Της Καθεστώς, τό ὁποῖο διασφαλίζεται ἀπό τό Σύνταγμα. Μάλιστα, σημείωσε ὅτι ἡ Ἐκκλησία Κρήτης εἶναι ρητῶς ἀντίθετη πρός τήν προτεινόμενη ἀναθεώρηση τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος. Ἐπιπροσθέτως, σημείωσε ὅτι ὁ - 50 -


Οἱ εἰσηγητές τῆς Ἑσπερίδος μετά τοῦ Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου κ. Εἰρηναίου καί τοῦ συντονιστοῦ, Ἀρχιμ. Προδρόμου Ξενάκη, Ἀρχιγραμματέως

εἰλικρινής δημόσιος διάλογος δύναται νά συμβάλει στήν καλλιέργεια εἰλικρινῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας καί νά διαφυλάξει τόν Τόπο καί τή Χώρα μας, ἀπό κάθε μορφῆς ἀλλοιώσεις καί ἐκπτώσεις. Ἐκτός ἀπό τόν Ἀντιπεριφερειάρχη Ἡρακλείου κ. Εὐρ. Κουκιαδάκη καί τόν Βουλευτή Ἡρακλείου κ. Ν. Ἡγουμενίδη, στή Συνοδική Ἑσπερίδα παρέστησαν πολλοί Κληρικοί, Μοναχοί καί Μοναχές, ὁ Διοικητής τῆς Σ.Ε.Α.Π. Ταξίαρχος Κωνσταντῖνος Λιόντος καί ἄλλοι ἐκπρόσωποι τῶν Ἐνόπλων Δυνάμεων καί τῶν Σωμάτων Ἀσφαλείας, ὁ Γεν. Διευθυντής τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης κ. Κων. Ζορμπᾶς, ὁ Σχολικός Σύμβουλος Θεολόγων κ. Γ. Στριλιγκᾶς, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικηγορικοῦ Συλλόγου Λασιθίου κ. Νικ. Παπαδάκης, ἡ πρ. Βουλευτής κ. Μ. Σκραφνάκη, ὁ Ἀντιδήμαρχος Γαζίου κ. Ἄθ. Κύρκος, θεματικοί Ἀντιπεριφερειάρχες, ἐκπρόσωποι τοῦ νομικοῦ καί θεολογικοῦ κόσμου καί ἀρκετοί ἄνθρωποι ἀπό τό Ἡράκλειο. Ἀνάλογες Ἐκδηλώσεις θά πραγματοποιηθοῦν ἀπό τήν Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί σέ ἄλλες πόλεις τῆς Κρήτης, γιά τήν ἐνημέρωση τῶν ἀνθρώπων σχετικά πρός τό θέμα αὐτό καί γιά τήν καλλιέργεια ἑνός γόνιμου διαλόγου. Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης - 51 -


Ἐκ τῆς τελετῆς βραβεύσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης ὑπό τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν


)νωτάτη Τιµητική ∆ιάκρισις τῆς )καδηµίας )θηνῶν εἰς τήν Oρθόδοξον )καδηµίαν Κρήτης Ἡ Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, τό Ἀνώτατον Πνευματικόν Καθίδρυμα τῆς Χώρας, κατά τήν πανηγυρικήν συνεδρίαν τῆς 21ης Δεκεμβρίου 2017, ἐτίμησε διά τῆς κορυφαίας τιμητικῆς διακρίσεως αὐτοῦ, ἤτοι, τοῦ ἀργυροῦ μεταλλίου, τῆς «Τάξης τῶν Ἠθικῶν καί Πολιτιστικῶν Ἐπιστημῶν», τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης: «ὅτι ἐπί ἔτη πεντήκοντα εἰς τήν τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως προβολήν, τήν καταλλαγήν καί τήν τῶν θρησκειῶν συνεργασίαν ποικιλοτρόπως καί ἐξόχως συμβάλλεται», ὡς ἀναγράφεται εἰς τόν πάπυρον. Τό ἀπόσπασμα τῆς ἐκθέσεως τοῦ Γενικοῦ Γραμματέως τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν κ. Βασιλείου Χ. Πετράκου, ἀναφέρει μεταξύ ἄλλων: «... Ἡ βασική ἀποστολή τοῦ Ἱδρύματος εἶναι ἡ διαλογική μαρτυρία καί ἡ λειτουργική διακονία τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο, ἡ ἀφιέρωση στήν καλλιέργεια τοῦ πνεύματος τοῦ διαλόγου ἀνάμεσα στήν Ὀρθοδοξία καί στίς ἄλλες ὁμολογίες καί θρησκεῖες καί γενικότερα ἀνάμεσα στήν πίστη, τήν ἐπιστήμη καί τόν πολιτισμό». Ἡ πανηγυρική αὐτή συνεδρία ἔλαβε χώραν εἰς τήν Αἴθουσα Τελετῶν τῆς Ἀκαδημίας. Ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀκαδημίας, κ. Λουκᾶς Παπαδῆμος, ἐκήρυξε τήν ἔναρξιν τῆς συνεδρίας, διά τῆς ἐμπνευσμένης ὁμιλίας αὐτοῦ, ἐχούσης ὡς θέμα: «Τό μέλλον τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης: Ὅραμα, Προκλήσεις καί Προοπτικές». Τό μετάλλιον παρέλαβεν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου κ. Ἀμφιλόχιος, Πρόεδρος τοῦ Ἱδρύματος, ὁ ὁποῖος ηὐχαρίστησεν τόν Πρόεδρον τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν «διά τήν ὑψίστην αὐτήν τιμήν πρός τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης», ἐκφράσας, ὡσαύτως, τήν εὐγνωμοσύνην καί τάς εὐχαριστίας πρός τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Ὁποίου τελεῖ ἡ Ὀρθόδοξος Ἀκαδημία Κρήτης. Παρόντες εἰς τήν πανηγυρικήν συνεδρίαν ἦσαν τά μέλη τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου κ. Ἰωάννης, Ἀκαδημαϊκός, ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, ὁ Πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀνώτατοι Ἀκαδημαϊκοί, Δικαστικοί, ἐκπρόσωποι: τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, τῆς Πολιτείας, ὡς καί πλῆθος ἄλλων Φορέων τοῦ Πολιτισμοῦ, τῆς Τέχνης καί τῆς Ἐπιστήμης. Τήν Ὀρθόδοξον Ἀκαδημίαν Κρήτης, ἐξεπροσώπησεν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κισάμου καί Σελίνου κ. Ἀμφιλόχιος, Πρόεδρος τοῦ Δ.Σ. τοῦ Καθιδρύματος, συνοδεύομενος ὑπό τοῦ ἐλλογ. κ. Κωνσταντίνου Ζορμπᾶ, Γενικοῦ Διευθυντοῦ τῆς Ὀρθοδόξου Ἀκαδημίας Κρήτης. - 53 -



ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης


Συνοδική Xγκύκλιος πρός τούς Κληρικούς καί τούς Μοναχούς τῆς Xκκλησίας Κρήτης περί ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν Ἀριθμ. Πρωτ. 734

Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 10ῃ Ὀκτωβρίου 2017

Πρός τούς Εὐλαβεστάτους Κληρικούς καί τούς Ὁσιωτάτους Μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Συλλειτουργοί καί Ὁσιώτατοι Μοναχοί, Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐξ ὁμοφώνου Συνοδικῆς Ἀποφάσεως, ληφθείσης κατά τήν Συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 10ης Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἐξ ἀφορμῆς δέ καί προσφάτου περιστατικοῦ συμπεριφορᾶς κληρικοῦ, περί παραβάσεως τοῦ Νόμου περί ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν, ἀπευθύνεται διά τῆς παρούσης Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου, μετά πατρικῆς ἀγάπης καί στοργῆς, πρό πάντων δέ μετά ποιμαντικῆς εὐθύνης, πρός ὑμᾶς, τούς Κληρικούς καί τούς Μοναχούς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀναφερομένη εἰς τό μεῖζον θέμα τῆς κατοχῆς καί τῆς χρήσεως πάσης μορφῆς ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν, γνωρίζει δέ εἰς πάντας ὑμᾶς τά ἑξῆς: Τό φλέγον τοῦτο ζήτημα τῶν ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν, ὅπως τά ναρκωτικά καί αἱ διαφόρων μορφῶν παραισθησιογόνοι οὐσίαι, αἱ ὁποῖαι σταδιακῶς ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπον εἰς τήν ἀσθένειαν, τήν ἐξαθλίωσιν καί τήν καταστροφήν, ταλαιπωροῦν δέ πολλούς συνανθρώπους ἡμῶν καί τάς οἰκογενείας αὐτῶν, οὐδόλως δέον ὅπως παραμένῃ ἀπαρατήρητον γεγονός, πολλῷ δέ μᾶλλον δέον ὅπως προβληματίσῃ πάντας ἡμᾶς, ἐν τῷ καθ’ ἡμέραν βίῳ ἡμῶν προσωπικῶς, ἀλλά καί ποιμαντικῶς, πρός διαφύλαξιν καί διαφώτισιν τοῦ ἐμπεπιστευμένου ἡμῖν λογικοῦ ποιμνίου. Ἐπιπροσθέτως, ὡς εἶναι γνωστόν, οἱ Νόμοι τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας ῥητῶς καθορίζουσι τά περί τῶν ἐξαρτησιογόνων οὐσιῶν καί φέρουσιν ἕνα ἕκαστον ἔναντι τῶν εὐθυνῶν αὐτοῦ, ὡς πολίτου καί μέλους μιᾶς ἀνθρωπίνης Κοινωνίας. Μία παραβατική συμπεριφορά καθίσταται ἔκνομος ἐνέργεια καί τυγχάνει τῆς ἐπιβολῆς τῆς νομίμου ποινῆς, ἐντός μιᾶς Νόμῳ κρατούσης Πολιτείας. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, διά τῆς παρούσης Συνοδικῆς Ἐγκυκλίου, ἐφιστᾶ ἰδιαιτέρως τήν προσοχήν καί τήν εὐαισθητοποίησιν ἁπάντων τῶν Κληρικῶν - 57 -


καί τῶν Μοναχῶν, προκειμένου ἡ βιωτή καί ὁ βηματισμός ὑμῶν, ὡς Κληρικῶν καί μοναχῶν, νά ἀποτελῇ φῶς καί διέξοδον εἰς τούς ποικίλους σκοτασμούς καί τά ἀδιέξοδα τῶν καιρῶν καί τῆς Κοινωνίας ἡμῶν. Οὕτως, δι᾽ ἔργων καί λόγων, ὁ ἐν ἀληθείᾳ καί ἐν Χριστῷ ἀγωνιζόμενος ἄνθρωπος, δύναται νά πιστεύσῃ ὅτι, τῇ τοῦ Θεοῦ βοηθείᾳ καί διά τῆς μετοχῆς εἰς τά Ἱερά Μυστήρια τῆς Ἁγίας ἡμῶν Ἐκκλησίας, καθίσταται ἱκανός ἵνα ἀπελευθερωθῇ οὐσιαστικῶς ἀπό πάσης μορφῆς ἐξαρτήσεως καί νά ἀποφυλακισθῇ ἀπό πάσης μορφῆς ὑπεσχημένους «ψευδοπαραδείσους», καλλιεργῶν τά παρά τοῦ δωρεοδότου Θεοῦ χαρίσματα αὐτοῦ καί ἀγωνιζόμενος τιμίως, κατά τάς ἰδίας αὐτοῦ δυνάμεις. Πρόδηλόν ἐστι, ὅτι ἡ ἀποστολή καί ἡ εὐθύνη πάντων ἡμῶν, ὡς Κληρικῶν οἱουδήποτε βαθμοῦ καί ὡς μοναχῶν, καθίσταται ἰδιαιτέρα καί σημαντική, καθ᾽ ὅτι, ὡς καλῶς γνωρίζετε, ἡ συμπεριφορά, αἱ συναναστροφαί, τό ἦθος, αἱ ἐπιλογαί καί ἡ ἐν γένει πολιτεία ἡμῶν, ἀποτελοῦν παράδειγμα πρός μίμησιν, διά τόν πιστόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Ἡμεῖς πρῶτοι, ὀφείλομεν νά μαρτυρῶμεν παντοιοτρόπως, ἀγωνιζόμενοι ὑπευθύνως εἰς τό στάδιον τῆς ζωῆς, παρά τάς φοβεράς κρίσεις, τά ἐφήμερα ἀδιέξοδα, τάς ποικίλας δυσκολίας καί πιέσεις, ὅτι, πιστεύοντες εἰς τόν Θεόν, ταῖς πρεσβείαις πάντων τῶν Ἁγίων, δέν ἀπελπιζόμεθα, δέν καταφεύγομε εἰς οἱασδήποτε ἐξαρτήσεις, δέν ἐγκλωβιζόμεθα εἰς λαβυρίνθους σκοτεινούς. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ χῶρος, εἰς τόν ὁποῖον οὐδεμίαν θέσιν ἔχουσιν αἱ πάσης μορφῆς ἐξαρτήσεις, καθώς ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἀποτελεῖ τόν παραδεδομένον καί ἐκκλησιαστικόν τρόπον ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος διαμορφώνει ὑγιεῖς συνειδήσεις καί διαπλάθει ἐλευθέρους χαρακτῆρας, ἀρτίους πνευματικῶς καί σωματικῶς, οἵτινες δέν λυγίζουσι ἐκ τῶν δυσκολιῶν τοῦ κόσμου τούτου, οὔτε καταφεύγουσιν εἰς τήν χρῆσιν ναρκωτικῶν οὐσιῶν, ἀλλά ἐνδυναμοῦνται διαρκῶς. Ἡ Ἁγία Γραφή ὑπενθυμίζει καί σταθερῶς προβάλλει τόν ἕναν ἀληθινόν Παράδεισον, ὅπου εἰσέρχονται ἅπαντες, οἱ ἔχοντες εἰλικρινῆ καί ἀνυπόκριτον μετάνοιαν, οἱ Θεῖοι δέ καί Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, ἀλλά καί οἱ Νόμοι τοῦ Κράτους, ρητῶς προβλέπουν τάς δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις καί τήν ὑποδειγματικήν τιμωρίαν τῶν παραβατικῶν συμπεριφορῶν. Πάντα τά ἀνωτέρω γνωρίζοντες εἰς ὑμᾶς, συμφώνως δέ καί πρός τό ἄρθρον 6, παράγραφον 2α τοῦ Κανονισμοῦ 1/2013 «Περί Ἐφημερίων καί Διακόνων» τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης (Φ.Ε.Κ. τ.Α’, 65/12-3-2013), ὅπου ῥητῶς ἀναφέρεται: «ὁ ἐφημέριος, ὡς πνευματικός πατέρας τῆς ἐνορίας του, λειτουργεῖ μέσα στά ὅριά της καί πρέπει νά εἶναι τό ὑπόδειγμα γιά τούς ἐνορίτες του. Ὀφείλει νά ἀποφεύγει κάθε ἐνέργεια, ἡ - 58 -


ὁποία θά μποροῦσε νά προκαλέσει σκανδαλισμό τῶν πιστῶν», προτρεπόμεθα πάντας ὑμᾶς, διά τήν ὑπεύθυνον εὐαισθητοποίησιν ὑμῶν ἐπί τοῦ ἐν προκειμένῳ λίαν σημαντικοῦ ζητήματος, ἐφαρμόζοντες πιστῶς τά παρά τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου παραγγελλόμενα, ἤτοι τήν μή κατοχήν, χρῆσιν, διακίνησιν, ἐμπορίαν καί ἐπεξεργασίας οἱασδήποτε ἐξαρτησιογόνου οὐσίας, εἰς ἐφαρμογήν τῶν Νόμων τοῦ Κράτους καί τοῦ ἄρθρου 9, παράγρ. 7(β), τοῦ ὡς ἀνωτέρω Κανονισμοῦ 1/2013, ὅπου σαφῶς ὁρίζεται ὡς κριτήριον ἀξιολογήσεως τοῦ κληρικοῦ, «...ἡ ἐφαρμογή τῶν Ἐγκυκλίων τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης καί τῶν οἰκείων Ποιμεναρχῶν». Ἐπί τούτοις, διατελοῦμεν, Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης Διά τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ὁ Πρόεδρος † Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος

- 59 -


Εἰκών Μιχαήλ Δαμασκηνοῦ, Μουσεῖον Χριστιανικῆς Τέχνης «Ἁγ. Αἰκατερίνη Σιναϊτῶν»


Συνοδική Xγκύκλιος πρός τούς Κληρικούς καί τούς Μοναχούς τῆς Xκκλησίας Κρήτης περί τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν Ἀριθμ. Πρωτ. 773

Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 16 Ὀκτωβρίου 2017

Πρός τούς Εὐλαβεστάτους Κληρικούς καί τούς Ὁσιωτάτους Μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς καί τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ἀγαπητοί ἐν Χριστῷ Πατέρες, Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, κατά τήν Τακτικήν Συνεδρίαν Αὐτῆς, τῆς 10ης Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἠσχολήθη, μεταξύ ἄλλων τρεχόντων θεμάτων καί μετά τοῦ μείζονος θέματος τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν, τό ὁποῖον εἰσαγάγει νέα ζητήματα καί προκλήσεις εἰς τήν ποιμαντικήν καί τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Ἡ Ἱερά Σύνοδος, συμφώνως καί πρός τό 10ον ἄρθρον, παρ. 1, τοῦ Ν. 4149/1961 «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς ἐν Κρήτῃ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» (Φ.Ε.Κ. τ.Α’, 41/16-3-1961), ἀπεφάσισεν, ὅπως ἀποστείλῃ τήν παροῦσαν Συνοδικήν Ἐγκύκλιον, διά τήν κοινήν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κρήτης ἀντιμετώπισιν τοῦ ζητήματος τούτου καί τήν τήρησιν ἑνιαίας ποιμαντικῆς, κατά τήν κατ’ οἰκονομίαν μελέτην καί θεώρησιν τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, ὡς κάτωθι: Α. Περί τελέσεως ἐξοδίου ἀκολουθίας ἐπί ἀποτεφρωθέντος ἤδη ἤ πρός ἀποτέφρωσιν κεκοιμημένου Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισεν ὅπως, ὅτι, ἐπί τῶν περιπτώσεων αἰτήματος τελέσεως ἐξοδίου ἀκολουθίας ἀποτεφρωθέντος ἤδη κεκοιμημένου (ἐπί τῆς τέφρας αὐτοῦ), ἤ πρός ἀποτέφρωσιν κεκοιμημένου χριστιανοῦ (ἐπί τοῦ νεκροῦ σώματος αὐτοῦ), ἀπαγορεύεται ἡ τέλεσις ἐξοδίου ἀκολουθίας. Εἰς αὐτάς τάς περιπτώσεις δέον ὅπως τελῆται ἁπλῶς Τρισάγιον, καί τοῦτο ὑφ’ ἑνός μόνον κληρικοῦ, ἀδιακρίτως βαθμοῦ ἱερωσύνης, ἄνευ ὁμιλιῶν ὑπ’ αὐτοῦ. Ἐάν ὑπάρχουν ἕτεροι ὁμιληταί, δέον ὅπως λάβωσι τόν λόγον μετά τό «Δι’ εὐχῶν» τοῦ Τρισαγίου. Β. Περί Ἱεροῦ Μνημοσύνου ἀποτεφρωθέντος Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισεν ὅπως κατά τά διατεταγμένα ὑπό τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Ἱερά Μνημόσυνα, εἰς μνήμην ἀποτεφρωθέντος Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, τελῆται ἁπλῶς Ἱερόν Τρισάγιον, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν - 61 -


δέν ὑπάρχει ταυτοχρόνως ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ, ἕτερον Ἱερόν Μνημόσυνον. Εἰς ἀντίθετον περίπτωσιν, τελοῦνται συνολικῶς τά προβλεπόμενα, δι’ ἅπαντα τά Ἱερά Μνημόσυνα συνολικῶς, ἄνευ διακρίσεως μεταξύ αὐτῶν. Τά ἀνωτέρω γνωρίζοντες εἰς ὑμᾶς, προτρεπόμεθα ἅπαντας, συμφώνως καί πρός τό 9ον ἄρθρον, παρ. 7(β), τοῦ Κανονισμοῦ 1/2013 «Περί Ἐφημερίων καί Διακόνων» τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης (Φ.Ε.Κ. τ.Α’, 65/12-3-2013), διά τήν πιστήν ἐφαρμογήν καί ἀπαρέγκλιτον τήρησιν αὐτῶν. Ἐπί τούτοις, διατελοῦμεν Μετά πατρικῶν εὐχῶν καί ἐν Κυρίῳ ἀγάπης Ὁ Πρόεδρος † Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος

- 62 -


Συνοδική Xγκύκλιος πρός τό Πλήρωµα τῆς Xκκλησίας Κρήτης περί Νοµοσχεδίου διά τήν Νοµικήν )ναγνώρισιν τῆς Ταυτότητος φύλου Ἀριθμ. Πρωτ. 774

Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 16ῃ Ὀκτωβρίου 2017

Πρός τούς Αἰδεσιμωτάτους Κληρικούς, τούς Ὁσιωτάτους Μοναχούς καί τόν εὐσεβῆ Λαό τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Ἀγαπητοί ἀδελφοί, παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, στήν Τακτική Της Συνεδρία, τῆς 10ης Ὀκτωβρίου ἐ.ἔ., ἀσχολήθηκε ἀναλυτικῶς μέ τό Νομοσχέδιο γιά τή Νομική Ἀναγνώριση τῆς Ταυτότητας φύλου καί ἀποφάσισε ὁμόφωνα, ὄχι μόνο νά κοινοποιήσει τίς θέσεις Της πρός κάθε ἁρμόδιο καί ὑπεύθυνο παράγοντα τῆς Πολιτείας, ἰδιαιτέρως δέ στούς Βουλευτές τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου, ἀλλά καί νά ἐξαπολύσει τή Συνοδική αὐτή Ἐγκύκλιο γιά τήν ἐνημέρωση τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου, τῶν Μοναστικῶν Ἀδελφοτήτων καί τοῦ εὐσεβοῦς Κρητικοῦ Λαοῦ. Κατ’ ἀρχάς, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀναφέρεται στήν ἱερότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καί δηλώνει ὅτι τά ὁποιαδήποτε πνευματικά προβλήματα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀντιμετωπίζονται σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τῆς Εὐαγγελικῆς διδασκαλίας περί ἀγάπης στό πρόσωπο κάθε ἀνθρώπου ξεχωριστά, χωρίς νά παραβλέπονται εἰδικά θέματα, τά ὁποῖα ἔχει καί τοῦ δημιουργοῦν εἰδικές δυσκολίες στή ζωή. Ἐξ ἄλλου ὁ Χριστιανισμός μέσα στήν πορεία του ἀνά τούς αἰῶνες ἀνέδειξε τή μοναδική ἀξία πού ἔχει κάθε ἄνθρωπος ξεχωριστά. Ὅταν ἡ γυναῖκα στά Ρωμαϊκά χρόνια ἀντιμετωπιζόταν ὡς «πρᾶγμα» (res), ἡ Χριστιανική πίστη ἐξίσωσε τή γυναῖκα μέ τόν ἄνδρα καί ἔδωσε στόν τότε πολιτισμένο κόσμο τήν ἔξοδο ἀπό τή διαφθορά καί τήν ἔκπτωση ἀπό κάθε ἠθική ἀξία. Τό ἴδιο ἔκανε ὁ Χριστιανικός κόσμος γιά τίς διαφορές μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διαφόρων ἐθνῶν, δείχνοντας τήν ἰσότητα ἔναντι τοῦ Παναγάθου Θεοῦ. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ αὐτή τή στάση της πρός τούς ἐμπερίστατους, τούς ἐνδεεῖς, τούς ἀναγκεμένους, τούς καταπιεσμένους καί τούς κάθε μορφῆς ἀδικημένους, προστάτεψε, προέβαλε και ἀνέδειξε τά «ἀνθρώπινα δικαιμώατα», πρίν αὐτά κατοχυρωθοῦν καί καταγραφοῦν νομικά καί δικανικά, ἀπό Ἔθνη καί Λαούς. - 63 -


Μετά ἀπό ὅλα τά παραπάνω, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀδιαμφισβήτητη πραγματικότητα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, καί σέ σχέση μέ τό Νομοσχέδιο, τό ὁποῖο πρίν ἀπό λίγες ἡμέρες ψηφίσθηκε ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, γιά τή Νομική Ἀναγνώριση τῆς Ταυτότητας Φύλου, ἡ Ἱερά Σύνοδος τονίζει καί ἐπισημαίνει ὅτι κανένα ἀνθρώπινο δικαίωμα, τό ὁποῖο δέν ἐξέταζεται ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστημονικούς φορεῖς καί δέν μελετᾶται σέ βάθος, ἀπό τά ἁρμόδια ἐρευνητικά κέντρα, μέ ἄνεση χρόνου καί μακρυά ἀπό τά λεγόμενα, ψηφοθηρικά κυρίως, ὀφέλη καί τήν λανθασμένη χρήση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πού ἀπό δικαιώματα τείνουν νά γίνουν ἕνας ἄχρωμος δικαιωματισμός, δέν βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἀναπτύξει ὑγιῶς τήν ψυχοσωματική του ἰσορροπία. Ταυτόχρονα, ἡ Ἱερά Σύνοδος σημειώνει ὅτι κάθε Ἔθνος - Κράτος σαφῶς ὀφείλει νά ἐφαρμόζει τά προβλεπόμενα ἀπό τίς διατάξεις τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἀλλά καί κάθε Κράτος εἶναι ἐλεύθερο, ἔχει δέ τό δικαίωμα καί τό χρέος νά ζεῖ μέ τή δική του ταυτότητα, ὡς ἐπίσης καί κάθε λαός ἔχει φυσικά τή δική του ἰδιοπροσωπεία. Γι’ αὐτό καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα δέν ἐφαρμόζονται μέ τόν ἴδιο τρόπο, σέ κάθε Κράτος, ὅπως π.χ., οἱ ἀμβλώσεις καί ἄλλα παρόμοια θέματα, πού δέν ἰσχύουν σέ μερικά Εὐρωπαϊκά Κράτη. Ἀγαπητοί ἀδελφοί, παιδιά τῆς Ἐκκλησίας, Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ Πολιτεία καί τά ὄργανά της ἔχουν δικαίωμα νά νομοθετοῦν, ἀλλά, ἐπίσης, εἶναι γεγονός ὅτι νομοθεσίες χωρίς ἠθικούς κανόνες καί ἰδεώδη τοῦ Ἑλληνικοῦ καί τοῦ Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ, δέν προάγουν τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καί δή τῶν νέων παιδιῶν τῆς Χώρας μας, ἀλλά δημιουργοῦν περισσότερα ἀδιέξοδα ἀπό ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἐπιλύουν. Ἡ «ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά», πού σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκυ, γεγονός πού ἀνέφερε στά ἔργα του ὡς τό τελευταῖο μαρτύριο τῆς ἀνθρωπότητας, τείνει σέ μιά «προβατοποίηση» τῶν Κοινωνιῶν, γιά νά ὑποταχθοῦν, στή συνέχεια, στήν παγκοσμιοποίηση τῶν οἰκονομικῶν πολυεθνικῶν συμφερόντων, τά ὁποῖα μέ τήν ἀριθμοτυραννία ἀδυνατίζουν κάθε μορφή ἔκφρασης τοῦ Χριστιανικοῦ, ὡς καί κάθε ἄλλου Πολιτισμοῦ, μέ σκοπό τή διολίσθηση στήν ὑλοκρατία, τήν ἀθεῒα καί τόν ἀμοραλισμό. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀγωνιᾶ καί διερωτᾶται, ἐν μέσῳ ἑνός περιβάλλοντος νεοπτωχείας, ἀνεργίας καί μαζικῆς μετανάστευσης νέων ἐπιστημόνων καί ὄχι μόνον στό ἐξωτερικό, ποῦ ὁδηγούμαστε μέ τό νομοσχέδιο περί τῆς νομικῆς ἀναγνώρισης τῆς ταυτότητας φύλου; Ποιός εἶναι ὁ λόγος τῆς προωθήσεως, αὐτή τήν ὥρα, - 64 -


ἑνός τέτοιου Νομοθετήματος; Ποιός εἶναι ὁ λόγος τῆς προτεραιότητας μιᾶς τέτοιας συζήτησησης, ὡσάν νά ἔχουν ἐπιλυθεῖ ὅλα τά ἄλλα, τά φλέγοντα καί τά ἐπείγοντα; Σέ ποιό σημεῖο, ἀλήθεια, προάγει τόν Πολιτισμό, τήν Παράδοση, τήν Ἱστορία καί τήν Ταυτότητά μας τό Νομοσχέδιο αὐτό; Διερωτόμαστε ποιμαντικά καί πατρικά καί μοιραζόμαστε μαζύ μέ ὅλους, τόν προβληματισμό καί τήν ἀγωνία μας. Δέν εἶναι καί αὐτό ἕνα στοιχεῖο ἀποδόμησης τῆς Χριστιανικῆς πίστης καί τοῦ Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ κατάργηση τῆς προσευχῆς στά σχολεῖα καί ἡ παύση τῆς ὡδῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Ὕμνου, κατά τήν ἔπαρση καί τήν ὑποστολή τῆς σημαίας στά σχολεῖα; Τί ἄρα γε σηματοδοτεῖ ἡ συζητούμενη τροποποίηση τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος μέ τή σχεδιαζόμενη ἀποβολή τῆς Συνταγματικῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα, καί μέ τήν προσθήκη μιᾶς ἀόριστης οὐδετεροθρησκείας, ὅπως ἤδη ἔχει δημοσιευθεῖ στό ἐν λόγῳ σχέδιο τροποποίησης τοῦ Συντάγματος; Τί συμβαίνει μέ τό θέμα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς Πατρίδας μας καί μέ τά νέα σχετικά βιβλία, ὡς καί τόσα ἄλλα θέματα, τά ὁποῖα βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητος; Ἄρα γε, ὅλα τά παραπάνω εἶχαν ὡς ὅραμα καί στόχο οἱ ἱδρυτές τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης; Μιά τέτοια ἰσοπέδωση καλλιεργοῦσαν; Ἡ ἀπάντηση εἶναι προφανής καί φέρει ὅλους ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας! Γιά τό λόγο αὐτό, ἀποτελεῖ ἐπιτακτική ἀνάγκη καί μήνυμα πρός ὅλους, στούς σημερινούς κρίσιμους καιρούς, νά ἀρθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῆς εὐθύνης μας γιά τόν Τόπο αὐτό, τήν Ἱστορία, τήν Παράδοση, τόν Πολιτισμό καί τήν Ταυτότητά του καί ἰδιαίτερα οἱ φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού νομοθετοῦν. Ὡς Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καλοῦμε ὅλους σέ μιά συνετῆ, ὑπεύθυνη καί ἄμεση ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί τῶν καταστάσεων, ἀντί νά ὁδηγούμαστε σέ βιαστικές ἐνέργειες, πού καλλιεργοῦν ἕνα ἄλλο κλίμα καί ἕνα ἄλλο ἦθος, τό ὁποῖο θά δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα στήν Πατρίδα μας. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐκφράζει τήν κάθετη ἀντίθεση καί διαφωνία της στό Νομοσχέδιο γιά τή νομική ἀναγνώριση τῆς ταυτότητας φύλου καί προσκαλεῖ, ἔστω καί τώρα τούς ὑπεύθυνους νά ἀναθεωρήσουν τή στάση καί τήν ἐπιλογή τους καί νά ἀξιολογήσουν τά πράγματα σέ ἄλλη βάση. Μέ τίς σκέψεις αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τήν ἔκφραση τῆς πατρικῆς μας ἀγωνίας, ἀλλά καί τήν εὐθύνη μας, ὡς Ποιμένων, καταθέτομε τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας μας, σᾶς εὐλογοῦμε πατρικά καί σᾶς εὐχόμαστε νά πορεύεσθε στόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, μέ σύνεση, ἐπιμονή καί ἀκράδαντη πίστη στόν Ἀληθινό Τριαδικό Θεό μας καί τά ἱερά καί τά ὅσια, τά ὁποῖα παραλά- 65 -


βαμε ἀπό τούς Προγόνους μας, ὡς ἱερή παρακαταθήκη γιά νά κληρονομήσουμε τήν ἀλήθεια καί τήν αὐθεντική Παράδοσή μας, στίς νέες γενεές. Μέ πατρικές εὐχές καί ἐν Κυρίῳ ἀγάπη † Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος, Πρόεδρος † Ὁ Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Μακάριος † Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Εὐγένιος † Ὁ Κυδωνίας καί Ἀπoκoρώνoυ Δαμασκηνός † Ὁ Λάμπης, Συβρίτου καί Σφακίων Εἰρηναῖος † Ὁ Ἱεραπύτνης καί Σητείας Κύριλλος † Ὁ Πέτρας καί Χερρονήσου Γεράσιμος † Ὁ Κισάμου καί Σελίνου Ἀμφιλόχιος † Ὁ Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου Ἀνδρέας

- 66 -


Άνακοινωθέν διά τήν Νοµικήν )ναγνώρισιν τῆς Ταυτότητος φύλου Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, συνῆλθε σήμερα, 10 Ὀκτωβρίου 2017 σέ Τακτική Συνεδρίαση καί ἀποφάσισε ὁμόφωνα νά ἐκφράσει τίς θέσεις της γιά τό πρός ψήφιση σχέδιο Νόμου γιά τή Νομική Ἀναγνώριση τῆς Ταυτότητας φύλου καί νά τίς κοινοποιήσει πρός κάθε ἁρμόδιο καί ὑπεύθυνο παράγοντα τῆς Πολιτείας, ἰδιαιτέρως δέ στούς Βουλευτές τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου. Κανένα ἀνθρώπινο δικαίωμα, τό ὁποῖο δέν ἐξέταζεται ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστημονικούς φορεῖς καί δέν μελετᾶται σέ βάθος, ἀπό τά ἁρμόδια ἐρευνητικά κέντρα, μέ ἄνεση χρόνου καί μακρυά ἀπό τά λεγόμενα, ψηφοθηρικά κυρίως, ὀφέλη καί τήν λανθασμένη χρήση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, πού ἀπό δικαιώματα τείνουν νά γίνουν ἕνας ἄχρωμος δικαιωματισμός, δέν βοηθεῖ τόν ἄνθρωπο νά ἀναπτύξει ὑγιῶς τήν ψυχοσωματική του ἰσορροπία. Κάθε Ἔθνος-Κράτος σαφῶς ὀφείλει νά ἐφαρμόζει τά προβλεπόμενα ἀπό τίς διατάξεις τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ἀλλά κάθε Κράτος εἶναι ἐλεύθερο καί ἔχει τό δικαίωμα καί τό χρέος νά ζεῖ μέ τή δική του ταυτότητα, ὡς ἐπίσης καί κάθε λαός ἔχει φυσικά τή δική του ἰδιοπροσωπεία. Γι’ αὐτό καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα δέν ἐφαρμόζονται μέ τόν ἴδιο τρόπο, σέ κάθε Κράτος, ὅπως π.χ., οἱ ἀμβλώσεις καί ἄλλα παρόμοια θέματα, πού δέν ἰσχύουν σέ μερικά Εὐρωπαϊκά Κράτη. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ Πολιτεία καί τά ὄργανά της νομοθετοῦν, ἀλλά νομοθεσίες χωρίς ἠθικούς κανόνες καί ἰδεώδη τοῦ Ἑλληνικοῦ καί τοῦ Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ δέν προάγουν τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου καί δή τῶν νέων παιδιῶν τῆς Χώρας μας. Ἡ «ὁμονοοῦσα μυρμηγκοφωλιά», πού σημειώνει χαρακτηριστικά ὁ μεγάλος Ντοστογιέφσκυ, γεγονός πού ἀνέφερε στά ἔργα του ὡς τό τελευταῖο μαρτύριο τῆς ἀνθρωπότητας, τείνει σέ μιά «προβατοποίηση» τῶν Κοινωνιῶν, γιά νά ὑποταχθοῦν, στή συνέχεια, στήν παγκοσμιοποίηση τῶν οἰκονομικῶν πολυεθνικῶν συμφερόντων, τά ὁποῖα μέ τήν ἀριθμοτυραννία ἀδυνατίζουν κάθε μορφή ἔκφρασης τοῦ Χριστιανικοῦ, ὡς καί κάθε ἄλλου Πολιτισμοῦ, μέ σκοπό τή διολίσθηση στήν ὑλοκρατία, τήν ἀθεῒα καί τόν ἀμοραλισμό. Ἡ Ἐκκλησία Κρήτης, ἀγωνιᾶ καί διερωτᾶται, ἐν μέσῳ ἑνός περιβάλλοντος νεοπτωχείας, ἀνεργίας καί μαζικῆς μετανάστευσης νέων ἐπιστημό- 67 -


νων καί ὄχι μόνον στό ἐξωτερικό, ποῦ ὁδηγούμαστε μέ τό νομοσχέδιο περί τῆς νομικῆς ἀναγνώρισης τῆς ταυτότητας φύλου; Δέν εἶναι καί αὐτό ἕνα στοιχεῖο ἀποδόμησης τῆς Χριστιανικῆς πίστης καί τοῦ Χριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ, ὅπως ἄλλωστε καί ἡ κατάργηση τῆς προσευχῆς στά σχολεῖα καί ἡ παύση τῆς ὡδῆς τοῦ Ἐθνικοῦ Ὕμνου, κατά τήν ἔπαρση καί τήν ὑποστολή τῆς σημαίας στά σχολεῖα; Τί ἄρα γε σηματοδοτεῖ ἡ τροποποίηση τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος μέ τή σχεδιαζόμενη ἀποβολή τῆς Συνταγματικῆς ἀναγνωρίσεως τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στήν Ἑλλάδα, καί μέ τήν προσθήκη μιᾶς ἀόριστης οὐδετεροθρησκείας, ὅπως ἤδη ἔχει δημοσιευθεῖ στό ἐν λόγῳ σχέδιο τροποποίησης τοῦ Συντάγματος; Τί συμβαίνει μέ τό θέμα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στά σχολεῖα τῆς Πατρίδας μας καί μέ τά νέα σχετικά βιβλία, ὡς καί τόσα ἄλλα θέματα, τά ὁποῖα βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητος; Ἄρα γε, ὅλα τά παραπάνω εἶχαν ὡς ὅραμα καί στόχο οἱ ἱδρυτές τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης; Μιά τέτοια ἰσοπέδωση καλλιεργοῦσαν; Σίγουρα, ὄχι! Γιά τό λόγο αὐτό, ἀποτελεῖ ἐπιτακτική ἀνάγκη καί μήνυμα πρός ὅλους, στούς σημερινούς κρίσιμους καιρούς, νά ἀρθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων καί τῆς εὐθύνης μας γιά τόν Τόπο αὐτό, τήν Ἱστορία, τήν Παράδοση, τόν Πολιτισμό καί τήν Ταυτότητά του καί ἰδιαίτερα οἱ φορεῖς τῆς ἐξουσίας πού νομοθετοῦν. Ὡς Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καλοῦμε ὅλους σέ μιά συνετῆ, ὑπεύθυνη καί ἄμεση ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων καί τῶν καταστάσεων, ἀντί νά ὁδηγούμαστε σέ βιαστικές ἐνέργειες, πού καλλιεργοῦν ἕνα ἄλλο κλίμα καί ἕνα ἄλλο ἦθος, τό ὁποῖο θά δημιουργήσει μείζονα προβλήματα στόν Τόπο καί τήν Πατρίδα μας. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἐκφράζει τήν κάθετη ἀντίθεση καί διαφωνία της στό πρός ψήφιση Νομοσχέδιο γιά τή νομική ἀναγνώριση τῆς ταυτότητας φύλου καί θά ἀπευθύνει προσεχῶς ποιμαντική Ἐγκύκλιο γιά τήν ἐνημέρωση τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου καί τοῦ εὐσεβοῦς Λαοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης. Ἡράκλειο, 10 Ὀκτωβρίου 2017 Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης

- 68 -


Xγκύκλιον Συνοδικόν Σηµείωµα Τυπικῆς ∆ιατάξεως Ἀριθμ. Πρωτ. 858

Ἐν Ἡρακλείῳ, τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου 2017

Πρός Τήν Ἱεράν Ἀρχιεπισκοπήν καί τάς Ἱεράς Μητροπόλεις τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης Εἰς τάς Ἕδρας αὐτῶν. Θέμα: «Τέλεσις Θείας Λειτουργίας κατά τήν ἑορτήν τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, τῇ 22ᾳ Δεκεμβρίου 2017». Γενομένης συζητήσεως, κατά τήν Συνοδικήν Συνεδρίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, τῆς 7ης Δεκεμβρίου 2017, περί τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, ἀλλά καί περί αἰτημάτων ἀνά τήν Μεγαλόνησον ἐκκλησιασμοῦ μαθητῶν σχολείων, τῇ Παρασκευῇ, 22ᾳ Δεκεμβρίου ἐ.ἔ., γνωρίζεται εἰς ὑμᾶς, ὅτι ἀπεφασίσθησαν ὁμοφώνως τά κάτωθι:α Εἰς ὅσους Ἱερούς Ναούς Ἱερῶν Μονῶν ἤ Ἐνοριῶν, ἐν τῇ Μεγαλονήσῳ Κρήτης: α. τιμᾶται ἰδιαιτέρως ἡ ἱερά μνήμη τῆς Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Ἀναστασίας τῆς Φαρμακολυτρίας, καί β. ἔχει προγραμματισθῆ Σχολικός ἐκκλησιασμός, κατά τό εἰθισμένον τήν τελευταίαν ἡμέραν τῆς σχολικῆς περιόδου πρό τῶν ἑορτῶν τῶν Χριστουγέννων, ἀνεξαρτήτως τοῦ προβλεπομένου Τυπικοῦ τῶν σχετικῶν πρός τήν Ἑορτήν τῶν Χριστουγέννων Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, κατ’ ἐξαίρεσιν καί μέ εὐλογίαν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης θά τελεσθῆ Θεία Λειτουργία. Σημειώνεται, διά τοῦ παρόντος, ὅτι εἰς ὅσους Ἱερούς Ναούς τῆς Μεγαλονήσου ἐφαρμοσθῶσι τά ἀνωτέρω, αἱ Μεγάλαι Ὧραι θά τελεσθοῦν κανονικῶς, μετά τό πέρας τοῦ Ὄρθρου τῆς 22ας Δεκεμβρίου ἐ.ἔ. καί θά ἀκολουθήση ἡ Θεία Λειτουργία. Εἰς ὅσους Ἱερούς Ναούς τῆς Μεγαλονήσου δέν συντρέχει λόγος ἀλλαγῆς τοῦ προβλεπομένου Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, θά τηρηθῶσιν ἀπαρεγκλίτως τά προβλεπόμενα, ἤτοι, μόνον ἡ τέλεσις τοῦ Ὄρθρου τῆς 22ας Δεκεμβρίου ἐ.ἔ. μετά συνημμένων τῶν Μεγάλων Ὡρῶν τῆς Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Διά τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον Ὁ Πρόεδρος † Ὁ Κρήτης Εἰρηναῖος - 69 -



ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

ΛΟΓΟΙ-ΜΕΛΕΤΕΣ


Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαῖος ἐκφωνῶν τόν Πανηγυρικόν τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγ. Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ (11-11-2017)


:µιλία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Σµύρνης κ. Βαρθολοµαίου ἐν τk Uερk Μητροπολιτικk Ναk τοῦ lγίου Μηνᾶ mρακλείου (11 Νοεµβρίου 2017) Σεβασμιώτατε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κύριε Εἰρηναῖε, μετά τῶν περί ὑμᾶς Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτῶν, τῶν συγκροτούντων τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς Ἁγιωτάτης Ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, πάντες τιμιώτατοι καί προσφιλέστατοι ἐν Χριστῷ ἀδελφοί καί συλλειτουργοί, Ἐξοχώτατε κύριε Περιφερειάρχα Κρήτης καί αἱ λοιπαί τοπικαί πολιτικαί καί στρατιωτικαί ἀρχαί τῆς μεγαλονήσου καί τῆς πρωτευούσης αὐτῆς πόλεως τοῦ Ἡρακλείου, Ἐντιμολογιώτατοι Ἄρχοντες ὀφφικιάλιοι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, Εὐλαβέστατοι κληρικοί, Λαέ τῆς Κρήτης, περιούσιε καί ἠγαπημένε τῷ Κυρίῳ, Ὁ Στρατηλάτης Ἅγιος Μηνᾶς, ὁ πολιοῦχος τοῦ Ἡρακλείου, ὁ "φοβερός καί ἔφιππος" προστάτης τῆς Κρήτης, συνεκάλεσεν ἡμᾶς καί ὁλόκληρον τήν συνεορτάζουσαν Κρήτην πρός εὐωχίαν καί εὐφροσύνην πνευματικήν, ὥστε, ἀναμιμνῃσκόμενοι, οἱ Κρῇτες καί πάντες οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, τά παθήματα καί τάς νίκας ἀνά τούς αἰῶνας τῶν Ἁγίων καί τῶν πατέρων μας, νά παραδειγματιζώμεθα ἀπό τήν ἀρετήν, τήν μαρτυρίαν, τό μαρτύριον καί τούς ἀγῶνας των, καί νά εὑρίσκωμεν ὑπομονήν καί καρτερίαν εἰς τάς δυσκολίας καί τάς περιστάσεις τῶν συγχρόνων καιρῶν, καί, ἐν τέλει, νά λαμβάνωμεν πάντοτε καί ἐν παντί, διά δόξης καί εὐφημίας, διά θλίψεων καί πειρασμῶν, τήν χάριν καί τόν ἔλεον τοῦ Θεοῦ. Ἑορτή, λοιπόν, φαιδρά καί πανήγυρις λαμπρά ἀνέτειλε καί ἐφέτος διά τήν Κρήτην ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνᾶ, τοῦ ὁποίου ἡ βιοτή καί ἡ πολιτεία προσιδιάζει πρός τήν μαρτυρίαν τῆς Κρήτης, καί τό φρόνημα, τήν Ὀρθοδοξίαν καί Ὀρθοπραξίαν τῶν Κρῃτῶν, πρός τά παθήματα καί τούς ἀγῶνας των, ἀπό τῶν Μινωϊκῶν χρόνων καί μέχρι σήμερον, πρός ὅλην τήν ἱστορίαν της, εἰς τήν ὁποίαν ἰδιαιτέραν θέσιν κατέχουν οἱ εἴκοσιν αἰῶνες τῆς γαλουχήσεως τῶν Κρητικῶν γενεῶν εἰς τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί Ζωήν. Βίοι παράλληλοι, ἐπιτραπήτω ἡ ἔκφρασις, ὁ βίος καί ἡ μαρτυρική πολιτεία τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί ἡ μαρτυρική πορεία τῆς Κρήτης, ὅπως θά ἠδύνατο πᾶς πιστός καί βιωματικός γνώστης εἰς βάθος τῶν τῆς - 73 -


Κρήτης πραγμάτων νά ὁμολογήσῃ καί νά διακηρύξῃ, στεντορείᾳ τῇ φωνῇ, ἐπί τούτῳ καί διά τοῦτο. Ὁ Ἱερός Ἄμβων τοῦ Μητροπολιτικοῦ τούτου Ἱεροῦ Ναοῦ, τοῦ παλλαδίου τῆς Κρήτης ὁλοκλήρου, ἀπό τοῦ ὁποίου προφρόνως καί τιμητικῶς ἠθελήσατε, Σεβασμιώτατε καί πολυσέβαστε Ἀρχιεπίσκοπε Κρήτης κύριε Εἰρηναῖε, νά ἀπευθύνῃ σήμερον λόγον ἀγαθόν, λόγον καρδιακόν, λόγον οἰκοδομῆς, ὁ ἐνώπιόν σας καί ἐνώπιον τοῦ Κρητικοῦ Λαοῦ, ἐν φόβῳ Θεοῦ ἱστάμενος καί ὑπεραγαπῶν καί θαυμάζων τήν Κρήτην καί τούς Κρῇτας, Μητροπολίτης Σμύρνης, περιορίζεται ἁπλῶς εἰς τήν ἔκφρασιν αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας καί τῆς ὁμολογίας τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ καί τῶν Ἁγίων τῆς νήσου σας, ὡς αὗται βιοῦνται καί διακηρύττονται ἐν Κρήτῃ καί ἀπ' αὐτῆς πρός τήν οἰκουμένην ἅπασαν ἀπ' ἀρχῆς καί μέχρι τῶν ἐσχάτων τούτων χρόνων. Ἡ δέ ἐμπειρία καί ἡ ὁμολογία αὗται θά ἠδύναντο νά περιορισθοῦν εἰς δύο μόνον λέξεις: εἰς τόν ἡρωϊσμόν καί εἰς τήν ἁγιότητα. Ἐάν δέ ὁ τιμώμενος Ἅγιος Μηνᾶς ἐπέδειξεν ἀνδρείαν στρατιώτου τοῦ Χριστοῦ καί ἐνίκησε καί καυστῆρας καί πῦρ καί τριβόλους τοῦ ἀθέου ποτέ ἡγεμονίσκου Ἀργυρίσκου ἐκεῖ εἰς τό Κοτυαῖον τῆς Φρυγίας, τήν σημερινήν Κιουτάχειαν, ἡ Κρήτη καί οἱ Κρῇτες, κατά μίμησιν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, ἐστάθησαν, ἐνώπιον ἡγεμονίσκων καί τυραννίσκων καί κατακτητῶν ἀνά τήν ἱστορίαν, εἰς τάς θλίψεις καί εἰς τάς ἐπιδρομάς ἀλλοτρίων φυλῶν καί λαῶν, ἐστάθησαν, λέγομεν, ἑδραῖοι καί ἀκλόνητοι, μέ θάρρος καί παρρησίαν, ὁμολογοῦντες Χριστόν ἐσταυρωμένον καί ἀναστάντα. Εἰς πάσας δέ τάς περιστάσεις, ἐπέδειξαν τήν ἰδίαν ἀνδρείαν καί τόν ἴδιον ἡρωϊσμόν, ἔχοντες πάντοτε προστάτιδα εἰς τούς ποικιλωνύμους ἀνά τούς αἰῶνας ἀγῶνας καί τάς ἀγωνίας τήν, ἐν μαρτυρίῳ καί μαρτυρίᾳ πάντοτε, πεῖραν μακράν ἔχουσαν τοπικήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν τῆς Κρήτης, τούς γενναίους τό φρόνημα καί τήν ἀλκήν πίστεως Ἱεράρχας, τούς ἁπλοῦς κληρικούς της καί τούς νυχθημερόν ἀγρυπνοῦντας ἐπί τήν ἔπαλξιν τῆς προσευχῆς μοναχούς της, καί, ἐπί πᾶσι, τό ἀθάνατον καί ἀλιπόψυχον Κρητικόν φρόνημα. Διά τοῦτο καί μόνον, ἡ Κρήτη καί οἱ κατοικοί της κατέκτησαν καί ἔφθασαν τόν ἄφθαστον διαιωνίζοντα ὕμνον τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἐλευθερίας καί τῆς προασπίσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἀπό τῆς παντοειδοῦς λύμης καί νοθεύσεως, τῆς ἀπό τῶν κατακτητῶν καί τῶν ἐσχάτως ἐπιδιωκόντων τήν ὀθνείαν ἀλλοίωσιν διαφόρων ρευμάτων τῆς συγχρόνου πειρασμικῆς ἐποχῆς. Ἡ Κρητική γῆ, γεμάτη ἀπό "ὀστέα συντετριμμένα" καί "ἀπό σάρκας πού ταπεινώθηκαν εἰς τό διηνεκές" κατά τήν πάλην διά τό δίκαιον, διά τήν ἐλευθερίαν καί διά τήν ἀλήθειαν, διά τήν Ὀρθοδοξίαν μας, διά τό Γένος μας, δυναστεύει σήμερον καί τήν μνήμην καί τάς αἰσθήσεις μας. Καί ἡμεῖς γευόμεθα "τό νερό τῶν ἱδρώτων καί τῶν δακρύων της...", τῆς ἀνδρείας της καί τῆς πίστεώς της, πού δέν εἶναι μόνον γεῦσις, ἀλλά ἀποτελεῖ καί δια- 74 -


χρονικόν παράδειγμα καί ὑπόδειγμα διά τάς ἐπερχομένας γενεάς τοῦ ἱεροῦ τούτου τόπου ἀλλά καί τοῦ κόσμου παντός. Αὐτῆς τῆς ἀνδρείας τῆς Κρήτης καί τῶν Κρῃτῶν στρατηλάτης καί ἐμπνευστής ὑπάρχει ὁ Ἅγιος Μηνᾶς, ἡ ὁποία δέν ἦτο -καί δέν εἶναι- μία ἰδέα καί παρόρμησις στιγμῆς, πού ὁδηγεῖ συνήθως εἰς κάποιον τέλος, μαρτυρικόν ἤ ἡρωϊκόν, ἀλλά συνιστᾷ τήν παράδοσιν καί τήν ταυτότητά της. Ἡ Ἀποστολική αὕτη Μεγαλόνησος καί οἱ εὐκλεεῖς γόνοι της, σεῖς οἱ Κρῇτες ἀδελφοί, εἶσθε οἱ ἀνθοί, οἱ ὁποῖοι οὐδέποτε ἐπικαλεῖσθε πρός τούς ἔξω τό ἄρωμά σας, τό μυστικόν εὐῶδες ἄρωμά σας. Μόνον ὅταν κάποιος δοκιμάσῃ νά κόψῃ αὐτούς τούς ἀνθούς, τότε αὐτοί -σεῖς- σκορπᾶτε "ἀκόμη πιό ἀφειδώλευτα καί ἐξ ὁλοκλήρου ἀνιδιοτελῶς" τό ἄρωμά σας πρός πάντας: ἄρωμα θυσίας καί προσφορᾶς Ἀρχιερέων, ἱερέων, μοναχῶν, μοναζουσῶν καί ἁπλῶν πιστῶν, ὅπως ἐκείνης τῆς ἁπλοϊκῆς Κρητικῆς γραίας Μάννας, ἐκεῖ εἰς τάς παρυφάς τοῦ Ψηλορείτη, ἡ ὁποία, ὅταν τό 1941 φόβος καί σκλαβιά ἠπείλουν τήν νῆσον καί τόν λαόν της, ἔστελλεν ἑκουσίως τόν λεβέντην της -ὅπως ἄλλωστε ὅλες οἱ Κρητικές μάννες-, εἰς τήν μάχην, διά νά πολεμήσῃ μέ τήν εὐχήν καί παραγγελίαν της: "διά τόν Χριστόν μας, διά τόν Σταυρόν μας, διά τό Νησί μας, δι'αὐτό πού εἴμαστε, παιδί μου, οἱ Κρῇτες". Τήν Ὀρθόδοξον Κρητικήν ψυχήν ὅμως, τήν ἀφωσιωμένην εἰς τόν ἀληθινόν καί ζῶντα καί σωτῆρα Θεόν, πέραν τῆς ἀνδρείας εἰς τούς ποικίλους σταυρούς καί εἰς τά πάθη τήν διακρίνει καί ἕνας διαφορετικός τῶν ἄλλων πολιτισμός, ἕνας ἄλλος τρόπος, ἕνα ἕτερον νόημα ὑπάρξεως καί συνυπάρξεως τέχνης, λατρείας, ἤθους, ποιότητος: Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀγάπης, τόν ὁποῖον οἱ Κρῇτες βιώνετε ἀληθινά, διακηρύττοντες ὅτι "ἄν εἰς τόν κόσμον τά πιό πολλά ἐγκλήματα ἔγιναν ἀπό ἔλλειψιν ἀγάπης" ἡ Κρήτη "ἀπό περίσσειαν ἀγάπης" ἐπηγγέλθη πρός ὅλους ἀγάπην μόνον ἀγάπην καί εἰρήνην καί εὐδοκίαν. Ἡ παράδοσις αὐτή εἶναι συγχρόνως καί τό γνώρισμά σας. Ἡ παράδοσις αὐτή ὑπῆρξε -καί εἶναι πάντοτε- "ἐν θεωρίαις πρακτική, ἐν πράξεσι θεολόγος, ἐν ἀσκήσει διδακτική, Ὀρθοδοξίας στύλος, τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό ἑδραίωμα". Αὐτήν τήν βεβαιότητα καί καύχησιν σᾶς κομίζω ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ὅπου ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον Σοφία καί Δύναμις τοῦ Θεοῦ ἔπηξε τό Ἱερόν Κέντρον τῆς Ὀρθοδοξίας, διά νά φωτίζῃ καί νά λάμπῃ ἐσαεί τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφοί μου Κρῇτες, Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς τιμᾶται σήμερον εἰς τόν περικαλλῆ τοῦτον Ναόν του, ὅπου ἱερουργεῖται ἀπό αἰῶνος καί πλέον τό ἀνεξιχνίαστον μυστήριον τῆς Ὀρθοδόξου Κρήτης, ἡ ὁποία οὐδέποτε "ἐδέχθη συμβιβασμό σέ ὅ,τι ἀφορᾷ τό φῶς καί τό τραγούδι", τάς ἀξίας της. Ὁ λαός της, εἶσθε συνεχιστής μορφῶν, αἱ ὁποῖαι ἐν δόξῃ καί τιμῇ ἤθλησαν καί ἐστεφάνωσαν ἑαυτάς, κυρίως ὅμως ἐστεφανώθησαν ὑπό τῆς κοινῆς καί ἑαυτῆς ἑκάστη συνειδήσεως, - 75 -


"ἧς οὐδέν βιαιότερον ἐν κόσμῳ", ὡς θά ἔλεγε καί σήμερον ὁ ἰδικός σας καί ἰδικός μας, ὡς ἐλθών ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, Ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ Κρήτης. Τό μήνυμα τοῦ πολιούχου σας Ἁγίου Μηνᾶ, τοῦ πρωτοστάτου καί ἐμπνευστοῦ σας εἶναι πλέον ἤ ἐπίκαιρον κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν μας, κατά τήν ὁποίαν διακυβεύονται τά ἱερά καί τά ὅσιά μας, τό ἦθος τοῦ λαοῦ μας, τό ὁποῖον ἐδῶ εἰς τήν Κρήτην παραμένει ἐσαεί φῶς ἀναλλοίωτον καί τραγούδι καί κελάιδησμα ἁγιότητος καί ἀνδρείας -σωματικῆς καί ψυχικῆς. Σήμερον, ἀκούονται πολλαί σειρῆνες καί εἰς αὐτήν ταύτην τήν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα, ἠχοῦσαι ἄσματα κενά καί ξένα πρός τήν παράδοσίν μας. Ἐπιχειρεῖται "νίκη ἀκόμη καί ἐπ' αὐτῶν τῶν ὅρων τῆς φύσεως", "μεταλλαγή τῆς φυσικῆς χρήσεως", "παράδοσις εἰς ἀδόκιμον νοῦν ποιεῖν τά μή καθήκοντα", διά νά ἐπαναλάβῃ ὁ Ἱερός Ἄμβων τόν πάντοτε ἐπίκαιρον λόγον Παύλου τοῦ Ἀποστόλου πρός τούς Ρωμαίους. Προβάλλονται τά "πάθη τῆς ἀτιμίας" ὡς "ὅρος ζωῆς", "μεταλλάσσεται ἡ ἀλήθεια εἰς τό ψεῦδος", τό ὁποῖον ἐφευρίσκεται διά νά δικαιολογήσῃ τά ἀναιτιολόγητα. Ἐνώπιον τῆς Βαβέλ ταύτης τῆς συγχύσεως καί τῆς τραγικῆς παρακμῆς τῶν ἀξιῶν καί τῶν κριτηρίων καί τῶν προτεραιοτήτων τῆς συγχρόνου κοινωνίας μας, ἔρχεται σήμερον ἀπό τούς αἰῶνας, ἀπό τήν παραδοσιακήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολήν, τό ἐπίκαιρον μήνυμα τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, τό ὁποῖον ἰδιαιτέρως ὑπογραμμίζεται καί διακηρύττεται σήμερον ἀπό τοῦ πρώτου Ἄμβωνος τῆς Ὀρθοδόξου Κρήτης. Καί τό μήνυμα αὐτό εἶναι ἡ ἀληθής πραγματικότης τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία εἶναι τό μαρτύριον καί ἡ μαρτυρία ὑπέρ καί διά τήν ἀλήθειαν, τήν ὁποίαν καί χθές καί σήμερον καί εἰς τό διηνεκές διακηρύττει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Εἶναι ὁ ἐμπτυσμός καί ἡ περιφρόνησις τῶν παντός εἴδους εἰδώλων: τῶν εἰδώλων τῶν ψευδῶν καί ἀνυπάρκτων Θεῶν, κατά τήν ἐποχήν τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, σήμερον δέ τῶν εἰδώλων τῶν συγχρόνων ψευδῶν Θεῶν τούς ὁποίους προσκυνοῦμεν εἰς τό ὄνομα τοῦ οὕτω καλουμένου ἐκσυγχρονισμοῦ, τοῦ νεωτερισμοῦ καί μετανεωτερισμοῦ, τῆς ὑλόφρονος διαθέσεως καί ἀφιλανθρώπου πρός τόν πάσχοντα πλησίον διαθέσεως ἡ ὁποία ἀκούει εἰς τό παράγγελμα "καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας τούτων οἰκοδομήσω", τῆς φιληδονίας καί τῆς σαρκολατρείας, τῆς νομιμοποιήσεως τῆς ἁμαρτίας καί τῆς προβολῆς μάλιστα αὐτῆς ἐν ὀνόματι μιᾶς "ἀνεκτικότητος" -ἡ ὁποία ἀνεκτικότης, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἐπιβάλλεται ὅπως ἐπιδεικνύηται πρός τόν πεπτωκότα, ἐν προσευχῇ διά τήν μετάνοιαν καί ἀνάνηψιν αὐτοῦ ἐν Χριστῷ, ἐπ' οὐδενί ὅμως λόγῳ ἔναντι αὐτῆς ταύτης τῆς ἁμαρτίας-. Εἶναι τό μήνυμα αὐτό, τέλος, ἡ ἐπιστράτευσίς ὅλων μας εἰς τήν ἀλήθειαν, ἡ ὁποία νικᾷ τάς παντοίας ἀνθρωπίνους ἐπινοήσεις καί στεφανοῦται πάντοτε ἀπό στέφανον ἀρετῆς, πολλάκις ἀκάνθινον, πάντοτε ὅμως στέφανον φωτεινόν, ὡς ἐκεῖνον πού περιβάλλει τό πρόσωπον τοῦ τιμωμένου Ἁγίου μας. - 76 -


Τήν ἀλήθειαν αὐτήν καί τόν στέφανον αὐτόν τόν φωτεινόν, ἐδιδάχθητε καί ἐνεκολπώθητε, ἀδελφοί Κρῆτες, διά Παύλου τοῦ Ἀποστόλου, τοῦ διελθόντος ἀπό τῶν Καλῶν Λιμένων τῆς Μεγαλονήσου, καί ἐγκαταστήσαντος τόν μαθητήν του, πρῶτον Ἐπίσκοπον τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, διά τοῦ ὁποίου "ἐπεφάνη" καί εἰς τήν νῆσον σας "ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις", παιδεύουσα ἔκτοτε τήν Κρήτην "δικαίως καί εὐσεβῶς ζῆν ἐν τῷ νῦν αἰῶνι", ἀπεκδεχομένην "τήν μακαρίαν ἐλπίδα καί ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ" (πρβλ. Τίτ. 2,11-12). Καί ἔκτοτε, ἡ Κρήτη τῆς λαϊκῆς μούσης τοῦ "πότε θά κάνῃ ξαστεριά..." καί τῆς μαρτυρίας Μηνᾶ τοῦ Στρατηλάτου καί μεγαλομάρτυρος, παραμένει ἡ ζύμη τοῦ Ὀρθοδόξου Γένους μας, ἡ ὁποία μέ τάς ἀρετάς της παραμένει ἡ ἰδία, ἄνευ ἐπισκιάσματος τροπῆς τινος ἀπό τῆς παραδόσεώς της. Καί ἀποδεικνύει ἑαυτήν, ἐν ἀληθείᾳ, σύγχρονον στρατηλάτην καί μεγαλομάρτυρα καί δεικνύει, διά τῶν ἐμπνευσμένων καί θεοτερπῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς συντεταγμένης καί κατά πάγκοινον ὁμολογίαν εὐθυπλοούσης Ἡμιαυτονόμου Ἐκκλησίας της, τήν ὁδόν, ἡ ὁποία ὡς ἄλλη ζύμη θά εὐαγγελίζηται καί θά ζυμώνῃ ὅλον τό φύραμα, καθαίρουσα αὐτό ἀπό ὀθνείας ἐπιβουλάς καί μεταβολάς, αἱ ὁποῖαι, διά τόν λεγόμενον ἐκσυγχρονισμόν καί τήν συμπορείαν μετ' ἄλλων δῆθεν προοδευσάντων λαῶν, ἐπιχειρεῖται νά ἐπιβληθοῦν καί εἰς ἡμᾶς ὑπό ἀλλοτρίων, ἐπιβουλευομένων καί τόν νόμον καί τόν τόπον τόν ἅγιον. Σεβασμιώτατοι ἅγιε Κρήτης καί ἅγιοι ἀδελφοί καί συλλειτουργοί θεόφρονες, συνεχισταί τῆς μαρτυρίας, τῆς ἀνδρείας καί τῆς προσφορᾶς ἁγίων ἀγωνιστῶν Ἱεραρχῶν, Προερχόμενος ἀπό τῆς ἕδρας τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, τῆς ἀεί ἐσταυρωμένης, ἡ ὁποία λιτανεύει ἀνά τάς διόδους καί τριόδους τοῦ Διπλοφαναρίου καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Καταστένου, τοῦ Βοσπόρου τοῦ Θρᾳκικοῦ καί τῶν Κυανέων, ἀλλά καί ἐν ἁπάσῃ τῇ δεσποτείᾳ Κυρίου, ἀπό τῆς καθ' ἡμᾶς Ἀνατολῆς καί τῶν Ἑπτά Ἐκκλησιῶν τῆς Φρικτῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, ἐκ τῶν ὁποίων τήν τά δευτερεῖα τῶν Ἑπτά Λυχνιῶν κατέχουσαν Ἐκκλησίαν τῆς Σμύρνης ἐτάχθην νά διαποιμάνω, μέχρι καί τοῦ Νέου Κόσμου καί τῆς Αὐστραλίας καί τῆς Εὐρώπης, λιτανεύει, λέγω, τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καί ἀλήθειαν, ἦλθον εἰς τήν Κρήτην ταπεινός προσκυνητής τοῦ μεγαλείου καί τῆς ἀφθίτου δόξης της. Καί σᾶς μεταφέρω τό μήνυμα, ὅτι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ καί ἐν τῇ διδασκαλίᾳ Του καί ἐν τῇ τηρήσει τῶν ἐντολῶν Του διά τῆς ἄρσεως τοῦ Σταυροῦ Του, διά τῆς πορείας πρός τόν Γολγοθᾶν καί συγχρόνως τῆς συμπορείας μετά τοῦ ἀοράτου Θεοῦ πρός Ἐμμαούς, εἶναι δυνατόν νά ἐπιζήσωμεν καί νά μεγαλουργήσωμεν, ὅπως οἱ πατέρες μας. Μαζί μέ τό μήνυμα αὐτό, ὑπομιμνήσκω πρός - 77 -


ἐμαυτόν καί πρός πάντας τούς ἐθέλοντας εὐσεβῶς ζῆν Ὀρθοδόξους Κρῇτας ὅτι οὐδέν δικαίωμα ἔχομεν νά εἴμεθα ὀλιγώτερον γενναῖοι ἀπό τούς προγόνους μας, οἱ ὁποῖοι ἀποστολικῶς μᾶς παρέδωκαν τήν Ὀρθόδοξον Πίστιν καί Παράδοσιν καί ἐγαλούχησαν πάσας τάς πρό ἡμῶν γενεάς καί ἡμᾶς, μέ τά νάματά των, ὥστε νά εὐημερῶμεν ἐν εἰρήνῃ καί ἐν ἐλευθερίᾳ, ἀξίας κατακτηθείσας μέ θυσίας καί μέ μαρτύρια. Ἦλθον, Σεβασμιώτατε ἅγιε Κρήτης, ἀνταποκριθείς εἰς τήν ἰδικήν σας ἀγαπητικήν πρόσκλησιν διά νά προσκυνήσω τόν Ἅγιον Μηνᾶν, ἀλλά καί τά παθήματα καί τά μαρτύρια καί τάς μαρτυρίας διαχρονικῶς τῆς Κρήτης. Νά μοιρασθῶ μαζί σας τούς κοινούς ἀγῶνας μας, ἀλλά καί τά ἐπιτεύγματά σας, πού εἶναι ἐπιτεύγματα ζωῆς. Καί, τέλος, διά νά διακηρύξω μαζί σας, ὅτι ἡ πλήρως συντεταγμένη καί καρποφοροῦσα καρπόν πολύν, καρπόν ἀνόθευτον, καρπόν ἀληθινόν, Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἡ γνησία ἐν πᾶσι καί κατά πάντα καί διά πάντα ἀνεδανδράς τῆς Μητρός Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν συνετήν καί μεμαρτυρημένως Ἁγιοπνευματικήν ποδηγεσίαν σας, Σεβασμιώτατε καί πολιέ Ἀρχιεπίσκοπε ἅγιε Κρήτης κύριε Εἰρηναῖε, καί τῇ συνεργείᾳ καί τῇ πολλῇ συνέσει ὅλων ὑμῶν, Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἱεράρχαι τῆς Κρήτης, συνεχίζει τήν πορείαν της, μιμουμένη κατά πάντα τήν Μητέρα της Ἐκκλησίαν, τό Οἰκουμενικόν μας Πατριαρχεῖον, τήν Ἐκκλησίαν τῶν Χρυσοστόμων καί τῶν Φωτίων, τήν κάθεδραν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τήν Ἐκκλησίαν πλειάδος μαρτύρων καί ὁμολογητῶν τῆς Πίστεως, τήν Ἐκκλησίαν εἰς τήν κληρουχίαν τῆς ὁποίας ἤνθισεν ὁ Ἡσυχασμός, ἀρχέγονος κοιτίς τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε τό Ἁγιοφάραγγον, κατά τήν μαρτυρίαν Γρηγορίου τοῦ Σιναίτου καί τοῦ μαθητοῦ αὐτοῦ Γερασίμου τοῦ Εὐβοέως. Συνεχίζει, ἐπαναλαμβάνει ἡ φωνή τοῦ Ἱεροῦ Ἄμβωνος, ἡ Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, τήν ἀνιδιοτελῆ ταύτην πορείαν της εἰς σωτηρίαν. Πορείαν πείσμονος ἐμμονῆς εἰς τά ἀρχαῖα ἤθη καί τήν μοναδικήν μας παράδοσιν, αἱ ὁποῖαι ἀνέδειξαν τόν τόπον σας ἱερόν, ἅγιον, χάριν ἀποπνέοντα καί φῶς, "παρ' ᾧ τόπῳ οὐκ ἔνι παραλλαγή ἤ τροπῆς ἀποσκίασμα". Διά τοῦτο καί ἀποτελεῖ ἡ Κρήτη τό κατ' ἐξοχήν ἑδραίωμα τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου καί τοῦ Γένους μας, τοῦ ὁποίου Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ σεπτοῦ Προκαθημένου του, τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ Γένους κυρίου Βαρθολομαίου μεταφέρω τόν ἀδελφικόν μέν ἀσπασμόν Αὐτοῦ πρός τήν σεβασμίαν καί σεπτήν Ἱεραρχίαν τῆς Νήσου, μέ προεξάρχουσαν τήν ὑμετέραν Σεβασμιότητα, ἅγιε Κρήτης, τάς ἁγίας δέ εὐχάς καί τήν ἀκοίμητον Πατριαρχικήν δέησιν ἐνώπιον τῆς Εἰκόνος τῆς Παμμακαρίστου πρό σᾶς πάντας, φιλέορτοι ἀδελφοί Κρῇτες. Ἀδελφοί, ὡς ἄλλοι καλοί στρατηλάται τῆς ἀμωμήτου Ὀρθοδόξου Πίστεώς μας, ἔχετε καί ἔχομεν χρέος νά συνεχίσωμεν αὐτήν τήν πορείαν. - 78 -


Καλούμεθα οἱ πάντες ὑπό τῆς ἱστορίας καί τοῦ χρέους νά ἱστάμεθα καλῶς καί μετά φόβου ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔχοντες ὁδηγόν καί πυξίδα πλεύσεως τήν πατρῷαν εὐσέβειαν. Ἄς κρατῶμεν, λοιπόν, τάς παραδόσεις τῶν πατέρων καί τῶν προγόνων μας καί ἄς εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά εἶναι ἀληθῶς ἡ χάρις, ἡ ἀγάπη καί ἡ κοινωνία τῆς Κρήτης καί τῶν Κρῃτῶν μετά τῶν ἐκτός τῆς ἱερᾶς ταύτης παρεμβολῆς, διδάσκουσαι καί παραδειγματίζουσαι ὡς αἱ μόναι δυνάμεναι νά ὁδηγοῦν πάντοτε τήν Κρήτην εἰς τήν δόξαν τήν ἄφθιτον, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει καί τόν Ψηλορείτην καί τά Λευκά Ὄρη, καί ὅλα τά μήκη τῆς γῆς καί τό πλάτος τοῦ οὐρανοῦ. Καί Αὕτη εἶναι ἡ Ὁρθόδοξος Πίστις μας ἡ νικήσασα τόν κόσμον, ἡ σώζουσα καί ὁδηγοῦσα εἰς τήν αἰωνιότητα, ἡ ταυτιζομένη μέ τόν ἄπειρον Θεόν. Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος καί ἡ τιμή καί ἡ προσκύνησις ἐν τῇ μεγάλῃ Ἐκκλησία τῆς Κρήτης, ἐν τῷ πανασπίλῳ τούτῳ τεμένει τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ, καί ἐν ταῖς καρδίαις τῶν Ὀρθοδόξων Κρῃτῶν πιστῶν νῦν καί εἰς τούς αἰῶνας ἀναλλοίωτος. Ἀμήν.

- 79 -


Εἰς τό Σύνθρονον τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου


φωτος Αγ Μηνά A

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαῖος κατά τήν Πολυαρχιερατικήν Θείαν Λειτουργίαν


Ἐκ τῆς λιτανείας εἰς τάς ὁδούς τοῦ Ἡρακλείου


Ἐκ τῆς λιτανείας εἰς τάς ὁδούς τοῦ Ἡρακλείου


Ἡ Ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης μετά τῆς Α.Θ.Π. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου

Ἐκ τῆς Πατριαρχικῆς καί Συνοδικῆς Θείας Λειτουργίας κατά τήν Θρονικήν Ἑορτήν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας


Προσφώνησις τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Κισάµου καί Σελίνου κ. Αµφιλοχίου, ἐπί κεφαλῆς τῆς )ντιπροσωπείας τῆς Zκκλησίας Κρήτης, κατά τήν Θρονικήν Zορτήν τῆς Μητρός Xκκλησίας (30 Νοεµβρίου 2017) Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα, Μετ’ ἰδιαζούσης χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως ἡ ἀντιπροσωπεία ἐκ τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἀποτελουμένη ἀπό τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Πέτρας καί Χερρονήσου κ. Γεράσιμον, Ἱεραπύτνης καί Σητείας κ. Κύριλλον καί τήν ελαχιστότητα μου, εὑρισκόμεθα κατά τάς ἡμέρας ταύτας τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Ἱδρυτοῦ καί Πάτρωνος τοῦ Πανσέπτου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, εἰς τάς αὐλάς τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ἵνα ὑποβάλωμεν τάς υἱικάς βαθυσεβάστους εὐχάς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τήν ἀγάπην καί ἀφοσίωσιν Αὐτῆς. Ὁ σήμερον λαμπρῶς τιμώμενος Ἀπόστολος Ἀνδρέας, ἐκ τοῦ οὐρανίου στερεώματος εὑρισκόμενος μετά τῆς θριαμβευούσης Ἐκκλησίας τῶν πρωτοτόκων χαίρει καί ἐπαγάλλεται, ὅτι ὁ πολύπαθος βίος του, τό κήρυγμα, τό μαρτύριο καί ὁ σταυρικός του θάνατος ἐστάθησαν αἱ ἀδιάσειστοι βάσεις ἐπί τῶν ὁποίων ἐπήχθη καί ἐμεγαλούργησεν τό ἱερόν Θυσιαστήριον τῆς Κωνσταντινουπολίτιδος Ἐκκλησίας. Διά τοῦτο θεωρῶμεν, ὅτι ἡ σημερινή ἑορτή ἀποτελεῖ ὁρόσημον διά τήν ζωήν τῆς Πρωτοθρόνου Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως. Στρέφοντες τούς ὀφθαλμούς μας εἰς τήν περιβάλλουσαν ἡμῖν πραγματικότητα, ἀναμφιβόλως ἀναγνωρίζομεν τήν κενωτικήν ἀγάπην τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ὀρθοδοξίας Κέντρου ἐφαπλουμένην εἰς ἑκάστην ἐσχατιάν τῆς γῆς, ἐκπεμπομένην ἐκ τοῦ τηλαυγοῦς Φαναρίου, ὀρθοτομοῦσαν τόν λόγον τῆς Ἀληθείας καί καλοῦσαν ἕναν ἕκαστον ἐξ ἡμῶν ἵνα ἐξέλθῃ τῆς οἰκείας αὐτοῦ βουλήσεως καί γνώμης, πρός ὑπάντησιν τοῦ ἠγαπημένου Νυμφίου. Καί ἀκριβῶς ὁ μυστηριώδης αὐτός τόπος καί χρόνος κατά τόν ὁποῖον τελεσιουργεῖται ἡ συνάντησις Θεοῦ καί ἀνθρώπου καί ἡ θέωσις ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ καί τήν Μυστηριακήν ζωήν Της. Παναγιώτατε, ὁ μαρτυρικός καί αἵματι βεβαμμένος θεσμός τόν ὁποῖον ἐκπροσωπεῖτε ἀποτελεῖ τήν μακραίωνον συνέχειαν καί τήν ἀκολουθίαν μιᾶς διαδόχου πορείας τετιμημένων, καί ἐν πολλοῖς μεγίστων καί ἁγίων Ἱεραρχῶν, ἑλκόν- 85 -


των τήν ἀποστολικήν αὐτῶν καταγωγήν ἐκ τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, οἱ ὁποῖοι ἔμελε νά διαδραματίσουν καθοριστικόν ρόλον εἰς τόν ροῦν τῆς παγκοσμίου Ἱστορίας. Τοῦτο ἀντιλαμβανόμεθα ἱκανῶς καί ὁμολογοῦμεν μετά παρρησίας ὅτι, ἰδιαιτέρως ἐπί τῆς εὐλογημένης καί πεπνυμένης Πατριαρχείας Σας, καθίσταται φανερόν ἀνά τήν Οἰκουμένην, Ὀρθόδοξον καί μή, διά τῆς εὐλογημένης πορείας Σας, τοῦ ἀδαμαντίνου ἤθους Σας, τοῦ ὀρθοτομοῦντος λόγου Σας, τῶν μεγάλων ἔργων Σας, τῶν μεγαλοπνόων ὁραμάτων Σας, τοῦ ἀνυστάκτου ἐνδιαφέροντος καί τῆς Πατρικῆς ἀγάπης Σας διά πάντα ἄνθρωπον. Ἡ ἐνταῦθα παρουσία μας ἐπανευαγγελίζεται τούς αἰωνίους δεσμούς ἐν τῇ ἀληθείᾳ, τῇ πίστει, τῇ ἀγάπῃ καί τῇ ὑπακοῇ τῆς ἐξόχως πεπροικισμένης θυγατρός, τῆς Κρητῶν νήσου, πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησίαν. Ἡ ἀδιάρρηκτος αὕτη ἑνότης, ἀκόμη κι ἄν ἠτόνισεν κατά δυσκόλους καί χαλεπούς καιρούς, πάντως δέν διεσπάσθη, οὔτε ποσῶς ἠμαυρώθη, ἀλλ’ ἡ κατά Κρήτην Ἐκκλησία παρέμεινεν καί παραμένει ζῶσα, τρεφομένη οὐσιαστικῶς ἐκ τῆς Μητρός αὐτῆς, ἀσφαλής ἐν τῇ πατρικῇ ἑστίᾳ, θάλλουσα καί καρποφοροῦσα, διαποτιζομένη ἐκ τῶν εὐχύμων καί ζωηφόρων ναμάτων τοῦ ἀθανάτου δένδρου τῆς δεδοξασμένης ἀλλά καί πολυπαθοῦς Νέας Ρώμης, διαπνεομένη ἐκ τῶν αὐτῶν ἰδεωδῶν, ὁραματιζομένη κοινῶν στόχων καί σκοπῶν, διατηροῦσα τόν προσήκοντα σεβασμόν πρός Αὐτήν καί τήν κρατοῦσαν ἐκκλησιαστικήν τάξιν. Ἰδιαιτέρως, μάλιστα, κατά τάς τελευταίας δεκαετίας, εἰς τό θεόσοφον πρόσωπον τοῦ παγκοσμίως κατηξιωμένου καί θεοδωρήτου Οἰακοστρόφου Της, Ὑμῶν Παναγιώτατε ἡ σύμπασα Ὀρθοδοξία ἀναγνωρίζει τόν Πατριάρχην τοῦ Γένους, τόν πιστόν θεράποντα καί λειτουργόν τοῦ Κυρίου, τόν στύλον καί ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, τόν κληρονόμον τῆς Βασιλείας, τό πτύον τό λικμίζον τά ζιζάνια τῆς πλάνης καί τά ἀχυρώδη διδάγματά της, τόν ἐφάμιλλον τῶν μεγίστων προκατόχων τοῦ Θρόνου Του. Ἀλλά καί ὁ καθολικός κόσμος ἐν τῷ αὐτῷ προσώπῳ εὑρίσκει τόν συνοδίτην καί συνοδοιπόρον ἐν ταῖς ζάλαις τοῦ βίου, τό ἀκεσώδυνον φάρμακον ἐν ταῖς δειναῖς ἐτάσεσι, τόν ἔνθερμον προστάτιν ἐν τοῖς πικοίλοις κινδύνοις, τόν ταχύν ἀντιλήπτορα ἐν ταῖς ἀνάγκαις, τόν ποιμένα, ὁ ὁποῖος τίθησι τήν ψυχήν Του ὑπέρ τῶν λογικῶν προβάτων. Δεχθεῖτε, ὅθεν, βαθυσεβάστως, τάς ἐγκαρδίους ἡμῶν υικάς εὐχάς δι’ ὑγίειαν καί μακροημέρευσιν, ἵνα δοξάζηται τό Ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἐπαινεῖται ἡ Ἁγία Του Ἐκκλησία, διά τῆς ἀειφώτου πορείας τοῦ Ἀποστολοβαδίστου Οἰκουμενικοῦ Θρόνου Κωνσταντινουπόλεως. Εἰς ἀνάμνησιν δέ τῆς ἐδῶ παρουσίας μας κατά τήν εὔσημον ταύτην ἡμέραν, Σᾶς προσφέρομεν, ἐκ μέρους τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, τό ιερόν τοῦτο Ἐγκόλπιον, διά νά ἐνθυμῆσθε «ὅτι ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν Ὑμῖν, καί ἔστι καί ἔσται». Πολλά τά ἔτη Σας, Παναγιώτατε. - 86 -


Oρθοδοξία, lγιότητα καί ∆ιαπολιτισµικότητα στά “Ποιητικά” τοῦ Μητροπολίτη Πέργης κ. Εὐαγγέλου 1 ∆ρ. Xµµανουήλ Κ. ∆ουνδουλάκης Xπίκουρος Καθηγητής Π.Α.Ε.Α.Κ. Μέ χαρά ἀποδέχτηκα τήν τιμητική πρός τό πρόσωπό μου πρόσκληση τοῦ Ἐντιμολογιωτάτου Ἄρχοντος Πρωτονοταρίου τῆς Μεγάλης του Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τοῦ ἀγαπητοῦ μου, κ. Γιάννη Τσερεβελάκη, προκειμένου νά συμμετάσχω στήν παροῦσα ἡμερίδα. Εὐχαριστῶ ἀπό καρδιᾶς τόσο τόν ἴδιο, ὅσο καί τά λοιπά μέλη τῆς ὀργανωτικῆς ἐπιτροπῆς, τό σεβαστό Καθηγητή μου στήν Α.Ε.Σ.Κ., Πρωτοπρεσβύτερο Στυλιανό Χαραλαμπάκη, καθώς ἐπίσης καί τόν Πρωτοπρεσβύτερο Ἰωάννη Νικολάου, γιά τή συμπερίληψή μου στό πάνελ τῶν ἐκλεκτῶν ὁμιλητῶν, γιά τή δυνατότητα πού μου παρεῖχαν νά βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Ὁ λυρικός, συμβολικός, περιεκτικός, κάποιες φορές αἰνιγματικός, ποιητικός λόγος, ἔχει τήν ἱκανότητα νά περιγράφει πρόσωπα καί γεγονότα, νά κουρνιάζει τούς λογισμούς, νά ἀναπαύει τή μοναξιά, νά θεραπεύει τίς πληγές, νά ἐπουλώνει τά τραύματα, νά παραμυθεῖ τή θλίψη, νά ὑποψιάζει τήν ἄγνοια καί νά ἀπαθανατίζει στιγμές. Ἡ συγγραφή ποιημάτων δέν ἀποτελεῖ ὑπόθεση ὅλων, ὅπως ἡ κατανόησή τους δέν ἐπιτυγχάνεται ἀπό ὅλους. Οἱ ποιητές, ὡς ἄλλοι «παρηγορητές τοῦ κόσμου,» εἶναι «πάντα ἀπαρηγόρητοι, … (Δέσμιοι τῶν ἀνησυχιῶν καί τῶν σκέψεών τους), κυνηγημένοι κι ἀπ᾿ τίς ἴδιες τους, τίς εἰπωμένες καί ἀνείπωτες λέξεις».2 Ἔρχονται νά «δανείσουν ἐλπίδες» μέ τά ἔργα τους, σέ ἕνα «καθεστώς παγκόσμιας συναισθηματικῆς ἀνεργίας»3, αἰτιολογημένης ἤ ἀναιτιολόγητης ραθυμίας καί πνευματικῆς, ἐν πολλοῖς, ἔνδειας. Μέ τίς σκέψεις αὐτές καλούμαστε νά προσεγγίσουμε τό μεστό σέ περιεχόμενο ποιητικό ἔργο τοῦ πολιοῦ Ἱεράρχη τούς Οἰκουμενικοῦ μας ΠαἈνακοίνωση στό πλαίσιο Ἡμερίδας μέ θέμα «Ἡ Ὀρθοδοξία σέ Σύγχρονους Έλληνες Ποιητές» πού έλαβε χώρα στό Πνευματικό κέντρο τῆς Ενορίας Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Μπεντεβῆ, στό Ἡράκλειο τῆς Κρήτης, στίς 18/11/2017. 2 Χ. Προκοπάκης, Ἀνθολογία Γιάννη Ρίτσου, ἔκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 122000, σ. 292 (Χειρονομίες, ἐπιλογή. Ποίημα: «Ἡ ἄλλη πολιτεία» ). 3 Φ. Ἀγγελῆς, Τό ἀγαπημένο παιδί τῆς Μοναξιᾶς, Ἀθήνα 2010, σ. 30 (Ποίημα: «Ἀδέσποτα»). 1

- 87 -


τριαρχείου καί Δρος Θεολογίας, Μητροπολίτου Πέργης κ. Εὐαγγέλου Γαλάνη4. Ὁ ἱεράρχης γεννήθηκε στά Θεραπεία τοῦ Βοσπόρου τό 1928. Γαλουχήθηκε σέ ἱερατικό περιβάλλον, μέ τούς θρύλους καί τίς παραδόσεις τῆς πολίτικης Ρωμιοσύνης. Βίωσε τήν ἀπομόνωση καί τή συρρίκνωσή της. Μαθήτευσε στήν πίστη, ἀσκήθηκε στήν ἐκκλησιαστική μουσική παράδοση, μυήθηκε στά ἀκούσματα τῆς Ἀνατολῆς. Σμιλεύτηκε ἡ προσωπικότητά του στή Χάλκη καί στό μαρτυρικό Φανάρι, τοῦ ὁποίου ἄοκνος θεματοφύλακας παραμένει μέχρι σήμερα. Ἀνδρώθηκε μέ τό Σταυροαναστάσιμο χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας καί συμπορεύτηκε μέ τή χαρμολύπη τῶν Ἁγιογραφικῶν: «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι»5 «ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν»6. Ὁ Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος ἔζησε τήν ἀποτέφρωση τοῦ Κέντρου τῆς Ὀρθοδοξίας (1941), τά γεγονότα τῆς μισαλλοδοξία τοῦ 1955 καί τόσα ἄλλα, λυπηρά καί χαρμόσυνα. Γι᾿ αὐτό «προσκαρτερεῖ», ἀσκούμενος μέ ὑπομονή καί ἐπιμονή, μαρτυρώντας μέ τή συνείδησή του. Ὡς «ἀτόφιος Κωνσταντινουπολίτης. Ἀσκητής καί κοσμοπολίτης…. ὡς ἐργάτης τῶν γραμμάτων, .. καί ὑμνογράφος τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς ρωμέικης ζωῆς καί τοῦ φαναριώτικου βίου»7, ἔρχεται νά ὑπενθυμίσει καί νά ὑπομνηματίσει μέ τά ποιήματά του τά σημαίνοντα καί σημαινόμενα, τά ὁρώμενα καί μή βλεπόμενα, τά εἰπωμένα καί «τά ἀνείπωτα τοῦ Φαναρίου»8, τῆς Πόλεως εὐρύτερα, τά «πάλαι τε, νῦν καί ἀεί». Στό ἔργο του, «"Ἐκ Φαναρίου..." Τά Ποιητικά»,9 τῶν ἐκδόσεων «Μίλητος», καταχωρίζονται 246 ποιήματα, διαφορετικῆς ἔκτασης, καί ὕφους, τά ὁποῖα ἐπιμερίζονται στίς ἀκόλουθες ἕξι ἑνότητες:10 Ἡ πρώτη ἐπιγράφεται «ἘμπόὉ Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος Γαλάνης γεννήθηκε στά Θεραπεία τοῦ Βοσπόρου τό 1928. Ἀποφοίτησε ἀπό τή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης τό 1953. Χειροτονήθηκε Τιτουλάριος Μητροπολίτης Πέργης τό 1970. Προήχθη ἐν ἐνεργείᾳ Μητροπολίτης Πέργης τό 1976. Ἀναγορεύτηκε Διδάκτωρ τῆς Θεολογίας τοῦ Α.Π.Θ. τό 1983. Εἶναι συγγραφέας, Ποιητής καί Λογοτέχνης. Ὑπῆρξε Ἰδρυτικό Μέλος καί εἶναι Ἐπίτιμος Πρόεδρος τοῦ Συνδέσμου Μουσικοφίλων τῆς Πόλεως. Περισσότερα γιά τόν ἐν λόγῳ Ἱεράρχη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, βλ.: http://www.ec-patr.org/hierarchs/show.php?lang=gr&id=13. 5 Ἑβρ. 11, 37. 6 Β΄ Κορ. 6, 9. 7 Εὐάγ. Γαλάνης (Μητρ.), «''Ἐκ Φαναρίου... ''. Τά Ποιητικά», ἔκδ. Μίλητος, Ἀθήνα 2004, σ. 16. 8 Ὅ.π., σ. 160 (Ποίημα: «Τά Ἀνείπωτα»). 9 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), «''Ἐκ Φαναρίου... '' Τά Ποιητικά», ἔκδ. Μίλητος, Ἀθήνα 2004, σ. 300. 10 Ὅ.π., σ. 9. 4

- 88 -


λια» γιά ὅσα ἀναφέρονται στήν Πόλη. Ἡ δεύτερη «Περιθρόνια» γιά ὅσα ἀφοροῦν τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Ἡ τρίτη «Ἔμβια» γιά ὅσα βιώνουμε καθημερινά. Ἡ τέταρτη «Θεαστικά» γιά τά ποιήματα πού εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπό τό Θεό καί τήν Ὀρθοδοξία. Ἡ πέμπτη «Ἀναγραπτά» γιά ὅσα ἔχουν ποικίλο περιεχόμενο, σχετικό μέ τή βασιλίδα τῶν Πόλεων, καί ἡ τελευταία «Ὁμόστολα» γιά τά ὁμοειδῆ σχηματισμένα. Ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, στόν Πρόλογο, σέ αὐτό τό βιβλίο περιλαμβάνονται «σχεδόν ὅλα τά ποιήματά» του, μέχρι τήν ἐποχή τῆς ἔκδοσης, δηλαδή τό 2004. Στό ποιητικό αὐτό ἔργο, ἡ Ὀρθοδοξία δέν νοεῖται ὡς κάτι τό ἀφηρημένο, ἤ ὡς ἕνα ἀπό τά ἰδεολογήματα «τοῦ παρόντος αἰῶνος», ἀλλά ταυτίζεται μέ τό Λειτουργικό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἱστορική πορεία, τήν ἐσχατολογική της διάσταση, τίς ποιμαντικές πρός τόν ἄνθρωπο προεκτάσεις καί τή σωτηριολογική προοπτική της. Κάτω ἀπό τό πρίσμα αὐτό γίνονται κατανοητές οἱ πλεῖστες ὅσες ἀναφορές τοῦ Μητροπολίτου στίς ἱεροπραξίες, τή Θεία Λατρεία, στά ποιήματά του. «… Ὅρκος μαρτυρίας / ἡ βοή λατρείας / τῆς Ὀρθοδοξίας. …»,11 θά σημειώσει σέ ἕνα ἀπό αὐτά, ἐνῶ σέ κάποιο ἄλλο πού φέρει τίτλο: «Ἡ Ἐκκλησία βοᾶ σοι…» ὑπογραμμίζει γιά τό θεσμό της ὅτι: «Ἀποκαλυπτικά σημαίνουσα / καί σωστικά θεολογοῦσα. Αὐθεντικά δογματίζουσα / καί μελωδικά μυσταγωγοῦσα. Πνευματικά βιώνουσα / καί λυτρωτικά λειτουργοῦσα», εἶναι «Ἐκ δαιμόνων λύθρου κεκαθαρμένη»12. Τά ποιήματα τοῦ Πέργης Εὐαγγέλου λειτουργοῦν ὡς ψηφίδες οἱ ὁποῖες συνθέτουν τό Μωσαϊκό τῆς «μυρόεσσας»13 Ὀρθοδοξίας. Ἡ ταυτότητά της δέ νοεῖται ἀποκομμένη ἀπό τή Θεία Λατρεία καί τό Ποτήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, στό ὁποῖο ἑνώνονται ζῶντες καί κεκοιμημένοι, ὅπως οἱ μαργαρίτες τῆς «λογχευθεῖσας προσφορᾶς» στήν Προσκομιδή.14 Ἡ Ἱερωσύνη, ὡς πτυχή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί παραδόσεως, προσεγγίζεται ρεαλιστικά στά ποιήματα τοῦ Φαναριώτη Ἱεράρχη καί λειτουργεῖ, μεταξύ ἄλλων, ὡς φορέας χάριτος καί ἐλευθερίας, ἁγιότητας καί ἱστορικῆς παρακαταθήκης. Δέν ἐκλαμβάνεται ἀπό τόν ποιητή ὡς μέσο ἱκανοποίησης προσωπικῶν φιλοδοξιῶν, δεσποτισμοῦ καί καταδυνάστευσης, ὅπως βιώνουμε πολλές φορές στίς ἡμέρες μας. Τά ὅσα διαμηνύονται σέ δύο ποιήματά του μέ τίτλους: «Γιά νά ''μείνουνε''»15 καί «Ἡ Δωρεά τοῦ 11 12 13 14 15

Ὅ.π., σ. 58 (Ποίημα: «Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἡράκλειου»). Ὅ.π., σ. 58 (Ποίημα: «Ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Ἡράκλειου»). Ὅ.π, σ. 129 (Ποίημα: «Ἅγιο Μύρο, 2002»). Ὅ.π, σ. 97 (Ποίημα: «Λογχευθείς τήν διάνοιαν»). Ὅ.π, σ. 297. - 89 -


Θεοῦ»16, καταδεικνύουν τήν παραπάνω πραγματικότητα. Στό τελευταῖο μάλιστα ποίημα, τό ὁποῖο γράφτηκε κατά τήν πρώτη φάση τῆς ποιητικῆς παραγωγῆς τοῦ κληρικοῦ, σημειώνεται: «Μπήκαμε σέ χορό Ἱερωσύνης ζωσμένοι τή Χάρη καί φορεμένοι τήν κληρονομιά, ἀγκαλιασμένοι μέ τήν φιλία τῆς Ἀκοίμητης. Κι ἀπό τά σπλάχνα τοῦ ἀναίμακτου βωμοῦ κι ἀπ᾿ τίς λακκοῦβες τῶν Λειψάνων του, μᾶς πέφτει πνεῦμα στά μάτια καί στό νοῦ καί δίνουμε νεῦμα πιστότητας στίς τέσσερις γωνιές τῆς ἁγίας Τράπεζας, πιασμένοι τά μπράτσα ἀπό ἀδελφούς καί σέρνοντας χορό Χαριτωμένο». Ὁ Ἱεράρχης βιώνει τήν Ἱερωσύνη, ὡς διακονία τοῦ Θεοῦ στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου καί φαίνεται νά τήν παρουσιάζει ἐνταγμένη στό πλαίσιο τῆς λεγόμενης «εὐχαριστιακῆς ἐκκλησιολογίας»17. Σέ αὐτήν ἐξαίρεται τό στοιχεῖο τῆς ἑνότητας, τῆς κοινωνίας πού ἀπορρέει ἀπό τή Θεία Εὐχαριστία καί ὑπογραμμίζεται ἡ ἐσχατολογική διάσταση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς ἄλλης, τῆς «ἐπισκοποκεντρικῆς ἐκκλησιολογίας». Ὁ ἑκάστοτε Οἰκουμενικός Πατριάρχης,18 δέν παρουσιάζεται στά ποιήματα ὡς δεσπότης καί δυνάστης, ἀλλά φέρεται ὡς θεματοφύλακας τῶν παραδόσεων καί ἱκέτης τοῦ Θεοῦ, ὡς διάκονος καί ὑπηρέτης τοῦ συνανθρώπου, τοῦ πονεμένου ρωμιοῦ, πού πασχίζει νά κρατηθεῖ ζωντανός σέ ἕνα πολυπολιτισμικό περιβάλλον ὅπως αὐτό τῆς Πόλεως. Κάτω ἀπό τό πλαίσιο αὐτό γίνεται κατανοητό ἀκόμη ἕνα γνώρισμα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκεῖνο τῆς Συνοδικότητας, ὅπως σημειώνεται στό ποίημα «Vox Synodalis»,19 πού προϋποθέτει τήν ἰσοτιμία μεταξύ τῶν ὁμοιοβάθμων. Ὅ.π, σ. 181 (Ποίημα: «Ἡ Δωρεά τοῦ Θεοῦ»). Γιά τήν «εὐχαριστιακή Ἐκκλησιολογία», βλ. Π. Βασιλειάδης, Lex Orandi (Μελέτες Λειτουργικῆς Θεολογίας), ἔκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 33 ὑποσ. 12. 18 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 81, 88, 100, 117, 138, 150, 200. 19 Ὅ.π, σ. 88 (Ποίημα: «Ἀργά καί μετά μέλους»). 16 17

- 90 -


Ὁ μοναχός, μέ τήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς κλήσης του,20 τήν αὐτοπαραίτηση ἀπό τά ἐγκόσμια καί τή σύνταξη μέ τά ὑπερκόσμια,21 κινεῖται σέ τροχιά ἐλευθερίας, φωτός καί χάριτος. «Τά Κελλιά μας. / (θά ἀναφέρει ὁ ποιητής), Ἔχουν φῶς / ἀντίθετα μέ τά κελλιά / τοῦ κόσμου. / Ἔχουν κι ἐλπίδα / καί μένουν ἀνοιχτά / χωρίς στό φάσμα τῆς ρυτίδας. / Δέν ἔχουν δεσμοφύλακα / καί τεντωμένα παραμένουν / στή φωνή τοῦ Λόγου»22. Οἱ πιστοί, ὡς μέλη τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, συμμετέχουν ἐνεργά στή λατρευτική πράξη καί καθίστανται «ἡ προσευχή τῶν ἀποντων» … «οἱ πλούσιοι ἐνδεεῖς τῆς μεσιτείας»23, ἀναπέμποντας παρακλητική ᾠδή, «μπροστά στήν Παμμακάριστο / γιά ὅσα τούς χειμάζουν»24. Ἡ Ἁγιότητα, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία καί τήν παράδοσή της. Δέ νοεῖται ἡ Ἐκκλησία μᾶς χωρίς αὐτήν καί τούς φορεῖς της. Τά ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων,25 οἱ Μάρτυρες, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι, οἱ περιπυστες εἰκόνες πού, μέ σεβασμό καί δέος, μνημονεύονται στά ποιήματα, δέν ἀποτελοῦν ἁπλά τμῆμα τῆς ἱστορικῆς πραγματικότητας τῆς Πόλης, δέ λειτουργοῦν μονάχα ὡς ἱερά κειμήλια, ἀλλά συνιστοῦν καί ὁρατές ἐκφράσεις τῆς ἐσχατολογικῆς πορείας τῆς Ἐκκλησίας. Διατρανώνουν παράλληλα τήν ἀπροσωποληψία τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους, ἐν γένει, ἐφόσον ὅλοι ἔχουν κληθεῖ «εἰς περιποίησιν σωτηρίας»26. Μέ ἀφορμή τίς λάρνακες πού βρίσκονται στόν Πατριαρχικό Ναό, ὁ Ἱεράρχης σημειώνει, σέ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του: «…Τρεῖς μυρωμένες κοιμοῦνται σέ λάρνακες τόν ὕπνο τῶν ἁγίων, στό κλίτος τό δεξί αἰῶνες κλώθοντας τή θέωση… Τρεῖς σφραγισμένες μέ τόμους καί μέ σκῆπτρα… κρατᾶνε σέ στάση πρόσκαιρης ταφῆς τοῦ χρόνου καί τοῦ θρόνου τό φανό,… μιά ρήγισσα, μιά μάνα, μιά ἁγία, ἡ Θεοφανώ, ἡ Σολομωνή κι ἡ Εὐφημία»27. Ὅ.π, σ. 237 (Ποίημα: «Τροχιά Μοναχοῦ»): «Βουλή Ὑψίστου, / ἐπίκληση χάριτος, / κένωση ὁρμῶν. / Τά εὔσημα δοχῆς...», Πρβλ. σελ 145 τό ποίημα: « Τό ''Σχῆμα'' ». 21 Ὅ.π, σ. 266 (Ποίημα: «Πρός Μοναχόν»): « Ἐσένα σκέφτομαι / … τόν ἀπόντα / ἀπό πάντα τα παρόντα, …/ τόν ὄντα / μέ τόν Πανταχοῦ Παρόντα...». 22 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 124 (Ποίημα: «Τά κελλιά μας»). 23 Ὅ.π, σ. 111 (Ποίημα: «Θεοτοκίο»). 24 Ὅ.π, σ. 133 (Ποίημα: «Vox Synodalis»). 25 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 37, 81, 97, 126. 26 Α΄ Θεσ. 5,9. 27 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 156 (Ποίημα: «Ἡ Εὐφημία, ἡ Θεοφανῶ, ἡ Σολομωνή»). 20

- 91 -


Ὁ ἀναίμακτος βωμός τοῦ Ἱεροῦ Θυσιαστηρίου πού καθαγιάζεται μέ τά ἱερά Λείψανα τῶν Ἁγίων Μαρτύρων, ἔρχεται νά ὑπενθυμίσει, μεταξύ ἄλλων, τήν αἰωνιότητα, τήν ἐσχατολογική προοπτική της Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτό καί δέν μετακινεῖται, ἐκτός ἀπό ἐξαιρετικά σπάνια περίπτωση, «ὅταν σέ ἀνελέητη περίσταση / ἀκούσει (ὁ ἱερέας) νἄρχεται (βοή) / ἀπό τήν κιβωτό τῆς χάριτος / σάν προσταγή λειψάνων, μέ τῶν «φυτῶν» τό ἀγκομαχητό, / πού τοῦ βωμοῦ κρατοῦν τό μυστικό / ἀπό τῶν ἐγκαινίων τό «εὐλογητό»28. Τά ποιήματα τοῦ Μητροπολίτου Πέργης κ. Εὐαγγέλου δίνουν τό στίγμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ὡς χώρου καί «χώρας», κραυγῆς29 καί σιγῆς30, μνήμης31 καί λήθης, συγχώρησης32 καί καταλλαγῆς, εἰρήνης καί ἐλπίδας33. Συχνά διατυπώνεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πρέπει νά στρέφεται μόνο στά πνευματικά καί ὑπερκόσμια, ἀγνοώντας τήν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως ὁ Φαναριώτης Ἱεράρχης δέν μπορεῖ νά ἐκλάβει μονοφυσιτικά34 - αἱρετικά, ἐάν θέλετε, τήν Ἐκκλησία, δηλαδή μόνο ὡς πνευματική κοινωνία πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν προβληματική τῆς καθημερινότητας, καί δέν ἔχει λόγο γιά τό θρησκευτικό φανατισμό καί τή μισαλλοδοξία, τήν καταδυνάστευση τῶν λαῶν, τήν πείνα, τούς πολέμους καί τόσα ἄλλα. Δέ μπορεῖ νά μήν ἀντιπαραβάλλει στήν ἀποχριστιανοποιημένη εὔθραυστη Ἑνωμένη Εὐρώπη, στή «νέα τάξη» τῆς παγκοσμιοποίησης, τήν παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν Οἰκουμενικότητά35 της36. Ὁ λόγος του, χωρίς νά φέρει πολιτικό χρωματισμό καί προσανατολισμό, φαντάζει ἀγωνιώδης γιά τά γενόμενα καί προβληματισμένος γιά τά μελλούμενα. Σέ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του σημειώνει:

Ὅ.π, σ. 232 καί ὑποσ. 1. (Ποίημα: «Τοῦ βωμοῦ τό μυστικό»). Ἀναφέρεται σέ περιστατικό τοῦ 1922 στήν Καισάρεια τῆς Μ. Ἀσίας, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος Πατάρων Μελέτιος διέσωσε τά ἱερά λείψανα τῶν «φυτῶν» τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοῦ ναοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μεταφέροντάς τα. 29 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 205 (Ποίημα: «Ἀπορία»). 30 Ὅ.π, σ. 39 (Ποίημα: «Μέ πέπλο Δειλινοῦ»). 31 Ὅ.π, σ. 107 & 116 (Ποιήματα: «Τραγούδι τῆς Γῆς» & « Fayum»). 32 Ὅ.π, σ. 196 (Ποίημα: «Ἐν τῷ Μορφοῦσθαι Δοῦλον»). 33 Ὅ.π, σ. 166 (Ποίημα: «Λειτανεῖες»). 34 Γ. Μαντζαρίδης, Παγκοσμιοποίηση καί Παγκοσμιότητα. Χίμαιρα καί ἀλήθεια, ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 113. 35 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 281 (Ποίημα: «Οἰκουμενισμός»). 36 Ὅ.π, σ. 293 (Ποίημα: «Πολιτισμός καί ἰδεολογία»). 28

- 92 -


«…Κρίμα, πού γιά τούς Εὐρωπαίους - πολιτισμέναι χῶραιἔμειναν μόνο δύο τρόποι γιά νάρθουν σ᾿ ἐπαφή μέ τό Θεό, νά νιώσουν καί ἀρχαῖοι, ὁ τρόπος τοῦ Ματζόρε κι ὁ τρόπος τοῦ Μινόρε….».37 Μέ ἀφορμή τή διατύπωση τοῦ Γιόχαν Φαρλάιντερ, ὑπουργοῦ τῆς Ἐθνικῆς Οἰκονομίας περί τό 1999 ὅτι: «Ἡ Ὀρθοδοξία ἀρχίζει ἐκεῖ πού τελειώνει ἡ Εὐρώπη», ἐπαναλαμβάνει σέ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του τή φράση του τότε Μητροπολίτη Αὐστρίας κυροῦ Μιχαήλ ὅτι αὐτό συμβαίνει διότι ἡ Εὐρώπη «δέν ἀντέχει στό φῶς»38 τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ κοινωνική ἀνισότητα, ἡ μισαλλοδοξία πού ἐπικρατεῖ στό παγκόσμιο στερέωμα τήν ἐποχή τῆς παγκοσμιοποίησης, δέν ἀναπαύουν τά «γεγυμνασμένα αἰσθητήρια» τοῦ ποιητῆ καί τόν ὠθοῦν νά γράψει τό «Ἰδεο-μόρφωμα». Ἕνα ποίημα πού συνδυάζει μέ μαεστρία τό λατρευτικό στοιχεῖο τῆς Ἀρτοκλασίας, μέ τίς πέντε ἠπείρους καί τά κοινωνικά δεδομένα, ὡς ἑξῆς: « Ἄσαρκο θά μείνει τ’ ὄνειρο γιά μιά κοινή Ἀρτοκλασία πάνω στή γῆ, ἄν ἡ ἰδέα δέν εὐλογηθεῖ ἀκριβοδίκαια ἀπό τῶν πέντε ἄρτων τήν εὐχή μέ πέρασμα γιά πέρα καί μέ μερίδα στόν καθένα σά ζύμη γιά νά πληθυνθεῖ δικαιοκριτικά, χωρίς νά μείνει «ἰῶτα ἕν» ἡ «παγκοσμιότητα», οὔτε καί ἁπλή ἐλπιδο-μήνυση ἡ «παγκοσμιοποίηση».39 Μεταξύ τῶν σημείων στά ὁποῖα ἑστιάζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ὁ σεβασμός τοῦ ἄλλου, τοῦ ξένου,40 τῆς θρησκευτικῆς του ἐλευθερίας καί 37 38 39 40

Ὅ.π, σ. 282 (Ποίημα: «Μουσότροφη Λατρεία»). Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 219 (Ποίημα: «Εὐρώπη καί Ὀρθοδοξία»). Ὅ.π, σ. 229 (Ποίημα: «Ἰδεο - μόρφωμα»). Ὅ.π, σ. 174 (Ποίημα: «Συμπόσιο»): «… Ἀντί τῆς ξενοτητος / τό ξενίζειν…». - 93 -


Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος


τῆς πολιτισμικῆς του ταυτότητας, ὅπως ἐπίσης καί ἡ διάθεση συγχώρησης καί καταλλαγῆς. Ὁ ποιητής γεννήθηκε, γαλουχήθηκε καί ἀνδρώθηκε, ὅπως σημειώσαμε, στήν Πόλη. Διακονεῖ καί ὑπηρετεῖ τό Μαρτυρικό Φανάρι καί, μολονότι δέν ἐγκλωβίζει τήν ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας καί τήν Ἐκκλησιαστική παράδοση σέ ἐθνικά σχήματα, -τά ὁποῖα, οὕτως ἤ ἄλλως, ὁδηγοῦν στήν ἀλλοτρίωσή της41-, δέ λησμονεῖ τά ἤθη καί τά ἔθιμα τῶν προγόνων του. Γνωρίζει καλά ὅτι οἱ Ρωμηοί δέν ξεχνοῦν τά ρημαγμένα μωσαϊκά42, δέν λησμονοῦν τούς ναούς πού μετατράπηκαν σέ τζαμιά, τίς βιαιοπραγίες καί τούς διωγμούς. Δέν ἀλλάζουν ὑπόσταση ὅπως ἄλλοι γιά νά ἐπιβιώσουν, στήν «πάλαι ποτέ» «Μυρίανδρο» Πόλη, μέ τούς «μουχλιασμένους» πλέον «μανδύες τῆς τιμῆς»44. Ἐπαναπροσδιορίζουν μόνο τή στάση45 τους καί πορεύονται, ὅσοι κι ἄν εἶναι46, λίγοι ἤ πολλοί, ἐπιδιώκοντας νά συνυπάρχουν ἁρμονικά μέ τόν ἄλλο47, τόν ἀλλόθρησκο, τόν πολιτισμικά διαφορετικό, διότι ἡ μοίρα «θέλει δεμένα τά χέρια τῶν Ἠπείρων μέσα στήν ἴδια Πόλη»48. Στό ποίημα τοῦ Μητροπολίτου Πέργης πού φέρει τόν τίτλο: «Γραφή καί Mensevi», σημειώνεται, μεταξύ ἄλλων, μέ τρόπο σαφῆ: « … Χριστιανοί καί Μουσουλμάνοι περιχωροῦνται θέλοντας καί μή ἀνάμεσα Γραφῆς καί Mensevi στή σκέψη τῆς ζωῆς τήν πρακτική. Κι ἄς πᾶν᾿ νά λεν᾿ οἱ πλάνοι»49. Μέσῳ τῆς συνύπαρξης αὐτῆς, παρά τήν πολιτισμική διαφοροποίηση50, «οἱ Ρωμηοί τῆς Πόλης, μοναδικοί της οἰκουμένης ὅλης»51, τά «στερνοπαίδια», Γ. Μαντζαρίδης, Ἡ ἐμπειρική Θεολογία στήν Οἰκολογία καί τήν Πολιτική, ἔκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 159. 42 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 50 (Ποίημα: «Ὑπόψαλμα στή Μονή Στουδίου»). 43 Ὅ.π, σ. 167 (Ποίημα: «Kalenderhane»). 44 Ὅ.π, σ. 25 (Ποίημα: «Ἡ Μυρίανδρος»). Πρβλ. σ. 99 (Ποίημα: «Στό Ρυθμό τῆς Σιγάλς»). 45 Ὅ.π, σ. 106 (Ποίημα: «Ἠθοπλαστικό»): ''Ἦταν Ρωμηός / καί μιλοῦσε ἑλληνικά. / Τόν ἐλέγανε Γιῶργο. / Δέν ἄλλαξε «ὑπόσταση» καί ἄλλαξε «στάση»''. 46 Ὅ.π, σ. 177 (Ποίημα: «Ρηματικό Ἀνθίβολο»). 47 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 98 (Ποίημα: «Σιλλέντιον»). 48 Ὅ.π, σ. 134 (Ποίημα: «Τ’ Ἀντικρινά»). 49 Ὅ.π, σ. 117 (Ποίημα: «Γραφή καί Mensevi»). 50 Ὅ.π, σ. 293 (Ποίημα: «Πολιτισμός καί ἰδεολογία»). 51 Ὅ.π, σ. 294 (Πρβλ. Ποίημα: «Οἱ ἐν τῇ Πόλει Ρωμαῖοι»). 41

- 95 -


μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς, «πιστοί καί ξωτικοί», βιώνουν τόν «ἡδύπικρο παλμό»52, τή χαρμολύπη, πού γεννᾶ ἡ χαμένη ὀμορφιά τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων, ἀλλά καί τό «ρωμέικο πεντάγραμμο»,53 ὅταν συγκρίνεται μέ ἐκεῖνο τῶν «ἀλλοτρίων». Στή συνείδηση τῶν ρωμηῶν τῆς Πόλης, ὅπως ἐκφράζεται στά ποιήματα τοῦ Μητροπολίτου Πέργης κ. Εὐαγγέλου, δέν ἔχουν θέση τά διλήμματα μετοικεσίας,54 δέν χωροῦν «ἀπ᾿ τούς παλιούς ξενητεμούς / οἱ κλάψες».55 Οἱ ρωμηοί τῆς Πόλης δέν κλαῖνε γιά χαμένα ἄψυχα πράγματα, μονάχα θλίβονται,56 ἀφουγκραζόμενοι τούς «θορύβους ἀπό τά κόκκαλα τῶν ἀλησμόνητων» / διότι ἐκεῖ κι «… οἱ πέτρες ὅλες εἶναι λειτουργημένες. Ἔχουν τή δική τους ἀξία, πού δέν εἶναι ἱστορική πιά. Εἶναι σάν τά λείψανα τῶν Ἁγίων πού θυμίζουν θάνατο, ἀλλά μυρίζουν ἀνάσταση».57 Σεβαστοί πατέρες, ἐκλεκτή ὁμήγυρις, Ὁ πολιός Ἱεράρχης τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, ὁ Μητροπολίτης Πέργης κ. Εὐάγγελος, τοπογραφεῖ, ὁμολογεῖ καί θεολογεῖ μέσα ἀπό τήν ποίησή του. Χωρίς νά θεωρεῖται αὐτοσκοπός ἡ συγγραφή θρησκευτικῶν ποιημάτων ἀπό μέρους του, πολλά ἀπό αὐτά κινοῦνται πρός τή συγκεκριμένη κατεύθυνση. Ἡ ἐμπειρία του ἀπό τό Ἱερό Θυσιαστήριο, ἡ θέα τῶν Ἱερῶν Λειψάνων τῶν Ἁγίων, ὁ λατρευτικός καί οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πού βιώνει ὁ ποιητής, ἐδῶ καί δεκαετίες, στό μαρτυρικό Φανάρι ἀπό τή μία, καί οἱ παραδόσεις τῶν Ρωμηῶν τῆς Πόλης, ἡ συνύπαρξή τους μέ τόν «ἀλλότριο» ἀπό τήν ἄλλη, τόν ὠθοῦν νά περιγράψει «ὅ ἀκήκοε, ὅ ἐώρακεν τοῖς ὀφθαλμοῖς … καί αἱ χεῖρες αὐτοῦ ἐψηλάφησαν»58. Ὁ ποιητής δέν ἐθελοτυφλεῖ μέ ὅσα βλέπει, ἀλλά καί δέν ὡραιοποιεῖ ὅσα περιγράφει. Ἀναπολεῖ τό ἔνδοξο παρελθόν, σκιαγραφεῖ τό παρόν καί ὀνειρεύεται τό μέλλον. Μέ σταυροαναστάσιμη διάθεση πού ἀντλεῖ ἀπό τό Χριστό καί τούς Ἁγίους, μέ ἕνα τόνο χαρμολύπης στό ὕφος του, σάν τήν πορεία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἐκφράζει, μεταξύ ἄλλων, τή βεβαιότητα ὅτι: http://fanarion.blogspot.gr/2013/04/blog-post_19.html. Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 91. 54 Ὅ.π, σ. 78 (Ποίημα: «Ρήματα ζωῆς»): « … Ἔχουμε πατρίδα κι εἶναι αὐτή. / Ποῦ νά φύγης καί νά πᾶς; / Καί τά κόκκαλα τῶν πεθαμένων; / Μείνετε ἐν ἐμοί καγώ ἐν ὑμῖν». 55 Ὅ.π, σ. 107 (Ποίημα: «Τραγούδι τῆς Γῆς»). 56 Ὅ.π, σ. 221 (Ποίημα: «Μαζί μέ τό σύννεφο»). 57 Κ. Στρατηγόπουλος (Πρωτ.), Τό σταυροδρόμι τῆς καρδιᾶς μου, ἔκδ. Φιλοκαλία, Ἀθήνα 2011, σ. 116. 58 Πρβλ. Α΄ Ἰωάν. 1, 1. 52 53

- 96 -


''Οἱ πόλεις τῆς χάριτος καί τῆς μοίρας τῆς καλῆς οὐδέποτε ἀπολλυνται, δέν ἀκουμποῦν στῆς μάνας γῆς τό χῶμα, γιά νά ταφοῦν,… Οἱ πόλεις τῆς χάριτος καί τῆς μοίρας τῆς καλῆς … γίνονται καί μέ τό χρόνο ἕνα καί μέ τόν κόσμο ἕνα,… «θρέμματα τῆς μνημοσύνης»59, ἔξω ἀπό τήν «πεδιάδα τῆς ταφῆς»60''.61

Ἀ. Κάλβος, Ἡ Λύρα. Ὁδ. Ἐλύτης, Ἄξιόν ἐστι, Ἆσμα β΄. 61 Ε. Γαλάνης (Μητρ.), ὅ.π., σ. 23 (Ποίημα: «Φέγγος Γῆς»). 59 60

- 97 -



Xπισκόπου Ρεθύµνης καί Αὐλοποτάµου ∆ιονυσίου, προτάσεις καί παρατηρήσεις ἐπί τοῦ Σχεδίου Καταστατικοῦ Νόµου εἰς τήν Uεράν Xπαρχιακήν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτn Xκκλησίας )ρχιµ. Νήφων Βασιλάκης ∆ρ. Kανονικοῦ ∆ικαίου ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ἡ παροῦσα μελέτη ἀποτελεῖ μία ἀναπάντεχη ἐξέλιξη ἐπιστημονικῆς ἔρευνας ἡ ὁποία τελικῶς ὅλως ἀπρόσμενα κατέληξε ὡς ἔχει. Βέβαια ἡ πολυσχιδής σχετική προσπάθεια σέ χῶρο ἱστορικό καί κανονικό συνάμα ἀποτέλεσε ἀφορμή γιά συγκρίσεις, διασταυρώσεις, τοποθετήσεις καί συνεχῶς ἀξιολογήσεις τοῦ ἱστορικοκανονικοῦ ὑλικοῦ, τό ὁποῖο πλούσια παρατίθεται καί δίδει δυνατότητα γιά περαιτέρω ἐνασχόληση καί εἰσέτι περισσότερα συμπεράσματα, ἀκαδημαϊκῆς, ἐκκλησιαστικῆς καί πρακτικῆς προελεύσεως ἤ σημασίας. Ὁφείλω νά εὐχαριστήσω τόν Θεό γιά τό συνολικό ἀποτέλεσμα τοῦ ἐγχειρήματος νά παρουσιάσω μέσα ἀπό ἕνα δεδομένο καί συγκεκριμένο κείμενο, τήν προβληματική ἀλλά καί τίς ἀντιλήψεις μιᾶς ὁλόκληρης φάσης κι ἐποχῆς, ἐξ ἐπόψεως κυρίως κανονικῆς θεωρίας καί νομίμου τάξεως. Θέλω νά εὐχαριστῶ πάντοτε καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, στό σημεῖο δέ αὐτό ἐπιθυμῶ νά μνημονεύσω ὁφειλετικῶς τόν ἀδελφό μου καί Διευθυντή τοῦ παρόντος ἐπισήμου Δελτίου, Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Πρόδρομον Ξενάκην, Ἀρχιγραμματέα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης γιά τήν τιμητική δι’ ἐμέ φιλοξενία σέ αὐτό τῶν ταπεινῶν κειμένων τῆς ἐλαχιστότητός μου. Τό Κανονικό Δίκαιο, τό δίκαιο τῶν ἱερῶν κανόνων, προσφέρει ἕναν σαφῶς τρόπο καί δρόμο θεωρήσεως, ἀντιλήψεως, ἀλλά καί ἐκθέσεως τῶν πραγμάτων, γεγονότων καί τῶν ὅσων ἐκκλησιαστικά καί ἄλλα πρόσωπα ἐκφράζουν βιωματικά, ἐπίπονα, θεσμικά καί χαρισματικά μέσα ἀπό τήν ἐφήμερη ζωή τους στόν αἰώνιο καί θαυμαστό ἐκκλησιαστικό χῶρο. Στίς σελίδες πού θά ἀκολουθήσουν πολλά θέματα κανονικοῦ ἐνδιαφέροντος θά ἑλκύσουν τήν προσοχή μας, ἁπλά δέν μπόρεσα νά ἀναφερθῶ σέ αὐτά ἐνδελεχῶς, ἐπειδή τά ἐμπεριεχόμενα νομοκανονικά στοιχεῖα ἀποφαίνονται πλούσια, εὐελπιστῶ σέ μελλοντικά κείμενα τά βέλτιστα. - 99 -


Ἡ σταθερότητα τῆς τάξεως, κανονικῆς κι ἐκκλησιαστικῆς, οἱ ἐναλλαγές καί τό εὐμετάβλητο τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων καί πραγμάτων, φαντάζουν ρεαλιστικά προσιτές γιά τό νοῦ, μά καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας, ἑπομένως καί τήν δική μας ζωή. Εὐελπιστῶ ἡ τελική γεύση ἀπό τήν ἀνάγνωση νά εἶναι γλυκιά, ὅσο κι ἐπωφελῆ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Ὁ Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης και Αὐλοποτάμου Διονύσιος1 ἐκδίδει2 τό 1903 στην Ἀθήνα καί δημοσιεύει βιβλίο του μέ τίτλο «Ὁ Λόγος τῆς Α. Σεβασμιότητος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ἁγίου Κρήτης κυρίου κυρίου Εὐμενίου, κατά τήν 20 Ὀκτωβρίου 1902 ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Συνόδου ἀπαγγελθείς και Ἱεροί Κανόνες, πρός δε ἐν τέλει καί τό περί ἀποκαταστάσεως εἰς ἐνοριακά τῶν ἐν Κρήτῃ Σταυροπηγιακῶν λεγομένων Μονῶν Πατριαρχικόν και Συνοδικόν σιγγιλιώδες Γράμμα». Τό βιβλίο ξεκινᾶ μέ τό ὑπ’ ἀριθ. Πρωτ. 712 καί Διεκπ. 494, ἐπίσημο ἔγγραφο τῆς Ἐπισκοπῆς Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, τῆς ὁποίας ἄνω τῆς ἐπιγραφῆς τίθεται τό δισύλλαβο «ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ». Τό ἐν λόγῳ βιβλίο ἀπευθύνεται πρός τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, φέρει ἡμερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1902 καί ὑπογράφει «Μετά τοῦ προσήκοντος σεβασμοῦ καί τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης ἐλάχιστος Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος». Ξεκινάει μέ ἀναφορά σέ ἐγκύκλιο τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου* Σχετικά μέ τό βίο τοῦ Διονυσίου βλ. ἐνδεικτικά ΤΡΟΥΛΗ Μ., Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ΝΧΚ 33 (2014) 10-19. 2 Στό τυπογραφεῖο Παρασκευά Λεωνή. * Ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Εὐμένιος, κατά κόσμον Νικόλαος Ξηρουδάκης γεννήθηκε τό ἔτος 1850 στήν Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Κατόπιν ὑπηρέτησε ὡς δάσκαλος στά Σφακιά, ἀπό ὅπου ἀναφέρεται ὅτι εἶχε καταγωγή. Ἐν συνεχείᾳ διετέλεσε Σχολάρχης στά Χανιά. Κατά τό ἔτος 1880 διδάσκει στήν Θεολογική Σχολή τῆς Χάλκης. Πατριαρχεύοντος Ἰωακείμ τοῦ Γ´ τοῦ Μεγαλοπρεπούς, τό ἔτος 1886 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λάμπης καί Σφακίων. Δικό του ἔργο ἡ δημιουργία τῆς Ἱερᾶς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τό 1898 ἐξελέγη Μητροπολίτης Κρήτης ὡς Εὐμένιος ὁ Β΄, διαδεχόμενος τόν Τιμόθεο Καστρινογιαννάκη. Τήν ἐκλογή ὅμως δέν ἀναγνώρισε ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, ὁ τότε σύμβουλος τῆς Δικαιοσύνης τῆς Κρήτης. Αἰτία τό γεγονός τῆς ἐκλογῆς τοῦ Εὐμένιου ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐπί Πατριαρχίας Κωνσταντίνου Ε’ καί ὄχι ἀπό τόν κρητικό λαό. Ἐπίσης ἐπειδή ἡ ἐνθρόνιση κι ἐγκατάστασή του ὁριζόταν ἀπό φιρμάνι τοῦ Σουλτάνου. 1

- 100 -


(1850 - 1920) πρός τούς Ἐπισκόπους Κρήτης, ἡ ὁποία τόν ἔκανε νά ἐλπίζει «ὅτι ἔληξεν ἤδη πᾶς ἀγών, καί πᾶσα προκλητική συζήτησις…ὅτι θά διεξήγητο ὁμαλῶς καί πᾶν θέμα βάσιν ἔχον τούς ἱερούς τῆς Ἐκκλησίας κανόνας…πρό παντός, ὅτι ὁ ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς ἱερᾶς ταύτης Συνόδου, κατά τήν 20 Ὀκτωβρίου, Λόγος τῆς Ἀ. Σεβασμιότητος τοῦ Προέδρου, ὁ ἐνέχων πολλά τά σπέρματα τῆς διαστάσεως, δέν θά ἐξήρχετο τῆς αἰθούσης τῶν συνεδριῶν…ὅτι ὁ Λόγος ἐκεῖνος δέν ἐστηρίζετο ἐν τοῖς πλείστοις ἐπί τῶν ἱερῶν κανόνων, ἀλλ’ οὐδέ ἐπί τῆς ἀκριβείας τῶν γεγονότων»3. Μέ αὐτά τά λόγια ὁ Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος ἐκφράζει γραπτῶς καί δημοσίᾳ τήν κριτική του πρός τόν Μητροπολίτη Κρήτης Εὐμένιο, ἐπειδή δημοσίευσε ἐγκύκλιο περιέχουσα προκλητικές συζητήσεις, μάλιστα παρά τά ὅσα ὁρίζουν οἱ ἱεροί κανόνες τῆς Ἐκκλησίας. Θεωρεῖ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου κατά τήν ἔναρξη τῆς Συνοδικῆς Συνεδρίας τῆς 20ης Ὀκτωβρίου 1902 δέν ἔπρεπε νά ἐξέλθῃ τῆς Συνοδικῆς αἰθούσης, ἐπειδή περιείχε σπέρματα διαμάχης καί ἀνακρίβειες. Διαπιστώνει, ἐπιπλέον, τήν ἔλειψη κανονικῆς στήριξης τοῦ ἐν λόγῳ Λόγου τοῦ Μητροπολίτου. Σαφῶς διαφαίνεται καί σέ ὅσα ἀκολουθοῦν τό κοινό ἐνδιαφέρον τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης και τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης γιά τήν κανονικότητα και τήν σπουδαιότητα τῆς κανονικῆς παραδόσεως, ὡς βάσης μάλιστα ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζονται λόγοι καί πράξεις μέ σπουδαῖο περιεχόμενο γιά τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Τό πρῶτο κεφάλαιο ἀφορᾶ τήν ἱστορικοκανονική τοποθέτηση τῶν γεγονότων, τά αἴτια ἀποστολῆς προτάσεων καί παρατηρήσεων ἀπό τόν ἘπίἩ Κρήτη τότε ὑπό τήν κηδεμονία τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ὅδευε πρός αὐτονομία. Ἔτσι δημιουργήθηκε τό λεγόμενο Μητροπολιτικό ζήτημα, πού ρυθμίστηκε τελικῶς μέ τό Νόμο 276/1900 τῆς Κρητικῆς Πολιτείας, ὁπόταν ὁ Ε. Βενιζέλος ἀναγκαστικά ἀναγνώρισε τόν Κρήτης Εὐμένιο. Ὁ Εὐμένιος χαρακτηρίζεται ὡς ἀντιβενιζελικός διότι τό ἔτος 1916 λαμβάνει θέση ἀρνητική στό κίνημα τῆς Ἐθνικῆς Ἄμυνας. Ἡ κυβέρνηση τοῦ Βενιζέλου τόν συνέλαβε, τόν ἐκθρόνισε (φαίνεται ἀπίθανο νά τόν καθαίρεσαν, ὅπως γράφεται) ἀντικανονικά (ἐπί τό ὀρθότερον κι ὄχι παράνομα ὅπως γράφουν, ἀφοῦ ἡ κυβέρνηση σχεδόν πάντοτε εἶναι νόμιμος), καθώς αναφέρεται καί τόν ἐξόρισε στή Χίο, ὅπου ἀπέθανε τήν 1 Ἀπριλίου 1929. 3 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, Ὁ Λόγος τῆς Α. Σεβασμιότητος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ἁγίου Κρήτης κυρίου κυρίου Εὐμενίου, κατά τήν 20 Ὀκτωβρίου 1902 ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Συνόδου ἀπαγγελθείς καί Ἱεροί Κανόνες, πρός δέ ἐν τέλει καί τό περί ἀποκαταστάσεως εἰς ἐνοριακά τῶν ἐν Κρήτῃ Σταυροπηγιακῶν λεγομένων Μονῶν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν σιγγιλιώδες Γράμμα, Ἐν Ἀθήναις 1903, 3. - 101 -


σκοπο Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιο. Ἐμπεριέχονται σέ αὐτό τά θέματα διαστάσεως τῶν ἀπόψεων μεταξύ Διονυσίου Ρεθύμνης καί Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου, ὁ χρόνος τῆς ἰσχύος τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου, οἱ πέντε ἀποφάσεις τῆς Α' Κρητικῆς Βουλῆς καί ἡ γνωμοδότηση σχετικῶς πρός τήν μονιμότητα τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Τό δεύτερο κεφάλαιο περιλαμβάνει περί τῆς Νομοθετικῆς ἐξουσίας καί τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Ἡ Νομοθετική ἐξουσία ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ζητήμασιν και ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου στήν σύμβαση μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πρίγκηπος Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ εἶναι σχετικές του ὑποενότητες. Τό τρίτο κεφάλαιο φέρει τόν τίτλο ἐπισκοπές, ἐπίσκοποι, ἱεροκήρυκες καί ἀποτελεῖται ἀπό τό περί διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ νόμου, τά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου καί τό περί ἱεροκήρυκος ἤ βοηθοῦ τῶν ἀρχιερέων ζητήματα. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος, τό θέμα στό τέταρτο κεφάλαιο, μέ ἐπιμέρους θέματα τίς ἀρμοδιότητες καί τά καθήκοντα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, τό χρόνο συγκλήσεως τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου καί τήν ἐξουσία τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου. Τέλος, εἰς τό πέμπτο κεφάλαιο βλέπουμε εἰδικά θέματα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, δηλαδή Διοικητικά θέματα, Δικαστήρια κληρικῶν καί δικαστική διαβάθμιση, τήν κανονικότητα καί ἡ ἀνάγκη τῶν χειροτονιῶν, τήν κανονική σχέση Ἐπισκόπων καί Μητροπολίτου, τή διάλυση τῶν Μονῶν, τό διορισμό τῶν Ἡγουμένων, οἰκονομικά θέματα, τήν ἐπιτροπεία ἐποπτείας καί διαχειρίσεως τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν, τήν διαχείριση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας, τήν οἰκονομική κατάσταση τοῦ κλήρου, ἱερατικά καί μοναστηριακά ταμεῖα, τά Ἱεροδιδασκαλεῖα, τό ἕνεκα κακουργήματος λόγου διαζύγιον, τίς Σταυροπηγιακές Μονές καί τήν Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόφαση τοῦ ἔτους 1769. Ἀκολουθεῖ ὁ ἐπίλογος, ἡ ἐνδεικτική βιβλιογραφία, κατάλογος περιεχομένων καί συντομογραφίες. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’ ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΑΝΟΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ 1. Αἰτία ἀποστολῆς προτάσεων καί παρατηρήσεων. Φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος θεωρεῖ τήν κανονική βάση καί τάξη4 ἀπαραίτητη γιά κάθε συζήτηση 4

Ἡ ἐκκλησιαστική ὀργάνωση «βασίζεται ἐπί κανονικῆς τάξεως, ἀναγκαίας καί - 102 -


καί πράξη, ἐνώ καταφαίνεται ἀμέσως καί ἡ διάσταση τῶν ἀπόψεων του ἀπό ἐκείνες τοῦ Κρήτης Εὐμενίου, καθώς καί ἡ διαφωνία του ἐπειδή ἀπέστειλε ὁ Κρήτης σχετικό Λόγο του σέ πολίτες καί πολιτικούς, δημοσιεύοντάς τον παρόλο πού περιείχε τήν αἰτία ἤ τίς ἀφορμές τῆς διαστάσεως τῶν ἐπί Συνοδικῶν θεμάτων μεταξύ τους ἀπόψεων5. Κατόπιν, καθώς γράφει ὁ Διονύσιος περίμενε μερικές ἑβδομάδες μέ τήν ἐλπίδα ὅτι ὡς Ἐπίσκοπος θά ἐλάμβανε κι ἐκείνος ἕνα ἀντίτυπο γιά νά μελετήσει τά διατυπούμενα θέματα, ἀλλά ποτέ δέν ἔλαβε μηδένα. Δέν ἔλαβε ἀντίτυπο καί ἀπό τούς ἄλλους Ἐπισκόπους, ὅταν τούς ζήτησε, ὄχι γιά λόγους ἀπροθυμίας μηδέ γιά κανέναν ἄλλο λόγο, διότι ἁπλά κι ἐκείνοι δέν τό εἴχαν λάβει, ὁπότε ἀναγκαστικά «ἀπετάθην εἰς φίλον ἐνταῦθα» προκειμένου νά λάβει «παρ’ αὐτοῦ τό εἰς τάς χεῖρας αὐτοῦ περιελθόν ἀντίτυπον», καθώς ὁ ἴδιος μέ πικρία ἀναφέρει ἐγγράφως. Ἀφοῦ μελέτησε διεξοδικά τό ληφθέν ἀντίτυπο, γράφει ὅτι δυστυχῶς τό περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου ἦταν τέτοιο ὥστε ἧτο ἀδύνατον νά μήν ἀπαντήσει γραπτῶς. Αἰτιολογεῖ τήν ἀπάντησή του λέγοντας ὅτι ὡς Μέλος τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας καί ὁ ἵδιος, ἔχει τό νόμιμο καί κανονικό δικαίωμα ὡς Ἐπίσκοπος νά ἐκφέρει γνώμη καί ψῆφον, ἀνάλογα μέ τό συζητούμενο Συνοδικῶς θέμα, καί εἰς τήν παροῦσα περί τῆς κανονικότητος τοῦ ἐν ἰσχύ συστήματος διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, καί περί τῆς ὀρθότητος τῶν προβαλλομένων προτάσεων γιά τήν διόρθωση τῶν κακῶς ἐχόντων6. Θεώρησε κατόπιν ἐπιβεβλημένο καθῆκον του νά ὑποβάλει ἐγγράφως εἰς τήν Ἱεράν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας τίς σκέψεις του καί ὅσα σχετικῶς πρός τόν ἐν λόγῳ Λόγον τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου Αὐτῆς, Μητροπολίτου Ἁγίου Κρήτης Κυρίου Κυρίου Εὐμενίου μελέτησε, προκειμένου νά ζητήσει «τήν ἐπ’ αὐτῶν κρίσιν Αὐτῆς».

ἀπαραιτήτου δι’ αὐτήν τήν ἐπί τῆς γῆς ὕπαρξιν καί συντήρησιν τῆς Ἐκκλησίας», ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ Ἀ., Τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Θ 18 (1940) 29. 5 «Δυστυχῶς αἴφνης καί παρ’ ἐλπίδα ἔμαθον ὅτι εἶχεν ἐκδοθῆ τύποις ὁ Λόγος ἐκεῖνος, καί εἶχεν ἤδη ἀποσταλῆ πρός πολίτας ἰδιώτας καί πολιτευομένους ἔν τε Ρεθύμνῃ καί ἐν Χανίοις», ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 3. 6 «δυστυχῶς τό περιεχόμενον ἦτο τοιοῦτον, ὥστε ... ἧτο ἀδύνατον νά μήν ἀπαντήσω. Μέλος ὤν κἀγώ τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας ἐλάχιστον, καί δικαιούμενος νά διαφέρω ψῆφον κἀγῶ, ἀναλόγως τῶν ἀσθενῶν μου δυνάμεων, οὐ μόνον περί τῆς κανονικότητος τοῦ διέποντος, σήμερον τά καθ’ ἡμᾶς συστήματος, ἀλλά καί περί τῆς ὀρθότητος τῶν προβαλλομένων προς ἀνόρθωσιν τῶν ὅπως δήποτε κακῶς ἐχόντων», ὅ.π. - 103 -


Ἑπομένως, αἰτία τῆς ἀποστολῆς προτάσεων καί παρατηρήσεων τοῦ Ρεθύμνης Διονυσίου, ὅσα δημοσίευσε ὁ Κρήτης Εὐμένιος σέ ἐγκύκλιο πού ἀπέστειλε σέ ἄρχοντες ἐν ἀγνοίᾳ τῶν Ἐπισκόπων τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, γιά τήν βελτίωση καί τροποποίηση τῶν διοικητικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐν Κρήτῃ πραγμάτων, σύμφωνα μέ τούς νόμους τῆς Πολιτείας και τούς ἱερούς κανόνες τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2. Θέματα διαστάσεως ἀπόψεων μεταξύ Διονυσίου Ρεθύμνης καί Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου. α. Ὁ χρόνος τῆς ἰσχύος τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ Διονύσιος «ἡ Ἀ. Σεβασμιότης λέγει, ὅτι ὁ Καταστατικός νόμος ἐκηρύχθη ὑπό τῆς Α' Κρητικῆς Βουλῆς ὡς προσωρινός μόνον ἰσχύων, ἤτοι μέχρι τῆς προσεχοῦς Β’ Κρητικῆς Βουλῆς»7, ἀλλά ἐκεῖνος «Ἐρωτήσας μέλη τῆς Α' Κρητικῆς Βουλῆς οὐδεμίαν τοιαύτην πληροφορίαν» ἔλαβε καί ἐν συνεχεία «Ἐρευνήσας τά Πρακτικά τῆς Κρητικῆς ἐκείνης Βουλῆς οὐδεμίαν τοιαύτην ἀπόφασιν» δέν συνάντησε ἐνῶ ἀντιθέτως βρήκε «ἐψηφισμένας τροποποιήσεις τοῦ νόμου ἐκείνου, αἵτινες μαρτυροῦσι τήν κατά τά λοιπά ἐπικύρωσιν τοῦ νόμου…Νόμος δέ, οἷος ὁ ἡμέτερος, ἐν μέρει τροποποιηθείς, ἠδύνατο νά ἐκληφθῇ κατά τά λοιπά ὡς θεωρηθείς καλῶς ἔχων. Ὅτι δέ ὁ Καταστατικός νόμος δέν εἶναι νόμος προσωρινός, ἀλλά νόμος μόνιμος πλέον, δηλοῖ καί τό ἐκδεδομένον ὑψηλόν Ἡγεμονικόν Διάγγελμα τῆς 31Αὐγούστου 1901…Ἐκ τούτων σαφῶς ἐξάγεται ὅτι ὁ Καταστατικός νόμος, ὄχι μόνον προσωρινῶς ἰσχύων δέν ἐκηρύχθη, ἄλλά τοὐναντίον καί διά τῶν γενομένων τροποποιήσεων ὑπό τῆς Βουλῆς, καί διά τοῦ ἀνωτέρω Ὑψηλοῦ Διατάγματος θεωρεῖται ἔχων διαρκή ἰσχύν»8. Τό ἐν λόγῳ Διάγγελμα ἀνέφερε «Θεωρῶ ἀναγκαῖον να γνωρίσω ὑμῖν κ.κ. Σύμβουλοι καί εἰς τάς λοιπάς ἀρχάς καθώς καί εἰς τόν Κρητικόν λαόν, ὅτι τούτων μη κυρωθέντων θά ἐξακολουθῶσι νά ἰσχύωσιν οἱ περί τῶν αὐτῶν ἀντικειμένων σχετικοί καί δυνάμει τοῦ ἄρθρου 111 τοῦ Συντάγματος καταρτισθέντες νόμοι, ὅπως θά ἰσχύωσιν ἐπίσης καί πάντες οἱ λοιποί, οἱ οὐδαμῶς ὑπό τῆς Βουλῆς θιγέντες»9. Συμπερασματικά ἀναφέρει ὅτι ἡ ἀρχική πηγή τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου «εἶναι αὐτή ἡ ὑπογεγραμμένη σύμβασις μεταξύ τοῦ ἀνωτάτου ἄρχοντος τῆς Κρητικῆς Πολιτείας καί τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας»10. Ὅ.π. Ὅ.π. 5. 9 Ἐπίσημος Ἐφημερίς τῆς Κρητικῆς Πολιτείας ἔτος Β’, Ἀριθ. 65, τεῦχος Α’. 10 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 6. 7 8

- 104 -


β. Οἱ πέντε ἀποφάσεις τῆς Α’ Κρητικῆς Βουλῆς. Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος ἀρχίζει νά ἀνασκευάζει καί νά ἀπαντάει σέ ὅσα ὁ Κρήτης Εύμένιος ἔγραψε και παρατηρεῖ ὅτι «Ἡ κατ’ Αὔγουστον τοῦ σωτηρίου ἔτους 1901, λέγει ἡ Ἀ. Σεβασμιότης, συνελθοῦσα Ἱερά τῶν θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων Ἐπαρχιακή Σύνοδος εἶχε περιορισθῆ εἰς τό ν’ ἀπορρίψῃ συλλήβδην τάς γνωστάς ἐκείνας πέντε τῆς Α’ Κρητικῆς Βουλῆς ἀποφάσεις, δι’ ὧν, παρά τήν ἀκροτελεύτιον τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου διάταξιν ἐτροποποιεῖτο μονομερῶς ὑπό μόνης τῆς Πολιτείας ὁ Καταστατικός Νόμος»11. Ἀλλά ὁ Διονύσιος ἀπαντάει σχετικῶς διορθώνοντας καί γράφοντας ὅτι «ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Σύνοδος δέν εἶχεν ἀπορρίψει συλλήβδην τάς πέντε ἀποφάσεις τῆς Κρητικῆς Βουλῆς, διότι οὐδέ εἶχε συζητήσει ταύτας. Ἔχουσα ὑπ’ ὄψει ἀφ’ ἑνός μέν σύμβασιν ἐπίσημον μεταξύ τῆς Κρητικῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας, ἐπί τῆς ὁποίας ἐστηρίχθη ἡ σύνταξις τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, κατά τήν ὁποίαν ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος αὕτη, ἐν συνεργασίᾳ πρός τήν Κρητικήν Πολιτείαν, ἐδικαιοῦτο νά κανονίσῃ τά κατά τήν ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίαν, προσέχουσα ἁπλῶς ἵνα αἱ ἀποφάσεις αὐτῆς περιστρέφωνται ἐντός τῶν ὁρίων, ἅτινα καθορίζουσιν οἱ ἱεροί κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν ἁγιωτάτων Συνόδων, καί τά δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό Ἐκκλησιαστικόν καί Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου ἡμῶν Ἐκκλησίας, σαφῶς διδάσκον ὅτι Νομοθετική ἐξουσία ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ εἶναι ἡ Σύνοδος, καί ὅτι ἡ συμμετοχή τῆς Πολιτείας εἰς τό νομοθετικόν ἔργον τῆς Ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον τοῦτο δέν ἐξέρχεται τῶν διαγεγραμμένων ὁρίων τῆς κανονικῆς Ἐκκλησιαστικῆς δράσεως, συνίσταται εἰς τό νά περιάπτῃ εἰς ἀποφάσεις ἐκείνας τῆς Ἐκκλησίας, τοιαύτας οὔσας, τό κύρος νόμων, ἠθέλησε νά καθορισθῇ πρότερον τό ζήτημα τοῦτο, καί ἀπεφῄνατο συμφώνως τοῖς ἀνωτέρω, ὅτι νομοθετική ἐξουσία ἐν τοῖς Ἐκκλησιαστικοῖς δέν δύναται νά εἶναι ἡ Βουλή ἀλλ’ ἡ Σύνοδος καί ὁ Ἡγεμών. Τήν ἀπόφασιν ταύτην ἠδύνατο νά ἐφεσιβάλῃ ἡ Πολιτεία ἐνώπιον τῆς ἐν Κων)πόλει ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Συνόδου, οὐχί δέ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πρόεδρος, ὅστις εἶχε συνυπογράψει ἄνευ ἀντιρρήσεως ἐν τῷ σχετικῷ Πρακτικῷ τῆς Συνόδου, καί τότε ἡ Πολιτεία καί ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος θά περιεμένομεν τήν ἀπόφασιν τῆς Μητρός Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ κατ’ ἀρχήν τεθέντος ἐκείνου Κανονικοῦ ζητήματος»12.

11 12

Ὅ.π. Ὅ.π. 6-7. - 105 -


Σύμφωνα μέ ὅσα γράφει13 ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος ὁ Κρήτης Εὐμένιος ἀπέστειλε μέν πρός τήν Α.Θ. Παναγιότητα τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη σκέψεις καί κρίσεις «ἐκ τῶν βουλευτῶν καί ἄλλων ἀνδρῶν…ἵνα προσηκόντως καί ὀρθῶς ἐκτιμήσῃ τήν κατάστασιν τῶν ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων», ἀλλά προσθέτει ὅτι «Δυστυχῶς ἡ Α. Σεβασμιότης δέν ἐφρόντισε νά περισυλλέξῃ γνώμας ἀνδρῶν εἰδικῶν, δυναμένων ν’ ἀποφῄνωνται γνώμην ἐπί τῆς κανονικότητος ἤ μή τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου καί τῶν ὁποίων ἡ διαγνώμη ἠδύνατο νά διαφωτίσῃ περί τοῦ ζητήματος οὐ μόνον τήν Κρητικήν Πολιτείαν ἀλλά καί τήν Ἐπαρχιακήν ταύτην Σύνοδον, καί τούς κυρίους πολιτευτάς, ἀλλ’ ἐζήτησε τήν γνώμην ἀνδρῶν μηδεμίαν εἰδικότητα ἐχόντων ἐπί τῶν κανονικῶν ζητημάτων, καί δή ἀνδρῶν καί πολιτευτῶν, οὐχί διαφόρων ἀποχρώσεων ἀλλά μιᾶς. Ὑπάρχουσιν ἐν τούτοις νομικοί καί δή νομικοί ἐπ’ ἴσης ὑπερόχου ἀξίας, οἵτινες ἀλλοίαν ὅλως ἀποφαίνονται ἐπί τοῦ προκειμένου γνώμην». Ὁ σχολιασμός ὅτι ἄσχετα ἤ ἀκατάλληλα πρόσωπα μπορεῖ νά διαχειρίζονται ἀναρμόδια ἐξουσίες, μέ εὐρύτερες συνέπειες, δέν μπορεῖ νά ἀπουσιάσει, καθώς στήν ἱστορία ἐτάφησαν μεταφορικῶς ζωντανά γιγαντιαῖα ἀναστήματα ποικίλης εἰδικότητας, μηδέ τῆς ἐπί τῶν κανονικῶν ζητημάτων ἐξαιρουμένης. Μελέτες ἐπί τῶν ὑπαρχόντων ἐγχειριδίων ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου δείχνουν ἄλλοτε παντελή ἄγνοια τῶν θεολογικῶν γραμμάτων ἀπό νομικούς ἤ πολιτικούς ἄνδρες ἐχόντων λόγο καθοριστικό σέ ἀποφάσεις, ὅπου ἡ θεολογική θεώρηση τῶν ἱερῶν κανόνων ἐτέθη ἐκτός. Δηλαδή ἐνῶ ὁ Μέγας Βασίλειος καί πολλοί ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες, συντάκτες καί ἐπικυρωτές ἐν Συνόδῳ Οἰκουμενικῇ καί Τοπικαῖς, τῶν ἱερῶν κανόνων, γνώριζαν καλῶς τόν ἱαματικό καί σωτηριολογικό σκοπό τῶν ἱερῶν κανόνων, οἱ αἰῶνες μετά ἀπό ἐκείνους λησμόνησαν ἤ ἀγνόησαν αὐτό κι ἔμειναν στή δικανική, νομικιστική καί τιμωρητική μόνο πλευρά τους, σαφῶς ἐσφαλμένως ἀκόμη καί ἐξ ἐπόψεως παιδαγωγικῆς. γ. Γνωμοδότηση σχετικῶς πρός τήν μονιμότητα τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Στήν συνέχεια ὁ Διονύσιος παραθέτει14 ἑνός ἐγκρίτου καί ἀναμφισβήτου ἀναγνωρίσεως νομικοῦ τήν γνωμοδότηση σχετικῶς πρός τήν μονιμότητα τοῦ ἐν λόγῳ Καταστατικοῦ Νόμου, ἀναφέροντας μεταξύ τῶν ἄλλων «…οἱ ἐντός τῆς πρώτης διετίας τεθέντες νόμοι εἰσί νόμοι ὁριστικοί, δυνάμενοι μόνον διά νέου νόμου νά τροποποιηθῶσιν, οὐδεμία ἀμφιβολία δύναται νά 13 14

Ὅ.π. 7. Ὅ.π. 8. - 106 -


ἐγερθῇ περί τοῦ κύρους τοῦ Καταστατικοῦ νόμου…ὁ Καταστατικός νόμος, εἶναι νόμος ἔχων κῦρος ἀδιαμφισβήτητον καί ὡς τοιοῦτος δέν δύναται νά τροποποιηθῇ, εἰμή καθ’ ὅν τρόπον αὐτός οὗτος ὁρίζει, ἤτοι, συναινέσει τῆς Ἱερ. Συνόδου Κρήτης…ἡ κύρωσις τῶν τροποποιήσεων, οἵας ἐπέφερεν εἰς τόν Καταστατικόν νόμον ἡ Βουλή, ἄνευ συνεναίσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης, ἀποτελεῖ κατάφωρον ἀθέτησιν τοῦ Καταστατικοῦ νόμου, καί παραβίασιν προφανή τῶν δικαιωμάτων, ἅτινα διά τοῦ Συμβατικοῦ τούτου νόμου ἀνεγνωρίσθησαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν. -Ὅτε ἐδημοσιεύθη ἡ κύρωσις τῶν ὑπό τῆς Βουλῆς γενομένων τροποποιήσεων τοῦ Καταστατικοῦ νόμου, διεδόθη δια τοῦ τύπου ὅτι αἱ τροποποιήσεις αὗται ἐκυρώθησαν μόνον ἀφ’ οὗ ἐζητήθη καί ἐδόθη ἡ συγκατάθεσις τοῦ Πατριάρχου... ἄν τοῦτο εἶναι ἀληθές ἡ κύρωσις τῶν τροποποιήσεων τούτων δέν ἔπαυεν ἀποτελοῦσα ἀχαρακτήριστον καταπάτησιν τῶν ἀνεγνωρισμένων δικαιωμάτων τῆς Ἐκκλησίας». Ὀρθῶς ὁ Διονύσιος παραθέτει τήν γνώμη ἔγκριτου νομικοῦ, ἀντί νά ἐκφράσει δική του διαγνώμη περί τοῦ νόμου, ἀφοῦ ὑπάρχει εἰδική ἐπιστήμη καί εἰδικοί ἐπιστήμονες γιά να ἀποφανθοῦν. Δέν στηρίζεται στήν αὐθεντία, μολονότι μπορεῖ, ἀλλά στήν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. Ἡ στάση τοῦ Ρεθύμνης πρός τά ἀναγνωρισμένα δικαιώματα τῆς Ἐκκλησίας ἐκπληκτική, ἀφοῦ ἀντιδρᾶ μέ τρόπο δυναμικό καί ἔννομον σέ ἐνδεχόμενη καταπάτησή τους. Καταγγέλει τήν κατάφωρη ἀθέτηση τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου καί ἀπαιτεῖ τήν κατά νόμον ἀναγνωρισμένη συναίνεση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης ἐπί τροποποιήσεων τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Ὑποστηρίζει, ἔχοντας καί τήν γνωμοδότηση ἔγκριτου νομικοῦ, ὅτι ὁ Καταστατικός Νόμος ἔχει κῦρος ἀναμφισβήτητο. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 1. Νομοθετική ἐξουσία ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ζητήμασιν. Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος γιά τήν Νομοθετική ἐξουσία ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ζητήμασιν δέν δέχεται ὅτι ἀσκεῖται ἀπό τή Βουλή ἁπλῶς, ἀλλά μόνο μετά ἀπό συνεννόηση καί μόνο μετά ἀπό συμφωνία μέ τήν Ἱερά Σύνοδο Κρήτης μποροῦν οἱ πολιτικοί ἄνδρες νά προβοῦν σέ τροποποιήσεις τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Χωρίς τήν ἔγκριση καί ἄνευ συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Πολιτεία δέν μπορεῖ νά νομοθετήσει στή Βουλή τίποτα σχετικό πρός τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα τῆς Κρήτης. Καί αἰτιολογεῖ τήν παραπάνω θέση γράφοντας15 ὅτι ἡ Βουλή δέν «ἐδι15

Ὅ.π. 9. - 107 -


Ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Εὐμένιος (Ξηρουχάκης), Ἀρχιεπισκοπικόν Μέγαρον


καιοῦτο νά ἐπιληφθῇ τροποποιήσεων τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου, χωρίς προηγουμένως νά συνεννοηθῇ περί τῶν τροποποιήσεων τούτων ἡ Κυβέρνησις μετά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης, καί μείνωσιν ἀμφότεροι σύμφωνοι ἐπ’ αὐτῶν...ἔπρεπε πάντως ἐν τῷ Διατάγματι, τῷ κυροῦντι τάς τροποποιήσεις ταύτας, ν’ ἀναφέρηται τοὐλάχιστον ὅτι αὗται ἐνεκρίθησαν προηγουμένως ὑπό τῆς Ἐκκλησίας.-Ἐφ’ ὅσον τοιοῦτον τι δέν μνημονεύει τό Διάταγμα, τοῦτο καθιεροῖ τήν ἀρχήν ὅτι ὁ Καταστατικός νόμος δύναται νά τροποποιῆται μονομερῶς ὑπό τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἐκκλησίας.-Τοιαύτην ὀλέθριαν ἀρχήν ἔχει καθῆκον ἱερόν ἡ Ἐκκλησία νά μή ἀναγνωρίσῃ. Διότι τῆς ἀρχῆς ταύτης, ἅπαξ δεκτῆς γενομένης, δέν ὑπάρχει κανείς φραγμός οὔτε καμμία ἐγγύησις διά τήν Ἐκκλησίαν. Διά τοῦτο ἐχάρην μεγάλως ὅτε ἔμαθον τό ἔγγραφον τῆς Α.Θ. Παναγιότητος, τό παραγγέλον τῷ Μητροπολίτῃ νά προσκαλέσῃ τήν γνώμην τῆς Συνόδου ἐπί τῶν τροποποιήσεων τοῦ Καταστατικοῦ. Ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Κρήτης, ἔχουσα τήν ὑποστήριξιν τοῦ Πατριαρχείου, δύναται νά διεκδικήσῃ ἐπιτυχῶς τά διά τοῦ Καταστατικοῦ ἀναγνωριζόμενα αὐτῇ δικαιώματα, τό ἀτροποποίητον τοὐτέστι τοῦ Καταστατικοῦ, ἄνευ τῆς συνεναίσεως τῆς τε Πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῆς Ἱερᾶς Συνόδου Κρήτης…Ἄν μή πράξῃ τοῦτο ἡ Σύνοδος, ἡ Ἐκκλησία ἀπόλλυσι πᾶσάν της αὐτοτέλειαν, ἐξομοιοῦται δέ καθ’ ὁλοκληρίαν πρός πᾶσαν ἄλλην δημόσιαν ὑπηρεσίαν, οἷον τήν τελωνειακήν λόγου χάριν, ἥν ἡ πολιτική ἐξουσία δικαιοῦται νά ρυθμίζη κατά τό δοκοῦν ἑκάστοτε». Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάποια δημόσια ὑπηρεσία, χαρακτηριστικά γράφει ὁ Διονύσιος ὅπως ἐπί παραδείγματι τό τελωνεῖο, ἀλλά ἔχει ἀπαράγραπτα δικαιώματα, νόμιμη καί κανονική αὐτοτέλεια καί δικής της διοικητική ἀρχή καί δεν μπορεῖ ἡ πολιτική ἐξουσία νά νομοθετεῖ αὐτοβούλως χωρίς νά λαμβάνει τήν συγκατάθεσή της. Μάλιστα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὑποστηρίζει τήν ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησία καί στά ἀναγνωρισμένα δικαιώματά της ἐπί τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου, προστατεύοντάς ἀπό νομοκανονικές αὐθαιρεσίες πολιτικής καί πάσης ἄλλης ἐξουσίας. Ὁ Διονύσιος ἐντοπίζοντας καί ὑπογραμμίζοντας τήν μεταξύ τῶν νομομαθῶν σχετική διχογνωμία16 ἐπί τοῦ ὡς ἄνω θέματος, κάνει λόγο γιά τήν ἀνάγκη «μετά κύρους» λύσεως «τοῦ περί Νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ζητήμασιν» καί προτείνει «ἥ τε Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας, καί ἡ Κρητική Πολιτεία συμφέρον εἶχον Μολονότι «ἡ Ἐκκλησία οὐδέν ἄλλο ἀπαιτεῖ παρά τῆς Πολιτείας ἤ ἡσυχίαν, εἰρήνην καί σεβασμό τῆς κρατούσης ἐκκλησιαστικῆς τάξεως», ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ Ἀ., Τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Θ 18 (1940) 58. 16

- 109 -


καί ἔχουσι νά γινώσκωσι τήν ἐπί τοῦ Θεμελιώδους τούτου σημείου γνώμην τῆς Μητρός Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας»17. Ζητᾶ τήν γνώμη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὁ Διονύσιος ἐπί τοῦ θέματος τῆς νομοθετικῆς ἐξουσίας ἐν Κρήτῃ, ἔχοντας ἐμπιστοσύνη πρός τήν Μητέρα Ἐκκλησία ὅτι θά ἀποφανθεῖ φιλόστοργα καί ὀρθοδόξως. Πράγματι ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία ἔκανε ἀποδεκτό τό δικαίωμα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης νά κανονίζει τά τοῦ οἴκου της. Κατόπιν γράφει ὅτι «ὑπό τῆς Μητρός Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἀποδεκτόν ἐγένετο ἀπό κοινοῦ μετά τῆς Α. Β. Ὑψηλότητος τοῦ εὐσεβεστάτου Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ, ἐν τῇ ὑπογεγραμμένῃ ὑπ’ αὐτῶν συμβάσει, καί ἐν τῷ Καταστατικῷ νόμῳ ἀνεγράφη τό δικαίωμα τοῦτο τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου Κρήτης, νά κανονίζῃ ἐν συνεργασίᾳ μετά τῆς Πολιτείας, καί ἐντός κανονικῶν ὁρίων, τά κατ’ αὐτήν» καί ἀναφέρεται18 ἀκολούθως στήν γενομένη ὑπό τῆς Πολιτείας τροποποίηση τοῦ ἄρθρου περί διορισμοῦ ἡγουμένων, χαρακτηρίζοντας τό αἱρετόν τῆς ἀνά τετραετίας ἐκλογῆς αὐτῶν «ζημίαν τοῦ πραγματικοῦ γοήτρου τῆς Ἐκκλησίας», διότι «τοσαύτας καί τηλικαύτας προάγει ἀσχημίας» κατά τήν ἐφαρμογή του στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Κρήτης Εὐμένιος ἔγραψε ὅτι «…πᾶν τό ἐφ’ ἡμῖν ἐπράξαμεν ὅπως διαλευκάνωμεν καί καθορίσωμεν ἀκριβέστερον τήν θέσιν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἀπέναντι τῆς ἀρτισυστάτου καί ἀρτιπαγοῦς Πολιτείας ἡμῶν, καί ἐπί τοῦ ζητήματος τούτου προσεπαθήσαμεν νά διαφωτίσωμεν τήν Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, ὅσον ἦν ἡμῖν ἐφικτόν, πληρέστερον»19. 2. Ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου στήν σύμβαση μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πρίγκηπος Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ. Ὁ Διονύσιος ἐπισημαίνει ὅτι στήν μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πρίγκηπος Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ20 σύμβαση ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἀναγράφεται καί καθορίζεται ξεκάθαρα καί μέ σαφήνεια, ἀλλά μέσα ἀπό τά γενόμενα «φαίνεται ἡ θέσις τῆς Συνόδου ἐντελῶς παραγκωνισθεῖσα, καί ἀφανισθεῖσα … Δικαιώματα τῆς Συνόδου κατεπατήθησαν, ἀποφάσεις αὐτῆς ὁμόφωνοι καί ἄνευ οὐδεμιᾶς ἀντιρρήσεως γενόμεναι παρωράθησαν, ὑπενομεύθησαν, κατεστρατηγήθησαν. Ἡ σύγκλησις αὐτῆς, ἐξ ὑπαιτιότητος τῆς ὑπό τῶν ἱερῶν κανόνων καθωρισμένης ὡς καΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 9. Ὅ.π. 10. 19 Ὅ.π. 11. 20 Πρόκειται σαφῶς γιά τόν Πρίγκιπα Γεώργιο τῆς Ἑλλάδος, ὁ ὁποίος στις 9 Δεκεμβρίου 1898 ἔφτασε στα Χανιά «ως ὐπατος Αρμοστής Κρήτης», ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ., Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἡράκλειον 1990, 438. 17 18

- 110 -


λούσης τήν Σύνοδον ἀρχῆς, ἐξετοπίσθη, ἐξαρτηθεῖσα ἀπολύτως ἀπ’ ἀρχῆς ἔξω τῆς Ἐκκλησίας…ἡ τοιαύτη δρᾶσις τοῦ Σεβασμιωτάτου Προέδρου Μητροπολίτου ἁγίου Κρήτης Κυρίου Κυρίου Εὐμενίου δέν θ’ ἀποτελέσῃ προηγούμενον οὐδέ ἡ καταπάτησις τῶν ἱερῶν κανόνων δύναται ν’ ἀποτελέσῃ κανόνα τῆς ἐν τῷ μέλλοντι διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας…Ἡ θέσις τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ἐν μιᾷ Πολιτείᾳ ἔχει ἐντελῶς διευκρινισθῇ καί καθορισθῇ ὑπό τῶν ἱερῶν τῆς Ἐκκλησίας κανόνων»21. Κρίνει καί ἐπικρίνει τήν θέση καί τήν στάση τοῦ Προέδρου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Εὐμενίου, ὁ Διονύσιος δυσμενῶς διότι ἔδωσε ἀφορμή γιά ἀντικανονικές πολιτικές παρεμβάσεις καί ἔθεσε σέ κίνδυνο τά κανονικά προνόμια αὐτοδιοικήσεως τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας ἀνεξαρτήτως πολιτικῶν παρεμβάσεων αὐθαιρέτως καί ἀπαραδέκτως. Δέν μπορεῖ σέ καμία περίπτωση ὑποστηρίζει νά παραβλέπονται οἱ Συνοδικές Ἀποφάσεις καί νά παραγκωνίζεται ἡ Ἱερά Σύνοδος Κρήτης. Ὁ Κρήτης Εὐμένιος ὑποστήριζε ὅτι ἔπραξε ὅσα ἔπραξε προκειμένου ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος «νά ἐξενέγκῃ τήν ὁριστικήν αὐτῆς ἐτυμηγορίαν ἐπ’ ἀγαθῷ καί πρός ἡσυχίαν Ἐκκλησίας τε καί Πολιτείας»22. Δύο ἐπομένως φροντίδες σοφῶς θά προσθέταμε ὅτι προέταξε ἔναντι τῶν λοιπῶν ἄλλων ὁ Κρήτης, τό ἀγαθό, δηλαδή τό καλῶς νοούμενο συμφέρον τῆς Ἐκκλησίας23 γενικά, καί τήν ἡσυχία, τήν εἰρήνη, τήν καταλλαγή, Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Ὁ Διονύσιος ὅμως γιά χάρη ὑπεράσπισης τῶν δικαίων τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας προτίμησε τήν ἀγωνιστική ἀνήσυχον ἡσυχίαν, ὥστε νά γίνουν σεβαστά τά νομοκανονικά προνόμια τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζόμενα ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο, τῆς ὁποίας τίς ἀποφάσεις νομικῶς καί κανονικῶς ὁφείλει ἡ πολιτική ἐξουσία νά λαμβάνει σοβαρά ὑπόψιν της νομοθετοῦσα σχετικῶς. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’ ΕΠΙΣΚΟΠΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ, ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΕΣ 1. Τό περί διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ νόμου. Πραγματικά, ὁ Κρήτης Εὐμένιος ἀναλύοντας τό περί διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ νόμου ἀποδοκίμασε ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 11. Ὅ.π. 12. 23 Τήν ἴδια στιγμή ὅμως γνωρίζει σαφῶς ὅτι προηγοῦνται οἱ ἱεροί κανόνες σέ σημασία καί σπουδαιότητα τῶν νόμων, βλ. ΜΕΛΕΤΙΟΥ Κ., Δέν στασιάζεται ἡ ἱσχύς τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ἐπικρατέστεροι οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πολιτικῶν νόμων, Ἀθήνα 1966. 21 22

- 111 -


«τήν συγχώνευσιν τῶν Ἐπισκοπῶν ἀντί τῶν τέως ὀκτώ εἰς ἑπτά διά τῆς καταργήσεως τῆς Ἐπισκοπῆς Χερρονήσου, καί τῆς μεταθέσεως τοῦ Ἐπισκόπου Ἀρκαδίας εἰς τάς τέως ὑπό τήν Μητρόπολιν ἐπαρχίας Καινουργίου, Πυργιωτίσσης, Μονοφατσίου»24. Κρίνει μάλιστα «λαμβάνων ὑπ’ ὄψοι τάς ἀποστάσεις» ὅτι ἡ Ἐπαρχία ἐκείνη θά μείνει ἀπροστάτευτος σέ ποικιλόμορφες προσηλυτιστικές δράσεις. Καί στό σημεῖο αὐτό διακρίνεται σαφῶς ὡς κριτήριο δημιουργίας ἤ χωρισμοῦ Ἐπισκοπικῶν Ἐπαρχιῶν ἡ ποιμαντική μέριμνα καί οἱ ἀποστάσεις25, δηλαδή ἡ δυνατότητα ταχείας ἤ μή μεταβάσεως τῶν Ποιμένων εἰς αὐτάς. Ὁ Διονύσιος προκειμένου νά στηρίξει τήν κατ’ ἐπανάληψιν διαφορετική του ἔποψιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν διοικητικῶν πραγμάτων πρός τόν Μητροπολίτην Κρήτης Εὐμένιο ἐπιχειρηματολογεῖ ἀναφέροντας ὅτι «Ἡ Ἐπισκοπή Ἀρκαδίας, ἡ τέως ὑφ’ ἑνός ποιμαινομένη Ἐπισκόπου, τέτακται ἤδη … ὑπό τρεῖς. Διότι μέρος μέν αὐτῆς ἔλαβεν ὁ Ἐπίσκοπος Ἱερᾶς καί Σητείας, μέρος δέ ὁ ἐπίσκοπος Πέτρας, καί μέρος ὁ ἐπίσκοπος Ἀρκαδίας. Οὕτω δέ ἡ Ἐπαρχία ἐκείνη δέν μένει ἀπροστάτευτος, ἀλλά τουναντίον ἐτέθη ὑπό τήν ἄγρυπνον προστασίαν τριῶν Ἐπισκόπων»26, ἐνώ ὁ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται ἀπό τό Σύνταγμα27. Ἡ ποιμαντική καί ἡ διοίκηση τῶν ἐπαρχιῶν κατά τόν Διονύσιο δέν γίνεται μέ συχνές ἤ ἀκόμη καί καθημερινές ἐπισκέψεις τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλά «διά τῆς διδασκαλίας κατά τό ὑπόδειγμα, ὅπερ παρέδωκαν ἡμῖν ἀπό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων λαβόντες, οἱ θειότατοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐγκύκλιοι ποιμαντορικαί, διδασκαλία συστηματική δι’ ἐγκυκλίων ἘπισκοΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 12. Ἐνδεχομένως σήμερα ἐντύπωση νά μᾶς προξενεῖ τό πρόβλημα τοῦ προσηλυτισμοῦ πού τότε ἦταν πράγματι σέ ἔξαρση, ἀλλά καί ὅσα λέγονται περί τῶν ἀποστάσεων μεταξύ ἕδρας Ἐπισκοπῆς καί ἐνοριῶν αὐτῆς, ἐπί παραδείγματι ἡ τῶν ἐπαρχιῶν Καινουργίου, Μονοφατσίου κλπ ἀπόστασις πού πλέον ἐκμηδενίζεται στίς μέρες μας μέ τά αὐτονόητα σύγχρονα μέσα μεταφοράς κι ἐπικοινωνίας, ὄχι ὅμως καί τότε. Γιά τήν ἀπόσταση ὡς δυσκολία ἤ παράγοντα διαιρέσεως ἤ προβιβασμοῦ ἐπισκοπῆς βλ. ΡAΛΛΗ Κ., Περὶ τοῦ τῆς ἐπισκοπῆς προβιβασμοῦ κατὰ τὸ Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικὴς Ἐκκλησίας, Β 2 (1911-1912) 143-161. 26 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 13. Χαρακτηρίζει μάλιστα τούς μέν Ἐπισκόπους Ἱερᾶς καί Σητείας Ἀμβρόσιο καί Πέτρας Τίτο ὅτι «εἶναι ἄνδρες πεπειραμένοι, ακαταπόνητοι, διδακτικοί, ἄγρυπνοι, τῶν καθηκόντων αὐτῶν αὐστηροί τηρηταί, καί τῶν πατρίων ζηλωταί, πίστεως τε καί πατρίδος πρόμαχοι», ὁ δέ Ἀρκαδίας Βασίλειος «νέος ὤν, ἔχει ζῆλον ἔνθεον ν’ ἀναδειχθῇ ἐν τῇ πίστῇ καί εὐόρκῳ ἐπιτελέσει τῶν ἐμπιστευμένων αὐτῷ καθηκόντων». 27 Ἄρθρο 10 καί ἄρθρα 26 καί 27 τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου. Ὅ.π. 24 25

- 112 -


πικῶν ἐν ἅπασι τῆς χωρίοις γινομένη, καί ἐπίσκεψις, ἔστω ἅπαξ τοῦ ἔτους, τοῦ Ἐπισκόπου, ἵνα ἐπιβεβαιώσῃ διά κηρύγματος, τόν δι΄ ὅλου τοῦ ἔτους κηρυττόμενον λόγον, ἠ συχνή ἔρευνα καί μελέτη τῶν ἀναγκῶν, τῶν κατά κώμας χριστιανῶν…»28 καί παραπέμπει σχετικῶς στόν κανόνα ΟΑ' τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου29 καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ εἰς αὐτόν. Ὁ Διονύσιος θεωρεῖ ὅτι ἡ ἐγκατάσταση «ἐκεῖ Ἐπισκόπου ἐπεβάλλετο, ὅπως καί ἡ συγχώνευσις τῆς Ἐπισκοπῆς Χερρονήσου εἰς τήν Μητρόπολιν ἐπ’ ἴσης ἐπεβάλλετο διά τό πλησιέστατον τῇ Μητροπόλει κεῖσθαι ταύτην. Τήν συγχώνευσιν Ἐπισκοπῶν ἐπιβάλλουσι πάντοτε αἱ ἀνάγκαι τῆς Ἐκκλησίας. Δέν ἦσαν ἀρχῆθεν 8 αἱ ἐν Κρήτῃ ἐπισκοπαί. Ἦσαν κατά διαφόρους καιρούς πολλῷ πλείονες, ἀλλά σύν τῷ χρόνῳ ἠλλατοῦντο συγχωνευόμεναι»30 καί παραθέτει τήν ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα στόν νζ’ κανόνα τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου «…ἵνα μή γένηται εὐκαταφρόνητος ἡ ἀρχιερωσύνη… » καί τόν κανόνα στ’ τῆς ἐν Σαρδικῇ «…ἵνα μή κατευτελίζεται τό τοῦ Ἐπισκόπου ὄνομα καί αὐθεντία…». 2. Τά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου. Ἀναφερόμενος στό Ἐπισκοπικό ἔργο ὁ Διονύσιος συμπληρώνει «τά καθήκοντα τοῦ Ἐπισκόπου, ἐντελῶς ἐν τῷ πνευματικῷ αὐτῶν κύκλῳ περιοριζόμενα, καθιστῶσι τήν δρᾶσιν τοῦ Ἐπισκόπου μᾶλλον ὡρισμένην, καί τήν περιφέρειαν, ἐν ᾗ ἡ δρᾶσις αὕτη, μᾶλλον εὐρυτέραν.-Ὅταν μάλιστα ἐπιτευχθῇ σύν τῷ χρόνῳ οὐχί ἡ θεολογική μόρφωσις τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ Α. Σ. ἀλλ’ ἡ ἀνύψωσις αὐτοῦ ἡ οἰκονομική, ὥστε ν’ ἀποβαίνῃ εὐχερής ἡ εἰς αὐτόν κατάταξις ἀνδρῶν εὐσεβῶν, καί στοιχειώδη μόρφωσιν κεκτημένων…μόνη καλή θέλησις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας θά καταστήσῃ δυνατήν τήν ἐξεύρεσιν πόρων ζωῆς τῶν ἐφημερίων»31. 3. Περί ἱεροκήρυκος ἤ βοηθοῦ τῶν ἀρχιερέων. Ἐπειδή ὁ Κρήτης Εὐμένιος «δικαιολογεῖ τήν ἀνάγκην τῆς παροχῆς μέσων πρός διατήρησιν ἱεροκήρυκος ἤ βοηθοῦ τῶν ἐν ταῖς πόλεσιν ἑδρευόντων ἀρχιερέων»32, ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος σημειώνει «τά καθήκοντα τῶν Ἐπισκόπων, τῶν ἐν ταῖς πόλεσι, διά τῆς νέας καταστάσεως τῶν πραγμάτων Ὅ.π. 14. NΙΚΟΔΗΜΟΥ Α., Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1841 καί ΡΑΛΛΗ Γ.-ΠΟΤΛΗ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1852-1859. 30 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 15. 31 Ὅ.π. 16. 32 Ὅ.π. Ἡ δικαιολογία σαφής. Οἱ ἀποστάσεις, τά καθήκοντα καί οἱ πολλές ὑποχρεώσεις τῶν ἐπισκόπων εὐνοοῦν τήν παρουσία καί τήν δράση τῶν ἱεροκηρύκων, προκειμένου νά προάγεται τό ποιμαντικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. 28 29

- 113 -


ἔχουσι κατά πολλά μειωθῆ, διότι ἀφῃρέθησαν ἤδη ἀπ’ αὐτῶν ἡ ἐποπτεία τῶν σχολείων, ἡ εὐρεῖα δικαστική ἐξουσία, αἱ ποικίλαι πρός τήν Πολιτείαν ἐξωτερικαί σχέσεις αὐτῶν, οἱ ὑπέρ τῶν συμφερόντων τῶν χριστιανῶν πρός τήν τυραννοῦσαν τότε κυβέρνησιν ἀγῶνες»33. Ἑπομένως ὁ Διονύσιος κρίνει ὅτι «τήν ἀνάγκην ταύτην τοῦ διορισμοῦ βοηθοῦ ἤ ἱεροκήρυκος δέν δικαιολογεῖ τό παράπαν ἡ αὔξησις τῶν καθηκόντων τοῦ Ἐπισκόπου»34, ἀλλά ἀντί αὐτῶν θά μπορούσαν νά ἀποστέλονται ἑβδομαδιαία ἐγκύκλια κηρύγματα τῶν Ἐπισκόπων. Μάλιστα γιά τό θέμα Βοηθοῦ (Ἐπισκόπου) θεωρεῖ ὅτι ἐξ ἐπόψεως διοικητικῆς θά εἶναι δυσχερές, ἀνεφάρμοστο πρακτικῶς, «τοιοῦτο σύστημα θέλει ἀποβῆ ὀλέθριον τῇ Ἐκκλησίᾳ διότι πάντως ὡς ἐκ τῆς διαφορᾶς τῶν χαρακτήρων, τῶν ἐνασκούντων τήν Διοίκησιν τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας προσώπων, ἡ ἀπαραίτητος ἑνότης τῆς διοικήσεως θά διασπᾶται»35. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’ Η ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 1. Ἁρμοδιότητες καί καθήκοντα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. α. Ἁρμοδιότητες. Τό ἄρθρο 8 τοῦ Καταστατικοῦ νόμου ὅριζε ὅτι «ἅπαντες οἱ ἐν τῇ Κρητικῇ Πολιτείᾳ Ἐπίσκοποι, μηδέ τοῦ Μητροπολίτου ἐξαιρουμένου, διατελοῦσιν ὑπό τήν ἐφορείαν τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου» καί σύμφωνα μέ τόν Κρήτης Εὐμένιο «εἰσήγαγεν, ὡς μή ὤφειλε, καί καθιέρωσεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Κρήτης τήν ἀναρχίαν, διότι ὡς ὑπερτάτην Ἐκκλησιαστικήν ἀρχήν ἀνεκήρυξε καί ἀνεγνώρισεν ἀρχήν ἀνύπαρκτον (;) Ἡ Ἱερά τῶν θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων Ἐπαρχιακή Σύνοδος οὐδέν ἕτερον ἦν πρότερον οὐδέ νῦν δύναται ἄλλο τι νά εἶναι, εἰ μή ἡ ὑπό τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Κανόνων καθοριζομένη Ἐπαρχιακή Σύνοδος, ἥτις καί διά τοῦτο οὐδεμίαν ἄλλην δύναται δικαιοδοσίαν νά ἔχῃ, εἰ μή ἐκείνην, ἥν διαγράφουσι καί ὁρίζουσιν αὐτῇ οἱ ἱεροί κανόνες»36. Ὁ Διονύσιος ἀτρομήτως διαφωνεῖ μέ τήν παραπάνω θέση τοῦ Κρήτης γράφοντας ὅτι «Τό ἄρθρον τοῦτο δέν καθιέρωσε τήν ἀναρχίαν ἐν τῇ ἘκκληὍ.π. Πόσο θαυμαστό γιά ἐμᾶς σήμερα νά διαβάζουμε ὅτι μεταξύ τῶν καθηκόντων τῶν Ἀρχιερέων εἶναι καί οἱ ἀγῶνες ὑπέρ τῶν συμφερόντων τῶν χριστιανῶν ἔναντι τῆς τυραννοῦσας κυβερνήσεως. 34 Ὅ.π. 17. 35 Ὅ.π. 18. 36 Ὅ.π. 33

- 114 -


σίᾳ Κρήτης, ἀλλ’ ἐπάταξε τήν αὐθαιρεσίαν καί καθιέρωσεν ἀνωτάτην ἀρχήν τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας…ἐκείνην τήν ὁποίαν καθορίζουσι καί οἱ ἱεροί τῆς Ἐκκλησίας κανόνες. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος, μιᾶς Μητροπολιτικῆς περιφερείας ἡ καί Μητροπολιτική Σύνοδος, λεγομένη, διότι πρόεδρος αὐτῆς εἶναι ὁ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας, ὅς καί «πρῶτος ἐν ἴσοις» λέγεται, ὄντως δέν δύναται εἶναι ἄλλο τι, εἰμή ἡ ὑπό τῶν Ἐκκλησιαστικῶν κανόνων καθοριζομένη Ἐπαρχιακή Σύνοδος»37. Ἐπειδή ὁ Κρήτης ἔκανε λόγο γιά τήν, σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 8, ὑπερπήδηση τῶν ὁρίων τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ὅσον ἀφορᾶ τήν διοικητικήν ἐξουσία καί «τήν ὅλην διοίκησιν τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας»38, ὁ Διονύσιος παραθέτει ἱερούς κανόνες καί κείμενα προς πλήρη ἐπιβεβαίωση τῶν καθηκόντων τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου κατά τό Ἐκκλησιαστικό δίκαιον. Ἔτσι παραπέμπει στόν 37ο Ἀποστολικό κανόνα «Δεύτερον τοῦ ἔτους σύνοδος γινέσθω τῶν Ἐπισκόπων, καί ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τά δόγματα τῆς εὐσεβείας, καί τάς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διελυέτωσαν» ἀλλά καί στήν σχετική ἑρμηνεία τοῦ Βαλσαμώνα «Διά τά παρεμπίπτοντα κατά χώρας Ἐκκλησιαστικά ζητήματα ἀναγκαῖον ἐλογίσθη τούς Ἐπισκόπους ἑκάστης ἐνορίας συνέρχεσθαι τῷ πρώτῳ αὐτῶν ἐφ’ ᾧ λύεσθαι τά ἀμφίβολα»39. Ἐπίσης, συμπληρώνει40 ὅσα γράφει παραθέτοντας τόν 5ο κανόνα τῆς ἐν Νικαίᾳ Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος λέγει «ἔδοξεν ἑκάστου ἐνιαυτοῦ, καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν δίς τοῦ ἔτους συνόδους γίνεσθαι, ἵνα κοινῇ πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας ἐπί τό αὐτό συναγομένων, τά τοιαῦτα ζητήματα ἐξετάζηται» καί τήν σχετική ἑρμηνεία τοῦ Ἀριστήνου «δίς τοῦ ἔτους καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν Σύνοδον γίνεσθαι, τῇ ἁγιωτάτῃ ταύτῃ Συνόδῳ ἔδοξεν, ἵνα κοινῇ γνώμῃ πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς ἐπαρχίας πᾶν ζήτημα ἐκκλησιαστικόν καί πᾶσα ἀμφιβολία λύηται». Ἐπομένως, συμπεραίνει φιλοδίκαια ὁ Διονύσιος, ὅτι «ὑπάρχει κανών, σαφής καί κατηγορηματικός, κανών ἀναμφισβήτου κύρους, διότι εἶναι κανών Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ὁ κανών οὗτος, οὐδέν πλέον οὐδέν ἔλαττον, ἀνατίθησιν τήν ὅλην διοίκησιν ἑκάστης ἐπαρχίας, εἰς τήν ἐπαρχιακήν Σύνοδον»41. Καί ὑπενθυμίζει42 τόν 2ο κανόνα τῆς Β' Οἰκουμενικῆς Συνόδου 37 38 39 40 41 42

Ὅ.π. 19. Ὅ.π. Ὅ.π. Ὅ.π. 20. Ὅ.π. Ὅ.π. - 115 -


«…Φυλαττομένου δέ τοῦ προγεγραμμένου περί τῶν διοικήσεων κανόνος εὔδηλον ὡς ΤΑ ΚΑΘ’ ΕΚΑΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑΝ Η ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΣΥΝΟΔΟΣ ΔΙΟΙΚΗΣΕΙ κατά τά ἐν Νιναίᾳ ὡρισμένα» ἀλλά καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρά «Τάς καθ’ ἑκάστην ἐπαρχίαν Ἐκκλησιαστικάς διοικήσεις, ἤγουν ψήφους καί χειροτονίας…»43. Ἐπιπλέον, συμπληρώνει ὅσα ὑποστηρίζει ὀ Διονύσιος μέ παραπομπές στούς κανόνες 19ο τῆς Δ' Οἰκουμενικῆς, 8ο τῆς ΣΤ’ Οἰκουμενικῆς καί 6ο τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καί μέ τίς σχετικές ἑρμηνείες αὐτῶν. β. Καθήκοντα. Συνεχίζει, γιά τά καθήκοντα τῶν Ἐπαρχιακῶν Συνόδων44 σύμφωνα μέ τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο45, γράφοντας «Κατά τόν β’ κανόνα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἡ ἐπαρχιακή Σύνοδος ἐδικαιοῦτο κανονικά καί εὐαγγελικά ἀντικείμενα νά συζητῇ καί ἐπ’ αὐτῶν νά ἀποφασίζῃ…κανονικά μέν ἐννοοῦνται, ἡ ἑποπτεία καί ἐξέτασις, ἐάν ἕκαστος ἐπίσκοπος διοικῇ τήν ἑαυτοῦ ἐπισκοπήν κατά τούς κανόνας καί τάς ἐκκλησιαστικάς διατάξεις, ἐάν οἱ κληρικοί καί μοναχοί διάγωσι βίον σύμφωνον προς τό ἑαυτῶν ἀξίωμα, καί ἐκπληρῶσι τά ἑαυτῶν καθήκοντα, καί ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει νά ἐπιφέρῃ τήν προσήκουσαν διόρθωσιν. Νά ἐξετάζῃ ἐάν ἡ ἐκκλησιαστική περιουσία διαχειρίζεται κατά τά κεκανονισμένα, καί ἐάν αἱ χειροτονίαι τῶν κληρικῶν γίνωνται κανονικῶς καί ἐν μέτρῳ. Εἰς τήν ἐπαρχιακήν Σύνοδον ὡσαύτως ἐναπόκειται ν’ ἀποφασίζῆ προκειμένου περί ἱδρύσεως νέας ἐπισκοπῆς ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ, νά ἐκλέγῃ καί χειροτονῇ τούς ἐπισκόπους, κατά τά διατεταγμένα καί νά λαμβάνῃ τά προσήκοντα μέτρα, διά τούς ἐπισκόπους ἐκείνους, οἵτινες ἐχειροτονήθησαν, ἀλλά δέν μετέβησαν εἰς τάς οἰκείας ἐπισκοπάς, εἴτε διότι ἡ πόλις δέν θέλει νά δεχθῇ αὐτούς, εἴτε δι’ ἄλλας αἰτίας. Εὐαγγγελικά πράγματα δύνανται να θεωρηθῶσιν αἱ συζητήσεις ἐκκλησιαστικῶν διατάξεων, αἵτινες δέν εἶναι σαφεῖς ἐν τῇ ἐφαρμογῇ καί χρῄζουσιν ἰδιαιτέρας ἐξηγήσεως, ἰδίως ὅμως δογματικαί καί ἐκκλησιαστικαί ἀμφιβολίαι, εἰς ἅς ἐπίσκοπος τις εὐρίσκεται, πρός δέ καί ἡ ἐποπτεία ἐάν τά μυστήρια καί ἐκκλησιαστικαί λειτουργίαι καί τελεταί ἐκτελῶνται κατά τά διατεταγμένα»46. Βέβαια δέν ἀναφέρει ὅλα τά καθήκοντα. Ὅ.π. 21. Γιά σχετικές ἀναφορές βλ. ΜΙΛΑ Ν., Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1906, 559. 45 Γιά περισσώτερα βλ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικής Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1898, 237-238. 46 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 22. Βέβαια μποροῦμε νά παρατηρήσουμε ὅτι δέν ἀναφέρει ὅλα τά καθήκοντα, τά ὁποία συναντᾶμε στόν Καταστατικό Χάρτη καί στά 43 44

- 116 -


γ. Συμπεράσματα. Συμπερασματικά γράφει ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος ὅτι σύμφωνα μέ τά παραπάνω «ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος ἔχει Διοικητικήν ἐξουσίαν, καί δή τήν ἀνωτέραν διοικητικήν ἐξουσίαν τῆς ὅλης ἐπαρχίας, ὅτι τά ζητήματα τά εἰς αὐτήν ὑποβαλλόμενα εἶναι ζητήματα τῆς ὑπό τῶν Ἐπισκόπων διοικήσεως τῶν ἐπί μέρους Ἐκκλησιῶν, ὅτι αἱ ἀποφάσεις τῶν ἐπισκόπων ἐφεσιβάλλονται καί κρίνονται ὑπό τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου, ἧς προεδρεύει ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης, καί ἥτις Σύνοδος θεωρεῖται ὡς ἀνωτέρᾳ ἀρχή»47. Ὑποστηρίζει ἔτσι ὁ Διονύσιος ὅτι ἡ Σύνοδος μπορεῖ νά «ἐλέγξῃ καί κρίνῃ τήν διοίκησιν τοῦ Ἐπισκόπου, οὐχί δέ ὁ Μητροπολίτης…καί αὐτός ὁ Μητροπολίτης ὑπάγεται ὑπό τήν κρίσιν τῆς Συνόδου ταύτης, καί ὅταν ἀκόμη αὐτός ἔχῃ χειροτονήσῃ πάντας τούς ἐπισκόπους…Ἐπίσκοπος λοιπόν καί Μητροπολίτης εἶναι ἀνεξάρτητοι ἀπ’ ἀλλήλων ἐν τῇ ἐσωτερικῇ Διοικήσει τῆς ἰδίας ἕκαστος ἐπαρχίας. Εἶναι δέ ἀμφότεροι ὑπόλογοι τῆς διοικήσεως ταύτης ἐνώπιον τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου»48 καί μνημονεύει μάλιστα σχετική ἀπόκριση 4 ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τοῦ ἔτους 1663, ἡ ὁποία ἀπαντάει γιά τήν σχέση Προέδρου καί Μελῶν τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ὡς ἑξῆς «...κατά δέ τόν λόγον τῆς ἀρχιερωσύνης, καί τόν τῆς πατρικῆς ἐξουσίας συναδέλφου εἶναι καί συναρχιερεῖς, ὥστε οὐδεμίαν χώραν ἕξειν τό λέγειν ὅτι οὐ δύνανται οἱ ὑπ’ αὐτοῦ χειροτονηθέντες ἀρχιερεῖς κρίνειν αὐτόν, ὑπεύθυνον ὄντα κατά τούς θείους κανόνας καί ψῆφον ἐπενεγκεῖν ἔννομον κατ’ αὐτοῦ»49. Παραθέτει τοῦς κανόνες 34ο τῶν ἁγίων Ἀποστόλων50 καί 9ο τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου51 καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ γιά νά ἀποδείξει ὅτι ἐκτός ἐγχειρίδια Κανονικοῦ Δικαίου, ἐπί παραδείγματι βλ. Μίλα Ν., Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1906. 47 Ὅ.π. 48 Ὅ.π. 23. 49 ΓΕΔΕΩΝ Μ., Κανονικαί Διατάξεις τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, τ. Α’, Κωνσταντινούπολις 1888, 364-365. 50 Κανὼν ΛΔ΄ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, «Τοὺς ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, καὶ μηδὲν τι πράττειν ἄνευ τῆς ἐκείνου γνώμης· ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαοτον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. Ἀλλὰ μηδὲ ἐκεῖνος ἄνευ τῆς πάντων γνώμης ποιείτω τι. Οὕτω γὰρ ὁμόνοια ἔσται, καὶ δοξασθήσεται ὁ θεός, διὰ Κυρίου, ἐν ἁγίῳ Πνεύματι· ὁ Πατήρ, καὶ ὁ Υἱός, καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα», NΙΚΟΔΗΜΟΥ Α., Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1841, 21. 51 Κανὼν Θ' τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου «Τοὺς καθ᾽ ἑκάστην ἐπαρχίαν ἐπισκόπους εἰδέναι χρὴ τὸν ἐν τῇ μητροπόλει προεστῶτα ἐπίσκοπον, καὶ τὴν φροντίδα ἀναδέχεσθαι πάσης τῆς ἐπαρχίας, διὰ τὸ ἐν τῇ μητροπόλει πανταχόθεν συντρέχειν πάντας τοὺς τὰ πράγματα ἔχοντας. Ὅθεν ἔδοξε καὶ τῇ τιμῇ προηγεῖσθαι αὐτόν, μηδέν τε πράττειν πε- 117 -



«τῶν τῆς ἐσωτερικῆς διοικήσεως ἑκάστης ἐπισκοπικῆς περιφερείας ὑφ’ ἑκάστου ἐπισκόπου ὑπάρχουσι καί ζητήματα γενικώτερα ἀφορῶντα εἰς τήν ὅλην Ἐκκλησίαν τῆς Ἐπαρχίας…οὔτε οἱ ἐπίσκοποι δύνανται νά ἐνεργήσωσί τι ἀφ’ ἑαυτῶν ἄνευ τοῦ Μητροπολίτου, οὐδέ ὁ Μητροπολίτης ἄνευ τῆς συνόδου. Ὥστε οἱ ἐπίσκοποι ἀναφέρονται περί τῶν τοιούτων εἰς τόν Μητροπολίτην, καί ὁ Μητροπολίτης συγκαλῶν τήν Σύνοδον ἐνεργεῖ κατά τό τοῖς πᾶσιν ἄριστον δόξαν»52. Οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐπαναλαμβάνει ὁ Διονύσιος ὅτι κανονικῶς καθόρισαν τήν διοικητική ἐξουσία τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου καί τήν θέση τόσον τοῦ Μητροπολίτου ὅσο καί τῶν Ἐπισκόπων, μεταξύ τους ἀλλά καί ἔναντι τῆς Συνόδου, ἑπομένως οἱ ἱεροί κανόνες καί ὁ Καταστατικός νόμος ρυθμίζουν τό κανονικό καί τό νόμιμο ὥστε «οὐδέ δύναται Μητροπολίτης νά μειώσῃ τήν θέσιν ταύτην, τήν κανονικήν τῆς Συνόδου, διότι τότε θά θελήσῃ νά μεταποιήσῃ τό ἀρχικόν Συνοδικόν σύστημα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας τῆς τε Καθόλου, καί τῆς ἐπί μέρους, εἰς σύστημα αὐθαιρέτου δεσποτισμοῦ, ὅπερ δέν προσιδιάζει πρός τήν ἡμετέραν Ἐκκλησίαν»53. Ἀναφέρεται σέ προσωπικό θέμα μέ τόν Μητροπολίτη Κρήτης καί παραπέμπει στά ἀποσταλέντα σχετικῶς ἔγγραφα, περιγράφοντας τά γεγονότα54. Συμπερασματικά καταλήγει ὁ Διονύσιος ὅτι «Ἡ ἀναρχία, ὡς γνωστόν, καταπολεμεῖται ὑπό τῶν ἀρχόντων πάντοτε, ὅταν ἐν πᾶσι κυριαρχῇ ἡ ἀλήθεια, ὅταν ἡ εἰλικρίνεια καθοδηγῇ πᾶν διάβημα, ὅταν τό δίκαιον ἐπιδιώκηται, οὐχί δέ ὅταν διαστρέφονται κείμενα, καί νόμοι καί λόγοι καί πράξεις, καί στερεῖται ὁ ἄρχων τοῦ σθένους τῆς ἰδίας γνώμης, καί ἑκάστοτε εὑρίσκηται ὁ ὑποδεέστερος πρό τῆς ἀνάγκης νά προσπαθῇ νά διΐδῃ τό ἀληθές, καί μαντεύσῃ τό κρυπτόμενον ἐν παντί λόγῳ, καί ἐν αὐτῷ τῷ μᾶλλον ἀσημάντῳ»55 καί ἐπαναλαμβάνει τόν 34ο Ἀποστολικό κανόνα τονίζοντας «Τοὺς ριττὸν τοὺς λοιποὺς ἐπισκόπους ἄνευ αὐτοῦ, κατὰ τὸν ἀρχαῖον κρατήσαντα ἐκ τῶν Πατέρων ἡμῶν κανόνα· ἢ ταῦτα μόνα, ὅσα τῇ ἑκἀστου ἐπιβάλλει παροικίᾳ, καὶ ταῖς ὑπ᾽ αὐτὴν χώραις. Ἕκαστον γὰρ ἐπίσκοπον ἐξουσίαν ἔχειν τῆς ἑαυτοῦ παροικίας, διοικεῖν τε κατὰ τὴν ἑκάστῳ ἐπιβάλλουσαν εὐλάβειαν, καὶ πρόνοιαν ποιεῖσθαι τῆς χώρας τῆς ὑπὸ τὴν ἑαυτοῦ πόλιν· ὡς καὶ χειροτονεῖν πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, καὶ μετὰ κρίσεως ἕκαστα διαλαμβάνειν· περαιτέρω δὲ μηδὲν πράττειν ἐπιχειρεῖν, δίχα τοῦ τῆς μητροπόλεως ἐπισκόπου, μηδὲ αὐτὸν ἄνευ τῆς τῶν λοιπῶν γνώμης»,NΙΚΟΔΗΜΟΥ Α., Πηδάλιον, 238. 52 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 24. 53 Ὅ.π. 25. 54 Τά σχετικά μέ ἄτοπα μεμαρτυρημένα συμβάντα εἶναι ἐνδιαφέροντα, ἀλλά λόγῳ πολλῶν ἀναφορῶν σέ γράμματα καλόν εἶναι νά μελετηθοῦν κάποια στιγμή αὐτοτελῶς (βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 25-27). 55 Ὅ.π. 27. - 119 -


ἐπισκόπους ἑκάστου ἔθνους εἰδέναι χρή τὸν ἐν αὐτοῖς πρῶτον, καὶ ἠγεῖσθαι αὐτὸν ὡς κεφαλήν, ΚΑΙ ΜΗΔΕΝ ΤΙ ΠΡΑΤΤΕΙΝ ΠΕΡΙΤΤΟΝ ΑΝΕΥ ΤΗΣ ΕΚΕΙΝΟΥ ΓΝΩΜΗΣ, ἐκεῖνα δὲ μόνα πράττειν ἕκαστον, ὅσα τῇ αὐτοῦ παροικίᾳ ἐπιβάλλει, καὶ ταῖς ὑπ᾿ αὐτὴν χώραις. ΑΛΛΑ ΜΗΔΕ ΕΚΕΙΝΟΣ ΑΝΕΥ ΤΗΣ ΠΑΝΤΩΝ ΓΝΩΜΗΣ ΠΟΙΕΙΤΩ ΤΙ ΟΥΤΩ ΓΑΡ ΟΜΟΝΟΙΑ ΕΣΤΑΙ». 2. Χρόνος συγκλήσεως τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου. Σχετικά μέ τόν χρόνο συγκλήσεως τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ὁ Διονύσιος ἀναφέρει «συνέρχεται μέν ἅπαξ ὑποχρεωτικῶς κατά τόν νόμον, ἀλλά συνέρχεται καί πολλάκις κατά τούς ἱερούς κανόνας τῆς Ἐκκλησίας, καί κατά τό 38 ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ νόμου ὁσάκις συγκληθῇ ὑπό τῆς Μητροπόλεως, ἵνα συντελέσῃ εἰς τήν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης, ἥτις εἶναι ἐκκλησία τῆς Κρητικῆς Πολιτείας. Δεν εἶναι αὐτοκέφαλος, διότι αὐτοκέφαλος δέν δύναται νά εἶναι ποτέ Ἐπαρχιακή Σύνοδος, καί ἁπλῆ γνῶσις τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας βεβαιοῖ τοῦτο· ἔχει κανονικήν αὐτοδιοίκησιν καί κανονικήν ἐξάρτησιν ἀπό τῆς ἐν Κων)πόλει Πατριαρχικῆς Συνόδου· τοῦτο δέ εἶναι σύμφωνώτατον πρός τό διέπον τήν Ὀρθόδοξον Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν διοικητικόν σύστημα. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος δέν καταλύει τήν ἐξουσίαν τοῦ Μητροπολίτου, διότι οὐδαμοῦ σφετερίζεται ταύτην. Ὁ Μητροπολίτης ἀπό τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας δέν ἔχει μείζονα ἐξουσίαν ἐκείνης, ἥν χορηγοῦσιν αὐτῷ τά ἄρθρα τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου»56. 3. Ἡ ἐξουσία τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου. Καί συμπληρώνει σχετικῶς57 «Τήν ἐξουσίαν, ἥν ὁ Πατριάρχης ἐπί τῆς ὅλης πατριαρχικῆς περιφερείας ἔχει δέν δύναται νά ἐκασκῇ μόνος καί κατ’ ἰδίαν βούλησιν, ἀλλά τῇ γνώμῃ καί ἀποφάσει τῆς περί αὐτόν συνόδου, ὁ Πατριάρχης εἶναι πρόεδρος τῆς συνόδου, ἔχει δικαίωμα νά συγκαλῇ, νά διευθύνῃ τάς ἐργασίας αὐτῆς, καί νά διαλύῃ αὐτήν ἀλλά και ἄνευ ἀποφάσεως τῆς συνόδου οὐδέν δικαιοῦται νά ἐνεργήσῃ. Ὥστε ἡ ἐξουσία τοῦ Πατριάρχου ἐπί τῆς ὅλης πατριαρχικῆς περιφερείας δέν εἶναι ἄλλη ἤ ἡ αὐτή ἐξουσία ἥν ἔχει καί ἀσκεῖ ἡ σύνοδος, καί τήν ὁποίαν ἐν ὀνόματι καί ἀποφάσει τῆς συνόδου ἐκτελεῖ ὁ Πατριάρχης. Τό αὐτό ἰσχύει καί περί τῶν Μητροπολιτῶν, οἵτινες ἐπί τῆς μητροπολιτικῆς περιφερείας οὐδεμίαν ἄλλην ἐξουσίαν ἔχουσιν ἤ ὅτι μόνον ὡς πρόεδροι τῆς μητροπολιτικῆς ἤ ἐπαρχιακῆς συνόδου ἐκτελοῦσι τάς ἀποφάσεις αὐτῆς». Ὅ.π. 28. Βλ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικής Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 195. 56 57

- 120 -


Ἐπιπλέον συνεχίζοντας χωρίς σχόλια ἐπισημαίνει58 ὅτι «Γενικῶς εἰπεῖν, ἡ τῶν μητροπολιτῶν ἐξουσία ἐπεξετείνεται μόνον ἐπί τῆς χώρας αὐτῶν (ἤτοι ἐπί τῆς ἐπισκοπικῆς περιφερείας) οὐδέν νέον ἠδύναντο νά ὁρίσωσι δίχα τῆς γνώμης πάντων τῶν ἐπισκόπων τῆς ἐπαρχίας». Καί ἀναφέρεται στόν Μητροπολίτη Κρήτης καί ἐνδεχόμενο διακαή πόθο του «νά ἔχῃ Αὐτός καί μόνος τήν πρωτοβουλίαν ἐν παντί, καί τήν ἡγεσίαν πάντων ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς Ἐκκλησίας. Δυστυχῶς οἱ τά τῆς ἐκκλησίας διακανονίσαντες ἄλλως ἠθέλησαν. Ἡμεῖς δέ δυστυχῶς ὀφείλομεν οὐχί νέαν, τήν ἡμῖν ἀρέσκουσαν, νά τάμωμεν ὁδόν, ἀλλά τήν πεπατημένην πατεῖν»59. ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ α. Διοικητικά θέματα. 1. Δικαστήρια κληρικῶν καί δικαστική διαβάθμιση. Ἀκολούθως ἐξετάζει ὁ Διονύσιος σέ σύγκριση μέ ὅσα ἀναφέρει ὁ Κρήτης στόν Λόγο του «κατά πόσον εἶναι κανονικόν νά λαμβάνει μέρος ἐν τῷ Δικαστηρίῳ τῶν κληρικῶν ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ δικαζομένου κληρικοῦ»60 καί ὑποσημειώνει τούς κανόνες 14ο «ὁ πρεσβύτερος ἐκεῖσε ἀπό πέντε ἀκούηται ἐπισκόπων, καί ὁ διάκονος ὑπό τριῶν…τοῦ ἰδίου αὐτοῦ δηλονότι Ἐπισκόπου προκαθημένου» καί 20ο τῆς ἐν Καρθαγένι Συνόδου «…ἐπ’ ὀνόματι πρεσβυτέρου ἕξ καί τοῦ διακόνου τριῶν, σύν τούτοις αὐτός ὁ ἴδιος τῶν κατηγορουμένων Ἐπίσκοπος τάς αἰτίας αὐτῶν ἐξετάσει» καί τίς σχετικές ἑρμηνείες τῶν Ζωναρά, Βαλσαμῶνα καί Ἀριστήνου, οἱ ὁποίες ἐπιμαρτυρούν τό κανονικόν τῆς συμμετοχῆς τοῦ «ἐγχωρίου» Ἐπισκόπου στίς ἐκκλησιαστικές Δίκες τῶν πρεσβυτέρων καί διακόνων του. Συνολικά ὁ λόγος περί τῆς «… δωδεκάδος, τῆς ἑξάδος, καί τῆς τριάδος…»61 τῶν Ἐπισκόπων στίς ἐκδικάσεις Ἐπισκόπων, πρεσβυτέρων καί διακόνων ἀντίστοιχα. Καί καθώς συμπεραίνει ὁ Διονύσιος «οἱ ἱεροί κανόνες ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύουσι τήν συμμετοχήν εἰς τό δικάζον ἐπισκοπικόν Δικαστήριον τοῦ κανονικοῦ Ἐπισκόπου ὐφ’ ὅν ὑπάγεται δικαζόμενος πρεσβύτερος ἤ διάκονος, ἀλλά τοὐναντίον ἐπιβάλλουσι ταύτην»62. 58

324.

Παραπέμποντας εἰς ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ἀ., Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου,

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 29. Ὅ.π. 31. 61 Ὅ.π. 32. 62 Ὅ.π. 59 60

- 121 -


Σχετικά μέ τήν δικαστική διαβάθμιση63 κρίνει ὁ Διονύσιος ὅτι τό σχετικό ἄρθρο χρειάζεται συμπλήρωση, λόγῳ ἀσάφειας ἐπ’ αὐτοῦ τῶν ἱερῶν κανόνων καί τοῦ 89 ἄρθρου τοῦ Κρητικοῦ Συντάγματος καί ἐπειδή συγχρόνως οἱ κληρικοί εἶναι Κρῆτες πολίτες καί ἡ ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης «δέον ν’ ἀπονέμηται ἐν ὀνόματι τοῦ Ἡγεμόνος»64. 2. Ἡ κανονικότητα καί ἡ ἀνάγκη τῶν χειροτονιῶν. Ὁ Κρήτης ἔκανε λόγο γιά παραγραφή τοῦ ἄρθρου 16 τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου (κατά τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά χειροτονηθεῖ κανείς ἐάν δέν ἀποφανθῇ περί τούτου ἠ Σύνοδος), διότι ἀποτελεῖ ἐπιζήμιο περιορισμό γιά τίς χηρεύουσες ἐνορίες καί ἀντίκειται στούς ἱερούς κανόνες, ἀλλά ὁ Διονύσιος κρίνει65 ὅτι ἕνα ἀπό τά ἔργα τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου σύμφωνα μέ τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο εἶναι νά ἐξετάζει τήν κανονικότητα καί τό μέτρο τῶν χειροτονιῶν. Τό ἄρθρο αὐτό θεωρεῖ ὅτι «Εἰς τήν Ἐπαρχιακήν Σύνοδον ἐπιτρέπει ἁπλῶς νά κρίνῃ ἐάν τά ἀναγραφόμενα προσόντα καί αἱ διατάξεις τοῦ νόμου περί τῆς ἀνάγκης τῆς χειροτονίας τηρῶνται ἐπακριβῶς ἐν ἑκάστῃ χειροτονία … ἐπιβάλλοντος ἑνός ἔτους ἄσκησιν ἤ πεῖραν ἱερατικήν τῷ ὑποψηφίῳ ἡ πάροδος χρονικοῦ τινος διαστήματος προπαρασκευαστικοῦ εἰς τήν χειροτονίαν εἶναι ἀναγκαιοτάτη … Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἔχῃ τήν Σύνοδον ἀποφαινομένην ὁριστικῶς περί τῆς χειροτονίας δύναται ν’ ἀπαλλαγῇ ἀπό ποιΒλ. σχετικῶς ΜΙΛΑ Ν., Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, 651-669. 64 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 33. 65 Παραπέμποντας εἰς ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικής Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, 237 καί στόν 6ο κανόνα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποίος ὁρίζει «Ἐπειδή περ κανών ἐστιν, ὁ λέγων· Δὶς τοῦ ἕτους καθ᾿ ἑκάστην ἐπαρχίαν χρῆναι γίνεσθαι διὰ συναθροίσεως ἐπισκόπων τὰς κανονικὰς συζητήσεις· διὰ τὴν συντριβὴν καὶ τὸ ἐνδεῶς ἔχειν πρὸς ὁδοιπορίαν τοὺς συναθροιζομένους, ὥρισαν οἱ τῆς ἕκτης συνόδου ὅσιοι Πατέρες, ἐξ ἅπαντος τρόπου καὶ προφάσεως, ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ γίνεσθαι, καὶ τὰ ἐσφαλμένα διορθοῦσθαι. Τοῦτον οὖν τὸν κανόνα καὶ ἡμεῖς ἀνανεοῦμεν· καὶ εἴ τις εὑρεθῇ ἄρχων τοῦτο κωλύων, ἀφοριζέσθω. Εἰ δέ τις ἐκ τῶν μητροπολιτῶν ἀμελήσοι τοῦτο γίνεσθαι, ἐκτὸς ἀνάγκης, καὶ βίας, καί τινος εὐλόγου προφάσεως, τοῖς κανονικοῖς ἐπιτιμίοις ὑποκείσθω· Τῆς δὲ συνόδου γενομένης περὶ κανονικῶν καὶ εὐαγγελικῶν πραγμάτων, δεῖ τοῖς συναθροισθεῖσιν ἐπισκόποις ἐν μελέτῃ καὶ φροντίδι γίνεσθαι τοῦ φυλάττεσθαι τὰς θείας καὶ ζωοποιοὺς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ. Ἐν γὰρ τῷ φυλάττεσθαι αὐτὰς ἀνταπόδοσις πολλή· ὅτι καὶ λύχνος ἡ ἐντολή· νόμος δέ, φῶς, καὶ ὁδὸς ζωῆς ἔλεγχος καὶ παιδεία· καί, Ἡ ἐντολὴ Κυρίου τηλαυγὴς φωτίζουσα ὀφθαλμούς. Μὴ ἔχειν δὲ ἄδειαν τὸν μητροπολίτην, ἐξ ὧν ἐπιφέρεται ὁ ἐπίσκοπος μετ᾿ αὐτοῦ, ἢ κτῆνος, ἢ ἕτερον εἶδος ἀπαιτεῖν. Εἰ γὰρ τοῦτο ἐλεγχθῇ πεποιηκώς, ἀποτίσει τετραπλάσιον», NΙΚΟΔΗΜΟΥ Α., Πηδάλιον, 187. 63

- 122 -


κίλων ἐνοχλήσεων … ἡ διάταξις αὕτη ἡ ἐξασφαλίζουσα ἀφ’ ἑνός μέν τήν εἰρήνην ἀρχιερέως καί χριστιανῶν, καί ἀφ’ ἑτέρου τήν Ἐκκλησίαν ἀπό ὑπεραρίθμων κληρικῶν, ἀπό ἀνικάνων τοιούτων»66. 3. Ἡ κανονική σχέση Ἐπισκόπων καί Μητροπολίτου. Κατόπιν ἀναφερόμενος ξανά στόν Λόγο τοῦ Κρήτης σχετικῶς πρός τό ἄρθρο 35, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Κρήτης ἐπικαλούμενος γενικά καί ἀορίστως τούς ἱερούς κανόνες ἐκφέρει «γνώμην ὑποβιβάζουσαν τούς ἐπισκόπους εἰς ἐξαρτήματα τοῦ Μητροπολίτου»67 καί παραθέτει τούς κανόνες 3ο, 11ο καί 12ο τῆς ἐν Σαρδικῇ Συνόδου καί τήν σχετικήν ἑρμηνεία τοῦ Ζωναρᾶ καί τοῦ Βαλσαμῶνα γιά νά ἀποδείξη «ὅτι ἡ ἐν τῇ αὐτῇ ἐπαρχίᾳ ἤτοι ἐν τῇ αὐτῇ Μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ ἀπό ἐπισκοπῆς εἰς ἐπισκοπήν μετάβασις τῶν Ἐπισκόπων γίνεται προσκλήσει μόνον καί ἀδείᾳ τοῦ εἰς τήν παροικίαν τῆς μεταβάσεως κανονικοῦ Ἐπισκόπου.-Ἐν τοιαύταις ἀποδημίαις οὐδεμία ἄλλη ἀπαιτεῖται ἄδεια»68. Ἐπίσης ἀναφέρει διαδοχικά τούς κανόνες 11ο τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ καί 23ο τῆς ἐν Καρθαγένῃ Συνόδου, συμπεραίνοντας «Ὥστε οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας εἰς μόνην τήν ἐκτός τῆς Ἐπαρχίας ἤτοι τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας…ἀπαιτοῦσιν ἵνα οἱ ἀποδημοῦντες ἐπίσκοποι λαμβάνωσι τήν ἀπολυτικήν λεγομένην παρά τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου»69. Κρίνει ἔτσι, ἀντίθετα μέ τόν Μητροπολίτη, ὅτι καλῶς ἔχει τό ἄρθρον 35 τοῦ Καταστατικοῦ ὡς ἔχει «παραχωροῦν μάλιστα περισσότερα τῶν κεκανονισμένων προνομίων εἰς τόν Μητροπολίτην, καί περιορίζον εἰς τόν Μητροπολίτην μόνον τό δικαίωμα τῆς παροχῆς ἀδείας ἀποδημίας εἰς τούς Ἐπισκόπους ἐν ᾧ οἱ κανόνες ἀνατίθησι τοῦτο καί τῇ Ἐπαρχιακῇ Συνόδῳ»70. 4. Ἡ διάλυση τῶν Μονῶν. Σχετικά πρός τήν διάλυσιν Μονῶν ἐπίσης παρατηρεῖται διαφωνία μεταξύ τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης Διονυσίου71 καί τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου. 66

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 34.

Ὅ.π. 35. Ὅ.π. 69 Ὅ.π. 36. 70 Ὅ.π. 71 Καί εἰς τό θέμα αὐτό ἡ διαφωνία τοῦ Ρεθύμνης Διονυσίου μέ τόν Μητροπολίτη Κρήτης Εὐμένιο εἶναι ἐνδεικτική τῆς εὐρύτερης θέσης καί γενικότερης στάσης του, ἡ ὁποία τελικῶς ξεκάθαρα φαίνεται μέ τήν εἰσχώρησή του εἰς τήν ἐπανάσταση τοῦ Θερίσου καί τήν ὑποστήριξή του στόν Ἐλευθέριο Βενιζέλο. Βλ. περισσότερα ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ., Ἱστορία τῆς Κρήτης, 446. 67 68

- 123 -


Συγκεκριμένα ἐκφράζει τήν ἄποψιν ὅτι «ἡ διάλυσις τῶν Μονῶν καί ἡ χρησιμοποίησις τῶν προσόδων αὐτῶν ὑπέρ τῶν ἀγώνων τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἦτο διαρπαγή ἐπιδραμόντων κατά τῆς ἐκκλησίας, ἐθνικῶν ἤ ἄλλων στιφῶν ἀσεβῶν, ἦτο πρᾶξις τῆς ἐκκλησίας κανονικῶς εἰλημμένη, καί ἀφορῶσα εἰς τήν ὑποστήριξιν ἀφ’ ἑνός τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, καί ἀφ’ ἑτέρου εἰς τήν βελτίωσιν τοῦ μοναχικοῦ συστήματος, εἰς τήν σύμπηξιν παγίων καί κανονικῶς διοικουμένων ὡρισμένων μεγάλων Μονῶν. Ἦτο πρᾶξις ἥν ὁμοφώνως μέν ἀπεφάσισεν ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος προεδρευομένη ὑπό τῆς Α. Σεβασμιότητος τοῦ Μητροπολίτου Κυρίου Κυρίου Εὐμενίου ἐπεκύρωσε δέ ἡ ἐν Κ)πόλει ἱερά Πατριαρχική Σύνοδος»72 καί πρός ἀπόδειξιν καί στήριξιν ὅσων γράφει φέρει73 τούς ἱερούς κανόνες καί τήν ἑρμηνεία τους. Συμπερασματικά γράφει ὅτι οἱ μισθώσεις μοναστηρίων δέν ἐναντιοῦνται στούς ἱερούς κανόνες74. 5. Ὁ διορισμός τῶν Ἡγουμένων. Σχετικῶς πρός τόν διορισμόν τῶν ἡγουμένων ἀναφέρει «οἱ ἱεροί κανόνες οὐδέν σαφές περί ἐγκαταστάσεως ἡγουμένων ἐν ταῖς Μοναῖς λέγουσιν. Ἐάν δέ δύναται τις νά εἰκάσῃ ἐκ τοῦ 80ου κανόνος τῆς ἐν Καρθαγένῃ, καί τοῦ 4ου τῆς Α’ καί Β’ λεγομένης, καί τοῦ 1ου τῆς αὐτῆς, ὁ ἡγούμενος ἐγκαθίστατο ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου. Ἀλλά δέν πρόκειται περί τούτου. Ὁ λόγος δι’ ὅν ἐγένετο ἡ μεταβολή τοῦ τέως ἐν ταῖς Μοναῖς κρατοῦντος αἱρετοῦ συστήματος τῆς ἀναδείξεως ἡγουμένων, ἦτο ἡ ἀποφυγή ἀφορμῶν διχονοίας καί διαιρέσεως τῶν Μοναχῶν, καί τῆς διασπάσεως τῆς ἀδελφικῆς ἀγάπης...Τούτων ἕνεκα ἀνετέθη μέν εἰς τόν Ἐπίσκοπον ὁ διορισμός τῶν ἡγουμένων ἀλλά καί καθωρίσθη τό ἰσόβιον αὐτοῦ καί ἡ παῦσις αὐτοῦ ἀφέθη εἰς τήν Σύνοδον, ἵνα κατασταθῇ ἀνεξάρτητος ἐν τῇ διοικήσει ὁ ἡγούμενος. Ἡ γενομένη τροποποίησις ἐπανεισάγει ἐν συνόλῳ τό τέως κρατοῦν σύστημα τοῦ αἱρετοῦ τῶν ἡγουμένων, ἀλλά καθ’ ἡμᾶς μόνον ὅσον ἀφορᾷ τήν ἐκλογήν καί οὐχί τόν ἄμεσον διορισμόν τοῦ Ἐπισκόπου, καί οὐδέν πλέον, καί καταργεῖ τήν ἰσοβιότητα τῶν ἡγουμένων οὕτω κατά τετραετίαν ἐπαναλαμβανομένη ἡ ἐκλογή θά συνεπάγηται πάσας τάς κομματικάς ἀσχημίας…»75. Συνεχίζοντας προτείνει «ἀφ’ οὗ ἅπαξ ἐτέθη τό αἱρετόν τῶν ἡγουμένων νά τροποποιηθῇ κατά τοῦτο τό ἄρθρον καί ὁρισθῇ ἰσοβιό72

ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 37.

Ὅ.π. Παραπέμπει εἰς τόν ἕκτο τόμο τοῦ Συντάγματος τῶν Ράλλη-Ποτλῆ, σ. 276 στήν ἑρμηνεία τοῦ 13ου κανόνα τῆς Ζ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὑπό τοῦ Ματθαίου Βλάσταρη. 74 Ὅ.π. 38. 75 Ὅ.π. 39. 73

- 124 -


της εἰς τούς αἱρετούς ἡγουμένους, ἰσοβιότης, ἥτις οὐ μόνον ἐκ τοῦ πνεύματος τοῦ μοναχικοῦ ἐνδείκνυται, ἀλλά καί ἐκ τοῦ συνόλου τῆς περί προχειρίσεως ἡγουμένου ἱερᾶς ἀκολουθίας…Ἡ προσωνυμία Πατρός πνευματικοῦ ἡ ὁποία προσδίδεται ὑπό τῆς ἀδελφότητος εἰς τόν ἡγούμενον δέν προσιδιάζει μέν εἰς προϊόν κομματικῆς πάλης, πολύ δέ ὀλιγώτερον εἰς πρόσωπον οὕτω ταχέως ἐναλλασσόμενον»76. Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος γράφει ὅτι ὁ Κρήτης θέλει ν’ ἀνατρέψῃ τό ὑφιστάμενον διοικητικόν τῆς Ἐκκλησίας σύστημα καί τό καταγγέλlει ὡς ἀντικανονικό, ἀλλά χωρίς νά παραθέτει κανόνες πρός ὑποστήριξη τῶν θέσεών του καί ὁμολογεῖ ὅτι «Κατέστη εἰς ἐμέ ἀδύνατον ν’ ἀνεύρω κανόνας συμφώνους τῇ γνώμῃ τῆς Α. Σεβασμιότητος»77 προσθέτοντας ὅτι τόσον τό Ἐκκλησιαστικό Δίκαιο ὅσο καί οἱ ἱεροί κανόνες συμφωνοῦν μέ ὅσα ἀναγράφονται στόν Καταστατικό νόμο. β. Οἰκονομικά θέματα. 1. Ἡ ἐπιτροπεία ἑποπτείας καί διαχειρίσεως τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν. Συνεχίζει γράφοντας «Ὁ Καταστατικός νόμος συνταχθείς καί ὑπογραφείς ὑφ’ ὅλης τῆς Συνόδου τῆς Ἐπαρχιακῆς, ἀνατίθησιν εἰς εἰδικάς ἐπιτροπείας τήν ἐποπτείαν, καί διαχείρισιν τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν. Ἡ ἐπιτροπεία αὕτη μικτή οὗσα ἐξ ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας καί ἀντιπροσώπων τῆς Πολιτείας ἑδρεύει ἐν ὡρισμένῳ μέρει. Ἑπομένως κατά κανόνα ὁ Ἐπίσκοπος τῆς ἕδρας ταύτης ἐκπροσωπεῖ τήν ἐκκλησίαν προεδρεύων τῆς ἐν τῇ ἕδρᾳ αὐτοῦ Μοναστηριακῆς ἐπιτροπείας. Οἱ ὑπογράψαντες ἀρχιερεῖς, οἱ μή μετέχοντες τῆς ἐπιτροπείας φαίνονται ἐξουσιοδοτοῦντες τόν ἐπίσκοπον τῆς ἕδραςεἰς τήν ἐξουσίαν τήν ὁποίαν ἡ θέσις αὐτοῦ παρέχει αὐτῷ. Οὐδέν ἐν τούτῳ τό ἀνώμαλον, οὐδέ ἡ ἐλαχίστη ὑποτίμησις τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ἐπαρχίας, οὐδέ δυνατή ἡ ἀσέβεια τῶν ὑπ’ αὐτούς μοναχῶν ἥτις μόνον κριτήν ἔχει τόν οἰκεῖον τοῦ ἀσεβοῦντος μοναχοῦ, Ἐπίσκοπον. Φαίνεται δέ ἄπορον πῶς ἡ Α. Σεβασμιότης τοιαύτην ἔχει σχηματίσῃ ἰδέαν περί τῆς διοικητικῆς μέν ἀσθενείας τῶν ἐν ταῖς ἐπαρχίαις θεοφιλεστάτων Ἐπισκόπων, τῆς ἀνυποτάκτου δέ διαγωγῆς τῶν ὑπ’ αὐτούς μοναχῶν. Ἡ πλήρης συμμετοχή τῶν ἐν ταῖς ἐπαρχίαις συνεπισκόπων ἐν ταῖς Μοναστηριακαῖς ἐπιτροπείαις εἶναι σχεδόν ἀδύνατος διά τό ἀπομεμακρυσμένον αὐτῶν ἀπό τῶν ἑδρῶν τῶν ἐπιτροπειῶν. Οὐδέ διαβαθμίζει τούς Ἐπισκόπους 76 77

Ὅ.π. 40. Ὅ.π. 40. - 125 -


τό ἄρθρον τοῦτο…ἀλλ’ ὡς προερρήθη ἀνατίθησιν εἰς τόν ἐπίσκοπον τῆς ἕδρας τῆς ἐπιτροπείας τήν ἐν αὐτῇ ἐκπροσώπησιν τῆς Ἐκκλησίας»78. Ὁ Διονύσιος ἐπιμένει ἐπί τοῦ θέματος γράφοντας «Αἱ Μοναστηριακαί Ἐπιτροπεῖαι δέν εἶναι ὁ Πρόεδρος…ἀλλ’ εἶναι σωματεῖον ἀπαρτιζόμενον ἐν τριῶν προσώπων, ὧν ἕκαστον ἔχει καί ἰδίαν γνώμην…ἐν τῇ ἐπιτροπείᾳ Ρεθύμνης ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι σήμερον ὑπῆρξαν καί ὑπάρχουσι πρόσωπα ἐντελῶς αὐθύπαρκτα ἔχοντα τήν ἰδίαν ἕκαστος γνώμην, συζητητικά, μή ἐπηρεαζόμενα παρά μόνον ὑπό τοῦ ὀρθοῦ καί τοῦ δικαίου. Ἀλλ’ ὁ Ἐπίσκοπος Πρόεδρος τῶν Μοναστηριακῶν Ἐπιτροπειῶν λαμβάνει ἄμεσον γνῶσιν τῆς καταστάσεως τῶν ὑπ’ αὐτόν Μονῶν καί ἐνεργεῖ ἀμέσως ἐπ’ αὐτῶν. Εἶναι λοιπόν δίκαιον καί ὁ τῆς ἐπαρχίας Ἐπίσκοπος νά γινώσκῃ πᾶν ὅ,τι ἀφορᾷ εἰς τάς Μονάς αὐτοῦ»79. Σχετικῶς ἐπικαλεῖται τόν 4ο κανόνα τῆς ἐν Χαλκηδόνι Δ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί καταλήγει ὅτι τό σχετικό ἄρθρο τοῦ Καταστατικοῦ «χρῄζει συμπληρώσεως ἵνα ἡ σχέσις τῶν Μοναστηριακῶν ἐπιτροπειῶν πρός τάς ὑπό ἐπίσκοπον οὐχί τόν Πρόεδρον αὐτῶν διατελούσας Μονάς διεξάγεται διά τῶν ἐν ταῖς Ἐπαρχίαις Ἐπισκόπων, δι’ ὧν καί αἱ ὑπ’ αὐτούς τελοῦσαι Μοναί θα ἀναφέρονται πρός τάς οἰκείας Μοναστηριακάς ἐπιτροπείας»80. 2. Ἡ διαχείριση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας. Περί τῆς διαχειρίσεως τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Περιουσίας ὁ Κρήτης Εὐμένιος πρότεινε τήν κατάργηση τῶν Μοναστηριακῶν ταμείων, τήν κατάργηση τοῦ συστήματος μισθώσεως τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν, καί τήν ἐπαναφοράν αὐτῶν εἰς τήν διαχείρισιν τῶν μοναχῶν ὑπό τήν ἑποπτεία εἰδικῆς Ἐπιτροπείας, τήν ἀφαίρεσιν ἀπό τῶν μοναχῶν τῶν λορίδων γῆς, τάς ὁποίας παραλαμβάνοντας καλλιεργούσι καρπούμενοι ἐφ’ ὅρου ζωῆς καί τήν σύστασιν ἱερατικῶν ταμείων ὑπέρ τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου81. Ὁ Διονύσιος σχετικά ἀπαντάει ὅτι ἀπό τό 1870 καί ἑξῆς δύο συστήματα διοικήσεως τῶν Μοναστηριακῶν ἐφαρμόστηκαν συγχρόνως στήν Κρήτη. Τό σύμφωνο μέ τίς διατυπώσεις τοῦ Διοργανισμοῦ82 τῶν ἱερῶν Μονῶν, δηλαδή διά μισθώσεως καί διαχειρίσεως ὑπό τῶν Δημογεροντιῶν τῶν πλεὍ.π. 29-30. Ὅ.π. 30. 80 Ὅ.π.. 81 Ὅ.π. 41. 82 «Διοργανισμοῦ τῶν ἐν Κρήτῃ Ἱερῶν Μονῶν, Σταυροπηγιακῶν τε καί Ἐνοριακών» (1870). Πρόκειται γιά τόν Καταστατικό Χάρτη τῶν Κρητικῶν Μοναστηριῶν, πού ἵσχυσε ἀναλλοίωτος ὥς τό 1900», ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ., Ἰστορία τῆς Κρήτης 434. 83 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 41. 78 79

- 126 -


οναζουςῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν καί τό αὐθαίρετο καί μή ἐπί τοῦ Κανονισμοῦ στηριζομενον τῆς ἀμέσως ὑπό τῶν μοναχῶν διαχειρίσεως τῆς ὅλης Μοναστηριακῆς περιουσίας. Τό πρῶτο ἐφαρμόστηκε στό Ἡράκλειο καί τό Λασίθι, συνεχῶς καί ἀδιαλείπτως καί ἐν Χανίοις κατά περιόδους , τό δεύτερο στό Ρέθυμνο ἐπί ἔτη μακρά συνεχῶς καί στά Χανιά περιοδικά. Καί καταλήγει ὁ Διονύσιος λέγοντας «Ἐδόθη λοιπόν καιρός ἵνα φανῇ ποῖον τῶν δύο συστημάτων ἐδείχθη ἐν τῇ ἐφαρμογῇ λυσιτελέστερον»83. Καί ἀπαντάει γράφοντας ὅτι στό Ἡράκλειο καί τό Λασίθι «ἔνθα ἀδιαλλείπτως διεχειρίζοντο αἱ Δημογεροντίαι τάς περιττευούσας Μοναστηριακάς περιουσίας οὐ μόνον σπουδαῖον ἀποθεματικόν ὑφίσταται κεφάλαιον, ἀποτελεσθέν ἐν τῶν ἐτησίων περισσευμάτων τῶν μισθώσεων ἀλλά καί βελτίωσιν οὐχι μικράν ὑπέστησαν τά μίσθια κτήματα….τά διαμερίσματα Χανίων καί Ρεθύμνης… οὐ μόνον πλεονάσματα δέν παρουσιάζουν, ἀλλα τοὐναντίον παρουσιάζονται αὐτά ταῦτα ἐπιβεβαρυμένα ὑπό χρεῶν μεγάλων…»84. Ἑπομένως «ἀπό πρακτικῆς ἀπόψεως δέν πιστεύομεν νά ἐγκαταλειφθῇ σύστημα προφανῆ παρουσιάζον ἐκ τοῦ παρελθόντος τά ἀγαθά αὐτοῦ»85. Ἄλλωστε ὑπέρ αὐτοῦ συνηγοροῦν καθώς λέγει καί τά «ἔκτροπα», τά ὁποῖα παρατηροῦνται ἐπειδή τά περισσώτερα μετόχια βρίσκονται μακριά τῶν Μονῶν καί τῆς ἐπιτηρήσεως τῶν ἡγουμένων. ἐπιπροσθέτως τονίζει τήν μεγάλη ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν οἰκονομική στήριξη τοῦ ἐφημεριακοῦ κλήρου. 3. Ἡ οἰκονομική κατάσταση τοῦ κλήρου. Καί περιγράφει τήν δύσκολη οἰκονομική κατάσταση τοῦ κλήρου «περιορίζωνται εἰς μόνον ἔργον βιοποριστικόν, τήν γεωργίαν…ἀποζῶσι μόνον ἐκ τῶν γλισχρῶν εἰσοδημάτων τῆς κτηματικῆς αὐτῶν περιουσίας, καί ἐκ τῶν εὐτελῶν τυχηρῶν τῆς ἐνορίας, ἅτινα ἐν πολλαῖς κώμαις ἔχουσι περιορισθῇ ἤδη ὡς τά πολλά, εἰς ὀλίγους ἄρτους καί ὀλίγα λεπτά, ἅτινα καί ταῦτα πολλοί ἀσυνείδητοι ἐπιχειροῦσι νά μειώσωσι, τούς μέν ἄρτους τεμαχίζοντες εἰς διανομήν, τά ἡμίση δέ τῶν δίσκων κατάσχοντες ὑπέρ τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ τῆς ἐνορίας ταμείου. Ἐπάγγελμα ἄλλο δέν ἐπιτρέπεται αὐτοῖς νά μετέλθωσιν. Οὐδεμία συνδρομή παρέχεται αὐτοῖς, ἵνα ἐτήσιόν τι ὡρισμένον εἰσπράττηται ὑπέρ αὐτῶν παρά τῶν χριστιανῶν. Ἡ Πολιτεία ἐπιβαρύνει αὐτούς πολλάκις δι’ ἐργασιῶν, ξένων ὅλως τῶν καθηκόντων αὐτῶν τῶν ἱερατικῶν. Τό χωρίον ἐπιβαρύνει αὐτούς σχεδόν πάντοτε διά 84 85

Ὅ.π. 42. Ὅ.π. 44. - 127 -


τῆς φιλοξενίας τῶν διερχομένων ξένων. Οἱ πάντες ἀξιοῦμεν παρ’ αὐτῶν περιβολήν σεμνοπρεπῆ, ἦθος κόσμιον καί ἱεροπρεπές, μόρφωσιν ἰκανήν, εὐσέβειαν ἄνευ ἀγυρτείας, καί τόσα καί τόσα ἄλλα…Περί τῆς ἀνυψώσεως τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου ἠθέλησε πρωτίστως νά μεριμνήσῆ ἡ Ἐπαρχιακή Σύνοδος ἡμῶν, καί καθιέρωσε τά Μοναστηριακᾶ ταμεῖα, εἰς ἅ εἰσήγαγε τά περισσεύματα τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν, καί ἄλλους τινας ἀργοῦντας πόρους…ἀνεκήρυξε δέ ταῦτα ὁ νόμος Νομικά Πρόσωπα ἁπλῶς καί μόνον ἵνα προσδώσῃ εἰς αὐτά δικαίωμα παραστάσεως πρό τῶν Δικαστηρίων, καί λοιπά τοιαῦτα δικαιώματα τά ὁποῖα ἀπό τῶν νόμων κέκτηνται τά πρόσωπα ταῦτα…»86. Μία ἐκ τῶν κυριωτέρων ὑποχρεώσεων τῶν Μοναστηριακῶν ταμείων καθορίσθηκε νά εἶναι ἡ μισθοδοσία τοῦ ἐνοριακοῦ κλήρου, ἀλλά δυστυχῶς «τά ταμεῖα ταῦτα ἐπεβαρύνθησαν ποικιλοτρόπως. Ἡ μισθοδοσία τῶν ἀρχιερέων ἡ ἐπιβαρύνουσα μέχρι τοῦδε τό δημόσιον ἐπερρίφθη εἰς τά Μοναστηριακά ταμεῖα. Ἡ συντήρησις τοῦ Ἱεροδιδασκαλείου ἧς ἔδει νά μετέχῃ ἡ Πολιτεία ἐξ ἡμισείας τοὐλάχιστον, ἐπιβαρύνει ἐξ ὁλοκλήρου τά Μοναστηριακά ταμεῖα, καί ἐπί πᾶσι παρά τά ἐν τῷ Καταστατικῷ νόμῳ καθορισθέντα, ἐν ἀγνοίᾳ δέ τῆς Ἐκκλησίας καί παρά τό Σύνταγμα αὐτό, ἐδημεύθη μέρος τῆς περιουσίας τῶν Νομικῶν τούτων προσώπων ἐπιβληθείσης αὐτοῖς πληρωμῆς τῶν ἐλλειμμάτων τῶν τέως Σχολειακῶν Ἐφοριῶν, μηδεμίαν σχέσιν ἐχουσῶν πρός τά Μοναστηριακά ταῦτα ταμεῖα»87. 4. Ἱερατικά καί μοναστηριακά ταμεῖα. Ἡ πρόταση τοῦ Κρήτης γιά σύσταση «ἱερατικῶν ταμείων ἀντί τῶν μοναστηριακῶν ταμείων οὐδένα ἔχει σκοπόν. Τό πραγματικόν ἀποτέλεσμα θά εἶναι, τό πλῆρες ναυάγιον τῆς ἐλπίδος, ὅτι πιθανόν μίαν ἡμέραν νά κατασταθῇ μισθωτός ὁ ἐνοριακός κλῆρος καί ἐπιτευχθῇ οὕτω καί μόνον ἡ ἀνύψωσις καί μόρφωσις αὐτοῦ. Ἐάν ἀφαιρεθῶσιν ἀπό τῶν ταμείων τούτων οι κυριώτεροι πόροι-τά περισσεύματα τῶν Μοναστηριακῶν προσόδων, τοιαῦτα ταμεῖα εἶναι ἀδύνατον νά ὑπάρξωσιν. Αἱ ἀναγραφόμεναι ἀφιερώσεις τῶν χριστιανῶν εἶναι ὄνειροι…»88. Συμπερασματικά καταλήγει ἐπί τοῦ θέματος ὁ Διονύσιος «ἡ κατάργησις τῶν Μοναστηριακῶν ταμείων, καί ἡ ἀντ’ αὐτῶν ἀνίδρυσις ἱερατικῶν ταμείων οὐδέν πρακτικόν ἀποτέλεσμα δύναται νά προσπορίσηται τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ἡ προτεινομένη ἀπόδοσις τῶν Μοναστηριακῶν περισσευουσῶν περι86 87 88

Ὅ.π. 45. Ὅ.π. 46. Ὅ.π. - 128 -


ουσιῶν εἰς τήν ἄμεσον διαχείρισιν τῶν μοναχῶν, ἔστω καί ὑπό τήν ἑποπτείαν δῆθεν τῆς προτεινομένης θεωρητικῆς Ἐπιτροπείας, ἐξισοῦται πρός τήν πλήρη χρεωκοπίαν τῶν Μονῶν…ἀσύμφορος λίαν, ἀπό ποικίλης ἀπόψεως φαίνεταί μοι καί ἡ προτεινομένη κατάργησις τῆς ὑπό τῶν μοναχῶν καλλιεργείας λωρίδος τινος μοναστηριακῆς γῆς ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Μονῆς.Ἐχρημάτισα ἐπί ἔτη μακρά Ἐπίσκοπος ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Χερρονήσου, καί ἐν τῇ ἐπισκοπῇ ταύτῃ, καί ἐν ἀμφοτέραις ταῖς ἐπισκοπαῖς ὄχι μόνον κανόν δέν εὗρεν τό σύστημα τοῦτο, ἀλλά καί λίαν ἐπωφελές»89. Παράδειγμα στό προτεινόμενο ἀπό ἐκείνον καλύτερο σύστημα φέρει τήν Μονή Ἀρκαδίου προσθέτοντας «Οἱ Μοναχοί λαμβάνουσι τεμάχιον γῆς χέρσον καλλιεργοῦσι, φυτεύονται ἰδίαις δαπάναις, καί ἰδίῳ μόχθῳ, καί οὕτω πεφυτευμένον καταλείπουσιν ἀποθνήσκοντες εἰς τήν Μονήν αὐτων. Οὕτως εὑρίσκει ἀδαπάνως καλλιεργημένον κτῆμα ἡ Μονή, ἥτις ἀφ’ ἑαυτῆς δαπανῶσα δέν θά ἠδύνατο νά καλλιεργήσῃ αὐτό…ἡ ὠφέλεια αὕτη ἀντανακλᾷ καί πάλιν εἰς τήν Μονήν…»90. Συνεχίζει λέγοντας «Ἄγομαι πάντοτε ἐκ τῆς ἀρχῆς ὅτι πάγιον σύστημα, εἶναι τό μᾶλλον συντελεστικόν εἰς τήν διοίκησιν, οἵαν δήποτε, καί φρονῶ ὅτι δέν εἶναι ὀρθόν οὐδέ ὠφέλιμον νά μετατρέπωνται ριζηδόν συστήματα, τεθέντα ἅπαξ εἰς ἐφαρμογήν, καί μάλιστα κατόπιν μακρᾶς δοκιμασίας αὐτῶν· καί ἔχω μορφώση τήν πεποίθησιν ὅτι οἶον δήποτε σύστημα ἵνα εὐδοκιμήσῃ ἐν τῇ ἐφαρμογῇ, δεῖται καταλλήλων εἰς ἐφαρμογήν προσώπων. Οἷον δήποτε δέ σύστημα εἶναι ἀδύνατον νά μή παρουσιάσῃ ἐν τῇ ἐφαρμογῇ ἀτελείας καί δυσχερείας…νά διορθῶνται ἐν ἑκάστῳ συστήματι, καί νά μή ζητῆται ἡ ριζηδόν ἀνατροπή αὐτῶν καί ἐπί ἄλλων βάσεων ἀνέγερσις· διότι ἡ ἀνατροπή αὐτῶν καί ἀνοικοδόμησις θ’ ἀποτελέσῃ νέον κενόν, μεῖζον καί μᾶλλον δυσαναπλήρωτον τοῦ πρώτου…τό ἐν ἐνεργείᾳ σύστημα παρουσιάζει ἐλλείψεις, οὐδείς ὁ ἀρνούμενος…ἀγαθή καί εἰλικρινής θέλησις καί κοινή μελέτη δύναται ν’ ἀνεύρῃ, καί συμπληρώσῃ, ἐπί τῇ βάσει τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας, καί τοῦ γενικοῦ συμφέροντος τῆς Ἐκκλησίας τῆς μικρᾶς ἡμῶν Πολιτείας. Εἰς τήν μελέτην καί τήν ὑπόδειξιν τῶν ἀνορθώσεως δεομένων θέλει συντελέση ἕκαστον τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου»91. γ. Τά Ἱεροδιδασκαλεῖα. Οἱ ἰδέες τοῦ Κρήτης γιά τά Ἱεροδιδασκαλεῖα κρίνονται ἀπό τόν Διονύσιο πρακτικές ἀλλά χωρίς εὐάρεστο ἀποτέλεσμα, διότι τά τοῦ θέματος λέγει 89 90 91

Ὅ.π. 47. Ὅ.π. 48. Ὅ.π. 49. - 129 -


«χρῄζουσι πολλῆς μελέτης, καί δέν δύνανται νομίζω, νά καθορισθῶσιν ἀσχέτως πρός ἄλλους θεσμοῦς τῆς Ἐκκλησίας καί Πολιτείας»92. Ἐν συνεχείᾳ γράφει «Ἐάν τό Ἱεροδιδασκαλεῖον ἔχῃ λόγον ὑπάρξεως καί ὑποστηρίξεως, ὁ λόγος εἶναι ὅτι τήν ὔπαρξιν αὐτοῦ συνδέει πρός τήν ἐλπίδα ὅτι ἱερεύς καί διδάσκαλος εἶναι δυνατόν νά συνυπάρξωσιν ἐν ἑνί καί τῷ αὐτῷ προσώπῳ. Κιθαρῳδός δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ποτέ ὁ διδάσκαλος τῶν χωρίων. Καί ἐάν τοιαῦται ἀναγράφωνται θεωρίαι ἐν τοῖς νόμοις, ἐν τῇ πράξει δέν εἶναι δυνατόν νά λάβωσι ποτέ ὑπόστασιν. Ὁ χωρικός ὁ μή ἐπαρκῶν εἰς τήν ἀγοράν τῶν ἀπολύτως ἀναγκαίων βιβλίων τῶν τέκνων του δέν εἶναι δυνατόν νά ὑποστῇ τήν δαπάνην τοῦ ὀργάνου ἀλλ’ οὐδέ εἶναι δυνατόν πάντες οἱ διδάσκαλοι νά ὧσι καί κιθαρῳδοί, γνωστοῦ ὄντος, ὅτι ἡ μουσική ἐκτός τῆς ἐπιμελείας, καί τήν συνύπαρξιν φυσικῆς κλίσεως ἀπαιτεῖ. Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τήν γυμναστικήν, ἐάν ἡ γυμναστική δέν θεωρηθῇ παιδιά, ἀλλά μάθημα σπουδαῖον καί λυσιτελές, δέν βλέπω τόν λόγον δι’ ὅν ὁ ἱερεύς διδάσκαλος δέν δύναται ν’ ἀνυψώσῃ αὐτό διδάσκον αὐτό….ὁ ἱερεύς μορφώνων καί ἀνπτύσσων τόν πολίτην, μορφώνει συνάμα καί ἀναπτύσσει τόν χριστιανόν, οὕτω δέ ἐξασφαλίζων τόν σεβασμόν τῶν νόμων τῆς Πολιτείας, ἐξασφαλίζει συνάμα καί τήν χριστιανικήν, ἠθικήν καί θρησκευτικήν μόρφωσιν ἐν τοῖς πνευματικοῖς αὐτοῦ τέκνοις καί ἀντεπεξέρχεται ἐξ αὐτῆς τῆς παιδικῆς ἡλικίας κατά τῆς διαφθορᾶς…»93. δ. Τό ἕνεκα κακουργήματος λόγου διαζύγιον. Τέλος, ὁ Διονύσιος κάνει παρατηρήσεις «Περί τοῦ ἕνεκα κακουργήματος λόγου τοῦ διαζυγίου, ὅτι ἡ αἰτία δι’ ἥν ἀνεγράφη ἡ καταδίκη εἰς ποινήν κακουργήματος τοῦ ἑτέρου τῶν συζύγων ὡς ἀφορμή διαζυγίου εἶναι τό ἀτιμωτικόν τῆς καταδίκης, ὅπερ δέν ἀφαιρεῖ ἡ χορηγουμένη χάρις. Τοιοῦτοι λόγοι ἐν τῇ διαζεύξει ὑπάρχουσι πολλοί, ὡς ὁ ἐν ταῖς παλαιαῖς διατάξεσιν ἀναγραφόμενος λόγος, περί τοῦ ὅταν ἡ γυνή ἄνευ ἀδείας τοῦ συζύγου μεταβαίνῃ εἰς θέατρον καί ἄλλοι.-Ὥστε ἀρκεῖ ἡ καταδίκη τοῦ ἑτέρου τῶν συζύγων εἰς ποινήν κακουργήματος ἵνα παραγάγῃ τήν ἀτίμωσιν τοῦ καταδικαζομένου, καί ἐπομένως τόν λόγον τῆς διαζεύξεως…Περί τοῦ ἀσυμβιβάστου, ὅτι δέον νά τεθῇ φραγμός τις…ἡ ἀδύνατος καί ἀσυμβίβαστος συμβίωσις ἀποδεικνυομένη εἶναι λόγος διαζυγίου, ἀλλ’ ἀποδεικνυομένη διά παρατάσεως αὐτῆς ἐπί τριετίαν…λάβωσι χώραν ἀπόπειραι πρός συμβιβασμόν ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου, καί κατ’ ἐπανάληψιν ἀπαγγελθῶσι τυπικοί χωρισμοί ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου…τοσούτους ἔχει φραγμούς ὥστε τό 92 93

Ὅ.π. Ὅ.π. 50. - 130 -


διαζυγίον, ἵνα ἐπί τέλους ἐπιτευχθῇ ἀπαιτεῖ την πάροδον οὐχί ὀλιγωτέρων τῶν πέντε ἐτῶν, ἀπό τῆς πρώτης ἐμφανίσεως τῶν διαδίκων ἑνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου»94. Χαρακτηριστικά κλείνοντας γιά ὅσα ἀπέμειναν ἀναπάντητα γράφει «πολλά τῶν διατυπουμένων διαφεύγουσιν ἐντελῶς τόν κύκλον τῆς Ἐπισκοπικῆς δράσεως, καί ἐπομένως τόν κύκλον τῆς συζυτήσεως ὑφ’ ἡμῶν»95. ε. Οἱ Σταυροπηγιακές Μονές καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόφαση τοῦ 1769. Τέλος, ἀναφέρεται σέ Σταυροπηγιακές Μονές γράφοντας «Ἐπειδή λόγος πολύς ἐγένετο περί τῶν Σταυροπηγιακῶν Μονῶν καί τῆς διατηρήσεως ἐπ’ αὐτῶν, καί μετά τήν ἐγκατάστασιν τῆς Κρητικῆς Πολιτείας τῶν Πατριαρχικῶν προνομίων, καθῆκον ἡμῶν θεωροῦμεν νά δημοσιεύσωμεν τήν κατά τό 1769 ἐκδοθεῖσαν ἐπί μεμβράνης Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν ἀπόφασιν, δι’ ἧς πάντα τά ἐν Κρήτῃ ὑπάρχοντα Σταυροπήγια ἀποκαθίστανται ἐνοριακά. Ἡ ἀπόφασις αὕτη εὑρίσκεται παρ’ ἐμοί»96. Καί παραθέτει τήν Πατριαρχική και Συνοδική Ἀπόφαση τοῦ 1769, ἡ ὁποία ἀμέσως ἀκολουθεῖ. «+ Θεοδόσιος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης. + Τῶν ὑπό χρόνων πραγμάτων, ὡς μή ᾀεί τόν αὐτόν γε τρόπον ἐχόντων, ἀλλά συῤῥεῖν καί ἀποῤῥεῖν πέφυκότων, καί ἀμαυροῦσθαι τῷ χρόνῳ ρέοντι διηνεκῶς, οὐκ ἄλλως ἡ ἐπί μακρόν τούτων διαμονή πραγματεύεσθαι πέφυκα, εἰ μήπου ταῖς κατά καιρόν ἀνακαινίσμασι καί ἀμοιβαίαις ἀνανεώσεσι. Τοῦτο γάρ παλιζωΐαν οἶδε ποιεῖν τοῖς ρευστοῖς κατά φύσιν, οἷς ὁ χρόνος φιλεῖ δή πουθεν κατά μικρόν τήν φθοράν ἐπάγειν λήθης βυθοῖς παραπέμπων τά φθάσαντα· διό κἄν τοῖς ἐκκλησιαστικῆς ὐπομνήμασιν οἱ μεταγενεστέρως ἀνειληφότες τούς οἴακας τοῦ ἁγιωτάτου τούτου ἀποστολικοῦ Πατριαρχικοῦ τε καί οἰκουμενικοῦ θρόνου τά τῶν πρό αὐτῶν πατριαρχευσάντων ἐπί διαφόροις αἰτίαις ἐκδεδόμενα συνοδικαῖς ἐπικρίσεσι γράμματα, ὅσα φαμέν εὐλόγως ἔφθασαν συντελεσθῆναι, κανονικαῖς συνᾴδοντα διατάξεσι· καί τούτων μάλιστα τά πρός σύστασιν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν, καί ἱερῶν καταγωγίων ἀφορῶντα μαλ’ εὐμενῶς ἀποδέχονταί τε καί ἐπικυροῦσι πρός ἑδραίαν καί ἀμετάπτωτον αὐτῶν διαμονήν, εἰς γάρ ἀμελῶς εἶχον περί τήν τῶν προγενεστέρων ὑπομνημάτων ἀνακαίνισιν, πάντως ἄν ἡ χρονική περιπέτεια ἀμαυροῦσα τήν τῶν καλῶν ὑποτύπωσιν, οὐ τήν τυχοῦσαν τοῖς Ὅ.π. 51-52. Ὅ.π. 52. 96 ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος, 52. 94 95

- 131 -


ἐπιγενομένοις ζημίαν προσέτριψεν.-Ἐπειδή τοιγαροῦν πρό ἱκανῶν ἤδη χρόνων, δηλαδή κατά τό παρελθόν ᾳψμδ σωτήριον ἔτος ἡ καθ’ ἡμᾶς τοῦ Χριστοῦ μεγάλη Ἐκκλησία, ὡς κοινή μήτηρ καί κηδεμών, καί προστάτις τῶν ἀπανταχοῦ ἁγίων Ἐκκλησιῶν, καί σεπτῶν καταγωγίων, πρόνοιαν πεποιημένη τῶν κατά πᾶσαν τήν νῆσον Κρήτην διατελούντων ἡμετέρων πατριαρχικῶν καί σταυροπηγιακῶν ἱερῶν μοναστηριῶν, ἀνασώσασθαί τε κἀπί τό εὔθετον ἀνακαλέσασθαι ταῦτα προτεθυμημένη, ἅτε δή κινδυνεύοντα εἰς παντελή καταντῆσαι ἐρήμωσιν, τά μέν διά τόν ὄγκον τῶν ἐπικόμων αὐτοῖς χρεῶν· τό δέ καί διά τάς ἀπροσφόρους καί ἀλυσιτελεῖς ἐπιστασίας τῶν ἐν αὐτοῖς ἡγουμενευόντων εἰκῇ καί ὡς ἔτυχε προχειριζομένην ναί δή καί διά τάς τῶν ἐνασκουμένων αὐτοῖς πατέρων πολυτρόπους ἀταξίας, διά κοινῆς συνοδικῆς σκέψεως ἔκτοτε προσήλωσε πάντα ταῦτα τά μοναστήρια τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κρήτης, ἐνοριακά τε καί ὑποκείμενα αὐτῇ ἀποκαταστήσασα διά τοῦ ἐκδοθέντος τηνικαῦτα πατριαρχικοῦ καί συνοδικοῦ γράμματος, ἐπί τῆς πατριαρχείας δηλονότι τοῦ ἐν μακαρίᾳ λήξει γενομένου πατριάρχου κυροῦ Παϊσίου. Αὐτήν δέ ταύτην τήν εὐλόγως γενομένην το πρῶτον προσήλωσιν τῶν ρηθέντων ἱερῶν μοναστηρίων τῇ ἁγιωτάτῃ μητροπόλει Κρήτης, ἐπεκύρωσε καί μετά ταῦτα, ἐπί τῆς πατριαρχείας δηλονότι τοῦ κύρ Κυρίλλου διά βου’. πατριαρχικοῦ γράμματος, ὅπερ συνοδικόν γράμμα ἀνατρέπον τήν ἐπιγενομένην κατά περίστασιν ἄδικον ἀφαίρεσιν, τοῦ ἐν τῇ Ἐπισκοπῇ Κυδωνίας Ἱεροῦ Μοναστηρίου τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Κυρίας τῶν ἀγγέλων ἐπικεκλημένου Γουβερνέτου· ἐπικυροῖ κατά πάντα δίκαιον λόγον τήν προγενομένην ἕνωσιν καί ὑποταγήν αὐτοῦ τε, καί τῶν λοιπῶν ἁπάντων μοναστηρίων πρός τήν μητρόπολιν Κρήτης, Ἀλλά δή καί προσεχῶς ἐπί τῆς πατριαρχείας τοῦ πρό ἡμῶν κύρ Σαμουήλ ἐπεκυρώθη καί τρίτον ἡ ἕνωσις αὕτη διά πατριαρχικοῦ καί συνοδικοῦ γράμματος, ἀκυροῦντος εὐλόγως καί σύν τῷ δικαίῳ τήν ἀδίκως καί παραλόγως προγενομένην μετακίνησιν, ἀφαίρεσίν τε καί ὑποταγήν ἐξάρχῳ πατριαρχικῷ τριῶν τινων ἐξ ἁπάντων τῶν εἰρημένων μοναστηρίων· δηλονότι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐρημίτου, Γουβερνέτου ἐπικαλουμένου, καί κειμένου κατά τό ἀκρωτήριον τῶν Χανίων, τοῦ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί τοῦ τῆς Ὑπεραγίας, Ἀκρωτηριανῆς ἐπιλεγομένου, καί κειμένου κατά τήν ἐπισκοπήν Κυδωνίας, μετά τοῦ κατά τήν ἐπισκοπήν Κισάμου χωρίου Δρεπανιά λεγομένου, ἀποκαθιστῶντος δέ αὐτά ταῦτα εὐλόγως καί κανονικῶς, ὥσπερ καί τά λοιπά πάντα μοναστήρια ἐν τῇ ἀρχαίᾳ ἐνοριακῇ αὐτῶν καταστάσει. Τούτων γοῦν τῶν προγενεστέρων πατριαρχικῶν καί συνοδικῶν γραμμάτων ἐμφανισθέντων τῇ ἐμῇ μετριότητι, προκαθημένῃ συνοδικῶς, ὑπό τοῦ ἤδη ἱερωτάτου Μητροπολίτου Κρήτης, ὑπερτίμου καί ἐξάρχου πάσης Εὐρώπης, τοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητοῦ ἡμῖν ἀδελφοῦ καί συλλειτουργοῦ - 132 -


κύρ Ζαχαρίου. Ἔγνωμεν κοινῇ συνοδικῇ διαγνώσει ἐπικυρῶσαι καί ἐπισυστήσασθαι ταῦτα, καί τό μόνιμον αὐτοῖς ἐπιχορηγῆσαι διά προσφάτου πατριαρχικοῦ καί συνοδικοῦ ἡμῶν γράμματος, ὡς μάλιστα φροντίζοντες τῆς εὐκαταστάτου καταστάσεως τῶν αὐτῶν ἱερῶν μοναστηρίων. Ὅθεν γράφοντες ἀποφαινόμεθα συνοδικῶς μετά τῶν περί ἡμᾶς ἱερωτάτων ἀρχιερέων καί ὑπερτίμων, τῶν ἐν ἁγίῳ πνεύματι ἀγαπητῶν ἡμῶν ἀδελφῶν καί συλλειτουργῶν. Ἵνα τῆς προγενομένης ἐπ’ εὐλόγοις αἰτίαις ἑνώσεως καί ὑποταγῆς τῶν ἀνά πᾶσαν τήν νῆσον Κρήτην ἱερῶν σταυροπηγιακῶν ἡμῶν μοναστηρίων πρός τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κρήτης ἐχούσης τό κύρος καί τήν ἰσχύν ἀμετάτρεπτον καί ἀμεταποίητον εἰς αἰῶνα τόν ἅπαντα, διαμένωσι τά αὐτά μοναστήρια ἁπαξάπαντα μετά πάντων τῶν κτημάτων καί ἀφιερωμάτων, μετοχίων τε καί χωρίων αὐτῶν ὑπό τήν πνευματική προστασίαν καί διοίκησιν τοῦ ἐν αὐτῇ κατά καιρούς ἀρχιερατεύοντος, τοῦ τε διαληφθέντος ἱερωτάτου Μητροπολίτου Κρήτης καί συναδέλφου ἡμῶν ἀγαπητοῦ κύρ Ζαχαρίου, καί τῶν αὐτοῦ διαδόχων, κρινόμενα καί ἀνακρινόμενα, δεσποζόμενά τε καί ἐξουσιαζόμενα ὑπό τοῦ κατά καιρόν μητροπολίτου Κρήτης, ὡς ἐνοριακά καί ὑποκείμενα τῇ κατ’ αὐτόν μητροπόλει. Ὀφείλουσι δέ καί πάντες οἱ ἐνασκούμενοι πατέρες γινώσκειν καί εἰς τό ἑξῆς ἀείποτε πνευματικόν προστάτην καί δεσπότην καί ἐξουσιαστήν μόνον τόν κατά καιρόν μητροπολίτην Κρήτης, καί μνημονεύειν τοῦ τοῦ κανονικοῦ αὐτοῦ ὀνόματος ἐν πάσαις ταῖς ἱεραῖς τελεταῖς καί ἀκολουθίαις ὡς νενόμισται, ἔχοντος ἐκτελεῖν τάς τε συμπιπτούσας ἐν αὐτοῖς χειροτονίας, καί πάντα τά ἀρχιερατικά διαπράττεσθαι μετά τῆς τοῦ ἱεροῦ Συνθρόνου ἐγκαθιδρύσεως, εἰσηγεῖσθαί τε αὐτοῖς πάντα τά ψυχωφελῆ καί σωτήρια διϊθύνειν εἰς σεμνήν καί εὐάρεστον, καί τῷ μοναδικῷ βίῳ κατάλληλον διαγωγήν. Ἐπί δέ τούτοις ὀφείλωσι δεικνύειν τήν προσήκουσαν τῇ αὐτοῦ ἱερότητι τιμήν καί εὐλάβειαν εὐπείθειάν τε καί ὑποταγήν, καί μηδενί ἄλλῳ παρέχειν πολλήν ἤ ὀλίγην δόσιν οὔτε λόγῳ ἐξαρχικῶν δικαίων, οὔτε ἄλλῃ τινι προφάσει. Ἀλλά πρός τήν αὐτοῦ ἱερότητα παρέχειν εὐπειθῶς ἅπαντα τά ἀνέκαθεν διωρισμένα ἐτήσια τῶν μοναστηρίων αὐτῶν, καί κατ’ οὐδέν ἐναντιοῦσθαι ἀτάκτως. Ὅς δ’ ἄν τις καί ὁποῖος τῶν ἁπάντων ἀλαζονείᾳ φερόμενος φανῇ ἐναντίος τοῖς συνοδικῶς ἤδη τρίτον ἀποφανθεῖσι καί ἐπιχειρήση οἴῳ δή τινι τρόπῳ διασεῖσαι τά περί τῆς ἑνώσεως καί ὑποταγῆς τῶν ἱερῶν τούτων μοναστηρίων πρός τήν ἁγιωτάτην μητρόπολιν Κρήτης καί ὅλως ἀνατρέψαι τι τῶν ἐν τῷ παρόντι συνοδικῷ ἡμῶν γράμματι, ἀποφαινόμεθα, ὁ τοιοῦτος ὁποίας δή τάξεως καί καταστάσεως. καί ὁποίου βαθμοῦ, ὡς ἀλαζών καί ὑπερόπτης τῶν συνοδικῶν ἀποφάσεων ἀφωρισμένος εἴη παρά τῆς ἁγίας καί ὀμοουσίου καί ζωοποιοῦ καί ἀδιαιρέτου μακαρίας Τριάδος, τοῦ Ἑνός τῇ φύσει ἁγίου Θεοῦ ἡμῶν, καί κατηραμένος καί ἀσυγχώρητος, καί μετά θάνατον ἅλυτος - 133 -


Ὁ Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης Διονύσιος (Καστρινογιαννάκης), ἐκ τοῦ Ἐπισκοπείου Ρεθύμνης


καί τυμπανιαῖος, καί πάσαις ταῖς πατριαρχικαῖς καί συνοδικαῖς ἀραῖς ὑπεύθυνος, καί ἔνοχος τῷ πυρί τῆς γεένης. Ὅθεν εἰς ἔνδειξιν καί ἀσφάλειαν ἐγένετο τό παρόν ἡμέτερον Πατριαρχικόν καί συνοδικόν ἐπιβεβαιωτήριον Σιγγιλιῶδες ἐν μεμβράναις γράμμα καί ἐδόθη τῷ διαληφθέντι ἱερωτάτῳ μητροπολίτῃ Κρήτης ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητῷ ἀδελφῷ καί συλλειτουργῷ τῆς ἡμῶν κύρ Ζαχαρίᾳ. Ἐν ἔτει σωτηρίῳ ᾳψξθ’. κς’ μηνός Αύγούστου ἐπινεμήσεως β’. + Θεοδόσιος ἐλέῳ Θεοῦ ἀρχιεπίσκοπος Κ)πόλεως νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης. (ἕπονται ὑπογραφαί 15 ἀρχιερέων δυσανάγνωστοι)»97. Τέλος, παρατηρεῖ98 ὁ Διονύσιος ὅτι «Τοιοῦτο τό ἔγγραφον τό ἐπανάγον εἰς τήν ἀρχικήν αὐτῶν ἐνοριακήν κατάστασιν πάντα τά ἐν Κρήτῃ ὡς σταυροπηγιακά θεωρούμενα μοναστήρια. Ἀγνοοῦμεν ἐάν ὑπάρχῃ δεύτερον ἔγγραφον ἀνατρέπον την πρᾶξιν ταύτην τῆς Ἐκκλησίας, Ἀλλά καί ἐάν τοιοῦτο ὑπάρχῃ, καί φρονοῦμεν ὅτι δέν ὑπάρχει, τοῦτο καί μόνον τό ἔγγραφον ἀρκεῖ ἵν’ ἀποδείξῃ ὅτι δύναται νά μεταβληθῇ κατά καιρούς ἡ σταυροπηγιακή κατάστασις τῶν ἐν Κρήτῃ Μονῶν, ὅταν ἡ μεταβολή αὕτη θεωρηθῇ ἀναγκαία. Καί πότε ἄλλοτε εἶναι δυνατόν νά θεωρηθῇ ἀναγκαιοτέρα ἤ ἐν ἐν τῇ περιστάσει ταύτῃ, ὅτε ἡ μεταβολή τοῦ ἐν Κρήτῃ Πολιτεύματος ἐπιβάλλει τήν πρός τό Πολίτευμα τοῦτο διαρρύθμισιν τῶν καθ’ ἡμᾶς; Φρονοῦμεν ἀδιστάκτως ὅτι τό συμφέρον τό πραγματικόν τῶν μονῶν, ἡ διοίκησις αὐτῶν, ἡ ὑποταγή καί εὐπείθεια αὐτῶν ἐπιβάλλουσι τήν ἰσχύν καί τό κῦρος τοῦ ἀνωτέρω δημοσιευομένου Πατριαρχικοῦ καί σιγιλλιώδους συνοδικοῦ γράμματος. Οὐδέ δύναται νά θεωρηθῇ ἀσέβεια καί ἀνταρσία ὁ ὑπέρ τοῦ γράμματος τούτου ἀγών. Ἡμεῖς σεβόμενοι τάς ἐν τῷ γράμματι ὑποθήκας καί τάς ἐπισειωμένας ἀράς ἠγωνίσθημεν καί θ’ ἀγωνισθῶμεν ἐφ, ὅσον ἡμῖν δυνατόν ὑπέρ τῆς πραγματώσεω ς τῶν προτεθεσπισμένων τούτων περί τῆς ἐπαναφορᾶς τῶν ἐν Κρήτῃ σταυροπηγιακῶν δῆθεν Μονῶν, εἰς τήν ἀρχικήν αὐτῶν ἐνοριακήν κατάστασιν ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας καί αὐτῶν τούτων τῶν ἱερῶν Μονῶν, πεπεισμένοι ἀδιστάκτως ὅτι καί ἡ Μήτηρ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία θέλει ἐπευλογήση τόν ἀγῶνα συντελοῦσα τόν σκοπόν αὐτοῦ. Ὁ Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιος»99. Συμπεραίνουμε, μετά ἀπό τήν θεώρηση ὅλων ὅσων ἔγραψε ὁ Διονύσιος, γενικά ὅτι τό γράμμα τῶν κειμένων πολλάκις ἀποκτενεῖ ἐάν χωρισθεῖ τοῦ πνεύματος, τοῦ ἀληθινοῦ σκοποῦ καί μεταβάλλεται σέ νεκρό γράμμα καί 97 98 99

Ὅ.π. 53-56. Ὅ.π. 56. Ὅ.π. 56. - 135 -


τύπο ξηρό. Ἡ ἐκκλησιαστική τάξη καί ζωή μέσα ἀπό τίς κανονικές παραδόσεις προχωρᾶ στόν συνεχῶς μεταβαλλόμενο πολιτικοκοινωνικά κόσμο πρός τά ἔσχατα καί πρόσωπα, Ποιμένες καί Ἱεράρχες λαμβάνουν μέρος στό σωτηριολογικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ Σταυροπηγιακές καί ἐνοριακές Μονές ἀκολούθησαν τήν ζωντανή ἐξέλιξη τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Κανονικῆς Παραδόσεως καί τακτοποιήθηκαν καταλλήλως εἰς τήν κανονική των κατάσταση ἐπ’ ἀγαθῷ τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας καί αὐτῶν τούτων τῶν ἱερῶν Μονῶν. Ἡ Μήτηρ Μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία100 ἠθέλησε νά ἐπευλογήσῃ αὐτάς καί νά τίς τιμήσῃ μέ τήν ἀξία τοῦ ὀνόματος Πατριαρχική καί Σταυροπηγιακή, καί μετά τήν παρέλευση καί ἐξάλειψη τῶν αἰτιῶν, στό παρελθόν ὁδήγησαν στήν μετονομασία τους. Ἡ ἀδελφική διαπάλη ἀπόψεων μεταξύ Κρήτης Εὐμενίου καί Ρεθύμνης Διονυσίου, δίνει τό παράδειγμα πόσο μποροῦμε ἐνῶ ἔχομε τόν ἴδιο σκοπό καί τήν αὐτήν ἀποστολή να διαφωνήσουμε σφόδρα καί μετά ἀπό χρόνια νά βλέπουν ἄλλοι ὅσα ὑποστηρίξαμε μέ σθένος ἀπό διαφορετική προοπτική, κρίνοντας μάταιες κάποιες ἐνδεχομένως ἀπό τίς ἐπιλογές μας, πού μπορεῖ καί ἁμαρτωλά κάποιοι με ἱδιοτελείς σκοπούς νά μᾶς προέβαλαν. Σήμερα καί ὁ Κρήτης Εὐμένιος καί ὀ Ρεθύμνης Διονύσιος θά καμάρωναν μαζί γιά τον Καταστατικό Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης. Ἐκ τῶν δεδομένων ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου101 δύναται δυναμικῶς νά διαχειρίζεται διοικητικῶς καί πνευματικῶς τά ἐκκλησιαστικά Διοικητικά θέματα καί τάς λοιπάς ἄλλας ὑποθέσεις τῶν Ἐκκλησιῶν, τῶν Μονῶν καί τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα κατέχοντας τήν κανονική ἐξουσία, ἁρμοδίως καί συμφώνως πρός τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας καί τάς παραδεδομένας εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἱεράς Παραδόσεις. Ἡ Ἱερά Ἐπαρχιακή Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης κατέχει τά κανονικά καί νόμιμα προνόμια, ὡς ἡμιαυτόνομος θυγάτηρ Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου να διαχειΒλ. σχετ. ΣΤΑΥΡΙΔΗ Β., Ἐπισκοπική Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη 1996. 101 Ἄλλωστε ἱστορικῶς καί κανονικῶς καταδεικνύεται ὅτι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ἀποτελεῖ τό «ἱερόν κέντρον διακονίας τῆς ὅλης κατ’ Ἀνατολάς Ἐκκλησίας» AΡΧΟΝΤΩΝΗ Β., Tό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον ὡς ἐκφραστής τῆς Κανονικής συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΕΕΘΣ 1 (1990) 28. Ἐπιπλέον τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον «διεδραμάτισε κατά καιρούς ρόλον κοινοῦ φορέως καί ἐκφραστοῦ τῶν δυνάμεων καί τῶν ἐνεργειῶν τῆς ἀνά τόν κόσμον Ὀρθοδοξίας», AΡΧΟΝΤΩΝΗ Β., Ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, Σ 40-41 (1974-1977) 143. 100

- 136 -


ρίζεται διοικητικῶς καί πνευματικῶς, τά ἐν Κρήτῃ ἐκκλησιαστικά Διοικητικά θέματα καί τάς λοιπάς ἄλλας ὑποθέσεις τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καί τῶν Μητροπόλεων, τῶν Ἐνοριῶν, τῶν Μονῶν καί τά ἐκκλησιαστικά ζητήματα κατέχοντας τήν κανονική ἐξουσία, ἁρμοδίως καί συμφώνως πρός τούς θείους καί ἱερούς Κανόνας καί τάς παραδεδομένας ἱεράς Παραδόσεις καί τούς νόμους τῆς εὐνομούμενης Πολιτείας. Τά νομοκανονικά δίκαια τῆς Ἐκκλησίας σέ τοπικό καί οἰκουμενικό ἐπίπεδο χρήζουν ὑπερασπίσεως καί σεβασμοῦ, διότι ἡ καταστρατήγησή τους ἀπό οἱονδήποτε εἶναι ἐπισφαλής κι ἐπιβλαβής γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄνθρωποι, Ἱεράρχες σάν τον Διονύσιο, εἰδικοί, σέ κάθε ἐποχή ὑπενθυμίζουν καί προασπίζουν τά νομοκανικά προνόμια καί συνεχίζουν ὁμιλοῦντες καί γράφοντες τήν νομοκανικήν παράδοση μέχρι τούς μέλλοντας αἰῶνας. Τά δίκαια ἤ το δίκαιον εἶναι ἐπιστήμη, γνώση, ἐμπειρία, προϋποθέτει ἐξειδίκευση, βιβλιοθῆκες, δασκάλους, κόπο και φωτισμό, ὅπως καί ἠ θεολογία, δεν εἶναι ὑπόθεση προχειρότητος, καλῆς μόνο διάθεσης ἤ πειραματικῶν ἐρασιτεχνισμῶν. Πρόβλημα ἡ ἄγνοια τοῦ δικαίου γιά τήν διεκδίκηση, τήν διατύπωση καί τήν ὑποστήριξη τοῦ δικαίου. Ὅπως θεολόγος δέν μπορεῖ νά εἶναι ὁποιοσδήποτε διορισμένος ἀπό πολιτικούς ἄρχοντες, ἔτσι καί ἔγκριτος νομικός δέν εἶναι καθένας. Πρόβλημα στά θέματα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου ἡ συνεργασία τῶν ἐπιστημόνων, Ἱεραρχῶν καί πολιτικῶν, θεολόγων καί νομικῶν, διότι μεγάλοι καί σπουδαῖοι νομικοί δέν εἴχαν στό παρελθόν στοιχειώδεις θεολογικές γνώσεις, συγκεκριμένα στάθηκαν ἄσχετοι τῶν θείων καί ἱερῶν κανόνων, ἐνώ γνώριζαν τούς νόμους τῆς Πολιτείας. Δυστυχῶς καί μικροπολιτικά ἐφήμερα συμφέροντα ἄδικα ἐπιχείρησαν, εὐτυχῶς ἀνεπιτυχῶς νά θεωρήσουν τήν Ἐκκλησία νομικῶς ὡς ἡ ΔΕΗ, τά ΕΛΤΑ ἤ το τελωνεῖο, καθώς χαρακτηριστικά ἔγραψε ὁ Ρεθύμνης Διονύσιος, παραβλέποντας τόν θεανθρώπινο χαρακτήρα της καί τήν σωτηριολογική της ἀποστολή, ἵνα σώσῃ τόν κόσμον. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Ἐγκύκλιο Γράμμα τοῦ Μητροπολίτου Κρήτης Ευμενίου ἔδωσε ἀφορμή στόν Ἐπίσκοπο Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Διονύσιο νά ἀπαντήσει γραπτῶς δημοσιεύοντας σχετικά τίς ἀπόψεις του περί θεμάτων κανονικοῦ δικαίου. Ἡ ἱστορικοκανονική κατανόησή τους κρίνεται σημαντική μέχρι σήμερα, μολονότι ἄλλα πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, ἄλλα παραμένουν ἴδια ἀπαραλάκτως. Ὑπάρχουν πρόσωπα σημαίνοντα ἐκκλησιαστικά καί πολιτικά πού ἔρχονται καί παρέρχονται, ἀλλά καί γεγοονότα τῶν ὁποίων μνῆμες διασώζονται - 137 -


καί καθορίζουν τήν ἐκκλησιαστική καί κοινωνική μας ζωή. Συγκεκριμένα ἡ διαφωνία δύο Κρητῶν Ἱεραρχῶν τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰῶνα ἐν μέσῳ πολλῶν καί ἐντόνων πολιτικῶν ἀλλαγῶν μπορεῖ νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἀσφαλῆ ἐκ τῶν ὑστέρων συμπεράσματα, ἐξάπαντος χρήσιμα καί σήμερα, πθανῶς καί γιά τό μέλλον. Τελικῶς τόσον ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων ὅσο καί ἡ κανονική θεωρία καί πρᾶξις ἐδικαίωσε ὀρθῶς τίς ἀπόψεις καί τήν προσπάθεια τοῦ Κρήτης Εὐμενίου ἐπί τῶν εἰρημένων θεμάτων καί τοῦ Ἐπισκόπου Ῥεθύμνης Διονυσίου. Διότι πέραν καί πάνω τοῦ γράμματος εὐρίσκεται τό πνεῦμα, τό ἐν Συνόδοις Ἅγιο Πνεύμα, ἀλλά καί τό πνεῦμα θεωρήσεως τῶν κανονικῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγμάτων ὑπό τό πρίσμα τοῦ σκοποῦ καί τοῦ στόχου ἐπιτεύξεως πρός συμφέρον τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τῶν πιστῶν ἀλλά καί τῆς προτάξεως τοῦ τῆς Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας αἰτήματος τῆς τῶν πάντων ἑνότητος, τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου καί τῆς εὐσταθείας τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν. Ἡ κανονική Κωδικοποίηση102 καί διαρρύθμισις τῶν ὅποιων ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων γίνεται κανονικῶς ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῶν κανονικῶν Ἐπισκόπων, Μητροπολιτῶν, Ἀρχιεπισκόπων καί σέ ἀνώτατο βαθμό ὑπό τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου103, τήν ὁποίαν συγκαλεῖ καί Προεδρεύει ὁ Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης καί Οἰκουμενικός Πατριάρχης, χειριζόμενος τό Πηδάλιον τῆς νοητῆς Νηός τῆς τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησίας οἰκουμενικῶς πρός τό σῶσαι τόν ἄνθρωπον. Τό συμφέρον τό πραγματικόν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Μονῶν, ἡ διοίκησις αὐτῶν, ἡ ὑποταγή καί εὐπείθεια αὐτῶν ἐπιβάλλουσι τήν ἰσχύν καί τό κῦρος τῶν ἑκάστοτε Παλαιῶν ἤ Νέων Πατριαρχικῶν καί Σιγιλλιωδῶν Συνοδικῶν Γραμμάτων διά τῶν ὁποίων ἐκφράζεται διαχρονικά ἡ δυναμική ἐκκλησιαστική κανονική Παράδοση, ἡ ὁποία εὐτυχῶς διαφέρει ἀπό τά ὅποια νομικά κείμενα, προτάσσοντας τό πνεῦμα τοῦ Γράμματος καί τήν προσαρμογή τοῦ στό κατά καιρούς καί χρόνους μεταβαλλόμενο κοινωνικοπολιτικά καθεστῶς τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ὑπέρ τοῦ γράμματος τῶν κανονικῶν ἐκκλησιαστικῶν κειμένων ἀγών, διαπιστώνουμε ἐκ τῆς ἀδιάψευστης ἱστορίας, θύραθεν καί ἐκκλησιαστικῆς, Βλ. AΡΧΟΝΤΩΝΗ Β., Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν κανονικών διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ΑΒ 6, Θεσσαλονίκη 1970. 103 Τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἶναι φορέας καί ἐκφραστής «τῆς κανονικῆς συνειδήσεως τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας», AΡΧΟΝΤΩΝΗ Β., Tό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον ὡς ἐκφραστής τῆς Κανονικῆς συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΕΕΘΣ 1 (1990) 26. 102

- 138 -


ὅτι δύναται νά θεωρηθῇ ἐνίοτε καί ἀσέβεια καί ἀνταρσία, ὅποταν προηγηθεῖ νομικῶς, μονομερῶς, ἐσφαλμένως τό γράμμα τό ὁποῖον ἀποκτενεῖ καί καθόσον ληφθεῖ φυσιολογικῶς ὑπόψιν ἐπαρκῶς τό πνεῦμα τῶν κειμένων, ἡ χωροχρονική τους διάσταση, ὁ κοσμικός καί ἐκκλησιαστικός τους συνάμα χαρακτῆρας. Τά Ἐκκλησιαστικά Γράμματα ἐκφράζουν τήν ζωντανή ἐκκκλησιαστική συνείδηση καί δύνανται νά συνοδευτοῦν μελλοντικῶς ὑπό ἄλλων, τά ὁποῖα ἐνδεχομένως νά βελτιώνουν ἤ νά προσαρμόζουν, νά καταργοῦν ἤ νέα πράγματα νά ὁρίζουν, συνυπολογίζοντα τά διά τάς καιρικάς περιαστάσεις, χρείας, ἀνάγκας καί ἄχρι καιροῦ ἐκκλησιαστικῶς καί πολιτικῶς διαδραματιζόμενα δεδομένα, συμφώνως πρός τούς θείους καί ἱερούς κανόνας καί τάς νομοκανονικάς παραδόσεις. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ Ἀ., Οἱ Ἱεροί Κανόνες, Ἀθῆναι 1997. --------, Τό Κανονικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, Θ 18 (1940) 29-58. AΡΧΟΝΤΩΝΗ Β., Περί τῆν κωδικοποίησιν τῶν ἱερών κανόνων καὶ τῶν κανονικών διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, ΑΒ 6, Θεσσαλονίκη 1970. --------, Tό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖον ὡς ἐκφραστής τῆς Κανονικῆς συνειδήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΕΕΘΣ 1 (1990) 13-28. --------, Ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, Σ 40-41 (1974-1977) 143-144. ΒΑΜΒΕΤΣΟΥ Α., Εἰσαγωγή εἰς τό Ἑλληνικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῶν Ὀρθοδόξων, Ἀθῆναι 1911. ΓΕΔΕΩΝ Μ., Κανονικαί Διατάξεις τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, τ. Α’, Κωνσταντινούπολις 1888. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ Η., Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Ἀθήνα 1953. ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ Φ., Εἰσαγωγή εἰς τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, Ἀθῆναι 1939. ΔΕΤΟΡΑΚΗ Θ., Ἱστορία τῆς Κρήτης, Ἡράκλειον 1990. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, Ὁ Λόγος τῆς Α. Σεβασμιότητος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ἁγίου Κρήτης κυρίου κυρίου Εὐμενίου, κατά τήν 20 Ὀκτωβρίου 1902 ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Συνόδου ἀπαγγελθείς καί Ἱεροί Κανόνες, πρός δέ ἐν τέλει καί τό περί ἀποκαταστάσεως εἰς ἐνοριακά τῶν ἐν Κρήτῃ Σταυροπηγιακῶν λεγομένων Μονῶν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν σιγγιλιώδες Γράμμα, Ἐν Ἀθήναις 1903. ΕΦΗΜΕΡΙΣ Ἐπίσημος τῆς Κρητικῆς Πολιτείας ἔτος Β’, Ἀριθ. 65, τεῦχος Α’. ΙΑΚΩΒΟΥ Ἱ., Βακτηρία Ἀρχιερέων (1645), Θεσσαλονίκη 2000. KΑΡΑΝΙΚΟΛΑ Π., Κλεὶς τῶν Ἱερῶν Κανόνων τῆς Ἀνατολικὴς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1970. ΚΟΤΣΩΝΗ Ι., Σημειώσεις Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Α’, Θεσσαλονίκη 1960. - 139 -


ΜΑΡΙΝΟΥ Α., Ἐκκλησία καί Δίκαιο, Ἀθήνα 2000. ΜΑΤΑΡΑΓΚΑ Δ., Δίκαιο Ἐκκλησίας – Πολιτεῖας Ἑλλάδος, Α’, Ἀθῆναι 1937. ΜΑΤΣΟΥΚΑ Ν., Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β΄, Θεσσαλονίκη 19962. ΜΕΛΕΤΙΟΥ Κ., Δέν στασιάζεται ἡ ἱσχύς τῶν θείων καί ἱερών κανόνων, ἐπικρατέστεροι οἱ κανόνες τῆς Ἐκκλησίας τῶν πολιτικῶν νόμων, Ἀθήνα 1966. ΜΕΝΕΒΙΣΟΓΛΟΥ Π., Ἱστορική εἰσαγωγή εἰς τούς κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Στοκχόλμη 1990. ΜΙΛΑ Ν., Τό Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1906. ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ Κ., Μαθήματα Κανονικοῦ Δικαίου, Ἀθήνα 1975. ΜΠΟΥΜΗ Π., Κανονικόν Δίκαιον, Ἀθήνα 2000. ΝΕΟΦΥΤΟΥ Π., Συλλογή πάντων τῶν ἱερών καἰ θείων κανόνων τῶν τέ Ἁγίων Ἀποστόλων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἄμα τε καί τοπικῶν, Ἐνετίησι 1787. NΙΚΟΔΗΜΟΥ Α., Πηδάλιον, Ἀθῆναι 1841. ΠΑΠΑΣΤΑΘΗ Χ., Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, Θεσσαλονίκη 2007. ΡΑΛΛΗ Γ.-ΠΟΤΛΗ Μ., Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, Ἀθῆναι 1852-1859. ΡAΛΛΗ Κ., Περὶ τῶν Μυστηρίων τῆς Μετανοίας καὶ τοῦ Εὐχελαίου κατὰ τὸ Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικὴς Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1905 . --------, Περὶ τοῦ τῆς ἐπισκοπῆς προβιβασμοῦ κατὰ τὸ Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικὴς Ἐκκλησίας, Β 2 (1911-1912) 143-161. ----------, Ἐγχειρίδιον τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου κατά τήν ἐν Ἑλλάδι ἰσχύν αὐτοῦ, Α’, Ἀθῆναι 1927. ΡΑΜΜΟΥ Γ., Στοιχεῖα Ἑλληνικοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Ἀθῆναι 1947. ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ., Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον τῆς Ἀνατολικής Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 1898. ΣΙΣΚΟΥ Α., Κανονικόν καί Ἐκκηλσιαστικόν Δίκαιον τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Α’, Θεσσαλονίκη 1957. ΣΤΑΥΡΙΔΗ Β., Ἐπισκοπική Ἱστορία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, Θεσσαλονίκη 1996. ----------, Οἱ ὰπὸ Θεσσαλονίκης Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως μετά τὴν ἄλωσιν, ιε΄- κ΄ αἱῶνες, Ο 4 (2001) 50-71. ΤΡΟΥΛΗ Μ., Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, Ἐπίσκοπος Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, ΝΧΚ 33 (2014) 10-19. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Ἀ., Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Κωνσταντινούπολη 1896. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΥ Α., Ἑλληνικόν Ἐκκλησιαστικόν Δίκαιον, Ἀθήνα 1952. --------, Θέματα Βυζαντινοῦ Ἐκκλησιαστικού Δικαίου, Ἀθήνα 1957. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ, Δοκίμιον Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου, Κωνσταντινούπολη 1896.

- 140 -


ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΒ Ἀνάλεκτα Βλατάδων Β Βυζαντίς ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, Ὁ Λόγος ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου, Ὁ Λόγος τῆς Α. Σεβασμιότητος τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου τῆς ἐν Κρήτῃ Ἐκκλησίας Μητροπολίτου Ἁγίου Κρήτης κυρίου κυρίου Εὐμενίου, κατά τήν 20 Ὀκτωβρίου 1902 ἐπί τῇ ἐνάρξει τῆς Συνόδου ἀπαγγελθείς καί Ἱεροί Κανόνες, πρός δέ ἐν τέλει καί τό περί ἀποκαταστάσεως εἰς ἐνοριακά τῶν ἐν Κρήτῃ Σταυροπηγιακῶν λεγομένων Μονῶν Πατριαρχικόν καί Συνοδικόν σιγγιλιώδες Γράμμα, Ἐν Ἀθήναις 1903. ΕΕΘΣ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς ΕΕΒΣ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Βυζαντινῶν Σπουδῶν ΕΕΘΣΑ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν Θ Θεολογία ΝΧΚ Νέα Χριστιανική Κρήτη Ο Ὀρθοδοξία Σ Στάχυς

Πρόλογος Εἰσαγωγικά

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’ ΙΣΤΟΡΙΚΟΚΑΝΟΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ 1. Αἰτία ἀποστολῆς προτάσεων καί παρατηρήσεων 2. Θέματα διαστάσεως ἀπόψεων μεταξύ Διονυσίου Ρεθύμνης καί Μητροπολίτου Κρήτης Εὐμενίου. α. Ὁ χρόνος τῆς ἰσχύος τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου β. Οἱ πέντε ἀποφάσεις τῆς Α’ Κρητικῆς Βουλῆς γ. Γνωμοδότηση σχετικῶς πρός τήν μονιμότητα τοῦ Καταστατικοῦ Νόμου ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 1.Νομοθετική ἐξουσία ἐν τοῖς τῆς Ἐκκλησίας Κρήτης ζητήμασιν 2.Ἡ θέση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου στήν σύμβαση μεταξύ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου καί τοῦ Πρίγκηπος Ὑπάτου Ἁρμοστοῦ ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’ ΕΠΙΣΚΟΠΕΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ, ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΕΣ 1.Τό περί διαιρέσεως τῶν Ἐπισκοπικῶν περιφερειῶν ἄρθρον τοῦ Καταστατικοῦ νόμου 2.Τά καθήκοντα τοῦ ἐπισκόπου 3.Περί ἱεροκήρυκος ἤ βοηθοῦ τῶν ἀρχιερέων - 141 -


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’ Η ΙΕΡΑ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ 1.Ἁρμοδιότητες καί καθήκοντα τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου α. Ἁρμοδιότητες β. Καθήκοντα γ. Συμπεράσματα 2. Χρόνος συγκλήσεως τῆς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου 3. Ἡ ἐξουσία τοῦ Προέδρου τῆς Συνόδου ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’ ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ α. Διοικητικά θέματα 1. Δικαστήρια κληρικῶν καί δικαστική διαβάθμιση 2. Ἡ κανονικότητα καί ἡ ἀνάγκη τῶν χειροτονιῶν 3. Ἡ κανονική σχέση Ἐπισκόπων καί Μητροπολίτου 4. Ἡ διάλυση τῶν Μονῶν 5. Ὁ διορισμός τῶν Ἡγουμένων β. Οἰκονομικά θέματα 1. Ἡ ἐπιτροπεία ἐποπτείας καί διαχειρήσεως τῶν Μοναστηριακῶν περιουσιῶν 2. Ἡ διαχείριση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας 3. Ἡ οἰκονομική κατάσταση τοῦ κλήρου 4. Ἱερατικά καί μοναστηριακά ταμεία γ. Τά Ἱεροδιδασκαλεία δ. Τό ἕνεκα κακουργήματος λόγου διαζύγιον ε. Οἱ Σταυροπηγιακές Μονές καί ἡ Πατριαρχική καί Συνοδική ἀπόφαση τοῦ 1769 Ἐπιλογικά Βιβλιογραφία Συντομογραφίες

- 142 -


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.