εν Εσόπτρω - Τεύχος 22(δ)

Page 1


Περιεχόμενα Συναξάρι: Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εἰρήνης .....................................................3 Πρόσωπο καὶ ἁγιότητα. Τοῦ Kαθηγητῆ Βασίλειου Τ. Γιούλτση ................................................................. 5 Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα. Τοῦ Σεβ. Μητρoπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα ............................8

Ἐκ Φαναρίου: Φαναριώτικος λόγος, ὁ λόγος τῆς ἐμῆς καρδίας .............14 Ποιμένας καὶ θεραπευτὴς. Τοῦ Πρωτ. Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη ...................................................................16

Μαζί μέ τούς γονεῖς: Ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι θυμωμένοι ...............................19 Μέ ἐνδιαφέρον γιά τούς νέους: Ἡ χαρὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ..............20 Ἡ διέξοδος ἀπό τά ἀδιέξοδα εἶναι ὁ Χριστός. Τοῦ Ἱεροδ. Νικηφόρου Κουνάλη ......................................................................... 22

Δωρεές ...........................................................................................................................23

Ἐπισκεφθεῖτε τήν ἱστοσελίδα μας

www.imga.gr

Ἐν Ἐσόπτρῳ Τριμηνιαία ἔκδοση τοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου ‑ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας. Ἐκδίδεται μέ τήν πρόνοια τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακαρίου. Ἰδιοκτήτης‑Ἐκδότης: Τμῆμα Ἐκδόσεων Πολιτιστικοῦ Κέντρου ‑ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας.

Ὑπεύθυνος ὕλης: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, τηλ. 6975853535, e‑mail: xarpap75@gmail.com Συντακτική Ἐπιτροπή: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, π. Χαράλαμπος Κοπανάκης. Μακέτα: Γιώργος Τεκονάκης. Ἐκτύπωση: ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ. Οἰκονομικές εἰσφορές: Ἁγ. Γεωργίου 16, 70400 Μοῖρες, Ἡρακλείου Κρήτης Τηλ.: 28920 22208 ‑ Fax: 28920 24804


Συναξάρι

Ἁγίας Μεγαλομάρτυρος Εἰρήνης Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἁ‑ γίου Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου, ὁ βασιλιὰς τῆς πόλεως Μαγεδῶνος (στὴν Περσία), Λικίνιος, εἶχε μία θυγατέρα ἐξαιρετικῆς ὀ‑ μορφιᾶς, ὀνόματι Πηνε‑ λόπη. Γιὰ νὰ τὴν προστα‑ τεύσει ἀπὸ τὴν διαφθορὰ τοῦ κόσμου, τὴν εἶχε κλεί‑ σει ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ἕξι χρόνων σὲ ὑψηλὸ καὶ ἀ‑ προσπέλαστο πύργο, ὅ‑ που τὴν περιέβαλλε μὲ ἀφάνταστη πολυτέλεια καὶ ἀνέσεις. Τὴν ὑπηρε‑ τοῦσαν δεκατρεῖς θερα‑ παινίδες καὶ τὴν μόρφωσή της εἶχε ἀναλάβει ἕνας πάνσοφος γέροντας, ὀνό‑ ματι Ἀπελλιανός. Μία ἡμέρα, ἡ κόρη εἶδε ἕνα περιστέρι νὰ μπαίνει στὸν πύργο, κρατώντας στὸ ράμφος του ἕνα κλαδὶ ἐ‑ λιᾶς ποὺ ἦλθε νὰ ἀποθέσει πάνω σὲ ἕνα χρυσὸ τραπέζι. Στὸ ἴδιο μέρος ἦλθε κατό‑ πιν ἕνας ἀετὸς νὰ ἀφήσει ἕνα στεφάνι ἀπὸ ἄνθη ποὺ κρατοῦσε στὰ γαμψόνυχά του, καὶ τέλος ἕνα ἀποκρουστικὸ μαῦρο κοράκι ἔφερε ἐκεῖ ἕνα φίδι. Ἡ Πηνελόπη ρώτησε νὰ μάθει ἀπὸ τὸν δάσκαλό της τὴν σημασία τῶν σημείων αὐτῶν καὶ ἐκεῖνος τῆς ἐξήγησε ὅτι ἔμελλε νὰ λάβει τὸ βάπτισμα, σύμβολο τοῦ ὁποίου ἦταν τὸ κλαδὶ ἐλιᾶς, καὶ ἀφοῦ ἀντιμετώπιζε κατό‑ πιν δοκιμασίες καὶ θλίψεις θὰ κέρδιζε τὸν βασιλικὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Λίγο μετὰ τὸ ὅραμα αὐτό, ἦλθε ἕνας ἄγγελος νὰ τὴν κατηχήσει στὴν χριστιανικὴ πίστη καὶ τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα Εἰρήνη. Ἀφοῦ βαπτίσθηκε, ἡ Εἰρή‑ νη ἀνέτρεψε τὰ εἴδωλα τοῦ πατέρα της καὶ ἀντι‑ μετώπισε μὲ ἀνδρικὴ ἀπο‑ φασιστικότητα τὶς ἀπει‑ λὲς ἐκείνου. Ἔξαλλος ὁ Λικίνιος, διέταξε νὰ ρί‑ ξουν τὴν κόρη του κάτω ἀπὸ τὶς ὁπλὲς ἄγριων ἀ‑ λόγων, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ὅ‑ μως στράφηκε ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν ποδο‑ πάτησε. Ἡ προσευχὴ τῆς θυγατέρας του ἐπανέφερε τὸν Λικίνιο στὴν ζωή, καὶ τότε μεταστρά‑ φηκε μαζὶ μὲ πλῆθος ὑπηκόων του, πα‑ ραιτήθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀποτραβήχ‑ θηκε στὸν πύργο, ὅπου πέρασε τὴν ὑπό‑ λοιπη ζωὴ του χύνοντας δάκρυα μετα‑ νοίας. Ὁ διάδοχός του στὸν θρόνο, Σεδεκίας, ἐπιχείρησε νά μεταστρέψει τὴν πριγκίπισσα στὴν εἰδωλολατρία. Ἀντιμε‑ τωπίζοντας ὅμως τὴν ἐπίμονη ἄρνησή της, διέταξε νὰ τὴν ρίξουν σὲ ἕναν λάκκο γεμάτο μὲ φίδια. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θε‑ οῦ, ἡ Εἰρήνη ἀντεπεξῆλθε στὴν δοκιμασία αὐτή, ὅπως καὶ σὲ ἄλλα βασανιστήρια στὰ ὁποῖα τὴν ὑπέβαλαν, καὶ ἔφερε στὴν ἀληθινὴ πίστη πλῆθος εἰδωλολατρῶν. Ἐν Ἐσόπτρῳ

3


Ὁ Σεδεκίας ἐκθρονίσθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του καὶ ὁ γιὸς τοῦ Σαβὼρ ἐξεστράτευσε ἐναντίον τους γιὰ νὰ λάβει ἐκδίκηση. Ὁ ἴδιος καὶ ὁ στρατὸς του ὅμως προσβλήθηκαν ἀπὸ τύφλωση καὶ ἀκινη‑ τοποιήθηκαν. Ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη συνά‑ ντησαν τὴν Εἰρήνη ποὺ τοὺς θεράπευσε, ἀλλὰ αὐτοὶ παρέμειναν στὴν τυφλότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ ὑπέβαλαν τὴν κόρη πάλι σὲ μαρτύρια, ἀναγκάζοντάς την νὰ βαδίζει σὲ μία ἀπόσταση τριῶν μιλίων φορτωμένη ἕναν σάκκο ἄμμο καὶ μὲ τὰ πόδια τρυπημένα ἀπὸ καρφιά. Ἀγανακτι‑ σμένη ἀπὸ τὴν προσβολὴ αὐτὴ κατὰ τῶν ἁγίων, ἡ γῆ ἄνοιξε τότε καὶ κατάπιε πλῆθος ἀπίστων. Ἀπὸ τοὺς ἐπιζῶντες περισσότεροι ἀπὸ τρεῖς χιλιάδες μεταστράφηκαν· μόνο ὁ βασιλιὰς ἔμεινε ἀμετανόητος καὶ τιμωρή‑ θηκε ἀπὸ ἄγγελο Κυρίου. Ἐλεύθερη πιά, ἡ Εἰρήνη διέτρεξε τὴν πόλη Μαγεδῶν κηρύττοντας τὸ Εὐαγγέλι‑ ο καὶ ὁδήγησε στὸν Χριστὸ τοὺς περισσό‑ τερους κατοίκους. Μετέβη κατόπιν στὴν πόλη Καλλίνικον, ὅπου θριαμβεύοντας στὰ μαρτύρια στὰ ὁποῖα τὴν ὑπέβαλαν, μετέστρεψε στὴν πίστη τοὺς κατοίκους συμπεριλαμβανομένου τοῦ ἔπαρχου στὸν ὁποῖο ὁ βασιλιὰς εἶχε ἀναθέσει τὸν βασα‑ νισμό της.

4

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Ἡ φήμη τῆς ἁγίας ἔφθασε ἕως τὸν βασιλιὰ τῶν Περσῶν, Σαβώριο, ὁ ὁποῖος τὴν συνέλαβε καὶ τὴν ἀποκεφάλισε. Ἕνας ἄγγελος, ὅμως, τὴν ἐπανέφερε στὴν ζωή, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ συνεχίσει τὴν ἀπο‑ στολή της. Κατευθύνθηκε τότε πρὸς τὴν πόλη Μεσημβρία, κρατώντας στὸ χέρι της ἕνα κλαδὶ ἐλιᾶς, ὡς σημεῖο νίκης ἐπὶ ὅλων τῶν δυνάμεων τοῦ θανάτου. Ἀφοῦ βά‑ πτισε τὸν βασιλιὰ τῆς περιοχῆς ἐκείνης καὶ τοὺς ὑπηκόους του, ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα της καὶ ἐν συνέχεια πέρασε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο, ὅπου ἔκανε θαύματα ἀντάξια τῶν Ἀποστόλων πρὸς ἐπίρρωσιν τοῦ κη‑ ρύγματός της. Ὁλοκληρώνοντας τὸ ἀπο‑ στολικό της ἔργο, ἡ ἁγία Εἰρήνη πῆρε μαζί της τὸν δάσκαλό της Ἀπελλιανὸ καὶ ἕξι μαθητές της καὶ μπαίνοντας σὲ ἕναν νεό‑ σκαπτο τάφο τοὺς ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ κυλήσουν πίσω της τὸν λίθο τοῦ μνημείου καὶ νὰ ἐπιστρέψουν μετὰ ἀπὸ τέσσερεις ἡμέρες. Δύο ἡμέρες ἀργότερα ὁ Ἀπελ‑ λιανὸς ἦλθε στὸν τόπο αὐτὸ καὶ βρῆκε τὸν λίθο μετατοπισμένο καὶ τὸν τάφο ἄδειο. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ πιστεύεται ὅτι ἡ ἁγία ἀνελήφθη στοὺς οὐρανοὺς ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Πηγή: “Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας”, ὑπὸ Ἱερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπε‑ τρίτου, ἔκδ. Ἴνδικτος (τόμος ἔνατος – Μάϊος, σελ. 61‑63)


Πρόσωπο καὶ ἁγιότητα τοῦ κ. Βασίλειου Τ. Γιούλτση, Ὁμότιμου Καθηγητῆ Παν/μίου Θεσσαλονίκης

Εἶναι δύσκολο νὰ συλλάβει ὁ ἄνθρωπος τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας. Στὴ σύγχρονη μά‑ λιστα ἐποχὴ μὲ τὴν τρομα‑ κτικὴ σύγχυση τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν ἐναλλασσόμενων ἀντι‑ φάσεων μπορεῖ νὰ εἶναι ἐλά‑ χιστοι ἐκεῖνοι, ποὺ προβλημα‑ τίζονται πάνω στὴ σημασία τῆς λέξης ἢ τὶς διαστάσεις τοῦ περιεχομένου της. Ἡ ἁγιότητα γιὰ τοὺς πολλοὺς μένει μία ἀπλησίαστη ἀξία, ποὺ συνδέεται μόνο μὲ τὸ Θεό. Παρ᾽ ὅλα αὐτὰ ἡ ἁγιότητα εἶναι δεμένη μὲ τὴ ζωή μας, ποὺ κυλᾶ ἀκόμα κι ἂν δὲ θέλουμε νὰ τὸ πιστέψουμε μέσα στὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο τῆς Ἐκκλησίας. Ἰδιαί‑ τερα ὡς Χριστιανοὶ ζοῦμε σὲ μία χρονικὴ διάσταση, ποὺ εἶναι προβολὴ τοῦ παρελ‑ θόντος, καὶ τὸ παρελθὸν ὡς παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἐκφράζει τὴν ἱστορία, ποὺ γρά‑ φτηκε μὲ τὶς θυσίες καὶ τὸ αἷμα τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων. Τὸ γεγονός, μάλιστα, ὅτι ὁ καθένας μας ἔχει βαφτιστεῖ στὸ ὄ‑ νομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, σημαίνει ἔντα‑ ξη σὲ μία πραγματικότητα, ὅπου ὑπάρχουν οἱ δυνατότητες καὶ τὰ μέσα γιὰ τὴν προ‑ σέγγιση τῆς ἁγιότητας. Τὸ μόνο ἐμπόδιο εἶναι ἡ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μας·ὄχι ἡ ἐκμηδένιση τῆς προσωπικότητας, ὄχι ἡ ἐξαφάνιση τῶν πνευματικῶν ποιοτήτων. Ἡ μοναδικὴ δυσκολία εἶναι ἡ ἀποδέ‑ σμευση ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν ἐνστίκτων καὶ στὴ συνέχεια ἡ χωρὶς περιορισμοὺς καὶ κρατούμενα ἀποδοχὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι, ποὺ ἔζησαν στὸ παρελθόν, δὲν εἶ‑ χαν διαφορετικὲς δυνάμεις καὶ δυνατότη‑ τες ἀπὸ τὶς δικές μας. Οὔτε κι οἱ ἐποχές τους γιὰ τὴν ἁγιότητα ἦταν πιὸ πρόσφο‑

ρες ἀπὸ τὴ δική μας. Ἔζησαν μέσα στὸν κόσμο, κάτω ἀπὸ τὶς ἴδιες ἠθικὲς καὶ πνευμα‑ τικὲς συνθῆκες μ᾽ ἑκατομ‑ μύρια συνανθρώπων τους, καὶ φυσικὰ μὲ ἑκατομμύρια Χρι‑ στιανῶν. Ἡ διαφορὰ τους ὅ‑ μως ἀπ᾽ ἐκείνους ἦταν ὅτι αὐτοὶ ἐναρμόνισαν τὴ ζωή τους μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ δὲ δίστασαν νὰ τὸ ὁμολογή‑ σουν μὲ παρρησία ὅταν βρέθηκαν σὲ δί‑ λημμα. Τὸ στοιχεῖο αὐτὸ τοῦ ἡρωϊσμοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀρετὴ τοῦ ἁγίου. Μία ἀρετὴ ποὺ τοῦ δίνει τὴ δύναμη νὰ βλέπει τὰ πάντα κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τῆς αἰωνιό‑ τητας, καὶ ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ νὰ ἀξιολογεῖ τὸν κόσμο, τὶς χαρές, τὶς λάμ‑ ψεις, τὶς ἐπιδιώξεις ἢ τὶς ματαιότητές του. Ὁ ἅγιος δὲν προβάλλει τὸν ἑαυτό του. Προβάλλει πάντοτε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ σ᾽ αὐτὸ προσανατολίζεται καὶ ἐντάσ‑ σεται ὁλοκληρωτικὰ μὲ μία ἐκπληκτικὴ ὑπακοή, ποὺ τὸν ἀποδεσμεύει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν κόσμο. Κι ἐνῶ ζεῖ μέσα στὸν κόσμο μὲ ἀνθρώπινο σχῆμα καὶ προ‑ ϋποθέσεις ἢ ὑποχρεώσεις, πολιτεύεται ὡς πολίτης τοῦ οὐρανοῦ, ὡς ἀληθινὸς ὑπήκο‑ ος τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἀποκτᾶ τὴ δυνατότητα νὰ ἀνυψώνεται πάνω ἀπὸ τὴ συμβατικό‑ τητα τῆς ζωῆς, πάνω ἀπὸ τὶς ἐφήμερες ἐκδηλώσεις της, πάνω ἀπὸ τὶς φαινομενι‑ κές της λαμπρότητες καὶ νὰ προσεγγίζει στὴ σφαίρα τοῦ πραγματικοῦ, τοῦ τέλειου, τοῦ ἰδανικοῦ, στὴ σφαίρα τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ θείου. Μία τέτοια προσέγγιση ση‑ μαίνει πίστη, δύναμη ψυχῆς καὶ θέληση, μπροστὰ στὴν ὁποία εἶναι ἀνίσχυρη κάθε πίεση, κάθε στέρηση, κάθε δέσμευση, κάθε ταπείνωση καὶ κάθε μαρτύριο. Ἐν Ἐσόπτρῳ

5


Αὐτὴ τὴ συγκλονιστικὴ πραγματικό‑ τητα τὴ βλέπουμε διάχυτη καὶ πλούσια στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖ ὅμως που διακρίνε‑ ται χαρακτηριστικότερα εἶναι στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἁγία, ἀλλ᾽ ἡ βασίλισσα τῶν ἁγίων, ἡ Παναγία μας. Σ᾽ αὐτὴν θ᾽ ἀναφερθοῦμε εὐλαβικὰ γιὰ ν᾽ ἀντλήσουμε δυνάμεις ἀπὸ τὴν ἁγιό‑ τητά της, ποὺ δύο χιλιάδες χρόνια τώρα παραμένει φωτεινὸς δείκτης γιὰ τὸν κάθε πιστό. Ἡ ἁγιότητα τῆς Παναγίας εἶναι κάτι ἀσύλληπτο γιὰ τὴν ἐποχή μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ κάθε ἐποχή. Γιὰ ν᾽ ἀντιληφτοῦμε τὸ μέγεθός της, πρέπει νὰ σκεφτοῦμε τὶς εὐθύνες ποὺ δέχτηκε νὰ ἀναλάβει, δηλώ‑ νοντας στὸν ἀρχάγγελο —τότε στὸν εὐαγγελισμὸ— ὅτι ἀποδέχεται τὴν τιμὴ τοῦ Ὑψίστου γιὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Σήμερα οἱ κοινωνικὲς συνθῆκες εἶναι πολὺ διαφορετικὲς ἀπὸ τὶς συνθῆκες τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Σήμερα χιλιάδες κοπέλες σ᾽ ὅλο τὸν κόσμο καυχῶνται μὲ θρασύ‑ τητα γιὰ τὸν τίτλο τῆς ἀνύπαντρης μητέ‑ ρας ποὺ κατέχουν, κι ὁ κοινωνικὸς ἔλεγχος ἢ περιορίζεται μόνον στὸ κύκλο τῶν συγγενῶν τους ἢ εἶναι τελείως ἀνύπαρκτος. Σήμερα ἡ οἰκογένεια ἔχει μεταβληθεῖ σὲ ἰδιωτικὴ συμβατικότητα καὶ συνήθως οὔτε ἡ πολι‑ τεία, οὔτε ἡ κοινωνία, πολὺ περισσότερο οὔτε ἡ θρησκεία μποροῦν νὰ ἐλέγξουν τὶς ἐκτροπὲς ἢ τὶς παραμορφώσεις της. Τότε ὅμως τὰ πράγματα ἦταν πολὺ διαφορετικά. Ποιὸς θὰ πίστευε στὰ λόγια τῆς ἁγνῆς παιδούλας, ὅτι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὴ διάλεξε γιὰ τὴν ἁγιότητά της γιὰ νὰ γίνει μητέρα τοῦ Μεσσία; Τὸ νὰ φέρει στὸν κόσμο μία ἀνύπαντρη κοπέλα ἕνα παιδὶ, ἦταν αὐταπόδεικτο παραστράτημα κι ἡ ποινὴ τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου ἦταν σαφής·πά‑ ντοτε λιθοβολισμός. Ἡ οἰκογένεια κλει‑ σμένη στὰ στενὰ παραδοσιακά της πλαίσια, ποὺ τῆς ἐπέβαλε ἡ θρησκευτικὴ καὶ ἡ κοινωνικὴ αὐστηρότητα, δὲν μποροῦσε νὰ νοηθεῖ χωρὶς πατέρα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ μόνον ὁ ἀναλογισμὸς τῆς κοινωνικῆς κατακραυγῆς, τῆς γενικῆς περιφρόνησης καὶ τῶν φοβε‑ ρῶν ποινῶν τοῦ λιθοβολισμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου μετὰ ἀπὸ μία τέτοια διαπίστωση, θὰ μποροῦσε νὰ δημιουργή‑ σει πανικό. Παρ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ δηλώνει τὴν ἀπόλυτη

6

Ἐν Ἐσόπτρῳ

ὑπακοή της στὸ Θεὸ κι ἀδιαφορεῖ γιὰ τὶς κοινωνικὲς συνέπειες τοῦ ἐγχειρήματός της. Αὐτὴ ἡ ὑπακοή, αὐτὴ ἡ πίστη χωρὶς κρατούμενα, αὐτὴ ἡ ἀναντίρρητη ἀποδο‑ χὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ μπροστὰ στὸν κίνδυνο μίας γενικῆς περιφρόνησης κι ἑνὸς πιθανότατα ἐξευτελιστικοῦ θανάτου, δείχνουν μία ὑπέροχη ψυχή, ἕναν ἀπα‑ ράμιλλο πνευματικὸ κόσμο, μία ἀδαμά‑ ντινη προσωπικότητα, μία ἀναμφισβήτητη ἁγιότητα. Αὐτὰ φυσικὰ ἦταν καὶ τὰ στοι‑ χεῖα ποὺ προκάλεσαν τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύμα‑ τος, γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα τῆς ἐναν‑ θρώπησης τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς θέωσης τοῦ ἀνθρώπου. Ἕνα θαῦμα ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα τὴν ἀγάπη, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοή, τὴν πίστη καὶ τὴν ἁγιότητα τῆς Παρθένου. Ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς Παναγίας. Βλέπει τὴ θεία εὔνοια καὶ ἀντιπροσφέρει ὅ,τι ἀκριβότερο ἔχει, ὅ,τι πολυτιμότερο διαθέτει. Κι αὐτὰ ὄχι μὲ βάση τὰ κριτήρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς κοι‑ νωνίας, ἀλλὰ μὲ βάση τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα, λοιπὸν, μπορεῖ νὰ θεωρη‑ θεῖ συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸ Θεό. Τὴ συνάντηση αὐτὴ προσδιορίζει πάντα κάτι σταθερὸ καὶ ἀναλλοίωτο, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ νόμος Του. Ὁ ἄνθρωπος χρει‑ άζεται νὰ ἐνταχτεῖ σ᾽ αὐτὸ τὸ θέλημα, κι ἀκριβῶς ἡ ὅλη του ἐπιτυχὴς προσπάθεια εἶναι αὐτὴ ποὺ θὰ προσδιορίσει τὸ βαθμὸ τῆς ἁγιότητας. Κατὰ συνέπεια ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι ἕνα στατικὸ ἀξιολογικὸ μέγεθος, πολὺ περισσότερο δὲν εἶναι μία ἀπλησία‑ στη πνευματικὴ οὐτοπία. Εἶναι μία κλί‑ μακα ἀρετῆς, ποὺ ἡ ἀντιστοιχία της ἀνταποκρίνεται στὴν πνευματικὴ ποιό‑ τητα τοῦ ἀνθρώπου, τὴ στιγμὴ ποὺ ἀγωνίζεται ἡρωϊκά νὰ συμμορφωθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἡ ἁγιότητα, δὲν εἶναι μονοπώλιο ὁρισμένων προικισμένων ἀνθρώπων ἢ κύ‑ κλων, ἀλλ᾽ ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ ζήσει στιγμές της, ὅταν ἀγωνιστεῖ νὰ ἀναστεί‑ λει ἀτομοκρατικὲς δεσμεύσεις, ποὺ τὸν με‑ ταβάλλουν σὲ ἀνελεύθερη προσωπικότητα, σὲ δοῦλο ἀναγκαιοτήτων ποὺ γεννᾶ ἡ σάρκα, οἱ αἰσθήσεις καὶ ἡ κοινωνία. Οἱ ὑπερβάσεις τῶν ἀναγκαιοτήτων αὐτῶν


εἶναι ἀναμφισβήτητα στιγμὲς ἁγιότητας, ἐνῶ ἡ δουλικὴ ἀποδοχὴ τους στιγμὲς πτώ‑ σης καὶ ἁμαρτίας. Ἡ προοδευτικὴ μείωση τῶν στιγμῶν αὐτῶν σημαίνει πρόοδο στὴν ἁγιότητα καὶ οὐσιαστικὴ προσέγγιση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀξία, λοιπὸν, τῶν ἁγίων βρίσκεται στὸ γεγονὸς ὅτι μ᾽ ἕναν πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστο ἀγώνα πέτυχαν νὰ μειώ‑ σουν στὸ ἐλάχιστο δυνατὸ τὶς στιγμὲς τῆς πτώσης κι ἔκαναν στὴ ζωὴ τους μονιμό‑ τερη τὴν ἁγιότητα. Αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ μυ‑ στικό τῆς ἁγιότητας, ὁ ἐξαγιασμὸς τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς κι ἡ μεταμόρφωσή τους σὲ εὐκαιρίες τελείωσης. Πίσω ἀπὸ τὸ μυστικὸ αὐτὸ, κρύβεται ὄχι μόνον ὁ δρό‑ μος πρὸς τὴν ἁγιότητα, ἀλλὰ καὶ κάθε δρόμος πρὸς τὴν ἀρετὴ ἢ τὴν ἔντιμη ἐπιτυχία. Αὐτὸς ὁ δρόμος, ποὺ εἶναι ἄνο‑ δος, καὶ πολὺ φυσικὸ νὰ ἔχει κι ὀπισθο‑ χωρήσεις, φωτίζεται πάντοτε ἀπὸ τὴν κορυφὴ καὶ γίνεται στόχος τοῦ ἀνθρώπου. Μόνο τοῦ ἀνθρώπου, γιατί μόνον ὁ ἄν‑ θρωπος εἶναι φτιαγμένος γιὰ ν᾽ ἀναζητᾶ τὸ τέλειο καὶ τὸ ἰδανικό. Γιὰ νὰ γίνουν ὅμως ὅλα αὐτὰ, χρειάζε‑ ται ὁ ἄνθρωπος νὰ φύγει ἀπὸ τὰ χαμηλά, νὰ σπάσει τὸ φράγμα τῆς ἀτομικότητας καὶ τοῦ βιολογισμοῦ ποὺ τὸν κρατᾶ δέσμιο στὶς μορφὲς τὶς ἀναγκαιότητας. Εἶναι ἀ‑ παραίτητο νὰ προσεγγίσει τὴ σφαίρα τοῦ πνεύματος, γιὰ νὰ μεταβληθεῖ σὲ πρό‑ σωπο καὶ ὡς πρόσωπο ν᾽ ἀναζητήσει τὴ συνάντηση μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό, τὴν προσέγγιση στὴν ἁγιότητα. Κατὰ συνέ‑ πεια ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὰ πρόσωπα κι οἱ ἅγιοι πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα ἦταν πρόσωπα, ἀδιαμφισβήτητες προσωπικότητες. Προσωπικότητα ἦταν καὶ παραμένει πάντα κι ἡ Παναγία. Μία φωτεινὴ μορφὴ ποὺ στέκει ὡς πρότυπο κόρης, ὡς πρότυπο μητέρας καὶ ὡς πρότυπο ἁγίας. Μία μορ‑ φὴ ποὺ μέσα ἀπὸ τοὺς αἰῶνες ἔγινε φάρος στὴ ζωὴ χιλιάδων ἀνθρώπων. Γιατί ἦταν πάντα στήριγμα καὶ καταφυγὴ τοῦ κάθε πονεμένου. Αὐτή της ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο πόνο τὴν ἔκανε στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν Μεγαλόχαρη, Παντάνασσα, Παρηγορήτρα, Γοργοεπήκοο, Λαοδηγή‑ τρια, Θεία Σκέπη. Τὰ θαύματα τῆς ἀγάπης της, καθημερινὰ συγκλονίζουν κι ἀποδει‑ κνύουν μ᾽ ἕναν ἀξιοθαύμαστο τρόπο τὴ δύναμη ποὺ τῆς ἔδωσε ἡ ἁγιότητα. Μία

δύναμη ἀγάπης ποὺ ἑλκύεται στὴ γῆ καὶ πάλι μὲ τὴν ἁγιότητα, τὴν πίστη, τὴν τα‑ πείνωσή μας. Ἡ ἐποχὴ μας στεγνὴ ἀπὸ τὸν ὀρθολο‑ γισμὸ ἀναζητᾶ διέξοδο καὶ λύσεις στὰ προβλήματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦν. Τὸ χά‑ ος τῶν ἰδεολογιῶν γεννᾶ συνέχεια ἀντι‑ φάσεις κι αὐτὲς μὲ τὴ σειρὰ τους νέες ἀπειλὲς, γιὰ νὰ μεταβάλουν τὴ ζωή μας σὲ ἀπελπισία. Κρίσεις στὶς ἀξίες, κρίσεις στὰ συστήματα, κρίσεις στὶς φιλοσοφίες, κρίσεις στὴν ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου. Κι ἀναζητᾶμε τὸ μεγάλο θαῦμα μίας παγκό‑ σμιας εἰρήνης, ποὺ ὅσο πιὸ πολύ μᾶς τὴν ὑπόσχονται, τόσο αὐτὴ μᾶς ἀποφεύγει. Ἔχασαν πολλοὶ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν πίστη τους·μέσα στὴν ἀπελπισία τους δια‑ κηρύσσουν, πὼς γιὰ νὰ μὴ γίνεται τίποτε, δὲν ὑπάρχει Θεός. Τραγικὸ τὸ κατάντημα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου ποὺ θέλει μόνο θαύματα, πάντα θαύματα γιὰ νὰ πι‑ στεύει. Σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ ἀγαπᾶ μετὰ ἀπὸ τὴ γεύση τοῦ γλυκοῦ καὶ τὴν ἀπόκτηση αὐτῶν ποὺ θέλει. Τὸ θαῦμα εἶναι ἐκδήλωση ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μὰ γιὰ νὰ γίνει χρειάζεται μία σπίθα, ἕνα κάλε‑ σμα, μία ζήτηση. Ὅλα αὐτὰ ἀνήκουν στὸν ἄνθρωπο κι ἐκφράζονται μὲ πίστη, μὲ τα‑ πείνωση κι ἁγιότητα. Χωρὶς ταπείνωση καὶ πίστη κι ἁγιότητα, ἄδικα περιμένουμε τὰ θαύματα κι ἄδικα κυνηγᾶμε τὴν εἰρήνη. Ἂν θέλουμε λοιπὸν εἰρήνη, ἡσυχία, ὁμαλότητα, εἴτε ὡς ἄνθρωποι, εἴτε ἀκόμα καὶ ὡς λαοὶ πρέπει νὰ βροῦμε αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ τὰ θαύματα. Κι εἴπαμε αὐτὸ πὼς εἶναι ἡ ἁγιότητα. Μέσα της εἶναι ἡ πίστη, ἡ ταπείνωση, ἡ ὑπομονή, ἡ ἀγάπη, ἡ συγχωρητικότητα, ἡ ἀνοχή, ἡ ἐλεημο‑ σύνη, ἡ ἁγνότητα. Δὲν μᾶς ζητᾶ ὁ Θεὸς μὲ μιᾶς νὰ φθάσουμε στὴν κορυφή, μὲ μιᾶς νὰ τ᾽ ἀποκτήσουμε ὅλα αὐτὰ γιὰ νὰ σωθοῦμε. Ζητᾶ ν᾽ ἀρχίσουμε σιγὰ‑ σιγὰ καὶ ν᾽ ἁγιάζουμε τὶς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς. Ἔτσι θ᾽ ἀλλάξει ὁ κόσμος, γιατί τότε ἡ ἁγιότητα θὰ προκαλέσει τὸ μεγάλο θαῦμα. Τὸ βεβαιώνει ἡ Μεγαλόχαρη, ποὺ πάντα ἀπάντησε στὴν ἁγιότητα τῶν Χριστιανῶν μὲ θαῦμα. Πηγή: «Πνευματικότητα καὶ κοινωνικὴ ζωή», ἔκδ. Π. Πουρναρᾶ – Θεσ/νίκη, σ. 105‑112

Ἐν Ἐσόπτρῳ

7


Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Περγάμου κ. Ἰωάννου Ζηζιούλα, Ὁμότιμου Καθηγητῆ Πανεπιστημίου καί τ. Προέδρου τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν

…Ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν «κοινωνία ἁγίων», εἶναι τὸ ἀποκορύφωμα τοῦ ἁγια‑ σμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελειότερη καὶ πληρέ‑ στερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ… Ἡ λέξη «ἅγιος» ἢ «ἁ‑ γιότητα» παραπέμπει σὲ κά‑ τι ἐντελῶς ἄσχετο καὶ ξένο πρὸς τὴν ἐποχή μας, πρὸς τὸν πολιτισμὸ καὶ τὶς ἀναζητήσεις τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου. Ποιὸς ἀπὸ τοὺς γονεῖς τῆς ἐποχῆς μας φιλοδοξεῖ νὰ κάνει τὰ παιδιὰ τοῦ «ἁγίους»; Ποιὸ ἀπὸ τὰ σχολεῖα μας καὶ τὰ ἐκπαιδευτικά μας προ‑ γράμματα καλλιεργοῦν τὴν ἁγιότητα ἢ τὴν προβάλλουν ὡς ὅραμα καὶ πρότυπο; Ὁ «ἐπιτυχημένος» ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς μας, τὸ ἰδανικό τῆς σύγχρονης παιδείας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας, δὲν εἶναι κἄν ὁ «καλὸς κ᾽ ἀγαθὸς» τῶν κλασσικῶν χρό‑ νων. Εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἐξασφαλίζει χρή‑ ματα, ἀνέσεις καὶ κοινωνικὴ προβολὴ ‑ αὐτὸ θέλουν οἱ γονεῖς ἀπὸ τὰ παιδιά τους, σ᾽ αὐτὸ κυρίως ἀποβλέπουν τὰ ἐκπαιδευ‑ τικά μας συστήματα, αὐτὸ καλλιεργοῦν τὰ μέσα ἐπικοινωνίας, αὐτὸ ὀνειρεύεται ἡ πλειονότητα τῶν νέων μας. Πράγματι, σὲ μία κοινωνία, ἡ ὁποία βιώνει ὡς τὸ σοβαρότερο πρόβλημά της τὴν ἀνεργία, καὶ κυριαρχεῖται ἀπὸ τὸ ἄγχος πῶς νὰ αὐξήσει τὸ κατὰ κεφαλὴν εἰσόδημα, τὸ νὰ γίνεται λόγος γιὰ ἁγίους καὶ ἁγιότητα ἀποτελεῖ πρόκληση, ἂν ὄχι

8

Ἐν Ἐσόπτρῳ

πρόσκληση σὲ γέλωτα καὶ χλευασμό. Οὕτως, ἡ ἁγιό‑ τητα ἀποτελεῖ ἕνα «λησμο‑ νημένο ὅραμα». Λησμονημένο, γιατί κάπο‑ τε ὑπῆρχε, γιατί αὐτὸ ἐνέ‑ πνεε τὸν πολιτισμό μας, διότι οἱ ἄνθρωποί μας ἄλλοτε ζοῦ‑ σαν μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ἀν‑ τλοῦσαν ἀπὸ αὐτοὺς τὸ μέτρο τοῦ πολιτισμοῦ τους, αὐτοὶ ἦταν οἱ ἥρωες, οἱ μεγά‑ λοι πρωταθλητές, οἱ «διάση‑ μοι ποδοσφαιριστὲς» καὶ «στὰρ» τῶν χρόνων τους. Τώρα ἔχουν μείνει μόνο τὰ ὀνόματα τῶν ἁγίων μας, καὶ αὐτὰ «κου‑ τσουρεμένα» καὶ ἀλλοιωμένα ἐπὶ τὸ ξενι‑ κώτερον, ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι προτιμοῦν πλέον νὰ γιορτάζουν, ὄχι τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων τους, μὰ τὰ δικά τους προσωπικὰ γενέθλια. Σὲ μία τέτοια ἐποχὴ τί νὰ πεῖ κανεὶς γιὰ τὴν ἁγιότητα; Ὁ λόγος του θὰ πέσει στὸ κενό. Μά, ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος, πῶς νὰ μὴ μι‑ λήσει κανεὶς γιὰ κάτι τόσο κεντρικὸ καὶ θεμελιῶδες γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ; Γιατί ἡ πίστη μας χωρὶς τοὺς ἁγίους παύει νὰ ὑφίσταται. Διότι, ἂν λησμονήσουμε τὴν ἁγιότητα, δὲν ἀπομένει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία παρὰ ὁ ταυτισμός της μὲ τὸν κόσμο, ἡ «ἐκκοσμίκευσή της» εἶναι πλέον ἀναπόφευκτη. Ἀλλὰ ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μόνο «λη‑ σμονημένη» στὶς μέρες μας, εἶναι ὅταν καὶ ὅπως γίνεται λόγος γι᾽ αὐτήν, καὶ πα‑ ρεξηγημένη. Τί σημαίνει ἁγιότητα, ὅταν τὴ δεῖ κανεὶς ὡς εἰκονισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὡς βίωμα καὶ πρόγευση τῶν ἐ‑ σχάτων;


Ἡ παρεξηγημένη ἁγιότητα Ἂν ρωτήσει κανεὶς τυχαία τούς ἀν‑ θρώπους στὸν δρόμο τί ἀποτελεῖ κατὰ τὴ γνώμη τους «ἁγιότητα», ἡ ἀπάντηση πού θὰ λάβει κατὰ κανόνα εἶναι περίπου ἡ ἑξῆς: ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος πού δὲν κάνει ἁμαρτίες, πού τηρεῖ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἠθικὸς ἀπὸ κάθε ἄποψη, μὲ μία φράση: «δὲν ἁμαρτάνει». Σὲ ὁρισμένες πε‑ ριπτώσεις στὴν ἔννοια τῆς ἁγιότητας προ‑ στίθεται ἕνα στοιχεῖο καὶ μὲ χροιὰ μυστι‑ κισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος ποῦ ἔχει ἐσωτερικὰ βιώματα, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸ «θεῖον», περιέρχεται σὲ ἔκσταση καὶ βλέπει πράγματα πού δὲν τὰ βλέπουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, μὲ λίγα λό‑ για ζεῖ ὑπερφυσικὲς καταστάσεις καὶ ἐνεργεῖ ὑπερφυσικὲς πράξεις. Ἔτσι ἡ ἔννοια τῆς ἁγιότητας φαίνεται νὰ συνδέεται στὴ σκέψη τῶν ἀνθρώπων μὲ κριτήρια ἠθικολογικὰ καὶ ψυχολογικά. Ὅσο πιὸ ἐνάρετος εἶναι κανείς, τόσο πιὸ ἅγιος εἶναι. Καὶ ὅσο πιὸ χαρισματικὸς εἶ‑ ναι κάποιος καὶ ἐπιδεικνύει ἱκανότητες πού δὲν τὶς ἔχουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι (ὅπως νὰ διαβάζει τὴ σκέψη μας, νὰ προ‑ βλέπει τὸ μέλλον μας κ.λπ.), τόσο περισ‑ σότερο μᾶς κάνει νὰ τὸν θεωροῦμε «ἅγιο». Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ ἀντίστροφα: ὅταν διαπι‑ στώσουμε κάποιο ἐλάττωμα στὸν χαρα‑ κτῆρα ἢ τὴ συμπεριφορὰ κάποιου (ὅτι τρώει πολύ, θυμώνει κ.λπ.), τότε τὸν δια‑ γράφουμε ἀπὸ τοὺς «ἁγίους». Ἢ ἂν δὲν ἐκδηλώσει ὑπερφυσικὲς ἱκανότητες μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο, μᾶς ξενίζει καὶ ἡ σκέψη ἀκόμη ὅτι θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ εἶναι ἅγιος. Ἡ κοινὴ καὶ διαδεδομένη αὐτὴ ἀντίλη‑ ψη γιὰ τὴν ἁγιότητα δημιουργεῖ ὁρισμένα βασικὰ ἐρωτηματικά, ὅταν τὴ θέσουμε στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεώς μας. Ἂς ἀναφέρουμε μερικὰ ἀπὸ αὐτά: 1. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνίσταται κυρίως στὴν τήρηση τῶν ἠθικῶν ἀρχῶν, τότε γιατί ὁ Φαρισαῖος κατακρίθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἐνῶ δικαιώθηκε ὁ Τελώνης στὴ γνωστὴ σὲ ὅλους μας παραβολή; Συνηθίζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὸν Φαρισαῖο «ὑποκρι‑ τή», ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα δὲν ἔλεγε ψέματα, ὅταν ἰσχυριζόταν ὅτι τηροῦσε πιστὰ τὸν Νόμο, ὅτι ἔδινε τὸ 1/10 τῆς περιουσίας του στοὺς πτωχοὺς

καὶ ὅτι τίποτε ἀπὸ ὅσα τοῦ ζητοῦσε ὁ Θεὸς ὡς πιστὸς Ἰουδαῖος δὲν παρέλειπε νὰ ἐφαρμόσει. Ὅπως ἐπίσης δὲν ἔλεγε ψέματα ὅταν χαρακτήριζε τὸν τελώνη ἁμαρτωλὸ ‑ ὅπως καὶ ὁ τελώνης τὸν ἑαυτὸ του ‑ γιατί πράγματι ὁ τελώνης ἦ‑ ταν ἄδικος καὶ παραβάτης τῶν ἠθικῶν κανόνων. 2. Παρόμοιο ἐρώτημα προκύπτει καὶ ἀπὸ τὴ χρήση τοῦ ὄρου «ἅγιος» ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὶς ἐπιστολές του. Ἀπευθυνόμενος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου, τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Γαλα‑ τίας κ.λ.π., ὁ Παῦλος τοὺς καλεῖ «ἁγί‑ ους». Στὴ συνέχεια ὅμως τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν κατονομάζει μύρια ὅσα ἠθικὰ ἐ‑ λαττώματα τῶν χριστιανῶν αὐτῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἐπικρίνει δριμύτατα. Στὴν πρὸς Γαλάτας μάλιστα ἐπιστολὴ φαίνε‑ ται ὅτι ἡ ἠθικὴ κατάσταση τῶν ἐκεῖ «ἁ‑ γίων» ἦταν τόσο ἀπογοητευτική, ὥστε νὰ ἀναγκάζεται ὁ Παῦλος νὰ τοὺς γρά‑ ψει: «εἰ γὰρ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατε‑ σθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾽ ἀλλήλων ἀναλωθεῖτε»! Πῶς συμβαίνει νὰ καλοῦ‑ νται οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ «ἅγιοι», ὅταν εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ καθημερινή τους ζωὴ δὲν ἦταν σύμφωνη μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἴδιας τῆς πίστεώς τους; Θὰ διανοεῖτο ἄραγε κανεὶς στὶς μέρες μας νὰ καλοῦ‑ σε «ἅγιον» ἕναν ἀπὸ τοὺς χριστιανούς; Ἐν Ἐσόπτρῳ

9


3. Ἂν ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ ὑπερφυσικὰ χαρίσματα, τότε θὰ μποροῦσε νὰ τὴν ἀναζητήσει καὶ νὰ τὴ βρεῖ κανεὶς καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι γνωστὸ ὅτι καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα ἐνεργοῦν ὑπερφυσικὲς πράξεις. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι μάντεις καὶ φακίρηδες, οὔτε κρίνεται ἡ ἁ‑ γιότητά τους ἀπὸ τέτοια «χαρίσματα». Ὑπάρχουν ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τοὺς ὁποίους δὲν ἀναφέρονται θαύμα‑ τα, ἐνῶ ὑπῆρξαν θαυματοποιοί, οἱ ὁποῖ‑ οι ποτὲ δὲν ἀναγνωρίστηκαν ὡς ἅγιοι. Εἶναι, σχετικά, πολὺ ἐνδιαφέροντα ὅσα γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴν Α’ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως πολλοὶ σήμερα, ἐντυπω‑ σιάζονταν ἀπὸ ὑπερφυσικὲς ἐνέργειες: «καὶ ἐὰν ἔχω πίστιν ὥστε ὅρη μεθιστά‑ νειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμί». Τὸ νὰ διατάξεις ἕνα βουνὸ νὰ μετακινηθεῖ, εἶχε πεῖ ὁ Κύριος ὅτι εἶναι δυνατόν, ἂν ἔχεις πίστη «ὡς κόκκον σινάπεως». Δὲν εἶναι ὅμως ἀπὸ μόνο του δεῖγμα ἁγιό‑ τητας, δὲν εἶναι τίποτα «οὐδέν», ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ προϋπόθεση τῆς ἀγάπης, κάτι δηλαδὴ πού ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος χωρὶς θαυματουργικὲς ἱκανότητες μπο‑ ρεῖ νὰ ἔχει. Θαυματουργία καὶ ἁγιότητα δὲν ταυτίζονται, οὔτε συνυπάρχουν κατ᾽ ἀνάγκη. 4. Παρόμοια ἐρωτηματικὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ τὴ σύνδεση τῆς ἁγιότητας μὲ ἀσυ‑ νήθεις καὶ «μυστικὲς» ψυχολογικὲς ἐ‑ μπειρίες. Πολλοὶ ἀνατρέχουν σήμερα στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες, γιὰ νὰ συ‑ ναντήσουν ἐξαϋλωμένους «γκουρού», ἀνθρώπους ἐξαίρετης αὐτοπειθαρχίας, ἀσκήσεως καὶ προσευχῆς. Ἡ Ἐκκλησία μας δὲν τοὺς θεωρεῖ αὐτοὺς ἁγίους, ὅσο βαθιὲς καὶ ὑπερφυσικὲς καὶ ἂν εἶναι οἱ ἐμπειρίες τους, καὶ ὅσο σπουδαία καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀρετή τους. Ἔτσι τελικὰ τίθεται τὸ ἐρώτημα: ὑ‑ πάρχουν ἅγιοι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας; Ἂν ἡ λέξη «ἅγιος» σημαίνει αὐτὸ πού γενικὰ ὁ κόσμος νομίζει καὶ πού περιγράφουμε πιὸ πάνω (δηλαδὴ ἠθικὸς βίος, ὑπερφυσικὰ χαρίσματα καὶ ὑπερφυσικὲς ἐμπειρίες), τότε πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι ὑπάρ‑ χουν ἅγιοι καὶ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας (ἴσως μάλιστα συχνότερα ἐκτὸς παρὰ ἐντός). Ἂν πάλι θελήσουμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἁγιότητα εἶναι δυνατὴ μόνο στὴν Ἐκκλησία, τότε πρέπει νὰ ἀναζητήσουμε τὸ νόημα τῆς ἁγιότητας πέρα ἀπὸ τὰ κριτήρια πού

10

Ἐν Ἐσόπτρῳ

ἀναφέρουμε πιὸ πάνω, πέρα δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τελειότητα καὶ τὶς ὑπερφυσικὲς δυνάμεις καὶ ἐμπειρίες. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, πῶς ἀντιλαμβάνε‑ ται ἡ Ἐκκλησία μας τὴν ἁγιότητα. Ἡ ἁγιότητα ὡς ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία Ὁ ὅρος «ἅγιος» ἔχει μία ἐνδιαφέρουσα ἱστορία. Ἡ ρίζα τῆς λέξεως στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα εἶναι τὸ ἄγ‑, ἀπὸ τὸ ὁποῖο παρά‑ γονται μία σειρὰ ἀπὸ ὅρους, ὅπως τὸ ἁγνός, τὸ ἄγος κ.λπ. Τὴ βαθύτερη σημα‑ σία τῆς ρίζας αὐτῆς τὴν κρατάει τὸ ρῆμα ἄζεσθαι, πού σημαίνει τὸ δέος σὲ μία ἀπόκρυφη καὶ φοβερὴ δύναμη (Αἰσχύλου, Εὔμ. 384 κ.ε.), τὸ σέβας πρὸς τὸν φορέα τῆς Δύναμης (Ὁμήρου, Ὀδύσ. 9,200 κ.ε.) κ.λ.π. Ἔτσι στὸν ἀρχαῖο ἑλληνισμὸ ἡ ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴ δύναμη, μὲ αὐτὸ πού ὁ Otto ἀποκαλεῖ mysterium fascinosum et tremendum ‑ αὐτὸ πού προκαλεῖ ταυτό‑ χρονα ἕλξη καὶ φόβο. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ σημιτικὴ λέ‑ ξη, πού μεταφράζεται ἀπὸ τοὺς Ἑβδομή‑ κοντα μὲ τὸ «ἅγιος» εἶναι τὸ godes, πού συγγενεύει μὲ τὴν ἀσσυριακὴ kuddushu, καὶ πού δηλώνει «κόβω, χωρίζω», διακρίνω ρι‑ ζικά, καθαιρῶ (ἐξ οὗ καὶ ἡ σύνδεση μὲ τὴν καθαρότητα καὶ ἁγνότητα). Τὰ ἅγια πράγματα εἶναι αὐτὰ πού τὰ ξεχωρίζει κανεὶς ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα ‑ κυρίως στὴ λα‑ τρεία ‑ καὶ τὰ ἀφιερώνει στὸν Θεό. Ἔτσι ἡ Ἁγία Γραφὴ προχωρεῖ πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ σημασία πού συναντοῦμε στοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες (τὸ δέος, τὸν φόβο, τὸν σεβασμὸ πρὸς μία ἀνώτερη δύ‑ ναμη) καὶ συνδέει τὴν ἔννοια τοῦ «ἁγίου» μὲ τὴν ἀπόλυτη ἑτερότητα, τὸ ἀπολύτως Ἄλλο, πρᾶγμα ποῦ τελικὰ ὁδηγεῖ τὴν Ἁγία Γραφὴ στὴν ταύτιση τοῦ «ἁγίου» μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴν ἀπόλυτη ὑπερβατικό‑


Ὁ Προφήτης Ἠσαίας τητα σὲ σχέση μὲ τὸν κόσμο. Ἅγιος εἶναι μόνο ὁ Θεός, καὶ ἀπ᾽ Αὐτὸν καὶ μόνο καὶ τὴ σχέση μαζί Του πηγάζει κάθε ἁγιότητα. Γιὰ νὰ δηλωθεῖ μάλιστα μὲ ἔμφαση ἡ πίστη αὐτὴ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη (Ἡσαΐας, ὁ προφήτης τῆς ἁγιότητας τοῦ Θεοῦ) καλεῖ τὸν Θεὸ τρεῖς φορὲς ἅγιο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ», πού σημαίνει στὴ μορφὴ τοῦ ἑβραϊσμοῦ, τῆς τριπλῆς ἐπανα‑ λήψεως, ἀπείρως ἅγιος (πρβ. τὸ 777 καὶ τὸ ἀντίθετό του 666, γιὰ τὸ ὁποῖο τόσος λόγος καὶ τόσος τρόμος γίνεται σήμερα). Συνεπῶς, γιὰ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἁγιότητα ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι μὲ τὸν ἄνθρωπο ἢ τὰ ἱερὰ πράγματα, ὅπως στὸν ἀρχαῖο Ἑλληνισμό, γίνεται πρό‑ σωπο, καὶ μάλιστα στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζεται μὲ τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὴν ὁποία οἱ Πατέρες ταυτίζονται καὶ τὸ τρεῖς φορὲς ἅγιος τοῦ Προφήτη Ἠσαΐα. Ἡ ἁγιότητα, συνεπῶς, γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη δὲν εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἀλλὰ θεοκεντρική, καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὰ ἠθικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου, ὅσο σπουδαῖα καὶ ἂν εἶναι αὐτά, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δόξα καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν βαθ‑ μὸ τῆς προσωπικῆς σχέσεώς μας μὲ τὸν προσωπικὸ Θεό. (Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ἡ Θεοτόκος ὀνομάζεται «Παναγία» ἢ καὶ

«Ὑπεραγία» ‑ ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές Της, ἀλλὰ γιατί αὐτή, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο, ἑνώθηκε προσωπικὰ μὲ τὸν ἅγιο Θεὸ δίνοντας σάρκα καὶ αἷμα στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ). Ἡ ἁγιότητα, λοιπὸν, δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀτομικὸ κτῆμα κανενός, ὅσο «ἅγιος» κι ἂν εἶναι κανεὶς στὴ ζωή του, ἀλλὰ θέμα σχέσεως προσωπικῆς μὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του ἁγιάζει ὅποιον Ἐκεῖνος θέλει, χωρὶς νὰ ἐξαρτᾶται ὁ ἁγιασμὸς ἀπὸ κάτι ἄλλο, παρὰ μόνο ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἁγιασμένου. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Μάξι‑ μος ὁ Ὁμολογητής, οἱ ἄνθρωποι δὲν συ‑ νεισφέρουμε τίποτε ἄλλο ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προαίρεσή μας, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ Θεὸς δὲν ἐνεργεῖ, ὁ δὲ κόπος καὶ ἡ ἄσκησή μας δὲν παράγει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἁγιότητά μας, ἀφοῦ μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν σκύ‑ βαλο χωρὶς καμιὰ ἀξία. Αὐτὴ ἡ ταύτιση τῆς ἁγιότητας μὲ τὸν ἴδιο τὸν Θεό, στὴ χριστιανικὴ πίστη ὁδηγεῖ στὴ σύνδεσή της μὲ τὴν ἴδια τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἁγιότητα σημαίνει πλέον τὸ νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὡς πρῶτο αἴτημα τῆς Κυ‑ ριακάτικης προσευχῆς δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά Σου». Ἂν λά‑ βουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι ἐσχατολογική, δηλαδὴ ἀναφέρεται στὴν τελικὴ κατάσταση τοῦ κόσμου, εἶναι σαφὲς ὅτι αὐτὸ πού ζητοῦμε στὸ «Πάτερ ἡμῶν» εἶναι νὰ δοξασθεῖ ὁ Θεὸς ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ ἔλθει ἡ στιγμὴ πού ὅλος ὁ κόσμος θὰ πεῖ μαζὶ μὲ τὰ Χερουβεὶμ αὐτὸ πού εἶδε καὶ ἄκουσε ὁ Ἡσαΐας στὸ ὅραμά του: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου! ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις». Οἱ ἅγιοι δὲν ἐπιζητοῦν τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δο‑ ξάζει τοὺς ἁγίους, ὄχι μὲ τὴ δική τους δόξα, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια Του τὴ δόξα. Οἱ ἅγιοι ἁγιάζονται καὶ δοξάζονται ὄχι μὲ μία ἁγιότητα καὶ μία δόξα πού πηγάζει ἀπὸ μέσα τους, ἀλλὰ μὲ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴ δόξα τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ (πρβ. βυζα‑ ντινὴ ἁγιογραφία ‑ χρήση φωτὸς ἀπ᾽ ἔξω πρὸς τὰ ἔσω κ.λπ.). Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη ση‑ μασία γιὰ τὴ θέωση τῶν ἁγίων. Ὅπως ἀποσαφηνίστηκε κατὰ τὶς ἡσυ‑ χαστικὲς ἔριδες τοῦ 14ου αἰώνα, σὲ ἀντί‑ θεση πρὸς τὴ δυτικὴ θεολογία, ἡ ὁποία ἔκανε λόγο γιὰ «κτιστὴ» χάρη, δηλαδὴ Ἐν Ἐσόπτρῳ

11


χάρη καὶ δόξα πού ἀνήκει στὴν ἴδια τὴ φύση τῶν ἀνθρώπων δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία, ἡ Ὀρθόδοξη θε‑ ολογία, ὅπως τὴν ἀνέπτυξε ὁ ἅγιος Γρη‑ γόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ οἱ ἄλλοι ἡσυχαστὲς τῶν χρόνων ἐκείνων, ἀντιλαμβάνεται τὸ φῶς πού βλέπουν οἱ ἅγιοι καὶ τὴ δόξα πού τοὺς περιβάλλει ὡς «ἄκτιστες» ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ὡς τὸ φῶς καὶ τὴ δόξα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Ὁ πραγματικὸς ἅγιος, εἶναι ἐκεῖνος πού δὲν ἐπιζητεῖ μὲ κανένα τρόπο τὴ δική του δόξα, ἀλλὰ μόνο τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἐπιζητεῖ κανεὶς τὴ δική του δόξα, χάνει τὴν ἁγιό‑ τητά του, γιατί σὲ τελικὴ ἀνάλυση δὲν ὑπάρχει ἄλλος ἅγιος ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Θεό. Ἁγιότητα σημαίνει μετοχὴ καὶ κοινωνία στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ ‑ αὐτὸ σημαίνει ἄλλωστε θέωση. Κάθε ἁγιότητα πού στη‑ ρίζεται στὶς ἀρετές μας, στὴν ἠθική μας, στὰ προσόντα μας, στὴν ἄσκησή μας κ.λ.π. εἶναι δαιμονική, καὶ δὲν ἔχει καμιὰ σχέση μὲ τὴν ἁγιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπὸ τὶς παρατηρήσεις αὐτὲς γίνεται φανερὸ, γιατί ἡ κατ᾽ ἐξοχὴν πηγὴ τῆς ἁγιότητας βρίσκεται στὴ Θεία Εὐχαριστία. Ἂς ἀναλύ‑ σουμε κάπως τὴ θέση αὐτή. Εἴπαμε ὅτι δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἁγιότητα ἀπὸ ἐκείνη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅτι οἱ ἅγιοι δὲν διαθέτουν δική τους ἁγιότητα, ἀλλὰ μετέ‑ χουν στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ση‑ μαίνει ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ἔχουμε ἁγίους, παρὰ μόνον μὲ τὴν ἔννοια τῶν ἡγιασμένων. Ὅταν τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. γίνονταν συ‑ ζητήσεις σχετικὰ μὲ τὴ θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ κύριο ἐπιχείρημα τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Θεὸς καὶ ὄχι κτῖσμα, ἦταν ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν ἁγιάζεται, ἀλλὰ μόνον ἁγιάζει. Ἂν ἁγιαζόταν, θὰ ἦταν κτῖσμα, διότι τὰ κτίσματα, καὶ συνεπῶς καὶ οἱ ἄνθρωποι, δὲν ἁγιάζουν, ἀλλὰ ἁ‑ γιάζονται. Ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή Του, πού διασώζεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο καὶ τὴν ἀκοῦμε στὸ πρῶτο ἀπὸ τὰ «δώδεκα Εὐαγγέλια» τῆς Μ. Πέμπτης, λέγει τὴ βαρυσήμαντη φράση πρὸς τὸν Πατέρα: «ὑπὲρ αὐτῶν (τῶν μα‑ θητῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων, κατ᾽ ἐπέκτα‑ ση) ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἴνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ». Τὰ λόγια αὐτὰ λέγονται λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος καὶ σὲ σχέση μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἔ‑ χουν δὲ εὐχαριστιακὸ νόημα: ὁ Χριστὸς μὲ τὴ θυσία Του ἁγιάζει ὁ ἴδιος (ὡς Θεὸς) τὸν

12

Ἐν Ἐσόπτρῳ

ἑαυτό Του (ὡς ἄνθρωπος) γιὰ ν᾽ ἁγια‑ σθοῦμε ἐμεῖς κοινωνώντας τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα Του. Μὲ τὴ συμμετοχή μας στὴ Θεία Εὐχαριστία ἁγιαζόμεθα, δηλαδὴ γινόμα‑ στε ἅγιοι κοινωνώντας μὲ τὸν ἕναν καὶ μόνον ἅγιο, τὸν Χριστό. Ἴσως δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀποκαλυπτικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ τοῦ τί εἶναι ἁγιότητα, ἀπὸ τὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως, ὅταν ὑψώνει τὸ Τίμιο Σῶμα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴ Θ. Κοινωνία: «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», δηλαδὴ τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Αἷμα Του εἶναι ἅγια καὶ προσφέρονται στοὺς «ἁγίους», τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κοινωνίαν. Ἡ ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στὴν ἐκφώνηση αὐτὴ εἶναι συγκλονι‑ στική, καὶ συνοψίζει ὅσα εἴπαμε πιὸ πάνω: «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ἕνας εἶναι μόνον ἅγιος, ὁ Χριστὸς ‑ ἐμεῖς εἴμαστε ἁμαρ‑ τωλοὶ ‑ καὶ ἡ ἁγιότητά Του, στὴν ὁποία κα‑ λούμεθα νὰ συμμετάσχουμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, δὲν ἀποβλέπει σὲ τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ (εἰς δόξαν Θεοῦ Πα‑ τρός). Τὴν ὥρα ἐκείνη ἡ Ἐκκλησία βιώνει τὴν ἁγιότητα στὸ ἀποκορύφωμά της. Μὲ τὴν ὁμολογία «εἷς ἅγιος», κάθε ἀρετή μας καὶ κάθε ἀξία μας ἐκμηδενίζονται μπρο‑ στὰ στὴν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁγίου. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ προσερχώμεθα στὴ Θ. Κοινωνία χωρὶς προπαρασκευὴ καὶ ἀγώνα γιὰ τὴν ἄξια προσέλευσή μας. Ση‑ μαίνει ὅμως ὅτι ὅσο καὶ ἂν προετοιμα‑ στοῦμε, δὲν γινόμαστε ἅγιοι προτοῦ κοινωνήσουμε. Ἡ ἁγιότητα δὲν προηγεῖ‑ ται τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, ἀλλ᾽ ἕπεται. Ἂν εἴμαστε ἅγιοι πρὶν κοινωνή‑ σουμε, τότε πρὸς τί ἡ Θ. Κοινωνία; Μόνον ἡ μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἁγιάζει, καὶ αὐτὸ εἶναι πού μᾶς προσφέρει ἡ Θ. Κοινωνία. Ἀπὸ τὴν παρατήρηση αὐτὴ πηγάζει μία σειρὰ ἀπὸ ἀλήθειες πού ἔ‑ χουν σχέση μὲ τὸ θέμα μας. Ἡ πρώτη εἶναι ὅτι κατανοοῦμε μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ γιατί, ὅπως ἀναφέραμε στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας μας, στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας καλοῦνται «ἅγιοι», παρὰ τὸ ὅτι δὲν χαρακτηρίζονται ἀπὸ ἠθικὴ τελειό‑ τητα. Ἐφ᾽ ὅσον ἁγιότητα γιὰ τοὺς ἀν‑ θρώπους σημαίνει μετοχὴ στὴν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὴ προσφέρεται ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος ὑπὲρ ἡμῶν ἁγιάζει ἑαυτὸν μὲ τὴ θυσία Του, ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού μετέχουν στὸν ἁγιασμὸ αὐτὸ μποροῦν νὰ καλοῦνται «ἅγιοι».


Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καί ὁ Ἅγ. Ζωσιμᾶς Μὲ τὴν ἴδια «λογική», στὴ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς Εὐχαριστίας ἔλαβαν τὸ ὄνομα «τὰ ἅγια» (πρβ. «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις»), παρὰ τὸ ὅτι ἀπὸ τὴ φύση τους δὲν εἶναι ἅγια. Καὶ μὲ τὴν ἴδια αἰτιολογία ἡ Ἐκκλησία πολὺ νωρὶς ἐπίσης ἀπένειμε τὸν τίτλο «ἅγιος» στοὺς ἐπισκόπους. Πολ‑ λοὶ σκανδαλίζονται σήμερα ὅταν λέμε «ὁ ἅγιος δεῖνα» (ἕνας δημοσιογράφος πού εἶχε ὡς κύριο ἔργο του νὰ προβάλλει σκάνδαλα ἐπισκόπων, εἶχε καθιερώσει τὴ γραφὴ ὁ ἅγιος ‑ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν – δεῖ‑ να. Πλήρης ἄγνοια τῆς σημασίας τοῦ ὅρου ἅγιος). Ὁ ἐπίσκοπος καλεῖται κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο ὄχι γιὰ τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ γιατί εἰκονίζει στὴ Θ. Εὐχαριστία τὸν μόνον ἅγιο, ὡς εἰκὼν τοῦ Χριστοῦ καὶ ὡς καθήμενος εἰς τόπον καὶ τύπον Θεοῦ, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο. Ἡ θέση τοῦ ἐπι‑ σκόπου στὴ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἐκείνη πού δικαιολογεῖ τὸν τίτλο «ἅγιος». Ὁ Ὀρ‑ θόδοξος λαός, πρὶν ὑποστεῖ τὴ διάβρωση τοῦ εὐσεβισμοῦ, δὲν εἶχε καμία δυσκολία νὰ χρησιμοποιεῖ τὴ γλώσσα τοῦ εἰκονι‑ σμοῦ, καὶ βλέπει τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ στὸ πρόσωπο ἐκείνου, πού τὸν εἰκονίζει μέσα στὴ Θ. Λειτουργία, δηλαδὴ στὸν ἐπίσκοπο. Ἔτσι ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατ᾽ ἐξο‑ χὴν «κοινωνία ἁγίων». Σ᾽ αὐτὴν ἀποβλέ‑

πει ἡ ἄσκηση τῶν ὁσίων, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ σκοπός, ἀλλὰ μέσο πρὸς τὸν σκοπό, πού εἶναι ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Τὸ σημεῖο αὐτὸ λησμονεῖται καὶ παραβλέπε‑ ται ἀπὸ πολλοὺς σύγχρονους θεολόγους, ἀκόμα καὶ Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι, ἰδιαί‑ τερα στὶς μέρες μας, τείνουν νὰ ταυτίσουν τὴν ἁγιότητα μὲ τὴν ἄσκηση. Ἡ περίπτωση τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας ὅμως εἶναι εὔγλωττη. Ἐπὶ σα‑ ράντα χρόνια ἀσκήθηκε σκληρὰ γιὰ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ ὅταν κοινώ‑ νησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων ἀπὸ τὸν ἅγιο, τότε ἐτελεύτησε τὸν βίο ἔχοντας ἁγιασθεῖ. Ὁ σκοπὸς τῆς ἀσκήσεώς της ἦταν ἡ εὐχαριστιακὴ κοινωνία. Θὰ ἦταν ἁγία ἡ ὁσία Μαρία, ἂν εἶχε καθαρθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη, ἀλλὰ δὲν εἶχε κοινωνήσει; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον ἀρνητική. Ἀλλὰ ἡ Θ. Εὐχαριστία εἶναι τὸ ἀπο‑ κορύφωμα τοῦ ἁγιασμοῦ, ὄχι μόνο γιατί αὐτὴ προσφέρει στὸν ἄνθρωπο τὴν τελει‑ ότερη καὶ πληρέστερη ἕνωση (σωματικὴ καὶ πνευματικὴ) μὲ τὸν μόνον ἅγιο, ἀλλὰ καὶ διότι ἀποτελεῖ τὸν πιὸ τέλειο εἰκο‑ νισμὸ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ τῆς καταστάσεως ἐκείνης, στὴν ὁποία θὰ ἁ‑ γιάζεται καὶ θὰ δοξάζεται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση αἰώνια καὶ ἀδιάκοπα ὁ «ἅγιος, ἅ‑ γιος, ἅγιος, Κύριος Σαβαώθ». Ἐν Ἐσόπτρῳ

13


Ἐκ Φαναρίου

Φαναριώτικος λόγος, ὁ λόγος τῆς ἐμῆς καρδίας τοῦ π. Χαραλάμπους Παπαδοπούλου Ὅλο καὶ περισσότερο γίνεται ἀντιληπτὸ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ θεωροῦν τὸν ἑαυτὸ τους ἐκτὸς αὐτῆς, ὅτι ὁ λόγος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἕνας λόγος ξεχωριστὸς καὶ ἰδιαίτερος. Ἰδιαίτερος, ὄχι γιατί ὁμιλεῖται σὲ μία ἰδιαίτερη διάλεκτο, οὔτε διότι προέρχεται ἀπὸ ἕνα χῶρο ποὺ ἡ θύμησή του δημιουρ‑ γεῖ ἕνα πλούσιο κόσμο συναισθημάτων καὶ ἀναμνήσεων σὰν τὰ πολύχρωμα σο‑ κάκια τῆς Πόλεως, ἀλλὰ διότι πάνω ἀπὸ ὅλα ὑπῆρξε ἀνέκαθεν λόγος οἰκουμενι‑ κός, λιτὸς καὶ σοφός, ποὺ ξεπερνάει θρη‑ σκευτικοὺς καὶ ἐθνικοὺς φανατισμοὺς καὶ κάθε λογῆς ὁλοκληρωτισμούς. Ὁ Φαναριώτικος λόγος ποὺ ἀντηχεῖ αἰῶνες τώρα ἀπὸ τὴν Πόλη τῆς δόξης καὶ σήμερα τοῦ μαρτυρίου, στὴν οἰκουμενικὴ συνείδηση τῆς ἀνθρωπότητας, διακρινό‑ ταν καὶ διακρίνεται, ἀπὸ τὴν ἐκκλησιο‑ λογικὴ του ἀκρίβεια, τὴν προφητικότητα καὶ κοινωνικὴ διορατικότητά του, καθὼς καὶ τὴν ἀκοίμητη ποιμαντικὴ εὐαισθησία καὶ ἐγρήγορση. Γνωρίζει μὲ μοναδικὸ τρόπο νὰ ἀφου‑ γκράζεται καὶ νὰ ψηλαφᾶ τὶς ἑκάστοτε κοινωνικὲς μεταβολὲς καὶ τὶς ἐπιδράσεις αὐτῶν στοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς, προσπαθώ‑ ντας νὰ διαλλαγεῖ μὲ τὸν ἑκάστοτε ἱστορικὸ ἄνθρωπο καὶ τοὺς πολιτισμούς του, ἔχοντας πάντοτε ὡς πυξίδα τὴν ἀποκεκαλυμένη Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία Του. Ὁ πατριαρχικὸς ἄμβων ὑπῆρξε καὶ ὑ‑ πάρχει, ὀλιγόλογος καὶ ὄχι φλύαρος, οὐ‑ σιαστικὸς καὶ ὄχι σχολαστικός, διακριτικὸς καὶ ὄχι ἀδιάκριτος, διορατικὸς καὶ ὄχι κο‑

14

Ἐν Ἐσόπτρῳ

ντόφθαλμος, ἑνωτικὸς καὶ ὄχι διχαστικός, πραγματικὸς καὶ ὄχι εἰκονικός, μὲ φιλάν‑ θρωπη ἀγωνία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὰ ἑκάστοτε πολιτισμικὰ καὶ κοινωνικὰ δε‑ δομένα ποὺ χαρακτηρίζουν τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητά του. Ἕνας τέτοιος λόγος εἶναι καὶ αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ, τοῦ ὁποίου ἀποσπάσματα στα‑ χυολογοῦμε παρακάτω ἀπὸ ὁμιλία ποὺ ἐκφωνήθηκε στὸν Ἱ. Μ. Ναὸ τοῦ Ἁγ. Μηνᾶ Ἡρακλείου Κρήτης κατὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, τὴν 14ην Ἀπριλίου 1967. Ἐκφωνήθηκε ἀπὸ ἕναν Φαναριώτη Ἱε‑ ράρχη ποὺ χαρακτηρίστηκε ὡς μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἐκκλησιαστικὲς μορφὲς τοῦ αἰώνα μας. Πρόκειται γιὰ τὸν Μακαριστὸ Γέροντα Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελί‑ τωνα Χατζῆ. Ὁ Φαναριώτης Ἱεράρχης ὑπῆρξε «ἀρι‑ στοκράτης εἰς τοὺς τρόπους καὶ χριστιανὸς τὸ φρόνημα, τολμηρὸς εἰς τὴν ψυχήν, αὐστηρὸς τηρητὴς τῆς παραδόσεως, πιστὸς ἄχρι θανάτου εἰς τὴν ἰδέα τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς ἱερᾶς ἀποστολῆς τοῦ Φαναρίου» τοῦ ὁποίου ὡς γνήσιος ἐκφραστὴς διέθετε ἕνα συγκλονιστικὸ προφητικὸ λόγο ποὺ διαπερνοῦσε τὴν ρευστότητα καὶ τὴν μι‑ κρόψυχη θεώρηση τοῦ σήμερα μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς ὑπεραπλουστεύσεις καὶ ἀφορι‑ στικὲς γενικεύσεις. Σὲ ὁδηγοῦσε στὴν καρδιὰ τῶν πραγ‑ μάτων καὶ τῶν νοημάτων ποὺ ἔκρυβαν τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, στοὺς ἀνοικτοὺς ὁρίζοντες τοῦ αὔριο, τοῦ δια‑ φορετικοῦ, τοῦ ἀνυποψίαστου.


Ὁ Π. Πατριαρχικός Ναός τοῦ Ἁγ. Γεωργίου, Φανάρι Δὲν ἐξαντλοῦσε τὸν λόγο σὲ μία ἁπλῆ περιγραφικὴ φανέρωση τοῦ γεγονότος, ἀλλὰ ἔμπαινε μὲ ἕνα ἀπαράμιλλο τρόπο στὴν οὐσία καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πραγμάτωσής του. Θὰ τὸν ἀκούσουμε νὰ μᾶς μιλάει γιὰ τὴν ἁγία σιωπὴ καὶ τὴν ὠφέλειά της. Αὐτὴ τὴν μεγάλη μὰ τόσο ξεχασμένη στὶς μέρες μας ἀρετὴ τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότη‑ τος. Καὶ εἶναι λόγος ἐπίκαιρος ὅσο ποτὲ ἄλλοτε, σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ξέρει νὰ σιωπᾶ ἀπὸ τοὺς ἐξωτερικοὺς μὰ προ‑ παντὸς ἀπὸ τοὺς ἐσωτερικοὺς θορύβους. Πού ξέχασε καὶ λησμόνησε στὴν ἐκ‑ κοσμίκευση καὶ ἀποϊεροποίηση τοῦ μυ‑ στηρίου τῆς ζωῆς, νὰ σωπαίνει καὶ νὰ ἡσυχάζει. Νὰ εἰσέρχεται στὸ ταμεῖο τῆς ὑπάρξεώς της καὶ νὰ ἀφουγκράζεται τὴν σιωπῶσα φωνὴ τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἠχὼ τῶν ἀποκαλυπτικῶν Του λόγων μέσα στὴν ἀνθρώπινη καρδιά, ποὺ ἔρχονται σὰν αὔρα ἁπαλή, σὰν ἦχος σιωπῆς, ὅπως τὴ βίωσε ὁ Προφήτης Ἠλίας καὶ τόσοι ἄλλοι Ἅγιοι τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Παραδόσεως, τῆς οὐρανίου ἐμπειρίας καὶ ὄχι τῆς νοησιαρ‑ χικῆς ρητορείας. Ἕνας χαριτωμένος ἁγιορείτης μονα‑ χὸς ἔλεγε στὴν ἡμετέρα πολυλογοῦσα ἐποχή, ποὺ στέρεψε ἀπὸ σταλάγματα ἐν σιωπῇ σοφίας καὶ κούρασε μὲ τὴν πληθω‑ ρικότητα τῆς σοφιολογίας της «ὅτι ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἕνα στόμα καὶ δύο αὐτιά. Πιὸ πολὺ νὰ ἀκοῦμε καὶ λιγότερο νὰ μιλᾶμε». Ἂς ἀκούσουμε, λοιπὸν, τὴ φωνὴ τοῦ Φαναρίου, τὸν λόγο τῆς ἐμῆς καρδίας. «Σιωπὴ ἐμπρὸς εἰς τὴν μεγάλην χαρὰν καὶ σιωπὴ ἐμπρὸς εἰς τὸν βαθὺν πόνον. Ἡ σιωπὴ κατεβαίνει μαζὶ μὲ τὸ παραπέτα‑ σμα εἰς τὸν νεκρικὸν θάλαμον τοῦ προ‑ σφιλοῦς μας προσώπου.

Σιγή συνοδεύει τὴν ἐσωτερικὴν ἡσυ‑ χίαν καὶ περιβάλλει τὸ «ἄκτιστον φῶς» καὶ ἀνεβάζει εἰς τὰ ὕψη τῆς νοερᾶς προσευχῆς τὸν πνευματικὸν ἄνθρωπον. Ἡ σιωπὴ φρουρεῖ τὴν θύραν τοῦ ἁγίου, τὴν ἀγρυπνίαν τοῦ σοφοῦ, τὴν ἀπόφασιν τοῦ ἀληθινοῦ μάρτυρος. ……..Εἰς τὴν πε‑ ριοχὴν τῆς μεγάλης σιωπῆς εὑρίσκεται ἄλλωστε τὸ μέγιστον μέρος τῆς ἱστορικῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸ χῶρον τοῦ λόγου. Εἶναι ἡ σιωπὴ τῆς αἰω‑ νιότητος. Προσέχοντες βλέπομεν ὅτι ἡ σιωπὴ εἶναι συμπάρεδρος κάθε μεγάλης ἀξίας τῆς ζωῆς. Ἡ σιωπὴ τῆς ἁγιότητος, ἡ σιωπὴ τῆς σοφίας, ἡ σιωπὴ τῆς γενναιότητος, ἡ σιωπὴ τῆς καρτερίας, ἡ σιωπὴ τῆς ἀγάπης καὶ ἡ σιωπὴ τῆς θυσίας. Ζῶμεν τὴν κατ᾽ ἐξοχὴν ὥραν τῶν λό‑ γων. Τῶν πολλῶν λόγων. Τῶν ποικίλων λόγων. Τῶν προχείρων λόγων. Τῶν εὐθυ‑ νῶν λόγων. Τῶν ἐξάλλων λόγων. Τῶν λό‑ γων τῶν ἀγοραίων. Καὶ γνωρίζετε ὅτι τὸ ἀντίτιμον αὐτῶν τῶν εὐθυνῶν καὶ ἐξάλ‑ λων λόγων εἶναι βαρὺ καὶ ἀκριβό. Πληρώ‑ νεται μὲ τὸ χρυσοῦν νόμισμα τῆς σιωπῆς ἄλλων. Ἐξαγοράζεται μὲ τὴν ἐκποίησιν καὶ τὴν ἀπώλειαν τῶν πολυτίμων μας. Πέριξ μας ρίπτονται καὶ κυκλοφοροῦν συνθήματα πρόχειρα, παγίδες λέξεων, αἱ ὁποῖαι φθείρουν κάθε ὑψηλὴν ἔννοιαν καὶ φθηναίνουν ἱερώτατα ἰδεώδη… Ἐν μέσῳ τοιαύτης συγχύσεως πραγ‑ μάτων, ἂς ἀντιστῶμεν εἰς τὸν πειρασμὸν τοῦ εὐκόλου λόγου καὶ ἂς εἰσέλθωμεν εἰς τὸν χῶρον τῆς σιωπῆς, διὰ νὰ ἀκούσωμεν τὴν φωνὴν τοῦ Θεοῦ, τὴν φωνὴν τῆς συ‑ νειδήσεώς μας, τὴν φωνὴν τῆς ἱστορίας, τῶν παθημάτων μας καὶ τῶν σφαλμάτων τοῦ παρελθόντος καὶ νὰ ἀκροασθῶμεν τὰ βήματα τῶν ἐπερχομένων….. Εἶναι πολλοί, πάρα πολλοὶ οἱ σιωπηλοὶ ἄνθρωποι. Αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν, ἢ δὲν ἠμποροῦν, ἢ δὲν πρέπει νὰ ὁμιλήσουν. Εἶναι πολλοί, πάρα πολλοὶ αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δέονται μέσα εἰς τὴν σιγήν. Χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ εἴπουν τὰς εὐχάς των… Δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὴν γῆν ἡ Ἐκ‑ κλησία τῆς κατακόμβης, ἡ Ἐκκλησία τῆς σιγῆς. Πρέπει νὰ εἰσέλθητε ἐνώπιον τῆς παρουσίας τῆς σιγῆς, διὰ νὰ τὴν συναντή‑ σετε, νὰ τὴν ἀναγνωρίσετε, νὰ τὴν κατα‑ νοήσετε, νὰ συμπροσευχηθῆτε μαζί της, μὲ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς σιωπῆς».

Ἐν Ἐσόπτρῳ

15


Ποιμένας καὶ θεραπευτὴς τοῦ Πρωτ. Ἀδαμαντίου Αὐγουστίδη, Ψυχιάτρου, Λέκτορος Θεολ. Σχολῆς Παν/μίου Ἀθηνῶν

Ἐπικεντρώνοντας τὴν προσοχή μας στὸ πρακτικὸ περιεχόμενο τῶν ἐφαρμογῶν τῆς Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καί, κυρίως, στὸ ἔργο τοῦ κληρικοῦ ποὺ καλεῖται νὰ ἀξιοποιήσει αὐτὰ τὰ δεδομένα, μποροῦμε νὰ καταλήξουμε στὰ ἑξῆς συμπερά‑ σματα: α) Ὁ ὀρθόδοξος ἱερέας εἶναι καταρχὴν καὶ κατὰ κύριο λόγο ὁ ποιμένας καὶ πατέρας μιᾶς εὐχαριστιακῆς κοινότη‑ τας. Ἡ ἔμπνευση καὶ οἱ προϋποθέσεις τῆς διακονίας του ἔχουν ὡς πηγὴ καὶ ὡς κριτήριο ὀρθοπραξίας τὸ πρωταρ‑ χικό του ἔργο, ποὺ εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς Θείας Εὐχαριστίας καί, κατὰ φυσικὴ συνεπαγωγή, ὁ διὰ τῶν μυστη‑ ρίων ἁγιασμὸς τῶν ἐν Χριστῷ τέκνων του. Ταυτοχρόνως εἶναι ὁ κατεξοχὴν ὑπεύθυνος γιὰ τὴ διδαχὴ ‑«ἔργῳ» καὶ «λόγῳ»‑ τῶν οὐσιωδῶν τῆς πίστεως. Πυρηνικὸς καὶ θεμελιώδης στόχος τῆς διακονίας του εἶναι ἡ ἐσχατολογικὴ νοημα‑ τοδότηση τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐν Χριστῷ σωτηρία. β) Ἡ κοινωνικὴ διακονία τοῦ ποιμνίου του δὲν ἀποτελεῖ πάρεργο, ἀλλὰ θεμε‑ λιῶδες ἔργο, διὰ τοῦ ὁποίου γίνεται ὁρατὴ καὶ μεθεκτὴ ἡ παρουσία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἂν αὐτὸ τὸ ἔργο δὲν ἦταν σημαντικό, δὲν θὰ προέβαινε ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν ἐκλογὴ τῶν ἑπτὰ διακόνων, οὔτε θὰ εἶχε λαμπρυν‑ θεῖ ἡ ἱστορικὴ παρουσία τῆς Ἐκκλησί‑ ας μὲ τόσα ἔργα φιλανθρωπίας καὶ ἀρωγῆς τῶν «κοπιώντων καὶ πεφορτι‑ σμένων». γ) Τὰ σύγχρονα κοινωνικὰ δεδομένα, ἀπαιτοῦν τὴ διεύρυνση καὶ τὴν ἐξά‑ σκηση τοῦ ποιμαντικοῦ κοινωνικοῦ ἔρ‑

16

Ἐν Ἐσόπτρῳ

γου καὶ στὰ καινούρια πεδία δραστη‑ ριοποιήσεως, ὅπως τὰ νοσοκομεῖα, ὁ χῶρος τῆς ψυχικῆς ὑγείας κ.τ.λ.. Τὰ ἐρευνητικὰ δεδομένα ὑποδεικνύουν ὅτι ἡ κοινωνικὴ καὶ ψυχολογικὴ ὑπο‑ στήριξη τῶν σωματικῶς πασχόντων εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας ἤ, γενικό‑ τερα, γιὰ τὴ σθεναρότερη ἀντιμετώ‑ πιση τοῦ stress ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀσθένεια, ἡ ἀναπηρία καὶ ἡ νοσηλεία. Ἡ ἀπουσία τοῦ κληρικοῦ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς χώρους ὄχι μόνο ἀποτελεῖ ἀθέτη‑ ση βασικῶν ὑποχρεώσεων («ἠσθένη‑ σα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με»), ἀλλὰ ἀφήνει καὶ τὸ πεδίο ἀνοικτὸ στὴ δράση τῶν παραθρησκευτικῶν ὁμάδων πού, ὅλο καὶ περισσότερο, δραστηριοποιοῦνται σ᾽ αὐτὸ τὸ πεδίο. δ) Ἡ διακονικὴ προσφορὰ τοῦ ἱερέα στὰ διάφορα καινοφανῆ πεδία δραστηριο‑ ποίησης, δὲν εἶναι δεδομένο ὅτι θὰ γίνει ἀποδεκτή. Εἶναι μάλιστα πολὺ πιθανὸ οἱ σωτηριολογικὲς διαστάσεις τῆς ποιμαντικῆς του παρουσίας νὰ μὴ γίνονται κατανοητὲς ἢ νὰ μὴ συμπερι‑ λαμβάνονται στὰ ἐπιγνωστὰ ἐνδιαφέ‑ ροντα πολλῶν ἐκ τῶν ἀποδεκτῶν τῆς κατὰ τὰ ἄλλα εὐπρόσδεκτης, ἀρωγῆς του. Ἡ προσπάθεια παρουσίας καὶ πα‑ ρέμβασης σὲ πολλοὺς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς εἰδικοὺς τομεῖς διακονίας, ποὺ προα‑ ναφέρθηκαν, ἀπαιτεῖ μία «κενωτικὴ» παρουσία τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος καλεῖται νὰ ἀξιοποιήσει κάθε προσφερόμενη γνώση, μέθοδο καὶ τεχνικὴ ποὺ τὸν βοηθᾶ νὰ γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα», γιὰ νὰ καταφέρει νὰ βοηθήσει καὶ νὰ σώσει «πάντως τινάς».


Ὅσα ἀναφέρθηκαν ἕως ἐδῶ, ἐπιτρέ‑ πουν νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι τὸ ζητούμενο γιὰ τὴν ὀρθόδοξη ποιμαντικὴ πράξη δὲν εἶναι ἡ, κατὰ ἀπομίμηση τῶν ἄλλων χρι‑ στιανικῶν ὁμολογιῶν, δημιουργία ἀποϊε‑ ροποιημένων ποιμαντικῶν συμβούλων. Πολὺ περισσότερο δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ δη‑ μιουργία μίας «κάστας» τεχνοκρατῶν ποι‑ μένων ποὺ θὰ δραστηριοποιοῦνται στὰ πλαίσια ἑνὸς θρησκευτικοῦ τύπου κοινω‑ νικο‑προνοιακοῦ ἀκτιβισμοῦ. Αὐτὸ ποὺ περιμένει σήμερα ἡ Ἐκ‑ κλησία ἀπὸ τὴν Ποιμαντικὴ Ψυχολογία ‑ πέρα ἀπὸ τὸ θεωρητικὸ καὶ ἐρευνητικό της ἔργο‑ εἶναι ἡ καλλιέργεια καὶ ἡ ἐξασφά‑ λιση τῶν προϋποθέσεων ἐκείνων, ὅπου οἱ κληρικοὶ θὰ τροφοδοτοῦνται μὲ ὅ,τι μπο‑ ρεῖ νὰ ἐνισχύσει τὴ γνησιότητα τῆς ἱερα‑ τικῆς τους ταυτότητας καὶ οἱ διακονοῦντες τὴν Ἐκκλησία ‑κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ‑ θὰ ἐμπλουτίζουν τὴ γνωστική τους φαρέτρα μὲ ὅσα ἐφόδια μποροῦν νὰ ἐνισχύσουν τὸ θεόσδοτο ἔργο τους. Ἐκτός ὅμως ἀπὸ αὐ‑ τό, εἶναι ζωτικὴ ἀνάγκη σήμερα νὰ ἐγκαθι‑ δρύσει θεωρητικὴ καὶ (μετ)‑ἐκπαιδευτικὴ ὑποδομή, ὥστε νὰ ἐνισχυθεῖ ἡ ἐκκλησια‑ στικὴ διακονία μὲ στελέχη ἐξειδικευμένα στὴν ποιμαντική τοῦ νοσοκομειακοῦ ἢ τοῦ βαρέως πάσχοντος ἀσθενοῦς καθὼς καὶ τοῦ περίγυρού του, τοῦ ψυχικῶς πάσχο‑ ντος, τῆς διαταραγμένης οἰκογένειας ἤ, ἀκόμα, τῶν ἐμπερίστατων ἀρνησιθέων. Οἱ τελευταῖοι μπορεῖ νὰ ἀρνοῦνται τὴ θρη‑ σκευτικὴ ταυτότητα τοῦ ἱερέα. Ποιὸς «κοπιῶν καὶ πεφορτισμένος», ὅμως, μπο‑ ρεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὴν προσφορὰ γνήσιας ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐξ ὁρισμοῦ δὲν ἔχει σχέση μὲ ἰδιοτελῆ «ἱεραποστολικὰ» κίνη‑ τρα ἑνὸς θρησκευτικοῦ παρείσακτου στὸ χῶρο τοῦ νοσηλευτηρίου, ἀλλὰ συνιστᾶ παροχὴ «εἰδικῶν» ὑποστηρικτικῶν ὑπηρε‑ σιῶν ἀπὸ ἕνα ἐξειδικευμένο μέλος τῆς εὐρύτερης θεραπευτικῆς ὁμάδας; Πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν κληρικῶν δὲν εἶναι χαρι‑ σματικοὶ καὶ πολύπειροι. Κατὰ συνέπεια εἶναι θεμελιώδους σημασίας, στὴ βασικὴ ἐκπαίδευση τῶν ἱερέων νὰ προσφέρονται ἐκεῖνες οἱ γνώσεις ποὺ θὰ τοὺς προστα‑ τεύσουν ἀπὸ λανθασμένους χειρισμούς, θὰ διευκρινίζουν τὰ ὅρια τοῦ πότε κανεὶς πρέπει νὰ παραπέμπει σὲ ἄλλον ἐπαγ‑ γελματία εἰδικὸ (γιατρό, ψυχίατρο κ.τ.λ.) καὶ πότε ἕνας ἱερέας εἰδικευμένος σὲ κά‑ ποιον τομέα (π.χ. ψυχίατρος ἢ ψυχοθερα‑ πευτὴς) θὰ βοηθοῦσε καλύτερα.

Μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ καὶ τὶς ἴδιες θε‑ ωρητικὲς προδιαγραφὲς μπορεῖ νὰ κατανο‑ ηθεῖ, ἐπίσης, τὸ νόημα καὶ ἡ χρησιμότητα μερικῶν ἀκόμη πιὸ ἐξειδικευμένων μορ‑ φῶν διακονίας, ὅπως εἶναι τοῦ ἱερέως ὁ ὁποῖος εἶναι ταυτόχρονα εἰδικευμένος καὶ ἐπαγγελματικὰ δραστηριοποιημένος ἰα‑ τρός, ψυχίατρος, κοινωνικὸς λειτουργός, ψυχολόγος, ψυχοθεραπευτὴς κ.τ.λ.. Οἱ τελευταῖοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀξιοποίησή τους στὴν ἐνεργὸ δραστηριότητα, μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν πολύτιμοι στὴν πρακτικὴ διά‑ σταση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἔργου τῆς Ποι‑ μαντικῆς Ψυχολογίας, προσφέροντας ἐξειδικευμένες γνώσεις, κλινικὴ καὶ πρακτικὴ ἐμπειρία καθὼς καὶ «ἔδαφος» καὶ ἐποπτεία γιὰ τὴν πραγματοποίηση πρα‑ κτικῆς ἐξάσκησης. Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ δρόμος εἶναι ἀ‑ νηφορικὸς καὶ τὰ θεωρητικὰ καὶ πρακτικὰ προβλήματα ποὺ πρέπει νὰ ξεπεραστοῦν δὲν εἶναι λίγα. Ὁ θεραπευτής, ποὺ ἐξασκεῖ ταυτοχρόνως δύο «ἐπαγγέλματα», πρέπει νὰ ἔχει ἀπόλυτα ξεκαθαρισμένα μέσα τοῦ τὰ συστατικά τῆς ταυτότητάς του. Μόνο ἔτσι μποροῦν νὰ ἀποφευχθοῦν «τεχνικὰ» προβλήματα, ὅπως ἡ ὑπὲρ‑ἐξιδανίκευση τοῦ ἱερέα‑θεραπευτῆ ἀπὸ τὸν πιστό, ἡ ἐκζήτηση θαυματουργικῶν θεραπειῶν, ποὺ χρησιμοποιεῖται ὡς ψυχολογικὴ ἄμυ‑ να στὴν ψυχοθεραπεία, ἡ σύγχυση μεταξύ του θεραπευτικοῦ, τοῦ συμβουλευτικοῦ καὶ τοῦ ποιμαντικοῦ ρόλου ἤ, ἀκόμα, καὶ ἡ ἀνάδυση προσωπικῶν πνευματικῶν προ‑ βλημάτων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ θεραπευτῆ. Ἐν Ἐσόπτρῳ

17


Ἄλλωστε, ἡ Ἱεραποστολικὴ εὐθύνη τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ βασικὸ καθῆκον, καὶ ἡ Ποιμαντικὴ Ψυχολογία καλεῖται νὰ ἀξιοποιήσει τὴν πνευματικὴ παρακατα‑ θήκη τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης καὶ νὰ τὴ διατυπώσει ἔτσι, ὥστε νὰ καταστεῖ ὠφέλιμη καὶ γιὰ τὴν ἐπιστήμη τῆς Ψυχο‑ λογίας. Στὴ διεθνῆ ἐπιστημονικὴ κοινό‑ τητα αὐτὸς ὁ προβληματισμὸς ὑφίσταται ἤδη, καὶ στὴ βιβλιογραφία συναντῶνται προσπάθειες ἐμπλουτισμοῦ τῆς ψυχοθε‑ ραπευτικῆς τεχνικῆς μὲ θρησκευτικὰ στοιχεῖα, ἀκόμη καὶ προτάσεις γιὰ ἐπέ‑ κταση τοῦ «βιοψυχοκοινωνικοῦ μοντέ‑ λου» σὲ «βιοψυχοκοινωνικὸ‑πνευματικὸ μοντέλο». Τοῦτο, γιατί ὅλο καὶ περισσό‑ τερο διαπιστώνεται ὅτι οἱ ψυχοθερα‑ πευτικὲς θεωρίες δὲν ἔχουν τὰ ἀπαραίτητα γνωστικὰ δεδομένα γιὰ νὰ ἀνταποκρι‑ θοῦν στὶς ἀνάγκες τοῦ θρησκευόμενου ἀσθενοῦς, καθὼς οἱ ἐκπρόσωποι τῆς Ψυ‑ χολογίας συχνὰ ἀγνοοῦν ἢ ἔχουν παρε‑ ξηγήσει καίριας σημασίας ἀνθρωπολογικὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν πνευ‑ ματικὰ ἀγωνιζόμενο ἄνθρωπο. Τὸ ἐρώτημα λοιπὸν εἶναι σαφές: ἔχου‑ με δικαίωμα νὰ ὀλιγωρήσουμε μπροστὰ στὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, στὶς ἀνάγκες τῶν πιστῶν, στὴν πνευματικὴ ἔνδεια τοῦ σύγ‑ χρονου κόσμου, στὴν ἐπιστημονικὴ καὶ ἀνθρωπολογικὴ πρόσκληση καὶ πρόκλη‑ ση τῶν ἐπιστημῶν τοῦ ἀνθρώπου; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μᾶλλον αὐτονόητη. Ἐμεῖς θὰ ἀποφύγουμε νὰ κλείσουμε αὐτὴ τὴ μελέτη μὲ βαρύγδουπα συμπεράσματα καὶ προτάσεις. Μετὰ ἀπὸ ὅσα καταγρά‑ φηκαν ὡς ἐδῶ, ἂς δώσουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἐξαγάγει καθένας μόνος του τὰ συ‑ μπεράσματά του. Ἀντ᾽ αὐτοῦ προτιμοῦμε, ὡς ἐπίλογο, νὰ παραθέσουμε τὸν προφη‑ τικὸ λόγο τοῦ Γέροντος Χαλκηδόνος κυροῦ Μελίτωνος. Ἴσως αὐτὸς ὁ λόγος ἀποτελεῖ ἱκανὸ κριτήριο τοῦ πρὸς ποιὰ κατεύθυνση πρέπει νὰ κινηθοῦν τὰ συμπεράσματα καὶ οἱ κατευθύνσεις ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὸν ποιμαντικό, ποιμαντικοψυχολογικὸ καὶ ψυχολογικὸ προβληματισμὸ ποὺ προσπα‑ θήσαμε νὰ καταθέσουμε σ᾽ αὐτὴ τὴν ἐργασία. «Ἡ χθὲς πρὸ πολλοῦ παρῆλθεν. Οὔτε κἄν τὴν σήμερον ζῶμεν σήμερον. Μᾶς προέλαβεν ἡ μεθαύριον. Εἶναι ἀπέλπιδα τὰ κτυπήματα εἰς τὴν θύραν τῆς Ἐκκλησίας.

18

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Τὰ ἠκούσαμεν. Καὶ ἀφυπνίσθημεν. Καὶ ἤλθομεν πρός σᾶς. Ἂν δὲν ἀνηρχόμεθα, ὡς Ἐκκλησία, πρὸς τὴν πραγματικότητα τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν κατηρχόμεθα πρὸς τὴν πραγ‑ ματικότητα τῆς εἰκόνος Του, τοῦ ἀν‑ θρώπου, καὶ τοῦ κόσμου Του αὐτῆς τῆς στιγμῆς, δὲν θὰ εἴμεθα Ἐκκλησία, θὰ εἴ‑ μεθα μία ἔνδοξος, ἴσως θαυμαστή, ἱστορικὴ πραγματικότης, ἀλλὰ παρελθοντολογία καὶ μόνον. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ζωή, εἶναι ἡ πά‑ ντοτε σήμερον ἐν τῇ ἀτέρμονι ἐκτάσει τῆς αἰωνιότητος». Τὸ δίλημμα σχετικὰ μὲ τὸ θέμα ποὺ ἀναπτύξαμε σὲ αὐτὴ τὴ μελέτη, εἶναι ἁπλὸ καὶ σαφές: Ἔχουμε, ἄραγε, τὸ δικαί‑ ωμα νὰ ἐπιμείνουμε σὲ μία νοοτροπία κατὰ τὴν ὁποία, «διαπνεόμενοι ἀπὸ ἕναν ψευδοαγγελισμό, ἀπορρίπτουμε ἀσυζητη‑ τὶ τὸν κόσμο, καταντώντας ἄρνηση καὶ κοινωνικὸ «ὑγκύστρωμα», χωρὶς τὴν πα‑ ραμικρὴ διάθεση διακονίας καὶ μαρτυ‑ ρίας»; Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι «τίποτε περισσότερο ἢ λιγότερο ἀπὸ τὴν ἀθέτηση τῆς Ἱεραπο‑ στολῆς ὡς ἀναπνοῆς τῆς «Ἐκκλησίας»; Ἢ μήπως ἔφθασε πιὰ ὁ καιρὸς νὰ τολμή‑ σουμε τὸ ἄνοιγμα, ἀξιοποιώντας μὲ ὀρ‑ θόδοξο τρόπο τὴν ἐπιστήμη τῆς Ποιμαντικῆς Ψυχολογίας καὶ τὸν κόπο καὶ τὶς γνώσεις τῶν ἐξειδικευμένων κληρικῶν θεραπευ‑ τῶν; Ἄλλωστε πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἤδη δια‑ κονοῦν μὲ συνέπεια σὲ δύσκολα πεδία εὐθυνῶν, ἀναμένοντας τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν κατανόηση, ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τῶν ποιμαντικῶν ἀναγκῶν ποὺ ἐξυπηρετοῦν, ὥστε, ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὸ πρότυπό της θε‑ σμοθέτησης τῶν διακόνων στὴν πρώτη Ἐκκλησία νὰ προχωρήσει καὶ σήμερα σὲ ἀνάλογα βήματα. Πηγή: «Ποιμένας και θεραπευτής», εκδ. Ἀκρίτας, σ. 108‑114


Μαζί μέ τούς γονεῖς Ὅταν οἱ γονεῖς εἶναι θυμωμένοι

Μία μέρα, ἀγανακτισμένη, ξεσπῶ, ταρακουνάω τὴν κόρη μου καὶ τῆς φωνάζω. Ἐκείνη κλαίει, μετὰ θυμώνει: “Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα, μαμά!” Σο‑ καρίστηκα ἀμέσως. Εἶχε δίκιο, δὲν εἶχα τὸ δικαίωμα νὰ τὴν ταρακουνάω ἔτσι, νὰ τὴν τρο‑ μάζω. Ἤμουν βέβαια ἐκνευρι‑ σμένη, ἀλλὰ αὐτὸς δὲν εἶναι λόγος νὰ τὴν πληγώσω. (Γιατί εἶναι μεγάλο ψυχικὸ τραῦμα νὰ νιώθεις φόβο μπροστὰ στὴ μητέρα σου.) Ἄκουσα τὴν κόρη μου. Ὁ θυμός μου διαλύθηκε, ζήτησα συγγνώμη καὶ τὴν πῆ‑ ρα στὴν ἀγκαλιά μου γιὰ νὰ τὴν καθησυ‑ χάσω. Μία ἄλλη μέρα, δὲν ξέρω γιὰ ποιὸ λό‑ γο, τῆς εἶπα ἀπότομα: “Πόσο κουραστικὴ εἶσαι!” Μὲ κοίταξε καὶ ἀποκρίθηκε: “Δὲν ἔχεις τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ τὸ λὲς αὐτό, μα‑ μά”. “Αυτό εἶναι ἀλήθεια χρυσό μου, ἔχεις δίκιο”. Κάθησα δίπλα της καὶ συνέχισα: “Δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ σοῦ λέω λέξεις – πετραδάκια (σσ: τὰ γλυκόλογα εἶναι γλυ‑ κὰ καὶ θωπευτικά, οἱ λέξεις πετραδάκια εἶναι σκληρὲς καὶ πονοῦν). Σοὺ τὸ εἶπα γιατί ἤμουν ἔξω φρενῶν. Ὅμως δὲν φταῖς ἐσὺ γιὰ τὴν ἀγανάκτησή μου. Κανονικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ πῶ: Εἶμαι ἀγανακτισμένη καὶ ὄχι νὰ ξεσπάσω σὲ σένα. Ὅταν σοῦ λέω ὅτι εἶσαι κουραστική, σὲ πληγώνω κι αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἱκανοποιήσει τὴν ἀνάγκη μου γιὰ ἡρεμία. Συγχώρεσέ με”. Κανεὶς δὲν εἶναι τέλειος, κι ἔχουμε τό‑ σο συνηθίσει νὰ προβάλλουμε στὸν ἄλλο τὶς προσωπικές μας δυσκολίες, ποὺ εἶναι ψευδαίσθηση πὼς αὐτὸ δὲν θὰ μᾶς ξα‑

νασυμβεῖ. Εἶναι ὅμως βασικὸ νὰ ἔχει τὸ παιδὶ τὴν ἄδεια νὰ νιώσει καὶ νὰ πεῖ ὅτι αὐτὸ εἶναι ἄδικο. Ὁ δίκαιος θυμὸς του μᾶς προσγειώνει στὴν πραγματικότητα, μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τί συμβαίνει μέσα μας καὶ νὰ ζη‑ τήσουμε συγγνώμη. Ἀντίθετα, ἂν τὸ παιδὶ δὲν μπορεῖ ἢ δὲν τολμᾶ νὰ ἀπαντήσει ὅταν ἕνας ἐνήλικας (ἢ ἕνα ἄλλο παιδὶ) τὸ μειώνει, τὸ πληγώ‑ νει, τὸ ταπεινώνει, τὸ γελοιοποιεῖ, ἂν δὲν θυμώνει, τότε παραμένει μειωμένο, ταπει‑ νωμένο ἢ γελοιοποιημένο καὶ μπορεῖ νὰ κουβαλᾶ αὐτὸ τὸ τραῦμα γιὰ καιρό. Ἂν ὁ σεβασμὸς τοῦ παιδιοῦ δεσπόζει στὴ σχέ‑ ση, οἱ προσβολὲς ποὺ λέγονται σὲ μία στιγμὴ ἀγανάκτησης δὲν θὰ τὸ τραυματί‑ σουν αὐτομάτως. Ἀλλὰ μία μόνο ἀδέξια λέξη ποὺ λέγεται σὲ μία εὐαίσθητη πε‑ ρίοδο, μπορεῖ νὰ μείνει χαραγμένη γιὰ χρόνια. Καλύτερα νὰ μὴν τὸ ρισκάρετε λοιπόν! Ἐξάλλου, τὸ νὰ ἔχει ὁ γονιὸς ἐπαφὴ μὲ τὰ συναισθήματά του ἀντὶ νὰ τὰ ρίχνει στὸ παιδί, τοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ πα‑ ραμείνει συγκεντρωμένος στὸ ἄτομό του, νὰ ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του. Παρα‑ δόξως, ὅταν ἀποδίδει κανεὶς τὰ λάθη στὸ παιδί, γρήγορα ἐξαντλεῖται!

Ἐν Ἐσόπτρῳ

19


Μέ ἐνδιαφέρον γιά τούς νέους Ἡ χαρὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ Ἀπὸ τὴν ψυχολόγο Δήμητρα Σταύρου (Β΄ μέρος) Ἡ χαρὰ συνδέεται μὲ τὴ δη‑ μιουργία. Ἡ δημιουργία μπορεῖ νὰ εἶναι παροῦσα σὲ κάθε ἄν‑ θρωπο μέσα στὴν καθημερι‑ νότητα. Τὸ μεγάλωμα ἑνὸς παιδιοῦ, ὁ ἐμπλουτισμὸς τῆς δουλειᾶς μας μὲ νέες γνώσεις ἢ πρακτικές, ἡ φροντίδα φυ‑ τῶν καὶ κατοικιδίων, τὸ μαγείρεμα ἑνὸς φαγητοῦ ‑ χωρὶς νὰ ἀκολουθοῦμε πιστὰ τὴ συνταγή... Εἶναι τόσο σημαντικὴ ἡ δημιουργία μέ‑ σα στὴν καθημερινότητα, ποὺ ἄνθρωποι ποὺ τὴν στεροῦνται ἀπὸ τὸ περιβάλλον τῆς δουλειᾶς τους γιὰ παράδειγμα ἢ ἀπὸ ἄλλες προτεραιότητες ποὺ θέτουν (π.χ. τὸ κυνήγι τοῦ χρήματος ὡς αὐτοσκοπός, ἡ συνεχὴς ἀγωνία ἀναγνώρισης κ.λ.π.) ἀρ‑ ρωσταίνουν ψυχικά. Ὅμως καὶ ἡ δημιουργία τῶν ἄλλων, μπορεῖ νὰ φέρει χαρὰ στὸ ὑποκείμενο. Αὐτὴ εἶναι ἡ περίπτωση τῆς ἐπαφῆς μὲ τὴν τέχνη ἢ ἄλλες μορφὲς ἀποτέλεσμα δημιουργικότητας ἄλλων ποὺ μπορεῖ νὰ συγκινεῖ καὶ νὰ δίνει αἴσθημα ἀνάτασης.

20

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Ἡ χαρὰ νὰ εἶναι κανεὶς συ‑ νεπὴς στὶς ἀξίες του Ἡ συνέπεια στὶς ἀξίες δὲν σημαίνει τὴν ψυχικὴ ἀκαμψία, τοῦ νὰ μὴν ἐπιτρέπει δηλαδὴ κανεὶς τὴν ἀλλαγὴ στάσης, ἄποψης ἢ συμπεριφορᾶς. Ἀναφέρεται στὴν αἴσθηση ὅτι πράττουμε ἀκολουθώντας τὴν καρδιά μας. Εἶναι σημαντικὸ τὸ βράδυ, ὅταν κλεί‑ νουμε τὰ μάτια, λίγο πρὶν τὸν ὕπνο ποὺ ἔρχονται στὸ νοῦ τὰ γεγονότα τῆς ἡμέρας νὰ νοιώθουμε ἥσυχα μὲ ὅσα πράξαμε καὶ εἴπαμε. Ἡ συνέπεια στὶς ἀξίες ποὺ διέ‑ πουν τὴν κάθε ὕπαρξη κλείνουν τὸ δρόμο στὰ δαιμόνια τῆς ἀϋπνίας. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἄνθρωποι εἴμαστε καὶ λάθη κάνουμε. Ἂς γίνουν τὰ λάθη ὄχι αἰτία αὐτοτιμωρίας, ἀλλὰ ἀναγνώρισης, κατανόησης, πηγὴ μάθησης καὶ ἀλλαγῆς. Ἡ χαρὰ σχετίζεται μὲ τὴ φύση Ἡ παρατήρηση τῆς φύσης καὶ ἡ συνει‑ δητοποίηση ὅτι εἴμαστε μέρος της, μπορεῖ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ βροῦμε τὴ λύση σὲ πολλὰ διλήμματα. Ὅ,τι ἔρχεται ἐνάντια στὴ φύση μας ἢ τὴ φύση ὡς σύνολο, δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀντιτίθεται στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς καὶ νὰ συνδέεται μὲ τὸν πόνο καὶ τὴν καταστροφή. Ἡ χαρὰ νὰ φροντίζει κανεὶς τὸν ἑαυτό του Ἐνῶ ἡ χαρὰ συνδέεται κυρίως μὲ τὴ φροντίδα τῶν σχέσεων, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε τὴ φροντίδα τοῦ ἑαυτοῦ. Γιατί φε‑ ρόμαστε στοὺς ἄλλους ὅπως στὸν ἑαυτό μας.


Εἴμαστε καὶ νοῦς καὶ σῶμα. Ἡ φρο‑ ντίδα καὶ τῶν δύο μας κάνει νὰ αἰσθα‑ νόμαστε εὐχάριστα. Ἡ ἀκινησία τοῦ σώματος ἢ ἡ κακὴ τρο‑ φή, μποροῦν νὰ συμβάλλουν σημαντικὰ στὴν κακὴ διάθεση.

Μία βόλτα μὲ τὸ ποδήλατο, μία γεμάτη μπανιέρα, ἡ καλὴ τροφή, τὰ καθαρὰ καὶ σι‑ δερωμένα ροῦχα δίνουν ἱκανοποίηση. Ἡ χαρὰ σχετίζεται μὲ τὴν ψυχικὴ ὑγεία. Ἡ χαρὰ γεμίζει τὶς μπαταρίες μας. Ἔ‑ τσι στὶς περισσότερες ψυχικὲς ἀσθένειες (ἀ‑σθένος = ἀπουσία δύναμης) ἡ χαρὰ ἀ‑ πουσιάζει. Ἡ βασικότερη εἶναι ἡ κατάθλιψη, ποὺ εἴτε ἐκδηλώνεται ὡς κυριαρχία τῆς θλί‑ ψης, ἢ ὡς ἐξουδετέρωση καὶ πάγωμα κάθε συναισθήματος. Μία ἄλλη περίπτωση εἶναι ἡ ἰδεοψυχα‑ ναγκαστικὴ διαταραχή. Ἐδῶ, ἡ κατακλυ‑ σμιαία παραγωγὴ ἀρνητικῶν σκέψεων δὲν ἀφήνει χῶρο σὲ συναισθήματα χαρᾶς. Στὶς ψυχώσεις τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸ ἀβά‑ σταχτο συναίσθημα τῆς ἀγωνίας. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅμως τὶς πηγὲς χαρᾶς γύρω μας, πρέπει νὰ ἔχουμε κα‑ θαρὸ χῶρο στὸν ψυχισμό μας ἀπὸ συ‑ γκρούσεις. Συγκρούσεις ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν κακὴ ἱστορία ἢ λάθη ποὺ ἔπραξε τὸ περιβάλλον στὸ μεγάλωμά μας. Μπορεῖ κάποιος νὰ αἰσθάνεται ἀδικη‑ μένος στὴ ζωή του. Δὲν διαλέγουμε οὔτε ποῦ, οὔτε πότε, οὔτε ἀπὸ ποιοὺς γεννιό‑ μαστε. Εἶναι ὅμως στὸ χέρι του, ὅταν ἐνη‑ λικιώνεται, νὰ προσπαθήσει νὰ ἀποτινάξει τὴν κακομοιριὰ (κακὴ μοίρα) καὶ νὰ διεκ‑ δικήσει τὴ χαρὰ τῆς ζωῆς.

Τέλος, τὸν ἄνθρωπο ποὺ πραγματικὰ χαίρεται τὴ ζωή του, τὸν ἀναγνωρίζουμε εὔκολα. Κινεῖται ἀβίαστα, τὸ σῶμα του δὲν γέρνει πρὸς τὸ ἔδαφος ἀπὸ περιττὸ ψυχικὸ βάρος. Ὅταν περπατάει κοιτᾶ μπροστά του (κι ὄχι στὸ πάτωμα χαμένος στὶς σκέψεις του ἢ στὸν οὐρανό, ὀνειροπωλόντας καὶ χάνοντας τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν πραγματικό‑ τητα καὶ τὸν ἄλλο). Δὲν τσιγκουνεύεται τὸ χαμόγελο (χωρὶς ὡστόσο αὐτὸ νὰ εἶναι ἡ παγιωμένη μάσκα ποὺ ἀναφέραμε). Φαίνεται νὰ ἐκτιμᾶ ὅσα ἔχει καὶ εἶναι (χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει τὶς ἐλλείψεις του, ἢ ὅτι τὰ ἔχει ὅλα καὶ δὲν ἀναζητᾶ). Ἔχει σημαντικὲς σχέσεις ποὺ τοῦ εἶναι πολύτιμες καὶ τὶς φροντίζει. Χαίρεται τόσο νὰ παίρνει ὅσο καὶ νὰ δίνει καὶ δὲν διστά‑ ζει νὰ δίνει τὴ βοήθειά του, ἀλλὰ καὶ νὰ ζητᾶ τὴ βοήθεια τῶν ἄλλων, ὅταν τὴν χρειάζεται. Ἔχει ἀκόμη ἐνθουσιασμὸ καὶ ἐκπλήσ‑ σεται. Ξέρει πὼς ἡ ζωὴ ἔχει ἀκόμη πολλὰ νὰ τοῦ διδάξει. Εἶναι ἀνοιχτὸς στὶς συγκι‑ νήσεις καὶ παρόλο ποὺ θὰ πονέσει ὅταν ἔρθει ἡ κακὴ στιγμή, θὰ ἀναδυθεῖ μόλις περάσει ἡ μπόρα.

Ἡ ζωὴ εἶναι ἕνα θαῦμα ποὺ καλούμα‑ στε νὰ ζήσουμε καὶ σίγουρα χρειάζεται ἕνα κλάδεμα στὰ ξερόχορτα ποὺ μπορεῖ νὰ παρεμποδίζουν τὴν ἄνθισή της. Πηγή:http://psyhismos.blogspot.gr

Ἐν Ἐσόπτρῳ

21


Ἡ διέξοδος ἀπό τά ἀδιέξοδα εἶναι ὁ Χριστός Τοῦ Ἱεροδ. Νικηφόρου Κουνάλη ὑποψηφίου Δρος Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονὸς πώς ἡ εὐλογημένη χώρα μας, ἡ πανέμορφη Ἑλ‑ λάδα μας, ἀντιμετωπίζει διάφορα προ‑ βλήματα, μεγάλα καὶ μικρά, δύσκολα καὶ εὔκολα, οἰκονομικά, κοινωνικά, ἠθικὰ καὶ πνευματικά. Ἐπίσης, εἶναι γεγονὸς, πώς ἡ ροὴ τῶν πραγμάτων θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ χειρότερες καταστάσεις καὶ πώς ἔρχονται μέρες δυσκολότερες γιὰ τοὺς κατοίκους ὁλόκληρου τοῦ πλανήτη αὐτοῦ. Καὶ στὴν καρδιὰ ὅλων αὐτῶν τῶν προβλημάτων, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως τὸ μέγεθος τῶν προβλημάτων αὐτῶν, θὰ ἐπικαλε‑ στοῦμε τὰ ὅσα λέει ὁ γνωστὸς συγγρα‑ φέας καὶ μακαριστὸς ἁγιογράφος Φώτης Κόντογλου: «Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια… Δὲν ἀφήσαμε βρω‑ μιά, δὲν ἀφήσαμε σιχαμένη πράξη, πού νὰ μὴν τὴν κάνουμε, δὲν ἀφήσαμε πονηρὸ διαλογισμὸ πού νὰ μὴν τὸν ποῦμε ἢ νὰ μὴν τὸν γράψουμε μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀδιαντροπιά. Ξεχαλινωθήκαμε πιὰ ὁλό‑ τελα. Γινήκαμε ἕνα τρελὸ κοπάδι, πού μᾶς σαλαγᾶ ὁ διάβολος μὲ μία βουκέντρα, κι ἐμεῖς τρέχουμε λαχανιασμένοι. Ἡ ἐλευ‑ θερία πού δώσαμε στὸν ἑαυτό μας, μὲ τὴ διαστρεμμένη γνώμη μας, γίνηκε τυραν‑ νία καὶ μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει… Ποτὲ ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε φτάξει οὔτε στὴ μισὴ ἀναισθησία καὶ σιχαμένη παραμόρφωση, ἀπ᾽ ὅσο ἔφταξε σήμερα». Οἱ διαπιστώσεις αὐτές, πιστεύω ὅτι βρί‑ σκουν σύμφωνους τούς περισσότερους ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀναμφίβολα, ὅλες αὐτὲς οἱ δύσκολες καταστάσεις πού βιώνουμε καὶ οἱ ἐπιλογὲς ποῦ κάνουμε θολώνουν τὴ σκέψη καὶ τὸν νοῦ μας. Προκαλοῦν μελαγχολία, θλίψη, ἀβεβαιότητα, φοβία, ἀμφιβολία, ἀπελπισία καὶ ὁδηγοῦν σὲ ἐπικίνδυνες ἀτραποὺς καὶ σὲ ἀδιέξοδα. Οἱ Πατέρες, ὅμως, τῆς Ἐκκλησίας λένε ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ διαβό‑ λου εἶναι νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν πλήρη ἀπελπισία, ἀφοῦ τὸν πείσει ὅτι δὲν ὑπάρχει καμία ἐλπίδα σωτηρίας, ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἔχει ἐγκαταλείψει καὶ ἔτσι ὁ ἄνθρωπος νεκρώνεται, καὶ ἐνῶ μπορεῖ νὰ κάνει πολλά, ἀποφασίζει νὰ μὴν κάνει τίποτα.

22

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Ὁ Χριστός ὅμως, ἦλθε στὸν κόσμο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ μάλιστα, γιὰ νὰ μᾶς δώσει ἕνα αἰώνιο παράδειγμα, ἀντὶ νὰ ἔλθει «ἐν δυνάμει, αἴγλῃ, ἀνέσει καὶ τρυφῇ. Νὰ γεννηθεῖ σὲ παλάτια βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, νὰ τρέφεται καὶ νὰ ἐνδύεται τρυφηλὰ καὶ μὲ πολυτέλεια, νὰ μὴν ἐργάζε‑ ται καὶ νὰ διασκεδάζει, νὰ ἔχει μυριάδες ἀγ‑ γέλων νὰ τὸν διακονοῦν» ἐπέλεξε τὴν ἔνδεια, τὴ φτώχεια, τὴ λιτότητα, τὴ στέρηση καὶ στὸ τέλος τὸν σταυρὸ καὶ τὸν θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀποκο‑ ρύφωμα ὅλων τῶν ταπεινωτικῶν καταστά‑ σεων πού δέχθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀναζητώντας τὸ «ἀπολωλὸς πρόβατον», εἶναι ἡ δόξα Του, δηλαδή, ὁ Σταυρὸς Του, ὥστε κάθε χριστιανός, σὲ ὁποιαδήποτε κα‑ τάσταση καὶ ἂν βρίσκεται, ἀτενίζοντας τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου νὰ συνειδητοποιεῖ τὸ μέ‑ γεθος καὶ τὸν πλοῦτο τῆς θείας ἀγάπης. Εἶναι δυνατόν, λοιπόν, νὰ μὴν χαθεῖ κανεὶς μέσα στὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα τῆς ἀπελ‑ πισίας, ἂν θεμελιώσει τὴν ὕπαρξή του καὶ τὴ ζωή του στὸν σταυρωμένο καὶ ἀναστη‑ μένο Χριστό. Ἂς ἀκούσουμε τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, ἂς τοὺς ἐφαρμόσουμε στὴν ζωή μας καὶ ἂς ὁμοιάσουμε μὲ τὸν ἔξυπνο ἄν‑ θρωπο πού ἔκτισε τὸ σπίτι του σὲ γερὰ θε‑ μέλια καὶ «κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προ‑ σέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε. Τε‑ θεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν». Καὶ τὰ θεμέλια αὐτὰ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκ‑ κλησία Του, ἡ ὁποία σ᾽ αὐτὲς τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς ποικίλης κρίσης θὰ συνεχίσει ὄχι μόνο τὸ κοινωνικὸ ‑ φιλανθρωπικό Της ἔργο, ὥστε νὰ συμπαρασταθεῖ στὰ χειμα‑ ζόμενα παιδιά Της, ἀλλὰ θὰ συνεχίσει καὶ τὸ πνευματικὸ ‑ ἱεραποστολικό Της ἔργο γιὰ νὰ προσφέρει κάτι οὐσιαστικότερο, τὴ μετάνοια καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὸν ἀληθινὸ Τριαδικὸ Θεό. παραπομπές Φ. Κόντογλου, Μυστικὰ Ἄνθη, ἔκδ. Ἀστήρ, Ἀθήνα 1977, σσ. 15‑21. Θ. Ζήση, «Χριστιανικὴ θεώρηση τοῦ πόνου», Θεοδρομία 5 (2003) 22. Βλ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου, Εἰς τὸν σταυρὸν καὶ εἰς τὸν ληστὴν Ὁμιλ. 2, PG 49, 407. Ματθ. 7, 24.


Δωρεές

Γιά τό Πολιτιστικό Κέντρο‑ Ἐπικοινωνιακό καί Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας: Γιά τήν ἀνέγερση τοῦ β΄ ὀρόφου, ἄνωθεν αὐτοῦ 1) Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης καὶ Ἀρκαδίας κ. Μακάριος 147,50€, 2) Γ. Φ. Ταμεῖο 5.000€, 3) Ἐνορία Ἀτσιπάδων 200€, 4) Ἐνορία Ἁγ. Κων/νου Μοιρῶν 500€, 5) Ἐνορία Μεγ. Βρύσης 500€, 6) κ. Πελαγία Φραγκιουδάκη 40€, 7) κ. Χρυσὴ Ριτσατάκη 50€ καὶ 8) κ. Ἐμμανουὴλ Κυριακάκης 500€ Γιὰ τὸ τμῆμα μάθησης παραδοσιακῶν μουσικῶν ὀργάνων 1) Οἱ ἐπιμορφούμενοι τοῦ τμήματος 115€ Γιὰ τὸ περιοδικὸ «Ἐν Ἐσόπτρῳ» 1) Ἐνορία Βασιλικῆς 700€ καὶ 2) Συνδρομητὲς 292,90€.

Ἡ Τοπική Ἐκκλησία εὐχαριστεῖ πολὺ γιὰ τὶς παραπάνω εὐγενικὲς δωρεές. Οἱ προσφορὲς αὐτὲς, βοηθοῦν πολύ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, μορφωτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἔργου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως.‑ Ἐν Ἐσόπτρῳ

23



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.