εν Εσόπτρω - Τεύχος 21

Page 1


Περιεχόμενα Συναξάρι: Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ τὸ ἔργο του ........................3 Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἀββᾶ Πανφούτιο .............................. 6

Ἐκ Φαναρίου: Στὴν Πόλι γιὰ τὴν γιορτή μου .................................................. 9 τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Δοσίθεου Κανέλλου, Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Τατάρνης «Εἶναι δύσκολη ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας στὴ ζωὴ τῆς πίστης;»............ 14 τοῦ π. Θεμιστοκλῆ Μορτζανοῦ

Μαζί μέ τούς γονείς: Τὰ παιδιὰ σὰν καθρέφτες μας ...................................16 Μέ ἐνδιαφέρον γιά τούς νέους: Ἡ χαρὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ..............17 Γιὰ τὴ συνείδηση: Ἀββᾶ Δωροθέου ......................................................................19 Τὸ κάλλος τῆς Λειτουργίας : τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν ............................22

Δωρεές............................................................................................................................23

Ἐπισκεφθεῖτε τήν ἱστοσελίδα μας

www.imga.gr

Ἐν Ἐσόπτρῳ Τριμηνιαία ἔκδοση τοῦ Πολιτιστικοῦ Κέντρου ‑ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας Ἐκδίδεται μέ τήν πρόνοια τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακαρίου Ἰδιοκτήτης‑Ἐκδότης: Τμῆμα Ἐκδόσεων Πολιτιστικοῦ Κέντρου ‑ Ἐπικοινωνιακοῦ καί Μορφωτικοῦ Ἱδρύματος τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας

Ὑπεύθυνος ὕλης: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος τηλ. 6975853535, e‑mail: xarpap75@gmail.com Συντακτική Ἐπιτροπή: π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος, π. Χαράλαμπος Κοπανάκης Μακέτα: Γιώργος Τεκονάκης Εκτύπωση: ΤΥΠΟΚΡΕΤΑ Οἰκονομικές εἰσφορές: Ἁγ. Γεωργίου 16, 70400 Μοῖρες, Ἡρακλείου Κρήτης Τηλ.: 28920 22208 ‑ Fax: 28920 24804


Συναξάρι

Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος καὶ τὸ ἔργο του Ἡ μνήμη τοῦ τιμᾶται στὶς 29 Φεβρουαρίου. Ἑορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια. Μία βαθιὰ πνευματικὴ προσωπικότητα, ποὺ αὐ‑ γάζει στὸ στερέωμα τῆς ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύου‑ σας Ἐκκλησίας καὶ κο‑ σμεῖ τὴ χορεία τῶν ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶναι ὁ Ἀββᾶς Κασσιανός. Γεννήθηκε πιθανὸν γύ‑ ρω στὸ 360 μ.Χ. καὶ δύο χῶρες διεκδικοῦν βάσιμα τὸ δικαίωμά του νὰ εἶναι γενέτειρές του, ἡ Μικρὴ Σκυθία, κατὰ τοὺς περισ‑ σοτέρους μελετητές, ἢ ἡ Νότια Γαλατία (Προβη‑ γκία). Τοῦ ἀποδίδεται καὶ τὸ ὄνομα Ἰωάννης, ποὺ μᾶλλον ἦταν τὸ βαπτιστικὸ ἢ τὸ μοναχικό του ὄνομα, καὶ Κασσιανὸς πρέπει νὰ ἦταν μᾶλλον τὸ προσωνύμιό του. Ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ, «ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία διδάχθηκε νὰ παίρνει μεγάλες ἀποφά‑ σεις» καὶ «ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ἔζησε μεταξὺ τῶν μοναχῶν». Κατὰ τὴν πρώιμη νεανικὴ ἡλικία, ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφικό του φίλο Γερμανὸ ἀπο‑ φάσισαν νὰ ἀκολουθήσουν τὴν μοναχικὴ ζωὴ καὶ ἐγκαταστάθηκαν σὲ κάποια Μο‑ νὴ τῆς Βηθλεέμ, κατὰ πᾶσα πιθανότητα στὸ ὀνομαστὸ γιὰ τὴν πνευματικότητά του Κοινόβιο τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, κοντὰ στὸ Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως, «ὅπου», ὅ‑ πως γράφει ὁ ἴδιος, «ὁ Κύριος μας συγκα‑ τέβη νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο». Στὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἑστία βρῆκαν τὶς ἀπαι‑

τούμενες προϋποθέσεις ποὺ θὰ εὐόδωναν τὸν ἱερὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς τους. Ἀπὸ ἐκεῖ ἦρθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἀκμάζοντα μοναχι‑ σμὸ τῆς Παλαιστίνης, τῆς Συρίας καὶ τῆς Μεσοποτα‑ μίας, τὸν ὁποῖο εἶχε κατὰ κύριο λόγο ὑπόψη του ὁ Ἅγιος, ὅταν συνέτασσε τοὺς «Κοινοβιακοὺς Κανο‑ νισμούς». Ὕστερα ἀπὸ μερικὰ χρόνια Κασσιανὸς καὶ Γερμανὸς ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία στοὺς προεστῶ‑ τες τοῦ Κοινοβίου τους νὰ ἐπισκεφθοῦν τοὺς ἀνα‑ χωρητὲς τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ ἀποκομί‑ σουν ἀπὸ τὴ γνωριμία αὐτὴ πνευματικὴ βοήθεια. Τὸ αἴτημά τους ἔγινε δεκτὸ μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ἐπιστρέψουν καὶ πά‑ λι στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας τους. Ὅταν ἔφθασαν στὴν Αἴγυπτο συνάντησαν τὸν Ἐπίσκοπό της Πανεφῶ (Πανέφυσις) Ἀρ‑ χίβιο, ὁ ὁποῖος, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεώς τους, τοὺς συμ‑ βούλευσε, πρὶν προχωρήσουν στὶς μεγά‑ λες ἐρήμους τῆς ἐνδοχώρας, νὰ ἐπισκεφ‑ θοῦν πρῶτα τούς ἀναχωρητὲς ποὺ ζοῦ‑ σαν στὰ περίχωρα τῆς Πανεφῶ, πάνω σὲ κάποια ξερονήσια. Δέχτηκαν μὲ χαρὰ τὴν πρότασή του καὶ μὲ τὴ δική του καθοδή‑ γηση ξεκίνησαν, διασχίζοντας μονότο‑ νους βαλτότοπους, νὰ συναντήσουν τοὺς ἀσκητές. Ἐν Ἐσόπτρῳ

3


Ἡ περιοδεία τους συνεχίστηκε σὲ πολ‑ λὲς σκῆτες, μοναστήρια καὶ ἐρημητήρια, ὅπου κάθε ἅγιος γέροντας εἶχε νὰ τοὺς προσφέρει πλούσια πνευματικὴ τροφο‑ δοσία. Οἱ συζητήσεις καὶ ἡ ἔντονη ἀσκη‑ τικὴ ζωὴ τῶν πατέρων ποὺ συνάντησαν, τοὺς ὁδήγησαν πολλὲς φορὲς στὸν πει‑ ρασμὸ νὰ ἐπιθυμήσουν νὰ παραμείνουν ἐκεῖ μαζί τους καὶ νὰ μὴν ἐπιστρέψουν στὴ Μονὴ τῆς μετανοίας τους, ὅπως εἶχαν ὑποσχεθεῖ. Οἱ συμβουλὲς ὅμως τῶν πατέρων ποὺ συνάντησαν, τοὺς στήριξαν στὴν ὑπακοὴ καὶ στὴν τήρηση τῆς ἐντο‑ λῆς ποὺ εἶχαν λάβει. Ἔτσι ἐπέστρεψαν στὴ Βηθλεέμ, στὴ Μο‑ νή τους, καὶ ἐκεῖ ἐπιβραβεύτηκε ἡ ὑπακοή τους. Ὕστερα ἀπὸ λίγο πῆραν καὶ πάλι εὐλογία νὰ ἐπισκεφθοῦν γιὰ δεύτερη φορὰ τὴν Αἴγυπτο, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ τοὺς ἀναχωρητὲς στὰ βάθη τῆς ἐρήμου. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τῆς Σκήτης, στὴν κοι‑ λάδα τῆς Νιτρίας, ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν, σύγ‑ χρονος καὶ φίλος του Μεγάλου Ἀντωνίου, εἶχε ὀργανώσει τὴ μοναχικὴ πολιτεία κατὰ τὸν 4ο αἰ. μ.Χ. καὶ «ἐπόλησεν αὐτὴν τὴν περιοχὴν τῆς κάτω Αἰγύπτου, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος τὴν Θnβαΐδα», κατὰ τὸν Παλλάδιο. Συνάντησαν ἐκεῖ μεγάλους ἀσκητές, ὅπως τὸν Ἀββᾶ Μωυσῆ, τὸν Ἀβ‑ βᾶ Παφνούτιο, τὸν Ἀββᾶ Σεραπίωνα, τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, μὲ τοὺς ὁποίους συνομίλη‑ σαν γιὰ ἕνα πλῆθος πνευματικῶν θεμά‑ των τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Θεολογικὲς ἀναταραχὲς ποὺ προκλήθη‑ καν ἐξ ἀφορμῆς τῆς αἱρέσεως τοῦ ἀν‑ θρωπομορφισμοῦ, ἀνάγκασαν τοὺς δύο μοναχοὺς νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ πᾶνε στὴν Κωνσταντινούπολη, τῆς ὁποίας τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο ἦταν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ Ἅγιος πῆρε ὑπὸ τὴν προστασία του τοὺς νεαροὺς μοναχούς, ἐνῶ ἐκεῖνοι σαγηνεύτηκαν ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς προσωπικότητάς του. Ὁ Κασσιανὸς τοῦ ἀφοσιώθηκε μὲ σεβασμὸ καὶ υἱικὴ τρυφερότητα καὶ μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του συνήθιζε νὰ λέει ὅτι στὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο ὄφειλε ὅλες τὶς γνώσεις του γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή, τὸν ἀποκαλεῖ δὲ «μάρτυρα» καὶ «πατέρα» του. Οἱ δύο μοναχοί, ὡς συνεργάτες πλέον τοῦ Πατριάρχου, ὑπέστησαν τὶς συνέ‑ πειες τοῦ διατάγματος τοῦ Ἀρκαδίου τοῦ 404 μ.Χ., σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ χώρα ὅλοι οἱ ὑποστη‑ ρικτὲς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστό‑

4

Ἐν Ἐσόπτρῳ

μου. Ὁ Ἅγιος, πρὶν τὸν ἀποχωρισμό τους, τοὺς τίμησε μὲ τὴν ἐμπιστοσύνη του ἐπι‑ φορτίζοντάς τους νὰ μεταβοῦν στὴ Ρώμη καὶ νὰ ἐπιδώσουν στὸν Πάπα Ἰννοκέντιο Α’ μία ἐπιστολὴ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, ποὺ περιεῖχε αἴτηση γιὰ συμπαράσταση πρὸς τὸν διωκόμενο Πατριάρχη καὶ πλῆ‑ ρες ἱστορικὸ τῶν διώξεων ποὺ ὑπέστη ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ὁ Κασ‑ σιανὸς καὶ ὁ Γερμανὸς ἔφθασαν στὴ Ρώ‑ μη, παρέδωσαν τὴν ἐπιστολὴ καὶ παρέ‑ μειναν στὴ Ρώμη, ὁ μὲν Κασσιανὸς γιὰ δέκα χρόνια, ἐνῶ ὁ Γερμανὸς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, διακονώντας τὶς ἀνά‑ γκες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ, τὸ 430 μ.Χ., ὕστερα ἀπὸ παράκληση τοῦ ἀρχιδιακό‑ νου Λέοντος καὶ στενοῦ του φίλου, ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς συνέγραψε τὸ ἔργο «Περὶ Ἐνσαρκώσεως καὶ κατὰ τοῦ Νε‑ στορίου». Ἐκεῖ, στὴ Ρώμη, ὁ Ἅγιος χειρο‑ τονήθηκε ἱερέας. Ὁ κυριότερος βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ὁ Γεννάδιος, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι περὶ τὸ 415 μ.Χ., ὁ Κασσιανὸς βρίσκεται στὴ Μασ‑ σαλία, ὅπου ἐγκαταστάθηκε μόνιμα. Καὶ «μέσα σ᾿ αὐτὰ τὰ πυκνὰ δάση, ἀπ᾿ ὅπου ἔκαναν προμήθειες τὰ πλοῖα τῶν Φοινί‑ κων, ὅσα τὴν ἐποχὴ τοῦ Καίσαρα ἔφ‑ θαναν μέχρι τὶς ἀκτὲς τῆς Μασσαλίας», ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς ἵδρυσε δύο μοναστή‑ ρια, ἕνα ἀνδρικὸ καὶ ἕνα γυναικεῖο, στὴν περιοχὴ ποὺ ἐπὶ Διοκλητιανοῦ μαρτύ‑ ρησε ὁ Ἅγιος Βίκτωρ. Γι᾽ αὐτὸ, τὸ ἀνδρικὸ Μοναστήρι τὸ ἀφιέρωσε στὸν Ἅγιο Βί‑ κτωρα, ἐνῶ τὸ γυναικεῖο στὸν Σωτῆρα Χριστό. Ὁ Ἅγιος οὐσιαστικὰ ὑπῆρξε ὁ πρωτεργάτης καὶ ὀργανωτὴς τῶν Κοινο‑ βίων τῆς Δύσεως, μὲ βάση τὰ «ὅσα εἶχε πάρει ἀπὸ τὸν μοναχισμὸ τῆς Ἀνατολῆς». Ἡ μεγάλη ἐκτίμηση ποὺ ἀπολάμβανε τὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὸν τεράστιο ἀριθμὸ χειρογράφων τῶν «Κοινοβιακῶν Κανονισμῶν» καὶ τῶν «Συνομιλιῶν μὲ τοὺς πατέρες τῆς ἐρή‑ μου», ποὺ ὑπάρχουν στὶς Βιβλιοθῆκες τῆς Εὐρώπης. Ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς ὑπῆρξε πολυγρα‑ φότατος καί, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ κα‑ τοχύρωση τοῦ μοναχισμοῦ ποὺ προσέφε‑ ραν κάποια ἀπὸ τὰ ἔργα του στὴν Δύση — ὅπου τὸ περιβάλλον ἦταν καχύποπτο πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωὴ — ἡ διδασκαλία του, ποὺ ἐκφράζεται μέσα στὸ συγγρα‑ φικό του ἔργο, ἔχει βαθὺ παιδαγωγικὸ καὶ διδακτικὸ χαρακτῆρα πάνω σὲ σοβαρὰ θεολογικὰ ζητήματα, ἀλλὰ καὶ σὲ καθη‑


μερινοὺς προβληματισμοὺς ποὺ ἀφοροῦν στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Χρι‑ στιανοῦ. Εἶναι δὲ τόσο διαχρονικὴ ἡ σκέψη του, ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἀναγνώστης ὅτι ὁ Ἅγιος ἔχει διατυπώσει ἐρωτήματα καὶ προβλήματα τῆς δικῆς μας συγχυτικῆς ἐποχῆς, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος καὶ οἱ Ἅγιοι Ἀσκητὲς‑συνομιλητὲς του δίνουν ἀπαντή‑ σεις ἐξαιρετικὰ πρακτικές, κατανοητὲς καὶ ἐπίκαιρες. Ἐνδεικτικὴ συνομιλία ἀποτελεῖ αὐτὴ μὲ τὸν Ἀββᾶ Θεόδωρο, στὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἀσκητὴς ὁμιλεῖ «Γιὰ τὴν ὑπεροχὴ τοῦ τε‑ λείου ἀνθρώπου, ποὺ μεταφορικὰ ὀνομά‑ ζεται ἀμφοτεροδέξιος». Μεταξὺ ἄλλων λέει ὁ Ἀββᾶς Θεόδωρος: «Οἱ τέλειοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἡ Ἁγία Γραφὴ τοὺς ὀνομάζει ἀμφοτεροδέξιους. Ἔτσι μᾶς περιγράφεται στὸ βιβλίο τῶν Κριτῶν πῶς ἦταν ὁ ξακου‑ στὸς Ἀώδ, «ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ χρη‑ σιμοποιεῖ τὸ ἀριστερό του χέρι τόσο καλά, ὅσο καὶ τὸ δεξιὸ» (Κρπ. 3, 15). Ἔτσι θὰ ἀξιωθοῦμε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε καὶ νὰ λεγόμαστε ἀμφοτεροδέξιοι — μὲ τὴν πνευματικὴ ἔννοια τοῦ ὄρου — ἂν κάνουμε καλὴ χρήση τῆς εὐημερίας, τὴν ὁποία ὀνομάζουμε συμβολικὰ “δεξὶ χέ‑ ρι”, καὶ τῆς θλίψης, τὴν ὁποία παριστά‑ νουμε ὡς “ἀριστερὸ χέρι”. Ἄν, μὲ ἄλλα λόγια, θεωρήσουμε τὰ πάντα, ὅ,τι κι ἂν μᾶς συμβαίνει, πὼς εἶναι καλά, θετικὰ καὶ χρήσιμα. Νὰ μᾶς γίνεται καθετί, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος, «ὅπλο δικαιοσύ‑ νης» (Β’ Κορ. 6, 7). Ὁ ἐσωτερικὸς μας ἄνθρωπος, πράγματι, τὸ βλέπουμε ξεκά‑ θαρα, ἀποτελεῖται ἀπὸ δύο οὐσιώδη μέ‑ ρη. Ὁ “ἔσω ἀνθρωπος” ἔχει δύο χέρια. Δὲν ὑπάρχει δίκαιος ποὺ νὰ μὴν ἔχει στὴ ζωὴ του θλίψεις, νὰ μὴν ἔχει δηλαδὴ ἀριστερὸ χέρι. Ἀλλὰ ἡ τέλεια ἀρετὴ ἀνα‑ γνωρίζεται ἀπὸ τὸ ἑξῆς σημάδι: Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο χέρι, χαρὲς καὶ θλίψεις, λειτουργοῦν σὰν τὸ δεξιό, μὲ τὴ θετική τους, δηλαδή, μορφὴ καὶ ἐνέργεια. Γιατί, ὅταν φθάσει καθεὶς σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψος ἀρε‑ τῆς, τότε ξέρει πλέον νὰ κάνει ὀρθὴ χρή‑ ση καὶ τῶν δύο καταστάσεων, καὶ τῶν εὐχάριστων καὶ τῶν θλιβερῶν…» (Ἀββᾶς Κασσιανός, τόμος Α’ ἐκδ. ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ, Καρέας 2004). Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδε στὸ πρό‑ σωπο, στὴ βιοτὴ καὶ στὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, τὸν φορέα καὶ ταμειοῦχο τοῦ Ὀρθοδόξου μο‑ ναχικοῦ φρονήματος, καθὼς καὶ τὸν ἑρ‑ μηνευτὴ τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ὁ

ὁποῖος «λόγῳ καὶ ἔργῳ» ἔγινε ὁδοδείκτης τῆς ὁδοῦ τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Γι᾿ αὐτὸ τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 29 Φεβρουαρίου. Ὁ καθηγητὴς τῆς Βυζαντινῆς Φιλολο‑ γίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Φ. Δη‑ μητρακόπουλος, στὸ ἔργο του: «Σελίδες γιὰ τὸν ἅγιο Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο στὴν παλιὰ πόλη τῆς Λευκωσίας», (Ἀκτή, 1997) ἀναφέρει ὅτι στὴ μαρτυρικὴ Κύπρο πολ‑ λοὶ ναοὶ εἶναι καθιερωμένοι στὸ ὄνομά του καὶ πανηγυρίζουν τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Ἀντίθετα ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία δὲν τὸν κατέταξε στὸ ἐπίσημο Ἁγιολόγιό της καὶ δὲν τὸν τιμᾶ, ἐκτός τῆς περιοχῆς τῆς Μασσαλίας. Ὅταν οἱ Δυτικοὶ θεολό‑ γοι ἀναφέρονται στὸ πρόσωπό του, τὸν ἀποκαλοῦν «Ἱερὸ» καὶ θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς «ἔχασε αὐτὴ τὴ θέση (τοῦ Ἁγίου) καὶ τὴν οἰκουμενικὴ ἀξιοπρέ‑ πειά του (!), ὅπως καὶ κάποιοι ἄλλοι ποὺ προέρχονταν ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ» (Dr. Newman: «Historical sketches», 3, 307). Ἕνας ἀκόμη λόγος τῆς περιθωριοποίη‑ σης τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ ἀπὸ τὴ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶναι ὅτι ὑπῆρξε ὁ κύριος ἀντί‑ παλος τῆς θεωρίας τοῦ ἀπόλυτου προορι‑ σμοῦ τοῦ Ἱ. Αὐγουστίνου, τὴν ὁποία ἐνστερνίστηκε ἡ δυτικὴ θεολογία. Οἱ ἐκδόσεις «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» τῆς ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου Κα‑ ρέα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανῆς, Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ κ.κ. Δανιήλ, ἐξέδωσαν τὸν Νοέμβριο τοῦ 2004 τὸν Α’ τόμο τῶν «Συ‑ νομιλιῶν μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐρήμου», τοῦ Ἀββᾶ Κασσιανοῦ, ὁ ὁποῖος περιλαμ‑ βάνει ἐκτενῶς σὲ μορφὴ ἐρωταποκρί‑ σεων μὲ θεματικὰ κεφάλαια ὅλες τὶς συνομιλίες μὲ τοὺς Ἁγίους Γέροντες τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου τοῦ 4ου αἰῶνα, τοὺς ὁποίους συνάντησε ὁ Ἅγιος Κασσιανὸς μὲ τὸν πνευματικό του ἀδελφὸ Γερμανό, μὲ σκοπὸ τὴν πνευματική τους τροφοδο‑ σία. Οἱ συνομιλίες αὐτὲς ἀποδίδονται στὴν παραπάνω ἀναφερόμενη ἔκδοση στὴν νεοελληνικὴ καὶ ἀποτελοῦν ἀντι‑ κειμενικὰ ἕνα ἀνάγνωσμα τῆς «δεσποτι‑ κῆς τοῦ Κυρίου νομοθεσίας καὶ τῆς εὐαγγελικῆς πολιτείας ἀνάπτυξίς τε καὶ ἐξάπλωσις», κατὰ τὸν χαρακτηρισμὸ ποὺ ἀποδίδει ὁ Μέγας Φώτιος στὴν «Μυριόβι‑ βλό» του στὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Κασσιανοῦ. Πηγή: http://www.xfd.gr Μ.Χ.Β., Ἡ Δράσις μας, 430 Ἐν Ἐσόπτρῳ

5


Ὁ Ἀββᾶς Κασσιανὸς συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἀββᾶ Πανφούτιο. Γιὰ τὴν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ γιὰ τὴ Θεία Χάρη.

Τί ρόλο, λοιπὸν, παίζει τὸ αὐτεξούσιο; Καὶ τί νόημα ἔχουν οἱ δικές μας προσπάθειες, ἂν ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος πού ἀρχίζει καὶ ὁλοκληρώνει τὸ ἔργο τῆς τελείωσής μας; Πῶς οἰκονομεῖ ἡ Θεία Χάρη τὴ σω‑ τηρία μας, χωρὶς νὰ παραγκωνίζει τὸ αὐτεξούσιό μας. ΑΒΒΑΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ: Ἡ ἀπορία σας θὰ ἦταν πολὺ δικαιολογημένη, ἂν ὑπῆρ‑ χε σὲ κάθε ἔργο ἢ ἐπιστήμη μόνο ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος, χωρὶς κάποιο ἐνδιάμεσο πού νὰ τὰ ξεχωρίζει. Ξέρουμε ὅτι ὁ Θεὸς προνοεῖ καὶ δίνει στὸν καθένα μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὶς εὐ‑ καιρίες τῆς σωτηρίας του. Ἀλλὰ τὸ πῶς ἐμεῖς θὰ ἀνταποκριθοῦμε σὲ αὐτὴ τὴν προσφορά, τὸ ἂν δηλαδὴ θὰ ἐπιδείξουμε ζῆλο ἢ ἀδιαφορία, αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπο‑ κλειστικὰ ἀπό μᾶς. Ὁ Θεὸς κάλεσε τὸν Ἀβραὰμ καὶ τοῦ εἶ‑ πε: «Φύγε ἀπὸ τὴ χώρα σου». Ὁ Ἀβραὰμ πράγματι ὑπάκουσε καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἔργο τοῦ Ἀβραάμ. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, «πήγαινε στὴ χώρα», εἶναι τὸ τί πρέπει νὰ κάνει ὁ Ἀβραάμ. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀκριβῶς τὸ περιεχόμενο τῆς ὑπακοῆς πού καλεῖται νὰ κάνει ὁ Ἀβραάμ. Αὐτὰ ὅμως πού ἀκολουθοῦν, «πού ἐγὼ θὰ σοῦ δείξω», φανερώνουν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ ποῦ ἔδωσε τὴν ἐντολὴ καὶ πού ὑπόσχεται συγχρόνως καὶ τὴν ἀνταμοιβή. Νὰ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι, ἔστω κι ἂν ἐ‑ μεῖς ἀποκτήσουμε ὅλες τὶς ἀρετές, ἔστω κι ἂν καταβάλλουμε τοὺς πιὸ μεγάλους κόπους, μὲ κανένα τρόπο δὲν θὰ καταφέ‑ ρουμε νὰ φθάσουμε στὴν τελείωσή μας, μὲ μόνο τὸ ζῆλο μας καὶ τὴν προσωπικὴ δραστηριότητά μας. Νὰ γνωρίζουμε κα‑ λὰ, ὅτι ὅλος ὁ μόχθος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀνεπαρκής, γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει τὴν οὐράνια μακαριότητα.

6

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν τε‑ λείωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖνος πρέπει νὰ κατευθύνει τὴν καρ‑ διά μας πρὸς τὸ καλό. Ἡ προσευχὴ τοῦ Δαυὶδ ἐπίσης δὲν θὰ πρέπει νὰ λείπει πο‑ τὲ ἀπὸ τὸ στόμα μας: «Κράτησε σταθερὰ τὰ βήματά μου στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν σου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθοῦν τὰ πόδια μου καὶ γλιστρήσω» (Ψαλμ. 16, 5). Καὶ πάλι: «Τὰ πόδια μου στήριξέ τα πάνω στὸν βράχο, καὶ στερέωσε τὰ βήματά μου» (Ψαλμ. 39, 3). Τὸ αὐτεξούσιό μας, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια τοῦ καλοῦ εἴτε ἀπὸ τὴν ἕλξη τῶν παθῶν, ἔχει μεγάλη κλίση πρὸς τὸ κακό. Ἐκεῖνος ὅμως πού κυβερνᾶ τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ ἀντιλαμ‑ βάνεται, μπορεῖ νὰ τὸ ἐπαναφέρει στὴν ἔφεση γιὰ τὴν ἀρετή πάνω, σ᾿ αὐτὴ τὴν διπλὴ ἀλήθεια: «Μὲ δύναμη μ᾽ ἔσπρωξαν γιὰ νὰ πέσω» (Ψαλμ. 117, 13). Νά, δέστε τὴν πρόκληση πού ἀντιμετωπίζει τὸ αὐτεξούσιο. «Ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ βοήθησε» (Ψαλμ. 117, 13). Νὰ καὶ ἡ συνεχὴς βοήθεια τοῦ Κυρίου. Μᾶς ἁπλώνει δηλαδή, κατὰ κάποιο τρόπο, ὁ Κύριος τὸ χέρι, ὅταν μᾶς βλέπει νὰ κλονιζόμαστε, γιὰ νὰ μᾶς στη‑ ρίξει καὶ γιὰ νὰ σταθεροποιήσει τὰ βή‑ ματά μας, μήπως καὶ τὸ αὐτεξούσιό μας ὁδηγήσει σὲ τέλεια καταστροφή.


Ἂς ἀκούσουμε πάλι τί λέει ὁ Ψαλμω‑ δός: «Τὴν ὥρα πού ἔλεγα ὅτι κλονίστηκαν τὰ βήματά μου» ‑ αὐτὸ γίνεται ἀπὸ τὴν ἀστάθεια τῆς ἀνθρώπινης βούλησής μας‑ «τὸ ἔλεός σου, Κύριε, μὲ στήριζε» (Ψαλμ. 93, 18). Ὁ Ψαλμωδός, θέλοντας νὰ ἐκ‑ φράσει τὴν δική του ἀπιστία καὶ παράλ‑ ληλα τὴν ἐκδήλωση τῆς Θείας βοήθειας καὶ ὁμολογώντας ὅτι δὲν ἦταν δικό του κατόρθωμα ἡ ἐμμονή στὴν πίστη, ἀλλὰ ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς εὐσπλαχνίας τοῦ Κυρίου, λέει: «Ὅταν ἦταν πολλὲς οἱ θλί‑ ψεις μέσα μου» ‑ ἡ αἰτία τῶν ὁποίων ἦταν ἡ ἐλεύθερη βούληση‑ «οἱ παρηγοριές σου γέμισαν χαρὰ τὴν ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 19). Εἶναι σὰν νὰ θέλει μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια νὰ πεῖ: Οἱ παρηγοριὲς τῆς Χάρης Σου δια‑ πέρασαν σὰν θεϊκὴ πνοὴ τὴν καρδιά μου. Μοῦ ἀποκάλυψαν τὴν θέα τῶν μελλοντι‑ κῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα Ἐσὺ ἑτοίμασες σ᾿ αὐτοὺς πού πάσχουν γιὰ τὸ ὄνομά Σου. Αὐτὲς οἱ παρακλήσεις Σου ἔδιωξαν τὴν ἀγωνία μου καὶ μὲ γέμισαν πάλι μὲ ὑπέρτατη χαρά. Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Ἂν δὲν μοῦ ‘δινες, Κύριε, βοήθεια, ἀκόμα λίγο κι ἡ ψυχή μου θὰ ἦταν μέσα στὸν Ἅδη» (Ψαλμ. 93, 17). Μαρτυρεῖ, λοιπὸν, ἐδῶ ὁ Ψαλμωδὸς, ὅτι ἡ διεστραμμένη ἐλεύθερη βούλησή του θὰ τὸν ὁδηγοῦσε στὴν Κόλαση, ἀνταμοιβὴ ἡ βοήθεια καὶ ἡ Θεία προστασία. «Ὁ Κύριος» ‑ καὶ ὄχι ἡ ἐλεύθερη βούληση‑ «κάνει σταθερὰ τὰ βήματα τοῦ ἀνθρώπου» (Ψαλμ. 36, 23). «Ὅταν πέσει» ‑ προφανῶς ἐξαιτίας τῶν ἐνεργειῶν τοῦ αὐτεξουσίου του‑ «δὲν μένει στὴν πτώση του». Γιατί; «Διότι ὁ Κύριος τὸν ὑποβαστάζει καὶ τὸν στηρίζει» (Ψαλμ. 36, 24). Εἶναι, λοιπὸν, σὰν νὰ λέμε μὲ ὅλα αὐτὰ ξεκάθαρα: Κανεὶς ἀπὸ τοὺς δίκαιους δὲν κατορθώνει νὰ ἀποκτήσει τὴν ἀρετὴ μὲ τὶς δικές του μόνο δυνάμεις. Ἀλλά, καθένας ἔχει ἀνάγκη τὸν Θεό. Καθένας χρειάζεται τὴ Θεία βοήθεια. Πρέπει Ἐκεῖνος νὰ στηρί‑ ζει τὰ τρεμάμενα καὶ ἕτοιμα νὰ λυγίσουν γόνατά του, μήπως καὶ ἡ ἀνικανότητα τῆς ἐλεύθερης ἀνθρώπινης βούλησης κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χάσει τὴν ἰσορροπία του. Καὶ πέφτοντας ἔτσι, χαθεῖ γιὰ πάντα. Ὁ Θεὸς μᾶς κατευθύνει στὸν δρόμο μας. Δὲν ἀκούστηκε ποτὲ νὰ λέει κάποιος Ἅ‑ γιος, ὅτι εἶχε βρεῖ ἀπὸ μόνος του τὸν δρό‑ μο, γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν πνευματικὴ ζωὴ κι ἔτσι νὰ φθάσει στὴν «κατὰ Θεόν τε‑ λείωση», στὴν ὁποία ὁδηγοῦν οἱ ἀρετές.

Ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ τὴν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου. Ἀλλὰ μᾶλλον καθένας ἐκλιπαροῦσε τὸν Κύριο, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν σωστὴ κατεύθυνση καὶ Τοῦ ἔλεγε: «Κύριε, ὁδήγη‑ σέ με στὴν ἀλήθειά σου» (Ψαλμ. 24, 5). Καὶ πάλι: «Κράτησε σταθερὰ τὰ βήματά μου, ὥστε νὰ βαδίζω σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές σου» (Ψαλμ. 5, 9). Ὁ προφήτης Ἱερεμίας ἐπίσης, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπαναπαυόταν στὴν πίστη του, λέει ὅτι γνώριζε ἀπὸ προσωπική του πεῖρα αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ὅτι τὴν εἶχε ζήσει: «Γνωρίζω, Κύριε», λέει, «ὅτι κανένας ἄνθρωπος τὸ δρόμο του δὲν τὸν ὁρίζει, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ἐλέγξει τῆς ζωῆς του τὴν κατεύθυνση» (Ἱερ. 10, 23). Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα τοῦ προ‑ φήτη Ὠσηέ, ἀπευθύνθηκε στὸν Ἰσραὴλ καὶ εἶπε: «Ἐγὼ θὰ εἶμαι γι᾿ αὐτὸν σὰν τὸ καταπράσινο ἔλατο, ὅλα ὅσα χρειάζεται αὐτὸς γιὰ νὰ ζήσει θὰ προέρχονται ἀπὸ μένα» (Ὠσηε 14, 9). Ὁ Κύριος μᾶς καθοδηγεῖ καὶ μᾶς φωτί‑ ζει, γιὰ νὰ γνωρίσουμε τὸ νόμο Του. Ὅσοι θέλουν νὰ ἐκπαιδευτοῦν καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, δὲν στηρίζονται μονάχα στὴν μελέτη τοῦ Θείου Νόμου, ἀλλὰ ἐκλιπαροῦν καθημε‑ ρινὰ τὸν Κύριο νὰ εὐδοκήσει νὰ εἶναι ὁ δάσκαλός τους καὶ νὰ τοὺς φωτίσει. Ὁ προφήτης Δαυὶδ λέει: «Κύριε δεῖξε μου τοὺς δρόμους σου καὶ μάθε με τὰ δικά σου μονοπάτια» (Ψαλμ. 24, 4). Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέει: «Τὰ μάτια μου ἄνοιξε νὰ δῶ τὸ θαυμαστὸ βάθος καὶ τὴ σοφία τοῦ νόμου σου» (Ψαλμ. 118, 18). Καὶ πάλι: «Ἐκεῖνος εἶναι πού διδάσκει στὸν ἄνθρωπο τὴ γνώση» (Ψαλμ. 142, 10). Σ᾿ ἄλλον Ψαλμὸ ἐπίσης λέει: «Δίδαξέ με νὰ κάνω τὸ θέ‑ λημά σου, γιατί εἶσαι Ἐσὺ ὁ Θεός μου» (Ψαλμ. 93, 10). Ὁ Κύριος μᾶς χαρίζει τὴν κατανόηση τῶν ἐντολῶν Του καὶ τὴ θέληση γιὰ νὰ τὶς τηρήσουμε. Ὁ προφήτης Δαυὶδ γνώριζε τὶς Θεῖες ἐ‑ ντολὲς πού ἀναφέρονται ξεκάθαρα στὸν Μωσαϊκὸ Νόμο. Ἀκοῦστε τον ὅμως τί λέει: Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δώσει Ἐκεῖνος τὴν σύνεση, ἡ ὁποία θὰ τὸν ἱκανώσει νὰ κατανοήσει τὸ βαθύτερο νόημά τους. Ἐν Ἐσόπτρῳ

7


«Δῶσε μου», λέει «σύνεση, ὥστε νὰ γνωρίσω τὶς ἐντο‑ λές σου» (Ψαλμ. 118, 125). Δὲν εἶχε ἄραγε αὐτή τὴν εὐφυΐα ἀπὸ τὴν φύση του; Δὲν ἦ‑ ταν δικό του θέμα τὸ νὰ προσπαθή‑ σει νὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολές, ἀφοῦ αὐτὲς ἦταν γραπτὰ παραδομένες μὲ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο; Ὅμως ὁ Προφήτης προ‑ σευχόταν, γιὰ νὰ τοῦ δοθεῖ σοφία καὶ σύ‑ νεση, ὥστε νὰ κατανοήσει πιὸ τέλεια τὸ βάθος τῆς οὐσίας τῶν ἐντολῶν. Κι αὐτό, γιατί γνώριζε καλὰ ὅτι ἐδῶ ἡ φύση ἀπο‑ κλειστικὰ μόνη της, δὲν ἐπαρκεῖ. Πρέπει νὰ ἐπισκιάσει τὸν ἄνθρωπο τὸ Θεῖο Φῶς, ὥστε νὰ φωτισθεῖ ὁ νοῦς νὰ κατανοήσει τὸ πνεῦμα τοῦ Νόμου καὶ νὰ βιώσει μὲ με‑ γαλύτερη καθαρότητα αὐτὰ πού ὁ Νόμος παραγγέλλει. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κηρύτ‑ τει μὲ ἀκόμα μεγαλύτερη σαφήνεια τὴν ἴδια ἀλήθεια: «Γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός», λέει, «ἐνεργεῖ σὲ σᾶς, ὥστε καὶ νὰ θέλετε καὶ νὰ πράττετε ὅ,τι εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν θέληση Του» (Φιλ. 2, 13). Θὰ μποροῦσε ποτὲ νὰ εἰπωθεῖ κάτι πιὸ ξεκάθαρο; Ὁ Ἀπόστολος διακηρύττει μ᾽ αὐτὸ τὸ χωρίο, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μέσα μας, ὁ δημιουργός τῆς καλῆς μας προαίρεσης, ἀλλὰ συγ‑ χρόνως καὶ ὁ συντελεστὴς τῆς ὁλοκλήρω‑ σης τοῦ ἔργου: «Γιατί σὲ σᾶς δόθηκε», λέει, «τὸ χάρισμα, ὄχι μόνο νὰ πιστεύετε στὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ νὰ ὑποφέρετε γι᾿ αὐτὸν» (Φιλ. 1, 29). Νά, πού ἀκόμα μία φορὰ δηλώνεται ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς μετά‑ νοιας καὶ τῆς πίστης, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ στὰ παθήματα, εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Μὲ αὐτὴ τὴν σκέψη καὶ ὁ προφήτης Δαυὶδ ἐκλιπαροῦσε μὲ παρόμοιο τρόπο τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ ἔλεγε: «Στερέωσε, Θεέ μας, αὐτὸ ποῦ ἔχεις ἐνεργήσει μέσα μας» (Ψαλμ. 67, 29). Μ᾿ αὐτὸ ποῦ λέει ἐδῶ ὁ Προφήτης, φανερώνει ὅτι δὲν ἀρκεῖ μό‑ νο τὸ ὅτι ἡ Χάρη μᾶς παραχώρησε τὴν ἀπαρχὴ τῆς σωτηρίας μας, ἀλλὰ πρέπει καθημερινὰ νὰ ἐργαζόμαστε γι᾿ αὐτήν, ὥστε μὲ τὴν ἴδια εὐσπλαχνία νὰ οἰκονο‑ μεῖ συγχρόνως ὁ Θεὸς καὶ τὴν πνευμα‑ τική μας πρόοδο. Δὲν εἶναι τὸ αὐτεξούσιο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ «ὁ Κύριος» εἶναι Αὐτὸς πού «ἐλευ‑ θερώνει τοὺς φυλακισμένους» (Ψαλμ. 145.

8

Ἐν Ἐσόπτρῳ

7). Δὲν εἶναι ἡ ἀρετή μας, ἀλλὰ «ὁ Κύ‑ ριος» εἶναι Αὐτὸς πού «σηκώνει ὄρθιους τούς συντριμμένους» (Ψαλμ. 145, 8). Δὲν εἶναι ἡ ἐπιμέλειά μας στὴ μελέτη, ἀλλὰ «ὁ Κύριος εἶναι πού κάνει σοφούς τούς τυφλοὺς» (Ψαλμ. 145, 8). Δὲν εἶναι ἡ δική μας ἐπαγρύπνηση, ἀλλὰ «ὁ Κύριος προ‑ στατεύει αὐτοὺς πού βρίσκονται ξένοι μέσα στὴ χώρα» (Ψαλμ. 145, 9). Δὲν εἶναι ἡ δύναμή μας, ἀλλὰ «ὁ Κύριος δίνει στή‑ ριγμα σ᾿ ὅλους αὐτοὺς πού πέφτουν» (Ψαλμ. 144, 14). Αὐτὸ δὲν τὸ λέω γιὰ νὰ βγάλω ἄχρηστο τὸ ζῆλο καὶ τοὺς κόπους μας, οὔτε γιὰ νὰ πῶ ὅτι οἱ προσπάθειές μας εἶναι μάταιες καὶ περιττές, ἀλλὰ γιὰ νὰ πεισθοῦμε ὅτι, χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ καταβάλλουμε καμιὰ προσπά‑ θεια, ἀλλὰ καὶ οὔτε οἱ προσπάθειές μας ἀπὸ μόνες τους θὰ φέρουν κανένα ἀποτέ‑ λεσμα. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ μᾶς δώσει ὁ Κύριος τὴ βοήθεια καὶ τὸ ἔλεός Του, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ φθάσουμε στὸ ἀνέκ‑ φραστο ἀγαθό τῆς καθαρότητας. Ὁ σοφὸς Σολομώντας λέει: «Τὸ ἄλογο τὸ ἑτοίμασαν γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς μάχης, τὴ νίκη ὅμως τὴν δίνει ὁ Κύριος» (Παροιμ. 21, 31). Καὶ σ᾿ ἄλλο σημεῖο ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει: «Ἀποκλειστικὰ ὅσους ἐμπιστεύονται στὴν ἴδια τους τὴ δύναμη, κανεὶς δὲν θὰ νική‑ σει» (Α’ Βασ. 2, 9). Τί μᾶς μένει, λοιπόν, ἀπὸ τὸ νὰ ψάλ‑ λουμε ἀσταμάτητα μαζὶ μὲ τὸν μακάριο Δαυίδ: «Δύναμή μου καὶ ὕμνος μου», ὄχι τὸ αὐτεξούσιό μου, ἀλλὰ «ὁ Κύριος Ἐκεῖνος μὲ ἔσωσε» (Ψαλμ. 117, 14). Τὸ ἴδιο λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθ‑ νῶν, ὁ ὁποῖος γνωρίζει πολὺ καλὰ, ὅτι δὲν εἶναι οὔτε ἡ ἀξία του οὔτε οἱ κόποι του πού τὸν ἱκάνωσαν νὰ διακονήσει τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἀλλὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γράφει πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Δὲν εἴμα‑ στε ἀπὸ μόνοι μας ἱκανοὶ νὰ θεωρήσουμε ὅτι κάτι ἀπὸ αὐτὰ πού κατορθώνουμε προέρχεται ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους, ἀλλὰ ἡ ἱκανότητά μας προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὸς μᾶς ἀξίωσε νὰ ὑπηρετήσουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη» (Β’ Κορ. 3, 5‑6).

Πηγή: Ἀββᾶ Κασσιανοῦ τ. Α’ Συνομιλίες μὲ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐρήμου, Ἐκδόσεις «Ἑτοιμασία».


Ἐκ Φαναρίου

Στὴν Πόλι γιὰ τὴν γιορτή μου τοῦ Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Δοσίθεου Κανέλλου, Ἡγουμένου Ἱ. Μ. Τατάρνης «Ἄσωτος εἰ τίς, ὡς ἐγώ, θαρρῶν ἴθι·θείου γὰρ οἴκτου πᾶσιν ἤνοικται θύρα». Θέλησα νὰ βρεθῶ στὴν Πόλι τὴν Κυριακὴ ποὺ γιορτάζω. Τὴν Κυριακή του Ἀσώτου. Μοναδικὴ παρηγοριά μου·δὲν γιορτάζω μόνον ἐγώ. Γιορτάζουν πολλοὶ καὶ ὅσο τὰ χρόνια περνοῦν, ὅλο καὶ περισσότεροι. Ἀεροπορῶν βρίσκομαι στὴν Πόλι δύο ἡμέρες πρὶν τὴν «ἑορτή» μου. Ἔχω ἀκόμη πολλὰ νὰ δῶ καὶ πολλὰ νὰ μάθω. Ἔστω κι ἂν ἔρχομαι στὴ Βασιλεύουσα γιὰ ἑβδομηκοστὴ σχεδὸν φορά. Τὸ Σάββατο ὁ καιρὸς εἶναι ἀνοιξιάτικος. Καιρὸς γιὰ τὴν ἀπέναντι πλευρά, τὴν ἁγιοτρόφο Μικράν Ἀσία. Παίρνουμε τὸ καράβι ἀπὸ τὸ Eminonu γιὰ τὸ Kadikoy, τὴν Χαλκηδόνα. Εὔκολα μετὰ μ᾽ ἕνα ταξὶ φθάνουμε στὸ Kalamis, τὰ Καλαμίσια. Σκοπός μας ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Στὸν τόπο αὐτὸ σταμάτησε ἡ λιτανεία ἡ ὁποία ξεκίνησε ἀπὸ τὰ Κό‑ μανα τῆς Ἀρμενίας μεταφέρουσα τὸ Τί‑ μιον Λείψανον τοῦ Ἱεροῦ Πατρός. Αὐτὸ ἔγινε τὸ 436. Συνέβησαν ὅμως πράγματα παράδοξα καὶ καταγραφῆς ἄξια. «Ἐπεί δὲ ἔφθασαν ἀντιπέραν τῆς Πόλεως (σημείω‑ σις: στὸν τόπο ὅπου ὁ ναὸς σήμερα), πε‑ ραιοῦται μὲν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶσα ἡ

σύγκλητος καὶ ὁ Πατριάρχης ἅμα τῷ κλήρω ἐμβάλλεται δὲ πλοίῳ βασιλικῷ ἡ σορὸς ἡ τὸ σῶμα ἔχουσα τοῦ Ἁγίου. Κα‑ ταιγίδος δὲ ἐμπεσούσης, τὰ μὲν λοιπὰ πλοῖα ἀλλαχοῦ διεσκεδάσθησαν, ἐκεῖνο δέ, ἐν ᾦ ἦν τὸ τοῦ Ἁγίου σῶμα, τῷ τῆς χήρας ἀγριῷ προσώκειλε, τῆς χήρας ἐκείνης, ἥν ἠδίκησεν Εὐδοξία, τὸν ἀμπελῶνα αὐτῆς ἀφελοῦσα. Καὶ ἐλεγ‑ χομένη παρὰ τοῦ Ἁγίου, ἐξώρισεν αὐτόν. Ἐπεί δὲ ἀπεδόθη ὁ ἀγρὸς τῇ χῆρᾳ, εὐθέως γαλήνη περὶ τὴν θάλασσαν ἐγεγόνει...». Καὶ ἐκεῖ ποὺ ἀκούμπησαν τὸ ἅγιο Λεί‑ ψανο γιὰ νὰ τὸ μεταφέρουν εἰς τὸν αὐτο‑ κρατορικὸ δρόμωνα, ἀνηγέρθη ναὸς εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου καὶ εἰς ἀνάμνησιν τοῦ γε‑ γονότος... Ὁ ὑπάρχων ναὸς εἶναι νεώτε‑ ρος. Ἀνηγέρθη ὅμως εἰς τὰ θεμέλια τοῦ προϋπάρχοντος. Εἶναι μία τρίκλιτος βασι‑ λική, κομψή, πεντακάθαρη, ἄρτι ἀνακαι‑ νισθεῖσα, μὲ ὡραῖο κῆπο καὶ θεόρατα παμπάλαια κυπαρίσσια. Ὁ νεωκόρος Ρω‑ μηός, βραδύγλωσσος καὶ σολοικίζων περὶ τὴν ἑλληνικὴν ἀλλ᾽ ὡς «ἀπὸ ρυτῆρος ἐλαύνων» περὶ τὴν τουρκικήν.

Ἐν Ἐσόπτρῳ

9


Εἰς τὸν νάρθηκα καὶ ἀριστερὰ τῷ εἰσερ‑ χομένῳ ὑπάρχει καὶ ἁγίασμα εἰς τιμὴν τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Καὶ ἐκεῖ δίπλα στὸ ἁγίασμα ὁ τάφος ἢ μᾶλλον τὸ κενοτάφιον τοῦ Εὐτροπίου, τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου καὶ συγχρόνου τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ὑπά‑ του καὶ συγκλητικοῦ εὐνούχου Εὐτροπίου. Καταχθόνιος καὶ φιλάργυρος, ἀντιπαθὴς καὶ ραδιοῦργος (εἰ ἔχεις εὐνοῦχον φόνευ‑ σον, εἰ δὲ μὴ ἔχεις ἀγόρασον καὶ φόνευ‑ σον, ἔλεγαν οἱ σύγχρονοί του) μυστικοσύμβουλος τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου (395‑408), ἐμισήθη ὑπὸ τοῦ λαοῦ. Καὶ διωκόμενος κατέφυγε εἰς τὸν τότε ναὸ τῆς Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας καὶ ἀγκάλιασε ἔμφοβος τὸν κίονα τῆς Ἁγίας Τραπέζης γιὰ νὰ σωθῇ. Ἐχρησιμοποίησε τὸ ἄσυλον τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε λυσσωδῶς πολεμήσει. Ἡ ὀργὴ τοῦ λαοῦ σταμάτησε μπρὸς στὸ ἀνάστημα Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ ἔμεινε σ᾽ ἐμᾶς ὁ πε‑ ρίφημος λόγος του πρὸς Εὐτρόπιον: «Ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῦν εὔκαιρον εἰπεῖν· μα‑ ταιότης ματαιοτήτων καὶ πάντα ματαιό‑ της. Ποῦ νῦν ἡ λαμπρά τῆς ὑπατείας περιβολή; Ποῦ οἱ κρότοι καὶ οἱ χοροὶ καὶ αἱ θαλίαι καὶ αἱ πανηγύρεις; ποῦ ὁ τῆς πό‑ λεως θόρυβος καὶ αἱ ἐν ἱπποδρομίαις εὐφημίαι καὶ τῶν θεατῶν αἱ κολακεῖαι; Πάντα ταῦτα οἴχεται·καὶ ἄνεμος πνεύσας ἀθρόον τὰ μὲν φύλλα κατέβαλε, γυμνὸν δὲ ἡμῖν τὸ δένδρον ἔδειξε... ποῦ νῦν οἱ πε‑ πλασμένοι φίλοι; Ποῦ τὰ συμπόσια καὶ τὰ δεῖπνα; Ποῦ ὁ τῶν παρασίτων ἑσμὸς καὶ ὁ δι᾽ ὅλης ἡμέρας ἐκχεόμενος ἄκρατος, καὶ αἱ ποικίλαι τῶν μαγείρων τέχναι, καὶ οἱ τῆς δυναστείας θεραπευταί, οἱ πάντα πρὸς χάριν ποιοῦντες καὶ λέγοντες; Ἄνθη ἦν ἐαρινά, καὶ παρελθόντος τοῦ ἔαρος, ἅπαντα κατεμαράνθη·σκιὰ ἦν καὶ παρέ‑ δραμε καπνὸς ἦν καὶ διελύθη· πομφόλυ‑ γες ἦσαν καὶ διερράγησαν· ἀράχνη ἦν καὶ διεσπάσθη... Ματαιότης ματαιοτήτων καὶ πάντα ματαιότης.» Μὲ αὐτὲς τὶς ἐνθυμήσεις πορευόμεθα γιὰ τὸ Μητροπολιτικὸ Μέγαρο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χαλκηδόνος στὸ Bahariye. Εἶναι ἕνα ξύλινο οἴκημα, παλαιὸ ρωμαί‑ ϊκο ἀρχοντικὸ, περιποιημένο μὲν, ἀλλὰ μὲ ἐμφανῆ τὰ σημάδια τοῦ χρόνου. Ἕνας εὐρύχωρος κῆπος μὲ δένδρα καὶ λουλού‑ δια περιβάλλει τὸ κτίριο ποὺ σὰν σήμερα πρὶν δύο ἀκριβῶς χρόνια ἀπεχαιρέτησε τὸν οἰκοδεσπότη του. Ὁ Μητροπολίτης

10

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Χαλκηδόνος Ἰωακεὶμ κατάκειται ὡς ἄλλο φυτὸ στὸ Ἀμερικανικὸ Νοσοκομεῖο Κων‑ σταντινουπόλεως ὕστερα ἀπὸ ἐγκεφαλι‑ κὸ ἐπεισόδιο. Καὶ οἱ προοπτικὲς εἶναι ἄκρως δυσοίωνες. Μόνον ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον ὅλοι εὐχόμεθα. Ἐκεῖ στὴ Μητρό‑ πολι συναντήσαμε τὸν πατέρα Ἄνθιμο, Σύγκελλο τῆς Μητροπόλεως. Μᾶς μί‑ λησε γιὰ τὰ τόσα προβλήματα τῆς ὁμογε‑ νείας. Εἶναι ἐφημέριος σὲ τέσσερις ἐνορίες. Στὸν Προφήτη Ἠλία Σκουτά‑ ρεως, στὴ Μεταμόρφωσι Κανδυλλί, στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Πασάμπαχτσε, στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Μπέϋκοζ. Καὶ ψάλτης νὰ μὴν ὑπάρχη! Δύο φορὲς λειτούργησε στὴν Ἁγία Παρα‑ σκευὴ μὲ ψάλτη μοναδικό, ποιὸν λέτε; Τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη! Λειτοῦργα ἐσύ, θὰ ψάλλω ἐγώ. Ἀκουέτωσαν ταῦτα καὶ τινὲς τῶν ἡμετέρων ἱεραρχῶν, οἱ μὴ ἐκ τοῦ θρόνου κατερχόμενοι, ἔστω καὶ ἂν ὑπό‑ κειται ὡρολογιακὴ βόμβα... Ἀποχαιρετοῦμε μὲ κάποια θλίψι τὸν ἅγιο Σύγκελλο καὶ περνοῦμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, τὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ ποὺ εἶναι ἐκεῖ κοντά. Εἶναι ναὸς ὁλο‑ μάρμαρος, ὁ τελευταῖος ναὸς ποὺ χτί‑ σθηκε ἀπὸ τὴν ὁμογένεια. Τὸ 1905. Ὕστερα ἀπὸ τὴν πρόσφατη ἀνακαίνισί του, λάμπει ὅλος ἔξωθεν καὶ ἔσωθεν. Ναὸς σύμβολο τῆς λαμπρῆς περιόδου τοῦ τέλους τοῦ ΙΘ΄ καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ Κ΄ αἰῶνος. Ἐκεῖ συναντήσαμε καὶ τὸν πρόε‑ δρο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἐπιτροπῆς. Εἴ‑ παμε πολλά. Ἕνα μοῦ ἔμεινε, ποὺ ἀκόμη βουήζει στ’ αὐτιά μου: «Ἐμεῖς τελειώ‑ σαμε». Ἀπαισιόδοξος ἡ διαπίστωσις. Προ‑ σωπικῶς δὲν θέλω νὰ τὸ πιστεύω. Ὅμως μᾶλλον αὐτὸς ἔχει δίκαιο. Ἀντιλαμβάνο‑ μαι πόσον ἄσχημα αἰσθάνονται. Καὶ δὲν ὑπάρχει χειρότερο συναίσθημα ἀπὸ τὸ νὰ αἰσθάνεσαι πὼς εἶσαι ὁ τελευταῖος ἢ ἀπὸ τοὺς τελευταίους, χαμένος κάπου στὰ Καλαμίσια, στὸ Τσεγκέλκιοϊ, στὸ Γελ‑ ντέγιρμεν, στὸ Κουσκουντζούκι ἢ στὸ Γενὴ Μαχαλὲ τοῦ Σκουτάρεως. Νὰ ζῇς ἀνάμεσα σὲ ἑκατομμύρια καὶ νὰ αἰσθά‑ νεσαι «τελευταῖος». Εἶναι φοβερό. Προ‑ σκυνοῦμε καὶ στὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Εὐφημίας. Εἶναι χτισμένος στὸν τόπο ὅπου συνεκλήθη ἡ Δ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνο‑ δος τὸ 451.


Ἡ ἀποβάθρα τῆς Χαλκηδόνας‑ Kadikoy iskelesi Κατηφορίζοντας γιὰ τὴν σκάλα (Kadi‑ koy Iskelesi), μᾶς σταματοῦν δύο Ρωμηές. Ἐπὶ τέλους ἀκοῦμε ἑλληνικά. Ἀλλ᾿ ἡ χαρὰ μας μεταβάλλεται σὲ ἄφατη λύπη. Ἡ ἐμφάνισί τους, τὰ λεγόμενά τους, τὰ ἄνευ λόγου γέλια τους, ἡ ἐνδυμασία τους, οἱ χειρονομίες τους, ἔδειχναν μυαλὸ σα‑ λευμένο. Τὶς παλάβωσε ἡ μοναξιὰ καὶ ἡ ἐγκατάλειψις. Ἐπειγόμεθα ὅμως. Στὶς τέσσερις ἀρ‑ χίζει ὁ ἑσπερινὸς στὸν Πατριαρχικὸ Ναό. Ἀρχίζει ἡ γιορτή μας. Χοροστατεῖ ὁ Μητροπολίτης Θεοδω‑ ρουπόλεως Γερμανός. Καὶ μετὰ τὰ ἀνα‑ στάσιμα ἔρχονται τὰ τοῦ Ἀσώτου. «Εἰς ἀναμάρτητον χώραν καὶ ζωηράν ἐπι‑ στεύθην, γεωσπορήσας τὴν ἁμαρτίαν, ἐπιγνῶμεν ἀδελφοί, τοῦ μυστηρίου τὴν δύναμιν, ὦ πόσων ἀγαθῶν ὁ ἄθλιος ἐ‑ μαυτὸν ἐστέρησα, ὦ ποίας βασιλείας ἐξέ‑ πεσα ὁ ταλαίπωρος ἐγώ, τῆς πατρικῆς δωρεᾶς διασκορπίσας τὸν πλοῦτον, ἀλό‑ γοις συνεβοσκόμην ὁ τάλας κτήνεσι.» Καὶ ὅταν ὅλα αὐτὰ τὰ θεσπέσια τροπά‑ ρια ψάλλονται ἀπὸ τὸν Ἄρχοντα Πρωτο‑ ψάλτη Λεωνίδα τὸν Ἀστέρη, τότε χαίρεσαι γιατί γιορτάζεις. Καὶ μέσα στὴν ἀκουστικὴ χαρά, μόλις ἀκούεται κάπου βαθειὰ ἡ συ‑ νείδησίς σου νὰ σοῦ λέῃ. Μοιάζει ἡ ζωή σου μὲ τὴν τοῦ Ἀσώτου, ἀλλὰ δὲν μοιάζει μὲ τὴν μετάνοιά του. Σοῦ ἀρέσει νὰ βόσκῃς χοίρους, ἀλλὰ δὲν ἔρχεσαι εἰς ἑαυτόν...

Κυριακὴ 8 Φεβρουαρίου Στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ ἔχουμε τρισαρ‑ χιερατικὸ συλλείτουργο. Ἐπιτελεῖται τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τοῦ μακα‑ ριστοῦ Μητροπολίτου Κολωνείας κυροῦ Γα‑ βριήλ. Εἶχε γεννηθῆ τὸ 1919 στὸ Φανάρι. Ἦτο ὁ προτελευταῖος Φαναριώτης ἀρ‑ χιερεύς. Τελευταῖος ἐπιζῶν Φαναριώτης εἶναι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λύ‑ στρων κύριος Καλλίνικος. Γεννήθηκε στὸ Φανάρι τὸ 1926, τότε ποὺ αὐτὴ ἡ ἀρχοντικὴ συνοικία ἦτο τὸ κέντρο τῆς Πολίτικης Ρω‑ μηοσύνης. Θυμήθηκα τὴν ρουμελιώτικη παροιμία «Ἐκεῖ ποὺ κρεμοῦσαν οἱ κλέφτες τὰ ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τὰ ὄργανα». Προεξάρχει ὁ Λύστρων Καλλίνικος. Συλλειτουργοῦν οἱ Μητροπολίται Θεο‑ δωρουπόλεως Γερμανὸς καὶ Μοσχονη‑ σίων Ἀπόστολος. Ὁ Πατριάρχης προσεύχεται ἐντός τοῦ ἁγίου Βήματος ἐκ τοῦ καλογηρικοῦ του στασιδίου (ἀλήθεια, ὑπάρχει καλογηρικὸ στασίδι εἰς τοὺς Μητροπολιτικοὺς ναοὺς τῆς Ἑλλάδος;). Λειτουργοῦν ἄνευ μίτρας. Εἰς τὰ μνημόσυνα ἡ μίτρα ἀπαγορεύεται. Ἀλλὰ καὶ ἂν ἐπετρέπετο, μόνον ὁ προε‑ ξάρχων θὰ φοροῦσε. Τὸ μνημόσυνον γίνεται ἁπλό. Χωρὶς «Ἄμωμο» καὶ νεκρώσιμα εὐλογητάρια. Εἶναι Κυριακή. Ἡμέρα ἀναστάσιμος καὶ τὰ νεκρώσιμα ἀπαγορεύονται. Εἶναι μόνον γιὰ τὸ Σάββατο. Ψάλλονται μόνον τὰ τέσ‑ σερα τροπάρια «Μετὰ πνευμάτων δι‑ καίων». Καὶ ἡ μεγάλη συγχωρητικὴ εὐχή. Ἐν Ἐσόπτρῳ

11


Μετὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν ἐπηκολού‑ θησε δεξίωσις εἰς τὴν αἴθουσαν τοῦ Θρό‑ νου. Ὁ Πατριάρχης ὡμίλησε περὶ τῆς προσωπικότητος τοῦ ἐκλιπόντος. Ἦτο, εἶπε, ἡ ζῶσα ἱστορία τοῦ Φαναρίου. Δυστυχῶς δὲν κατέγραψε τίποτε ἐξ ὅσων εἶδε καὶ ἔμαθε διακονῶν ἐπὶ μίαν ὁλόκληρον ζωὴν εἰς τὴν Πατριαρχικὴν Αὐλήν. Εἶναι ἀπώλεια πραγματικὴ καὶ ἀφήνει κενὸν ὄντως δυσαναπλήρωτο. Εἶναι αὐτὸς ποὺ κάποτε, ἐκεῖ στὸν Ἅγιο Παντελεήμονα Κουσκουντζουκίου ἔνδα‑ κρυς καὶ ἐν συγκινήσει πολλῇ μοῦ εἶχε πεῖ: «Τί φυλᾶμε ἐμεῖς ἐδῶ στὴν Πόλι; Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμηοσύνη φυλᾶμε!». Καὶ κάτι ποὺ παρ᾽ ὀλίγον νὰ λησμο‑ νήσω. Ἐπιχειρῶ μέσα εἰς τὸ Ἅγιον Βῆμα, νὰ ἀσπασθῶ τὴν δεξιάν τοῦ ἁγίου Λύ‑ στρων, πρὸ τῆς Θείας Λειτουργίας. Εἰς μάτην. Τραβᾶ τὸ χέρι πρὸς τὰ πίσω. Μὰ γιατί, ἐπιμένω, ἀρχιερεὺς εἶσθε. Ἀρχιε‑ ρεὺς εἶμαι, μοῦ ἀπαντᾶ, ὅταν λειτουργῶ. Τώρα ὅλοι εἴμαστε ἴδιοι!... Ἡ γιορτή μου (μας) τελειώνει σὲ ἑστι‑ ατόριο μὲ λακέρδα καὶ τσινακόπια. Καὶ ἐπειδὴ ἤδη εἶναι ἀπόγευμα Κυρια‑ κῆς, μία βόλτα στὸ Γενὴ Τζαμὶ θὰ σᾶς ἀποζημιώσῃ. Θὰ μάθετε τί ἐστὶ πολυκο‑ σμία, ὀχλοβοή, διάτορος διαφήμισις ἑτεροκλήτων προϊόντων. Εἶναι τὸ παζάρι τῆς Κυριακῆς. Θὰ ζαλισθῆτε, θὰ μπερ‑ δευθῆτε, νὰ ἀνακατευθοῦν τὰ μέσα σας ἀπὸ τὸ σκουπιδαριὸ (ἄνθρωποι καὶ σκου‑ πίδια σ᾿ ἕνα σύνολο), ἀλλὰ θὰ τὸ εὐχαρι‑ στηθῆτε. Ὅμως προσοχή. Τὸ χέρι στὴν τσέπη. Κρατᾶτε σφιχτὰ τὸ πορτοφόλι. Ρουμάνοι πορτοφολάδες, ντόπιοι μαθη‑ ταὶ των (ἄξιοι κατὰ πάντα) ὀσμίζονται μακρόθεν παχέα πορτοφόλια καὶ κυρίως γέμοντας εὐρὼ μαρσίπους. Καὶ στὴ γέφυρα τοῦ Γαλατὰ ἑκατοντά‑ δες οἱ ψαράδες γιὰ τὴν τηγανιὰ τῆς ἡμέρας. Ὅλο καὶ κάτι γίνεται. Σαφριδά‑ κια, μαριδάκια, προσφυγάκια. Πολλὰ τὰ ψήνουν ἐπὶ τόπου σὲ πὶκ‑νὶκ οἰκογενει‑ ακῶς στὸ γρασίδι τοῦ πάρκου τῆς παρα‑ λίας. Μοῦ προσέφεραν. Δοκίμασα. Νοστιμώτατα. Ἐξ ἄλλου καλόγηροι καὶ γάτες ἔχουν ἕνα κοινό. Τὰ ψάρια. Τὸ πρωὶ τῆς Δευτέρας, μία ἐπίσκεψις στὸν Ναὸ τῶν Ταξιαρχῶν στὸ Μπαλὰτ ἐξελίσσεται σὲ μικρὴ περιπέτεια. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ βρῇς τοὺς παληοὺς ναοὺς μας μέσα στὰ πολυδαίδαλα σοκά‑ κια τῆς Πόλεως.

12

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Δοσίθεος Κανέλλος Ἡγούμενος Ἱ. Μ. Τατάρνης Πάντως τὸν βρήκαμε καὶ προσκυνή‑ σαμε. Ἐκεῖ εἶναι καὶ ἡ Ζουρλόπετρα. Μέ‑ σα σ᾿ ἕνα ξεχωριστὸ ξυλοπηκτὸ κτίριο μικρῶν διαστάσεων, στὸ μέσον τῆς αὐλῆς. Ἕνας τοῖχος χωρίζει τὸν χῶρο στὰ δύο. Κάτω χαμηλὰ καὶ πρὸς τὰ δεξιὰ ὑπάρχει μία πέτρα μὲ τρύπα διαμπερῆ. Ἀπὸ κεῖ περνοῦσαν τοὺς ζουρλούς, τοὺς φρενοβλαβεῖς δηλαδή, πρὸς θεραπείαν. Περνοῦσαν καὶ ἄλλους ἀσθενεῖς ἐκ ποι‑ κίλων νόσων βασανιζομένους. Περνοῦ‑ σαν καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ διὰ τὰς παιδικάς νόσους. Δὲν τόλμησα νὰ περάσω. Ὄχι γιατί εἶμαι ὑγιὴς εἰς τὰς φρένας, ἀλλὰ διότι θὰ ἔμενα ἐκεῖ μισὸς μέσα καὶ μισὸς ἔξω. Τὰ κιλά μου δὲν ἐπιτρέπουν τοιού‑ τους πειραματισμούς... Περὶ τετάρτην ἀπογευματινὴν, ἔχομε ἑσπερινὸν μετὰ Πατριαρχικῆς Χοροστα‑ σίας στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους στὰ νοσοκομεῖα μας. Balikli Rum Hastanesi Vakfi. Ὁ ναὸς εἶναι φρεσκοβαμμένος, χα‑ ριέστατος ὅλος. Ἐφέτος προσέθεσαν καὶ νάρθηκα. Ὁ Μέγας Οἰκονόμος π. Μελέ‑ τιος τελεῖ ἁγιασμὸν ἐν αὐτῷ, ἐγκαινίζων, τρόπον τινά, αὐτόν. Εἴτα προσέρχεται ὁ Πατριάρχης καὶ ἄρχεται ὁ ἑσπερινός. Ἀ‑ ρκετοὶ εἶναι οἱ προσκυνηταί. Εἰς τὸ τέλος ὁμιλεῖ ὁ Πατριάρχης γιὰ τὴν ἐν Κωνστα‑ ντινουπόλει φιλανθρωπίαν. Ἐπαινεῖ τὸ προσωπικόν τοῦ Νοσοκομείου καὶ τὸν πρόεδρον αὐτοῦ. Κελεύσει πατριαρχικῇ λαμβάνει τὸν λόγον ὁ σύρων τὰς γραμ‑ μάς ταύτας. Καὶ λέγει ὅτι ὡς κληρικὸς καὶ μοναχός τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας ντρέ‑ πεται, διότι μία Ἐκκλησία δέκα ἑκατομ‑ μυρίων Ὀρθοδόξων ‑ὡς διατείνονται τινὲς‑ στερεῖται ἑνός, ἔστω καὶ ὑποδεε‑ στέρου, τοιούτου ἱδρύματος. Καὶ τὸ ἵδρυμα αὐτὸ τὸ ἐν τῇ Πηγῇ, τὸ Γραικικὸν


Νοσοκομεῖον, ἑόρτασε πέρυσι τὰ 250 ἔτη ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς του. Ἀλλ᾽ ἡ ἐν Κων‑ σταντινουπόλει φιλανθρωπία ἔχει ἡλι‑ κίαν 1700 ἐτῶν, ἀπὸ τῆς ἱδρύσεώς της δηλαδή. Καὶ ἦτο, συνέχισα ὁ τάλας, τόσον προωθημένη αὐτὴ ἡ φιλανθρωπία, ὥστε θὰ τὴν ζήλευαν καὶ σύγχρονα ἱδρύματα. Ὅπως π.χ. εἰς τὸ νοσοκομεῖον τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ (τὸ σημερι‑ νὸν Zeyrek Cami) ὅπου ὄχι μόνον δὲν ἐδέχοντο «φακελάκια» ἀλλὰ τοὐναντίον ἔδιδαν οἰκονομικὴν ἐνίσχυσιν εἰς τοὺς ἀποθεραπευομένους διὰ τὰ πρῶτα τους ἔξοδα. Ὑπέμνησα εἰς τοὺς παρευρισκο‑ μένους νὰ ἐμμένουν ‑ἔστω καὶ αὐτοὶ οἱ ὀλίγοι‑ στὴν Πολίτικη ἀρχοντιά, νὰ αἰ‑ σθάνωνται ὑπερήφανοι γιατί εἶναι Χρι‑ στιανοὶ Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ ἔχουν πλήρη ἐμπιστοσύνη στὸν Πατριάρχη μας, ποὺ εἶναι δικός τους, ἀλλὰ καὶ δικός μας. Στὴν ἐπακολουθήσασα δεξίωσι ὁ διευ‑ θυντὴς τοῦ Νοσοκομείου ἀνεκοίνωσε στὸν Πατριάρχη ὅτι οἱ νοσηλευόμενοι ξεπερνοῦν τοὺς 650. (Ἑξαιρουμένων βε‑ βαίως τῶν 150 τοῦ Γηροκομείου καὶ τῶν 50 τοῦ Ψυχιατρείου). Δὲν γνωρίζω πόσοι ἐκ τῶν νεοελλήνων ἐπισκεπτῶν τῆς Πόλεως γνωρίζουν τὴν ὕπαρξι αὐτῶν τῶν Φιλανθρωπικῶν Κα‑ ταστημάτων. Ἀλλὰ καὶ ἂν τὰ γνωρίζουν δὲν τὰ ἐπισκέπτονται. Δὲν ὑπάρχει χρό‑ νος. Ὑπάρχουν ἄλλα σπουδαιότερα, τὰ δερμάτινα, τὰ νυκτερινὰ κέντρα, κάποιοι χοροὶ ποὺ σχετίζονται μὲ περιοχὴν τὴν ὁποίαν οἱ ἀρχαῖοι ὠνόμαζαν γαστέρα καὶ παρακατιόντες ὑστέρα... Ἀνήμερα τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους ὁ

Πατριάρχης χοροστατεῖ στὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Τζιμπαλή. Κοντὰ στὸ Πατριαρχεῖο, δίπλα στὸν Κεράτιο. Ἐκεῖ ὑπάρχει παλαιὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ ἁγίασμα ἄνευ ἁγιάσματος τώρα πιά. Ὅμως τὸ Παρεκ‑ κλήσιο αὐτὸ δὲν λειτουργεῖται. Τὸ ἔχει ἀφανίσει ἡ ὑγρασία. Εἶναι ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τῶν ναῶν τῆς Παλαιᾶς Πόλεως. Ὑγρασία ἀνερχομένη. Ἀπὸ τὰ θεμέλια. Καὶ καταστρέφει κάθε προσπάθεια ἀνα‑ καινίσεως. Αὐτὸ πάσχει καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Νι‑ κολάου. Ὠκοδομημένος εἰς ἴσαλον μὲ τὸν Κεράτιον γραμμήν, γιὰ νὰ μὴ δίδῃ στό‑ χον εἰς τοὺς κρατοῦντας, δέχεται ὅλη τὴν νοτίδα τοῦ κόλπου εἰς τὰ θεμέλιά του. Δὲν ἔχουν περάσει πολλὰ χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνακαίνισί του (τὸ 1996 ἂν ἐνθυμοῦμαι καλῶς) καὶ ἡ ὑγρασία ἀργή καὶ ὕπουλη καταστρέφει τοίχους, δάπεδα, στασίδια, τὰ πάντα. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἔγινε ἡ δε‑ ξίωσις στὸν ἐστεγασμένο ἐξωνάρθηκα τοῦ ναοῦ. Ὅμως ὁ βορηάς ποὺ τ᾿ ἀρνάκια παγώνει, ἄρχισε νὰ δυναμώνῃ καὶ τὸ κρύο γίνεται τσουχτερό. Ὁμιλεῖ ὁ ἀρ‑ χιερατικὸς προϊστάμενος τῆς περιοχῆς Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Συνάδων κ. Διονύσιος. Κατόπιν ὁμιλεῖ δι᾿ ὀλιγίστων ὁ Πατριάρχης. Ἐπακολουθοῦν τὰ κερά‑ σματα, ἄφθονα καὶ Πολίτικα. Ὁ Πα‑ τριάρχης ἀναχωρεῖ. Διαλυόμεθα. Φεύγουμε βιαστικὰ γιὰ τὸν τόπο μας. Τὸ μετεωρολογικὸ δελτίο προειδοποιεῖ. Χαμηλὲς θερμοκρασίες, χιόνια. Σπεύδου‑ με καὶ ἐμεῖς νὰ προλάβουμε τὴν νεοελ‑ ληνικὴ παγωνιά…

Τὸ νοσοκομεῖον τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος Χριστοῦ (τὸ σημερινὸν Zeyrek Cami) Ἐν Ἐσόπτρῳ

13


Εἶναι δύσκολη ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας στὴ ζωὴ τῆς πίστης; τοῦ π. Θεμιστοκλῆ Μορτζανοῦ

Τὸ ἐρώτημα πού συχνὰ δεσπόζει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους πού πιστεύουν, εἶναι «πόσο δύσκολη ἢ ἀδύνατη εἶναι ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας στὴ ζωὴ τῆς πίστης;». Ἐνῶ ἀναγνωρί‑ ζουμε τὴ δύναμη ποὺ ἡ πίστη ἔχει καὶ τὴν ἐλπίδα ποὺ μᾶς προσφέρει, ἐντούτοις δια‑ πιστώνουμε ὅτι δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ρυ‑ παρότητάς μας ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ Θεὸς καὶ τὸ θέλημά Του δὲν εἶναι προτε‑ ραιότητα στὴ ζωή μας, ὅτι ἡ πορεία μας, λι‑ γότερο ἢ περισσότερο, στὸν κόσμο αὐτὸ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐπιδράσεις τοῦ ἐκκο‑ σμικευμένου πνεύματος, ὅτι ἐνῶ μετανο‑ οῦμε ἐνίοτε γιὰ τὰ σφάλματά μας, ξαναγυρίζουμε στὰ ὅσα ἔχουμε ἀποφα‑ σίσει νὰ ἀφήσουμε κατὰ μέρος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀπαντώντας σὲ ἀνάλογο προβληματισμό, θέτει αὐτὸ τὸ ἐρώτημα: «εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γέ‑ νοιτο» (Γαλ. 2, 17). Ὡστόσο τὸ ἐρώτημα πα‑ ραμένει. Καὶ δὲν μένει μόνο στὸ ζήτημα τῆς ἁμαρτίας. Ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ἐμμονὴ τῶν ἀνθρώπων σὲ αὐτοκαταστροφικὲς συμπε‑ ριφορές, οἱ ὁποῖες δὲν ἐπιτρέπουν τὴν ἀξιο‑ ποίηση τῆς προόδου, τῶν ἐφευρέσεων, τῆς ὀργάνωσης ἑνὸς πολιτισμοῦ ἀληθινὰ ἀξιο‑ θαύμαστου τεχνικά, ἀλλὰ καὶ διανοητικά, πρὸς ὄφελος τῶν πολλῶν, τὸν ἐγκλωβισμὸ στὴ λογική τοῦ θανάτου, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀβεβαιότητα γιὰ ὅλους. Γιατί, λοιπὸν, δὲν τὰ καταφέρνουμε ἠθικὰ καὶ πνευματικά, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀποτυχία μας νὰ μετα‑ φέρεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδά τῆς ζωῆς μας; Δὲν εἶναι εὔκολες οἱ ἀπαντήσεις. Πρωτί‑ στως χρειάζεται νὰ ὁρίσουμε τί σημαίνει πίστη. Ἔχουμε τὴν ἐντύπωση πὼς ἡ πίστη συνεπάγεται τὴν ἀποδοχὴ ὅτι ἕνα πρόσω‑

14

Ἐν Ἐσόπτρῳ

πο, μία ἰδέα, μία πραγματι‑ κότητα εἶναι ἀληθινή. Ἡ πί‑ στη ὅμως αὐτὴ περιορίζεται στὸ στοιχεῖο τῆς διάνοιας ἢ χρησιμοποιεῖ ὁρισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις μὲ βάση τὰ ὁποῑα ὁ πι‑ στεύων αἰσθάνεται ὅτι τὴν τηρεῖ καὶ τὴν ἀποδεικνύει. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὅμως ἡ πίστη συνεπάγεται τὴ σχέση προσώπων. Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιὸς εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀπευθύνομαι, θέλω νὰ ἔχω σχέση μαζί του, τὸν ζητῶ νὰ ὑπάρχει στὴν καθημερινότητα τῆς ὕπαρξής μου, μπορῶ νὰ μιλήσω μ᾽ αὐτὸν καὶ γι᾿ αὐτόν, ὅπως ὄχι ἁπλῶς κάποιος πιστεύει, ἀλλὰ ὅπως αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ. Στὴν περίπτωση τοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη μας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία θρησκευτικὴ ἀπο‑ δοχὴ ἢ ἐμπιστοσύνη, ἀλλὰ ἡ ἀφετηρία τῆς κοινωνίας μὲ τὸ ὑπαρκτὸ πρόσωπο τοῦ Θε‑ ανθρώπου, τὸ Ὁποῖο ἀποδεικνύει τὴν πα‑ ρουσία Του στὴ ζωὴ μας πρῶτα μέσα ἀπὸ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα Του, τὸ ὁποῖο καλού‑ μαστε νὰ κοινωνοῦμε, ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τοῦ τρόπου μὲ τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς φανερώνεται στὴ ζωή μας, δηλαδὴ μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸν συνάν‑ θρωπο. Στὴ συνέχεια, χρειάζεται νὰ ὁρίσουμε τί σημαίνει δικαίωση. Ἡ συνηθισμένη ἐκδοχὴ συνεπάγεται τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτοῦ ποὺ πιστεύουμε ὅτι εἶναι τὸ μέτρο καὶ ὁ κανόνας τῶν σκέψεων, τῶν πράξεων, τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Κατόπιν, ἡ δικαίωση περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ὁμάδα, τὸ σύστημα, τὸ σῶμα στὸ ὁποῖο ἀνήκουμε. Καὶ ἡ δικαίωση ἱκανοποιεῖ τὴν ἀνάγκη μας γιὰ ἀποδοχή, γιὰ ἀπόδοση ἀξίας στὸν ἑαυτό μας, γιὰ δόξα τελικά. Στὴ σχέση μας ὅμως μὲ τὸ Χριστὸ δικαίωση ση‑ μαίνει τὴν ἀναγνώριση ἀπὸ μέρους μας ὅτι ὁ Χριστὸς βλέπει σὲ ἐμᾶς τὸ πρόσωπο ποὺ


μπορεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του, τὸ δημι‑ ούργημα καὶ παιδί Του, στὸ ὁποῖο ἡ κοινω‑ νία περνᾶ ἀπὸ τὴν σχέση πατρότητας καὶ υἱότητας στὴ σχέση τῆς φιλίας καὶ τῆς ἀγάπης καὶ ταυτόχρονα στὴν πορεία τῆς σωτηρίας μας, δηλαδὴ τῆς νίκης κατὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς δωρεᾶς τῆς ἑνότητας ψυχῆς καὶ σώματος στὴν προοπτική της ἀνάστασης. Δὲν δικαιωνόμαστε ἐκ τῶν ὅποιων ἔρ‑ γων, τῶν χαρισμάτων ἢ τῶν κατορθωμά‑ των μας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία μὲ τὸ Χριστὸ, ποὺ γιὰ τὸ πρόσωπό μας σταυρώ‑ θηκε καὶ ἀναστήθηκε. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος καὶ τὸ χάρισμα τῆς ἁγιότητας. Τέλος, χρειάζεται νὰ ὁρίσουμε τί σημαί‑ νει ἁμαρτία. Ἡ συνηθισμένη ἐκδοχὴ κι ἐδῶ ταυτίζει τὴν ἁμαρτία μὲ συγκεκριμένες πράξεις ἢ παραλείψεις ποὺ παραβιάζουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κάνουν τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποτυγχάνει νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ ποὺ τόσα τοῦ ἔχει δώσει καὶ τοῦ δίδει. Αὐτὸς ὅμως ὁ ὁρισμὸς εἶναι ἐλλιπής, διότι ἐκ τῶν πραγμάτων οὐδεὶς ἀναμάρτητος. Ἂν ὁ ἄν‑ θρωπος μποροῦσε νὰ πετύχει τὴν ἀναμαρ‑ τησία ἀπὸ μόνος του, τότε θὰ ἦταν ὁ ἴδιος θεός. Μήπως ὅμως εἴμαστε καταδικασμέ‑ νοι νὰ πιστεύουμε σὲ ἕναν Θεὸ ποῦ θέλο‑ ντας νὰ ὁμοιάσει μέ μᾶς, σαρκούμενος δηλαδή, ἔγινε κι αὐτὸς διάκονος τῆς ἁμαρ‑ τίας; Ἡ ἀπάντηση σ᾽ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δεί‑ χνει καὶ τὸν τρόπο τῆς λύτρωσης. Ὁ Χριστὸς δὲν πειράχτηκε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, προ‑ σλαμβάνοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ὑπέστη ὅλες τὶς συνέπειές της, τὴν κακία, τὴν ἀπιστία, τὸ βάρος, τὸν θάνατο, ἐπάνω στὸ σταυρό. Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, ὄχι μόνο ὅση προηγήθηκε ἢ ὅση ἦταν ἐν ζωῇ ἐκείνη τὴ στιγμή, ἀλλὰ καὶ ἡ μετέπειτα, ἐναπέθε‑ σε τὸ βάρος τῆς ἁμαρτωλότητάς της στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶδε τὸ πλήρωμα τῆς ἁμαρτίας νὰ πεθαίνει μαζὶ μὲ τὸ Χριστὸ καὶ νὰ συνθάπτεται στὸν τάφο τοῦ θανά‑ του καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση πλέον νὰ μὴν ἔχει καμία δύναμη ἐπάνω στὸν ἄνθρωπο. Στὸ τσίμπημα τῆς φτέρνας μας τελικὰ περιορί‑ στηκε ἡ δύναμη τῆς ἁμαρτίας, διότι ἡ κε‑ φαλή της, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ τὴν καθορίζει καὶ τῆς δίνει ζωὴ συντρίφτηκε πάνω στὸ σταυρό. Εἶναι δύσκολη ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας ὅσο δὲν ἀποδεχόμαστε τὸν Θεὸ ὄχι ὡς ἰδέα, ἀλλὰ ὡς Πρόσωπο τὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε στὸ μυ‑ στήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας καὶ στὴν ἀγάπη πρὸς τὴν κάθε εἰκόνα Του, ποὺ εἶναι ὁ συνάνθρωπος. Εἶναι δύσκολη ἡ θεραπεία

τῆς ἁμαρτίας ὅσο περιμένουμε ὅτι θὰ ἀποτελέσει γιὰ μᾶς προσωπικὸ κατόρθωμα, χωρὶς αὐτὸ νὰ συνεπάγεται τὴν ἄρνηση τοῦ ἀσκητικοῦ ἀγῶνα καὶ τῆς ἔγνοιας γιὰ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀ‑ ληθινὴ ἄσκηση ὅμως ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀγά‑ πη πρὸς τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς πρῶτος μᾶς ἀγάπησε καὶ παρέδωσε τὸν ἑαυτό Του γιά μᾶς. Καὶ ὅταν μποροῦμε ἢ θέλουμε νὰ ἀγαποῦμε, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐπιλέγουμε τὴν ὁδὸ τῆς ἁγιότητας ὡς τὴν μοναδικὴ ὁδὸ χαρᾶς καὶ ἐλπίδας. Εἶναι δύσκολη ἡ θεραπεία τῆς ἁμαρτίας, ὅταν νομίζουμε ὅτι ζοῦμε ἀκόμη στὴν ἐπο‑ χὴ ποὺ ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε καὶ καθιστοῦμε τὸ βάρος της δυσβάσταχτο. Ἤδη θεραπεύ‑ θηκε ἡ ἁμαρτία στὸν σταυρὸ καὶ μὲ τὴν ἀνάσταση. Ὅσοι ὅμως ἀγωνιζόμαστε νὰ ζήσει μέσα μας ὁ Χριστὸς γευόμαστε τὸ τσί‑ μπημά της στὴ φτέρνα τῆς ὕπαρξής μας, ὡς ἀνάμνηση ὅτι εἴμαστε πάντοτε ἐλεύθεροι νὰ ἀφήσουμε τὸ δηλητήριό της νὰ μᾶς δια‑ ποτίσει ἢ κοινωνώντας μὲ τὸ Χριστὸ νὰ τὴν ἀποδεχθοῦμε ὡς τὸν μικρότερο ἢ μεγαλύ‑ τερο σταυρὸ αὐτῆς τῆς ζωῆς, ὡς κίνητρο με‑ τάνοιας, ταπείνωσης καὶ ἐκζήτησης τῆς θαλπωρῆς του. Ὁ κόσμος λειτουργεῖ μὲ βάση αὐτὸ ποὺ φαίνεται. Καὶ ἡ ἁμαρτία φαντάζει ἀθερά‑ πευτη. Δὲν εἶναι ὅμως ἔτσι. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκ‑ κλησίας, ἡ ὁδὸς τῆς ἁγιότητας, ἡ Ἀνάσταση ἤδη τὴν ἔχουν θεραπεύσει. Γιὰ ὅσους πι‑ στεύουν στὸ Θεὸ ὡς Πρόσωπο, γιὰ ὅσους χαίρονται ποὺ κι᾿ ἐκεῖνοι εἶναι πρόσωπα ποὺ ὁ Χριστὸς θεωρεῖ ὡς φίλους Του, γιὰ ὅσους ὁ σταυρὸς καὶ ἡ ἀνάσταση εἶναι τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τους, ἡ συσσταύρωση μὲ τὸν Κύριό μας ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη καὶ ἀσφαλέστερη ἔνδειξη αὐτῆς τῆς θεραπείας. Κι᾿ αὐτὸ εἶναι τὸ βαθύτερο νόημα τελικά τῆς πίστης. Ἂς συνεχίσουμε τὴν πορεία μας στὸν δύ‑ σκολο αὐτὸ κόσμο, ποὺ διέγραψε τὸν Θεὸ καὶ στὴ θέση Του ἔβαλε τὴν ἐπιβίωση, τὴν ἐπιθυμία, τὴν ἀκοινωνησία ἀναβαπτιζόμε‑ νοι στὴν σχέση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἂς αἰσιοδοξοῦμε. Ἡ νίκη κατὰ τῆς ἁμαρτίας θὰ διαφαίνεται καὶ στὴ δική μας ζωή, στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀ‑ ξιοποιοῦμε τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ πολιτισμοῦ μας, βοηθώντας μας κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα. Καὶ οἱ ἐπιλογές μας θὰ μποροῦν νὰ βοηθήσουν καὶ ἄλλους. Στὸν καθέναν μας ἄλλωστε βρίσκεται ἡ ἐλπίδα γιὰ τὴν ἀλ‑ λαγὴ καὶ τὴν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου. Ἐν Ἐσόπτρῳ

15


Μαζί μέ τούς γονεῖς Τὰ παιδιὰ σὰν καθρέφτες μας

“Πῶς νὰ κρυφτεῖς ἀπ᾽ τὰ παιδιά… Ἔτσι κι ἀλλιῶς τὰ ξέρουν ὅλα” Διονύσης Σαββόπουλος στὸ τραγούδι “Δὲν ξέρω τί νὰ παίξω στὰ παιδιὰ”

Πηγή: http://newagemama.com/

16

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Ἐπιμέλεια στήλης: π. Χαράλαμπος Κοπανάκης


Μέ ἐνδιαφέρον γιά τούς νέους Ἡ χαρὰ στὴν καθημερινὴ ζωὴ Ἀπὸ τὴν ψυχολόγο Δήμητρα Σταύρου (Α΄ μέρος) Ἡ χαρὰ εἶναι ἕνα πρωταρ‑ χικὸ συναίσθημα, ποὺ ὅπως ὅλα, μπορεῖ νὰ μᾶς εἶναι οἰ‑ κεῖο ἢ ὄχι. Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι μόνο ὅταν ὑπάρχει συχνά, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ζωὴ μας εἶναι ὄμορφη. Ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνε‑ ται, ἡ χαρὰ συχνὰ εἴτε ἀναστέλ‑ λεται, εἴτε ἀλλοιώνεται. Ἡ χαρὰ ὑπάρχει μόνο ὅταν ἐπιτρέπου‑ με νὰ βιώσουμε ὅλα τὰ συναισθήματα. Δὲν μποροῦμε νὰ ἐξορίσουμε τὰ δυσά‑ ρεστα, χωρὶς συνέπειες γιὰ τὰ εὐχάριστα. Ἔτσι, μποροῦμε νὰ συγκινηθοῦμε τόσο ἀπὸ ἕνα δυσάρεστο ἐρέθισμα, ὅσο κι ἀπὸ ἕνα εὐχάριστο. Ἀναφερόμαστε κυρίως στὴν πρώτη πε‑ ρίπτωση ποὺ ἀναφέραμε, τὴν καταστολὴ τῆς χαρᾶς. Θὰ σᾶς θυμίσω τὴν τόσο διαδεδομένη φράση: «Σὲ καλὸ νὰ μᾶς βγοῦν τὰ γέλια», ποὺ ὑπονοεῖ ὅτι πρέπει νὰ ἀναμένουμε κάτι κακὸ ποὺ θὰ ἔρθει ἀργότερα. Ἡ σκέψη αὐτὴ ὅμως, ποὺ εἰσάγεται τὴν ἴδια στιγμὴ μὲ τὴ φράση, λειτουργεῖ ἀμέσως κατασταλ‑ τικὰ στὸ συναίσθημα τῆς χαρᾶς.. Παρατηρεῖστε... Ὅταν ξεστομίζεται ἡ συγκεκριμένη φράση, καταλαγιάζουν τὰ γέλια. Πολλοί μοῦ λένε ὅτι προτιμοῦν νὰ μὴν χαίρονται πολὺ, ὥστε νὰ περιορίζουν καὶ τὸν πόνο ἀργότερα. Τὸ σίγουρο εἶναι ὅτι κι ὁ πόνος εἶναι φυσικὸ μέρος τῆς ὕπαρξής μας, ἀφοῦ καλούμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε ἀ‑ πώλειες, θανάτους, ἀσθένειες. Ἂν ὅμως, συγκρατοῦμε τὴ χαρὰ μὲ τὴ σκέψη ὅτι κά‑ ποτε θὰ ἔρθει ὁ πόνος, χάνουμε τὴν οὐσία τῆς ζωῆς καὶ ὁδεύουμε πρὸς μία στερημένη ζωὴ ποὺ μόνο πίκρα μπορεῖ νὰ φέρει.

Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀντοχὲς γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει ἀρνη‑ τικὰ γεγονότα κι ὅταν φανοῦν θὰ τὸ κάνει. Ἔτσι, καλούμαστε νὰ ἀδράξουμε τὴν εὐκαιρία νὰ χαροῦμε τὰ δῶρα τῆς ζωῆς ὅποτε ἐμφανίζονται, γιατί αὐ‑ τὰ εἶναι ποὺ θὰ μᾶς δώσουν κουράγιο καὶ δύναμη σὲ δυ‑ σκολότερους καιρούς. Ἡ αἰσιοδοξία καὶ ἡ ἀπαισιοδοξία δὲν ἀναφέρονται σὲ μία ἐξωτερικὴ πραγμα‑ τικότητα, ἀλλὰ σὲ μία στάση πρὸς τὴν πραγματικότητα. Κάποιος ποὺ εἶναι ἀπαισιόδοξος καὶ προτιμᾶ νὰ βλέπει πρῶτα τὴν ἄσχημη πλευρὰ τῶν πραγμά‑ των, εἶναι σά νὰ βάζει τρικλοποδιὰ στὸν ἑαυτό του. Ἡ αἰσιοδοξία μοιάζει νὰ εἶναι τὸ καύσιμο ποὺ δίνει ἐνέργεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη στόχων καὶ γι᾽ αὐτό, σὲ ὅλες τὶς ἔρευνες ποὺ μελετοῦν τὴν ἐπιτυχία (=ἐπι+τύχη, δηλ. ἐπιβολὴ στὴν τύχη) τὴν βρίσκουμε ὡς τὸ βασικότερο χαρακτη‑ ριστικὸ προσωπικότητας. Ὡστόσο, εἶναι ἀνούσιο νὰ δώσουμε συμ‑ βουλὲς νὰ εἶναι κάποιος αἰσιόδοξος κι αὐτὸ γιατί ἡ στάση ἀπέναντι στὴν πραγ‑ ματικότητα ἔχει υἱοθετηθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ὡς τώρα ἱστορία τοῦ καθένα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἱστορία τῶν προγόνων‑ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται αὐτὸ γιὰ πολλούς. Ἐντούτοις, μπορεῖ νὰ ἀλλάξει ἡ στάση ποὺ βλέπουμε τὰ πράγματα, ἐφόσον γίνουν συνειδητοὶ οἱ λόγοι ποὺ ὁδήγησαν στὴν ἀπαισιοδοξία καὶ γίνει ἡ ἀπαραίτητη ἐπεξεργασία. Ἡ ψευδοχαρὰ Ἐδῶ μποροῦμε νὰ ἀναφέρουμε τρία πα‑ ραδείγματα ψευτοχαρᾶς, ἀλλοίωσης τῆς χαρᾶς. Ἐν Ἐσόπτρῳ

17


Τὸ πρῶτο σχετίζεται κυρίως μὲ τὶς ψευ‑ δοανάγκες ποὺ κατέκλυσαν τὸ συλλογικὸ φαντασιακὸ κατὰ τὶς τελευταῖες δεκαετίες καὶ ἡ κατανάλωση συνδέθηκε μὲ τὴ χαρά. Στὴν πραγματικότητα ὅμως‑καὶ σχετι‑ κὲς ἔρευνες τὸ ἀποδεικνύουν‑ ἡ χαρὰ ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἀγορὰ κάποιου ρούχου ἢ ἄλλου ἀντικειμένου, δὲν διαρκεῖ παρὰ μόνο ἀπὸ κάποια λεπτὰ ὡς μισή ὥρα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάποιος ποὺ ἔχει συν‑ δέσει τὴ χαρὰ μὲ τὴν κατανάλωση, χαίρε‑ ται ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ διαλέξει ἕνα μπλουζάκι ὡς τὴν ὥρα ποὺ θὰ τὸ πληρώ‑ σει στὸ ταμεῖο καὶ θὰ τὸ βάλει στὴ σακ‑ κούλα. Τὸ δεύτερο παράδειγμα εἶναι τῶν ἀν‑ θρώπων ποὺ ἔχουν μάθει νὰ ἔχουν τὸ χα‑ μόγελο μάσκα. Μία φίλη Γιαπωνέζα μοῦ ἔλεγε, ὅτι στὴν Ἰαπωνία τὰ κορίτσια κυ‑ ρίως μαθαίνουν νὰ χαμογελοῦν ὅ,τι κι ἂν νοιώθουν. Δὲν χρειάζεται ὅμως νὰ πᾶμε στὴν Ἰαπωνία γιὰ νὰ δοῦμε αὐτὸ τὸ φαι‑ νόμενο. Πίσω ἀπὸ τὸ ψεύτικο χαμόγελο κρύβεται κυρίως ἡ ἀγωνία νὰ εἶναι κανεὶς ἀρεστὸς σὲ ὅλους. Κι αὐτὴ ἡ ἀγωνία μόνο μὲ τὴ χαρὰ δὲν μπορεῖ νὰ συνδέεται. Ἐδῶ μᾶλλον φαίνεται νὰ ταιριάζει ὡς ἕνα μεγάλο βαθμὸ καὶ ὁ ρόλος τοῦ «χαζο‑ χαρούμενου». Τοῦ “χαζοῦ παιδιοῦ χαρὰ γεμάτου”. Τί κρίμα νὰ συνδέεται ἡ χαζο‑ μάρα μὲ τὴ χαρὰ σὲ τόσες φράσεις. Δηλαδὴ οἱ ἔξυπνοι πρέπει νὰ εἶναι θλιμ‑ μένοι; Ἐντούτοις, ἡ σύνδεση γίνεται γιὰ νὰ ἐκφράσει τὸν χαρακτήρα ποὺ δὲν ἐκφρά‑ ζει κανένα ἄλλο συναίσθημα πέραν τῆς χαρᾶς. Στὶς περισσότερες περιπτώσεις, ὁ ρόλος τοῦ χαζοχαρούμενου εἶναι ἕνας ἀμυντικὸς ρόλος, συνήθως δυσλειτουρ‑ γικὸς γι᾽ αὐτὸν ποὺ τὸν ἔχει υἱοθετήσει. Τὸ τρίτο παράδειγμα ψευδοῦς χαρᾶς εἶ‑ ναι ἡ περίπτωση τῆς μανίας. Ἐδῶ ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ τὴν ἔκφραση τῆς ὑπερ‑ βολῆς, μίας κραυγαλέας χαρᾶς ποὺ κινη‑ τοποιεῖ τὸ ἄτομο νὰ θέτει τὸν ἑαυτό του σὲ δυσάρεστες ἢ ἐπικίνδυνες περιπέτειες. Ἡ μανία ὅμως ἐμφανίζεται ὡς ὁ ἄλλος πό‑ λος τῆς κατάθλιψης καὶ λειτουργεῖ ἀντι‑ σταθμιστικά. Ἔτσι, κάτω ἀπὸ τὰ κραυγαλέα γέλια καλύπτεται μεγάλη θλίψη. Ἡ χαρὰ στὴν καθημερινότητα εἶναι συ‑ νήθως ἥσυχη. Εἶναι ἥσυχη γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ παρατηροῦμε γύρω μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὴν ἀκτίνα μίας ἡλιόλουστης μέρας ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἢ τὸ γέλιο τοῦ παιδιοῦ μας ὅταν παίζει.

18

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι κάθε στιγμὴ ἔ‑ ντονης χαρᾶς εἶναι καὶ ψυχοπαθολογική. Ψυχοπαθολογικὴ εἶναι ἡ χαρὰ ὅταν βρί‑ σκεται μονίμως σὲ ἔνταση. Βέβαια, ὑπάρχουν καὶ περίοδοι ἔντονης χαρᾶς, ὅπως οἱ περίοδοι ποὺ ἐρωτευόμα‑ στε. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ εἶναι ἐρωτευμένοι ὄχι μὲ κάποιο ἀντικείμενο πόθου, ἀλλὰ μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἔρωτα‑κι ἐκεῖ πρέπει νὰ ὑποπτευθοῦμε ὅτι κάτι κρύβε‑ ται (ὅπως μία ἀδυναμία ἀποκόλλησης ἀπὸ τὴν πατρικὴ οἰκογένεια, μία ναρκισ‑ σιστικὴ προσωπικότητα, ἢ μία μανιακὴ ἐκδήλωση). Ἡ χαρὰ βρίσκεται κυρίως στὶς σχέσεις μὲ τοὺς ἄλλους. Μὲ τὰ παιδιά μας, μὲ τοὺς φίλους μας, μὲ τοὺς συντρόφους καὶ τὴν οἰκογένεια, μὲ τοὺς συνεργάτες μας. Οἱ ἁρμονικὲς σχέσεις συνδέονται μὲ τὴν εὐτυχία. Ἡ χαρὰ σχετίζεται μὲ τὸ παιχνίδι.

Ἔχετε δεῖ ποτὲ παιδὶ πού παίζει νὰ μὴν εἶναι χαρούμενο; Τὸ παιχνίδι μᾶς κάνει καὶ χαιρόμαστε μὲ ἕναν τρόπο φυσικό. Ὅσο μεγαλώνουμε τόσο λιγότερο παί‑ ζουμε. Ὅμως τὸ παιχνίδι εἶναι ἕνας θη‑ σαυρὸς ἀπὸ τὴν παιδικὴ ἡλικία ποὺ πρέπει νὰ διαφυλλάξουμε σὲ ὅλη τὴ ζωή μας. Ἂς παίξουμε μόνοι μας, μὲ τὰ παιδιά μας ἢ ἀλλιῶς (λέμε ὄχι τυχαία: παίζω θέ‑ ατρο, παίζω πιάνο, παίζω ποδόσφαιρο...) Παίζοντας ἀνακαλύπτουμε πάντα νέα πεδία γνώσης, ἐξασκοῦμε ἱκανότητες, ζω‑ ντανεύει ἡ φαντασία καὶ ἡ δημιουργικό‑ τητα ἀλλὰ πρωτίστως χαιρόμαστε! Πρέπει ἐδῶ νὰ διαχωρίσουμε ὅτι ἄλλο εἶναι νὰ παίζουμε, κι ἄλλο νὰ παίζουμε μὲ τὴ ζωή μας.... Συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο τεῦχος..... Πηγή:http://psyhismos.blogspot.gr/

Ἐπιμέλεια στήλης: π. Χαράλαμπος Κοπανάκης


сознание consciousness

Γιὰ τὴ συνείδηση

conocimiento

съзнание

coscienza conştiinză

Ἀββᾶ Δωροθέου

ndërgjegje Bewusstsein

40.—. Ὅταν ὁ Θεὸς δημι‑ ούργησε τὸν ἄνθρωπο, ἔ‑ βαλε μέσα του ἕνα θεῖο σπέρμα, σὰν ἕνα εἶδος λο‑ γισμοῦ πιὸ θερμοῦ καὶ φωτεινοῦ, νὰ ἔχει τὴ θέση τῆς σπίθας, γιὰ νὰ φωτίζει τὸ νοῦ καὶ νὰ τοῦ δείχνει νὰ ξεχωρίζει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό. Αὐτὸ ὀνομάζεται συνείδηση, καὶ εἶναι ὁ φυ‑ σικὸς νόμος (Ἰωάν. Χρυσ. P. G.49, 131‑133). Αὐτὸς εἶναι τὰ πηγάδια πού ἄνοιγε ὁ Ἰακώβ, ὅπως ἀκριβῶς εἶπαν οἱ Πατέρες, καὶ τὰ παράχωναν οἱ Φιλισταῖοι (Γέν. 26, 15). Μ’ αὐτὸ τὸ νόμο, δηλαδὴ μὲ τὴ συνείδηση, συμμορφώθηκαν οἱ Πατέ‑ ρες καὶ ὅλοι οἱ Ἅγιοι πού ἔζησαν πρὶν ἀπὸ τὸ γραπτὸ νόμο καὶ εὐαρέστησαν στὸν Θεό. Ἐπειδὴ ὅμως αὐτὴ παραχώθηκε καὶ καταπατήθηκε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν προοδευτικὴ ἐξάπλωση τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τὸ γραπτὸ νόμο, χρειαστή‑ καμε τοὺς ἁγίους Προφῆτες, χρειαστή‑ καμε τὴν ἐνανθρώπιση τοῦ Ἴδιου τοῦ Δεσπότη μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ τὴν ξαναφέρει στὸ φῶς καὶ νὰ τὴν ἀνα‑ στήσει, γιὰ νὰ ξαναδώσει ζωή, μὲ τὴν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντο‑ λῶν τοῦ Θεοῦ, σ᾿ ἐκείνη τὴν σπίθα ποῦ ἦταν παραχω‑ μένη. Τώρα, λοιπόν, εἶ‑ ναι στὸ χέρι μας ἢ νὰ τὴν παραχώσουμε πάλι ἢ νὰ τὴν ἀφή‑ σουμε νὰ λάμπει καὶ νὰ μᾶς φωτίζει, ἂν συμμορφωνόμαστε μὲ τὶς ὑποδείξεις της.

conscience

Γιατί ὅταν ἡ συνείδησή μας μᾶς ὑπαγορεύει νὰ κάνουμε αὐτὸ καὶ ἀδιαφο‑ ροῦμε, καὶ πάλι μᾶς λέει νὰ κάνουμε ἐκεῖνο καὶ δὲν τὸ κάνουμε, ἀλλὰ σταθε‑ ρὰ καὶ ἀδιάκοπα τὴν κατα‑ πατοῦμε, ἔτσι τὴ θάβουμε καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ φω‑ νάξει δυνατὰ μέσα μας, ἀπὸ τὸ βάρος πού τὴ σκε‑ πάζει. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ λυχνάρι πού δίνει θαμπὸ φῶς, ἔτσι καὶ αὐτὴ ἀρχίζει νὰ μᾶς δείχνει ὅλο πιὸ θολά, ὅλο πιὸ σκοτεινὰ τὰ πράγματα, ὅπως συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θολωμένο ἀπὸ τὰ πολλὰ χώματα νερό, πού δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς μέσα τὸ πρόσωπό του. Ἔτσι σιγὰ – σιγὰ καταντᾶμε νὰ μὴν αἰσθανό‑ μαστε ἐκεῖνα πού μᾶς ὑπαγορεύει ἡ συ‑ νείδησή μας καὶ νὰ φτάνουμε στὸ σημεῖο νὰ νομίζουμε ὅτι δὲν τὴν ἔχουμε καθό‑ λου. Ὅμως δὲν ὑπάρχει κανένας πού νὰ μὴν τὴν ἔχει. Γιατί αὐτὸ εἶναι κάτι θεϊκό, ὅπως ἤδη εἴπαμε, καὶ δὲν χάνεται ποτέ, ἀλλὰ πάντα μᾶς θυμίζει ἐκεῖνο ποῦ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε. Ἐμεῖς ὅμως δὲν τὴν αἰσθανό‑ μαστε, γιατί ὅπως εἶπα, τὴν καταφρονοῦμε καὶ τὴν καταπατοῦμε. 41.—. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Προφή‑ της θρηνεῖ τὸν Ἐφραὶμ καὶ λέει: «Καταδυνά‑ στευσε ὁ Ἐφραὶμ τὸν ἀντίπαλό του καὶ κα‑ τέπνιξε τὴ φωνὴ του» Ἐν Ἐσόπτρῳ

19


(Ὠσ. 5, 11). Ἀντίπαλο ὀνομάζει τὴ συνεί‑ δηση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ στὸ Εὐαγγέλιο λέει: «Νὰ ἔχεις καλὲς σχέσεις μὲ τὸν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμη μαζὶ στὸ δρόμο, μήπως κάποτε σὲ παραδώσει στὸν κριτή, καὶ ὁ κριτὴς στοὺς ὑπηρέτες καὶ σὲ βάλουν στὴ φυλακή. Ἀληθινά, σοῦ λέω, δὲν θὰ βγεῖς ἀπὸ ἐκεῖ μέχρις ὅτου ξεπλη‑ ρώσεις καὶ τὴν τελευταία δεκάρα τοῦ χρέ‑ ους σου» (Ματθ. 5, 25‑26)2. Γιατί ὅμως ὀνομάζει τὴ συνείδηση ἀντίπαλο; Ἀντίπαλος λέγεται, ἐπειδὴ ἐναντιώνεται πάντοτε στὸ θέλημά μας τὸ κακό, καὶ μᾶς ἐλέγχει γι᾿ αὐτὰ πού πρέπει νὰ κά‑ νουμε καὶ δὲν τὰ κάνουμε καὶ μᾶς κατηγορεῖ γι᾿ αὐτὰ πού κάνουμε ἐνῶ δὲν πρέπει νὰ τὰ κάνουμε. Γι᾿ αὐτὸ τὴν ὀνομάζει ἀντίπαλο καὶ μᾶς παραγγέλει λέγοντας: «Νὰ ἔχεις καλὲς σχέσεις μὲ τὸν ἀντίπαλό σου, ὅσο περπατᾶτε ἀκόμα μαζὶ στὸ δρόμο. Ὁ δρόμος εἶναι, ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος, αὐτὸς ὁ κόσμος.

42.—. Ἂς φροντίσουμε λοιπόν, ἀδελφοί μου, νὰ φυλᾶμε τὴ συνείδησή μας, ὅσο ἀκόμα βρισκόμαστε σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο, χωρὶς νὰ τὴν προκαλοῦμε νὰ μᾶς ἐλέγξει γιὰ κάποιο πρᾶγμα, χωρὶς νὰ τὴν καταπατοῦμε σὲ τίποτα ἀπολύτως οὔτε καὶ στὸ ἐλάχιστο. Γιατί ξέρετε καλὰ ὅτι ἀπὸ τὰ μικρὰ αὐτὰ καὶ ἀσήμαντα, ὅπως λένε, φτάνουμε νὰ καταφρονοῦμε καὶ τὰ μεγάλα. Γιατί ὅταν ἀρχίσει κανεὶς νὰ λέει: «Τί σημασία ἔχει, ἂν πῶ αὐτὸ τὸ λόγο.

20

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Τί σημασία ἔχει ἂν φάω λιγάκι; Τί σημα‑ σία ἔχει ἂν δώσω προσοχὴ σ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»; Ἀπὸ τὸ «τί σημασία ἔχει αὐτὸ καὶ τί σημασία ἔχει ἐκεῖνο», ἀποκτάει κανεὶς κακὴ καὶ διεστραμμένη διάθεση καὶ ἀρχίζει νὰ καταφρονεῖ καὶ τὰ μεγάλα καὶ βαρύτερα, καὶ νὰ καταπατεῖ τὴν ἴδια τὴ συνείδησή του. Γι᾿ αὐτό, προσέξτε, ἀδελφοί μου, νὰ μὴν ἀμελήσουμε τὰ μικρά, προσέξτε νὰ μὴν καταφρονήσουμε αὐτὰ σὰν ἀσήμαντα. Δὲν εἶναι μικρά, γιατί ἀπ᾿ αὐτὰ τρέφεται ἡ ψυχή, ἀπ᾿ αὐτὰ δημιουργεῖται κακὴ συ‑ νήθεια. Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς φροντί‑ σουμε τὰ ἐλαφρά, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἐλαφρά, γιὰ νά μὴ γίνουν βαριά. Καὶ ἡ πρόοδός μας στὴν ἀρετὴ καὶ ἡ ἁμαρτία, ξεκινᾶνε ἀπὸ τὰ μικρὰ καὶ καταλήγουν σὲ μεγάλα, εἴτε καλὰ εἴτε κακά. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς προτρέπει ὁ Κύριος νὰ φυλᾶμε τὴ συ‑ νείδησή μας, σὰν νὰ θέλει νὰ κάνει κά‑ ποιον ἰδιαίτερα προσεκτικὸ καὶ τοῦ λέει: «Πρόσεξε τί κάνεις, ταλαίπωρε, ξύπνα, δημιούργησε καλὲς σχέσεις μὲ τὸν ἀντί‑ παλό σου, ὅσο ἀκόμη βρίσκεσαι στὸ δρό‑ μο μαζί του». Καὶ προσθέτει τὸ φόβο καὶ τὸν κίνδυνο ποῦ ἔχει ἡ ὑπόθεση λέγο‑ ντας: «Μήπως κάποτε σὲ παραδώσει στὸν κριτὴ καὶ ὁ κριτὴς στοὺς ὑπηρέτες καὶ σὲ βάλουν στὴ φυλακή». Καὶ τί ἄλλο; «Ἀληθινά, σοῦ λέω, δὲν θὰ βγεῖς ἀπὸ ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ξεπληρώσεις καὶ τὴν τε‑ λευταία δεκάρα τοῦ χρέους σου». Γιατί ἡ συνείδηση μᾶς ἐλέγχει, ὅπως εἶπα, γιὰ τὸ καλὸ καὶ γιὰ τό κακό, καὶ μᾶς ὑποδει‑ κνύει τί νὰ κάνουμε καὶ τί ὄχι. Καὶ αὐτὴ πάλι θὰ μᾶς κατηγορήσει καὶ στὴ μέλ‑ λουσα ζωή. Γι᾿ αὐτὸ λέει: Μήπως κάποτε σὲ παραδώσει στὸν κριτὴ» κ.τ.λ. 43.—. Ἡ προσπάθειά μας, γιὰ νὰ φυ‑ λάξουμε τὴ συνείδησή μας ἄγρυπνη καὶ νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὶς ὑποδείξεις της, παίρνει πολλὲς καὶ ποικίλες μορφές. Γιατί πρέπει νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς «κατὰ συ‑ νείδηση» καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν πλησίον καὶ πρὸς τὰ πράγματα. Πρὸς μὲν τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὴν καταφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, καὶ ὅταν δὲν τὸν βλέπει ἄν‑ θρωπος καὶ ὅταν κανεὶς δὲν ἀπαιτεῖ τί‑ ποτε ἀπ᾿ αὐτόν. Αὐτὸς ἐνεργεῖ «κατὰ συνείδηση» ἀπέναντί τοῦ Θεοῦ μυστικά. Νά, τί θέλω νὰ πῶ. Ἀμέλησε τὴν προ‑


Ἂς ἀγρυπνήσουμε, ἂς φροντίσουμε τὰ ἐλαφρά, ὅσο εἶναι ἀκόμη ἐλαφρά, γιὰ νά μὴ γίνουν βαριά. σευχή, ἀνέβηκε στὴν καρδιὰ του «ἐμπα‑ θὴς λογισμὸς» καὶ δὲν πρόσεξε καὶ δὲν πίεσε τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ συγκατατέ‑ θηκε. Εἶδε τὸν πλησίον του νὰ λέει ἢ νὰ κάνει κάτι καὶ κατὰ τὴ φαντασία του τὸν ὑποψιάστηκε καὶ τὸν κατέκρινε. Καὶ μὲ λίγα λόγια, σὲ ὅσα γίνονται ἐσωτερικά, μυστικά, πού κανένας δὲν ξέρει, παρὰ μόνο ὁ Θεὸς καὶ ἡ συνείδησή μας, σ᾿ αὐτὰ πρέπει νὰ συμμορφωνόμαστε μὲ τὴ φω‑ νὴ τῆς συνειδήσεως. Αὐτὸ σημαίνει τὸ νὰ τηροῦμε τὴ συνείδησή μας πρὸς τὸ Θεό. 44.—. Ἡ τήρηση τῆς συνειδήσεως πρὸς τὸν πλησίον εἶναι νὰ μὴν κάνει κανεὶς τί‑ ποτε ἀπολύτως πού καταλαβαίνει ὅτι θλίβει ἢ πληγώνει τὸν πλησίον, εἴτε μὲ ἔργο, εἴτε μὲ λόγο, εἴτε μὲ κάποια κίνηση εἴτε μ᾿ ἕνα βλέμμα, γιατί μπορεῖ κανεὶς καὶ μὲ μιὰ κίνηση, ὅπως πολλὲς φορὲς λέω, νὰ πληγώσει τὸν πλησίον, μπορεῖ καὶ μ᾿ ἕνα βλέμμα. Καὶ μὲ λίγα λόγια, ὁ ἄνθρωπος μολύνει τὴ συνείδησή του μὲ ὅσα καταλαβαίνει ὅτι κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ προκαλέσει λογισμὸ στὸν πλησίον, ἐπειδὴ ξέρει ὅτι τὸ κάνει ἐπίτηδες γιὰ νὰ τὸν βλάψει ἢ νὰ τὸν στεναχωρήσει. Τὸ νὰ φυλάξει, λοιπὸν, τὴ συνείδηση καὶ νὰ μὴν κάνει κάτι τέτοιο, εἶναι αὐτὸ πού λέμε, «νὰ ἐνεργεῖ κατὰ συνείδηση» πρὸς τὸν πλησίον. 45.—. Νὰ ἐνεργεῖ κανεὶς «κατὰ συνεί‑ δηση» πρὸς τὰ ὑλικὰ πράγματα σημαίνει νὰ μὴν κάνει κατάχρηση κανενὸς πράγ‑ ματος, νὰ μὴν ἀφήνει κάτι νὰ καταστρα‑ φεῖ ἢ νὰ πεταχθεῖ. Ἀλλά, καὶ ἂν ἀκόμα δεῖ κάτι πεταμένο, νὰ μὴν τὸ ἀγνοήσει, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀσήμαντο, ἀλλὰ νὰ τὸ μαζέψει καὶ νὰ τὸ βάλει στὴ θέση του. Νὰ μὴ χρησιμοποιεῖ ἀπρόσεκτα τὰ ροῦχα του. Γιατί, ἂς ὑποθέσουμε ὅτι μπορεῖ νὰ φορέσει κανεὶς τὸ ροῦχο του ἄλλη μιὰ ἢ δυὸ ἑβδομάδες καὶ πηγαίνει καὶ τὸ βάζει καὶ τὸ πλένει, πρὶν τῆς ὥρας του, καὶ τὸ φθείρει. Καὶ ἀντὶ νὰ τὸ χρησιμοποιήσει

ἄλλους πέντε μῆνες ἢ καὶ περισσότερο, μὲ τὸ πλύνε‑ πλύνε τὸ παλιώνει καὶ τὸ ἀχρηστεύει. Καὶ αὐτὸ γί‑ νεται «παρὰ συνείδηση». Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ στρῶμα. Πολλὲς φορὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ βολευτεῖ μ’ ἕνα παπλω‑ ματάκι καὶ ζητάει παχὺ στρῶμα. Ἄλλοτε πάλι ἔχει τρίχινο καὶ θέλει νὰ τὸ ἀλλάξει καὶ νὰ πάρει ἄλλο καινούργιο καὶ ὄμορφο ἀπὸ ματαιοδοξία ἢ ἀπὸ ἀκηδία. Μπορεῖ ν᾿ ἀρκεστεῖ σ’ ἕνα παλιό‑ ρουχο καὶ ζητάει μάλλινο καὶ δημιουργεῖ ζητήματα, ἂν δὲν τοῦ τὸ δώσουν. Ἂν δὲ καὶ ἀρχίσει νὰ προσέχει τὸν ἀδελφό του καὶ νὰ λέει: «Γιατί αὐτὸς ἔχει αὐτὸ καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω»; Ἔ, αὐτὸς εἶναι μακάριος! Τότε πρόκοψε! Ἄλλοτε πάλι ἁπλώνει κανεὶς τὸ ροῦχο του ἢ τὸ σκέπασμά του στὸν ἥλιο καὶ ἀμελεῖ νὰ τὸ μαζέψει καὶ τὸ ἀφήνει καὶ καίγεται. Καὶ αὐτὸ εἶναι «παρὰ συνείδηση». Παρόμοια καὶ μὲ τὰ φαγητά. Μπορεῖ κανεὶς νὰ βολευτεῖ μὲ μικρὸ λάχανο ἢ μὲ λίγα ὄσπρια ἢ λίγες ἐλιές, καὶ δὲν τὸ ση‑ κώνει, ἀλλὰ ζητάει ἄλλο φαγητὸ πιὸ γευστικὸ καὶ πιὸ πολυτελές. Ὅλα αὐτὰ εἶναι «παρὰ συνείδηση». 46.—. Οἱ Πατέρες ὅμως λένε ὅτι δὲν πρέπει ὁ μοναχὸς ν᾿ ἀφήσει ποτὲ τὴ συ‑ νείδησή του νὰ τὸν κατατυραννεῖ γιὰ ὁποιοδήποτε θέμα. Πρέπει λοιπόν, ἀδελ‑ φοί μου, ν᾿ ἀγρυπνοῦμε πάντοτε καὶ νὰ φυλαγόμαστε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν πέσουμε σὲ κίνδυνο. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας τὸ προεῖπε, ὅπως τὸ ξανάπαμε. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει νὰ τὰ ἀκοῦμε καὶ νὰ τὰ τηροῦμε ὅλα αὐτά, γιὰ νὰ μὴν μᾶς κατα‑ κρίνουν οἱ λόγοι τῶν Πατέρων μας. Ἀμήν. Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Ἀββᾶς Δωρόθεος, ἔργα ἀσκητικὰ» Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ» Ἱ. Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Ἐν Ἐσόπτρῳ

21


Τὸ κάλλος τῆς Λειτουργίας τοῦ π. Ἀλεξάνδρου Σμέμαν

[...] Πρέπει γιὰ μία ἀκόμη φορά νὰ τονί‑ σουμε τὸ χαρμόσυνο χαρακτήρα τῆς εὐχα‑ ριστιακῆς σύναξης. Γιατί ἐνῶ ἡ μεσαιωνικὴ ἔμφαση ποὺ δίνομε στὸ σταυρὸ δὲν εἶναι λαθεμένη, σίγουρα εἶναι μονόπλευρη. Ἡ λειτουργία εἶναι, πρὶν ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα, ἡ χαρμόσυνη σύναξη ἐκείνων ποὺ θὰ ἀντα‑ μώσουν μὲ τὸν ἀναστημένο Κύριο καὶ θὰ μποῦν μαζί Του στὸ νυφιάτικο δῶμα. Καὶ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ «κάλλος» τῆς λειτουργίας, ποὺ τόσο συχνὰ τὸ κατάγγειλαν πὼς εἶναι ἀ‑ χρείαστο καὶ ἀκόμη ἁμαρτωλό, στὴν ὑμνω‑ δία καὶ στὸ τυπικό, στὰ ἄμφια καὶ στὸ λιβάνι, ἐκφράζονται ἀκριβῶς: ἡ χαρὰ τῆς ἀπαντοχῆς καὶ ἡ ἀπαντοχὴ τῆς χαρᾶς. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ἀχρείαστο (τὸ κάλλος) γιατί βρισκόμαστε πέρα ἀπὸ τὶς κατηγορίες τοῦ «χρειαζούμενου». Τὸ κάλλος δὲν εἶναι ποτὲ «χρειαζούμενο» ἢ «χρησιμοθηρικό». Καὶ ὅταν, προσμένοντας κάποιον ποὺ ἀγαπᾶμε, βάζομε ἕνα ὡραῖο τραπεζομά‑ ντιλο στὸ τραπέζι καὶ τὸ στολίζομε μὲ κεριὰ καὶ λουλούδια, αὐτὰ ὅλα δὲν τὰ κάνομε ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἀπὸ ἀγάπη. Καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀγάπη καὶ ἀπαντοχὴ τῆς ἀγάπης. Σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη παράδοσή μας, εἶναι ὁ οὐρανὸς ἀπάνω στὴ γῆ εἶναι ἡ χαρὰ πὼς ξαναβρήκαμε τὰ παιδικά μας χρόνια, τὴ λεύτερη ἐκείνη, τὴ δίχως ὅρους καὶ τὴν ἀνυστερόβουλη χαρά, τὴ μόνη ποὺ δύναται νὰ μεταμορφώσει τὸν κόσμο. Οἱ ὁρισμοὶ καὶ τὰ δικαιολογητικὰ ποὺ γυρεύομε στὴν ἐνη‑ λικιωμένη, στὴ σοβαρή μας εὐσέβεια, ἔχουν τὶς ρίζες τους στὸ φόβο. Φοβόμαστε τὴ φθορά, τὴ λοξοδρόμηση, τὶς «παγανιστικὲς ἐπιρροές», φοβόμαστε ἄλλα. Ὅμως ὁ φο‑ βούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ (Α’ Ἰωάν. 4,18). Ὅσο οἱ Χριστιανοὶ θὰ ἀγαπᾶνε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ –καὶ δὲ θὰ τὴ συζητοῦν μονάχα‑ πάντα θὰ τὴν «ἀνα‑ παρασταίνουν» καὶ θὰ τὴ σημαίνουν μὲ τὴν τέχνη καὶ μὲ τὴν ὀμορφιά.

22

Ἐν Ἐσόπτρῳ

Καὶ ὅποιος τελεῖ τὸ μυστήριο τῆς χαρᾶς θὰ παρουσιάζεται φορεμένος τὸ ὡραῖο φελόνι, ἀφοῦ εἶναι ντυμένος τὴ δόξα τῆς Βασιλείας, ἀφοῦ ἀκόμα καὶ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ ἀν‑ θρώπου ὁ Θεὸς παρουσιάζεται μέσα σὲ δό‑ ξα. Στὴν Εὐχαριστία βρισκόμαστε μπροστὰ στὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί, ὅπως ὁ Μωυσῆς μπροστὰ στὸ Θεό, σκεπαζόμαστε ἀπὸ τὴ δόξα Του. Ὁ Χριστὸς φοροῦσε καὶ Αὐτὸς ἕνα ἄραφτο ροῦχο ποὺ οἱ στρατιῶτες στὸν Σταυρὸ δὲν τὸ σκίσανε: δὲν ἀγοράστη‑ κε στὸ παζάρι, ἀλλὰ φαίνεται πὼς τὸ ὕφα‑ ναν κάποια χέρια γεμάτα ἀγάπη. Ναί, τὸ κάλλος τῆς ἀπαντοχῆς μας γιὰ τὴν Εὐχαρι‑ στία δὲν ἔχει πραχτικὴ χρησιμότητα. Ἀλλὰ ὁ Romano Guardini σοφὰ μίλησε γιὰ τὴν ἄχρηστη αὐτὴ ὀμορφιά. Στὴ λειτουργία λέει πώς: «Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ παρουσιάζεται στὸν ἄνθρωπο ἡ εὐκαιρία νὰ ἀλλάξει τὴ θεμελιακὴ οὐσία του, νὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὴν θεϊκιὰ μοίρα του πραγματικὰ ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ εἶναι καὶ ποὺ πεθυμάει νὰ εἶναι, τέκνο τοῦ Θεοῦ. Στὴ λειτουργία ἔχει νὰ πορευτεῖ πρὸς τὸν Θεὸν τὸν εὐφραίνο‑ ντα τὴν νεότητά του... Ἐπειδὴ ἡ ζωὴ τῆς λει‑ τουργίας εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ ἐκείνη στὴν ὁποία ἡ συνηθισμένη πραγματικότητα τῆς παρέχει εἴτε τὴν εὐκαιρία εἴτε τὴ μορφὴ γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ, γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συνταιριά‑ ζει κατάλληλες μορφὲς καὶ μεθόδους ἀπὸ τὴ μόνη σφαίρα ὅπου ὑπάρχουν, τὴ σφαίρα τῆς τέχνης. Μιλάει μετρικὰ καὶ μελωδικὰ χρησιμοποιεῖ μορφικὰ καὶ ρυθμικὰ σχή‑ ματα ντύνεται χρώματα καὶ ροῦχα ξένα πρὸς τὴν ἄλλη, τὴν καθημερινὴ ζωή... Εἶναι στὴν ἀνώτατη σημασία της ἡ ζωὴ ἑνὸς παιδιοῦ, στὴν ὁποία ὅλα εἶναι ζωγραφιά, μελωδία καὶ τραγούδι. Τέτοιας λογῆς εἶναι τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς ποὺ φανερώνει ἡ λει‑ τουργία: ἑνώνει τὴν πράξη καὶ τὴν πραγ‑ ματικότητα σὲ μία ὑπερφυσικὴ παιδικὴ ἡλικία μπροστὰ στὸ Θεό».


Δωρεές

Γιά τό Πολιτιστικό Κέντρο‑ Ἐπικοινωνιακό καί Μορφωτικό Ἵδρυμα Ἱ. Μητροπόλεως Γορτύνης καί Ἀρκαδίας: Γιά τήν ἀνέγερση τοῦ β΄ ὀρόφου, ἄνωθεν αὐτοῦ 1) Ἱ. Μητρόπολη Γορτύνης καί Ἀρκαδίας 10.000€, 2) Γ. Φ. Ταμεῖο 14.000€ καί 3) κ. Πελαγία Φραγκιουδάκη 30€ Γιά τό τμῆμα νεανικῶν συνάξεων 1) Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακάριος 200,50€ καί 2) κ. Πελαγία Φραγκιουδάκη 20€ Γιά τό τμῆμα σχολῆς βυζαντινῆς μουσικῆς 1) Οἱ ἐπιμορφούμενοι τοῦ τμήματος 375€ Γιά τό τμῆμα σχολῆς ἁγιογραφίας 1) Οἱ ἐπιμορφούμενοι τοῦ τμήματος 880€ Γιά τό τμῆμα μάθησης παραδοσιακῶν μουσικῶν ὀργάνων 1) Οἱ ἐπιμορφούμενοι τοῦ τμήματος 210€ Γιά τό περιοδικό «Ἐν Ἐσόπτρῳ» 1) Σεβ. Μητροπολίτης Γορτύνης καί Ἀρκαδίας κ. Μακάριος 215€ καί 2) Ἐνορία Πρινιᾶ Μαλεβ. 50€.

Ἡ Τοπική Ἐκκλησία εὐχαριστεῖ πολύ καί εὔχεται καί ὑπέρ τῶν δωρητῶν της. Ἐν Ἐσόπτρῳ

23



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.