ΜΑΘΗΤΕΣ: Τόση Σμαράγδα Τόσκα Ιωάννης Τρανταφύλλη Άρτεμις Φαντλείγε Ειρήνη
Τάξη:Β4 46 ΓΕΛ Αθηνών Σχολ. Έτος:2013-2014 ο
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7.
Ιστορία. Empire State Building. Σικάγο. Civic Center. Γνωστά κτήρια στην πόλη του Σικάγου. Ουρανοξύστες και πόλη. Νέα Υόρκη. Μεταμοντέρνα Αρχιτεκτονική. Γνωστά κτήρια στην πόλη της Νέας Υόρκης. Φωτισμός. Συμπεράσματα.
Β. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ 1. 2. 3. 4. 5. 6.
Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός. Jackson Pollock (1912-1956) Mark Rothko (1903-1970) Theodoros Stamos (1922-1997) Willem De Kooning (1904-1997) Η Μοντέρνα Τέχνη ως όπλο της CIA
Γ. ΓΛΥΠΤΙΚΗ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7.
8.
Εισαγωγή David Smith (1906–1965) Robert Smithson (1938–1973) Robert Irwin (1928- ) John De Andrea (1941- ) George Segal (1924–2000) Jim Gary (1939-2006) Robert Graham (1938–2008)
Δ. ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ 1. 2. 3. 4.
Εισαγωγή Τι είναι η τέχνη του δρόμου Η Τεχνική του Kurt Wenner Οι διάφορες φάσεις μιας δημιουργίας στον δρόμο
Ε. ΠΗΓΕΣ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ-ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑ Στους αρχαίους χρόνους οι άνθρωποι προσπάθησαν να χτίσουν ένα κτήριο τόσο υψηλό που να φτάνει τον Θεό. Έτσι έκτισαν τον πύργο της Βαβέλ.
Τον 19ο αιώνα, όταν η εισροή του πληθυσμού στις πόλεις αυξήθηκε και η απαίτηση για περισσότερους επαγγελματικούς χώρους σε μικρής ακτίνας περιοχές τίναξε στα ύψη την τιμή των οικοδομήσιμων εκτάσεων, εμφανίστηκε η ανάγκη κατασκευής υψηλότερων κτηρίων. Η εφεύρεση του ανελκυστήρα ήταν αυτό που σε πρώτη φάση βοήθησε πολύ στην αύξηση του ύψους. Επιπλέον η ανάγκη για ψηλότερα κτήρια απαιτούσε και την χρήση άλλου είδους οικοδομικών υλικών αφού οι πέτρινες κατασκευές έπρεπε να έχουν πάνω από 2 μέτρα πάχος τοίχων για να φέρουν το βάρος ολόκληρου του κτηρίου. Περίπου εκείνη την εποχή άρχισε να χρησιμοποιείται ο σίδηρος και ο χάλυβας για την κατασκευή κτηρίων που θα μπορούσαν να φέρουν τεράστια βάρη με ασφάλεια και αυτό έδωσε ώθηση στην κατασκευή των ουρανοξυστών.
Κτήρια κατασκευασμένα από σίδηρο και χάλυβα, και μάλιστα επώνυμα, συναντάμε στην Ευρώπη και στην Αμερική όπως τον Πύργο του Άιφελ στο Παρίσι, ή την γέφυρα του Μπρούκλιν στην Νέα Υόρκη.
Η γέφυρα του Μπρούκλιν
Ο Πύργος του Άιφελ
EMPIRE STATE BUILDING Οι αρχιτέκτονες άρχισαν να πειραματίζονται με τα νέα υλικά φτιάχνοντας τον πρώτο ουρανοξύστη στη Νέα Υόρκη. Το 1931 στην Νέα Υόρκη κατασκευάζεται το Empire State Building με 102 ορόφους. Υπήρξε το υψηλότερο κτήριο στη Γη για 41 χρόνια, από την ολοκλήρωσή του το 1931 ως το χτίσιμο του Βόρειου Πύργου του Παγκόσμιου Εμπορικού Κέντρου το 1972. Μετά την καταστροφή των Δίδυμων πύργων του Κέντρου αυτού από τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου του 2001, ξανάγινε και παρέμεινε το υψηλότερο κτήριο σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη μέχρι τις 30 Απριλίου 2012, όταν το ξεπέρασε το υπό κατασκευή One World Trade Center.
Οι οικοδόμοι του Empire State Building αμείβονταν με σχεδόν διπλάσιο ημερομίσθιο από αυτούς των άλλων κτηρίων, αλλά υποχρεώνονταν να εργάζονται με ταχύτατους ρυθμούς, στα όρια της αντοχής. Οποιοσδήποτε καθυστερούσε έστω και ελάχιστα απολυόταν αμέσως, για να αντικατασταθεί μέσα σε λίγη ώρα με κάποιο από τους εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους της εποχής της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης. Ως αποτέλεσμα, η κατασκευή διήρκεσε μόνο 410 ημέρες.
ΣΙΚΑΓΟ Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο τα σχέδια των νέων αρχιτεκτόνων χαρακτηρίζονται από τεχνολογικούς και λειτουργικούς νεωτερισμούς. Παράλληλα στο Σικάγο λαμβάνεται μια πολιτική απόφαση, αυτή της συγκέντρωσης υψηλών δημόσιων κτηρίων στο κέντρο της πόλης. Δημιουργείται έτσι ένα ελκυστικό περιβάλλον για επενδύσεις κορυφαίων επιχειρήσεων, με σκοπό την οικονομική ενίσχυση και ανάδειξή της. CIVIC CENTER Σ' αυτήν την προσπάθεια ανάδειξης και επαναπροσδιορισμού της πόλης, έγκειται και η οικοδόμηση του μεγαλύτερου ως τότε κτηρίου, στην καρδιά αυτού του νέου επιχειρησιακού κέντρου. Έτσι τo Civic Center είναι το πρώτο δημόσιο κτήριο που υψώνεται και αντιπροσωπεύει μια αρχιτεκτονική έκφραση της νέας πόλης του Σικάγου που ανατέλλει. Το κτήριο κατασκευάζεται μέχρι το 1965 και προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις που προέρχονται από την επιλογή της μορφής του, η οποία καθορίζεται και προσδιορίζεται από τη χρήση καινοτόμων για την εποχή υλικών όπως το γυαλί και ο χάλυβας. Πρόκειται για ένα κτήριο μόνο 31 ορόφων, το οποίο όμως θεωρείται ένας τεχνολογικός κολοσσός για την εποχή.
ΓΝΩΣΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ Στην ίδια περιοχή με το Civic Center, η προσπάθεια ανάδειξης και οικονομικής ενίσχυσης του κέντρου της πόλης, μέσω της ανέγερσης μεγάλης κλίμακας κτηρίων, συνεχίζεται με την κατασκευή του πρώτου κτηρίου γραφείων της πόλης. To Inland Steel Building (1954-59) από τους Skidmore, Owings και Merrill επιβεβαιώνει την ισχυρή επενδυτική ενίσχυση του κέντρου, ενώ ο προγραμματισμός των ιδιωτικών επενδύσεων κορυφώνεται με την ανέγερση της First National Bank of Chicago (1964-69). Inland Steel Building
First National Building
Επιπλέον από τα πιο περίεργα και χαρακτηριστικά κτήρια του ορίζοντα του Σικάγου είναι οι δύο ογκώδεις και σκοτεινές παρουσίες των κτηρίων John Hancock 1969 και του Sears Tower 1974 επίσης σχεδιασμένα από τους αρχιτέκτονες Skidmore, Owing και Merrill. Και τα δύο αυτά μεγαλεπήβολα οικοδομήματα με την εντυπωσιακή και την ισχυρή παρουσία τους, εκτός από την υπεροχή και την ισχύ που προσδίδουν στο επιχειρησιακό κέντρο του Σικάγου, εισαγάγουν και καινοτόμες αρχές όσον αφορά την δομή και τις κατασκευαστικές αρχές των υψηλών κτηρίων. Και στα δύο κτήρια, έχοντας ως βάση τον μεταλλικό σκελετό, γίνεται προσπάθεια διαμοιρασμού του φορτίου που πρέπει ν' αναλάβουν τα κάθετα και οριζόντια στοιχεία του σκελετού. Αυτό πετυχαίνεται στο μεν John Hancock με την χρήση των εμφανών διαγώνιων μεταλλικών δοκών, τα οποία με τη χιαστή μορφή τους καταφέρνουν να παραλάβουν μέρος του φορτίου ελαφρώνοντας τον υπόλοιπο σκελετό. Ενώ στο Sears Tower η υποδιαίρεση του βασικού μεταλλικού σκελετού σε περισσότερα συνδυασμένα συστήματα οριζοντίων και καθέτων μεταλλικών δοκών, πετυχαίνουν έναν ομοιόμορφο διαμοιρασμό των φορτίων. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η ιδιαίτερη κατασκευαστική δομή, χρησιμοποιείται και ως μορφολογική ταυτότητα των κτηρίων, προσδίδοντάς τους μια ιδιαίτερη εικόνα στην συνολικότερη μορφή του κέντρου της πόλης. John Hancock, 1969
Sears Tower, 1974
ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΗ Δυστυχώς όμως αυτή η μεγαλεπήβολη αρχιτεκτονική των ουρανοξυστών πραγματοποιείται εις βάρος της αστικής ισορροπίας. Η απουσία συνειδητού προγραμματισμού και συντονισμένου ελέγχου, καθώς και μια σειρά ελλείψεως προσαρμοστικότητας γίνεται εις βάρος της ανθρώπινης πόλης. Ένα οδικό σχέδιο το οποίο θεωρούνταν περισσότερο από γενναιόδωρο για ένα μικρό κέντρο, γίνεται πλέον απελπιστικά ανεπαρκές για μια μεγάλη πόλη με την ασφυκτικά κυκλοφοριακή αύξηση που επιφέρει αυτός ο νέος τρόπος οικοδόμησης του κέντρου. Συμπερασματικά η αύξηση στην οικοδόμηση του όγκου των κτηρίων, που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια πόλη, πρέπει να γίνει παράλληλα με ορισμένες ακόμα αστικές συμπληρωματικές αλλαγές. Διαφορετικά, η έλλειψη προγραμματισμού, θα επιφέρει χαοτικές επιπτώσεις στις αστικές λειτουργίες του κέντρου. Ο Mies Van de Rohe μάλιστα, ως ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του μοντέρνου κινήματος, από το 1947 και έπειτα χτίζει 14 πολυώροφα κτίρια στο Σικάγο στα οποία εφαρμόζονται οι αρχές του μοντερνισμού στον αμερικάνικο ουρανοξύστη. Ο Mies ήταν ριζικά αντίθετος στη λογική ότι κάθε κτήριο θα έπρεπε να έχει έναν ευδιάκριτο χαρακτήρα και γ' αυτό τα κτήρια του έχουν μια πανομοιότυπη μορφή, λεπτομερειακά όμως επεξεργασμένη. Το Seagram Building που φτιάχνεται το 1958 είναι σχεδιασμένο από τον ίδιο σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα Philip Johnson και γίνεται πρότυπο του σύγχρονου πύργου γραφείου. Η καινοτομία του όμως έγκειται και στον ιδιαίτερο σεβασμό που δείχνει όσον αφορά τον αστικό προγραμματισμό. Χωροθετείται έτσι ώστε να δημιουργεί μια μεγάλη πλατεία στο μπροστινό του μέτωπο και αυτός ο τρόπος κατασκευής επηρεάζει πλέον την νομοθεσία οικοδόμησης της Νέας Υόρκης το 1961, ο οποίος προϋποθέτει λεπτομερειακό σχεδιαστικό προγραμματισμό του δημόσιου χώρου. Έτσι ενώ ως τώρα το ύψος ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο του ουρανοξύστη, αυτός ο νέος τύπος του ψηλού κτηρίου επικεντρώνεται στην βάση αυτού και τον αντιμετωπίζει ως δημόσια ζώνη. Βέβαια προκύπτουν κάποια προβλήματα όσον αφορά θέματα ιδιοκτησίας, ειδικότερα όταν τα κτήρια τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο, ωστόσο όμως ο γενικότερος αστικός προγραμματισμός στα πλαίσια σχεδιασμού ενός πολυώροφου κτηρίου είναι γεγονός. Ο δρόμος παύει πλέον να είναι μια απομονωμένη μονάδα και γίνεται ένα ενσωματωμένο μέρος ολόκληρου του σχεδίου. Έτσι σε πολλές
περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να καθοριστούν οι δρόμοι και τα κτήρια χωριστά. Ο αρμόδιος για το σχεδιασμό ενός ολόκληρου κτηρίου λαμβάνει υπ' όψη του και τον γενικότερο σχεδιασμό της πόλης. Αυτό το συμπέρασμα γίνεται ιδιαίτερα κατανοητό και ακόμα πιο έντονο στο παράδειγμα στης Νέας Υόρκης. Επαληθεύεται το γεγονός ότι το αστικό σχέδιο πρέπει να θεωρείται ως μια συνεχή και δυναμική διαδικασία και όχι μια στατική υπόθεση.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ Στην δεκαετία του '70 και του '80 οι αρχιτέκτονες ξεκινούν την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων σε σχέση με εκείνη του μοντέρνου κινήματος. Οι σαφώς καθορισμένες μορφές διαστρεβλώνονται προκειμένου να δημιουργηθούν γλυπτικές μορφές. Αντί να χρησιμοποιούνται ως καθαρά λειτουργικά συστατικά, τα τεχνικά στοιχεία δημιουργούν διακοσμητικές λεπτομέρειες, άλλες φορές εμφανείς και άλλες φορές κρυμμένες πίσω από ιστορικίζουσες προσόψεις. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ Σημαντικό ρόλο στην μεταμοντέρνα αρχιτεκτονική του ουρανοξύστη παίζει η τριμερής σχέση της βάσης του κτηρίου με το ύψος του και την ανάπτυξη του δρόμου. Αυτή πλέον η νέα σημασία του δημόσιου διαστήματος και της κλίμακας οδηγεί και σε άλλες νομοθετικές αλλαγές στην πόλη της Νέας Υόρκης το 1981. Αυτός ο νόμος στοχεύει να εξασφαλίσει την επέκταση του δημοσίου χώρου στο κτήριο. Τέτοια κτήρια χαρακτηρίζονται από μια ανεξάρτητη βάση, στην οποία ενσωματώνεται και η δημόσια ζώνη και ο κορμός του κτηρίου ο οποίος υψώνεται. Το πολυώροφο κτήριο ως δομή που καθορίζεται από τις δημόσιες χρήσεις, τα αίθρια και τις ζώνες αγορών, έχει γίνει το θέμα μιας ολόκληρης γενιάς κτηρίων. Πλέον ο αρχιτέκτονας, αν και είναι αρμόδιος για τον σχεδιασμό ενός ολόκληρου κτηρίου, λαμβάνει υπ' όψη του και τον γενικότερο σχεδιασμό της πόλης. Έτσι ώστε οποιοδήποτε αρχιτεκτονικό κτήριο ανακατασκευαστεί ή δημιουργηθεί, να μην επηρεαστούν οι κύριες αρχές του γενικού σχεδίου. Επομένως ένας σωστός αστικός προγραμματισμός θεωρείται πλέον απαραίτητος. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δίνεται πλέον βάση στη μορφολογική υπεροχή των ουρανοξυστών. Αντίθετα, τα μετέπειτα κτιριακά παραδείγματα αποδεικνύουν την προσδίδουσα σ' αυτά εντυπωσιακή εμφάνιση που συνεχίζει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο. Στην πραγματικότητα μάλιστα συνεχίζει να παίζει τον σημαντικότερο ρόλο, γιατί η μετέπειτα εξέλιξη της πόλης απέδειξε ότι ελάχιστη ήταν, τελικά, η μέριμνα που δόθηκε προς τον γενικό αστικό σχεδιασμό. Η ελλιπής μέριμνα στον κυκλοφοριακό προγραμματισμό, στα πάρκιγκ αλλά και στις
σκιάσεις των χαμηλών κτηρίων από τους ουρανοξύστες , επαλήθευε τα αρνητικά αποτελέσματα του ελλιπή γενικού αστικού προγραμματισμού. Ωστόσο ουρανοξύστες συνεχίζονταν να υψώνονται και μάλιστα ολοένα και πιο εντυπωσιακοί. ΓΝΩΣΤΑ ΚΤΗΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΥΟΡΚΗΣ Χαρακτηριστικά τέτοιο παραδείγματα είναι το AT&T Building στη Νέα Υόρκη κτισμένο από τον Johnson Burgee το 1984 με την εμφανή συντηρητική του πρόσοψη και το 53rd AT Third από τον Philip Johnson & John Burgee Architects το 1986, όπου η ελλειπτική μορφή του δίνουν μια χωρική διανομή περισσότερο ενδιαφέρουσα από την παραδοσιακή.
AT&T Building
53rd AT Third
Μετά το 1970 και έπειτα η εξέλιξη ουρανοξυστών είναι γρήγορη και εντυπωσιακή.
της
τυπολογίας
των
Κτίρια σταθμός για την αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης είναι το 1251 Avenue of the Americas (1972) από τους Harrison Abramovitz & Harris 228,6m. Πρόκειται για την δεύτερη πιο ψηλή κατασκευή στο Rockefeller Center, το οποίο στεγάζει ακόμα και σήμερα σημαντικές επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η κατακόρυφη διάσταση του κτιρίου είναι ιδιαίτερα τονισμένη, εξαιτίας του σχεδίου αλλά και των υλικών που χρησιμοποιούνται. Η καθαρή πρόσοψη των κάθετων στοιχείων είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα της πρόσφατης αρχιτεκτονικής του Διεθνές Στυλ, που εξουσιάζει τον ορίζοντα του Μανχάταν από τις αρχές της δεκαετίας του '70 και μέχρι το τέλος αυτής. To Citycorp Center από τους Hugh Stubbins & Associates Emory Roth, πρόκειται για ένα κτίριο πρόκληση της εφαρμοσμένης μηχανικής. Οι 4 κεντρικές κολώνες της όψης είναι ο κεντρικός πυρήνας του κτιρίου και αυτές ουσιαστικά είναι που στηρίζουν το κτίριο. Το κτίριο αρχικά ήταν από τα πρώτα ψηλότερα κτίρια στην πόλη, που ωστόσο οι στατικές του ικανότητες αμφισβητήθηκαν πολύ. Ωστόσο με κάποια ενίσχυση του βασικού σκελετού συνέχισε να υψώνεται στον Αμερικανικό ουρανό.
Επιπλέον, το Cityspire (1989) από τους Murphy & Jahn όταν ολοκληρώθηκε ήταν το ψηλότερο στον κόσμο 244 m. Σήμερα κατέχει την 8η θέση. Έχοντας μια ρομαντική μορφή που θυμίζει τους παλιότερους ουρανοξύστες χαρακτηρίζεται από μικτή χρήση (λιανικό, εμπόριο, γραφεία) και ήταν ένα ορόσημο επιβεβαίωσης της οικονομικής επιτυχίας της πόλης.
Επίσης στις αρχές του 21ου αιώνα σχεδιάστηκαν μια σειρά εντυπωσιακών ουρανοξυστών. Όπως το Trump World Tower από τους Costas Κοndilis & Partner το 2001. Πρόκειται για μια απλή μορφή, με λεπτές αναλογίες και μια μινιμαλιστική πρόσοψη που του προσδίδει τα χαρακτηριστικά ενός αινιγματικού μονολιθικού γλυπτού. Η λεπτότητα του πύργου συνδυασμένη με τις ανάγκες των διαμερισμάτων καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια προκλητική δομή στο κτίριο. Το υψηλής αντοχής σκυρόδεμα και ο προσεχτικός σχεδιασμός των δομικών μελών πετυχαίνουν την απαιτούμενη δομική απόδοση.
Και το LVMH Tower από τον Christiande Portzanparc το 1999, στον οποίο χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός τύπου γυαλιών που δημιουργούν εφήμερα αποτελέσματα. Η διαφάνεια του γυαλιού επιτρέπει ν' αποκαλυφθεί ο εσωτερικός σκελετός του κτιρίου. Σε μια πόλη που οδηγείται από την ορθογώνια αποδοτικότητα αυτή η ιδιαίτερη μορφή, ενός ουρανοξύστη, ενσωματώνει την πολυτέλεια της γεωμετρικής πολυπλοκότητας στην υπηρεσία του σχεδιασμού ψηλών κτιρίων.
Άξιο προσοχής και μελέτης είναι το Hearst Tower του Foster & Partners το 2001, ένας πύργος ο οποίος υψώνεται πάνω από το ήδη υπάρχον κτήριο σε στυλ Art Deco. Το αρχικό Hearst Tower ήταν ένα ιστορικό κτήριο, ορόσημο, που σχεδιάστηκε από τον Joseph Urban, και το οποίο ολοκληρώθηκε μερικώς το 1928. Ο νέος πύργος κτίζεται πάνω και μέσα από αυτό, ενθαρρύνοντας μ' αυτό τον τρόπο την εναρμόνιση παλιού και νέου στο ίδιο κτήριο και χρησιμοποιώντας καινοτόμα δομικά συστήματα και νέες τεχνικές οικοδόμησης της νέας τεχνολογίας. Τελικά αυτό το κτήριο επεκτείνει τους ορισμούς της ιστορικής συντήρησης και της προσαρμοστικής επαναχρησιμοποίησης.
Ενώ αξιοσημείωτο είναι και το Conde Nast Building του Fox & Fomle το 1999 που θεωρείται ο πρώτος σχεδιασμένος οικολογικά ουρανοξύστης της Βόρειας Αμερικής. Κατά τη διάρκεια της οικοδόμησής του ορισμένα περιβαλλοντικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο προβληματισμό, παρόλο που σήμερα πολλές από τις καινοτομίες του θεωρούνται τυποποιημένες. Συνδυάζοντας στις όψεις του υλικά όπως μέταλλο, γυαλί και πέτρα δημιουργεί μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Οι μεγάλες επιφάνειες γυαλιού μεγιστοποιούν την διείσδυση φωτός κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ με την χρήση των γυαλιών ως τοιχία πληρώσεων, (τοίχους) κατορθώνει να φιλτράρει την ανεπιθύμητη ακτίνα και να ελαχιστοποιήσει την απώλεια θερμότητας. Περίπλοκα μηχανικά συστήματα διασφαλίζουν την ατμοσφαιρική ποιότητα εισάγοντας φρέσκο αέρα στο χώρο των γραφείων. Τελικά όμως αυτός ο συνδυασμός περιβαλλοντικών, ιστορικών και φουτουριστικών στοιχείων συνθέτουν έναν περίπλοκο αρχιτεκτονικό οργανισμό.
ΦΩΤΙΣΜΟΣ Ένα αναπόσπαστο στοιχείο της αρχιτεκτονικής των ουρανοξυστών θεωρούνταν από τους περισσότερους και ο φωτισμός. Ένα στοιχείο που προσδίδει υπεροχή και καθιστά το κτήριο "ελκυστικό", δίνοντας του μια συμβολική αξία μέσα στο αστικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό κτήριο στο οποίο έχει υιοθετηθεί το λεξιλόγιο του φωτισμού, ως μέσο υπεροχής και επιβολής, είναι το South Wacker Drive από τους Kohn Pedersen Fox Associates. Είναι δε ιδιαίτερα ξακουστό από την λαμπρά φωτισμένη κορυφή του, κατορθώνοντας με αυτό τον τρόπο να επιστήσει την προσοχή του από χιλιόμετρα μακριά.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Ερωτήματα δημιουργήθηκαν για την συμβολική λειτουργία της αρχιτεκτονικής στο ν' αντιπροσωπεύει μια πόλη ή ένα έθνος. Μερικοί κριτικοί θεωρούν πως η εποχή των ουρανοξυστών έχει ξεπεραστεί και ότι οι ουρανοξύστες ως μνημεία είναι ακατάλληλοι. Άλλοι συμφωνούν στο ότι οι ουρανοξύστες δεν είναι απόλυτα ασφαλείς για ακραία γεγονότα και ότι αλλαγές στις κτιριολογικές δομές θα πρέπει να πραγματοποιηθούν. Ενώ άλλοι κάνουν προσπάθειες ανασχεδιασμού του κτιριολογικού τύπου, παράγοντας μοναδικά σχέδια.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΦΗΡΗΜΕΝΟΣ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΜΟΣ Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός ήταν ένα κίνημα που άνθισε τις δεκαετίες του 1940 και 50 στην Αμερική. Μερικές φορές, φέροντας την ονομασία «Σχολή της Νέας Υόρκης», συσχετίστηκε με το έργο του Βασίλη Καντίνσκυ (1929). Επηρεασμένοι από τον Σουρεαλισμό και τον Κυβισμό, οι αφηρημένοι εξπρεσιονιστές απέρριπταν τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό και τη Γεωμετρική αφαίρεση που ήταν τόσο δημοφιλής ανάμεσα στους Αμερικανούς ζωγράφους του 1930. Στα τέλη του 30 και αρχές της δεκαετίας του 40 πολλοί Ευρωπαίοι ζωγράφοι της avant-garde ταξίδεψαν στη Νέα Υόρκη και έδωσαν μεγάλη ώθηση στη Μοντέρνα Τέχνη. Το στυλ του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού θεωρήθηκε ότι άρχισε με τα έργα του Τζάκσον Πόλλοκ και του Βίλλεμ ντε Κούνιγκ στα τέλη του 40 και αρχές του 50. Οι καλλιτέχνες που έπαιρναν μέρος σ’ αυτόν ισχυρίζονταν ότι ήταν ένα ευρύτερο στυλ με διαφορετικό βαθμό αφαίρεσης που χρησίμευε να μεταφέρει δυνατό συναισθηματικό και εκφραστικό περιεχόμενο. Αν και ο όρος αρχικά αναφέρεται σε ένα μικρό αριθμό ζωγράφων οι ιδιότητες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού μπορούν να βρεθούν ακόμη στη γλυπτική και στη φωτογραφία. Αυτό το στυλ ωστόσο έχει ερμηνευτεί σαν καθαρά Αμερικάνικο εξ αιτίας της έμφασης που δίνει στη φυσική αμεσότητα του χρώματος. Σίγουρα ωστόσο ήταν η πρώτη Αμερικάνικη τέχνη που πέτυχε διεθνές στάτους και επιρροή. Τα έργα ήταν συνήθως αφηρημένα (π.χ εικόνιζαν φόρμες που δεν βρίσκονταν στο φυσικό κόσμο), έδιναν έμφαση στην ελευθερία της συναισθηματικής έκφρασης, της τεχνικής και της εκτέλεσης. Οι καμβάδες ήταν μεγάλοι, για να μεγαλώνουν το οπτικό εφέ και να παρουσιάζουν μνημειακότητα και δύναμη. Το κίνημα είχε μεγάλη επιτυχία στη Αμερικάνικη και Ευρωπαϊκή τέχνη του 1950. Ο κριτικός τέχνης Ίρβιγκ Σάντλερ χωρίζει τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό σε δύο κατηγορίες:
Στην «Δυναμική Ζωγραφική», τους ζωγράφους με κίνηση. Οι ζωγράφοι αυτής της τάσης εξερεύνησαν διάφορους τρόπους χειρισμού του πινέλου και της υφής του χρώματος. Κύριοι εκπρόσωποι οι Pollock, De Kooning, Kline. Στην ζωγραφική «Χρωματικού Πεδίου». Οι καλλιτέχνες εξερεύνησαν την έκφραση συμβόλων ή εικόνων μέσα από μεγάλες ενιαίες χρωματικές επιφάνειες. Κύριοι εκπρόσωποι οι Rothko,Newman, Motherwell, Still. Ο Τζάκσον Πόλλοκ παραμένει πιστός στο πρώτο ρεύμα όπως στο έργο του «Ο καθεδρικός» (1947), και αποφεύγει τελείως τα αναγνωριζόμενα σύμβολα, συνθέτοντας λεπτά δίκτυα σχημάτων που διείσδυαν το ένα στο άλλο. Οι ζωγράφοι χρωματικού πεδίου από την άλλη μεριά, καταπίεζαν κάθε αναφορά στο παρελθόν ζωγραφίζοντας ενοποιημένα πεδία διαφορετικών χρωμάτων. Αυτό που είχαν κοινό οι καλλιτέχνες του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού ήταν ότι τα θέματά τους διακατέχονταν από κοινές αξίες και χαρακτηρίζονταν από έντονη δράση και τραγικότητα καθώς και τα μεγάλα μεγέθη πινάκων όπου τα αισθήματα δεν απεικονίζονται αλλά «διαδραματίζονται» επάνω στον καμβά. Κύριοι εκπρόσωποι του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού ήταν οι: Jackson Pollock, Willem De Kooning, Mark Rothko, Arshile Gorky, Franz Kline, Lee Krasner, Robert Motherwell, Barnett Newman, Clyfford Still, Theodoros Stamos.
Willem De Kooning
JACKSON POLLOCK (1912-1956) Η συμβολή του στη διαμόρφωση της μοντέρνας αμερικανικής ζωγραφικής υπήρξε καθοριστική. Διαμόρφωσε ένα είδος ζωγραφικής που ήταν πιο άμεσο, αυθόρμητο και αφηρημένο απ’ οτιδήποτε άλλο που είχε εμφανιστεί ως τότε στην αμερικανική τέχνη. Ο Pollock έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1929 και σπούδασε ζωγραφική κοντά στον Thomas Hart Benton στο Σύνδεσμο Σπουδαστών Τέχνης. Στη δεκαετία του ’40 συνδέθηκε με τους σουρεαλιστές της Νέας Υόρκης και οι πίνακες του γίνονται περισσότερο συμβολικοί. Η γνώση των σουρεαλιστικών αντιλήψεων για τη βιομορφική μορφή, τις μυθολογικές παραστάσεις και τον αυτοματισμό είναι φανερή στη δουλειά του το 1942-1947. Το 1944 γνώρισε και παντρεύτηκε την ζωγράφο Lee Krasner και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Το 1947 έκανε τους πρώτους του πίνακες με την τεχνική του «dripping» που ονομάστηκαν έτσι επειδή τοποθετούσε τους μουσαμάδες πάνω στο πάτωμα, κι έχυνε τη μπογιά απευθείας από το κουτί. Η χαρακτηριστική του τεχνική του «dripping» απαιτούσε συνεχώς αποφάσεις και επιλογές καθώς και μια μεγάλη επιδεξιότητα στα χέρια. Χρησιμοποίησε το τυχαίο χωρίς να εγκαταλείψει τον έλεγχο. Οι φόρμες των συχνά τεραστίων συνθέσεών του δεν ήταν προαποφασισμένες, αλλά προέκυπταν κατά την πορεία της εκτέλεσής τους. Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Ο πίνακας έχει τη δική του ζωή. Εγώ προσπαθώ να την κάνω να βγει στην επιφάνεια». Μεταξύ του 1951 και του 1952 περιόρισε τα χρώματα του στο άσπρο και το μαύρο, ενώ γύρω στο 1953 είχε εγκαταλείψει την τεχνική του «dripping» και στα τελευταία χρόνια της
ζωής του χρησιμοποιούσε το πινέλο για να ζωγραφίσει μορφικές αφαιρέσεις. Στα 20 χρόνια της εξέλιξής του, πειραματίστηκε με πολλές μεθόδους αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε εντελώς τις εξπρεσιονιστικές τάσεις. Παρέμεινε πάντοτε μια μοναχική μορφή στο χώρο της τέχνης. Δεν εντάχθηκε ποτέ σε καμιά ομάδα και δεν άφησε μαθητές ή επιγόνους.
Τhe Moon-Woman 1942
The She-Wolf 1943
MARK ROTHKO (1903-1970) Ο Marcus Rothkowitz, όπως ήταν το κανονικό όνομα του, γεννήθηκε το 1903 στην ανατολική Λετονία. Έφυγε από την χώρα του για την Αμερική σε ηλικία δέκα ετών. Ξεκίνησε σπουδές το 1921 στο Πανεπιστήμιο Yale, γρήγορα όμως τις εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Στις δεκαετίες του '50 και '60, δημιουργεί τα μεγάλα του αριστουργήματα, με μεγάλους σε μέγεθος πίνακες, με πρωτότυπες, λυρικές συνθέσεις και εκπληκτική χρήση πλήθους χρωμάτων. Αντιμετώπιζε το χρώμα ως ένα μέσο έκφρασης συναισθημάτων, που μπορούσε να δώσει στο υλικό, δηλαδή το χρώμα και το μουσαμά, την υπέρτατη τελειότητα. Θεωρούσε το χρώμα ως ένα παράθυρο της ψυχής. Όπως έλεγε ο ίδιος, δεν ζωγράφιζε αντικείμενα αλλά ιδέες. «Δεν είμαι ανεικονικός ζωγράφος» τόνιζε ο ίδιος, επιμένοντας ότι το έργο του δεν είχε καμιά σχέση με το φορμαλισμό που συναντάμε στην αφηρημένη ζωγραφική, αλλά αναφέρεται σε «βασικά ανθρώπινα αισθήματα - την τραγωδία, την έκσταση, τη μοίρα». Προς το τέλος της ζωής του, «προσθέτει» στα έργα του ένα λεπτό άσπρο περίγραμμα, σαν κάδρο, ενώ τα τελευταία έργα που βρέθηκαν στο ατελιέ του, μετά τον θάνατό του, θυμίζουν στη λιτότητα της σύνθεσης και τα χρώματα (μαύρο και μπεζ) κάτι από τις πρώτες εικόνες της προσσελήνωσης (1969): ερημιά και χάος, σκοτάδι και μοναξιά - ο άνθρωπος και η μοίρα του.
THEODOROS STAMOS (1922-1997) Ο Θεόδωρος Στάμος είναι ένας από τους νεότερους εκπροσώπους του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Γεννήθηκε το Δεκέμβριο του 1922 στη Νέα Υόρκη. Η μητέρα του κατάγονταν από τη Σπάρτη και ο πατέρας του από τη Λευκάδα. Σπούδασε γλυπτική στη Σχολή Αμερικανών Καλλιτεχνών της Νέας Υόρκης από το 1936 έως το 1939, πριν στραφεί οριστικά προς τη ζωγραφική. Τα έργα του που χρονολογούνται στη δεκαετία του 1940 έχουν ως βάση τις σουρεαλιστικές αρχές του αυτοματισμού και του βιομορφισμού που υιοθέτησαν οι Αφηρημένοι Εξπρεσιονιστές. Γενικώτερα φέρνουν στο νου πρωταρχικές εικόνες με το συνδυασμό άμορφων σχημάτων με ρευστές κυματιστές γραμμές. Χρησιμοποιεί συχνά πέπλα χρώματος που δίνουν την εντύπωση του νερού και της θάλασσας.
WILLEM DE KOONING (1904-1997) Ο De Kooning υπήρξε ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού, χωρίς όμως ποτέ να φτάσει στις αφαιρετικές αιχμές του Pollock. Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας το 1904 και όταν ήταν μόλις πέντε ετών η μητέρα του χώρισε τον πατέρα του, γεγονός που υπήρξε η αφορμή για τις διάφορες ψυχαναλυτικές ερμηνείες των περίφημων Γυναικών που ζωγράφισε και που τον έκαναν διάσημο. Αφού σπούδασε εικονογράφηση στην πατρίδα του μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 1926. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’40 ήταν μια σημαντική μορφή της πρωτοπορίας που εμφανιζόταν τότε στην Νέα Υόρκη. Το 1944 έκανε την πρώτη του έκθεση σε ηλικία 40 ετών. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά ασχολήθηκε αποκλειστικά με δύο θέματα στη δουλεία του: τις γυναίκες και τα αφηρημένα μοτίβα. Ζωγράφισε μορφές γυναικών, οι οποίες προκάλεσαν φοβερή αίσθηση εν μέρει λόγω της απεικονιστικής τους τεχνοτροπίας σε αντίθεση με την αφαιρετικότητα των αφηρημένων εξπρεσιονιστών αλλά κυρίως λόγω της φαντασίας που διέθεταν. Οι εικόνες του είναι πάντα δυναμικές, με μορφές που δείχνουν τις ατελείωτες μετατροπές των πραγμάτων που βλέπουμε και βιώνουμε. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο de Kooning μπαίνει σε μια νέα φάση σχεδόν καθαρών αφαιρέσεων περισσότερο σε σύνδεση με το φυσικό τοπίο.
Η ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΟΠΛΟ ΤΗΣ CIA Που να το φανταζόντουσαν οι Jackson Pollock, Willem de Kooning, Mark Rothko και οι υπόλοιποι εκφραστές του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού πως, παρά τη θέλησή τους, ενεργούσαν ως μυστικοί πράκτορες της CIA στον Ψυχρό Πόλεμο. Η λεγόμενη «Σχολή της Νέας Υόρκης», ίσως το πρώτο καλλιτεχνικό ρεύμα με αφετήρια την Αμερική, φαινομενικά αποτελούσε το πολιτισμικό αντίδοτο στο συντηρητισμό της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας και το δόγμα του μακαρθισμού, αλλά, όπως αποκαλύφθηκε πολύ αργότερα, οι μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ καλλιεργούσαν και προωθούσαν το ρεύμα αυτό για περισσότερα από 20 χρόνια. Η σχέση αυτή μοιάζει τουλάχιστον παράξενη, αφού τις δεκαετίες του '50 και '60 η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικάνων απεχθάνονταν τη Μοντέρνα Τέχνη, με τον πρόεδρο Truman να δηλώνει χαρακτηριστικά (σε ελεύθερη μετάφραση): «Αν αυτό είναι τέχνη, εγώ είμαι Κινέζος». Επίσης, στους κόλπους των avant-garde συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων και διανοούμενων οι περισσότεροι ήταν πρώην κομουνιστές, αναρχικοί, αλκοολικοί και γενικότερα περιθωριακοί για την αμερικανική κοινή γνώμη της εποχής McCarthy. Από που κι ως που λοιπόν η CIA τους υποστήριζε; Ο λόγος είναι απλός: Η πολιτιστική προπαγάνδα στα πλαίσια του Ψυχρού Πολέμου απαιτούσε από την Αμερική να βγάζει μια εικόνα προοδευτικής, ανοιχτόμυαλης και ανεκτικής κοινωνίας, κόντρα στις κατηγορίες των Σοβιετικών για την πολιτιστική έρημο του καπιταλισμού. Ο Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός έκανε τον Σοσιαλιστικό Ρεαλισμό1 να μοιάζει πιο μονολιθικός, κατευθυνόμενος και αποστειρωμένος απ’ ότι ήδη ήταν. Η Αμερική έκανε ένα μεγάλο βήμα στη μάχη για τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων, αφού μετατόπιζε για πρώτη φορά την πολιτιστική κυριαρχία από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη. Η στρατηγική αυτή, που ήταν γνωστή ως «το μακρύ λουρί,» είχε ως κέντρο το λεγόμενο Κογκρέσο Πολιτισμικής Ελευθερίας, μια ένωση από διανοούμενους και καλλιτέχνες με γραφεία σε 35 χώρες, που προωθούσε εκθέσεις και εκδηλώσεις, εξέδιδε καλλιτεχνικά περιοδικά όπως το Encounter και πρόσφερε καταφύγιο στους κατατρεγμένους καλλιτέχνες από το πρώην σοβιετικό μπλοκ. Ο οργανισμός στήθηκε το 1950 από τη CIA και είχε ως επικεφαλής έναν πράκτορά της, κάτι που φυσικά έπρεπε να μείνει μυστικό από τα μέλη του, τα οποία δεν είχαν την παραμικρή εκτίμηση για την κυβέρνηση και τη CIA, και μάλλον ήταν ιδεολογικά πιο κοντά στη Μόσχα απ’ ότι στη Ουάσινγκτον. Οι μυστικές υπηρεσίες είχαν επίσης πράκτορες στα συμβούλια των μεγαλύτερων μουσείων της Αμερικής, όπως το ΜΟΜΑ (Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης) που ανήκε στον εκατομμυριούχο Nelson Rockefeller. Ο πρώτος διοικητής του τομέα εξωτερικών υποθέσεων της CIA, Tom Braden, υπήρξε γραμματέας του συγκεκριμένου μουσείου το 1949 και πολλά χρόνια μετά, ξεκαθάρισε τον σκοπό της υπηρεσίας:
«Θέλαμε να ενώσουμε τους συγγραφείς, τους μουσικούς, τους καλλιτέχνες για να αποδείξουμε πως η Δύση και οι ΗΠΑ ήταν αφοσιωμένες στην ελευθερία της έκφρασης και στα πνευματικά επιτεύγματα, χωρίς κανένα αυστηρό περιορισμό στο τι να γράφεις, να λες, να κάνεις, να ζωγραφίζεις όπως γινόταν στη Σοβιετική Ένωση. Νομίζω πως ήταν ο πιο σημαντικός τομέας των μυστικών υπηρεσιών και νομίζω πως είχε έναν τεράστιο ρόλο στον Ψυχρό Πόλεμο.» 1. Την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού (ΕΣΣΔ, KGB, κ.ά). επικρατούσε (προφανώς με πολλούς τρόπους) η τάση του λεγόμενου "σοσιαλιστικού ρεαλισμού". 'Ολα τα έργα τέχνης περνούσαν το καθοδηγούμενο μήνυμα της πολιτικής εξουσίας, αναπαριστώντας απλούς, καθημερινούς ανθρώπους (aka προλετάριους) να εργάζονται σε χωράφια, ορυχεία, εργοστάσια κτλ.
Αφηρημένος Εξπρεσιονισμός
Σοσιαλιστικός Ρεαλισμός
ΓΛΥΠΤΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ιστορία της γλυπτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες αρχίζει το 1600 με τις μέτριες προσπάθειες των τεχνιτών που κοσμούσαν ταφόπλακες και διάφορα άλλα χρηστικά αντικείμενα με απλές διακοσμήσεις. Από τότε μέχρι και τον 20 αιώνα, η αμερικάνικη γλυπτική ασχολιόταν κυρίως με την φιγούρα (figurative). Από το δεύτερο μισό του 20 αιώνα ολόκληρος ο κόσμος της αμερικανικής τέχνης πήρε μια δραματική στροφή μακριά από την παράδοση αυτή και οδήγησε τον υπόλοιπο κόσμο σε μια πιο εικονοκλαστική και θεωρητική προσέγγιση, στον μοντερνισμό. Κατά την δεκαετία του '50 και για τα επόμενα 10 χρόνια, στην αμερικάνικη γλυπτική κυριάρχησε η τάση της αφηρημένης (abstraction) γλυπτικής με πρωταγωνιστή τον David Smith. Την ίδια εποχή υπήρχαν καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με την περιβαλλοντική γλυπτική, (environmental sculpture) όπως ο Robert Smithson και δημιούργησαν τη λεγόμενη earth art (τέχνη της γης). Ταυτόχρονα καλλιτέχνες όπως οι Robert Irwin και John DeAndrea διερεύνησαν την αφαίρεση (abstraction) μέσω των light sculpture1 και installation art2. Επιπλέον το 1960 έγινε η επιστροφή της φιγούρας (figurative) στην γλυπτική με καλλιτέχνες όπως τον George Segal με έργα από γύψο και τον Jim Gary που χρησιμοποιούσε μεταλλικές ροδέλες και υλικά που συνδέονταν σχεδόν αόρατα μεταξύ τους. Κατά τα τέλη του 20ου αιώνα αυξήθηκε ο αριθμός των καλλιτεχνών στην κεραμική και στην art-doll3 γλυπτική λόγω της ζήτησης γλυπτών στην βιομηχανία του θεάματος (π.χ για ταινίες), σε θεματικά πάρκα (theme parks), casino και αθλητικά στάδια. Την ίδια εποχή οι καλλιτέχνες Eva Hesse, Jackie Winsor και Bruce Nauman υπήρξαν πρωτοπόροι στον ποστμινιμαλισμό (Postminimalism) και τον 21ο αιώνα τα έργα του Robert Graham έγιναν γνωστά καθώς ασχολήθηκε κυρίως με τη δημόσια τέχνη (public art).
1. Light sculpture: Είναι μια μορφή οπτικής τέχνης, όπου κύριο μέσο έκφρασης είναι το φως. Η σύγχρονη έννοια του light sculpture προέκυψε με την ανάπτυξη των τεχνητών πηγών φωτός και τον πειραματισμό με τη σύγχρονη τέχνη.
2. Installation art: Είναι η τέχνη που περιγράφει ένα καλλιτεχνικό είδος έργων τριών διαστάσεων που σχεδιάζεται για να μετατρέπει την αντίληψη του χώρου. Σε γενικές γραμμές, ο όρος εφαρμόζεται σε εσωτερικούς χώρους, ενώ σε εξωτερικές παρεμβάσεις που συχνά αποκαλείται land art. Ωστόσο, τα όρια μεταξύ αυτών των όρων αλληλεπικαλύπτονται.
3. Art-doll: Είναι αντικείμενα της τέχνης, και όχι παιδικά παιχνίδια, δημιουργήθηκαν σε μια ευρεία ποικιλία μορφών.
DAVID SMITH (1906 – 1965) Ο Roland David Smith γεννήθηκε στην Indiana της Αμερικής. Ήταν ένας Αμερικανός γλύπτης και ζωγράφος του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού. Ασχολήθηκε κυρίως με τη δημιουργία αφηρημένων έργων γλυπτικής από ατσάλι (συνήθως) με στοιχεία γεωμετρίας. Είναι ίσως πιο γνωστός για την σειρά (έργων) Cubis, που ήταν από τα τελευταία κομμάτια που ολοκληρώθηκαν πριν από το θάνατό του.
ROBERT SMITHSON (1938 – 1973) O Robert Smithson γεννήθηκε στο Amarillo, του Texas. Αμερικανός καλλιτέχνης, διάσημος για τη χρήση της φωτογραφίας σε σχέση με την γλυπτική και την land art. Προτιμούσε να δουλεύει σε καταστραμμένες ή εξαντλημένες φυσικές περιοχές χρησιμοποιώντας τη γη ως παλέτα του. Δημιούργησε αρχετυπικές μορφές: σπείρες, κύκλους και αναχώματα.
Spiral Jetty 1970
Broken Circle and Spiral Hill 1971
ROBERT IRWIN (1928 -
)
Ζει και εργάζεται στο Σαν Ντιέγκο, της Καλιφόρνια. Είναι ένας Αμερικανός καλλιτέχνης της installation art (τέχνη της εγκατάστασης). Από το 1968 ο Irwin έχει επικεντρωθεί στην δημιουργία εγκαταστάσεων σε χώρους, κήπους, πάρκα, μουσεία και διάφορες αστικές περιοχές.
JOHN DE ANDREA (1941 -
)
Ο John De Andrea γεννήθηκε στο Denver του Colorado. Είναι γνωστός για τα ρεαλιστικά του γλυπτά των ανθρώπινων μορφών, ντυμένα και γυμνά σε φυσικές στάσεις. Είναι εκπρόσωπος του υπερρεαλισμού και ειδικεύεται σε γυμνά, συχνά εραστές, που κάνει από πλαστικό, πολυεστέρα, ίνες υάλου με φυσική τρίχα και ζωγραφισμένα, μετά την νατουραλιστική χύτευση σε γύψο. Τα θέματα ήταν άνθρωποι από το κοντινό του περιβάλλον, κατά κανόνα, τους φίλους του και τα μοντέλα του στούντιο. Κατά τη χύτευση του καλουπιού με διαφορετικά υλικά, παρουσιάζει όλες τις μορφές και επιφάνειες με μεγάλη ακρίβεια. Ο καλλιτέχνης επιδιώκει την πρόθεση να καταγράψει την αυθεντικότητα και τη μοναδικότητα των ατόμων.
GEORGE SEGAL (1924 – 2000) Ο George Segal ήταν ένας Αμερικανός ζωγράφος και γλύπτης που συνδέθηκε με το κίνημα της Pop Art. Αν και ξεκίνησε την καριέρα του ως ζωγράφος, τα πιο γνωστά του έργα αποτελούν φιγούρες ανθρώπινου μεγέθους. Ο Segal καινοτόμησε με τη χρήση επιδέσμων γύψου ως γλυπτικό μέσο για τα έργα του, τα οποία είχαν ελάχιστο χρώμα και λεπτομέρειες προσδίδοντας την μελαγχολική εμφάνιση και όψη φαντάσματος.
JIM GARY (1939 - 2006) Ο Jim Gary ήταν γνωστός για τις μεγάλες, πολύχρωμες δημιουργίες του με μορφή δεινοσαύρων που αποτελούνταν από ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Ήταν επίσης διεθνώς αναγνωρισμένος για την αρχιτεκτονική του, τα τοπία του και τα ιδιότροπα έργα μνημειακής τέχνης (monumental art). Τα γλυπτά του περιλάμβαναν συχνά τη χρήση βιτρού και τα έργα του συχνά αποτελούνταν από εξαρτήματα μηχανών και εργαλεία.
ROBERT GRAHAM (1938 – 2008) Τα Μνημειώδη χάλκινα έργα του τιμούν την ανθρώπινη φιγούρα και εμφανίζονται σε δημόσιους χώρους σε όλη την Αμερική. Χρησιμοποιούσε ένα ευρύ φάσμα υλικών και κλιμάκων στα έργα του (οι φιγούρες του ξεκινούσαν από 10 εκ ύψος και έφταναν στα 7.3 μέτρα). Δημιούργησε εκατοντάδες γυμνές φιγούρες αλλά και μνημειακά έργα, όπως η τελετουργική πύλη στο Memorial Coliseum του Los Angeles για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984, που ήταν ένα σημαντικό στοιχείο του σχεδιασμού της Ολυμπιάδας και το 2002 τις μεγάλες Χάλκινες πόρτες του καθεδρικού ναού της Παναγίας των Αγγέλων στην ίδια πόλη καθώς και το άγαλμα της Μαρίας Το 1983 εξελέγει μέλος της Εθνικής Ακαδημίας Σχεδίου (National Academy of Design).
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τον Αύγουστο του 1899 στην Αυστραλία γεννιέται η Έλεν Λίντον Γκοφ, συγγραφέας του παιδικού βιβλίου «Μαίρη Πόππινς». Μέσα στην ιστορία της συναντάμε για πρώτη φορά την ζωγραφική στους δρόμους. Στην πραγματικότητα όμως η τέχνη του δρόμου ή αλλιώς street art, ξεκίνησε στους δρόμους της Βοστόνης το 1972 στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από έναν καλλιτέχνη, ονομαζόμενο Sidewalk Sam.
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ Πρόκειται για έργα τέχνης δύο διαστάσεων που δίνουν την οπτική ψευδαίσθηση της τρίτης διάστασης από μια συγκεκριμένη προοπτική. Η τρισδιάστατη μορφή τέχνης του δρόμου είναι ένα είδος διαδραστικής τέχνης. Τα τρισδιάστατα έργα μπορεί να είναι από μόνα τους πολύ εντυπωσιακά, αλλά με την αλληλεπίδραση του περαστικού μπορεί να αποκτήσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι ρεαλιστικά, διασκεδαστικά, συναρπαστικά, απρόσμενα και ιδιαίτερα έξυπνα. Η ζωγραφική αυτή μπορεί να δημιουργηθεί στους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τις πλατείες μιας πόλης. Επιπλέον σε δημόσιους χώρους όπως μουσεία και εμπορικά κέντρα. Οι ζωγράφοι χρησιμοποιούν κιμωλίες ή παστέλ. Υλικά που δυστυχώς με την πρώτη βροχή διαλύονται καταστρέφοντας τις απίθανες δημιουργίες τους.
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ KURT WENNER Στις αρχές του 1980, ο καλλιτέχνης Kurt Wenner έγινε ο πρώτος Αμερικανός που θέλησε να ενταχθεί στις τάξεις της ιταλικής Μadonnari. Ξεκίνησε τη ζωγραφική στους δρόμους, στη Ρώμη, το 1982 και συνεργάστηκε κατά διαστήματα με τον Manfred Stader. Κατά το ίδιο έτος, ο Wenner επιστρέφει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής για να εισαγάγει την ιταλική ζωγραφική του δρόμου στο Santa Barbara Museum of Art. Από το πρώτο φεστιβάλ των ΗΠΑ το 1986 έως σήμερα, η ζωγραφική στους δρόμους έχει αυξηθεί ραγδαία. Η πλειονότητα των Αμερικανών καλλιτεχνών συμμετέχουν τώρα σε αυτό το τομέα αφού εισχώρησαν σε αυτή τη μορφή τέχνης μέσα από το ετήσιο φεστιβάλ της Σάντα Μπάρμπαρα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Επί του παρόντος υπάρχουν μεταξύ 50 και 100 φεστιβάλ στις ΗΠΑ για ζωγραφική στου δρόμους κάθε χρόνο. Σήμερα οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν την τεχνική του Kurt Wenner για να εντυπωσιάσουν τους πεζούς με τι τις πρωτότυπες και «τρομακτικές» ζωγραφιές τους. Παρ’ όλα αυτά οι ζωγραφιές τους συνεχίζουν να εξαφανίζονται μετά από ένα φεστιβάλ, ή με τις πρώτες βροχές αφού η κιμωλία δεν είναι αντικείμενο που συγκρατείται εύκολα.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΑΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
ΠΗΓΕΣ 1.
http://laskarisart.blogspot.gr/2010/01/blog-post_31.htm
2.
http://www.kolivas.de/archives/1080
3.
http://peopleandideas.gr/2010/08/30/modern_art/
4.
http://edwhellas.blogspot.gr/2013/12/cia.html#more
5.
http://fridge.gr/54975/stiles/jackson-pollock/
6.
http://urbanfragment.wordpress.com/tag/willem-de-kooning/
7.
http://en.wikipedia.org/wiki/Sculpture_of_the_United_States
8.
10.
http://www.visual-arts-cork.com/sculpture/americansculptors.htm ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGLC111/62/475,1806/ www.rhodes.aegean.gr/ptde/labs/lab-kpp/AAE.ppt
11.
en.wikipedia.org/wiki/Installation_art
12.
en.wikipedia.org/wiki/Light_art
13.
http://en.wikipedia.org/wiki/Robert_Irwin_(artist)
14. 15.
Mark Rothko, ο ταξιδιώτης των χρωμάτων | TVXS - TV Χωρίς Σύνορα www.terrapapers.com
16.
www.e-go.gr
17.
paidio.blogspot.com - 205 × 245 - Αναζήτηση βάσει εικόνας
18.
http://lykeio6o.blogspot.gr/2013/01/blog-post_20.html
19.
www.art22.gr
20.
www.rhodes.aegean.gr/ptde/labs/lab-kpp/AAE.pp
21.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9D%CE%AD%CE%B1_%C E%A5%CF%8C%CF%81%CE%BA%CE%B7 http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%BC%CF%80%CE %AC%CE%B9%CF%81_%CE%A3%CF%84%CE%AD%CE%B 9%CF%84_%CE%9C%CF%80%CE%AF%CE%BB%CE%BD%C F%84%CE%B9%CE%BD%CE%B3%CE%BA http://www.taxidologio.gr/new-york-todo-chryslerbuilding.html
9.
22.
23.