28 minute read
Από την Λευκή Γαλήνη στις Άρπυιες. Η Ομηρική κλίμακα των Ανέμων Του Κώστα Αντύπα
Η Ομηρική κλίμακα των Ανέμων 1
Του Κώστα Αντύπα
Advertisement
Στις αρχές
Ηκλίμακα αυτή ήταν καθαρά εμπειρική και όριζε με λέξεις την ισχύ του ανέμου. Ένας αιώνα αργότερα, ο ναύαρχος Beaufort κωδικοποίησε τη ναυτική εμπειρία σε μια παρόμοια κλίμακα, χρησιμοποιώντας αριθμούς και όχι λέξεις για τις βαθμίδες της. Η κλίμακα Beaufort αναφερόταν όχι μόνο στην ισχύ του ανέμου, αλλά στις συγκεκριμένες επιπτώσεις κάθε βαθμίδας έντασης στα πανιά των πλοίων: έτσι στη βαθμίδα 0 τα πανιά κρέμονται αδρανή πάνω στις αντένες, στα 5 μποφόρ το καράβι ταξιδεύει με όλα τα πανιά ανοιχτά, στα 6 μποφόρ αρχίζει να μειώνει την ιστιοφορία του και στην τελευταία σκάλα, στα 12 μποφόρ, κανένα πανί δεν μπορεί να αντέξει τη δύναμη του ανέμου 3 . Κάτι αντίστοιχο με την κλίμακα Μποφόρ διακρίνουμε αμυδρά και στο ομηρικό έπος. Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κωδικοποίηση· όπως θα προσπαθήσουΤ ο ο μ η ρ ι κ ό α ν ε μ ο λ ό γ ι ο
με να δείξουμε παρακάτω, στην ομηρική ποίηση υπάρχει κάποια στοιχειώδης κατάταξη της ισχύος των ανέμων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στην ιστιοφορία. Η γνώση σχετικά με τους ανέμους και τα ατμοσφαιρικά φαινόμενα αποτελούσε και αποτελεί βάση της ναυτικής τέχνης. Ήδη σε επιγραφές της Γραμμικής Β από την Κνωσό αναφέρονται προσφορές σε κάποια a-ne-mo i-je-re-ja (ἀνέμων ἱέρεια) 4 . Στην Αίγυπτο, κατά την εποχή του Νέου Βασιλείου, καταγράφεται μια θεά και ένας θεός των ανέμων 5 . Στην Ελλάδα, μετά την εκστρατεία του Ξέρξη,
Εισήγηση στο ΚΘ Σεμινάριο Ομηρικής Φιλολογίας, Ιθάκη, 28-30 Αυγούστου 2015. Defoe, 1704, κεφ. 2. Σχετικά με μια προγενέστερη καταγραφή αυτής της εμπειρικής κλίμακας, αλλά χωρίς κωδικοποίηση σε συγκεκριμένες βαθμίδες, βλ. το βιβλίο που εξέδωσε το 1697 ο θαλασσοπόρος, εξερευνητής και πειρατής William Dampier, A New Voyage Round the World, (Dampier, 1927). Σχετικά με τις εμπειρικές κλίμακες ισχύος του ανέμου κατά τη σύγχρονη εποχή, βλ. Lamb, 1991, 71, πίνακας 9. Σχετικά με το θέμα, η πληρέστερη πραγματεία είναι Hampe, 1967· βλ. επίσης, Ventris-Chadwick, 1973, 127 και 304-8· Bartoněk, 128. Budge, 1960, 632. καθιερώθηκε λατρεία των ανέμων στους Δελφούς 6 . Το ανεμολόγιο του Ομήρου περιλαμβάνει τέσσερις ανέμους: βορέης, νότος, ζέφυρος και εὖρος. Η λέξη βορέης μάλλον σχετίζεται με την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα *g er- ή *gor («βουνό») 7 . Αν δεχτούμε την υπόθεση αυτή, τότε ο βορέης σημαίνει ό,τι και η σημερινή τραμουντάνα (tramontana): ο άνεμος που πνέει από το βουνό. Αναλογικά, οι Ὑπερβόρειοι, μια λέξη που συναντάται για πρώτη φορά στον επικό κύκλο 8 , πρέπει αρχικά να είχε την σημασία «εκείνοι που ζουν πέρα από τα [βόρεια] όρη». Ο νότος είναι ο υγρός άνεμος· η λέξη προέρχεται από τη ρίζα *sn-et- ή *sneh 2 («πλέω», «κολυμπώ») και είναι ετυμολογικώς συγγενής με τα ρήματα νάω και νέω 9 . Από το δυτικά, από το ζόφος (σκοτάδι), πνέει ο ζέφυρος 10 . Σε επιγραφή της Γραμμικής Β υπάρχει αναφορά σε γυναίκες από τη Ζεφύρα της Μικράς Ασίας, που αργότερα ονομάστηκε Αλικαρνασσός 11 (ze-pu 2 -ra-ο 12 ). Αν δεχτούμε ότι η Ζεφύρα-Αλικαρνασσός πήρε το όνομά της από την χαρακτηριστικά δυτική θέση της στον Κεραμεικό Κόλπο, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήδη από τη Μυκηναϊκή Εποχή ο άνεμος του δυτικού τεταρτημορίου ονομαζόταν με λέξη
τ ω ν τ ε σ σ ά ρ ω ν α ν έ μ ω ν
6 Ηρόδoτος, 7.178. 7 Pokorny, 477-8· Chantraine, λήμμα Βορέας, 185. Πάντως, ο Beekes, χωρίς να απορρίπτει την άποψη αυτή, εκφράζει έντονες αμφιβολίες ακόμη και για την ινδοευρωπαϊκή προέλευση της λέξης (Beekes, 2010, λήμμα βορέας, 227). Σχετικά με τις επιφυλάξεις του Beekes, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για ένα κάτοικο των παραλίων της βόρειας Μεσογείου θα ήτα πολύ δύσκολο να δώσει στον Βοριά όνομα που να μην τον συσχετίζει με την προέλευσή του από «βορινά βουνά». 8 Ὁμηρικός Ὕμνος Εἰς Διόνυσον (Ι), 29. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 4.32, οι
Υπερβόρειοιαναφέρονται στους Ἐπιγόνους και στον Ησίοδο. 9 Pokorny, 971-2· Chantraine, 1968, λήμμα Νότος, 758· Hofmann, 1974, λήμμα νότος, 265· Beekes, 2010, λήμμα νότος, 1025. 10 Chantraine, 1968, λήμμα Ζέφυρος, 399. Πιθανώς, προέρχεται από κάποια μη ινδοευρωπαϊκή ρίζα.
11 12
13 Στράβων, 14.16. Σύμφωνα με τον Uchitel, 1984, 258, πρόκειται για γυναικείο κύριο όνομα. Όμως, θα παρατηρήσουμε ότι ο τύπος ze-pu2-ra-o είναι, μάλλον, γενική πληθυντικού. Στο εὕω διακρίνουμε την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h 1 eus- (Beekes, 2010, 486, λήμμα εὕω). (= καίω)
1 2
3 4
1. Βορέας, Πύργος των ανέμων. 2. Εύρος, Πύργος των ανέμων. 3. Ζέφυρος, Πύργος των ανέμων. 4. Νότος, Πύργος των ανέμων.
Συνεπώς, οι τέσσερις ομηρικοί άνεμοι σχετίζονται μόνο έμμεσα με τα σημεία του ορίζοντα: ο καθένας προέρχεται από ένα διαφορετικό τεταρτημόριο, αλλά το όνομά τους εκφράζει κυρίως ιδιότητες και όχι απλώς προέλευση από κάποιο σημείο του ορίζοντα. Είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τη διαφορά αντίληψης περί ανέμων ανάμεσα στη σημερινή εποχή και στις εποχές προ πυξίδας και ναυτικού χάρτη. Στη σημερινή ναυτιλία ο άνεμος ταυτίζεται ανάλογα με το συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα από το οποίο πνέει: για παράδειγμα, ως «βόρειος» ορίζεται ο άνεμος που πνέει από τις 360 0 +11,25 0 του ανεμολογίου. Όμως, στη ναυτιλία χωρίς όργανα τα πράγματα είναι διαφορετικά: ο ναυτικός κατανοεί ποιος άνεμος φυσάει από τις ιδιότητες και ιδιαιτερότητές του. Ο συλλογισμός του ναυτικού της ομηρικής εποχής δεν ήταν «ο άνεμος φυσάει από τα ανατολικά, άρα είναι εὖρος», αλλά «φυσάει εὖρος, άρα ο άνεμος έρχεται από τα ανατολικά». Στο θέμα αυτό, πρέπει να σημειώσουμε ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας του πλοίου έδωσε τη δυνατότητα στα καράβια να ανεβαίνουν περισσότερο στον άνεμο ή, με άλλα λόγια, να εκμεταλλεύονται για την πρόωσή τους ευρύτερο τόξο του ανεμολογίου. Καθώς η ονοματοθεσία ακολουθεί την τεχνολογική εξέλιξη, ένα πιο εξελιγμένο σύστημα πλεύσης και ιστιοφορίας απαιτούσε ακριβέστερο προσδιορισμό της κατεύθυνσης του ανέμου και όχι ένα γενικό χωρισμό του ορίζοντα σε τέσσερα τεταρτημόρια. Έτσι, στην ομηρική εποχή ονομάζονται μόλις τέσσερις άνεμοι, αλλά λίγους αιώνες μετά, ο Αριστοτέλης κατέγραφε ένδεκα ανέμους 15 , ενώ ένα σημερινό ανεμολόγιο περιλαμβάνει δεκαέξι ανέμους. Η απόλυτη νηνεμία ονομάζεται γαλήνη στα ομηρικά έπη. Η λέξη γαλήνη αναφέρεται αποκλειστικά στον άνεμο και στη θάλασσα 16 . Αν κρίνουνε από τα συγγενή ουσιαστικά γέλως και γλήνη 17 , καθώς και από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ĝel- 18 , η γαλήνη βρίσκεται εντός του εννοιολογικού πεδίου που καλύπτει τις έννοιες «γελώ» και «λάμπω». Συνεπώς, η γαλήνη δεν είναι απλώς νηνεμία, αλλά η λάμψη της ακύμαντης θάλασσας· αυτή η έννοια είναι εμφανής στην περιγραφή ενός λιμανιού όπου επικρατούν ιδανικές συνθήκες για το άραγμα των καραβιών: στο λιμάνι των Λαιστρυγόνων, η θάλασσα του όρμου όπου αράζουν τα ένδεκα καράβια των εταίρων του Οδυσσέα λάμπει με μια εξωπραγματική λευκὴν γαλήνην (Οδ. κ94). Η γαλήνη, πραγματική ευχή για ένα αραγμένο καράβι ή για ένα ναυαγό (Οδ. ε452), είναι παγίδα για τα ιστιοφόρα στην ανοιχτή θάλασσα: Ἔτι οὖν σοι λέγω νηνεμίας τε καὶ γαλήνας καὶ ὅσα τοιαῦτα,
15 Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, 363a21-365a13. 16 Για τονάνεμο: γαλήνη νηνεμίη, Οδ.ε391, μ168· για τη θάλασσα: οἱ δ’έλόωσιν γαλήνην, Οδ. η319 κ.α. 17 Chantraine, 1968, λήμμα γαλήνη, 208, και λήμμα γελάω, 214· Hofmann, 1974, λήμμα γαλήνη, 47. 18 Pokorny, 429-34· Beekes, 2010, λήμμα γαλήνη, 257-8. ὅτι... σήπουσι καὶ ἀπολλύασι… 19 λέει ο Σωκράτης στον μάντη Θεαίτητο, μάλλον απηχώντας σκέψεις των ναυτικών συμπολιτών του. Όταν ο άνεμος πέσει εντελώς και η γαλήνη ακινητοποιήσει το πλοίο μεσοπέλαγα, πιάνουν δουλειά οι κωπηλάτες: σηκώνονται από τους πάγκους τους, κατεβάζουν και τυλίγουν το πανί (μηρύσαντο ἱστία, Οδ.μ170), όμως αφήνουν στημένο το κατάρτι· πιάνουν τα κουπιά και αρχίζουν να λάμνουν (Οδ.μ168-180), ελπίζοντας να συναντήσουν γρήγορα ένα ευνοϊκό ρεύμα στη θάλασσα ή μια πνοή ανέμου. Στην αντίθετη άκρη της ομηρικής κλίμακας βρίσκεται η ἄελλα 20 (Ιλ. Β293, Οδ. γ320 κ.α.), ο δυνατός άνεμος 21 . Η άποψη περί ετυμολογίας της λέξης από το θέμα ἀ F η- 22 , σήμερα δεν γίνεται αποδεκτή και προτείνεται η προέλευση από ένα θέμα h 2 uel-, αν και με πολλές επιφυλάξεις 23 . Στην Ιλιάδα οι ἄελλαι συνδέονται με το χειμώνα (Ιλ. Β203), με τον άνεμο που σηκώνει σκόνη (Ιλ. Π374), με τις θαλασσινές θύελλες (Ιλ. Τ377) και, μεταφορικά, με την ορμή του πολεμιστή (Ιλ. Ν795)· αντίθετα, στην Οδύσσεια, οι ἄελλαι έχουν σχέση μόνο με τη θάλασσα και τα καράβια. Το όνομα μίας από της Άρπυιες, Ἀελλώ, δείχνει ότι το η λέξη ἄελλα έχει σαφώς αρνητική διάσταση. Ο Ησύχιος καταγράφει το ουσιαστικό ἀελλός, το οποίο ερμηνεύει ως «μαινόμενος, καὶ ὄρνεόν τι» 24 , ενώ στο Μέγα Ετυμολογικόν το επίθετο ἄελλον αποδίδεται ως «ταχύ» 25 . Τέλος, από το ουσιαστικό ἄελλα σχηματίζεται το άπαξ λεγόμενον επίθετο ἀελλής (Ιλ. Γ13), το οποίο αναφέρεται στην πυκνή σκόνη που σηκώνει ο άνεμος. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι η ἄελλα είναι ορμητικός άνεμος, πέρα από τα όρια της ασφαλούς πλεύσης. Ποια όμως είναι τα όρια αυτά; Τα πειραματικά ταξίδια του Κερύνεια ΙΙ έδειξαν ότι ένα ιστιοφόρο της αρχαιότητας μπορεί να πλεύσει και να κρατηθεί στην πορεία του ακόμη και με άνεμο 8 μποφόρ 26 . Όμως, η ἄελλα είναι άνεμος που, όταν ξεσπάσει, χρειάζεται όλη η ικανότητα του κυβερνήτου (Οδ. γ283) όχι για να κυβερνηθεί το καράβι, αλλά για να μη βυθιστεί. Το πλεούμενο δεν ταξιδεύει πλέον: παρασύρεται από τη θύελλα (Ιλ,Β293, Τ377 κ.α.). Η ἄελλα, στην ομηρική κλίμακα των ανέμων ανήκει στη βαθμίδα όπου το πλοίο πρέπει να βρει αμέσως ασφαλές αγκυροβόλιο· αν δεν καταφέρει να αράξει με ασφάλεια για να αποφύγει την ἄελλαν, η σωτηρία του έγκειται στην ικανότητα του πληρώματος και στην καλή ναυπήγηση του καραβιού. Από τo ουσιαστικό ἄελλα σχηματίζεται το επίθετο της Ίριδος ἀελλόπος, το οποίο συναντάται μόνο στην λογοτυπική φράση ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα (Ιλ. Θ409 =Ω77=Ω159). Η Ίρις, αγγελιαφόρος των θεών και ειδικότερα της Ήρας, είναι η θεότητα του ουρανίου τόξου· αδελφές της είναι οι Άρπυιες. Όλες είναι θυγατέρες θαλάσσιων θεοτήτων, του Θαύμαντος και της ωκεανίδος Ηλέκτρας 27 . Οι αδελφές της Ίριδος, οι Ἅρπυιαι, δεν είναι οι θύελλες, όπως υποθέτει ο Λορεντζάτος 28 , ούτε είναι οι προσωποποιήσεις της θύελλας, όπως θεωρεί το LSJ 29 · μάλλον θα έπρεπε να τις δούμε ως τα πνεύ
19 Πλάτων, Θεαίτητος, 153c. 20 Στα ομηρικά έπη η λέξη συναντάται μόνο μία φορά στην ονομαστική ενικού ως ἀέλλη (Ιλ. Π374). Όμως, τόσο από τη μεταγενέστερη παράδοση της λέξης όσο και από την αιτιατική ενικού (ἄελλαν), γίνεται σαφές ότι στον στίχο Π374 ο τύπος ἄελλᾰ μετετράπη σε ἀέλλη για λόγους καθαρά μετρικούς. 21 Cunliffe, λήμμα ἀέλλη (sic)· Λορεντζάτος, 1925, λήμμα ἄελλα, 9· LSJ, λήμμα ἄελλα.
22 23 Chantraine, 1968, λήμμα ἄελλα, 23. Beekes, 2010, λήμμα Adams, 1997, 639. ἄελλα, 25· σχετικά με τη ρίζα *h 2 uel- βλ. Mallory
24Ησύχιος, 1354 25 ΕΜ, 20.7. 26 Katzev, 1989, 252 27 Morfon-Lenadron, 2003, 153· Grimal, 1991, 323. 28 Λορεντζάτος, 1925, λήμμα ἅρπυια, 63. 29 LSJ, λήμμα ἅρπυιαι.
Με το όνομα Αέρηδες καθιερώθηκε να λέγεται αρχαίο μνημείο που βρίσκεται στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης Αθηνών, στον χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς στην Πλάκα. Η επίσημη ονομασία του είναι Ωρολόγιο του Κυρρήστου και θεωρείται πως το ανήγειρε ο Ανδρόνικος ο Κυρρήστης (ή Κύρρηστος). Πρόκειται για οκταγωνικό μαρμάρινο κτίριο, χωρίς κίονες, όπου στις ισάριθμες μετόπες του φέρονται ανάγλυφοι οι οκτώ κύριοι άνεμοι, εξ ου και η ονομασία «Αέρηδες». Φέρει δύο θύρες, μία προς βορρά και μία προς δύση.
ματα, τους δαίμονες της θύελλας 30 . Στην Ιλιάδα, αναφέρεται μόνο η Άρπυια Ποδάγρη, η μητέρα των αθάνατων αλόγων του Αχιλλέα (Ιλ. Π150)· όμως, στην Οδύσσεια αυτά τα δαιμονικά όντα είναι ταυτισμένα με τις θαλασσινές καταιγίδες (Οδ. α241=ξ371, υ77). Και πάλι, η έννοια «θαλασσινές καταιγίδες» δεν αρκεί ως απόδοση. Οι Ἅρπυιαι είναι τα όντα που τρομοκρατούν τους ναυτικούς· δεν είναι ο άνεμος, αλλά οι δαίμονες του ανέμου και εκφράζουν εκείνο που πραγματικά φοβάται το πλήρωμα ενός ιστιοφόρου: το αναπάντεχο και την αταξία του ριπιαίου ανέμου, την καταστροφή που μπορεί να προέλθει από μια ξαφνική σπιλιάδα που ξεσκίζει το πανί και αρπάζει τα κουρέλια του. Το όνομά των Ἁρπυιῶν, προερχόμενο είτε από τη ρίζα του ἁρπάζω είτε του ἐρέπτομαι 31 , δηλώνει τον φόβο της «αρπαγής». Μέσα από το όνομα των Ἁρπυιῶν και τους μύθους γύρω από αυτά τα δαιμονικά όντα, διακρίνουμε μία ακόμη ταξινόμηση των ανέμων, όχι πλέον σε σχέση με την ισχύ τους, αλλά σε σχέση με την τάξη και την κανονικότητα: ο «ορθός» άνεμος μπορεί να αντιμετωπιστεί· αν είναι υπερβολικά ασθενής, υπάρχει η λύση των κουπιών (Οδ. μ168-180)· αν είναι υπερβολικά ισχυρός, το πλοίο μπορεί να συνεχίσει την πορεία του με μειωμένη ιστιοφορία, περιμένοντας κάποια βελτίωση του καιρού (Οδ. ι80-83) ή ο κυβερνήτης θα υποχωρήσει συνετά και θα κρυφτεί σε κάποιον όρμο· κι αν ο άνεμος εξακολουθήσει να πνέει σε μη επιθυμητή κατεύθυνση ή σε μη επιθυμητή ένταση, το πλήρωμα θα περιμένει υπομονετικά
30 Caldwell, 1993,153. 31 Chantraine, 1968, λήμμα Ἅρπυια, 115. Ο Beekes, 2010, λήμμα Ἅρπυια, 139, απορρίπτει πειστικά την προέλευση της λέξης από το ἐρέπτομαι, ενώ θεωρεί την προέλευση από το ἁρπάζω ως αβέβαιη. Πάντως, η κρατούσα λαϊκή ετυμολογία ή παρετυμολογία από το ἁρπάζω ήταν τόσο ισχυρή, ώστε στην αντίληψη των ακροατών των επών οι Ἅρπυιαι είναι κάποια δαιμονικά όντα «που αρπάζουν». στο αγκυροβόλιο (Οδ. ι67-75). Όμως, οι «παρεκβατικοί» ριπαίοι άνεμοι ανάμεσα στα νησιά των αρχιπελάγων στο Αιγαίο, στο Σαρωνικό και στο Ιόνιο, δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν: χτυπούν αιφνίδια, από απρόβλεπτη κατεύθυνση, αρπάζουν το πανί και αφήνουν το καράβι ξυλάρμενο στο κύμα. Κατά την Αργοναυτική εκστρατεία ο Ζήτης και ο Κάλαϊς, τα δυο παιδιά του Βορέα, προσπάθησαν μάταια να εξοντώσουν αυτούς τους δαίμονες του ανέμου, τις Ἅρπυιες· τις κυνήγησαν μέχρι τις Εχινάδες, στο Ιόνιο, χωρίς να καταφέρουν να τις προφτάσουν· η προσπάθειά τους απέτυχε, η ευταξία του Βοριά που φυσά πάντα από μία κατεύθυνση δεν κατάφερε να επιβληθεί στην αταξία των σπιλιάδων και οι ριπαίοι άνεμοι εξακολουθούν να τρομοκρατούν τους ναυτικούς 32 . Στον ίδιο περίπου εννοιολογικό χώρο με την ἄελλαν βρίσκονται και οι λέξεις θύελλα και λαῖλαψ. Η θύελλα, προερχόμενη από
«εφορμώ») ή
θυιάς 34 (Βάκχη), πρόκειται για κατάσταση ανέμου απαγορευτική για τη ναυσιπλοΐα. Η έκφραση θύελλα μισγομένων ἀνέμων Οδ. ε317) ή ἄελλαι παντοίων ἀνέμων (Οδ.ε304-5) δηλώνει μια «παρεκβατική» κατάσταση των ανέμων, σπιλιάδες που πνέουν από κάθε κατεύθυνση, κάτι συνηθισμένο σε θαλάσσιες περιοχές όπως εκείνες των Εχινάδων ή των Κυκλάδων. Η λαῖλαψ είναι λέξη αβέβαιης ετυμολογίας. Διακρίνουμε έναν επιτατικό αναδιπλασιασμό (λαι–λαψ), όμως η υπόθεση του Hofmann περί συγγένειας με το ρήμα λαπίζω («καυχώμαι», «κομπάζω») 35
32 33 Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, 2.273 κ.ε.
Πιθανώς, *dhū- θύελλα, 562).
(Strunk, 1967, 125 κ.ε.) ή *d h eu 2 - 34Αισχύλος, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, 498. 35 Hofmann, 1974, λήμμα λαῖλαψ, 201. (Beekes, 2010, λήμμα
είναι δύσκολο να γίνει αποδεκτή, αφού το λαπίζω προέρχεται από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα lap- ή lep- που ανήκει στο εννοιολογικό πεδίο του «φλυαρώ», «ψιθυρίζω» 36 . Η λαῖλαψ έρχεται μαζί με μαύρα σύννεφα (λαῖλαψ κελαινή, Ιλ. Π384) και προκαλείται από τον Βορέην (Οδ. ι67-8) ή τον Ζέφυρον (Ιλ. Δ276-8). Πρέπει να σημειώσουμε ότι η λέξη θύελλα χρησιμοποιείται συνήθως κυριολεκτικά, ενώ η λαῖλαψ περιέχεται συχνά σε μεταφορές (λαίλαπι ἶσος, Ιλ.,Υ51). Στον ωφέλιμο χώρο ανάμεσα στις δύο απευκταίες καταστάσεις, την γαλήνην και την ἄελλαν, ο άνεμος παίρνει διάφορα ονόματα προερχόμενα από τη ρίζα ἀ F η-. Ἀήτης (Ιλ. Ξ254, Ο626· Οδ., δ139, δ567) είναι το πιο γενικό από αυτά. Η λέξη αυτή έχει μάλλον ουδέτερο εννοιολογικό φορτίο και δηλώνει απλώς την πνοή του ανέμου: οἱ ποιηταὶ τὰ πνεύματα ἀήτας καλοῦσι, λέει ο Σωκράτης στον Κρατύλο 37 και δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε κάποια διαφορετική σημασία στον Όμηρο και στην αρχαϊκή ποίηση· κυρίως, δεν μπορέσαμε να εντοπίσουμε ούτε την ερμηνεία του Cunliffe, που θεωρεί ότι ο ἀήτης είναι η σπιλιάδα 38 , ούτε εκείνη του LSJ, που αποδίδει τη λέξη ως «θύελλα» 39 . Επίσης, οι ἀῆται, στον πληθυντικό, δεν είναι γενικώς ο άνεμος, αλλά ειδικότερα οι πνοές του ανέμου. Για παράδειγμα, στη φράση ζεφύροιο λιγὺ πνείοντος αἰήτας (Οδ. δ567- 8), ο ζέφυρος είναι ο άνεμος γενικά και ἀῆται οι πνοές του. Το ρήμα ἄημι (Ιλ. Ε256, Οδ., γ176 κ.α.) ανήκει σε μια οικογένεια λέξεων η οποία συναντάται συχνά στην επική ποίηση, αλλά σπανίως στα κείμενα της Κλασικής Εποχής. Η ρίζα ἀ F η-, προερχόμενη από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h 2 ueh 1 - 40 , αποτελεί τη βάση αυτής της οικογένειας. Στο ρηματικό κλάδο της οικογένειας του ἀ F η-, εκτός από το ἄημι, βρίσκουμε το ἀΐω και το σύνθετο διάημι. Το ἀΐω, το οποίο συναντάται μόνο στον άπαξ λεγόμενον τύπο ἄιον (Ιλ.Ο252), σημαίνει «εκπνέω»· το διάημι (Οδ. ε478=τ440) χρησιμοποιείται για τον άνεμο που περνά μέσα από τις φυλλωσιές. Στον ονοματικό κλάδο της οικογένειας βρίσκουμε τα ουσιαστικά ἄελλα, ἀήτης, και τα επίθετα ἀκραής, ἁλιαής, δυσαής, εὐαής, ζαής, ὑπεραής, λέξεις που όλες έχουν σχέση με την έννοια «πνοή του ανέμου». Το επίθετο ἀκραὴς προέρχεται, σύμφωνα με τους λεξικογράφους, από τα θέματα των λέξεων ἄκρος και ἄημι 41 . Προσδιορίζει πάντοτε ανέμους (Οδ. β421, ξ253, ξ299) και, μάλιστα, δηλώνει τον ιδανικό άνεμο: ο ἀκραὴς ζέφυρος που φέρνει το καράβι του Τηλέμαχου από την Ιθάκη στην Πύλο δεν πνέει μόνο από το απολύτως επιθυμητό σημείο του ορίζοντα, αλλά επίσης προσφέρει την ανώτατη δυνατή ταχύτητα στο πλοίο, χωρίς να αποκτά επικίνδυνη ισχύ. Με τους σημερινούς όρους και για μια ξύλινη βάρκα με πανί, θα λέγαμε ότι ἀκραὴς είναι ένας ούριος, σταθερός άνεμος ανάμεσα στα 5 και στα 6 μποφόρ. Αντίστοιχα, έχουμε τα επίθετα δυσαὴς, «άνεμος με μη επιθυμητές ιδιότητες», (Ε865, Ψ200, ν99) και ὑπεραής, «άνεμος πάνω από τα ανεκτά όρια». Το επίθετο ὑπεραὴς δεν αναφέρεται πλέον σε ἀήτην, αλλά σε ἀέλλην (Ιλ. Λ297). Ακόμη πιο ισχυρός είναι ο ζαής, «ο άγριος άνεμος», που συνδέεται πλέον με την λαίλαπα (Οδ.ε368, μ313) . Τέλος, ο ἁλιαὴς άνεμος είναι εκείνος που οδηγεί το καράβι από τη στεριά στη θάλασσα ή, καλύτερα, ο άνεμος που επιτρέπει τον απόπλου (δ361). Ο οὖρος άνεμος είναι εκείνος που επιτρέπει την κίνηση του καραβιού (Ιλ. Α479, Οδ.β420 κ.α.). Πνέει από την πρύμη του πλοίου ή δευτερόπρυμα, μέσα στα όρια ανοχής του συστήματος ιστιοφο
36 Pokorny, 677. Ο Beekes, 2010, λήμμα λαπίζω, 834, αμφιβάλλει για την ινδο-ευρωπαϊκή προέλευση του θέματος λαπ-. 37 Πλάτων, Κρατύλος, 410b. 38 Cunliffe, λήμμα ἀήτης. 39 LSJ, λήμμα ἀήτης. 40 Benveniste, 1938, 155· Chantraine, 1968, λήμμα ἄημι, 26· Beekes, 2010, λήμμα ἄημι, 27. 41 Λορεντζάτος, 1925, λήμμα ἀκραής, 20· Cunliffe, λήμμα ἀκραής· LSJ, λήμμα ἀκραής. Chantraine, 1968, λήμμα ἀκ-, 44· Hofmann, 1974, λήμμα ἀκραής, 11· Beekes, 2010, λήμμα ἄκρος, 57. ρίας. Η λέξη προέρχεται από το ουσιαστικό *ὄρ F ος και το θέμα του συναντάται στο ρήμα ὄρνυμι (κινώ, ξεσηκώνω) 42 . Συνεπώς, ο οὖρος άνεμος είναι συγκεκριμένα «ο άνεμος που κινεί το πλοίο». Ο ήχος του ανέμου έχει έμμεση σχέση με τη ναυσιπλοΐα: ο ιδανικός άνεμος είναι λιγύς, «με μουσικό ήχο». Στην Ιλιάδα, το επίθετο λιγύς, όπως και το αντίστοιχο λιγυρός, εκτός από τον συριγμό του ανέμου (Ιλ. Λ352, Ν334 κ.α), προσδιορίζουν τον καθαρό ήχο της ανθρώπινης φωνής (Ιλ. Α248 κ.α.), τον ήχο της λύρας (Ιλ. Ι186 κ.α.), αλλά και την οξεία φωνή των αρπακτικών πουλιών (Ιλ. Ξ190). Στην Οδύσσεια, το επίθετο λιγυρός χρησιμοποιείται μόνο για το τραγούδι (Οδ.μ44, μ183), ενώ η έννοια του λιγὺς μετακινείται από το «καθαρός ή συριστικός [ήχος]» στο «ευχάριστος, γλυκός [ήχος]»· με την έννοια αυτή χρησιμοποιείται ως επίθετο των Μουσών (Οδ.ω62), της φόρμιγγος (Οδ.θ67 κ.α.) και του ούριου ανέμου (Οδ.γ176 κ.α.). Εκτός από τα προηγούμενα, οι ιδιότητες των ανέμων ορίζονται με διάφορα ρήματα (βρέμω, ἐπιβρέμομαι, ἠπύω, ὄρνυμι, πνέω, σπέρχω, φυσάω, χαλεπαίνω), ουσιαστικά (ἀυτμή, ἰωή, πνοιή, ῥιπή) και, κυρίως, επίθετα (ἀργαλέος, ἐλαφρός, ζαχρηής, θεσπέσιος, κάλλιμος, καλός, κελαδεινός, κραιπνός, λάβρος, λιαρός, νηνέμιος, νήνεμος), άλλοτε με κυριολεκτική και άλλοτε με μεταφορική σημασία. Όμως, οι λέξεις αυτές έχουν γενική χρήση και δεν εντάσσονται στο λεξιλόγιο της κατάταξης των ανέμων σε μια στοιχειώδη κλίμακα. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί το ρήμα ἐπαιγίζω. Η ρίζα αιγ- δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς εντοπίζεται σε τρία μη όμορα εννοιολογικά πεδία. Η αἴξ και, πιθανώς, η αἰγὶς αποτελούν τη βάση της μίας ομάδας εννοιών· λέξεις σχετιζόμενες με τη θάλασσα, όπως αἰγιαλός, Αἴγινα, Αἰγαί, Αἰγαῖον, σχηματίζουν τη δεύτερη ομάδα· και, τέλος, η τρίτη ομάδα αποτελείται από λέξεις σχετικές με τον ισχυρό άνεμο, όπως το ρήμα ἐπαιγίζω (Ιλ. Β148, Οδ.ο293) και το ουσιαστικό καταιγίς, που συναντάται για πρώτη φορά στα τέλη της Κλασικής Εποχής 43 . Στη βάση όλων των προηγουμένων, ίσως μπορούμε να διακρί
42 43 Chantraine, 1968, λήμμα οὖρος, 839· Beekes, 2010, λήμμα οὖρος1, 1129. Έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις σχετικά με τις σχέσεις που μπορεί να συνδέουν αυτά τα εννοιολογικά πεδία χωρίς όμως να έχει δοθεί κάποια πειστική απάντηση στο ερώτημα αν υπάρχει κοινός εννοιολογικός τόπος και για τις τρεις αυτές ομάδες. Ας δούμε μερικά παραδείγματα των υποθέσεων σύνδεσης: σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, η αἰγὶς των θεών ήταν ασπίδα ή πανοπλία κατασκευασμένη από το δέρμα της Αμάλθειας (Grimal, 1991, 80)· επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι η αἰγὶς με την έννοια της καταιγίδας αποτελεί μεταφορά, επειδή η αἰγὶς του Διός προκαλεί την κακοκαιρία
(Chantraine, 1968, λήμμα
αἰγίς, 30). Θα μπορούσαμε, να προσθέσουμε ότι θα έπρεπε να εξεταστεί η σχέση της αἰγὸς με τον αἰγιαλόν και κατ’ επέκταση με κύρια ονόματα, όπως Αἰγαῖον, Αἴγινα ή Αἰγαί: οι αἶγες είναι τα μοναδικά εκτρεφόμενα ζώα που μπορούν να πιουν θαλασσινό νερό (ακόμη και σήμερα γίνεται εκτροφή κοπαδιών από γίδες σε ξερονήσια, όπως τα Ίμια, ανοιχτά της Καλύμνου, ή η Άτοκος, στο Ιόνιο πέλαγος, όπου τα ζώα επιβιώνουν με το νερό της θάλασσας ή με νερό εξαιρετικά γλυφό- Σχετικά με το θέμα της αιγοτροφίας σε νησίδες του Αιγαίου, βλ. Constantacopoulou, 2007, 200-14). Ας υπογραμμίσουμε ότι αυτός ο τρόπος αιγοτροφίας είναι αρχαιότατος και, πιθανώς, αποτελεί ένα από τα ενδιάμεσα στάδια του περάσματος από την κοινωνία των τροφοσυλλεκτών κυνηγών στην κοινωνία των κτηνοτρόφων. Μια δεύτερη, μάλλον πιθανότερη υπόθεση συνάγεται από την πληροφορία του Αρτεμίδωρου ότι στην καθημερινή γλώσσα της ύστερης αρχαιότητας τα μεγάλα κύματα ονομάζονταν αἶγες, όπως σήμερα τα αφρισμένα κύματα ονομάζονται «προβατάκια»( Αρτεμίδωρος, Ονειροκριτικόν, 2.12: καὶ γὰρ τὰ μεγάλα κύματα ‘αἶγας’ ἐν τῇ συνηθείᾳ λέγομεν), ενώ σύμφωνα με τον Ησύχιο
(λήμμα αἶγες) οι Δωριείς ονόμαζαν αἶγας τα κύματα. Εδώ, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η λέξη αἴξ προέρχεται από την πρωτο-ινδοευρωπαϊκή (;) ρίζα *h 2 eiģ- (Beekes, 2010, 40, λήμμα αἴξ), που σημαίνει απλώς και μόνο «γίδα». Συνεπώς, μπορούμε να υποθέσουμε οι αἶγες-κύματα ονομάστηκαν από τις αἶγες-ζώα και όχι το αντίστροφο, όμως το ουσιαστικό πολύ γρήγορα έχασε τη μεταφορική σημασία του (Για παράδειγμα, στις πινακίδες της Γραμμικής Β εντοπίζουμε τόσο τη σημασία «γίδα» - στον τύπο a 3 -ki-pa-ta-=αἰγιπά(σ)τας (γιδοβσκός)· βλ. Beekes, 2010, 40, λήμμα αἴξ- , όσο και τη σημασία «κύμα» - στον τύπο aj-ki-a 2 -ri-jo = αἰγιαλίο(υ)· βλ. DM, 134. Στη βάση αυτή θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι ο αἰγιαλός, όπου διακρίνουμε σαφώς τη λέξη ἅλς, στο δεύτερο συνθετικό, είναι ο χώρος όπου σκάει το κύμα της θάλασσας, ενώ Αιγαῖον είναι η «κυματώδης θάλασσα».
Η «ΚΛΙΜΑΚΑ»ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΑΝΕΜΩΝ
Όνομα Επίπτωση στη ναυσιπλοΐα
γαλήνη Τα πανιά κρέμονται· κίνηση μόνο με κουπιά
ἁλιάης Το πλοίο αποπλέει και κινείται στη θάλασσα
ἀκραής
δυσαής Άνεμος με τις επιθυμητές ιδιότητες κατεύθυνσης και ισχύος Άνεμος με μη επιθυμητές ιδιότητες
ἄελλα, ὑπεραής Καταιγίδα κατά την οποία το πλήρωμα πρέπει να ποδίσει για να βρει καταφύγιο ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσει να μη βυθιστεί το πλοίο.
θύελλα, ζαής
λαῖλαψ, ζαής Τα πανιά καταστρέφονται· το πλήρωμα πρέπει αμέσως να κινήσει το πλοίο με τα κουπιά για να ποδίσει.
Πλοίο και πλήρωμα στο απόλυτο έλεος της καταιγίδας
Φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κλίμακα ανέμων με τη σημερινή έννοια. Διακρίνουμε, πάντως, μια εμπειρική κατάταξη, που προσδιορίζει όχι μόνο ενδείξεις έντασης, αλλά και διάφορα άλλα χαρακτηριστικά, ανάλογα με την περίπτωση. Έτσι, ο ἁλιάης και ο ἀκραής άνεμος δηλώνουν: Α) Την ένταση του ανέμου: τόση ώστε το πλοίο μπορεί να πλεύσει άνετα Β) Την κατεύθυνση του ανέμου: τέτοια ώστε το πλοίο να λάβει την επιθυμητή πορεία Γ) Το στάδιο του ταξιδιού: ο ἁλιάης σχετίζεται μόνο με τον απόπλου, ενώ ἀκραὴς με το κυρίως ταξίδι.
Αήτης
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντύπας, 2014: Αντύπας Κ., 2014, Ὑγρὰ Κέλευθα: Πλοία και Ρότες στην Ομηρική Εποχή, διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Πατρών. • Bartoněk, 2003: Bartoněk Α., 2003, Handbuch des mykenischen Griechisch, Heidelberg, Universitätsverlag C. Winter. • Beekes, 2010: Beekes R., 2010, Etymological Dictionary of Greek, LeidenBoston, Brill. • Benveniste, 1938: Benveniste É., 2006 [1938], Origins de la formation des noms en indo-e ropéen, Paris, Maisonneuve. • Budge, 1960: Budge E.A.W, 1960, The Book of Dead: The Hieroglyphic Transcript of the Papyrus of ANI, New York, University Books. • Burnet, 1900: Burnet J., 1900-1902, Platonis Opera, Oxford, Clarendon Press. • Caldwell, 1993: Caldwell R. 1993, The Origin of the Gods, Oxford-New York, Oxford University Press. • Chantraine, 1968: Chantraine. P., 1968, Dictionnaire Étymologiq e de la Lang e Grecque, Paris, Klincksieck. • Constantakopoulou, 2007: Constantakopoulou C., 2007, The Dance of the Islands: Insularity, Networks, the Athenian Empire and the Aegean World, Oxford, Oxford University Press. • Cunliffe, 1963: Cunliffe, R. G., 1963, A Lexicon of the Homeric Dialect, University of Oklahoma Press, Oklahoma, και ηλεκτρονική έκδοση στο Thesaurus Linguae Grecae-TLG, http://www. tlg.uci.edu/cunliffe. • Dampier, 1927: Dampier W., 1927, A New Voyage Round the World, London, Argonaut Press. • Defoe, 1704: Defoe W., 1704, The Storm: or, a collection of the most remarkable casualties and disasters, which happen'd in the late dreadful tempest, both by sea and land, London, Sawbridge. • DM: Aura Jorro Francisco, 1985-1993, Diccionario micénico, Madrid, CSIC. • EM: Lassere F. και Livadaras Ν, 1976 (τόμος Ι), 1992 (τόμος ΙΙ) Etymologicum magnum genuinum. Symeonis etymologicum una cum magna grammatica. Etymologicum magnum auctum, τόμος Ι, Ateneo, Roma - τόμος ΙΙ, Αθήνα Φιλολογική Εταιρεία Παρνασσός. • Fobbs, 1919: Fobbs F.H, 1919, Aristotelis meteorologicorum libri quattuor, Cambridge, Harvard University Press. • Fraenkel, 1970: Fraenkel H., 1970, Apollonii Rhodii Argonautica, Oxford, Clarendon Press. • Grimal , 1992: Grimal N., 2005 [1992], A History of Ancient Egypt (αγγλ. μετάφρ.), MaldenOxford-Victoria, Blackwell. • Hampe, 1967: Hampe R., 1967, Kult der Winde in Athen und Kreta, Heidelberg, Winter. • Hofmann, 1974: Hofmann, J. B., 1974, Ετυμολογικόν Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής (ελληνική μετάφραση), Αθήνα. • Hude, 1921: Hude C., 1970 [1921], Herodoti Historiae, Oxford, Clarendon Press. Humbert, 1937: Humbert J., 1937, Homère. Hymnes, Paris, Belles Lettres. • Jones, 1949: Jones H. L., 1982 [1949], The Geography of Strabo, Loeb Classical Library, Harvard University Press-Heinemann, Cambridge-London. • Katzev, 1989: Katzev M., 1987, An Analysis of the experimental Voyages of Kyrenia II, στο Tzalas, 1989, 245-256. • Lamb, 1991: Lamb H.H., 1991, Historic Storms of the North Sea, British Isles and the Northwest Europe, New York – Melbourne, Cambridge University Press. • Λορεντζάτος, 1925: Λορεντζάτος Π., 1925, Ομηρικόν Λεξικόν μετά Εικόνων, Θεσσαλονίκη, Τριανταφύλλου. • LSJ: Liddell, H. G., Scott, R., Stuart Jones, H., Mackenzie, R. (εκδ.) A Greek–English Lexicon, 9 η έκδ., με αναθεωρημένο συμπλήρωμα, Oxford, 1996, και ηλεκτρονική έκδοση στα πλαίσια του προγράμματος Thesaurus Linguae Grecae-TLG. • Mallory-Adams, 1997: Mallory J.P. και Adams D.Q., 1997, Encyclopedia of Indo- European Culture, Chicago, Fitzroy Dearborn. • Morfon-Lenadron, 2003: Morfon L.P.O. και Lenadron R.J, 2003, Classical Mythology, 7 η έκδοση, New York-Oxford, Oxford University Press. • Pack, 1963: Pack R.A. 1963, Artemidori Daldiani onirocriticon libri v., Leipsig, Teubner. • Page, 1972: Page D., 1972, Aeschyli Tragoediae, Oxford, Clarendon Press. • Pokorny, 1959: Pokorny, J., 2005 [1959], Indogermanisches etymologisches Wörterb ch, Bern, Francke. Ηλεκτρονική έκδοση με προσαρμογή σε νεότερα δεδομένα από το Κέντρο Γλωσσολογικής Έρευνας του Πανεπιστημίου του Τέξας (Austin) (http://www.utexas.edu/cola/centers/lrc/). • Schmidt, 1867: Schmidt M., 1867, Hesychii Alexandrini Lexicon, 2 η
έκδοση, Jena, Libraria Maukiana. • Strunk, 1967: Strunk K., 1967, Nasalpräsentien nd Aoriste: ein Beitrag z r Morphologie de Verbums in Indo-Iranischen und Griechischen, Heidelberg, Winter. • Tzalas, 1989: Tzalas H. (εκδ.), 1989, Tropis I: 1st International Symposium on Ship Construction in Antiquity. Πειραιάς 1985, Hellenic Institute for the Preservation of Nautical Tradition, Athens 1989. • Uchitel, 1984: Uchitel A., 1984, Women at Work, Pylos and Knossos, Lagash and Ur, Historia 33, 257-92. • VentrisChadwick, 1973: Ventris M. και Chadwick J., 1973, Documents in Mycenaean Greek, 2 η έκδ., Cambridge University Press, Cambridge.
ΨΑΘΟΝΗΣΙ – (ΦΟΙΝΙΚΑΣ)
Πήρα βόλτα τα μικρά νησιά της Ελλάδας και ταξίδεψα πρώτα απ’ όλα στο στεφάνι απ’ τα νησιά, τις κυκλάδες. Η φύση σε γοητεύει. Η γυμνή, πειθαρχημένη ομορφιά των νησιών, τα χρώματα, το φτερούγισμα της ιστορίας τους, οι Ναοί (τα μικρά ξωκκλήσια) πάνω στη θάλασσα, όλα αυτά ασκούσαν μια έλξη πάνω μου, που δεν ήθελα να με αφήσει. Τα νησιά των Κυκλάδων είναι γεμάτα με χαμόγελα και ρομαντισμό. Έτσι όπως αναδύονται από την Ομηρική θάλασσα σε μια σκισμένη ομορφιά, παρμένα απ’ τον αγέρα, μοναχικά σημάδια στην πλατιά θάλασσα, είναι πρώτα απ’ όλα φωτεινά. Το φως! Ένα υπέροχο φως! Και τα χρώματα; Απίστευτη η φωτεινή λάμψη πάνω στα νησιά. Κι η φωτεινή ασπράδα των σπιτιών σε γοητεύει. Είναι μονάχα το φως που τα κάνει όλα τούτα; Το Ελληνικό φως του Αιγαίου που μεταλλάζει τα πάντα σε μύθους και ονείρατα;… Πόσα πολλά τα μικρούτσικα ακατοίκητα νησάκια σπαρμένα εδώ και εκεί. Και τα περισσότερα είναι σε απόσταση μια πετριάς από την πόλη και τα χωριά του διπλανού νησιού. Έφυγα. Και ξαναγύρισα. Γιατί ξαναγυρίζω στις Κυκλάδες; Λες και μπορώ να δώσω μια ικανοποιητική απάντηση; Είναι το φως; Το άπιαστο φως; Είναι τα σταματημένα από τον αγέρα αρμυρίκια που σκύβουν πάνω στις παραλίες και τους βράχους; Είναι το πιτσίλισμα της καθάριας σαν το γυαλί θάλασσας πάνω στις αμμουδιές ή… ο ήλιος, ο ήλιος, ο ήλιος; Κι εκεί μες τη μέση των Κυκλάδων ειν’ ο Απόλλωνας ήταν ο Φοίβος Απόλλωνας, θεός που σκόρπισε το φως, τον ήλιο στους ανθρώπους. Μα το πιο πολύ φως το χάρισε στους Κυκλαδίτες... Ένα ωραίο «φωτεινό» σχόλιο για το φως των Κυκλάδων από το Νορβηγό Φέρτιναντ Φίννε στο βιβλίο του «Στεφάνι από Ελληνικά νησιά»
Ταξίδι στο Ψαθονήσι
Ήταν… (δεν θυμάμαι πόσα χρόνια πριν) ένα καλοκαιρινό απόγευμα όταν είδα το μικρό καΐκι του Μανώλη του ψαρά να περνάει εκεί κοντά στον φάρο του Φοίνικα. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια αφού συχνά πήγαινε για ψάρεμα. Εκείνη τη μέρα όμως, το σκάφος είχε πολλούς ανθρώπους και σε λίγη ώρα επέστρεψε άδειο. Αργά το βράδυ ξαναείδα να περνάει και επέστρεψε με τους… επιβάτες του. Τι πιο απλό, βέβαια. Κάπου εκεί κοντά θα πήγαν μια εκδρομούλα και το βράδυ γύρισαν πίσω. Όμως αυτό συνέβη και την επόμενη και την μεθεπόμενη και δεν ήταν μόνο οι αρκετοί επιβάτες μέσα στο σκάφος. Επειδή περνούσε κοντά στο σπίτι μας, έβλεπα και μερικά μεγάλα χαρτοκιβώτια που… «πήγαιναν» και αυτά κάθε πρωί και «γύριζαν» το βραδάκι. Είχα την περιέργεια και ρώτησα τον Μανώλη που πήγαιναν κάθε πρωί. Και εκείνος μου είπε: «Δεν ξέρω κ. Μαίρη ούτε ποιοι είναι, ούτε τι κάνουν. Έρχονται στο καΐκι κάθε πρωί με κάτι μηχανήματα που ούτε ξέρω τι είναι. Τους πηγαίνω στο Ψαθονήσι τους αφήνω και πάω πάλι τ’ απόγευμα να τους πάρω πίσω. Και δεν μιλάνε Ελληνικά, είναι ξένοι...» Πράγματι. Όταν πήγα στην πίσω πλευρά προς τα Κόκκινα που φαίνεται το Ψαθονήσι, είδα μια δραστηριότητα πάνω στο μικρό έρημο νησάκι. Τι έκαναν εκεί; Ένα απόγευμα, λοιπόν, που επέστρεψαν, πήγα στην προβλήτα και μόλις βγήκαν απ’ το καΐκι τους χαιρέτησα και τους ρώτησα τι κάνουν εκεί, στο νησάκι. Μου είπαν ότι είναι ειδικοί τεχνικοί για τους δορυφόρους (δεν κατάλαβα ακριβώς την ειδικότητά τους) και ότι εδώ και πέντε χρόνια ερευνούν τη Μεσόγειο προσπαθώντας να ανακαλύψουν ένα σημείο που να έχει την μεγαλύτερη διαύγεια τις περισσότερες ώρες το χρόνο; Και; Το βρήκαν. Ήταν το Ψαθονήσι μας. Είχαν σκοπό, λοιπόν, να εγκαταστήσουν εκεί πάνω στο νησάκι τα μηχανήματα τους αλλά… μετά από έρευνες και ερωτήσεις που έκαναν στους ντόπιους κατάλαβαν ότι αυτό δεν γίνεται γιατί στον πρώτο νοτιά, το κύμα σκεπάζει όλο το νησάκι. Απορία δική μου: Γιατί δεν έβαζαν τα μηχανήματα πάνω στον κάβο στον ψήλο βράχο που δεν κινδυνεύει από τα κύματα. Και μου είπαν ότι εκεί δεν έχει την ίδια διαύγεια!!! Κι ας ήταν μόλις 700 ή 800 μέτρα πιο πέρα … Απίστευτο. Τους ευχαρίστησα για την πληροφορία και έφυγα. Εγώ...στον δικό μου κόσμο. Είναι δυνατόν; Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως λέει η Μυθολογία, θέλησαν να γεννηθεί ο Απόλλωνας ο θεός του φωτός στη Δήλο! Λίγα χιλιόμετρα πιο κει απ’ το Ψαθονήσι… Άνοιξα χάρτες, ρώτησα, έμαθα την απόσταση (ναυτικά μίλια) και άρχισα να διηγούμαι σε φίλους και γνωστούς όσα μου είπαν οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί επιστήμονες. Κι όταν, αργότερα, ένας καθηγητής από την Πάτρα τηλεφώνησε και ρώτησε αν είχαν κάποιο όνομα, αν ήταν απ’ τη ΝΑΣΑ κ.λ.π. Τι να του πω. Δεν είχα ρωτήσει ούτε γιατί έκανα όλη αυτή την επιστημονική έρευνα, (μετά έμαθα ότι γινόταν για τους δορυφόρους), ούτε τα ονόματά τους, ούτε πια πανεπιστήμια εκπροσωπούσαν. Είχα άλλες σκέψεις στο μυαλό μου. Γιατί οι αρχαίοι επέλεξαν την Δήλο για τη γέννηση του θεού του φωτός. Παντού στην Ελλάδα υπάρχουν ναοί του Απόλλωνα, αλλά όλοι οι αρχαιολόγοι του κόσμου συμφωνούν ότι με την γέννηση του στη Δήλο ο κόσμος γέμισε φως!
Ψαθονήσι
Είναι ένα μικρό νησάκι έξω από τον όρμο του Φοίνικα που «φιλοξενεί» πάνω του ένα φάρο για την ασφάλεια της νυχτερινής πλεύσης μικρών ή μεγάλων σκαφών. Το Ψαθονήσι πήρε τ’ όνομά του από το ποώδες φυτό που φυτρώνει εκεί εν αφθονία την Ψάθα ή Ψάθι. Το επίσημο όνομά του είναι Τύφη η Πλατύφυλλος (Typha Iatifolia). Η Ψάθα ή Τύφη είναι ένα πολυετές φυτό, ελοχαρές, αρκετά υψηλό με φύλλα πράσινα λογχοειδή. Φυτρώνει σε υγρότοπους (ποτάμια, λίμνες) και βάλτους. Όπως αναφέρεται στη Βίβλο, αλλά και στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας το φυτό Τύφη (Ψάθα) ήταν γνωστό και σε εκείνες τις εποχές. Κάποτε ο Φαραώ της Αιγύπτου διέταξε να θανατωθούν όλα τα άρρενα τέκνα των Εβραίων. Τον Μωυσή, τον μετέπειτα ελευθερωτή και νομοθέτη του Ισραήλ, η μητέρα του για να τον σώσει από τον θάνατο, τον έβαλε σε ένα καλάθι και τον άφησε στον ποταμό Νείλο ανάμεσα στα ελώδη φυτά που ήταν τόσο πυκνά ώστε δεν φαινόταν το καλάθι. Αυτά τα ελώδη φυτά που ήταν και είναι σε αφθονία στον ποταμό είναι μια ποικιλία της Τύφης, που υπάρχει στην Ελλάδα και στο... Ψαθονήσι. Βέβαια όπως λένε οι γραφές, η κόρη του Φαραώ περισυνέλεξε το μικρό παιδί, τον Μωυσή, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε μέσα στο ανάκτορο… Στην «έξοδο» β3-5 αναφέρεται: «...Επεί δε ουκ ηδύνατο αυτό έτι κρύπτειν, έλαβεν αυτώ η μητήρ αυτού και ενέβαλε το παιδίον εις την…(κάλαθον) και έθηκεν αυτήν εις το έλος παρά τον ποταμόν». Ο Μωυσής υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές προσωπικότητες της ιστορίας.
ΨΑΘΟΝΗΣΙ:
Υ.Γ. 1 Είχα ρωτήσει κάτοικους του Φοίνικα μήπως γνώριζαν για το όνομα αυτής της μικρής νησίδας με την τόση φωτεινότητα. Όλοι μου είπαν: μα… απ’ το χόρτο την Ψάθα. Αν κάποιος αναγνώστης έχει αντίθετη άποψη θα χαρώ να το μάθω. Υ.Γ. 2Ευχαριστώ θερμά τον π. Χρ. Παπανικολάου για τις χρήσιμες πληροφορίες του.