Τεύχος 18

Page 1

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΑΙΓΙΝΑ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ-ΙΟΥΑΙΟΣ 2010

ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΙΓΙΝΑΙΑ .

,...Μ.Τ.............^

.)' -ι

ΕΙΔΙΚΟ ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ Η ΑΙΓΙΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ


ΕΦΗΜΕΡΙΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ,EKI2T1IMÖH1SH K.t! TH.XS1 OAHHlti ìnò r. A t i o s T O A Î a o i I C O S M U T O Î . ~ί';;.:ι;·..ΐι,'..:-ί •! .-.,· s.i:-:-iW,-:·:r-- LI/.TLi.'.J, S ' : •••••l. . ' ' - λ ί - ; /.;.'r.-;:-.-•

ΠΡΟΑΓΓΕΑΙΑ.

Η ΑΙΓΙΝΑΙΑ Περιοδική πολιτιστική έκδοση Τεύχος 18 Αίγινα, Ιανουάριος-Ιούλιος 2010 Ιδιοκτήτης - Εκδότης: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑιγιναία» Έδρα: Ιωάννου Σακκιώτου 8, Κυψέλη Αιγίνης, 180 10 Αίγινα. ΑΦΜ: 099119847 Διευθυντής: Γεώργιος Ι. Μπόγρης Διαχειριστής: Γιάννης Φ. Πούντος Συντακτική επιτροπή: Κώστας Γαβρόγλου Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού Ευτυχία Δρούκα Προνόη Θεολογίδου Γιώργος Κουλικούρδης Βασίλης Λυκούρης Γιώργος Μπήτρος Γεώργιος Μπόγρης Δημήτρης Νικολόπουλος Γιάννης Πούντος Δημήτρης Σαραντάκος Ελένη Σταμπόγλη Αχιλλέας Χαλδαιάκης Διόρθωση κειμένων: Προνόη Θεολογίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κατερίνα Μποτζάκη

«'Ονομάζεται δε ή έφημερίς αυτή. Η ΑΙΓΙΝΙΑΙΑ, ώς ύπο παροικούντων είς Αϊγιναν εκδιδομένη» Παραγωγή:

Συνδρομές: Εσωτερικού: 20 ευρώ Φοιτητές-Μαθητές: 15 ευρώ Εξωτερικού: 30 ευρώ Οργανισμών-Τραπεζών: 60 ευρώ Υπεύθυνος συνδρομών: Γιάννης Πούντος τηλ. 2297026278-6932648020 Επιταγές-Εμβάσματα: Γεώργιος Μπόγρης Μητροπόλεως 9,180 10 Αίγινα, τηλ: 2297026625-61876-6944370587 Γεώργιος Γουλάκος, Βαλαωρίτου 12,106 71 Αθήναι, τηλ. 2103628501 Αριθμός τραπεζικού λογαριασμού: 241/47005110 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Επιστολές-Συνεργασίες στη διεύθυνση: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑιγιναία» Τ.θ. 38,180 10 Αίγινα Ηλεκτρονική διεύθυνση: www.aigtaaia.gr e-mail:gebogris@syta.gr

Το κόσμη μα του εξωφύλλου τΐ]ς Αιγιναίας είναι του Γιάννη Μόραλη. ISSN 1108-748Χ


/

ΤΕΥΧΟΣ 18

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΑΙΓΙΝΑ, ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ - ΙΟΥΛΙΟΣ 2010

\<?%?:";:-Ϊ,Κ;:·-.

.s1;-;1'•"".;••:••.•

τ

Πολύκλειτος Ρέγκος «Σούρουπο στην Αίγινα», 1927

0 Θανάσης Νιάρχος επιμελήθηκε το αφιέρωμα στη Λογοτεχνία. Η Ίρις Κρητικού επιμελήθηκε το αφιέρωμα στην Τέχνη.


Π

Ε

ΣΗΜΕΊΩΜΑ

Ρ

Ι

Ε

ΤΟΥ

ΔΙΕΥΘΥΝΗ

Χ

Ο

Μ

Ε

Ν

ΑΦΙΕΡΠΜΑ: Η ΑΙΓΙΝΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ Θανάσης Νιάρχος Η Αίγινα στη λογοτεχνία

9

Ίρις Κρητικού Ζωγραφίζοντας την Αίγινα

12

Ράλλης Κοφίδης ΠροσκυνητάριτηςΑίγινας

18

Βασίλης Πλάτανος Αιγινήτικοςγολγοθάς

21

Λόρενς Ντάρελ Αργοσαρωνικός

23

Οδυσσέας Εξαρχάκης Αίγινα

25

Κώστας Ανδρέου

26

Σέμνη Παπασπυρίδου-Καρούζου Αρχαίοι και τέχνη

28

Γιώργος Σεφέρης Η θάλασσα που ονομάζουν Γαλήνη

33

Σπύρος Βασιλείου

34

Βαγγέλης Χατξηγιαννίδης Οιτέσσεριςτοίχοι

38

Στρατής Μυριβήλης Αφαία

43

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ Αίγινα Ι

45

ΑνδρέαςΒουρλούμης

46


Θ. Δ. Φραγκόττουλος Ένα καλοκαίρι στην Αίγινα

50

Πέρηςίερεμιάδης

62

Οδυσσέας Ελύτης Ο μικρός ναυτίλος

66

Αντρέας Καραντώνης Η ζωγραφική και η Αίγινα

67

Δημήτρης Παναγόπουλος Συντρίμμια αιγινήτικου αγγείου

71

Σταύρος Ιωάννου

72

Τ ά κ η ς Καλμούχος

74

Κώστας Βάρναλης Στην Αίγινα

76

Χρήστος Κ α π ρ ά λ ο ς

86

Τάσος Δενέγρης Αίγινα Ιουλία Περσάκη

90

Ο τελευταίος χρόνος του Σοφοκλάρα

91

Πέτρος Κάτσας

97

Κυριάκος Κρόκος

98

Λίνα Κάσδαγλη Αίγινα 1951

102

Μανώλης Γιαλουράκης Αίγινα

103

Μαρία Κεσίση Αίγινα

108

Μαρία Π ώ π

109

Αλεξάντερ Μπαρκώφ

112


ΖωρζΣαρρή Βάγια

115

Μιχαήλ Μ α ρ τ ζ ο υ β ά ν η ς

120

Φίλιππος Φιλίππου Ο θάνατος του Ζορμπά

124

Γιάννης Μόραλης

129

Κ α τ ε ρ ί ν α Αγγελάκη-Ρουκ Αίγινα II

134

Θ αν άσ ης Ιίαπαθανασόπουλος Το σπίτι του Καζαντζάκη

136

Νίκος Νικολάου

148

Μένη ς Κουμανταρέιας Άτιτλο

152

Βασίλης Κ ο υ μ π ε ν ά ς Αίγινα 1984

153

Σπύρος Παπαλουκάς

154

Νίκος Αιγαίος Σπουδή στη χρωματική αντίστιξη

158

Γιάννης Π α π π ά ς

161

Κ ώ σ τ α ς Βάρναλης Η μπαλάντα του Αντρ ίκου

164

Σ. Μυριβήλης, Μ. Κ α ρ α γ ά τ σ η ς , Α. Τερζάκης, Η. Βενέζης Το μυθιστορημάτων Τεσσάρων

166

Δημήτρης Πικιώνης

171



Το πρώτο τεύχος της ΑΙΠΝΑΙΑΣ κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2000.


ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ TOY ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΗΣ «ΑΙΓΙΝΑΙΑΣ»

Δέκα χρόνια «Αιγιναία» Με την έκδοση και κυκλοφορία του 18ου τεύχους της "Αιγιναίας" συμπληρώνουμε ήδη 10 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης έκδοσης του περιο­ δικού (καλοκαίρι 2000 - καλοκαίρι 2010). Ξεκινώντας με το Ιο τεύχος, βαδίσαμε σε ένα δρόμο δύσκολο και πρωτό­ γνωρο για όλους εμάς, που είχαμε την ιδέα και πήραμε την πρωτοβουλία για τη δημιουργία μίας περιοδικής πολιτιστικής έκδοσης, που θα ασχολείται με τα πολιτιστικά της Αίγινας και θα προβάλλει μέσα από τις σελίδες του το άλλο πρόσωπο του νησιού, πέραν αυτού που φαίνεται στη φευγαλέα και πρόχειρη εντύπωση του περιστασιακού επισκέπτη. Το πρόσωπο που αποτε­ λεί και τον αντίποδα εκείνου που χαράσσει ο « κοσμοπολίτικος» τουρισμός και διασκέδαση, απαλλαγμένο ταυτόχρονα και από την ξεπερασμένη εικόνα του φολκλόρ και του φτηνού κουλέρ-λοκάλ, με στόχο την προβολή του διαρ­ κούς και ουσιαστικού πλούτου του νησιού. Κανείς από τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής της «Αιγιναίας» δεν ανή­ κει στους επαγγελματίες του χώρου των εκδόσεων και μόνο η αγάπη για την Αίγινα και τον πολιτισμό της, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα πνευματικά ενδιαφέροντα του καθενός από εμάς, μας έδωσε την ώθηση και τη δύναμη για τούτο το δύσκολο και απαιτητικό εγχείρημα. Η πρώτη και από τις κυριότερες δυσκολίες, το οικονομικό θέμα, πάντοτε μέχρι και σήμερα παρόν. Η οικονομική αρωγή κάποιων φίλων και παραγό­ ντων του νησιού, που μας εμπιστεύθηκαν, υπήρξε ουσιαστική για την έκδοση του Ιου τεύχους. Είμαστε υποχρεωμένοι να επαναλάβουμε τις ευχαριστίες μας προς την κυρία Βαρβάρα Μαυρακάκη για τη γενναία χορηγία της, τον κύριο Δημήτρη Καψάλη, την ΑΝΕΔΗΚ Κρητικός ΑΕ και να μνημονεύσουμε το μακαριστό Μητροπολίτη Υδρας-Σπετσών καιΑιγίνης κ. Ιερόθεο για τη σημα­ ντική οικονομική τους βοήθεια στο ξεκίνημα της «Αιγιναίας». Έχει, νομίζω, ξεχωριστό ενδιαφέρον να ξανακάνουμε μία μικρή αναφορά στην επιλογή του τίτλου της «Αιγιναίας». Στις 15 Μαρτίου του 1831 εξεδόθη από τον λόγιο Γεώργιο Αποστολίδη - Κοσμητή, Διευθυντή της εδρεύουσας τότε στην Αίγινα Εθνικής Τυπογραφίας και στενό φίλο του Κυβερνήτη Ιωάν­ νη Καποδίστρια, η πρώτη περιοδικού τύπου έκδοση στον Ελληνικό χώρο. Η έκδοση αυτή απεκλήθη «Η Αιγιναία, ως υπό παροικούντων εις Αίγιναν εκδι­ δομένη», με περιεχόμενο εκπαιδευτικά, φιλολογικά, επιστημονικά και αρχαι­ ολογικά θέματα. Η καποδιστριακή «Αιγιναία» εξέδωσε 7 μηνιαία φύλλα και η


έκδοση της διεκόπη με τη δολοφονία του Καποδίστρια στο Ναύπλιο. Τον τίτλο αυτό, λοιπόν, δανεισθήκαμε για το περιοδικό μας, αποδίδοντας συνάμα και τον προσήκοντα φόρο τιμής στην πρώτη αυτή βραχύβια «Αιγιναία». Η υποδοχή του περιοδικού υπήρξε από την αρχή εξαιρετικά θερμή και γρήγορα, μετά και τα πρώτα τεύχη, δεδομένης και της συνεχούς βελτίωσης τόσο του περιεχομένου και της θεματολογίας όσο και της αισθητικής του περιοδικού, οι όποιες ενστάσεις και η όποια δυσπιστία εξέλιπαν στην πορεία. Διαγράφουμε, λοιπόν, μέχρι σήμερα μία ΙΟετή πορεία και συναντιόμαστε ανά 6μηνο, μια φορά το καλοκαίρι και μία κάθε χειμώνα. Το περιεχόμενο των τευχών μας, εξ αρχής και με συνέπεια, αποτελείται από θέματα που αφορούν την Αίγινα: τον πολιτισμό, την ιστορία, τη λαογραφία, το περιβάλλον, τις τέχνες, πρόσωπα του νησιού. Αλλά και σύγχρονα ή και θέματα επικαιρότητος, όπως την οικονομία, τις υποδομές, τον τουρισμό, τις ασχολίες των κατοίκων κ.α. Είχαμε την τιμή, στα κατά καιρούς άρθρα, μελέτες και άλλου είδους δημο­ σιεύσεις μας, να φιλοξενήσουμε στις σελίδες της «Αιγιναίας» σημαντικούς και γνωστούς ανά το πανελλήνιο ανθρώπους των γραμμάτων, της τέχνης και των επιστημών. Οι δημοσιευόμενες κάθε φορά συνεργασίες απηχούν τις από­ ψεις των συντακτών τους, χωρίς να ασκείται κανενός είδους λογοκρισία ή επηρεασμός. Θεωρούμε πολύ σημαντικό ότι δεν έχουμε καμία εξάρτηση πολι­ τική, ιδεολογική ή παραταξιακή ούτε και οικονομική. Απευθυνόμαστε σε όλους τους Αιγινήτες και φίλους της Αίγινας και κοινός μας τόπος είναι η αγάπη για το νησί. Κάποια από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα της Αίγινας προβλήθηκαν μέσα από ειδικά αφιερώματα, με συντάκτες και επιμελητές ειδικούς γνώστες των θεμάτων. Θέματα όπως η Παλιαχώρα, η αρχαία Αίγινα, η φιστικιά, η αγροτι­ κή Αίγινα, τα παραδοσιακά ξύλινα σκάφη και η αλιεία, το περιβάλλον, η άναρ­ χη και υπερβολική δόμηση, το πρόβλημα του νερού κ.α. Ακόμη προβάλαμε πρόσωπα και προσωπικότητες του νησιού, όπως ο Άγιος Νεκτάριος, ο αεί­ μνηστος ζωγράφος Γιάννης Μόραλης, η αείμνηστη Γωγώ Κουλικούρδη, η Ιου­ λία Περσάκη κ.α. Ενδεικτικό ίσως της εμβέλειας του περιοδικού είναι ότι διανέμεται και σε κάποια επιλεγμένα βιβλιοπωλεία της Αθήνας και περιλαμβάνεται στις συλλο­ γές αρκετών κρατικών βιβλιοθηκών καθώς και άλλων ιδρυμάτων. Ειδικά κάποια από τα αφιερώματα απετέλεσαν ουσιώδη πηγή σε ερευνητικές και άλλου είδους επιστημονικές εργασίες, ακόμη και διδακτορικές διατριβές. Επί­ σης δημοσιεύτηκαν επανειλημμένως θετικά σχόλια για την ποιότητα του περιοδικού σε ημερήσιες μεγάλες εφημερίδες των Αθηνών. Εκτός του περιοδικού, πραγματοποιήσαμε και δύο ενδιαφέρουσες αυτόνο­ μες εκδόσεις. Η πρώτη ήταν η επανέκδοση, με την άδεια των συγγραφέων τους, σε καλαίσθητη αναστατική έκδοση του βιβλιδίου «Κάνιστρο - Το Μεράκι της


Ρωμιοσύνης», των Ράλλη Κοψίδη και Βασίλη Πλάτανου (ήδη εξαντλημένου). Και η δεύτερη ήταν το βιβλίο με τις Ωδές του Πινδάρου για τους Αιγινήτες Ολυμπιο­ νίκες, με το αρχαίο κείμενο και τη μετάφραση από το Δημήτρη Κοπανίτσα. Η «Αιγιναία» υπήρξε και ο φορέας πολλών και ποικίλου είδους εκδηλώσε­ ων, μερικές φορές σε συνεργασία και με άλλους φορείς του νησιού. Εκδηλώ­ σεις μουσικές, διαλέξεις, ομιλίες, παρουσιάσεις, αλλά και για θέματα επικαι­ ρότητος ή που αφορούσαν προβλήματα της Αίγινας, όπως για την ανάγκη διάσωσης των Καποδιστριακών κτηρίων, το περιβάλλον και την άναρχη δόμηση κ.α. Το 18ο τεύχος της «Αιγιναίας». Το τεύχος αυτό, συνδεδεμένο με το γεγονός της δεκαετούς κυκλοφορίας της «Αιγιναίας», έχει το χαρακτήρα επετειακού τεύχους. Γι' αυτό και στη μορφή και στο περιεχόμενο του θελήσαμε να δώσουμε μία έκδοση κάπως διαφορετική από αυτές που είχαμε συνηθίσει μέχρι τώρα να προσφέρουμε στους φίλους και αναγνώστες του περιοδικού. Και στο παρελθόν, όπως και στο παρόν, το νησί της Αίγινας αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους ανθρώπους των γραμμά­ των και της τέχνης. Πολλοί συγγραφείς, ποιητές και λογοτέχνες, καθώς και ζωγράφοι, γλύπτες, κεραμίστες και άλλοι καλλιτέχνες, την αγάπησαν και δημιούργησαν εμπνεόμενοι από αυτήν. Πολλούς η αγάπη τους αυτή τους οδή­ γησε να την κάνουν δεύτερη πατρίδα τους και να κατοικήσουν μόνιμα στο νησί. 'Αλλοι την επισκέφθηκαν επανειλημμένα και άλλοι κατοίκησαν εδώ για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Το απαράμιλλο τοπίο και το μοναδικό ξεχωριστό φως της Αίγινας, ήδη από τα προπολεμικά χρόνια, έδωσε ιδέες και διεξόδους στις επίμονες, πρωτοπόρες, ασυμβίβαστες πολλές φορές και καινοτόμες συλλήψεις, του νου μεγάλων λογο­ τεχνών και ζωγράφων. Το φως αυτό, που παραμένει αναλλοίωτο και εξαίσια παρόν, μετά την ανεπανόρθωτη απώλεια του πάλαι ποτέ άξια και άγια υμνηθέντος Αττικού Φωτός, μας φωτίζει καθημερινά και εμπνέει ακόμη τους ευαί­ σθητους δημιουργούς. Φως τόσο διάφανο, που αναδεικνύει τα χρώματα και διαχέεται ομοιόμορφα παντού: στο τοπίο, στην πέτρα, στα αντικείμενα, στη θάλασσα που περιβάλλει το νησί. Φως που προσδίδει μια χαρωπή όψη στα πράγματα και στις ζωντανές υπάρξεις, με τα απαλά και λεπτά περιγράμματα, χαρακτηριστικό του Μεσογειακού τοπίου και στον αντίποδα του Βορειοευρωπαϊκού με τις βαριές φωτοσκιάσεις, που βαραίνουν και καθιστούν απόμακρα και μυστηριακά, σχεδόν απόκοσμα, πλάσματα και αντικείμενα. Το τοπίο και το φυσικό περιβάλλον της Αίγινας, με τις τόσες εναλλαγές και τα τόσα κρυφά και φανερά πρόσωπα! Την Αίγινα ή θα την αγαπήσεις από την πρώτη φορά ή δε θα ξαναπατήσεις σ' αυτήν. Και όπως χαρακτηριστικά είχε πει


κάποτε η Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ: «αγαπώ και προτιμώ την Αίγινα, γιατί δεν μου υποβάλλει τίποτε». Πράγματι, αν ξεφύγεις από το λιμάνι του περαστικού και βιαστικού επισκέπτη, θα ανακαλύψεις τα χίλια διαφορετικά πρόσωπα και τις αναρίθμητες εναλλαγές και ποικιλίες του τοπίου. Εκεί το κάθε ανήσυχο και δημιουργικό ανθρώπινο πνεύμα θα βρει το φως της έμπνευσης, τη γαλήνη για το ξεδίπλωμα των ιδεών και το χώρο έκφρασης των αισθημάτων και της γνή­ σιας και αληθινής ανθρώπινης κοινωνικής συνάφειας. Στα έργα κάποιων από τους σημαντικότερους λογοτέχνες, που έζησαν ή εμπνεύστηκαν από την Αίγινα, καθώς και σε κάποιους από τους παλαιότε­ ρους μεγάλους ζωγράφους, που ο χρωστήρας τους κινήθηκε εμπνεόμενος από το ασύγκριτο αιγινήτικο φως και το τοπίο, είναι αφιερωμένο το παρόν επετειακό τεύχος. Αισθανόμαστε μεγάλη τιμή, που ένας από τους σημαντικότερους ανθρώ­ πους των ελληνικών γραμμάτων, ο ποιητής και συνεκδότης του εκλεκτού λογο­ τεχνικού περιοδικού «Η Λέξη», ο Θανάσης Θ. Νιάρχος, επιμελήθηκε το λογοτε­ χνικό μέρος του τεύχους. Και επίσης, η συμπατριώτισσα μας, διακεκριμένη ιστορικός και κριτικός της Τέχνης, Ίρις Κρητικού, είχε την επιμέλεια του μέρους που αφορά τους εικαστικούς. Ευχαριστούμε και τους δύο θερμά για την απρό­ σκοπτη προθυμία τους και για το χρόνο και τον κόπο που κατέβαλαν. Για το εξώφυλλο επιλέξαμε έναν πίνακα του Γιάννη Μόραλη, ο οποίος είχε σχεδιάσει το κόσμημα που συνοδεύει το λογότυπο του περιοδικού, ως φόρο τιμής στο μεγάλο καλλιτέχνη που έφυγε πρόσφατα και τόσο αγάπησε την Αίγινα. Ευχα­ ριστούμε το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης για την παραχώρηση της διαφάνειας. Με την αποδοχή των αναγνωστών και των φίλων της, ευελπιστούμε ότι η «Αιγιναία» θα συνεχίσει να δίνει το παρόν στο πνευματικό τοπίο της Αίγινας. Πρόθεση μας παραμένει να συνεχίσουμε με την ίδια συνέπεια και να προ­ σπαθούμε για τη συνεχή βελτίωση και άνοδο του επιπέδου του περιοδικού. Επιθυμία μας ήταν και παραμένει η «Αιγιναία» να καταστεί το βήμα έκφρα­ σης όλων των ζωντανών πνευματικών δυνάμεων του νησιού. Και κυρίως να λειτουργήσει ως χώρος παρουσίασης και ανάδειξης των νέων με πνευματικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Απευθύνουμε τις ευχαριστίες μας σε όλους τους φίλους, που με τις κατα­ χωρήσεις τους βοήθησαν να γίνει δυνατή η έκδοση του παρόντος, με αυξη­ μένο κόστος, λόγω τετραχρωμίας, 18ου τεύχους της «Αιγιναίας». Φίλες και φίλοι αναγνώστες της «Αιγιναίας», Καλό σας καλοκαίρι Γεώργιος Ι. Μπόγρης Διευθυντής της «Αιγιναίας»


ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ

Η Αίγινα στη Λογοτεχνία

ί/~\ταν οι φίλοι της «Αιγιναίας» μου ζήτησαν να βοηθήσω στη συγκρότηση \J ενός αφιερώματος με λογοτεχνικά κείμενα για το νησί της Αίγινας, με συνεπήρε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης τόσο για τους ίδιους όσο καιγια τον γενέ­ θλιο τόπο του περιοδικού. Σε κάθε νησί, οπουδήποτε στον κόσμο, είναι σαν να αγγίζεις και να ψηλαφείς με τα ίδια σου τα χέρια την έννοια του μυστηρίου, στην πιο ουσιαστική και απόκρυφη μάλιστα μορφή του. Στην Αίγινα όμως το μυστήριο αυτό το ζει κανείς μ' έναν πράο και γλυκύ, αν και πνευματικά οξύ, τρόπο. Τρανή απόδειξη τα λογοτεχνικά κείμενα που ακολουθούν. Ποιή ματα ή εντυπώσεις, αφηγήματαή δοκίμια, φέρνουν όλα τους τη σφραγίδα μιας ανεξί­ τηλης ζωής και μνήμης, όπως χαράχτηκε σε συνειδήσεις δημιουργών που η «συνάντηση» τους με την Αίγινα υπήρξε για τους ίδιους ένα σημαδιακό γεγο­ νός. Υπάρχουν νησιά που η λογοτεχνική συγκομιδή, όσον αφορά στην παρου­ σία τους και την ομορφιά τους, παραμένει πενιχρή, ενώ άλλα έχουν προικοδο­ τηθεί με σελίδες που δεν αποτελούν καύχημα μόνον για τα ίδια αλλά κι ένα απόκτημα για την ιστορία της Λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα δεύτερα συγκαταλέ­ γεται αναμφισβήτητα καιη Αίγινα. Φωτεινή και μυστηριακή, κοντινή και από­ μακρη, τυλιγμένη συχνά σε μιαν ατμόσφαιρα στοχαστικής περισυλλογής, που την διασπαθίζουν κάποιοι ήχοι σχεδόν μεταφυσικοί, αναρωτιέται κανείς πό­ σοι άραγε να είναι οι άνθρωποι που, αφού πατήσανε τα χώματα της, η ομορ­ φιά της συνεχίζεινα ζει μεσάτους ακατάβλητη και παρηγορητική -όπου γης. Ιούλιος 2010

Στα κείμενα που ακολουθούν τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Έγινε μόνο εφαρ­ μογή του μονοτονικού συστήματος. 11


ΙΡΙΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Ζωγραφίζοντας την Αίγινα

απόφαση της Αιγιναίας να γιορτάσει τα δέκα της χρόνια με δύο παράλ­

[ ληλα αφιερώματα, ένα στους λογοτέχνες της και ένα στους εικαστικούς Η:

της ήρθε σε μια στιγμή που πιστεύω ότι όλοι μας έχουμε περισσότερη ανάγκη από ποτέ να ταξιδέψουμε το πνεύμα και το βλέμμα στους εύφορους τόπους του λόγου και της εικόνας, να επιστρατεύσουμε ετούτο το λόγο και αυτή την εικόνα ως συνθήκη έμπνευσης και προτροπής, ως πηγή χαράς και αισιοδο­ ξίας, ως ικανή παρηγοριά. Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους τους συντελεστές της και κυρίως τον Γιώργο Μπόγρη για την πρόταση του να επιμεληθώ το εικαστικό αφιέρωμα, πρόταση που με τιμά ακόμη περισσότερο καθώς ο Θανάσης Νιάρχος υπογράφει το λογοτεχνικό αφιέρωμα αντίστοιχα. Η Αίγινα ευτύχησε να κατοικηθεί και να απαθανατιστεί, άλλοτε με τον τρόπο της αφηγηματικής αναπαράστασης και άλλοτε με την επιθυμία της κατάκτη­ σης μιας αιωρούμενης αλλά ωσεί παρούσας αύρας, από μια πληθώρα εξαιρε­ τικά σημαντικών δημιουργών. Το αφιέρωμα που ακολουθεί, μνημονεύει κάποιους από εκείνους που ήδη κατοικούν στη σφαίρα της αθανασίας. Το τοπίο της Αίγινας, τόσο κοντινό και ταυτόχρονα τόσο μακρινό από εκείνο της Αθήνας, διασώζει ως σήμερα, παρά τις πολυάριθμες οικιστικές επεμβάσεις στις οποίες εξακολουθεί να υπόκειται, μια ιδιαίτερη φυσιογνω­ μία, μια αναλλοίωτη σχεδόν αύρα, την ίδια εκείνη που το καθιέρωσε ως προ­ σφιλή προορισμό και θερινή ή και μοναδική κατοικία -αλλά και ως θεματικό πεδίο για την εικαστική δημιουργία αναπάντεχα μεγάλου αριθμού γλυπτών και ζωγράφων. Από τον Ουμβέρτο Αργυρό, τον Στέφανο Αάντσα, τον Σπύρο Παπαλουκά, τον Αλεξάντερ Μπαρκώφ, τον Φώτη Κόντογλου, τον Γεράσιμο Στέρη και τον Πολύκλειτο Ρέγκο, τον Τζούλιο Καΐμη και τον Klaus Vrieslander, ως τον Σπύρο Βασιλεί­ ου, τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Τάκη ΚαλΓιώργος Σκλάβενας, «Προσωπεία», 1997-98 , " , Ιδιωτική συλλογή. ^0UX0' τ ο ν Χ Ρ Τ Ι σ τ ο Καπράλο και τον Γιάννη 12


Παππά, τον Γιάννη Μόραλη, τον Νίκο Νικολάου, τον Κώστα Ανδρέου και τον Ανδρέα Βούρλου μη, τον Γιώργο Μανουσάκη και τη Μαρία Πωπ, τον Πέρρη Ιερεμιάδη, τον Ιάσο­ να Μολφέση και τον Σταύρο Ιωάν­ νου και ακόμη, τους σημαντικούς αρχιτέκτονες Δημήτρη Πικιώνη, Άρη Κωνσταντινίδη και Κυριάκο Κρόκο, πολλοί υπήρξαν οι δημιουρ­ γοί που επισκέφθηκαν ή εγκαταστά­ θηκαν κατά περιόδους στο νησί, ,

,

,

Γώργος Μανουσάκης, «Αίγινα», 1950. Ιδιωτική συλλογή,

καθιστώντας το θερινό καταφύγιο και δεύτερο τόπο τους και συναναστρεφόμενοι εκεί σημαντικούς ανθρώπους των Γραμμάτων μας όπως ο Άγγελος Σικελιανός και ο Γιώργος Σεφέρης, ο Νίκος Καζαντζάκης και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Ψηλαφίζοντας, σαν την τελευταία, την «Αιωνιότητα του χωραφιού, το μαγκάνι που γύριζε στον άπει­ ρο χρόνο», χαράζοντας «προσχέδια για ένα σπίτι, έναν τοίχο, μια κάτοψη», ζωγραφίζοντας «ουρανούς που τους διαπερνάνε χρώματα τρυφερά και ονει­ ρικά». Πολλοί ως σήμερα είναι εκείνοι που εξακολουθούν να επισκέπτονται την Αίγινα, αναμετρούμενοι με το απαλό θαλασσινό της περίγραμμα, με τις λιτές ορεινές γραμμές της. Με τις ώχρες και τα πηχτά γαλανά, τα χοντροκόκκινα, τα ρόδινα και τα αχνοπράσινα ενός απέριττου αλλά εξαίσια αρμονικού τοπί­ ου, όπου σύγχρονοι εικαστικοί καλλιτέχνες επιλέγουν εκ νέου να εγκαταστή­ σουν τα εργαστήρια και τη θερινή κατοικία τους. Αποφεύγοντας -όπως κάνουμε οι περισσότεροι- «την πολλήν συνάφεια του κόσμου». Το βλέμμα τους εξακολουθεί να βρίσκει τόπο να ταξιδεύει, να διεισδύει στις φωτεινές εστίες του τόπου κι ο χρωστήρας τους, να θωπεύει τον καμβά. Προσεγγίζο­ ντας έτσι τον άλλο τόπο, αυτόν όπου ο Νίκος Νικολάου επέλεξε να εργαστεί και να κατοικήσει γιατί ξαναβρήκε σ' αυτόν το «αττικό φως» που εξέλειψε από την Αττική. Τον τόπο που ο Γιάννης Παππάς από τύχη αγαθή επισκέ­ φθηκε «για να κατοικήσει στη συνέχεια ένα από τα ωραιότερα σημεία του που αγάπησε με το πρώτο βλέμμα» -στην Περιβόλα: «Αυτό είναι, αυτό πρέ­ πει...», σημειώνει ο ίδιος στα εξόχως προσωπικά «Τετράδια της Αίγινας...». Την εξακολουθητική απεικόνιση του ναού της Αφαίας από επιφανείς ξένους και Έλληνες ζωγράφους που κινήθηκαν στο πλαίσιο της περιηγητικής κατα­ γραφής ή της ρομαντικής αναπαράστασης, διαδέχθηκαν περισσότερο προσω­ πικές διαπραγματεύσεις τοπίων, φευγαλέα στιγμιότυπα, παραθαλάσσια και 13


υπαίθρια θέματα της αιγινήτικης ενδοχώρας που απα1 θανάτισαν σημαντικοί Έλληνες γλύπτες και ζωγρά; φοι. Η μυστικιστική Αφαία Ι με τις κλασικίζουσες εξάρI σεις του Λάντσα,μετέπειτα ; δασκάλου του Μόραλη, και Ι τις μυθολογικές αναφορές Ι του Στέρη, τα γαλάζια και τα ; ρόδινα ανωφερή εξοχικά | τοπία από ρευστή πάστα χρώματος του Παπαλουκά, οι ελαιώνες της αιγινήτικης Πάνος Φειδάκης, «Σπίτι στην περιοχή της Περιβόλας», 2003 ενδοχώρας του Ρέγκου, ο Ιδιωτική συλλογή. θαλασσινός Άγιος Νικόλας του Μπαρκώφ κι οι μεταφυσικοί θαλασσινοί στρόβιλοι του Καλμούχου, τα επι­ τόπια ζωγραφικά έργα του Πικιώνη, τα διαφανή περιγράμματα επιβατηγών πλοίων και οι αιωρούμενοι παραθεριστές του Βασιλείου, οι λιτές καλοκαιρινές πανσέληνοι και οι ερωτικές συναντήσεις ανθρώπων και πλοίων του Μόραλη, τα αιγινήτικα ζωγραφιστά βότσαλα, οι μεστές γυναίκες κάτω από τις συκιές και τις γόνιμες ροδιές και τα λιανά σπιτάκια με την ώχρα και το χοντροκόκκινο του Νικολάου, η λιτή γεωμετρική ώρα, τα ανήσυχα άτια και οι αρχαίοι αιγινή­ τες πολεμιστές του Καπράλου, τα καφενεδάκια, τα εδωδιμοπωλεία, τα κουρεία και τα ψιλικατζίδικα του Τσαρούχη και της Πωπ, οι αχνοί θαλασσινοί ορίζοντες της Πέρδικας και τα δίπατα αιγινήτικα σπιτάκια από ώχρα και φως του Μανουσάκη, η μνημειακή «Αρπαγή της Αίγινας» και τα ύστατα σχέδια από τα αμείλι­ κτα αυτογνωσιακά «Τετράδια της Αίγινας» του Παππά, οι περιρρέουσες κι απέ­ ριττες ακουαρέλες με τα λευκά σπιτάκια και τα φυστικόδεντρα και οι μαβιές θάλασσες με θέα τη Μονή του Ανδρέα Βουρλούμη, οι ασπρόμαυροι κάμποι και τα κολλάζ του Κρόκου, οι λεπτές τονικότητες στις όψεις του παραλιακού δρό­ μου και η διαυγής απεικόνιση του πανοραμικού τοπίου του οικείου κάμπου κάτω από την κατοικία του Ανδρέα Φωκά στη Λεύκη, με τη θαυμαστή οικονο­ μία μέσων, είναι μερικές μόνο από τις εικόνες που διασώζει η μνήμη. Τα περισ­ σότερα από τα έργα αυτά, μοιάζουν στην πρώτη εντύπωση τους ταπεινά, επι­ λέγουν τη μικρή κλίμακα, χρησιμοποιούν ελάχιστα μέσα. Αυτή ωστόσο η οικο­ νομία, είναι εκείνη ακριβώς που επιβάλλει η ίδια η φυσιογνωμία του νησιού, η δίχως εξάρσεις κατακτημένη του ελληνικότητα που γοήτευσε άλλοτε τους οδοιπόρους της γενιάς του '30: πολλοί από τους δημιουργούς ετούτους, βρέθη­ καν τυχαία ή από σύσταση οικείου τους καλλιτέχνη που προηγήθηκε εκεί και

liViìl'W-,

14


επέλεξαν να μείνουν, ίσως γιατί σε λίγους ελληνικούς τόπους υπάρχει ετούτη η συνταρακτική διαφάνεια, η ελάχιστη διάθλαση του φωτός και η έλλειψη chiaroscuro που καθιστά σημαίνον το βάρος των ελάχιστων αποτυπώσεων, του μικρότερου περιγράμματος. Πολλοί ακόμη είναι οι δημιουργοί από τις νεότερες γενιές που επέλεξαν στο παρελθόν ή όψιμα, να εγκαταστήσουν τα εργαστήρια και τη θερινή κατοικία τους στην Αίγινα; η Έφη Βάγκνερ, ο Κώστας Βαρώτσος, η Μαργα­ ρίτα Βασιλάκου και ο Γιάννης Στεφανάκις, ο Δημήτρης Βλάικος, η Ελικα Βλαχάκη και ο Paul Walker, η Ειρήνη Βουρλούμη, η Μαίρη Γαλάνη - Κρητικού, ο Κώστας Γαλάρης, ο Ανδρέας Γεωργιάδης, η Κατερίνα Γιάννακα, ο Ασπέ Coulon, η Βένια Δημητρακοπούλου, η Ελισάβετ Διονυσίου, η Ελένη Δραγούμη, η Μαργαρίτα Εκκλησιάρχου, η Άννα Θεοχαράκη, η Εριφύλλη Κανίνια, ο Νίκος Καπάνταης, ο Φραγκίσκος Κάππος, ο Νίκος Κασκούρας, ο Νάσος Κόκκινος, ο Νεκτάριος Κοντοβράκης, η Καλλιόπη και η Μαρία Κοπανίτσα, ο Δημήτρης Κούκος, η Ήβη Κουκούλη, ο Γιώργος Λολοσίδης, η Αλίνα Μάτσα, η Βαρβάρα Μαυρακάκη, η Άννα Μπουντουάν, η Ματίλντα Ναχμία, η Μπιάνκα Νικολαρε'ί'ζη, η Μπέκυ Ντόριζα, ο Θεόδωρος και η Σύνη Παπαγιάννη, η Μαγδαληνή Παπανικολοπούλου, ο Μπενουά Παρέ, η Ξένη Πετρίτη- Τριαντάφυλλου, οι Αθηνά, Γιώργος, Ίων, Μαίρη και Τάσος Πικιώνης, η Ελένη Πόταγα-Στράτου, ο Παύλος Σάμιος, ο Γιάννης Σανταντόνιο και η Κυριακή Χριστακοπούλου, ο Νίκος Σκλαβενίτης, η Αλεξάνδρα Σολωμού, ο Αλέκος Σπανούδης, ο Νίκος Στε­ φάνου, η Δανάη Στράτου, ο Νίκος Φλώρος, η Βάσω Φλώρου, ο Ανδρέας Φωκάς, η Λασκαρίνα Χαλδαιάκη, ο Γιώργος Χατζημιχάλης, ο Δημήτρης Χατζίνας, η Θεοδώρα Χωραφά, είναι μόνο μερικοί από αυτούς. Άλλοι όπως ο Γιάννης Αντωνόπουλος, ο Αριστείδης Βλάσσης, ο Μάρκος Καμπάνης και ο Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος εξακολουθούν να επι­ σκέπτονται την Αίγινα συχνά, και άλλοι, όπως η Ειρήνη Κανά, ο Πραξιτέλης Τζανουλίνος και η Σάντρα Χρήστου, διατηρούν στη μνήμη αναλλοίωτες τις νεανικές αναμνήσεις των αιγινήτικων καλοκαιριών τους. Στα έργα τους ξανα­ βρίσκω τα παιδικά και τα νεανικά μου χρόνια αναλ­ λοίωτα -τα μεγάλα καλο­ καίρια και τους μικρούς χειμώνες μιας άχρονης Αίγινας. Κάτω από τα Στέφανος Λάντζας, 1861-1933, «Ο Ναός της Αφαίας, Αίγινα». Ιδιωτική συλλογή. 15


περιγράμματα των εικόνων τους συλλαβίζω ψιθυριστά το «Θησαυρό της Βαγίας» της Ζωρζ Σαρρή και την «Ασκητική» του Καζαντζάκη, τα ποιήματαπεμπτουσία της ίδιας της Αίγινας- της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ και τους έμμετρους μεσονύκτιους περιπάτους στην Παλαιαιοχώρα, μνημονευμένους στο «Μικρό Ναυτίλο» του Οδυσσέα Ελύτη και στα «Ημερολόγια» του Γιώρ­ γου Σεφέρη. Φυλλομετρώ εκ νέου, τα γραπτά του Κοσμά Ψυχοπαίδη και του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, τα «Τετράδια της Αίγινας» του Γιάννη Παππά, τα σημειωματάρια του Ανδρέα Βουρλούμη και τη λιτή σαν τον ίδιο αυτοβιογρα­ φία του Χρήστου Καπράλου. Κι επανέρχονται με ηδύτητα στη μνήμη βόλτες στην παραλία, μπροστά στο από πάντοτε ετοιμόρροπο αρχοντικό Βογιατζή, στους αμαξάδες και στο θαλασσινό Άη Νικόλα. Στις φυστικιές της Περιβόλας, γυμνές τα Χριστούγεννα, ρόδινες και μεστές πριν το Αυγουστιάτικο μάζωμα. Στην Αφαία, στη Χρυσολεόντισσα και στο Όρος του μυθικού βασι­ λιά Αιακού, στο Κυβερνείο του Καποδίστρια και στο έρημο Εϋνάρδειο, αλλο­ τινό αρχαιολογικό Μουσείο, χαϊδεμένο οίκημα του Αντώνη Πελεκάνου. Στο ερειπωμένο κι αλαφρόί'σκιωτο -σαν τα βήματα του Frieslander και του Τζούλιο Κάί'μη- σπίτι του Ροδάκη και στην ηδεία Γαλακτοτροφούσα της επτασφράγιστης Όμορφης Εκκλησιάς. Κι ύστερα ηλιοβασίλεμα στον Άγιο Βασί­ λειο, σούρουπο στους Αγίους Αποστόλους στα Πλακάκια, νύχτα στην Παλαιοχώρα, αρχαίες σκιές στην Κολώνα -Πανσέληνος. Την επομένη, τυλιγμένοι την άγια καθημερινότητα, εφημερίδες στου Γιώτη, φραπέ στο Αιάκειον, μπά­ νιο στο Μαραθώνα και στο Φανάρι, σινεμά στο Άνεσις και το Ολύμπια, ή κάτω από τον θροίζοντα φοίνικα στο Ακρογιάλι. KL αργότερα, ακολουθώντας ανέφελους φωτορυθμικούς έρωτες στην Οινόη...Κι ακόμη, γουλιές ρετσίνα στου Παναγάκη, ένα αμυγδαλωτό στο Αιάκειον, ένας ελληνικός κι ένα παγω­ μένο ούζο στο καφενεδάκι της Δημαρχίας, ένα ραβανί στου Παγούδη, μια ορφανή και μια φέτα καρπούζι στην αυλή του Βατζούλια, να οι ανεξίτηλες γεύσεις που αφήνουν με τη σειρά τους κάτι ακόμη -παντελώς ακαθόριστο μα αναγκαίο κι αναπόφευκτα γλυκόπικρο - στον ευφραντικό καμβά. Μακριά από το τοπίο αυτό που μας ανέθρεψε, όσοι το αγαπήσαμε, εξακο­ λουθούμε να ονειρευόμαστε τις μικρές αποθεώσεις της ύλης του: εφήμερα ευρήματα στα κανατάδικα του Μεσαγρού με την υγρή πασπάρα, απρόσμενες εκρήξεις χρωμάτων στα καΐκια με τα φρούτα στο λιμάνι, κι ύστερα, οξυκόρυ­ φες λάμψεις στην ψαραγορά με τη λιανή αθερίνα και τα ασημένια λυθρίνια αραδιασμένα στους μαρμάρινους πάγκους. Συκιές και τείχη από δεντρολίβα­ να στις βεγγέρες των Νικολάου, ...το σπίτι του Νίκου και της Αγγέλας που ήταν «το ανοιχτό σπίτι όλες τις ώρες», με το «μεγάλο τραπέζι, αρχαία εστία, πάντα γεμάτο να δεχτεί τον ξένο και το φίλο». Θροϊζοντες ίσκιοι στις φυστικιές, απαράλλαχτες με εκείνες του Βουρλούμη, τα «μικρά ζωγραφικά ποιήμα-


τα που», κατά το Γιάννη Παππά, «όπως τα ποιήματα του λόγου, γεννούν αντηχήσεις στη ευαισθησία, ανακαλούν εικόνες και ψυχικές διαθέσεις...». Οσμές από βρεγμένα κυκλάμινα κι αμάραντα, κρίνα και βάγια στους Επιτα­ φίους της Μεγάλης Παρασκευής, στάχυα στο στόλισμα και το παγανιστικό κάψιμο του Λειδινού στην Κυψέλη, κι όλα να αρχίζουν πάλι από την αρχή και με έναν τρόπο μαγικό να επανέρχονται ως σήμερα, διώχνοντας από το λαιμό τον κόμπο της απώλειας. Σε όλα ετούτα και σε πολλά ακόμη, γιατί ποτέ μια εικόνα από το συναξάρι ετούτο της μνήμης δεν θα είναι αρκετή, και κυρίως, σε όλους εκείνους που «έφυγαν» αλλά από την Αίγινα δεν έφυγαν ποτέ, αφιε­ ρώνονται οι σελίδες που ακολουθούν...*

* Το κείμενο βασίζεται στο κείμενο μου «Η Αίγινα των Ζωγράφων» που περιλαμβάνεται στον κατάλογο της ομώνυμης έκθεσης που παρουσιάστηκε στην Αίγινα και την Αθήνα τον Ιούλιος και τον Οκτώβριο του 2008 σε έκδοση της Μικρής Άρκτου και του Δήμου Αθηναίων. Το φωτογραφικό υλικό προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από την ίδια έκδοση, και η αναπα­ ραγωγή του κατέστη δυνατή με την αμέριστη βοήθεια του Ανδρέα Γεωργιάδη.

jgmg

s-·

^ftΫxj£wÀnjiriÊJsS^•

?A

' '''"'* *^^~

,53

MÊgB$ÊÊg&w~'·ι •

Γιάννης Τσαρούχης Καφενείο και κουρείο εν Αιγίνη, 1933 Ακουαρέλλα σε χαρτί, 24,5 x 33,5 εκ. Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, αρ. ευρ. 780 © Ίδρυμα Γιάννη Τσαρούχη 17


ΡΑΛΛΗΣ ΚΟΨΙΔΗΣ

Προσκυνητάρι της Αίγινας

«Ο τρόπος που εκφράζουμε ένα πράμμα φανερώνει το πόσο το εννοήσαμε». Στρατής Δούκας Αίγινα στέκεται απέναντι στην ακατάδεχτη, μα ξεπεσμένη αρχόντισσα, την Ύδρα, σαν μια ντροπαλή χωριατοπούλα. Λένε, πως αρβανίτικο αίμα δεν έχει μέσα της σαν κι αυτήν. Ήτανε στα παλιά τα χρόνια φοβερός εχτρός των Αθηναίων κι ύστερα έκανε κι άλλους πολλούς εχτρούς, Φράγκους και Τούρκους που την ρημάξανε κάμποσες φορές. Μα εχτός απ' την καταστροφή που της κάνανε, δεν αφήσανε απάνω της άλλα βαθύτερα σημάδια στη γλώσ­ σα και στα έθιμα, όπως έγινε αλλού. Πιο ύστερα, στα δίσεχτα χρόνια της Επα­ νάστασης του 21, αμέτρητοι κατατρεγμένοι Χιώτες και Ψαριανοί και άλλοι νησιώτες κι Ανατολίτες, ήρθανε να βρούνε καταφύγιο πάνω στη βασανισμέ­ νη ράχη της και κοιμώτανε μέσα σε αρχαίους τάφους, όπου τα κόκκαλά τους τα ιερά βρίσκονται σήμερα ανακατεμμένα με τα κόκκαλα των αρχαίων αιγινιτών. Σαν πεθαμένων σκιές γυρνούσανε χωρίς ελπίδα πάνω στα έρημα της τα χωράφια, τα «λαμπρά» βασανισμένα παληκάρια. Ύστερα έγινε πρωτεύ­ ουσα του φτωχού ελληνικού κράτους. Αστεία και θλιβερή απομίμηση καραγκιόζικη, τραγική «πρώτη πόλις» μια μονάδα Ευρώπης υπό κατασκευήν, πρωτεύουσα ενός δήθεν ελεύθερου βασιλείου. Και παρά λίγο να το καταφέ­ ρει αν δεν γινότανε του επίσημου κράτους η μετακόμιση προς μια κλασσικό­ τερη περιοχή. Και τότες η φτωχούλα η Αίγινα, η πάρα λίγο πολύφερνος νύφη, ξανάμεινε μια για πάντα στη μοναξιά της. Όνειρο ήταν και πέρασε και πάει.

Η

Αλλά μέσα σ' εκείνον τον λαμπρό σωρό από τα παλιά μαργαριτάρια η Αίγινα έχει τη θέση της. Είναι μια χάντρα κι αυτή απ' το σπασμένο γιορντάνι της συνέχειας του ελληνισμού. Ό,τι θα δεις απάνω της, είτε άνθρωπος, καθώς και η γλώσσα του και τα φερσίματα του τραβάει απ' τα παλιά τα χρόνια χωρίς στολίσματα φαντα­ σμένα νεοπλουτικά φερμένα από την Ιταλία ή τη Βιέννη, σαν αυτά που βλέ-


πεις στην Ύδρα και σε κάμποσα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Η Ύδρα είναι μια άνυδρη κι άκαρπη πέτρα. Ό,τι βαστάει απάνω της είναι τεχνιτό. Η Αίγινα είναι ένα χωράφι γιομάτο μαργαρίτες. Η υδραίικη πέτρα είναι γκρίζα, ατσάλινη σκληρή σαν την καρδιά των κοτσαμπάσηδών της. Λες κι ο Θεός της είχε ορίσει την τύχη της από πριν και της έδωσε πέτρα κατάλληλη για να χτίσουν κάστρα. Η πέτρα της Αίγινας είναι μαλακή, χρυσή, ωχροκίτρινη, σαν βυζαντινού χειρόγραφου περγαμηνή. Την κάνουνε πεζού­ λια για πηγάδια, αυλόπορτες καμαρωτές, που στην κορφή τους βρίσκονται σκαλισμένα περίτεχνα σχήματα από γλάστρες, ένα πράμμα που μόνο στην Αίγινα θα το βρεις. Μοιάζουνε με παλιά οικόσημα μα δεν είναι παρά στολίδια απλά με μιαν ανεξάντλητη φαντασία πελεκημένα. Ενώ στην Ύδρα έχουνε ανάγκη από πέτρες πελεκητές, αγκωνάρια γερά προορισμένα για τρίπατα αρχοντικά χτισμένα, έτσι που ν' ανοίγει δύσκολα η βαριά τους πόρτα. Από τον γκρίζο της γρανίτη χτίζανε στέρνες και τις γιομίζανε χιλιάδες τάλληρα χρυσά, που τα κουβάλαγε ακατάπαυστα η υδραίικη φλότα. Τον ίδιο καιρό, εδώ πέρα στην Αίγινα, χτίζανε μικρά σπιτάκια κυβικά, και ξωκκλήσια μέσα σε αμπέλια και χωράφια με μικρές καλοκλαδεμένες φυστικιές. Ασβεστωμένα κατακάθαρα σκαλοπατάκια οδηγούσανε σε κατώφλια από θύρες που μένανε πάντοτε ανοιχτές. Γι' αυτό το λόγο η Αίγινα δεν σου φέρνει ρίγος, σε φωνάζει να πας κοντά της σαν προσκυνητής κοντά στην απλή χωριάτικη καρδιά της. Πρέπει να τη δεις σαν ένα κέντημα πολύχρωμο γιομάτο λουλούδια, χαμηλά δενδράκια, σπί­ τια σαν ζωγραφιές με ακροκεράμια δαντελωτά που όλα μαζί τα ενώνει στο­ λίζοντας τα μια κλωστή πλεγμένη με χρυσάφι. Πλαγιές κυματιστές και κοντινές κορφές σε τριγυρίζουν, που στην άκρη τους ακουμπάει ο γαλανός ουρανός, ή ξεπροβάλλει η θάλασσα πίσω από μια συστάδα φυστικιές. Θάρθει ίσως ένας καιρός που το νησάκι αυτό θα καταντήσει μια άχρωμη κι ουδέτερη πολιτεία. Ο χαλασμένος Έλληνας την επισκέφτεται. Κι επειδή έχει λεφτά νομίζει ότι μπορεί ν' αλλάξει τη μορφή της. Όσο είναι καιρός ακόμα πάμε και τη βλέπουμε καμιά φορά, και ζούμε μέσα στην αγνότητα της. Ακόμα η Αίγινα δε γίνηκε ένα ψεύτικο σκηνικό με κάποια συμβατική ελληνικότητα, με τεχνητά διατηρημένους ανεμόμυλους για νάχουνε κάτι να φωτογραφίζουν οι εισβολείς της νέας Φραγκοκρατίας. Είναι ακόμα σαν ένα εκκλησάκι που λειτουργιέται, που δεν του βγάλανε την άγια Τράπεζα του γιατί τάχατες έγινε μουσείο. Κι ίσως, ποιος ξέρει, αν είναι αλήθεια αυτό που λέμε πως δεν είναι χαλα­ σμένοι οι ντόπιοι κάτοικοι της, να καταφέρουνε να την κρατήσουν έτσι όπως την ξέρουμε ζωντανή κι αθώα και καταδεχτική, φυλάγοντας την από την


άδικη τύχη της Ύδρας που από την φτώχια της πούλησε σήμερα και την ίδια την ψυχή της. Καράβια μεγάλα χάνονται και στόλοι ολάκεροι βουλιάζουν και τους βλο­ συρούς καπετανέους τους τρώει της λήθης το σαράκι, αυτό το ίδιο που τρώει και τα βιβλία που γράφουνε τα κατορθώματα τους. Τα χτίρια δεν πάνε πιο μπροστά απ' τον άνθρωπο. Τι έμεινε άραγε από την Ύδρα απ' τη στιγμή που φύγανε οι κάτοικοι της; Παρά ένα σύνολο ζωγραφικό από σπίτια σαν όστρακα αδειανά, ωραία μα που σε διώχνουν αν δεις τους ανθρώπους που τα κατοικούνε, έτσι όπως είναι όλο σάρκα και οστά και ύλη μέσα σ' αυτήν τη ζωγραφική μεγαλωσύνη, γνησιότατοι κάτοικοι της Βαβυλώνας. Η Αίγινα, γιατί είχε πιο πολλή ανθρωπιά μέσα της που την είχαν όλοι οι φτωχοί νησιώτες, έμεινε απείραχτη, ως τα τώρα, γιατί δεν πίστεψε στη δύνα­ μη του χρυσού, που κάποτε έρχεται η ώρα του, και φεύγει, χάνεται και πάει. Μακάρι τα μικρά κυβικά σπιτάκια της να μην κατοικηθούνε όπως αλλού από βάρβαρους ανίδεους ξένους. Να μην την ζυγώσει η χάρυβδης του πολιτι­ σμού που η ανάσα της μυρίζει πετρέλαιο. Να μείνει απείραχτη η μορφή της σαν μια εικόνα που, όσο κι αν μάδησε, δεν κάνει να την πειράξεις, μόνο πρέ­ πει να την πλησιάσεις σαν προσκυνητής. Έτσι κάνουμε τώρα και μεις που με τα λιγοστά μέσα που έχουμε, κατα­ πιανόμαστε να φτιάσουμε ένα βιβλίο γι' αυτή τη λαϊκή ζωγραφιά, την Αίγινα τη χαριτωμένη. Κάνιστρο, Το μεράκι της Ρωμιοσύνης, Αθήνα 1965

20


ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΛΑΤΑΝΟΣ

Αιγινήτικος Γολγοθάς

Μεγαλοβδομάδα. Τρανές Μέρες. «Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα, σήμερα εσταυρώσανε, των πάντων Βασιλέα». ' Τ7Χ ω μ ι α ν αγιάτρευτη πληγή βαθιά μέσ' στην καρδιά μου. Τόλμησα ν' là ανεβώ στον Γολγοθά, για να προσκυνήσω τον Σταυρωμένο «των πάντων Βασιλέα». Ήτανε μια μέρα ανοιξιάτικη. Γεμάτη φως, ήλιο, καταπράσινη και πλουμι­ σμένη με λουλούδια. Ήτανε όμως μια μέρα θλιμμένη, βουβή που η πίκρα της καταστάλαζε φαρμάκι την ψυχή μου. «Περίλυπη ήταν η ψυχή μου μέχρι θανάτου». Το τοπίο σαν εκείνο της Ιουδαίας. Ίδιο κι' απαράλαχτο όπως το περιγρα­ φούνε τ' άγια Βαγγέλια. Αιγινήτικος Γολγοθάς. Το πηγάδι της Σαμαρείτιδας, το Όρος των Ελαιών, ο Γολγοθάς, η Άκρα Ταπήνωση, το Μαρτύρι, η Σταύρωση... Περβόλια αναπαμένα, γιομάτα στάχυα και συκές. Στάθηκα σ' ένα μαγκα­ νοπήγαδο. Συναπάντησα μια κοπελιά που ανάσερνε νερό. Δρόσισα τα χείλη μου απ' τον κουβά που μου πρόσφερε η Αιγινήτισσα, τη φχαρίστησα και τη ρώτησα ποιο μονοπάτι πρέπει να πάρω για να δω τον Κύριο. Μούδειξε το δρόμο προς την Ανατολή. Έκανα το σταυρό μου και προχώρησα. Μπήκα σ' ένα χωράφι με εληές. Όπως φύσαγε τα κλωνάρια τους το απαλό αεράκι, γερνάνε λίγο απ' τη μια μεριά και ασημίζανε στο φως του ήλιου. Τα σέτια, οι πεζούλες, γυροφέρνανε τα βλογημένα δένδρα και κρατού­ σανε το χώμα γύρω από τις ρίζες τους. Λιβάνι έσταζε απ' τους κορμούς τους. Το δάκρυ της εληάς. Μάζεψα κάμποσο απ' αυτό στο μαντήλι μου. 0 λόφος του Γολγοθά που ορθονότανε από πάνω μου, με είχε κατακυριέψει από δέος. Δεν μπορούσα να σύρω τα ποδάρια μου. Προσευχήθηκα μέσα μου. Σκούπισα τον ίδρωτα μου στο μανίκι του πουκαμισιού μου. Κάπου έψα­ χνα να βρω τις πατημασιές Του για να τις ακολουθήσω. Είδα μια μαυροφορε-


μένη λιγερόκορμη γυναίκα, να βαστά λιβάνι και κερί, και να καταφιλεί κάποια 'χν«ρι« πάνου στο χώμα. Πήρα το μονοπάτι. Ήτανε κείνο με τ' αχνάρια Του. Θυμάρια, απίγανοι, φασκομηλιές και μύρα, φυτρωμένα πάνω στην πέτρα, πάνω στα χαλάσματα, πάνω στο βράχο που τον έκαψε η λάβα του ηφαιστεί­ ου. Μυρωδικά που βγήκανε απ' το αίμα, απ' τον ίδρωτα που αφήσανε οι πατημασιές Του. Το μονοπάτι χανότανε μέσα στα χαλάσματα και στις πέτρες, μέσα στα μυρωδικά χορτάρια. Μονοκόμματη η ανηφοριά. Απότομα ίσια πάνω. Τραυματισμένος σε δυό-τρεις μεριές ο λόφος. Μαχαιριές στα λαγκώνια της πέτρας, αι κάμποσες σταλαγματιές αίμα. Προχωρούσα, κι όσο ανέβαινα, σκόνταφτα πάνω στην κουρσάρικη μανία, πάνω στη συφορά που άφησε ο Μπαρμπαρόσσας. Χαροκαμένος πολύ ο τόπος. Εδώ μαρτυρήσανε άνθρωποι και θεός μαζί. Μα ο ληστής φαίνεται πως φοβήθηκε τον Μεγαλοδύναμο και τις εκκλησιές, αφού πήρε από μέσα τους ό,τι χρυσαφικά και ασημικά είχανε, δεν τις πείραξε. Τις άφησε κει μέσα στ' άλλα ερείπια να ξεπροβάλλουνε σαν κρίνα. Οι άγιοι Νικόλαος, Αικατερίνη, Γεράσιμος, Διονύσιος, Δημήτριος, Ιωάν­ νης ο Πρόδρομος, Νεκτάριος και πολλοί άλλοι, είναι συναγμένοι πάνω στον Αιγινήτικο Γολγοθά. Κάτασπρα τα κλησάκια απ' όξω. Πρασινισμένοι οι τοίχοι από μέσα, δακρύζουνε δροσοσταλίδες κάθε ώρα και στιγμή. Κάνιστρο, Το μεράκι της Ρωμιοσύνης, Αθήνα 1965

22


ΛΟΡΕΝΣ ΝΤΑΡΕΛ

Αργοσαρωνικός

Αίγινα απέχει από τον Πειραιά μόνο 15 περίπου ναυτικά μίλια, και το ταξίδι είναι μια υπέροχη εισαγωγή στο ελληνικό τοπίο. Μπορείς να δεις φευγαλέα μεγάλα κομμάτια της Αττικής, τον κόλπο της Σαλαμίνας και τα γαλανά νερά του Σαρωνικού, στην άκρη του οποίου βρίσκεται το νησί, ένας ενδιάμεσος σταθμός για τις καλοκαιρινές διακοπές. Αφήνεις πίσω σου τη μαργαριταρένια αιθάλη της Αθήνας, μέσα στην οποία υψώνεται ο Υμηττός λες και βγαίνει από κάποια πληγείσα ονειρική πόλη. Καθώς προσεγγίζεις την Αίγινα, περιπλέεις την τελευταία μακριά γυμνή γλώσσα του ακρωτηρίου Πλακάκια και βλέπεις φευγαλέα τα ερείπια του κάποτε μεγαλοπρεπούς ναού της Αφροδίτης. Και μετά στο οπτικό σου πεδίο μπαίνει η πόλη, με τις ευχάρι­ στα χρωματιστές της φόρμες να στέκονται μπροστά από το ψηφιδωτό της καστανοκόκκινης γης και των πράσινων ελαιώνων. Είναι μια γοητευτική μικρή πόλη με μια ωραία εκκλησία στον άγιο Νικό­ λα, τον προστάτη άγιο των ναυτικών, που μας υπενθυμίζει ότι κάποτε το μικρό αυτό νησί συναγωνιζόταν την Αθήνα σε πλούτο και ναυτική ισχύ. Και μάλιστα, ήταν τόσο ξακουστό στον πόλεμο, που αντιστάθηκε στην ηπειρωτι­ κή Ελλάδα για ολόκληρες δεκαετίες και τελικά υποτάχθηκε μόνο το 458 π.Χ. - τόσο ολοκληρωτικά, που ποτέ δεν ανέκτησε την ισχύ του. Η μάχη ήταν μεγάλη και εξαντλητική, και η καταστροφή της Αίγινας και ο εκτοπισμός όλων των κατοίκων της ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν οι Αθηναίοι να δια­ σφαλίσουν τη νίκη τους ενάντια σε αυτή τη σκληρή μικρή ναυτική δύναμη. Για το σημερινό ταξιδιώτη το βασικό αξιοθέατο είναι ο μεγάλος ναός της Αφαίας, στον οποίο μπορείς να πας απευθείας με αυτοκίνητο ή λεωφορείο από το λιμάνι. 0 άλλος τρόπος, δηλαδή με καραβάκι και μουλάρι, μπορεί να είναι πιο γρήγορος, αλλά και πιο εξαντλητικός. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, δεν θα μετανιώσεις που έκανες αυτή την εκδρομή, γιατί ο ναός είναι χτισμέ­ νος πάνω σ' έναν ψηλό δασωμένο λόφο, ο οποίος έχει την ωραιότερη θέα που θα μπορούσες να φανταστείς ποτέ. Είναι ένας θεόπνευστος χώρος, που σε κάνει να θέλεις να μείνεις κι άλλο εδώ πάνω για να δεις το ηλιοβασίλεμα να διαγράφει τον κύκλο του στον κόλπο. Αν ο ουρανός είναι καθαρός, μπορείς να διακρίνεις με γυμνό μάτι τον Παρθενώνα από δώ, και από πίσω του να δεις

Η


την απόκρημνη, μαβιά μύτη του Λυκαβηττού. Και κάτω χαμηλά η θάλασσα είναι γεμάτη μικροσκοπικά, αργοκίνητα πλοία που αυλακώνουν το γαλάζιο με τα λευκά τους απόνερα. Από τον ίδιο το ναό -ποια σεληνιακή θεότητα είχε ποτέ ναό σε έναν τέτοιο χώρο;-υπάρχουν αρκετά πράγματα ακόμη και σήμε­ ρα, σε αντίθεση με το ναό της Αφροδίτης στην πεδιάδα αποκάτω, από τον οποίο έχει απομείνει ένας σπασμένος κίονας και μερικά σκόρπια θεμέλια, Ο ναός της Αφαίας ακόμη καμαρώνει τους πάνω από είκοσι δωρικούς του κίο­ νες, καθώς και ένα μέρος του επιστυλίου του, και στηρίζεται πάνω σε μια τεχνητή αναβαθμίδα που καλύπτει τα επιχωματωμένα θεμέλια κάποιου προ­ γενέστερου κτίσματος. Σ1 αυτό το κομμάτι του 6ου αιώνα π.Χ. ανακαλύφθη­ κε μια επιγραφή που δήλωνε ότι το κτίσμα ήταν αφιερωμένο στην Αρτέμιδα Αφαία. Απ' ότι φαίνεται, Αφαία σημαίνει "εκείνη που δεν είναι σκοτεινή", το οποίο υποδεικνύει την αντίθεση με την Εκάτη, που είναι "εκείνη που είναι εντελώς σκοτεινή". Κάποτε οι Μινωίτες έφτασαν έως εδώ και υπέταξαν το νησί, κι αυτό υποδεικνύει, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, ότι η θεά μπορεί να συνδέεται ή να ταυτίζεται με την κρητική σεληνιακή θεότητα Δίκτυννα. Όπως και να 'χει, δεν μπορούμε να αρνηθούμε την υπέροχη ποίηση των ερει­ πίων, κι αν αυτή είναι η πρώτη σου εικόνα από την αρχαία Ελλάδα, τότε δεν θα την ξεχάσεις εύκολα. Από την άλλη, η Παλαιοχώρα, η παλιά πρωτεύουσα, είναι ένα θλιβερό μέρος, γεμάτο εγκαταλελειμμένους κήπους, ετοιμόρροπα αρχοντικά, διαλυ­ μένα φρούρια, γκρεμισμένες εκκλησίες. Κάποτε ευημερούσε -λησμονούμε ότι το νησί ήταν υπό ενετική κατοχή μέχρι το 1718. Στον αγώνα της ανεξαρτη­ σίας, η Αίγινα ξανακέρδισε ένα μεγάλο μέρος της χαμένης της δόξας, έγινε η έδρα της προσωρινής κυβέρνησης και έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Επανάσταση. Απ' αυτή τη μικρή γωνιά της Ελλάδας, με τα νησιά που είναι με τόσο παράξενο τρόπο ανόμοια - όπως ο Πόρος, η Ύδρα και οι Σπέτσες-, στή­ θηκαν και χρηματοδοτήθηκαν οι πρώτες μεγάλες ναυμαχίες... ...Από την Αίγινα αρχίζεις να ανιχνεύεις την ηπειρωτική Ελλάδα. "Τα ελληνικά νησιά", Εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2007


ΟΔΥΣΣΕΑΣ Κ. ΕΞΑΡΧΑΚΗΣ

Αίγινα

Ράθυμα στου Σαρωνικού ξαπλώνει την αγκάλη. Χρυσό τοπίο.... Πρόσπερα, χαμόσπιτα ένα - γύρα, που άλλο το μόχτο κλει φτωχού ξω μάχου κι άλλο, πάλι, του βουτηχτή και του ψαρά το δάκρ' ή την αρμύρα. Αρχαία ερείπια των καιρών που 'χει μυρώσ' η μοίρα... Κι ανάμεσα στις φυστικιές ρεκάζει το μαϊστράλι. Πλάι στα πουριά, αγριολούλουδα φυτρώνουν και στην πύρα του τρόχαλου, ο κορυδαλός το χαραμέρι ψάλλει του Δία τα κρυφά φιλιά με του Ασωπού την κόρη, που 'χει, το χρώμα, το γερό κορμί της, του διορίτη, ο ναός -στο λόφο- της Αφαίας, στα ωχρά του ρίγη, φιόρι που το χλωμό χαμόγελο πίνει του Αποσπερίτη κι απ' αντικρύ, μες στους αφρούς, νησί και ναός, στο θώρι, λες και προσμένουνε να ρθει η θεά τους απ' την Κρήτη.

25


ί:ίϋ

Κώστας Ανδρέου «Έγκυος γυναίκα», 1981 Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας Χρήστου & Σοφίας Μοσχανδρέου, Μεσολόγγι

«Ζευγάρι», 1981,Έγχρωμη χαλκογραφία, 14,5χ12 εκ. Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας Χρήστου & Σοφίας Μοσχανδρέου, Μεσολόγγι

ÎÎÎHvTl 26


ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΕΟΥ (1917-2007)

Κώστας Ανδρέου, χαρισματικός απόδημος Έλληνας καλλιτέχνης, απέ­ σπασε τις μεγαλύτερες διεθνείς διακρίσεις, κυρίως στην χώρα όπου που εργάστηκε επί μισό αιώνα, την Γαλλία. Γλύπτης, ζωγράφος, χαράκτης, κατα­ σκευαστής κοσμημάτων, μακετών και εφευρέτης τεχνικών, σχεδόν αυτοδί­ δακτος, ο μικροκαμωμένος αυτός Έλληνας που κάποιοι αποκάλεσαν «Φειδία της οξυγονοκόλλησης του 20ου αιώνα» το 1959 στην Ιταλία, παρουσίασε το έργο του σε περισσότερες από 250 ατομικές και ομαδικές διεθνείς εκθέσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του, εγγράφοντας μια τεράστια βιβλιογραφία, προσκομίζοντας αμέτρητα βραβεία και τιμές, μεταξύ των οποίων (ο μοναδι­ κός Έλληνας), το βραβείο Α. Pevsner. Η τελευταία αυτή διάκριση ήταν εκείνη που του προσέφερε την τιμητική θέση του στο Γαλλικό Λεξικό Κυρίων Ονο­ μάτων Petit Robert του 1985, ενώ στον ίδιο απευθύνθηκε ο Le Corbusier, αναθέτοντας του να μετατρέψει σε τρισδιάστατο το σχέδιο του «Le Modulor», ένα σχέδιο που αποτέλεσε την μετρική βάση της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, κάνοντας ταυτόχρονα τον LÔLO τον Le Corbusier να παραδε­ χθεί ότι ο Ανδρέου κατάφερε «να μπει μέσα στην ίδια του την σκέψη». Τα γλυπτά του που αποτελούν σύμφωνα με τη Νέλλη Κυριαζή «συνθέσεις ισορροπίας και αισθητικής τελειότητας», οι αφαιρετικές, τρισδιάστατες συν­ θέσεις χαρακτικής, τα ηδεία ορειχάλκινα κοσμήματα και οι ζωγραφικοί πίνα­ κες με τους λιτούς άξονες και συχνό αντικείμενο τη Γυναίκα, συνθέτουν ένα σύμπαν εξαιρετικά επιδέξιο και ταυτόχρονα ευαίσθητο, ένα σύμπαν που μιλά με τρόπο εύγλωττο για τον «αεικίνητο και γλωσσοπλάστη» δημιουργό του, για τον «αιώνω έφηβο, χωρατατζή» Κώστα Ανδρέου, που επέλεξε και αυτός όπως ο αγαπημένος φίλος του Νίκος Νικολάου από το 1976 να περνά τα καλοκαίρια του στην Αίγινα στην ίδια γειτονιά. *

Ο

* Στοιχεία για τον Κώστα Ανδρέου από την αναδρομική έκθεση στο Ίδρυμα Ευγενίδου, με συνδιοργανωτή το Κοινωφελές Ίδρυμα Ελλάδος Κώστα Ανδρέου (Απρίλιος 2009). 27


ΣΕΜΝΗ ΠΑΠΑΣΠΥΡΙΔΗ-ΚΑΡΟΥΖΟΥ

Αρχαίοι και τέχνη

ο νησάκι τούτο της Αττικής, η πρώτη γνωριμία του Αθηναίου με τη θάλασσα, είναι Αττικό και στη φύση του εδάφους, «λεπτόγαιον», γυμνό και πευκόφυτο μαζί, πεδινό και θαλασσινό, με αρχαίες κολόνες στις κορυφές του, με όμοιο ελαφρό αέρα σαν της Αττικής. Μέθανα και Πόρος λίγο νοτιώτερα ξεφεύγουν απότομα όχι μόνο γεωγραφικά από την Αττική φυσιογνωμία, περισσότερο ο δεύτερος με το ειδυλλιακό-ρομαντικό χαρακτήρα του και με τη νοτισμένη κουφόβρασή του. Τον Αθηναίο η Αίγινα και από μακριά τον ξαποσταίνει καθώς είναι ευχά­ ριστο τέρμα του ματιού, νότιο αντίστοιχο στην αλυσίδα των βουνών της Αττικής, του Αιγάλεω, της Πάρνηθας, της Πεντέλης και του Υμηττού. Όλων τούτων η χάρη βρίσκεται όχι μόνο στις γραμμές τους, αλλά και στην απόστα­ ση τους σχετικά με την Αθήνα, τόση ώστε να μη τη σφίγγουν κυκλώνοντας την βαρειά. Οι μικροί κάμποι που μεσολαβούν ανάμεσα είναι ευχάριστη πεδι­ νή άπλα, ενώ ανοίγματα ανάμεσα στο καθένα απ' αυτά τα βουνά φτάνοντας δρόμους προς την Ελευσίνα και την Πελοπόννησο, προς τη Στεριά και προς τα Μεσόγεια, τα εμποδίζουν από το να είναι αδιάβατοι φραγμοί. Στα νότια το ατερμάτιστο της θάλασσας το κλείνει η Αίγινα. Ας φανταστούμε για λίγο το μέρος αυτό του Σαρωνικού έρημο από το νησάκι τούτο. Το απεριόριστο πέλα­ γος που θα σχηματιζόταν έτσι μπροστά από την Αττική, θα χαλούσε από τη μεριάν αυτή τη φυσιογνωμία της, κάνοντας μια παραφωνία στη ζυγισμένη σωφροσύνη του αρμονικού τοπίου. Αντίθετα, για τους αρχαίους Αθηναίους καρφί στα μάτια τους, ζηλότυπο κεντίδι στην καρδιά τους ήταν το νησί αυτό, το ξακουστό για τα πλούτη του και για το εμπόριο του. Το αμέτρητο πλούτος που ένας Αιγινήτης έμπορος, ο Σώστρατος, απόχτησε στην Ισπανία, κανείς άλλος δεν το είχε φτάσει ως την εποχήν του Ηροδότου -«τούτω γαρ ουκ οίά τε εστί έρίσαι άλλον». Πρώτη απ' τις ελληνικές πόλεις η Αίγινα, για να διευκολύνει τις εμπορικές συναλλαγές, έκοψε νομίσματα, τα γνωστά πανάρχαια με τη χελώνα στη μια μεριά. Τους Αθηναίους τους σπαραγμένους ως τα χρόνια του Σόλωνα και πολύ έπειτα από το πραγματικό τους πρόβλημα -απορρόφηση του φτωχού χωρικού

Τ


από τους ευπατρίδες που έφερε την τέλεια υποδούλωση του- δε μπορούσε να μην τους σκανταλίζει το γεγονός ότι τόσο κοντά τους, με την εξοικονόμηση του περισσευούμενου πληθυσμού στο εξωτερικό εμπόριο, δεν είχε σχηματιστεί η δυσαρεστημένη τάξη που θα μπορούσε να κλονίσει το ολιγαρχικό καθεστώς των ευπατριδών. Της παλιάς αυτής αριστοκρατίας της Αίγινας, που τραβούσε από τον Αχιλλέα κι από τον Αιακό, και που ένθερμα της τραγούδησε όχι κάποι­ ος Αιγινήτης ποιητής, αλλ' ένας ξένος, ο Πίνδαρος, δωριέας κι αυτός με συγγε­ νική συγκίνηση («Αίγινα, φίλα μάτερ...»), τους έφηβους και τους άντρες της όταν νικούσαν στο παγκράτιο, στο πένταθλο, ή στην πάλη. Η υποταγή του εύπορου τούτου νησιού, που γινόταν ολοένα και μεγαλύ­ τερο εμπόδιο στο δρόμο των Αθηναίων, στάθηκε η κυριώτερη φροντίδα τους μόλις άρχισαν να ελευθερώνονται από τους δικούς τους παλιούς θεσμούς κι από τον κίνδυνο του Μήδου, και την επέτυχαν τμηματικά, στο 459/8 πρώτα, και τέλος στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Από τότε κι έπειτα, η Αίγινα, υποτελής στους Αθηναίους παύει να έχει δική της ιστορία. Της Αιγινήτικης σχολής την πλαστική τέχνη την ξακουσμένη από τ' αρχαία χρόνια τη γνώρισε η Ευρώπη, πρώτα στις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν ανακαλύφθηκαν τα γλυπτά του ναού της Αφαίας -ένα από τα καλύτερα επεισόδια του ρομαντισμού. Την αποστολή του 1811, που την οδηγούσαν δύο αρχιτέκτονες -ο Άγγλος Cockerell, ο ζωντανός κι αισθαντικός καλλιτέχνης και ο Γερμανός βαρώνος Haller von Hallerstein αυτός τύπος διαφορετικός, με κλίση στην ήρεμη, επι­ στημονική θεώρηση, -την είχε προλάβει μια άλλη παλιότερη του 1765, οργα­ νωμένη από την Εταιρεία των Dilettanti, που όμως είχε περιοριστεί στη μελέ­ τη των ερειπίων, χωρίς να επιχειρήσει ανασκαφική έρευνα. Πλούσια λεία της αποστολής του 1811 στάθηκαν τα γλυπτά από τα αετώματα του ναού της Αφαίας (τότε τον έλεγαν της Αθηνάς), με τα γελαστά πρόσωπα τους- η πρώτη γνωριμία του ευρωπαϊκού κόσμου με το αρχαϊκό χαμόγελο, που για καιρό κράτησε το όνομα «Αιγινήτικο». Από πολλές περιπέτειες πέρασαν τα γλυπτά αυτά ως που να γίνουν ιδιοκτησία του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, μανιακού για να τα αποκτήσει, και να καταλήξουν το σημαντικώτερο στόλι­ σμα της Γλυπτοθήκης του Μονάχου. Στημένα έναν αιώνα τώρα μέσα στη μεγάλη κλασικιστική αίθουσα με την ψηλοτάβανη κρυάδα της, και μπαλωμέ­ να από τις οικτρές συμπληρώσεις του Τόρβαλτσεν, κανείς δε θα πει ότι βρί­ σκονταν στο πιο ταιριαστό περιβάλλον. Όμως όλα μαζί, χώρος και περιεχό­ μενο, αίθουσα και γλυπτά, ανακαλύψεις της κοινής νοσταλγίας της εποχής αυτής για την αρχαιότητα, δύσκολα θ' αποφάσιζε κανείς να τα χωρίσει. Θα ήταν σα να έσχιζε την πιο εξαϋλωμένη σελίδα του ρομαντισμού. Ο προχωρημένος 19ος αιώνας, διψώντας για γνώση και επιστημονική ερμηνεία, δε μπορούσε να ικανοποιηθεί με την απόκτηση των αετωμάτων,


αλλά θέλοντας να μάθει και τα προβλήματα τους, ζήτησε συστηματικώτερη έρευνα του ναού. Το χρέος αυτό έπεσε στη χώρα που κληρονόμησε τα γλυπτά αυτά, στη Βαυαρία. Με εντολή της Ακαδημίας του Μονάχου, άρχισε το 1901 η βαυαρική αποστολή επιστημονικές ανασκαφές γύρω στο ναό της Αφαίας, που δεν τελείωσαν παρά με τον πρόωρο θάνατο του ηγέτη της, του μεγαλό­ πνοου Αδόλφου Furtwängler. Έξοχος καρπός των ερευνών μένει το δίτομο έργο «Aigina», όπου τη θερμή μεγαλοφυία του Furtwängler συμπληρώνουν συνεργάτες άξιοι στην αρχαιολογικήν έρευνα και στην αρχιτεκτονική περι­ γραφή, ανάμεσα σ' άλλους ο απόγονος του γνωστού μας Θειρσίου, ο αρχαιο­ λόγος Thiersch, που πέθανε τις τελευταίες αυτές μέρες. Αλλά σ' ένα τέτοιο έδαφος, όπου τ' αρχαία είναι σπαρμένα παντού, χρειάζονταν πιο εκτεταμένη έρευνα, όχι μόνο στο λόφο της Αφαίας. Έλληνες αρχαιολόγοι και ο Furtwängler είχαν σκάψει την περιοχή της αρχαίας πόλης, στη θέση «Κολόννα», έτσι ειπώ μένη από την αρχαία κολόννα που πρώτη χαιρετάει τους ταξι­ δευτές, όταν φτάνουν στην Αίγινα. Από το ναό αυτό, γνωστόν ως τώρα με το όνομα «ναός της Αφροδίτης», έρχεται η θαυμάσια εκείνη Σφίγγα του Μουσεί­ ου της Αίγινας, που αντίγραφο της είναι στημένο στο Α' Νεκροταφείο, πάνω από τον τάφο του Furtwängler. Όταν μετά τον πόλεμο η Βαυαρική Ακαδημία ξανάρχισε το έργο της, ο λόφος αυτός της Κολόννας έγινε το κύριο σημείο της εξερεύνησης, και ευτύ­ χημα είναι ότι αυτή κατέληξε στα χέρια του γνωστού αρχαιολόγου και φίλου της Ελλάδος κ. Γαβριήλ Welter. Γνωστού όχι βέβαια χάρη στην παρακολού­ θηση της εργασίας του από τον ελληνικό τύπο, που εξαντλεί το ενδιαφέρον του με το να φιλοξενεί πρόθυμα αυτοδιαφημίσεις ενός ή δύο από τους δικούς μας αρχαιολόγους. Την εργασία του κ. Welter στην Αίγινα, ανασκαφική και μουσειακή, την έχουν ευτυχώς προσέξει οι επισκέπτες και οι φίλοι της Αίγι­ νας, δικοί μας και ξένοι, και όχι λιγώτερο οι κάτοικοι της. Ο ερευνητής αυτός ξεχωρίζει από τους παλιότερους με το ότι είναι ο πρώ­ τος «Αιγινήτης». Η Αίγινα δεν είναι ένα από τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα αλλά ο σκοπός της ζωής του. Μόνιμος κάτοικος της για πολλά χρόνια έσκαψε συστηματικά πάνω στην αρχαία πόλη, καθώς και στο Όρος, και πριν καλάκαλά αρχίσει να δημοσιεύει τα συμπεράσματα των ανασκαφών του σε ειδικά περιοδικά, έδωσε ένα έργο προσιτό σε κάθε μορφωμένον άνθρωπο και απα­ ραίτητο στους ειδικούς, το βιβλίο του «Aigina» (έκδοση του Γερμαν. Ινστιτού­ του, 1938). Όποιος, παρασυρμένος από τη φροντισμένη εξωτερική του όψη, από την κατακάθαρη κατάταξη του υλικού και από το καλογραμμένο κείμενο, το θεωρήσει σαν εκλαΐκευση από γνωστά και ειπωμένα πράγματα, δεν ξέρει να διακρίνει πού βρίσκεται η αντιγραφή και πού ο μόχθος της νέας σύνθεσης. Για τον ειδικό, περισσότερο καινούργιο υλικό παρουσιάζει το πρώτο μέρος, που πραγματεύεται την προϊστορικήν Αίγινα, αρχίζοντας από τη νεο-


λιθικήν εποχή. Οι ζωντανές περιγραφές όχι μόνο των ερειπίων, αλλά και του πολιτισμού της κάθε περιόδου, είναι καρπός του ανασκαφικού έργου του· αυτός βρήκε, μελέτησε και ερμήνευσε τα ευρήματα και μπόρεσε να φτάσει ως τη σύλληψη της ξεχωριστής φυσιογνωμίας της κάθε εποχής. Ολοζώντανες ξετυλίγονται μπροστά μας οι εικόνες αυτές. Από τα αγγεία της νεολιθικής εποχής, που συγγενεύουν με της Αρκαδίας και με της Αργολί­ δος, συμπεραίνει πως ο συνοικισμός που εγκαταστάθηκε τότε στη θέση Κολόννα ήρθε από την Πελοπόννησο και πως για να διαλέξουν τη θέση αυτή κοντά στη θάλασσα, πρέπει αυτοί που τον αποτελούσαν να ήταν ναυτικοί. Το αρχαιότερο τείχος, δυνατό, με τετράγωνους πύργους που μαρτυρούν κίνδυνο από το μέρος της θάλασσας, έγινε στην αμέσως κατόπι, την πρώιμη χαλκήν εποχή. Τα Κυκλαδικά, Κρητικά, Ιωνικά και Βοιωτικά αγγεία που βρί­ σκονται στο συνοικισμόν αυτό, δείχνουν δυνατή επικοινωνία με τις περιοχές αυτές, εμπόριο και πολιτισμό. Το πλούτος των σχημάτων των αγγείων, η προ­ τίμηση για κομψές πολύπλοκες μορφές, τα πολυτελή πέτρινα αγγεία, οι φορη­ τές εστίες, όλ' αυτά μαρτυρούν έναν προχωρημένο KL εκλεπτυσμένο σπιτικό πολιτισμό, που είναι έργο και περιοχή της γυναίκας. Δεν ήταν όμως Έλληνες οι πρώτοι αυτοί κάτοικοι, αλλ' οι προέλληνες των νησιών, οι γνωστοί από του Θουκυδίδη την αρχαιολογία Κάρες. Μια νέα φυλή, Ελληνική τούτη τη φορά, έρχεται να διώξει τους Κάρες στα νησιά και στην Ανατολή, ή να τους απορροφήσει εν μέρει. Τούτο γίνεται στη μεσαία χαλκήν εποχή. 0 συνοικισμός, πλατύτερος και καλά οχυρωμένος, παρουσιάζει αγγεία μεγάλα με γραμμικά κοσμήματα. Αντίθετα με την κομψό­ τητα των αγγείων της πρώτης χαλκής εποχής, η διακόσμηση των μεσοελλαδικών είναι με παχειές γραμμές, χωρίς ζήτηση ακριβείας, και μοιρασμένη σε μεγάλα διαστήματα με κάποιαν ωμότητα βαλμένη πάνω στην επιφάνεια. Η εξαγωγή των αγγείων γίνεται στη Στερεάν Ελλάδα, ιδίως στη Βοιωτία, στην Αττική και στη Μεγαρίδα, ενώ η επικοινωνία με τα νησιά κόβεται. Ακολουθεί η περιγραφή της υστεροελλαδικής 1-11 εποχής, με τη νίκη του Κρητικού νατουραλιστικού ρυθμού που, με τη φεουδαρχία της Αργολίδος γύρω στα 1800 (Μυκηναϊκή εποχή], δημιουργεί τη νέα τέχνη, τη Μυκηναϊκή. Το σταμάτημα της ακμής της Αίγινας στα χρόνια τούτα τελειώνει με την τέλεια ερήμωση του νησιού. Τούτο συμβαίνει, άγνωστο για ποιο λόγο, στον 13ο αιώνα, πάλι όμως δημιουργήθηκε πολιτισμός στους ερχόμενους αιώνες που έδωσαν την ιστορικήν Αίγινα. Αλλά δεν πρόκειται να δώσουμε εδώ περίληψη όλου του βιβλίου, πράγμα αδύνατο άλλωστε στην περίσταση τούτη, αφού στο λιτό, αλλά πυκνό και καλοζυγιασμένο κείμενο περιέχεται συγκεντρωμένο τόσο ανεκτίμητο υλικό. Ο τρόπος αυτός είναι ενδεχόμενο ν' απογοητεύσει όσους ζητούν μεγαλόστο­ μες φράσεις σε στυλ διαλέξεως του «Παρνασσού», για όσους όμως εκτιμούν


τη δύναμη των πραγμάτων, ο συνειδητός περιορισμός στην εξιστόρηση από­ λυτα εξακριβωμένων γεγονότων αξίζει περισσότερο από την κάθε κενή ωραιολογία. Ιστορία και τέχνη του νησιού περνούν σε κάθε μια σελίδα αδιαίρετες, συμπληρώνοντας η μια την άλλη, και μόνο όπου η ιστορία είναι πολύ γνωστή, παίρνει η τέχνη την πρώτη θέση. Το κεφάλαιο, έξαφνα, για το ναό της Αφαί­ ας και για τ' αετώματα του, είναι η καλύτερη από τις σύντομες σχετικές εκθέ­ σεις, στηριγμένο στα γλυπτά της Γλυπτοθήκης του Μονάχου, καθώς και στα λιγώτερο, αλλά σημαντικά, τα φυλαγμένα στο Εθνικό Μουσείο και στο Μου­ σείο της Αίγινας, Είναι και κάτι σπουδαιότερο: ένας φωτεινός οδηγός ανάμε­ σα στο λαβύρινθο των προβλημάτων που παρουσιάζουν τα δύο αετώματα, το δυτικό με την αρχαϊκώτερη σύνθεση, το ανατολικό με την πιο προχωρη­ μένη και πιο ενιαία, που προετοιμάζει τη λύση που δόθηκε στα αετώματα της Ολυμπίας και του Παρθενώνα. Μερικές καλές φωτογραφίες μας παρουσιάζουν τα σπουδαιότερα γλυπτά της Αιγινήτικης πλαστικής και δείχνουν την ξεχωριστή ικανότητα της στην απόδοση τόσο του γυμνού σώματος όσο και του προσώπου· η τρυφερή έκφραση που το φωτίζει κάποτε είναι άγνωστη, στις άλλες τις καθαυτό Δωρι­ κές σχολές, ιδίως στη μαθηματική τετράγωνη του Αργούς. Δίπλα όμως σε έργα της Κυκλαδικής σχολής, η Αιγινήτικη πλαστική έχει μιαν ωμή σταθερότητα στο περίγραμμα και μια δύναμη που δεν είναι του ονείρου αλλά της μάχης. Το βιβλίο συμπληρώνεται με το πολύτιμο κεφάλαιο «Fasti Aeginetici», χρονολογικόν πίνακα και βιβλιογραφία στην ιστορία της Αίγινας, όπου δίνε­ ται όλη η ιστορία της από τα προϊστορικά χρόνια ως τη Ρωμαϊκή κατάκτηση κι έπειτα από τη Βυζαντινή ως την εποχή της απελευθέρωσης. Κάθε τι που σχετίζεται με την Αίγινα ή προέρχεται από το χώμα της, ιστορικά πρόσωπα, καλλιτέχνες, μνημεία, νομίσματα είναι συγκεντρωμένο στις τελευταίες αυτές σελίδες, ξεκαθαρισμένο από μακροχρόνιες έρευνες. Οι βιβλιοθήκες μας δεν έχουν έλλειψη από τοπικές ιστορίες, γραμμένες από επαρχιώτες σοφούς με τόσην επαρχιακή στενότητα, που μέσα τους των προϊστορικών γεγονότων στενεύει η σημασία παίρνοντας τοπικά σύνορα. Στα αρχαιολογικά χρόνια, η «Aigina» του κ. Walter είναι ίσως η πρώτη αληθινή «ιστορία» ενός τόπου πλαισιωμένη απ' όλου του αρχαίου κόσμου την κίνηση σε ιστορικά γεγονότα, σε καλλιτεχνική και λογοτεχνική ζωή, σε κοινωνικές αναμοχλεύσεις. Αν μεταφραστεί όπως ευχόμαστε, Ελληνικά, θα είναι για τον επισκέπτη της Αίγινας ο υποδειγματικός οδηγός της, για τον ιστορικό μια εξαίρετη συμβολή, για τον σκεπτόμενο άνθρωπο μια δραματική αφήγηση. Νέα Εστία, 1939


•'

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΙΑ' Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη πλεούμενα κι άσπρα πανιά μπάτης από τα πεύκα και τ' Όρος της Αίγινας λαχανιασμένη ανάσα" το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της εύκολο και ζεστό σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη. Μα στα ρηχά ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι και στο βυθό αν συλλογιζόσουν ως πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά. Σε κοίταζα μ' όλο το φως και το σκοτάδι που έχω. Τρία κρυφά ποιήματα, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ

33


ΣΠΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ (1903 -1985]

Ο

Σπύρος Βασιλείου γεννήθηκε στο Γαλαξείδι το 1903. Η ταυτότητα του ωστόσο αναφέρει 1902 στη χρονολογία γέννησης, αφού ποτέ δεν δηλώ­ θηκε από τους γονείς στο ληξιαρχείο η έλευση ενός νέου παιδιού που πήρε την θέση του αδελφού που χάθηκε λίγους μήνες πριν και που επίσης λεγόταν Σπύρος Βασιλείου: «έτσι έζησα ογδόντα χρόνια, χωρίς να ξεκαθαρίσω αν είμαι εγώ ή ο αδελφός μου», σημειώνει. Σπουδάξει ζωγραφική με υποτροφία στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, αλλά γρήγορα απογοητεύεται από τη στείρα διδασκαλία και την υποχρεωτική μαθητεία στο κάρβουνο και το μολύ­ βι. Έτσι, πρωτοστατεί μαζί με άλλους «ταραξίες» σε μία κίνηση ανανέωσης της σχολής που έχει σαν αποτέλεσμα την εκλογή του Νικόλαου Λύτρα και την καθιέρωση του θεσμού των εργαστηρίων. Κοντά στον Λύτρα μυείται «στις αρχές του ιμπρεσιονισμού και στις αξίες του καθαρού χρώματος», για να προ­ σηλωθεί στη συνέχεια «στην ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα μιας εθνι­ κής τέχνης, ικανής να προσεγγίσει σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα αντλώ­ ντας από τα διδάγματα της ελληνικής κληρονομιάς». Την περίοδο 1927-1930, ξεκινά τη συνεργασία του με εφημερίδες και περιοδικά δημοσιεύοντας σχέδια και εικονογραφήσεις, ενώ πραγματοποιεί­ ται η πρώτη ατομική του έκθεση («Αίθουσα Τέχνης Στρατηγοπούλου», 1929]: όψεις της Αθήνας και νεκρές φύσεις συνθέτουν ένα μικρό αλλά σημα­ ντικό πρώτο δείγμα εργασίας που αντιμετωπίζεται θετικά από τους κριτι­ κούς. Την ίδια εποχή, ξεκινά η πολύχρονη ενασχόληση του με τη σκηνογρα­ φία και το θέατρο που αριθμεί περισσότερες από 140 παραστάσεις, ενώ στις 25 Μαρτίου του 1930, του απονέμεται το Μπενάκειο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τα σχέδια διακόσμησης του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη. Χάρη στο χρηματικό έπαθλο ταξιδεύει στην Ευρώπη και έρχεται σε άμεση επαφή με τα αυθεντικά έργα των μεγάλων ζωγράφων και τη σύγχρονη τέχνη. Η επίδραση καλλιτεχνών όπως οι Guardi, C. Lorrain και Bruegel, αποτυπώνε­ ται σε έργα όπως η Λαϊκή Αγορά (1934], το Καρναβάλι (1934] και το Ζάππειο (1935]. Το 1934 συμμετέχει στη Μπιενάλε της Βενετίας και εκδίδει το λεύ­ κωμα «Γαλαξειδιώτικα καράβια» με δικά του κείμενα και απεικονίσεις. Από το 1933 έως το 1938 επιμελείται τα σκηνικά και τα κοστούμια παραστάσεων της Νέας Δραματικής Σκηνής του Σωκράτη Καραντινού. Στα χρόνια της Κατο­ χής (1941-1945], καθώς «τα χρώματα είναι λιγοστά και ακριβά», καταπιάνε­ ται με τη χαρακτική, διατυπώνοντας μια ξεχωριστή γραφή που σε έργα όπως «Η ταφή του Παλαμά» και «0 θρήνος των Καλαβρύτων» συντελούν στον


αγώνα του πνευματικού κόσμου κατά των κατακτητών. Συεργάζεται ακόμη με το Εθνικό Θέατρο και την Εθνική Λυρική Σκηνή και εικονογραφεί το Ανα­ γνωστικό της Ε' τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Το 1950 μετέχει τόσο στην ίδρυση της καλλιτεχνικής ομάδας "Στάθμη", όσο και στη σύσταση του Ελληνικού Χοροδράματος, παραμένοντας για πολλά χρόνια ένας από τους στενότερους συνεργάτες της Ραλλούς Μάνου (από τις γνωστότερες επιμέλειες του η παράσταση «Το τραγούδι του Νεκρού Αδερφού» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη). Την ίδια περίοδο συνεργάζεται επί­ σης με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού για τον σχεδιασμό αφισών και διαφημιστικού υλικού. Συμμετέχει στις Πανελληνίους των ετών 1957 και 1960 και στη Μπιενάλε του Sao Paulo (1959], ενώ το 1960 το έργο του «Φώτα και Σκιές» τιμάται από το ελληνικό τμήμα της AICA με το βραβείο Guggenheim για την Ελλάδα. Την ίδια χρονιά, εκθέτει στην οικία Μαΐλη, στην Αίγινα. Το 1963 υπογράφει στην Όπερα της Στουτγκάρδης τα σκηνικά και τα κοστούμια για την Ηλέκτρα του Στράους, ενώ το 1964 συμμετέχει στην έκθε­ ση Peinture Grecque Contemporaine στο Palais des Beaux-Arts στις Βρυξέλ­ λες και εκπροσωπεί την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1969 εκδίδει το αυτοβιογραφικό του λεύκωμα Φώτα και Σκιές και γιορτάζονται, τα 40 χρόνια παρουσίας του στη σκηνογραφία. Από το 1971 οργανώνονται ατομι­ κές εκθέσεις του σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης, ενώ το 1972 ξεκινά τη λει­ τουργία της η Στοά Σ.Β. ή Μαντρότοιχος στο εξοχικό του στην Ερέτρια με την έκθεση Σπονδή Φιλίας όπου συμμετέχουν οι Ζογγολόπουλος, Γ. Κολέφας, Α. Μπαχαριάν, Θ. Πανουργίας και Π. Τέτσης. Το 1975 η Εθνική Πινακοθήκη διορ­ γανώνει την πρώτη μεγάλη αναδρομική του έκθεση, το 1980 πραγματοποιεί­ ται η τελευταία ατομική του έκθεση στη γκαλερί «Ζυγός», ενώ η Εθνική Πινα­ κοθήκη τον τιμά με μία δεύτερη αναδρομική έκθεση το 1983. Ήδη από τη δεκαετία του '60, ο Σπύρος Βασιλείου «αναδεικνύεται σε έναν από τους συνεπέστερους καταγραφείς των μεταμορφώσεων του σύγ­ χρονου αστικού τοπίου, ενώ συγχρόνως παγιώνει την εικαστική ταυτότητα του μονοχρωματικού βάθους, της καταξίωσης του καθημερινού και της ανορ­ θόδοξης σύγκλησης ετερόκλητων αντικειμένων»: τα έργα της Αίγινας με τη σειρά τους, άλλοτε δρομάκια με σπίτια από ώχρα και φως που δεν υπάρχουν πια και άλλοτε αιωρήσεις και συναντήσεις ανθρώπων και πλοίων σε ένα χρυ­ σαφένιο, διάφανο βάθος, συνθέτουν ένα πολύτιμο παλίμψηστο μνήμης και γοητείας που κατατάσσει χωρίς άλλο τον Σπύρο Βασιλείου στους προσφιλέ­ στερους «ζωγράφους της Αίγινας».

35


«Οδός Αχιλλέως», 1992 Μικτή τεχνική σε plexiglass (πολλαπλό), 25χ25 εκ. Ιδιωτική Συλλογή

«Είσοδος στο λιμάνι», 1951-1953 Λάδι σε ξύλο, 25χ32 εκ. Ιδιωτική Συλλογή

36


«Οδός Αχιλλέως», 1953, Λάδι σε μουσαμά, 40x23 εκ. Ιδιωτική Συλλογή 37


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΙΔΗΣ

Οι τέσσερις τοίχοι πρώτη δουλειά του Π. Ροδακή - μόλις ξημέρωσε η μέρα - ήταν να κοιτά­ li il ξει αν είχε επιστρέψει η Βάγια. Το μόνο που ήξερε η Ρόζα ήταν ότι φεύ­ γοντας της είπε πως δεν θ' αργούσε. Κι όμως, ως αργά που έμεινε ξύπνιος δεν είχε φανεί. «Τι παράξενη γυναίκα!» σκέφθηκε. Θεώρησε πιθανό να την είχε καθυστερήσει η χθεσινή δίωρη καταιγίδα, που μπορεί να την ανάγκασε ίσως να διανυκτερεύσει αλλού. Αυτό δεν έδινε απάντηση, βέβαια, στο ερώτημα γιατί είχε φύγει και πού είχε πάει. Γιατί ήξερε ο Π. Ροδακής ότι μόνο αν συνέ­ βαινε κάτι σοβαρό η Βάγια θα έβγαινε από το κτήμα. Κατέβηκε και τράβηξε κατευθείαν στην κάμαρα της. Άνοιξε σιγανά την πόρτα και είδε τη Ρόζα να κοιμάται μόνη της. Ήταν φανερό πως η Βάγια δεν είχε γυρίσει. Πλησίασε στο κρεβάτι' το κορίτσι κοιμόταν βαθιά, μια ένδειξη ότι ίσως ξενύχτησε περιμένοντας. Ο δεξιός της ώμος, ακάλυπτος, αχνόφεγγε, λευκός και ολοστρόγγυλος. Τον ακούμπησε. Η Ρόζα ούτε που κουνήθηκε. Έφτασε το μεσημέρι. Η Βάγια δεν είχε έρθει ακόμα. 0 Π. Ροδακής είχε αρχίσει να καταλαμβάνεται από έναν διαρκώς αυξανόμενο εκνευρισμό. Δεν ανησυχούσε, εκνευριζόταν από αυτό το γεγονός που είχε αναστατώσει την κανονικότητα. Κι έπειτα, εκείνη δεν ήταν μια οποιαδήποτε συνηθισμένη μέρα. Ήταν η μέρα της δοκιμής. Η εξαφάνιση της αύξανε την αδημονία του να διαπιστώσει το αποτέλεσμα της χρονιάς, της τελευταίας - σύμφωνα με την απόφαση του - χρονιάς του πειράματος. Ήθελε να την περιμένει για να κάνουν μαζί τη δοκιμή, όπως κάθε φορά, όλα αυτά τα χρόνια. Η Ρόζα, όσο κι αν προσπαθούσε να μην το δείχνει, ήταν αναστατωμένη. Ένα δυσάρεστο συναίσθημα έσφιγγε το στομάχι της κι όταν ήρθε η ώρα του μεσημεριού δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα της από τα μπιζέλια που είχε μαγει­ ρέψει η Βάγια την προηγούμενη, λίγο πριν χαθεί από το σπίτι. Μόνον αργό­ τερα, προς το απόγευμα πια, εξαναγκάστηκε με τη βία, θα 'λέγε κανείς, να καθίσει στο τραπέζι μπροστά στο πιάτο της, υπακούοντας στα αυστηρά προ­ στάγματα του Π. Ροδακή και στα επιχειρήματα του που την ώρα εκείνη κάθε άλλο παρά αλαφρώνανε την ατμόσφαιρα. «Κι αν η μητέρα σου δεν γυρίσει ποτέ», της είπε επανειλημμένα, «εσύ θα μείνεις νηστική για πάντα;» χωρίς να λάβει απάντηση. Αλλά το ίδιο επιχείρημα βρήκε εφαρμογή και στη δική του περίπτωση. Αν εκείνη δε γυρίσει ποτέ το μέλι θα μείνει αδοκίμαστο για πάντα; Ξεπέρασε έτσι


τους δισταγμούς του κι αποφάσισε να δοκιμάσει το μέλι μόνος του. Στο κάτω κάτω δεν ήταν δικό του το λάθος, η Βάγια είχε καθυστερήσει ασυγχώρητα. Μετά διαδραματίστηκε το επεισόδιο με το ασημένιο κουτάλι που είχε εξα­ φανιστεί και όπου χρειάστηκε να αδειάσουν δυο συρτάρια στο πάτωμα του μαγειρείου για να βρεθεί το ταριχευμένο στην τσέπη της παλιάς ρόμπας κει­ μήλιο. Το θλιβερό αυτό περιστατικό ήρθε να ηλεκτρίσει ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη ατμόσφαιρα. Το υπόγειο ήταν βουτηγμένο στο μισοσκόταδο, αλλά το φως δεν ήταν απαραίτητο. Απαραίτητο ήταν το κουτάλι της δοκιμής κι αυτό ευτυχώς είχε βρεθεί. Ο Π. Ροδακής στάθηκε απέναντι στα τρία κιούπια που περιείχαν τον πρώτο καρπό της χρονιάς. Με ψύχραιμες κινήσεις ξεκαπάκωσε το ένα απ' αυτά και βύθισε μέσα το κουτάλι. Η εντύπωση της γεύσης στο στόμα του ήρθε σαν σύγκρουση. Λόγω της σφοδρότητας της. Αλλά και λόγω του αντίκτυπου που είχε. Γιατί μόλις ο Π. Ροδακής έβαλε στο στόμα του το γεμάτο κουτάλι ένιωσε να βάλλεται από μια δύναμη απόλυτη και καταιγιστική, που τον κεραυνοβόλησε και τον άφησε θαμπωμένο μέσα σ' ένα σύννεφο ομίχλης. Μέσα από το σύννεφο ξεπρόβαλε ένα μικρό ζωηρό χερουβείμ που φτερούγησε από γωνία σε γωνία, την ώρα που από μακριά έφταναν οι πρώτοι ήχοι από ένα θριαμβικό εμβατήριο. Το άρωμα από το ανοιγμένο κιούπι ξεχυνόταν και κατάκλυζε το χώρο σαν ένα αέριο που άξαφνα διέρρευσε από τη φιάλη του και η παρουσία του ήταν τόσο έκδηλη που ο Π. Ροδακής νόμισε πως μπορούσε να τη δει' μήπως αυτό 'ήταν η ομίχλη που τον τύλιξε; Από την πρώτη στιγμή είχε επίγνωση πως όλο αυτό δεν ήταν παρά μια παραίσθηση. Γι' αυτό και κρατούσε τα μάτια του και τ' αυτιά του διάπλατα ανοιχτά. Δεν έπρεπε ν' αφήσει να χαθεί η παραμικρή λεπτομέρεια απ' αυτή την πλασματική αλλά και θεϊκή εικόνα που γνώριζε ότι σύντομα, πολύ σύντο­ μα, θα ξεθώριαζε και θα εξατμιζόταν. Και δεν άργησε να συμβεί αυτό. Η ομί­ χλη διαλύθηκε καταπίνοντας και το ζωηρό αγγελούδι ενώ το εμβατήριο από τις σάλπιγγες έδωσε τη θέση του στο θόρυβο μιας καρέκλας που έσερνε από πάνω η Ρόζα. 0 ίδιος βρισκόταν καθισμένος στο δάπεδο κρατώντας στην αγκαλιά του το ανοιχτό κιούπι. Όλα είχαν γυρίσει ξανά στην πραγματική τους διάσταση. Είχε πολύ καιρό να του συμβεί αυτό. Σχηματίζοντας τις λέξεις στα χείλη του, βουβά όμως, χωρίς ήχο ομιλίας, ρώτησε τον εαυτό του: «Γιατί να συμβεί ξανά τώρα;» Ήξερε την απάντηση. Ήξερε ότι από τότε που έπαψε να είναι παιδί κάθε εμφάνιση του φαινομένου των παραισθήσεων είχε να κάνει με μια έντονη ψυχική εντύπωση που τώρα δεν μπορεί να προκλήθηκε παρά μόνο από τη δοκιμή του μελιού. Ξαναβούτηξε το ασημένιο κουτάλι, από τη λαβή αυτή τη φορά.


Δεν ήταν απλά και μόνο το ωραιότερο μέλι που είχε ποτέ γευτεί. Αυτό, αναμφίβολα. Ήταν, όμως, ταυτόχρονα μια γεύση που με κάποιο περίεργο τρόπο σαν να επενεργούσε κατευθείαν στο θυμικό του. Δεν ξανάδε αγγέλους ούτε άκουσε μουσικές, όμως κι αυτή τη δεύτερη φορά που το δοκίμασε ένιω­ σε να τον πλημμυρίζει μια συγκίνηση και μια απροσδιόριστη αναθυμίαση παλιών αισθήσεων. Αισθήσεων όχι συγκεκριμένων, σαν αυτές που ζουν για λίγα μόνο δευτερόλεπτα σε κάποιο όνειρο και είναι δύσκολο να τις περιγρά­ ψεις, ακόμα και να τις ανακαλέσεις αργότερα, και που μπορεί μόνο τυχαία να τις ξανασυναντήσεις σε κάποιο άλλο όνειρο. Ήταν οπωσδήποτε κάτι πολύ περισσότερο από μια ευχάριστη γεύση ή ένα πετυχημένο άρωμα. Ήθελε όμως και τη γνώμη ενός άλλου και τότε ξανά η απουσία της Βάγιας βάρυνε και πάλι. Υπήρχε, ωστόσο, η Ρόζα. Ανέβηκε πάνω με το κιούπι ανυπομονώντας να δειτην αντίδραση της. Στα τελευταία σκαλιά άκουσε τη φωνή της και κατάλαβε ότι μιλούσε με κάποιον. «Επιτέλους, γύρισε», σκέφτηκε και μπήκε περιμένοντας ν' αντικρίσει τη Βάγια. Προς έκπληξη του είδε τη Ρόζα να κουβεντιάζει με τον παπά και τον κοινοτάρχη. Βλέποντας αυτό το δίδυμο δεν μπόρεσε να μη θυμηθεί τη μέρα που είχαν καταφθάσει - και πάλι μαζί - με σκοπό να του αναθέσουν την κηδε­ μονία της Βάγιας. «Α, να και ο πατέρας σου», είπε ο κοινοτάρχης. «Εσύ τώρα θα πας επάνω να διαβάσεις το βιβλίο σου, έτσι;» είπε ο παπάς στη Ρόζα σε τόνο που δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Ποιο βιβλίο;» ρώτησε με πραγματική απορία. «Εσύ θα διαλέξεις, κοριτσάκι μου.» «Πήγαινε», είπε κοφτά ο Π. Ροδακής και τότε εκείνη έκανε αμέσως μεταβο?ιή να φύγει «Δεν πάμε παραμέσα;» είπε ο κοινοτάρχης. 0 Π. Ροδακής τους πέρασε στο μεγάλο δωμάτιο, όπως είχε κάνει και την πρώτη φορά. «Δεν ήρθαμε για καλό», μουρμούρισε ο παπάς. «Τι συμβαίνει;» «Η Βάγια δεν είναι εδώ;» «Όχι. Λείπει από χτες. Περιέργως, λείπει από χτες απ' το σπίτι.» 0 παπάς κι ο κοινοτάρχης κοιτάχτηκαν. «Έχει στο πόδι της ένα κουσούρι;» ρώτησε ο κοινοτάρχης' και με μια ανε­ παίσθητη πονηριά στο μάτι πρόσθεσε: «θα ξες εσύ.» «Τα δάχτυλα του ποδιού της είναι κομμένα.» «Η γυναίκα, παιδί μου, είναι νεκρή», είπε ο παπάς. 0 Π. Ροδακής, άφωνος, ακούμπησε το κιούπι στο τραπέζι.


«Χτες το βράδυ με την καταιγίδα. Τη χτύπησε κεραυνός τη φουκαριάρα. Τη βρήκανε το πρωί σήμερα κάτι τσοπάνηδες και φωνάξανε τον κοινοτάρχη. Κάτω από 'να δέντρο, ναι.» «Είχα μια μικρή αμφιβολία αν είν' αυτή», είπε ο κοινοτάρχης, «μα τώρα που μου πες για τα δάχτυλα...» «Θες να μιλήσω εγώ στο κορίτσι;» ρώτησε ο πατήρ Χρύσανθος. 0 Π. Ροδακής κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Κοίταξε τότε να της μιλήσεις εσύ όπως ξέρεις κι εγώ θα κανονίσω τα υπόλοιπα. Τα της κηδείας και τα λοιπά. Ο Θεός, παιδί μου, είναι μεγάλος. Και οι βουλές του άγνωστες.» «Ναι», είπε ο Π. Ροδακής άχρωμα. «Εμείς τότε πάμε. Σε περιμένουν τα δύσκολα.» Έφυγαν, μπροστά ο παπάς και πίσω ο κοινοτάρχης. 0 Π. Ροδακής έπλυνε το ασημένιο κουτάλι και το στέγνωσε καλά. Πήρε και το κιούπι κι ανέβηκε πάνω. «Πόσο αθώα είναι», σκέφτηκε όταν είδε τη Ρόζα στο διδασκαλείο να δια­ βάζει ένα βιβλίο, ακριβώς όπως της είχε υποδείξει ο παπάς. «Φύγανε;» ρώτησε μόλις τον είδε. «Φύγανε», της απάντησε κι εκείνη έκλεισε το βιβλίο θεωρώντας ότι η υποχρέωση της είχε πια λήξει. Κοίταξε το κιούπι με περιέργεια. 0 Π. Ροδακής κάθισε δίπλα της. «Θέλω να δοκιμάσεις», της είπε. Γέμισε το κουτάλι και της το 'δώσε στο στόμα. Η Ρόζα κλωθογύρισε αρκε­ τή ώρα την παχύρευστη μάζα στο στόμα της' το πρόσωπο της παρέμεινε ανέκφραστο, μόνο που έφερε τα δάχτυλα της και άγγιξε με τις άκρες τους τα μάγουλα της, σα να προσπαθούσε να καταλάβει και με αυτά την ακριβή εντύ­ πωση. «Λοιπόν», ρώτησε ο Π. Ροδακής βλέποντας το ανεβοκατέβασμα του λαρυγγιού της, σημάδι πως μόλις είχε καταπιεί, «πώς σου φαίνεται;» Τον κοίταξε κατάματα, σοβαρά. «Αυτό είναι...» σταμάτησε, ένα μικρό χάσμα, «αυτό είναι για να το τρώνε άγγελοι.» 0 Π. Ροδακής χαμογέλασε. «Ωραίο αυτό που είπες.» Έσκυψε και φίλησε το χνούδι στις ρίζες των μαλλιών της. Και μετά της είπε για το θάνατο της μητέρας της. Η πρόβλεψη του παπά, ότι τον περίμεναν δύσκολες ώρες, βγήκε αληθινή' η νύχτα που ακολούθησε ήταν δύσκολη. Όταν, τα χαράματα πια, η κούραση νίκησε την οδύνη και η Ρόζα αποκοιμήθηκε, ο Π. Ροδακής βγήκε και περπά­ τησε μόνος του στο κτήμα. Στη μνήμη του επανερχόταν συνεχώς η μορφή της 41


Βάγιας, η εικόνα του προσώπου της, μισοφωτισμένο από την ανταύγεια μιας χαμηλωμένης λάμπας, να τον κοιτάζει ίσα βαθιά με μάτια όμοια με προτετα­ μένες λόγχες. Αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε και γιατί τον κοιτούσε μ' αυτό το αρπακτικό βλέμμα, από ποια στιγμή του παρελθόντος αποκολλήθη­ κε αυτό το μόριο και σύρθηκε στο τώρα. Θυμήθηκε με συγκίνηση και τις στιγ­ μές ενθουσιασμού στην αρχή του πειράματος, μα και αργότερα, κάθε φορά που επιτυγχανόταν ένα βήμα βελτίωσης. Σκέφτηκε πως ήταν κρίμα που δεν έζησε μια μέρα παραπάνω για να δοκιμάσει κι αυτή τον τελικό θρίαμβο. Το δικό της επίτευγμα. Εκδ. ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ, 2000


ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ

Αφαία ο καλοκαίρι ήρθε, και ο κόσμος που μπορεί ν' αφήσει δυο μέρες το μαγ­ γανοπήγαδο της βιοπάλης παίρνει το σακκίδιό του κι ένα ραβδί και ξεκι­ νά για το Σαββατοκύριακο του. Στο πρώτο πλάνο αυτής της εκδρομικής παναθηναϊκής εξόδου είναι βέβαια και το νησί της Αίγινας. Λοιπόν σε κείνους που ξεκινούν για την πατρί­ δα του Αριστοφάνους έχω να συστήσω ολόψυχα: - Πηγαίνετε να δήτε το ναό της Αφαίας. Είναι κάτι που θα σας μείνει αξέ­ χαστο για όλη τη ζωή σας. 0 ναός ορμά μέσ' από τα έγκατα του βράχου, μέσ' από τα δέντρα και τα λουλούδια, μέσ' από το γαλάζιο της θάλασσας και τ' ουρανού που τον τυλίγει. Πάνω σε τούτη τη γη που κυβέρνησε και δε θα πάψει να κυβερνά την ανθρώπινη ζωή με το ρυθμό του πνεύματος της, οι αρχαίοι ναοί ξεπετιούνται έτσι μέσ' από την πέτρα σαν άγρια κρίνα ακατάλυτης νιότης. Η αιώνια νιότη. Το αθάνατο νερό. Αυτό είναι το κυριώτερο στοιχείο μέσα στο νόημα του Θείου, και αυτό είναι το κυριώτερο στοιχείο της Τέχνης, που δεν είναι παρά μια αποκάλυψη από τις άπειρες μορφές του Θείου. Οι Ελληνικοί ναοί σηκώνουν ανάλαφρα και ξεκούραστα τους βαρειούς αιώνες πάνω στα λαβωμένα τους κιονόκρανα. 0 χρόνος, τα στοιχεία, οι βάρ­ βαροι και οι πρώτοι ειδωλομάχοι χριστιανοί, βάλθηκαν με λύσσα να τους ξεθεμελιώσουν, να τους ρημάξουν, να μην αφήσουν πέτρα στην πέτρα. Οι και­ ροί σαπράκιασαν τον πυρόλιθο και το μάρμαρο, οι βάναυσοι Ρωμαίοι πήραν αιχμαλώτους στα καράβια τους τους ωραίους ελληνικούς θεούς, οι φανατικοί χριστιανοί έκαψαν τα λευκά μέλη τους μέσα στα ασβεστοκάμινο και οι Ευρω­ παίοι πριόνισαν τις μετόπες για να τις κλέψουν. Πόσοι αιώνες. Πόση ιστορία. Πόση πίκρα. Πόση φθορά. Και όμως οι κολώνες, χτυπημένες, βομβαρδισμένες, ανάπηρες, στέκονται πάντοτε λευκές και όρθιες μέσα στην αγνότητα του ελληνικού τοπίου και

Τ


υποβαστάζουν με την ίδια χάρη το καλλιτέχνημα που λείπει. Είναι συγκινητι­ κές αυτές οι κολώνες που κοιτάζουν τη θάλασσα πάνω από τις νέες κορυφές των πεύκων και η σβέλτη γραμμή των ενώνει σε μιαν εκπληχτικήν συνάντη­ ση τη γη με τον ουρανό. Πόση δύναμη μέσα σ' αυτή την ομορφιά, και πόση ασφάλεια μέσα στην κίνηση της ανατάσεώς τους! Οι ελληνικές κολώνες σηκώνουν πάνω στα κιονόκρανα τους, που στεφα­ νώνουν οιχελιδονοφωλιές, όλο το φοβερό βάρος της ανθρώπινης δόξας, και δεν λυγάνε. Σηκώνουν επί χιλιάδες χρόνια την τιμή του ανθρώπινου πνεύμα­ τος. Και το κάνουν με τόσο χαριτωμένη άνεση, με το χαμόγελο της θείας βεβαιότητος, όπως οι κόρες του Ερεχθείου. Νομίζεις πως είναι ένα πανέρι με τριαντάφυλλα, που σηκώνουν στο στυλωτό κεφάλι τους και όχι το βάρος της ανθρώπινης μοίρας. Αυτά συλλογιόμουνα σαν είδα για πρώτη φορά να ξεπετιέται μπροστά μου μέσ' από τα πεύκα της Αίγινας ο ναός της Αφαίας. Η εμφάνιση του είναι απότομη, σε χτυπά σαν αποκάλυψη. Ανεβαίνεις από το όρθιο μονοπάτι του βουνού και βρίσκεις το ναό στην κορφή, να κοιτάζει τη θάλασσα της Αθήνας. Το τοπίο; Είναι απλώς θείο. Όπως της Ακρόπολης, όπως του Σουνίου. 0 ναός είναι φυτρωμένος αξεχώριστα μέσ' από το τοπίο, σαν προέχτασή του, σαν αυτοφυές λουλούδι της πέτρας. Γύρω του, ανάμεσα στα ξερά πούσια που αδειάζουν τα πεύκα στο ιερό έδαφος, έδρεψα -χρυσό φθινόπωρο ήταν - τα πρώτα κυκλάμινα. Αγαπώ πολύ τα κυκλάμινα του φθινοπώρου και τα γαλαζολούλουδα της άνοιξης. Μάζευα τα άγρια λουλούδια που μύριζαν και στοχαζόμουνα πως ο σπόρος που τα αναγεννά κάθε φθινόπωρο είναι ο ίδιος που τα γεννούσε ανάμεσα στις πέτρες της Αφαίας από την πανάρχαια εκείνη εποχή, που δεν είχε φύγει ακόμα μέσ' από το ιερό της η μυστηριώδης αυτή Κρητικοπούλα θεά. Αντίκρυ μου, χαμηλά, στραφτάλιζε ο μεσημεριάτικος ήλιος πάνω στην πιο γαλάζια, την πιο νεανική θάλασσα του κόσμου.

44


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

Αίγινα Ι Γυρνώντας απ' τη θάλασσα με τη μάνα μου, καθόμαστε να ξαποστάσουμε κάτω απ' την ίδια πάντα ελιά. Μου διηγόταν τότε την ιστορία του μέρμηγκα και του τζίτζικα, πρώτα μαθήματα εγκράτειας, σωφροσύνης, μα πάνω απ' το κεφάλι μας ξεφώνιζε ο ποιητής με πάθος στο λιοπύρι. Ε, μάνα, για ποιο χειμώνα μου μιλάς, τι δυστυχίες, τι πάγους και ποια πείνα; Τούτο είναι το θαύμα εδώ, αρχίζει με την κάψα, τελειώνει μόλις στα σκούρα μπει η μέρα τα σπόρια ζώνονται από παντού, τα βρίσκει το μερμήγκι, ενώ ο γκρίζος ασυλλόγιστος βουβαίνεται, παγώνει. Αχ, μάνα μου κακότυχη, που γέννησες μια τζίτζικα, δεν ξέρει να μαζώνει! Μόλις ξημέρωνε, το 'σκαγα απ' το κρεβάτι, τη νυχτικιά μου έσερνα σε χόρτα, ποτιστάδες, ο κήπος μου φαινότανε απέραντη εξουσία κι οι κότες πρόσωπα σημαντικά, προσηλωμένα να τσιμπάνε... Δεν ήξερα ώρες μες στο θέρος αιωνιότητα το χωράφι, το μαγκάνι γύριζε στον άπειρο χρόνο, βουτούσα στα σανά, χωνόμουνα, κυλιόμουνα ανάμεσα στα πόδια του αλόγου' όλες οι χαρές τελείωναν στη θάλασσα κι εκεί άρχιζαν άλλες. 1 Είχα από τότε φτιάξει δύο εαυτούς ο ένας γαλήνιος κούρνιαζε, αγάπαγε τα γύρω του καλά διατεθειμένος, τον άλλο τον ερέθιζε ο γλυκός κίνδυνος που κρύβει άγνωστο σώμα. Ονόμαζα γαλήνη το χειμώνα, την τρέλα καλοκαίρι και μεταμορφωνόμουνα σε άγγελο χειμερινό, σε σατανά της ζέστης. Η μάνα μου ετρόμαζε μ' αυτές τις δύο μου φύσεις, θα φταίνε, έλεγε, οι δυό κόσμοι, η πολυκατοικία και το νησί, μα όπου να 'ναι χειμωνιάζει, πού θα πάει κι αυτή... θα μαζευτεί.

45


ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΟΥΡΛΟΥΜΗΣ (1910 -1999) «...Παρομοίαζα τον εαυτό μου, είχα κάνει ένα ποίημα: τον κυνηγό που βγαίνει να κυνηγήσει και όσο περπατάει με το όπλο πετάγονται κυνήγια, μόλις πάει να τα πιάσει φεύγουνε. Πετάγονται πέρδικες δεξιά, λαγοί αριστερά...» A.B. Ανδρέας Βουρλούμης, τρίτο παιδί εύπορης αστικής οικογένειας, γεννήθη­ κε στην Πάτρα στις 29 Ιουλίου 1910 και πέθανε στην Αθήνα το 1999, χρο­ νιά που οργανώθηκε και η τελευταία αναδρομική έκθεση του έργου του από το Μουσείο Μπενάκη. Σε ηλικία δέκα ετών αντέγραφε αγάλματα από αρχαιο­ λογικά μουσεία και στα δώδεκα του έκανε τις πρώτες του ακουαρέλες με τη βοήθεια του βέλγου οικοδιδάσκαλου ζωγραφικής, Antoine Pic. Σπούδασε ωστόσο Χημεία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Μετά τις σπουδές του έζησε στο Παρίσι (1934-1935), κοντά στον φίλο του, γλύπτη, Γιάννη Παππά, όπου επισκεπτόταν τα μουσεία, βαθιά εντυπωσιασμένος από τον Dürer, τον Rembrandt, τους ιμπρεσιονιστές, τον Van Gogh και τον Cézanne. Παρόλο που εργάστηκε για μερικά χρόνια σαν χημικός, η ζωγραφική ήταν η κύρια απα­ σχόληση του μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1938 εγκαταστάθηκε στο ατελιέ του Αγήνορα Αστεριάδη στο Παγκράτι και όλα του τα εργαστήρια από τότε βρίσκονταν στην ίδια περιοχή. Με εξαίρεση ένα ταξίδι στο Λονδίνο το 1957, δεν έφυγε ξανά από την Ελλάδα, ενώ γρήγορα η Αίγινα έγινε αγαπημένος προ­ ορισμός του και δεύτερος τόπος κατοικίας του. Αν και κινήθηκε αυτόνομα από τις εξελίξεις στη νεοελληνική ζωγραφική σκηνή, τον απασχόλησε η ζωγραφι­ κή του Παρθένη, του Τσαρούχη και του Κόντογλου. Ασχολήθηκε σε βάθος με τη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ αγαπούσε πολύ τη δημοτική ποίηση και έκανε συχνά εικονογραφήσεις βιβλίων. Σημαντικές εκθέσεις έργων του διοργανώ­ θηκαν μετά τον θάνατο του από το Μουσείο Μπενάκη (1999) και το Μορφω­ τικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μέγαρο Εϋνάρδου, 2004). Τα εξαιρετικής ποιότητας έργα του, λάδια και κυρίως ακουαρέλες, φανε­ ρώνουν την αγάπη που έτρεφε για τον καθημερινό περίγυρο που παρατη­ ρούσε και απεικόνιζε ακατάπαυστα και αθόρυβα, για την «ποιητική των μικρών πραγμάτων». Στα μικρά μπλοκ που κρατούσε πάντοτε μαζί του, αποτύπωνε οικεία αντι­ κείμενα και καθημερινά στιγμιότυπα, λουσμένα από ένα ιδιαίτερο χρώμα και

Ο


φως. Φιλικά πρόσωπα, γυμνά, νεκρές φύσεις και τοπία -άλλα προορισμοί των συχνών του εκδρομών κι άλλα από την αγάπη μένη του Αίγινα γέμιζαν τις σελίδες των ζωγραφικών του σημειώσεων, επιβεβαιώνοντας μια ρήση του φίλου του Ανδρέα Φωκά για εκείνον: «Η ζωγραφική του Βουρλούμη δεν έχει ούτε πολιτικά ούτε μεταφυσικά, ούτε κανενός άλλου είδους μηνύματα. Κατα­ ξιώνει τη ζωή δείχνοντας την ομορφιά της έτσι που τη βιώνει καθημερινά μια εξαιρετικά ευαίσθητη κι ευγενική ψυχή». «Η Ψυχή του ανθρώπου έχει διάφορες ιδιότητες, αντιδράσεις και εκδη­ λώσεις», έγραφε ο ίδιος ο Βουρλούμης. «Ένας ζωγράφος άλλοτε μεν αισθά­ νεται μια απροσδιόριστη δημιουργική ορμή, τυφλή θα έλεγα, η οποία τον σπρώχνει να δημιουργήσει απάνω σε μια κενή επιφάνεια ένα ον, τον ίδιο τον εαυτό του, με κινήσεις απάνω στην επιφάνεια, με συνδυασμό σχημάτων, με τόνους, με χρώματα, άλλοτε βλέπει στο φυσικό περιβάλλον του να καθρε­ φτίζεται ο εαυτός του (ή το αντίστροφο) και αυτό το γνώριμο που βλέπει αισθάνεται την ανάγκη να το εξωτερικεύσει με σχήματα και χρώματα, άλλο­ τε φαντάζεται μια εικόνα από τη ζωή και την ιστορία και έχει την ανάγκη να την πραγματοποιήσει, άλλοτε θέλει να αφηγηθεί ή να περιγράψει ένα γεγο­ νός, ένα αντικείμενο, και μπορεί να το κάνει γιατί η ζωγραφική συγγενεύει με τη γραφή και επομένως με το λόγο. Ανέκαθεν, με σύμβολα που αναπαριστά­ νουν τον αντικειμενικό κόσμο κατορθώνει να περιγράψει, να αφηγηθεί ιστο­ ρίες και μύθους». Ποια είναι, λοιπόν, η ποιητική της καθημερινότητας με την οποία το βλέμ­ μα του Βουρλούμη αγκάλιασε και την αγαπημένη του Αίγινα, επιβεβαιώνο­ ντας την πεποίθηση του ότι «καλύτερα να μη μιλάει κανείς για την τέχνη. Τα έργα μιλάνε μόνα τους σωστότερα και εγκυρότερα», καθώς «κι ο ίδιος ο καλ­ λιτέχνης γνωρίζει ότι, καλά-καλά, δεν ξέρει πώς γίνεται το έργο του. Χρειάζε­ ται ασταμάτητη εργασία. Το πρώτιστο όμως που χρειάζεται είναι, η αγαθή πρόθεση...». Ο ίδιος ο Βουρλούμης, στο βιβλίο του «Σημειώσεις ζωγράφου» (Ίκαρος, 1999), εξηγεί εύγλωττα τον τρόπο εργασίας του: «Εδώ έβαζα ό,τι μπορούσα να καθορίσω, να πιστοποιήσω -δεν έκατσα να κάνω πράγματα αόριστα, έκανα μόνον τα ορισμένα και τις σχέσεις τους - και εδώ είχε κίτρινο, είχε bleu. Τότε το είχα καταλάβει αυτό, ότι οι καλοί σχεδιαστές, οι καλοί ζωγράφοι, ζητούν να μην πετάς γραμμή που λένε, να μην περισσεύει τίποτε. Τα επιπλέον είναι περιττά. Πέντε γραμμές στη θέση τους αξίζουν παραπάνω από πεντακόσιες «περίπου». Το «περίπου» είναι ο εχθρός της τέχνης. Το μπουρδούκλωμα. Ή είναι ή δεν είναι. Τουλάχιστον οι καλοί ζωγράφοι το' καναν. Δεν πετάς γραμμή. Πάρε τον Durer, πάρε τον da Vinci». Αλλά ο εγκυρότερος παρατηρητής των έργων του Βουρλούμη, είναι ίσως ο εγγύτερος φίλος του και συνοδοιπόρος της Αίγινας, Γιάννης Παππάς. Το 1999, γράφει: «Χρονολογείται η φιλία μας από το...ας πούμε, παραπάνω από μισό


αιώνα και δεν γέρασε! Έμεινε αδιατάρακτη, ζωντανή. Η νεανική αυτή μακρο­ βιότητα οφείλεται στα πολλά κοινά και τον ήπιο χαρακτήρα του A.B., τουλά­ χιστον μαζί μου... Τα έργα [του), βεβαιώνουν σιωπηρά όσα λέγω. Αληθινά, σεμνά, πλήρη. Οι ακουαρέλλες, αυτοτελής, πειστικός, ευαίσθητος και πολλές φορές εξαίσιος διάλογος του ζωγράφου με τη φύση, με τα σύννεφα, τα βουνά, τον ορίζοντα. Μια μουσική λεπτή, μια γοητεία διατρέχει αυτές τις σύντομες και σοφές σημειώσεις που σημαδεύουν και μας μιλούν για τη ζωή του ζωγρά­ φου. Έργα που περιέχουν ουσία και, παρά την περιορισμένη κλίμακα, έχουν μέγεθος. Άρτιες, αποτελειωμένες εικόνες όπου η απλότητα και η οικονομία των μέσων συντρέχουν στη λιτή έκφραση μιας πλούσιας ευαισθησίας. Μικρά ζωγραφικά ποιήματα που, όπως τα ποιήματα του λόγου, γεννούν αντηχήσεις στη ευαισθησία, ανακαλούν εικόνες και ψυχικές διαθέσεις...»

lïiliill

«Αίγινα», Ακουαρέλα σε χαρτί.


•m-. "mmf: •Ι ι.

;:

::

ε

'

:

:'

•• • :

Ι«

'Li'!- ΐ'.-ί: -ν.··,'

Ι

| '

1 111 β É É Ì 4

.5 :':

..

.· ••?.

«Αίγινα», Ακουαρέλα σε χαρτί. 49


Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ένα καλοκαίρι στην Αίγινα

εν ξέρω ακόμα ποιος κακός μου δαίμονας με έσπρωξε, κείνη την ημέρα, να πάω στην δουλαγορά για να βρω κάποιον δούλο για τα κτήματα μου. Βέβαια, η γυναίκα μου πρέπει νάχει και κείνη το μερίδιο της ευθύνης της. Από μέρες με γκρίνιαζε πως αμελώ τις υποχρεώσεις μου, πως δεν φροντίζω την προίκα της, πως στο τέλος θα καταντήσουμε και μεις πένητες σαν τους Φιλίσκους, πως, από τότε που πέθανε ο Φαγώνδας ο Σκύθης, πέφτοντας από τη συκιά, τα κτήματα μας δεν μπορούσαν να καλλιεργηθούν σωστά από τους τρεις υπόλοιπους δούλους μου. Κι όλα αυτά, διακοσμημένα με ένα σωρό σχετλιαστικά επίθετα, η γυναίκα μου τα ξεφώνιζε μπροστά σε όλο το σπιτικό μου, έτσι που να ντρέπομαι να αντικρύσω το βλέμμα του γιου μου, του Δαμόφιλου. Έντεκα χρονών παιδί, το άτιμο, κι ώρες ώρες το στόμα του σχημάτιζε εκείνο το ωχρό, περιφρονητικό χαμόγελο του πάππου του, που μου θύμιζε την έκφραση του Ετεοκράτη την ώρα που άκουσε την πρόταση μου να παντρευ­ τώ την κόρη του: «εσύ παιδί μου» έμοιαζε να μου λέει, «που δεν είσαι ικανός να μοιράσεις δυο αλόγων σανό, θέλεις να παντρευτείς την κόρη ενός Αιακίδη;» Βέβαια, όταν βγήκε στη μέση η φήμη πως μόνο τον πατέρα του είχαν λυπηθεί οι Αθηναίοι-ορκίζομαι πως ποτέ μου δε ζήτησα να μάθω έναντι ποι­ ανού ανταλλάγματος, αλλά ειπώθηκαν πολλά...- σαν πήραν την απόφαση να κόψουν τον αντίχειρα όλων των εφήβων ανδρών του νησιού, η μύτη του Ετε­ οκράτη, έπεσε κατά πολύ, και μου έδωσε την θελξινόη μια χαρά για γυναίκα, αλλά δεν έπαψε να μου δείχνει με κάθε τρόπο πως αυτό το θεωρούσε σαν την πιο μεγάλη συμφορά που έπεσε στο πολύπαθο νησί μας από τον καιρό της υποδούλωσης μας στην Αθήνα. Τη στάση του αυτή όχι μονάχα την ενέκρινε, αλλά και την μιμόταν η κόρη του, και τώρα, την έβλεπα να αναπτύσσεται και στο βλέμμα του γιου της. Από όλους τους λόγους που με έσπρωξαν να πάω εκείνη τη μέρα στη δουλαγορά, αυτός, θαρρώ ήταν και ο ισχυρότερος.

Δ

Το πρώτο που πρόσεξα, σαν βγήκα από το σπίτι μου, ήταν πως το δείπνο της Εκάτης που είχα αφήσει στο κατώφλι μου από το προηγούμενο βράδυ, ενώ ένας σκύλος έτρωγε με φανερή όρεξη τα αποφάγια που ο γείτονας μου, ο Φιλίσκος, είχε πετάξει με περισσή αναίδεια στη δική μου μεριά της μέσο-


τοιχίας μας. Η διοσημία ήταν φανερή: δεν είχα τους νύκτιους θεούς με το μέρος μου, κι ό,τι και νάκανα, τούτη τη μέρα, θα μου έβγαινε σε κακό. Απο­ φάσισα να πάω λοιπόν, πριν από όλα, στο ναό του Απόλλωνος για καθαρμό, αν και ο καταραμένος ο ιερέας του, ο Απολλόδωρος, μου είχε φάει τρεις ολό­ κληρες γραμμές από τη δέηση που του είχα δώσει να διαβάσει σαν πέθανε, πριν ένα χρόνο, η πολυαγαπημένη μου αδελφή Νεκταρία, και του είχα ορκι­ σθεί πως δεν θα ξαναπήγαινα ποτέ πια στο ρημάδι του, προτιμώντας χίλιες φορές να πηγαίνω με τα πόδια μέχρι την Αφαία, παρά να έχω την ανάγκη του. Ωστόσο, έκανα τα πικρά γλυκά, γιατί έπρεπε να γυρίσω στο σπίτι μου με τον αντικαταστάτη του Φαγώνδα (ποιος ξέρει τι λοίδωρίες θα άκουγα αν δεν τον έφερνα!) και, φυσικά, δεν υπήρχε περιθώριο χρόνου να πάω σε άλλο ναό για τον Καθαρμό. Βέβαια, ο Απολλόδωρος, - είθε να παιδεύεται η σκιά του στα Τάρταρα, κάπου ανάμεσα στις σκιές του Ταντάλου και του Σίσυφου! - δεν έχασε την ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τα πλεονεκτήματα που του έδινε η θέση του, και έτσι, όχι μόνο με περιέχυσε με το βρωμερότερο από όλα τα λάδια που είχε ο όψος του ναού- σίγουρα θα το είχαν στις αποθήκες του από τα χρόνια πριν μας πάρουν οι άτιμοι οι Αθηναίοι τη Σαλαμίνα! -αλλά και με έγδαρε οικονομι­ κά, παίρνοντας μου δίδραχμο για την εισφορά μου στο ναό, ενώ ήξερε πολύ καλά πως γνώριζα πως η κανονική τιμή ήταν τριόβολο, ή το πολύ μια δραχμή. Έτσι, έφτασα στην αγορά βρωμοκοπώντας ταγκόλαδο, με όλες όλες δεκα­ τρείς δραχμές στο βαλάντιο μου, και καταθυμωμένος που με είχε πιάσει κορόιδο, αλλά τι θες να κάνω, παζάρια με το θεό; Φυσικά, οι δούλοι που προσφέρονταν εκείνη την ημέρα ήταν τα χειρότε­ ρα αποδιαλέγματα μιας επαρχιακής αγοράς. Ή ήταν ξεδοντιάρηδες εκατοχρονίτικοι γέροι, που περίμεναν να πουληθούν για να αποκτήσουν επιτέλους μια στρωμνή για να πέσουν να πεθάνουν, ή κάτι κοιλαράδες λαίμαργοι που οι κύριοι τους τους πουλούσαν όσο - όσο για να απαλλαγούν από τη βουλι­ μία τους πριν τους φτάσουν στην οικονομική καταστροφή. Έτσι είχανε που­ λήσει σε μένα και τον Φαγώνδα (δεν πρόσεξα βλέπεις το όνομα ο έξυπνος! την ώρα που τον αγόραζα) που ήταν ικανός να φάει ένα βόδι στην καθησιά του, και που πήγε στο τέλος και σκοτώθηκε για ένα σύκο, την τρίτη μέρα της νηστείας που του είχα επιβάλει για σωφρονισμό του. Ένας - δυό που ήτανε κάτι της προκοπής, τριάντα χρονών, ήτανε φανερό πως είχανε άλλα κουσούρια (εγώ κίναιδους δεν μπάζω στο σπίτι μου, όλα κι όλα!) και του πιο καλού τού λείπανε δυο δάχτυλα από το αριστερό χέρι -φανερό σημάδι πως τον είχανε πιάσει να κλέβει. Στο τέλος οι μόνοι δυό τρεις αξιόλογοι, ήτανε ένας μαύρος από τη Νουβία, που δεν καταλάβαινε γρυ τι του έλεγες -άντε να γίνω και δάσκαλος, τώρα!- αλλά με ωραίους μυώνες στους βραχίονες του, ένας Τραχίνιος με εύγλωττους ρόζους στα χέρια του,


αλλά που όταν έβηχε έφτυνε λίγο αίμα, πράγμα που περιόριζε τη χρησιμότη­ τα του στα δύο ή τρία χρόνια, και ένας συμπαθής, μόλις ένηβος, νέος από την Ήλιδα, που μιλούσε με μεγάλη ευγένεια αλλά ήταν μονόματος με μιαν απο­ κρουστική πληγή εκεί που ήταν άλλοτε το άλλο του μάτι. Οι άλλοι δούλοι στην αγορά ήτανε ή παιδιά ή γυναίκες (έριξα μια ματιά στη μικρή Λυδή, αλλά πού να τολμήσω να την πάρω στο σπίτι, θα μου έβγα­ ζε τα μάτια η γυναίκα μου! Αλλωστε την πήρε αμέσως ο Φλυσκίας ο πορνοβοσκός) ή παραμορφωμένα ζωντανά πτώματα, κατάλληλα για τους οργανω­ μένους εκμεταλλευτές των ζητιάνων στα σκαλοπάτια των ναών και στα πανηγύρια. Εκεί που σκεφτόμουν αναποφάσιστος ζυγίζοντας την πιθανότητα να δια­ λέξω σαν μη χειρότερο τον μονόφθαλμο ή τον αράπη, φτάνει ξαφνικά μια συνο­ δεία από το λιμάνι, με τρεις τοξότες, δυο ραβδούχους, τον έφορο λιμένος και έναν πισθάγκωνα δεμένο δούλο, που φορούσε ακόμα την καλή του φορεσιά. Με λίγα λόγια, ο έφορος λιμένος μάς είπε την ιστορία του: ταξιδιώτης, Αθη­ ναίος, είχε συλληφθεί μόλις πάτησε το πόδι του στο λιμάνι, με βάση το νόμο που κάναμε μετά την καταστροφή των Αθηνών στους Αιγός Ποταμούς βάζοντας επιτέλους αυτούς τους αφόρητους ιμπεριαλιστές στη θέση τους, που, - ας δίνουν οι Ολύμπιοι θεοί πάντα την προστασία τους στον Λύσσανδρο!-για πάνω από πενήντα χρόνια μας είχανε βασανίσει με την αφόρητη σκλαβιά που μας είχαν επιβάλει: ο νόμος μας έλεγε πως, οποιοσδήποτε Αθηναίος πιανόταν να έχει αποβιβασθεί στην Αίγινα, θα τον πουλούσαν για δούλο. Μου έκανε βέβαια κάποια εντύπωση πως εκείνη η ατσίδα, ο Φύσκων, σαν έμαθε το όνομα του -που εγώ δεν το άκουσα καθαρά, αλλά που θα πρέπει νάτανε κάτι το φοβερά δυσοίωνο: και πράγματι ήτανε, γιατί όπως σε λίγο θα μάθαινα, τον αθεόφοβο τον λέγανε - σκόρδο στο μάτι μου!- Πλούτων, λέει! Άκου Πλούτων, αλήθεια! - αποτραβήχτηκε από τον πλειστηριασμό, και έτσι απόμειναν ελάχιστοι υποψήφιοι πελάτες για την αγορά του Αθηναίου, αλλά κείνη τη στιγμή δεν πολυέδωσα σημασία. Με ένοιαζε μάλιστα αν οι δεκατρείς δραχμές μου θα φτάνανε για να τον αγοράσω, γιατί από την πρώτη στιγμή σκέφτηκα πως θα μου ήτανε κατάλ­ ληλος -αν και πάνω από σαρανταπέντε, σχεδόν εσχατόγηρος, ήτανε καλοζωισμένος, γερός, χωρίς αρρώστιες, με τα περισσότερα δόντια του σφιχτά πάνω στα ούλα του, όπως διαπίστωσα ο ίδιος με τα χέρια μου, και με καλογυμνα­ σμένους μυς, που έδειχναν πως, σαν ήταν νέος, θα σύχναζε ταχτικά στις παλαίστρες -και φοβόμουν μήπως μου τον φάει κανένας άλλος. Ωστόσο, όχι μονάχα ο Φύσκων, αλλά και ο Κλειτίας, ακόμα και ο Δαναόδωρος, που συνή­ θως δεν αφήνει ευκαιρία για ευκαιρία στη δουλαγορά να ξεφύγει από τα χέρι του, ύστερα από κάτι ψιθυρισμένα μουρμουρίσματα που αντάλλαξαν με τον έφορο, αποτραβήχτηκαν μουδιασμένοι, κάποιος μάλιστα μου φαίνεται πως


είπε «άπαγε! Δεν θάμαι εγώ που θα κατηγορηθώ για τη δουλοπρασία του Πλούτωνος!» ή κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως σκέφτηκα πόσο βλάκας θα πρέπει να είναι ο Δαναόδωρος: και τι μ' εμπόδιζε (αν με φόβιζε, εξ αιτίας του δυσοίωνου ονόματος που είχε ο δούλος αυτός η αγορά του και η είσοδος του συνονόματου του θανατερού θεού στο σπίτι μου), να του δώσω, μόλις τον έκανα δικό μου, ένα άλλο όνομα; Έτσι, χωρίς να το καλοσκεφτώ τον αγόρασα -που να μην έσωνα!- όχι βέβαια πάντως χωρίς πρώτα να παζαρέψω με τον έφορο την τιμή του, κατεβάζοντας την από δωδεκάδραχμο σε εννεάδραχμο. Ήμουν μάλιστα τόσο ευχαριστημένος με την αγορά του, που μόλις, σαν κοντεύαμε να φτάσουμε στο σπίτι μου, σκέφτηκα να τον ρωτήσω τι τέχνες ήξερε να κάνει. - Την τέχνη του αγαθώς ζειν, μου απάντησε με περισσήν αυθάδεια. Μόνο με το τρίτο χτύπη μα του μαστίγιου μου (πάντα σαν πάω για να αγο­ ράσω δούλο παίρνω ένα βούνευρο, καλού κακού, για να δείχνουμε τέλος πάντων ποια είναι η θέση μας) και αφού με το πρώτο μου χτύπημα είχε μεί­ νει άφωνος και ακίνητος, λες και δεν τον είχανε ποτέ του ξαναδείρει, μου ομο­ λόγησε πως δεν ήξερε μήτε να σπέρνει, μήτε να θερίζει, μήτε να τρυγάει, μήτε καν να σκάβει. - Και τι δουλειά έκανες στου κυρίου σου ως τώρα; Τον ρώτησα έκπληκτος. Έτσι σε έτρεφε, για την ψυχή των προγόνων του; Η απάντηση του με έφερε σε απόγνωση. - Δεν είχα αφέντη. Ήμουν ως σήμερα το πρωί ελεύθερος Αθηναίος πολίτης. Μαρμάρωσα. Μου την είχανε φέρει! Για τούτο οι αλεπούδες του παζαρι­ ού, ο Φύσκων και η παρέα του, δε είχανε δεχτεί να τον αγοράσουν! Αυτό τους είπε ψιθυριστά ο άτιμος ο έφορος λιμένος: πως ήταν πρωτόδουλος! Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο παρά να αγοράσεις για δούλο έναν άνθρωπο που δεν έχει καμιά εμπειρία της ζωής της δουλείας. Πρέπει να του τα μάθεις όλα από την αρχή: τον σεβασμό, την τυφλή υπακοή, το σβήσιμο της προσωπικό­ τητας, τα πάντα. Και με τι κίνδυνο κιόλας, ε; Είτε να σου μείνει στον τόπο από τα σωφρονιστικά βασανιστήρια, είτε να θυμηθεί την προγενέστερη κατά­ σταση του και, παίζοντας όλα για όλα, να σου ριχτεί να σε σκοτώσει! Ωραία, τώρα να δεις τι θα μου ψάλει η Θελξινόη για το κελεπούρι που της έφερα, σκέφτηκα με φρίκη. Αλλά δεν τα έχασα. - Άκου δω, δεν μ' ενδιαφέρει τι ήσουν ως σήμερα το πρωί, του είπα αυστηρά. Τώρα είσαι δούλος μου, έδωσα τις εννιά ωραίες μου δραχμές για να σε αποχτήσω, και σε αγόρασα στη θέση ενός ανάξιου σκλάβου που μου πέθα­ νε εδώ και δυο μέρες από τη λαιμαργία του. Εγώ είμαι κτηματίας, και οι δού­ λοι μου έχω την αξίωση να εργάζονται στα κτήματα μου. Ευτυχώς, τώρα είναι καλοκαίρι, έχουμε θερίσει και ακόμα δεν ήρθε ο καιρός για τον τρύγο, επομέ-


νως έχεις καιρό να μάθεις τις αγροτικές εργασίες από τους άλλους δούλους μου, ώστε να σε χρησιμοποιήσω εγκαίρως. Αλλά πες μου, τι δουλειά έκανες, έστω και σαν ελεύθερος πολίτης; Ήξερα πως οι Αθηναίοι ήτανε όχι μόνο καλοί ναυτικοί, αλλά και τεχνίτες: βυρσοδέψες, οπλουργοί, μαρμαράδες. Θα μπορούσα να τον νοικιάσω σε κανέναν άλλο Αιγινίτη, έτσι ώστε να ωφεληθώ μερικά χρήματα. - Τέχνη μεν καμιά, αλλά επιστήμη τα μάλιστα, μου απάντησε με μια σοβα­ ροφάνεια και μια επιγραμματικότητα, που με έκανε να σκάσω στα γέλια, ξεχνώντας μάλιστα και να τον μαστιγώσω για την αυθάδειά του, που δεν με είπε «κύριε». - Δηλαδή, κακορίζικε; του είπα. - Να, Ρητορική, Γραμματική, Μουσική, Λογιστική, Νομική, Φιλοσοφία, μου είπε μισοχαμογελώντας κάτω από την ουλή που το μαστίγιο μου του είχε χαρακώσει στο πρόσωπο του, και που τώρα φαινόταν πιο καθαρά το σημάδι του. Μπορώ να σου είμαι χρήσιμος, αν έχεις παιδιά, να στα εκπαιδεύσω. Πολ­ λοί θα πλήρωναν όσα όσα για να με έχουν δάσκαλο τους, πρόσθεσε με φανε­ ρά μεγαλόσχημη οίηση - φτιαχτή, φυσικά, και αδικαιολόγητη, σκέφτηκα μέσα μου. - Άκου εδώ, του είπα αυστηρά. Εγώ το παιδί μου δεν το έχω για να μου το κάνουν κίναιδο οι σοφιστικοί. Εγώ... Αλλά θυμήθηκα ξαφνικά κάτι άλλο, και διέκοψα την έκθεση των απόψε­ ων μου για την αγωγή των παίδων. - Κοίτα, του είπα. Δεν ξέρω πώς ακριβώς σε λένε, αλλά αν πράγματι, όπως κατάλαβα, το όνομα σου είναι αλήθεια Πλούτων - θεοί, παροράτε! Είπα μέσα μου - καταλαβαίνεις, πως με ένα τέτοιο γρουσούζικο όνομα δεν μπαίνει άνθρωπος στο σπιτικό μου. Λοιπόν, θα σε φωνάζω αλλιώς, και θα πω σε όλους πως αυτό θα είναι το όνομα σου. - Και πώς ορίζεις να με λες; με ρώτησε με το ίδιο αχνό χαμόγελο. - Στάσου να σκεφτώ, είπα. (Ένιωθα το κεφάλι μου άδειο από εμπνεύσεις, αλλά κάτι έπρεπε να πω). Λοιπόν, συνέχισα, εσύ είσαι από άλλο Δήμο, μακρι­ νό, θα σε πούμε λοιπόν Εκάδημο, τον άνδρα που έρχεται από τον μακρινό, τον πέρα Δήμο. - Περίεργο, έτσι έλεγαν και ένα μου φίλο, είπε ο δούλος μου. Που είχε κάτι θαυμάσιους κήπους έξω από την Αθήνα. - Και καλά, δεν σε έβαζε να του τον καλλιεργείς; Ρώτησα έκπληκτος. Να του τον ποτίζεις, να τον βοτανίζεις, να τον περιποιείσαι; - Στον κήπο αυτόν δεν κάναμε τίποτα άλλο παρά να διδάσκουμε, να διδα­ σκόμαστε, να μιλάμε για φιλοσοφία, μου είπε. - Όλη μέρα; τον ρώτησα αληθινά έκπληκτος πια. - Όλη μέρα, κάθε μέρα, χειμώνα καλοκαίρι, μου απάντησε ατάραχος.


Κατάλαβα, ξαφνικά, με ανίσχυρη λύσσα, πως μου την είχε φέρει για καλά. Ο νέος μου δούλος είχε περάσει όλη του τη ζωή ραχατεύοντας και αεροκοπώντας! Όχι μόνον έπρεπε να του μάθω τους δουλικούς τρόπους, αλλά και να τον μάθω να δουλεύει! Ξαφνικά, μια ελπίδα έλαμψε μέσα μου. Ίσως δεν είχανε όλα χαθεί. - Τότε, για να μην έχεις ποτέ σου χρειαστεί να δουλέψεις, μήπως είσαι πλούσιος; Θάχειςχρήματα; Έ; - Όχι πια, είπε, δίνοντας κάποια λύπη στο χαμόγελο του, κάνοντας το κάπως σοφώτερο, ή τουλάχιστον κάπως λιγότερο αδικαιολόγητα χαζό από πριν. Είμαι πένης. Νάτα μας, πάει και η ύστατη ελπίδα να βγάλω κάτι από τούτο το κελε­ πούρι, σκέφτηκα μέσα μου. Δαίμονες των Ταρτάρων, πώς μπλέχτηκα έτσι; Αν τουλάχιστον ήταν πλούσιος, θα μπορούσε να εξαγοράσει την ελευθερία του και θάβγαζα κ' εγώ κάτι, ώστε ν' αγοράσω κάποιον δούλο της προκοπής. Αλλά τώρα... 0 δούλος συνέχισε να μιλάει, αν και δεν του είχα δώσει άλλο την άδεια. - Ωστόσο, πολλοί ήταν, και ίσως είναι, έτοιμοι να δώσουν πολλά χρήματα προκειμένου να ακούσουν τα μαθήματα μου. Ας πούμε, ο Διονύσιος των Συρακουσών... Δεν έμαθα ποτέ μου τι ήταν έτοιμος να δώσει ετούτος ο άγνωστος μου Διονύσιος από την άλλη άκρη του κόσμου προκειμένου ν α φωτισθεί από τον δούλο μου πάνω στα λεπτά θέματα της ρητορικής ή της γραμματικής. Αυτό που προείχε ήταν να μάθει καλά τους δουλικούς τρόπους. - Τρία μαστιγώματα για το ότι μου μιλάς χωρίς να σου δώσω την άδεια, του είπα, ενώ του κατάφερνα κιόλας την πρώτη καμουτσικιά. Κι άλλα τρία επειδή φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού μας και δεν έσπευσες να μου την ανοίξεις για να περάσω. Κι αν διαμαρτυρηθείς και μου πεις πως δεν ήξερες πως το σπίτι τούτο ήταν το δικό μου, θα φας κι άλλες τρεις. Όλο το φετινό καλοκαίρι, Ολύμπιοι θεοί, το πέρασα μέσα στη μεγαλύτε­ ρη στενοχώρια, εξ αιτίας του δούλου μου, Εκάδημου. Μου είναι αδύνατο να φανταστώ ακόμα ποιος θεός με καταράστηκε τόσο βαριά, ώστε να έχω να υποφέρω τα πάνδεινα εξ αιτίας του. Όχι μόνον ήταν ο πιο φυγόπονος, αμε­ λής, ανίκανος και ακατάλληλος σκλάβος που περπάτησε ποτέ στα χώματα του Αιακού, όχι μόνο μου κατέστρεψε μια σειρά από άριστα γεωργικά εργα­ λεία εξ αιτίας της απειρίας του, όχι μόνο ήταν υπεύθυνος για ό,τι μου ψόφη­ σαν και τα δύο μου γελάδια, επειδή συστηματικά ξεχνούσε να μου τα ποτίζει, όχι μόνο το χειμώνα δεν θα έχω σχεδόν ούτε μια στάλα κρασί να πιούμε γιατί αμέλησε να μου καθαρίσει τα βαρέλια και μου το έκανε όλο ξίδι, αλλά, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κινδύνεψα να γίνω κοινωνικά ο απόβλητος του νησι­ ού. Ήμουν αποφασισμένος να του βάλω θεογνωσία στο καθυστερημένο


μυαλό του και δεν άφησα πειθαρχική ποινή που να μην του επιβάλω: νηστεία, χειροπέδες, δίκρανο στο λαιμό, μαστίγωμα με βούνευρο, μέγγενη, όλα όμως απέβαιναν μάταια. Ωστόσο, δεν άργησα να μάθω πως όλοι σχεδόν οι γνωστοί μου, αντί να με συγχαίρουν για τις προσπάθειες που έκανα προκειμένου να αξιοποιήσω το κομμάτι αυτό της περιουσίας μου που αντιπροσώπευε ο δού­ λος μου, άρχισαν να με κοιτάζουν στην αρχή με έκπληξη, και μετά με αποτρο­ πιασμό, λες και το να τιμωρώ τον Εκάδημο ήταν ένα πανελλήνιο έγκλημα άφθαστης βδελυρότητας. Βέβαια, δεν περίμενα τίποτα το καλύτερο ή φιλικώτερο από τον γείτονα μου Φιλίσκο, που έτσι κι αλλιώς με ζηλεύει για τα πλούτη μου: εκείνος χρεωκόπησε τουλάχιστον δύο φορές ως τώρα εξ αιτίας της σπάταλης ζωής του, προτιμώντας να στέλνει τους γιους του να σπουδάζουν (δηλαδή να χασομε­ ράνε) στα Μέγαρα και στο Άργος, παρά να τους βάλει να του δουλέψουν τα χωράφια του, και ξοδεύοντας αφειδώλευτα χρήματα για να αγοράζει άχρη­ στα χειρόγραφα. Από ματαιόσπουδους δεν περίμενα να έχουν καλύτερες γνώμες για τις μεθόδους μου αγωγής και τιθάσευσης ακαμάτηδων σκλάβων. Αλλά μου έκανε εντύπωση η στάση άλλων συμπολιτών μου, που τη γνώμη τους τη λογάριαζα πάντοτε, γιατί ήταν από τους πρώτους του νησιού, άνθρωποι εύποροι, με δημόσια θέση και αξιώματα. Όταν ο Δαναόδωρος μάλιστα, μέσα σε πλήθουσα αγορά, με παρατήρησε δριμύτατα για την τελευ­ ταία τιμωρία που είχα επιβάλει στον Εκάδημο (επιτέλους θα έπρεπε να μάθει ο φαύλος, πως τα αχλάδια μου δεν ήταν για την αφεντιά του!), πρέπει να πω πως ξαφνιάστηκα τόσο, ώστε να μου κοπεί, σχεδόν, η λαλιά. Και όταν είδα πως αυτή την ανεπίτρεπτη επέμβαση του σε αλλότρια, οικιακά προβλήματα, την επεδοκίμασε, σχεδόν δια βοής, όλη η συνέλευση, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν πως κάποιος δαίμονας τους τάραξε τα φρένα, και θέλαν όλοι τους ένα γερό πότισμα με ελλέβορο, για να τους περάσει η τρέλα. Το ότι όλοι τους είχαν παραφρονήσει, φάνηκε και από το ότι ακόμα και ο απατεώνας ο Απολλόδωρος, ο ιερέας που με είχε πασαλείψει με το βρωμόλαδό του κείνη την αποφράδα μέρα που αγόρασα το δούλο μου, ήρθε και μου μίλησε, το ίδιο βράδυ, πολύ αυστηρά. - Το ξέρεις πως ντροπιάζεις την Αίγινα με τα καμώματα σου; μου είπε χωρίς περιστροφές, αφού καλά-καλά μου είχε πιει μισό μέδιμνο από τα υπο­ λείμματα του παλιού μου κρασιού. - Εγώ; Δεν είσαι καλά, του απάντησα. Δεν χρωστάω δεκάρα στους φόρους, κοπιάζω, εργαζόμενος έντιμα και δεν παραλείπω καμιάν ευκαιρία να δείξω πως σέβομαι τους θεούς και τους νόμους. - Κακορίζικε, μου κάνει. Δεν ξέρεις πως, αν τύχει και σου πεθάνει στα χέρια σου από την κακομεταχείριση τούτος ο δούλος σου, θα βοήσει το πανελλήνιο από τις κατάρες εναντίον σου;


- Πρώτα απ' όλα, δεν πρόκειται να πεθάνει, του απάντησα θυμωμένος. Τι συμφέρον άλλωστε έχω γι' αυτό; Απλώς τον εκπαιδεύω για να γίνει καλός δούλος, και μάλιστα τον μεταχειρίζομαι με όχι τόση σκληρότητα όση θα ήθελα, ακριβώς επειδή δεν θέλω να ζημιώσω, να βλάψω την περιουσία μου. Αλλά, κι αν ήθελα να τον θανατώσω, ποιος θα με εμπόδιζε; Πράγμα μου είναι. - Μη μου πεις, έκανε μ' ένα χαμόγελο βαθύτατου οίκτου, πως δεν έχεις ακόμα κατανοήσει ποιος είναι ο δούλος που σου έτυχε να πάρεις; - Πώς, του απάντησα. 0 πιο ακαμάτης που βρέθηκε δώθε από το Αιγαίο. Όλη την ημέρα ξάπλα, κουβέντα και φαΐ. Από γναθοκόπωση θα πάει ο άνθρω­ πος. OL μόνοι μυόνες που μοιάζει να μπορεί να κινεί νε ευχέρεια είναι οι μαση­ τήρες του. Αφήνω πως μούχει ξελογιάσει το μικρό μου γιο που κάθεται και ακούει τις παλαβομάρες που του ξεφουρνίζει με το στόμα του ορθάνοιχτο. - Ε, λοιπόν, ο γιος σου έχει πιο πολύ μυαλό από σένα. Άκου, λοιπόν, γιατί πρέπει να το μάθεις ποιος είναι αυτός ο δούλος που τον καταχερίζείς τετράκις την ημέρα. Εδώ, οφείλω να ομολογήσω πως ίσως έσφαλα. Θα έπρεπε να τον ακούσω με μεγαλύτερη προσοχή. Αλλά ήταν τόσο μεγάλος ο θυμός μου με τον Εκάδημο για τα αχλάδια που μου είχε κόψει από το δέντρο (τέσσερα ήταν τα πιο ώριμα, τάχα δει από την προηγούμενη ημέρα, και τα λιμπιζόμουνα) που δεν έδωσα την προσοχή μου στα λόγια του. Ήταν άλλωστε μια μπερδεμένη ιστο­ ρία, χωρίς αρχή και τέλος, όπου ανακατεύονταν διάφορα ονόματα παράδοξα, που ποτέ μου δεν τάχα ακούσει, ένας λέει Σωσικράτης του Σωφρονίσκου, Αθηναίος φιλόσοφος, δάσκαλος τούτον εδώ του Πλούτωνος, ένας Δίων από τις Συρακούσες, που ήθελε λέει να ανατρέψει το θείο του που ήτανε τύραν­ νος, ένας Σπαρτιάτης πλοίαρχος, που έπιασε το λιμάνι της Αίγινας ερχόμενος από τη Σικελία και πηγαίνοντας στον Πειραιά, ακατανόητες ιστορίες, σωστό χάος. Βέβαια, αν είχα προσέξει καλύτερα τα λόγια του, ίσως δεν θάφτανα σε τούτο τον εξευτελισμό, να μη μου μιλάει κανείς στο νησί, και νάχουν κόψει κι όλες οι γυναίκες τους το χαιρετισμό στην ταλαίπωρη τη Θελξινόη. Αλλά τι να καταλάβει κανείς, δίκαιοι θεοί, από τούτες τις κουβέντες, πως τάχα ο τύραννος Διονύσιος πλήρωσε τον Σπαρτιάτη καπετάνιο ξεπίτηδες να αποβιβάσει τούτον τον Πλούτωνα στην Αίγινα για να πουληθεί σκλάβος, πως εμείς οι Αιγινίτες πέσαμε στην παγίδα των Συρακούσιων (ξέρεις, μωρέ Απολ­ λόδωρε, τι μακριά που πέφτουν οι Συρακούσες; Άει παράτα μας!) και πως σαν φωτιά τρέχει στο πανελλήνιο η είδηση πως κρατάμε σκλάβο το κελε­ πούρι τούτο στην Αίγινα; Δεν καταλάβαινα, βέβαια, πού το πήγαινε τούτη η πονηρή αλεπού, γιατί μου τάλεγε, ώσπου του ξέφυγε κάτι. - 0 Δήμος, ύστερα από το σάλο που έχει δημιουργηθεί εξ αιτίας σου, άρχι­ σε να σκέφτεται να σου κάνει μια πρόταση, μου είπε. Τι θάλεγες αν προσφε-


ρόταν το κοινό της Αιγίνης, να σου τον εξαγοράσει; - Α, εκεί το πάτε, ε; να μου τον απαλλοτριώσετε θα μου ζητήσετε στο τέλος! του είπα θυμωμένα. Εννιά δραχμές ολόκληρες μου κόστισε, σαν τον αγόρασα, και βάλε τις ζημιές που μούχει κάνει από τότε για να δεις τι μου έχει στοιχίσει, θα κοντεύει το τάλαντο. - Ε, όχι και τάλαντο, πια, μου έκανε ο Απολλόδωρος απελπισμένα. Κρατάς, βέβαια, μεγάλο πλεονέκτημα στα χέρια σου, με το να τον έχεις νόμιμα αγορά­ σει, (ξύλο θέλει εκείνος ο έφορος λιμένος που δέχτηκε να σου τον πουλήσει, ο άτιμος!), αλλά μην γυρεύεις να εκμεταλλευθείς τον Δήμο σου! - Και πού θάβρει ο Δήμος χρήματα; τον ρώτησα. Όλο απένταρος είναι, θα μου βάλει μετά φόρους ξανά; - Τα χρήματα βρίσκονται, μου είπε βιασμένα ο Απολλόδωρος. - Ναι, ξέρω, φύονται πάνω στα δέντρα. - Δώδεκα δραχμές, αν σου δίναμε; Θύμωσα. Όχι, δεν θα τον έδινα ούτε για ένα πραγματικό τάλαντο. Ήταν δικός μου, τον είχα αγοράσει σύμφωνα με όλους τους τύπους, και θα τον έκανα τέλειο δούλο, έστω κι αν χρειαζότανε να τον σκοτώσω γι' αυτό. Δια­ σκέδασα μάλιστα πολύ με τον τρόμο που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Απολλόδωρου, σαν του τόπα. Ωστόσο, δεν άργησε ο τρόμος του να μετατρα­ πεί σε θυμό. Ήταν ένας άνθρωπος βάναυσος από γεννησιμιού του, σκέφτη­ κα, κάθε καρυδιάς καρύδι πάει πια και γίνεται ιερέας. - Από σήμερα, σου απαγορεύω την είσοδο στο ναό μου! μου είπε αφρίζο­ ντας. Θα σε θέσω σε απαγόρευση. Κανένας δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσει. Κανένας δεν θα σου αγοράσει τα προϊόντα σου. Νομίζεις πως είσαι σε δυνα­ τή θέση και προσπαθείς να επιβάλεις τους όρους σου, ε; Τώρα θα δεις. - 0 Εκάδημος είναι δικός μου, και δεν τον πουλάω, του είπα βράζοντας κ' εγώ. Και θα σε καταγγείλω στη βουλή για τις απειλές σου. Φεύγοντας μου είπε κάτι άλλο, που αυτό δεν το κατάλαβα πια καθόλου: - Έμαθες μήπως πως ο Δήμος έλαβε ήδη την πρόταση του Αννίκερη, και πας να φας ολόκληρο το ποσό, αφιλοπάτριδο τομάρι; Ούτε ξέρω ποιος ήτανε ο Αννίκερης, ούτε με ένοιαζε. Λόγια τρελού, είπα μέσα μου. Σαν έφυγε ο πάπαρδος, πήγα μέσα στο σπίτι και ξεθύμανα την οργή μου με το βούνευρο πάνω στον Πλούτωνα. 0 γιος μου με κοίταζε με ανά­ ερη, φρίκη, σαν σταμάτησα. Όλο το καλοκαίρι στην Αίγινα, δεν έμοιαζε να γνοιάζεται πια κανείς για τίποτα άλλο παρά για το πώς φερνόμουν εγώ στο δούλο μου. Εμένα, βέβαια, δεν μου μιλούσε πια κανείς, ο Απολλόδωρος είχε πραγματοποιήσει την απει­ λή του. Μέχρι που παρεμπόδισαν και τη γυναίκα μου να πάρει μέρος στα Αφαία, και να δεις τι άκουσα εκείνο το βράδυ, μετά τις προσβολές που της έκανε η γυναίκα του Φιλίσκου στο ναό!


Κατάντησα να τρέμω να βγω από την πόρτα του σπιτιού μου. Αλλά μετά από λίγο, άρχισε το σπίτι μου να είναι εκείνο που δεχόταν τις πιο αναπάντε­ χες επισκέψεις. Πρώτα, γύρω στον Ιούλιο, φανήκανε δυο Ασκληπιάδες από την Επίδαυρο και μου είπανε πως θέλανε να δούνε το δούλο μου γιατί είχανε λέει μάθει πως ήτανε άρρωστος και θέλανε να τον γιάνουν. Θάπρεπε να τους διώξω με τις κλωτσιές, αλλά ντράπηκα το ιερό τους σχήμα, και τους άφησα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα αποτροπιασμού που μου ρίξανε φεύγοντας. Η αλήθεια είναι πως το σώμα του Εκάδημου είχε αρχίσει να σκεπάζεται από φλύκταινες, αλλά τι φταίω εγώ αν ήταν κακόχυμος και οι πληγές από τους δαρμούς δεν έκλειναν ξανά; Μετά, άρχισαν νάρχονται τα δώρα. Το τι θαυμά­ σια φαγητά έφαγα εκείνο το δεκαπενθήμερο, δε λέγεται. Ναι - ναι έλεγα, στους κομιστές, για το δούλο μου, έγνοια σας, - και μόλις φεύγανε γλουπ τα κατάπινα εγώ. Ακούς εκεί να τάδινα στον Πλούτωνα, δεν τρελάθηκα ακόμη. Μέχρι και καπνιστό χοιρομέρι από αγριογούρουνο έφαγα. Στο τέλος άρχισαν νάρχονται και ταξιδιώτες για να δουν το κελεπούρι μου. Εκεί, πρέπει να πω, οργίστηκα, ιδίως για τις αυθάδεις τους παρατηρήσεις, και τους έδιωξα κακήν - κακώς. Ακούς να μου πουν πως κακομεταχειριζόμουνα μια δόξα της Ελλά­ δας! Ελπίζω η απάντηση που τους έδωσα να τους αποστόμωσε: αν ήταν τόσο σοφός τούτος ο μαθητής του Σωσικράτη, που μου λέτε, ας ήταν και λίγο πιο έξυπνος ώστε να μην πουληθεί δούλος! Έτσι, με τον κοινωνικό αποκλεισμό από τη μια μεριά, τις γκρίνιες της γυναίκας μου, τον σιωπηλό αλλά εύγλωττο περιφρονητικό τρόπο που με κοί­ ταζε το παιδί μου, την οικονομική μου ζημιά και τις έγνοιες μου, και από την άλλη, τις συχνές απρόσκλητες επισκέψεις στο σπίτι μου κάθε λογής ματαιόσπουδων, για να δούνε τούτον τον Πλούτωνα που ήταν σκλάβος μου, πέρα­ σα ένα μαρτυρικότατο καλοκαίρι. 0 πιο φυγόπονος σκλάβος της Αίγινας δεν άργησε να γίνει και ο πιο διάσημος. Στο τέλος ήρθανε και τα υψηλά πρόσωπα. Συνοδευόμενοι από τον Έφορο Πολιτεύματος, τον Δάμαρχο του Κοινού της Νήσου, και τον Στρατηγό μας, μου χτύπησαν την πόρτα μου μια μέρα δυο πλουσιοντυμένοι ξένοι με ρούχα κάπως εξωτικά. Έμαθα αργότερα πως ήταν από την Κυρηναϊκή, και αυτό ταίριαζε με το ηλιοκαμένο χρώμα των προσώ­ πων τους. Τους άνοιξε ο Εκάδημος, και εκείνοι χυθήκανε στην αγκαλιά του, αλαλάζοντας από χαρά και από λύπηση, μόλις αντιληφθήκανε τα χάλια του. Έπειτα κινηθήκανε κατά πάνω μου, σχεδόν απειλητικά. Αντί να τους καλωσορίσω, οπισθοχώρησα, τέτοια σκληρότητα είχανε τα μούτρα τους. - Έμαθα, μου είπε ο πιο νέος απ' τους δυο ξένους, χωρίς περιστροφές, έμαθα πως για την εξαγορά τούτου του δούλου σου, γυρεύεις ένα ολόκληρο τάλαντο. - Ένα τάλαντο; Για τούτον εδώ; Έκανα ξαφνιασένος. Αυτός δεν...


- Αννίκερη, του ψιθύρισε ο πιο ηλικιωμένος. Πρόσεχε, είναι πονηρός. - Καλά, Αρίστιππε, του απάντησε με συνοφρύωση ο άλλος. Θα το πάμε ως το τέλος. Με κοίταξε ψυχρά, σχεδόν με μίσος. - Ωραία, το ένα τάλαντο σου φαίνεται λίγο; Τότε, τι θάλεγες για δύο; Ζαλίστηκα. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει να γίνεται καν λόγος για τέτοιο ποσό. Είναι δυνατόν αυτός ο τεμπέλης δούλος μου νάκανε πράγματι, τόσα πολλά χρήματα; Ή με περιγελούσαν; - Δυο τάλαντα; έκανα σαν χαζός. Οι δυό ξένοι στενοχωρέθηκαν, και τη στενοχώρια τους άρχισαν να την συμμερίζονται και οι άρχοντες της Αίγινας. - Δεν έχουμε καιρό για παζάρια, Αννίκερη, είπε ο πιο μεγάλος, ο Αρίστιπ­ πος, θα το πάμε μέχρι τέλος. Στράφηκε πάλι σε μένα. - Ωραία, ωραία. Καταλαβαίνω πως ξέρεις πολύ καλά ποιον κρατάς στα χέρια σου. Καταλαβαίνω μάλιστα τώρα τι εκβιασμό κρύβει η μεταχείριση που του επιφύλαξες όσο καιρό τον είχες. Για να μας κάνεις να σε πληρώσουμε όσο-όσο προκειμένου να τον γλυτώσουμε από τα μαρτύρια του. Αλλά μην το παρακάνεις, ε; Τρία τάλαντα είναι το μέγιστο που μπορούμε να σου δώσου­ με, και τίποτε παραπάνω. Μου φάνηκε πως θα τρελαινόμουνα. - Τρία τάλαντα; Τρία τάλαντα; Είπα. - Ακουσε εδώ, Κρομμυωνίδα, μου είπε τότε αυστηρά ο έφορος. Ως εδώ και μη παρέκει. Πάρε τα τρία τάλαντα που σου προσφέρουν και δώσε τους το δούλο σου, για να μην έχουμε κακά ξεμπερδέματα. - Και να μην ξεχνάς, μου είπε χαιρέκακα ο Δάμαρχος του Κοινού, πως σε βλέπουμε να παίρνεις τα χρήματα και πως δεν θα παραλείψουμε να σε φορο­ λογήσουμε καιγι' αυτά. Μην νομίζεις πως θα πιάσει το κόλπο σου, να αφήσεις το Κοινόν της Νήσου έξω από τούτη την αγοραπωλησία. Έστριψα το κεφάλι μου προς τον νεαρό Αννικέρη. - Α, όλα κι όλα, εγώ θέλω την τιμή καθαρά, είπα. Δεν είμαι κανένας κουτός. Αν υπάρχουν φόροι, τέλη, δασμοί, θα τους πληρώσετε ξεχωριστά και από πάνω. Τρία τάλαντα ολοστρόγγυλα. Έτσι δεν μου είπατε; - Έστω, είπε στενάζοντας ο Κυρηναίος. Αρίστιππε, μέτρησε του τα χρή­ ματα. Και πες να έρθει μέσα και το φορείο για να πάρει, επιτέλους τον Πλά­ τωνα, όπως του αξίζει. - Γιατί λες λάθος το όνομα του; Τον ρώτησα ζωηρά. Πλούτωνα τον λένε, Πλούτωνα! - Μη μου πεις, έκανε με κομμένη την ανάσα ο Αρίστιππος, μη μου πεις πως δεν ήξερες ποιον είχες για δούλο ως τούτη τη στιγμή;


- Έναν δάσκαλο της ρητορικής καιτηςγραμματικής που τον λέγανε Πλού­ τωνα, είπα θριαμβευτικά. Λέτε άραγε να μείνω στην ιστορία γι' αυτό; πρό­ σθεσα, όχι χωρίς κάποια ελαφρή δόση ματαιοδοξίας. - Πλάτωνα, Πλάτωνα! μου φώναξε ο Αρίστιππος. Τον μεγάλο Πλάτωνα, είχες για δούλο, Κρομμυωνίδα από την Αίγινα! - Και τον είχες τσακίσει στο ξύλο! - Όσο για την ιστορία είπε ο Αννίκερης, θα φροντίσουμε εμείς να ξεχαστεί. Αν όχι το επεισόδιο, τουλάχιστον το όνομα σου. Νέα Εστία, 1978

61


«Σαν ένα μπουρίνι κρατάει η ζωή. Πώς μπορεί άραγε να παρασταθεί ο χώρος, δηλαδή ο χρόνος. Γι' αυτό μένει μία τομή μόνο που μπορείς να κάνεις, ή κάνεις κάτι τελείως ακίνητο, διπλωμένο στον εαυτό του...». ILI. ε καταγωγή από τη Μικρασία, ο Πέρης Ιερεμιάδης πέρασε τα παιδικά του Αφρική και την Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, όπου έζησε 11 χρόνια, συχνάζοντας στα τυπογρα­ φεία όπου τύπωνε ο άλλος μεγάλος Έλληνας, ο Τεριάντ, το περιοδικό «Verve» και μιλούσε για φιλοσοφία και τέχνη, κάτι που ποτέ δεν χόρτασε στη ζωή του. Εγκαταστάθηκε στη Γερμανία (θρυλικές έχουν μείνει οι περιγραφές του για το Μέλανα Δρυμό) και την Ιταλία, περιπλανήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το 1972, επιστρέφοντας στην στην Αθήνα, εργάστηκε σε αρχιτεκτονικά γραφεία ως σύμβουλος χρώματος για την επιλογή του οποίου θεωρείτο αυθεντία και σε εκδοτικούς οίκους (κόσμησε με σχέδια του το παλαμικό τεύχος (αρ. 14) του «Εκηβόλου», σχεδίασε το σήμα των εκδόσεων Το Ροδακιό και του Θεάτρου Σφενδόνη, όπου «ζωγράφισε» στην παράσταση Λίγο απ' όλα του αγαπημένου του Καραγκιόζη με τα σκηνικά και τα κοστούμια του και εικονογράφησε τις Μεταφράσεις του Καρυωτάκη), παραμένοντας έως το τέλος της ζωής του καλ­ λιτεχνικός επιμελητής του περιοδικού Ίνδικτος και συνεργαζόμενος στενά με τον εκδότη Μανόλη Βελιτζανίδη. Ασχολήθηκε με πάθος με το έργο των Δ. Πικιώνη και Γ. Χαλεπά, επιμελούμενος εκδόσεις και εκθέσεις του έργου τους (το 2005 επιμελήθηκε την έκθεση του Χαλεπά στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτι­ σμού) και πρωτοστάτησε στην «απελευθέρωση» του ναού του Αγίου Ελευθε­ ρίου δίπλα στη Μητρόπολη: «Η Αθήνα όλη είναι ξερή. Δεν έχει ούτε ένα φύλλο. Γύρω από τον Αγιο Ελευθέριο όμως, που (φτιαγμένος από αρχαίες πέτρες) πρέπει να φαίνεται, είναι ζούγκλα από φυτά. Αμαζόνιος» έλεγε. Επί σειρά τριά­ ντα ετών, παρουσίασε το λιτό και έμπλεο πρωτογενών στοιχείων έργο του, σε πολλές γκαλερί και πολιτιστικά Ιδρύματα (Νέες Μορφές, Γκαλερί Ιόνη, Γαλλι­ κό Ινστιτούτο Πειραιά, Αστρα), αποφεύγοντας να καταταχτεί σε κάποιο καλ­ λιτεχνικό ρεύμα ενώ η τελευταία του έκθεση στη γκαλερί Astra, σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Αντλώντας την έμπνευση του από την καθημερινότητα, λάτρης του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και των λαϊκών αρχιτεκτονημάτων, παραμένοντας «ένας δραστικός τεχνίτης παλαιάς κοπής που μας χάριζε τον

1*1 χρόνια στην


εαυτό του στα χοντρά κουφάρια καϊκιών, στις αρχαίες καλλιγραφίες, σης πανηγυρικές φιγούρες της διαρκώς αναζητούμενης πληρότητας, στους λιτούς, λαϊκούς χάρτες, στο διακοσμητικό πνεύμα των μεγάλων πνευματικών πολιτι­ σμών» σύμφωνα με τον Αντώνη Ζέρβα, ο ίδιος ο Ιερεμιάδης ορίζει με τρόπο λιτό τις βασικές επιδιώξεις του: «Το τοπιάκι, η θέα από το ταξίδι μας. Λίγη θάλασσα και λίγα βουναλάκια... Πώς να 'ναι αυτό το τοπιάκι όπου να φαίνεται πόσο φευγάτοι είμαστε...» «Σ' ένα τσαρδί τσομπάνηδων στο ερημονήσι των Πεταλιών στην Εύβοια περνούσε τα καλοκαίρια του σαν σύγχρονος Ροβινσώνας, παλεύοντας με τις οχιές και τους αγριόγατους», γράφει ο Σταύρος Διοσκουρίδης, συμπληρώνο­ ντας: «Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του τον πέρασε στους Βλάχηδες στην Αίγινα κοντά στη Σοφία Σκούρα. Μακριά από τις τρομερές ιστορίες που λέγο­ νταν γι' αυτόν -π.χ. ότι έβραζε τα παπούτσια του για να μαλακώσει το δέρμα και έραβε πουκάμισα από στρωματσόπανο και αλευρόσακους για να έχει γνήσιο μπαμπάκι- και κουρασμένος από τη λευχαιμία. Ζωγράφιζε πια μόνο με χώμα. Δεν ήθελε ποτέ φαρμακευτική αγωγή. «Στα χρώματα μου δεν βάζω χημικά», έλεγε, «θα βάλω στο σώμα μου;». Θεωρούσε ανέκαθεν πως «η πιο μεγάλη υποχρέωση του ανθρώπου είναι η συνάντηση με το θάνατο». Η «συνάντηση» αυτή έγινε στις 12 Μαΐου του 2007. Στην κηδεία του ζωγράφου, οι πολλοί φίλοι και συγγενείς μπερδεύτηκαν στις δύο εκκλησιές και προς στιγμήν ξεκίνησαν να συμμετάσχουν σε ακολουθία άλλου. Τη συγκίνηση έσπασαν κάποια χαμόγελα και η ατάκα «ε, αυτό είναι Πέρης!». * Τέχνη της ζωής Η τέχνη του ήταν τέχνη της ζωής: οι γλαφυρές αφηγήσεις του, οι συναρ­ παστικές εμμονές του, η οπτική του ευφυΐα, φανερώνονταν εξίσου στις παρέ­ ες και στις ζωγραφιές του, στα γεύματα με κατσικάκι στο ατελιέ του και στις «πηγμένες» εκθέσεις του, όπου πίσω από την οιονεί ατημελησία κρυβόταν η αισθητική φροντίδα και η αυστηρή έγνοια για τον χρωματισμό των τοίχων της γκαλερί. Και οι συνθέσεις του; Χωνεμένη η ζωγραφική παράδοση Ανατο­ λής και Δύσης μαζί με τον μοντερνισμό του 20ού αιώνα, τα ελληνιστικά και ο Ματίς, ο Πικάσο και οι φιγούρες του Καραγκιόζη, ο κυβισμός και οι μορφές του Συναξαριστή. Μια ζωγραφική καθαρή και συγκριτική, στη μεθόριο αφή­ γησης και διακόσμησης, με κρατημένο το συναίσθημα, με θριαμβεύουσα τη ζωγραφική.

* Το κείμενο του Σταύρου Διοσκουρίδη «Πέρης Ιερεμιάδης» δημοσιεύτηκε στις 6 Μαρτίου 2008.

63


mmM^HHHffls

Π. Ιερεμιάδης

64


«Θημωνιά - Βλάχηδες Αίγινας», 2007, Χαρακτική πάνω σε πλυμένο χώμα, 50,5 χ 62,5 εκ. Ανήκει στην οικογένεια του καλλιτέχνη


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

[Ο μικρός ναυτίλος] ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ

Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα που ποτίζουνε Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη - το χαρμάνι αυτό Από γιασεμί λουΐζα και αρμπαρόριζα Που κρατάει τον ουρανό σε απόσταση Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την ίδια Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ' τις στέγες Απαράλλαχτο καΐκι μ' ανοιχτά πανιά Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Αρκτο Και το περισσευούμενο χορτάρι τ' ουρανού που πάτησες Κάποτε μια φορά και μια για πάντα υπάρχει Προσαρτημένο στη δική σου ελληνική επικράτεια Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον Των περιττών πραγμάτων και ημερών 0 αριστερός Ιησούς ω τότε θα με καταλάβεις. Ο μικρός ναυτίλος, Εκδ. ΙΚΑΡΟΣ, 1985


ΑΝΤΡΕΑΣ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ

Η ζωγραφική και η Αίγινα

itΤ7"άποιο νησάκι εγώ αγαπώ κι όλο το βλέπω εμπρός μου". Κάθε φορά 1\που έρχεται στη μνήμη μου αυτός ο στίχος, αναρωτιέμαι αν πράγματι ένα νησάκι μπορεί κανείς μονάχα ν' αγαπά. Και βγάζω συμπέρασμα πως τούτο είναι πολύ δύσκολο, αν όχι εντελώς ακατόρθωτο στην Ελλάδα, και μάλιστα σήμερα. Έχουμε τόσα νησιά, το καθένα έχει τόσες χάρες, που η αιώ­ νια πίστη σ' ένα μονάχα, είναι ακατόρθωτη. Κι' έτσι, η απιστία, γίνεται αυτο­ μάτως θεμιτή. Όταν έγραφε ο Παλαμάς "κάποιο νησάκι εδώ αγαπώ κι' όλο το βλέπω εμπρός μου", τα νησιά της Ελλάδας ήταν ελάχιστα, δηλαδή θέλω να πω πως ήταν άγνωστα στην κοινή εμπειρία, γνωστά μόνο σαν κίτρινα σημεία στο χάρτη! Πώς να ταξιδέψει κανείς σ' αυτά, με τα πλοία της εποχής! Είκοσι χρόνων ο Παλαμάς πήγε μια φορά εκδρομή στην Αίγινα, με το βαποράκι της γραμμής, η "Κρήτη" του Γουδή, έκαμε δυόμιση ώρες να φτάσει. Και φυσικά, μώλος δεν υπήρχε, δεν πλεύριζαν τα πλοία, και συχνά με τον πουνέντε, οι επι­ βάτες θαλασσοδέρονταν ως ότου βγουν. Μα τώρα, πόσο έχουν αλλάξει όλα, και πόσο αλλάζουν συνεχώς! Να, προχτές ακόμα που κατέβηκα στον Πειραιά να πάρω την "Πίνδο" για την Αίγινα, έψαχνα στο λιμάνι να βρω την "Πίνδο" και δεν την εύρισκα. Τι είχε γίνει; Μήπως την είχανε "παροπλίσει"; Όχι. Απλούστατα, την είχαν "μεταμορφώσει", την είχαν κάνει "μοντέρνα", την είχαν εξομοιώσει αισθητικά με τ' άλλα μοντέρνα καράβια της γραμμής του Σαρωνικού, τη "Νεράιδα" και την "Αίγινα". Το παληό, ψηλό, κλασσικό φουγά­ ρο είχε φύγει και στη θέση του είχε φυτρώσει το κοντό και πλατύ φουγάρο που είναι κι αυτό ένα από τα γνωρίσματα της μοντέρνας ναυπηγικής, τα φου­ γάρα βλέπετε έχουν κι αυτά τη μόδα τους όπως τα καπέλα. Μα κι όλο το καράβι, είχε πάρει άλλη διάρθρωση, άλλο ύφος, εντελώς σύγχρονο. Πλάτυναν το εσωτερικό του, φτιάξαν μια θαυμάσια σάλα με καθίσματα άνετα, οι δύο πλάγιοι διάδρομοι του καταστρώματος στεγάστηκαν κι έγιναν τουριστικοί, λευκά χρώματα και μέταλλα αστράφτουν, ταξιδεύει κανείς σα να γιορτάζει κι' όχι σα να τον κουβαλαν στον πόλεμο. KaL βγαίνει στο μώλο της Αίγινας, καθαρός, ξεκούραστος κι' ανάλαφρος, ό,τι χρειάζεται δηλαδή σαν προϋπόθε-


ση, για να χαρεί απο την πρώτη στιγμή την ομορφιά και την ποίηση αυτού του νησιού, που είναι τυπωμένη παντού μα που κυρίως εγώ τη βρίσκω στο λιμάνι του. Η θέση, η άπλα, ο προσανατολισμός, τα απέναντι κι ολόγυρα βουνήσια πλαίσια, οι δύο μακρουλοί και πλατειοί λιμενοβραχίονες που προχω­ ρούν με χάρη, βαθειά στη θάλασσα, τα καΐκια και τα λογής σκαριά, οι πολύ­ χρωμες προσόψεις των ωραίων σπιτιών της παραλίας, η εκκλησιά, τ' αμαξά­ κια τ' αραδιασμένα στο λιμάνι, οι κήποι, τα χλοϊσμένα καλλίγραμμα υψώμα­ τα του εσωτερικού, η χαρούμενη τύρβη του λιμανιού, το πηγαινέλα των άσπρων πλοίων της γραμμής, τα κοπάδια των γλάρων, ο ανέμελος ρυθμός της ζωής εκεί, ακόμη και στον τρόπο που περπατάν οι νησιώτες, κάνουν την Αίγινα ένα νησί πάρα πολύ αγαπητό, ψυχικά ευκολοπρόσιτο και μαζύ, ηθο­ γραφικά και χρωματικά, ζωγραφικό. Αν δεν έχει τη μονολιθική πρωτοτυπία της Μυκόνου, της Ύδρας, της Σαντορίνης, συνταιριάζει σε ωραία και χαριτω­ μένα σύνολα αυτά τα τόσο γνώριμα και ζωντανά στοιχεία της καθημερινής ζωής του λαού στο χωράφι, στο μαγαζάκι του, στο λιμάνι, στο καφενείο, στην ταβέρνα, στο χασάπικο, τη ζωή της φτωχής νοικοκυράς μέσα στο σπιτάκι με τ' απαραίτητα σκεύη, τ' απλά και τα παραδοσιακά, που όμως γι' αυτό είναι τόσο δεμένα με την ψυχική ζωή μας και με την αισθητική μας μνήμη. Λοιπόν, αυτό το απλό, ζωγραφικό νησί, το αντιπροσωπευτικά νεοελληνικό, με τον αρχαίο και το σύγχρονο κλασσικισμό του, βρήκε το ζωγράφο του. Η Μύκονος ζωγραφίστηκε τόσο πολύ κι από τόσους πολλούς, που σχεδόν δεν την υπο­ φέρουμε πια εξεικονισμένη μέσα σ' αυτήν την ισοπέδωση. Οι πίνακες από τη Μύκονο, κατάντησαν βιομηχανικά προϊόντα και η περίφημη Παραπορτιανή, γραμματόσημο. Αυτά βέβαια είναι μια δόξα, αλλά κάποιος είπε πως η τέχνη τελειώνει εκεί που αρχίζει η δόξα. Η Ύδρα, βρήκε έναν εξαίρετο ζωγραφικό της ερμηνευτή, τον Νικολή Χατζηκυριάκο - Γκίκα, μα κι ο Τάσσος κι άλλοι, μας την ξαναστήνουν συχνά μπροτά μας με τρόπους πολύ παραστατικούς και διάφορους μεταξύ τους - δείγμα πως το νησί του Μιαούλη, είναι από τα ζωγραφικώτερα του Αιγαίου. Και τώρα η Αίγινα, και ξεχωριστά το λιμάνι της, βρήκε το ζωγράφο της. Είναι ο Σπύρος ο Βασιλείου ο κεφάτος αυτός, ευφαντασίωτος, όλος δροσιά και φυσική χάρη ζωγράφος. Μόλις γύρισα από την Αίγινα, έτυχε να δω την έκθεση που έκανε ο Βασιλείου στην αίθουσα του «Ζυγού», και που τόση επιτυχία σημείωσε. Γιομάτος από τις πρόσφατες εικό­ νες του νησιού τις ξανάζησα βλέποντας τους πίνακες του Βασιλείου, αλλά τις ξανάζησα τώρα μέσα σ' ένα «αισθητικό ξελαγάρισμα» θα λέγαμε, μέσα σε μιαν άλλη ατμόσφαιρα, όπου τ' αντικείμενα βγαλμένα από τη συνοχή και το ρυθμό της πραγματικότητας μας προσφέρονται με μιαν άλλη ένταση, με μιαν άλλη έκφραση, και μαζί μ' εκείνο το νόημα που τα καθιερώνει πλέον σαν ανα­ γκαίες υπαρξιακές αξίες της ζωής. Αυτή τη μεταφορά, που είναι μια από τις ουσιώδεις ιδιότητες της τέχνης, την πετυχαίνει ωραία και άνετα ο Βασιλείου.


Πρώτα γιατί είναι ένας γνήσιος ζωγράφος, έπειτα γιατί ξέρει καλά την Ελλά­ δα τη λαϊκή, την Ελλάδα του δημοτικού τραγουδιού με το Βυζάντιο πίσω της, και τρίτο γιατί έζησε κι αγάπησε την Αίγινα μ' εκείνη τη φωτεινή διάθεση και την πληρότητα και την απλότητα που μόνο στους γνήσιους έρωτες συναντά­ με. Δεν είμαστε ειδικοί για να κάνουμε κριτική της ζωγραφικής του και της τεχνοτροπίας του, μήτε τι προβλήματα αντιμετωπίζει σαν καλλιτέχνης, θα μπορούσαμε όμως να πούμε πως εκείνο ίσως που σ' άλλους ζωγράφους είναι αναζήτηση και ανησυχία, στον Βασιλείου, είναι εύρεση και ησυχία· μια ησυ­ χία γιομάτη από πληρότητα ζωής, σαν την ησυχία εκείνων των πολύχρωμων δειλινών που τόσο συχνά απλώνονται στα νερά και στις στεριές της Αίγινας και που επιτρέπουν σε κάθε τι που υπάρχει, αντικείμενο ή πλάσμα του Θεού, έργο της φύσης κι έργο του ανθρώπου, νάχει την αρμονική και την ανεπανά­ ληπτη θέση του μέσα σ' αυτό που λέμε «κόσμος», «δημιουργία». Ας είναι και το πιο απλό και το πιο ασήμαντο πράγμα. Ας είναι μια ραπτομηχανή, μια ομπρέλλα ανοιχτή κι ανάποδα στο πάτωμα, ας είναι μια μικρή συλλογή από χειροκάμωτα λαϊκά μπαστούνια, ας είναι ένα παιδάκι που τρέχει στην ακρο­ γιαλιά μέσ' στη βροχή, ας είναι μια κοινότατη εκκλησιά αστικού τύπου, ένα αμαξάκι με το άσπρο του άλογο, ένα αμαξάκι με το κόκκινο του άλογο, τα περβάζια των παραθύρων, οι προσόψεις των σπιτιών, το σφαγμένο και κρε­ μασμένο βόδι μέσα στο χασάπικο, η ταπεινή ψαραγορά, ο μανάβης που στέ­ κεται μπροστά στα κοφίνια με τις τομάτες του, οι τηλεγραφικοί στύλοι της παραλίας πλαισιώνοντας με τα σύρματα τους τεράστια κομμάτια γαλάζιων χώρων όπου μεταξένια σύννεφα ταξιδεύουν. Όλ' αυτά, τα ξαναχαιρόμαστε στους τόσο λεπταίσθητους και αβίαστα κομψούς και λιτούς πίνακες του Βασιλείου. Τα χαιρόμαστε ζωγραφισμένα και στη φυσική θέση της καθημερι­ νότητας τους και σε καταστάσεις «προθήκης» αλλά και σε συνθέσεις επίπο­ νες και πλούσιες, όπως ο ωραιότατος εκείνος πίνακας με τα γραμμόφωνα, ης ρόδες των ποδηλάτων, τις στέγες των σπιτιών, τα σπασμένα έπιπλα, και τα τόσα άλλα αντικείμενα της καθημερινής χρήσεως. Κυρίαρχος της λεπτής και κομψής γραμμής ο Βασιλείου, παίζει όπως θέλει και με τα χρώματα. Μετα­ πλάθει χωρίς να παραποιεί. Προεκτείνει και παραλλάσσει, αλλά ποτέ δεν ξεφεύγει από την αίσθηση της μορφής που είναι ένας από τους κανόνες της ελληνικής εκφραστικής, φτάνει να μην αντιλαμβανόμαστε στατικά τον κανό­ να τούτο. Χαρίζει την πλούσια φαντασία του σε λεπτομέρειες που ζωντανεύ­ ουν απροσδοκήτως τα σύνομα όπως αίφνης στον άλλον εξαίρετο πίνακα του, τον σχεδόν αφηρημένο, όπου μας παρουσιάζει ένα μεγάλο κομμάτι από την άδεια παραλία της Αίγινας. Κυρίαρχος ο ασπρογάλανος χώρος και μερικοί ψηλοί στύλοι δημόσιου φωτισμού ή τηλεπικοινωνιών -δεν θυμάμαι καλάαλλά με μια εξέχουσα ζωγραφική λεπτομέρεια: στην κορυφή των στύλων, τα καμπυλωτά σίδερα από τα οποία κρέμουνται τα λαμπιόνια, έχουν το σχήμα


και την κίνηση φτερών. Έτσι, ο τόσο εκφραστικός χώρος, γιομίζει νοερά από πουλιά που ταξιδεύουν. Είναι κι αυτό, ένα από τα ποιητικά μυστικά του Βασι­ λείου. Όλα είναι ζωντανά και φυσικά και «ελληνικά» σ' αυτούς τους πίνακες. Ακόμα και στ' αντικείμενα που προβάλλονται μόνα τους, δεν έχουμε εκείνη την ανυπόφορη αίσθηση των περίφημων «νατύρ-μορτ». Στην τέχνη, «νατύρμορτ» δεν υπάρχει και δεν πρέπει να υπάρχει. Όλα πρέπει να δείχνουνται και να συνδέουνται μυστικά ή φανερά με την άπειρη πραγματικότητα. Κι ο Βασι­ λείου ξέφυγε από τις «νεκρές φύσεις», γιατί το ζωγραφικό του αίσθημα, χωρίς να είναι επαναστατικό, είναι φυσιολογικά νεωτεριστικό, και γιατί αγά­ πησε το μέγα θέμα του, την Αίγινα, σαν την ίδια την αδιαίρετη και την ακομμάτιαστη ζωή. Ξαναφεύγουμε για την Αίγινα; Νέα Εστία, 1957


ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Συντρίμμια Αιγινήτικου αγγείου

Εκεί που ερείπιον ο Ναός στο ακρωτήρι στέκει και το νεκρό το πώρινο υψώνει χέρι αγνάντια στο Χρόνο και στ' απέραντο της μνήμης κύμα, κι είναι σκαμένη η γης η αθάνατη από πληγές αιώνων, ωσάν κουφάρι ανέβηκε από το χώμα τ' άνθος το πήλινο, το σύντριμμα του ονειρεμένου ανθρώπου. Σπασμένο αγγείο, λιοψημένη γης, χρωματισμένο απ' το χρωστήρα του καιρού, πανέμορφο του Χάρου στερνό παιδί, ανέμελο, με περιγέλιο που είδε τις νίκες του στους μακρυσμένους χρόνους, κι όρθιο τώρα το βλέμμα του κρατεί στο γέλιο εμπρός του ήλιου. Βουίζει πάντα η Θάλασσα στ' αγνάντιο του, διαβαίνουν στο φωτερόν αλώνι της χοροί των νήσων, σμίγει διάφανου ανέμου η πνοή με τη στυφήν αρμύρα. Αιώνια η Γη κι ο Ουρανός, αμάραντα κι αντίκρα, του Θανάτου αψήφισμα και περιγέλιο, τ' άσπρο ζωγραφισμένο του κορμί το Σύντριμμα υψώνει και στη ματιά του η ματιά τ' ανθρώπου αναστημένη σαν όνειρο ανοιξιάτικο και σα ρυθμός του αιώνιου...

71


νας σπουδαίος ζωγράφος, ένας σπουδαίος και σεμνός άνθρωπος, ένας σπουδαίος φίλος της Αίγινας και των ανθρώπων της, ο Σταύρος Ιωάν­ νου, άφησε την τελευταία του πνοή, σήμερα στις 10:30 το πρωί, στο Ευγενίδειο Θεραπευτήριο, στην Εντατική Μονάδα του οποίου νοσηλεύτηκε για 18 ημέρες», έγραφε η φίλη Μαριλένα Γιαννούλη, έναν ακριβώς χρόνο πριν στη «Νέα Εποχή». Κι εμείς, οι φίλοι του Σταύρου με την εύθραυστη ματιά και την ακόμη πιο εύθραυστη ψυχή, που μαζευτήκαμε άλαλοι στο Νεκροταφείο Παπάγου μια ζεστή Παρασκευή του Ιουλίου, αναπολήσαμε την άλλοτε άυλη και διάφανη, την άλλοτε πυκνή και μεστή οντότητα της ζωής και των έργων που άφησε πίσω του, το ολοζώντανο βλέμμα που ήθελε ολοένα αφαιρώντας, να χωρέσει όλη την Αίγινα. Τα εντατικά εξπρεσιονιστικά τοπία της εξάλλου, ήταν εκείνα που πρωτοστάτησαν στη συμμετοχή του καλλιτέχνη στην Art Athina του 2004.

Ε

Έχοντας αποφοιτήσει από την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1976, ο Σταύρος Ιωάννου τιμήθηκε το 1979 με το Ιο βραβείο της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ το 1980 απέσπασε διάκριση στην Παμβαλκανική Εκθεση Πλα­ στικών Τεχνών. Είχε παντρευτεί τη φίλη Σίσσυ Βάμβακα και μαζί είχαν απο­ κτήσει δύο γιους, τον Ανάσταση και το Λιάκο. Έχοντας θεωρηθεί από την αρχή της παρουσίας του στα εικαστικά δρώμενα ως ένα από «τα πιο αυθεντικά ταλέ­ ντα της γενιάς του», «κυνηγώντας με συνέπεια τα οράματα του», όπως έγραφε το 1999 ο Μάνος Στεφανίδης, επέλεξε την κυρίαρχη δύναμη του χρώματος ως οδηγό στις αφαιρετικές συνθέσεις του: «Το χρώμα αποτελεί ύλη κοινή του χώρου και των μορφών» σημείωνε για το έργο του η Ελένη Βακαλό. Αλλά καλύτερα από όλους μας για την Αίγινα, για την αδιάκοπη πάλη με το φως και το χρώμα, μιλούσε ίσως ο ίδιος: «Έχω το προνόμιο να ζω αρκετούς μήνες του χρόνου στην Αίγινα.Νησί συνέχεια του αττικού τοπίου. Μένω στο βόρειο τμήμα, στο παραλιακό απ' την πλευρά του Καζαντζάκη που λέμε. Απέναντι βλέπουμε τα νησάκια, τις Λαούσες. Το γνωστό φως του Αιγαίου είναι εκεί παρόν. Το πρωί αρχίζει μ' ένα στρογγυλό ήλιο που για λίγο μπορείς να τον δεις, γιατί μετά, το φως γίνεται τόσο έντονο που σε τυφλώνει. Πέφτει σε γη και θάλασσα και καίει τα πάντα. Το μεσημέρι, μόλις μπορείς να διακρίνεις τους κορμούς από τις ελιές και τη γη κάτω από τις φιστικιές, σκασμένη σαν διψασμένα χείλια νέγρου. Ο ιδρώτας τσούζει τα μάτια, κατεβαίνει στο στόμα, στα χείλη, στη γλώσσα, είναι αλμυ-


ρός. Η φωτιά έχει ανάψει για τα καλά. Καίει το τοπίο και αφήνει στο τέλος τις στάχτες που τις ζωγραφίζω, γι' αυτό τα τοπία μου είναι σκούρα. Ξέρω ότι εκείνη την ώρα στην Αθήνα, στο κέντρο, τα λεωφορεία γεμάτα ανθρώπους αγκομαχούν ανεβαίνοντας την Ακαδημίας. Σκορπούν καυσαέρια μαζί με μια άγρια ποίηση και μια απάνθρωπη αδικία,Το απόγευμα το φως μας δίνει τις ίδιες διαβαθμίσεις με του πρωινού απ' την άλλη πλευρά των πραγμάτων. Το βράδυ τα άστρα ανάλογα με τις διαθέσεις του αγνώστου είναι μακρυά, άλλο­ τε πιο κοντά και πολλές φορές νομίζεις ότι μπορείς να τα πιάσεις. Εκεί επάνω για μια στιγμή μου πέρασε η σκέψη, ότι μπορεί να υπάρχει μια αιωνιότητα που δεν έχει σχέση με το τι θ' απογίνω εγώ, και δεν φοβήθηκα». *

Σταύρος Ιωάννου «Αίγινα», 2007 Λάδι σε μουσαμά, 30x50 εκ. Ιδιωτική συλλογή

* Παραθέτω το κείμενο του Σταύρου Ιωάννου όπως δημοσιεύτηκε στη Νέα Εποχή στις 16 Ιουλίου 2009 από τη Μαριλένα Γιαννούλη.

73


ΤΑΚΗΣ ΚΑΛΜΟΥΧΟΣ (1895-1961)

Ο

Τάκης Καλμούχος γεννήθηκε το 1895 στο Άργος. Σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών, από όπου αποφοίτησε το 1921. Επί σειρά ετών έζησε στην Αλεξάνδρεια και την Αίγινα, εμπνεόμενος από το φυσικό περιβάλλον των δύο τόπων και αποτυπώνοντας στον καμβά τις απλές φόρμες που τον συνέ­ παιρναν. Σημαντικές θεωρούνται οι εικονογραφήσεις του σε ποιητικές συλλο­ γές (είναι γνωστό ότι η πρώτη συγκεντρωτική πολυτελής έκδοση με τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη πραγματοποιήθηκε μετά τον θάνατο του, στην Αλεξάνδρεια, το 1935, σε επιμέλεια τριών προσώπων από το στενό του περιβάλλον, του Αλέκου Σεγκόπουλου, του Τάκη Καλμούχου και της Ρίκας Αγαλιανού-Σεγκοπούλου. Δεν είναι όμως τόσο γνωστό ότι ο ζωγράφος Τάκης Καλμούχος, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκδοσης, της επονομαζό­ μενης και «έκδοσης Καλμούχου» υπήρξε ταυτόχρονα ο πρώτος εικαστικός σε σειρά αναρίθμητων κατά τις επόμενες δεκαετίες που εμπνεύστηκε από το σώμα της καβαφικής ποίησης. Η έκδοση της Αλεξάνδρειας, επανακυκλοφόρη­ σε σε αναστοιχειοθετημένη μορφή από την Εστία). Στον Καλμούχο οφείλεται επίσης το γνωστό σήμα των εκδόσεων Κέδρος -ένα κεδράκι του Λιβάνου. Επι­ σκέφτηκε αρκετές χώρες του εξωτερικού, ενώ ανάμεσα στα ταξίδια του συγκαταλέγεται και αυτό με τον Νίκο Καζαντζάκη στο όρος Σινά. Δικό του είναι εξάλλου ένα από τα πιο γνωστά σκίτσα του Καζαντζάκη. «Καλός και άξιος σύντροφος», όπως ο ίδιος ο Καζαντζάκης τον αποκαλούσε, ο Τάκης Καλ­ μούχος κατοικούσε δίπλα στον συγγραφέα, στα Πλακάκια της Αίγινας όπου τον Ιούλιο του 1935, είχαν αγοράσει μαζί ένα χωράφι, στη θέση «Λιβάδι», «έξω από τη χώρα». Το Μάιο του 1936, θεμελιώθηκε το σπίτι, το «Κουκούλι», όπως έλεγε ο Καζαντζάκης, σε σχέδιο του αρχιτέκτονα Βασίλη Δούρα. Στο «Κουκού­ λι», το ζεύγος Καζαντζάκη έμεινε έως το 1946, φιλοξενώντας το Σικελιανό, τον Πρεβελάκη, τον Κακριδή και δεκάδες άλλους φίλους, ενώ το καλοκαίρι του 1943, ο Τάκης Καλμούχος παραχώρησε το δικό του σπίτι στην Αίγινα για να μείνουν η Αννα και ο Άγγελος Σικελιανός. Θρυλικά ήταν μεταξύ άλλων τα κοινά μαγειρέματα, με πρωτοστατούντα τον αδελφικό σύντροφο του Καζα­ ντζάκη και δεινό μάγειρο Παντελή Πρεβελάκη που το Πάσχα του 1933 προσέ­ φερε επί έξι ημέρες ρεβύθια στον Καλμούχο και την Πόλη, αδελφή της Ελένης Καζαντζάκη, αγνοώντας τις διαμαρτυρίες τους. Για τη γειτνίαση του Καλμούχου με τον Καζαντζάκη, ο μουσικοσυνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου (1910 - 1989) αναφέρει: «Αργότερα ο Καζαντζάκης


εγκαταστάθηκε στην Αίγινα. Εγώ θυμάμαι ότι τον πρωτοσυνάντησα στο σπίτι του Αγγελάκη -κόρη του Αγγελάκη, φίλου τού Καζαντζάκη, είναι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η γνωστή ποιήτρια, συγγραφέας και πνευματικός άνθρωπος. Μετά το κέντρο, περίπου, της πόλεως της Αίγινας μετακινήθηκε προς τον φάρο, στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού, κοντά στο σπίτι του Καλμούχου, του ζωγράφου, του φίλου του. Αργότερα έχτισε εκεί το δικό του το σπίτι με τον αρχιτέκτονα και δικό μας φίλο τον Βάσο Δούρα, ο οποίος έκανε ένα σπίτι-φρούριο, όπως το έλεγε ο Καζαντζάκης. Τόσο φρούριο που το πρώτο πάτωμα, όπου έμενε ο Καζαντζάκης, δεν ήταν προσιτό με σκάλα, αλλά μόνο με μία καταπακτή και ανεμόσκαλα, ώστε να μην τον ενοχλούν όταν δου­ λεύει. Ένα πολύ ιδιόρρυθμο και ωραίο και ενδιαφέρον σπίτι, στο οποίο έζησε πολλά χρόνια και όλη την Κατοχή. Τα τελευταία του χρόνια έζησε περισσότε­ ρο στο εξωτερικό, όπως είναι γνωστό». *

«Αίγινα - Νυχτερινό», 1955-57 Λάδι σε μουσαμά, 55χ67 εκ. Ιδιωτική Συλλογή * Από τα άρθρα του Φάνη Ι. Κακριδή «Γιάννης Παπαϊωάννου Μουσικοσυνθέτης» και «Κου­ βεντιάζοντας με τον Νίκο Καζαντζάκη» - πρόχειρες σημειώσεις που κρατούσε ο Ιωάννης Θ. Κακριδής στη διάρκεια συνομιλιών του με τον συγγραφέα το 1953. Βλ. Εφημερίδα Καθημερινή, 14 Οκτωβρίου 2007. 75


ΚΩςΤΑς ΒΑΡΝΑΛΗς

Στην Αίγινα

άρτης - Μάης, τρεις μήνες μαθήματα κι εξετάσεις. Και με τον Ιούνιο μπή­ καμε στις θερινές διακοπές. Άρχισα να ζητώ ένα μικρό νησί, ένα ψαρομέρι με την ήσυχη θάλασσα του ν' απομονωθώ εκεί άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους κι απλοϊκούς ανθρώπους, να συγκεντρωθώ KUL να... συγγράψω. Ένιωθα μέσα μου να σαλεύει, ν' αναδύεται και να ζητάει να λάβει μορφή και σχήμα και να έβγει να σταθεί αντίκρυ στον ήλιο ένα καινούριο έργο, που ακόμα δεν ήξερα τ' όνομα του: «Το φως, που καίει». Μου είχε πια περάσει η παλιά μυστικόπαθη πίστη μου στην ηγεμονία του πνεύματος απάνου στη ζωή. Μου φαινότανε κωμικό να μιλούμε για πολιτισμό, όταν η τύχη του βρίσκεται στα χέρια των μεγάλων ληστών της γης και μπο­ ρούνε να τον καταστρέφουνε, όποτε τους καπνίσει. Θεωρούσα, πως είναι έσχα­ τη ανανδρία του πνεύματος να θέλει να στέκει πάνου από τους ποταμούς των αιμάτων διατηρώντας άγγιχτη από το βούρκο τους τη θεϊκιάτου ουσία... Πίστευα, πως ο Λόγος, αν δεν μπορεί να μεταμορφώσει τον κόσμο, όπως είναι θεμελιωμένος στην αδικία, και να καλύψει τα πάντα, ενόσω οι μάζες μένουν έξω από την άμεση περιοχή του, όμως μπορεί να ξυπνήσει τις συνει­ δήσεις στην αρχή λιγοστών και αργότερα περισσότερων σκλάβων, ν' ανοίξει ένα φωτεινό ρήγμα στο ατράνταχτο μέτωπο της ψευτιάς και να ετοιμάσει το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη, για την Ημέρα της Κρίσεως. Ένα απόγευμα πήρα το βαποράκι στον Περαία, την περίφημη «Χρυσώ», και πήγα πρώτα στην Αίγινα. Είχα σκοπό, αρχίζοντας από την Αίγινα, να ψάξω γύρω - γύρω το Σαρωνικό όσο να εύρω το κατάλληλο μέρος για να κουρνιάσω οριστικά. Ήθελα να είμαι πάντα κοντά στην Αθήνα. Γιατί δεν είχα και πολλήν εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ήξερα πως εύκολα με πιάνει ο κόρος και η πλήξη. Έπρεπε λοιπόν να μπορώ να παίρνω εύκολα το βαπόρι και να έρχομαι στην πόλη των Θεών, για να μετανιώνω και να φεύγω από την κάμινο του πυρός και της καβαλλίνας πίσου στη δροσιά και την ησυχία του πελάου. Στην Αίγινα, που πρωτοπήγα, εκεί και έριξα άγκυρα για πάντα. 0 βραδι­ νός περίπατος, που έκανα γιαλό - γιαλό από την «κολόνα» ίσαμε τον Άη Βασί­ λη, μου άρεσε πολύ. Νοίκιασα το απάνου πάτωμα (δύο καμαρούλες) σ' ένα

Μ


ήσυχο σπιτάκι και ξαναγύρισα στην Αθήνα για να φέρω τα πράματα μου. Σ' ένα τραπεζάκι τοποθέτησα μερικά αγαπημένα βιβλία. Κάρφωσα στους τοίχους γύρω - γύρω ένα σωρό φωτογραφίες από έργα του Γκρέκο, του Πιντουρίτσιο, του Μποτιτσέλι, του Νταβίντσι, του Μιχαήλ 'Αγγέλου κ.λπ., αγορασμένες από το Μουσείο του Λούβρου και την Πινακοθήκη του Βατικα­ νού. Χαράματα σηκωνόμουνα, έσκυβα από το παράθυρο στην αυλή και κοί­ ταγα πέρα τον ουρανό και κάτωθέ μου κληματιαριές, αμυγδαλιές, φυστικιές, ένα πηγάδι, μια γίδα με το κουδούνιτης, ένα κοπάδι όρνιθες... Κι ύστερα η νοι­ κοκυρά μου έφερνε γάλα και καφέ κι εγώ καθόμουνα στο γράψιμο ευτυχι­ σμένος κι αισιόδοξος ή έφερνα βόλτες μέσα στο δωμάτιο χειρονομώντας ζωηρά, καθώς απάγγελνα τους στίχους, που είχα γράψει, δοκιμάζοντας τον ήχο τους με τ' αυτί. Αντίκρα στ' ανατολικά παράθυρα της κάμαρας μου στο στενοσόκακο, ήτανε το σπίτι, όπου συνεδρίαζε ο φιλανθρωπικός σύλλογος των γυναικών όλο ωραία κορίτσια. Κι εκεί δέντρα στην αυλή, μια πυκνή κληματαριά στον τοίχο, περιστέρια στα κεραμίδια του πλυσταριού, απάνου στο ανώφλι της οξώπορτας μια «ρωλογιά» (πασσιφλόρα ή κυανή ή παθανθές) είδος κληματίδας, που τ' άχρωμα κι αντιπαθητικά σαν από κερί λουλούδια της θυμίζανε στη φαντασία των κοριτσιών του συλλόγου τα... πάθη του Χριστού! Μέσα στη σάλα, όταν συνεδρίαζανε οι φιλάνθρωπες γυναικείες καρδιές, έπαιρνε το μάτι μου καμιά φορά λίγην άκρη από το ράσο του ιεροκήρυκα Παντελή Φεστίνη, που ήτανε πρόεδρος του συλλόγου κι όταν μιλούσε τρέχανε ποτάμι τα δάκρυα των γυναικών. Κι όταν καμιά φορά πήγαινε και στο Αγκίστρι, κήρυττε στους χωριάτες, που ονομάζουνε τα πεύκα... γελάδες, το λόγο του Θεού αρβανίτικα. Καμιά φορά τα κορίτσια, όταν έλειπα εγώ από το σπίτι, ανεβαίνανε στην κάμαρα μου μαζί με την κόρη της σπιτονοικοκεράς, που ήτανε κι αυτή μέλος του συλλόγου, και κοιτάζανε με περιέργεια στον τοίχο τον Αδάμ και την Εύα, τον Άγιο Ιερώνυμο, την Αγία Βαρβάρα κτλ, και σχηματίζανε την ιδέα, πως είμαι κι εγώ από το ίδιο συνάφι των καλών χριστιανών. Μπορεί τα κορίτσια της Αίγινας να έρχονται κάθε καλοκαίρι, πριν αρχίσει η σαιζόν, στην Αθήνα, για να ράψουνε τις καλοκαιρινές τουαλέτες τους (πολύς κόσμος παραθερίζει στο νησί από την πρωτεύουσα και τον Περαία και πρέπει να είμαστε εντάξει!)1 μπορεί να περιποιούνται και να μεγαλώνουν τη φυσική τους ομορφιά με όλα τα τεχνητά μέσα της καλλυντικής επιστήμης από τα λογής κραγιόνια ίσαμε την τσιμπίδα των φρυδιών όμως η ψυχή τους είναι γεμάτη Θεό. Δεν έχω συναντήσει σε κανένα άλλο μέρος της Ελλάδας τόση θρησκευτική μυστικοπάθεια, όση στο γυναικόκοσμο της Αίγινας. Κι έτσι από απλή χρονογραφική περιέργεια σημειώνω, πως στην Αίγινα υπάρχουνε δύο μοναστήρια (των γυναικών είναι από τα μεγαλύτερα της χώρας) και επί


τουρκοκρατίας η Παλιοχώρα, η τοτεσινή πρωτεύουσα του νησιού, είχε τόσες εκκλησίες, όπως λέει η παράδοση, όσες ημέρες έχει ο χρόνος! Είπα, πως ο Αδάμ κι η Εύα με το φίδι του πειρασμού στη μέση [έργο του Ραφαήλου), ο Άγιος Ιερώνυμος (Σαν Τζιρόλαμο, έργο του Νταβίντσι) κλπ. είχανε πείσει τα κορίτσια, πως είμαι κι εγώ άνθρωπος του Θεού! Γι' αυτό μου κάνανε την εξαιρετική τιμή να με καλέσουν ένα απόγευμα στον εσπερινό, που θα κάνανε σε μιαν απόμερη εκκλησούλα, στην «Παναγία τη Μυρτιδιώτισσα». Θα ήτανε καμιά τριανταριά κορίτσια, μονάχα κορίτσια κι ούτε μισός αρσενι­ κός, εξόν από μένα, τον άνθρωπο του Θεού! Όλα αυτά τα κορίτσια και μερικές άλλες γυναικούλες, που ήρθανε από τη γειτονιά, ξέρανε τη λειτουργία του εσπερινού απέξω και ψάλλανε χωρίς βιβλίο όλα τα τροπάρια «εν χορώ». Λεπτές κρουσταλλένίες φωνές, δροσάτες σαν το κρύο νερό της βρύσης, αγγελικές και υπερκόσμιες (όλα τότες ήταν κρουσταλλένια, δροσάτα, αγγελικά, υπερκόσμια!) στέλνανε όλο το πάθος της τρυφερής τους καρδιάς, όλα τ' ανικανοποίητα συναισθήματα της ζωής, όλα τα θερμά τους νιάτα στον άγνωστο Κύριο, που μένει στους ουρανούς! Μετά τον εσπερινό όλες μαζί οι κοπέλες, αφού με αποχαιρετήσανε (δεν θέλανε να τις δει μαζί μου η κοινωνία και τις παρεξηγήσει) κατεβήκανε από τα ύψη της θρησκευτικής τους έκστασης στο πεζότατο «Κόρτε», τον καθημε­ ρινό περίπατο των βέβηλων ανθρώπων, για ν' αναπνεύσουνε λιγάκι πελαγήσιον αέρα. Άνθρωποι είμαστε! «Κόρτε» είναι παρατσούκλι. Από παρατσούκλια οι Αιγινήτες - άλλο τίπο­ τα! Με τη θυμοσοφία των φυσικών ανθρώπων, με τη μεγάλη πείρα και γνώση των εγκόσμιων, που έχουνε οι θαλασσινοί και κυρίως με την «αφ' υψηλού» εποπτεία και περιφρόνηση των πάντων που έχουνε οι... μπεκρήδες, αρπάζουνε το πιο χτυπητό στοιχείο των προσώπων και των πραγμάτων και τους φοραίνουνε γάντι το μοιραίο παρατσούκλι, που εκφράζει ολοζώντανη και σπαρταριστήν τη βαθύτερην υπόσταση τους, ενώ τα συνηθισμένα προ­ σηγορικά και βαφτιστικά ονόματα δε λένε τίποτα, είναι ουδέτερα, δε φιξάρουνε την ατομικότητα των όντων! «Κόρτε» ονομάσανε πειραχτικά οι Αιγινήτες το μώλο του Άη Νικόλα, όπου γίνεται ο ταχτικός περίπατος τα απογέματα και μάλιστα τα Σαββατο­ κύριακα. Μετά το ηλιοβασίλεμα ο συνωστισμός μεγαλώνει κι η φασαρία κι η ερωτική περιπάθεια των νέων. 0 μώλος του Άη Νικόλα, είναι το δεξιό μπράτσο του λιμανιού της Αίγινας. Αρκετά φαρδύ, για ν' ανεβοκατεβαίνουν οι άνθρωποι και μ' ένα παραπέτο ίσαμε ένα μέτρο προς το μέρος της θάλασσας. Εκεί που σπάζει ο αγκώνας του μπράτσου σχηματίζεται μια μικρή πλατεία. Στη μια της άκρη είναι το παρεκ­ κλήσι του Άη Νικόλα, που μοιάζει με... καμίνι του ασβέστη και που κάθε άνοι­ ξη το ασπρίζουνε (αυτός είναι όλος του ο στολισμός)' κι αντίκρα στο παρεκ-


κλήσι είναι το καφενείο με το υπόστεγο του, τις καρέκλες του, τα σιδερένια του τραπέζια και το φωνόγραφό του ή το πιάνο του. Γιατί κάθε Σαββατοκύριακο (τα καλοκαίρια, φυσικά), ανάβει ο χορός. Τα ευτυχισμένα ζευγάρια, στόμα με στόμα, δεν έχουνε καιρό να προσέχουνε τα ακάλτσωτα ποδάρια τους. Αυτά τα προσέχουνε και τα τρώνε με τα μάτια τους οι χαζοί της γαλαρίας!... Κείνη τη χρονιά, που πρωτοπήγα στην Αίγινα (1921] δεν υπήρχε ακόμα ούτε χορός, ούτε ηλεχτρικό φως, ούτε μπαιν-μιξτ. Το καφενείο είχε μια και μοναχή λάμπα ασετυλίνης, που βρώμιζε τη μυρωδιά της άρμης και των φυκιών και που, άμα φυσούσε μπουνέντης, έσβηνε κάθε τόσο. Και τότες τα μάτια συνηθίζοντας στο σκοτάδι βλέπανε καλύτερα ολόγυρα τους. Γιατί στο σκοτάδι κοιτάει άφοβα ο άλλος. Δε φυλάγεται να μην τον ιδούνε, που βλέπει αχόρταγα, γιατί δε φαίνεται! Α! Τότες ήτανε μεγάλη ανάγκη να βλέπει κανείς καλά. Η νεότης ζούσε με τα μάτια μονάχα. Και τα μάτια ήτανε τόσο γυμνασμένα στην αναζήτηση των περαστικών, σαν την αστραπή, οραμάτων, που από γενιά σε γενιά αυτά τα μάτια γινόντανε μεγαλύτερα και λάμπανε περισσότερο. Κι οι «φιλέλληνες» ξένοι, που κοιτάγανε αυτά τα περίεργα μάτια, βγάζανε το επιπόλαιο συμπέ­ ρασμα, πως είμαστε λαός ευφυής. Ενώ είμαστε λαός λιμασμένος για όλα, γιατί τα στερούμεθα όλα! Τότες οι μπανιέρες των γυναικών ήταν ένα μίλι μακριά από τις μπανιέρες των αντρών. Πώς η φαντασία με τ' αχαλίνωτα σκιρτήματα της να μη συμπλη­ ρώνει τα κενά της φτωχής, της μίζερης, της εχθρικής πραγματικότητας! Από το καφενείο και πέρα, ίσαμε την άκρη του μώλου ήτανε και είναι καναπέδες κολλητοί στο παραπέτο, για να ξεκουράζεται όχι όποιος θέλει, μα όποιος προλάβει να καθήσει. Και χιλιάδες δόντια δος του και τσακίζουνε και μασουλάνε ώρες ολόκληρες πασατέμπο1 και δος του τα στόματα φτυούνε στα πόδια τους τα τσόφλια. Τόση μεγάλη θραύση γίνεται κάθε καλοκαίρι από κολοκυθόσπορο, που όλο τον χειμώνα με τις φοβερές του φουρτούνες, με όλους τους μπουνέντηδες, τους σορόκους και τους γαρμπήδες, τα κύματα, που καβαλάνε και σαρώνουνε το μώλο, δεν μπορούνε να τόνε καθαρίσουνε από τα τσόφλια. Εδώ λοιπόν στο «Κόρτε» ερχόμουνα κι εγώ κάθε απόγευμα να πάρω αέρα. Καθόμουνα στο καφενείο KL έγραφα, όσο ν' αρχίσει να μαζεύεται ο κόσμος. Εκεί ζωσμένος ολούθε από τη θάλασσα αφηνόμουνα στην μπάτη, στο μαΐστρο και το μελτέμι να με παίρνουνε και να με πηγαίνουνε όπου θέλανε1 και μεθυσμένος από ψυχικήν κι οργανική υγείαν, ένιωθα να ενώνομαι με το... Σύμπαν! Αυτός ο φυσιολογικός πανθεϊσμός, αυτό το μέγα «άλλοθι» μου έκα­ μνε «γλυκιά τη ζωή και το θάνατο μαυρίλα». (Βαστούσε ακόμα η μικρασιατι­ κή εκστρατεία!]. Σαν τους ανθρώπους χαιρόντανε τον αέρα, τις δροσιές και τα παιχνίδια


του, κι οι βάρκες που περνούσανε με τα πανιά γεμάτα μπροστά από το μώλο, κάτου από τη μύτη μας. Βγαίνανε να κάνουνε βόλτες, έτσι για το δικό τους γούστο - η τέχνη για την τέχνη. Poésie pure! Η «Πτερωτή» (γεια σου, κου­ μπάρε!), ο «Άρης», ο «Άγιος Κωνσταντίνος», η «Αγία Βαρβάρα» κλπ. Ήτανε αληθινή ευφροσύνη να βλέπει κανείς όλα αυτά τα εμψυχωμένα πλεούμενα να ξουρίζουνε πλαγιαστά με την κουπαστή τους το νερό και να πηγαινοέρχονται όλο σκέρτσο και καμώματα στο υγρό τους... «Κόρτε!». Τότες δεν υπήρχανε στην Αίγινα «γριγριά», ούτε και μπενζίνες (=βενζινόπλοια), εξόν από την περίφημη «Ξυλάρα», που χρωστούσε το «νενομισμένον» της παρατσούκλι στην αντένα της, που ήτανε... ατελείωτη. Αυτή η «Ξυλάρα» μάς καθότανε στο στομάχι όλο το καλοκαίρι. Έκαμνε μεγάλο ταβατούρι με το δαιμονισμένο θόρυβο της μηχανής της και βρώμιζε όλη την περιοχή, απ' όπου περνούσε. Γυρίζοντας κάθε βράδυ αδειανή από τον Πειραιά, πριν ακόμα στρί­ ψει από τ' ακρωτήρι τα Πλακάκια και μας δείξει την άγαρμπη σιλουέτα της, μας έστελνε τ' αστραπόβροντά της, εκείνο το απαίσιο πατ-πατ-πατ, κοφτό, ρυθμικό, μονότονο, λες και το έκαμνε πεισματικά για να μας νευριάσει. Ενώ οι ψαροπούλες, οι σκούνες, τα μπρίκια, οι γολέτες, οι μπρατσέρες, τι ομορφιά, τι ευγένεια και τι μεγάλη ψυχή! Δεν είναι μονάχα η αρμονία και η ισορροπία κι η απόλυτη σκοπιμότητα όλων τους των στοιχείων, που τα κάμνει όλα αυτά τα πλεούμενα να φαίνονται σαν πλάσματα της δημιουργικής φαντασίας. Η σιωπή τους η πλούσια είναι η πιο μεγάλη τους αρετή. Αυτή δεί­ χνει με πόσην ηρωικήν περηφάνεια αντικρύζουνε τη μοίρα τους και πόσο εσωτερικά ζούνε όλα τα μυστικά της ζωής τους. Τα βράδια έχει τη συνήθεια ο αέρας σχεδόν πάντοτε να καλμάρει. Με τα τελευταία πορτοκαλιά αντιφεγγίσματα της δύσης απάνου στα αεροκρεμασμένα συννεφάκια ή πίσου από τις κορφές των βουνών, γίνεται μπουνάτσα. Η θάλασσα ακίνητη και πηχτή σα λάδι. Τέτοιαν ώρα τύχαινε συχνά να γυρίζουνε από το ταξίδι τους τα μεγάλα καΐκια. Μαύρο σκαρί, μαύρα ξάρτια, κανελλιά πανιά ανοιγμένα διάπλατα δίχως ριπή ανέμου, λίγα μέτρα διάστημα, με τα βαριά τους τα κουπιά. Έτσι ακίνητα, σαν πετρωμένα, σα μαγεμένα φαντάσμα­ τα άλλου κόσμου, γεμίζανε το σκοτεινόν ουρανό με το μεγαλείο τους. Και να! ξαφνικά ένα μεγάλο ψαροκάικο χωρίς κατάρτι, χωρίς ξάρτια, με τα πανέρια του, με τα δίχτυα του, με τους γάντζους του και με τον καπετάνιο λοξά μέσα στο νερό όλοι μαζί, σαν ένας άνθρωπος, ύστερα σηκωνόντανε όρθιοι όλοι μαζί, στηρίζανε τη μια τους γυμνή πατούσα στον αντικρινό μπάγκο και βάζοντας όλη τους τη φόρα ρίχνανε πίσου το βάρος του κορμιού και τραβούσανε προς το στήθος το χερούλι του κουπιού- κι όταν το κουπί έβγαι­ νε από το νερό, αυτοί πέφτανε και καθόντανε όλοι μαζί τον μπάγκο τους, για να ξαναρχίσουνε τα ίδια, ενώ το καΐκι πετιότανε μπροστά σαν το πουλί. Όταν φτάνανε δίπλα το Άη Νικόλα, τον προστάτη των θαλασσινών, στεκόντανε


μια στιγμή όρθιοι με τα κουπιά τεντωμένα ίσα δεξιά κι αριστερά του καϊκιού σα φτερά, κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα πάλι όλοι τους μαζί δίνανε μιαδυό κουπιές ακόμα και μπαίνανε στο λιμάνι - κι η ξάστερη νύχτα μαζί τους. Κάπου στην προκυμαία, στην Αίγινα, ανάβανε οι λάμπες του πετρελαίου και της ασετυλίνης. Η θάλασσα αστροβολούσε. Λατέρνες και λαλούμενα ακουγόντανε από μακριά. Καθισμένοι έξω στο μισοσκόταδο οι μπεκρήδες κόβανε τη ντομάτα στα τέσσερα, την πασπαλίζανε με ρίγανη και αδειάζανε τα κατοσταράκια με τέμπο και κατάνυξη Η Κοραλία (παρατσούκλι κάποιου παλιού μπεκρή, που το μεθύσι του βάσταε ολόκληρες μέρες], ξυπόλυτη, αξούριστη, άρχιζε τα παραμιλητά μοναχή της, σκοντουφλούσε από ντουβάρι σε ντουβάρι κι η πρόγκα και τα γέλια την ακολουθούσανε παντού. Στου Βουτέρη το καφενείο κάθε Σαββατοκύριακο παίζανε τα όργανα: ένα βιολί, ένα μπουζούκι, ένα σαντούρι. Τα παιδιά κι οι κουμπάροι ερχότανε να σπάσουνε κέφι πίνοντας ούζο ή μπύρα. 0 καλαματιανός, ο τσάμικος, ο καρσι­ λαμάς έστρωνε με τέτοιαν αβίαστη χάρη, με τέτοια συνείδηση του ρυθμού και του χρόνου, με τόση πείρα και προσωπικιή έμπνευση μαζί, που κανενού ο χορός (σκέρτσα και τσαλιμάκια κι αναστεναγμοί) δεν έμοιαζε με του αλλουνού. - Άιντε, Θωμά*. Χόρεψε κι εσύ. 0 Θωμάς μπορεί να είναι φτωχός σε όλα, όπως και στο πνεύμα, όμως έχει μερακλίδικη ψυχή. Στην αρχή κάμνει νάζια Θέλει, μα ντρέπεται. Ύστερα όμως, αφού όλοι φωνάζουνε και χτυπάνε ρυθμικά τα παλαμάκια, πηδάει στη μέση του καφενείου με τα μαύρα του τα ποδάρια, με τα μαύρα του τα δόντια, με το τρύπιο του το βρακί και με το αιώνιο χαμόγελο του, είτε φράγκο του δίνεις, είτε σβερκιά. Κι ο Θωμάς λυγώντας τη μέση, ζυγιάζοντας το κορμί του στον αέρα χορεύει με τόση τάξη και σοφία και αίσθημα που λες: η τέχνη δεν έχει έδρα της το λογικό. - Άιντε, Θωμά, κάνε και δυό τούμπες. 0 Θωμάς κάνει τρεις. Δε θέλει να χαλάσει το χατήρι κανενού. Κι ύστερα με τα "ζήτω" και με τα "μπράβο" της κοινής γνώμης φεύγει τρεχάτος και σκυμ­ μένος από τη διπλανή πόρτα, για να ξανάρθει και ν' ακουμπήσει πάλι στον παραστάτη της μεγάλης μπροστινής πόρτας, για να γελά και να καμαρώνει τους άλλους. Ο Θωμάς βυθισμένος στα "άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας", ζώντας πέρα από το καλό και το κακό, στο δικό του κόσμο δίχως νόμους και δίχως ανομίες, έχει καταφέρει να νικήσει την κακία των ανθώπων με το τολοστϊκό δόγμα "της μη αντιστάσεως εναντίον του κακού". Κι όταν αργά τα μεσάνυχτα ησύχαζε η πολιτεία και κλείνανε τα μαγαζιά κι άρχιζε η βασιλεία της Σιωπής, ε τότε ο περίφημος εκείνος γεροψαράς με το... * (Σ.τ.Σ]. Ο Θωμάς πολύ αργότερα πήρε τη θέση του στον κόσμο. Μα είναι τόσο ανθρώ­ πινος τύπος, που θαρρείς πως υπάρχει από την ημέρα που θεμελιώθηκε η πλάση.


ενάμισι πόδι (ο καλός πολίτης πρέπει να έχει τέσσερα για να κυβερνιέται καλά και να μπορεί να ατενίζει τα υψηλά ιδεώδη), ο τρομερός κυνηγάρης των χταποδιών, τύφλα στο μεθύσι άρχιζε το διάλογο του με το φεγγάρι μες από τη βάρκα του, τη δεμένη στο μουράγιο, και το υβρεολόγιο ενάντια σε όσους περνώντας απέξω τόνε πειράζανε. Η Αίγινα έχει πολλούς ευτυχισμένους ανθρώπους. Οι γλετζέδες του Σαββατοκύριακου, αυτοί, που χορεύουνε στο καφενείο με τα όργανα και με τη γαλαρία γύρω, είναι οι ερασιτέχνες του κρασιού. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι περαστικοί απεδώ: ναυτάκια αμούστακα, που κάνουνε τη θητεία τους στον Πόρο και στο Ναύσταθμο ή ψημένοιτης θάλασ­ σας μούτσοι, λοστρόμοι, καπετανέοι στα βαπόρια των εσωτερικών γραμμών που έρχονται στο χωριό τους κάθε φορά, που έχουνε άδεια ή τους δίνεται ευκαιρία να ιδούνε τη φαμίλια τους. Και τότες το ρίχνουνε όξω μαζί με τους άλλους. Πρέπει να πληροφορηθεί η υφήλιος, πως ήρθανε και πως ξέρουνε τι θα πει ζωή. Οι άλλοι, που γίνονται κάθε τόσο τύφλα, που το μεθύσι τους βαστάει μέρες, που κυλιούνται στους δρόμους, που τρώνε πρόγκα, χουγιαχτά και σάπιες ντομάτες, αυτοί είναι οι αλκοολικοί, που χάσανε κάθε συναίσθηση του ανθρωπισμού τους, που δε θυμούνται κατόπι τι έτρεξε και δε βαστάνε κακία κανενού... Αυτοί είναι οι νικημένοι του κρασιού. Αυτοί δε το πίνουνε, τους πίνει. Το πάθος τους έχει καβάλα. Το στόμα τους είναι γανιασμένο. Δε νιώ­ θουνε ούτε την ουσία, ούτε τη μυρωδιά του κρασιού. Ξεπέφτοντας στην τάξη των χτηνών απλουστεύουνε τη σχέση τους με τη ζωή και με το θάνατο, βυθι­ σμένοι ως το λαιμό στην αιώνια λήθη των πάντων. Η Αίγινα δε μπορεί να στηρίξει τη δόξα της ούτε στους περαστικούς ερα­ σιτέχνες των κρασιών της, ούτε στους παντοτεινά ναυαγισμένους "διψομανείς". Κι έχει το νησί περίφημα κρασιά, ρετσίνες και κοκκινέλια. Δε θα μπο­ ρούσε να μην έχει και αληθινούς μπεκρήδες στο ύψος των κρασιών της, άξι­ ους καλλιτέχνες του ποτηριού με όλο τους το είναι και με όλους τους κανόνες της τέχνης. Γι' αυτούς είναι περήφανη η Αίγινα κι ολάκερος ο ανθρώπινος πολιτισμός!... Αυτοί δε θεατρίζουνε στα μάτια του κόσμου, ό,τι ιερότερο χάρισε ο θεός στους εκλεχτούς του εδώ στην Κοιλάδα του Κλαυθμώνος: τη μυστική χαρά του πιοτού. Δε θα τους ιδείς να κάθουνται ανοιχτά στις ταβέρνες της πιάτσας για να τους ταράζουνε τα μάτια των βέβηλων την τελετουργία τους. Δε θορυ­ βούνε, δε γελούνε φωναχτά, δεν τραγουδάνε, δε χορεύουνε, ούτε μιλάνε. Η ρωμέικη παρεξήγηση δεν έχει τόπο στο θυσιαστήριο τους. Γνώρισα μια μικρή παρέα από δαύτους. Με το σούρουπο, μετά τη δουλειά της, πριν πάνε στα σπίτια τους να φάνε, μαζεύονται ένας-ένας στο καφενείο. Άμα συμπληρωθεί ο αριθμός τους, συμπληρώνεται κι η προσωπικότητα του


καθενού. Από τότε αρχίζει ο καθένας τους να αισθάνεται ολοκληρωμένον τον εαυτό του. Στα μουγγά, χωρίς να πει κανένας: "πάμε", σα να τους οδηγεί άγγε­ λος Κυρίου, σηκώνονται και τραβάνε σε μιαν απόμερη ταβέρνα. Στην ταβέρνα του Γλήγορη του Μαλτέζου, πιάνουνε ένα τραπέζι στην πιο σκοτεινή γωνιά. Κάθονται ακίνητοι, σαν συγκλητικοί, και αφοσιωμένοι. Δε βγάζουνε μιλιά, δεν παραγγέλνουνε τίποτα. 0 Γλήγορης φέρνει μόνος του το κατοσταράκι βάζοντας από πάνου το δάχτυλο του για να η φαίνεται το... ύψος του κρασιού. Κάποιος από την παρέα βγάζει από την τσέπη του μια φούχτα στραγάλια ή πασατέμπο1 καμιά φορά μισή γαλέτα ή κανένα σπιτίσιο κουλούρι από κριθαρένιο αλεύρι. Αυτός είναι ο μεζές. Έτσι μονάχα καταλαβαίνουνε την ουσία και το άρωμα του κρασιού, έτσι νιώθουνε να γλιστράει από το λαρύγγι στο βάθος της ψυχής η παρθενιά του αμόλευτη. Ο πρόσφυγας παπάς, που έκανε μερικά χρόνια στην Αίγινα, άμα του υπρόσφερνες ένα ποτήρι κρασί κι ένα μεζέ στο πηρούνι, έπαιρνε το ποτήρι και έσπρωχνε πίσου το πηρούνι: - Να γιατί OL Γενήτες [Αιγινήτες) με βγάλανε, πως είμαι μπεκρής. Γιατί όταν πίνω το κρασί, δε βάζω τίποτες άλλο στο στόμα μου. Θέλω, βρε αδερφέ, να καταλαβαίνω τι πίνω. Ορίστε! Λογαριασμό θα σου δώσω... Οι ερασιτέχνες όμως οι τυχάρπαστοι του κρασιού, τρώνε τον περίδρομο. Γιατί δεν είναι πραγματικοί πότες. Το κρασί έρχεται δεύτερο. Και πίνουνε και περισσότερο απ' όσο πρέπει και βαστάει το στομάχι τους. Γιατί δεν έχουν ρέγουλα, δε ξέρουνε πού έγκειταιη αξία του πιοτού. Οι αληθινοί συναντώνται από άλλο δρόμο με την ποιήτρια Ελισαβέτα Μπράουνιγκ. 0 καημός της μεγά­ λης αυτής γυναίκας ήτανε να μπορούσε να έπινε όλην την ποίηση των αρχαί­ ων Ελλήνων μέσα στο ποτήρι, αλλά λίγο - λίγο σαν την μύγα!... Αυτό κάνουνε οι αληθινοί ποιητές του ποτηριού. Η Αίγινα, η πατρίδα του καλύτερου δικαστή άλλοτες, του Αιακού, και των καλύτερων ελληνικών σκόρδων σήμερα, έγινε με τον καιρό το αγαπημένο νησί των ποιητών, των λογίων και των καλλιτεχνών. Γιατί έχει πολλές φυσι­ κές ομορφιές: βουνά, πλαγιές, ακρογιάλια1 γιατί η ζωή εκεί είναι πολύ φθηνό­ τερη απ' όσο είναι στις Σπέτσες και στον Πόρο- και γιατί δεν απέχει πολύ από τον Πειραιά - μιάμιση ώς δυό ώρες ταξίδι. Στην εποχή του Περικλή στεκότα­ 1 νε μέσα στα μάτια του Περαία σαν τσίμπλα σήμερα λαμποκοπά σαν ερωτι­ κός πειρασμός Τραβώντας ο ένας τον άλλονε ήρθανε στην Αίγινα και περάσανε ένα ή περισσότερα καλοκαίρια ο Πικρός, ο Γιώργος ο Πολίτης, η Λιλή Ιακωβίδη, ο γερο-Φωτιάδης. Μερικοί χτίσανε ή αγοράσανε δικές τους βίλες, και δεν ενοούνε να το κουνήσουνε από δω: ο Πωπ, το ζεύγος Περσάκη, ο Καζαντζάκης. Και μια χρονιά ανέβηκαν και κουρνιάσανε σαν κιρκινέζια απάνου στο βουνό της Παλιοχώρας μέσα στα χαλάσματα μιας ερημοκκλησιάς ο ζωγράφος ο


Βασιλείου με τη μποέμικη φτωχοπαρέα του: το Μαρτζουβάνωφ και τον Παπαλουκά. Έρημοι εκεί απάνου ζωγραφίζανε από το πρωί ως το βράδυ τις ατέλειωτες ποικιλίες του τοπίου. KL είχανε μέσα σε μια καλαθένια βαλίτσα λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, δυο-τρεις τσίρους, μερικά σκόρδα κι ένα κομμάτι ασβεστοποιημένο τυρί' και κρεμασμένην από ένα καρφί του τοίχου μιαν κιθάρα. Κι από κει ψηλά κατεβαίνανε κι ανεβαίνανε μιάμιση ώρα ανηφοροκατήφορο για να κουβαλήσουνε νερό μέσα στη στάμνα τους από κάποιο πηγάδι πέρα στ' αμπέλια. Καμιά φορά ερχόντανε και τους βρίσκανε άλλοι μποέμηδες συνάδερφοι: ο Ρέντζος, ο Πολυκαντριώτης, ο Κόκκινος, μαζί με μερικές συμμαθήτριες της Σχολής Καλών Τεχνών και τότες παίρνανε την κιθάρα, την αισθηματική τους καρδιά και τις καλές φωνές τους και κατεβαίνανε την πόλη. Περασμένα μεσά­ νυχτα παρελαύνανε σε μια μακρινή γραμμή μπροστά σ' όλη την προκυμαία ίσαμε το «Κόρτε» τραγουδώντας παθητικά με τ' ακομπανιαμέντο της κιθά­ ρας, ενώ ο κόσμος, που τους έβλεπε, έλεγε: «Να! οι... αβράκωτοι!» - γιατί φορούσανε κοντά πανταλόνια από χακί πάνου από το γόνατο, σα Σκωτσέζοι. 0 Πικρός ήρθε ένα χρόνο μετά από μένα. Με τα μανίκια του πουκαμισιού του ανασκουμπωμένα, με κάτι άσπρα πάνινα παπούτσια δίχως τακούνι και δίχως... σόλες, ροβολούσε πηδηχτός στα νύχια κάθε πρωί στο «Κόρτε», έπια­ νε ένα τραπεζάκι κι έγραφε τον «Πιτσιρίκο» του. Εγώ σ' ένα διπλανό τραπέζι έγραφα το «Λαό των Μουνούχων». Και δος του κάπνιζε ο Πικρός κι άμα έβλε­ πε να περνά καμιά όμορφη γυναίκα σούφρωνε τα φρύδια του, τρέμανε τα γυαλιά του στη μύτη και του πέφτανε, όσο να έρθει η ώρα να σηκωθούμε να πάμε για μπάνιο: η μεγάλη ώρα της βουτιάς από τα βράχια στα κρουσταλλένια νερά και του τσιτσιδαριού στον ήλιο και στον αέρα! Κι ύστερα ίσα στο φούρνο να πάρουμε το γκιουβέτσι καυτό ακόμα και να τραβήξουμε στην ταβέρνα, όπου δε λείπανε ποτές οι σελέμηδες να μας κάνουνε συντροφιά. 0 Καστανάκης ήρθε στα 1923. Νοίκιασε ένα δωμάτιο απάνου από του Βουτέρη το καφενείο αντίκρα στο λιμάνι. Από κει καμάρωνε τα καΐκια, τα νησιά, τα μοράίτικα βουνά και τη θάλασσα. Κάτου από τα παράθυρα του ξεμπαρκαρίστηκε το 1828 ο Καποδίστριας στην πρώτη του έδρα του λεύτε­ ρου ελληνικού κράτους. Πρωί - βράδυ έγραφε (μπράβο στην όρεξη) το έργο του «Φυλή των ανθρώπων». Κι όπως έγραφε με πολλήν όρεξη, έτρωγε κι έπινε με πολύ περισσότερη! Και μαγείρευε και μερακλήδικα (πιτσούνια πιλά­ φι με μικρά τσιγαριστά κρεμμυδάκια μέσα ίσαμε φουντούκια!). Όσο περνούσανε τα χρόνια, τόσο ο ευρωπαϊκός πολιτισμός απλωνότανε στα ήθη του μικρού νησιού. Και πέφτανε ο ένας μετά τον άλλονε οι παλιοί φραγμοί, που η φεουδαρχική παράδοση του πολιτισμού μας είχε υψώσει ανάμεσα στα δυο φύλα. Μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, οι λαοί βγαίνοντας μέσα από την κόλαση της ανθρωποσφαγής, θέλανε να το ζήσουνε χωρίς


πολλά προσχήματα. Έτσι ένα πρωί, χωρίς να το καταλάβουμε, γδυθήκαμε στην αμμουδιά πλάι στα φουστάνια ενός κοριτσιού, βουτήσαμε στο ίδιο νερό μαζί του KL ύστερα ξαπλωθήκαμε κοντά - κοντά στον ήλιο για να λιαστούμε. Τα μπαιν-μιξτ ήτανε πια θεσμός. Και το βράδυ χορέψαμε στο «Κόρτε». Κι ο κόσμος δε χάλασε!

85


ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΑΠΡΑΛΟΣ (1909 - 1993) «Η γλυπτική του Καπράλου ήταν απόλυτα ελληνική σε χαρακτήρα και έμπνευ­ ση. Τον επισκέφτηκα αρκετές φορές, μελετώντας τη δουλειά του, συζητώντας την με τον ίδιο. Αυτές οι συζητήσεις συνεχίστηκαν στην Αίγινα όπου ο Καπρά­ λος είχε χτίσει ένα μεγαλύτερο σπίτι και εργαστήριο, ακολουθώντας αρκετούς άλλους καλλιτέχνες της γενιάς του που προτιμούσαν αυτό το νησί. ...Θυμάμαι μια μεγάλη φυστικιά στον κήπο τους, η πρώτη φορά που γνώριζα από πού προέρχονται αυτοί οι θαυμάσιοι και δημοφιλείς ξηροί καρποί. Μαζέ­ ψαμε αρκετές ποσότητες φυστικιών για να τα «στεγνώσουμε» στο φούρνο...» Τσαρλς Σπένσερ1 Χρήστος Καπράλος, γεννημένος από αγροτική οικογένεια στο Παναιτώλιο ή Μουσταφούλι Αιτωλοακαρνανίας, υπήρξε ένας από τους σημαντικότε­ ρους έλληνες γλύπτες του 20ού αιώνα. Σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με την οικονομική αρωγή των αγρινιωτών αδελφών Παπαστράτου και συνέχισε σπουδάζοντας γλυπτική στο Παρίσι. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1940, ενώ το 1946 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και μετέπειτα στην Αίγινα (αρχικά προσκεκλημένος του Τάκη Καλμούχου], όπου έστησε το 1963 το δικό του εργαστήριο. Απομονωμένος στο χωριό του, το Παναιτώλιο Αιτωλοακαρνανίας, δούλεψε με γύψο από το 1940 έως το 1945 την έκτη ενό­ τητα της ανάγλυφης ζωφόρου για το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου. Η ζωφό­ ρος, εύγλωττο σύμβολο της ιστορίας του νεότερου Ελληνισμού, μεταφέρθηκε από τον Καπράλο σε πωρόλιθο, στην Αίγινα, την περίοδο 1952-1956, ενώ σή μέρα κοσμεί το περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων. Τα χάλκινα έργα που ο Καπράλος δημιούργησε στην Αθήνα από το 1960 έως το 1993 στο προσωπικό του χυτήριο, φυλάσσονται στο εργαστήριο του στην οδό Τρίπου 7 στο Κουκάκι. Το αιγινήτικο «Μουσείο Χρήστου Καπράλου» που λειτουργεί με την αμέρι­ στη φροντίδα της Σούλης Καπράλου, αποτελείται από έξι εργαστήρια, στα οποία εκτίθεται όλη η αιγινήτικη δουλειά του καλλιτέχνη, δημιουργημένη στην Αίγινα από το καλοκαίρι από το 1963 μέχρι τον θάνατο του. Το έργο του Χρήστου Καπράλου είναι έντονα ανθρωποκεντρικό με εμπνεύσεις και από την αρχαία ελληνική τέχνη και μυθολογία. Το έργο του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές εκθέσεις και διεθνείς οργανώσεις στην Ελλά­ δα και το εξωτερικό. Με αφορμή εκείνο, ο ακαδημαϊκός Χρ. Χρήστου σημειώ­ νει: «Σπουδές στη ζωγραφική και απασχόληση με τη γλυπτική, η αφομοίωση των κατακτήσεων του παρελθόντος και η ερμηνεία του παρόντος, ρεαλιστι-


κές προσπάθειες, συνομιλία με την πραγματικότητα, το μνημείο της μάχης της Πίνδου, πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό, κεραμικά και αξιοποίη­ ση του τυχαίου, με τις πέτρες της θάλασσας, εργασίες σε μολύβι και χαλκό, μετάβαση από το τοπικό στο πανανθρώπινο, τα ανθρωπόμορφα αντικείμενα, μνημειακές μορφές που δίνουν νέες διαστάσεις σε προαιώνιους μύθους και εκφράζουν σύγχρονες ανησυχίες». Ο ίδιος ο καλλιτέχνης, «μία από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες της πλα­ στικής του 20ου αιώνα», «ένας από τους γλύπτες που κατορθώνουν να δώσουν μιά νέα ερμηνεία του ανθρώπου και του κόσμου», περιγράφει με τρόπο γλαφυρό τόσο τον αρχικό ερχομό του στο νησί, όσο και τη διαδικασία αναζήτησης «πρώτης «ύλης» στα λιμανάκια κάτω από το σπίτι του: «Με τη μεσολάβηση του Τηλέμαχου Αποστολόπουλου, ο Τάκης Καλμούχος με καλεί στην Αίγινα να δοκιμάσω μια ωραία πέτρα που υπάρχει στο νησί. 0 Καλμούχος και ο Καζαντζάκης, στενοί φίλοι, το 1935 αποφασίζουν να ζήσουν στην Αίγινα, σ' ένα ερημικό μέρος του νησιού, για να δουλέψουν μακριά απ' τον κόσμο. Βρήκαν μια έκταση σ' ένα ακρωτήρι στο βορειοδυτικό μέρος της Αίγινας. Την αγόρασαν, τη μοίρασαν και χτίσανε τα σπίτια τους. Φτάνω στην Αίγινα το καλοκαίρι του 1951 φιλοξενούμενος του Καλμούχου. Με φέρνει σε επαφή με ένα Αιγινήτη γείτονα του, τον Αντώνη Χατζό­ πουλο, που είχε νταμάρι και θα αναλάμβανε να μου βγάλει την πέτρα. Μου φέρνει δύο μικρά κομμάτια πουρί για να δοκιμάσω...». Χρόνια αργότερα, μιλώντας για τις επρίφημες πέτρες του, σημειώνει: «0 περίπατος λοιπόν στην ακροθαλασσιά στάθηκε για μένα μια αποκάλυ­ ψη, παρατηρώντας τα σχήματα που είχαν πάρει οι πέτρες με τον καιρό. Έτσι τις ώρες του μπάνιου γινόταν και η συγκομιδή. Οργώναμε με τη Σούλη από το πρωί τα ακρογιάλια φορώντας τα μπανιερά μας και φορτωνόμασταν τις πέτρες σε τσάντες απ' τους ώμους μας. Το βράδυ, με μια λαμπίτσα συντρο­ 2 φιά, γινόταν η μεταμόρφωση...».

1. Τσαρλς Σπένσερ: «Charliko in Greece... Αναμνήσεις ενός Άγγλου κριτικού τέχνης», εκδόσεις Gema, 2005. 2. Χρήστος Καπράλος, «Αυτοβιογραφία» συμπληρωμένη από τη Σούλη Καπράλου, εκδόσεις Άγρα 2001. 87


«Φιγούρα», 1967 Ορείχαλκος, 17x7x3 εκ. Ιδιωτική συλλογή


«Φιγούρα», 1967 Ορείχαλκος, 17x7x3 εκ. Ιδιωτική συλλογή


ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ

Αίγινα Έξω χειμώνας Κάνει κρύο και στο κτήμα Οι φιστικιές χτίκιασαν Αλλά Μέσα στο σπίτι Η μουσική που καίγεται στο τζάκι Είναι πνευστό που αναφέρεται στο σύμπαν 28 Ιανουαρίου 1989

90

· # fei* *.--• ι *

ft

i

:•


ΙΟΥΛΙΑ ΠΕΡΣΑΚΗ

Ο τελευταίος χρόνος του Σοφοκλάρα

άθε χρόνο η οικογένεια Φέλπα έφευγε από την Αίγινα και πήγαινε σε συγ­ γενικό σπίτι στην Αθήνα για τις γιορτές. Περνούσε τα Χριστούγεννα, το Νέον Έτος και τα Φώτα και γύριζε πια αρχές Φεβρουαρίου πάλι στην Αίγινα. Η μικρή υπηρέτρια ανυπομονούσε απ' το Νοέμβρη να φύγουν, ετοίμαζε τα φορέματα της, τα παπούτσια της, τα μαντηλάκια και κάτι μικροπράματα μέσα σε κουτιά. Έβγαζε και τα φύλλα του ημερολόγιου δυο - τρεις μέρες μπροστά, ενώ ήταν καθιερωμένο ότι, ακριβώς στις 23 Δεκεμβρίου, παίρνοντας τρεις βαλίτσες και δυό γάλους θρεφτάρια, θα ξεκινούσε η οικογένεια Φέλπα για την Αθήνα. Φεύγοντας, θ' άφηναν επιστάτη το Σοφοκλάρα, που θα φύλαγε το μεγάλο σπίτι απ' το μικρό σπιτάκι, που τόχαν επίτηδες για επιστάτη. 0 Σοφοκλάρας είτανε παλιός θαλασσόλυκος, άνθρωπος τώρα με τα γερά­ ματα μονάχα του κρασιού και των ρευματισμών. Όλο τον άλλο καιρό ο Σοφο­ κλάρας, που δε φύλαγε το σπίτι, καθόταν μονάχος του σ' ένα ερημικό καμαράκι με μια μικρή αυλή και χρησιμοποιούσε τον εαυτό του να μαζεύει, γι' άλλους, δολώματα στη θάλασσα, σκουλήκια ή γαρίδες, να σηκώνει τα μπα­ τζάκια του ως τα γόνατα, να μπαίνει ξυπόλητος με τον κουβά και να βρέχει τα ξερομαχιασμένα καΐκια που τάχαν τραβήξει οι καπετανέοι στη στεριά. Έκανε και θελήματα με μικρή πληρωμή. Ως κι ο παπλωματάς τού εμπιστευόταν κάθε τόσο καινούργιο στρώμα, να το κουβαλήσει απάνω στο κεφάλι του κρεμαστό, σε στενοσόκακα, στις φτω­ χογειτονιές. Έβλεπες τότε μονάχα τα πόδια του κι ο ίδιος χαιρετούσε αγνώ­ ριστος με μια κουβέντα τους γνωστούς που συναντούσε. Ήταν άντρας γερο­ δεμένος, ψηλός ως εκεί πάνω, γι' αυτό από Σοφοκλή, που ήταν τ' όνομα του, τον φώναζαν Σοφοκλάρα. 0 Σοφοκλάρας τώρα είχε περάσει τα ογδόντα, κ' είχε μια φωνή βαθειά, που σου θύμιζε ήχους από σπηλιές, σαν η θάλασσα χτυπιέται το καταχείμωνο. Μ' αυτή λοιπόν τη βαθειά φωνή, που έβγαινε από τα έγκατα του στήθους του, διηγόταν με ύφος παιδιού δεκαπέντε χρονώ περιστατικά της ψαράδικης ζωής του ή απ' τη θητεία του σαν ήτανε ναύτης. Γιατί θυμόταν όλο και τα πιο παλιά. Θυμόταν μερικά ψάρια σα να ήτανε απ' το σόι του, τα παίνευε, όπως

Κ


το χταπόδι. «Το χταπόδι ούτε κόκκαλο έχει, ούτε λέπι. Γλυκό ψάρι, γλυκό. Με πατάτες στο φούρνο το τρως και δεν το ξεχνάς. Να το χτιμάς...». Έκανε τότε μια σιωπή και σε κοίταζε στα μάτια. «Έπιανα από δαύτα», εξακολουθούσε, «όσα ήθελα. Ήξερα τα λημέρια τους.» Για τις κατσούλες πάλι άλλα παινέματα: «Αυτές κρύβονται κάτω απ' την άμμο και πρέπει να κόβει το μάτι σου για να τις ιδείς, αλλιώς τις προσπερνάς και δεν τις καμακώνεις. Είναι νόστιμο ψάρι. Τηγανιτές και περιχυμένες με σάλτσα ντομάτα... Έμαθα την τέχνη του ψαρά από δέκα χρονώ. Μ' έπαιρνε ο παππούς μου στη βάρκα. Μ' έχανε βάλει και σχολείο. -Τι τα θέλει, λέει ο παπ­ πούς μου στη μάνα μου, ο Σοφοκλής τα γράμματα; θα τα δουλέψει; Όχι! Λοι­ πόν άσ' τόνε σε μένα... Μούμαθε πολλά της τέχνης. Έχουνε και τα ψάρια, πρέ­ πει να ξέρεις, τα κόλπα τους». Άλλα ψάρια ο Σοφοκλάρας τα είχε φούρκα και μιλούσε γι' αυτά μ' άχτι σα νάτανε εχθροί του. «Μια μέρα πιάνω μια σμέρνα. Τι σμέρνα; Θεόρατη! Μέσα στη βάρκα κόντευε να με φάει. Της κοπανάω τότε μια, δυό, τρεις, τέσσερις μ' ένα χοντρό ξύλο στο κεφάλι, ως που ησύχασε... Εγώ φταίω; Εκείνη έκανε σαν τρελή». Αυτά τα διηγόταν άμα είχε πιεί λίγο κρασί, τάλεγε σιγά - σιγά κ' έμοιαζε σα να μπουμπούνιζε από μακριά η φωνή μέσα στο στήθος του. Κ' ήτανε μάλλον εξομολογήσεις στον εαυτό του, συνέχειες μέσ' στο μυαλό του, που τις έλεγε κομματιαστά σε κείνον που τις άκουγε. Κι όλο τη νεότητα του θυμόταν. «Στον Κραβασαρά σαν είμουνα ναύτης, είμαστε «εξόδου» με τρεις άλλους ναύτες. Τον Πέτρο της μαμής το γιο, το Λάμπρο του κανατά και τον εγγόνα του Νότη του μπαλωματή. Μόλις πατήσαμε τη γης, μπαίνουμε σε μια ταβέρνα κι αρχι­ νάμε τα ούζα. Εμείς τότε, κείνα τα χρόνια, δεν ξέραμε από ούζο κι αρχινάμε να το πίνουμε σα νάτανε κρασί. «Εβίβα!» Νταγκ! Μια και κάτω γεμάτο το ποτήρι. Είμαστε τέσσερις και πληρώσαμε τρεις οκάδες ούζο. Σ' τ' ορκίζομαι, να, μα τούτο το τσιγάρο που καίει - λέει κοιτάζοντας τη φωτιά του - τόσο ήπιαμε! Γυρίσαμε την ώρα που νύχτωνε τύφλα στο μεθύσι στο καράβι. Τραβάω εγώ πρώτος ίσα στο καρέ των αξιωματικών. Στεκόταν κοντά στην πόρτα ορθός ο κυβερνήτης. Τον αγκαλιάζω ευτύς και τον αρχινάω στα φιλιά. «Να μου ζήσεις αδερφάκι!» Οι τρεις άλλοι ναύτες είχαν αγκαλιασμένους άλλους αξιωματι­ κούς». Κοιτάζει τώρα με μάτια δακρυσμένα απ' τη συγκίνηση που του προξε­ νεί η ανάμνηση της παλληκαριάς του. Κουνώντας όμως το κεφάλι χαμογελάει και κάνει μια μεγάλη πάψη. «Την πληρώσαμε όμως τη νύφη... Μας τιμωρήσανε σκληρά... Σαν πήγαινα όμως με την ατμάκατο κ' ήτανε μέσα ο πρίγκιπας ο Γεώργιος, τότε γινόμουν άλλος. Στεκόμουνα σαν κορίτσι. Ε, ρε άντρακλας κι αυτός ο πρίγκηπας! Σαν κ' εμένα ως εκεί πάνω! Να μ' έβλεπες τότε πώς είμου­ να ντυμένος... Φωτιές βγάζανε τα ρούχα μου, λάμψες απ' την καθαριότη!». Γίνηκε άλλη πάψη. Αλλάζει φυσιογνωμία ο Σοφοκλάρας, σα να περνάνε


χρόνια από πάνου του. «Για χρόνια όλοι με λογαριάζανε, όλοι με χτιμάγανε, σ' όλη μου τη ζωή είχα βάρκα δική μου, εργαλεία ψαρικής δικά μου και σ' όλες μου τις τσέπες είχα λεφτά, ως που ήρθανε οι μπαγάσηδες οι Γερμανοί. Τότε πάει, πάει, καταστράφηκα!». Γίνεται πάψη, ύστερα πάλι διηγιέται: «Μια νύχτα, χάση κόσμου, αγέρας πολύς. Σηκώθηκα και πήγα να σιγουράρω τη βάρκα μου στο λιμάνι. Την είχα στον Άι-Νικόλα. Δε μ' αφήσανε να περάσω οι Γερμανοί σκοποί. Δε μ'αφήσανε οι άτιμοι... Το πρωί μ' αφήσανε, τιτο όφελος; Τι να το κάνεις; Τι να το κάνεις; Σαν πήγα, κομμάτια η βάρκα! Είχε λυθεί και χτυπιόταν όλη νύχτα στη θάλασσα και στο μουράγιο, σαν τη νιόνυφη χήρα στο κρεββάτι... Πάει και βάρκα, πάει και πανί, πάνε κ' εργαλεία. Πάνε... Κάποια μέρα όμως, ύστερ' απ' την Κατοχή, τσακώθηκα στην αποθήκη που μας μοιράζανε τ' αμερικάνικα ρούχα. Τσακώθηκα με το Δήμαρχο. Είμουνα ώρες στην ουρά κι όταν ήρθε η σειρά μου και μπήκα μέσα, αντίς να μου δώσουν ένα ρούχο να ζεσταίνομαι, ένα σακάκι, που λέει ο λόγος, μια μπατανία να σκεπάζομαι και να ζεστοκοπιέμαι ή ένα παντελόνι, που το δικό μου ήταν τρύπιο και δεν είχα άλλο, τι μου δώσανε νομίζεις; Μου δώσανε πυτζάμες και κάτι πέτσινα γάντια. Δεν είχα φορεμένα τέτοια πράματα στη ζήση μου και λέω του Δημάρχου: «Τα ρούχα που μου δώσανε, κυρ Δήμαρχε, δεν είναι για μένα». «Γιατί;» «Αυτά είναι μπαγάσικα ρούχα!» Στάθηκε ο Δήμαρχος και με κοίταξε. «Σε ποιον μιλάς έτσι;» μου κάνει. «Σε σένα!» Φουρκίστηκε ο Δήμαρχος κι αγρίεψε. «Εσύ, εσύ σ' εμένα; Να πας να μιλάς έτσι στους όμοιους σου! Εγώ είμαι κύριος...» Φουρκίστηκα κ' εγώ που με πρόσβαλε μπροστά σε τόσο κόσμο, σε τόσο γυναικομάνι που στεκόταν στην ουρά, είχα πιει και κανα-δυό ποτήρια κι άναψα ευθύς. «Αν είσαι κύριος», του φωνάζω, «πού είναι, ρε η κυριότητα σου; Δείξ' τηνε ντε;». Όλα αυτά όμως περάσανε. Τώρα τελευταία - και είναι το πιο σπουδαίο γεγονός μέσα σ' όλο το χρόνο - είναι που φυλάει μέσα στο καταχείμωνο αυτό το εξοχικό σπίτι. Έπαιρνε τη θέση του επιστάτη στα σοβαρά κ' έκανε καμιά δεκαριά φορές την ημέρα το γύρο του σπιτιού KL όλο σηκώνει τα μάτια και το κοιτάζει. Ύστερα, τον άλλο καιρό, αφού τάιζε δυό κατσίκες που ήτανε κλει­ σμένες στη μάντρα, τάιζε έξω από τη μάντρα και κάτι κότες, έφευγε για το καμαράκι του. Φώναζε τις δυό γάτες για ζεστασιά, χωνόταν στο κρεβάτι του κι από κει μέσα, κάτω απ' τα ρούχα, τραγούδαγε ο Σοφοκλάρας αμανέδες και άλλα τραγούδια ρεμπέτικα. Όχι αστεία, φωνή τότε! Δεν είχε και τη φασαρία της μαγειρικής. Ό,τι όσπριο του άφηνε η οικογένεια Φέλπα, κουκκιά, φασό­ λια, ρεβίθια, μπιζέλια, έβαζε από το βράδυ ένα - δυό χούφτες στο νερό να μου­ σκέψουν και την άλλη μέρα από το πρωί άρχιζε λίγα - λίγα να τα μασάει. «Τι τα θέλω εγώ τα μεγαλεία, τα μαγειρέματα και τα κουραφέξαλα! Το πολύ ν' αγοράσω και καμιά ρέγγα, καμιά σαρδέλα ν' αρμυριστώ λιγάκι». «Εγώ είμαι σκληρός άνθρωπος!» παινευόταν τότε. «Το βράδυ πήρα τη συνήθεια, από κείνα τα χρόνια που δούλευα στις μηχανές, γιατί ένα φεγγάρι έκανα και βου-


τηχτής, πήρα τη συνήθεια, το βράδυ να μην τρώω. Κι όταν ήμουνα νέος, μια δυό γαλέτες, σπάνια τρεις, έτρωγα όλη την ημέρα, κι ας έχω τόσο σώμα». Φέτος όμως, που ήρθε πάλι να φυλάξει το σπίτι της οικογένειας Φέλπα, είχε χτιστεί στο διπλανό χτήμα κ' ένα άλλο. Ένα άσπρο με κόκκινα παράθυ­ ρα. Όλο το χειμώνα αυτό το σπίτι, καινούργιο κι άσπρο, θάμενε κλειστό. Το είχαν χτίσει για καλοκαίρι. Είχαν αφήσει όμως τον κήπο αυτουνού του σπιτι­ ού ένα γκρίζο σκυλί και το είχαν δεμένο νύχτα - μέρα για ν' αγριέψει. Ένας άνθρωπος ερχόταν απ' την πόλη βιαστικός μια στιγμή κάθε πρωί, για να του ρίξει ψωμί και να του βάλει νερό. Κι αντί το σκυλί, με την ταλαιπωρία της αλυ­ σίδας και της μοναξιάς, ν' αγριέψει, γίνηκε το ανάποδο. Αυτό μέρα με τη ημέρα μελαγχολούσε και καλωσύνευε. Ο Σοφοκλάρας ανέβαινε σ' ένα πεζού­ λι και κοίταζε αγαναχτισμένος το απελπισμένο σκυλί. Και αυτό, αντί να τρο­ μάξει και να κάνει να χυμήξει που τον έβλεπε, δε γάβγιζε, μόνο έβγαζε κάτι γλυκείες πνιχτές φωνούλες κουνώντας βαριεστημένα την ουρά. - Βρε τους κερατάδες γι' αφεντικάααα! φώναζε τότε όλο θυμό ο Σοφο­ κλάρας. Τι τους φταίει αυτό το ήμερο, αυτό το αθώο ζωντανό, και τόχουνε σα ληστή νυχτόμερα αλυσοδεμένο; Πήγαινε λοιπόν από την άλλη πλευρά της μάντρας και το κοίταζε για ώρα από πιο κοντά, σα για να το παρηγορήσει. Τούριχνε και κανένα κομμάτι ψωμί. Όχι. Πεινασμένο δεν ήτανε. Σαν έβρεχε όμως το μικρό σπιτάκι του σκύλου γέμιζε νερό. Πλημμύρα! Άρχιζε τότε να κλαίει και να ουρλιάζει λυπητερά. Κάτι μακριές συρτές φωνές σαν της σειρήνας. Μια τέτοια νύχτα με βροχή, βροντές κι αστροπελέκια, έκοψε την αλυσίδα του το σκυλί, πήδησε τη μάντρα και πήγε κατ' ευθείαν στο σπιτάκι του γέρου. 0 Σοφοκλάρας άφηνε με χαμηλωμένο το φυτίλι ένα μικρό λαμπάκι αναμμένο, νάχει το φως του συντροφιά. Άφηνε και την πόρτα της κάμαρας του λίγο ανοιχτή, να μπαινοβγαίνουν οι γάτες. Δεν του φάνηκε καθόλου παράξενο που μπήκε ίσα μέσα το σκυλί. - Βρε καλώς τόνε! Φώναξε κάτω απ' το πάπλωμα και τις δυό κουρελούδες που ήταν σκεπασμένος ο Σοφοκλάρας. Βρε καλώς τόνε! Όνομα δεν είχε ακούσει να το λένε, πώς να το φωνάξει λοιπόν, «Σκύλε»; Το είπε «Αγά». - Βρε καλώς τον Αγά!... Αλλά να καθήσεις φρόνιμα και με τις γάτες να μη νταραβερίζεσαι! Ξηγημένα... Οι γάτες κ' οι δυό που είτανε απάνω στο κρεβάτι, δεν το φοβήθηκαν το σκυλί, γιατί πηγαίνανε συχνά στη μάντρα του και γνωριζόντουσαν. Είχανε μάλιστα πολλές φορές και λιαστεί μαζί. - Μωρ', εσύ 'σαι μούσκεμα! φώναξε σαν πλησίασε το ζώο και του χάιδεψε τη βρεμένη πλάτη ο γέρος.


Εκείνο τούγλυψε το χέρι. Ύστερα όλο τιναζόταν για να διώξει από πάνου του το νερό τραντάζοντας την αλυσίδα του. Στο τέλος κουλουριάστηκε σε μια λινάτσα κάτω απ' το κρεβάτι. Οι γάτες, μια άσπρη μισόγρια κ' ένας μικρός γατούλης κατάμαυρος στρουμπουλός, είχαν ξαπλωθεί με την κοιλιά κοντά στο κεφάλι του γέρου και ρουθούνιζαν. Η γάτα δεξιά κι ο γατούλης αριστερά. Το Σοφοκλάρα, ανάσκελα ξαπλωμένο στο κρεβάτι, δεν τον κόλλαγε ύπνος. Μόνο, για να περνάει η ώρα τραγούδαγε. Είχε πια εξαντλήσει το ρεπερτόριο του. Βράχνιασε. - Άντε πιο πέρα, μωρή ρουφιάνα! φώναξε στην άσπρη γάτα χαϊδευτικά, που είχε ακουμπισμένο το μουσούδι στο λαιμό του και του έφερνε κάψα. Θυμήθηκε ακόμα ένα παλιό τραγούδι. Ε ρε χρόνια!... Πώς τα ξέχασα!.. Τόχε τραγουδήσει μαζί με άλλους, εκεί που το πρωτάκουσε. Στη Μπιγκάζα. Είχανε πάει για σφουγγάρια με μηχανές και, σαν βγήκανε στη στεριά, πήρανε γυναίκες μαζί και το ρίξανε στο γλέντι. «Έρημα νιάτα!» αναστέναξε. Άρχισε να το τραγουδάει: Σ' ένα στενό με ζώσανε, τρεις μαχαιριές μου δώσανε... Στη Μπαρ μπαρ ιά, στη Μπαρ μπαρ ιά, πούναι τ' ασίκικα παιδιά! Μα ξαφνικά έκοψε το τραγούδι και πετάχτηκε απ' τα ρούχα. Δεν ήταν ανάγκη να ντυθεί, γιατί πλάγιαζε το χειμώνα ντυμένος. - Μωρέ, σταθείτε! είπε στα τρία ζώα που τρομάξανε και παραμέρισαν μόλις τον είδαν έτσι απότομα όρθιο. Τόχα ξεχασμένο, βρε, βρε, βρε, με τα τρα­ γούδια τι έπαθα! Μωρ', αρχινάει να ξημερώνει και ξημερώνει Πρωτοχρονιά! Πρέπει να ιδούμε τον καινούργιο χρόνο! Πήγε κοντά στο νεροχύτη κ' έριξε νερό στα μάτια του. Σκουπίστηκε σε μια κουρελοπετσέτα, ύστερα άνοιξε την πόρτα και μπήκε βιαστικός ο δροσερός αέρας. Δεν έβρεχε πια. Κοίταξε ολόγυρα το συννεφιασμένο ουρανό. Είχε το ίδιο χρώμα παντού, βαρύς, μολυβένιος. - Και του χρόνου, Παναγία μου! είπε κ' έκανε δυο - τρεις φορές το σταυρό του κατά την ανατολή. Ύστερα ξεκρέμασε ένα σκεπαστό καλάθι, πήρε ψωμί από μέσα και πέτα­ ξε από 'να κομμάτι στα τρία ζώα. - Άντε, νάμαστε καλά, και του χρόνου από το χέρι μου να δώσει ο Θεός! ευχήθηκε για όλους. Ύστερα, φόρεσε κάτι χοντροπάπουτσα βρεμένα και λασπωμένα και βγήκε στην αυλή. Θα ήτανε πολύ βρεμένα, γιατί δεν είχανε μπει καλά στα πόδια του και κούτσαινε. Πήγε πέρα στην αποθήκη πήρε μισό δεμάτι σανό, τόβαλε κάτω απ' τη μασκάλη και τράβηξε κατά τις κατσίκες. 95


Εκείνες και οι δυό, μάνα και κόρη, κόκκινες μ' άσπρα μπαλώματα, τον περίμεναν από πολλή ώρα ολόρθες, μ' ακουμπισμένα τα μπροστινά ποδάρια τους στην καγκελόπορτα της μάντρας, 0 Σοφοκλάρας με το μισό δεμάτι το σανό μπήκε μέσα να το μοιράσει. Οι δυό γάτες και ο σκύλος έμειναν έξω από τη μάντρα και τον περίμεναν. Κάτι κότες σε διάφορους χρωματισμούς άρχισαν μια - μια να βγαίνουν από την τρύπα του κοτετσιού, πηγαίνοντας κατά τις ελιές, που δείχνανε με τη βροχή πλυμένες. Ήτανε καλοκλαδεμένες ελιές, καταπράσινες, σε τρεις μακριές σειρές, ομόρφαιναν το χειμωνιάτικο τοπίο. 0 Σοφοκλάρας στητός (άνοιξαν και μπήκαν πια τα πόδια του στα βρεμέ­ να παπούτσια) έκανε πάλι τον πρώτο γύρο του σπιτιού που φύλαγε. Ύστερα κοίταξε τη θάλασσα. Ήταν γαληνεμένη, σα χυμένο μέταλλο, μονοκόμματη. Τη χάρηκε και της μούγκρισε λίγο αντί χαιρετισμό. Γύρισε τα μάτια κατά το βουνό. Θα ξάνοιγε ο καιρός από κει, γιατί στην ανατολή είδε εκείνο το αχνό τριανταφυλλένιο φως που απλώνεται λίγο πριν βγει ο ήλιος. - Και του χρόνου, Παναγία μου, χαιρέτησε το φωτισμένο βουνό απ' τον ήλιο που θάβγαινε, κάνοντας το σταυρό του, νάμαι καλά και να φυλάξω πάλι όσο λείπουν οι νοικοκυραίοι! μουρμούριζε σαλεύοντας τα χείλη. Τα τρία ζώα είχαν ανέβει στο χαμηλό πεζούλι και καθισμένα ρέμβαζαν. Κοίταξε ολόγυρα κι ο Σοφοκλάρας... Το καταλάβαινε φέτος, όχι πια όπως άλλοτε με το νου, αλλά με τις ρίζες της ζωής του που λασκάριζαν, πως κόντευε να τελειώσει το πέρασμα του απάνω στη γη. Γι' αυτό, σαν βγήκε χλω­ μός ολόκληρος ο ήλιος και πριν ανηφορίσει, στάθηκε ακίνητος για μια στιγμή και τον είδε. - Και του χρόνου να ζήσω και νάμαι καλά!... ευχήθηκε. Λογάριαζε τον ήλω σα μάτι του θεού κ' έκανε με κατάνυξη πάλι το σταυ­ ρό του. - Μπρος, μπρος! είπε ξαφνικά στα τρία ζώα, σαν άλλος άνθρωπος, γιατί συνέφερε απ' την ονειροπόληση. Μπρος! Καιρός για μάσα! Χρονιάρα μέρα κι από μεριά δική μου είμαι ακόμα θεονήστικος! Τράβηξε για την κάμαρα του. 0 σκύλος ο Αγάς αμέσως τον ακολούθησε. Οι γάτες όμως άρχισαν, πριν ξεκινήσουν, απάνω στο πεζούλι να τεντώνονται με νάζι... Ιστορίες της κάθε μέρας, Εκδ. ΕΣΤΙΑ

96


ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΤΣΑΣ (1894 - 1975) [

Α

πό το αφιέρωμα αυτό στους εικαστικούς που σημάδεψαν την Αίγινα, δεν θα μπορούσε να λείπει ο Πέτρος Κάτσας, λαϊκός αυτοδίδακτος ζωγράφος του νησιού. Τα ευκίντα παραδοσιακά τρεχαντήρια και τα άλλα ιστιοφόρα με τα λευκά πανιά που διασχίζουν τη θάλασσα του Αργοσαρωνικού με φόντο έναν γκρι ουρανό, άλλοτε κατά μόνας και άλλοτε συντροφεύοντας το ένα το άλλο στην εικόνα, ζωγραφισμένα συνήθως σε ευτελές χαρτόνι, που οι παλαι­ ότερες γενιές των φίλων του νησιού προμηθεύονταν από το ζωγράφο για αρκετές δεκαετίες, αποτελούν πλέον συλλεκτικό αντικείμενο που εμφανίζε­ ται σε σημαντικές δημοπρασίες έργων τέχνης, γειτνιάζοντας με τους μεγαλύ­ τερους έλληνες ζωγράφους. Η συνταξιούχος εκπαιδευτικός Ελένη Κάτσα, λαϊκή ζωγράφος και η ίδια, άξια μαθήτρια του πατέρα της, με πολλές επιτυ­ χημένες εκθέσεις στο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο της Αίγινας, συνεχί­ ζει εδώ και χρόνια την πλούσια καλλιτεχνική πορεία της ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα της Πέτρου. «Τρεχαντήρι στην Αίγινα», 1965-66 Λάδι σε hardboard, 41x60 εκ. Ιδιωτική Συλλογή


ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΡΟΚΟΣ (1941-1998)

«Πώς θα χτίσουμε; Μικρό ξωκλήσι, μικρό καλύβι-καλυβάκι, μικρό μοναστηράκι μεγάλο μοναστήρι. Πέτρες, άγριες κακοτράχαλες, καλντερίμια, ξερολιθιές, πελεκητές γωνίες. Τάξη. Ναοί πάνω από τις ξερολιθιές» Από σημειώσεις του Κυριάκου Κρόκου 1

Κυριάκος Κρόκος, γεννημένος στη Σάμο, σπούδασε αρχιτεκτονική στο EM Πολυτεχνείο ως το 1967, ενώ παρέμεινε για ένα χρόνο στο Παρίσι, μετά το τέλος των σπουδών του, μαθητεύοντας κοντά στον Γιάννη Τσαρού­ χη. «Το όνομα αυτό, παράδοξο για έναν αρχιτέκτονα, είναι εν τούτοις ενδει­ κτικό των ανησυχιών και των προσανατολισμών που θα καθόριζαν στη συνέ­ χεια την ιδιότυπη πορεία του προικισμένου και ευαίσθητου Σαμιώτη», σημει­ ώνει ο Ανδρέας Γιακουμάτος, συμπληρώνοντας: «Η πορεία του Κρόκου είναι μονήρης και έξω από οποιοδήποτε προδιαγεγραμμένο σχήμα, γι' αυτό και θα απαιτήσει πολλά χρόνια για να οδηγήσει σε μια αναγνώσιμη ποιητική. 0 ίδιος εξομολογείται ότι «κάποια στιγμή αισθάνθηκα την ανάγκη να δω τον εαυτό μου, να δω γύρω μου, όχι για την αρχιτεκτονική αλλά για μένα. Εγκατέλειψα λοιπόν τα περιοδικά, δεν ήθελα να ξεκινήσω από το τι είναι ή τι δεν είναι αρχι­ τεκτονική, τι είναι αυτοί οι -ισμοί, πού να ενταχθώ, πράγμα που ποτέ δεν με ενδιέφερε. Ήθελα να δω πιο λυτρωμένα τα πράγματα, έζησα πολλά χρόνια έτσι». Οδηγείται λοιπόν σε μια προσωπική ερευνητική πορεία μιας περίπου δεκαετίας με κατάληξη την απόσπαση του πρώτου βραβείου στον διαγωνι­ σμό για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεσσαλονίκης (1977), το πιο γνωστό μάλλον και αντιπροσωπευτικό έργο του και ένα από τα σημαντικό­ τερα δημόσια έργα της μεταπολεμικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη συνέ­ χεια, και ενώ θα προχωρήσει στην πραγματοποίηση ενός όχι μεγάλου αριθ­ μού ιδιωτικών κυρίως έργων (Θέατρο οδού Κυκλάδων, κατοικία - μουσείο Φασιανού στην Αθήνα κ.ά.), ενισχύει τις σχέσεις του με προσωπικότητες της πνευματικής ζωής του τόπου, στους χώρους κυρίως της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας. Το 1990 αποσπά έπαινο στον διεθνή διαγωνισμό για το Μου­ σείο της Ακρόπολης. Το 1996 το έργο του αναγνωρίζεται ευρύτερα: εκπρο­ σωπεί μόνος την Ελλάδα στην 6η Διεθνή Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενε­ τίας»... «...Η ποιητική του Κρόκου συνοψίζει με εξαιρετικά διορατικό και


εμπνευσμένο τρόπο τις συντεταγμένες της προβληματικής δεκαετιών της ελληνικής αρχιτεκτονικής», Κεντρικό στοιχείο της ερευνάς του είναι η απο­ κάλυψη της αρχέτυπης ουσίας της φύσης και της παράδοσης του ελληνικού τόπου, του χρόνου και του φωτός που το διέπει. Ο Κρόκος ταυτόχρονα χτίζει, δεν οικοδομεί. Αφηγείται την αρχιτεκτονική μέσω των υλικών τα οποία κάνουν περιττή κάθε διακόσμηση. Φροντίζει για την ακεραιότητα του αρχι­ τεκτονήματος ως φορέα αξιών που θα πρέπει να επιβιώσουν στο μέλλον».2 Το πρόσφατο αφιέρωμα στον «εικαστικό» Κυριάκο Κρόκο στη γκαλερί «Astra» (15 Μαΐου-13 Ιουνίου 2008), με τη φροντίδα της Λέτης Αρβανίτη και στενών φίλων του, φώτισε ωστόσο και μια διαφορετική, εξαιρετική πτυχή του αρχιτέκτονα, αναδεικνύοντας ένα σπάνιο, εκλεκτικό εικαστικό βλέμμα, ικανό να συμπυκνώσει στο χαρτί την ποιητική του ελάχιστου, με τον τρόπο που το έπραττε και στις αρχιτεκτονικές σπουδές του: «Πόσοι αρχιτέκτονες σήμερα να μπορούν να σκιτσάρουν μια ανθρώπινη μορφή σε ένα μικρό χαρ­ τάκι ή να ζωγραφίσουν μια ακουαρέλα, ένα μικρό σπίτι στο κύμα, πάνω σε μια σελίδα από ένα μπλοκ σημειώσεων;», διερωτάται ορθά ο Νίκος Βατόπουλος σε άρθρο του στην «Καθημερινή» στις 11 Μαΐου 2008, με αφορμή το αφιέρωμα στον «εικαστικό» Κυριάκο Κρόκο στη γκαλερί «Astra»: «Στα όρια της συγκίνησης στέκεται κανείς μπροστά στις μικρές ακουαρέλες του Κυριά­ κου Κρόκου, στα σκίτσα του και τις «ζωγραφιές», τις σχεδόν άχρονες αλλά σε καμιά περίπτωση απάτριδες, αφού κατά ένα περίεργο τρόπο, είναι πολύ ελληνικές, με την έννοια που μια ζωγραφιά του Πικιώνη ή του Τσαρούχη ήταν «ελληνική». Τον Πικιώνη τον θαύμαζε και κοντά στον Τσαρούχη είχε μαθη­ τεύσει για λίγο στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του '60, αλλά ο Κυριάκος Κρόκος, όντας ο ίδιος ένας αυτόφωτος χαρισματικός άνθρωπος, έπαιρνε τις επιρροές που ήθελε και τις μετουσίωνε σε κάτι δικό του».... «Ίσως ακριβώς επειδή το είδος, το σπάνιο, που εκπροσωπούσε ο Κυριάκος Κρόκος, και που σήμερα το βρίσκει κανείς σε συγγένεια σε αρχιτέκτονες όπως ο Γιώργος Μακρής ή ο Τάσης Παπαϊωάννου, σε εικαστικούς, όπως ο Αλέκος Φασιανός ή ο Νίκος Στεφάνου ή ο Γιάννης Μιγάδης και ο Αλέκος Λεβίδης, διατηρεί τη μοναδικότητα του, γι' αυτό και εμείς, οι άνθρωποι του 2008, να στεκόμαστε με θρησκευτικό δέος μπροστά σε κάτι φαινομενικά απλό». Κια πιο κάτω, συνεχίζει: «Σκέφτομαι και πάλι τον Κυριάκο Κρόκο να χαϊδεύει ένα τοιχάκι από μπε­ τόν σ' ένα αυθαίρετο -όπως γράφει τόσο όμορφα ο Αλέκος Φασιανός- «που φαίνονταν αδρά τα αποτυπώματα της τάβλας ή ενός πρόσθετου τενεκέ πετρελαίου σε λαϊκή γειτονιά. Το πλησίαζε και το χάιδευε να αισθανθεί την αναγλυφότητα». Ήταν ένας «αριστοκράτης» ο Κυριάκος Κρόκος, με ωραία μορφή, ευγενής άνθρωπος, ανοικτός, βαθύς, παντρεμένος με την Λέτη Αρβα­ νίτη, που προκάλεσε τόσο θαυμαστά και με τόση υπομονή, αυτό το αφιέρω-


μα, τη νέα ματιά στο έργο του συντρόφου της. Απέκτησαν τρία παιδιά μαζί, τον Νικόλα, τον Διονύση, την Ανίτα, Ήταν ένας «οίκος» και είναι ακόμη με μια άλλη έννοια και μορφή». «...Ξανακοιτάξω τις ζωγραφιές του, σκόρπια ενθυ­ μήματα μιας αρχιτεκτονικής ιδιοφυΐας, ή μήπως, απτές αποδείξεις μίας αστεί­ ρευτης και στοχαστικής δημιουργικότητας; Με αυτήν την έκθεση, που, πριν ακόμη εγκαινιαστεί, έρχεται με την ωριμότητα μίας μακράς αναμονής, ο Κυριάκος Κρόκος διεκδικεί τη «λαϊκότητα» που δεν είχε, διεκδικεί θέση επι­ γόνου του Πικιώνη και του Κωνσταντινίδη. Είναι ένα πρώτο άνοιγμα στην κοινωνία, ενός δημιουργού που προκαλεί μεγάλη συγκίνηση με τη σοφή απλότητα του. Είναι η αρχή μιας μεγάλης διαδρομής. Η αρχή που έχει αξάκριστα ακόμη τα ίχνη από ένα σπιράλ μπλοκ σημειώσεων, όπου σκιτσάκια και ακουαρέλες γέμιζαν το χαρτί...».3 Και θα έλεγα ότι ο φίλος του Κρόκου και επίσης λάτρης της Αίγινας Νίκος Στεφάνου, που συχνά επισκεπτόταν τον Κρόκο στο νησί προτού αποκτήσει το δικό του καταφύγιο (η άλλη αγαπημένη οικοδέσποινα του Νίκου Στεφά­ νου στην Αίγινα υπήρξε για πολλά χρόνια η Ειρήνη Βούρλου μη), συνοψίζει τις αναζητήσεις του δημιουργού με τον καλύτερο τρόπο: «Τον Κυριάκο τον γνώ­ ρισα από πολύ κοντά.Τις ώρες που χάραζε τα προσχέδια για ένα σπίτι, έναν τοίχο, μια κάτοψη για να υποδεχτεί μια κάτοψη για να υποδεχτεί μια κατα­ σκευή. Ένας αυστηρός και λιγόλογος αρχιτέκτονας αλλά και ένας ζωγράφος με ουρανούς που τους διαπερνάνε χρώματα τρυφερά και ονειρικά. Το μεγά­ λο του ενδιαφέρον, η γνώση και οι παρατηρήσεις του για τη ζωγραφική ήταν από τα πολλά γνωρίσματα που τον διέκριναν και που τον οδηγούσαν σε ό,τι

!


έκανε, γιατί ήταν αρχιτέκτονας ζωγράφος που χάραζε με ευγένεια τους όγκους και με απέριττη γραφή. Αυστηρή ευγένεια και απέριττη γραφή. Θαύμαζε κτίσματα ξεχασμένα κι ακατοίκητα, που την απλότητα της όψης τους και της κάτοψης του ερμήνευε με τον δικό του τρόπο θεωρώντας τα αποφασιστικά και τελεσίδικα, κι όπως ο ίδιος έλεγε: «Αυτό». Τίποτα περισ­ σότερο τίποτα λιγότερο. Κυρίως από αυτό το τίποτα περιττό τον διακρίνει. Νίκος Στεφάνου

4

1 Τα αποσπάσματα, αναδημοσιευμένα στο «ΒΗΜΑ» στις 21 Ιουνίου 1998 με τίτλο «Η «λυρική αυστηρότητα» του Κυριάκου Κρόκου», ανήκουν σε συνέντευξη του Κ. Κρόκου προς τον Ανδρέα Γιακουμάτο που περιέχεται στο τεύχος 27/1996 του περιοδικού «Θέμα­ τα Χώρου + Τεχνών» και στον κατάλογο της επίσημης ελληνικής συμμετοχής στην Μπιε­ νάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας (1996). 2 Έκδοση με συνοδευτικά κείμενα των αρχιτεκτόνων Γιώργου Μακρή και Γιώργου Δρίνη, καθώς και των ζωγράφων Νίκου Στεφάνου και Αλέκου Φασιανού. Πρόλογος Λέτης Αρβα­ νίτη (εκδόσεις Ικαρος, εκτός εμπορίου]. 3 Νίκου Βατόπουλου «Οι «ζωγραφιές» ενός στοχαστή και αρχιτέκτονα», «Η Καθημερινή», 11 Μαΐου 2008. 4 Το κείμενο του Νίκου Στεφάνου εμπεριέχεται στην έκδοση του Ίκαρου.

|Μ£?% S^0-i

«Νεοκλασικό», Ακουαρέλα σε χαρτί, 19,5x30,5 εκ Ανήκει στην οικογένεια του καλλιτέχνη

101


ΛΙΝΑ ΚΑΣΔΑΓΛΗ

Αίγινα 1951 της Ροδιάς Κάθε πρωί καμπάνα του Ευαγγελισμού περνάει ο γλάρος, κάθε πρωί σ' αφήνει ακέριο μήνυμα στα χέρια μου, νησί, κοχύλι στην απάτητη αμμουδιά, με τη μονάκριβη σου φοινικιά, μονάκριβη, μονάχη σαν τα παιδικά μας χρόνια. Χώμα ελαφρύ που μεγαλώνει δύσκολα το αμπέλι, την αμυγδαλιά και το σιτάρι, πρώτη μας άγνοια τρυφερή, βαθιά σα νυχτολούλουδο το δείλι, κάτω από ουρανό μαργαριτάρι. Στου πελαγίσιου τ' Άι-Νικόλα τον αυλόγυρο, ίσκιος του πεύκου μαλακός το χέρι του πατέρα, ίσκιος της μνήμης ο παππούς μπρος στα εικονίσματα, ίσκιος ορθός κυπαρισσιού, ψυχή που στάθη αδείλιαστη σαν ήρθε η Μέρα. Δρομάκια γαλανά, μεσημεριάτικα, πυκνή τα φράζει η φιστικιά με τα κλαδιά της, βάρος γλυκό, κι απλώνει η γη αγκαλιά ανοιχτή, όπως απλώνει η μάνα να δεχτεί νιοφώτιστο το πρώτο της παιδί, κι είναι απ' την ίδια την τριανταφυλλένια σάρκα του η καρδιά της. Νησί, κοχύλι της υπομονής, που περιμένεις μ' έρημες φωνές, έρημες σ' έρημα τραγούδια μαραμένα, που περιμένεις να ωριμάσουν οι καρποί και να 'ρθουν τα καράβια σου απ' τα ξένα, μέτρησες την υπομονή μας με την άμμο του γιαλιού, μέτρησες τον καημό μας με τ' αστέρια. Νησί, κοχύλι του καιρού, κυλάς απόψε με τον άσπρο Γαλαξία στη θάλασσα, κυλάς και φεύγεις και περνάς, κι ο κόσμος χάνεται κάτω από τα ενωμένα μας τα χέρια.


ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΛΟΥΡΑΚΗΣ

Αίγινα

υλογημένη η στιγμή που γνώρισα την Αίγινα!.... Πήρα το πλοίο στην τύχη εν' απομεσήμερο, ποτέ δεν με ξεγελάσανε οι ξαφνικές αποφάσεις. Η θάλασσα ήταν σεντόνι γαλανό, στο κατάστρωμα είχε ήλιο Αφρικανό, καθάρι­ ζα και μασούσα ένα στυφό μήλο. Περάσαμε νησιά που θα 'ταν ακατοίκητα, βουνοκορφές που βγήκανε απ' το βυθό να δούνε ουρανό, βράχους απότομους που κατεβαίνουνε κοφτά στη θάλασσα, πλαγιές με λιγοστούς μαυροπράσινους θάμνους. Έπειτα φάνηκε η Αίγινα, λουρίδα γης με ραβδώσεις πράσινες, την πήραμε ακρογιαλιά αναζητώντας λιμάνι, ένα παιδί του τόπου στήλωσε το δάχτυλο κατά πέρα και μου 'δείξε ξεμοναχιασμένο σπίτι. - Εκεί έμενε ο Καζαντζάκης. Πλευρίσαμε στο λιμάνι, βγήκα στη στεριά, ένα μεγάλο χωριό άπλωνε γραμμή τη σειρά των καφενέδων του. Κάθησα τότες να ξαποστάσω, έπρεπε πρώτα να τα θυμηθώ, να σμίξω τα παλιά με το Σήμερα, ν' αδράξω το νόημα της Αίγινας, γης Αττικής, που την έζωνε η θάλασσα. Παίρνω ένα βιβλίο και φυλλομετρώ. Το βιβλίο είναι του ταξιδευτή αχώρι­ στος σύντροφος, ένας συμβουλάτορας που μιλάει για τα περασμένα. Βασίλε­ ψαν εδώ ο Αιακός, γυιός του Διός και της νύμφης Αίγινας, παππούς των ηρώων που αφήσανε εποχή, του Αχιλλέα, του Τεύκρου και του Αίαντα. Επειτα ήρθανε οι Δωριείς, αρχόντοι σκληροί, περάσανε χρόνια να σηκώσουν οι ντόπι­ οι κεφάλι. Γίνηκαν δύναμη ναυτική, τα βάλανε και με την Αθήνα, πληρώσανε σκληρά ετούτο το θάρρος τους. Όμως η Ζωή δεν είναι κάτι σταθερό, γυρίζει ο τροχός, αλλάζ' η μοίρα. Η Αίγινα βρέθηκε παντοδύναμη πάλι, πλούτισε πολύ, γίνηκε ξέγνοιαστη, τόπος να βουλιάξεις στην Ηδονή, να χορτάσεις τον Έρωτα και τούτη τη Σάρκα, το μέγα δώρο, που οι άνθρωποι τη θελήσανε εχτρό τους. Οι Αθηναίοι τα βλέπανε και καραδοκούσανε, βρήγκανε κάποτε αφορμή και την τσακίσανε μια για πάντα. Από τότες η Αίγινα γίνηκε παιγνίδι των ισχυρών, ο ένας τύραννος την περνούσε του άλλου, Βενετσιάνοι και Τούρκοι την εβασάνισαν. Ήτανε χρόνος 1829, όταν επάτησε ο Κυβερνήτης εδώ, το νησί στά­ θηκε πρωτεύουσα της νέας Ελλάδας, πριν απ' τ' Ανάπλι, το μέγα χτίριο της φυλακής, το 'χτίσε ο Καποδίστριας - εκείνος το 'θελε ορφανοτροφείο.

Ε

103


Πήρα το δρόμο σαν εξαπόσταστα, τραβούσα για το ναό της Αφροδίτης. 0 ναός της Αφροδίτης έβλεπε τη θάλασσα, θύμιζε την εύθυμη Αίγινα των εταί­ ρων και του Βάκχου, ένας σωρός ερείπια χορταριασμένα, θεμέλια πανάρχαια που φυτρώνουν αγκάθια. Στη μέση, ύστατο σύμβολο, μια κολώνα κατάμονη σημαδεύει τον τόπο, - φαντάζει πελώριος φαλλός στο γύρο τοπίο. Πέρα μακριά, τον ορίζοντα κλείνουν βουνά, η Αίγινα απλώνεται ναρκωμένη στον ήλιο. Ανθρωποι από τόπους μακρινούς περιδιαβάζουνε τα ερείπια σιωπηλοί, ένα ζευγάρι κοιτάζεται στα μάτια, ο ναός της Αφροδίτης χρειάζεται αυτές τις σπονδές, ετούτος ανυμνεί μονάχα τους Δύο, αρχή και τέλος της Δημιουργίας. Στην άκρη του δρόμου τ' ατέλειωτου, μετά το φάρο, περιφέρω την πλήξη μου. Εκεί 'ναι το σπίτι του, ο Καζαντζάκης διάλεξε το τελευταίο σπίτι ν' ασκητέψει. Το σπίτι τώρα είναι κατάκλειστο. Σημασία δεν έχει. Εκείνος είναι κει, στοιχειώνουνε πάντα αυτά τα σπίτια. Βάζει το κλειδί και τ' ανοίγει ο Ζορ­ μπάς, στο τραπέζει κάθεται ο καπετάν Μιχάλης με το Φτωχούλη τον άγιο, ακούνε το Μανολιό να τους ανιστορεί τα περασμένα, σιωπηλός στήνει τ' αυτί σε μια γωνιά ο Χριστός, -η Μαγδαληνή θα'ναι στο ναό της Αφροδίτης να ρεμ­ βάζει. Αναλογίζομαι το χειμώνα εδώ, όταν η θάλασσα θαχυμάει φουρτουνια­ σμένη στους βράχους, όταν ο άνεμος θα βουίζει ατέλειωτα κ' η Αίγινα θα ριγά κάτω από σύννεφα βαρειά, μαύρα. Γύρισ' αργά, τα φώτα ανάψανε, η Αίγινα ζούσε τη νυχτερινή της ζωή στα καπηλειά, ψήνανε ψάρια παντού, στα ρουθούνια μου χτύπησε καλόδεχτη τσίκνα. Ήπια κρασί Αιγινίτικο αρετσίνωτο, ήμουνα κουρασμένος, ήθελα ύπνο. Το ρολόι χτύπησε στο ναό τις εννιά, κοιμήθηκα μ' αλαφριάτην καρδιά σε σεντόνια άσπρα. Όταν εξύπνησα ο ήλιος ήτανε ψηλά, ένοιωθα καλά, είχ' αποδιώξει τις έγνοιες. Βγήκα και πήγα στο λιμάνι και κάθησα, άνθρωποι σιάζανε τα δίχτυα τους σιωπηλοί, μπενζίνες φεύγανε για τα πέρα, όλα αποπνέανε γαλήνη και ομορφιά, ο Χρόνος κυλούσε κι αδιαφορούσα για το ρολόι. Η Αθήνα ήτανε κοντά κ' ήτανε μακριά, τίποτα δεν μιλούσε εδώ για τη νευρικό­ τητα της μεγάλης πόλης, εκείνους τους δρόμους που πήζουν οι άνθρωποι, τον πυρετό της απληστίας και το πάθος του κέρδους. Αυτό 'ταν. Ησύχασα. Η Αίγι­ να με πήρε και με τύλιξε στη γαλήνη της. Οι ξένοι που περιδιάβαζαν ξυπόλη­ τοι, οι ξένες με τα πανταλόνια και τις άγνωστες γλώσσες, κι αυτοί μ' αρέσανε, ήτανε πρόσκληση γι' άλλα ταξίδια. Η Αίγινα θρονιάστηκε καταμεσής του Σαρωνικού, όαση στην ερημιά που μου γιομίζει την ψυχή η βουή της Αθήνας. Δεν ήθελ' άλλο, δεν ονειρεύτηκα άλλο απ' αυτό: ένα σπιτάκι στην Αίγινα, χαρ­ τιά, βιβλία, πολλά βιβλία και τη στοργή της. Μισώ ό,τι με δένει μ' ωράρια και λόγια μεγάλα. Ξέρω πως σε τούτη τη γης θα τελειώσουνε όλα... Γίνηκα απλός, κουβέντιαζα μ' όλους, άκουα και για τον Αγιο Νεκτάριο, τον άγιο της Αίγινας με περιέργεια. Στο μοναστήρι του πήγα μια Κυριακή, το κατοικούνε καλόγρηες ασπροκίτρινες, κάτι θηλυκά στρουμπουλά που αγιά104


σανέ, έχουνε κι ένα καλόγερο «να μπαίνει στο ιερό». Έπαιρνα βόλτα τα μαγαζιά, κοίταζα τα κανάτια τα Αιγινίτικα, έβλεπα τα παιδιά που σχολούσαν, έμπαινα στις εκκλησίες, ήμουνα λεύτερος, τριγύριζα χωρίς να με προσέχουν. Στο μικρό μουσείο με τα λιγοστά μάρμαρα και τις λαθεμένες χρονολογίες, η παρουσία της Κρήτης με καλωσόρισε, «τροχός αγγειοπλαστικής εισαγωγή από την Κρήτην 2.000 π.Χ.». Ο γερο-φύλακας, δε δέχτηκε το φιλοδώρημα. Ο ξένος πρέπει να νοιώθει ζεστά στο νησί του. Μπορούσα να κάθουμαι ώρες αμίλητος, τα καφενεία της παραλίας με φτάνανε, δεν ήθελα άλλο από τούτο: να βλέπω πέρα τον ορίζοντα και να 'μαι μακριά απ' την πολιτεία και να 'μαι κοντά, να βλέπω τα πλοία να πηγαίνουν και να 'ρχουνται και να τη μηνάνε. Όμως δε γαληνεύει η ψυχή, ένα βράδυ το ένοιωσα δε γαληνεύει όταν μετράει τις μέρες, όταν θα νοιώσει το πρόσκαιρο της χαράς της. Κάτω στο Νοτιά, δεν είναι η αφορμή. Η αφορμή 'ναι άλλη. Να βασανίζεται η ψυχή για τούτο, δεν είναι των πολλών. Είναι των λίγων. Οι απροσάρμοστοι μετριούνται στα δάχτυλα. Και σφίγγω τη γροθιά μου ανή­ μπορος, σκέφτουμαι κείνους τους φτωχούς σ' αισθήματα που 'χουνε λεφτά και τα λιβανίζουνε, φρουροί που τα φυλάνε ως τη στερνή μέρα. - Φέρε κρασί, είπα στο παιδί, Φέρε και χταπόδι. Φέρε και ψάρια Αιγινίτι­ κα, κατσούλες. Το υποσυνείδητο θ' αντιλάλησε γέλοια κείνη την ώρα, τρανταχτά γελοία. Έπειτα θα 'πε: - Φέρτε λεφτά, λεφτά να τα ξοδέψω!... Ευλογημένη η στιγμή που γνώρισα την Αίγινα, ευλογημένες οι στιγμές που ζω κατά τον τρόπο που θέλω. Αν τις ενώσω τις στιγμές, πόσα χρόνια έζησα; Είμαι παιδάκι ακόμη και τρέχω στους δρόμους. Είχαμ' αφήσει πίσω το λιμάνι της Αίγινας, τραβούσαμε τώρα για τα χωρά­ φια. Η γη άρχισε να παίρνει κείνη την όψη την άλλη που μ' αρέσει, πράσινο σκούρο κι ανοιχτό και λαδί και κιτρονοπράσινο, βούλες - βούλες. Τ' αμπέλια σμίγανε με τις ελιές, η χωριάτικη ζωή με τον πολιτισμό που μηνούσε ο ασφαλτόστρωτος δρόμος. Κάπου σκαλωμένο σε μια πλαγιά, το μοναστήρι του Νεκτάριου που άγιασε, πρόσμενε τους πιστούς, κατεβήκανε δύο γυναίκες να προσκυνήσουν. Στην Παληόχωρα τα σπίτια ήτανε σκορπισμένα, πολλές οι έρημες εκκλησιές οι κατάκλειστες, πολλά τα σημάδια των περασμένων. Το χωριό ρήμαξε σαν ήρθε ο Καποδίστριας, τραβήξανε όλοι κατά το λιμάνι, η ιδέα της πρωτεύουσας τους ξεσήκωσε, η ιδέα της πόλης. Η Παληόχωρα έμει­ νε στην ερημιά μόνη, κατάμονη. Ξυπνά απ' το λήθαργο τη χρονιάρα μέρα, στο πανηγύρι της Παναγίας, το Δεκαπενταύγουστο. Ανεβαίναμε ύστερα, όλ' ανεβαίναμε, ο δρόμος ήτανε κυκλικός, έζωνε τα βουνά και τα προσπερνούσε. Έβλεπα γύρο τη γη με συγκίνηση, αναζητούσα στ' ανοίγματα των βουνών 105


τη γαλάζια θάλασσα, ένοιωθα καθαρό τον αέρα στα στήθεια. Η ζωή της γης, είναι η ζωή η πιο γνήσια, η πανάρχαια δουλειά, το αιώνιο σύμβολο. Σκαλίζεις τα σπλάχνα της, ρίχνεις το σπόρο, καρπίζει, τον τρως. Ακόμη ζεις την αγωνία δύσκολων ημερών, όταν διψάει η γη και νερό δεν έχει, όταν ανοίγουνε οι ουρανοί κι όλα τα παίρνουν, όταν σαπίζουνε οι καρποί και καραδοκούνε οι πιστωτές να σου πάρουν το βίος σου. Όμως για τούτα, τι φταίει η γη; Ετού­ τη προσμένει το σπόρο σα μήτρα. Για τ' άλλα τι φταίει, εκεί τι γνοιάζεται; Σκεφτόμουνα όλ' αυτά όταν ξεχώρισα τα πρώτα πεύκα, ο αγέρας γίνηκε βαρύς, μυρουδιά ρετσινιού στο ζεστό μεσημέρι. Τα πεύκα πήγαιναν κατά κει, ζώνουν το ναό, στέκουν φρουροί του. Σ' ένα όργιο πρασίνου ανάμεσα, κορώ­ να έστεκε ο ναός της Αφαίας. Μακριά πολύ μακριά, η Αθήνα με κοίταζε, μας ένωνε ο καταγάλανος πόντος. Πώς ανεβαίνεις σκάλα ψηλή κ' η ανάσα σου πιάνεται κι έπειτα βρίσκεσαι στην κορφή κι ευθύς ξαποστάζεις, έτσι εκάθησα στο πεζούλι και κοίταζα, το τέλειο κάλλος, το απλό κι αξεπέραστο, βρι­ σκόταν εκεί, παρουσία και μαρτυρία αιώνων. Πέρασαν οι Ρωμαίοι, πέρασαν οι Βενετσιάνοι, φύγαν οι Τούρκοι κι οι Γερμανοί, και ποιος τους θυμάται; Ποιος γνοιάζεται γι' αυτούς και για τα φουσάτα τους, ποιος έχει διάθεση ν' ακούσει για δαύτους; Ο ναός της Αφαίας νίκησε, νίκησε. Νικάει πάντα τ' αλη­ θινό, τ' αληθινό είναι κι αιώνιο, ακατάλυτο και παντοδύναμο σαν το Χρόνο. Μπορεί να είδες στην Αμέρικα πολυώροφα «μπίλντιγκς», μπορεί ακόμα ν' αντίκρυσες κι άλλα αλλού, όμως είν' ένας σβώλος χώμα και τ' απορρίχνεις. 0 ναός της Αίγινας, σ' όγκο ασήμαντος, λευκή περιζωσμένη πράσινα πεύκα, αδιαφορεί, κοιτάζει σιωπηλός τ' απέραντο του γαλάζιου. «Τα γλυπτικά έργα των αετωμάτων του ναού ανάκεινται εν τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου», γράφει το βιβλίο. Τ' αγόρασε ο Βαυαρός βασιλιάς Λουδοβίκος, την εποχή της σκλαβιάς ήτανε κάτι το συνηθισμένο. Οι «φιλέλληνες περιηγη­ τές», ήτανε πάντα πολλοί, κλέβαν με άνεση και με σιγουριά, οι Τουρκαλάδες δεν γνοιάζονταν για τις «πέτρες». Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν οι απόγονοι, βρεθή­ κανε μερικές ακόμη, όλα κομμάτια απ' εκείνα που κλέψανε. Η Αθηνά προσμένει στο Μόναχο το 'να της χέρι, οχτώ κεφάλια ζητούνε το σώμα τους. Η Αφαία, η Βριτόμαρτος των Κρητικών, η Άρτεμις των Ελλήνων, - τη θέλει προστάτιδα του νησιού ο Πίνδαρος - είναι το μεγάλο παρόν της Τέχνης στο νησί της Αίγινας. Απ' τα προπύλαια ως μέσα στο ναό, απ' το περιστήλιο ως πάνω στα αετώματα, η καφτερή σφραγίδα της θερμαίνει τις καρδιές που μπορούν να τη δούνε, εκείνους τους λίγους παράξενους που συγχέουνε το Σήμερα με το Χτες, βλέπουνε στ' Αύριο των περασμένων τη σκόνη. Μπορούσα να κάθουμαιγια ώρες εδώ, μπορούσα και να μιλώ με τις κολώ­ νες. Τα πεύκα κάτω αργοσαλεύαν τα κλώνια τους, στον ουρανό ταξιδεύανε σύννεφα για την Αθήνα, στη γαλανή αρμονία της ήρεμης θάλασσας, ένα καράβι τραβούσε για τις Κυκλάδες. 106


Κατηφόρισα το λόφο, αναζητώντας σκιά, μια γυναίκα έψηνε κάπου καφέ­ δες, είχε και κρύο νερό, είχε δροσιά, κάθησα κ' ήμουνα ήρεμος, γαληνεμένος. Πέρασε μια κλώσσα και τα πουλιά της στρατός, τσιτσίριζαν ατέλειωτα τα κοτοπουλάκια, ένα ανέβηκε στο 'να μου γόνατο, έν' άλλο ήρθε να το βρει, εβγήκε το πρώτο στον ώμο μου να δει τον κόσμο. M La γάτα κοίταζε τα που­ λιά απονήρευτα, έψαχνε μαζί τους να βρει κάτι στο χώμα, η γάτα έσμιξε με τα πουλιά ήσυχα - ήσυχα, στη γαλήνη της Αίγινας, δε θα της ταίριαζε άλλο. Τα δύο πουλιά πηδήξανε στο τραπέζι μου, «πι πι» φωνάξανε και πήγαν στο χώμα, η μάνα μπροστά και κείνα ξοπίσω της στρίψανε πίσω απ' το χτίριο, τη φτερωτή τους γραμμή, την έκλειν' η γάτα. Ήμουνα χαρούμενος, ήμουνα μακριά, ήμουνα αφέντης του εαυτού μου. Ήπια νερό δροσερό, πήρα το δρόμο, η Αγία Μαρίνα η ακρογιαλιά ήταν πιο όμορφη στη φθινοπωρινή μοναξιά της, μακριά απ' το θόρυβο του συρφετού και τα περίεργα μάτια. Πέρασ' ένα παιδί και κρατούσε ένα ψαρικό, ένα ξιφία, ληστή της θάλασσας με το σουβλερό του μαχαίρι. Μια Γερμανίδα γύρευε δωμάτιο, ήθελε να περάσει εδώ τη βραδιά, ήτανε μαζί μ' ένα μεσόκοπο «θείο». Μια άλλη έμενε μέρες εδώ, μαζί κι ο φίλος της. «Στην Ευρώπη» μου λέει ο άνθρωπος του μαγέρικου, «ζουν κι αστεφάνωτοι φανερά, εκεί, δεν τους νοι­ άζει». Τους «νοιάζει» στην Αίγινα; Βλέπω την ψυχή του γυμνή να μη γνοιάζε­ ται, η ψυχή δεν εγνώρισε ποτέ αλυσίδες των τύπων, αυτοί 'ναι εφεύρεση του μυαλού, τους συντηράει κι η «παράδοση», ένας κοπρόλακκος σκεπασμένος μοσχογαρούφαλα μεταφυσικά και προαιώνιες δειλίες της ράτσας. Έφαγα κι ήπια περισσότερο, μεσημέρι ντάλα και γω να πίνω το αίμα της Αίγινας, το κρασί των βουνών της. Ήθελα τότες πολύ να γδυθώ, να πέσω γυμνός στο νερό και να φωνάζω συνεπαρμένος. Κοίταζα τα μουστάκια του χωροφύλακα, που περιδιάβαζε, μου φάνηκαν μουστάκια πελώρια που τα θρέψανε «ιερές παραδόσεις». Φώναξα το κορίτσι που πουλούσε μικρά σταμνιά, κάτι σταμνιά τόσα δα, να τα βλέπεις μονάχα. Ένα σταμνί από την Αίγινα, ένα σταμνί απ' το χωριό της Αγιας Μαρίνας, εκεί κοντά στο ναό της Αφαίας, πρέπει να το πάρω. Θα συντροφέψει εκείνο της Πίζας, εκείνα της Κνωσσού, θα τους μιλάει και θα του λένε. Και γω θα τα βλέπω και θα σιωπώ. Η νοσταλγία μου θα τριγυρνά στα Μινωικά πλακό­ στρωτα, θα σκύβει να δει τους σκουληκανθρώπους απ' τον πύργο της Πίζας. Έπειτα θα θρονιάζεται στην Αίγινα, και κει θα μερώνει, θα μαζεύει κοχύλια στην ακρογιαλιά και θα κυνηγάει πουλιά. Ποιος τα πιάσε ποτέ με τους στο­ χασμούς, ποια ξώβεργα σκλαβώσανε τις χίμαιρες της φαντασίας;

107


ΜΑΡΙΑ ΚΕΣΙΣΗ

Αίγινα

Και πράσινα και κίτρινα και καφετιά τα φύλλα κ' οι καρποί τους, Οι φιστικιές. Δε μοιάζουν με νυφούλες μυγδαλιές, ανέγγιχες και ντροπαλές που καρτερούν τον τρυγητή τους. Σμίξανε με τον ήλιο, τον αγέρα, το νερό -τρεις εραστέςκαι πια χορτάτες απ' την ηδονή βαραίνουν σε καρπό. Οι τυχερές. Πώς τις ζηλεύω και τις τραγουδώ τις φιστικιές. Νέα Εστία, 1978

108


ΜΑΡΙΑ ΠΩΠ [19012 - 2009)

Δ

εν ξέρω τι είναι αυτό που έρχεται πρώτο στο νου εάν θελήσει να μιλήσει κανείς για τη Μαρία και τη ζωγραφική της: δύο στενά γαλάζια ματάκια που εποπτεύουν τον κόσμο αχόρταγα και κινούν τα πινέλα με ασύδοτη μαε­ στρία... Ένας κάτασπρος νοικοκυρεμένος γιακάς επάνω από το πλεκτό που­ λόβερ, μια αρμαθιά φυλαχτά περασμένα σε χρυσή αλυσιδίτσα, για το κακό μάτι... Δυο αεικίνητα τετράγωνα τακουνάκία που χοροπηδούν ανάλαφρα επάνω στα ηλιόλουστα πλακόστρωτα της Πλάκας και του Ψυρρή, της Καλα­ μάτας και του Ναυπλίου, μπροστά στα θαρραλέα νεοκλασικά της Καστέλας, ή πλάι στα καΐκια της παραλίας της Αίγινας, κουβαλώντας το σκαμνάκι και το καβαλέτο της μικροκαμωμένης ζωγράφου, ανακαλύπτοντας ξεχασμένες οδούς ονείρων, ξεχαρβαλωμένες αυλές των θαυμάτων, σκονισμένες επαρχια­ κές βιτρίνες με νεοτερισμούς και εσωτερικά παραδοσιακών μπακάλικων, προαύλια πετρόχτιστων σχολείων και πλινθόκτιστα εκκλησάκια, φρεσκο­ βαμμένες αυτοσχέδιες επιγραφές και γιορτινές ασπρογάλαζες γιρλάντες με σημαιάκια, θολούς, υπερμεγέθεις καθρέφτες καφενείων και τενεκέδες ασβεστωμένους, φυτεμένους με βασιλικά... Είναι νάί'φ, αυτό το γεμάτο εμπιστοσύνη βλέμμα στον κόσμο; Δηλώνουν αφέλεια, ετούτη η χαρμόσυνη ζωγραφική αποτύπωση της καθημερινότητας, ετούτη η άπληστη καταγραφή της εφήμερης ωραιότητας; Η Μαρία Πωπ, αυτοδίδακτη ζωγράφος αγνώστου ηλικίας, με έμφυτο ταλέντο και έμφυτη καλοσύνη, με βαθιά αστική μόρφωση και πνεύμα οξύ, ενισχυμένο με ισχυρή δόση χιούμορ, με καταγωγή από την Ισπανία που πάντοτε την έθελγε κι όπου εξακολουθούσε να επιστρέφει, αγάπησε με πάθος την Αθήνα και την Αίγινα. Εγκατεστημένη στην Αθήνα, στο παλιομοδί­ τικο διαμέρισμα της προμεταναστικής Ομόνοιας, μοιραζόταν την αγάπη για την τέχνη με τις φίλες της, τη Νίκη (Καραγάτση) και την Εύα (Μπουλγουρά] και ταξίδευε στην Ευρώπη με τον δικηγόρο άντρα της, Κωνσταντίνο. Τα καλοκαίρια, επέστρεφε στην Αίγινα, στο ρόδινο χειροποίητο σπιτάκι του Φάρου με την οργιαστική βλάστηση, γιορτάζοντας τον «καλό» μεσημεριανό ήλιο με ενθουσιώδεις εξορμήσεις ζωγραφικής, γιορτάζοντας τις μακροχρό­ νιες φιλίες με τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους του πνεύματος που ο ίσκιος τους εξακολουθεί να πλανάται στον αιγινήτικο αέρα, με γενναίες βεγ­ γέρες στις αυλές των σπιτιών στην Περιβόλα και τα Πλακάκια, με σπιτική ρετσίνα και τίμιους μεζέδες στις ταβέρνες του Στρατηγού και του Ευάγγελου Μπαρμπέρη. Τα τελευταία χρόνια, ζωγραφίζοντας όλο και λιγότερο, μετά την 109


απώλεια των οικείων της, έμενε όλο και περισσότερο κλεισμένη στο σπίτι της της Αθήνας, επέστρεφε όλο και σπανιότερα στο οικείο περιβόλι της Αίγινας, έμοιαζε για πρώτη φορά να αναμετράται με τη βιολογική ηλικία της: «Παιδάκι μου κι εγώ μεγάλωσα πια», είπε στη μητέρα μου λίγους μήνες προτού πεθάνει... Εξακολουθεί να είναι σήμερα σημαντικό το μοναδικό ετούτο θησαύρισμα των ελασσόνων πραγμάτων; Έχει μήπως ξεπεραστεί η αυτοσχέδια ετούτη περιγραφικότητα της ζωγραφικής της Μαρίας Πωπ; Ίσως, αν θεωρήσουμε ξεπερασμένες τις αναμνήσεις ενός

αυθεντικού χωρο-χρόνου με πηγαία

αρχειοθέτηση. Ίσως, εάν αποποιηθούμε τη μνήμη εκείνη που χωρίς να δρα­ ματοποιεί το παρελθόν, ψηλαφίζει την αυθεντική πρώτη ύλη του. Ευτύχησα να γνωρίσω από παιδί τη Μαρία, να διεκδικήσω μια μικρή θέση στην παιδική ψυχή της. Χαριτωμένη φίλη του σπιτιού μου, μέσα από τη ευφραντική ζωγρα­ φική της, παραμένει αυτόπτης μάρτυρας του ανόθευτου βλέμματος της παι­ δικής μου ηλικίας. Και θα της είμαι πάντοτε ευγνώμων για αυτό.

* Το παραπάνω κείμενο με τίτλο «Ένα αφιέρωμα -Ζωγραφική 1959-2009» γράφτηκε με αφορμή τη μεταθανάτια έκθεση της Μαρία Πωπ στη Γκαλερί Σκουφά το Δεκέμβριο του 2009 από την υπογράφουσα. 110


«Παλαιοχώρα», 1993, Ακουαρέλα σε χαρτί, 24x35 εκ. Ιδιωτική συλλογή

«Το λιμανάκι του φάρου», 1990, Ακουαρέλα σε χαρτί Ιδιωτική συλλογή *

• .:•'••.. f..'

-

,

' Α ΪΛ

.

-

·

.

>

'

·•

. .

.

-

-

.

.

.

.

·Λ.-Ϊ·->-"-·-

ϊ * -ί Ι ί •,

':

ν

° ""

111


ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΑΡΚΩΦ (1870 -1942.]

Αλέξανδρος Γκέοργκ Μαρία Μπαρκώφ, έφτασε στην Ελλάδα το 1927. Ρωσικής καταγωγής, γεννημένος το 1870 στο Ελσίνκι, σπούδασε στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και στη Σχολή Σχεδίου του Ελσίνκι μεταξύ 1890 - 1897. Έζησε και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι (19171927), επίκεντρο τότε της διεθνούς πρωτοπορίας στις εικαστικές τέχνες, δια­ μορφώνοντας εκείτο εικαστικό του ιδίωμα και λαμβάνοντας μέρος το 1923 στην προβεβλημένη Έκθεση του Φθινοπώρου. Έχοντας ελάχιστα στοιχεία για τον βίο του και με άξονα κυρίως τα έργα του, ιδιαίτερα τις υδατογραφίες που αντιπροσωπεύουν πάνω από το 80% του συνολικού έργου του και στις οποίες συνήθιζε να υπομνηματίζει σημειώ­ νοντας κοντά στην υπογραφή του τον τόπο και τον χρόνο της δημιουργίας τους, γνωρίζουμε ότι το 1929 ταξίδεψε στην Παλαιστίνη και τη θεσσαλονίκη όπου έζησε έως το 1931, ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ίσως στον Πειραιά. Μετά το 1942 τα ίχνη του χάνονται, ενώ οι προφορικές μαρτυ­ ρίες επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι πέθανε από τις κακουχίες το χειμώνα του 1942 στην Αθήνα.

Ο

Οι μικρού και μεσαίου μεγέθους ακουαρέλες του Μπαρκώφ, αποτελούν σύμφωνα με τους μελετητές του «τις πρώτες εκφράσεις της μοντέρνας τέχνης με υλικό την ακουαρέλα στην Ελλάδα», αφού, «εκτός από τη στιλιστική τους καινοτομία, παρουσιάζουν και σημαντικό ανθρωπολογικό ενδιαφέρον». Από το 1927 έως το 1942, ο Μπαρκώφ απεικόνισε τους δρόμους της Θεσσαλονί­ κης, της Αθήνας και του Πειραιά (από όπου τα βήματα του τον έφεραν κατά τα φαινόμενα και έως την Αίγινα), αποτυπώνοντας αντικείμενα και περιστα­ τικά της καθημερινότητας τους, συνδέοντας την εφήμερη όψη τους με τη δια­ χρονική τους παρουσία και διασώζοντας «με τη δεξιοτεχνία του καθαρόαιμου ζωγράφου, την ανθρώπινη ουσία του χώρου που έχει χαθεί, με εικόνες μιας εποχής ταυτόχρονα πρόσφατης αλλά και μακρινής όπως ο Μεσοπόλεμος». Σύμφωνα εξάλλου με τον Αντώνη Κωττίδη, «είναι μάταιο να δούμε τις ακουα­ ρέλες του Μπαρκώφ στο περιβάλλον της σύγχρονης του ελληνικής τέχνης, καθώς, έχοντας αναγάγει ως ευρωπαίος την ακουαρέλα στο κύριο εκφραστι­ κό του μέσο, στέκει μετέωρος μέσα σ' ένα περιβάλλον στο οποίο το μέσο αυτό χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά και συχνότερα βοηθητικά από όσο αυτόνο­ μα», ενώ το προσωπικό του ύφος «βρίσκει την ολοκλήρωση του στη διαδρομή ανάμεσα σε ιμπρεσιονιστικές και εξπρεσιονιστικές εκφράσεις ιδιαίτερης 112


δύναμης» προτείνοντας μια ζωγραφική που εκτός από αισθητικό έχει και μεγάλο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον, μια ζωγραφική των καθημερινών τόπων όπου «το μπλέξιμο της εφήμερης ουσίας τους με τη διαχρονική των αρχαίων ερειπίων, το ανακάτωμα της λαϊκότητας και της ιστορικότητας τους» ανάγει το έργο του Μπαρκώφ σε κάτι συγκινητικά μοναδικό. * Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τον κατάλογο της έκθεσης «Η Ελλάδα του Μπαρκώφ» που παρουσιάστηκε το 2000 στο Μουσείο Μπενάκη σε διοργάνωση του ΕΛΙΑ και του Μουσείου Μπενάκη, γενική επιμέλεια του ιστορικού Δημήτρη Πόρτολου και επιστημονική εποπτεία του καθηγητή Ιστορίας της Τέχνης στο ΑΠΘ, Αντώνη Κωττίδη.

«Λουόμενοι», 24x22,1932. Ιδιωτική συλλογή


ï •••'•••

;:

;•.-.•. \

i

«Δρόμος στην Αίγινα», 22x20,1932 Ιδιωτική συλλογή «Ο Ναός της Αφαίας στην Αίγινα», 35x44,1932 Ιδιωτική συλλογή

_•.•,:•:•.,:••,.,J.:' .*&.-.

114


ΖΩΡΖ ΣΑΡΡΗ

Βάγια

Τ

ην άλλη μέρα, όταν φτάσαν στη Βαγία και κατέβηκαν από το λεωφορείο, η Ζωή κοίταξε γύρω της. «Μα πού είναι η Βαγία μου;» αναρωτήθηκε. Θυμό­ ταν το χωριό των παιδικών της καλοκαιριών. Έξι σπίτια, είχε πει στη Λίνα, όλα κι όλα, μια μικρή εκκλησία, αμπέλια, χωράφια, μποστάνια. Δεν είχε ούτε ένα μπακάλικο. Ψώνιζαν όλοι από το Μεσαγρό. Τώρα, μπροστά τους, εκεί στο τέρμα του λεωφορείου, ήταν ένα μεγάλο κατάστημα που έγραφε στην πινακί­ δα του, με μεγάλα καλοσχεδιασμένα γράμματα: Εδωδιμοπωλείον. - Αφήστε με να ρωτήσω, είπε στην παρέα - η φωνή της έμοιαζε πικραμέ­ νη - ίσως να ξέρουν να μου πουν πού μπορώ να βρω το σπίτι που νοικιάζαμε τότε. Αν υπάρχει βέβαια, γιατί εδώ βλέπω όλο καινούρια σπίτια. - Ζωή μου, την παρηγόρησε ο Αλέξανδρος, φυσικό είναι ύστερα από τόσα χρόνια. Πώς είναι δυνατό τίποτε να μην έχει αλλάξει; - Έχεις δίκιο, Αλέξανδρε, αλλά τι τα θέλεις, η Νικόλ έρχεται για να βρει τις αναμνήσεις του Χανς κι εγώ τις δικές μου. Η Λίνα πρόσεξε τα βουρκωμένα μάτια της μητέρας της. Την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι. - Πάμε μαζί να ρωτήσουμε, η φωνούλα της ήταν σοβαρή, καταλάβαινε με την παιδική της διαίσθηση τη συγκίνηση της μαμάς της. - Σας παρακαλούμε, ρώτησε η Ζωή τον άνθρωπο με την άσπρη μπλούζα που ζύγιζε φέτα σε κάποιον πελάτη, μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρί­ σκεται το σπίτι της κυρά-Λένης της Χαλδαίου; - Της Χαλδαίου; απόρησε ο μπακάλης. Μα, πέθανε πριν από λίγα χρόνια, ήταν πολύ γριά. Το σπίτι της όμως είναι λίγο παρακάτω, θα πάτε ίσια και θα στρίψετε στο στενό δεξιά, εκεί έχει ένα μαγκανοπήγαδο και... - Ευχαριστώ, ευχαριστώ, ξέρω βιάστηκε η Ζωή και βγήκε με τη Λίνα από το μαγαζί. Οι άλλοι την περίμεναν. - Πάμε, θα σας δείξω. Τράβηξαν το δρόμο ίσια και στη στροφή, δεξιά, είδαν το μαγκανοπήγαδο. Ένα μουλάρι με δεμένα μάτια ήταν ζεμένο και γυρνούσε τη ρόδα με τους τσί­ γκινους κουβάδες. 115


- Να το, να το, φώναξε ενθουσιασμένη η Ζωή, να το μουλάρι, να η μουριά, να το σπίτι, όπως τότε, τίποτε δεν άλλαξε. Όλοι γέλασαν με τα λόγια της. Η Βέρα την πείραξε: - Ε, το μουλάρι, μπορεί να μην είναι το ίδιο! Μια κληματαριά σκέπαζε τη βεράντα του σπιτιού. Δεν είχε κάγκελα, μόνο μια σειρά από βασιλικούς μέσα σε άσπρους φρεσκοασβεστωμένους ντενεκέ­ δες. Η Ζωή ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια, οι άλλοι στάθηκαν στο δρόμο λες και ήξεραν πως μόνο εκείνη είχε το δικαίωμα να μπει σ' αυτό το σπίτι. - Είναι κανένας εδώ; φώναξε. Μια γυναίκα παρουσιάστηκε αμέσως. Φορούσε ένα μαύρο φασκιόλι στο κεφάλι και μια γκρίζα ποδιά που την τύλιγε ολόκληρη. Είδε τόσο κόσμο έξω από την πόρτα της που παραξενεύτηκε. Ευγενικά όμως ρώτησε τη Ζωή: - Τι θέλετε, παρακαλώ; - Ιουλία, δε με θυμάσαι; Απόρησε η γυναίκα. Έκλεισε λίγο τα μάτια λες κι αυτό τη βοηθούσε να θυμηθεί. - Ποια είστε; - Ιουλία, εγώ σε θυμάμαι. Τι κάνει ο Σώζος κι ο Παναγιώτης, και η Κατίνα, ο γάιδαρος σας; Άστραψαν τα μάτια της Ιουλίας. - Ζωή, φώναξε. Οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν συγκινημένες. Η Ιουλία έκλαιγε: - Ζωή, πώς από δω; θεέ μου, πόσα χρόνια και βέβαια σε θυμάμαι. Μικρές παίζανε μαζί, τρέχαν στα χωράφια, ανέβαιναν στα βουνά να βοσκήσουν τα ζα. Ήταν η κόρη της κυρα-Λένης, της νοικοκυράς. - Περάστε, περάστε, σκούπισε με την ανάστροφη της παλάμης της τα δάκρυα της. Περάστε, ξαναείπε. - Μα, είπε η Ζωή διστακτική, δεν είναι δυνατό, είμαστε δώδεκα. - Ζωή να 'χετε, Ζωή μου, χαρά μου. Για περάστε, θα σας βγάλω καθίσματα. Κάθισαν όλοι τους κάτω από την κληματαριά αφού η Ζωή έκανε τις συστάσεις. Η Ιουλία πετάχτηκε να φωνάξει τ' αδέλφια της, το Σώζο και τον Παναγιώτη. Όλοι ήταν αμίλητοι, κοιτούσαν γύρω τους. - Εδώ κοιμόμουν με την Ειρήνη, είπε η Ζωή κι έδειξε το δωμάτιο με τα πρά­ σινα παντζούρια. Τ' αδέλφια φτάσαν σε λίγο. Ηλιοκαμένοι κι οι δύο, λασπωμένοι από το πότισμα, χαρούμενοι που ξανάβλεπαν την παλιά της φίλη. Άρχισαν να συζη­ τάνε για όλα. Η ανάμνηση, ζωντανή, των τότε καλοκαιριών κυριαρχούσε στις κουβέντες τους. Η Ιουλία τους έβγαλε γλυκό του κουταλιού, ξεδίψασαν πίνο­ ντας πηγαδίσιο παγωμένο νερό, λίγο γλυφό. Η Ζωή σηκώθηκε και τριγύρισε


να δει το σπίτι, εδώ ο φούρνος, εκεί η κασέλα που βάζανε τα ρούχα, «α, η συγχωρεμένη η μάνα σας, τι καλή που ήταν, θυμάσαι τις πλεξούδες που μας έφτιαχνε με τη ζύμη του ψωμιού;». Η Νικόλ και τα παιδιά αδημονούσαν, δεν τους χωρούσε ο τόπος. Βιάζο­ νταν ν' αρχίσουν και κείνοι το θέμα που τους απασχολούσε. Ο Αλέξανδρος με την ήρεμη φωνή τους είπε: - Ζωή, δε ρωτάμε τους φίλους σου για το Γερμανό; - Ναι, αλήθεια, απάντησε η Ζωή, παρασύρθηκα από τις αναμνήσεις μου. Γύρισε προς τον Παναγιώτη και το Σώζο, η Ιουλία στην κουζίνα κάτι τους ετοίμαζε: - Δε μου λέτε, τον καιρό της Κατοχής είχατε στη Βαγία Γερμανούς; Παραξενεύτηκαν τ' αδέλφια με την ερώτηση. - Και βέβαια είχαμε, απάντησε ο Παναγιώτης. Η Αίγινα ήταν από τα πολύ λίγα νησιά που είχαν Γερμανούς. Είχαν φτιάξει οχυρά και σ' όλο το νησί υπήρ­ χε στρατός. Μα, γιατί ρωτάτε; - Η φίλη μας η Νικόλ, από το Παρίσι, θέλει να μάθει για κάποιο Γερμανό, που ίσως να έμενε στη Βαγία κατά την περίοδο εκείνη, τον λέγανε Χανς Σουλτς. Τα δύο αδέρφια δεν φάνηκαν να θυμούνται. - Πέρασε τόσο καιρός από τότε, είπε ο Σώζος, και τα ονόματα πού να θυμάται κανείς, μήπως τους είχαμε και φίλους; Η Νικόλ δεν κρατήθηκε άλλο: - Ίσως να μπορέσετε να θυμηθείτε, αν σας πω ορισμένα πράγματα. Αυτός ο Γερμανός είναι άρρωστος ξέρετε, και δε θυμάται πολλά πράγματα. Μας έχει όμως πει ένα όνομα, Χαλδαίος και Νεκτάριος, αυτό μήπως σας λέει τίποτε; 0 Παναγιώτης γέλασε: - Όλοι σχεδόν στο χωριό λεγόμαστε Χαλδαίοι, και Νεκτάριους έχουμε πάρα πολλούς, λόγω τους Αγίου Νεκταρίου, που είναι ο προστάτης της Αίγινας. - Ποπό! Εκαναν όλα τα παιδιά απογοητευμένα. - Για σταθείτε, φώναξε η Νικόλ, δεν τα είπα όλα. Σε πολλά σπίτια μέναν Γερμανοί; - Όχι, ευτυχώς, είχαν επιτάξει τρία τέσσερα μόνο, άλλωστε το χωριό τότε είχε πολύ λίγα σπίτια, θα θυμάται η Ζωή. - Ε, τότε, ίσως να ξέρετε ποια είναι αυτά τα σπίτια, ρώτησε με κάποια ελπίδα η Νικόλ. Ο Παναγιώτης αμέσως φώναξε: - Ιουλία, έλα δυο λεπτά. Θα ξέρει ίσως η αδερφή μας, εμείς είμαστε παιδιά τότε, είναι πιο μεγάλη μας και θα θυμάται καλύτερα. Η Ιουλία βγήκε από την κουζίνα σκουπίζοντας τα χέρια της στην γκρίζα ποδιά της. - Τι είναι; ρώτησε. 117


- Θυμάσαι ποια σπίτια είχαν Γερμανούς την Κατοχή εδώ; είπε ο Παναγιώτης. Η Ιουλία έσμιξε τα φρύδια της: - Για στάσου να σκεφτώ. Στου Τομάρα, στου Γιάννη του Χαλδαίου και στου Νεκτάριου του Χαλδαίου, που ήρθαν στα χρόνια της Κατοχής από το Μεσαγρό. - Αυτός θα 'ναι. Αυτός, πετάχτηκε η Αίνα από τη θέση της, πάμε να ρωτή­ σουμε. Ο πατέρας της τη μάλωσε: - Ήσυχα, άσε να δούμε πρώτα τι λένε οι φίλοι μας. - Ε, αφού τα θυμάται η Ιουλία, αυτά τα σπίτια θα 'ναι, είπε ο Σώζος. Η Ιουλία δεν καταλάβαινε γιατί τη ρωτούσαν: - Μα τι θέλετε να μάθετε; Όλοι μαζί θέλησαν να της εξηγήσουν. Η Ζωή θύμωσε: - Ήσυχα, παιδιά, μας ξεκουφάνατε και κανείς δεν καταλαβαίνει. Αφήστε τη Νικόλ, να μιλήσει. - Ναι, είπε η Νικόλ, καλύτερα να τα πω εγώ. Κυρία Ιουλία, θέλω να μάθω για κάποιο Γερμανό, τον λένε Χανς Σούλτς, που ίσως να έμενε στη Βαγία, στα χρό­ νια της Κατοχής. Όπως έλεγα και στ' αδέρφια σας, έχει πάθει αμνησία και δε θυμάται τίποτε. Μόνο που λέει και ξαναλέει το όνομα Χαλδαίος και Νεκτάριος. - Πού να θυμάμαι... να πάτε να ρωτήσετε, ο γερο-Νεκτάριος πέθανε, ίσως να ξέρουν τα παιδιά του ή κανένας γείτονας. Μένουν λίγο παρακάτω, διακό­ σια μέτρα από δω. Η Νικόλ συνέχισε: - Και ξέρετε, φαίνεται πως εδώ στην Αίγινα πάτησε πάνω σε μια νάρκη και πληγώθηκε. Το πρόσωπο της Ιουλίας και των αδερφών της φωτίστηκαν: - Μα τότε, φώναξε ο Σώζος, θα είναι ο Γερμανός που έμενε στου Γιάννη του Χαλδαίου, ο Γιάννης πέθανε, ζει όμως η πεθερά του, η κυρά-Μαρία. - Βέβαια, βέβαια, είπε κι ο Παναγιώτης, αυτός θα είναι ο Γερμανός σας, ο δικός μας, που πάτησε τη νάρκη και τον πήρανε σηκωτό. Πότε θα γίνηκε αυτό, Ιουλία, ποια χρονιά; Η Ιουλία σκέφτηκε για λίγο: - Μα θα ήταν πριν το τέλος του πολέμου, χειμώνας, το 43 μάλλον. Τα παιδιά όλα είχαν σηκωθεί. - Πάμε, πάμε, χοροπηδούσε η Λίνα. Τ' αγόρια είχαν κατέβει κιόλας τα σκαλοπάτια. Η Νικόλ φαινόταν πολύ ευχαριστημένη: - Μπορείτε να μας πείτε πού βρίσκεται αυτό το σπίτι; Η Ιουλία κατέβηκε ένα σκαλί και με το δάχτυλο έδειξε ένα σπιτάκι, εκεί στην άκρη του δρόμου, μ' ένα πεύκο μπροστά στην πόρτα.


- Αυτό εκεί είναι, ζητήστε την κυρα-Μαρία, Νεκτάριος όμως δεν υπάρχει. Όλοι σηκώθηκαν, ο Παναγιώτης διαμαρτυρήθηκε: - Πού πάτε όλοι σας; Θα φάμε μαζί το μεσημέρι. Ο Βύρων δεν συμφωνούσε: - Είμαστε πολλοί, να πάμε σε κανένα εστιατόριο. - Αδύνατο, επέμενε η Ιουλία μαγειρεύω. Θα μείνετε. - Θα μείνετε, είπε κι ο Σώζος. Η Ζωή επενέβη: - Ακούστε και μένα. Σας προτείνω, εσείς, παιδιά, με τη Νικόλ, θα πάτε στην κυρα-Μαρία, εμείς θα πάμε για μπάνιο, εκεί που πήγαινα όταν ήμουν μικρή, ν' αφήσουμε τους φίλους μας να κάνουν τις δουλειές τους και το μεσημέρι θα φάμε μαζί τους, κι ας είμαστε πολλοί. Σπίτι μου είναι εδώ, τόσα καλοκαίρια έζησα. - Μάλιστα, στρατηγέ μου, είπε ο Αλέξανδρος και χαιρέτησε στρατιωτικά τη γυναίκα του. Όλοι μικροί και μεγάλοι, συμφώνησαν. 0 θησαυρός της Βάγιας, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ

119


ΜΙΧΑΗΛ ΜΑΡΤΖΟΥΒΑΝΗΣ (ΜΑΡΤΖΟΥΒΑΝΩΦ) (1900-1962)

ζωγράφος Μιχαήλ Μαρτζουβάνωφ, πατέρας της ερμηνεύτριας του Ελλη­ νικού Χοροδράματος και ηθοποιού Ναταλίας Μαρτζουβάνη, πεθερός του Νίκου Στεφάνου (οι δύο τελευταίοι, φίλοι της Αίγινας και αυτοί εδώ και πολλά χρόνια, απέκτησαν όψιμα το δικό τους στέκι στο νησί), είχε απαθανα­ τίσει πολλές φορές διαφορετικές όψεις του νησιού στις συχνές επισκέψεις του εκεί, ενώ κατά την προπολεμική περίοδο, υπήρξε ένας από τους καλύτε­ ρους ζωγράφους - κεραμίστες του περίφημου εργαστηρίου κεραμικών «Κεραμεικός» που είχε ιδρυθεί το 1909 στο Νέο Φάληρο με αντικείμενο τα χειροποίητα, καλλιτεχνικά κεραμικά και έμπνευση την αρχαϊκή παράδοση.1 Όσο για το ποια ήταν η «παρέα» του Μαρτζουβάνη στην Αίγινα, μεταφέ­ ρω το παρακάτω απόσπασμα ενός εξαιρετικού κειμένου του Κώστα Βάρνα­ λη, με τίτλο «Στην Αίγινα»; «Τραβώντας ο ένας τον άλλονε ήρθανε στην Αίγινα και περάσανε ένα ή περισσότερα καλοκαίρια ο Πικρός, ο Γιώργος ο Πολίτης, η Αιλή Ιακωβίδη, ο γερο-Φωτιάδης. Μερικοί χτίσανε ή αγοράσανε δικές τους βίλες και δεν εννο­ ούνε να το κουνήσουνε από δω: ο Πωπ, το ζεύγος Περσάκη, ο Καζαντζάκης. Και μια χρονιά ανέβηκαν και κουρνιάσανε σαν κιρκινέζια απάνου στο βουνό της Παλιοχώρας μέσα στα χαλάσματα μιας ερημοκκλησιάς ο ζωγράφος ο Βασιλείου με τη μποέμικη φτωχοπαρέα του: το Μαρτζουβάνωφ και τον Παπαλουκά. Έρημοι εκεί απάνου ζωγραφίζανε από το πρωί ως το βράδυ τις ατέλειωτες ποικιλίες του τοπίου. Κι είχαν εμέσα σε μια καλαθένια βαλίτσα λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, δυο τρεις τσίρους, μερικά σκόρδα κι ένα κομμάτι ασβεστοποιημένο τυρί" και κρεμασμένην από ένα καρφί του τοίχου μιαν κιθάρα. Κι από κει ψηλά κατεβαίνανε κι ανεβαίνανε μιάμιση ώρα ανηφοροκατήφορο για να κουβαλήσουνε νερό μέσα στη στάμνα τους από κάποιο πηγάδι πέρα στ' αμπέλια. Καμιά φορά ερχόντανε και τους βρίσκανε άλλοι μποέμηδες συνάδερφοι: ο Ρέντζος, ο Πολυκαντριώτης, ο Κόκκινος, μαζί με μερικές συμμαθήτριες της Σχολής Καλών Τεχνών και τότες παίρνανε την κιθάρα, την αισθηματική τους καρδιά και τις καλές φωνές τους και κατεβαί­ νανε στην πόλη. Περασμένα μεσάνυχτα παρελαύνανε σε μια μακρινή γραμμή μπροστά σ' όλην την προκυμαία ίσαμε το «Κόρτε» τραγουδώντας παθητικά με τ' ακομπανιαμέντο της κιθάρας, ενώ ο κόσμος, που τους έβλεπε, έλεγε: «Να! οι... αβράκωτοι!» -γιατί φορούσανε κοντά πανταλόνια από χακί πάνου από το γόνατο, σα Σκωτσέζοι».2

Ο

120


«Άγιος Νικόλαος Θαλασσινός», 1955-57 Λάδι σε χαρτί, 25x35 εκ., Ιδιωτική Συλλογή

1. βλ. Νίκου Γρηγοράκη, «0 νεοαρχαϊκός ρυθμός στην ελληνική κεραμεική και τα κεραμουργήματα του Κεραμεικού στα χρόνια 1930-40», Υποβρύχια Αρχαιολογία Τεύχος 8, Αύγουστος 1983. 2. Το καλοκαίρι του 1921 ο Κώστας Βάρναλης έγραψε στην Αίγινα «Το Φως που καίει, που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας». Το παραπάνω απόσπασμα ανήκει σε κείμενο που παραδίδει πλήθος πολύτιμων πληροφο­ ριών για την καθημερινότητα εκείνης της εποχής, βλ. «Φιλολογικά Απομνημονεύματα», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1980. Αναδημοσιευμένο στον ιστότοπο http.//sarantakos.wordpress.com

121


εννημένος στο Φάληρο και με σπουδές Νομικής και στην ΑΣΚΤ (19421946) στο εργαστήριο του Κωνσταντίνου Παρθένη, ο Ιάσων Μολφέσης ζυμώθηκε εικαστικά στο Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε από το 1950 και σπούδασε στην Ecole des Beaux Arts στο Παρίσι (1951-52), σε μια εποχή καλ­ λιτεχνικής έκρηξης των νέων ρευμάτων της αφηρημένης τέχνης και του αφη­ ρημένου εξπρεσιονισμού. Αρχικά ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη ζωγραφική (μεταξύ 1950 και 1968) και αργότερα πέρασε στη γλυπτική, δημιουργώντας τα πρώτα του ανάγλυφα. Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της γενιάς του '60, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική επό μία εικοσαετία, αρχικά με την παραστατική και μετά με την άμορφη τέχνη: οι συνθέσεις με τις ανθρώ­ πινες μορφές και τοπία που διακρίνονταν για τον χρωματικό περιορισμό τους (άσπρο, μαύρο, γκρι και ώχρες), πραγματοποιημένα κατά τις δεκαετίες '50-70, ξεχωρίζουν για τον λυρισμό, τη χειρονομιακή γραφή και την εξπρε­ σιονιστική δραματικότητα. Στη συνέχεια, ενσωματώνοντας στη ζωγραφική επιφάνεια των έργων του κομμάτια κατάστικτων ταινιών ηλεκτρονικών υπολογιστών (ήταν άλλωστε από τους πρωτοπόρους καλλιτέχνες που χρησι­ μοποίησαν στη δουλειά τους τη νέα -τότε- τεχνολογία τους), ο Μολφέσης αξιοποίησε εικαστικά τις δυνατότητες τους και προσέγγισε τη σύγχρονη τεχνολογία μέσα από μια φιλοσοφική-μεταφυσική διάσταση. Με το υλικό αυτό που προέκυψε, «τα κενά και τα πλήρη, το φως και τη σκιά», πειραματί­ στηκε ακολούθως και στη γλυπτική δίνοντας σύνολα έργων που μοιάζουν σαν να γεννιούνται από τη γη και να ταξιδεύουν στο πλανητικό Διάστημα. Πειραματίστηκε εξάλλου και με άλλα υλικά -τσιμέντο, πολυεστέρα, χάλυβα, φύλλα μολύβδου, ρινίσματα μετάλλων κ.ά. Στις συνθέσεις του μεταφέρει σε σφυρήλατο μολύβι το σύστημα των σκούρων στιγμών, των οπών και των λευκών επιφανειών των ταινιών του ηλεκτρονικού υπολογιστή, πειραματι­ ζόμενος με τις τρεις διαστάσεις. Από το 1970 αρχίζει να πραγματοποιεί τους μεγάλους γλυπτικούς χώρους με τις ποικίλες συμβολικές προεκτάσεις στο Παρίσι, σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας και σπανιότερα στην Ελλάδα. Το 1988 εξελέγη καθηγητής στη Σχολή Εικαστικών και Εφηρμοσμένων Τεχνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τα έργα της τελευταίας περιόδου -από το 1990 και μετά- είναι ανάγλυφες ή επίπεδες συνθέσεις, που πλησιάζουν περισ­ σότερο τη ζωγραφική παρά τη γλυπτική. Είναι ολοκληρωμένα κυκλώματα υπολογιστή που συνδυάζονται με ανθρώπινες φιγούρες πάνω σε διαφανείς ή

Ϊ

122


πολύχρωμες επιφάνειες. Το 1991 ξαναεπέστρεψε στο Παρίσι όπου συνέχισε να εργάζεται. Στη μακρά πορεία της καριέρας του έκανε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κερδίζοντας σταθερά την καταξίωση του. Η τελευ­ ταία του έκθεση, «Η παρέλαση της γκιλοτίνας και άλλες ιστορίες», στην Ελλη­ νοαμερικανική Ένωση, σε επιμέλεια του Μάνου Στεφανίδη και της Δώρας Φωτοπούλου τον Ιανουάριο του 2006, ήταν ένα σχόλιο πάνω στην Ιστορία, την επανάσταση και τα συναισθήματα που νιώθουμε, όταν κάποια μέρα όλα μοιραία τελειώνουν, αφιερώθηκε στην πρόωρα χαμένη κόρη του Λευκή. Έχοντας και αυτός βρει στην Αίγινα καταφύγιο και πεδίο έμπνευσης εδώ και πολλά χρόνια, ο Μολφέσης σημείωνε για το έργο του: «Όπως οι επιθυμίες μας και οι επιλογές μας στη ζωή είναι αντιφατικές, έτσι θέλησα να συνδυάσω αυτή την αντίφαση σ' έναν πίνακα. Όπως, για παράδειγμα, την ηρεμία ενός τοπιακού χώρου με την ένταση της απειλής. Κάποια στοιχεία στη ζωγραφική μού θυμίζουν Βυζάντιο, άλλα παραπέμπουν στην εποχή των μηχανών. Πάντο­ τε, όμως, διακριτικά και σαν παιχνίδι καθόλου δραματικά».

«Χωρίς Τίτλο», 1999 Ακρυλικό σε φορμάικα, 75χ116 εκ. Ανήκει στην οικογένεια του καλλιτέχνη

123


ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ

Ο θάνατος του Ζορμπά Δευτέρα 11 Αυγούστου άφιξη στην Αίγινα έκανε τους επιβάτες πιο ανάλαφρους. Ο ναύτης με την άσπρη φανέλα ετοίμασε τους κάβους και την ξύλινη σκάλα της αποβί­ βασης. Όταν το καΐκι έδεσε στο λιμάνι, βγήκαν όλοι με τάξη στη στεριά, όπου σουλατσάριζαν άσκοπα μερικοί περίεργοι. Πρώτα κατέβηκαν οι πολίτες με τις βαλίτσες και τους μπόγους. Μετά οι χωροφύλακες με τους κρατούμενους, που μπήκαν σε ένα φορτηγό και κατευθύνθηκαν προς τις φυλακές. Οι γυναί­ κες τράβηξαν για το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου κι ο Ζορμπάς έκανε νεύμα στον Καββαδία να τον ακολουθήσει. Σε μιαν άκρη της προβλήτας άνοι­ ξε τον μπόγο κι έβγαλε έξω το ψάθινο κλουβί με τον πετεινό. -Σου αρέσει; Ο Καββαδίας χάιδεψε το πτηνό και είπε μειδιώντας: -Πολύ ωραίος. Με λίγες πατάτες θα είναι ό,τι πρέπει στο φούρνο. Ωστόσο πρέπει να τον προσέχεις. Μπορεί να σ' τον κλέψουν. Ο Ζορμπάς καμάρωνε. Ύστερα είπε: -Είναι ράτσας. Θα καλοπεράσουν οι κότες της Αίγινας. Για να φανεί καλύτερα, έβγαλε τον πετεινό από το κλουβί και τον άφησε να κάνει μερικά βήματα. Ξαφνικά, το πτηνό έτρεξε προς τη θάλασσα. Τότε ένας από τους περίεργους όρμησε καταπάνω του, το άρπαξε με τα δυο του χέρια κι απομακρύνθηκε τρέχοντας. -Πιάστε τον! φώναξε ο Ζορμπάς. -Κλέφτης! Κλέφτης! έκανε κι ο Καββαδίας. Φώναξαν κι άλλο, μα ο κλέφτης του πετεινού χάθηκε από τα μάτια τους. Ήταν μάταιο να τον κυνηγήσουν, ενώ οι άλλοι που είδαν τη σκηνή δεν είχαν καμιά διάθεση να μπουν σε τέτοια νιτερέσα. Οι δυο τους είπαν λίγα ακόμα και χώρισαν. Ο Ζορμπάς επιθύμησε να πιει ντόπια ρακή σ' ένα καφενείο. 0 Καβ­ βαδίας θα πήγαινε να βρει τον Τάκη Καλμούχο- ο ζωγράφος θα εικονογρα­ φούσε το προσεχές βιβλίο του. Με το σακίδιο στο χέρι, τράβηξε δυτικά πάνω σε κάρο που έσερνε ένα γέρικο άλογο. 0 αμαξάς φορούσε ψάθινο καπέλο και

Η


μασουλούσε φιστίκια. 0 Ζορμπάς με τον μπόγο στον ώμο προχώρησε ανατο­ λικά, ψιθυρίζοντας λυπητερά μουρμούρυκα τραγούδια... Σε λίγα λεπτά βρέθηκε έξω από τις φυλακές, το κτίριο που είχε χτίσει ο Καποδίστριας για να στεγάσει ένα ορφανοτροφείο. Εκεί εξέτιε την ποινή του για φόνο κάποιος ξάδελφος του. Πρόσεξε τα καγκελόφραχτα παράθυρα, κοντοστάθηκε κοιτάζοντας την είσοδο, έκοψε ένα τσαμπί από μια φιστικιά απέναντι κι έβαλε ένα φιστίκι στο στόμα του, τσακίζοντας το φλούδι με τα δόντια του. Ύστερα έφτυσε στο χώμα- το φιστίκι ήταν σκληρό και τα δόντια του πόνεσαν. Διστακτικά, προχώρησε προς την είσοδο, πλησίασε τη σιδερένια πύλη, είδε έναν αγριωπό χωροφύλακα με τεράστιο μουστάκι και πισωγύρισε. Βγήκε στον παραλιακό δρόμο και περίμενε. Βλέποντας ένα κάρο που το 'σέρνε γάιδαρος, έκανε νεύμα στον αμαξά να σταματήσει. -Γνωρίζεις το σπίτι του Καζαντζάκη; -Του συγγραφέα; -Ναι. -Το γνωρίζω. 0 Ζορμπάς τον παρακάλεσε να τον μεταφέρει ως εκεί κι επιχείρησε ν' ανέ­ βει, μα δεν τα κατάφερε. 0 αμαξάς κατέβηκε και τον βοήθησε να σκαρφαλώ­ σει στη θέση του συνοδηγού. 0 γάιδαρος φρούμαζε και το κάρο χοροπηδού­ σε καθώς οι ρόδες του έπεφταν σε λακκούβες. Σκόνη σηκωνόταν και κολλού­ σε στα κορμιά τους. 0 ήλιος έκαιγε, οι ακτίνες του τσουρούφλιζαν το πρόσω­ πο του Ζορμπά, που αναστέναζε και σκούπιζε τον ιδρώτα απ' τα μάτια του με την ανάστροφη της παλάμης του. Το ψωριάρικο σκυλί ακολουθούσε το κάρο μυρίζοντας τον αέρα. Έξω από το σπίτι, ο Ζορμπάς πλήρωσε τον αμαξά με κέρματα της μιας δραχμής, από εκείνα που είχαν αποσυρθεί από την κυκλοφορία, κι ακούμπη­ σε με τον αγκώνα στο χοντρό κλαρί που χρησιμοποιούσε σαν ραβδί για να ξεμουδιάσει. Έριξε μερικές ματιές ολόγυρα κι απόθεσε στο έδαφος τον μπόγο του. Έπειτα έβγαλε το ρολόι με την ασημένια αλυσίδα και κοίταξε την ώρα. Κόντευε μέση μεράκι. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του φθαρμένου παλτού, έβγαλε το μπου­ καλάκι με τη ρακή κι ήπιε μια γουλιά. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τον ήλιο που ανέβαινε στον ουρανό, ξανάβαλε το χέρι στην τσέπη του παλτού και πήρε ένα πακέτο τσιγάρα και τη σκουριασμένη τσακμακόπετρα. Άνοιξε το πακέτο και μόνο τότε διαπίστωσε πως ήταν άδειο. Το ξανάβαλε μαζί με την τσακμακό­ πετρα στην τσέπη του κι ύστερα κοίταξε τον ουρανό φτύνοντας κάτω εξορ­ γισμένος. Η περιοχή ήταν ήσυχη, τα σπίτια αραιά, άλλο εδώ άλλο εκεί. Μια κοκκινόφτερη κότα σκάλιζε το χώμα στη διπλανή αυλή και δυο γάτες, μια άσπρη και μια μαύρη, έγλειφαν η μια την άλλη. Το ψωριάρικο σκυλί στεκόταν δίπλα του.


Ο Ζορμπάς σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπο του και άνοιξε τη σιδερέ­ νια εξώπορτα του κήπου. Μπήκε μέσα, χαϊδεύοντας απαλά τη ράχη του σκυ­ λιού. [Ήταν ευαίσθητος άνθρωπος, υποστήριξε η Λιλή Ζωγράφου). Με τα χοντροπάπουτσά του να πατούν στο χώμα μαλακά, κοίταξε δεξιά κι αριστερά τα σπαρμένα ραπανάκια, τις μελιτζάνες, τις ντομάτες, τις πιπεριές. Μόλις το μάτι του πήρε ένα μοναχικό κλήμα με άγουρα σταφύλια που έπαιρ­ ναν να κοκκινίζουν, παράτησε τον μπόγο σε μια γωνιά στον τοίχο, έκοψε μια ρώγα και τη μάσησε. Αμέσως την έφτυσε. Έπειτα, βάζοντας τα χέρια του στο στόμα, σαν χωνί, φώναξε: -Αφεντικό! Ε, αφεντικό! Μην παίρνοντας καμιά απάντηση, προχώρησε προς το σπίτι, απ' όπου δεν ακουγόταν κανένας ήχος, εκτός από τα τακ τακ τακ των πλήκτρων μιας γρα­ φομηχανής που έρχονταν από το εσωτερικό του. Επειδή δίψασε, βγήκε από τον κήπο, πλησίασε το κλειστό πηγάδι στο διπλανό σπίτι και δοκίμασε να βγάλει νερό περιστρέφοντας το μαγκάνι. Δεν τα κατάφερε και ξαναμπήκε στον κήπο. Κοίταξε ψηλά. Πάνω από την πόρτα του δωματίου είδε το παράξενο εντοιχισμένο ψηφιδωτό με τις μαύρες και τις χρυσές ψηφίδες: δυο ψάρια σ' ερωτική μείξη. Ήταν ο ιερός τροχός του Σίντο, το σύμβολο της εθνικής θρησκείας της Ιαπωνίας. Χαμήλωσε τα μάτια και χτύπησε το σιδερένιο χαλκά της πόρτας του ισο­ γείου, αλλά δεν πήρε απάντηση. Μετά δοκίμασε να την ανοίξει, μα ήταν μανταλωμένη από μέσα, οπότε με το ραβδί στο χέρι έκανε το γύρο του σπιτιού. Το σπίτι, φτιαγμένο με πέτρες, έμοιαζε σαν μικρό κάστρο. Μια σκάλα γεμάτη γλάστρες με λουλούδια οδηγούσε στο πρώτο πάτωμα. Γύρω από το χαμηλό μαντρότοιχο είδε μια φοινικιά, κάμποσους κάκτους, ένα πεύκο- μια κληματαριά με πλούσια φύλλα και τσαμπιά με άγουρες ρώγες, εδώ κι εκεί φιστικιές κι ανάμεσα τους μια γέρικη συκιά. Ο Ζορμπάς έτρεξε στην πρώτη φιστικιά, στήνοντας αυτί για ν' ακούσει τους ήχους της γραφομηχανής. Πεινασμένος καθώς ήταν, έβαλε στην άκρη κάθε διακριτικότητα, σήκωσε το ραβδί και χτύπησε τα κλαδιά του δέντρου. Στο χώμα έπεσαν μερικά φιστίκια. Την ώρα που έσκυβε να τα πιάσει, βγήκε από την πόρτα της κουζίνας ο Καζαντζάκης, ακολουθούμενος από μια άσπρη κοκαλιάρα γάτα. -Ζορμπά! Ε, Ζορμπά! φώναξε. Οι δύο φίλοι κοιτάχτηκαν κι αναμετρήθηκαν. 0 Ζορμπάς ήταν ψηλόλι­ γνος, είχε μάτια γερακιού, πλατύ μέτωπο. Μέσα από το παλτό φορούσε άσπρο πουκάμισο με μανίκια. 0 αδύνατος λαιμός του είχε μια κλίση προς τα εμπρός, οι ώμοι του κύρτωναν, σχηματίζοντας μια μικρή καμπούρα, ο σκού­ φος έκρυβε τη φαλάκρα του κι επέτρεπε σε κάτι τούφες από άσπρα μαλλιά να προβάλλουν εδώ κι εκεί. Τα αυτιά του ήταν μεγάλα, με τρίχες, το πιγούνι 126


του σουβλερό, τα μουστάκια του μαδημένα, τα γένια του ενός μηνός, τα χέρια του ροζιασμένα. Φαινόταν να έχει χάσει την παλιά του σβελτάδα. Ο Καζαντζάκης ήταν ψηλός, λυγερός, πετσί και κόκαλο, είχε μάτια βαθουλωμένα πίσω από τα γυαλιά. Φορούσε ένα πλατύγυρο ψάθινο καπέλο, κρα­ τούσε στα χέρια ένα βιβλίο του Δάντη και την αναμμένη πίπα του. Στο αρι­ στερό χέρι έλαμπε ένα δαχτυλίδι με κεραμιδιά πέτρα. Τα αυτιά του ήταν μικρά, είχε ψαλιδισμένο μουστάκι, μικρό πιγούνι και μεγάλο μέτωπο. Φορού­ σε πορτοκαλί πουκάμισο και στη θέση του κουμπιού του λαιμού του υπήρχε μια καρφίτσα με ένα χρυσό Μέγα Αλέξανδρο. Το παντελόνι του το συγκρα­ τούσε μια ασημένια ζώνη. Ο Ζορμπάς πέταξε κάτω τα φιστίκια και το ραβδί. Από τη βιάση του, όμως, παραπάτησε κι έπεσε φαρδύς πλατύς στο χώμα. Ευτυχώς είχε απλώσει τα χέρια του σαν φτερούγες, γλιτώνοντας το χτύπημα στο κεφάλι. 0 Καζαντζά­ κης έτρεξε κοντά του, τον βοήθησε να σηκωθεί, του τίναξε το χώμα από το παλτό κι ύστερα τον αγκάλιασε τρυφερά. (Ήταν το ονειρεμένο alter ego του, υποστήριξε η Λιλή Ζωγράφου). -Καλώς ήρθες, Ζορμπά! -Καλώς σε βρήκα, αφεντικό. Εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα 2007

127


il

11

%i

'* SE?..

«Σημειώσεις», 1950 Σύνθεση σχεδίων σε χαρτόνι. Γκουάς, 50,3x3,2 εκ. Ιδιωτική συλλογή

128


«Όταν εργαζόμουν για τα ποιήματα, τα διάβαζα με τις ώρες. Θυμάμαι στην παραλία της Αίγινας τα σκεφτόμουν ξαπλωμένος ανάσκελα μέσα στη θάλασσα. Έβλεπα την κολόνα και μου 'ρχονταν πολλές ιδέες. Προσπαθούσα να μπω στο κλίμα. Τα τελείωσα πολύ γρήγορα. Αυτά τα δέκα έργα άρεσαν πολύ. Ο Τσαρού­ χης, όταν τα είδε, στο σπίτι μιας κοινής φίλης στο Παρίσι, είπε και τον «καλό» του λόγο: «Για τον Σεφέρη είναι αυτά, ή τα Άπαντα του Μόραλη;» Ι. Μόραλης *

Γιάννης Μόραλης, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους της λεγόμενης γενιάς του '30 με πλήθος διακρίσεων στην Ελλάδα και στο εξω­ τερικό γεννήθηκε στην Αρτα και το 1927 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Ο ίδιος ο ζωγράφος έλεγε ότι είχε δοκιμάσει έντονα το βίωμα του θανάτου καθώς τον συνόδευε πάντα ο τραγικός θάνατος του πατέρα του σε αυτοκινη­ τιστικό δυστύχημα το 1937 αλλά και οι σκηνές από κηδεία στην Άρτα και την Πρέβεζα όταν ήταν πολύ μικρός (στη δουλειά του συχνά επανέρχεται το σύμ­ βολο του φτερωτού αγγέλου με την διττή μορφή του έρωτα και του θανάτου ενώ η πρώτη του θεατρική δουλειά βασιζόταν στο έργο Ωδή εις θάνατον του Κάλβου}. Σε ηλικία 15 ετών έγινε δεκτός στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας σπουδάζοντας κοντά στον Αργυρό, τον Γερανιώτη, τον Παρθένη και τον Κεφαλληνό ζωγραφική και χαρακτική και αφού αποφοίτησε έφυγε ως υπότροφος της Ακαδημίας Αθηνών, μαζί με το φίλο του Νίκο Νικολάου, για τη Ρώμη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου φοίτησε στην Ecole Nationale des Beaux Arts, στα εργαστήρια ζωγραφικής και φρέσκο. Παράλλη­ λα εγγράφηκε στην Ecole des Arts et Métiers, για την σπουδή του ψηφιδωτού. Το 1947 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής στην ΑΣΚΤ, από όπου αποχώρησε το 1983, μέσα σε μια αυτοσχέδια γιορτή στη Σχολή με τους μαθητές του, για τους περισσότερους από τους οποίους παρέμεινε αξέχαστος Δάσκαλος (το ποιήμα του Σεφέρη που τους διάβασε τότε «Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης...», το κουβαλούσε έκτοτε πάντοτε μαζί του στο πορτο­ φόλι του. Το 1949 με αρκετούς Έλληνες ζωγράφους μεταξύ των οποίων ο Νίκος Χατζηκυριάκος - Γκίκας, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Νικολάου και Νίκος Εγγονόπουλος, ίδρυσε την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός» ενώ διοργανώ­ θηκε η πρώτη κοινή τους έκθεση στο Ζάππειο το 1950. Από το 1954 ξεκίνησε

Ο


τη συνεργασία του με το ελληνικό θέατρο, πρώτα με το Θέατρο Τέχνης και στη συνέχεια με το Εθνικό. Το έργο του περιλαμβάνει εικονογραφήσεις βιβλίων (μεταξύ των οποίων από τις σημαντικότερες παραμένουν οι εκδόσεις του Ικα­ ρου με ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη), εξώφυλλα δίσκων μουσικής, γλυ­ πτά, τοιχογραφίες καθώς και σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και τα μπαλέτα του Ελληνι­ κού Χοροδράματος. Τιμήθηκε για πρώτη φορά με βραβείο ζωγραφικής το 1940. Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας τον τίμησε με μεγάλη ανα­ δρομική έκθεση και το 1999 του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Ταξιάρχη της Τιμής. Έργα του ανήκουν σε δημόσιες και ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Απέριττα και αναγνωρίσιμα από όλους, σημάδεψαν την ιστορία της Ελληνικής Ζωγραφικής, ενώ ο ίδιος παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του πιστός φίλος και συνεργάτης του Τάσου και της Πέγκυς, του Θοδωρή και της Δάφνης Ζουμπουλάκη. Ο Γιάννης Μόραλης «γλίστρησε σιωπηλά στην αιωνιό­ τητα» στις 20 Δεκεμβρίου, του 2009 στην Αθήνα, έχοντας ήδη προλάβει να περάσει στη σφαίρα της αθανασίας αλλά και έχοντας ανακηρυχθεί το περα­ σμένο καλοκαίρι, στις 31 Ιουλίου 2009, επίτιμος δημότης της Αίγινας που υπε­ ραγαπούσε και όπου περνούσε μεγάλο διάστημα του χρόνου, στην αδρή κατοικία που είχε σχεδιάσει για εκείνον ο φίλος του Άρης Κωνσταντινίδης. Παραθέτω ελάχιστα μόνο από τα πολλά και μοναδικά που κρατώ στην άκρη για εκείνον: «Μ' ένα ολιγοψήφιο αλφάβητο στα χέρια του, όπου τα στοιχεία που επα­ νέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο, κατά τρόπο μοναδικό μέσα τη σύγχρονη ελληνική τέχνη». «Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα του Μόραλη ν' αναδύονται κάποτε με μιαν υγρασία θαλασσι­ νή, σαν μεγεθυμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπο­ γραφίες τόπων λατρείας που χάθηκαν για πάντα. Μιά νοσταλγία άλλωστε του μ ν η μ ε ι α κ ο ύ παρωθούσε ανέκαθεν το χέρι του ζωγράφου να οργανώσει και να ισορροπεί τις φόρμες του πάνω σ' ένα νοητό αρχιτεκτόνημα, συνάμα όμως να δίνει ακόμα και στις πιό αισθη­ σιακές του συλλήψεις -και είναι η περίπτωση που αντικρύζουμε σήμερα στα «Επιθαλάμιά» του- ένα μυστήριο και μιαν ιεροτικότητα βιβλική. Εκεί νομίζω βρίσκεται και το σημείο επαφής του με τη σημερινή νεότητα, την πιό σοβαρή τουλάχιστον, που δεν αισθάνεται την ανάγκη ν' αρνηθεί την ίδια την ύλη της τέχνης για να μπορέσει να πει πως υπάρχει ακόμη αυτό που ονομάζουμε θαύμα». Αθήνα 1972, Οδυσσέας Ελύτης *


«ΜΙΑ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΙΔΙΟΥ»: «...Την εποχή που πρωτογνώ­ ρισα τον Γιάννη Μόραλη, την συνοδεύω μέσα μου με το πορτρέτο της πρώτης του γυναίκας. Δεν ήταν μια φωτογραφία με χρώματα, ούτε μιά ζωγραφιά χρω­ ματιστή να παριστάνει μιά μορφή γυναίκας. Ήταν μιά σύνθεση ζωγραφική που μας φανέρωνε μιά Γυναίκα. Μιά πολύ όμορφη κι ευγενική Γυναίκα. ...Γίναμε φίλοι. Και μου εξηγούσε την προσπάθεια του να τιθασεύσει το σχήμα των πραγμάτων και των προσώπων, σε μιά δική τους εσωτερική πραγματικότητα και συγχρόνως σε μιά δικιά του σχέση ζ ω ή ς μ' αυτά. Αμέσως κατάλαβα πως η «τιθάσευση» αυτή που επιχειρούσε, ήταν κανόνας βασικός της Τέχνης και φυσι­ κά και της Μουσικής. Έτσι πήρα το «πρώτο σημαντικό» μάθημα, που έμελλε να μου σταθεί πολύτιμο σ' όλη μου τη ζωή.... Ο Μόραλης είναι ένας τελευταίος ευπα­ τρίδης της αληθινής ζωγραφικής. Και φίλος μου. Είναι ένας απ' τους λίγους που υπολογίζω την επιδοκιμασία ή την απόρριψη των πράξεων μου. Όταν συνοφρυώνεται σκέφτομαι, όταν χαμογελάει δυναμώνω. Κι ας είναι όλη η Ελλάδα εναντίον μου. Το ίδιο θα πω και για δυο τρεις ακόμη. Για τον Γκάτσο, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη και για μερικούς που δυστυχώς δεν ζούνε πια. Αυτοί συνθέσανε τον πολιτισμό της μεταπολεμικής Ελλάδας, για να τον καταστρέφουν σαν κορά­ κια οι πολιτικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι. Μεσ' στη μοίρα μας κι αυτό». Μάνος Χατζιδάκις * «Έτσι θυμάμαι πάντα τον Γιάννη, με κάποιο ξεχωριστό χρώμα, κάποιο ξεχωριστό σχήμα επίπλου, ή κάποιο ξεχωριστό αντικείμενο. Ένα παραβάν ή μιά τζαμωτή πόρτα σε μισοσκότεινη σκηνή στις «Γυμνές μάσκες» του Πιραντέλλο. Ένα ζωγραφισμένο καφενείο με στρογγυλά σιδερένια τραπεζάκια στον «Ρινόκερω», ένα λαβομάνο με ζωγραφισμένο μάρμαρο στον «Ορφέα και Ευριδίκη», μιά ψηλή λεμονιά κολώνα στον «Οιδίποδα»... Πολλά έργα, πολλές εικόνες. Κι όλες σημαδεμένες με ένα διακριτικό σχήμα ή χρώμα που βοηθούσε να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα του έργου. Μιά σταθερή παράδοση σκη­ νικής παρουσίασης στην πορεία και εξέλιξη του Θεάτρου Τέχνης. Πολύτιμα μαθήματα που κράτησα και φύλαξα μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια». Μάρτιος 1985, Κάρολος Κουν * «Σπάνια μου πέτυχαν τα ζευγαρώματα των εχνών. Είταν πάντα για μένα κάτι σαν δυό άλογα ζεμένα στο ίδιο αμάξι που ξαφνικά τραβούν προς αντίθε­ τες κατευθύνσεις. Έτσι άκουσα με πολύ δισταγμό την ιδέα του «Ίκαρου» να ζητήσει από το Γιάννη Μόραλη να εικονογραφήσει τα ποιήματα μου. Ωστόσο όταν, ύστερα από αρκετούς μήνες, ο Μόραλης μου έδειξε τις ζωγραφιές του, κατάλαβα πως μπορεί κάποτε να μην υπάρχει διόλου αμάξι, παρά μόνο δυό ελεύθερα άλογα καλπάζοντας ανεξάρτητα σ' ένα πράσινο λιβάδι». Γεώργιος Σεφέρης* 131


«Το σπίτι του Μόραλη υψώνει την γκρίζα μορφή του παρακάτω κι αναρω­ τιέμαι αν ξανανοίξει και από ποιον...». «Έμεινα μόνος φύγανε όλοι....» Μου είπε στην τελευταία μας συνάντηση ο Γιάννης ο Μόραλης... Κι αποφάσισε να πάει να τους βρει... Κανείς απ' αυτούς δεν έμεινε στην μνήμη μου σαν γέρος. Τους θυμάμαι όλους σαν μεγάλα παιδιά που κράτησαν ζωηρά μέσα τους τις νεανικές τους μνήμες και που χάρη σ' αυτές κρατήθηκαν πάντα νέοι». Μαίρη Γαλάνη - Κρητικού *

«Αίγινα», 1985 Ακρυλικό σε μουσαμά, 166x114 εκ. Copelouzos Family Art Museum

* κείμενα αναδημοσιευμένα από την έκδοση «Γιάννης Μόραλης» (επιμέλεια Βασίλη Φωτόπουλου), Εμπορική Τράπεζα - Εκδόσεις Αδάμ 1988, από την έκδοση του Μουσείου Μπενάκη «Ι. Μόραλης, Αγγελοι - Μουσική - Ποίηση», με κείμενα των Α. Δεληβορριά, Φ.Μ. Τσιγκάκου και Δ. Φωτόπουλου και επιμέλεια Φανής Μαρίας Τσιγκάκου, Αθήνα 2001 και από το περιοδικό Αιγιναία.

132


^yijf.

«Μαγαζί στην προκυμαία», 1950. Γκουάς και προσχέδιο με μολύβι, 28,9x34,2

. , i -Ï:;;,V. ^:.,ί-:.:ί: •

, ' '

·,

,, Λ

,

,.-

' • • • • ' • • • • • • : • . • • • • • • • ' • • . ' •• '

». • •'• •

. •••

. •

• '• •

..

,

'

•"•• ? i

«Καφενείο, Αίγινα», 1950 Λάδι σε μουσαμά, 42χ45 εκ. Ιδιωτική Συλλογή 133


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ

Αίγινα II

Με φωτοστέφανο τις πρώτες συννεφιές ο άγιος ο Σεπτέμβρης ερχόταν κι έλαμπε με την ωραία ισορροπία του ανάμεσα στη σοφία της σοδειάς και στην τρελή καλοκαιριά της θάλασσας ακόμα. Απ' τα χαράματα ήμαστε στα δέντρα και τ' απόγεμα ό,τι φιστίκι είχαμε μαζέψει το πρωί, η Αργυρώ, η Βαγγελιώ κι η θεια Γιωάννα. Γύρω απ' το μακρύ τραπέζι ιστορίες γι' αρραβωνιάσματα, προίκες κι αβασκαμούς... Οι άντρες κάθονταν καμιά φορά μαζί μας, ο Γιώργος, ο Μήτσος, ο Νεκτάριος, κι άρχιζαν τ' αστεία και τα υπονοούμενα, που τα κατάλαβα μετά. Η γεροντοκόρη έλεγε: Τι τη θέλω τη σκοτούρα του άντρα, την παντρειά; Έχω τώρα το κεφάλι μου ήσυχο. Και μια νιόπαντρη με μάτια που γελούσαν: Δίκιο, τι δίκιο που 'χεις, Αννα! Σουρούπωνε, μύριζε ρετσίνι κι ο ουρανός. Αλλάζαμε και κατεβαίναμε στο λιμάνι για λουκουμάδες. Με κλαρωτά τσιτάκια ή μαμά κι η θείτσα, «ωραία ώρα», τα ψωνάκια τους και μετά στην Αρτεμίτσα για πρόβα. Έτριζαν τα σανίδια τα φαρδιά, όλο το πάτωμα έκλινε στη μια μπάντα, η ντουλάπα με τον καθρέφτη σαν να έπλεε στο κύμα. Είχε κάποτε η μοδίστρα μας άντρα σφουγγαρά κι έπειτα μόνο μια ασπρόμαυρη φωτογραφία, το βελόνι της και δυο κορίτσια «ν' αναστήσω- αλλά, κυρά-Λένη μου, η μεγάλη μου αρίστη, πάντα αρίστη!»


Βραδινή επιστροφή, άσπρη η φυλακή κι OL φρουροί μελαγχολικοί μες στ' ανοιχτά κλουβιά τους να παίζουν νευρικά το κουμπί στο ραδιοφωνάκι τους. Ακουμπισμένη πάντα στον ίδιο μαντρότοιχο, η Λιλή μιλάει στη νύχτα· τρελάθηκε σαν ήτανε κορίτσι κι ο αρραβωνιαστικός της την άφησε μια ώρα πριν το γάμο, γιατί ο πατέρας άλλη προίκα είχε υποσχεθεί κι άλλη του 'δίνε. Παντρεύτηκε ο καλός της την ίδια μέρα μια φτωχιά με το πουκάμισο, έτσι από πείσμα, είπαν. Μικρή μαθητευόμενη της θλίψης, στο μαξιλάρι μου έλεγα την ιστορία της παραλοϊσμένης καρδιάς κι έκλαιγα για πάθη που δεν είχα γνωρίσει ακόμη.

135


ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΑΟΣ

Το σπίτι του Καζαντζάκη στην Αίγινα ην Αίγινα, αυτό το πλημμυρισμένο φως όλο το χρόνο νησί του Σαρωνι­ κού, την αγάπησε από τα πρώτα ακόμα νιάτα του ο Καζαντζάκης. Εκεί έγραψε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των εργασιών (μεταφράσεων, λεξικών, αναγνωστικών), που του προ­ σπόριζαν τα πενιχρά οικονομικά μέσα του ασκητικού βιοπορισμού του. Δέκα χρόνια περίπου πριν χτίσει το σπίτι του σε μια βορεινή πετρώδικη ακρογιαλιά του νησιού τούτου, το 1927, τον βρίσκουμε εκείνα καταπιάνεται με τη γραφή της «Οδύσειας», που την είχε ήδη αρχίζει το φθινόπωρο του 1924 στο προάστιο του Ηρακλείου Πόρος. «19 Μαΐου 1927, εγκαθίσταται στην Αίγινα, στο σπιτάκι του Παύλου Χάνου, και αφιερώνεται στη συγγραφή της "Οδύσειας"», θα σημειώσει ο Πρεβελάκης στη χρονογραφία του βίου του γέροντα του, δημοσιευμένη στη «Νέα Εστία» [Χριστούγεννα 1959). Το πλούσιο φως και το ήμερο σιωπηλό τοπίο της Αίγινας τον τραβούσε. Τότε ήταν που θάπρεπε να ρίζωσε μέσα του κι ο σπόρος... της απόχτησης μιας έστω και μικρής ιδιοκτησίας γης πάνω σ' εκείνο τον ευλογημένο τόπο. Αξίζει να παρακολουθήσουμε τον Πρεβελάκη για λίγο ακόμα στις πολύτι­ μες εγγραφές του της χρονογραφίας που μνημόνευσα παραπάνω: «1935. Γύρω στις 15 Ιουνίου, ο Κ. βρίσκεται μόνος στην Αίγινα. Αγοράζει ένα χωράφι κοντά στο σπιτάκι όπου είχε κατοικήσει από τα 1933 κι ετοιμά­ ζεται να χτίσει το «Κουκούλι του». «1936. Στις 4 Μαΐου βάνει το θεμέλιο για το σπίτι του στην Αίγινα (αρχι­ τέκτονας ο Βασίλης Δούρας)». «1937. Χειμώνας-άνοιξη. Στη γαλήνη της Αίγινας, ο Κ. αφιερώνεται στην έκτη γραφή της "Οδύσειας"». Η έκτη αυτή γραφή που μνημονεύει ο Πρεβελάκης, σίγουρα θα έγινε στο νεόχτιστο σπίτι του ποιητή. Τα σχετικά με τις διαπραγματεύσεις του ν' αγο­ ράσει οικόπεδο στην Αίγινα και να χτίσει, ο Κ. τα εξομολογείται σε πολλές επι­ στολές του προς «τον πνευματικό γιό του», τον Πρεβελάκη. Στον τόμο «Τετρακόσια Γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη (Αθήνα 1965)» βρί­ σκουμε τις πολύ ζεστές και γεμάτες ανθρώπινη προσήνεια εξομολογήσεις τούτες του «πολυπλάνητου».

Τ


Έτσι στην επιστολή με αριθ. 222 που γράφτηκε στην Αίγινα στις αρχές του Ιουλίου 1935, ο Κ. θα πληροφορήσει το νεώτερο φίλο του γεμάτος ενθου­ σιασμό: «Σήμερα υπογράφω συμβόλαιο κι αγοράζω το περίφημο χωράφι, 14.000 δραχμές. Χάρηκα πολύ, γιατί είναι από τα πιο ωραία οικόπεδα στο ακρογιάλι. Τώρα, το σπιτάκι! [Υ.Γ.] Από τη δευτέρα έχω εδώ μαστόρους. Χτες ξαφνικά έγραψα μερικούς στίχους. Η θάλασσα απερίγραφτα δροσερή». Και στην επιστολή με αριθμό 222 (Αίγινα 16 Ιουλίου 1935) ο Κ. θα επα­ νέλθει στο θέμα που τον έχει συναρπάσει περισσότερο από κάθε τι άλλο τις ημέρες εκείνες: «...Λέω να 'ρθω την ερχόμενη βδομάδα στην Αθήνα, γιατί έχω εδώ μαστόρους, το σπίτι είναι άνω-κάτω, χτίζεται, βάφεται, καινουριώνει, ετοιμάζεται να δεχτεί τη μακροξενητεμένη.... Πρέπει να βρω τρόπο τον ερχό­ μενο χρόνο να χτιστεί πια το Home, το κουκούλι μου. Τώρα ανοίγω πηγάδι, βρήκα αμέσως βράχο, κι ο πηγαδάς είναι χωμένος ως το λαιμό και πελεκά. Τον κοιτάζω με το τηλεσκόπιο από μακριά κι ανυπομονώ να δω αν βρεθεί λίγο νερό». Το σπίτι βέβαια που βάφεται κλπ. δεν είναι το δικό του. Είναι το σπίτι που έμενε προσωρινά και που βρισκόταν κοντά στο οικόπεδο του. Σ' ένα άλλο γράμμα του προς την Ελένη Σαμίου, την αχώριστη σύντροφο των πνευματικών του αγώνων, ο Κ. θα γράψει από την Αίγινα στις 5-7-1935, ημέρα που υπόγραψε το συμβόλαιο αγοράς του οικοπέδου του, και τούτο τον παραπονιάρικο λόγο: «Να 'χαμέ χρήματα θα χτίζαμε κι εμείς ωστόσο το σπι­ τάκι μας...». Ο κοσμοπλάνητος Οδυσσέας βιαζόταν ν' αράξει στην Ιθάκη του, να ξανασάνει για λίγο κ' έχει ο θεός για τα παραπέρα. Φαίνεται όμως πως το χτίσιμο και τον εσωτερικό πλουτισμό του σπιτιού του στην Αίγινα τάχε πάρει κατάκαρδα, «με το μέσα μυαλό», όπως θάλεγε κ' ένας φρόνιμος νοικοκύρης. Έτσι βλέπουμε να γράφει στον Πρεβελάκη (Γράμμα αριθ. 231 από 1-7-1936): «...Το βασιλικό μού ανέθεσε και μεταφράζω τώρα ένα έργο του Pirandello, πολύ περίεργο. Έτσι θα χτιστεί το γραφείο μου στο καινούριο σπίτι». Κι αργότερα όταν χτίστηκε το σπίτι κι αληθινά πρόκοψε και σα νοικοκυ­ ριό και σαν ενδιαίτημα ενός τόσο γόνιμου πνεύματος, ο Κ. δεν χόρταινε να το καμαρώνει· να καμαρώνει τους κόπους του που επιτέλους άνθισαν και κάρ­ πισαν. Στις 17 Φλεβάρη 1939 γράφει στη γυναίκα του: «...Είμαι ξαπλωμένος στο ντιβάλι του ατελιέ και κοιτάζω πόσο ωραίο είναι το σπίτι μας· καλό, απλό, όλο φως, η θάλασσα γυαλί, τα βουνά ήρεμα, καλόκαρδα, η γης γέμισε πρασινάδα. Όλα τα χρωστώ στη μοναξιά. Τίποτα δεν θα 'κάνα, τίποτα δε θα 'μουνα, αν μου έλειπε η μοναξιά». Συχνά πολλοί λογοτέχνες επισκέπτονταν τον Καζαντζάκη στη μονιά του ετούτη να τον γνωρίσουν, όσοι δεν τον ήξεραν, και να χαρούνε το μεστό του 137


λόγο. Ένας απ' αυτούς κι ο νέος τότε δοκιμιογράφος Δ. Νικολαρεΐζης, που στο βιβλίο του «Δοκίμια Κριτικής» θα γράψει ανάμεσα στ' άλλα και για το σπίτι του Καζαντζάκη τα εξής: «Ευτύχησα να τον γνωρίσω το καλοκαίρι του 1938 μια Κυριακή που πήγα να τον επισκεφτώ στην Αίγινα συντροφιά με δυό άλλους πολύ νέους τότε, όπως κι εγώ λογοτέχνες, τον Γιώργο Θεοτοκά και τον Δημήτρη Φωτιάδη. Μας δέχτηκε στο εξοχικό σπίτι του με τον μικρό... αφρικανικό κήπο: ένα κομμάτι ξερής γης όλο χαλίκια, με κανένα δεντράκι ίσως και λίγα κακτοειδή· ολόγυρα ένας χαμηλός λιθόχτιστος φράχτης. Το κηπάκι αυτό προϊδέαζε" συμβόλιζε ένα από τα ψυχικά τοπία του Καζαντζάκη- ξερό, λιτό, χωρίς βλάστηση, αγκαθένιο. Το σπίτι μέσα, απλό, χωρίς πολλά έπιπλα». Μα και στα μετά το 1946 χρόνια της ξενητιάς του ο Καζαντζάκης θα θυμά­ ται με νοσταλγία και πόνο το αγαπημένο εκείνο υλικό δημιούργημα του, που μέσα στους ζεστούς, καταδεχτικούς τοίχους του είδαν το φως της δημιουρ­ γίας τόσα παράξια και τρισένδοξα πνευματικά του τέκνα. 0 χρόνος άρχισε τότε να τυλίγει γοργά το νήμα της ζωής του νέου Οδυσσέα. Ανάμεσα στις άλλες σκέψεις του ήταν κ' εκείνες για την τύχη του σπιτιού της Αίγινας. Στις 2-2-1952 γράφει από τη Villa Manolita της Antibes στον Τάσο Αθανασιάδη, τον συγγραφέα των «Πανθέων»: «Δεν ξέρω πότε θα γυρίσω στην Ελλάδα· μα λέω να ξεριζωθώ- και το σπίτι που έχω στην Αίγινα θα το πουλήσω -σημάδι ξεριζωμού. Απάνω στο γραφείο μου στην Αίγινα έχω ένα μεγάλο σβώλο χώμα από την Κρήτη («Νέα Εστία» 15-6-1983). Για το λόγο που πουλήθηκε το σπίτι της Αίγινας ο Κίμων Φράιερ δίνει μία πολύ συγκινητική εξήγηση στη δημοσιευμένη τον Ιούλιο 1983 διάλεξη του με τον τίτλο «Η Πνευματική Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη». Ας τον παρακο­ λουθήσουμε σε μια παράγραφο του βιβλίου του αυτού, έστω κι αν η μαρτυ­ ρία του δεν επαληθεύεται από καμιά άλλη ως τώρα γνωστή πηγή: «Ο Καζαντζάκης έτρεφε μεγάλους φόβους μη σκοτωθώ με τη βέσπα μου όταν περιπλανιόμουν από πόλη σε πόλη κι από χωριό σε χωριό τόσο στην ηπειρωτική όσο και στη νησιώτικη Ελλάδα, μεταφράζοντας το μεγάλο του έπος. Πράγματι, μου συνέβει ένα πολύ σοβαρό ατύχημα, που με ανάγκασε να μείνω αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Αφού είχα παραιτηθεί απ' τη θέση μου στο πανεπιστήμιο, ήμουν απένταρος και δεν μπορούσα να 'χω αποκλει­ στικά δικό μου δωμάτιο στο νοσοκομείο. Έμενα σ' ένα θάλαμο μαζί με δεκα­ οχτώ άλλους ασθενείς, μερικοί από τους οποίους πέθαναν μπροστά στα μάτια μου. Υπέφερα αφάνταστα. 0 Καζαντζάκης, όταν το έμαθε αυτό έκανε μια από τις μεγαλόψυχες χειρονομίες του: Πούλησε το σπίτι του στην Αίγινα και μου έστειλε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. Κι εγώ, σαν πνευματικός του γιος, δέχτηκα με χαρά αυτή τη χειρονομία του, γιατί μου έδινε την ευκαιρία να του την ανταποδώσω με μια δική μου: έστειλα αμέσως πίσω τα χρήματα,


αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό, γιατί στην ουσία του ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή χειρονομία· ήταν μια εκδήλωση αγάπης και εκτίμησης, κι αυτό για μένα ήταν ο μόνος θησαυρός που ποθούσα. Γνωρίζαμε τόσο καλά ο ένας τον άλλον». Μα πώς έγινε αυτό το σπίτι, τι καημούς και ποιες χαρές έδωσε στους νοκοκυραίους του, μονάχα η Ελένη Καζαντζάκη θα μπορούσε να διηγηθεί. Και το κάνει αυτό σε μερικές σελίδες του έργου της «Ν. Καζαντζάκης, ο ασυμβί­ βαστος» (Αθήνα 1977, σελίδες 394-397). Αξίζει να την παρακολουθήσουμε σ' αυτές τις γεμάτες αίσθημα σελίδες του παραπάνω βιβλίου της. Αλλά πριν παρακολουθήσουμε τη μαρτυρία αυτή της Ελένης Καζαντζάκη, ας δούμε και μια άλλη αναφορά του ίδιου του συγ­ γραφέα του «Ζορμπά» στο σπίτι του της Αίγινας που τότε ακόμα «βρισκόταν στα χαρτιά», δηλ. στα σχέδια των μηχανικών. Σε γράμμα του από «Αίγινα 4 του Φλεβάρη 1936», γράφει ανάμεσα στ' άλλα στον παιδικό του φίλο Χαρί­ λαο Στεφανίδη και τα εξής: «... Σου αναγγέλνω πως την άνοιξη αρχίζω κι εγώ να χτίζω σπίτι. Είναι κι όλας έτοιμο σ' ένα μεγάλο κολαριστό χαρτί, με ανώ­ γεια και κατώγεια. Εσύ αυτά δεν τα πιστεύεις, θαρρείς πως όλοι έχουν τα μυαλό Σου, την περιφρόνηση Σου στο χρήμα. Δυστυχώς εμείς αναγκαστήκα­ με να κάμουμε κάποια περιουσία και νομίσαμε πως η καλύτερη τοποθέτηση της είναι τα ακίνητα (Στα κινητά να δυσπιστείς). Από τώρα λοιπόν Σε καλούμε να κονέψεις στα μέγαρα μας. Να κρατάς και το τουφέκι Σου γιατί εδώ κάπου υπάρχει μια κατσίκα και δεν πρέπει να Σου γλυ­ τώσει. Αυτά για τα περιουσιακά». (Δεκαεννιά ανέκδοτες επιστολές του Ν. Καζα­ ντζάκη στον Χ. Στεφανίδη, περ. «Νέα Σύνορα», Ιαν.-Μάρτης 1983, στη σελ. 27). Η μαρτυρία της Ελένης Καζαντζάκη «1936 Τα δυό χρόνια που έρχουνται θα 'ναι για μας δίσεχτα χρόνια. Ό,τι δεν είχαν καταφέρει να γκρεμίσουν τόσες απανωτές κακοτυχίες παρά τρίχα να το γκρεμίσει ένα όνειρο, που πήγαινε να πραγματοποιηθεί: Το λιμάνι που ονειρεύεται κάθε άνθρωπος. Η λαϊκή παροιμία ξέρει τι λέει: «Όποιος δεν πάντρεψε κόρη και δεν έχτισε σπίτι δεν ξέρει τι πάει να πει βάσανο του κόσμου». Είχαμε ακουστά την παροιμία, ποτέ ωστόσο δε φανταστήκαμε τις πίκρες που προμηνούσε. Οι δυσκολίες δεν άργησαν να παρουσιαστούν. Θέλαμε, τάχατε, ένα χωριάτικο σπιτάκι, που να μην ξεχωρίζει σε τίποτα από τα σπίτια των ελληνικών νησιών. Όχι κεραμίδια, απλές ταράτσες -τόσο απλές όταν ο ήλιος τις πυρώνει ή η βροχή τις διαπερνά κι αρχίζουν και στάζουν πάνω στο κρεβάτι σου... Θέλαμε και στέρνα κάτω από το σπίτι μια και χτίζαμε πάνω σε βράχο. Κι εξωτερική σκάλα, βέβαια, με μονοκόμματα σκαλοπάτια, «για πιο


ευκολία». Από τα παράθυρα να μη βλέπεις γη, μόνο πέλαγο. Όλα τα χρειαζούμενα στο ισόγειο κι από πάνω την «αετοφωλιά» του νοικοκύρη. Πρότεινα ένα σχήμα Π, για να προφυλαγόμαστε από το βοριά, τον πουνέντη και τις σοροκάδες που χτυπούσαν το ακρωτήρι μας. Κρίνοντας το πολύ πολυέ­ ξοδο, ο αρχιτέκτονας του 'κόψε το ένα πόδι. «Τι ωραία!» αναφώνησε ενθου­ σιασμένος ο Νίκος. «Το Γ μου αρέσει! Πρώτα-πρώτα είναι το σχήμα που έχουν όλα τα νησιώτικα σπίτια. Κι ύστερα το Γ δεν είναι ένα τυχαίο γράμμα της αλφα­ βήτας. Είναι το τρίτο! 3, 33, 333, 3333! Ακριβώς ο αριθμός που μου αρέσει!». Αν κι είχαμε ίσια-ίσια τα χρήματα για το σκελετό του σπιτιού, το πρώτο σχέδιο μας φάνηκε μισοκακόμοιρο. Το δεύτερο δε μας γουστάρησε περισσό­ τερο. Εγώ ήθελα τη φύση «να μπαίνει» μέσα στο σπίτι. 0 Νίκος νειρευόταν ένα κάστρο. Όλο αγκωνάρι, δίχως σοβάδες, να μην ξεχωρίζει από τα γύρο μας βράχια. 0 αρχιτέκτονας είχε προβλέψει τέσσσερις πόρτες. Ο Νίκος επέμενε να καταργήσουμε τις τρεις. Συμβιβαστήκαμε στις δύο. Έτσι η βεράντα μας μπρος στη θάλασσα δε συνδεόταν με το άλλο σπίτι. Κέρδισα όμως την πόρτα την κου­ ζίνας. Ότι καταστάλαξε η τρικυμία της πόρτας, ξέσπασε μια άλλη: η τρικυμία της εσωτερικής σκάλας. «Μια σκάλα φτάνει!» έλεγε ο Νίκος πεισματωμένος. «Σιχαίνουμε αυτές τις τρύπες μες στα σπίτια. Θ' ανεβοκατεβαίνουμε από την εξωτερική σκάλα!» Στα παρακάλια μου αντέταξε την.... καταπαχτή! Ως εδώ τα πράματα βολεύτηκαν. Με τα παράθυρα όμως λίγον έλειψε να παραφρονήσουμε. Πάνω στο χαρτί τα μεγάλα παράθυρα μας ενθουσίαζαν. Μα μόλις έφυγα στην Αθήνα, οι χτίστες -θα μιλήσω γι' αυτούς αργότεραπανικοβλήθηκαν: «Κυρ Νίκο, ο αρχιτέκτονας σας είναι παλαβός! Με τέτοια ανοίγματα δε θα μπορέσουμε ποτέ να χύσουμε την πλάκα, το τσιμέντο!». Ενάντια στα μεγάλα παράθυρα πήρε μέρος κι ο φίλος μας Καλμούχος. Τρομοκράτησαν κυριολεχτικά τον Νίκο. Και τα κατάφεραν τόσο καλά, που στο γυρισμό μου βρέθηκα μπροστά σε μια σειρά ομοιόμορφα τετράγωνα ανοίγματα, το ένα πίσω από το άλλο, σα στρατώνας. Χτίζε, γκρέμιζε, ξανάχτιζε, ξαναγκρέμιζε, αυτό βάσταξε κάμποσον καιρό. Δυό χρόνια κόβαμε τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας κι όλο και ξαναφύτρωναν νέα. Ποτέ κανείς δε θα μπορέσει να μάθει τι υποφέραμε εκείνα τα κατα­ ραμένα Σάββατα, όταν οι χτίστες μας κοιτούσαν κατάματα, με άδεια στομά­ χια και την πλάτη διπλωμένη στα δύο. Οι χτίστες μας! ο Θόδωρος κι ο Ιγνάτιος, δυό κολοσσοί από τη Μικράν Ασία. Με σίγουρο ένστιχτο ο Θόδωρος ζύγιασε το πορτοφόλι του αφεντικού και το βρήκε λειψό σαν το δικό του. Γι' αυτό κι η αποφάσή του «να κάνει οικονομίες». - Ορίσαμε μια τιμή, κυρ Νίκο δε θα την ξεπεράσουμε! δήλωσε σηκώνοντας το ποτήρι να τσουγγρίσει κι έτσι να σφραγίσει τη συμφωνία. 140


- Πότε αρχίζουμε; - Τώρα αμέσως! είπε και σηκώθηκε. Σε μια γωνιά στο χωράφι μας ο Θόδωρος κι ο Ιγνάτιος είχαν αποθέσει δύο σιδερένιους λοστούς. Πώς παραξενευτήκαμε σαν τους είδαμε να παίρνουν το μονοπάτι της θάλασσας! Πήγαιναν για κολύμπι; Δίχως να υποψιαστούν πως τους παραμονεύαμε, τα δύο αδέρφια γυμνώ­ θηκαν ως το φάλι τους. Έπειτα μπήκαν στη θάλασσα. Χώνοντας τους μακρι­ ούς λοστούς κάτω από τα βράχια, με μουγκρητά δράκου, άρχισαν να τους ξεριζώνουν. Σε λίγο ξανανέβηκαν το μονοπάτι, φορτωμένοι ο καθένας μ' ένα μεγάλο κομμάτι βράχο. Κι αμέσως, ξεγυμνώνοντας το απανωκόρμι, σκεπάζο­ ντας τα κάτω άκρα, άρχισαν να πελεκούν την πέτρα. Όμορφες τετράγωνες πέτρες, χλωμές, ελαφρά ρόδινες. Σιγά-σιγά οι τοίχοι του σπιτιού μας ορθώ­ νονταν όμορφοι κι ορεχηκοί σα συριανό μαντολάτο. 0 Θόδωρος έλυσε με το δικό του τρόπο και το πρόβλημα της άμμου: «Γιατί ν' αγοράσουμε; Την έχουμε στα πόδια μας, κυρ Νίκο! -Και το αλάτι;- Μπα, θα την πλύνουμε με γλυκό νερό, μη φοβάσαι τίποτα!» Αργότερα η αισιοδοξία αυτή του Θόδωρου μεταβλήθηκε σε χιονάτο, γυαλιστερό χνούδι, που σκέπα­ σε τους εσωτερικούς τοίχους κι άρχισε να τρώει όλα μας τα βιβλία... Για να φτάσουν στο «Σταυρό» -έτσι λένε το ακρωτήρι μας- οι δυό τεχνί­ τες, έπρεπε να περάσουν από τη χώρα, δηλαδή από την πρωτεύουσα. Αληθι­ νοί ανατολίτες, δεν ξεχνούσαν ποτέ τα πεσκέσια: ψάρι, φρούτα, κανένα φρέ­ σκο μύγδαλο από τις μυγδαλιές τους. Όταν ήρθε η ώρα για τα πλακάκια ο Θόδωρος μ' έστειλε στον Πειραιά, δίνοντας μου τις χρειαζούμενες εντολές: «Πρόσεξε μη σε γελάσουν, κεραΛενίτσα! Μη στα δώσουν φρέσκα!». Γύρισα μ' ένα καΐκι πραμάτεια. Ο Θόδωρος, πάντα δύσπιστος, προσέχει το ξεφόρτωμα πάνω στα βράχια. Ξαφνικά σκύβει, πιάνει ένα πλακάκι, το δαγκώνει. Το πλακάκι θρύβει σαν κριθαρένιο παξιμάδι στα δόντια του. Φτύ­ νει μανιασμένος! «Το 'ξέρα εγώ πως θα σε γελάσουν! Δεν σου το 'πα;» Στον «Χριστό Ξανασταυρώνεται» ο Γυψοφάς τρώει τ' αγαλματάκια. Η Δεξαμενή βάνει τα γέλια, σκανδαλισμένη τάχα. «Οι υπερβολές του Καζαντζά­ κη!» Ωστόσο ο καθηγητής Γ. Κακριδής κιη Τέα Ανεμογιάννη είδαν μετά μάτια τους στους Βαρβάρους (το χωριό του πατέρα του Καζαντζάκη στην Κρήτη] τον Κουκή να σπάζει την πιατέλα, αφού πρώτος έφαγε τ' αυγά με τα τσόφλια, κι ν' αρχίσει να μασουλάει ένα της κομμάτι. Χρόνια πολλά αργότερα πήγα κι εγώ στους Βαρβάρους. 0 Κουκής ζούσε ακόμα και μου πρότεινε να φάμε μαζί κανένα ...πιατικό». Τέσσερα συμβολαιογραφικά έγγραφα Στο υποθηκοφυλακείο της Αίγινας έχουν μεταγραφεί τέσσερα συμβολαι-


ογραφικά έγγραφα που αφορούν την παραπάνω ιδιοκτησία του Καζαντζάκη. Πρόκειται για τρία αγοραπωλητήρια συμβόλαια και μια ερμηνευτική δήλω­ ση. Ας δούμε το περιεχόμενο του καθενός ξεχωριστά. Αντίγραφα τους είχε την καλοσύνη να μου δώσει με προθυμία ο υποθηκοφύλακας του νησιού Π. Παπακωστοζάχος. Α] Με το υπ' αριθ. 13653 της 5-7-1935 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αίγινας Στυλιανού Κ. Ζωγράφου, ο Κ. αγόρασε από τους Παύλο Τριαντάφυλλου, Σωκράτη Ροδίτη, Παύλο Ροδίτη και Ελένη συζ. Σταύρου Σαρρή «ένα αγρόν εκτάσεως 81/Ζ στρεμμάτων κείμενον εις θέσιν Σταυρός ή Προχώματα της περιφέρειας Κάτω Λειβάδι του τέως δήμου Αιγινητών», «αντί του μεταξύ των συμπεφωνημένου ολικού τιμήματος δρχ. 14.000 τας οποίας οι πωληταί έλαβον συμμέτρως». β) Με το υπ' αριθ. 13.939 της 8-12-1935 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμ/φου, ο Κ. πωλεί στον Παναγιώτη (Τάκη) Καλμούχο το μισό του παραπάνω οικοπέδου του «προς το δυτικόν μέρος κείμενον», αντί ποσού 7.000 δρχ. «τας οποίας ο πωλητής έλαβε παρά του αγοραστού». Επιπλέον «οι συμβαλλόμενοι συνεφώνησαν ότι το υπάρχον φρέαρ εις το μέσον του όλου κτήματος θα είναι κοινόν μεταξύ αυτών». Γ) Με την υπ' αριθ. 4937 της 4-3-1956 ερμηνευτική δήλωση που συντά­ χτηκε από τον συμ/φο Αίγινας Ι. Δ. Πλατή, ο Παν. Θ. Καλμούχος και η δικηγό­ ρος Αθηνών Αγνή θυγ. Όθωνος Ρουσοπούλου «ενεργούσα εν προκειμένω ως πληρεξούσια του Ν. Μ. Καζαντζάκη, συγγραφές κατοίκου ANTIBES Γαλλίας», συμφωνούν στη διόρθωση της παρακάτω λεκτικής παραδρομής. Στο υπ' αριθμ. 13939 του 1935 συμβόλαιο με το οποίο ο Κ. επώλησε στον Καλμούχο το μισό του οικόπεδο του «ετέθη εκ παραδρομής η λέξις «αδιαιρέτως» αντί της λέξεως «διαιρετώς». Η ακριβής επιφάνεια του αρχικού οικοπέδου του Καζαντζάκη ήταν 8.250 τ.μ. Συνεπώς στον ζωγράφο Τάκη Καλμούχο μεταβι­ βάστηκε κατά κυριότητα επιφάνεια 4.125 τ.μ. Ο Καλμούχος με το υπ' αριθ. 37212 του έτους 1952 συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Κλέαρχου Καντιανή επώλησε το ακίνητο του «μετά του εν αυτώ οικίσκου εις τον Μικέν Ανδρέου Χαλκούσην, εμποροβιομήχανον, κάτοι­ κο Χίου και ήδη Αλεξανδρείας Αιγύπτου». Δ) Με το υπ' αριθ. 4938 της 4-3-1956 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμ/φου Αίγινας Ι.Δ. Πλατή, η δικηγόρος Αθηνών Αγνή Ρουσοπούλου, πληρε­ ξούσια του Καζαντζάκη, επώλησε το οικόπεδο «εφ' ου (ο Κ.) έχει ανεγείρει οικίαν συγκειμένην εκ δύο ισογείων δωματίων και ενός ανωγείου μετά των λοιπών χρειωδών μετά του εν αυτώ φρέατος», στον Νικ. Εμμ. Κουτουλάκη έμπορο, κάτοικο Παρισίων αντί ποσού 60.000 δρχ. ισότιμον 705.880 γαλλι­ κών φράγκων. Κι ενώ τόσα έχουν γραφτεί από την Ελένη Καζαντζάκη, από τον Πρεβελά142


κη κι από τον ίδιο τον Κ. για την αγορά του οικοπέδου και το χτίσιμο του σπι­ τιού, τίποτε δεν έχει σημειωθεί πουθενά για την πώληση του. Ήταν σίγουρα μια πικρή ώρα αυτή για τον νοικοκύρη που πουλούσε. Ίσως ψυχανεμίστηκε πως άρχισε να κατεβαίνει η μεγάλη νύχτα και τέτοια ανώφελα πράγματα δεν άγγιζαν πια την ψυχή του. Το σπίτι τώρα ανήκει σ' άλλον νοικοκύρη. Και κανείς δεν μπορεί να εγγυη­ θεί πως τα χρόνια που θάρθουν θα το αφήσουν ανέπαφο στη θέση του. Μονάχα ο Πρεβελάκης στο γράμμα με αριθ. 224 [από 28-8-1935} καταχωρεί μια δική του σημείωση: «0 ανιψιός του μακαρίτη Σεγρεδάκη είναι ο Νικόλα­ ος Κουτουλάκης (ή Σεγρεδάκης) σήμερα αρχαιοπώλης στο Παρίσι στη rue de l'Echelle 4. Μετά το θάνατο του Κ. αγόρασε το σπίτι του στην Αίγινα». Η μαρτυρία της Αγνής Ρονσοπούλον Για να ολοκληρωθεί όμως η εικόνα, τόσο του εξωτερικού, όσο και του εσωτερικού του σπιτιού της Αίγινας θάπρεπε να προστεθεί και η μαρτυρία μιας ξεχωριστής Ελληνίδας, στενής φίλης, θαυμάστριας και πληρεξούσιας δικηγόρου του Καζαντζάκη, της Αγνής Ρουσοπούλου. Η Ρουσοπούλου λάτρευε και τον άνθρωπο και το έργο του και στάθηκε συμπαραστάτισσα του ποιητή της νέας «Οδύσσειας», σε κρισιμότατες ώρες της ζωής του. Έτσι στην πνευματική επιθεώρηση που έβγαζε ο Γιάννης Γουδέλης, την «Καινούρια Εποχή», την αφιερωμένη στον Κ, (Φθινόπωρο 1958), η Αγνή Ρουσοπούλου θα γράψει το πολύ ενδιαφέρον μελέτημα της για «Τα σπίτια του Καζαντζάκη». Πρόκειται για τα σπίτια, ιδιοκτησίας του, στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Γαλλία) που κατοίκησε κατά καιρούς ο συγγραφέας του «Καπετάν Μιχάλη» με τη σύντροφο του Ελένη. Η μελέτη αυτή καλύπτει τις σελίδες 222230. θεωρώ απαραίτητο συμπλήρωμα της εργασίας μου τούτης, το απόσπα­ σμα της μελέτης της Ρουσοπούλου που αφορά το σπίτι της Αίγινας. Και το παραθέτω αυτούσιο γιατί ζωντανεύει με απαράμιλλο τρόπο πρόσωπα και πράγματα που είχε τη μοναδική εύνοια της τύχης να γνωρίσει η ίδια: «Στα δεκαέξη χρόνια που βάσταξε η φιλία μου με τον Νίκο Καζαντζάκη, τον είδα και τον έζησα μέσα σε τρία σπίτια: το σπίτι της Αίγινας, τη Βίλλα Μανολίτα της Αντίμπ και τα τελευταία δύο χρόνια το σπιτάκι του Μπα Καστελλέ της ίδιας αυτής πόλης, όπου είχε οριστικά κατασταλάξει και που το έλεγε «Κουκούλι». Στο πρώτο σπίτιήταν στο ζενίθ της σωματικής του ακμής, γερός, δυνατός, ακατάβλητος. Στο δεύτερο είχε αρχίσει η αρρώστια να τον τρώει σα σαράκι και στο τρίτο, παρ' όλη την -απτή σχεδόν- παρουσία του θανάτου, δούλευε, έτρωγε, γελούσε, κοιμόταν σαν παιδί και βεβαίωνε τους πάντες πως θα ζήσει άλλα δέκα χρόνια. Θα προσπαθήσω να τα περιγράψω αυτά τα τρία σπίτια με την ατμόσφαι-


ρα που τους έδινε η παρουσία της μεγαλοφυίας. Το σπίτι της Γοργόνας: Το σπίτι της Αίγινας είναι χτισμένο στο βορινό άκρο του νησιού, απάνω στα βράχια πολύ κοντά στη θάλασσα. 0 Καζαντζά­ κης μαζί με τον ζωγράφο Καλμούχο αγόρασαν -εξ αδιαιρέτου- μιαν έκταση στην άκρη αυτή, την πιο ξερή και άγονη της Αίγινας, σε εποχή που κανένας δεν πατούσε το πόδι του εκεί κάτω, χωρίς να χωρίσουν τα οικόπεδα, έχοντας, δίχως να το ξέρουν, συνιδιοκτησία ο ένας στο ακίνητο του άλλου. Τα σπίτια αυτά τα έφτιαξαν για να μένουν χειμώνα-καλοκαίρι και πραγματικά έμειναν σχεδόν είκοσι χρόνια, με μικρές μονάχα διακοπές. Το σπίτι του Καζαντζάκη έχει στη βορινή του πλευρά μια σκεπασμένη βεράντα, με κτισμένους πέτρινους πάγκους. Στη μέση της στέκεται μια μεγά­ λη ξύλινη γοργόνα, παρμένη από την πλώρη κάποιου παλιού καϊκιού. Βαμμέ­ νη κόκκινη, πράσινη, μπλε με γυμνά στήθη, κατάμαυρα μαλλιά και δυό μάτια βοδίσια κοιτάζει μέρα νύχτα προς τη Σαλαμίνα. Το σπίτι έχει στο κάτω πάτωμα ένα μεγάλο δωμάτιο που χωρίζεται σε δυό επίπεδα με τρία σκαλοπάτια μεταξύ τους. Στο ψηλότερο ήταν το τραπέζι του φαγητού με γύρω πάγκους και σκαμνιά, στο χαμηλότερο ήταν δυό ντιβάνια και πολυθρόνες και μια σόμπα για το χειμώνα. Στους τοίχους κρέμονταν μερικά έργα του Γερμανού ζωγράφου Βέστφαλ, που είχε ζήσει στην Αίγινα και είχε συνδεθεί με τον Καζαντζάκη. Η ζωγραφι­ κή του, εμπνευσμένη από την αρχαία ελληνική μυθολογία, έχει κάτι το αφά­ νταστα λεπτό και πνευματικό συγχρόνως. Τον τοίχο πίσω από το τραπέζι εσκέπαζε ένα λαχούρι και πάνω σ' αυτό ήταν καρφιτσωμένη μια μεγάλη άσπρη κόλλα όπου με τον πλατύ κλασικό γραφό του χαρακτήρα, ο Σικελιανός είχε γράψει ένα εξάστιχό του αφιερωμέ­ νο στην Ελένη Καζαντζάκη. Κι απ' τις κορφές του Ταϋγέτου που από τον πάγο ασημολάμπουν αιώνια μες σε μιαν αύρα ασίγητη π' αλαφρονπνέει απ' τα λιωμένα χιόνια στην αστραπή της άνοιξης, στης ήβης τα χρυσόχνουδα τα χρόνια σ' άσπρα άλογα των Διόσκουρων το ασύγκριτο ζευγάρι κατεβαίνει κι ανάμεσα στ' αδέλφια της που ακροποδίζουν στο γκρεμνό σκυμμένη μέσα σε πέπλο αθάνατο, κατηφοράει, σαν το νερό, η Ελένη. Ένα υπνοδωμάτιο, η κουζίνα και το μπάνιο συμπληρώνουν το ισόγειο του σπιτιού. Στο απάνω πάτωμα ήταν μόνο το γραφείο του Καζαντζάκη. Πλαισιωμένο από δυό ταράτσες, συνδέεται με το κάτω σπίτι με μιαν εξωτερική και μιαν εσωτερική σκάλα. Πάνω απ' την πόρτα που δίνει στην ανατολική ταράτσα, την κυρία είσοδο του γραφείου, είναι εντοιχισμένο ένα μωσαϊκό στρογγυλό, 144


έργο της Έλλης Βο'ίλα. Είναι μια Κινέζικη παράσταση, που συμβολίζει το σύμπαν, το αρσενικό και το θηλυκό, τον ουρανό και τη γη, κλεισμένα μέσα σ' έναν μαγικό κύκλο. Τα χρώματα του είναι μαύρα, χρυσό και κόκκινο. Μέσα στο δωμάτιο ήταν ένας μακρύς τοίχος γεμάτος ράφια για βιβλία. 0 Καλμούχος τα είχε βάψει μαύρα με μέτωπα σε χρώμα πορτοκαλί. Τα ίδια χρώματα είχε και το γραφείο του Καζαντζάκη. Αυτό το έπιπλο έχει την ιστο­ ρία του: Το 1920 το αγόρασε ο Καζαντζάκης από το Δημοσθένη Βουτυρά και επί εικοσιπέντε χρόνια έγραψε πάνω σ' αυτό τα περισσότερα από τα πιο βαρυσήμαντα έργα του. Τώρα τα έπιπλα αυτά μεταφέρθηκαν στο Ηράκλειο όπου έγινε στο Μουσείο της εταιρείας Κρητικών Ιστορικών Μελετών αναπα­ ράσταση του γραφείου της Αίγινας. Ένα καναπεδάκι, δυό τρία σκαμνάκια συμπλήρωναν την επίπλωση. Στους τοίχους ο Καζαντζάκης είχε κρεμάσει διάφορα ενθύμια από τα ταξίδια του στην Κίνα, την Ισπανία, την Αίγυπτο καθώς και έναν ωραίον ξύλινο σταυρό βυζαντινής τέχνης. Στα ράφια ανάμεσα στα βιβλία είχε μερικά κοχύλια που του έφερναν οι ψαράδες. Στο γραφείο αυτό της Αίγινας ο Καζαντζάκης περ­ νούσε σχεδόν δέκα έξι ώρες την ημέρα γράφοντας, διαβάζοντας, ακατάβλη­ τος, λιτός, θηρίο αντοχής σωματικής και πνευματικής. Τον καιρό της κατοχής πηγαινοερχόμουνα ταχτικά στην Αίγινα. Πάντοτε θα πήγαινα να δω και τον Καζαντζάκη και να του φέρω τα νέα από το Αντι­ στασιακό Κίνημα. Μόλις με έβλεπε από την ταράτσα, με φώναζε απάνω στο γραφείο, με κάθιζε στο καναπεδάκι δίπλα στο παράθυρο KŒL άρχιζε: «Λέγε, λέγε, λέγε!». Από το βορινό εκείνο παράθυρο που ήταν αριστερά από το γραφείο του, βλέπει κανείς τον Πειραιά, τη Σαλαμίνα, τις Λαγούσες -τα τρία ξερονήσια που φυτρώνουν από τη θάλασσα ανάμεσα στην Αίγινα και την Κούλουρη. Από το παράθυρο εκείνο, σαν από θεωρείο πρώτης σειράς παρακολούθησε ο Καζα­ ντζάκης, τον Απρίλιο του 1941 την επίθεση των στούκας στον Πειραιά και τον στόλο που προσπαθούσε να φύγει, είδε τότε να βυθίζεται μπρος από τα μάτια του ένα πολεμικό μας καράβι, που πριν βουλιάξει οριστικά εσήκωσε ψηλά την πλώρη του και βγήκε το μισό έξω απ' τα νερά, ενώ τα στούκας έπε­ φταν από πάνω του σαν σφήκες. Το καλοκαίρι του 1943 ο Καλμούχος είχε παραχωρήσει το σπίτι του στον Άγγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του την Άννα. Τώρα πια δεν έβλεπα μόνο τον Καζαντζάκη, όταν πήγαινα στην Αίγινα μα «τους δύο θεούς». Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι την εποχή εκείνη συνάντησα στην Αθήνα μια μέρα ένα γνωστό λογοτέχνη, σύγχρονο των δύο αυτών κορυφαίων. «Μαθαίνω πως πηγαίνεις στην Αίγινα», μου είπε, και πρόσθεσε: «Τι κάνουν οι θεοί;» Και εγώ απάντησα: «Οι θεοί πεινούν!». Γιατί στ' αλήθεια, ήταν απίθανη η λιτότητα που περνούσαν τότε οι δυό


αυτοί μεγάλοι των ελληνικών γραμμάτων. Βέβαια ο χειμώνας της μεγάλης πείνας 1941-42 -τότε που πέθαιναν στην Αίγινα οι άνθρωποι σαν τις μύγες και που τα παιδάκια είχαν κάνει κοιλιές και έβγαζαν γένια από την αβιταμίνωση -ο χειμώνας αυτός είχε περάσει. Μα πάλι, εκτός από τα φασόλια και το κουρκούτι της κατοχής, μονάχα λίγα σαβατιανά σταφύλια από τα γύρω αμπέλια και μερικές ντομάτες από εκείνες που καλλιεργούσε με τα χέρια του ο κ. Θρασύβουλος Ανδρουλιδάκης σ' ένα περιβολάκι εκεί κοντά, συμπλήρω­ ναν τα γεύματα. Ίσως εκείνος ο φοβερός χειμώνας με τις σκληρές στερήσεις του να ήταν η αρχική αιτία της κατοπινής βαριάς αρρώστιας του Καζαντζάκη. Διανομές και συσσίτιο δεν υπήρχαν τότε στην Αίγινα. Το ένα τέταρτο του πληθυσμού πέθαναν κυριολεκτικά από την πείνα. Μα πολλές φορές άκουσα τον μεγάλο φίλο μου να διηγείται, πως στην χειρότερη εποχή του λιμού, τους έσωσε ο Άγιος Φραγκίσκος από την ασιτία. Πραγματικά οι φραγκοπαπάδες είχαν παραγγείλει τότε στον Καζαντζάκη μια μετάφραση της ζωής του Αγίου Φρα­ γκίσκου του Γιόργκεσεν. Αντίς για άλλην αμοιβή του έστειλαν μια κάσσα με τρόφιμα: μακαρόνια, ζάχαρη, καφέ -απίστευτες δηλ. πολυτέλειες εκείνον τον χειμώνα! Μ' αυτά τα τρόφια πέρασαν αρκετόν καιρό μέχρις ότου τους βοή­ θησε ο Γιάννης Μαγκλής με έναν τενεκέ λάδι και ξερά σύκα. Το καλοκαίρι εκείνο του 1943 έγινε κ' ένα χαριτωμένο επεισόδιο. Ένα βράδυ συζητούσαν ο Σικελιανός κι ο Καζαντζάκης στην ταράτσα και, όπως συνήθιζαν, γελούσαν δυνατά. Μια μικρή κουκουβάγια κάθισε τότε κοντά στο σπίτι σε μια μάντρα και κάθε φορά που τους άκουγε να γελούν εθύμωνε και άρχιζε να φλυαρεί για να τους κόψει την κουβέντα. Αυτό επαναλήφθηκε τρεις τέσσερις φορές και η κουκουβάγια δεν επενέβαινε στη συζήτηση όταν μίλαγαν οι άλλοι μα μονάχα όταν άκουγε τη φωνή και το γέλιο των δύο ποιητών. Το καλοκαίρι του 1944, το τελευταίο καλοκαίρι του στην Αίγινα, ο Καζα­ ντζάκης δούλευε τη μετάφραση της Ιλιάδας. Είχα τότε αναλάβει να μεταφέ­ ρω τα χειρόγραφα από τα χέρια του Κακριδή που ήταν στην Αθήνα στα χέρια του Καζαντζάκη στην Αίγινα. Ένα βράδυ έφτασα στο «Σπίτι της Γοργόνας» και τους βρήκα όλους ανάστατους. Ένας λόχος Γερμανών έκανε γυμνάσια εκεί κοντά. Μια σφαίρα πέρασε απ' το ανατολικό παράθυρο της τραπεζαρίας, σφύριξε δίπλα στο αυτί του Καζαντζάκη, που καθόταν στο ντιβάνι κάτω απ' το παράθυρο αυτό, και αφού πέρασε το δωμάτιο σφηνώθηκε στην πόρτα του ντουλαπιού στον απέναντι τοίχο. Εκείνο το βράδυ ο Καζαντζάκης μου έδωσε τα χειρόγραφα της Ιλιάδας και ένα γράμμα προς τον Κακριδή που έλεγε περί­ που αυτά: «Αγαπητέ φίλε, σήμερα πέρασε μια σφαίρα δίπλα στο κεφάλι μου και κατάλαβα πως γλίτωσα το θάνατο από μια τρίχα! Και δεν θέλω να πεθά­ νω από τώρα γιατί νιώθω πως έχω ακόμη τόσα πολλά να πω!...». Το σπίτι της Αίγινας, το άφησε ο Καζαντζάκης προσωρινά τον Οκτώβρη 146


του 1944 με την απελευθέρωση, για να μείνει λίγο στην Αθήνα. Εκάθισε σχε­ δόν ενάμιση χρόνο πηγαίνοντας μόνο πού και πού στην Αίγινα. Την άνοιξη του 1946 έφυγε, καλεσμένος απ' το Βρετανικό Συμβούλιο, για το Λονδίνο. Από εκεί με μιαν ανάλογη πρόσκληση της Γαλλίας πήγε για δυο-τρεις μήνες στο Παρίσι. Η τύχη το θέλησε να μην ξαναγυρίσει πια. MLa ευτυχισμένη οικογένεια με δυό χαριτωμένα παιδάκια ζει τώρα στο «Σπίτι της Γοργόνας», μα το πνεύμα του μεγάλου Κρητικού φτερουγίζει γύρω από το παράθυρο του γραφείου, γύρω από το Κινέζικο σύμβολο πάνω από την πόρτα, γύρω από τους κάκτους και την κληματαριά. Γιατί σε κείνον τον ερημικό, τον άγονο βράχο, ο ασκητής φιλόσοφος, ο ποιητής, ο παραμυθάς πέρασε το πιο γόνιμο κομμάτι της ζωής του».

147


ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (1909 - 19861 f p ; ?

rgÎ;V

-;—· VM Î ; * t ' i f f ? .1 f

Νίκος Νικολάου, διακεκριμένος έλληνας ζωγράφος, χαράκτης και γλύ­ πτης της γενιάς του '30, γεννήθηκε στην Υδρα το 1909. Με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια του εγκαταστάθηκε στην Πλάκα, ενώ ο ίδιος έγινε δεκτός στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου σπούδασε ζωγραφική με δασκάλους τον Ουμβέρτο Αργυρό και τον Κωνσταντίνο Παρ­ θένη. Εκεί γνώρισε και τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη, με τον οποίο έμελλε να γίνουν φίλοι ζωής. Το 1936 (και αργότερα, το 1964), εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Παρέα με τον Μόραλη, (γνωστή είναι η ιστορία της περίφημης μοιρασιάς της υποτροφίας), έφυγε το 1937 για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι και στην Ρώμη. Ο πόλεμος του 1940 τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του και να επιστρέψει στην Αθήνα. Συμ­ μετείχε στην ίδρυση και τις εκθέσεις της ομάδας «Αρμός» και το 1947 πραγ­ ματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση στην αίθουσα τέχνης «Ρόμβος». Από το 1949 ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τοιχογραφίες με την τεχνική της νωπογραφίας σε διάφορα δημόσια κτίρια, μεταξύ των οποίων στην Πάντειο Σχολή. Από το 1954 συνεργάστηκε με το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν. Το 1964 εγκαταστάθηκε στην Αίγινα, και το σπίτι του εκεί -όπως και εκείνο της Αθήνας-, σύντομα έγινε τακτικός τόπος συνάντησης φιλότεχνων και δια­ νοούμενων που συγκέντρωναν ο ίδιος και η γυναίκα του Αγγέλα. Την ίδια χρονιά, εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής σχεδίου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου δίδαξε για μία δεκαετία διατελώντας και διευθυντής της μέσα στα χρόνια της Δικτατορίας. Οι πίνακες του, ιδιαίτερα τα γυμνά και οι προ­ σωπογραφίες συνδυάζουν την εξπρεσιονιστική γραφή με την αρχαία ελληνι­ κή και την αιγυπτιακή παράδοση, με την αγγειογραφία και τα Φαγιούμ. Εξί­ σου λιτές και εκφραστικές είναι και οι τοπιογραφίες του. Ο ίδιος έλεγε: «Τη φύση την είδα μέσα από μια ιδέα που σχημάτισα βλέποντας τους Ελληνες». Από τη δεκαετία του 1970, άρχισε να ζωγραφίζει τα θαλασσινά βότσαλα της Αίγινας, ενώ ασχολήθηκε με την χαρακτική και με την εικονογράφηση βιβλίων και τη γλυπτική. Λίγο μετά τον θάνατο του, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Η περιπέτεια της γραμμής στην τέχνη» (Αθήνα 1986). Έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1991 πραγματοποιήθηκε έκθεση έργων του στην Εθνική Πινα­ κοθήκη της Ελλάδας. Την άνοιξη του 2005, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε αναδρομική έκθεση με έργα του, ενώ η η ίδια έκθεση μεταφέρθηκε λίγο αργό-

Ο

* 1


τερα από το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού στο Βερολίνο. Για τα έργα και τις ημέρες του Νικολάου στην Αίγινα, όπου συχνά έβρισκε ο ίδιος σπίτια και για τους φίλους του που έπειθε να τον ακολουθήσουν στο νησί, ας αφήσουμε ωστόσο τους οικείους του να μιλήσουν: «...Στο Προπαρασκευαστικό ήταν δάσκαλος μας ο Δημήτρης Γερανιώτης. Εκεί γνώρισα τον Τσαρούχη, τον Καπράλο και τον Νικολάου. Τον Νικολάου τον είχα συναντήσει νωρίτερα στο «Κυριακάτικο Μάθημα» της Σχολής Καλών Τεχνών. Αυτό το μάθημα γινόταν τις Κυριακές στο Αβερώφειο κτίριο του Πολυτεχνείο σε μια μεγάλη αίθουσα (μπαίνοντας αριστερά), όπου υπήρ­ χαν πάγκοι και τραπέζια επάνω στα οποία ήταν ακουμπισμένα αρχαία εκμα­ γεία. Εμείς σχεδιάζαμε και ένας καθηγητής - νομίζω ήταν ο Στέφανος Λάντσας- περνούσε και μας διόρθωνε. Ο καημένος ο πατέρας μου με πήγαινε κάθε Κυριακή, παρά το φόρτο εργασίας που είχε με το σχολείο και με τα ιδι­ αίτερα. Εκεί λοιπόν, μια μέρα βγαίνοντας από το μάθημα συναντήσαμε έναν κάπως εύσωμο νεαρό, ο οποίος ρώτησε τον πατέρα μου τι κάνει ο μικρός. Ήταν ο Νικολάου. Εγώ τότε ήμουν δεκαπεντάχρονος με κοντά παντελονάκια. Του έδειξα τα σχέδια και του άρεσαν...».

«Γυμνά κάτω από συκιά», 1978 Λάδι σε μουσαμά, 114x129 εκ. 149


I f : |

«Αίγινα I», 1950 Ακουαρέλα σε χαρτί, 15x25 εκ. Ιδιωτική συλλογή

ι ι i f

ι:

•Ι ί :·

r

«Αίγινα II», 1950 Ακουαρέλα σε χαρτί, 16x25 εκ. Ιδιωτική συλλογή 150


«Μορφή», 1950 Νωπογραφία, 76x51 εκ. 151


ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

ϊ - * ενοδοχείο «Ναυσικά», με τη Αιλή. Ως συνήθως στο δωμάτιο 31. Αναγραμί^ματισμός του 13. Δουλειά τις πρωινές ώρες στο δυτικό μπαλκόνι με τις μπουκαμβίλιες. Απόγευμα στο ανατολικό, με θέα τις ελιές και τα βουνά. Η Αίγινα μοιάζει τώρα με αυτό που ήταν πριν χρόνια η Αθήνα. Γράφω και ξανα­ γράφω, προσθέτοντας ή αφαιρώντας. Ανικανοποίητος. Ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και πεζογράφος Στέλιος Ξεφλούδας, με βηματοδότη, κάνει τον περίπατο του. Όλη η γενιά του '30 έχει φιλοξενηθεί εδώ. Πρόλαβα μόνον τον Ελύτη πριν δύο καλοκαίρια στην πλαζ. Υπέφερε τρομερά από δισκοπάθεια, το ένα του πόδι πιασμένο. «Είμαι καλύτερα τώρα», μου είπε, καθώς σταμά­ τησα να τον χαιρετήσω, «υποφέρω λιγότερο, κι αυτή εδώ», δείχνοντας τη θάλασσα, «είναι ο γιατρός μου». Έβρισκα πάντα τον Ελύτη μακρινό και ψυχρό. Τώρα αλλάζω γνώμη. Μπορεί να οφείλεται στην κοινή αρρώστια, και δεν εννοώ τη λογοτεχνία. Ίσως στο ότι μεγάλωσα και ωρίμασα.


ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΥΜΠΕΝΑΣ

Αίγινα 1984 Πρωί πρωί στην αγορά Πάνω στα μάρμαρα Λάμπουν τα ψάρια. Τρέχουν τα σύννεφα στον ουρανό 0 ήλιος κρύβεται Και ξαναβγαίνει. Ασπρο σημάδι Μες το γαλάζιο Το καραβάκι. Μεσημεριάτικα Κρασοκατάνυξη Στου Παναγάκη. Ακου τον σπίνο Πλέκει τις τρίλλιες του Πάνω στο πεύκο. Ηλιοβασίλεμα στην Παραλία Ανασηκώνει ο μαΐστρος Το φόρεμα του κοριτσιού. Αργά το βράδυ Jazz-rock και κέφι Στα Περδικιώτικα. Γυρίζει ο δίσκος στο πικάπ Στην πίστα τα ζευγάρια Συνωστίζονται. 153


ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΠΑΛΟΥΚΑΣ (1892 - 1957) «Το ύπαιθρο είναι για μένα το μέσον που μου επιτρέπει να καθορίσω και ν' αξιολογήσω όλες τις ζωγραφικές δυνατότητες. Μέσα σ' αυτό υπάρχουν εμφα­ νή, και σε μεγάλα μεγέθη, οι πολύτιμες αξίες του χρώματος, τον τόνων και του σχεδίου. Τα χαίρεται και τα μελετά ο καλλιτέχνης μεγεθυμένα. Δεν είμαι τοπίογράφος, γιατί με τραβούν τα θέλγητρα του τοπίου. Δεν κάνω ζωγραφική ποίη­ ση. Βγαίνω στο ύπαιθρο, εμπνέομαι απ' αυτό, και πλουτίζω εντός μου όλες τις ζωγραφικές αξίες, το ρυθμό, τις συνθετικές δυνατότητες». Σ. Π. «Το ζήτημα ήταν για μια ριζική αναθεώρηση των ζωγραφικών «αρχών». Αποτραβήχτηκε στην Αίγινα, εκεί στην ερημιά, να δουλέψει τα προβλήματα του. Τα μαρτύρια των μόχθων της εποχής εκείνης είναι τα μικρόσχημα εκείνα τοπία της Αίγινας, που στόχος τους είναι η απόλυτη καθαρότητα στο χρώμα». Δημήτρης Πικιώνης, για το Σπύρο Παπαλουκά, 1958 «Απ' όλους τους Έλληνες ζωγράφους της γενιάς του, της γενιάς που αντέδρα­ σε στον εμπρεσσιονισμό, ο Σπύρος Παπαλουκάς μένει ο πιο ζωγραφικός. Η ζωγραφικότης, το φυσικό πάθος του ζωγράφου για το χρώμα και το φως, τον έσωσε από τους σκοπέλους του γραφισμού που πάντα θα συναντήσει ένας ζωγράφος, όταν θέλει ν' αναθέσει στο σχέδιο παραπάνω βάρη απ' αυτά που μπορεί να σηκώσει μόνο του» Γιάννης Τσαρούχης * |Γ\Σπύρος Παπαλουκάς, γεννημένος στη Δεσφίνα της Φωκίδας το 1892, πρό% δρόμος της λεγόμενης «γενιάς του '30, είναι ασφαλώς ένας από τους πιο διακεκριμένος Έλληνες ζωγράφους, ενώ η επίδραση του Παπαλουκά στους σύγ­ χρονους του και στους μεταγενέστερους Έλληνες ζωγράφους ήταν καταλυτική, αφού με το έργο του έδειξε πως μοντέρνα τέχνη και ελληνικότητα δεν είναι έννοιες ασύμβατες. Από έφηβος διδάχθηκε την αγιογραφία ενώ σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, όπου μαθήτευσε κοντά στον Γεώργιο Ροϊλό και τον Γεώργιο Ιακωβίδη, ενώ από 1916 έως το 1921, συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στην Académie Julien. To 1921 επέστρεψε στην Ελλάδα και ακολού­ θησε τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία ως επίσημος εικονογράφος της εκστρατείας. Τα έργα του από αυτήν την περίοδο χάθηκαν στην καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Επιστρέφοντας από την Μικρά Ασία, εγκαταστάθηκε στην 154


Αίγινα. To 1923, επισκέφθηκε το Άγιο Όρος, παραμένοντας εκεί με το φίλο του Στρατή Δούκα για έναν ολόκληρο χρόνο (Νοέμβριος 1923 - Νοέμβριος 1924), ζωγραφίζοντας το τοπίο και μελετώντας τη βυζαντινή ζωγραφική. Ένα μέρος αυτών των έργων εκτέθηκε το 1924 στην Θεσσαλονίκη, σε μία διαμορφωμένη αίθουσα του καφενείου του Λευκού Πύργου. Την ίδια χρονιά, πήγε στην Λέσβο, όπου εκτέλεσε μία σειρά από εξαιρετικές τοπιογραφίες. Το 1927, κέρδισε τον πανελλήνιο διαγωνισμό για την εικονογράφηση του μητροπολιτικού ναού της Ευαγγελίστριας της Άμφισσας με ομόφωνη απόφα­ ση της κριτικής επιτροπής, αποτελούμενης από τον Αναστάσιο Ορλάνδο, το Δημήτρη Πικιώνη, τον Αριστοτέλη Ζάχο και τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Κατά την δεκαετία 1930-1940 εξέθεσε έργα του μαζί με άλλους ζωγράφους της Ομά­ δας «Τέχνη», σχεδίασε σκηνικά και κουστούμια για το Εθνικό Θέατρο και ζωγράφισε τοιχογραφίες για ιδιωτικές κατοικίες και δημόσια κτίρια. Το 1940 διορίσθηκε σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων σε θέματα πολεοδο­ μίας και χωροταξίας, καθώς και διευθυντής της Δημοτικής Πινακοθήκης της πόλης, ενώ από το 1945 δίδαξε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου. Αναδρομική έκθεση του έργου του πραγματοποιήθηκε το 1976 στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας. Το 2006, η κόρη του Μίνα Παπαλουκά, δώρισε το σύνολο σχεδόν του έργου του στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β & Μ Θεοχαράκη, του οποίου ο ιδρυτής είχε υπάρξει μαθητής του. Η ωραιότερη ωστόσο περιγραφή του Παπαλουκά και του έργου του, ανήκει στον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο ίδιος σημειώνει: «Γεννήθηκε στη Δεσφίνα, στις υπώρειες του Παρνασσού. Περιβάλλον και άνθρωποι του ποιήματος του Σικε­ λιανού: «Στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι». Κοινωνία πειθαρχημένη ξωμάχων της Ρούμελης, ηθική αυστηρή, με κάποια ψυχολογική ακαμψία που εξορίζει κάθε λογής αισθηματική αυθαιρεσία στις γεννήσεις της. Κοινωνία που έχει μια παρά­ δοση και δίνει μια σιγουριά στους ανθρώπους της, δεν τους αφήνει να διαλυ­ θούν. 0 πατέρας του ναυτικός, άνοιξε υστέρα ένα μαγαζί, όπου πίσω απ'τό τεζάκι σκάλιζε μορφές σε λίθο μαλακό. Για την κατανόηση του έργου του μας ενδια­ φέρει ο ίδιος. Η καταγωγή του τον κάνει, μέσα στην πολυμορφία του σημερινού ελληνισμού, με το βάρος της αρχαιότητας, καλλιτέχνη με συνείδηση χωρικού, αντίθετα μ' εκείνους που φέρονται ως έμποροι γι' αυτό είναι και κάπως επιφυ­ λακτικός στους νεωτερισμούς. Ο Παπαλουκάς, από τις συναλλαγές με το εξωτε­ ρικό, ό,τι κι' αν εισήγαγε, το μεταφύτεψε και το καλλιέργησε ο ίδιος ακριβώς όπως έγινε με την αλλαγή των αμπελιών -τα παληά δεν κάναν και φέραν μπο­ λιασμένα καινούργια— κανένας δε θα βρεθεί να ισχυρισθεί πως η παραγωγή τους δεν είναι ντόπια,,.Κοντός, με χέρια μικρά και σκληρά, με μια φαλάκρα που θυμίζει θρησκευτική κούρα, κάπως αδέξιος μέσα στον κόσμο, σου δίνει την εντύ­ πωση χειρώνακτος, όταν δεν προσέξεις το γαλανό μάτι του οπού βασιλεύει το 155


παιδί, ανύποπτο για κάθε εξωτερικότητα, μέσα στην παρθενική ακεραιότητα του δικού του κόσμου...». «...Μελέτησε την ελληνική φύση. Στην Αίγινα, όπου το φως είναι μάλλον διάχυτο. Στη Σαλαμίνα, όπου ο φωτισμός κατεβαίνει περισσό­ τερο κοφτός. Στη Μυτιλήνη, όπου το φως γίνεται λιπαρό, παχύ σαν λάδι. Στο συνηρεφές Αγιον Ορος, με τα γραφικά Μοναστήρια και τις Σκήτες. Στην Παρνασσίδα, τον τόπο της καταγωγής του και των παιδικών αναμνήσεων. Στο συνοικισμό Κυπριάδου, τέρμα Πατήσια, όπου μένει μονίμως και του αρέσει να βγαίνει περίπατο μόνος ή με φίλους. Στα τοπία του ο ουρανός είναι μαβής. Καμμιά φορά γίνεται, δίχως να πάψει νάναι φωτεινός, σταχτής σαν ασήμι. Άλλοτε λευκαίνουν ένα μεγάλο τμή μα των εκτάσεων του τα σύννεφα, ρίχνουν μπλάβους ήσκιους και ποικίλλουν τις γυμνές εκτάσεις. 0 γαλανός γιαλός λάμπει καμμιά φορά σαν ανάλαφρη αιθάλη. Τα βουνά υψώνουν διάφανες σαν τον αιθέρα κορ­ φές. [...] Ήσκιοι μενεξεδένιοι, ήσκιοι που κάνουν το σπίτι να μοιάζει ξεθεμελιωμένο, ετοιμόρροπο, γερμένο. Οικήματα μοναχικά, σάμπως συνεσταλμένα. Κάτα­ σπρα, λευκά, λαμπερά παρεκκλήσια. Καμπαναριά όπου ο χαλκός φαντάζει πρά­ σινος. Οι εντυπώσεις που αποκομίζουμε από τα τοπία, δεν πρέπει να μας παρα­ σύρουν. 0 Παπαλουκάς δεν είναι υπαιθριστής και φυσιολάτρης, κατά το λεγόμενο. Τα τοπία του έχουν τη σημασία πειραμάτων για την εξακρίβωση γενικώτερων νόμων. Φανερώνουν έναν αγώνα για την κατάκτηση της αλήθειας, της γνώσης στον τομέα της ζωγραφικής. Πειραματίζεται πάνω σ' αυτό που βλέπουμε και τον τρόπο που το βλέπουμε. Αναλύει την εντύπωση που δέχεται. Αναζητεί τους παράγοντες που κάνουν το ωραίο... Εξετάζει τί πρέπει ν' αφαιρεθεί; Ποιο πράγ­ μα να προστεθεί; Ποιοι συνδυασμοί απαιτούνται; Εξετάζει τον τρόπο που βλέπει το μάτι. Διακρίνει, ανάμεσα συγκινημένο μάτι και μηχανή, τη διαφορά. Έτσι βοη­ θιέται η αίσθηση της αρμονίας, η διαβάθμιση των σταθερών αναλογιών του πράγματος...».

* Γιάννης Τσαρούχης, «Μικρά Αφιερώματα», περ. Ζυγός, τ. 31, Μάιος-Ιούνιος 1958, σ. 19 και στον τόμο Αγαθόν το εξομολογείσθαι, έκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1986. * Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, 0 Ζωγράφος Σπύρος Παπαλουκάς, περ. 0 Αιώνας μας, τ. 10, Δεκέμβριος 1947 και αυτοτελώς, Τυπογραφείο Ε. Χριστοδούλου [ανάτυπο), Αθήνα, 1948. 156


Εκκλησάκι στο βουνό, 1923 Ι Λάδι σε χαρτόνι, 24x20 εκ. fm/JjjÊ Συλλογή Ιδρύματος Β & Μ Θεοχαράκη Β

Ν

•' .5

1 'S

ι ι

: Εξωκλήσι, 1923 Λάδι σε χαρτόνι, 20 x 24 εκ. Συλλογή Ιδρύματος Β & Μ Θεοχαράκη

S !

: ff«

9L * . • " : ;

157


ΝΙΚΟΣ ΑΙΓΑΙΟΣ

Σπουδή στη χρωματική αντίστιξη από την Πέρδικα, μια δρασκελιά 'ναι το Βραχονήσι, γρανιτορθώνεται μπρος στον αδίσταχτο Πουνέντη, μη και σπαράξει τ' αφύλαχτό μας μικρό ψαροχώρι· με την απόκρημνη βραχοσχισμή του να κατεβαίνει μέχρι την θάλασσα, θέλει κρυμμένη την φωκοσπηλιά του, τούτη την κρύπτη εδιάλεξ' η φώκια να 'ρχεται κάθε χρόνο, για να γεννήσει κι απέ να φεύγει με τα παιδιά της, μα την προδίδουν τα ξέφρενα γαλανοφτέρουγα, να ξεφωνίζουν σαν μπαινοβγαίνουν κι όντας χαρούμενα πάλι σαλπίζουν, να χαιρετούν τα ψαροκάικα, με τα πολύχρωμα ζωνάρια: παραλλαγές κυπαρισσοπράσινου, με γραμμές της ώχρας ναχαλινώνουν την πλώρη, στην άσπρη περήφανη μάσκα· τότε, τ' ανάρια σκίνα του με τους κόκκινους κοκκανθούς των, τα βαθυγάλαν' ανέμελα τα θαμνοβότανα ξεσηκώνονται κι οι ανυπόμονες κιτρινομάντηλες φασκομηλιές κατηφορίζουνε όλα στο κύμα, να ιδούνε, 'τι άκουσαν να 'ρχοντ' οι μέτοικοι, σπεύδουν, λοιπόν, να τους προϋπαντήσουν όμως, τ' αψήλου το βραχονήσι στέκει αδιάφορο, τέτοιες δεν έχει αυταπάτες, πώς θα 'ρθουν άνθρωποι να κατοικήσουν, κρατεί αδιαπραγμάτευτες τις πεποιθήσεις του: ξένος, δεν γίνεται να προσεγγίσει την περισπούδαστη γκρίζα, στιλπνή του δωρικότητα, την πλαστικότητα στη γεωμετρική του αφαίρεση, να μυηθεί, μαθές, στης περισυλλογής την αυτογνώση· και στην απόκοσμη γαλήνη του το ερημονήσι, μήτε στιγμή φεύγει απ' τα μάτια του η θάλασσα, μ' άλλο να φεύγει χρώμα, να επιστρέφει μ' άλλο, 'τι έχει καινούργιες κάθε τόσο, δικές της Εποχές: σα συνευρίσκονται οι Στοχασμοί με τις ανέγγιχτες Μνήμες κι όταν ξανοίγεται με των Ανέμων το κυνηγητό, να πάλι αλλάζει φορεσιές και τους ξεφεύγει και βάνει λόγια στους Καιρούς, στις Εποχές τις στεριανές 158


να μην μιλούνε, να μην τα βρίσκουν μεταξύ τους τα χωρατά της παρατά, καθώς εδώ σιμώνει, το νησί που γυροφέρνει το, διακριτική, τα πρωινά δίχως να κρύβει τα θέλγητρα της, τότες αφήνει μέσα στα διάφανα προκλητικά νερά της, ώριο, θεόμορφο, το γκριζογάλανο Βραχονήσι, να καθρεφτίζεται, με περιπάθεια.

Το ηλιοβασίλεμα της Αίγινας στο Χρήστο Καπράλο

αγνάντια 'ναι του Πέλοπα οι μαβιές βουνοκορφές, ν' αχνοφεγγίζουν, καθώς επίσημα ο χρυσορήγας Ηλιος αποσύρεται, σα τέλεψε την προσφορά της μέρας εδά, στην γκρίζα θάλασσα της καλοσύνης, στα νοτισμένα βράχια στέκουν, το ρήγα να κατευοδώσουν, οι Στοχασμοί νησιώτες ταξιδιάρηδες, με τη θωριά καψαλισμένη απ' την αρμύρα, και πλάι τους οι λευκομάντηλες κυράδες ορθόστηθες, καρτερικές οι τίμιες Αίσθησες και στερνοσμίγουν οι χρυσαχτίδες με τα κύματα, σ' ατέλειωτα γλυκοφιλήματα, ενώ διακριτικά τα γλαροπούλια φεύγουν στις Λαγούσες να κουρνιάσουν εδώ, του μόχτου η θάλασσα έχ' ημερέψει, περίσκεφτη στέκει, λες και ζηλεύει τη στεριά, πάλι αρέσκεται στην γκρίζα μοναξιά της -παλιά υδατογραφία, μια θαλασσογραφία ξεθωριασμένη κι ανυπόγραφη στου δειλινού την άγια ώρα, το μυστικό της η Ζωή δεν το εμπιστεύεται στην επιστήθια Σκέψη, έτσι κι ο Στίχος άλλο δεν κατέχει, της περισυλλογής την πελαγίσια μουσική να πλησιάσει, το νόημα αυτής της ώρας να δουλέψει τότε, ποιας Τέχνης, η έμπνευση, μπορεί να γίνει, υπόθεση αναζήτησης, θέμα, το ηλιοβασίλεμα της Αίγινας; 159


'ilsAiivSJ:

Ms

«Αίγινα 1», 1998 Λάδι σε μουσαμά, 50x60 εκ. Ανήκει στην οικογένεια του καλλιτέχνη

160


Ο

Γιάννης Παππάς γεννημένος το 1913 στην Κωνσταντινούπολη, ολοκλήρω­ σε τις γυμνασιακές σπουδές του στο Γ' Γυμνάσιο Αθηνών και το Baccalauréat στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με δάσκαλο τον Octave Merlier, ενώ το 1930, μετά από εισαγωγικό διαγωνισμό φοίτησε στην École Supérieure des Beaux-Arts στο Παρίσι. Από το 1935 ως το 1938 φιλοτέχνησε, μεταξύ άλλων, τις προτομές των φίλων του: του ζωγράφου Ανδρέα Βουρλούμη, του γλύπτη Χρήστου Καπράλου και του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, ενώ το 1937 βραβεύτηκε με χρυσό μετάλλιο στη Διεθνή Έκθεση των Παρισίων. Από το 1944 (καταταγμένος στο Βασιλικό Ναυτικό) έως το 1951 παρέμεινε στην Αλεξάν­ δρεια, μελετώντας τα μνημεία της αιγυπτιακής τέχνης στο Κάιρο και την Άνω Αίγυπτο και πραγματοποιώντας εκεί την πρώτη ατομική έκθεση του. Έχοντας επιστρέψει το 1952 στην Αθήνα εκλέχθηκε το 1953 καθηγητής των Εργαστη­ ρίων Γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, το 1954 υποδιευθυντής της Σχολής για δύο χρόνια, ενώ από το 1959 ως το 1969 εκλέγεται διευθυντής της Α.Σ.Κ.Τ. για πέντε συνεχείς διετίες. Υπό τη διεύθυνση του Παππά, η Σχολή εξελίχθηκε σε πρότυπο ίδρυμα, εγκαινιάστηκε η λειτουργία εργαστηρίων Φορητών Εικόνων, Τέχνης και Ψηφιδωτού, Διακοσμήσεως και Σκηνογραφίας, Κεραμικής, Γυψοτεχνικής, Χαλκοχυτικής και Τορρευτικής, Τυπογραφίας και Τέχνης του Βιβλίου, δημιουργήθηκε αίθουσα βιβλιοθήκης, ανακαινίστηκαν οι καλλιτεχνικοί σταθμοί Δελφών, Ύδρας, Μυκόνου, Ρόδου και εγκαινιάστηκε ο σταθμός της Λέσβου. Το 1972 εκλέχθηκε αντεπιστέλλον μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Το 1977 παρουσίασε στην «Ώρα» τα «Τοπία της Αίγινας» και απο­ περάτωσε τον μαρμάρινο ανδριάντα του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Θεσσαλο­ νίκη. Το 1978 αντιπροσώπευσε του απονεμήθηκε από το Υπουργείο Παιδείας ο τίτλος του επίτιμου Διευθυντή της Σχολής, ενώ αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στην Biennale της Βενετίας με έργα γλυπτικής και ζωγραφικής. Το 1980 εκλέ­ χθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Από το 1981 ως το 1991 φιλοτέ­ χνησε ση μαντικά γλυπτά όπως τον μαρμάρινο ανδριάντα του Ελευθερίου Βενι­ ζέλου για τη Βουλή των Ελλήνων, τον έφιππο ανδριάντα του Γεωργίου Καραϊ­ σκάκη, τον ανδριάντα του Ευαγγέλου Αβέρωφ-Τοσίτσα στο Μέτσοβο (Μέτσο­ βο), το άγαλμα του Οδυσσέα Ελύτη στην Πλατεία Δεξαμενής, τον ανδριάντα του Χαριλάου Τρικούπη στη Βουλή των Ελλήνων και άλλα. Το 1992 πραγματο­ ποιήθηκε αναδρομική έκθεση του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη και τον Μάιο του 1999 πραγματοποιήθηκε έκθεση ζωγραφικής του στο Μουσείο Μπε­ νάκη, όπου τον ίδιο χρόνο συμμετείχε στην έκθεση των Φαγιούμ.


Τη θέα από το παράθυρο του στην Αίγινα, ο Γιάννης Παππάς την είχε ζωγραφίσει πολλές φορές. Στο εργαστήριο - Μουσείο του στου Ζωγράφου, υπάρχει ένα γλυπτό της Μονής, ένας λιτός, θηλυκός ανακεκλιμένος όγκος που επρόκειτο να τοποθετηθεί επάνω στο ίδιο το νησί σύμφωνα με μια μελέτη με αντικείμενο την τουριστική ανάπτυξη του νησιού που δεν υλοποιήθηκε. Για τις αναμνήσεις όμως από την πρώτη γνωριμία του Γιάννη Παππά με την Αίγι­ να αλλά και για τον ερχομό και την εγκατάσταση του ίδιου στο νησί, όπου πέρασε πολλές ευτυχισμένες δεκαετίες, δουλεύοντας και συνομιλώντας με τον Ανδρέα Βουρλούμη και άλλα αγαπημένα του πρόσωπα, ας παραθέσουμε την πολύτιμη καταγραφή του ίδιου, όπως αυτή καταγράφεται στα αυτοβιο­ γραφικά «Τετράδια της Αίγινας» όπου με τη συγκινητική φροντίδα του γιου του, Αλέκου Παππά, συγκεντρώθηκαν τα σπαρακτικά σχέδια και οι σημειώ­ σεις των τελευταίων ετών πριν το θάνατο του: ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΙΑ Ή Αίγινα πριν από εβδομήντα χρόνια «Είχε ένα πλοίο την ημέρα από τον Πειραιά, αργότερα δύο τακτικό δραμολόγιο είχε το «Υδράκι» (το '41 το βύθισαν τα στούκας έξω από τις νησίδες Λεούσες) ατμοκίνητο: θερμαστές, φουγάρο, καπνός. Πραγματικό ταξιδάκι, δυόμιση, τρεις ώρες. Στην Αίγινα δεν πλεύριζε το πλοίο, βγαίναμε με βάρκες. Η πολιτεία: τα κτίσματα ήταν δύο λογιών: μικρά μονώροφα από πωρόλιθο, με αυλή, με μικρά δέντρα και άνθη. Υπήρχαν και διώροφα, λιγοστά νεοκλασικά, απλά σπίτια, κατ' απομίμηση των αστικών σπιτιών του Πειραιά, με έγχρωμες διακοσμήσεις των δωματίων. Τότε υπήρχαν σφουγγαράδικα καΐκια με τα πλη­ ρώματα τους, αρκετοί έμποροι, που πουλούσαν σφουγγάρια στο εξωτερικό. Η αρχιτεκτονική στα μικρά χωριά και στους απομονωμένους οικισμούς ήταν κυκλαδίτικη. Χαμηλά μονώροφα, με μικρά ανοίγματα, το δώμα με τρά­ βες, καλάμια, φύκια και χώμα. Σπίτια δροσερά το καλοκαίρι, ζεστά το χειμώ­ να. Οι δρόμοι μέσα στην πολιτεία στρωμένοι, τα σοκάκια καλντερίμια, πιο έξω καρόδρομοι με πολλή άσπρη σκόνη, Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο, μόνο άμαξες, κάρα, σούστες, μουλάρια, γαϊδούρια, λιγοστά ποδήλατα. Το καλοκαίρι οι ξένοι μετρημένοι. Οικογένειες με τα παιδιά τους, ελάχι­ στοι εκδρομείς. Το λιμάνι με πολλά ιστιοφόρα, μπρατσέρες, καραβόσκαρα, περάματα. Οι μεταφορές γίνονταν μόνο με τα κάκια. Οι ψαρόβαρκες έβγαιναν για ψάρεμα με τα κουπιά και το πανί, το ίδιο και οι τράτες με το τσούρμο τους, που πριν νυχτώσει έριχναν τα δίχτυα, όπως έλεγαν τότε, «πριμασέρα». Πριν ξημερώσει μάζευαν τα δίχτυα - το έλεγαν αλμπασκούρα...». * ΤΕΤΡΑΔΙΟ Α' «...Το τυχαίο: Κρατώ αυτές τις σημειώσεις εδώ στην Αίγινα, στο σπίτι μου, σ' ένα μέρος του νησιού από τα ωραιότερα. Από κάτι τυχαίο είμαι εδώ. Αξίζει να τα αναπολήσω. Τον Σεπτέμβριο του 1963 πήγα στην Αίγινα μόνος. Ήμουν


πολύ κουρασμένος (εργασίες, σκοτούρες, διευθυντής Α.Σ.Κ.Τ.). Είπα: δύο, τρεις μέρες μόνος. Έμεινα στο σπίτι των Λουκάτων (ψαράδες, αγρότες, φίλοι). Την πρώτη μέρα ξαπλωμένος. Ουδεμία κίνηση. Την άλλη κατέβηκα στη χώρα. Συνάντησα φίλο, συνάδελφο. Μου λέγει: -Γιατί δεν παίρνεις κανένα χτήμα εδώ; Ούτε σκέψη είχα κάνει ποτέ, ούτε σκοπό είχα, ούτε τα μέσα, ούτε το ένστι­ κτο της ιδιοκτησίας. Επέμενε. -Να πάμε να σου δείξω. Πήγαμε. Δεν ήταν τίποτε. -Πήγαινε αύριο στην Περιβόλα, ζήτησε τον Γκίκα, πες του να σου δείξει. Ακολούθησα ευτυχώς, ευτυχώς, τη συμβουλή του. Όταν έφτασα εκεί απ' όπου γράφω τώρα- το ονομάζω «Έμπνευση»- είπα μέσα μου: «Αυτό είναι, αυτό πρέπει...». Γιάννης Παππάς, Ιούνιος 1999 *

«Αίγινα II», 1999 Λάδι σε ξύλο, 50x60 Ανήκει στην οικογένεια του καλλιτέχνη.

* Γιάννης Παππάς, «Τετράδια της Αίγινας -Το πνεύμα όπου θέλει πνει...», έκδοση Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2006.

163


ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΜΗΣ

Η μπαλάντα του Αντρικού Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα. Γερμένος πλάι στην κουπαστή ονείρατα έβλεπεν ωραία. Η Κατερίνα και η Ζωή, τ' Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία (ω! τη χαρούμενη ζωή! χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία!) τα μεσημέρια τα ζεστά τη βάρκα παίρνανε τ' Αντρέα για να τις πάει αργά, ανοιχτά όλες μαζί, τρελή παρέα. Αξαφνα πέφταν στο νερό η καθεμιά γδυτή γοργόνα κι όλο γινόταν πιο μικρό τ' Αντρέα το μάτι, ίσα βελόνα. Είναι μεγάλος ο Θεός! τ' αχείλι το πικρό του λέει. Πόσο μεγάλος κι αγαθός και πλούσια τα χρυσά του ελέη! Μα 'ρθε χειμώνας ο κακός και σκόρπισε η τρελή παρέα... Κι εσένα βήχας μυστικός σ' έριξε χάμου, μπαρμπ' Αντρέα. Κι αν φτύνεις αίμα στο γιαλό,


Περνάει μπροστά σου η Ζηνοβία (ένα τραγούδι σιγαλό στον καφενέ παίζ' η ρομβία): -Πώς τα περνάς, σ' αναρωτά, τα τόσα βάσανα της ζήσης; Πάρε τα λίγα αυτά λεφτά να γιάνεις και να ξαναζήσεις... Κι η βάρκα, μάνα γελαστή, από τη μια στην άλλη μπάντα σ' αργοκουνάει στην κουπαστή -Καλό ταξίδι σου για πάντα! Πόσο μεγάλος ο θεός Πατήρ και Πνεύμα και Υιός!

165


Σ. ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ - Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ - Α. ΤΕΡΖΑΚΗΣ - ΗΛ. ΒΕΝΕΖΗΣ

Το μυθιστόρημα των Τεσσάρων Αίγινα, σαν παλιά πρωτεύουσα, έχει κάμποσα ιστορικά σπίτια. Είναι το σπίτι του Τρικούπη, το σπίτι του Καποδίστρια, των Βουλγαραίων. Είναι ακόμα το αρχοντικό των Ζαΐμηδων, απομονωμένο, αριστοκρατικό και σιω­ πηλό σαν τον τελευταίο ιστορικό του ιδιοχτήτη. Είναι και οι φυλακές της Αίγινας ιστορικό χτίριο, αφού χτίστηκε από τον Κυβερνήτη για ορφανοτρο­ φείο και στέγασε τα ορφανά των σκοτωμένων αγωνιστών του μεγάλου Εικο­ σιένα. Υπάρχει όμως εκεί ακόμα ένα χτίσμα, που τραβά την προσοχή του ξένου που θα επισκεφθεί το νησί χωρίς να τον κινούν ιστορικά ενδιαφέροντα. Ένας ανεμόμυλος είναι. Άσπρος, ογκώδης, γεμάτος σιωπή. 0 ανεμόμυλος της Περιβόλας. Μέσα στην πυκνή πρασινάδα των πεύκων και των σκοτεινών κυπαρισσιών, σηκώνει τη χοντρή του σιλουέτα, που είναι βαριά, άχαρη, και σαν αρχίσει να βραδιάζει ασπρίζει εφιαλτικά ο όγκος της. Ως τα σήμερα ακόμα η φτερωτή του κρέμεται παράλυτη, σαπισμένη από την πολυκαιρία. Οι βροχές, οι ανεμικές, τα χρόνια που πέρασαν πάνω από τούτο το φασματένιο χτίσμα, ξέσκισαν τα πανιά, μάδησαν τα σκοινιά και γιόμισαν αγριόχορτα και σαπρόφυτα τις τρύπες και τις σχισμές. 0 ανεμόμυλος της Περιβόλας είναι ένα χτίσμα φτωχό και άσκημο. Αν τολ­ μήσεις να δρασκελίσεις την ερειπωμένη του πόρτα παραμερίζοντας τα σκο­ νισμένα παραπετάσματα που κρέμασαν παντού οι αράχνες, ακούς παράξε­ νους τριγμούς και ξαφνικά σουρσίματα από αόρατα ζουζούνια που ξαφνιά­ ζονται, σε ξαφνιάζουν και χώνονται στις τρύπες τους. Είναι ποντίκια, είναι φίδια που κυνηγάνε τα ποντίκια. Είναι καιχιλιάδες νυχτερίδες που κρέμονται από τα νύχια τους με το κεφάλι κάτω, τυλιγμένες στα μαύρα τους μεταξωτά. Υπάρχουν ακόμα κουκουβάγιες, κουρνιασμένες στο ψηλό ταβάνι, ανάμεσα στις σάπιες ξυλοδεσιές, και περιμένουν πότε να νυχτώσει να βγουν με τη σειρά τους στο κυνήγι. Με λίγα λόγια πρόκειται για ένα ερείπιο χωρίς καμιά σχέση με την ιστορι­ κή περίοδο που κατέχει η Αίγινα μέσα στην ιστορία της ελεύθερης Ελλάδας. Ωστόσο έχει κι αυτό την ιστορία του, που αν δεν είναι η ιστορία ενός έθνους,

Η


είναι μια σελίδα από την αιώνια ιστορία της φτωχής ανθρώπινης καρδιάς, που είναι επίσης γεμάτη από τραγωδίες και σπαραγμούς που κανένας ιστο­ ρικός δεν πρόκειται να διαιωνίσει. Είναι κάποια δράματα με σφραγισμένα χείλη... πώς το 'πε ο Παλαμάς. Ήταν κάποτε και τούτος ο ανεμόμυλος στα νιάτα του. Δεν υπήρχαν ακόμα τότες οι σημερινοί μεγάλοι αλευρόμυλοι, ούτε η βιομηχανία του άρτου. Κάθε νοικοκυρά έφερνε εδώ το άλεσμα της, στο μύλο της Περιβόλας. Κι αυτός που τον είχε κάνει ήταν ένας νέος άνθρωπος, ξενοτοπίτης, όπως φαίνεται κι απ' τ' όνομα του, ο Αντρέας ο Μανιάτης. Λεβέντης, τετραπέρατος και σφιχτός. Δουλευτής και σκληρός. Τίμιος όσο παίρνει. Ποτές δεν έφαγε το δίκιο ενός φτωχού, όμως και ποτές δεν χάριζε τίποτα απ' το δικό του δίκιο, που το δια­ φέντευε ως το τελευταίο ψίχουλο. Δυο δουλειές καταπιάστηκε σαν ρίζωσε σε τούτο το νησί, και στις δυο πήγε μπρος. Ετούτον τον ανεμόμυλο σήκωσε, και πάρα πέρα, στο κατάγιαλο, ένα σαπουνάδικο. Στην αρχή ήταν ο μύλος. Και τα κατάφερνε μόνος του σ' όλη τη δουλειά. Ύστερα που έκανε και το σαπουνά­ δικο δεν τα πρόφτανε και τα δυο. Έφερε από τη Μάνη το μοναδικό ανίψι που 'χε από την πεθαμένη αδελφή του. Ένα νεώτατο παλικάρι ήταν, λεβεντόπουλο πάνω στα είκοσι του. 0 Ζαχαρίας. Λιγνός και ψιλοσημαδος κι αυτός, σαν που είναι όλοι οι Μανιάτες. Όμορφο μούτρο μελαχρινό, κατσαρό μαλλί. Τόνε λάτρευε τον μπάρμπα του, τον ένιωθε σαν πατέρα. Κι αυτός τ' αγαπούσε πολύ το παιδί. Συσταλούμενο, λιγομίλητο, ακούραστο, πάντα πρόθυμο. Το ίδιο σαν κι αυτόν. Σκυλί στη δουλειά. Τον παρακολουθούσε έτσι που μπηγότανε στον κόπο δίχως παράπονο, έτσι που ανεσκάλωνε τη φτερωτή ή έβαζε φωτιά στο καζάνι που έβραζε το σαπούνι. Καμάρωνε το σπαθάτο μπόι του παιδιού, το στραφτερό του ιδρωμένο πρόσωπο με τα μεγάλα σπαθωτά μάτια, όμως πάντα ντηριότανε να ξεστομί­ σει χάδια και επαίνους. Έτσ' είναι οι άνθρωποι εκείνης της στεγνής, της αυστηρής γης. Τα αισθήματα που βράζουν στα σπλάχνα τους ποτές δεν ξεθυ­ μαίνουν σε λόγια. Γι' αυτό αγαπούν και μισούν με το ίδιο πάθος. Μόνο μια φορά, ένα όμορφο σούρουπο ήταν ύστερα από τη δουλειά, που ξεκουραζόταν στο κατάγιαλο οι δυο τους. 0 Αντρέας ο Μανιάτης είχε ανοιχτή την ταμπακιέρα τους πλάι και τύλιγε το χοντρό του τσιγάρο, και τα αγόρι είχε πετάξει τα ρούχα του και κολύμπη­ σε στα νερά, που απλώνονταν σαν λιωμένο χρυσάφι μέσα στο ήσυχο μούχρωμα του νησιού. Τον είδε έτσι που βγήκε από τη θάλασσα, με το στέριο κορμί του να λάμπει τριανταφυλλί από τον ήλιο που βασίλευε. Το παλικάρι ξάπλωσε κοντά του στον άμμο,


-Ωχ, μπάρμπα, είπε, δες όμορφα που 'ναι! Και άπλωσε το γυμνό μπράτσο του σε μια κυκλική χειρονομία στεριάς και θάλασσας. 0 Αντρέας άπλωσε το χέρι, άπλωσε τα δάχτυλα στα κατσαρά μαλλιά του παιδιού και γύρισε το κεφάλι προς το πρόσωπο του. -Βρε Ζαχαρία, είπε, ολόφτυστη η συχωρεμένη η μάνα σου είσαι, μωρέ! Και κείνη η αδερφή μου σαν κι εσένα, στεκότανε ώρες και χάζευε τη θάλασσα και τα βουνά σαν έγερνε ο ήλιος... Ε, έτσι οι δουλειές που έκανε ο Θεός είναι όλες όμορφες και καλές. Κι εμείς αυτό πρέπει να κάνουμε. Δουλειές όμορφες και καλές. Έτσι; Και να μη φοβούμαστε κανέναν... -Ναι, μπάρμπα, απάντησε συγκινημένο το παιδί. -Άντε τώρα, πετάξου να δεις αν πήρε βράση η καζάνα, για μήπως θέλει ακόμα να ταΐσεις τη φωτιά. 0 νέος πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έφυγε κατά το σαπουνάδικο. Έτσι κυλούσε η ζωή τους ανάμεσα στο σαπουνάδικο και στο μύλο, τριγυ­ ρισμένη από την αγάπη των νησιωτών, όταν ένα καινούργιο γεγονός ήρθε ν' αλλάξει τη μορφή της. Κι αυτό ήταν ο γάμος του Αντρέα Μανιάτη. 0 Αντρέας θα 'τανε κάπου σαράντα χρονώ σαν γνώρισε τη Μελισσινή. Αυτή ήταν μια κοπελίτσα ορφανή, εικοσιτριώ ή εικοσιπέντε χρονώ, κι ακολουθούσε πάντα τη μητέρα της κάθε που φέρναν άλεσμα στο μύλο. Στον Αντρέα έκανε εντύ­ πωση η ομορφιά και η αγνότητα του κοριτσιού. Ως τότε ποτές δεν πήγε ο νους του για γάμο. Κι όσες φορές έβαλε στο νου του κάτι τέτοιο, το φανταζό­ τανε με καμιά κοπέλα της Μάνης, όταν θα 'βάζε στην μπάντα μερικά λεφτά, να πάει καμιά φορά κατά την πατρίδα, που όλο το 'λέγε και ποτές δεν τον άφησε η δουλειά να ξεμακρύνει από το νησί. Τώρα που είχε κοντά του το ανίψι κι έβλεπε την αξιοσύνη του παιδιού, άρχισε να κάνει στο νου του κάποια σχέδια για το ταξίδι που ονειροπολούσε και ποτές δεν το κατάφερνε. Έλεγε να μεστώσει ακόμα ο Ζαχαρίας, να μπορεί να του εμπιστευτεί τη δου­ λειά για όσο καιρό θα λείψει, και κατόπι ίσως θα γύριζε πίσω με μια κοπέλα της σειράς του από την πατρίδα. Όμως αλλιώς τα 'φέρε η τύχη. Τούτη η μικρή άρχισε ν' απασχολεί πολύ το μυαλό του, ώσπου κατάλαβε στο τέλος πως ήταν η κοπέλα που ονειρευόταν να μοιραστεί μαζί της το ψωμί και τη ζωή του. Ένιωθε μέσα του σα γιορτή κάθε φορά που την έβλεπε να 'ρχεται λυγε­ ρή κι ολάνθιστη σαν κλωνάρι μηλιάς, με το κίτρινο κεφαλομάντιλο κατεβα­ σμένο ως τα γαϊτανάτα φρύδια. Και κάθε φορά που της μιλούσε και σήκωνε πάνω του τα μάτια της αναψοκοκκινισμένη, μια γλύκα έτρεμε να στάξει μέσα του σαν ένας κόμπος μέλι. Έτσι τίμιος κι αποφασιστικός που ήταν σε όλα του, φώναξε μια μέρα τη μάνα της παράμερα και της άνοιξε την καρδιά του. Η γριά τρελάθηκε απ' τη χαρά της να τ' ακούσει. Αν θα το ήθελε για τη Μελισσινή; Απ' το χέρι του Θεού


στο χέρι του, και με την ευκή της. Έκλαιγε η γριά και του τα 'λέγε. -Μόνο να ρωτήσουμε και το κορίτσι. -Να το ρωτήσουμε, γιε μου. Θα της μιλήσω εγώ απόψε κιόλας και θα 'ρθω να σου πω αύριο. -Έτσι, θεια Μαρούσα. Μιλημένα-τιμημένα. -Το ίδιο βράδυ τη ρώτησε η μάνα. -Πώς σου φαίνεται, θυγατέρα, ο κυρ- Αντρέας; -Ποιος κυρ-Αντρέας, μάνα; -0 μυλωνάς ντε! -Πώς να μου φανεί, μάνα. Καλός και άξιος ο άνθρωπος. Γιατί ρωτάς; -Και λεβέντης και όμορφος και πλούσιος, ε; -Ναι, μάνα. -Θα τον ήθελες για άντρα; -Ω μάνα! Με τη φτώχεια μας και την ορφάνια μας; Εγώ μια άπροικη κοπέ­ λα που δεν έχω στον ήλιο μοίρα, να ρίξω τα μάτια μου σ' έναν τόσο βαρύ νοι­ κοκύρη; Ας γελάσω δα! Η γριά πήγε κοντά της, έτσι που καθόταν μπρος στη στια κι ανακάτευε το μαγείρεμα στον τέντζερη. Πήρε το πρόσωπο του κοριτσιού στην αγκαλιά της, τη φίλησε στο μάγουλο. -Να μη γελάσεις, κόρη. Αυτός έριξε τα μάτια του απάνω σου, κι αυτός του μου μίλησε για σένα. Ξέρει τη φτώχεια μας και την πόρεψη μας και δεν είναι αυτό που το λογαριάζει. Μονάχα θέλει να ξέρει αν κι εσύ τον θέλεις. Αυτός μια φορά είναι τρελός για σένα. Είναι αποφασισμένος να σε πάρει στεφανωτή του, αν κι εσύ το στέργεις. Η κοπέλα σταμάτησε να γελά. Σώπασε κι απόμεινε να βλέπει τη μητέρα της χλωμή. Ετρεμε τ' αχείλι της. -Λοιπόν; Το κορίτσι χύθηκε στην αγκαλιά της μάνας, τη φιλούσε κι έκλαιγε μ' ανα­ φιλητά χαράς. 0 γάμος έγινε σύντομα και στάθηκε ένα σύνθημα χαράς και γλεντιού για το νησί... Αγαπητέ αναγνώστη, το Μυθιστόρημα των τεσσάρων τελειώνει. Η άνοιξη σ' όλη την Ελλάδα, σ' όλα τα ελληνικά νησιά, είναι σα λάμψη Θεού. Στην Αίγι­ να εφέτος την άνοιξη όλα μηνούνε αυτή τη λάμψη. Σ' ένα άσπρο σπιτάκι, κοντά στον ανεμόμυλο της Περιβόλας, ένας άντρας και μια γυναίκα κάθονται σωπαίνοντας και κοιτάνε τη νύχτα που έρχεται. Γύρω τους είναι η ερημιά και η ησυχία. Η Ελισάβετ κοιτάζει κατά τον ανεμό­ μυλο, που τον φρεσκόβαψε κάτασπρο, αναπολεί τη μητέρα της που μαρτύ­ ρησε στις αντένες αυτού του ανεμόμυλου. Αλλά δεν πνίγεται πια απ' το πικρό 169


παρελθόν, απ' το πικρό παρελθόν τους. Έμαθε, με τον καιρό, να αντλεί απ' τη δοκιμασία ελπίδα. -Ελπίζω, της είχε πει ο άντρας πλάι της, όταν την καλούσε να τον ακολου­ θήσει για όλη τους την υπόλοιπη ζωή. 0 Αμεντέο Μαντσίνι είχε κάμει όλες τις διατυπώσεις που χρειάζονταν. Να γυρίσει στη γη των πραγματικών γονιών του, ν' αλλάξει πατρίδα, ν' αλλάξει υπηκοότητα, ν' αλλάξει όνομα. Να γίνει αυτό που πραγματικά ήταν: ο Παντε­ λής Χρήστου Μυλωνάκος. Ν' αλλάξει θρήσκευμα, να γίνει ορθόδοξος από καθολικός. Είχε απευθυνθεί στην Καθολική Εκκλησία. Θα αναγνώριζε τη μοναδική περίπτωση του. Έτσι, χωρισμένος νόμιμα απ' την Ίζα, που είχε φύγει στην Ιταλία αμέσως μετά τη δίκη, θα μπορούσε να παντρευτεί την Ελι­ σάβετ Μανιάτη. Φυσούσε το ανοιξιάτικο αγέρι της Αίγινας, μύριζε η γη, η ανθοφορία των δένδρων τελούσε το μεγάλο θαύμα της. -Άκου!... ψιθύρισε η Ελισάβετ. -Για το αγέρι είπες; ρώτησε ο άντρας. Του πήρε το χέρι, έβαλε αλαφρά την παλάμη του να ακουμπήσει την κοι­ λιά της. -Ακούς; -Ναι...Ναι... Σήκωσε το χέρι του, βρήκε το χέρι της, το χάιδεψε αλαφρά μες στη νύχτα. -Ας ευχηθούμε να έρθει σ' αυτό μόνο χαρά, είπε η Ελισάβετ. Και παρακάλεσαν μες στη νύχτα και οι δυο το Θεό, για το παιδί τους που ερχόταν, για ένα παιδί του κόσμου. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1979

170


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ (1887 - 1968)

«Α, πρέπει να σε κάνω όπως σ' αιστάνομαι, ω Φύση. Αλλιώς τα χέρια μου να σας αγγίξουν δεν πρέπει, θεία χρώματα του Ουρανού, αχτίδες χρυσές, και σένα των Μορφών Αρμονία,.Μα το χέρι είναι, αχ, βαρύ για την τόση ελαφρότητα, για την τόση πάναγνη καθαρότητα, το μάτι ανάξιο, και γήινα τα χρώματα μου. Όμως ο πόθος με καίει της Αγάπης σας και λάμπετε, η ελπίδα μου λάμπει πιο δυνατά. Πιο δυνατά όταν λέω: «Δε θα ζωγραφίσω ποτές πιά». Δ. Πικιώνης, Πεζά Ποιήματα, 1918

Ο

κορυφαίος αρχιτέκτων και διανοούμενος Δημήτρης Πικιώνης, γεννημένος στον Πειραιά από Χιώτες γονείς, σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνι­ κό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών ενώ συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι στη ζωγραφική και την αρχιτεκτονική. Το πρώτο του έργο, η οικία Μωράτη στις Τζιτζιφιές, πραγματοποιημένο από το 1921 έως το 1923, οικοδόμημα με χαρακτήρα αττικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, υπήρξε μια πρώιμη σφραγίδα της περίφημης αισθητικής του. Το 1925, εκλεγμένος στην έδρα Διακοσμητικής του Πολυτεχνείου, δημοσίευσε το περίφημο άρθρο με τίτλο «Η λαϊκή τέχνη κι εμείς», τονίζοντας τη σημασία της διαφύλαξης της πρωτογενούς ελληνικής αισθητικής έκφρασης και δημιουργίας. Το 1932 υλοποίησε το Δημοτικό Σχο­ λείο στα Πευκάκια και το θερινό θέατρο της Κοτοπούλη και το 1933 το Πειρα­ ματικό Σχολείο θεσσαλονίκης. Το 1949 σχεδίασε την οικία-εργαστήρι της γλύ­ πτριας Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη στην οδό Γρυπάρη 1, στη συνοικία Κυπριάδου, στα Άνω Πατήσια. Λίγο αργότερα, την περίοδο 1951-1957, ορα­ ματίστηκε και πραγματοπο ίησε τις ση μαντικές διαμορφώσεις των αρχαιολογι­ κών χώρων γύρω από την Ακρόπολη, ενώ η τελευταία σημαντική δημιουργία του, η Παιδική Χαρά Φιλοθέης, εκλεκτικός συνδυασμός της ελληνικής και της ανατολικής παράδοσης σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε κατά την περίοδο 19611964. Το 1966 εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το ζωγραφικό έργο του Δημήτρη Πικιώνη ωστόσο, λιγότερο γνωστό και προβεβλημένο από το αρχιτεκτονικό μα προσηλωμένο στην ίδια απέριττα ελληνική αισθητική, είναι εξίσου σημαντικό. Με αφορμή εκείνο, ο Γιάννης Τσαρούχης σημειώνει: «...Αυτές οι σπουδές με λάδι έκτου φυσικού δίνουν την δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής.


Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι' αυτόν είναι Ποίημα στο οποίο οι πρα­ κτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται». Με τον τρόπο αυτό, στρέφουμε ως σήμερα το βλέμμα στα θαυμάσια λιτά ζωγραφικά αιγινήτικα τοπία του, που διατηρούν την αυτονομία και τον ιδι­ αίτερο χώρο της έμπνευσης τους, φέροντας ταυτόχρονα ζωντανή την προ­ σωπική και την εικαστική μνήμη ενός κορυφαίου Έλληνα διανούμενου και δημιουργού. Στην έκδοση των Κειμένων του που συγκέντρωσαν και επεξερ­ γάστηκαν η κόρη του Αγνή Πικιώνη και ο συνεργάτης της Μιχάλης Παρούσης, (πολλά από αυτά αναφέρονται στους περιπάτους του στην Αίγινα, ενώ αιγι­ νήτικα τοπία κοσμούν τις σελίδες) αποκαλύπτεται μια σχετικά άγνωστη πλευρά του, καθώς, ταυτόχρονα με το αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό του έργο, ο Πικιώνης κατέγραφε από το 1918 ως το θάνατο του το μακρύ ταξίδι του προς την «εσώτερη αλήθεια». Τα γραπτά του -αισθητικά, αυτοβιογραφι­ κά, επιστολές, πεζά ποιήματα, μελέτες για την παράδοση και τη λαϊκή τέχνη, αποτυπώνουν μια σκέψη που εκφράστηκε κυρίως με πλαστικά σχήματα και μορφές, ενώ η πρακτική ενασχόληση του με την Αρχιτεκτονική και την Τέχνη απηχεί την έμμονη αναζήτηση των «Μεγάλων Ουσιών»: Γι' αυτόν η τέχνη είναι «θρησκευτική πράξη ευλάβειας και λατρείας προς τη φύση, και ιδεατό τέρμα της αρχιτεκτονικής είναι η πλήρωση ενός ρυθμού-συμβόλου»: «Περπατώντας επάνω σε τούτη τη γη, η καρδιά μας χαίρεται με την πρώτη χαρά του νηπίου την κίνηση μας μέσα στο χώρο της πλάσης, την αλλη­ λοδιάδοχη τούτη καταστροφή κι αποκατάσταση της ισορροπίας που είναι η περπατησιά... Χαίρεται το προχώρημα του κορμιού επάνω απ' την ανάγλυφη τούτη ται­ νία που είναι το έδαφος. Και το πνεύμα μας ευφραίνεται από τους άπειρους συνδυασμούς των τριών διαστάσεων του Χώρου, που μας συντυχαίνουν και αλλάζουν στο κάθε μας βήμα γύρω μας, και που το πέρασμα ακόμα ενός σύν­ νεφου ψηλά εις τον ουρανό είναι ικανό να τους μεταβάλλει. Προσπερνούμε δίπλα σε τούτο το βράχο, στον κορμό του δέντρου ή κάτω από τούτο το θύσανο της φυλλωσιάς του. Ανεβαίνουμε, κατεβαίνουμε μαζί με το έδαφος, απάνω εις τα κυρτώματα του, τους γηλόφους, τα όρη ή βαθιά μέσα στις κοιλάδες. Χαιρόμαστε την επί­ πεδη έκταση της πεδιάδος, μετρούμε τη γη με τον κόπο του κορμιού μας. Το έρημο τούτο μονοπάτι είναι απείρως ανώτερο από τις λεωφόρους των μεγα­ λουπόλεων. Γιατί με την κάθε πτυχή του, με τις καμπές του, τις άπειρες εναλ­ λαγές της προοπτικής του χώρου που παρουσιάζει, μας μαθαίνει τη θεία υπό­ σταση της ατομικότητας της υποταγμένης εις την αρμονία του Όλου. Μελε­ τούμε το πνεύμα που αναδίδεται απ' τους τόπους. 172


Εδώ το έδαφος είναι σκληρό, πετρώδες, απότομο, το χώμα ξερό. Εκεί η γη επίπεδη. Νερό αναβλύζει μέσα από τα βρύα. Εδώ οι πνοές, το ύψος και η σύσταση του εδάφους μας αναγγέλλουν τη γειτνίαση της θάλασσας. Εκεί θάλλει πλούσια χλωρίδα, η ακρότατη τούτη τελείωση της πλαστικής διαμόρ­ φωσης του εδάφους, που ξέρει να εναρμονίζει το έντυμάτης με το ρυθμό των εποχών. Εδώ οι φυσικές δυνάμεις, η γεωμετρία της γης, η ποιότητα του φωτός και του αιθέρα, προσδιορίζουν τούτο τον τόπο για κοιτίδα πολιτισμού. Εκεί μυστηριώδεις αναθυμιάσεις αναδίνονται, θαρρείς, από τη γη... 0 γκρεμνός αυτός σου προκαλεί δέος. Το σπήλαιο τούτο είναι κατοικία μυστηριωδών πνευμάτων, υπερφυσικών δυνάμεων. EÎVŒL οι σεβάσμιοι πανάρχαιοι τόποι λατρείας... Εμπρός εις την αρχέγονη εικόνα της Γης οπού κρατούνε, η ψυχή δέχεται ένα μυστικό τίναγμα, όπως ο ραβδοσκόπος στην αόρατη παρουσία του υπόγειου νάματος...». «Αλλά τι βλάπτει αν το συναισθηματικό τούτο ημε­ ρολόγιο είναι ελλιπές; Δε θα έφτανε αν, από τη θεώρηση τούτου, γινόταν φανερή η Αρχή που μου φαίνεται πως η Φύση θέλει να μας διδάξει: Πως τίπο­ τα δεν υπάρχει μόνο του αλλά τα πάντα είναι μέρος μιας καθολικής Αρμονίας. Όλα διαπερνούν το ένα τ' άλλο και πάσχουν και μεταβάλλονται το ένα από τ' άλλο. Και δεν μπορείς να συλλάβεις το ένα παρά μέσον των άλλων...». *

' Δημήτρης Πικιώνης, «Κείμενα», με 11 σχέδια και εικόνες, εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1986.

173


mmmmm.

il

«Αίγινα», Ακουαρέλα σε χαρτί Οικογένεια του καλλιτέχνη και Μουσείο Μπενάκη.

174

j^i


,,,.,..

:S;^aagMMBMMBMa»mBaBttag«|^Ma|

-. ? ~ . t ; . .y-;.:,:,'.;-

:

.X% • -

«Αίγινα», Ακουαρέλα σε χαρτί, 25x42 Οικογένεια του καλλιτέχνη και Μουσείο Μπενάκη.

175


H AIFINAIA θα ήθελε να ευχαριστήσει θερμά όλους τους παρακάτω επι­ χειρηματίες που στήριξαν την έκδοση αυτού του επετειακού τεύχους.

, Fi jmÊï.*î"'T" : "''" •

Κέντοο Τύπο ine

ΕΛΛΗΝΙΚΟ, &ΪΕΝΟΣ ΤΥΠΟΣ

; , ,: • . .

ΤΣΙΓΑΡΑ - ΠΟΥΓ;

ΕΙΔΗ ΚΑΠΝΙΙ7 ΒΙΒΛΙ/ ΣΧΟΛΙΚΑ - ΧΑΡΤΙ ..ί! ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΙ ΟΔί ΔΩΡΑ - ΑΞΕΣΓ. < :

ΠΑΖΛ-ΠΑΙΧΙ"1

*gS%oéÈ

, ν ! · .·< Σπ. Ρόδπ, 180 10 Αίγινα Τηλ.: 22970 27742 ·· Fax: 22970 27740 - e-mail: typosaig@otenet.gr

176

:: ί


Μαγική Προσιρορά

177


Βιοτεχνία rrçptov Καρπών Aiytva Νικόλαος Ì. Τζίτζΐίς&ΣιοΕ.£ Καησδιστρίο« 30, Aiywo, 18018 ΤηΧ. 2Î970 23321 - Fax 22970 28656 www. impany.com

I

)gOflO|M»m

,ΗΛ

0 « « ^ « * ^ « "-" ' li»'·

" '• ; utffDW

ΤΗΑ.-22970 2SÌÌ3 HOL· » 9 ? § 2S1SÌ KIN: 69441 §8514 - § S Ì S i S Ì i 2 3 178


. . . ._

m

im*

'.:

i ι • • • •

•rm.; mi mnsn ΛΕΟΦ. ΔΗΜΟΚΡΑΉΜ 47/ M P . ΑΙΠΗΑΧ

ΑΝΥΨΩΤΙΚεΣΕΡΓΑΣΙΕΣ -ΓΕΡΑΝΟΙ -ΚΑΛΑΘΟΦΟΡΑ- ΠΑΡΚΙΝΓΚ ΣΚΑΦΩΝ -ΟΔΙΚΗ ΒΟΗΘΕΙΑ

Ç/ψοζ ν.ΐ)<ιηιϊο(ΐ$α

cocktail* °parties

νΐ}}ΛΟΚρ&ΐΜΛ** i ü

ivo.-

a epuiivui η

<-:η'-\ ',•> irin > ι

ι

uhfucaut ι

ι

ι

< ;>, jtn/nia

Ι

η uiu'Jpìa gì

179


:•:•:•: '

180

K.'li

••:

:.

:

..

• •

.

..•

'

..••'••

"

.


ΑΓ. ΑΣΩΜΑΤΟΙ, ΑΙΓΙΝΑ T1A-FAX: 2297θ1βΜΟ mm

:

/ Vf κ\/'\/ rv Γ» ι ,ßit:*.4 rfiÀgTiiia, ,£,iiih ; i •ι

•••••,.

'

- ·' -

•:.

"

fi

****'' •

J

ft*fKi>(Ui

·

Ö 26424

W:\ -κ\::fe:?f ::ïi Si^ir! Ë -Sûiilt^f: SÌ

181


;

-:'%::Ë;lAvâ-tei.-ft';

':«;.:.

H Τέφχ^ι': ^ .ve wpûiàvra .,:«

,

· ;κές οννταγές

νωοίζ omtmmm Κεντρικό; Αφαίας 293; τηλ.: 2297071570, Μεσαγρός ΑΎποκ/μα: Παραλία ΣουβάΑας, τηλ.: 22970.54127 ΑΥπ< ΒΎποκ/μα: Αιακού:3, Αίγινα, τηλ.: 22970.28688 S'Y; ϊ ι


183



/

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΑΑΑΔΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ Α. ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΕΤΗΣΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ 27 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2010

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει σήμερα μια βαθιά, δομική και πολύπλευρη κρίση. Γ/' αυτό και η έξοδος από αυτή την κρίση προϋποθέτει πολυετή, επίμονη και συστηματική προσπάθεια. Απαιτεί ρήξη με το παρελθόν. Κύρια χαρακτηριστικά της κρίσης είναι το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, το τεράστιο χρέος και η συνεχής διάβρωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Τα προβλήματα αυτά προϋπήρχαν της διεθνούς κρίσης του 2008 και ήταν αναπόφευκτο, χωρίς τολμηρές και αποφασιστικές παρεμβάσεις, να οδηγήσουν, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο. Καθώς οι παρεμβάσεις αυτές δεν έγιναν, η κατάσταση επιδεινώθηκε. Παράλληλα, η διεθνής κρίση μεγέθυνε τις συσσωρευμένες επιπτώσεις των χρόνιων αδυναμιών και επιτάχυνε την πτωτική πορεία της οικονομίας. Αποτέλεσμα είναι η σημερινή κατάσταση που αποτυπώνεται στα δίδυμα ελλείμματα και στα δίδυμα χρέη, στη στενή διασύνδεση του δημόσιου ελλείμματος και χρέους με το εξωτερικό έλλειμμα και χρέος. Η σημερινή κρίση δεν αντανακλά απλώς μια παροδική, πτωτική, φάση του οικονομικού κύκλου. Και βέβαια δεν αποτυπώνεται μόνο στο δημόσιο τομέα και στο ανησυχητικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Αφορά το σύνολο της οικονομίας, τις δομές της, τις αντιλήψεις και συμπεριφορές που κυριάρχησαν επί σειρά ετών, το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήσαμε. Αυτό σημαίνει ότι η η κρίση δεν επιδέχεται βραχυχρόνιες θεραπείες. Προϋποθέτει, αντίθετα, επίμονη και συστηματική προσπάθεια: μια προσπάθεια μακρά, συντεταγμένη και ρηξικέλευθη. Μακρά, γιατί η αλλαγή των δομών που μας οδήγησαν εδώ θα είναι ένα έργο επίπονο που δεν είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί σύντομα. Συντεταγμένη, για να εξασφαλίσουμε την ομαλή συνέχεια, με ελαχιστοποίηση των κραδασμών. Ρηξικέλευθη, γιατί δεν μπορούμε να λύσουμε τα σημερινά προβλήματα, αν συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο που σκεφτόμασταν όταν τα δημιουργούσαμε. Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει, με άλλα λόγια, ρήξη με το παρελθόν. Η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προειδοποιήσει εγκαίρως για τη σοβαρότητα της κατάστασης. Στις εκθέσεις της τονιζόταν ότι οι μακροοικονομικές ανισορροπίες θα διογκώνονταν όσο χειροτέρευε η διεθνής συγκυρία. Διατυπωνόταν, επίσης, σαφής προειδοποίηση για το ενδεχόμενο της διόγκωσης του κόστους δανεισμού. Ταυτόχρονα, υπογραμμιζόταν ότι έπρεπε να μεταδοθεί με σαφήνεια στις αγορές το μήνυμα ότι η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει ένα πολυετές σχέδιο ουσιαστικής δημοσιονομικής εξυγίανσης και τολμηρών διαρθρωτικών αλλαγών. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τις δυσοίωνες προβλέψεις. Η οικονομία έχει εισέλθει σε φαύλο κύκλο και δημιουργήθηκε πρωτοφανής αβεβαιότητα, που προκάλεσε μια σειρά υποβαθμίσεων της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας. Αυτές οδήγησαν σε μεγάλη διεύρυνση των περιθωρίων επιτοκίου, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους του Δημοσίου. Η κατάσταση αυτή, στο βαθμό που παρατείνεται, επιδεινώνει τη δημοσιονομική θέση της χώρας, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη δημοσιονομική προσαρμογή, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία και στο τραπεζικό σύστημα και ανατροφοδοτεί το κλίμα αβεβαιότητας, ασκώντας μια γενικότερη παραλυτική επίδραση. Μοναδική διέξοδος είναι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης, με τη δραστική μείωση του ελλείμματος και του χρέους και την ανάκτηση της απωλεσθείσας ανταγωνιστικότητας.


III ι I I » 1

I ì

!

Ι

'Ί

I

' 1l

ι ι !•

ι ι ι

ISSN I 10!

lUKIUilll i||

M08-74K

ι


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.