Τεύχος 21

Page 1

-ß*f^mm £güie vu du iMouillig'c

ΑΙΓΙΝΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ • ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

-. \

•.

k.* ». ìli \

^

"

^


I ail1!«AIA ΕΦΗΜΕΡΪ2 ΦΙΛΟΛΟΓΙΚϊΙ, EÏÎISTHMOWIKH

ΠΡΟΑ,ΓΓΕΑΙΑ.

Η ΑΙΓΙΝΑΙΑ Περιοδική πολιτιστική έκδοση Τεύχος 21 Αίγινα, Αύγουστος-Δεκέμβριος 2011 Ιδιοκτήττις - Εκδότης: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑιγιναία» Έδρα: Ιωάννου Σακκιώτου 8, Κυψέλη Αιγίνης, 180 10 Αίγινα. ΑΦΜ: 099119847 Διευθυντής: Γεώργιος Ι. Μπόγρης Διαχειριστής: Γιάννης Φ. Πούντος Συντακτική ειιιτροπή: Κώστας Γαβρόγλου Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού Προνόη Θεολογίδου Γιώργος Κουλίκούρδης Βασίλης Λυκούρης Γιώργος Μπήτρος Γεώργιος Μπόγρης Δημήτρης Νικολόπουλος Γιάννης Πούντος Δημήτρης Σαραντάκος Ελένη Σταμπόγλη Αχιλλέας Χαλδαιάκης Διόρθωση κειμένων: Προνόη Θεολογίδου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Κατερίνα Μποτζάκη

« ' Ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι δε ή έφημερίς αυτή. Η ΑΙΓΙΝΙΑΙΑ, ως ύ π ο παροικούντων εις Αϊγιναν εκδιδομένη» Παραγωγή: Μποτζάκης Ανδρέας, Γραφικές Τέχνες Τζαβέλλα 10, Αθήνα, τηλ.: 210 3301604

Συνδρομές: Εσωτερικού: 20 ευρώ Φοιτητές-Μαθητές: 15 ευρώ Εξωτερικού: 30 ευρώ Οργανισμών-Τραπεζών: 60 ευρώ Υπεύθυνος συνδρομών: Γιάννης Πούντος τηλ. 2297026278-6932648020 Επιταγές-Εμβάσματα: Γεώργιος Μπόγρης Μητροπόλεως 9, 180 10 Αίγινα, τηλ: 2297026625-61876-6944370587 Γεώργιος Γουλάκος, Βαλαωρίτου 12,106 71 Αθήναι, τηλ. 2103628501 Αριθμός τραπεζικού λογαριασμού: 241/47005110 Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Επιστολές-Συνεργασίες στη διεύθυνση: Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «ΗΑίγιναία» Τ.Θ. 38,180 10 Αίγινα Ηλεκτρονική διεύθυνση: www.aiginaia.gr e-mail:gebogris@cyta.gr

Το κόσμημα του εξωφύλλου της Αιγιναίας είναι του Γιάννη Μόραλη. ISSN 1108-748Χ


ΤΕΥΧΟΣ 21

ÌYtVOCtOC §

ΠΕΕ Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Η Π Ο Λ Ι Τ Ι Σ Τ Ι Κ Η

ΑΙΓΙΝΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΕΚΔΟΣΗ


Π

Ε

ΣΗΜΕΊΩΜΑ

Ρ

ΤΟΥ

Ι

E

Χ

Ο

Μ

Ε

Ν

ΔΙΕΥΘΥΝΤΉ

Παναγιώτης Τσακβπουλος Αίγινα, ένα ανοιχτό μουσείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής

10

Κωνσταντίνος Ξανβόπβυλβς - Kristina Kuvala-Ξανθοπούλου Κατοικία στην Αίγινα: Πραγματικότητα και σημειολογία

36

Άννα Ρόδη ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ... Αίγινα και παλιός ελληνικός κινηματογράφος

40

Ελένη (Έλλη) Λυκούρη-Λαζάρου Δημοδιδάσκαλος εις το χωρίον Χαλασμένη

57

Donald Mason Είναι του Απόλλωνα ο ναός στην Κολόνα;

69

Βασίλης Σωτηρακόπουλος Μια εκδρομή στην Αίγινα του 1868

80

Σπύρος Αργ. Γαλάρης Οι Μεσαγροί, τα εξωκλήσια και τα ερημοκλήσια τους

87

Ίρις Κρητικού «Μνήμες Σπογγαλιείας στην Αίγινα»: εικαστικές σημειώσεις

93

Προνόη Θεολογίδο« Μνήμες σπογγαλιείας στην Αίγινα. Απολογισμός μιας έκθεσης

98

Φωτεινή Γιωτάκη-Μπόγρη 0 Κέννεντυ της Αίγινας

101

Προνόη Θεολογίδου Ένας «Ρώσος» στην Αίγινα

105

Ελένη Σ τ α μ π ό γ λ η Παναγής Ν. Ηρειώτης

111


Γιώργος Μπήτρος OL ψυχές της Αίγινας

122

Λίνα Μπόγρη-Πετρίτου Κολοτσέντες; Αμή, έχουνε τελειωμό;

126

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ Δημήτρης Νικολόπουλος «Παραπλανημένος άνθρωπος»: ένα έργο προβληματισμού και αμφισβήτησης

133

Μαίρη Γαλάνη-Κρητικού 0 Γιάννης Νεγρεπόντης

140

Δήμητρα Δήμητρα Με αφορμή μια επέτειο

146

Δημήτρης Σαραντάκος Ειδύλλιο στη Σουβάλα

151

Σταυρόπουλος Κώστας Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου

162

Joseph Roth Μετάφραση Κώστας Νησιώτης Βαρβάρα

168

Βασιλική Φράγκου Ποιήματα

175


_—-.•

;.-· •;.

:

;•·

.

-..·•

·

.

;

•••.. •

.: - ' . ,.::. .

-.-;.- .

-

.:·.;.'.

;.·_-.·ν,· •

; ----- .

•-'•r^.

-A z:?~

- ? .i,ivii*i

• :

. : •

-

:·••••

<:


;.:..._i,-"JÛ Ζ

ί;

., .

.

... ΑβΑΪ"*

Η AiyLX'u, όπως φαίνεται arto το Φάληρο, \ί:>) ο ι ου Th. Weht· Γ από σκίτσο του M. II. Belle


ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ. Η πρωτοφανής οικονομική κρίση, επερχόμενη σωρευτικά τους τελευταίους μήνες στη χώρα μας αλλά και ανά την Ευρώπη, επιφέρει διαφόρων ειδών απώ­ λειες, υλικές και μη, και μάλιστα χωρίς να προδιαγράφεται ένα ευτυχές ή οποι­ οδήποτε προκαθορισμένο, έστω, πέρας. Το αναπόδραστο και αδυσώπητο κύλισμα του χρόνου επιτείνειτην αγωνία για το εγγύς και μεσοπρόθεσμο μέλλον, απλώνοντας μία διογκούμενη κατάθλι­ ψη στον ψυχισμό, τη συμπεριφορά και τις σχέσεις των ανθρώπων. Μία ψευ­ δαίσθηση ευζωίας και ένα ετεροκαθοριζόμενο καταναλωτικό πρότυπο, που κατευθύνειπρος όφελος του τις συνήθειες των μαζών-καταναλωτών, μοιάζει να απειλείται και ρωγμές τρίζουσες να απειλούν την ευστάθεια του. Η αντιπαρα­ βολή ενός πιο ευτυχισμένου παρελθόντος με ένα καταθλιπτικό και αγχογόνο παρόν και ένα άδηλο μέλλον ενέχειτην απειλή να βγάλείτουςπαθητικούς απο­ δέκτες από την καθημερινή ραστώνη καιτο καταναλωτικό κυνήγικαινατους στρέψει ενάντια στους εξουσιαστές της καθημερινότητας καιτου μέλλοντος τους, απειλώντας την ισορροπία του συστήματος. Φαίνεται, λοιπόν, πως στον γήινο κόσμο δυνάμεις που αντιπαλεύουν η μία την άλλη, καθημερινά μέσα στη ροή της κλεψύδραςτου ανθρώπινου χρόνου, ε­ νεργούν ευθύγραμμαή κυκλικά, αδιάφορο, σαν δύο αντιμαχόμενες πλευρές, που κανείς θα μπορούσε νατις περιγράψει με τον αρχέγονο χωρισμό, σαν τις δυνά­ μεις του Καλού και του Κακού ή, ίσως, με μία άλλη περιγραφή που τελευταία συ­ νάντησα, σαν τις δυνάμεις του Κακού καιτης Ομορφιάς. Ίσως αυτή η έκφραση του ζώντος σύμπαντος, δηλαδή της πραγματικότητας, με την περιγραφή του κακού καιτης ομορφιάς ως των δύο ακρογωνιαίων λίθων του, ναταιριάζειπερισσότερο, για να αποδώσειτο νόημα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και α­ νησυχιών, λαμβάνοντας υπόψη ότιχωρίς ομορφιά δεν έχειη ζωή αξία καθώς και ότιτο κακό επιδρά καταστροφικά στην ομορφιά. Η ολοκληρωτική επέλαση του ύστερου ή, άλλως, άγριου αποκαλούμενου κα­ πιταλισμού, με κύριο όχημα την παγκόσμια και ανεμπόδιστη κυριαρχία των α­ γορών μετο μανδύατηςάκρατηςκαιαπρόσωπηςφιλελευθεροποίησηςτου πο­ λιτικού συστήματος, ενέχει εξ ορισμού την πλήρη αυτοαναίρεση καιτο ψευδε­ πίγραφο του όρου φιλελεύθερος, αφού η οικουμενική ισχύςτου και ο βίαιος α­ ποκλεισμός κάθε αντίδρασης και κάθε άλλου είδους εναλλακτικής πρότασης α­ ποκλείε ι a priori τη δυνατότητα οιασδήποτε άλλη ς πρόταση ς και χώρου εκδή λωσης για άλλα συστήματα. Εφαρμόζειτη δική του βία, βίασυστημική και ολοκληρωτική, ενάντια σε κά­ θε είδους ανθρώπινη επιθυμία και, κυρίως, βάλλοντας στην απονέκρωση κάθε είδους ανθρώπινου συναισθήματος και επιθυμίας εν ονόματιτων αδυσώπητων δήθεν αριθμών, που υπαγορεύείη αμείλικτη πραγματικότητα της οικονομίας.


Μία εικονική πραγματικότητα, από αριθμούς, ποσών εικονικών, αν αναλογι­ σθεί κανείς, ότιταποσά αυτά στα οποία αναφέρονται οιχρηματαγορές, αφορούν το ένα δέκατο του συνολικού συσσωρευμένου παγκόσμιου ανθρώπινου πλού­ του. Τα υπόλοιπα εννέα δέκατα αφορούν τις λεγόμενες πομφόλυγες (κοινώς φού­ σκες], του τζόγου καιτων λοιπών παιχνιδιών στα χρηματιστήρια καιτα αποκαλούμεναχρηματοπιστωτικά κέντρα. Τζογάρουν συνάμα καθημερινώς και κατά στόχευση στην ανθρώπινη παραγωγικότητα και μόχθο. Η συστημική βία, που εμπνέει και διαχέειη ίδιαη βαρβαρότητα της παγκο­ σμιοποίησης των αγορών, μοιάζει σα να θέλει τον κόσμο όπως τα ναζιστικά στρα­ τόπεδα συγκεντρώσεως του παρελθόντος. Κάποιες φορές οιτρόφιμοι-συγκεντρωμένοι-εκτοπισμένοι καλούνται ναπαρακολουθήσουν ένα θεατρικό έργο, προσφορά των αρχών του στρατοπέδου. Πρόκειταιγια ένα δράμα σε τρεις πρά­ ξεις και με αριθμό σκηνών σε κάθε μία πράξη παρόμοιο ή ίδιο με αυτό που πα­ ρακολουθήσαμε τις τελευταίες εβδομάδες στον ελληνικό πολιτικό χώρο. Ένα συλλογικό θεατρικό έργο Ελλήνων και Ευρωπαίων πολιτικών, με χρηματοδό­ τη ση διεθνών οικονομικών παραγόντων που αγνοούμε τα ονόματα τους, τους αναγνωρίζουμε όμως σαν συλλογικές οικονομικές οντότητες, με συντετμημέ­ νες ονομασίες, όπως ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ, ΠΚ κλπ. Στο έργο πρωταγωνιστούν κορυφαίοιπολιτικοί και αρχηγοί κομμάτων, δευτεραγωνιστές οι υπουργοί και βου­ λευτές και διάφοροιπαρατρεχάμενοι, με κομπάρσους και θεατές συγχρόνως, τους εγκλείστους του στρατοπέδου. Χορηγοί επικοινωνίας, οι καναλάρχες και μεγαλοϊδιοκτήτες του Τύπου, ελληνικού και παγκόσμιου, που τυγχάνουν και με­ γαλοεπιχειρηματίες- εργολάβοι. Η πρώτη πράξη κυλάει μέσα σε ένα ειδυλλιακό και ευτυχές περιβάλλον, ό­ που κυριαρχεί η ευζωία καιη αφθονία αγαθών, με πανεύκολα δάνεια και παρο­ χές προς η μετέρους. Με το κλείσιμο της το πλήθος των θεατών παραλή ρεί εν­ θουσιασμένο και ζητωκραυγάζειτους συντελεστές. Η δεύτερη πράξη εκτυλίσ­ σεται σε ένα ολοέν εντεινόμενο μουντό, καταθλιπτικό και απειλητικό περιβάλ­ λον, όπου η προηγούμενη ευημερία εκτοπίζεται από την επιδεινούμενη κακή οι­ κονομική κατάσταση, οικομπάρσοι-θεατές φορολογούνται με άγρια χαράτσια, χάνουν τη σχετική τους ευμάρεια και εξεγείρονται μεύβρεις και απειλές κατά των κρατούντων και επιτιθέμενοι τραυματίζουν κάποιους από αυτούς. Ανήσυχοιαλλά διόλου καταπτοημένοιοιθεατρώνες-οικονομικοίυπεύθυνοιτου εν λό­ γω θιάσου αντικαθιστούν όπως όπως κάποιους από τουςηθοποιούςή πραγμα­ τοποιούν εσωτερικές εναλλαγές προσώπων και ρόλων. Το πλήθος παρακολου­ θεί μουδιασμένο και μπερδεμένο την τρίτη πράξη, όπου ο από μηχανής Θεός α­ ναλαμβάνει ρόλο πρωταγωνιστή καιπαραπέμπειτη λύση του δράματος σε κά­ ποιο άδηλο χρόνο, αφού πρώτα τους εξηγήσειπωςόλοιπρέπει να φοβούνταιτο άγνωστο και ανεξιχνίαστο μέλλον, το οποίο όλοι μαζί με συλλογική προσπάθεια οφείλουν να επωμιστούν, για να εξασφαλίσουν καινούργια δανεικά, που θα ε­ παναφέρουν τη προηγούμενη οικονομική κατάσταση. Αποσβολωμένοι οι θεα­ τές βομβαρδίζονταιπεριδεείς και ανίκανοι να αντιληφθούν το νόημα από και­ νοφανείς λέξεις και όρους. Λέξεις όπως αμοιβαία κεφάλαια, ομόλογα δομή μένα


και μη, οίκοι αξιολόγησης, hedge funds, PSI, PSES, μνημόνια, κουρέματα οριζό­ ντια και κάθετα, ξυρίσματα κόντρα και στρατιωτικά, εν ολίγοις χωρίς αφρό, δα­ νεικά κι αγύριστα. Το έργο μέχριτην οριστική λύση του δράματος σε αυτή την πράξη, τη δραματικότερη όλων, που έχειήδη αφήσει άφωνους καιχαμένους στη μέση της ερήμου τους θεατές, θα εξακολουθεί να παίζεται. Επίμετρο: Στο ζοφερό και καταθλιπτικό περιβάλλον που τείνει να επικρα­ τήσει με τις δεδομένες κακές οικονομικές συνθήκες, η ομορφιά, ως ο έτερος πό­ λος και το αντίδοτο στο κακό, μπορεί μέσα από την πολιτιστική της διάσταση να αποτελέσει τη δύναμη καιτο ενεργοποιό πνεύμα που θα σταθεί απέναντι στην ισοπεδωτική επενέργεια του. Η ελεύθερη καλλιτεχνική καιπνευματική δράση, που πηγάζει από την ακαταπόνητη και ανυπότακτη δημιουργικότητα ό­ λων εκείνων των ανήσυχων και πνευματικά ανεξάρτητων ανθρώπων, που πα­ ραμένουν ανεπηρέαστοι από τον ολοκληρωτισμό και από κάθε είδους φονταμενταλισμό, θα παραμένει το ισοδύναμο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ε­ λευθερίας. Σε αντιπαράθεση με του ς μηχανισμού ς τη ς τυφλή ς υπακοή ς που α­ δρανοποιούν κάθε κριτική διάθεση. Και απέναντι σε κάθε είδους μοχλούς κα­ τασταλτικής ομογενοποίησης του κοινωνικού σώματος, που επιδιώκουν το ξε­ ρίζωμα κάθε στοιχείου αυτοκαθορισμού, απειθαρχίας και διαφοράς. Σεπείσματων καιρών, τη χρονιά που πέρασε και με αποκορύφωμα την κα­ λοκαιρινή περίοδο, γίναμε κοινωνοί στο χώρο μας, εδώ στη μικρή Αίγινα, δρα­ στηριοτήτων και εκδηλώσεων πνευματικού και καλλιτεχνικού περιεχομένου, από ποικίλους φορείς και πρόσωπα και, μάλιστα, υψηλού επιπέδου. Η ανεξάρ­ τητη καιελεύθερη δημιουργική δραστηριότητα του πλούσιου καλλιτεχνικού και πνευματικού δυναμικού, που διαθέτειτο νησί μας, δείχνειχρόνο με το χρό­ νο να αυξάνεται, να δυναμώνει ποιοτικά και να εμπλουτίζεται με νέα πρόσωπα, τρόπους έκφρασης και πυκνότητα παρουσίας. Μεγάλο μέρος της ύλης του παρόντος τεύχους είναι αφιερωμένο σε κάποι­ ες από αυτές τις εκδηλώσεις. Επιλέξαμε τις πιο αντιπροσωπευτικές, διότι, δυ­ στυχώς, ο χώρος του περιοδικού αδυνατεί να τις περιλάβει όλες και έτσι, ίσως, να αδικήσαμε κάποιες που θα άξιζε να έχουν συμπεριληφθεί. Φίλοι αναγνώστες και αναγνώστριες Καλές Γιορτές 0 Διευθυντής της «Αιγιναίας» Γεώργιος Ι. Μπόγρης

Σημείωση: Από τυπογραφική αβλεψία στο προηγούμενο τεύχοςπαρελήφθησαν οι ευχαρι­ στίες μου στο "Ση μείωμα" προς τους φίλους Γιώργο Μπήτρο του Αντωνίου και Κώστα Μάνο γιατις πολύτιμες πληροφορίες, που μου έδωσαν για τη συγγραφή του άρθρου μου "Μαρτυρίεςγια τα σφουγγαράδικα" στο ίδιο τεύχος.


Ευχαριστούμε, κυρία Χιτζανίδου! το Λαογραφικό Μουσείο της Αίγινας έγιναν και φέτος σημαντικές εκθέ­ σεις και αξιόλογες παρουσιάσεις. Ήταν όμως μοναδική ως προς το θέμα της η εκδήλωση, την οποία οργάνωσε εκεί την Κυριακή, 20 Νοεμβρίου, ο Δήμος της Αίγινας σε συνεργασία με τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Φιστικοπαραγωγών και τον Αγροτικό Σύλλογο Αίγινας: να τιμηθεί για το επιστημονικό της έργο και την πολύπλευρη προσφορά της στην καλλιέργεια της φιστικιάς, για τη μεγάλη συμβολή της στην οικονομία και τον πολιτισμό του τόπου μας η κ. Άννα Χιτζανίδου, φυτοπαθολόγος, συγγραφέας, τέως διευθύντρια του Μπενάκειου Φυτοπαθολογικού Ινστιτούτου. Από την πλούσια βιβλιογραφία της ξεχωρίζει ένας μοναδικός πρακτικός οδηγός με τίτλο «Ασθένειες και εντομολογικοί εχθροί της φιστικιάς στην Ελλάδα», που έγραψε σε συνεργασία με τον Π. Α. Μουρίκη και τον Κ. Δ. Χολέβα και που αποτελεί μια ανεκτίμητη προ­ σφορά για τους καλλιεργητές της φιστικιάς. Μετά τους σύντομους χαιρετισμούς των κυρίων Ν. Σταμπουλή και Ν. Αλυφαντή, την εμπεριστατωμένη παρουσίαση του επιστημονικού έργου της τιμώμενης από τη γεωπόνο κ. Μ. Γεωργιάδου και τη θερμή αναφορά σε χαρα­ κτηριστικά γεγονότα της ζωής της από την κ. Μ. Γαλάνη, ο δήμαρχος της Αίγι­ νας κ. Σάκης Σακκιώτης επέδωσε τιμητική πλακέτα στην κ. Χιτζανίδου, ως ελάχιστη ένδειξη του χρέους που έχει η Αίγινα απέναντι στην εξαιρετική επι­ στήμονα, που με το έργο της συνέβαλε και εξακολουθεί να συμβάλλει στην παραγωγή και προβολή του πολύτιμου για το νησί μας προϊόντος, του φιστι­ κιού. Συγκινημένη εκείνη την αποδέχτηκε τονίζοντας πως η τιμή αφορά και τον άνθρωπο που έφερε τη φιστικιά στην Αίγινα, τον μικρασιάτη παππού της Ν. Περόγλου. «Σε τέτοιες εκδηλώσεις πάντοτε το τιμώμενο πρόσωπο λέει ότι αισθάνεται βαθιά συγκίνηση. Αυτό δεν είναι μια τυπική κουβέντα, είναι αλή­ θεια», είπε η Άννα Χιτζανίδου κάνοντας στη συνέχεια η ίδια μια σύντομη αποτίμηση της επιστημονικής της πορείας στο πολυπληθές ακροατήριο από φίλους και συμπολίτες της, επώνυμους κι ανώνυμους, οι οποίοι πήγαν για να δηλώσουν το σεβασμό τους στη σεμνή δέσποινα. Είναι αλήθεια ότι σπάνια συνηθίζουμε να θυμόμαστε και να ευχαριστού­ με ανθρώπους που μας ευεργέτησαν όσο ζουν. Όμως εκείνη τη ζεστή μέρα με ευγνωμοσύνη, όπως εύστοχα σημείωσε η κ. Γαλάνη, «η Αίγινα είπε ευχαρι­ στώ» άμεσα στην κ. Χιτζανίδου, υποκλίθηκε μπροστά σε μια σημαντική κυρία αναγνωρίζοντας την τιμή που της οφείλει.

Σ

Η Συντακτική Επιτροπή της Αιγιναίας


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ*

Αίγινα, ένα ανοιχτό μουσείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής

ο ενδιαφέρον της Αίγινας ως αρχιτεκτονικού παραδείγματος έγκειται στο ότι σ' ένα εξαιρετικά περιορισμένο γεωγραφικά τόπο καταγράφηκαν στη διάρκεια των 50 τελευταίων χρόνων κάποιες από τις κυρίαρχες τάσεις της σύγχρονης ελληνικής αρχιτεκτονικής, συχνά με υλοποιημένα έργα εξαι­ ρετικής αξίας. Έχει προηγηθεί το 1926 η μελέτη του σχολείου και οικοτροφείου (Σχολή Καλογραιών] από τους Δημήτρη Πικιώνη και Εμμανουήλ Κριεζή, που δεν κατασκευάσθηκε, όπου η μοντερνιστική γεωμετρία των όγκων και των επι­ μηκών ανοιγμάτων σχολιάζεται από τις κεραμοσκεπείς στέγες1 και, στη δεκα­ ετία του '30, η κατασκευή του σπιτιού του Νίκου Καζαντζάκη από τον μοντερνιστή Βασίλη Δούρα (1904-1981), μια απόλυτα αφαιρετική κυβιστική σύνθεση με χρήση του τοπικού πωρόλιθου, χωρίς βέβαια συνέχεια μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '60 (εικ. Ι}.2 Ωστόσο, ως το πρώτο πραγματικά νεωτερικό κτήριο στην αρχιτεκτονική ιστορία του νησιού θα πρέπει να θεωρηθεί το καποδιστριακό Ορφανοτροφείο, που ολοκληρώθηκε το 1829 από τον Θεό­ δωρο Βαλλιάνο, ένα εξέχον δείγμα νεοκλασικού ορθολογισμού, έργο εντυπω­ σιακής κλίμακας, του οποίου η απόλυτη γεωμετρία αφήνει στο χώρο ένα καταλυτικό ίχνος3. Η περίοδος μετά το 1830 χαρακτηρίζεται από το ιδίωμα του λαϊκού νεο­ κλασικισμού, που άφησε ιδιαίτερα το αποτύπωμα της στην αρχιτεκτονική της Χώρας και εξακολού­ θησε να αναπαράγεται με παραλλαγές μέχρι τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πα­ ράλληλα, η λαϊκή αρχιτε-

Τ

!

Δρ αρχιτέκτων

εικ. 1: Βασίλης Λούρας, σπίτι του Καζατζάκη, 1936-37 10


κτονική της αγροτικής ενδοχώρας μετέφερε από γενιά σε γενιά τυπολογίες και παραδοσιακές κατασκευαστικές πρακτικές. Τα δύο ιδιώματα αποτέλεσαν τα συστήματα τυπολογικής και, κυρίως, μορφολογικής αναφοράς για την πλειονότητα των νέων κατασκευών σε όλο το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και μέχρι σήμερα. Σ' αυτό το πλαίσιο, οι υλοποιήσεις που πρότειναν νεωτερικές προσεγγίσεις ή ερμηνείες ήσαν, όπως παντού άλλωστε στον ελλη­ νικό παραδοσιακό χώρο, οι εξαιρέσεις, που όμως παρουσιάζουν και το μεγα­ λύτερο ενδιαφέρον. Μοντερνισμοί, 1960-1990 Στη μεταπολεμική περίοδο, το μοντερνιστικό αρχιτεκτονικό ίχνος θα καταγραφεί στην Αίγινα για πρώτη φορά το 1963-65 με τις εγκαταστάσεις παραθερισμού στο Μουντί, έργο του Χαράλαμπου Σφαέλλου (εικ. 2α και 2β)4. Η μορφή του περιβάλλοντος είναι κατά- '"WÊÊk λυτική για την οργάνωση και τη μορφή του συγκροτήματος, που αναπτύσσεται σε απόκρημνη παραλία με σημαντική -•*'•! Ì;VM κλίση προς τη θάλασσα, επιβάλλοντας κλιμακωτή διάταξη των εγκαταστάσεων και εσωτερικό δρόμο κυκλοφορίας. Η γεωμετρία των όγκων είναι απόλυτα αφαιρετική, η στέγαση γίνεται με επίπεδα δώματα από μπετόν, χρησιμοποιούνται μεγάλα συρόμενα ανοίγματα με φεγγίτες, ενώ η σύνδεση με το τοπίο πετυχαίνεται με τη χρήση τοπικά φερουσών ανεπίχριστων λιθοδομών με επιφανειακό αρμολό-

εικ. 2Α και 2Β : Χ. Σφαέλλος, Εγκαταστάσεις παραθερι­ σμού στο Μουντί, 1963-65 11


, ,.

HÏU: ,^ΗΗ

εικ. 3: Κ. Δεκαβάλλας, διασκευή σπογγαποθήκης σε ξενοδοχείο, 1967-68.

γημα και ξύλινων στοιχείων στα στηθαία και τις πέργκολες των εξωστών, χρωματισμένων με λευκό χρώμα. Η τελική λευκή κυβιστική εντύπωση λει­ τουργεί αντιστικτικά προς τους σκούρους τόνους του βραχώδους τοπίου, σε μια μεταφορά κυκλαδίτικου οικισμού. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της δεκαετίας του '60 δεν έχουμε, απ' όσο γνω­ ρίζω, άλλες πραγματοποιήσεις ξενοδοχειακών κτηρίων ή εξοχικών κατοικιών που να συντονίζονται με τα μοντερνιστικά ρεύματα. Κάτι τέτοιο θ' αρχίσει να καταγράφεται μόλις στα τέλη αυτής της δεκαετίας και στις αρχές της δεκαε­ τίας του 70, με τις κατοικίες του Κωνσταντίνου Δεκαβάλλα και του Άρη Κωνσταντινίδη, που αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές τάσεις του ελληνι­ κού μεταπολεμικού μοντερνισμού, τον αμερικανικής επιρροής κοσμοπολίτι­ κο μοντερνισμό (με το σπίτι του Δεκαβάλλα στο Μαραθώνα) και τον ασκητι­ κό τοπικό ρασιοναλισμό του Κωνσταντινίδη. Η διασκευή της σπογγαποθήκης σε ξενοδοχείο και η προσθήκη σ' αυτή μιας νέας πτέρυγας, που πραγματοποιεί ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας στην Αίγινα το 1967-69 (εικ. 3), αποτελούν μια υποδειγματική παρέμβαση σε υπάρχον παραδοσιακό κέλυφος, χωρίς καμία σκηνογραφική παραχώρηση, με χρήση του μοντερνιστικού συντακτικού (χρήση ανεπίχριστου μπετόν, μεγά­ λα υαλοστάσια), αλλά και ουσιώδη ενσωμάτωση τοπικών κατασκευαστικών τύπων (ξύλινες στέγες και κουφώματα). Στην προσθήκη της νέας πτέρυγας (1969), όλα τα υλικά και OL οικοδομικοί τρόποι επιλέγονται με γνώμονα την οικονομία της κατασκευής, οδηγώντας σ' ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα φθηνής αρχιτεκτονικής, αντισυμβατικό για τα δεδομένα της εποχής (φέροντες τοίχοι από τσιμεντόλιθους, στέγες από λευκή ξυλεία καλυμμένες με φύλλα αμιαντοτσιμέντου, συρόμενα εξωτερικά κουφώματα από σουηδική ξυλεία, δάπεδα από τσιμεντόπλακες). Η κατοικία του αρχιτέκτονα στο Μαραθώνα (1970-72, εικ. 4Α και 4β) 12


κατασκευάζεται σε μια μεταιχμιακή περίο­ δο, παραμένει όμως πιστή στη μισβαντεροϊκή αφαιρετική γεωμετρία και τη λατρεία της διαφάνειας: δύο παράλληλοι τοίχοι από λιθοδομή ορίζουν την κατοικία, φέροντας μια τετραγωνική οριζόντια πλάκα από μπε­ τόν. 0 πυρήνας των υγρών χώρων διατάσ­ σεται στο εσωτερικό και έχει φυσικό εξαερι­ σμό μέσω της οροφής. Το τεθλασμένο περί­ γραμμα των ασβεστωμένων ανεπίχριστων λιθοδομών ακολουθεί το γνωστό «ηδονιστι­ κό» τύπο της δεκαετίας του '60. Η κατοικία που σχεδιάζει ο ίδιος στην Περιβόλα λίγο

εικ. 4Α και 4Β: Κ. Δεκαβάλλας, σπίτι διακοπών στο Μαραθώνα, 1970-72

αργότερα (1971-73, εικ. 5), πραγματοποιείται σε μια εποχή που η ελληνική αρχιτεκτονική, δεχόμενη τα διεθνή μηνύματα, αλλά και αναδιπλούμενη κάτω από το βάρος της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας, αρχίζει ήδη να εγκαταλεί­ πει το μοντερνιστικό δογματισμό και να στρέφεται με αυξανόμενο ενδιαφέ­ ρον προς τη μελέτη της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Αν και η περιβαλλο­ ντική συνιστώσα (καθο­ ριζόμενη από τοπικές κλι­ ματολογικές και κατα­ σκευαστικές παραμέ­ τρους] ήταν πάντα παρούσα στο έργο του Δεκαβάλλα, από τις πρώ­ τες του μελέτες στην Αμε­ ρική και αμέσως μετά στα έργα της Σαντορίνης, κλπ., με την κατοικία στην Περιβόλα, εικ. 5: Κ. Δεκαβάλλας, κατοικία στην Περιβόλα της Αίγινας, 1971-73 φαίνεται να επιθυμεί να ενσωματώ13


σει σε μεγαλύτερο βαθμό την αίσθηση ή το πνεύμα μιας παραδοσιακής δομικότητας: η αφαιρετική μοντερνιστική γεωμετρία είναι και εδώ παρούσα (υπηρετούμενη από ευθύγραμμα φέροντα στοιχεία από λιθοδομή σε παράλ­ ληλες συστοιχίες και οριζόντιες στεγάσεις -δοκούς και πλάκες- από μπετόν), ωστόσο τα πλήρη γίνονται επικρατέστερα και η περιβάλλουσα φύση εισβάλ­ λει στις κατοικίες, μέσα από εκτεταμένες πέργκολες. Εδώ ο Δεκαβάλλας φαί­ νεται να προσχωρεί στη δομική προβληματική που έχει επεξεργασθεί ήδη από το 1960 ο Άρης Κωνσταντινίδης με τους ξενώνες στην Επίδαυρο (195862) και το σπίτι διακοπών στην Ανάβυσσο (1962) και ιδιαίτερα με τη μονο­ κατοικία και τη διπλοκατοικία στις Σπέτσες (1963 και 1966-67). Από τις τελευταίες, ο Δεκαβάλλας υιοθετεί το χαρακτη­ ριστικό λευκό ασβεστόχρωμα πάνω στην ανεπίχριστη λιθοδομή. Είναι όμως ακριβώς η ευφορική διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντα χώρου, με την οργιώδη βλάστηση, που διαφορο­ ποιεί την κατοικία στην Περιβόλα από τις ασκη­ τικές κωνσταντινιδικές κατασκευές, που προτι­ μούν να προβάλλονται σ' ένα γυμνό και άνυδρο τοπίο. Τα βιοκλιματικά στοιχεία είναι καθορι­ στικά και στην Περιβόλα και στην κατοικία στο Μαραθώνα, με τα συστήματα φυσικού εξαερι­ σμού προς το δώμα, που ενσωματώνονται στον κεντρικό πυρήνα, τις κληματαριές, τις στέρνες για τη συλλογή του βρόχινου νερού και (στο Μαραθώνα) με τον εντυπωσιακό επιμήκη τοίχο από λιθοδομή (μήκους 32μ.) που προστατεύει την κατοικία από τον άνεμο το χειμώνα και από το δυτικό ήλιο το καλοκαίρι. Εικοσιπέντε σχεδόν χρόνια μετά τις πρώτες του πραγματοποιήσεις στο νησί, ο Δεκαβάλλας σχεδιάζει τη διπλοκατοικία στην Αίγινα (1995, εικ. 6Α και 6β), με σταθερή τη βιοκλιματική του προβληματική, αλλά με διαφορετική συνθετική φιλοσοφία, που επεξεργάζεται εκείνη την περίο­ δο και σε άλλες μελέτες του5 και αναφέρεται στη

εικ. 6Α και 6Β: Κ. Δεκαβάλλας, διπλοκατοικία στην Αίγινα, 1995


γεωμετρία του Παλλάντιο: δύο άξονες συμμετρίας καθορίζουν τη σύνθεση τεσσάρων τετραγώνων, γύρω από μια κεντρική ζώνη κοινόχρηστων χώρων, σε δύο επίπεδα, κάτω από ενιαία τετράρριχτη κεραμοσκεπή στέγη. Με τις πέντε κατοικίες που σχεδιάζει στην Αίγινα (από τις οποίες θα κατα­ σκευάσει μόνο τις δύο], ο Άρης Κωνσταντινίδης εμμένει σε μια έρευνα που έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν με τους ξενώνες της Επιδαύρου και το σπίτι στην Ανάβυσσο. Η έρευνα του Κωνσταντινίδη είναι διεθνιστική, με την έννοια ότι περισσότερο από το «πνεύμα» του συγκεκριμένου τόπου, αυτό που ανα­ ζητεί είναι οι αρχέγονες αξίες μιας «προϊστορικής» δομής, η δική του αρχετυπική εικόνα του μεσογειακού κτίσματος, ή όπως γράφει ο Τουρνικιώτης, είναι έρευνα για μια «καθαρή μορφή, [μια] απλή κατασκευαστική λογική [που] εκφράζουν, στον Κωνσταντινίδη, το αρχέτυπο της πρωτόγονης κατοικίας με τους όρους της σύγχρονης κοινωνίας, [συνεχίζοντας] την ίδια ακριβώς προσέγ­ γιση, με ελάχιστες παραλλαγές, στο πλαίσιο ενός οριστικά λυμένου προβλήμα­ τος. Η διαφορετική επανάληψη της ίδιας αρχιτεκτονικής δίνει στις κατοικίες αυτές τον χαρακτήρα του διαχρονικού τύπου, ανεξάρτητα από εφήμερα styles και λαμπερές πρωτοπορίες»6. Το σπίτι για διακοπές στην Αίγινα, του 1975 (εικ. 7Α και 7β], κατασκευασμένο για τον ίδιο, αποτελεί μια ακόμα πιο OTOL-

εικ. 7Α και 7Β: Α. Κωνσταντινίδης, σπίτι για διακοπές στην Αίγινα, 1975

εικ. 8: Α. Κωνσταντινίδης, κατοικία με εργαστήριο (Γιάννη Μόραλη) στην Αίγινα, 1974-78

15


χείώδη επανάληψη του σπιτιού της Αναβύσσου, με χαρακτηριστική εδώ τη χρήση της τοπικής πέτρας, που η γαιώδης τονικότητα της, φωτογραφημένη από τον Κωνσταντινίδη κάτω από το κίτρινο φως του απογεύματος, ενσω­ ματώνεται πλήρως στο φυσικό περιβάλλον7. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συνθε­ τικά η διαχείριση του εδάφους και της τομής στη μελέτη μονοκατοικίας του 1978, ενώ η υλοποιημένη κατοικία με εργαστήριο για τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη (1974-78, εικ. 8} και η μελέτη μονοκατοικίας (1977) επεξεργάζονται ένα πιο σύνθετο κτηριολογικό πρόγραμμα, σε δύο στάθμες8. Σε μια κωνσταντινιδική προβληματική εντάσσεται και η ιδιαίτερα ενδια­ φέρουσα μεταγενέστερη (1987} κατοικία Ναχμία του Δημήτρη Διαμαντό-

εικ. 9Α και 9Β: Δημήτρης Διαμαντόπουλος, κατοικία Ναχμία στα Πλακάκια, 1987

πουλου στα Πλακάκια (εικ. 9Α και 9β). Παρατηρούμε τη διάταξη της κατοι­ κίας σε δύο πτέρυγες, οι οποίες συνδέονται από τον ενδιάμεσο υαλόφρακτο διάδρομο (που παραπέμπει στην κλασική διάταξη του ενδιάμεσου χώρου στην κατοικία στη Συκιά του Κωνσταντινίδη), καθώς και την οριζόντια επί­ στεψη από τους ανεπίχριστους φορείς σκυροδέματος. Ωστόσο τα φέροντα κατακόρυφα στοιχεία είναι επιχρισμένα και χρωματισμένα στους γαιώδεις τόνους της λαϊκής νεοκλασικής αιγινήτικης παλέτας, καθιστώντας περισσό­ τερο οικείο το τελικό αποτέλεσμα. Στο ίδιο οικόπεδο θα κατασκευασθεί είκοσι σχεδόν χρόνια αργότερα (2003-04) ένα δεύτερο σπίτι από τον αρχιτέκτονα Ηλία Μεσσίνα, για να απο­ τελέσει τη μόνιμη κατοικία του (εικ. 10). Το άνω ισόγειο επίπεδο του σπιτιού θα ακολουθήσει το ύφος του Διαμαντόπουλου, με το συνδυασμό σοβατισμένων σε γαιώδεις τόνους τοίχων με οριζόντιες ζώνες ανεπίχριστου μπετόν, ενώ στο υπογειωμένο κάτω επίπεδο θα γίνει επένδυση με τοπικό πουρί, που εξορύχθηκε από το οικόπεδο κατά

εικ. 10: Ηλίας Μεσσίνας, μονοκατοικία στα Πλακάκια, 2002-03/2003-04

16


την εκσκαφή. Η γεωμετρία της σύνθεσης είναι απόλυτα αφαιρετική, βασι­ σμένη στην οριζόντια και κατακόρυφη αναπαραγωγή ενός βασικού δομικού κύβου, που επιδιώκει να αναφερθεί στα παραδοσιακά στενά μονώροφα σπί­ τια του νησιού, παραπέμποντας, τελικά, στο πρωτογενές κωνσταντινιδικό μοντέλο της Αναβύσσου. Παρεκκλίσεις Η κατοικία και το εργαστήριο ζωγραφικής στην Αίγινα [1990-93] είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του Εργαστηρίου '66 (Δημήτρης και Σουζάνα Αντωνακάκη] στη δεκαετία του '90 (εικ. IIA και 11β). Με βιομηχανική τεκτονικότητα, που εκπορεύεται τόσο από το χειρισμό της κάτοψης και της τομής (με τη μονοκλινή μπετονένια στέγαση και τη χρήση των μεγάλων

ELK. I I A και I I B : Δ. & Σ. Αντωνακάκη, εργαστήρω ζωγραφικής στην Αίγινα, 1990-93

17


υαλοστασίων) και από τη σύνθεση των όγκων όσο και από τη χρήση αδρών ανεπίχριστων υλικών (μπετόν, τσιμεντόλιθοι) και με τυπολογική πολλαπλό­ τητα (όπως χρήση περιμετρικών στοών), συνιστά μια μη αναφορική πραγ­ ματοποίηση, με αρχετυπική όμως δυναμική, σε απόλυτη συνάφεια με την αδρή υλικότητα του τοπίου. Το πρώτο έργο του Εργαστηρίου '66 στην Αίγινα, ένα μικρό οικιστικό σύμπλεγμα τεσσάρων κατοικιών στην Πέρδικα (εικ. 12Α και 12β), είχε κατα­ σκευασθεί το 1986, με βάση ένα μεγάλο κτηριολογικό πρόγραμμα και σε μια εντελώς διαφορετική αντίληψη, κλίμακα και ύφος, που σχετίζονταν με την τότε δουλειά του γραφείου στην Αθήνα και την Κρήτη. Χαρακτηριστικό του έργου η σκηνογραφική -«μπαρόκεια»- διάταξη των κτισμάτων στην κάτοψη γύρω από μια τραπεζοειδή «πλατεία», με άξονα το στοιχείο του νερού, οι δια-

Λ

V

Ι ms

„yji, Ο .,'iM,-\

\ ^

'

ttìp" ! j,— I

fv

εικ. 12: Δ. & Σ. Αντωνακάκη, σύμπλεγμα κατοικιών στην Πέρδικα, 1986


φορετικές τυπολογίες [βλέπε π.χ. τον «πύργο» του σπιτιού των γονιών), η «πλουραλιστική» χρήση των υλικών και η επεξεργασία έως υπερσχεδιασμού των κατασκευαστικών λεπτομερειών, που επέτρεψαν «η ευαισθησία και οι οικονομικές δυνατότητες του ιδιοκτήτη»9. Η κατοικία που σχεδιάζει η Θεανώ Φωτίου στο Σφεντούριτο 1989, ενσω­ ματώνει ένα προϋπάρχον διώροφο λιθόκτιστο κεραμοσκεπές κτίσμα με απλή ορθογώνια κάτοψη, στο οποίο αρθρώνεται μέσω ενός διαμπερούς διαδρόμου ένας νέος διώροφος όγκος, που, αντιστικτικά, σοβατίζεται και βάφεται ολό­ κληρος σε υπόλευκη απόχρωση. Η μονοκλινής εγγεγραμμένη στέγη και κάποιες επί μέρους λεπτομέρειες συνδέουν το έργο αυτό με την προβληματι­ κή του Εργαστηρίου '66.

Αναζητώντας το «πνεύμα του τόπου», 1980-2010 «Πολλές φορές στα στάδια της κατασκευής με κυρίευε η αμφιβολία. Τι δου­ λειά έχω εδώ και σε τι μετασχηματισμό προχωρώ; Η εικόνα του παλαιού σπι­ τιού, συγκλονιστική στην αλήθεια της, με έβαζε απέναντι σε σοβαρά αρχιτε­ κτονικά θέματα. Η ένταξη του στη φύση, μορφολογική και τονική, αλλά και η υλική του δικαίωση, μου δημιουργούσαν ένα αίσθημα πληρότητας και συγχρό­ νως την πρόκληση για αυτό που προσπαθούσα να κάνω με άλλο τρόπο». Κυριάκος Κρόκος, κατοικία στο Σφεντούρι10 Οι μοντερνιστικές υλοποιήσεις θα εκλείψουν σχεδόν για ένα μεγάλο διά­ στημα, από το 1980 περίπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '90. Στο ενδιά­ μεσο, η κατοικία του Ροδάκη, τα ερείπια της Παληαχώρας και, γενικότερα, το πνεύμα της ανώνυμης τοπικής αρχιτεκτονικής αλλά και το αρχαϊκό παρελθόν φαίνεται να αποτελούν τους βασικούς άξονες αναφοράς αρχιτεκτόνων με διαφορετικές, ενδεχομένως, αφετηρίες. Πολύ μικρότερη φαίνεται να είναι η επιρροή της νεοκλασικής παράδοσης της Χώρας, ίσως μόνο στην υπαγόρευ­ ση των χρωματικών τόνων. Το σπίτι του Ροδάκη στο Μεσαγρό αποτελεί εμβληματικό σημείο αναφοράς για την αναζήτηση της «ελληνικότητας» στη σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική και έμπνευση του Πικιώνη, που το μελετά στα χρόνια 1912-18 και αργότερα με τους μαθητές του, το 1926." Στην κατοικία Μωράί'του στο Ν. Φάληρο (1921-23), ο ίδιος αποπειράται να εφαρ­ μόσει το πνεύμα του σπιτιού του Ροδάκη -ίσως μόνον εξωτερικά, σαν άσκη­ ση ύφους-σε μια αστική μονοκατοικία της Αθήνας. Όπως γράφει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, «στο σπίτι αυτό ο Πικιώνης μοιάζει να προσπαθεί να εξαφανίσει τον εαυτό του και την απόσταση που τον χωρίζει από την αρχιτεκτονική της Αίγινας [...] Η κατοικία Μωραίτου είναι ένα αγροτικό σπίτι από το Μεσαγρό μεταφερμένο αυτούσιο στο Νέο Φάληρο, [...] περισσότερο αναπαράσταση


παρά προσαρμοργή, μια ψευδαίσθηση του αυθεντικού».12 Οι δύο πραγματοποιήσεις του Κυριάκου Κρόκου στη δεκαετία του '80 εκπορεύονται ακριβώς από την ανάγκη κατανόησης του ίδιου αρχέγονου πνεύματος που διαπερνά και το ανώνυμο αγροτικό κτίσμα. Με την κατα­ σκευή της κατοικίας Salvaris (1981-83, εικ. 13), υποχρεωμένος από την επιg^g & ·Λ | θυμία του πελάτη του να χρησιμοποιήσει στην κατα­ σκευή το λαξευμένο αιγινήτικο πουρί, έχει την ευκαι­ ρία να μελετήσει τα κυβικά σπίτια του Μεσαγρού, που τον ενδιέφεραν από παλιά. Την έρευνα του θα μετα­ φέρει αμέσως μετά στη δική του κατοικία στο Σφεντούρι (1983-85, εικ. 14), που κατασκευάζει πάνω στα ερείπια ενός εγκαταλελειμμένου λαϊκού σπιτιού, με τις πέτρες που βρίσκει επί τόπου. «Δεν προχώρησα στο δρόμο του απόλυτου σχεδίου, αλλά ούτε στον δρόμο του αυτοσχεδιασμού- προσπάθησα να κρατηθώ στη μέση, χωρίς προκαταλήψεις - και εκεί τα πράγματα εικ. 13: Κυριάκος Κρόκος, κατοικία δυσκολεύουν. Προσπάθησα να δουλέψω με συγκίνηση, Salvaris, 1981-83 , ,„ _ . , „ χωρίς να κρύβω τις αδυναμίες μου» . Από τα τέλη της δεκαετίας του 70 και τις αρχές της δεκαετίας του '80, ο Βασίλης Γρηγοριάδης, από τους πρωταγωνιστές της μοντερνιστικής δεκαετίας του '60 και συνεργάτης του Δεκαβάλλα στη Σαντο­ ρίνη, αλλά και αργότερα, θα κληθεί να σχεδιάσει μια σειρά από εξοχικές μονο­ κατοικίες στην Αίγινα. Η ορθολογική συντακτική παρακαταθήκη του μοντερ-

εικ. 14: Κυριάκος Κρόκος, σπίτι στο Σφεντούρι, 1983-85

20


νισμού -η γεωμετρία, η αφαίρεση και η διαφάνεια- συνδυάζεται εδώ με την προσφυγή σε μεσογειακές τυπολογίες (αίθριο, στοά, πέργκολα, κλειστή αυλή, μανδρότοιχος) και τη χρήση πρωτογενών υλικών, συχνά από κατεδαφίσεις, με στόχο την υλοποίηση χώρων αλληλένδετων με το φυσικό περιβάλλον, μιας «φυσικής» αρχιτεκτονικής που επιδιώκει να αναπαράγει τις οικείες αισθή­ σεις του παραδοσιακού, την κλίμακα και τις μεταβάσεις των χώρων, τις δια­ βαθμίσεις του φωτός, τις υφές, χωρίς να προσφεύγει σε μια εύκολη εικονο­ γραφία. Το ανεπίχριστο σκυρόδεμα σε φέρο- | ντα στοιχεία και τα μεγάλα συρόμενα υαλο­ στάσια, χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα με την τοπική μαυρόπετρα στις τοιχοποιίες, τις πλά­ κες Πηλίου ή τις ηφαιστιογενείς πλάκες Μεθά­ νων στα δάπεδα και στα δώματα και παλιώ­ νουν ομοιόμορφα μαζί τους.

1

ai'W '»:

Σε τρεις πρόσφατες πραγματοποιήσεις στην Αίγινα, η γραφή τείνει στη μεγαλύτερη δυνατή όσμωση του κτίσματος με το φυσικό | και το κτιστό περιβάλλον, τα μοντερνιστικά στοιχεία υποβαθμίζονται. Στην κατοικία Αθαν. και Αγγελικής Κωσταβάρα στην Κυψέλη (2002-04, εικ. 15), ο σοβατισμένος τοίχος που ορίζει το όριο της αυλής με το δρόμο, γίνεται κτίσμα, εντάσσοντας εξαιρετικά το σύνολο στον ιστό του οικισμού. Στην κατοικία Μαργα­ ρίτας και Arnold Rimpau στους Αποσπόρηδες Ανιτσέου, (2005-07, εικ. 16), ο βράχος γίνεται τοίχος και κτίσμα -η λιθοδομή εδώ μένει ανεπίχριστη, με αβαθές αρμολόγημα. Στην κατοικία της Μαγδαληνής Λαίου στο

.-,...;

IH

εικ. 15: Β. Γρηγοριάδης, κατοικία Αθαν. και Αγγελικής Κωσταβάρα στην Κυψέλη, 2002-03/2003-04

Βαθύ (2000-04, εικ. 17) η φύση -βράχος, χώμα, βλάστη-

εικ. 16: Β. Γρηγοριάδης, Αποκα­ τάσταση υπάρχοντος ερειπίου και διαμόρφωση κατοικίας Μαργαρίτας και Arnold Rimpau Ι στους Αποσπόρηδες Ανιτσέου, 2005-06/2006 07 21


ση- εισβάλλει στους υπαίθριους χώρους, ενσωματώνει το κτίσμα. Αν σε κάποιες περιπτώσεις ο Γρηγοριάδης προσφεύγει σε μια ήπια αναφορική μορ­ φολογία, τις περισσότερες φορές δείχνει αδιάφορος για ένα a-priori αρχιτε­ κτονικό ύφος, αφήνοντας το να διαμορφωθεί από το συντακτικό των χώρων, τα υλικά και τις κατασκευαστικές λεπτομέρειες που επεξεργάζεται εξαντλη-

εικ. 17: Β. Γρηγοριάδης, κατοικία Μαγδαληνής Λαίου στο Βαθύ, 2000-01/2003-04

εικ. 18: Δημήτρης Διαμαντόπουλος, κατοικία David Garret στις Πόρτες, 1986-87


τικά στις μελέτες εφαρμογής. Η πρώτη κατοικία που πραγματοποιεί ο Δημήτρης Διαμαντόπουλος στο νησί (κατοικία Garret, 1986-87, εικ. 18) αναφέρεται στη λαϊκή κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική: μια σύνθεση όγκων επιχρισμένων και χρωματισμένων σε λευ­ κούς τόνους και χώρων στεγασμένων με πέργκολες, που διατάσσονται ακο­ λουθώντας το ανάγλυφο του εδάφους. Στην προσπάθεια αναζήτησης ενός «τοπικού» πνεύματος εντάσσεται και η κατοικία στο Λιβάδι (1987, εικ. 19) του Αλκή Τσολάκη, με πειραματισμούς όμως ως προς το τελικό τυπολογικό και μορφολογικό αποτέλεσμα, που καθορίζει η χρήση εξωτερικά εμφανών τσιμεντόλιθων. Ο κατασκευαστικός κάναβος που προέκυψε από τις δια­ στάσεις του τσιμεντόλιθου καθόρισε διαστάσεις και αναλογίες χώρων και ανοιγμάτων, ενώ επέτρεψε την τυπο­ ποίηση ορισμένων στοιχείων. Πολλαπλά αναφορική (ως προς τα ερείπια της Παληαχώρας, την κατοικία του Ροδάκη και τις στοές του ναού της Αφαίας), θέλει να είναι η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μη υλοποιημένη μελέτη του Μιχάλη Σουβατζίδη για μια μονοκα­ τοικία με ξενώνα (1994, εικ. 20). Δεσπό­ ζον στοιχείο ο επιμήκης τοίχος-άξονας, ρυθμολογημένος με αντηρίδες, στον εικ. 19: Αλκής Τσολάκης, κατοικία στο Λιβάδι, 1987 οποίο αρθρώνονται σε παράταξη μονώ­ ροφοι ή διώροφοι όγκοι: «Οι μύθοι, οι ε ι κ 2 0 : Μιχάλης Σουβατζίδης, Μονοκατοικία μνήμες και η ύλη, αλλά και η θέα, ο ανε- στην Αίγινα [μελέτη], 1994 πιθύμητος δυτικός ηλιασμός και ο βορι­ νός άνεμος οδήγησαν στην εμπλοκή των διώροφων στοών και των τοίχων αντιστήριξης σε μια παλινδρομική κίνηση 1 της κάτοψης και της τομής» *. Στο τέλος της δεκαετίας του '90, η κατοικία του Νικόλα Ντόριζα στην Παχιά Ράχη (1997/1998-99, εικ. 21) έχει ως κύρια αναφορά τα κτίρια της αρχαϊκής περιόδου στην όχι μακρινή περιοχή της Κολόνας. Η διαμόρφωση των εξωτερικών επιφανειών με τη σκουρόχρωμη πέτρα της περιοχής και 23


-i ',:•: •;.

.

;;v-:i?J

ο υποβιβασμός του συγκροτήμα­ τος σε σχέση με το δρόμο εντάσ­ .: σουν το σύνολο στο αμφιθεατρι­ κό επικλινές τοπίο, Η μεταγενέ­ στερη κατοικία του ίδιου (περ. 2001) εμπνέεται περισσότερο από τη νεοκλασική τυπολογία: συμμετρική διάταξη της κάτοψης και των ανοιγμάτων, επιχρισμέ­ νες επιφάνειες σε ανοιχτή υποκί21: Ν. Ντόριζας, κατοικία στην Παχιά Ράχη, τρινη απόχρωση, γαλάζια περιμε1997/1998-99 τρική ταινία στη στέψη (εικ.22). Τη δεκαετία του '90 σηματοδοτεί η «χειροποίητη» κατασκευή των Γιώρ­ γου Μακρή και Γιώτας Καλαβρυτινού στην Κυψέλη (1992-98, εικ. 23). Οι αρχι­ τέκτονες συνθέτουν σταδιακά, στη διάρκεια επτά σχεδόν χρόνων, μια «πικιωνικής» έμπνευσης σύνθεση, χωρίς εμφανείς μορφολογικές αναφορές, με μια μεταφυσική ποιητική που αντλεί την έμπνευση της από τον τόπο. Το στοιχείο του πύργου επικρατεί „| στη σύνθεση. Ο ενετικός πύργος του Μαρκέλλου στη Χώρα συνι­ στά άλλωστε ένα ιδιαίτερο τοπι­ κό σημαίνον και ο πύργος ως αρχιτεκτονική γεωμετρία είναι στοιχείο αναφοράς και για τα εικ. 22: Ν. Ντόριζας, κατοικία στην Αίγινα

ιδιαίτερα ενδιαφέροντα έργα του Φατούρου στη Λεύκη και τη Χλόη και, πρόσφατα, των Ησαΐα - Παπαϊωάννου. Ο Πύργος ως αναφορά «Μικρά παραλληλεπίπεδα, εξώστες, μπαλκό­ νια, "τυχαίες"προσθήκες, προβολές μέσα από το περίβλημα, αναπτύσσονται σε ένα σύνολο ως στοιχεία ενός assemblage, ως ένα σύνολο μικρών ορθογωνικών πτυχώσεων. εικ. 23: Γ. Μακρής, Γ. Καλαβρυτινού, κατοικία στην Κυψέλη, 1992-98


Ίσως η λογική ενός συγκινησιακού ορθολογισμού» Δημήτρης Φατούρος, Κατοικία στην Αίγινα15 Ο πύργος αποτελεί ένα βασικό συνθετικό στοιχείο στο πρώτο έργο του Δημήτρη Φατούρου στο νησί, την κατοικία στη Λεύκη (1995-96/1996-97, εικ. 24). «Ένας πύργος, απόσπασμα μιας ευρύτερης αρχιτεκτονικής σύλληψης ή συνθετικής ιδέας, που εκδιπλώνει τη σχεδιαστική αφήγηση του μέσω λιτών, αυστηρών αλλά "σχολιασμένων" όγκων, οι οποίοι, ως στερεομετρική επίστεψη του κτηρίου, φέρουν τον κύριο χώρο κατοικίας, εγγεγραμμένο σε μια περιμε­ τρική "τυφλή" στοά. Οι σιωπηλές κατακόρυφες επιφάνειες του πύργου αλλά­ ζουν διαρκώς περίβλημα, ακολουθώντας τον ρυθμό του φωτός, όπως τον υπα­ γορεύουν οι διαθέσεις του καιρού, ενώ τα υψηλά ορθογώνια ανοίγματα, τα μικρά κατακόρυφα παραλληλεπίπεδα [...] και οι δύο αντηρίδες, στη νοτιοανατολική πλευρά, υπογραμμίζουν περαιτέρω τον επικό χαρακτήρα της κατασκευής»16.0 πύρ­ γος εντάσσεται σ' ένα ευρύτερο συγκρότη­ μα, όπου ενσωματώνεται ένα προϋπάρχον πέτρινο ερείπιο (από το οποίο το νέο κτί­ σμα αποκολλάται με μια κατακόρυφη σχι­ σμή], αλλά και η έχουσα ιδιαίτερη υλική υπόσταση βραχώδης απόληξη του φυσικού εδάφους. Το σύνολο, ένα από τα σημαντι­ κότερα και πιο ώριμα έργα του Φατούρου, αποτελεί, όπως αναφέρει ο Κ. Πατέστος, ένα μάθημα αρχιτεκτονικής σύνθεσης, «ένα συμπυκνωμένο δοκίμιο αρχιτεκτονικής σύν­ θεσης, ένα μάθημα αρχιτεκτονικού συντα­ κτικού και, μαζί, ένα "μανιφέστο", ένα μικρό αλλά ευκρινές δείγμα ενός νέου δημιουργι­ κού προσανατολισμού». „„ , , y

r

εικ. 24: Δημήτρης Φατουρος, κατοικία στη

Το στοιχείο του πύργου επαναλαμβάνεται Λεύκη, 1995-96/1996-97 και στο μικρό συγκρότημα τεσσάρων κατοι­ κιών στη Χλόη (1996-97/1997-99, εικ. 25), «μια μικρή "αστική" γειτονιά με καθαρά γεωμετρικά στερεά συσχετισμένα με εσωτερικές διαδρομές, ταράτσες και αυλές»17. Η ιδιόρρυθμη συνθετική παλέτα του Φατούρου είναι και εδώ παρούσα, δημιουργώντας αρχιτεκτονικά συμβάντα με ένα λεξιλόγιο αστικής οικειότητας (μπαλκόνι, ημιυπαίθριος, ξύλινα παντζούρια, πέργκολες) και με πλήρη αδιαφορία για μορφολογικούς εστετισμούς. Η αρχιτεκτονική του Φατούρου, ουσιαστικά μοντέρνα, ενσωματώνει συνειδητά, μετά από μεθοδι25


κή ανάλυση, αλλά με υποδόριο τρόπο, αισθήσεις χώρων μιας άλλης εποχής, υποσυνείδητα καταγεγραμμένων από την παιδική ηλικία. Οπως σημειώνει το ζεύγος αρχιτεκτόνων που κατοίκησε μία από τις κατοικίες, «η κατοικία αντα­ ποκρίνεται σε μια πλειάδα ιδιοτήτων που συνυφαίνονται με την ανθρώπινη φύση, με τους συνειρμούς, τις επιλογές και τις αντιθέσεις που αφορούν στην κατοίκηση, με μια οικουμενική της έννοια. Εναρμονίζονται εδώ με ευφυΐα,

:

ί h

!

•:;_.-•

,:,i:

!.. • •

εικ. 25: Δημήτρης Φατούρος, συγκρότημα κατοικιών στη Χλόη, 1996-97/1997-99 μέτρο και αίσθημα, οι αντιθέσεις της μικρής κλίμακας με την αίσθηση της ευρυ­ χωρίας, η ζωή μέσα με τη ζωή έξω, οι κινήσεις με τις στάσεις, το αδρό (σκυρό­ δεμα) με το ευγενές (ξύλινο κούφωμα), τα πλήρη και τα κενά, ο ορισμός του χώρου με τη ρευστότητα και τη διαφάνεια, το τεχνητό με το φυσικό, οι συν­ δυασμοί μεταξύ θερμών και ψυχρών χρωμάτων, η απλή γεωμετρία με τις πλα­ στικές της δυνατότητες, το απλό με το πολυποίκιλο [...] χωρίς περιττές εξάρ­ 1 σεις και φλύαρους ναρκισσισμούς» ". Στη δεκαετία του 2000, ισχυρή εξακολουθεί να είναι η τάση που, στη συνέχεια της παράδοσης ενός κριτικού τοπικού μοντερνισμού, επιθυμεί να ενσωματώσει στο κτίσμα το πνεύμα του τόπου, μέσω ενός αφαιρετικού σχε­ διασμού, που ερμηνεύει παραδοσιακές ή αρχέγονες τυπολογίες, και της χρή­ σης αδρών, πρωτογενών υλικών. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται το πρόσφα­ τα ολοκληρωμένο συγκρότημα τριών παραθεριστικών κατοικιών των Δημή­ τρη Ησαΐα και Τάση Παπαϊωάννου [2009, εικ. 26Α και 26β), όπου δεσπόζο­ ντες είναι οι πυργόσχημοι λιθόκτιστοι όγκοι, αρθρωμένοι από μεταβατικούς χώρους, στεγασμένους με ανεπίχριστο σκυρόδεμα, και αναγνωρίσιμη είναι η παλέτα υλικών και χρωμάτων των αρχιτεκτόνων. Εξαιρετικός είναι ο χειρι26


σμός των υπαίθριων διαμορφώσεων

·.

!

•::••

•:.

που εντάσσουν τα κτίσματα στο τοπίο πλακοστρώσεις,

χώμα,

βράχοι

και

φύτευση. Η επαναφορά του

μοντέρνου,

1998-2010 Στο τέλος της δεκαετίας του '90 οι Θανάσης Σπανομαρίδης και Γιάννης Ζαχαριάδης επανερμηνεύουν τη μοντερ­ νιστική προσέγγιση του τοπικού, προ­ τείνοντας, με την κατοικία στην περιοχή Τζίκηδες (1999, εικ. 27], μια κυβιστική σύνθεση όγκων (επιχρισμένων ή από λιθοδομή), που αναφέρεται αφηρημένα στην αιγαιοπελαγίτικη γεωμετρία και συνδιαλέγεται με την αδρότητα του τοπίου. Δεσπόζων είναι ο ρόλος των δύο παράλληλων επιμηκών τοίχων, που ανα­ καλεί

συνθετικούς

χειρισμούς

του

εικ. 26Α και 26Β: Δ. Ησαΐας, Τ. Παπαϊωάννου, Συγκρότημα τριών παραθεριστικών κατοικιών 2009

μοντέρνου: «Σε ένα μακρόστενο οικόπεδο δύο πέτρινοι τοίχοι παράλληλοι μεταξύ τους και με την κλίση του εδάφους, και στο τέλος ένα πέτρινο δωμάτιο. Ανάμεσα τους ελίσσεται η κίνηση και αναδι­ πλώνεται το τοπίο».19 Ταυτόχρονα, με την κατοικία στην Αίγινα (1998, εικ 28], ο Άρης Ζαμπίκος επαναδιατυπώνει το μοντερνιστικό συντακτικό, είκοσι χρόνια μετά τον Δεκαβάλλα και τον Κωνσταντινίδη. Ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, στεγα­ σμένο από οριζόντια πλάκα μπετόν (σοβατισμένη, όπως και οι λιγοστοί τοί­ χοι], τοποθετείται δυναμικά, κάθετα προς τις ισοϋψείς του εδάφους, τις οποί­ ες εκμεταλλεύεται για τη δημιουργία ενός υπογειωμένου χώρου. Το παραλλη­ λόγραμμο ανοίγεται πλήρως προς την αιωρούμενη βορεινή πλευρά (διακριτική αναφορά στην κατοικία στο Καβούρι του Ζενέτου), ενώ μεγάλα συρόμενα κουφώματα μετατρέπουν το χώρο του καθιστικού σε ημιυπαίθριο. Στην ανατο-

^ L

,

2?

AQ

Σ π α υ ο μ α ρ [ δ η ς )

Ζαχαριάδης, κατοικία στους Τζίκηδες, 1999 27


EiiMUMwmmum

εικ. 28AKCU28B:

Άρης Ζαμπίκος, κατοικία στην Αίγινα, 1998

λική πλευρά ένας τοίχος από ντόπια λιθοδομή ορίζει τους υγρούς χώρους, ενώ στη δυτική, ένας επιμήκης τοίχος από λιθοδομή, κάθετος προς τη μεγάλη διάσταση του παραλληλογράμμου ορίζει την πισίνα. Αντίστοιχες ζενετικές αναφορές φαίνεται να έχει και η τομή της κατοικίας στην Αίγινα, μιας μη υλο­ ποιημένης μελέτης.των Μ. Μανιδάκη, R. Puglisi (1999). Μέσα στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οι μοντερνιστικές επιλογές πληθαίνουν. Η κατοικία των Γιώργου Αποστολάκου και Γιάννας ΠαυλίδουΑποστολάκου (2002/2003-07, εικ. 29) επιλέγει τη γεωμετρική σαφήνεια ενός ημίκλειστου σχήματος και το λεξιλόγιο του μεσοπολεμικού πουρίσμού, το οποίο όμως σχολιάζει με το ξύλινο ικρίωμα της νοτιοδυτικής όψης και τους έντονους κόκκινους και μπλε χρωματισμούς των εν εξοχή όγκων. Έντονα α-τοπική, μινιμαλιστική διάθεση έχει η μη πραγματοποιημένη μελέτη της εξοχικής κατοικίας στην Αίγινα (2004-07), των Μέμου Φιλιππίδη και Μαρίτας Νικολούτσου. Αντίθετα, το συγκρότημα τεσσάρων κατοικιών 28


που ολοκληρώνουν οι ίδιοι (2007, εικ. 30), ένα σύνολο διακριτών όγκων με οριζόντια ή κεκλιμένη στέγαση, κατά περίπτωση, εντάσσεται στο τοπίο μέσω τοίχων επενδυ­ μένων με λιθοδομή, που προεκτείνονται για να οριοθετήσουν και τους υπαίθριους χώρους, κατά τα μοντερνιστικά πρότυπα, επιχειρεί όμως να αποστεί από παραδοσια­ κές αναφορές, με τη χρήση των μεγάλων ανοιγμάτων και του μετάλλου στις πέργκο­ λες, αλλά και μιας πιο σύγχρονης χρωματι­ κής παλέτας, βασισμένης ωστόσο στους γαι­ ώδεις τόνους.

äiS'S

::,:. 1

ELK. 29: Γ. Αποστολάκος και Γ. ΠαυλίδουΑιτοστολάκου, κατοικία στην Κυψέλη, 2002/2003-07

Η βιοκλιματική προβληματική Σε μια καθαρά βιοκλιματική προβλημα­ τική εντάσσονται μια σειρά πραγματοποιή­ εικ. 30: Μέμος Φιλιππίδης, Μαρίτα Νικολούτσου, σεων, ήδη από τη δεκαετία του '80. Το 1983 συγκρότημα 4 κατοικιών στην Αίγινα, 2007 ο Αλέξανδρος Τομπάζης κατασκευάζει στην Πέρδικα την παραθεριστική κατοικία «Ήλιος 3», με παθητικό ηλιακό σχεδιασμό, χωρίς να ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο μορφολογικό ύφος. Με βιοκλιματική προ­ βληματική κατασκευάζει στην Αίγινα τις δύο { s ^' w»mm κατοικίες του και ο Ηλίας Μεσσίνας. Στην πρώτη, στα Πλακάκια (2003-04), αναφερ­ ^È θήκαμε ήδη,η δεύτερη (2004-05/2006) με κωνσταντινιδικές επίσης αναφορές. Η κατοικία που σχεδιάζει ο Επαμεινών­ δας Δασκαλάκης (RKITEKTS) στους Τζίκηδες (μελέτη, 2008-10, εικ. 31) έχει σαν άξονα Ψ:,ΐHi;^ff".fN#*ffi*'\. •'••-r.':]-: ^-:' ~'-:m:iiï -'ά'-Λ- ,·•*την ενεργειακή αυτονομία, με παθητικά και ενεργητικά συστήματα (έντονοι πρόβολοι και κινητές περσίδες, διαμπερής αερισμός, φυτεμένα δώματα, φωτοβολταϊκά στοιχεία, αιολικά συστήματα, γεωθερμική ενέργεια). Το ενδιαφέρον της ωστόσο έγκειται και στη νεομοντερνιστική αντίληψη του σχεδιασμού της, στη γραμμικότητα της κάτοψης, στη χρήση του ανεπίχριστου σκυροδέματος, στα μεγάλα ανοίγματα και τα συρόμενα σκούρα. Τέλος, τρεις «ολιστικές» κατοικίες μελετάει στην Αίγινα ο Κώστας Τσίπηρας, τις δύο πρώτες στην Παχειά Ράχη και την τρίτη στη Χλόη. «Το πρώτο οικόπεδο, με μεγάλη κλίση, καθόριζαν μία σειρά από βράχοι - φρουροί και

î|f||f|fîtiî

r

:

29


δέντρα - σύμβολα, [Το σπίτι είναι] ένας ημι-συμπαγής όγκος, σε μεγάλο βαθμό υπόσκαφος, με . 11 μικρό ανάπτυγμα, που καθορίζε­ ται από την ύπαρξη ενός ενσω­ ματωμένου στην κάτοψη ηλια­ κού /αιολικού αίθριου, που επι­ τρέπει στον ήλιο να μπει βαθειά στο κτήριο και στον άνεμο να εκτελέσει το έργο του, τους δύσκολους μήνες του καλοκαίριού.[..,] Στο τρίτο [σπίτι] άφησα να "μιλήσει" ο Ροδάκης, που ποτέ δεν γνώρισα.... Οχι λοιπόν ένα όγκος, αλλά τρεις, που σχηματί­ ζουν μεταξύ τους ένα ημι-βαθύ Π. Είναι σε ανοικτό διάλογο με τον περιβάλλοντα χώρο και αφή­ νουν τον ήλιο να μπει παντού, όποτε πρέπει... Στην Ανατολή φαντάστηκα μια βυθιζόμενη αυλή με κατάλληλες φυτεύσεις. Στο ημι-βαθύ Π, ένα μικρό θερμο­ εικ. 31: RKITEKTS- Επαμεινώνδας Δασκαλάκης, κήπιο. Στη Δύση ξύλινες πέργκο­ κατοικία στους Τζίκηδες, μελέτη 2008-2010 λες. Κι αυλές παντού ανάλογα με το κλίμα, με πιο όμορφη μία στο Βόρειο - Ανατολικό κομμάτι που θα προστατεύεται από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Ένα σπίτι που θα μπορούσε να το είχε γεννήσει το σπίτι του Ροδάκη!».

30


Εργογραφία και πηγές φωτογραφιών

1930-1940 Δημήτρης Πικιώνης - Εμμανουήλ Κριεζής, σχολείο και οικοτροφείο (Σχολή Καλογραιών), μελέτη, 1926. Δ. ΠίΚίώνης 1887-1968. Διαδρομές και συναντή­ σεις, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδεί­ ας Σχολής Μωραΐτη, 1987, σελ. 7, 46. Βασίλης Δούρας, σπίτι του Καζαντζάκη στην Αίγινα, 1936-37. [πηγή εικόνας: BHMADEC0, τ. 46/22-8-2011] 1960-1970 Ι.Χ. Σφαέλλος, Εγκαταστάσεις παραθερισμού στο Μουντί, 1963-65, Χ. Σφαέλλος,Αρχιτεκτονική -Ανάπτυξη, 12 και48-51. 2. Κ. Δεκαβάλλας, διασκευή σπογγαποθήκης σε ξενοδοχείο στην Αίγινα, 1967-68 και προσθήκη πτέρυγας δωματίων, 1969, Αρχιτεκτονικά Θέματα 5/1969, 203, Αρχιτεκτονικά Θέματα 28/1994,128-129, Από τη μεγάλη κλί­ μακα στη μικρή, 238-241. 1971-1980 3. Κ. Δεκαβάλλας, σπίτι διακοπών του αρχιτέκτονα στο Μαραθώνα, 1970-72, Αρχιτεκτονικά Θέματα 28/1994, 108-109, Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή, 260-262. 4. Κ. Δεκαβάλλας, κατοικία στην Περιβόλα της Αίγινας, 1971-73, Αρχιτεκτονι­ κά Θέματα 28/1994, 105-107, Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή, 292-295, Μεσογειακά Σπίτια, Ελλάδα, Αθήνα: «Κλειδάριθμος», 1994, σελ.30-33. 5. Α. Κωνσταντινίδης, κατοικία με εργαστήριο (Γιάννη Μόραλη] στην Αίγινα, 1974-78, Άρης Κωνσταντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, 192-195. 6. Α. Κωνσταντινίδης, σπίτι για διακοπές στην Αίγινα, 1975, Άρης Κωνστα­ ντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, 196-197. 7. Α. Κωνσταντινίδης, μονοκατοικία στην Αίγινα [μελέτη], 1977, Άρης Κων­ σταντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, 198-199. 8. Α. Κωνσταντινίδης, μονοκατοικία στην Αίγινα [μελέτη], 1978, Άρης Κων­ σταντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, 204-205. 9. Α. Κωνσταντινίδης, εργαστήριο - κατοικία στην Αίγινα [μελέτη], 1978, Άρης Κωνσταντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, 206-207. 10. Β. Γρηγορίάδης, Σπίτι Μ. & 0. Dumas στο Μαραθώνα, 1979. 11. Β. Γρηγοριάδης, Κατοικία Τσεκένη στην Περιβόλα, 1979. Elle, Σεπτ. 1993.

31


1981-1990 12. Β. Γρηγοριάδης, Κατοικία Γιαν Κλαϊνβέφερς στους Άγιους Ασώματους, 1981. 13. Αλέξανδρος Τομπάζης, Κατοικία «Ήλιος 3» στην Πέρδικα, 1982-83, ΘέματαΧώρου + Τεχνών 17/1986,102-103. 14. Κυριάκος Κρόκος, κατοικία Salvaris, 1981-83, Θέματα Χώρου + Τεχνών 27/1996. 15. Κυριάκος Κρόκος, σπίτι στο Σφεντούρι, 1983-85 Αρχιτεκτονικά Θέματα 23/1989, ΘέματαΧώρου + Τεχνών 27/1996, 50-51. 16. Δ. & Σ. Αντωνακάκη, κατοικία στην Πέρδικα, 1986 Θέματα Χώρου + Τεχνών 18/1987, 96-101. 17. Αλκής Τσολάκης, κατοικία στο Λιβάδι, 1987, Θέματα Χώρου + Τεχνών 19/1988,96-97. 18. Δημήτρης Διαμαντόπουλος, κατοικία David Garret στις Πόρτες, 1986-87, αρχείο Δ. Διαμαντόπουλος. 19. Δημήτρης Διαμαντόπουλος, κατοικία Ναχμία στα Πλακάκια, 1987, αρχείο Δ. Διαμαντόπουλος. 1991-2000 20. Αννυ Βρυχέα, εξοχική κατοικία στο Σφεντούρι, 1989. 21. Θεανώ Φωτίου, εξοχική κατοικία στο Σφεντούρι, 1989. Αγνή Παπαϊωάννου, http://courses.arch.ntua.gr/el/ arxitektoniki_ synuesh_3_ katoikia/ ekpaideytikoj/liko/2009-2010.html 22. Δ. & Σ. Αντωνακάκη, εργαστήριο ζωγραφικής στην Αίγινα, 1990-93, Θέμα­ ταΧώρου + Τεχνών 25/1994,43-45. 23. Μιχάλης Σουβατζίδης, Μονοκατοικία στην Αίγινα [μελέτη], 1994, Θέματα Χώρου + Τεχνών 314/2003, 38-39. 24. Κ. Δεκαβάλλας, Διπλοκατοικία στην Αίγινα, 1995- Από τη μεγάλη κλίμακα στη μικρή, 300-303. 25. Δημήτρης Φατούρος, συγκρότημα κατοικιών στη Λεύκη, 1995-96/199697!. ΔΟΜΕΣ, 06/09,120-127. 26. Δημήτρης Φατούρος, συγκρότημα κατοικιών στη Χλόη, 1996-97/199799. ΔΟΜΕΣ, 06/09,140-149. 27. Β. Γρηγοριάδης, Νέο studio και εκκλησάκι στην ιδιοκτησία Dumas στο Μαραθώνα, 1997. 28. Β. Γρηγοριάδης, κατοικία Γιάννη και Ελεάνας Στεφανή στους Άγιους Ασώματους, 1997. 29. Ν. Ντόριζας, κατοικία στην Παχιά Ράχη, 1997/1998-99, Θέματα Χώρου + Γεννών 33/2002,100-103.


30. Άρης Ζαμπίκος, κατοικία στην Αίγινα, 1998, Θέματα Χώρου + Τεχνών 39/2008. 31. Αθ. Σπανομαρίδης, Ι. Ζαχαριάδης, κατοικία στους Τζίκηδες, 1999, Θέματα Χώρου + Τεχνών 31/2000, 83-85, Ελληνικές Κατασκευές .../2000. 32. Γ. Μακρής, Γ. Καλαβρυτινού, κατοικία στην Κυψέλη, 1992-98, Θέματα Χώρου + Τεχνών 32/2001 Ελληνικές Κατασκευές 56/2001, ΚΤΙΡΙΟ 137/2001. 33. Μ. Μανιδάκης, R. Puglisi, κατοικία στην Αίγινα [μελέτη], 1999, Θέματα Χώρου + Τεχνών 32/2001. 2001-2010 34. Β. Γρηγοριάδης, κατοικία Μαγδαληνής Λαίου στο Βαθύ, 2000-01/200304, Ε.Ι.Α., Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2008, σελ. 61. 35. Β. Γρηγοριάδης, κατοικία Αθαν. και Αγγελικής Κωσταβάρα στην Κυψέλη, 2002-03/2003-04, Ε.Ι.Α., Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2008, σελ. 61. 36. Β. Γρηγοριάδης, Αποκατάσταση υπάρχοντος ερειπίου και διαμόρφωση κατοικίας Μαργαρίτας και Arnold Rimpau στους Αποσπόρηδες Ανιτσέου, 2005-06/2006-07, Ε.Ι.Α., Βραβεία Αρχιτεκτονικής 2008, σελ. 60. 37. Β. Γρηγοριάδης, κατοικία - Κατοικία στη Δραγονέρα, Βαθύ (υπό κατα­ σκευήν), 2011. 38. Ν. Ντόριζας, κατοικία στην Αίγινα, Θέματα Χώρου + Τεχνών 33/2002,100103, ΚΤΙΡΙΟ 154/2003. 39. Γ. Αποστολάκος και Γ. Παυλίδου-Αποστολάκου, κατοικία στην Κυψέλη, 2002/2003-07, Ελληνικές Κατασκευές 132/2008, Θέματα Χώρου + Τεχνών 41/2010, 104-107. EIA, Η κατοικία στην Ελλάδα από τον 20ό στον 21ο αιώνα, Ε.Ι.Α., 32. 40. Δ. Ησαΐας, Τ. Παπαϊωάννου, Συγκρότημα τριών παραθεριστικών κατοι­ κιών, Ελληνικές Κατασκευές 149/2010, Θέματα Χώρου + Τεχνών 41/2010, 100. 41. Ηλίας Μεσσίνας, μονοκατοικία στα Πλακάκια, 2002-03/2003-04, Θέματα Χώρου + Τεχνών 37/2006,124-127. 42. Ηλίας Μεσσίνας, βιοκλιματική κατοικία στην Αίγινα, 2004-05/2006. 43. Μέμος Φιλιππίδης, Μαρίτα Νικολούτσου, εξοχική κατοικία στην Αίγινα, 2004-07 www.mplusm.gr. 44. Μέμος Φιλιππίδης, Μαρίτα Νικολούτσου, συγκρότημα 4 κατοικιών στην Αίγινα, Ελληνικές Κατασκευές 120/2007. 45. Κώστας Τσίπηρας, βιοκλιματική κατοικία στην Παχειά Ράχη. 46. Κώστας Τσίπηρας, βιοκλιματική κατοικία στην Παχειά Ράχη. 47. Κώστας Τσίπηρας, βιοκλιματική κατοικία στη Χλόη. 48. Ματίλντα Μπεράχα, συγκρότημα 4 εξοχικών κατοικιών, στα Πλακάκια, 33


2005-07, EIA, Η κατοικία στην Ελλάδα από τον 20ό στον 21ο αιώνα. 49. Ματίλντα Μπεράχα, συγκρότημα 4 εξοχικών κατοικιών, 2008. 50. ARKITEKTS- Επαμεινώνδας Δασκαλάκης, κατοικία στους Τζίκηδες, μελέ τη 2008-2010, ΔΟΜΕΣ, 10/2010, σελ. 80-85.

«

:pç;-ij s: *,-.V-!,'


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλ, Δ. Πικίώνης 1887-1968. Διαδρομές και συναντήσεις, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεο­ ελληνικού Πολιτισμού Km Γενικής Παιδείας Σχολής Μωράΐτη, 1987, σελ. 7 και 46. 2. Ένας άλλος μοντερνιστής, ο Πάτροκλος Καραντίνας θα αποτυπώσει ως σπουδαστής κτίσματα στην Αίγινα, στο πλαίσιο του μαθήματος του Πικιώνη στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Ε.Μ.Π. Βλ. Α. Γιακουμακάτος, «Η λαϊκή μας τέχνη, ο Δημήτρης Πικιώνης και η πλάνη της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής», Αρχιτεκτονικά Θέματα 21/1987, σελ. 15. 3. Το μόνο ανάλογο παράδειγμα αυτής της περιόδου στην Ελλάδα είναι οι Στρατώνες του Άργους. 4. Βλ, Χ. Σφαέλλος, Αρχιτεκτονική - Ανάπτυξη, Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα: Μουσείο Μπε­ νάκη, 2002, σελ. 12 και 48-51. 5. Στις κατοικίες στο Καβούρι (1985), στην Κηφισιά (1987) και στο Πόρτο Ράφτη (198991), που είναι και η μόνη από τις τρεις που πραγματοποιήθηκε. 6. Π. Τουρνικιώτης, «Το μοντέρνο πνεύμα και ο τόπος», στο Σ. Κονταράτος, W. Wang (επιμ.), Αρχιτεκτονική του 20ού αιώνα. Ελλάδα, EIA-DAM, 2000, σελ 53-62, 55. 7. Άρης Κωνσταντινίδης, Μελέτες και Κατασκευές, εκδ. «Άγρα», 1992, σελ. 256. 8. Η μελέτη της κατοικίας-εργαστηρίου, του 1978, είναι και η τελευταία που ο Κωνσταντι­ νίδης καταλογογραφεί στην οριστική έκδοση του έργου του από την «Αγρα», το 1992. 9. Παρουσίαση, θέματαΧώρου + Τεχνών, 18/1987, 96-101. 10. ΘέματαΧώρου + Τεχνών, 27/1996, 50. 11. Βλ, Δ. Πικιώνης 1887-1968..., ό.π., σελ 54. Πρβλ, www.spitirodaki.blogspot.com και Κ. Vrieslander, Τζ. Καΐμι, Το Σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα, Αθήνα (1) 1934, και σε επα­ νέκδοση, Αίγινα 1993. 12. Δ. Φιλιππίδης, Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, Αθήνα: «Μέλισσα», 1984,177. 13. Κατοικία στο Σφεντούρι, ΘέματαΧώρου + Τεχνών, 27/1996, 50. 14. Μιχάλης Σουβατζίδης, «Μονοκατοικία στην Αίγινα», 1994, Θέματα Χώρου + Τεχνών 34/2003, 38-39. 15. «Το εργαστήριο του αρχιτέκτονα: κατοικίες του Δημήτρη Φατούρου», ΔΟΜΕΣ, 06/09, 117. 16. Κωνσταντίνος Γ. Πατέστος, «Δύο κτήρια με άποψη: Εξοχική κατοικία στην Αίγινα», ΔΟΜΕΣ, 06/09,120-127,121-122. 17. «Το εργαστήριο του αρχιτέκτονα: κατοικίες του Δημήτρη Φατούρου», ΔΟΜΕΣ, 06/09, 141. 18. Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος και Kristiina Kuvaja-Ξανθοπούλου, «Κατοικία στην Αίγι­ να: πραγματικότητα και σημειολογία», ΔΟΜΕΣ, 06/09,146-150,149. 19. «Κατοικία στην Αίγινα», ΘέματαΧώρου + Τεχνών, 31/2000, 83-85.


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ & KRISTINA KUVALA-ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ

Κατοικία στην Αίγινα: Πραγματικότητα και σημειολογία κατοικία και το περιβάλλον της αποτελούν ίσως την πιο εξατομικευμένη έκφραση των επιθυμιών - λειτουργικών και αισθητικών - του ίδιου του τρόπου (genre de vie) των ενοίκων του. Με κάποια έννοια, εκπροσωπούν και αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων τους. Πολύ περισσό­ τερο μάλιστα όταν η κατοικία έχει σχεδιαστεί από και για τον αρχιτέκτονα και τη συμβία του. Θα μπορούσε, λοιπόν, η ÎÔLa αυτή κατοικία να ανταποκριθεί με αντίστοι­ χη πληρότητα στις ιδιαιτερότητες κάποιου άλλου ζεύγους, με ανάλογες κατα­ βολές ενδιαφερόντων; Μια γενική απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα έκλινε μάλλον προς την αρνητική πλευρά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως αποκαλύπτονται πλε­ ονεκτήματα που διαμορφώνουν τις πλέον εύλογες προϋποθέσεις αποδοχής και προσαρμογής σ' ένα φιλόξενο και οικείο πλαίσιο. Γιατί και πώς τεκμηριώνεται κάτι τέτοιο; Σ' ένα οικόπεδο 336m2 - αυτο­ τελές τμήμα μεγαλύτερης έκτασης -ο αρχιτέκτων σχεδίασε την κατοι­ κία των 78m2 (μικτό εμβαδόν] και το περιβάλλον της με τρόπο ευφυή, απλό και συνεπτυγμένοσυνεκτικό. Με ανάλογο φυσικό, άμεσο και οικονομικό τρόπο δια­ μορφώνονται και οι σχέσεις των νέων ενοίκων του με αυτά. Το κτήριο χωροθετείται δια­ κριτικά σε σχέση με τον περίγυρο του, αφήνοντας στο μη κτιστό τμήμα να

Η

0 Κωνσταντίνος Ξανθόπουλος είναι αρχιτέκτων. Διετέλεσε καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτε­ κτόνων του Πανεπιστημίου Πατρών από το 2000 έως το 2006. Η Kristina Kuvala - Ξανθοποΰλου είναι σύμβουλος πρεσβείας στο Τμήμα Αναπτυξιακής Πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών της Φινλανδίας. Ζουν τον περισσότερο χρόνο στο Ελσίνκι και κατά διαστή­ ματα στην Αίγινα. 36


m, ?.<.

||_g

αναδείξει μιαν εξίσου σημαντική παρουσία στην όλη σύνθεση. Ο ρόλος του τελευταίου δεν είναι παθητικός ή διακοσμητικός. Ο περίγυρος είναι και αυτός άρρηκτα δεμένος με τη ζωή στον ευρύτερο χώρο κατοίκησης. Το κτήριο καθεαυτό, που συμπτύσσεται σε 3 στάθμες, δεν είναι εξαρχής ορατό στο σύνολο του. Ενώ προβάλλει από μακριά ως φάρος πάνω από το δασόφυλλο και ανθισμένο πράσινο, μόνον η τελευταία στάθμη με το ζωηρό κόκκινο χρώμα, καθώς και το τεθλασμένο ανάγλυφο του δυτικού τοίχου, προδιαγράφουν το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον του συνόλου. 0 τοίχος οριοθε­ τεί άλλωστε και τον άξονα πρόσβασης προς την είσοδο της κατοικίας στο πίσω μεσημβρινό τμήμα της φέροντας επίσης τον ενεργητικό ρόλο που του απέδιδε ο J. Hejduk, σύμφωνα με τον οποίο «η ζωή [και το φως] δένεται με τους τοίχους... όπου κανείς συνεχώς κινείται μέσα απ' αυτούς, μεταβαίνοντας μέσα και έξω κατά μήκος και εγκάρσια, διαπερνώντας τους...». Κατά μήκος του ο γραμμικός άξονας πρόσβασης λειτουργεί πολλαπλά ως το σημαντικό­ τερο συνθετικό στοιχείο, στις παρυφές του οποίου διαρθρώνονται επαγωγι­ κά οι χώροι κατοίκησης, εσωτερικοί και εξωτερικοί. Η διαδρομή κατά μήκος του συνιστά μια "περιπέτεια", στην οποία διεγείρονται σταδιακά η περιέρ­ γεια της ανακάλυψης, η έκπληξη και ο συντονισμός των αισθήσεων. Στο νότιο άκρο ο διάδρομος καταλήγει σε ένα σταυροδρόμι, από το οποίο αριστερά συστρέφεται παλινδρομώντας στην ενδιάμεση στάθμη της κατοι­ κίας από τη είσοδο προς τον ενιαίο εσωτερικό χώρο καθημερινής διαβίωσης. Εδώ αποκαλύπτεται η σκοπούμενη διαφάνεια της κατοικίας, που παρασύρει το βλέμμα πότε στο γαλάζιο του Σαρωνικού Κόλπου1 και στα κουρασμένα


φώτα της μακρινής μητρόπολης (βόρεια) και πότε στους μεσογειακούς ελαιώνες του αιγινήτικου τοπίου (νότια), καλλιερ­ >:Ρη γώντας μαζί με τη ρυθμική μουσική των τζιτζικιών και τον ενίοτε ανεπαίσθητο ήχο των κυμάτων, τη μοναδικότητα του ελλα­ δικού πνεύματος και ψυχισμού. Στα δεξιά της διασταύρωσης ο αρχιτέ­ κτων έχει σχεδιάσει ένα υπαίθριο ορθογώ­ νιο χώρο, πλαισιωμένο από μιαν απέριττη κιονοστοιχία και καλυμμένο από καλαμωτή. Ο χώρος αυτός λειτουργεί σαν κάποια εναλλακτική αντίληψη ενός " αίθριου", που μεταφέρεται αίφνης από το εσωτερι­ κό στις παρυφές του κτηρίου, προεκτείνο­ ντας ουσιαστικά τις "δημόσιες" εκδηλώσεις και δράσεις του καθημερινού. 0 ενδιάμεσος "δημόσιος" χώρος ενοποιεί και ταυτόχρονα διαχωρίζει τις δύο ακραίες στάθμες που αφορούν στις πιο ιδιωτικές επιλογές της απόσυρ­ σης, της περισυλλογής, της μελέτης, της ανάπαυσης... Η κατώτερη (38,25m2) αξιοποιεί ιδανικά την αίσθηση του "βυθισμένου χώρου" (εκδοχή ενός sunk space a la Aalto^e τις εσώψυχες εμπνεύσεις και την ισχύ του διαλογισμού που αυτή συνεπάγεται. Η θέα, το φως, η μετάβαση έξω, οι αυλές στα δύο άκρα υπακούουν στην ελεγχόμενη λογική των πιο πάνω επιλογών. Στον αντίποδα, στην τελευταία στάθμη (17,35m2), η από­ συρση συνδυάζεται με διαφορετικές ιδιότητες, όπως μιας απομονωμένης "αετοφωλιάς", όπου είναι μάλλον ο ρεμβασμός και η οπτική επαφή με τη γύρω και πάνω ουράνια φύση, που υποθάλπουν την ησυχία και την 2 ηρεμία του διαλογισμού . Η κατοικία της Αίγινας, που σχεδίασε ο αρχιτέ­ κτων Δημήτρης Φατούρος, ανταποκρίνεται σε μια πλειάδα ιδιοτήτων που συνυφαίνονται με την ανθρώ­ πινη φύση, με τους συνειρμούς, τις επιλογές και τις αντιθέσεις που αφορούν στην κατοίκηση, με μια οικουμενική της έννοια. Εναρμονίζονται εδώ με ευφυΐα, μέτρο και αίσθημα οι αντιθέσεις της μικρής κλίμακας με την αίσθηση της ευρυχωρίας, η ζωή μέσα με τη ζωή έξω, οι κινήσεις με τις στάσεις, το αδρό (γυμνό σκυρόδεμα) με το ευγενές (ξύλινο κούφωμα), τα πλήρη και τα κενά, ο ορισμός του χώρου με τη ρευ38


στότητα και τη διαφάνεια, το τεχνητό με το φυσικό, οι συνδυασμοί μεταξύ θερμών και ψυχρών χρωμάτων, η απλή γεωμετρία με τις πλαστικές της δυνα­ τότητες, το απλό με το πολύπλοκο. Όλα αυτά είναι εύληπτα και ευανάγνω­ στα. Εχουν σχεδιαστεί με διάθεση ειλικρίνειας, χωρίς περιττές εξάρσεις και φλύαρους ναρκισσισμούς. Η κατοικία στην Αίγινα και το άμεσο περιβάλλον της συμπτύσσουν θεμε­ λιώδεις αρχές αρχιτεκτονικής σύνθεσης. Συνιστούν, με λίγα λόγια, ένα γνήσιο παράδειγμα για το διαρκές Μάθημα της Αρχιτεκτονικής δοσμένο εδώ από τον δάσκαλο- αρχιτέκτονα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Μοναδική ανορθογραφία στην αισθητική του τοπίου αποτελούν και εδώ οι άτακτα και ασυντόνιστα τοποθετη μένοι στύλοι της ΔΕΗ και του ΟΤΕ με τα κρεμαστά καλώδια τους, όπου αυτά τύχει να περάσουν - γνώριμη εικόνα, που παραπέμπει σε τριτοκοσμικές καταστάσεις. 2. Η ξύλινη κατασκευή στο νότιο τμήμα του δώματος του ορόφου αποτελεί πρόσφατη προσθήκη που διαμορφώνει ευνοϊκές προϋποθέσεις χρήσης του εξωτερικού χώρου κατ' επέκταση του δωματίου της άνω στάθμης, παρέχοντας σκίαση προστασίας από τον έντονο νοτιοδυτικό ηλιασμό. Η προσθήκη αυτή έγινε με τη συνεργασία και τη σύμφωνη γνώμη του αρχιτέκτονα Δ. Φατούρου.

39


ΑΝΝΑ ΡΟΔΗ

ΣΑΝ ΠΑΛΙΟ ΣΙΝΕΜΑ... Αίγινα και παλιός ελληνικός κινηματογράφος

T'axa τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πολλοί Αιγινήτες πέθαναν από Υτην πείνα (ιδιαίτερα επλήγη η περιοχή της Χαλασμένης) και ακόμη περισ­ σότεροι υπέφεραν πολύ. Τα μικρά παιδιά όμως, όπως πάντα άλλωστε, έβρι­ σκαν τρόπους να ξεφεύγουν από τη ζοφερή πραγματικότητα. Οι Γερμανοί για τη δική τους διασκέδαση διαμόρφωσαν και χρησιμοποίησαν δύο χώρους για κινηματογραφικές προβολές. Έτσι εγκατέστησαν τον προβολέα στο οικόπεδο του Μακρυνάρη1, καθώς το έλεγαν οι ντόπιοι, κοντά στο γήπεδο και συγκε­ κριμένα στη συμβολή των οδών Χρ. Αξιώτη και Τότη Χατζή και κρέμασαν την οθόνη στο «σπίτι της κυρίας Βενετίας»2. Καθώς φαίνεται όμως μάλλον τους εξυπηρετούσε περισσότερο η αυλή του Κυβερνείου, αφού το Κυβερνείο, το «σούλεν» (σχολείο), όπως το αποκαλούσαν, το είχαν μετατρέψει σε «διοικη­ τήριο και στρατώνα»3. Έτσι κι εκεί έκαναν επίσης αρκετές προβολές.

Î

Στον πρώτο χώρο ο πατέρας μου Παναγιώτης Ρόδης4 είχε παρακολουθή­ σει μια ταινία με πρωταγωνίστρια μια Ρωσίδα νοσοκόμα, τη Βάρια που, στην απόγνωση της να προφυλάξει κάποιους τραυματίες από τη σκληρότητα του εχθρού που κατόπτευε την περιοχή από τα αεροπλάνα, είχε απλώσει πολλά λευκά σεντόνια, για να τους κρύψει αποκάτω. Κάποια στιγμή οι Γερμανοί, που ήταν OL αντίπαλοι, «γάζωσαν» με τις ριπές πολυβόλων τους τα σεντόνια, ανακάλυψαν τους τραυματίες και άρχισαν να τους κλοτσούν αλύπητα ακόμη και στα τραυματισμένα τους πόδια. Η νοσοκόμα συνελήφθη και, μετά από βάρβαρη μεταχείριση, αποκάλυψε το όνομα της. Το γιατί μπορεί κάποιος να θυμάται τη συγκεκριμένη ταινία μετά από εξήντα ολόκληρα χρόνια το αφήνω στην κρίση σας. Όταν στήθηκε ο προβολέας στην αυλή του Κυβερνείου και στο νότιο μέρος της αυλής στον τοίχο ενός παλιού σπιτιού τοποθετήθηκε η οθόνη, οι κατακτητές κάθονταν αναπαυτικά στις καρέκλες τους, παρακολουθώντας μερικές από τις άπειρες προπαγανδιστικές ταινίες που είχε φροντίσει να γυρί­ σει το καθ' όλα οργανωμένο χιτλερικό καθεστώς. Η πιτσιρικαρία της εποχής εκείνης, όπως η μάνα μου Ελένη Ρόδη, οι αδελφοί Καψάλη κ.ά., σκαρφάλωναν τη μάντρα και παρακολουθούσαν από κει εντυπωσιασμένοι. Μια βραδιά παί-


χτηκε μια ταινία που διαδραματιζόταν στους σιτοβολώνες της Ρωσίας και παρουσίαζε γυναίκες να θερίζουν, όταν μια απ' αυτές για κάποιο λόγο χάθηκε και όλοι άρχισαν να την αναζητούν φωνάζοντας το όνομα της: Αννούσκα. Την επόμενη μέρα βούιξαν στα σοκάκια της Αίγινας από τις φωνές και οι πάντες, καθώς φαίνεται, είχαν βαλθεί να αναζητούν μια... φανταστική Αννούσκα. Αυτό σήμανε και το τέλος της λαθραίας ψυχαγωγίας των πιτσιρικάδων, αφού την επόμενη φορά ο Γερμανός φρουρός τους περίμενε και με τη γνωστή... αβρότητα και μερικά... ξεγυρισμένα «ράους» τους έδιωξε από τη μάντρα. Μετά την απελευθέρωση, από τα 1946 - 47 και πέρα, οι Αιγινήτες άρχισαν σιγά - σιγά να αποκτούν τις πρώτες τους κινηματογραφικές αίθουσες, αν και οι προβολές είχαν αρχίσει, προς τέρψιν του ανδρικού κυρίως κοινού, ήδη από το 1900 με κάποιες μικρές ταινίες επικαίρων. Αλλά για το συγκεκριμένο θέμα έχει ήδη γράψει ένα θαυμάσιο άρθρο ο Γιώργος Μπόζης στο 5ο τεύχος της «Αιγιναίας»5. Λίγα χρόνια πέρασαν, λοιπόν, από την αποχώρηση των Γερμανών κι ενώ ακόμα πολλοί Έλληνες στέναζαν, βασανίζονταν ή εκτελούνταν στα «Μακρονήσια» και τις φυλακές της χώρας, η αισιοδοξία έκανε τα πρώτα μικρά δειλά της βήματα. 0 κόσμος «διψούσε» για δυο ώρες ανάπαυλας και ξενοιασιάς στον κινηματογράφο, ενώ οι αισθαντικές καρδιές αποζητούσαν τη συγκίνη­ ση μέσα από μελοδραματικές ταινίες που, μολονότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία βασίζονταν σε απλοϊκά και διόλου πρωτότυπα σενάρια και ευρήματα, γέμιζαν τα σινεμά. Τότε ήταν που ήρθε και η ώρα να γίνει η Αίγινα σκηνικό για τα γυρίσματα ελληνικών ταινιών. Οι δεκαετίες του '50 και του '60, ως γνωστόν, υπήρξαν η περίοδος της άνθησης του ελληνικού σινεμά και τότε γυρίστηκαν πάμπολλες ταινίες που ορισμένες ακόμη και σήμερα, όταν προβάλλονται από τη μικρή οθόνη, έχουν υψηλά ποσοστά τηλεθέασης. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με τις κωμωδίες, γιατί χαρακτηρίζονται από μια χαλαρή, αισιόδοξη στάση απέναντι στη ζωή, μια αισθητική αντίληψη του κόσμου που στην εποχή του μπετόν και του πλαστικού μάς λείπει και για αρκετούς/-ές από μας η επιστροφή σ' αυτήν είναι το ζητούμενο. Οι κωμωδίες, λοιπόν, και δευτερευόντως τα δράματα, που θεωρώ ότι έχουν μικρότερη απήχηση, χωρίς να παραγνωρίζω μερικά ιδιαίτερα «δυνατά» και πετυ­ χημένα, κερδίζουν ακόμη το ενδιαφέρον μας. Ισως, γιατί ο κόσμος μας είναι πια βυθισμένος στα δικά του δράματα και οι άνθρωποι δε μπορούν να σηκώνουν άλλο φορτίο, παρακολουθώντας ταινίες υψηλού επιπέ­ δου που προβληματίζουν και δημιουργούν έντονες ψυχολογικές καταστάσεις ή άλλες γεμάτες βία και καταιγιστική δράση. Eue 1: Αίγινα, 1947 41


Για τα μελό της παλαιότερης εποχής θεωρώ ότι σήμερα γίνονται ελάχιστα ως καθόλου αποδεκτά από το κοινό κι αυτό πιθανότατα να οφείλεται στην πλήρη αλλαγή της νοοτροπίας του κόσμου. Η φιγούρα του φτωχού, πλην τίμι­ ου, και αδικημένου νέου ή της αθώας, μελαγχολικής, πλην ερωτεύσιμης, νέας που κυλιέται, συνήθως δικαιολογημένα (;), στο βούρκο της αμαρτίας και στο τέλος αποκαθίσταται Εικ. 2: Αίγινα, 1950

ή εξαγνίζεται από μια πράξη κάθαρσης ή ένα τραγικό τέλος έδωσαν τη θέση τους σε άλλα πιο δυναμικά πρόσωπα που

ορίζουν μόνα την τύχη τους, χωρίς να γίνονται έρμαια της μοίρας. Αλλά οι βαθυστόχαστες αναλύσεις ας μείνουν για τους ειδικούς και ας γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, τότε που με έναν φτωχικό προϋπολογισμό και εξοπλισμό (συχνότατα με μια μόνο κάμερα] αλλά με κέφι, μεράκι, λαμπερούς πρωταγωνιστές και ικανούς κινηματογραφιστές, οι ταινίες κατόρθωναν να παραβιάζουν τις κλειστές πόρτες και να μπαίνουν στις καρδιές. Μιλώ για την εποχή κατά την οποία γυρίστηκαν στο νησί μας με ελάχιστα μέσα τέσσερις πασίγνωστες δημιουργίες. Για το πόσο φτωχός ήταν ο προϋπολογισμός «μιλούν» οι ίδιες οι σκηνές τους που προέρχονται μόνο από την πόλη και την ευρύτερη περιοχή της, ενώ λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα υπήρχε ο Ναός της Αφαίας, η Παλιαχώρα, τα μοναστήρια και τόσα άλλα σκηνοθετικά ενδιαφέ­ ροντα σημεία. Αρωγός στο ταξίδι μας στο χώρο και το χρόνο θα είναι το ιδιαίτερα αξιό­ λογο και πολύτιμο φωτογραφικό αρχείο του κ. Βασίλη Οικονόμου, ο οποίος για μια ακόμη φορά με εμπιστεύτηκε και μου παραχώρησε ανιδιοτελώς το σημαντικό αυτό υλικό. Έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να περιηγηθούμε νοερά στην Αίγινα που αφήσαμε πίσω και να τη συγκρίνουμε με τη σημερινή που, αν και είναι πάντα γοητευτική και όμορφη, πριν από μερικές μόλις δεκαετίες υπήρξε τόσο διαφορετική. Άραγε πώς ήταν τότε; Να μερικές φωτογραφίες από την παραλία και το λιμάνι, για να πάρουμε μια ιδέα, ξεκινώντας από την παλαιότερη προς τη νεότερη (εικόνες 1 - 8). Τώρα θα ακολουθήσουμε τις ταινίες κατά χρονολογική σειρά, όχι φυσικά, για να θυμηθούμε την υπόθεση αλλά, κυρίως, για να τις συνδέσουμε με τον Εικ. 4

Εικ. 3 ' « " •

"

'•

:

- .

•••.

42

Εικ. 6

m

:

Εικ. 3: Αίγινα, 1958 Εικ. 4: Λιμάνι της Αίγινας, 1958 ί;-ι : ••-:••

Εικ. 5

'

Εικ. 5: Παραλία της Αίγινας, 1958 Εικ. 6: Παραλία της Αίγινας, 1958 "

"

*

'

-

"

'


τόπο και, όσο είναι δυνατόν, με τους ανθρώπους εκεί­ νου του καιρού. Δυστυχώς, για την πρώτη και την 1 τελευταία ταινία υπάρχει ελάχιστο έως καθόλου 1 φωτογραφικό υλικό, αλλά οι δυο μεσαίες χρονολογικά 1 νομίζω ότι θα μας αποζημιώσουν γι' αυτήν τη σοβαρή έλλειψη, Δεν τρέφω αυταπάτες ότι ένα τέτοιο παζλ μπορεί να βγει ολοκληρωμένο. Αντιθέτως, πιστεύω, πως τα κενά και τα ερωτηματικά που θα μείνουν θα Εικ. 7: Περιοχή της Αύρας, 1958 είναι πολλά, αλλά απ' αυτό μπορεί να προκύψει κι ένα καλό που δεν είναι άλλο από την έξαψη της φαντασίας και την προσωπική και ιδιαίτερη νοηματοδότηση των παρεχόμενων πληροφοριών και εικόνων από τους αναγνώστες: Και ξεκινάμε από το φιλμ «Λυπηθείτε το παιδί μου» (γνωστό ως «Αμάρ­ τησα για το παιδί μου»)6 (1950]: Ασπρόμαυρη, κοινωνική, μελοδραματική ταινία, διάρκειας 84 λεπτών Σκηνοθεσία: Σπέντζος Χρήστος. Τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει αρχικά ο Γρη­ γόρης Γρηγορίου, αλλά στη συνέχεια διαφώνησε με τον παραγωγό Χρήστο Σπέντζο και απεχώρησε. Έτσι την ανέλαβε και την ολοκλήρωσε ο ίδιος ο παραγωγός. Σενάριο: Αποστόλου Χρήστος Δ/νση Φωτογραφίας: Τζανετής Μάνος Σκηνογραφία: Σιμ Γιάννης Μουσική σύνθεση: Τσιτσάνης Βασίλης και Παλλάντιος Μενέλαος Βοηθ. Σκηνοθέτη: Σταυρίδης Τζων Μακιγιάζ: Σταυρακάκης Γιώργος Οπερατέρ: Τζανετής Εμμανουήλ Δ/ντής Παραγωγής: Δρίτσας Κώστας Βοηθ. Δ/ντή Παραγωγής/ Φροντιστής: Τσέντος Μίλτος Παραγωγή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ ΦΙΛΜ Πρωταγωνιστούν: Χατζηαργύρη Ελένη, Μορίδης Θεόδωρος, Ανουσάκη Ελένη (στην πρώτη της εμφάνιση), Πατρίκιος Σπύρος, Λίλα Σόφη, Χατζάκος Ιων, Χατζηευαγγέλου Βλάσσης, Φλέτος Κίμων, Τσαπνίδης Σίμος, Παπαϊωάννου Ρουμπίνη, Δαζέα Αιμιλία, Ηρωδιάδου Μαρία, Μεσάλας , Γιώργος (στην πρώτη του εμφάνιση), Σταυράκης Γιώργος, Κοντονής Γιώργος, Λάζος Παναγιώτης, Δελαζάνου Εύα, Μόνη Σία, Σκοπελίτης Στυλιανός, Λιούνης Τάκης. Η Ελένη Ανουσάκη εμφανίζεται εδώ σε ηλικία μόλις έξι ετών και παριστάνει το μικρό κοριτσάκι της πρω­ ταγωνίστριας Ελ. Χατζηαργύρη (Ρόης) (εικ. 9). Στην Εικ. 8: Περιοχή της Αύρας, 1958 43


ταινία φέρεται να πήρε μέρος και ο πατέρας της Ευάγγελος Ανουσάκης, τενόρος της Λυρικής Σκηνής και πρωταγωνιστής της επιθεώρησης7. Η ταινία γυρίστηκε στην παραλία της Αίγινας και στον Πειραιά το 1950, ενώ αρκετές από τις σκηνές στο νησί δια­ δραματίζονται στην ταβέρνα του Παναγιώτη Στάθη, του γνω­ στού και πολύ αγαπητού στην Αίγινα Παναγάκη. Για τις ανά­ Ε ικ. 9: Ελένη Χατζή αργύρη (1923 - 2004), πηγή φ ώ τ ο γκες του έργου μάλιστα η ταβέρνα του είχε πάρει το όνομα «Ο http://4.bp.blogspot.com Κανατάς». Απέναντι απ' αυτήν υπήρχε μια βάρκα στην οποία «έμενε», σύμφωνα με το σενάριο, η άτυχη και κατατρεγμένη πρωταγωνίστρια8. Ακολούθησαν οι «Διακοπές στην Αίγινα»5 (1958) (εικόνες 10 και 11): Ασπρόμαυρη κωμωδία, διάρκειας 89 λεπτών Σκηνοθεσία, σενάριο, παραγωγή: Λαμπρινός Ανδρέας Μουσική/μουσική επιμέλεια: Θεοφανίδης Μενέλαος Τραγούδι: Σούλη Σαμπάχ, στίχοι: Λαμπρινός Ανδρέας, Λυμπερόπουλος Ηλίας Μοντάζ: Λαμπρινός Ανδρέας, Ανδρέου Ερρίκος, Φιλίππου Παύλος Διεύθυνση παραγωγής: Λαμπρινός Μιχάλης Σκηνογραφία: Ποταμιάνος Πάρις Εικονολήπτες: Αναστασάτος Ανδρέας, Φιλίππου Κώστας, Πα'ίρίδης Ιάκωβος Βοηθοί σκηνοθέτη: Ζερβουλάκος Γιώργος, Ανδρέου Ερρίκος Φωτογράφοι: Κοραής Κώστας, Βεδουράς Σταύρος Πρωταγωνιστούν: Βουγιουκλάκη Αλίκη, Κωνσταντάρας Λάμπρος, Μπάρκουλης Ανδρέας, Βέγγος Θανάσης, Χαλκούση Ελένη, Καλογιάννης Μιχάλης, Καβ­ βαδία Τασώ, Ιατρίδης Σταύρος, Βρασιβανόπουλος Γιώργος, Στρατηγού Αλέκα, Μοσχίδης Γιώργος, Στράντζαλης Κώστας, Τσίρκας Μιχάλης. Αυτή είναι η πιο γνωστή και δημοφιλής από τις τέσσερις ταινίες που μας

Εικ. 10-11: Αφίσες της ται­ νίας «Διακοπές στην Αίγι­ να», πηγή φώτο: http://sphotos.ak.fbcdn.net

44


ELK. 12: Η Αλέκα Στρατηγού και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας ατενίζουν την Αίγινα πάνω απ' το πλοίο «Αίγινα» Εικ. 13: Η Αλέκα Στρατηγού και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας συζητούν μπροστά από το τελω­ νείο με το σκηνοθέτη Ανδρέα Λαμπρινό

απασχολούν εδώ. Η παιχνιδιάρα Αλίκη μαζί με τον κινηματογραφικό της πατέ­ ρα Λάμπρο Κωνσταντάρα φτάνει στο νησί με το μικρό postal «Αίγινα», μαζί τους η Αλέκα Στρατηγού (στην εικ. 12 τη βλέπουμε με τον Κωνσταντάρα στο κατά­ στρωμα του πλοίου μέσα στο λιμάνι και στην εικ. 13 να συζητούν οι δυο τους με το σκηνοθέτη Ανδρέα Λαμπρινό), και άλλοι. Όταν «πατέρας και κόρη» (Τζώννυ και Αλίκη) βγαίνουν στο νησί, στο δρόμο, έξω απ' τα κιγκλιδώματα του λιμανωύ περιμένει να τους παραλάβει με την άμαξα του ο θείος μου Κυριάκος Ρόδης (γνωστός με το παρατσούκλι Δεσπότης) (εικόνες 14 -15). Λίγο μετά παρουσιάζεται σ' ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο ο θαλασσογράφος Πάρις Ποταμιάνος (εικ. 16) που υπογράφει και τη σκηνο­ γραφία. Είναι ο κυρ - Πάρις των παιδικών μου χρόνων, που διατηρούσε κατά­ στημα κάτω από το 2ο Δημ. σχολείο από το οποίο, μικρά μαθητούδια τότε, αγοράζαμε ζαχαρωτά, γλιφιτζούρια, σχολικά είδη, χαλκομανίες και ό,τι άλλο μας συνάρπαζε τότε. Παράλληλα, θαυμάζαμε τις θαλασσογραφίες του, που είχε τοποθετήσει περιμετρικά πάνω από τα ράφια του μαγαζιού του,

WÊÊBÈÊÊÈÊÊÊÊÊÊÊÊÊÊÊÊeÊÊÊÊÊË

Εικ. 14-15: Ο πρώτος Αιγινήτης αμαξάς που εμφανίζεται στην ταινία Κυριάκος Ρόδης 45


Στη συνέχεια εμφανίζεται κι άλλος αμαξάς, ο Μιχάλης Τζίτζης (γνωστός με το παρατσούκλι γερο Βάσανος) που μεταφέρει τη Νένε (Αλέκα Στρατη­ γού] (εικ. 17) αλλά και το Ντόντο (Σταύρο Ιατρίδη) στην Αύρα και παίρνει από κει την Αλίκη. Στην Αύρα συμβαίνουν πολλά και διάφορα, ενώ οι διάλογοι μεταξύ των ηθοποιών είναι σπαρταριστοί (εικόνες 18,19 και 20). Εικ. 16: Ο θαλασσογράφος ΐιόφν, Ποταμιάνος με δυο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας.

Έ ν α

α π ό

τ α

α σ τ ε ί α

σ

^ ε ί α ^ ταΐνίαζ είναί τ 0 περιστατικό που συνέβη, όταν ο Ντόντος θέλησε να ακολουθήσει στη θάλασσα την άτακτη Νένε του, που

τσιλημπούρδιζε μέσα σε μια βάρκα με το Τζώνυ (Λ. Κωνσταντάρα), χωρίς όμως να ξέρει... κολύμπι. Τότε, ανάμεσα στον ηθοποιό Στ. Ιατρίδη και σ' έναν πιτσιρικά, που συμμετείχε στην ταινία σ' ένα σύντομο αλλά ξεκαρδιστικό ρόλο, ανταλλάχτηκαν οι εξής λιτές και περιεκτικές ατάκες: Αγόρι : «Ξέρεις μπάνιο, ρε;» Ιατρίδης: «Όχι.» Αγόρι: «Κάηκες!» Το αγόρι είναι ο συμπατριώτης μας Γιώργος Νταμουράκης (εικ. 21). Εδώ όμως θα πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό δεν ήταν το μόνο αγόρι της ταινίας. Δυο άλλα παιδιά που εμφανίζονται σ' αυτήν είναι οι Κώστας Πάνου και Παντελής Τύλλιος. Ο τελευταίος είναι ο μικρός που κάνει ποδήλατο στον Αγιο Νικόλα10.

Εικ. 17: Ο αμαξάς Μιχάλης Τζίτζης μεταφέρει με την άμαξα του την Αλέκα Στρατηγού.

Οι φωτογραφίες που έχουμε στη διάθεση μας μας οδηγούν τώρα στην παραλία, όπου ο Ανδρέας Μπάρκουλης φωτογραφίζεται νέος και χαμογελα­ στός μπροστά στο καφενείο του Καραγιάννη και το ξενοδοχείο της Τζούλιας (Ιουλίας Κάτσα) (εικόνες 22 και 23), ενώ έξω από την ταβέρνα του Μαριδά-

Εικ. 18: Η Αλέκα Στρατη­ γού και ο Σταύρος Ιατρίδης στην Αύρα

Εικ. 19: Κωνσταντάρας και Βουγιουκλάκη στην Αύρα

46


κη μπορούμε να δούμε τον ίδιο το σκηνοθέτη Ανδρέα Λαμπρινό με αμφίεση ταβερνιάρη να μιλά με την Αλίκη και τον Α. Μπάρκουλη (εικ. 24) και αλλού πάλι την Αλίκη να πλησιάζει το... «μεθύστακα» Μπάρκουλη [εικ. 25). Τέλος, προχωρώντας προς το τέλος του φωτογραφικού υλικού μας για τις «Διακοπές στην Αίγινα», θα πάμε ως το Φάρο και το εξοχικό κέντρο του Νίκου Στρατηγού (εικ. 26), στο οποίο διοργανώνονταν και χοροί. Εκεί γυρίστηκαν και Eue. 20: Ιατρίδης και Βέγγος συνωμοτούν στην Αύρα κάποιες σκηνές του φιλμ με τη Βουγιουκλάκη και το Μπάρ­ κουλη να χορεύουν. Δίπλα τους διακρίνεται καθαρά ένα άλλο ζευ­ γάρι. Πρόκειται για τους νεαρούς τότε Αιγινήτες Μαίρη Γαλάνη Κρητικού και τον ταχυδρόμο Νίκο Μαλτέζο (εικ. 27). Λίγο πριν από τους τίτλους •· W , τέλους η κομψή λευκή σιλουέτα -α: του «Αίγινα» «σκίζει» τα γαλανά νερά του Σαρωνικού. Το συνο­ Εικ. 21: Ο Γιώργος Νταμουράκης συμμε­ δεύει η γλυκιά νοσταλγική φωνή τείχε στην ταινία σ' ένα μικρό αλλά πολύ της Σούλης Σαμπάχ σ' ένα τρα­ αστείο ρόλο γούδι σε στίχους Ανδρέα Λαμπρινού - Ηλία Λυμπερόπουλου και μουσική Μενέλαου Θεοφανίδη που «πάει κάπως έτσι»: «Εγώ κι εσύ, εγώ κι εσύ, τραβάμε για το νησί, με τη χαρά μες στα γαλάζια νερά και στην καρδιά μας φτερουγίζουν τα όνειρα μας, 11 έγεια μόλα γεια, πάμε στη χαρά, έγεια μόλα γεια» . 12 Και συνεχίζουμε με «Το Αγοροκόριτσο» (1959) (εικ. 28): Ασπρόμαυρη κωμωδία, διάρκειας 90 λεπτών Σκηνοθεσία: Δαδήρας Ντίμης Σενάριο: Δαλιανίδης Γιάννης Παραγωγή: Καρατζόπουλος Γιάννης Κινηματογραφιστής: Καλατζής Τάκης Διεύθυνση ήχου: Δεσποτίδης Νίκος, Πουλής Γιάννης Βοηθοί σκηνοθέτη: Δήμητρας Τώνης, Πετρίδης Γιώργος Καλλιτεχνικοί διευθυντές: Ζωγράφος Τάσος, Κοραής Κώστας ;

Μοντάζ: Φιλίππου Παύλος Μουσική: Μωράκης Τάκης

.

ΕίΚ 2 2

και 23: Ο Ανδρέας Μπάρκουλης στην παραλία της Αίγινας 47


ELK. 24 και 25: Ο σκηνοθέτης Ανδρέας Λαμπρινός με αμφίεση ταβερνιάρη (αριστερά) με δύο από τους πρωταγωνιστές έξω από την ταβέρνα του Μαριδάκη και οι δυο πρωταγωνιστές (δεξιά) πάλι στην ταβέρνα.

Εικ. 26 και 27: Το εξοχικό κέντρο του Νίκου Στρατηγού στο Φάρο και σκηνές χορού μέσα στο ίδιο κέντρο.

Εικ. 28: Έγχρωμη διαφημιστική φωτογραφία της ταινίας http://www.karagiannis-karatzopoulos.gr 48

Εικ. 29: Σκηνή από την ταινία «Το αγοροκόριτσο». Ανάμεσα στους νεα­ ρούς πρωταγωνιστές Αλέκο Αλεξανδράκη και Αννα Φόνσου διακρίνεται ένα αιγινήτικο κανάτι. - σήμα κατα­ τεθέν του νησιού. Πηγή φώτο: http:/www.veggos.gr


Tl

^\bMCn

Εικ. 30 και 31: Η Αλίκη Γεωργούλη και ο Αλέκος Αλεξανδράκης στην παραλία της Αίγινας

ELK. 32 (αριστερά): 0 Αλέκος Αλεξανδράκης με φόντο τα όμορφα κτήρια που, για καλή μας τύχη, υπάρχουν ακόμη και δίνουν χρώμα και αισθητική στην καθημερινότητα μας. Εικ. 33 (δεξιά): 0 μεγάλος Λάμπρος Κωνσταντάρας, η Άννα Φόνσου και η Αλίκη Γεωργούλη

Εικ. 34: Γεωργούλη και Φόνσου στην αποβάθρα ανάμεσα σε κόσμο.

Εικ. 35: Γκιωνάκης και Φόνσου βολτάρουν αλαμπρατσέτα χαμογελαστοί.


ELK. 36-39: OL ηθοποιοί στα ιοαφενεία που τότε πρόσφεραν «υποβρύχιο», γκαζόζα, ταμ -ταμ, κ.ά. Μακιγιάζ: Βαρβέρης Νίκος Πρωταγωνιστούν:

Φόνσου Άννα, Αλεξανδράκης Αλέκος, Κωνσταντάρας

Λάμπρος, Γεωργούλη Αλίκη, Γκιωνάκης Γιάννης, Βέγγος Θανάσης, Στρατηγού Αλέκα, Πατρικίου Λέλα, Σαντοριναίου Παμφίλη, Κωστής Γιάννης. Η δεύτερη φωτογραφία (μετά τη διαφημιστική) (εικ. 29) που έχουμε στη διάθεση μας είναι από την ιστοσελίδα του αείμνηστου Θανάση Βέγγου και προέρχεται από γύρισμα εσωτερικού χώρου. Το αιγινήτικο κανάτι «φιγουρά­ ρει» ανάμεσα στο νεαρό ζευγάρι των πρωταγωνιστών. Τα πλάνα της παραλίας που έχουν αποτυπωθεί όμως στο αρχείο του Βασίλη Οικονόμου είναι μοναδικά τόσο για τη «συντροφιά» με τους αγαπη­ μένους ηθοποιούς όσο για τη δυνατότητα της νοερής βόλτας στην παλιά Αίγι­ να που μας παρέχουν. Έτσι βλέπουμε τον αρρενωπό Αλέκο Αλεξανδράκη και την κομψή Αλίκη Γεωργούλη (εικόνες 30 και 31) να κάνουν ήρεμοι τη βόλτα τους μέσα στο δρόμο (χωρίς να κινδυνεύουν να παρασυρθούν από όλων των ειδών τα τροχοφόρα) μπροστά από την παλιά προβλήτα. Πίσω τους φαίνεται το Δημαρχείο, ενώ πιο μπροστά απ' αυτό διακρίνονται λίγο και οι πάγκοι με

50


τα φιστίκια που διατηρούσαν τότε εκεί που βρίσκεται το σημερινό ουζερί του δήμου οι Κλεάνθης και Γιάννης Τζίτζης (Κουτσόγιαννος) και ο Αριστειδάκης Παλαιογιαννίδης. Αλλού ο Αλεξανδράκης περπατά μόνος (εικ. 32), το τρίο Κωνσταντάρα - Φόνσου - Γεωργούλη κουβεντιάζει ήσυχα, χωρίς να ενοχλεί- &§ ται από τίποτα (εικ. 33) και οι πρωταγωνί­ στριες παρουσιάζονται ανάμεσα στον κόσμο, | πίσω από τα κάγκελα της αποβάθρας (εικ. L ~ 34). MLa όμορφη κι ανθρώπινη σκηνή είναι Εικ. 40: Πλατεία Εθνεγερσίας - μια γιαγιά αυτή της εικόνας 35, όπου ο Γιάννης Γκιωνά- τ Ρ α Ρ ά ε ι τ ' α υ τ ί τ ο υ ε ™ ο ν ο ύ τ ^ « ' κης και η Άννα Φόνσου περπατούν αλαμπρατσέτα σαν χαρούμενα παιδιά μπροστά από τα κιγκλιδώματα του λιμανιού, ενώ παραδίπλα φαίνεται η ταμπέλα με τα δρομολόγια των πλοίων (Νεράιδα, Σαρωνίς, Πίνδος, Μάχη, Μαριώ, Αίγινα, Πόρος, Άγιος Νεκτάριος, Εριέττα, Χαρά). Σε άλλες εικόνες οι πρωταγωνιστές/-στριες απολαμβάνουν τον καφέ τους στα καφενεία της εποχής. Τέτοιο ήταν το πασίγνωστο καφενείο του Καραγιάννη (εκεί που είναι σήμερα το Souvenir του Σαράντη Κουκούλη), το οποίο ήταν το στέκι κυρίως της «καλής κοινωνίας»13 του νησιού και, μεταξύ άλλων, προσέφερε αμυγδαλωτά δικής του παραγωγής. Στον απάνω όροφο του λειτουργούσε και ξενοδοχείο (εικόνες 36 - 39). Με όχημα τη συγκεκριμένη ταινία ας δούμε πώς ήταν τότε η Πλατεία Εθνεγερσίας (εικ. 40). Επρόκειτο, μαζί με μέρος της περιοχής της Αύρας, για μια πραγματική αλάνα απ' αυτές που δεν υπάρχουν πια σχεδόν πουθενά, γεμάτη χώμα και λάσπες, όπου οι πιτσιρικάδες ξεσάλωναν κυριολεκτικά με τα πεταχτάρια (σφεντόνες) και τα αυτοσχέδια τόπια τους, ξεκουφαίνοντας τη γειτονιά. Αυτό το εύρημα εκμεταλλεύτηκαν ο σεναριογράφος και ο σκηνο­ θέτης και έδωσαν τις καλύτερες σκηνές της ταινίας, όπου η πρωταγωνίστρια Άννα Φόνσου ως... αρχηγός της συμμορίας των μικρών δίνει τον καλύτερο εαυτό της. Υπάρχει μάλιστα και μια φωτογραφία - κειμήλιο στην οποία φαί­ νεται να... «συνωμοτεί», προσπαθώντας να κάνει τη... ζωή δύσκολη στον Αλέκο Αλεξανδράκη, με μια μεγάλη παρέα Αιγινητόπουλων (εικ. 41). Στην πλατεία Εθνεγερσίας ήταν και είναι (για πόσο ακόμη ποιος ξέρει, αφού είναι ετοιμόρροπο) το όμορφο σπίτι στο οποίο κατοικούσε κατά το σενάριο ο νεαρός πρωταγωνιστής που «ενοχλήθηκε» και γοητεύτηκε από το ντόμπρο, σκληροτράχηλο και συνάμα ευαίσθητο «αγοροκόριτσο». Είναι το σπίτι του Βατικιώτη, στο οποίο στα νεανικά μου χρόνια λειτουργούσε το μπαρ «Retro» (εικόνες 42 - όπως ήταν τότε - και 43 - όπως είναι σήμερα). Τέλος, στην ταινία εμφανίζεται, νεαρός ακόμη, ο Αιγινήτης ναυτικός 51


ii^U

1 i

^

W

B

a

S

i

^

B

B

M

B

W

g

l

S

U

B

I

EIK. 41: Η Άννα Φόνσου με μια μεγάλη παρέα αγοριών

μάστρο - Λευτέρης Μπότσαρης14, που ευχαρίστως μου παραχώρησε μια ιδι­ αίτερη φωτογραφία (εικ. 44) που έβγαλε μαζί με τον Αλέκο Αλεξανδράκη στην παραλία της Αύρας, καθώς και τη μαρτυρία του. Όπως μου είπε λοιπόν ο ίδιος, όταν γυριζόταν η ταινία, έκανε ακροβατικά περπατώντας με τα χέρια και τον χάζευαν οι ηθοποιοί, ενώ μάθαινε και ποδή­ λατο στην Άννα Φόνσου στην Αύρα. Έκανε όμως κυρίως παρέα με το Γιάννη Γκιωνάκη που διέθετε, όπως είναι αναμενόμενο, πολύ χιούμορ. Μαζί του μάλι­ στα παράγγελνε από τον Πάρι τον Ποταμιάνο που διατηρούσε ουζερί, «ένα ούζο... ποδοσφαιρικό (όπως το αποκαλούσε)». Την πρώτη φορά που έγινε αυτό, ο Γκιωνάκης κοίταξε τον κυρ - Λευτέρη όλο απορία και τον ρώτησε τι ήταν αυτό το... «ποδοσφαιρικό ούζο». Την απορία έλυσε γρήγορα ο ίδιος ο Ποταμιάνος που, όντας «μπασμένος στο νόημα», έφερε ένα ούζο με... έντεκα 15 παίχτες - μεζέδες. Μια φακή, ένα φασόλι και πάει λέγοντας μέχρι το... έντεκα . Η τελευταία ταινία με την οποία θα ασχοληθούμε είναι τα «Ερωτικά παι­ χνίδια» (1960): Ασπρόμαυρη κωμωδία, διάρκειας 88 λεπτών Σκηνοθεσία: Θεοδοσιάδης Γιώργος Σενάριο: Ελευθερίου Ναπολέων Παραγωγή: Φάρος φιλμ - Κριάδης Γιώργος - Μουγνάι Τζιοβάνι


Eoe. 42 (παλιά) και ELK. 43 (σήμερα): Σ' αυτό το κτήριο και στο χώρο-αλάνα που υπήρχε μπροστά του (σημερινή πλατεία Εθνεγερσίας) έγιναν αρκετά από τα γυρίσματα της ταινίας «Το αγοροκόριτσο».

Μουσική/μουσική επιμέλεια: Μουραμπάς Χρήστος Τραγούδια: Μητσάκης Γιώργος Τραγουδούν: Τρίο Τέμπο, Πόλλυ Πόπυ Φωτογραφία: Μήλας Νίκος Μοντάζ: Πλιάκος Σωτήρης Φωνολήπτης: Κωνσταντινίδης Σπύρος Διευθ. παραγωγής: Παπαηλιόπουλος Ηλίας Καλλιτεχνική διευθ. - ντεκουπάζ: Παπακώστας Γιώργος Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντάρας Λάμπρος, Καλαντζοπούλου Μίρκα (σε πρώτη εμφάνιση), Πάντζας Γιώργος , Γκιωνάκης Γιάννης, Στρατηγού Αλέκα, Τσάρα Μιρέλλα, Βέγγος Θανάσης, Τουρνάκη Όλγα, Παπαναστασίου Νίκος, Καλλιγεράκη, Πεφάνη Μαρίνα, Γιάννης Ζαννίνο. Δυστυχώς, λείπουν οι σταθερές εικόνες από τα γυρίσματα ή από σκηνές της ταινίας στο νησί. Έτσι κατόρθωσα να βρω από το διαδίκτυο μόνο δύο 53


ï ::

%

φωτογραφίες (εκτός από τη διαφημιστική) που παρουσιάζουν τους ηθοποιούς σε εσω­ τερικούς χώρους. Στην πρώτη εικονίζονται η Μίρκα Καλαντζοπούλου με το Γιώργο Πάντζα και, αν κρίνω από τους... γκρίζους κροτάφους του τελευταίου, δεν προέρχεται από την Αίγινα αλλά από το πρώτο μέρος της ταινίας που διαδραματιζόταν στην Αθήνα, ενώ η δεύτερη όπου εικονίζονται ο Λάμπρος Κωνσταντάρας με τον Πάντζα, είναι σίγουρα Ι από την Αίγινα. Αυτή έχει βγει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στην πιο αστεία φάση της ται­ νίας, όταν ο Πάντζας, αντί να μπει στην κάμαρα της αγαπημένης του (Καλαντζοπού­ λου), μπαίνει κατά λάθος σ' εκείνη που κοι­ μάται ο... πατέρας της (Κωνσταντάρας). Από κει και πέρα ακολουθούν διάφορες ευτράπε­ λες καταστάσεις.

Εικ. 44: Ο Αλ. Αλεξανδράκης με το Λευτέρη Στα «Ερωτικά Παιχνίδια» υπάρχουν Μπότσαρη στην Αύρα, πηγή φώτο: Φωτογρα πλάνα από τα αγνώριστα σοκάκια της πόλης, φικό Αρχείο Λευτέρη Μπότσαρη τα γεμάτα χώμα και σκόνη, με τα παραδο­ σιακά καφενεία, όπως εκείνο του Βατικιώτη (μέχρι προ τίνος παντοπωλείο Κουλικούρδη), και από μια παραλία, γεμάτη κόσμο, φιγούρες ντόπιων που σήμερα έχουν χαθεί από την καθημερινότητα μας αλλά και παραθεριστών που κάνουν ποδήλατο ή απολαμβάνουν το παγωτό ή το αναψυκτικό τους στα ζαχαροπλαστεία. Αξίζει όμως να τη δει κανείς, ιδίως για να απολαύσει την «ασπρόμαυρη ποίηση» της περιοχής της Κολόνας με μια ποδηλατάδα ανάμε­ σα στα πεύκα και στη θάλασσα αλλά και για να δει τα κεντράκια της εποχής, όπως την «Καβουρίνα», με φόντο τις ψαρόβαρκες και ντεκόρ τα δίχτυα των ψαράδων. Τέλος, πρέπει να αναφερθώ στον... «πρωταγωνιστικό ρόλο» που «παίζει» στην ταινία ένα από τα πιο αγαπημένα πλοία των Αιγινητών, που κάνει την εμφάνιση του στο λιμάνι γεμάτο κόσμο, όχι μια αλλά αρκετές φορές και δεν είναι άλλο από το «Χαρά». Αυτά είναι όλα όσα μπόρεσα, εγώ τουλάχιστο, να βρω για τις τέσσερις αυτές ταινίες, που συνυφαίνονται με τη νεότερη ιστορία του τόπου, και το κείμενο μου, από τη φύση του, επιδέχεται συμπληρώσεις, βελτιώσεις και, γιατί όχι, διορθώσεις. Οποιαδήποτε προσθήκη νέου στοιχείο θα είναιγια μένα το δίχως άλλο μια ευχάριστη έκπληξη.

54


Μαρτυρίες Μαρτυρία Λευτέρη Μπότσαρη Μαρτυρία Γιώργου Νταμουράκη Μαρτυρία Ελένης Ρόδη Μαρτυρία Παναγιώτη Ρόδη Πηγές Μπόζης Γιώργος, Ο κινηματογράφος στην Αίγινα, περιοδική πολιτιστική έκδοση ΗΑιγιναία, τ. 5, Αίγινα, Ιανουάριος - Ιούνιος 2002, σ. 6 - 20. Νικήτας Κλάψης, «Το Κυβερνείο του Καποδίστρια στην Αίγινα», περιοδική πολιτιστική έκδοση ΗΑιγιναία, τ. 3, Αίγινα, Ιανουάριος - Ιούνιος 2001, σ. 138 -144. Ρόδη Αννα, «Ταξιδεύοντας στο Σαρωνικό - Μικρές ιστορίες για καράβια», Περιοδική πολιτιστική έκδοση Η Αιγιναία, Αίγινα, τ. 19, Αύγουστος - Δεκέμ­ βριος 2010, σ. 28 - 52. http://www.veggos.gr http://www.cine.gr http://901epta.com/mll7.html http://www.tainiothiki.gr http://www.hellenica.de/Griechenland/Film/GR/EleniAnousaki.html http://grcinema.matia.gr http://webcache.googleusercontent.com/search?q=cache:hPglyV_BIFAJ: www.koutouzis.gr/ploia Σημείωση: Όπου δεν αναφέρεταιη πηγή των φωτογραφιών είναι από το αρχείο του Βασίλη Οικονόμου.

Ευχαριστίες Πρώτα ένα μεγάλο ευχαριστώ στον κ. Βασίλη Οικονόμου, που μοιράστη­ κε για δεύτερη φορά μαζί μου ανιδιοτελώς το σπάνιο κι εντυπωσιακό φωτο­ γραφικό του υλικό, χωρίς το οποίο το άρθρο μου δε θα ήταν δυνατόν να γρα­ φτεί. Επίσης, στον κ. Λευτέρη Μπότσαρη για τη μια και μοναδική αλλά τόσο ιδι­ αίτερη φωτογραφία που μου έδωσε αλλά και για την πολύ ενδιαφέρουσα μαρτυρία του, καθώς και σε όλους όσους μου έδωσαν τις μαρτυρίες τους.

55


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1.Μαρτυρία Παναγιώτη Ρόδη. 2. Βλ. Μπόζης Γιώργος, Ο κινηματογράφος στην Αίγινα, περιοδική πολιτιστική έκδοση Η Αιγιναία, τ. 5, Αίγινα, Ιανουάριος - Ιούνιος 2002, σ, 18. 3. Νικήτας Κλάψης, «Το Κυβερνείο του Καποδίστρια στην Αίγινα», περιοδική πολιτιστική έκδοση Η Αιγιναία, τ. 3, Αίγινα, Ιανουάριος - Ιούνιος 2001, σ. 141. 4. Μαρτυρία Παναγιώτη Ρόδη. 5. Βλ, Μπόζης Γιώργος, Ο κινηματογράφος στην Αίγινα, περιοδική πολιτιστική έκδοση Η Αιγιναία, τ. 5, Αίγινα, Ιανουάριος - Ιούνιος 2002, σ. 6 - 19. 6. http://www.tainiothiki.gr. 7. http://www.facebook.com. 8. Μαρτυρία Παναγιώτη Ρόδη. 9. http://www.veggos.gr. 10. Μαρτυρία Γιώργου Νταμουράκη 11. http://webcache.googleusercontent.com/ search?q=cache:hPglyV BIFAI: www. koutouzis.gr/ploia 12. http://www.cine.gr 13. Μαρτυρία Παναγιώτη Ρόδη. 14. Μαρτυρία Λευτέρη Μπότσαρη. 15. 0 κυρ Λευτέρης Μπότσαρης, ως γνήσιος λάτρης του ποδοσφαίρου, συνήθιζε και μάλ­ λον συνηθίζει να τα «βλέπει» όλα με... μάτι ποδοσφαιρικό. Αυτό το ενδιαφέρον του άλλωστε τον οδήγησε στο να γίνει διαιτητής (ρέφερης] σε αγώνες ποδοσφαίρου για πολλά χρόνια. 16. http://901epta.com/mll7.html

1


ΕΛΕΝΗ (ΕΛΛΗ) ΛΥΚΟΥΡ Η-ΛΑΖΑΡΟΥ*

Δη μο διδάσκαλο ς εις το χωρίον Χαλασμένη*

Η Ελένη, κόρη του Κωνσταντίνοπολίτη υφασματέμπορου Ιωάννου Αθανασιάδου, ο οποίος από το 1892 εγκαθίστα­ ται στον Πειραιά, τελείωσε το διδασκαλείο των Ραλλείων. Ο πρώτος διορισμός της ήταν στην Αίγινα. Βάσει του υπαλληλικού αρχείου της αφενός και διηγήσεων της αφε­ τέρου σκιαγραφήθηκε η υπαλληλική και οικογενειακή ζωή της. Ελένη, μετά τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν από την 5η Απριλίου μέχρι την 7η Μαΐου 1897, έπαψε να ελπίζει σε σύντομο διορισμό. Όμως δύο ημέρες μετά την υπογραφή ανακωχής, επιτέλους, ο διορισμός της υπο­ γράφηκε την Ψ Μαΐου 1897. 0 νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας κοινοποιεί «τον διορισμόν εις κενωθείσαν θέσιν του Δημοτικού σχολείου Θηλέων Χαλα­ σμένης του Δήμου Αιγινητών» και παραγγέλλει «αφού ορκισθή ενώπιον του επιθεωρητού των δημοτικών σχολείων ή του κ. Ειρηνοδίκου Αιγίνης, να αναλάβη καθήκοντα».

Η

0 πολυπόθητος διορισμός επιτέλους πραγματοποιήθηκε. Η Ελένη δεν χρονοτρίβησε. Ακολούθησε την απαιτούμενη διαδικασία. Για να φθάσει στη θέση της, χρειαζόταν να πάρει το καράβι, του οποίου η συχνότητα ήταν το πολύ τρία δρομολόγια την εβδομάδα, να φθάσει μετά τρεις τέσσερες ώρες ή να πάρει το καΐκι και να φθάσει σε πολύ περισσότερο χρόνο, με γαλήνια θάλασσα, στην πόλη της Αίγινας. Από κει είχε τις εξής επιλογές για να φθάσει στη Χαλασμένη: με τα πόδια, πάνω σε γαϊδουράκι ή σε άμαξα. Ετοίμασε τα πράγματα της: ρούχα, λίγα βιβλία και τετράδια με περιεχό­ μενο διδασκαλίας, γραφική ύλη, ελάχιστα κουζινικά. Δεν φαίνεται από κανέ­ να γραπτό της, αν πήγε μόνη ή με κάποια συγγενή, αν και η μητέρα της από καιρό είχε σκεφθεί ότι ένα κορίτσι άβγαλτο, που δεν είχε απομακρυνθεί άλλο­ τε από τους δικούς του, θα ήταν πολύ δύσκολο να περάσει ολομόναχο του­ λάχιστον τον πρώτο καιρό σε ξένο μέρος. Γι' αυτό συνεννοήθηκε με μια γνω-

* Προδημοσίευση από εκτενέστερο διήγημα με τίτλο «Μέτοικοι»

Δρ, Καθηγήτρια Βιβλιοθηκονομίας TEI Αθήνας, ε.τ. 57


στή από παλιά, που την αποκαλούσαν συμπεθέρα, να πάει μαζί της, Η μητέρα της, η Ζωή, δεδομένου ότι είχε τις φροντίδες μάνας και πατέρα της οικογένειας και φρόντιζε εκτός από την Ελένη και τα άλλα δύο παιδιά, τον Αθανάσιο, που πάλευε μεταξύ προσπάθειας ευρέσεως εργασίας και απο­ γοήτευσης, και τη Μαρίκα 9 ετών, που φοιτούσε ακόμη στο σχολείο, δεν μπο­ ρούσε να κάνει συχνά ένα τόσο πολύωρο και πολυέξοδο για την οικονομική τους κατάσταση ταξίδι. Η Ελένη προσπάθησε να δώσει θάρρος στον εαυτό της, όταν ετοιμαζόταν να φύγει από την οικογενειακή φωλιά- από την άλλη αισθανόταν ότι άρχιζε η υπεύθυνη ζωή της εργαζόμενης με δικό της μισθό. Δεν ήταν και λίγο να είναι δασκάλα- μόνο που ποτέ δεν είχε φαντασθεί ότι ολόκληρος Πειραιάς δεν θα είχε θέση. Ας είναι. Τουλάχιστον πήγαινε σ' ένα τόπο ένδοξο, και στην αρχαι­ ότητα και στα νεότερα χρόνια, και πλούσιο, αφού τα εμπορικά πλοία των Αιγινητών μετέφεραν σιτηρά και άλλα εμπορεύματα από τη Θράκη και τον Πόντο, πρώτες ύλες από τα δυτικά παράλια της Ευρώπης και την Αγγλία. Ήταν γνωστό εξ άλλου ότι οι Αιγινήτες ήταν οι πιο άξιοι σπογγαλιείς, που δεν αρκέστηκαν στο Αρχιπέλαγος Αιγαίο, βούτηξαν στη Λιβύη, Βόρεια Αφρική και έφτασαν μέχρι τον κόλπο της Φλώριδας (1880) και το Μεξικό (1895). Ως σπογγέμποροι τροφοδοτούσαν με αυτό το αναντικατάστατο υλικό, τα σφουγγάρια, όλη την Ελλάδα, την Ανατολή και κυρίως τη Δυτική Ευρώπη. Ανθηρό εμπόριο, πολλά έσοδα. Η Ελένη, αν και δεν έμπαινε σε πλοίο πρώτη φορά, κάθισε φοβισμένη σε μια θέση. Ευτυχώς δεν είχε διαβάσει «το ταξίδι στην Αίγινα» του Ζαχ. Παπαντωνίου16, ο οποίος περιγράφει την ταλαιπωρία του από την βραδύτητα του πλοίου «Αίγινα» και την εξέγερση του στομάχου, που του προκάλεσε ο νοτιάς. Την συνέπαιρνε η αγωνία, προσπαθούσε να φαντασθεί πώς θα ήταν το σχολείο, πόσα παιδιά θα είχε.... Κάποτε, επιτέλους, αντίκρισε τον τόπο της εργασίας της από μακριά. Όταν το πλοίο έφτασε στην πόλη της Αίγινας, η ματιά της γαλήνεψε. Το λιμάνι ήταν σα μια ήρεμη, μεγάλη αγκαλιά, στολισμέ­ νο με μεγάλα νεόκτιστα νεοκλασικά διώροφα με κόκκινα κεραμίδια και κάποια μικρότερα, που είχαν χτιστεί παλαιότερα, όταν στις αρχές του 18ου αιώνα επεκράτησε ασφάλεια στο Σαρωνικό. Πριν αρχίσει η αποβίβαση, η Ελένη έφερε αστραπιαία στο νου της την εικόνα του Πειραιά των αρχών του 19™ αιώνα. Τα μόνα κτίσματα ήταν η μονή του αγίου Σπυρίδωνα, η καλύβα του Τούρκου τελώνη και το σπίτι του εμπόρου λαδιού μεσιέ Καϋράκ. Αντίθε­ τα, στην Αίγινα, όπως έδειχναν τα παλαιά κτήρια, την ίδια εποχή υπήρχαν πολλά αρχοντόσπιτα. Αποβιβάστηκε και ζαλισμένη από το ταξίδι έψαξε να βρει το Δημαρχείο. Η ματιά της σταμάτησε σ' ένα πυργόσπιτο με τρεις ορόφους και πολεμίστρες. Παράξενο κτίσμα. Πολύ θα ήθελε να δει το εσωτερικό του. Όμως προχώρησε,


διότι σκοπός της ήταν να παρουσιασθεί στο Δήμαρχο, σύμφωνα με τις εντο­ λές που είχε. Με το νόμο της 27-12-1833 είχε θεσπισθεί η διαίρεση του Βασι­ λείου της Ελλάδος σε Δήμους και ο όρος Κοινότητα δεν αναφέρεται ως αυτο­ τελές κύτταρο της αυτοδιοικήσεως από το 1833 και έως το 1912, οπότε πραγματοποιείται διοικητική μεταρρύθμιση. Στο διάστημα 1833-1912 η τοπική αυτοδιοίκηση έχει ευρεία δικαιοδοσία. Καλύπτει ή κινεί σχεδόν όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες. Τα σχολεία, η τοπική αστυνομία, τα νοσοκο­ μεία, οι ενοριακοί ναοί, η αγροφυλακή τα φιλανθρωπικά ιδρύματα κ.ά. ανή­ κουν στους δήμους και τα περισσότερα διοικούνται από επιτροπές, που διο­ ρίζει το Δημοτικό Συμβούλιο. Αυτός ήταν ο λόγος που ορκίσθηκε ενώπιον του Δημάρχου και όχι εκπαιδευτικού λειτουργού. Το πρώτο καθήκον είχε τελειώ­ σει και άρχισε να ισχύει ο διορισμός της. Μετά τα συγχαρητήρια, που της έδωσαν οι παριστάμενοι, βγήκε από την αίθουσα. Περιεργάστηκε λίγο την πόλη. Όταν αντίκρισε το «αιγινήτικο αρχοντικό» σπίτι του 1700, δεν αμφέ­ βαλε, όπως κάθε περαστικός, ότι φαινόταν ήδη παλώ, δύο αιώνων. Σκεφτική πήρε το δρόμο για το χωριό. Όσο έτρεχε η άμαξα, έτρεχε καιη σκέψη της. Και βέβαια η Αίγινα αναπτύχθηκε πολύ πριν την εγκατάσταση κατοίκων στον Πειραιά. Από το 1826 η Αίγινα ήταν η έδρα της πρώτης προσωρινής Κυβερ­ νήσεως του αγωνιζομένου έθνους. Η άμαξα προχωρούσε έξω από την πόλη και ο αμαξάς ονομάτιζε επαύλεις: του Σπ. Τρικούπη, του Αλ. Κοντόσταυλου, του Γ. Γενναδίου και άλλες πολλές. Θυμήθηκε ακόμη τον ερχομό του Κυβερ­ νήτη και την αύξηση του πληθυσμού στην πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος, τότε που φιλοξενούσε υπουργεία, κυβερνητικές υπηρεσίες, σχολεία ιδρυμένα από τον Καποδίστρια: το Πολεμικό Σχολείο, αργότερα Σχολή Ευελπίδων, το Ωδείον και το Ορφανοτροφείον, πες καλύτερα το ανάκτορο για τα παιδιά των αγωνιστών του '2117. Η χρυσή εποχή της νεότερης ιστορίας της Αίγινας. Τελικά έφθασε και στη Χαλασμένη, η οποία, όπως η πόλη της Αίγινας, είχε νεοκλασικές διώροφες κατοικίες, δείγμα οικονομικής άνθησης, απόρροια ενασχόλησης των περισσοτέρων κατοίκων της με την σπογγαλιεία ή την ακμάζουσα αυτή την εποχή ναυπηγική τέχνη, στην οποία οι Αιγινήτες είχαν μακραίωνη παράδοση. Υπήρχαν όμως και φτωχόσπιτα, επειδή κατά τη διάρ­ κεια του αγώνα του 1821 είχαν καταφύγει στην Αίγινα χιλιάδες προσφύγων, από τις παραμεθόριες περιοχές, κι ο πληθυσμός της Αίγινας έφτασε τότε τις 100.000. Πολλοί από αυτούς έφυγαν, μόλις βρήκαν αλλού καλύτερες συνθή­ κες. Όμως όσοι έμειναν στο νησί έκαναν τη ζωή των φτωχών φτωχότερη, διότι αυξήθηκαν τα εργατικά χέρια, ενώ τα επαγγέλματα ήταν περιορισμένα. Της νεαρής πρωτόπειρης δασκάλας η αγωνία και το άγχος δεν ήταν η οικο­ νομική ευμάρεια της Χαλασμένης. Τα προβλήματα της ήταν η επαφή με τους ανθρώπους της δουλειάς της και η εύρεση κατοικίας. Την 15η Μαΐου, ημέρα Πέμπτη, υπογράφει το πρωτόκολλο παραλαβής. «Ο Δήμαρχος Αιγίνης παραδί-


δει εις την Δημοδιδάσκαλον το εξής υλικό του δημοτικού σχολείου θηλέων: α) 3 θρανία παλαιά μη κεχρωματισμένα 2,40 μ. έκαστον και β) ένα μελανοπίνακα. Μη υπάρχοντος άλλου επίπλου ή αντικειμένου υπογράφεται το πρωτό­ κολλο από τον δήμαρχο και την δημοδιδάσκαλον». Με τις σημερινές προδια­ γραφές η κατάσταση είναι για γέλια. Τρία παλιοθρανία, στην κυριολεξία, και ένας πίνακας αποτελούσαν τα έπιπλα του δημοτικού θηλέων Χαλασμένης. Έδρα δεν υπήρχε, δεν ήταν και απαραίτητη! Θα εύρισκε κάπου η δασκάλα να ακουμπήσει τα απαιτούμενα για το μάθημα, καρέκλα θα έφερνε από το σπίτι της; Όσο για τα παιδιά που δεν προλάβαιναν να εξασφαλίσουν θέση... Αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τις άλλες εθνικές περιπέτειες οι μαθητές κάθονταν σε θρανία των έξι θέσεων, τα οποία από τη μία πλευρά ακουμπούσαν στον τοίχο. Δηλαδή, ο ακριανός μαθητής για να βγει στο μάθη­ μα ή να περάσει έξω έπρεπε να σηκώσει τους πέντε ή επτά προηγούμενους. Όσοι δεν είχαν ταχτοποιηθεί εξ αρχής σε θέση, έφερναν κάποιο μαξιλαράκι, για να μη στέκονται όρθιοι. Και όμως αυτό δεν εμπόδιζε και να μάθουν γράμ­ ματα και να έχουν σεβασμό στους θεσμούς. Έτσι και εκείνη την εποχή, στα τέλη του 19ου αιώνα, η επιτυχία του σχολικού έργου δεν είχε καταλυτική σχέση με την ακίνητη και κινητή υποδομή. Η Ελένη προσγειώθηκε απότομα. Όταν συνειδητοποίησε TL ακριβώς παρέ­ λαβε, ίδρωσε. Το σχολείο ήταν εντελώς ανοργάνωτο. Δεν είχε φαντασθεί ότι θα είχε και αυτού του είδους τις δυσκολίες: δεν υπήρχε κατάλογος των μαθη­ τριών, δεν υπήρχε αρχείο, αλληλογραφία με την Επιθεώρηση σχολείων και τον προϊστάμενο Δήμαρχο, δηλαδή μπούσουλας για τον πρωτόπειρο υπάλληλο. Στην Ελλάδα ακόμη και το 1896 υπήρχαν στη δημοτική εκπαίδευση πρό­ σωπα χωρίς ειδικές παιδαγωγικές σπουδές, με μειωμένα προσόντα: υποδιδά­ σκαλοι, γραμματοδιδάσκαλοι, γραμματιστές, «τα αμόρφωτα παιδάρια, τα οποία δια μαγικής ράβδου εντός οκταμήνου προχειρίστηκαν εις διδασκάλους του ελληνικού λαού». Τα γραμματοδιδασκαλεία παρέχουν στοιχειώδεις γνώ­ σεις σε μικρά χωριά, όπου δεν υπάρχουν δημοτικά σχολεία. Αντίθετα, οι δημοδιδάσκαλοι, μετά τριετή φοίτηση στο διδασκαλείο, έπαιρναν πτυχίο το οποίο είχε την υπογραφή του υπουργού Δημοσίας Εκπαιδεύσεως. Στην περί­ πτωση της Ελένης Αθανασιάδου και των συγχρόνων της υπουργός ήταν ο Δ. Πετρίδης, ο καλός γνώστης της παιδαγωγικής εργασίας, ο οποίος ήδη από το 1881 είχε δημοσιεύσει εργασία με τίτλο «Στοιχειώδεις πρακτικαί οδηγίαι περί της διδασκαλίας των μαθημάτων εν τοις δημοτικοίς σχολείοις». Όταν έγινε Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικών Σχολείων, συμπληρώνει το δημοσίευ­ μα με οδηγίες εφαρμογής, δηλαδή σχολαστική και λεπτομερειακή περιγραφή μεθόδων και ύλης της διδασκαλίας13, που επικυρώθηκαν από το υπουργείο και έγιναν υποχρεωτικές. Από τότε (1896] επιβάλλεται ομοιόμορφο ημερή­ σιο πρόγραμμα και ενιαία μέθοδος διδασκαλίας σε όλα τα σχολεία.


Όλα αυτά τα είχε σπουδάσει η δημοδιδάσκαλος του χωρίου Χαλασμένη' εκείνο που της έλειπε ήταν η διαδικασία συγκροτήσεως των τάξεων σε ένα σχολείο έρημο, άγνωστο από πόσο καιρό κλειστό και έπρεπε να αρχίσει από την συγκέντρωση των μαθητριών. 0 μόνος τρόπος γνωστοποιήσεως ότι ανοίγει το σχολείο θηλέων - Μάιο μήνα - ήταν να το πει ο παπάς στην εκκλη­ σία ή να αναρτηθεί γραπτή ειδοποίηση. - Και ποιος να την διαβάσει στο χωρίον Χαλασμένη; Σχολίασε καλοσυνά­ τα ο παπάς. Την Κυριακή η Ελένη πήγε στην εκκλησία και άκουσε τις συμβουλές του παπά προς τους γονείς των κοριτσιών για την αξία της μορφώσεως. Ευχαριστήθηκε για τη συμπαράσταση αλλά και από κάτι άλλο. 0 παπάς στη θεία λειτουργία μιλούσε και έψελνε καθαρά, ώστε να καταλαβαί­ νουν, όσοι πρόσεχαν, τα θεία λόγια. Φαινό­ ταν μορφωμένος. 0 αναλφαβητισμός είχε υψηλό ποσο­ στό στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αν σκε­ φθεί κανείς ότι η γενιά, η οποία κατά τα χρόνια 1820-1830, ενώ έπρεπε να βρίσκε­ ται σε κάποιου είδους «θρανία»19 κρατούσε αντί κοντύλι όπλο, θα καταλάβει γιατί μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους υπήρχαν και δημοτικοί άρχοντες, που στη θέση της υπογραφής τους έθεταν σταυρό20. Μετά τη θεμελίωση στην Αίγινα από τον Η δημοδιδασκάλισσα Ελένη Αθανασιάδου Καποδίστρια του βασικού κορμού της ελλη­ νικής παιδείας σταδιακά και σύμφωνα με τον νόμο δημιουργούνται δημόσια σχολεία σε όλο το ελεύθερο κράτος. Στα τέλη του 19ου αιώνα έχει εντατικοποιηθεί η οργάνωση της παιδείας, παρ' όλα ταύτα είναι μεγάλο το πεδίο δράσεως κατά του αναλφαβητισμού. ης Με βασιλικό διάταγμα (23 Αυγούστου 1896) το Κράτος καθιστούσε υπεύ­ θυνους τους δημοδιδασκάλους, γραμματοδιδασκάλους και γραμματιστές: 1) να κάνουν γνωστό στους γονείς ότι είναι υποχρεωτικό να γράψουν τα παιδιά τους στο σχολείο και να τα στέλνουν ανελλιπώς, ειδάλλως τιμωρούνται, 2] να στέλνουν στον νομαρχιακό επιθεωρητή κατάλογο παιδιών 7-12 ετών, που δεν έχουν γραφτεί σε σχολείο ή, αφού εγράφησαν, δεν φοιτούν τακτικά, 3) να συνεχίζουν τις προσπάθειες εν ανάγκη και με τη συνδρομή της αστυνομίας. Αυτά όριζε το βασιλικό διάταγμα. Όμως οι γονείς, εφόσον δεν άνοιξε το σχολείο επί επτά μήνες, δεν άφησαν τα κορίτσια άεργα. Στις στρωμένες δου61


λειές τους είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια. Τα κορίτσια μπορούσαν άνετα να βοηθήσουν στην κατασκευή των περιζήτητων κανατιών της Αίγινας από τον ειδικό ντόπιο πηλό, κατάλληλο αργιλλόχωμα, ονομαζόμενο «πασπάρα», να εργασθούν στο καθάρισμα των σφουγγαριών, στις αγροτικές απασχολή­ σεις της οικογένειας και στην οικιακή κτηνοτροφία (κατσίκες, γάλοι, κότες]. Υπήρχε και ο πιο αστικός τρόπος αποκτήσεως κάποιου κέρδους, δηλαδή το πλέξιμο της περίφημης δαντέλας "κοπανέλι", το φημισμένο εργόχειρο της Αίγινας, που έδινε ομορφιά στο σπίτι και ψωμί σε πλήθος από εργαζόμενα κορίτσια. Το εμπόριο του απασχολούσε επωφελώς πιο έμπειρες γυναίκες21. Με τις ανάγκες, που υπήρχαν σε κάθε οικογένεια, δεν ήταν λίγοι οι γονείς που σκέφτονταν ακόμη: «και τι τα θέλουν τα κορίτσια τα γράμματα;» Οι νοοτρο­ πίες δεν αλλάζουν, μόλις κυκλοφορήσει ο νόμος ή το βασιλικό διάταγμα. Και ενώ στο σχολείο που άνοιξε, η δημοδιδάσκαλος προσπαθεί να συγκε­ ντρώσει τις μαθήτριες και να τις κατατάξει σε τάξεις, όχι με κριτήριο την ηλι­ κία αλλά τις σχολικές γνώσεις, αρχές Ιουνίου φθάνει αυστηρό έγγραφο από την επιθεώρηση των δημοτικών και ελληνικών σχολείων Αττικοβοιωτίας, επειδή παρέλειψε τη σχετική με το νόμο αναφορά της για τον αριθμό των μαθητριών κατά τάξη. Το έγγραφο απευθυνόταν στους δημοδιδασκάλους, που άρχισαν κανονικά το σχολικό έτος από το Σεπτέμβριο. Γιατί στάλθηκε και στην πρωτόπειρη που μόλις είχε διορισθεί; Ήταν άγνοια της περιπτώσε­ ως, ήταν παραδρομή, ήταν τυπική υπενθύμιση προς όλους αδιακρίτως, που δεν συμμορφώθηκαν με τις εντολές της προϊσταμένης αρχής; Η δασκαλίτσα τρομαγμένη απαντάει ότι έφτασε μόλις τον περασμένο μήνα, με προσπάθει­ ες συγκέντρωσε 40 μαθήτριες και την απασχολεί η ένταξη τους σε μια από τις τέσσερες τάξεις, επομένως δεν είναι έτοιμη ακόμη να απαντήσει, και «ευπειθεστάτη» περιμένει διαταγές. Στη Χαλασμένη, όπως και σε άλλα χωριά, το δημοτικό σχολείο έχει 4 τάξεις, στις πόλεις είναι εξατάξιο, πλήρες. Τα σχολεία θηλέων, γνωστά και ως παρθεναγωγεία, ονομάζονται ανώτερα, όταν έχουν μετά το πλήρες εξατάξιο δημοτικό επιπλέον τάξεις με μαθήματα μέσης εκπαιδεύσεως και οπωσδήπο­ τε παιδαγωγικά. Ο δημοδιδάσκαλος οφείλει εκτός από το ωρολόγιο πρόγραμμα του μονοταξίου σχολείου να καταγράφει κάθε μέρα περιληπτικά σε χειροποίητο βιβλίο (αποτελούμενο από πέντε ή έξι κόλλες, συνήθους μεγέθους, συρραμ­ μένες και με στερεότερο εξώφυλλο) την ύλη που δίδαξε κάθε μέρα του μηνός. Για κάθε τάξη θα υπάρχει ιδιαίτερο βιβλίο. Με παρόμοιο τρόπο έπρεπε να δημιουργήσει και το βιβλίο αλληλογραφίας με τους τίτλους εισερχομένων και εξερχόμενων εγγράφων. Το πρώτο καλοκαίρι στη Χαλασμένη και πριν αρχίσει το διάστημα των δια­ κοπών, με κάπως περιορισμένο το άγχος της κοιτάζει το περιβάλλον, ακούει


σύγχρονες ιστορίες και συμπεραίνει. Το νησί είναι ο τόπος των μεγάλων δια­ φορών. Από τη μια οι πλούσιοι με τα αρχοντόσπιτα και τα μεγάλα εισοδήμα­ τα και από την άλλη οι βουτηχτάδες, με πρόσκαιρα γεμάτο βαλάντιο, μόλις πήραν την ετήσια αμοιβή τους, θέλουν να αποζημιωθούν ψυχικά για τα βάσα­ να καιτις πολύμηνες αγωνίες που πέρασαν. Η Ελένη συνηθισμένη στην ησυχία της καθαρά αστικής γειτονιάς της στον Πειραιά έζησε με τρόμο τις βάρβαρες καταστάσεις που δημιουργούσαν οι σφουγγαράδες. Πολύωρα γλέντια και μεθύσια, σπατάλη χωρίς μέτρο και χωρίς λόγο. Κέρναγαν όσους ήταν πρόθυ­ μοι να συμμετέχουν στην κραιπάλη. Μέσα στην ταβέρνα τρυπούσαν με σφαί­ ρες τα βαρέλια του κρασιού, τα πλήρωναν και έβγαιναν στους δρόμους22. 'Αλλοι με βιολιά σε αμάξια γύριζαν την πόλη και επέβαλλαν με αναίδεια την παρουσία τους, ενώ οι μανάδες, οι αδελφές και τα παιδιά των γλεντζέδων, που όσο έλειπαν με τη "μηχανή" ζούσαν με την αγωνία πότε και αν θα γυρίσουν, θα είναι υγιείς ή θα τους έχει χτυπήσει η "αρρώστια των δυτών", η ολική παρά­ λυση, βουβές ιδίως οι μικρομάνες αγωνιούσαν αν θα περισσέψουν χρήματα, για να περάσει η οικογένεια τον επόμενο χειμώνα. Για το έτος 1897-98 δεν υπάρχει στο αρχείο της Ελένης Αθανασιάδου εισερχόμενο έγγραφο. Αυτό σημαίνει ότι όλα πήγαν καλά με την Επιθεώρη­ ση; Μάλλον. 1898-1899. Το σχολικό έτος για τους δασκάλους διαρκούσε από την 15η Αυγούστου μέχρι την 20η Ιουλίου, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Ούτε ένας μήνας ξεκούραση. Στο αρχείο της Ελένης υπάρχει σχέδιο αναφοράς προς το Δήμαρχο Αιγίνης με ημερομηνία 2Τ" Αυγούστου 1898 και δήλωση της αυθη­ μερόν αναλήψεως των καθηκόντων. Προφανώς είχε ζητήσει ολιγοήμερη άδεια - παράταση της παραμονής της στο πατρικό, για να χαρεί την οικογε­ νειακή θαλπωρή, την κουβεντούλα, την κοινωνική συναναστροφή, που θα λαχταρούσε τους επόμενους μήνες. Όταν η επαγγελματική απασχόληση τελειώνει στις 20 Ιουλίου ή αργότερα, TL να προλάβει να κάνει ο υπάλληλος που έχει μήνες να δει τους δικούς του, τους φίλους του, το σπίτι του. Το σχολικό έτος ξεκίνησε για την Ελένη με την απόφαση να εφαρμόσει ης σύγχρονες παιδαγωγικές θεωρίες. Είχε συμφιλιωθεί πλέον με τη γραφειοκρα­ τία και σκέφτηκε να αφοσιωθεί στο κυρίως έργο της: στα παιδιά αυτής της κοινότητας, στα οποία, όταν έδειχνε την εικόνα και συλλάβιζε "χοίρος", τα μικρά συλλάβιζαν "γρν". Έπρεπε όχι μόνο να εμπεδώσει γνώσεις αλλά να ερε­ θίσει τη νοημοσύνη και γενικότερα να βελτιώσει την πνευματική τους κατά­ σταση. Με ενθουσιασμό και φιλοτιμία προσπαθούσε να καλλιεργήσει αισθή­ ματα αγάπης και φιλίας μεταξύ τους και στα τέσσερα χρόνια που θα έμεναν στο σχολείο, εννοούσε να εμπνεύσει την αξία του σωστού θέλω, ώστε το παιδί, που τελειώνει το τετρατάξιο δημοτικό σχολείο, να ξέρει να διαβάζει και να γράφει αλλά κυρίως να έχει βούληση και, κατά το δυνατόν, αυτοπεποίθηση.


Αυτά ως προς τα καθήκοντα της και την επάρκεια ως προς την υπηρεσία. Ως προς τη ζωή της στο χωριό; Γεννημένη στο κέντρο του Ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη και ζώντας σε μεγάλη ελληνική πόλη δίπλα στην πρω­ τεύουσα του ελληνικού κράτους και μόνο η ύπαρξη της αποτελούσε για το χωριό μια αύρα πολιτισμού. Τα κοριτσάκια μαζεύτηκαν γύρω της και απο­ λάμβαναν την παρουσία, την ομιλία, τους τρόπους και τις γνώσεις της. Ήταν ερέθισμα και για τους νεαρούς. Η παρουσία της επέβαλλε πρωτόγνωρη ευγε­ νική συμπεριφορά. Όχι σε όλους. Ήταν κι εκείνοι που τη θαύμαζαν, όμως ήξεραν ότι δεν μπορούν να την πλησιάσουν' ήθελαν να της μιλήσουν, αλλά δεν ήξεραν τι να πουν. Δεν τους δίδαξε κανένας ότι υπάρχει τρόπος επικοι­ νωνίας εκτός από βρισιές. Μαζεύονταν στην ταβέρνα, κάτω από το δωμάτιο που έμενε η δασκάλα, και έπιναν. Το ταβάνι της ταβέρνας και πάτωμα του πάνω ορόφου αποτελούσαν καδρόνια με μεγάλες χαραμάδες μεταξύ τους. Ξέροντας ότι ακούγονταν στον πάνω όροφο, ξεστόμιζαν τα κατακάθια της απαιδευσιάς τους, την έλλειψη στοιχειώδους κοινωνικής παιδείας, την ανυ­ παρξία οικογενειακής αγωγής. Ήθελαν να εκδικηθούν γι' αυτό που δεν τους έδωσε η Πολιτεία και η οικογένεια, αν υπήρχε, δηλαδή την στοιχειώδη μόρ­ φωση και φροντίδα. Τι μπορούσαν να κάνουν, πώς να την πλησιάσουν καινά χαρούν από κοντά, όσα πρωτόγνωρα μπορούσε να πει μια μορφωμένη συνο­ μήλικη, εστία παιδείας για την κοινότητα. Η τρομοκρατία, που μετέφεραν οι αισχρολογίες τους, δεν άφηνε τη δασκάλα να κοιμηθεί. Έκλαιγε, μούσκευε το μαξιλάρι, μέχρι να την πάρει επί τέλους ο ύπνος. Το πρωί ξυπνούσε κουρασμένη. Ποιο ήθος και ποια συμπεριφορά να διδά­ ξει, όταν κυκλοφορούν τέτοια πρότυπα; Μα ακριβώς αυτά τα πρότυπα ήθε­ λαν να εξορκίσουν οι γονείς, που μπορεί να μην ήξεραν γράμματα, είχαν όμως βάλει βάση στο σπίτι ή στο καλύβι τους το χαρακτήρα και το ήθος. Το υπό­ δειγμα του εγγράμματου και χρηστού ανθρώπου, αντίβαρο στη χυδαία συμπεριφορά, είχαν ανάγκη γονείς και παιδιά. Άλλο να συμβουλεύει ο παπάς από τον άμβωνα κι άλλο να βλέπεις το πρότυπο με σάρκα και οστά. Η Ελένη σκεφτόταν πόσο δύσκολη ήταν η ζωή της δασκάλας μακριά από τα προστατευτικά ντουβάρια του σπιτιού της, την οικογενειακή εστία, την αγάπη, το ενδιαφέρον και το μαγειρεμένο φαγητό της μάνας. Στη μοναξιά της το τελευταίο που σκεφτόταν ήταν τι θα φάει. Η κούραση, η άτακτη διατροφή δημιουργούσαν καλές προϋποθέσεις στο μικρόβιο φυματιώσεως που παρα­ μόνευε στη Χαλασμένη. Εκεί η Ελένη συναντήθηκε με την αγριότητα μεταξύ γειτόνων και αυτών που χτυπήθηκαν από την αρρώστια, τη φθίση. Όταν πέθανε η μεγάλη κόρη οικογένειας με πολλά παιδιά, η οποία με τη μοδιστρική προσπαθούσε να συμπληρώνει τα ανύπαρκτα οικονομικά της οικογενείας, η μάνα δεν ήξερε ποιον να κλάψει, την πεθαμένη ή τα μικρότερα με το αβέβαιο μέλλον. Τότε


έφτασαν OL γείτονες, εισέβαλαν στο απόμερο και ανυπεράσπιστο φτωχικό και πέταγαν στο ρέμα τα αντικείμενα της μακαρίτισσας ακόμη και τη ραπτο­ μηχανή της, που είχε αποκτήσει με τόσες στερήσεις! Όλα στο γκρεμό, να μη τα χρησιμοποιήσει η οικογένεια. Λες και δεν αρκούσε ο συγχρωτισμός επί χρόνια με το μικρόβιο μέσα στο σπίτι τους. Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο ντό­ πιο, ήταν και διαχρονικό. Προ του 1940 το δημοτικό σχολείο της οδού Τσαμαδού στον Πειραιά, απέ­ ναντι από το κηπάκι του αγίου Κωνσταντίνου, είχε ακόμη ανοιχτή την ξώπορτα, διότι έμπαιναν τα παιδιά για το πρωινό μάθημα. Ξαφνιασμένα άκουσαν ανδρικές θυμωμένες φωνές και είδαν να έρχονται άνθρωποι βιαστι­ κοί φορτωμένοι με καδρόνια, πρόκες και σφυριά. Έβαλαν χιαστί τα ξύλα στο θύρωμα της εξώπορτας του απέναντι διώροφου σπιτιού και τα κάρφωναν, ώστε να εμποδίσουν την επικοινωνία των ενοίκων με τους έξω και μεταδοθεί ο τύφος και σε άλλους. Μέσα στο σπίτι είχε παρουσιαστεί κρούσμα. Τα παι­ διά έφριξαν, εξαγριώθηκαν. Πώς θα μπει γιατρός, πώς θα αγοράσουν φάρμα­ κα και τρόφιμα; Θα πεθάνουν της πείνας; Οι πρωτεργάτες, ικανοποιημένοι έφυγαν. Οι άνθρωποι από μέσα δεν μίλησαν, δεν φώναξαν, δεν βγήκαν στο μπαλκόνι. Είχαν τον πόνο τους, αισθάνονταν την ευθύνη, λες και με τη θέλη­ ση τους κόλλησαν τη λοιμώδη ασθένεια. Ευτυχώς υπήρχε Κράτος και νόμοι. Εντός ολίγου έφτασε η αστυνομία, άνοιξε την πόρτα, οι νοσοκόμοι πήραν τον ασθενή. Τα παιδιά γύρισαν στην τάξη. Δεν χρειάστηκε να τους ηρεμήσει ο δάσκαλος ούτε καν να σχολιάσει το γεγονός. Η δασκάλα, εκτός από το δόσιμο στις μαθήτριες της, το ολοήμερο καθή­ κον στο σχολείο, τη γραφική υπηρεσία, είχε ανάγκη από συναναστροφή. Συγ­ γενείς δεν είχε κοντά της, δεν αρκούσε ο χρόνος να κάνει δεκάωρο ταξίδι στον Πειραιά από Σάββατο απόγευμα μέχρι Κυριακή βράδυ, άλλωστε δεν την 23 συνέφερε και οικονομικά . Πέρναγε την αργία στη Χαλασμένη. Κάποιες Κυριακές η Ελένη δεχόταν προσκλήσεις για περίπατο, ώστε να μην είναι ολο­ μόναχη. Υπήρχαν γυναίκες που διέθεταν ελεύθερο χρόνο και καμάρωναν να οδηγήσουν τη δασκάλα στις όμορφες τοποθεσίες της περιοχής. Με μια τέτοια ευκαιρία βρέθηκε στον άγιο Νικόλαο του μόλου να θαυμάζει το Σαρωνικό και τα παράλια της Αττικής από τη Βουλιαγμένη μέχρι την Πελοπόννησο και να αναπολεί. Κάτω από το ύψωμα, σ' ένα μικρό κόλπο, λικνίζονταν ψαρόβαρκες και δεξιά της δέσποζε το κάτασπρο ξωκλήσι της αγίας Μαρίνας. Ωραίες εικό­ νες, αξέχαστες. Ποικιλία στην καθημερινή μονότονη απασχόληση. Με τους συναδέλφους του σχολείου αρρένων είχε ελάχιστες συναντήσεις. Ήταν όλοι οικογενειάρχες πολυάσχολοι. Από τις σπάνιες συζητήσεις μαζί τους, όπως και από πολλούς χωρικούς, η Ελένη άκουγε καλά λόγια για το δημοδιδάσκαλο της Χώρας Αντώνιο Πελεκάνο, μεγαλύτερο της στην ηλικία, ο οποίος είτε με περιπάτους στον ελεύθερο εκτός διδασκαλικού ωραρίου χρόνο


0 παπα

66

του είτε με πληροφόρηση από τους μαθητές του και τους γονείς τους είχε περισυλλέξει από όλο το νησί έκθετα ή προφυλαγμένα στα σπίτια αρχαιόφιλων οικογενειών κομμάτια του παλαιοτέρου πολιτισμού, κυρίως αρχαιότη­ τες. Όλα τα συγκέντρωνε στο σπίτι του μπάρμπα Γιάννη (Κυβερνείο επί Καποδίστρια). Αργότερα, όταν γέμισαν οι επτά μικρές αίθουσες του ισογείου, ζήτησε την άδεια να μεταφέρει όλον αυτό τον αρχαιολογικό πλούτο στις τρεις μεγάλες τάξεις του μεγαλοπρεπούς νεοκλασικού σχολικού κτηρίου του 1830. Εκεί τοποθετήθηκαν σε πρόχειρες ξύλινες προθήκες, πληρωμένες από το μισθό του φιλόπατρη δασκάλου, και δινόταν η δυνατότητα στους επισκέ­ πτες να θαυμάσουν από κοντά ό,τι είχε βρεθεί στην Αίγινα. Επί πλέον ο Α. Πελεκάνος με συνεχείς αιτήσεις και διαβήματα κατόρθωσε να εμπλουτίσει το Μουσείο έστω και με τα αντίγραφα των αγαλμάτων που είχαν ξεριζωθεί το 1811 από τα αετώματα της Αφαίας και κοσμούσαν τη Γλυπτοθήκη του Μονάχου2". Εκτός από τους Αιγινήτες και οι εφημερίδες Αθηνών του 1898 Ακρόπολις, Καιροί, Θόρυβος, Άστυ συγχαίρουν για την επιτυχή εκλογή του αμισθί Εφόρου Αρχαιοτήτων Αιγίνης. Η Ελένη αγαπούσε το μάθημα «Ιστορία της ελληνικής Καλλιτεχνίας». Εσπευσε να απο­ λαύσει την περίφημη συλλογή της Αίγινας. Όπως και άλλοι δάσκαλοι, πήρε το μήνυμα. Ούτε ένα κομμάτι του αρχαίου πολιτισμού θα χαθεί. Τα συγκέντρωναν, κυρίως με την συμβολή των μαθητών και τα έθεταν υπόψη του Εφόρου αρχαιοτήτων. Στο Εϋνάρδειο έμειναν από το 1926 μέχρι το 1982, οπότε μεταφέρθηκαν στο νέο μουσείο της Κολό­ νας. Για κάποια πιο ελεύθερη συναναστροφή ο μόνος με τον οποίο μπορούσε να συνομιλεί ήταν ο παπάς της Χαλασμένης Κωνσταντί­ νος Λυκούρης. Γεννημένος στα μέσα του 19ou αιώνα από πολυπληθή οικογένεια αυτοχθό­ νων Αιγινητών διασκορπισμένη στα χωριά - Κωνασταντίνος Λυκούρης της Αίγινας25, είχε γνωρίσει από διηγήσεις του πατέρα του και άλλων παλαιοτέρων στην ηλικία τα μεγαλεία της, όταν ήταν πρωτεύουσα του μόλις αναγεννη μένου ελληνικού κράτους και η πρώτη προσωρινή κυβέρνηση είχε εγκατασταθεί στο ιδιόμορφο κτίσμα του 1802, τον πύργο του Μάρκελου. Η Ελένη θυμήθηκε το περίεργο οικοδόμημα κοντά στην παραλία και στο Δημαρχείο26. Ο παπάς με μεγάλη ευχαρίστηση της διηγείτο ό,τι ήξερε από την λαμπρή εποχή που έζη-


σαν οι Αιγ^ήτες. Επίσης, του άρεσε να μεταφέρει στους νεότερους διηγήσεις Αιγινητών, που είχαν ζήσει από κοντά το μεγάλο έλληνα, γιατρό και από το 1803 πολιτικό της Ιονίου Πολιτείας και αργότερα της Ρωσίας, ο οποίος μετα­ ξύ των καθηκόντων του το 1814 εξετέλεσε και εντολή του Τσάρου σχετική με την Ελβετία. Ο Καποδίστριας επαναθεμελίωσε το ομοσπονδιακό σύστημα της Ελβετίας κατοχυρώνοντας την ουδετερότητα της. Το 1815 ο τσάρος Αλέξαν­ δρος Α' τον διόρισε συνυπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας με αρμοδιότητα τα θέματα της Ανατολής. Αυτόν τον πολιτικό, του οποίου την παραίτηση (1821) δεν δέχθηκε ο Τσάρος, αντίθετα του έδωσε απεριόριστη άδεια απουσίας στο εξωτερικό, αυτόν, που τα γαλλόφωνα καντόνια της Ελβετίας ευγνώμονα κήρυξαν επίτιμο πολίτη τους, οι Αιγινήτες από το 1828 τον έβλεπαν την Κυριακή να στέκεται κατά τη θεία λειτουργία στο στασίδι του στο μητροπολι­ τικό ναό της Αίγινας. Μετά η πρωτεύουσα μετακινήθηκε, ο Κυβερνήτης δολοφονήθηκε, αλλά τα έργα του τον κρατούσαν ζωντανό: το τεράστιο ορφανοτροφείο, από το 1880 φυλακές, σήμερα διαχρονικό Μουσείο της Αίγινας27,το αρχαιοπρεπές κτήριο του ελληνικού σχολείου, το ταπεινό Κυβερνείο, παλάτι της Αυτού Εξοχότητος, του μεγάλου πολιτικού, OL πολιτικές πράξεις του για την οργάνωση της Ελλη­ νικής Πολιτείας και ιδιαίτερα η θεμελίωση της δημοσίας εκπαιδεύσεως28. Η Ελένη αναθρεμμένη με διηγήσεις των προγόνων της για την πρωτεύου­ σα αυτοκρατορίας ελληνικής, υποταγμένης στους Οθωμανούς, βιώνοντας τα αγαθά της ελευθερίας στο ελληνικό Κράτος, ζούσε με τις διηγήσεις του παπάΚωνσταντή, τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των δημιουργών του. Το νησί με τα αρχαία μνημεία οδηγούσε το μυαλό της ακόμη πιο παλιά. Η Ελλάδα και η διαχρονική της δόξα παρούσα.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 15. Γιαννούλη, Άννα, Μακραίωνη ναυτική παράδοση. Καθημερινή / 7 ημέρες. "Αίγινα", 79-1997 σ. 23-25 16. Βλ. Αιγιναία 2009, αρ 17, σ. 150 17. Καρακατσάνης, Αντ, Η Αίγινα διαμέσου της ιστορίας. Κήρυξ της Αίγίνης, 1948, σ. 39 18. Δημαράς, Αλέξης, Εκπαίδευση. Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ.ΙΕ, σ. 484 κ.ε. 19. Όπως στον γυναικωνίτη της μεγάλης εκκλησίας δηλαδή, της Μητροπόλεως, η οποία είχε εγκαινιαστεί από το 1806. 20. Πρασσά, Αννίτα, Η Εκπαίδευση στην Αίγινα (1821-1832). Αιγιναία 2001, αρ.3, σ.77-88. Βιβλιογραφία εκτενής. Προ της επαναστάσεως του 1821... «πιθανότατα ιερείς και μοναχοί εκπαίδευον την νεολαίαν παρά τοις ναοίς διδάσκοντες γραφήν, ανάγνωσιν και λογαριθμηηκήν». Το 1825 ο έφορος της παιδείας Γρ. Κωνσταντάς δεν αναφέρει λει­ τουργία σχολείου. Το 1827 ιδρύεται το αλληλοδιδακτικό (4ετής φοίτηση), το οποίο στεγάζεται σε μικρό οίκημα για 45-50 μαθητές, που σύντομα πολλαπλασιάζονται.


Παράλληλα ιδρύεται και το ελληνικό σχολείο, δηλαδή η 3ετής μέση βαθμίδα παιδείας. Το 1830 ιδρύεται το Κεντρικόν Σχολείον, το οποίο ετοιμάζει διδασκάλους και στεγάζε­ ται στο μεγαλοπρεπές οικοδόμημα Εϋνάρδειο. 21. Ρωπαΐτου, Ζωή, Το κοπανέλι στην Αίγινα. Αιγιναία 2009, αρ.16, σ.117 Επί Γεωργίου Α' κυρίες που φιλοξενήθηκαν στην έπαυλη Κοντοσταύλου βλέποντας τη σκληρή ζωή των γυναικών του νησιού στους αγρούς, είχαν την ιδέα της ίδρυσης σχολής κοπανελιού, ώστε οι γυναίκες να έχουν επιπλέον εισόδημα. 22. Κουλικούρδη, Γεωργία, Αίγινα ί. Παρατηρήσεις Γεωλογικές, οικονομικές, δημογραφι­ κές. Αθήνα: Πιτσιλάς, 1990. σ. 277. Εικον. χάρτες, β/φία. 167 23. Δημητρακόπουλος, Σοφ., Ο άγιος Νεκτάριος. Αθήνα, 1998. σ.241 «Επειδή οι συγκοινω­ νίες ήταν πολύ δύσκολες, ο άγιος, όταν ήταν διευθυντής στη Ριζάρειο, πήγαινε στο μοναστήρι στην Αίγινα κατά τη διακαινήσιμο ή μετά του Θωμά και έμενε όλο το καλο­ καίρι, εκτός μονής βέβαια, στα γειτονικά ακατοίκητα σπιτάκια». 24. Λυκούδης, Στυλ. Εμ., 1) 0 εν Αιγίνη ναός της Αφαίας 2] Οι ναοί της Αφροδίτης και της Εκάτης. Κήρυξ της Αιγίνης, 1948,σ. 144 και 177 25. Κουλικούρδη, Γ., Αίγινα II. Η Αίγινα στην επανάσταση του 1821. Αιγινήτες αγωνιστές.Αίγινα, 2002, σ. 520. Στις σ. 229-241. Αρχειακή έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, όπου η ερευνήτρια μελέτησε έγγραφα των ετών 1821-1832 προερχόμενα από διάφο­ ρες Κοινότητες του νησιού. Σημειώνει το όνομα Λεκούρης [με ε). Και σε έγγραφο της Δημογεροντίας προς τον Διοικητή Αιγίνης, μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ανα­ φέρονται τα ονόματα 144 αυτοχθόνων Αιγινητών, μεταξύ των οποίων και το Λεκού­ ρης. Στα χρόνια αμέσως μετά την Επανάσταση οι γραμματείς καταγράφουν το όνομα με έψιλον. Όμως μετά την ίδρυση δημοτικού (δημοσίου) σχολείου στην Αίγινα και σταδιακά σε όλο το κράτος, πληθαίνουν OL εγγράμματοι. Από πρόχειρη έρευνα που έκανα στο Ιστορικό Αρχείο Αίγινας (στη δεκαετία του 1990) στο τμήμα των σχολικών αρχείων μέτρησα πάνω από τριάντα πέντε μαθητές με το επίθετο Λυκούρης (με υ), εκ των οποίων ο παλαιότερος είχε γεννηθεί το 1858. Πώς εξαφανίσθηκαν οι Λεκουραίοι και για ποιο λόγο αργότερα συναντούμε μόνο Λυκουραίους; Η επιστήμη γλωσσολογία σημειώνει ότι σε βόρεια και νότια ιδιώματα της ελληνικής γλώσσας το φώνημα ι (η,ι,υ) αντικαθίσταται από το ε κοντά σε ένρινο ή υγρό σύμφωνο. Πχ. το ψήνω γίνεται ψένω, η Αίγινα προφέρεται Αίγενα και ο κάτοικος Γενίτης το γαρύφαλο γαρέφαλο, έτσι το παλαιό επίθετο Λυκούρης, που δεν έχει ερευνηθεί από ποια λέξη κατάγεται (Λυκουριά Παρνασσού ή Δέλβινου, Λύκουρι βουνό της Χίου ή άλλες τοποθεσίες ή ιδιότητες + το επίθημα-ούρης όπως Ξυλούρης, επίθετο της Κρήτης, άρα όχι Αρβανίτικο) είχε την περιπέτεια να γίνει Λεκούρης και κάποτε επανήλθε στο αρχικό. Ο λαός που δημιούρ­ γησε το ρήμα ψήνω, σε κάποια περίοδο το πρόφερε ψένω - τον Αύγουστο ψένεις αυγό στον ήλιο, Λιβάρτζι Ψωφίδος - αλλά το αρχικό δεν εξαφανίστηκε. 26. Καρδαμήτση-Αδάμη, Μάρω, Στα χρόνια του Καποδίστρια. Καθημερινή/7 η μέρες. "Αίγι­ να", 7-9-1997 σελ. 21-22 27.Χουρμούζη-Ξενοπούλου, Σοφία, Το διαχρονικό Μουσείο της Αίγινας. Αιγιναία 2000 αρ.1 σ.77-87 28. Ο Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων βιβλίων (ΣΩΒ) προκήρυξε τη συγγραφή εργασίας με θέμα: «Ο Καποδίστριας ως θεμελιωτής της δημοτικής εκπαιδεύσεως εν Ελλάδι». Προκρίθηκε η μελέτη του Λ. Βελελή και εκδόθηκε το 1908 στη σειρά «Ωφελίμων Βιβλίων». Βλ. ΜΠΕΛΙΑ, Ελένη. - Ο Δημ. Βικέλας και η παρέμβαση του ΣΩΒ... Η Μελέτη, περίοδος Β'2010, τ. 5, σ. 533.


DONALD MASON*

1

Είναι του Απόλλωνα ο ναός στην Κολόνα ;

Ο

ναός στην Κολόνα, από τον οποίο η μόνη σωζόμενη κολόνα δίνει το όνομα της στην περιοχή, είναι γνωστός ως ναός του Απόλλωνα. Όμως

αυτή η ονομασία ίσως δεν είναι η σωστή. Γύρω στα 170 μ.Χ. ο Παυσανίας επισκέφθηκε την Αίγινα και, καθώς μπο­ ρούμε μόνο να υποθέσουμε, περιέγραψε ό,τι είδε. Δυστυχώς, όπως είναι γνω­ στό και όπως θα αποδειχθεί, η περιγραφή του είναι πολύ ασαφής. Από όσα ξέρω, πέρασαν δεκαπέντε αιώνες από τότε μέχρι ένας άλλος περιηγητής να μας δώσει πληροφορίες για τις αρχαιότητες στο νησί. Ήταν ο γάλλος Jean Giraud, πρόξενος της Βρετανίας στην Αθήνα. Το 1673 πέρασε δυο βδομάδες στην Αίγινα κι ένα χρόνο μετά έγραψε για την επίσκεψη του : Αυτό που απομένει αξιομνημόνευτο από τις αρχαιότητες

στο νησί είναι

μόνο δύο ναοί: ο ναός της Αφροδίτης, κοντά στο κύριο λιμάνι, και ο ναός του Πανάλιου Δία... Στο ναό της Αφροδίτης

δεν στέκουν όρθιες παρά μόνο δύο

κολόνες μ' ένα διάδρομο και μερικά ερείπια κατά γης2. Ο Giraud δεν εξηγεί γιατί ο ναός στην Κολόνα είναι της Αφροδίτης - το αποδέχεται ως γεγονός. Δύο χρόνια αργότερα, το 1676, ο συμπατριώτης του Jacob Spon επισκέφθηκε την Αίγινα κι έγραψε κι αυτός γι αυτήν - προφανώς έχοντας υπόψη του την αφήγηση του Giraud: Τα λίγα που απομένουν από τις αρχαιότητες στο νησί είναι δύο ναοί. Ο ένας, που προφανώς πρέπει να είναι σύμφωνα με τον Παυσανία ο ναός της Αφροδί­ της, είναι στα ΒΔ του νησιού και δεν απομένουν απ' αυτόν παρά δύο κολόνες 3

από πέτρα, ένας διάδρομος και μερικά ερείπια κατά γης . Η αναφορά του στον Παυσανία έχει έκτοτε πολλές φορές παρατεθεί: πλησίον δε τοϋ λιμένος έν φ μάλιστα όρμίζονται ναός έστιν Αφροδίτης4. Ο Giraud γνώριζε βέβαια τον Παυσανία και αναμφίβολα μπορούσε να κάνει την αναφορά αυτή. Το ότι δεν την έκανε, αλλά απλώς αναφέρθηκε στο ναό της Αφροδίτης χωρίς κανένα σχόλιο, δείχνει ότι η ονομασία αυτή και η παραπομπή στον Παυσανία ήταν γνωστές από πολλά χρόνια. Η ονομασία του ναού διατηρήθηκε, ίσως γιατί δεν υπήρξε καμιά πιο πει­ στική για τους επισκέπτες του στους δύο επόμενους αιώνες. Αυτός που διατύπωσε διαφορετική άποψη ήταν ο Charles Cockerell, ο

«χορικός masons@cdma-

οποίος το Δεκέμβρη του 1814 έκανε ανασκαφή στα θεμέλια του ναού, με την

son.org.uk 69


ελπίδα να βρει αγάλματα τόσο σημαντικά όσο αυτά που μαζί με φίλους του είχε βρει το 1811 στο ναό της Αφαίας. Ενώ γενικά ο Cockerell αποδέχεται την ίδια ονομασία, σ' ένα γράμμα του σε φίλο του στο Λονδίνο γράφει: Μέτρησα και τις κολόνες τον Ναού της Αφροδίτης (όπως τον ονομάζουν, αλλά εγώ νομίζω της Εκάτης)5... Κανένα επιχείρημα δεν καταθέτει γι' αυτή τη νέα του πρόταση. Ίσως να έφτασε σ' αυτή από μια άλλη αναφορά του Παυσανία: θεών δε ΑΊγινήται τιμώσιν Έκάτην μάλιστα... Ο Cockerell προφανώς ακολουθώντας τη λογική του κατέληξε στο συμπέ­ ρασμα ότι ο ναός αυτός που φαινόταν μεγαλύτερος έπρεπε να ανήκει στη θεά την οποία οι Αιγινήτες τιμούσαν περισσότερο. Αλλά το 1860 ο Cockerell άλλαξε γνώμη και θεώρησε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Άρτεμη. Πρέπει όμως να ήταν μια κακιά στιγμή του, γιατί στηρίχθηκε σε ένα απόσπασμα του Ηροδότου, το οποίο ωστόσο αναφέρεται σε ναό στην Αθήνα. Επί πλέον πρόσθεσε, λανθασμένα, ότι ο Παυσανίας δεν αναφέρει κανένα ναό της Άρτεμης6. Το 1878 οι γερμανοί Adolf Furtwängler και Georg Loeschcke έκαναν πρό­ χειρη έρευνα και συνέλεξαν θραύσματα αγγείων στο «sog. Aphroditetempel». Αργότερα, το καλοκαίρι του 1894, έγινε η πρώτη σοβαρή αρχαιολογική ανα­ σκαφή στην Κολόνα από τον Βαλέριο Στάη. Ο Στάης, αν και ενδιαφερόταν κυρίως να φέρει στο φως ένα οικισμό της εποχής του Χαλκού, κατέγραψε με προσοχή τα ευρήματα από τα ανώτερα, μεταγενέστερα στρώματα. Ανάμεσα σ' αυτά υπήρχε μία γυναικεία φιγούρα, την οποία ο Στάης αναγνώρισε με βεβαιότητα ως αφιερωτικό ανάθημα που παρίστανε την Αφροδίτη7. Κατόπιν ο χώρος ανασκάφτηκε τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. από τον Furtwängler και τους συνεργάτες του, οι οποίοι αναφέρονταν στο «ναό της Αφροδίτης» χωρίς άλλα σχόλια. Οι Paul Wolters και Gabriel Welter επανέλαβαν τις ανασκαφές στην Κολό­ να το 1924. Στις αναφορές του για τις ανασκαφές ο Wolters έδωσε έμφαση σ' ένα μαρμάρινο θραύσμα από ορόσημο με την ελλιπή επιγραφή: ΦΡΟΔΙΤ ΠΙΛΙΜΕΝ Τη συμπλήρωσε ως ΑΦΡΟΔΙΤΑ ΕΠΙ ΛΙΜΕΝΙ και τη συσχέτισε με το σημείο που τοποθετεί ο Παυσανίας το ναό της Αφροδίτης κοντά στο λιμάνι. Αποδέ­ χτηκε επομένως την άποψη του Spon για ταύτιση του λιμανιού στην Αύρα με αυτόν του Παυσανία «έν ώ μάλιστα όρμίζονται». Και ήταν πεπεισμένος ότι το ορόσημο επιβεβαίωνε πως η από πολλά χρόνια ερμηνεία του Παυσανία ήταν σωστή8.


0 Wolters δεν ανέφερε πού είχε βρεθεί το ορόσημο. Φαίνεται ότι αυτό βρέθηκε το 19049 κι ο ίδιος το είδε στο Μουσείο της Αίγινας μάλλον παρά στον αρχαιολογικό χώρο. Αυτό τώρα έχει εξαφανιστεί. Περιέργως, ο Gabriel Welter δεν έκανε καμιά αναφορά για το ορόσημο στο δικό του έργο το σχετικό με τις ανασκαφές του 1924, αλλά το παρουσία­ σε σ' ένα άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 1938, όπου το συνέκρινε με ένα ακέραιο πέτρινο στύπο10 άγκυρας που βρισκόταν στο Μουσείο της Αίγινας. Αυτή η σύγκριση έκανε σαφές ότι το μαρμάρινο θραύσμα δεν ήταν σε καμία περίπτωση ορόσημο αλλά τμήμα από στύπο άγκυρας. Κατά συνέπεια, ο Welter ερμήνευσε την επιγραφή εκείνη, που είχε συμπληρώσει ο Wolters, ως όνομα πλοίου στο οποίο άνηκε η άγκυρα. Επομένως, το ορόσημο ως επιχεί­ ρημα για το ότι ο ναός ήταν της Αφροδίτης ακυρώθηκε11. Τον ίδιο χρόνο, το 1938, ο Welter εισηγήθηκε για πρώτη φορά ότι ο ναός ήταν πράγματι του Απόλλωνα, σύμφωνα με ένα ισχυρό επιχείρημα βασισμέ­ νο στο κείμενο του Παυσανία. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα: II 29.[6] ...πλησίον δέ τοϋ λιμένος εν φ μάλιστα όρμίζονται ναός εστίν 'Αφροδίτης, εν έπιφανεστάτω δε της πόλεως το Αίάκειον καλούμενον, περίβολος τετράγωνος λευκού λίθου. ... [9] παρά δε το Αίάκειον Φώκον τάφος χώμα εστί περιεχόμενον κύκλω κρηπίδι, επίκειται δέ ο'ι λίθος τραχύς- ... [10]... όντως ές τον Κρνπτον καλούμενον λιμένα έσπλεύσας νύκτωρ έποίει χώμα. και τούτο μεν έξεργασθέν και ές ημάς έτι μένει· ... [11] τοϋ λιμένος δέ ού πόρρω τοϋ Κρυπτού θέατρόν έστι θέας άξιον, κατά το Έπιδαυρίων μάλιστα μέγεθος και έργασίαν την λοιπήν. τούτου δέ όπισθεν ώκοδόμηται σταδίου πλευρά μία, άνέχουσά τε αυτή το θέατρον καϊ αντί ερείσματος άνάλογον έκείνω χρωμένη. II 30. [1] ναοί δέ ού πολύ αλλήλων άφεστηκότες ό μεν Απόλλωνος έστιν, ό δέ Αρτέμιδος, Διονύσω δέ αυτών ό τρίτος. [2] θεών δέ Α'ιγινήται τιμώσιν'Εκάτην μάλι­ στα. Εκτός από το ναό της Αφροδίτης, ο Welter διέκρινε εδώ τρεις ομάδες μνη­ μείων: 1. το Αιάκειο και τον τάφο του Φώκου στο «επιφανέστατον», 2. το θέατρο και το στάδιο κοντά στον «κρυπτό λιμένα», 3. τους ναούς του Απόλλωνα, της Άρτεμης και του Διόνυσου, τον ένα κοντά στον άλλο, χωρίς επιπλέον πληροφορίες για τη θέση τους στο χώρο. Στη συνέχεια, πρόβαλε την άποψη ότι ο ναός του Διόνυσου έπρεπε να είναι κοντά στο θέατρο και από αυτό προέκυπτε ότι οι τρεις ναοί της τρίτης ομάδας ήταν κοντά στα μνημεία της δεύτερης ομάδας και, συνεπώς, κοντά στον «κρυπτό λιμένα». Το επόμενο βήμα ήταν να παρουσιάσει μια επιγραφή της ρωμαϊκής επο­ χής, ένα επίσημο θέσπισμα, το οποίο περιλάμβανε την εντολή να τοποθετηθεί «εις τον έπιφανέστα[τον τόπον τάς π]όλιος παρά το Άπολλών[ιον]». Πρακτικά μ'


αυτό τοποθετούσε το ναό του Απόλλωνα στο «επιφανέστατον» και έτσι, κατά συνέπεια, κοντά στο Αιάκειο και στον τάφο του Φώκου. Μ' αυτό το πρό­ σθετο στοιχείο ο Welter συμπέρανε ότι όλα τα μνημεία, που ανέφερε ο Παυ­ σανίας στο προηγούμενο απόσπασμα, βρίσκονταν στο «επιφανέστατον», κοντά στον «κρυπτό λιμένα». Ο Welter, λοιπόν, ξανάνοιξε το θέμα σχετικά με το ποιος ήταν ο «κρυπτός λιμήν» του Παυσανία. Οι ανασκαφές του είχαν φέρει στο φως τα ερείπια από πολλούς νεώσοικους στο από παλιά κατεστραμμένο λιμάνι στην Αύρα. Έτσι συμπέρανε ότι αυτό έπρεπε να είναι το πολεμικό λιμάνι και, κατά συνέπεια, ο «κρυπτός λιμήν», σ' αντίθεση με την άποψη του Wolters το 1925. Επομένως το λιμάνι «έν φ μάλιστα όρμίζονται», κοντά στο οποίο βρισκόταν ο ναός της Αφροδίτης, πρέπει να ήταν προς το μέρος του σημερινού λιμανιού. Σύμφωνα μ' αυτά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα τώρα που το «ορόσημο» είχε ακυρω­ θεί, ο ναός στην Κολόνα δεν ήταν ο ναός της Αφροδίτης. Όσο αφορά το σε ποιον ήταν αφιερωμένος αυτός, οι άλλες πιθανότητες ήταν στον Απόλλωνα, στην Αρτεμη και στο Διόνυσο, στους τρεις θεούς που ο Παυσανίας λέει ότι οι ναοί τους ήταν κοντά ο ένας στον άλλο και οι οποίοι, κατά την άποψη του Welter, βρίσκονταν στο «επιφανέστατον». Για τον Welter δεν υπήρχε αμφιβολία: το μέγεθος του ναού έδειχνε ότι έπρεπε να ανήκει στο «Stadtgottheit», στον πολιούχο θεό, δηλαδή στον Πύθιο Απόλλωνα12. 0 Welter δημοσίευσε κι ένα χάρτη, όπου σημείωνε όλα τα μνημεία που ανέφερε ο Παυσανίας. Ισχυρίσθηκε ότι είχε βρει τα θεμέλια του Αιακείου και τον τάφο του Φώκου στο λόφο της Κολόνας. Τοποθέτησε το θέατρο και το στάδιο εικάζοντας σύμφωνα με τα επιχειρήματα του (όχι όμως πάνω στο λόφο της Κολόνας). Όσο για τους δύο χωρίς όνομα ναούς πάνω στο χάρτη του, που μπορούμε να υποθέσουμε ότι ήταν της Άρτεμης και του Διόνυσου, δεν ανάφερε τίποτε περισσότερο για τους λόγους της τοποθέτησης τους από τις πληροφορίες του Παυσανία, ότι δηλαδή ο ένας ήταν κοντά στον άλλο και 13 οι δύο κοντά στο ναό του Απόλλωνα . Παρά την πρόδηλη πίστη του στις διαπιστώσεις του, ο Welter άλλαξε άποψη αργότερα. Το 1954 δημοσίευσε ένα μικρό άρθρο για τα ορόσημα από τον 5ο αιώνα, στο οποίο συνέδεσε τα ονόματα του Απόλλωνα και του Ποσει­ δώνα, συμπεραίνοντας από αυτά ότι: Η λατρεία του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα τον 5ο αι. στην Αίγινα ήταν σε κοινό τόπο, η λατρεία τους ήταν στενά δεμένη, επομένως ήταν σύνναοιη. Αντικατοπτρίζοντας αυτή την άποψη η Γ. Κουλικούρδη στο έργο της «Αίγινα» της ίδιας περίπου περιόδου απέδωσε στον Welter την άποψη ότι ο ναός ήταν είτε του Απόλλωνα είτε του Ποσειδώνα. Όσο αφορά την προηγού­ μενη σύνδεση με την Αφροδίτη, πρόσθεσε:


Σήμερα ό κ. Welter, πού έχει ειδικά μελετήσει την Αίγινα, αμφισβητεί πώς μπο­ ρεί ò κυριώτερος ναός μιας δωρικής πόλης να είναι τής Αφροδίτης15. Ο Welter στην ελληνική έκδοση του έργου του «Αίγινα» μετά το θάνατο του, το 1962, με επιμέλεια Γ. Κουλίκούρδη, εκθέτει το λογικό του επιχείρημα, όπως και το 1938, και συμπεραίνει σταθερά: Ούτως ή θέσις τοϋ «επιφανέστατου», ήτοι τον θρησκευτικού και πολιτικού κέντρου της αρχαίας πόλεως, είναι καθορισμένη εις το λόφον τής Κολώνας'6. Ενώ το κύριο κείμενο ανέφερε τον Απόλλωνα, στην αναλυτική λίστα με τα μνημεία, ο ναός καταγραφόταν ως του «Απόλλωνα-Ποσειδώνα». Και στη δική της ιστορία και στο έργο του Welter το 1962 η Κουλίκούρδη ξανατύπωσε το χάρτη του Welter του 1938. Οι ανασκαφές στην Κολόνα ξανάρχισαν το 1966 υπό την εποπτεία του Hans Walter. Η πρώτη δημοσίευση τους έγινε το 1974. Στον πρόλογο ο Walter άμεσα αντιμετώπισε την ανάγκη να δικαιολογήσει το όνομα του ναού και παράλληλα τον τίτλο του βιβλίου «Der Apoìlontempel»1''. Άρχισε με το υποτι­ θέμενο ορόσημο της Αφροδίτης και, ακολουθώντας την άποψη του Welter ότι πρόκειται για άγκυρα όπου αναγράφεται το όνομα πλοίου, αποδέχθηκε την ονομασία του ναού ως ναού του Απόλλωνα. Κι ο Walter οδυρόταν που, παρό­ λα αυτά, συνέχιζε να ονομάζεται ναός της Αφροδίτης. Προχώρησε παραθέτοντας και σχολιάζοντας το κείμενο του Παυσανία. Θεώρησε, σύμφωνα με τον Welter, δεδομένη τη θέση του κρυπτού λιμένα στην Αύρα, αλλά δεν προσπάθησε να ακολουθήσει τη λογική πορεία εκείνου. Αντίθετα, φαντάστηκε τον Παυσανία να φτάνει στο εμπορικό λιμάνι και να περιγράφει αυτά που έβλεπε: πρώτα, πολύ κοντά του, το ναό της Αφροδίτηςέπειτα, πιο μακριά, το Αιάκειο και τον τάφο του Φώκου, τον οποίο ο Walter τοποθετούσε πάνω από τον κρυπτό λιμένα σε ένα ύψωμα ανατολικά της σημερινής παραλιακής οδού στο ύψος της Πατριάρχου Γρηγορίου, όπου σήμερα είναι χώρος πάρκινγκ. Εξάλλου, το θέατρο και το στάδιο δεν μπορού­ σαν να είναι στο λόφο της Κολόνας - ασφαλώς δεν υπήρχε χώρος, ιδιαίτερα αφού, σύμφωνα με τον Παυσανία, το θέατρο ήταν το ίδιο μεγάλο με της Επι­ δαύρου - το θέατρο όμως θα μπορούσε να ταιριάζει στην απέναντι πλαγιά, κάτω από το σπίτι του Πετρίτη, με το στάδιο πίσω του, πάνω στο ίσιωμα. Τελικά ο Walter επανέκαμψε στα επιχειρήματα του Welter: ο ναός του Διονύσου έπρεπε να είναι κοντά στο θέατρο και η επιγραφή που ο Welter ανέφερε τοποθετούσε το ναό στο «επιφανέστατον». Σ' αυτό ο Walter πρό­ σθεσε την ένδειξη, από ένα σχόλιο στον 3ο Νεμεόνικο του Πινδάρου, όπου ως «Θεωροί» προσδιορίζονται οι απεσταλμένοι των πόλεων στον Απόλλωνα18, προφανώς με το σκοπό να ενισχύσει την τελική υπόθεση του την αντλημένη από τη ρωμαϊκή επιγραφή, σύμφωνα με την οποία τα δημόσια θεσπίσματα έπρεπε να τοποθετούνται κοντά στο ναό. Αυτό αποδείκνυε ότι ο Απόλλωνας


ήταν ο πολιούχος θεός της Αίγινας και συνεπώς ο κύριος ναός, προφανώς αυτός που του απέμεινε μία κολόνα, πρέπει να ήταν αφιερωμένος σ' αυτόν. 0 Walter κατά το μάλλον ή ήττον επανέλαβε το ίδιο θέμα στο βιβλίο του «Ägina: Die archäologische Geschichte einer griechischen Insel»!19 το 1993. Αυτή τη φορά απλώς θεώρησε ως δεδομένο ότι ο ναός στην Κολόνα ήταν του Απόλλωνα. Κι έγραψε σύμφωνα πάλι με την άποψη ότι ο Παυσανίας στέκεται όπου αποβιβάζεται και καταγράφει ό,τι βλέπει. Όσο αφορά το θέατρο, πρό­ σθεσε την παρατήρηση ότι τα ελληνικά θέατρα έπρεπε να κτίζονται στην πλαγιά ενός λόφου - τα ελληνικά δεν είχαν ξεχωριστή στήριξη, όπως μπο­ ρούσαν να έχουν τα ρωμαϊκά. Ίσως ακόμη να είχε κάποιες ανησυχίες για το μέγεθος του, γιατί πρόβαλε την πιθανότητα ο Παυσανίας να αναφερόταν μάλλον στο μικρό θέατρο της Παλιάς Επιδαύρου κι όχι στο μεγάλο στο Ασκληπιείο. Εν πάση περιπτώσει, όπως ο Welter το 1938, αισθάνθηκε ικανός να τοποθετήσει όλα τα μνημεία του Παυσανία στο χάρτη του, συμπεριλαμ­ βανομένου και του ναού του Διόνυσου. Για πολλά χρόνια αυτή η ταυτοποίηση φαινόταν βέβαιη και είχε ληφθεί ως δεδομένη σε δημοσιεύματα σχετικά με τις ανασκαφές στην Κολόνα - για παράδειγμα, στο άρθρο του καθηγητή Feiten στην «Αιγιναία» τ. 5. Όμως, κατά κάποιο τρόπο, ήταν περίεργη. Ακόμα κι όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, το επιχείρημα του Welter το 1938 δεν ήταν πειστικό. Πρώτο, υπάρχει ζήτημα με το «επιφανέστατον». 0 Welter δεν έκανε σαφές γιατί το τοποθέτησε στο λόφο της Κολόνας. Ίσως το θεώρησε δεδο­ μένο καθώς, ως σημαντικό θρησκευτικό κέντρο κατά την αρχαϊκή και κλασι­ κή περίοδο, ήταν η μόνη πιθανότητα. Στο κείμενο του ο Welter διακριτικά, ίσως όχι εκ προθέσεως, επηρεάζει τις προσδοκίες καθενός. Έχοντας πει «Im Epiphanestaton» στο μεταφρασμένο στα γερμανικά απόσπασμα του Παυσα­ νία, λέει ως εκ τούτου κατά συνέπεια «auf dem Epiphanestaton», δημιουργώ­ ντας την εντύπωση ενός τόπου υψηλού, σαν της Κολόνας, πάνω στον οποίο έπρεπε να βρίσκεται ένα κτήριο. Αλλά, ενώ η Κολόνα είναι ένα είδος λόφου, αυτός είναι χαμηλός, μόλις 15 μέτρων. Μεγάλο μέρος της Αίγινας που περι­ κλείεται από το αρχαϊκό τείχος ήταν ψηλότερο, πάνω από 20 μ., συνεπώς η Κολόνα σε καμία περίπτωση δεν ήταν το υψηλότερο σημείο. Πάντως η χρήση της λέξης στην επιγραφή της ρωμαϊκής εποχής έχει σαφώς σχέση με το σκοπό της επιγραφής ως θεσπίσματος. Όπως πολλά άλλα θεσπίσματα έπρεπε να χαραχθεί σε πέτρα και να τοποθετηθεί «στην πιο εμφανή τοποθεσία». Η πραγματική σημασία αυτού είναι «στον τόπο που οι περισσότεροι θα μπορούσαν να το διαβάσουν», όχι κρυμμένο σε μια απόμα­ κρη γωνιά. Το μέρος που έρχεται αμέσως στο μυαλό είναι η αγορά, το κέντρο της πολιτικής και εμπορικής ζωής της πόλης. Εάν, αντίθετα, η λέξη έπρεπε να ερμηνευθεί με την έννοια της Κολόνας, ενός μεγάλου και ίσως αποκλειστικά


θρησκευτικού χώρου στην άκρη της πόλης, τότε έπρεπε να δοθεί μια καλή δικαιολογία, την οποία ο Welter δεν επιχείρησε να κάνει. Χωρίς αυτή την ερμηνεία, το υπόλοιπο συμπέρασμα του μπορούσε να στέκει αλλά με την τοποθέτηση των κτηρίων σε απολύτως άλλη μεριά από το πολεμικό λιμάνι στην Αύρα. Το υπόλοιπο συμπέρασμα είναι, επίσης, σοβαρά ελαττωματικό, κυρίως ως προς τον πρώτο ισχυρισμό, ότι ο ναός του Διόνυσου έπρεπε να είναι κοντά στο θέατρο. Σε γενικές γραμμές έπρεπε να λέει «εάν σε ένα αρχαίο χώρο υπήρχαν και θέατρο και ναός του Διονύσου, τότε έπρεπε και τα δύο να είναι κοντά». Το μόνο που μπορείς να πεις είναι ότι αυτό απλώς δεν είναι αλήθεια20. Πάρτε για παράδειγμα το Άργος. Είναι φανερό από την περιγραφή της επί­ σκεψης του Παυσανία ότι ο ναός του Διόνυσου ήταν πολύ μακριά από το θέα­ τρο. Ο Παυσανίας, δηλαδή, βλέπει το θέατρο στο εδάφιο II, 20 [6] και φτάνει στο ναό του Διόνυσου στο II, 23 (1), αφού προηγουμένως έχει περιγράψει ή αναφέρει περισσότερα από άλλα είκοσι μνημεία στη διαδρομή του. Και οι σημερινές αρχαιολογικές ανασκαφές δεν έχουν βάλει πιο κοντά αυτά τα δύο. Ενα ακόμα πιο δραματικό παράδειγμα είναι η αρχαία Τέως, κοντά στη Σμύρ­ νη, όπου ο ναός του Διονύσου ήταν τουλάχιστον 500μ. μακριά από το θέα­ τρο21. Έτσι το συμπέρασμα του Welter ότι οι τρεις ναοί ήταν ο ένας κοντά στον άλλο και όλοι κοντά στον κρυπτό λιμένα δεν ήταν βάσιμο. Ο Welter δεν αιτιολόγησε τον ισχυρισμό του ότι ο Απόλλωνας ήταν ο πολι­ ούχος της Αίγινας. Όσο γνωρίζω, αυτή τη συσχέτιση δεν έκανε ούτε ο Στάης, ο Furtwängler ή ο Wolters, οι οποίοι γνώριζαν σε βάθος τις αρχαίες πηγές και θα είχαν επίγνωση μιας τέτοιας αναφοράς στον Απόλλωνα. Έτσι το μόνο που μας απομένει για να ερμηνεύσουμε τον Παυσανία είναι η ρωμαϊκή επιγραφή του ναού του Απόλλωνα για τοποθέτηση της στο (ή πάνω στο) «επιφανέστατον», όπου κι αν αυτό βρισκόταν. Όμως σήμερα δεν μπορούμε να ξέρουμε. Δεν είναι σαφές αν ο Welter και ο Walter εξέτασαν τη σχετική επιγραφή οι ίδιοι. Όπως και να 'χει, ο Walter ανέφερε την έκδοση των Inscriptions Graecae του 1902, η οποία έδινε την εκδοχή που αναφέρε­ ται πιο πάνω: ... άνασταθήσε]τω ε/ς τον έπιφανέστα[τον τόπον τάς π]όλιος, παρά το Άπολλών[ιο22. Όταν όμως μια καινούρια έκδοση των αιγινήτικων επιγραφών έγινε το 2007, υπήρξε μια καίρια αλλαγή: ...άνασταθήσε]ται εις τον έπιφανέστα[τον τόπον τας π]όλιος, παρά το αγορανομιών23. Τώρα πια δεν ήταν ο ναός του Απόλλωνα που βρισκόταν στο «επιφανέ­ στατον» αλλά το «αγορανόμιον», η έδρα του επόπτη της αγοράς. Η επιγραφή Αρ. 2259 του Μουσείου της Αίγινας στέκεται μάλλον μελαγ-


χολικά στη στοά του παλιού μουσείου24. Να το σχετικό τμήμα: Μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως μόνο το πρώτο «Α» είναι ευανάγνωστο, κι οι επιμελητής της εκτύπωσης του 2007 είχαν τόση φαντασία όση αυτοί του 1902. Η προσωπική μου αντίληψη είναι ότι το «Απολλώνιον» πραγματικά μπορεί να αποκλειστεί, ενώ το «Αγορανόμιον» είναι ένα ορατό ενδεχόμενο. Χωρίς αυτή την επιγραφή δεν απομένει τίποτα από το επιχείρημα του Welter και οι αλλαγές που εισηγήθηκε ο Walter δεν βοηθούν. Η λεπτή δικαιο­ λόγηση του να είναι ο Απόλλωνας ο πολιούχος της Αίγινας, το ότι δηλαδή επί­ σημα θεσπίσματα τοποθετούνταν κοντά στο ναό του, εξαρτήθηκε από την παρερμηνεία της ρωμαϊκής επιγραφής. Όσο αφορά την άποψη του Walter για τον Παυσανία που φτάνει στο λιμάνι και κοιτάζει γύρω του, πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί ο Παυσανίας να κοιτάξει προς αυτή την κατεύθυν­ ση; Η απάντηση είναι ότι ο Walter γνώριζε, με βάση τα επιχειρήματα του Welter, ότι εκεί ήταν τα μνημεία. Έτσι αν τα επιχειρήματα του Welter δεν ισχύουν, εξίσου δεν ισχύουν και του Walter. Η άποψη του να έχει ο Παυσανίας συμπεριφερθεί όπως ο Walter περι­ γράφει είναι σε κάθε περίπτωση απίθανη. Η χαρακτηριστική μέθοδος του περιηγητή έχει πριν πολλά χρόνια περιγραφεί από τον Sir James Frazer: Μόλις φτάνει στην πρωτεύουσα πάει κατευθείαν στο κέντρο, γενικά στην αγορά, περιγράφει τα εκεί σημαντικά κτήρια και μνημεία, ακολουθεί έπειτα με τη σειρά τους δρόμους που ανοίγονται ακτινοειδώς από το κέντρο σ' όλες κατευθύνσεις, καταγράφοντας για καθένα τα πιο αξιοσημείωτα αντικείμενα. Μετά τη συμπλήρωση της περιγραφής του κέντρου, περιγράφει τη γύρω περιοχή με τον ίδιο τρόπο2\ Αυτή ήταν η διαδικασία που ασφαλώς ακολούθησε, για παράδειγμα, στο Άργος, και είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι την ίδια θα είχε ακολουθήσει και στην Αίγινα. Συνοψίζουμε, λοιπόν, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε παρά μόνο όσα μας λέει ο Παυσανίας- και δεν μας λέει τίποτα για την ταυτό­ τητα του ναού στην Κολόνα. Ο ναός θα μπορούσε, πράγματι, να είναι του Απόλλωνα - το μόνο που χρειαζόμαστε είναι κάποιες ενδείξεις. Αλλά θα μπορούσε να είναι μετά από όλα αυτά της Αφροδίτης; Τι ειρωνεία! Η γυναικεία θεότητα που βρήκε ο Στάης το 1894 και τώρα βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (υπάρ­ χει φωτογραφία της στο άρθρο του καθηγητή Feltens στην «Αιγιναία» τ. 5] είναι κοινά αποδεκτό ÓTL παριστάνει την Αφροδίτη. Από την άλλη, η ερμηνεία του θραύσματος της μαρμάρινης άγκυρας, που παρουσιάσθηκε από τον Welter και υποστηρίχθηκε από τον Walter, δεν είναι πλέον αποδεκτή. Λίγα χρόνια μετά τη δημοσίευση του «Der Apollontempel», ο Dan McCaslin εξέδω­ σε το «Πέτρινες άγκυρες της αρχαιότητας». Σχολίασε με προσοχή το αιγινήτι-


κο θραύσμα. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι στην πραγματικότητα ήταν ένα θραύσμα άγκυρας ή ότι η συμπλήρωση της επιγραφής ήταν σωστή. Αλλά ήταν σαφής στο ότι άγκυρες με επιγραφές δεν χρησιμοποιούνταν στα πλοία αλλά ήταν αναθήματα. Το γεγονός ότι το παράδειγμα του Welter ήταν από μάρμαρο επιβεβαίωνε αυτή την άποψη και εξηγούσε γιατί βρέθηκε στον περίβολο του ναού26. Η πιθανότητα, λοιπόν, να είναι ο ναός της Αφροδίτης επανέρχεται στο προσκήνιο. Αλλά η ταυτοποίηση του Welter για τον κρυπτό λιμένα την ακυρώνει. Καθώς δεν έχουμε κάποιον άλλο πειστικό υποψήφιο, ο ναός θα συνεχίζει να αναφέρεται ως του Απόλλωνος. Μας αρέσει τα αγαπημένα μας μνημεία να έχουν ονόματα, και σε όλες τις χώρες και σ' όλες τις εποχές ονόματα θεών, ηρώων και ιστορικών προσώπων έχουν συνδεθεί με μνημεία με μικρότερη σχέση από όση συνδέει τον Απόλλωνα με τα ερείπια στην Κολόνα. Αλλά η συζήτηση για την ταυτότητα του ναού προκαλεί κι άλλα ερωτή­ ματα. Το κυριότερο: πώς ήταν η πόλη της Αίγινας από την αρχή του 5ου αιώνα π.Χ., όταν χτιζόταν το τείχος της πόλης, μέχρι και τον 3ο αιώνα μ. Χ.; Ο Cockerell σχεδίασε πρώτος τη γραμμή του τείχους, που ξεκινάει από την εκκλησία της Παναγίτσας στο νότιο άκρο του λιμανιού, και διαγράφοντας ένα ευρύ τόξο συναντάει πάλι τη θάλασσα στα βόρεια της Κολόνας. Αλλά το μόνο μέρος μέσα στο τείχος για το οποίο έχουμε κάποια ουσιαστική γνώση από όλη αυτή την περίοδο των 800 χρόνων είναι η μικρή γωνιά γύρω από τον κατεστραμμένο ναό. Για παράδειγμα, δεν ξέρουμε πού ήταν η αγορά. Υπάρχει μια αναφορά που δείχνει ότι ναοί βρίσκονταν σε άλλα από την Κολόνα μέρη της πόλης. 0 πρόξενος Giraud, αναφερόμενος γενικά στην περιοχή γύρω από το λιμάνι, έγραψε σε σχέση με τον Παυσανία: Βλέπεις ακόμη μερικούς μικρούς ναούς και μπορεί να είναι τον Απόλλωνα, της Άρτεμης, του Διόνυσου και άλλων". Κι ακόμα υπάρχουν οι προφανώς συγκρουόμενες περιγραφές της πόλης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η επιγραφή στη στοά του παλιού μουσείου είναι από το 69 π. Χ. Αναφέ­ ρεται σε πειρατικές επιδρομές και στο πώς οι άνθρωποι επέζησαν. Στην πραγματικότητα δείχνει μια λειτουργικά εύρυθμη πόλη. Αλλά 25 χρόνια αργότερα υπάρχει μια συγκινητική και συχνά αναφερόμενη επιστολή στον Κικέρωνα από το φίλο του Σέρβιο Σουλπίκιο Ρούφο. 0 Σουλπίκιος έπλεε από την Αίγινα προς τα Μέγαρα και περιέγραψε την Αίγινα, τα Μέγαρα, την Κόρινθο και τον Πειραιά ως πόλεις «που κάποτε ήταν ανθηρότατες αλλά τώρα κατεστραμμένες και σκορπισμένες μπροστά στα μάτια28». Το ότι «έπλεε από την Αίγινα» δείχνει ότι είχε πάει εκεί ή τουλάχιστον στο λιμάνι της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, τι ήταν τα ερείπια που είδε; Ύστερα ερχόμαστε στον Παυσανία γύρω στα 170 μ. Χ., ο οποίος δεν λέει


τίποτα για ερείπια. TL, λοιπόν, είδε αυτός; Και γιατί παρέλειψε να αναφέρει το ναό στην Κολόνα; Ήταν μεγάλος, πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στην Αφαία, και δέσποζε στο ακρωτήρι που από κοντά του περνάς, όταν πλέεις προς το νησί. Φαίνεται περίεργο να μην πει κανένας επισκέπτης κάτι γι' αυτό, και ο Παυσανίας δεν ήταν οποιοσδήποτε επισκέπτης. Εφόσον δεν έχουμε νέα στοιχεία, πρέπει να διατηρήσουμε τις αμφιβολίες μας για όλα αυτά τα ζητήματα συμπεριλαμβανομένης, νομίζω, της ταυτότη­ τας του ναού στην Κολόνα. Ίσως στο μέλλον όλα να γίνουν σαφή.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ευχαριστώ θερμά την Προνόη Θεολογίδου για την ελληνική εκδοχή αυτού του άρθρου. 2. Collignon, M., Le Consul Jean Giraud et sa relation de l'Attique au XVIle siècle (1913]: 23. 3. Spon, Jacob, Voyage d'Italie, de Dalmatie, de Grece, et du Levant : fait aux années 1675 & 1676 (1678, éd. Roland Etienne and others, Γενεύη 2004): 396-397. 4. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, II Κορινθιακά (ed. F. Spiro, Λειψία 1903): 29,6 - 30,2. 5. London, RIBA Library, COC:ADD\l\28 (BOX 11), C R Cockerell, from Athens, to Robert Smirke, in London, 23 Dec 1814. 6. Cockerell, CR., The Temples ofJupiter Panheìlenius atAegina, and of Apollo Epicurius atBassae near Phigaleia in Arcadia (1860): 41. 7. Στάης, Β., «Προϊστορικοί συνοικισμοί εν Αττική και Αίγινα», ΑΕ 1895: 263264. 8. Wolters, R, "Ausgrabungen am Aphroditetempel in Ägina 1924", Gnomon 1925: 46-47- Wolters, R, "Forschungen auf Ägina", AA 1925: 4. 9. Hallof, Klaus (ed.), Inscriptiones Graecae IV, II (2007): 94. 10. Στύπος ή τσίπος (αγγλ. crossbar): ξύλινος ή πέτρινος -ή σιδερένιος αργό­ τερα - δοκός που διαπερνούσε το κάθετο κύριο μέρος της άγκυρας, ώστε αυτή να στερεώνεται στην άτρακτο. 11. Welter, G., AA 1938: 489 και 497 (Εικ. 11), 499-500 (Εικ. 12-15). 12. Welter, G.,Aigina (1938): 49-50. 13.0.π..:39, 52. 14. Welter, G„ "Aeginetica XXXIII", AA (1954): 28. 15. Κουλικούρδη, Γ, Αίγινα (1955;): 46.


16. Welter, G., Αίγινα (1962): 29-31 17. Walter, Η., "Vorwort", in Wurster, W. W, Alt-Ägina 1,1, Der Apollontempel (1974]: 6. 18. Drachmann, A.B., Scholia Vetera in Pindari Carmina (1927): 59 (122a and 122b). 19. σ. 54-57. 20. Φυσικά, κάθε θέατρο έπρεπε να περιλαμβάνει βωμό του Διονύσου. 21. Bean, G.E., Aegean Turkey: an archaeological guide (1984): 141. 22. Fraenkel, Max. (ed.), Inscriptiones Graecae IV (Βερολίνο 1902): 3. 23. Hallof, Klaus (ed.), ό.π.: 24. 24. Ευγνωμονώ την Dr Irene Polinskaya που μου υπέδειξε πού βρίσκεται αλλά και για τις σκέψεις της σχετικά με ορισμένα σημεία σ'αυτό το άρθρο. 25. Frazer, J., Pausanias and Other Greek Sketches (1900): 19. 26 McCaslin, D., Stone Anchors in Antiquity: Coastal Settlements and Maritime Trade-routes in the Eastern Mediterranean ca. 1600-1050 B.C. (Γκέτεμποργκ, 1980): 48-49, 79 n.38). 27. Collignon ,ό.π. 28. "Quae oppida quodam tempore florentissima fuerunt, prostrata et diruta ante oculos iacent."

li 1

n

ϊι

Hi "CT:

**& - ;.s#ei

;

•Aki ì'•:;>•

: * ' „,ϊ / \ i

79


ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΩΤΗΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

MLŒ εκδρομή στην Αίγινα του 1868

0

γάλλος διπλωμάτης Ανρί Μπελ (είχε γεννηθεί το1837) υπηρέτησε ως ακόλουθος στη γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης και ως πρέ­ σβης στη Φλωρεντία. Το 1868 ανέλαβε τη θέση του γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα, όπου παρέμεινε πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό του δόθηκε η ευκαιρία να ταξιδεύσει και να γνωρίσει από κοντά τους Έλληνες, να σπουδάσει τη νοοτροπία, το χαρακτήρα, τον πολιτισμό και την ιστορία τους. Το σύνολο των περιηγήσεων του σ' όλη την Ελλάδα δημοσιεύτηκε αρχικά σε 21 συνέχειες στο γαλλικό περιοδικό «Le tour du monde» ως «Ταξίδια στην Ελλάδα (1861-1874)» και το 1881 σε αυτοτελή τόμο. Πρόκειται για μια ιδιαί­ τερα ενδιαφέρουσα πηγή για τη ζωή των Ελλήνων μετά την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό και, σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Ιουλίου Βερν, ήταν μία από τις πηγές του έργου του «Το Αρχιπέλαγος καίγεται». Οι περι­ γραφές του είναι συγκλονιστικές και μέσα απ' αυτές αναδεικνύεται η προ­ σωπικότητα και η συγγραφική ικανότητα του διπλωμάτη Μπελ, ενός ανθρώ­ που με πολύπλευρη γνώση, σφαιρική λογική αλλά και ανθρωπιστικές ευαι­ σθησίες. Τα κείμενα του με έντονα λαογραφικά στοιχεία συνθέτουν ένα γοη­ τευτικό και ενδιαφέρον χρονικό που κινείται τόσο στην πεζότητα της σύγ-

80


Ο Ναός της Αθηνάς. Έργο του Α. Deroy

χρονης πραγματικότητας όσο και στο ωραιοποιημένο παρελθόν. Ανάμεσα στις δημοσιευμένες ταξιδιωτικές αφηγήσεις στο περιοδικό «Le tour du monde» στις σελίδες 353-357 βρήκαμε μια ενδιαφέρουσα περιγραφή από μία μονοήμερη εκδρομή του Μπελ με φίλους του στην Αίγινα, που μετα­ φράσαμε για να παρουσιάσουμε εδώ. «0 κόλπος του Σαρωνικού (κόλπος της Αίγινας) πήρε το όνομα του από το βασιλιά της Τροιζηνίας Σάρωνα, που πνίγηκε σ' αυτόν. Κατά την αρχαιότητα ο Σαρωνικός υπήρξε κέντρο μεγάλης δραστηριότητας, τόσο πολιτιστικής όσο και εμπορικής. Μεταξύ των νησιών που είναι διασκορπισμένα σ' αυτόν, δύο ήταν ξακουστά, η Σαλαμίνα και η Αίγινα, αλλά μόνο η Αίγινα έπαιξε ρόλο ιστο­ ρικό αμφισβητώντας τη θαλάσσια κυριαρχία της Αθήνας και της Κορίνθου. Οι ιστορικές αναφορές γι' αυτή τη γωνιά της γης ασφαλώς και δεν αρκούν για να εξηγήσουν την απόφαση μας να πάμε εκεί. Το αποφασίσαμε κυρίως γιατί σ' αυτήν βρίσκονται τα ερείπια ενός από τους πιο φημισμένους ναούς της αρχαιότητας, της Αθηνάς ή του Πανελληνίου Διός. Η κατάσταση των ερειπίων και η θέση που κατέχει αυτός στην ιστορία της τέχνης αξίζουν τη μικρή ταλαι­ πωρία του ταξιδιού και το περπάτημα λίγων ωρών μέσα στη νύχτα. Δεν παρα­ πονούμαι για τη διαδρομή που έπρεπε να κάνουμε για να φτάσουμε στο νησί μ' ένα θαυμάσιο καιρό, που συνεχίστηκε κι όταν ακόμα ο ήλιος έδυσε. Ήταν αλη­ θινή απόλαυση να γλιστράς πάνω στα γαλανά νερά του κόλπου ανάμεσα σε κάβους και βράχους χρυσαφένιους κάτω από το φως του ήλιου που βασίλευε.


Στον Πειραιά νοικιάσαμε μια μεγάλη σακολέβα. Θα μας πήγαινε ως τη ρίζα του λόφου, πάνω στον οποίο βρίσκεται ο ναός. Ήταν πέντε η ώρα το πρωί, όταν ξεπεράσαμε τη βραχώδη άκρη με τον τάφο του Θεμιστοκλή, απ' όπου ξεκινήσαμε. Όταν ο άνεμος φυσάει από το βοριά χρειάζονται μόνο τρεις ώρες για να φτάσεις στην Αίγινα, μπορεί όμως να γίνουν δεκαπέντε, αν συμβεί ξαφνικά μία από τις συνήθεις μεταβολές του ανέμου που παρουσιάζονται στις ακτές της Ελλάδας. Αυτές οι απότομες αλλαγές του καιρού και το περίεργο φέρσι­ μο του ανέμου, που γίνεται καταιγίδα, κάνουν το ταξίδι σ' αυτόν τον κόλπο επικίνδυνο παρά την πείρα και την ικανότητα των Ελλήνων ναυτικών. Γι' αυτό τους βλέπουμε να κρατούν συνεχώς και να ελέγχουν το τριγωνικό ιστίο, έτοιμοι να εμποδίσουν ένα αναποδογύρισμα.

Ο θεός φαίνεται ήταν καλός μαζί μας και έτσι έπειτα από λίγες ώρες πλεύ­ σης μείναμε με την εντύπωση μιας ήρεμης γαλάζιας θάλασσας μ' όλες τις δια­ κυμάνσεις του μπλε να σβήνουν σε αποχρώσεις λιλά προς το ρόδινο με χρυ­ σαφένιες ανταύγειες. Όσο πλησιάζαμε προς τις ακτές οι βράχοι φωτίζονταν με πιο έντονα χρώματα με πλατιές λευκές σχισμές και μονοπάτια κίτρινου και κόκκινου, που κατηφόριζαν μέχρι το γαλάζιο της θάλασσας. Παραπλεύσαμε τους ψηλούς απόκρημνους βράχους, που καθιστούσαν δύσκολη ή σχεδόν αδύνατη την προσέγγιση προς την ακτή, ενώ κάπου ξανοίγονταν ν' αφήσουν χώρο σ' ένα στενό όρμο -εγκαταλελειμμένο σήμερα - της Αγίας Μαρίνας. Η βάρκα μας σταμάτησε σε μια στενή ακτή με βότσαλα. Για μισή ώρα ανη-


φορίζαμε ανάμεσα σε καταπράσινες βαλανιδιές μέχρι να φτάσουμε στο ναό, που βλέποντας τον εκείνη τη στιγμή παρουσίαζε το πιο συγκλονιστικό θέαμα. Ο λόφος είχε ισοπεδωθεί και περιβαλλόταν από ένα τείχος στήριξης 70 μέτρων στο μήκος και 40 στο πλάτος. Σ' αυτή τη βάση κυρίαρχος υψωνόταν ο ναός και, για να ακριβολογήσουμε, οι 22 κολόνες που απόμεναν ορθώνο­ νταν στο κέντρο ενός τεράστιου σωρού ερειπίων από σπασμένες πλάκες, πελώριους σπόνδυλους, κολόνες δωρικού ρυθμού του 6ου αι. π.Χ., αλλά και κιονόκρανα λιγότερο φθαρμένα και πλάτους μικρότερου από της Κορίνθου και της Φαιστού. Τα περισσότερα, ύψους 5-27 εκατοστών, προέρχονται από τα ασβεστούχα εδάφη της Αίγινα. Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι όλα τα αρχαία μνημεία στην Ελλάδα είναι φτιαγμένα από καθαρό και λαμπερό μάρμαρο. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στην Αθήνα, όπου οι αρχιτέκτονες, εκμεταλλευόμενοι τα κοντινά στην Αθήνα λατομεία της Πεντέλης, χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές τους μάρμαρο. Σε όλα τα άλλα, λιγότερο ή περισσότερο, ο ανθεκτικός ασβεστόλιθος απλώνεται στην περιοχή που ήσαν κτισμένοι οι ναοί. Έτσι βρίσκουμε αυτές τις συχνά πολύ πορώδεις πέτρες και πάρα πολύ χοντρά χαλίκια που έχουν υποστεί επά­ λειψη με υλικά συντήρησης και ομαλοποίησης, για να δεχτούν εύκολα την επιχρωμάτιση, όπως συνήθιζαν να στολίζουν τότε τα μνημεία... ...Από το πλάτωμα γύρω από το ναό η θέα απλώνεται σ' όλο τον κόλπο και σ' όλη την ακτή της Αττικής που εκτείνεται από το ακρωτήριο του Σουνίου μέχρι τη Σαλαμίνα. Στο βάθος διακρίνουμε τον Παρθενώνα που ξεχωρίζει σαν ένα λευκό σημάδι ανάμεσα σ' ένα φόντο από σκούρα βουνά. Η περιπλάνηση του ναού και της γύρω περιοχής μάς πήρε πάνω από δύο ώρες και τώρα έπρεπε να βιαστούμε μια και είχαμε να διανύσουμε δέκα χιλιό­ μετρα μέχρι την πόλη της Αίγινας, σ' ένα απαίσιο δρόμο που διασχίζει το νησί σ' όλο το μήκος του. Τα άλογα που ανέλαβε να μας στείλει ο διερμηνέας μας δεν έρχονταν. Ένας κάτοικος, που παρουσιάστηκε ως γνώστης της περιοχής, μας πρότεινε να αναλάβει οδηγός. Μας έπεισε να μας οδηγήσει στη συνάντη­ ση μας από ένα δρόμο, που μας διαβεβαίωσε ότι ήταν ο πιο σύντομος. Διασχίσαμε ηφαιστιογενείς περιοχές γεμάτες μαύρους βράχους, κοιλάδες σκοτεινές και άγριες, η γη, άγονη και φτωχή, έμενε ακαλλιέργητη και ακατοί­ κητη. Περπατήσαμε πάνω από μιάμιση ώρα και το μονοπάτι γινόταν όλο και χειρότερο. Δε βλέπαμε να φτάνουν ούτε τα άλογα ούτε ο διερμηνέας μας κι αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι ο αυτοσχέδιος προστάτης μας μας είχε εγκατα­ λείψει με τη θέληση του ή όχι. 0 οδηγός μας σε κάθε ερώτηση που του απευ­ θύναμε μας κοιτούσε γελώντας χωρίς να δείχνει να καταλαβαίνει ούτε λέξη απ' αυτά που του λέγαμε και μας έδειχνε με το δάχτυλο στην κορυφή του βουνού ένα στενό πέρασμα που έμοιαζε περισσότερο με μονοπάτι ληστών παρά με δρόμο ασφαλή.


Ο ήλιος έδυε και το βάδισμα γινόταν οδυνηρό. Σταματούσαμε κάθε λίγο απελπισμένοι, ενώ εκείνος πηδολογούσε σαν κατσίκι στις απότομες κατηφορίές και σταματούσε και μας κοίταζε με βλέμμα κοροϊδευτικό. Ένας από τους συντρόφους μας πέταξε την ιδέα ότι μπορεί να είναι επικεφαλής ληστών βλέ­ ποντας το πονηρό του βλέμμα, το στριφτό μουστάκι του και τη ζώνη του γεμάτη με πιστόλες. Οι συνεργάτες του προφανώς θα μας περίμεναν στην κορυφή, ενώ ο διερμηνέας μας θα μας έψαχνε στο ναό. Μία βάρκα θα μας περίμενε σ' ένα μικρό όρμο παράμερο και μέσα στη νύχτα θα μας οδηγούσαν δεμένους και φιμωμένους σ' ένα απρόσιτο λημέρι στα βουνά της Πελοποννή­ σου ή στα Γεράνια. Ο καθένας μας άρχισε να υπολογίζει τα λύτρα που θα μας ζητήσουν τρέμοντας. Η ερημιά ήταν έντονη γύρω μας, οποιαδήποτε βοήθεια αδύνατη κι αυτό που ξεκίνησε σαν ευχαρίστηση έγινε σοβαρή ανησυχία. Ήμασταν στο έλεος ενός άγνωστου άνδρα, που είχαμε την επιπολαιότητα να εμπιστευθούμε. Τελικά, μετά από ένα τελευταίο σκαρφάλωμα και τη στιγμή που περιμέ­ ναμε να εμφανιστούν πίσω από τους θάμνους οι απαίσιες επικίνδυνες φιγού­ ρες των ληστών, ο οδηγός μάς κάλεσε φωνάζοντας «Παλαιά Αίγινα!» και είδαμε τότε κουρνιασμένο πάνω σ' ένα βράχο σαν αετοφωλιά ένα χωριό κατεστραμμένο και τελικά έρημο. Τα σπίτια ήταν γκρεμισμένα, οι τοίχοι πεσμένοι, οι πόρτες και τα παράθυρα είχαν αφαιρεθεί. Μπροστά μας μια κοι­ λάδα κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα και βλέπαμε την πόλη της Αίγινας σε από­ σταση μίας λεύγας.

Το βουνό Fondu


Σε μια στροφή του δρόμου βρήκαμε και τα άλογα με τον ξεναγό μας, τον Αλέξανδρο, που έφτασε κοντά μας λαχανιασμένος. Μας είπε ότι ερχόταν από το ναό, όπου μας έψαχνε μάταια. Υπολογίζοντας ότι πήραμε άλλο δρόμο και ότι είχαμε χαθεί, προετοιμάστηκε να ψάξει τριγύρω μαζί με οκτώ έως δέκα Αιγινήτες που τους κουβαλούσε μαζί του. Όταν του είπαμε τις υποψίες μας για τον απρόβλεπτο οδηγό μας, έσκασε τα γέλια λέγοντας μας ότι είναι ο γιος του δήμαρχου της πόλης, ο οποίος γυρίζοντας το νησί έμαθε από ένα βοσκό για την άφιξη των τουριστών και ήλθε να μας συναντήσει αφενός από περιέργεια και αφετέρου από ευχαρίστηση. Θέλησε να μας οδηγήσει από το μονοπάτι, ώστε να είναι ο δρόμος πιο σύντομος από τον κανονικό. Πάντως κάναμε μιάμιση ώρα να διατρέξουμε μια απόσταση που θα χρειαζόταν λιγό­ τερο από τρία τέταρτα για να τη διασχίσουμε. Ήμασταν έτοιμοι να του ζητήσουμε συγγνώμη και του προσφέραμε ένα ποτήρι με κάτι που έμοιαζε με ρακή και που δέχτηκε με ευχαρίστηση. Η παλιά Αίγινα δεν είναι ουσιαστικά παλιά, με την έννοια της αρχαίας. Αυτό το χωριό στήθηκε από τους Έλληνες που κατέφυγαν πάνω στα βράχια την εποχή της τουρκοκρατίας για ασφάλεια. Μετά την απελευθέρωση καθέ­ νας πήρε στην πλάτη του την πόρτα και τα παράθυρα του σπιτιού του και κατέβηκε και εγκαταστάθηκε στην καινούρια πόλη. Καθώς κατεβαίναμε προς τη θάλασσα, η περιοχή γινόταν πιο ευχάριστη και πράσινη. Τα σπιτάκια άσπρα με ταράτσες κάτω από συστάδες από πορ­ τοκαλιές ή χαρουπιές με μαύρο φύλλωμα. Οι πλαγιές των βουνών σκεπασμέ­ νες με μυρωδάτα πεύκα. Τα αμπέλια σκορπισμένα εδώ κι εκεί και ελιές κι αμυγδαλιές οριοθετούσαν το δρόμο. Αφού περάσαμε μια κοιλάδα αρκετά εύφορη, φθάσαμε στην πόλη, όπου τα σπίτια ήταν αραιά και ο μεγάλος στρα­ τώνας έδινε την εντύπωση μιας πόλης ατελείωτης. Το 1829 η Αίγινα έγινε πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας και ο κυβερνήτης Καποδίστριας εγκα­ τέστησε εκεί τη φρουρά και τις κρατικές υπηρεσίες. Όταν όμως καθιερώθη­ κε η βασιλεία, η Αίγινα εγκαταλείφθηκε και έχασε όλο το ενδιαφέρον της. Προχωρώντας από δω κι εκεί βρεθήκαμε μπροστά σε αρχαία ερείπια, που μαρτυρούσαν τη λαμπρή ιστορία της Αίγινας. Τα θεμέλια ενός ναού της Αφροδίτης καταλάμβαναν μια αξιόλογη επιφάνεια. Διασώζεται μόνο μια σειρά από πέτρες, μερικές από τις οποίες ο Καποδίστριας χρησιμοποίησε για να κτίσει τους στρατώνες. Στη θάλασσα, εκατό μπρας (1,62 μ.) από την ακτή, ένας μόλος γεμάτους ακόμη σωρούς από πέτρες στοιβαγμένες κάτω από το νερό. Για πολύ καιρό οι Αιγινήτες ήταν οι άρχοντες του εμπορίου των γνω­ στών θαλασσών. Φτιάξαν μεγάλα πλεούμενα και κανένας δεν γνώριζε καλύ­ τερα από αυτούς τους κανόνες της συναλλαγής και της μεσιτείας. Ριψοκίνδυ­ νοι, επιδέξιοι ναυτικοί, ικανοί κι όχι πολύ ευσυνείδητοι έμποροι, ήσαν οι μεγα­ λύτεροι προμηθευτές της αρχαιότητας παίζοντας το ρόλο που στη σημερινή


εποχή κατέχουν άλλοι λαοί. Τα προϊόντα της αιγινήτικης βιοτεχνίας μεταφέ­ ρονταν από τα καράβια των Αιγινητών σ' όλα τα λιμάνια από Αιγινήτες εμπό­ ρους, οι οποίοι πληρώνονταν με νόμισμα που πάνω του ήταν χαραγμένη μια χελώνα. Αυτή η μικρή περιοχή, που με δυσκολία μπορεί σήμερα να θρέψει 6.000 κατοίκους, συντηρούσε κάποτε 100.000 σκλάβους, που δούλευαν για να πλουτίσουν οι μεγάλοι έμποροι και πλοιοκτήτες αυτής της πόλης. Η ευη­ μερία τους προκάλεσε τη ζήλεια των γειτόνων και, παρά την αξία τους, οι Αιγινήτες νικήθηκαν από τους Αθηναίους, OL οποίοι κατέστρεψαν μ' ένα κτύ­ πημα τους αξιόμαχους ναύτες τους και τους σκλάβους τους. Κατά τη διάρκεια αυτών των σκέψεων για την ακμή και παρακμή των λαών, το γρήγορο πλοίο μας έφτασε από την Ύδρα. Σε δύο ώρες περίπου θα μας άφηνε στο λιμάνι του Πειραιά».

Ο ναός της Αθηνάς. Έργο του Ε. Κ Allan

86


ΣΠΥΡΟΣ ΑΡΓ. ΓΑΛΑΡΗΣ

Οι Μεσαγροί, τα εξωκλήσια και τα ερημοκλήσια τους. Το εξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων στου "Μπαρού", προσευχητάρι των Λογιωτατίδων.

Α

κολουθώντας την κεντρική οδική αρτηρία του νησιού μας, που οδηγεί από την πόλη της Αίγινας προς Μεσαγρό και Αγία Μαρίνα, αφού φτά­ σουμε στον Προφήτη Ηλία και «Της γριάς το πήδημα», αρχίζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο περιβαλλοντικό αλλά θρησκευτικό και ιστορικό. Το γεφυράκι που έπεσε εκείνη η υπερήφανη για την καταγωγή της γυναί­ κα έχει την όμορφη ανθρώπινη όσο και τραγική ιστορία του. Λίγο πιο κει, αρι­ στερά, το γνωστό όμορφο και επιβλητικό βουνό Δραγονέρα. Μετά, μπαίνου­ με στην κοιλάδα του όμορφου χωριού «Κοντός». Αριστερά μας, ο περίλα­ μπρος ναός του Αγίου Νεκταρίου και ψηλότερα, στη θέση «Ξαντός», το ιστο­ ρικό παλαιό μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής - αργότερα Αγίας Τριάδος - εκεί που μόνασε και αγίασε ο Αγιος Νεκτάριος. Απέναντι στο βουνό «Χέρι της Παναγιάς», ζωγραφισμένος ο δρόμος που πάει για το μοναστήρι της Πανα­ γιάς «Χρυσολεόντισσας». Προχωρώντας αριστερά, συναντάμε το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης που πολύ κοντά του έχει παλιά κτίσματα - σπίτια, ανακατεμένα με παλιές οικογενειακές εκκλησίες μέχρι κάτω στα ποτάμια, τον Ποταμό και τον Κάραβο, και ψηλότερα το μικρό χωριό «Ψαχνή». Μια όμορφη κοινωνικοθρησκευτική σύνθεση που επιβεβαιώνει τη συνύπαρξη των Αιγινητών με τα ιερά και θρησκευτικά μας μνημεία. Αμέσως αριστερά ο ιστορικός ηρωικός χριστιανι­ κός λόφος της περίφημης Παλιαχώρας μας με τις 365 εκκλησίες, η μεσαιωνι­ κή πόλη του νησιού μας - οι Αιγινήτες την είχαν ονομάσει «Αίγενα». Μετά την παρακμή της - τέλος 18™ με αρχές 19ου αιώνα - κάποιοι από τους κατοίκους, ιδιαίτερα γεωργοί και κτηνοτρόφοι, έμειναν κοντά - χωριό «Κοντός» - και στις παρυφές της. Πολλοί περισσότεροι τράβηξαν προς τους «Μεσαγρούς», μέσα χωράφια, όπως τότε ονομαζόταν ο σημερινός Μεσαγρός. Από αυτό το σημείο αρχίζει η μεγάλη περιοχή των Μεσαγρών. Αμέσως μετά, το «Μαυρούδι» με το ξακουστό σωτήριο πηγάδι του, που στα χρόνια της μεγάλης ανομ­ βρίας (δεκαετία 1950 - 1960] με το δροσερό νερό του χάρισε τη ζωή στους Μεσαγρίτες και όχι μόνο. Κάτω από το Μαυρούδι αρχίζει το μικρό πανέμορφο φαράγγι, εκεί που 87


συναντιόνται τα ποτάμια Ποταμός και Κάραβος με το μικρό ρέμα της Ψαχνής. Τα παλιότερα χρόνια κυλούσε νερό όλο το χρόνο και ακολουθούσε το ποτά­ μι, κάτω από την «Πετροσή», την καταπράσινη πλαγιά του Άη Στάθη με τους όμορφους σωρούς από πέτρες, και οδηγούσε προς «Μώρου». Συναντιόταν με το ρέμα του Αγίου Παντελεήμονα και περνώντας τις Άλωνες χυνόταν κάτω στη Βλυχάδα. Τα νερά σιγά σιγά χάθηκαν με τη μεγάλη ανομβρία της δεκαε­ τίας 1950 - 1960. Από το Μαυρούδι και πέρα αρχίζει ένας από τους μεγαλύτερους αγροτι­ κούς αλλά και παραγωγικότερους τόπους του νησιού. Η πεδιάδα του «Μπαρού» που έδωσε πολλά προϊόντα στους κατοίκους της Παλιαχώρας: στάρια, κριθάρια, αρακάδες, βίκο και άλλα, μποστανικά, περιβολιστικά, σταφύλια, σύκα, βερίκοκα, αχλάδια (τα περίφημα αποστολιάτικα), βύσσινα, τα αξέχα­ στα αμύγδαλα (τα λεγόμενα «αγάλικα») και πολλά άλλα προϊόντα που συνε­ χίστηκε η παραγωγή τους. Στην πλούσια βλάστηση τρέφονταν γιδοπρόβατα και μοσχάρια που έδιναν τυροκομικά, κρέας και λοιπά, και άλλα χοντρά ζώα, προπαντός άλογα για τα ζευγαρίσματα και τις μεταφορές. Στην περιοχή, λόγω του νερού, μαζεύονταν και ζούσαν πολλοί λαγοί, αγριόγιδα από τα νότια ορεινά χωριουδάκια, και την άνοιξη περνούσαν τα τρυγόνια κοπάδια. Ετσι, είχε πολύ κυνήγι. Πολλοί κυνηγοί έστηναν καρτέρια τα βράδια για λαγούς και αγριόγιδα. Υπάρχει και ένα δίστιχο που μας λέει : Μωρή Φιορή, μωρή Φωρή, τ' έγιν' ο βίκος σου μωρή; Τον εφάαν τα τρυγόνια που 'ρθανε από τα χιόνια. Ο «Μπαρού» με τις προεκτάσεις του - γεωργικές εκτάσεις - στις ειδικές θέσεις Χαραμό, Κόκκινα, Σολωμιάνικα, Μπακούρη, Πλατές, Πλαγιά, Δούκα και νοτιοανατολικά Μώρου, Άλωνες, Γιαρνή, Κουσουλάντο, Ναυοκλίστη, Βλυχά­ δα, Αγία Μαρίνα και ανατολικά με τη λεκάνη του κεντρικού Μεσαγρού (Σκάφωνα, Κοσκινά, Χαλδαίικα, Λαλαούνικα, Γαλάρικα) Βαθυφρέαρ, Κουτσούρι, Λουριά αλλά και τα Ροδάκικα, την Κατοίσα, τον Κρόκο, τον Παρλιάγκο (τις απάνω γειτονιές του Μεσαγρού) αλλά και μέχρι κάτω Μπαμπατσέα, Βαγία, Νησίδα, Γαλέα (Τούρλος], Λαφρή, Κάβο, Άη Δημήτρη, Παλιάμπελα, Τριγώνι, Ζαφίρη, Παπαλέου, Μεροβίγκλι, Ραπανά, Κακονίκολα, Κυρμυλή, Φθήμη, Ματζάρη, Βρούβα και λοιπά, είναι οι Μεσαγροί, «η μάνα γη των αιώνων», γη που ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε η γεωργική της καλλιέργεια, ένας επίγειος παράδεισος. Οι παραπάνω περιοχές είχαν πολλά αμπέλια - σταφύλια σαββατιανά και ροδίτες - πολλές ελιές, συκιές, βερικοκιές και πολλά σιτηρά και μποστάνια. Το περίφημο κριθάρι που κάνανε τις κρίθινες κουλούρες και η μεσαγρίτικη ρετσίνα ήταν μοναδικά, όπως και το λιαστό κρασί από ροδίτες και σαββατια­ νά, και το σταρένιο ψωμί από στάρι «μαυραγάνι», το ξηρό μεσαγρίτικο λάδι τα κρασιά και τα λάδια διατηρούνταν στα «πουρένια» κατώγια. Επίσης, είχαν


και παραγωγή ασβέστη, ρετσίνι, πολύ καλής ποιότητας κάρβουνα και καυ­ σόξυλα. Εκτός από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, όπως Λογιωτατίδης στο Μπαρού, Χαλδαίος (Παυλής) στο Μεσαγρό και Βαγία, και Γαρύφαλλου (Νίτης) σε Άλωνες και Αγία Μαρίνα, υπήρξαν και άλλοι καλλιεργητές στις πιο πάνω περιοχές, όπως οι Χαλδαίοι «Παυλίδες», οι Χαλδαίοι «Βαθυποταμίτες», οιΧαλδαίοι «Χούλιδες», οι Γαλάρηδες «Αναγνώστες», οιΛαλαούνηδες, οιΣπυριδάκηδες «Εσπεράντος και Κωνστάντιος», οι Χαλδαίοι «Γιαννακάτσης και Δημητράτσης», οι Πρωτονοτάριοι, οι Κουκούληδες, OL Κοματάδες, οι Καλαμάκηδες, οι Ρόδιδες, οι Μαρμάρινοι, οι Ροδάκηδες και πολλοί άλλοι... Οι Μεσαγροί έδωσαν τα προϊόντα τους γεωργικά και κτηνοτροφικά κοντά δέκα αιώνες στους κατοίκους της Παλιαχώρας - 9° έως 18° αιώνα - και στα πρώτα χρόνια της αναγέννησης του έθνους με πρώτο κυβερνήτη τον Ιωάννη Καποδίστρια σίτισαν τον τότε στρατό. 0 Μπαρού όμως για πολλούς λόγους - κοντά στην Παλιαχώρα, περνούσε το ποτάμι, χώμα αργιλοπασπάρα υγρό - καλλιεργήθηκε πολύ και από αυτούς που είχαν «ζευγάρια», επαγγελ­ ματίες ζευγάδες. Έτσι, στην καθημερινότητα των Μεσαγριτών ακούγονταν συχνά οι φράσεις «Στου Μπαρού κάνει ζευγάρι» π.χ. «Πού είναι σήμερα ο Παναγής, Βασιλική; Στου Μπαρού, κάνει ζευγάρι» και έτσι έμεινε... Στο πιο όμορφο σημείο του «Μπαρού», αριστερά του δρόμου, σε μια θαυ­ μάσια τοποθεσία στις παρυφές πυκνού πευκοδάσους κάτω από το «Σκασμέ­ νο Βουνάτσι» που ονομάζεται και «Χαραμός» λόγω της μορφολογίας του πολλές χαράδρες - δεσπόζει το ιστορικό εξωκλήσι των Λογιώτατων ή Λογιωτατίδων οι Άγιοι Ανάργυροι. Ένα παραδοσιακό αλώνι στρωμένο με πετρόπλακες στολίζει τον περίγυρο του και υποδηλώνει πόσο μεγάλη ήταν στο παρελθόν η γεωργική καλλιέργεια και είναι από τα ελάχιστα που διέσωσε η παραδοσιακή αγροτική ευαισθησία. Αρχικά το εξωκλήσι και τα γύρω κτήματα ανήκαν στον Παντελάκη Οικο­ νόμου - Λογιώτατου, από παλιά οικογένεια της Παλιαχώρας, και στη συνέ­ χεια στο γιο του, Γεώργιο Λογιώτατου ή Λογιωτατίδη, επιφανή πρόκριτο της Αίγινας και από τους επικεφαλής της επανάστασης του 1821 στο νησί. Ακόμα ήταν παραστάτης στις επαναστατικές εθνικές συνελεύσεις και αργότερα βουλευτής. Ήταν ο εθνικός και κοινωνικός πατέρας των Αιγινητών, βουλευ­ τής επί σειρά ετών. Στο αρχοντικό του φιλοξενήθηκαν όλοι οι επίσημοι της εποχής και η βασίλισσα Αμαλία. Οι δύο άλλοι γιοι του Παντελάκη Οικονόμου - Λογιώτατου ήταν ο ιερομό­ ναχος Παρθένιος, ο οποίος είδε στον ύπνο του την εικόνα της Φανερωμένης και την βρήκε, αφιερώνοντας την περιουσία του για την ίδρυση της Μονής, και ο Σωκράτης, δήμαρχος Αίγινας. Στις αρχές του 19ου αιώνα με την παρακμή της Παλιαχώρας ο Γεώργιος μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στην αναγεννημένη πόλη της Αίγινας. Από το


γάμο του απέκτησε δυο κόρες, την Ανθή, που παντρεύτηκε τον Μαρκέλο, και την ωραιότατη Άρτεμη, που παντρεύτηκε τον Βαρβάκη, γιο του εθνικού ευεργέτη, και τρεις γιους, τον Αιακό, τον Παντελάκη και τον Σπυρίδωνα, που διέπρεψε ως συγγραφέας σε έργα που αφορούν την Αίγινα, όπως «Η αρπαγή της Αίγινας», «Ονάτας» κλπ. Του Παντελάκη Οικονόμου του εδόθη το προσωνύμιο «Αογιώτατος» από το λόγιος. Οταν κάποτε ο βοεβόδας της Αθήνας έστειλε στην «Αίγενα» (Παλιαχώρα ) αντιπρόσωπο για να διαπιστώσει αν οι «Αιγενίτες» ήταν ευχα­ ριστημένοι με την διοίκηση του, ρώτησε στην πλατεία τους συγκεντρωμέ­ νους αν είχαν κανένα παράπονο. Δεν τόλμησε να μιλήσει κανένας. Ο γέρο Παντελάκης πετάχτηκε και είπε τα πιο κάτω : Καλωσορίκατε! Μα πολύ αργήκατε Οι αρβανιτάδες σας μας αφανήκανε κότες τσάι πουλιά δε μας αφήκανε! Θαύμασαν οι άλλοι τον γέρο Παντελάκη για την ετοιμότητα και τον ποιη­ τικό τρόπο και τον ονόμασαν «Λογίώτατο». Και σιγά σιγά το προσωνύμιο έγινε επώνυμο που διαμορφώθηκε σε Λογιωτατίδη (βλέπε Π. Γ. Ανδρούτσου στον «Κήρυκα της Αιγίνης» Φ.24 σελ. 197, Πρόκριτοι και Λόγιοι της Αιγίνης, Δεκέμβριος 1948). Το εξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων λατρεύτηκε πολύ από την οικογένεια Λογιωτατίδη. Εικάζεται ότι πρέπει να χτίστηκε στις αρχές προς τα μέσα του 18ου αιώνα. Ήταν πάντα το προσευχητάρι της οικογένειας, που εκεί οι άνθρωποι της και, ιδιαίτερα, ο Γεώργιος έβρισκαν την ψυχική τους γαλήνη και την καθαρότητα του πνεύματος, που ήταν απαραίτητη, ιδιαίτερα την εποχή των πολέμων με τους Τούρκους αλλά και μετά την αναγέννηση του νεοελληνικού κράτους. Τα σποραδικά εκκλησάκια που βρίσκονται ανατολικά της Παλιαχώρας μέχρι και τη Ζωοδόχο Πηγή της νησίδας και νοτιοανατολικά μέχρι τους Αγί­ ους Θεοδώρους της Βλυχάδας και της Αγίας Μαρίνας παραχωρούνται στην ενορία Μεσαγρού «Παναγιά Πολίτισσα». Ανατολικά: Αγιοι Ανάργυροι στου «Μπαρού» κτήτορας Λογιώτατος ή Λογιωτατίδης, Άγιος Γεώργιος στου «Μπακούρη», Άγιος Κήρυκας στα Σολωμιάνικα, Άγιοι Απόστολοι κάτω από τους μύλους, Άη Θανάσης «Κοιμη­ τήριο» κτήτορες Σολωμοί, Άγιος Θωμάς στο λόφο - χώμα για τα κανάτια Άγιος Συμεών στα «Ροδάκικα», Αγιαντώνης στον «Κρόκο» οδός Δημ. Μπόγρη, Αγία Τριάδα στον «Κρόκο» οδός Δημ. Μπόγρη, κτήτορας Παναγής Γεωρ­ γίου Μπόγρης, παππούς του Δημ. Μπόγρη προέδρου Κοινότητας, Εισόδια


Θεοτόκου κέντρο Μεσαγρού κτήτορας Γεώργιος Νικολάου Γαλάρης, Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη στα Χαλδαίικα κτήτορες Παυλής Λευτέρη Χαλδαίος «Παυλής» και Θανάσης Γεωργ. Χρυσοχόος «Καράβολας», Άη Δημήτρης κτή­ τορας Γεώργιος Νικολάου Γαλάρης στο Τριγόνι, Άη Μηνάς (μονή Αγ. Μηνά) κτήτορας Γεωργ. Καλοκέντης, Άη Γιάννης «κρυφτός» στην «Κρυφτή» κτήτο­ ρας Γεώργιος Νικολ. Γαλάρης, Προφήτης Ηλίας στη Βαγία κτήτορας Παυλής Λευτέρη Χαλδαίος - στο λόφο - Μεταμόρφωση Σωτήρος και Αγία Παρασκευή στη Βαγία κτήτορες απόγονοι Αποστόλη Δημητράτση Χαλδαίου, Ζωοδόχος Πηγή στη Νησίδα κτήτορας άγνωστος ιερομόναχος. Νοτιοανατολικά: Άη Στάθης στην όμορφη πλαγιά της «Πετροσής» - λέγε­ ται ότι σε κάποιο σημείο του ναού είναι γραμμένες οι λέξεις «Ιερέως Δανιήλ 1714» - Άγιος Παντελεήμονας κτήτορας οικογένεια γεωκτήμονα Γαρύφαλ­ λου «Νίτη» κοντά στη «Βρύση», Μεταμόρφωση Σωτήρος στη θέση «Τσάνου» στις άνω Άλωνες, Εισόδια Θεοτόκου - κοιμητήριο - στο «Γεράνι» άνω Άλω­ νες, Γεννέσιο Τιμίου Προδρόμου στις κάτω Άλωνες, Ταξιάρχης στον ελαιώνα της Αγίας Μαρίνας, Άγιος Νικόλαος στο βουνό «Παρλιάγκος», Αγία Μαρίνα στην παραλία της Αγίας Μαρίνας και οι Άγιοι Θεόδωροι στην «Βλυχάδα». Να πούμε ακόμα ότι η σποραδικότητα αυτών των ιστορικών εξωκλησιών και ερημοκλησιών δημιουργεί συναισθηματική αυτοσυγκέντρωση, γεμάτη από κατάνυξη, θαυμασμό, υπερηφάνεια και συγκίνηση, αφού οπωσδήποτε είχαν τεράστια ιερή και ηρωική προσφορά στα φοβερά εκείνα χρόνια της Τουρκοκρατίας, άλλων κατακτητών και πειρατών, ως προσευχητάρια, κατα­ φύγια και παρατηρητήρια των κατατρεγμένων Ελλήνων. Το 1914 ιδρύεται η Κοινότητα Μεσαγρού. Πρώτος πρόεδρος και για πάρα πολλά χρόνια ήταν ο αείμνηστος Δημήτριος Γεωργίου Μπόγρης. 0 Δημήτριος εικάζεται ότι ήταν απόγονος του Δημητρίου Ιωάννου Μπόγρη, ιερέα των Μεσαγρών και αγωνιστή στην επανάσταση του 1821. Διοίκησε την κοινότητα Μεσαγρού, που στεγαζόταν στο σπίτι του στον «Κρόκο», ίσως με κάποιους Μεσαγρίτες γέροντες από ιδρύσεως της ως το 1928. Το 1928 μέχρι το 1933 εκλέγεται πρώτος πρόεδρος και επανεμφανίζεται ως πρόεδρος το 1948-9. Ίσως να χρημάτισε πρόεδρος και σε άλλες περιόδους που δεν έχουν καταγρα­ φεί. Από νέος ήταν πρωτοψάλτης στην «Παναγία Πολίτισσα». Μέχρι τα γερά­ ματα του είχε αντικαταστήσει έναν άλλο άξιο Μεσαγρίτη, που υπηρέτησε και αυτός όλη του τη ζωή την «Πολίτισσα», τον γέροντα πλέον Νικόλαο Γεωργ. Γαλάρη «Αναγνώστη», στον οποίο οι Μεσαγρίτες είχαν δώσει το τιμητικό αυτό «προσωνύμιο» που τελικά του έγινε και νόμιμο όνομα «Νικόλαος Ανα­ γνώστης Γεωργίου Γαλάρης». Για πολλές δεκαετίες ο ακούραστος πρόεδρος με τους σε σειρά χρονικών περιόδων ιερείς Διανέλο, Μουτάφη, Γερβάσιο και τελευταία με τον παπά Σπύρο Γιαννούλη και με την βοήθεια των Μεσαγριτών, φρόντισαν τα εξωκλήσια, τα λειτουργούσαν και έκαναν και πανηγύρια με


«βιολιά». Η φροντίδα των εξωκλησιών και ερημοκλησιών γινόταν με εθελο­ ντική εργασία και τα έξοδα καλύπτονταν με τον οβολό όλων των Μεσαγριτών. Πολλοί Μεσαγρίτες κάνανε τις γιορτές τους στα εξωκλήσια και ερημοκλήσια. Από κοντά ακολουθούσαν συγχωριανοί και φίλοι. Οι Άγιοι Ανάργυροι γιόρταζαν και γιορτάζουν δυο φορές το χρόνο, 1" Ιουλίου και Γ Νοεμβρίου. 0 πατέρας μου Αργύρης Θωμά Γαλάρης κάθε χρόνο έκανε λειτουργία Γ Ιουλίου, που γιόρταζε και ο ίδιος. Είχα βρεθεί πολλές χρονιές και θυμάμαι τα όμορφα εκείνα χρόνια. Πολύς κόσμος φορτωμένος με φαγητά και μεζέδες στα «συφερτά» και «ταμιτζάδες» με κρασί μεσαγρίτικο. Θυμάμαι τη χαρά των γονιών μου Αργύρη και Ελένης και όλων των παρευρισκομένων. Όλοι εκεί: ο ιερέας, ο πρόεδρος που ήταν και πρωτοψάλτης, η γυναίκα του η θεια Μαριγώ, οι επί­ τροποι, η δημόσια εξουσία, ο νοματάρχης, οι δάσκαλοι, οι αγροφύλακες, οι οργανοπαίχτες και πολλοί άλλοι. Πολλές φορές το γλέντι συνεχιζόταν το βράδυ στα σπίτια στο Μεσαγρό. Όμορφα αξέχαστα μεσαγρίτικα χρόνια... Φέτος, το 2010, με μεγάλη χαρά και συγκίνηση παρευρέθηκα και στις δυο γιορτές-της 1ης Ιουλίου και της 1ης Νοεμβρίου- και έζησα για μια φορά ακόμα τα όμορφα παλιά χρόνια. Ευχαριστώ για την τιμή που μου έκαναν και τη χαρά που μου έδωσαν με την πρόσκληση τους αντίστοιχα την κ. Τούλα Πρωτονοταρίου-Μπόγρη και την κ. Μαρία Κουμπενά-Αποσπόρη!


ΙΡΙΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ

«Μνήμες Σπογγαλιείας στην Αίγινα»: εικαστικές σημειώσεις

ε αφορμή το άρτιο και ταυτόχρονα συγκινητικό αφιέρωμα του 20ου τεύ­ χους της Αιγιναίας στην αιγινήτικη σπογγαλιεία -που έκανε πολλούς να θυμηθούν και πολύ περισσότερους να ανακαλύψουν με έκπληξη αυτήν την τόσο σημαντική και αδιάλειπτη επί σειρά δεκαετιών πηγή ευμάρειας για το νησί-, η συντακτική επιτροπή του περιοδικού μού πρότεινε την επιμέλεια μιας παράλληλης έκθεσης με απανθισμένο ιστορικό πρωτότυπο υλικό που είχε ήδη συγκεντρωθεί από συλλογές και αρχεία αιγινητών για τις ανάγκες της έκδοσης, αλλά και με την προτροπή να συμπεριληφθούν στην ίδια έκθεση εικαστικά έργα εμπνευσμένα από την αντίστοιχη θεματολογία. Η έκθεση που τιτλοφορή­ θηκε στη συνέχεια «Μνήμες σπογγαλιείας στην Αίγινα» και πραγματοποιήθηκε

Μ

Τίμος Μπατινάκης

Νίκος Καπάνταης y3


'

στον φιλόξενο χώρο του Ιστορι­ κού και Λαογραφικού Μουσεί­ ου του Δήμου Αίγινας από την V έως και τις 11 Σεπτεμβρίου 2011, δεν θα μπορούσε να ολο­ κληρωθεί χωρίς την αμέριστη στήριξη του συνόλου της συντακτικής επιτροπής, αλλά κυρίως, του Γιώργου και της Φωτούλας Μπόγρη καθώς και της Προνόης Θεολογίδου, τους οποίους δράττω εδώ την ευκαι­ ρία να ευχαριστήσω και πάλι για την πραγματικά εξαιρετική συνεργασία. Και ασφαλώς, η έκθεση δεν θα μπορούσε να πραγματοποι­ Γιάννης Δέδες ηθεί χωρίς τη θερμή ανταπόκρι­ ση τόσο του Δ.Σ. των Φίλων του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου όσο και των ιδιωτών συλλεκτών και οικογενειών που απλόχερα προσέφεραν σπάνια αντικείμενα, φωτογραφίες και επιστολές από τα αρχεία και τις συλλογές τους. Ευχής έργο θα ήταν η αναζήτηση, η καταγραφή και η συγκέντρωση του υλικού αυτού να συνεχιστεί με στόχο Ι τη διαμόρφωση μιας αυτοτελούς εκθεσιακής ενότητας Ι που θα μπορούσε πράγματι να στεγαστεί στο Μουσείο ή και αλλού, ως παντοτινός φόρος τιμής στις περιπέτειες "' ""' " i και τα υπερπόντεια ταξίδια αλλά και τον αιγινήτικο επι­ τόπιο μόχθο ενός μεγάλου μέρους του ανδρικού και του γυναικείου πληθυσμού του μικρού μας νησιού. Ωστόσο, το σημείωμα αυτό επικεντρώνεται περισσό­ τερο στο εικαστικό παράλληλο της έκθεσης, με στόχο μια σύντομη παρουσίαση των έργων που φιλοτεχνήθηκαν από τους 21 συμμετέχοντες καλλιτέχνες ειδικά για τις ανάγκες του θερινού αφιερώματος, με ενθουσιασμό και θαυμαστή δημιουργικότητα, παρά την εγγενή δυσκολία που προφανώς τους έθετε η εκζήτηση του θέματος: χάρη στην αισθητική και την εννοιολογική τους προσέγγιση στη δύσκολη αυτή θεματολογία, οι προσφιλείς μας σπόγΕιρήνη Γκόνου


"Mmii&nì Ώ* ::"

mi&t

àbiti., fi«"*

J|

:

it

^-^^ψ

fi

ι4

;»§»

Δημήτρτης Σαρασίτης

γοι αποτέλεσαν εντέλει πεδίο πολλών διαφορετικών αφηγήσεων και αναπά­ ντεχων εικονοποιητικών ευρημάτων, που συνδέθηκαν από τους δημιουργούς τους άλλοτε με τη μορφολογία ή και τη χρήση του ίδιου του σφουγγαριού, άλλοτε με το φυσικό του γλαφυρό ενάλιο τοπίο και άλλοτε με την επίπονη περιπέτεια της συλλογής του. Για τους λόγους αυτούς καθώς και για τη συνο­ λική παρουσία τους στην έκθεση, τους ευχαριστώ και πάλι θερμά.

ί t ί

ftj

, ι

••• y

Ελένη Κάτσα 95


Στο πλαίσιο της παραπάνω αναζή­ τησης, κοντινά και ποικίλα νατουραλι­ στικά ή εννοιολογικά «πορτρέτα» σφουγγαριών (εδώ για παράδειγμα εμφανίζονται εύγλωττοι αντίστοιχα τίτλοι όπως το «Demospongea Porifera» του Μ. Παντελιά ή το «Κατε­ βαίνοντας στην ουτοπία» του Γ. Τσεριώνη) πλασμένα με διαφορετικά μέσα και υλικά (μολύβι και κάρβουνο, ακουαρέλα και λάδι, πηλό και ξύλο, Μίλτος Παντελιάς μικτή τεχνική και φωτογραφία], φιλο­ τέχνησαν οι Δημήτρης Βλάικος, Ματίλντα Ναχμία Ζακάρ, Μίλτος Παντελιάς και Γιώργος Τσεριώνης, ενώ με τη ρευστή ποιητική του υποβρύχιου περιβάλλοντος τους ασχολήθηκαν οι Έφη Βάγκνερ, Αλεξάνδρα Ισακίδη και Αλίνα Μάτσα, Στο επίπονο και χρονοβόρο ταξίδι της συγκομιδής του αναφέρθηκαν οι Ελένη Κάτσα, Άννα Μπίλη, Δημήτρης Σαρασίτης και Νίκος Στεφάνου, επιλέγοντας να απεικονίσουν τα σφουγγαράδικα πλοία που ταξίδευαν τους αιγινήτες σπογγαλιείς στα πέρατα της γης, ενώ οι Νίκος Καπάνταης, Τίμος Μπατινάκης και Κώστας Παππάς απεικόνισαν με δια­ φορετικούς τρόπους και πλαστικά μέσα τον ίδιο τον βουτηχτή σε ώρα εργα­ σίας ή ανάπαυλας. Με το βουτηχτή όμως καταπιάστηκε και ο αιγινήτης Γιάννης Δέδες, προτείνοντας μια πρωτότυπη βυζαντινότροπη εικονογραφία με χρυσό βάθος, με θέμα τον «Άγιο Σφουγγαρά» και το βίο του. Στην ιδιόμορφη πλαστικότητα της φόρ­ μας και της ύλης του σπόγγου επικεντρώθη­ : ; καν οι γλύπτες Ειρήνη Γκόνου και Χαρίτων Μπεκιάρης, ενσωματώνοντας τον στην πρώτη ύλη της γλυπτικής τους με θαυμάσιο και στις δύο περιπτώσεις αισθητικό και πλα­ στικό αποτέλεσμα. Με αφορμή εξάλλου την ίδια αυτή ιδιόμορφη πλαστικότητα οι σημα­ ντικοί εικαστικοί Μάριος Βουτσινάς και Νίκος Φλώρος κατέθεσαν εξαιρετικά ευφά­ νταστα έργα, από όπου δεν έλειψε το χιού­ μορ: στο έργο του πρώτου ο σπόγγος μετα­ τρέπεται στη φουτουριστική περούκα/κόμΝίκος Φλώρος


Κώστας Παππάς

μωση ενός ροκ σταρ, ενω στο έργο του δεύτερου, ο σπόγγος χρησιμοποιείται ως εξαιρετικής ποιότητας φόδρα για τη ραφή ενός εντυπωσιακού θεατρικού κοστουμιού η εξωτερική όψη του οποίου ράβεται από γεωγραφικούς άτλα­ ντες παραπέμποντας στα υπερπόντια ταξίδια των σπογγαλιέων. Εννοιολογι­ κή κυρίως είναι η προσέγ­ γιση του Βασίλη Πέρρου, που προσδίδει στην παρουσία του σπόγγου και στα δύο έργα του μια διά­ σταση σχεδόν μεταφυσική, εξερευνώντας και απεικο­ νίζοντας με συμβολική ενδελέχεια την έννοια της κάθαρσης. Τέλος, οι Γιάν­ νης Δέδες (με ένα δεύτερο έργο-εγκατάσταση από χειροποίητες καρτ ποστάλ) και Πάβλος Χαμπίδης αναφέρονται στην αλλοίωση της παρα­ δοσιακής εικόνας και χρή-

σης του φυσικού σφουγγαριού μέσω της έντονης παρουσίας του ανάμεσα σε άλλα ελληνικά τουριστι- j κά ενθυμήματα, υποδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό την πολυτιμότητα της διαφύλαξης της αρχικής του ταυτότητας.

'·'$·% Βασίλης Πέρρος 97


ΠΡΟΝΟΗ ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ

Μνήμες σπογγαλιείας στην Αίγινα Απολογισμός μιας έκθεσης

ανείς δεν φανταζόταν την απήχηση που θα είχε ένα αφιέρωμα για τη σπογγαλιεία στην Αίγινα, όταν αποφασίσαμε να ασχοληθούμε μ' αυτό το θέμα στο 20ο τεύχος της «Αιγιναίας», Με το που κυκλοφόρησε το περιοδικό άναψε η συζήτηση για όσα γράφτηκαν και - κυρίως - για όσα δεν γράφτηκαν! Έντονες αντιπαραθέσεις για πληρώματα και καπεταναίους, ταξίδια και εμπόρους, ανθρώπινες σχέσεις, παθήματα και πάθη. Στο «Ποσειδώνειο», στου «Μοίρα», στου «Σκοτάδη», στου «Κόκορα» οι... αναλύσεις κράταγαν ώρες και νέα στοιχεία έρχονταν συχνά στο φως. Όχι πάντα με νηφαλιότητα. Οι μνήμες είναι ακόμα νωπές και οποιαδήποτε άστοχη νύξη, γινόταν αφορμή για αναμόχλευση παλιών, όχι όμως και ξεχασμένων, ιστοριών. Κάθε όριο της φαντασίας πάντως ξεπεράστηκε, όταν στο Λαογραφικό, από την 1 έως τις 11 Σεπτέμβρη, λειτούργησε η έκθεση «Μνήμες σπογγαλιεί­ ας στην Αίγινα», που επιμελήθηκε η Ιρις Κρητικού, με έργα σύγχρονων εικα­ στικών αλλά και πρωτότυπο ιστορικό υλικό, που μας εμπιστεύθηκε το Δ.Σ. του Λαογραφικού Μουσείου και πολλοί φίλοι συμπολίτες. Πέρα από όλους εκείνους που συστηματικά βλέπουμε παρόντες στα πολι­ τιστικά δρώμενα του νησιού μας, την πόρτα του ξεχωριστού κτηρίου, που φιλοξενεί ποικίλες εκδηλώσεις όλο το χρόνο, πέρασαν άνθρωποι που ίσως δεν είχαν ποτέ ξαναμπεί σ' αυτό. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, γέροντες υποβασταζό­ μενοι και παιδιά στην αγκαλιά, νεαρά αγόρια και ώριμοι μεσήλικες, γυναίκες και άντρες, μόνοι ή με την παρέα τους. Ξαφνιασμένοι όσοι αγνοούσαν το ρόλο του σφουγγαριού για την Αίγινα στα χρόνια που πέρασαν, περίεργοι όσοι προ­ σπαθούσαν να αναγνωρίσουν πρόσωπα και τόπους στο πλούσιο φωτογραφι­ κό υλικό που είχε αναρτηθεί στους τοίχους, απογοητευμένοι όσοι δεν έβρι­ σκαν αυτό που με αγωνία αναζητούσαν. Όλοι όμως βαθιά συγκινημένοι, καθώς εικόνες καταχωνιασμένες βαθιά μέσα τους ζωντάνευαν τώρα. Από τους πρώτους που πέρασαν στο χώρο ήταν ο παππούς, που ενθου­ σιασμένος ήλθε ακουμπώντας στο μπαστούνι του για να δει το έργο που ζωγράφισε ο εγγονός του: μια προσωπογραφία δύτη με φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπο του, που τον έκανε να μοιάζει με άγιο. Και κανένα δεν ξάφ-


νιαζε αυτή η αγιοποίηση μετά από όσα πια ξέραμε για τη γεμάτη δυσκολίες ζωή αυτών των επαγγελματιών, που εξαφάνισε ο χρόνος. Ένα ζευγάρι ήλθε και στάθηκε μπροστά στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Στο κάδρο με τους εργαζόμενους στην εταιρία σπογγεμπορίας του Γ. Μπράουν απαριθμεί περισσότερους από 60 ενήλικες, άντρες και γυναίκες. Ποζά­ ρουν χαμογελαστοί, ευτυχείς που έχουν δουλειά μέσα σε ζοφερούς καιρούς, όταν πολλοί συντοπίτες τους εγκατέλειπαν το νησί για να μπορέσουν να επι­ βιώσουν σε κείνα τα δύσκολα χρόνια, σίγουρα πριν το 1960, καθώς το κτήριο ορθώνεται με ένα μόνο όροφο πάνω από το ισόγειο του. Ανάμεσα σε μια σειρά από άλλες φωτογραφίες της ίδιας μάλλον εποχής διακρίνεται η παραλία της Καραντίνας και πιο πέρα της Παναγίτσας, εκεί που σήμερα ανθούν τουριστικά και άλλα καταστήματα. Πλήθος αντρών ξεπλένει, καθαρίζει, σακιάζει τα απλωμένα σφουγγάρια. KL άλλα σφουγγάρια στη διπλανή φωτογραφία στεγνώνουν κάτω από τον ήλιο πάνω στις σχάρες τους σε ταράτσες σπιτιών. Η ευγενέστατη κυρία στέκεται με απορία μπροστά τους, προσπαθώντας μάταια να τα αναγνωρίσει. Πιασμένα από τα σχοινιά πάνω στο «Χριστόφορος» κρεμιούνται καμιά δεκαριά παλικάρια έχοντας γύρω τους στοιβαγμένα τα σύνεργα της δουλει­ άς. Λάμπουν από νιάτα και πίστη στις δυνάμεις τους. Η κόρη κι η εγγονή, με το μωρό της στην αγκαλιά, προσπαθούν να αναγνωρίσουν το δικό τους άνθρωπο. Το φως δε βοηθάει, ίσως φταίνε και τα βουρκωμένα μάτια τους. Στη φωτογραφία όμως του απέναντι τοίχου, ο γιος αναγνωρίζει τον πατέ­ ρα του: ο Ιωάννης Δ. Λορέντζος στέκεται πλάι σε τρεις αυστριακούς, τον Ότο, το Χανς και τον Πίτερ, που μαζί στα χρόνια της Κατοχής αλίευαν νάρκες σ' όλο το Αιγαίο. Μάταια προσπαθεί να αναγνωρίσει αλλά και να θυμηθεί το όνομα και του άλλου Αιγινήτη που πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα τους. Για τους σφουγγαράδες η ζωή ήταν γεμάτη κίνδυνο και πίκρα. Πολλές οι πίκρες, λίγες οι χαρές. Μακρινοί οι δρόμοι κι ο βίος βραχύς για τους περισσότε­ ρους. «Έφευγαν γρήγορα, έτσι κι ο πατέρας μου», λέει ο γιος του Νικολή Λαδά, γνωστού ως Γνώμη. «Πέθανε στα 53 του κι άφησε πίσω του επτά παιδιά». Ο γιος του Γκρινέζου με συγκίνηση διηγείται ιστορίες του δικού του πατέ­ ρα. Δύτης από τους λίγους, αλλά δεν ήξερε κολύμπι! Είχε πιστέψει στο σφουγ­ γάρι και επένδυσε όλους τους κόπους του στο σφουγγαράδικο που αγόρασε το 1951. Η κρίση, που ακολούθησε ραγδαία, τον έκανε να το σπάσει σε κομμάτια απελπισμένος! Έτρωγε κάποια φορά σε ξένο λιμάνι τη γαλέτα του βουτηγμένη σ' ένα ποτήρι νερό για να τη μαλακώσει κι η ξένη γυναίκα, βλέποντας τον, με θαυμασμό είπε: «κοίτα τι καθαροί που είναι αυτοί οι δύτες! Πλένουν και το ψωμί τους ακόμη»! Κι όταν τον είδε αργότερα να πίνει και το νερό που μέσα του βούταγετη γαλέτα, «οι βρωμιάρηδες! Τι πίνουν!», έκανε με αποτροπιασμό. Η μικρούλα Αφαία παρατηρεί σοβαρή το παπούτσι του δύτη - κληρονο-


μιό του Βαπόρη, που μεγαλόψυχα μας εμπιστεύθηκε! Πιο κει σταματάει μπροστά στο έργο σύγχρονου καλλιτέχνη και μας εξηγεί με σιγουριά που ξαφνιάζει τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένο! Μαζί μας την άκουγε με προσοχή ο έφηβος ξάδερφος της. Με την άνεση του ανθρώπου που ξέρει από κόσμο ήλθε να δει την έκθεση κι ο μετρ των προέδρων, περίφημος ράφτης από την Ιμβρο. Μπροστά του είχε σταθεί προσοχή μέχρι κι ο... Ινονού, για να του πάρει μέτρα! 0 πατέρας του ταξίδευε με το σπογγαλιευτικό του από τα παράλια της Μικράς Ασίας στην Αίγινα, για να πουλήσει εδώ τα σφουγγάρια του! Ούτε θυμάται πόσες μέρες. Και η πανύψηλη εγγλέζα με χαρακτηριστικό χιούμορ ξαφνιασμένη ρωτά: «μα καλά, είχε τόσα σφουγγάρια στην Αίγινα; Πού πήγαν; Τι τα κάνατε; Τα φάγατε;» Στο τετράδιο εντυπώσεων για την έκθεση δυο γερμανοί επισκέπτες σημειώνουν; «εντυπωσιακή δουλειά που θυμίζει τον κόπο, το θάρρος και τη σχέση των σημερινών ανθρώπων με την παράδοση». Και, αν και επαναλαμ­ βάνει σχεδόν τα ίδια, τα λόγια του Πίτερ, ζωγράφου από το Λίβερπουλ, ακού­ γονται με άλλη ένταση: ο σφουγγαράς θείος του είχε χτυπηθεί από την αρρώ­ στια των δυτών, κάνοντας «μια επικίνδυνη και ρομαντική δουλειά», όπως σημειώνει πιο κάτω ένας άλλος συμπατριώτης του! Είναι αλήθεια ότι η έκθεση ξύπνησε «παλιές αναμνήσεις από τα παιδικά μας χρόνια», όπως έγραψε ο πρόεδρος του Λαογραφικού κ. Γαλάνης, ότι έφερε «παλιές μνήμες που δεν πρέπει να ξεχνάμε», κατά την κ. Τζένη ΜαγκλήΧειλαδάκη. Και πράγματι, ήταν «μια όμορφα στημένη έκθεση, ωραίες φωτο­ γραφίες, σφουγγάρια, εργαλεία, ένα κομμάτι της παλιάς ταυτότητας της Αίγι­ νας» κατά την κ. Μάρθα Σημαντώνη. Γι' αυτό και μας δημιουργεί πρόσθετες ευθύνες, αφού πλέον «περιμένουμε μεγαλύτερη συμμετοχή με σχετικό υλικό», όπως παρατηρεί η κ. Βαρβάρα Μαυρακάκη. Και νομίζουμε πως έχου­ με υποχρέωση να επανέλθουμε στο ίδιο θέμα, για να φωτίσουμε πιο καθαρά αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του τόπου μας.

100


ΦΩΤΕΙΝΗ ΓΙΩΤΑΚΗ-ΜΠΟΓΡΗ

Ο Κέννεντυ της Αίγινας

ούρουπο, τέλος Οκτώβρη, φτάσαμε στο σπίτι του Ντέιβιντ και της Μάγιας Κέννεντυ. Η πρώτη εντύπωση για τον καλλιτέχνη έρχεται από μακριά με το ιδιόρρυθμο σπίτι, φτιαγ­ μένο εξ ολοκλήρου από τα χέρια του. Ξεχωριστή εξωτερική όψη, ένας «ναός μετά τρούλου», με απεριόριστη θέα, που στεγάζει αυτόν και τη γυναίκα του, δεσπόζει στην πλαγιά, πάνω από την Πέρδικα. Παντού στην αυλή, στα πετροπέζουλα, διάσπαρτα τα έργα του και μαζί τα αγαπημένα ζώα της οικογέ­ νειας, ο σκύλος και πλήθος από γάτες. Μας υποδέχθηκαν με ευγένεια γύρω από το μεγάλο ξύλινο τραπέζι του σπιτιού και ξεκίνησε μια κουβέντα ανεπιτήδευτη κι ειλικρινής σαν αυτή που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο που δεν χρειάζεται επαίνους και σχεδόν αμφισβητεί το έργο του από σεμνότητα και ήθος. Στο χαρακτηρισμό «καλλι­ τέχνης» γελάει και αναρωτιέται αν είναι γι' αυτόν ο τίτλος. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1931. Από μικρό παιδί 5-6 ετών του άρεσε να δουλεύει το ξύλο. Φοίτησε εσωτερικός στο περίφημο σχολείο Felsted, που λειτουργούσε από το 1564. Λόγω της αγάπης του για τον καθηγητή των Γερ­ μανικών, μαθαίνει άπταιστα τη γλώσσα. Ακόμα θυμάται και απαγγέλλει στί­ χους σταγερμανικά. Μιλάει, επίσης, πολύ καλά γαλλικά και, βέβαια, ελληνικά. Στα δεκάξι του φεύγει για τη Ν. Ζηλανδία, από όπου καταγόταν ο πατέρας του, στρατιωτικός γιατρός, και μένει εκεί δεκαπέντε χρόνια ασκώντας διά­ φορα επαγγέλματα. Το 1962 πήγε «από περιέργεια», όπως λέει, στην Ανταρ­ κτική, ως απεσταλμένος εφημερίδας και έμεινε ενάμιση μήνα. Γυρίζει στη Ν. Ζηλανδία, όπου παντρεύεται και αποκτά δύο παιδιά. Φεύγουν οικογενειακώς για την Ευρώπη και πηγαίνουν στην Ιταλία, χώρα καταγωγής της γυναίκας του. Δεν τους αρέσει, έρχονται στην Ελλάδα και στήνουν το σπιτικό τους στην Πλάκα. Αλλά η γυναίκα του δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και σε λιγότερο από

Σ

101


102


ένα μήνα διαμονής στην Ελλάδα παίρνει τα παιδιά και φεύγει. 0 ίδιος όμως νιώθει ότι βρίσκει αυτό που έψαχνε. «Ήταν πολύ ωραία στην Πλάκα», λέει, «δεν είχα κλειδαριές στις πόρτες και οι γείτονες έτρεχαν να βοηθήσουν σε ό/π χρειαζόταν». Όταν κάποια στιγμή η γυναίκα του τού στέλνει ένα γράμμα στη διεύθυνση «Ντέιβιντ Κέννεντυ, Καλλιτέχνης- Greece», ο ταχυδρόμος τον βρί­ σκει με μόνο κριτήριο ότι όλοι οι τρελοί καλλιτέχνες μένουν στην Πλάκα! Εκεί κάνει το εργαστήρι του. Δημιουργεί έργα για τον εαυτό του και τους καινού­ ριους φίλους του, ανάμεσα τους η Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ. Ακούει για την Αίγινα και έρχεται για να μείνει μόνιμα στην περιοχή Βουρκάνο. Κάποια μέρα η Μάγια προσκαλεί μια μεγάλη παρέα φίλων και καλλιτε­ χνών στο σπίτι της στην Αιγινήτισσα. Μαζί τους έρχεται κι ο Ντέιβιντ. Κι από τότε - εδώ και 38 χρόνια - δε χώρισαν ποτέ! Βρήκε τη μούσα του, το σπίτι του, το εργαστήρι του. Εκεί γεννήθηκε κι ο γιος τους, ο Ιάσονας. Στην πυκνοχτισμένη όμως Αιγινήτισσα είναι δύσκολο να λειτουργήσει το καμίνι του. Γι' αυτό αποφασίζουν να μετακομίσουν στο Σφεντούρι και το 1980 αρχίζει να χτίζει μόνος του το σπίτι, όπως το θέλουν, σε σχέδια που φτιάχνουν με τη Μάγια. Όλα, υδραυλικά, ηλεκτρικά, τοίχοι, πατώματα, είναι φτιαγμένα με τα χέρια του. Τα έξοδα πολλά, οι ανάγκες περισσότερες και η Μάγια, αφήνοντας τη δουλειά της στην Αθήνα, μαθαίνει από μία Περδικιώτισσα αργαλειό, φτιά­ χνει το δικό της χώρο και βοηθάει υφαίνοντας. Εκείνος στο δικό του πλέον εργαστήρι με το καμίνι του και τα ζωντανά μοντέλα του, κότες, κατσίκα, περιστέρια, γάτες, σκυλιά, και, φυσικά, με πηγή έμπνευσης του τον μικρό Ιάσονα και την αγαπημένη του Μάγια, δημιουργεί μορφές και χρηστικά αντικείμενα καμωμένα από ορείχαλκο, ξύλο, χαρτί. Όποιο υλικό πέσει στα χέρια του μετουσιώνεται. Μόνο πέτρα δεν δούλεψε ποτέ. Αποτυπώνει στα έργα του με πλούσιες καμπύλες και έντονες γραμμές, με χαρακτηριστική πλαστικότητα και μοναδική κίνηση, τον περιβάλλοντα κόσμο του. Ξεχωριστές είναι κι οι μαριονέτες που έχει κατασκευάσει για το κουκλοθέατρο του Β. Βασιλάκη. Τα έργα του έχουν εκτεθεί σε γνωστές αίθουσες τέχνης, όπως την γκαλε­ ρί Νταντά, Νέες Μορφές, Άνεμος κ. ά., στο ίδρυμα Μ. Κακογιάννη, στις φυλα­ κές της Αίγινας - αυτός με τις μαριονέτες του και ο Σπαθάρης με τις φιγούρες του. Έχει να λέει τα καλύτερα για τον Σπαθάρη, αυτόν τον «γλυκό άνθρωπο», που φιλοξένησε και στο σπίτι του στο Σφεντούρι. Το καλοκαίρι του 2011 εκθέτει τα έργα του στο Λαογραφικό Μουσείο της Αίγινας - πλήθος κόσμου έσπευσε να τα θαυμάσει - και στον Πύργο του Μαρ­ κέλλου - μαζί με τον Γ. Λολοσίδη - με μεγάλη επιτυχία. Ο ίδιος λέει ότι δεν είναι για τέτοια, γιατί τον κουράζουν πολύ. Εμείς λέμε ότι είναι τιμή μας που έχουμε κοντά μας έναν τόσο μεγάλο καλλιτέχνη και θέλουμε να ξαναδούμε έργα του σύντομα. 103


Φεύγοντας τον αφήνουμε στην ηρεμία του σπιτιού του, πάντα μαζί με την αγαπημένη του Μάγια και τα ζώα του, ζωντανά και άψυχα, ή μάλλον με όλα τα γεμάτα ζωντάνια έργα της ζωής του. Μας χαιρετά με ολύμπια ηρεμία λέγο­ ντας: «Κάθε μέρα είναι μια άλλη ωραία μέρα μακριά από την αγριάδα της Αθήνας. Είμαι ευτυχισμένος εδώ». Σε μια επιγραφή προλαβαίνουμε να διαβά­ σουμε το πιστεύω του: «ο βίος βραχύς, η τέχνη μακρά».

;

• : - •

Butì%


ΘΕΟΛΟΓΙΔΟΥ ΠΡΟΝΟΗ

Ένας «Ρώσος» στην Αίγινα Μιχαήλ Μοφτζουβάνης [Ευπατορία, 1889 - Μοσχάτο, 1962)

πό τις 4 έως τις 17 Οκτωβρίου στο Λαογραφικό Μουσείο της Αίγινας παρουσιάστηκε απρόσμενα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση ζωγραφικών έργων του Μιχαήλ Μαρτζουβάνη του «Ρώσου». Πενήντα χρόνια μετά το θάνατο του οι δύο κόρες του αποφάσισαν να τιμήσουν τη μνήμη του μ' ένα καλλιτεχνικό μνημόσυνο στον τόπο που αγάπησε και έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του.

Α

Ο πατέρας του καλλιτέχνη, Έλληνας από το Μαρτζουβάν του Πόντου - γι' αυτό και τον έλεγαν Μαρτζουβάνωφ - ήλθε και εγκαταστάθηκε στην Ευπατόρια, παραλιακή πόλη της Κριμαίας, που με το όνομα Κερκινίτις είχαν κτίσει Έλληνες άποικοι τον 7ο π. Χ. αι.. Η μητέρα του είχε συγγένεια με τον ζωγράφο

105


Νικόλαο Χειμώνα - Πέτροβιτς (1866-1929), έργα του οποίου βρίσκονται σε πινακοθήκες της Ρωσίας και στη Δημοτική Πινακοθήκη της Λάρισας (συλλογή Κατσίγρα). 0 Μιχαήλ γεννήθηκε το 1889 μέσα στην άνεση και την ασφάλεια που του πρόσφερε η εύπορη οικογένεια του - ο πατέρας του ήταν έμπορος δημητρια­ κών. Νωρίς φάνηκε το ταλέντο του και πήγε να σπουδάσει ζωγραφική, δια­ κοσμητική και σκηνογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών της Πετρούπολης. Ξέσπασε όμως ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, στρατεύθηκε και στάλθηκε να πολεμήσει εναντίον των Γερμανών, από τους οποίους και αιχμαλωτίστηκε, ενώ εκατομμύρια νεκροί θάβονταν στα χιόνια στη μεγάλη γραμμή του ανα­ τολικού μετώπου. Ξέσπασε εντωμεταξύ η Οκτωβριανή Επανάσταση και οι ηγέτες της συμφώνησαν με επαχθείς όρους τον τερματισμό του πολέμου με τη Γερμανία προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα τεράστια εσωτερικά προ­ βλήματα της χώρας τους. Οι αιχμάλωτοι, φυσικά, απελευθερώθηκαν κι ο Μιχαήλ επέστρεψε στον τόπο του, όπου τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Η Κριμαία ήταν τώρα οχυρό του Λευκού στρατού και ο εμφύλιος πόλεμος μαινόταν εδώ, μέχρι που τα τελευ­ ταία στρατεύματα των Λευκών εγκατέλειψαν τη Ρωσία με πλοίο από τη Σεβαστούπολη στις 20 Νοεμβρίου1920. Η νίκη των Μπολσεβίκων είχε πλέον οριστικοποιηθεί. Η Μάχη της Κριμαίας ήταν το τελικό επεισόδιο του εμφυλί­ ου πολέμου στη Σοβιετική Ρωσία, όμως η χώρα άρχισε να σπαράσσεται από σοβαρές κοινωνικές αναταραχές, ενώ μεγάλος λιμός θέριζε τον κόσμο. Πολλοί οπαδοί του τσαρικού καθεστώτος έσπευσαν τότε να διαφύγουν με πλοία στην Κωνσταντινούπολη και στην Ελλάδα. Ανάμεσα τους και πολλοί Έλληνες που ένιωσαν ότι έχαναν τα μέχρι τότε προνόμια τους και έβλεπαν με τρόμο την επικράτηση των Κόκκινων. Υπήρχε φόβος για αντεκδικήσεις, καθώς δύο ελληνικές μεραρχίες είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο εναντίον των Μπολσεβίκων το 1919 στην Ουκρανία στο πλευρό των Αγγλογάλλων. Ποια επίδραση είχε η αιχμαλωσία, πώς βίωσε τις μεγάλες αλλαγές και τις έντονες συγκρούσεις της εποχής του ο νεαρός άνδρας, είναι άγνωστο. Δεν μίλησε ποτέ γι' αυτά στα παιδιά του. Ωστόσο μέσα στις αντίξοες για τα όνει­ ρα του συνθήκες, την άνοιξη του 1922 επεδίωξε και κατάφερε να επιβιβαστεί σε ένα πλοίο με προορισμό τη Μασσαλία και, στη συνέχεια, το Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του στη ζωγραφική. Όμως το πλοίο έπιασε στον Πει­ ραιά κι οι επιβάτες βγήκαν για λίγη ώρα στη στεριά. Ηρεμία! Δεν είχε ακόμη ενσκήψει το πλήθος των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής. Στην αποβάθρα τον περίμενε, για να μάθει νέα για τους δικούς τους στη Ρωσία, ο ξάδελφος του, ζωγράφος κι αυτός, Αριστοτέλης Βασιλικιώτης (Κριμαία, 1902 106


- Αθήνα, 1972). Η μικρή βόλτα στο Τουρκολίμανο για ένα κρασάκι, ώσπου να ξαναφύγει το πλοίο, στάθηκε μοιραία! Μαγεμένος από την ομορφιά και τη γαλήνη του πειραιώτικου τοπίου ο Μιχαήλ γύρισε στο καράβι, πήρε τα πράγ­ ματα του, εγκαταστάθηκε στην προγονική γη κι έγινε... Μαρτζουβάνης! Πίσω του άφηνε συγγενείς και φίλους που δεν ξανασυνάντησε ποτέ! Ο Βασιλικιώτης τού πρόσφερε τη ζεστασιά του οικογενειακού περιβάλ­ λοντος. Στο σπίτι του στο Μαρούσι μαζεύονταν όλοι οι «Ρώσοι», συγγενείς και φίλοι, ταλαίπωροι εμιγκρέδες που αναζητούσαν καταφύγιο στην πατρί­ δα των παππούδων τους, παρά την αβεβαιότητα και τις δυσκολίες που μάστιζαν την Ελλάδα μετά από ένα δεκάχρονο πόλεμο και που ήταν πια φανερό πως γρήγορα θα κατέληγε σε τραγωδία. Ο Βασιλικιώτης, πριν φύγει ο ίδιος για το Παρίσι το 1923, θα τον φέρει σε επαφή και με τους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής. Σ' αυτή την περίοδο προφανώς ο Μαρτζουβάνης γνωρίζεται με το Σπύρο Μελά, που επιδιώκει να δώσει νέα πνοή στο ελληνικό θέατρο. Το 1925 ο μελλοντικός ακαδημαϊκός ιδρύει το βραχύβιο «Θέατρον Τέχνης» και το 1929 την «Ελευθέρα Σκηνή» μαζί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Δημήτρη Μυράτ. Μ' αυτούς και με άλλους ο «Ρώσος» θα συνεργαστεί ως σκηνογράφος στο ανέβασμα πολλών θεατρικών έργων. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν κολακευτικά σχόλια για τις σκηνογραφίες του και ο Μελάς τον θαύμαζε ως μεγάλο κολορίστα. Την ίδια περίοδο θα γνωρίσει και τη σύντροφο της ζωής του, την ελληνι­ κής, επίσης, καταγωγής Μ. Βασιλείου, πρώην φοιτήτρια ιατρικής από το Κίεβο. Θα παντρευτούν το 1927 και θα αποκτήσουν τέσσερα παιδιά. Η οικο­ γένεια θα ζήσει έκτοτε στην περιοχή του Μοσχάτου και στο Ν. Φάληρο. Οι βιοποριστικές δυσκολίες είναι βέβαια μεγάλες, όμως το νεαρό ζευγάρι δεν πτοείται. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι καθημερινές ανάγκες της οικογένειας το 1928 προσλαμβάνεται ως κεραμίστας στην «Α.Ε. Κεραμεικός», που είχε ιδρυθεί το 1909 στο Νέο Φάληρο. Στο περίφημο καλλιτεχνικό εργα­ στήρι, κάτω από τη διεύθυνση του Σιμονάκη και του Βαλσαμάκη, θήτευσαν κατά καιρούς οι Δ. Κοκκινίδης, Δ. Βακάλης, Ηλ. Φέρτης, Θ. Πανουργίας, Ζ. Αναστασιάδου, M. Latry, Μ. Peters, οι αδελφές πριγκίπισσες Lynn, ο Α. Ντεπιάν, ο Γ. Τσαρούχης και άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες μας. Με την καθοδήγηση του Max Hellstern αρχικά και του Π. Βαλσαμάκη στη συνέχεια, ο Μαρτζουβάνης θα τελειοποιήσει την τέχνη του. Τα κεραμικά του άλλοτε απεικονίζουν τοπία αιγινήτικα, μορφές αθλητών, ονειρικές γυναίκες, άλλοτε «ξεσηκώνουν» σχέ­ δια από την ελληνική κεντητική, άλλοτε τα θέματα τους είναι ανάμεικτα, και διακοσμητικά και νατουραλιστικά. Σε όλα είναι φανερό το μεγάλο ταλέντο του, που προκαλεί το θαυμασμό των ομοτέχνων του. Πολλά από αυτά σήμε107


ρα σώζονται σε ιδιωτικές συλλογές και στο Μουσείο Μπενάκη. Το 1934 συμμετέχει στη δημιουργία της ομάδας «Ελεύθεροι καλλιτέχνες» μαζί με άλλους ζωγράφους, χαράκτες και γλύπτες, όπως οι Φ. Ζαχαρίου, Ν. Νικολάου, Γ. Ζογγολόπουλος, Δ. Γαλάνης, Θ. Απάρτης, Φ. Κόντογλου, Λ. Λαμέρας κ. ά., που παρουσιάζουν μέχρι το 1939 τέσσερις εκθέσεις. Το 1935 μαζί τους θα βρεθεί και ο άλλος μεγάλος «ρώσος», ο Βάλιας Σεμερτζίδης, ο οποίος έχει ήδη εγκατασταθεί στην Κοκκινιά. Πότε και πώς ανακαλύπτει ο Μαρτζουβάνης την Αίγινα; 0 Βάρναλης στα «Φιλολογικά απομνημονεύματα» του γράφει: «Και μια χρονιά ανέβηκαν και κουρνιάσανε σαν κιρκινέζια απάνου στο βουνό της Παλιαχώρας μέσα στα χαλάσματα μιας ερημοκλησιάς ο ζωγράφος ο Βασιλείου με τη μποέμικη φτωχοπαρέα του: το Μαρτζουβάνωφ και τον Παπαλουκά. Ερημοι εκεί απάνου ζωγραφίζανε από το πρωί ως το βράδυ τις ατέλειωτες ποικιλίες του τοπίου. Κι είχανε μέσα σε μια καλαθένια βαλίτσα λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, δυο τρεις τσίρους, μερικά σκόρδα κι ένα κομμάτι ασβεστοποιημένο τυρί- και κρεμασμένην από ένα καρφί του τοίχου μιαν κιθάρα. Καμιά φορά ερχόντανε και τους βρίσκανε άλλοι μποέμηδες συνάδερφοι: ο Ρέντζος, ο Πολυκαντριώτης, ο Κόκκινος, μαζί με μερικές μαθήτριες της Σχολής Καλών Τεχνών και τότες παίρνανε την κιθάρα, την αισθηματική τους καρδιά και τις καλές φωνές τους και κατεβαίνανε στην πόλη. Περασμένα μεσάνυχτα παρελεύνανε σε μια μακρινή γραμμή σ' όλη την προκυμαία ίσαμε το «Κόρτε» τραγουδώντας παθητικά με τ' ακομπανιαμέντο της κιθάρας, ενώ ο κόσμος, που τους έβλεπε, έλεγε: «Να! Οι... αβράκωτοι!» - γιατί φορούσανε κοντά πανταλόνια από χακί πάνου από το γόνατο, σα Σκωτσέζοι». Η Αίγινα με το εκπληκτικό φως της, τόσο κοντά και τόσο μακριά από τον αστικό χώρο, μάγεψε τον καλλιτέχνη. Η αγάπη του μεταδίδεται και στην οικογένεια. Ετσι με το που ζέσταινε ο καιρός, όλο το νοικοκυριό φορτωνόταν σ' ένα καίίκι κι έφταναν στο νησί για να εγκατασταθούν σε κάποιο σπίτι γύρω από τον Άγιο Νικόλα ή πίσω από τις Φυλακές ή όπου αλλού τότε μπο­ ρούσε να βρεθεί. Νέοι δεσμοί αναπτύσσονται με αφορμή μικρά ή μεγάλα γεγονότα της ζωής. Τη δευτερότοκη Βάνια βαφτίζουν εννιά νονοί, από τους οποίους οι οκτώ είναι ζωγράφοι, ενώ τα παιδιά μεγαλώνοντας αποκτούν νέους φίλους εδώ, καθώς πριν λήξει η σχολική χρονιά έρχονταν με μετεγγρα­ φή να τελειώσουν την τάξη τους στο Δημοτικό σχολείο της Αίγινας! Εκείνος κατέφθανε κάθε σαββατοκύριακο με την «Πτερωτή». Το πρωί φόραγε το μεγάλο ψαράδικο καπέλο του, έπαιρνε στο ένα χέρι το καβαλέτο του, στο άλλο την κασετίνα με τα χρώματα κι αναζητούσε το θέμα του κάτω από το φως του ήλιου στην Αφαία, στην Αγία Μαρίνα, στο λιμάνι, στην Παλιαχώρα.


«Ήταν ο μεγάλος ζωγράφος της Αίγινας ή μάλλον ο τροβαδούρος των βου­ νών και των κάμπων της, του λιμανιού και των ακρογιαλιών της», γράφει ο συλλέκτης Γ. Νικολακόπουλος. 0 Μαρτζουβάνης καθόλου δεν έμοιαζε με τους μυθιστορηματικούς συμπατριώτες του στο έργο του Καραγάτση. Συνταξιοδοτήθηκε από την «Α.Ε. Κεραμεικός» και έφυγε ήσυχα από τη ζωή, όπως και είχε ζήσει, στα 73 του χρόνια. Άφησε πίσω του περίπου 180 πίνακες που, με ελάχιστες εξαιρέ­ σεις, όλοι απεικονίζουν μαγευτικά τοπία της Αίγινας. Στην έκθεση στο Λαογραφικό είδαμε 24 τέτοιους πίνακες. Πολλοί χωρίς χρονολογική ένδειξη κι άλλοι με χρονολογία από το 1951 μέχρι το 1960, όλοι με τέμπερα (γκουάς), ανήκουν σήμερα στα παιδιά του. Αγαπημένο θέμα οι ελιές σ' όλες τις αποχρώσεις του πράσινου: εδώ μία τεράστια καλύπτει επι­ βλητική το χώρο, πιο κει δυο άλλες με μια στέγη σπιτιού ή ένα εκκλησάκι ανά­ μεσα τους πάνω στο βουνό ή σε πλαγιά με τη θάλασσα στο βάθος, κι άλλες πιο πέρα πολλές μαζί σκόρπιες στον κάμπο. Απέναντι τους πολύχρωμες βάρ­ κες δεμένες στη σειρά με φόντο τα αιγινήτικα σπίτια της παραλίας με τα μοναδικά τους χρώματα. Αλλες στοιχισμένες μπροστά στο αρχοντικό του Βογιατζή KL άλλες στο βάθος μιας αμμουδιάς που πάνω της ψαράδες μπαλώ­ νουν τα δίχτυα τους, αφοσιωμένοι στο ιερό έργο τους. Η Παλιοχώρα σκαρ­ φαλωμένη στους προαιώνιους βράχους της δυο φορές, η Παναγίτσα καμα­ ρωτή στην άκρη του λιμανιού άλλες δύο, κι ο Άγιος Νικόλας ο Θαλασσινός χωρίς χρονολογία, πολλά χρόνια πριν «μεταμορφωθεί» σ' αυτό που είναι σήμερα, όπως φαίνεται κι από την παλιά κορνίζα που τον πλαισιώνει. Κι ανά­ μεσα στις ομορφιές του νησιού έβλεπες και τέσσερις πίνακες με θέμα, θαρ­ ρείς, παρμένο από το τραπέζι του Παναγάκη, όπου ο ζωγράφος συνήθιζε να πίνει το κρασάκι του: ένα πιάτο με ψάρια ή ντομάτα πλάι σ' ένα μισογεμάτο κρασοπότηρο. Ξεχωριστά απ' όλους σ' ένα τοίχο τέσσερα σχέδια διακοσμητι­ κά επηρεασμένα από την ελληνική παραδοσιακή κεντητική και υφαντική, από εκείνα που ο καλλιτέχνης χρησιμοποιούσε στα κεραμικά του, βοηθούσαν να σχηματίσεις μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο του. Πίνακες του Μαρτζουβάνη έχουν στην κατοχή τους και κάποιοι Αιγινήτες, που για δικούς τους λόγους δε θέλησαν να παραχωρήσουν ώστε να εκτεθούν μαζί με εκείνους της οικογένειας του. Υπάρχουν κι άλλοι, επίσης, στην Πινα­ κοθήκη του Δήμου της Αθήνας, απρόσιτοι στο κοινό, όπως πολλών άλλων καλλιτεχνών. Έτσι, από καρδιάς ευχαριστούμε τις ευγενικές κυρίες που μας πρόσφεραν την ευκαιρία να γνωρίσουμε το έργο ενός σεμνού καλλιτέχνη, που αγάπησε το νησί μας και μας άφησε κληρονομιά εικόνες του μέσα από τα μάτια της ψυχής του. 109


(Ευχαριστώ θερμά την κ. Άννα Αθανασίου και την κ. Βάνια Πάρντος, κόρες του Μ. Μαρτζουβάνη, για τις πληροφορίες που με προθυμία και ευγένεια μου έδωσαν].

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Κ. Βάρναλη, Φιλολογικά απομνημονεύματα, σ. 281-282, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 1980 2. Ν. Γρηγοράκη, 0 νεοαρχαϊκός ρυθμός στην νεοελληνική κεραμική και τα κεραμουργήματα του Κεραμεικού στα χρόνια 1930-1940, Περιοδικό «Αρχαιολογία» τχ. 8, Αύγουστος 1983, σ.59-63 3. Β. Καλαμαρά, Ο Ρώσος του ελληνικού τοπίου, εφ. «Ελευθεροτυπία» 14 Οκτωβρίου 2011 4. Ίρις Κρητικού, Μιχαήλ Μαρτζουβάνης (Μαρτζουβάνωφ) (1900- 1962], Περιοδικό «Η Αιγιναία» τχ.18, Ιανουάριος - Ιούλιος 2010, σ.120-121 5. Γ. Νικολακόπουλος, Μιχαήλ Μαρτζουβάνης, Ενημερωτικό Δελτίο «Τα Νέα των Φίλων» του Μουσείου Μπενάκη, τχ. 4, Αθήνα 1989, σ. 49-59

110


ΕΛΕΝΗ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗ

Παναγής Ν.Ηρειώτης (1854-1930) Καταστρώνοντας ένα σχέδιο βιογραφίας

έα ακόμη στην Αίγινα το 2009, ο Παναγής Ηρειώτης (1854-1930) υπήρξε από τις πρώτες "γνωριμίες" μου1. Ο δρόμος που φέρει το όνομα του ήταν από τους πρώτους που μου εντυπώθηκαν ως σταθε­ ρά στις προσπάθειες μου να προσανατολιστώ, όταν άρχισα να κατε­ βαίνω μόνη μου απότοΣφεντούριστην Αίγινα για τα καθημερινά μας ψώνια. Οι καλοκαιρινές εκδηλώσεις στο Λαογραφικό Μουσείο πρό­ σθεσαν την εικόνα του σπιτιού, και οι συζητήσεις με τους φίλους, όταν ρωτούσα να μάθω για την "παλιά" Αίγινα, έφταναν συχνά στο δάσκαλο, τον τοπικό λόγιο, τον γερμανοσπουδαγμένο φιλόλογο. Όμως, παρά τις κάποιες αναφορές στον ιστότοπο του Μουσείου, λίγα άρθρα της Αίγιναίας, κάποιες αποσπασματικές δημοσιεύσεις έργων του, δεν μπόρεσα να εντοπίσω ένα ολοκληρωμένο σκαρίφημα της ζωής και του έργου του Ηρειώτη, ο οποίος ωστόσο, και ως εκπαιδευ­ τικός και ως λόγιος φαινόταν να έχει κερδίσει μία θέση στη συλλογι­ κή μνήμη των συμπατριωτών του. Υπήρχε κάτι σαν περηφάνια σε όποιον Αιγινήτη ρωτούσα για τον Ηρειώτη. Ίσως, η απόφαση ενός διδάκτορα γερμανικού πανεπιστημίου να αφήσει τη μελέτη και έκδο­ ση των αρχαίων συγγραφέων και να επιστρέψει στη γενέτειρα του, για να διδάξει παιδιά Γυμνασίου, να προσφέρεται για ρομαντικές

Ν

1. Απέκτησα πρόσβαση στο αρχείο Παναγή Ηρειώτη που φυλάσσεται στο Λαο­ γραφικό Μουσείο της Αίγινας, με έγκριση του Δ.Σ. του Μουσείου μετά από την ευγενική παρέμβαση του Κώστα Γαλάνη, τον οποίο και ευχαριστώ. Ευχαριστώ, επίσης, την κ. Π. Σαρηδημητρόγλου για τη συνεχή υποστήριξη και την κ. Κ. Χατζίνα για τη ζεστή της φιλοξενία στο χώρο του αρχείου. Την ύπαρξη του αρχείου γνώριζα από τον Γιάννη Πούντο και τον Κώστα Γαβρόγλου, οι οποίοι είχαν συντονίσει το 2006 μια σπάνια για την ελληνική εκπαιδευτική πραγματι­ κότητα συνεργασία, μεταξύ μαθητών του λυκείου της Αίγινας και του επιστη­ μονικού προσωπικού του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Καρ­ πός της συνεργασίας αυτής ήταν η καταγραφή του εκτενούς αρχείου του Παναγή Ηρειώτη, όπως παραδόθηκε από την κόρη του Πολυμνία, ο χωρισμός του σε φακέλους και η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων. Η βάση αυτή έκανε το αρχείο προσβάσιμο σε οποιονδήποτε μελετητή. 111


ερμηνείες KL έτσι ο Ηρειώτης να ενδύθηκε, άθελα του, το ρόλο του στοργικού δασκάλου-πατέρα. Να, λοιπόν, μία ενδιαφέρουσα πρόκληση: μία εμπεριστατωμένη αφήγηση της ζωής του και των συνθηκών που τον οδήγησαν από την Αίγινα στην Αθήνα, στη Γερμανία και πίσω, στη γενέτειρα, με τον ίδιο ενδιάμεσο σταθμό. Για μένα, ένας στόχος αυτής της αφήγησης θα ήταν αφενός να προσπαθήσει να απεμπλέξει τον μυθικό Ηρειώτη, που κατασκευάστηκε από ενθυμήσεις και αφηγήσεις, από το πρόσω­ πο που επέλεξε να διασώσει ο ίδιος για τον εαυτό του μέσα από το αρχείο που κράτησε. Να προκύψει, δηλαδή, ένα είδος βιογραφίας. Ο δεύτερος στόχος θα ήταν, με αφορμή αυτή την αφήγηση, να τεθούν κάποια ερωτήματα σχετικά με ζητήματα που προκύπτουν από τον τύπο της εποχής και το περιεχόμενο των τεκμηρίων, που δια­ σώζει το αρχείο του και τα οποία έχουν να κάνουν με την κοινωνία, την τοπική αλλά και την ευρύτερη, τους θεσμούς, τις ιδέες, τις νοο­ τροπίες της εποχής. Πιο συγκεκριμένα, παρακολουθώντας τη ζωή του Π. Ν. Ηρειώτη, θα ομαδοποιούσα αυτά τα ερωτήματα στις παρακάτω "περιοχές": 1. Εκπαιδευτικά θέματα: δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, προγράμματα σπουδών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το επάγγελμα του δασκάλου, τα σχολεία (κτή­ ρια, υποδομές). Γνωρίζουμε ότι την περίοδο που έζησε έγιναν καθορι­ στικές αλλαγές στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας. Πώς εφαρμό­ στηκαν αυτές στην Αίγινα; Ποιες οι επιπτώσεις στον τρόπο λειτουρ­ γίας του Ελληνικού Σχολείου; Πώς αντέδρασε ο ίδιος ο Ηρειώτης στις αλλαγές αυτές; 2. Ο γερμανικός παράγοντας: η γερμανική "ανακάλυψη" της ελλη­ νικής αρχαιότητας, θα επηρεάσει ση μαντικά το πώς θα δουν οι Έλλη­ νες το αρχαίο τους παρελθόν και το πώς θα επιχειρήσουν να οικοδο­ μήσουν μια εθνική ταυτότητα. Ο (νεο)κλασικισμός αποτελεί τη βασι­ κή αρχή, με βάση την οποία η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών συγκροτεί τα προγράμματα σπουδών της. Πώς επηρεάζει τη διαμόρφωση των μετέπειτα ενδιαφερόντων του Ηρειώτη μια τέτοιο: παιδεία; Πώς αντανακλώνται αυτά στις σημειώσεις των μαθημάτων του που έκανε στο Ελληνικό Σχολείο; 3. Η κοινωνία της Αίγινας: το περιβάλλον της οικογένειας Π. Ν. Ηρειώτη (συγγενείς, φίλοι) και η αστική τάξη της Αίγινας. Επισκέ­ πτες. Τα επαγγέλματα. Τι είδους καθημερινότητα της Αίγινας θα μπο­ ρέσει κανείς να διακρίνει μέσα από το αρχείο Π. Ν. Ηρειώτη; 112


4. Ο Ηρειώτης ως ερευνητής: οι εργασίες του στους τομείς της Φιλολογίας και της Λαογραφίας Διατρέχοντας το αρχείο Ηρειώτη, μπορεί κανείς να πει πως το υλικό του εμπίπτει σε τρεις βασικές κατηγορίες: πρώτον, έγγραφα που σχετίζονται με τη λειτουργία του Ελληνικού Σχολείου, δεύτερον, λογαριασμοί, σημειώματα και επιστολές που αναφέρονται στην οικο­ γενειακή του ζωή και τρίτον, σχεδιάσματα και αλληλογραφία που σχετίζονται με το συγγραφικό του έργο στους τομείς της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και της λαογραφίας, με τις οποίες καταπιάστη­ κε με την ιδιότητα του εξωπανεπιστημιακού λόγιου.

Το εκπαιδευτικό σύστημα Για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, το αρχείο Ηρειώτη παρουσιάζει ένα μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί ο Π.Ν.Η. είναι εκπαιδευτι­ κός σε μια εποχή (1880-1925) που η εκπαίδευση στην Ελλάδα, τόσο η σχολική όσο και η πανεπιστημιακή, βρίσκεται συχνά στο στόχα­ στρο των πολιτικών. Οι απόψεις είναι πολλές και αντικρουόμενες, η κατάσταση της εκπαίδευσης προβληματίζει ολόκληρη την κοινωνία, στο νου πολιτικών, εκπαιδευτικών και γονιών είναι στενά συναρτη­ μένη με τη γενικότερη πορεία του έθνους και αποτελεί πεδίο απανω­ τών μεταρρυθμίσεων και αντιπαραθέσεων. Μέσα από το αρχείο του Π.Ν.Η. μπορεί να παρακολουθήσει κανείς την πορεία ενός δημόσιου λειτουργού, τη λειτουργία ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος (ελληνικό σχολείο], την κοινωνική σύσταση της μαθητικής κοινότητας μιας πόλης, τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν τάσεις και κατευθύν­ σεις σχετικά με τη γλώσσα και τα προγράμματα σπουδών, το ρόλο του εκπαιδευτικού στην κοινωνία. Τα χρόνια του Π.Ν.Η. στο δημοτικό σχολείο συμπίπτουν με τη δεύ­ τερη θητεία του Χ. Χριστόπουλου στο Υπουργείο Παιδείας. Παρά τον εντοπισμό πολλών αδυναμιών του κρατικού συστήματος εκπαίδευ­ σης, τα βήματα είναι δειλά: στο σοβαρό θέμα της γλωσσικής διδα­ σκαλίας, η αναγνώριση πως ελληνική γλώσσα δεν είναι μόνο η αρχαία δεν καταφέρνει να διώξει τη διδασκαλία της αρχαίας γραμματικής από τα δημοτικά σχολεία, μιας και κυριαρχεί η πεποίθηση πως μόνο αυτή μπορεί να εγγυηθεί τη σωστή χρήση της καθομιλουμένης. Το 1864 κλείνει το Διδασκαλείο, στο οποίο επιρρίπτεται η ευθύνη για το χαμηλό επίπεδο των διδασκόντων. Θα ξαναλειτουργήσει δεκατέσσε­ ρα χρόνια αργότερα, ενώ εκπονείται σχέδιο από ειδική επιτροπή για


τη μέση εκπαίδευση. Στα χρόνια αυτά, στα δημοτικά σχολεία της χώρας διδάσκουν δάσκαλοι που είχαν απλώς πετύχει στις εξετάσεις μιας ακόμη ειδικής επιτροπής. Ο Π.Ν.Η. αποφοιτά από το δημοτικό σχολείο Αίγινας το 1867. Θα ακολουθήσουν οι γυμνασιακές σπουδές στο Β' Γυμνάσιο της Αθήνας και η φοίτηση του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο Π.Ν.Η. εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το Σεπτέμβριο του 1874. Η Φιλοσοφική είναι μία από τις τέσ­ σερις σχολές του Πανεπιστημίου (μαζί με τη Θεολογική, τη Νομική και την Ιατρική). Η δεκαετία του 1870 χαρακτηρίζεται από την πατριω­ τική έξαρση από την οποία εμφορείται μεγάλη μερίδα των φοιτητών. Το γενικότερο αίτημα για δημιουργία ενός ισχυρού στρατού, που θα βοηθήσει στην υλοποίηση των αλυτρωτικών σχεδίων του κράτους, βρίσκει σημαντική ανταπόκριση στους φοιτητικούς κύκλους, που επιζητούν άσκηση και στα όπλα, πέρα από την πνευματική. Στη Γερμανία Τελειώνοντας τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο Π.Ν.Η. επιλέγει να ολοκληρώσει τις φιλολογικές του σπουδές στη Γερμανία, όπου θα παραμείνει τρία χρόνια. Αρχικά ξενίζει μια τέτοια επιλογή, φαντάζει κάπως "εξωτική" για τα δεδομένα της εποχής. Ωστόσο, ο Π.Ν.Η. βρήκε το δρόμο στρωμένο, τρόπον τινά, αφού φεύγει για τη Γερμανία παντρεμένος ήδη με την Ελένη Λογιωτατίδη, θυγατέρα του Σπυρίδωνα, ο οποίος είχε σπουδάσει κι αυτός στη Γερμανία τη δεκα­ ετία του 1850. Η παραμονή του Π.Ν.Η. στη Γερμανία και το είδος των σπουδών που θα κάνει εκεί θέτουν προς διερεύνηση τη σχέση πολ­ λών, όπως αποδεικνύεται, Ελλήνων εκείνη την εποχή με τη Γερμανία. Πρόκειται για μια σχέση αμφίδρομη, μέσα από την οποία το κάθε μέρος εξυπηρετεί δικές του επιδιώξεις. Τον 19ο αιώνα, η Γερμανία, αναζητώντας μία κοσμοθεωρία που να εξηγεί τη θέση και να δικαιώνει τις φιλοδοξίες της στην Ευρώπη, θα απευθυνθεί στον αρχαίο ελληνικό κόσμο: ενδιαφέρουν το πολίτευμα (η οργάνωση της πόλης-κράτους), η τέχνη, η λατρεία του σώματος και η άθληση (γυμναστικοί αγώνες, Ολυμπιακοί κ.λπ.). Η "οικοδόμη­ ση" αυτής της αρχαίας Ελλάδας θα γίνει μέσα από τη μελέτη των κει­ μένων (Φιλολογία, Ρητορική], από την αρχαιολογία (επένδυση σε αρχαιολογικές αποστολές, π.χ. Ολυμπία), μέσα από ταξίδια. Μπορεί η πληθώρα των Ελλήνων που σπουδάζουν Φιλολογία, Αρχαιολογία στη Γερμανία να θεωρηθούν οι "απόστολοι" αυτής της εικόνας για την


ελληνική αρχαιότητα που κατασκευάζεται στη Γερμανία. Οι φοιτητές αυτοί θα επιστρέψουν στη χώρα τους, δάσκαλοι με τη σειρά τους, πανεπιστημιακοί οι περισσότεροι, για να βοηθήσουν στην περαιτέρω εδραίωση της εικόνας αυτής. Μέσα όμως στην εικόνα αυτή που οικο­ δομούν για την ελληνική αρχαιότητα θα καθρεφτιστεί και η ελληνική κοινωνία, για να βρει τα ερείσματα εκείνα που θα τη στηρίξουν στην οικοδόμηση μιας εθνικής ταυτότητας, στέρεα θεμελιωμένης στο ένδοξο, εξωραϊσμένο αυτό παρελθόν. Το 1887 ο Π.Ν.Η. αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Ελληνικού Σχο­ λείου στην Αίγινα. Είναι προς διερεύνηση το γιατί δέχτηκε να αναλά­ βει τη θέση αυτή, παρά το γεγονός ότι είχε ήδη βρει δουλειά στην Αθήνα. Ξενίζει η επιλογή να επιστρέψει στον γενέθλιο τόπο, μιας και επιστημονικά η επιλογή αυτή τον απομακρύνει από έναν κύκλο αθη­ ναϊκό, με τον οποίο θα μοιραζόταν τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Στο εξής θα χρειαστεί να εργαστεί μόνος, στο περιθώριο της επαγ­ γελματικής του ενασχόλησης με το σχολείο, αλληλογραφώντας με ανθρώπους των γραμμάτων, εκδότες και βιβλιοπώλες από την από­ σταση της επαρχίας στην οποία επέλεξε να ζει. Ίσως πρέπει να λάβει κανείς υπόψη και τη σημασία του τοπικού, όπως την περιγράφει ο Αλ. Πολίτης, ως έναν πόλο που συσπειρώνει, ελλείψει άλλων ιδεολογιών ή συλλογικοτήτων πέραν της εθνικής. Ίσως ο Ηρειώτης να επιζητεί αυτό το δέσιμο με την ιδιαίτερη πατρίδα, να νιώθει την ανάγκη "για κάποιο στήριγμα, κάποιο πλέγμα κοινωνικό, μερικότερο". Το Ελληνικό Σχολείο Τα έγγραφα που σχετίζονται με τη διοίκηση και τη λειτουργία του σχολείου αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι του αρχείου. Πρόκειται για αντίγραφα ενδεικτικών, καταστάσεις μαθητών, μισθολογικές καταστάσεις του προσωπικού (εκπαιδευτικού και άλλου), αλλά και αλληλογραφία του Π.Ν.Η. με το Υπουργείο Παιδείας για θέματα εξε­ τάσεων. Το Ελληνικό Σχολείο την εποχή του Ηρειώτη είναι η δεύτερη εκπαιδευτική βαθμίδα του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης, ακο­ λουθεί δηλαδή το Δημοτικό και προηγείται του Γυμνασίου, το οποίο είναι η βαθμίδα που προετοιμάζει για την εισαγωγή στο Πανεπιστή­ μιο. Γυμνάσιο η Αίγινα δεν είχε. Η σχολαστική τήρηση του αρχείου του σχολείου από τον Σχολάρχη μάς επιτρέπει την πολύπλευρη μελέ­ τη της ζωής του σχολείου: αναδύονται ως θέματα για περαιτέρω επε­ ξεργασία το πρόγραμμα σπουδών των τριών τάξεων, η κοινωνική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού, οι οικονομικές απολαβές του


διδακτικού προσωπικού, η υλικοτεχνική υποδομή του σχολείου. Όμως αυτό που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η προσπάθεια να συσχετιστεί η λειτουργία του Ελληνικού Σχολείου στην Αίγινα με τις ευρύτερες διεργασίες που συμβαίνουν στο χώρο της εκπαίδευσης πανελλαδικά. Γιατί σίγουρα πρόκειται για μια από τις πιο αντιφατικές αλλά και τις πιο γόνιμες, ίσως, περιόδους στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Κυριαρχεί ένας αναβρασμός, ιδίως μετά τον πόλεμο του 1897, που έχει να κάνει με τη ματαίωση των εθνικών στόχων. Για πολλούς, η κατάσταση της ελληνικής εκπαί­ δευσης είναι άμεσα συναρτημένη από τις δυσκολίες που αντιμετωπί­ ζει το έθνος, πολιτικά και οικονομικά. Ακούγονται ολοένα περισσότε­ ρες φωνές που ζητούν μεγαλύτερη έμφαση στην "πρακτική" εκπαί­ δευση, στην καλύτερη κατάρτιση των διδασκόντων, στην ενσωμάτω­ ση των σύγχρονων θεωριών για τη μάθηση στα προγράμματα σπου­ δών. Από την άλλη, οι κύκλοι που πιστεύουν στη δύναμη μιας πολύ­ πλευρης θεωρητικής γενικής μόρφωσης στέρεα θεμελιωμένης στην αρχαιοελληνική γλώσσα και γραμματεία δεν χάνουν έδαφος στις συγκρούσεις τους με τους νεωτεριστές. Η σύγκρουση θα κορυφωθεί γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Μέσα σε ένα κλίμα απανωτών προ­ τάσεων, νομοσχεδίων και μεταρρυθμίσεων (αλλά και κατάργησης τους) θα λάβει χώρα στην Αθήνα και το Πρώτο Πανελλήνιο Εκπαι­ δευτικό Συνέδριο το 1904. Τις εργασίες του παρακολούθησαν πάνω από χίλιοι εκπαιδευτικοί και άνθρωποι των γραμμάτων από όλη την Ελλάδα. Ο Π.Ν.Η. δεν ήταν ανάμεσα τους, όπως άλλωστε δεν ήταν και κανείς άλλος εκπαιδευτικός από την Αίγινα (σε αντίθεση με την Ύδρα και τη Σαλαμίνα που εκπροσωπήθηκαν]. Ξενίζει αυτή η απουσία. Ωστόσο η προσεκτική μελέτη του αρχείου του θα καταδείξει, πιστεύω, με ποιες τάσεις συμπορευόταν ο ίδιος, ποιες οι ιδέες και οι απόψεις του για το εκπαιδευτικό σύστημα που υπηρετούσε. Ο Π.Ν.Η. θα παραμείνει Σχολάρχης από το 1887 μέχρι το 1925, με δύο διακοπές ωστόσο, το 1893 και το 1917. Η θητεία των δημοσίων υπαλλήλων, η μονιμότητα, το κομματικό και πελατειακό κράτος είναι κάποια από τα θέματα που προκύπτουν από την εξέταση του αρχεί­ ου Ηρειώτη σε σχέση με τη θέση του ως κρατικού λειτουργού. Η Αίγινα Παρά την απουσία άμεσων αναφορών στην καθημερινότητα του Π.Ν.Η. στην Αίγινα, το αρχείο του προσφέρει πλούσιο υλικό στον ερευνητή που θα θελήσει να ανασυστήσει μια πειστική εικόνα της


ζωής στην Αίγινα στα τέλη του 19ου αιώνα. Και αυτό που κάνει αυτή την αναζήτηση ακόμη πιο προκλητική είναι η εντυπωσιακή απουσία αναφορών στη ζωή της Αίγινας στη διαθέσιμη βιβλιογραφία για την εποχή που καλύπτει η ζωή του Ηρειώτη, δηλαδή από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι και το πρώτο τέταρτο περίπου του 20ου. Το νησί απασχολεί ιστορικούς και ερευνητές για την περίοδο των αρχών του 19ου αιώνα, από τη σκοπιά της συμμετοχής Αιγινητών στον Αγώνα για την ανεξαρτησία, και μετά για το διάστημα κατά το οποίο η Αίγι­ να φιλοξενεί τις πρώτες προσπάθειες οργάνωσης του νέου ελληνικού κράτους, επί Καποδίστρια. Για την περίοδο που ακολουθεί είναι σα να χάνεται το ενδιαφέρον γι' αυτόν τον τόπο, που μετά το σύντομο πρω­ ταγωνιστικό του ρόλο στα πολιτικά πράγματα της χώρας μετατρέπε­ ται σε μια απλή επαρχία. Καμία τοπική ιστορία δεν παρακολουθεί τις τύχες του νησιού στο δεύτερο μισό του αιώνα, κι αυτό παρά το γεγο­ νός ότι η εγγύτητα του νησιού στη νέα πρωτεύουσα άφηνε περιθώριο για τη δημιουργία δεσμών (άλλωστε το νησί φιλοξενεί κατά διαστή­ ματα δύο πρωθυπουργούς, τον Τρικούπη και τον Βούλγαρη]. Η έλλει­ ψη τεκμηριωμένων τοπικών ιστοριών για αυτό το διάστημα συμπο­ ρεύεται με την απουσία τοπικής εφημερίδας για το διάστημα που μας ενδιαφέρει, γεγονός που δυσκολεύει περαιτέρω την παρακολούθηση της καθημερινότητας των Αιγινητών. Η έλλειψη αυτή γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς πως στο διάστημα που καλύπτεται από την τελευταία δεκαε­ τία του 19ου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1920 (ο Ηρειώτης πεθαίνει το 1930) η Αίγινα αποκτά έναν ιδιαίτερο οικονομικό ρόλο εξαιτίας της ανάπτυξης της σπογγαλιείας. Το εμπόριο των σφουγγα­ ριών συμβάλλει θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, αφού τα σφουγγάρια είναι από τα κύρια εξαγώγιμα προϊόντα στο διάστημα αυτό. Το αρχείο Ηρειώτη διασώζει ίχνη αυτής της επαγγελματικής τάξης, που διαμορφώθηκε γύρω από το συγκεκριμένο εμπόριο. Σπογγέμπορας, πλοίαρχος, σχοινοπλόκος, ναυτικός, δύτης είναι κάποια από τα επαγγέλματα που σχετίζονται με την ενασχόληση των Αιγινητών με την αλιεία και την εμπορία των σφουγγαριών. Πέρα όμως από το συγκεκριμένο επαγγελματικό χώρο, μέσα από τα μαθητολόγια που αρχειοθετεί ο Ηρειώτης, προκύπτει μια "προσωπογραφία" των επαγ­ γελματιών της πόλης της Αίγινας, αφού οι μαθητές εγγράφονται στα σχολικά μητρώα δηλώνοντας και το επάγγελμα του πατέρα. Έχει ενδιαφέρον να προσπαθήσει κανείς να ανασυστήσει μια εικόνα του επαγγελματικού κόσμου. 117


Επομένως, ένα από τα κύρια ζητούμενα που προκύπτουν από την αφήγηση της ζωής του Ηρειώτη, είναι η ανασύσταση της τοπικής κοι­ νωνίας και της καθημερινότητας της. Μπορεί να φανταστεί κανείς ως επάλληλους κύκλους τον οικογενειακό περίγυρο (σημαντικός αριθ­ μός εγγράφων αφορά την εκπαίδευση, στρατιωτική θητεία και επαγ­ γελματική αποκατάσταση του γιου του Ανδρέα, για παράδειγμα), τους φίλους και συναδέλφους, και ευρύτερα την κοινωνία της πόλης της Αίγινας. Σημαντική πηγή πληροφοριών για την Αίγινα στο διάστημα που μας ενδιαφέρει είναι και οι επισκέπτες, Έλληνες και ξένοι, οι οποίοι φτάνουν στην Αίγινα με ποικιλία κινήτρων και επιδιώξεων. Η εγγύ­ τητα της Αίγινας στην Αθήνα και τον Πειραιά θα παίξει κι εδώ το ρόλο της. Σημαντικό πόλο έλξης θα αποτελέσουν τα κατάλοιπα της αρχαι­ ότητας. Επαγγελματίες και ερασιτέχνες, αρχαιολόγοι και αρχαιολάτρες, θα επισκεφθούν την Αίγινα, για να θαυμάσουν και να μελετή­ σουν τα αρχαία της που έρχονται σταδιακά στο φως. Η ανασκαφή των αρχαιολογικών θησαυρών της Αίγινας θα πάρει έναν πιο επίση­ μο χαρακτήρα προς τα τέλη του 19ου αιώνα και θα ενταχθεί στο έργο της Αρχαιολογικής Εταιρείας κατά την τελευταία περίοδο γραμματεί­ ας του Στ. Κουμανούδη. Η πιο σημαντική ανασκαφική έρευνα διενερ­ γήθηκε το 1894 υπό τη διεύθυνση του Βαλέριου Στάη, στον αρχαιο­ λογικό χώρο της Κολώνας. Δεν είναι σαφές από το αρχείο Π.Ν.Η. το κατά πόσο ο Ηρειώτης ερχόταν σε επαφή με αυτούς τους "ξένους". Δεν είναι όμως δύσκολο να φανταστεί κανείς πως σε μια μικρή αστι­ κή κοινωνία, όπως αυτή της πόλης της Αίγινας, ο διευθυντής του σχο­ λείου, σπουδασμένος ο ίδιος στην Εσπερία, θα ήταν από τους πρώ­ τους καλεσμένους στους κύκλους που θα δεξιώνονταν τέτοιους εκλε­ κτούς καλεσμένους. Αλλωστε γνωρίζουμε πως ένας συνάδελφος του Ηρειώτη, ο δάσκαλος Αντώνιος Πελεκάνος, είχε τέτοιες επαφές. Διασώστης ο ίδιος πολλών αρχαιοτήτων, πριν φτάσουν οι ειδικοί από την Αθήνα, θα γίνει ο πρώτος διευθυντής του αρχαιολογικού μουσεί­ ου της Αίγινας και θα συνεργαστεί με τις υπηρεσίες του κέντρου για την ανάδειξη της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς του νησιού, όπως έκαναν άλλωστε κι άλλοι εκπαιδευτικοί λειτουργοί σε όλη τη χώρα εκείνη την εποχή.

Το ερευνητικό έργο του Π. Ν. Ηρειώτη Τέλος, μένει να αποτιμήσει κανείς το ερευνητικό έργο του Π.Ν.Η.


στους τομείς της Φιλολογίας και της Λαογραφίας. Γιατί, στο περιθώ­ ριο της επαγγελματικής του ενασχόλησης με το σχολείο ο Ηρειώτης εργάζεται και ως μελετητής. Στο αρχείο του διασώζονται οι εργασίες του σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, μεταφράσεις, σχόλια, καθώς και πρωτότυπες πραγματείες σε θέματα λαογραφίας, μιας νέας επιστήμης που κάνει την εποχή εκείνη τα πρώτα της βήμα­ τα. Ο Ηρειώτης, με αυτή του τη δραστηριότητα, εντάσσει τον εαυτό του στον κύκλο εκείνο των λογίων που, ενώ θα είχαν τα προσόντα να εργαστούν εντός του Πανεπιστημίου, επιλέγουν να κινηθούν εκτός των ορίων του. Γνωρίζουμε πως διατηρούσε αλληλογραφία με ανθρώπους του Πανεπιστημίου (όπως ο Γ. Χατζιδάκις και ο Σ. Κυριακίδης) και εκδότες στην Αθήνα. Πιστεύω πως τα παραπάνω στοιχειοθετούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούν να τεθούν ερωτήματα που αφορούν τη ζωή και το έργο του Παναγή Ηρειώτη προκειμένου να σκιαγραφηθεί ένα πειστι­ κό βιογραφικό αφήγημα.

119


• • . f .

;

|

g * * ! II |

|

:

.

; ; ί

: '•••ϊ;·ΐ " "'":'ί":

•• : Î

ΠΛΠ'ΙΓ

:-.S|S1|MII3

120

t

f

;t

:;


121


ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΗΤΡΟΣ

Οι ψυχές της Αίγινας Με αφορμή την έκθεση φωτογραφίας του κ. Δημήτρη Βλάικου.

Τ

ο κέντρο ενός χωριού είναι η πλατεία του. Εκεί που υπάρχει το Κοινοτικό κατάστημα, η Εκκλησία, το Σχολείο, το Ηρώο, ο καφενές. Το κέντρο μιας πόλης είναι η αγορά. Το κέντρο μιας σύγχρονης μεγαλούπολης λέγεται city και ακολουθεί τους ρυθμούς του χρηματιστηρίου, των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων. Όπως και να έχει το πράγμα, στην καρδιά μιας πόλης κυκλοφορούν καθη­ μερινά οι άνθρωποι της, όλοι εκείνοι που με τα βήματα τους, τις φωνές, τις συμπεριφορές, τις κινήσεις, τις ιδιοτροπίες και παραξενιές, το ντύσιμο, τις αναπνοές, διαμορφώνουν το κλίμα, δίνουν ζωή, χαρίζουν χρώμα, οσμές, γεύ­ σεις, δηλαδή ψυχή σε μια πόλη. Και η ψυχή μιας πόλης είναι οι άνθρωποι της. Αυτοί που κουβαλούν στην πλάτη τους την ιστορία της. Όλοι εκείνοι που στα πρόσωπα τους καθρεφτίζονται οι λιακάδες, οι συννεφιές, οι μπόρες και οι καταιγίδες, που πέρασαν από την πόλη. Αυτοί που σκέβρωσαν τα ρούχα τους, που έτριψαν τις σόλες των παπουτσιών στους δρόμους και τα στενάκια της. Σαν άλλες ψιχάλες τούτες οι ψυχές. Σαν ψίχες από ένα ζεστό καρβέλι. Και από δίπλα τα χαμόγελα, τα νεύματα, οι ποικίλες εκφράσεις, οι ματιές, οι ανάσες και οι αναστεναγμοί. Το γέλιο του μανάβη, το δάκρυ μιας μάνας, η τρεχάλα του ταχυδρόμου, η αγωνία του άνεργου, το τραγούδι του καφετζή, η περισυλλογή του δάσκαλου, οι φωνές των παιδιών, το χαμόγελο μιας κοπέλας, ο ιδρώτας του ψαρά, το βιαστικό βήμα του ταξιδιώτη, οι προσταγές του ταβερνιάρη, η επιθυμία του πελάτη, τα παράπονα του συνταξιούχου, το βαθύ βλέμμα του γέρου ναυτικού, η αγωνία του φοιτητή, ο ήχος της καμπάνας, το σφύριγμα του πλοίου. Μια καθημερινότητα καρέ καρέ, έτσι όπως μόνο ο φακός μιας κινημα­ τογραφικής μηχανής μπορεί να εγκλωβίσει στο σελιλόιντ ή ο φακός του φωτογράφου να παγώσει και να απαθανατίσει σε ένα κομμάτι χαρτί. Με άλλα λόγια, ένα ψυχογράφημα των ανθρώπων μιας πόλης, στο κέντρο της πόλης. Μια καταγραφή, μια αποτύπωση της χρονικής στιγμής. Μια ανθρω­ πογεωγραφία. Δύσκολο το εγχείρημα. Διότι θέλει επιμονή, μεράκι και πάθος. Απαιτεί συστηματική δουλειά και γνώση της ανθρώπινης ψυχής και του


τόπου. Προϋποθέτει αγάπη για τον άνθρωπο. Τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Η τελευταία φωτογραφική δουλειά του νέου αλλά δόκιμου φωτογράφου κ. Δημήτρη Βλάικου, που παρουσιάστηκε σε ειδική έκθεση στην αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου Αίγινας τον περασμένο Σεπτέμβριο, επιχειρεί μια καταγραφή του ανθρώπινου συνόλου, των προσώπων αυτής της πόλης έτσι όπως ακριβώς περπατούν, ζουν και αναπνέουν στην Αίγινα. Μια ανθρωπογε­ ωγραφία του 2011. Εκατόν είκοσι τέσσερα πρόσωπα που ο φακός τα συνά­ ντησε να περνούν μπροστά από τον καφενέ κάτω από τη Δημαρχία, φορτω­ μένοι με τα ψώνια τους, ντυμένοι με τα ρούχα της δουλειάς. Ανετοι στην πρω­ ινή βόλτα τους, πίνοντας τον καφέ τους, χαιρετώντας τους φίλους. Απλοί, καθημερινοί, αφτιασίδωτοι, άμεσοι, διαφορετικοί μεταξύ τους, ετερόκλητοι αλλά τόσο άρρηκτα δεμένοι με τον τόπο, και άθελα τους, και... μεταξύ τους. Αν ένα στοιχείο διαφοροποιεί αυτή την έκθεση, είναι ο ανθρώπινος παρά­ γοντας, έτσι όπως καταγράφεται, η ευαισθησία των προσώπων, η τρυφερό­ τητα με την οποία αντιμετωπίζονται, οι ιστορίες που αφηγούνται, η εποχή και το κλίμα που δημιουργούν. Αν παλαιότεροι φωτογράφοι μάς χάρισαν ανεπα­ νάληπτα στιγμιότυπα μιας Αίγινας που έχει φύγει ανεπιστρεπτί, δίνοντας μας τη δυνατότητα να νοσταλγούμε και να αναπλάθουμε στιγμές, σκηνές και παλαιές μορφές ζωής, ο κ. Δημήτρης Βλάικος μας χαρίζει απλόχερα το σήμερα των ανθρώπων που ζουν στην Αίγινα. Μας ιστορεί το παρόν. Ρίχνει φως στη μουντάδα των καιρών μας, σκορπάει χρώμα στις μονόχρωμες μέρες μας. Αν κάτι χαρίζει καλλιτεχνική αξία στη δουλειά του κ. Βλάικου είναι η στοργή, με την οποία περιέβαλε τους ήρωες του, και ο φωτισμός του, που αναδεικνύει μοναδικά τις ματιές, το βλέμμα και την ιστορία των προσώπων αυτών. Είναι η ποιότητα της δικής του ματιάς και η άψογη αντιμετώπιση του υλικού του. Αν κάτι απονέμει ιστορική διάσταση στην έκθεση αυτή, είναι το γεγονός ότι τα πρόσωπα αυτά χαρακτηρίζουν την εποχή μας, τη δεδομένη ιστορική στιγμή. Δίκαια, λοιπόν, μπορούμε να αποκαλούμε πλέον τον κ. Δ. Βλάικο, ως το φωτογράφο της Αίγινας.

MÊÊÊÊÊÊÊÊÊÊÊm.ft : ν« JHHHHHHHH

MHBSHHHHK 123


Pâim

; 124


:i 1 :

...";";.

"' *:'<*é$% ìi

125


ΛΙΝΑ ΜΠΟΓΡΗ-ΠΕΤΡΙΤΟΥ

Κολοτσέντες; Αμή; έχουνε τελειωμό;*

Ο

Γιακουμής της Σουσανιώς εφόρτωσε το γάιδαρο τους σακί στάρι αφ' τη μια μεριά, σακί κριθάρι αφ' την άλλη. Εβολίκιασε τσάι εστερέωσε μπροστά στα καμπάνια του σαμαριού το δισάκι με τα καλούδια που επήγαινε πεσκέσι, μέρες που ήντονε, στον κουμπάρο του το Γιαννιό, το μυλωνά, στο μύλο του Μπέη, τσάι επήρε το δρόμο για την Περιβόλα. Ήντονε όμως Δωδεκάμερο, για τούτο πριν να φύγει έκαμε όλα τα πρεπούμενα. Η τσυρούλα του η Αργυρή τσάι η μάνα του η Σουσανιώ τον είχανε ορμηνεμένο για τέτοιες μέρες. Τα 'κάμε ούλα με τη σειρά τους: έγραψε με κάρβουνο από 'να σταυρό απάνου στα σακιά, έβαλε ένα φελί αφ' το καρβέλι στον κόρφο του τσάι έκαμε το σταυρό του. Βλέπεις, οι καταραμένοι, οι κολοτσέντες, έτσι τσάι δε προκάμεις να είσαι σπίτι σου πριχού πέσουνε τα σκοτάδια, ξετρουπώνουνε από παντού, τσάι άντε να γλυτώσεις! Σαν έφτασε στο μύλο τσάι μέχρις οι παραγιοί να βγάλουνε τα γεν­ νήματα, είπε ο κουμπάρος να τόνε φιλέψει μια κούπα αφ' το ροζακί. Να τσάι δυο πατάτες που 'χε ψήσει στη χόβολη, τους έριξε μπόλι­ κο αλακοθύμαρο, άντε τσάι τρία τέσσερα κρομμύδια που 'χε τηγανι­ σμένα αφ' το μεσημέρι. Θα νυχτοπορεύανε, έτσι που 'ρθανε τα πρά­ ματα, ωσότου έβγει το άλεσμα. Μη πάει τσ' άβρεχο! Να σου τσάι ο Όθωνας, ο γείτονας, από δίπλα. Ανοίγει απάνου στο σοφρά μια πετσέτα με φετινές τσακιστές (ελιές), ξεκαπακώνει το συφερτό με τους βροβούς, πετάει τσάι τρεις ολούς να σιγοψήνονται στο παραγώ­ νι. Έτοιμο το μεζεκλίκι. Το πιοτί θέλει το κάτι τις του, αλλά ούλα με την τάξη. Σαρακοστή, βλέπεις. Η μια κούπα έφερε την άλλη, η άλλη την άλληνε... Καλή η παρέα, διαμάντι το ροζακί, άστα να πάνε! τσάι ούλα καλά τσάι άγια θα 'τανε, άμα σταματάγανε ίσαμε την κρασοκατάνυξη. Είχαμε τσάι τη συνέχεια. Γιατί δε θέλει πολύ βλέπεις, μάτια μου, η τσίκνα που ξαπέταγε αφ' την καμινάδα, να μαζέψει «μουσαφιραίους»; Εζώσανε, που λες, το μύλο οι τρισκατάρατοι! Να μου ειπείς, Κολοτσέντες είναι! Ρωτάγανε κανένανε; Άσε που είδανε τσάι γάιδαρο δεμένο απόξω... Γλυκοσα126


λιαστή κάνε οι καταραμένοι. Χαρές τσάι πανηγύρια εκάμανε. Σου λέει, άμα έβγει ο νοικοτσύρης με το φόρτωμα, θα 'χουμε μεγάλα γλέντια. Όμως οι κουμπάροι γερμένοι διπλανά στο παραγώνι τα ετσούζανε όσο που εγίνανε λιάδα αφ' το ροζακί. Ένας από δαύτους, ο πιο ξυπνάς, ετρούπωσε στο φεγγίτη πάνου αφ' το πορτέλο τσάι πατ, πατ, τους επέταγε στην αρχή κυπάρισσο μήλα. Όλο εξεθάρρευε, όλο εκοντοζύγωνε. 0 Γιακουμής, αλλού τα ρου, δεν εχαμπάριζε τίποτις. Σιγόπινε τον κράσο του, τη μια λαγοκοιμότανε, την άλλη εταρνάριζε το «μαύρο γεμενί...», από κοντά τσάι ο μπάρ­ μπα Όθωνας, που εσιγοντάριζε... Ψιλοκουβέντιαζε ο κατσικοπόδαρος με τους κουμπάρους. Είναι που τους αρέσει το λακριντί. Το 'ξέ­ ρες; Αμή, πού να το 'ξέρες! Όμως ο Γιαννιός είχε έννοια, ας τα 'χε τσούξει, τσάι σαν ο κολοτσέντης τόνε ρώτησε: -Τσάι για να 'χουμε καλό ρώτημα, πώς σε λένε μπάρμπα μυλωνά; -Απαυτός μου με λένε, του λέει σκασμένος στα γέλια ο Γιαννιός. Λάου λάου ο κολοτσέντης, εκοντοζύγωνε στο μεζέ, που έσπαγε ρουθούνια αφ' τη μερουδιά. Τόνε κιαλάρει, που λες ο μυλωνάς, αρπάει με τρόπο ένα κουτσουράκι αναμμένο αφ' το παραγώνι τσάι το πετάει κατεφτείαν απάνου του! -Ε, να 'σουνα από καμιά άκρη, μπάρμπα Χρήστο μου, να 'γλεπες τι έγινε. Τσακμάκι, στη σβετλάδα ο κουμπάρος! τσάι κατά πως ήντονε γδυμνός ο τρίσκατάρατος, εκαψαλιάστει. Αρουλιότανε, εκοπανωτανε δώθε τσείθε, ωσότου να εύρει το πορτέλο νάβγει όξω, διηγιόντανε ο Γιακουμής. -Τι έπαθες, ρε, τσάι αρουλιέσαι έτσι δα; Ποιος σε εκαψάλιασε; του φωνάζανε οι άλλοι. -Ο Απαυτός μου μ' έκαψε! -Ε, αφού εκάεις μοναχός σου, τι έχεις τσάι φωνάζεις; Αφού αποσώσανε τα γέλια οι κουμπάροι, εβγήκανε όξω, φορτώκανε το γάιδαρο, γιατί στο μεταξύ είχανε ετοιμαστεί τ' αλέσματα, εχαιρετηθήκανε τσάι ο Γιακουμής επήρε το μονοπάτιγιατο σπίτίτου. Πού να προκάμει όμως ο έρμος να κατηφορίσει αφ' τους πέφχους! Να σου οιτραγοπόδαροι! Ολάκερο τσούρμο από δαύτους. Ένας, δυο του ετραβάγανε τον κούκο μαζί με τα φυτία. 'Αλλοι εσκαρφαλώνανε στα καπούλια, άλλοι εχορεύανε απάνου στο σαμάρι. Εσκίσανε ένα σακί τσάι εχυνόντανε το αλεύρι. Το έρμο το ζωντανό επήρε τον κατήφορο σα δαιμονισμένο. Πού να σώσει να θυμηθεί τις ορμήνειες αφ' την τσυρούλα του την Αργυρή ή της μάνας του της Σουσανιώς; Με πόσα Πατερημά τσάι πόσα ξόρκια να γλυτώσει 127


Πάντως κάτι τις ανάποδα θα έκανε, γιατί όλο τα εμπουρδούκλωνε την πάσα φορά που μας τα έλεε. Με τα πολλά εσούρθητσε ο καψερός κάτου από 'να περνάρι. Αφτούνοι εκάτσανε ένα γύρο, για να μη τζιλωθούνε, αλλά πού να ξεκουμπιστούνε! Ωστόσο επήρανε χαμπάρι στο μύλο αφ' το σαματά τσάι στέλνει ο μυλωνάς το μικρόνε παραγιό αφ' το αλώνι του Όθωνα τσάι τους τσουλάει το μεγάλο κόστσινο. Αυτό ήντονε η σωτηρία του! Βλέπεις, οι κολοτσέντες, έτσι τσάι διούνε κόστσινο, βουρλίζονται να μετράνε τις τρούπες που έχει! Έλα όμως που το 'χουνε σε κακό να λένε το τρία, (τρέμουνε την Αγια Τριάδα), τσάι άμα αρχινήσουνε το μέτρημα λένε: «ένα, δύο», τσάι πάλε αφ' την αρχή! Εμετράγανε τσάι εξαναμετράγανε, μέχρις που ελαλήσανε οι πρώτοι αλέχτορες. Τότες ετρέξανε οι κολοτσέντες να κρυφτούνε, τσάι γλύτωσε ο Γιακουμής, που έψαχνότανε να μαζέψει την καρδία του που 'χε κατέβει ίσαμε τα ποδάρια του! Από τότες, όσο εκράταγε το Δωδεκάμερο, κάλλιο το 'χε να μείνου­ νε θεονήστικοι, παρά να ξαναπάει στο μύλο, ακόμη τσάι ας μην είχα­ νε ούτε μια φούχτα αλεύρι να ζυμώσουνε ψωμί! Μα το 'χεις για λίγο τέτοιο κάζο;» (Διήγηση της Στυλιανής Κουνουπιώτη, Παγώνι Αίγινας) Γλωσσάρι Κολοτσέντες: καλλικάντζαροί Εβολίκιασε: τακτοποίησε Καμπάνια: σιδερένια άγγιστρα μπροστά στο σαμάρι Μύλος του Μπέη: ο μύλος του Γ. Βούλγαρη στην Περιβόλα Τσυρούλα: ηλικιωμένη γυναίκα, εδώ η γιαγιά Φελί: φέτα από το καρβέλι του ψωμιού Αλακοθύμαρο: τριμμένο θυμάρι με αλάτι Σοφράς: χαμηλό στρογγυλό χαμηλό τραπέζι Συφερτό: αλουμινένιο δοχείο μεταφοράς φαγητού Βροβούς: βολβούς Ολος: ο θόλος, τα εντόσθια του χταποδιού που είναι συγκεντρωμένα στην κουκούλα Λιάδα: πάρα πολύ μεθυσμένοι Αλλού ταρού: έκφραση για τον εκτός τόπου και χρόνου Μαύρο γεμενί: μαύρο μαντήλι (από δημ.τραγούδι) Λακριντί: φλυαρία Λάου, λάου: σιγά, σιγά Αρουλιότανε:ούρλιαζε Πέφχους: πεύκα Κούκο: σκούφο Φυτία: αυτιά Περνάρι: πουρνάρι, αγκαθωτός θάμνος Τζιλωθούνε: τσιμπηθούνε Κόστσινο: κόσκινο Βουρλίζονται: τρελαίνονται Αλέχτορες: κοκόρια


Τρώνε τσάι τα μελωμένα φουστσιά οι κολοτσέντες; αημό το 'χε η Βασιλικώ, η Σουσάμαινα, να μην επάθει ζημίες όσο που εκρατάγανε OL άγιες μέρες του Δωδεκάμερου. Να ειπείς ότι δεν εφρόντιζε να πράξει όσα εμάθαινε από μια σταλιά κορικάτσι ακόμα, αφ' τη μάνα της, την τσυρούλα της τη Φιορίτσα, την άλλη τσυρούλα της την Ερήνη, τη νουνά της την Αννέζω; Σχωρεμένες τσάι οι τέσσερις, άγιο μύρο στα κοκκαλάτσα τους! Τσάι όμως, όλο τσάι θα επάθαινε το κάτι τις...Λες τσάι το 'χε μαθές τάμα να το παθαίνει, αλλιώς χρονιάρες μέρες δεν θα ερχόντουσάνε! Καθόντανε ετσεί δα στην πεζούλα της αυλής, κάτου αφ' τη μουριά, τσάι εκαμάρωνε το σπιτικό της, που άστραφτε από πάστρα. Έκανε όσα κάνουνε ούλες οινοικοτσυράδες σαν ανημένουνε χρο­ νιάρες μέρες. Εξεσήκωσε το σπίτι αφ' τη μια άκρια ίσαμε την άλλη. Άλλαξε κουρτίνες, τζακόπανα, στρωσίδια, τους γύρους στο καναπέ, στα κρεβάτια. Άσπρισε μελουλακωμένο ασβέστη ένα γύρο τιςπεζούλες της αυλής, τους ντενεκέδες με τα λουλούδια. Τα παράσπιτα, τα κοτέτσα, τ' αχιούρι τσάι το παραγώνι, το αναλάβανε, ο άντρας της ο Σπύρος, με τους τρεις μεγάλους γιους, τον Γιωργή, τον Αντρικό τσάι τον Μιχάλη. Σαν ήρθε η παραμονή της Γέννησης, η Βασιλικώ τα 'χε ούλα έτοιμα. Έβαλε τα καλά τους ρουχικά για τον καθένα, στην καρέκλα δίπλα αφ' το κρεβάτι του, με τον πλεγμένο κούκο τσάι τα χερόχτια, τα καλο­ γυαλισμένα παπούτσια τους τσάι τις χοντρές σκάλτσες. Τα σημάδια δε δείχνανε για βροχή, αλλά η παγούρα ήντονε σκέτο δραπέτι την ώρα που θα εφεύγανε αξημέρωτα να πάνε στη λειτουργία κάτω στη Χώρα. Για τούτο έπρεπε να 'ναι ζεστά ντυμένοι. Το σπίτι εμύριζε φρεσκοψημένο ψωμί, κανέλα τσάι μοσχοκάρφι. Ο μυγδαλάτος μπακλαβάς τσάι τα μελομακάρουνα κλεισμένα στο φανάρι. Οι δυο γούργουλοι, με τα κανάτια είχανε ζυγραφιστεί από νωρίς μ' ένα σταυρό από κάρβουνο, το ίδιο τσάι τα χαρανιά. Ό,τι ήντονε ξέσκεπο, από νερό, λάδι τσάι κρασί, σκεπάστηκε. Τα άλλα τα εσιγούρεψε στο μεγάλο ντουλάπι.

Κ

OL καταραμένοι, οι κολοτσέντες, άμα έμπουνε στα σπιτικά, δε φτά­ νει που τα κάνουνε ανάστα ο Θεός, κάνουνε τσάι μαγαρισές. Για τούτο τσάι βάνει σταυρούς με κάρβουνα, για τούτο σκεπάζει τα άσκε-


πα,τσαι κρύβει τα άλλα στο ντουλάπι. Απόψε όμως ετσείνο που εκαμάρωνε πιότερο αφ' τ' άλλα, ήντονε τα φουσκάτσα, που έσιαξε σαν είχανε πέσει οι άλλοι για ύπνο. Τα ομορφοστόλισε στη μεγάλη απλάδα με τη μπλε μπορντούρα τσάι τα περιέχυσε με το μυρωδάτο μέλι, (για πρώτη φορά φέτος που δεν έβαλε πετιμέζι), που έστειλε ο κουμπάρος ο Κόλιας αφ' το Χιλιομόδι. Έβαλε από πάνου τους ανάποδα τη μεγάλη πήλινη λεκάνη που 'χε για το ζύμωμα να είναι σκεπασμένα, τσάι αφού τα εσιγούρεψε, επήγε για ύπνο κατακουρασμένη αλλά γιομάτη ευχαρίστηση, που ήντονε ούλα στην ώρα τους τσάι με την τάξη. Με τον πρώτο χτύπο της καμπάνας που έφτανε ίσαμε 'δω πάνου στην Περιβόλα αφ' τη Χώρα, καθαρός τσάι δυνατός μέσα στην ησυχία της αγιασμένης νύχτας, ούλοι έτοιμοι για την λειτουργία. Στη γαϊδά­ ρα, τη Μπιρμπίλω, ανέβητσε η Βασιλικώ, στον γάιδαρο τον Μπερμπάντη ο Σπύρος με το μικρόνε το Γιάννη στα καπούλια. Οι άλλοι τρεις, θα κατεβαίνανε ξωπίσω τους με το πόδι, αφού θα κλείνανε καλά το σπίτι, τσάι το αχιούρι, θα βάζανε τις αστοιβές ένα γύρο, για να προγκάνε τους κολοτσέντες. Μετά την απόλυση της λειτουργίας τσάι τις χαιρετούρες με τα σόγια τσάι τους φίλους, επήρανε το δρόμο για το σπιτικό τους. 0 πρώτος που εμπήκε ήντονε ο μικρός, που δεν εκρατιότανε αφ' την εκκλησία ακόμα, για το πότε θα φάει τα φουσκάτσα με το μέλι του κουμπάρου του Κόλια. Αμ, δε που θα έτρωγε! Στην απλάδα με τη μπλε μπορντούρα, ήντο­ νε δεν ήντονε τέσσερα με πέντε φουσκάτσα. Τριγύρα αφ' το παρα­ γώνι ίσαμε το σοφρά σκορπισμένες στάχτες... Κρίμας τη φούρια του καψερού του Γιάννη! Τόσοι νομάτοι ήντονε, ποιος να πρωτοφάει; -Ωχού! οι καταραμένοι, οι τραγοπόδαροι, που εμπήκανε στο σπιτι­ κό μας, χρονιάρα μέρα, μουρμούραγε συκλετισμένη η Βασιλικώ. Όσο να ειπείς, κολοτσέντες εδείχνανε τα πράματα. Ο πατέρας που εμπήκε, το πρώτο που έκαμε ήντονε να ησυχάσει τη Βασιλικώ τσάι μετά να δώσει όλα τα φουσκάτσα του Γιάννη. Όσο για τους τρεις μεγάλους, που στεκόντουσανε ωσάν στυλιάρια όξω αφ' την πόρτα, μ' ένα γνέψιμο του πατέρα, τον ακολουθήσανε ίσαμε τη στέρνα. Ετσεί δα στην κούτσουρα ελιά, εκάθητσε στη μαυρόπετρα τσάι χωρίς να τους μιλεί, μόνο που τους ανασήκωνε τα φρύδια, αμίλητοι τσάι οι τρεις εκάμανε ό,τι τους όριζε. Ρίξανε τα χαρανιά στο πηγάδι, εβγάλανε φρέσκο νερό να ποτίσουνε τα «ζωντα­ νά», τα κουνέλια, την κατσίκα τσάι τα πουλερικά. -Το λοιπόν, κρεμανταλάδες μου... Μέρα που 'ναι, λέω να τ' αφήσω 130


να πάει έτσι... Ή που φταίνε οι αστοιβές, αν δεν εμπήκανε σωστά, τσάι καταφέρανε οι κολοτσέντες να έμπουνε στο σπίτι όσο που ελείπαμε, άρα το φταίξιμο είναι εδικό σας, ή που η άργητα σας, όταν εφτάκατε στην εκκλησία, με βάνει σε έννοια... Ή το 'να είναι ή τ' άλλο είναι, να σχωρνάτε τις μέρες που 'χομε, αλλιώς... Αλλά έτσι τσάι η μάνα σας ξανασιάξει σήμερα φουσκάτσα, μαύρο φίδι που σας έφαγε, αν απλώ­ στε χέρι να πάρετε! Όχι τίποτες άλλο, άλλάνα, να μη μου πάθετε καμία στομαχαρία! τσάι στάχτες σκόρπιες, ε; Τάχα μου, τάχα μου... Ακούς ετσεί, κοντά ολόκληρο σκαφίδι με φουσκάτσα, οι κρεμανταλάδες μου! (Διήγηση του Γιάννη Χατζίνα, (του μικρότερου γιου του παππού «γεροντάκου), όπου αναφέρεται σε πραγματικό οικογενειακό περιστατικό, που έγινε γύρω στα 1915).

Γλωσσάρι Φουστσιά; λουκουμάδες Κολοτσέντες: καλλικάντζαροι Χερόχτια: γάντια Σκάλτσες: κάλτσες Δραπέτι: εδώ αναφέρεται στο τσουχτερό πρωινό κρύο Χώρα: η πόλη της Αίγινας Μοσχοκάρφι: γαρύφαλλο (μπαχαρικό) Γούργουλοι: στάμνες Χαρανιά: σιδερένιοι κουβάδες Φουσκάτσα:λουκουμαδάκια Απλάδα: μεγάλη πιατέλα Αστοιβές: θάμνοι αγκαθωτοί Προγκάνε: διώχνουνε Συκλετισμένη: στεναχωρημένη Σκαφίδι: μικρή ξύλινη σκάφη

* Η δημοσίευση συμπληρώνει την ενότητα για τους "Κολοτσέντες", που το πρώτο της μέρος είχε δημοσιευτεί στο "Η Αιγιναία" τχ. 19, Αύγουστος-Δεκέμβριος 2010, σ. 102-7.

131


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ

132


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ*

«Παραπλανημένος άνθρωπος»; ένα έργο προβληματισμού και αμφισβήτησης ο βιβλίο «Παραπλανημένος άνθρωπος» του Παντελή Γαβρίλη (Π.Γ.), τ ο υ «Αιγινήτη», όπως ο ίδιος προσονομάζεται, αξίζει πράγματι να διαβαστεί. Όχι, τόσο, για την πρωτοτυπία των ιδεών του. Πρόκειται άλλωστε για δοκί­ μιο και ως τέτοιο χαρακτηρίζεται, απ' τον ίδιο το συγγραφέα, στο εξώφυλλο του βιβλίου. Και στα δοκίμια το αναμενόμενο δεν είναι, κατά κανόνα τουλά­ χιστον, η πρωτοτυπία. Δηλαδή, η εισαγωγή μιας νέας φιλοσοφικής θεωρίας ή, έστω, η αναίρεση κάποιας παλαιότερης, αλλά η εκλαΐκευση ήδη διατυπωμέ­ νων φιλοσοφικών θεωριών. Το δοκίμιο, για να χρησιμοποιήσω και το συνη­ θισμένο μεταφορικό εύρημα, «ανοίγει» τη φιλοσοφία ή, ακριβέστερα, το φιλοσοφείν ή, κατά περίπτωση, και το κοινωνιολογείν ή το επιστημολογείν και στους μη «παροικούντας την Ιερουσαλήμ». Από αυτή την οπτική γωνία, λοιπόν, παρατηρώντας το εξώφυλλο του βιβλίου, εντοπίζω την απόλυτα λογική συσχέτιση του τίτλου του «Παραπλανημένος άνθρωπος» και του χαρακτηρισμού «δοκίμιο». Πράγματι, πρόκειται για ένα βιβλίο διαφωτιστικού χαρακτήρα. Βρισκόμαστε, όμως, σ' άλλους χρόνους κι όχι σ' αυτούς του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. 0 συγγραφέας, λοιπόν, αναλαμβάνει να μας «ξεναγήσει» σε κάποιες σύγχρονες πλάνες. Το «σύγχρο­ νες» ας εκληφθεί όχι τόσο με την έννοια των ριζικά δια­ φορετικών αλλά, κυρίως, των προσδιοριζόμενων υπό το καθεστώς των σύγχρονων κοινωνικών και επιστημονοτεχνολογικών συνθηκών. Η «ξενάγηση» αυτή - κι εδώ ανα­ φέρεται, κυρίως, η απόφανση μου «το βιβλίο αξίζει να δια­ βαστεί- γίνεται μ' έναν τρόπο εύληπτο, πειστικό και, για τον αμύητο τουλάχιστον στη φιλοσοφία, σοκαριστικό. 0 αμύητος, κατά κάποιο τρόπο, μυείται, διαβάζοντας το βιβλίο, στην αντίληψη ότι έχει νόημα να αμφισβητεί το «αυτονόητο». Αυτό, δηλαδή, που παραπλανημένος ων, εκλάμβανε, ως τώρα, από «κεκτημένη ταχύτητα», ανασφάλεια, επικοινωνια­ κή επιρροή ή και κάθε είδους ανωριμότητα ως απόλυτη και μοναδική αλή-

Τ

* φιλόλογος 133


θεια. Εκτιμώ ότι ο συγγραφέας επιδιώκει και προδικάζει, τουλάχιστον για κάποιους απ' τους αναγνώστες του, αυτό το δημιουργικό/αφυπνιστικό σοκάρισμα. Και στην εκτίμηση αυτή οδηγούμαι, εξαρχής, από την ερμηνευτι­ κή προσέγγιση του υπότιτλου του βιβλίου: «...προσπάθεια για επαναυτοπροσδιορισμό». 0 συγγραφέας, προφανώς, εννοεί ότι η όποια προσπάθεια για επαναυτοπροσδιορισμό προϋποθέτει το σοκαριστικό γεγονός της ανί­ χνευσης και, εν ταυτώ, της αποδοχής των πλανών, την απόδραση, δηλαδή, απ' τον κόσμο του κεκτημένου εφησυχασμού. Σε περαιτέρω ερμηνεία η λέξη προσπάθεια, του υπότιτλου, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα αυτής αποσιωπητικά εντοπίζεται ως αμφισημική: Πρόκειται, δηλαδή, για προσπάθεια που είναι καταδικασμένη σε πύρρειο νίκη, σε νέες πλάνες που θα διαδεχθούν τις παλαιές; Η είναι προσπάθεια που θα επιφέρει «κάτι» περισσότερο και τι μπορεί να είναι αυτό; Πάντως, και ο τρόπος που ο συγγραφέας χρησιμοποίη­ σε τα αποσιωπητικά δείχνει υψηλή γλωσσική οξυδέρκεια και λογοτεχνικής υφής τάλαντο; απαραίτητο άλλωστε στη συγγραφή δοκιμίου, που ανήκει στα ενδιάμεσα γραμματολογικά είδη. Το τάλαντο αυτό διαχέεται σ' ολόκληρη την έκταση του έργου. Πιο συγκεκριμένα: Ο Π.Γ. κατασκευάζει παραδείγματα, και απ' ό,τι φαίνεται με μεγάλη ευχέρεια, που είναι εύστοχα και από την άποψη της ουσίας αλλά και της αισθητικής. Δηλαδή, υποστηρίζουν τις θεωρητικές του τοποθετήσεις ή και, κατά περίπτωση, τις διευκρινίζουν. Αλλά ταυτόχρο­ να είναι και περιγραφές γλαφυρές, ευχάριστες και, το σημαντικότερο αυτό, οικείες στην εμπειρία του σύγχρονου αναγνώστη. Παραθέτω ένα χαρακτηρι­ στικό παράδειγμα από τη σελίδα 29 του βιβλίου: «Τη λέξη νερό αλλιώς τη δομεί ένας άνθρωπος της πόλης, αλλιώς ένας άνθρωπος του βουνού και της εξοχής και αλλιώς ένας άνθρωπος που ζει στην έρημο ή στις τρίτες χώρες. Ο πρώτος θα μπορούσε να δομεί, «τρέχει από τη βρύση, είναι χλωριωμένο, δεν πρέπει να το σπαταλώ». Ο δεύτερος, «τρέχει γάργαρο από την πηγή, είναι πεντακάθαρο, υπάρχει μπόλικο». Ο δε τρίτος, «ας είναι και απ' τα λασπόνερα, δεν ξέρω αν θα έχω αύριο, θέλω να ξεδιψάσω». Η αισθητική του παραδείγ­ ματος επαφίεται στην κρίση του ακροατηρίου. Επίσης, στις λογοτεχνικές αρετές του βιβλίου, μ' άλλα λόγια στην εκλαϊκευτική / διαφωτιστική του δύναμη, συγκαταλέγεται και η καταλληλότητα όρων και φράσεων, που επι­ λέγονται απ' το συγγραφέα για να ονοματίσουν φιλοσοφικές έννοιες ή και να τις κάνουν προφανέστερες. Σε συνάρτηση μ' αυτό, πρέπει να παρατηρηθεί ότι γίνεται εκτεταμένη και εύστοχη χρήση των δυνατοτήτων που παρέχει ο μεταφορικός λόγος, ο κατεξοχήν αποτελεσματικός ως λογοτεχνικό σχήμα. Παραθέτω, ενδεικτικά, κάποια παραδείγματα: Με τη φράση «σε χαραγμένο μονοπάτι» (σελ. 41] εννοείται η πορεία ενός συλλογισμού προς το συμπέρα­ σμα, που δεσμεύεται από τους υποκειμενισμούς του κατασκευαστή του. Σε αυστηρή φιλοσοφική διατύπωση το ίδιο θα λεγόταν: συλλογισμός που εδρά-


ζεται (στηρίζεται) στην αποδοχή a priori (εκ των προτέρων) αληθειών. Η φράση που επέλεξε ο συγγραφέας, οικεία και περιγραφική, απλοποιεί την εκφορά της σκέψης του, χωρίς, κατ' ουσίαν, να την παραποιεί. Παρατήρησα, και μάλιστα ενδελεχώς, ότι σε καμιά περίπτωση ο συγγραφέας δεν εκτρέπει το απλό σε απλοϊκό, σε αφελές, «κάτι» όχι και τόσο σπάνιο σε εκλαϊκευτικά έργα. Στην παρακάτω παράγραφο, που αλιεύω από τη σελίδα 52, ας παρατη­ ρηθεί πόσο αποτελεσματικά λειτουργούν οι μεταφορικές λέξεις «κοπάδι», «οπαδών» και «βολέματα». Παραθέτω την παράγραφο: «Όντας μέσα στο κοπάδι των οπαδών, πασχίζουν για εσωτερικά βολέματα και αγωνιούν για τη μικροπροβολή τους ανάμεσα στους ομοίους». Οι υπογραμμίσεις του συγγρα­ φέα, που υπάρχουν και σ' άλλες λέξεις του κειμένου, διευκολύνουν τον ανα­ γνώστη στην ασφαλέστερη κατανόηση και ειδικότερα στη σύλληψη κάποιων ιδιαιτέρων αποχρώσεων του πνεύματος του. Πάντως, δεν πρέπει να αγνοη­ θούν. Και ένα τελευταίο παράδειγμα: Με τον όρο «αυτόματος πιλότος» (σελ. 61) εννοείται η ηθική, η ανθρώπινη συμπεριφορά, που εκτιμάται από το συγ­ γραφέα ως, κατά την έκφραση του, «φορέας ασφαλούς διαβίωσης» και «βολικός τρόπος να ζούμε» και όχι προϊόν συνειδητής και ελεύθερης επιλο­ γής. Εκτιμώ ότιη λέξη «αυτόματος» λειτουργεί ιδιαιτέρα αποτελεσματικά για να δηλωθεί η δέσμευση του ανθρώπου σε ηθικούς κώδικες μη συγγνωστούς και ελέγξιμους. Βέβαια, το αιωρούμενο ερώτημα είναι: αυτό χαρακτηρίζει όλους τους ανθρώπους και κατ' ανάγκην ή μόνον κάποιους απ' αυτούς; Η απάντηση δεν δίνεται στις αντίστοιχες σελίδες του βιβλίου. Ίσως, όμως, να συνάγεται με κάποιο έμμεσο τρόπο, που ωστόσο δεν συνέλαβα. Ας επισημαν­ θεί, όμως, κι αυτό: τα αναπάντητα ερωτήματα είναι απόλυτα συμβατά με το φιλοσοφικό στοχασμό. Απ' αυτή την άποψη δεν καταλογίζω, εν προκειμένω, κάποιο κενό ή μειονέκτημα. Μια άλλη λογοτεχνική αρετή του βιβλίου είναι ο λειτουργικός συνδυασμός πεζού και ποιητικού λόγου. Και θεωρώ λελογισμένα σκόπιμο ότι το δοκίμιο αρχίζει μ' ένα ποίημα του ιδίου του συγγραφέα και μάλιστα κατευθυντήριας σημασίας για την κατανόηση ολόκληρου του περιεχομένου του. 0 τίτλος του ποιήματος είναι «0 εαυτός». Παραθέτω την α' στροφή. «Γεννήθηκα δοχείο που στάζει / ευτυχώς... / Γεμίζω απ' τις σταγόνες αλλωνών, / μα κι απ' τις στά­ λες μου γεμίζουν άλλοι». Στους στίχους αυτούς δηλώνεται καθαρά η απόρρι­ ψη του δογματισμού και η αποδοχή της διαλεκτικής ως προτιμητέου τρόπου σκέψης. Ή, μ' άλλα λόγια, αναγνωρίζεται ότι το «γίγνεσθαι» είναι συγγενικό προς την έννοια «όντως ον» και όχι το στατικό, ένα και μοναδικό «είναι». Οι στίχοι αυτοί παραπέμπουν, αναφανδόν, στο περίφημο ηρακλείτειο απόφθεγ­ μα: «τα πάντα ρει και ουδέν μένει». Επισημαίνω, επίσης, ότι οι λέξεις «δοχείο» και «στάζει» λειτουργούν ιδιαίτερα αποτελεσματικά στην εκλαϊκευτική από­ δοση αυτού του νοήματος. Άλλωστε, και στο σκίτσο που δεσπόζει στο εξώ135


φύλλο του βιβλίου παριστάνεται ένα ανθρώπινο κεφάλι, σε προφίλ προβολή, και στη θέση του μυαλού υπάρχει ένα δοχείο. Το δοχείο δέχεται σταγόνες / πληροφορίες, που, ελλείψει πυθμένα, διαρρέουν αμέσως και μάλιστα μεταποι­ ημένες (μεταχρωματισμένες). Το σκίτσο και το ποίημα λειτουργούν συμπλη­ ρωματικά. Στο ποίημα με τον τίτλο «Εκπαιδευόμενος άνθρωπος» (σελ. 69), που κινείται στα ίδια συμφραζόμενα, οι δυο τελευταίες στροφές είναι: «Ανα­ ρωτιέμαι, τι υπέστην; / Εκπαίδευση ή επιβολή; // Βοήθεια!... / ...θέλω να «αφουγκράζομαι». Γενικότερα, ας το πω κάπως στερεότυπα, ολόκληρο το δοκίμιο βοά κατά του δογματισμού, δηλαδή της εμμονής στην πλάνη. Πριν παρουσιάσω και σχολιάσω, σύντομα και κατ' ανάγκην σχηματικά, τις πλάνες στις οποίες μας «ξεναγεί» ο συγγραφέας, ώστε να δοθεί μια πλη­ ρέστερη εικόνα του περιεχομένου του βιβλίου, κρίνω σκόπιμο να σχολιάσω μια απ' τις προλογικές του παρατηρήσεις. Η παρατήρηση είναι ανεξάρτητη από το κύριο σώμα του δοκιμίου, βρίσκεται σε ξεχωριστή σελίδα και ως προ­ λογική, εν τινι τρόπω, το φωτίζει ολόκληρο. Την παραθέτω: «Οι σκέψεις μου είναι η φυλακή μου. Παρ' όλα αυτά, είμαι αναγκασμένος να στολίζω το κελί μου». Τα λόγια αυτά του συγγραφέα θυμίζουν, τα βρίσκω ανάλογα, με την αποφθεγματική πρόταση του αναλυτικού φιλοσόφου Βιγκενστάιν: «Η φιλο­ σοφία δεν λύνει τα προβλήματα, αλλά τα διαλύει». Και εννοεί, βέβαια, ο Βιγκενστάιν ότι σκεφτόμαστε, φιλοσοφούμε, όχι για να αποδράσουμε απ' την άγνοια μας, αλλά για να μειώσουμε, διαλύσουμε κατά την έκφραση του, την καταθλιπτική ένταση που μας γεννούν τα οιονεί αναπάντητα ερωτήματα, που αδυσώπητα περισφίγγουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Βρίσκω απόλυτη συστοιχία μεταξύ των λέξεων «στολίζω» (του συγγραφέα) και «διαλύει» (του Βιγκενστάιν], που παραπέμπουν από κοινού στην έννοια «ανακούφιση». Περνάω, τώρα, στη σύντομη /σχηματική παρουσίαση των πλανών, στις οποίες μας «ξεναγεί» ο συγγραφέας και, παράλληλα, σχολιάζω και παραθέτω χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο του. Πλάνη Ι'1: Εμπιστευόμαστε τις λέξεις, τον γλωσσικό κώδικα, ως εκφραστή της σκέψης μας, περισσότερο απ' ό,τι, πράγματι, το αξίζει. Σχολιασμός: Ενας αναλυτικός φιλόσοφος, γλωσσοφιλόσοφος, θα διατύπωνε αυτό κάπως έτσι: Είναι πλάνη η απόλυτη ταύτιση σημαίνοντος και σημαινόμενου. Ή, και σ' άλλη διατύπωση, η γλώσσα αδυνατεί να παραστήσει με απόλυτη ακρίβεια την πραγματικότητα. Απόσπασμα (από τη σελ. 26): «Οι λέξεις που κατασκευ­ άσαμε και χρησιμοποιούμε συμπεριλαμβανομένων σ' αυτές και των προϊστο­ ρικών γρυλισμάτων, για να σχηματίσουμε την πραγματικότητα, ώστε να την κατανοήσουμε και κατόπιν να επικοινωνήσουμε τις ιδέες μας, αποτελούν στην ουσία ένα σημαντικό εμπόδιο στην αντίληψη της αντικειμενικής πραγ­ ματικότητας». Πλάνη 2η: 0 καθένας εκλαμβάνει, πιστεύει, ως αντικειμενική πραγματικό-


τητα, ως «κάτι» δηλαδή με καθολική και αναμφισβήτητη ισχύ, την υποκειμε­ νική / προσωπική του πραγματικότητα, αυτό, δηλαδή, που εκλαμβάνει απο­ κλειστικά με το δικό του νου και τις δικές του αισθήσεις. Σχολιασμός: Ο Πλά­ τωνας μας περιγράφει αυτή την πλάνη στον έξοχο και μνημειώδη «μύθο του σπηλαίου» (στο ιστορικό για τη φιλοσοφία έργο του «Πολιτεία»): Οι έγκλει­ στοι, οι αλυσοδεμένοι, στο σπήλαιο εκλαμβάνουν τις σκιές των πραγμάτων ως να είναι τα πράγματα καθεαυτό. Γιατί αδυνατούν από τη θέση τους, μέσα στο σπήλαιο, να έχουν πλήρη ορατότητα. 0 αποδράσας επιστρέφει και προ­ σπαθεί να τους εξηγήσει, αλλά οι έγκλειστοι τον αντιμετωπίζουν ως παρά­ φρονα και παραμένουν στην παραπλανημένη εντύπωση τους. Απόσπασμα (σελ. 33): «Η υποτιθέμενη αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει για μας, άρα δεν υπάρχει και καμία αντικειμενική, δηλαδή αληθινή πληροφορία γι' αυτήν. Η πραγματικότητα του καθενός μας ή αλλιώς το «θεατρικό του έργο», το «παραμύθι» του, αναπαριστάται, οικοδομείται, πλάθεται, με βάση τα χαρακτηριστικά του, δηλαδή με βάση αυτά που έχει στο κεφάλι του». Πλάνη 3η: Η επιστήμη και η τεχνολογία διαχρονικά τελειοποιούμενες θα αποκαλύψουν «κάποια στιγμή» την αλήθεια, την έσχατη αλήθεια, την αλή­ θεια με το άλφα (Α) κεφαλαίο. Σχολιασμός: Η πλάνη αυτή είναι παράγωγη της ανάγκης του ανθρώπου να καλύψει κάποιο υπαρξιακό κενό, να κοιτάξει την άβυσσο χωρίς φόβο, όπως θα 'λέγε και ο Νίκος Καζαντζάκης. Απόσπασμα (από τη σελ. 30): «Όσον αφορά τις συσκευές, τις οποίες πολλές φορές «θεο­ ποιούμε», ας μη ξεχνάμε πως «πεπερασμένος κατασκευαστής» δεν μπορεί παρά να κατασκευάζει «πεπερασμένες κατασκευές». Πλάνη 4η: Ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι η κορωνίδα του σύμπαντος. Σχο­ λιασμός: Η πίστη αυτή είναι παράγωγη του ασυνείδητου φόβου, που δημι­ ουργεί στον άνθρωπο η έλλειψη δυνατότητας συνεννόησης μ' όλα τ' άλλα όντα. Αλλά και η έλλειψη αναγνώρισης των επιτευγμάτων του απ' αυτά τ' άλλα όντα. Ο άνθρωπος ζει το δράμα ενός βασιλιά χωρίς υπηκόους. Κατα­ σκευάζει, λοιπόν, απατηλά, παρηγορητικά, όνειρα για την αξία του και την «αποστολή» του. Σ' αυτό τον βοηθούν και θεολογικά δόγματα του τύπου «ο άνθρωπος επλάσθη κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού». Το δόγμα αυτό, δράττομαι της ευκαιρίας, το σατίρισε, και μάλιστα πολύ δηκτικά, ο Βολταίρος λέγοντας: «Αν ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα του, τότε και ο άνθρωπος του ανταπέδωσε τη φιλοφρόνηση». Απόσπασμα (σελ. 22): «Είμαι της γνώμης ότι «παραμυθιαζόμαστε», όταν πιστεύουμε ότι οι πνευμα­ τικές και υλικές κατακτήσεις μας έχουν υπεράνθρωπη αξία. Κανείς άλλος εκτός από μας, τους ανθρώπους, που συνεννοούμαστε μ' έναν κοινό λεκτικό κώδικα, δεν καταλαβαίνει τίποτε απ' αυτά τα «θαυμαστά». Φοβόμαστε να «δούμε». Προτιμάμε να παραπλανιόμαστε, να ζούμε στο όνειρο που μας πλά­ θουν οι ονειροπλάστες».


Πλάνη 5": Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η επιστήμη με ανακαλύψεις, όπως η κλωνοποίηση, μπορεί να λύσει το μυστήριο της ζωής. Σχολιασμός: Αυτές οι ανακαλύψεις / κατασκευές παράγουν, κατά την έκφραση του συγγραφέα, «ανθρωποειδή», δηλαδή όντα μορφικά ανάλογα με τον άνθρωπο, αλλά όχι ακριβώς ανθρώπινα. Αφού τα δημιουργήματα αυτά, και πάλι σύμφωνα με την έκφραση του συγγραφέα, είναι άσχετα με την αρχετυπική αιτία της Ζωής. Ερμηνεύοντας, εδώ, τη σκέψη του συγγραφέα και με ιδιαίτερη προσο­ χή στον όρο «αρχετυπική Αιτία της Ζωής, που μάλλον δεν είναι σαφής, παρα­ τηρώ τα εξής: Στο μέτρο που μένει αδιευκρίνιστο το νόημα, η σκοπιμότητα, της ανθρώπινης ζωής, είναι μέγα διακύβευμα και πιθανότατα μελλοντικά ολέθριο να αναπαράγεται η ανθρώπινη ζωή με όρους που δεν καθορίζονται από την ίδια τη φύση. Είναι, τρόπον τινά, έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κληροδοτημένη στον άνθρωπο, από καταβολής ανθρωπίνου γένους, φυσική τάξη πραγμάτων. Πάντως, η προσέγγιση του ζητήματος αυτού από το συγ­ γραφέα γίνεται διαισθητικά και όχι με κάποια αποδεικτική συνέπεια. Ωστό­ σο, είναι αμφίβολο αν τέτοια ζητήματα αφήνουν περιθώρια για αποδεικτικές προσεγγίσεις. Απόσπασμα (σελ. 86]: «Στην προσπάθεια του ο άνθρωπος να μοιάσει ή να μιμηθεί τουλάχιστον το «Αίτιο», βρήκε ήδη τρόπους - κλωνο­ ποίηση - τους οποίους σίγουρα θα εξελίξει, ώστε να δημιουργήσει το δικό του «εκτροφείο» ανθρωποειδών. Λέγω «εκτροφείο» ανθρωποειδών και όχι ανθρώπων, καθώς οι κατασκευασμένοι από μας οργανισμοί δεν μπορούν, όσο καινά μοιάζουν, να θεωρηθούν ίδια δημιουργήματα με μας». Πλάνη 6η: Η τάση του ανθρώπου να θρησκεύεται αποδεικνύει την ύπαρξη κάποιου Θεού, όντως υπάρχοντος. Σχολιασμός: Το θρησκεύεσθαι, η θρησκευ­ τική πίστη, καλλιεργείται στους ανθρώπους από τις θρησκείες, που είναι οργανισμοί οργανωμένοι στη βάση οικονομικών και εξουσιαστικών συμφε­ ρόντων. Οι θρησκείες διευκολύνονται στις επιδιώξεις τους από τον αρχέγονο ανθρώπινο φόβο μπροστά στο άγνωστο. Απόσπασμα (σελ. 120): «Ο προσω­ ποποιημένος θεός, ο υιός του Θεού Χριστός, οι Άγιοι, ο Αλλάχ, ο Προφήτης Μωάμεθ, ο Βούδας, το Δωδεκάθεο των αρχαίων Ελλήνων, οι θεοί των Αιγυ­ πτίων, των Ίνκας, των Ινδών, είναι μερικά μόνο παραδείγματα της προσπά­ θειας που, κατά καιρούς, έγινε και γίνεται για να πιστέψουν οι διάφοροι λαοί στην αυθεντικότητα του, κατά περιοχές, προτεινόμενου Θεού και των ενδια­ μέσων του». Πλάνη 7η: Οι άνθρωποι της σύγχρονης αναπτυγμένης κοινωνίας νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι και αυτεξούσιοι. Σχολιασμός: Ωστόσο, υπόκεινται σε πολ­ λές μη συνειδητοποιημένες, απ' αυτούς, δουλείες, καταναγκασμούς. Η ανά­ πτυξη δεν είναι, πράγματι, απελευθερωτική, όταν είναι μόνο ποσοτική και όχι παράλληλα και ποιοτική. Απόσπασμα (σελ. 139): «Γιατί το τίμημα του να γεν­ νηθεί κανείς σε μια «προστατευτική» κοινωνία να είναι ο πνευματικός ευνου-


χισμός του με την «εμφύτευση» θεωρήσεων - εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, νόμοι - ως δήθεν ακράδαντων αληθειών; Πού είναι η ελευθερία της σκέψης που του «παραχωρείται», όταν εκ γενετής και χωρίς να το καταλάβει τον φτιάχνουν «τρένο» και του λένε «είσαι ελεύθερος για το ταξίδι της ζωής σου, να το κάνεις όπως εσύ θέλεις, έχοντας από πριν έτοιμες τις ράγες και τους προορισμούς τους;» Κατ' εξαίρεση, θα κάνω εδώ KL ένα δεύτερο σχολιασμό: Τις απόψεις αυτές του συγγραφέα τις αντιλαμβάνομαι, κατά κάποια έννοια, ότι είναι εφαπτόμενες με το ρουσσώνείο σύνθημα «επιστροφή στη φύση», αλλά και το φροϋδικό απόφθεγμα; «ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας». Και ολοκληρώνω λέγοντας αυτό: 0 Αμπέρ Καμύ, φιλόσοφος και λογοτέ­ χνης, νομπελίστας το 1957, είχε πει: «Σ' ένα κόσμο που στερείται νοήματος, ο άνθρωπος απαιτεί το νόημα. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το μεγαλείο του». 0 Π.Γ., λοιπόν, που επιμένει να φιλοσοφεί απαιτεί το νόημα ή, έστω, κάποιο νόημα. KL αυτό με πείθει απόλυτα ότι εξακολουθεί να πιστεύει στο ανθρώπι­ νο μεγαλείο.

139


ΜΑΙΡΗ ΓΑΛΑΝΗ - ΚΡΗΤΙΚΟΥ

Ο Γιάννης Νεγρεπόντης Ο Έλληνας ποιητής, ο φίλος, ο γείτονας μου στην Αίγινα

• ροσπαθώ να θυμηθώ πότε ακριβώς και πού ίτον γνώρισα από κοντά. Αυθόρμητα απα­ ντώ στον εαυτό μου ότι τον ήξερα από πάντα. Περπατήσαμε για χρόνια στους ίδιους δρόμους, κολυμπήσαμε στις ίδιες παραλίες, λιαστήκαμε με ατέλειωτες κουβέντες στα ίδια πρωτόγονα λιμανάκια της γειτονιάς μας, στην λεωφόρο Καζαντζάκη. Συμφωνήσαμε σε ένα σωρό θέμα­ τα και καβγαδίσαμε άγρια σε άλλα. Οι φωνές των καβγάδων μας πολλές φορές τρόμαζαν τους δικούς μας και άλλους φίλους, οι οποίοι ξαφνιάζονταν, όταν μετά από λίγο μάς έβλεπαν να φεύγουμε για περίπατο μες την καλή χαρά. Και δεν στα­ ματούσαμε ποτέ να μιλάμε ... Σκόρπιες οι αναμνήσεις μου από το Γιάννη αλλά πολύ συγκεκριμένες. Και μεγάλης ποικιλίας: χώρων, χρόνων, γεγονότων, ενασχολήσεων. Αναμνήσεις όχι μόνο από την Αίγινα αλλά και από την Αθήνα. Από το ζεστό του στέκι στο Παγκράτι, όπου ζούσε με τη γυναίκα του, τη γνωστή γλύπτρια Αργυρώ Καρύμπακα - Νεγρεπόντη. Θυμάμαι στη γιορτή του, του Αγίου Ιωάννου, στο σπίτι τους γινόταν σωστό προσκύνημα. Ένα πλήθος από επώνυμους των γραμμάτων, των τεχνών, της μουσικής - ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η Ελλάδα του τότε φίλοι όλων των κοινωνικών τάξεων, από καθηγητές Πανεπιστημίων μέχρι περιβολάρηδες. Κι όλος αυτός ο κόσμος γινόταν δεκτός με χαρούμενη έκπλη­ ξη από το Γιάννη και την Αργυρώ, που «μπήκε στον κόπο ν' ανηφορήσει στο Παγκράτιγια τα "χρόνια πολλά"»! Αλλοι μπαίνανε, άλλοι βγαίνανε να κάνουν χώρο στους επόμενους, αφού το σπίτι δεν τους χωρούσε όλους. Το ίδιο νταραβέρι γινόταν και στο σπίτι τους στην Αίγινα! Και εκεί, ο Γιάν­ νης και η Αργυρώ δεν σ' άφηναν να φύγεις χωρίς να σε «φιλέψουν»: ένα

140


κρασί, ένα ουζάκι, μια ελιά, μια ντομάτα.... 0 Γιάννης αγαπούσε πολύ τους δικούς του. Την Αργυρώ και τον αδελφό του το Λάκη. Η οικογένεια του κατείχε μεγάλο χώρο στην καρδιά του και στην έγνοια του. Τους υπολόγιζε, τους υποστήριζε, τους προέβαλλε. Κι αλλοίμονο αν κάποιος έλεγε κάτι εναντίον τους. Αυτός που τον ήξερε καλά δεν ξεγελιόταν από το ράθυμο περπάτημα του και από τη μαλακή μειλίχια προσφώνηση στο συναπάντημα του. «Τι κάνεις, βρε Μαίρη! Χαθήκαμε, βρε παιδί μου», έλεγε, ενώ τα μάτια του χτένιζαν την περιοχή γύρω μου, πέρα από μένα, ψηλά, χαμηλά, σαν περισκόπια. Και τ' αυτιά του έπιαναν κάθε ήχο, κάθε ψίθυρο. Και με την ευαισθησία του άρπαζε κάθε κίνηση του συνομιλητή του, κάθε φάλτσο, κάθε «δήθεν». Αυτά τα «δήθεν» τ' ανθρώπινα και τα κοινωνικά αποτελούν μερικές από τις πιο ωραί­ ες σελίδες του στα «Μικροαστικά» και στις άλλες συλλογές του. Μα εγώ δεν θέλω μέσα εδώ να αναλύσω το ποιητικό του έργο ούτε κι είμαι φιλόλογος για να το κάνω. Εγώ θέλω να ξαναφέρω στη ζωή το Γιάννη Νεγρεπόντη, τον περιπατητή της οδού Καζαντζάκη και των άλλων δρόμων της Αίγινας, το φίλο που μας έλειψε αφάνταστα πολύ, το συνομιλητή εκεί­ νης της ηρωικής εποχής, που μοιράζαμε τις μέρες και τις ώρες μας στα σπίτια μας με το Μόραλη, τους Καπράλου, τους Νικολάου, τους Σπανούδη, τους Πωπ, τους Ντυμά κι όλους τους, νεαρούς τότε, πασίγνωστους σήμερα, έλληνες καλλι­ τέχνες που μπαινόβγαιναν στις πόρτες της λεωφόρου Καζαντζάκη. Κι ο Νεγρε­ πόντη ς μέσα σε όλα, με ατσάλινη κριτι­ κή, μάς πέρναγε γενεές δεκατέσσερις, όταν του κτυπούσε κάτι άσχημα: ένας λόγος, μια κίνηση... «Μα αυτός, βρε Μαίρη, είναι βλάχο μπαρόκ», μου είπε μια μέρα για κάποιον επώνυμο και δεν θα το ξεχάσω! Εκείνο που δεν επέτρεπε ο Γιάννης ήταν η σιωπή. Σε προκαλούσε να μιλή­ σεις, να πεις κι άλλα. Κι όταν σταματού­ σες, άρπαζε ξανά το μίτο της κουβέντας, προκαλούσε πάλι ένα άλλο σχόλιο, για να εκμαιεύσει ένα τρίτο, ένα τέταρτο, Χριστούγεννα στο σπίτι μου στην Αίγινα με τον Γιάννη, ενα πέμπτο... γύρω στο 1980. 141


1 5iöS=sF= !W fin w •' ι

,

/,Λ<

Ι -κ*

« i ^

' ΛΛ

' ^

Έπαιζε πολύ συχνά τάβλι με τον Άγι στο σπίτι μας. KL όταν τέλειωναν, με φώναζε με στεντόρεια φωνή: «Μαίρη! Πού είσαι, βρε παιδί μου, δεν φαντά­ ζομαι να μ' αφήσεις να γυρίσω μόνος στο σπίτι μου! Έλα, πάμε να πούμε άλλες δυο κουβέντες...». Κι όταν φτάναμε σπίτι του - κάποια 500 μέτρα μακριά από το δικό μου - έλεγε: «Μα τώρα, μπορώ εγώ να σ' αφήσω να γυρί­ σεις σπίτι σου έρημη και μόνη; Άντε να σε ξαναπάω...». Και, βέβαια, λέγαμε κι άλλες κουβέντες. Απ' αυτές τις συνομιλίες με τον καθένα ο Νεγρεπόντης αντλούσε θέματα, ιδέες, κριτική. Τα μάτια του σε κάρφωναν! Σε περνούσε από «ακτινογραφία»! Δεν άφηνε να πέσει ούτε λόγος, ούτε φράση, ούτε λέξη. Και σ' έκοβε λέγοντας: «Τώρα, γιατί το είπες αυτό; Τι σκέφθηκες και το 'πες;». Καυστικός, καυστικότατος, έναντι των μικροαστικών συμπεριφορών, είχε συγχρόνως μια απέραντη κατανόηση για τους απλούς ανθρώπους, για τους εργάτες του σπιτιού του, την παραδουλεύτρα τη Μαρία, τα απλά παιδιά της Αίγινας. Οι περισσότεροι απ' αυτούς τον φώναζαν κυρ-Γιάννη. Ο Νεγρεπόντης γινόταν «θηρίο» με τους «δήθεν». Εκεί δεν έκανε σκόντο, ούτε χάιδευε τους «απλούς» και τους «ταπεινούς». Μια φορά τον είχαν καλέ­ σει στο Μορφωτικό Σύλλογο να κρίνει την «ποίηση» νέων, οι οποίοι θεωρού­ σαν ότι είχαν γράψει αριστουργήματα. Μη φανταστείτε ότι τους αντιμετώπι­ σε σαν ερασιτέχνες! Έγινε έξαλλος με τα γραπτά των περισσοτέρων κι είπε φεύγοντας: «Όταν μιλάμε για ποίηση, μιλάμε για Ποίηση. Ο όρος αφορά το ίδιο και τον Καβάφη και τον «επιχειρούντα» να συνθέσει ποίημα! Αρκεί μόνο να είναι ποίηση κι όχι ... σαχλαμάρες»! Θυμάμαι, δεν ήξερα πού να κρυφτώ τότε, γιατί είχα νιώσει πολύ άβολα. Σήμερα όμως τον καταλαβαίνω. Σήμερα 142


ιδιαίτερα, καθώς βλέπουμε άπειρους φιλόδοξους γραφιάδες που πετυχαί­ νουν μια ρίμα και νομίζουν πως έγραψαν αριστουργήματα! Και το χειρότερο, προσπαθούν και να μας τα επιβάλλουν! Πόσες φορές μού έλειψε ο Γιάννης και η αυστηρότητα του σ' αυτές τις περιπτώσεις... Αλλά και η αναμφισβήτητη ανθρωπιά του. Θυμάμαι την αφο­ σίωση του στο Μίμη τον Οπρόπουλο, το στρατηγό που πήγε ενάντια στη Χού­ ντα κι έμεινε παράλυτος στην εξορία. Ο Γιάννης ο Νεγρεπόντης πήγαινε κάθε μέρα στο σπίτι του, στη λεωφόρο Καζαντζάκη κι αυτό, και του έκανε συντρο­ φιά. Κι έπαιζε τάβλι με τις ώρες μαζί του. Κάτι που δεν ήταν εύκολο, γιατί ο Οπρόπουλος αδυνατούσε να κινήσει τα πιόνια. Έλεγε, λοιπόν, στο Γιάννη ποιο να κινήσει. Ο τελευταίος έμπαινε καμιά φορά στον πειρασμό και του έλεγε: «Είσαι σίγουρος, Μίμη, πως θέλεις να μετακινήσω αυτό; Μήπως προτι­ μάς το άλλο;». Επειδή είχα παρακολουθήσει πολλές παρτίδες μεταξύ των δύο, ομολογώ πως θαύμαζα την υπομονή του Γιάννη. Όπως θαύμαζα και τη δυνατότητα του, όταν με δύο λέξεις αγγλικές, μία γαλλική και μία γερμανική, κατόρθωνε να συνεννοείται με μεγάλους αλλοδα­ πούς καλλιτέχνες, ηθοποιούς, ποιητές, συγγραφείς. Του είχα συστήσει τη φίλη μου Joana Maria Gorvin, τη γερμανίδα ηθοποιό. «Ερωτεύτηκαν» ο ένας τον άλλο. Εκείνη με μια ολύμπια υπομονή και κάποια λίγα ελληνικά, εκείνος με τις δυνατότητες που προανέφερα, περνούσαν ώρες μαζί στον κήπο της. Κι εκείνη μού ζητούσε να της διαβάζω ποιήματα του για να μπει στον ήχο τους! Όπως μου ζητούσε να της διαβάζω και Καβάφη! Το παράπονο του Γιάννη ήταν ότι δεν ήξερε καμιά ξένη γλώσσα. Ήταν πεπεισμένος ότι δεν είχε ταλέντο σ' αυτές. Του είπα πως ήθελα - από πρό­ κληση - να τον μάθω Γαλλικά! Να του προσφέρω τη γλώσσα. Τον έπεισα και αρχίσαμε. Και, βεβαίως, ανταποκρινόταν μια χαρά! Θυμάμαι ότι μου έγραψε και μια έκθεση. Του έδωσα στα Γαλλικά την ιστορία ενός χωρι­ κού που εγκαταλείπει μπαφιασμένος τα χωράφια του και πάει να δουλέψει σ' εργοστάσιο στο Παρίσι. Εκεί, για να ανακουφίζε­ ται από το οκτάωρο, βρίσκει φίλους, γκομενίτσα, κάνει εκδρομές με ποδήλατο. Κι ενώ είναι ευτυχής, έρχεται γράμμα , , , απο το χωρίο: Ο πατέρας του

Ο Νεγρεπόντης με την γυναίκα του Αργυρώ Kar αριστερά ο Γιώργος Κούνδουρος στο σπίτι μας σε γιορτινό τραπέζι. 143


είναι άρρωστος και τον καλεί πίσω! Ζήτησα από το Γιάννη την περίληψη της ιστορίας, πάλι στα Γαλλικά, κι όπως έκανα με όλους τους μαθητές μου, του είπα να δώσει το τέλος που επιθυμεί. Κι ενώ οι περισσότεροι μαθητές μου μιλάνε για το θάνατο του πατέρα, ώστε να ξαναγυρίσει ο νεαρός στο Παρίσι, ο Νεγρεπόντης βρήκε μια χήρα από κοντινό χωριό, πάντρεψε το γέρο άρον άρον κι έστειλε ξανά το γιο στην πρωτεύουσα! Τα μαθήματα των Γαλλικών με το Γιάννη κόπηκαν με οδυνηρό τρόπο. Ένας ύπουλος καρκίνος τον χτύπησε ξαφνικά. Πήγα και τον είδα στο νοσο­ κομείο. Μου είπαν ότι οι γιατροί τού είχαν αποκαλύψει την αλήθεια. Και θυμήθηκα τα λόγια του τα έντονα, όταν μια μέρα μου είχε πει: «Μαίρη, αν μου συμβεί μια τέτοια αρρώστια, δεν θέλω επ' ουδενί να μου πουν την αλήθεια... Δεν θα την αντέξω...». Ήταν την ανοιξιάτικη μέρα που με είχε βρει στην Αίγινα να μαζεύω σαν μανιακή αγριοβιολέτες. «Μα δεν ντρέπεσαι να κόβεις τα λουλούδια, Μαίρη!», μου είχε φωνάξει εκνευρισμένος. «Είναι για τη Θάλεια», του είπα. «Φεύγω αύριο για το νοσοκομείο. Είναι άσχημα». Του ήλθε κεραυνός. Γιατί όλοι αγα­ πούσαμε τη Θάλεια τη Δασκαλάκη κι ο Γιάννης είχε μακρόσυρτες κουβέντες μαζί της. «Η Θάλεια!», είχε ψελλίσει σαν κεραυνόπληκτος κι άρχισε κι αυτός να μαζεύει δίπλα μου λουλούδια. Η Θάλεια έφυγε πριν απ' αυτόν... Πάντα ένιωθα έκπληξη για τη συνεννόηση που έκανε ο Νεγρεπόντης με τους αλλοδαπούς. Και την ένιωσα πολύ πιο έντονα, όταν μια μέρα ήλθε και με βρήκε για να μου πει να του μεταφράσω τα ποιήματα ενός Γερμανού ποιητή. «Είναι πολύ ενδιαφέροντα», μου είπε. Έκανα, λοιπόν, τη μετάφραση, ζήτησα και τη βοήθεια του φίλου μας του Βασίλη Πουλαντζά, που ξέρει πολύ καλά Γερμανικά και είναι μεταφραστής, έβαλε και την ποιητική πινελιά του ο Νεγρεπόντης και τα ποιήματα του γερμανού Paul - Peter Zahl με τη συνερ­ γασία των τριών μας δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Σήμα» της Αθήνας, το Φεβρουάριο του 1981. Στη συνέχεια ο Γιάννης μού είχε στείλει πολλούς γάλ­ λους και γερμανούς ποιητές, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια μου. Έχω σήμερα ακόμα μερικούς, κληρονομιά του Νεγρεπόντη! Όταν ακούω να τραγουδούν τους στίχους των ποιημάτων του ο Κηλαϊδόνης, ο Λοΐζος και οι άλλοι, συγκινούμαι αφάνταστα. Και θυμάμαι που, όταν ζούσε ο Γιάννης, τρέχαμε με τις παρέες στις γειτονιές της Αθήνας να παρακο­ λουθήσουμε τα ρεσιτάλ με τη δουλειά του. Κι εκείνος πάντα μαρτυρούσε την ίδια έκπληξη: «Βρε παιδί μου, να ξεσηκωθείτε και να τρέχετε ως εδώ για μένα... ε, αυτό πια!». Ε, αυτό πια, το ότι ο Γιάννης την κοπάνησε στα 62 του χρόνια, όχι, δεν το περιμέναμε! Αυτό κι αν ήταν έκπληξη από τις πιο οδυνηρές! Ήταν Σεπτέμβρης κι έχουν κιόλας περάσει είκοσι χρόνια από τότε! 144


f f f #:*p;ìf f l i - W i K f ì K

i y

ΤΑ

ΚΑΡΑΒΙΑ

M7

t>7^ -' '

fi ί ' Γ ^

KEÄPOS t » î 6

^


ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΑ

Με αφορμή μια επέτειο νωστός στο πλατύ κοινό, κυρίως ως χιουμορίστας και στιχουργός, ο Γιάν­ νης Νεγρεπόντης είναι πάνω απ' όλα ποιητής. Και σ' αυτήν την πλευρά του θα προσπαθήσω να αναφερθώ με λίγες αράδες στο ελάχιστο σχόλιο που ακολουθεί. Οξυδερκής, ειρωνικός, καυστικός και συμπάσχων σχολιαστής των συμβι­ βασμών που διέπουν την καθημερινότητα του Έλληνα μικροαστού και νεοαστού, ο Νεγρεπόντης μπορεί να χαρακτηριστεί ανατόμος της αδιέξοδης μονα­ ξιάς και της ως την απόγνωση αποξένωσης. Όλο και πιο λιτός καθώς περνούν τα χρόνια, γράφει με την αμεσότητα του γνήσιου θεατράνθρωπου - όπως και είναι. Στήνει το σκηνικό του με λέξεις διαλεγμένες ανάμεσα στις πιο κοινές και καθημερινές για τα αφηγηματικά ή τα ήσσονος τόνου ποιήματα, και για τα δοξαστικά και όσα αντλούν από την ελληνική μυθολογία και τραγωδία ανατρέχει σε όλη την ενιαία ελληνική γλώσσα, αυτήν που γνωρίζει όσο λίγοι. Πολέμιος του εύκολου λυρισμού, ξεσπά κάποιες πολύτιμες στιγμές σε μιαν απρόσμενη τρυφερότητα. (Τότε είναι, αν μου επιτρέπεται ο προσωπικός τόνος, που η νοσταλγία για τον χαμένο φίλο γίνεται δυσβάσταχτη). Στη δεύτερη περίοδο (μετάτα4ω/9?ίματακαι, ακόμη περισσότερο, μετά το Φνλάττείν Θερμοπύλας) τα θέματα που κυριαρχούν στην ποίηση του Νεγρεπόντη είναι το πέρασμα της ζωής από γενιά σε γενιά, ο χρόνος που από το εφήμερο περνά στο αιώνιο και - πάντα- οι ανθρώπινες σχέσεις. Σε κάθε ποί­ ημα αυτής της περιόδου είναι έκδηλη η προσήλωση του Νεγρεπόντη στην Ελλάδα και τον άνθρωπο, η παράφορη αγάπη του για τη ζωή. Πάνε είκοσι χρόνια χωρίς τον Γιάννη Νεγρεπόντη. Το έργο του δεν έχει ακόμη μελετηθεί. Πιστεύω πως, όταν μελετηθεί, θα πάρει τη θέση που του ανήκει ανάμεσα στους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα.

Γ

"Εις μνήμην" επιλέγουμε από το ποιητικό του έργο :


ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ (1958] Ανεργία

ανοίγεις την πόρτα σου κάθε φορά σαν να 'ναι μια άλλη βραδιά, γυμνός από κάθε χειρονομία, υπόσχεση, KL από κάθε ψευδαίσθηση γυμνός, από κάθε τι που λέμε ανθρώπινο. Και το ζήτημα να μην είναι αν θ' αντέξεις ή κι ως πότε, αλλά να πρέπει ν' αντέξεις.

Ακατόρθωτη σπατάλη Ψάχνοντας ανάμεσα σε τόσους και τόσους μικρούς θανάτους με μια μανία που έφτασε την ψυχραιμία, βρήκε κάποιον που πίστεψε πως τον μπορούσε· τόσο μικρό θάνατο θα τον μπορούσε.

Δεσμός Άλλα στη ζωή του θέλησε, άλλο έγινε, άλλα κάνει· στο βάθος δυστυχής. Η γυναίκα του στο πλάι του πολύ καλή (σχεδόν υπόδειγμα), πολύ ευχαριστημένη. Κάθεται και τον ακούει με τις ώρες. Αφηρημένος πότε της χαμογελά. Εκείνη γέρνει ευτυχισμένη. 147


Επτάστιχο Απότυχε σε όλα από τα πιο μικρά ως τα πιο μεγάλα. Και τ' απογεύματα αυτές οι κίτρινες λιακάδες όλο ερείπιο, ερημιά και νοσταλγία...

ΦΥΛΑΤΤΕΙΝ ΘΕΡΜΟΠΥΛΑΣ (1971}

Ω, ο κόσμος, ο κόσμος αυτό το απίθανο της κάθε στιγμής με τη στιγμή από το χάος αναδυόμενο μυρίων ονείρων όνειρο. Ανάμεσα σε τόσα έμπνεα μάρμαρα σε τόσον πηλό εμφυσημένον πνεύματος σε τέτοια παρουσία ανθρώπων από χιλιετηρίδες σ' αυτή τη διαρκή αποκάλυψη της Αγάπης ολόκληρη τη μέρα ειδωλολάτρης χαρισμένος του Απόλλωνα και τη νύχτα, τη νύχτα ένας Διόνυσος Χριστιανός τον κόσμο ανακάλυπτα δοκιμαζόμουν απ' τον κόσμο τον κόσμο! τον κόσμο! Αυτό το αειθαλές, αυτό το αειπάρθενο ξάφνιασμα των αισθήσεων την αέναη τούτη του πνεύματος έκσταση.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ (1979) Μα όσο μπορεί να φτάσει μια φωνή απ' τη δική μας όχθη ως εσένα όσο μπορεί να φτάσει ένας σπαραγμός εγώ θα σου φωνάζω: Ζήσε. Ζήσε, απλά και μόνο για να ζήσεις.

Πέρ' απ' την όχθη σου και πέρ' από την όχθη μου ο κόσμος ένα θαύμα. Κι αληθινός μονάχα όταν εσύ βαθιά εντός σου τον υπάρξεις.

ΔΩΡΗΜΑΤΑ (1963) OL Κούφοι Άνθρωποι μικροί ντύθηκαν τα μεγάλα πάθη· τα μεγάλα! Και πού τα κάμουν οι ανόητοι αυτά; Εδώ. Στον τόπο αυτόν που η μνήμη πιο σκληρή κι απ'το γρανίτη. Πώς λησμονούν οι κούφοι την Ελλάδα...

149


Έτσι μπορεί Σκάβουμε μες στα σώματα μες στις φωνές, στο χρόνο μέσα κι όλο ξεθάβουμε οστά από σώματα, από σπίτια οστά από σύνεργα πολέμων οστά από την αγωνία της ζωής έργων μεγάλων και μικρώνάσχετο, οστά· σημάδια χώρου που έχει κατοικηθεί έχει πονέσει, έχει πονεθεί. Έτσι μπορεί· περνούν τα χρόνια διαρκώς αποκαλύπτοντας, ώσπου της Τραγωδίας το ρίγος μας διαπερνά, μας κορυφώνει. Ελεύθεροι τότε ή αφανισμένοι τα σώματα μας τις φωνές μας σε άλλους να εγκαταλείπουμε· έτσι μπορεί - αυτό να είναι...

Τα ποιητικά έργα του Γιάννη Νεγρεπόντη που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ είναι: • Πρόσωπα και χώρος • Καθημαγμένοι • Φυλάττείν Θερμοπύλας » Μικροαστικά ® Συνάντηση « Περσεφόνη • Λίγο μετά τη σιωπή και από τις Εκδόσεις ΝΟΣΤΟΣ: • Δωρήματα • Ορέστης πυρπολούμενος

150


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΣ

Ειδύλλιο στη Σου βαλα*

Δεν ξέρω τι ζητούσες, πριν με βρεις κι εγώ τι γύρευα, σαν ακολούθησα το κάλεσμα σου. Το καθοριστικό και το θαυμάσιο είναι ότι με βρήκες και σε βρήκα!** ο καλοκαίρι του 1952 ήταν το τελευταίο της σύντομης ανάπαυλας ανά­ μεσα στον Εμφύλιο, που είχε τελειώσει πριν δυόμισι χρόνια, και στα Πέτρινα Χρόνια του αυταρχισμού και της μισαλλοδοξίας, που έρχονταν. Τώρα η Ελλάδα αποκαμωμένη έγλειφε τις πληγές της. Τα πράματα ησύχαζαν σιγά σιγά, αλλά η πολιτική των νικητών κρατούσε τον κόσμο χωρισμένο στα δύο. Ήταν περίεργη η στάση τους αυτή. Χωρίς αμφιβολία είχαν νικήσει στα πεδία των μαχών και στον πολιτικό τομέα. Θεωρητικά ήταν οι κυρίαρχοι του παιχνιδιού και όμως ήταν τρομαγμένοι. Θα έλεγε κανείς ότι φοβόντουσαν τους νικημένους. Λίγους μήνες πιο μπροστά τουφέκισαν τον Μπελογιάννη και τους άλλους, η Αριστερά όμως ξαναγεννήθηκε από τις στάχτες του εμφυλίου πολέμου. Κυβερνούσαν ακόμα ο Πλαστήρας, ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου, ο κόσμος όμως είχε απογοητευτεί μαζί τους. Ιδρύθηκε και στέριωσε η ΕΔΑ. Εκεί­ νο το χρόνο ο Παπάγος θα κέρδιζε τις εκλογές. Εκείνο το καλοκαίρι οι Αιγύ­ πτιοι θα διώχναν τον Φαρούκ, στη Γουατεμάλα θα ανατρεπόταν από μισθο­ φόρους των Αμερικανών ο Αρμπεντς και στη Κορέα ο πόλεμος θα βάλτωνε.

Τ

Ήμασταν σπουδαστές του Πολυτεχνείου, στη σχολή Χημικών Μηχανι­ κών. Από την αρχή του έτους ο Δεληγιάννης, ο καθηγητής μας στην Ανόργα­ νη Χημική Τεχνολογία, μας είχε υποσχεθεί πως θα οργάνωνε για το καλοκαί­ ρι μιαν εκδρομή στη Γερμανία, στην ετήσια έκθεση της DECHEMA. Είχαμε δεχτεί όλοι με ενθουσιασμό, ακόμα κι εγώ, κι ας ήξερα πως δε θα πήγαινα. Όχι για οικονομικούς λόγους, γιατί εκείνο τον καιρό το οικονομικό μας πρό­ βλημα είχε επιλυθεί οριστικά, αλλά για πολιτικούς. Έτσι και ζητούσα διαβα­ τήριο, η Ασφάλεια θα μου ζητούσε δήλωση μετανοίας, που δεν ήμουν διατε* Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος βιβλίου μου, που ελπίζω να εκδοθεί σύντομα και τιτλοφορείται «Εφτά ευτυχισμένα καλοκαίρια». ** Από ποίημα της Κικής Σαραντάκου 151


θειμένος να υπογράψω τώρα που τα πράγματα ησύχασαν, μια που δεν την υπόγραψα σε πολύ χειρότερες συνθήκες, τέσσερα χρόνια πριν. Τελικά όμως η εκδρομή ματαιώθηκε από άλλες αιτίες. Μένοντας με τη γλύκα και με κάμποσα χρήματα που εξοικονομήσαμε, αποφασίσαμε με το Στέλιο και τον Τάκη να πάμε δεκαπέντε μέρες σε κάποιο νησί. 0 Στέλιος μάς πρότεινε τη γειτονική Αίγινα και μάλιστα ένα ψαροχώρι της, ονόματι Σουβάλα. Αντιπρόταση δεν υπήρξε και έτσι η Σουβάλα κατακυ­ ρώθηκε. Την εκδρομή τη σχεδίασαν σχολαστικά ο Στέλιος με τον Τάκη, που επιμένανε να προβλέψουν και την παραμικρή λεπτομέρεια, σα να επρόκειτο να πάμε σε κάποιαν ακατοίκητη άκρη του κόσμου. Εγώ κι ο συνώνυμος και συνεπώνυμος ξάδερφος μου, που αν και μικρότερος μας, θα συμμετείχε επί­ σης στην εκδρομή ισοτίμως, πολύ λίγο συμβάλαμε στο σχεδιασμό. Φύσει αισιόδοξοι κι ανέμελοι, εναποθέταμε πάντοτε στην τύχη και στον καλό μας αστέρα την έκβαση των εγχειρημάτων μας. 0 Τάκης με το Στέλιο προηγήθηκαν κατά δύο μέρες, γιατί την τελευταία στιγμή μού δώσανε να γράψω ένα λήμμα, που δε μπορούσε να περιμένει, για το Λεξικό (είχα αρχίσει να συνεργάζομαι με το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ηλίου). Έτσι εμείς φύγαμε για το νησί τη Δευτέρα. Δεν είχα ξαναπάει στην Αίγινα, μ' όλο που ο θείος μου ο Μιχάλης την είχε επισκεφθεί πολλές φορές και επαινούσε το θαυμάσιο κρασί της. Είχε έναν Αιγινήτη φίλο, τον Γιάννη τον Λυκούρη, που έβγαζε ένα τοπικό περιοδικό, τον «Κήρυκα της Αιγίνης», ο οποίος, όταν με γνώρισε, μου σύστησε εκθύμως να πάμε στο νησί αλλά όχι στη Σουβάλα («ένας ξερότοπος είναι» σχολίασε) αλλά στην Αγια Μαρίνα, «που έχει μιαν απέραντη αμμουδιά και τα πεύκα κατεβαίνουν ως τη θάλασ­ σα». Με τον ξάδερφο αποφασίσαμε μόλις συναντήσουμε τους άλλους να τους ξεσηκώσουμε και να πάμε σ' αυτόν τον παράδεισο. Ανεβήκαμε στο "Νεράιδα", ενώ η φωνή της Κούλας Νικολαΐδου τραγου­ δούσε από τα μεγάφωνα του καραβιού πρωί μεσημέρι και βράδυ θυμάμαι εσένα... Το καράβι ήταν πολύ όμορφο, καθαρό και άνετο. "Ήταν η θαλαμηγός της Έντα Τσιάνο", μας πληροφόρησε ένας συνεπιβά­ της που κάθισε δίπλα μας και φαινόταν πρόθυμος για κουβέντα. "Το πήρε με τις ιταλικές επανορθώσεις κάποιος παλιός μαυραγορίτης από τον Πύργο. Οι κακές γλώσσες λένε πως έκανε λεφτά στην Κατοχή, δουλεύο­ ντας για τους Ιταλούς" "Καλά έκανε", πετάχτηκε μια γριά, στεγνή, μαυριδερή και φαρμακομύτα, που καθόταν δίπλα του. "Έξυπνος ήτανε. Οι άλλοι που τους πολέμησαν τι καταλάβανε;" Η συζήτηση έμπαινε σε μονοπάτια που ήθελα να αποφύγω. Θα μάλωνα


οπωσδήποτε με τη γριά, ίσως και με τον άλλον, και θα χαλούσε το κέφι μου. "Πάμε να δούμε, λοιπόν, αυτό το ναυπηγικό θαύμα", τους είπα και σηκώ­ θηκα από τη θέση μου. Ο ξάδερφος μ' ακολούθησε. Εμπιστευθήκαμε τη φύλα­ ξη των μπαγκαζιών μας στους συνομιλητές μας, OL οποίοι μας διαβεβαίωσαν πως "ο κόσμος στα νησιά δεν κλέβει", και περιηγηθήκαμε το πλοίο. Καταλή­ ξαμε στην πλώρη. Το καράβι περήφανο έσκιζε τα καταγάλανα νερά. Η θάλασ­ σα λάδι. Ξαφνικά μπροστά μας, στα αριστερά της πλώρης, ξεπήδησαν από το νερό δυο δελφίνια, που παίζανε παραβγαίνοντας με το καράβι. Στη χρυσό­ σκονη που ο ήλιος σκορπούσε στον ορίζοντα διακρίναμε αριστερά μας το νησί, όπου πηγαίναμε, και δεξιά μιαν ομάδα από μικρά νησάκια και βράχους. Γλάροι πετούσαν ένα γύρω KÜL ψαρόβαρκες ήταν σκορπισμένες από τη μια κι από την άλλη πλευρά του πλοίου. Όνειρο απίστευτο η λιόχαρη μέρα, θυμή­ θηκα τον Πορφύρα. Σα φτάσαμε μπροστά στο λιμάνι του νησιού, το καράβι, που θα συνέχιζε για Μέθανα, Πόρο, Ύδρα και Σπέτσες, δεν μπήκε μέσα, παρά έκανε κράτει και σταμάτησε αρόδο. Μεγάλες μηχανοκίνητες βάρκες είχαν ήδη πλησιάσει να παραλάβουν τους επιβάτες. Αποβιβαστήκαμε σε μια προβλήτα στη μέση του λιμανιού κι αμέσως, αφού πήραμε πληροφορίες από τους ντόπιους, τραβήξαμε για το λεωφορείο που θα μας πήγαινε στη Σουβάλα. Ήταν από κείνα τα γκρίζα, μικρά αυτοκί­ νητα (θέσεις καθήμενων 16 - όρθιων 24), που είχαν πια αποσυρθεί από την Αθήνα. Δυστυχώς, δε βρήκαμε θέση να καθίσουμε κι αφού δώσαμε τις βαλί­ τσες μας στον εισπράκτορα, που τις ταχτοποίησε μαζί με τις υπόλοιπες στην οροφή του λεωφορείου, στριμωχτήκαμε με τους όρθιους, που δεν ήταν εικο­ σιτέσσερα αλλά πάνω από τριάντα. Δεν μπορέσαμε να αποθαυμάσουμε το τοπίο, γιατί μας το έκρυβαν αφενός μεν τα σώματα των λοιπών όρθιων επι­ βατών, αφετέρου δε η πυκνή σκόνη που σήκωνε το λεωφορείο, τρέχοντας στον άστρωτο δρόμο. Ήταν μια σκόνη πολύ άσπρη, λεπτότατη και εξαιρετι­ κά διεισδυτική. Κάποτε φτάσαμε σε ένα λιμανάκι, που το έκλεινε ένας μικρός λιμενοβρα­ χίονας. Ελάχιστα σπίτια υπήρχαν ένα γύρω στην παραλία και κάποια σκαλιά στην άκρη του λιμανιού οδηγούσαν σε μιαν απόκρημνη ακτή. Ειδυλλιακό μέρος, που λες και ξέμεινε εκεί να με περιμένει από τα παιδικά μου χρόνια. Το φως που το έλουζε, η γαλήνη που αναδίνανε οι βαρκούλες καθώς λικνίζονταν δεμένες στο μουράγιο, οι απαλές γραμμές των λόφων, ο πεντακάθαρος αέρας, με κατάχτησαν αμέσως. Βγήκαμε αλευρωμένοι σαν μαρίδες και παραλάβαμε τα μπαγκάζια μας με μισό δάχτυλο σκόνης επάνω τους. Ο Στέλιος με τον Τάκη μάς περίμεναν στη στάση. Τους ακολουθήσαμε ως το ξενοδοχείο που ήταν πάνω από έναν κολ­ πίσκο με πεντακάθαρα νερά, στην απέναντι ακτή του οποίου ήταν τα ιαματι153


κά λουτρά. Μας υποδέχτηκε η κόρη του ξενοδόχου, μια πολύ όμορφη κοπέλα, στην ηλικία μας, που με τα μεγάλα μάτια της και τους βοστρύχους των κατσαρών μαλλιών της που πέφτανε στο πρόσωπο της, έμοιαζε να είχε βγει από κάποια τοιχογραφία της Κνωσού. Εκτός από το κεντρικό κτήριο, που το αποτελούσαν έξι δίκλινα δωμάτια, εκατέρωθεν ενός διαδρόμου, ο οποίος κατέληγε στις κοινόχρηστες τουαλέτες και μια μικρή κουζίνα, όπου οι ένοικοι μπορούσαν να ετοιμάζουν το πρωινό τους ή και να μαγειρεύουν ακόμα, υπήρχε, ασύμμετρα χτισμένο, ένα "παράρτημα", που το αποτελούσε σειρά μικρών δωματίων το ένα δίπλα στο άλλο. Το κεντρικό κτήριο και το παράρ­ τημα δέσποζαν στον κολπίσκο. Μόλις αφήσαμε τις βαλίτσες μας, βάλαμε τα μπανιερά μας και τρέξαμε κι οι τέσσερις στη θάλασσα. Ήταν πεντακάθαρη με τόσο διαυγή νερά που έβλε­ πες άνετα τα βότσαλα του βυθού σε πέντε μέτρα βάθος. Κολυμπήσαμε ώρα πολλή, γιατί δε μας έκανε καρδιά να βγούμε. Με την πρώτη μέρα βολευτήκαμε μια χαρά στο ξενοδοχείο. Βοήθησε σ' αυτό το ότι η κόρη του ξενοδόχου μάς πήρε με καλό μάτι και όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση στην πρόθεση μας να μετατρέψουμε το δίκλινο δωμάτιο σε τετράκλινο, παρά μας έδειξε την αποθήκη, από όπου κουβαλήσαμε στο δωμά­ τιο δυο ντιβάνια με τα στρωσίδια τους. Βέβαια, από κοινού οι δυο μας, εγκαταλείψαμε κάθε ιδέα να ξεσηκώσου­ με τους άλλους και να πάμε στην Αγια Μαρίνα. Η Σουβάλα δεν κατάχτησε μόνο εμένα, μα και τον ξάδερφο. Τις δυο πρώτες μέρες είχαμε κάποιες ανώ­ δυνες προστριβές με τον Τάκη και το Στέλιο, κυρίως εξαιτίας των αυστηρών, σχεδόν στρατιωτικών, κανονισμών που θέλησε να καθιερώσει ο πρώτος. Ο ξάδερφος όμως, πνεύμα επαναστατικό και ατίθασο, την τρίτη κιόλας μέρα ανέτρεψε το καθεστώς, που δεν πρόφτασε καλά καλά να παγιωθεί, και από τότε κάναμε ο καθένας ό,τι ήθελε, με μόνο περιορισμό να μην ενοχλεί τους άλλους της παρέας. 0 περιορισμός αυτός δεν επεκτεινόταν και στους λοιπούς ενοίκους του ξενοδοχείου, τους οποίους ενοχλούσαμε ασυδότως. Ξυπνούσαμε πρωί πρωί και από το παράθυρο μας παζαρεύαμε μεγαλοφώνως, ξυπνώντας φυσικά τους γείτονες, με τα διάφορα μαναβάκια στην ηλικία μας, που περνούσαν με τα γαϊδουράκια τους σύρριζα στον τοίχο του ξενοδοχείου. Περιέργως, όπως διαπιστώσαμε, όλοι ονομάζονταν είτε Διονύ­ σης είτε Νεκτάριος. Συνήθως αγοράζαμε ντομάτες, μαρούλια, αγγούρια, πατάτες, σύκα και σταφύλια. Φρέσκα αυγά αγοράζαμε από το φούρνο, που ήταν στην άκρη του λιμανιού, από τον οποίο παίρναμε και το ψωμί και όπου δίναμε να μας ψήσει μπριάμ, πατάτες φούρνου και άλλα εύκολα φαγητά, που μπορούσαμε να μαγειρέψουμε μόνοι μας. Δίπλα στο φούρνο ήταν το μαγέρικο και καφενείο του Πετρίτη. Βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση, που δέσποζε στο λιμανάκι και είχε απεριόριστη θέα στη θάλασσα. 154


Στου Πετρίτη τρώγαμε συνήθως τα βράδια, πίνοντας και το εξαιρετικό κρασί του, ενώ το μεσημέριγευματίζαμε στο δωμάτιο μας. Μετά τις δύσκολες προαγωγικές εξετάσεις, από το τέταρτο στο πέμπτο έτος της Σχολής, απο­ λαμβάναμε την ηδονή του dolce far niente. Κολυμπούσαμε με τις ώρες κάθε πρωί και συχνά και το απόγεμα. Πολύ συχνά, όταν έπεφτε ο ήλιος, πηγαίνα­ με σε μιαν απόμερη ακτή, όλο βράχια και καθόμασταν εκεί ώσπου νύχτωνε ρεμβάζοντας, χωρίς να μιλάμε. Μας αρκούσε να βλέπουμε τη βαθυγάλανη θάλασσα, που οι ακτίνες του ήλιου, καθώς βασίλευε στη Σαλαμίνα, της έδιναν σχεδόν βαθυκόκκινη απόχρωση (το χρώμα που έπαιρναν τα νερά της μου θύμιζαν τότε τον «οίνωπα πόντον» του Ομήρου). Δεν ξέρω πώς ένιωθαν οι άλλοι, αλλά εγώ αισθανόμουν πως ζούσα στιγμές ευτυχίας. Άλλοτε πάλι, μετά τον μεσημεριανό υπνάκο, βγαίναμε για κουβέντα στη μοναδική βεράντα του ξενοδοχείου, που αγνάντευε τον κολπίσκο των Λου­ τρών, το Σαρωνικό και τα μενεξεδιά βουνά της Σαλαμίνας πιο πέρα. Τα πρώτα απογεύματα μας ενοχλούσε η παρουσία των λοιπών ενοίκων του ξενοδοχείου, που τους είχαμε βαφτίσει "γερόντια" και που βγαίνανε κι αυτοί στη βεράντα, να διαβάσουν την εφημερίδα τους, οι άντρες, καινά συνεχίσουν το πλέξιμο τους, οι γυναίκες. Ο μέσος όρος της ηλικίας τους ήταν τα εξήντα πέντε χρόνια και έκαναν λουτρά στη γειτονική ιαματική πηγή. Φυσικά, εμείς καταφέραμε από την πρώτη μέρα να γίνουμε πολύ ενοχλητικότεροι και στο τέλος ανυπόφοροι, μολονότι αυτό δεν το πήραμε χαμπάρι παρά μόνο την τελευταία μέρα της διαμονής μας. Με τη σκληρότητα των είκοσι χρόνων μας, από το τρίτο απόβραδο βάλα­ με σε εφαρμογή σχέδιο εκδίωξης των γέρων, που αποδείχτηκε πολύ αποτε­ λεσματικό. Κουβεντιάζαμε, μεταξύ μας μεν, αλλά με φωνή αρκετά δυνατή, ώστε να την ακούν εκείνοι, για τους οποίους πραγματικά προοριζόταν η συζήτηση, θέματα φρικαλέα και απωθητικά: πώς ταρίχευαν οι Αιγύπτιοι τις μούμιες ή πώς σαπίζει το πτώμα του ανθρώπου στον τάφο του. Ύστερα από ένα τέταρτο τα φουκαριάρικα τα γερόντια τα μάζευαν και πήγαιναν αλλού ή κλείνονταν στα δωμάτια τους. Μόνο ένας γέρος άντεχε ως το τέλος και αυτό προκάλεσε το σεβασμό μας. Καθόταν ατάραχος, βυθισμένος στο διάβασμα της εφημερίδας του και έφευγε μόνον όταν ήταν να πάει στο γειτονικό μαγέρικο για φαΐ και εν συνεχεία για ύπνο. Την πέμπτη μέρα ανακαλύψαμε ότι ήταν θεόκουφος! Ένα πρωί [ήταν 4 Αυγούστου - σημαδιακή μέρα] στα βραχάκια, που συνήθως κολυμπούσαμε, ήρθανε τρία κορίτσια. Το ένα το ξέραμε ήδη, ήταν η μινωική κόρη του ξενοδόχου και τα άλλα δύο, λίγο μικρότερα της, ήταν φίλες της, μαθήτριες ακόμα στο γυμνάσιο. 0 ξάδερφος μου, που ήταν μεν ο Βενια­ μίν αλλά και ο ερωτιδέας της παρέας και από την πρώτη μέρα της εγκατά­ στασης μας στη Σουβάλα κολλούσε συστηματικά σε κορίτσια, έπιασε αμέσως


κουβέντα μαζί τους. Πήγα KL εγώ κοντά και τότε ΤΗΝ πρόσεξα. Στην αρχή παρατήρησα το πλούσιο στήθος της, τους τορνευτούς ώμους και τον ωραίο της λαιμό, αλλά σαν είδα τα καστανόμαυρα μάτια της ένιωσα να με τυλίγει μια παράξενη ζεστασιά. Ήθελα να καθίσω εκεί με τις ώρες και να βλέπω αυτά τα μάτια. Κάποτε συνήλθα και πήρα μέρος στη συζήτηση. Τα δυο κορίτσια ήταν ντόπιες και πήγαιναν στην εβδόμη γυμνασίου. Η κάτοχος των καστανόμαυρων ματιών μού είπε πως αγαπάει την ποίηση και πως σκο­ πεύει να σπουδάσει χημεία. Αυτό ήταν για μένα η χαριστική βολή, που με αποτέλειωσε. Με αγωνία έβλεπα πως πλησίαζε η ώρα που τα κορίτσια θα τα μάζευαν και θα έφευγαν. Για να παρατείνω την παραμονή τους, με έπιασε ακατάσχετη πολυλογία. Κατόπιν πετάχτηκα τρέχοντας στο δωμάτιο μας και πήρα την Ανθολογία του Αποστολίδη, που πάντοτε την έσερνα μαζί μου. "Αφού σ' αρέσει η ποίηση, να σου δώσω να διαβάσεις αυτό", της λέω και της πασάρω το βιβλίο, όπου είχα προλάβει να τσακίσω τη σελίδα στο ποίημα του Ουράνη "Αγάπη". Το πήρε πρόθυμα. Συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε όλοι μας το βραδάκι στο δρόμο που πήγαινε για το πευκοδάσος. Ήρθαν, πράγματι, εκείνη μαζί με τις δύο άλλες φιλενάδες της κι εμείς οι τέσσερις. Αφήνοντας τους άλλους πέντε να προηγούνται φλυαρώντας, κατά­ φερα να πιάσω κουβέντα μαζί της. Σε λίγο μιλούσαμε σα να βρισκόμασταν οι δυο μας ολομόναχοι στο δασάκι. Οι άλλοι είχαν πάψει να υπάρχουν. Κουβε­ ντιάσαμε πολλήν ώρα. Μου είπε πως την έλεγαν Κική. Πραγματικά, όχι μόνο της άρεσαν τα ποιήματα αλλά έγραφε κιόλας και ήθελε να σπουδάσει χημι­ κός. Μου επέστρεψε την Ανθολογία, που της δάνεισα το πρωί και μου 'πε πως της άρεσε πολύ το ποίημα του Ουράνη. Όταν γυρίσαμε στο μέρος από όπου ξεκινήσαμε τη βόλτα μας κι οι άλλοι άρχισαν να αποχαιρετούν τα κορίτσια, ήταν σα να ξύπνησα από ένα όνειρο. Πριν την αποχαιρετήσω, συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε το άλλο πρωί στο μπάνιο. Το βράδυ, στο συνοπτικό ημερολόγιο που κρατούσα, σημείωσα: "Μια μέρα σταθμός. Γνώρισα μια κοπέλα που μου κάνει. Τη λένε Κική. Μάτια που δεν τα ξεχνάς εύκολα. Γράφει ποιήματα και θέλει να σπουδάσει χημικός. (Πιστεύω στον κεραυνοβόλο έρωτα!)". Όλη τη νύχτα δε μου κόλλαγε ύπνος. Επηρεασμένος κι από το φεγγάρι, που σε λίγο θα γινόταν πανσέληνος, τη συλλογιζόμουν διαρκώς. Ήθελα να την ξαναδώ, αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ τι θα γινόταν παραπέρα. Το ποίημα του Ουράνη ανταποκρινόταν στα συναισθή ματα που ένιωθα τότε. Καρτερούσα με τα μάτια στυλωμένα στους νεκρούς δρόμους, περιμένοντας να φανεί η αγάπη. Δεν είχα πάψει να ελπίζω πως κάποτε θα συναντούσα τη γυναίκα που περίμενα, το κορίτσι, που, κατά κάποιον τρόπο, μου το χρωστούσε η ζωή. Πριν ξεκινήσουμε για τη Σουβάλα είχα δει ένα θαυμάσιο σουηδικό φιλμ,


ενός καινούργιου, άγνωστου, σκηνοθέτη, του Ίγκμαρ Μπέργκμαν, το "Χόρεψε ένα καλοκαίρι", που με μάγεψε. Διάβασα, επίσης, την "Ανθρώπινη Δουλεία" του Σόμερσετ Μωμ, ένα βιβλίο που μου άρεσε πολύ, γιατί μιλούσε για έναν άτυχο βασανιστικό έρωτα, που μονάχα όταν ο νεαρός συνάντησε το κορίτσι που του ταίριαζε, γιατρεύτηκε οριστικά. Θα ήμουν κι εγώ το ίδιο τυχερός; Το πρωί την άλλη μέρα η Κική με την Ολυμπία και την Ξανθίππη, ξανάρ­ θαν στον κολπίσκο για μπάνιο. Αυτή τη φορά ανοιχτήκαμε οι δυο μας πολύ βαθιά και κουβεντιάσαμε πολλήν ώρα. Δεν την ακούμπησα καθόλου, ούτε καν τυχαίως. Φοβόμουν μην την τρομάξω και τη χάσω. Κανονίσαμε πάντως να ξαναβρεθούμε το βράδυ, που είχε εσπερινό στο εκκλησάκι του Άη Γιάννη. Όπως μου 'πε ήταν ορφανή από πατέρα και, όπως μ' άφησε να καταλάβω, η μητέρα της ήταν πολύ αυστηρή και υπερπροστατευτική. Οι δουλειές της στο σπίτι, στην Αίγινα, την είχαν εμποδίσει να παραθερίσει κι αυτή στη Σουβάλα (ευτυχώς, σκέφτηκα) αλλά την είχε υπό τη συνοδεία και την αυστηρή επιτή­ ρηση δύο θειάδων της, που επί πλέον ήταν θρήσκες ή μάλλον θρησκόληπτες και την έσερναν μαζί τους σε λειτουργίες, εσπερινούς, ακόμα και σε όρθρους και αγρυπνίες. Από τότε άρχισα να κάνω νερά, όσον αφορά τη συμμετοχή μου στη ζωή της παρέας. Άφηνα τους άλλους τρεις να πηγαίνουν μόνοι τους πεζοπορία ως το γειτονικό χωριουδάκι ή να σκαρφαλώνουν στο βουνό ή, ακόμα πιο κατακριτέο, να τα πίνουν στο μαγέρικο του Πετρίτη κι εγώ έτρεχα στα ξωκλήσια, που αφθονούσαν στην περιοχή. Βέβαια, η μικρή χωρητικότητα των ναϊδρίων αυτών επέτρεπε την είσοδο μόνο στα ευλαβέστερα από τα μέλη του εκκλησιάσματος. Οι λοιποί παρακολουθούσαμε την ιεροτελεστία απ' έξω, μέσα στην ευωδία των πεύκων και των θυμαριών και στο μαγικό μούχρωμα της καλοκαιρινής βραδιάς. Σε μια τέτοια βραδινή τελετή, τη δεύτερη μέρα της γνωριμίας μας, επω­ φεληθήκαμε από την προσήλωση των θειάδων στην ιεροτελεστία και καθί­ σαμε στα βράχια της ακτής κουβεντιάζοντας. Σουρούπωνε. Από τα απέναντι βουνά της Αττικής πρόβαλλε η πανσέληνος, τόσο μεγάλη που έμοιαζε ψεύτι­ κη. Ήτανε σχεδόν πορτοκαλιά, σαν τον ήλιο που μόλις είχε βασιλέψει στην άλλη άκρη του ορίζοντα, πίσω από τα βουνά της Κορινθίας. Η Κική, πιο ενή­ μερη στα θρησκευτικά δρώμενα από μένα, που, τα τελευταία δέκα χρόνια, στις εκκλησίες έμπαινα αποκλειστικά και μόνο για κοινωνικούς λόγους (γάμους, βαφτίσια, μνημόσυνα και κηδείες), με πληροφόρησε ότι οι επιτηρήτριές της είχανε δώσει στον παπά μακρύ κατάλογο με ονόματα πεθαμένων συγγενών τους να τα μνημονέψει και δε θα 'βγαιναν από το εκκλησάκι αν πρώτα δεν τα άκουγαν, δηλαδή σε μιαν ώρα τουλάχιστον. Μου εξήγησε, επί­ σης, ότι η συχνότητα του μεσαιωνικού ονόματος Νεκτάριος οφειλόταν σ' έναν τοπικό άγιο, που μόνασε στο νησί OTLÇ αρχές του αιώνα. 157


"Είναι ο μόνος άγιος που έχουμε φωτογραφίες του", μου είπε γελώντας Με υπόκρουση τη φωνή του παπά, που έλεγε συνεχώς και μονότονα ....Σπυρίδωνος, Ελένης, Πηνελόπης, Μαρίας και των τέκνων, Γεωργίου, Διο­ νυσίου, Μαρδικούλας κουβεντιάσαμε για χίλια δυο θέματα, σα να γνωριζόμασταν από χρόνια. Μια θερμή αίσθηση οικειότητας μας τύλιξε. "Δεν έχω τι να σου δώσω για να θυμάσαι τη γνωριμία μας", της λέω, "γιαυτό θα σου χαρίσω εκείνο το αστέρι" και της έδειξα τον Αποσπερίτη, που έγερ­ νε να βασιλέψει στη Δύση. Ήταν το μόνο άστρο που δεν είχε σκεπάσει το ασήμι της φεγγαράδας. Με μεγάλο χτυποκάρδι τόλμησα να της πιάσω το χέρι. Όταν ακούμπησα την παλάμη μου στη ράχη του χεριού της, ήταν σα να πέρασε ηλεκτρικό ρεύμα από τον έναν στον άλλον. Ένιωθα σα να ζούσα σε μια μαγεία. Αν με ρωτούσε κανείς εκείνη την ώρα πόσα δάχτυλα της κρατού­ σα στο χέρι μου, δε θα μπορούσα να του πω ακριβή αριθμό. Η κουβέντα μαζί της μ' ευχαριστούσε. Μιλούσε ωραία κι είχε την αίσθηση του χιούμορ. Επισή­ μανα ακόμα πως, ενώ ήταν καλά ενημερωμένη αναφορικά με τη λογοτεχνία, ήταν μάλλον άσχετη με τα πολιτικά, γιατί όταν της είπα, "Γνωριστήκαμε μιαν αποφράδα μέρα, αλλά εμείς θα την κάνουμε τυχερή", εκείνη δεν έπιασε τον υπαινιγμό και με ρώτησε τι το κακό έγινε στις 4 Αυγούστου. Της εξήγησα εν συντομία κι αυτή ήταν η πρώτη πολιτική συζή­ τηση που κάναμε. Το φεγγάρι είχε ανέβει ψηλά, ασημώνοντας όλο το τοπίο. Ξαφνικά κάποια στρογγυλή μαύρη σκιά άρχισε να σκεπάζει τον λαμπερό του δίσκο. "Έχουμε έκλειψη σελήνης", είπα στην Κική και παρακολουθήσαμε για αρκετήν ώρα το φαινόμενο. Ήταν πραγματικά ολική έκλειψη και κράτησε αρκετήν ώρα. "Η γνωριμία μας άρχισε με σημαδιακά γεγονότα", την πείραξα. Δεν απά­ ντησε αλλά μου' σφίξε πιο πολύ το χέρι. Όταν γύρισα στο ξενοδοχείο, οι άλλοι τρεις μού δήλωσαν πως "είχαν εξε­ ρευνήσει το νησί" και είχαν παρακολουθήσει την έκλειψη από το διάσελο της λοφοσειράς που βρίσκεται πίσω τους. Για να φτάσουν ως εκεί, διασχίσανε το γειτονικό πευκοδάσος, καβαλήσανε τη λοφοσειρά, είδανε πλήθος από ερει­ πωμένα εκκλησάκια σ' ένα λοφίσκο, κατηφορίζοντας δε από την άλλη πλευ­ ρά βρήκαν απροσδοκήτως δρόμο ασφαλτοστρωμένο! "Αυτό το νησί είναι μυστήριο", μου 'πε ο Τάκης με ύφος εξερευνητή παρ­ θένων εδαφών. "Αυτή η γυμνή παραλία σε ξεγελά. Στο εσωτερικό του είναι κατάφυτο". "Να πάρεις την καινούργια σου γνωριμία και να πάτε ως την πηγή, μέσα στο δάσος", με συμβούλεψε με κάπως πονηρό χαμόγελο ο Στέλιος "Αύριο κιόλας θα πάμε. Είναι του Σωτήρος και γιορτάζει εκείνο το ξωκλή-


σι εκεί πέρα", τους έδειξα ένα άσπρο σημάδι στην ακτή. "Λέω να πάω στον όρθρο..." Με κοίταξαν σχεδόν αποσβολωμένοι, αλλά δεν είπαν τίποτα. Μονάχα ο ξάδερφος μου είπε σιγανά "μαλάκα, δε μας είπες πως τα 'φτιάξες με θεούσα". Σ' αντίθεση με μας τους μεγαλύτερους, ο Μίμης χρησιμοποιούσε τη λέξη μαλάκα αφειδώς, σα να ήταν προσηγορικό. Ξύπνησα πρωί πρωί πριν ακόμα φέξει, ετοιμάστηκα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και στις εξίμισι ήμουν μπροστά στο κάτασπρο εκκλησάκι. Ήταν πολύς κόσμος μαζεμένος και η Κική με περίμενε καθισμένη στο ασβεστωμένο πεζούλι. Μου φάνηκε σαν κοριτσάκι με το εμπριμέ φουστανάκι της, τα σοσόνια και τα γοβάκια της. Από τα πανέρια των μικροπωλητών που ήταν αρα­ διασμένα εκατέρωθεν του δρόμου που οδηγούσε στο νάί'σκο, της αγόρασα ένα πανηγυριώτικο δαχτυλίδι. Το πήρε και το φόρεσε γελώντας. Οι θειάδες της είχαν πιάσει στασίδι από το χάραμα και δε θά 'βγαιναν αν δεν απολούσε η εκκλησιά. Έτσι, όταν της πρότεινα να πάμε ως την πηγή, το Κουρέντι, στο γειτονικό δάσος, δέχτηκε πρόθυμα. Ανηφορίσαμε χωρίς να μιλάμε και όταν σε ένα ίσιωμα σταθήκαμε να πάρουμε ανάσα, είδαμε πως είχαμε ανεβεί αρκε­ τά. Μέσα από τα πεύκα βλέπαμε τη δαντελένια ακτή, πέρα από τη βαθυγάλανη θάλασσα τα βουνά της Σαλαμίνας και αριστερότερα μια συστάδα από μικρά νησάκια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε πεύκο, αψιθιά και θυμάρι. Άκουσα την πηγή να κελαρύζει εκεί κοντά και, πώς μου 'ρθε, άρχισα να της λέω το ποίημα του Θρασύβουλου Σταύρου: Στο δρόμο που πηγαίναμε, μου λέει «διψώ» -κι εγώ διψώκαι πήραμε το δρόμο μεσ' στα ελάτια να η εκκλησούλα, να η πηγή, ζωσμένες με κισσό, δυο πέτρες είναι η πόρτα της, πεντέξι σκαλοπάτια φέρνανε στο νερό βαθιά. Και κατεβήκαμε κι οι δυο κι ήτανε μέσα μια δροσιά, κι ήταν μέσα μια ευωδιά ολόγυρα χυμένη κι έμοιαζε η πηγούλα μ' εκκλησιά που λειτουργία προσμένει Όταν έφτασα στους στίχους Κι εγώ γονάτισα στην πέτρα τη βρεμένη, της πήρα μες στα χέρια το κεφάλι και την εφίλησα στο στόμα... σταμάτησα την απαγγελία και την κοίταξα στα πανέμορφα μάτια της. Μέσα μου έτρεμα σαν το φύλλο. Δεν ήθελα να αποχωριστώ από τα μάτια αυτά. Ήξερα πως, αν και κείνη το ήθελε, από αυτή τη μέρα όλη η ζωή μου θα άλλα159


ζε. Θα ήθελα να ξεκινούσαμε κάτι ανώτερο από τη φιλία, πιο δυνατό από την αγάπη και πιο ολοκληρωμένο από τον σαρκικό έρωτα. Κάτι που να κρατήσει όλη μας τη ζωή. Το πήρα απόφαση και, πιάνοντας το κεφάλι της με τα δυο μου χέρια, τη φίλησα στο στόμα. Τη φίλησα με το απλό φιλί. Δεν ήθελα να τη φιλήσω, όπως φιλιόμουν ως τότε μα άλλες κοπέλες. Ήταν τόσο άπραγη, που ίσως να τρόμαζε. Τα χείλια της ήταν δροσερά και γλυκά. Είχε κοκκινίσει, αλλά δεν με απώθησε. Ψιθύρισε μόνο παιχνιδιάρικα. "Θα σε δείρω, ξέρεις". Πήρα θάρρος και την ξαναφίλησα. "Μη με πάρεις για επιπόλαιο, μ' αυτό που θα σου πω, αλλά να ξέρεις, θέλω να είμαστε μαζί για όλη μας τη ζωή. Θέλω να σε παντρευτώ". Την είδα πως τα είχε χάσει λίγο. "Πολύ δε βιάζεσαι;" μου είπε αμήχανα Κατάλαβα πως παραξενεύτηκε. Δεν ήταν όμως από μέρους μου κάτι το άσκεφτο. Ημουν απόλυτα σίγουρος πως είχα βρει το κορίτσι που ονειρευό­ μουνα να βρω σ' όλη μου τη ζωή, τη γυναίκα, που θα γινόταν συντρόφισσα της ζωής μου, ώσπου να μας χωρίσει ο θάνατος. Γυρίσαμε στο ξωκλήσι πια­ σμένοι από το χέρι, χωρίς να μιλάμε. Τα φιλιά που ανταλλάξαμε μας είχαν γεμίσει και κάνανε περιττές τις κουβέντες. Το ίδιο απόγεμα συνειδητοποίησα πως οι διακοπές μας είχαν τελειώσει και πως αύριο θα φεύγαμε. Μ' έπιασε απελπισία. Έπρεπε να την ξαναδώ και να κανονίσω πώς θα αλληλογραφούσαμε. Μέσα μου είχα αποφασίσει να ξανάρθω το συντομότερο δυνατό στο νησί, προείχε όμως η εξασφάλιση του τρόπου να αλληλογραφούμε. Τελικά το απόγεμα κατάφερα να τη δω. Ήταν και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που ήταν τοπικό πανηγύρι και όλο το χωριό είχε μαζευτεί στην παραλία. Μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα χαράς και γλεντιού, εγώ γυρνούσα θλιβερός και συννεφιασμένος, ώσπου την είδα να κάνει βόλτα με τις φίλες της. Με αρκετή δυσκολία καταφέραμε να ξεμοναχιαστούμε στην άκρη του λιμενοβραχίονα. Κανονίσαμε να της στέλνω τα γράμματα ποστ ρεστάντ στο όνομα μιας ξαδέρφης της, που ήταν λογοδοσμένη με κάποιον από τη Θεσσα­ λονίκη και είχε το ελεύθερο να αλληλογραφεί. Φυσικά, θα έβαζα ως αποστο­ λέα το όνομα του Σαλονικιού, αλλά χωρίς τη διεύθυνση του. Έτσι η ξαδέρφη θα καταλάβαινε πως το γράμμα δεν ήταν για κείνη αλλά για την Κική. Της υποσχέθηκα πως θα ξαναρχόμουν σε ένα μήνα το αργότερο. Δεν μπορέσαμε να αποχαιρετιστούμε, όπως θέλαμε, και μείναμε πολλήν ώρα να κοιταζόμα­ στε σιωπηλοί. Ανακουφισμένος γύρισα στην παρέα, τα ήπιαμε στου Πετρίτη και κατα­ λήξαμε στο ξενοδοχείο, όπου με άλλους νεαρούς και κοπέλες, που είχαμε γνω­ ρίσει στις δεκαπέντε μέρες της διαμονής μας, κάναμε πολύ κέφι και ακόμα 160


περισσότερη φασαρία, αφού παίξαμε ως και μπιζ και τραγουδούσαμε σχεδόν ως τις δύο τα μεσάνυχτα, οπότε οι ηλικιωμένοι ένοικοι του ξενοδοχείου, «τα γερόντια», βγήκαν στα παράθυρα και με φωνές και βρισιές άφησαν τη συμπιεσμένη αγανάκτηση τους να ξεσπάσει. Την άλλη μέρα φύγαμε. Αυτή τη φορά πήραμε ένα καΐκι, που έκανε την τοπική συγκοινωνία με τον Πειραιά. Καθώς το πλεούμενο έβγαινε από το λιμανάκι, την είδα να βγαίνει από το σπιτάκι όπου έμενε, στην πλαγιά του λόφου, που έκλεινε από τη δύση τον ορμίσκο και να κουνάει ένα μεγάλο μαντίλι. Έμεινε εκεί χαιρετώντας με, ώσπου η απόσταση μας εξαφάνισε.

Η Σουβάλα τον καιρό εκείνον

161


ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ*

Η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου

πό όλες τις ημέρες των εορτών μία είναι ιδιαιτέρως ξεχωριστή για κάθε παιδί είτε είναι μικρό είτε μεγαλύτερης ηλικίας. Για ποια πρόκειται; Μα φυσικά για την Εικοστή Δευτέρα Δεκεμβρίου, οπότε και ξεκινούν οι χριστου­ γεννιάτικες διακοπές. Ο καθένας την περιμένει με ξεχωριστό ενδιαφέρον, αφού σηματοδοτεί την αρχή μιας περιόδου γεμάτης χαρά, ξενοιασιά, δώρα και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος για τον οποίο ξεχωρίζει αυτή η μέρα. Είναι η μικρότερη μέρα του χρόνου ή, αν προτιμάτε, η μεγαλύτερη νύχτα του. Από την επομένη ο ήλιος θα ανατέλλει λίγο νωρίτερα και θα δύει λίγο αργό­ τερα. Είναι, λοιπόν, η μαγική στιγμή που ο χειμώνας ξεκινά να γέρνει προς το τέλος του. Εγώ από πολύ μικρός ένιωθα κάπως παράξενα την ημέρα αυτή. Μετά μάλιστα από το περιστατικό που θα σας διηγηθώ, την θεωρώ ως την καλύτε­ ρη, την πιο μαγική μέρα ολόκληρου του χρόνου! Ήμουν δέκα ετών πάνω κάτω και ήταν οι πρώτες μου διακοπές στο χωριό της μητέρας μου, ένα προσφυγικό, παραλίμνιο οικισμό του νομού Θεσ­ σαλονίκης, κοντά στη λίμνη Κορώνεια ή, όπως είναι περισσότερο γνωστή, του Λαγκαδά. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν πολύ φιλόξενοι και, καθώς ο παπ­ πούς μου είχε διατελέσει πρόεδρος της κοινότητας λίγα χρόνια πριν τον πόλε­ μο του 1940, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να μου μείνουν οι λίγες αυτές μέρες των διακοπών αξέχαστες. Ήταν, θυμάμαι, Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου. Ένας θείος της μάνας μου, ονόματι Παρασκευάς, μου πρότεινε να τον συνοδεύσω μετά το γεύμα ως το μύλο, όπου θα πήγαινε να αλέσει ένα φόρτωμα στάρι - εκείνο τον καιρό οι χωρικοί συνήθιζαν να αποθηκεύουν το σιτάρι τους στα κατώγια των σπιτιών τους και να το αλέθουν λίγο λίγο, όποτε είχαν ανάγκη- ήταν ένας τρόπος να προστατεύουν τα άλευρα από τα ποντίκια. Ξεκινήσαμε κατά τις τέσσερις το απόγευμα με το γαϊδουράκι του θείου Παρασκευά φορτωμένο δυο μεγάλα σακιά αλεύρι. Φτάσαμε στο μύλο κατά τις πέντε, ό,τι έπεφτε το σκοτάδι. Δε μας ένοιαζε αυτό μια και είχαμε μαζί μας

Α

* Δάσκαλος στο

,

,

,

,

ίο Δημοτικό " υ ο λάμπες θυελλης. Θα αλέθαμε το σιτάρι, θα τρώγαμε και τις τηγανίτες που Σχολείο Αίγινας θα μας έφτιαχνε και η γυναίκα του μυλωνά, η θεία Λευκή, όπως την έλεγαν 162


όλοι, και θα γυρίζαμε αργά στο χωριό δίχως κανείς να ανησυχήσει για μας. Έτσι γινόταν κάθε φορά που κάποιος πήγαινε με το στάρι του στο μύλο. Μόλις μπήκαμε μέσα, νιώσαμε τη ζεστασιά από το μαγκάλι που άναβε σε μια γωνιά και είδαμε από τη μια κάμποσα περιστέρια να κάνουν κύκλους στην κορφή του μύλου κι απ' την άλλη τη θεία Λευκή να μας υποδέχεται πασπαλισμένη με αλεύρι από την κορφή ως τα νύχια! Χαμογέλασα σκεφτό­ μενος πως δεν υπήρχε πιο ταιριαστό όνομα γι' αυτή τη γυναίκα. - Καλώς τα παιδιά! Με συμπαθάτε που με βρίσκετε έτσι, μα έβαζα το αλεύ­ ρι στα σακιά, όταν κουτούλησα μια σακούλα που είχα κρεμάσει στο καρφί και όλο το αλεύρι που ήταν μέσα έπεσε στο κεφάλι μου. Τρόμαξα και τα περι­ στέρια και τώρα δεν μπορώ να τα ηρεμήσω. Συμβαίνουν αυτά σε τόσο στε­ νούς χώρους. Το αγοράκι; - Της Όλιας, του Ηλία του Μουρατίδη γιος, είπε ο μπαρμπα-Παρασκευάς, Ήρθε για διακοπές. - Χαρά μας που σε βλέπουμε στο χωριό μας, παιδί μου. Εδώ να νιώθεις σαν στο σπίτι σου. - Ευχαριστώ πάρα πολύ, θεία. - Κρίμα που δεν είναι εδώ κι ο Δήμος, ο άντρας μου, να σε γνωρίσει και να χαρεί. - Θα αργήσει πολύ, Λευκή; Γιατί τον ήθελα. - Πήγε στο δάσκαλο, δεν ξέρω πόση ώρα θα κάνει να γυρίσει. - Στο δάσκαλο, ε; Δεν είναι κακή ιδέα να πήγαινα ως εκεί. Θα μπορούσα να δανειστώ κι ένα βιβλίο για την περιποίηση των φυτών. Ο δάσκαλος έχει μεγά­ λη βιβλιοθήκη. Στενοχωρήθηκα. Η επίσκεψη στο σπίτι του δάσκαλου δεν ήταν ό,τι καλύ­ τερο μπορούσε να μου συμβεί. Εκείνα τα χρόνια, βλέπετε, τα παιδιά περισσό­ τερο φοβόντουσαν και λιγότερο αγαπούσαν αυτούς που αγωνίζονταν να ανοίξουν νέους δρόμους στο νου και στην καρδιά τους. Η θεία Λευκή ένιωσε την αμηχανία μου και πρότεινε να με κρατήσει κοντά της, μέχρις ότου επι­ στρέψουν ο θείος μου με τον άντρα της πάλι στο μύλο. Υποδέχτηκα την πρό­ ταση της με ένα χαμόγελο ανακούφισης. - Εντάξει, λοιπόν, είπε ο θείος Παρασκευάς. Εσύ, παιδί μου, μείνε στο μύλο, αφού σου αρέσει τόσο. Κοίταξε το ρολόι. Σε μια ώρα πιστεύω πως θα είμαι πίσω μαζί με το Δήμο, ελπίζω. Εσείς στο μεταξύ ετοιμάστε το αλεύρι. Γεια σας. - Γεια σου και μην ανησυχείς! Θα περάσουμε πολύ καλά οι δυο μας εδώ. Τι θα έλεγες, παιδί μου, για ένα πιάτο ζεστές τηγανίτες από φρέσκο αλεύρι; Πάω στο κουζινάκι να τις φτιάξω. Αυτά είπε η θεια-Λευκή και άνοιξε την πόρτα του μύλου. Την είδα να μπαί­ νει σ' ένα μικρό δωματιάκι, απέναντι από το χώρο που βρισκόταν ο μύλος. Λίγο πιο πέρα διέκρινα το στάβλο με ένα γαϊδουράκι μέσα και σκέφτηκα


πόσο πολύτιμα είναι αυτά τα ζώα για ορισμένους ανθρώπους. Πόσο θα πικραίνονταν τα αγαθά αυτά τετράποδα, αν γνώριζαν τη συμπεριφορά μας. Καθώς σκεφτόμουν αυτά, ένιωσα κάτι μαλακό να τρίβεται στα πόδια μου. Έσκυψα και είδα μια γάτα να με κοιτά και να νιαουρίζει με παράπονο. Την κράτησα για λίγο στα χέρια μου, την χάιδεψα και μπήκα στο μύλο. Κάθισα σε μια μεριά, όπου υπήρχε μια ζεστή, χνουδωτή φλοκάτη και άκουγα τα περι­ στέρια, ήσυχα πια, να γουργουρίζουν ψηλά στη στέγη. Απέναντι μου το ρολόι κρεμασμένο στον τοίχο κυλούσε τους δείχτες του αργά μα σταθερά μετρώ­ ντας το χρόνο.. Μα τι παράξενο! Οι δείχτες αυτοί αντί να κινούνται κανονικά, όπως σε όλα τα ρολόγια του κόσμου, γύριζαν με κανονικό μεν ρυθμό αλλά...ανάποδα! Ναι, όπως σας το λέω, από αριστερά προς τα δεξιά! Και, φυσικά, οι ώρες πήγαιναν προς τα πίσω. Σκέφτηκα τότε πως, αν συνεχιζόταν αυτό για καιρό, εγώ θα γινόμουνα μωρό και θα έπρεπε να βρω τη μάνα μου για να ξαναχωθώ μέσα στην κοιλιά της. Τότε την άκουσα. Ήταν γλυκιά, πολύ γλυκιά μουσική που προερχόταν από ένα περίεργο όργανο που δεν είχα ποτέ μου ξαναδεί. Πέντε μικρές καλαμένιες φλογέρες κομμένες σε διάφορα μήκη και δεμένες μεταξύ τους με κομ­ μάτια λυγαριάς. Κι αυτός που έπαιζε ήταν ένας γεράκος που καθόταν γονατι­ στός στην πιο σκοτεινή μεριά του δωματίου. Είχε λευκά σγουρά μαλλιά, φορούσε ένα μεγάλο σκούφο, μακριά γένια, και μοσχοβολούσε θυμάρι ολά­ κερος. Μα από πού ξεφύτρωσε; Πώς μπήκε στο μύλο χωρίς κανείς να τον πάρει χαμπάρι; Σα να κατάλαβε την απορία μου, σταμάτησε να παίζει, με κοί­ ταξε, χαμογέλασε και μου είπε: - Μη θες να μάθεις όσα στο νου σου δε χωρούν. - Ζήσε εκείνα που οι αγνοί μονάχα ζουν. Έμεινα έκθαμβος. 0 συμπαθέστατος αυτός γεράκος μιλούσε σαν δεκά­ χρονο παιδί. - Πώς το κάνεις αυτό; Πώς μπορείς και μιλάς σαν παιδί; - Είν' η φωνή μου παιδική, γιατί και εγώ είμαι παιδί. Τα χρώματα μη σε γελούν, τα μάτια αλήθεια θα σου πουν. Πραγματικά, το βλέμμα αυτού του γέροντα ήταν τόσο αθώο και τόσο ευθύ, όπως ακριβώς αυτό ενός μικρού παιδιού. Μα πώς γινόταν; Και ποιο πλάσμα στη γη μπορούσε να έχει τέτοιες ικανότητες; - Πώς σε λένε; - Όπως όλοι αν σκεφτείς, τ' όνομα μου θα το βρεις. - Θες λοιπόν ν' αλλάξω οδό, να σε πω Ανάποδο; Χαμογέλασε. Με πήγε στο αλεύρι και οδήγησε το δάχτυλο μου σε αυτό. Δεν έχασα καιρό. Έγραψα με κεφαλαία γράμματα πάνω στην άσπρη σκόνη ΑΝΆΠΟΔΟς 164


Το κοίταξα, το ξανακοίταξα. - Και τώρα; είπα. Δεν βγάζω νόημα. - Με τον καθρέφτη σαν με δεις, τότε το όνομα θα βρεις. Κατάλαβα. Ήθελε να γράψω το όνομα του από αριστερά προς τα δεξιά, όπως γύριζαν και οι δείχτες του ρολογιού, λίγο πριν τον συναντήσω. Έγρα­ ψα, λοιπόν, κι εγώ στο αλεύρι το όνομα ΑΝΑΠΟΔΟΣ από τα δεξιά προς τα αρι­ στερά: ΣΟΔΟΠΑΝΑ. Ήταν η σειρά μου να χαμογελάσω. Κοίταξα για πρώτη φορά τα πόδια του. Πριν προλάβει να κάνει την παραμικρή κίνηση, του έβγαλα τον σκούφο και είδα ανάμεσα στα μαλλιά του ό,τι ακριβώς έψαχνα. - Μη φοβάσαι, του είπα. Ξέρω ποιος είσαι και δεν πρόκειται να σε πειρά­ ξω. Πες μου όμως πώς βρέθηκες εδώ; - Ήρθα από την Αρκαδία για να δω τα ζωντανά. Αυτό κάνω κάθε χρόνου την πιο σκοτεινή νυχτιά. Κι αν οι άνθρωποι τρομάζουν όλοι και με κυνηγούν τα παιδιά και τα ζωάκια ευτυχώς με αγαπούν. - Και γιατί να τρομάξω με σένα; Εσύ προστατεύεις όλα τα ζώα, έτσι μας έμαθαν στο σχολείο. Κάποιος που προστατεύει και αγαπά τα ζώα μπορεί να κάνει κακό; - Τους ανθρώπους τους τρομάζει η παράξενη μορφή. Με συνδέουν μ' άλλους μύθους που 'ρθαν από ξένη γη. Κι αν στα προ Χριστού τα χρόνια με τιμούσαν αρκετά, τώρα είμαι στο μυαλό τους κάτι σαν τα παγανά. Έρχομαι, λοιπόν, κοντά τους μόνο στη βαθιά νυχτιά κι αν είναι καλοί ρωτάω να μου πουν τα ζωντανά. Όσοι σέβονται τη Φύση από με θα τιμηθούν. Όνειρα κακά θα στείλω να τους βρούνε στο κρεβάτι να τρομάζουν, όλη νύχτα να μην κλείνουνε το μάτι. Θα τους στείλω, παρανόμως αν τα ζώα κυνηγούν, μέλισσες να τους τσιμπούνε και ασβούς να τους βρομούν. Εσύ όμως, παλικάρι, θέλω κάτι να μου πεις: Πώς το μυστικό όνομα μου μόνος μπόρεσες να βρεις; - Δεν ήταν δύσκολο. Έφτανε να σπάσω τη σύνθετη λέξη. Έτσι το ΣΟΔΟΠΑΝΑ έγινε ΣΟΔΟ-ΠΑΝΑ. Ξέρω πως το πρώτο μέρος σημαίνει οδός. Αρκεί να το πω πολλές φορές. Είναι ένα παιχνίδι που μου αρέσει πολύ. Έτσι, για παράδειγμα, έμαθα πως το ΑΗΡ σημαίνει Ήρα. Έπειτα κοίταξα τα πόδια σου και διέκρινα τις κατσικίσιες τους άκρες. Έφτανε να δω τα αυτιά σου για να καταλάβω πως είσαι ο Πάνας, ο θεός των δασών που προστατεύεις όλα τα ζώα, ήμερα και άγρια. Γνωρίζω πως κάποτε στο Μαραθώνα σκόρπισες τον πανικό στους Πέρσες που επιτέθηκαν κατά της Αθήνας στο Μαραθώνα. Έχω 165


δει και με ποιον σε ταυτίζουν οι εικόνες των εκκλησιών. Πιστεύω όμως πως αυτό είναι μια επιφανειακή ομοιότητα και τίποτε άλλο. Εσύ αγαπάς τα ζώα, άρα αγαπάς και τη ζωή, άρα και τους ανθρώπους που είναι ζωντανοί. Δε θα μπορούσες ποτέ να τους βασανίζεις στα καζάνια της κόλασης. Τι ήρθες όμως να κάνεις εδώ δεν μου είπες. Αντί να απαντήσει έβγαλε τη σύριγγα του, αυτό το παράξενο μουσικό όργανο που είχε όταν τον συνάντησα, κι έπαιξε ένα γλυκό ρυθμό. Αμέσως όλα τα περιστέρια του μύλου ήρθαν εμπρός του κι άρχισαν να γουργουρίζουν, η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του, ενώ ακόμα και το γαϊδουράκι του μυλωνά πρό­ βαλε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας. Χαμογέλασε πλατιά στα ζώα και τα ρώτησε: - Για πέστε μου, ζωάκια μου, που ψέματα δε λέτε: ο μυλωνάς φροντίζει σας ή τίποτα άλλο θέτε; Τότε τα περιστέρια πέταξαν ψηλά κι έκαναν κύκλους γουργουρίζοντας, η γάτα πήγε κι έφερε ένα κουπάκι από γιαούρτι που μέσα υπήρχε γάλα, κι ο γάιδαρος άρχισε να κουνά τ' αυτιά του και την κεφάλα του από πάνω προς τα κάτω πολλές φορές σα να έλεγε: «Ναι». Ο Πάνας γύρισε προς το μέρος μου και είπε: - Αγαπά αυτός τα ζώα του μέσα από την καρδιά του. Ας πάρει ένα κόσμημα να δώσει στην κυρά του. Άνοιξε τη χούφτα του, μα δεν μπόρεσα να δω τι ακριβώς είχε μέσα, γιατί θαμπώθηκα. Έπειτα μια ομίχλη τύλιξε το χώρο, ενώ μυρωδιά από τηγανίτες γέμισε το δωμάτιο. - Άργησα λιγάκι, μα δε βλέπω να το κατάλαβες. Ήταν ζεστά εδώ και κοι­ μήθηκες σαν πουλάκι. Σήκω τώρα να φας τις τηγανίτες σου. Κοιμήθηκα; Όνειρο ήταν; Κοίταξα το ρολόι. Οι δείχτες του γύριζαν κανο­ νικά. Λυπήθηκα και φάνηκε. Η θεια-Λευκή το πρόσεξε αμέσως. - Φαίνεται πως σου άρεσε το όνειρο που είδες. Μη λυπάσαι ποτέ γι' αυτό που φεύγει. Μπορείς ό,τι ώρα θέλεις να το ξαναφέρεις κοντά σου, αρκεί να το θυμάσαι με αγάπη. Φάε τώρα πριν κρυώσουν. Πάω να φέρω και μέλι να βάλουμε από πάνω. Δεν πρόλαβε να βγει και μπήκαν στο μύλο ο μυλωνάς με το θείο Παρασκευά. - Είδες τι σου έλεγα; Ούτε μία ώρα δεν κάναμε στου δάσκαλου. Βρήκα και το βιβλίο που ήθελα. Κι εσένα ο δάσκαλος σου στέλνει να διαβάσεις ένα βιβλίο με τις παραδόσεις του τόπου μας. Κι όποτε θέλεις, είπε, να πας να τον βρεις. Η βιβλιοθήκη του είναι γεμάτη παραμύθια. Σιγά μην έχει παραμύθι σαν αυτό που έφτιαξε το μυαλό μου, σκέφτηκα. Κείνη την ώρα μπήκε και η θεια-Λευκή με το μέλι. - Καλώς την, είπε ο μυλωνάς. Κοίτα τι σου έφερα. Και της βάζει στο δάχτυ-


λο ένα πανέμορφο δαχτυλίδι. - Το βρήκα καθώς ερχόμασταν σε κάτι λάσπες. Λαμπύριζε στο φως του φαναριού μου. Θα το 'χάσε, φαίνεται, εκείνη η κοπέλα που ήταν την περασμέ­ νη βδομάδα εδώ. Είχε έρθει από την Αθήνα και ήταν ...να δεις τι μου είπε ...λαο­ γράφος! Έκανε, λέει, έρευνα για ένα τραγοπόδαρο θεό που λάτρευαν στα αρχαία χρόνια στην περιοχή μας. Μου είπε πώς τον έλεγαν, μα δε θυμάμαι. - Πάνα, είπα και ασυναίσθητα κοίταξα το ρολόι. Μου φάνηκε πως οι δεί­ χτες του για μια στιγμή γύριζαν πάλι πίσω!

167


JOSEPH ROTH

Βαρβάρα Μετάφραση Κώστας Νησιώτης

ην έλεγαν Βαρβάρα. Όνομα που θύμιζε καταναγκαστικά έργα. Έδειχνε σαν να μην υπήρξε ποτέ νέα. Μήτε μπορούσες να μαντέψεις την ηλικία της. Όταν ξάπλωνε το ζαρωμένο πρόσωπο της στα λευκά μαξιλάρια, το ξεχώ­ ριζες από το σταρένιο χρώμα του, σαν του πωρόλιθου. Τα γκρίζα μάτια της πετάριζαν πέρα δώθε σαν πουλιά χαμένα στα στρωσίδια. Πού και πού στα­ ματούσαν για να χαζέψουν μια κουκίδα στο άσπρο ταβάνι, μια βούλα, μια μύγα που τεμπέλιαζε. Και τότε η Βαρβάρα αναπολούσε τη ζωή της.

Τ

Ήταν μόλις δέκα χρονών, όταν πέθανε η μάνα της. Ο πατέρας της, ένας καλοστεκούμένος έμπορος, έπαιζε χαρτιά, έχασε μαγαζί και βίος στο άψε σβήσε και συνέχιζε να παίζει στις μπυραρίες. Ήταν ένας ψηλός λιγνός άνδρας, με τα χέρια μονίμως χωμένα στις τσέπες του παντελονιού του. Ποιος ξέρει γιατί. Για να κρατήσει τα λίγα λεφτά που του είχαν απομείνει ή να εμπο­ δίσει κάποιον να ψάξει τις τσέπες του και να δει ότι δεν είχαν τίποτε; Του άρεσε να ξαφνιάζει τη χαρτοπαρέα. Ακόμη κι όταν όλοι στο τραπέζι τον είχαν ξεγραμμένο, έβγαζε ένα δαχτυλίδι ή ένα μπιχλιμπίδι από την τσέπη του και συνέχιζε τον τζόγο. Πέθανε αναπάντεχα μια νύχτα, λες κι ήθελε να ξαφνιάσει την παρέα του για στερνή φορά. Κύλισε στο πάτωμα σαν σακί και έμεινε στον τόπο, με τα χέρια χωμένα στις τσέπες. Είδαν κι έπαθαν να τα βγάλουν. Όταν τα έβγαλαν, είδαν πως OL τσέπες του ήταν άδειες. Πέθανε γιατί δεν του είχε μείνει τίποτα να χάσει... Η Βαρβάρα ήταν δεκαέξι χρονών. Την έστειλαν στο θείο της, έναν παχύ χοι­ ροτρόφο, που τα χέρια του θύμιζαν μαξιλαράκια, κεντημένα με τα «ξεκουράσου» και « πάρε έναν υπνάκο», που στόλιζαν το σαλόνι του. Όταν τη χάιδευε, η Βαρβάρα ένιωθε πέντε μικρά γουρουνάκια να αλωνίζουν τα μάγουλα της. Η θεία της ήταν ψηλή και ξερακιανή σαν δασκάλα πιάνου, με δυο μεγάλα στρογ­ γυλά μάτια που εξείχαν από τις κόγχες λες κι ήθελαν να πεταχτούν έξω από το κεφάλι και να γυρίσουν τον κόσμο. Είχαν το χρώμα των φτηνών ποτηριών κρασιού, ένα ξεπλυμένο πράσινο. Με αυτά τα μάτια η θεία της έβλεπε όχι μόνο ό,τι συνέβαινε στο σπίτι αλλά και ό,τι διαδραματίζονταν στην καρδιά του χοι­ ροτρόφου, τον οποίον έκανε ό,τι ήθελε. Έκανε και τη μικρή «να βάζει τα δυνα­ τά της» στη δουλειά, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το μόνο που έτρεμε η Βαρβάρα


ήταν οι ζημιές, γιατί τότε τα ξεπλυμένα πράσινα μάτια της θείας κυλούσαν σαν μεγάλα κύματα και ξέσπαγαν παγερά στα κατακόκκινα μάγουλα της. Όταν έγινε είκοσι χρονών, ο θείος την αρραβώνιασε με έναν γνωστό τουέναν οστεώδη μαραγκό με ροζιασμένα χέρια, πλατιά και βαριά σαν πλάνες. Στον αρραβώνα ο μαραγκός της έσφιξε το χέρι τόσο που έτριξαν τα κόκκαλά της και ίσα που πρόλαβε να τραβήξει ένα μάτσο άψυχα δάχτυλα από την πελώρια παλάμη του. Της έδωσε ένα δυνατό φιλί στο στόμα και αυτό ήταν. Την αρραβωνιάστηκε. Δεν άργησε να ακολουθήσει ένας γάμος σαν όλους τους άλλους, με νυφι­ κό, μυρσίνες, μια σύντομη ευχή από τον παπά και μια πρόποση από τον μεθυ­ σμένο χοιροτρόφο. 0 πανευτυχής μαραγκός έσπασε δύο από τα ακριβά κρασοπότηρακαιτα μάτια της κυρίας χοιροτρόφου κύλισανπάνω στα βαριά του κόκκαλα χωρίς να προκαλέσουν την παραμικρή αντίδραση. Η Βαρβάρα ένιω­ θε σαν καλεσμένη σε ξένο γάμο. Δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους της ότι παντρεύτηκε. Τελικά το χώρεσε. Όταν έγινε μητέρα, φρόντιζε το γιο της περισσότερο από το μαραγκό, στον οποίο πήγαινε καθημερινά το κολατσιό. 0 άντρας με τις τεράστιες χούφτες δεν ήθελε τίποτα παραπάνω. Ήταν γερός σαν δρυς, μύριζε φρέσκο ροκανίδι και ομιλητικός όσο ένας πάγκος πλάι στη σόμπα. Μια μέρα στο μαραγκούδικο, ένα βαρύ δοκάρι τον χτύπησε κατακέφαλα και τον άφησε στον τόπο. Η Βαρβάρα μόλις είχε κλείσει τα είκοσι δύο. Ήταν νόστιμη, είχε την δική της επιχείρηση, και δεν έλειπε ο εργάτης που θα γλιστρούσε πρόθυμα στα παπούτσια του μαραγκού. 0 χοιροτρόφος ήρθε και όργωσε με τα πέντε μικρά γουρουνάκια του τα μάγουλα της, για να την παρηγορήσει. Συμφωνούσε με την ιδέα ενός δεύτερου γάμου. Εκείνη όμως δέχτηκε μια καλή προσφορά για το μαγαζί, το πούλησε και άρχισε να δουλεύει στο σπίτι. Μαντάριζε κάλτσες, έπλεκε κασκόλ και συντηρούσε το παιδί και τον εαυτό της. Η αγάπη για τον κανακάρη της δεν είχε όρια. Ήταν γεροδεμένος και βαρυκόκκαλος σαν τον πατέρα του αλλά παραπονιάρης μέχρι υστερίας. Χτυπιόταν τόσο πολύ όταν τον έπιανε κρίση θυμού, που η Βαρβάρα έπαιρνε όρκο πως ο μικρός είχε μια ντουζίνα χέρια και πόδια. Ήταν ένα παιδί χωρίς χάρη, με χτυ­ πητά άσχημα χαρακτηριστικά. Ωστόσο η Βαρβάρα δεν του εύρισκε ψεγάδι. Κορδωνόταν για τις ψυχικές και πνευματικές αρετές του γιου της στους γεί­ τονες. Του έραβε σκουφάκια και χρωματιστά κορδελάκια και περνούσε τις Κυριακές στολίζοντας τον. Τα λεφτά που έβγαζε δεν την έφταναν, έπρεπε να ψάξει για άλλες πηγές εισοδήματος. Το διαμέρισμα της έπεφτε μεγάλο. Έβαλε μια πινακίδα έξω από το κτήριο και πάνω της έγραψε με κωμικά, αδέ­ ξια γράμματα έτοιμα να γλιστρήσουν από τη θέση τους και να τσακιστούν στο σκληρό πεζοδρόμιο, ότι υπάρχει δωμάτιο για ενοικίαση. Ήρθαν ένοικοι, ξένοι που έφεραν την ψύχρα τους στο σπιτικό της, έμει-


ναν λίγο και έφυγαν, για να πάρουν τη θέση τους άλλοι. 0 Μάρτης κόντευε να βγει και η στέγη έσταζε ακόμη από το χιόνι, όταν ένα πρωί φάνηκε ο Πήτερ Βέντελιν. Ήταν υπάλληλος σε κάποιο δικηγορικό γραφείο και τα καστανόχρυσα μάτια του ακτινοβολούσαν τιμιότητα και εμπιστοσύνη. Δίχως να ενοχλήσει κανέναν, άνοιξε τη βαλίτσα του και εγκα­ ταστάθηκε στο δωμάτιο. Ήρθε ο Απρίλης. 0 Πήτερ Βέντελιν έφευγε το πρωί KOL γύριζε το βράδυ. Ένα πρωί η πόρτα του δεν άνοιξε. Η Βαρβάρα την χτύπησε και πέρασε μέσα. 0 κύριος Βέντελιν ήταν άρρωστος. Του έφερε ένα ποτήρι ζεστό γάλα και είδε τα καστανόχρυσα μάτια του να λάμπουν. Μια οικειότητα αναπτύχθηκε ανάμεσα τους. Μιλούσαν για τον γιο της- ο μικρός ήταν ανεξάντλητο θέμα συζητήσεων. Μιλούσαν για άλλα πολλά, για τον καιρό, την επικαιρότητα. Αλλά οι κοινοτοπίες έπαιρναν άλλο νόημα, λες και τα λόγια ήταν κουτιά για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο. Η Βαρβάρα είχε την εντύπωση πως ο κύριος Βέντελιν είχε αναρρώσει πλήρως αλλά του άρεσε να κάνει τον κλινήρη. Μια ζεστή, ηλιόλουστη ημέρα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Η γειτονιά είχε ένα άθλιο παραμελημένο αλσύλλιο, που περιτριγύριζαν γκρίζοι τοίχοι· τα δέντρα τού έδειχναν τα πρώτα τους φύλλα. Αν ξεχνούσες τα κτήρια τριγύρω, μπορούσες να το φανταστείς ωραίο και καταπράσινο. Η Βαρβάρα πήγαινε συχνά το μικρό της εκεί κι εκείνη τη μέρα ο κύριος Βέντελιν έτυχε να τους συνοδέψει. Ήταν απόγευμα και ο νεα­ ρός ήλιος φιλούσε το σκονισμένο παγκάκι με τις ακτίνες του. Έπιασαν τη συζήτηση. Και πάλι τα λόγια τους δεν ήταν παρά κουτιά και όταν σταμάτη­ σαν να μιλούν, άκουσαν τη σιωπή που μέσα της τρεμόπαιζε η άνοιξη. Μια μέρα η Βαρβάρα έτυχε να ζητήσει τη βοήθεια του κυρίου Βέντελιν. Μια μικρή επισκευή στην άκρη μιας παλιάς λάμπας. Εκείνος έβαλε μια καρέ­ κλα πάνω στο κουτσό τραπέζι κι ανέβηκε να στερεώσει το χαλαρό φωτιστι­ κό. Η Βαρβάρα κρατούσε το τραπέζι. Όταν τέλειωσε, έτυχε να στηριχτεί στον ώμο της καθώς πήδηξε κάτω. Όμως ήταν για κάμποση ώρα στο έδαφος και πατούσε στέρεα στο πάτωμα και βαστούσε ακόμη τον ώμο της Βαρβάρας. Δεν ήξεραν τι να κάνουν, έμειναν ακίνητοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Έμειναν έτσι για μερικά δευτερόλεπτα. Ήθελαν να μιλήσουν αλλά ένας κόμπος τους εμπόδιζε. Ένιωθαν σαν σε όνειρο, ήθελαν να φωνάξουν αλλά δεν μπορούσαν. Είχαν χλομιάσει. 0 Πήτερ Βέντελιν ξεθάρρεψε πρώτος. Πήρε το χέρι της Βαρβάρας στο δικό του και ψιθύρισε; «Εσύ!» «Ναι, εγώ!» απάντη­ σε εκείνη σαν να αναγνώριζαν ο ένας τον άλλον σε χορό μεταμφιεσμένων, σαν να είχαν μόλις βγάλει τις μάσκες τους. Ένα κύμα ανακούφισης τους συνεπήρε. «Είναι αλήθεια; Είσαι η Βαρβάρα μου;» τραύλισε ο Βέντελιν. Δεν πρόφτασε να πει «Ναι» και ο μικρός έπεσε από την καρέκλα του και άρχισε να τσιρίζει. Η Βαρβάρα άφησε τον Βέντελιν 170


και έτρεξε να φροντίσει τον Φίλιπ. Εκείνος την ακολούθησε. Όταν το κλάμα έγινε σποραδικός λυγμός, ο Βέντελιν είπε: «Θα έρθω αύριο να τη δω! Αντίο!». Πήρε το καπέλο του και καθώς στάθη­ κε στο κατώφλι, της φάνηκε πως είδε μια λάμψη να τον περιβάλλει. Όταν έμεινε μόνη, ξέσπασε σε κλάματα. Τα δάκρυα την ανακούφισαν, ένιωθε πως είχε γύρει πάνω σε μια ζεστή αγκαλιά. Αφέθηκε στη θωπεία της λύπης που την είχε κυριέψει. Είχε πολύ καιρό να νιώσει αυτό το συναίσθημα. Ένιωσε σαν το παιδί που είχε χαθεί στο δάσος και μετά από πολλές περιπλα­ νήσεις βρήκε το δρόμο του γυρισμού. Είχε περιπλανηθεί στο δάσος της ζωής για πολύ καιρό η Βαρβάρα και επι­ τέλους έφτασε στο σπίτι της. Από μια γωνιά του δωματίου το σκοτάδι αργοτύλιγε τα αντικείμενα με το πέπλο του. Η νύχτα είχε φτάσει και κοίταζε μες από το παράθυρο με το μοναδικό αστέρι της. Η Βαρβάρα δεν είχε κουνήσει από τη θέση της, αναστέναζε σιωπηλά. Ο μικρός αποκοιμήθηκε σε μια παλιά κουνιστή πολυθρόνα. Άξαφνα σάλεψε στον ύπνο του καιτότε τον θυμήθηκε. Άναψε μια λάμπα, τον έβαλε στο κρεβάτι και κάθισε στο τραπέζι. Το λαγαρό φως της λάμπας την βοήθησε να σκεφτεί ήρεμα και καθαρά. Αναλογίστηκε τη ζωή της, είδε την μάνα της, τον πατέρα της μπρούμητα στο πάτωμα, τον άντρα της, τον άξεστο μαραγκό, σκέφτηκε το θείο της και ένιωσε αμέσως τα πέντε γουρουνάκια στα μάγουλα της. Όμως αυτόν που έβλεπε και ξανάβλεπε ήταν ο Πήτερ Βέντελιν με το ηλιό­ λουστο, ευγενικό βλέμμα. Αύριο θα του έλεγε «Ναι», πόσο τον αγαπούσε! Γιατί δεν του το είπε σήμερα το βράδυ; Για το παιδί φυσικά! Ένιωσε ένα πικρό συναίσθημα να σαλεύει μέσα της και, όταν πέρασε, είχε την εντύπωση ότι είχε δολοφονήσει το παιδί της. Έτρεξε στην κούνια να βεβαιωθεί ότι δεν του είχε συμβεί τίποτα. Έσκυψε και το φίλησε παρακαλώντας το να τη συγ­ χωρήσει. Σκέφτηκε πόσο θα άλλαζαν όλα. Τι θα συνέβαινε στο παιδί; Θα αποκτού­ σε έναν άλλο πατέρα. Θα το αγαπούσε άραγε εκείνος; Κι αυτή; Θα έκανε άλλα παιδιά που θα αγαπούσε περισσότερο. Πώς ήταν δυνατόν να αγαπήσει περισσότερο; Όχι, δεν γίνεται, θα έμενε πιστή στο παιδί της. Κι αν αύριο άφηνε το αγο­ ράκι της για να πάει σ' έναν ξένο κόσμο τι θα απογινόταν εκείνο μόνο του; Όχι, δεν θα πάει πουθενά, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα, είπε στον εαυτό της για να ηρεμήσει. Όμως ο εφιάλτης ξανάρθε. Είδε τον εαυτό της να εγκα­ ταλείπει το παιδί στους πέντε δρόμους και να φεύγει με έναν ξένο. Έναν ξένο που δεν της ήταν καθόλου ξένος! 0 μικρός έβαλε τις φωνές στον ύπνο του. Μαμά, μαμά! Έσκυψε πάνω του κι εκείνο τέντωσε τα χεράκια του. Μαμά, μαμά! φώναζε σαν να ήθελε βοή­ θεια. Έκλαιγε το καημένο λες και μάντεψε πως η μάνα του θα το άφηνε. Όχι,


ποτέ! Δεν πρόκειται να φύγει από το πλευρό του. Το πήρε απόφαση. Έβγαλε μια κόλλα χαρτί από το συρτάρι, πήρε ένα μολύβι και άρχισε να γράφει. Δεν ένιωθε την παραμικρή ταραχή, ήταν απόλυτα ήρεμη, έβαλε τα δυνατά της να μην κάνει κολυβογράμματα. Όταν τέλειωσε, πήρε την κόλλα και τη διάβασε μεγαλόφωνα. «Δεν μπορεί να γίνει. Υπάρχει το παιδί!» Έβαλε το χαρτί μέσα σε ένα φάκελο και το γλίστρησε κάτω από την πόρτα του. Θα το εύρισκε αύριο. Γύρισε, έσβησε τη λάμπα, αλλά δεν κατάφε­ ρε να κοιμηθεί. Πέρασε τη νύχτα κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Την άλλη μέρα ο Πήτερ Βέντελιν έφυγε. Έδειχνε τσακισμένος έτσι όπως έσερνε τις βαλίτσες του, δεν υπήρχε λάμψη στα μάτια του. Η Βαρβάρα ήταν στο δωμάτιο της. Προτού φύγει, ο Βέντελιν έφτιαξε ένα μικρό μπουκέτο από αγριολούλουδα και το απόθεσε σιωπηρά στο τραπέζι της. Είχε δάκρυα η φωνή της και, όταν τον χαιρέτησε, το χέρι της έτρεμε. Ο Βέντελιν έριξε μια στερνή ματιά στο δωμάτιο και για μια στιγμή η χρυσή λάμψη γύρισε στο βλέμμα του. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Απέναντι, στο αλσύλλιο, κελάρυζε ένα κοτσύφι. Η Βαρβάρα κάθισε να το ακούσει. Πάνω από την είσοδο, η πινακίδα της ενοικίασης ταλαντεύτηκε άλλη μια φορά στον ανοιξιάτικο αέρα. Πέρναγαν οι ένοικοι και οι μήνες. Ο Φίλιπ μεγάλωσε, πήγαινε σχολείο. Έφερνε καλούς βαθμούς στο σπίτι και η Βαρβάρα ένιωθε υπερήφανη. Πίστευε πως ο γιος της προορίζονταν για κάτι μεγάλο και τον βοηθούσε όσο μπορούσε στα διαβάσματα του. Του χρόνου θα αποφάσιζαν αν το παιδί θα μαθήτευε σε μια τέχνη ή θα πήγαινε στο Λύκειο. Η Βαρβάρα είχε μεγάλα όνει­ ρα για το γιο της. Δεν ήθελε οι θυσίες της να πάνε χαμένες. Πού και πού σκεφτόταν τον Πήτερ Βέντελιν. Είχε φυλάξει την κιτρινισμέ­ νη κάρτα και τα λουλούδια του αποχαιρετισμού του μέσα στο προσευχητάρι της. Δεν προσευχόταν συχνά, αλλά τις Κυριακές το άνοιγε εκεί που ήταν η κάρτα και τα λουλούδια και χανόταν στις αναμνήσεις. Τα λεφτά που έβγαζε δεν την έφταναν, άρχισε να ξοδεύει το κεφάλαιο της πώλησης του μαγαζιού. Ήξερε ÓTL δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι για πολύ, έψαχνε τρόπους να κερδίζει χρήματα. Άρχισε να ξενοπλένει. Έφευγε από το σπίτι το πρωί και γύριζε το μεσημέρι με ένα βαρύ μπόγο άπλυτα. Έπλενε ώρες ολόκληρες και ένιωθε πως ο ατμός έμενε πάνω της και άφηνε τη βρώμα ανέγγιχτη. Το πρόσωπο της έδειχνε χλομό και σταρένιο και γύρω από τα μάτια της τρεμόπαιζε ένα μικρό δίχτυ από λεπτές γραμμούλες. Η δουλειά σκέβρωσε το κορμί της, τα χέρια της έσκαγαν, τα δάχτυλα της πάνιαζαν από τα καυτά νερά. Περπατούσε κουτσαίνοντας ακόμη και όταν δεν κουβαλούσε τίποτα. Η δουλειά την ταλαιπωρούσε πολύ. Όμως κάθε φορά που έβλεπε τον κανακά172


ρη της, ένα χαμόγελο γλύκαινε τα πικρά χείλη της. Κατάφερε να τον βάλει στο Λύκειο. Το παιδί δυσκολευόταν αλλά συγκρα­ τούσε ό,τι άκουγε από τους δασκάλους και έπαιρνε καλούς βαθμούς. Κάθε έλεγχος που έφερνε σπίτι, ήταν μια γιορτή για τη Βαρβάρα. Από τη χαρά της του έκανε μικρά δωράκια. Τα έκτακτα απαιτούσαν στερήσεις. Όμως ο γιος της ήταν χοντρόπετσος, δεν είχε ευαισθησίες. Έκανε ό,τι του έλεγαν αδια­ μαρτύρητα, μονοκόμματα, σαν να πλανάριζε ένα δρύινο μαδέρι. Όπως και ο πατέρας του, δεν ένιωσε ποτέ τη μάνα του. Το εύρισκε φυσι­ κό να την βλέπει να ξεθεώνεται στη δουλειά, δεν μπορούσε να διακρίνει τη θλίψη που ήταν στην καρδιά της σε κάθε θυσία που έκανε για χάρη του. Πέρασαν τα χρόνια κολυμπώντας στους ατμούς του πλυντηρίου. Η ψυχή της Βαρβάρας έγινε αδιάφορη, βάρυνε, κουράστηκε. Η καρδιά της κράτησε λίγες από τις παλιές κρυφές χαρές της, όπως την ανάμνηση του Πήτερ Βέντελιν κι έναν έλεγχο του γιου της. Η υγεία της υπέφερε, η μέση της την έριχνε συχνά στο κρεβάτι. Ωστόσο παράπονα δεν έβγαιναν από τα χείλη της. Και να έβγαιναν, θα εξοστρακίζονταν στην ελεφάντινη πέτσα του κανακάρη της. Ήρθε ο καιρός να σκεφτεί το μέλλον του γιου της. Λεφτά δεν υπήρχαν για άλλες σπουδές ούτε το μέσο για εισαγωγή στο πανεπιστήμιο. Ο Φίλιπ δεν είχε κλίση για τίποτα. 0 πιο βολικός χώρος ήταν η θεολογία. Υπήρχαν κενές θέσεις στη θεολογική και οι σπουδές εξασφάλιζαν ένα άνετο, προσοδοφόρο επάγ­ γελμα. Έτσι, μετά το σχολείο, ο νεαρός γλίστρησε στο ράσο του ιερατείου. Μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντα του σε ένα μικρό κασόνι και μετακόμισε στους στενούς διαδρόμους της καριέρας του. Τα γράμματα του ήταν ξερά σαν ροκανίδια. Η Βαρβάρα τα διάβαζε με δέος και δυσκολία. Άρχισε να πηγαίνει πιο συχνά στην εκκλησία, όχι γιατί είχε πνευματικές παροτρύνσεις, αλλά για να βλέπει νοερά το γιο της στον ιερέα που λειτουργούσε. Συνέχιζε να δουλεύει σκληρά αν και δεν είχε ανάγκη, σαν κουρδισμένο ρολόι που δεν μπορεί να σταματήσει όσο γυρίζουν τα γρανάζια του. Όμως η υγεία της είχε πάρει τον κατήφορο. Όταν έπεφτε στο κρεβάτι έκανε μέρες να σηκωθεί. Η μέση της πονούσε κι ένας ξερόβηχας τράνταζε το μαρασμένο κορμί της. Μια μέρα ο βήχας έφερε έναν πυρετό που την έκανε να καταρρεύσει. Έμει­ νε δύο βδομάδες κατάκοιτη. Μια γειτόνισσα ήρθε να τη συνδράμει. Αποφάσι­ σε να γράψει στο γιο της. Δεν μπορούσε να βαστήξει την πένα, υπαγόρευσε το γράμμα και το φίλησε βιαστικά προτού το δώσει να το ταχυδρομήσουν. Έπειτα από οχτώ μακριές ημέρες κατέφτασε ο Φίλιπ. Ήταν μια χαρά, μόνο λίγο ταλαιπωρημένος από το ταξίδι. Φορούσε ένα σκούρο μπλε ράσο και κάτι σαν ημίψηλο στο κεφάλι που απόθεσε προσεκτικά στο κρεβάτι για να φιλήσει το χέρι της. Χωρίς να ενδιαφερθεί για την κατάσταση της, μίλησε για το διδακτορικό του και, όταν της έδειξε το πτυχίο, τεντώθηκε τόσο που


θύμισε περγαμηνή με ράσο και ημίψηλο. Μακρυγορούσε για τη δουλειά του, χωρίς εκείνη να καταλαβαίνει τίποτα απ' όσα έλεγε. Επαναλάμβανε αυτάρε­ σκα τους μονόλογους που είχε ακούσει από τους καθηγητές του, και όταν χτύπησαν οι καμπάνες έκανε το σταυρό του, έβγαλε το συναξάρι του και για αρκετή ώρα ψιθύριζε γεμάτος κατάνυξη. Η άρρωστη τον κοίταζε άναυδη. Άλλα περίμενε να ακούσει. Του είπε πόσο ήθελε να τον δει προτού πεθάνει. Μόλις ο Φίλιπ άκουσε τη λέξη «πεθά­ νει», άρχισε να μιλά για το επέκεινα και την αμοιβή που επεφύλασσαν οι ουρανοί για τον πιστό. Δεν υπήρχε ίχνος θλίψης στη φωνή του, παρά μόνο η αυτάρεσκη επίδειξη γνώσεων στην ετοιμοθάνατη γυναίκα πλάι του. Η καταδικασμένη μάνα ένιωσε τη σφοδρή ύστατη ανάγκη να μαζέψει λίγη αγάπη από το γιο της. Ήξερε ότι δεν είχε άλλη ευκαιρία και, σαν να έπαιρνε δύναμη από κάποιο πνεύμα, άρχισε να μιλά με κόπο για τον μοναδικό της έρωτα και τη θυσία που είχε κάνει για χάρη του. Όταν τέλειωσε έπεσε εξα­ ντλημένη στο μαξιλάρι περιμένοντας με αγωνία κάποια ανταπόκριση. Εκείνος δεν άνοιξε το στόμα του. Δεν είχε νιώσει την παραμικρή συγκίνη­ ση. Παρέμεινε στυφός, βουβός, άκαμπτος. Έπνιξε ένα χασμουρητό και είπε ότι ήθελε να βγει έξω για να πάρει αέρα. Η Βαρβάρα αποσβολώθηκε. Ένιωσε να την κατακλύζει μια απέραντη πικρία, μια ανείπωτη θλίψη για τη ζωή που έζησε. Σκέφτηκε τον Πήτερ Βέντελιν και μειδίασε λυπημένα. Ακόμα και στα στερνά της η λάμψη από τα καστανόχρυσα μάτια του ήταν αρκετή να την ζεστάνει. Άρχισε να βήχει βίαια, ανε­ ξέλεγκτα. Έπεσε σε κώμα. 0 Φίλιπ ξαναμπήκε στο δωμάτιο κι όταν την είδε, πανικοβλήθηκε και άρχισε τις προσευχές. Έστειλε να φωνάξουν γιατρό και παπά. Ήρθαν και οι δύο. Το δωμάτιο γέμισε με το θρήνο των γειτόνων. Όμως η Βαρβάρα είχε φύγει. Βάδιζε παραπατώντας απορημένη, παρεξηγημένη, προς την Αιωνιότητα.


ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΦΡΑΓΚΟΥ

Ακουαρέλα Βαρκούλα αρμενίζει σε μια στάλα πέλαγος. Ολόγυρα, η θάλασσα ανατριχιάζει!

Σιωπές ατόφιες Κάθε που βρίσκομαι σε αρμονία μαζί Σου, γεννιούνται στίχοι ανέπαφοι, σιωπές ατόφιες.

Έμπνευση Συλλέγω ήχους απ' τη μουσική του σύμπαντος, ροή ενέργειας απ' την αέναη κίνηση των άστρων, ζωή απ' τον ανασασμό των φύλλων, απ'το πέταγμα των γλάρων...

OL αρχαίοι ναοί Οι αρχαίοι ναοί Δεν φιλοκαλούν, Δεν νοσταλγούν, Δεν αρχαιολογούν. Εκπέμπουνε δονήσεις Και λεπτές νοήσεις.

175


Τα ιερά σε φως κρυμμένα (Αίγινα, ναός της Αφαίας, καλοκαίρι του 2007)

Ύλη διάφανη Για πράγματα μίλησαν άλλοι Γιατί να προστεθώ κι εγώ; Στ' άμορφα σχήματα, σ' αισθήματα, Σε απαλές δονήσεις, στις αισθήσεις, Σε άγραφα λιβάδια μνήμης Γλιστράει η γραφή μου. Για πράγματα μιλάνε άλλοι Δεν έχω έφεση σ' αυτό.

(Επιλογή από τις ποιητικές συλλογές της Βασιλικής Φράγκου «Οι πατημασιές του ανέμου», εκδόσεις Μελάνι, 2006 και «Χαράζοντας στην άμμο...», εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 2010)




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.