1
2
Ι. Αντωνιάδης - Θ. Ψαρράς Ο.Ε. Ν. Ραιδεστός, Θεσσαλονίκη Τηλ.: 2310 466.776, fax: 2310 466.699 http://lithographia.gr
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
3
…που λέει ο λόγος! ΤΟ «ΑΝΑΣΚΑΜΜΑ ΦΙΛΟΔΟΞΕΙ»… ΄Έγραψα κάποτε ότι «Η ανασκαφή είναι σαν το ναρκοπέδιο: Το πρώτο λάθος είναι και τελευταίο». Κι άλλοι είπαν και έγραψαν ότι «Η ανασκαφή είναι καταστροφή». Αποφθέγματα απαισιόδοξα και τα δυο, γιατί το πρώτο από αυτά ισχυρίζεται πως αν, ανασκάπτοντας, ιδιαίτερα κάτω από την απειλητική μπουλντόζα ενός εργολάβου, του πιο φιλόδοξου ανασκαφέα των τελευταίων χρόνων, κάνουμε ένα λάθος, θα χάσουμε μια ή και περισσότερες πληροφορίες. ΄Άρα και το οποιοδήποτε αρχαιολογικό συμπέρασμα θα χάσει ένα ή και περισσότερα επιχειρήματα, όπου θα μπορούσε να θεμελιωθεί και να πείσει. Το δεύτερο, πάλι, απόφθεγμα ισχυρίζεται πως, κάτω από όποιες συνθήκες κι αν ανασκάπτουμε, καταστρέφουμε σκόπιμα τις πληροφορίες, που είχαν αποτεθεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και που τις διαμόρφωναν πριν από χιλιάδες χρόνια οι καθημερινές δραστηριότητες των κατοίκων του οικισμού που ανασκάπτουμε. Φυσικά, και στις δυο αυτές περιπτώσεις, είτε κάνουμε λάθη είτε καταστρέφουμε σκόπιμα, η ανασκαφή δε σταματά. Και δε σταματά, γιατί τόσο τα λάθη, όσο και οι καταστροφές είναι στοιχεία συστατικά μιας ανασκαφής. Εκείνο όμως που δεν προχωρά είναι η δημοσίευση, όποια έκταση κι αν έχει αυτή, και όποιο και αν είναι το περιεχόμενό της. Και δεν προχωρά, γιατί οι αρχαιολόγοι, προσπαθώντας να ανακτήσουν, με θεωρητικό ή εργαστηριακό τρόπο τις χαμένες πληροφορίες, σιωπούν. Και μέσα σ’ αυτήν τη σιωπή περνούν τα χρόνια. Πολλά χρόνια, πολλές φορές! Σ’ αυτήν την περίπτωση ξεχνιούνται οι ανασκαφές και τα προβλήματα που είχαν αποφασίσει αυτές να λύσουν. Με τον τρόπο αυτό δεν περιγράφω αυθαίρετα ένα υποθετικό δεδομένο. ΄Όχι. ΄Όλοι οι αρχαιολόγοι το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό, χωρίς, όμως να είναι σε θέση να το ανατρέψουν, γιατί οι πιο πολλοί το δέχονται σαν ένα απαραίτητο χαρακτηριστικό της δουλειάς τους. ΄Έτσι, καταφεύγουν και σχεδόν βολεύονται σ’ αυτήν την περίεργη, οδυνηρή σιωπή. Δε δημοσιεύουν το αποτέλεσμα της ερευνητικής τους προσπάθειας, που με μόχθο πολύ πραγματοποίησαν. Αποφεύγουν να προχωρήσουν σε μια οποιαδήποτε δημοσίευση, γιατί πιστεύουν πως με κάποιο τρόπο θα ανακτήσουν τις πληροφορίες που τους λείπουν και τότε θα μιλήσουν, χωρίς το φόβο να τους αμφισβητήσουν οι άλλοι, που σιωπούν για τον ίδιο το λόγο. Το «Ανάσκαμμα» κυκλοφορεί, με τη φιλοδοξία να δώσει μια λύση στο πρόβλημα αυτό. Μια λύση που δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η καλλίτερη. Είναι ωστόσο μια λύση, γιατί υπερβαίνει σκόπιμα το λάθος του «ναρκοπεδίου» και την «καταστροφή» της ανασκαφής, με πολύ απλό τρόπο: προσφέρει τις σελίδες του για να δημοσιευτούν μικρά ή μεγάλα άρθρα, ανακοινώσεις ή απλά σημειώματα με περιεχόμενο που θα αναφέρεται αποκλειστικά σε μια ανασκαφή. Σε ένα εύρημα μιας ανασκαφής ή στη θεωρητική προσέγγιση ενός προβλήματός της. Μικρά ή μεγάλα άρθρα που δε θα παγιδεύονται, ή, τουλάχιστον, δε θα το ομολογούν ότι παγιδεύονται στις συνηθισμένες αναστολές. Σε όλες εκείνες τις γνωστές αρχαιολογικές φοβίες, που τις προκαλεί η άρνηση των αρχαιολόγων να δεχτούν πως ένα αρχαιολογικό συμπέρασμα μπορεί, στις πιο πολλές περιπτώσεις, να μην είναι τίποτε παραπάνω από την καταγραφή της «πρώτης εντύπωσης». Αυτού του άμεσου ενθουσιασμού ή της απογοήτευσης που νιώθει ο ανασκαφέας αρχαιολόγος μπροστά στο προσωπικό του ναρκοπέδιο. Της πρώτης εντύπωσης που είναι η αφορμή να σκεφτεί και να μιλήσει, να υποψιαστεί και να υποθέσει, ο ανασκαφέας. Χωρίς, προπαντός, να πιστεύει πως αυτό που θα γράψει θα είναι το τελικό συμπέρασμα. Στην αρχαιολογία δεν υπάρχουν τελικά συμπεράσματα. Συγκινήσεις υπάρχουν, μόνο, και όνειρα. Προπαντός όνειρα.
4
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
ΈΝΑ METRO, ΧΩΡΙΣ ΜΕΤΡΟ
Η Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη πάνω στα κατάλοιπα όλων των πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στην περιοχή από τη Νεολιθική περίοδο και δω. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, πως μπορεί κανείς να δει τα κατάλοιπα αυτά στο ένα ή στο άλλο σημείο της σύγχρονης πόλης, γιατί κανείς ποτέ δε φρόντισε να τα διαφυλάξει και να τα αναδείξει. Και μιλάω για μια φροντίδα που λίγο ως πολύ εκδηλώθηκε αλλού, ώστε να μπορούμε σήμερα να βλέπουμε, εδώ και ‘κει, ταμπελάκια που να μας οδηγούν στη μια ή στην άλλη αρχαία θέση, όπου έχουν διασωθεί και διατηρηθεί με φροντίδα και επιστημονικό μεράκι κάποια από τα στοιχεία της αρχαίας ζωής του τόπου. Το ερώτημα είναι τι συνέβη στη Θεσσαλονίκη και δε φρόντισε κανένας, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, να διασωθεί ότι απόμεινε από το αρχαίο παρελθόν της πόλης. Έφταιξαν οι αρχαιολόγοι, που αδιαφόρησαν; Η πολιτεία που είχε αλλού το μυαλό της; Οι κάτοικοί της πού διεκδίκησαν άλλα προνόμια; Νομίζω πως έφταιξαν όλοι, και ο καθένας χωριστά, με τον τρόπο του. ΄Έτσι ό,τι «αρχαίο» έβγαινε στην επιφάνεια, όταν χτιζόταν μια πολυκατοικία ή κάποια από τις δημόσιες επιχειρήσεις άνοιγε ένα λάκκο, αυτό έμενε έτσι και το σκέπαζαν τα λογής υλικά και τα σκουπίδια ή το διατηρούσαν σε μια γωνιά για να σκεπαστεί σιγά σιγά με την αλάνθαστη φροντίδα των περιοίκων και του χρόνου. ΄Ώσπου ήρθε η μέρα και η πολιτεία αποφάσισε να κατασκευάσει metro, όχι γιατί το ήθελε η πόλη, αλλά γιατί το ήθελε η Αθήνα, που είχε κι εκείνη το δικό της metro και είχε λύσει, με τον τρόπο αυτό, το κυκλοφοριακό της πρόβλημα, όπως ισχυρίζονταν οι αρμόδιοι. Και έτσι άρχισε η περιπέτεια όχι της επάνω, της σύγχρονης πόλης, αλλά της άλλης, της θαμμένης κάτω από τα σπίτια και τους δρόμους. Κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων και τις ρόδες των αυτοκινήτων. Με άλλα λόγια, άρχισε η περιπέτεια της «αρχαίας» Θεσσαλονίκης. Γιατί, για να γίνει το metro, έπρεπε να ανοιχτούν οι υπόγειες γαλαρίες που θα υποδέχονταν τους συρμούς του. Να κατασκευαστούν οι σταθμοί του,
όπου θα πηγαίνουν και θα έρχονται, θα ανεβαίνουν και θα κατεβαίνουν οι επιβάτες. Κι όλ’ αυτά σε βάρος των θαμμένων πολιτισμών, που στοιβάζονταν χιλιάδες χρόνια εκεί που σήμερα ορθώνεται η Θεσσαλονίκη αγκαλιά με τον τσιμεντένιο, βρώμικο, σύγχρονο πολιτισμό της. Αγκαλιά με έναν ευνούχο έρωτα που μόνο ο αξέχαστος Κωστής Μοσκώφ τον είδε και τον ονομάτισε. Τώρα γιατί η Θεσσαλονίκη δέχτηκε αυτό που η Αθήνα αποφάσισε, είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Όπως μια άλλη και πιο πονεμένη ιστορία είναι γιατί η Αρχαιολογική Υπηρεσία συμφώνησε πως ήτανε δυνατό με τις βιαστικές και πανικόβλητες «ανασκαφές» της να σώσει τα αρχαία θεμέλια της Θεσσαλονίκης. Πως ήτανε δυνατό, με τους υποταγμένους στην απειλή της εργολαβικής μπουλντόζας, συμβασιούχους Αρχαιολόγους της να σώσει ότι είχε ως εκείνη τη στιγμή διαφυλάξει η γη και ο χρόνος. Το πρόβλημα, επομένως δεν είναι πότε θα τελειώσει το metro αλλά πότε θα ζητήσει συγγνώμη από την πόλη η Αρχαιολογική Υπηρεσία που εγκατέλειψε την αρχαία Θεσσαλονίκη στα χέρια των εργολάβων, χωρίς Μέτρο!
UN-SETTLING
Βρισκόμαστε σε μια εποχή που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η κρίση. Στην Παιδεία, στην Πολιτική, στην Οικονομία, στην Τέχνη, στις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν υπάρχει και στην Αρχαιολογία κρίση. Κι αν αυτή μπορούμε να την εντοπίσουμε και να την περιγράψουμε. Στην Αρχαιολογία ως επιστήμη, βέβαια, και όχι ως επάγγελμα, γιατί στον τομέα αυτό δε χρειάζεται να ρωτήσουμε. Το επάγγελμα του Αρχαιολόγου το ασκεί με επιτυχία και με υψηλές αμοιβές μόνο ο Indiana Jones. Με κατοχυρωμένη μονιμότητα, μάλιστα, και όχι συμβατική. Τι γίνεται όμως στην επιστήμη της Αρχαιολογίας; Εκεί όλα πηγαίνουν καλά; Κανείς δεν ανησυχεί; Κανείς δεν αναρωτιέται; ΄Όλα πια έχουν βρει τη θέση τους; Ακόμα και ο Hodder έχει ηρεμήσει και η Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία (Postprocessual Archaeology) είναι ένα ακίνδυνο παρελθόν, και δε μένει άλλο τι παρά να «απο-
…που λέει ο λόγος!
5
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
6
δομήσουμε» τα κακά κληροδοτήματά μας και να «πάμε στα ίδια τα πράγματα», όπως προστάζει το κυρίαρχο σύνθημα της Φαινομενολογίας, όπου η εμπειρία θα μας αποκαλύψει την Αλήθεια; «Κρίση», λένε αυτοί που ξέρουν, «σημαίνει μια διαδικασία αποδιοργάνωσης του υπάρχοντος με κατεύθυνση την καταστροφή» Λοιπόν; Μήπως αποδομώντας τα δεδομένα «αποδιοργανώνουμε το υπάρχον με κατεύθυνση την καταστροφή»; Μήπως η μετανεωτερική σκέψη επιτρέπει στη φαινομενολογία να επιβάλει μια νέας μορφής αναζήτηση της «εμπειρίας» που σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει αναζήτηση της ερμηνείας των υλικών στοιχείων του πολιτισμού, της φυσικής κοινωνίας, για παράδειγμα; Και σημαίνει απλώς ένα νέο παιχνίδι με νέες λέξεις που ούτε περιγράφουν ούτε ορίζουν, απλώς ανατρέπουν; Μήπως, όμως, χρειαζόμαστε οπωσδήποτε την «αποδόμηση» για να διώξουμε τα περιττά και να κρατήσουμε τα ουσιώδη; Κι αυτό ακριβώς είναι η Κρίση στην Αρχαιολογία: κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε μια και τα πράγματα παραμένουν μακριά από τα λόγια, και τα λόγια μακριά από τα πράγματα. Η Αρχαιολογία όμως τα χρειάζεται και τα δυο. Κι όσο δεν τα βρίσκει, τόσο η κρίση της βαθαίνει, όλο και πιο πολύ. Τόσο ο αρχαιολογικός λόγος παγιδεύεται ανάμεσα σε σπασμένα αγάλματα και σιωπηλά ανασκάμματα!
ΜΙΑ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ Παρακολούθησα με πολύ ενδιαφέρον μια διημερίδα με θέμα τη σχέση της Αρχαιολογίας με το Περιβάλλον1. Πολλές από τις ανακοινώσεις ήτανε άρτιες, καλογραμμένες, στηριγμένες πάνω σε έξυπνα power points, με ελκυστικά γραφήματα και εικόνες που έρχονταν και έφευγαν, ανέβαιναν και κατέβαιναν, κατά πως ήθελε ο ομιλητής. Και πίσω από όλη αυτή την οπτική επίδειξη ενδιαφέρουσες απόψεις, πρωτότυπες προτάσεις, σχετικές με τα κόκαλα ανθρώ-
1
πων και ζώων, τους σπόρους, τα έντομα, το DNA, ακόμα. ΄Άκουγα και παρακολουθούσα παγιδευμένος στη γοητεία που εκπέμπουν, επικίνδυνα, οι νέες τεχνολογίες και ιδιαίτερα σ’ αυτούς που δεν είναι εντελώς εξοικειωμένοι μ’ αυτές και απλώς έχουν μια τυπική, εμπειρική σχέση. ΄Όσο προχωρούσαν όμως οι ανακοινώσεις και η ώρα περνούσε επικίνδυνα, και συσσωρευόταν ενοχλητική πάνω στην προσοχή μου, άρχισα να σκέφτομαι κι αλλά πράγματα, όλα σχετικά με αυτά που άκουγα, με τόσο ενδιαφέρον. Σκέφτηκα πρώτ’ απ’ όλα πως άρχισε να διαμορφώνεται ένας άλλος κλάδος αρχαιομετρίας που δεν τον ασκούν, πλέον, ειδικοί επιστήμονες, αλλά αρχαιολόγοι που η σχέση τους με το αντικείμενο δεν μπορεί, παρά να είναι εμπειρική. Σκέφτηκα, ακόμα πως οι αρχαιολόγοι μετατρέπονται αργά αργά σε πρακτικούς αρχαιομέτρες επιδεικνύοντας θριαμβευτικά το πιστοποιητικό της εξειδίκευσής τους σε ένα από τα γνωστά εκμαυλιστήρια της Μεγάλης Βρετανίας. Λοιπόν; Αναρωτήθηκα, όχι και τόσο ήσυχος, τι μπορεί να σημαίνει αυτό: ένα νέο, ριζοσπαστικό άνοιγμα της Αρχαιολογίας προς την Αρχαιομετρία ή μια άλλης μορφής άρνηση προς τη διεπιστημονική προσέγγιση των αρχαίων πραγμάτων; Αντί να έχουμε τώρα ένα γιατρό που θα αναλάβει να μελετήσει ένα ανθρώπινο σκελετό, τη δουλειά αυτή θα την κάνει ένας αρχαιολόγος που απελευθερωμένος από την παραδοσιακή δουλεία της κεραμεικής και των εργαλείων, θα αποφασίσει να παγιδευτεί στους μυστηριώδεις έλικες του DNA; Είναι το σύμπτωμα μιας επιστημολογικής επανάστασης αυτό ή μιας επικίνδυνης επιστημολογικής εσωστρέφειας;
ΔΕ ΜΑΣ ΕΦΤΑΝΑΝ ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ… Είναι μια καινούρια ερευνητική δραστηριότητα αυτή, λένε αυτοί που τα ψάχνουν. Να ερευνήσουμε, και να μάθουμε, βέβαια, τον ίδιο μας τον αρχαιολογικό εαυτό. Εκείνον
Τη διημερίδα είχε οργανώσει ο καθηγητής κ. Κ. Κωτσάκης, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών «Η Ανασύνθεση του Φυσικού Περιβάλλοντος και οι Σχέσεις Ανθρώπου-Περιβάλλοντος κατά το Παρελθόν» του Α.Π.Θ.
…που λέει ο λόγος! τον «εαυτό» που χρόνια τώρα τον κρύβουμε κάτω από τη χλωρίδα μιας κατασκευασμένης ευρηματολογίας. Να αποκαλύψουμε την ηθική της ανασκαφής, για παράδειγμα. Τη σχέση του κοινού με τους αρχαιολόγους, όχι την Αρχαιολογία. Να βρούμε και να μελετήσουμε τα απωθημένα ενός οράματος που είναι φτιαγμένο με πηλό και με μάρμαρο, με κόκαλο και με μπρούντζο. Να ανασύρουμε μέσα από τα κτερίσματα του επιστημονικού Τάφου το μεροκάματο της οκτάμηνης σύμβασης, αυτή που αιματοκυλιέται κάτω από τα πέλματα των εργολάβων. Να στήσουμε ένα «πράγμα», όπως η εθνογραφία. Μόνο που αυτή, η Αρχαιολογική Εθνογραφία, δε θα «γράφει» τα έθνη με τους μάγους και τα χρωματισμένα πρόσωπα. Ας πούμε μια Εθνογραφία που δε θα ταξιδεύει στους θλιμμένους τροπικούς ούτε θα βουλιάζει στις κόκκινες άμμους της Ναμίμπια. Απλώς θα βουτάει τον κοντυλοφόρο της στον ιδρώτα των αρχαιολόγων. Στην υγρασία των ψιθυρισμών τους. Στις αποσαρθρωμένες κορυφές των ενθουσιασμών τους. Για να καταγράψει τους μόχθους μιας άλλης, κρυμμένης ιστορίας. Για να καταμετρήσει τα στρώματα ενός προσωπικού, καθημερινού πολιτισμού, που χάνεται όλο και πιο πολύ, κάτω από την επιμονή αυτών που τον παράγουν να τον κρατάνε κλειδωμένο στα μαγικά τους συρτάρια και τώρα τελευταία στα γοητευτικά power
7
points τους. Δεν αποκλείεται, σκέφτομαι, να είναι κι αυτό ένας τρόπος να αποκαλυφθεί αυτό που είναι στην πραγματικότητα ένας αρχαιολόγος. Να μάθουμε, που λέει ο λόγος, κι εμείς οι ίδιοι, τον κρυμμένο μας εαυτό, το θαμμένο κάτω από τα απολιθώματα μιας πληκτικής βιβλιογραφίας, κάτω από τις ζωικές πρωτεΐνες μιας άχρηστης επιστημονικής δεοντολογίας. Αυτά.
ΤΙ ΛΕΙΠΕΙ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ; ΄Άνοιξε ένα λάκκο, σημείωσε, με κόκκινο μαρκαδόρο, τις συντεταγμένες και ύστερα έστριψε τσιγάρο. Μέσα στο τσιγαρόχαρτο άπλωσε ένα φύλλο δυόσμο, τη σκόνη από ένα συντετριμμένο όστρακο και τα λόγια του G. V. Childe: «Είμαι ευτυχισμένος» έγραφε ο Γόρδων «που θα πεθάνω γεμάτος από υγεία». «Αλήθεια, τι ωραίος που είναι ο θάνατος», έγραψε στο ημερολόγιο. Την άλλη μέρα όλοι τον είχαν ξεχάσει, γιατί αυτοί ούτε από υγεία είχαν ιδέα ούτε από θάνατο. ΄Ήτανε όλοι τους παραδοσιακοί αρχαιολόγοι! Γ.Χ.Χ.
8
Summary Anaskamma aims…
It has been written that an excavation is like a minefield: the first mistake is the last one. Others, state that an excavation is an intentional destruction. Both these approaches argue that important information is lost. However no digging has ever stopped for that reason. What really stops is the publishing of the excavations, due to the general belief of the archaeologists-excavators that they should wait until they will finally obtain the missing information. Only then they would consider the publication complete and not debatable by others who also remain silent! The outcome: shared silence. Excavations remain unpublished and the finds locked in the drawers of
the «owners». Anaskamma, as a solely excavation magazine, aims to surpass Mistakes and Destructions, to come into terms with the lost information and eagerly welcomes in its columns and articles, comments and observations; simple comments dealing with an excavation find or the theoretical debate of an excavation problem. Even if the text sent for publishing reflects the mistake or the destruction, namely the lost information, for Anaskamma, it’s more than enough to present, enclosed in a castaway’s bottle, the “message” of the excavation, as it is produced by the implicit first impression of the archaeologist-finder.
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
9
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ: ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ*
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Το ενδιαφέρον για την πραγματοποίηση ερευνών σε λιμναίους οικισμούς της Ελλάδας εκδηλώθηκε ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, δημόσιες όμως αναφορές σε αυτού του είδους τις αρχαιότητες γίνονταν και παλαιότερα, όπως για παράδειγμα αυτή από τον Σπυρίδωνα Λάμπρου στα 1897 σε διάλεξή του στο Αρχαιολογικό τμήμα του Συλλόγου «Παρνασσός»: «… Κατά τας προϊστορικάς αυτάς εποχάς οι άνθρωποι ίδρυον προς τούτοις παραπήγματα εντός των λιμνών, όπως προφυλάσσωνται ασφαλέστερον. Τοιαύτα ίχνη εν Ελλάδι δεν υπάρχουν. Πιθανόν όμως να εγίνετο χρήσις και τοιούτων κατοικιών, αι οποίαι σήμερον παρατηρούνται εις τας θαλασσολίμνας του Μεσολογγίου, όπου οι αλιείς έχουν εμπήξει τιαύτα οικήματα. Εις τινάς θεσσαλικάς λίμνας, ιδίως ως την Βοιβηίδα, υπάρχουν τοιαύτα ασαφή και αόρι*
1
στα ίχνη. Και οι Θεσσαλοί δε αγρόται μεταχειρίζονται τοιούτου είδους παραπήγματα, τα οποία εμπήγουν εις το μέσων των ελών και καταφεύγουν εκεί δια να μη προσβάλλωνται από ελειογενείς πυρετούς. Παράδοξος εφαρμογή της ομοιοπαθητικής μεθόδου…»1 Και το ενδιαφέρον αυτό δεν είχε ως αιτία μόνον τις βάσιμες υποθέσεις ότι υπήρχαν παρόμοιοι οικισμοί και σε ορισμένες λίμνες της χώρας, για τους οποίους κάνει σαφή περιγραφική αναφορά ο Ηρόδοτος στο V βιβλίο του (Αλματζή 1998), αλλά και τις μεγάλες και συστηματικές ανασκαφές που άρχισαν στα 1854 στην Ελβετία, όταν ύστερα από μια μακρά περίοδο ανομβρίας σε συνδυασμό με τα τεχνικά έργα που πραγματοποιούνταν, αποκαλύφτηκε στο Όμπερμαϊλεν (Obermeilen), στη λίμνη της Ζυρίχης, ένας μεγάλος αριθμός πασάλων που αποτελούσαν το οικοδομικό υλικό αυτών των προϊστορικών εγκαταστάσε-
Μια μορφή της εισαγωγής αυτής, με άλλες παρατηρήσεις και σχόλια δημοσιεύθηκε στο συλλογικό τόμο «Μεγάλες Στιγμές της Ελληνικής Αρχαιολογίας», εκδόσεις Καπόν, 2007. Οι ενδεχόμενες παραλείψεις σχετικά με περιγραφές και εκτιμήσεις ευρημάτων δεν οφείλονται στην προχειρότητα αυτής της εισαγωγής αλλά στο ότι τα στοιχεία αυτά δίνονται με την ανάλογη έκταση από τους ειδικούς μελετητές. Το ΄Άστυ, αρ. φύλ. 2510, «Ακτίνες από το παρελθόν. Ελλάς προ χιλιετηρίδων. Περίεργα ιστορικά γεγονότα», 10.11.1897, σελ. 2.
10
ων. Αυτού του είδους οι ανασκαφές και τα εντυπωσιακά τους ευρήματα έδωσαν το έναυσμα να ξεκινήσουν παρόμοιες έρευνες αργότερα και σε άλλες χώρες στην περιοχή γύρω από τις Άλπεις (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία και Γαλλία). Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ενταχθεί και το ενδιαφέρον της ελληνικής αρχαιολογίας όσον αφορά τη συμμετοχή της στις διεθνείς εξελίξεις του κλάδου. Η άποψη αυτή σχετικά με το «ελληνικό ενδιαφέρον» για μια τέτοιου είδους έρευνα στηρίζεται στην ακόλουθη είδηση που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Άστυ». «Ο Έφορος των Αρχαιοτήτων κ. Τσούντας απέρχεται κατά πάσαν πιθανότητα σήμερον εις Ιταλίαν, όπως μελετήση τας αυτόθι υπαρχούσας επιλιμναίας κατοικίας καθ’ όσον υπάρχει πιθανότης, ότι και εν Ελλάδι εις την αρχαιότητα υπήρχον τοιαύται και θα γείνωσιν ανασκαφαί εις ωρισμένα μέρη» 2 Η είδηση3 της αναχώρησης του Χρ. Τσούντα στα 1900 για τη μελέτη των «επιλιμναίων» οικισμών στην Ιταλία, μας δίνει πληροφορίες τόσο για την πρόθεση της ελληνικής πολιτείας να χρηματοδοτήσει πιθανόν τέτοιες έρευνες όσο και για το ενδιαφέρον ενός, τουλάχιστον, τμήματος του αναγνωστικού κοινού που γνώριζε και ήθελε να ενημερώνεται για τις εξελίξεις αυτών των ερευνών. Ερμηνεία που προκύπτει από τον ίδιο τον ημερήσιο και περιοδικό τύπο της εποχής, ο οποίος ήδη από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, σπορα
2 3
4
5
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ δικά4, βέβαια, ενημέρωνε το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό σχετικά με τις αρχαιολογικές δραστηριότητες που αναπτύσσονταν στους Προϊστορικούς Λιμναίους Οικισμούς της κεντρικής Ευρώπης. Στα ευρήματα αυτά άλλωστε ήταν αφιερωμένο και βιβλίο του Φίνλαϊ που κυκλοφόρησε στα 1869, ως ευχαριστήριο στον Δρ. F. Keller, πρόεδρο της Αρχαιολογικής Εταιρίας της Ζυρίχης, ο οποίος πρόσφερε μια μικρή συλλογή αντικειμένων στην Αρχαιολογική Εταιρεία5. Δυστυχώς, δεν έχουμε επιβεβαιωμένες πληροφορίες για το αν τελικά το ταξίδι του Χρ. Τσούντα στην Ιταλία πραγματοποιήθηκε, ούτε για τα αποτελέσματα που ενδεχομένως είχε και για το αν αυτό αποτέλεσε το κίνητρο για να οργανωθεί μια συστηματική έρευνα σε κάποιον από τους Λιμναίους Οικισμούς που την ύπαρξή τους θεωρούσαν δεδομένη κυρίως στην περιοχή της λίμνης Βοιβηίδας (Κάρλα). Η έλλειψη αυτή των πληροφοριών μπορεί να οφείλεται στο ότι οι ίδιες οι εφημερίδες είτε δεν είχαν ενδιαφέρον να παρακολουθήσουν ειδησεογραφικά την εξέλιξη του θέματος είτε δεν διέθεταν τις ανάλογες πηγές που θα μπορούσαν να τις διοχετεύσουν αυτού του είδους τις πληροφορίες και έτσι περιορίστηκαν στην απλή αναγγελία του γεγονότος, όπως πολύ συχνά έκαναν και σε άλλες περιπτώσεις με θέματα σχετικά με την αρχαιολογική έρευνα. Εξάλλου, ούτε το Υπουργείο Παιδείας ούτε η Αρχαιολογική Εταιρεία έδει-
Το ΄Άστυ, αρ. φύλ. 3404, 04.05.1900, σελ. 2. Η ίδια σχεδόν είδηση αναδημοσιεύθηκε λίγες μέρες αργότερα και στο Δελτίο της Εθνικής Αγωγής, αρ. φύλ. 10, 15.05.1900, σελ. 2. Η μόνη διαφορά των δύο δημοσιευμάτων είναι ότι σε αυτό του Δελτίου της Εθνικής Αγωγής η αναχώρηση του Τσούντα θεωρείται γεγονός. ΄Όπως γεγονός θεωρήθηκαν και οι αναχωρήσεις των Π. Καββαδία (γενικός έφορος των αρχαιοτήτων) και Β. Στάη (έφορος αρχαιοτήτων) για την Ιταλία, Το ΄Άστυ, αρ. φύλ. 3418, 18.05.1900, σελ. 3 και αρ. φύλ. 3465, 04.07.1900, σελ. 2. Οι αναφορές σε αυτές τις έρευνες ήταν είτε άμεσες, είτε έμμεσες. Στην πρώτη περίπτωση εντάσσονται οι ειδήσεις που αφορούν τα αποτελέσματα αυτών των ανασκαφών. Πρόκειται για αναδημοσιεύσεις άρθρων ή ειδήσεων κυρίως από τις εφημερίδες του εξωτερικού, επειδή ένα σημαντικό τμήμα των ελληνικών εντύπων της περιόδου αυτής αντλούσε μέρος της αρθογραφίας του από τον ξένο τύπο, έως ακόμη και την περίοδο μετά την ίδρυση των πρώτων διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων. Στη δεύτερη περίπτωση συμπεριλαμβάνονται όλα εκείνα τα σχόλια και οι περιγραφές σχετικά με το θέμα των Λιμναίων Οικισμών, που όμως δημοσιεύονται με άλλες αφορμές. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα αυτού του τύπου των δημοσιευμάτων είναι η έκθεση των Α. Ρ. Ραγκαβή και Η. Μητσόπουλου με αφορμή την αγορά της συλλογής Μπουρνιά που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» τον Γενάρη του 1874, Εφημερίς, αρ. φύλ. 117, 25.01.1874, σελ. 1. Μια παρόμοια συλλογή λίθινων εργαλείων είχε ήδη δωρισθεί από τη Δανέζικη Βασιλική Αρχαιολογική Εταιρία.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
ξαν ενδιαφέρον για την άμεση οργάνωση μιας τέτοιας έρευνας. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί, ότι την ίδια περίπου εποχή ο Χρ. Τσούντας αναλαμβάνει την ανασκαφική έρευνα στους προϊστορικούς οικισμούς του Σέσκλου και του Διμηνιού αργότερα, όπου ήδη ο Β. Στάης πραγματοποίησε σχετικές αυτοψίες και τις πρώτες, περιορισμένης κλίμακας, ανασκαφικές έρευνες. Ίσως για την περιορισμένη ενημέρωση από τον Τύπο να έπαιξε ρόλο και η εντύπωση που σταδιακά επικρατούσε, ότι τα ευρήματα των Λιμναίων Οικισμών, και γενικότερα των Προϊστορικών, δεν παρουσιάζουν τη «μνημειακότητα», που την εποχή ιδιαίτερα εκείνη ήταν το κυρίαρχο ζητούμενο στις αρχαιολογικές έρευνες. Έρευνες, που είχαν κυρίως ως αντικείμενό τους την αποκάλυψη των αρχιτεκτονικών λειψάνων ή των αριστουργημάτων της πλαστικής της κλασικής περιόδου. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και αντίθετες απόψεις, όπως αυτή του Α. Ρ. Ραγκαβή, που ήδη από το 1874 θεώρησε τα λίθινα νεολιθικά εργαλεία της συλλογής Μπουρνιά 6 ως τον πρώτο κρίκο μιας αλυσίδας που κατέληξε στα αριστουργήματα του Φειδία και του Πραξιτέλη.
ΟΙ ΈΡΕΥΝΕΣ ΤΟΥ ΑΝΤ. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
11
Θα έπρεπε να περάσουν κάτι λιγότερο από 60 χρόνια για να πραγματοποιηθεί η πρώτη έρευνα με τη μορφή της δοκιμαστικής ανασκαφής σε μια τέτοια θέση στην Ελλάδα, στο Δισπηλιό της Καστοριάς7. Την προκάλεσαν οι επιτόπιες έρευνες του Αντ. Κεραμόπουλου στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας8, την οποία ερευνούσε συστηματικά ήδη από το 1930 με σκοπό αρχικά να εντοπίσει την κοιτίδα των αρχαίων Μακεδόνων (Κεραμόπουλος 1930)9. Την πρώτη πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη και την ανασκαφή του Λιμναίου Οικισμού στο χωρίο Δισπηλιό (Δουπιάκι) την αντλούμε από το δημοσίευμα της τοπικής εφημερίδας «Καστοριά» στις 28 Αυγούστου του 193810 (Eικ. 1). Η είδηση αναφέρεται στην ανασκαφή και παραθέτει επίσης το τηλεγράφημα11 του Αντ. Κεραμόπουλου προς το Υπουργείο Παιδείας και την Αρχαιολογική Εταιρεία. «Σπουδαιότατας ανακαλύψεις έκαμεν ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Ακαδημίας κ. Αντ. Κεραμόπουλος. Εις το Δισπηλιό εύρε λιμναίας κατοικίας
Η συγκεκριμένη συλλογή δεν ήταν η μοναδική που είχε δημιουργηθεί την περίοδο αυτή με παρόμοια ευρήματα. Για περισσότερα στοιχεία βλ. Fotiadis 2006. 7 Η θέση βρίσκεται στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Ορεστίδας και σε απόσταση 5 χλμ. από την πόλη της Καστοριάς. 8 Το τμήμα αυτό της Μακεδονικής γης άργησε να προσελκύσει το συστηματικό ερευνητικό ενδιαφέρον, αν και η πρώτη ανασκαφή σε θέση της προϊστορικής περιόδου στη περιοχή πραγματοποιήθηκε ήδη το 1898-99 επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο Πάτελε (Άγιος Παντελεήμονας) από το Ρωσικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Κωνσταντινούπολης (Μακρίδης 1937: 512). Σχετικά δημοσιεύματα και περιγραφές των ευρημάτων υπάρχουν και στον Τύπο της εποχής. Ακολούθησαν οι συστηματικότερες έρευνες του W. A. Heurtley με στόχο την επίλυση συγκεκριμένων ερευνητικών προβλημάτων που απασχολούσαν την περίοδο εκείνη, και όχι μόνο, τη διεθνή επιστημονική κοινότητα για την καταγωγή και την κάθοδο των αρχαίων φύλων στη Βαλκανική χερσόνησο, χωρίς όμως επαρκή ανασκαφική τεκμηρίωση, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Αντ. Κεραμόπουλος και συνεχίζει στο ίδιο άρθρο του στην Αρχαιολογική Εφημερίδα: «…εγένοντο πάσαι υπό ξένων ήτοι μη Ελλήνων αρχαιολόγων» (Κεραμόπουλος 1927-28: 210). Το θέμα της μη συστηματικής διερεύνησης της μακεδονικής ιστορίας φαίνεται ότι απασχολούσε τον Αντ. Κεραμόπουλο, αφού το έθεσε και στο γεύμα που παρέθεσε προς τιμήν του, στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1938, ο Σύλλογος Μακεδόνων. Στο ίδιο πλαίσιο είχε προτείνει και την έκδοση περιοδικού με τίτλο «Μακεδονικά Χρονικά», Καστοριά, αρ. φύλ. 758, 12.06.1938, «Ο κ. Αντ. Κεραμόπουλος», σελ. 1. 9 Από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι η επιστημονική του σχέση με την περιοχή αρχίζει πριν το 1930, άλλωστε και ο ίδιος καταγόταν από αυτήν, από τη Βλάστη Κοζάνης. Στη δεκαετία όμως του 1930 οι έρευνες του αποκτούν συγκεκριμένο προγραμματισμό και επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο έως τα τέλη της δεκαετίας. 10 Οι εφημερίδες στις οποίες αναφέρομαι βρίσκονται στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Καστοριάς. 11 Το τηλεγράφημα που παραθέτει η εφημερίδα στο ίδιο δημοσίευμα αναφέρει: «Νότιαν όχθην λίμνης Καστοριάς ευρέθησαν δύο κώμαι λιμναίαι επί πασσάλων. Συνελέξαμεν δια μικράς σκαφής παρά χωρίον Δισπηλιό είκοσι λίθινα εργαλεία και χειροποιήτων αγγείων όστρακα». 6
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
12
Εικ. 1
στηριζομένας επί πασσάλων προϊστορικάς. Οι πάσσαλοι εξέχουν του εδάφους, το οποίον ήτο πιθμήν της λίμνης πριν καταβιβασθή η στάθμη αυτής. Επί των πασσάλων αυτών εστηρίζοντο δάπεδα και καλύβαι ξύλιναι, αποτελούσαι ηνωμένην κώμην, η οποία συνεκοινώνει μετά της ξηράς δια σανίδος ανασυρομένης, ώστε να απομονώνεται αύτη. Η εποχή είναι νεολιθική (2.000 έτη π.Χ.). Τα μέταλλα ήσαν άγνωστα, τα δε εργαλεία λίθινα, τα οποία ευρέθησαν εν αφθονία…»12 ΄Όσον αφορά τις λεπτομέρειες αυτής της πρώτης έρευνας ο Αντ. Κεραμόπουλος δημοσιεύει στα «Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας» του 1938 ολοκληρωμένες περιγραφές για τις συνθήκες της ανασκαφής,
που διήρκεσε ελάχιστες ημέρες13, καθώς και τα πρώτα ευρήματα. Ιδιαίτερη μνεία υπάρχει στο κείμενο για τους πασσάλους και τα λίθινα εργαλεία, ο αριθμός των οποίων (33) δε συμπίπτει με αυτόν του δημοσιεύματος (Κεραμόπουλος 1938: 58-61). ΄Άλλωστε, είναι γνωστό από τη σχετική βιβλιογραφία το ενδιαφέρον του Κεραμόπουλου για τα λίθινα νεολιθικά εργαλεία, που ήδη από το 1930 παρουσίαζε συστηματικά στις εκθέσεις που δημοσίευε στα ΠΑΕ, όποτε τύχαινε να τα εντοπίσει στις θέσεις, τις οποίες ανέσκαπτε ή ερευνούσε επιφανειακά (Κεραμόπουλος 1937: 367-73). Ο Αντ. Κεραμόπουλος επανήλθε στην περιοχή το 1940 και διενήργησε ανασκαφική έρευνα σε δύο διαφορετικές περιοχές. Η μία από αυτές ήταν στη θέση «Νησί»14. Η συγκεκριμένη θέση ήταν ήδη γνωστή στη βιβλιογραφία τουλάχιστον από το 1932, όχι βέβαια για τα προϊστορικά της ευρήματα, αλλά για το τείχος που την περιβάλει και χρονολογείται, από όλους σχεδόν τους ερευνητές που ασχολήθηκαν με αυτό, στους ιστορικούς χρόνους. Το τείχος αυτό πρώτος είχε καταγράψει στις αρχές της δεκαετίας του ’10 ο Ν. Γ. Παπαδάκις, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. Τα τεχνικά όμως έργα που είχαν πραγματοποιηθεί στην περιοχή μετά το 1935, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκε και ο δρόμος που συνδέει το Δισπηλιό με την Καστοριά, είχαν ως αποτέλεσμα την πτώση της στάθμης της λίμνης Ορεστίδας, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά από τον Κεραμόπουλο, και την αποκάλυψη ενός σημαντικού αριθμού πασσάλων που αποτέλεσαν και την αφορμή της έρευνας (Eικ. 2). Τους πασσάλους αυτούς προσπάθησε στα 1940 να διερευνήσει ανοίγοντας τάφρους «…μέχρις της
Καστοριά, αρ. φύλ. 769, 28.08.1938, Αντ. Κεραμόπουλος, «Σπουδαιόταται αρχαιολογικαί ανακαλύψεις. Ο καθηγητής Αντ. Κεραμόπουλος ανεκάλυψε παρά το Νησί 2 χωριά κτισθέντα προ 4.000 ετών. Το γεγονός ετηλεγραφήθη εις το Υπουγείον», σελ. 1. 13 Άλλωστε ο ίδιος αναχώρησε από την Καστοριά στις 29 Αυγούστου, γεγονός που αναγγέλλεται από την εφημερίδα Καστοριά, αρ. φύλ. 770, 04.09.1938, Ο κ. Κεραμόπουλος, σελ. 4. Η πληροφορία αυτή θα πρέπει να είναι αληθινή, γιατί ο Κεραμόπουλος φαίνεται ότι είχε κάποιου είδους σχέση με το έντυπο αυτό, αφού ήδη από το 1932 δημοσιεύει άρθρα του, Καστοριά, αρ. φύλ. 489, 21.08.1932, Αντ. Κεραμόπουλος, «Δια την Ιστορίαν της Καστοριάς. Ορεστικόν ΄Άργος-Διοκλητιανούπολις-Καστοριά Α΄», σελ. 1-2, αρ. φύλ. 490, 28.08.1932, Αντ. Κεραμόπουλος, «Δια την Ιστορίαν της Καστοριάς. Ορεστικόν ΄Άργος-Διοκλητιανούπολις-Καστοριά Β΄», σελ. 1-2). 14 Αυτή υπήρξε η δεύτερη έρευνά του. Για την πρώτη, τις μόνες πληροφορίες που παραθέτει συνοπτικά είναι τι ευρήματα είχε και τη χρονολόγησή τους, που την τοποθετεί στη νεολιθική εποχή ενώ ιδιαίτερα φειδωλός υπήρξε στα στοιχεία που αφορούν το ακριβές τοπογραφικό σημείο της θέσης. 12
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
13
Εικ. 2
στάθμης του πυθμένους του γειτονικού μέρους της λίμνης και εύρομεν εις το βάθος πασσάλους και λίθινα εργαλεία ως εις την συνεχόμενην λιμναίαν κώμην» (Κεραμόπουλος 1940: 22-3). Περιγράφοντας την επίχωση που ανέσκαψε, τη χαρακτηρίζει ως «επακτή γη» την οποία μετέφεραν εκεί οι μεταγενέστεροι κάτοικοι της θέσης, που σχετίζονται χρονολογικά με την κατασκευή του τείχους. Στη συνέχεια όμως αυτή η ερμηνεία διαψεύστηκε από της μεταγενέστερες συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες. Από το ίδιο κείμενο μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το επιστημονικό ενδιαφέρον του Κεραμόπουλου επικεντρώθηκε κυρίως στη χρονολόγηση του τείχους, γι’ αυτό και οι έρευνές του δεν είχαν συνέχεια.
ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΕΣ ΈΡΕΥΝΕΣ
Από το ταξίδι (;) του Χρ. Τσούντα στην Ιταλία για να μελετήσει τους τρόπους έρευνας των Λιμναίων Οικισμών, το οποίο όπως προανέφερα δε γνωρίζουμε αν τελικά πραγματοποιήθηκε, έως τη δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα του Αντ. Κεραμόπουλου στη θέση «Νησί» του Δισπηλιού στα 1940, για την οποία υπάρχουν γλαφυρές περιγραφές στα ΠΑΕ της αντίστοιχης χρονιάς, μεσολάβησαν περίπου 40 χρόνια, όπως πέρασαν και άλλα 52 για να αρχίσουν οι σύγχρονες συστηματικές ανασκαφικές έρευνες, που βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη (2008), από το
15
Εικ. 3
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης με την επιστημονική ευθύνη του καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη15. Στο διάστημα όμως που μεσολάβησε σποραδικά δημοσιεύματα στον τοπικό Τύπο, μας αποκαλύπτουν πως το γεγονός δε λησμονήθηκε εντελώς σε τοπική, τουλάχιστον, κλίμακα. ΄Έτσι δεν είναι χωρίς σημασία να σημειωθεί ότι σε άρθρο της εφημερίδας «Ορεστιάς» στα 1952 (Eικ. 3) καταγράφεται η πικρία του συντάκτη για την ολιγωρία της πολιτείας όσον αφορά την έρευνα του Λιμναίου οικισμού «…και ενώ υπάρχουν σπουδαία λείψανα αυτού υπό την εκεί γην, δεν έγιναν συστηματικαί ανασκαφαί, ενώ και εν λίθινον εργαλείον να ευρεθή αλλού ολόκληρος επιστημονική αποστολή διοργανούται και εκστρατεύει προς ανασκαφήν και μελέτην του τόπου» (Ορεστιάς, αρ. φύλ. 303, 19.10.1952, Ιωάννης Μπακάλης, Ο Λιμναίος Οικισμός του Δισπηλιού, σελ. 1-2). Το
Πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικές είναι και οι έρευνες που πραγματοποίησε στην ίδια θέση και ο καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής Ν. Μουτσόπουλος και, ιδιαίτερα, η μελέτη του τείχους των ιστορικών χρόνων, το οποίο ο Κεραμόπουλος χαρακτηρίζει ως έργο του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Για τις έρευνες αυτές πρβλ. Μουτσόπουλος 1974: 280-330 και Μουτσόπουλος 1993.
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
14
Εικ. 4
ενδιαφέρον για τη θέση αναθερμάνθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 (1966), όταν η πτώση της στάθμης της λίμνης, έπειτα από ένα επεισόδιο ανομβρίας, είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση εκατοντάδων πασσαλών, τους οποίους αποτύπωσε και απαθανάτισε φωτογραφικά ο καθηγητής Ν. Μουτσόπουλος, στο πλαίσιο των προσωπικών του ερευνών στην περιοχή της Καστοριάς. Το υλικό αυτό, συνοδευόμενο από μια συνοπτική αναφορά, απέστελε στον τότε γενικό επιθεωρητή των αρχαιοτήτων, καθηγητή Σπ. Μαρινάτο, ο οποίος δράττοντας την ευκαιρία αφιέρωσε λίγες σελίδες το 1968 στα «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών» (Μαρινάτος 1968: 166), επισημαίνοντας τη σπουδαιότητα των ευρημάτων του λιμναίου «συνοικισμού» αλλά και τις δυσκολίες ανασκαφής του, εξαιτίας της λίμνης16. Η σύγχρονη έρευνα άρχισε στα 1992 ως δοκιμαστική με 4 ανασκαφικά σκάμματα στην ανατολική περιοχή της θέσης «Νησί» (Eικ. 4) και συνεχίζεται από το 1993 μέχρι σήμερα ως συστηματική πανεπιστημιακή ανασκαφή με την οριζόντια επέκτασή της. Καθοριστικός βέβαια παράγοντας της ομαλής ανάπτυξής της στον κατακόρυφο άξονα, για τον εντοπισμό στρωματογραφικών στοιχείων, καθώς και την οριζόντια διερεύνηση των αρχαιότερων οικιστικών φάσεων, αποτελεί ο υδροφόρος ορίζοντας, γιατί η 16
στάθμη του γίνεται πολλές φορές αιτία ανατροπής των ανασκαφικών προγραμμάτων. Ο σκοπός της έρευνας δεν ήταν απλώς να συλλεγεί ένας ακόμη αριθμός προϊστορικών ευρημάτων (κεραμεικών θραυσμάτων, εργαλείων, ειδωλίων, κοσμημάτων κ.ά.) από έναν νεολιθικό οικισμό που αναπτύχθηκε σε μια ιδιαίτερη θέση, αλλά ως στόχοι καθορίστηκαν: (α) ο χρονολογικός προσδιορισμός του, δηλαδή, να εντοπιστούν τα στοιχεία εκείνα που θα μας οδηγήσουν με ασφάλεια να προσδιορίσουμε το χρόνο της δημιουργίας του καθώς και τη διάρκειά του και εκείνα που μας οδηγούν στο συμπέρασμα για το πότε ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και για ποιο λόγο, (β) η μελέτη της ενδοκοινοτικής οργάνωσης καθώς και οι χρήσεις του χώρου μετά από την αποκάλυψη μεγάλου τμήματος του οικισμού. ΄Άλλωστε σε αυτό συνετέλεσε η άποψη των ανασκαφέων ότι το αρχαιολογικό αυτό δείγμα θα μπορούσε να προσφέρει σημαντικές πληροφορίες, χρήσιμες για τη συστηματική μελέτη και ερμηνεία των τρόπων οργάνωσης και ανάπτυξης της ζωής κατά τη Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα κάτω από την επίδραση ενός σημαντικού περιβαλλοντικού στοιχείου, όπως είναι το νερό μιας μεγάλης και πλούσιας λίμνης, η οποία θα αποτελούσε ασφαλώς μια από τις βασικές πηγές τροφοπρομήθειας των κατοίκων του οικισμού, (γ) η έρευνα της οργάνωσης της οικονομίας και της τεχνολογικής εμπειρίας των προϊστορικών γεωργοκτηνοτρόφων του Δισπηλιού και, τέλος, (δ) η μελέτη της ιδεολογίας τους. ΄Έως σήμερα έχουν ανασκαφεί συνολικά 5.250 τ.μ. (Eικ. 5), από μία έκταση περίπου 17.000 τ.μ. της θέσης «Νησί». Στην προϊστορική εποχή χρονολογούνται με ασφάλεια οι επιχώσεις των τριών τομέων (Δυτικός, Ανατολικός και Νότιος) που αναπτύσσονται από το κέντρο και προς τα ανατολικά της
Για το πρόβλημα αυτό, κατά την άποψη του Μαρινάτου, δύο ήταν οι πιθανές λύσεις. Η πρώτη συνδέεται με την πτώση της στάθμης της λίμνης που θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη διοχέτευση των νερών της προς τον Αλιάκμονα ενώ η δεύτερη είναι πιο ρηξικέλευθη, αφού προτείνει τη μεταφορά στην περιοχή των «συρρευσάντων βατραχανθρώπων» ανά την Ελλάδα, ώστε να πραγματοποιηθεί ενάλια ανασκαφή. Και η πρόταση αυτή έχει ένα διττό αποτέλεσμα, αφού έτσι θα περιοριστούν και οι παράνομες καταδύσεις τους.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
15
Εικ. 5
Εικ. 6
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
16
Εικ. 7
θέσης και καλύπτουν έκταση 1.950 τ.μ. Διακρίθηκαν με βάση τα στρωματογραφικά δεδομένα σε συνδυασμό με τα σταθερά και τα κινητά ευρήματα τρεις πολιτισμικές φάσεις (οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως «λιμναία», «αμφίβια» και «χερσαία») που συμπεριλαμβάνουν επιμέρους οικιστικά επεισόδια. Οι φάσεις προσδιορίζονται από τη σχέση του οικισμού με τη λίμνη, άρα και τις παραγωγικές δραστηριότητες των κατοίκων που καθορίζονται από τη σχέση αυτή. Διαπιστώθηκε με βάση τη σχετική χρονολόγηση ότι ο οικισμός χρονολογείται στο τέλος της Μέσης και στη Νεότερη Νεολιθική εποχή. Οι αρχαιολογικές επιχώσεις στις οποίες αντιπροσωπεύονται αρχίζουν από τα 0,40 μ. και σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τα 2,20 μέτρα (Ανατολικός Τομέας), χωρίς να έχει έως σήμερα αποκαλυφθεί το φυσικό έδαφος σε κάποια ανασκαφική περιοχή. Και η απουσία αυτή οφείλεται κυρίως στη γειτνί-
Εικ. 8
αση της θέσης με τη λίμνη και τον «κατακλυσμό» του βαθύτερου Τομέα από τα νερά της. Ωστόσο σε κάποιες ανασκαφικές περιόδους (1997, 2001 και 2002), εξαιτίας της ξηρασίας, δόθηκε η δυνατότητα να διερευνηθούν οι αρχαιότερες επιχώσεις του οικισμού και κατά τόπους να αποκαλυφθούν «κατασκευές» και κινητά ευρήματα, στην πλειοψηφία τους θραύσματα κεραμεικών σκευών, που ως προς το σχήμα αλλά και τη διακόσμηση διαφοροποιούνται αισθητά των αγγείων που χαρακτήριζαν την έως τότε αρχαιότερη («λιμναία») φάση κατοίκησης του οικισμού. ΄Όσον αφορά τη χρονολόγηση αυτών των ευρημάτων που θα στηρίξουν τη μελλοντική έρευνα, όπως προκύπτει και από τη σχετική βαλκανική βιβλιογραφία, θα πρέπει να ενταχθούν στις τελευταίες φάσεις της Αρχαιότερης ή στις πρώιμες της Μέσης Νεολιθικής (Eικ. 6). Ο οικισμός δηλαδή κατά πάσα πιθανότητα αναπτύσσεται σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της Νεολιθικής εποχής, αφού ανασκαφικά δεν έχει εντοπιστεί φάση εγκατάλειψης. Η ιδιαιτερότητα όμως της θέσης και ο καταλυτικός ρόλος του νερού στην αποθετική διαδικασία δημιουργούν ταφονομικές συνθήκες που μακροσκοπικά δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βεβαιότητα. Τέλος, όσον αφορά τη χρονολόγηση των επιχώσεων του οικισμού συνολικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι εντοπίστηκαν και αρχαιολογικά στρώματα που χρονολογούνται στη Χαλκοκρατία. Αρκετά στοιχεία (κυρίως
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Εικ. 9
θραύσματα κεραμεικής) για την εγκατάσταση αυτής της εποχής εντοπίστηκαν στις ανώτερες επιχώσεις της θέσης. Αποθέσεις όμως, που να χρονολογούνται με ασφάλεια σε αυτήν, ανασκάφθηκαν για πρώτη φορά το 2004 στα νότια του ανασκαφικού χώρου (Νότιος Τομέας). Βέβαια, εκτός από ορισμένες πασσολότρυπες και κάποιες κατασκευές που αποκαλύφθηκαν, δε βρέθηκαν σαφή
17
αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, συλλέχθηκαν όμως χάλκινα αντικείμενα (σμίλη, χάλκινα ελάσματα και βελόνα), καθώς και μεγάλη ποσότητα χαρακτηριστικής για την εποχή κεραμεικής, όπως κανθαρόσχημα αγγεία κ.ά. (Eικ. 7). Σημαντικές ποσότητες κεραμεικών θραυσμάτων που χρονολογούνται στην ίδια εποχή εντοπίστηκαν σε ανασκαφικές τομές, που διερευνώνται έως σήμερα, για την αποκάλυψη του λίθινου περιβόλου που περιμετρικά οριοθετεί τη θέση και εντοπίζεται ανατολικότερα του τείχους των ιστορικών χρόνων. Παρόμοια ευρήματα εντοπίστηκαν και στα δυτικά, κατά τη διερεύνηση της λίθινης υποδομής (Eικ. 8) (Σταυριδόπουλος & Σιάνος 2008). Ο χώρος άλλωστε δεν εγκαταλείπεται ποτέ, όπως προκύπτει από τα διάφορα μεταγενέστερα ευρήματα που εντοπίζονται στις ανώτερες επιχώσεις. Οι χρήσεις του αλλάζουν, με τε-
Εικ. 10
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
18
Εικ. 11
λευταίες αυτή του ποδοσφαιρικού γηπέδου της τοπικής ομάδας έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και των πανηγυρικών συναθροίσεων της παρακείμενης εκκλησίας έως σήμερα. ΄Όσον αφορά τα αποτελέσματα των δειγμάτων 14C, αυτά τροφοδοτούν έως αυτήν τη στιγμή μια μακρά συζήτηση που σε μερικές περιπτώσεις αγγίζει την αξιοπιστία των αποτελεσμάτων της σχετικής διαδικασίας χρονολόγησης και συγκεκριμένα εκεί όπου οι τιμές δε συμφωνούν με τις σχετικές χρονολογήσεις που προκύπτουν από τα κινητά ευρήματα της ανασκαφής.
Ένας άλλος στόχος της ανασκαφικής έρευνας, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ήταν η διερεύνηση της οριζόντιας ανάπτυξης του οικισμού στις επιμέρους πολιτισμικές φάσεις. Με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα φαίνεται ότι η σχέση του οικισμού με τη λίμνη μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου, γεγονός που οδήγησε και στη συγκεκριμένη επιλογή χρήσης των παραπάνω χαρακτηρισμών. Το συμπέρασμα είναι ότι το προϊστορικό Δισπηλιό είναι μια τυπική πασσαλόπηκτη Λιμναία εγκατάσταση με σχετικά πυκνή δόμηση στις πρωιμότερες φάσεις της, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία του ανθρωπογενούς εξάρματος και ενδεχομένως με σταδιακή ανάπτυξη προς τα ανατολικά και νότια (Eικ. 9). Ισχυρές ενδείξεις της ανάπτυξης αυτής αποτελούν τα διάσπαρτα επιφανειακά ευρήματα έξω από τον ανασκαφικό χώρο. Αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος αριθμός ένυδρων ξύλινων κατακόρυφων δομικών στοιχείων (πάσσαλοι) καθώς και κάποια οριζόντια που διατηρήθηκαν σε καλή κατάσταση, επειδή το ταφονομικό τους περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αναερόβιες συνθήκες. Τα ξύλα αυτά σχετίζονται, στην πλειοψηφία τους, με τα σπίτια των νεολιθικών γεωργοκτηνοτρόφων των πρώιμων οικιστικών επεισοδίων (Eικ. 10). Στο χώρο που ανασκάφθηκε, περίπου 450 τ.μ., εντοπίστηκαν κατάλοιπα στρώματος καταστροφής (εκτεταμένες συγκεντρώσεις διαφορετικής σύστασης πήλινων δομικών
Εικ. 13
19 Εικ. 12
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
20
στοιχείων με αποτυπώματα από σημεία της ανωδομής των σπιτιών και μεγάλες ποσότητες από θραύσματα κεραμεικών σκευών και εργαλείων), που αντιστοιχούν σε δύο τουλάχιστον τέτοιους χώρους δραστηριότητας. Έχει αποκατασταθεί ένας σημαντικός αριθμός αγγείων που αποτελούσαν την οικοσκευή τους ενώ βρέθηκαν και αποκαταστάθηκαν τμήματα κατασκευών καθώς και σκεύη (κυρίως μεγάλων διαστάσεων) που είναι κατασκευασμένα από πηλό παρόμοιο με αυτόν που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό. Τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας και εντάσσονται στη μεσαία φάση («αμφίβια») του οικισμού είναι αποσπασματικά. Ο οικισμός συνεχίζει να είναι πασσαλόπηκτος. Σε αρκετές περιπτώσεις οι πασσαλότρυπες που εντοπίζονται, κατά εκατοντάδες, καταλήγουν σε πασσάλους που αποτελούν την αιτία κάποιων τοπικών διαταραχών των υποκείμενων στρωμάτων. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι η περίπτωση στην οποία ένας πάσσαλος διαπερνάει ένα ολόκληρο αγγείο για να συνεχιστεί η έμπηξή του (Eικ. 11). Δεν παρατηρούνται μεγάλες ανατροπές στο σχηματολόγιο των αγγείων, διαπιστώνονται όμως σταδιακές αλλαγές στις διακοσμητικές τεχνικές, με την επικράτηση της μελανοστεφούς κεραμεικής, η οποία συνδυάζεται και με άλλες τεχνικές διακόσμησης, όπως η αυλακωτή. Η κεραμεική αυτή κατηγορία κυριαρχεί και στην τελευταία φάση κατοίκησης του οικισμού. Συγκεκριμένες κατόψεις έως σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί, γεγονός που σχετίζεται και με τη διαδικασία δημιουργίας του ανθρωπογενούς ιζήματος. Η εικόνα του χώρου συμπληρώνεται από ένα σημαντικό αριθμό λάκκων, επιμέρους κατασκευών που σχετίζονται με όλο το φάσμα των οικοτεχνικών δραστηριοτήτων των νεολιθικών κατοίκων του οικισμού καθώς και κάποιων ανοιχτών εστιών. Τα κινητά ευρήματα είναι αρκετά και εντάσσονται στις γνωστές κατηγορίες (εργαλεία, θραύσματα αγγείων, ειδώλια, οικοδομικά υλικά κ.ά.) για τη Νεότερη Νεολιθική και η μελέτη τους εί-
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
ναι σε εξέλιξη. Κατά την τελευταία φάση της Νεολιθικής αρχικά υπήρχε η εντύπωση ότι η χρήση του χώρου περιορίζεται και εντοπίζεται προς το κέντρο της θέσης στο υψηλότερο σημείο της τούμπας, που είχε διαμορφωθεί από τις προγενέστερες ανθρωπογενείς αποθέσεις. Η ανασκαφή όμως του 2008 έδωσε νέα στοιχεία, αφού εντοπίστηκαν στρώματα που χρονολογούνται στις φάσεις αυτές σε τομές που ανασκάφθηκαν στα ανατολικά ανάμεσα στο τείχος και στον περίβολο. Ανασκάφθηκε στρώμα καταστροφής και εντοπίστηκαν πήλινα δομικά στοιχεία με διαφορετικού τύπου αποτυπώματα κυρίως από αχυροπηλό και πασσαλότρυπες που ορίζουν χώρους οικοτεχνικής δραστηριότητας καθώς και 7 φούρνοι, κάποιοι από αυτούς με ενδείξεις επισκευών (Eικ. 12). Αν και η διαδικασία αποκατάστασης των αγγείων δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, παρόλα αυτά θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι η κεραμεική παραγωγή εξελίσσεται ομαλά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζουν σχήματα που εμφανίζονται για πρώτη φορά και σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν έναν καθοριστικό οδηγό στο διαχωρισμό των επιμέρους στρωματογραφικών διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται χωρικά. Τα κλειστά αυτά σύνολα μας δίνουν πολύτιμες πληροφορίες για την οργάνωση των τροφοπαρασκευαστικών κατασκευών που σε συνδυασμό με τα συγκείμενά τους μας παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την ερμηνεία των επιμέρους χώρων. Στην ίδια περιοχή, αλλά σε ψηλότερο επίπεδο, ανασκάφθηκαν δύο ανδρικές ταφές ενώ βρέθηκαν και τέσσερα αγγεία με υπολείμματα καμένων ανθρώπινων οστών που, όπως προκύπτει από την μακροσκοπική εξέταση, φαίνεται να ανήκουν σε μικρά παιδιά. Τα δύο από τα τέσσερα αγγεία φέρουν διακόσμηση, το πιο χαρακτηριστικό είναι ένα τροπιδωτό κλειστό αγγείο με λαιμό που έχει μελανοστεφή και εμπίεστη διακόσμηση και μπορεί να χρονολογηθεί με ασφάλεια στην τελευταία περίοδο της Νεολιθικής (Eικ. 13).
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Εικ. 14
Η μελέτη της οικονομίας και της τεχνολογίας του οικισμού βασίστηκε σε ένα μεγάλο αριθμό εργαλείων, πήλινων αντικειμένων που ερμηνεύονται ως υφαντικά ή αλιευτικά εργαλεία και κεραμεικών σκευών που εντάσσονται στις γνωστές για τη Νεολιθική εποχή κατηγορίες. Διαπιστώθηκε ότι το σύνολο σχεδόν των εργαλείων από πέτρα (ποικίλης γεωλογικής προέλευσης), κόκαλο, κέρατο και πηλό είναι κατασκευασμένα από πρώτη ύλη που έχει τοπική προέλευση και ως ένα βαθμό μπορεί να αποκατασταθεί με ασφάλεια η «αλυσίδα παραγωγής» τους. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι απουσιάζουν και τα τέχνεργα εκείνα που προέρχονται από
21
Εικ. 16
απομακρυσμένες περιοχές, όπως είναι εργαλεία από οψιανό ή αντικείμενα από το όστρεο Spodylus gaederopus και τοποθετούν και το Δισπηλιό σε ένα περισσότερο ή λιγότερο εκτεταμένο δίκτυο οικισμών που επικοινωνεί και ανταλλάσει προϊόντα χρηστικά ή συμβολικής αξίας. Στο Δισπηλιό έχει επίσης αποκατασταθεί, όπως σημειώθηκε και παραπάνω, ένας σημαντικός αριθμός κεραμεικών σκευών που παρουσιάζουν μια μεγάλη ποικιλία σχημάτων και είναι κατασκευασμένα, στην πλειοψηφία τους, από τέσσερα διαφορετικά είδη κεραμεικής ύλης. Βρέθηκαν αγγεία που σχετίζονται με την τροφοπαρασκευή (μαγειρικά σκεύη), την
Εικ. 15
22
προσφορά και την κατανάλωση της τροφής καθώς και ένα σύνολο αποθηκευτικών αγγείων που η κατασκευή τους επιβαλλόταν, ασφαλώς, από το περίσσευμα των προϊόντων που δεν καταναλώνονταν από τα μέλη της κοινότητας στο πλαίσιο των καθημερινών αναγκών τους, και γι’ αυτό έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος τα προϊόντα αυτά, αποτέλεσμα οργανωμένης παραγωγής και τροφοσυλλογής, ή να αποθηκευτούν για να καταναλωθούν αργότερα, ή να ανταλλαγούν με άλλα, που πιθανόν περίσσευαν σε άλλους γειτονικούς οικισμούς. Μια τέτοια διαδικασία έχει μεγάλη οικονομική σημασία, γιατί θα μπορούσε να συνδεθεί με την αρχή της σκόπιμης παραγωγής του περισσεύματος, με σκοπό τη συστηματική διεύρυνση των ανταλλαγών και τη σταδιακή «θεσμοποίηση» μιας «πρωτόγονης αγοράς». Υπάρχει βέβαια η πιθανότητα η επικράτηση αυτού του τρόπου αποθήκευσης, σε πιθάρια, να επιβλήθηκε από τον ίδιο το χαρακτήρα της εγκατάστασης, αφού το σύνολο των αγγείων προέρχεται από συγκεκριμένο ανασκαφικό ορίζοντα που συνδέεται με τη «λιμναία» φάση του οικισμού, για την οποία επικρατεί η αντίληψη ότι οι οικιστικές μονάδες αναπτύσσονταν πάνω σε πλατφόρμες ομαδικά ή αυτόνομα. Αυτό το γεγονός δηλαδή, δε έδινε το δυνατότητα στους γεωργοκτηνοτρόφους του Δισπηλιού να χρησιμοποιούν αποθηκευτικούς λάκκους και γι’ αυτό το λόγο «εξειδικεύτηκαν» στην κατασκευή μεγάλων πιθαριών ή άλλων αποθηκευτικών κατασκευών, όπως είναι οι θήκες, τμήματα των οποίων έχουμε αποκαταστήσει, για τη διατήρηση των προϊόντων που τους περίσσευαν. Όσον αφορά την τροφοπαρασκευή θα πρέπει να επισημανθεί ότι διαπιστώσαμε, με βάση την ποικιλία των σχημάτων που έχει αποκαλυφθεί, ότι στο Προϊστορικό Δισπηλιό είχαν δημιουργηθεί οι αντικειμενικές συνθήκες για τη δυνατότητα επιλογής όχι μόνον ανάμεσα σε διαφορετικούς τρόπους παρα-
17
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ σκευής της τροφής, αλλά και ανάμεσα σε διαφορετικά είδη διατροφής. Το συμπέρασμα αυτό, βέβαια, προκύπτει και ενισχύεται, ιδιαίτερα, από την ποικιλία των διατροφικών καταλοίπων, τους απανθρακωμένους καρπούς, τα οστά οικόσιτων και άγριων ζώων καθώς και από τα ευρήματα που σχετίζονται με τις αλιευτικές δραστηριότητες του οικισμού. Υλικά που αποτελούν τα συγκεκριμένα αντικείμενα μελέτης των προϊόντων της ανασκαφικής έρευνας. Τέλος πρέπει να γίνει αναφορά και σε μια ειδική ομάδα ευρημάτων που αποδίδονται στην ιδεολογική συμπεριφορά των κατοίκων. Και αυτή ακριβώς η συμπεριφορά αντανακλάται κατά την άποψη της επιστημονικής ομάδας σε κατηγορίες ευρημάτων, όπως είναι τα κοσμήματα, τα ειδώλια, τα διακοσμητικά θέματα των αγγείων και κάποιοι ιδιαίτεροι τύποι αγγείων η χρήση των οποίων δεν είναι κατανοητή καθώς και σε ένα μικρό σύνολο των ταφικών ευρημάτων στα οποία έγινε αναφορά παραπάνω και σε δύο ακόμα παιδικές ταφές17 που βρέθηκαν σε βάθος 80 περίπου εκατοστών και σε έναν αριθμό διάσπαρτων ανθρώπινων οστών που εντοπίστηκαν ανάμεσα στο υπόλοιπο οστεολογικό υλικό του Δυτικού Τομέα. ΄Έως σήμερα έχει δημιουργηθεί μια πολύ σημαντική συλλογή τέτοιων κινητών ευρημάτων που είναι κατασκευασμένα από διαφορετικής προέλευσης υλικά και περιλαμβάνει, εκτός από τις κατηγορίες που ήδη αναφέρθηκαν, τέσσερα αντικείμενα παραγωγής ήχου (μελωδία;) από κόκκαλο και πηλό, τμήμα επεξεργασμένου ξύλου στην επιφάνεια του οποίου έχουν χαραχθεί οριζόντια και κάθετα σημεία που μερικά από αυτά θυμίζουν τα σήματα της Γραμμικής Α γραφής, καθώς και πήλινα και κοκάλινα αντικείμενα με παρόμοια χαράγματα (Εικ. 14). ΄Όλα εντάσσονται σε δραστηριότητες σχετικές με την «ιδεολογική» ζωή των κατοίκων του οικισμού. Δηλαδή, τις δραστηριότητες εκείνες που δεν έχουν άμεση σχέση ούτε με την οργάνωση του χώρου, ούτε με την οικονομία.
Προκαταρκτική μελέτη για το συγκεκριμένο οστεολογικό υλικό πραγματοποιήθηκε από την Δρ. Ειρήνη Πετρουτσά.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Θα πρέπει επιπλέον να σημειωθεί ότι από την αρχή βασικό στοιχείο του στρατηγικού στόχου της έρευνας, ήταν να μη μείνει η ανασκαφική διαδικασία και, προπαντός, τα συμπεράσματά της, τελικά ή όχι, ένα κλειστό ερευνητικό γεγονός. Θα έπρεπε, κι αυτό εντασσόταν οργανικά στο πλαίσιο της συλλογικής ερευνητικής προσπάθειας, να μετατραπεί η αρχαιολογική πληροφορία σε συγκεκριμένο ιστορικό λόγο. Να μετατραπεί, με άλλα λόγια, μέσω της δημοσιοποίησης των ανασκαφικών αποτελεσμάτων σε κοινωνικό αγαθό (Χουρμουζιάδης 1996, Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ., 2002). Δηλαδή το αρχαιολογικό υλικό, όπως αυτό προκύπτει από την ανασκαφή, επεξεργασμένο συστηματικά και ενταγμένο μέσα στις επιμέρους λει-
23
τουργικές ενότητες (χώρος, οικονομίατεχνολογία, ιδεολογία) να αποκτήσει την ιστορική και, προπαντός, την κοινωνική του σημασία και να μετουσιωθεί σε πολιτιστική πληροφορία. Ένα μέρος αυτού του στόχου έχει πραγματοποιηθεί με τη δημιουργία της μικρής Συλλογής εικόνων και ευρημάτων από την ανασκαφή που λειτουργεί από το 1995 στο πλαίσιο του εργαστηρίου της ανασκαφής (Εικ. 15), του Οικομουσείου (Εικ. 16), του Ανασκαφικού Πάρκου που τώρα οργανώνεται και με την κατάθεση της μουσειολογικής μελέτης για την ίδρυση και τη λειτουργία ενός εξειδικευμένου Κέντρου Έρευνας και Τεκμηρίωσης Προϊστορικού Λιμναίου Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς.
24
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλματζή, Α. 1998 Οι αρχαίες γραπτές πηγές και οι πολιτισμοί του νερού. Στο Η Προϊστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληματισμοί, Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου στη Μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη, Θεσσαλονίκη-Καστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998: 17-20. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Δισπηλιό Καστοριάς 1994 Δισπηλιό Καστοριάς. Καστοριά: ΄Έκδοση Εκπολιτιστικού Συλλόγου Δισπηλιού. Κεραμόπουλος, Αντ. 1927-28 Μακεδονία Προϊστορική. Αρχαιολογική Εφημερίς: 210-18. 1932 Ανασκαφαί και έρευναι εν τη ΄Άνω Μακεδονία, Αρχαιολογική Εφημερίς: 48-133. 1937 Μακεδονικά εγχωρίου κατασκευής λίθινα εργαλεία. Αρχαιολογική Εφημερίς, μέρος Α΄: 36773. 1938 ΄Έρευναι εν τη Δυτική Μακεδονία. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 53-66. 1940 Ανασκαφή εν Καστορία. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 22-3. Μαρινάτος, Σπ. 1968 Ο λιμναίος συνοικισμός Καστοριάς. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών: 162-6. Μουτσόπουλος, Ν. 1974 Καστοριά. Ιστορία-Μνημεία-Λαογραφία από την ίδρυσή της μέχρι τον 10ο μ.Χ. αι. Προϊστορική, ιστορική και παλαιοχριστιανική εποχή. Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής Τμήμα Αρχιτεκτόνων τ. ΣΤ΄: 280 κ.εξ. 1993 Τα τείχη του Δισπηλιού. To Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 7: 1-12. Σταυριδόπουλος Γ. & Τ. Σιάνος 2008 Το Δισπηλιό «εν λίθοις φθεγγομένοις». To Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 20: 901-10. Τσαμίσης, Π. 1949 Η Καστοριά και τα Μνημεία της. Αθήνα. Φίνλαϋ, Γ. 1869 Παρατηρήσεις επί της εν Ελβετία και Ελλάδι Προϊστορικής Αρχαιολογίας. Τύποις Λακωνίας, Αθήναις. Fotiadis, M. 2006 Collecting prehistoric antiquities in the 19th century Aegean. In Mythos: La préhistoire égéenne du XIXe au XXIe siècle après J.-C. Actes de la table ronde internationale d’Athènes (21-2 novembre 2002) (éd. P. Darcque, M. Fotiadis & O. Polychronopoulou): 9-16. Athènes: Ecole française d’Athènes [Bulletin de Correspondance Hellénique Supplément 46]. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1996 Το Δισπηλιό Καστοριάς: ΄Ένας Λιμναίος Προϊστορικός Οικισμός. Θεσσαλονίκη: Κώδικας. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Δελτίο της Εθνικής Αγωγής αρ. φύλ. 10, 15.05.1900, σελ. 2. Εφημερίς αρ. φύλ. 117, 25.01.1874, σελ. 1. Καστοριά αρ. φύλ. 489, 21.08.1932 Αντ. Κεραμόπουλος, «Δια την Ιστορίαν της Καστοριάς. Ορεστικόν ΄Άργος-ΔιοκλητιανούπολιςΚαστοριά Α΄», σελ. 1-2. αρ. φύλ. 490, 28.08.1932 Αντ. Κεραμόπουλος, «Δια την Ιστορίαν της Καστοριάς. Ορεστικόν ΄Άργος-ΔιοκλητιανούπολιςΚαστοριά Β΄», σελ. 1-2. αρ. φύλ. 758, 12.06.1938 «Ο κ. Αντ. Κεραμόπουλος», σελ. 1. αρ. φύλ. 769, 28.08.1938 Αντ. Κεραμόπουλος, «Σπουδαιόταται αρχαιολογικαί ανακαλύψεις. Ο καθηγητής Αντ. Κεραμόπουλος ανεκάλυψε παρά το Νησί 2 χωριά κτισθέντα προ 4.000 ετών. Το γεγονός ετηλεγραφήθη εις το Υπουγείον», σελ. 1. αρ. φύλ. 770, 04.09.1938 «Ο κ. Αντ. Κεραμόπουλος», σελ. 4.
Ο ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΙΜΝΑΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
25
Ορεστιάς αρ. φύλ. 303, 19.10.1952 Ιωάννης Μπακάλης, «Ο Λιμναίος Οικισμός του Δισπηλιού», σελ. 1-2. Το ΄Άστυ αρ. φύλ. 2510, 10.11.1897 «Ακτίνες από το παρελθόν. Ελλάς προ χιλιετηρίδων. Περίεργα ιστορικά γεγονότα», σελ. 2. αρ. φύλ. 3404, 04.05.1900, σελ. 2. αρ. φύλ. 3418, 18.05.1900, σελ. 3. αρ. φύλ. 3465, 04.07.1900, σελ. 2.
26
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
Summary The prehistoric lakeside settlement of Dispilio, Kastoria: A first introduction Marina Sofronidou
This article is concerned with the history of research of Dispilio since the time of A. Keramopoulos (1938). The aims of current research are sited. Furthermore, specific observations relative to the incorporation of archaeological finds in the
fields of space economy-technology and ideology are developed. Special mention has been given to the stratigraphy of the settlement concerning the horizontal and vertical development of the site.
27
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ:
ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ ΤΟΠΙΟ, ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ*
Πόσα άλλα κρυμμένα βαθιά… Μανόλης Αναγνωστάκης, Υ.Γ.
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ Στην αρχαιολογική φιλολογία έχει επισημανθεί, πολλές φορές, ότι η ανασκαφή αποτελεί στην ουσία μια πράξη καταστροφής. Οι αρχαιολογικές ανασκαφικές τομές αλλοιώνουν το τοπίο στο οποίο πραγματοποιούνται και το απονεκρώνουν προσπαθώντας να συλλάβουν και να αδρανοποιήσουν το παρελθόν, καθαγιάζοντας την όλη παρέμβαση μέσα από την «ιερουργική», στη συνείδηση των ανθρώπων και πολλών αρχαιολόγων, πράξη της ανασκαφής. Ο παραπάνω καθαγιασμός γίνεται ισχυρότερος όταν αφορά το κλασικό αρχαιοελληνικό παρελθόν και πιο «μυστηριώδης» όταν αγγίζει τα όρια της ανθρώπινης προϊστορίας. Η αρχαιολογία, ως πολιτική και κοινωνικοοικονομική δράση, έχει άμεση σχέση με την παραγωγή και τον έλεγχο της μνήμης και αφορά τη διαχείριση του παρελθόντος στο παρόν. Ένας αρχαιολογικός τόπος μετασχη*
1
ματίζεται σ’ αυτό το πλαίσιο, και ιδίως όταν εντάσσεται σε μια περιφερειακή, μη προνομιούχα γεωγραφική περιοχή κοντά στα σύνορα, σε χώρο επένδυσης ποικίλων επιδιώξεων και προσδοκιών της τοπικής κοινωνίας1. Οι επιστήμονες αρχαιολόγοι αποτελούν τους διαμεσολαβητές στους οποίους επαφίεται η αρχαιολογική - ιστορική - τουριστική «ανάδειξη» του συγκεκριμένου χώρου. Δημιουργούν το δικό τους «φαντασιακό» τόπο σε σχέση με το παρελθόν της θέσης που ανασκάπτουν, έναν τόπο που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την αντίστοιχη πρόσληψη των ντόπιων κατοίκων ή των περαστικών επισκεπτών, φορτωμένο με τα δικά τους συναισθήματα και τις δικές τους ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Η ιδιοσυγκρασία και οι σχέσεις μεταξύ των μελών της αρχαιολογικής ομάδας, παράλληλα, επηρεάζουν τόσο την ανασκαφική μεθοδολογία όσο και τα αρχαιολογικά συμπεράσματα. Ενώπιον αυτής της αρχαιολογικής
Το παρόν κείμενο αποτελεί μια πιο εκτεταμένη διαπραγμάτευση ανακοίνωσης με τίτλο «Το τοπίο που πληγώνουμε: Επι-φανειακά ευρήματα και σκόρπια μνήμη από την ανασκαφή στο Δισπηλιό» η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του συμποσίου για το «Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη» Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2008. Για τις σχέσεις αρχαιολόγων - τοπικής κοινωνίας και επισκεπτών στο Δισπηλιό στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας βλ. Hourmouziadi & Touloumis, υ. ε.
28
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
Εικ. 1
«εξουσίας» οι μνήμες και τα συναισθήματα των ζώντων ανθρώπων που συνδέονται με τη σύγχρονη χρήση του τόπου στον οποίο πραγματοποιείται μια αρχαιολογική ανασκαφή, και αποτελούν μέρος της συγκρότησης των τοπικών τους ταυτοτήτων, περνούν σε δεύτερη μοίρα. Τα υπολείμματα αυτής της χρήσης, τα οποία, συνήθως, προκύπτουν στα λεγόμενα επιφανειακά ευρήματα μιας ανασκαφής, υποτιμώνται και παραμερίζονται ή, στην καλύτερη περίπτωση συλλέγονται, χάριν στατιστικής πληρότητας, και παραπετώνται, λερά και ασήμαντα, στη γωνιά κάποιας αποθήκης, υπακούοντας στις κυρίαρχες επιλογές της αρχαιολογικής έρευνας και των επικεφαλής αρχαιολόγων. Η θέση «Νησί» στο Δισπηλιό, δίπλα στη λίμνη της Καστοριάς, 7 χλμ. πριν από την ομώνυμη πόλη, στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Καστοριάς είναι ένας αρχαιολογικός τόπος, όπως αυτοί που περιγράφονται παραπάνω. Σ’ αυτό το χώρο (Εικ. 1) αναζητώνται οι εγγραφές της μνήμης και των συναισθημάτων ανθρώπων που άφησαν τα αποτυ-
πώματά τους εκεί, είτε διεξάγοντας αρχαιολογικές έρευνες, είτε χρησιμοποιώντας το «Νησί» για λόγους τουρισμού, αναψυχής, στρατοπέδευσης, εκδήλωσης θρησκευτικής πίστης ή οποιασδήποτε άλλης μορφής καθημερινής δράσης. Η σύγχρονη οργάνωση του χώρου, καθώς και ευρήματα των επιφανειακών στρωμάτων της ανασκαφής που παραπέμπουν σε περιόδους μετά το 1930-40, φωτογραφίες των κατοίκων που αποτυπώνουν στιγμές στο χώρο, σχόλια επισκεπτών του οικομουσείου, δημοσιεύματα εφημερίδων και γραπτά κείμενα αρχαιολόγων και μη, αποτελούν ένα σύνολο μέσω του οποίου επιχειρείται η ανάδειξη της σχέσης μνήμης, συναισθημάτων και αρχαιολογίας διυλισμένης μέσα από την αναμφισβήτητη και εγγενή δύναμη του παρελθόντος σε μια χώρα όπως η Ελλάδα. Επιφανειακά ευρήματα, τοπίο και μνήμη είναι οι τρεις άξονες στους οποίους κινείται η παρούσα προσέγγιση, ενώ η «Ιστορική Αρχαιολογία» (“Historical Archaeology”) και η «Αρχαιολογία του Τοπίου» (“Landscape Archaeology”) ως ξεχωριστοί επιστημονι-
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
κοί αρχαιολογικοί κλάδοι παρέχουν τα μεθοδολογικά και θεωρητικά εργαλεία για τη συζήτηση, τον έλεγχο, την αξιολόγηση και τεκμηρίωση, τελικά, των παρατηρήσεών μας.
2. ΤΟ ΤΟΠΙΟ
«Τόσο για τον αρχαιολόγο όσο και για τον ντόπιο κάτοικο το τοπίο αφηγείται - ή καλύτερα είναι - μια ιστορία. Εμπεριέχει τις ζωές και τους χρόνους των προγόνων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των γενεών, μετακινήθηκαν στο πλαίσιο του και έπαιξαν το δικό τους ρόλο στη διαμόρφωσή του. Γι’ αυτό η πρόσληψη του τοπίου είναι η επιτέλεση μιας πράξης μνήμης, και η μνήμη δεν αφορά τόσο πολύ την ανάκληση μιας εσωτερικής εικόνας, αποθηκευμένης στο μυαλό, όσο τη διασύνδεση της αντιληπτικότητας με ένα περιβάλλον που το ίδιο εγκυμονεί το παρελθόν. Οι κανόνες και οι μέθοδοι της διασύνδεσης των κατοίκων και του αρχαιολόγου θα διαφέρουν όπως θα διαφέρουν αντίστοιχα και οι ιστορίες που θα αφηγείται ο καθένας παρόλο που βασικά εμπλέκονται σε σχέδια του ίδιου τύπου» (Ingold 1993: 152-3, η μετάφραση του γράφοντα)
Το τοπίο, ως φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και ως χώρος εγγραφής των ανθρώπινων ιδεών έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης σε πολλούς τομείς των επιστημών του ανθρώπου. Βρίσκεται στο επίκεντρο από την εποχή του F. Braudel, ήδη, με τη διαπίστωσή του της σημασίας της «συνενοχής της γεωγραφίας με την ιστορία» για την ανάπτυξη του πολιτισμού, μέχρι πρόσφατες ιστορικές και ανθρωπολογικές-αρχαιολογικές παρατηρήσεις ότι η μνήμη χρειάζεται τη γη για να διατηρηθεί2 και ότι αποτελεί μια διαδικασία εμπλοκής της αντίληψης του υποκειμένου μ’ ένα περιβάλλον που «εγκυμονεί» το παρελθόν3. Ξεχωριστή σημασία έχει η ανάδειξη
2
3 4 5 6 7 8 9
Schnapp 1996: 24. Ingold 1993: 152. Βλ. για παράδειγμα Peckham 2008. Γουργουρής 2007: 203. Leontis 2005. Λεοντή 1998: 46-79. Λεοντή 1998: 25. Aston & Rowley 1974.
29
του τόπου ως πατρίδας4. Αναφέρεται στη «χωρική διάσταση της παράδοσης», στον «τόπο» τον οποίο φαντασιώνεται ένα έθνος και εκφράζεται μέσω αυτού. Τα μνημεία σ’ αυτήν την περίπτωση αποτελούν, ταυτόχρονα, τα μυθικά σημάδια ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πια στην πραγματική ζωή και ενός συμβολικού παρόντος που τα αναζωογονεί και τους προσδίδει τη σημασία που αυτό επιλέγει. Νοηματοδοτούν εξόχως, σ’ αυτό το πλαίσιο, τον πολιτισμικό χώρο και του προσδίδουν εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν αναγνωρίσιμο και σημαντικό και τον μετατρέπουν σε «πολιτισμικό κεφάλαιο»5. Μια παρόμοια προσέγγιση συνοδεύεται από εξιδανίκευση των χαρακτηριστικών του, όπως συνέβη με την περίπτωση του Αιγαίου από τους μοντερνιστές λογοτέχνες της γενιάς του ’306, μέσω του συσχετισμού λόγου και τόπου, γεγονός που επισημαίνεται από λογοτεχνικές προσεγγίσεις που αναπτύχθηκαν τελευταία, και συνοψίζονται στον όρο «τοπολογία»7. Η «τοπολογία» διερευνά τα δυο συνθετικά στοιχεία του πεδίου της ανθρώπινης δραστηριότητας: «τον λόγο που αναφέρεται σε έναν τόπο και τον τόπο (και ως γεωγραφική θέση και ως κοινό φιλολογικό τόπο) στον οποίο ο λόγος αυτός δίνει σχήμα μέσα από μια παράδοση αναφορών»8. ΄Όσον αφορά το αρχαιολογικό τοπίο δημιουργήθηκε την τελευταία τριακονταετία ο ειδικός κλάδος, της «Αρχαιολογίας του Τοπίου» Στη διατύπωση των επιδιώξεων του νέου αυτού κλάδου συμπεριλήφθηκε με σαφήνεια η ανάγκη να συνδεθεί η αρχαιολογία στο πεδίο (field archaeology) με την ιστορία του τοπίου (landscape history), διευρύνοντας τη μελέτη της αρχαιολογικής «θέσης» (site) με το πολύπλοκο, χρονικά μεταβαλλόμενο πολιτισμικό τοπίο9.
30
Το επόμενο βήμα ήταν η σύνδεση του υπό μελέτη αρχαιολογικού τοπίου με τους ανθρώπους που συνδέονται με αυτό τόσο στη συγχρονική όσο και στη διαχρονική διάσταση. Οι εκπρόσωποι της μεταδιαδικαστικής αρχαιολογίας εισήγαγαν, παράλληλα, φαινομενολογικές προσεγγίσεις υπερβαίνοντας μια προσανατολισμένη στο εύρημα «αρχαιολογία του τοπίου» και αναζητώντας τον άνθρωπο ως κοινωνικό υποκείμενο μέσα από την καθημερινή ζωή, την εμπειρία και την απόδοση νοήματος στο ανθρώπινο περιβάλλον, ως αποτέλεσμα, τελικά, σκόπιμων και νοηματικά σημασιοδοτημένων ανθρώπινων ενεργειών10. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύχτηκαν και θεωρητικά εργαλεία αποκωδικοποίησης και πρόσληψης του τοπίου, όπως αυτό της συμπαγούς μεταφοράς, σύμφωνα με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο χρησιμοποιώντας μη λεκτικά σχήματα που συνδέουν τον υλικό με το νοητικό κόσμο11. Στο αρχαιολογικό τοπίο, δηλαδή, εγγράφεται ο νοητικός μας κόσμος μέσα από τα υλικά, ανθρωπογενή και φυσικά, αντικείμενα που τον αποτελούν και τις απτές αναπαραστάσεις που τον συνοδεύουν. Οι μελέτες της κοινωνικής γεωγραφίας, παράλληλα, επισημαίνουν την πρόσληψη του τοπίου ως «ενσώματης» εμπειρίας η οποία εξαρτάται από τις αισθήσεις, τις οπτικές και τους αντιληπτικούς μηχανισμούς του υποκειμένου που σχετίζεται με αυτό, είτε ως θεατής, είτε ως δρων υποκείμενο μέσα στα όρια του12. Αυτή η «ενσώματη» εμπειρία, η οποία βιώνεται μέσω της φυσικής παρουσίας του ατόμου σ’ ένα τοπίο και κυμαίνεται από τις αγροτικές ασχολίες του κατοίκου του μέχρι την αναψυχή, το θαυμασμό, την περιήγηση στη φύση και δραστηριότητες φυσιολατρικού τύπου, προσθέτουν μια ενδιαφέρουσα παράμετρο όσον αφορά το 10 11 12 13 14 15
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
αρχαιολογικό τοπίο. Κάτοικοι της περιοχής, αρχαιολόγοι και επισκέπτες, επιτελούν εκ νέου το μνημονικό γεγονός διυλισμένο μέσα από την ταυτότητά τους και τις αντιλήψεις τους. Παρά τη δικαιολογημένη επιφυλακτικότητα και κριτική που έχει ασκηθεί απέναντι σε ανάλογες προσεγγίσεις από αρχαιολόγους που εκτιμούν τις παραδοσιακές μεθόδους της «αρχαιολογίας του πεδίου»13, δεν μπορεί να παραγνωριστεί η ενσωμάτωση σε οποιοδήποτε αρχαιολογικό χώρο αντιλήψεων, γνωμών, σκέψεων, στάσεων και αξιών των σύγχρονων, τουλάχιστον, ανθρώπων που έχουν άμεση σχέση μαζί του. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους συγκαταλέγονται όχι μόνο όσοι ενέγραψαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την ιστορικά προσδιορισμένη δράση τους σ’ ένα αρχαιολογικό τοπίο, αλλά και οι αρχαιολόγοι που το μελέτησαν και το μελετούν. Ακόμα και η παραδοσιακή αντίληψη της διαφοράς μεταξύ έρευνας στο πεδίο και αρχαιολογικής εργαστηριακής έρευνας θεωρείται ότι πρέπει να εκλείψει14.
3. ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ
«Θυμούμαι άρα υπάρχω»15 Μ. Αναγνωστάκης
Η μνήμη ή, καλύτερα, οι μνήμες συνιστούν πεδίο έντονου διαλόγου και αντιπαραθέσεων τα τελευταία χρόνια. ΄Έχουν επισημανθεί οι ιδιαίτερες παράμετροι που την/τις καθορίζουν σε σχέση με τη διαχείριση που υφίσταται από τη συγκεκριμένη κοινωνία που «θυμάται» κάθε φορά, όπως η «εργαλειοποίησή» της για την επίτευξη επιδιώξεων στο παρόν, η άνωθεν κατευθυνόμενη «επιλεκτικότητα» για το τι θυμάται και τι ξεχνά αυτή η κοινωνία, η «εμπρόθετη καλλι-
Βλ. ενδεικτικά Ingold 1993, Edmonds 1999, Thomas 1993, 2001, Tilley 1994, 1999, 2004. Bλ. επίσης, το ειδικό αφιέρωμα Landscape, Heritage and Identity στο περιοδικό Journal of Material Culture (2006), 11(1-2). Πρόκειται για εργαλείο αποκωδικοποίησης που εισήγαγε ο Tilley 1999 και χρησιμοποίησε, αναλύοντας την περίπτωση της Κνωσού, η Σολομών 2005, 2006. Βλ. Dora, della 2008. Fleming 2006. Βλ. ενδεικτικά Witmore 2004. συνέντευξη του ποιητή στον Π. Μπουκάλα στην Καθημερινή της 17/11/1992.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
έργεια της μνήμης», ή ο ρόλος των «μνημονικών» ιχνών και των «υλικών γεγονότων» στη συγκρότησή της16. Η αρχαιολογική έρευνα αντανακλά τη μνήμη των αρχαιολόγων, τη μνήμη των κατοίκων, τη μνήμη των επισκεπτών σε συνάρτηση με τον τρόπο που αυτή «εγγράφεται» στο συγκεκριμένο αρχαιολογικό χώρο και το τοπίο του. 3.1. Η μνήμη των αρχαιολόγων
«Ο καθηγητής Α. Κεραμόπουλλος το 1940 ανέσκαψε κατά την νοτίαν όχθην της λίμνης της Καστοριάς μεγάλην έκτασιν πασσαλοπήκτου συνοικισμού των νεολιθικών χρόνων, ανευρών περί τα 350 λίθινα εργαλεία, κατεσκευασμένα επί τόπου, τεμάχια λίθων οψιανών καιπυριτών, διαφόρων χρωμάτων και προελεύσεων, και όστρακα χονδρών αγγείων. Ενδιαφέρουσα υπήρξεν η επέκτασις της ανασκαφής εις συνεχόμενον περιτείχιστον χώρον, όστις προ ετών περιεβάλλετο υπό της λίμνης και ελέγετο Νησί. Δοκιμαστικαί τάφροι, ανοιγείσαι μέχρι της στάθμης του πυθμένος της λίμνης εις το ομαλόν επίπεδον του Νησιού τούτου, έφεραν εις φως πασσάλους και λίθινα εργαλεία, όπως και εις τον συνεχόμενον λιμναίον οικισμόν. Ο Κεραμόπουλλος έχει την γνώμην, ότι η γη του Νησιού, καθαρά λίθων και πλήρης οστράκων, είναι επακτή, το δε Νησί δεν είναι φυσικόν, άλλ’ έργον ανθρωπίνων χειρών. Εκ της ανασκαφής προέκυψεν επίσης ότι κατά την περιφέρειαν της χωσθείσης γης ερρίφθησαν ατάκτως επί της προσχώσεως αργοί λίθοι ως υποδομή του ορατού τείχους, το οποίον παρέχει ενδείξεις ότι κατασκευάσθη κατά τους ιστορικούς χρόνους. Ο Κεραμόπουλλος υποθέτει ότι και η τεχνητή νήσος και το τείχος είναι πιθανώς έργα του ρηξικέλευθου ηγεμόνος Αρχελάου (412-399 π.Χ.), πιστεύει δε ότι εκεί έκειτο η πόλις Άργος Ορεστικόν» 17
Η «επαναλαμβανόμενη» ανακάλυψη του Δισπηλιού στον 20ο αιώνα, από τον Ν. Παππαδάκι το 1913, μέχρι τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες του Α. Κεραμόπουλο (1932-1940) και τη νέα ανακάλυψη Μουτσόπουλου (1965-67) μέχρι τη σύγχρονη 16 17 18
31
ανασκαφή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη (1992 και εξής) ήταν στην ουσία μια ιστορία συνενοχής των περιβαλλοντικών συνθηκών και της έλξης που ασκούσαν και ασκούν τα «σημάδια του τόπου». Κάθε φορά που η ξηρασία οδηγούσε τη στάθμη της λίμνης σε υποχώρηση κάποιος περιοδεύων αρχαιολόγος ή μελετητής της Δυτικής Μακεδονίας και της Καστοριάς, παρατηρούσε τα υπολείμματα των ξύλινων προϊστορικών πασσάλων να εμφανίζονται και να επαληθεύουν τις διηγήσεις και τις περισυλλογές λίθινων εργαλείων των ντόπιων κατοίκων. Σημαντικά και ιστορικά ονόματα της ελληνικής αρχαιολογίας συνέδεσαν το όνομά τους με το Δισπηλιό. Η πρώτη αναφορά στο Δισπηλιό ως αρχαιολογικού χώρου γίνεται ήδη το 1913, με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση των Νέων Χωρών στο ελληνικό κράτος, και σχετίζεται με την περιγραφή του αρχαιολόγου Ν. Γ. Παππαδάκι για «πολυγωνικόν τείχος μεγάλων πελεκητών λίθων», το οποίο «σώζεται εν μέρει - μέχρι 2μ. ύψους ενιαχού», «με ίχνη πύλης και δυο πύργων, ασφαλώς αρχ. Ελληνικόν», «του άλλοθεν δυσπροσίτου Κελέτρου» 18. Αρκετά χρόνια αργότερα στο φύλλο της τοπικής εφημερίδας «Καστοριά» δημοσιεύεται, στις 28 Αυγούστου 1938, η παρακάτω είδηση:
«Σπουδαιοτάτας ανακαλύψεις έκαμεν ο σοφός καθηγητής του Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Ακαδημίας κ. Αντ. Κεραμόπουλος. Εις το Δισπηλιό εύρε λιμνιαίας κατοικίας στηριζομένας επί πασσάλων προϊστορικάς. Οι πάσσαλοι εξέχουν του εδάφους, το οποίον ήτο πυθμήν της λίμνης πριν καταβιβασθή η στάθμη αυτής. Επί των πασσάλων αυτών εστηρίζοντο δάπεδα και καλύβαι ξύλιναι, αποτελούσαι ηνωμένην κώμην, η οποία συνεκοινώνει μετά της ξηράς δια σανίδος ανασυρομένης, ώστε να απομονώνεται αύτη. Η εποχή είνε νεολιθική (2000 έτη π.Χ.). Τα μέταλλα ήσαν άγνωστα,
Connerton 1989, Yelvington 2002, Τοντόρωφ 2003, Van Dyke & Alcock 2003, Λιάκος 2007. Χ. Μακαρόνας, Χρονικά αρχαιολογικά, ανασκαφαί, έρευναι και τυχαία ευρήματα εν Μακεδονία και Θράκη κατά τα έτη 1940-1950, Μακεδονικά Β΄ (1953): 644. Ν. Γ. Παππαδάκις, Εκ της ΄Άνω Μακεδονίας, Αθηνά 25 (1913): 440-1. Είναι αξιοσημείωτο ότι το χωριό αναφέρεται με το παλαιό του όνομα Δουμπιάκοι, το οποίο άλλαξε σε Δισπηλιό το 1926.
32
τα δε εργαλεία λίθινα, τα οποία ευρέθησαν εν αφθονία. Τοιαύται κατοικίαι αναφέρονται υπό του Ηροδότου και Στράβωνος και άλλων δια την Κρασιάδα19 λίμνην (Δοϊράνης) και την περιοχήν του Στρυμωνος. Πολλαί ευρέθησαν και εις τας λίμνας της Ευρώπης. Απεστάλη δε παρά του κ. καθηγητού εις τας Αθήνας το εξής τηλεγράφημα: Υπουργείον Παιδείας και Αρχαιολογικήν Εταιρείαν, Αθήνας Νοτίαν όχθην λίμνης Καστορίας ευρέθησαν δυο κώμαι λιμναίαι επί πασσάλων. Συνελέξαμεν δια μικράς σκαφής παρά χωρίον Δισπηλιό είκοσι λίθινα εργαλεία και χειροποιήτων αγγείων όστρακα. Καθηγητής Πανεπιστημίου ΑΝΤ. ΚΕΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ
Είναι προφανές ότι το δημοσίευμα στηρίζεται σε πληροφορίες του ίδιου του Α. Κεραμόπουλου, καθώς τα στοιχεία που δίνονται δεν είναι δυνατόν να τα γνώριζε ο συντάκτης του, ενώ ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που κατατίθεται στο τηλεγράφημα για «δυο λιμναίες κώμες», γεγονός που δεν έχει επαληθεύσει η νεότερη έρευνα. Η αναφορά στα ευρεθέντα λίθινα εργαλεία και σε κανένα άλλο εύρημα αποδεικνύει τη σαφή προτίμηση στη συλλογή τους σε σχέση με την μεγάλη ποσότητα κεραμικής που συνιστά το πιο συνηθισμένο εύρημα κάθε προϊστορικής ανασκαφής. Οι δημοσιεύσεις του Κεραμόπουλου για το Δισπηλιό συνιστούν την πρώτη συστηματικά εγγεγραμμένη αρχαιολογική μνήμη στη σημερινή αρχαιολογική ανασκαφή. Η πρώτη αναφορά του υπάρχει στην «Αρχαιολογική Εφημερίδα» του 193220. Ακολουθεί η εκ νέου «ανακάλυψη» και η τοπογράφηση του Δισπηλιού από τον Ν. Μουτσόπουλο προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, η μικρή έκθεση του Σ. Μαρινάτου για το λιμναίο οικισμό στα «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών» (1968) πριν από τη συστηματική ανασκαφή 19 20 21 22
23 24
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
του Γ. Χ. Χουρμουζιάδη και του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Η ανάλυση του λόγου, της γλωσσικής έκφρασης καθεμιάς από τις ιστορικές αυτές μορφές της ελληνικής αρχαιολογίας αποκαλύπτει το κοινωνικό νόημα μέσα στο οποίο δομείται αυτός ο λόγος. Αναδεικνύει, ουσιαστικά, το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο της ερμηνευτικής τους προσέγγισης μέσα από τη διαφορετική κοινωνική, επιστημονική και ιδεολογικοπολιτική τους ταυτότητα σε σχέση με τα κάθε φορά ζητούμενα της αρχαιολογικής έρευνας, λαμβάνοντας υπόψη και το πώς καθιερώθηκε η Μακεδονία ως αρχαιολογικό ερευνητικό αντικείμενο στις αρχές του 20ου αι.21 Ο λόγος του καταγόμενου από τη Δυτική Μακεδονία Κεραμόπουλου, ακαδημαϊκού, μέλους της Αρχαιολογικής Εταιρείας και προέδρου της εν Αθήναις «Εθνικής Ενώσεως Βορείων Ελλήνων», με συστηματικές παρεμβάσεις όσον αφορά το ζήτημα της ελληνικότητας της Μακεδονίας, αλλά και το λεγόμενο Κουτσοβλαχικό22, κινείται στο ιστορικο-φιλολογικό πλαίσιο της εποχής σύμφωνα με το οποίο οι αρχαιολογικές έρευνες συνδέονται με την επαλήθευση των αρχαίων πηγών και τη σύγχρονη ταύτιση αρχαίων τόπων και τοπωνυμίων, ενώ εντάσσονται στη γνώση της προϊστορίας της ιστορικής Μακεδονία και των μεγάλων μορφών του μακεδονικού βασιλείου23. Με μια πλατωνικού τύπου διατύπωση «…εφέτος ανέσκαψα μεγάλην έκτασιν της λιμναίου πασσαλοπήκτου κώμης παρά την νοτίαν όχθην της λίμνης της Καστορίας. Εις την ψυχήν μου γεννάται η γνώμη ότι ενταύθα ήτο το ΄Άργος Ορεστικόν…», δηλώνει την πεποίθησή του στα «Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας» του 194024, ενώ παράλ-
Πρόκειται προφανώς για τη λίμνη Πρασιάδα που εκ παραδρομής και τυπογραφικό, πιθανόν, λάθος αναφέρεται εδώ ως Κρασιάδα. Σελ. 94. εικ. 62. Για το ζήτημα της προϊστορικής έρευνας στη Μακεδονία και για τις αρχές της στον 20ο αιώνα βλ. και Andreou, Fotiadis & Kotsakis 1996, Fotiadis 2001, Κωτσάκης 2006. Χαρακτηριστική η μελέτη του «Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι», Αθήνα (1939) και η πρωτοσέλιδη δημόσια παρέμβασή του από την εφημερίδα Εμπρός, φύλλο Κυριακής 28/5/1950 στη στήλη «Τα εξωτερικά μας προβλήματα» με τίτλο «Η Γιουγκοσλαυϊκή πολιτική». Για την προσέγγιση Κεραμόπουλου όσον αφορά την ευρύτερη περιοχή, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του «Η Δυτική Μακεδονία, ο πολιτισμός της και ο Πλούταρχος» στα Μακεδονικά Α΄ (1940): 24-36. Κεραμόπουλος 1940: 22.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
ληλα αποδίδει το τείχος στον «ρηξικέλευθο ηγεμόνα» Αρχέλαο, βασιλιά της Μακεδονίας (412-399 π.Χ.). Η ταυτότητα του αρχιτέκτονα και επιτόπιου ερευνητή του καθηγητή του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης Ν. Μουτσόπουλου, οδήγησε στην αποτύπωση και τη στέρεα τεκμηρίωση του πλήθους και της θέσης των πασσάλων σε συνδυασμό με ιστορικοφιλολογικές, επίσης, ερμηνείες και ανθρωπολογικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με τις πρώτες, αξιοποιώντας και τις περιγραφές του Ρωμαίου ιστορικού Τίτου Λίβιου, ταυτίζει το Δισπηλιό με το αρχαίο Κέλετρο 25, ενώ ακολουθώντας τις δεύτερες συλλέγει και κατατάσσει όλες τις πληροφορίες από σύγχρονους και αρχαίους λιμναίους οικισμούς προχωρώντας σε συγκρίσεις για τον τρόπο ζωής και δράσης των κατοίκων του προϊστορικού Δισπηλιού26. Στα «Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών» του 1968 ο τότε Γενικός Επιθεωρητής Αρχαιοτήτων Σ. Μαρινάτος αναφέρεται στις πρόσφατες έρευνες Μουτσόπουλου. Ο κυρίαρχος, επίσημος και ενίοτε ιδιότυπος λόγος του προσδιορίζει ιδεολογικά την ανακάλυψη με μια ελληνοκεντρική προοπτική, αξιολογώντας την με το προσφιλές στους αρχαιολόγους μέτρο του «μεγαλύτερου» και, συνεπώς, σπουδαιότερου ευρήματος: «ότι όμως ο πασσαλόκτιστος συνοικισμός της Καστορίας ήτο ο μέγιστος της Μακεδονίας και ίσως της Ευρώπης ολοκλήρου, κατανοούμεν μόνον τώρα…»27 Στηριγμένος σ’ αυτές τις ανακοινώσεις ο γνωστός μελετητής της μακεδονικής ιστορίας N. G. L. Hammond θα αναγνώσει το 1972 με το δικό του ξεχωριστό τρόπο τα δισπηλιακά κατάλοιπα. Στο πλαίσιο της σύζευξης αρχαιολογικών ευρημάτων και Ιστορικής Γεωγραφίας την οποία πραγματοποιεί, βασιζόμενος και στις δικές του περιδιαβάσεις στην περιοχή, στην 25 26 27 28 29 30
33
κλασική πια «Ιστορία της Μακεδονίας» θεωρεί το Δισπηλιό ως φυσικό πέρασμα από τη «σημαντική», για την αρχαιολογική έρευνα της περιόδου, Νεολιθική Θεσσαλία προς τη θάλασσα της Αδριατικής: «Οι οικισμοί στην Καστοριά και στο Μαλίκ κείνται πάνω στην οδό, που κατευθύνεται από τη Θεσσαλία, δια της κοιλάδας του Αλιάκμονα και του στενού του Τσαγγών ως την Αδριατική» 28 Ο λόγος του καθηγητή Χουρμουζιάδη τοποθετεί τη σημασία και τις επιδιώξεις της σύγχρονης ανασκαφής σε άλλα επίπεδα. Έχοντας μαρξιστικό υπόβαθρο και υποβοηθούμενος από τη διαθεσιμότητα σύγχρονων ανασκαφικών μεθόδων τοποθετεί το αρχαιολογικό εύρημα σε διαφορετικό επίπεδο. Στη θέση των ιστορικών ταυτίσεων και της ιστορικής γεωγραφίας αναζητείται ο προϊστορικός άνθρωπος και η δράση του στο χώρο, οι παραγωγικές δυνάμεις που έχει στη διάθεσή του και οι παραγωγικές σχέσεις που αναπτύσσονται προσδιορίζοντας τις ιδεολογίες του: «…το εύρημα αυτό έχει ιστορικά συσχετιστεί με ένα συγκεκριμένο άνθρωπο ή με μια ομάδα συγκεκριμένων ανθρώπων…με συ-γκεκριμένες χρήσεις, με συγκεκριμένες κατασκευαστικές διαδικασίες που αναπτύσσονταν κάτω από κοινωνικές, ιστορικές, οικονομικές ακόμα και περιβαλλοντικές και κλιματολογικές συγκυρίες. Όσο, λοιπόν δεν μπορούμε να τις «αναπαραστήσουμε» ή έστω να τις περιγράψουμε με απόλυτη βεβαιότητα, δεν μπορούμε να πούμε την τελευταία λέξη»29
3.2. Η μνήμη των κατοίκων «Την Πέμπτην από βαθείας νυκτός τα καράβια ετέθησαν εις μεταφέροντα πλήθος προσκυνητών εις το νησί των Δουπιάκων (Δισπηλιού). Τοιαύτην δόξαν η λίμνη πιθανόν μην είδε, διότι ενόμιζε τις ότι έπλεεν εις αυτήν ολόκληρος στόλος εξ 100 και πλέον καραβιών»30
Μουτσόπουλος 1998. Μουτσόπουλος 1974. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, έτος Α΄, 2: 164. N. G. L. Hammond, Ιστορία της Μακεδονίας, Τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης-Παιδεία (1995): 254-55. Χουρμουζιάδης 2002: 22. Εφ. Καστοριά, φ. 7/6/1924, παρατίθεται στο Δισπηλιό Καστοριάς 1994: 34-5.
34
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
Εικ. 2
Η σύγχρονη «δημόσια» μνήμη στο Δισπηλιό καθορίζεται με βάση τον άξονα που δημιουργούν δυο ανδριάντες, του πρώην μητροπολίτη Καστοριάς Νικηφόρου31 και του αξιωματικού Ι. Παπαρρόδου32 με την αναπαράσταση του νεολιθικού λιμναίου οικισμού λίγα μέτρα μακριά από το «Νησί» δίπλα στη λίμνη. Βρίσκονται στις τρεις εισόδους-εξόδους του χωριού33 σα να το ορίζουν συμβολικά και
31 32 33
να αποτελούν τα σημάδια του τόπου του μαζί με όλα τα νοήματα που αναμφίβολα κουβαλούν: τη θρησκεία, το πεδίο των μαχών και τους αρχαίους «προγόνους» συνυφασμένους με τον τουρισμό και τη σύγχρονη ανάπτυξη. Ο συσχετισμός του λιμναίου οικισμού με την τοπική μνήμη πέρασε από διάφορες φάσεις και δεν ήταν πάντα ο ίδιος σε όλες τις συνειδήσεις των κατοίκων. Φαίνεται
Πρόκειται για το Δισπηλιώτη μητροπολίτη Καστοριάς Νικηφόρο (Παπασιδέρη) που κατείχε το αξίωμα αυτό και την εποχή των ανασκαφών του Κεραμόπουλου. ΄ Έπεσε πολεμώντας εναντίον των Γερμανών στην περίφημη «μάχη του Δισπηλιού» της 15/4/1941. Από Καστοριά, ΄Άργος Ορεστικό και ΄Έδεσσα-Κοζάνη αντίστοιχα.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
35
Εικ. 3
πως ουσιαστικά ριζώθηκε περισσότερο σ’ αυτές όταν την τελευταία δεκαετία, μέσω της παρουσίας της αναπαράστασης κυρίως, και της συχνής αναφοράς του από την πολιτική ηγεσία και τα μέσα ενημέρωσης απέκτησε διαστάσεις «φυσικοποιημένου» οικείου χώρου, σα να ήταν, δηλαδή, από πάντα εκεί. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν προς την κατεύθυνση αυτή, διάφορα παλαιά έγγραφα του αρχείου της πρώην Κοινότητας Δισπηλιού:34 το πρώτο από αυτά είναι έγγραφο της Νομαρχίας Καστοριάς της 27-5-1968, μετά τις έρευνες Μουτσόπουλου, το οποίο εντέλλεται την απομάκρυνση αφοδευτηρίων που φαίνεται πως είχαν τοποθετηθεί πάνω στο αρχαίο τείχος. Ακολουθεί με αφορμή την κήρυξη του χώρου ως προστατευμένου αρχαιολογικού από το Υπουργείο Πολιτισμού (19-10-1971), η απαγόρευση ρίψης σκουπιδιών και κάθε οικοδομικής δραστηριότητας, ενώ λίγο αργότερα (18-3-1975) παρακαλείται η αφαίρεση και απομάκρυνση των πασσάλων, της περιφράξεως και άλλων κατασκευών του δημιουργηθέντος εκεί γηπέδου. Στις παλιές και σύγχρονες φωτογραφίες από το Δισπηλιό αποτυπώνεται μια διαφορετική αντιμετώπιση των αρχαίων λειψάνων και του τοπίου τους από τους κατοίκους των παραλίμνιων χωριών και της Καστοριάς. Χαρούμενες παρέες στις 34
35 36
δεκαετίες 1950-1970, στο «Νησί», από γυναίκες, άντρες και παιδιά ποζάρουν στο φακό (Εικ. 2), λαμβάνοντας μέρος στα πανηγύρια, στις εκδρομές, και στο προσκύνημα στην εκκλησία της Αναλήψεως. Χρησιμοποιούν ως φυσικοποιημένο και οικείο πλαίσιο, ως χώρο αναψυχής και διασκέδασης, αναπόσπαστα δεμένο με την καθημερινότητα τους τα ορατά λείψανα του τείχους και της εκκλησίας. Το τείχος, άλλωστε, πρόσφερε οικοδομικό υλικό για την πόλη της Καστοριάς: «είναι προς την λίμνην κατεστραμμένον, διότι, ως φαίνεται, οι λίθοι απήγοντο δια λέμβων εις Καστορίαν» σημειώνει ο Α. Κεραμόπουλος το 193835. Το κέντρο ενδιαφέροντος μετατίθεται, σήμερα, στην αρχαιολογική αναπαράσταση, «στις καλύβες», σήμα κατατεθέν, πια, του σύγχρονου δήμου αφού οι περισσότερες αναφορές περιστρέφονται πλέον γύρω της. Αυτή αποτελεί το βάθος στη φωτογράφηση της ποδοσφαιρικής ομάδας του χωριού το 2006 (Εικ.3), αυτή φιγουράρει στους τίτλους τοπικών καταστημάτων, αυτή αποτελεί το πρόσωπο το οποίο προβάλλεται προς τα έξω στα τουριστικά φυλλάδια του νομού36, αυτή τέλος αποτελεί πηγή διαφήμισης και εσόδων για τον τοπικό δήμο κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου.
3.3. Η μνήμη των επισκεπτών
Υπάρχει ένας ιδιότυπος σύνδεσμος ανάμεσα στην αρχαιολογική έρευνα και τους επισκέπτες αρχαιολογικών χώρων. Σφυρηλατείται από εκφράσεις της «δημόσιας» μνήμης μέσω των μέσων μαζικής επικοινωνίας τα οποία μετασχηματίζουν τον αρχαιολογικό λόγο σε εκλαϊκευμένη, πλήρη νοήματος, πληροφορία για την «αρχαία κληρονομιά», ενώ αφορά ταυτόχρονα τις παραμέτρους
Οι κάτοικοι Δισπηλιού Χρήστος Μιχαλόπουλος, Θάνος και Τάσος Αλεπούδας, Θάνος Ρουσουλιώτης και Δ. Λιάλης ο σχολικός σύμβουλος φιλολόγων Εμμανουήλ Κουτσιάφτης προσέφεραν φωτογραφίες, ενώ ο τελευταίος παρέσχε και πρόσβαση σε αντίγραφα επισήμων εγγράφων. Τους ευχαριστούμε θερμά και από τη θέση αυτή. Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας (1938): 59. Ο περιβάλλων χώρος έχει χρησιμοποιηθεί, άλλωστε, παλαιότερα τόσο για το γύρισμα βιντεοκλίπ δημοφιλούς λαϊκού τραγουδιστή, όσο και για τη φωτογράφηση μοντέλου με την ανάλογη προϊστορική «ένδυση» για τη δημιουργία «ατμόσφαιρας».
36
που διαμορφώνουν τον «αρχαιολογικό τουρισμό» και τη σημασία του για τη σύγχρονη τοπική κοινωνία και το κράτος. Η ματιά του επισκέπτη στο αρχαιολογικό τοπίο είναι πολλές φορές πιο διερευνητική και επίμονη, από το βιαστικό βλέμμα των σύγχρονων κατοίκων ενός αρχαιολογικού χώρου που σε μεγάλη πλειοψηφία, και όχι απαραίτητα κατακριτέα, ενδιαφέρονται για το παρελθόν όσο αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις τουριστικής αξιοποίησης37. Η παράμετρος της ελληνικότητας είναι πρωταρχική και διέπει με σαφήνεια, πέρα από τα τοπικά φύλλα, όλες τις αναφορές των, παλαιότερων και νεότερων, με πανελλήνια κυκλοφορία, εφημερίδων για το Δισπηλιό. Οι σχετικοί τίτλοι είναι αποκαλυπτικοί. Στη «Μακεδονία»38 του 1974 και στο άρθρο «Ο άνθρωπος της Καστοριάς» με υπότιτλο «Εκεί όπου άνθησε πρώτα ο ελληνικός πολιτισμός» παρουσιάζεται η τότε δημοσιευμένη μελέτη του καθηγητή Μουτσόπουλου.39 Η ίδια προσέγγιση παρατηρείται και με τις πρώτες ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων της σύγχρονης ανασκαφής από ηλεκτρονικό (τοπικής και πανελλήνιας εμβέλειας ραδιόφωνο και τηλεόραση) και γραπτό τύπο. «Βρέθηκε στην Καστοριά το αρχαιότερο κείμενο στον κόσμο» τιτλοφορείται ανταπόκριση της «Ελευθεροτυπίας» και συμπληρώνεται λίγες ημέρες αργότερα με το «οι ΄Έλληνες των λιμνών»40. Τη σκυτάλη πήραν «ειδικού» περιεχομένου έντυπα και τηλεοπτικές εκπομπές που διαλάλησαν το γεγονός και μετέφεραν την «είδηση» εύρεσης προδρομικής «ελληνικής» γραφής στο Δισπηλιό. Μετά την κατασκευή της αναπαράστασης του λιμναίου οικισμού, παράλληλα, τα τουριστικά γρα37
38 39 40 41
42
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
φεία ενέτασσαν ολοένα και περισσότερο το Δισπηλιό στους τουριστικούς προορισμούς των εκδρομών τους. Πολιτικοί, μεμονωμένοι επισκέπτες, σύλλογοι, οργανώσεις, σχολεία, φιλάρχαιοι και μη κατέφθασαν και καταφτάνουν από τότε στο Δισπηλιό εγγράφοντας τις δικές τους αντιλήψεις και σημασιοδοτώντας με τις δικές τους μνήμες το χώρο. Η «αναπλαισίωση» του Δισπηλιού, τα τελευταία χρόνια, στις αφηγήσεις των σχολικών εγχειριδίων για την προϊστορία του προσέδωσε, παράλληλα, το «κύρος» της σχολικής γνώσης. Η μνήμη των επισκεπτών εκδηλώνεται σε τρεις περιοχές: στον αρχαιολογικό χώρο κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, στην αναπαράσταση του οικισμού, και στη μικρή έκθεση στο χώρο του αρχαιολογικού εργαστηρίου. Από τον τελευταίο χώρο η μελέτη του «Βιβλίου Επισκεπτών» καταγράφει όλο το φάσμα των προσεγγίσεων: από παιδικά και σκωπτικά σχόλια μαθητών μέχρι δηλώσεις υπηρηφάνειας για το έθνος, αισθητικές προσεγγίσεις και συγχαρητήρια για το έργο των αρχαιολόγων. Είναι και αυτές δυο ειδών. Καταγραφές Ελλήνων και ξένων που εντάσσουν την επίσκεψή τους στην ανεμελιά της καλοκαιρινής ραστώνης ή της χειμωνιάτικης τουριστικής εξόρμησης και συναισθηματικά φορτισμένα σχόλια μεταναστών που επισκέπτονται την πατρίδα τους με την ευκαιρία του καλοκαιριού42.
3.4. Η μνήμη του μέλλοντος: Το Δισπηλιό στο διαδίκτυο
Δεν μπορούμε να πούμε, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι το Δισπηλιό «συμβαίνει
Μια σύγκριση του βλέμματος του επισκέπτη με το βλέμμα του κάτοικου πραγματοποιείται στο Duke 2007. Τα συμπεράσματα του ίδιου για την Κνωσό, σελ. 119-22, είναι ιδιαίτερα χρήσιμα για την προσέγγιση του συνδέσμου τουρισμού και παρελθόντος. Σε μια άλλη περίπτωση πάλι στην Κρήτη, στο Καρφί Λασιθίου η δημιουργία ενός αρχαιολογικού «πάρκου» μετέβαλε τις υποβαθμισμένες μέχρι τότε αρχαιότητες σε σημεία εξαιρετικής σημασίας για την τοπική κοινότητα και τους επισκέπτες, βλ. Wallace 2005. ΄ Άρθρο υπογραφόμενο με τα αρχικά Χ. Λ. στο φύλλο 27/12/1974, σελ. 2. Μουτσόπουλος 1974. Φύλλο 17/8/1993 και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, φ. 29/8/1993 αντίστοιχα. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του εγχειριδίου της Α΄ Γυμνασίου, σελ. 10, όπου περιλαμβάνεται και φωτογραφία μιας νεολιθικής καλύβας από την αναπαράσταση. Για την αναπλαισίωση της προϊστορικής αρχαιολογίας στα σχολικά εγχειρίδια βλ. Κ. Τουλούμης, ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΜΝΗΜΗΣ: Η Αρχαιολογία στα Σχολικά Εγχειρίδια, υπό δημοσίευση. Για μια πρώτη προσέγγιση της σχέσης επισκεπτών και καινού με άξονα και το Βιβλίο Επισκεπτών του Δισπηλιού, βλ. Hourmouziadi & Touloumis υ. ε.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
37
Εικ. 4
στο διαδίκτυο», κατ’ αναλογίαν της ρήσης ότι «η ιστορία συμβαίνει στο διαδίκτυο»43. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι αναπαράγονται εκεί, αφηγήσεις και απόψεις που έχουν «κατασκευαστεί» εκτός διαδικτύου είτε από τους ίδιους τους αρχαιολόγους είτε από ένα κοινό που προβάλλει συγκεκριμένα στοιχεία όπως η ελληνικότητα και η πρώτη παρουσία γραφής στον ελληνικό χώρο. Το μέλλον, όμως, μπορεί να μην είναι το ίδιο με βάση τις αλλαγές που συμβαίνουν εκεί και την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή των χρηστών στην παραγωγή νοήματος τόσο για το παρόν, όσο και για το παρελθόν. Είναι δεδομένο ότι η νέα ψηφιακή πραγματικότητα συμμετέχει στην αναπαραγωγή της «κατασκευής» της εικόνας του Δισπηλιού και δημιουργεί ένα ψηφιακό φαντασιακό τοπίο το οποίο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες και συναιρεί όλες τις παραπάνω μνήμες. Η ειδοποιός διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι με την πάροδο του χρόνου και την επέκταση της κοινωνικής δικτύωσης44 μειώνεται όλο και περισσότερο, όσον αφορά την προέλευση από επίσημους φορείς, η επίδραση της «επίσημης» άποψης και ερμηνείας για το παρελθόν. Παρότι υπάρχουν οι «επίσημες» ιστο43 44
45 46
Εικ. 5
σελίδες που αποτυπώνουν τις οπτικές και αισθητικές «αναγνώσεις» των αρχαιολόγων για το Δισπηλιό45, προσωπικά ιστολόγια (blogs) αρχαιολόγων και ανθρώπων που επισκέφτηκαν το Δισπηλιό και καταγράφουν την εμπειρία τους με κείμενα και φωτογραφίες ατομικού αισθητικού «γούστου», κοινότητες συζητήσεων (fora) για το ζήτημα της γνωστής «πινακίδας του Δισπηλιού», λευκώματα με φωτογραφίες από την αναπαράσταση για εκπαιδευτική χρήση, λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες ελεύθερης συγγραφής τύπου wiki (όπως η Βικιπαίδεια), ερασιτεχνικά βίντεο στο www.youtube.com συνιστούν έναν ιδιότυπο χώρο παραγωγής της μνήμης. Ο χώρος αυτός, μάλιστα, αποκτά και διεθνή χαρακτηριστικά αφού εντοπίζεται και σε αγγλόφωνες σελίδες του διαδικτύου με τα ίδια χαρακτηριστικά με τις ελληνικές, όπου, όμως, βρίσκει κανείς ακόμα και προσεγγίσεις με προέλευση την ΠΓΔΜ, οι οποίες προβάλλουν μια «ιδιαίτερη» ανάγνωση της «πινακίδας» του Δισπηλιού ως σλαβόφωνου κειμένου46. Σήμερα, λοιπόν, η προσέγγιση του τοπίου μέσα από την οπτικοποιημένη αναπαράστασή του, η οποία περιλαμβάνει ψηφιοποιημένες, πλέον, φωτογραφίες, βιντεοσκοπήσεις, ντοκιμαντέρ, περιλαμβάνει και τις διαδικτυ-
Πρόκειται για διατύπωση του καθηγητή Ιστορίας στο University of California, Irvine, Mark Poster σε συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στην εφ. Ελευθεροτυπία, φύλλο 7/12/2001. Το αποκαλούμενο Web 2.0 που περιγράφει την αλλαγή από την παθητική χρήση του διαδικτύου σε ένα διαδίκτυο των χρηστών με την έννοια της διαδραστικότητας, της δημιουργίας, του ενεργού ρόλου τους, της ανταλλαγής μεταξύ τους και της επικοινωνίας τους μέσω διάφορων ψηφιακών κοινοτήτων επηρεάζουν, αλλά θα επηρεάσουν περισσότερο στο μέλλον, την παρουσίαση, διαχείριση, αλλά και ερμηνευτική προσέγγιση της αρχαιολογικής πληροφορίας. http://web.auth.gr/dispilio και http://dispilio.cti.gr Για το ίδιο θέμα, βλ. και Hourmouziadi & Touloumis υ. ε.
38
ακές του παρουσιάσεις. Δημιουργείται έτσι μια νέα «διαμεσολαβημένη»47 πραγματικότητα για το αρχαιολογικό τοπίο. Διαμεσολαβείται από τους ίδιους τους αρχαιολόγους, αλλά και από άλλους, επίσημους ή ανεπίσημους φορείς,48 περισσότερο ή λιγότερο ειδικούς που εμπλέκονται στις ιδιαίτερες συνθήκες παραγωγής πολυτροπικών (κείμενο, φωτογραφία, κινούμενη εικόνα, ήχος) παρουσιάσεων και εφαρμογών σε ψηφιακό περιβάλλον. Οι τελευταίες αφορούν την ύπαρξη μιας νέας κειμενικής πραγματικότητας, αλλά και μιας νέας αισθητικής, σχετικής με τις Τεχνολογίες της Επικοινωνίας και των Πληροφοριών και τους κανόνες που επιβάλλουν με τη χρήση τους.
4. ΤΑ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Η ανασκαφή απέδωσε από τα λεγόμενα «επιφανειακά» στρώματα ένα πλήθος ευρημάτων τα οποία σκιαγραφούν την ιστορία της θέσης από τους νεολιθικούς χρόνους μέχρι σήμερα, ενώ και η σύγχρονη χρήση του χώρου ως τόπου δράσης των ψαράδων και των αρχαιολόγων, καθώς επίσης για τη βοσκή των λιγοστών ζώων, ως χώρου περιπάτου, αναψυχής και ερωτικών περιπτύξεων των κατοίκων των γύρω περιοχών κάτω από τα δέντρα, δίπλα στη λίμνη, είναι κατάδηλη μέσα από τα υπολείμματα ανάλογων δραστηριοτήτων. Πέρα από τα επιφανειακά προϊστορικά υπάρχουν μια σειρά από ευρήματα που παραπέμπουν σε ποικίλες «σύγχρονες» δραστηριότητες. Κάποια από αυτά είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Πρόκειται για έναν σημαντικό αριθμό σφαιρών από τον τελευταίο πόλεμο και τον εμφύλιο, ένα δρεπάνι με ξύλινη λαβή, ένα παιδικό φυλαχτό, μια φούχτα βόλους και πλαστικά παιχνίδια, ένα σταυρουδάκι με Τίμιο Ξύλο, ένα μικρό κεφαλάκι Μεγάλου Αλεξάνδρου, εξάρτημα κάποιου παιδικού
47 48 49
50
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
παιχνιδιού ίσως, ένα μετάλλιο-νόμισμα Φερδινάνδου της Αυστροουγγαρίας, ένα πλαστικό κουτί ΄Άφρι Κόλα. Ο συνδυασμός τους με φωτογραφίες και παλιά δημοσιεύματα εφημερίδων καθώς και με επίσημα έγγραφα σκιαγραφεί μια διαφορετική ιστορία του χώρου, χρήσιμη για την ανάδειξη όλων των παραμέτρων που εγγράφονται στον αρχαιολογικό χώρο του Δισπηλιού. Δε μπορεί παρά να συσχετίσει κανείς, για παράδειγμα, το μεγάλο αριθμό σφαιρών, άσκαστων και καλύκων (Εικ. 4), με ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Εμπρός»49. Αναφέρεται στην επίσκεψη του τότε πρωθυπουργού Θ. Σοφούλη στην Καστοριά, το 1948, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, τον οποίο «εζητωκραύγαζον αι κατηυλισμέναι ομάδαι γύρω από το Δισπηλιό», εννοώντας, προφανώς ομάδες του «Εθνικού Στρατού» που έδρευαν στην περιοχή. Κάποιες από αυτές τις ομάδες θα είχαν στρατοπεδεύσει στο φυσικά ελεγχόμενο χώρο του «Νησιού». Το δρεπάνι (Εικ. 5), το οποίο αναφέρεται παραπάνω, παραπέμπει στην παραδοσιακή ασχολία των Δισπηλιωτών, την κατασκευή καλαμωτών από τα καλάμια που ήταν άφθονα σ’ αυτή την πλευρά της λίμνης, όπως έδειξε και η πειραματική χρησιμοποίησή του για την αναπαράσταση της διαδικασίας50. Οι εγγραφές της θρησκευτικής πίστης στο χώρο συσχετίζονται σαφώς με την εκκλησία της Αναλήψεως και το ομώνυμο πανηγύρι όπου ο χώρος μετασχηματίζεται σε ένα καθαγιασμένο φυσικό πλαίσιο δράσης, αλλά και επίσημης παρουσίας των αρχών του τόπου (Εικ. 6). Είναι τόσο βαθιά χαραγμένος αυτός ο σύνδεσμος που ακόμα και η διαπίστωση ύπαρξης του νεολιθικού οικισμού αποδίδεται στους εκκλησιαστικούς ηγέτες: «Την πρώτην παρατήρησιν και συμπέρασμα ότι εκεί υπήρξε λιμναίος οικισμός
Witmore 2004, Van Dyke 2006, Tringham, Ashley & Mills 2007. Βλ. και Hamilakis 2000. Φύλλο της 25/9/1948, σελ. 4. Το γεγονός ότι οι περισσότερες σφαίρες δεν είναι χρησιμοποιημένες παραπέμπει, περισσότερο, σε στρατοπέδευση, παρά σε μάχη όπως αυτή που αναφέρουμε παραπάνω (βλ. και υποσημείωση 32) που διεξήχθη, έτσι και αλλιώς, σε άλλη περιοχή σύμφωνα και με τις υπάρχουσες πληροφορίες (Δισπηλιό Καστοριάς 1994: 21-6). Την όλη διαδικασία αναπαρέστησε ο κάτοικος Δισπηλιού, Χ. Μιχαλόπουλος. Περισσότερες πληροφορίες για την κοπή των καλαμωτών στο Δισπηλιό Καστοριάς 1994: 75.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
έκαμεν ο Σεβ. Μητροπολίτης Καστορίας κ. Νικηφόρος, παρά τας ειδοποιήσεις του δε, μόνον μια δοκιμαστική ανασκαφή εγένετο προ καιρού» σημειώνεται στην εφημερίδα «Ορεστιάς» το 195251. Το σταυρουδάκι με Τίμιο Ξύλο (Εικ. 7) που βρέθηκε στα επιφανειακά στρώματα του δυτικού τομέα της ανασκαφής, κοντά στην εκκλησία παραπέμπει, ασφαλώς, σε μια συμπλοκή της θρησκείας και της καθημερινότητας με την «επίσημα» συγκροτημένη μνήμη που προσδιόριζε για αρκετό καιρό, μέχρι την έναρξη της συστηματικής ανασκαφής, και το χώρο του «Νησιού».
51 52
39
Μια παρόμοια προσέγγιση των ευρημάτων κρύβει πολλές. και αδυσώπητες εκπλήξεις που η «μεταφορική» τους διάσταση52 αγγίζει την ίδια τη φιλοσοφία της ζωής. Πώς μπορεί να προσπεράσει κανείς, για παράδειγμα, την ανεπανάληπτη σύζευξη ζωής και θανάτου μέσω μιας φωτογραφίας που απεικονίζει παιδιά του δημοτικού να κάνουν ανέμελα τη γυμναστική τους, κάπου εκεί στη δεκαετία του ’60 (Εικ. 8) και με επιφανειακά ευρήματα που παραπέμπουν σε παιδικά παιχνίδια (Εικ. 9) με την ταφή δυο μικρών παιδιών που εντοπίστηκε σχεδόν από κάτω τους, το 2005, στα νεολιθικά στρώματα!
Εικ. 6
Εικ. 8
Εικ. 9
Εικ. 7
΄ Άρθρο του Ιωάννη Μπακάλη στο φύλλο της 19/10/1952. Αναδημοσιεύεται στο Δισπηλιό Καστοριάς 1994: 54-9. Βλ. υποσημείωση 11.
40
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis 1996 Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: 537-97. Aston, M. & T. Rowley 1974 Landscape Archaeology: An Introduction to Fieldwork Techniques on Post-Roman Landscapes Newton Abbot: David & Charles. Connerton, P. 1989 How Societies Remember. Cambridge: Cambridge University Press. Δισπηλιό Καστοριάς 1994 Δισπηλιό Καστοριάς. Καστοριά: ΄Έκδοση Εκπολιτιστικού Συλλόγου Δισπηλιού. Dora, della, V. 2008 Mountains and memory: Embodied visions of ancient peaks in the nineteenth-century Aegean Transactions of the Institute of British Geographers 33(2): 217-32. Duke, P. 2007 The Tourists Gaze the Cretans Glance: Archaeology and Tourism on a Greek Island. California, Walnut Creek: Left Coast Press Inc. Edmonds, M. 1999 Ancestral Geographies of the Neolithic: Landscapes, Monuments, and Memory. London: Routledge. Fleming, A. 2006 Post-processual landscape archaeology: A critique. Cambridge Archaeological Journal 16(3): 267-80. Fotiadis, M. 2001 Imagining Macedonia in Prehistory, ca. 1900-1930. Journal of Mediterranean Archaeology 14(2): 115-35. Γουργουρής, Σ. 2007 ΄Έθνος ΄Όνειρο. Αθήνα: Κριτική. Hamilakis, Y. 2000 Cyberspace/cyberpast/cybernation: Constructing Hellenism in hyperreality. European Journal of Archaeology 3(2): 241-64. Hourmouziadi, Α. & Κ. Touloumis υ. ε. “Between mud and poetry”: Archaeology in the local market. In Archaeology in Situ: Local Perspectives on Archaeology, Archaeologists, and Sites in Greece (ed. Α. Stroulia & S. S. Buck). Ingold, T. 1993 The temporality of landscape. World Archaeology 25: 152-7. Κεραμόπουλλος, Α. 1940 Ανασκαφή εν Καστορία. Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας. Κωτσάκης, Κ. 2006 Το παρελθόν είναι δικό μας. Στο Η Αρχαιολογία στο Στόχαστρο (επιμ. L. Meskell). Αθήνα: Κριτική. Λεοντή, Α. 1998. Τοπογραφίες Ελληνισμού: Χαρτογραφώντας την Πατρίδα. Αθήνα: Scripta. Leontis, A. 2005 Greek Modernists’ discovery of the Aegean, or how the Aegean came to occupy Greece’s center. In Prehistorians Round the Pond: Reflection on Aegean Prehistory as a Discipline (ed. J. F. Cherry, D. Margomenou & L. E. Talalay): 133-49. Ann Arbor, Michigan: Kelsey Museum Publication. Λιάκος, Α. 2007 Πώς το Παρελθόν γίνεται Ιστορία. Αθήνα: Πόλις. Μουτσόπουλος, Ν. Κ. 1974 Καστοριά. Ιστορία-Μνημεία-Λαογραφία από την ίδρυσή της μέχρι τον 10ο μ.Χ. αι. Προϊστορική, ιστορική και παλαιοχριστιανική εποχή. Επιστημονική Επετηρίδα της Πολυτεχνικής Σχολής Τμήμα Αρχιτεκτόνων τ. ΣΤ΄: 280 κ.εξ. 1998 Oppidum Celetrum: Ο λιμναίος οικισμός Δισπηλιού Καστοριάς. Μακεδονικά ΛΑ΄: 1-29.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΜΝΗΜΗ
41
Peckham, R. S. 2008 Εθνικές Ιστορίες, Φυσικά Κράτη: Εθνικισμός και Πολιτική του Τόπου στην Ελλάδα. Αθήνα: Ενάλιος. Schnapp, A. 1996 The Discovery of the Past. New York: Abrams. Σολομών, Ε. 2005 Το αρχαιολογικό μνημείο ως τοπίο: Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις μιας γεωγραφικής έννοιας. Στο Κριτική Διεπιστημονικότητα (επιμ. Σ. Δημητρίου): 74-97. Αθήνα: Σαββάλας. Solomon, E. 2006 Knossos: Social uses of a monumental landscape. In Archaeology and European Modernity: Producing and Consuming the ‘Minoans’ (ed. Y. Hamilakis & N. Momigliano): 163-82. Padua: Botegga d’ Erasmo, Aldo Ausilio [Creta Antica 7]. Thomas, J. 1993 The politics of vision and the archaeologies of landscape. In Landscape: Politics and Perspectives (ed. B. Bender): 19-48. Providence (RI): Berg. 2001 Archaeologies of place and landscape. In Archaeological Theory Today (ed. I. Hodder): 165-87. Oxford: Polity. Tilley, C. 1994 A Phenomenology of Landscape: Places, Paths and Monuments. Oxford: Berg. 1999 Metaphor and Material Culture. Oxford: Blackwell. 2004 The Materiality of Stone: Explorations in Landscape Phenomenology. Oxford: Berg. Τοντόρωφ, Τ. 2003 Μνήμη του Κακού, Πειρασμός του Καλού: Στοχασμοί για τον Αιώνα που έφυγε. Αθήνα: Εστία Tringham, R., M. Ashley & S. Mills 2007 Senses of Place: Remediations from text to digital performance. http://chimeraspider.files. wordpress.com/2007/09/bet_ret_ma_sm_0907_web.pdf [τελευταία επίσκεψη 15/6/2008]. Van Dyke, R.Μ. 2006 Seeing the past: Visual media in archaeology. American Anthropologist 108(2): 370-5. Van Dyke R. M. & S. E. Alcock (eds.) 2003 Archaeologies of Memory. Oxford: Blackwell. Wallace, S. 2005 Bridges in the mountains: Issues of structure, multi-vocality, responsibility and gain in filling a management gap in rural Greece. Journal of Mediterranean Archaeology 18(1): 55-85. Witmore, C. L. 2004 On multiple fields. Between the material world and media: Two cases from the Peloponnesus, Greece. Archaeological Dialogues 11(2): 133-64. Χουρμουζιάδης, Γ . Χ. 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Yelvington, K. A. 2002 History, memory and identity: A programmatic prolegomenon. Critique of Anthropology 22: 227-55.
42
ΚΟΣΜΑΣ ΤΟΥΛΟΥΜΗΣ
Summary Dispersed memory: Narratives based on the landscape, the individuals and the surface finds of the Dispilio excavation Kosmas Touloumis
Memory is inscribed in archaeological landscapes and this integration could be approached through the surface finds of an excavation. The identities of the archaeologists, the inhabitants of modern Dispilio, the visitors of the site and their individual and public memory/memories are combined in order to realize how social memory is constructed in a border archaeological site, like
Dispilio. Original texts of the finders and the excavators of the site, newspaper articles, Dispilio visitor’s book, photographs of the 60’s and 70’s, official documents of the local authorities, together with surface finds like a number of bullets from the Greek civil war (1946-1949), a Christian amulet, a sickle, small plastic toys, a medal etc. are the sources to accomplish the object.
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
43
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
΄Όλοι οι κλάδοι και οι παραλλαγές της Αρχαιολογίας ασχολούνται με το Παρελθόν, είτε αυτό συνιστά ένα συγκεκριμένο και με κανόνες δομημένο Πολιτισμό, που είναι δυνατό να περιγραφεί ως ένα σύστημα, με υποθετική, πολλές φορές, κατανοητή όμως και ερμηνεύσιμη λειτουργία. Είτε, το παρελθόν αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε παραπάνω από ένα άθροισμα αντικειμένων, που απλώς εντάσσονται στο πλαίσιο ενός αναγνωρισμένου Πολιτισμού. Τα κράνη των 168 Ισπανών του Francisco Pizarro που σκότωσαν 80.000 Iνδιάνους στη μάχη της Cajamaeca του Peru, το Νοέμβριο του 1533. και έπιασαν αιχμάλωτο τον τελευταίο αυτοκράτορα των ΄Ινκας Αταχουάλπα, αποτελούν ένα τέτοιο «παρελθόν» και θα μπορούσε μ’ αυτά να ασχοληθεί η Αρχαιολογία. ΄Όπως, ακριβώς θα μπορούσε να ασχοληθεί με τα παιδικά παιχνίδια του 19ου αιώνα ή με τα οχυρωματικά έργα της γραμμής Μαζινό. ΄Όμως οι Πολιτισμοί, ή τα πράγματα με τα οποία ασχολείται ένα κλάδος της Αρχαιολογικής επιστήμης, πολλές φορές έχουν ταφεί, με τα χρόνια, τις χιλιάδες χρόνια, σε μερικές περιπτώσεις, μέσα στο χώμα. Τότε οι Αρχαιολόγοι είναι υποχρεωμένοι να σκάψουν για να τα βρουν, να τα βγάλουν στο φως και να τα μελετήσουν. ΄Έτσι και η Προϊστορική Αρχαιολογία, είναι υποχρεωμένη να σκάψει, 1
Βρέθηκε στη Βέροια σε μια σωστική ανασκαφή.
για να βρει τα αντικείμενα της απασχόλησής της, γιατί οι Πολιτισμοί της Προϊστορίας είναι θαμμένοι, με το ένα ή τον άλλο τρόπο, βαθιά στη γη. Γύρω, λοιπόν από το σκάψιμο αυτό, που χαρακτηρίζεται στην επίσημη ορολογία ως Ανασκαφή, έχει αναπτυχθεί μια πολύπλοκη μεθοδολογία, που τη συγκροτούν αυστηροί κανόνες. ΄Άλλοι από αυτούς τους κανόνες είναι σημαντικοί, και κανένας αρχαιολόγος ανασκαφέας δεν τους παραβαίνει, και άλλοι, ενώ φαίνονται κι αυτοί σημαντικοί, έχουν χάσει τη σημασία τους, γιατί τους έχει ξεπεράσει η σύγχρονη τεχνολογία ή, σε μερικές περιπτώσεις, η θεωρία της Ανασκαφής. ΄Όπως έχουν ξεπεραστεί, για παράδειγμα, οι τρόποι της νευροχειρουργικής (Εικ. 1) που ασκούνταν σε ανάλογες περιπτώσεις, από την εποχή του σιδήρου, και μας το δείχνουν σχετικά ευρήματα1. ΄Ή όπως ξεπεράστηκε η κυρίαρχη αντίληψη της νευτώνειας συμπαντικής ηρεμίας από την απειλή της εντροπίας, του φόβου, με άλλα λόγια να χαθεί το μέτρο της οργάνωσης ενός συστήματος. Και να αντικατασταθεί «από την αταξία, την ακαταστασία, το χάος και την αδυναμία από τον άνθρωπο ή την κοινωνία να ελέγξει όλες τις μεταβολές που πραγματοποιούνται, φυσικές, κοινωνικές, πολιτικές, ιστορικές, σεξουαλικές, ηθικές, θρησκευτικές κλπ.». Το περίεργο είναι πως
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
44
Εικ. 1
ακόμα και σήμερα στις αρχαιολογικές ανασκαφές εφαρμόζονται, με σχολαστική προσοχή και οι ξεπερασμένοι κανόνες, με αποτέλεσμα να χάνεται και χρόνος και χρήμα. Να γεμίζουν οι ανασκαφές από τον ενοχλητικό κόσμο των ‘kipples’ (σημ. τη λέξη ‘kipple’ χρησιμοποίησε ο P. K. Dick στο μυθιστόρημά του ‘Do androids dream of electric sheep?’ για να χαρακτηρίσει άχρηστα αντικείμενα, σκουπίδια, παλιόχαρτα, σπιρτοκούτια, τενεκεδάκια και εν γένει πράγματα άχρηστα, που μετά τη χρήση συνήθως τα πετάς, μπουκάλια, καμένα σπίρτα, φύλλα ημερολογίου, στυλό χωρίς μελάνι, στεγνοί μαρκαδόροι, άκυρα εισιτήρια, καλύμματα τσίχλας, παλιές εφημερίδες, χρησιμοποιημένα χαρτιά υγείας κλπ.) με αποτέλεσμα να μη γίνονται άλλα «πράγματα», κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής. «Πράγματα» που δεν τα έχει ξεπεράσει ο χρόνος και η τεχνολογία και ούτε θα τα ξεπεράσει ποτέ, γιατί είναι απαραίτητα, μιας και με τη βοήθειά τους επιβιώνει το ίδιο το οργανικό σώμα της Αρχαιολογίας που για να επιζήσει χρειάζεται την Ανασκαφή. Αυτήν την αναντικατάστατη ενέργεια της Αρχαιολογίας που η άρνηση της ανανέωσής της, με την εφαρμογή νέων κανόνων, τη μετατρέπει σε μια συνεχή «τριβή», σε μια τυπική διαδικασία που δεν παράγει, απλώς θερμαίνει, άρα οδηγεί, αργά ή γρήγορα σε μιας μορφής «θερμικό θάνατο». Στο σημείωμα αυτό δεν έχω σκοπό να ασχοληθώ με τους ξεπερασμένους κανόνες, τα ‘kipples’ μιας ανασκαφής, γιατί είναι πολλοί και δεν έχω το χώρο που χρειάζομαι για να τους αναπτύξω. Θα ασχοληθώ μόνον με έναν από αυτούς, γιατί τον θεωρώ πολύ σημαντικό, μια και πιστεύω πως, αν τον αλλάξουμε αυτόν, θα πάψει το σύστημα της Ανασκαφής να απειλείται από το δικό
του «θερμικό θάνατο». Θα αναγκαστεί να αναζητήσει άλλες προοπτικές, θα προσπαθήσει να επιτύχει πληρέστερη εκπαιδευτική σημασία, ευρύτερη διεπιστημονική ανάπτυξη και ριζική αλλαγή το σχήματός του. Γι’ αυτό και τον ονομάζω αυτόν τον κανόνα «Κανόνα του σχήματος». Και όταν αναφέρομαι σε μια τέτοια «ριζική αλλαγή» και σε έναν τέτοιο κανόνα, δεν έχω στο μυαλό μου την ανασκαφή που η μοναδική της προσδοκία είναι το «πρωτοφανές» εύρημα, ούτε κι εκείνη που συνεχίζει απαράλλακτη για να θεμελιώσει το υπηρεσιακό επιχείρημα της χορήγησης ή μη μιας άδειας κατασκευής ή καλλιέργειας, όπως συμβαίνει στις ανασκαφές που πραγματοποιούν οι ΕΠΚΑ. ΄Έχω στο μυαλό μου μια Συστηματική, Εκπαιδευτική Ανασκαφή. ΄Ένα σύστημα, που το στήνουν και το λειτουργούν μαζί δάσκαλοι, μαθητές και εργάτες. ΄Ένα σύστημα που είναι υποχρεωμένο να παράγει φως και όχι μόνο θερμότητα. ΄Ένα σύστημα που για να λειτουργήσει σωστά πρέπει να λάβει υπόψη του τη Ιστορία, την κοινωνική συγκυρία, τη Δημοκρατία, την ηθική του καθημερινού μόχθου, την «ομορφιά και την Ελευθερία» θα έλεγε ο Μαρξ. ΄Ένα σύστημα, τελικά, που αν μείνει κλειστό, χωρίς τη συνεχή ανταλλαγή πληροφορίας με το διεπιστημονικό περιβάλλον, και με το ανώνυμο κοινό, αργά η γρήγορα θα εκφυλλιστεί. Θα μετατραπεί σε μια καλά οργανωμένη εργολαβική περιπέτεια. Σε ένα συμπαθητικό, και πολύτιμο, στην περίπτωση της αξιοποίησής του, καλοοργανωμένο ΧΥΤΑ προσωπικών ημερολογίων, όπου οι χειρόγραφες επιλογές λέξεων και περιγραφών, μετατρέπουν την ανασκαφή σε ένα ιδιόρρυθμο λογοτεχνικό είδος. Σε ένα ιδιόρρυθμο λογοτεχνικό σκαρίφημα, όπου στο τέλος όλοι οι ήρωες της ιστορίας χάνονται στο πράσινο σκοτάδι μιας ομίχλης, όμοια αυτή που σκεπάζει κάθε πρωί τις κλιμακωτές ταράτσες της καλλιέργειας του ρυζιού στην Banaue των Φιλιππίνων (Εικ. 2). Και εννοώ τα ημερολόγια που γράφονται, για να θυμίζουν την περιπέτεια της ανασκαφής, την πολυποίκιλη προσωπογραφία της ή για να κοσμήσουν μια βιβλιοθήκη, δερματόδετα, με επίχρυσα γράμματα, μουσειολογικά δείγματα μιας χρονικής στιγμής που δεν έχει καμιά
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Εικ. 2
σημασία μπροστά στην «αιωνιότητα» των πραγμάτων που αποκτούν σχήμα και τρόπο λειτουργίας στο όνομα της Ανάγκης. Της Ανάγκης που οδηγεί στη δράση, που επινοεί, εντέλει, τον ίδιο τον Πολιτισμό. Της Ανάγκης που βρίσκεται πίσω από κάθε αρχαιολογικό εύρημα και πίσω από τις προσδοκίες της Αρχαιολογικής Επιστήμης. Γιατί τα ημερολόγια, αν δεν ψηφιοποιηθούν, όπως γράφονται, δεν τα διαβάζει κανείς, και, φυσικά, κανείς δεν αξιοποιεί τις πληροφορίες τους. Κι όλ’ αυτά δεν είναι μια κατασκευασμένη περιγραφή, απαισιόδοξη και φανταστική. ΄Όχι. Η αρχαιολογική ανασκαφή πρέπει να αλλάξει, επαναλαμβάνω. Στο Δισπηλιό επιχειρήσαμε μια τέτοια «αλλαγή», με βάση τον «Κανόνα του Σχήματος», χωρίς, βέβαια, να πιστεύουμε ότι είναι η καλύτερη ή η μοναδική. Την ονομάσαμε «Ανασκαφικό Διδασκαλείο» (Εικ. 3-5) αυτήν την αλλαγή, και προσπαθήσαμε να πετύχουμε δυο σκοπούς: (α) Να ζητήσουμε από ειδικούς να αναπτύξουν στους φοιτητές, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής (Εικ. 6-8), μια σειρά από θέ-
45
Εικ. 3
ματα που δεν περιλαμβάνονται, κατά κάποιο τρόπο ή καθόλου στα προγράμματα των πανεπιστημιακών τμημάτων και (β) να υπερβούμε το εργολαβικό σχήμα της ανασκαφής: 7 πμ. με 2.30 μμ. το ανασκαφικό πρόγραμμα ως. πλήρες μεροκάματο. Στις 11 διάλειμμα για κολατσό και το γνωστό θανάσιμο κουτσομπολιό. Τις μέρες της βροχής, αργία. Το Σάββατο, ξεκούραση. Τα μπλουτζίν στο καθαριστήριο, τα παπούτσια του μπάσκετ πλυμένα στο περβάζι το παραθύρου. Το πρωί σκάψιμο, το απόγεμα διόρθωση των ημερολογίων, και τα όστρακα να πλένονται σε πολύχρωμες πλαστικές λεκάνες. Το μεροκάματο της απελπισίας, από δίπλα η σύμβαση, το δελτίο παροχής υπηρεσιών, το τηλεφώνημα του βουλευτή στην κυρία προϊσταμένη, έφορο, τα παλιά χρόνια. Και τα εφηβικά όνειρα για μια αρχαιολογία γεμάτη με απροσδόκητες αποκαλύψεις, χωρίς ‘kipples’, κρεμασμένα στη χαλύβδινη αλαζονεία του επόπτη εργολάβου. Εδώ βλέπετε έναν τοίχο, ξεναγεί η προϊσταμένη της ΕΠΚΑ τον αδιάφορο υπουργό
Εικ. 4
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
46
Εικ. 5
του πολιτισμού. Πιο εκεί ένας αποθηκευτικός λάκκος, συνεχίζει η κυρία προϊσταμένη να ξεναγεί τον αδιάφορο υπουργό. Στη γωνία μια τρύπα, που μπορεί να είναι ποντικότρυπα ή πασσαλότρυπα ή, τέλος, μια ανερμήνευτη κλειδαρότρυπα, από όπου προσπαθεί ο αρχαιολόγος να διαβάσει την Ιστορία. Ο τάφος είχε βορειοανατολικό προσανατολισμό, χωρίς κτερίσματα, χωρίς τις προϋποθέσεις για μια συγκλονιστική είδηση και εθνικιστικές ερμηνείες. Ο οψιανός να λαμποκοπάει αμίλητος, φερμένος από τη Μήλο ή τα Καρπάθια. Και τα όστρακα να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται, να συσσωρεύονται. Το ερώτημα είναι αν οι πυρήνες του πυριτόλιθου δείχνουν επιτόπια επεξεργασία ή αν αποτελούν αντικείμενο ανταλλαγής. Αν τα λειασμένα εργαλεία κατασκευάστηκαν από ντόπια πέτρα, αν τα αγγεία έχουν τοιχώματα bundpolierte ή rainbow. Και στο τέλος να λήγει η σύμβαση, οι πάντες να απολύονται και η αρχαιολογική επιστήμη να μετατρέπεται σε μια μελαγχολική τρύπα, που σπεύδει να την γεμίσει με απορρίμματα ο νεοφιλελεύθερος, νεοελληνικός Πολιτισμός.
Και το πρόγραμμα του «Ανασκαφικού Διδασκαλείου» για μια πιλοτική εφαρμογή του «Κανόνα του Σχήματος» ήτανε το ακόλουθο. 1. Χρονική διάρκεια: από 29 Ιουλίου – 31 Αυγούστου 2. Δίδαξαν: Οι καθηγητές: Σ. Ανδρέου, Ν. Ευστρατίου, Κ. Κωτσάκης, Χ. Ντούμας, Π. Πατιάς, Στ. Τσότσος, P. Halstead και Γ. Χ. Χουρμουζιάδης. Οι Αν. Καθηγητές: Γ. Μαργαρίτης, Αν. Μουνδρέα-Αγραφιώτη, Μ. Φωτιάδης και Θ. Χατζηλάκος. Οι Επίκ. Καθηγήριες: Ν. Γαλανίδου και Ε. Τσουκαλά και οι διδάκτορες: Β. Αδρύμη-Σισμάνη, Δ. Καϊμάρης, Τ. Καρκάνας, Ν. Κοσμετάτου, Ν. ΚυπαρίσσηΑποστολίκα, Ε. Μαργαρίτη, Γ. Μπασιάκος, Κ. Σουέρεφ, Γ. Στρατούλη, Μ. Σωφρονίδου, Κ. Τουλούμης, Γ. Φακορρέλης, Α. Χουρμουζιάδου, οι Υποψ. Διδάκτορες: Ε. Βούλγαρη, Τ. Γιαγκούλης, Β. Παπαγεωργίου, Γ. Σταυριδόπουλος και Φ. Υφαντίδης. 3. Πήραν μέρος 50 φοιτητές (Η ανακοίνωση για το Ανασκαφικό Διδασκαλείο δεν απευθύνθηκε μόνο σε φοιτητές των αρχαιολογικών τμημάτων).
Εικ. 6
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΔΙΔΑΣΚΑΛΕΙΟ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
4. Αναπτύχθηκαν τα θέματα: (α) Ανασκαφική μεθοδολογία, (β) Ηλεκτρονικοί υπολογιστές και αρχαιολογία, (γ) Αρχαιολογία του Αιγαίου, (δ) Επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες, (ε) Φωτογραμμετρία, (στ) Έρευνα στην περίοδο της Χαλκοκρατίας, (ζ) Προϊστορική εργαλειοτεχνία, (η) Παλαιοντολογικά ευρήματα της Δ. Μακεδονίας, (θ) Μεγάλα δημόσια έργα και Αρχαιολογικές Ανασκαφές, (ι) Έργα για τη συντήρηση των ανασκαφικών χώρων, (κ) Έρευνες στη Θεόπετρα Τρικάλων, (λ) Μικρομορφολογία, (μ) Παλαιοπεριβαντολογία, (ν) Απόλυτες χρονολογήσεις, (ξ) Αρχαιολογική Νομοθεσία, (ο) Νεολιθική κεραμεική, (π) Νεολιθική Οικονομία (ρ) Μουσειολογία.
Εικ. 7
47
5. Πραγματοποιήθηκαν 143 ώρες ανασκαφής, και πρακτικής άσκησης (συντήρησης in situ, συλλογής δειγμάτων, αποτύπωσης) στο πεδίο. 123 ώρες διδασκαλίας και εξάσκησης στο εργαστήριο της ανασκαφής. ΄Έξι εκπαιδευτικές εκδρομές: Αλβανία, για επίσκεψη της Γαλλικής ανασκαφής στο Σοβιάν Μηλιά Γρεβενών, για επίσκεψη του μουσείου παλαιοντολογικών απολιθωμάτων. Γράμμο, με ανάλυση των γεγονότων του Εμφύλιου από τον καθηγητή Γ. Μαργαρίτη. Μοναστήρι (FYROM) για επίσκεψη στην αρχαία Ηράκλεια, στο αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης και περιήγηση. Προβλήθηκαν επίσης 5 ταινίες με εκπαιδευτικό περιεχόμενο.
Εικ. 87
48
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
49
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
«…και έθεσεν ο Δαυίδ την χείραν του εις τον σάκκον του και λαβών λίθον εξ αυτού, εξεσφενδόνισεν αυτόν και εκτύπησε τον Φιλισταίον επί του μετώπου του […] ούτω ο Δαυίδ κατέβαλε τον Φιλισταίον με σφενδόνην και με λίθον, εκτύπησε τον Φιλισταίον και εφόνευσεν αυτόν…» (Σαμουήλ Α΄, 17:49-50)
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ… ΄Όταν γίνεται λόγος για τη σφεντόνα, η πρώτη εικόνα που πιθανότατα έρχεται στο νου κάποιου είναι ακριβώς αυτή η μονομαχία που περιγράφεται στο χωρίο της Παλαιάς Διαθήκης ανάμεσα στο μεγαλόσωμο, πάνοπλο πολεμιστή των Φιλισταίων Γολιάθ και το νεαρό, άπειρο και οπλισμένο μοναχά με τη σφεντόνα του Ισραηλίτη βοσκό Δαυίδ (Εικ. 1). ΄Όλοι φυσικά γνωρίζουν την απροσδόκητη έκβαση αυτής της άνισης μάχης… Μολονότι με δυσκολία μπορεί να εντοπιστεί κάποιο ίχνος ιστορικής αλήθειας στη γραπτή αυτή «πηγή», ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένδειξη τόσο της αποτελεσματικότητας μιας σφεντόνας στα χέρια ενός επιδέξιου χειριστή της όσο και της διαχρονικότητας της χρήσης της. Το «όπλο του Δαυίδ» λοιπόν, όπως συχνά αποκαλείται η σφεντόνα, παρέμεινε σχεδόν ίδιο και απαράλλαχτο όλες αυτές τις χιλιετίες, για να θυμίζει κάτι από τα «παλιά εκείνα χρόνια» και να μας συνδέει τελικά με αυτά. Βέ-
βαια, τότε ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ως απαραίτητο εργαλείο για το κυνήγι, ως αναγκαίο μέσο, δηλαδή, για την επιβίωση του νεολιθικού ανθρώπου, ενώ με τον καιρό μετατράπηκε σε ένα αρκετά αποΕικ. 1 τελεσματικ ό όπλο στα χέρια δεινών πολεμιστών της αρχαιότητας. Παράλληλα με την εξέλιξη των ανθρώπινων κοινωνιών, κατ’ επέκταση και των πολεμικών όπλων, η σφεντόνα έγινε απλά ένα παιχνίδι, το οποίο, τουλάχιστον μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες, έβλεπε κανείς μικρά παιδιά να το μεταφέρουν στην πίσω τσέπη των κοντών παντελονιών τους…
50
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Η ΣΦΕΝΤΟΝΑ
Είναι μάλλον αρκετά γνωστό στους περισσότερους το πώς λειτουργεί και χρησιμοποιείται μια σφεντόνα χειρός, καθώς πολλοί ίσως να έχουν αναμνήσεις και εικόνες από το παιδικό αυτό παιχνίδι (βλ. Εικ. 2). Η σφεντόνα λοιπόν αποτελείται από έναν μικρό θύλακα, που συγκρατεί το βλήμα, και δύο λουριά, τις άκρες των οποίων κρατά στο δεξί του χέρι συνήθως ο επίδοξος σφενδονητής (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 158). Για τη ρίψη μιας βολής, η σφεντόνα πρέπει να περιστραφεί σταθερά και με δύναμη μία ή δύο φορές (οι περισσότερες περιστροφές όχι μόνο δεν είναι απαραίτητες, αλλά αποπροσανατολίζουν συχνά και από το στόχο) στο ύψος περίπου των ώμων και στη συνέχεια να απελευθερωθεί απότομα το ένα λουρί. Με αυτόν τον τρόπο η ενέργεια από την περιστροφή μεταφέρεται στο βλήμα, το οποίο μπορεί να εκσφενδονιστεί με ταχύτητα πάνω από 100 χλμ. την ώρα (Βουτυρόπουλος 1996: 65). Αξίζει να τονιστεί ότι το μήκος των λουριών μπορεί να κυμαίνεται σε διαφορετικά επίπεδα ανάλογα με την απόσταση που απαιτείται να καλύψει το βλήμα. Με άλλα λόγια, όσο πιο επιμήκης είναι η σφεντόνα, τόσο μεγαλύτερο βεληνεκές αποκτά το βλήμα.
1
Στην αρχαιότητα η σφεντόνα ήταν δερμάτινη ή πλεκτή από σκοινί, λινάρι ή μαλλί, από φθαρτά δηλαδή υλικά, γεγονός που καθιστά τη διατήρησή της στο πέρασμα των αιώνων σχεδόν αδύνατη. Ελάχιστα είναι τα παραδείγματα στα αρχαιολογικά χρονικά όπου μία σφεντόνα διασώζεται ακέραια ή έστω αποσπασματικά. Οι αρχαιότερες σωζόμενες σφεντόνες προέρχονται από την Αίγυπτο από τον τάφο του Τουτανχαμών, ο οποίος πέθανε περίπου το 1325 π.Χ. (Εικ. 3). Πρόκειται για ένα ζευγάρι περίτεχνα πλεγμένων σφεντόνων, που βρέθηκαν μαζί με άλλα όπλα, προφανώς για να συντροφεύουν τον Φαραώ σε μεταθανάτιους κυνηγετικούς αγώνες. Ακόμη μία εντοπίστηκε στο Φαγιούμ της Αιγύπτου το 1914 από τον W. M. Petrie. Βρέθηκε σε αποσπασματική μορφή δίπλα σε μία σιδερένια αιχμή δόρατος και χρονολογείται περίπου το 800 π.Χ.1 Η σφεντόνα χρησιμοποιήθηκε ευρέως και στο Νέο Κόσμο για κυνηγετικούς, πολεμικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς. Η πρώτη ακέραια προϊστορική σφεντόνα της αμερικανικής ηπείρου προέρχεται από τη Βόρεια Αμερική, από το σπήλαιο Lovelock της Νεβάδα. Εντοπίστηκε στο λαιμό ενός εν μέρει μουμιοποιημένου εξάχρονου αγοριού και χρονολογείται το 532 π.Χ. περίπου. Η εύρεση της σφεντόνας σε παιδική ταφή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτή μάλλον αποτελούσε παιχνίδι, καθώς ένα άτομο τόσο νεαρής ηλικίας με δυσκολία θα μπορούσε να ασχοληθεί με το κυνήγι και πολύ περισσότερο με οποιαδήποτε μορφή πολεμικής σύγκρουσης. Αρκετές σφεντόνες, ακέραιες ή αποσπασματικά σωζόμενες, συλλέχτηκαν και από το αρχαίο Περού (Heizer & Johnson Εικ. 2 1952: 139-40).
Βλ. http://www.bharathnet.com/look index.php?title=Sling_(weapon).
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ Μέσα από γραπτές πηγές και αναπαραστάσεις επιβεβαιώνεται η διαχρονικότητα της χρήσης της σφεντόνας σε κυνηγετικές και πολεμικές κυρίως δραστηριότητες, μια χρήση που εκτείνεται χωρικά από την Ευρώπη και τη Ασία ως την Αμερική και χρονικά από την προϊστορική εποχή ως τις μέρες μας. Ο ΄Όμηρος στην Ιλιάδα του (Ραψωδία Ν, στίχος 712 κ.ε.) συγκαταλέγει τη σφεντόνα μαζί με το τόξο και το δόρυ στον πολεμικό εξοπλισμό των Αχαιών και των Τρώων. Αργότερα ΄Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Ηρόδοτος (κεφάλαιο 9, 63), ο Θουκυδίδης (VI 43), ο Ξενοφώντας (Ανάβαση, III), ο Καίσαρας (De bello gallico V 43, II 7,1) και ο
Εικ. 3
Εικ. 9
Πολύβιος (III 33, 11) καταγράφουν και μαρτυρούν τη μακροχρόνια και αποτελεσματική χρήση της σφεντόνας σε πολεμικές εκστρατείες της εποχής, εξαίροντας ταυτόχρονα τις ικανότητες ξακουστών και επίλεκτων σφενδονητών του αρχαίου κόσμου, τους Ρόδιους, τους Βαλεάρες και τους Κρήτες δηλαδή. Η τοιχογραφία από το Νεολιθικό οικισμό του Çatal Hüyük στην Τουρκία (Εικ. 4) φανερώνει την πρώιμη χρήση της σφεντόνας στο κυνήγι, ενώ στο ασημένιο ρυτό της πολιορκίας (Εικ. 5) από το λακκοειδή τάφο IV του ταφικού περιβόλου Α των Μυκηνών (15501500 π.Χ.) εικονίζονται τρεις γυμνοί σφενδονητές που υπερασπίζονται με ζήλο την
Εικ. 4
Εικ. 5
Εικ. 10
51
Εικ. 7
Εικ. 6
Εικ. 8
Εικ. 11
Εικ. 12
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
52
οχυρωμένη πόλη δίπλα στη θάλασσα. Στην Εποχή του Σιδήρου μια βραχογραφία από το Τρεν της Αλβανίας (Εικ. 6) παρουσιάζει έναν έφιππο άνδρα που βγήκε για κυνήγι με τη συνοδεία σκύλου κρατώντας στο δεξί του χέρι μια σφεντόνα. Πλήθος άλλων απεικονίσεων παριστάνουν μεμονωμένους ή σε παράταξη σφενδονητές πλήρως εξοπλισμένους και έτοιμους να πολεμήσουν, όπως για παράδειγμα τα ανάγλυφα αραμαϊκής τέχνης του ενάτου αιώνα π.Χ. στο Tell Halaf της Συρίας (Εικ. 7), κάποια νομίσματα του τέταρτου και τρίτου αιώνα π.Χ. από την ΄Άσπενδο (Εικ. 8), ασσυριακά (Εικ. 9) και ρωμαϊκά (Εικ. 10) ανάγλυφα, οι αιγυπτιακές τοιχογραφίες από το Beni Hasan (Εικ. 11) και ο διάκοσμος του ετρουσκικού τάφου Tomba della caccia e pesca στην Tarquinia (Εικ. 12). Ο τρόπος που λειτουργεί η σφεντόνα και εκσφενδονίζεται το βλήμα εφαρμόστηκε αργότερα σε πολεμικές μηχανές των ιστορικών χρόνων, όπως ο καταπέλτης, ενώ σήμερα η σφεντόνα σε μια πιο εξελιγμένη μορφή και κατασκευασμένη με σύγχρονα πλέον υλικά αποτελεί κυρίως μέσο άσκησης και ψυχαγωγίας για τους τελευταίους εναπομείναντες λάτρεις αυτής.
ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ
Τα βλήματα ή αλλιώς οι πεσσοί ή σύμφωνα με την αγγλική ορολογία οι σφαίρες σφενδόνης (sling bullets) αποτελούν το απαραίτητο συμπλήρωμα μιας σφεντόνας χειρός. Εξαιτίας, όμως, της φθαρτότητας του υλικού κατασκευής της, τα βλήματα (βλ. Εικ. 13) είναι τα μοναδικά σχεδόν αρχαιολογικά τεκμήρια της ύπαρξης και εξάπλωσής της ανά τον κόσμο. Η ονομασία τους παραπέμπει γενικά σε κυνηγετικές, αθλητικές, ψυχαγωγικές ή πολεμικές δραστηριότητες και προέρχεται από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Το ουσιαστικό πεσσός παράγεται από το αρχαίο ρήμα πίπτω που σημαίνει πέφτω, ενώ το ουσιαστικό βλήμα παράγεται από το αρχαίο ρήμα βάλλω που σημαίνει χτυπώ
Εικ. 13
ή ρίχνω, ακόντιο συνήθως, από μακριά2. Οι λέξεις αυτές διατήρησαν μέχρι σήμερα την αρχική τους σημασία, αλλά απέκτησαν σταδιακά και άλλες ερμηνείες3. Τα βλήματα σφεντόνας, μολονότι αποτελούν κοινά ευρήματα όλων σχεδόν των νεολιθικών ανασκαφών (Μυλωνάς 1928: 25), δεν προκαλούν συνήθως το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ούτε των αρχαιολόγων ούτε του κοινού. Στην Ελλάδα ο πρώτος που επισήμανε την ύπαρξη βλημάτων ήταν ο X. Τσούντας (1908) στις ανασκαφές του στο Σέσκλο, το Διμήνι και τη Μαρμάριανη. Πάντως, αναφορές για την εύρεση πήλινων ή λίθινων πεσσών σφεντόνας εντοπίζονται σε αρκετές δημοσιεύσεις, αν και στις περισσότερες δε δίνονται περεταίρω στοιχεία. Οι μοναδικοί που έχουν καταπιαστεί ως τώρα εν μέρει με τη χρήση και ερμηνεία αυτών των αντικειμένων είναι ο Ν. Ευστρατίου (1982), η Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου (1989, 1998) και ο Ν. Βουτυρόπουλος (1991, 1996). Ο G. Childe ήταν εκείνος που έστρεψε την προσοχή στην παρουσία βλημάτων σε νεολιθικούς οικισμούς του ελλαδικού χώρου το 1951 με το άρθρο του «The significance of the sling for Greek Prehistory», στο οποίο αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι προϊστορικοί αρχαιολόγοι έχουν την τάση να αγνοούν εντελώς αυτό το υλικό με το σκεπτικό ότι κάθε βότσαλο μπορεί να λειτουργήσει ως βλήμα και ότι δεν πρόκειται για τεχνουργήματα, για αντικείμενα δηλαδή που έχουν υποστεί κάποια ανθρώπινη επεξεργασία. ΄Όμως, έστω κι αν αυτά ισχύουν, είναι μέρος
Βλ. Γ. Παπανδρεοπούλου, Λεξικό Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Α. Γεωργοπαπαδάκου, Λεξικόν Ανωμάλων Ρημάτων της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης. 3 Βλ. Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μικρό Ελληνικό Λεξικό 2
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ μόνο της πραγματικότητας, διότι αναιρούν τελείως το γεγονός ότι υπάρχουν και πήλινα βλήματα σφεντόνας, τα οποία κάποιος έπλασε, έδωσε συγκεκριμένο σχήμα και έψησε. Εξαιτίας αυτού του μειωμένου ενδιαφέροντος πολύ συχνά οι πεσσοί παραμένουν στα αζήτητα, μέσα στις αποθήκες των μουσείων (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1998: 265). Οι πεσσοί της Νεολιθικής εποχής διατηρούν περίπου το ίδιο σχήμα και μέγεθος για αιώνες, γεγονός που δυσκολεύει οποιαδήποτε προσπάθεια διαμόρφωσης μιας τυπολογικής ακολουθίας (Buchholz 1965: 152). Κατατάσσονται, ωστόσο, σε δύο κατηγορίες τόσο ως προς το υλικό κατασκευής τους όσο και ως προς το σχήμα τους. Στην πλειονότητά τους είναι πήλινοι και σε μικρότερο ποσοστό λίθινοι. Τα πήλινα βλήματα μπορεί να είναι άψητα (Τσούντας 1908: 87, Θεοχάρης 1967: 119), απλώς στεγνωμένα στον ήλιο ή κοντά σε εστίες (Weinberg 1965: 289), κάποιες φορές μισοψημένα (Perlès 2001: 228), και σε ορισμένες περιπτώσεις κακοψημένα ή ακόμα και επιμελώς ψημένα στη φωτιά (Σωτηριάδης 1908: 93, Wace & Thompson 1912: 125, Milojčić et al. 1962: 15). Υπάρχει, βέβαια, πάντα και η πιθανότητα κάποιο αντικείμενο να κάηκε τυχαία, κατά τη διάρκεια λόγου χάρη μιας φωτιάς που ξέσπασε στο χώρο (Perlès 2001: 95). Επειδή ακριβώς μερικά δεν έχουν υποστεί τη διαδικασία όπτησης, εξηγείται το γεγονός ότι πολλά από αυτά είναι εύθραυστα και διαλύονται εύκολα κατά τη διάρκεια της ανασκαφής (Τσούντας 1908: 343, Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 148). ΄Άρα, βγαίνει αβίαστα σχεδόν και το συμπέρασμα ότι ο αριθμός τους θα ήταν μάλλον μεγαλύτερος στα νεολιθικά χρόνια (Θεοχάρης 1967: 84, Perlès 2001: 229). Υπάρχουν περιπτώσεις όπου βλήματα σφεντόνας εντοπίστηκαν συγκεντρωμένα εντός του οίκου, κοντά στην εστία, προφανώς για να ψηθούν μερικώς και όχι εντελώς (Weinberg 1962: 202). ΄Έχει υποστηριχτεί επίσης ότι οι προϊστορικοί άνθρωποι επέλεγαν να αφήνουν τα πήλινα βλήματα να στεγνώσουν από μόνα τους σταδιακά στον ήλιο ή να ψηθούν σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία παρά να ψηθούν απότομα σε δυνατή φωτιά, διότι τότε υπήρχε ο κίνδυνος να αποκτήσουν ρωγμές στην επιφάνειά τους
53
ή να χάσουν το μέγιστο δυνατό βάρος τους (Korfmann 1973: 39). Η αναγνώριση ενός λίθινου αντικειμένου ως πεσσού σφεντόνας είναι δύσκολη υπόθεση, καθώς κι ένα απλό βότσαλο ανάλογου μεγέθους και σχήματος θα μπορούσε να λειτουργήσει ως τέτοιος. Ταυτόχρονα είναι σχεδόν αδύνατον να εξακριβωθεί με βεβαιότητα αν ένα εύρημα υπήρξε κάποτε βλήμα σφεντόνας (Βουτυρόπουλος 1996: 65), εφόσον απουσιάζουν μελέτες γύρω από τυχόν ίχνη χρήσης ή επεξεργασίας πάνω σε αυτά. Κατεργασμένοι λίθινοι πεσσοί δε φαίνεται πάντως να χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλη έκταση. Χαλίκια, ένα φτηνό και προσβάσιμο σε όλους υλικό, θα μπορούσαν κάλλιστα να τους αντικαταστήσουν (ΠαπαευθυμίουΠαπανθίμου 1989: 148). Οι λίθοι που επιλέγονταν ωστόσο θα πρέπει να ήταν σκληροί και ανθεκτικοί (Buchholz 1965: 152). Τα βλήματα, όσον αφορά το σχήμα τους, χωρίζονται σε σφαιρικά και σε αμφικωνικά, σύμφωνα με τον Ν. Ευστρατίου (1982: 82) και τον Ν. Βουτυρόπουλο (1996: 65) ή σε σφαιρικά και σε ωοειδή, σύμφωνα με την Αικ. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου (1989: 148). Η διαφορά ανάμεσα στα αμφικωνικά και στα ωοειδή έγκειται στο γεγονός ότι τα πρώτα έχουν πιο έντονες και αιχμηρές απολήξεις και παράλληλα εμφανίζουν στο μέσο τους μια έντονη γωνία που θα μπορούσε να ξεχωρίσει σε δύο μισά το αντικείμενο, ενώ τα δεύτερα έχουν αποστρογγυλεμένα άκρα και δε φέρουν την έντονη γωνία στο μέσο τους. ΄Ίσως, οι αμφικωνικοί πεσσοί μπορούν να θεωρηθούν ως μία υποκατηγορία των ωοειδών (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 157). Οι παλαιότεροι αρχαιολόγοι περιγράφουν το σχήμα και το μέγεθος των πεσσών ως «σχήμα πυρήνος ελαίας» (Τσούντας 1908: 328, Μυλωνάς 1928: 25) ή ως μέγεθος πυρήνα ροδάκινου (Buchholz 1965: 152). Σε πιο σύγχρονες βιβλιογραφικές αναφορές πάντως οι αμφικωνικοί πεσσοί περιγράφονται ως ατρακτοειδείς ή ατρακτόσχημοι (Κώτσος 1992: 199, Γραμμένος & Κώτσος 2002: 22). Ωστόσο, τα τυπολογικά αυτά χαρακτηριστικά δεν είναι τόσο αυστηρά και άρα ενδέχεται να συναντήσει κάποιος μικρές διαφοροποιήσεις στα εξωτερικά τους
54
γνωρίσματα ως αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού (Ευστρατίου 1982: 83). Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των αμφικωνικών βλημάτων είναι η αεροδυναμική διατομή τους, που επιτρέπει στο αντικείμενο μετά την εκσφενδόνιση να κινείται με μειωμένη την αντίσταση στον αέρα και επομένως να αυξάνει το βεληνεκές του (Βουτυρόπουλος 1996: 65). Τα πλεονεκτήματα της βαλλιστικής αυτής κατασκευής των βλημάτων εξηγούν πρώτον το γεγονός ότι η πλειονότητα των ευρημάτων έχει αμφικωνικό ή ωοειδές σχήμα και δεύτερον τη διαπίστωση ότι η λογική της κίνησης στον αέρα ενός σώματος με τέτοια μορφή έχει πολλές και διαφορετικές πρακτικές εφαρμογές από την αρχαιότητα ως τη σύγχρονη εποχή (όπως το αεροπλάνο, παραδείγματος χάριν). Τα πειράματα που πραγματοποιήθηκαν με διάφορα βλήματα έδωσαν αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Τα λίθινα, απλά χαλίκια με επίμηκες σχήμα και βάρος περίπου 60γρ. και όχι επεξεργασμένες πέτρες, έφτασαν στα 130 μ., ενώ τα πήλινα, στεγνωμένα στον ήλιο, κάλυψαν μία απόσταση βολής μέχρι τα 120 μ. Σε ακόμα μικρότερη απόσταση έφτασαν τα ψημένα σε κλίβανο δείγματα. ΄Άρα, φαίνεται ότι τα λίθινα βλήματα έχουν μικρή υπεροχή όσον αφορά το εύρος του βεληνεκούς έναντι των πήλινων. Ωστόσο, τα τελευταία προηγούνται ως προς την ακρίβεια βολής και ακολουθούν τα λίθινα, εκτός κι αν αυτά ήταν κατεργασμένες πέτρες και όχι απλά χαλίκια (Newcomer 1978: 17κ.ε.). Τα βλήματα σφεντόνας χρησιμοποιήθηκαν χρονικά πρώτα στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Ανατολίας και της Μεσοποταμίας, όπου η Νεολιθική ξεκινά σαφώς νωρίτερα. Για παράδειγμα, σε θέσεις όπως το Çatal Hüyük, το Haçilar, το Tell Sabi Abyad, το Yümük Tepe (Μερσίνα) της νότιας Τουρκίας, η Hassuna στην Ασσυρία και το Sialk στο δυτικό Ιράν εντοπίστηκαν πολυάριθμα αμφικωνικά βλήματα από ψημένο πηλό και από λίθο. Βρέθηκαν είτε ως μεμονωμένα ευρήματα είτε σε συγκεντρώσεις και θεωρείται ότι χρησιμοποιήθηκαν στο κυ4
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ νήγι και σε συγκρούσεις μεταξύ νεολιθικών ομάδων. Συνδυάζονται μάλιστα συχνά με «οχυρωματικές» κατασκευές και στρώματα καταστροφής κάποιων οικισμών (Haçilar, Yümük Tepe) (Childe 1951: 2-3, Vutiropulos 1991: 15-6, 88, Βουτυρόπουλος 1996: 65). Στο χώρο του Αιγαίου η χρήση των πεσσών σφεντόνας μαρτυρείται αρχαιολογικά από την αρχή της νεολιθικής περιόδου, με εξαίρεση την Κρήτη και τις Κυκλάδες. Πρωτοεμφανίζονται σε οικισμούς της Αρχαιότερης Νεολιθικής και συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται εντατικά κατά τη διάρκεια της Μέσης, της Νεότερης και της Τελικής Νεολιθικής. Πήλινα στην πλειονότητά τους αλλά και λίθινα βλήματα, κυρίως αμφικωνικού και ωοειδούς σχήματος και λιγότερα σφαιρικά, εντοπίζονται σε πολλές νεολιθικές θέσεις είτε ως μεμονωμένα ευρήματα είτε σε συγκεντρώσεις μέσα στο σπίτι και κάποιες φορές κοντά στην εστία4. Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν οι μεγάλες συσσωρεύσεις πήλινων πεσσών από το «εργαστήριο του κεραμέα» στο Σέσκλο (Τσούντας 1908: 343-4), από το «σπίτι Q» στο Τσαγγλί (Wace & Thompson 1912: 121) και από την «αψιδωτή» οικία Q στο Ραχμάνι της Τελικής Νεολιθικής (Wace & Thompson 1912: 43). Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι περιπτώσεις της Ελάτειας (Weinberg 1962: 202-3) και του Αγίου Πέτρου στις Βόρειες Σποράδες (Efstratiou 1985: 47) όπου εντοπίστηκαν συγκεντρωμένα πήλινα και λίθινα αντίστοιχα βλήματα κοντά σε πήλινες εστίες. Παρόμοιες συγκεντρώσεις πήλινων και λίθινων πεσσών σφεντόνας σε άμεση γειτνίαση με φούρνους και εστίες συναντώνται και στο Δισπηλιό. Τα τρία αυτά παραδείγματα αποτελούν και τα μοναδικά στον ελλαδικό χώρο. Σε κανέναν νεολιθικό οικισμό δε διαπιστώθηκε η παρουσία και κατ’ επέκταση η χρήση επεξεργασμένων λίθινων βλημάτων. Συνήθως πρόκειται για βότσαλα ή πέτρες κατάλληλου σχήματος, μεγέθους και δυναμικής που συλλέχτηκαν από τη γύρω περιοχή για συγκεκριμένους σκοπούς. Επίσης, σχεδόν πουθενά δεν
Βλ. Αδαμίδου 2006: 91-110, για περισσότερες πληροφορίες και πλήρη καταγραφή των ευρημάτων από όλες τις νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Εικ. 14
έχουν εντοπιστεί πήλινα βλήματα με οποιοδήποτε είδος διακόσμησης. Εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα αποτελούν ο εγχάρακτος με γραμμές και στιγμές πήλινος πεσσός της Ολύνθου (Mylonas 1929: 81) (Εικ. 14) και ο σφαιρικός πήλινος κατά πάσα πιθανότητα πεσσός με αποτυπώματα νυχιών από τον οικισμό του Παραδείσου στη Θράκη (Hellström 1987: 86). Από το χώρο του Αιγαίου η χρήση της σφεντόνας επεκτείνεται σταδιακά και στην υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο. Σε οικισμούς της Νεολιθικής και Χαλκολιθικής Εποχής στη Βουλγαρία (Azmak, Karanovo, Rakitovo, Stara Zagora, Vasselinovo κ.α.), την πρώην Γιουγκοσλαβία (Jablanica, Mala-Tumba, Mogila, Porodin κ.α.) και την Αλβανία (Smilčić, Krković, Danilo-Bitinj κ.α.) εντοπίστηκαν πολυάριθμοι πήλινοι και λίθινοι, αμφικωνικοί και σφαιρικοί πεσσοί5. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στον οικισμό της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη βουλγαρική πόλη Stara Zagora (περίπου 49004700 π.Χ.), όπου διαπιστώθηκε ότι η θέση εγκαταλείφθηκε μετά από φωτιά και κατοικήθηκε εκ νέου κατά τη διάρκεια της Χαλκολιθικής. Η καταστροφή αυτή σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποσότητα πήλινων αμφικωνικών βλημάτων που βρέθηκαν διασκορπισμένα παντού οδηγεί στην υπόθεση ότι μπορεί να προηγήθηκε κάποια σύγκρουση, χωρίς βέβαια να αποκλείει κανείς τα φυσικά αίτια ενός τέτοιου φαινομένου (Vutiropulos 1991: 29). Σταδιακά η χρήση των πεσσών εξαπλώνεται και σε οικισμούς της Βόρειας, Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης (Childe 1925: 156, 230, 299, Buchholz 1965: 153).
5
6
55
Στην Εποχή του Χαλκού η σφεντόνα συνεχίζει να χρησιμοποιείται, αλλά χάνει με την πάροδο του χρόνου σε αξία (Vutiropulos 1991: 53). Αυτή την εποχή τα βλήματα σφεντόνας κατασκευάζονται κυρίως από λίθο καθώς και από μόλυβδο εξαιτίας της ανάπτυξης της μεταλλουργίας, διατηρούν το ίδιο περίπου αεροδυναμικό σχήμα, μολονότι τα μολύβδινα είναι μικρότερα σε μέγεθος αλλά βαρύτερα. Οι πήλινοι πεσσοί μάλλον χρησιμοποιούνται σε περιορισμένο ποσοστό στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, οπότε είναι πιθανή η σταδιακή αντικατάστασή τους από τους λίθινους (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 148, Treuil et al. 1996: 199). Αυτή την εποχή εμφανίζονται για πρώτη φορά λίθινα και μολύβδινα βλήματα σε οικισμούς των Κυκλάδων, όπως το Καστρί της Σύρου (Bossert 1967: 58) και η Κορφή τ’ Αρωνιού στη Νάξο (Ντούμας 1964: 411-2), αλλά και στην Κνωσό της Κρήτης (Evans 1928: 344). Μολύβδινα βλήματα σφεντόνας εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε μεγαλύτερες ποσότητες πλέον από το τέλος της Εποχής του Χαλκού, σε όλη την Εποχή του Σιδήρου (Buchholz 1965: 152) και στις επόμενες ιστορικές περιόδους για στρατιωτικούς καθαρά σκοπούς. Η σφεντόνα υπήρξε ένα από τα βασικά όπλα των Ελλήνων και των Ρωμαίων κατά τους κλασικούς, ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους (Childe 1951: 1). Στην ΄Όλυνθο, για παράδειγμα, βρέθηκαν πολυάριθμα μολύβδινα βλήματα που χρησιμοποίησε ο στρατός του Φιλίππου της Μακεδονίας εναντίον των κατοίκων της. Το αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης ήταν η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης της Ολύνθου τον Αύγουστο του 348 π.Χ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι σε κάποιους μολύβδινους πεσσούς που ήρθαν στο φως ήταν χαραγμένα τα γράμματα ΧΑΛ καθώς επίσης και το όνομα του Φιλίππου (Robinson 1929: 75-6), κάτι που θεωρήθηκε ως αναγνωριστικό της ταυτότητας του ιδιοκτήτη (Mylonas 1929: 81). Φαίνεται, δηλαδή, ότι από την εποχή αυτή και έπειτα
Βλ. Vutiropulos 1991: 22-33, 41-9, 64-87, όπου υπάρχει πλήρης αναφορά και χρονολόγηση των ευρημάτων της κάθε θέσης. Είναι ο πληθυντικός αριθμός της λατινικής λέξης glans που σημαίνει βελανίδι.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
56
γράφονται διάφορα ονόματα, σύμβολα και μηνύματα πάνω στους πεσσούς, ίσως ως ένδειξη υπεροχής του πολεμιστή που καταφέρνει να πλήξει το στόχο του. ΄Έτσι, είναι πιθανόν να αναγράφεται το όνομα του κατασκευαστή ή του ιδιοκτήτη ή του αρχηγού του στρατεύματος, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ολύνθου. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν στις μάχες τους μολύβδινα glandes6 (Childe 1951: 1). Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τα βλήματα σφεντόνας των Ρωμαίων, που πήραν τη χαρακτηριστική αυτή ονομασία από το αμφικωνικό σχήμα του καρπού της βελανιδιάς. Η χρήση της σφεντόνας μειώνεται δραματικά μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα ο πολεμικός εξοπλισμός εξελίσσεται και βελτιώνεται. Οι τελευταίες αποδείξεις για την παρουσία των πεσσών σε αρχαιολογικά στρώματα προέρχονται από τη Νότια Βρετανία, όπου στο οχυρό του Maiden Castle εντοπίστηκαν 40.000 περίπου βλήματα σφεντόνας με σκοπό προφανώς την προστασία του κάστρου από πιθανούς εισβολείς, και επιπλέον από την περιοχή των ΄Άνδεων στην Αμερική, όπου άκμασε ο πολιτισμός των ΄Ίνκας. Συμπεραίνεται ότι η σφεντόνα ήταν το κύριο όπλο των ΄Ίνκας και με αυτό προσπάθησαν να αντισταθούν στους Ισπανούς κατακτητές7.
ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ: ΑΝΑΛΥΣΗ
Στο Νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού Καστοριάς εντοπίστηκαν συνολικά 102 βλήματα σφεντόνας, εκ των οποίων τα 66 είναι πήλινα και τα 36 λίθινα. Το σχήμα που κυριαρχεί στα πήλινα βλήματα είναι το αμφικωνικό, ακολουθεί το ωοειδές και σε πολύ μικρότερο ποσοστό το σφαιρικό. Οι περισσότεροι πήλινοι πεσσοί σώζονται ακέραιοι ή σχεδόν ακέραιοι, ενώ μόνο σε έξι περιπτώσεις το δείγμα έχει σωθεί σε μέγεθος μικρότερο του μισού, και διατηρούνται σε καλή έως μέτρια κατάσταση με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπου τα αντικείμενα φέρουν έντονες φθορές στην επιφάνειά τους. Το χρώμα
7
του πηλού είναι συνήθως καστανό (ανοιχτό έως σκούρο) ή ερυθρό (ανοιχτό έως σκούρο), αλλά βρέθηκαν και παραδείγματα όπου ο πηλός είναι μαύρος ή τεφρός σκούρος είτε σε ολόκληρη την επιφάνεια του πεσσού είτε εν μέρει, προφανώς ως αποτέλεσμα των συνθηκών όπτησης ή μεταγενέστερης επαφής με φωτιά ή καπνό. Το μήκος των ακέραιων πήλινων πεσσών είναι συνήθως γύρω στα 5 εκ., η διάμετρός τους γύρω στα 3 εκ. και το βάρος τους περίπου 60γρ. Σε κανέναν πεσσό δεν υπάρχει οποιοδήποτε είδος διακόσμησης. Στην οριζόντια κατανομή των πήλινων βλημάτων σφεντόνας κυριαρχεί η μεγάλη συγκέντρωση της τομής 7β. Εδώ εντοπίστηκαν συνολικά τριάντα βλήματα (27 πήλινα και 3 λίθινα) σε δύο στρώσεις και σε πυκνή κυκλική διάταξη, δηλαδή το ένα ακριβώς δίπλα και πάνω στο άλλο. Ο τρόπος που βρέθηκαν τοποθετημένα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι μάλλον πρόκειται για το περιεχόμενο ενός σάκου ή σκεύους από οργανικά υλικά, το οποίο με την πάροδο του χρόνου αποσυντέθηκε. Το γεγονός αυτό της μεταφοράς και αποθήκευσης των βλημάτων σηματοδοτεί και την πρώτη τέτοιου είδους αρχαιολογική μαρτυρία στον ελλαδικό χώρο, καθώς βιβλιογραφικά τουλάχιστον δεν έχει αναφερθεί πουθενά κάτι αντίστοιχο. Οι περισσότεροι λίθινοι πεσσοί είναι σφαιρικοί, αλλά αρκετά μεγάλο είναι και το ποσοστό των ωοειδών. ΄Όλοι βρέθηκαν ακέραιοι, αλλά λίγοι σώζονται σε καλή κατάσταση. Η πλειονότητα των λίθινων βλημάτων φέρει αρκετά ή πολλά ιζήματα στην επιφάνειά της, γεγονός που δυσχεραίνει τη διατύπωση παρατηρήσεων. Μακροσκοπικά, πάντως, και όπου υπήρχε η δυνατότητα δεν εντοπίστηκε σε κανένα λείανση ή άλλη επεξεργασία. Ο μέσος όρος του μήκους τους είναι τα 4,5 εκ., της διαμέτρου τους τα 3,6 εκ. ενώ ζυγίζουν περίπου 80 γρ. Είναι συνήθως μεμονωμένα ευρήματα και πολύ σπάνια εντοπίζονται πολλοί μαζεμένοι. Πολύ συχνά, όμως, συνανήκουν με πήλινους πεσσούς, όπως έχει ήδη καταγραφεί στη μεγάλη συγκέντρωση της 7β, αλλά και σε άλλα ανασκαφικά τετράγωνα. Το γεγονός ότι πή-
Βλ. http://www.bharathnet.com/look/index.php?title=Sling_(weapon)
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ λινοι και λίθινοι πεσσοί ανήκουν στα ίδια συμφραζόμενα συνηγορεί υπέρ της αναγνώρισης των δεύτερων και υποδηλώνει την κοινή και ταυτόχρονη χρήση των αντικειμένων8. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να τονιστεί ότι η κατανομή των βλημάτων στο χώρο και στο χρόνο του οικισμού είναι αρκετά δύσκολη υπόθεση εξαιτίας της ιδιαίτερης φύσης της θέσης. Το γεγονός δηλαδή ότι τα νερά της λίμνης επηρεάζουν άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τη ζωή και την κατοίκηση και κατ’ επέκταση τις αποθετικές και μετα-αποθετικές διαδικασίες των αντικειμένων, καθιστά προβληματική την οποιαδήποτε χωρική και χρονική ένταξη των κινητών ευρημάτων. Με άλλα λόγια είναι πιθανόν τα αντικείμενα που ήρθαν στο φως να μην εντοπίζονται τελικά στο χώρο που τοποθετήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν από τους κατοίκους του προϊστορικού Δισπηλιού, αλλά να παρασύρθηκαν εκεί από τα νερά της λίμνης ή να κατέπεσαν εκεί ύστερα από μια πιθανή καταστροφή των πασσαλόπηκτων σπιτιών και πλατφορμών. Επειδή, όμως, δεν υπάρχει διαφορετικός τρόπος για να δημιουργηθεί μια (ενδεικτική ή συμβατική έστω) βάση δεδομένων, η οριζόντια και κατακόρυφη κατανομή των πεσσών στηρίζεται στα διαθέσιμα στοιχεία. Εξάλλου, η παραπάνω παρατήρηση αφορά κυρίως τα μεμονωμένα ευρήματα, καθώς οι περιπτώσεις όπου αρκετά βλήματα συνευρίσκονται και συνανήκουν δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως τυχαίες. Η πλειονότητα των πεσσών του οικισμού εντοπίστηκε στον Ανατολικό Τομέα, σημαντικά λιγότεροι βρέθηκαν στο Δυτικό Τομέα και ελάχιστοι στους υπόλοιπους ανασκαφικούς τομείς. Αυτό συμβαίνει διότι ο Ανατολικός και σε μικρότερο βαθμό ο Δυτικός Τομέας αποτελούν τις περισσότερο ανεσκαμμένες σε έκταση και σε βάθος περιοχές, ενώ οι έρευνες στο Νότιο και στο 8
9
57
Βόρειο Τομέα καθώς και στο Λίθινο Περίβολο αριθμούν λίγα μόνο έτη. Όσον αφορά τη στρωματογραφική κατανομή των πήλινων και λίθινων βλημάτων σφεντόνας μετά από μια στατιστική προσέγγιση των δειγμάτων έγινε φανερό πως πάνω από τα μισά βλήματα του οικισμού (63% επί του συνόλου) εντάσσονται στη δεύτερη οικιστική φάση (Φάση Β). Πολύ λιγότερα (33%) εντοπίζονται στη νεότερη οικιστική φάση (Φάση Α), ενώ ελάχιστα βλήματα (4%) ανήκουν στην αρχαιότερη φάση της θέσης (Φάση Γ). Συμπερασματικά, αξίζει να σημειωθεί ότι οι μισοί και πλέον πεσσοί που έχουν καταγραφεί ανήκουν σε μικρές (από 3 έως 6) ή σε μεγαλύτερες (όπως οι τριάντα του ανασκαφικού τετραγώνου 7β) συγκεντρώσεις και επίσης ότι πολλοί από αυτούς βρέθηκαν πολύ κοντά ή και δίπλα σε πιθανές πήλινες κατασκευές, όπως φούρνοι ή εστίες. Βέβαια, κάτι τέτοιο δε σημαίνει ότι έχουν βρεθεί ακέραιες κατασκευές, αλλά η παρουσία τους είναι σχεδόν σίγουρη με βάση κάποια συμπαγή, επίπεδα και σχηματοποιημένα τμήματα πηλού, ίχνη καύσης και μαύρα δάπεδα. Αυτή ακριβώς η συγκέντρωση βλημάτων και γειτνίασή τους με εστίες παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον S. S. Weinberg (1962: 202-3) στην Ελάτεια και θεωρήθηκε ότι οι πήλινοι πεσσοί τοποθετούνταν εκεί για να ψηθούν αργά και σταδιακά στη φωτιά. Ίσως κάτι ανάλογο να συμβαίνει και στην περίπτωση του Δισπηλιού. Προς το παρόν η εικόνα της ανασκαφής δίνει την εντύπωση ότι τα βλήματα εντοπίζονται τόσο μέσα όσο και έξω από τα σπίτια του οικισμού. Μολονότι δεν έχει δημοσιευτεί μέχρι τώρα κάποια αναλυτική μελέτη για το βαθμό παρουσίας της άγριας πανίδας9 στο Δισπηλιό, τα πρώτα στοιχεία δείχνουν ότι οι κάτοικοι της λίμνης δεν αρκέστηκαν μόνο στην εκτροφή βοοειδών, αιγοπροβάτων και χοίρων, αλλά παράλληλα κυνηγούσαν ελα-
Βλ. Αδαμίδου 2006: 47-81, όπου δίνονται τόσο η αναλυτική καταγραφή, περιγραφή και απεικόνιση του συνόλου των βλημάτων που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό όσο και οι επιμέρους παρατηρήσεις μέσα από σχεδιαστικά γραφήματα. Το σύνολο του οστεολογικού υλικού μελετάται προς το παρόν από την Dr. Ν. Φωκά-Κοσμετάτου και την Ε. Σαμαρτζίδου.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
58
φοειδή και πουλιά (Τουλούμης 2002: 99). Η ποσοτική σύγκριση των βλημάτων του Δισπηλιού με τα υπόλοιπα εργαλεία της θέσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χρήση τους ήταν σχετικά περιορισμένη. Με άλλα λόγια το οστεολογικό υλικό σε συνδυασμό με την εύρεση βλημάτων σφεντόνας αλλά και μικρού αριθμού λίθινων αιχμών βέλους επιβεβαιώνουν ότι ο Νεολιθικός κάτοικος της θέσης ασχολήθηκε συμπληρωματικά μόνο με το κυνήγι, ενώ η οικονομία του οικισμού ήταν κατά βάση γεωργοκτηνοτροφική. Σε γενικές γραμμές πάντως το υλικό από το Δισπηλιό δε διαφοροποιεί ούτε ανατρέπει την εικόνα που έχουν σχηματίσει ως τώρα οι αρχαιολόγοι για τα αντικείμενα αυτά, καθώς ανάλογα συμπεράσματα και παρατηρήσεις έχουν γίνει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και από άλλους ερευνητές. Μέσα από μια συγκριτική μελέτη των ευρημάτων της κάθε Νεολιθικής θέσης στην Ελλάδα δεν προκύπτει καμία ουσιαστική αλλαγή στα εξωτερικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά τους.
ΑΦΟΡΜΕΣ ΓΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Ο αρκετά ικανός αριθμός των πήλινων και λίθινων βλημάτων από το Δισπηλιό και τους υπόλοιπους νεολιθικούς οικισμούς φανερώνει ότι η σφεντόνα χρησιμοποιήθηκε ως κυνηγετικό όπλο σε κάποιο τουλάχιστον βαθμό. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι της λίμνης αξιοποίησαν τόσο τα πήλινα όσο και τα λίθινα βλήματα δείχνοντας, όμως, μεγαλύτερη προτίμηση στα πρώτα. Αυτό γίνεται αντιληπτό και από το συνολικό αριθμό των ευρημάτων αλλά και από τη μεγάλη συγκέντρωση που βρέθηκε στο ανασκαφικό τετράγωνο της 7β, όπου τα «αποθηκευμένα» δείγματα ήταν σχεδόν όλα πήλινα. Ανάλογη προτίμηση διαπιστώθηκε ότι είχαν και οι κάτοικοι των άλλων Νεολιθικών θέσεων. Για παράδειγμα στην Οτζάκι Μαγούλα (Mottier 1981: 136, 149 και Hauptmann 1981: 154, 191, 223) και στην Αράπη Μαγούλα (Milojčić & Hauptmann 1969: 96, 102, 104, 108) εντοπίστηκαν μόνο πήλινοι πεσσοί, ενώ σαφώς περισσότεροι είναι οι πήλινοι έναντι των λίθινων λόγου χάρη στο Σέσκλο (Τσούντας
1908: 343-4 και Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 144, 146-8) και στο Τσαγγλί (Wace & Thompson 1912: 121). Ωστόσο μια τέτοια εικόνα μπορεί να είναι πλασματική, αν σκεφτεί κανείς τη δυσκολία αναγνώρισης και ταύτισης ενός λίθινου πεσσού, αλλά και την ευκολία πρόσβασης που διέθεταν οι προϊστορικοί άνθρωποι σε μικρές πέτρες σε συνδυασμό με την άμεση δυνατότητα μετατροπής τους σε πεσσούς σφεντόνας. Με άλλα λόγια δεν κρίνεται απολύτως απαραίτητο να υπάρχουν εντός του οικισμού μεγάλες ποσότητες λίθινων βλημάτων, εφόσον μια μικρή περιήγηση στη γύρω περιοχή θα εξασφάλιζε στο Νεολιθικό κυνηγό τα κατάλληλα εφόδια για το σκοπό του. Η περίπτωση των πήλινων πεσσών είναι κάπως διαφορετική. Χρειάζεται, δηλαδή, κάποια προεργασία για την κατασκευή και παραγωγή τους, μια διαδικασία σχετικά χρονοβόρα για την εύρεση και επεξεργασία του πηλού, το πλάσιμο και το ψήσιμο ή στέγνωμα του αντικειμένου στον ήλιο. ΄Άρα εδώ ίσως υφίσταται ένας προγραμματισμός για να υπάρχουν σε διαθεσιμότητα πήλινα βλήματα ανά πάσα στιγμή. Το γεγονός ότι 27 πήλινοι πεσσοί στην τομή 7β ήταν τοποθετημένοι μέσα σε κάποιο σκεύος ή σάκο συνηγορεί υπέρ ενός τέτοιου προγραμματισμού και υποδηλώνει ότι τους φύλαγαν κάπου μαζεμένους και έτοιμους προς χρήση. Από την άλλη πλευρά βέβαια η ταυτόχρονη και παράλληλη χρήση τόσο των πήλινων όσο και των λίθινων πεσσών είναι μια πραγματικότητα σε πολλούς οικισμούς της Νεολιθικής. Με μία πρώτη αξιολόγηση δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί μια ξεχωριστή και διαφορετική χρησιμότητα των δύο υλικών. Είναι παρόλα αυτά πιθανόν οι Νεολιθικοί να εντόπισαν στην πράξη ορισμένες διαφορές και για αυτό να εφάρμοζαν είτε το πήλινο είτε το λίθινο βλήμα ανάλογα με την περίσταση. Οι πειραματικές παρατηρήσεις που πραγματοποιήθηκαν από τον Newcomer (1978) ίσως δίνουν μια απάντηση. Το γεγονός, δηλαδή, ότι οι λίθινοι πεσσοί καλύπτουν μεγαλύτερη εμβέλεια και φτάνουν σε πιο μακρινή απόσταση ενώ οι πήλινοι πεσσοί προσφέρουν καλύ-
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ τερη ακρίβεια βολής μπορεί να είχε γίνει αντιληπτό από τους νεολιθικούς ανθρώπους και έτσι η επιλογή του υλικού γινόταν ανάλογα με τη χρήση. Φυσικά οι παραπάνω προτάσεις μόνο ως υποθετικές και ενδεχόμενες μπορούν να ενταχθούν στο γενικότερο προβληματισμό περί συνειδητής ή τυχαίας επιλογής του υλικού των νεολιθικών πεσσών. Ίσως τελικά τα δεδομένα που φτάνουν ως τις μέρες μας όσον αφορά τα βλήματα σφεντόνας που ανασύρονται μέσα από τα ερείπια ενός κατεστραμμένου ή εγκαταλειμμένου Νεολιθικού οικισμού να είναι ελλιπή και αποσπασματικά. Στην πραγματικότητα αγνοούμε αν αυτά που εντοπίζονται κατά τη διάρκεια της ανασκαφής είναι εκείνα που είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί ή είναι μόνον εκείνα που ήταν έτοιμα για να χρησιμοποιηθούν ή πρόκειται και για τα δύο. Και μετά τη χρήση τους στο κυνήγι τι ακριβώς συνέβαινε; Τα περισυνέλλεγαν για να τα χρησιμοποιήσουν ξανά ή μήπως τα άφηναν στη θέση τους; Σαφώς δε θα ήταν δύσκολο για τους νεολιθικούς να βρουν βότσαλα της λίμνης με το κατάλληλο σχήμα και μέγεθος ή ακόμα και να πλάσουν από πηλό ένα μικρό αμφικωνικό βλήμα. Είτε τα μάζευαν και τα επέστρεφαν στο σπίτι τους είτε δεν τα αναζητούσαν ποτέ, είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για μια συγκεκριμένη πρακτική και τακτική, αφού θα μπορούσε κάλλιστα να πρόκειται για ένα τυχαίο γεγονός. Εξάλλου υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο η πλειονότητα των βλημάτων που χρησιμοποιήθηκαν να βρίσκεται έξω από τον οικισμό και τα δεδομένα που έρχονται στα χέρια μας να αποτελούν μέρος μόνο μιας συνολικής εικόνας, την οποία δε θα καταφέρουμε ποτέ να αναπλάσουμε πλήρως…
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ
Αρκετά ενδιαφέρουσες και γεμάτες προβληματισμό είναι οι συζητήσεις που έχουν προκύψει γύρω από την ερμηνεία αυτών των απλών και μικρών αρχαιολογικών ευρημάτων. Οι επικρατέστερες απόψεις είναι εκείνες που αντιμετωπίζουν τη σφεντόνα και τα
59
βλήματά της ως τα βασικά εργαλεία για το κυνήγι και εκείνες που δίνουν επιπρόσθετες κοινωνικές προεκτάσεις στη χρήση τους και τα θεωρούν παράλληλα πολεμικά όπλα. Με μια πρώτη προσέγγιση του θέματος καμία από τις παραπάνω απόψεις δε φαίνεται απίθανη, διότι τα αντικείμενα αυτά είναι κατασκευασμένα με τέτοιο αεροδυναμικό σχήμα που σαφώς ο αρχικός σκοπός τους ήταν να βάλλουν, να χτυπήσουν δηλαδή κάτι, ένα ζώο, ένα πουλί ή ακόμα και έναν άνθρωπο. Το ζήτημα όμως είναι αν μια πολεμική χρήση μπορεί να αναχθεί με βεβαιότητα στη Νεολιθική Εποχή. Έτσι, από τη μία πλευρά πολλοί μελετητές (π.χ. Τσούντας 1908, Childe 1925, Buchholz 1965, Ευστρατίου 1982, Vutiropulos 1991, Treuil 1996) υποστηρίζουν ότι η σφεντόνα υπήρξε ένα αμιγώς κυνηγετικό εργαλείο κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής Εποχής επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι ο τρόπος ζωής των νεολιθικών ομάδων δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρουσία οργανωμένων πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, η οικονομία, η παραγωγική διαδικασία, οι κοινωνικές σχέσεις, η απουσία ταξικών διαφοροποιήσεων και κεντρικής εξουσίας καθώς και η έλλειψη ανισομερούς κατανομής του κοινωνικού υπερπροϊόντος δε συμβάλλουν στην ανάπτυξη εχθρικών συμπεριφορών ανάμεσα στις νεολιθικές κοινότητες. Μόνο από την αρχή της Εποχής του Χαλκού και έπειτα έχουν διαμορφωθεί και παγιωθεί τα χαρακτηριστικά εκείνα που ευνοούν τη δημιουργία ανταγωνισμών ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες κοινωνίες και μόνο τότε στο πλαίσιο διαφορετικών δομών και νέου τρόπου ζωής η σφεντόνα μαζί με το τόξο πήρε τη θέση της στον πολεμικό εξοπλισμό των όποιων αντιμαχόμενων ομάδων. Τη χρήση της σφεντόνας στο κυνήγι επιβεβαιώνουν και τα οστά άγριας πανίδας που έχουν εντοπιστεί σε Νεολιθικούς οικισμούς. Μολονότι η οικονομία βασίζεται κυρίως στην καλλιέργεια της γης και στην κτηνοτροφία, υπάρχουν παράλληλα τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν ότι ο Νεολιθικός άνθρωπος δεν άφησε τελείως πίσω του το
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
60
μεσολιθικό παρελθόν και τις παραδόσεις του και συνέχισε σε μικρότερο βαθμό φυσικά να ασχολείται με το κυνήγι και την καρποσυλλογή. Με βάση τα γενικά ανασκαφικά δεδομένα και τις επιμέρους αναφορές βγαίνει το συμπέρασμα ότι η κυνηγετική δραστηριότητα των νεολιθικών ανθρώπων έπαιζε, σε σχέση με τις υπόλοιπες ασχολίες τους, δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο. Μια απλή στατιστική προσέγγιση του οστεολογικού υλικού που προέρχεται από μη εξημερωμένα ζώα δεν ξεπερνά συνήθως το 2% επί του συνόλου των οστών μιας Νεολιθικής θέσης (Χουρμουζιάδης 1981: 39). Οπότε τα βλήματα σφεντόνας με το αεροδυναμικό τους σχήμα και όλα τα πλεονεκτήματα που αυτό συνιστά, καθίστανται το πλέον κατάλληλο εργαλείο στα χέρια ενός έμπειρου κυνηγού για να χτυπήσει, να τραυματίσει και ίσως να σκοτώσει ένα ζώο στο έδαφος ή ένα πτηνό στον αέρα με σκοπό να το εντάξει στη διατροφή του. ΄Ένα εθνογραφικό παράδειγμα που ενδυναμώνει τη χρήση της σφεντόνας και των σφαιρικών πεσσών ως κυνηγετικών εργαλείων είναι το λεγόμενο bolas10 (Εικ. 15). Πρόκειται για ένα κυνηγετικό όπλο που αποτελείται
Εικ. 15
από δύο ή τρεις λίθινες σφαίρες προσαρμοσμένες στην άκρη ενός δερμάτινου συνήθως σχοινιού και έχει παρόμοιο τρόπο βολής με εκείνον της σφεντόνας. Το bolas χρησιμοποιείται ακόμα από πρωτόγονες φυλές Ινδιάνων στην Κεντρική και Νότια Αμερική, κυρίως για το κυνήγι πουλιών (Ευστρατίου 1982: 83)11.
10
11
Από την άλλη πλευρά κάποιοι μελετητές (π.χ. Μυλωνάς 1928, Rodden 1962, Weinberg 1965, Renfrew 1972) θεωρούν ότι η σφεντόνα πέρα από το κυνήγι χρησιμοποιήθηκε και ως όπλο ήδη από τη Νεολιθική Εποχή. Σύμφωνα με την άποψη αυτή η εύρεση πολυάριθμων πεσσών συσχετίζεται με οχυρωματικά έργα, λίθινους περιβόλους, προστατευτικές τάφρους και στρώματα καταστροφής οικισμών (Νέα Νικομήδεια, Σέσκλο, Μαγούλα Χατζημισσιώτικη, Σέρβια, Διμήνι) και υποστηρίζεται κατ’ επέκταση ότι όλα αυτά αποτελούν αποδείξεις επιδρομών και συγκρούσεων ανάμεσα στις νεολιθικές κοινότητες. Η πορεία της αρχαιολογικής έρευνας, όμως, θέτει υπό αμφισβήτηση αρκετές από αυτές τις αποδείξεις. Για παράδειγμα, οι οχυρωματικοί, σύμφωνα με τον Χ. Τσούντα (1908), περίβολοι της Ακρόπολης του Διμηνιού μετά την επανεξέτασή τους ερμηνεύτηκαν ως συνηθισμένα αναλήμματα που παίζουν βασικό ρόλο στη σωστή ανάπτυξη της οικοδομικής δραστηριότητας και στην οργάνωση του χώρου (Χουρμουζιάδης 1979: 5794). Μολονότι αμυντικές τάφροι έχουν αναγνωριστεί σε οικισμούς της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής όπως το Αχίλλειον, η Σουφλί Μαγούλα, η Νέα Νικομήδεια και τα Σέρβια, καθώς και σε οικισμούς της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής όπως η Οτζάκι Μαγούλα, η Αράπη Μαγούλα, η ΄Άργισσα και ο Μακρύγιαλος, ωστόσο η οχυρωματική τους χρήση ενάντια σε εισβολείς δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με πάσα βεβαιότητα. Θεωρείται δηλαδή πιθανότερο να εξυπηρετούσαν πολλαπλές λειτουργίες, την οριοθέτηση λόγου χάρη του χώρου του οικισμού και την προστασία του από τα άγρια ζώα και ίσως σε κάποια ενδεχόμενη κρίσιμη ή απειλητική κατάσταση να χρησίμευσαν ως προστατευτικές τάφροι (Andreou, Fotiadis & Kotsakis 1996). Παράλληλα με τα παραπάνω πιθανά οχυρωματικά έργα υπάρχουν και κάποιες ενδείξεις για καταστροφές οικισμών, οι οποίες ίσως θα μπορούσαν να ερμηνευτούν ως αποτέλεσμα ένοπλων επιθέσε-
Ο πληθυντικός αριθμός της ισπανικής λέξης bola που σημαίνει σφαίρα. Βλ. και http://www.flight-toys.com/bolas.htm
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ων. Γύρω στα τέλη της Μέσης Νεολιθικής μια εκτεταμένη καταστροφική φωτιά φαίνεται να έπληξε ταυτόχρονα τόσο την Ακρόπολη όσο και τον οικισμό του Σέσκλου. Συνέπεια αυτού του γεγονότος ήταν η παροδική ερήμωση του Σέσκλου Α (Ακρόπολη) για πολλούς αιώνες και η οριστική εγκατάλειψη της πόλης (Θεοχάρης 1971: 17-8). Τα αίτια αυτής της φωτιάς παραμένουν αδιευκρίνιστα. Πιθανολογείται ότι ενδεχομένως να προκλήθηκε μετά από κάποιο σεισμό ή από κάποια άλλη αιτία, όπως ένας πόλεμος (Θεοχάρης 1968: 25 και 1981: 119, 125). Η εύρεση πολλών συγκεντρωμένων πήλινων πεσσών σφεντόνας μέσα στο εργαστήριο του κεραμέα, που χρονολογείται σε αυτή την τελευταία φάση της Μέσης Νεολιθικής, μπορεί να σχετιστεί με την καταστροφή που ακολούθησε και ίσως με την πιθανή χρήση των βλημάτων αυτών ως όπλων. Παρόμοια καταστροφή από φωτιά την ίδια ακριβώς εποχή σημειώθηκε και στο Τσαγγλί (Wace & Thompson 1912: 86, 104). Και εδώ ο εντοπισμός εξήντα πήλινων βλημάτων μέσα στο «σπίτι Q» προβληματίζει. Σε περίπτωση που απορριφθούν τα φυσικά αίτια ενός τέτοιου φαινομένου ή ακόμα και το ξέσπασμα μιας τυχαίας φωτιάς στο χώρο, τότε κρίνεται αρκετά πιθανό να προηγήθηκε μια επίθεση. Είναι πάντως ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι δύο γειτονικοί οικισμοί, το Σέσκλο και το Τσαγγλί, καταστρέφονται την ίδια περίοδο και με τον ίδιο τρόπο, χωρίς ωστόσο τέτοια ή παρόμοια στρώματα καταστροφής να θεωρούνται ακλόνητες αποδείξεις εχθροπραξιών κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής. Αφού πρώτα ξεκαθαριστεί ότι η λέξη «πόλεμος» δεν αντικατοπτρίζει τη μορφή του πολέμου, όπως την έχουμε στο μυαλό μας και όπως αυτός είναι γνωστός από τη σύγχρονη εποχή ή ακόμα από τις εκστρατείες του Μεσαίωνα ή εκείνες των πρώτων ιστορικών χρόνων, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι το ακόλουθο: ειρήνη ή πόλεμος τελικά στη Νεολιθική; Από τη μία πλευρά τα στοιχεία που μαρτυρούν αρχαιολογικά την ύπαρξη ενός οργανωμένου αμυντικού ή επιθετικού πολέμου
61
στη Νεολιθική Ελλάδα είναι ελλιπή, αποσπασματικά και αμφισβητούμενα. Τα όποια τυχόν φαινόμενα επιθετικότητας και εχθροπραξιών θα είχαν μάλλον μικρότερη έκταση, ένταση και διάρκεια. Από την άλλη, όμως, η τεκμηρίωση της ειρήνης είναι μάλλον πιο δύσκολη υπόθεση. Η σκέψη ότι τα γενικά χαρακτηριστικά της Νεολιθικής (οργάνωση των οικισμών, δομή της κοινωνίας, παραγωγικές σχέσεις, ισοκατανεμημένες και χωρίς κεντρική εξουσία κοινωνίες, ευρύ ανταλλακτικό δίκτυο και επαφές) δεν υποδεικνύουν επιθετικές συμπεριφορές έχει κάποια λογική βάση, αλλά παρόλα αυτά δεν είναι δυνατόν να αποκλειστεί η πιθανότητα μεμονωμένων ή και εκτεταμένων βίαιων περιστατικών σε περίπτωση λόγου χάρη έλλειψης της τροφής. ΄Όμως, ακόμα και αυτά τα περιορισμένα ή πιο συχνά φαινόμενα επιθετικής συμπεριφοράς εν καιρώ μιας φαινομενικής ειρήνης κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής (Keeley 1996), δεν μπορούν να στηριχτούν και να επιβεβαιωθούν στο μέχρι τώρα αρχαιολογικό υλικό. Δεν είναι βέβαια πάντα απαραίτητο η ανθρώπινη επιθετικότητα να αφήνει ίχνη στις αρχαιολογικές επιχώσεις που χιλιετίες αργότερα ανασκάπτονται. Απτές αποδείξεις για την παρουσία εχθροπραξιών εντοπίζονται μόνο από την Εποχή του Χαλκού και τις μετέπειτα ιστορικές περιόδους. Ωστόσο θα είναι αρκετά μονομερές και απόλυτο, αν δεχτούμε πως οι νεολιθικοί γεωργοκτηνοτρόφοι έζησαν τόσες χιλιάδες χρόνια ειρηνικά και χωρίς εντάσεις, βίαιες συγκρούσεις ή επιθέσεις μέσα στην ίδια κοινότητα ή ανάμεσα σε γειτονικούς ή και απομακρυσμένους οικισμούς ή ακόμα και κατά τη διάρκεια των μικρών ή μεγάλων διαδρομών που έκαναν για την εύρεση των αναγκαίων πρώτων υλών. Οπότε τα πήλινα και λίθινα βλήματα σφεντόνας, από τη στιγμή που είναι σε θέση να απειλήσουν και να τραυματίσουν ένα ζώο, θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν το ίδιο και σε έναν άνθρωπο. Για να ολοκληρωθεί η συζήτηση όσον αφορά τη χρησιμότητα των πεσσών σφεντόνας, αξίζει να αναφερθούν με συντομία και κάποιες άλλες εναλλακτικά προτεινόμενες απόψεις. ΄Έτσι, τα τεχνουργήματα αυτά έχουν
62
ερμηνευτεί ως υφαντικά βάρη (Demoule & Perlès 1993), ως ένας τρόπος ελέγχου της θερμοκρασίας των φούρνων και των εστιών (Tringham & Krstić 1990: 336-8), ως μέρη κάποιου υποτυπώδους νεολιθικού μετρικού συστήματος (Vutiropulos 1991: 91-2), ως μέσα ψυχαγωγίας και άσκησης (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου 1989: 152-4) και ως παιδικά παιχνίδια (Μπάτζιου 1981). Οι παραπάνω προσεγγίσεις, μολονότι μη επαρκώς τεκμηριωμένες, υπονοούν μια ενδεχομένως ευρύτε-
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ ρη και ποικιλότροπη χρήση των βλημάτων σφεντόνας. Τελικά κάνεις δεν μπορεί να αποκλείσει εξ ορισμού ότι αυτά είχαν και άλλες χρήσεις, τις οποίες δε θα μάθουμε ποτέ, όπως εξάλλου συμβαίνει και με πολλές πτυχές της ανθρώπινης δραστηριότητας του προϊστορικού παρελθόντος. Οι εν δυνάμει πολλαπλές εφαρμογές τους πάντως και η εκ φύσεως πρακτική χρησιμότητά τους φαίνεται ότι συντέλεσαν καθοριστικά στη διαχρονική παρουσία τους σε ολόκληρο τον κόσμο.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
63
Αδαμίδου, Α. 2006 Βλήματα Σφεντόνας στη Νεολιθική Εποχή: Η Περίπτωση του Δισπηλιού. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis 1996 Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: 537-97. Bossert, E.-M. 1967 Kastri auf Syros. Αρχαιολογικόν Δελτίον 22 (Μελέται): 53-76.
Buchholz, H.-G. 1965 Die Schleuder als Waffe im agäischen Kulturkreis. Anadolou Arastirmalari II: 133-59. Childe, V. G. 1925 The Dawn of the European Civilization. London: Kegan Paul. 1951 The significance of the sling for Greek Prehistory. In Studies presented to David Moore Robinson on His Seventieth Birthday, Vol. I (ed. G. Mylonas): 1-5. Saint Louis: Washington University. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1979 Το Νεολιθικό Διμήνι. Βόλος: Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών. 1981 Εισαγωγή στο νεολιθικό τρόπο παραγωγής (Β’ Μέρος). Ανθρωπολογικά 2: 39-54. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Demoule, J.-P. & C. Perlès 1993 The Greek Neolithic: A new review. Journal of World Prehistory 7(4): 355-416. Evans, A. 1928 The Palace of Minos at Knossos, II. London: Macmillan. Ευστρατίου, Ν. 1982 Αρχαιολογικά αντικείμενα: Εκφράσεις μιας δυναμικής πολιτιστικής διαδικασίας. Ανθρωπολογικά 3: 79-86. 1985 Agios Petros. A Neolithic site in the Northern Sporades: Aegean Relationships during the Neolithic of the 5th Millennium. Oxford: British Archaeological Reports [BAR Int. Ser. 24]. Γραμμένος, Δ. & Σ. Κώτσος 2002 Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας. Hauptmann, H. 1981 Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki-Magula in Thessalien, III. Das späte Neolithikum und Chalkolithikum. Bonn: Rudolf Habelt Verlag. Heizer, R. F. & I. W. Johnson 1952 A prehistoric sling from Lovelock Cave, Nevada. American Antiquity 18(2): 139-47. Hellström, P. 1987 Paradeisos: A Late Neolithic Settlement in Aegean Thrace. Stockholm: Medelhavsmuseet. Keeley, L. H. 1996 War before Civilization: The Myth of the Peaceful Savage. New York. Korfmann, M. 1973 The sling as a weapon. Scientific American 229(4): 35-42. Κώτσος, Σ. 1992 Ανασκαφή νεολιθικού οικισμού στη βιομηχανική περιοχή Δροσιάς ΄Έδεσσας. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 6: 195-202. Milojčić, V., J. Boessneck, & M. Hopf 1962 Die deutschen Ausgrabungen auf der Argissa-Magoula in Thessalien. I. Das Präkeramische Neolithikum sowie die Tier- und Pflanzenreste. Bonn: Rudolf Habelt Verlag. Milojčić, V. & H. Hauptmann 1969 Die Funde der frühen Dimini-Zeit aus der Arapi-Magula, Thessalien. Bonn: Rudolf Habelt Verlag. Mottier, V. 1981 Die deutschen Ausgrabungen auf der Otzaki-Magula in Thessalien. Das Mittlere Neolithikum. Bonn: Rudolf Habelt Verlag. Μπάτζιου, Α. 1981 Πύργος: ΄Ένας δορυφορικός προϊστορικός οικισμός. Ανθρωπολογικά 2: 108-20.
64
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
Μυλωνάς, Γ. 1928 Η Νεολιθική Εποχή εν Ελλάδι. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Mylonas, G. 1929 Excavations at Olynthus. I. The Neolithic Settlement. Baltimore, Maryland: The John Hopkins University Press. Newcomer, M. 1978 Experiments with slings. Modern Catapultry 4(2). Ντούμας, Χ. 1964 Αρχαιότητες και μνημεία Κυκλάδων. Νάξος. Αρχαιολογικόν Δελτίον 19 (Χρονικά 3): 411-2. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Αικ. 1989 Οι Ανασκαφές του Δ. Ρ. Θεοχάρη στο Νεολιθικό Οικισμό του Σέσκλου: Πήλινα Μικροαντικείμενα. Θεσσαλονίκη. 1998 Πήλινα μικροαντικείμενα από τις ανασκαφές του Δ. Ρ. Θεοχάρη στο Σέσκλο: Ειρήνη και Πόλεμος. Στο Η Προϊστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληματισμοί. Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου στη Μνήμη του Δ. Ρ. Θεοχάρη. Θεσσαλονίκη-Καστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998: 265-71. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Perlès, C. 2001 The Early Neolithic in Greece. Cambridge: Cambridge University Press. Renfrew, C. 1972 The Emergence of Civilization. London: Duckworth. Robinson, D. M. 1929 A preliminary report on the excavations at Olynthos. American Journal of Archaeology 33: 5376. Rodden, R. J. 1962 Excavations at the Early Neolithic Site at Nea Nikomedeia, Greek Macedonia. Proceedings of the Prehistoric Society 11: 267-88. Σωτηριάδης, Γ. 1908 Προϊστορικά αγγεία Χαιρωνείας και Ελατείας. Αρχαιολογική Εφημερίς: 63-96. Θεοχάρης, Δ. Ρ. 1967 Η Αυγή της Θεσσαλικής Προϊστορίας. Βόλος: Θεσσαλικά Μελετήματα. 1968 Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 24-30. 1971 Ανασκαφαί εν Σέσκλο. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 15-9. 1981 Νεολιθικός Πολιτισμός. Αθήνα: Μορφωτικό ΄Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Τουλούμης, Κ. 2002 Η οικονομία ενός νεολιθικού λιμναίου οικισμού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 89-113. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Treuil, R. et al. 1996 Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού. Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα. Tringham, R. & D. Krstić 1990 Selevac: A Neolithic village in Yugoslavia. Los Angeles: University of California, Institute of Archaeology [Monumenta Αrchaeologica 15]. Τσούντας, Χ. 1908 Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Vutiropulos, N. 1991 Fernwaffen in Südosteuropa: Neolithikum bis frühe Bronzezeit. Buch am Erlbach: M. L. Leidorf [Internationale Archäologie 4]. Βουτυρόπουλος, Ν. 1996 Το όπλο του Δαβίδ. Αρχαιολογία & Τέχνες 59: 64-8. Wace, A. J. B. & M. S. Thompson 1912 Prehistoric Thessaly. Cambridge: Cambridge University Press. Weinberg, S. S. 1962 Excavations at prehistoric Elateia, 1959. Hesperia 31: 158-209. 1965 The relative chronology of the Aegean in the Stone and Early Bronze Ages. In Chronologies in Old World Archaeology (ed. R. W. Ehrich): 285-320. Chicago: University of Chicago Press.
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΑ ΒΛΗΜΑΤΑ ΣΦΕΝΤΟΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Summary Regarding the Neolithic sling bullets from Dispilio Antigoni Adamidou
The article handles the presence and spread of the sling in the course of time and space. The use of the sling is recorded from prehistoric times since nowadays throughout the whole world. Although it was first used as a hunting tool in the hands of Neolithic people, as time went by the sling became a very powerful weapon of antiquity. Since the slings were made of organic materials and therefore can be rarely preserved, their presence is witnessed only by the clay and stone sling bullets during the Neolithic. Sling bullets are traced in nearly every Neolithic site in Greece. Most of the times they are gathered inside the house and near the hearth, pos-
65
sibly to be heated slowly close to a burning fire. The analysis of Dispilio material has come to similar conclusions. Still, why do the Neolithic people seem to prefer clay over stone sling bullets? It is extremely possible that the mass quantity of these artifacts lay beyond the limits of each settlement. As a result it appears that we have in our hands only pieces of a greater puzzle, yet to be solved. Although the sling is considered mainly as a hunting tool during the Neolithic, certain scholars argue that it could have also been used as a weapon in limited or extended conflicts among Neolithic people. Such kind of use, though not completely verified, cannot be totally excluded.
66
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΑΔΑΜΙΔΟΥ
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
67
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ:
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ*
΄Όλα τα τέχνεργα αναπληρώνουν τις φυσικές αδυναμίες του ανθρώπου. Τα τριβεία, μία μάλλον παραμελημένη κατηγορία τεχνέργων, με τη βασική τους χρήση (την άλεση του σπόρου) αναπληρώνουν τις αδυναμίες του πεπτικού συστήματος. Κάνουν ότι το ανθρώπινο στομάχι αδυνατεί να κάνει: να αφομοιώσει ή να αποβάλει ορισμένες ουσίες. ΄Έτσι, με τα τριβεία, οι διάφορες καλλιεργούμενες τροφές γίνονται εδώδιμες από τον ανθρώπινο οργανισμό, καθώς με την άλεση αποβάλλονται δύσπεπτες ή βλαβερές ουσίες (π.χ. λέπυρα, τοξίνες κ.α. - Storck & Teague 195: 15). Η μελέτη των τριβείων στη προϊστορία είναι από τις λιγότερο ανεπτυγμένες στον τομέα της ανάλυσης των αρχαιολογικών υλικών. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για την έλλειψη ενδιαφέροντος που παρουσιάζεται. Βασικοί πρακτικοί λόγοι, όπως ο όγκος τους, η άχαρη μορφή τους και η δυσκολία της ταύτισης τους αποθαρρύνουν τις ερευνητικές απόπειρες. Ο κύριος όμως λόγος, πιθανότατα, είναι η ισχυρή εντύπωση πως τα τριβεία και οι μυλόπετρες γενικά είναι εργαλεία με σταθερή μορφή και χρήση, που δεν αλλάζει στον χρόνο (Runnels 1981: 12) και συχνά αντιμετωπίζονται από τους ανασκαφείς ως πέτρες με τη μία επιφάνεια επίπεδη, έτσι που να ευνοούν τη διαδικασία της άλεσης, χωρίς να γίνεται περαιτέρω *
διάκριση ως προς τη μορφή, τα υλικά ή τα συμφραζόμενα. Λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης μελέτης, ένα πρωταρχικό πρόβλημα δημιουργείται, και θα ήταν χρήσιμο να αναφερθεί πριν οτιδήποτε άλλο: το πρόβλημα της ορολογίας. Στη διεθνή βιβλιογραφία δεν υπάρχει ένας συστηματικός τρόπος ονομασίας τύπων τριβείων και μυλοπετρών. Ως άξονας ονομασίας μπορεί να είναι η μορφή (π.χ. saddle stone, hour-glass mill), τα υλικά τα οποία αλέθονταν (π.χ. corn stone, olive mill) ή η κινητήρια δύναμη που τα έθετε σε λειτουργία (π.χ. handstone, slave mill, donkey mill) (Runnels 1981: 2), ενώ κατά περίπτωση, η αναφορά είναι για εργαλεία ίδιου τύπου. Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται ο όρος «τριβείο» προκειμένου να περιγραφεί ο επεξεργασμένος με λείανση λίθος που στην ανώτερη/λειασμένη επιφάνειά του πραγματοποιείται επεξεργασία υλικών με τριβή. Ο όρος προτιμήθηκε από τον όρο «μυλόπετρα», ο οποίος παραπέμπει στον λίθο στον οποίο γινόταν αποκλειστικά η επεξεργασία της τροφής. ΄Όπως θα αναφερθεί παρακάτω, η επεξεργασία της τροφής δεν είναι η μοναδική εργασία που πραγματοποιείται σε ένα τριβείο. Ταυτόχρονα, ο όρος μπορεί να παραπέμπει στην κυκλική μυλόπετρα των κλασικών χρόνων, εξέλιξη της οποίας χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα.
Θερμές ευχαριστίες πρέπει να δοθούν στον καθηγητή κ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, για την παραχώρηση του υλικού, τον επιβλέποντα καθηγητή D. F. Williams στο πανεπιστήμιο του Southampton, όπου εκπονήθηκε η παρούσα μελέτη στο πλαίσιο της μεταπτυχιακής εργασίας της γράφουσας και τον Κοσμά Τουλούμη, για τη συμβολή του και την υποστήριξη.
68
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
ΜΙΑ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΈΡΕΥΝΑΣ
Κατά την διάρκεια της επιστημονικής πορείας της αρχαιολογίας στον 19ο και 20ο αιώνα υπήρξαν ερευνητές που προσπάθησαν να προσεγγίσουν τα εργαλεία άλεσης, αρχικά μελετώντας παραδείγματα από τα κλασικά, μεσαιωνικά και νεότερα χρόνια, και ταυτόχρονα μελετώντας τη διαδικασία άλεσης αποκλειστικά του σπόρου ενώ αργότερα διαχωρίζοντας τις εποχές και τις χρήσεις. Η πρώτη συγκεντρωτική προσπάθεια χρονολογείται το 1898, όταν οι Richard Bennett και John Elton κατέγραψαν τις μεθόδους άλεσης, τα εργαλεία και τις συνήθειες γύρω από την κατεργασία του σπόρου. Ασχολήθηκαν με τις μεγάλες ανασκαφικές ανακαλύψεις των τελών του 19ου αιώνα (Τροία, Αίγυπτος, Βαβυλώνα, Ασσυρία, Χαλδαία κ.α.) αλλά και με τις εκτεταμένες εθνογραφικές παρατηρήσεις που είχαν συγκεντρωθεί από εξερευνητικές αποστολές, αποίκους και ιεραπόστολους. Σε αυτήν τη μελέτη αποδίδεται ο πρώτος διαχωρισμός ανάμεσα στις μυλόπετρες που λειτουργούν με κυκλική κίνηση και σε αυτές που λειτουργούν με παλινδρομική κίνηση και ταυτόχρονα οι τελευταίες θεωρήθηκαν χαρακτηριστικές των προϊστορικών κοινωνιών. Προσπάθειες για την τυπολογική κατάταξη των τριβείων και μυλοπετρών, προϊστορικών και μεταγενέστερων, έγιναν κατά καιρούς σε μεμονωμένες δημοσιεύσεις (π.χ. Curwen 1937 και 1941 - οι εν λόγω δημοσιεύσεις ακόμα αποτελούν σημείο αναφοράς, κυρίως για τη μελέτη των μυλοπετρών στη Βρετανία). Ένα έργο που συγκεντρώνει τα περισσότερα στοιχεία της μέχρι τότε έρευνας πάνω στις μυλόπετρες και την παρασκευή αλεύρου είναι το Flour for Man’s Bread των John Storck και Walter Dorwin Teague (1952). Ο πρώτος ήταν ερευνητής της Ιστορίας του Πολιτισμού και ο δεύτερος ήταν Αμερικάνος μηχανικός βιομηχανικού σχεδιασμού. Συγκέντρωσαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στη διαδικασία της άλεσης από την
Παλαιολιθική ως τη δεκαετία του ’50 και τα παρουσίασαν με συνοπτικό και γλαφυρό τρόπο. Τη ρουτίνα των τυπολογικών κατατάξεων έσπασε η διδακτορική διατριβή του Runnels (1981). Μελετώντας διαχρονικά τη μορφή και τα υλικά των τριβείων και των μυλοπετρών της Αργολίδας, προσπάθησε να εφαρμόσει σύγχρονες οικονομικές θεωρίες στην προσέγγισή του. Τα συμπεράσματά του βασίζονται στο γεγονός ότι οποιαδήποτε συμπεριφορά προαπαιτεί την επιλογή και η επιλογή είναι η βάση της οικονομικής σκέψης, συνεπώς η ανθρώπινη συμπεριφορά μπορεί να προβλεφθεί χρησιμοποιώντας τα προϊόντα των επιλογών. Έτσι, κατέληξε στη διαπίστωση πως τα εργαλεία άλεσης αποτελούν ευαίσθητους οικονομικούς δείκτες. Οποιαδήποτε αλλαγή στη μορφή, στο υλικό ή στην χρήση τους πιθανότατα σηματοδοτεί γενικότερες αλλαγές στην οικονομία μιας κοινωνίας (Runnels 1981: 35). Στη δεκαετία του ’80 εμφανίστηκαν οι πρώτες προσπάθειες ταύτισης των υλικών και της προέλευσης. Οι απόπειρες αυτές ξεκίνησαν βασισμένες σε παλαιότερες δημοσιεύσεις (π.χ. Crawford & Röder 1955) που δείχνουν πως όλα τα υλικά δεν είναι κατάλληλα για τη διαδικασία της άλεσης, συνεπώς πιθανόν να είναι αναγκαία η αναζήτηση των κατάλληλων υλικών σε άλλες περιοχές αν το κοντινό περιβάλλον δεν παρέχει τις απαραίτητες πηγές. ΄Έτσι, με μια σειρά πετρογραφικών και χημικών αναλύσεων αποδεικνύεται πως τα υλικά για μυλόπετρες αποτελούν αντικείμενο εμπορίου στα κλασικά και ρωμαϊκά χρόνια (π.χ. Peacock 1980, WilliamsThorpe 1988, Williams-Thorpe & Thorpe, 1993) αλλά και στα προϊστορικά (Runnels 1981: 104). Σε πειραματικό επίπεδο, προσπάθειες ταύτισης της μορφής, του υλικού και της χρήσης των τριβείων και των τριπτήρων έχουν γίνει από την Adams σε σχετικά πρόσφατες δημοσιεύσεις (Adams 1989, 2002α, 2002β). Οι δημοσιεύσεις αυτές εστιάζονται στην φθορά της πέτρας όταν χρησιμοποιείται για την κατεργασία διαφορετικών υλικών. Αυτές οι μέθοδοι
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
στηρίζονται σε πειραματικές εφαρμογές, κατά τις οποίες διαφορετικά υλικά αλέθονται σε όμοια τριβεία με όμοιους τριπτήρες και στη συνέχεια γίνονται παρατηρήσεις στις φθορές που προκλήθηκαν, χρησιμοποιώντας απλά μικροσκόπια. Η μέθοδος αυτή μπορεί να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα της χρήσης των τριβείων, αρκεί να εφαρμοστεί συστηματικά και εκτεταμένα. Γενικά, η βιβλιογραφία πάνω στο θέμα των τριβείων είναι μάλλον κατακερματισμένη. Η μόνη συλλογική προσπάθεια είναι αυτή των R. Treuil και H. Procopiou (2002), οι οποίοι συγκέντρωσαν δημοσιεύσεις πάνω στις διάφορες πλευρές που αφορούν στη μελέτη των εργαλείων άλεσης (τυπολογία, πετρογραφία, χημική ανάλυση, εθνογραφία). Κατά τα άλλα, η ενασχόληση με τα τριβεία στην προϊστορία είναι μάλλον περιστασιακή, ενώ συχνά οι δημοσιεύσεις παρουσιάζονται μάλλον αμήχανες, καθώς το συγκεκριμένο υλικό δεν έχει μελετηθεί σε έκταση και σε βάθος και τα κενά στην θεωρητική προσέγγιση και στην ανάλυση των υλικών είναι σημαντικά, τουλάχιστον σε σχέση με άλλες κατηγορίες ευρημάτων (π.χ. κεραμεική).
ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ
Σε αυτό το πλαίσιο συγκροτήθηκε η μελέτη των τριβείων του Δισπηλιού Καστοριάς. Γνωρίζοντας τα πολλά προβλήματα που προκύπτουν από την απουσία συστηματικών ερευνών, αποφασίστηκε η αρχική προσέγγιση σε δύο βασικά επίπεδα: της μορφής (προσπάθεια καθορισμού τύπων) και του υλικού. Το γεγονός ότι το Δισπηλιό βρίσκεται σε περιοχή με αλλουβιακές αποθέσεις (Γεωλογικός Χάρτης, Φύλλο ΄Άργος Ορεστικό, 1971), οδηγεί στην σκέψη πως η αναζήτηση υλικών κατάλληλων για τριβεία θα εστιαζόταν σε περιοχές απομακρυσμένες από τον οικισμό, καθώς το έδαφος γύρω του χαρακτηρίζεται από χαλαρά υλικά, επηρεασμένα από την ισχυρή παρουσία του νερού. Στόχος της μελέτης είναι η αναλυτική περιγραφή των τύπων και των υλικών που χρησιμοποιούνται ως τριβεία στο Δισπηλιό,
69
ώστε να δημιουργηθεί το υπόστρωμα που θα αποτελέσει τη βάση θεωρητικών παρατηρήσεων. Η καταγραφή περιέλαβε: μετρήσεις μήκους, πλάτους, μέγιστου και ελάχιστου ύψους, ενδεικτικές μετρήσεις μήκους και πλάτους της επιφάνειας εργασίας, παρατηρήσεις στην φθορά της επιφάνειας, προκαταρκτική κατηγοριοποίηση με βάση το σχήμα και το υλικό και σύντομες παρατηρήσεις στο περιβάλλον στο το κάθε τριβείο βρέθηκε. Για τον καθορισμό των τύπων χρησιμοποιήθηκε σε γενικές γραμμές η μέθοδος που εφαρμόστηκε από την Hersch (1981) για την κατηγοριοποίηση των τριβείων από νεολιθικές θέσεις της Τουρκίας. Στο κάθε τριβείο, τρεις παράμετροι λαμβάνονται υπόψη για την ταξινόμησή του: Α) το περίγραμμα Β) η κάθετη τομή Γ) το μέγεθος Στην κάθε παράμετρο σημειώθηκαν τα εξής: Α) με βάση το περίγραμμα τα τριβεία διακρίθηκαν σε 4 κατηγορίες: ελλειπτικά, τριγωνικά, παραλληλόγραμμα και κυκλικά (Εικ.1). Β) η διάκριση με βάση την κάθετη τομή χωρίστηκε σε 2 μέρη: (1) στην παρατήρηση της κατώτερης επιφάνειας (βάσης) και (2) στην παρατήρηση της ανώτερης επιφά-
Εικ. 1 Σχηματική απόδοση περιγραμμάτων
70
Εικ. 2 Σχηματική απόδοση κάθετων τομών
νειας (επιφάνεια εργασίας). Οι τύποι βάσεων που διακρίθηκαν ήταν δύο: α) οβάλ και β) οριζόντια ενώ οι τύποι των επιφανειών εργασίας ήταν τρεις: α) επίπεδη, β) κεκλιμμένη (η μία κάθετη πλευρά ψηλότερη από την άλλη) και γ) κοίλη (δύο ή περισσότερες κάθετες πλευρές υπερυψωμένες) (Εικ. 2). ΄Έτσι, κάθε τριβείο σύμφωνα με την κάθετη τομή του ονομάζεται: Οβάλ-επίπεδο Οβάλ-κεκλιμμένο Οβάλ-κοίλο Ή Οριζόντιο-επίπεδο Οριζόντιο-κεκλιμμένο Οριζόντιο-κοίλο Γ) με βάση το μέγεθος ακολουθήθηκε συμβατικός διαχωρισμός σε τρία μεγέθη (Hersch 1981: 194): α) τριβεία μικρού μεγέθους: η μεγαλύτερη διάσταση <19,9 εκ. β) τριβεία μεσαίου μεγέθους : η μεγαλύτερη διάσταση 20-39,9 εκ. και γ) τριβεία μεγάλου μεγέθους : η μεγαλύτερη διάσταση >40 εκ.
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
Η ταύτιση των υλικών έγινε με την εφαρμογή πετρολογικής ανάλυσης σε επιλεγμένα δείγματα. Με την καταγραφή, έγινε προσπάθεια κατηγοριοποίησης των υλικών με παρατηρήσεις με γυμνό μάτι. Για την ακριβή ταύτιση, 30 τριβεία επιλέχθηκαν για δειγματοληψία με βάση τα εξής κριτήρια: 1) ήταν αποσπασματικά - δεν υπήρξε παρέμβαση σε ακέραια παραδείγματα 2) ήταν αντιπροσωπευτικά των υλικών που διαχωρίστηκαν με την καταγραφή 3) ήταν ξεχωριστά σε σχέση με τις κατηγορίες υλικών που διακρίθηκαν κατά την καταγραφή. Από το κάθε επιλεγμένο τριβείο αποσπάσθηκε τμήμα μεγέθους 1-2 εκ. με σκοπό την επεξεργασία του με τη μέθοδο της λεπτής τομής (thin-section) και τη μελέτη στο πετρολογικό μικροσκόπιο. Η ανάλυση περιέλαβε την πλήρη περιγραφή των πετρολογικών χαρακτηριστικών των τριβείων (που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπεράσματα, ως προς τις δυνατότητες χρήσης) και την ταύτιση της προέλευσης τους με την χρήση γεωλογικού χάρτη της περιοχής.
ΟΙ ΤΥΠΟΙ
Κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, συλλέχθηκε ένας μεγάλος αριθμός πιθανών τριβείων. Η παρούσα ανάλυση χρησιμοποίησε 208 τριβεία, από διάφορες περιοχές της ανασκαφής, κυρίως από τον Ανατολικό Τομέα, όπου η έρευνα έχει προχωρήσει περισσότερο σε βάθος. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της συλλογής είναι ο αποσπασματικός της χαρακτήρας. Από τα υπό εξέταση υλικά, 35 παραδείγματα δεν εντάχθηκαν σε καμία κατηγορία καθώς μόνο μικρά τμήματα έχουν διασωθεί (<10 εκ.) και επομένως οποιαδήποτε κατηγοριοποίησή τους θα ήταν μάλλον αστήριχτη. Μόνο 18 είναι ακέραια και 3 άλλα είναι σπασμένα σε 2 τμήματα. Βασισμένοι αρχικά στην κατάταξη σύμφωνα με το περίγραμμα οι τύποι διαμορφώνονται ως εξής: Τύπος 1 Τριγωνικά τριβεία Μόνο με 11 παραδείγματα αντιπροσω-
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
71
Εικ. 4 Παράδειγμα κυκλικού οριζόντιουκοίλου τριβείου
Εικ. 3 Παράδειγμα τριγωνικού οβάλ-κεκλιμμένου τριβείου
πεύεται η κατηγορία των τριβείων με τριγωνικό περίγραμμα. Τα περισσότερα έχουν οριζόντια βάση˙ μόνο 3 έχουν οβάλ βάση και αυτά κατατάσσονται ως μεσαίου μεγέθους (Εικ. 3). Αυτά με οριζόντια βάση εμφανίζουν όλους τους τύπους επιφανειών (επίπεδη, κεκλιμμένη, κοίλη). Από αυτά, τα 2 θεωρούνται μεσαίου μεγέθους και τα υπόλοιπα μικρά.
βεία είναι οβάλ-κοίλα, και είναι σημαντικό να σημειωθεί πως τα 5 κατατάχτηκαν ως μεσαίου μεγέθους. Τα υπόλοιπα τριβεία με οβάλ βάση εντάσσονται στους τύπους οβάλεπίπεδο και οβάλ-κεκλειμμένο. Τύπος 3 Ελλειπτικά τριβεία (Εικ. 5 και 6) Από το καταγεγραμμένο υλικό, 56 παρα-
Τύπος 2 Κυκλικά τριβεία Συνολικά 47 τριβεία με κυκλικό περίγραμμα καταγράφηκαν. Τα περισσότερα έχουν οριζόντια βάση. Κυρίαρχος τύπος είναι το οριζόντιο-επίπεδο και το οριζόντιο-κοίλο (12 και 10 παραδείγματα αντιστοίχως-βλ. Εικ. 4). Τα οριζόντια-κεκλιμμένα είναι μόλις 5. Από τα παραδείγματα με οριζόντια βάση, 5 περιπτώσεις κατατάσσονται ως μεσαίες και οι υπόλοιπες μικρές. Η υποκατηγορία με οβάλ βάση αντιπροσωπεύε- Εικ. 5 Παράδειγμα ελλειπτικού ται από 20 παραδείγματα. Συνολικά, 7 τρι- οβάλ-επίπεδου τριβείου
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
72
Εικ. 6 Παράδειγμα ελλειπτικού οριζόντιουκοίλου τριβείου
δείγματα εντάχθηκαν στην κατηγορία των τριβείων με ελλειπτικό περίγραμμα. ΄Όλοι οι τύποι κάθετων τομών εμφανίζονται σε αυτήν την κατηγορία. Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι σε αυτόν τον τύπο εντάσσονται τα περισσότερα τριβεία μεγάλου μεγέθους.
Τύπος 4 Παραλληλόγραμμα τριβεία Τέλος, 59 περιπτώσεις κατηγοριοποιήθηκαν ως τριβεία με παραλληλόγραμμο περίγραμμα. Μόλις 7 τριβεία αυτού του τύπου έχουν οβάλ βάση. Τα περισσότερα έχουν οριζόντια βάση (Εικ. 7), ενώ η πλειοψηφία τους ανήκει στην υποκατηγορία των οριζόντιωνεπίπεδων τριβείων (27 παραδείγματα) και λιγότερα στις υποκατηγορίες οριζόντιωνκοίλων και κεκλιμμένων. Εμφανίζονται κάποια τριβεία μεσαίου μεγέθους, ενώ σε μία περίπτωση, μεσαίου οριζόντιου-κοίλου τριβείου, η άνω πλευρά και η βάση δεν ήταν δυνατόν να καθοριστούν καθώς το τριβείο πρέπει να χρησιμοποιήθηκε και από τις 2 πλευρές.
ΤΑ ΥΛΙΚΑ
΄Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι κατάλληλες όλες οι πέτρες για τριβεία. To βασικό κριτήριο για την επιλογή ενός υλικού είναι η σκληρότητά του. Πρέπει να εί-
Εικ. 7 Παράδειγμα παραλληλόγραμου οριζόντιου-επίπεδου τριβείου
ναι αρκετά σκληρό ώστε να μην διαλύεται κατά την άλεση, όμως δεν πρέπει να είναι πολύ σκληρό καθώς δεν θα επιτρέψει την διαμόρφωση του ως τριβείου (WilliamsThorpe 1988: 262). Μια άλλη σημαντική ιδιότητα των τριβείων είναι η τραχύτητα της επιφάνειάς τους (Williams-Thorpe 1988: 262). Γι’ αυτόν το λόγο, συνήθως προτιμώνται πετρώματα με φυσαλιδώδη σύσταση (π.χ. ηφαιστειακά) ή με προεξέχοντες κόκκους χαλαζία (π.χ. ψαμμιτικά) έτσι ώστε τα στοιχεία της επιφάνειάς τους να λειτουργούν ως «μαχαίρια» κατά την κατεργασία του κάθε υλικού. Στο Δισπηλιό είχε ήδη διαπιστωθεί η ύπαρξη ηφαιστειακών και ψαμμιτικών υλικών ως πρώτη ύλη για τριβεία και εκκρεμούσε ο εντοπισμός των πηγών (Τουλούμης 2002: 112). Κατά τη διάρκεια της παρούσας καταγραφής, διαπιστώθηκε η ανάλογη εικόνα. Τρεις βασικές κατηγορίες υλικών αναγνωρίστηκαν: Α) ψαμμιτικά Α1) κόκκοι μεσαίου μεγέθους Α2) πολύ λεπτόκοκκα Β) γρανιτικά
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Γ) ασβεστολιθικά Με βάση την κατηγοριοποίηση που έγινε με εξέταση με γυμνό μάτι, 30 ξεχωριστά τριβεία επιλέχθηκαν για δειγματοληψία και εξέταση σε πετρολογικό μικροσκόπιο. Τα αποτελέσματα είναι τα ακόλουθα: 1) Οι παραπάνω κατηγορίες επιβεβαιώθηκαν και καθορίσθηκε η ταυτότητά τους. Τα εξής υλικά χρησιμοποιούνται ως τριβεία: α. Ασβεστιτικός ψαμμίτης: η συντριπτική πλειοψηφία των υπό εξέταση τριβείων είναι κατασκευασμένη από ψαμμίτη αυτού του είδους (22 από τα 30 δείγματα). Τα πετρολογικά χαρακτηριστικά αυτής της κατηγορίας είναι: σχετικά πυκνοί, στρογγυλεμένοι κόκκοι χαλαζία (0,3-0,9 mm), εμφανείς πλαγιοκλάστες, ορθοκλάστες και μικροκλινή (0,1-0,8mm) - συχνά διαβρωμένοι, σχετικά συχνή μίκα και σχετικά συχνή παρουσία κόκκων προερχόμενων από μεταμορφωμένα πετρώματα (σχιστόλιθος ή γνεύσιος). Το χαρακτηριστικό στοιχείο είναι το συνδετικό υλικό όλων αυτών των συστατικών, που είναι ο ασβεστίτης. Πιθανότατα, η συγκεκριμένη κατηγορία έδινε τριβεία μέσης ποιότητας, καθώς ο ασβεστίτης είναι μάλλον μαλακός (no. 3 στην κλίμακα σκληρότητας του Mohs - Hamilton et al 2005: 10). - μια υποκατηγορία σχηματίστηκε καθώς η πετρολογική εξέταση των λεπτόκοκκων ψαμμιτών έδειξε πως και αυτοί είναι ασβεστιτικοί ψαμμίτες. ΄Έχουν ακριβώς την ίδια σύσταση μόνο που τα στοιχεία τους είναι εξαιρετικά μικρά. Οι κόκκοι του χαλαζία δεν ξεπερνούν τα 0,3mm. Η πιο πυκνή σύσταση της υποκατηγορίας ενδεχομένως έδινε τριβεία μεγαλύτερης αντοχής και αποτελεσματικότητας. β. γρανιτικά: κάποια από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ανήκουν σε κατηγορία ηφαιστειακών πετρωμάτων (4 από τα δείγματα). ΄Έχουν μεγάλους, στρογγυλεμένους κόκκους χαλαζία (1-1,2mm), συχνή παρουσία ορθοκλαστών και σπανιότερα πλαγιοκλαστών- συχνά προχωρημένα διαβρωμένων. Μικρή είναι η παρουσία μίκας και αμφιβολιτών. Πιθανόν, τα γρανιτικά τριβεία να ήταν υψηλής ποιότητας. γ. ασβεστολιθικά: ένα από τα δείγματα
73
ανήκει σε καθαρό λεπτόκοκκο ασβεστόλιθο. Μόνο ελάχιστοι, μικροσκοπικοί κόκκοι χαλαζία μπορούν να διακριθούν. Η πολύ χαλαρή σύσταση του ασβεστόλιθου αφήνει ισχυρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά του ως τριβείου. 2) Με βάση την ταύτιση των δειγμάτων με τη βοήθεια της πετρολογικής εξέτασης, έγινε η ταύτιση όλων των τριβείων. Η
Εικ. 8 Συχνότητα εμφάνισης πετρολογικών κατηγοριών στα τριβεία
παρουσία του ασβεστιτικού ψαμμίτη είναι εντονότατη (82,9% - βλ. Εικ. 8). Στην υποκατηγορία του ασβεστιτικού ψαμμίτη (λεπτόκοκκος ψαμμίτης) ανήκουν 17 περιπτώσεις. Στην 2η κατηγορία (γρανιτικά) ανήκουν 14 παραδείγματα, ενώ μόλις 5 είναι ασβεστόλιθοι (3η κατηγορία). Με βάση τις πετρολογικές αναλύσεις, μπορούμε να οδηγηθούμε σε υποθέσεις σχετικά με την προέλευσή τους. Η ομοιομορφία της πρώτης ύλης οδηγεί στη σκέψη του προσπορισμού των υλικών για τριβεία από μια συγκεκριμένη περιοχή. Η συγκριτική μελέτη των δειγμάτων με στοιχεία από γεωλογικούς χάρτες οδηγεί στην διαπίστωση πως ενδεχομένως η πηγή του ασβεστιτικού ψαμμίτη, που ήταν το κύριο υλικό για τα τριβεία, βρίσκεται στην περιοχή ανάμεσα στα σύγχρονα χωριά Αμμουδάρα και Ασπροκλησσιά, περίπου 10 χλμ. νοτιοδυτικά του οικισμού (Γεωλογικός Χάρτης, Φύλλο Άργος Ορεστικό, 1971). Εκεί βρίσκονται αρκετά μεγάλες αποθέσεις ασβεστιτικού ψαμμίτη σε στροφές του ποταμού. Η επιβεβαίωση του συμπεράσματος θα πρέπει να γίνει με συγκριτι-
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
74
κή μελέτη υλικών από τις συγκεκριμένες αποθέσεις. Τα γρανιτικά υλικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή ορισμένων τριβείων είναι πιθανό να προέρχονται από τις αποθέσεις μετα-γρανιτών και γρανιτο-γνεύσιων στην περιοχή της Μικρής Πρέσπας (Γεωλογικός Χάρτης, Φύλλο Κορυτσά-Μεσοποταμία, 1990, Φύλλο Καστοριά, 1990). Επειδή όμως είναι ισχυρή η επίδραση του ποταμού στην περιοχή και επειδή η εικόνα των πετρολογικών δειγμάτων που προέρχονται από γρανιτικά τριβεία δείχνει ισχυρή διάβρωση, είναι μάλλον παρακινδυνευμένο να εντοπιστεί μια δεύτερη πηγή σε αυτήν την περιοχή. Είναι πιθανότερο αυτά τα υλικά να κατέληξαν στην εγγύτερη στον οικισμό κοίτη του ποταμού, μεταφερμένα από το νερό. Η πηγή των ασβεστόλιθων μπορεί να εντοπιστεί στα πλησιέστερα στον οικισμό ασβεστολιθικά υψώματα.
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η παραπάνω συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων ενδεχομένως αντανακλά την αμηχανία η οποία χαρακτηρίζει τη μελέτη των προϊστορικών τριβείων. Η τυπολογική κατάταξη είναι μία τυπική διαδικασία, η οποία δεν έχει προχωρήσει ιδιαίτερα στην Ελλάδα και δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα με ποιο τρόπο μπορεί να αποτελέσει πηγή πληροφοριών. Αντίστοιχα, η ταύτιση της προέλευσης μπορεί να συμβάλει σαφώς ως ένδειξη μετακινήσεων ωστόσο η περιορισμένη σε έκταση μελέτη (μελέτη των ίδιων των τριβείων και της εκάστοτε περιοχής), δεν επιτρέπει την συγκρότηση ενός χάρτη μετακινήσεων που να συνδέονται με την αναζήτηση κατάλληλων υλικών για τριβεία και συνεπώς να συνεισφέρει στην προσέγγιση των σχετικών γενικότερων κοινωνικών και ιδεολογικών ζητημάτων. Ωστόσο, μία αρχή υποθέσεων και ερωτημάτων μπορεί να εγκαινιαστεί με βάση απλές παρατηρήσεις στη μορφή και στα υλικά. Το κυριότερο ερώτημα που πρέπει να διερευνηθεί σχετίζεται με τη χρήση. Σίγουρα, η
χρήση των τριβείων συνδέεται με την άλεση του σπόρου. ΄Όμως, οι εθνογραφικές μελέτες δείχνουν πως υπάρχει μία μεγάλη ποικιλία δραστηριοτήτων που εκτελούνται με τη βοήθεια τριβείων: κατεργασία ριζών, βολβών, οστών και κρέατος για τροφή, κατεργασία οστών για εργαλεία, επεξεργασία δέρματος, κατασκευή άλλων εργαλείων από πέτρα και ξύλο, κατασκευή σκοινιού από φλοιούς δέντρων, κατεργασία οστρέων για κοσμήματα ή προεργασία πηλού (McLaren & Evans 2002: 129). Ξεκινώντας από τη σχέση μορφής και χρήσης, κάποιοι διαχωρισμοί μπορούν να πραγματοποιηθούν. Καταρχήν, μια παρατήρηση πάνω στη χρήση σχετίζεται με το μέγεθος. Είναι γενικά αποδεκτό πως οι μεγάλου μεγέθους μυλόπετρες εξυπηρετούν την άλεση του σπόρου, καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα άλεσης σε μεγάλη επιφάνεια με εκμετάλλευση της μεγαλύτερης δυνατής δύναμης από τα χέρια (Τουλούμης 2002: 112, Miller 2002: 48). Επιπλέον, είναι γνωστό από αρχαιολογικές και εθνογραφικές παρατηρήσεις πως οι επιφάνειες που διαμορφώνονται στα τριβεία κατά τη διάρκεια της άλεσης είναι η κοίλη και η κεκλιμμένη (Adams 2002α). Συνεπώς, μπορεί να γίνει η γενίκευση πως τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους τριβεία με κοίλη ή κεκλιμμένη επιφάνεια ίσως σχετίζονται με την άλεση του σπόρου. Ποιος είναι όμως ο ρόλος όλων των υπόλοιπων κατηγοριών τριβείων; Δύο παράγοντες πιθανότατα σχετίζονται με τη δημιουργία επίπεδης επιφάνειας εργασίας σε κάποια τριβεία. Ο πρώτος είναι βέβαια ο τρόπος χρήσης. Φαίνεται πως τα τριβεία σε κάποιο βαθμό χρησιμοποιούνται ως «πάγκοι εργασίας» για διάφορες δραστηριότητες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Είναι πιθανό πως οι δραστηριότητες αυτές προκαλούσαν ομοιόμορφη φθορά στην επιφάνεια της πέτρας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η επίπεδη επιφάνεια αποτελούσαν βασική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα κάποιων εργασιών (π.χ. κατασκευή κοσμημάτων - Miller 2002: 47). Ο δεύτερος ενδεχομένως σχετίζεται με την διάρκεια χρήσης. Είναι πιθανό πως όλα τα τριβεία αρχικά είχαν επίπεδη επιφάνεια και κατά τη διάρκεια της χρήσης η ανώτε-
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
ρή τους επιφάνεια διαμορφώθηκε ως κοίλη ή κεκλιμμένη. Είναι δηλαδή δυνατόν κάποια από τα τριβεία του Δισπηλιού που έχουν επίπεδη επιφάνεια να μην χρησιμοποιήθηκαν αρκετά. Το ζήτημα των γενικών «πάγκων εργασίας» ίσως να σχετίζεται με την ύπαρξη πολλών τριβείων που θεωρούνται μικρά. Είναι πιθανόν να χρησιμοποιούνταν για άλλες βοηθητικές εργασίες και όχι για την επεξεργασία του σπόρου. Σχετικά με την κατώτερη επιφάνεια, την βάση δηλαδή του τριβείου, κάποιες σκέψεις μπορούν να διατυπωθούν για την θέση του στο χώρο. Τα τριβεία με οβάλ βάση δεν είναι δυνατό να είναι χρηστικά, καθώς το τριβείο θα ήταν ασταθές (βλ. Εικ. 3). Γενικά, έχει παρατηρηθεί η τεχνητή υποστήριξη του τριβείου με άλλες πέτρες ή ξύλα (Stork & Teague 1952: 51) ή υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τα τριβεία βρέθηκαν πακτωμένα στο έδαφος ή σε πάγκους (Moundréa-Agrafioti 2002: 105). Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την σταθερότητα του αντικειμένου στο χώρο, που θα συνεπαγόταν τη λειτουργία του ως σταθερό στοιχείο της χωροταξικής οργάνωσης του νοικοκυριού (αν πρόκειται για τριβείο σε εσωτερικό χώρο) ή του οικισμού (αν πρόκειται για τριβείο σε εξωτερικό χώρο). ΄Ένα εργαλείο που λειτουργεί ως μια σταθερή «οικοσυσκευή» ορίζει το χώρο και τις δραστηριότητες γύρω του και αποτελεί σημείο αναφοράς. Ως προς το διαχωρισμό με βάση τα περιγράμματα, οι συσχετισμοί με τη χρήση είναι μάλλον επισφαλείς. Είναι αλήθεια πως τα επιμήκη σχήματα (τριγωνικά, παραλληλόγραμμα, ελλειπτικά) ευνοούν την ανάπτυξη δυνάμεων από τα χέρια, ενώ τα κυκλικά σχήματα πιθανόν προκύπτουν από κυκλική κίνηση ή κοπάνισμα - μια εργασία που σχετίζεται με τη χρήση «γουδιών» στα οποία γινόταν προκαταρτική επεξεργασία του σπόρου πριν από την άλεση (Ertug-Yaras 2002). Περαιτέρω συμπεράσματα είναι μάλλον παρακινδυνευμένα για την ώρα. Η προσέγγιση των ποικίλων χρήσεων των τριβείων θα μπορούσε να προωθηθεί με την βοήθεια πειραμάτων. Η βασική ιδέα που μπορεί να εφαρμοσθεί συγκροτείται
75
ως εξής: 1) προσπορισμός κατάλληλων υλικών (ενδεχομένως από την ευρύτερη περιοχή των αποθέσεων) των οποίων η πετρολογική σύσταση και οι μηχανικές ιδιότητες ταιριάζουν με τα εξετασμένα παραδείγματα, 2) σχετική διαμόρφωσή τους ως τριβεία, 3) άλεση ποικίλων υλικών που πιθανότατα επεξεργάζονταν στα τριβεία, 4) μελέτη σε χαμηλή μεγέθυνση (×40 και ×80) των φθορών που υφίστανται οι κόκκοι των τριβείων κατά τη διάρκεια άλεσης διαφορετικών υλικών. ΄Έχει διαπιστωθεί με πειραματικές εφαρμογές σε τριπτήρες (Adams 1989) πως όμοια εργαλεία υφίστανται διαφορετικές φθορές όταν χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία διαφορετικών υλικών, ακόμα και διαφορετικών είδη σπόρων (π.χ. πλούσιων σε έλαια). Θα ήταν χρήσιμη μία εφαρμογή της μεθόδου στα τριβεία του Δισπηλιού και η ταύτιση της φύσης του υλικού και της προέλευσης θέτει το πρώτο βήμα για αυτή την προσέγγιση. Η ταύτιση του υλικού και της προέλευσης δίνει μία πρώτη εικόνα των τεχνολογικών επιλογών των κατοίκων του οικισμού. Η σχεδόν σταθερή επιλογή του ασβεστιτικού ψαμμίτη -χονδρόκοκκου και λεπτόκοκκου- δείχνει πως ο προσπορισμός γινόταν από μία σταθερή πηγή ή -αν όχι μία συγκεκριμένη πηγή- τότε υπήρχε συστηματική προτίμηση σε ένα είδος λίθου, το οποίο φαίνεται πως εξυπηρετούσε τις ανάγκες για τριβεία. Υπάρχει ομοιομορφία στις τεχνολογικές αποφάσεις σχετικά με την κατασκευή και χρήση των τριβείων. Το υλικό αυτό, με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, αποτελεί την επιλογή των κατοίκων για τα συγκεκριμένα εργαλεία. Η διαλογή του γρανιτικού υλικού ενδεχομένως να γινόταν από τις παραποτάμιες αποθέσεις στην ίδια περιοχή. Τα ασβεστολιθικά παραδείγματα είναι λίγα και πολύ κατεστραμμένα. Καθώς ο ασβεστόλιθος είναι πολύ μαλακός και τα παραδείγματα τριβείων τόσο λίγα, ίσως η χρήση του υλικού αυτού για την κατασκευή τριβείου να οφείλεται σε δοκιμές της αποτελεσματικότητας του εγγύτερου υλικού -καθώς ο ασβεστόλιθος προέρχεται από πηγή δίπλα στον οικισμό- ή ως ενδεχόμενη λύση ανάγκης.
76
Επιπλέον, η σύγκριση με τις πηγές άλλων υλικών (π.χ. υλικά για λίθινα λειασμένα εργαλεία) μπορεί να χαρτογραφήσει μία ακτίνα δράσης των κατοίκων του οικισμού. ΄Έτσι, ενώ η πηγή του σερπεντινίτη για τις λίθινες αξίνες εντοπίζεται 4 χλμ. δυτικά του Δισπηλιού, στην περιοχή του χωριού Μανιάκοι (Μέλφος & Στρατούλη 2002: 179) και η προέλευση των πηγών της κεραμεικής εντοπίζεται στην περιφέρεια της λίμνης (Δημητριάδης 2002: 245), η πηγή των τριβείων εντοπίζεται περίπου 10 χλμ. νότια, έτσι ώστε προστίθεται άλλη μία ένδειξη μετακινήσεων στον χάρτη δραστηριότητας των κατοίκων του νεολιθικού Δισπηλιού. Ο γενικότερος ρόλος των τριβείων στην προϊστορία δεν έχει μελετηθεί σε σύγκριση με άλλα τέχνεργα, όπως η κεραμεική. Ωστόσο, η σημασία τους ως τροφοπαρασκευαστικών συσκευών πρέπει να ήταν ιδιαίτερη, ενώ υπάρχουν ενδείξεις ιδιαίτερα συμβολικής χρήσης των τριβείων (π.χ. ως «μαξιλάρι» του νεκρού σε ταφές - Bennett & Elton 1898: 27) ή διαλυμένα ως προσθήκη μέσα στην κεραμεική (Runnels 1981: 103). Η μεταφορά του υλικού από μία απομακρυσμένη περιοχή και η καθοριστική του χρήση στην διαδικασία της τροφοπαρασκευής ενδεχομένως προσδίδει στο υλικό ξεχωριστή αξία. Είναι πιθανό με βάση αυτήν την αξία να εξηγείται η αποσπασματικότητα του υλικού του Δισπηλιού. Η πλειοψηφία των εξεταζόμενων παραδειγμάτων σώζεται μερικώς,
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το σπάσιμο χαρακτηρίζεται από κάποιου είδους «κανονικότητα» (βλ. Εικ. 3- το τριβείο είναι σπασμένο σε τρία ίσα μέρη, από το οποία το ένα έχει χαθεί). Εδώ, προκύπτει το θέμα της τελετουργικής καταστροφής των εργαλείων. Τα τριβεία είναι εργαλεία με φυσική αντοχή και μεγάλη διάρκεια ζωής (περίπου 20-30 χρόνια - Runnels 1981: 155) και η εκτεταμένα αποσπασματική εικόνα που παρουσιάζουν οδηγεί στη σκέψη της εσκεμμένης καταστροφής που σχετίζεται με την σύναψη δεσμών μεταξύ ατόμων, οικογενειών ή κοινοτήτων (Chapman 2000: 94, Στρούλια 2003: 578). Φυσικά, οι προσεγγίσεις αυτού του είδους απαιτούν ανάλογες εκτεταμένες μελέτες σε όλη την περιοχή της Καστοριάς για να φανούν τυχόν ενδείξεις της πρακτικής και σε άλλες θέσεις. Από όλα τα παραπάνω προκύπτουν οι ποικίλες παράμετροι που μπορούν να προσεγγισθούν με την μελέτη των τριβείων. Το κύριο πρόβλημα είναι το πώς πρέπει να μελετηθούν ώστε να αποκαλύψουν τα στοιχεία που σχετίζονται με την παρουσία τους και τη λειτουργία τους σε μια προϊστορική κοινωνία. Αυτή η παραμελημένη και άχαρη κατηγορία υλικών φαίνεται πως έχει πολλά να αποκαλύψει, για την τεχνολογία και την κοινωνία της εποχής, όμως η απουσία θεωρητικού πλαισίου και εκτεταμένης, λεπτομερούς έρευνας καθιστούν δύσκολη και επισφαλή οποιαδήποτε προσέγγιση.
ΤΑ ΤΡΙΒΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ, ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
77
Adams, J. L. 1989 Methods for improving ground stone artifacts analysis: Experiments in mano wear patterns. In Experiments in Lithic Technology (ed. D. S. Amick & R. P. Mauldin): 259-74. Oxford: British Archaeological Reports [BAR Int. Ser. 528]. 2002α Ground Stone Analysis: A Technological Approach. Salt Lake City: The University of Utah Press. 2002β Mechanisms of wear on ground stone analysis. In Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie (éd. R. Treuil & H. Procopiou): 57-68. Paris: CTHS. Bennett, R. & J. Elton 1898 History of Corn Milling, Volume I: Handstones, Slave and Cattle Mills. London: Simpkin, Marshall & Co. Chapman, J. 2000 Fragmentation in Archaeology: People, Places and Broken Objects in the Prehistory of SouthEastern Europe. London: Routledge. Crawford, O. & J. Röder 1955 The quern-quarries of Mayen in the Eifel. Antiquity 29: 68-76. Curwen, C. E. 1937 Querns. Antiquity 11: 133-51. 1941 More about querns. Antiquity 15: 15-32. Γεωλογικός Χάρτης 1971 Φύλλο ΄Άργος Ορεστικό, Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους, 1:50.000. 1990 Φύλλο Καστοριά, Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, 1:50.000. Δημητριάδης, Σ. 2002 Πετρογραφικά χαρακτηριστικά της κεραμεικής. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 243-6. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Ertug-Yaras, F. 2002 Pounders and grinders in a modern Central Anatolian Village. In Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie (éd. R. Treuil & H. Procopiou): 211-6. Paris: CTHS. Hamilton., W. R., A. R. Wooley & A. C. Bishop 2005 Minerals, Rocks and Fossils. London: Hamlyn. Hersch, T. L. 1981 Grinding Stones and Food Processing Techniques of the Neolithic Societies of Turkey and Greece. Columbia: Columbia University: Department of Anthropology [Ph.D. Thesis]. McLaren, F. & J. Evans 2002 Unlocking the secrets of stones: Chemical methods to find tool usage in the Old World. In Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie (éd. R. Treuil & H. Procopiou): 129-39. Paris: CTHS. Μέλφος, Β. & Γ. Στρατούλη. 2002 Η προέλευση των πρώτων υλικών για τα τέχνεργα του οικισμού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 175-83. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Miller, M. 2002 Grindstones in Greek Neolithic ornament production. In Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie (éd. R. Treuil & H. Procopiou): 45-56. Paris: CTHS. Moundréa-Agrafioti, A. 2002 Moudre et broyer dans l’espace construit d’une ville du début du Bronze Récent Égéen (Akrotiri, Théra). In Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie (éd. R. Treuil & H. Procopiou): 93-108. Paris: CTHS. Peacock, D. 1980 The Roman millstone trade: A petrological sketch. World Archaeology 12(1): 52-3.
ΙΣΜΗΝΗ ΝΙΝΟΥ
78
Runnels, C. 1981 A Diachronic Study and Economic Analysis of Millstones from the Argolid, Greece. Indiana: Indiana University [Ph.D. Thesis]. Storck, J. & W. D. Teague 1952 Flour for Man’s Bread. Minneapolis: University of Minnesota Press. Στρούλια, Α. 2003 Λίθινα τριπτά από την Κίτρινη Λίμνη Κοζάνης: Πρώτη προσέγγιση, πρώτα ερωτήματα. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 17: 571-80. Τουλούμης, Κ. 2002 Η καταγραφή. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 106-13. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Treuil, R. & H. Procopiou. 2002 Moudre et Broyer, vol I: Méthodes: Pétrographie, chimie, tracéologie, expérimentation, ethnoarchéologie, vol II: Archéologie et Histoire: du Paléolithique au Moyen Âge. Paris: CTHS. Williams-Thorpe, O. 1988 Provenancing and archaeology of Roman millstones from the Mediterranean area. Journal of Archaeological Science 15: 253-305. Williams-Thorpe, O. & R. S. Thorpe 1993 Geochemistry and trade of Eastern Mediterranean millstones from the Neolithic to Roman period. Journal of Archaeological Science 20: 263-320.
Summary Grinding stones of Dispilio: Typology, provenance, questions Ismini Ninou
It is ironic that though human activities are initially connected to the problem of physical survival, thus, basically towards nutrition, the study of grinding stones, one of the most basic tools for the food production, is one of the most neglected in the study of material culture in prehistory. Very few researchers worked on the ways through which this type of tools could provide information on prehistoric societies, so even the simple study of form and material is rather premature. Based on observations on grinding implements from the Neolithic site of Dispilio, Kastoria, it was evident that this type of tools could show aspects of nutritional habits, technological choices and econom-
ic decisions of a Neolithic culture. The aims of the present study are: a) to present a possible method for typological classification of prehistoric grinding stones, based on the tools collected from the excavation of Dispilio, b) to attempt to identify the raw materials which these artifacts are made of, in this particular case, and therefore to try to locate a possible source and c) following the results, to indicate problematics and ideas for further research. It is a field of research with many gaps, that’s why the study is mainly hypothetical, but there are potentials which shouldn’t be underestimated.
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
79
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΚΟΣΜΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ ΙΣΤΟΡΙΩΝ
Οι ανασκαφές στο Δισπηλιό (Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ. 2002) έχουν φέρει στο φως ένα σημαντικό -ποσοτικά και ποιοτικά- σύνολο κοσμημάτων (Υφαντίδης 2006) αποτελούμενο από όλους σχεδόν τους γνωστούς ‘τύπους’, όπως οστρέινοι δακτύλιοι (Ifantidis 2004, 2005; Βεροπουλίδου & Υφαντίδης 2004), περίαπτα από πηλό, λίθο, οστό και όστρεο, χάντρες διαφόρων τύπων και υλικών, αλλά και από άλλα, λιγότερο συχνά ή και ‘μοναδικά’ κοσμήματα, όπως π.χ. ανθρωπόμορφα περίαπτα, λίθινοι δακτύλιοι, οστέινα και κεράτινα δαχτυλίδια, ‘πόρπες’ (Ifantidis 2006α) ή ακόμη και ανθρώπινα δόντια ως περίαπτα ή χάντρες (Ifantidis 2006β) (Εικ. 1). Στην περίπτωση των λίθινων δακτύλιων του Δισπηλιού, η αναγνώριση των επιδιορθωτικών και μεταποιητικών παρεμβάσεων, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις ήταν δυνατόν να ταυτιστούν βήμα προς βήμα, καθώς και η εξέταση της κατανομής τους στο χώρο και το χρόνο έδωσε την ευκαιρία να διαπραγματευθούν ζητήματα που, αν και αναφέρονται ως θεωρητικές πιθανότητες, τουλάχιστον όσον αφορά το Νεολιθικό Αιγαίο δεν έχουν τεκμηριωθεί αρχαιολογικά. Πρόκειται για την προσπάθεια ‘ανάγνωσης’ της ‘βιογραφίας’ των κοσμημάτων, και της σχέσης τους με το υποκείμενο/’κάτοχο’, την πιθανότητα λειτουργίας τους ως ‘κειμήλια’
1
Εικ. 1 Σύνθεση με ορισμένα κοσμήματα από το Δισπηλιό: Spondylus gaederopus δακτύλιος, περίαπτα από Glycimeris pilosa, Cyclope neritea, Cerastoderma glaucum, οστέινο ανθρωπόμορφο περίαπτο, περίαπτο σε μορφή αιχμής βέλους, οστέινα και κεράτινα δαχτυλίδια, χάντρες από πηλό, λίθο και όστρεο και διαχωριστικά νημάτων περιδέραιων.
καθώς και την ερμηνεία επεισοδίων ‘αποθησαυρισμού’1 τους. Αυτές οι ερμηνευτικές πιθανότητες προέρχονται από την προσεκτική εξέταση των ίδιων αντικειμένων, από τις πληροφορίες που μας δίνονται σε σχέση με τα ανασκαφικά -χωρικά και χρονολογικάσυγκείμενα. Πληροφορίες που προέρχονται από θραύσματα, θραύσματα που αφηγούνται ιστορίες.
Η μελέτη της βιογραφίας των αντικειμένων, και της σχέσης αντικειμένων-κατόχου εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των σύγχρονων ανθρωπολογικών προσεγγίσεων του υλικού πολιτισμού, που τα τελευταία χρόνια άρχισαν να απασχολούν και την σύγχρονη αρχαιολογία. Βλ. για παράδειγμα τις σημαντικές ανθρωπολογικές μελέτες των Hoskins (1998) και Weiner (1992).
80
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ, ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΑ
Λίθινοι δακτύλιοι εμφανίζονται ήδη από την Προκεραμεική περίοδο στην Ανατολία, όπως π.χ. στο Caferhöyük, όπου υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης ειδικευμένου εργαστηρίου παραγωγής τους (Cauvin et al. 1999; Maréchal 1985). Ασβεστολιθικοί κυρίως δακτύλιοι εμφανίζονται σε αρκετές περιοχές της Ευρώπης (Harrison & Köchler 2001; Roscian, Claustre & Dietrich 1992), ενώ από τα Βαλκάνια αναφέρονται λίθινοι δακτύλιοι από το Χαλκολιθικό νεκροταφείο του Durankulak (Αvramova 2002: 198) και τον νεολιθικό οικισμό του Divostin (McPherron 1988). Η συχνότητα των λίθινων δακτύλιων στο σύνολο των Νεολιθικών Αιγαιακών κοσμημάτων κρίνεται χαμηλή, σύμφωνα τουλάχιστον με τις έως τώρα δημοσιεύσεις. Αυτή η χαμηλή συχνότητα σχετίζεται με το γεγονός ότι μόνο σε λίγους οικισμούς έχουν ταυτιστεί λίθινοι δακτύλιοι, αλλά και με το ότι, όπου αυτοί εντοπίζονται, ο αριθμός τους είναι ελάχιστος. Λίθινοι δακτύλιοι από το Νεολιθικό Αιγαίο2 αναφέρονται στις δημοσιεύσεις των ανασκαφών των Βασιλικών (Γραμμένος 1991: 110-2, Εικ. 31.79, 32.40, 47, 49, 52, 68), της Δήμητρας (Γραμμένος 1991: 110, Εικ. 31.5), της Σταυρούπολης (Γραμμένος & Κώτσος 2002: 194, 2004: 36, 65), του Προμαχώνα (Κουκούλη-Χρυσανθάκη et al. 1996: 77; Παλαιολόγου 2008), των Σιταγρών (Nikolaidou 2003: 337, Fig. 9.3-4, Pl. 9.1b), των Σερβίων (Mould et al. 2000: 176, Fig. 4.22, 9.4, Pl. 4.11a, 9.1a) και της Ολύνθου (Mylonas 1929: 77, Fig. 81 e-d). Λίθινοι δακτύλιοι επίσης αναφέρονται από το Τσαγγλί (Wace & Thompson 1912: Fig. 78 c-d), το Ραχμάνι (Wace & Thompson 1912: 43), το σπήλαιο ΄Άγιο Γάλα στη Χίο (Hood 1981: 68), την Κνωσό (Evans 1964: 237, Fig. 59.1-4), το Σάλιαγκο (Evans & Renfrew 1968: 65, Fig. 78.6–7, Pl. xlvi 1, 3) και ένας στο Μουσείο του Βόλου (Κυπαρίσση–Αποστολίκα 2001: 76). Σε όλες τις περιπτώσεις οι λίθινοι δακτύλιοι βρίσκονται σε αποσπασματική κα2
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
τάσταση και δεν ξεπερνάνε τους 5 σε κάθε θέση, με συνηθέστερη περίπτωση τους έναν ή δύο, ενώ μόνο για λίγους από αυτούς γίνεται ταύτιση του λίθου κατασκευής, π.χ. ασβεστόλιθος, μάρμαρο κτλ. Συμπερασματικά, πρόκειται για έναν τύπο προσωπικής κόσμησης με μικρή συχνότητα στο Νεολιθικό Αιγαίο, και ακόμη περισσότερο, σε συνδυασμό με το υλικό κατασκευής τους, το οποίο στην περίπτωση του Δισπηλιού είναι το μάρμαρο (βλ. Πίν.1 & 2).
ΟΙ ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ: ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗΣ
Το σύνολο των λίθινων δακτύλιων από το Δισπηλιό αποδεικνύεται ιδιαίτερα αξιόλογο, καταρχήν λόγω της ποσότητάς του (Εικ. 2). ΄Έχουν βρεθεί 33 τμήματα αντίστοιχου αριθμού δακτύλιων, στον οποίο μπορούν να προστεθούν και δύο περίαπτα, για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι προήλθαν από την μεταποίηση δακτύλιων. ΄Όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους, οι λίθινοι δακτύλιοι εντυπωσιάζουν
Εικ. 2 Συνθέσεις με λίθινους δακτύλιους.
Ο όρος ‘Νεολιθικό Αιγαίο’ δεν χρησιμοποιείται στο κείμενο για να διακρίνει ‘πολιτισμικά χαρακτηριστικά’, αλλά για τη -συμβατική- χωρική διάκριση σε σχέση με την Νεολιθική στα Βαλκάνια, την Ευρώπη και την Ανατολία.
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
81
Πίν. 1 Συχνότητα ‘τύπων’ κοσμημάτων στο Νεολιθικό Αιγαίο.
Πίν. 2 Συχνότητα πρώτων υλών κατασκευής κοσμημάτων στο Νεολιθικό Αιγαίο.
με την επιμελημένη επεξεργασία και την τεχνογνωσία που αυτή υποδεικνύει. Οι 32 από τους 33 λίθινους δακτύλιους είναι κατασκευασμένοι από μάρμαρο ενώ μόνο ένας από ασβεστόλιθο. Πέραν της μακροσκοπικής εξέτασης για την αναγνώριση του υλικού, διενεργήθηκε, σε συνεργασία με το γεωλόγο Βασίλη Μέλφο του τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ανάλυση για την πηγή προέλευσης του 3 4
μαρμάρου σε τρία τμήματα λίθινων δακτύλιων προερχόμενα από τα νεολιθικά στρώματα της ανασκαφής του Δισπηλιού με τη μέθοδο των σταθερών ισοτόπων άνθρακα και οξυγόνου [δ18O δ13C]3. Τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της μελέτης αυτής κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικά. Για το ένα δείγμα η ανάλυση έδωσε μόνο μία προέλευση, το νησί της Νάξου, ενώ για τα άλλα δύο δόθηκαν εκτός της Νάξου και άλλες πιθανές περιοχές προέλευσης4.
Οι αρχαιομετρικές μελέτες για την προέλευση του μαρμάρου στην Νεολιθική Ελλάδα είναι λιγοστές και δεν έχουν δώσει έως σήμερα σημαντικά αποτελέσματα (βλ. Herz 1992). Το εύρος προέλευσης μπορεί να μειωθεί με περαιτέρω αναλύσεις με λεπτές τομές και ακτίνες Χ. Η εργασία αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη, ενώ στόχος είναι η αύξηση των δειγμάτων προς ανάλυση.
82
Ελάχιστα είναι τα λίθινα -και δη μαρμάρινα- ειδώλια και αγγεία στο Νεολιθικό Αιγαίο. ΄Έχει θεωρηθεί (Perlès 1992; Perlès & Vitelli 2000), πως η πολύ μικρή ποσότητά των λίθινων ειδωλίων και ιδιαίτερα των λίθινων αγγείων5 στο Νεολιθικό Αιγαίο, όπως και το ότι αυτά βρίσκονται διάσπαρτα, σε μεγάλες αποστάσεις, αποτελούν ενδείξεις μίας εξειδικευμένης δραστηριότητας που σχετίζεται με τους μηχανισμούς διακίνησης και ανταλλαγής ιδιαίτερων αντικειμένων ‘κύρους’. Ωστόσο, εκτός από τα κοσμήματα (δακτύλιοι, περίαπτα και χάντρες) που είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο, δεν έχουν βρεθεί αγγεία ή ειδώλια από λίθο στο Δισπηλιό. Το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ημίεργοι λίθινοι δακτύλιοι, θα μπορούσε να ερμηνευθεί, αφενός, εξαιτίας της έντονης επανάχρησης των κατεστραμμένων δακτύλιων, και, αφετέρου, εξαιτίας της πιθανής μεγάλης αξίας του υλικού κατασκευής τους. Η απόρριψη ή η μη πλήρης εκμετάλλευση και ανακύκλωση ενός σπάνιου υλικού, που πιθανόν να προέρχεται από πολύ μακρινή απόσταση (ιδιαίτερα αν αποδειχθεί πως το μάρμαρο όλων των δακτύλιων προέρχεται από τα νησιά του Αιγαίου), θα ήταν μία αντιοικονομική επιλογή6. Εξαιτίας της σπανιότητας του τύπου, δεν είναι δυνατή η πλήρης περιγραφή του τρόπου κατασκευής των λίθινων δακτύλιων. ΄Όπως όμως φαίνεται από τα τελειωμένα αντικείμενα, σημαντικό ρόλο έπαιζε καταρχήν η επιλογή του κατάλληλου λίθου, δηλαδή η διαφάνεια, η λευκότητα και τα φυσικά ‘νερά’ του. Μετά τη διάνοιξη οπής, προφανώς με ιδιαίτε-
ρου τύπου τρυπάνι/τόρνο και με τη βοήθεια άμμου και νερού, όπως συμβαίνει και στην κατασκευή των λίθινων λειασμένων εργαλείων, όλες οι επιφάνειες λειαίνονταν σε μεγάλο βαθμό7. Η επιμελημένη επεξεργασία τους ανταποκρίνεται σε ένα υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας, αλλά και ‘αισθητικής’8. Η περαιτέρω ταξινόμηση των δακτύλιων του Δισπηλιού σε υποκατηγορίες δεν είναι δυνατή πρώτον, καθώς οι περισσότεροι δακτύλιοι βρίσκονται σε αποσπασματική κατάσταση και σε συνεχή χρήση και επανάχρηση, και, δεύτερον, επειδή πιθανόν να περιέπλεκε περισσότερο την ανάλυση. Μπορούν, παρόλα αυτά, να γίνουν ορισμένες παρατηρήσεις, όπως, ότι συνηθέστερα η διατομή των δακτύλιων είναι ορθογώνια και σε λιγότερες περιπτώσεις ημικυκλική, τραπεζιόσχημη ή κυκλική, ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 1 έως 3 εκατοστά. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των λίθινων δακτύλιων δεν υπάρχουν ίχνη χρήσης που να δικαιολογούν την εφαρμογή τους σε άλλο, εκτός του καρπού, σημείο του σώματος9, π.χ. στον λαιμό με απλή ανάρτηση, ενώ οι λειασμένες ακμές και οι οπές στους κατεστραμμένους δακτύλιους αποτελούν επιδιορθώσεις και, σε λίγες περιπτώσεις, μεταποιήσεις/ανακυκλώσεις σε άλλου τύπου κοσμήματα. Η εσωτερική διάμετρος των λίθινων δακτύλιων κυμαίνεται από 8 έως 4 εκατοστά με συνηθέστερη τιμή γύρω στα 6 εκατοστά. Πειραματικές προσπάθειες έδειξαν ότι Spondylus gaederopus δακτύλιοι εσωτερικής διαμέτρου 5-5.7, 6 και 8-9 εκατοστών εφαρμόζονται στον καρπό παιδιού, ενήλικης γυναίκας και ενήλικα άνδρα αντιστοίχως (Gaydarska et al. 2004: 24). Αν θελήσουμε να αξιοποιήσουμε
Η Perlès (1992: 142) αναφέρει 10 τμήματα λίθινων αγγείων προερχόμενα από όλες τις Νεολιθικές θέσεις στην Ελλάδα. 6 Το ίδιο μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβαίνει και με τους οστρέινους Spondylus gaederopus δακτύλιους στο Δισπηλιό, στους οποίους υπάρχουν επίσης έντονες ενδείξεις επιδιορθώσεων και μεταποιητικών διαδικασιών. 7 Βέβαια, δεν πρέπει να υποτιμούμε και το ότι η λείανση των δακτύλιων οφείλεται σε ένα μεγάλο ποσοστό και στην ιδιαίτερη ‘πατίνα’ που αποκτά η επιφάνεια του αντικειμένου με την πάροδο του χρόνου σε συνδυασμό με τη συνεχή χρήση. 8 Ο ‘σύγχρονος’ αισθητικός αντίκτυπος των κοσμημάτων του Δισπηλιού δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ορισμένα από αυτά, όπως έχω διαπιστώσει, όταν παρουσιάζω το υλικό σε επισκέπτες, αλλά και συναδέλφους, ‘προκαλούν αισθητικά’. ΄Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι ο σχεδόν πλήρης λίθινος δακτύλιος Κ0047, του οποίου η ‘βιογραφία’ συζητείται παρακάτω. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πέρα από το λευκό χρώμα, τα φυσικά ‘νερά’ και την ημιδιαφάνεια του μαρμάρου, έντονη είναι η αίσθηση της ψυχρότητας και του βάρους, αντίδραση που σημειώνεται από όλους τους σύγχρονους -γυναικείους και ανδρικούς- καρπούς που κατά διαστήματα τον έχουν ‘δοκιμάσει’. 9 Ωστόσο χρησιμοποιείται ο μη φορτισμένος ερμηνευτικά όρος ‘δακτύλιος’ αντί π.χ. του ‘βραχιολιού’, καθώς η ονοματοθεσία των νεολιθικών αντικειμένων προσωπικής κόσμησης με όρους ‘σύγχρονους’ αποτελεί μία συχνά παρακινδυνευμένη κατηγοριοποίηση (βλ. Υφαντίδης 2006: 41-3 σχετικά με τη μέθοδο ταξινόμησης και ονοματοθεσίας). 5
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
τις παρατηρήσεις αυτές για την περίπτωση των λίθινων δακτύλιων, μπορούμε να πούμε ότι ορισμένοι από τους δακτύλιους φαίνεται να ήταν όντως τόσο μικροί ώστε να φοριούνταν από παιδιά, αν και δεν πρέπει να αποκλείσουμε τη πιθανότητα χρήσης κάποιας λιπαντικής ουσίας για την εφαρμογή τους και σε ενήλικες. Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να εφαρμόζονταν ο δακτύλιος σε μικρή ηλικία, να παρέμενε εκεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του10 και να τον αφαιρούσαν από το σώμα του, ενήλικα πλέον, νεκρού11. Αυτή η τελευταία υπόθεση θα μπορούσε να εξηγήσει, αφενός, την αποσπασματικότητα των δακτύλιων (λίθινων και οστρέινων) -καθώς η απόσπασή του από τον καρπό θα ήταν σχετικά δύσκολη- και αφετέρου την γενικότερη απουσία κοσμημάτων σε Νεολιθικές Αιγαιακές ταφές. Υπάρχουν, όμως, παραδείγματα, όπως ο K0074, του οποίου η εσωτερική διάμετρος είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί πως χρησιμοποιούνταν ως περιβραχιόνιο12, ενώ τρεις δακτύλιοι μικρής εσωτερικής διαμέτρου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δαχτυλίδια ή απλά περίαπτα. Η πρακτική της ανακύκλωσης –η επιδιόρθωση και μεταποίηση- δεν είναι θέμα άγνωστο όσον αφορά τα νεολιθικά κοσμήματα. Πολλά είναι και τα εθνογραφικά παράλληλα για την πρακτική αυτή13. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα δακτύλιων -οστρέινων και λί-
83
θινων- που φέρουν οπές, στην ίδια λογική με τις ‘οπές συγκόλλησης’ των κεραμεικών αγγείων. Στην περίπτωση όμως των λίθινων δακτύλιων του Δισπηλιού, είναι χαρακτηριστικό ότι η επιδιόρθωση και μεταποίηση τεκμηριώνεται σε ένα πολύ μεγάλο δείγμα. Πιο συγκεκριμένα, οπές μεταποίησης/επιδιόρθωσης διαπιστώθηκαν σε 11 δακτύλιους, ‘εγχαράξεις νήματος’ (με ή χωρίς οπές) σε 4, ενώ, τουλάχιστον 2 δακτύλιοι έχουν μεταποιηθεί σε άλλες κατηγορίες κόσμησης14. Οι επιδιορθωτικές παρεμβάσεις (Εικ.3) συνίστανται στην λείανση των σπασμένων άκρων και στη δημιουργία οπών. Πέρα όμως από την διάτρηση για το πέρασμα νήματος, παρατηρούνται εμβαθύνσεις/εγχαράξεις περιμετρικά της επιφάνειας του δακτύλιου και συνήθως μεταξύ των οπών στις άκρες. Με αυτόν τον τρόπο, το νήμα περνά από τις δύο οπές και εφαρμόζεται καλύτερα στις εγχαράξεις της επιφάνειας, με αποτέλεσμα την καλύτερη στερέωση του δακτύλιου στον καρπό. Υπάρχει και η περίπτωση ενός κατεστραμμένου δακτύλιου, που είχε σπάσει σε δύο τμήματα και επιδιορθώθηκε με οπές και εγχαράξεις νήματος σε καθένα από αυτά. Ο ‘νέος’ δακτύλιος προέκυπτε από την ‘συγκόλληση’ με νήμα των δύο τμημάτων. Επιπλέον, η έντονη χρήση του νήματος δημιουργούσε με την πάροδο του χρόνου αυλα-
΄Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση μεταλλικών κοσμημάτων της Εποχής του Χαλκού σε νεκροταφεία της Ευρώπης (Sørensen 1997: 101-4). Ο Kenoyer (1991: 97), αναφερόμενος σε πρώιμες ιστορικές θέσεις της Νότιας Ασίας, σημειώνει πως γραπτές πηγές καταγράφουν πως οι δακτύλιοι που φοριούνται καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των γυναικών είτε καταστρέφονται είτε δίνονται στις κόρες μετά από το θάνατο του συζύγου, κάτι που επιβεβαιώνεται και ανασκαφικά. 11 Υπάρχουν πάρα πολλά εθνογραφικά παραδείγματα όπου τα κοσμήματα, λόγω της συνεχούς χρήσης τους καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής, δεν ‘φέρονται‘ απλώς, αλλά μετασχηματίζουν το σώμα (π.χ. οι πήλινοι δίσκοι στο χείλος σε πολλές φυλές της Αφρικής, όπως οι Mursi και οι Surma, τα ενώτια σε φυλές της Νότιας Αμερικής, όπως οι Suya, ή οι χαρακτηριστικοί πολλαπλοί μεταλλικοί κρίκοι στο λαιμό των γυναικών Padong της Βιρμανίας. Τα κοσμήματα σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι απλώς ‘προσωπικά αντικείμενα’ αλλά αποτελούν ενσωματοποιημένα -χωρίς μεταφορική έννοια- αντικείμενα. Δεν χρειάζεται βέβαια να ανατρέξουμε στις εθνογραφικές πηγές για να βρούμε αντίστοιχα παράλληλα. Οι περισσότεροι φέρουμε στη μνήμη την εικόνα των γονέων μας, με τον παράμεσο να ασφυκτιά από τη βέρα που παρέμενε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής. 12 Ο ίδιος δακτύλιος φαίνεται πως μορφολογικά μιμείται μεγάλους Spondylus δακτύλιους (μίμηση του σπονδύλου/umbo). 13 Π.χ. στη φυλή Dinka της Αφρικής τα σπασμένα ελεφαντοστέινα βραχιόλια μεταποιούνται μετά την καταστροφή τους σε (μικρότερου μεγέθους) ενώτια, δαχτυλίδια και περίαπτα (Fisher 1984: 56-7). 14 Πρέπει να σημειωθεί πως αναφέρομαι μόνο στις περιπτώσεις των περίαπτων, όμως η πιθανότητα ανακύκλωσης κατεστραμμένων δακτύλιων για την δημιουργία χαντρών είναι εξίσου μεγάλη, αν και είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί. Είναι χαρακτηριστικό, πως η πλειονότητα των μαρμάρινων χαντρών του Δισπηλιού -πάνω από 50- είναι τετράγωνες και επιμήκεις, έντονα διαφοροποιούμενες από τις υπόλοιπες χάντρες κατασκευασμένες από άλλες πρώτες ύλες. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα μορφολογικά χαρακτηριστικά των μαρμάρινων χαντρών ίσως και να σχετίζονται με την πιθανότητα να προήλθαν από την μεταποίηση τμημάτων κατεστραμμένων δακτύλιων. 10
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
84
Εικ. 3 Λίθινοι δακτύλιοι με επιδιορθώσεις, οπές και εγχαράξεις.
κώσεις μεταξύ των άκρων και των οπών. Η αναγνώριση των εγχαράξεων ως λειτουργικές και όχι διακοσμητικές -ότι δηλαδή δημιουργήθηκαν μετά την καταστροφή του δακτύλιου και δεν αποτελούσαν στοιχεία της αρχικής μορφολογίας του- είναι σημαντική, καθώς μπορεί να ερμηνεύσει και άλλα, αντίστοιχα παραδείγματα από το Νεολιθικό Αιγαίο. Από τον νεολιθικό οικισμό της Σταυρούπολης, για παράδειγμα, αναφέρονται δύο λίθινοι δακτύλιοι, ο ένας από τους οποίους φέρει βαθιά αυλάκωση και ο άλλος τρεις εγχάρακτες ταινίες και δύο οπές στο ένα άκρο (Γραμμένος & Κώτσος 2002: 36, 194). Και στις δύο περιπτώσεις οι εγχαράξεις/αυλακώσεις θεωρούνται διακοσμητικές, αλλά είναι πολύ πιθανότερο να είναι ανάλογες με αυτές του Δισπηλιού. Η μεταποίηση και η επιδιόρθωση, παρεμ-
βάσεις που συνιστούν μέρος της ‘ζωής’ των λίθινων δακτύλιων μας φανερώνουν, αφενός, την μεγάλη αξία των αντικειμένων αυτών για τα μέλη της κοινότητας, και, αφετέρου, αποτελούν δείκτες της έντονης χρήσης τους αλλά και της τεχνολογικής ευρηματικότητας των χρηστών, όσον αφορά την επίτευξη παράτασης της ‘ζωής’ τους.
ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ Κ0049 ΚΑΙ Κ0047: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΘΡΑΥΣΜΑΤΩΝ
Η εξέταση των πρακτικών επιδιόρθωσης, τόσο στους λίθινους δακτύλιους, όσο και σε άλλα αντικείμενα κόσμησης, καθώς και, γενικότερα, στις υπόλοιπες κατηγορίες αρχαιολογικών αντικειμένων, μπορεί να οδηγήσει και σε ένα είδος ‘ανασύστασης της ζωής’ των αντικειμένων. Η προσέγγιση αυτή, περισσό-
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
85
Εικ. 4 Ο δακτύλιος Κ0049.
τερο γνωστή ως ‘πολιτισμική βιογραφία’, που αναφέρεται στη δυνατότητα αναγνώρισης και ερμηνείας των σταδίων ζωής ενός (αρχαιολογικού) αντικειμένου και της συλλογής των αφηγήσεων και ιστοριών που εμπεριέχει αυτό, αποτελεί ένα ζήτημα που έχει τεθεί υπό συζήτηση τα τελευταία χρόνια (Kopytoff 1986; Gosden & Marshall 1999; Holtorf 2000; Skeates 1995, 2000). Η δυνατότητα, ωστόσο, της ανίχνευσης της ‘βιογραφίας’ ενός αντικειμένου στο Νεολιθικό Αιγαίο σπάνια είναι εφικτή, ίσως εξαιτίας της έλλειψης ικανών αρχαιολογικών δεδομένων. Δύο λίθινοι δακτύλιοι του Δισπηλιού, ο Κ0049 και K0047, θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν ικανές υποθέσεις εργασίας. Ο πρώτος (Εικ. 4) αποτελείται από δύο τμήματα που βρέθηκαν σε δύο αρκετά μακρινές μεταξύ τους ανασκαφικές τομές, την Δ3β και την Δ7α. Μετά την καταστροφή του αρχικού δακτύλιου (του οποίου το πλάτος είναι εξαιρετικά μεγάλο, σχεδόν 3 εκατοστά), λειάνθηκαν οι δύο σπασμένες άκρες ώστε να αποκτήσουν αρκετά οξεία απόληξη. Κατόπιν επιχειρήθηκε η διάνοιξη οπής στο ένα άκρο, που όμως έμεινε ημιτελής, καθώς ο ‘επιδιορθωτής’, πιθανότατα, συνειδητοποίησε ότι από λανθασμένο υπολογισμό, η θέση της οπής δεν ήταν η κατάλληλη, ίσως, μάλιστα, και να κατέστρεφε τον δακτύλιο. Η δεύτερη οπή ανοίχθηκε τελικά δίπλα στην ημίεργη. Εντούτοις, είναι απαραίτητη και μία ακόμα οπή στην άλλη άκρη του δακτύλιου, ούτως ώστε να μπορεί να περνάει το νήμα για να στερεώνεται καλύτερα ο δακτύλιος στον καρπό. Και, πράγματι, στην άλλη άκρη του δακτύλιου εντοπίζονται ίχνη μίας οπής, η οποία όμως δεν ολοκληρώθηκε, καθώς φαίνεται ότι στην
Εικ. 5 Ο δακτύλιος Κ0047. Λεπτομέρειες των μεταποιητικών πρακτικών και η ‘βιογραφία’ των τριών θραυσμάτων του δακτύλιου.
προσπάθεια διάνοιξής της ο δακτύλιος έσπασε περαιτέρω. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι, ότι τα δύο αυτά τμήματα της αποτυχημένης επιδιόρθωσης του λίθινου δακτύλιου βρέθηκαν σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο και το ένα από αυτά σχετίζεται με τη συγκέντρωση δακτύλιων στην τομή Δ3β (βλ. παρακάτω). Ο δεύτερος δακτύλιος, Κ0047 (Εικ. 5), διατηρείται σε ποσοστό 70% και βρέθη-
86
κε σε τρία τμήματα. Πρώτα από όλα, μπορούμε πολύ εύκολα να αποκλείσουμε την μετά–ανασκαφική καταστροφή του, καθώς σε όλες τις σπασμένες πλευρές υπήρχαν ιζήματα. Εξάλλου, μία πιο προσεκτική εξέταση μπορεί να ανασυστήσει τον τρόπο ‘καταστροφής’ του: Ο αρχικός -ακέραιος- λίθινος δακτύλιος καταστρέφεται και αποσπάται ένα τμήμα του (το οποίο δεν βρέθηκε ανασκαφικά). Κατόπιν, γίνεται λείανση της μίας σπασμένης πλευράς κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως, αποσπάται και δεύτερο τμήμα από την άλλη πλευρά. Αφήνοντας ημίεργη τη λείανση στη μία πλευρά, γίνεται προσπάθεια διάνοιξης οπής στο εσωτερικό της άλλης, η οποία, επίσης, έχει ως αποτέλεσμα την απόσπαση και τρίτου τμήματος. Η ανασκαφική εικόνα των τριών τμημάτων στην ίδια περιοχή πιθανόν να υποδηλώνει ότι η όλη επεξεργασία και η αποτυχημένη επιδιόρθωση έγιναν σε μία χρονική στιγμή in situ. Εξετάζοντας όμως το πλαίσιο συνεύρεσης, όπως βλέπουμε παρακάτω, είναι, επίσης, πιθανό τα τμήματα αυτά να συγκεντρώθηκαν στο σημείο αυτό αργότερα. Σημαντικό, παρόλα αυτά, παραμένει το γεγονός ότι ο δακτύλιος αυτός μπορεί να αφηγηθεί μία ‘ιστορία’. Ένα σημαντικό ζήτημα που προκύπτει από τον δακτύλιο Κ0047 σχετίζεται με τα προβλήματα επαναπλαισίωσής του στο παρόν. Το αν πρέπει ή όχι να συγκολληθούν τα τρία τμήματά του -ή και να γίνει ‘αισθητική αποκατάσταση’ του τμήματος που λείπει- τίθεται ως δεοντολογικό ζήτημα, τόσο της αρχαιολογικής πρακτικής όσο και της συντήρησης των αρχαιολογικών αντικειμένων. Τα τρία τμήματα του δακτύλιου ‘αφηγούνται’ μία συγκεκριμένη ‘ιστορία’, ενώ η συγκόλλησή τους -είτε
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ για τις ανάγκες του μελετητή είτε για το κοινό15- τη διαγράφει. Τα τρία συγκολλημένα τμήματα παρουσιάζουν μία εικόνα που δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν, αλλά ήταν μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή 16.
ΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΗΣ Δ3Β: ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ‘ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΘΗΚΗ’
Το μεγαλύτερο ποσοστό των λίθινων δακτύλιων βρέθηκε στα κατώτερα ανασκαφικά στρώματα του Ανατολικού Τομέα17, με σχεδόν πλήρη απουσία τους στην υστερότερη Φάση Α18. Τα τμήματα δακτύλιων που βρέθηκαν στα μεταγενέστερα χρονικά στρώματα της φάσης αυτής στον Δυτικό Τομέα, εκτός του ότι είναι λίγα σε αριθμό -όπως γενικότερα τα αντικείμενα κατασκευασμένα από μάρμαρο είναι ελάχιστα-, έχουν στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ενδείξεις επιδιόρθωσης19. Κατά συνέπεια, δεν θα ήταν παρακινδυνευμένο να συζητηθεί η πιθανότητα οι δακτύλιοι αυτοί να προέρχονται από τα αρχαιότερα στρώματα του Ανατολικού Τομέα. Η συγκόλληση, φυσικά, δύο τμημάτων από τον Ανατολικό και τον Δυτικό Τομέα θα ενίσχυε την υπόθεση αυτή, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε, πως ακριβώς λόγω της έντονης επιδιορθωτικής και μεταποιητικής παρέμβασης στους δακτύλιους, μία τέτοια ‘επανένωση’ δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμη. Στην περίπτωση που οι δακτύλιοι του Δυτικού Τομέα όντως ‘προέρχονται’ από τις πρώιμες φάσεις του οικισμού, θα είχαμε την μοναδική ευκαιρία να προσεγγίσουμε το ζήτημα των ‘κειμηλίων’. ΄Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Lilios (1999: 253) υπάρχουν πολλά αντικείμενα που περνάνε από τα χέρια των αρχαιολόγων και αποτελούν ‘κειμήλια’,
Πρέπει να τονιστεί το γεγονός ότι πρόκειται για τον μοναδικό σχεδόν πλήρη μαρμάρινο δακτύλιο σε όλο το Νεολιθικό Αιγαίο. 16 Εάν έπρεπε να βρεθεί αναγκαστικά μία λύση, αυτή θα ήταν ίσως η ψηφιακή τρισδιάστατη απεικόνιση των ‘σταδίων’ ζωής του δακτύλιου. 17 Σχετικά με τους ανασκαφικούς τομείς βλ. γενικά Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ., 2002 και ειδικότερα όσον αφορά τα κοσμήματα, Βεροπουλίδου & Υφαντίδης 2004 και Υφαντίδης 2006. 18 Σχετικά με τον χρονολογικό διαχωρισμό των φάσεων βλ. αναλυτικά Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ., 2002 και ειδικότερα όσον αφορά τα κοσμήματα Υφαντίδης 2006. 19 Πρόκειται για οκτώ παραδείγματα, πέντε από τα οποία έχουν ενδείξεις επιδιόρθωσης και μεταποίησης. 15
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ χωρίς οι ίδιοι να το αναγνωρίζουν. Αυτή η διαπίστωση, αποτελεί μία γόνιμη υπόθεση εργασίας, καθώς κατευθύνει τη συζήτηση της υπέρβασης των χρονικών ορίων χρήσης των αντικειμένων που συνήθως θέτουμε οι ίδιοι ως υποκείμενα της μελέτης. Φυσικά, η περίπτωση των κοσμημάτων είναι και εννοιολογικά φορτισμένη από σύγχρονες κοινωνικές αναπαραστάσεις, όπου το κόσμημα αποτελεί ‘προσωπικό’ αντικείμενο, το οποίο συχνά μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές, ως ‘πολύτιμο’ και ‘συμβολικό’ αντικείμενο. Εξάλλου, η διάκριση της έννοιας του ‘ατομικού’ και του ‘συλλογικού’, όσον αφορά την νεολιθική κόσμηση, είναι, πιστεύω, εξαιρετικά δύσκολη και αποτελεί ένα ανοιχτό πρόβλημα. Επομένως, στην περίπτωση μας, ο όρος ‘κειμήλιο’ καταρχήν δηλώνει την υπέρβαση των χρονολογικών ορίων, ενώ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εάν πρόκειται για μία πρακτική ‘μεταβίβασης’ συλλογικού ή ατομικού χαρακτήρα. Στο χώρο των Βαλκανίων υπάρχουν αρκετά παραδείγματα όπου η συγκέντρωση αντικειμένων και δη κοσμημάτων μέσα στους οικισμούς -εξαιρώντας τα κλειστά σύνολα ταφών- μπορεί να δηλώνει μία ενσυνείδητη απόφαση (Monah 2003). Ο Chapman (2000: 110-21, 24654) καταγράφει 70 παραδείγματα ‘αποθησαυρισμού’/‘αποθετών’ κοσμημάτων. Από αυτά, τα πιο γνωστά είναι εκείνα των χαλκολιθικών θέσεων Hîrşova (Galbenu 1963) και Brad (Ursachi 1990) στη Ρουμανία και Omurtag στη Βουλγαρία (Gaydarska et al. 2004)20.
87
Ανάλογο παράδειγμα είναι, πιστεύω, η συγκέντρωση των 10 τμημάτων λίθινων δακτύλιων στην τομή Δ3β (Εικ. 6). Αν και δεν βρέθηκαν σε ένα ‘κλειστό’ σύστημα, π.χ. μέσα σε ένα αγγείο, είναι περισσότερο από πιθανό πως η συγκέντρωσή τους στην ίδια περιοχή δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός. Πιο αναλυτικά, πρόκειται για 4 τμήματα αντίστοιχων δακτύλιων τα οποία σώζονται σε ποσοστό 10-30%, δύο τμήματα ενός δακτύλιου που σώζεται σε ποσοστό 50%, 3 τμήματα ενός δακτύλιου που σώζεται σε ποσοστό 80% (Κ0047) και ένα τμήμα δακτύλιου, το οποίο συγκολλάται με τμήμα από την τομή Δ7α. Εξετάζοντας την αποσπασματικότητα των υπολοίπων δακτύλιων του Ανατολικού Τομέα, διαπιστώνεται πως στην συγκέντρωση της Δ3β οι περισσότεροι δακτύλιοι έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό πληρότητας. Επιπροσθέτως, αρκετά είναι τα υπόλοιπα κοσμήματα που βρέθηκαν στον ίδιο ανασκαφικό ορίζοντα και θα μπορούσαν να συσχετισθούν με τους λίθινους δακτύλιους21. Σε ποια συμπεράσματα μπορεί να μας οδηγήσει αυτή η συγκέντρωση εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό από τις ‘προθέσεις’ μας. Σε ένα -εξειδικευμένο- ‘εργαστήριο’ κατασκευής κοσμημάτων; Στην ‘αποθήκευση’ μίας πολύτιμης πρώτης ύλης για μετέπειτα ανακύκλωση; Σε μία τυχαία απόθεση απορριμμάτων; Σε ένα κρυμμένο ‘κειμήλιο’; Σε έναν περίεργο γυρολόγο που συγκέντρωνε τα ‘άχρηστα’ κομμάτια άλλοτε εντυπωσιακών ‘στολιδιών’; Η καταγραφή αυτών των ερμηνευτικών πιθανοτήτων αποτελεί
Είναι χαρακτηριστική η διαφορετική ερμηνεία που δίνεται σε αυτές τις τρεις περιπτώσεις: Τα 44 κομμάτια από Spondylus δακτύλιους, μία χάλκινη σμίλη και χάλκινα σουβλιά που βρέθηκαν κάτω από το δάπεδο ενός σπιτιού στη θέση Hîrşova θεωρήθηκαν ως ένα είδος ‘εργαλειοθήκης’ για την κατασκευή χαντρών από τους κατεστραμμένους Spondylus δακτύλιους. Στη θέση Brad το σύνολο 489 κοσμημάτων που βρέθηκε μέσα σε ένα αγγείο, αποτελούμενο από χάλκινα βραχιόλια, περιδέραια από δόντια ζώων και χάλκινες χάντρες και χρυσοί δίσκοι, είναι γνωστό στη βιβλιογραφία ως ‘κοσμηματοθήκη’. Στη θέση Omurtag βρέθηκαν επίσης μέσα σε αγγείο 34 αντικείμενα, από τα οποία 11 τμήματα Spondylus δακτύλιων, ένα Cerastoderma glaucum όστρεο χωρίς επεξεργασία, ένα οστέινο περίαπτο, μία λίθινη χάντρα, 2 οστά, 3 δόντια χοίρου, 2 πυριτόλιθοι, ένα ηφαιστιογενές πέτρωμα που θεωρείται πως προέρχεται από το Αιγαίο, 1 μικρογραφικός πέλεκυς και 2 βότσαλα, ίσως στιλβωτήρες. Οι συγγραφείς θεωρούν πως δεν πρόκειται για μία εργαλειοθήκη ανακύκλωσης κοσμημάτων, αλλά για μία συσσώρευση που δηλώνει την έμφαση της σχέσης μεταξύ ‘εξωτικών’ και ‘καθημερινών’ αντικειμένων, η οποία λειτουργεί και ως μία συσσώρευση ‘αλυσιδωτών σχέσεων και βιογραφιών αντικειμένων’. 21 Πρόκειται για είκοσι κοσμήματα, από τα οποία ένα περιδέραιο αποτελούμενο από 57 χάντρες, τέσσερις οστέινοι δακτύλιοι και έξι δακτύλιοι, περίαπτα και άγκιστρα πορπών από Spondylus gaederopus. 20
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
88
Εικ. 6 Χωρική κατανομή των λίθινων δακτύλιων στον Ανατολικό Τομέα (Φάση Β–Γ) και στην τομή Δ3β (5 x 5μ.) (Φάση Β3–Γ). Τα 10 τμήματα δακτύλιων της συγκέντρωσης της Δ3β.
ένα πρώτο στάδιο μίας ερμηνείας, η οποία ωστόσο ποτέ δεν θα μπορούσε να αποτελεί την τελική.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Η ανάλυση των ισοτόπων άνθρακα και οξυγόνου για την ταύτιση προέλευσης της πρώτης ύλης αποτελεί μία βασική προτεραιότητα για την περαιτέρω έρευνα των λίθινων δακτύλιων του Δισπηλιού, καθώς μπορεί να οδηγήσει στην πρώτη, ίσως, ολοκληρωμένη μελέτη νεολιθικών μαρμάρινων αντικειμένων στο Αιγαίο. Σε περίπτωση που αποδειχθεί
πως η πρώτη ύλη των μαρμάρινων δακτύλιων του Δισπηλιού έχει τόσο μακρινή προέλευση, όπως τα νησιά του Αιγαίου, θα δοθεί η ευκαιρία για μια επανεξέταση των μηχανισμών ανταλλαγών στο Νεολιθικό Αιγαίο. ΄Όπως φάνηκε κατά την περιγραφή των μεταποιητικών και επιδιορθωτικών πρακτικών, οι κάτοικοι του Δισπηλιού είχαν αναπτύξει μία ιδιαίτερη τεχνογνωσία όσον αφορά την παράταση της ‘ζωής’ τους. Μία τεχνολογική μελέτη που προϋποθέτει και την πειραματική αναπαραγωγή -αλλά και χρήση- των δακτύλιων, θα δώσει πολλά και σημαντικά στοιχεία22.
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ Πολλά περισσότερα στοιχεία μπορούν να δοθούν αντιμετωπίζοντας τα νεολιθικά κοσμήματα όχι ως διακοσμητικά αντικείμενα μίας ακραιφνώς ‘μη-παραγωγικής’ και επομένως ‘συμβολικής’ πρακτικής, αλλά ως ενδείξεις μίας πρακτικής που αποτελεί τμήμα της καθημερινότητας μίας νεολιθικής κοινότητας. Μία καθημερινότητα στην οποία τα κοσμήματα αποτελούν αντικείμενα που παράγονται, χρησιμοποιούνται, επαναχρησιμοποιούνται, μεταποιούνται, ανταλλάσσονται· αποτελούν, επομένως, μία τεχνολογική δραστηριότητα η οποία υπόκειται
22
89
στην προσφορά και τη ζήτηση, την εύρεση της πρώτης ύλης, την εξειδίκευση τεχνολογικών γνώσεων. Πρόκειται για αντικείμενα τα οποία, αν και αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό των πρακτικών προσωπικής κόσμησης -των οποίων τα υλικά κατάλοιπα δεν σώζονται, όπως ο ρουχισμός, η κόμμωση, το βάψιμο του σώματος με φθαρτά υλικά, η δερματοστιξία, ο μετασχηματισμός των μελών, αλλά ακόμη και η διαχείριση των κινήσεων και στάσεων του σώματος- εμπεριέχουν ιστορίες. ΄Ή σωστότερα, τα θραύσματα κάποιων από αυτές.
Αναφέρομαι κυρίως στον επιστημονικό κλάδο της ιχνολογίας (tracéologie), ο οποίος ξεκινώντας από την εφαρμογή του στα λίθινα εργαλεία από τον Semenov την δεκαετία του ‘50, έχει εδραιωθεί σε πολλές κατηγορίες αντικειμένων και κυρίως στην αρχαιολογία της Γαλλίας. Πρόκειται για την μικροσκοπική εξέταση των ιχνών πάνω στα αντικείμενα (γραμμές, λειάνσεις, αποκρούσεις, κτλ.), η οποία μπορεί να οδηγήσει -σε συνεργασία με την πειραματική αρχαιολογία- στην ερμηνεία της χρήσης των αντικειμένων. Για την εφαρμογή της ιχνολογίας στη μελέτη των προϊστορικών κοσμημάτων βλ. για παράδειγμα Bonnardin 2004 .
90
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Avramova, M. 2002 Der Schmuck aus den Gräbern von Durankulak. In Durankulak, Band II: Die Prähistorischen Gräberfeldern (Hrsg. H. Todorova): 191-206. Sofia: Deutsches Archäologisches Institut in Berlin. Bonnardin, S. 2004 La Parure Funéraire du Néolithique Ancien en Bassins Parisien et Rhénan: Matériaux, Techniques, Fonctions et Usage Social. Paris: Université de Paris I [Thèse de Doctorat]. Cauvin, J., O. Aurenche, M.-C. Cauvin & N. Balkan-Atli 1999 The Pre-Pottery site of Cafer Höyük. In Neolithic in Turkey: The Cradle of Civilization. New Discoveries (ed. M. Ösdoğan & N. Başgelen): 87-103. İstanbul: Arkeoloji ve Sanat Yayinları. Chapman, J. 2000 Fragmentation in Archaeology: People, Places and Broken Objects in the Prehistory of South Eastern Europe. London: Routledge. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Evans, J. D. 1964 Excavations in the Neolithic settlement of Knossos, 1957-60: Part I. Annual of the British School at Athens 59: 134-240. Evans, J. D. & C. Renfrew 1968 Excavations at Saliagos near Antiparos. London: British School at Athens [Supplementary Volume No. 5]. Galbenu, D. 1963 Neoliticheskaya musterskaya dlya obrabotki ukrashenii v Hîrşove. Dacia (N.S.) 7: 501-9. Gaydarska, B., J. Chapman, I. Angelova, M. Gurova & S. Yanev 2004 Breaking, making and trading: The Omurtag Eneolithic Spondylus hoard. Archaeologia Bulgarica VIII(2): 11-34. Gosden, C. & Y. Marshall 1999 The cultural biography of objects. World Archaeology 31(2): 169-78. Γραμμένος, Δ. B. 1991 Νεολιθικές ΄Έρευνες στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Γραμμένος, Δ. B. & Σ. Κώτσος 2002 Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας. Harrison, R. J. & T. O. Köchler 2001 Beyond characterisation: Polished stone exchange in the Western Mediterranean 5500-2200 BC. Oxford Journal of Archaeology 20(2): 107-27. Herz, N. 1992 Provenance determination of Neolithic to Classical Mediterranean marbles by stable isotopes. Archaeometry 34(2): 185-94. Holtorf, C. 2002 Notes on the life history of a pot sherd. Journal of Material Culture 7(1): 49-71. Hood, S. 1981 Excavations in Chios 1938-1955: Prehistoric Emporio and Ayio Gala. London: British School at Athens [Supplementary Volume No. 15]. Hoskins, J. 1998 Biographical Objects: How Things Tell the Stories of People’s Lives. London: Routledge. Ifantidis, F. 2004 The shell personal ornaments. In Shell Assemblage Analysis of the Neolithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Eastern Sector (R. Veropoulidou & F. Ifantidis): 55-94. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Research Grant Report (unpublished). 2005 The shell personal ornaments. In Shell Assemblage Analysis of the Neolithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Western Sector (R. Veropoulidou & F. Ifantidis): 65-93. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Research Grant Report (unpublished).
ΛΙΘΙΝΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
2006α
91
‘Enigmatic’ notched Spondylus ornaments from the Neolithic: New evidence from the Aegean. The Archaeo+Malacology Group Newsletter 9: 3-5. 2006β The most personal personal ornament. Archaeolog: all things archaeological [http:// traumwerk.stanford.edu/archaeolog/2006/10/the_most_personal_personal_orn.html] Υφαντίδης, Φ. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας ‘Αισθητικής Εργαλειοθήκης’. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. Kenoyer, J. M. 1991 Ornament styles of the Indus Valley tradition: Evidence from recent excavations at Harappa, Pakistan. Paléorient 17(2): 79-98. Kopytoff, I. 1986 The cultural biography of things: Commoditization as process. In The Social Life of Things: Commodities in Cultural Perspective (ed. A. Appadurai): 64-91. Cambridge: Cambridge University Press. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ., H. Todorova, Ι. Ασλάνης, J. Bojadziev, Φ. Κωνσταντοπούλου, I. Vazsov & Μ. Βάλλα 1996 Προμαχώνας-Topolniča: Νεολιθικός οικισμός ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 10β: 745-68. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. 2001 Τα Προϊστορικά Κοσμήματα της Θεσσαλίας. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων & Απαλλοτριώσεων. Lillios, K. T. 1999 Objects of memory: The ethnography and archaeology of heirlooms. Journal of Archaeological Method and Theory 6(3): 235-62. Maréchal, C. 1985 Les bracelets néolithiques en pierre de Cafer Höyük, Turquie. Cahiers de l’Euphrate 4: 21851. McPherron, A. 1988 Miscellaneous small artifacts. In Divostin and the Neolithic of Central Serbia (ed. A. McPherron & D. Srejović): 325-31. Pittsburg, Pennsylvania: University of Pittsburg. Monah, D. 2003 Quelques réflexions sur les trésors de la Culture Cucuteni. Studia Antiqua et Archaeologica IX: 129-40. Mould, C. A., C. Ridley & K. A. Wardle 2000 The small finds. In Servia I: Anglo-Hellenic Rescue Excavations 1971-73 directed by Katerina Rhomiopoulou and Cressida Ridley (ed. C. Ridley, K. A. Wardle & C. A. Mould): 112-91 [The stone small finds]; 264-75 [Additional clay small finds]; 276-85 [The shell small finds]; 285-8 [Ornaments of stone, clay and shell]. London: British School at Athens [Supplementary Volume No. 32]. Mylonas, G. 1929 Excavations at Olynthus, I: The Neolithic Settlement at Olynthos. Baltimore, Maryland: The John Hopkins University Press. Nikolaidou, M. 2003 Items of adornment. In Prehistoric Sitagroi: Excavations in Northeast Greece, 1968–1970. Volume 2: The Final Report (ed. E. S. Elster & C. Renfrew): 331–60; 383-402. Los Angeles: Cotsen Institute of Archaeology, University of California [Monumenta Archaeologica 20]. Παλαιολόγου, Μ. 2008 Προμαχώνας-Topolniča. Κοσμήματα και μαρμάρινα αγγεία: Μια πρώτη προσέγγιση. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 21 (υπό έκδοση). Perlès, C. 1992 Systems of exchange and organization of production in Neolithic Greece. Journal of Mediterranean Archaeology 5(2): 115-64. Perlès, C. & K. D. Vitelli 1999 Craft specialization in the Neolithic of Greece. In Neolithic Society in Greece (ed. P. Halstead): 96-107. Sheffield: Sheffield Academic Press.
ΦΩΤΗΣ ΥΦΑΝΤΙΔΗΣ
92
Roscian S., F. Claustre & J.-E. Dietrich 1992 Les parures du Midi méditerranéen du Néolithique ancien à l’Age du Bronze: Origine et circulation des matières premières. Gallia Préhistoire 34: 209-57. Skeates, R. 1995 Animate objects: A biography of prehistoric ‘axe-amulets’ in the central Mediterranean region. Proceedings of the Prehistoric Society 61: 279-301. 2002 Axe aesthetics: Stone axes and visual culture in Prehistoric Malta. Oxford Journal of Archaeology 21(1): 13-22. Sørensen, M. L. S. 1997 Reading dress: The construction of social categories and identities in Bronze Age Europe. Journal of European Archaeology 5(1): 93-114. Ursachi, V. 1990 Le dépôt d’objets de parure Enéolithiques de Brad, Com. Negri, Dép. De Bacau. In Le Paléolithique et le Néolithique de la Roumanie en Contexte Européen (éd. V. Chirica & D. Monah): 335-86. Iaşi: Institut d’Archéologie. Βεροπουλίδου, Ρ. & Φ. Υφαντίδης 2004 Unio pictorum vs. Spondylus gaederopus: ΄Όστρεα και οστρέινα κοσμήματα από το Δισπηλιό Καστοριάς. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 18: 669-86. Wace, A. J. B. & M. S. Thompson 1912 Prehistoric Thessaly. Cambridge: Cambridge University Press. Weiner, A. B. 1992 Inalienable Possessions: The Paradox of Keeping-While-Giving. Berkeley: University of California Press.
Summary Stone annulets from Neolithic Dispilio: Stories of adornment and stories’ fragments Fotis Ifantidis
The excavations carried out at the Neolithic lakeside settlement of Dispilio have yielded an important and variable assemblage of personal ornaments. Almost all the known ‘types’ of the Greek Neolithic are represented, such as shell annulets, clay, stone, bone and shell pendants, necklaces by different bead types, as well as some rather rare or unusual ones, like anthropomorphic pendants, marble annulets, fingerings made of bone antler, or human teeth transformed into beads or pendants.
This article focuses on the stone (marble) annulets’ assemblage. The examination of the quantitative and qualitative characteristics of this assemblage, along with the obtainment of chronological, spatial and contextual data facilitate the interpretation of this assemblage under the frameworks of a biographical approach suggesting the possibilities of the practices of heirloom and hoard-keeping.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
93
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΛΙΜΝΑΙΟ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ*
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο στόχος της συγκεκριμένης μελέτης είναι, σε πρώτο επίπεδο, η τυπολογική ή «τεχνοτροπική» περιγραφή των βασικότερων εργαλειακών τύπων και των τεχνικών που είχαν υιοθετήσει οι κάτοικοι του Νεολιθικού Δισπηλιού Καστοριάς για τα διάφορα στάδια κατεργασίας του ξύλου. Σε δεύτερο επίπεδο, επιχειρεί να καταδείξει ότι πίσω από τις φαινομενικά καθολικά ισχύουσες αρχές που διέπουν την τεχνολογική εγχειρηματική αλυσίδα κρύβεται μία αξιοσημείωτη ποικιλία τεχνικών επινοήσεων ως προς την προετοιμασία, την οργάνωση, την αξιοποίηση της διαθέσιμης πρώτης ύλης για την μεταποίηση της σε τεχνούργημα1.
*
1
Τα παραπάνω θέματα εντάσσονται στο γενικότερο πλαίσιο της τεχνολογίας του ξύλου. Το πεδίο αυτό χαρακτηρίζεται από μία δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα σε καθαρά τεχνικά ζητήματα (τους κατάλληλους σε κάθε περίπτωση εργαλειακούς τύπους, τις μεθόδους κατεργασίας και κατασκευής προϊόντων από ξύλο, τις φυσικές ιδιότητες των πρώτων υλών, τις ειδικές κατασκευαστικές ανάγκες), σε ευρύτερα «πολιτισμικά»/τεχνολογικά ζητήματα (το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον του προϊστορικού ξυλουργού, το επίπεδο της τεχνογνωσίας του ίδιου και της κοινότητας στην οποία ανήκει), αλλά και σε προσωπικά, υποκειμενικά στοιχεία του δρώντος υποκειμένου (ιδιοσυγκρασία, επιδεξιότητα, εμπειρία κλπ.) (Morris 2000: 2102).
Η παραπάνω μελέτη συνιστά μέρος της διδακτορικής μου διατριβής στο Α.Π.Θ. με αντικείμενο την εκμετάλλευση του ξύλου στην προϊστορία και τα ξύλινα ευρήματα από τη θέση του Δισπηλιού Καστοριάς. Ευχαριστώ θερμά το διευθυντή της ανασκαφής, Ομ. Καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, που μου εμπιστεύτηκε το υλικό και μου έδωσε την ευκαιρία να δημοσιεύσω μέρος του μέσα από αυτή τη μελέτη. Τα σχέδια των ξύλων εκπονήθηκαν από το ζωγράφο Ilir Zaloshnya. Οι επιλογές αυτές είναι δυνατό να διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή, ακόμα και στον ίδιο πολιτισμικό ορίζοντα, ανάλογα με το πολιτισμικό υπόβαθρο κάθε ομάδας, τις διαφορετικές προϋποθέσεις που διαμορφώνουν τα διαφορετικά φυσικά ή κοινωνικά περιβάλλοντα, οι διαθέσιμες πρώτες ύλες, αλλά ακόμη και το προσωπικό στοιχείο του ξυλουργού (Orme & Coles 1983: 43).
94
2. ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ
Από το σύνολο των ξύλινων ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν στο Δισπηλιό (Εικ. 1) εξετάστηκε ένα δείγμα που περιλαμβάνει 447 ξυλοτεμάχια, από τα οποία 224 (50,11%) αποσπάστηκαν και μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο για να καταγραφούν αναλυτικά, και 224 ξυλοτεμάχια (49,88%), τα οποία εξετάστηκαν στην ανασκαφική τους θέση (in situ). Αναφορικά με τα ξύλα που μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο, 11 είναι κατακόρυφα και 213 οριζόντια. Τα οριζόντια ξύλα διακρίνονται, ως προς τη διαμόρφωση τους, σε 5 ομάδες: στην πρώτη ομάδα ανήκουν 61 ξυλοτεμάχια (27,23%) που φέρουν κάποιο ίχνος επεξεργασίας (σημάδια εργαλείων, αποτυπώματα φυτικών ινών, αποκλάδωση κλπ.). Τη δεύτερη ομάδα συνθέτουν 37 ξυλοτεμάχια που αποτελούν υπολείμματα σχίσης (16,51%), δηλαδή, κομμάτια που έχουν αποκολληθεί ή αποσπαστεί με τεχνητό τρόπο από μεγαλύτερα κορμοτεμάχια (πελεκούδια, σχίζες). Στην τρίτη ομάδα ανήκει ένα ξυλοτεμάχιο που παραπέμπει μορφολογικά σε κάποιο μορφοποιημένο αντικείμενο (0,44%), δηλαδή, αποτελεί προϊόν δευτερογενούς μεταποίησης. Την τέταρτη ομάδα συνθέτουν 41 ξυλοτεμάχια (18,30%) που εντοπίστηκαν στη φυσική τους κατάσταση, δηλαδή, δεν έχουν
Εικ. 1 Η ανασκαφική εικόνα των οριζόντιων και κατακόρυφων ξύλων στον Ανατολικό Τομέα του Δισπηλιού. 2
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
υποστεί κανενός τύπου ανθρωπογενή μεταποίηση και διατηρούν τις επιμέρους διακλαδώσεις τους. Τέλος, 73 ξυλοτεμάχια (32,58%) έχουν χαρακτηριστεί ως αδιάγνωστα, καθώς σώζονται τόσο αποσπασματικά, ώστε, αν και δε διακρίνεται κάποιο ίχνος ή σημάδι κατεργασίας, δεν είναι εφικτή η ασφαλής κατηγοριοποίηση τους σε καμία από τις προηγούμενες ομάδες (Εικ. 2) (Χατζητουλούσης 2006: 374). Η ομάδα ξυλοτεμαχίων που αποτέλεσε το βασικό αντικείμενο ανάλυσης της παρούσας μελέτης είναι αυτή των ξύλων που φέρουν ίχνη επεξεργασίας (ίχνη εργαλείων, αποτυπώματα φυτικών ινών, αποκλάδωση κλπ.) (συνολικά 73 ξυλοτεμάχια (12 κατακόρυφα2 και 61 οριζόντια). Τα κατακόρυφα ξύλα, ως προς τη μορφή τους, ανήκουν όλα στη στρογγύλη ξυλεία. Από τα οριζόντια ξύλα, 41 ανήκουν στη στρογγύλη ξυλεία (24 με ελλειψοειδή διατομή και 17 με κυκλική) και 20 στη σχισμένη (δηλαδή προϊόντα είτε τεχνητής μεταποίησης είτε φυσικής αποκόλλησης ή απόσχισης λόγω ξήρανσης ή αλλοίωσης). Η ανάλυση του υλικού βασίστηκε στη μακροσκοπική εξέταση μίας σειράς από βασικές κατηγορίες ιχνών κατεργασίας που σώζονται στην επιφάνεια των ξύλων και οι οποίες παρουσιάζονται αμέσως πιο κάτω. α. Σχήμα άκρου Το άκρο των ξύλων κατά την πελέκηση μπορούσε να διαμορφωθεί σε αιχμηρή απόληξη, η οποία παρουσίαζε ποικίλα σχήματα, ανάλογα με την τεχνική που ακολουθούνταν κάθε φορά. Οι συνηθέστεροι τύποι που συναντώνται στη Νεολιθική περίοδο είναι ο τύπος «σμίλης» (όταν το κορμοτεμάχιο είχε κοπεί στη μία όψη του, ενώ η απέναντι πλευρά παρέμεινε άθικτη), ο τύπος «σφήνας» (όταν είχε κοπεί στις δύο διαμετρικά αντίθετες όψεις) και ο τύπος «μολυβιού» (με περιμετρική πελέκηση) (O’ Sullivan 1996: 303).
β. Γωνία κρούσης Είναι η γωνία που σχηματίζει η επεξεργασμένη έδρα του ξύλου προς τον κατά μήκος άξονα του κορμού και προκύπτει από την
Στους 11 κατακόρυφους πασσάλους που αποσπάστηκαν και μελετήθηκαν προσθέτουμε εδώ και έναν ακόμη που μελετήθηκε in situ: στο εκτεθειμένο τμήμα του που είχε αποκαλυφθεί διατηρούσε στοιχεία επεξεργασίας με την τεχνική της σχίσης.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
95
Εικ. 2 Οι πέντε ομάδες αποσπασμένων ξύλων (κατακόρυφων και οριζόντιων) ως προς τη διαμόρφωσή τους.
κίνηση της πελέκησης. Σχετίζεται άμεσα με την έκταση της επιφάνειας επεξεργασίας του ξύλου και με το βάθος διείσδυσης της κόψης του εργαλείου σε αυτό3. Για τον ευκολότερο προσδιορισμό τους, οι γωνίες ταξινομήθηκαν σε ένα σύστημα 5 κλάσεων: 0-20ο: πολύ ρηχές, 21-40ο: ρηχές, 41-60ο: μεσαίες, 61-80ο: απότομες, και 81-90ο: ίσιες (Brunning 1995). γ. Έδρες Πρόκειται για τα ίχνη που άφηνε το εργαλείο κατά την πρόσκρουση στην επιφάνεια του ξύλου, χωρίς, όμως, αυτά να ταυτίζονται με το πλήρες αποτύπωμα του ενεργού άκρου του εργαλείου. Η μορφή των εδρών μίας επιφάνειας μπορεί να ποικίλει ανάλογα με τη γωνία και την κατεύθυνση του εργαλείου. Οι έδρες παρουσιάζουν τα ακόλουθα στοιχεία: Το πρώτο αφορά το βαθμό καμπυλότητας κατά μήκος της εγκάρσιας τομής της έδρας και επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ εργαλειακών τύπων ή εργαλείων διαφορετικών υλικών (πχ. οι επίπεδες έδρες υπο-
3
δηλώνουν τη χρήση μεταλλικού εργαλείου). Ο τύπος της έδρας προσδιορίζεται περιγραφικά: «επίπεδη», «ελαφρώς κοίλη» και «κοίλη» και με τη μέτρηση του βάθους της έδρας (Ο’ Sullivan 1991: 61). Το δεύτερο στοιχείο αφορά τις ενώσεις που διακρίνονται ανάμεσα στις έδρες και εξαρτώνται από την ικανότητα του εργαλείου να κόψει τις ίνες του ξύλου. Καταγράφονται περιγραφικά: ως «καθαρές» (πολύ ευδιάκριτες), «τραχιές» (ακανόνιστες αυλακώσεις της επιφάνειας του ξύλου ανάμεσα σε κάθε έδρα, που παραπέμπουν, πιθανώς, στη χρήση αμβλείας ή στομωμένης λεπίδας) ή «βαθμιδωτές» (χαμηλές αυλακώσεις, παράλληλες με το πλάτος της έδρας). Το τρίτο στοιχείο, τέλος, αφορά το μέγεθος και το σχήμα των εδρών, που σχετίζονται με το μέγεθος και το σχήμα του εργαλείου που είχε χρησιμοποιηθεί. Tέλος, τα υδατοκορεσμένα οριζόντια ξύλα που ανήκουν στη στρογγύλη ξυλεία διακρίθηκαν σε δύο υποομάδες: στα ξύλα με κυκλική διατομή και σ’ αυτά με ελλειψοειδή, τα οποία
΄ Έχει διαπιστωθεί πειραματικά ότι όλοι οι λίθινοι πελέκεις μπορούν να κόψουν το ξύλο επιτυχώς εφόσον κατευθύνονται προς τον άξονά του σε οξείες (ρηχές) γωνίες κρούσης. Μάλιστα, όσο πιο οξεία είναι η γωνία αυτή τόσο περισσότερο αξιοποιείται, κατά την κοπή, η τάση του ξύλου να σχίζεται κατά μήκος της διεύθυνσης των ινών του.
96
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
Εικ. 3 Η αντιπροσώπευση της τεχνικής αποκλάδωσης στις επιμέρους ομάδες κατακόρυφων και οριζόντιων ξύλων.
αποτελούν προϊόν συμπίεσης. Το μαλάκωμα και το αδυνάτισμα της δομής του ξύλου κατά τη διαδικασία υδατοκορεσμού του, είναι αρκετά πιθανό να μετατρέψει το κυλινδρικό ξύλο σε συμπιεσμένο, με διατομή όχι πια κυκλική αλλά ελλειψοειδή (Taylor 1998: 141). Η διάμετρος των ξύλων ελλειψοειδούς διατομής δεν συμπίπτει απόλυτα με την αρχική διάμετρο που μπορεί να είχε το ξυλοτεμάχιο πριν τη συμπίεση της δομής του. Σε αυτή την περίπτωση, η τιμή του μέγιστου πλάτους του ξύλου συνιστά την ακριβέστερη ένδειξη της αρχικής διαμέτρου του. Παρόλα αυτά θεωρήθηκε πιο αξιόπιστο η ταξινόμηση των ξύλων ανά ομάδες κλάσεων διαμέτρου να πραγματοποιηθεί ξεχωριστά για τα κυλινδρικά και τα συμπιεσμένα ξυλοτεμάχια. Για τη διευκόλυνση της συζήτησης τα κατακόρυφα και οριζόντια ξύλα ομαδοποιήθηκαν, ως προς τη διάμετρο τους, σε κλάσεις των 20 χιλ., οι οποίες δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε διαφορετικούς μορφολογικά τύπους ξύλων, αλλά επιτρέπουν τη διάκριση τους σε υποομάδες ανάλογα με το μέγεθος τους: σε πολύ λεπτά (1-20 χιλ.), λεπτά (21-40 χιλ., 41-60 χιλ.), μεσαία (61-80 χιλ., 81-100 4
χιλ.), χοντρά (101-120 χιλ., 121-140 χιλ., 141160 χιλ.) και πολύ χοντρά ξύλα (> 160 χιλ.).
3. ΟΙ ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
Από την παρατήρηση των ιχνών επεξεργασίας που καταγράφηκαν στις επιφάνειες των αποσπασμένων κατακόρυφων και οριζόντιων ξυλοτεμαχίων διακρίθηκαν ενδείξεις τεσσάρων διαφορετικών μορφών κατεργασίας, οι οποίες θα παρουσιαστούν διεξοδικά αμέσως πιο κάτω: αποκλάδωση (42 ξυλοτεμάχια), αποφλοίωση, πελέκηση (21 ξυλοτεμάχια), σχίση (19 ξυλοτεμάχια), ενώ σε 4 ξυλοτεμάχια δεν ήταν σαφή τα ίχνη κατεργασίας. 3.1. Αποκλάδωση Η συγκεκριμένη τεχνική αφορά στον καθαρισμό του κομμένου κορμού από τα πλευρικά κλαδιά και την κόμη του αλλά και του κύριου στελέχους των μεγαλύτερων κλαδιών από τους πλευρικούς κλαδίσκους τους. Στο Δισπηλιό, ίχνη αποκλάδωσης καταγράφηκαν σε 7 κατακόρυφα ξύλα (σε σύνολο 11 αποσπασμένων4) και σε
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι απίθανο όσοι πάσσαλοι δε φέρουν στο σωζόμενο μήκος τους ίχνη καθαρισμού των επιμέρους κλαδίσκων να μην είχαν υποστεί ανάλογη επεξεργασία. Ειδικά στους κατακόρυφους πασσάλους που προορίζονταν για έμπηξη στον πυθμένα της παρόχθιας ζώνης ή της λίμνης μία τέτοια ελάχιστη προετοιμασία, όπως ο καθαρισμός τους από τα κλαδιά, ήταν απαραίτητη.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
97
Εικ. 4 Οριζόντιο ξυλοτεμάχιο από το Δισπηλιό με ίχνη της τεχνικής πελέκησης σε συνδυασμό με τράβηγμα
32 οριζόντια ξυλοτεμάχια στρογγύλης ξυλείας (συγκεκριμένα σε 11 από τα 18 ξύλα κυκλικής διατομής και σε 21 από τα 24 ελλειψοειδούς διατομής). Τα περισσότερα κατακόρυφα ξύλα είναι χοντρά (διαμέτρου από 120 χιλ. και άνω) ενώ η πλειονότητα (8) των οριζόντιων ξύλων κυκλικής διατομής ανήκουν στην κατηγορία των λεπτών ξύλων (21-60χιλ.)5 και αυτών της ελλειψοειδούς διατομής (19 ξύλα) στην κατηγορία των πολύ λεπτών και λεπτών ξυλοτεμαχίων (1-20 χιλ. και 21-60 χιλ. αντίστοιχα)6. Στην ομάδα της σχισμένης ξυλείας το στάδιο της αποκλάδωσης εντοπίστηκε μόνο σε 2 λεπτά ξυλοτεμάχια (πλάτους 21-60 χιλ.)7 (Εικ. 3). Αναφορικά με τη δασοπονική προέλευση της ξυλείας με ενδείξεις αποκλάδωσης, τα κατακόρυφα ξύλα προέρχονταν από την άρκευθο (5) και την πεύκη (1)8 και τα οριζόντια ξύλα κυκλικής διατομής από δένδρα αρκεύθου (4), πεύκης (4), λεύκης (1) και ελάτης (1)9. Τα ξύλα ελλειψοειδούς διατομής προέρχονται κυρίως από δέντρα πεύκης (8) και λιγότερο αρκεύθου (2), ελάτης (1), δρυός (1)10. Τέλος, τα σχισμένα ξύλα προέρχονται από δένδρα πεύκης και αρκεύθου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, δε διαπιστώνεται ιδιαίτερη συνάφεια του σταδίου αυτού με ξύλα συγκεκριμένων δασοπονικών ειδών ή διαμέτρων. Παρόλα αυτά, η αποκλάδωση αποτελούσε απαραίτητο προστάδιο όχι 5 6 7
8 9
10
μόνο για την περαιτέρω επεξεργασία των κορμών, αλλά ακόμα και για τη μεταφορά τους από το δάσος στον οικισμό. Η παρουσία ενός κορμού εντός του οικισμού του Δισπηλιού, ο οποίος δεν είχε υποστεί περαιτέρω επεξεργασία και διατηρούσε μόνο ελάχιστους πολύ λεπτούς πλευρικούς κλαδίσκους, κάνει σαφές ότι οι κορμοί αποκλαδώνονταν από τα περισσότερα κλαδιά τους, και κυρίως τα μεσαίας και χοντρής διαμέτρου κλαδιά, στο δάσος για να μπορούν να τους μεταφέρουν ευκολότερα, ενώ η υπόλοιπη διαδικασία της αποκλάδωσης ολοκληρωνόταν στο χώρο της εγκατάστασης. Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο ξυλοτεμάχια, ένα πολύ λεπτό (διαμέτρου 20 χιλ.) ξυλοτεμάχιο ελάτης κυκλικής διατομής και ένα και ένα λεπτό (πλάτους 20 χιλ.) ξυλοτεμάχιο πεύκης ελλειψοειδούς διατομής, το άκρο των οποίων είχε διαμορφωθεί με έναν τρόπο σπάνιο για τα δεδομένα της Νεολιθικής περιόδου. Συγκεκριμένα, η επιφάνεια του άκρου, που εν μέρει παρουσιάζει ίχνη πελέκησης και εν μέρει ίχνη αποκόλλησης υποδηλώνει ότι το άκρο του ξυλοτεμαχίου είχε πιθανότατα διαμορφωθεί με τη συνδυαστική τεχνική της πελέκησης και του τραβήγματος με το χέρι κατά το στάδιο της αποκλάδωσης ή της υλοτόμησης χωρίς να έχει υποστεί περαιτέρω επεξεργασία (Εικ. 4).
Τα υπόλοιπα είναι πολύ λεπτά (κλάση 1-20 χιλ.: 2 ξύλα) ή χοντρά (κλάση 121-140 χιλ.: 1 ξύλο). Υπάρχουν και 2 ξυλοτεμάχια μεσαίου πάχους (κλάση πλάτους 61-80 χιλ.). Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι τα υπόλοιπα σχισμένα ξύλα δεν είχαν καθαριστεί, καθώς πειραματικά έχει επιβεβαιωθεί ότι η αποκλάδωση συνιστούσε ένα απαραίτητο προστάδιο της σχίσης των κορμών. Στην περίπτωση της σχισμένης ξυλείας οι περιορισμένες ενδείξεις αποκλάδωσης οφείλονται στο ελάχιστο πάχος στο οποίο καταλήγουν να έχουν τα ξύλα μετά το σχίσιμό τους. Ένα ξύλο παρέμεινε αδιάγνωστο. Δύο ακόμη ξυλοτεμάχια δεν αναγνωρίστηκαν. Σε ένα ξύλο πλατύφυλλου δακτυλιόπορου δεν ήταν δυνατός ο προσδιορισμός του είδους.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
98
Εικ. 5α-δ Ο σφηνοειδής τύπος αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό.
Πίνακες
3.2. Αποφλοίωση Τα ξυλοτεμάχια που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό, είτε οριζόντια είτε κατακόρυφα, δε διατηρούσαν στη πλειονότητά τους το φλοιό στην επιφάνεια τους. Η απώλεια αυτή μπορεί να οφείλεται τόσο σε σκόπιμη (τεχνητή) απομάκρυνση του φλοιού όσο και σε πτώση του με το πέρασμα των χρόνων και λόγω της σταδιακής ξήρανσης των ξύλων. Πολύ λιγότερα οριζόντια (7 σε σύνολο 61) και κατακόρυφα ξύλα (1) στο Δισπηλιό διατηρούσαν το φλοιό τους. ΧαρακτηΚατακόρυφα ξύλα
Τύπος αιχμής
Μεσαίας διαμέτρου
Μεγάλης διαμέτρου
αιχμή τύπου σφήνας 4 αιχμή τύπου σμίλης 2 αιχμή τύπου μολυβιού 1 Πίνακας 1. Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα Πίν. 1 Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα Κατακόρυφα ξύλα Είδος Αιχμή τύπου Αιχμή τύπου Αιχμή τύπου σφήνας σμίλης μολυβιού
ριστική είναι η περίπτωση ενός κατακόρυφου πασσάλου μήκους 2,85 μ. Ο φλοιός απουσιάζει από το κάτω άκρο του, το οποίο είχε πελεκηθεί, προκειμένου να αποκτήσει την αιχμηρή απόληξη που θα διευκόλυνε την έμπηξή του στο χώμα. Φλοιός δε σώζεται ούτε στο άνω άκρο του πασσάλου, αν και η απουσία του από την περιοχή αυτή δεν οφείλεται σε ανθρωπογενή παρέμβαση, αλλά πιθανότατα στην αλλοίωση που υπέστη αυτό το τμήμα του πασσάλου επειδή βρισκόταν άλλοτε κάτω και άλλοτε επάνω από τη στάθμη του νερού και, έτσι, ήταν εκτεθειμένο στη μεταβαλλόμενη δράση του νερού (άνοδο και υποχώρηση της στάθμης) (Guyan 1955: 251). Το κεντρικό τμήμα του πασσάλου αυτού (που δεν είχε δεχτεί επεξεργασία), ωστόσο, διατηρούσε σε αρκετά σημεία της επιφάνειας του τον φλοιό του, γεγονός που υποδηλώνει ότι είχε εμπηχτεί στο έδαφος χωρίς να προηγηθεί η αποφλοίωσή του.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
99
Εικ. 6α-β Ο τύπος σχήματος σμίλης (α) και μολυβιού (β) σε δείγματα σχισμένης ξυλείας από το Δισπηλιό.
Πίνακες
3.3. Πελέκηση Το στάδιο της πελέκησης ανιχνεύεται αρχαιολογικά στα ίχνη σχηματοποίησης των άκρων των ξυλοτεμαχίων. Στο Δισπηλιό εντοπίστηκαν 7 κατακόρυφοι πάσσαλοι κυκλικής διατομής και 15 οριζόντια ξυλοτεμάχια (10 στρογγύλης καιΚατακόρυφα 5 σχισμένης ξύλα ξυλείας), στα οποία το ένα άκρο έχει υποστεί Μεσαίας διαμέτρου πελέκηση. Μεγάλης διαμέτρου Τύπος αιχμής Οι παρακάτω πίνακες παρουσιάζουν το αιχμή τύπου σφήνας 4 συσχετισμό του σχήματος άκρου με το μέγεαιχμή τύπου σμίλης 2 θος της διαμέτρου και το δασοπονικού είδος αιχμή τύπου μολυβιού 1 κάθε ξυλοτεμαχίου. Όπως φαίνεται, στα ξύλα καΠίνακας 1. Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα Κατακόρυφα ξύλα Αιχμή τύπου Αιχμή τύπου Αιχμή τύπου σφήνας σμίλης μολυβιού Πεύκη 2 Ελάτη 1 Ιτιά 1 Άρκευθος 2 1 Πίνακας 2. Σχέση είδους - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα Είδος
Πίν. 2 Σχέση είδους - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα Οριζόντια ξύλα Κυκλικής διατομής Πολύ λεπτής Λεπτής διαμέτρου διαμέτρου
Μεσαίας διαμέτρου
τακόρυφα ξυλοτεμάχια κυριαρχεί η διαμόρφωση του άκρου τους σε αιχμή τύπου σφήνας (4 ξυλοτεμάχια) (Εικ. 5α-δ), ενώ στα οριζόντια ξυλοτεμάχια, η διαμόρφωση σε αιχμή τύπου σμίλης (4 ξυλοτεμάχια στρογγύλης ξυλείας και 4 σχισμένης ξυλείας) (Εικ. 6α). Ο αριθμός των ξυλοτεμαχίων που έχει υποστεί επεξεργασία, δηλαδή πελέκηση, στο άκρο είναι αρκετά μικρός (22 ξυλοτεμάχια) σε σχέση με το σύνολο των ξυλοτεμαχίων που μελετήθηκαν (224), ωστόσο είναι δυνατό να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τις επιλογές των Νεολιθικών κατοίκων του Δισπηλιού. ΄Όσον αφορά τα κατακόρυφα εντοπίζουμε μία προτίμηση στη διαμόρφωση των ξύλων μεσαίας διαμέτρου με αιχμή τύπου σφήνας, ενώ για τα μεγαλύτερα ξυλοτεμάχια φαίνεται ότι, πέρα από το ότι δεν εφαρμοζόταν ο τύπος αυτός (σφήνα) μορφοποίησης, δεν υπήρχε συγκεκριμένη επιλογή, καθώς συναντούμε εξίσου μορφο-
Είδος
Αιχμή τύπου σφήνας 2 1 1
Αιχμή τύπου σμίλης
Αιχμή τύπου μολυβιού
Πεύκη Ελάτη Ιτιά Άρκευθος 2 1 Πίνακας 2. Σχέση είδους - τύπου αιχμής στα κατακόρυφα ξύλα
100
Οριζόντια ξύλα Κυκλικής διατομής Πολύ λεπτής Λεπτής διαμέτρου διαμέτρου 1 1 2
Μεσαίας διαμέτρου αιχμή τύπου σφήνας αιχμή τύπου σμίλης 1 αιχμή τύπου μολυβιού Ελλειψοειδούς διατομής αιχμή τύπου σφήνας 2 αιχμή τύπου σμίλης 1 αιχμή τύπου μολυβιού Σχισμένα αιχμή τύπου σφήνας αιχμή τύπου σμίλης 4 αιχμή τύπου μολυβιού 1 Πίνακας 3. Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα οριζόντια ξύλα
Πίν. 3 Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα οριζόντια ξύλα Οριζόντια ξύλα
Κυκλικής διατομής ποιημένα άκρα σε σχήμααιχμή σμίλης όπως και σε Είδος αιχμή τύπου τύπου αιχμή τύπου σφήνας σμίλης μολυβιού σχήμα μολυβιού (Εικ. 7α-β, 8α-γ, Πίν. 1). Η Άρκευθος 1 1 Ελάτη 1 συνάφεια που διαπιστώνεται ανάμεσα στον Αδιάγνωστο 1 τύπο της αιχμής και τη διάμετρο του ξυλοΕλλειψοειδούς διατομής Δρυς 1 τεμαχίου (όπως1 ισχύει τουλάχιστον στην Πεύκη 1 περίπτωση των μεσαίας διαμέτρου ξυλοτεΣχισμένα Πεύκη δε φαίνεται να ισχύει 2 μαχίων) ανάμεσα στον Άρκευθος 1 1 τύποΔρυς της αιχμής και στο δασοπονικό είδος 1 των ξύλων, αφού τέσσερα διαφορετικά είδη αναγνωρίστηκαν ανάμεσα στα κατακόρυφα ξυλοτεμάχια (Πιν. 2). Στα οριζόντια ξυλοτεμάχια, από την άλλη, η εικόνα που έχουμε είναι πιο αποσπασματική, κυρίως όσον αφορά τα ξυλοτεμάχια ελλειψοειδούς διατομής και τα σχισμένα ξυλοτεμάχια. ΄Όπως διαπιστώνουμε, ωστόσο, από τα ξυλοτεμάχια κυκλικής διατομής η επιλογή του τύπου αιχμής δε φαίνεται να συνδέεται, τουλάχιστον στενά, με συγκεκριμένο μέγεθος διαμέτρου (Πίν. 3). Διακρίνεται λοιπόν, με σαφήνεια μία προτίμηση στη διαμόρφωση του άκρου των οριζόντιων ξύλων σε σχήμα σμίλης, που ωστόσο παρατηρείται σε όλες τις κατηγορίες διαμέτρων, στις οποίες καταγράφηκαν ίχνη πελέκησης. Η ίδια έλλειψη ιδιαίτερης προτίμησης ως προς τον τύπο μορφοποίησης του άκρου των ξυλοτεμαχίων διαπιστώνεται και σε σχέση με το δασοπονικό τους είδος (Πίν. 4). Όπως και στα κατακόρυφα, τέσσερα διαφορετικά είδη αναγνωρίστηκαν ανάμεσα στα οριζόντια ξυλοτεμάχια που διαμορφώθηκαν είτε με αιχμή τύπου σμίλης είτε με αιχμή τύπου σφήνας (Εικ. 9). Μόνο για την μολυβοειδή αιχμή είναι αδύνατο να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, καθώς εντοπίστηκε μόνο ένα ξυλοτεμάχιο με αυτού του είδους την αιχμή (Εικ. 6β).
αιχμή τύπου μολυβιού Σχισμένα αιχμή τύπου σφήνας αιχμή τύπουΣΤΑΜΑΤΗΣ σμίλης 4 Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ αιχμή τύπου μολυβιού 1 Πίνακας 3. Σχέση διαμέτρου - τύπου αιχμής στα οριζόντια ξύλα
Είδος Άρκευθος Ελάτη Αδιάγνωστο Δρυς Πεύκη Πεύκη Άρκευθος Δρυς
Οριζόντια ξύλα Κυκλικής διατομής αιχμή τύπου αιχμή τύπου σφήνας σμίλης 1 1 1 1 Ελλειψοειδούς διατομής 1 1 1 Σχισμένα 2 1 1
αιχμή τύπου μολυβιού
1
Πίν. 4 Σχέση είδους - τύπου αιχμής στα οριζόντια ξύλα
Στα παραπάνω ξυλοτεμάχια (είτε κατακόρυφα είτε οριζόντια), ανεξαρτήτως τύπου αιχμής, παρατηρήθηκε ότι τα χτυπήματα της πελέκησης ήταν κυρίως μικρά και σχετικά οξεία, καθώς πραγματοποιούνταν σε πολύ ρηχές ή ρηχές γωνίες κρούσης. Μάλιστα, σε κάθε ξυλοτεμάχιο παρατηρήθηκε ότι οι γωνίες κρούσης παρουσίαζαν παρόμοιες κλίσεις, στοιχείο που υποδηλώνει τυποποιημένες κινήσεις σχηματοποίησης του άκρου. Ειδικά στα μεγαλύτερης διαμέτρου ξυλοτεμάχια, ωστόσο, όσο πλησίαζαν τα χτυπήματα στο άκρο της αιχμής, αυτά γίνονταν από ολοένα και πιο αμβλείες γωνίες κρούσης. Αυτό οφείλεται στην προσπάθεια των Νεολιθικών «ξυλουργών» να πετύχουν σταδιακά ολοένα και μεγαλύτερο βάθος κοπής και να αποσπάσουν μεγαλύτερο όγκο ξύλου στην περιοχή του άκρου του. Μία ακόμη διαπίστωση αφορά τη σχέση διαμέτρου και έκτασης επιφάνειας επεξεργασίας. Με άλλα λόγια, όσο μεγαλύτερης διαμέτρου ήταν ένα κορμοτεμάχιο τόσο μεγαλύτερη ήταν και η έκταση της επιφάνειας επεξεργασίας, αφού απαιτούνταν η αφαίρεση μεγαλύτερου, αναλογικά, όγκου ξύλου σε βάθος προκειμένου να επιτευχθεί η κατάλληλη σχηματοποίηση. Συγκεκριμένα, η σχέση διαμέτρου – έκτασης επεξεργασμένης επιφάνειας στα κατακόρυφα ξύλα παρουσιάζει τις εξής τιμές: 66 χιλ. - 107 χιλ., 76 χιλ. - 123 χιλ. και 180 χιλ. - 290 χιλ., ενώ στα οριζόντια: 43 χιλ. - 48 χιλ., 61 χιλ. - 65 χιλ. και 100 χιλ. - 165 χιλ. Η διάμετρος των ξυλοτεμαχίων φαίνεται ότι αποτελούσε το κύριο κριτήριο και για την επιλογή της καταλληλότερης γωνίας κρούσης. ΄Έτσι, όσο λεπτότερα ήταν τα
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
101
Εικ. 7α-β Κατακόρυφο ξύλο με αιχμή σε σχήμα μολυβιού που εντοπίστηκε στο Δισπηλιό (το ίδιο ξυλοτεμάχιο σε φωτογραφία και σχέδιο).
ξυλοτεμάχια τόσο η πελέκησή τους γινόταν με οξύτερα χτυπήματα. Η σχέση διαμέτρου - γωνίας κρούσης στα κατακόρυφα ξύλα είναι: 66 χιλ.- 20ο, 70 χιλ. – 28ο και 98 χιλ.– 40ο, ενώ ένα κορμοτεμάχιο έχει μεγάλη διάμετρο αλλά πολύ ρηχή γωνία κρούσης (76 χιλ.-19ο), ίσως λόγω διαφορετικής τοποθέτησης του κορμού την ώρα της κατεργασίας (Εικ. 10). Από την άλλη, στα οριζόντια ξύλα, τα οποία έχουν διαμορφωθεί με διαφορετικό τρόπο (κυρίως με αιχμές τύπου σμίλης), τα χτυπήματα συστηματικά δε ξεπερνούν τις 30ο (60 χιλ.-18ο και 13ο, 100 χιλ.-28ο, 93 χιλ.-15ο και 43 χιλ.-30ο). Το στοιχείο αυτόπρέπει να σχετίζεται, πέρα από τη μικρή διάμετρο των ξυλοτεμαχίων, και με τον τρόπο με τον οποίο κρατούσε ο τεχνίτης τα ξυλοτεμάχια κατά τη διενέργεια της πελέκησης.
Τα οξύτερα χτυπήματα έχουν ως αποτέλεσμα και οι έδρες που αποτυπώνονται στην επιφάνεια των ξύλων να παρουσιάζουν μεγαλύτερο μήκος (αφού μεγαλύτερο τμήμα του σώματος του εργαλείου έρχεται κατά την κρούση σε επαφή με την επιφάνεια του ξύλου. Το αντίστροφο συμβαίνει όσο πιο αμβλεία γίνεται η γωνία κρούσης. Ενδεικτικά, η σχέση γωνίας κρούσης - μήκους έδρας στην περίπτωση των κατακόρυφων ξύλων είναι: 19ο και 17ο - 18 χιλ., 20ο και 15ο – 32 χιλ., 28ο - 40 χιλ., 20ο–51 χιλ., 20ο-48 χιλ., 18ο και 17ο - 36 χιλ., 17ο και 18ο - 48 χιλ. ενώ στα οριζόντια είναι: 18ο και 13ο - 30 χιλ., 15ο - 28 χιλ., 38ο και 40ο - 14 χιλ. και 45ο19 χιλ. ΄Όπως φαίνεται, λοιπόν, η επεξεργασία των λεπτών ξυλοτεμαχίων είχε ως σκοπό
102
Εικ. 8α-γ Ο τύπος της σμίλης σε κατακόρυφο ξύλο από το Δισπηλιό (α. ολόκληρο το ξυλοτεμάχιο, β-γ. λεπτομέρειες της αιχμής του).
τη σταδιακή μείωση της διαμέτρου τους, για την οποία ξεκινούσαν οι τεχνίτες υψηλότερα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μία μεγαλύτερη επιφάνεια επεξεργασίας σε σχέση με τα χονδρότερα ξυλοτεμάχια. Σε αυτά, η πελέκηση ξεκινούσε χαμηλότερα (δηλαδή πιο κοντά στο άκρο) και γινόταν από αμβλείες γωνίες κρούσης για εντονότερο (βαθύτερο) αποτέλεσμα. ΄Ένα γενικό συμπέρασμα που αφορά στα χαρακτηριστικά των εδρών στην επιφάνεια τόσο των κατακόρυφων όσο και των οριζόντιων ξυλοτεμαχίων είναι ότι παρουσιάζουν, ανεξάρτητα από τον τύπο της αιχμής, γενικά μικρό μέγεθος. Στα κατακόρυφα ξύλα, ειδικότερα, το μήκος των εδρών κυμαίνεται από 18 έως 51 χιλ. (μέση τιμή 39 χιλ.) και το πλάτος από 12 έως 33 χιλ. (μέση τιμή 18 χιλ.), ενώ στα οριζόντια ξύλα, το μήκος των εδρών
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ κυμαίνεται από 12 έως 30 χιλ. (μέση τιμή 19 χιλ.) και το πλάτος από 9 έως 23 χιλ. (μέση τιμή 14,5 χιλ.). Οι διαφορές στο μήκος των εδρών συνδέονται με δύο στοιχεία: πρώτον, όσο οξύτερα ήταν τα χτυπήματα με τον πέλεκυ τόσο μεγαλύτερη επιφάνεια της λεπίδας ερχόταν σε επαφή με το ξύλο, με αποτέλεσμα και το μήκος της επακόλουθης έδρας να είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το μήκος εδρών από αμβλεία χτυπήματα. Το δεύτερο στοιχείο αφορά μία διαπίστωση που έγινε σε όλα τα ξυλοτεμάχια, είτε κατακόρυφα είτε οριζόντια. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι το μήκος των εδρών είναι μεγαλύτερο στην αρχή της επεξεργασμένης επιφάνειας, καθώς προτιμούνται τότε οξύτερα χτυπήματα για την διαμόρφωσή τους, ενώ σταδιακά (όσο πλησιάζουν προς την αιχμηρή απόληξη του κορμού) το μήκος τους ελαττώνεται, γιατί τα χτυπήματα γίνονται σε ολοένα και πιο αμβλείες γωνίες κρούσης, και, επίσης, είναι περισσότερα και πιο πυκνά. Το μικρό σχετικά μήκος, το σταθερά μικρό πλάτος και η καμπυλότητα (μέσο βάθος κοιλότητας 1,3 - 2 χιλ.) που παρουσιάζουν οι έδρες σε εγκάρσια τομή αποτελούν στοιχεία ενδεικτικά της χρήσης για την πελέκηση αυτού του είδους ενός εργαλείου από λειασμένο λίθο μικρών σχετικά διαστάσεων. Η παρουσία, επιπλέον, στα περισσότερα ξύλα σχετικά τραχειών ενώσεων εδρών, σημαίνει ενδεχομένως ότι το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε για την πελέκηση ήταν αμβλύ ή στομωμένο.
Εικ. 9 Ο σφηνοειδής τύπος αιχμής σε οριζόντιο ξύλο με κυκλική διατομή από το Δισπηλιό.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Εικ. 10 Σχισμένος στη μέση κατακόρυφος πάσσαλος στο Δισπηλιό.
3.4. Σχίση Η τεχνική της σχίσης αποσκοπεί στην ελάττωση του πάχους ενός κορμού και στη δημιουργία από αυτόν σανίδων, κυρίως για οικοδομικούς σκοπούς και λιγότερο για άλλες κατασκευαστικές ανάγκες, οι οποίες δεν είναι εύκολο να προσδιοριστούν λόγω της πολύ αποσπασματικής διατήρησης των περισσότερων σχισμένων ξυλοτεμαχίων. Στο Δισπηλιό εντοπίστηκε ένα μόνο κατακόρυφο σχισμένο ξυλοτεμάχιο (in situ) και 18 οριζόντια σχισμένα. Ο κατακόρυφος πάσσαλος, που προέρχεται από δένδρο αρκεύθου, εντοπίστηκε σχισμένος στη μέση παράλληλα προς τον κατά μήκος άξονά του (Εικ. 10). Η διάμετρός του (320 χιλ.) είναι πολύ μεγαλύτερη από το μέσο όρο διαμέτρου των υπόλοιπων πασσάλων (160-180 χιλ.) που έχουν αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα στη θέση. Στο στοιχείο αυτό οφείλεται, πιθανότατα, η επιλογή του Νεολιθικού «ξυλουργού» να αποσχίσει τον πάσσαλο, δηλαδή στην επιθυμία του να εξισώσει το πάχος του με αυτό των υπόλοιπων κατακόρυφων πασσάλων, που χρησιμοποιούνταν ως υποστύλωμα. Ταυτόχρονα, με την εξασφάλιση δύο πασσάλων ίσου μεγέθους από ένα μόνο κορμό υποδηλώνεται η πρόθεση για οικονομία τόσο ως προς την πρώτη ύλη (κορμοί δένδρων) όσο και ως προς τον απαιτούμενο κόπο και χρόνο που θα δαπανούνταν σε σύγκριση με την υλοτόμηση ενός άλλου δένδρου. Μεταξύ των 18 οριζόντιων ξυλοτεμαχίων, τα περισσότερα (11 ξύλα) έχουν ορθογώνια δι11 12
103
ατομή, λείες επίπεδες επιφάνειες και μπορούν να χαρακτηριστούν με ασφάλεια ως σανίδες (τμήματα αυτών, γιατί κανένα από αυτά τα ξυλοτεμάχια δε σώζεται ακέραιο) (Εικ. 11α-δ). Το λεπτό (κυμαινόμενο από 16 έως 38 χιλ.) πάχος αρκετών από τις σανίδες υποδηλώνει έναν αξιοσημείωτο βαθμό αποτελεσματικότητας της τεχνικής και της επιδεξιότητας αυτών που είχαν χειριστεί τα εργαλεία. Για την κατασκευή τους παρατηρήθηκε ότι προτιμούνταν κωνοφόρα δένδρα και ιδιαίτερα η πεύκη (5 ξύλα), ίσως λόγω της ευκολότερης κατεργασίας της ή της υψηλής ανθεκτικότητας της ως επιδαπέδιο δομικό υλικό. Η άρκευθος αναγνωρίστηκε σε 1 ξύλο11. Σε καμία από τις παραπάνω σανίδες δεν διαπιστώθηκαν ίχνη από τα εργαλεία (πελέκεις ή σφήνες), τα οποία εθνογραφικά και πειραματικά γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούνταν σε εργασίες σχίσης. Πειραματικές εφαρμογές (Taylor 1981: 77-81), ωστόσο, έδειξαν ότι η χρήση σφηνών από ξηρό ξύλο σε συνδυασμό με ξύλινο κόπανο δεν αφήνουν ευδιάκριτα ίχνη πάνω στα παράγωγα της σχίσης. Στη συντριπτική πλειονότητά τους τα ξύλα στο Δισπηλιό είχαν σχιστεί σε ακτινική διεύθυνση, δηλαδή, παράλληλα με τις (εντεριώνες) ακτίνες στον κατά μήκος άξονα των ξύλων. Η τεχνική αυτή συνιστά τον ευκολότερο τρόπο για την ελάττωση του πάχους μεγάλων κορμών, αφού όλα τα ξύλα σχίζονται ευκολότερα κατά μήκος των ακτίνων τους (Orme & Coles 1983: 26). Σε μία μόνο σανίδα η σχίση είχε γίνει σε εφαπτομενική διεύθυνση (το επίπεδο κοπής εφάπτονταν των αυξητικών δακτυλίων, αφήνοντας μέρος του κεντρικού κορμού ανεκμετάλλευτο) (Heal 1982: 103). Τα υπόλοιπα 7 οριζόντια σχισμένα ξυλοτεμάχια, τα οποία προέρχονται από δένδρα αρκεύθου (2), πεύκης (3) και δρυός (1)12, δεν ήταν δυνατό να ταυτιστούν μορφολογικά με σανίδες. Η βασική τους διαφορά από την προηγούμενη ομάδα έγκειται στο γεγονός ότι οι επιφάνειες τους, αν και πεπλατυσμένες, δεν είναι εξίσου λείες με τις επιφάνειες των σανίδων. ΄Έτσι, χωρίς να αποκλείεται εντελώς η συσχέτιση τους με σανίδες, θα μπορούσαν πιθανόν να αποτε-
Στα υπόλοιπα πέντε ξύλα δεν ήταν εφικτή η αναγνώριση του δασοπονικού τους είδους. Σε ένα ξύλο δεν έχει αναγνωριστεί η δασοπονική προέλευσή του.
104
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
Εικ. 11α-δ Οριζόντια ξύλα - προϊόντα τεχνικής σχίσης από το Δισπηλιό.
λούν τμήμα ενός μεγαλύτερου κορμού, από τον οποίο αποσχίστηκαν κατά τη διαδικασία σχίσης του ανεπιτυχώς (δηλαδή πρόκειται για μία περίπτωση ημιτελούς διαδικασίας σχίσης).
3.5. Κοίλανση Η τεχνική αυτή αφορά τη λάξευση κορμοτεμαχίων είτε στα άκρα είτε στο εσωτερικό τους με στόχο τη διαμόρφωση κοιλοτήτων. Στο Δισπηλιό ίχνη της συγκεκριμένης κατεργασίας ανιχνεύονται σε πολύ μικρό αριθμό (τρεις σε σύνολο 59913) κατακόρυφων πασσάλων. Στο ανώτερο άκρο των τριών αυτών πασσάλων (Εικ. 12α-γ) σώζονται ενδείξεις ότι σε δύο απέναντι όψεις είχαν διαμορφωθεί κοιλότητες. Οι κοιλότητες αυτές παρουσιάζουν οβάλ σχήμα στην όψη τους, είναι 13
ισομεγέθεις (στο μεγαλύτερο μέρος τους διαπιστώθηκε πως το πλάτος τους κυμαίνεται μεταξύ 55 και 65 χιλ.), και βρίσκονται η μία συμμετρικά απέναντι από την άλλη και στο ίδιο ύψος. Σε ορισμένα σημεία οι κοιλότητες παρουσιάζουν αρκετά λεία επιφάνεια, ιδίως στο κατώτερο σημείο τους, αλλά κατά κανόνα η επιφάνεια τους είναι διαβρωμένη λόγω από αβιοτικής (Κάββουρας 2000: 19) και βιολογικής αλλοίωσης (Blanchette et al. 1990, Eaton & Hale 1993: 338) σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην επιτρέπει την ανίχνευση ανάλογων στοιχείων. Αν και δε διακρίνονται με σαφήνεια ίχνη εργαλείων, τα παραπάνω χαρακτηριστικά των κοιλοτήτων αυτών μας οδηγούν στην υπόθεση ότι αποτελούν προϊόν τεχνητής διαμόρφωσης (εντορμίες). Με
Ανάλογα χαρακτηριστικά δε διακρίθηκαν με την ίδια ευκρίνεια στους υπόλοιπους πασσάλους ούτε και στα οριζόντια ξύλα, συνεπώς δε μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συχνότητα εφαρμογής αυτής της τεχνικής στο Νεολιθικό Δισπηλιό.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
105
Εικ. 12 α-γ Ενδείξεις τεχνητής κοίλανσης (εντορμίες;) στο επάνω τμήμα κατακόρυφων πασσάλων του Δισπηλιού.
βάση πειραματικές εφαρμογές (Goodburn 1992: 97-102) υποθέτουμε ότι για τη σχηματοποίηση αυτή χρησιμοποιήθηκαν λίθινα εργαλεία μικρών διαστάσεων, όπως για παράδειγμα μικρές λεπτές λεπίδες, σκαρπέλα, μεσαίου μεγέθους αξίνες, σμίλες και κόπανοι. Η διαμόρφωση κοιλοτήτων στην κορυφή των πασσάλων θεμελίωσης του Δισπηλιού συνδέεται πιθανότατα με την ανάγκη συναρμογής τους με οριζόντιες (κυλινδρικές) δοκούς, που χρησιμοποιούνταν στην κατασκευή του σκελετού της ανώτερης επιφάνειας των υπερυψωμένων πλατφόρμων ή των δαπέδων των κτισμάτων που πρέπει να βρίσκονταν πάνω από τη στάθμη του νερού της λίμνης.
4. Ο ΠΙΘΑΝΟΣ ΧΩΡΟΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ
Στην αναζήτηση του πιθανού χώρου στον οποίο υλοποιούνταν η κατεργασία του ξύλου στα βασικά της στάδια, όπως παρου-
σιάστηκαν πιο πάνω αρκετά διαφωτιστικές είναι οι δύο κατηγορίες ξύλινων ευρημάτων που ακολουθούν.
4.1. Ξυλεία στη φυσική της κατάσταση Η δεύτερη μεγάλη κατηγορία ξυλείας μετά την επεξεργασμένη ξυλεία που εντοπίστηκε στις επιχώσεις του Δισπηλιού είναι τα οριζόντια ξύλα που εντοπίστηκαν στη φυσική τους κατάσταση (41 ξυλοτεμάχια ή 18,30% επί του συνολικού αριθμού των αποσπασμένων ξυλοτεμαχίων), δηλαδή, ξύλα που δεν έφεραν κανένα ίχνος επεξεργασίας και διατηρούσαν αρκετούς κλαδίσκους που φύονταν από το κύριο στέλεχος, καθώς και επιμέρους μικρότερες διακλαδώσεις (Εικ. 13α-δ). Τα ξυλοτεμάχια αυτά ταξινομήθηκαν, με βάση τη διατομή και την επιφάνεια τους, σε δύο υποομάδες: στη στρογγύλη ξυλεία με κυκλική διατομή (25 ξύλα) και στη στρογγύλη ξυλεία με ελλειψοειδή διατομή (16 ξύλα). Τα αποτελέσματα της ανάλυσης για τη βοτανική προέλευση των ξύλων και των δύο
106
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
Εικ. 13α-δ α, β, δ: Ξυλοτεμάχια που εντοπίστηκαν στη φυσική τους κατάσταση. γ: Κορμός δένδρου που εντοπίστηκε σε οριζόντια θέση και διατηρούσε ακόμα κλαδίσκους σε όλο το μήκος του. Στο μέσο περίπου διακρίνεται φυσικό κλαδί με κλαδίσκους τοποθετημένο εγκάρσια προς το μήκος του κορμού (από το Δισπηλιό).
υποομάδων έδειξαν μία σαφή υπεροχή της πεύκης (15 ξύλα), ενώ επίσης αναγνωρίστηκαν η άρκευθος (6), η ελάτη (2), η οξιά (1) και 1 πλατύφυλλο δακτυλιόπορο14. 14
Αναφορικά με τις διαστάσεις τους τα εν λόγω ξυλοτεμάχια είναι είτε πολύ λεπτά (12 ξύλα με διάμετρο μεταξύ 1-20 χιλ. και 8 ξύλα πλάτους μεταξύ 1-20 χιλ.) είτε λεπτά
Η δειγματοληψία για την αναγνώριση της δασοπονικής τους προέλευσης συμπεριέλαβε 25 ξυλοτεμάχια. Τέσσερα ακόμη ξύλα παρέμειναν αδιάγνωστα λόγω κακής κατάστασης της κυτταρικής τους δομής και επτά ξύλα δεν έχουν αναγνωριστεί καθόλου.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
107
Εικ. 14 α-δ Παραδείγματα υπολειμμάτων σχίσης από το Δισπηλιό.
(11 ξύλα με διάμετρο μεταξύ 21-40 χιλ., 2 ξύλα με διάμετρο μεταξύ 41-60 χιλ. και 6 ξύλα πλάτους μεταξύ 21 έως 60 χιλ.) ενώ πολύ μικρός αριθμός ξύλων έχουν μεσαίο ή μεγαλύτερο πλάτος (2 ξύλα πλάτους μεταξύ 61-80 χιλ.). Κανένας από τους κλάδους δε σώζεται ακέραιος, αλλά έχουν σπασμένα και τα δύο τους άκρα. Το μέσο σωζόμενο μήκος των πολύ λεπτών ξύλων είναι 347,2 χιλ., των λεπτών είναι 412 χιλ. και των μεσαίων 387 χιλ. Τα ξύλα με κλαδίσκους και διακλαδώσεις συνήθως αποκαλύπτονταν σε άμεση επαφή και συσχέτιση με συσσωρεύσεις ξύλων και πολύ σπάνια ως μεμονωμένο εύρημα. Στις συσσωρεύσεις αυτές, τα ξύλα αυτά συνυπήρχαν με πολλά άλλα πυκνά διαπλεκόμενα ξύλινα στοιχεία, είτε φυσικά, είτε υπολείμματα σχίσης, είτε, ακόμη, και ξύλα με ίχνη επεξεργασίας. Η ανασκαφική εικόνα αυτή παρατηρήθηκε σε δύο κυρίως περιοχές του ανασκαφικού χώρου (25 ξυλοτεμάχια) ενώ τα υπόλοιπα ξυλοτεμάχια της ομάδας αυτής έχουν εντοπιστεί διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η περίπτωση αποκάλυψης σε οριζόντια θέση ενός τεράστιου κορμού από δένδρο πεύκης, με σωζόμενο μήκος που ξεπερνούσε τα 2,80 μ. και διάμετρο που έφτανε τα 190 χιλ. Ο κορμός διατηρούσε κατά μήκος της επιφάνειας του πολύ μικρό μέρος των κλαδιών του. Επάνω
από αυτόν τον κορμό αποκαλύφθηκε σε εγκάρσια θέση ένα αρκετά μεγάλο κλαδί, επίσης πεύκης (μήκους 975 χιλ. και διαμέτρου 25 χιλ.) που έσωζε σχεδόν όλους τους κλαδίσκους του. Είναι πολύ πιθανό ότι το δεύτερο αυτό εύρημα αποτελούσε μέρος του μεγάλου κορμού, που έσπασε και αποκολλήθηκε.
4.2. Υπολείμματα σχίσης Μία ακόμη κατηγορία αρχαιολογικού ξύλου που διακρίθηκε μέσα στο υλικό της ανάλυσης περιλαμβάνει τα κομμάτια εκείνα που έχουν αποκολληθεί ή αποσπαστεί με τεχνητό τρόπο (σχίσιμο) και ονομάστηκαν με συμβατικό τρόπο υπολείμματα σχίσης (37 τέτοια κομμάτια ή 16,51% επί των 224 αποσπασμένων ξύλων) (Εικ. 14α-δ). Το σωζόμενο πάχος τους κυμαίνεται μεταξύ 1 και 15 χιλ., το σωζόμενο πλάτος από 7 έως 37 χιλ., και το σωζόμενο μήκος από 41 έως 401 χιλ. (μέσο όρο 100 χιλ.). Τα υπολείμματα σχίσης αποκαλύφθηκαν διάσπαρτα σε μεγάλη έκταση των ανασκαφικών στρωμάτων και, σπάνια μόνο, σε μικρές συσσωρεύσεις. Το γεγονός αυτό μπορεί να συσχετιστεί, εν μέρει, με τη μετααποθετική επίδραση του νερού της λίμνης στην παρουσία του υλικού. Το νερό μπορεί, ενδεχομένως, να παρέσυρε τα υπολείμματα σχίσης και να διαμόρφωνε μια αλλοιωμένη ανασκαφική εικόνα, χω-
108
ρίς αυτό να σημαίνει ότι η δράση του αυτή συνιστούσε τη μόνη αιτία διασποράς του υλικού.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Από το σύνολο των παραπάνω παρατηρήσεων φαίνεται ότι η ενασχόληση του Νεολιθικού ανθρώπου με τις ξυλουργικές εργασίες διακρινόταν από αξιοσημείωτη εξοικείωση με το αντικείμενο της εργασίας του. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από τις στρατηγικές επιλογής και συγκομιδής συγκεκριμένων δασοπονικών ειδών, το πρόγραμμα υλοτόμησης, μεταφοράς και κατεργασίας της ξυλείας για την παραγωγή ξύλινων αντικειμένων έως την τελική διαμόρφωση ξύλινων κατασκευαστικών προϊόντων, είναι ευδιάκριτο το στοιχείο μιας καλά οργανωμένης στρατηγικής εκμετάλλευσης σε επίπεδο λήψης αποφάσεων. Τα ξυλοτεμάχια που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό Καστοριάς έχουν διατηρήσει στη μορφολογία και στην επιφάνειά τους στοιχεία από όλα τα τεχνολογικά στάδια από τα οποία μπορεί να περάσει ένα ξυλοτεμάχιο στη μετάβαση από φυσικό αντικείμενο, μέρος ενός δέντρου, σε ένα τεχνούργημα. Συγκεκριμένα, διατηρήθηκαν στοιχεία σχετικά με τις τεχνικές υλοτόμησης των δέντρων, σχετικά με την μεταφορά, την προετοιμασία και την επεξεργασία των ξυλοτεμαχίων. Τα στοιχεία αυτά μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε ακόμα και ζητήματα που αφορούν στο χρόνο που γινόταν η υλοτόμηση και επεξεργασία των ξυλοτεμαχίων, στο χώρο όπου γινόταν η επεξεργασία και στην εργαλειοθήκη που χρησιμοποιούνταν. Η αξιοποίηση της ξυλείας κατά τη Νεολιθική περίοδο, για την υλοποίηση ποικίλων δραστηριοτήτων φαίνεται ότι βασιζόταν στην επιλογή του καταλληλό-
15
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
τερου δασοπονικού είδους ανάλογα με τις φυσικές ιδιότητες του και τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης του (ηλικία, ρυθμός ανάπτυξης, ανατομικά χαρακτηριστικά) (Caseldine & Earwood 2004: 43). Μάλιστα, ο Νεολιθικός άνθρωπος φαίνεται ότι ήταν σε θέση να γνωρίζει τις ευκολίες ή δυσκολίες που θα συναντούσε κατά την επεξεργασία της ξυλείας κάθε είδους. Έτσι, πιθανότατα είχε υπόψην του ότι το ξύλο της σημύδας διαθέτει βαρύ σομφό, που το καθιστά αρκετά ισχυρό και ανθεκτικό κατά την κατεργασία του με πελέκεις, όπου συνήθως, σπάει παρά κόβεται, αφήνοντας τραχιές όψεις και για αυτό σπάνια συναντάται ως πρώτη ύλη σε κατασκευές από σανίδες (Orme & Coles 1983: 29). Εξίσου πιθανό είναι να του ήταν γνωστό ότι το ξύλο του φράξου είναι πολύ ελαστικό και σκληρό, μπορεί δηλαδή, να πελεκηθεί εύκολα ή να σχιστεί σε σανίδες με πολύ ικανοποιητικό αποτέλεσμα (Coles & Orme 1985: 36). Τις ιδιότητες αυτές των διαφόρων ειδών ξυλείας φαίνεται ότι (οι Νεολιθικοί) λάβαιναν υπόψην για την παραγωγή διαφόρων εργαλειακών τύπων. ΄Έτσι, για παράδειγμα, για τις ξύλινες σφήνες και τους ξύλινους κόπανους φαίνεται ότι προτιμούσε είδη ξύλου, που να διαθέτουν υψηλό βαθμό σκληρότητας (ιδίως σε ξηρή κατάσταση) και αντοχής, όπως η δρυς, η οξιά, ο φράξος, ο ίταμος και η σφένδαμος (Baudais 1985: 177, 193, Tabor 1994: 55, Baudais & Delattre 1997: 531-2). Το ίδιο ισχύει και για εργαλειακούς τύπους που σχετίζονται με την ξυλουργικά και που κατασκευάζονταν από άλλη πρώτη ύλη, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση των πελέκεων όπου επέλεγε εργαλεία από σκληρά και ανθεκτικά πετρώματα όπως ο σερπεντινίτης15. Παρόμοια στοιχεία τεχνογνωσίας είναι αρχαιολογικά ανιχνεύσιμα και στο στάδιο της διενέργειας των εργασιών μεταποίησης του ξύλου σε τελικό προϊόν. Έτσι,
Από το πεδίο των πειραματικών εφαρμογών κατεργασίας ξύλου προέρχεται η παρατήρηση ότι οι πελέκεις από λειασμένο λίθο που κατασκευάζονταν από σκληρά πυριγενή και πυκνής σύστασης πετρώματα, όπως ο ανδεσίτης, εμφανίζουν μεγαλύτερη αντοχή σε διαδοχικά ισχυρά χτυπήματα πελέκησης χωρίς τελικά να σπάσουν (Carneiro 1974: 112-3).
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
για παράδειγμα, η διαδικασία κοπής ενός δένδρου, όπως προκύπτει από τα ίχνη κατεργασίας που σώζονται στην επιφάνεια ξύλινων ευρημάτων από πολλές ένυδρες Νεολιθικές θέσεις της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, αλλά και σύμφωνα με σχετικές πειραματικές εφαρμογές, δεν αποτελεί μία απλή υπόθεση, καθώς προϋποθέτει, εκτός από την επιλογή του καταλληλότερου δασοπονικού είδους (ως προς τη διάμετρο και τα ανατομικά χαρακτηριστικά) και επαρκή τεχνική επιδεξιότητα. Απαιτεί, με άλλα λόγια, πολύ προσεχτικό χειρισμό του λίθινου εργαλείου και ελεγχόμενα χτυπήματα στον κορμό, προκειμένου να αποφευχθεί η θραύση του εργαλείου και να πέσει το δένδρο ευκολότερα. Ανάλογη προσοχή και ελεγχόμενες κινήσεις προϋποθέτει και η τεχνική σχίσης, αφού έπρεπε να αποφεύγονται οι ρόζοι και οι ανατομικές ατέλειες του κορμού (στρεψοΐνια) και να χρησιμοποιούνται συντονισμένες κινήσεις στη χρήση των σχετικών εργαλείων (πχ. του κόπανου σε συνδυασμό με τις σφήνες) προκειμένου να παραχθούν με επιτυχία σχισμένα ξυλοτεμάχια (σανίδες). Για τους λόγους αυτούς φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα ότι οι προϊστορικοί επέλεγαν κορμούς υγιείς και ευθύινους, που έφεραν λίγους ή καθόλου ρόζους (Bocquet 1994: 15). Κάνοντας λόγο, στη συνέχεια, για τις τεχνικές κατεργασίας ξύλου, σε κάποιες περιπτώσεις επεξεργασμένων ξύλων από το Δισπηλιό είναι πιθανό ορισμένα από τα ίχνη πελέκησης να είχαν δημιουργηθεί κατά το στάδιο της υλοτόμησης. Η διάκριση των ιχνών της υλοτόμησης από τα αντίστοιχα της πελέκησης δεν είναι εύκολη, καθώς τα χτυπήματα της πελέκησης για την περαιτέρω μορφοποίηση των κομμένων κορμοτεμαχίων συνήθως κάλυπταν ή αλλοίωναν αυτά της υλοτόμησης. Επιπρόσθετα, αμφότερες οι τεχνικές μπορεί 16 17
109
να υλοποιούνταν με τον ίδιο εργαλειακό τύπο, πχ. το λίθινο πέλεκυ (σπανιότερα η πελέκηση γινόταν με λίθινη αξίνα) και τα χτυπήματα προς τον κορμό γίνονταν, πιθανότατα, με παρόμοιο τρόπο, όπως προκύπτει από πειραματικές εργασίες και σχετικές εθνογραφικές μελέτες. Η βασικότερη διαφορά, ενδεχομένως, εντοπίζεται στο μήκος της επεξεργασμένης επιφάνειας, και, επίσης, συνδέεται με τη διάμετρο του ξύλου. Επιπλέον, πειραματικές εφαρμογές έχουν δείξει ότι η υλοτόμηση συνιστά μία αρκετά πολύπλοκη τεχνολογική διαδικασία, που συμπεριλαμβάνει και επηρεάζεται από ένα πλήθος παραμέτρων, τόσο τεχνικής φύσης, όπως η καταλληλότητα του εργαλειακού εξοπλισμού, η τεχνική δεξιότητα του υλοτόμου, όσο και φυσικών παραμέτρων, όπως οι ιδιαίτερες φυσικές ιδιότητες κάθε είδους, η κλίση του δένδρου, η γειτνίαση με άλλα δένδρα, η κατεύθυνση του ανέμου ή η πιθανότητα σήψης του (Abbott 1989: 69). Μία περίπτωση όπου τα ίχνη υλοτόμησης μπορεί να ταυτίζονται με τα ίχνη επεξεργασίας του άκρου συνιστούν τα ξύλα με σφηνοειδή απόληξη. Τα χτυπήματα στις δύο απέναντι πλευρές του δένδρου, που διαμορφώνουν στη βάση του κορμού ένα άκρο σε σχήμα σφήνας, θεωρείται ως η συνηθέστερη μέθοδος υλοτόμησης κορμών μεσαίου μεγέθους16 με τη χρήση πελέκεων από λειασμένο λίθο (Noël & Bocquet 1988: 160, Semenov 2005: 53)17. Η τεχνική αυτή έδινε ήδη στο άκρο του κομμένου κορμού ένα σχετικά αιχμηρό σχήμα, που διευκόλυνε το Νεολιθικό στην περαιτέρω σχηματοποίηση του κορμού σε μεγαλύτερο μέρος του με την τεχνική της πελέκησης, προκειμένου να εμπηχτεί στο έδαφος ως κατακόρυφο υποστύλωμα θεμελίωσης ή ανωδομής οικήματος. Επιπρόσθετα, στο στάδιο της κοπής δένδρων με ιδιαίτερα μικρή διάμετρο (συνήθως μικρότερη από
Αντίθετα σε κορμούς μεγάλης διαμέτρου (μεγαλύτερης από 30 εκ.) φαίνεται ότι προτιμούνταν η κοπή από 3 ή και 4 όψεις ή και τεχνικές σχισίματος παράλληλα με τη χρήση του λίθινου πέλεκυ. Αντιθέτως, στην περίπτωση του μεταλλικό πέλεκυ, ιχνολογικές παρατηρήσεις των σημαδιών κατεργασίας στην επιφάνεια του άκρου ενός ξύλου πεύκης, που κόπηκε με λεπίδα πλάτους 55-60 χιλ. έδειξε ότι τα χτυπήματα δινόταν σε γωνία 40-50ο και ότι το ένα σημάδι βρισκόταν επάνω από το άλλο σε κλιμακωτή μορφή (Semenov 2005: 53).
110
10 εκ.), καθώς και λυγαριών και λεπτών βλαστών παραπέμπουν ξυλοτεμάχια με σχηματοποιημένο άκρο σε μορφή σμίλης, που είχαν, δηλαδή, πελεκηθεί από τη μία μόνο πλευρά (Choulot et al. 1997: 190-1). Στο Δισπηλιό εντοπίστηκαν επίσης ενδείξεις μίας συνδυαστική τεχνικής υλοτόμησης - αποκλάδωσης, η οποία συνδυάζει την πελέκηση και το τράβηγμα του ξυλοτεμαχίου με το χέρι. Η συγκεκριμένη αυτή τεχνική, σύμφωνα με αρχαιολογικά παραδείγματα και με πειραματικές εφαρμογές από άλλες θέσεις (Jörgensen 1985: 35, 37), εφαρμοζόταν κυρίως σε κλαδιά και σε κορμούς μικρής διαμέτρου. Σχετικά με την περίοδο του χρόνου που οι κάτοικοι του Δισπηλιού προτιμούσαν να ασχοληθούν με την υλοτόμηση δεν υπάρχουν ασφαλείς αρχαιολογικές ενδείξεις. Ως πιθανότερη περίοδο διεξαγωγής των εργασιών υλοτόμησης γενικά έχει προταθεί η άποψη, ότι η άνοιξη αποτελούσε την πιθανότερη περίοδο, καθώς είναι μία περίοδος που σηματοδοτεί την αρχή της αύξησης των χυμών των ξύλων, διευκολύνοντας περισσότερο τις εργασίες (ιδίως στο σχίσιμο των σανίδων) από ότι το καλοκαίρι ή ο χειμώνας. Επιπλέον, αυτή την περίοδο ο φλοιός αποσπάται ευκολότερα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε υπέργειες κατασκευές ή για να σταθεροποιηθεί η επιφάνεια του υγρού εδάφους (Billard et al. 1997: 241). Αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο γινόταν η επεξεργασία των ξυλοτεμαχίων, είναι πιθανόν αυτή να γινόταν σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την υλοτόμηση, πριν αυτοί αποξηρανθούν, σκληρύνουν και γίνει η επεξεργασία τους δύσκολη. Ο ρυθμός, βέβαια, με τον οποίο ένας κορμός ξηραίνεται εξαρτάται, εν μέρει, από το δασοπονικό είδος και για αυτό το λόγο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια και με γενικευτική ισχύ το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο άρχιζε η εργασία σχίσης ενός δένδρου μετά την υλοτόμησή του (Orme & Coles 1983: 25). Η διαδικασία της αποκλάδωσης, που 18
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
ακολουθούσε μετά την ολοκλήρωση της υλοτόμησης, αποτελούσε το πρωταρχικό στάδιο προετοιμασίας του ξύλου πριν από οποιαδήποτε περαιτέρω τεχνική κατεργασίας. Διευκόλυνε τόσο τη μεταφορά των μεγάλων κορμών στον οικισμό (έστω και μερικώς), καθώς απήλλασσε το Νεολιθικό από τη μεταφορά επιπλέον φορτίου, όσο και της οποιασδήποτε περαιτέρω μεταποίησης (πελέκηση, σχίση) και χρήσης τους 18. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η διαδικασία της αποκλάδωσης πραγματοποιούνταν αποκλειστικά ή εξολοκλήρου στο δάσος, αμέσως μετά την κοπή του δένδρου, αλλά, πραγματοποιούνταν εν μέρει εντός του δάσους (όπου απομακρύνονταν τα πιο χοντρά κλαδιά από τους κορμούς) και εν μέρει εντός του οικισμού (όπου ολοκληρώνονταν η αποκλάδωση των κορμών και των ήδη αποσπασμένων κλαδιών) (Choulot et al. 1997: 198-9, εικ. 31-32). Το στάδιο της προετοιμασίας του κορμού πριν την επεξεργασία περιελάμβανε, επίσης, την αφαίρεση του φλοιού από την επιφάνεια των ξύλων. Πρόκειται για μία διαδικασία που συνήθως, σύμφωνα με πειραματικά και εθνογραφικά παραδείγματα, υλοποιούνταν μετά από την αποκλάδωση του κορμού. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσαν οι προϊστορικοί να εντοπίσουν τα σημεία όπου υπήρχαν ρόζοι, προκειμένου να τους αποφύγουν κατά το σχίσιμο, καθώς και να παρακολουθήσουν καλύτερα την πορεία της σχίσης όταν πια αυτή είχε αρχίσει (Pétrequin & Pétrequin 1993: 67). Επιπλέον, η απομάκρυνση του φλοιού προστατεύει το εκτιθέμενο σε υπαίθριες συνθήκες κορμοτεμάχιο από την προσβολή ξυλοφάγων εντόμων. Το στοιχείο της παρουσίας στο Δισπηλιό ξυλοτεμαχίων που διατηρούσαν αποσπασματικά το φλοιό στην επιφάνειά τους, όπως άλλωστε ισχύει και σε άλλες λιμναίες θέσεις της Νεολιθικής (Wyss 1976: 15, Schlichtherle & Wahlster 1986:
Ο όγκος των κλαδιών μεγαλύτερης διαμέτρου που απομακρύνονταν από τον κεντρικό κορμό του δένδρου αποτελούσε σημαντική πηγή στρογγύλης ξυλείας ή σχισμένης ξυλείας για τη δημιουργία δοκών, μαδεριών και μικρών πασσάλων που εξυπηρετούσαν ποικίλες δομικές ανάγκες ενώ οι μικροί κλαδίσκοι αξιοποιούνταν για την κατασκευή μικρού μεγέθους αντικειμένων (στειλεών, εργαλείων).
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
50, Billard et al. 1997: 241), μας οδηγεί στην υπόθεση πως το στάδιο της αποκλάδωσης δε φαίνεται να συνοδευόταν σε κάθε περίπτωση ανεξαιρέτως και από αυτό της αποφλοίωσης. Αυτό ίσως υποδηλώνει ότι οι κάτοικοι του Δισπηλιού απομάκρυναν το φλοιό των κορμοτεμαχίων ανάλογα με τη θέση τους, τη χρήση για την οποία προορίζονταν και, ιδιαίτερα, ανάλογα με το εάν επρόκειτο να δεχτούν επεξεργασία στην επιφάνεια τους. Έτσι, το παράδειγμα του κατακόρυφου πασσάλου με κατάλοιπα φλοιού, για το οποίο έγινε λόγος στην ανάλυση ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι οι μόνιμα υγρές συνθήκες θα προστάτευαν τον πάσσαλο από την προσβολή μικροοργανισμών ή εντόμων και έτσι δεν συνέτρεχε λόγος για τη σκόπιμη αποφλοίωση του. Μικρά κομμάτια φλοιού, επιπλέον, αποκαλύφθηκαν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία στο Δισπηλιό. Το γεγονός ότι οι φλοιοί αυτοί δεν εντοπίστηκαν με κάποια πυκνότητα ή διάταξη στο χώρο δεν επιτρέπει την εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων σχετικά με τη χρήση που μπορεί να είχαν19. Είναι πολύ πιθανό ένα μέρος αυτών των κομματιών φλοιού να αποτελούσε απορριμματικό υλικό που είτε αποκολλήθηκε με φυσικό τρόπο από την επιφάνεια των κορμών, ως συνέπεια της διάβρωσης τους, είτε αφαιρέθηκε με τεχνητό τρόπο. Ακόμη, δε θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο χρήσης μέρους από αυτά ως υλικό επίστρωσης δαπέδων (επάνω από ξύλινα οριζόντια δομικά στοιχεία) (Bokelmann 1991: 75-114) ή σε οροφές οικημάτων (Wyss 1988: 46, 52), αλλά ακόμη και για την καλύτερη στερέωση των κατακόρυφων πασσάλων στο έδαφος (Wyss 1976: 14). Με την μέθοδο της πελέκησης οι Νεολιθικοί επιχειρούσαν να διαμορφώσουν μία περισσότερο αιχμηρή απόληξη στο ένα άκρο των κομμένων κορμών δένδρων ή των μεγάλων κλάδων τους. Το στοιχείο αυτό, στην περίπτωση των πασσάλων, διευκόλυνε την έμπηξή τους στο έδαφος, ενώ στην περίπτωση των οριζόντιων, είτε αντανακλά την 19
111
κοπή τους από το δένδρο είτε εξυπηρετούσε την καλύτερη συναρμογή τους με άλλα ξύλινα στοιχεία για οικοδομικούς σκοπούς. Στα σχηματοποιημένα άκρα των ξυλοτεμαχίων που βρέθηκαν στο Δισπηλιό αντιπροσωπεύονται και οι τρεις βασικοί τύποι αιχμών που συναντούμε και στην ξυλεία άλλων Νεολιθικών ένυδρων θέσεων (Caseldine & Earwood 2004: 37-9): ο τύπος του μολυβιού που διαμορφώνεται με την πελέκηση του κορμού περιμετρικά, ο τύπος της σφήνας που διαμορφώνεται με την πελέκηση του κορμού από τις δύο διαμετρικά αντίθετες όψεις και ο τύπος της σμίλης που διαμορφώνεται με την πελέκηση από τη μία μόνο όψη του κορμού. Ειδικά στους κατακόρυφους πασσάλους από το Δισπηλιό υπερέχει ο τύπος της σφήνας, στοιχείο εν μέρει αναμενόμενο καθώς είναι πολύ πιθανό οι συγκεκριμένοι πάσσαλοι να είχαν διαμορφωθεί στο ένα τους άκρο με αυτό το σχήμα ήδη κατά το στάδιο της υλοτόμησης με χτυπήματα από τις δύο διαμετρικά αντίθετες όψεις τους. Αντίθετα, μεταξύ των οριζόντιων ξύλων (που στην πλειονότητα τους προέρχονται από κλαδιά) υπερέχει ο τύπος της σμίλης, στοιχείο επίσης αναμενόμενο εάν αναλογιστούμε ότι ο συνηθέστερος τρόπος κοπής των κλαδιών από το κεντρικό στέλεχος ήταν με χτυπήματα από τη μία (την επάνω) όψη. Τα χτυπήματα σε ρηχές και σπανιότερα σε πολύ ρηχές γωνίες αποτελούν τον κανόνα για την πελέκηση με πελέκεις από λειασμένο λίθο κατά τη Νεολιθική περίοδο. Με δεδομένο ότι η γωνία κρούσης σχετίζεται άμεσα με το βάθος διείσδυσης του ενεργού άκρου του εργαλείου σε αυτό, έχει διαπιστωθεί, από πειραματικές εργασίες, ότι οι λίθινες λεπίδες γενικά δεν είναι αποτελεσματικές σε πολύ ρηχές γωνίες, καθώς με τέτοια κλίση περισσότερο γλιστρούν στο ξύλο παρά το κόβουν. Στην περίπτωση των ξύλων από το Δισπηλιό όπου καταγράφηκαν γωνίες κρούσης σε κλίση μικρότερη από 20ο θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι αυτές οφείλονταν σε χτυπήματα κατά τη δευτερογενή επεξεργασία
Δε θα πρέπει βέβαια, να αγνοήσουμε το γεγονός ότι η διάσπαρτη φύση και ο αποσπασματικός χαρακτήρας της χωρικής κατανομής τους μπορεί να οφείλεται, εν μέρει, στη μετα-αποθετική δράση του νερού.
112
των αιχμηρών απολήξεων των ξύλων. H εξέταση των εδρών στην επεξεργασμένη επιφάνεια των ξυλοτεμαχίων του Δισπηλιού έδειξε ότι παρουσιάζουν γενικά μικρό μέγεθος, με μήκος, αν και στα ξύλα που απολήγουν σε αιχμηρό άκρο σχήματος σμίλης, οι διαστάσεις των εδρών είναι μεγαλύτερες από αυτές σε ξύλα με σφηνοειδές άκρο. Σε αντίθεση με τη Νεολιθική, οι έδρες στην Εποχή του Χαλκού είναι μεγαλύτερες, καθώς το μέγεθος τους επηρεάζεται σημαντικά από τις επίπεδες, λεπτές λεπίδες των χάλκινων εργαλείων (O’ Sullivan 1991: 90, εικ. 57). Παρόλο που οι έδρες δεν αντιπροσωπεύουν τις πλήρεις διαστάσεις της κόψης (του ενεργού άκρου) των λεπίδων, μπορούμε να πούμε ότι οι διαστάσεις αυτές των εδρών στα ξυλοτεμάχια από το Δισπηλιό παραπέμπουν σε λεπίδες από λειασμένο λίθο, μικρού, μάλλον, μεγέθους. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εδρών είναι η καμπυλότητα που παρουσιάζουν στην εγκάρσια τομή τους (με μέσο βάθος 1-1,3 χιλ.) και η οποία αποτελεί χαρακτηριστικό της κρούσης λίθινης λεπίδας στο ξύλο καθώς οι χάλκινες και μεταλλικές λεπίδες αφήνουν επίπεδες έδρες. Τα εργαλεία αυτά, άλλωστε, κατείχαν βασικότατη θέση στην εργαλειοθήκη των κατοίκων του Νεολιθικού Δισπηλιού, όπως μαρτυρεί ο σημαντικός αριθμός στο Δισπηλιό εργαλείων αυτού του τύπου από σερπεντινίτη και άλλα εξίσου σκληρά μεταμορφικά πετρώματα (Στρατούλη 2002: 15860). Θα πρέπει μάλιστα να επισημάνουμε το στοιχείο της περιορισμένης αντιπροσώπευσης (μέσω των σημαδιών κατεργασίας) στο ανασκαφικό υλικό μεγάλου μεγέθους πελέκεων από λειασμένο λίθο, οι οποίοι θα ήταν καταλληλότεροι για τη διαδικασία της υλοτόμησης. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι οι εργασίες υλοτόμησης πραγματοποιούνταν μακρυά από την εγκατάσταση, όπου ενδεχομένως δέχονταν σημαντική φθορά ή καταστρέφονταν κατά τη χρήση και έτσι, οι Νεολιθικοί να τα εγκατέλειπαν στο χώρο της υλοτόμησης. Η 20
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
υπεροχή λεπίδων μικρών σχετικά διαστάσεων μεταξύ των εργαλείων αυτού του τύπου στο Δισπηλιό θα μπορούσε να συσχετιστεί με την παρουσία των επεξεργασμένων (πελεκημένων) οριζόντιων ξύλων μικρής και μεσαίας διαμέτρου που εντοπίστηκαν στην ανασκαφή, καθώς οι ογκωδέστεροι κορμοί θα προϋπέθεταν και μεγαλύτερα εργαλεία. Ο ακριβής προσδιορισμός της δράσης των εργαλείων αυτών στην πελέκηση, δηλαδή αν χρησιμοποιούνταν ως πελέκεις ή ως αξίνες δεν μπορεί να είναι ασφαλής χωρίς τη μικροσκοπική εξέταση των μικροιχνών χρήσης στην επιφάνεια της κόψης των λεπίδων. ΄Όπως έχει διαπιστωθεί και από τις πειραματικές εργασίες πελέκησης ξύλου τόσο οι πελέκεις όσο και οι αξίνες αποτελούσαν εξίσου κατάλληλα εργαλεία για μία αποτελεσματική πελέκηση. Επιπλέον, αν και δεν έχουν έως τώρα εντοπιστεί ξύλινοι στειλεοί στο Δισπηλιό, θα πρέπει να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιο το ενδεχόμενο άμεσης ή έμμεσης στειλέωσης (Schlichtherle & Wahlster 1986: 74, fig. 128-34, Noël & Bocquet 1988: 152) των λίθινων πελέκεων και αξινών για τις ανάγκες της πελέκησης και της υλοτόμησης και στη θέση αυτή. Αναφορικά με την τεχνική σχίσης, τα βασικά προϊόντα αυτής της εργασίας ήταν είτε δομικά στοιχεία (σανίδες, δοκοί, λεπτοί πάσσαλοι) είτε εργαλεία και άλλα αντικείμενα (Pétrequin & Pétrequin 1993: 67). Η τεχνική της σχίσης εξασφάλιζε εξοικονόμηση του χρόνου εργασίας δίνοντας τη δυνατότητα στους προϊστορικούς τεχνίτες να εκμεταλλευθούν πιο χοντρούς κορμούς δένδρων για μεγαλύτερο εύρος εργασιών. Για παράδειγμα, ένας κορμός μεγάλης διαμέτρου αποτελούσε πρώτη ύλη επαρκή για τη διαμόρφωση σανίδων, πασσάλων, αλλά και ξυλοτεμαχίων κατάλληλου μήκους και πάχους για την κατασκευή στειλεών (Billard et al. 1997: 240)20. Οι ενδείξεις από τα σημάδια των εργαλείων στην επιφάνεια των σανίδων,
Η πιο εμφανής προσέγγιση στην παραγωγή ευθύγραμμων τεμαχίων από κυλινδρική φυσική ξυλεία μπορεί να είναι η λάξευση με πέλεκυ ή αξίνα. Τόσο το υλικό, όσο και ο χρόνος εργασίας, ωστόσο, μπορούσαν να εξοικονομηθούν με τη μέθοδο της σχίσης με πέλεκυ ή κόπανο και σφήνα, αξιοποιώντας την εσωτερική δομή του ξύλου στη διαδικασία αυτή (Heal 1982: 103, εικ. 5.5., 5.6.).
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
υποδηλώνουν ότι για τη σχίση της ξυλείας επιλέγονταν συνηθέστερα οι σφήνες σπανιότερα από ξύλο και κυρίως από οστό (Baudais 1985: 193, Rusell 1990: 537) και ο ξύλινος κόπανος (συνήθως από ίταμο) (Morris 2000: 2111, Richards et al. 1989: 38, Baudais & Delattre 1997: 531-532). Η καταλληλότητά τους επιβεβαιώνεται και από πειραματικές εργασίες (Coles & Coles 1986: εικ. 38). Η επιτυχία της σχίσης εξαρτώνταν λιγότερο από τη δύναμη που κατέβαλε ο τεχνίτης αλλά κυρίως από την επιδεξιότητα του στη χρήση των σφηνών, τις οποίες έπρεπε να τοποθετεί σε κατάλληλα σημεία του ξύλου και με τέτοιο τρόπο ώστε να το σχίζει παράλληλα με τη διεύθυνση των ινών του αποφεύγοντας τη στρεψοίνια και άλλες ατέλειες της δομής του (Orme & Coles 1983: 25). Στο υλικό του Δισπηλιού η τεχνική της σχίσης αντιπροσωπεύεται από τρεις υποομάδες οριζόντιων ξυλοτεμαχίων: στην πρώτη ομάδα συγκαταλέγονται τα ξυλοτεμάχια με πλατιές επίπεδες επιφάνειες, που χαρακτηρίστηκαν ως σανίδες. Τη δεύτερη ομάδα συνιστούν τα ξυλοτεμάχια που αποσχίστηκαν από μεγαλύτερα ξύλα κατά τη διαδικασία της σχίσης. Τέλος, μία τρίτη περίπτωση συνιστά ένας κατακόρυφος πάσσαλος, αρκετά μεγάλης διαμέτρου (32 εκ.) σχισμένος κατά μήκος στη μέση. Η χρήση σχισμένων κατακόρυφων στοιχείων δεν αποτελεί στοιχείο άγνωστο για τη Νεολιθική περίοδο κα21
22
113
θώς ανάλογες περιπτώσεις συναντούμε σε αρκετές ένυδρες θέσεις, όπως στο Aichbühl και το Pestenacker της Γερμανίας (Schönfeld 1997: 84). Σχετικά με το είδος των σχισμένων ξύλων φαίνεται πως οι επιλογές των κατοίκων του Νεολιθικού Δισπηλιού δεν ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένες σε είδη που παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευκολία στην τεχνική της σχίσης και παράγουν πολύ λείες και επίπεδες επιφάνειες, όπως η δρυς και η οξιά (Taylor 1981: 46, Τσουμής 1994: 309). Αντίθετα, παρατηρείται μία προτίμηση στην πεύκη και λιγότερο στην άρκευθο, ενώ η δρυς αντιπροσωπεύεται σε χαμηλότερο ποσοστό. Η επιλογή των κωνοφόρων ειδών οφείλεται ενδεχομένως στην τάση των κατοίκων της λίμνης να αξιοποιούν το απόθεμα ξυλείας που είχαν έτσι κι αλλιώς στη διάθεση τους για οικοδομικούς σκοπούς, αφού τα δύο αυτά κωνοφόρα είδη κυριαρχούν μεταξύ των κατακόρυφων και οριζόντιων ξύλων που αποτέλεσαν το δείγμα της ανάλυσης. ΄Ένας ακόμη σημαντικός λόγος αφορά την ευκολία που παρουσιάζουν και τα δύο είδη (άρκευθος, πεύκη) ως προς την κατεργασία τους καθώς και στην υψηλή ανθεκτικότητα τους (Wyss 1976, Schlichtherle & Wahlster 1986, Perini 1987). Ο προσφιλέστερος τρόπος τεμαχισμού των κορμών από το Δισπηλιό ήταν η σχίση σε ακτινική διεύθυνση, όπως άλλωστε και στις περισσότερες αρχαιολογικές θέ-
Ο κορμός, αρχικά, σχίζεται στη μέση σε δύο ίσα μέρη ημικυκλικής διατομής. Στη συνέχεια τα δύο μέρη τεμαχίζονται ακτινικά σε 4 μέρη και αυτά ξανά στη μέση μέχρι να αποκτηθεί το επιθυμητό πλάτος και πάχος σανίδας (Abbott 1989: εικ. 15:1). Το μεγάλο πλεονέκτημα της τεχνικής αυτής είναι ότι οι ίνες του ξύλου δεν σπάνε εύκολα, ώστε να διατηρείται και να αξιοποιείται η φυσική δύναμη και αντοχή του ξύλου. Ο τεμαχισμός κατά μήκος της γραμμής των ακτινών ελαχιστοποιεί, επίσης, τον κίνδυνο βιολογικής αλλοίωσης (από μυκητιακή ή βακτηριακή εισβολή σε σπασμένα κυτταρικά τοιχώματα) και της ρίκνωσης κατά την ξήρανση (Coles et al. 1978: 27). Η σχίση σε εφαπτομενική διεύθυνση εφαρμοζόταν, ιδιαίτερα σε μεγάλου μεγέθους (διαμέτρου >35 εκ.) κορμούς για την δημιουργία ορθογώνιων σανίδων αυτού του πλάτους. Με τον τρόπο αυτό, οι κορμοί τεμαχίζονταν σε 4 σχισμένα τμήματα, 2 από τα οποία προέρχονταν από το καμπύλο εξωτερικό μέρος του κορμού και 2 από το κέντρο του κορμού. Η τεχνική απαιτεί προσεχτικά ελεγχόμενο σχίσιμο και έχει καλύτερα αποτελέσματα σε ξύλα συγκεκριμένων ειδών, που σχίζονται ευκολότερα κατά μήκος των αυξητικών δακτυλίων τους, όπως ο φράξος (Orme & Coles 1983: 25). Το βασικό πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι παρήγαγε σανίδες που δε λύγιζαν ούτε κατά μήκος ούτε κατά πλάτος κατά τη διάρκεια της ξήρανσης τους, ειδικά στην περίπτωση των σανίδων από το εσωτερικό του κορμού, οι οποίες συμπεριελάμβαναν μέρος του εγκαρδίου (Choulot et al. 1997: 201). Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η δομή του σχισμένου εγκάρδιου καταστρέφεται (ή σπάει) ελάχιστα και διαθέτει πολύ μεγάλη σκληρότητα, ανθεκτικότητα και ελαστικότητα (Heal 1982: 103, εικ. 5.3., 5.4b). Στα μειονεκτήματα της μεθόδου συγκαταλέγεται η παρουσία μιας αδύναμης ζώνης κατά μήκος της εφαπτομενικά σχισμένης σανίδας και όταν τέτοιες σανίδες εντοπίζονται σε ανασκαφές συχνά σχίζονται ή σπάνε και, επίσης, η πολύ μεγαλύτερη δαπάνη κόπου και χρόνου και κατανάλωση υλικού (Heal 1982: 103).
114
σεις αφού αποτελεί την ευκολότερη και πιο οικονομική σε χρόνο και εργασία μέθοδο ελάττωσης του πάχους μεγάλων κορμών21 ενώ κάποια είδη σχίζονται ακτινικά ευκολότερα, όπως η δρυς (Darrah 1982: 220-1). Αντίθετα, ίχνη σχίσης σε εφαπτομενική διεύθυνση22 καταγράφηκαν μόνο σε 2 ξυλοτεμάχια. Η διατομή των σανίδων είναι τετραγωνική ή ελλειψοειδής. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι (σωζόμενες) επιφάνειες των σανίδων και από τις δύο πλευρές είναι αρκετά λείες, χωρίς, ωστόσο, να φέρουν σημάδια εργαλείων, υποδηλώνοντας περισσότερο μία επιδέξια σχίση παρά μία τεχνητή εξομάλυνση της επιφάνειας των σανίδων με τη βοήθεια εργαλείου. Μάλιστα, στοιχεία επιδεξιότητας υποδηλώνονται και στο πολύ λεπτό πάχος (μέση τιμή 9,5 χιλ.) αρκετών από τις σανίδες, που μαρτυράει τη σχίση ενός κορμού σε πολλά επιμέρους τμήματα. Τέλος, η τεχνική της κοίλανσης εφαρμοζόταν, κατά τη Νεολιθική περίοδο, τόσο σε δομικά στοιχεία με εντορμίες ή οπές, όσο και σε μικρού μεγέθους ξυλεία για τη διαμόρφωση αντικειμένων του οικιακού εξοπλισμού (π.χ. κύπελλα, αγγεία ή κουτάλες) (Baudais & Delattre 1997: 532), αλλά ακόμη και σε μεγάλους κορμούς, κυρίως για τη δημιουργία μονόξυλων (Lanchon 2000). Η εμφάνιση στην προϊστορική ξυλουργική τέχνη ειδικών τεχνολογικών επινοήσεων, όπως οι εντορμίες και άλλοι τύποι συνδέσμων αναγνωρίζεται αρχαιολογικά κυρίως σε αρχιτεκτονικά κατασκευαστικά στοιχεία (εικόνες 26-28) και σε άλλες κατασκευές (ξύλινα μονοπάτια, βάρκες, τροχούς κλπ.) αντιπροσωπεύοντας τα πρώτα ψήγματα εξέλιξης της ξυλοτεχνίας σε ένα πολυπλοκότερο επίπεδο (Coles et al. 1978: 28). Η κατασκευή συνδέσμων με την τεχνική της κοίλανσης ανταποκρινόταν στην ανάγκη επίλυσης ποικίλων κατασκευαστικών προβλημάτων και, κυρίως, της εξασφάλισης μιας ασφαλέστερης, σταθερότερης και στερεότερης σύνδεσης (πέρα από το δέσιμο με σχοινιά) ανάμεσα στα φέροντα, κατακόρυφα και οριζόντια, δομικά στοιχεία ενός κτίσματος (Pétrequin 1984:
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ 133), όπως καταμαρτυρούν τα οικοδομικά κατάλοιπα σε παραλίμνιες εγκαταστάσεις της κεντρικής Ευρώπης (όπως στη θέση Egolzwil της Ελβετίας-Audouze & Büchenschütz 1992). Ειδικά σε κατακόρυφες δοκούς εντοπίστηκαν εντορμίες άλλοτε σε μορφή διχάλας σχήματος V (Audouze & Büchenschütz 1991), άλλοτε τετραγωνισμένης διχάλας και άλλοτε βαθιάς κοιλότητας, προκειμένου να δεχτούν κάθετα είτε μία οριζόντια δοκό εδράσεως (Taylor 2001: 208-210, Bocquet 1994: 16) είτε τα άκρα των οριζόντιων σανίδων (Schlichtherle & Wahlster 1986: 54). Σύμφωνα με τα σωζόμενα ίχνη επεξεργασίας στην επιφάνεια των σχισμένων και λαξευμένων δομικών ξύλων, αλλά και τις παρατηρήσεις από πειραματικές δοκιμές, φαίνεται πως η κοίλανση με λίθινα εργαλεία ήταν μία τεχνική που συνδύαζε την πελέκηση και τη σχίση. Για την υλοποίηση της συγκεκριμένης τεχνικής οι καταλληλότεροι εργαλειακοί τύποι ήταν, πιθανότατα, μικρές λεπτές λεπίδες από λειασμένο λίθο, όπως σκαρπέλα, αξίνες, σμίλες αλλά και ξύλινοι κόπανοι (Goodburn 1992: 97102). Με τον πέλεκυ έκοβαν εγκάρσια τα άκρα των εντορμιών και στη συνέχεια έσχιζαν τις πλευρές της εντορμίας, πιθανόν με τη βοήθεια είτε σφηνών (σχίσιμο) είτε σκαρπέλου (πελέκηση με πλάγια χτυπήματα). Με αυτό τον εργαλειακό εξοπλισμό οι εντορμίες δεν είχαν επίπεδα άκρα ούτε γωνιώδη διαμόρφωση, στοιχεία που θα εμφανιστούν αργότερα με την υιοθέτηση μεταλλικών εργαλείων στην ξυλοτεχνία (Pryor 2001: 206, Orme & Coles 1983: 36, εικ. 33-36). Σε επιμέρους στάδια και τεχνικές κατεργασίας του ξύλου θα πρέπει να συμμετείχαν και κάποιοι άλλοι εργαλειακοί τύποι που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό. ΄Ένας από αυτούς είναι η σμίλη, δηλαδή μικρή λεπίδα από λειασμένο λίθο με στενή κόψη, στενότερη και, ενίοτε, μικρότερη από τους πελέκεις και τις αξίνες (Μουνδρέα-Αγραφιώτη 1996: 104). Οι κάτοικοι του Δισπηλιού πιθανότατα χρησιμοποιούσαν το συγκεκριμένο εργαλείο ως επικουρικό μέσο κρούσης για το σχίσιμο κορμών δένδρων ως σφή-
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ νες σε συνδυασμό με τον κόπανο, για τη διαμόρφωση και εξομάλυνση μιας ξύλινης επιφάνειας, για τη δημιουργία κοιλοτήτων, εντορμιών, οπών ή εγκοπών και άλλων συνδέσμων σε ξύλινα δομικά στοιχεία (Cooney 1985: 83, Morris 2000: 2110) είτε ακόμη, για την εξόρυξη (ως σκαρπέλο) του εσωτερικού ξυλοτεμαχίων, όπως, για παράδειγμα, σε φυσικά εξογκώματα κορμών για τη διαμόρφωση κοίλων εσωτερικών επιφανειών και την παραγωγή αγγείων (Sands 1997: 58). Για ειδικότερες περιπτώσεις κατεργασίας ξύλου θα χρησιμοποιούνταν πιθανότατα και άλλοι εργαλειακοί τύποι, όπως λεπίδες από αποκρουσμένο λίθο (πυριτόλιθο) και αιχμηρά επιμήκη εργαλεία από οστό. Η εξέταση των σημαδιών εργαλείων στην επιφάνεια των ξύλων από το Δισπηλιό δε διέκρινε ίχνη από τους δύο αυτούς τύπους εργαλείων, κατά συνέπεια δεν είχαν επιλεγεί για την πελέκηση ή την υλοτόμηση. Έχει, άλλωστε διαπιστωθεί πειραματικά 23 ότι τα πυριτολιθικά εργαλεία δύσκολα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν με επιτυχία τον Νεολιθικό άνθρωπο είτε στην υλοτόμηση είτε στη διαμόρφωση βαθιών εγκοπών ή υποδοχών στους ξύλινους στειλεούς των λεπίδων (Noël & Bocquet 1988: 88). Είναι πολύ πιθανό, ωστόσο, κάποιες από τις πυριτολιθικές λεπίδες που εντοπίστηκαν στο Δισπηλιό (Τσαγκούλη 2002: 152) να χρησιμοποιούνταν σε λεπτότερες εργασίες λέπτυνσης, απόξεσης, λάξευσης, σχισίματος και χάραξης λεπτών κλαδιών ή μαλακών ξύλων για την αποφλοίωση και τη μεταποίηση τους σε αντικείμενα (Jensen 1994: 73-4, Bocquet 1994: 40, Brenet et al. 2001: 162). Επίσης, τα ξέστρα και οι μικρές λεπίδες χρησιμοποιούνταν για την εξομάλυνση και λείανση της επιφάνειας ξύλινων αντικειμένων (Gurova & Gatsov 2000: 156), όπως σανίδων και ξύλινων αγγείων (Baudais & Delattre 1997: 532).
23
115
Αντιθέτως, φαίνεται ότι τα πυριτολιθικά εργαλεία δεν αξιοποιούνταν σε βαριές εργασίες, όπως η υλοτόμηση ή η πελέκηση, καθώς δεν θα άντεχαν τις μεγάλες πιέσεις και κραδασμούς κατά τα χτυπήματα ούτε θα έφταναν εύκολα στις βαθιές εγκοπές των κορμών κατά την υλοτόμηση (Coles 1973: 20-1). Σχετικά με το εύρος της αξιοποίησης των πυριτολιθικών εργαλείων στην κατεργασία του ξύλου ενδεικτική είναι η περίπτωση της Νεολιθικής θέσης Chalain (αρχές 32ου αι. π.Χ.): η μελέτη των μικροιχνών χρήσης έδειξε ότι ένας περιορισμένος μόνο αριθμός εργαλείων (6 από τα 156 που μελετήθηκαν) χρησιμοποιούνταν στην επεξεργασία του ξύλου (ένα στην εγχάραξη, 2 στο κόψιμο και 3 στη διαμόρφωση του σχήματος ξύλινων αντικειμένων) (Maigrot 2004: 65). Εξίσου επαρκή αποτελεσματικότητα σε λεπτές εργασίες μεταποίησης του ξύλου, όπως οι διατρητικές, θα παρουσίαζαν και τα οστέινα εργαλεία με αιχμηρό ενεργό άκρο, τα οποία κατασκευάζονταν συνηθέστερα με τη λοξοτόμηση του ενός άκρου μακρών αυλοειδών οστών (από μεταπόδια αιγοπροβάτων) και κεράτων ελαφοειδών (Russell 1990: 537, Sidera 1998: 124, Maigrot 2004: 67, Christidou 2003, 2005). Στα οστέινα εργαλεία του Δισπηλιού συγκαταλέγονται και εργαλεία με λοξότμητη κόψη (σε διχοτομημένα τμήματα μακρών οστών, κυρίως από αιγοπρόβατα), τα οποία είναι πιθανό να συμμετείχαν σε εργασίες λάξευσης ή εξόρυξης ξύλινων επιφανειών (Στρατούλη 2002: 170, εικ. 10) ή ενδεχομένως και για την αποφλοίωση του κορμού των δένδρων (Elster 2003: 44, Christidou 2003). Στη διαπίστωση αυτή έχουν καταλήξει και πειραματικές εργασίες (Coles & Hibbert 1972: 52, Cooney 1985: 83) όπου χρησιμοποιήθηκαν με αποτελεσματικότητα σε εργασίες σχίσης, ως σφήνες και σμίλες, εργαλεία με λοξότμητη κόψη από μακρά οστά μεγάλων θηλαστι-
Ο πυριτόλιθος είναι ένα σκληρό, αλλά πολύ εύθραυστο υλικό, καθώς πρόκειται για ομοιογενές πέτρωμα, αλλά αποτελείται από τμήματα με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες. Συνεπακόλουθα, η κόψη της (πυριτολιθικής) λεπίδας μπορεί εύκολα να υποστεί ισχυρές θραύσεις κάτω από τις πιέσεις που προκαλούν οι δυνατές κινήσεις κατά την πελέκηση (Jörgensen 1985: 43).
116
κών ή κοφτερά εργαλεία από ελαφοκέρας, όπως αυτά που εντοπίστηκαν στην ανασκαφή του Δισπηλιού. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε μία συζήτηση για κάθε τεχνολογική δραστηριότητα κατέχει το ζήτημα του πιθανού χώρου στον οποίο αυτή υλοποιούνταν. Οι αρχαιολογικές πληροφορίες που συνδέονται με το στάδιο της μεταφοράς ή μη της πρώτης ύλης προκειμένου να υποστεί κατεργασία παρουσιάζουν ποικιλομορφία από θέση σε θέση. Η μεταφορά επίσης, της ξυλείας εξαρτώταν από το είδος της κατεργασίας που χρειαζόταν και το είδος της χρήσης στην οποία θα υποβαλλόταν. Έτσι, το ενδεχόμενο ένα μέρος από τις εργασίες σχίσης να πραγματοποιούνταν στο χώρο της κατασκευής και χρήσης των τελικών προϊόντων φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της ελώδους περιοχής της Νεολιθικής θέσης Corlea 6, στην Ιρλανδία, όπου αποκαλύφθηκε ένα ξύλινο μονοπάτι. Στο χώρο αυτό εντοπίστηκε σημαντικός αριθμός σανίδων δρυός, τοποθετημένων η μία δίπλα στην άλλη με εντυπωσιακή ομοιότητα ως προς τις διαστάσεις και τη φυσική τους ανάπτυξη. Ανάμεσα στις ομάδες των σανίδων αυτών παρεμβάλλονταν συγκεντρώσεις στρογγύλης ξυλείας. Οι ερευνητές ερμήνευσαν τη συνύπαρξη αυτή ως ένδειξη ότι οι Νεολιθικοί μετέφεραν μεγάλους κορμούς στο σημείο όπου θα κατασκεύαζαν το μονοπάτι, τους οποίους στη συνέχεια έσχιζαν για τις ανάγκες της κατασκευής (O’ Sullivan 1996: 316). Αντίθετη εικόνα μας προσφέρουν δύο άλλα αρχαιολογικά παραδείγματα της Νεολιθικής, στο ξύλινο μονοπάτι του Sweet Track, στη νότια Αγγλία (τέλη 4ης χιλ. π.Χ.) (Morgan 1984) και στον οικισμό του Chalain (τέλη 4ης - αρχές 3ης χιλ. π.Χ.) (Choulot et al. 1997). Η απουσία υπολειμμάτων σχίσης (πριονίδια, σχίζες από το σομφό μέρος ή θραύσματα φλοιών) από ξυλουργικές εργασίες κοντά στο ξύλινο
24
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ μονοπάτι του Sweet Track ή ο εντοπισμός κορμών (διαμέτρου άνω των 18 εκ.), οι οποίοι δεν έφεραν καθόλου κλαδιά ούτε την κορυφή τους, μέσα στον οικισμό του Chalain, αντίστοιχα, θεωρήθηκαν ενδείξεις ότι η διαδικασία της σχίσης ή του τεμαχισμού των ξύλων πραγματοποιούνταν στο χώρο της υλοτόμησης, δηλαδή μέσα στο δάσος. Ειδικά η απουσία θραυσμάτων από το σομφό υποδηλώνει ότι είναι πιθανό οι σανίδες να δέχονταν περιφερειακό κόψιμο του σομφού μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη σχίση και προτού μεταφερθούν στον τόπο όπου επρόκειτο να κατασκευαστεί το ξύλινο μονοπάτι. Η τεχνολογική αυτή επιλογή συνδέεται με το γεγονός ότι το σομφό του ξύλου σήπεται πιο γρήγορα από το εγκάρδιο και η απομάκρυνσή του καθυστερεί τη φθορά του ξύλου (Orme & Coles 1983: 27). Ο βασικός λόγος αφορούσε τη διευκόλυνση της μεταφοράς της ξυλείας στο χώρο της κατασκευής, όπου τα ξύλα δέχονταν περαιτέρω επεξεργασία και διαμόρφωση στις κατάλληλες διαστάσεις, ώστε να αξιοποιηθούν σε κάποια αρχιτεκτονική κατασκευή. Επιπλέον, η υλοποίηση του τεμαχισμού των κορμών στο δάσος επέτρεπε στους Νεολιθικούς να εγκαταλείπουν εκεί όσες σανίδες έκριναν ακατάλληλες ή ατελώς σχισμένες (Choulot et al. 1997: 200-2, εικ. 52). Μετά τη διαμόρφωση τους τα κορμοτεμάχια ή ολόκληροι οι κορμοί μεταφέρονταν στην εγκατάσταση. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η μεταφορά γινόταν είτε με τα χέρια είτε με την έλκυση τους με σχοινιά (Bocquet 1994: 15)24. Στην περίπτωση του Νεολιθικού Δισπηλιού υπάρχουν δύο ειδικές κατηγορίες ξυλοτεμαχίων που μπορούν να φωτίσουν το συγκεκριμένο θέμα, η ξυλεία στη φυσική της κατάσταση και τα υπολείμματα σχίσης. Η πρώτη κατηγορία αποτελεί σημαντική μαρτυρία ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ξυλείας που υλοτομούνταν στο
Στη δεύτερη περίπτωση οι σχετικές υποθέσεις στηρίζονται κυρίως στην παρουσία ιχνών δεσίματος στην επιφάνεια των κομμένων ξύλων. Για παράδειγμα, στο Chalain εντοπίστηκαν στο κάτω μέρος κορμών μεγάλης διαμέτρου ίχνη δεσίματος από σχοινιά, που υποδηλώνουν πιθανότατα έλκυση τους από ζώα (πιθανότατα βοοειδή) (Choulot et al. 1997: 202).
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ δάσος μεταφερόταν μέσα στον οικισμό χωρίς να έχει ολοκληρωθεί (στο δάσος) το στάδιο της αποκλάδωσης. Η επιλογή αυτή ενδεχομένως να αντικατοπτρίζει την πρόθεση του Νεολιθικού για λόγους, ίσως, οικονομίας χρόνου να μεταφέρει κάποιους από τους κομμένους κορμούς μαζί με τα λεπτότερα τουλάχιστον, κλαδιά τους στον οικισμό. Στην υπόθεση αυτή περί υλοποίησης, ως ένα βαθμό, της προετοιμασίας (αποκλάδωση) και της πρωτογενούς κατεργασίας των κομμένων κορμών (πελέκηση, σχίση), όχι στο δάσος αλλά μέσα στον οικισμό, φαίνεται
117
να συνηγορεί και η ανασκαφική παρουσία των υπολειμμάτων σχίσης. Η ύπαρξη ή μη, ωστόσο, μέσα στα όρια της εγκατάστασης στο Δισπηλιό συγκεκριμένων χώρων («εργαστηριακών») ξυλουργικής δραστηριότητας δεν είναι αρχαιολογικά ανιχνεύσιμη, στο στάδιο αυτό, λόγω της ιδιαίτερα διάσπαρτης φύσης της χωρικής κατανομής των ξύλων που εντοπίστηκαν στη φυσική τους κατάσταση από τη μία και της έλλειψης εκτεταμένων συσσωρεύσεων υπολειμμάτων σχίσης αποκλειστικά σε περιορισμένες περιοχές του δομημένου χώρου από την άλλη.
118
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Abbott, M. 1989 Green Woodwork: Working with Wood the Natural Way. East Sussex: Guild of Master Craftsman Publications Ltd. Audouze, F. & O. Büchenschütz 1992 Towns, Villages and Countryside of Celtic Europe. London: B. T. Batsford Ltd. Baudais, D. 1985 Le mobilier en bois des sites littoraux de Chalain et Clairvaux: Musées de Lons-le-Saunier, Besançon, Dole et Genève. In Présentation des Collections du Musée de Lons-le-Saunier No. 1: Néolithique Chalain-Clairvaux, Fouilles Anciennes: 177-99. Paris: CNRS. Baudais, D. & N. Delattre 1997 Les objets en bois. In Les Sites Littoraux Néolithiques de Clairvaux-les-Lacs et de Chalain (JURA). III. Chalain Station 3, 3200-2900 av. J.-C., Vol. 2 (éd. P. Pétrequin): 529-41. Paris: Editions de la Maison des Sciences de l’Homme. Billard, M., T. Ernst, F. Joly, A.-M. Pétrequin, & P. Pétrequin 1997 Les poteaux et les fondations des constructions. In Les Sites Littoraux Néolithiques de Clairvauxles-Lacs et de Chalain (JURA). III. Chalain Station 3, 3200-2900 av. J.-C., Vol. 2 (éd. P. Pétrequin): 237-57. Editions de la Maison des Sciences de l’Homme. Blanchette, R. A., T. Nillson, G. Daniel & A. R. Abad 1990 Biological degradation of wood. In Archaeological Wood: Properties, Chemistry and Preservation: Developed from a Symposium sponsored by the Cellulose, Paper and Textile Division at the 196th National Meeting of the American Chemical Society, Los Angeles, California, September 25-30, 1988 (ed. R. M. Rowell & R. J. Barbour): 141-74. Washington: American Chemical Society. Bocquet, A. 1994 Charavines. Il y a 5000 Ans: La Vie Quotidienne dans un Village Néolithique au bord d’un Lac des Alpes. Paris: Cahiers d’Archéologie 55. Bokelmann, K. 1991 Duvensee, Wohnplatz 9. Ein praborealzeitlicher Lagerplatz in Schleswig-Holstein. Offa, Berichte und Mitteilungen zur Urgeschichte. Frühgeschichte und Mittelalterarchäologie 48: 75-114. Brenet, M., J. Sanchez-Priego & J. J. Ibanez-Estevez 2001 Les pierres de construction taillées en calcaire et les herminettes en silex du PPNA de Jerf Ahmar (Syrie), analyses technologique et expérimentale. In Préhistoire et Approche Expérimentale (éd. L. Bourguignon, I. Ortega, M.-Ch. Frere-Sautot): 121-64. Montagnac: Monique Mergoil [Préhistoires 5]. Brunning, R. 1995 Waterlogged Wood: Guidelines on the Recording, Sampling, Conservation and Curation of Waterlogged Wood. London: Ancient Monuments Laboratory, Conservation and technology, English heritage. Carneiro, R. L. 1974 On the use of the stone axe by the Amahuaca Indians of Eastern Peru. Ethnologische Zeitschrift Zürich 1: 107-22. Caseldine, A. & C. Earwood 2004 A Neolithic wetland site at Abercynafon, Talybont, South Wales. Journal of Wetland Archaeology 4: 1-53. Choulot, S., T. Ernst, F. Joly, D. Marechal, J.-L. Monnier, O. Weller & P. Pétrequin 1997 L’abattage et le façonnage des bois d’œuvre. In Les Sites Littoraux Néolithiques de Clairvauxles-Lacs et de Chalain (JURA) III. Chalain Station 3, 3200-2900 av. J.-C., Vol. 1 (éd. P. Pétrequin): 187-210. Paris: Editions de la Maison des Sciences de l’Homme.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
119
Christidou, R. 2001 Study of bone tools at three late/final Neolithic sites from northern Greece. In Crafting Bone: Skeletal Technologies through Time and Space. Proceedings of the 2nd Meeting of the (ICAZ) Worked Bone Research Group, Budapest, 31 August-5 September 1999 (ed. A. M. Choyke & L. Bartosiewicz): 41-7. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser. 937]. 2003 Techno-functional analysis of Neolithic bone tools from Eastern Macedonia, Northern Greece. 9th Annual Meeting of the European Association of Archaeologists, 10th-14th September 2003, St. Petersburg, Russia. 2005 Aspects of bone exploitation in the Neolithic sites of Eastern Macedonia, Greece. In From Hooves to Horns, from Mollusk to Mammoth: Manufacture and Use of Bone Artefacts from Prehistoric Times to the Present. Proceedings of the 4th Meeting of the (ICAZ) Worked Bone Research Group, Tallinn (Estonia), 26-31 August 2003 (ed. H. Luik, A. M. Choyke, C. E. Batey & L. Lougas): 91-104. Tallinn: Muinasaja Teadus 15. Coles, B. J. & J. M. Coles 1986 Sweet Track to Glastonbury: The Somerset Levels in Prehistory. London: Thames & Hudson. Coles, J. M. 1973 Archaeology by Experiment. London: Hutchinson. Coles, J. M., S. V. E. Heal & B. J. Orme 1978 The use and character of wood in Prehistoric Britain and Ireland. Proceedings of the Prehistoric Society 44: 145. Coles, J. M. & F. A. Hibbert 1972 A Neolithic wooden mallet from the Somerset Levels. Antiquity 46: 52-4. Coles, J. M. & B. J. Orme 1985 Prehistoric woodworking from the Somerset Levels: 1. Roundwood. Somerset Levels Papers 11: 25-50. Cooney, G. 1985 Stone axes of County Louth, a first report. County Louth Archaeological and Historical Journal 21: 78-99. Darrah, R. 1982 Working unseasoned oak. In Woodworking Techniques before A.D. 1500: Papers Presented to a Symposium at Greenwich in September, 1980, together with edited discussion (ed. S. McGrail): 219-23. Oxford: British Archaeological Reports [BAR Int. Ser. 129, National Maritime Museum, Greenwich, Archaeological Series 7]. Eaton, R. A. & M. D. C. Hale 1993 Wood, Decay, Pests and Protection. London: Chapman and Hall. Elster, E. S. 2003 Bone tools and other artifacts. In Prehistoric Sitagroi: Excavations in Northeastern Greece, 1968-1970. Volume 2: The Final Report (ed. E. S. Elster & C. Renfrew): 31-79. Los Angeles: University of California, Cotsen Institute of Archaeology. [Monumenta Archaeologica 20]. Goodburn, D. M. 1992 Woods and woodland; Carpenters and carpentry. In Timber Building Techniques in London c.900-1400 (ed. G. Milne): 106-30. London: London & Middlesex Archaeological Society Special Paper 15. Gurova, M. & I. Gatsov 2000 Research problems of the Early Neolithic flint assemblages in Thrace (Bulgaria). In Karanovo, Band III. Beiträge zum Neolithikum in Südosteuropa. Sonderdruck (Hrsg. S. Hiller & V. Nikolov): 155-63. Wien: Phoibos Verlag. Guyan, W. U. 1955 Das jungsteinzeitliche Moordorf von Thayngen-Weier. In Das Pfahlbauproblem (Hrsg. W. U. Guyan, H. Levi, W. Luedi, J. Speck, H. Tauber, J. Troels-Smith, E. Vogt & M. Welten): 222-72. Zürich: Monographien zu Urund Frühgeschichte der Schweiz.
120
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
Heal, S. V. F. 1982 The Wood Age? The significance of wood usage in pre-Iron Age North-western Europe. In Woodworking Techniques before A.D. 1500: Papers Presented to a Symposium at Greenwich in September, 1980, together with edited discussion (ed. S. McGrail): 95-109. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser. 129, National Maritime Museum, Greenwich, Archaeological Series 7]. Jensen, H. J. 1994 Flint Tools and Plant Working: Hidden Traces of Stone Age Technology. A Use Wear Study of some Danish Mesolithic and TRB implements. Aarhus C, Denmark: Aarhus University Press. Jörgensen, S. 1985 Tree-felling with Original Neolithic Flint-axes in Draved Wood: Report on the Experiments in 1952-54. Copenhagen: National Museum of Denmark. Kάββουρας, Π. Κ. 2000 Οργανικά Υλικά ΙΙ: Συντήρηση Αρχαιολογικού Ξύλου (Πανεπιστημιακές Παραδόσεις). Αθήνα: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθηνών, Σχολή Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης. Maigrot, Y. 2004 Les outils en matières dures animales utilises pour le travail du bois a Chalain station 4 (néolithique final, Jura). In Approches Fonctionnelles en Préhistoire. XXVe Congres Préhistorique de France, Nanterre 24-26 Novembre 2000 (éd. P. Bodu & C. Constantin): 67-82. Monnier J.-L., P. Pétrequin, A. Richard, A.-M. Pétrequin, & A.-L. Gentizon 1991 Construire une Maison 3000 Ans avant J.-C.: Le Lac de Chalain au Néolithique. Paris: Editions Errance [Archéologie de Franche Comte]. Morris, C. A. 2000 Craft Industry and Everyday Life. Wood and Working in Anglo-Scandinavian and Medieval York. The Archaeology of York. Vol. 17: The Small Finds 17/13. York: Council for British Archaeology for the York Archaeological Trust. Morgan, R. A. 1984 Tree-ring studies in the Somerset Levels: The Sweet Track. Somerset Levels Papers 10: 4664. Mουνδρέα-Αγραφιώτη, Α. 1996 Οστέινα - λίθινα εργαλεία. Στο Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα (επιστ. επιμ. Γ. Α. Παπαθανασόπουλος): 103-6. Αθήνα: Ίδρυμα Νικόλαου Π. Γουλανδρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Noël, M. & A. Bocquet 1987 Les Hommes et le Bois: Histoire et Technologie du Bois de la Préhistoire a nos Jours. Paris: Hachette. O’ Sullivan, A. 1991 Prehistoric Woodworking Techniques: The Evidence from Excavated Trackways in the Raised Bogs of Co. Longford. Dublin: University College Dublin, Department of Archaeology [Unpublished M.A. Thesis]. 1996 Neolithic, Bronze Age and Iron Age woodworking techniques. In Trackway Excavations in the Mount Dillon Bogs, County Longford, 1985-1991 (ed. B. Raftery): 291-342. Dublin: University College, Department of Archaeology, Crannog Publication [Irish Archaeology Wetland Unit, vol. 3]. Orme, B. J. & J. M. Coles 1983 Prehistoric woodworking from the Somerset Levels: 1. Timber. Somerset Levels Papers 9: 1943. Perini, R. 1987 The typology of the structures on Bronze Age wetland settlements at Fiave and Lavagnone in the Italian Alpine Foothills. In European Wetlands in Prehistory (ed. J. M. Coles & A. J. Lawson): 75-93. Oxford: Clarendon Press.
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
121
Pétrequin, P. 1984 Gens de l’Eau, Gens de la Terre: Ethnoarchéologie des Communautés Lacustres. Paris: Hachette [Collection La Mémoire du Temps]. Pétrequin, P. & A.-M. Pétrequin 1993 Ecologie d’un Outil: La Hache de Pierre en Irian Jaya (Indonésie). Paris: CNRS. Pryor, F. 2001 Archaeology and Environment of the Flag Fen Basin. London: English Heritage. Richards, E. G., R. Plumptre & S. Wilson 1989 Wood and Woodworking Tools: A Handbook. Woodworking Methods. Oxford: Oxford University. Russell, N. 1990 The bone tools. In Selevac: A Neolithic Village in Yugoslavia (ed. R. Tringham & D. Krstić): 52148. Los Angeles: University of California, Institute of Archaeology [Monumenta Αrchaeologica 15]. Sands, R. J. S. 1997 Prehistoric Woodworking: The Analysis and Interpretation of Bronze and Iron Age Toolmarks. London: University College London, Institute of Archaeology. Schlichtherle, H. & B. Wahlster 1986 Archäologie in Seen und Mooren: Die Pfahlbauten auf der Spur. Stuttgart: Theiss Verlag GmbH. Schönfeld, G. 1997 Im Tal des verlorenen Baches: Siedlungen der Jungsteinzeit in feuchten Talauen Bayerns. In Pfahlbauten rund um die Alpen (Hrsg. H. Schlichtherle): 81-7. Stuttgart: Konrad Theiss Verlag GmbH. Semenov, S. A. 2005 The working of wood in ancient Altai - according to the material from the Pazyryk barrows. In The Roots of Use-Wear Analysis: Selected Papers of S. A. Semenov. Published in the Occasion of the Congress ‘Prehistoric Technology 40 Years later: Functional Studies and the Russian Legacy’, Verona, 20-23 April 2005 (ed. L. Longo & N. Skakun). Verona: Memorie del Museo Civico di Storia Naturale di Verona (2 serie) [Sezione Science dell’ Uomo No 7]. Sidera, Ι. 1998 Rapport d’étude de l’assemblage osseux de Drama (Bulgarie). Bericht der RömischGermanischen Kommission, Band 77. Στρατούλη, Γ. 2002 Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο, οστό και κέρατο. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 155-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Tabor, R. 1994 Traditional Woodland Crafts: A Practical Guide. London: B. T. Batsford Ltd. Taylor, M. 1981 Wood in Archaeology. Aylesbury: Shire Archaeology. 1998 Wood and bark from the enclosure ditch. In Etton: Excavations at a Neolithic Causewayed Enclosure near Maxey Cambridgeshire, 1982-7 (ed. F. Pryor): 115-59. London: English Heritage. 2001 The wood. In The Flag Fen Basin: Archaeology and Environment of a Fenland Landscape (ed. F. Pryor): 167-228. Swindon: English Heritage at the National Monuments Record Centre, Archaeological Reports. Tσαγκούλη, X. 2002 Τα λίθινα λαξεμένα εργαλεία. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 145-54. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
122
ΣΤΑΜΑΤΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΤΟΥΛΟΥΣΗΣ
Tσουμής, Γ. 1994 Επιστήμη και Τεχνολογία του Ξύλου. Τόμος Α’: Δομή και Ιδιότητες. Θεσσαλονίκη. Wyss, R. 1976 Die jungsteinzeitlichen Jäger-Bauerndurfer von Egolzwil 5 im Wauwilermoos. Zürich: Schweizerischen Landesmuseum [Archäologische Forschungen]. 1988 Die jungsteinzeitlichen Jäger-Bauerndorfer von Egolzwil 4 im Wauwilermoos. Band 3: Die Siedlungsrester. Zürich: Schweizerischen Landesmuseum [Archäologische Forschungen]. Χατζητουλούσης, Σ. Ι. 2006 Το Ξύλο ως Αρχαιολογικό Υλικό στην Προϊστορία: Το Παράδειγμα του Νεολιθικού Λιμναίου Οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας [Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή].
Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Summary
123
Woodworking technology at the Neolithic lakeside settlement of Dispilio, Kastoria Stamatis I. Chatzitoulousis
The archaeological research at the Neolithic lakeside settlement of Dispilio has offered the unique opportunity in Greece for the discovery of waterlogged wooden material (vertical piles and horizontal wood, mostly natural roundwood and a few worked timbers and boards) and for its detailed analysis (Χατζητουλούσης 2006). Its study has provided valuable insights into various aspects of Neolithic man’s activities relating to wood exploitation, such as woodland management, woodworking techniques and the use of timber in the construction of the built environment at Dispilio. This paper investigates the main technical characteristics of carpentry activity in the Neolithic settlement at Dispilio through the detailed analysis of specific features survived on the surface of the wooden objects, left by their working, such as the toolmarks. The archaeological potential of these toolmarks is considerable, since they may not only register the size and shape of the blade used to conduct certain woodworking activities, but may also enable the archaeologist to realize the properties and responsiveness of different wood species to working and to reconstruct
the tool strikes (direction, pressure), the technical effectiveness of the tools used and in a broader sense to assess the level of the carpenter’s capability sophistication (capacity and experience). As far as the possible type of tool used by the Neolithic carpenters, the dimensions and the morphology of the toolmarks point to the use of a hafted polished stone axe (and/or adze) with relatively narrow-edged concave blade. Furthermore, five principal woodworking operations have been detected through the examination of the toolmarks: tree-felling, clearing, bark removing, chopping, sawing and hollowing. All these operations are related to the transformation of the natural wood into a finished cultural product. Finally, the presence of two categories of wooden material, natural wood (brunches and twigs) and wood chips, in the habitation area indicate that most part of the carpentry activities (including trunk preparation activities such as branch and bark removal), took place not in the forest but inside the settlement area. No ‘specialized’ working area, however, could be archaeologically detected.
124
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ
125
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Η γεωαρχαιολογία στον γενικότερό της ορισμό είναι η εφαρμογή μεθόδων, πρακτικών και εννοιών των επιστημών της γης για την επίλυση αρχαιολογικών προβλημάτων. Από τον ορισμό φαίνεται το εύρος του αντικειμένου της γεωαρχαιολογίας και οι πιθανές κατευθύνσεις που μπορεί να πάρει ανάλογα με το βάρος που θα δοθεί σε κάποιο από τα παραπάνω επιστημονικά πεδία. Η γεωαρχαιολογία ως έννοια χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Renfrew το 1973 σε μια εισαγωγική του διάλεξη σε συνέδριο τα πρακτικά του οποίου δημοσιεύθηκαν αργότερα με ακριβώς αυτό τον τίτλο (Davidson & Shackley 1976). Κατά τον Renfrew (1976) ο νέος αυτός επιστημονικός κλάδος με εφόδια την γνώση του αναγλύφου, των ιζημάτων και των εδαφών έχει πρωταρχικό σκοπό τη μελέτη του πλαισίου (context) στο οποίο βρίσκονται τα αρχαιολογικά ευρήματα, δηλαδή την ανάλυση των συνθηκών οι οποίες καθόρισαν τον τόπο της αρχαιολογικής θέσης, το σχηματισμό της ως αρχαιολογική απόθεση και την επακόλουθη διατήρησή της. Η ανάγκη μιας τέτοιας προσέγγισης προήλθε από τη σταδιακή μεταβολή του αντικειμένου της αρχαιολογικής έρευνας. Το μοναδιαίο στοιχείο της αρχαιολογικής ανάλυσης παρέμενε για μεγάλο διάστημα το αρχαιολογικό αντικείμενο ή τέχνεργο (artifact) καθώς και τα σύνολά τους, έως ότου αναγνωρίστηκε η σημασία της διάταξής τους στο χώρο για να κατανοηθεί καλύτερα η ανθρώπινη συμπεριφορά. ΄Όμως η διάταξη αυτή, όπως ακριβώς καταγράφεται σήμερα σε μία αρχαιολογική
ανασκαφή, είναι αποτέλεσμα πλήθους παραγόντων τόσο πολιτισμικών όσο και φυσικών οι οποίοι συντελούν στο σχηματισμό των αποθέσεων που ενσωματώνουν τα αρχαιολογικά σύνολα (Schiffer 1983). ΄Έτσι σταδιακά άρχισε να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις αποθέσεις και στην περιγραφή και ερμηνεία της δημιουργίας τους. Αν και οι αρχαιολόγοι είχαν αναπτύξει τεχνικές περιγραφής των αποθέσεων, εντούτοις δεν είχαν τη δυνατότητα να εντρυφήσουν σε αυτές και να κατανοήσουν πλήρως τον τρόπο δημιουργίας τους και τις μετα-αποθετικές αλλοιώσεις που υφίστανται στο πέρασμα του χρόνου. Η ανάγκη λοιπόν της συνεργασίας αρχαιολόγων και επιστημόνων της γης οδήγησε σταδιακά στην ανάδυση ενός νέου επιστημονικού πεδίου, της γεωαρχαιολογίας. Η γεωαρχαιολογική έρευνα πρωτίστως περιλαμβάνει: α) Την παλαιοπεριβαλλοντική αναπαράσταση ενός αρχαιολογικού τοπίου με απώτερο σκοπό να κατανοηθεί η αλληλοεπίδραση ανθρώπου και περιβάλλοντος. Στην παλαιοπεριβαλλοντική αναπαράσταση περιλαμβάνονται η μελέτη των γεωμορφολογικών, παλαιοοικολογικών και παλαιοκλιματικών διαδικασιών που επιδρούσαν στη διαμόρφωση του τοπίου και το οποίο με τη σειρά του αλληλεπιδρούσε με τον άνθρωπο. β) Την μελέτη των διαδικασιών που σχημάτισαν, διατήρησαν ή κατέστρεψαν μερικώς ή ολικώς μία αρχαιολογική θέση. Σε αυτές περιλαμβάνονται αποθετικές και μετα-αποθετικές διαδικασίες, δηλαδή ιζηματολογικές, γεωμορφολογικές, εδαφογενετικές αλλά και ανθρωπογενείς διαδικασίες.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ
126
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΘΕΣΕΙΣ
Οι αρχαιολογικές θέσεις είναι το σύνθετο αποτέλεσμα ανθρώπινων ενεργειών και φυσικών διαδικασιών τόσο κατά τη διάρκεια χρήσης της θέσης όσο και μετά την εγκατάλειψή της. Για να αναλυθούν οι διατάξεις του αρχαίου υλικού πολιτισμού έχει πολύ μεγάλη σημασία να διακριθούν οι φυσικοί από τους πολιτισμικούς μετασχηματισμούς. Οι φυσικοί μετασχηματισμοί αναφέρονται σε όλες αυτές τις διαδικασίες φυσικές, χημικές και βιολογικές οι οποίες είναι υπεύθυνες για την ενταφιασμό της θέσης κάτω από αποθέσεις, την αλλοίωσή της και την αλλαγή τελικά της αρχικής αρχαιολογικής διάταξης. Επιπλέον δε πρέπει να ξεχνάμε ότι οι φυσικές διαδικασίες δρούσαν και καθ’ όλη τη διάρκεια της κατοίκησης μιας θέσης ή γενικότερα της χρήσης μιας επιφάνειας και συμμετείχαν στη δημιουργία των αρχαιολογικών αποθέσεων. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο η μελέτη των φυσικών διαδικασιών σχηματισμού μίας θέσης είναι σημαντικό στοιχείο για να κατανοήσουμε τη σχέση αυτής της θέση με το περιβάλλον της.
ΙΖΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΔΑΦΗ
O όρος ίζημα στη γεωλογία σε αντίθεση με τη καθημερινή χρήση της λέξης δεν αναφέρεται μόνο σε αυτό που αποτίθεται από το νερό αλλά σε όλα τα υλικά που συσσωρεύονται και αποτίθενται πάνω στην επιφάνεια της γης με φυσικές, χημικές ή βιολογικές διαδικασίες. Κατά αναλογία τα ανθρωπογενή ιζήματα παράγονται από τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Όλες οι διαδικασίες με τις οποίες ο άνθρωπος επιδρά πάνω στην γη και ιδιαίτερα στην επιφάνεια εγκατάστασης ή χρήσης και οδηγούν στην συσσώρευση, μεταβολή και αναδιανομή των υλικών πάνω σε αυτήν συγκαταλέγονται στις ανθρωπογενείς αποθετικές διαδικασίες. Σε κάθε στιγμή η επιφάνεια εγκατάστασης αποτελεί τμήμα του φυσικού τοπίου όπου επιδρούν και φυσικές αποθετικές διαδικασίες και στην πράξη τα περισσότερα αρχαιολογικά ιζήματα είναι σύμμεικτα αρχαιολογικά και φυσικά ιζήματα. Τέλος όλες οι αρχαιολογικές απο-
θέσεις μετά την εγκατάλειψή τους από τον άνθρωπο υπόκεινται στη δράση των φυσικών διαδικασιών με τις οποίες τα αρχαιολογικά ιζήματα αναμειγνύονται περαιτέρω με τα φυσικά ιζήματα. Τα ιζήματα σε μία αρχαιολογική θέση μπορούν να διακριθούν σε φυσικά και ανθρωπογενή. Για την κατανόηση των διαδικασιών δημιουργίας μιας θέσης είναι απαραίτητη τόσο η γνώση των διαδικασιών δημιουργίας των αρχαιολογικών ή ανθρωπογενών ιζημάτων όσο και των φυσικών ιζημάτων και εδαφών.
Φυσικά ιζήματα Τα ιζήματα είναι οργανικά ή ανόργανα υλικά τα οποία συσσωρεύονται και αποτίθενται με φυσικούς ή χημικούς τρόπους στην επιφάνεια της γης. Τα ιζήματα δημιουργούνται από την αποσάθρωση (weathering) πετρωμάτων ή προηγούμενων ιζηματογενών αποθέσεων. Με την αποσάθρωση το πέτρωμα αποσυντίθεται και διασπάται σε μικρότερα κλάσματα. Οι σημαντικότεροι παράγοντες της αποσάθρωσης είναι οι βιολογικές διεργασίες (φυτά και οργανισμοί), η δράση του νερού και οι μεταβολές της θερμοκρασίας. Σε κρύα και ψυχρά κλίματα η δημιουργία πάγου μέσα στους πόρους τους πετρώματος οδηγεί στη διάρρηξή του. Στα θερμά και υγρά κλίματα η υγρασία δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για τη χημική αποσάθρωση των πετρωμάτων. Σε πιο ήπια κλίματα παρατηρείται τόσο φυσική όσο και χημική αποσάθρωση. Τα ιζήματα διακρίνονται σε κλαστικά, σε οργανικά και σε χημικά ή βιοχημικά ιζήματα. Τα κλαστικά ιζήματα συνίσταται από ένα πλήθος στερεών υλικών θραυσμάτων (ορυκτών, πετρωμάτων, οργανικών υλικών) τα οποία έχουν συσσωρευτεί και αποτεθεί από έναν ή περισσότερους παράγοντες μεταφοράς (νερό, αέρας, βαρύτητα). Παραδείγματα αποτελούν η αιολική άμμος, οι ποτάμιες κροκάλες και η λιμναία ιλύς. Τα οργανικά ιζήματα περιέχουν μεγάλες ποσότητες υπολειμμάτων ζώντων οργανισμών (όστρακα, φυτικά υπολείμματα). Παραδείγματα αποτελούν οι τύρφες και οι
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ αποθέσεις από λιμναία ή θαλάσσια όστρακα (όστρεα). Τα χημικά ή βιοχημικά ιζήματα σχηματίζονται από την καθίζηση χημικών διαλυμάτων, με ή χωρίς τη συμμετοχή μικροοργανισμών. Τέτοια ιζήματα αποτελούν οι σταλακτίτες σε ένα σπήλαιο, η λιμναία ασβεστιτική ιλύς, οι ποτάμιοι τραβερτίνες κλπ. ΄Όλα τα παραπάνω ιζήματα αποτίθενται μέσω μίας ιζηματογενούς διαδικασίας η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα συγκεκριμένο ιζηματογενές περιβάλλον. Παραδείγματα ιζηματογενών περιβαλλόντων είναι οι λιμνοθάλασσες, οι λίμνες, τα δέλτα, οι παραλίες, τα ποτάμια κ.ά. Τα περιβάλλοντα αυτά χαρακτηρίζονται από ένα σύνολο ιζηματολογικών χαρακτηριστικών η μελέτη των οποίων μας δίνει τη δυνατότητα να τα κατηγοριοποιήσουμε ανάλογα.
Κλαστικά ιζήματα Τα κλαστικά ιζήματα είναι αυτά που υπερτερούν σε μία αρχαιολογική θέση. Συνήθως προέρχονται από τη δράση του αέρα (μεταφορά σκόνης), την αργή μεταφορά και απόθεση κλαστικού υλικού από την απορροή του νερού της βροχής κατά μήκος ελαφρά επικλινών επιφανειών (π.χ. δρόμων) καθώς και από σχετικά πιο βίαια γεγονότα, όπως πλημμύρες, κατολισθήσεις και λασποροές κατά μήκος πλαγιών. Επιπλέον μια και κάθε θέση βρίσκεται σε κάποιο περιβάλλον ιζηματογένεσης (ποτάμι, ακτή, πλαγιά, κλπ.), κατά τόπους και κατά διαστήματα μπορεί να περιέχει ανάλογα ιζήματα τα οποία μας βοηθούν να την εντάξουμε στο περιβάλλον της και να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με αυτό. Τα ανθρωπογενή ιζήματα μπορούν να θεωρηθούν ένα είδος κλαστικού ιζήματος μια και τις περισσότερες φορές αποτελούν θραύσματα κατασκευών και τεχνέργων τα οποία στη συνέχεια αποτίθενται από τις δυνάμεις της βαρύτητας του νερού ή του αέρα. Για παράδειγμα μέσω της αργής καταστροφής και αποσάθρωσης μιας οικίας αναδιανέμονται με την βοήθεια της βαρύτητας, ή και του νερού και του αέρα τα φυσικά ή και τεχνητά υλικά της κατασκευής. Ως εκ τούτου όταν δεν αναγνωρίζονται ως συγκεκριμένες
127
κατασκευές ή δε συλλέγονται ως ειδικά ευρήματα θα πρέπει τουλάχιστον να περιγράφονται με τον ίδιο τρόπο που περιγράφονται και τα υπόλοιπα κλαστικά ιζήματα με τα οποία άλλωστε θα είναι αναμεμειγμένα. Τα κλαστικά ιζήματα περιγράφονται με συγκεκριμένους τρόπους που περιλαμβάνουν την πετρολογική ή ορυκτολογική σύσταση των κόκκων τους, το μέγεθος και τη διαβάθμισή τους (grading), τη μορφή, τη κοκκομετρική ταξινόμηση (sorting) και προσανατολισμό τους (orientation), και τις ιζηματογενείς δομές. Η σωστή περιγραφή των ιζημάτων μιας θέσης με τους όρους της ιζηματολογίας μας βοηθάει από την μία πλευρά στην κατανόηση των συνθηκών δημιουργίας της και τον τρόπο ενταφιασμού των αρχαιολογικών υλικών και από την άλλη αποτελεί ταυτόχρονα μία αντικειμενική καταγραφή των αποθέσεων που μπορεί ανά πάσα στιγμή να συγκριθεί με τις αποθέσεις οποιασδήποτε άλλης θέσης.
Παλαιοεδάφη (paleosols) Το έδαφος είναι μια συγκεκριμένη γεωμορφή, προϊόν της επίδρασης της επιφάνειας της γης με την βιόσφαιρα και ατμόσφαιρα και δε πρέπει να συγχέεται με τις ιζηματογενείς αποθέσεις. Τα εδάφη αποτελούν το επιφανειακό αλλοιωμένο περίβλημα των ιζημάτων και πετρωμάτων. Η δημιουργία ενός εδάφους υπονοεί ότι ένα στρώμα ή πέτρωμα παρέμεινε για αρκετό χρόνο στην επιφάνεια της γης χωρίς να καλυφθεί από άλλα ιζήματα και έτσι αλλοιώθηκε από τη δράση των φυτών, των μικροοργανισμών και των ατμοσφαιρικών συνθηκών. Συνήθως αποτελούνται από διάφορους ορίζοντες οι οποίοι δε πρέπει να συγχέονται με στρώματα γιατί αποτελούν μετα-αποθετικές αλλοιώσεις σε προϋπάρχοντα στρώματα. Ο ανώτερος ορίζοντα συνήθως είναι πλούσιος σε φυτικά κατάλοιπα (χούμους) και σκοτεινόχρωμος ενώ οι κατώτεροι μπορεί να είναι πλούσιοι σε άργιλο και με έντονα χρώματα (ερυθρωπά, καστανά κλπ.). Τα παλαιοεδάφη αποτελούν απολιθωμένα εδάφη και ως τέτοια αντιστοιχούν σε παλαιοεπιφάνειες οι οποίες έμειναν σταθερές για μεγάλο διάστημα στο παρελθόν (χω-
128
ρίς δηλαδή να καλυφθούν με ιζήματα) έτσι ώστε να υποστούν αλλοιώσεις από χημικές, φυσικές και βιολογικές διαδικασίες. Τα εδάφη αυτά στη συνέχεια καλύφθηκαν από νέα στρώματα ιζημάτων (από όπου και ο όρος παλαιοεδάφη). ΄Έτσι λοιπόν, αποτελώντας τμήματα ενός παλαιότερου αναγλύφου, είναι μεγάλης σημασίας για τη παλαιογεωγραφική αναπαράσταση και την αρχαιολογική ερμηνεία μιας θέσης. Τα παλαιοεδάφη χαρακτηρίζουν μεγάλες ή μικρές ασυμφωνίες στις ιζηματογενείς ακολουθίες και αποτελούν τις επιφάνειες εκείνες που αναμένει κάποιος να εντοπίσει αδιατάρακτα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Αναγνωρίζονται στην ύπαιθρο από την ύπαρξη απολιθωμένων ριζών, την εμφάνιση έγχρωμων οριζόντων και την ανάπτυξη εδαφικών δομών. Αρχαιολογικά ιζήματα Οι αρχαιολόγοι στην ανασκαφική πρακτική χρησιμοποιούν τον όρο επίχωση για να δηλώσουν τα στρώματα που περιέχουν ή και καλύπτουν μια αρχαιολογική φάση. Εντούτοις δεν υπάρχει κάποιος κοινά αποδεκτός σαφής ορισμός, περιγραφικός ή ερμηνευτικός, για τον όρο επίχωση. Επιπλέον, όταν στην τρέχουσα αρχαιολογική γλώσσα χρησιμοποιούνται οι όροι απόθεση και ίζημα δε σημαίνουν συνήθως τα ίδια πράγματα που σημαίνουν στις επιστήμες της γης. Η έννοια του ιζήματος στην ανασκαφική πρακτική συνήθως είναι πιο κοντά σε αυτό που υποδηλώνεται στην καθημερινή γλώσσα, δηλαδή κάτι που έχει αποτεθεί από το νερό. Ο όρος χώμα, από την άλλη, που επίσης χρησιμοποιείται στην τρέχουσα αρχαιολογική γλώσσα, σημαίνει ένα χαλαρό λεπτομερές υλικό, πιθανώς πλούσιο σε άργιλο, που σκάβεται εύκολα και δε περιέχει πολλές πέτρες. ΄Όμως ένα τέτοιο υλικό, όπως ήδη έχουμε διαπιστώσει, μπορεί να είναι έδαφος (βλέπε αντίστοιχη παράγραφο για τη διαφορά εδάφους ιζήματος) ή ίζημα χωρίς εμφανή χαρακτηριστικά ροής νερού (π.χ. λασποροή, πλημμυρικές υπερόχθιες αποθέσεις κ.α.). Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο ο όρος χώμα δε χρησιμοποιείται στην ιζηματολογία. Με δεδομένο λοιπόν ότι μόνο οι επιστήμες της γης (γεωλογία, ιζηματολογία, γεωμορφολογία, εδα-
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ φολογία κλπ.) έχουν την κατάλληλη ορολογία αλλά και τις αναλυτικές μεθόδους για να περιγράψουν και να ερμηνεύσουν τη δημιουργία των στρωμάτων στην επιφάνεια της γης, είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούνται οι ανάλογοι όροι και στην αρχαιολογία. ΄Άλλωστε ανάλογη πρακτική έχει υιοθετηθεί και στην ξενόγλωσση αρχαιολογική ορολογία χωρίς αυτό να σημαίνει ότι στην καθημερινή ανασκαφική πρακτική δε χρησιμοποιούνται πιο καθημερινοί μη επιστημονικοί όροι. Έτσι ο όρος ίζημα στη γεωλογία σε αντίθεση με τη καθημερινή χρήση της λέξης δεν αναφέρεται μόνο σε αυτό που αποτίθεται από το νερό αλλά σε όλα τα υλικά που συσσωρεύονται και αποτίθενται πάνω στην επιφάνεια της γης με φυσικές, χημικές ή βιολογικές διαδικασίες. Κατά αναλογία τα ανθρωπογενή ιζήματα παράγονται από τις δραστηριότητες του ανθρώπου. Όλες οι διαδικασίες με τις οποίες ο άνθρωπος επιδρά πάνω στην γη και ιδιαίτερα στην επιφάνεια εγκατάστασης ή χρήσης και οδηγούν στην συσσώρευση, μεταβολή και αναδιανομή των υλικών πάνω σε αυτήν συγκαταλέγονται στις ανθρωπογενείς αποθετικές διαδικασίες. Όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι ο διαχωρισμός ανθρωπογενών και φυσικών ιζημάτων είναι ένα αναλυτικό εργαλείο της αρχαιολογικής επιστήμης και δεν υποκρύπτει κάποια φιλοσοφική θέση όπου οι ανθρώπινοι παράγοντες αντιπαρατίθενται στους φυσικούς (Courty 2001). Άλλωστε σε κάθε στιγμή η επιφάνεια εγκατάστασης αποτελεί τμήμα του φυσικού τοπίου όπου επιδρούν και φυσικές αποθετικές διαδικασίες και στην πράξη τα περισσότερα αρχαιολογικά ιζήματα είναι σύμμεικτα αρχαιολογικά και φυσικά ιζήματα. Λίγα υλικά υπόκεινται σχεδόν μη αναστρέψιμη μεταβολή ώστε να μπορούν να θεωρηθούν στην συνέχεια καθαρές αρχαιολογικές αποθέσεις, όπως για παράδειγμα τα προϊόντα της κεραμικής και τα ψημένα κεραμικά δάπεδα και πλίνθοι (Courty 2001). Τα περισσότερα αναφέρονται σε προσωρινή μεταβολή και αναδιανομή φυσικών ιζημάτων (ωμοί πλίνθοι, λιθοδομές κ.α.) ή σε παραγωγή νέων ανόρ-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ γανων αλλά φυσικών κατά βάση προϊόντων (καύσεις, ασβέστης κ.ά.). Συνοψίζοντας λοιπόν, όλα τα υλικά που δημιουργούνται από ανθρώπινες πολιτισμικές διαδικασίες και συνήθως δεν αποτελούν μέρος των καταγραμμένων αρχαιολογικών ευρημάτων (είτε λόγω μεγέθους είτε λόγω της φύσης τους) περιλαμβάνονται στα αρχαιολογικά ιζήματα με τη στενή έννοια του όρου. Ειδικότερα αναφέρονται όλα τα οργανικά και ανόργανα υλικά, τα προϊόντα, παράγωγα και υπολείμματά τους που δημιουργούνται από πολιτισμικές διαδικασίες και μπορεί να περιλαμβάνουν υλικά με σκοπό την κατασκευή καταλύματος, οικοδομημάτων ή και εργαλείων, υλικά από την επεξεργασία και κατανάλωση τροφής, καθώς και υλικών για καύσιμη ύλη, ρουχισμό και διακόσμηση. Γενικότερα βέβαια, όλα τα παραπάνω προϊόντα ανεξαρτήτως μεγέθους και φύσης περιλαμβάνονται στις αρχαιολογικές αποθέσεις και κατά περίπτωση μελετούνται ως τμήματα των αρχαιολογικών ιζημάτων εφόσον θεωρηθεί ότι μπορεί να δώσουν πληροφορίες για τις φυσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε μια θέση. ΄Έτσι τα θραύσματα αγγείων ή και ολόκληρα τέχνεργα μπορεί και πρέπει να μελετηθούν ως τμήμα των ιζημάτων όταν παρουσιάζουν ενδείξεις αποστρογγύλωσης ή διευθέτησης. Τέλος όλες οι αρχαιολογικές αποθέσεις μετά την εγκατάλειψή τους από τον άνθρωπο υπόκεινται στη δράση των φυσικών διαδικασιών με τις οποίες τα αρχαιολογικά ιζήματα αναμειγνύονται περαιτέρω με τα φυσικά ιζήματα. Στην πράξη, βέβαια πολλές σύγχρονες ανασκαφές, μέσω της προβολής των τεχνέργων στο τρισδιάστατο χώρο (δηλ. καταγραφή των συντεταγμένων τους) παρέχουν άμεσα αυτά τα στοιχεία στην εκάστοτε γεωαρχαιολογική ανάλυση. Από το πλήθος των αρχαιολογικών ιζημάτων που απαντώνται σε μία θέση σε μεγάλες ποσότητες τα σημαντικότερα είναι τα υπολείμματα καύσης, τα στρώματα κοπριάς, οι βόθροι και οι ανάλογοι χώροι απορριμμάτων, καθώς και οι αρχιτεκτονικές κατασκευές από ιζήματα και τα υπολείμματά τους (άψητοι πλίνθοι, κονιάματα, δάπεδα από πηλό, οχυρώματα, τάφροι κλπ.). Tα τελευταία λόγω της φύσης τους
129
(ιζηματογενείς αποθέσεις) δεν διακρίνονται εύκολα από τα υπόλοιπα φυσικά κλαστικά υλικά. Επιπλέον ένα πλήθος ορυκτών υλικών και πετρωμάτων που χρησιμοποιούντα ως εργαλεία (πυριτόλιθος, οψιδιανός -ή οψιανός-, λάβες), ή ως δομικά υλικά (μάρμαρα, αλάβαστρο, ασβεστόλιθος, κ.ά.) αποτελούν επίσης συστατικό των αρχαιολογικών αποθέσεων και όπως προαναφέρθηκε υπόκεινται στους ίδιους νόμους μεταφοράς και απόθεσης των φυσικών κλαστικών ιζημάτων εφόσον η θέση εγκαταλειφθεί ή τα ίδια απορριφθούν από τους χρήστες τους. Τα υλικά αυτά εξετάζονται και από την πλευρά της προέλευσης της πρώτης ύλης τους με πετρογραφικές, γεωχημικές και φυσικές μεθόδους και αποτελούν αντικείμενο της επιστήμης της αρχαιομετρίας.
Υπολείμματα καύσης-Στάχτη ΄Ένα από τα πιο ενδεικτικά στοιχεία της παρουσίας του ανθρώπου σε μία θέση είναι τα υπολείμματα καύσης (στάχτη και κάρβουνα). Η στάχτη σε σημαντικά ποσοστά που φθάνουν σχεδόν τα 98% αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο (ασβεστίτη) το ίδιο δηλαδή υλικό από το οποίο αποτελούνται ο ασβεστόλιθος, ο τραβερτίνης, οι σταλακτίτες και οι σταλαγμίτες κ.α. Συχνά οι στάχτες είναι ανακατεμένες με άλλα ιζήματα και έτσι είναι δύσκολο να διακριθεί από τον λεπτομερή κλαστικό ασβεστίτη, ή από την ασβεστιτική ιλύ εάν για παράδειγμα η θέση είναι κοντά σε παραλίμνιες περιοχές. Επιπλέον όταν οι αποθέσεις στάχτης υποστούν δευτερογενή αλλοίωση από τη δράση του υπεδαφικού νερού μπορεί να τσιμεντοποιηθούν και να μετατραπούν σε μία ασβεστιτική απόθεση που θα ομοιάζει με εδαφικές ασβεστιτικές κρούστες ή ανάλογα ανθρακικά υλικά. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις, κάτω από όξινες συνθήκες, η ασβεστιτική στάχτη διαλύεται και απομένουν πολύ λίγες ενδείξεις για την παρουσία της.
Οργανικά κατάλοιπα Η μελέτη και συστηματική ανάλυση των αναγνωρίσιμων οργανικών καταλοίπων σε μία αρχαιολογική θέση γίνεται από αρχαιοβο-
130
τανολόγους. Από τη γεωαρχαιολογική σκοπιά ιδιαίτερη σημασία έχουν οι αποθέσεις κοπριάς σε χώρους σταβλισμού φυτοφάγων ζώων που μπορεί να αναγνωρισθούν από τη λεπτομερή στρωματοποίηση του οργανικού υλικού σε διάφορες εναλλασσόμενες σκούρες αποχρώσεις αποτέλεσμα της συμπύκνωσης από το ποδοπάτημα των ζώων καθώς και του διαποτισμού τους με ούρα. Σε πολλές περιπτώσεις η κοπριά καιγόταν στη θέση της για λόγους υγιεινής και καθαρισμού της θέσης (ειδικά μέσα σε σπήλαια και βραχοσκεπές). Το αποτέλεσμα είναι ένα πολύχρωμο υλικό με μικροστρωματίδια, πλούσιο σε στάχτη, μισοκαμένα υλικά και μεγάλες ποσότητες φυτολίθων και υπολείμματα περιττωμάτων φυτοφάγων ζώων. Δάπεδα ή επιχρίσματα με ανάμειξη κοπριάς είναι επίσης εύκολο να μπερδευτούν με υπολείμματα σε χώρους σταβλισμού. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως υπάρχουν μικροσκοπικές διαφορές στη δομή και μικροστρωματογραφία των αποθέσεων κοπριάς οι οποίες μπορεί να δώσουν σωστή ερμηνεία στο τρόπο σχηματισμού τους (Karkanas 2006). Αρχιτεκτονικά υλικά και κατασκευές Ως αρχιτεκτονικές κατασκευές εδώ εξετάζονται μόνο οι μορφές που είναι αποτέλεσμα της χρήσης ιζημάτων για κατασκευές από τον άνθρωπο. Τέτοιες κατασκευές είναι τύμβοι, χωμάτινα οχυρώματα, και τάφροι. Σε όλες τις περιπτώσεις ενδιαφέρει η προέλευση του υλικού κατασκευής του έργου, η τυχόν στρωματογραφία του που μπορεί να αποκαλύψει περισσότερες από μία ανακατασκευές, η σχέση των διάφορων στρωμάτων του με τις ταφές εάν πρόκειται για τύμβο, ή με τις διάφορες φάσεις κατασκευής του τείχους εάν πρόκειται για οχύρωμα ή τάφρο. Δηλαδή, ενδιαφέρει να κατανοηθεί ο τρόπος κατασκευής, η εξέλιξή τους, και η ερμηνεία συγκεκριμένων ιζηματογενών χαρακτηριστικών τα οποία μπορεί να αποτελούν πολιτισμικές συμπεριφορές (π.χ. ύπαρξη ενός στρώματος εξωτικού ιζήματος κοντά σε ταφές που μπορεί να ερμηνευτεί ότι εξυπηρετεί τελετουργικούς σκοπούς). 1) Πλίνθοι (mudbricks): Οι πλίνθοι κατασκευάζονταν συνήθως από καθαρή ποτάμια ή ανάλογης προέλευσης ιλύ, ή και αργιλοϊλύ και στις περισσότερες περιπτώσεις χαρακτη-
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ ρίζονται από την ύπαρξη επίμηκων στρογγυλών οπών αποτέλεσμα της αποσύνθεσης του άχυρου που χρησιμοποιούνταν ως συνδετικό υλικό του πηλού. Τα φυτικά συνδετικά υλικά, όπως και η προσθήκη άμμου, χρησιμοποιούνται για να προσδίδεται εσωτερική πλαστικότητα στο υλικό έτσι ώστε όταν ξεραθεί να μη θρυμματίζεται. Εάν το υλικό του πλίνθου έχει δουλευτεί καλά μέσα σε καλούπια είναι δυνατόν να διακριθούν μικροσκοπικά δομές μικροστρωμάτωσης και πιο σπάνια κοκκομετρικής διαβάθμισης και ταξινόμησης από τη διαδικασία πλασίματος του υλικού σε υγρή κατάσταση. Από την άλλη, τέτοιες δομές σε απομονωμένα θραύσματα ιζήματος μέσα στο πλίνθο αποτελούν υπολείμματα της αρχικής πρώτης ύλης και ως εκ τούτου ενδεικτικές του περιβάλλοντος απόθεσης του ιζήματος που χρησιμοποιήθηκε (π.χ. ποτάμια παρόχθια ιλύς). Οι πλίνθοι μπορεί να είναι ψημένοι σε καμίνι, και να έχουν υφή κεραμικού ή να είναι ψημένοι απλώς στον ήλιο, ωμοί πλίνθοι. Στη τελευταία περίπτωση αποσαθρώνονται πολύ εύκολα και συμμετέχουν σε μεγάλες ποσότητες στο κλαστικό υλικό των αρχαιολογικών θέσεων. Είναι σύνηθες να βρίσκονται μισοψημένα κομμάτια πλίνθων σε αρχαιολογικούς οικισμούς που κάηκαν στο παρελθόν από πυρκαγιά. Σε πολλές περιπτώσεις κατασκευάζονταν συμπαγείς τοίχοι από άμμο-αργιλοϊλύ από την επαναλαμβανόμενη επάλειψη στρωμάτων υλικού πάνω στην επιμήκη οριζόντια επιφάνεια του τοίχου. 2) Επιχρίσματα (plaster, daub), δάπεδα (plaster floor), ασβεστοκονιάματα (lime plaster): Επιχρίσματα από λάσπη (daub) απαντώνται συχνά στις αρχαιολογικές θέσεις. Συνήθως το υλικό που χρησιμοποιούνταν ήταν λιγότερο καθαρό από αυτό των πλίνθων. Είναι συχνό φαινόμενο να περιέχουν προσμείξεις κοπριάς ή και απορριμμάτων καθημερινής χρήσης (στάχτη, υπολείμματα τροφών κ.α.) αλλά καθαρή άμμο-αργιλοϊλύς επίσης αποτελούσε πρώτη ύλη. Επειδή στις πολλές περιπτώσεις το υλικό επικάλυπτε ένα πυκνό υπόστρωμα λεπτών κλαδιών παρατηρούνται τα αποτυπώματά τους πάνω στα επιχρίσματα. Μικροσκοπικά το υλικό των επιχρισμά-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ των είναι συμπαγές, σχετικά ετερογενές και χωρίς πολλούς πόρους. Αρκετοί, όμως από τους υπάρχοντες πόρους έχουν μορφή φυσαλίδων οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί κατά τη διαδικασία πλασίματος του επιχρίσματος σε υγρή κατάσταση. Τα δάπεδα κατασκευάζονταν με διάφορους τρόπους και το υλικό που χρησιμοποιούνταν ποικίλλει από πρόχειρα διαλεγμένη ιλύ, έως καλοφτιαγμένα ασβεστοκονιάματα. Σε όλες τις προαναφερθείσες μορφές δαπέδων υπήρχε η συνήθεια της συχνής ανακατασκευής τους λόγω φθοράς από την καθημερινή χρήση. Ως εκ τούτου είναι δύσκολο να αναγνωρισθούν σε μία αρχαιολογική ανασκαφή γιατί αποσυντίθεται και αλλοιώνονται πολύ γρήγορα, σε αντίθεση με τα καλά κατασκευασμένα δάπεδα από διάφορες δομικές πλάκες ή ανάλογα υλικά. Τα κατασκευασμένα δάπεδα από λάσπη αποτελούν πυκνές συμπαγείς επίπεδες δομές με σχετικά ομοιόμορφη κατανομή μεγεθών (συνήθως αμμώδης αργιλοϊλύ με διάσπαρτους ομοιόμορφα κατανεμημένους μικρούς χάλικες που δίνουν τη μορφή μωσαϊκού). Μικροσκοπικά παρατηρούνται λίγοι πόροι, αρκετοί από αυτούς με τη μορφή φυσαλίδων. Χαρακτηριστική είναι πάντα η ανώτερη επιφάνεια η οποία εάν διατηρείται θα είναι όριο διακριτό, επίπεδο και οξύ (σαν γραμμή). Σε πολλές περιπτώσεις η ανώτερη επιφάνεια θα είναι πιο συμπαγής και πιο πυκνή από το υπόλοιπο δάπεδο το οποίο πιθανώς να πατάει πάνω σε μια ανάλογη διακριτή συμπαγή επιφάνεια του υποκείμενου δαπέδου, εφόσον η ακολουθία αποτελείται από αλλεπάλληλα δάπεδα. Συχνά τα δάπεδα φέρουν λεπτό χρωματιστό επίχρισμα το οποίο όμως σπάνια παρατηρείται στο ύπαιθρο. Τα δάπεδα είναι από τις λίγες καθαρά ανθρωπογενείς μορφές ιζήματος τα οποία ομοιάζουν με φυσικές ιζηματογενείς δομές. Η κανονική επανάληψή τους δημιουργεί οριζόντια επίπεδα στρώματα τα οποία μακροσκοπικά μοιάζουν με κανονική φυσική ιζηματογενή ακολουθία. ΄Όμως, όπως περιγράφηκε και παραπάνω, η εσωτερική τους δομή είναι χαρακτηριστική και διαφέρει από αυτή των αποθέσεων από νερό ή τον αέρα οι οποίες δημιουργούν ταξινομημένα και διαβαθμισμένα ιζήματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα υπο-
131
λείμματα δαπέδων από πηλό, ανάμεικτη ιλύ, και ασβέστη αποτελούν τμήμα του κλαστικού υλικού της θέσης και δε διακρίνονται εύκολα μέσα στην υπόλοιπη ιζηματογενή ακολουθία. Και εδώ πάντως υπάρχουν κριτήρια αναγνώρισής τους που συνίστανται κυρίως στη σχέση τους με τα υπόλοιπα κλαστικά ιζήματα, στην εσωτερική ομοιογένειά τους και τη σταθερή επαναλαμβανόμενη μορφή με την οποία παρουσιάζονται σε μία ακολουθία, και η οποία μορφή δε μπορεί να αποδοθεί σε κάποιο γνωστό κλαστικό υλικό, ή έδαφος της περιοχής. Και πάνω από όλα, συνήθως υπάρχει κάποιο υπόλειμμα πλίνθου, δαπέδου κλπ. που διατηρείται στην αρχική του μορφή και θέση, και με το οποίο μπορεί να συγκριθούν τα πιο λεπτομερή διάσπαρτα θραύσματα.
ΜΕΤΑ-ΑΠΟΘΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Οι μετα-αποθετικές διαδικασίες αναφέρονται σε όλες εκείνες τις διαδικασίες που επηρεάζουν ένα στρώμα μετά την απόθεση του. Δε πρέπει δε να συγχέονται με τις διαδικασίες απόρριψης των υλικών μετά τη χρήση τους οι οποίες είναι καθαρά πολιτισμικές. Η επίδραση των μετα-αποθετικών διαδικασιών προϋποθέτει ότι ένα στρώμα έχει ήδη δημιουργηθεί. Στη γεωλογία το σύνολο αυτών των διαδικασιών καλείται διαγένεση μια και τελικά οδηγούν στο μετασχηματισμό ενός ιζήματος σε ιζηματογενές πέτρωμα. Στις διαγενετικές διαδικασίες περιλαμβάνονται τόσο φυσικές μετατροπές, όπως οι μηχανικές αλλοιώσεις (βιοαναμόχλευση) και η συμπίεση, όσο και οι χημικές όπως η πυριτίωση, ο σχηματισμός ανθρακικών, η αποσύνθεση των οργανικών, ο σχηματισμός σιδηρούχων συγκεντρώσεων κ.α. Στην αρχαιολογία συνήθως όλες αυτές οι αλλαγές καλούνται διαταράξεις και αναφέρονται σε όλες εκείνες τις αλλαγές που αλλοιώνουν την εικόνα του αρχαιολογικού υλικού μετά την εγκατάλειψη μίας θέσης από τους ανθρώπους.
Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΦΥΣΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ
Τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά των φυσικών αποθέσεων είναι α) η επαναλαμ-
132
βανόμενη ή ρυθμική οριζόντια στρώση σε μεγάλη έκταση (π.χ. αρκετών μέτρων), β) η σχετικά καλή κοκκομετρική ταξινόμηση των στρωμάτων, δηλαδή το κάθε στρώμα περιέχει κόκκους ίδιου σχετικά μεγέθους (π.χ. άμμο), ή δύο ή τρεις πληθυσμούς μεγεθών σαφώς διακριτούς (π.χ. κροκάλες μέσα σε άμμο), γ) η αποστρογγύλευση των μεγάλων κόκκων (π.χ. αποστρογγυλεμένες κροκάλες) ή των αρχαιολογικών ευρημάτων, δ) η ομαλή διαβάθμιση των μεγεθών των κόκκων καθ’ ύψος (π.χ. από χονδρόκοκκο σταδιακά σε λεπτόκοκκο) και ε) ο προσανατολισμός των μεγαλύτερων κόκκων (π.χ. κροκάλες, οστά, λίθινα εργαλεία) προς μια διεύθυνση. Πρέπει να επισημάνουμε, όμως, ότι πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι τόσο καλά αναπτυγμένα στα περιβάλλοντα των αρχαιολογικών θέσεων όσο στα φυσικά περιβάλλοντα. Αυτό συμβαίνει διότι οι ανθρώπινες διεργασίες περιορίζονται σχετικά σε ένα μικρό χώρο με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οριοθετημένοι και περιορισμένοι από τη ανθρώπινη χρήση χώροι φυσικής ιζηματογένεσης. Από την άλλη πολλά ανθρωπογενή στρώματα έχουν χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αυτά των φυσικών, όπως για παράδειγμα οι οριζόντιες επαναλαμβανόμενες ακολουθίες από δάπεδα ή τα στρωματοποιημένα υπολείμματα καύσεων. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι φυσικές διαδικασίες δεν επιδρούν μόνο στα φυσικά ιζήματα αλλά και στα ανθρωπογενή υλικά. ΄Έτσι ένα στρώμα πλούσιο σε αρχαιολογικά ευρήματα δε σημαίνει ότι δεν έχει δημιουργηθεί από καθαρά φυσικές διαδικασίες. Δηλαδή, σε αυτή την περίπτωση η διάταξη στο χώρο των καταλοίπων δεν είναι αποτέλεσμα ανθρωπογενών διαδικασιών. Θα πρέπει δε να βρεθεί η ακριβής επίπτωση της συγκεκριμένης φυσικής διαδικασίας στα κατά περίπτωση εγκλειόμενα αρχαιολογικά υλικά. Εάν η ενέργεια μεταφοράς και απόθεσης είναι μικρή τα αρχαιολογικά ευρήματα θα μετακινηθούν σε μικρή απόσταση. Είναι όμως πιθανό όλες οι κατά χώρα δομές να καταστραφούν. Για παράδειγμα τα υπολείμματα καύσης μίας εστίας θα αναδιανεμηθούν σε ακτίνα μερικών δεκάδων εκατοστών από μια ήπια νεροποντή. Εάν βέβαια η διαδικασία είναι υψηλής ενέργειας (π.χ. τρεχούμενο νερό
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ σε ρυάκι ή υδρορροή) τότε τα υλικά θα μεταφερθούν σε μεγάλη απόσταση ενώ είναι δυνατόν να αναμειχθούν και υλικά από παλαιότερα στρώματα που διαβρώνονται ανάντη. Σε αυτή την περίπτωση τα αρχαιολογικά ευρήματα θα προσανατολισθούν προς της φορά του ρεύματος μεταφοράς. Είναι προφανές ότι η καταγραφή της κλίσης και της φοράς κλίσης των αρχαιολογικών ευρημάτων διευκολύνει την ερμηνεία τέτοιων αποθετικών γεγονότων.
ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ
Η στρωματογραφία είναι η μελέτη της χωρικής και χρονικής σχέσης μεταξύ των διαφόρων αποθέσεων. Σε κάθε στιγμή τα φυσικά ιζηματογενή περιβάλλοντα χαρακτηρίζονται από α) ιζηματογένεση, δηλ. από απόθεση υλικών, β) από στάση, όταν δεν συμβαίνει ούτε απόθεση ούτε διάβρωση, και συνήθως έχουμε την ανάπτυξη εδαφών και γ) από απόπλυση, δηλ. διάβρωση των ιζημάτων. ΄Έτσι ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν θα έχουμε είτε ένα στρώμα απόθεσης, είτε την ανάπτυξη εδάφους, είτε μια διαβρωσιγενή ασυμφωνία. Στις αρχαιολογικές θέσεις παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα. ΄Όλοι οι χώροι σε κάθε στιγμή της κατοίκησής τους υπόκεινται σε διάβρωση, απόθεση ή στάση. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, στη φυσική διάβρωση πρέπει να προστεθεί και η ανθρώπινη διαδικασία εκσκαφής και απόληψης υλικών. ΄Όπως επίσης στην φυσική απόθεση πρέπει να συμπεριληφθούν όλες οι διαδικασίες με τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί αποθέσεις (καύση, απορρίμματα, κατασκευές). ΄Όταν εγκαταλειφθεί η θέση οι διαδικασίες αυτές συνεχίζονται μόνο που οι παράγοντες που επιδρούν περιορίζονται στους φυσικούς.
Φυσικά στρώματα Η μοναδιαία ενότητα διάκρισης και καταγραφής των αποθέσεων είναι το στρώμα. ΄Ένα ιζηματογενές στρώμα δημιουργείται όταν οι φυσικοχημικές διαδικασίες σχηματισμού του παραμένουν σταθερές. Κάθε σημαντική αλλαγή σε αυτές τις συνθήκες οδηγεί στη δημιουργία
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ νέου στρώματος. Στην περίπτωση των αρχαιολογικών στρωμάτων εκτός από τα στρώματα που έχουν δημιουργηθεί από φυσικές διαδικασίες (συμπεριλαμβανομένων των στρωμάτων που περιέχουν μεν ανθρωπογενή υλικά αλλά έχουν σχηματιστεί από φυσικές διαδικασίες), υπάρχουν και στρώματα που είναι καθαρά αποτέλεσμα ανθρωπογενών διαδικασιών.
Ανθρωπογενή στρώματα Είναι συχνό το φαινόμενο να δημιουργείται σύγχυση μεταξύ της έννοιας του στρώματος και του περιεχομένου του. ΄Ένα στρώμα δημιουργείται όταν ένας συγκεκριμένος τρισδιάστατος χώρος στην επιφάνεια της γης πληρώνεται από ιζήματα (ανθρωπογενή ή φυσικά) υπό συνθήκες που μένουν σχετικά σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια σχηματισμού του. ΄Έτσι ένα στρώμα καθορίζεται από τη στιγμή ή το χρονικό διάστημα της πλήρωσης του χώρου που καταλαμβάνει και από τις συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την περίοδο. Η στιγμή αναφέρεται στην ηλικία του στρώματος ενώ οι συνθήκες περιγράφουν τον τρόπο δημιουργίας του. Το περιεχόμενο μπορεί κατά περίπτωση μόνο να δίνει πληροφορίες για τις συνθήκες δημιουργίας του και την ηλικία σχηματισμού του, εφόσον αυτό έχει πρωτογενώς σχηματιστεί ταυτόχρονα με την δημιουργία του στρώματος. Από την άλλη δε πρέπει να ξεχνάμε ότι τα στρώματα σε μια ανασκαφή συνήθως περιέχουν φυσικά θραύσματα από πολύ παλιά πετρώματα τα οποία βέβαια δε χρονολογούν το σχηματισμό του στρώματος. Κατ’ αναλογία λοιπόν, υπάρχει πιθανότητα τα στρώματα να εγκλείουν ανθρωπογενή υλικά από παλαιότερα στρώματα τα οποία μπορεί να βρίσκονται για παράδειγμα σε ψηλότερα σημεία και με τη διάβρωση να μεταφέρονται στις αποθέσεις νεότερων στρωμάτων. Είναι προφανές ότι αυτά τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δε χρονολογούν τη δημιουργία του στρώματος δηλαδή τη χρονική στιγμή που πληρώθηκε ο συγκεκριμένος χώρος με ιζήματα. ΄Ένα διακριτό στρώμα που έχει σχηματιστεί κυρίως από ανθρωπογενείς διαδικασίες υποδηλώνει μια όμοια ή ρυθμική διαδικασία κατά τη διάρκεια δημιουργίας του. Η αλλαγή αυτής της διαδικασίας ή του ρυθμού της δημιουργεί ένα άλλο στρώμα. Η διαδικασία αυτή παραπέμπει σε συγκεκριμένες πολιτισμικές
133
πρακτικές που ακολουθούνται περίπου με τον ίδιο τρόπο για ένα χρονικό διάστημα (π.χ. χρήση ενός χώρου με τον ίδιο τρόπο). Η γενική διαδικασία και το τελικό αποτέλεσμα λοιπόν της δημιουργίας ενός ανθρωπογενούς στρώματος δε διαφέρουν από αυτά ενός φυσικού, γεωλογικού στρώματος. Οπωσδήποτε βέβαια οι παράγοντες και η ερμηνεία της δημιουργίας τους διαφέρουν ουσιαστικά. Πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι συχνά τα στρώματα που αντιπροσωπεύουν μια ρυθμικά επαναλαμβανόμενη διαδικασία μπορεί να αναλυθούν περαιτέρω σε μικροστρωματίδια που αντιπροσωπεύουν ακόμη και ένα στιγμιαίο γεγονός (π.χ. μία αδιατάρακτη εστία καύσης είναι δυνατόν να αναλυθεί σε επιμέρους καύσεις, ένα στρωματίδιο απορριμμάτων σε ένα λάκκο κλπ.). Με αυτό τον τρόπο προσπαθούμε να αναλύσουμε πρακτικές σε επίπεδο γενιάς, εποχής ή και ημέρας. Μια τέτοια ανάλυση μπορεί, για παράδειγμα, να επιτευχθεί σε ακολουθίες δαπέδων στο εσωτερικό σπιτιών. Εντούτοις δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο καθορισμός ενός στρώματος εμπεριέχει μια ερμηνευτική διαδικασία. Γιατί τόσο στον ορισμό του γεωλογικού στρώματος όσο και του ανθρωπογενούς το πότε μπορεί να θεωρηθεί ότι οι συνθήκες αλλάζουν έτσι ώστε να περάσουμε σε άλλο στρώμα δεν είναι πάντα προφανές. Είναι γνωστή η διαφορετική αντιμετώπιση μιας στρωματογραφίας από αυτούς που διασπούν μια ενότητα σε επιμέρους στρώματα από αυτούς που τα ενοποιούν. Η τελική ετυμηγορία έχει να κάνει περισσότερο με τη σημασία μιας αλλαγής παρά με τον εντοπισμό της. Αλλά βέβαια στο πλαίσιο της στρωματογραφικής πρακτικής, η πρακτική της διάσπασης είναι προφανώς πιο σίγουρη, γιατί εκ των υστέρων τα στρώματα μπορεί να ενοποιηθούν αλλά δε μπορεί να διασπαστούν. ΄Όλα αυτά όμως έχουν να κάνουν με το είδος των ερωτημάτων που κάθε ανασκαφή θέλει να απαντήσει, όπως και δυστυχώς με το χρονο-οικονομικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί. Από την άλλη, η έννοια του στρώματος ή της ενότητας δε μπορεί αν εγκαταλειφθεί γιατί α) όντως οι αποθέσεις οργανώνονται στο χώρο με ένα συγκεκριμένο τρόπο, μια τρισδιάστατη δομή, ανεξάρτητα αν εμείς μπορούμε να τη διακρίνουμε, β) η στρωματογραφία είναι το μοναδικό εργαλείο που έχουμε για να δουλέψουμε
134
στο επίπεδο της ανασκαφής για την αποσαφήνιση της ανάπτυξης των αποθέσεων στο χώρο και στο χρόνο. Επιστρέφοντας στην έννοια του στρώματος πρέπει να αναφερθεί ότι οι επαφές ορίζουν είτε απότομη αλλαγή των συνθηκών δημιουργίας τους, είτε διάβρωση, είτε στάση. Στην περίπτωση της διάβρωσης οι συνθήκες μπορεί να έχουν αλλάξει μόνο κατά την φάση της διάβρωσης και να έχουμε απώλεια υλικού ή και «χρόνου» που αντιπροσωπεύεται από το υλικό, ενώ το επόμενο στρώμα να επαναλαμβάνει τις συνθήκες που προϋπήρχαν κατά τη διάρκεια του σχηματισμού του προηγούμενου στρώματος. Στην περίπτωση της στάσης δεν έχουμε προσθήκη υλικού στο στρώμα για μεγάλο χρονικό διάστημα (άρα πάλι αλλαγή συνθηκών) με αποτέλεσμα τη διαφορική αλλοίωση της επιφάνειας του στρώματος και ως εκ τούτου την αποτύπωση αυτής της επαφής στη στρωματογραφική αλληλουχία ως μιας διακριτής επιφάνειας. Για αυτό άλλωστε και η σωστή καταγραφή της μορφής και της γεωμετρίας των επαφών των στρωμάτων είναι μεγάλης σημασίας για την ερμηνεία της δημιουργίας των στρωμάτων. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι τα στρώματα που δηλώνουν μια συγκεκριμένη πολιτισμική φάση δε συμπίπτουν κατ’ ανάγκη με τα στρώματα που αναγνωρίζονται σε μία θέση με βάση τα φυσικά χαρακτηριστικά (χρώμα, γεωμετρία ορίων, υφή του ιζήματος, οργανικά κ.λ.π) και την ανάπτυξή τους στο χώρο. Ανάλογα με τη διάρκεια των πολιτισμικών φάσεων μια απόθεση η οποία διακρίθηκε με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματά της μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερα από ένα στρώματα ή να αποτελεί μόνο τμήμα ενός στρώματος. Το τελευταίο συμβαίνει συνήθως σε αποθέσεις της απώτατης προϊστορίας όπου τα ανθρωπογενή κατάλοιπα αποτελούν μικρό τμήμα ενός στρώματος που έχει αποτεθεί κυρίως με φυσικές διαδικασίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυνατόν οι συνθήκες ιζηματογένεσης να διατηρούνται σταθερές για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να περιέχουν μικρά διάσπαρτα αθροίσματα αρχαιολογικών καταλοίπων διαφόρων περιόδων. Σε
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ άλλες περιπτώσεις οι διαφορετικοί εδαφικοί ορίζοντες του ίδιου εδάφους το οποίο έχει αναπτυχθεί σε ένα στρώμα μπορεί να έχουν διακριθεί ως ξεχωριστά στρώματα σε μία αρχαιολογική ανασκαφή. Όμως οι εδαφικοί ορίζοντες δεν αντιστοιχούν σε διαφορετικά αποθετικά γεγονότα αλλά είναι μετα-αποθετικά χαρακτηριστικά.
ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η στρωματογραφική μελέτη μίας θέσης θα πρέπει να ορίσει και να διαχωρίσει τις κατηγορίες των ιζημάτων, να εντοπίσει και να ερμηνεύσει τα όρια μεταξύ τους και να υπολογίσει το χρόνο που αντιστοιχεί στο σχηματισμό τους. Η στρωματογραφία των αρχαιολογικών θέσεων είναι πολλές φορές περίπλοκη και ασυνεχής όχι μόνο λόγω των φυσικών διαδικασιών αλλά και λόγω των ανθρωπίνων επεμβάσεων (π.χ. τοίχοι, λάκκοι απορριμμάτων κλπ.). Σημασία δεν έχει τόσο πολύ εάν διακριθούν όσο το δυνατόν περισσότερα στρώματα αλλά να κατανοηθεί η σχέση μεταξύ τους και ειδικά τα όριά τους. Εκείνο όμως που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι οι ασυμφωνίες, τα επεισόδια διάβρωσης ή στάσης (βλέπε αντίστοιχα κεφάλαια ιζηματογενών δομών και στρωματογραφίας κλαστικών ιζημάτων) και οι σημαντικές αλλαγές στην ιζηματογένεση που αντανακλούν είτε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες, είτε σημαντικές αλλαγές στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Για παράδειγμα μία μεγάλη ακολουθία ανθρωπογενών αποθέσεων μπορεί να αποτελείται από εναλλασσόμενους ορίζοντες και στρωματίδια καύσεων, στάχτης και ανακατεμένων οριζόντων στάχτης με αργιλικά υλικά. Αυτή η ακολουθία μπορεί να έρχεται σε επαφή με μία υπερκείμενη, ακριβώς ανάλογη ακολουθία μέσω μίας ελαφρά κεκλιμένης και κυματοειδούς επαφής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει τόσο σημασία η διάκριση όλων των στρωματιδίων μέσα στην κάθε ακολουθία, αλλά η αναγνώριση και ερμηνεία της επαφής των δύο ακολουθιών, η οποία λόγω της γεωμετρίας της πιθανώς σηματοδοτεί ένα επεισόδιο διάβρωσης και άρα απώλεια αρχαιολογικού υλικού και
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ πληροφορίας και πιθανώς αλλαγή περιβαλλοντικών συνθηκών, εγκατάλειψη και επανεγκατάσταση στη θέση κ.α. Οι γενικές αρχές της στρωματογραφίας των γεωλογικών θέσεων έχουν εφαρμογή και σε μία αρχαιολογική θέση: Αρχή της υπέρθεσης: Το υπερκείμενο στρώμα είναι πάντα νεότερο από το υποκείμενο. Εξαίρεση αποτελούν τα στρώματα πετρωμάτων που έχουν υποστεί αναστροφή λόγω ορογενετικών και τεκτονικών κινήσεων τα οποία και δεν ενδιαφέρουν τη γεωαρχαιολογία. ΄Άλλες εξαιρέσεις αποτελούν οι πληρώσεις μέσα σε ρωγμές και υπόγεια κοιλώματα, που ενίοτε μπορεί να είναι παράλληλα με τη στρώση των προϋπαρχόντων ιζημάτων αλλά αντιπροσωπεύουν σαφώς νεότερα αποθετικά γεγονότα. Αρχή της οριζοντιότητας: Λόγω βαρύτητας τα ιζηματογενή στρώματα τείνουν να αποτίθενται οριζόντια ή περίπου οριζόντια. Εξαίρεση αποτελούν οι εφήμερες αποθέσεις κλιτύων και ορισμένες δελταϊκές αποθέσεις. Η διασταυρούμενη στρώση παρόλο που δεν ακολουθεί την παραπάνω αρχή εντούτοις θεωρείται δομή μέσα σε μεγαλύτερα στρώματα με οριζόντια ανάπτυξη. Αρχή της οριζόντιας συνέχειας: Η αρχή αυτή δέχεται ότι ένα στρώμα έχει την ίδια ηλικία σε κάθε σημείο του, δηλαδή έχει αποτεθεί την ίδια στιγμή. Συνέπεια αυτής της αρχής είναι ότι η συνέχεια στο χώρο ενός στρώματος δε διακόπτεται απότομα αλλά αποσφηνώνεται ομαλά. ΄Έτσι εάν ένα στρώμα διακόπτεται απότομα θα αναζητηθεί η συνέχειά του μετά από τη μορφή που εκ των υστέρων δημιουργήθηκε ανάμεσα στο στρώμα (π.χ. διάβρωση). Αρχή των διασταυρούμενων σχέσεων: ΄Ένα στρώμα που διασχίζει ή κόβει ένα άλλο είναι νεότερο από αυτό. ΄Έτσι, για παράδειγμα, μία ρωγμή ή ένας λάκκος είναι πάντα νεότερος από τα εκατέρωθεν στρώματα. Αρχή του περιεχομένου υλικού: Ένα στρώμα μπορεί να περιέχει υλικά παλαιότερα από την ηλικία της δημιουργίας του. Αυτό είναι σύνηθες στη περίπτωση των κλαστικών ιζημάτων γιατί τα περισσότερα θραύσματα εξ ορισμού προέρχονται από παλαιότερα πετρώματα. Ειδικότερα για την περίπτωση αυτή γίνεται εκτενής αναφορά στο κεφά-
135
λαιο της αρχαιολογικής στρωματογραφίας. Ο Harris (1989) προτείνει μερικές τροποποιήσεις στις παραπάνω αρχές. Παρόλα αυτά, ενώ οι τρεις πρώτες στρωματογραφικές αρχές (αρχή της υπέρθεσης, της οριζοντιότητας και της πλευρικής συνέχειας) παραμένουν κατά τη γνώμη μου πρακτικά ίδιες, εισάγεται ακόμη μια αρχή η οποία καλείται αρχή της στρωματογραφικής διαδοχής: Αρχή της στρωματογραφικής διαδοχής: ΄Ένα στρώμα (ή γενικότερα δομή) έχει μια συγκεκριμένη θέση στην στρωματογραφική ακολουθία η οποία ορίζεται μόνο από τη θέση του ανάμεσα στο κατώτερο στρώμα που βρίσκεται από πάνω του (νεότερο στρώμα) και στο ανώτερο που βρίσκεται από κάτω του (παλαιότερο στρώμα). Επιπλέον, ο Harris (1989) εισάγει και την έννοια της επαφής (interface) μεταξύ δύο δομών ή στρωμάτων. Στην περίπτωση των στρωμάτων οι επαφές τους είναι τα όρια των στρωμάτων, αλλά στην περίπτωση άλλων δομών είναι οι νοητές επιφάνειες που τα περιγράφουν. Για παράδειγμα η επαφή ενός τοίχου είναι οι εξωτερικές του επιφάνειες. Περαιτέρω επαφή αποτελεί και η επιφάνεια που αλλάζει η φάση μιας λιθοδομής (ανακατασκευή) ή το περίγραμμα ενός λάκκου, μιας ταφής κλπ. Με αυτό τον τρόπο καταγράφονται όλες οι επιφάνειες που αποτελούν ανασκαφικά στοιχεία για την ερμηνεία τόσο των κατασκευών όσο και των στρωμάτων αποκτώντας έτσι θέση σε μια στρωματογραφική ακολουθία. Βεβαίως οι παραπάνω καινοτομίες αποτελούν σύστημα πρακτικής αντιμετώπισης των σύνθετων στρωματογραφικών προβλημάτων που απαντούν σε μία ανασκαφή αστικών περιοχών. Βλέπουμε για παράδειγμα ότι η αρχή της στρωματογραφικής διαδοχής δε διαφέρει ακριβώς από την αρχή της υπέρθεσης (δηλαδή το νεότερο στρώμα υπέρκειται του παλαιότερου) αλλά εισάγεται ένας πρακτικός τρόπος καταχώρησης του στρώματος στο χώρο όταν δεν είναι αμέσως εμφανής η θέση του. Από την άλλη πλευρά, είναι αλήθεια ότι σε μεγάλους οικισμούς με περίπλοκη αρχιτεκτονική είναι πολύ δύσκολο για τους αρχαιολόγους να χρησιμοποιήσουν μόνο τις
136
γενικές αρχές της στρωματογραφίας. Έτσι ο Harris προτείνει μία μέθοδο στρωματογραφικής καταγραφής και συσχέτισης, τον πίνακα Harris, η οποία μπορεί να βοηθήσει σε περιπτώσεις περίπλοκων ανασκαφών αστικών περιοχών με πλήθος οικημάτων. Ο «πίνακας Harris» (Harris matrix) είναι ένα πλέγμα ίσων τετραγώνων πάνω σε ένα φύλλο χαρτί. Κάθε τετράγωνο μπορεί να αντιστοιχεί σε ένα στρώμα, ή επιφάνεια (κατασκευή ή φάση κατασκευής, δάπεδο, εστία, τοίχος, κλπ.). Η σχέση μεταξύ των τετραγώνων δείχνει τη στρωματογραφική τους θέση. Δηλαδή ένα τετράγωνο (στρώμα, ή επαφή) μπορεί να υπέρκειται, υπόκειται, να είναι ισοδύναμο ή να μην έχει καμία σχέση με ένα άλλο, πράγμα που σημειώνεται ανάλογα στον πίνακα συνδέοντας ανάλογα το τετράγωνο με τα διπλανά του. Μόνο αυτές οι τρεις δυνατότητες αναγνωρίζονται στο σύστημα αυτό. Το διάγραμμα που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο αναπαριστά τη στρωματογραφία μιας αρχαιολογικής θέσης. Ο «πίνακας Harris» αποτελεί σίγουρα μία πολύ καλή πρακτική για την καταγραφή και την καθημερινή παρακολούθηση της στρωματογραφίας σε αρχαιολογικές θέσεις. Ούτως ή άλλως, όμως, στην πράξη δεν αρκεί μια αντικειμενική αποτύπωση στο χαρτί, αλλά να συνοδεύεται από στρωματογραφική ανάλυση που πρέπει και μπορεί να ερμηνεύει το τρόπο με τον οποίο τα στρώματα σχετίζονται μεταξύ τους με ζητούμενο το τι σημαίνει αυτό για τη δημιουργία της θέσης.
Η ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ
Τα αρχαιολογικά στρώματα ως προϊόντα ενός σύνθετου συνδυασμού ανθρωπογενών, φυσικών και μετα-αποθετικών διαδικασιών είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν και να ερμηνευθούν στο ύπαιθρο με τον τρόπο που μπορεί να γίνει σε μία καθαρά γεωλογική ακολουθία. Αν και έχουν χρησιμοποιηθεί όλες οι αναλυτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ευρέως στην ιζηματολογία (κοκκομετρική ανάλυση, περιεχόμενο οργανικού
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ άνθρακα και ανθρακικών, γεωχημικές αναλύσεις ιχνοστοιχείων κλπ.) δεν ήταν πάντα δυνατόν στη βάση αυτών των αναλύσεων να κατανοηθεί η φύση των αρχαιολογικών στρωμάτων και να διακριθούν οι ανθρωπογενείς από τις φυσικές διαδικασίες. Πολλά από τα ανθρωπογενή υλικά μεταπίπτουν σε φυσικά από τα οποία και αρχικώς προέρχονται. Η ορυκτολογική και χημική σύσταση ορισμένων ανθρωπογενών ιζημάτων δε διαφέρει από ανάλογες φυσικές αποθέσεις (π.χ. η ασβεστιτική στάχτη των καύσεων έχει την ίδια χημική και ορυκτολογική σύσταση με τις ανθρακικές αποθέσεις). Η υφή των φυσικών ιζημάτων (κοκκομετρία κλπ.) μας δίνει πληροφορίες για την ενέργεια του μέσου μεταφοράς και απόθεσης. ΄Όμως στην περίπτωση των αμιγώς ανθρωπογενών αποθέσεων κάτι τέτοιο δεν υφίσταται μια και τα υλικά αυτά εκ των πραγμάτων δεν έχουν δημιουργηθεί από φυσικές διαδικασίες. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, που ισχύει και για τα φυσικά ιζήματα, οι περισσότερες ιζηματολογικές μέθοδοι ανάλυσης δε μπορούν να διαχωρίσουν τα αποθετικά από τα μετα-αποθετικά γεγονότα. ΄Έτσι το ασβεστιτικό τσιμέντο που συγκολλάει δευτερογενώς τα ιζήματα δε μπορεί να διαχωριστεί από την ασβεστιτική στάχτη που περιέχεται πρωτογενώς σε μια αρχαιολογική ακολουθία. Μια σχετικά καινούρια μέθοδος, η μικρομορφολογία εδαφών και ιζημάτων σε αρχαιολογικές αποθέσεις, φαίνεται να μπορεί να επιλύσει τις περισσότερες από τις αδυναμίες των ιζηματολογικών αναλύσεων. Μικρομορφολογία Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει φανερό ότι η μικροσκοπική ανάλυση αδιατάρακτων δειγμάτων από τις αρχαιολογικές αποθέσεις (μικρομορφολογία) είναι η πιο πρόσφορη μέθοδος για να μελετηθούν και να διακριθούν οι ανθρωπογενείς, φυσικές και μετα-αποθετικές διαδικασίες που δρουν ταυτόχρονα σε ένα αρχαιολογικό στρώμα (Courty et al. 1989). Η μικρομορφολογία είναι αντίστοιχη της πετρογραφίας των ιζηματογενών πετρωμάτων και βασίζεται στις ίδιες μικροσκοπικές τεχνικές. Στην μικρομορφολογία χρησιμοποι-
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ούνται λεπτές τομές που έχουν αποκοπεί από αδιατάρακτα και προσανατολισμένα δείγματα αρχαιολογικών αποθέσεων τα οποία έχουν πρώτα συνεκτικοποιηθεί με ειδικές ρητίνες χωρίς να διαταραχτεί η αρχική εσωτερική δομή. Δηλαδή, καταρχήν αποκόβονται μεγάλα μπλοκ αποθέσεων (π.χ. 30Χ10Χ10 εκ.) από τις αρχαιολογικές ακολουθίες. Εφόσον τα δείγματα είναι σαθρά πριν βγουν από την ανασκαφική τομή καλύπτονται με γύψο ή κάποιο ανάλογο υλικό (π.χ. υδρύαλο) για να τα σταθεροποιήσει. Στο εργαστήριο αφότου στεγνώσουν εμποτίζονται με ρητίνες χαμηλού ιξώδους, συνήθως μέσα σε κενό αέρος, και στη συνέχεια όταν στερεοποιηθούν κόβονται με τροχό δοκίμια για την κατασκευή λεπτών πετρογραφιών τομών. Οι τομές αυτές κατασκευάζονται με σταδιακή αποκοπή και λείανση του δοκιμίου, που έχει πρώτα συγκολληθεί πάνω σε γυάλινη πλάκα, έως ότου το πάχους τους φθάσει τα 30 μικρά. Δηλαδή, το τελικό αντικείμενο της παρατήρησης, οι λεπτές τομές, είναι φέτες από την απόθεση πάχους 30 μικρών (0,030 χιλιοστών) τις οποίες τις μελετούμε σε διερχόμενο φως. Κατόπιν με τη βοήθεια διαφόρων τύπων μικροσκοπίων, εκ των οποίων το σημαντικότερο είναι το πολωτικό, μελετάται τόσο το περιεχόμενο όσο και μικροδομή του στο χώρο. Η μικροδομή ή ιστός, δηλαδή ο τρόπος που κατανέμονται στο χώρο τα υλικά του ιζήματος, είναι διαγνωστικό στοιχείο των συνθηκών συσσώρευσής τους και δημιουργίας του στρώματος. Σε συνδυασμό με το είδος των υλικών που συμμετέχουν είναι δυνατόν να μελετη-
Εικ. 1
137
θεί όλη η αποθετική και μετα-αποθετική ιστορία του αρχαιολογικού στρώματος (Εικόνα). Η μικροσκοπική μελέτη στηρίζεται τόσο στην παρατήρηση με μεγάλες μεγεθύνσεις των υλικών του ιζήματος, όσο και στις αλλαγές σε συγκεκριμένες ιδιότητες του φωτός που παρατηρούνται όταν αυτό περάσει μέσα από τα υλικά. Με βάση όλες αυτές τις ιδιότητες αναγνωρίζονται τα υλικά και η σχέση μεταξύ τους. Με τη βοήθεια της μικροσκοπικής ανάλυσης της μικροδομής και της μικροστρωματογραφίας είναι δυνατόν να μπορεί να περιγραφούν οι αρχαιολογικές αποθέσεις με τρόπο αντικειμενικό και συγκρίσιμο για όλες τις θέσεις. Έτσι σε επίπεδο οικιστικών φάσεων ο διαχωρισμός εσωτερικών (εντός των οικημάτων) και εξωτερικών φάσεων και περαιτέρω η διάκριση μικροφάσεων (Courty 2001), όπως για παράδειγμα δρόμων, αυλών, στάβλων, δωματίων και χώρων απορριμμάτων, φαίνεται να είναι δυνατή (Matthews et al. 1997). Για παράδειγμα, μικροσκοπικά υπολείμματα φυσικών ιζηματογενών δομών (διαβάθμιση, ταξινόμηση κλπ.) διαφοροποιούν κλειστούς από ανοιχτούς χώρους. Επιπλέον μπορούν να μελετηθούν με μεγάλη λεπτομέρεια επιφάνειες και δάπεδα χρήσης και να διαπιστωθεί κατά πόσο έχουν παραμείνει αδιατάρακτα μετά την εγκατάλειψη της θέσης (βλ. Εικ. 1). Σε κάθε περίπτωση αναγνωρίζονται όλες οι διαδικασίες που είναι υπεύθυνες για τη δημιουργία των αποθέσεων μιας θέσης καθώς και οι μετα-αποθετικές αλλαγές που δίνουν τη τελική εικόνα της. Με αυτό τον τρόπο όλα τα αρχαιολογικά υλικά και ανθρωπογενή κατάλοιπα (οστά, κάρβουνα, σπόροι, φυτόλιθοι κ.ά.) συσχετίζονται μεταξύ τους στο σωστό χρονολογικό πλαίσιο. Επειδή, όμως, η μικρομορφολογία απαιτεί γνώσης μικροσκοπίας, ορυκτολογίας και μικροδομής των υλικών μόνο κατά περίπτωση, ως παραδείγματα, αναφέρονται περιληπτικά μερικά κατανοητά χαρακτηριστικά στα αντίστοιχα κεφάλαια που πραγματεύονται τα αρχαιολογικά ιζήματα και τις ειδικές περιπτώσεις αρχαιολογικών αποθέσεων.
138
Εντούτοις είναι χρήσιμο να παρουσιαστεί μια σύνοψη παραδειγμάτων της συμβολής της μικρομορφολογίας στην ερμηνεία των αρχαιολογικών αποθέσεων όπως καταγράφονται από τους Macphail & Goldberg (1995). Για παράδειγμα, σημαντικές προσπάθειες έχουν γίνει για να αναγνωριστούν και να διακριθούν πρακτικές καλλιέργειας (π.χ. Macphail et al. 1987). Η διάκριση χώρων σταβλισμού, το είδος των ζώων καθώς και διάφορες πρακτικές σχετιζόμενες με τον καθαρισμό και κάψιμο της κοπριάς μέσα από την μικρομορφολογική μελέτη εμφανών και μη υπολειμμάτων κοπριάς αποτελεί επίσης συμβολή στη αρχαιολογική ερμηνεία (Courty et al 1991; Macphail et al. 1997, Karkanas 2006). Η ανακάλυψη και ερμηνεία υπολειμμάτων καύσης ήδη από την απώτατη προϊστορία με τη χρήση μικρομορφολογικών τεχνικών έχει προσφέρει πολλά σε
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ ένα θέμα που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την κατανόηση της εξέλιξης της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Goldberg & Bar-Yosef 1998; Karkanas et al. 2007). Σε πολλές περιπτώσεις η μικρομορφολογία αναγνώρισε διαδικασίες που σχετίζονται με τη χρήση των χώρων σε οικισμούς, όπως κατασκευή ιδιαίτερων δαπέδων από πηλό ανάλογα με το χώρο, χώρους απορριμμάτων, διαδικασίες συντήρησης των χώρων, παρασκευή και φύλαξη τροφής κ.α. (Matthews 1995, Matthews et al. 1997). Ιδιαίτερη συμβολή αποτελεί, επίσης, η καταγραφή ενός συνόλου μετααποθετικών διαδικασιών χημικών και βιολογικών που επιδρούν στις αρχαιολογικές αποθέσεις των σπηλαίων και αλλοιώνουν τα πρωτογενή χαρακτηριστικά των ανθρωπογενών αποθέσεων (Karkanas et al. 1999, 2000, 2002, Karkanas 2001, Shahack-Gross et al. 2004).
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
139
Γενικά βοηθήματα ιζηματολογίας και περιβαλλόντων απόθεσης Collinson, J. D. & D. B. Thompson 1982 Sedimentary Structures. London: George Allen and Unwin. Lowe, J. J. & M. J. Walker 1997 Reconstructing Quaternary Environments, 2nd edition. New York: John Wiley & Sons, Inc. Reading, H. G. 1996 Sedimentary Environments: Processes, Facies and Stratigraphy, 3rd edition. Oxford: Blackwell Science. Roberts, N. 1989 Holocene: an Environmental History. Oxford: Blackwell. Tucker, M. E. 2003 Sedimentary Rocks in the Field, 3rd edition. Chichester: John Wiley & Sons Inc. [The Geological Field Guide Series].
Εισαγωγή στα αρχαιολογικά ιζήματα και αποθέσεις Courty, M. A., P. Goldberg & R. I. Macphail 1989 Soils and Micromorphology in Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Davidson, D. A. & M. L. Shackley 1976 Geoarchaeology: Earth Science and the Past. Boulder: Westview Press. Goldberg, P., V.T. Holliday & C. R. Ferring 2001 Earth Sciences and Archaeology. New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers. Goldberg, P. & R. I. Macphail 2005 Practical and Theoretical Geoarchaeology. Malden: Blackwell. Rapp, G. Jr. & C. L. Hill 1998 Geoarchaeology: The Earth-Science Approach to Archaeological Interpretation. New Haven: Yale University Press. Waters, M. R. 1992 Principles of Geoarchaeology: A North American Perspective. Tuscon: The University of Arizona Press.
Πρακτικές αρχαιολογικής στρωματογραφικής ανάλυσης Farrand, W. R. 1984 Stratigraphic classification: Living with the law. Quarterly Review of Archaeology 5: 1-5 Gasche, H. & Ο. Tunca 1983 Guide to archaeostratigraphic classification and terminology: Definitions and principles. Journal of Field Archaeology 10: 325-35. Harris, E. 1989 Principles of Archaeological Stratigraphy, 2nd edition. London: Academic Press.
Παραδείγματα εφαρμογών Barham A. J. & R. I. Macphail 1995 Archaeological Sediments and Soils: Analysis, Interpretation and Management. London: UCL, Institute of Archaeology. Collins, M. E., B. J. Carter, B. G. Gladfleter & R. J. Southard 1995 Pedological Perspectives in Archaeological Research. Wisconsin: SSSA Special Publication No 44. Goldberg, P., D. T. Nash & M. D. Petraglia 1993 Formation Processes in Archaeological Context. Wisconsin: Prehistory Press. Karkanas, P., R. Shahack-Gross, A. Ayalon, M. Bar-Matthews, R. Barkai, A. Frumkin, A. Gopher & M. Stiner 2007 Evidence for habitual use of fire at the end of the Lower Paleolithic: Site formation processes at Qesem Cave, Israel. Journal of Human Evolution 53: 197-212. Matthews, W., C. A. I. French, T. Lawrence, D. F. Cutler & M. K. Jones 1997 Microstratigraphic traces of site formation processes and human activities. World Archaeology 29: 281-308. Stein, L. K. & W. R. Farrand 1987 Archaeological Sediments in Context, Peopling of the Americas, No1. Orono, Maine: Center for Studies of Early Man.
140
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΡΚΑΝΑΣ
Εφαρμογές στην Ελλάδα Α) Εφαρμογές στον περιβάλλοντα χώρο (σε συνδυασμό με γεωμορφολογική ανάλυση) Ammerman, A. J. 1996 The Eridanos valley and the Athenian Agora. American Journal of Archaeology 100: 699-715. Kraft, J. C., S. E. Aschenbrenner & G. J. Rapp 1977 Paleogeographic reconstruction of coastal Aegean archaeological sites. Science 195: 941-7. Pope, K. O. & T. H. Van Andel 1984 Late Quaternary alluviation and soil formation in the southern Argolid: Its history, causes and archaeological implications. Journal of Archaeological Science 11: 281-306. Van Andel, T. H., E. Zangger, & A. Demitrack 1990 Land use and soil erosion in prehistoric and historical Greece. Journal of Field Archaeology 17: 379-96. Wagstaff, J. M. 1981 Buried assumptions: some problems in the interpretation of the “younger fill” raised by recent data from Greece. Journal of Archaeological Science 8: 247-64.
Β) Εφαρμογές σε επίπεδο θέσης Bailey, G. & J. Woodward 1997 The Klithi deposits: sedimentology, stratigraphy and chronology. In Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece, Vol. 1 (ed. G. N. Bailey): 61-94. Cambridge: McDonald Institute. Farrand, W. R. 2000 Depositional History of Franchthi Cave. Sediments Stratigraphy and Chronology. Bloomington and Indianapolis: Indiana University Press [Excavations at Franchthi Cave, Greece, Fascicle 12]. Woodward, J. 1997 Late Pleistocene rockshelter sedimentation at Klithi. In Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece. Vol. 2 (ed. G. N. Bailey): 361-76. Cambridge: McDonald Institute. 1997 Late Pleistocene rockshelter sedimentation at Megalakkos. In Klithi: Palaeolithic settlement and Quaternary landscapes in northwest Greece. Vol. 2 (ed. G. N. Bailey): 376-94. Cambridge: McDonald Institute.
Γ) Εφαρμογές μικρομορφολογικής ανάλυσης French, C. A. I. & T. M. Whitelaw 1999 Soil erosion, agricultural terracing and site formation processes at Makriani, Amorgos, Greece: The micromorphological perspective. Geoarchaeology 14: 151-89. Karkanas, P. 2001 Site formation processes in Theopetra cave: Α record of climatic change during the Late Pleistocene and early Holocene in Thessaly, Greece. Geoarchaeology 16: 373-99. 2002 Micromorphological studies in Greek prehistoric sites: New insight in the interpretation of the archaeological record. Geoarchaeology 17: 237-59. 2006 Late Neolithic household activities in marginal areas: The micromorphological evidence from the Kouveleiki caves, Peloponnese, Greece. Journal of Archaeological Science. 33: 1628-41. 2007 Identification of lime plaster in prehistory using petrographic methods: A review and reconsideration of the data on the basis of experimental and case studies. Geoarchaeology 22: 775-95. Καρκάνας, Π. 2001 Διαδικασίες δημιουργίας των αποθέσεων του Δισπηλιού: Η συμβολή της μικρομορφολογίας. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 13: 631-42. Καρκάνας, Π. & Ν. Ευστρατίου 2003 Αναζητώντας τον καθημερινό χρόνο στη Νεολιθική Μάκρη: Μικροδομή και μικροστρωματογραφία δαπέδων, επιφανειών χρήσης και εξωτερικών χώρων του οικισμού. Το Αρχαιολογικό ΄Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 15: 1-8.
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΈΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΓΕΩΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
Summary Introductory concepts of Geoarchaeology Panagiotis Karkanas
Geoarchaeology in its broader definition is the use of geoscience techniques and concepts in solving archaeological problems. Geoarchaeology has traditionally been practiced at the landscape/ geomorphic and site level. Landscape-level geoarchaeology is of regional perspective scale aiming: a) to recognize of how natural and humaninduced processes alter the landscape and b) to reconstruct the landscape for understanding site locations and distributions. Site-level geoarchaeology, on the other hand, is concerned with the deposits of an archaeological site, and with what people have left behind. It is focused on the formation processes that built the site and actually deals with archaeological sediments sensu stricto. Archaeological deposits are the complex result of natural and anthropogenic processes during the formation of the site and its consequent
141
abandonment. Natural sediments are accumulating either mechanically, biologically or chemically on or near the earth’s surface. Soils are the product of biological activity and weathering of sediment or rock over time. Both sediments and soils can contain the remains of the human past. Anthropogenic processes result in accumulation, modification, or reworking of materials on the earth’s surface. Examples are burnt remains (ash, charcoal, phytoliths etc.), organic remains (dung, coprolites etc), and construction materials (mudbricks, earthworks, mud and lime floors, etc.). Sediments and stratigraphy provide the ultimate context for the archaeological findings. In contrast to landscape geoarchaeology, the study of occupational deposits demands a non-traditional analysis and approach a so called sedimentary contextual analysis, or micromorphology.
142
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
143
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ:
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΛΙΜΝΑΙΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΛΥΝΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ανάλυση γύρης και λοιπών παλυνομόρφων1 έχει καθιερωθεί ως μια από τις βασικές μεθόδους μελέτης των αλληλεπιδράσεων του προϊστορικού ανθρώπου και του φυσικού περιβάλλοντος (Iversen 1941, Behre 1990, Konigsson, 1989, Kούλη & Δερμιτζάκης 2002), ειδικά μετά την εξάπλωση της καλλιέργειας της γης κατά τη Νεολιθική περίοδο. Η δυνατότητα ή μη ανίχνευσης της πρώιμης επιρροής του ανθρώπου στην παλαιοβλάστηση με τη μέθοδο της ανάλυσης γυρεοκόκκων στην Ελλάδα αποτελεί σημείο έντονων συζητήσεων (Willis & Bennett 1994, 1996, Magri 1996, Edwards et al. 1996). Στην πλειοψηφία των δημοσιευμένων Ολοκαινικών παλυνολογικών διαγραμμάτων από την Ελλάδα δεν εμφανίζονται στοιχεία για εκτεταμένη γεωργική δραστηριότητα νεώτερη από περίπου 6000 χρόνια πριν από σήμερα (Bottema 1974, 1979, Willis 1994). Η τοπικής σημασίας επιρροή του νεολιθικού ανθρώπου στην παλαιοβλάστηση αποδόθηκε στη χρήση πρωτόγονων τεχνολογιών για την καλλιέργεια της γης και στην μικρή πυκνότητα του πλυθησμού (Willis & Bennett 1994). Όμως ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός νεολιθικών θέσεων που 1
ανακαλύπτεται στη βόρεια Ελλάδα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για την ανάπτυξη εκτεταμένων γεωργικών δραστηριοτήτων στην περιοχή. Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημα για το αν τα δεδομένα που έχουν μέχρι σήμερα χρησιμοποιηθεί είναι κατάλληλα για την ανίχνευση την επιρροής του ανθρώπου στην βλάστησης καθώς α) η ανάλυση των παλυνοφασμάτων είναι αρκετά χαμηλή (Edwards et al. 1996), β) η πλειοψηφία των διαγραμμάτων είναι από θέσεις μακριά από γνωστούς μέχρι σήμερα οικισμούς (Janssen 1986, Bos & Janssen 1996) και γ) τα ιζήματα που έχουν αναλυθεί δεν είναι κατάλληλα για ανίχνευση της επιρροής της πρώιμος καλλιέργειας στη βλάστηση (Bottema 1979). Στόχος της παλυνολογικής έρευνας στη λίμνη Ορεστιάδα της Καστοριάς είναι η διερεύνηση και ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος στην περιοχή του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού και η εκτίμηση της επιρροής της ανθρώπινης δραστηριότητας στην παλαιοβλάστηση. Τα παλυνολογικά διαγράμματα που προέκυψαν από την μικροσκοπική ανάλυση εμφανίζουν ισχυρά στοιχεία για έντονη ανθρωπογενή επιρροή στο φυσικό περιβάλλον, η οποία συμπίπτει χρονικά με τη νεολιθική κατοίκηση στην περιοχή.
΄Όλα τα ανθεκτικά στο υδροχλωρικό και υδροφθορικό οξύ (HCl και HF), οργανικού τοιχώματος μικροαπολιθώματα που μπορεί να συμμετέχουν σ’ ένα παλυνολογικό παρασκεύασμα.
144
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
ΥΛΙΚΟ ΜΕΛΕΤΗΣ
Μελετήθηκαν δείγματα δύο πυρήνων (Γ25 και Γ26) από το νότιο τμήμα της λίμνης Ορεστιάδας ως προς το ποσοτικό και ποιοτικό τους περιεχόμενο σε γυρεόκοκκους και άλλα παλυνόμορφα. Οι πυρήνες Γ25 και Γ26 παρότι απέχουν μεταξύ τους μόλις 800m, παρουσιάζουν σημαντικές λιθολογικές διαφοροποιήσεις: ο πυρήνας Γ25 περιλαμβάνει φυσικές αποθέσεις της λίμνης, ενώ το ανώτερο τμήμα του πυρήνα του Γ26 αποτελείται από ανθρωπογενείς επιχώσεις αντίστοιχης φάσης με αυτές του λιμναίου οικισμού. Ο συσχετισμός και η χρονολόγηση των δύο πυρήνων (Εικ.1) προέκυψε από βιοστρωματογραφικά και ραδιοχρονολογικά δεδομένα. Οι βιοζώνες συγκέντρωσης γυρεοκόκκων που χρησιμοποιήθηκαν, έχουν προταθεί από το Bottema (1974) για τη ΒΔ Ελλάδα και επιβεβαίωση αυτών έγινε με ανάλυση κατά συστάδες (cluster analysis, Grimm 1987). Λόγω της χαμηλής περιεκτικότητας των αποθέσεων σε οργανική ύλη πραγματοποιήθηκαν AMS 14C ραδιοχρονολογήσεις σε γυρεόκοκκους Πεύκης από τον πυρήνα Γ25 στο εργαστήριο GeoForschungsZentrum του Potsdam (Πίνακας 1). Τα παλυνοφάσματα εκτείνονται χρονικά έως την Όψιμη Παγετώδη περίοδο, παρέχοντας έτσι μια συνεχή καταγραφή της ιστορίας της βλάστησης για τα τελευταία 14000 χρόνια περίπου (Κούλη 2002). Συνοπτικά, η ζώνη W αντιστοιχεί στην Όψιμη Παγετώδη περίοδο και χαρακτηρίζεται από ανοικτή βλάστηση με Artemisia (Πίνακας Ι, φωτ. 6) και Chenopodiaceae (Πίνακας Ι, φωτ. 12), η δε υποζώνη W3 αντικατοπτρίζει την πρώιμη εξάπλωση του κωνοφόρου δάσους στο τέλος της τελευταίας Παγετώδους περιόδου. Η αρχή του Ολοκαίνου (ζώνη Χ, 10500-8000BP) χα-
Εικ. 1 Λιθολογία, συσχετισμός και χρονολόγηση πυρήνων Γ25 και Γ26.
ρακτηρίζεται από την εξάπλωση ανοικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους στην περιοχή, ενώ η ζώνη Υ αντιπροσωπεύει για την περιοχή την περίοδο της μέγιστης εξάπλωση των δασικών φυτών (βελανιδιές, πεύκα, έλατα, σκυλόγαυροι, μελιόγαυροι, φτελιές κ.α). Τέλος, η ζώνη Ζ περιγράφει την διαταραγμένη από την ανθρώπινη δραστηριότητα βλάστηση των τελευταίων 45005000 ετών.
Πίν. 1 Αποτελέσματα AMS ραδιοχρονολόγησης από τον πυρήνα Γ25
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
145
Πιν. Ι Φωτογραφίες παλυνομόρφων από τις αποθέσεις της λίμνης Ορεστιάδας. Η κλίμακα αντιστοιχεί σε 10μ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ. Φωτ.
1, 2: Pinus (Πεύκη) υψηλή (1) και χαμηλή (2) εστίαση, δείγμα Γ2554. 3: Quercus (δρυς), πολική όψη, υψηλή εστίαση, δείγμα Γ2554. 4, 5: Juglans (καρυδιά), πλάγια πολική όψη, υψηλή (4) και χαμηλή (5) εστίαση, δείγμα Γ2554. 6: Artemisia (αψιθιά), πολική όψη, χαμηλή εστίαση, δείγμα Γ2589. 7: Poaceae (αγροστώδη), χαμηλή εστίαση, δείγμα Γ2554. 8: Plantago lanceolata type, χαμηλή εστίαση, δείγμα Γ2554. 9, 10: Compositae liguliflorae, ισημερινή όψη, υψηλή (9) και χαμηλή (10) εστίαση, δείγμα Γ2554. 11: Cerealia type (δημητριακά), χαμηλή εστίαση, δείγμα Γ2554. 12: Chenopodiaceae, υψηλή εστίαση, δείγμα Γ2589. 13: type 207 (ασκοσπόριο μύκητα), δείγμα Γ2501. 14-15: Spinacia type (σπανάκι), υψηλή (14) και χαμηλή (15) εστίαση, δείγμα Γ2586.
Εικ. 2 Παλυνολογικό διάγραμμα του πυρήνα Γ25 για την περίοδο κατοίκησης του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού.
146 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
Εικ. 3 Παλυνολογικό διάγραμμα του πυρήνα Γ26 για την περίοδο κατοίκησης του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού.
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ 147
148
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
Εικ. 4 Αναπαράσταση της παλαιοβλάστησης στην περιοχή του λιμναίου οικισμού και της εξέλιξής της στο χρόνο.
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
149
Πίν. 2 Προσδιορισθέντες μορφότυποι γυρεοκόκκων και εδώδιμα είδη που αυτοί περιλαμβάνουν
Το ενδιαφέρον της έρευνας εστιάζεται στη ζώνη Υ, που -για τα αδιατάρακτα από τον άνθρωπο περιβάλλοντα- αντιπροσωπεύει το διάστημα κατά το οποίο τα δάση παρουσιάζουν τη μέγιστη εξάπλωσή τους στην ιστορία της Β. Ελλάδας τόσο από άποψη πυκνότητας όσο και ποικιλότητας. Η εγκατάσταση του προϊστορικού Δισπηλιώτη στην περιοχή αφήνει έντονα σημάδια στη φυσική βλάστηση. Για το διάστημα της ανθρωπογενούς επιρροής στο περιβάλλον αναγνωρίσθηκαν 7 τοπικές βιοζώνες συγκέντρωσης γυρεοκόκκων (χλωριδικές φάσεις Di-I έως Di-VII) βάσει της διακύμανσης του λόγου δενδρωδών/μη δενδρωδών φυτών (ΑΡ/ΝΑΡ), οποίος εκφράζει τη μεταβολή της έκτασης και πυκνότητας του δάσους, το δε ανθρωπογενές τοπίο κάθε χλωριδικής φάσης περιγράφηκε με βάση τα είδηδείκτες καλλιέργειας και βοσκής (Εικ. 2-3).
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΒΛΑΣΤΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η βλάστηση της λεκάνης της Καστοριάς (Εικ. 4) πριν την εγκατάσταση του νεολιθικού ανθρώπου στην περιοχή (χλωριδική φάση Υa) χαρακτηρίζεται από πυκνά δάση, τα οποία εξαπλώνονται ακόμα και στις περιοχές κοντά στη λίμνη Ορεστιάδα. Κάτω από τη ζώνη του κωνοφόρου δάσους, με πεύκα (Pinus, Πίνακας Ι, φωτ. 1-2) και έλατα (Abies), εξαπλώνεται μια μικρή ζώνη με δάσος οξιάς (Fagus), ενώ στα ενδιάμεσα και
χαμηλά υψόμετρα κυριαρχεί το μικτό φυλλοβόλο δρυοδάσος με σημαντική συμμετοχή του σκυλόγαυρου (Carpinus/Ostrya type), της φλαμουριάς (Tilia), της φουντουκιάς (Corylus), της μουρτζιάς (Crataegus monogyna type) και της φτελιάς (Ulmus). Η ποώδης βλάστηση παρότι περιορίζεται σε μια στενή ζώνη γύρω από τη λίμνη, εμφανίζει μεγάλη ποικιλότητα, χαρακτηριστικό της ανοικτής βλάστησης στην ηπειρωτική Ελλάδα ακόμα και σήμερα (Polunin 1980). Ενδεικτικά, αναφέρουμε την παρουσία του λυκίσκου (Humulus lupulus), της τσουκνίδας (Urtica doica) και του πετρόχορτου (Sedum type). Στα αμμώδη εδάφη γύρω από τη λίμνη φύεται τριφύλλι της άμμου (Spergoula arvensis), μολόχες (Malva) και στις όχθες σκλήθρα (Alnus). Σημαντική είναι η συνεχής παρουσία γυρεοκόκκων καρυδιάς (Juglans, Πίνακας Ι, φωτ. 4-5) ήδη από την φάση Ya και για όλες τις χλωριδικές φάσεις, καθώς φαίνεται ότι αποτελεί μέρος της φυσικής βλάστησης της περιοχής συμμετέχοντας στη σύσταση του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους. Η εμφάνιση της καρυδιάς περίπου 7500 χρόνια πριν από σήμερα αποσυνδέει το δέντρο αυτό από τη σχέση που του είχε αποδοθεί με τον άνθρωπο (Beug 1962, Αthanasiadis 1975, Filipovitch 1977, Bottema 1974, 1980) και το κατατάσσει στα ιθαγενή φυτά της Βαλκανικής Χερσονήσου (Κούλη & Δερμιτζάκης 1999, Κούλη 2002). Τα πρώτα σημάδια διαταραχής της φυ-
150
σικής βλάστησης καταγράφονται κατά την χλωριδική φάση Di-I, οπότε παρατηρείται σταδιακή υποχώρηση του δάσους, ενώ αρχίζει να επεκτείνεται η χαμηλή βλάστηση. Τα δέντρα που επηρεάζονται αρχικά είναι τα πεύκα και τα έλατα και στη συνέχεια οι βελανιδιές. Παρότι ο βιότοπος των κωνοφόρων βρίσκεται μακρύτερα από τον οικισμό σε σχέση με αυτόν του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους, η υποχώρηση του οφείλεται στην προτίμηση που έδειχνε ο Δισπηλιώτης για τη χρήση κωνοφόρων δέντρων ως δομικού υλικού για τις καλύβες του (Ντίνου 2002). Αντίθετα, η υποχώρηση του δρυοδάσους αποδίδεται σε σταδιακή εκχέρσωση περιοχών για χρήσεις καλλιέργειας και βοσκής. Αρχικά, ως χώροι καλλιέργειας και βοσκής χρησιμοποιήθηκαν οι λίγες ανοικτές εκτάσεις που προϋπήρχαν και όταν αυτές πλέον δεν επαρκούσαν, προς το τέλος της φάσης Di-I, άρχισε η αποψίλωση των κοντινών περιοχών του δρυοδάσους. Η έναρξη της καλλιέργειας στην περιοχή διαπιστώνεται από την εμφάνιση μικρών ποσοστών δημητριακών (Cerealia type) και την ταυτόχρονη αύξηση των ζιζανίων (Compositae liguliflorae και tubuliflorae, Rumex acetoca, Rannunculus acris) καθώς και μορφοτύπων οι οποίοι περιλαμβάνουν εδώδιμα φυτά π.χ. Brassicaseae, Apiaceae, Leguminosae (Πίνακας 2). H παρουσία των παραπάνω μορφοτύπων στα φάσματα δεν πιστοποιεί την ύπαρξη των ειδών αυτών, άλλα αποτελεί ένδειξη παρουσίας τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αύξηση της παρουσίας των παραπάνω μορφοτύπων μπορεί να συνδεθεί με τη δράση του ανθρώπου. Αντίστοιχα, η βοσκή πιστοποιείται από τη γενικότερη μορφή της ανοικτής βλάστησης με πλήθος ζιζανίων καθώς και την παρουσία του κοπρόφιλου μύκητα Sordaria (van Geel et al. 2003). Σκλήθρα, κυπερώδη και πτεριδόφυτα αποτελούν τη βλάστηση της όχθης, ενώ οι καλαμιώνες είναι πολύ περιορισμένοι και η υδροχαρής βλάστηση αποτελείται από σπαργάνια, Ceratophyllum και νούφαρα. Η υποχώρηση-αποψίλωση των δασών γίνεται συστηματικότερη κατά την χλωριδική φάση Di-II, παρέχοντας σαφέστερα στοιχεία για τη δράση του νεολιθικού Δισπηλιώ-
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
τη. Τα πεύκα και οι βελανιδιές υποχωρούν, δίνοντας τη θέση τους σε εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση. Η σημαντική εξάπλωση των αγρωστωδών (Poaceae, Πίνακας Ι, φωτ. 7) και δημητριακών (Cerealia type, Πίνακας Ι, φωτ. 11) και η συντριπτικά μεγαλύτερη παρουσία δημητριακών στα φάσματα του πυρήνα Γ26 συνηγορούν υπέρ της τοποθέτησης των χώρων καλλιέργειας σε άμεση γειτνίαση με το λιμναίο οικισμό, σε συμφωνία με την αρχαιοβοτανική έρευνα, η οποία έχει προτείνει τη χρήση χωραφιών με τη μορφή κήπων στο εσωτερικό του οικισμού (Μαγκαφά 2002). Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση γυρεόκοκκων Spinacia type (σπανάκι, Chenopodiaceae, Πίνακας Ι, φωτ. 14-15) τόσο στη φάση Di-II όσο και σε φάσματα κατώτερα από αυτή (φάση Υα). Τα ευρήματα αυτά είναι σημαντικά, παρά το μικρό πλήθος τους, διότι στοιχειοθετούν την προέλευση του φυτού από τη Βαλκανική (Mulder 1996α), και επιπλέον αφορούν εδώδιμο φυτό, το οποίο βρισκόταν στη διάθεση του προϊστορικού πληθυσμού της περιοχής. Έξω και γύρω από τον οικισμό υπήρχαν εκτεταμένα λιβάδια, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος χρησιμοποιούνταν για βοσκή, όπως πιστοποιείται από την έντονη παρουσία ζιζανίων, ειδικά των Compositae liguliflorae (Πίνακας Ι, φωτ. 9-10), Plantago lanceolata (Πίνακας Ι, φωτ. 8) και Ranunculaceae (Behre 1981) και συστάδων με σκληρόφυλλες αρκεύθους (Juniperus).Τα δέντρα γύρω από την όχθη περιορίζονται, πιθανώς εξ’ αιτίας της χρήσης του σκλήθρου ως δομικό υλικό για τις καλύβες (Ντίνου 2002), ενώ η υδροχαρής βλάστηση, σπαργάνια, νούφαρα και λίγοι καλαμιώνες, εμφανίζεται σχετικά σταθερή. Η εξάπλωση του μεικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους, που χαρακτηρίζει τη χλωριδική φάση Di-III, αποδίδεται σε περιβαλλοντικές μεταβολές και δε συμβαδίζει με αντίστοιχη μείωση της έκτασης της καλλιέργειας. Αντίθετα, η καλλιέργεια, ιδιαίτερα των δημητριακών, παρουσιάζεται εντατικοποιημένη, ενώ η ταυτόχρονη μείωση των ειδών-δεικτών βοσκής (Chenopodiaceae, Rumex acetosa κ.α.) δείχνει ότι το δάσος επεκτάθηκε σε
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
εκτάσεις οι οποίες χρησίμευαν ως βοσκότοποι. Επέκταση των δασών έχει καταγραφεί και σε άλλες θέσεις της βόρειας Ελλάδας για την περίοδο 6500-5000 ΒΡ (ζώνη Υ2) και έχει αποδοθεί σε αύξηση της θερμοκρασίας κατά το θέρος (Bottema 1974, Willis 1994). Παρόλα αυτά, η ταύτιση της έναρξης της ζώνης Υ2 με τη χλωριδική φάση Di-III είναι παρακινδυνευμένη, λόγω του έντονου πολιτιστικού φίλτρου που ελέγχει τα φάσματα των δύο πυρήνων. Τα δάση υποχωρούν κατά τη διάρκεια της χλωριδικής φάσης Di-IV, με εντονότερη υποχώρηση αυτή του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους. Η υποχώρηση του δάσους επηρεάζει τις βελανιδιές (Quercus, Πίνακας Ι, φωτ. 3) στα χαμηλά-ενδιάμεσα υψόμετρα, τα πεύκα στα ενδιάμεσα-υψηλά, αλλά και τους σκυλόγαυρους, δέντρα που μέχρι τότε συμμετείχαν στη σύνθεση του μικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους. Η υποχώρηση του δάσους οφείλεται στην οικολογική πίεση του οικισμού και τη διαρκή εκμετάλλευση της ξυλείας ως πρώτη ύλη για δομικό υλικό (πεύκα και έλατα) και καύση (βελανιδιές), όπως αποδεικνύεται από την ανθρακολογική έρευνα (Ντίνου 2002). Οι αποψιλωμένες περιοχές χρησιμοποιούνται για την επέκταση της καλλιέργειας δημητριακών και άλλων κηπευτικών (Brassicaceae, Leguminosae και Apiaceae) και ως βοσκότοποι. Η μορφή της ανοικτής βλάστησης, τα είδη-δείκτες βοσκής καθώς και η εντονότερη, απ’ ότι σε άλλες φάσεις, παρουσία των κοπρόφιλων μυκήτων της οικογένειας των Sordariaceae (van Geel et al. 1981/82, 1989, 2003) υποδεικνύουν εκτεταμένη κτηνοτροφία στην περιοχή. Επιπλέον η αυξημένη παρουσία του μύκητα type 207 (Πίνακας Ι, φωτ. 13), ο οποίος υποδηλώνει αυξημένη εισροή κλαστικού υλικού στο λιμναίο οικοσύστημα (van Geel et al. 1989), είναι χαρακτηριστική της διάβρωσης των αποψιλωμένων εδαφών. Η σταδιακή εξάπλωση των πεύκων και σε μικρότερο βαθμό της βελανιδιάς, η αύξηση των δεικτών καλλιέργειας, κυρίως δημητριακών, και η μείωση των ειδών δεικτών βοσκής χαρακτηρίζουν τη φάση Di-V. Η φάση Di-VI χαρακτηρίζεται από υπο-
151
χώριση της δασικής βλάστησης, τόσο των δασών με κωνοφόρα όσο και των δρυοδασών. Για πρώτη φορά, η εκμετάλλευση των δασών επηρεάζει και δέντρα τα οποία συμμετέχουν με μικρότερους αριθμούς στη σύνθεση του δάσους, όπως οι οξιές, οι γαύροι, οι σφένδαμοι, ενώ τη γενικότερη εικόνα δεν ακολουθούν οι καρυδιές, οι ιτιές, οι φλαμουριές και οι φτελιές. Αντίθετα, τα είδη δείκτες καλλιέργειας αγγίζουν τη μέγιστη εξάπλωσή τους και τα αντίστοιχα είδη δείκτες βοσκής παρουσιάζονται πολύ αυξημένα. Η χαμηλή στάθμη της λίμνης δημιουργεί πλήθος υγρολίβαδων, μέρος των οποίων χρησιμοποιείται για καλλιέργεια κηπευτικών (Apiaceae). Η υπόλοιπη υδρόφιλη βλάστηση αποτελείται από μολόχες, κυπερώδη και σκλήθρα. Μέσα στη λίμνη συναντούμε αρκετούς καλαμιώνες, ψαθιά και σπαργάνια. Η εικόνα σταδιακής ανάκαμψης της φυσικής βλάστησης που παρουσιάζει η χλωριδική φάση Di-VII μπορεί να αποδοθεί σε σταδιακή εγκατάλειψη των δραστηριοτήτων που επηρεάζουν το περιβάλλον της περιοχής του οικισμού. Οι χώροι καλλιέργειας και βοσκής υποχωρούν σταδιακά -όπως συνάγεται από την πτώση των τιμών όλων των ειδών δεικτών- με τέτοιο ρυθμό, όμως, που επιτρέπει την ταυτόχρονη εξάπλωση του μεικτού φυλλοβόλου δρυοδάσους. Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το μέγιστο της παρουσίας του Brachysporium, μύκητα που συμβάλει στην αποσύνθεση του ξύλου (van Geel et al. 1981/82). Η σταθερή παρουσία του σε όλες τις φάσεις του οικισμού είναι λογικό επακόλουθο της φυσικής φθοράς που παρουσίαζαν οι ξύλινες καλύβες του λιμναίου οικισμού. Η μέγιστη εξάπλωσή του στην τελευταία χλωριδική φάση του οικισμού πιθανώς συνδέεται με εγκατάλειψη του οικισμού και την κατά συνέπεια ταχύτερη φθορά των καλυβών. Μετά την εγκατάλειψη του λιμναίου οικισμού, η βλάστηση θυμίζει την εικόνα πριν την εγκατάσταση του ανθρώπου στην περιοχή. Περιφερειακά της λίμνης φύεται το μεικτό φυλλοβόλο δρυοδάσος, ενώ οι ανοικτές εκτάσεις έχουν περιοριστεί. Στα λιβάδια γύρω από τη λίμνη φύονται αγρωστώδη, Compositae liguliflorae και tubuliflorae
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
152
και Caryophyllaceae καθώς και συστάδες με αρκεύθους, ενώ στις όχθες λίμνης φύονται σκλήθρα. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η μικρή αλλά σταθερή σ’ όλη τη διάρκεια της φάσης Yb παρουσία των δημητριακών και του κοπρόφιλου μύκητα Sordaria. Η παρουσία του ανθρώπου στο χώρο συνεχίσθηκε και μετά την εγκατάλειψη του λιμναίου οικισμού. Το γεγονός όμως ότι η παρουσία αυτή διαπιστώνεται κυρίως από την καλλιέργεια δημητριακών και τη βοσκή ζώων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η περιοχή δράσης του ανθρώπου απομακρύνεται σταδιακά από τη νότια όχθη της λίμνης.
ΠΑΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ
Η διαταραχή της φυσικής βλάστησης από το νεολιθικό κάτοικο του Δισπηλιού είναι έντονα αποτυπωμένη στις 7 χλωριδικές φάσεις που αναγνωρίστηκαν στα παλυνοφάσματα της λίμνης Ορεστιάδας. Πρόκειται για 3 περιόδους αυξημένης επιρροής (DiII, Di-IV και Di-VI ) της δραστηριότητας του ανθρώπου στο περιβάλλον, διαχωριζόμενες από περιόδους όπου η ανθρώπινη επιρροή στο περιβάλλον είναι περιορισμένη (Di-I, DiIII, Di-V και Di-VII). Η φάση Di I παρέχει τα πρώτα στοιχεία διαταραχής, σε μικρή κλίμακα, της φυσικής βλάστησης από τον άνθρωπο. Κατά τη φάση αυτή η επίδραση του ανθρώπου στην βλάστηση ήταν μικρή κάτι το οποίο πιθανά να αντικατοπτρίζει έναν μικρό αρχικά πληθυσμό. Οι φάσεις Di-II, Di-IV και Di-VI αντιπροσωπεύουν τρεις κύριες περιόδους υποχώρησης της φυσικής δασώδους βλάστησης, ιδιαίτερα από τα ενδιάμεσα υψόμετρα, υπό την οικολογική πίεση του ανθρώπου. Η μορφή και η ένταση της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων κατά τη διάρκειά τους διαφέρει. ΄Έτσι, ενώ στις φάσεις Di-II και Di-VI τα παλυνοφάσματα παρουσιάζουν εικόνα έντονης καλλιέργειας της γης, κατά τη φάση Di-IV η έμφαση δίδεται στην κτηνοτροφία. Η μέγιστη διαταραχή του φυσικού περιβάλλοντος εμφανίζεται κατά τη φάση Di-IV, όπου και παρατηρείται εκτεταμένη διάβρωση των εδαφών γύρω από τον λιμναίο οικισμό ως
αποτέλεσμα της αποψίλωσης των δασών. Τις παραπάνω φάσεις μπορούμε να τις συσχετίσουμε με τις «τρεις περιόδους έντονης οικοδομικής δραστηριότητας» που ανιχνεύθηκαν κατά τη μελέτη των αρχιτεκτονικών «ευρημάτων» της ανασκαφής του Δισπηλιού (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002). Οι ενδιάμεσες χλωριδικές φάσεις (Di-II και Di-V) αντιπροσωπεύουν περιόδους κατά τις οποίες η επίδραση του νεολιθικού ανθρώπου στη βλάστηση δεν είναι τόσο έντονη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, κατά τις φάσεις αυτές, ο οικολογικός παράγοντας «άνθρωπος» είναι ανενεργός. Η καλλιέργεια, ιδιαιτέρως δημητριακών, αλλά και η κτηνοτροφία συνεχίζονται στην περιοχή, αλλά με σαφώς μικρότερη ένταση, επιτρέποντας την εξάπλωση της φυσικής βλάστησης. Γενικά, παρατηρείται ότι η εξάπλωση των δασών δεν επηρεάζει τους χώρους καλλιέργειας, οι οποίοι και εντοπίζονται δίπλα ή και μέσα στον οικισμό, αλλά την έκταση των βοσκοτόπων. Τέλος, η φάση Di-VII αντιπροσωπεύει τη σταδιακή υποχώρηση της οικολογικής πίεσης του ανθρώπου στο περιβάλλον και πιθανά τη σταδιακή αποχώρηση των κατοίκων του λιμναίου οικισμού, βάσει και των αρχαιολογικών δεδομένων (Χουρμουζιάδης 1996). Παρά την εγκατάλειψη, όμως, του λιμναίου οικισμού, υπάρχουν πολλά παλυνολογικά στοιχεία ότι η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία στην περιοχή συνεχίζεται αδιάκοπα. Η εμφάνιση και η μορφή εξάπλωσης ορισμένων γυρεοκόκκων στα παλυνολογικά διαγράμματα της λίμνης Ορεστιάδας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η οικογένεια των Leguminosae περιλαμβάνει αρκετά εδώδιμα κηπευτικά (π.χ. κουκί, μπιζέλι, φακή, αρακάς, ρόβη, κ.ά), αλλά και πολλά ζιζάνια. Τα Leguminosae υπάρχουν στα φάσματα των δύο πυρήνων αρκετά πριν τη νεολιθική κατοίκηση του Δισπηλιού, καθώς αποτελούν στοιχείο της ιθαγενούς βλάστησης. Η αυξημένη, όμως, παρουσία τους στις διάφορες χλωριδικές φάσεις του οικισμού υποδεικνύει και την πιθανή καλλιέργεια αυτών. Η αρχαιοβοτανική έρευνα (Μαγκαφά 2002) επιβε-
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
βαίωσε την παρουσία των καρπών των παραπάνω ειδών στα στρώματα του οικισμού. Η χαμηλή εκπροσώπηση των γυρεοκόκκων της οικογένειας Leguminoceae στα παλυνοφάσματα έχει διαπιστωθεί και στο παρελθόν από αρκετούς συγγραφείς (Wasylikowa 1986, Mulder 1996β). Παρόλα αυτά, θεωρούμε ότι η αύξηση της παρουσίας της οικογένειας αυτής σε πολιτισμικά στρώματα μπορεί να αποτελέσει δείκτη καλλιέργειας. Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και για τις οικογένειες των Brassicaceae (κουνουπίδι, λάχανο, βρούβα κ.ά.) και των Apiaceae (σέλινο, μάραθο, άνιθο, κ.ά.), με μόνη δια-
2
153
φορά ότι τα βρώσιμα είδη των παραπάνω οικογενειών δεν ανιχνεύονται από την αρχαιοβοτανική έρευνα. Κατά συνέπεια, η καλλιέργεια τους από το νεολιθικό Δισπηλιώτη είναι πιθανή αλλά όχι αποδεδειγμένη. Η παρουσία των παραπάνω taxa καθώς και η μορφή της εξάπλωσής τους, σε συνδυασμό και με τα αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα μας οδηγούν στην πρόταση καθιέρωσης αυτών ως είδη-δείκτες καλλιέργειας για την περιοχή, σύμφωνα με τον ορισμό των Bottema και Wolding (1990)2 για καθιέρωση ειδών-δεικτών για την Ανατολική Μεσόγειο.
«Όταν τα αρχαιολογικά ευρήματα μπορούν να συνδυαστούν χρονολογικά με τα παλυνολογικά φάσματα μπορεί να ανιχνευθούν πιθανά είδη δείκτες από τη μορφή που παρουσιάζουν οι καμπύλες τους σε σχέση με την γνωστή ανθρώπινη δραστηριότητα στην περιοχή»
154
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Athanasiadis, N. 1975 Zur postglazialen Vegetationsentwicklung von Litochoro Katerinis und Pertouli Trikalon (Griechenland). Flora 164: 99-132. Behre, K.-E. 1981 The interpretation of anthropogenic indicators in pollen diagrams. Pollen et spores XXIII(2): 225-45. 1990 Some reflections on anthropogenic indicators and the record of prehistoric occupation phases in pollen diagrams from the Near East. Ιn Man’s Role in the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape. (ed. S. Bottema, G. Entjes-Nieborg & W. van Zeist): 219-30. A. A. Balkema. Beug, H.-J. 1962 Pollen analytical arguments for plant migrations in south Europe. Pollen et spores IV(2): 23-4. Bos, J. A. A. & C. R. Janssen 1996 Local impact of Paleolithic man on the environment during the end of the last glacial in the Netherlands. Journal of Archaeological Science 23: 731-9. Bottema, S. 1974 Late Quaternary Vegetation History of Northwestern Greece. Groningen: Rijksuniversiteit te Groningen [Ph.D. thesis]. 1979 Pollen analytical investigations in Thessaly (Greece). Palaeohistoria XXI: 19-40. 1980 On the history of walnut (Juglans regia L.) in southeastern Europe. Acta Botanica Neerlandia 29(5/6): 343-9. Bottema, S. & H. Woldring 1990 Anthropogenic indicators in the pollen record of the Eastern Mediterranean. In Man’s Role n the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape (ed. S. Bottema, G. Entjes-Nieborg & W. van Zeist): 231-64. Edwards, K. J., P. Halstead & M. Zvelebil 1996 The Neolithic transition in the Balkans - archaeological perspectives and palaeoecological evidence: A comment on Willis and Bennett. The Holocene 6: 120-2. Filipovitch, L. 1977 Palynological data for the Postglacial distribution of Juglans in the composition of Bulgarian flora. Phytology 6: 32-7. Grimm, E. 1987 CONISS: a Fortran 77 program for Stratigraphically constrained cluster analysis by the method of incremental sum of squares. Computers & Geoscience 13(1): 13-35. Iversen, J. 1941 Landam i Danmarks Stenalder. Damnarks Geologiske Ondersogelser II [Raeke 66]. Janssen, C. R. 1986 The use of local pollen indicators and of the contrast between regional and local pollen in the assessment of the human impact on the vegetation. In Anthropogenic Indicators in Pollen Diagrams (ed. K.-E. Behre.): 203-8. A. A. Balkema. Konigsson, L.-K. 1989 Pollen analysis in Archaeology and Geoarchaeology. Ιn Geology and Palaeoecology for Archaeologists: Palinuro I (ed. T. Hackens & U. Miller): 81-104. Ravello. Κούλη, Κ. 2002 Παλαιοπεριβαλλοντική και Παλαιοοικολογική Αναπαράσταση της Περιοχής του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιό στη Λίμνη Καστοριάς. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας [Διδακτορική Διατριβή]. Κούλη, Κ. & Μ. Δ. Δερμιτζάκης 1999 Η καρυδιά (Juglans regia LINNE) στην περιοχή της Βαλκανικής Χερσονήσου κατά το Τεταρτογενές: Ιθαγενής βλάστηση ή αλλόχθονη καλλιέργεια. Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Γεωγραφικού Συνεδρίου: 439-448. 2002 Αρχαιοπαλυνολογία και ανθρωπογενές τοπίο. Πρακτικά του Αρχαιολογικού Συμποσίου «Η Προϊστορική Έρευνα στην Ελλάδα και οι προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί προβληματισμοί». Θεσσαλονίκη-Καστοριά, 26-28 Νοεμβρίου 1998: 129-37. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΚΑΙ ΆΝΘΡΩΠΟΣ
155
Μαγκαφά, Μ. 2002 Αρχαιοβοτανική μελέτη του λιμναίου οικισμού του Δισπηλιού Καστοριάς. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Magri, D. 1996 The Neolithic transition and Palaeoecology in the Balkans: A comment on Willis and Bennet. The Holocene 6: 119-20. Mulder, C. 1996α A Multivariate Analysis of the Palaeobiogeographical Patterns of Chenopodiaceae Ventenat in the Old World Settlements. XIII International Congress of Prehistoric and Protohistoric Science. Forli. 1996β Analisi Comparata della Vegetatione Attuale con lo Studio Palinologico di Campioni di Supeice in Differenti Regioni Europee. Roma: Prima Universita’ degli studi di Roma ‘La Sapienza’ [Ph.D. thesis]. Ντίνου, Μ. 2002 Η παλαιοβλάστηση γύρω από το λιμναίο νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού και η χρήση της: Τα δεδομένα της ανθρακολογικής ανάλυσης. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 317-30. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Polunin, O. 1980 Flowers of Greece and the Balkans: A Field Guide. Oxford: Oxford University Press. van Geel, B., J. Buurman, O. Brinkkemper, J. Schelvis, A. Aptroot, G. Reenen, & T.van Hakbijl 2003 Environmental reconstruction of a Roman Period settlement site in Uitgeest (The Netherlands), with a special reference to coprophilous fungi. Journal of Archaeological Science 30: 883-73. van Geel, B., S. J. P. Bohncke & H. Dee 1980/81 A palaeoecological study of an upper Late Glacial and Holocene sequence from De Borchert, The Netherlands. Review of Palaeobotany and Palynology 31: 367-448. van Geel, B., G. R. Coope & T. van der Hammen 1989 Palaeoecology and stratigraphy of the Lateglacial type section at Usselo (The Netherlands). Review of Palaeobotany and Palynology 60: 25-129. Wasylikowa, K. 1986 Plant macrofossils preserved in prehistoric settlements compared with anthropogenic indicators in pollen diagrams. In Anthropogenic Indicators in Pollen Diagrams (ed. K. H. Behre): 173-208. Willis, K. J. 1994 The vegetational history of the Balkans. Quaternary Science Reviews 13: 769-88. Willis, K. J. & K. D. Bennett 1994 The Neolithic transition - fact or fiction? Palaecological evidence from the Balkans. The Holocene 4: 326-30. 1996 The Neolithic transition in the Balkans: Replies to Magri and to Edwards et al. The Holocene 6: 120. Χουρμουζιάδη, Ν. & Τ. Γιαγκούλης. 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1996 Το Δισπηλιό Καστοριάς: ΄Ένας Λιμναίος Προϊστορικός Οικισμός. Θεσσαλονίκη: Κώδικας.
156
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΥΛΗ
Summary Vegetation and man: The evolution of the paleoenvironment of the Dispilio lake settlement from the palynological point of view Katerina Kouli
Palynomorph analysis has long (Iversen 1941; Behre 1990; Konigsson 1989) been used as an aid in investigating the interactions of prehistoric man and his natural environment (Kouli & Dermitzakis 2002), especially after the spread of agriculture in the Neolithic. For south-eastern Europe and particularly Greece a big discussion has started (Willis & Bennett 1994; 1996; Magri 1996; Edwards et al., 1996) on whether early human impact on vegetation can be traced by means of pollen analy-sis. However the majority of the so far published Holocene pollen diagrams from Greece provide little evidence for extensive agriculture before ~ 6000 BP (Bottema 1974; 1979; Willis 1994). In addition the impact of Neolithic man on vegetation was previously considered to be of local importance attributed to low population densities and/ or primitive farming techniques (Willis & Bennett 1994). On the other hand the big number of Neolithic settlements discovered in northern Greece leaves no doubt that there was intensive human activity (agriculture-grazing) in the area. The question that rises refers to whether the available data are inadequate to trace the human impact on vegetation as the resolution of pollen spectra appears low (Edwards et al. 1996), most of the sites used are not close to known settlements (Janssen 1986; Bos & Janssen 1996) and the sediments analyzed are not suitable for tracing the influence of early farming upon vegetation (Bottema 1979). Palynological investigations around the area of Dispilió lake settlement aim to investigate and reconstruct the vegetation patterns of the area at the time of the Neolithic occupation of the site try-
ing to elucidate the relations between natural environment influence and prehistoric human impact. The disturbance of natural vegetation from the Neolithic inhabitant of Dispiliο lake settlement is featured in the 7 Local Pollen Assemblage Zones (LPAZ Di-I to Di-VII) identified. First signs of human influence on vegetation appear in LPAZ Di-I. LPAZ Di-II, Di-IV and Di-VI represent three main periods of retreat of the natural vegetation, especially at intermediate altitudes, under the ecological pressure of the lake settlement. They correspond to different kind or intensity of exploitation of the natural resources. LPAZ Di-II and Di-VI show evidence of intensive cultivation activi-ties, while during LPAZ Di-IV the main human activity appears to be animal husbandry. Those periods of major anthropic disturbance can be correlated with the three periods of major constructing activities described by the archaeological study of the Neolithic settlement (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002). Expansion of forest vegetation observed during LPAZ Di-III and Di-V affects mainly pastures and not cultivated land. The recovery of the natural environment appears slow, possibly as a result of the gradual abandonment of the lake settlement (Χουρμουζιάδης 1996). The abandonment of the Neolithic site takes away the environmental stress on the natural vegetation but the perpetual presence of man -though not so intensive- in the area marks the rest of the vegetation history of Kastoria basin.
157
159
160