ανάσκαμμα | anaskamma 02/2008

Page 1



1




CONTENTS

Editorial

5-11

Neolithic fish hooks from Dispilio, Kastoria Georgia Stratouli 13-24 Man and lake: Fishers and fishing in Prehistoric Dispilio Tatiana Theodoropoulou

The terrestrial economy of a lake settlement: A preliminary report on the faunal assemblage from the first phase of occupation of Dispilio (Kastoria, Greece) Nellie Phoca-Cosmetatou Photogrammetry of archaeological sites and exhibits - in simple words Petros Patias The chronicle of the photogrammetric survey to the Neolithic lakeside settlement of Dispilio, Kastoria Petros Patias, Olga Georgoula & Dimitris Kaimaris In situ preservation of the clay architectural structures from Dispilio: Material characterisation and development of the experimental methodology for its consolidation Panagiotis Theoulakis, Nikolaos-Alexios Stefanis & Giorgos Gerogiannis

25-45 47-68 69-79 81-86

87-94

Examining the relationship between and the essence of the terms: “composition” and “kind” or “species”, as they are applied in certain types of archeological materials. Sarantis Dimitriadis 95-119 Visitors Anastasia Chourmouziadi

121-157


…που λέει ο λόγος! ΣΤΟ ΣΑΜΑΡΙ!

Το Σαμάρι είναι ένα έξαρμα στη ΒΑ πλευρά της αποξηραμένης αρχαίας Βοιβηίδας, της Κάρλας, όπως είναι γνωστή στους κατοίκους της σημερινής Θεσσαλίας. Και το λένε έτσι το εδαφικό αυτό έξαρμα, γιατί όπως το βλέπεις από μακριά, από το αντέρεισμα του Αγίου Αθανασίου, π.χ. μοιάζει με σαμάρι. Το ίδιο και από την ερειπωμένη και για πολλά χρόνια υπό αναστύλωση βυζαντινή εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Όπου, μια πεντακοσαριά μέτρα στ’ ανατολικά καταρρέει και ένα παλιό, εγκαταλειμμένο τώρα, ασβεσταριό και λίγο πιο πέρα η ταβέρνα του «Σούρτα Φέρα», με τις πικραλίθρες από τη Χατζημισιώτικη Μαγούλα, και τα άγρια μανιτάρια και κει ανάμεσα σε τσίγκινα τραπεζάκια και ψάθινες καρέκλες να καταρρέουν οι ώρες της επιστροφής από την έρευνα μέσα στο ρέμα του άλλου Ξεριά, όπου μας κουβάλησαν για να δούμε από κοντά μια σπηλιά με «ζωγραφιές» κατακόκκινες πάνω στους βράχους. Έτσι έλεγε ο πληροφοριοδότης. Άλλο κακό αυτό της λαϊκής Αρχαιολογίας: να μπερδεύονται οι αλήθειες με τα ψέματα και τα όνειρα με την πραγματικότητα. Και η «επίσημη» Αρχαιολογία να είναι υποχρεωμένη όλα να το εξετάζει και όλα να τα ερευνά, μην τύχει και ένα από τα εκατό είναι αλήθεια και τότε; Από το Σαμάρι, λοιπόν, ένα πρωί έφτασαν στα χέρια του Θεοχάρη μια δεκαριά εργαλεία από πυριτόλιθο: trapezoids, lunates. Μεσολιθικά, φώναξε ο Θεοχάρης κι ανοίξαμε τα βιβλία για τις σχετικές συγκρίσεις και την επαλήθευση. Και συμφωνήσαμε όλοι. Τα εργαλεία ήτανε μεσολιθικά, και το Σαμάρι δεν αποκλειόταν να είναι μια μεσολιθική θέση. Και τότε, τα χρόνια εκείνα της έρευνας και της αναζήτησης για να ξετυλιχθεί στα σίγουρα το κουβάρι της ελλαδικής Προϊστορίας, ήτανε όνειρο να μιλάει κανείς για μεσολιθικές θέσεις. Δεν είχαμε ούτε τη Θεόπετρα της Κυπαρίσση ούτε τα αιγαιοπελαγίτικα μεσολιθικά του Σάμψων. Έπρεπε, λοιπόν, να σκαφτεί, ανυπερθέτως, το Σαμάρι. Όσο γινόταν πιο γρήγορα. Έτσι, ένα πρωί, πρέπει να ήτανε Αύγουστος, τη χρονιά δεν τη θυμάμαι, οπωσδήποτε όμως πριν από το ’70, μπροστά ο Μάρκος ο Νικολαράκης, θεός σχωρέστον, με τον πάνινο τορβά, γεμάτο με ανασκαφικά εργαλεία δικής του επινόησης, και το κολατσιό του σε ένα τσίγκινο


6

«σεφέρ τας» και πίσω εγώ με το Δημήτρη το Γούλα, ξεκινήσαμε για το Σαμάρι. Ο Θεοχάρης βιαζότανε. Δεν κρατιότανε με την ιδέα πως θα είχαμε στη διάθεσή μας μια μεσολιθική θέση, πως θα γνωρίζαμε από κοντά ένα «φάντασμα», τη Μεσολιθική Εποχή. Πήραμε και δυο εργάτες από τα Κανάλια και αρχίσαμε το σκάψιμο σε δυο τετράγωνα μόνο. Τη δεύτερη μέρα σκάει μύτη ο πρώτος επισκέπτης. Ένας βοσκός με μια πενηνταριά πρόβατα. Κάθισε κάτω από ένα φουντωμένο θάμνο και άρχισε να ασχολείται με κάτι που δεν καταλαβαίναμε τι. Ο θάμνος ήτανε μακριά από το σκάμμα. Την άλλη μέρα όμως ο επισκέπτης μας άφησε το θάμνο και πλησίασε το σκάμμα. Τότε είδαμε πως με ένα κολοκοτρωνέικο σουγιά σκάλιζε ένα κομμάτι ξύλο. Ξέρω καλά πως αυτοί οι μοναχικοί ποιμένες του κάμπου κάνουνε πώς και πώς για κουβέντα και γι’ αυτό δεν άφησα την αφορμή να πάει χαμένη. -Τι φτιάχνεις εκεί , ρε πατριώτη; του φωνάζω Ο πατριώτης με κοίταξε, κοίταξε και τους άλλους που σκάβανε μέσα στο σκάμμα και μου απάντησε βραχνά -Κι γιατί να σι πω, ισύ μι είπις τι φτιαχνς μέσα στου λάκκο; Την άλλη μέρα ο πατριώτης βοσκός δεν ήρθε, ούτε την άλλη και την παράλλη. Φύγαμε και μεις σε δέκα μέρες, γιατί τέλειωσαν τα λεφτά μας και έμεινε το Σαμάρι έτσι, με δυο λάκκους ίσαμε δυο μέτρα βάθος ανοιχτούς και ένα πράσινο μπουκάλι «κλινέξ», σφηνωμένο στο βάθος της παρειάς του ανατολικού «λάκκου». Αποδείχτηκε πως το Σαμάρι δεν ήτανε η αναζητούμενη μεσολιθική θέση. Δεν ήτανε καν μια προϊστορική θέση. Ένα φτιάξιμο της φύσης ήτανε: της παλιάς λίμνης και του «θεού». Το περίεργο είναι πως σε δυο τρεις μέρες είχα ξεχάσει την περιπέτεια με το Σαμάρι. Τον Πατριώτη όμως, με τον κολοκοτρωνέικο σουγιά δεν έλεγα να τον ξεχάσω. Και ιδιαίτερα δεν έφευγε από το μυαλό μου η βραχνή του φωνή και κείνο το αποστομωτικό « Ισί μι είπις τι φτιαχνς μέσα στου λάκκο;» Στην αρχή έτσι, σαν το παράπονο

…που λέει ο λόγος!

ενός περίεργου, μοναχικού βοσκού. Ύστερα όμως από λίγο καιρό το «παράπονο» καταστάλαξε μέσα μου χωρίς να μου θυμίζει το βοσκό της Κάρλας, γιατί είχε πάρει τη μορφή μιας παρατήρησης όλου του ελληνικού λαού, γιατί σπάνια του λέμε τι φτιάχνουμε μες στο «λάκκο» κι ακόμα πιο σπάνια (ίσως ποτέ) του λέμε τι έχουμε μέσα στα κλειδωμένα μας συρτάρια, τι ψάχνουμε μέσα στη γη. Γιατί ανοίγουμε ξαφνικά όλους αυτούς τους «λάκκους» κι ύστερα από λίγο τους αφήνουμε έτσι βουβούς να γεμίζουνε σκουπίδια και τα παραπονεμένα υπολείμματα της νύχτας. Γιατί όλα αυτά τα «περίεργα» και τα ασήμαντα που βρίσκουμε τα στοιβάζουμε μέσα σε τετράδια ή το πολύ σε άλλα επίσημα βιβλία μαζί με πολλούς αριθμούς και πολύχρωμα γραφήματα, που πολύ λίγοι τα καταλαβαίνουνε και ακόμα πιο λίγο συμφωνούν μ’ αυτά. Ναι, φοβούμαι πως γεμίζουμε την έρευνά μας με έναν κόσμο από μυστηριώδη «Σαμάρια» κι αφήνουμε το λαό να μας κοιτάζει από μακριά και με τα χέρια στις τσέπες να αναρωτιέται τι «φτιάχνουμε». Κι όμως δικαιούται να το μάθει. Δική του περιουσία, είναι οι αρχαιότητες λέει ο Νόμος. Κι ό,τι «φτιάχνουμε» εμείς μέσα στους λάκκους και μέσα στα μουσεία, με τα δικά του τα χρήματα το «φτιάχνουμε». Θα μου πείτε: τι να κάνουμε; Μα να μιλήσουμε. Να μιλήσουμε και να γράψουμε. Να γράψουμε για τη δουλειά μας, για τα μυστικά μας, για τα ερευνητικά μας όνειρα, για τις κουραστικές μας αναζητήσεις. Να περιγράψουμε με απλό τρόπο το θαυμαστό κόσμο της θεωρίας μας. Να εξηγήσουμε τις χρονολογίες που μας παιδεύουν, τα μυστήρια του άνθρακα 14, την ιστορική πολυχρωμία της στρωματογραφίας, και τα μοντέρνα Power Points. Να αποκαλύψουμε, τέλος πάντων, πως όλα όσα τους λένε στα σχολεία, είναι παραμύθια, είναι συνοπτικά προπλάσματα πανηγυρικών λόγων και δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτά που ήθελε να μάθει ο βοσκός της Κάρλας, εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό στο Σαμάρι της Κάρλας! Γ.Χ.Χ.


…που λέει ο λόγος!

Η τιμωρία της Σιωπής «Κύριε, Διευθυντά, είδα στο γραφείο του αφεντικού μου, είμαι εργάτης και δουλεύω στο μετρό. Το διάβασα όλο και μου άρεσε. Αν γράφατε όμως και λίγα αθλητικά, για το ποδόσφαιρο, για τον ΜΠΑΟΚ. Ευχαριστώ και καλές γιορτές. Τηλέμαχος Βενιέρμης» Το γράμμα του άγνωστου Τηλέμαχου ήτανε αφορμή για να γραφτεί το παρακάτω σχόλιο! Τον διάσημο εμπρηστή της αρχαιότητας Ηρόστρατο, που έκαψε το ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο, τον καταδίκασαν οι άρχοντες της πόλης στην αιώνια σιωπή. Κανείς, διέταξαν, δε θα μιλάει γι’ αυτόν και τα φλογερά κατορθώματά του. Η απόφαση είναι να ξεχαστεί Είναι η πιο σκληρή τιμωρία: η τιμωρία της σιωπής. Και όλη αυτή την πολύ διδακτική ιστορία τη θυμήθηκα τώρα, όσο καιρό περίμενα, εις μάτην, τον τρόπο που θα αντιδρούσαν οι συνάδελφοι που θα έπαιρναν στα χέρια τους το «Ανάσκαμμα». Όχι, βέβαια, τον τρόπο που θα το παίνευαν ή θα το απέρριπταν, αλλά τι θα έλεγαν για τα άρθρα του, για τα χρώματά του και τα λάθη του, για το μέγεθος και τα «εκδοτικά» του. Φαίνεται όμως πως οι «άρχοντες» είχαν πάρει την απόφασή τους: το «Ανάσκαμμα» έπρεπε να ξεχαστεί. Να μη μιλήσει κανένας γι’ αυτό ούτε θετικά ούτε αρνητικά. Γιατί έτσι πρέπει να τιμωρούνται οι «εμπρηστές», με τη σιωπή. Να μένουν πίσω τους μόνο τα αποκαΐδια της δουλειάς του, και πάνω σ’ Αυτά να χαίρονται οι σιωπώντες. Κι όμως όσοι βοήθησαν να στηθεί το «Ανάσκαμμα» δάκρυσαν, όταν το είδαν έτοιμο, ζεστό όχι από τις φωτιές του Ηρόστρατου, αλλά από τις μηχανές του τυπογραφείου. Να, είπανε, ένας τόπος να συναντηθούμε. Εμείς και οι άλλοι, όλοι μαζί. Να γράψουμε και γράφοντας να αποκαλύψουμε, να σχολιάσουμε, να καταγγείλουμε, να προτείνουμε, να απορρίψουμε. Δεν λέω, καλές είναι και οι αγκαλιές με το Google, είναι πιο ζεστές όμως αυτές που μπορούμε να ανταλλάξουμε μεταξύ μας. Φτάνει πια η «εσωστρέφεια» που λένε και

7

οι πολιτικοί. Δεν πάει άλλο, που λένε και οι συνδικαλιστές. Είναι καιρός να βγούμε έξω. Θα χαθούμε αλλιώτικα. Το κράτος δε μας θέλει, γιατί δεν είμαστε ανταποδοτικοί. Ο λαός δεν μας καταλαβαίνει. Η παγκοσμιοποίηση ροκανίζει σιγά σιγά τις ρίζες μας. Και μεις σωπαίνουμε. Το μόνο ευχάριστο είναι πως και τον Ηρόστρατο τον τιμώρησαν με τη σιωπή, τον θυμούμαστε όμως, αν και πέρασαν από τότε ίσαμε 2.500 χρόνια! Γ.Χ.Χ.

TV και Αρχαιολογία Η Τηλεόραση ανήκει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Αυτό το «μαζικής» βέβαια, τα λέει όλα. Και πρωτ’απ’όλα λέει πως «καρφί δεν της καίγεται για τον αν αυτοί που την παρακολουθούν είναι 10 χρονώ, 40 ή 70. Απλώς προβάλλει το γνωστό στρογγυλό σύμβολο που ειδοποιεί σχετικά με την καταλληλότητα του θεάματος και τελειώνει. Τα υπόλοιπα τα φορτώνει στη γονική «συναίνεση». Μια «συναίνεση», που, αν κρίνει κανείς από το πλήθος των μικρών παιδιών που παίρνουν μέρος σε διαφημίσεις για να προωθήσουν με τις τρυφερές φωνούλες του τα τελευταία αποσμητικά τουαλέτας, π.χ., δεν είναι «συναίνεση», είναι «συνεταιρισμός». Η Τηλεόραση, θα μου πείτε, οράται τα πράγματα από μακριά, όπως έλεγε ένας φίλος, αυτοσχέδιος ετυμολόγος, γι’ αυτό και δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την ουσία τους. Την παραπολιτική αποθεώνει και τα αίματα. Μέσα στο τέλμα τους παγιδεύεται, αυτά εξυπηρετεί. Θα γλύτωνε, λοιπόν, η Αρχαιολογία; Κι αυτήν ως παραπολιτική την αντιμετωπίζει και ως «αίμα» των αρχαίων προγόνων. Ούτε κουβέντα ούτε εικόνα, φυσικά, για την ανεργία των νέων αρχαιολόγων που σπουδάζουν αρχαιολογία και καταντούν έρμαια των εργολάβων δημοσίων και ιδιωτικών έργων. Ούτε κουβέντα ούτε εικόνα φυσικά για την τύχη των αρχαιολογικών ευρημάτων που αποκαλύπτουν η Εγνατία οδός και ο «δρόμος του μεταξιού»=ΠΑΘΕ. Πού αποθηκεύονται; Ποιος τα συντηρεί; Ποιος τα μελε-


…που λέει ο λόγος!

8

τά; Καταστρέφονται, Πουλιούνται: Δωρίζονται; Ούτε εικόνα ούτε κουβέντα! Για το προσωπικό δράμα του Χ. Ζαχόπουλου «ροδάνι» η γλώσσα των τηλεοπτικών εισαγγελέων. Εκεί, βλέπετε μύριζε αίμα και παραπολιτική. Τότε θυμήθηκαν τις άσκοπες και παράτυπες χρηματοδοτήσεις, την τύχη των αρχαιολογικών χώρων, την απουσία επίσημης αρχαιολογικής πολιτικής. Τότε ενδιαφέρθηκαν να δουν όλο το video που έκρυβε τα άπλυτα του ΥΠΠΟ. Για τα άλλα αρχαιολογικά video ούτε εικόνα ούτε ευρώ. Γιατί δεν εξηγείται αλλιώς που πριν από λίγες μέρες έβλεπα σε ένα κανάλι ένα documantaire αρχαιολογικό, όπου «έπαιζα» κι εγώ. Γυρισμένο, αν θυμούμαι καλά, το 1983! Και την άλλη μέρα μ’ έπαιρναν τηλέφωνο παλιοί μου συμμαθητές και μου έλεγαν όλο θαυμασμό «Μπράβο, ρε θηρίο, μια χαρά κρατιέσαι». Γ.Χ.Χ.

Κατ’ ιδίαν… Συνήθως συναντιόμαστε στην πόρτα του ασανσέρ του πανεπιστημίου, περιμένοντας να έρθει ο «θάλαμος, ο οποίος σπανίως έρχεται στην ώρα του και όταν έρχεται σπανίως είναι άδειος. Kαι αναγκαστικά αρχίζει η κουβέντα. Στην αρχή διατυπώνεται ένα περιφρονητικό σχόλιο για τους φοιτητές που χρησιμοποιούν το ασανσέρ χωρίς λόγο και γι’ αυτό προκαλείται η καθυστέρηση. Ενώ παλιά, θυμούνται οι παλιότεροι, στην πόρτα του ασανσέρ ήτανε κρεμασμένη μια ταμπελίτσα που έγραφε «Παρακαλούνται οι κ.κ. Φοιτηταί να μην κάνουν χρήσιν του ανελκυστήρος». Το επόμενο σχόλιο αφορά τους θορύβους και τους επικοινωνιακούς ρύπους των φοιτητικών παρατάξεων, ενώ παλιά θυμούνται οι παλιότεροι, πού να τολμήσουν. Και μετά η συζήτηση καταπιάνεται με την κατάσταση, γενικώς. Με τα «πράγματα» που δεν πάνε καλά. Με τον «κόσμο» που δεν ξέρει τι θέλει. Με τους «άλλους» που δεν κάνουν τίποτε, με «αυτούς» που το έχουν παρακάνει. Κι όλ’ αυτά ανώνυμα και απροσδιόριστα. Ούτε λό-

γος για το ποιοι είναι «αυτοί» και ποιοι είναι «άλλοι». Ώσπου η συζήτηση έρχεται και στην Αεχαιολογία. Πικρά σχόλια για τη χρηματοδότηση των ανασκαφών, ακόμα πιο πικρά για το επίπεδο των φοιτητών, για την αδιαφορία των «άλλων» που είναι απόντες, για την κατάσταση των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων. Και τι θα γίνει επιτέλους, και δεν πάει άλλο. Οπότε έρχεται ο θάλαμος του ασανσέρ, άδειος αυτή τη φορά. Και κει μέσα, μεταξύ καλιπάρειων και φαινομηρίδων φοιτητριών, που αδιαφορούν για την ύπαρξή μου. Σκέφτομαι: Αλήθεια και μεις οι Αρχαιολόγοι, πανεπιστημιακοί και μη, παλιοί και νέοι, υποκείμενα των κακών καταστάσεων και των αρμητικών «πραγμάτων» «τι κάνουμε», που θα αναρωτιόταν και ο Λένιν. Σκεφτήκαμε ποτέ να εγκαταλείψουμε τη σιγουριά του Google και ν’ ανοιχτούμε στα μαύρα νερά της κρίσης; Σηκώσαμε ποτέ τη φωνή μας για να σκίσουμε την συνένοχη σιωπή μας; Αποφασίσαμε να συγκρουστούμε είτε με τους «άλλους» είτε με τους «αυτούς»; Αναρωτηθήκαμε μπροστά στο σπασμένο καθρέφτη των απόρρητων καλλωπισμών μας ποιο κομμάτι της κόλασης μας αναλογεί; Και δε μιλάω για την κόλαση του χριστιανικού παραδείσου, για την άλλη την κόλαση μιλάω, που μας σέρνει προς τα κάτω κι ακόμα πιο κάτω. Γι αυτήν όπου οι ανασκαφές σταματούν, όπου οι αρχαιότητες υποφέρουν , τα πανεπιστήμια κατρακυλούν, οι φοιτητές ασχολούνται μόνον με τους «ανελκυστήρες», η αρχαιολογία, γενικώς , είτε ασφυκτιά μέσα σε προσωπικά, κλειδωμένα συρτάρια είτε πίσω από κλειδωμένα και αναποφάσιστα στόματα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταμάτησε και το ασανσέρ. Είχαμε φτάσει κιόλας στο υπόγειο! Γ.Χ.Χ.

Οι αριθμοί Πόσοι αριθμοί, ανάμεσα σε μένα και στο Παρελθόν! Τα χρόνια που πέρασαν,


9


10

…που λέει ο λόγος!


…που λέει ο λόγος!

11



ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ

ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

Ένα από τα πλέον διαχρονικά και προσδιοριστικά στοιχεία της φυσιογνωμίας της Καστοριάς είναι το υδάτινο στοιχείο της, η Λίμνη Ορεστίς (Εικ. 1), που ήταν άλλοτε

πολύ πλούσια σε νόστιμα και αποδοτικά αλιεύματα. Σύμφωνα με τούρκικα κατάστιχα απογραφής του 15ου και 16ου αιώνα, μεταξύ των σπουδαιότερων επαγγελμάτων

Εικ. 1. Το ΝΑ τμήμα της Λίμνης Ορεστίδος. Σε πρώτο πλάνο η Εκκλησία της Αναλήψεως και ο χώρος των Ανασκαφών Δισπηλιού (φωτο: Αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού).


14

που ασκούσανε οι κάτοικοι της Καστοριάς ήταν και αυτό του ψαρά. Επαγγελματίες ψαράδες, όμως, υπήρχαν πολλοί στην περιοχή, Καστοριανοί, αλλά και κάτοικοι των γειτονικών παραλίμνιων χωριών, μέχρι και πριν από τον πόλεμο. Αλλά και λίγο αργότερα, μέχρι το 1950, περισσότερες από 20 «παρέες», μικροσυνεταιρισμοί από 3-4 άτομα από την Καστοριά και τα παραλίμνια χωριά, μαζί με τα καράβια και τα εργαλεία τους, ψάρευαν συνεταιρικά στη λίμνη, κυρίως με πελαΐσια (Ρούσκας 1997: 83-4). Το λιμναίο αυτό περιβάλλον, που συνεχίζει να γοητεύει περίοικους και επισκέπτες, υποστήριξε για αιώνες, όπως είναι γνωστό από σημειώσεις περιηγητών και διηγήσεις παλιών Καστοριανών, μια σφριγηλή οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα. Αναρίθμητες είναι οι νοσταλγικές σκηνές από τον παλμό της λίμνης σε διάφορες εποχές του χρόνου, μέρες της εβδομάδας και ώρες της ημέρας πριν και μετά τον πόλεμο. Κορυφαία στοιχεία του παλιού αυτού σκηνικού ήταν τα μοναδικά καστοριανά καράβια (Εικ. 2),

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ που συνδέονταν στενά με τη ζωή της λίμνης και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μεταφορές ανθρώπων, εμπορευμάτων, γεωργικών προϊόντων και πρώτων υλών (Τσολάκης 1992: 16, Ρούσκας 1997: 97-114). Το ίδιο σημαντική ήταν η συμβολή τους και στην ανάπτυξη μιας ποικιλίας αλιευτικών τεχνικών, που χρησιμοποιούσαν επαγγελματίες και ερασιτέχνες ψαράδες (Εικ. 3), από τις οποίες μερικές ήταν και θεαματικές (π.χ. ψάρεμα με τον πρόβλιακα) (Ρούσκας 1997: 89-94). Τo ρομαντικό σεργιάνι με κιθάρα, όπως και το παραδοσιακό ψάρεμα με τον πεζόβολο, τη ζάγαζα και τις βόλτες (παραγάδια), που προσέδιδαν γραφικότητα στη Λίμνη της Καστοριάς μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, αποτελούν πλέον τρυφερές αναμνήσεις… Πρόσθετες μαρτυρίες μιας ποικίλης δραστη­ ριότητας στη λίμνη ακόμη και σε ένα μακρινό παρελθόν αποτελούν τα αρχαιολογικά ευρήματα του προϊστορικού Δισπηλιού, που υποδηλώνουν την καθοριστική επίδραση του υγρού στοιχείου σε όλο το πλέγμα των κοινωνικών, ιδεολογικών και οικονομικών

Εικ. 2. Ψάρεμα στη Λίμνη Ορεστίδα (φωτο: Αρχείο Zattas Publication).


ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

15

Εικ. 3. Καστοριανό καράβι στη Λίμνη Ορεστίδα (φωτο: Γ. Βλάχου - http://www.geovphotos.gr).

πρακτικών και συμπεριφορών του παραλίμνιου αυτού χωριού κατά την 6η και 5η χιλιετία. Η στενή σχέση λίμνης και νεολιθικής κοινωνίας αντανακλάται, για παράδειγμα, στην ιδιαιτερότητα των αρχιτεκτονικών κατασκευών των κατώτερων φάσεων της θέσης (τις συμβατικά αποκαλούμενες «λιμναία» και «αμφίβια»), των οποίων οι οικιστικές και άλλες δομές είναι πολύ πιθανό ότι αναπτύσσονταν σε ξύλινες εξέδρες (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002, Σωφρονίδου 2008). Η αλληλεπίδραση υγρού στοιχείου και νεολιθικού οικισμού αποτυπώνεται ανάγλυφα, επίσης, στην εντατική αξιοποίηση της ιχθυοπανίδας της λίμνης, η οποία φαίνεται ότι υπήρξε σημαντική παράμετρος των στρατηγικών επιβίωσης της προϊστορικής εγκατάστασης στη διάρκεια της «λιμναίας» (ύστερη ΜΝ/πρώιμη ΝΝ) και της «αμφίβιας» (ώριμη ΝΝ) φάσης της με τη χρήση διαφόρων αλιευτικών μεθόδων και εργαλείων (Θεοδωροπούλου, σε αυτό το τεύχος). Ανάμεσα σε εκατοντάδες αντικείμενα διαφορετικών κατηγοριών του υλικού πολιτισμού, που έχουν αποκαλυφθεί από το

1992 μέχρι σήμερα στις επιχώσεις του νεολιθικού Δισπηλιού, αναγνωρίζεται και η παρουσία αλιευτικού εξοπλισμού (π.χ. βαρίδια διχτυών, βλ. Αλματζή 2002: 137-9). Μεταξύ άλλων κατηγοριών αλιευτικών εργαλείων, διακριτή στο αρχαιολογικό υλικό του Δισπηλιού -αριθμητικά και μορφολογικά- είναι η ομάδα των αγκιστριών με τη χαρακτηριστική ανά τον κόσμο και τους αιώνες ανατομία τους (Anell 1955: 86-144; von Brandt 1984). ΤΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

Περισσότερα από 40 αγκίστρια, που στην πλειονότητά τους διασώζονται ολόκληρα ή σχεδόν ολόκληρα και επιπλέον για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν προετοιμασμένα υπόβαθρα από κέρατο ελαφιού, αποτελούν ένα έντονα ομοιογενές τεχνοσύνολο του Δισπηλιού. Το μεγαλύτερο τμήμα αυτών των αγκιστριών βρέθηκε στον κατώτερο οικιστικό ορίζοντα της θέσης («λιμναία» φάση) και οι εκπρόσωποί του χαρακτηρίζονται από υψηλού βαθμού κατασκευαστική


16

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ

Εικ. 4. Αγκίστρια και ημίεργο αγκιστριού από την κατώτερη φάση («λιμναία») του Δισπηλιού (φωτο: Φώτης Υφαντίδης /Αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού).

και μορφολογική ομοιότητα (Εικ. 4). Σε μεταγενέστερες οικιστικές περιόδους της θέσης («αμφίβια» και «χερσαία» φάση) είναι ευδιάκριτη στο διαθέσιμο υλικό η σημαντική μείωση του αριθμού των αγκιστριών. Η ελάττωση αυτή, πάντως, εάν είναι πράγματι αντιπροσωπευτική, δεν εναρμονίζεται με την αντίθετα αυξημένη αλιευτική δραστηριότητα κατά την «αμφίβια» φάση, όπως αυτό συνάγεται από τη μελέτη χιλιάδων καταλοίπων νεολιθικών αλιευμάτων. Στη φάση αυτή, μάλιστα, όπως προκύπτει από τη συσχέτιση είδους, μεγέθους και τρόπου ζωής των καταλοίπων της ιχθυοπανίδας, που έχουν ήδη μελετηθεί, φαίνεται ότι υπήρξε επέκταση των τόπων αλιείας στη Λίμνη και ενίσχυση των παραγω­γικών αλιευτικών μεθόδων (Θεοδωροπούλου, σε αυτό το τεύχος). Συνεπώς, η παρατηρούμενη μείωση του αριθμού των αγκιστριών στις νεότερες επιχώσεις του Νεολιθικού Δισπηλιού θα πρέπει να συνδέεται με αλλαγές των αλι-

ευτικών τεχνικών και της διαχείρισης του ιχθυοδυναμικού του υδροβιότοπου, ή ακόμη και με άλλου είδους κοινωνικές-οικονομικές ή και ιδεολογικές διαφοροποιήσεις της νεολιθικής κοινωνίας. Εκτός από την αναφερθείσα αριθμητική μείωση, στα αγκίστρια της «αμφίβιας» και της «χερσαίας» φάσης του Δισπηλιού αναγνωρίζεται μορφολογική απόκλιση από τα αντίστοιχα τέχνεργα της «λιμναίας» φάσης και επιπλέον η παρουσία μιας ποικιλίας μορφοτύπων. Συγκεκριμένα, παρατηρείται η χρήση -προπαντός στη «χερσαία» φάσηενός σαφώς ραδινότερου τύπου αγκιστριών (Εικ. 5α), ενώ με μεμονωμένα τέχνεργα –επί του παρόντος τουλάχιστον– εκπροσωπούνται και δύο άλλοι μορφότυποι, που δεν προσιδιάζουν στην κατασκευαστική και μορφολογική παράδοση του κυρίαρχου τύπου αγκιστριών της θέσης (Εικ. 5β). Τα δύο τελευταία αναφερθέντα και τεχνομορφολογικά αποκλίνοντα τέχνεργα από το


ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

17

Εικ. 5α-ε. α) Ραδινά αγκίστρια από την ανώτερη φάση («χερσαία») του Δισπηλιού (φωτo: Αρχείο Γ. Στρατούλη). β) Αγκίστρι μεγάλου μεγέθους από τη «χερσαία» φάση του Δισπηλιού με δύο πλευρικές εγκοπές (φωτο: Αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού). γ) Αγκίστρια μικρού και μεσαίου μεγέθους από τη «λιμναία» φάση του Δισπηλιού (φωτo: Αρχείο Γ. Στρατούλη). δ) Αγκίστρια μεσαίου και μεγάλου μεγέθους με ή χωρίς πλευρικές εγκοπές από τη «λιμναία» φάση του Δισπηλιού (φωτo: Αρχείο Γ. Στρατούλη). ε) Ημίεργα αγκίστρια από κέρατο της κατώτερης φάσης του Δισπηλιού (φωτo: Αρχείο Γ. Στρατούλη).

Δισπηλιό είναι παρόμοια -μεταξύ άλλωνμε νεολιθικά αγκίστρια από άλλες περιοχές των Κεντροδυτικών Βαλκανίων (Bačkalov 1979). Η παρουσία των εν λόγω διαφορετικών αγκιστριών στο υπό συζήτηση ομοιογενές αλιευτικό τεχνοσύνολο του Δισπηλιού μας επιτρέπει να διατυπώσουμε κάποιες πιθανές ερμηνευτικές εκδοχές. Θα μπορούσαν να θεωρηθούν προϊόντα των δικτύων ανταλλαγών και επικοινωνίας μεταξύ των νεολιθικών κοινωνιών των Κεντροδυτικών Βαλκανίων, των οποίων ενεργός πόλος ήταν και το Δισπηλιό. Ενδεχομένως, λοιπόν, να αποτέλεσαν «δώρο» ή «αντίδωρο» δεσμού συγγένειας, συνεργασίας ή φιλίας μεταξύ ατόμων ή οικογενειών του Δισπηλιού και άλλων οικισμών στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή βόρεια της Λίμνης της Καστοριάς και επομένως να υπήρξαν αντικείμενα ειδικής κοινωνικής αξίας ή και μνήμης. Τα αγκίστρια από τις νεολιθικές επιχώσεις του Δισπηλιού έχουν σχεδόν όλα το σχήμα ενός απλού U (Εικ. 5γ). Τα τρία διακρινόμενα τμήματά τους παρουσιάζουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά: α) το στέλεχός τους (shank) είναι επίμηκες και ευθύγραμμο και απολήγει συνήθως σε οξύληκτο άκρο, β) το καμπύλο τμήμα τους (bend), που συχνά

διασώζει στοιχεία της διαδικασίας κατασκευής του αγκιστριού, είναι (κατά πλάτος) ίσο, ή λίγο μικρότερο από το -σημαντικό για το αποτελεσματικό αγκίστρωμα και κράτημα του ψαριού- άνοιγμα (gap) του τέχνεργου μεταξύ στελέχους και ενεργού άκρου (Stratouli 1998: 150), και γ) το αιχμηρό ενεργό άκρο τους (point) δε φέρει ενίσχυση από πτερύγιο/-α (barb/-s), ενώ το μήκος του, το οποίο ποικίλλει, είναι συνήθως ίσο (ή μικρότερο) με το (ή από το) ήμισυ του μήκους του στελέχους. Τα μόνα επιπλέον παρατηρούμενα μορφολειτουργικά στοιχεία στο υπό συζήτηση ομοιογενές τεχνοσύνολο είναι η παρουσία σε αρκετά αγκίστρια μικρού, μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους μιας πλευρικής εγκοπής στο μέσο ή στο κάτω τμήμα (προς την καμπύλη) του στελέχους. Ακόμη, σε λίγα αγκίστρια μεσαίου και μεγάλου μεγέθους παρατηρούνται δυο ή και τρεις πλευρικές εγκοπές (Εικ. 5δ) καθώς και μια ή δυο εγκάρσιες εγκοπές στο μέσο και το άνω τμήμα του στελέχους. Οι εγκοπές στο μέσο και κυρίως στο άνω τμήμα του στελέχους των αγκιστριών είναι προφανές ότι υποβοηθούσαν το δέσιμο και τη συγκράτησή του με την πετονιά ή με άλλα στοιχεία του σύνθετου αλιευτικού ερ-


18

γαλείου, στο οποίο το δολωμένο αγκίστρι αποτελούσε ενεργό άκρο (π.χ. καλάμι/ψαρόβεργα, πολυάγκιστρο: για παραδο­σιακά εργαλεία και τρόπους ψαρέματος στη Λίμνη της Καστοριάς βλ. Ρούσκας 1997: 87-95). Ας σημειωθεί ότι σε αρκετές περιπτώσεις είναι ευδιάκριτα στο άνω μισό του στελέχους αγκιστριών χωρίς εγκοπές τα ίχνη από την περίδεση στέρεου νήματος ή λεπτού σχοινιού. Μια τέτοιου είδους άμεση σύνδεση του αγκιστριού με την πετονιά, δηλαδή χωρίς άλλης μορφής υποστήριξη, όπως οι βοηθητικές εγκοπές, προϋποθέτει αξιόλογη εμπειρία και επιδεξιότητα κατασκευαστή και χρήστη. Και αυτή η βαθειά γνώση της αλληλεπίδρασης μεταξύ αλιευμάτων και αλιευτικού εργαλείου είναι πρόδηλη τόσο στο γενικό σχήμα, όσο και στις αναλογίες των επιμέρους τμημάτων των αγκιστριών του Δισπηλιού, ακόμη και σε μορφολειτουργικές λεπτομέρειες, όπως το σκόπιμα οξύληκτο άκρο του στελέχους τους, που έχει σχέση τόσο με την ευέλικτη κίνηση του αγκιστριού στο νερό, όσο και με την ευαισθησία της πετονιάς στη μετάδοση του χαρακτηριστικού για τον ψαρά σήματος αγκίστρωσης του ψαριού («τσιμπάει!»). Οι εγκοπές που παρατηρούνται στο κάτω τμήμα του στελέχους των αγκιστριών του Δισπηλιού πρέπει να εξυπηρετούσαν τη συγκράτηση του δολώματος (π.χ. σκουλήκι). Το μέγεθος του κυρίαρχου τύπου αγκιστριών του Δισπηλιού ποικίλλει, υποδεικνύοντας ανάλογη ποικιλία μεγέθους αλιευμάτων, δηλαδή βάρους μεταξύ 300-500 γραμμαρίων και άνω των 1,5-2,0 κιλών. Εκπροσωπούνται λίγα αγκίστρια μικρού μεγέθους με μήκος ‹2,ο εκ, ενώ σχεδόν ισόποση είναι η εκπροσώπηση τέχνεργων μεσαίου μεγέθους με μέση τιμή μήκους περί τα 2,5 εκ καθώς και μεγαλύτερα αγκίστρια με μήκος που κυμαίνεται από 3,3 εκ μέχρι 4,6 εκ. Το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του υπό συζήτηση υλικού (περ. 70%) προέρχεται από επιχώσεις του κατώτερου ορίζοντα της θέσης, που περιλαμβάνει επεισόδια απόθεσης οικιστικών καταλοίπων της «λιμναίας» φάσης. Ο υψηλός βαθμός συσχέτισης

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ των αγκιστριών με τις παλαιότερες επιχώσεις του Δισπηλιού συνάδει απόλυτα με την αφθονία στα ίδια στρώματα και άλλων κατηγοριών αρχαιολογικού υλικού. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και πλούσια κατάλοιπα ιχθυοπανίδας. Από τη μελέτη τους συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι στη διάρκεια των κατώτερων οικιστικών φάσεων του νεολιθικού Δισπηλιού αλιεύονταν μεγάλες ποσότητες ψαριών της οικογένειας των Κυπρινιδών, πρωτίστως γριβάδια πάνω από 3kg. Στα κατάλοιπα της ιχθυοπανίδας εκπροσωπούνται, όμως, και αρκετά μικρότερα είδη Κυπρινιδών, όπως η λεστιά, η κοκκινοφτέρα, ο κουτσουράς, το γλήνι, η μουρμουρίτσα, το τυλινάρι, το μουστακάτο και ο γουρουνομύτης. Αναμφισβήτητα, πάντως, όπως προκύπτει από τη μελέτη των καταλοίπων της ιχθυοπανίδας, οι νεολιθικοί κάτοικοι του Δισπηλιού χρησιμοποιούσαν κατά κύριο λόγο παραγωγικές τεχνικές, π.χ. διάφορα είδη διχτυών, για την αλίευση αποδοτικών ψαριών, όπως το γριβάδι και ο γουλιανός (Theodoropoulou 2007, Θεοδωροπούλου, σε αυτό το τεύχος). Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΑΓΚΙΣΤΡΙΩΝ

Τα αγκίστρια του Δισπηλιού αποτελούν χωρίς καμία εξαίρεση προϊόντα ισχυρής μεταποίησης των πρώτων υλών που επελέγησαν για την κατασκευή τους και ακολούθως εντατικής μορφοποίησης των υπό κατεργασία υποβάθρων. Ειδικότερα, η κατασκευή του κυρίαρχου μορφότυπου αγκιστριών, όπως μπορούμε να την παρακολου­ θήσουμε από τα αναγνώσιμα ακόμη στοιχεία στο υλικό, ήταν τυποποιημένη. Στην ασφαλή αποκατάσταση των σταδίων κατασκευής αυτών των τέχνεργων συνέβαλε ουσιαστικά και η αναγνώριση στα κατάλοιπα του υλικού πολιτισμού της θέσης αρκετών (περισσότερα από 10) ημίεργων καθώς και υπόβαθρων κατεργασίας (Εικ. 5ε). Τα αρχικά στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας για την κατασκευή των αγκιστριών -ιδίως της κατώτερης φάσης- του Δισπηλιού


ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ περιλάμβαναν την εντατική μεταποίηση κεράτων κόκκινου ελαφιού. Με απόσπαση των κλάδων από το κεντρικό στέλεχος του ελαφοκέρατος μέσω διαφόρων τεχνικών και στη συνέχεια την εγκάρσια διαίρεση του στελέχους και επιπλέον τη διχοτόμηση και την εκ νέου διαίρεση τμημάτων του στελέχους ή και κλάδων του ελαφοκέρατος με ελεγχόμενες τεχνικές (βλ. Στρατούλη 2002: 163) γινόταν εφικτή η απόκτηση των κατάλληλων υποβάθρων, τα οποία σε επόμενες φάσεις θα μορφοποιούνταν σε αγκίστρια. Ακολουθούσε η προετοιμασία των υποβάθρων, δηλαδή η κατεργασία τους με τεχνικές απόξεσης και κυρίως διαγώνιας τριβής, ώστε να επιτευχθεί η εξομάλυνση των επιφανειών τους και ταυτόχρονα το επιθυμητό πάχος του τοιχώματός τους. Στη συνέχεια, με διαδοχικές διανοίξεις οπών με τρυπάνι (βλ. Εικ. 6α-δ κατά McGlinchey χ.χ.), γνωστή τεχνική ακόμη και από θέσεις της Αρχαιότερης Νεολιθικής των Βαλκανίων, όπως η Νέα Νικομήδεια (Stratouli 1998: 146; Moundrea-Agrafioti 2003: 134), επι­τυγχανόταν η αφαίρεση του κεντρικού τμήματος του υποβάθρου. Κατόπιν, με προσεκτική διεύρυνση και διαμόρφωση του αποσπασθέντος τμήματος μέσω τεχνικών απόξεσης και τριβής σχηματιζόταν το χαρακτηριστικό κενό και καμπύλο εσωτερικό τμήμα του αγκιστριού μορφής U. Με παρόμοιο τρόπο, δηλαδή με τη δημιουργία Εικ. 6α-δ. Κατασκευαστικά στάδια για την πλήρη διαμόρφωση ενός προετοιμασμένου υπόβαθρου κατεργασίας από κέρατο σε αγκίστρι. Κατά McGlinchey χ.χ. [http://www. primitiveways.com/fishing_ hook.html]. α) Χρήση χειροκίνητου τρυπανιού με αιχμηρό ενεργό άκρο από πυριτόλιθο για τη διάνοιξη σειράς οπών στο προετοιμα­σμένο υπόβαθρο από κέρατο, στο οποίο έχει σχεδιαστεί το υπό κατασκευή αγκίστρι. β) Ολοκληρωμένη διάνοιξη οπών. γ) Απόσπαση κεντρικών τμημάτων για τη διαμόρφωση ενός σχήματος U. δ) Αποξέοντας το υπόβαθρο κατεργασίας με πυριτολιθικό εργαλείο γίνεται δυνατή η τελική διαμόρφωση του αγκιστριού.

19


20

μιας πλευρικής εγκοπής στο ημιτελές υπόβαθρο, η οποία στη συνέχεια διευρυνόταν με απόξεση, γινόταν εφικτή η διαμόρφωση της εξωτερικής περιφέρειας του αγκιστριού. Η τελική μορφή του τέχνεργου, στην οποία συμμετείχαν οι τεχνικές της απόξεσης και της τριβής, απαιτούσε ακόμη τη διαμόρφωση τόσο του οξύληκτου άκρου του στελέχους του αγκιστριού, όσο και του αιχμηρού ενεργού άκρου του, από το οποίο εξαρτιόταν η ικανότητα διείσδυσης του εργαλείου στο αλίευμα. Τέλος, εάν κρινόταν απαραίτητο, στο στέλεχος του αγκιστριού διαμορφώνονταν εγκοπές για την ενίσχυση της συγκράτησης της πετονιάς ή/και του δολώματος.

Η παρουσία στις επιχώσεις του Δισπηλιού μερικών υπόβαθρων κατεργασίας/ημίεργων αγκιστριών σε διαφορετικά -πρώιμα και όψιμα- στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας κατασκευής των υπό μελέτη τέχνεργων μας επιτρέπουν μερικά ακόμη σχόλια. Πρώτα απ’ όλα η ύπαρξη αυτών των τέχνεργων (σε συνδυασμό με δεδομένα από άλλες κατηγορίες οστέινων και κυρίως κεράτινων εργαλείων της θέσης) συνιστά αδιαμφισβήτητη μαρτυρία για την υλοποίηση όλων των σταδίων κατασκευής/παραγωγής του βασικού τύπου αγκιστριών –κατά πρώτο λόγο της κατώτερης φάσης– εντός του δομημένου χώρου του οικισμού. Μεταξύ των υπό συζήτηση τέχνεργων, 3-4 είναι πραγματικά ημιτελή και όχι ατυχή προϊόντα κατεργασίας (Εικ. 5ε). Τα τέχνεργα αυτά πρέπει σκόπιμα να είχαν παραμείνει σε ημιτελικό στάδιο διαμόρφωσης του καμπύλου και κενού τμήματός τους καθώς και των περάτων τους. Ίσως να ήταν αποθηκευμένα στην εργαλειοθήκη του κατασκευαστή/χρήστη τους ως πρότυπα/υποδείγματα για την τυποποιημένη κατασκευή άλλων, ή να προορίζονταν για την κάλυψη έκτακτων αναγκών. Στην τελευταία περίπτωση, η τελική μορφοποίησή τους, από την οποία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το ‘αγκίστρωμα’ και το ‘κράτημα’ του ψαριού, θα προσαρμοζόταν στο είδος και το μέγεθος του αλιεύματος κα-

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ θώς και στην τεχνική αλίευσης, στην οποία θα χρησιμοποιούνταν. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα ημιτελή αυτά αγκίστρια αποτελούν πρόσθετη μαρτυρία για οργανωμένη ενασχό­ ληση της νεολιθικής κοινωνίας του Δισπηλιού (ατόμων ή και ομάδων κυρίως της «λιμναίας» φάσης) και με τεχνικές του ψαρέματος με αγκίστρια. Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ ΜΕ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ

Η αλιεία με αγκίστρια αποτελεί μια από τις παλαιότερες μεθόδους για την αξιοποίηση της θαλάσσιας, λιμναίας και ποτάμιας ιχθυοπανίδας (von Brandt 1984). Σε εθνογραφικές μελέτες καταγράφεται μια σειρά από πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται ανά τον κόσμο για την κατασκευή αγκιστριών, όπως οστά, όστρεα, καβούκι χελώνας και ξύλο, αλλά και μια πολυπληθής ποικιλία μορφότυπων αγκιστριών (Anell 1955: 86-144). Ο αριθμός αγκιστριών που έχουν έρθει στο φως σε ανασκαφές παράκτιων και παραποτάμιων προ-νεολιθικών και νεολιθικών θέσεων του ελληνικού χώρου παραμένει εξαιρετικά ισχνός (σύγκρ. Stratouli 1998: 151-8). Δύο είναι μέχρι στιγμής τα πλέον πολυάριθμα σύνολα αγκιστριών από τον Αιγαιακό χώρο, τα οποία συμβαίνει να ομοιάζουν μορφολογικά. Το ένα, που αριθμεί 28 οστέινα αγκίστρια καθώς και εννέα ημίεργα (σε πρώιμα και όψιμα στάδια κατασκευής), προέρχεται από τις μεσολιθικές επιχώσεις των πρόσφατων ανασκαφών στο Σπήλαιο Κύκλωπα στα Γιούρα των Β. Σποράδων (Moundrea-Agrafioti 2003). Το άλλο πολυπληθές σύνολο είναι αυτό που συζητείται στην παρούσα εργασία και αποτελείται από 40 και πλέον αγκίστρια καθώς και περισσότερα από 10 ημίεργα με πρώτη ύλη κατασκευής τους κατά πρώτο λόγο τμήματα κέρατος ελαφιού, που αποκαλύφθηκαν στις επιχώσεις του νεολιθικού οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς (Εικ. 7). Δύο ακόμη ολιγάριθμα σύνολα αγκιστριών από τον ελληνικό χώρο, και μάλιστα διαφορετικής μορφολογί-


ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ

21

Εικ. 7. Αγκίστρια μαζί με άλλα τέχνεργα και ζωικά κατάλοιπα από το Δισπηλιό (φωτο: Αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού).

ας από τα προαναφερθέντα, χρήζουν μνείας: αυτό από τον οικισμό της Αρχαιότερης Νεολιθικής στη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας, και ένα άλλο από τις νεολιθικές επιχώσεις στο Φράγχθι Αργολίδας (Stratouli 1998: 146-8, 152-4). H αλιεία με αγκίστρια γνωρίζει αρκετές τεχνικές (Ρούσκας 1997: 91, 94-5; von Brandt 1984), οι οποίες -σύμφωνα με γραπτές πηγές- χρησιμοποιούνταν και στην αρχαιότητα (Gallant 1985: 14-6). Οι τεχνικές αυτές διαφορο­ ποιούνται σημαντικά ως προς τη συμμετοχή του ψαρά, επαγγελματία ή ερασιτέχνη, στην αλιευτική διαδικασία. Και η συμμετοχή του ψαρά μπορεί να είναι ενεργητική, όταν ο ίδιος κρατά την πετονιά ή τη βέργα, με την οποία συνδέεται το αγκίστρι. Αντίθετα, είναι παθητική στην περίπτωση της τεχνικής ψαρέματος με πολυάγκιστρα ή παραγάδια, όπου τα αγκίστρια δένονται σε ισόποσες αποστάσεις σε σκοινί μερικών ή πολλών εκατοντάδων μέτρων, το οποίο βυ-

θίζεται ή απλώνεται στο νερό με βαρίδια και πλωτήρες σήμανσης και ανασύρεται μετά από αρκετές ώρες. Αν και οι παραπάνω τεχνικές ποικίλλουν σημαντικά ως προς τον χρόνο εργασίας, που απαιτείται κάθε φορά να διαθέσει ο ψαράς στην αλιευτική διαδικασία, αλλά και στην προετοιμασία του αλιευτικού εξοπλισμού, η ημερήσια σοδειά αλιευμάτων της εν λόγω αλιευτικής μεθόδου είναι γενικά πολύ χαμηλή. Γι΄ αυτό και η αλιεία με αγκίστρια, συγκρινόμενη μάλιστα με άλλες πολύ αποδοτικές αλιευτικές τεχνικές (π.χ. αλιεία με δίχτυα), θεωρείται μέθοδος εξαιρετικά χαμηλής παραγωγικότητας, η οποία μπορεί να διαδραμα­ τίσει μόνο δευτερεύοντα οικονομικό και ως εκ τούτου συμπληρω­ματικό διατροφικό ρόλο (Gallant 1985; Stratouli 1996, 1998). Με βάση τα προαναφερθέντα για τη χαμηλή παραγωγικότητα της αλιείας με αγκίστρια, και επιπλέον γνωρίζοντας από τη μελέτη των καταλοίπων της ιχθυοπανίδας


22

του Δισπηλιού ότι οι νεολιθικοί αγρότεςψαράδες χρησιμοποιούσαν ποικιλία αποδοτικών αλιευτικών τεχνικών, νομίζω ότι μπορούμε να αναζητήσουμε τη συμβολή της εν λόγω αλιευτικής μεθόδου κυρίως σε κοινωνικά και όχι (μόνο) οικονομικά πεδία της νεολιθικής κοινωνίας. Η υπό συζήτηση αλιευτική τεχνική δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορούσε να χρησιμοποιείται σε διάφορες εποχές του έτους και επομένως να συνέβαλε ακόμη και το χειμώνα στον εμπλουτισμό της διατροφής των Νεολιθικών με φρέσκα, νόστιμα, αλλά και ιδιαίτερα υγιεινά εδέσματα λόγω της υψηλής περιεκτικότητας πολλών από τα είδη των ψαριών της λίμνης όχι μόνο σε ζωικές πρωτεΐνες, αλλά και σε εκτιμώμενα ω-λιπαρά. Τέτοιου είδους λιχουδιές, πάντως, θα πρέπει να ήταν περιζήτητες και σε γεύματα ιδιαίτερων κοινωνικών εκδηλώσεων, ή ακόμη και να αποτελούσαν μια μορφή «κοινωνικής αποθήκευσης» για την κοινότητα, τμήματά της ή επιμέρους νοικοκυριά. Δεν πρέπει, ίσως, να διαφύγει της προσοχής μας και η πιθανότητα ότι η συγκεκριμένη χρονοβόρα τεχνική αλιείας, που για την αποτελεσματική έκβασή της απαιτείται εκτός των άλλων και η επιδεξιότητα του κυνηγού-ψαρά, αποτελούσε για τη νεολιθική κοινωνία δραστηριότητα υψηλού κοινωνικού γοήτρου (βλ. και πρόσφατες

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ μαρτυρίες για ψάρεμα των Καστοριανών στην ακρολιμνιά με καλάμι, οι οποίοι «… πιάνοντας τσουκάνια [τσουκάνι ή τσιουκάνι: ψάρι της οικογένειας των Κυπρινιδών], τα περνούν στο λητάρι (σχοινί ή βέργα με κόμπο στην άκρη) και με περίσσιο καμάρι τα φέρνουν στο σπίτι τους»: Ρούσκας 1997: 137, σημ. 19). Ίσως, πάλι, η υπό συζήτηση αλιευτική μέθοδος, επειδή είναι απαιτητική σε ατομικές δεξιότητες, να έπαιζε σημαντικό ρόλο –μεταξύ άλλων– σε εθιμικούς κανόνες και της νεολιθικής κοινωνίας του Δισπηλιού (κυρίως της «λιμναίας» φάσης), που συνδέονταν με κάποιο παραδοσιακό τυπικό ‘τελετών μετάβασης’, π.χ. αγοριών από την εφηβεία στην ενηλικίωση. Τελετουργικές διαδικασίες σχετικές με ‘τελετές ενηλικίωσης’, που περιλαμβάνουν αλιευτικές και κυνηγετικές δραστηριότητες για να διαγνωστούν οι ικανότητες και η ετοιμότητα μετάβασης ατόμων της ηλικιακής ομάδας των εφήβων στην κοινωνική κατηγορία των ενηλίκων, είναι γνωστές από ανθρωπολογικές μελέτες για πολλές παραδοσιακές κοινωνίες σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, όπως οι Ainu της νήσου Hokkaido της Ιαπωνίας, οι Bontok Igorot της νήσου Luzon των Β. Φιλιππίνων, ή οι Maasai της ανατολικής αφρικανικής στέππας στη Ν. Κένυα και τη Β. Τανζανία…


ΝΕΟΛΙΘΙΚΑ ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Βιβλιογραφία

23

Αλματζή, Κ. 2002 Η αλιεία σ’ ένα λιμναίο οικισμό. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 135-43. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Anell, B. 1955 Contribution to the History of Fishing in the Southern Seas. Uppsala: Almquist & Wiksells [Studia Ethnographica Upsaliensia 9]. Bačkalov, A. 1979 Predmeti od kosti I roga u preneolitu I neolitu Srbije (Bone and Antler Objects in the PreNeolithic and Neolithic of Serbia). Beograd: Archaeologia Jugoslavica. Χουρμουζιάδη, Ν. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Gallant, T. W. 1985 A Fisherman’s Tale: An Analysis of the Potential Productivity of Fishing in the Ancient World. Gent: CFBG [Miscellanea Graeca 7]. McGlinchey, P. χ.χ. Antler fishing hook. In Primitive Ways [http://www.primitiveways.com/fishing_ hook.html]. Moundrea-Agrafioti, A. 2003 Mesolithic fish hooks from the Cave of Cyclope, Youra. In The Greek Mesolithic: Problems and Perspectives (ed. N. Galanidou & C. Perlès): 131-41. London: The British School at Athens Studies [BSA Studies volume 10]. Ρούσκας, Γ. 1997 Το Καστοριανό Καράβι. Αθήνα: Βιβλιοσυνεργατική. Stratouli, G. 1996 Die Fischerei in der Ägäis während des Neolithikums: Zur Technik und zum potentiellen Ertrag. Prähistorische Zeitschrift 71(1): 1-27. 1998 Knochenartefakte aus dem Neolithikum und Chalkolithikum Nordgriechenlands. Bonn: Habelt [BAM 32]. Στρατούλη, Γ. 2002 Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο, οστό και κέρατο. Στο Δισπηλιό, 7500 χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 155-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Σωφρονίδου, Μ. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 9-26. Theodoropoulou, T. 2007 L’exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques (2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Τσολάκης, Π. 1992 Τα Καράβια της Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. von Brandt, A. 1984 Fish Catching Methods of the World. London: Fishing News Books.


24

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΤΡΑΤΟΥΛΗ

Summary Neolithic fish hooks from Dispilio, Kastoria, NW Greece Georgia Stratouli

The Neolithic lakeside settlement of Dispilio offers a unique opportunity in Greek prehistory to have a clear insight into the fishing activities of a Neolithic community living by the lake. The important quantities of fishbones recovered from the excavation are the object of a thorough archaeoichtyological study, comprising species identification, ecological and quantitative reconstruction through the phases of the settlement, as well as questions regarding fishing tackle and methods, quantities and sizes of fish, methods of preparation and cooking, secondary uses. Fish stocks from the lake must have been a staple food throughout the use of the site, especially during the middle phase of occupation. Fishermen used to fish in the neighbouring shallow silty waters of the lake, using various methods, namely nets, hook and line, harpoons and fishtraps, for which the archaeological record from Dispilio provides evidence, such as netweights,

stone hooks and silex points. Important catches of carp and catfish, as well as a range of other Cyprinids, would arrive at the village on a regular basis, mainly from spring to autumn, sometimes also during winter. Fish would undergo a preliminary preparation in order to remove scales and guts, then they were either distributed, in pieces or as a whole, for direct consumption, or were dried and/or smoked and were destined for later consumption during harsh times. The pots and other cooking vessels found at Dispilio perfectly fit the cooking, boiling or roasting, of fish. The study of fishbones reveals the omnipresence of the lake and its fish resources in the everyday life of the inhabitants of Dispilio, which would have ranged from the sole supply of an important staple food to the modification of robust bones to tools, the exploitation of their skin as well as the confection of personal ornaments made from fishbone or inspired from fish shape.


ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΛΙΜΝΗ

ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Εισαγωγή «Για ψαράς, για γουναράς»… Η παλιά παροιμία που συνηθιζόταν για τους Καστοριανούς, αντικατοπτρίζει με γλαφυρό τρόπο τον ρόλο που έπαιζαν τα δύο επαγγέλματα στην περιοχή αυτή1. Η λίμνη της Καστοριάς, ή πιο σωστά λίμνη Ορεστίς, σε υψόμετρο 625 μ., χαρακτηρίζεται ως μια από τις παραγωγικότερες λίμνες της Ελλάδας. Δεν μπορεί να συλλογιστεί κανείς τη λίμνη χωρίς τους ψαράδες της, επαγγελματίες κι ερασιτέχνες, που μεράκι τους είναι to ψάρεμα. Όπως διηγούνται οι παλιοί Καστοριανοί, οι άκρες της λίμνης γέμιζαν από χιλιάδες μικρά ψαράκια, που ψάρευαν μικροί και μεγάλοι με διάφορους τρόπους (Ρούσκας 1997: 84). Φαίνεται, όμως, ότι την ίδια συνήθεια είχαν και οι κάτοικοι του προϊστορικού παραλίμνιου οικισμού του Δισπηλιού, όπως 1 2

δείχνουν τα αναρίθμητα οστά που ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές που διεξάγει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη (επιστ. επιμ. 2002).

Μέσα και εξω από τη Λίμνη

Χτισμένος σε μια εύφορη στενή λωρίδα γης στις όχθες της λίμνης και κοντά στο όρος Βίτσι, ο οικισμός βρισκόταν σε μια ιδανική οικολογική ζώνη. Οι κάτοικοι του Δισπηλιού σίγουρα επωφελούνταν του πλούσιου φυσικού πλούτου της περιοχής, κοντά σε εκτάσεις πρόσφορες για καλλιέργεια, σε δασωμένα βουνά με άφθονη ξυλεία και άγρια πανίδα, σε πλούσια νερά. Ειδικά η ευτροφική λίμνη (με σημερινό μέγιστο βάθος = 9,5 μ., μέσο βάθος= 4,4 μ. και ανάπτυγμα ακτών 30,8 χλμ.)2, με την πλούσια βλάστηση, απο-

Ο Γ. Ρούσκας (1997: 83) λέει με τρόπο ποιητικό: «με τη γουναρική οι Καστοριανοί τρέφουν τα σπίτια τους αλλά με την ψαρική την καρδιά τους». Ευτροφικός = όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για σχετικά παλιές λίμνες που έχουν σταδιακά εμπλουτιστεί με φερτά υλικά λόγω διάβρωσης των γειτονικών εδαφών, με πλούσια υδρόβια βλάστηση και συνεπώς χαμηλές σε συγκέντρωση οξυγόνου, κάτι που τους προσδίδει ένα πράσινο-φαιόχρωμο χρώμα. Αυτός ο τύπος λίμνης είναι πλούσιος σε θρεπτικά συστατικά ωφέλιμα για τα ψάρια, ευνοεί όμως μόνο είδη που αντέχουν τις χαμηλές


ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

26

Εικ. 1 α. Το φυσικό περιβάλλον και οι βασικές οικολογικές ζώνες δίπλα στη λίμνη (σύμφωνα με μελέτη Τ. Καρκάνα, Χουρμουζιάδης επιστ. επιμ. 2002)

β. Αναπαράσταση του οικοσυστήματος μιας ευτροφικής λίμνης (UWEX Extension and the Wisconsin Lakes Program, http://www.uwsp.edu/cnr/ uwexlakes)

τελούσε πάντα μια πλούσια πηγή διατροφικών πόρων, κυρίως ψαριών (Εικ. 1). Στις όχθες με τους καλαμώνες και την υδροχαρή βλάστηση αλλά και στα πιο βαθιά νερά αφθονούσαν μεγάλα και μικρά ψάρια του γλυκού νερού, τα περισσότερα από τα οποία εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα, μολονότι σε μικρότερες ποσότητες και μεγέθη. Ταυτόχρονα, στη λίμνη κατέληγαν αρκετά μικρά ρέματα μεσαίας και χαμηλής ροής (σήμερα ανέρχονται στα 9), τα οποία επίσης θα ήταν πλούσια σε ψάρια (Εικ. 2). Τι όμως

Εικ. 2. Υδρολογικό σύστημα λιμνών και ποταμών (από Keith & Allardi 2001: fig. 3)

οδηγεί τους ερευνητές στη διαπίστωση ότι οι προϊστορικοί κάτοικοι του Δισπηλιού εκμεταλλεύτηκαν αυτό το προνομιούχο τοπίο με την πλούσια υδρόβια πανίδα;

εξω από τη Λίμνη, Μέσα στο Χώμα

Οι σύγχρονες έρευνες, που διεξάγονται από το 1992 μέχρι σήμερα, έφεραν στο φως χιλιάδες οστά ψαριών. Από αυτά, μέχρι στιγμής έχουν μελετηθεί πάνω από 10.000 κομμάτια, που αποτελούν μόνο ένα μέρος του συνολικού υλικού που έχει συλλεχθεί (Τheodoropoulou 2007 και μελέτη σε εξέλιξη). Ιδιαίτερα χάρη στην εφαρμογή επίπλευσης το υλικό αυξήθηκε κατά 82% (Εικ. 3). Αυτή η μέθοδος ευνόησε κυρίως τη συλλογή των οστών που ανήκουν σε μικρότερα είδη ψαριών καθώς και την ανάκτηση θρυμματισμένων οστών διαφόρων μεγεθών, που δύσκολα εντοπίζονται με το μάτι στην ανασκαφή. Κυρίως, όμως, το υλικό εμπλουτίστηκε σε εύθραυστα ανατομικά τμήματα: 33% των κρανιακών οστών και 21% των σπονδύλων

ποσότητες οξυγόνου, σε αντίθεση με είδη που ζουν σε καθαρά τρεχούμενα νερά. Αν και η λίμνη αποτελεί κατάλοιπο παλιάς εκτεταμένης λίμνης (164 χλμ2) και μέγιστο βάθος μεγαλύτερο από 50 μ. (Τεταρτογενές), γύρω στο 5.000 π.Χ. θα εξακολουθούσε να είναι αρκετά πιο βαθειά από σήμερα, καθώς στους σύγχρονους χρόνους εκβαθύνθηκε η λεκάνη εκροής των υδάτων.


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

27

Εικ. 3. Ανατομικά μέρη και αντιπροσώπευση οστών από μικρά και μεγάλα είδη ψαριών που συλλέχθηκαν κατά την ανασκαφή και με τη διαδικασία της επίπλευσης (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου)

προέρχονται από την επίπλευση, ενώ 71% των λοιπών μετακρανιακών οστών (σπόνδυλοι, πλευρά, ακτινοπτερύγια), συλλέχθηκε χάρη στην παραπάνω μέθοδο. Μόλις το υλικό συλλεχθεί, οδηγείται στον ειδικό αρχαιοζωολόγο για μελέτη. Ένα από τα πρώτα στοιχεία που μπορεί να παρατηρήσει είναι η κατάσταση διατήρησης του υλικού. Το υλικό του Δισπηλιού διατηρείται σχετικά καλά. Πολλά από τα οστά διατηρούνται ακέραια και δεν παρατηρείται κάποια ιδιαίτερη ταφονομική επιβάρυνση. Παρόλα αυτά, παρατηρήθηκαν κάποιες γενικές τάσεις στην κατάσταση διατήρησης, που αντιστοιχούν σε γενικές γραμμές στη στρωματογραφική εξέλιξη: α. μια πρώτη παρατήρηση αφορά τα οστά

που προέρχονται από τα ανώτερα στρώματα (0-3/4), τα οποία φέρουν ένα σκληρό ασβεστικό ίζημα που δεν αφαιρείται και δυσχεραίνει την αναγνώριση των οστών. β. αντίθετα, τα οστά που συλλέχθηκαν στα κατώτερα στρώματα διατηρούνται καλύτερα χάρη στις υγρές και αναερόβιες συνθήκες, στις οποίες παρέμεναν θαμμένα. Βέβαια, η διατήρησή τους επιβαρύνεται μετά την επαφή τους με τον αέρα.

Ψαρεύοντας στα Αρχαιολογικά Στρώματα

Το υλικό από την ανασκαφή και από την επίπλευση εμφανίζεται σε μεγάλες ποσότη-


28

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Εικ. 4. Ποσότητες οστών ψαριών ανά φάση του οικισμού (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου)

ποσοτήτων/όγκο χώματος, προκειμένου να υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής σύγκρισης. Τα αποτελέσματα αυτής της κατά προσέγγιση μέτρησης παρουσιάζουν μια πιο έντονη παρουσία στα κατώτερα στρώματα (Γ), ιδιαίτερα στην αρχή της μεσαίας φάσης (Β), ενώ στις νεότερες φάσεις η παρουσία των ψαριών μειώνεται σημαντικά, με εξαίρεση το τέλος της νεότερης φάσης (Α). Στη συνέχεια, θα παρουσιαστούν πιο αναλυτικά αυτές οι γενικές τάσεις.

τες σε όλα τα στρώματα. Ωστόσο, μεταξύ των στρωμάτων μπορούν να εντοπιστούν σημαντικές ποσοτικές διαφορές που συμπίπτουν με τις τρεις μεγάλες φάσεις του οικισμού (Εικ. 4). Καθώς οι ποσότητες που συλλέχθηκαν δεν προέρχονται πάντα από αντίστοιχους όγκους ανασκαμμένου χώματος, επιχειρήθηκε ο χονδρικός υπολογισμός των

Το πρώτο στάδιο της ανάλυσης αφορά τα είδη ψαριών που υπάρχουν στο υλικό. Τα οστά του Δισπηλιού παρέχουν μια εικόνα χαρακτηριστική των εσωτερικών υδάτων και ειδικότερα των λιμνών και των στάσιμων νερών3. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το ψάρεμα λάμβανε χώρα, όπως είναι φυσικό, στη γειτονική λίμνη ή και στα κοντι-

Η Ψαριά μιας Ανασκαφής

Εικ. 5. Χαρακτηριστικά είδη της λίμνης της Καστοριάς που εντοπίστηκαν στο οστεολογικό υλικό του Δισπηλιού (από Muus & Dahltrøm 2003) 3

Για παράδειγμα, τα πρικιά (Perca fluviatilis) και οι τούρνες (Esox lucius) είναι ψάρια που προτιμούν τα καθαρά τρεχούμενα νερά (ρεόφιλα είδη) με σκληρό πυθμένα και δεν ανήκουν στην ενδημική πανίδα της λίμνης και των γύρω ρεμάτων αλλά αποτελούν πρόσφατες εισαγωγές (Εconomidis 1991: 9; 36). Όπως αναφέρουν οι περιβαλλοντικοί οδηγοί της περιοχής και οι περιηγητές: «παλιότερα αφθονούσαν στη λίμνη πολλές ποικιλίες ψαριών: γριβάδια, γουλιανοί, πλατίκες, τσιρόνια, χρυσικοί, κέφαλοι, χέλια και μετά το 1930 γλήνια, πρικιά, και τούρνες» (Ρούσκας 1997: 84 κ. εξ.). Είναι, λοιπόν, λογικό ότι δεν εντοπίστηκαν στο υλικό.


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ νά ρέματα, για παράδειγμα, στον Βυσσινιά στα βόρεια ή στον Ξηροπόταμο στα ανατολικά της λίμνης. Τα είδη που αναγνωρίστηκαν δεν είναι πολλά (Εικ. 5). Κυρίως αντιπροσωπεύονται ψάρια της οικογένειας των Κυπρινιδών (Cyprinidae), που ευνοούνται από τις ευτροφικές συνθήκες της λίμνης. Όλα ανήκουν στην ενδημική πανίδα της περιοχής και ζουν, σε κοπάδια ή πιο μοναχικά, στον λασπώδη και πυκνόφυτο πυθμένα της λίμνης (Economidis 1991). Από τα ψάρια της οικογένειας, το γριβάδι ή τσουκάνι (Cyprinus carpio) είναι το πιο συνηθισμένο, όπως και σήμερα. Πρόκειται για ένα νόστιμο και αποδοτικό ψάρι, καθώς σε ηλικία 3-4 χρόνων το μήκος του φτάνει τα 20-40 εκ. και το βάρος του τα 3-4 κιλά. Στο υλικό εντοπίστηκε επίσης πλήθος μικρότερων Κυπρινιδών χαρακτηριστικών των στάσιμων και χαμηλών σε οξυγόνο υδάτων, όπως η λεστιά (Abramis brama), η κοκκινοφτέρα (Scardinius erythtophthalmus), το σίρκο (Alburnus alburnus), ο κουτσουράς (Carassius carassius), το γλήνι (Tinca tinca) και η μουρμουρίτσα (Rhodeus s)4. Επίσης, αναγνωρίστηκαν και κάποια Κυπρινοειδή που προτιμούν τα πιο καθαρά νερά αλλά ανέχονται και συνθήκες λίμνης, όπως το τυλινάρι ή κέφαλος (Leuciscus cephalus), το μουστακάτο (Barbus sp.) και το σκουμπούζι ή γουρουνομύτης (Chondrostoma s). Κάποια από τα παραπάνω, μπορούν να φτάσουν τα 40 εκ. και τα 1-2 κιλά (γλήνια, τυλινάρια). Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται ο γουλιανός (Silurus glanis), το πλέον μεγαλόσωμο ψάρι του γλυκού νερού της Ευρώπης αλλά και της λίμνης της Καστοριάς5, που φαίνεται ότι παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στον οικισμό του Δισπηλιού. Αυτός ο υδρόβιος γίγαντας που λόγω της εύγευστης σάρκας

4

5 6

29

του αποτελεί ψάρι σημαντικής εμπορικής αξίας, την ημέρα παραμένει μέσα στη λάσπη ή κάτω από πέτρες, ενώ τη νύχτα κινείται προς αβαθή σημεία αναζητώντας την τροφή του6. Είναι αδηφάγος, αρπακτικός, ικανός σε περιορισμένο χώρο να εξαφανίσει ολόκληρους ιχθυοπληθυσμούς, πολλές φορές ακόμη και μικρά υδρόβια πουλιά και τρωκτικά. Παρότι όλα τα παραπάνω είδη μπορούν να βρεθούν μέσα στη λίμνη, το καθένα από αυτά συχνάζει σε διαφορετικά βάθη (επιλίμνιο, θερμοκλινές, υπολίμνιο) αλλά και σε διαφορετικές οικολογικές ζώνες (όχθη, βυθός) (Εικ. 6). Η μελέτη του οστεολογικού υλικού του Δισπηλιού αποκαλύπτει σε ποιες περιοχές της λίμνης ψάρευαν οι κάτοικοι τα ψάρια τους. Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι προτιμούσαν την αλιεία σε βαθύτερα νερά στην πρώτη φάση του οικισμού, ενώ προς το τέλος της Μέσης και την αρχή της Νεότερης Νεολιθικής το ψάρεμα γενικεύθηκε τόσο στις βαθύτερες όσο και στις μεσαίες ζώνες της λίμνης. Η παρουσία και η ποικιλία των παραπάνω ψαριών που ψαρεύονταν σε αυτά τα νερά επίσης διαφοροποιείται μέσα στο χρόνο κατοίκησης του Δισπηλιού. Σύμφωνα με τη μελέτη της ποικιλίας/αφθονίας των ειδών (Εικ. 7), κατά την αρχαιότερη φάση του οικισμού το καλάθι του ψαρά γέμιζε με 5-6 είδη ψαριών, από τα οποία τον πιο σημαντικό ρόλο έπαιζε το γριβάδι. Στη φάση που ακολούθησε, η ψαριά όχι μόνο ήταν πιο πλούσια αλλά παρουσίαζε και μια ποικιλία ειδών (9-13 είδη), από τα οποία ξεχώριζε ο γουλιανός και τα μικρότερα Κυπρινοειδή. Αντίθετα, η παρουσία του γριβαδιού είναι περιορισμένη∙ ίσως η υπεραλίευση της προηγούμενης φάσης να οδήγησε σε κάποια μείωση των γριβαδιών μέσα στη λίμνη και οι κάτοικοι να αναγκάστηκαν να συμπληρώσουν

Αντίθετα, απουσιάζει παντελώς η λεγόμενη πεταλούδα (Cyprinus auratus gibelio), ένα υποείδος της οικογένειας των Κυπρινιδών. Παρότι πρόκειται για ψάρι που ζει σε στάσιμα νερά όπως και σε νερά με μεγάλη ροή, σε περιοχές με πυκνή υδρόβια βλάστηση και λασπώδη πυθμένα, εισήχθηκε στη λίμνη στα νεότερα χρόνια, όπως πιστοποιούν οι βιολόγοι και οι κάτοικοι της περιοχής, και θα ήταν παράξενο να έχει βρεθεί στο αρχαιολογικό υλικό (Economidis 1991: 24). Στη λίμνη της Καστοριάς αναφέρεται ότι έχουν ψαρευτεί γουλιανοί πάνω από 100 κιλά (Ρούσκας 1997: 85 και υποσημ. 27). «Γκλιανότρυπες», σύμφωνα με τον Σιάνο (χ. χ.).


30

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Εικ. 6. Διαστρωμάτωση των ψαριών μέσα στη λίμνη (από Muus & Dahltrøm 2003, τροποπ.)

Εικ. 7. Σχετική παρουσία των τριών βασικών ομάδων ψαριών στις φάσεις του Δισπηλιού (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου)


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ τις ποσότητες αυτού του πλούσιου σε κρέας ψαριού με άλλα της ίδιας οικογένειας αλλά κυρίως με τον μεγάλο και αποδοτικό γουλιανό. Πρόκειται εξάλλου για μια περίοδο που ο οικισμός μοιάζει να είναι πλήρως στραμμένος προς την αλιεία και τα διατροφικά της οφέλη. Ωστόσο, δεν είναι απίθανο αυτή την απομάκρυνση από το γριβάδι να την υπαγόρευσαν διατροφικοί ή γευστικοί λόγοι, που είναι δύσκολο ν’ ανιχνευθούν μέσα σε ένα αρχαιολογικό υλικό. Το σίγουρο πάντως είναι ότι η σημασία του γριβαδιού σταδιακά επανήλθε σε βάρος των υπολοίπων ειδών στις τελευταίες φάσεις του οικισμού, κατά τις οποίες παρατηρείται σημαντική μείωση του αλιεύματος γενικά. Πάντως, όλες οι παραπάνω επιλογές του πού και του πόσο δεν είναι ασύνδετες με μια άλλη βασική επιλογή του ψαρά, που έχει να κάνει με τον αλιευτικό εξοπλισμό που χρησιμοποιεί. Αυτή η τελευταία διαπίστωση μάς οδηγεί σε ένα ακόμα κεφάλαιο της αλιευτικής δραστηριότητας που τα οστά των ψαριών είναι ικανά να φωτίσουν.

Τα Σύνεργα του Ψαρά

Η επιλογή από τον ψαρά συγκεκριμένου αλιευτικού εξοπλισμού είναι συνήθως αποτέλεσμα ενός ή περισσότερων παραμέτρων. Τα είδη, τα μεγέθη και οι συνήθειες (ηθολογία) των ψαριών, ο τύπος υδρόβιου περιβάλλοντος, οι ποσότητες που επιθυμεί κάποιος να ψαρέψει αλλά και ο βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης του εξοπλισμού και οργάνωσης του ψαρά και της κοινότητας στην οποία εντάσσεται, αποτελούν τους βασικούς παράγοντες στην επιλογή της μεθόδου και του αλιευτικού σύνεργου. Στην περίπτωση της αρχαιολογικής αναζήτησης των αλιευτικών μεθόδων, οι άμεσες πληροφορίες που φωτίζουν αυτό το ερώτη-

7

8

31

μα είναι λιγοστές, καθώς τα ευρήματα που σχετίζονται με τα ίδια τα σύνεργα είναι λιγοστά και συνήθως περιορίζονται στα μη οργανικά τμήματα ενός εργαλείου, δηλαδή στα αγκίστρια, στα βαρίδια, στα ανθεκτικά τμήματα ενός καμακιού ή μιας τρίαινας (για παραδείγματα από την ελληνική και ευρωπαϊκή προϊστορία, Buchholz et al. 1987; CleyetMerle 1991; Stratouli 1996). Αντίθετα, στον ελληνικό χώρο και σε όλα τα εύκρατα κλίματα απουσιάζουν στοιχεία κατασκευασμένα από οργανικά υλικά, όπως δίχτυα, φελλοί, πλωτήρες, παγίδες και κοφίνια από καλάμια και άλλα φυτά, λοιπές παγίδες7. Ακόμα και βοηθητικός εξοπλισμός από ανόργανα υλικά που δεν έχει κάποια ιδιαίτερη διαμόρφωση, δεν είναι πάντα δυνατό να διαγνωστεί μέσα σε μια ανασκαφή8. Έτσι, αρωγοί στην προσπάθεια ανασύστασης του αλιευτικού εξοπλισμού σε έναν οικισμό ή μια εποχή αποτελούν έμμεσες πηγές, όπως οι αναπαραστάσεις, οι αρχαίες πηγές, τα οστά ψαριών, τα εθνογραφικά παραδείγματα αλλά και η ίδια η πρόσφατη αλιευτική παράδοση της περιοχής (για παράδειγμα, Ρούσκας 1997, πιο αναλυτικά Θεοδωροπούλου υ. έκ.). Στην περίπτωση του Δισπηλιού, παρουσιάζεται μια μοναδική ευκαιρία πολλαπλής ανασύνθεσης των αλιευτικών πρακτικών, καθώς, εκτός από τα ίδια τα οστά ψαριών, η ανασκαφή έχει φέρει στο φως αρκετά ευρήματα που σχετίζονται με τον ψαρά και τα σύνεργά του (Αλματζή 2002; Στρατούλη 2002; Στρατούλη σε αυτό το τεύχος)(Εικ. 8): - συγκεντρώσεις βαριδιών, είτε από πέτρα, είτε από πηλό, σε διάφορα μεγέθη και σχήματα (βαρίδια από επίπεδες κροκάλες και πήλινα κωνικά στις κατώτερες φάσεις, πήλινα επιμήκη με σταυροειδείς εγκοπές στις μεταγενέστερες φάσεις)∙ - σημαντικές ποσότητες οστέινων (κατώ-

«Τα παιδιά βουτηγμένα έως τα γόνατα στην όχθη της λίμνης βουτούσαν στο νερό τις «φωλιές» που ήταν κατασκευασμένες από ένα χόρτο με έντονη μυρωδιά, το μάλαθρο. Η μυρωδιά προσέλκυε τα μικρά ψαράκια της λίμνης (τους χρύσκους) και αυτά παγιδεύονταν στη φωλιά. Όταν αυτή γέμιζε, ο μικρός ψαράς τοποθετούσε αθόρυβα κάτω από τη φωλιά ένα καλάθι και ύστερα το ανασήκωνε αρπάζοντας φωλιά και χρύσκους που πηδούσαν λαχταριστά» (Διδασκάλου 1976: 18). Λόγου χάρη, μικρές κροκάλες που χρησιμεύουν ως βαρίδια ή μικρές πέτρες που οι σύγχρονοι ψαράδες της Καστοριάς ρίχνουν στο νερό για να συγκεντρωθούν τα ψάρια πριν ρίξουν τον πεζόβολο.


32

Εικ. 8. Χαρακτηριστικά ευρήματα από το Δισπηλιό που συνδέονται με τον αλιευτικό εξοπλισμό (φωτ. Φ. Υφαντίδης)

τερες φάσεις) και σποραδικών μετάλλινων (ανώτερες φάσεις) αγκιστριών, συνήθως χωρίς πτερύγια αι με εγκοπές∙ - αιχμές και «τρίαινες» από πυριτόλιθο, που θα μπορούσαν να ανήκουν σε καμάκια∙ - τέλος, οστέινες βελόνες που είναι πιθανό να είχαν χρησιμεύσει για την πλέξη των διχτυών. Αντίθετα, μέχρι στιγμής δεν έχουν βρεθεί οργανικά υλικά σχετικά με το ψάρεμα, μολονότι η παρουσία τους στα βαθύτερα στρώματα δεν είναι απίθανη, όπως έχουν δείξει αντίστοιχα ευρήματα από λιμναίους οικισμούς της Κεντρικής Ευρώπης, λόγω των υγρών και αναερόβιων συνθηκών στις οποίες διατηρήθηκαν (για παράδειγμα, Cleyet-Merle 1991; Pétrequin 1984, 1997). Εξάλλου, την πιθανή χρήση εξοπλισμού από φθαρτά υλικά υποδεικνύει και η μελέτη εθνογραφικών παραλλήλων (Pétrequin 1984). Αλλά και ο Ηρόδοτος, που μνημονεύει την ύπαρξη λιμναίων οικισμών στη λίμνη Πρασιάδα κατά τους Μηδικούς πολέμους, αναφέρει (Ιστορία, V.16): «υπάρχουν δε εκεί τόσα πολλά ψάρια, ώστε, όταν σηκώσουν την

καταπακτή [της καλύβας], ρίχνουν κάτω στη λίμνη με σχοινί ένα κοφίνι άδειο και αφού περιμένουν λίγη ώρα, σηκώνουν το κοφίνι γεμάτο ψάρια». Η προκαταρκτική μελέτη των αλιευτικών ευρημάτων (Αλματζή 2002 και μελέτη σε εξέλιξη) αποκαλύπτει κάποιες ενδιαφέρουσες πτυχές της τεχνολογικής εξέλιξης αλλά και των αλιευτικών πρακτικών: η αρχαιότερη φάση του οικισμού έφερε στο φως κυρίως λίθινα βαρίδια, που στην μεσαία φάση αντικαταστάθηκαν από πήλινα ενώ παράλληλα προστέθηκαν οστέινα αγκίστρια και αιχμές καμακιών, τα οποία με τη σειρά τους τελειοποιούνται στην τελευταία φάση του οικισμού (πήλινα βαρίδια με σταυροειδή εγκοπή και ελάχιστα μετάλλινα αγκίστρια). Ο συσχετισμός των παραπάνω ευρημάτων με τα στοιχεία που παρέχουν τα οστά ψαριών αποδεικνύεται πολύτιμος για την ανασύσταση της αλιευτικής καθημερινότητας των κατοίκων του Δισπηλιού. Οι δύο τύποι μελέτης δείχνουν να συγκλίνουν προς τις ίδιες υποθέσεις. Αναλυτικότερα, μια πρώτη προσέγγιση είναι δυνατή χάρη στις οικολογικές πληροφορίες που κρύβουν τα οστά. Σε αυτή την προσπάθεια, η πρόσφατη αλιευτική παράδοση της λίμνης μπορεί να δώσει κάποιες ιδέες για τις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν (Εικ. 9)9. Η χρήση, μεταξύ άλλων, γερών διχτυών με βαρύτερα βαρίδια για ψάρεμα σε μεγαλύτερα βάθη φαίνεται να προτιμήθηκε κατά την αρχαιότερη φάση του οικισμού10. Από την μεσαία φάση και εξής, η αυξανόμενη ποικιλία και η τελειοποίηση του εξοπλισμού υποδηλώνουν την εφαρμογή αντίστοιχα ποικίλων μεθόδων, κατάλληλων για διαφορετικά βάθη και οικολογικές ζώνες: - δίχτυα σε διάφορες μορφές (πρόβλια-

Πολλές από αυτές τις μεθόδους υπάρχουν ήδη σε περιγραφές των συγγραφέων της αρχαιότητας, καταδεικνύοντας την αρχέγονη και διαχρονική χρήση τους (πιο αναλυτικά βλ. Τheodoropoulou 2007: 362 κ. εξ.). 10 Τέτοια δίχτυα θα μπορούσαν να μοιάζουν στον σύγχρονο πεζόβολο (τετράγωνο ή κυκλικό δίχτυ με βαρίδια στις τέσσερις άκρες, που ρίχνεται στον αέρα και πέφτοντας στο νερό αιχμαλωτίζει τα ψάρια). Βλ. και περιγραφή του 1860 της Mary Walker (Ρούσκας 1997: 52): «Οι ψαράδες που ήταν στη βάρκα είχαν φέρει μαζί τους ένα δίχτυ που μαζεύεται πάνω από τον αριστερό βραχίονα και μετά πετιέται με μια επιδέξια κίνηση, έτσι ώστε να απλωθεί σε κύκλο καθώς αγγίζει το νερό…». 9

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

33

Εικ. 9. Διάφοροι τύποι αλιευτικού εξοπλισμού που ήταν σε χρήση μέχρι πρόσφατα από τους ψαράδες της Καστοριάς (από Ρούσκας 1997)

κας, σουργκί, πεζόβολος, γρίπος)11 και μεγέθη (ψαρόδιχτο, πλατικόδιχτο, μονά και τριπλά δίχτυα)12 για το ψάρεμα στο κέντρο της λίμνης ή στα ρηχά, κοπαδιών μικρών ή μεγαλύτερων ψαριών, κυρίως γριβαδιών που σπάνια ελκύονται από το δόλωμα του αγκιστριού13∙ - αγκίστρια μεμονωμένα (σαπκάζια, σκάλες, βέργα) ή σε μορφή πολυάγκιστρου (βόλ-

τες, πολυάγκιστρο)14∙ - καμάκια και διχάλες για το ψάρεμα μεγάλων γριβαδιών και γουλιανών από την όχθη της λίμνης. Φυσικά, είναι πολύ πιθανή η χρήση και άλλων μεθόδων που, όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι δυνατό να διαγνωστούν αρχαιολογικά εξαιτίας των φθαρτών υλικών κατα-

Πρόβλιακας: δίχτυ στηριζόμενο σε δύο ξύλινα κοντάρια που σχηματίζουν γωνία 45ο. Σουργκί: σάκος από δίχτυ που στηρίζεται στα πλαϊνά της βάρκας. Πεζόβολος: βλ. παραπάνω. Γρίπος: δίχτυ που σύρεται στα ρηχά και παγιδεύει μικρά ψάρια, τα οποία χρησιμοποιούνται σαν δόλωμα για το ψάρεμα μεγαλύτερων. 12 Στα μονά δίχτυα βλ. ψαρόδιχτο: για μεγαλύτερα ψάρια, πλατικόδιχτο: δίχτυ με μικρό «μάτι». Τα τριπλά είναι συνδυασμός ενός κεντρικού διχτυού με μικρότερα ανοίγματα και δύο πλευρικών με μεγαλύτερα. 13 Muus & Dahlstrøm 2003: 138. Αν και ο Ρούσκας (1997: 85 και υποσ. 28) παραθέτει ότι τα γριβάδια τα ψαρεύουν με δόλωμα ψωμάκια βουτηγμένα στο μέλι. 14 Σαπκάζια και σκάλες: απλή πετονιά. Βέργα: καλαμένια βέργα με νήμα και 1-2 αγκίστρια. Βόλτες (παραγάδια): αγκίστρια δεμένα σε νήμα μήκους εκατοντάδων μέτρων που στηρίζονται σε ξύλινες κάσες με αυλακώσεις. Πολυάγκιστρο: δολωμένα αγκίστρια δεμένα σε λεπτά σχοινιά, τοποθετημένα κάθετα ανά δύο οργιές σε ένα μεγαλύτερο οριζόντιο νήμα μήκους 300-400 μ., που βυθιζόταν ολόκληρο στο νερό με βαριές πέτρες. 11


34

σκευής τους. Στην αλιευτική παράδοση της Καστοριάς περιλαμβάνεται ο αρπάς (απόχη), τα κατίκια (κοφίνια), η κότσα (κυκλική καλαμωτή), ο κιούρτος (παγίδα) και το νταούλι (σωληνωτό δίχτυ πάνω σε κυκλικές βέργες), που τοποθετούνται στην όχθη της λίμνης περιμένοντας να παγιδεύσουν τους παρόχθιους επισκέπτες, καθώς και πιο ιδιαίτερες μέθοδοι που εκμεταλλεύονται τα οικολογικά χαρακτηριστικά των ψαριών, όπως οι πελαΐσιες (τεχνητές φωλιές από κλαδιά δέντρων, όπου ξεχειμώνιαζαν τα ψάρια)15. Παρόλα αυτά, η μελέτη των οστών ψαριών επιτρέπει κάποιες υποθέσεις ακόμα

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ και για τέτοιες «αόρατες» μεθόδους. Όπως ήδη ειπώθηκε, η επιλογή του αλιευτικού εξοπλισμού δεν αποτελεί μόνο συνάρτηση της τεχνολογικής κατάρτισης των κατοίκων και της ηθολογίας των ψαριών, αλλά και των επιθυμητών ποσοτήτων και μεγεθών. Χάρη στη μέθοδο της οστεομετρίας, που βασίζεται στην ευθύγραμμη αντιστοιχία οποιασδήποτε μέτρησης ενός οστού κατώτερου σπονδυλωτού και του συνολικού μήκους/βάρους του αρχικού ζώντος οργανισμού, είναι δυνατή η εκτίμηση του μεγέθους των ψαριών που αντιπροσωπεύονται και των εμπλεκόμενων μεθόδων16 (Εικ. 10). Για

Εικ. 10. α. Οστεομετρία και υπολογισμός της εποχής αλίευσης από τη μελέτη των αυξητικών δακτυλίων (από Muus & Dahltrøm 2003, τροποπ.), β. Συχνότητες μεγέθους (συνολικό μήκος) των δύο βασικών ειδών, Cyprinus carpio και Silurus glanis (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου) «Την ημέρα του Αγίου Δημητρίου όλοι οι ψαράδες ρίχνουν στη λίμνη από εκατό αμάξια αγκαθωτούς θάμνους ο καθένας. Αργότερα, την άνοιξη, υπάρχει μια μέρα που την ονομάζουν ‘πελαγίσια’. Την ημέρα εκείνη όλοι οι ψαράδες…φτάνουν με πλοία και καΐκια επάνω από το μέρος της λίμνης όπου έριξαν τους θάμνους και με δίχτυα και διχάλες πιάνουν ψάρια εκατοντάδων χιλιάδων γροσίων» (περιγραφή του Τούρκου περιηγητή Evliya çelebi, Ρούσκας 1997: 47). 16 Η μέθοδος βασίζεται στην αρχή ότι οι κατώτεροι οργανισμοί (μαλάκια και κατώτερα σπονδυλωτά) αυξάνονται με τρόπο συνεχή (σκελετός/μήκος/βάρος) καθόλη τη διάρκεια της ζωής τους. Έτσι, διαπιστώνεται μια σχεδόν τέλεια αντιστοιχία ανάμεσα στο μήκος οποιουδήποτε ανατομικού μέρους και του μήκους/βάρους του οργανισμού (Casteel 1976; Wheeler & Jones 1989; Colley 1990; Τheodoropoulou 2007: 191 κ. εξ.; Θεοδωροπούλου υ. έκ.). 15


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ παράδειγμα, τα μεγέθη των γριβαδιών από το Δισπηλιό κυμαίνονται σε μήκη μεταξύ 30 και 90 εκ., και βάρος από 1 μέχρι 10 κιλά, σπάνια μεγαλύτερα. Η ποικιλία μεγεθών υποδηλώνει αντίστοιχες μεθόδους ψαρέματος, πάντα λαμβάνοντας υπόψιν και τις προαναφερθείσες οικολογικές και βιολογικές παραμέτρους. Υποθέτει κανείς ότι τα γριβάδια, τα οποία παρουσιάζονται σε δύο χονδρικές ομάδες μεγεθών (30-50/60-80 εκ.), θα μπορούσαν να έχουν αλιευθεί με ακίνητα ή κινητά δίχτυα, με δύο διαφορετικά μεγέθη «ματιού» (βλ. παραπάνω). Με τα ίδια σύνεργα θα μπορούσαν να έχουν ψαρευτεί και οι γουλιανοί μεγέθους 40-60/60-80/80-100 εκ. που εμφανίζονται στο υλικό, καθώς μάλιστα συχνάζουν στις ίδιες περιοχές της λίμνης με τα γριβάδια. Αυτούς τους μεγάλους κυνηγούς της λίμνης θα προσέλκυαν εξίσου τα πολυάγκιστρα, δολωμένα με βατραχάκια ή ψάρια της αρεσκείας των γουλιανών, όπως ο κουτσουράς ή το τσιρώνι17. Για τα μεγαλύτερα γριδάβια και κυρίως τους γουλιανούς που έφταναν τα 100140/140-180 εκ. και σπάνια πάνω από δύο μέτρα, πιο πιθανή ήταν η χρήση καμακιών και κιούρτων από την όχθη, ιδιαίτερα την άνοιξη που προσέγγιζαν για να γεννήσουν. Αυτή η επιλογή αυτόματα καθόριζε και τις αλιεύσιμες ποσότητες, καθώς αυτές οι μέθοδοι μπορεί να στόχευαν σε μεγαλύτερα ψάρια αλλά παρέμεναν φτωχότερες από την πλούσια ψαριά ενός γεμάτου διχτυού.

35

κατοίκων αλλά και τις κοινωνικές προεκτάσεις της επιλογής ενός αλιευτικού εργαλείου. Έτσι, η επιλογή διχτυών είναι πιθανότερο να εμπλέκει τη συμμετοχή περισσότερων του ενός ανθρώπων, τόσο για την κατασκευή και τη συντήρηση των επιμέρους τμημάτων του διχτυού όσο και για τη χρήση τους, για παράδειγμα στην περίπτωση της ζάγαζας18. Συχνά, μάλιστα, απαιτούσε τη χρήση βάρκας για την τοποθέτηση των διχτυών στα ανοιχτά, σαν αυτή της οποίας τα ίχνη βρέθηκαν στην ανασκαφή του Δισπηλιού. Αντίθετα, η χρήση καλαμιού ή κιούρτου αφορά έναν και μοναδικό άνθρωπο, παρότι είναι πιθανή η κατασκευή τους από κάποιον άλλο. Πάντως, οι πρωταγωνιστές αυτής της δραστηριότητας είναι αόρατοι στον σημερινό αρχαιολόγο, καθώς ούτε τα οστά ούτε τα σχετικά τέχνεργα προδίδουν την ταυτότητα ή την προσωπικότητα του ψαρά και των βοηθών του (Εικ. 11). Αν και η εικονογραφία των κλασικών χρόνων δείχνει αποκλειστικά άντρες, νεαρής ή μεγαλύτερης ηλικίας, τα εθνογραφικά παραδείγματα προσφέρουν όλη τη δυνατή γκάμα πιθανοτήτων: νέους άντρες που ψαρεύουν και γυναίκες με ηλικιωμένους που βοηθούν στην επιδιόρθωση του εξοπλισμού, γυναίκες που ψαρεύουν και άντρες που μένουν στο σπίτι ή πλήρη αποχή των γυναικών από κάθε δραστηριότητα σχετιζόμενη με την

Ο Ψαράς στα Δίχτυα της ερευνας

Με αφορμή αυτό το τελευταίο, είναι σημαντικό να συγκρατήσει κανείς ότι η διάγνωση των διαφορετικών μεθόδων αλιείας δεν αντικατοπτρίζουν μόνο τις οικολογικές επιταγές ή την τεχνολογική κατάρτιση των

Εικ. 11. Αναπαράσταση της ζωής σε έναν λιμναίο οικισμό (από Pétrequin 1984)

Σύμφωνα με την Γ. Στρατούλη (σε αυτό το τεύχος), λίγα είναι τα αγκίστρια μικρού μεγέθους (< 2 εκ.) ενώ ισόποση είναι η παρουσία αγκιστριών μεσαίου και μεγάλου μεγέθους (μέχρι 4,6 εκ.), τα οποία ίσως είχαν χρησιμεύσει για την αλίευση των μεγαλύτερων ψαριών. 18 Ζάγαζα: διχτυωτός σάκος (χάσκος) με στόμιο που έχει μήκος 5-7 μέτρα. Το στόμιο έμενε ανοιχτό στο νερό με τη βοήθεια φελλών στο επάνω μέρος και στρογγυλών κεραμίδων στο κάτω μέρος. Στις δύο άκρες του σάκου ήταν δεμένα σχοινιά που κρατούσαν πυκνό δίχτυ, λινό ή βαμβακερό, 300-400 μέτρων. Οι ψαράδες και οι βοηθοί τραβούσαν από την ξηρά, σε σημεία χωρίς πέτρες, συμμετρικά τα σχοινιά και συγκλίνοντας αντάμωναν εκεί όπου θα έβγαζαν τον χάσκο (Ρούσκας 1997: 88). 17


36

αλιεία (πιο αναλυτικά, βλ. Τheodoropoulou 2007: 389 κ. εξ.). Εξάλλου, μας διαφεύγουν εξίσου οι ενδοκοινοτικοί δεσμοί που ένωναν τους ψαράδες, κατά πόσο αυτοί ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας, εάν ανήκαν σε συγκεκριμένη ηλικιακή ή κοινωνική ομάδα, εάν καταπιάνονταν αποκλειστικά με αυτή την δραστηριότητα ή όχι. Και, τέλος, αδυνατούμε να συλλάβουμε στο σύνολό του το ρόλο του ψαρέματος στην ψυχολογία των ψαράδων, καθώς και την αξιολόγησή του σε σχέση με τις λοιπές δραστηριότητες επιβίωσης19. Τα περισσότερα από τα παραπάνω ερωτήματα θα παραμείνουν θαμμένα στα ανασκαφικά στρώματα του Δισπηλιού. Αυτό που σκιαγραφείται πάντως από τις προηγούμενες αναλύσεις, είναι ότι το ψάρεμα στο Δισπηλιό ενδέχεται να ήταν αρκετά ομαδική αλλά και πιο μοναχική υπόθεση, προϊόν οικογενειακής ή κοινοτικής οργάνωσης, σίγουρα όμως τα πλουσιοπάροχα αποτελέσματα της δραστηριότητας ξεπερνούσαν τη συμβολή ενός ή δύο ψαράδων.

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Το Ημερολόγιο του Ψαρά Η μελέτη, λοιπόν, των οστών ψαριών από έναν αρχαίο οικισμό δεν είναι ανεξάρτητη από την ανθρώπινη κοινότητα που έχει μπει στο μικροσκόπιο της έρευνας και τις κοινωνικές πρακτικές που αυτή ανέπτυξε στο παρελθόν. Όπως ήδη φάνηκε, η αρχαιο-ιχθυολογία φωτίζει την ίδια την αλιευτική δραστηριότητα και τα εργαλεία της, μπορεί όμως να οδηγήσει τον ερευνητή ακόμα παραπέρα, στην ίδια την οργάνωση της δραστηριότητας αυτής. Κι αυτό, χάρη στην ειδική μελέτη των αυξητικών δακτυλίων πάνω στα οστά, που λειτουργούν σαν ένα είδος ημερολογίου20. Τα οστά του Δισπηλιού προσέφεραν τη δυνατότητα ανάγνωσης της εποχής αλίευσης, οδηγώντας σε ενδιαφέροντα αποτελέσματα για την εξέλιξη της οργάνωσης του ψαρέματος μέσα στο χρόνο (Εικ. 12). Όπως είναι φυσικό, σε όλες τις φάσεις του οικισμού η αλιεία λάμβανε χώρα κυρίως κατά

Εικ. 12. Υπολογισμός των εποχών αλίευσης στις βασικές φάσεις του Δισπηλιού. Απεικονίζονται τα κυρίαρχα είδη που αλιεύτηκαν σε κάθε εποχή (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου) Για παράδειγμα, είναι ενδιαφέρουσα η λέξη «ψαροκυνηγώ» που αναφέρει ο Αριστοτέλης Ζάχος για το ψάρεμα μακριά από την ακτή σε αντιδιαστολή προς το «ψαρεύω» (βλ. Ρούσκας 1997: 47). 20 Πρόκειται για μια μέθοδο που βασίζεται στην ιδιότητα των ψαριών όσο και των μαλακίων να μειώνουν τη μεταβολική τους ταχύτητα κατά την πιο κρύα εποχή τους έτους (δηλαδή τον χειμώνα στα εύκρατα κλίματα του Β. και Ν. ημισφαιρίου). Αυτή η μείωση είναι πιο έντονη στους κατώτερους οργανισμούς και καταγράφεται στο σύνολο του σκελετού τους ή του κελύφους τους με έναν σκούρο λεπτό δακτύλιο, που ονομάζεται «γραμμή διακοπής της αύξησης» σε αντίθεση με τους ανοιχτόχρωμους και πιο ευρείς αυξητικούς δακτυλίους (Coutts 1975; Desse & Desse-Berset 1992). 19


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ τους εαρινούς-θερινούς μήνες του έτους. Από την άνοιξη οι ψαράδες της λίμνης μπορούσαν να βρουν πιο εύκολα γριβάδια, γλήνια, τυλινάρια αλλά και γουλιανούς στα πιο ρηχά και καθαρά νερά της λίμνης, ανάμεσα στην παρόχθια βλάστηση, όπου πήγαιναν για να γεννήσουν τα αυγά τους. Ωστόσο, κατά την μεσαία φάση του οικισμού φαίνεται ότι το ψάρεμα δεν σταματούσε ούτε τους χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους σημειώνονταν ενδιαφέρουσες ψαριές γριβαδιών και γουλιανών, παρόλο που το ψάρεμα θα ήταν δυσκολότερο και λιγότερο αποδοτικό αυτήν την εποχή λόγω της χειμερινής καταστολής των ψαριών αλλά και των κλιματολογικών συνθηκών21. Η γενίκευση της αλιευτικής δραστηριότητας σε αυτή τη φάση είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και συμβαδίζει τόσο με τις αυξημένες αλιευμένες ποσότητες όσο και με την ποικιλία των αλιευτικών συνέργων που ανακαλύφθηκαν. Θα είναι, όμως, εξίσου ενδιαφέρον να συγκριθεί στο μέλλον το αλιευτικό ημερολόγιο με τις λοιπές τροφοσυλλεκτικές δραστηριότητες που εξασκούσαν οι κάτοικοι του χωριού (κυνήγι, κτηνοτροφικές και αγροτικές εργασίες), προκειμένου να ανασυντεθούν οι καθημερινές τους ασχολίες, με άλλα λόγια η καθημερινή τους πραγματικότητα (βλ. ενδεικτικά Jochim 1976, πιο αναλυτικά Theodoropoulou 2007: 355 κ. εξ.).

Από τη Λίμνη στο Πιάτο

Στην καθημερινότητα των κατοίκων του

37

Δισπηλιού δεν ήταν μόνο το ψάρεμα αλλά και το μαγείρεμα της ψαριάς. Αυτή η τελευταία φαίνεται ότι τροφοδοτούσε συστηματικά και σε μεγάλες ποσότητες τον οικισμό, όπως είναι δυνατό να γνωρίζουμε χάρη στις σύγχρονες μεθόδους της αρχαιο-ιχθυολογικής επιστήμης. Βέβαια, σε ένα αρχαιολογικό υλικό σπάνια διατηρείται το σύνολο των ποσοτήτων που αλιεύθηκαν (βλ. παραπάνω). Έτσι, είναι ίσως πιο σωστό να μιλάμε για τις ελάχιστες ποσότητες που έφτασαν στα χέρια του ερευνητή. Παρόλα αυτά, οι ποσότητες αυτές αρκούν για μια χονδρική εκτίμηση της σημασίας που είχε η αλιευτική δραστηριότητα για μια κοινότητα, ιδιαίτερα όταν συγκρίνονται με άλλες διατροφικές πηγές. Με αντίστοιχη προσέγγιση, ο υπολογισμός των ελάχιστων αριθμών ψαριών και αντίστοιχων κιλών μπορεί να φωτίσει αμυδρά τις ποσότητες που καταναλώθηκαν από τους κατοίκους του Δισπηλιού (Εικ. 13). Για παράδειγμα, για τρεις διαδοχικές υποφάσεις της μεσαίας φάσης υπολογίστηκαν τουλάχιστον 842, 275 και 399 κιλά γουλιανού αντίστοιχα. Αν προσθέσει κανείς σε αυτά 58, 103 και 190 κιλά γριβαδιών καθώς και τη συμβολή των υπόλοιπων Κυπρινιδών, οι ποσότητες κρέατος γίνονται ιδιαίτερα υπολογίσιμες για ένα προϊστορικό χωριό, έστω κι αν υποθέσουμε ότι δεν αφορούν μόνο ένα έτος αλλά κάποιο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα22. Για τέτοιες ποσότητες, λοιπόν, γίνεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ερώτημα των τρό-

Το ψάρεμα στη λίμνη είναι δυνατό ακόμα και όταν αυτή παγώνει σε αρκετό βάθος (τουλάχιστον 10-15 μέρες το χρόνο στη λίμνη της Καστοριάς, βλ. Ρούσκας 1997: 30), αρκεί να χρησιμοποιείται κατάλληλος αλιευτικός εξοπλισμός (βλ. για παράδειγμα, το ψάρεμα με πελαΐσιες). Τη δραστηριότητα δυσχεραίνει κυρίως η ηθολογία των ψαριών, πολλά από τα οποία μπαίνουν σε φάση χειμερινής καταστολής, ένα είδος μερικούς χειμερίας νάρκης, κατά την οποία έχουν περιορισμένη δραστηριότητα. Εξαιτίας των παραπάνω, τα ψάρια της λίμνης χάνουν κατά τους χειμερινούς μήνες 5-15% του βάρους τους, χωρίς αυτό να επηρεάζει την ποιότητα της σάρκας τους («οι ψαράδες με τσεκούρια και βαριές απελευθέρωναν τα καράβια τους από τον πάγο ή άνοιγαν διαδρόμους για να βολάσουν [=απλώσουν] τα δίχτυα και τις σουρντινίτσες τους», Ρούσκας 1997: 34) (βλ. Εικ. 9). Παρόλα αυτά, εξαιτίας του ψύχους που συχνά συνεχίζεται μέχρι την άνοιξη, μπορεί να επηρεαστεί ο αναπαραγωγικός κύκλος των ψαριών και, συνεπώς, οι ποσότητές τους: «κατά το έτος 1882 υπήρχε μέγα ψύχος τον Μάϊον ώστε τα ψάρια δεν εράσισαν [=γέννησαν] και υπήρχε μεγάλη ακρίβεια ως και εις το κρέας» (αναφορά στο Μηναίο των Αγίων Αναργύρων, Ρούσκας 1997: 30). 22 Τονίζεται ότι οι ποσότητες αυτές είναι ενδεικτικές και σίγουρα μικρότερες από το υποτιθέμενο αρχικό σύνολο που υπήρχε στον οικισμό. Εξάλλου, η παρούσα μελέτη δεν αφορά ακόμα στο σύνολο των οστών που ήρθαν στο φως, τα οποία πιθανότατα θα αυξήσουν σημαντικά τον υπολογισμένο όγκο. 21


38

Εικ. 13. Συχνότητα μεγεθών των δύο βασικών ειδών, Cyprinus carpio και Silurus glanis (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου)

πων προετοιμασίας και παρασκευής. Αν και η ανασύσταση της εποχής αλίευσης αυτών των μεγάλων ποσοτήτων ψαριών που υπάρχουν στο υλικό του Δισπηλιού μπορεί να δώσει πληροφορίες για τις εποχιακές τροφοδοσίες σε ψάρια (βλ. παραπάνω), δεν αποτελεί ευθύγραμμη ένδειξη για την εποχή κατανάλωσής τους. Για παράδειγμα, η σχεδόν αποκλειστική παρουσία ψαριών κατά τους εαρινούς-θερινούς μήνες στην αρχαιότερη και νεότερη φάση του οικισμού μπορεί να σημαίνει είτε την άμεση κατανάλωσή τους μόνο αυτή την εποχή, είτε την προετοιμασία και διατήρηση ενός μέρους της καλοκαιρινής ψαριάς με σκοπό την κατανάλωση μέσα στο χειμώνα, όταν σταματούσε σχεδόν κάθε αλιευτική δραστηριότητα. Οι μεγάλες ποσότητες αλιευμένων ψαριών που φαίνεται ότι έφθαναν στον οικισμό κατά τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες είναι πιθανό να χρησίμευαν τόσο για άμεση κατανάλωση ενός μέρους, όσο και για διατήρηση ενός άλλου, με σκοπό την εξασφάλιση προμηθειών

23

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ για τον χειμώνα. Τα άφθονα ξύλα που θα βρίσκονταν στην περιοχή πιθανότατα θα χρησίμευαν και ως μέσο παρασκευής καπνιστού ψαριού, ενδεχομένως κατόπιν μιας πρώτης αποξήρανσης κατά τη διάρκεια των θερμών ημερών (Pétrequin 1984 : 80)23. Τα επεξεργασμένα ψάρια μπορούσαν να διατηρηθούν περαιτέρω μέσα στο χιόνι που κάλυπτε την περιοχή τους χειμερινούς μήνες (Dembinska 1988). Αντίστοιχα, η γενίκευση του ψαρέματος σε όλο το έτος στην μεσαία φάση του οικισμού δεν συνιστά απόδειξη κατανάλωσης αποκλειστικά φρέσκου ή αποκλειστικά διατηρημένου ψαριού σε όλες τις εποχές του χρόνου. Μολονότι κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι κάτοικοι θα βάσιζαν ένα σημαντικό μέρος της διατροφής τους σε διατηρημένες τροφές, μεταξύ των οποίων και ψάρια, οι ανάγκες ενός ολόκληρου οικισμού θα απαιτούσαν την συμπλήρωση των προμηθειών με οποιαδήποτε προϊόντα ήταν ικανά να βρεθούν αυτή τη διατροφικά δύσκολη εποχή (Deith 1986; Yerkes 1987). Εξάλλου, ο ανθρώπινος οργανισμός από τη φύση του δεν μπορεί να ανταπεξέλθει με την κατανάλωση αποκλειστικά διατηρημένων τροφίμων για μεγάλο διάστημα και πάντα αποζητά, έστω ασυναίσθητα, να συμπληρώσει το διαιτολόγιό του με κάποιες φρέσκιες τροφές (Moss 1993; Bridault 1994; Andersen 1995). Όπως και να έχει, τα ψάρια που έφταναν στον οικισμό υπόκεινταν κάποια προετοιμασία με σκοπό είτε τη διατήρηση είτε το άμεσο μαγείρεμά τους (Εικ. 14). Το πιο πιθανό είναι ότι και τις δύο διαδικασίες προηγούνταν βασικές κινήσεις καθαρισμού των εντοσθίων και ξελεπιάσματος, κάποιες φορές απόρριψης του κεφαλιού, τεμαχισμού σε φέτες (βλ. ενδεικτικά Beyriès 1995; Zohar & Cooke

Ο Ρούσκας (1997: 47) παραθέτει χωρίο από κείμενο του Evliya çelebi που επισκέφθηκε την πόλη μέσα στο καλοκαίρι (τέλη 19ου αιώνα): «[η πόλη] έχει εκατό καταστήματα. Τα περισσότερα πουλούν ξερά ψάρια…». Ο άνωθι περιηγητής αναφέρει ότι «οι άπιστοι έμποροι από τις ξένες χώρες παρουσιάζονται και αγοράζουν ψάρια εκατοντάδων χιλιάδων γροσίων. Ετοιμάζουν σαλαμούρα με αλάτι και τα μεταφέρουν στα διάφορα βιλαέτια». Αντίστοιχα, ο W. M. Leake (1835: 336): «εκτός από την ποσότητα [ψαριών] που καταναλώνεται φρέσκια στην πόλη και στα γύρω χωριά που εφοδιάζονται από εδώ τον χειμώνα, έως την Κορυτσά, μια μεγάλη ποσότητα αλατίζεται και συναντά μια αγορά έτοιμη σε κάθε μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας». Όμως, η χρήση αλατιού κατά τους προϊστορικούς χρόνους θα ήταν μάλλον δύσκολη, καθώς η ευκολότερη πηγή αλατιού, η θάλασσα, βρίσκεται μακριά (υπάρχουν, ωστόσο, και ηπειρωτικές πηγές άλατος).


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

39

Εικ. 14. Βασικά στάδια επεξεργασίας των ψαριών (ξελέπιασμα, αποξήρανση-κάπνισμα, μαγείρεμα) (από Ρούσκας 1997, Beyriès 1995: fig. 2, Χουρμουζιάδης επιστ. επιμ. 2002)

1997, πιο αναλυτικά Theodoropoulou 2007: 455 κ. εξ.). Τα κατάλοιπα αυτών των ενεργειών είναι κάποιες φορές ορατά στην ανατομική αντιπροσώπευση των ψαριών, στα ίχνη εξάρθρωσης του κεφαλιού, καθώς και στα λίγα ίχνη τεμαχισμού που διατηρούνται στο σημείο ένωσης του κεφαλιού με το σώμα και σε συγκεκριμένους σπονδύλους του σώματος (Theodoropoulou 2007: 455 κ. εξ.). Αντίθετα, μόνο υποθέσεις μπορούν να διατυπωθούν για την επεξεργασία των αυγών των ψαριών και την παρασκευή λαδιού από το συκώτι αλλά και τα κόκαλα του κρανίου των μεγάλων λιπαρών ψαριών της λίμνης (Gifford-Gonzales et al. 1997). Αν και στο Δισπηλιό δεν βρέθηκαν λέπια, τα οποία μάλλον πέταγαν απευθείας στη λίμνη, η παρουσία/απουσία κρανιακών οστών

καθώς και οστών από την περιοχή των βραγχίων σε σχέση με την παρουσία μετακρανιακών οστών δίνει κάποιες πληροφορίες για τους λοιπούς τρόπους διαχείρισης των ψαριών (Εικ. 15). Τα μικρότερα Κυπρινοειδή σώζονται είτε ολόκληρα είτε χωρίς το κεφάλι και τα οστά των βραγχίων, τα οποία ενδεχομένως απέρριπταν πριν το μαγείρεμα. Η διαχείριση των γριβαδιών και των γουλιανών δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό κατά τις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού. Αντίθετα, η σταδιακή υπερίσχυση της περιοχής του κεφαλιού και του μπροστινού τμήματος του σώματος αυτών των ψαριών, ιδιαίτερα των γουλιανών, σε σχέση με την μειούμενη παρουσία ουραίων τμημάτων τους θα μπορούσε να υποδηλώνει διαφορετική επεξεργασία των τμημάτων των ψαριών: βράσιμο ή ψήσιμο του κεφαλιού

Εικ. 15. Χαρακτηριστικά σκεύη του Δισπηλιού που ίσως χρησίμευσαν για το μαγείρεμα ψαριών (από Χουρμουζιάδης επιστ. επιμ. 2002)


40

(σήμερα ονομάζεται «γκαρούφα») και διατήρηση των ξεκοκαλισμένων φιλέτων από την ουρά του ψαριού, τα οποία θα μαγειρεύονταν μέσα στις ευρύχωρες χύτρες που βρέθηκαν στο Δισπηλιό ή απευθείας στη θράκα, όπως δείχνουν τα ίχνη φωτιάς. Όμως, αυτή η εικόνα θα μπορούσε εξίσου να είναι αποτέλεσμα άνισης διανομής των τμημάτων ή απόρριψης σε διαφορετικά σημεία του οικισμού. Πάντως, η πλήρης απουσία ουραίων σπονδύλων κατά την τελευταία φάση είναι πιθανό να συνδέεται με διαδικασίες πιο σύνθετες, για παράδειγμα τη μεταφορά φιλέτων εκτός οικισμού για κάπνισμα ή τη μεταφορά φρέσκων ή διατηρημένων φιλέτων σε άλλους γειτονικούς οικισμούς με αντάλλαγμα άλλα προϊόντα24. Από τη μελέτη του Ανατολικού Τομέα της ανασκαφής του Δισπηλιού, φαίνεται ότι οι διάφορες εργασίες που συνδέονταν με την

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ προετοιμασία των ψαριών λάμβαναν χώρα σε συγκεκριμένες περιοχές, κυρίως στα δυτικά ανασκαφικά τετράγωνα (Εικ. 16). Ειδικότερα, οι βορειοδυτικές περιοχές δέχονται μια συνεχή παρουσία ολόκληρων ψαριών κατά τη διάρκεια του έτους, ενώ οι δραστηριότητες καθαρισμού, τεμαχισμού και προετοιμασίας εντοπίζονται στα νοτιοδυτικά. Σε αυτή την περιοχή βρέθηκαν και όλα τα οστά που έφεραν ίχνη τεμαχισμού. Αντίθετα, τα ίχνη καύσης βρίσκονται διάσπαρτα σε διαφορετικά σημεία της μελετημένης ζώνης. Πάντως, συνολικά η παρουσία των ψαριών μετατοπίζεται σταδιακά από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοδυτικά από την μεσαία φάση και εξής. Φαίνεται ότι επρόκειτο για μια ζώνη περάσματος και γενικότερα έντονης ανθρώπινης παρουσίας, όπως δείχνει η καταπονημένη από μηχανικές κινήσεις επιφάνεια πολλών οστών.

Εικ. 16. Χωρική κατανομή των οστών ψαριών σε ένα στρώμα της μεσαίας φάσης του οικισμού (γραφ. Τ. Θεοδωροπούλου) Ο Ρούσκας αναφέρει ότι ο μεγάλος γουλιανός πωλείται σε παστωμένα τεμάχια και παραθέτει χωρίο του Pouqueville: «αυτό το ψάρι που θα εξετάσω ονομάζεται γουλιανός από τους Έλληνες… το κόβουν σε φέτες στις αγορές της Ρωμυλίας». Αλλά και η μεταφορά φρέσκων τμημάτων ήταν εξίσου δυνατή ακόμα και σε μεγάλες αποστάσεις με απλούς τρόπους που επιβίωσαν μέχρι πρόσφατα, σύμφωνα με το χωρίο από τον Γ. Αθανασόπουλο: «Μεταφέρονται εις σακκιά τα οποία από καιρού εις καιρόν βρέχονται προς διατήρησιν κάποιας υγρασίας, η δε μεταφορά γίνεται νύκτα» (Ρούσκας 1997: 85 κ. εξ.).

24


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Θέματα Καθαριότητας δίπλα στη Λίμνη Είναι δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά περισσότερα για τις συνήθειες και τα σημεία όπου οι άνθρωποι κατανάλωναν την τροφή τους. Αλλά και η διαχείριση αυτών των τελευταίων μετά τις διαδικασίες μαγειρέματος και κατανάλωσης δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστεί. Οι τρόποι απόρριψης και οι συμβολισμοί αυτής της ενέργειας ποικίλουν και συνδέονται άμεσα με ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά25. Οι ανασκαφικές συγκεντρώσεις δεν αποτελούν αποκλειστικά περιοχές απόρριψης και απόθεσης σκουπιδιών. Όπως φάνηκε, η εικόνα του Ανατολικού Τομέα που παρουσιάστηκε παραπάνω, δεν αποτελεί μια συσσώρευση αποκλειστικά διατροφικών απορριμμάτων κατόπιν κατανάλωσης αλλά ένα σύνολο καταλοίπων που προηγήθηκαν και ακολούθησαν αυτήν. Σίγουρα, πάντως, η εικόνα παραμονής των δύσοσμων καταλοίπων ψαριών στους ζωτικούς χώρους του οικισμού δεν θα ήταν ιδιαίτερα ελκυστική και είναι πιθανό να απομάκρυναν κάθε τόσο τις στοίβες με τα υπολείμματα οστών και εντοσθίων.

Δημιουργία δίπλα στη Λίμνη

Οι κάτοικοι του Δισπηλιού ζούσαν δίπλα στη λίμνη και τρέφονταν από αυτήν. Όμως, αυτή η καθημερινή τριβή με τον κόσμο των ψαριών ίσως τους είχε εμπνεύσει και άλλους τρόπους αξιοποίησής τους, που σήμερα εί-

41

Εικ. 17. Χάνδρες από σπόνδυλο γουλιανού και οστέινο περίαπτο πιθανώς εμπνευσμένο από την μορφολογία των ψαριών (φωτ. Φ. Υφαντίδης)

ναι εξαιρετικά δύσκολο ν’ αναγνωσθούν αρχαιολογικά. Σε αυτό το άρθρο που εστιάζει στις αλιευτικές δραστηριότητες στο Δισπηλιό δεν μπορούν ν’ αναφερθούν παρά μόνο ενδεικτικά κάποιες πιθανές δευτερογενείς χρήσεις, οι οποίες παρόλα αυτά συνδέονται έμμεσα με το ψάρεμα και τους ψαράδες (Εικ. 17). Αυτοί οι τελευταίοι θα είχαν σίγουρα προσέξει τα δυνατά κρανιακά οστά του γουλιανού και ειδικά του μετακροταφικού οστού, το οποίο αποτελεί ένα σχεδόν έτοιμο εργαλείο για ξελέπιασμα, για ξύσιμο δερμάτων, για διαμόρφωση της επιφάνειας των αγγείων, σαν αγκίστρι ή όπλο26. Αντίστοιχα, το σκληρό δέρμα των μεγάλων ψαριών της λίμνης ίσως δεν πήγαινε χαμένο αλλά αξιοποιούνταν για την κατασκευή ρούχων, παπουτσιών και καλυμμάτων παραθύρων (D’Iatchenko & David 2002). Και, τέλος, τα ίδια τα διατροφικά υπολείμματα που φαίνε-

Για παράδειγμα, είναι πιθανό τα διατροφικά κατάλοιπα να μην καταλήγουν απευθείας στον απορριμματικό χώρο αλλά να ανακυκλώνονται: βλ. ενδεικτικά Bridault 1994, καθώς και την αναφορά του Ηρόδοτου (Ιστορία, V.16), ο οποίος αναφέρει: «στα άλογα και τα υποζύγια δίνουν αντί για χόρτο ψάρια». Ένα ωραίο εθνογραφικό παράδειγμα από λιμναίο οικισμό δίνει και ο Pétrequin (1984: 73): «Στα χωριά του Μπενίν που είναι πλημμυρισμένα όλο το χρόνο, τα σκουπίδια απορρίπτονται απευθείας στο νερό από τις πόρτες και τις καταπακτές των σπιτιών, δημιουργώντας ολόκληρες αποθέσεις μπροστά από τις πόρτες κουζίνας. Στα χωριά που πλημμυρίζουν εποχιακά, τα σκουπίδια δεν απορρίπτονται στο προσεκτικά σκουπισμένο έδαφος. Συγκεντρώνονται έξω από τις περιοχές εργασίας και διακίνησης, κάτω από τις πλατφόρμες ή στην όχθη. Έτσι, μπορούν να χρησιμεύσουν σαν επίχωση εν είδει μονοπατιού ή να συγκεντρωθούν σε ομαδικούς χώρους απόρριψης. Αλλά στα χωριά που βρίσκονται μόνιμα σε στέρεο έδαφος, τα ενοχλητικά συσσωρευμένα σκουπίδια σαρώνονται πάντα: …ή μεταφέρονται κάθε μέρα έξω από το χωριό σε σημεία όπου δημιουργούν μεγάλες ζώνες κοπριάς». 26 Η χρηστικότητά του είχε εκτιμηθεί από τους Αιγύπτιους (Irving 1992). 25


42

ται ότι συσσωρεύονταν σε μεγάλες ποσότητες στον οικισμό ίσως είχαν κάποια δευτερεύουσα χρήση: - κάποιοι από τους ωραίους μεγάλους σπονδύλους του γουλιανού ίσως αποτελούσαν έτοιμες χάνδρες με τη διάνοιξη μιας οπής στο κέντρο, όπως υποδηλώνουν κάποια παραδείγματα από τον οικισμό (Υφαντίδης 2006: 86)∙ - τα κόκαλα και εσωτερικά όργανα των λιπαρών ψαριών, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες κατέληγαν στα σκουπίδια, ενδέχεται να υπόκειντο κάποια υποτυπώδη επεξεργασία με σκοπό την παρασκευή κόλλας∙ - άλλωστε, η κονιορτοποίηση και καύση των οστών και ιδιαίτερα του μετακροταφικού του γουλιανού αποτελούσε κατά την αρχαιότητα συνήθη ιατρική πρακτική, καθώς οι στάχτες του θεωρούνταν ιαματικές (De Grossi Mazzorin 2000, αναφερόμενος και στον Πλίνιο). Ακόμα κι αν καμία από τις παραπάνω εφαρμογές δεν είχε περάσει από το μυαλό και το χέρι του Δισπηλιώτη ψαρά, ίσως η κοντινή επαφή με τα ψάρια να του έδινε υπο-

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ συνείδητα κάποια έμπνευση τη στιγμή της δημιουργίας των περίτεχνων περίαπτων, μεταφέροντας τον χώρο του νερού στον χώρο του αισθητικού και του συμβολικού (Υφαντίδης 2006: 90).

«Για Ψαράς…»

Από το απτό μέχρι το συμβολικό, η ιστορία των ψαράδων του Δισπηλιού και της ψαριάς τους είναι ακόμα βυθισμένη στα αρχαιολογικά στρώματα του οικισμού. Όμως, η αλίευση πληροφοριών από τα κατάλοιπα της ψαριάς, τα οστά, και από τα ίδια τα σύνεργα του ψαρά, αρχίζει να φωτίζει κάποιες όψεις της καθημερινής επαφής με τον υγρό κόσμο παρουσιάστηκαν εδώ, ανασυνθέτοντας στιγμιότυπα των αλιευτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων του οικισμού. Μπροστά στα μάτια του σύγχρονου ερευνητή απλώνεται η εικόνα μιας κοινότητας που ζούσε από τη λίμνη και για τη λίμνη. Η συνέχιση της μελέτης του πλούσιου οστεολογικού υλικού υπόσχεται να μας βυθίσει ακόμα περισσότερο στα νερά του προϊστορικού χωριού και της λίμνης.


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Βιβλιογραφία

43

Αλματζή, Κ. 2002 Η αλιεία σ’ ένα λιμναίο οικισμό. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 135-43. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Andersen, S. H. 1995 Coastal adaption and marine exploitation in Late Mesolithic Denmark – with special emphasis on the Limfjord region. In Man and Sea in the Mesolithic (ed. A. Fischer): 41-64. Oxford: Oxbow. Beyriès, S. 1995 Préparation et stockage des saumons sur la Fraser (Colombie Britannique). Anthropozoologica 21: 123-30. Bridault, A. 1994 Visibilité d’un camp de pêche indien en termes de vestiges osseux: ethnoarchéologie en pays tuchtone (Yukon, Canada). In Taphonomie/Bone modification (éd. M. Patou-Mathis): 167-71. Treignes: Centre d’études et de documentation archéologiques. Buchholz, H.-G., G. Jöhrens & I. Maull 1973 Jagd und Fischfang. Göttingen: Vandenhöck & Ruprecht. Casteel, R. W. 1976 Fish Remains in Archaeology and Paleo-Environmental Studies. New York: Academic Press. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Cleyet-Merle, J.-J. 1990 La Préhistoire de la pêche. Paris: Editions Errance. Colley, S. M. 1990 The analysis and interpretation of archaeological fish remains. In Archaeological Method and Theory, Vol. 2 (ed. M. B. Schiffer): 207-53. Tucson: The University of Arizona Press. Coutts J. F. 1975 Marine fishing in archaeological perspective: Techniques for determining fishing strategies. In Maritime Adaptations of the Pacific (ed. R. W. Casteel & G. I. Quimby): 265-306. New York: Mouton. Deith, M. R. 1986 Subsistene strategies at a Mesolithic camp site: Evidence from stable isotope analyses of shells. Journal of Archaeological Science 13(1): 61-78. De Grossi Mazzorin, J. 2000 État de nos connaissances concernant le traitement et la consommation du poisson dans l’Antiquité à la lumière de l’archéologie: L’exemple de Rome. Mélanges de l’École Française de Rome 112(1): 156-67. Dembinska, M. 1988 Methods of meat and fish preservation in the light of archaeological and historical sources. In Food Conservation (ed. A. Riddenvold & A. Ropeid): 13-23. London: Prospect. Desse, J. & N. Desse-Berset 1992 Âge et saison de mort des poissons: application à l’archéologie. In Tissus durs et âge individuel des vertébrés, Colloque National Bondy, 4-6 mars 1991 (éd. J.-L. Baglinière et al.): 341-53. Paris: ORSTOM-INRA. Διδασκάλου, Ιφ. 1976 Καστοριά, Πατρίδα μου. Θεσσαλονίκη. Economidis, S. 1991 Check List of Freshwater Fishes of Greece: Recent Status of Threats and Protection. Athens: Hellenic Society for the Protection of Nature. Gifford-Gonzales, D., K. M. Stewart & N. Rybczynski 1999 Human activities and site formation at modern lake margin foraging camp in Kenya. Journal of Anthropological Archaeology 18: 397-440. D’Iatchenko, V. I. & F. David 2002 La préparation traditionnelle des peaux de poissons et de mammifères marins chez les populations de l’Extrême-Orient sibérien de la langue toungouze. In Le travail du cuir de la


44

ΤΑΤΙΑΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

préhistoire à nos jours. Actes des XXIIe rencontres internationales d’archéologie et d’histoire d’Antibes, 18-20 octobre 2001 (éd. F. Audoin-Rouzeau & S. Seyriez): 175-91. Antibes: Éditions APDCA. Jochim, M. A. 1976 Hunter-Gatherer Subsistence and Settlement: A Predictive Model. New York: Academic Press. Irving, B. G. 1992 The pectoral fin spines of European catfish Silurus glanis: Cultural artifacts of food remains? International Journal of Osteoarchaeology 2: 189-97. Keith P. & J. Allardi 2001 Atlas des poissons d’eau douce de France. Paris: Publications scientifiques du Muséum National d’Histoire Naturelle. Leake, W. M. 1835 Travels in Northern Greece, Vol. 1. London. Moss, M. L. 1993 Shellfish, gender and status on the Northwest coast: Reconciling archaeological, ethnological and ethnohistorical records of the Tlingit. American Anthropologist 95(3): 631-52. Muus B. J. & P. Dahltrøm 2003 Guide des poissons d’eau douce et de pêch. Delachaux et Niestlé, Lonay: Les guides du naturaliste. Pétrequin, P. 1984 Gens de l’eau, gens de la terre: Ethno-archéologie des communautés lacustres. Paris: Hachette. Pétrequin P. (éd.) 1997 Les sites littoraux néolithiques de Clairvaux–les–Lacs et de Chalain (Jura), III, Chalain station 3, 3200-2900 av. J.-C., 2. Paris: Éditions de la Maison des sciences de l’homme. Ρούσκας, Γ. 1997 Το Καστοριανό Καράβι. Αθήνα: Βιβλιοσυνεργατική. Σιάνος, Λ. (χ. χ.) Ματιές στην Καστοριά: Ιστορικός και Λαογραφικός οδηγός. Στρατούλη, Γ. 2002 Τα εργαλεία από λειασμένο λίθο, οστό και κέρατο. Στο Δισπηλιό, 7500 χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 155-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Stratouli, G. 1996 Die Fischerei in der Ägäis während des Neolithikums: Zur Technik und zum potentiellen Ertrag. Prähistorische Zeitschrift 71(1): 1-27. Θεοδωροπούλου, T. (υ. έκ.) Κοινότητες του παρελθόντος και υδρόβια περιβάλλοντα: Η συμβολή της αρχαιοζωολογίας στην ανασύσταση της σχέσης του ανθρώπου με το υγρό στοιχείο. Στο Αρχαιολογία του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος (επιμ. K. Kωτσάκης). Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Theodoropoulou, T. 2007 L’exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques (2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Wheeler, A. & A. Jones 1989 Fishes. Cambridge: Cambridge University Press. Yerkes, R. W. 1987 Seasonal patterns in late prehistoric fishing practices in the North American Midwest. Archaeozoologia 1: 137-48. Υφαντίδης, Φ. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας ‘Αισθητικής Εργαλειοθήκης’. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. Zohar, I. & R. Cooke 1997 The impact of salting and drying on fish bones: Preliminary observations on four marine species, from Parita Bay, Panama. Archaeofauna 6: 59-66.


ΨΑΡΑΔΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΕΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Summary Man and lake: Fishers and fishing in Prehistoric Dispilio Tatiana Theodoropoulou

The Neolithic lakeside settlement of Dispilio offers a unique opportunity in Greek prehistory to have a clear insight into the fishing activities of a Neolithic community living by the lake. The important quantities of fishbones recovered from the excavation are the object of a thorough archaeoichtyological study, comprising species identification, ecological and quantitative reconstruction through the phases of the settlement, as well as questions regarding fishing tackle and methods, quantities and sizes of fish, methods of preparation and cooking, secondary uses. Fish stocks from the lake must have been a staple food throughout the use of the site, especially during the middle phase of occupation. Fishermen used to fish in the neighbouring shallow silty waters of the lake, using various methods, namely nets, hook and line, harpoons and fishtraps, for which the archaeological record from Dispilio provides evidence, such as netweights,

45

stone hooks and silex points. Important catches of carp and catfish, as well as a range of other Cyprinids, would arrive at the village on a regular basis, mainly from spring to autumn, sometimes also during winter. Fish would undergo a preliminary preparation in order to remove scales and guts, then they were either distributed, in pieces or as a whole, for direct consumption, or were dried and/or smoked and were destined for later consumption during harsh times. The pots and other cooking vessels found at Dispilio perfectly fit the cooking, boiling or roasting, of fish. The study of fishbones reveals the omnipresence of the lake and its fish resources in the everyday life of the inhabitants of Dispilio, which would have ranged from the sole supply of an important staple food to the modification of robust bones to tools, the exploitation of their skin as well as the confection of personal ornaments made from fishbone or inspired from fish shape.



Nellie Phoca-Cosmetatou*

The terrestrial economy of a lake settlement the faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece)

Introduction This report presents the faunal assemblage from the first phase of occupation of the site of Dispilio (phases C and B3b; Fig. 1). Located along the southern edge of the lake of Kastoria, the site was occupied during the Middle and Late Neolithic; later occupational phases have been dated to the Bronze Age and Classical periods. The first period of occupation (phase C) has been dated to the Middle Neolithic (5459-5082BC; Fakorellis & Maniatis 2002). The deposits are currently waterlogged, which accounts for the good preservation of remains, including wood (Hatzitoulousis 2008). Excavations at the site have been ongoing since 1992 (Hourmouziadis 2002; Sofronidou 2008). The occupation took place upon a wooden platform built along the edges of the lake. The discovery of building materials, wooden posts, horizontal pieces of wood and the spatial differentiation in the types of quantity of material reflect discrete activity areas

(Hourmouziadi & Yagoulis 2002). Micromorphological studies suggest that the wooden platform was built above water (Karkanas 2002a and 2002b). The high incidence of charcoal, burnt building materials and burnt pottery indicate that the first phase of occupation was destroyed by fire. This phase is represented by level C (Fig. 1), spanning a depth of c. 50cm, which will form the focus of the present study. Due to the largely undifferentiated stratigraphy (Karkanas pers. comm.) and the pottery refitting across the whole level (Sofronidou pers. comm.), level C represents a single phase of occupation and destruction of the settlement. Micromorphological studies suggest that phase B3b represents a period of site abandonment. However, it is unclear at present whether the finds within the sediments belong to the same occupation as phase C or to a later phase, having fallen into the lake sediments during the subsequent occupation of the site. The faunal assemblage of these two phases will be compared throughout this report. Level B3a

* Keble College, Oxford OX1 3 PG, UK. E-mail: nellie.phoca-cosmetatou@keble.ox.ac.uk


48

NELLIE PHOCA-COSMETATOU

Fig. 1. The site: location, excavation plan and stratigraphy (square 8). Phase B3b is represented by layers 6, 8 (sq. 8a); 9 (sq. 8c) and 8 (sq. 8d). Phase C is represented by layers 11, 9b (sq. 8a); 9, 10 (sq. 8b); 10 (sq. 8c) and 9 (sq. 8d). The stratigraphic scheme is based on Fakorellis & Maniatis 2002, Hourmouziadi (pers. comm.), Ifantidis 2006, Karkanas 2002, Theodoropoulou 2007.

dates to 800 years later and thus represents a second phase of occupation, not to be considered further here. The aims of the present report are to: Present the terrestrial economy of the initial occupation of the site. Assess the importance of the exploitation of terrestrial resources. Given the lakeside location of the site, the possibility of a greater diversity in resources, including wild, with a concomitant decrease in the reliance on domesticates will be explored. Present initial considerations on the use of space and activities within the settlement. Discuss any changes in the exploitation of animal resources during the two phases examined, in an attempt to clarify the nature of the finds in phase B3b. Assess the site formation processes and provide a critical appraisal of the notion of a fire having destroyed the settlement in phase C. Methodological considerations in fau-

nal quantification and analysis will form the backbone of those issues. Through the study of the macrofauna- predominantly the ungulate remains- presented here, it will be argued that the notion of destruction might not be as ubiquitous as originally thought and that the beginnings- as we currently understand them- of the settlement were not only situated on the lake, as the houses literally were, but also on land: ties with the land were very strong in that the economy was predominantly a domestic one and hunting was a much rarer activity.

The faunal assemblage: analytical procedures

The assemblage discussed represents a small sample of 3774 fragments (1343 and 2431 from phases C and B3b respectively1) from a single excavation square (square 8, 64m2) thought to represent a built area given


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT the concentration of building materials (Fig. 1). The fish remains form part of a separate study (Theodoropoulou 2007). Remains of microfauna, turtle and bird (151 fragments) will not be included. The faunal remains had been hand picked, flotation having been carried out selectively. The skewness of the composition of a non-sieved faunal assemblage is well known (Payne 1972), in terms of species, age profiles and body part representation. The 1st to 2nd phalanx ratio is considered a good indicator of the quality of recovery (Maltby 1985). These two elements, given their close anatomical proximity, bone density and similar treatment in carcass butchery, should be found in equal frequencies when recovery procedures are adequate. The 2nd phalanx, a bit smaller than the 1st, can be missed more easily during excavation, especially when systematic sieving is not taking place. Table 1 demonstrates that the smaller elements (2nd phalanges) are underrepresented, especially so those of the smaller animals (Ph1:Ph2= 4:1 and 12:1 for phases C and B3b), thus indicating a poor recovery. It is not possible to give precise estimates as to which aspects of the wider assemblage might be more affected, though the frequency of young animals is of obvious concern. However, the macrofauna fragments recovered from the flotation samples were small and non-identifiable. This could imply that not Species Cattle Red deer Pig Roe deer Ovicaprid Small Large (Cattle, Red deer) Small (Ovicaprid, Roe deer)

Ph1 2 2 2 6 4 2 4 12

much was missed despite the assemblage having been handpicked, a conclusion reached by Theodoropoulou (2007) in her study of the fish remains. All fragments were identified to anatomical element, animal size and, where possible, to species. Where none were possible, they were classified as ‘various’. Ribs, shafts, vertebrae and cranium fragments, making up 40% of the assemblage, were only identified to animal size due to fragmentation and lack of a comprehensive comparative collection on site; they will be included in discussions of anatomical representation. Animal size classes were defined based on the size and thickness of elements: cattle was classified as large, red deer and pig as medium, ovicaprids and roe deer as small. A number of quantification methods were used (Lyman 2008). Of the total Number of Fragments (NF), the identifiable ones were given a NISP (Number of Identifiable SPecimens) value of one. Each tooth, even in the mandible, was recorded separately, as the aim was to record number of specimens for each element. Pieces with recent breaks were counted together, but those with old breaks separately. MNI (Minimum Number of Individuals) values were calculated through a combination of the “fraction summation” and the “overlap” approach (Marean et al. 2001; Phoca-Cosmetatou 2005a). Values were calculated separately for each

Phase C Ph2 Ph1:Ph2 1 1 0 3 0 0 2 3

Table 1. Ratio of 1st to 2nd phalanx (NISP values)

49

Ph1 2 2 2 2 4

4 0 2 1 11 0 4 12

Phase B3b Ph2 Ph1:Ph2 1 4 0 1

0 1 1

1

4 12


NELLIE PHOCA-COSMETATOU

50

Photos 1-8. 1: Humeri (ovicaprids, pig)- Phase C and B3b (bottom right). 2: Sheep (Phase C)- cut marks on tibia. 3: Roe deer (Phase C). 4: Red deer (Phase C). 5: Taphonomy (Phase B3b)- tibia (ovicaprid, pig, dog). 6: Sheep (Phase B3b)- concretions. 7: Pig (Phase B3b). 8: Cattle (Phase C)staining

sub-square (16m2), given the presence of bones in anatomical connection, and then added up. No stratigraphic division was applied within each phase, given the existence of pottery refits. The faunal assemblage was washed prior to study. Cut marks were identified using a low magnification microscope on site. Chemical dissolution of the bones, resulting in increased porosity of epiphyseal surfaces, Phase C

Modification Weathering: fine lines Weathering: flaking Weathering: erosion Root etching Staining Concretions Dissolution

NISP

% of weathered

4

7%

20

35%

has heavily reduced the number of measurements that could be reliably taken.

Taphonomy and preservation

The bones are generally very well preserved, especially those from the waterlogged phase C (Table 2; Photos 1-4). A high number of bones have been stained, either dark red, smooth and shiny, along the whole surface Phase B3b

% of Total 1%

5%

NISP 6

15%

92

43%

16%

2%

18

2

4%

1%

34

25

11

Total weathered

57

Total NISP

379

0%

44%

19%

0%

7%

3%

15%

3%

33

9

0

% of weathered

1

32

216

660

8%

0%

16%

15%

% of Total 1%

5%

3%

0%

14% 5%

5%

33%

Table 2. Taphonomic modifications. Total NISP counts exclude: shafts, ribs, crania, vertebrae, “various�, horns/ antlers and teeth.


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT of the bone due to the waterlogged deposits (mainly in phase C) or lighter red to dark orange, some with concretions and dark stains due to the high concentration of charcoal in the soil (mainly in phase B3b; Photos 5-6). As staining was almost ubiquitous within the assemblage, any numerical assessment of its presence will be an underestimation. Weathering, in the form of fine line fractures, flaking and erosion, due to exposure of the bones to the elements prior to burial, is limited both in extent and severity. Flaking was in some cases due to burning. No instances of root etching were identified, apart from a single case in phase B3b. Such results concur with a rapid burial of the bones in the lake sediments underneath the wooden platforms. Ashy concretions on the bones were more frequent in phase B3b, as these deposits were not waterlogged. Porous epiphyses were caused by chemical dissolution and in some cases by the young age of the animals. Gnawing is extremely rare (Table 3). All instances identified were due to carnivore action, presumably dogs. Bones of all species, including cattle, pig, ovicaprids and roe deer, bore gnawing marks. Not a single example of rodent gnawing was identified, which can be explained by the construction of the settlement above the lake. Reduced post-depositional movement of the assemblage is indicated by a number of articulated bones in anatomical connection. These included isolated teeth, radius and ulna unfused to each other, tarsals and metatarsals, as well as phalanges. These come primarily from phase C. The few examples from phase B3b are all isolated teeth, which

Phase C Phase B3b

Carnivore gnawing

No of gnawed pieces

Total fragments

1%

9

1343

1%

Table 3. Animal damage

26

2431

51

are kept for longer in place in the mandible. This observation is one of the few that differentiate the two phases under consideration. Other things being equal, it could lend support to the notion of phase B3b being one of abandonment, with increased movement of material in the lake. Hence, all indicators point towards an assemblage that has undergone post-depositional modification, due to soil composition, but minimal post-depositional destruction.

Species representation

During the Middle Neolithic, the terrestrial economy at Dispilio was specialised on domesticates, rather than on game, with prime emphasis on sheep (Figs 2-3). The main species identified are: Ovicaprids, both sheep (Ovis aries) and

Fig. 2. Phase C species representation (333NISP)

Fig. 3. Phase B3b species representation (648NISP)


52

goat (Capra hircus). The identification between the two species was based primarily on Boessneck (1969) and Halstead et al. (2002) (Photos 1, 2, 6). Pig (Sus scrofa); only a few larger elements could be identified to wild boar (Photo 7). Cattle (Bos taurus); no aurochs was positively identified (Photo 8). Dog (Canis familiaris); wolf was present by very few larger elements. Cervids, both roe deer (Capreolus capreolus) and red deer (Cervus elaphus) (Photos 3-4). Fallow deer (Dama dama) was not positively identified (Lister 1996), though its presence cannot be excluded yet as it has been recorded in Greece during the Neolithic (Bรถkรถnyi 1986; Hubbard 1995). Domestic animals (ovicaprids, pig, cattle and dog) represent the majority of the assemblage (86% in phase C and 98% in phase B3b). Ovicaprids are the most frequent animals recovered (60% and 66%). Of those fragments identified to either sheep or goat, the majority belonged to sheep (75% and 83% in phases C and B3b respectively). The second most frequent animal is pig (19 and 22%). Cattle is very rare (5-4%). Dog remains are equally infrequent (3% and 6%); their remains tend to be few in Neolithic contexts (Davis 2003; Phoca-Cosmetatou 2008; Trantalidou 2001) and their presence often identified indirectly through gnawed remains, though these are not particularly frequent at Dispilio. The presence of wild animals is not strong, especially so in phase B3b. In phase C cervid remains are relatively numerous (12%), consisting of both roe and red deer. However, a number of them were found in anatomical connection (10NISP) or formed part of a single mandible (19NISP). Not only does that imply in situ recovery of fragments but also that cervid remains were more localised than their numbers might initially suggest. Three fragments in phase C and one in phase B3b have been identified to wolf. Wild boar was identified in phase C by a single

NELLIE PHOCA-COSMETATOU

Fig. 4. Phase C species representation (44MNI)

phalanx and hare in phase B3b by a femur. Species frequencies are almost identical when calculated in terms of MNI (Fig. 4 for phase C), an expected pattern in cases of low fragmentation (Grayson 1984). This indicates that species frequencies are not greatly affected by the quantification method used. In sum, the species representation between the two phases is very similar. The reduction in the frequency of cervids in phase B3b cannot be deemed significant until other areas of the settlement are considered, as it might be due to differences in on-site activities. The increase in the frequency of sheep compared to goats is not that great in numerical terms to signify a shift in herding practices. Hence, it can be concluded that the economy at Dispilio was similar in both phases under consideration.

Body part representation

Body part representation, i.e. the relative frequency of the different anatomical elements, is affected both by past human behaviour (movement of bones and meat packages, consumption and refuse locations), and taphonomic processes (dog gnawing, chemical action in the soil). Anatomical representation in phase C (Figs. 5-6) is largely unaffected by choice of quantification method (NISP and MNI), due partly to the low fragmentation of the assem-


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT

53

and mandibles can be aged more precisely than other elements. All skeletal parts of all species are represented in the faunal assemblage. The various long bones are found in similar frequencies, indicating an even presence of elements. Whole skeletons were brought into the site or, rather, most skeletal parts were processed and thus deposited at the particular location in the setFig. 5. Phase C species anatomical representation (NISP counts) tlement where the studied sample comes from. There is a difference in the anatomical distribution of ovicaprids and deer remains, of domestic vs. wild animals. It might be due to differential transport, consumption, deposition and refuse patterns practiced by the Dispilio inhabitants. Whereas teeth were frequent among domesticates, lower limb extremities are so among Fig. 6. Phase C species anatomical representation (MNI counts) the cervid remains (Figs. 5-6); this is particularly blage (Marshall & Pilgram 1993). Except for the case for roe deer. The paucity of deer cattle and red deer, the most frequent part of teeth might be related to the production of the skeleton for most species are teeth and antler tools in other parts of the settlement. mandibular/ maxillary fragments, particu- Hide working activities are suggested by the larly so for ovicaprids and pigs. The predom- strong presence of phalanges which, togethinance of teeth could be due to the nature of er with the skin of the animal, are detached the quantification methods, rather than sim- from the rest of the skeleton, further supply reflecting a past predominance of crania ported by the presence of cut marks on pha(compare with Fig. 8). This is so because langes (see below). In conjunction with the each tooth, isolated or in mandible, was giv- presence of articulated remains, the paucity en a separate NISP value as it represented a of other skeletal elements suggest that only separate element; teeth provide the majority parts of cervid skeletons were deposited in of values per species in MNI terms as teeth this location.


54

NELLIE PHOCA-COSMETATOU

tion that cattle, despite being a domesticate, fits better with the wild animal pattern supports notions of cattle having had a different status and use to those domesticates involved in everyday herding and consumption (see Phoca-Cosmetatou 2008; Robb 2007). The importance of high utility elements is evident when these elements (ribs, shafts, vertebrae) are included in the study of anatomical Fig. 7. Phase C species utility groups (MNI counts) representation (Fig. 8). Differences in the exploitation and dispos- Incorporating almost the whole assemblage, al patterns of the various animals is highlight- this pattern can be considered a closer aped in the comparison of Utility Values (Fig. 7). proximation to any past exploitation activiAlthough ribs and vertebrae, among the rich- ties. However, economic behaviour can only est parts of the skeleton in meat and frequent be discussed in terms of animal size classes in the assemblage, have been excluded, this is rather than of species, thus masking the difequally so for all species. Ovicaprids and pigs ferential treatment of the various species have a very similar pattern with Low Util- mentioned above. As teeth were frequent ity elements predominating, whereas cattle among ovicaprids, they remain so among the and wild cervids have a stronger frequency small animal cohort, though ribs and shafts of Medium Utility elements. The observa- are equally frequent. As cattle teeth were not numerous, the presence of teeth among large animals is further reduced and shafts and ribs are the most numerous elements. The very strong presence of teeth of medium-sized animals is a result of numerous pig teeth and of the increased difficulty of placing postcranial elements into the medium category. For all three animal sizes, teeth and shaft fragments are the two anatomical categories that predominate. Any argument for the unFig. 8. Phase C animal size anatomical representation (NISP counts)


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT

55

der-representation of long bones is thus no longer tenable. This comparison illustrates that the changing frequencies of anatomical elements depends on the part of the assemblage considered in the analysis (Marean & Frey 1997). In phase B3b, the differences in the treatment of the various species persist (Figs. 9-10). The domesticate pattern is identical to that in phase C. The differences visible for cervids (e.g. frequency of teeth and paucity of extremities among the red deer remains)

could be due to the very small sample size. In conclusion, all skeletal parts of the various wild and domestic animals were introduced to the site, albeit in different frequencies. Similarities observed across quantification methods suggest these patterns are more than just a choice of methodology. Both cranial (teeth) and postcranial (ribs and shafts) elements have been recovered. The domestic animals (ovicaprids and pigs) had a higher frequency of teeth, whereas wild animals, together with cattle, were represented predominantly by post-cranial elements. This pattern might be due to the crania of deer kept elsewhere at workshop areas for the production of antler tools and objects, or bringing into the housing area only those anatomical parts required for cooking; the higher proportion of phalanges could be related to the presence or working of hides. Despite such behavioural interpretations, taphonomic attributes can play an important role, as there is a connection beFig. 9. Phase B3b species anatomical representation (NISP counts) tween those species with a worse representation of post-cranial bones and a higher incidence of juveniles (see below).

Age profiles

Fig. 10. Phase B3b animal size anatomical representation (NISP counts)

Studies of tooth eruption and wear and bone fusion provide information on the ages at which the various animals were killed. The age profiles thus constructed may inform us about the culling and hunting strategies


56

Fig. 11. Phase C species age profiles (Teeth)

practiced and the products for which the domestic animals were raised (Payne 1973). A comparison of the age profiles produced on bones and on teeth can inform us about differential treatment of cranial vs. post-cranial elements and on taphonomic biases (teeth, being harder and more recognisable, have a higher preservation and recovery index than bones, especially unfused ones). Four main age categories will be used: foetal/ neonates. juveniles: deciduous teeth still in place, early fusing bones (distal humerus, proximal radius, scapula, 1st and 2nd phalanx, distal tibia and distal metapodials) fused; usually up to 2yrs old. young adults: permanent dentition, late fusing bones (proximal ulna, calcaneum, proximal and distal femur, proximal humerus, distal radius, distal ulna and proximal tibia) still unfused; usually 2-4yrs old. adults: permanent dentition, late fusing bones fused; more than 4yrs old. The precise age of tooth wear and bone fusion (Reitz & Wing 1999; Silver 1969) differs between species, populations and sexes; tooth wear is further affected by food hardness. However, the order of fusion of the various bones, and of tooth eruption and wear, remains consistent. Hence the four age categories can be applied to all animals.

NELLIE PHOCA-COSMETATOU The unfused early fusing bones are categorised as juveniles, whilst the fused ones as young adults/ adults. The unfused late fusing bones are categorised as juveniles/ young adults, whilst the fused ones as adults. Further subdivisions for each category was applied based on the eruption and wear sequences of teeth, combining a number of works for the various species: ovicaprids (Deniz & Payne 1982; Greenfield & Arnold 2008; Moran & O’Connor 1994; Payne 1973; Reitz & Wing 1999), pig (Bull & Payne 1982; Grant 1982; Hillson 1986; Rolett & Chiu 1994; Rowley-Conwy 1993), cattle (Grant 1982; Grigson 1982; Hillson 1986) and cervids (Azorit et al. 2002; Brown & Chapman 1991; Hillson 1986). The ovicaprid tooth profile from phase C demonstrates a high frequency of juveniles, as expected from a domestic population (Fig. 11). Young adults are also common, whereas adults, which could have been better represented due to the better preservation and recovery of their teeth, are not. Sheep and goat have contrasting age profiles (Fig. 13). All sheep were culled as juvenile or young adults, between the ages of 2 months to 4yrs, whereas goats were culled from the age of 3-8yrs, mainly as adults. Among postcranial bones (Fig. 12) goat is represented by a single mature animal, whereas sheep by three juveniles and four young adults/ adults. The age profiles and the differences between the two species is similar for phase B3b. In the other main domesticate, pig, the frequency of juveniles is higher than among ovicaprids (Figs. 11-12). Four of the seven individuals identified are juveniles, and the remaining three were adults. The presence


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT of foetal pig was ascertained based on a long bone fragment; a further seven fragments identified to foetal suids have been identified in layer B3b. In contrast to ovicaprids and pigs, cattle remains belong to young adults and adults, with the exception of a single juvenile. Equally, cervids are represented more heavily by older animals (Fig. 12). Sample sizes for cattle and cervids is very small to warrant secure conclusions about differential treatment of carcasses of different age. This is a pattern in complete agreement with an expectation of a focus on prime adults during cervid hunting (Davis 1984; Stiner 1994).

Fig. 12. Phase C species age profiles (Bones)

Fig. 13. Phase C ovicaprid age profiles (Teeth)

57

It is heartening to note the big contrast in the age profiles of domestic (ovicaprids and suids) and hunted animals (cervids). Similarities in the age profiles of these animals could have been expected as a result of preservation (e.g. similar size of bone elements for ovicaprids and roe deer) and recovery (non-systematic sieving) procedures. As it is, though, we are presented with the expected picture, of domestic animals being killed predominantly young, whereas prime adults were targeted among the hunted animals. The bone fusion data accords well with the tooth data. What were the animal products people were after? The sheep and pig profiles support an interest in meat. The presence of foetal pigs, indicating a culling of pregnant females, might suggest to us today an incautious herding strategy. The older age for goats suggests their use for milk, though no remains of newborns were recovered, or as ‘herding dogs’ for the sheep flock (Bartosiewicz 1999; PhocaCosmetatou 2008). Arguments for the consumption of milk since the early Neolithic have become prominent recently (e.g. Halstead 2008; Miracle 2006) as have those for cattle traction (Isaakidou 2006; though see Greenfield & Fowler 2003). The use of cattle in feasting (Robb 2007) needs to be considered and is consistent with the older age of the animals. Although a small assemblage, no pathology was identified relating to cattle traction at


NELLIE PHOCA-COSMETATOU

58

Cut marks Impact Scars Total Marks Total Assemblage (NF) ID Assemblage (NISP)

Phase C NISP % Total 7 0.5% 2 0.1% 9 0.7% 1343 247

% ID 2.8% 0.8% 3.6%

Phase B3b NISP % Total 6 0.2% 3 0.1% 9 0.4% 2431 495

% ID 1.2% 0.6% 1.8%

Table 4. Tool marks: cut marks and impact scars. NF: Number of Fragments NISP: Number of Identifiable SPecimens. Identifiable assemblage excludes shafts, ribs, crania, vertebrae, “various�, horns/ antlers, mandibles/maxillae and teeth.

Dispilio. The singe specimen with a pathology was of a goat mandible (phase B3b) having suffered periodontal disease, tooth loss and alveolar infilling.

Human modification: tool marks and burning

Despite the very good preservation of the surface of the bones, a very small number of cut marks (13) and impact scars (5) was identified (Table 4) in both phases. Although admittedly only a low magnification microscope was used, the low incidence of cut marks is thought to reflect past reality: not only were the bone surfaces smooth and well preserved, but the same author has identified a larger number in other assemblages under similar conditions (e.g. PhocaCosmetatou 2008). Coupled with the high frequency of complete bones (see below) the low incidence of cut marks indicates a low intensity exploitation of the animals, either wild or domestic. Four of the seven cut marks in phase C were on cervids (humerus, radius and two on 1st phalanges). The presence of cut marks on phalanges, together with the predominance of these elements as discussed above, support the contention that cervid skins, rather than other anatomical parts, were introduced to and left in the area of the site under consideration. In phase B3b, on the other hand, the few cut marks were on cattle, pig and ovicaprids. Most tool cut marks were the result of dismemberment activities, except for those on phalanges and

one cattle metapodial suggestive of skinning (Binford 1981). Fresh spiral breaks were unambiguously identified on a small number of bones (16NISP equally divided in the two phases; excludes non-identifiable shafts). The majority of the remaining breaks were angular, having occurred when the bone was dry. This observation supports the suggestion of low intensity of exploitation. A low degree of fragmentation is evidenced in both phases (Table 5). Elements within each group considered (long bones, metapodials, phalanges) tend to be treated in similar ways during butchery, form part of the same anatomical grouping and have similar sizes. All of these features condition the similarities in the ways the bones might have been broken and affected by weathering (Phoca-Cosmetatou 2001). The high degree of completeness among all bones, with more than half of long bones and metapodials and virtually all phalanges, might be partly a result of the bones having been handpicked during excavation, but they also support the observation of a low intensity of exploitation by the inhabitants of Dispilio. Elements Long bones Metapodials Phalanges

Phase B3b 47% 51% 100%

Phase C 58% 62% 93%

Table 5. Percentage completeness. Long bones: humerus, radius, ulna, femur, tibia. Metapodials: metacarpal and metatarsal. Phalanges: 1st and 2nd phalanx


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT The frequency of burning is a much more contentious issue. Most of the bones were reddish, even black. With such a colour, and with the soil matrix in which they were found being rich in charcoal and ash (since the bones were washed for the present study, it was possible to observe this), a burnt designation would have, furthermore, been in accordance with the identification of a ‘destruction level’ as discussed in the introduction above. A closer examination indicated that they were not burnt but that their dark red/ black colour was a result of staining in the ground, as a result of the waterlogged conditions. Bones of this colour with a recent break were invariably yellow, i.e. unburnt, inside (Photo 8). Just 6% (77 fragments) and 3% (68 fragments) of the total bone sample was burnt, for phases C and B3b respectively. Only six, non-identifiable, fragments were calcined; the rest were carbonised black. The number of red stained bones has not been recorded as they make up the majority of the assemblage (see Taphonomy). This observation is of great significance in (re)assessing the nature of the so-called ‘destruction level’ and the geological processes which produced it. The bones were recovered in an ash matrix; they were found in situ with limited post-depositional disturbance (as indicated by the number of elements found in articulation); however they were not burnt. Thus, the designation of phase C as a destruction layer has to be approached with added caution. Given the charcoal laden soil, seen both macroscopically, in the soil still adhering to the bones before washing, as well as microscopically (the micromorphology work carried out by Karkanas 2002a and 2002b), it is suggested that the settlement could have been destroyed by a fire but one that was not too long lived to burn the bones found within the burning houses. Their location on platforms constructed above the lake could mean that the fire was rapidly put out as the houses collapsed into the water, thus not thoroughly burning their contents.

Conclusions

59

This report has presented an analysis of a sample of the faunal remains (the ungulate bones) from the Middle Neolithic occupation of Dispilio (phases C and B3b). The material is well preserved. The bone surfaces are minimally weathered, indicating that they were not exposed to the elements for long before being buried; lack of dog gnawing is a further indication of rapid burial. The bones are almost found in situ as indicated by finds in anatomical articulation, especially in phase C. At the same time, the bones had undergone chemical dissolution, destroying the edges of epiphyses and hindering measurement-taking. Post-depositionally, the water-logged deposits aided in the preservation of the bones. The intensity of human exploitation of the animal resources was low. Although the term ‘intensity’ is relative and difficult to quantify, a number of indicators suggest low degrees of human modification: at least 40% of the faunal assemblage is identifiable to species, the percentage completeness of the bones is high and there is minimal presence of burning and cut marks on the bones. During the first phase of occupation, Dispilio was located on a raised platform above the lake. Although we cannot tell which side the houses were facing, we can conclude that the economy was facing towards the land. Of course the bias of such an assertion, when considering the terrestrial faunal remains, is acknowledged. A number of independent indicators can support this contention. First, among the possibilities to explain the location of settlements on lakes, the freeing up of land for cultivation is a strong one (Menotti 2003). Second, the presence of plant remains, including cereals and pulses, suggests a land-oriented economy (Magkafa 2002), in the delayed returns incurred during cultivation (Woodburn 1982). Fishing was a seasonal activity, taking place primarily during spring and summer (The-


60

odoropoulou 2007). Returning to the animal bones themselves, the strong frequency of ovicaprids suggests that the inhabitants of Dispilio turned to the land for their livelihood and survival rather than for hunting past time. The paucity of wild animals is a feature identified at other lake-settlement sites (Schibler 2004). The faunal remains, and hence the economy, is strongly focused on ovicaprids, sheep being by far the most frequently recovered animal. Pig, goats and cattle, although present, are not as common. Ovicaprids are predominantly represented by teeth remains; although post-cranial elements are present, they are most probably masked in the nonidentifiable categories of ribs, shafts and vertebrae, all parts of the skeleton rich in meat. Sheep were predominantly culled at a young age, since the majority of remains, especially teeth, are dominated by animals less than 2yrs of age. Pig remains are also predominantly juvenile. This pattern fits best with a meat profile. Goats and cattle were culled predominantly as adults, a pattern commensurate with a secondary product use, be it milk, the equivalent of ‘herding dogs’ or feasting. This pattern for the domestic animals contrasts with that for the hunted animals, red and roe deer. The deer remains found belong to older animals (young adults and adults), a pattern conforming with hunting strategies targeting prime adults. Most deer remains are post-cranial, teeth being noticeably absent. Although this could relate to carcass processing activities (hide working in the area examined), other possibilities should not be excluded: disposal of heavy heads at hunting locations; post-depositional preferential preservation of robust fused postcranial bones. The assemblage from phase B3b was virtually identical to that of C. This information is not enough to warrant a conclusion that the upper level is an extension of the level below and represents an extended abandonment of the settlement. The lack of articu-

NELLIE PHOCA-COSMETATOU lated elements suggests greater movement of material within the lake after deposition. However, the four-fold increase in density of material in phase B3b compared to C, argues towards an occupation of the site and generation of debris. Plans for future dating of the faunal material from these two phases should help resolve the issue. As to the nature of the occupation of the area considered, what insights have been provided by the study of the faunal remains? The hypothesis that we are dealing with a destruction level was questioned, if it were a destruction produced by intensive burning. The absence of burning on the bones was very noticeable, despite the soil matrix being rich in charcoal and ash. Due to the existence of water, however, any fire could have been quickly extinguished, thus not burning the bones, especially if they still had meat attached. As bones were found almost in situ and not mixed up in a Phase C

Phase B3b

Element

NF

Horn/ Antler

11

1%

266

20%

185

14%

Cranium MandibleTeeth Vertebrae Ribs Shafts Scapula Humerus Radius- Ulna Pelvis Femur Tibia Carpals/ Tarsals Metapodials Phalanges Various TOTAL

46

112

NF 3%

72

3%

110

5%

2%

59

2%

14

1%

43

25

234

1343

5%

23%

1%

23

11%

548

17

29

269

2%

44

28

20%

116

18%

0%

5%

483

8%

242 24

2

133

2%

3%

2%

17%

54

3%

2%

50

2%

20

1%

39

65

26

385

2431

Appendix 1. Total assemblage

2%

2%

3%

1%

16%


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT rubbish area, the faunal analysis supported the hypothesis that we are dealing with a housing area- if not houses themselves, then at least areas around houses and not a rubbish dump.

Acknowledgements

My sincere thanks go to Prof. Hourmouziadis for giving me the opportunity to study this material and for all the interesting discussions we had; I hope at least some of his concerns have found their way in my text. To Marina Sofronidou, for being always helpful no matter how busy she was. To Tryfonas Yagoulis and especially Nasia Hourmouziadi for lengthy discussions on the stratigraphy and excavation of the site. To Takis Karkanas Ovicaprid

Horn/Antler Mand/Teeth Vertebrae Ribs Shafts Scapula Humerus Radius Ulna Pelvis Femur Tibia Calcaneus Astragalus Metapodials Phalanges Total Cranium

Cattle Pig

2

0

124

2

0

1

0

5

0

0

4

2

7

5

0

0

10

14

190

2

0

2

0

0

0

0

0

1

2

2

0

1

0

0

1 0

0

0 1

0

1 3

0

0

1 0

5

193

4

0

5

71

1

0

3

1

2

0

0

0

0

4

10 2

1

4

0

3

13 5

3

2

68

157 16

21 28

12

0

0

0

0

0

0

0

0

2

15

2

2

0

0

0

0

0

2

0

2

6

0

5

2

2

1

23

1

4

3

196

15

1

3

0

3

1

64

1

0

0

3

0

11

0

1

1

1

9

27

0

1

0

2

4

13

Patella Navicular Tarsal Carpal

5

15

0

3

10

Boar Wolf Roe Red Dog deer deer Cervids Large Medium Small

0

0

13

for having shared with me his unpublished work and inspiring interpretative suggestions, which have made me see the Neolithic occupation at Dispilio more vividly. To all the other members of the team (including Nana Almatzi, Fotis Ifantidis, Tatiana Theodoropoulou and Vanessa Papageorgiou) for lengthy discussions and providing a pleasant environment in which to work. To Umberto Albarella and members of the ZOOARCH list for their helpful suggestions. Last, but not least, to Ourania Sepsa, whose vital help with the faunal analysis ensured that it was accomplished on time and whose friendship helped me keep my sanity during the hectic fieldwork seasons. Financial support was provided by the Dispilio excavation project and Keble College, Oxford.

0

0

0

0

50

61

1

1

1

0

4

1

0

2

4

31

2

1

1

2

3

3

4

5

0

6

3

141

1

1

49 1

Appendix 2: Phase C species representation (NISP counts)- data for Figs. 2, 5 and 8

6

20

15 3

34

16

795 2 1


NELLIE PHOCA-COSMETATOU

62

MNI per Element Ovicaprids O/C non-id Sheep Goat Cattle Pig Dog Roe deer Red deer Horn/Antler 2 1 1 1 2 3 Mand/Teeth 23 7 12 4 2 7 3 2 1 Vertebrae 0 Ribs 0 Shafts 0 Scapula 0 1 2 Humerus 8 3 5 3 1 1 1 Radius 8 7 1 1 3 1 Ulna 3 3 1 1 2 1 Pelvis 0 Femur 5 5 1 1 Tibia 3 3 2 3 1 1 Calcaneus 2 2 2 Astragalus 2 1 1 1 1 Metacarpal 5 3 2 Metatarsal 10 4 5 1 1 1 1 Metapodial 1 1 1 1 2 Phalanges 3 3 2 2 3 1 Maximum MNI 23 7 12 4 3 7 3 3 3 Cranium Patella Navicular 1 1 Tarsal Carpal 1 1

Appendix 3: Phase C species representation (MNI counts)- data for Figs. 4, 6 and 7

From postcranial bones MNI Foetal Ovicaprid Total Sheep Goat Cattle Pig 1 Dog Roe deer Red deer

J 7 3

1 3

YA

1 1

YA-A 6 4 1 3 2 1 2

A

1

No specific age 1 1 2 2 2


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT

63

From teeth MNI

Foetal 0-2m 2-6m 6-12m 12-24m

Ovicaprid total Sheep Goat O/C Non-id Cattle Pig Dog Roe deer Red deer

0 0 0 0

0 0 0 0

1 1 0 0 1

3 3 0 0

2 2 0 0

1

1

2-3 3-4 4-6 6-8 J J-YA YA YA-A A yrs yrs yrs yrs 3 5 5 1 2 1 2 3 1 0 1 0 1 2 1 1 1 2 0 1 1 1 1 2 3 2 1 1

Appendix 4. Phase C age profiles- data for Figs. 11-13. J= juvenile; YA= young adult; A= adult

Ovicaprid Cattle Horn/Antler Mand/Teeth Vertebrae Ribs Shafts Scapula Humerus Radius Ulna Pelvis Femur Tibia Calcaneus Astragalus Metapodials Phalanges Total Cranium Patella Navicular Tarsal

0 320 2 0 0 3 10 19 9 11 2 9 4 3 32 11 435 0 0 0 1

1 5

2 1

1 1

4 9 24 1

Pig Dog 85 11 11 5 8

2 7 2 2 6 2 141 3

0 20 1 0 0 1 0 0 3 1 3 3 0 0 5 0 37 0 0 0 0

Roe Red Wolf deer deer 3

1

1

2 4

2

1 6

1

1

Large

Medium

Small

1 13 11 14 24 3 4 3 2 5 4 0 0 0 5 9 98 2 1 1 0

0 90 11 20 30 16 13 7 9 1 3 7 3 2 6 2 220 12 0 0 0

0 372 85 235 494 53 36 65 22 44 29 52 7 5 54 14 1567 43 0 0 1

Appendix 5: Phase B3b species representation (NISP counts)- data for Figs. 3, 9 and 1


64

NELLIE PHOCA-COSMETATOU

βibliography

Azorit, C., M. Analla, R. Carrasco, J. A. Calvo & J. Muñoz-Cobo 2002 Teeth eruption pattern in red deer (Cervus elaphus hispanicus) in southern Spain. Anales de Biologia 24: 107-14. Bartosiewicz, L. 1999 The consumption at archaeological sites. In Transhumant Pastoralism in Southern Europe: Recent Perspectives from Archaeology, Hhistory and Ethnology (ed. L. Bartosiewicz & H. J. Greenfield): 47-60. Budapest: Archaeolingua. Binford, L. R. 1981 Bones: Ancient Men and Modern Myths. London: Academic Press. Boessneck, J. 1969 Osteological differences between sheep (Ovis aries Linné) and goats (Capra hircus Linné). In Science in Archaeology (ed. D. Brothwell & E. S. Higgs): 331-58. London: Thames and Hudson. Bökönyi, S. 1986 Faunal remains. In Excavations at Sitagroi: A Prehistoric Village in Northeast Greece (ed. C. Renfrew, M. Gimbutas & E. S. Elster): 63-96. Los Angeles: UCLA Institute of Archaeology [Monumenta Archaeologica 13]. Brown, W. A. B. & N. G. Chapman 1991 The dentition of red deer (Cervus elaphus): A scoring scheme to assess age from wear of the permanent molariform teeth. Journal of Zoology, London 224: 519-36. Bull, G. & S. Payne 1982 Tooth eruption and epiphyseal fusion in pigs and wild boar. In Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites (ed. B. Wilson, C. Grigson & S. Payne): 55-71. Oxford: BAR British Series 109. Davis, S. J. M. 1984 Khirokitia and its mammal remains: A Neolithic Noah’s ark. In Fouilles récentes à Khirokitia (Chypre) 1977-1981 (ed. A. Le Brun): 142-64. Paris: A.P.D.F. [Editions Recherche sur les Civilisations]. 2003 The zooarchaeology of Khirokitia (Neolithic Cyprus), including a view from the mainland. In Le néolithique de Chypre (ed. J. Guilaine & A. Le Brun). Athènes: École Française d’Athènes [Bulletin de Correspondance Hellénique, supplément 43]. Deniz, E. & S. Payne 1982 Eruption and wear in the mandibular dentition as a guide to ageing turkish angora goats. In Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites (ed. B. Wilson, C. Grigson & S. Payne): 155-205. Oxford: BAR British Series 109. Fakorellis, G. & G. Maniatis 2002 Αποτελέσματα χρονολόγησης δειγμάτων με την μέθοδο του 14C. In Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά (ed. G. Hourmouziadis): 289-94. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Gamble, C. S. 1997 The animal bones from Klithi. In Klithi: Palaeolithic Settlement and Quaternary Landscapes in Northwest Greece. Volume 1: Excavation and Intra-site Analysis at Klithi (ed. G. N. Bailey): 20744. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Grant, A. 1982 The use of tooth wear as a guide to the age of domestic ungulates. In Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites (ed. B. Wilson, C. Grigson & S. Payne): 91-108. Oxford: BAR British Series 109. Grayson, D. K. 1984 Quantitative Zooarchaeology: Topics in the Analysis of Archaeological Faunas. Orlando: Academic Press. Greenfield, H. J. & E. R. Arnold 2008 Absolute age and tooth eruption and wear sequences in sheep and goat: Determining age-


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT

65

at-death in zooarchaeology using a modern control sample. Journal of Archaeological Science 35(4): 836-49. Greenfield, H. J. & K. Fowler 2003 Megalo Nisi Galanis and the secondary products revolution in Macedonia. In Zooarchaeology in Greece: Recent Advances (ed. E. Kotjabopoulou, Y. Hamilakis, P. Halstead, C. Gamble & P. Elefanti): 133-43. London: British School at Athens Studies 9. Grigson, C. 1982 Sex and age determination of some bones and teeth of domestic cattle: A review of the literature. In Ageing and Sexing Animal Bones from Archaeological Sites (ed. B. Wilson, C. Grigson & S. Payne): 7-23. Oxford: BAR British Series 109. Halstead, P., P. Collins, & V. Isaakidou 2002 Sorting the Sheep from the Goats: Morphological distinctions between the mandibles and mandibular teeth of adult Ovis and Capra. Journal of Archaeological Science 29(5): 545-53. Halstead, P. 2008 Between a rock and a hard place: coping with marginal colonisation in the later Neolithic and Early Bronze Age of Crete and the Aegean. In Escaping the Labyrinth: New Perspectives on the Neolithic of Crete (ed. V. Isaakidou & P. Tomkins): 229-57. Sheffield: Sheffield Studies in Aegean Archaeology. Hatzitoulousis, S. 2008 Η τεχνολογία του ξύλου στο Νεολιθικό λιμναίο οικισμού του Δισπηλιού Καστοριάς. Ανάσκαμμα 1: 93-123. Hillson, S. 1986 Teeth. Cambridge: Cambridge University Press. Hourmouziadi, A. & T. Yagoulis 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. In Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά (ed. G. Hourmouziadis): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Hourmouziadis, G. (ed.) 2002 Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Hubbard, R. N. L. B. 1995 Fallow deer in prehistoric Greece, and the analogy between faunal spectra and pollen analyses. Antiquity 69: 527-38. Ifantidis, F. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή και Χρήση μιας ‘Αισθητικής Εργαλειοθήκης’. Unpublished MA dissertation, University of Thessaloniki. Isaakidou, V. 2006 Ploughing with cows: Knossos and the Secondary Products Revolution. In Animals in the Neolithic of Britain and Europe. Neolithic Studies Group Seminar Papers 7 (ed. D. Serjeantson & D. Field): 93-112. Oxford: Oxbow Books. Karkanas, P. 2002a Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. In Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά (ed. G. Hourmouziadis): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2002b Micromorphological studies of Greek prehistoric sites: New insights in the interpretation of the archaeological record. Geoarchaeology 17(3): 237–59. Lister, A. M. 1996 The morphological distinction between bones and teeth of fallow deer (Dama dama) and red deer (Cervus elaphus). International Journal of Osteoarcbaeology 6: 119-43 Lyman, R. L. 2008 Quantitative Paleozoology. Cambridge: Cambridge University Press. Magkafa, M. 2002 Η αρχαιολογική μελέτη του οικισμού. In Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά (ed. G. Hourmouziadis): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Maltby, J.M.


66

1985

NELLIE PHOCA-COSMETATOU

Patterns in faunal assemblage variability. In Beyond Domestication in Prehistoric Europe (ed. G. Barker & C. S. Gamble): 33-74. London: Academic Press. Marean C. W., Y. Abe, P. J. Nilssen & E. C.Stone 2001 Estimating the minimum number of skeletal elements (MNE) in zooarchaeology: A review and a new image-analysis GIS approach. American Antiquity 66: 333-48. Marean, C. W. & C. J. Frey 1997 Animal bones from caves to cities: Reverse utility curves as methodological artefacts. American Antiquity 62(4): 698-711. Marshall, F. & T. Pilgram 1993 NISP vs. MNI in quantification of body-part representation. American Antiquity 58(2): 261-9. Menotti, F. 2003 Cultural response to environmental change in the Alpine lacustrine regions: The displacement model. Oxford Journal of Archaeology 22(4): 375-96. Miracle, P. 2006 Neolithic shepherds and their herds in the Northern Adriatic basin. In Animals in the Neolithic of Britain and Europe. Neolithic Studies Group Seminar Papers 7 (ed. D. Serjeantson & D. Field): 63-94. Oxford: Oxbow Books. Moran, N.C. & T. P. O’Connor 1994 Age attribution in domestic sheep by skeletal and dental maturation: A pilot study of available sources. International Journal of Osteoarchaeology 4: 267-85. Payne, S. 1972 Partial recovery and sample bias: The results of some sieving experiments. In Papers in Economic Prehistory (ed. E. S. Higgs): 49-64. Cambridge: Cambridge University Press. 1973 Kill-off patterns in sheep and goats: The mandibles from Asvan Kale. Anatolian Studies 23: 281-303. Phoca-Cosmetatou, N. 2001 Stalking the ibex: Wild caprid exploitation in Southern Europe during the Upper Palaeolithic. Unpublished Ph.D. thesis, University of Cambridge. 2005a Bone weathering and food procurement strategies: assessing the reliability of our behavioural inferences. In Biosphere to Lithosphere: New Studies in Vertebrate Taphonomy (ed. T. P. O’Connor): 135-45. Oxford: Oxbow Books. 2005b Landscape use in Northeast Italy during the Upper Palaeolithic. Preistoria Alpina 41: 23-49. 2008 Economy and occupation in the Cyclades during the Late Neolithic: The example of Ftelia, Mykonos. In Horizon: A Colloquium on the Prehistory of the Cyclades (ed. N. J. Brodie, J. Doole, G. Gavalas & C. Renfrew): 37-41. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Reitz, E. J. & E. S. Wing 1999 Zooarchaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Robb, J. 2007 The Early Mediterranean Village: Agency, Material Culture, and Social Change in Neolithic Italy. Cambridge: Cambridge University Press. Rolett, B. V. & M. Chiu 1994 Age estimation of prehistoric pigs (Sus scrofa) by molar eruption and attrition. Journal of Archaeological Science 21(3): 377-86. Rowley-Conwy, P. 1993 Season and reason: The case for a regional interpretation of Mesolithic settlement patterns. Archaeological Papers of the American Anthropological Association 4(1): 179-88. Schibler, J. 2004 Bones as a key for reconstructing the environment, nutrition and economy of the lake-dwelling societies. In Living on the Lake in Prehistoric Europe: 150 Years of Lake-dwelling Research (ed. F. Menotti): 144-61. London: Routledge. Silver, I. A. 1969 The ageing of domestic animals. In Science in Archaeology (ed. D. Brothwell & E. S. Higgs): 250-


THE TERRESTRIAL ECONOMY OF A LAKE SETTLEMENT

67

68. London: Thames and Hudson. Sofronidou, M. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 9-26. Stiner, M. C. 1994 Honor among Thieves: A Zooarchaeological Study of Neandertal Ecology. Princeton: Princeton University Press. Theodoropoulou, A. 2007 L’exploitation des ressources aquatiques en Egée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques. Unpublished PhD. thesis, Université Paris I. Trantalidou, K. 2001 Activités d’acquisition et de production durant le Néolithique en Grèce. In From the Mesolithic to the Neolithic: Proceedings of the International Archaeological Conference held in the Damjanich Museum of Szolnok, September 22-27, 1996 (ed. R. Kertesz & J. Makkay): 417-446. Budapest: Archaeolingua. Woodburn, J. 1982 Egalitarian societies. Man 17(3): 431-51.



ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ*

Φωτογραμμετρία και Τεκμηρίωση αρχαιολογικών χώρων και ευρημάτων – Με απλά λόγια

1. Μνημείο, Αποτύπωση και Τεκμηρίωση Αποτύπωση ενός μνημείου πολιτισμού είναι η συστηματική καταγραφή και απεικόνιση των στοιχείων που ορίζουν αξιόπιστα τη γεωμετρική μορφή και τη θέση στο χώρο των επιμέρους τμημάτων του, σε δεδομένη χρονική στιγμή. Συμπληρωματικές περιγραφές με την μορφή τεχνικών περιγραφών, φωτογραφικής καλύψεως και καταγραφών επί χάρτου της εν γένει κατάσταση διατήρησης και της παθολογίας των δομικών στοιχείων του, των κατασκευαστικών του λεπτομερειών και των μηχανολογικών του εγκαταστάσεων, σε συνδυασμό με την ιστορική και δομοστατική ανάλυση και τεκμηρίωση, οδηγούν στην τελική, ολοκληρωμένη εικόνα της υπάρχουσας κατάστασης του μνημείου. Μέχρι το πρόσφατο παρελθόν η έννοια του μνημείου αφορούσε ένα μεμονωμένο έργο, μεγάλο ή μικρό αρχιτεκτόνημα ή πλα-

*

στικό δημιούργημα με κύριες φυσικά ιδιότητες την πρωτοτυπία ή γνησιότητα, την ιστορικότητα, την ποιότητα της εκτέλεσής του και τον συμβολικό χαρακτήρα τον οποίο υποχρεούται να φέρει. Στα 1913 ο Giovannoni διακηρύσσει τις θεωρίες του για τις «παράλογες απομονώσεις» μνημείων. Σιγά-σιγά διευρύνεται η έννοια του μνημείου περιλαμβάνοντας όχι μόνο «την υψηλή αρχιτεκτονική αλλά και τα απλά κτίρια», και αφήνεται να διαφανεί η τάση που θα οδηγήσει στην πολεοδομική προστασία και στη διαμόρφωση των σύγχρονων θεωριών για τη συντήρηση των ιστορικών κέντρων και συνόλων. Στη συνέχεια, μια σειρά συμβάσεων και συμφωνιών από διεθνείς οργανισμούς (UNESCO, ICOMOS, κλπ.) αναφέρονται στην σπουδαιότητα της τεκμηρίωσης, αλλά και στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την αποτύπωση, αρχειοθέτηση, διαχείριση, διάθεση δεδομένων κλπ., με προεξέχουσα τη Χάρτα της Βενετίας.

Καθηγητής, Τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής Αρχιτεκτονικής Φωτογραμμετρίας (CIPA) 2003-2007


70

Με τον Χάρτη της Βενετίας και το άρθρο 16, ιδιαίτερα, διατυπώνεται η ανάγκη ώστε «οι εργασίες συντήρησης, αποκατάστασης και ανασκαφής θα πρέπει να βασίζονται σε εξακριβωμένη τεκμηρίωση, δηλαδή σε αναλυτικές και κριτικές εκθέσεις, εικονογραφημένες με σχέδια και φωτογραφίες...». Ενώ με το άρθρο 2 διακηρύσσεται ότι «η συντήρηση και η αποκατάσταση των μνημείων αποτελεί έναν επιστημονικό κλάδο ο οποίος πρέπει να αποτείνεται στη συνεργασία όλων των επιστημών και όλων των τεχνών που μπορούν να συνεισφέρουν στη μελέτη και τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς». Στις 10 Οκτωβρίου 1987, στη Γενική Συνέλευση του ICOMOS, που συγκλίθηκε στην Ουάσιγκτων, επικυρώθηκε ο Διεθνής Χάρτης για τη διάσωση των ιστορικών πόλεων. Σύμφωνα με τους όρους του προλόγου του, αυτό το καινούργιο δογματικό έγγραφο, «ορίζει τις αρχές και τα αντικείμενα, τις μεθόδους και τα όργανα των σωστών ενεργειών για τη διάσωση των ιστορικών πόλεων (...) για να συνεχίσουν (να δίνουν) αυτές αδιάκοπα (στο χρόνο) το σύνολο των καλών στοιχείων που συνθέτουν τη μνήμη της ανθρωπότητας». Ιδιαίτερα σαν μνημεία, ορίζει «τις πόλεις, μεγάλες ή μικρές και τα ιστορικά κέντρα ή τις περιοχές, με το φυσικό ή χτισμένο περιβάλλον που, πέρα από το ιστορικό τους τεκμήριο, εκφράζουν αυθεντικές αξίες στους αστικούς παραδοσιακούς πολιτισμούς». Στα πλαίσια της εκάστοτε ιδεολογίας ανήκουν και τα θέματα της μεθοδολογίας της επέμβασης σε μνημεία δηλαδή της σχεδιαστικής απεικόνισης, της ιστορικής και αρχιτεκτονικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης και φυσικά της αποτύπωσης. Θα ήταν ίσως χαρακτηριστικό να αναφέρουμε ότι οι πρώτες σκέψεις πάνω στις μεθόδους αποτύπωσης διατυπώνονται γύρω στα μέσα του 17ου αι. όπου καθώς ευδοκιμεί ένα ενθουσιώδες κλίμα «ιστοριολατρείας», η Βασιλική Σχολή Αρχιτεκτονικής του Παρισιού, θεωρώντας πια τις αποτυπώσεις του Παλάντιο μη αξιόπιστες, στέλνει στρατιές νεαρών Γάλλων φοιτητών αρχιτεκτονικής να αποτυπώσουν

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ τα ιστορικά κτίρια της Ρώμης, δίνοντας μάλιστα οδηγίες ακόμη και σε πρακτικά ζητήματα εξοπλισμού και θέτοντας τον όρο ότι τα σχέδια των αποτυπώσεων πρέπει να επιστραφούν στο Παρίσι για να ελεγχθούν. Την ίδια εποχή (1682) ο Γάλλος αρχιτέκτονας Ντε Γκοντέ αποτυπώνοντας και αυτός μνημεία της αρχαίας Ρώμης, εκδίδει το βιβλίο με τον εντυπωσιακό τίτλο: «Οι αποτυπώσεις των κτιρίων της Ρώμης, μετρημένες επακριβώς» (!). Στα κείμενά του αυτά θέτει με έμφαση το ζήτημα της ακρίβειας των μετρήσεων, οι απόψεις του όμως δεν ευδοκιμούν ανάμεσα στους αρχιτέκτονες - αποτυπωτές της εποχής, οι οποίοι τελικά ακολουθούν τις οδηγίες του Λε Ρουά για προσοχή στις γενικές αναλογίες και την τυπολογία περισσότερο παρά στην ακρίβεια των μετρήσεων. Βέβαια από τότε έχουν διαφοροποιηθεί κατά πολύ οι απόψεις μας σχετικά με τα θέματα προστασίας της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και οι διεθνείς συμβάσεις έχουν πια θέσει το ιδεολογικό πλαίσιο με βάση το οποίο χαρακτηρίζονται, μελετώνται και προστατεύονται τα μνημεία. Εξίσου ενισχύθηκε και η γνώση μας πάνω στις μεθόδους επιστημονικής μελέτης των μνημείων. Έχουμε πια συνειδητοποιήσει ότι η αποτύπωση ενός μνημείου ή μνημειακού συνόλου είναι μια ιδιαίτερη και σύνθετη έρευνα που απαιτεί οργάνωση, παρατηρητικότητα, συστηματική ακρίβεια και έλεγχο των μετρήσεων. Άλλωστε είναι γνωστό ότι μέσω των αρχιτεκτονικών σχεδίων, προϊόντων μιας συστηματικής αποτύπωσης, θα παρουσιαστεί, το κτιριακό δυναμικό του μνημείου, η ιδιαίτερη μορφοπλαστική του δομή καθώς και η εναρμονισμένη συνύπαρξη των ιδιόμορφων επιμέρους στοιχείων και του συνόλου. Από την άλλη τα ίδια αυτά σχέδια της αποτύπωσης θα αποτελέσουν τη βάση για όλη την εξέλιξη της μελέτης του μνημείου δηλαδή της ιστορικής, αρχαιολογικής και αρχιτεκτονικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης καθώς και των προτάσεων επέμβασης. Αναγνωρίζοντας τις απαιτήσεις που θέτουν οι συνθήκες αυτές, η Διεθνής Ένωση


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ Φωτογραμμετρίας και Τηλεπισκόπιησης (ISPRS) ενώνει τις δυνάμεις της με το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Χώρων (ICOMOS) και το 1969 δημιουργούν από κοινού την Διεθνή Επιτροπή Αρχιτεκτονικής Φωτογραμμετρίας (CIPA) με σκοπό να καλύψει το επιστημονικό κενό και να αναπτύξει διάλογο ανάμεσα στους κλάδους των Μηχανικών και αυτούς της Αρχιτεκτονικής, Αρχαιολογίας και Συντήρησης μνημείων.

2. Φωτογραμμετρία και τεκμηρίωση: Χθες

Τον όρο «Φωτογραμμετρία» τον δημιούργησε ο A. Meydenbauer, αρχιτέκτονας το επάγ­ γελμα. Ήταν εκείνος άλλωστε που το 1885 ίδρυσε το πρωσικό “Meβbild­ an­ stalt”, ένα ιστορικό ίδρυμα για την φωτογραμμετρική αποτύπωση και γεωμε­τρική τεκμηρίωση μνημείων, της Γερμανίας αλλά ακόμα και της Ελλάδας. Μια σπουδαία δραστηριότητα που απέφερε περί τις 80.000 αρνητικά με πλήρη τοπογραφικό έλεγχο και σκορπίστηκε στην διάρκεια του πολέμου (ένα μέρος σώζεται σήμερα στην Δρέσδη). Η αναφορά γίνεται εδώ για δύο κυρίως λόγους. Ο ένας είναι ότι αυτό το πρώτο, ήταν ως τώρα και το σημαντικότερο μάλλον φωτογραμμετρικό αρχείο, υπογραμ­μί­ζοντας πό­σο πίσω έχουμε μείνει σήμερα στον τομέα της τεκμηρίωσης του μνημειακού πλούτου αλλά και του γενικότερης πολιτισμικής σημασίας δομημένου (και μη) περιβάλ­λοντος. Και, ακόμα, γιατί υπαινίσσεται τους παλιούς, στενούς δεσμούς φωτογραμμετρίας και αρχιτεκτονικής, κατά πρώτο λόγο, αλλά και φωτογραμμετρίας και αρχαιολογίας κατά δεύτερο. Από τότε οι δρόμοι χώρισαν, με την φωτογραμμετρία να απορροφάται από τις χαρτο­ γραφικές της προτεραιότητες, καίτοι οι αρχιτεκτονικές και αρχαιολογικές εφαρμογές δεν έλειψαν. Ήταν όμως αποσπασματικές για λόγους πολ­λούς, ένας από τους οποίους αναμφισβήτητα ήταν η συνθετότητα αλλά και το κόστος των φωτογραμμετρικών

71

διαδικασιών και των οπτικο-μηχανικών αναλογι­κών οργάνων. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέθοδοι απλές και φθηνές, συνάμα ό­μως και πιο κατανοητές στους χρήστες, όπως η αναγωγή σχετικά επίπεδων αντικει­μένων -όψεων κτιρίων, ανασκαφών, μωσαϊκώνσυνέχισαν όλα αυτά τα χρόνια να διατηρούν την σύνδεση φωτογραμμέτρη, αρχιτέκτονα και αρχαιο­ λόγου. Οι διαφορές τους ήταν όμως μάλλον μεγαλύτερες: • Ο τοπογράφος δεν είναι αρμόδιος και καταρτισμένος για την εξει­δικευμένη αρχαιολογική και αρχιτεκτονική αποτύπωση και κυρίως σχε­δία­ση, το προϊόν του είναι “ψυχρό” και πολύ τεχνικό, δίνει απόλυτη προτεραιότητα σε κά­ ποια -ασαφή για πολλούς χρήστες και για άλ­λους εν μέρει άχρηστη- έννοια της “ακρίβειας”, αλλά όχι στην πι­στό­τητα της μορφής, την ανάδειξη του χαρακτήρα και των ιδιομορφιών του αντικειμένου ή του συνόλου και των υλικών του. Η άμεση μέτρη­ση φέρνει αρχαιολόγους και αρχιτέκτονες σε πολύτιμη επαφή με το αντικείμενο και δεν είναι διατεθειμένοι να την στερηθούν. • Οι τελευταίοι, από την άλλη μεριά, παρεξηγούν τα πράγματα, θεω­ρώντας ότι το πρόβλημα της γεωμετρικής τεκμηρίωσης είναι σχεδόν αποκλειστικά τέχνη και καθόλου τεχνική, παρανοούν τις ακρίβειες και τις κλίμακες, τελικά συγχέουν το μετρητικό σχέδιο με το ελεύθε­ρο, το διάγραμμα με το σκαρίφημα, τα ράμματα με τον τοπογραφικό κάνναβο. Τέτοιες εκατέρωθεν κριτικές, ίσως όχι στην ακραία τους αυτή διατύπωση, δεν ή­ ταν σπάνιες στις συζητήσεις και ακόμα τις διενέξεις. Κι όμως, οι ακραίες αυ­τές διατυ­ πώ­σεις κρύβουν ψήγματα αλήθειας, υπαινισσόμενες τα προβλήματα. Γιατί η χρήση των τοπογραφικών μεθόδων, και της φωτογραμμετρίας ειδικότερα, στην τεκ­μηρίωση των μνημείων και συνόλων σχετίζεται με τις απαιτήσεις των σύγχρο­νων στάσεων απέναντι στην συντήρηση και την αποκατάστασή: «κα­νένα πρακτικό μέτρο δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως προς ένα μνημείο χωρίς την


ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ

72

βαθειά γνώση του», έλεγαν δύο άπταιστοι γνώστες του προβλήματος, o H. Fora­mitti και ο M. Carbonnell. Μέρος μόνο αυτής της γνώσης, δομικό όμως και επομέ­νως αναντικατάστατο, είναι η γεωμετρική τεκμηρίωση. Τίποτα λιγότερο. Αλλά και τίποτα περισσότερο. Τίποτα περισσότερο, γιατί η γεωμετρική τεκμηρίωση μπορεί να είναι λειτουρ­ γική μόνο εντασσόμενη στις απαιτήσεις και την γενικότερη θεώρηση των υπεύ­θυνων αρχιτεκτόνων ή αρχαιολόγων, καθορισμένη σε διεξοδικές συζητήσεις μα­ζί τους. Αλλά ο ρόλος του φωτογραμμέτρη δεν είναι φυσικά εκείνος του εκτελεστικού οργάνου. Συχνότατα ο χρήστης μπορεί να έχει ασαφή ιδέα σχε­ τικά με το τι θα ήθελε να κάνει και επομένως να μετρήσει, με το πώς πρέπει να δειχθεί το αποτέλεσμα, πως να συσχετιστούν τα δεδομένα. Ο ειδικός στην αποτύπωση δεν επωμίζεται, άρα, μόνο τεχνική αποστολή. Πρέπει ταυτόχρονα να εισχω­ρή­σει κατά το δυνατόν στην διάλεκτο του χρήστη, να προσαρμόσει σε αυτήν τις δι­κές του έννοιες, αλλά παράλληλα να τον εισαγάγει και στο νόημα των δικών του εργαλείων. Αυτός ο δρόμος της αμοιβαίας προσέγγισης, ευκολότερος ίσως με τους αρχιτέκτονες και πιο δύσβατος ακόμα με τους αρχαιολόγους, διευκολύ­νεται σήμερα από νέα δεδομένα.

3. Φωτογραμμετρία και τεκμηρίωση: Σήμερα

Το πρώτο είναι μία γενικότερη κοινωνική πίεση που ασκείται πλέον στην κατεύθυνση της σωτηρίας, συντήρησης, αποκατάστασης και αναστύλωσης μνημείων του πολιτισμού. Ανεξάρτητα από τα κίνητρα μιας τέτοιας πίεσης -που μπορεί να ξεκινούν από την συνειδητοποίηση της αποπτώχευσης της ζωής μας με την εντεινόμενη ισοπέδωση κάθε πολιτισμικής μοναδικότητας και ιδιαιτερότητας, του παρελθόντος και σημερινή, και να φθάνουν μέχρι νοσταλγικές φυγές προς τα πίσω- η αίσθηση ότι καθημερινά χάνονται πολύτιμα στοιχεία της ανθρώπινης δραστη-

ριότητας μέσα στον πόλεμο, τον σεισμό, την πλημμύρα και βέβαια την εγκατάλειψη ή την κατεδάφιση, συγκροτεί ένα αίτημα διευρυνόμενο. Αλλά και αίτημα, στο οποίο οι φωτογραμμέτρες είναι σήμερα πολύ πιο έτοιμοι από προηγουμένως να ανταποκριθούν, στο μέρος που τούς αφορά άμεσα. Οι τεχνολογικές εξελίξεις λοιπόν τους έχουν επιτρέψει την τελευταία εικοσαε­ τία να διευρύνουν δραστικά τις μεθόδους τους, κάνοντάς τις πιο προσιτές. Η ψηφιακή επανάσταση, οι ψηφιακές κάμερες, η ανάπτυξη αλγορίθμων και η αυτοματοποίηση των διαδικασιών τους επέτρεψε να χρησιμοποιήσουν πολύ φθηνότερο και ελαφρότερο εξοπλισμό, αλλά και να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, που στο παρελθόν ήταν ιδιαίτερα δύσκολες. Τα μεγάλα ψηφιακά όργανα είναι ανα­ντι­κατάστατα για τις υψηλές ακρίβειες, τις οποίες αναπόφευκτα επωμίζεται ο φω­το­ γραμμέτρης. Κάποιες απλές μετρητικές εργασίες μπορούν όμως να εκτελεστούν πλέον από τον ίδιο τον χρήστη με τα εξειδικευμένα πακέτα λογισμικού και όχι υποχρεωτικά από τον ειδικό, αλλά μόνο με την συμμετοχή ή την συμβουλή του. Ταυτόχρονα, το τελικό προϊόν μπορεί να πάρει πλέον, με τις σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες, κάθε δυνατή μορφή: από την μεμονωμένη ανηγμένη εικόνα μέχρι το πλήρες ηλεκτρονικό σύστημα τεκμηρίωσης με την τεχνολογία των πολυμέσων. Από την άλλη μεριά: φωτογραφίες παλιές ή «τυχαίες», τραβηγμένες για χρήσεις προσωπικές ή επαγγελματικές είναι σε ση­ μαντικό βαθμό χρησιμοποιήσιμες, ειδικά αν ο φωτογράφος, ο αρχιτέκτονας και ο αρχαιολόγος επιχειρήσουν να αντιληφθούν τις στοιχειώδεις κατ’ αρχήν απαιτήσεις για μια μετρική χρήση των εικόνων και για βασικό “εξωτερικό έλεγ­χο” (δηλαδή τις άμεσες μετρήσεις που πρέπει να τις συνοδεύουν για να είναι αξιοποιήσιμες). Αξιοποιήσιμες έστω και στο μέλλον, όταν το μνημείο θα έχει ί­σως φθα­ρεί ή καταστραφεί, για να μπορεί τουλάχιστον να τεκμηριωθεί και να «επιβιώσει» μέσα από την τεκμηρίωση του μη υπαρκτού


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ αν όχι, στις ακραίες πε­ ριπτώσεις, και να ανακατασκευαστεί. Γιατί η δημιουργία ενός πλήρους φωτο­γραμμετρικού αρχείου δεν είναι μόνο πρακτικά ανέφικτη. Ταυτόχρονα, το ω­ραίο, το αξιόλογο, το σημαντικό, το υψηλό είναι “ιδέες” ρευστές και μεταβαλ­ λόμενες - πόσες φορές δεν έχει θρηνηθεί εκ των υστέρων εκείνο που στην εποχή του ήταν ταπεινό, τετριμμένο, αντικείμενο καθημερινής ανθρώπινης δραστη­ριότητας. Αλλά και οι επιστήμονες από τις άλλες ειδικότητες έχουν εξοικειωθεί πια, λιγό­τερο ή περισσότερο, με τις ψηφιακές κατακτήσεις, τις δυνατότητες που προσ­φέρουν, τα πακέτα γραφικών και ψηφιακής επεξεργασίας της εικόνας. Είναι ίσως και αυτοί πιο έτοιμοι, έτσι, για στενότερη συνεργασία και αμοιβαίο σεβα­σμό της χρησιμότητας του καθενός. Το συμπέρασμα είναι ότι σήμερα και χώρος και έδαφος και ανάγκη υπάρχουν για όλες τις τεχνικές, μεθόδους και όργανα, και για κάθε τύπου εμπλοκή και συνεργασία των ενδιαφερομένων. Η διάθεση είναι κάτι που μπορεί, βάσιμα πλέον, να καλλιεργηθεί. Οι χρήστες μπορούν να αναλάβουν ορισμένες στοιχειώδεις φωτο­γραμμετρικές εργασίες οι ίδιοι, κυρίως μέσα από τα απλά προγράμματα και συστήματα που έχουν φτιάξει επί τούτου οι φωτογραμμέτρες. Ας μην παρανοηθούμε όμως, για­ τί άλλο απλότητα και άλλο απλοϊκότητα. Οι κίνδυνοι παρανοήσεων και παρερμηνειών που κρύβονται πίσω από την φαινομενική απλότητα ορισμένων σημερινών τεχνικών της φωτογραμμετρίας είναι πολλοί. Γιατί η απλή μέθοδος απαι­τεί καλή κατανόηση και πριν απ’ όλα: εξασφάλιση των συνθηκών ώστε ακριβώς να μπο­ρεί να εφαρμοστεί αξιόπιστα.

4. Οι τεχνικές και τα προϊόντα της αποτύπωσης και η θέση της Φωτογραμμετρίας

Χονδρικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι μέθοδοι αποτύπωσης χωρίζονται στις άμεσες και τις έμμεσες. Οι πρώτες (τοπογραφι-

73

κές, αρχιτεκτονικές, τοπομετρικές) μέθοδοι απαιτούν φυσική επαφή με το αντικείμενο της αποτύπωσης. Οι δεύτερες (Φωτογραμμετρία, Τηλεπισκόπηση, σάρωση laser) δεν απαιτούν. Tα προϊόντα των αποτυπώσεων είναι πολυποίκιλα και υπαγορεύονται κυρίως από τις ανάγκες του χρήστη και τον σκοπό για τον οποίο αυτός θα τα χρησιμοποιήσει. Μπορεί να είναι τόσο απλά όσο μία αρχική εικόνα ή ένα σύνολο τρισδιάστατων συντεταγμένων είτε τόσο πολύπλοκα όσο ένα σύστημα πληροφοριών χώρου ή ένα σύστημα πολυμέσων. Πολλά από τα προϊόντα αποτύπωσης, μπορούν να εξαχθούν με τη χρήση της μιας ή της άλλης μεθόδου αποτύπωσης ή ακόμη και με τη συνδυασμένη χρήση δύο ή και περισσοτέρων μεθόδων. Ένα γραμμικό σχέδιο επί παραδείγματι, μπορεί να είναι το τελικό προϊόν μιας αρχιτεκτονικής, μιας τοπογραφικής, μιας φωτογραμμετρικής αποτύπωσης ή ακόμη και συνδυασμός π.χ. φωτογραμμετρικής και τοπογραφικής μεθόδου. Μέχρι την ανακάλυψη της Φωτογραμμετρίας, τα προϊόντα αποτύπωσης περιορίζονταν μόνο σε γραμμικά σχέδια οποιασδήποτε μορφής: όψεις, κατόψεις, τοπογραφικά, κλπ. Με τη φωτογραμμετρία εισάγονται και οι μετρήσιμες φωτογραφίες και τα παράγωγά τους (ορθοφωτογραφίες, φωτομωσαϊκά κλπ.), καθώς και η εφαρμογή τους σε συνθετότερα μέσα απεικόνισης του χώρου: πολυμέσα, συστήματα πληροφοριών χώρου, video-3D animation, που αποτελούν δευτερογενή προϊόντα αποτύπωσης. Μια σύντομη περιγραφή των διαφορετικής μορφής αποτελεσμάτων της αποτύπωσης είναι η παρακάτω: • Φωτογραμμετρικές εικόνες είναι τα πρώτα και απλούστερα προϊόντα καθώς παρέχουν πλήθος πληροφοριών, τόσο μετρητικών όσο και ποιοτικών: Μπορούν να είναι αναλογικές ή ψηφιακές και είναι χρήσιμες για τη δημιουργία ανηγμένων εικόνων, ορθοφωτογραφίας, μωσαϊκών κλπ., ακόμη και για στερεοσκοπική παρατήρηση. Με την


74

μορφή κυρίως του στερεοζεύγους και συνοδευόμενη από κατάλληλες πληροφορίες (προσανατολισμού, φωτοσταθερών) αποτελούν από μόνες τους ένα μικρό “αρχείο τεκμηρίωσης”. Ως πρωτογενές, βέβαια, υλικό είναι πλήρως εκμεταλλεύσιμες μόνο με την κατάλληλη μετρητική επεξεργασία. • Αρχιτεκτονικά κροκί – Σκαριφήματα μετρήσεων: Μικρής μετρικής αξίας, καθοριστικά όμως για τη σωστή ή εσφαλμένη αντίληψη του αντικειμένου καθώς και για το ότι παρέχουν μία πρώτη προσέγγιση-επαφή με αυτό. Αποτελούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο γίνονται οι διάφορες μετρήσεις - τοπογραφικές ή απλές αρχιτεκτονικές με τη χρήση μετροταινίας κλπ. • Αρχιτεκτονικά / Τοπογραφικά σχέδια: όψεις, κατόψεις, τομές κλπ.: Τα γραμμικά μετρικά σχέδια και διαγράμματα είναι το κλασικό προϊόν και αποτελούν το βασικό τεκμηριωτικό υλικό μίας αποτύπωσης. Στην τυπωμένη τους μορφή είναι αναγκαστικά δυσδιάστατα (όψεις, κατόψεις, τομές, προοπτικά). Καθώς όμως η πλήρης αποτύπωση είναι τρισδιάστατη, η τρίτη διάσταση υπάρχει πάντοτε και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την μορφή είτε ισοϋψών καμπύλων είτε τρισδιά­στατων ψηφιακών σχεδίων. • Ανηγμένες φωτογραφίες: Αναγωγή ονομάζεται η διαδικασία με την οποία σημεία που βρίσκονται σε ένα επίπεδο, προβάλλονται με τη βοήθεια της κεντρικής προβολής σε άλλο επίπεδο, με την προϋπόθεση ότι είναι γνωστή η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στα δύο αυτά επίπεδα. Μία ανηγμένη φωτογραφία μιας αντίστοιχης κεκλιμένης, αντιστοιχεί σε μία ισοδύναμη κατακόρυφη που λήφθηκε από το ίδιο κέντρο προβολής με την αντίστοιχη κεκλιμένη. Συνεπώς παραμορφώσεις εξ’ αιτίας τις κλίσεις της φωτογραφίας έχουν απαλειφθεί στην ανηγμένη φωτογραφία. Ο προφανής λοιπόν σκοπός της αναγωγής είναι η απαλοιφή των σφαλμάτων αυτών. Οι ανηγμένες εικόνες παράγονται ευκολότερα από τις ορθοφωτογραφίες, αλλά βρίσκουν εφαρμογή μόνο σε επίπεδες επιφάνειες.

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ • Ορθοφωτογραφίες: Αντίθετα με τις ανηγμένες εικόνες στις οποίες έχουν εξαλειφθεί μόνο τα σφάλματα εξαιτίας της κλίσης της εικόνας, στην ορθοφωτογραφία έχουν εξαλειφθεί επιπλέον και οι αποκλίσεις από την ορθή προβολή που οφείλονται στο ανάγλυφο του αντικειμένου. Αποτέλεσμα είναι μία ορθή προβολή της συνολικής επιφάνειας του αντικειμένου. • Ψηφιακό μοντέλο επιφάνειας: είναι ένα ενδιάμεσο προϊόν, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή των ορθοφωτογραφιών, αποτελεί όμως και από μόνο του ένα σημαντικό τελικό φωτογραμμετρικό προϊόν σε πολλές εφαρμογές που σχετίζονται με την μορφολογία (σύγκριση επιφανειών, κατασκευή αντιγράφου τους). Στην γραφική του μορφή μπορεί να αποδοθεί με ισοϋψείς καμπύλες είτε με ένα τρισδιάστατο κάνναβο σημείων (wireframe) είτε ακόμα με ένα τρισδιάστατο φωτορρεαλιστικά σκιασμένο «στερεό» μοντέλο της επιφάνειας (shaded model). • Φωτογραμμετρικά αποτυπωμένο αντικείμενο σε πλήρη τρισδιάστατη ψηφιακή διανυσματική μορφή: είναι ένα πλήρες φωτογραμμετρικό προϊόν. Οι δυνατότητες των σημερινών συστημάτων αυτοματοποιημένης σχεδίασης δίνουν αμέτρητες δυνατότητες για την γραφική απόδοση του προϊόντος αυτού. Αναφέρονται συγκεκριμένα τα τρισδιάστατα γραμμικά («διαφανή» - wireframe) σχέδια και οι συνθετικές εικόνες, που έχουν προκύψει από αυτά με πρόσθεση χρώματος και υφής. Γρήγορη διαδοχή τέτοιων συνθετικών εικόνων, στην οθόνη του υπολογιστή ή σε βίντεο, επιτρέπει παρουσιάσεις του αποτυπωμένου αντικειμένου με φωτορρεαλιστική κίνηση διαμέσου του, γύρω του ή από ψηλά. • Το πλήρες τρισδιάστατο ψηφιακό αντικείμενο με συνύπαρξη διανυσμάτων και εικονοψηφίδων: είναι ένα πιο πολύπλοκο φωτογραμμετρικό προϊόν. Αποτελείται από τη διανυσματική μορφή που περιγράφηκε πριν, όμως συμπεριλαμβάνονται και ψηφιακές εικόνες, κατά κανόνα ανηγμένες ή ορθοφωτογραφίες, που έχουν προβληθεί στις


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ «στερεές» επιφάνειες. Το προϊόν αυτό είναι ιδιαίτερα εποπτικό και συνιστά το πρώτο στάδιο για ένα σύστημα πολυμέσων. • Τα συστήματα πληροφοριών χώρου: συνδυάζουν τα πλήρη τρισδιάστατα (ή διδιάστατα) ψηφιακά γραφικά αρχεία των αντικειμένων με δομές βάσεων δεδομένων, όπου σε αλφαριθμητική μορφή καταχωρούνται μια σειρά από άλλες θεματικές πληροφορίες (αρχιτεκτονικές, αρχαιολογικές, ιστορικές κλπ.). Θεωρούνται ως τα πλέον ολοκληρωμένα προϊόντα και βρίσκουν εφαρμογή όταν τα προβλήματα είναι πιο πολύπλοκα ή η τεκμηρίωση πιο απαιτητική. • Τα συστήματα πολυμέσων: εκμεταλλεύονται την δυνατότητα της σύγχρονης τεχνολογίας για να εισαγάγουν και ηχητικές περιγραφές ως βοήθημα της τεκμηρίωσης. Συνήθως αποβλέπουν στην ευρεία διάδοση των επί μέρους φωτογραμμετρικών προϊόντων, και μάλιστα για μη ειδικευμένους τελικούς χρήστες και το ευρύ κοινό. Το μέγεθος και η πολυπλοκότητα του αντικειμένου, αλλά και ο σκοπός της αποτύπωσης αποτελούν τις βασικότερες παραμέτρους για την επιλογή της μεθόδου αποτύπωσης. Ένας ενδεικτικός οδηγός δίνεται στο παρακάτω σχήμα, ενώ στον επόμενο πίνακα παρουσιάζονται περιληπτικά οι τεχνικές φωτογραμμετρικής αποτύπωσης, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αρχαιολογικούς χώρους.

Επιλογή κατάλληλης μεθόδου αποτύπωσης σε σχέση με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του αντικειμένου (πηγή: Böhler, 2005)

75

Στο κλίμα αυτό έχει νόημα να υπενθυμιστούν, ρεαλιστικά πλέον και όχι αφηρημένα ή θεωρητικά, ορισμένες βασικές δυνατότη­ τες που μπορεί να προσφέρει η Φωτογραμμετρία, οι οποίες συχνά αναφέρονται και ως πλεονεκτήματα της φωτογραμμετρίας. Όπως ότι: • Επιτυγχάνει ακρίβεια προκαθορισμένη και κυρίως ενιαία για ολόκληρο το αντικείμενο. • Παρέχει την δυνατότητα με τις στερεοσκοπικές μεθόδους, σε αντίθεση εδώ και με την τοπογραφία, να πραγματοποιηθούν μετρήσεις όχι μόνο ση­μείο - σημείο αλλά συνεχείς, με αποτέλεσμα την δυνατότητα να μετρούνται πολύπλοκες επιφάνειες και να αποδίδο­νται με μεγαλύτερη πληρότητα, πιστότητα αλλά και όγκο πληροφοριών, ο οποί­ ος μπορεί να αξιοποιηθεί για συνολικότερες μελέτες των μορφών όσο π.χ. και «οπτικοποιήσεις» επιφανειών ή ακόμα και δημιουργία μακετών. • Χωρίζει την διαδικασία της λήψης από την μέτρηση με πολλές ευνοϊκές συνέπειες, όπως για παράδειγμα την δυνατότητα να επαναληφθούν οι μετρήσεις, αν χρειαστεί, η να συμ­πλη­ρωθούν βάσει ακριβώς των εικόνων, που συνιστούν μόνιμες κατα­γραφές του τόπου και του χρόνου. • Και βέβαια ως μέθοδος έμμεσων μετρήσεων δεν απαιτεί να έρχεται κανείς σε επαφή με ευπαθή αντικείμενα ή να καταλαμβάνει επί πολύ τον χώρο τους, ενώ ταυτόχρονα καθιστά δυνατή την αποτύπωση δυσπρόσιτων και απρόσιτων μνημείων ή τμημάτων τους. • Αντικείμενα πολύ μικρά ή και πολύ μεγάλα είναι μετρήσιμα χάρη στην έννοια της κλίμακας της εικόνας, ενώ οι άλλες μετρήσεις διεξάγονται στο πραγματικό αντικείμενο τελώντας υπό τις δεσμεύσεις των διαστά­ σεών του. • Προσφέρεται, τέλος, με περιορισμένο κόστος για «λανθάνουσα» τεκμηρί­ωση, δηλαδή λήψη κατάλληλων εικόνων με εξωτερικό έλεγχο χωρίς όμως αποτύπω­ση, για τις περιπτώσεις που (όπως προσφυώς το


76

έχει θέσει ο E. H. Thompson) δεν γνωρίζουμε πότε και εάν θα χρειαστούν καν μετρήσεις.

Σήμερα, μπορεί κανείς να πει ότι οι φωτογραμμετρικές διαδικασίες στον συνδυ­ασμό και την αλληλοσυμπλήρωσή τους με τις τοπογραφικές μετρήσεις -οι οποίες, εκτός των άλλων, εξα­σφαλίζουν την απαραίτητη ένταξη σε ένα αντικειμενικό σύστημα του χώρου αλλά και τα απαραίτητα σταθερά σημεία- είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν σχεδόν κάθε πρόβλημα αποτύπωσης και γεωμε­τρικής τεκμηρίωσης, όσο δύσκολο. Και μειονεκτήματα δεν έχει η φωτογραμμετρία; Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει, λίγο προκλητικά ίσως, ότι δεν έχει. Γιατί

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ

κατ’ αρχήν τα μειονεκτήματα που συναντώνται στην βιβλιογραφία αναφέρονται κυρίως στην παλαιότερη φάση της αναλογικής φωτογραμμετρίας η οποία ήταν, ομολογουμένως, μάλλον δυσπροσάρμοστη σε επίγειες εφαρμογές ρουτίνας. Σήμερα όμως, θέτοντας το πρόβλημα σε ρεαλιστική κατά το δυνατόν βάση, μπορεί να υποστηριχτεί ότι η φωτογραμμετρία όντως δεν έχει μειονεκτήματα: τα απλά προβλήματα μπορεί να τα λύσει απλά και φθηνά, τα συνθετότερα με πιο περίπλοκες διαδικασίες και προφανώς ακριβότερα. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να αποδειχτεί αντιοικο­νομική απέναντι στην κλασική τοπογραφία που ανταποκρίνεται πιο ευέλικτα, ενώ υπάρχουν εφαρμογές που


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν εξίσου καλά ακόμα και με άμεσες τοπομετρικές μετρήσεις χωρίς αχρείαστη “εκζήτηση”. Και υπάρχουν, υποθέτουμε, περιστάσεις εξαιρετικά δύσκολες που απαι­τούν σκέψη και εφευρετι­κότητα.

77

Δεν έχει μειονεκτήματα, λοιπόν, σημαίνει ότι δεν έχει νόημα να “βαθμολογήσει” κανείς τις μεθόδους, όσο να αντιληφθεί τι μπορούν να του προσφέρουν, σε ποιες περιπτώσεις είναι ακατάλληλες και σε ποιες είναι οι κατ’ εξοχήν ή και οι μόνες κατάλληλες.

5. Πανόραμα παραδειγμάτων


78

ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Carbonnel, Μ. 1987 Urbanisme et conservation du patrimoine urbain. Documentation et études photogrammétriques des centres historiques. Société française de photogrammétrie et de télédétection 107: 5-16. Fondelli, Μ. 1992 Trattato di fotogrammetria urbana e architettonica. Roma: Editori Laterza. Πατιάς, Π. 1992 Αρχιτεκτονικές εφαρμογές της επίγειας φωτογραμμετρίας: Ακρίβειες και ανακρίβειες. Πρακτικά Σεμιναρίου «Επίγεια Φωτογραμμετρία και Συστήματα Πληροφοριών Χώρου για την τεκμηρίωση του Μνημειακού Πλούτου της χώρας», Θεσσαλονίκη, 23-24 Νοεμβρίου 1992: 2534. Πατιάς, Π. & Γ. Καρράς 1995 Σύγχρονες Φωτογραμμετρικές Πρακτικές σε Εφαρμογές Αρχιτεκτονικής και Αρχαιολογίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Δίπτυχο. Patias, P. 2004 Overview of applications of close-range Photogrammetry and vision techniques in architecture and archaeology. In Manual of Photogrammetry, 5th Edition (ed. C. McGlone): 1044-50. Maryland: American Society of Photogrammetry [http://www.asprs.org]. 2007 Cultural heritage documentation. In Applications of 3D Measurement from Images (ed. J. Fryer, H. Mitchell & J. Chandler): 225-50. Caithness: Whittles Publishing. Patias, P., P. Grussenmeyer & K. Hanke 2008 Applications in cultural heritage documentation. In Advances in Photogrammetry, Remote Sensing and Spatial Information Sciences: 2008 ISPRS Congress Book (ed. Z. Li, J. Chen & E. Baltsavias): 363-84. London: Taylor & Francis [ISPRS Book series, Vol. 7]. URL1: URL2: URL3: URL4:

[http://www.international.icomos.org/recording.htm] ICOMOS Report on “Principles for the Recording of Monuments, Groups of Buildings and Sites” (11th ICOMOS General Assembly, 1996) [http://www.international.icomos.org/e_venice.htm#historic] UNESCO Venice Charter, 1964 [http://www.international.icomos.org/e_towns.htm] ICOMOS Charter for the Conservation of Historic Towns and Urban Areas (Washington Charter, 1987) [http://cipa.icomos.org/] CIPA web page


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΚΑΙ ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ

79

Summary Photogrammetry of archaeological sites and exhibits – in simple words Petros Patias

Mapping or 3D modelling of a cultural monument is the systematic recording and visualisation of the elements that determine in a reliable way the geometric shape and its position at a specific point in time. The best method for recording and documenting a cultural monument will be defined by the interdisciplinary collaboration. However, between all the recording techniques (empirical-

architectural, topographic etc.) the Photogrammetric technique guaranties not only high geometric accuracy, but also rich thematic information. In this framework, this article presents in a simple way the advantages, the products and the practices- applications of Photogrammetry that permit the best measurement documentation of the archaeological remains.




82


83


Π. ΠΑΤΙΑΣ, ΟΛΓΑ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ & Δ. ΚΑΪΜΑΡΗΣ

84

Πίνακας 1. Χαρακτηριστικά μεγέθη αεροφωτογραφιών

Κωδικός φωτογραφίας

Ύψος πτήσης (m)

Κλίμακα φωτογραφίας

Μέγεθος pixel στο έδαφος (mm)

Διαστάσεις φωτογραφίας (m)

Έκταση που καλύπτεται (m2)

370

49,8

1: 6.148

17,21

44,06 x 33,05

1.456

1

6,0

1: 737

2,06

Εικ. 5

5,28 x 3,96

21


ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΕΤΡΙΚΕΣ ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΝΕΟΛΙΘΙΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

Εικ. 6

Εικ. 9

Εικ. 7

Εικ. 10

Εικ. 8

85


86

Π. ΠΑΤΙΑΣ, ΟΛΓΑ. ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ & Δ. ΚΑΪΜΑΡΗΣ

Summary The chronicle of the photogrammetric survey to the Neolithic lakeside settlement of Dispilio, Kastoria Petros Patias, Olga Georgoula & Dimitris Kaimaris

In August of 2006 the Laboratory of Photogrammetry and Remote Sensing of the Department of Rural and Surveying Engineering of the Aristotle University of Thessaloniki has produced the orthophotomaps of the western enclosure (perivolos) and the central trenches of the Neolithic lakeside settlement of Dispilio in Kastoria. In August of 2007 a new research produced the orthophotomaps of the eastern and central trenches, as well as of the three small trenches ar-

ranged in circle around the central one. In both cases a RC helicopter that was created for the research activities of the Laboratory was used for carrying the photographic system for acquiring the aerial photographs. Control points were measured and later transformed to the EGSA’87 coordinate reference system. The result after the photogrammetric processing was the production of orthophotomaps in scales 1:50 and 1:20.


Παναγιώτης ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Νικολαοσ-αλεξιοσ ΣΤΕΦΑΝΗΣ & Γιωργοσ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΡΕΩΣΗ ΤΟΥ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία αποτελεί το πρώτο στάδιο της μελέτης για τη διατήρηση in situ των πήλινων αρχιτεκτονικών στοιχείων και κατασκευών που βρέθηκαν στην ανασκαφή του Δισπηλιού. Το αρχαιολογικό υλικό έχει υποστεί έντονη διάβρωση με αποτέλεσμα την κατάρρευση του, ενώ υπάρχει μεγάλη δυσκολία διατήρησής του κατά την εξέλιξη της ανασκαφής. Το ζητούμενο είναι να διατηρηθούν τα ευρήματα στον χώρο ώστε να είναι επισκέψιμα από τους ειδικούς και το κοινό. Η μελέτη πραγματοποιείται στο πλαίσιο της υπάρχουσας συνεργασίας της Ανασκαφής του Δισπηλιού με το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Αθήνας. Συνολικά η μελέτη περιλαμβάνει τη χημική, ορυκτολογική και πετρογραφική ανάλυση του πηλού, την διερεύνηση των αιτίων και των μηχανισμών της φθοράς του, τη μελέτη των φυσικών και μηχανικών ιδι1

οτήτων του και τη μελέτη υλικών για την αποκατάσταση της συνοχής του. Στο παρόν τμήμα παρουσιάζεται η ανάλυση του προβλήματος και η ανάπτυξη της πειραματικής μεθοδολογίας εφόσον κατά την παρούσα περίοδο η μελέτη βρίσκεται σε εξέλιξη.

2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Με τον όρο πηλός χαρακτηρίζεται το μίγμα το οποίο αποτελείται από πηλοκονία, αδρανή υλικά και νερό. Η πηλοκονία είναι μια λεπτόκοκκη, γαιώδης ουσία η οποία γίνεται εύπλαστη όταν έρχεται σε επαφή με νερό. Ως προς την προέλευσή χαρακτηρίζεται ως φυσική κονία1, ωστόσο στην πράξη δε βρίσκεται σχεδόν ποτέ σε καθαρή μορφή (ελεύθερη) στη φύση. Είναι πάντοτε αναμιγμένη με άλλα αδρανή υλικά διαφορετικής σύστασης και κυρίως με άμμο. Η πηλοκονία δεν έχει ορισμένη φυσικήορυκτολογική ή χημική σύσταση. Τα βασικά συστατικά της είναι διάφορες ενώσεις του

Φυσικές ονομάζονται οι κονίες οι οποίες βρίσκονται ελεύθερες στη φύση και μπορούν να χρησιμοποιηθούν αμέσως, χωρίς οποιαδήποτε κατεργασία. Εκτός από την πηλοκονία, τέτοιες κονίες είναι οι φυσικές ποζολάνες όπως η θηραϊκή γη κλπ.


88

Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.-Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ & Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

αργιλίου και του πυριτίου (συνήθως αργιλικά ή/και αργιλοπυριτικά ορυκτά). Πιο σημαντικά είναι τα αργιλικά ορυκτά2, τα οποία είναι ένυδρα φυλλοπυριτικά ορυκτά που εμφανίζονται συνήθως σε πολύ μικρούς κρυστάλλους. Τα πιο σημαντικά ορυκτά των αργίλων είναι ο καολινίτης, o ιλλίτης και ο μοντμοριλονίτης (Δαβή 1991). Ταυτόχρονα μπορεί να υπάρχουν προσμίξεις οξειδίων του σιδήρου, άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου καθώς και

Εικ. 1. Κρύσταλλοι καολινίτη, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (Hollinetz, 2004)

διαφόρων αλκαλίων. Η πηλοκονία ανήκει στην κατηγορία των αεροπαγών κονιών3 η οποία να σταθεροποιηθεί θα πρέπει να εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, οπότε εξατμίζεται το νερό που περιέχεται σε αυτή. Όταν ξηραθεί, συγκολλούνται τα μόρια των αδρανών υλικών με τους κόκκους της κονίας και μεταξύ τους. Επάνω σε αυτήν την ιδιότητα βασίζεται και η κατασκευή των δομικών στοιχείων από πηλό (χωρίς όπτηση) - στην παρούσα περίπτωση τα πήλινα δομικά στοιχεία που συναντώνται στην ανασκαφή. Μετά την ξήρανση, (αν δεν έχει προηγηθεί όπτηση), το μίγμα δε μετατρέπεται σε σταθερή ένωση, με συνέπεια, αν διαποτιστεί πάλι με νερό να επανέρχεται η 2 3

Εικ. 2. Ακτινοδιαγράμματα ορυκτολογικής ανάλυσης (XRD) τριών δειγμάτων από τον ανασκαφικό χώρο. Διακρίνονται τα ορυκτά: Xαλαζίας (Q quartz), πλαγιόκλαστο (P plagioclase), ασβεστίτης (C calcite), αιματίτης (H hematite), ιλλίτης/ μουσκοβίτης (I/M illite/muscovite), άστριοι (KF K-feldspar), (Hollinetz, 2004)

κονία στην πλαστική της κατάσταση. Μια τυπική σύσταση πηλού, εκφρασμένη με τη μορφή της περιεκτικότητας σε συμβατικά οξείδια, παρουσιάζεται στον πίνακα που ακολουθεί: SiO2

45-70%

CaO

μέχρι 20%

MgO

2-3%

Al2O3 Fe2O3

10-30%

μέχρι 6%

Πίν. 1. Τυπική χημική σύσταση πηλού

Όσον αφορά στα δομικά στοιχεία τα οποία βρέθηκαν στον ανασκαφικό χώρο του Δισπηλιού, παρουσιάζουν ποικιλία ως προς συγκεκριμένες ιδιότητες όπως το χρώμα, η υφή και η σύστασή τους. Βάσει ταξινόμησης η οποία πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια διπλωματικής εργασίας της φοιτήτριας του τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης Christine

Μπορεί να τα συναντήσει κανείς και ως ομάδα ορυκτών της αργίλου, ή πιο απλά άργιλοι (Clay minerals, Famille des argiles, Tonmineralien). Είναι οι κονίες που ξηραίνονται ή πήζουν μόνο όταν έλθουν σ’ επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Εκτός από την πηλοκονία, τέτοιες κονίες είναι η άσβεστος, η γύψος κλπ.


Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ Hollinetz με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Βασίλειο Λαμπρόπουλο, μια πρώτη κατηγοριοποίηση του πηλού είναι η παρακάτω: 1. Ανοιχτόχρωμος (υπόλευκος ή υπότεφρος), ελαφρύς πηλός με αρκετές προσμίξεις, 2. Σκουρόχρωμος (καστανός ή τεφρός), βαρύς και συμπαγής πηλός καθαρός από προσμίξεις, 3. Άμορφος πηλός με έντονη πορτοκαλί ή κόκκινη χρωματική απόχρωση, αρκετά βαρύς, που περιέχει εκτός από τις συνήθεις προσμίξεις και αρκετά οργανικά υλικά (π.χ. άχυρο) Βάσει των μακροσκοπικών και στερεοσκοπικών παρατηρήσεων οι οποίες βρίσκονται σε εξέλιξη στην παρούσα μελέτη, στη μάζα του πηλού υπάρχουν διάφορες προσμίξεις όπως ίχνη και αποτυπώματα ξύλινων στοιχείων και καλαμιών, αδρανή υλικά σε διάφορες κοκκομετρίες και ποσοστά, μικρά τεμάχια πηλού δευτερογενούς προέλευσης κ.ά. Σε λίγα δείγματα εντοπίζεται η ύπαρξη επιχρίσματος σε διαδοχικές επιστρώσεις, ίχνη καύσης κ.ά. Φυσικά χαρακτηριστικά όπως το πορώδες (Borelli, 1999), η υδαταπορρόφηση, η τριχοειδής αναρρίχηση (BS EN 1925, BS EN 1936, BS EN 1375), η ακριβής μέτρηση του χρώματος με ηλεκτρονικό χρωματόμετρο

Εικ. 3. Ίχνη στη μάζα του πηλού από ίνες ξυλώδους προέλευσης. Δείγμα από τον ανασκαφικό χώρο. Στερεοσκοπική παρατήρηση x10

89

και κλίμακα Μunsell, καθώς και μηχανικές ιδιότητες όπως η αντοχή σε μονοαξονική θλίψη (Bell 2000), είναι μετρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε διαδικασία διεξαγωγής και οι οποίες ταυτόχρονα με τις χημικές και ορυκτολογικές αναλύσεις θα συντελέσουν στην αποτίμηση των υλικών και των μεθόδων στερέωσης των πήλινων δομικών στοιχείων.

3. ΠΑΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

Η διάβρωση των πήλινων ευρημάτων εμφανίζεται με τη μορφή εκτεταμένων και ακανόνιστων αποσαθρώσεων που οδηγεί σε σημαντική απώλεια υλικού και, σταδιακά, σε σοβαρή αλλοίωση της μορφής τους. Ο τύπος αυτός της φθοράς σχετίζεται πιθανότατα με τη συμπεριφορά γενικά των αργιλούχων υλικών στις ατμοσφαιρικές συνθήκες, με τη σύσταση και τη μικροδομή του υλικού, καθώς και με τις μεταβαλλόμενες, ακόμα και ήπια, συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας. Κατά την ρόφηση του νερού τα αργιλικά συστατικά έχουν την τάση να ενυδατώνονται και να αυξάνουν τον όγκο τους. Η διόγκωση αυτή έχει ως συνέπεια την ανάπτυξη ισχυρών τάσεων στο εσωτερικό των πηλών που τελικά οδηγούν στη διάρρηξη τους. Κατά την φάση της ξήρανσης, όταν αποβάλλουν το νερό, οι άργιλοι συρρικνώνονται και μετατρέπονται σε σκόνη (θιξοτροπική συμπεριφορά) (Scherer & Gonzalez 2008). Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας διάβρωσης είναι η ύπαρξη διαλυτών αλάτων των οποίων οι κύκλοι κρυστάλλωσης προκαλούν την διάρρηξη των πόρων του υλικού και οδηγούν στην κατάρρευσή του. Οι εργαστηριακές μετρήσεις σε θραύσματα και σε δείγματα χώματος που ελήφθησαν από την ανασκαφή, έδειξαν την υψηλή αγωγιμότητα των διαλυμάτων αφαλάτωσης καθώς και την ύπαρξη ιόντων Cl- (750 mg/l), ιόντων SO42- (1600 mg/l) και ιόντων NO3- (500 mg/l), Τέλος, λόγω του κλίματος της περιοχής,


90

Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.-Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ & Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Εικ. 4. Εξανθίσεις διαλυτών αλάτων σε θραύσματα από τον ανασκαφικό χώρο

ο παγετός συντελεί δραστικά στην αποσάθρωση του υλικού (Θεουλάκης 1995).

4. ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ – ΠΡΩΤΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΤΕΡΕΩΣΗΣ IN SITU

Τον Οκτώβριο του 2008, πραγματοποιήθηκε η δεύτερη επίσκεψη της μελετητικής ομάδας στον ανασκαφικό χώρο του Δισπηλιού με σκοπό τη διεξαγωγή δειγματοληψίας. Τα δείγματα που ελήφθησαν μεταφέρθηκαν στο Εργαστήριο Συντήρησης Λίθου ώστε να πραγματοποιηθούν οι απαραίτητες αναλύσεις και δοκιμές στερέωσης, όπως αυτές περιγράφονται στην πειραματική διαδικασία.

Εικ. 5. Ανασκαφικός χώρος μετά την απομάκρυνση των καλυμμάτων. Η περιοχή της δειγματοληψίας. Διακρίνονται τα ευρήματα από πηλό

Η επιλογή των δειγμάτων έγινε βάσει των μακροσκοπικών τους χαρακτηριστικών και της θέσης τους στην ανασκαφή. Κατά τη διαδικασία της δειγματοληψίας, πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα και οι πρώτες πιλοτικές δοκιμές στερέωσης τόσο σε θραύσματα δομικών στοιχείων όσο και σε εύρημα από πηλό (πιθανώς εστία), το οποίο αποκαλύφθηκε πρόσφατα στην ανασκαφή. Για τις δοκιμές στερέωσης χρησιμοποιήθηκαν ακρυλικές ρητίνες χαμηλής συγκέντρωσης (Primal 532K 5% κ.ο. και Lascaux Hydroground N750 5% κ.ο.) και εστέρες του πυριτικού οξέως με υδρόφοβες ιδιότητες (Silex OH και Funcosil Steinfestiger 100). Τα θραύσματα στερεώθηκαν στο εργαστήριο της ανασκαφής και υπολογίσθηκε ο όγκος των διαλυμάτων που απορρόφησαν. Στη συνέχεια, τα εμποτισμένα θραύσματα τοποθετήθηκαν στον ανασκαφικό χώρο κάτω από πρόχειρο στέγαστρο ώστε να μελετηθεί η συμπεριφορά τους στο χρόνο. Όσον αφορά στην in situ στερέωση του ευρήματος από πηλό, με δεδομένο ότι η περίοδος διατήρησης των ευρημάτων μετά την αποκάλυψή τους είναι ιδιαίτερα μικρή (μέσα σε λίγους μήνες κονιοποιούνται χάνοντας τελείως την αρχική τους μορφή), η συγκεκριμένη επέμβαση κρίθηκε αναγκαία. Η εφαρμογή των υλικών στερέωσης πραγματοποιήθηκε με επάλειψη σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές του ευρήματος.


Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

91

Εικ. 6. Δοκιμές στερέωσης στο εργαστήριο

Εικ. 7. In situ στερέωση πήλινου ευρήματος στον ανασκαφικό χώρο

4. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΕΡΕΩΣΗΣ 4.1. Πειραματική μεθοδολογία Ο στόχος των δοκιμών στερέωσης είναι η εξεύρεση του καταλληλότερου υλικού για την αποκατάσταση της συνοχής των διαβρωμένων τμημάτων των αυθεντικών πηλών που εμφανίζουν χαλαρή δομή. Επίσης, στόχος είναι και ο περιορισμός της δυνατότητας της απορρόφησης και κυκλοφορίας του νερού στο δίκτυο των μικρορηγματώσεων. Για τις δοκιμές στερέωσης θα χρησιμο-

ποιηθούν τα δείγματα του αυθεντικού υλικού που ελήφθησαν για τον συγκεκριμένο σκοπό. Ως μέθοδος εφαρμογής του στερεωτικού διαλύματος, επιλέχθηκε ο εμποτισμός μέσω φυσικής ρόφησης από το σύστημα τριχοειδών πόρων των πηλών. Θα δοκιμασθούν τέσσερα είδη στερεωτικών: Ανόργανα στερεωτικά υλικά και κολλοειδή αιωρήματα ανόργανων υλικών, ακρυλικά πολυμερή, σιλάνια με ή χωρίς υδρόφοβες ενώσεις του πυριτίου και συνδυασμός αντι-διογκωτικών και σιλανίων (Wheeler 2008). Προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσμα-


Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.-Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ & Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

92

τικότητα των υλικών στερέωσης και η επίδραση τους στην ανθεκτικότητα των πηλών, θα μελετηθεί η συμπεριφορά των κατεργασμένων δειγμάτων σε επαναλαμβανόμενους κύκλους τεχνητής γήρανσης σε κλιματικό θάλαμο. Η συμπεριφορά των πηλών και τα αποτελέσματα των κύκλων θα συγκριθούν με αυτά μιας ομάδας μη κατεργασμένων δειγμάτων αναφοράς. Η αποτίμηση των δοκιμών περιλαμβάνει δύο στάδια: την εργαστηριακή μελέτη και την πιλοτική εφαρμογή στο πεδίο των υλικών και μεθόδων που προκρίθηκαν ώστε να ληφθούν όλα τα απαραίτητα δεδομένα για την σύνταξη της τελικής πρότασης. Σε εργαστηριακή κλίμακα, η αποτίμηση των δοκιμών περιλαμβάνει την μελέτη των φυσικών χαρακτηριστικών και της ανθεκτικότητας των κατεργασμένων δοκιμίων και την σύγκριση των ιδιοτήτων τους με τις αντίστοιχες που μετρήθηκαν πριν από την κατεργασία. Έτσι, θα μετρηθούν και θα συγκριθούν τα φυσικά χαρακτηριστικά τους όπως χρώμα, πορώδες, συντελεστής τριχοειδούς αναρρίχησης, μηχανικές αντοχές και συμπεριφορά σε κύκλους τεχνητής γήρανσης. Με τον τρόπο αυτό θα γίνει ο αποτελεσματικός έλεγχος των νέων ιδιοτήτων των πηλών ώστε να προκριθούν συγκεκριμένα υλικά και μέθοδοι στερέωσης. Στη συνέχεια, με βάση τα εργαστηριακά αποτελέσματα, θα εφαρμοσθούν στο πεδίο τα υλικά που επιλέχθηκαν κατά τις δοκιμές.

4.2. Υλικά στερέωσης

Για τη στερέωση με ανόργανα υλικά χρησιμοποιείται κυρίως διάλυμα υδροξειδίου του ασβεστίου (Ca(OH)2), που μετατρέπεται, από το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα (CO2), σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3). Η σταθεροποίηση, στην περίπτωση αυτή, οφείλεται στην απόθεση υδροξειδίου του ασβεστίου στα τοιχώματα των ρωγμών και την επιταξιακή ανάπτυξη κρυστάλλων ασβεστίτη (CaCO3) μέσω της αντίδρασής των πρώτων με το διοξείδιο του άνθρακα. Το νέο υλικό είναι ασθενώς συνδεδεμένο με τα αυθεντικά ορυκτά του υλικού, και μπορεί

να στερεώσει ικανοποιητικά ρωγμές όχι μεγαλύτερες από 10-50 μm. Οι ακρυλικές ρητίνες είναι υδρολύματα (γαλακτώματα) στα οποία το ακρυλικό πολυμερές κολλοειδών διαστάσεων (της τάξεως των 0,06 μm) είναι διασκορπισμένο κατά περίπου 30% σε υδατική φάση. Εισάγεται στο υλικό απ’ ευθείας, στην επιθυμητή συγκέντρωση, ανάλογα με την μέθοδο εμποτισμού που έχει επιλεγεί. Η στερέωση επιτυγχάνεται με την εξάτμιση της υδατικής φάσης και την απόθεση των κολλοειδών σωματιδίων στους πόρους του υλικού. Τα σιλάνια είναι εστέρες του πυριτικού οξέως, με διαλύτη n-προπανόλη. Η στερέωση κυρίως, και σε πολύ μικρότερο βαθμό η υδροφοβίωση, επιτυγχάνεται με την απόθεση άμορφου διοξειδίου του πυριτίου (SiO2) που προκύπτει από την υδρόλυση των εστέρων του πυριτικού οξέως, στους πόρους του υλικού. Η στερέωση οφείλεται στο σχηματισμό αλυσίδων -Si-O-Si-O- που συνδέουν τους κόκκους ή τους κρυστάλλους του προς στερέωση υλικού μεταξύ τους. Επομένως η μέθοδος αυτή είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική, όταν εφαρμόζεται σε υλικά αργιλοπυριτικής σύστασης, που διαθέτουν ομάδες -ΟΗ στο πλέγμα τους. Σπουδαίο ρόλο, εκτός από το είδος του προς στερέωση υλικού, παίζουν η ποσότητα του νερού, η παρουσία καταλύτη, και το βάθος εμποτισμού. Προκειμένου να επιτευχθούν καλύτερα αποτελέσματα, από πλευράς υδροφοβίωσης, είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί μίγμα του πυριτικού εστέρα (τετρααιθοξυ-σιλάνιου) με αλκυλ - τριαλκοξυσιλάνιου (μεθυλ-τριαιθοξυσιλάνιου, CH3Si(OC2H5)3). Συναφή υλικά είναι αυτά της κατηγορίας των εστέρων του πυριτικού οξέως, στην αλυσίδα των οποίων παρεμβάλλονται μεθύλια (-CH3) και χρησιμοποιούνται για στερέωση και υδροφοβίωση. Κατά την υδρόλυση των εστέρων του πυριτικού οξέως, οι συνεχείς δεσμοί -Si-O-Si-Ο- που προκύπτουν, σταθεροποιούν το υλικό ενώ η οργανική ομάδα (-CH3), απ’ ευθείας συνδεδεμένη με το πυρίτιο, προσδίδει υδρόφοβες ιδιότητες στην επιφάνεια.


Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

93

Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν τον διευθυντή της ανασκαφής, Ομ. Καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη, την κα Μαρίνα Σωφρονίδου, Δρ. Αρχαιολόγο και την κα Βανέσσα Παπαγεωργίου, Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων για τη συνεργασία.

Βιβλιογραφία Δαβή, Ε.Ν. 1991 Πετρολογία. Αθήνα: Συμμετρία. Bell, F.G. 2000 Engineering Properties of Soils and Rocks [4th ed.]. London: Blackwell Science. Borelli, E. 1999 Porosity. In ACR Laboratory Handbook. Rome: ICCROM. BS EN 1925 1999 Natural stone test methods – Determination of water absorption coefficient by capillarity. British Standard Institution. BS EN 1936 1999 Natural stone test methods – Determination of real density, apparent density, and of total and open porosity. British Standard Institution. BS EN 13755 2002 Natural stone test methods – Determination of water absorption at atmospheric pressure. British Standard Institution. Hollinetz, C. 2004 Μελέτη και ανάλυση δομικού υλικού από πηλό του αρχαιολογικού χώρου Δισπηλιού Καστοριάς. Αθήνα: ΤΕΙ Αθήνας – Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης [αδημοσίευτη πτυχιακή εργασία]. Θεουλάκης, Π. 1995 Ναός Επικούριου Απόλλωνος Βασσών: Μελέτη συντηρήσεως του δομικού υλικού. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Επιτροπή Συντηρήσεως Επικούριου Απόλλωνος Βασσών. Scherer, W. G., & I. J.Gonzalez 2008 Swelling clays and salt crystallization: Damage mechanisms and the role of consolidants, Proceedings of the international symposium, Stone consolidation in cultural heritage, Lisbon 6-7 May 2008. Wheeler, G. 2008 Alkoxysilanes and the consolidation of stone: Where we are now. Proceedings of the international symposium, Stone consolidation in cultural heritage, Lisbon 6-7 May 2008.


94

Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.-Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ & Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ

Summary In situ preservation of the clay architectural structures from Dispilio: Material characterisation and development of the experimental methodology for its consolidation Panagiotis Theoulakis, Nikolaos-Alexios A. Stefanis & Giorgos Gerogiannis

The present paper is a report of the preliminary results of the study for the consolidation of the clayey architectural elements and structures that are found at the excavation of the Neolithic settlement of Dispilio, Kastoria. The archaeological material has suffered severe weathering after its excavation resulting to its breakdown and subsequent loss. The subject of the research is to preserve the clayey findings in situ in order to for the specialists and the public to have access to this important archaeological material. The study is conducted in collaboration with Dispilio Excavations and the Department of Conservation of Antiquities and Works of Art of the Technological educational institute of Athens. It comprises of the chemical, mineralogical and petrographic analysis of the material, the investigation of the pathology and the decay mechanisms, the study of the physical and mechanical properties and the study of conservation materials and techniques to con-

solidate it. In the present part the analysis of the problem and the development of the experimental methodology are presented. Weathering of the material is the result of endogenous factors that correspond to the thixotropic behaviour of argillaceous materials to the fluctuations of moisture and temperature. Furthermore, soluble salts crystallisation cycles as well as freeze and thaw cycles cause crumbling of the material leading to its rapid deterioration. In order to consolidate the findings four widely used consolidation materials were applied on fragments that were placed at the excavation site in order to study their efficiency. Moreover, fragments of the material were transferred in the Stone Conservation Laboratory of the TEI of Athens, in order to test more consolidation materials and methods and to evaluate their consolidation efficiency. The study is still in progress and the results will indicate the most suitable method.


Σαράντης Δημητριάδης

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» ΚΑΙ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟ ΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΥΛΙΚΩΝ

Εισαγωγή Η έννοια της «σύστασης» -που χωρίς προσδιοριστικό, κατά άρρητη συνθήκη αναφέρεται στη χημική σύσταση-, σχεδόν πάντοτε υπεισέρχεται ή αναζητείται ως στοιχείο του χαρακτηρισμού διαφόρων αρχαιολογικών υλικών, ιδίως αφότου η αρχαιομετρική προσέγγιση θεωρήθηκε και είναι πλέον αναπόσπαστο στοιχείο σχεδόν κάθε αρχαιολογικής μελέτης. Η σύσταση όμως δεν είναι αξιόπιστο στοιχείο ταυτότητας για όλα τα υλικά. Ο προσδιορισμός της χημικής σύστασης δεν οδηγεί πάντοτε και με ασφάλεια στον προσδιορισμό ή το χαρακτηρισμό της φύσης ή του είδους κάποιου υλικού. Άλλες μέθοδοι εξέτασης ή ανάλυσης είναι σε αρκετές περιπτώσεις καταλληλότερες για το σκοπό αυτό. Η επίγνωση ότι υπάρχουν και εναλλακτικές μέθοδοι (ή τρόποι ή δρόμοι) για την ταυτοποίηση διαφορετικών υλικών είναι απαραίτητη για τους αρχαιολόγους, ιδίως τους νεότερους (ή τους παλαιότερους;) που δεν έχουν σε ικανό βάθος εντρυφήσει στον αρχαιομετρικό λαβύρινθο και που συχνά κατέχονται από ένα άγχος για

την αναλυτική κάλυψη όλου του υλικού που μελετούν, με την εσφαλμένη συχνά αντίληψη πως πίνακες με αριθμητικά στοιχεία χημικών αναλύσεων και σχετικά γραφήματα μπορούν με την κατάλληλη κατά περίπτωση επεξεργασία να λύσουν όλα τα προβλήματα ταυτοποίησης που αντιμετωπίζουν. Με αυτό δεν υπονοώ καθόλου πως οι χημικές αναλύσεις δεν είναι μια σπουδαία μεθοδολογία ταυτοποίησης, εξάλλου έχει προσφέρει πολυτιμότατες υπηρεσίες στην αρχαιολογία τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά και παλαιότερα. Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι πως χρειάζεται από μέρους των αρχαιολόγων μια καλή γνώση των δυνατοτήτων, όχι αναγκαστικά και των λεπτομερειών, όλων και κάθε μιας αναλυτικής μεθοδολογίας που χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση υλικών, ώστε να απευθύνονται στους επιστήμονες «αναλυτές» με τους οποίους θα συνεργαστούν όχι ως αδαείς που ζητούν συνδρομή (ή βοήθειαααα..), αλλά έχοντας επίγνωση του τι ακριβώς ζητούν, ποιες είναι οι δυνατότητες να λάβουν συγκεκριμένη απάντηση και πώς πρόκειται να την αξιοποιήσουν στη συνέχεια.


96

Σκοπός όμως του άρθρου αυτού δεν είναι η ανάπτυξη και επεξήγηση των διαφόρων αυτών αναλυτικών μεθόδων∙ άλλοι και από άλλες θέσεις το έχουν ήδη κάνει με επιτυχία και ασφαλώς θα υπάρξουν και στο μέλλον τέτοιες πολύ χρήσιμες προσπάθειες. Και στο άρθρο βέβαια αυτό αναφέρονται τέτοιες μεθοδολογίες, κυρίως για να υπογραμμιστεί η καταλληλότητά τους σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Αυτό εν τούτοις που με παρακίνησε να τολμήσω να γράψω τα επόμενα είναι ότι ήθελα να διερευνήσω και να συζητήσω για τη σχέση που υπάρχει μεταξύ των εννοιών «σύσταση» και «είδος» ενός υλικού. Μου φαίνεται λογικό πως η σχέση αυτή πρέπει να απασχολεί όποιον εμπλέκεται στη διαδικασία χαρακτηρισμού και ταυτοποίησης των διαφόρων υλικών, νομίζω όμως ότι δεν έχει ίσως επαρκώς συζητηθεί. Γράφοντας όμως για το θέμα αυτό και ανασκοπώντας ταυτόχρονα την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών υλικών με τα οποία καταπιάνομαι, θεώρησα σωστό να συζητήσω λίγο παραπάνω για κάποια από αυτά που συμβαίνει να έχουν μια ξεχωριστή σημασία για τους αρχαιολόγους και να απαντήσω με την ευκαιρία και εδώ σε ερωτήματα που μου έχουν πάρα πολλές φορές τεθεί και αφορούν τα υλικά ακριβώς αυτά. Επειδή απευθύνομαι κυρίως σε αρχαιολόγους – αρχαιολόγους, που είναι λογικό να μην έχουν βαθιές γνώσεις των θετικών επιστημών, χρησιμοποιώ με όση οικονομία γίνεται εξειδικευμένες έννοιες από αυτό το επιστημονικό πεδίο, δεν μπόρεσα παρόλα αυτά και να απαλλάξω τελείως το άρθρο από κάποιες τέτοιες, τις οποίες επεξηγώ με τον απλούστερο, και γ’ αυτό όχι πάντοτε και τον αυστηρότερα επιστημονικό τρόπο. Μια ιδιομορφία (αν όχι και αυθαιρεσία) του άρθρου αυτού είναι η εξαιρετικά μινιμαλιστική παραπομπή στη βιβλιογραφία. Όσα νέα αναφέρονται όμως εδώ αποτελούν δικές μου σκέψεις και απόψεις, κατασταλάγματα, όχι σοφίας βέβαια, αλλά προβληματισμών και αναζητήσεων, που εκκινούν παρόλα αυτά από απλές και καθιερωμένες πια επι-

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ στημονικές αλήθειες, για τις οποίες συνηγορεί ένας πολύ μεγάλος αριθμός υπεύθυνων σχετικών βιβλιογραφικών αναφορών. Το να ανασύρω τις τελευταίες από τη μνήμη μου ή τις βιβλιοθήκες όπου αναπαύονται ή κρύβονται, να επιλέξω ένα ικανό αριθμό από αυτές χωρίς τον κίνδυνο να μου διαφύγουν αρκετές πολύ σπουδαίες και να τις παραθέσω εδώ, θα ήταν κάτι που μάλλον θα με απέτρεπε από την αρχή, έστω και να σκεφτώ να γράψω το άρθρο αυτό. Ίσως όμως και να παρασύρθηκα κάπως και θεώρησα πως καλύπτομαι κατά κάποιον τρόπο από μια αίσθηση υπέρβασης των καθιερωμένων που, δεν ξέρω αν σωστά, διέκρινα να διαπνέει το εισαγωγικό σημείωμα του εκδότη του περιοδικού αυτού στο γενέθλιο τεύχος του. Αυτά ως απολογία και είμαι έτοιμος να υποστώ τη σχετική επ’ αυτού κριτική. Έτσι όμως τουλάχιστον αναλαμβάνω όλη την ευθύνη των όσων εδώ παρουσιάζω. Θα ήθελα με την ευκαιρία να ευχαριστήσω τον εκδότη, φίλο και συνάδελφο καθηγητή κ. Γ. Χουρμουζιάδη, για την παρότρυνσή του να γράψω κάτι που να συνάδει με το πνεύμα και το σκοπό του παρόντος περιοδικού. Δεν είμαι αρχαιολόγος, όσα όμως εκθέτω εδώ είναι προϊόντα μιας ιδιότυπης ανασκαφής, ταξινόμησης και σύνθεσης υλικού που συσσωρεύονταν από πολύ καιρό στο μυαλό μου. Ελπίζω η έκθεσή τους να αποτιμηθεί από κάποιους ως ενδιαφέρουσα και, κυρίως, χρήσιμη. Για μένα πάλι είναι μια συνέχεια και αποκρυστάλλωση σκέψεων που είχα την ευκαιρία και στο παρελθόν να μοιραστώ με το Γιώργο Χουρμουζιάδη σε κάποιες ατέρμονες συζητήσεις, που μας άφηναν πάντα μια αίσθηση ανεκπλήρωτου, γιατί, ενώ είχαμε πει πολλά, πάντα μας ξέφευγε αυτό το αόρατο που κυνηγούσαμε, αφήνοντάς μας με την αίσθηση ότι το είχαμε απλά και μόνο ψηλαφήσει.

Η φύση, τα είδη και τα «είδη» των υλικών

Το είδος κάποιου ορισμένου υλικού είναι κατά κανόνα άμεσα και εμπειρικά αναγνωρί-


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» σιμο ή πάντως εύκολα προσδιορίσιμο. Αυτοί που το χρησιμοποίησαν το αναγνώριζαν ως τέτοιο και εκτιμούσαν τις φυσικές ιδιότητες και τις ιδιαιτερότητές του, για τα οποία και το επέλεγαν. Η σύσταση από την άλλη μεριά κάποιου, οποιουδήποτε, από τα υλικά με αρχαιολογική σημασία ήταν άγνωστη σ’ αυτούς που το επέλεξαν για τη συγκεκριμένη χρήση του∙ η επιλογή του δεν έγινε λοιπόν με γνώμονα τη σύστασή του. Αν βέβαια οι φυσικές ιδιότητες και ιδιαιτερότητες ενός υλικού συμβαίνει να είναι άμεση απόρροια της σύστασής του, τότε, παρόλο που αυτή μπορεί να ήταν άγνωστη, καθόριζε σε τελευταία ανάλυση την επιλογή συγκεκριμένων υλικών για συγκεκριμένες χρήσεις∙ αυτό ισχύει απολύτως για κάποια υλικά, π.χ. τις χρωστικές ουσίες, για άλλα υλικά εν τούτοις ισχύει εν μέρει, ενώ για κάποια άλλα μπορεί να μην ισχύει καθόλου. Η ποικιλία της φύσης των αρχαιολογικά σημαντικών υλικών είναι μεγάλη: διάφοροι λίθοι (ορυκτά και πετρώματα), κεραμικά, μέταλλα και κράματά τους, υάλινα αντικείμενα, κονιάματα, οστά, δόντια, δέρμα, κογχύλια, ξύλα ή άλλα φυτικά μέρη, ξυλάνθρακες, υφάσματα, χρωστικές ουσίες, οργανικά κατάλοιπα κ.λπ. Ο όρος «φύση των υλικών», που μόλις χρησιμοποιήθηκε, παραπέμπει ακριβώς σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες και η διάγνωσή της είναι κατά κανόνα εμπειρική και εύκολη, χωρίς να χρειάζεται, παρά σε λίγες μόνο περιπτώσεις, προσφυγή σε οποιονδήποτε προσδιορισμό της σύστασης του εξεταζόμενου υλικού∙ τα γενικά μακροσκοπικά ή και μικροσκοπικά χαρακτηριστικά της όψης και υφής του (τα φυσιογραφικά του χαρακτηριστικά) συνήθως επαρκούν για τον προσδιορισμό της 1

97

φύσης του. Μια κατ’ αρχή διάκριση της φύσης των υλικών μπορεί να είναι σε εκείνα βιογενούς και εκείνα μη βιογενούς προέλευσης, αν και υπάρχουν και περιπτώσεις υλικών με μικτή προέλευση. Ο συγγραφέας του παρόντος αισθάνεται ελάχιστα ειδικός να συζητήσει για τα υλικά της πρώτης ομάδας, τα οποία για το λόγο αυτό μόνο για την εισαγωγή στην έννοια του «είδους» ενός υλικού και αντιπαραβολή με τα υλικά μη βιογενούς προέλευσης, πολύ γενικά και σε συντομία θίγονται στη συνέχεια. Η βαρύτητα στο άρθρο αυτό δίνεται σε κάποια χαρακτηριστικά μη βιογενούς προέλευσης, ανόργανα δηλαδή, υλικά. Σχεδόν σε κάθε μία από τις κατηγορίες υλικών που προαναφέρθηκαν μπορεί να γίνει παραπέρα διάκριση σε επί μέρους «είδη», όπως είναι για παράδειγμα τα διάφορα είδη λίθων, μετάλλων και κραμάτων τους, κονιαμάτων, οστών, ξύλων, χρωστικών ουσιών, υφασμάτων κ.λπ. Η διερεύνηση της έννοιας του είδους και ιδίως των διαφορών της όταν αναφέρεται στις διάφορες κατηγορίες των ανόργανων κυρίως υλικών, η δυσκολία σαφούς ορισμού της σε κάποια από αυτά, καθώς και η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ «είδους» και «σύστασης» είναι, όπως έχει ήδη τονιστεί, ο κύριος στόχος του άρθρου αυτού.

Η έννοια του είδους στα βιογενή υλικά

Στα υλικά με βιογενή προέλευση (προερχόμενα από ζωικούς ή φυτικούς οργανισμούς) η έννοια του είδους παραπέμπει σε συγκεκριμένο μέρος (όργανο, ιστό ή τμήμα ιστού, όπως: δέρμα, κόκαλο, αίμα, δόντι, ξύλο, φλοιό, σπόρο κ.λπ.) ενός οργανισμού και στο βιολογικό του είδος (species)1, στις

Στην αγγλική γλώσσα υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις έννοιες “kind” και “species”, που και οι δύο όμως στα ελληνικά αποδίδονται με τον ίδιο όρο: «είδος». Σε σχέση με το kind, το species, που είναι πλέον διεθνής όρος, έχει μια ειδικότερη σημασία∙ αναφέρεται σε φυσικά διακριτά σύνολα που απαρτίζονται από στενά συγγενή ως προς τα χαρακτηριστικά μέλη και που, ως σύνολα, παρουσιάζουν ευδιάκριτες διαφορές από άλλα αντίστοιχά τους σύνολα. Σε κάθε species αποδίδεται ένα διεθνώς καθιερωμένο όνομα. Επίσης, καθένα από τα species, ως φυσικά διακριτό σύνολο, είναι αυτόνομο και ανεξάρτητο από οποιοδήποτε σύστημα ταξινόμησης τέτοιων συνόλων. Η έννοια των species προέρχεται από και εφαρμόζεται κυρίως για το χαρακτηρισμό των ζωικών και φυτικών ειδών. Όπως θα δούμε έχει την ίδια εφαρμογή και στο χαρακτηρισμό των ορυκτών ειδών.


98

περιπτώσεις που το τελευταίο είναι δυνατό να προσδιοριστεί (π.χ. κυνόδοντας μιας αρκούδας των σπηλαίων - Ursus spelaeus). Όπου είναι αδύνατο να προσδιοριστεί το βιολογικό είδος, κατ’ ανάγκη περιοριζόμαστε στον, αν είναι και αυτός δυνατός, προσδιορισμό του γένους μόνο (π.χ. τμήμα από κέρατο ελαφοειδούς απροσδιόριστου είδους, ή τμήμα ξυλώδους ιστού δρυός απροσδιόριστου είδους). Αν ο προσδιορισμός είναι αδύνατος και στο επίπεδο του γένους, τότε η προσπάθεια μετατοπίζεται σε ιεραρχικά ανώτερα επίπεδα: της οικογένειας, της συνομοταξίας, της τάξης κ.ο.κ. Συσχετισμός συνολικών οργανισμών με συγκεκριμένες χημικές συστάσεις δεν μπορεί να γίνει. Η συνολική χημική σύσταση οποιουδήποτε βιολογικού είδους μπορεί να προσεγγιστεί μόνο πολύ χονδροειδώς και ως τέτοια βέβαια δε βοηθάει καθόλου στην προσπάθεια προσδιορισμού του. Υπάρχει εν τούτοις μια σταδιακή προσέγγιση σε όλο και πιο συγκεκριμένες και μεταξύ τους αποκλίνουσες χημικές συστάσεις καθώς η αναφορά περιορίζεται σε όλο και μικρότερα και πιο συγκεκριμένα μέρη (ιστούς ή τμήματα ιστών) του κάθε είδους. Σε αρκετές περιπτώσεις η εξειδίκευση αυτή είναι σε ανώτερο ταξονομικό επίπεδο, ευρύτερο της οικογένειας (π.χ. τα κόκαλα των ενήλικων θηλαστικών έχουν παρόμοια χημική σύσταση ή, άλλο παράδειγμα, οι ξηλώδεις ιστοί των φυλλοβόλων δέντρων έχουν επίσης παρόμοια χημική σύσταση). Η εφαρμογή κάποιου χημικού κριτηρίου διάκρισης σε υλικά όπως τα παραπάνω δεν μπορεί ως εκ τούτου να βοηθήσει στον προσδιορισμό συγκεκριμένων οικογενειών, γενών ή ειδών∙ για τα παραδείγματά μας, η μορφολογία των οστών ή του ξύλου σε μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο είναι πολύ πιο αξιόπιστο κριτήριο διάκρισης και ταυτοποίησης από την όποια τυχόν διαφορά των χημικών συστάσεων δειγμάτων κάθε μιας από τις δύο παραπάνω κατηγορίες υλικών. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις όμως

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ υπάρχουν χημικές εξειδικεύσεις πιο εντοπισμένες ταξονομικά, που περιορίζονται εντός μιας οικογένειας, ενός γένους ή ακόμα και ενός συγκεκριμένου είδους, και μάλιστα σε συγκεκριμένους ιστούς του∙ τότε βέβαια η αντίστοιχη χημική ιδιαιτερότητα γίνεται κρίσιμο στοιχείο διάκρισης και ταυτοποίησης οικογενειών, γενών ή ειδών αντίστοιχα. Τυπικό παράδειγμα αποτελούν κάποιες περίπλοκες οργανικές ενώσεις (εξειδικευμένες πρωτεΐνες, λιπίδια ή σακχαρίτες, αλκαλοειδή, διάφορες χρωστικές, δηλητηριώδεις ή αλεργιογόνες ουσίες κ.λπ.) που απαντώνται σε συγκεκριμένους ιστούς συγκεκριμένων οικογενειών, γενών ή ειδών, τόσο από το ζωικό όσο και, κυρίως, από το φυτικό βασίλειο. Η ανίχνευση των ουσιών αυτών σε κατάλοιπα ιστών ή οργάνων στα οποία εμπεριέχονται αποτελεί κατά συνέπεια ισχυρότατο στοιχείο ταυτοποίησης στο επίπεδο, ανάλογα με την περίπτωση, οικογένειας, γένους ή ακόμα και συγκεκριμένου είδους. Τέτοιες ταυτοποιήσεις του είδους των βιογενών υλικών δια μέσου της ανίχνευσης συγκεκριμένων και εξειδικευμένων ουσιών είναι ο κύριος στόχος κατά τη μελέτη οργανικών καταλοίπων, στις περιπτώσεις ειδικότερα που αυτά στερούνται μορφολογικών στοιχείων ταυτοποίησης.

Η έννοια του είδους στα μη βιογενή υλικά

1. Η έννοια του είδους στα ορυκτά Εκτός από τα βιολογικά είδη, το είδος, με την έννοια του species και ένα διακριτό όνομα να το χαρακτηρίζει, χρησιμοποιείται και στην περίπτωση των ορυκτών (mineral species), εδώ όμως η έννοια παραπέμπει σε κάτι πεπερασμένο μεν αλλά ομογενές, στο οποίο δεν υφίστανται διακριτά συνιστώντα μέρη όπως στην περίπτωση των διαφορετικών ιστών ενός εμβίου όντος ή των καταλοίπων του. Επίσης, σε αντίθεση με τα έμβια όντα, σε κάθε ορυκτό είδος αντιστοιχεί κάποια «αντιπροσωπευτική» και «χαρακτηριστική», όχι όμως πάντοτε και «αποκλειστι-


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» κή», και άρα διαγνωστική, σύσταση2. Θέτουμε τους παραπάνω όρους εντός εισαγωγικών γιατί είναι απαραίτητη για το σκοπό αυτού του άρθρου η διευκρίνησή τους, που αμέσως στη συνέχεια επιχειρείται. Το «αντιπροσωπευτική» σημαίνει πως η σύσταση (η χημική εννοείται) δεν είναι πάντοτε και απαρέγκλιτα αυστηρά καθορισμένη για κάθε ορυκτό είδος. Στην πραγματικότητα, είναι λιγότερα τα ορυκτά εκείνα είδη που έχουν μια πάντοτε αυστηρά καθορισμένη χημική σύσταση, όπως την εννοούμε π.χ. για τις καθαρές χημικές ουσίες -τα «χημικά είδη» θα μπορούσαμε να πούμε-, που ορίζονται ούτως ή άλλως με βάση ακριβώς την αυστηρά καθορισμένη σύστασή τους. Στην πλειονότητά τους τα ορυκτά είδη έχουν πραγματικές συστάσεις που παρεκκλίνουν, λιγότερο ή περισσότερο, από την αντιπροσωπευτική (την ιδεατή, θεωρητική ή τυπική θα λέγαμε αλλιώς) για το καθένα από αυτά σύσταση. Αυτή η παρέκκλιση δεν αφορά μόνο, τις συχνές άλλωστε, περιπτώσεις της ενσωμάτωσης ξένων προσμίξεων στα ορυκτά κατά την ανάπτυξή τους, οπότε βέβαια η παρέκκλιση είναι αναμενόμενη∙ αφορά την καθαυτό σύσταση της καθαρής φάσης του κάθε ορυκτού είδους, χωρίς τις χημικές παρεμβολές των όποιων τυχόν ξένων προσμίξεων βρίσκονται λεπτομερώς διεσπαρμένες σ’ αυτό. Οι παρεκκλίσεις από την αντιπροσωπευτική χημική σύσταση οφείλονται κατά κύριο λόγο σε επιτρεπτές εντός κάποιων ορίων «δομικές υποκαταστάσεις». Με τον όρο αυτό εννοούμε την αντικατάσταση ενός μέρους (ενός αριθμού) από τα άτομα κάποιου στοιχείου που συμμετέχει στην αντιπροσωπευτική σύσταση (αλλιώς θα λέγαμε στη δόμηση) ενός ορυκτού είδους από άτομα άλλου στοιχείου, χημικά συγγενούς με το πρώτο, π.χ. την αντικατάσταση μέρους των ατόμων σιδήρου με άτομα μαγνησίου ή μαγγανίου, την αντικατάσταση μέρους των ατόμων καλίου με άτομα νατρίου, την αντι2

99

κατάσταση μέρους των ατόμων ασβεστίου με άτομα βαρίου ή στροντίου κ.ο.κ. Οι προαναφερθείσες είναι παραδείγματα απλών σχετικά υποκαταστάσεων, υπάρχουν όμως και άλλες πιο περίπλοκες, που η αναφορά σ’ αυτές και η επεξήγησή τους θα ξέφευγε από τα όρια και το σκοπό αυτού του άρθρου. Όταν το ποσοστό μιας κάποιας υποκατάστασης αυξηθεί πέρα από κάποιο όριο, όχι το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις, τότε μπορεί να ξεπερνιέται το επιτρεπτό συστασιακό εύρος του θεωρούμενου είδους και να έχουμε τη μετάβαση σε ένα άλλο ορυκτό είδος, χημικά διαφορετικό εξαιτίας της εκτεταμένης υποκατάστασης, αλλά πάντως συγγενικό με το πρώτο∙ τα δύο αυτά ξεχωριστά ορυκτά είδη θεωρούνται ως εκ τούτου ότι συνδέονται κατά κάποιο τρόπο και μπορούν να προκύψουν το ένα από το άλλο με κάποια συγκεκριμένη και αμφίδρομη δομική και συστασιακή υποκατάσταση. Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε πως κάθε ορυκτό είδος αντιστοιχείται με μια αντιπροσωπευτική χημική σύσταση, από την οποία όμως στην πραγματικότητα και κατά κανόνα μπορεί να παρεκκλίνει αρκετά εξαιτίας επιτρεπτών δομικών υποκαταστάσεων, αλλά επίσης και εξαιτίας ίσως ξένων προσμίξεων που μπορεί να έχουν ενσωματωθεί και να είναι λεπτότατα διεσπαρμένες σ’ αυτό. Είναι φανερό κατά συνέπεια ότι η ταυτοποίηση ενός ορυκτού είδους δεν μπορεί να βασιστεί στον προσδιορισμό της χημικής του σύστασης μόνο, παρόλο που αυτή η τελευταία μπορεί να είναι ένα αποφασιστικό και καθοδηγητικό βήμα για το σκοπό αυτό. Υπάρχει όμως και ένας άλλος σοβαρός λόγος που καθιστά τον προσδιορισμό της χημικής σύστασης ενός υπό εξέταση ορυκτού ανεπαρκή για την ταυτοποίησή του με κάποιο συγκεκριμένο ορυκτό είδος. Ο λόγος αυτός είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου περισσότερα του ενός ορυκτά είδη, με λιγό-

Εάν επρόκειτο να επιλέξω και να συστήσω ένα υπεύθυνο και πλήρες βοήθημα για όποιον ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στην ορυκτολογία θα προέκρινα το: Nesse, W. D. (2000), Introduction to Mineralogy. Oxford: Oxford University Press.


100

τερο ή περισσότερο διαφορετικές μεταξύ τους φυσικές ιδιότητες, έχουν την ίδια χημική σύσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πολύ διαφορετικά από άποψη φυσικών ιδιοτήτων ορυκτά διαμάντι και γραφίτης (άνθρακας και τα δυο τους). Άλλα τέτοια παραδείγματα έστω τα εξής: τα ορυκτά σιλλιμανίτης, ανδαλουσίτης και κυανίτης με την ίδια και τα τρία σύσταση (Al2SiO5), τα ορυκτά ασβεστίτης και αραγωνίτης με την ίδια σύσταση (CaCO3), τα ορυκτά χαλαζίας και χριστοβαλίτης με την ίδια σύσταση (SiO2). Το φαινόμενο χαρακτηρίζεται ως πολυμορφία και τα διαφορετικά από άποψη φυσικών ιδιοτήτων ορυκτά είδη που έχουν όμως την ίδια μεταξύ τους χημική σύσταση χαρακτηρίζονται ως πολυμορφικά. Για το λόγο αυτό αναφέρθηκε προηγουμένως ότι η χημική σύσταση ενός ορυκτού είναι μεν «χαρακτηριστική» αλλά όχι πάντοτε και «αποκλειστική», και κατά συνέπεια διαγνωστική, για το είδος του. Η σύσταση π.χ. Al2SiO5 είναι μεν χαρακτηριστική για το ορυκτό ανδαλουσίτης, όχι όμως και αποκλειστική, ώστε μονοσήμαντα να παραπέμπει στο συγκεκριμένο αυτό ορυκτό είδος, αφού την ίδια ακριβώς σύσταση έχουν και τα πολυμορφικά με τον ανδαλουσίτη ορυκτά σιλλιμανίτης και κυανίτης. Υπάρχει λοιπόν εκτός από τη χημική σύσταση και κάποιο άλλο βασικό χαρακτηριστικό, που σε συνδυασμό μαζί της καθορίζουν κάθε ένα ορυκτό είδος. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι το συγκεκριμένο «σχέδιο δόμησης» (structure) του κάθε ορυκτού είδους. Ο όρος «σχέδιο δόμησης» στην περίπτωση αυτή αναφέρεται στον τρόπο διάταξης και συσσωμάτωσης στο χώρο των ατόμων των συστατικών στοιχείων του κάθε ορυκτού, δηλαδή στο τρισδιάστατο σχέδιο της δόμησής του σε κλίμακα ατομική και 3

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ μοριακή (εκατομμυριοστά του χιλιοστού). Τα πολυμορφικά ορυκτά έχουν μεν την ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικό σχέδιο δόμησης∙ με άλλα λόγια, είναι δομημένα με τα ίδια υλικά -με τα ίδια είδη ατόμων και τις ίδιες μεταξύ τους αναλογίες- αλλά με διαφορές ως προς τον τρόπο διάταξης και τις αποστάσεις μεταξύ των υλικών αυτών (των ατόμων) στο χώρο. Η διαφορετική αυτή διάταξη είναι υπεύθυνη για τις διαφορές στις φυσικές ιδιότητες των πολυμορφικών ορυκτών. Εκείνο που κατά συνέπεια καθορίζει κάθε διακριτό ορυκτό είδος είναι ο μοναδικός για το είδος αυτό συνδυασμός συγκεκριμένων υλικών δόμησης (σύσταση) και συγκεκριμένου τρισδιάστατου σχεδίου δόμησής του (structure). Ο προσδιορισμός του είδους κάποιου άγνωστου ορυκτού -η ταυτοποίησή του- θα πρέπει λοιπόν να βασίζεται στον προσδιορισμό και των δύο. Η σύστασή του μπορεί να προσδιοριστεί με χημική ανάλυση. Το σχέδιο δόμησής του αποκαλύπτεται με ακτινογραφικές μεθόδους, δηλαδή με τη μελέτη των διαγραμμάτων περίθλασης ακτίνων Χ από κρυστάλλους του ορυκτού (περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, -X Ray Diffractometry- ή, σε συντομογραφία, XRD). Υπάρχουν διάφορες διατάξεις (μέθοδοι) λήψης των φασμάτων περίθλασης των ακτίνων Χ από μικροτεμάχια ή σκόνη ορυκτών. Σήμερα, η περισσότερο σε χρήση και απλούστερη μέθοδος είναι η περιθλασιμετρία κρυσταλλικής κόνεως, που χρησιμοποιεί ελάχιστη ποσότητα κονιοποιημένου υλικού του υπό εξέταση ορυκτού. Ας σημειωθεί ότι η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται για την ταυτοποίηση όχι μόνο ορυκτών, αλλά και οποιασδήποτε άλλης στερεάς κρυσταλλικής3 ουσίας.

Με τον όρο κρυσταλλική ουσία εννοούμε ένα στερεό υλικό με συγκεκριμένη σύσταση, συγκεκριμένο σχέδιο δόμησης (συγκεκριμένη δομή - structure), και συγκεκριμένο πολυεδρικό (κρυσταλλικό) σχήμα των κόκκων του όταν αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν ελεύθερα, χωρίς να περιορίζονται από άλλα στερεά στο περιβάλλον τους. Όλα τα στερεά υλικά δεν είναι και κρυσταλλικά. Τα μη κρυσταλλικά στερεά ονομάζονται άμορφα και στερούνται συγκεκριμένου σχεδίου δόμησης. Τα γυαλιά π.χ. είναι τέτοια άμορφα υλικά. Ελάχιστα είναι τα ορυκτά που δεν είναι κρυσταλλικά. Κρυσταλλικές επίσης είναι στη μέγιστη πλειοψηφία τους οι στερεές χημικές ενώσεις καθώς και τα μεταλλικά στοιχεία.


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» Το διάγραμμα περίθλασης ακτίνων Χ ενός ορυκτού (το περιθλασίγραμμά του) αποκαλύπτει το σχέδιο δόμησής του αλλά όχι μόνο αυτό, επειδή οι λεπτομέρειες του διαγράμματος αυτού εξαρτώνται επίσης και από το είδος (ή τα είδη) των ατόμων που υλοποιούν το σχέδιο δόμησης. Με άλλα λόγια, στη διαμόρφωση των διαγραμμάτων περίθλασης υπεισέρχονται και οι δύο παράμετροι ταυτοποίησης, τόσο το σχέδιο δόμησης δηλαδή όσο και η σύσταση. Θα μπορούσαμε να πούμε λοιπόν ότι τα περιθλασιγράμματα των διαφόρων ορυκτών είναι, τρόπον τινά, τα δακτυλικά τους αποτυπώματα ή, σε πιο μοντέρνα εκδοχή, το εξειδικευμένο DNA τους, απόλυτα διαγνωστικά του «ορυκτού είδους». Δεν υπάρχουν δύο διαφορετικά ορυκτά είδη με το ίδιο ακριβώς περιθλασίγραμμα. Τα πολυμορφικά ορυκτά, που δε μπορούν να διακριθούν με βάση τη χημική τους σύσταση, αφού αυτή είναι κοινή γι’ αυτά, διαχωρίζονται πλήρως με βάση τα διαφορετικά περιθλασιγράμματά τους. Επειδή τα περιθλασιγράμματα όλων των γνωστών ορυκτών (και γενικότερα όλων των γνωστών στερεών κρυσταλλικών ουσιών) είναι αποτιμημένα και αρχειοθετημένα, παρέχουν μια απόλυτα αξιόπιστη βάση αναφοράς, ως προς την οποία μπορεί να γίνει αντιπαραβολή και ταυτοποίηση του περιθλασιγράμματος οποιουδήποτε προς προσδιορισμό ορυκτού είδους (ή γενικότερα κρυσταλλικού στερεού σώματος). Για την ταυτοποίηση κάποιου άγνωστου ορυκτού περιττεύει λοιπόν εντελώς η προσφυγή σε χημική ανάλυση, που εξάλλου, όπως είδαμε, είναι σε αρκετές περιπτώσεις ανεπαρκής για το σκοπό αυτό. Η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ είναι μία σχετικά ανέξοδη και εύκολη εξέταση ρουτίνας που, όπως έχει ήδη λεχθεί, απαιτεί τη διάθεση ελάχιστου ποσού από την προς προσδιορισμό ουσία. Υπάρχουν όμως και άλλες μέθοδοι ταυτοποίησης των ορυκτών. Η απλούστερη, προσιτή όμως μόνο στους καλά εξοικειωμένους με την επιστήμη της ορυκτολογίας, είναι η αναγνώριση των ορυκτών ειδών με βάση

101

τα χαρακτηριστικά των κρυστάλλων τους, ιδίως τα μορφολογικά. Όπως είπαμε, υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο δόμησης σε υπομικροσκοπική κλίμακα για κάθε ορυκτό, που όμως αποκαλύπτεται και σε μακροσκοπική κλίμακα με τη μορφή ανάπτυξης των κρυστάλλων του ορυκτού αυτού. Οι κρύσταλλοι των ορυκτών είναι πολυεδρικά στερεά με συγκεκριμένη για το κάθε ορυκτό είδος μορφολογία και συμμετρία. Ένας έμπειρος ορυκτολόγος μπορεί εύκολα και με ασφάλεια να προσδιορίσει ένα μεγάλο αριθμό από τα κοινότερα τουλάχιστον ορυκτά είδη με μόνο τα μορφολογικά χαρακτηριστικά των κρυστάλλων τους. Επιπλέον χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η λάμψη, η διαφάνεια, ο βαθμός σκληρότητας, η παρουσία σχισμού κ.λπ. βοηθούν σημαντικά στους προσδιορισμούς αυτούς. Μια άλλη μέθοδος προσδιορισμού των ορυκτών ειδών είναι η εξέταση λεπτών τομών (πάχους ~ 0,02 mm) με διερχόμενο φως στο πολωτικό μικροσκόπιο, όπου υπάρχει η δυνατότητα μελέτης πολλών οπτικών χαρακτηριστικών των κρυστάλλων τους. Με τη μέθοδο αυτή είναι εύκολη και η διάκριση των πολυμορφικών ορυκτών μεταξύ τους. Παρόλα αυτά, σπανιότατα χρησιμοποιείται στην περίπτωση εξέτασης μεμονωμένων ορυκτών, ενώ είναι η κατ’ εξοχήν μέθοδος προσδιορισμού ορυκτών ειδών στα πετρώματα, των οποίων τα διάφορα ορυκτά αποτελούν συστατικά στοιχεία (βλέπε στα επόμενα). Για τα αδιαφανή ορυκτά (που τα περισσότερα είναι διάφορα οξείδια ή θειούχες ενώσεις μεταλλικών στοιχείων, ή ακόμα και καθαρά -αυτοφυή- μέταλλα όπως ο χρυσός, ο άργυρος, ο χαλκός κ.ά., αλλά και για τα κράματα μετάλλων (περί των οποίων στη συνέχεια), αντί του πολωτικού μικροσκοπίου χρησιμοποιείται το μεταλλογραφικό μικροσκόπιο, όπου η παρατήρηση γίνεται σε στιλβωμένες τομές, όχι απαραίτητα λεπτές, των ορυκτών αυτών με ανακλώμενο φως. Υπάρχουν τέλος και οι μέθοδοι ηλεκτρονικής μικροσκοπίας, σε συνδυασμό με φασματική ανάλυση της δευτερογενώς εκπε-


102

μπόμενης από το στόχο ακτινοβολίας Χ, με τις οποίες μπορεί να προσδιοριστεί η χημική σύσταση ελαχιστότατων κόκκων ορυκτών, χωρίς όμως, εκτός από λίγες μονο περιπτώσεις, να υπάρχει η δυνατότητα διάκρισης μεταξύ πολυμορφικών ορυκτών.

Ποικιλίες των ορυκτών ειδών

Στην περίπτωση των ορυκτών χρησιμοποιείται συχνά, καταχρηστικά όμως, ο ίδιος όρος «είδος» με πιο περιορισμένο εύρος από εκείνον του species, όπως π.χ. όταν αναφερόμαστε στα διάφορα «είδη» του χαλαζία (ορεία κρύσταλλος, αμέθυστος, καπνίας, ροζ, μπλέ, πράσινος ή κίτρινος χαλαζίας, γαλακτόχρωμος χαλαζίας), ή στα διάφορα «είδη» του κορουνδίου, δηλαδή στο κόκκινο ρουμπίνι, και στο κυανό ζαφείρι. Σε τέτοιες περιπτώσεις σωστότερη είναι η χρήση του όρου «ποικιλία» αντί «είδος» (διάφορες ποικιλίες χαλαζία, κορουνδίου κ.λπ.). Οι ποικιλίες ενός ορυκτού είδους καθορίζονται από χαρακτηριστικά που λίγη σχέση έχουν με τη σύσταση και το γενικό σχέδιο δόμησής του∙ τις περισσότερες φορές είναι οι διαφορές στο χρώμα που καθορίζουν τις ποικιλίες. Οι μικρές ποσότητες συγκεκριμένων προσμίξεων ή και των εμπεριεχόμενων μικροσκοπικότατων φυσαλίδων αέρα είναι συχνότερα αυτές που δίνουν το ιδιαίτερο χρώμα μιας ποικιλίας∙ το άσπρο του γαλακτόχρωμου χαλαζία για παράδειγμα οφείλεται ακριβώς στο τελευταίο. Άλλοτε πάλι μπορεί κάποιες λίγες και εντοπισμένες εγγενείς αστοχίες στην υλοποίηση του σχεδίου δόμησης ενός ορυκτού κατά την ανάπτυξή του να είναι η αιτία εμφάνισης μιας ιδιαίτερης χρωματικής ποικιλίας, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο βαθμός κρυσταλλικότητας και η κλίμακα μεγέθους των κρυσταλλικών μονάδων 4

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ είναι, μαζί συνήθως με το χρώμα, οι καθοριστικοί παράγοντες διάκρισης ποικιλιών. Γενικά πάντως, τα περιθλασιγράμματα των διαφόρων ποικιλιών ενός ορυκτού είδους είναι τα ίδια, επιβεβαιώνοντας την υπαγωγή όλων σε ένα και το αυτό ορυκτό είδος. Θα μπορούσαν εδώ να παρατεθούν αρκετά παραδείγματα ποικιλιών διαφόρων ορυκτών ειδών, προτιμάται όμως η αναλυτική κάπως παράθεση των ποικιλιών του χαλαζία, επειδή αυτές έχουν σημαντική αντιπροσώπευση σε αρχαιολογικά ευρήματα.

Οι ποικιλίες του χαλαζία

Ο χαλαζίας (SiO2) μπορεί να είναι τελείως άχρωμος και διαυγής (ορεία κρύσταλλος), συχνότερα όμως είναι ημιδιαφανής λευκόγκριζος ή γαλακτόχρωμος. Έγχρωμες ποικιλίες είναι σπανιότερες, υπάρχουν εν τούτοις πολλές και χαρακτηρίζονται με ιδιαίτερα ονόματα. Τέτοιες ποικιλίες είναι: Ο αμέθυστος: πορφυροϊώδης και διαφανής, ο καπνίας: καστανοκίτρινος διαφανής έως σκούρος καστανός διαφώτιστος, το σιτρίν (κιτρινίτης): κίτρινος έως καστανοκίτρινος διαφανής (συχνά εκλαμβάνεται ως ή υποκαθιστά το τοπάζι), ο αβεντουρίνης: πράσινος διαφανής ή διαφώτιστος, ο ροδοχαλαζίας: ροδόχρωμος, διαφανής ή δαφώτιστος. Οι προαναφερθείσες είναι οι κρυσταλλικές και καθαρότερες ποικιλίες του χαλαζία, υπάρχει όμως και ένα πλήθος κρυπτοκρυσταλλικών4 ποικιλιών του, με κάποιες από αυτές να εμπεριέχουν και ένα σημαντικό ποσοστό μικροεγκλεισμάτων άλλης σύστασης. Οι κρυπτοκρυσταλλικές αυτές ποικιλίες χαλαζία συνιστούν πολλά από τα μέλη της ομάδας των υλικών για τα οποία χρησιμοποιείται ο συλλογικός όρος πυριτόλιθοι∙ άλλα

Με τον όρο κρυπτοκρυσταλλικό υλικό ή κρυπτοκρυσταλλική κατάσταση, εννοούμε την κατάσταση λεπτότατου, υπομικροσκοπικού διαμερισμού ενός κανονικού κρυσταλλικού σώματος. Στην κατάσταση αυτή ο κρυσταλλικός χαρακτήρας δεν μπορεί πάντοτε να αποκαλυφθεί με τη χρήση πολωτικού μικροσκοπίου. Αποκαλύπτεται όμως με περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, οπότε και προσδιορίζεται το είδος του κρυπτοκρυσταλλικού υλικού. Με παρατήρηση στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) αποκαλύπτεται η μορφολογία των κρυσταλλιτών του και με συνδυασμό και του ΕDS (λήψη φάσματος ενεργειακής διάχυσης) αποκαλύπτεται και η σύστασή τους, όχι όμως πάντοτε και το είδος τους.


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» μέλη της ομάδας αυτής θα αναφερθούν στην επόμενη ενότητα που αφορά τα πετρώματα. Οι πυριτόλιθοι βεβαίως είναι υλικά ξεχωριστού ενδιαφέροντος για τους αρχαιολόγους. Αναφέρονται στη συνέχεια τέτοιες κρυπτοκρυσταλλικές ποικιλίες χαλαζία. Ο χαλκηδόνιος είναι διαφώτιστος πυριτόλιθος με στεατώδη λάμψη, συνήθως γκριζοκύανος, σπανιότερα λευκός ή καστανωπός. Το καρνεόλιο ή σάρδιο είναι ερυθρόχρωμος χαλκηδόνιος. Το χρυσοπράσιο είναι ελαφρά κιτρινοπράσινος χαλκηδόνιος. Το ηλιοτρόπιο ή αιματόλιθος είναι χρυσοπράσιο με μικροεγκλείσματα από ίασπη (για τον οποίο στη συνέχεια). Ο αχάτης είναι χαλκηδόνιος που παρουσιάζει στρωματόμορφες συγκεντρικές χρωματικές εναλλαγές∙ όταν αυτές είναι επίπεδες και παράλληλες ο αχάτης ονομάζεται ιδιαίτερα όνυχας. Ο ίασπις είναι αδιαφανής χαλκηδόνιος με ομαλό θραυσμό, χρωματισμένος ερυθροκίτρινος από τον εμπεριεχόμενο λειμωνίτη. Ο οπάλιος είναι μια άμορφο (μη κρυσταλλικού) ένυδρο διοξείδιο του πυριτίου που έχει σχηματιστεί από την βραδεία ξήρανση και σκλήρυνση πλούσιων σε πυρίτιο φυσικών ζελατινωδών αρχικών υλικών. Η περιεκτικότητά του σε νερό ποικίλλει από πολύ μικρή μέχρι περίπου 20% κατά βάρος. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει∙ μπορεί να είναι άχρωμος, λευκός ή μαύρος, συχνότερα όμως είναι ποικιλόχρωμος. Έχει μεταξώδη ή μαργαριτώδη λάμψη και συχνά παρουσιάζει χαρακτηριστικούς ιριδισμούς. Ο χαρακτηρισμός και η ταυτοποίηση των ποικιλιών του χαλαζία και των πυριτόλιθων γίνεται κυρίως με εμπειρικό τρόπο. Μεταξύ των διαφόρων ποικιλιών υπάρχει εξάλλου σταδιακή μετάβαση με τύπους ενδιάμεσους. Η οπτική μικροσκοπία (χρήση πολωτικού μικροσκοπίου) βοηθάει στη διαπίστωση ότι το υλικό είναι χαλαζιακό και στη διάκριση μεταξύ των κρυσταλλικών και των μικρο- ή κρυπτοκρυσταλλικών ποικιλιών, ενώ προσδιορίζει και τις τυχόν μικροϋφές του υλικού, καθώς και το ποσοστό συμμετοχής και το είδος ή τις ιδιομορφίες των εγκλεισμάτων

103

στις διάφορες ποικιλίες των πυριτολίθων. Η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ στην περίπτωση των κρυσταλλικών ποικιλιών απλά τις ταυτοποιεί όλες ως χαλαζία, ενώ και στην περίπτωση των κρυπτοκρσταλλικών ποικιλιών επιβεβαιώνει επίσης την κυρίαρχη, σχεδόν αποκλειστική, παρουσία του χαλαζία. Στις λιγότερο αμιγείς ποικιλίες εν τούτοις μπορεί να αποκαλύψει το είδος των προσμίξεών τους. Η μη κρυσταλλικότητα του οπαλίου είναι αποτέλεσμα της απουσίας σχεδίου δόμησης σε μοριακό επίπεδο και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να γίνει ταυτοποίηση του με χρήση περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ. Με μικροσκοπική παρατήρηση όμως αποκαλύπτεται η απουσία κρυσταλλικότητας (άμορφο - ισότροπο) και κάποια χαρακτηριστικά για τον οπάλιο συσσωματώματα μικροσφαιριδίων (λεπισφαίρες). Η χημική ανάλυση αδυνατεί να διαχωρίσει μεταξύ τους τις διάφορες ποικιλίες του χαλαζία, αφού όλες τις προσδιορίζει ως διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ενώ για τις λιγότερο αμιγείς από αυτές δίνει πολύ προσεγγιστικά τη συνολική σύσταση των προσμίξεών τους, αλλά όχι και το είδος των τελευταίων. Αν εν τούτοις το ζητούμενο είναι όχι ο προσδιορισμός του είδους αλλά η προέλευση κάποιων από τους λιγότερο αμιγείς τύπους, τότε κάποιες χημικές ιδιαιτερότητες των προσμίξεών τους μπορεί να αποτελέσουν πολύτιμο στοιχείο για συγκρίσεις με σκοπό τον προσδιορισμό των πηγών προέλευσης τους. Παρόμοιες ιδιαιτερότητες μπορεί να διαπιστωθούν και με τη μικροσκοπική εξέταση και να είναι και αυτές εξίσου χρήσιμες στην αναζήτηση των πηγών προέλευσης.

2. Η έννοια του είδους στα πετρώματα

Τα πετρώματα είναι φυσικές συσσωματώσεις κόκκων διαφόρων ορυκτών (ή και ενός μόνο σε κάποιες περιπτώσεις). Μαζί με τους κόκκους των ορυκτών που συναποτελούν τα διάφορα πετρώματα, σε κάποια από αυτά μπορεί να συνυπάρχει επί πλέον


104

και ένα ποσοστό, μικρό ή μεγάλο, υαλώδους (μη κρυσταλλικού) υλικού. Οι συνδυασμοί των ορυκτών που αποτελούν τα διάφορα πετρώματα δεν είναι εντελώς τυχαίες, ούτε από την άποψη των συμμετεχόντων ειδών ορυκτών, ούτε από την άποψη των μεταξύ τους αναλογιών συμμετοχής. Και τα δύο αυτά υπαγορεύονται ως ένα βαθμό από συγκεκριμένες γεωλογικές, γεωχημικές και φυσικοχημικές παραμέτρους. Εξαιτίας αυτών των παραμέτρων τα «είδη» των πετρωμάτων -όπως και αν θεωρηθούν αυτάδε θα είναι τόσο πολλά όσα θεωρητικά θα μπορούσαν να είναι (πρακτικά άπειρα) αν τα μίγματα των ορυκτών που τα συναποτελούν ήταν τυχαία, δεδομένου του πολύ μεγάλου αριθμού των ορυκτών ειδών. Με άλλα λόγια, ο δυνητικός αριθμός των διαφορετικών μεταξύ τους πετρωμάτων περιορίζεται, επειδή οι φυσικά δυνατές αναμίξεις μεταξύ διαφορετικών ορυκτών είναι περιορισμένες. Εξάλλου, από τα πάρα πολλά γνωστά ορυκτά είδη, τα λιγότερα είναι εκείνα (παρόλα αυτά αρκετά) που συμμετέχουν ως συστατικά στη δημιουργία των συνηθέστερων τουλάχιστον πετρωμάτων, ενώ επίσης στη σύσταση οποιουδήποτε πετρώματος ο αριθμός των διαφορετικών ορυκτών που συμμετέχουν είναι κατά κανόνα μικρός: δύο, τρία ή τέσσερα, σπάνια περισσότερα. Ούτε όμως και κάθε φυσικά επιτρεπτή μίξη διαφορετικών ορυκτών που συμβαίνει να εμφανίζεται μεμονωμένα και σε μικρούς όγκους μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερο είδος πετρώματος. Ο όρος «πέτρωμα» ενέχει και τη σημασία ενός φυσικού υλικού μεγάλων διαστάσεων (από αρκετά κυβικά μέτρα μέχρι χιλιάδες κυβικά χιλιόμετρα), που εμφανίζεται με τα ίδια λίγο πολύ χαρακτηριστικά σε πολλά και διάφορα μέρη της γης και που, προφανώς, η ποσοτική συμβολή του στη δόμηση της στερεάς γης είναι σημαντική. Τα πετρώματα, ως μίγματα γενικά, είναι ανομογενή υλικά, σε αντίθεση με τα ορυκτά που είναι ομογενή. Εξαίρεση αποτελούν κάποια μονόμικτα όπως λέγονται πετρώματα που αποτελούνται από κόκκους ενός μόνο

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ είδους ορυκτού. Κλασικό τέτοιο παράδειγμα είναι το μάρμαρο, πέτρωμα που συνήθως αποτελείται από ασβεστίτη μόνο, ή μόνο από δολομίτη, αν και υπάρχουν και μάρμαρα με συστατικούς κόκκους και των δύο αυτών ορυκτών ειδών, καθώς και μάρμαρα με επί πλέον και άλλα ορυκτά συστατικά. Άλλο παράδειγμα μονόμικτου πετρώματος είναι ο χαλαζίτης, που αποτελείται συχνά μόνο από χαλαζία, παρόλο που και στην περίπτωση αυτή μπορεί να συνυπάρχουν και άλλα ορυκτά, με προφανή όμως πάντοτε την κυριαρχία του χαλαζία. Μάλιστα, κάποιοι ιδιαίτερα λεπτόκοκκοι χαλαζίτες μπορεί να υπαχθούν στην ομάδα των πυριτολίθων, πολύ περισσότερο αφού και στην πραγματικότητα έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν κατ’ ανάλογο τρόπο με τους πιο τυπικούς πυριτόλιθους που αναφέραμε στην προηγούμενη ενότητα. Ένα τρίτο παράδειγμα μονόμικτου πετρώματος είναι ο σερπεντινίτης, που συχνά αποτελείται από ένα μόνο ορυκτό, τον σερπεντίνη, παρόλο που εξίσου συχνά υπάρχουν και σερπεντινίτες με επί πλέον ορυκτά συστατικά, πλην του κυρίαρχου σερπεντίνη. Σε αντίθεση με τα βιολογικά και τα ορυκτά είδη που είναι φυσικά καθορισμένα και εντελώς διακριτά σύνολα -και για το λόγο αυτό ανεξάρτητα από οποιοδήποτε σύστημα ταξινόμησής τους- η έννοια του «είδους» στα πετρώματα δεν είναι φυσικά καθορισμένη, παρά την, όπως αναφέραμε, μη τυχαιότητα των συγκεκριμένων μιγμάτων των ορυκτών που τα απαρτίζουν. Το καθιερωμένο σήμερα σύστημα ταξινόμησής τους είναι κατά μεγάλο μέρος τεχνητό και διαμορφώθηκε με την εξέλιξη της επιστήμης της πετρογραφίας. Αν το σύστημα αυτό αλλάξει, κάτι που θεωρητικά δεν μπορεί να αποκλειστεί, θα συνεπιφέρει τον καθορισμό καινούργιων ειδών πετρωμάτων, με παράλληλη ίσως κατάργηση ή συγχώνευση κάποιων από τα καθιερωμένα τώρα είδη. Στα πετρώματα λοιπόν ο όρος «είδος» δεν έχει, ή καλύτερα δεν έχει στις περισσότερες περιπτώσεις, την έννοια του αντικειμενικά καθορισμένου και φυσικά διακριτού species∙ αυτή η τελευταία έννοια


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» μπορεί να αποδοθεί μόνο στα απολύτως μονόμικτα πετρώματα, όπου η έννοια του πετρώματος συγκλίνει μέχρι σχεδόν ταυτισμού με την έννοια του ορυκτού∙ στα υπόλοιπα, η ύπαρξη μεταβατικών τύπων μεταξύ των τεχνητά καθορισμένων ειδών είναι ο κανόνας μάλλον παρά η εξαίρεση. Χωρίς να υπάρχει σκόπιμη αποφυγή του όρου «είδος», είναι για το λόγο αυτό χρήσιμη, ως υπενθύμιση της παραπάνω διαφοράς, η πρακτική (όχι όμως και κανόνας) που έχει επικρατήσει να είναι η «κατηγορία» και ο «τύπος» τα ζητούμενα κατά τον προσδιορισμό ενός πετρώματος. Στο καθιερωμένο σήμερα σύστημα ταξινόμησης υπάρχουν τρεις κατηγορίες πετρωμάτων με βάση τις φυσικές διεργασίες σχηματισμού τους: α) τα πυριγενή, που σχηματίζονται είτε από την πήξη μάγματος σε βάθος (βαθυγενή ή πλουτώνεια πετρώματα), είτε λάβας στην επιφάνεια (ηφαιστειακά ή έκχυτα πετρώματα). β) τα ιζηματογενή, που σχηματίζονται από την καθίζηση, απόθεση και συγκόλληση του υλικού τους στο νερό ή στον αέρα, και γ) τα μεταμορφωμένα, που σχηματίζονται από τροποποίηση, ορυκτολογική και ιστολογική, των προηγούμενων στο εσωτερικό της γης. Ο καθορισμός των τριών αυτών κατηγοριών επιβάλλεται σε μεγάλο βαθμό από αντικειμενικά κριτήρια∙ δεν είναι αυθαίρετος. Όμως, οι τρεις αυτές κατηγορίες δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ότι αντιστοιχούν σε τρία «είδη» πετρωμάτων, επειδή κάθε μια τους περιλαμβάνει πετρώματα με πολύ διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά, ορυκτολογικά και άλλα. Σε κάθε μία κατηγορία από τις προαναφερθείσες τρεις έχει γίνει με ορυκτολογικά και ιστολογικά κριτήρια διαχωρισμός σε πολλούς επί μέρους «πετρογραφικούς τύπους». Τα ορυκτολογικά κριτήρια διαχωρισμού είναι σε κάποιες περιπτώσεις σχετικά αντικειμενικά, άλλοτε όμως είναι αυθαίρετα

105

και απλά εξυπηρετούν πρακτικές ή διδακτικές σκοπιμότητες, αλλά και μια αισθητική αντίληψη για την ανάγκη συμμετρικότητας και αναλογικότητας των ορίων διαχωρισμού μεταξύ των επί μέρους πετρογραφικών τύπων (βλέπε για παράδειγμα την εικόνα 1, σελ. 137 στο άρθρο του Π. Καρκάνα του προηγούμενου τεύχους αυτού του περιοδικού). Κάθε τύπος πετρώματος χαρακτηρίζεται από την αναγκαία συνύπαρξη κάποιων απαραίτητων για το χαρακτηρισμό του ορυκτών, που μπορούν όμως να συνοδεύονται και από άλλα, διαφορετικά κατά περίπτωση, επί πλέον ορυκτά. Οι μεταξύ των χαρακτηριστικών για κάθε τύπο ορυκτών αναλογίες συμμετοχής όμως μπορεί να κυμαίνονται σημαντικά, όπως επίσης και η συμμετοχή τυχόν επί πλέον ορυκτών. Δεν είναι όμως μόνο η ορυκτολογική σύσταση που καθορίζει τους διαφορετικούς μεταξύ τους πετρογραφικούς τύπους. Μια άλλη αποφασιστική διακριτική παράμετρος είναι ο «ιστός» (texture) των πετρωμάτων. Ο όρος αυτός εμπεριέχει σημαινόμενα που έχουν σχέση με την κλίμακα μεγέθους (απόλυτου και σχετικού) των κόκκων των ορυκτών συστατικών ενός πετρώματος, τον τρόπο της μεταξύ τους συνάρθρωσης και τις τυχόν προσανατολιστικές μεταξύ τους σχέσεις, καθώς και την παρουσία ή όχι στα πετρώματα και μη κρυσταλλικής υαλώδους μάζας. Με τα παραπάνω δεδομένα είναι φανερό πως δεν μπορεί να υπάρχει αντιστοίχηση μιας συγκεκριμένης χημικής σύστασης με κάθε τύπο πετρώματος, επειδή η χημική σύσταση ενός πετρώματος καθορίζεται τόσο από τα είδη των ορυκτών που συμμετέχουν στη σύστασή του, όσο και από τις μεταξύ τους αναλογίες συμμετοχής, που και τα δύο αυτά, όπως είπαμε, δεν είναι σταθερά. Εξάλλου, ο επίσης καθοριστικός για τον προσδιορισμό πετρογραφικών τύπων παράγοντας του ιστού των πετρωμάτων δεν έχει χημική έκφραση και άρα δεν αναφαίνεται στα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων. Παρόλα τα παραπάνω, θα φαινόταν λο-


106

γικό να υπάρχουν μικρότερες αποκλίσεις των χημικών συστάσεων μεταξύ πετρωμάτων του ίδιου τύπου, σε σχέση με εκείνες μεταξύ πετρωμάτων διαφορετικού τύπου. Και αυτό εν τούτοις δεν είναι κανόνας. Υπάρχουν πράγματι περιπτώσεις, όχι και τόσο λίγες, που δύο ή περισσότεροι διαφορετικοί μεταξύ τους πετρογραφικοί τύποι (με διαφορετική ορυκτολογική σύνθεση) έχουν παραπλήσια, ενώ δεν αποκλείεται να έχουν και την ίδια ακόμα χημική σύσταση. Τέτοιοι πετρογραφικοί τύποι συνδυάζουν μεν διαφορετικά ορυκτά είδη, ο συνδυασμός όμως των ορυκτών στον κάθε τύπο συμβαίνει να συμποσούται στην ίδια τελικά για όλους χημική σύσταση. Ως παράδειγμα έστω το εξής: η ίδια ακριβώς χημική σύσταση μπορεί να προκύψει από τη χημική ανάλυση τεσσάρων διαφορετικών πετρωμάτων με τις εξής ορυκτολογικές συστάσεις: χαλαζίας + δολομίτης + ασβεστίτης, ασβεστίτης + τρεμολίτης + δολομίτης, διοψίδιος + δολομίτης + ασβεστίτης και ασβεστίτης + φορστερίτης. Χαρακτηριστικές επίσης τέτοιες περιπτώσεις έχουμε αν αντιπαραβάλουμε τύπους μεταμορφωμένων πετρωμάτων με τους τύπους των αρχικών, ιζηματογενών ή πυριγενών από τα οποία προέρχονται∙ η χημική σύσταση έμεινε αμετάβλητη κατά τη μεταμόρφωση, η ορυκτολογική σύνθεση όμως μπορεί να έχει μεταβληθεί εντελώς. Όμοια όμως χημική σύσταση μπορεί να έχουν και πετρώματα με την ίδια μεν ορυκτολογική σύνθεση, ριζικά διαφορετικό όμως ιστό. Αυτά, για τον τελευταίο λόγο, ανήκουν σε διαφορετικούς πετρογραφικούς τύπους σύμφωνα με το εν χρήσει σύστημα πετρογραφικής ταξινόμησης. Επειδή ο ιστός ενός πετρώματος δεν έχει χημική έκφραση, το ένα ή το άλλο είδος του δεν επηρεάζει τη χημική σύσταση του πετρώματος. Αλλά και η παρουσία ή όχι άμορφης υαλώδους μάζας σε ένα πέτρωμα (είναι συχνά παρούσα σε αρκετούς τύπους ηφαιστειακών πετρωμάτων) λαμβάνεται, όπως αναφέρθηκε, υπόψη για την ταξινόμησή του. Η υαλώδης αυτή μάζα (το τελευταίο κατάλοι-

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ πο λάβας που δεν πρόλαβε να κρυσταλλωθεί εντελώς λόγω ταχείας ψύξης της) έχει χημική σύσταση που αντιστοιχεί στο σύνολο των ορυκτών που θα σχηματιζόταν από αυτήν εάν είχε υπό άλλες συνθήκες (βραδύτερη ψύξη) κρυσταλλωθεί. Κατ’ επέκταση λοιπόν, σε κάθε τύπο ηφαιστειακού πετρώματος με μικρή ή μεγάλη περιεκτικότητα σε υαλώδη μάζα, αντιστοιχεί πλήρως χημικά ένα άλλο, πυριγενές επίσης, αλλά πλουτώνειο (πλήρως κρυσταλλωμένο από μάγμα σε βάθος), στο οποίο η υαλώδης μάζα απουσιάζει τελείως∙ η διαφορά τους είναι απόρροια του διαφορετικού ρυθμού ψύξης τους. Τα μέλη τέτοιων αντίστοιχων χημικά ζευγών πυριγενών πετρωμάτων ανήκουν σε διαφορετικούς πετρογραφικούς τύπους, και οφείλουν εξάλλου να ανήκουν, γιατί συχνά έχουν πολύ διαφορετική όψη αλλά και διαφορετικές μηχανικές ιδιότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το τελευταίο είναι το ζεύγος γρανίτη και οψιδιανού (ή οψιανού), πετρωμάτων με κοινό αρχικό μαγματικό υλικό και παρόμοια για το λόγο αυτό χημική σύσταση, αλλά με εντελώς διαφορετικά όλα τους τα άλλα χαρακτηριστικά. Όπως γίνεται λοιπόν αντιληπτό από όλα τα παραπάνω, η χημική ανάλυση είναι εντελώς ακατάλληλη ως μέθοδος για τη διάκριση και την ταυτοποίηση των διαφόρων πετρογραφικών τύπων. Μια κατάλληλη για το σκοπό αυτό μέθοδος θα πρέπει να είναι σε θέση να προσδιορίζει τα είδη των ορυκτών που συμμετέχουν στη σύνθεση ενός πετρώματος, τις μεταξύ τους ποσοτικές αναλογίες, τα μεγέθη των κόκκων των ορυκτών αυτών συστατικών, τον τρόπο συναρμογής τους, τις τυχόν προσανατολιστικές μεταξύ των κόκκων σχέσεις, καθώς και την παρουσία ή όχι στο πέτρωμα άμορφης υαλώδους μάζας. Η μόνη τέτοια μέθοδος, απόλυτα κατάλληλη για το σκοπό αυτό, είναι η παρατήρηση λεπτών τομών (πάχους ~ 0,02 mm) ενός υπό προσδιορισμό πετρώματος στο πολωτικό μικροσκόπιο, που εξαιτίας αυτής της κύριας χρήσης του αποκαλείται συχνά και πετρογραφικό μικροσκόπιο. Στο πολύ μικρό αυτό


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» πάχος τομής η μεγάλη πλειονότητα των ορυκτών συστατικών των πετρωμάτων είναι διαφανή και επιτρέπουν την εξέτασή τους στο διερχόμενο από την τομή φως. Υπάρχει ένα πλήθος ειδικών οπτικών εξετάσεων που μπορούν να γίνουν στο πολωτικό μικροσκόπιο και στις εξετάσεις αυτές κάθε ορυκτό αντιδρά με το δικό του τρόπο, αποκαλύπτοντας έτσι την ταυτότητά του. Επίσης, είναι προφανή στο πολωτικό μικροσκόπιο όλα τα ιστολογικά χαρακτηριστικά του εξεταζόμενου πετρώματος, καθώς και η τυχόν συμμετοχή σ’ αυτό άμορφης υαλώδους μάζας. Με τη χρήση του πολωτικού μικροσκοπίου μπορεί λοιπόν να γίνει πλήρης προσδιορισμός του τύπου ενός πετρώματος. Επίσης, να διαπιστωθούν κάποιες ιδιαιτερότητές του (ορυκτολογικές ή ιστολογικές) που το κάνουν να ξεχωρίζει από άλλα πετρώματα του ίδιου τύπου, πράγμα πολύ χρήσιμο εάν αναζητείται η προέλευσή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις γίνονται συγκρίσεις με αντίστοιχα πετρώματα γνωστής προέλευσης και αναζητούνται ομοιότητες ως προς τις συγκεκριμένες ιδιαιτερότητες. Ιδιαιτερότητες όμως μπορούν να διαπιστωθούν και στα χημικά χαρακτηριστικά των πετρωμάτων. Είναι στο σημείο αυτό, μετά τον προσδιορισμό του τύπου του πετρώματος με οπτικές μεθόδους, που η χημική ανάλυση των πετρωμάτων και οι σχετικές συγκρίσεις μπορούν, μαζί με τις ορυκτολογικές και ιστολογικές ιδιαιτερότητες, να βοηθήσουν στην αναζήτηση των πηγών προέλευσής τους. Για να μη γίνει κατάχρηση πολύτιμου

5

6

7

107

χώρου από τις στήλες του περιοδικού αυτού δε θα περιγραφούν εδώ, ούτε καν συνοπτικά, έστω και οι κοινότεροι πετρογραφικοί τύποι. Εξάλλου, κυκλοφορούν για να καλύψουν την ανάγκη αυτή πολλά ειδικά για το σκοπό αυτό εγχειρίδια5. Θα αναφερθώ μόνο επιλεκτικά σε κάποιους τέτοιους τύπους που ιδιαίτερα έχουν χρησιμοποιηθεί ως χρηστικά αντικείμενα από την προϊστορική εποχή έως και σήμερα ακόμα, και θα προσπαθήσω να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους προτιμήθηκαν αυτοί ιδιαίτερα οι τύποι για συγκεκριμένες χρήσεις ο καθένας. Αρχίζοντας, ή μάλλον συνεχίζοντας με όσα για τους πυριτόλιθους αναφέρθηκαν στην προηγούμενη ενότητα που αφορούσε τα ορυκτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι σημαντικότεροι τύποι πυριτολίθων είναι στην πραγματικότητα πετρώματα, πολύ πλούσια βέβαια κατά κανόνα σε χαλαζία6. Τέτοιοι είναι π.χ. οι «κερατόλιθοι»7. Σ’ αυτούς υπάγονται τα γνωστά με τα διεθνοποιημένα πια ονόματά τους flint και chert, που είναι και οι γνωστότεροι των πυριτολίθων. Τα flint και chert είναι ιζηματογενή πετρώματα πολύ πλούσια σε μικρο- ή κρυπτοκρυσταλλικό χαλαζία ή χαλκηδόνιο. Και τα δύο μπορεί να περιέχουν μικροαπολιθώματα, κυρίως μικροσκοπικά πυριτικά κελύφη ηλιοζώων (radiolaria) ή βελόνες σπόγγων, διάσπαρτα μέσα σε μια αργιλο- και σιδηρομιγή πυριτική μάζα. Το flint είναι καστανέρυθρος ή γκριζωπός διαφώτιστος πυριτόλιθος, με χαρακτηριστικό κογχώδη θραυσμό και κοφτερά απολεπίσματα. Βρίσκεται κατά κανόνα με τη μορφή

Ας μου επιτραπεί, παρακάμπτοντας αρκετά νεότερα συγγράμματα, να συστήσω σε όποιον ιδιαίτερα ενδιαφέρεται, τα εξής κατά τη γνώμη μου πιο εύληπτα και ισορροπημένα βιβλία για μια σωστή εισαγωγή στο θέμα: 1) Williams, Turner & Gilbert (1954), Petrography: An Introduction to the Study of Rocks in Thin Sections, Freeman and Company, 2) Nockolds, Knox & Chinner (1978), Petrology for students. Cambridge: Cambridge University Press & 3) Ehlers & Blatt (1982), Petrology, Igneous, Sedimentary and Metamorphic. Freeman and Company. Ίσως θα ήταν για τον αναγνώστη χρήσιμη και η ανάγνωση του σχετικού και με την πετρογραφία των πυριτολίθων άρθρου: Dimitriadis S. & A. Skourtopoulou (2001): Characterization of lithic materials by petrographic and SEM techniques: Towards suggestions on chipped stone tool provenance from Neolithic sites of northern Greece. Στο Αρχαιομετρικές Μελέτες για την Ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα (εκδ. Μπασιάκος, Αλούπη & Φακορέλλης): 779-90. Αθήνα: Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία και Εταιρεία Αρχαιολογικών Μεσσηνιακών Μελετών. Κατά μετάφραση του γερμανικού “hornstein”, χωρίς αντίστοιχο όρο στα αγγλικά και με ασαφές περιεχόμενο. Δεν συνιστάται η χρήση του.


108

ασυνεχών ενστρώσεων ή κονδύλων μέσα σε ασβεστολιθικά πετρώματα. Το chert είναι αλαμπής και αδιαφανής πυριτόλιθος, με σκούρο ερυθροκαστανό ή γκριζοκάστανο χρώμα και θραυσμό συνήθως ακανόνιστο και σε μικρότερο βαθμό κογχώδη, όχι τόσο τυπικό όσο του flint. Βρίσκεται κατά κανόνα ανάμεσα στις μαξιλαροειδείς βασαλτικές λάβες που εκχύνονται σε μεσωκεάνιες ράχεις. Από άποψη ποιότητας, όσον αφορά τις απολεπιστικές τους ιδιότητες, το flint υπερέχει έναντι του chert, στο οποίο ο επικρατέστερος ακανόνιστος θραυσμός δεν επιτρέπει πλήρη εκμετάλλευση του ατελέστερου κογχώδους θραυσμού του κατά την απολέπιση. Ως προς τη σύσταση, το flint είναι πιο αμιγές πυριτικό σε σύγκριση με το chert, το οποίο εμπεριέχει σε σημαντικό ποσοστό σιδηρο-αργιλομιγείς προσμίξεις. Κάποιοι τύποι ηφαιστειακών πετρωμάτων πολύ πλούσιοι εξαρχής σε χαλαζία, ή πετρώματα τα οποία έχουν υποστεί πυριτίωση, έχουν δηλαδή εμπλουτιστεί δευτερογενώς σε διοξείδιο του πυριτίου εξαιτίας γειτονικής ηφαιστειακής δράσης, καθώς και οι πυριτιωμένοι και ανακρυσταλλωμένοι ηφαιστειακοί τόφφοι, έχουν πολύ καλές απολεπιστικές ιδιότητες. Αυτά αφθονούν σε ηφαιστειακές περιοχές και αποτελούν άριστο πυριτολιθικό υλικό. Εξάλλου, στην ευρύτερη αυτή ομάδα των πυριτολίθων που συνδέονται με ηφαιστειακή δράση θα πρέπει να ενταχθεί και ο οψιδιανός, ο απόλυτος, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, τύπος πυριτολίθου8. Οι χαλκηδόνιοι επίσης είναι στην πλειοψηφία τους επιφλοιώσεις και πληρώσεις κοιλοτήτων με πυριτικό υλικό που προέρχεται σχεδόν πάντοτε από ηφαιστειακή δράση. 8

Ο ίασπις, που αναφέρθηκε και στην ενό-

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ τητα που αφορούσε τα ορυκτά, είναι στις περισσότερες των εμφανίσεών του προϊόν χημικής εξαλλοίωσης των λεγόμενων υπερβασικών πετρωμάτων (πετρώματα πλούσια σε σιδηρομαγνησιούχα πυριτικά ορυκτά, χωρίς χαλαζία). Κύριο συστατικό του ίασπη είναι μια ιδιαίτερα εμπλουτισμένη σε λειμωνίτη πυριτική μάζα αποτελούμενη από μικρο- ή κρυπτοκρυσταλλικό χαλαζία. Ο λεπτόκοκκος και καλά κρυσταλλωμένος χαλαζίτης μπορεί να θεωρηθεί επίσης ως πυριτόλιθος, όπως ήδη έχει αναφερθεί. Το ίδιο πέτρωμα βέβαια είναι κατάλληλο και για άλλες χρήσεις, π.χ. ως ακόνι. Δύο άλλοι τύποι πετρωμάτων που θα μπορούσαν λόγω χρήσης να υπαχθούν στους πυριτόλιθους είναι ο ιαδεϊτίτης και ο νεφρίτης, παρόλο που αυτά τα δύο εμπεριέχουν λίγο ή καθόλου χαλαζία. Ο ιαδεϊτίτης έχει ως κύριο ή αποκλειστικό συστατικό το ορυκτό ιαδεϊτης (NaAlSi2O6) και απαντάται σε μικροκρυσταλλικές ινώδεις ή κοκκώδεις μάζες. Έχει σκληρότητα ανάλογη με του χαλαζία και χρώμα λευκό, γκρίζο, υποπράσινο ή σμαραγδοπράσινο. Ο νεφρίτης εμπεριέχει κυρίως το ορυκτό ακτινόλιθος [Ca2(Mg,Fe)5Si8O22(OH)2] και απαντάται σε συμπαγείς μάζες αλληλοσυμπλεκόμενων μικροσκοπικών ινωδών κρυστάλλων. Έχει σκληρότητα λίγο μικρότερη από το χαλαζία και χρώμα ανοικτό έως σκούρο πράσινο, ενίοτε επιφανειακά κόκκινο ή καστανό λόγω οξείδωσης. Το jade είναι φυσικό μίγμα ιαδεϊτίτη και νεφρίτη, με το δεύτερο συνήθως να υπερέχει ποσοτικά. Άλλες χρήσεις, εκτός από εκείνες για τις οποίες είναι κατάλληλα τα διάφορα είδη πυριτολίθων, απαιτούν άλλους τύπους πετρωμάτων με άλλες κατά περίπτωση ιδιότητες. Για τριβεία π.χ. κατάλληλοι είναι οι λίθοι με τραχεία υφή, η οποία διατηρείται τέτοια ακόμα και με συνεχή χρήση. Κοκκώδεις κατά

Ο οψιδιανός είναι υαλώδες ηφαιστειακό πέτρωμα, με ελάχιστα σε μέγεθος και ασήμαντα ποσοτικά κρυσταλλικά ορυκτά εντός της υαλώδους μάζας του. Έχει σκούρο συνήθως χρώμα: μαύρο, καστανό ή υποπράσινο. Η υαλώδης κατάστασή του είναι αποτέλεσμα πολύ ταχείας ψύξης μιας ρυολιθικής ως προς τη χημική σύσταση λάβας (πλούσιας σε SiO2) από την οποία στερεοποιήθηκε. Συχνά σε οψιδιανούς διακρίνεται μια λεπτή στρωμάτωση η οποία αντικατοπτρίζει τις επιφάνειες ροής του υλικού πριν τη στερεοποίησή του.


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» συνέπεια τύποι πετρωμάτων, και ιδιαίτερα εκείνοι στους οποίους συνυπάρχουν σκληρά και μαλακότερα ορυκτά, είναι πολύ κατάλληλα για την περίπτωση, επειδή η ταχύτερη φθορά των μαλακότερων κόκκων σε σχέση με τους σκληρότερους δημιουργεί και ανανεώνει το ανάγλυφο της επιφάνειας τριβής. Αν μάλιστα το σκληρότερο υλικό τυχαίνει να έχει και καλό σχισμό, το θετικό ανάγλυφο συνδυάζεται με συνεχή αποκάλυψη γωνιωδών προεξοχών που επιτείνουν την τραχύτητα της επιφάνειας τριβής. Οι ψαμμίτες και οι αρκόζες, με χαλαζιακούς και αστριακούς κόκκους και ασβεστιτικό ενδιάμεσο συνδετικό υλικό είναι ιδανικά πετρώματα για τέτοια χρήση. Άλλα κοκκώδη πετρώματα, όπως οι γρανίτες οι γάββροι και οι γνεύσιοι, είναι επίσης κατάλληλα ως τριβεία. Για την κατασκευή πελέκεων είναι γνωστή η ιδιαίτερη προτίμηση στη χρήση του σερπεντινίτη, η οποία είναι κατανοητή αν ληφθούν υπόψη κάποια χαρακτηριστικά αυτού του πετρώματος. Το πρώτο είναι η μη κοκκώδης υφή του, καθώς και η ομοιογένεια και συνοχή του. Το δεύτερο είναι η ευκολία με την οποία το πέτρωμα αυτό λειαίνεται, όντας σχετικά μαλακό, με επίμονο τρίψιμο σε ξύλινη, δερμάτινη ή υφασμάτινη επιφάνεια μετά τη διαμόρφωση του επιθυμητού σχήματος με τη χρήση τριβέως. Το τρίτο είναι ότι η λείανση και στίλβωσή του δημιουργεί ένα επιφανειακό στρώμα με μεγαλύτερη από την κανονική για το υλικό αυτό σκληρότητα. Ένας άλλος τύπος πετρώματος που έχει επίσης συχνά χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή πελέκεων είναι ο δολερίτης (μια ποικιλία λεπτόκοκκου γάββρου) με κύρια ορυκτά συστατικά πυροξένους και πλαγιόκλαστα. Και στην περίπτωση αυτή το λεπτόκοκκο και ομογενές του υλικού, η καλή συνοχή του και μια σχετική ευκολία λείανσης είναι η αιτία της επιλογής του για τη σχετική χρήση. Η σκληρότητα, η τραχύτητα, μαζί με την ομοιογένεια και την ευκολία λάξευσης πολλών ηφαιστειακών πετρωμάτων, όπως οι

109

ρυόλιθοι, οι τραχείτες, οι δακίτες, οι τραχειανδεσίτες και οι ανδεσίτες, εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα και έκαναν τους τύπους αυτών των πετρωμάτων ιδανικούς για τη χρήση τους ως μυλόπετρες.

3. Η έννοια του είδους στα μεταλλικά κράματα

Τα κράματα είναι υλικά με μεταλλικές ιδιότητες που σχηματίζονται κατά τη μίξη δύο ή περισσοτέρων χημικών στοιχείων, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι μέταλλο. Η συνηθέστερη, και η μόνη κατά την αρχαιότητα, μέθοδος παρασκευής κραμάτων είναι η σύντηξη των συστατικών τους μετάλλων, τα οποία όμως σπάνια στην περίπτωση των αρχαίων κραμάτων ήταν μέταλλα στην καθαρή μορφή τους. Για το λόγο αυτό συχνά σε τέτοια κράματα συνυπάρχουν και μη σκόπιμες προσμίξεις, που μπορεί όμως με την παρουσία τους να είναι διαφωτιστικές για το είδος των πρώτων υλών που χρησιμοποιήθηκαν κατά την παρασκευή ενός τέτοιου κράματος. Στα πιο γνωστά κράματα που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα όλα τα συμμετέχοντα στοιχεία είναι μέταλλα. Τα κράματα είναι μίγματα ουσιαστικά και όχι χημικές ενώσεις μεταλλικών στοιχείων. Οι αναλογίες συμμετοχής των συστατικών τους μετάλλων μπορεί να είναι διάφορες και δεν επιβάλλονται από χημικούς κανόνες (όπως στην περίπτωση των χημικών ενώσεων). Σε αρκετές περιπτώσεις εν τούτοις κατά την κράση (μίξη σε υγρή κατάσταση) μετάλλων και τη μετέπειτα στερεοποίηση σχηματίζονται στο κράμα και σε κάποια ποσοστά του και ενδιάμεσες, πραγματικές χημικές ενώσεις των μετάλλων αυτών. Τα κράματα που συχνότερα χρησιμοποιούνται, ή χρησιμοποιήθηκαν, προέκυψαν ως επιτυχημένες συνταγές από τη συσσώρευση εμπειρίας κατά τις προσπάθειες παρασκευής προϊόντων με ιδιότητες ευνοϊκές για κάποιες ειδικές χρήσεις. Οι φυσικές ιδιότητες ενός κράματος εί-


110

ναι διαφορετικές από εκείνες των μετάλλων που το συνιστούν. Ένα κράμα π.χ. δεν έχει ένα ορισμένο σημείο τήξης, όπως τα καθαρά μέταλλα, αλλά τήκεται σταδιακά σε μια ορισμένη περιοχή θερμοκρασιών. Στην περίπτωση των κραμάτων δεν υπάρχουν φυσικά καθορισμένα είδη με την έννοια των species, όπως συμβαίνει με τα βιολογικά είδη και τα ορυκτά. Η χρήση του όρου «είδος» στα κράματα μπορεί κατά συνέπεια να προσδιορίζεται με βάση κάποια επιλεγμένα, και όχι πάντοτε τα ίδια, από τα πολλά χαρακτηριστικά τους. Ο αριθμός των μετάλλων που συμμετέχουν σε ένα κράμα για παράδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως ένα βασικό στοιχείο διάκρισης. Έχουμε έτσι κράματα διμερή, τριμερή, τετραμερή κ.λπ. Οι διακρίσεις αυτές δεν προσδιορίζουν είδη, αφού σε κάθε μία υπάγεται μεγάλος αριθμός κραμάτων με διαφορετική σύνθεση και πολύ διαφορετικές ιδιότητες. Αν περιοριστούμε πάλι σε μια από αυτές τις ομάδες, στα διμερή για παράδειγμα κράματα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως υπάρχει ένα και μόνο «είδος» διμερούς κράματος δύο συγκεκριμένων μετάλλων, έστω του χαλκού και του κασσίτερου. Όμως, με συστατικά τα δύο αυτά μέταλλα και με διαφορετικές μεταξύ τους αναλογίες μίξης μπορούν να παρασκευαστούν κράματα με διαφορετικές φυσικές ιδιότητες, που για το λόγο αυτό δεν μπορεί και πάλι να θεωρηθούν ότι ανήκουν στο ίδιο είδος. Ορισμένα από αυτά καθιερώθηκαν για κάποιες ειδικές χρήσεις ύστερα από μακροχρόνιες δοκιμές και συσσώρευση εμπειριών. Για το παράδειγμά μας (χαλκός + κασσίτερος) π.χ. οι κυρίως χρησιμοποιούμενες αναλογίες μίξης τους σε μέρη βάρους είναι 90 χαλκός + 10 κασσίτερος (κράμα πυροβόλων), 78 χαλκός + 22 κασσίτερος (κράμα για καμπάνες) και 67 χαλκός + 33 κασσί9

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ τερος (κράμα χειρουργικών σωλήνων ενδοσκόπησης). Για τα διμερή κράματα χαλκού και κασσίτερου χρησιμοποιείται ο γενικός χαρακτηρισμός «μπρούντζοι» (bronzes). Διμερή κράματα χαλκού και ψευδαργύρου είναι γνωστά ως «ορείχαλκοι» (brasses). Και στην περίπτωση αυτή υπάρχουν διάφορες συγκεκριμένες αναλογίες μίξης που παράγουν κράματα χαλκού - ψευδαργύρου με διαφορετικά μεταξύ τους φυσικά χαρακτηριστικά, κατάλληλα για διαφορετικές χρήσεις. Οι κυριότερα χρησιμοποιούμενες αναλογίες μίξης είναι: 90 χαλκός + 10 ψευδάργυρος, 85 χαλκός + 15 ψευδάργυρος, 84 χαλκός + 16 ψευδάργυρος, 67 χαλκός + 33 ψευδάργυρος, 60 χαλκός + 40 ψευδάργυρος, 58 χαλκός + 42 ψευδάργυρος. Συνδυάζοντας χαλκό, κασσίτερο και ψευδάργυρο, ένα χρησιμοποιούμενο σήμερα τριμερές κράμα έχει αναλογίες: 82 χαλκός +16 κασσίτερος + 2 ψευδάργυρος. Υπάρχουν σήμερα σε χρήση πάρα πολλά κράματα που συνδυάζουν διάφορα μέταλλα, μαζί ή όχι με μεταλλοειδή (αρσενικό, αντιμόνιο, βισμούθιο) αλλά και με μη μεταλλικά στοιχεία. Ως αρχαιολογικά ευρήματα εν τούτοις οι μπρούντζοι κυριαρχούν από την απώτερη ήδη αρχαιότητα, ενώ αρκετά αργότερα εμφανίζονται οι ορείχαλκοι, που εκτιμήθηκαν ίσως επειδή έμοιαζαν χρωματικά με το χρυσό. Σημειώνεται εδώ και το γνωστό κατά την αρχαιότητα φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου, γνωστό ως «ήλεκτρον», που όμως δεν χρησιμοποιήθηκε ως τέτοιο, αλλά μάλλον για τον αποχωρισμό του χρυσού και του αργύρου από αυτό. Μια άλλη διάκριση των κραμάτων μπορεί να γίνει με βάση την παρουσία σ’ αυτά μιας ή περισσοτέρων φάσεων9. Ο αριθμός των φάσεων που είναι δυνατό να συνυπάρχουν σε ένα κράμα εξαρτάται από την ανα-

Ως φάση εννοούμε ένα ορισμένο υλικό (ή ουσία) με συγκεκριμένη χημική σύσταση και συγκεκριμένες φυσικές ιδιότητες. Μία φάση μπορεί να συμμετέχει σε ένα ευρύτερο σύστημα είτε ως κάτι συνεχές και αδιάσπαστο, είτε διαχωρισμένη και διεσπαρμένη ή αναμεμιγμένη με άλλες φάσεις. Τα διαφορετικά και διακριτά συστατικά σε ένα μίγμα π.χ., ανεξάρτητα από το μέγεθος των κόκκων τους και τον τρόπο μίξης, αποτελούν ξεχωριστές φάσεις. Αν η μίξη καταλήξει σε πλήρη ομογενοποίηση του συνόλου, παύουν τα συστατικά να είναι πλέον διακριτά και τότε το μίγμα αποτελείται και πάλι από μία μόνο φάση.


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» λογία συμμετοχής και τον αριθμό των συστατικών του μετάλλων· όσο μεγαλύτερος ο αριθμός των τελευταίων τόσο μεγαλύτερος μπορεί να είναι και ο αριθμός των φάσεων που συνυπάρχουν, ποτέ όμως μεγαλύτερος από τον αριθμό των συστατικών μετάλλων. Ένα διμερές κράμα μπορεί να αποτελείται από μία φάση μόνο, -οπότε τα συνιστώντα μέταλλα έχουν αναμιχθεί πλήρως και σχημάτισαν ένα «στερεό διάλυμα»-, ή από δύο φάσεις. Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε τα διμερή κράματα σε μονοφασικά ή διφασικά, τα τριμερή σε μονοφασικά, διφασικά ή τριφασικά κ.ο.κ. Οι επιτυχημένες, και ως εκ τούτου χρησιμοποιούμενες, «συνταγές μίξης» που παραπάνω αναφέραμε, παίρνοντας ως παράδειγμα τους μπρούντζους και τους ορείχαλκους, υποδηλώνουν ότι υπάρχουν και αναλογίες μίξης των χαλκού και του κασσίτερου στη μια περίπτωση και του χαλκού και ψευδαργύρου στην άλλη που παράγουν προϊόντα (κράματα) στερούμενα επιθυμητών ιδιοτήτων, υποδεέστερα ως προς αυτές των καθαρών συστατικών τους. Θεωρώντας το πλήρες εύρος μίξης μεταξύ των ακραίων συστατικών μετάλλων σε ένα, ας πούμε, διμερές κράμα των Α και Β (από σχεδόν 100%Α + σχεδόν 0%Β, έως σχεδόν 0%Α + σχεδόν 100%Β) διαπιστώνουμε γενικά ότι υπάρχουν περιοχές αναλογιών μίξης των δύο για τις οποίες τα παραγόμενα κράματα έχουν ιδιαίτερα επιθυμητές ιδιότητες, ενώ υπάρχουν άλλες μεταξύ αυτών περιοχές μίξης για τις οποίες τα παραγόμενα κράματα είναι πολύ υποδεέστερα από άποψη χρηστικότητας. Αν τώρα εξετάσουμε μικροσκοπικά τόσο τα «επιτυχημένα», όσο και τα «μη επιτυχημένα» κράματα Α+Β (που θα έχουν διαφορετικές βέβαια μεταξύ τους αναλογίες μίξης των Α και Β) θα διαπιστώσουμε ότι διαφέρουν ως προς τον «ιστό» τους (texture). Οι διαφορές συνίστανται στο διαφορετικό σχήμα, διάταξη και σύμπλεξη των κρυσταλλικών κόκκων τους, που μπορεί να είναι είτε όλοι όμοιοι (στα μονοφασικά) είτε διαφορετικοί (στα διφασικά) κράματα. Οι διαφορε-

111

τικοί αυτοί «ιστοί» είναι που καθορίζουν τις φυσικές και μηχανικές ιδιότητες του κάθε κράματος και, κατ’ επέκταση, τη χρησιμότητά του ή όχι για κάποια συγκεκριμένη χρήση. Κάθε μια από τις περιοχές αναλογιών μίξης μεταξύ των Α και Β που αποδίδει κράματα με δική τους ταυτότητα, -που έχουν δηλαδή το δικό τους χαρακτηριστικό ιστό και διακριτές φυσικές ιδιότητες και που διαφέρουν ως προς αυτά από κράματα γειτονικών τους περιοχών μίξης-, καθορίζει και ένα «είδος» κράματος στο πλαίσιο της μίξης των Α και Β. Η έννοια αυτή του «είδους» στα κράματα προσεγγίζει εκείνην του species, με τη διαφορά ότι δεν αναφέρεται σε φυσικά υλικά. Εννοείται πως υπάρχει στην περίπτωση των κραμάτων ομαδοποίηση συγγενών «ειδών» σε κάποιο ανώτερο επίπεδο κατάταξης, όπως για παράδειγμα η ομαδοποίηση των διαφόρων ειδών κραμάτων που ανήκουν στους μπρούντζους ή των άλλων που ανήκουν στους ορείχαλκους. Μια τέτοια ομάδα που αθροίζει συγγενικά είδη χαρακτηρίζεται από την ίδια ποιοτική (όσον αφορά στα συμμετέχοντα μέταλλα), αλλά διαφορετική ποσοτική χημική σύσταση των μελών της. Οι ιστολογικές ιδιαιτερότητες των κραμάτων μπορεί να είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο των ειδικών αναλογιών μίξης, αλλά και των συνθηκών βραδείας ή ταχείας ψύξης των συντηγμάτων, ενώ μπορεί να προκληθούν και δευτερογενώς εξαιτίας μηχανικής κατεργασίας (π.χ. σφυρηλάτησης) μετά τη στερεοποίηση του συντήγματος. Η σφυρηλάτηση ειδικά, ως μέθοδος ομογενοποίησης αλλά και σκόπιμης αλλαγής του αρχικού ιστού ενός κράματος, με σκοπό, εκτός από τη διαμόρφωση ενός ειδικού σχήματος, και τη βελτίωση των ιδιοτήτων του, είναι μέθοδος που έχει χρησιμοποιηθεί ευρύτατα κατά την αρχαιότητα. Παράδειγμα αλλαγής των ιδιοτήτων ενός κράματος λόγω μηχανικής κατεργασίας είναι τα φημισμένα δαμασκηνά σπαθιά, το υλικό των οποίων είναι κράμα σιδήρου με άνθρακα (περιεκτικότητα στον τελευταίο ~0,8%). Το κράμα αυτό είναι σκληρό και δυσκατέργαστο, με επανειλημ-


112

μένες όμως σφυρηλατήσεις σε υψηλή θερμοκρασία γίνεται περισσότερο ανθεκτικό και σκληρό, ταυτόχρονα όμως και ευλύγιστο, ακριβώς εξαιτίας αλλαγής του ιστού του. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι πλην της χημικής ανάλυσης ενός κράματος, που μπορεί να γίνει με διαφορετικές μεθόδους, η μικροσκοπική εξέταση του ιστού του με τη βοήθεια του λεγόμενου μεταλλογραφικού μικροσκοπίου (ένα είδους πολωτικού μικροσκοπίου που αντί διερχόμενου χρησιμοποιεί ανακλώμενο φως) είναι εντελώς απαραίτητη. Το προς εξέταση δοκίμιο κόβεται, λειαίνεται και στιλβώνεται για να μπορέσει να παρατηρηθεί στο μεταλλογραφικό μικροσκόπιο, ενώ συχνά, για να γίνει διάκριση των τυχόν διαφορετικών φάσεων (κρυστάλλων διαφορετικής σύστασης) και να γίνει καλύτερα ορατή η εικόνα διάταξης και αλληλοσύμπλεξής τους, προηγείται μια σύντομη επιφανειακή προσβολή του στιλβωμένου δοκιμίου με κατάλληλα διαβρωτικά διαλύματα. Οι διαφορετικές κρυσταλλικές φάσεις ενός κράματος μπορούν να προσδιοριστούν επίσης και με περιθλασιμετρία ακτίνων Χ. Ιδιαίτερα διαφωτιστική μπορεί να είναι και η παρατήρηση επιφανειών θραύσης ή και των στιλβωμένων επιφανειών μετά από σύντομη προσβολή με διαβρωτικά διαλύματα στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM), όπου εξάλλου είναι δυνατό και να αναλυθούν οι συμμετέχουσες φάσεις (χρήση του EDS). Η εξέταση αρχαίων κραμάτων παρουσιάζει σημαντικές δυσκολίες. Τα κράματα, και ιδίως αυτά που χρησιμοποιήθηκαν κατά την αρχαιότητα, δεν είναι ιδιαίτερα ευσταθή υλικά∙ είναι ευπρόσβλητα όταν εκτεθούν σε διαβρωτικούς παράγοντες (ατμοσφαιρική ή υπεδάφια υγρασία, υψηλή περιεκτικότητα σε CO2 του μέσου -νερού ή αέρα- που τα περιβάλλει, επαφή με όξινα διαλύματα κ.λπ.). Αλλά και η ίδια η φύση των κραμάτων βοηθάει στην αλλοίωσή τους. Πράγματι, τα διαφορετικά μεταξύ τους μεταλλικά στοιχεία που συγκροτούν ένα κράμα έχουν διαφορετική ηλεκτροχημική συμπεριφορά. Αυτό το

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ τελευταίο σημαίνει ότι λειτουργούν παρουσία υγρασίας όπως μια διμεταλλική μπαταρία, με αποτέλεσμα τη γρήγορη διάβρωσή τους. Συνέπεια της διαφορετικής ηλεκτροχημικής συμπεριφοράς των συστατικών των κραμάτων είναι η εκλεκτική διαλυτοποίηση και μετακίνηση του πιο ευδιάλυτου και «ευκίνητου» συστατικού, κατ’ αρχήν προς τη επιφάνεια του αντικειμένου, όπου μπορεί να παραμείνει προσκολλημένο, πιθανότατα και δεσμευμένο εκεί ως κάποια χημική ένωσή του με στοιχεία του περιβάλλοντος, ή και να απομακρυνθεί στη συνέχεια εντελώς έξω από αυτό (ολοκληρωτική έκπλυση). Ένας τέτοιος διαχωρισμός των συστατικών, μια «αποκραματοποίηση» όπως θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε, τροποποιεί σταδιακά τη σύσταση του αρχικού κράματος, παράλληλα με τη δομική του αποδιοργάνωση. Επί πλέον, οι ξένες, μη σκόπιμες προσμίξεις που συχνά είναι εγγενώς ενσωματωμένες στα αρχαία κράματα, με τη διακοπή της συνέχειας του σώματος του κράματος που επιφέρουν και με την προσφορά διόδων για την εισχώρηση του αέρα και των όξινων διαλυμάτων επιτείνουν τις διαβρωτικές διεργασίες. Είναι για το λόγο αυτό εξαιρετικά σπάνιο να έχουμε τα αρχαία κράματα με τη μορφή, τη σύσταση και τον ιστό της πρώτης παραγωγής τους, ενώ χρειάζονται πολύ εξειδικευμένες γνώσεις για να μπορέσει κανείς να αναχθεί από το πιθανότατα πολύ τροποποιημένο συστασιακά και ιστολογικά αρχαιολογικό εύρημα στο είδος (με την έννοια που προαναφέραμε) του αρχικού κράματος. Το καλύτερο που κατά κανόνα είναι δυνατό να επιτευχθεί, και αυτό που συνήθως επιζητείται, είναι η ανίχνευση και ο προσδιορισμός όλων των συστατικών του αρχικού κράματος (η ποιοτική του δηλαδή σύσταση). Η χημική ανάλυση του κύριου σώματος του ευρήματος και του περιβάλλοντός του, όπου ίσως διακρίνονται τα υπολείμματα κάποιων ευκίνητων συστατικών που διέφυγαν, σε συνδυασμό με τη μελέτη του ευρήματος στο μεταλλογραφικό και το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης, όπου κάποιες συγκεκριμέ-


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» νες διαδικασίες τροποποιήσεις του αρχικού κράματος και του ιστού του μπορούν ίσως να πιθανολογηθούν, είναι τα πρώτα και απαραίτητα βήματα μελέτης ευρημάτων από μεταλλικά κράματα.

4. Η έννοια του είδους στα κεραμικά (Μια πρόταση)

Στην περίπτωση των κεραμικών ο όρος «είδος» μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε από τα πολλά και διάφορα χαρακτηριστικά τους. Κατά συνέπεια, από μόνος του δεν παραπέμπει σε κάτι συγκεκριμένο εκτός εάν αυτό το τελευταίο έχει ρητά καθοριστεί∙ πάντως, σε ό,τι αφορά το υλικό των κεραμικών, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να έχει ακριβώς την έννοια του species. Για το σκοπό που γράφεται το άρθρο αυτό θα πρέπει να μείνουν εκτός συζήτησης κάποια πολύ βασικά στοιχεία χαρακτηρισμού των κεραμικών, όπως είναι π.χ. το σχήμα και η διακόσμηση, και να ληφθούν υπόψη μόνο στοιχεία που έχουν σχέση με το υλικό καθ’ αυτό του κεραμικού και τις μεθόδους αναλυτικής προσέγγισής του. Το υλικό της γραπτής διακόσμησης των κεραμικών αποτελεί βέβαια ένα στοιχείο που διερευνάται χημικά, -σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα μπορεί να είναι το κύριο διακριτικό στοιχείο του αρχαιολογικού χαρακτηρισμού τους-, όμως δεν μπορεί να είναι καθοριστικό για το «είδος» του υλικού του κύριου σώματος των κεραμικών που είναι το αντικείμενο της παρούσας συζήτησης. Ακόμα όμως και με τους περιορισμούς αυτούς, απομένουν πολλές παράμετροι που διαμορφώνουν την ταυτότητα ενός κεραμικού προϊόντος και αυτές θα διερευνηθούν στη συνέχεια10. Επειδή δεν υπάρχει καθιερωμένο σύστημα διάκρισης ειδών κεραμικής ύλης, και επειδή ούτως ή άλλως, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είδη κεραμικής ύλης με την έννοια των species δεν υφίστανται, θα γίνει στα 10

113

επόμενα μια αναζήτηση των παραμέτρων εκείνων που κατά τη γνώμη του γράφοντος θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στον καθορισμό μιας έννοιας, έστω προσεγγιστικής προς εκείνην του species, που ως διακριτικό εργαλείο θα βοηθούσε στο χαρακτηρισμό και την ταξινόμηση των κεραμικών αντικειμένων κατά «είδη κεραμικών υλών». Οι δύο βασικότερες προσεγγίσεις κατά τη μελέτη του υλικού των κεραμικών είναι η χημική ανάλυση (με διάφορες μεθόδους) και η πετρογραφική εξέταση (με τη χρήση πολωτικού μικροσκοπίου). Και οι δύο έχουν ευρύτατα χρησιμοποιηθεί και οδήγησαν σε χρήσιμα συμπεράσματα σε πάρα πολλές περιπτώσεις. Άλλες δύο αναλυτικές προσεγγίσεις που επίσης χρησιμοποιούνται είναι η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (XRD) και η παρατήρηση στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης, συνδυασμένη με δυνατότητα χημικής ανάλυσης (SEM+EDS). Κάθε μία από τις παραπάνω τέσσερις αναλυτικές προσεγγίσεις έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά της. Η χημική ανάλυση διακρίνεται για τη μεγάλη ακρίβεια στους προσδιορισμούς της και για το ότι αποδίδει αριθμητικά αποτελέσματα εύχρηστα σε παραπέρα επεξεργασία. Προσδιορίζει όμως χημικά στοιχεία, τα οποία δεν είναι αυτά καθ’ αυτά που παίζουν οποιονδήποτε καθοριστικό ρόλο στις επιλογές του αγγειοπλάστη ή στις ιδιότητες του κεραμικού. Επίσης, δε «βλέπει» τη διάκριση της λεπτόμαζας (matrix) από τις κοκκώδεις προσμίξεις (τα απλαστικά συστατικά), καθώς και τις τυχόν άμορφες ή υαλώδεις φάσεις ή τις όποιες ιδιαιτερότητες μπορεί να παρουσιάζει η υφή και το πορώδες των κεραμικών. Ο προσδιορισμός με τις σύγχρονες μεθόδους χημικής ανάλυσης της περιεκτικότητας σε πολλά χαρακτηριστικά ιχνοστοιχεία είναι πολύτιμο στοιχείο για τη διάκριση και ομαδοποίηση κεραμικών συνόλων και την αναζήτηση των πηγών προέλευσης των πρώτων υλών τους.

Ο συγγραφέας του παρόντος δεν έχει να συστήσει πληρέστερο και εγκυρότερο βοήθημα για όποιον ενδιαφέρεται να ενδιατρίψει σφαιρικά στα των κεραμικών από το κλασσικό σύγγραμμα της P. M. Rice (1987), Pottery Analysis. The University of Chicago Press.


114

Η πετρογραφική εξέταση διακρίνει τη λεπτόμαζα από τα κοκκώδη απλαστικά συστατικά και προσδιορίζει εύκολα τη φύση και το είδος των τελευταίων, την ποσοτική αναλογία μεταξύ λεπτόμαζας και απλαστικών, την υφή και το πορώδες του κεραμικού, και την τυχόν παρουσία άμορφων ή υαλωδών φάσεων. Τη σύσταση της λεπτόμαζας όμως (ορυκτολογική ή χημική) μόνο πολύ προσεγγιστικά μπορεί να εκτιμήσει και αυτό όχι πάντοτε. Σε σχέση με τη χημική ανάλυση «βλέπει» αμεσότερα τα συστατικά που μπορεί να έχουν καθοδηγήσει τις επιλογές του αγγειοπλάστη και εκείνα που καθορίζουν τις ιδιότητες του κεραμικού, ενώ επίσης μπορεί να διακρίνει ορυκτολογικά και πετρογραφικά χαρακτηριστικά χρήσιμα για την διάκριση και ομαδοποίηση κεραμικών συνόλων και την αναζήτηση των πηγών προέλευσης των πρώτων υλών τους. Η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ (XRD) εφαρμόζεται κυρίως στην περίπτωση των πολύ λεπτόκοκκων κεραμικών, στα οποία ακόμα και η μικροσκοπική εξέταση αδυνατεί να διακρίνει και προσδιορίσει τα επί μέρους συστατικά. Προσδιορίζει τις παρούσες κρυσταλλικές φάσεις, δε «βλέπει» όμως τις τυχόν συνυπάρχουσες άμορφες ή υαλώδεις φάσεις, καθώς και την υφή και το πορώδες του κεραμικού. Η ηλεκτρονική μικροσκοπία σάρωσης και ανάλυσης (SEM+EDS) συνδυάζει αρκετά από τα πλεονεκτήματα των τριών προηγούμενων μεθόδων. Διακρίνει τη λεπτόμαζα από τα κοκκώδη απλαστικά συστατικά, μπορεί να προσδιορίσει τη σύσταση της πρώτης και των δεύτερων (αλλά όχι πάντοτε και τη φύση τους), δε διακρίνει όμως πάντοτε τη λεπτόμαζα από τις τυχόν συνυπάρχουσες υαλώδεις φάσεις. «Βλέπει» πολύ καλά το πορώδες και την υφή του κεραμικού, δεν μπορεί όμως να «δει» επαρκώς τα ορυκτολογικά και πετρογραφικά χαρακτηριστικά των απλαστικών του κόκκων. Από τις προαναφερθείσες μεθόδους η πετρογραφική εξέταση είναι εκείνη που καταλήγει να διαχωρίζει και ομαδοποιεί κερα-

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ μικά σύνολα σε επί μέρους “ceramic fabrics”, ομάδες δηλαδή που θα μπορούσαν κατ’ αρχήν να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται σε κάποιας μορφής «είδη» κεραμικής ύλης. Η διάκριση και ομαδοποίηση γίνονται με βάση την ποσοτική σχέση μεταξύ λεπτόμαζας και κοκκωδών συστατικών, το μέγεθος, το σχήμα και τη φύση των τελευταίων, τα χαρακτηριστικά της υφής και του πορώδους των κεραμικών και κάποιων ενδείξεων για τις συνθήκες όπτησης. Η χημική ανάλυση κεραμικών συνόλων καταλήγει και αυτή συχνά σε διαχωρισμούς και ομαδοποιήσεις με βάση καθαρά χημικά κριτήρια. Έχει συχνά παρατηρηθεί εν τούτοις ότι στις περιπτώσεις που στο ίδιο κεραμικό σύνολο εφαρμόστηκαν τόσο χημικές όσο και πετρογραφικές μέθοδοι ανάλυσης, η αντιστοίχηση των ομάδων που προέκυψαν με τις δύο μεθοδολογίες δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική. Τέτοιες ασύμπτωτες ομαδοποιήσεις υποδεικνύουν πως διαφορετική θα πρέπει να είναι η διαδικασία καθορισμού κάποιας μορφής «ειδών» κεραμικής ύλης. Αν ως κριτήριο της προσέγγισης σε μια υφιστάμενη πραγματικότητα θεωρηθεί ο αριθμός των παραμέτρων που λαμβάνονται υπόψη κατά την ομαδοποίηση, τότε ασφαλώς οι ομαδοποιήσεις με βάση τα πετρογραφικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να θεωρηθούν περισσότερο αντιπροσωπευτικές. Το κύριο μειονέκτημά τους όμως είναι η ασάφεια σε ό,τι αφορά τη χημική σύσταση της λεπτόμαζας και των φάσεων που τη συγκροτούν. Από την άλλη μεριά, στα αποτελέσματα των χημικών αναλύσεων δεν είναι δυνατό να διαχωριστεί και εκτιμηθεί ξεχωριστά η χημική συνεισφορά της λεπτόμαζας αφενός και των απλαστικών κοκκωδών συστατικών αφετέρου, πολύ περισσότερο ξεχωριστά των διαφορετικών ειδών τέτοιων απλαστικών συστατικών που συμβαίνει να συνυπάρχουν στο ίδιο κεραμικό. Η ασυμφωνία που συχνά διαπιστώνεται στα αποτελέσματα της πετρογραφικής και της χημικής ανάλυσης της ίδιας κεραμικής δεν εξομαλύνεται με την όποια αντιπαραβο-


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» λή και σύνθεση των αποτελεσμάτων τους. Πιο χρήσιμη είναι μια μικτή αναλυτική μεθοδολογία, που ως ένα βαθμό προσεγγίζεται με τη χρήση του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου σάρωσης σε συνδυασμό με ανάλυση των φάσεων που διακρίνονται εκεί. Εν τούτοις, πολύ πιο ικανοποιητικός θα ήταν ένας συνδυασμός της πετρογραφικής εξέτασης κάθε δείγματος κεραμικής, μαζί με τη χημική και φασική ανάλυση11 της λεπτόμαζάς του. Αυτό μπορεί να γίνει αν οι λεπτές τομές που προορίζονται για την πετρογραφική εξέταση στιλβωθούν επιφανειακά και δεν καλυφθούν με γυάλινη αντικειμενοφόρο πλάκα. Σε τέτοια στιλβωμένα παρασκευάσματα, εκτός από την πετρογραφική τους εξέταση, μπορεί να προσδιοριστεί τόσο η χημική12 όσο και η φασική σύσταση της λεπτόμαζας με χρήση του SEM (+EDS) ή του ηλεκτρονικού μικροαναλυτή (electronic microbrobe analyzer). Συμπληρωματικά, και ανεξάρτητα από τα παραπάνω, είναι πολύ χρήσιμη και η περιθλασιμετρία ακτίνων Χ δείγματος της λεπτόμαζας (ένα κονιοποιημένο μικροτεμάχιό της αρκεί γι’ αυτό) που θα επιβεβαιώσει τη φασική σύσταση όπως αυτή προκύπτει από την ανάλυση στο SEM ή στον ηλεκτρονικό μικροαναλυτή. Ας σημειωθεί βέβαια εδώ ότι ο συνδυασμός χημικής ανάλυσης και XRD είναι εξ ανάγκης ο καταλληλότερος μεθοδολογικός συνδυασμός για το χαρακτηρισμό των ιδιαίτερα λεπτομερών κεραμικών, όλη η μάζα των οποίων είναι στην ουσία λεπτόμαζα. και για το λόγο αυτό η πετρογραφική τους εξέταση μόνο κατ’ εξαίρεση αποδίδει αξιόπιστα αποτελέσματα. Οπλισμένοι με τα αποτελέσματα μιας τέτοιας σύνθετης αναλυτικής μεθοδολογίας,

115

μπορούμε να είμαστε περισσότερο σίγουροι ότι εκείνα τα κεραμικά που φαίνονται να έχουν πολλές ομοιότητες ως προς όλες τις επί μέρους παραμέτρους13 δικαιούνται να θεωρηθούν ως ανήκοντα στο ίδιο «είδος» κεραμικής ύλης. Τα διάφορα κατά συνέπεια είδη κεραμικής ύλης θα διαφέρουν σημαντικά σε μία ή περισσότερες από τις παραμέτρους αυτές. Ένα μειονέκτημα βέβαια αυτής της σύνθετης αναλυτικής προσέγγισης είναι ότι η κατασκευή λεπτών - στιλπνών τομών των κεραμικών δειγμάτων είναι αρκετά πιο χρονοβόρα και εξειδικευμένη εργασία σε σχέση με την κατασκευή απλών λεπτών τομών, ενώ και το κόστος της είναι σημαντικά μεγαλύτερο. Ανακεφαλαιώνοντας, θα λέγαμε πως για να θεωρηθεί ότι δύο κεραμικά ανήκουν στο ίδιο είδος πρέπει να έχουν «παραπλήσια» τα εξής: α) την ποσοτική αναλογία μεταξύ λεπτόμαζας και κοκκωδών συστατικών. β) το σύνολο (με προσδιορισμένα τα διάφορα είδη) των κοκκωδών συστατικών. γ) τη χημική σύσταση της λεπτόμαζας ως προς τα κύρια στοιχεία της (Si, Al, Ca, Fe, Mg και K) και δ) τις κρυπτοκρυσταλλικές (ή και τις υαλώδεις) φάσεις που συναποτελούν τη λεπτόμαζα. ε) την υφή και το πορώδες. Με παρόμοιες τις πέντε παραπάνω παραμέτρους συνάγεται ότι τα δύο αυτά κεραμικά κατασκευάστηκαν με χρήση ανάλογων πηλών (που εμπεριείχαν και ανάλογες κοκκώδεις προσμίξεις), καθώς και ανάλογων συνθηκών όπτησης, από άποψη θερμοκρασίας κυρίως14. Με αυτές τις προϋποθέσεις η

Ως φασική ανάλυση εννοούμε τον προσδιορισμό των διαφόρων σε υπομικροσκοπική κλίμακα λεπτομερέστατα διαμερισμένων κρυσταλλικών ή άμορφων φάσεων εντός της λεπτόμαζας. Μια τέτοια ανάλυση είναι δυνατό να γίνει με περιθλασιμετρία ακτίνων Χ, με παρατήρηση και ανάλυση στο SEM ή με τη χρήση ηλεκτρονικού μικροαναλυτή. 12 Η σύστασή της ως προς τα κύρια στοιχεία: Si, Al, Ca, Fe, Mg και Κ καθορίζει επαρκώς τη χημική ταυτότητα της λεπτόμαζας. 13 Δηλαδή όλα τα προσδιοριζόμενα από την πετρογραφική εξέταση χαρακτηριστικά, συν τη χημική και φασική σύσταση της λεπτόμαζας. 14 Για την αυτή σύνθεση του αρχικού αργιλικού κλάσματος του πηλού, οι διαφορετικές συνθήκες όπτησης αντικατοπτρίζονται στις διαφορές της φασικής σύνθεσης της λεπτόμαζας. 11


ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ

116

έννοια του είδους περιορίζεται μεν, παραμένει όμως αρκετά ευρεία ώστε να έχει και μια οικουμενική διάσταση∙ κεραμικά υλικά του ίδιου είδους μπορεί να βρεθούν σε διάφορα μέρη της γης και να έχουν κατασκευαστεί σε διάφορες εποχές. Αν συμφωνηθεί πως το παραπάνω πλαίσιο περιλαμβάνει τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για τον ορισμό διακριτών κεραμικών ειδών, απομένει να οριστεί το ποσοστό της ανοχής στη διαφορετικότητα που θα είναι επιτρεπτό για κάθε παράμετρο από τις παραπάνω πέντε ώστε το, σε πρώτη προσέγγιση απαράδεκτα μη συγκεκριμένο «παραπλήσια» που αναφέρθηκε προηγουμένως να οριστεί πλέον με σαφήνεια. Αυτή όμως είναι μια ανεξάρτητη προσπάθεια που αξίζει μεν τον κόπο, αν επρόκειτο όμως να επιχειρηθεί εδώ το όλο άρθρο πιθανότατα θα απορρίπτονταν λόγω έκτασης.

5. Η έννοια του είδους στα κονιάματα

Η περίπτωση των κονιαμάτων παρουσιάζει πολλές αναλογίες με εκείνη των κεραμικών. Άλλωστε, η μόνη ουσιαστικά διαφορά τους ως υλικών συνίσταται στη διαδικασία και, εν μέρει, στο υλικό της στερεοποίησής τους. Τα συστατικά μέρη ενός κονιάματος είναι το συγκολλητικό του υλικό (binder) -το ανάλογο της λεπτόμαζας στα κεραμικά- και τα κοκκώδη πληρωτικά υλικά (fillers) -το ανάλογο των κοκκωδών απλαστικών συστατικών στα κεραμικά-. Τα πιο πρωτόγονα κονιάματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά πηλοί, στους οποίους μπορεί να είχαν προστεθεί υλικά πλήρωσης, άμμος συνήθως, για να αυξηθεί το «σώμα» του μίγματος και άχυρα ή τρίχες για να ενισχυθεί η συνοχή του μετά την ξήρανση. Πηλός επίσης, ή σε κάποιες περιπτώσεις και πίσσα ή άλλα βιτουμενούχα υλικά έχουν χρησιμοποιηθεί στην αρχαιότητα για τη σύνδεση ψημένων πλίνθων μεταξύ τους. Πραγματικά

όμως κονιάματα, όπως τα εννοούμε γενικά σήμερα, δηλαδή με ισχυρή συνοχή και ανθεκτικά στην υγρασία και τη βροχή, δημιουργήθηκαν με την εισαγωγή και ευρύτατη χρήση ως συγκολλητικού ενός παχύρρευστου διαλύματος υδροξειδίου του ασβεστίου ( Ca(OH)2 ) σε νερό. Σε λιγότερες περιπτώσεις αρχαίων κονιαμάτων (στην Αίγυπτο για παράδειγμα) έχει χρησιμοποιηθεί και η ψημένη γύψος ως υλικό συγκόλλησης. Δε θα ασχοληθούμε εδώ, όπως είναι αυτονόητο, με κονιάματα που έχουν ως συγκολλητικό υλικό βιομηχανικά τσιμέντα. Το υδροξείδιο του ασβεστίου ( Ca(OH)2 ) παράγεται κατά την ενυδάτωση του εξαιρετικά υγροσκοπικού οξειδίου του ασβεστίου ( CaO ), μια αντίδραση εξώθερμη γνωστή ως «σβήσιμο του ασβέστη». Το οξείδιο του ασβεστίου παράγεται με φρύξη ανθρακικών πετρωμάτων (ασβεστολίθων ή μαρμάρων), με ξηρή θέρμανσή τους δηλαδή στις λεγόμενες ασβεστοκαμίνους και σε θερμοκρασίες που πλησιάζουν ή ξεπερνούν τους 900 ˚C. Κατά τη διαδικασία της ανάμιξης των υλικών για τη δημιουργία του κονιάματος το παχύρευστο διάλυμα του υδροξειδίου του ασβεστίου (ο «σβησμένος ασβέστης») φτιάχνει με τα υλικά πλήρωσης μια συνεκτική εύπλαστη μάζα. Αυτή στερεοποιείται στη συνέχεια με αργό ρυθμό εξαιτίας μιας σταδιακής κρυσταλλοποίησης του συγκολλητικού υλικού της. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία του στερεού πια κονιάματος. Η θερμοκρασία φρύξης του μητρικού ανθρακικού πετρώματος, το αν αυτό ήταν ασβεστιτικό ή, ως ένα βαθμό, και δολομιτικό, καθώς και το ποσοστό και το είδος των μη ανθρακικών προσμίξεών του, επηρεάζουν σημαντικά τις συγκολλητικές ιδιότητες του σβησμένου ασβέστη, στον οποίο μπορεί να συνυπάρχουν τυχόν αδιάσπαστα ανθρακικά υλικά και οι μη ανθρακικές αρχικές προσμίξεις ή τα προϊόντα της φρύξης τους. Επηρεάζουν όμως και τη διαδικασία και το ρυθμό στερεοποίησης του συγκολλητικού υλικού και κατ’ επέκταση και του όλου μίγματος. Υψηλή περιεκτικότητα σε κάποιες τέτοιες


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ» ξένες προσμίξεις υποβαθμίζουν την ποιότητά του ως συγκολλητικού υλικού. Το είδος και η ποσότητα των κοκκωδών πληρωτικών υλικών παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διαδικασία στερεοποίησης ενός κονιάματος. Είναι επί του προκειμένου πολύ σημαντικό να γίνει διάκριση μεταξύ εκείνων των ουδέτερων κοκκωδών συστατικών που απλά και παθητικά ενσωματώνονται στο τελικό στερεό μίγμα και εκείνων που παίρνουν μέρος στη διαδικασία και τους μηχανισμούς στερεοποίησης και μόνιμης συγκόλλησής του. Τα τελευταία αυτά ονομάζονται ποζολανικά συστατικά. Τυπικά τέτοια συστατικά είναι τα μικροθραύσματα ηφαιστειακής σποδού (με γνωστές από την αρχαιότητα πηγές τη Θήρα -θηραϊκή γη- και τη Νίσσηρο, καθώς και το Pozzuoli -από όπου και το όνομα- κοντά στη Νάπολη της Ιταλίας). Άλλα χαρακτηριστικά ποζολανικά υλικά που συχνά έχουν χρησιμοποιηθεί κατά την αρχαιότητα είναι τα θραύσματα από κοπανισμένα κεραμικά, πλίνθους ή αγγεία. Η ιδιαίτερη σημασία της προσθήκης ποζολανικών υλικών συνίσταται στο ότι τα παραγόμενα κονιάματα μπορούν να στερεοποιηθούν όχι μόνο στον αέρα αλλά και μέσα στο νερό. Για το λόγο αυτό χαρακτηρίζονται ως «υδραυλικά κονιάματα». Στα μη ποζολανικά κονιάματα η στερεοποίηση της σβησμένης ασβέστου γίνεται με τη βραδεία διείσδυση του ατμοσφαιρικού CO2 στη μάζα τους και την ένωσή του εκεί με το Ca(OH)2 για να παραχθεί κρυσταλλικό CaCO3, το υλικό δηλαδή που συμπαγοποιεί το σύνολο του κονιάματος. Στα ποζολανικά κονιάματα η συμπαγοποίηση γίνεται χωρίς τη συμμετοχή του CO2, ούτε την ανάγκη έκθεσης στον αέρα επομένως, κατά την αντίδραση (ή τις αντιδράσεις) του Ca(OH)2 με τα συνυπάρχοντα ποζολανικά κοκκώδη συστατικά, οπότε παράγονται διάχυτες στην συγκολλητική μάζα διάφορες ασβεστοπυριτικές (με συμμετοχή και μαγνησίου, σιδήρου και αργιλίου) κρυπτο- ή μικροκρυσταλλικές ενώσεις που συμπαγοποιούν το σύνολο του

117

κονιάματος. Η παρουσία αυτών των συστατικών φανερώνεται από την υψηλότερη περιεκτικότητα σε πυρίτιο αργίλιο και σίδηρο του συγκολλητικού υλικού των ποζολανικών κονιαμάτων σε σχέση με την πολύ περισσότερο ασβεστούχο σύσταση του αντίστοιχου υλικού στα μη ποζολανικά κονιάματα. Η σύνδεση και η ανθεκτικότητα, τόσο η μηχανική όσο και η χημική, είναι σαφώς ανώτερα στα ποζολανικά κονιάματα, επειδή οι πυριτικές ενώσεις είναι ισχυρότερες μηχανικά και σταθερότερες χημικά από τις ανθρακικές. Ας σημειωθεί πως οι ασβεστοπυριτικές ενώσεις για τις οποίες μόλις ο λόγος, είναι παρόμοιες με εκείνες που σχηματίζονται στη λεπτόμαζα των σχετικά ή πολύ πλούσιων σε ασβέστιο κεραμικών. Υπάρχουν ασφαλώς και κονιάματα στα οποία συνδυάζονται τόσο ποζολανικά όσο και ουδέτερα κοκκώδη συστατικά. Οι ιδιότητες αυτών των κονιαμάτων εξαρτώνται από τη σχετική συμμετοχή μεταξύ των δύο αυτών τύπων κοκκωδών συστατικών. Ο επικρατέστερος τύπος καθορίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις ιδιότητες τέτοιων κονιαμάτων. Είναι φανερό από όλα τα προηγούμενα ότι και στην περίπτωση των κονιαμάτων η γενική τους χημική ανάλυση σε τίποτα δεν μπορεί να βοηθήσει στην προσπάθεια καθορισμού κάποιας μορφής «ειδών» για το υλικό αυτό. Τα περισσότερα από όσα έχουν αναφερθεί στην προηγούμενη ενότητα και αφορούσαν τα προβλήματα που αναφύονται στην προσπάθεια καθορισμού ειδών κεραμικής ύλης, ισχύουν και στην περίπτωση των κονιαμάτων. Χωρίς ιδιαίτερη ανάπτυξη, για να αποφευχθούν επαναλήψεις, θα μπορούσε και στην περίπτωση των κονιαμάτων να επιχειρηθεί ένας καθορισμός «ειδών» με βάση τις εξής παραμέτρους: α) την ποσοτική σχέση μεταξύ του συγκολλητικού υλικού και του συνόλου των πληρωτικών κοκκωδών συστατικών. β) τα είδη και τη σχετική ποσοτική συμμετοχή μεταξύ των πληρωτικών κοκκωδών συστατικών, καθώς και, ειδικότερα, και την


118

ποσοτική σχέση μεταξύ των ουδετέρων και των ποζολανικών συστατικών. γ) τη χημική σύσταση ως προς τα κύρια στοιχεία: Si, Ca, Mg, Al, και Fe του συγκολλητικού υλικού. δ) τον προσδιορισμό των κρυπτο- ή μικροκρυσταλλικών φάσεων που εμπεριέχονται στο συγκολλητικό υλικό του κονιάματος.

ΣΑΡΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ε) τον ιστό (texture) του συνολικού μίγματος, του όλου κονιάματος δηλαδή.

Όσα επίσης αναφέρθηκαν και αφορούσαν τις αναλυτικές μεθοδολογίες που μπορούν να εφαρμοστούν για τον προσδιορισμό των παραμέτρων διάκρισης «ειδών» στα κεραμικά ισχύουν ακριβώς τα ίδια και στην περίπτωση των κονιαμάτων.


ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ «ΣΥΣΤΑΣΗ» ΚΑΙ «ΕΙΔΟΣ»

119

Summary Examining the relationship between and the essence of the terms: “composition” and “kind” or “species”, as they are applied in certain types of archeological materials. Sarantis Dimitriadis

Τhis article selects facts and thoughts that may help to clarify what is the relationship between the way we understand or define specific kinds or species of certain groups of materials and the way they bring out through their chemical analyses. Using as examples biogenic remnants, minerals, rocks, alloys, ceramics and mortars the above relationship is examined and discussed. Inconsisten-

cies are brought out and determinative methods other than chemical analysis are suggested when more appropriate for the identification of specific groups of materials. Finely, for those groups lacking naturally defined species, some proposals are presented for the way “a short of species” may be somehow “invented” for them by selection of appropriate distinguishing criteria.



Αναστασία Χουρμουζιάδη

Επισκέπτες

Εισαγωγή Συνήθως ψάχνω να βρω πρωτότυπους και ενδιαφέροντες τίτλους για τα κείμενά μου και οπωσδήποτε αυτός δεν είναι ένας από αυτούς. Αλλά όσο κι αν το σκέφτηκα δεν τα κατάφερα να βρω άλλον πληρέστερο αφού το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια απόπειρα να παρουσιαστούν, με βάση γραπτές μαρτυρίες, εντυπώσεις επισκεπτών. Των επισκεπτών του Δισπηλιού∙ ή αλλιώς των υποκειμένων της επίσκεψης της ξένης χώρας του παρελθόντος, σύμφωνα με τη γνωστή έκφραση του D. Lowenthal. Με αυτή την έννοια αυτή η μικρή έρευνα ξεκίνησε με αντικείμενο παρατήρησης τους «ξένους» που επισκέφθηκαν τα τελευταία χρόνια την αρχαιολογική έκθεση στο Δισπηλιό, αλλά μοιραία ακούμπησε, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, και όλους τους άλλους, τους πιο κοντινούς. Τους γείτονες στο χωριό, τους εργάτες στα σκάμματα, τους τοπικούς 1

άρχοντες, τους ίδιους τους αρχαιολόγους. Πυρήνα της έρευνας αποτελεί το Βιβλίο Επισκεπτών που συγκεντρώνει τα γραπτά σχόλια, των επισκεπτών της αρχαιολογικής έκθεσης από το 1996. Η έκθεση αυτή ήταν και η αφορμή να αρχίσει η συνεργασία μου με την ανασκαφή του Δισπηλιού, αφού μέχρι τότε η σχέση μου με αυτή ήταν σποραδικές χαλαρές επισκέψεις. Με το δεδομένο, μάλιστα, ότι αυτή η μικρή έκθεση ήταν και η πρώτη μου εμπλοκή με μια δράση κοινωνικοποίησης της αρχαιολογικής δραστηριότητας, είχα από την αρχή ιδιαίτερη αγωνία να ρίξω μια κλεφτή ματιά στα σχόλια των επισκεπτών, αναζητώντας την επιβράβευση της προσπάθειας και με το φόβο πάντα ότι κάποιος θα ανακάλυπτε τα κενά, τις αδυναμίες και τους λάθος χειρισμούς. Είναι ίσως σημάδι ωριμότητας ή ηλικίας, που μετά από δεκατρία χρόνια και 4.500 περίπου γραπτά σχόλια, όσο πιο πολλά ενθουσιώδη σχόλια διαβάζω, τόσο πιο προβληματισμένη αισθάνομαι1.

Μια συνοπτική μορφή αυτής της έρευνας παρουσιάστηκε τον Ιούνιο του 2008 στο Archaeological Ethnographies Workshop που διοργανώθηκε από τους Γ. Χαμηλάκη και Α. Αναγνωστόπουλο στο πλαίσιο του Αρχαιολογικού Προγράμματος της Καλαυρείας (Kalaureia Research Programme) και του οποίου τα πρακτικά θα δημοσιευθούν στο περιοδικό Public Archaeology.


122

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Ο Χώρος

Η Καστοριά παραδοσιακά είναι γνωστή για τρία πράγματα: τις βυζαντινές εκκλησίες, τα αρχοντικά του 19ου αιώνα και τη γούνα. Αν εξαιρέσει κανείς τις εκκλησίες που σχολαστικά φυλάσσονται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία -τόσο σχολαστικά μάλιστα που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να τις επισκεφθεί κάποιος-, τα άλλα δύο στοιχεία για τα οποία ήταν περήφανη η πόλη σιγά σιγά φθίνουν. Τα λίγα αρχοντικά που γλίτωσαν από την αντιπαροχή αγωνίζονται να αποτελέσουν θύλακες αρχιτεκτονικής παράδοσης για να προσελκύσουν τους ξένους τουρίστες. Από την άλλη πλευρά, οι οικολογικές ευαισθησίες των τελευταίων δεκαετιών και, κυρίως, τα φθηνά εργατικά των χωρών του τρίτου κόσμου οδήγησαν τη βιοτεχνία της γούνας σε μία βαθειά και μάλλον μη αναστρέψιμη κρίση. Φυσική συνέπεια όλων αυτών είναι η Καστοριά, όπως και όλη η γύρω περιοχή, να αντιμετωπίζει, εδώ και είκοσι χρόνια, σοβαρά προβλήματα ανεργίας και απεγνωσμένα να αναζητά εναλλακτικούς τρόπους οικονομικής ανάπτυξης. Η λίμνη της Ορεστίδας έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στην οικονομική, πολεοδομική και κοινωνική συγκρότηση της πόλης. Ακόμη και σήμερα η λίμνη όχι μόνο αποτελεί την καρδιά της κοινωνικής ζωής, αλλά προσφέρει, τη μόνη ίσως βιώσιμη οικονομική προοπτική, μέσω του τουρισμού. Αντίθετα το Δισπηλιό, ένα μάλλον άσχημο χωριό, παρότι είναι χτισμένο στην όχθη της λίμνης, χωρικά και κοινωνικά είναι οργανωμένο κατά μήκος του οδικού άξονα που συνδέει την «πρωτεύουσα» της Δυτικής Μακεδονίας, την Κοζάνη, με την Καστοριά και την Αλβανία. Βέβαια, η Εγνατία Οδός, που μόλις ολοκληρώθηκε, παρακάμπτει το Δισπηλιό και θέτει για μια ακόμη φορά σε κίνδυνο την κοινωνικοοικονομική ισορροπία του χωριού, που, έτσι κι 2

αλλιώς φαίνεται ότι σιγά σιγά μετατρέπεται σε ένα απλό προάστιο της Καστοριάς. Τα τελευταία χρόνια, μάλιστα, παρατηρείται μια σταθερή αύξηση νεόκτιστων κατοικιών που προορίζονται για τους Καστοριανούς που προτιμούν να μένουν έξω από τον αρκετά επιβαρυμένο αστικό ιστό. Η τάση αυτή δεν αλλοιώνει μόνο το δομημένο περιβάλλον, αλλά και την κοινωνική σύνθεση του χωριού, αυξάνοντας το ποσοστό των «επισκεπτών» σε βάρος εκείνου των πραγματικά «αυτοχθόνων».

Η Αρχαιολογική Δραστηριότητα

Όπως, ελπίζω, έγινε σαφές, οι κάτοικοι του Δισπηλιού έχουν να αντιμετωπίσουν βασικά προβλήματα που σχετίζονται με τη κοινωνική φυσιογνωμία και την οικονομική προοπτική του οικισμού τους και το τελευταίο που προγραμμάτιζαν ή περίμεναν ήταν να δεσμευτεί το κέντρο σχεδόν του χωριού τους για την ανάπτυξη ενός εντατικού αρχαιολογικού προγράμματος. Έτσι κι αλλιώς, η αρχαία Δυτική Μακεδονία μέχρι πριν δέκα χρόνια θεωρούνταν σχεδόν υποανάπτυκτη πολιτισμικά2. Οι πρώτες συστηματικές πληροφορίες για το απώτατο παρελθόν της συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν νέοι αρχαιολόγοι ενσωματωμένοι στο ελληνικό στράτευμα «επισκέπτονται» την περιοχή και, εκτελώντας διατεταγμένη υπηρεσία, συγκέντρωναν τα αρχαιολογικά στοιχεία που θα τεκμηρίωναν την ελληνικότητα των εδαφών που προσαρτούσε το ελληνικό κράτος. Μια ελληνικότητα που ασφαλώς δεν υποστήριζε η πληθυσμιακή εθνική, γλωσσική και θρησκευτική ποικιλία της περιοχής. Φυσικά σε αυτό το ερευνητικό πλαίσιο οι προϊστορικές αρχαιότητες δεν είχαν καμιά θέση και, μόλις τη δεκαετία του 1930, η συστηματική δουλειά του Α. Κεραμόπουλλου

Για τις πρώτες αρχαιολογικές έρευνες στη Μακεδονία, τις πολιτικές σκοπιμότητες που αυτές εξυπηρετούσαν και τις επιπτώσεις στο ίδιο το ερευνητικό πρόγραμμα των αρχαιολόγων βλ. ενδεικτικά Ι. Βοκοτοπούλου (1986), Davis (2001), Κ. Κωτσάκης (Kotsakis 1998) και Μ. Φωτιάδης (Fotiadis 2001).


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

στρέφεται στα κατάλοιπα του προϊστορικού παρελθόντος3. Το τοπικό ενδιαφέρον για την ανακάλυψη των προϊστορικών καταλοίπων έσβησε, σχετικά γρήγορα, λόγω της ανόδου της στάθμης της λίμνης και, κυρίως, λόγω της έλλειψης αξιόλογων μνημειακών καταλοίπων. Έκτοτε και για πολλές δεκαετίες, οι αρχαιολογικές δραστηριότητες περιορίστηκαν σε αναγκαστικές περιορισμένες σωστικές ανασκαφές κάθε φορά που ένας εκσκαφέας παράσερνε καλυπτήριες πλάκες τάφων και σκόρπια δομικά στοιχεία. Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα του ΑΠΘ «χτυπάει» το Δισπηλιό περιοδικά σαν το κύμα: στέλνει κάθε καλοκαίρι, εδώ και δεκαέξι χρόνια, μια θορυβώδη ομάδα «επισκεπτών» που μένουν συνήθως εξήντα μέρες και μετά, εξίσου θορυβωδώς αποσύρονται. Ένας βασικός πυρήνας αρχαιολόγων επανέρχεται με πείσμα, οι φοιτητές, όμως, οι ξένοι εθελοντές, οι συντηρητές, οι «ειδικοί» εξωτερικοί συνεργάτες κατά κανόνα εναλλάσσονται. Η μελέτη του αρχαιολογικού υλικού, δεν αποτέλεσε ποτέ τον αποκλειστικό στόχο της ανασκαφής. Παρά την αυξομείωση της στάθμης της λίμνης, και εκείνης των διαθέσιμων κονδυλίων, προωθήθηκε μια ποικιλία περιφερειακών δράσεων που

3

123

κεντρικό στόχο είχαν την κοινωνικοποίηση της αρχαιολογικής δραστηριότητας.

Η Κοινωνικοποίηση

Από τη στιγμή που οι αρχαιολόγοι σκάβουν μέσα στον ιστό του χωριού, δίπλα στην εκκλησία, και μάλιστα στο χώρο όπου κάθε χρόνο γίνεται το πανηγύρι, η επαφή των «επισκεπτών» του ΑΠΘ με τους κατοίκους του Δισπηλιού ήταν από την αρχή αναπόφευκτη. Κατ’ αρχήν τα μέλη της αρχαιολογικής ομάδας περνούν μαζί με τους ντόπιους εργάτες οκτώ δύσκολες ώρες κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο μέσα στα στενά όρια της ανασκαφικής τομής. Στο μεγαλύτερο μέρος της η συζήτηση που συνοδεύει το σκάλισμα της λασπερής επίχωσης επικεντρώνεται σε σκανδαλώδεις -πλην όμως φανταστικές στην πλειονότητά τους- ερωτικές ιστορίες· παρόλα αυτά δίνει τη δυνατότητα στους αρχαιολόγους να εξοικειωθούν με τον τρόπο ζωής και τις αντιλήψεις των ντόπιων εργατών και αντίστροφα. Όσο αφορά την ίδια την ανασκαφή και τους στόχους της, ακόμη και οι πιο πεπειραμένοι εργάτες αμφισβητούν συχνά τη σκοπιμότητα όλης αυτής της προσπάθειας που, σε τελευταία ανάλυση, δεν προσφέρει τίποτε περισσότερο από

Σχετικές αναλυτικές αναφορές για τις πρώτες έρευνες γίνονται από τον Κ. Τουλούμη (2008) στο πρώτο τεύχος του Ανασκάμματος.


124

πασσαλότρυπες, μικρά λειασμένα εργαλεία, χιλιάδες σπασμένα αγγεία και εκατοντάδες θραύσματα πηλού που γρήγορα διαλύονται αφήνοντας πίσω τους ένα βουναλάκι καστανοκόκκινης σκόνης. Τα πράγματα, βέβαια, αλλάζουν κάπως όταν στο σκάμμα εμφανιστεί κάτι πιο ενδιαφέρον: ένα κόσμημα, ένα ειδώλιο, ένα καλά διατηρημένο ξύλινο αντικείμενο, μια χαριτωμένη φοιτήτρια. Περιττό να πω ότι μετά από μερικές εβδομάδες, και ενώ τα μέλη της επιστημονικής ομάδας αισθάνονται ότι έχουν γίνει φίλοι για πάντα, το όριο ανάμεσα στους αρχαιολόγους και τους εργάτες παραμένει σαφές. Όταν η καλοκαιρινή ανασκαφική περίοδος φτάνει στο τέλος της, καθώς τακτοποιούν στην αποθήκη ανάμεσα στα εργαλεία το μικρό φορητό ραδιοφωνάκι που συνοδεύει το μονότονο ήχο του μυστριού, συνειδητοποιούν ότι δεν κατάφεραν να βρουν ούτε καν ένα ραδιοφωνικό σταθμό που να ικανοποιεί με τη μουσική του και τους μεν και τους δε4. Έπειτα, είναι οι περιστασιακοί επισκέπτες των σκαμμάτων που κοντοστέκονται, χαζεύουν με περιέργεια την εξέλιξη της ανασκαφής και θέτουν την αγαπημένη τους ερώτηση: «Τι βρίσκετε εδώ;». Μια ερώτηση που όσο περισσότερες φορές αντιμετωπίζεις τόσο συνειδητοποιείς ότι δεν έχει καμιά εύκολη και ικανοποιητική απάντηση. Μερικά μέλη της ομάδας είναι πρόθυμα να προσφέρουν μια σύντομη ξενάγηση στον ανασκαφικό χώρο και να προσπαθήσουν να εξηγήσουν τι ακριβώς είναι οι απροσδιόριστοι σβώλοι χώματος που σκαλίζουν προσεκτικά τα μέλη του συνεργείου. Ανεξάρτητα από τη σχετική εμπειρία των αυτοσχέδιων ξεναγών και τη δυνατότητά τους να ερμηνεύσουν ικανοποιητικά την ανασκαφική εικόνα, οι επισκέπτες συνήθως εντυπωσιάζονται. Ίσως αυτό που τους εντυπωσιάζει να είναι η υπομονή των αρχαιολόγων να δουλεύουν τόσες ώρες κάτω από τον καυτό 4

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ ήλιο, ίσως πάλι να είναι η ικανότητά τους να «βλέπουν» στο χώμα πράγματα αόρατα στο φυσιολογικό ανθρώπινο μάτι. Αυτές οι ανεπίσημες συζητήσεις πάνω από τα ανοικτά σκάμματα, έδωσαν την ιδέα στο Διευθυντή της ανασκαφής να οργανώσει, σε συνεργασία με τις Τοπικές Αρχές, μια επίσημη εκδήλωση στο τέλος κάθε ανασκαφικής περιόδου, στην οποία να παρουσιάζονται με κατανοητά λόγια και πολλές εντυπωσιακές φωτογραφίες τα αποτελέσματα της έρευνας. Στις εκδηλώσεις αυτές οι ντόπιοι θα μπορούσαν να εκφράζουν τις απορίες τους και την άποψή τους για την προοπτική του όλου αρχαιολογικού προγράμματος. Οι Τοπικές Αρχές υποστήριξαν με θέρμη την πρόταση για τις εκδηλώσεις αυτές και προχώρησαν στην υλοποίησή τους. Δυστυχώς μετά από μια δυο απόπειρες φάνηκε ότι η νεολιθική κεραμική δεν μπορεί, όσο και αν προσπαθήσει κανείς, να δώσει εντυπωσιακές φωτογραφίες, ενώ, από την άλλη πλευρά, ένα αρχαιολογικό πρόγραμμα, όσο φιλόδοξο και αν είναι, δεν μπορεί να υποσχεθεί με πειστικό τρόπο ένα καλύτερο μέλλον σε μια σταθερά εκφυλιζόμενη τοπική οικονομία. Κατά συνέπεια, το ακροατήριο έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του και η ιδέα για μια ετήσια ανοικτή εκδήλωση εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από ένα «κλειστό» αποχαιρετιστήριο πάρτι για τα μέλη της ανασκαφικής ομάδας, που γρήγορα έγινε ένας «θεσμός» με άφθονα ποτά και πολλούς μεθυσμένες φοιτητές να περιφέρονται όλη νύχτα στους δρόμους του χωριού, θέτοντας σε δοκιμασία την ανοχή και την υπομονή των κατοίκων. Πολύ γρήγορα η αρχαιολογική ομάδα αποφάσισε να αξιοποιήσει πιο συγκροτημένους και συμβατικούς τρόπους επικοινωνίας με την κοινωνία, και μάλιστα με το ευρύτερο κοινό, πέρα από το στενό κύκλο των κατοίκων της περιοχής, ελπίζοντας ότι

Οι σχέσεις ανάμεσα στα μέλη ενός αρχαιολογικού συνεργείου μέσα στο σκάμμα και στις ώρες της ανάπαυσης που ακολουθούν έχουν αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αποτελούν αντικείμενο εθνογραφικών προσεγγίσεων. Βλ. σχετικά τα κείμενα των M. Edgeworth (2003; 2006) για συγκεκριμένα παραδείγματα παρόμοιων ερευνών και το βιβλίο των Q. Castaneda και C. Matthews (2008) για μια ολοκληρωμένη θεωρητική προσέγγιση.


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ οι τουρίστες θα έδειχναν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα αρχαιολογικά ευρήματα. Το 1996 δημιουργήθηκε μια μικρή έκθεση δίπλα στο εργαστήριο της ανασκαφής. Ο Διευθυντής της ανασκαφής ήταν, άλλωστε, εξοικειωμένος με τέτοιου είδους απόπειρες, δημιουργός ο ίδιος της νεολιθικής έκθεσης στο Μουσείο του Βόλου, μιας έκθεσης που θεωρήθηκε σταθμός για τα μουσειακά πράγματα στην Ελλάδα5. Έτσι, τα 30 τμ της αποθήκης του Δισπηλιού ήταν μια μάλλον εύκολη υπόθεση. Ένας περιορισμένος αριθμός κειμένων και φωτογραφιών τοποθετήθηκε πάνω σε δέκα ξύλινα πλαίσια με στόχο την παρουσίαση της ιστορίας της έρευνας των λιμναίων οικισμών στην Κεντρική Ευρώπη, την ιστορία της ανασκαφής του Δισπηλιού και, φυσικά, τα ευρήματα από τον ίδιο το νεολιθικό οικισμό του Δισπηλιού. Αυτά τα τελευταία χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες που αντιστοιχούν στο χώρο, την οικονομία και την ιδεολογία6. Αν και ορισμένα νέα ευρήματα, κυρίως μεγάλα αποθηκευτικά σκεύη που δεν ήταν δυνατό να αποθηκευτούν αλλού, προστέθηκαν στον αρχικό κορμό της έκθεσης, η γενική εικόνα παραμένει αναλλοίωτη. Έτσι κι αλλιώς, τα γενικά χαρακτηριστικά του νεολιθικού οικισμού, όπως αυτά περιγράφονται στα επεξηγηματικά κείμενα δε διαφοροποιήθηκαν με την αποκάλυψη νέων ευρημάτων. Για να πω την αλήθεια, φοβούμαι ότι η έκθεση θα μπορούσε να είχε οργανωθεί με τον ίδιο ακριβώς τρόπο πριν καν αρχίσει η ανασκαφή. Όλα τα μέλη της ομάδας ξέρουν καλά ότι τα νεολιθικά σπίτια είναι κτισμένα με ξύλα και λάσπη και ότι οι νεολιθικοί άνθρωποι έτρεφαν βόδια και πρόβατα ή ότι καλλιεργούσαν στάρι και χρησιμοποιούσαν 5

7

6

125

εργαλεία από πυριτόλιθο. Είναι λοιπόν αναμενόμενο το γεγονός ότι, μετά από περίπου 250.000 ώρες κοπιαστικής δουλειάς στο πεδίο και πολύ περισσότερες στο εργαστήριο, απλώς επιβεβαιώθηκαν τα όσα τα μέλη της ομάδας υποπτεύονταν, αν δεν ήξεραν ήδη με βεβαιότητα. Αυτή η τρομακτική συνειδητοποίηση με κράτησε άγρυπνη αρκετές νύχτες, καθώς προσπαθούσα να αντιληφθώ τι ακριβώς έλλειπε από αυτό το μικρό μουσείο. Ήμουν βέβαιη ότι αυξάνοντας τον αριθμό των εκτιθέμενων ευρημάτων μπορούμε βεβαίως να δικαιολογήσουμε τις ώρες εργασίας, όχι όμως και τη σκοπιμότητά τους. Δουλεύοντας σε αυτή την κατεύθυνση, το 2002 υποβάλαμε στο Δήμο Μακεδνών μια πρόταση για ένα «κανονικό» μουσείο, το οποίο αφήνει κατά μέρος τις γενικές περιγραφές και εστιάζει την προσοχή του στη διαδικασία παραγωγής της αρχαιολογικής ερμηνείας7. Δυστυχώς η πρόταση βρίσκεται ακόμη στο συρτάρι του Δημάρχου και δεν είμαι σε θέση να προβλέψω με σιγουριά τις αντιδράσεις των επισκεπτών σε μια άλλη προσέγγιση παρουσίασης του υλικού της ανασκαφής του Δισπηλιού. Αυτό όμως που έχει ήδη ολοκληρωθεί είναι η Αναπαράσταση ενός τμήματος του λιμναίου προϊστορικού οικισμού, μια προσπάθεια που ξεκίνησε για να συμπληρώσει, για χάρη του κοινού, τα κενά που αφήνουν τα λασπωμένα ανασκαφικά σκάμματα και τα σπασμένα αγγεία, ή, με άλλα λόγια, για να αντικειμενοποιήσει τις γενικές περιγραφές της μικρής αρχικής έκθεσης. Στο πλαίσιο του κειμένου αυτού δεν είναι σκόπιμο να αναφερθούν πολλαπλά προβλήματα που αντιμετωπίστηκαν κατά

Για την έκθεση του Μουσείου του Βόλου και την αποδοχή της βλ. Σολομών (2006), Χουρμουζιάδη (2006: 81-2). Η λογική οργάνωσης της έκθεσης είναι αντίστοιχη με εκείνη της έκθεσης στο Μουσείο του Βόλου και ακολουθεί τη συνολική μεθοδολογική και θεωρητική πρόταση του Γ. Χ. Χουρμουζιάδη για την προσέγγιση ενός κοινωνικού σχηματισμού της αρχαιότητας. Η έκθεση, επιπλέον, παρά το μικρό της μέγεθος, ακολουθεί και τις εκθεσιακές επιλογές του Μουσείου του Βόλου, όσο αφορά τον τρόπο παρουσίασης του αρχαιολογικού υλικού, διαφοροποιούμενη, όμως στην προσθήκη ενός αρκετά αναλυτικού υπομνηματισμού (κάτι που συνειδητά αποφεύχθηκε στο Βόλο). Βλ. σχετικά Χουρμουζιάδης (1976). Η σχετική μελέτη έχει κατατεθεί συνοδευόμενη από ένα αναλυτικό θεωρητικό κείμενο, το οποίο μπορεί κανείς να δει στο http://web.auth.gr/dispilio/pages/communication/museum/mousiologiki.pdf.


126

τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου της αναπαράστασης ούτε τα νέα ερευνητικά ερωτήματα που προέκυψαν. Παρόλα αυτά θα ήθελα να επισημάνω ότι αν και δεν είναι προφανές, η αναπαράσταση παρουσιάζει περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις και ότι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα εξαιρετικό πεδίο διαλόγου ανάμεσα στο κοινό και τους ειδικούς, στο βαθμό που η ομάδα θα είχε την πλήρη επιστημονική ευθύνη για τον χειρισμό των επισκεπτών. Ωστόσο, από τα επίσημα εγκαίνια το 1999, ο Δήμος είναι ο αποκλειστικός διαχειριστής του χώρου, και έτσι οι οκτώ ξύλινες καλύβες ενταγμένες σε ένα ομολογουμένως ειδυλλιακό περιβάλλον προκαλούν μια ποικιλία σκέψεων και αισθημάτων στους επισκέπτες, χωρίς τη διαμεσολάβηση των «ειδικών». Στο σημείο αυτό, απλώς θέλω να περιγράψω την κατάσταση, αφήνοντας κατά μέρος τις προσωπικές μου σκέψεις για τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία αυτής της μη διαμεσολαβημένης μουσειακής εμπειρίας (Χουρμουζιάδη 2002). Κλείνοντας τη συνοπτική αναφορά στις απόπειρες κοινωνικοποίησης στο Δισπηλιό, θα ήθελα να αναφέρω τις επεμβάσεις στον ίδιο τον ανασκαφικό χώρο -ένα πρόγραμμα σε εξέλιξη-, μια ιστοσελίδα, ένα μικρό φυλλάδιο, μια πρώτη δημοσίευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων, ένα μικρό οδηγό και έναν άλλο που ετοιμάζεται.

Η Ανταπόκριση του Κοινού

Το καλοκαίρι του 2008 βρέθηκα στο Δισπηλιό για δέκατη έκτη φορά και πρέπει να ομολογήσω ότι αρκετές από τις αλλαγές που παρατηρώ στο χωριό είναι, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, αποτέλεσμα της παρουσίας των αρχαιολόγων. Θέλω να πω ότι οι ξενώνες που ξεφύτρωσαν, το ζαχαροπλαστείο και το σουβλατζίδικο δείχνουν ότι κατά κάποιο τρόπο η τοπική αγορά αντέδρασε και προσαρμόστηκε στις ανάγκες των νέων 8

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ πελατών -των αρχαιολόγων και των ξένων επισκεπτών-. Ωστόσο, οι αλλαγές που μπορεί κανείς να παρατηρήσει δεν είναι ριζικές, είτε γιατί ένα αρχαιολογικό πρόγραμμα δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει άμεσα την καθημερινή ζωή μιας μικρής κοινότητας είτε επειδή η ίδια η κοινότητα δεν είναι ιδιαίτερα πρόθυμη να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και να τις αξιοποιήσει ανάλογα. Μετά την πρώτη αμήχανη περίοδο, οι εχθρικές φωνές που δεν ήθελαν τους αρχαιολόγους στο Δισπηλιό χαμήλωσαν σιγά σιγά, ακόμη και αν η δυσπιστία που τις τροφοδοτούσε δεν εξαφανίστηκε τελείως. Σήμερα, ακόμη και αν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα κλίμα ενθουσιώδους υποστήριξης, είναι γεγονός ότι οι κάτοικοι του χωριού έμαθαν να ζουν με τους αρχαιολόγους στη γειτονιά τους, χωρίς να φοβούνται αλλά και χωρίς να περιμένουν πολλά από αυτούς8. Έτοιμοι να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους και να δημιουργήσουν ένα συνεχή δίαυλο επικοινωνίας και συνεργασίας με τους ντόπιους οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν να ρίξουν την ιδέα για τη δημιουργία ενός «Συλλόγου φίλων της Ανασκαφής». Χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό ο Σύλλογος ιδρύθηκε το 2004. Πολύ γρήγορα έγινε εμφανές ότι ένα επίσημο έγγραφο και μερικές υπογραφές δεν είναι αρκετά για να αναπτυχθεί μια ειλικρινής και βαθιά «φιλία». Τα περισσότερα από τα μέλη του Συλλόγου δεν επισκέπτονται το χώρο της ανασκαφής, ούτε τη μικρή έκθεση. Η μόνη δραστηριότητά του συλλόγου είναι μία ή δύο εκδηλώσεις το χρόνο που τις προτείνει κατά κανόνα η ανασκαφική ομάδα και τις υλοποιούν κυρίως τα μέλη της ανασκαφικής ομάδας, έτσι ώστε να είναι τελικά η ανασκαφική ομάδα ένας «σύλλογος φίλων του συλλόγου των φίλων της ανασκαφής». Οι πιο πετυχημένες εκδηλώσεις, αν κριτήριο της επιτυχίας είναι ο αριθμός των συμμετεχόντων, ήταν μια σειρά προβολών στην αυλή του αρχαιολογικού εργαστηρίου το καλοκαίρι του 2007. Με δυο λόγια, το βασικό

Μια πρώτη προσέγγιση των σχέσεων της αρχαιολογικής ομάδας με την τοπική κοινωνία γίνεται από τους Κ. Τουλούμη και Α. Χουρμουζιάδη (Chourmouziadi & Touloumis υ. έκ.).


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ πρόβλημα και σε αυτή την πρωτοβουλία είναι ότι οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι προσπαθούν, με καλές και ειλικρινείς προθέσεις, είναι αλήθεια, να «εκμαιεύσουν» την ηθική στήριξη της τοπικής κοινωνίας με κινήσεις «άνωθεν». Μοιραία, η προσπάθεια περιορίζεται σε μερικές χειραψίες και ανταλλαγή φιλοφρονήσεων με τους τοπικούς παράγοντες και τα διακεκριμένα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Όλοι οι υπόλοιποι πίνουν αδιάφοροι τσίπουρο στο καφενείο και οι «επισκέπτεςαρχαιολόγοι» παραμένουν, μετά από δεκαοκτώ χρόνια παρουσίας, ξένοι. Μια ανάλογη αμηχανία εκφράστηκε και από τις διαδοχικές Τοπικές Αρχές: αποδέχθηκαν από την αρχή με θέρμη την παρουσία των αρχαιολόγων αντιλαμβανόμενοι ότι θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν το συμβολικό κεφάλαιο που θα προέκυπτε από τη δουλειά τους. Σε όλες τις προεκλογικές ομιλίες οι υποψήφιοι δήμαρχοι υπογραμμίζουν τη σημασία των αρχαιοτήτων που «φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη» και υπόσχονται ότι θα υποστηρίξουν την προώθηση όλων των έργων ανάδειξης και αξιοποίησης, έτσι ώστε η περιοχή να προσελκύσει ακόμη περισσότερους επισκέπτες από όλο τον κόσμο. Επιπλέον, το λογότυπο του Δήμου απεικονίζει μια καλύβα πάνω σε πλατφόρμα, το Δισπηλιό έχει ανακηρυχθεί «ιστορική πρωτεύουσα» του Δήμου, ενώ οι τοπικοί άρχοντες σκέφθηκαν ότι οι αποδεδειγμένα βαθιές ρίζες της κοινότητας θα έπρεπε να επισημαίνονται και στην ονομασία του Δήμου· γι’ αυτό άλλωστε και επέλεξαν το όνομα «Δήμος Μακεδνών» -αν και δεν υπάρχει καμιά λογική σύνδεση μεταξύ των νεολιθικών κατοίκων και των μυθικών ξανθών και γαλανομάτηδων βόρειων εισβολέων. Από το 1991 και μετά οι πέντε διαδοχικές δημοτικές αρχές έχουν εκφράσει προφορικά με πολλούς τρόπους την υποστήριξή τους στην ανασκαφή, αν και σπάνια βρίσκουν τρόπο να δράσουν ανάλογα. Επιπλέον, οι Τοπικές Αρχές, υποστηρικτικές ή όχι, έκαναν απόλυτα σαφές από την αρχή, ότι ό,τι βγαίνει από τη γη τους ξέρουν

127

καλά ότι τους ανήκει. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια μέρα πριν τα εγκαίνια της Αναπαράστασης, μια ομάδα ντόπιων έκαναν βόλτα στις ξύλινες πλατφόρμες και όταν οι αρχαιολόγοι τους επισήμαναν ότι ο χώρος δεν είχε ανοίξει ακόμη για το κοινό, απάντησαν: «πώς τολμάτε να μας διώχνετε από τον ΔΙΚΟ ΜΑΣ λιμναίο οικισμό;». Ακόμη και σήμερα οι ντόπιοι δεν πληρώνουν εισιτήριο εισόδου στον δικό τους χώρο. Προκειμένου να συνεχίσουν το ερευνητικό τους έργο οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν να αγνοήσουν τα αρνητικά σχόλια που ακούγονται ακόμη και σήμερα στα δύο καφενεία του χωριού και να θεωρήσουν θετική τη γενικά αδιάφορη στάση των κατοίκων του Δισπηλιού. Από την άλλη πλευρά , αν και οι ντόπιοι πολύ σπάνια μπαίνουν στον κόπο να επισκεφτούν την ανασκαφή και το εργαστήριο, οι ξένοι επισκέπτες αυξάνονται σταθερά κάθε χρόνο δείχνοντας με τον τρόπο αυτό ότι, σε τελευταία ανάλυση, κάπου σε αυτόν τον κόσμο υπάρχει ένα «κοινό» το οποίο ενδιαφέρεται γι’ αυτά που παράγει η αρχαιολογική ομάδα.

Το Βιβλίο Επισκεπτών (ΒΕ)

Πιστεύω ότι αυτό που διαφοροποιεί τη μικρή έκθεση του Δισπηλιού από το τυπικό ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο δεν είναι το μέγεθός του, ούτε το περιεχόμενό του, αλλά η φυσική και λειτουργική του σχέση με τους χώρους της αρχαιολογικής παραγωγής. Κατά συνέπεια οι αρχαιολόγοι είναι οι πρώτοι που υποδέχονται τους κάθε λογής επισκέπτες και γίνονται αποδέκτες των εντυπώσεων και των σχολίων τους, που περιλαμβάνουν θερμά συγχαρητήρια, απρόσμενες ερωτήσεις και επιφυλακτικές παρατηρήσεις. Προκειμένου να καταγραφούν οι απόψεις του κοινού οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν να εγκαινιάσουν ένα Βιβλίο Επισκεπτών. Οπωσδήποτε αυτή η ιδέα δεν είναι καθόλου καινούργια ούτε πρωτότυπη. Τις πρώτες αναφορές για Βιβλία Επισκεπτών έχουμε ήδη από τον 16ο αιώνα. Στην περίπτωση του


128

Μουσείου του Aldrovandi9 παρόλο που μόνο η αφρόκρεμα των επισκεπτών καλούνταν να υπογράψει στο Liber Amicorum10, είχαν συγκεντρωθεί πάνω από 1500 υπογραφές. Από τότε η πρακτική έγινε αρκετά κοινή και εξαπλώθηκε σε όλα σχεδόν τα σύγχρονα μουσεία και τις εκθέσεις αν και οι προθέσεις της εισαγωγής ενός ΒΕ δεν είναι παντού οι ίδιες. Η Sharon Macdonald σε μια συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας των ΒΕ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «αρχικά αυτά αποτελούσαν ουσιαστικά λίστες ονομάτων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις αναφέρονταν και λεπτομέρειες όπως ο τόπος κατοικίας και το επάγγελμα του υπογράφοντος. Λειτουργούσαν σαν ένα αρχείο και μια δήλωση ταυτόχρονα των επιφανών προσωπικοτήτων που επισκέφθηκαν το μουσείο» (Macdonald 2005). Αν βασιστούμε σε διάσπαρτες αναφορές σχετικά με τα ΒΕ, αφού μια διεξοδική μελέτη για αυτά δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί, μπορούμε απλώς να είμαστε βέβαιοι ότι η

δυνατότητα για την κατάθεση σχολίων εκτός από την απλή υπογραφή- πρόεκυψε μόλις τον 20ο αιώνα. Ένα μεγάλο μέρος από αυτά φαίνεται πως έχουν επηρεαστεί από τα αρκετά διαδομένα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο Βιβλία Παραπόνων, ενώ ένα άλλο μέρος τους περιλαμβάνει κατά κανόνα τα ευγενικά σχόλια και ευχαριστίες που είθισται να απευθύνει ο επισκέπτης προς τον «οικοδεσπότη». Όπως γίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις, στο Δισπηλιό το ΒΕ δεν εγκαινιάστηκε στο πλαίσιο ενός καλά επεξεργασμένου σχεδίου εποπτείας και μελέτης της ανταπόκρισης του κοινού στις δράσεις κοινωνικοποίησης. Το ΒΕ βρίσκεται ανοικτό σε ένα τραπέζι στην έκθεση και φαίνεται ότι η λευκή σελίδα και το στυλό είναι αρκετά για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών και να τους δημιουργήσουν τη διάθεση να προσθέσουν το επόμενο σχόλιο. Ο χώρος της έκθεσης του Δισπηλιού είναι τόσο μικρός

Ο Ulisse Aldrovandi, ένας αληθινός άνθρωπος της Αναγέννησης, δημιούργησε μια από τις πιο φημισμένες συλλογές -curiosity cabinets- στην Ευρωπαϊκή ιστορία, η οποία συμπεριελάμβανε πάνω από 18.000 αντικείμενα, σύμφωνα με την περιγραφή που έγραψε το 1596 ο ίδιος ο ιδρυτής της. 10 Η λατινική έκφραση «Liber Amicorum» είναι ο καθιερωμένος όρος για την περιγραφή αυτής της κατηγορίας των μικρών χειρόγραφων βιβλίων που περιλαμβάνουν σχόλια φίλων. Η λατινική έκφραση κυρίως χρησιμοποιείται για όσα έχουν γραφτεί από την Αναγέννηση έως και τον δέκατο όγδοο αιώνα. 9

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ που δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε το χωρικό μικροπεριβάλλον του ΒΕ, ούτε να μιλήσουμε για κάποιου είδους «σκηνικό» μέσα στο οποίο αυτό λειτουργεί11. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι ορισμένοι επισκέπτες γράφουν κάτι μόλις μπουν στην έκθεση, πριν ακόμη σχηματίσουν την οποιαδήποτε εντύπωση, δηλαδή. θαρρείς και η έκθεση η ίδια δεν είναι αυτή που προκαλεί τα σχόλιά τους. Κατά κανόνα τα μέλη της ομάδας δεν παροτρύνουν τους επισκέπτες να υπογράψουν στο ΒΕ. Αντίθετα, ο μόνιμος φύλακας -υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού-, που εργάζεται στην έκθεση τα τελευταία χρόνια, ευγενικά αλλά με έμφαση προτείνει στους επισκέπτες να γράψουν κάτι στο Βιβλίο. Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο που να μας δείχνει ότι η παρότρυνση αυτή έχει άμεσα επηρεάσει τον αριθμό των σχολίων σε αναλογία με τον αριθμό των επισκεπτών. Παρόλα αυτά είναι πολύ πιθανό οι παροτρύνσεις αυτές και η προφανής σημασία που φαίνεται να δίνει ο φύλακας στο ΒΕ να επηρεάζουν τα όσα γράφονται σε αυτό. Από την μια πλευρά τούς προσφέρεται -στο βαθμό που δεν το είχαν ήδη προσέξει- μια επιπλέον δυνατότητα για σχολιασμό της έκθεσης, από την άλλη, όμως, γνωρίζοντας ότι κάποιος τους παρατηρεί χάνουν, ενδεχομένως, τον αυθορμητισμό τους. Μέχρι τώρα το ΒΕ του Δισπηλιού περιλαμβάνει περισσότερα από 4.000 σχόλια, τα οποία μπορούν, πιστεύω, να μας δώσουν την ευκαιρία να κάνουμε ορισμένες ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις. Αν και ορισμένα μόνο από τα σχόλια αναφέρουν την προέλευση του συγγραφέα τους, αντιλαμβανόμαστε από τις συγκεκριμένες αναφορές αλλά και από έμμεσα στοιχεία του σχολίου, ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό (15% περίπου12) προέρχονται από την περιοχή. Το γεγονός αυτό

129

υποστηρίζει την εντύπωση που έχει σχηματίσει η αρχαιολογική ομάδα ότι οι γείτονες και, ιδιαίτερα, οι κάτοικοι του Δισπηλιού δεν επισκέπτονται «επίσημα» την έκθεση. Όπως, έχω ήδη αναφέρει, ορισμένοι αγνοούν εντελώς την αρχαιολογική παρουσία, άλλοι αντίθετα, είτε έχουν μια στενή σχέση με την αρχαιολογική ομάδα είτε όχι, πιστεύουν ότι οι αρχαιότητες τούς ανήκουν και κατά συνέπεια το μουσείο είναι μια προέκταση της αυλής τους. Μοιάζει ότι αυτή η ψυχολογική εξοικείωση με το έργο δεν τους επιτρέπει να λειτουργήσουν και να συμπεριφερθούν ως τυπικοί επισκέπτες. Δεν είναι πρόθυμοι ή ικανοί να ξεχωρίσουν τα εκτιθέμενα ευρήματα από τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που έχει η αρχαιολογική δραστηριότητα στη ζωή του χωριού τους και τη δική τους ιδιαίτερα. Ένα χαρακτηριστικό σχόλιο είναι το ακόλουθο, γραμμένο από ένα δωδεκάχρονο αγόρι: «Μου αρέσει πολύ ανασκαφή. Ειδικά φέτος που ήρθαν και πολλές και ωραίες γυναίκες. Η δουλειά σας είναι καλή επειδή δουλεύουν γυναίκες. Του χρόνου να έρθουν μόνο γυναίκες και καθόλου άντρες αλλά να είναι και ωραίες».

Η παρουσία των ντόπιων στην έκθεση γίνεται έμμεσα αντιληπτή και από τα σχόλια των ανθρώπων που ορισμένοι από αυτούς φέρνουν στην έκθεση: φίλους και συγγενείς που έρχονται από αλλού και επισκέπτονται το Δισπηλιό στις διακοπές τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ντόπιοι συμπεριφέρονται ως οικοδεσπότες, παροτρύνοντας τα μέλη της αρχαιολογικής ομάδας να δείξουν τα «καλύτερα» ευρήματα.

Η Γενική Εικόνα

Φαίνεται ότι κατά κανόνα το ΒΕ ενός μουσείου περιέχει γενικά θετικά σχόλια. Η

Ο C. Noy (2008α) κάνει μια διεξοδική ανάλυση του ρόλου που παίζει η συγκεκριμένη τοποθέτηση του ΒΕ στον τρόπο με τον οποίο το προσεγγίζουν -μεταφορικά κα κυριολεκτικά- οι επισκέπτες. 12 Το ποσοστό εδώ, όπως και σε όλα τα υπόλοιπα σημεία του κειμένου, διατυπώνεται ενδεικτικά και με επιφύλαξη. Με αυτό θέλω να επισημάνω ότι αν και έγινε η σχετική στατιστική επεξεργασία των σχολίων πιστεύω ότι τα στατιστικά δεδομένα σε μία παρόμοια έρευνα μόνο τάσεις μπορούν να υποστηρίξουν και όχι ακριβείς αναλογίες. 11


130

Tamar Katriel, βασισμένη στις παρατηρήσεις της σχετικά με δύο δημόσια μουσεία του Ισραήλ υποστηρίζει ότι «οι επισκέπτες, γράφοντας τις ευχαριστίες τους σε ένα ΒΕ, εγγράφουν τους εαυτούς τους στο μουσειακό κείμενο ως μια κίνηση ολοκλήρωσης εκ μέρους του κοινού, χωρίς να επιθυμούν στην πραγματικότητα να παρέχουν μια ισορροπημένη πληροφορία για την εμπειρία τους. Πολύ λίγα σχόλια είναι κριτικά ή αδιάφορα και αυτά τα λίγα επισημαίνουν την ανάγκη να βελτιωθούν κάποια στοιχεία της έκθεσης, χωρίς ποτέ να αμφισβητούν την αξία ή τη σημασία του εγχειρήματος στο σύνολό του» (Katriel 1997: 71). Από τη στιγμή που αυτή είναι η γενική εικόνα, η ίδια αμφισβητεί τη δυνατότητα των ΒΕ μας δώσουν μια εικόνα των πραγματικών εντυπώσεων και απόψεων των επισκεπτών. Το βιβλίο του Δισπηλιού δεν αποτελεί εξαίρεση. Η πληθώρα των θετικών σχολίων, αν και ενθαρρυντική, μού δημιούργησε πολλά ερωτηματικά, σχετικά με το τι ακριβώς ικανοποίησε τους επισκέπτες και για ποιο λόγο, και, τελικά, προκάλεσε αυτή τη μικρή έρευνα. Μια γενική παρατήρηση είναι ότι 1.600 περίπου από το σύνολο των σχολίων είναι σαφέστατα θετικά, ενώ μόλις 19 είναι σαφέστατα αρνητικά. Οι θετικές εκφράσεις ποικίλουν ανάμεσα σε ενθουσιώδεις διατυπώσεις και ευγενικά σχόλια. Μερικά αποτελούνται από ένα απλό «Μπράβο!». Ορισμένοι επαινούν το χώρο χρησιμοποιώντας περισσότερο «ψυχρές», κατά κάποιο τρόπο, λέξεις, όπως ενδιαφέρον, αξιοσημείωτο, πρωτότυπο, καινοτόμο, πρωτοποριακό, η πλειονότητα, όμως χρησιμοποιεί περισσότερο συναισθηματικές λέξεις, όπως, υπέροχο, θαυμάσιο, φανταστικό, τρομερό, καταπληκτικό, το καλύ-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ τερο στην Ελλάδα, το καλύτερο μουσείο που έχω επισκεφτεί, ή ακόμη, Θεούλη μου είναι τόσο όμορφα! Πιστεύω ότι αυτή η συχνή χρήση λέξεων με συναισθηματική φόρτιση υποστηρίζει την άποψη ότι τα σχόλια κατά κανόνα αντικατοπτρίζουν μια μη επεξεργασμένη πρώτη εντύπωση13. Αυτό σχετίζεται και με το γεγονός ότι ενώ ορισμένοι επισκέπτες επαινούν το ίδιο το μουσείο (είτε άμεσα είτε έμμεσα όπως προκύπτει από τις εκφράσεις που χρησιμοποιούν), ένας μεγάλος αριθμός αναφέρεται στο πώς αισθάνθηκε κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και πόσο μεγάλη ευχαρίστηση τούς προκάλεσε. Χαρακτηριστικές είναι εκφράσεις όπως: «Μου άρεσε πολύ», «ήταν μια φανταστική εμπειρία», «μαγεύτηκα», «γοητεύθηκα». Η έμφαση που δίνεται στην προσωπική εμπειρία δεν είναι συμβατή απλώς με την εμπειριακή (experiential) διάσταση της μουσειακής επίσκεψης που τα τελευταία χρόνια συζητείται14, είναι επίσης συμβατή και με το γεγονός ότι συνήθως το οι επισκέψεις στο Δισπηλιό γίνονται στο πλαίσιο μιας εκδρομής στην περιοχή της Καστοριάς. Δεν μπορούμε να μιλούμε για μια αυστηρά εκπαιδευτική επίσκεψη ακόμη και όταν έχουμε να κάνουμε με μια σχολική τάξη, επειδή και σε αυτές τις περιπτώσεις, και ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις παραινέσεις των καθηγητών και δασκάλων, οι μαθητές αναζητούν τη διασκέδαση ακόμη και την ώρα που βρίσκονται μέσα στην έκθεση. Στο πλαίσιο αυτό δεν προκαλεί έκπληξη το σχόλιο «αυτή είναι η καλύτερη εκδρομή που έχω κάνει». Βεβαίως, δεν είμαι καθόλου σίγουρη για το αν ο συγγραφέας του σχολίου είχε στο μυαλό του την έκθεση, τους φίλους ή τον ερωτικό του σύντροφο που τον συνόδευαν, τον καιρό ή… Αυτό που είναι πά-

Γενικά η σχέση ανάμεσα στην συναισθηματική και τη λογική/γνωστική διάσταση μιας μουσειακής επίσκεψης είναι ένα θέμα που αν και δεν έχει διεξοδικά συζητηθεί έχει προκαλέσει αντιτιθέμενες απόψεις. Βλ., για παράδειγμα, τα πορίσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο Rijksmuseum και παρουσιάζεται στο κείμενο των Temme, Sas & Derks (1986). Οπωσδήποτε, είτε κανείς πιστεύει ότι κυριαρχεί το συναίσθημα είτε η λογική επεξεργασία είναι γεγονός ότι οι δύο διαστάσεις συνυπάρχουν· σε κάποιο βαθμό η μία υποστηρίζει την άλλη και σε κάποιο βαθμό η μία υπονομεύει την άλλη. 14 Μια πολύ ενδιαφέρουσα ολοκληρωμένη επεξεργασία της μουσειακής εμπειρίας γίνεται από την Η. Hein (2000). 13


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ντως σίγουρο είναι ότι μετά το 1999, όταν η Αναπαράσταση άρχισε να λειτουργεί, οι συγγραφείς των σχολίων αναφέρονται πολύ συχνά και σε αυτή, χωρίς να ξεκαθαρίζουν πάντα αν είναι η Αναπαράσταση ή η έκθεση που τους φάνηκε πρωτότυπη, μαγευτική ή καλή δουλειά.

Το ΒΕ ως Διάλογος Προσπαθώντας να αντιληφθώ τι ακριβώς αρέσει στους επισκέπτες και πώς αυτό σχετίζεται με τους στόχους της αρχαιολογικής ομάδας, αποφάσισα να προχωρήσω σε μια προσεκτική εξέταση των σχολίων. Στις περισσότερες μεθόδους έρευνας κοινού -π.χ. συνεντεύξεις, ερωτηματολόγια κτλ.- το «αντικείμενο της παρατήρησης», ο επισκέπτης δηλαδή, ξέρει ότι συμμετέχει σε κάποια έρευνα, και μάλιστα ορισμένοι θεωρούν ότι οποιαδήποτε άλλη μορφή έρευνας που γίνεται ερήμην του δεν είναι δεοντολογικά αποδεκτή. Πιστεύω, όμως ότι στην περίπτωση των ΒΕ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά. Μπορεί οι συγγραφείς των σχολίων να μην γνωρίζουν ότι αποτελούν αντικείμενο μιας κοινωνικής μελέτης αλλά γνωρίζουν πολύ καλά ότι αφήνουν το προσωπικό τους σχόλιο σε ένα δημόσιο χώρο, εκτεθειμένο δηλαδή σε οποιαδήποτε ανάγνωση και ερμηνεία από άλλους. Επιπλέον, μια βασική παραδοχή της μελέτης αυτής είναι ότι τα σχόλια των ΒΕ, τουλάχιστον θεωρητικά, αποτελούν ένα ουσιαστικό κομμάτι του διαλόγου ανάμεσα στους αρχαιολόγους και την κοινωνία, παίζοντας έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην επανατροφοδότηση των ποικίλων επικοινωνιακών προσπαθειών. Στο πλαίσιο της αρχαιολογικής δουλειάς, που έχει χαρακτηρισθεί ως κατ’ εξοχήν διαλογική δραστηριότητα (Joyce & Preucel 2002), μια απόπειρα «έκφρασης», όπως μια μουσειακή έκθεση, λεκτικά και εικονογραφικά οργανώνει τα επιχειρήματα της αρχαιολογικής ερμηνείας και αντικειμενοποιεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια συγκεκριμένη

131

αφήγηση. Κατ’ αναλογία, οι επισκέπτες, συνειδητά ή ασυνείδητα, συμμετέχουν σε αυτό τον διάλογο που στήνεται από τους αρχαιολόγους και αντιδρούν με τη συμπεριφορά τους: το χρόνο που διαθέτουν στην περιήγηση της έκθεσης, το ακριβές δρομολόγιο που ακολουθούν μέσα σε αυτή, τη γλώσσα του σώματος, τα λεκτικά σχόλια, τις σιωπές και φυσικά τις γραπτές τους παρατηρήσεις. Σε μια εποχή που οι άνθρωποι των μουσείων προσπαθούν να ανατρέψουν την παραδοσιακή σχέση «πομπού / δέκτη» στο πλαίσιο μιας έκθεσης, τα γραπτά σχόλια ενός ΒΕ προσφέρουν μια ανέξοδη και εύκολη μέθοδο για την καθιέρωση του ενεργού ρόλου του επισκέπτη, της εκπομπής, με άλλα λόγια, των δικών του μηνυμάτων. Παρόλα αυτά, πιστεύω ότι ο επισκέπτης ανεξάρτητα με τον επαναστατικό ή όχι χαρακτήρα των μουσειακών επιλογών, δεν υπήρξε ποτέ παθητικός αποδέκτης των αρχαιολογικών μηνυμάτων. Αντίθετα, ο διάλογος, είτε είναι επιθυμητός είτε μια ανεπιθύμητη παρενέργεια, αναπόφευκτα αναπτύσσεται στο πεδίο της ιδεολογικής διαπραγμάτευσης μιας ιστορικά προσδιορισμένης κοινωνίας (Χουρμουζιάδη 2006). Στο πλαίσιο αυτό, φοβούμαι ότι τα αποσπάσματα του ΒΕ είναι απλώς μικρά κειμενικά θραύσματα τόσο διαφωτιστικά όσο και παραπλανητικά. Ωστόσο, ο διαλογικός χαρακτήρας είναι συνεχώς παρών σε ένα ΒΕ. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν σχεδόν κατά κανόνα το δεύτερο πρόσωπο -«σας ευχαριστούμε», «σας συγχαίρω», «έχετε κάνει σπουδαία δουλειά»-, αν και σπάνια είναι σαφές ποιόν φαντάζονται ως αποδέκτη του σχολίου. Κρίνοντας από τις περιπτώσεις όπου αυτό διευκρινίζεται, αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το ΕΣΕΙΣ μπορεί να αναφέρεται εξ ίσου στους αρχαιολόγους, τους ξεναγούς, τις Τοπικές Αρχές ή ακόμη και τους προγόνους τους ίδιους. Επιπλέον, τα σχόλια στο ΒΕ επεκτείνουν το διάλογο ανάμεσα στους αρχαιολόγους και τους επισκέπτες προσθέτοντας μιαν άλλη διακειμενική διάσταση: το διάλογο ανάμεσα σε επισκέπτες που δεν έχουν συναντηθεί


132

ποτέ. Πολύ συχνά, πριν γράψουν το σχόλιό τους, οι επισκέπτες ξεφυλλίζουν τις σελίδες του ΒΕ, σταματούν σε συγκεκριμένα κείμενα και μερικές φορές, όταν συναντούν κάτι που τους κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, φωνάζουν τους φίλους τους να το διαβάσουν και αυτοί. Αυτό το ξεφύλλισμα, πολλές φορές, πυροδοτεί την επιθυμία να προστεθεί ένα νέο σχόλιο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Σε άλλες, πάλι, περιπτώσεις οι συγγραφείς «απαντούν» σε προηγούμενα σχόλια, συμφωνώντας ή διαφωνώντας με όσα αναφέρονται παραπάνω, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις παρασύρονται από αυτά και χρησιμοποιούν τις ίδιες λέξεις και εκφράσεις. Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι πολύ συχνή στις ομαδικές και μάλιστα στις μαθητικές επισκέψεις, όπου μπορεί να συναντήσει κανείς δεκάδες πανομοιότυπα σχόλια το ένα κάτω από το άλλο15.

Μεθοδολογικά Προβλήματα

Έχοντας αποφασίσει να εξετάσω συστηματικά τα ΒΕ, γρήγορα διαπίστωσα ότι δεν είναι μια καθόλου εύκολη υπόθεση και, μετά από αρκετούς μήνες, κατάλαβα γιατί αν και τα βρίσκει πια κανείς σε όλες σχεδόν τις εκθέσεις και τα μουσεία πολύ σπάνια αποτελούν αντικείμενο μελέτης και συζήτησης. Καταρχήν, όπως έχω ήδη αναφέρει, αυτή η μελέτη δεν βασίστηκε σε ένα εκ των προτέρων επεξεργασμένο μεθοδολογικό πλαίσιο. Άρχισε ως ένα περιοδικό φυλλομέτρημα, εξελίχθηκε στην επισήμανση μερικών ακραίων σχολίων16 και πήρε αυτή τη μορφή όταν ο αριθμός των σχολίων και των δικών μου παρατηρήσεων αυξήθηκε σημαντικά. Κατά

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ συνέπεια, το πρώτο μου βασικό δίλημμα ήταν το κατά πόσο ήταν σκόπιμο να αφήσω τα μικρά σχόλια κλειδωμένα στο ντουλάπι όπου φυλάσσονται τα ημερολόγια της ανασκαφής, ως άλλα μη στρωματογραφημένα, αδιάγνωστα μικροευρήματα, ή μήπως αντίθετα θα έπρεπε να προχωρήσω στην «ανάγνωσή» τους ακόμη και αν δεν είχα στη διάθεσή μου ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο παρατήρησης. Αποφάσισα να κάνω το δεύτερο, δίνοντας στον εαυτό μου την υπόσχεση ότι θα επανέλθω σε δεύτερη φάση, όπου τα πρώτα αυτά συμπεράσματα θα υποστηρίζουν μια σαφώς οριοθετημένη, εθνογραφική κατά μία έννοια, προσέγγιση17. Λαμβάνοντας υπόψη ότι γενικά δεν γνωρίζουμε την ταυτότητα των συγγραφέων και ότι ο ισοπεδωτικός όρος «επισκέπτης» μπορεί να αναφέρεται πρακτικά σε οποιονδήποτε, είναι ίσως επικίνδυνο (αν και προκλητικό) να αντιμετωπίσει κανείς τα σχόλια των ΒΕ ως ένα πεδίο εθνογραφικής μελέτης (fieldsite). Από την άλλη πλευρά, αυτά τα εκτός πλαισίου αναφοράς σχόλια εμφανίζουν έντονες αναλογίες με τη συνήθη κατάσταση της ξενάγησης επισκεπτών σε έναν αρχαιολογικό χώρο, όταν ο ξεναγός δεν έχει την ευκαιρία να έχει από πριν λεπτομερείς πληροφορίες για τους επισκέπτες που ξεναγεί και το επικοινωνιακό πλαίσιο συγκροτείται ad hoc. Έτσι τα όρια του πεδίου παρατήρησης δεν τίθενται από την ταυτότητα των συγγραφέων του ΒΕ, αλλά από την ίδια την επίσκεψη, ή, με άλλα λόγια, τη σύντομη αλληλεπίδραση των συγγραφέων των σχολίων με την αρχαιολογική αφήγηση στο Δισπηλιό. Ως αποτέλεσμα εδώ το αντικείμενο της παρατήρησης δεν είναι μια συγκεκρι-

Οι περιπτώσεις αυτές κάνουν ακόμη πιο επισφαλή τα στατιστικά δεδομένα επειδή ενισχύουν με πλαστό τρόπο μια συγκεκριμένη τάση. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, κανείς δεν επισκέπτεται την έκθεση μέσα σε μια κάψουλα απομονωμένος από εξωτερικές επιδράσεις, που συχνά μπορεί να είναι πολύ πιο ελκυστικές και πειστικές από το ανορθόγραφο σχόλιο ενός συμμαθητή: φυλλάδια, διαφημιστικά σποτ, υπερβολικά σχόλια δημοσιογράφων κτλ. Επομένως το οποιοδήποτε σχόλιο, ακόμη και αν είναι πρωτότυπα διατυπωμένο, αποτελεί το αποτέλεσμα εκατοντάδων εξωτερικών μηνυμάτων που δέχεται ο επισκέπτης πριν και κατά τη διάρκεια της επίσκεψης. 16 Η πρώτη αναφορά στα σχόλια του ΒΕ γίνεται στο κείμενο των Α. Χουρμουζιάδη και Κ. Τουλούμη (Chourmouziadi & Touloumis υ. έκ.). 17 Βλ. παραπάνω σημείωση 4. 15


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ μένη ομάδα που δρα με ποικίλους τρόπους κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, αλλά μάλλον οι τρόποι με τους οποίους διαφορετικά υποκείμενα και ομάδες αναπαράγουν την «τελετουργία»18 της επίσκεψης ενός αρχαιολογικού χώρου. Παρόλα αυτά, προκειμένου να περιορίσω το δείγμα μου, αγνόησα όλα τα σχόλια τα οποία προέρχονται από αλλοδαπούς, αν και συμπεριέλαβα όλα εκείνα (περίπου ένα 7%) τα οποία κατατέθηκαν από ομογενείς, λαμβάνοντας υπόψη ότι, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των μεταπολεμικών χρόνων με τις πληγές του εμφυλίου ακόμη να αιμορραγούν, πολλοί ήταν αυτοί που εγκατέλειψαν τα φτωχά χωριά της Δυτικής Μακεδονίας και κατέφυγαν στην Αυστραλία, την Αμερική και τη Γερμανία. Μετά από 50 χρόνια και αν και με έμφαση δηλώνουν την ελληνική καταγωγή τους δεν είναι περίεργο ότι πολλά από τα σχόλιά τους δεν είναι γραμμένα στα ελληνικά. Εκτός από αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την προέλευση των επισκεπτών· λιγότερα από τα μισά σχόλια δίνουν μιαν ένδειξη του τόπου κατοικίας του συγγραφέα και, κρίνοντας από αυτά, μπορούμε να πούμε ότι στο Δισπηλιό έρχονται επισκέπτες από όλη την Ελλάδα, αν και η πλειονότητα προέρχεται, όπως είναι φυσικό, από τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία. Βεβαίως, η κατάθεση ενός γραπτού σχολίου αποτελεί μία μόνο πτυχή της τελετουργίας της επίσκεψης και, από το σύνολο των επισκεπτών, μόνο ένα μικρό ποσοστό μπαίνει στον κόπο να γράψει τις εντυπώσεις του. Κατά συνέπεια τα ΒΕ δεν αντανακλούν τις απόψεις όλων όσων επισκέπτονται το χώρο. Στην περίπτωσή μας το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνάει το 7%. Οι λόγοι γι’ αυτό είναι, πιστεύω, πολλοί: πολλοί δεν αισθάνονται ότι έχουν κάτι να πουν, τα γραπτά σχόλια, όσο σύντομα και να είναι, απαιτούν μια κάποια επεξεργασία σε σύγκριση με τα προφορικά και, τέλος, πολλοί δεν επιθυμούν να εκφρα18

133

στούν γραπτά και μάλιστα με ένα κείμενο που θα παραμείνει σε δημόσια θέα. Παρότι οι κοινωνικές έρευνες δίνουν μεγάλη σημασία στα δημογραφικά στοιχεία του δείγματος, στην περίπτωση των ΒΕ τα περισσότερα σχόλια δεν δίνουν καμιά σχετική πληροφορία: τα σχόλια είτε είναι ανυπόγραφα είτε ακολουθούνται από ένα μικρό όνομα ή μια δυσανάγνωστη υπογραφή. Η ηλικία των συγγραφέων σπάνια αναφέρεται και όταν αναφέρεται είναι κατά κανόνα στις περιπτώσεις μικρών παιδιών -αν και στις περιπτώσεις αυτές η ηλικία δηλώνεται και από τον γραφικό χαρακτήρα. Από τον γραφικό χαρακτήρα, επιπλέον, όπως και από τα γραμματικά, συντακτικά και ορθογραφικά λάθη, το ύφος, τη χρήση των λέξεων σχηματίζει κανείς μια ιδέα για το μορφωτικό επίπεδο των συγγραφέων. Όμως όλα αυτά αποτελούν απλές υποθέσεις και δεν θα ήταν θεμιτό να θεωρηθούν στοιχεία με στατιστική ή άλλη σημασία στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης. Εξίσου σπάνια αναφέρεται το επάγγελμα των επισκεπτών (μόνο στο 4% των σχολίων). Μπορούμε παρόλα αυτά να κάνουμε μερικές αρκετά ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις: ανάμεσα σε όσους αναφέρουν το επάγγελμά τους το 44% είναι εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 15% είναι καθηγητές πανεπιστημίου και 12% αρχαιολόγοι. Από τη στιγμή που αυτά τα ποσοστά δεν αντιστοιχούν στα ποσοστά αυτών επαγγελμάτων στην ελληνική κοινωνία, είναι σαφές ότι οι επαγγελματίες αυτοί, ανάμεσα σε όλους τους υπόλοιπους αισθάνονται πιο κοντά στο αρχαιολογικό περιεχόμενο της έκθεσης και στον γενικά αποδεκτό εκπαιδευτικό της ρόλο. Έτσι θεωρούν ότι είναι αρμοδιότεροι -και ενδεχομένως υποχρεωμένοι- να εκφέρουν μια άποψη για την έκθεση, δηλώνοντας μάλιστα την ιδιότητά τους για να προσδώσουν κύρος στην άποψη αυτή. Δεν προκαλεί, ίσως, έκπληξη το γεγονός ότι εκτός από αυτούς οι

Για τη χρήση του όρου «τελετουργία» σε σχέση με την επίσκεψη σε ένα μουσείο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις γίνονται από την C. Duncan (2002: 7-20).


134

μόνοι που δηλώνουν την ιδιότητά τους είναι οι δικηγόροι, οι γιατροί, οι μηχανικοί και οι στρατιωτικοί (5%, 5%, 10% και 5% αντίστοιχα). Είναι εμφανές ότι αυτά τα επαγγέλματα θεωρούνται, παραδοσιακά, τα πιο σεβαστά στην ελληνική κοινωνία και, κατά συνέπεια, όσοι τα ασκούν όχι μόνο αισθάνονται περήφανοι να δηλώνουν την ιδιότητά τους, αλλά επιπλέον θεωρούν τους εαυτούς τους ικανούς να σχολιάζουν σοβαρά εθνικής σημασίας θέματα. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι οι επαγγελματίες αυτοί σε μεγάλο ποσοστό στο δείγμα μας μπορεί να σχετίζεται και με το αυξημένο πολιτιστικό κεφάλαιο (Bourdieu 2000) που διαθέτουν και την επακόλουθη συχνότερη παρουσία τους ανάμεσα σε όσους επισκέπτονται τα μουσεία και τις εκθέσεις19. Όπως και να έχουν τα πράγματα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ότι τα ίδια ακριβώς επαγγέλματα εμφανίζονται και σε ανάλογη μελέτη των ΒΕ τους οικοτουριστικού κέντρου στο δάσος της Δαδιάς, μόνο που οι αρχαιολόγοι εδώ δίνουν τη θέση τους στους περιβαλλοντολόγους (Stamou & Paraskevopoulos 2003). Ένα άλλο πρόβλημα αποτελεί το μικρό μέγεθος των κειμένων που περιλαμβάνονται στο ΒΕ, τα οποία στη μεγάλη τους πλειονότητα αποτελούνται από μερικές μόνο λέξεις. Έτσι, μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να οδηγηθεί κανείς σε οποιοδήποτε αξιόπιστο συμπέρασμα σχετικά με το τι ακριβώς θέλει να πει ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, πολλά σχόλια αναφέρουν «Ευχαριστούμε!» και δεν είναι καθόλου σαφές αν έχουν στο μυαλό τους τους αρχαιολόγους που δουλεύουν στο εργαστήριο και τους επέτρεψαν να επισκεφθούν την έκθεση ή τον φύλακα για τις πληροφορίες που τους έδωσε ή ακόμα τους αρχαιολόγους για τη δουλειά τους στο Δισπηλιό γενικά. Ένας αναφέρει, για παράδειγμα, «Συγχαρητήρια σε όσους έφτιαξαν όλα αυτά τα ωραία πράγματα», χωρίς να γί19

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ νεται σαφές αν εννοεί τους προϊστορικούς Δισπηλιώτες ή τους αρχαιολόγους. Παρομοίως, πολύ συχνά δεν είναι ξεκάθαρο αν ο επισκέπτης συγχαίρει τους αρχαιολόγους, τον ξεναγό ή κάποιον άλλο· μερικές φορές μάλιστα ο προσδιορισμός που δίνεται προκαλεί έκπληξη, όπως όταν ορισμένοι αναφέρουν «τον Δήμο» -όταν οι αρχαιολόγοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η συμβολή του Δήμου ήταν όλα αυτά τα χρόνια περιορισμένη-, ή όταν κάποιοι αναφέρουν ότι ευχαριστούν «τον κ. Κεραμόπουλλο» -που, παρότι ήταν αυτός που «ανακάλυψε» τον λιμναίο οικισμό του Δισπηλιού, έχει πεθάνει εδώ και μερικές δεκαετίες. Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Sharon Macdonald (2005), όλα αυτά τα μειονεκτήματα «δε μειώνουν την ερευνητική αξία των ΒΕ, από τη στιγμή που όλα τα σχετικά εργαλεία των κοινωνικών επιστημών έχουν εξίσου ορισμένες εγγενείς αδυναμίες. Τα ερωτηματολόγια και οι συνεντεύξεις, για παράδειγμα, δύο καθιερωμένα και ευρέως χρησιμοποιούμενα εργαλεία, μπορεί να εξασφαλίζουν την αντιπροσωπευτικότητα, αλλά όχι τον αυθορμητισμό της συμβολής των επισκεπτών». Μη μπορώντας, παρόλα αυτά, να κλείσω το κεφάλαιο με αυτή τη θετική σκέψη, θα πρέπει να σημειώσω ότι, όπως πιστεύω θα γίνει φανερό και στη συνέχεια, δεν είμαι καθόλου σίγουρη για τον «αυθεντικό» και «μη διαμεσολαβημένο» χαρακτήρα των ΒΕ. Αντίστοιχες επιφυλάξεις έχουν διατυπωθεί και από μελετητές, όπως ο Reid (2000) που, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκυρία κατάθεσης των σχολίων στα ΒΕ, προτείνει να προσεγγίσουμε την πράξη αυτή των επισκεπτών ως μία «παράσταση». Επιπλέον στο Δισπηλιό έχει παρατηρηθεί ότι ο φύλακας -και κατά περίπτωση ερασιτέχνης ξεναγός- ορισμένες φορές έχει επιχειρήσει να σβήσει σχόλια τα οποία θεώρησε ότι περιείχαν αδικαιολόγητα αρνητικές επιση-

Για την κοινωνική σύνθεση του κοινού των μουσείων κλασικό θεωρείται πλέον το κείμενο του Bourdieu (1969) παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που παρατηρούνται μετά από εξήντα περίπου χρόνια. Άλλωστε και πιο πρόσφατες έρευνες υποστηρίζουν ότι τα λαϊκότερα στρώματα εξακολουθούν να είναι αδιάφορα για τα συμβαίνοντα στα μουσεία (Foley & McPherson 2000; Owen 1996).


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ μάνσεις, ή τουλάχιστον πρόσθεσε στο περιθώριο μια σημείωση που να εξηγεί το πώς έχουν τα πράγματα. Όταν, για παράδειγμα, ένας επισκέπτης διαμαρτυρήθηκε για την έντονη μυρωδιά πετρελαίου, ο φύλακας σημείωσε στο περιθώριο ότι είχε μόλις γεμίσει το ντεπόζιτο του καλοριφέρ και ότι η μυρωδιά μετά από λίγο εξαφανίστηκε.

Προτεινόμενη Μεθοδολογία (;)

Εξαιτίας των όσων αναφέρθηκαν παραπάνω δεν είναι εύκολο και ίσως ούτε και θεμιτό να χρησιμοποιήσει κανείς μια από τις καθιερωμένες μεθόδους κειμενικής ανάλυσης ή ανάλυσης περιεχομένου20 για να προσεγγίσει τα κείμενα του ΒΕ. Έτσι, αποφάσισα να δουλέψω εφαρμόζοντας τα εργαλεία αυτά με έναν μάλλον άτυπο τρόπο (προσωπικές σημειώσεις, καταμέτρηση λέξεων, στατιστική κτλ.), διατηρώντας ταυτόχρονα τις επιφυλάξεις μου. Σε όλη τη διάρκεια της επεξεργασίας του ΒΕ εμπιστεύθηκα αρκετά (όσο την ίδια στιγμή φοβόμουν) την καλή μου γνώση του χώρου, την προσωπική μου εμπλοκή στην υλοποίηση των έργων κοινωνικοποίησης που αναφέρθηκαν στις πρώτες παραγράφους και την πείρα μου από τις πολλές φορές που χρειάστηκε να συνοδέψω και εγώ η ίδια επισκέπτες στους χώρους του Δισπηλιού. Ακόμη και οι πιο μηχανιστικές γλωσσολογικές μέθοδοι απαιτούν ένα λίγο ή πολύ ομογενές κείμενο μια σχετικής έκτασης, προκειμένου να είναι δυνατή η καταμέτρηση λέξεων και να αναζητηθούν οι ενδεχόμενες λειτουργικές και νοηματικές σχέσεις μεταξύ τους. Στην περίπτωσή μας, ακόμη και η καταγραφή των καθαρά μορφολογικών χαρακτηριστικών πρέπει να γίνει με επιφυλάξεις· για παράδειγμα η χρήση της λέξης «υπέροχο» από πολλούς επισκέπτες για να περιγράψουν τα ευρήματα μπορεί να υποδεικνύει τη γενικευμένη έλλειψη ενός ειδικού λεξιλογίου που θα μπορούσε καλύτερα 20 21

135

να περιγράψει τα αρχαιολογικά αντικείμενα, αλλά δεν μπορεί να μας δώσει κάποια ιδέα για το ποια στοιχεία ακριβώς εντυπωσίασαν θετικά τον κάθε επισκέπτη. Επιπλέον, πιο σύνθετες προσεγγίσεις που επιχειρούν να εντάξουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά σε ένα συγκεκριμένο συγκυριακό πλαίσιο είναι σχεδόν ανεφάρμοστες εδώ, από τη στιγμή που η εκ των υστέρων μελέτη ενός ΒΕ έχει ως υλικό, όπως έχει ήδη αναφερθεί, μερικές λέξεις ή φράσεις εκτός άλλων συμφραζομένων. Τελικά, προσεγγίσεις οι οποίες εστιάζουν την προσοχή τους στο συνδυασμό της γλωσσολογικής και της κοινωνικής σημασίας ενός συγκεκριμένου κειμένου, αν και πολύ προκλητικές στην περίπτωση των ΒΕ, μοιάζει να είναι ακατάλληλες εφόσον η επεξεργασία τους δεν υποστηρίζεται από τα αντίστοιχα εργαλεία παρατήρησης. Επιπρόσθετα, αποφάσισα να μη στηριχθώ σε ποσοτικά δεδομένα και να θεωρήσω ότι τα στατιστικά στοιχεία περισσότερο δείχνουν τάσεις παρά αυστηρά δεδομένα. Με τις παραπάνω σκέψεις αποφάσισα να προχωρήσω στην πρώτη προσέγγιση με συνδυασμένο τρόπο, επιχειρώντας όχι να εξηγήσω τα σχόλια, ούτε να φτάσω σε τελικά συμπεράσματα για την αντίδραση των επισκεπτών στη δουλειά μας, αλλά μάλλον επιδιώκοντας να κατανοήσω καλύτερα τα επικοινωνιακά χάσματα και να επεξεργαστώ τα επόμενα βήματα στην κατεύθυνση της κοινωνικοποίησης21. Όπως έχω ήδη αναφέρει, ήμουν από πριν εξοικειωμένη με το περιεχόμενο των ΒΕ· το επόμενο βήμα ήταν να διαβάσω όλα τα σχόλια προσεκτικά, κρατώντας σημειώσεις για ό,τι μου φαινόταν ότι είχε ενδιαφέρον. Στη συνέχεια οργάνωσα τα στοιχεία που είχα συγκεντρώσει από τις πρώτες αναγνώσεις σε ένα περιορισμένο κατά το δυνατό αριθμό ομάδων γενικότερων θεμάτων. Στην επόμενη σάρωση των σχολίων μπορούσα πλέον να καταγράψω τη στάση του συγγραφέα κάθε σχολίου σε κάθε ένα από αυτά τα θέματα (εφόσον φυσικά ήταν

Βλ. τη σχετική προσέγγιση των Stamou & Paraskevopoulos (2003; 2004). Κάτι ανάλογο έκανε και η S. Macdonald (2005).


136

δυνατό αυτή να συναχθεί) αξιολογώντας τις λέξεις και τις φράσεις που περιλάμβανε (ή δεν περιλάμβανε) το σχόλιο. Αυτά τα επιλεγμένα θέματα, στη συνέχεια, μελετήθηκαν και επιχειρήθηκαν οι μεταξύ τους συσχετισμοί. Από αυτή την επεξεργασία εδώ παρουσιάζονται όσα από τα θέματα θεώρησα ότι έχουν -σε ένα εισαγωγικό τουλάχιστον στάδιο- μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πρέπει να παραδεχτώ ότι σε περισσότερες από μία περιπτώσεις, όπου δεν διέθετα άλλα στοιχεία, εμπιστεύθηκα τη αίσθηση που μου προκάλεσαν μικρές λεπτομέρειες, όπως ουδέτερες, κατά τα άλλα, λέξεις, ο γραφικός χαρακτήρας, τα σημεία στίξης, η ημερομηνία κτλ. Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο παράδειγμα: «Μπράβο μας! 15/11/99 Πάτρα»· η ημερομηνία δείχνει ότι πρόκειται για έναν επισκέπτη και όχι ένα μέλος της αρχαιολογικής ομάδας αφού ξέρω ότι το Νοέμβριο του 1999 κανείς από τους ερευνητές δε δούλευε στο Δισπηλιό· κατά συνέπεια υπέθεσα ότι το σχόλιο υποδηλώνει ένα είδος περηφάνιας για τα επιτεύγματα των προγόνων· από τη στιγμή μάλιστα που έρχεται από την Πάτρα το «μας» υποδεικνύει μια εθνική σχέση με τους προγόνους αυτούς, μάλλον, παρά μια σχέση εντοπιότητας. Και πάλι στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω ότι, αν και δεν έχω τρόπο να τεκμηριώσω απόλυτα παρόμοιες παρατηρήσεις, πιστεύω ότι τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι χρήσιμα για τον εμπλουτισμό της συνολικής εικόνας.

Πρώτη Παρατήρηση: Πώς Χρησιμοποιείται το ΒΕ

Για έναν αισιόδοξο αναγνώστη η συνολική θετική στάση των επισκεπτών είναι δυνατόν να αντικατοπτρίζει μια γενική ικανοποίηση από την έκθεση. Αντίθετα, για έναν απαισιόδοξο αναγνώστη είναι δυνατόν να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μόνο οι ικανοποιημένοι επισκέπτες μπαίνουν στον κόπο να γράψουν κάτι στο ΒΕ. Πιστεύω ότι καμία από τις δύο υποθέσεις δεν είναι απόλυτα σωστή. Οι περιορισμένες μελέτες

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ πάνω στα ΒΕ δείχνουν ότι η πλειονότητα των επισκεπτών πιστεύει ότι τα ΒΕ συνιστούν ένα είδος Βιβλίων Συγχαρητηρίων, ή σε κάποιες -λιγότερες- περιπτώσεις Βιβλία Παραπόνων ενώ σχεδόν ποτέ δεν πιστεύουν ότι αποτελούν ένα χώρο για την παράθεση εκτεταμένων σκέψεων, παρατηρήσεων και προτάσεων. Επειδή στη γενική θετική διάθεση των σχολίων έχω ήδη αναφερθεί, στο σημείο αυτό θα ήθελα απλώς να σημειώσω ορισμένες σκέψεις σχετικά με τα ελάχιστα αρνητικά σχόλια που συνάντησα στο ΒΕ του Δισπηλιού. Λόγω του πολύ μικρού αριθμού τους είναι παρακινδυνευμένο να προχωρήσει κανείς σε οποιαδήποτε γενίκευση και είναι φυσικά χωρίς νόημα η παράθεση οποιοδήποτε στατιστικού στοιχείου. Κατά συνέπεια μπορώ μόνον να σημειώσω ότι έχουμε να κάνουμε με τριών ειδών αρνητικά σχόλια. Ορισμένοι επισκέπτες δεν είναι ικανοποιημένοι με την οργάνωση ή τις υποδομές της έκθεσης όπως γίνεται σαφές από τα ακόλουθα σχόλια: «είναι πάρα πολύ μικρή», «είναι απαράδεκτη η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος ασφαλείας», «θα έπρεπε να έχετε επεξηγηματικά κείμενα στα αγγλικά». Ορισμένοι άλλοι δεν είναι ικανοποιημένοι με τις πληροφορίες που δίνονται, πιστεύοντας ότι υπάρχουν μερικά καθοριστικής σημασίας θέματα που προκύπτουν από τα αρχαιολογικά ευρήματα του Δισπηλιού και δεν συμπεριλαμβάνονται στο υλικό της έκθεσης˙ οπότε σημειώνουν «σταματήστε να κρύβετε την αλήθεια». Ένας μικρός, τέλος, αριθμός επισκεπτών κριτικάρει πράγματα που εγώ προσωπικά ποτέ δεν θα περίμενα, όπως για παράδειγμα: «Ντροπή και αίσχος η αφίσα του Τσε. Έχουμε και δικούς μας ήρωες».

Αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι προφανώς ο επισκέπτης ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τον «ιδιωτικό» χώρο του εργαστηρίου -που βρίσκεται δίπλα παρά για την ίδια την έκθεση και όπου ήταν κρεμασμένη ή συγκεκριμένη αφίσα-, δεν μπορώ και πάλι να αντιληφθώ αν αυτό που τον ενόχλησε περισ-


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ σότερο ήταν η εθνικότητα ή η πολιτική που εκπροσωπούσε ο Τσε. Τέλος, ορισμένοι άλλοι επισκέπτες είναι απλώς δυσαρεστημένοι με την εμπειρία ως σύνολο και τολμούν να πουν: «ήταν όλα βαρετά», «ΟΚ, αλλά έχω δει και καλύτερα», «καλύτερα να τα πουλήσετε». Επιστρέφοντας στον διαλογικό χαρακτήρα του ΒΕ θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα κείμενο γραμμένο από έναν μαθητή ο οποίος αφού διάβασε τα ευγενικά και ενθουσιώδη σχόλια που είχαν προηγηθεί γράφει μιμούμενος ειρωνικά: «Θα μας μείνει αξέχαστη η εμπειρία (σιγά μην ξαναέρθω)». Ένας άλλος μαθητής πάλι γράφει: «Αν έχεις ταξιδέψει τόσες ώρες πριν φτάσεις εδώ και είσαι πεινασμένος, θα σού σπάσουν τα … πριν σε αφήσουν να πας για φαγητό». Το σχόλιο αυτό, αν και μπορεί ακόμη να διαβαστεί, είναι βιαστικά μουτζουρωμένο με στυλό, προφανώς από τη μαθήτρια που γράφει ακριβώς από κάτω: «Καταπληκτικό μουσείο! Μην παίρνετε στα σοβαρά τα ανόητα σχόλια του αγροίκου συμμαθητή μου. Μερικοί από μας σεβόμαστε τον ελληνικό πολιτισμό». Πιστεύω ότι αυτή σύντομη «συζήτηση» ανάμεσα στους δύο εφήβους συνοψίζει τη σχέση ανάμεσα στην ελληνική εκπαίδευση και το ελληνικό αρχαιολογικό μουσείο: ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των επισκέψεων, η εθνική υπερηφάνεια που προωθείται από το επίσημο εγκύκλιο πρόγραμμα, η επαναστατική στάση της νεολαίας, οι βιολογικές ανάγκες τις οποίες οφείλουν να υπερβούν οι μαθητές για να επικοινωνήσουν με τις υψηλές αξίες του πολιτισμού μας κτλ. Φαίνεται ότι τα σχόλια στο ΒΕ δεν έχουν έναν απόλυτα προσωπικό χαρακτήρα˙ σε πολλές περιπτώσεις, αν και μόνο ένα ποσοστό όσων βρίσκονται στην έκθεση σε μια δεδομένη στιγμή γράφει στο ΒΕ, φαίνεται

22

137

ότι τα σχόλια αντανακλούν τη γενική ατμόσφαιρα και τις συλλογικές εντυπώσεις22. Πιο συγκεκριμένα, σε πολλά σχόλια χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο του πληθυντικού, ενώ σε άλλα η υπογραφή είναι ομαδική, όπως για παράδειγμα: «η παρέα από τη Λάρισα», ή «Οικογένεια Αλεξίου». Επιπλέον, ανάμεσα στις υπογραφές μέτρησα περίπου 320 σχολεία και 110 συλλόγους κάθε είδους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένας από την ομάδα (ο επικεφαλής ή ίσως ο περισσότερο «διανοούμενος» ανάμεσά τους) αναλαμβάνει να γράψει εκ μέρους όλων, είτε έχει τη ρητή τους συγκατάθεση είτε όχι. Επιμένοντας στα αριθμητικά δεδομένα μέτρησα περίπου 5.300 υπογραφές που αντιστοιχούν σε 2.800 σχόλια, ενώ στην περίπτωση γενικών εκφράσεων, όπως «2ο Δημοτικό Σχολείο Γιαννιτσών» δεν μπορούμε να ξέρουμε τον ακριβή αριθμό των μελών της ομάδας. Οι παρατηρήσεις αυτές με οδήγησαν, για μια ακόμη φορά, στο συμπέρασμα ότι πριν να σταθεί κανείς στα ίδια τα κείμενα θα πρέπει να μελετήσει τη συνολική συμπεριφορά των επισκεπτών και τη συγκεκριμένη σχέση του συγγραφέα με τα άλλα μέλη της ομάδας. Αυτό που διαπιστώνεται στο ΒΕ του Δισπηλιού είναι ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ομάδα τόσο περισσότερο το σχόλιο χάνει τον αυθορμητισμό του και επηρεάζεται από τα όσα θεωρούνται δεοντολογικά σωστό να ειπωθούν: «Επισκεφθήκαμε τον λιμναίο οικισμό και το μικρό αλλά αξιόλογο μουσείο. Εντυπωσιασθήκαμε από τα ευρήματα και την αναπαράσταση της νεολιθικής ζωής. Σας ευχαριστούμε για την ωραία ξενάγηση».

Αντίθετα, ορισμένα σχόλια μοιάζουν περισσότερο «αυθεντικά» και εκδηλώνουν μια κάποια προσωπική παρόρμηση. Ως τέτοια θα μπορούσα να χαρακτηρίσω ορισμένα λόγω του περιεχομένου τους:

Έτσι κι αλλιώς έχει παρατηρηθεί ότι σπάνια οι επισκέψεις σε ένα μουσείο είναι ατομικές. Φαίνεται, λοιπόν, ότι και η κατάθεση ενός σχολίου στο ΒΕ εντάσσεται στις ομαδικές δράσεις στο πλαίσιο της επίσκεψης και πολύ σπάνια γράφει ο καθένας το δικό του σχόλιο. Οι εντυπώσεις από μια επίσκεψη σε μουσείο δεν έχουν τον ατομικό χαρακτήρα που έχουν οι εντυπώσεις μετά από μια θεατρική παράσταση –αφού, μάλλον, αποτελούν οι ίδιες μέρος μιας παράστασης (Noy 2008β).


138

«Δεν είναι η πρώτη μου επίσκεψη, αλλά κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούργιο» ή «Προσπάθησα πολύ να πείσω το Νίκο να έρθουμε και τώρα δείχνει ότι δεν το έχει μετανιώσει», ορισμένα λόγω της καθημερινής και ανεπίσημης γλώσσας που χρησιμοποιούν: «Είστε κορυφή! πάθαμε την πλάκα μας!»

και ορισμένα λόγω του παιχνιδιάρικου ύφους τους: «Είναι υπέροχο, αλλά τόσο μικρό! Είναι εξαιρετικά, αλλά τόσο μακριά!» ή «τελικά τα μπαγκαλόους υπήρχαν από παλιά και μάλιστα στη χώρα μας κι εγώ τα είχα συνδέσει με τις Μαλδίβες». Πολλοί επισκέπτες χρησιμοποιούν το ΒΕ ως ένα χώρο όπου μπορεί κανείς να αφήνει ένα μήνυμα23. Σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε να αναφέρουμε τις πολλές περιπτώσεις επισκεπτών που απλώς θέλουν να δηλώσουν στο ΒΕ ότι πέρασαν και αυτοί από το Δισπηλιό (περίπου 955 σε ένα σύνολο 5.300). Θα πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι τα πρώτα ΒΕ του 17ου, 18ου και 19ου αιώνων περιείχαν αποκλειστικά και μόνον ονόματα, έτσι ώστε να τεκμηριώνεται η παρουσία επιφανών προσωπικοτήτων, κάτι που οπωσδήποτε προσέδιδε κύρος στο ίδιο το Μουσείο (Macdonald 2005). Στην περίπτωσή μας βέβαια δε πιστεύω ότι τα «ταπεινά» σχολιαρόπαιδα και οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι γράφουν το όνομά τους για να τιμήσουν την έκθεση. Αντίθετα, είναι περισσότερο πιθανό να χρησιμοποιούν το ΒΕ για να απαθανατίσουν το γεγονός ότι «κατάκτησαν» έναν ακόμη τόπο. Επιπλέον, θα ήθελα εδώ να αναφερθώ στους επισκέπτες που χρησιμοποιούν το ΒΕ για να εκφράσουν σκέψεις που δεν έχουν τί23 24

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ ποτε να κάνουν με τη συγκεκριμένη έκθεση ή τις αρχαιότητες εν γένει. Αυτό συμβαίνει συχνά με τους μαθητές και τους εφήβους γενικότερα που συνήθως περιφέρουν την έκδηλη δυσαρέσκειά τους μέσα στα αρχαιολογικά μουσεία από τη στιγμή που αναγκάζονται να τα στο πλαίσιο του σχολικού προγράμματος. Πολλοί από αυτούς ορμούν στο ΒΕ για να ζωγραφίσουν με περισσή δημιουργική διάθεση θυρεούς ποδοσφαιρικών ομάδων, να στείλουν ερωτικά μηνύματα ή απλώς να εκφράσουν τις καλλιτεχνικές τους ανησυχίες. Στις περιπτώσεις αυτές το ΒΕ λειτουργεί σαν το λευκό τοίχο μιας πόλης που προκαλεί και γρήγορα γεμίζει με ποικίλα γκράφιτι. Αν και δεν υπογράφεται από κάποιον έφηβο, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα «άσχετου» σχολίου είναι το παρακάτω24: «Βάλτε πίσω στο Πανεπιστήμιο την προτομή του Αριστοτέλη»

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί επισκέπτες θέλουν να κάνουν γνωστή την προσωπική τους σχέση με το χώρο και τους αρχαιολόγους: μια κυρία από τον Καναδά υπογράφει το σχόλιό της ως «ανιψιά του Καθηγητή Α. Κεραμόπουλλου»˙ ένα άλλο σχόλιο αρχίζει ως εξής:

«Ήρθαμε Γιώργο [εννοεί τον Γ. Χ. Χουρμουζιάδη]! Είδαμε, ακούσαμε, θαυμάσαμε, παραληρήσαμε, θυμώσαμε, χαρήκαμε, λυπηθήκαμε που δεν ήσουν εδώ…», Ένα ζευγάρι αναφέρει:

«το παιδί μας ασχολείται με την αρχαιολογία» Και ένα άλλος επισκέπτης γράφει:

«Συγχαρητήρια Λίτσα για την δουλειά που προ­σφέρεις στην ανασκαφή και στην επιστήμη. Είμαι περήφανος που σε έχω ξαδέρφη.».

Για τον επικοινωνιακό χαρακτήρα του ΒΕ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις κάνει ο C. Noy (2008β). Θα ήθελα εδώ να πω ότι μια ολοκληρωμένη προσέγγιση των ΒΕ δεν θα πρέπει να πετάξει έξω τα εκ πρώτης όψεως «άσχετα σχόλια». Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι οι συγγραφείς έχουν απόλυτη συναίσθηση ότι η επικοινωνιακή επιφάνεια που τους προσφέρεται βρίσκεται μέσα σε μια αρχαιολογική έκθεση˙ στην πρώτη περίπτωση, το «ΠΑΟΚ ΘΥΡΑ 4» θα μπορούσε να θεωρηθεί μια πράξη διαμαρτυρίας απέναντι στην επιβολή της επίσκεψης, ενώ στη δεύτερη το αίτημα αφορά κάποια προσωπικότητα της αρχαιότητας -τον Αριστοτέλη- και απευθύνεται σε ανθρώπους του πανεπιστημίου –άρα κατά κάποιον τρόπο συνυπεύθυνους για τα όσα συμβαίνουν στους χώρους του.


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Δεύτερη Παρατήρηση: Τι αρεσε στους Επισκέπτες Αν θελήσουμε ένα εμβαθύνουμε λίγο περισσότερο στο τι προσλαμβάνουν οι επισκέπτες στο Δισπηλιό θα έπρεπε να εστιάσουμε στα πιο εκτεταμένα κείμενα. Σχεδόν τα μισά από αυτά επαινούν τη «δουλειά που έχει γίνει». Ποια ακριβώς δουλειά και πάλι δε διευκρινίζεται. Ορισμένα αναφέρονται ασαφώς σε κάποια «προσπάθεια» ή την «ανακάλυψη», την «προστασία» και την «ανάδειξη» της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Ακόμη και όπου αυτό δεν δηλώνεται σαφώς -«είδαμε τους Φλιντστόουνς από κοντά»-, κρίνοντας από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται σε κάποια σχόλια, υποθέτω ότι αν και το ΒΕ είναι τοποθετημένο στο χώρο της έκθεσης, ένας μεγάλος αριθμός επισκεπτών αναφέρεται και στις εντυπώσεις του από την επίσκεψη στην Αναπαράσταση, αντιλαμβανόμενος τους δύο χώρους ως ένα ενιαίο ιδιότυπο μουσείο. Από μια πλευρά αυτό είναι ακριβώς ό,τι επιδιώκαμε στο Δισπηλιό, μιλώντας για έναν πολυεπίπεδο χώρο, από την άλλη, όμως. είναι απογοητευτικό όταν διαπιστώνει κανείς ότι πολλοί λίγοι ξεχωρίσουν το αυθεντικό από το αντίγραφο, το προτεινόμενο μοντέλο από τα αποσπασματικά δεδομένα. Με προβληματίζουν ιδιαίτερα, μάλιστα, τα σχόλια που εκφράζουν έκπληξη για το πόσο καλά διατηρούνται τα ευρήματα˙ σε αυτές τις περιπτώσεις αναρωτιέμαι αν είχαν στο μυαλό τους τους δύο ξύλινους πασσάλους του 5.250π.Χ. που υπάρχουν στην έκθεση ή τις καλύβες της Αναπαράστασης. Ένα από τα πιο προβληματικά σχόλια είναι το ακόλουθο: «όλα είναι σαν ψεύτικα αλλά έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα»

Όπως και να έχουν τα πράγματα και μετά τα επίσημα εγκαίνια, η Αναπαράσταση αποτελεί το πιο εντυπωσιακό «έκθεμα» του Δισπηλιού, και το βρίσκουμε να αναφέρεται στα σχόλια ως «οι καλύβες», «τα ξύλινα σπίτια» ή «ο οικισμός». Η έντονη εντύπωση που προκαλούν τα μοντέλα σε φυσικό μέγεθος κάνει πολλούς επισκέπτες να χρησιμο-

139

ποιούν τη λέξη «εμπειρία» αντί για την πιο ουδέτερη «επίσκεψη», ενώ 250 περίπου από αυτούς λένε ότι ένιωσαν ότι το παρελθόν έρχεται πιο κοντά: «αγγίξαμε τις ρίζες μας»

«για λίγο νομίσαμε ότι αφουγκραστήκαμε κάποιους από τους κατοίκους και είδαμε μέσα από την κλειδαρότρυπα τις χιλιετίες που πέρασαν» «κάνει τα 7000 χρόνια να μοιάζουν χθες»

Προσεγγίζοντας το παρελθόν, ορισμένοι αισθάνονται ότι γνωρίζουν καλύτερα τους νεολιθικούς ανθρώπους και λένε: «Χαιρετίσματα στους παλιούς φίλους 5000 χρόνια πριν.»

Πολλοί περισσότεροι κάνουν ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τη νεολιθική ζωή, όπως: «Συνειδητοποίησα τον αγώνα του ανθρώπου να επιβιώσει»

«Το σπίτι, τα εργαλεία και ο τρόπος ζωής μοιάζουν με τα δικά μας» «Χρησιμοποιούσαν το μυαλό τους και όχι την τεχνολογία για να φτιάξουν τα εργαλεία τους» «Οι ανάγκες των παιδιών είναι ίδιες στο πέρασμα του χρόνου.» Δεν αγνοώ τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η εξοικείωση με το παρελθόν, όσο αφορά την κατανόηση των πολλαπλών νοημάτων του αρχαιολογικού υλικού, όμως αισθάνομαι ιδιαίτερα ευτυχής κάθε φορά που ένα παιδί φεύγει από το χώρο έχοντας στο μυαλό του ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν εδώ πριν από 7.500 χρόνια δεν ήταν «πρωτόγονοι» και κατά συνέπεια κατώτεροι από εμάς. Έχω ήδη εκφράσει στην προηγούμενη παράγραφο την ανησυχία μου για την ικανότητα των επισκεπτών να διακρίνουν το αυθεντικό από το ψεύτικο, σχόλια όμως σαν αυτά που παρατέθηκαν με κάνουν να αντιληφθώ ότι η όλη επίσκεψη βοηθά τους επισκέπτες να αποκτήσουν μια ιδέα για την προϊστορική ζωή˙ κάτι που δεν καταφέρνουν κατά κανόνα τα όστρακα των αγγείων


140

και τα λίθινα εργαλεία που παρατάσσονται στις προθήκες ενός τυπικού αρχαιολογικού μουσείου˙ και κάτι που, πολύ περισσότερο, δε φαίνεται να επιτυγχάνεται από τις ελλιπείς αναφορές στα σχολικά εγχειρίδια25. Επιπλέον, έχω εκφράσει και αλλού τις αμφιβολίες μου σχετικά με την ουσιαστική αυθεντικότητα των «πρωτότυπων» ευρημάτων στο βαθμό που αυτή αναζητάται αποκλειστικά στην αυθεντικότητα του υλικού τους και όχι της χρήσης και της σημασίας τους, αλλά αυτό είναι μια μεγάλη ιστορία (Χουρμουζιάδη 2006: 276-87).

Μια άλλη ομάδα σχολίων εκφράζει γενικές σκέψεις για την προϊστορική ζωή σε σύγκριση με τη σύγχρονη. Με την εξαίρεση ενός επισκέπτη που γράφει: «Ευτυχώς που είμαι εδώ μόνο για επίσκεψη, γιατί δε θα μου άρεσε καθόλου να ζω τότε»,

όλοι οι άλλοι λένε ότι Τότε η ζωή ήταν «καλύτερη», πιο «αγνή» και «πιο αληθινή». Αυτή η τάση σχετίζεται με τα όσα έχουν διεξοδικά συζητηθεί για την μετα-νεωτερική νοσταλγία και εξιδανίκευση του παρελθόντος. Κλείνοντας αυτή τη συνοπτική αναφορά στα σχόλια που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στην Αναπαράσταση θα πρέπει να σημειώσω τον εξαιρετικά περιορισμένο αριθμό επισκεπτών που ασχολούνται με το ίδιο το εγχείρημα και αναφέρονται σε ένα «συνδυασμό γνώσης και φαντασίας», ενώ ένας θέτει το εξαιρετικά δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα: «Αναρωτιέμαι: αν βρήκατε τον οικισμό όπως ακριβώς τον είδαμε γιατί κάνατε αναπαράσταση; Και αν δεν τον βρήκατε έτσι πώς ξέρετε ότι ήταν έτσι ακριβώς;»

25

Συνολικά το 15% των σχολίων αναφέρο-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ νται στα «ευρήματα». Το μεγαλύτερο ποσοστό ανάμεσά τους περιορίζεται σε ένα γενικό χαρακτηρισμό με επίθετα όπως «εντυπωσιακά», «θαυμάσια», «υπέροχα», «καταπληκτικά», «σπουδαία», «σημαντικά». Η ασάφεια των χαρακτηρισμών με κάνει να υποστηρίξω ότι από τη στιγμή που στο μυαλό τω περισσοτέρων ένα μουσείο είναι ταυτισμένο με τα «ευρήματα» και η αξία του προσμετράται με βάση το πλήθος και την «ποιότητα» των ευρημάτων του, η αναφορά στα ευρήματα δεν αποτελεί προϊόν μιας ιδιαίτερης επεξεργασίας. Για τους ίδιους λόγους δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι περίπου 50 επισκέπτες εύχονται στους αρχαιολόγους να ανακαλύψουν ακόμα περισσότερα ευρήματα. Υπάρχουν ελάχιστες περιπτώσεις όπου αναφέρεται κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο. Το πρώτο, για παράδειγμα, σχόλιο, που εγκαινίασε το ΒΕ του Δισπηλιού στις 17 Οκτωβρίου 1995, κατατέθηκε από ένα γνωστό Έλληνα συνθέτη και λέει: «Τι να γράψω για μια φλογέρα 7000 χρόνων;».

Στις υπόλοιπες σπάνιες αναφορές σε συγκεκριμένα ευρήματα οι επισκέπτες αναφέρονται στην «επιγραφή», μια ξύλινη επιφάνεια με χαράγματα η οποία, όμως, δεν εκτίθεται στο χώρο. Αυτή η ειδική αναφορά συσχετίζεται -όπως θα συζητηθεί παρακάτω- στις περισσότερες περιπτώσεις με τα επιτεύγματα της ελληνικής φυλής και την εφεύρεση της γραφής, θέματα τα οποία δεν έχουν καμία απολύτως σχέση ούτε με τους προβληματισμούς των μελετητών του Δισπηλιού ούτε, κατά συνέπεια, με τα επεξηγηματικά κείμενα που βρίσκονται στο χώρο της έκθεσης. Η εικόνα είναι πολύ διαφορετική όταν έχουμε μπροστά μας τα σχόλια που έγιναν από τους μικρούς σε ηλικία επισκέπτες. Εί-

Για παράδειγμα, ο Κ. Κασβίκης (2004) στην εμπεριστατωμένη ανάλυσή του για τα σχολικά εγχειρίδια του Δημοτικού επισημαίνει όχι μόνο την περιορισμένη έκταση των αναφορών στη Νεολιθική, αλλά και το πλήθος των προβληματικών στοιχείων που οι λίγες αυτές αναφορές εμπεριέχουν: την αξιολόγηση που υπαινίσσεται ο χαρακτηρισμός «πρωτόγονος» που αποδίδεται στους νεολιθικούς, ξεπερασμένες αρχαιολογικά ερμηνείες και αντιλήψεις, υπαγωγή του νεολιθικού πολιτισμού σε ένα σύνολο τεχνικών δεξιοτήτων και επινοήσεων σε αντιπαράθεση με τα «πνευματικά επιτεύγματα» μεταγενέστερων περιόδων κτλ.


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ναι εμφανές από αυτά ότι τα περισσότερα παιδιά απαντούν στην ερώτηση «τι σου άρεσε περισσότερο;» που τους θέτουν, προφανώς, οι γονείς ή οι δάσκαλοί τους. Λένε, λοιπόν, ότι περισσότερο τους άρεσαν τα «εργαλεία», γενικά ή ειδικότερα τα «τσεκούρια», οι «αξίνες», τα «όπλα», η «σφεντόνα». Αυτό έχει ιδιαίτερο, νομίζω, ενδιαφέρον, καθώς φαίνεται ότι οι προτιμήσεις των μικρών παιδιών αποκλίνουν πολύ από εκείνες των ενηλίκων οι οποίοι στα προφορικά τους σχόλια, κατά κανόνα, θαυμάζουν τα περισσότερο «καλλιτεχνικά» αντικείμενα˙ ένα γεγονός που είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της «εκπαίδευσης» που έχουν υποστεί κατά τη διάρκεια των επισκέψεών τους στα περισσότερα τυπικά αρχαιολογικά μουσεία, σε αυτά, δηλαδή, που περιλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά αντικείμενα με αναγνωρισμένη (;) αισθητική αξία· όταν λοιπόν βρίσκονται στην έκθεση του Δισπηλιού αναζητούν τα «αριστουργήματα» της Νεολιθικής τέχνης. Αντίθετα, τα μικρά παιδιά φαίνεται ότι αισθάνονται πολύ πιο άνετα με τα αντικείμενα καθημερινής χρήσης που έχουν άμεσα κατανοητή λειτουργία και οικεία ονόματα. Αμέσως μετά στις προτιμήσεις τους έρχονται τα κοσμήματα και τέλος τα αγγεία. Ορισμένα παιδιά λένε ότι θέλουν όταν μεγαλώσουν να γίνουν αρχαιολόγοι και να έρθουν να βοηθήσουν στην ανασκαφή. Μερικά αναφέρουν ειδικά ένα μικρό πήλινο θήλαστρο, το «μπιμπερό» και μια «κουδουνίστρα»26. Υποθέτω, βασιζόμενη στις ακριβείς διατυπώσεις των σχολίων, -«ποτέ δε φανταζόμουν ότι οι αρχαίοι είχαν μπιμπερό»- ότι αυτό που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση στα παιδιά είναι η περίεργη και «πρωτόγονη» μορφή κοινών αντικειμένων της ζωής τους. Εάν αυτά τα δύο, κατά τα άλλα αδιάφορα, αντικείμενα χαρακτηρίζονταν από τον ξεναγό «πήλινα αντικείμενα» αμφιβάλω αν τα παιδιά τούς έδιναν οποιαδήποτε σημασία. Αυτό που, επίσης, μου

26

141

έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι πολλά παιδιά αναφέρονται εγκωμιαστικά στο χάρτη που βρίσκεται κρεμασμένος στον τοίχο της έκθεσης και σε μια μακέτα της αναπαράστασης, που είχε κατασκευαστεί για να βοηθηθούν οι εργασίες στο χώρο του «οικομουσείου» και τοποθετήθηκε εκεί, όχι ακριβώς για να εκτεθεί, αλλά γιατί λόγω του μεγέθους της δεν μπορούσε να αποθηκευτεί σε άλλο σημείο του εργαστηρίου. Συνοψίζοντας, πιστεύω ότι, ενώ στην Αναπαράσταση οι επισκέπτες «καταλαβαίνουν καλύτερα τη ζωή στο παρελθόν», όταν έρχονται στη μικρή έκθεση προσεγγίζουν τα ευρήματα ως μεμονωμένα αντικείμενα, κάθε ένα με τη δική του χρήση και νόημα –ή μάλλον με τα δικά του φυσικά του χαρακτηριστικά· με άλλα λόγια, ως αντικείμενα που εκτίθενται για να «αρέσουν» όχι όμως για να γίνουν «κατανοητά». Όσο αφορά την έκθεση αυτή καθαυτή προκαλεί πολύ λίγα σχόλια. Τα περισσότερα δεν είναι παρά γενικοί χαρακτηρισμοί, αλλά ορισμένα προχωράνε σε ειδικές παρατηρήσεις -όπως ότι η έκθεση είναι «υψηλής αισθητικής ποιότητας», «πολύ καλά οργανωμένη»- και συστάσεις -όπως ότι «πρέπει να τοποθετήσετε περισσότερες επεξηγηματικές πινακίδες», «πρέπει να τοποθετήσετε τα ευρήματα σε γυάλινες βιτρίνες για λόγους ασφαλείας» κτλ. Ορισμένοι μοιάζει να είναι καλύτερα πληροφορημένοι και υπογραμμίζουν την «εναλλακτική προσέγγιση», «την προσπάθεια να παρουσιαστεί ο οικισμός ως ένα ενιαίο σύνολο»˙ ένας επισκέπτης, μάλιστα, συγκρίνει το Δισπηλιό με το Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου, γνωρίζοντας προφανώς ότι και οι δυο απόπειρες σχετίζονται με τον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη. Σε κάθε περίπτωση, οι επισκέπτες γενικά δεν ενδιαφέρονται για τις εκθεσιακές μεθόδους και τεχνικές και κυρίως συζητούν το αποτέλεσμα που προσλαμβάνουν.

Επειδή δεν είχα ποτέ ακούσει για κουδουνίστρα ρώτησα τα παλιότερα μέλη της ομάδας και μου έδειξαν ένα κούφιο εσωτερικά πήλινο αντικείμενο που επειδή προφανώς έχει κάτι μέσα του κάνει έναν χαρακτηριστικό θόρυβο όταν κουνιέται· παρόλα αυτά κανείς δεν παραδέχτηκε ότι το αποκάλεσε επίσημα κουδουνίστρα.


142

Τρίτη Παρατήρηση: Επισκέπτες και Αρχαιολόγοι

Λίγα, σχετικά, σχόλια όταν αναφέρονται στους ανθρώπους που ευθύνονται για τα καλά αποτελέσματα τα οποία, όπως είπαμε, γενικότερα εξαίρονται, μιλούν συγκεκριμένα για τους αρχαιολόγους· ορισμένα από αυτά αναφέρονται συγκεκριμένα στον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη -συνήθως όταν πρόκειται για παλιούς φοιτητές του ή πολιτικούς υποστηρικτές του. Προβληματίστηκα αρκετά, προσπαθώντας να εξηγήσω γιατί κάποιοι επισκέπτες επαινούν τον καθηγητή Α. Κεραμόπουλλο, που όπως έχω ήδη αναφέρει, εντόπισε τον οικισμό το 1932. Ίσως τον συγχέουν με τη σημερινή αρχαιολογική ομάδα· μπορεί να τους παρασύρει το γεγονός ότι η φωτογραφία του βρίσκεται κρεμασμένη στην έκθεση ή μπορεί να πιστεύουν ότι η σημαντικότερη στιγμή μιας αρχαιολογικής προσπάθειας είναι η στιγμή της «ανακάλυψης του κρυμμένου θησαυρού». Όπως και να έχουν τα πράγματα, σχεδόν 350 σχόλια αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στους αρχαιολόγους. Έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς ακριβώς αντιλαμβάνονται οι επισκέπτες τη δουλειά των αρχαιολόγων: είναι εμφανές ότι η αρχαιολογία είναι ταυτισμένη με την Ανακάλυψη, ούτε καν την ανασκαφή, η οποία σπάνια αναφέρεται. Μόνο σε δύο σχόλια λέγεται: «έμαθα πώς γίνονται οι ανασκαφές» ή

«η ταπεινή και όχι τόσο καθαρή ενασχόληση με τη λάσπη και το χώμα φέρνετε στην επιφάνεια τα χνάρια της ιστορίας».

Σε μερικές περιπτώσεις η αρχαιολογία συνδέεται με την προστασία των αρχαιοτήτων ή την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρο-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ νομιάς. Η δουλειά στο εργαστήριο, η μελέτη και η ερμηνεία του αρχαιολογικού υλικού, όμως, απουσιάζουν εντελώς. Ανακάλυψα μόνο ένα σχόλιο που θα μπορούσε να σχετίζεται με αυτά τα θέματα: «είναι καταπληκτικό το πώς με ένα μικρό εργαλείο ανακαλύπτουμε και εξερευνούμε την ιστορία 7.500 χρόνων»

Το γεγονός αυτό δεν προκαλεί έκπληξη από τη στιγμή που αυτή είναι γενικά η αντίληψη των «απλών» ανθρώπων για την αρχαιολογία27· μια αντίληψη που πηγάζει από τις θησαυροθηρικές ανασκαφές του 19ου αιώνα και καθιερώθηκε στο πέρασμα των χρόνων από ό,τι προβάλλεται από τα εξω-αρχαιολογικά μέσα και καμιά φορά και από τους ίδιους τους αρχαιολόγους28. Στην περίπτωσή μας, ωστόσο, με προβληματίζει το γεγονός ότι η έκθεση είναι ακριβώς δίπλα στο αρχαιολογικό εργαστήριο και οι επισκέπτες πολύ συχνά, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, έχουν την ευκαιρία να δουν αποσπάσματά της πέρα από την «ανακάλυψη» δουλειάς. Η ευκαιρία αυτή, συνήθως εξάπτει την περιέργεια και προκαλεί πολλές και ποικίλες ερωτήσεις και σχόλια. Όμως, όταν έρχεται η ώρα των γραπτών σχολίων αυτή η εντύπωση περνάει σε δεύτερη μοίρα και η παγιωμένη από πριν, λίγο ως πολύ, μυθιστορηματική αντίληψη, είναι αυτή που επικρατεί. «είστε σαν τους κυνηγούς του χαμένου θησαυρού».

Η μόνη δουλειά στο εργαστήριο που ξε­ φεύγει από αυτόν τον κανόνα είναι συντήρηση, όπως φαίνεται σε μερικά σχόλια, κυρίως μικρών παιδιών. Το γλαφυρό, για παράδειγμα, «περισσότερο μου άρεσαν τα αγγεία με το Χανσαπλάστ»

Είναι γεγονός ότι η αρχαιολογία, ως πολυδιάστατη επιστημονική ενασχόληση, έχει κατά καιρούς προκαλέσει ποικίλες προσεγγίσεις σχετικά με τον ουσιαστικό χαρακτήρα και περιεχόμενό της, τη σχέση δουλειάς στο πεδίο και στο εργαστήριο, θέματα, που, φυσικά δεν απασχόλησαν ευρύτερες κοινωνικές ομάδες και δεν επηρέασαν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την αρχαιολογική δραστηριότητα το ευρύ κοινό ούτε τον τρόπο που αυτή παρουσιάζεται μέσα στο πλαίσιο των μουσειακών εκθέσεων (Χουρμουζιάδη 2006: 181 κ. εξ). 28 Για την εικόνα των αρχαιολόγων όπως αυτή προβάλλεται από τα μη αρχαιολογικά μέσα βλ. Russell (2002) και Holtorf (2007). 27


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ Είναι ενδεικτικό για την έντονη εντύπωση που προκαλεί σε πολλούς επισκέπτες ο μεγάλος αριθμός των κολλημένων οστράκων που συγκροτούν τα αποθηκευτικά σκεύη της έκθεσης. Πολύ συχνά οι επισκέπτες θίγουν τα χαρακτηριστικά τα οποία θεωρούν ότι θα πρέπει να έχει ένας αρχαιολόγος· ανάμεσά τους κυριαρχούν η «αγάπη», η «υπομονή» και το «μεράκι». Σε μικρότερο βαθμό συναντάμε τον «ζήλο», τον «ενθουσιασμό», την «επιμονή» κτλ. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως αναφορά σε επιστημονικές γνώσεις ή επαγγελματικές ικανότητες. Όταν οι επισκέπτες αναφέρονται στην ίδια τη δουλειά του αρχαιολόγου αυτή περιγράφεται ως «αγώνας», «μάχη», «μεγάλο έργο» και «δύσκολο καθήκον». Αυτό το γεγονός ενισχύει την εντύπωση ότι οι αρχαιολόγοι δεν αντιμετωπίζονται ως καθημερινοί εργαζόμενοι, αλλά ως ιδεολόγοι οι οποίοι, πάνω από όλα, επιδιώκουν ένα υψηλό στόχο και παρακινούνται από πνευματικά κίνητρα. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη που αρκετοί επισκέπτες εύχονται στην ομάδα «καλό κουράγιο» για να αντιμετωπίσει τα επόμενα βήματα. Από την άλλη πλευρά, η αρχαιολογική δουλειά μπορεί να είναι «πολύτιμη» και «σημαντική», αλλά, όλως περιέργως, πολύ σπάνια «ενδιαφέρουσα». Συνολικά, η αρχαιολογική δουλειά αποτελεί «προσφορά στη χώρα και στο λαό της»· κατά συνέπεια οι αρχαιολόγοι είναι «αφανείς ήρωες». Και, τελικά, οι επισκέπτες τους «χρειάζονται», τους «αγαπάνε» και τους «ζηλεύουν» επειδή «αγγίζουν την ιστορία» ή επειδή, όπως αναφέρεται σε ένα σχόλιο, «επειδή η δουλειά που κάνετε θέλει υπομονή θα έλεγα ότι είστε σαν το παλιό κρασί που ωριμάζει στο βαρέλι».

Αρκετά μικρά παιδιά αναφέρουν ότι όταν μεγαλώσουν θέλουν να γίνουν αρχαιολόγοι. Ωστόσο, είναι αρκετά ενδιαφέρον το ότι, όταν τα παιδιά γίνονται έφηβοι, χάνουν τον ενθουσιασμό τους για την αρχαιολογία, αν κρίνουμε από τα σχόλια των μαθητών γυμνασίου και κυρίως λυκείου, αλλά κυρίως

143

αν κρίνουμε από τη χαμηλή θέση που έχει το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας στις προτιμήσεις των υποψηφίων για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Αυτό μπορεί να οφείλεται και στις πολύ χαμηλές επαγγελματικές προοπτικές, γεγονός που επισημαίνεται από δυο τρία σχόλια: «Λυπάμαι πολύ που οι νέοι που έχουν σπουδάσει αρχαιολογία δουλεύουν ύστερα σε καφετέριες για να επιβιώσουν». Αυτό που είναι σαφές, διαβάζοντας όλα τα σχόλια του ΒΕ, είναι ότι είτε οι επισκέπτες μένουν ικανοποιημένοι με την επίσκεψη είτε όχι, κανείς δεν φαίνεται να αμφισβητεί την ερμηνεία των αρχαιολόγων. Δύο σχόλια μόνο έμμεσα αμφιβάλλουν για την ορθότητα της αφήγησης που παρουσιάζεται· το ένα υποστηρίζει ότι «Αν ξυπνούσαν κι εμφανίζονταν σήμερα θα τα γνώριζαν τα περισσότερα σκεύη αν και με διαφορετικό τρόπο»· και ένας άλλος αναρωτιέται: «άραγε όλα ήταν έτσι;»

Το τελευταίο σχόλια θυμίζει την πινακίδα με το ίδιο περιεχόμενο που είχαν τοποθετήσει στο Museum of London για να ταρακουνήσει τους επισκέπτες που είχαν στο μυαλό τους μια παθητική περιήγηση στις αίθουσες του μουσείου. Δεν ξέρω αν οι άνθρωποι του Museum of London έχουν αξιολογήσει το βαθμό στον οποίο η πινακίδα αυτή επηρέασε τη συμπεριφορά των επισκεπτών, αλλά βασισμένη στη δική μου εμπειρία της ελληνικής πραγματικότητας δεν μπορώ να αποφασίσω ποιο είναι το πιο δύσκολο: να πείσει κανείς τους αρχαιολόγους να μοιραστούν το αποκλειστικό δικαίωμά τους στην ερμηνεία των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος ή να πείσεις τους μη αρχαιολόγους να αξιοποιήσουν το μερίδιό τους στο δικαίωμα αυτό.

Τέταρτη Παρατήρηση: Η Ξενάγηση

Ένας εντυπωσιακός αριθμός επισκεπτών επαινούν τον ξεναγό. Πρέπει να εξηγήσω στο


144

σημείο αυτό ότι από τη στιγμή που η έκθεση του Δισπηλιού στεγάζεται στο ίδιο κτίριο με το αρχαιολογικό εργαστήριο, κανείς δεν μπορεί να την επισκεφθεί ασυνόδευτος για λόγους ασφαλείας. Έτσι, από τότε που άρχισε να λειτουργεί, οι επισκέπτες της είχαν την ευκαιρία πριν πραγματοποιήσουν την περιήγησή τους στα εκθέματα να ακούσουν ορισμένες εισαγωγικές πληροφορίες σχετικά με την ιστορία της ανασκαφής, τα ευρήματα και τα αρχαιολογικά συμπεράσματα· στη συνέχεια μπορούσαν να τριγυρίσουν μόνοι τους έχοντας πάντα τη δυνατότητα να ρωτήσουν ό,τι ήθελαν στον αρχαιολόγο που τους συνόδευε. Όταν τα μέλη της ομάδας έλειπαν από το Δισπηλιό, οι επισκέπτες συνοδεύονταν από έναν υπάλληλο του Δήμου του οποίου τα κύρια καθήκοντα ήταν το δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης του χωριού. Το 2002, η έκθεση υιοθετήθηκε επίσημα από το Υπουργείο Πολιτισμού και απέκτησε έναν μόνιμο φύλακα. Έτσι, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στα περισσότερα μουσεία, οι επισκέπτες του Δισπηλιού πάντα είχαν κάποιο δίπλα τους να τους οδηγεί μέσα στην έκθεση. Φαίνεται ότι η παρουσία αυτού του οδηγού παίζει έναν πολύ σπουδαίο ρόλο στην μουσειακή εμπειρία, όπως γίνεται καθαρό από έναν μεγάλο αριθμό σχολίων στο ΒΕ29. Το γεγονός επίσης επιβεβαιώνεται και σε άλλες περιπτώσεις μουσείων· μπορώ απλώς να αναφέρω εδώ τα αποτελέσματα σχετικής έρευνας επισκεπτών που έγινε από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης και παρουσιάστηκε φέτος, σύμφωνα με τα οποία η μεγάλη πλειονότητα των όσων ερωτήθηκαν τονίζει τη σημασία της ξενάγησης30.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ Στο ΒE μερικοί επισκέπτες απλώς ευχαριστούν τον ξεναγό, αλλά ένας μεγάλος αριθμός κάνει πιο εκτεταμένα σχόλια αναφέροντας το όνομά του και επαινώντας την «συμπεριφορά» του, την «προθυμία», την «ευγένεια» και το «ζήλο». Είναι αξιοσημείωτο ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για την εκπαίδευσή του και για τις ειδικές για το χώρο γνώσεις του31, μερικοί μάλιστα το δηλώνουν κατηγορηματικά: «η προθυμία και η προσήνεια είναι πιο σημαντικά για ένα φύλακα από τη γνώση του αντικειμένου»32.

Αυτός είναι προφανώς ο λόγος που συναντούμε σχόλια τα οποία συγχαίρουν θερμά τόσο τον Παντελή, τον υδραυλικό του Δήμου, όσο και τους διδάκτορες αρχαιολογίας της ομάδας. Ωστόσο, τα πιο ενθουσιώδη σχόλια αφορούν τον μόνιμο φύλακα των τελευταίων χρόνων: «εξαιρετική, του αξίζει προαγωγή και διπλός μισθός» ή «είσαι η συνέχεια της πολιτιστικής Ελλάδας!».

Αυτό το γεγονός δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί από τα μέλη της ομάδας επειδή ο συγκεκριμένος φύλακας, όταν προσελήφθη, αφού άκουσε προσεκτικά την ιστορία που είχαν να του πουν οι αρχαιολόγοι, σχημάτισε τη δική του εκδοχή προσαρμόζοντας τις πληροφορίες στο δικό του λεξιλόγιο, προσθέτοντας μερικές υποθετικές λεπτομέρειες, τονίζοντας ό,τι του φαινόταν περισσότερο σημαντικό και, τελικά, προσθέτοντας στο σύνολο μια πινελιά εθνικιστικής περηφάνιας. Τελικά, συνειδητοποίησε ότι το να

Για το ρόλο των ξεναγών στα μουσεία δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα, αλλά υπάρχει μια σχετική συζήτηση για το ρόλο τους στο πλαίσιο των τουριστικών περιηγήσεων. Βλ. Salazar 2005; Holloway 1981. 30 Σύμφωνα με την έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε τυχαίο δείγμα κατοίκων της Θεσσαλονίκης (3700 ερωτηματολόγια από τα οποία απαντήθηκαν τα 1050) το 71% θεώρησε πολύ σημαντική την ύπαρξη ξεναγών κατά την επίσκεψη στο Μουσείο (Σολομών et al. υ. έκ.). Πέρα από αυτή την έρευνα ενδιαφέροντα στοιχεία προκύπτουν από την αξιολόγηση των οργανωμένων ξεναγήσεων που πραγματοποιούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Ορισμένα πρώτα συμπεράσματα αυτής παρουσιάστηκαν, επίσης, στο ΑΕΜΘ 2008 (Αδάμ-Βελένη & Γεωργάκη υ. έκ.). 31 Ενδιαφέρουσα έρευνα των Ryan & Dewar (1995) δείχνει ότι η επικοινωνιακή αποτελεσματικότητα το ξεναγού είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο και φυσικά δεν εξαρτάται μόνο από τις ειδικές γνώσεις του. 32 Βλ. όπως παραπάνω στο Rijksmuseum, Temme, Sas & Derks (1986). 29


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

ξεναγεί τους επισκέπτες στην έκθεση ήταν ό,τι του άρεσε περισσότερο στη δουλειά του και επικεντρώθηκε σε αυτό με περισσό και σχεδόν ψυχωτικό ζήλο. Το πάθος του ανταμείβεται γενναιόδωρα από τους επισκέπτες, και το αποτέλεσμα είναι ότι τα μέλη της αρχαιολογικής ομάδας αισθάνονται ανίκανα να εντάξουν την έκθεση σε κάποια επεξεργασμένη αρχαιολογική αφήγηση ή σε κάποια προαποφασισμένη επικοινωνιακή πολιτική. Η σημασία του ξεναγού έχει αναγνωριστεί ήδη από το Grand Tour του 17ου και 18ου αιώνων, όπου έπαιζε τον διττό ρόλο του οδηγού και του μέντορα33. Σε τελευταία ανάλυση, κανείς δε επισκέπτεται ένα χώρο χωρίς να αναζητά κάποιου είδους ξενάγηση επειδή είμαστε, όπως φαίνεται, συνηθισμένοι να μας καθοδηγούν· ας σκεφτούμε τις πολυάριθμες εκπομπές στην τηλεόραση όπου γνωστοί παρουσιαστές ή διασημότητες κάθε είδους μας ξεναγούν σε εξωτικά τοπία, σε παραδοσιακές κουζίνες ή σε ιδιωτικά σπίτια. Δεν είναι μόνο θέμα ότι χρειαζόμαστε κάποιες πρακτικές λεπτομέρειες και πληροφορίες για να προσεγγίσουμε -μεταφορικά και κυριολεκτικά- το χώρο που αξίζει να επισκεφθούμε· ο MacCannell (1976: 44-5) υπο33 34

145

στηρίζει ότι οι τοποθεσίες μετατρέπονται σε ιερά αξιοθέατα μέσα από μια διαδικασία την οποία ονομάζει «καθαγιασμό της τοποθεσίας»34. Ο MacCannell μιλά γενικά και λαμβάνει υπόψη του πολιτικές και υποδομές, αλλά εντυπωσιάστηκα όταν συνειδητοποίησα ότι ο δικός μας φύλακας, ενστικτωδώς και σχολαστικά ακολουθεί ένα ένα τα βήματα μιας τελετουργίας που έχει οργανώσει και που οδηγεί στον καθαγιασμό του χώρου και προφανώς στην ικανοποίηση των αναγκών των επισκεπτών. Πριν ξεκινήσει την ξενάγηση «ορίζει» το χώρο όπου θα δώσει την παράστασή του: κλείνει την πόρτα που συνδέει την έκθεση με το αρχαιολογικό εργαστήριο (στην αρχή νόμιζα ότι αυτό γίνεται για να μην ενοχλούνται οι αρχαιολόγοι που δουλεύουν ή για να μην ακούγεται από το εργαστήριο την ώρα που κάνει την ξενάγηση, αλλά μια τέτοια ερμηνεία δεν εξηγεί το γιατί μόλις φύγουν οι επισκέπτες ανοίγει πάλι την πόρτα, -αφού η έκθεση έχει τη δική της ανεξάρτητη είσοδο και θα μπορούσε, κάλλιστα, η ενδιάμεση πόρτα να παραμένει πάντα κλειστή-. Τώρα πιστεύω ότι ανοίγει την πόρτα μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να την ξανακλείσει με έμφαση στο επόμενο

Βλ. σχετικά τη σύντομη ιστορία που δίνει στο άρθρο του ο E. Cohen (1985). Τη διαδικασία της «καθαγίασης» ενός τόπου από την ξενάγηση που γίνεται στο πλαίσιο μιας τουριστικής περιήγησης αναλύουν οι Fine &. Speer (1985).


146

γκρουπ επισκεπτών). Αυτή η κλειστή πόρτα δεν μου επέτρεψε να παρακολουθήσω ποτέ ολόκληρη την παράσταση, αλλά έχω ακούσει, μπαινοβγαίνοντας κατά καιρούς, τα βασικά της κομμάτια35. Στη συνέχεια ο φύλακας «ονομάζει» τα αρχαιολογικά ευρήματα που πρόκειται οι επισκέπτες να δουν, διαλέγοντας προσεκτικά τα κατάλληλα υπερθετικά επιθέτων επειδή οι επισκέπτες θα πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό το αντικείμενο είναι το «παλαιότερο», εκείνο είναι το «πρώτο» και ούτω καθεξής. Η χρήση επιστημονικής ορολογίας περιορίζεται στο βαθμό που είναι απαραίτητο ώστε να δοθεί στους επισκέπτες η αίσθηση της επιστημονικής γνώσης, χωρίς από την άλλη πλευρά να παρεμποδίζει την κατανόηση των όσων λέγονται. Με τον τρόπο αυτό η αντικειμενική πραγματικότητα των μη εντυπωσιακών και ενδεχομένως άσχημων νεολιθικών θραυσμάτων μετατρέπεται στην υποκειμενική πραγματικότητα ενός «ιερού» με ιστορική σημασία.

Έχω υποστηρίξει αλλού ότι σε ένα μουσείο αναπτύσσεται μια επικοινωνιακή σχέση ανάμεσα στα «αρχαία πράγματα», τους «επισκέπτες» και τους «αρχαιολόγους» (Χουρμουζιάδη 2006). Στην περίπτωση του Δισπηλιού, τουλάχιστον, η παρουσία του ξεναγού είναι τόσο ισχυρή που ο τρίτος παράγοντας της επικοινωνιακής σχέσης δεν είναι οι αρχαιολόγοι αλλά ο ξεναγός. Ωστόσο, εξακολουθώ να μην μπορώ να αποφασίσω εάν η ικανοποίηση των επισκεπτών, όπως αυτή καταγράφεται στο ΒΕ, θα πρέπει να πιστωθεί, κυρίως, στον ιδιότυπο χαρακτήρα και την παράσταση του φύλακα ή στην εγγενή ανάγκη των επισκεπτών να στηριχθούν σε

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ έναν ξεναγό όταν βρίσκονται σε μια μουσειακή έκθεση. Είναι, επιπλέον, ενδιαφέρον το γεγονός ότι, αν και οι επισκέπτες αναζητούν την καθοδήγηση, αρνούνται συνήθως να διαβάσουν, πέρα από τις πρώτες λέξεις, τα επεξηγηματικά κείμενα των μουσείων36. Προφανώς, αυτό που έχουν ανάγκη είναι η αίσθηση της καθοδήγησης και όχι οι πληροφορίες οι ίδιες.

Πέμπτη Παρατήρηση: Ο Εκπαιδευτικός Ρόλος

Αν και θεωρείται ότι τα μουσεία παίζουν, κυρίως, έναν εκπαιδευτικό ρόλο, μόνο σε ένα σχόλιο ο χώρος χαρακτηρίζεται «εκπαιδευτικός». Παρόλα αυτά, περίπου 150 επισκέπτες πιστεύουν ότι η επίσκεψή τους στο Δισπηλιό τούς βοήθησε να μάθουν πολλά πράγματα σχετικά με το παρελθόν γενικά και την προϊστορία ειδικότερα. Πρέπει να ομολογήσω ότι το περίμενα αυτό επειδή η γενικά αποδεκτή ιδέα που προωθείται -από τους ορισμούς του ICOM και της ελληνικής νομοθεσίας μέχρι τα άρθρα των εφημερίδων- είναι ότι το βασικό καθήκον των μουσείων μετά την προστασία των υλικών καταλοίπων του παρελθόντος είναι να εκπαιδεύσουν την κοινωνία. Αν και τα τελευταία τριάντα χρόνια χιλιάδες σελίδες έχουν γραφεί για τον εκπαιδευτικό ρόλο των μουσείων και ακόμη και αν αρκετά σχετικά θέματα -ιδιαίτερα σχετικά με τα αρχαιολογικά μουσεία- παραμένουν ανοικτά, το κοινό φαίνεται πως είναι έτοιμο να αποδεχτεί ότι σε ένα μουσείο κανείς πρέπει οπωσδήποτε κάτι να μάθει για την ιστορία. Στο ΒΕ του Δισπηλιού αυτή η ασαφής και θολή αντίληψη για τη γνώση συνδυάζεται

Αρκετές φορές αποφάσισα να μαγνητοφωνήσω τα όσα λέει ο φύλακάς μας στην ξενάγησή του, επειδή ήθελα να τα αντιπαραβάλω με αυτά που καταγράφουν οι επισκέπτες. Το πρόβλημα είναι ότι αν του ζητήσω την άδεια πιθανότατα θα καταγράψω μια ξενάγηση σημαντικά διαφορετική από την «πραγματική». Μια κρυφή μαγνητοφώνηση, από την άλλη πλευρά, θέτει ζητήματα ηθικής και δεοντολογίας. Έτσι προς το παρόν αρκούμαι στις σημειώσεις μου. 36 Υπενθυμίζω, απλώς, τη συζήτηση για τα κείμενα των μουσείων, τον πληροφοριακό τους ρόλο, την επικοινωνιακή τους αποτελεσματικότητα και τον τρόπο που τα αντιμετωπίζουν οι επισκέπτες. Ο πλούσιος προβληματισμός που έχει αναπτυχθεί, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, δείχνει ακριβώς ότι οι επισκέπτες δεν είναι τόσο πρόθυμοι να αναζητήσουν τις πληροφορίες που προσφέρονται σε ένα μουσείο αν αυτές δεν προσφέρονται με έναν πολύ καλά μελετημένο τρόπο. 35


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ με ορισμένες φιλοσοφικές σκέψεις σχετικά με τη σχέση μας με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον: «Ένα έθνος που αγνοεί την ιστορία του είναι καταδικασμένο σε εξαφάνιση»

«Οι σύγχρονοι Έλληνες πρέπει να μάθουν από τους προγόνους τους» «Συγχαρητήρια γιατί βοηθάτε τους νέους να μάθουν» Διαβάζοντας αυτά τα στερεότυπα ένοιωσα την έντονη επιθυμία να σταματήσω τους συγγραφείς των σχολίων και να τούς ρωτήσω για ποιον ακριβώς λόγο πιστεύουν ότι οι κατασκευαστικές λεπτομέρειες μιας καλύβας από αχυροπηλό και pise μπορούν να βοηθήσουν τους σύγχρονους Έλληνες να αντιμετωπίσουν την αλματώδη άνοδο της τιμής του πετρελαίου, ή τι τούς κάνει να πιστεύουν ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία επισκέπτες γνωρίζουν ήδη αυτά που πρέπει να μάθουν οι νέοι στο Δισπηλιό –μήπως γιατί λόγω της ηλικίας τους αισθάνονται πλησιέστερα στη νεολιθική περίοδο; Αντίθετα, ορισμένα άλλα σχόλια είναι πιο διαφωτιστικά για τις εκπαιδευτικές αρετές του χώρου του Δισπηλιού. Ένα μικρό κορίτσι γράφει: «Όταν άκουσα ότι θα πηγαίναμε στο Δισπηλιό τρελάθηκα! Τα είχαμε κάνει και στο βιβλίο γιατί πηγαίνω Γ’ Δημοτικού», ένα άλλο προσθέτει:

«Ήξερα κάτι από σχολείο, αλλά τώρα…» Και ένα τρίτο καταλήγει

«Είχαμε διαβάσει για αυτά τα πράγματα στα σχολικά βιβλία μας αλλά δεν είχαμε καταλάβει τίποτε. Εδώ συνειδητοποιούμε γιατί πρόκειται και έχουμε γοητευθεί» Από αυτά τα σχόλια είναι, πιστεύω, εμφανές ότι το εγκύκλιο πρόγραμμα των σχολείων δίνει ορισμένες πληροφορίες για τη νεολιθική περίοδο οι οποίες προφανώς δεν μπορούν να αφομοιωθούν· αυτά που βλέ-

37

Βλ. και σημείωση 25.

147

πουν στο Δισπηλιό κατά κάποιο τρόπο αντικειμενοποιούν αυτέ τις ασαφείς περιγραφές των εγχειριδίων37. Η έντονη εντύπωση που προκαλεί ο χώρος και η δυνατότητά του να εμπλουτίσει τη σχολική προσπάθεια υπογραμμίζεται και σε μερικά σχόλια δασκάλων: «να κλείσουν τα σχολεία τέτοια που είναι και οι μαθητές να μαθαίνουν σε ανάλογες προσπάθειες»

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι και το παρακάτω σχόλιο ενός δασκάλου της περιοχής που γράφει: «Μας αρέσει τόσο πολύ να ερχόμαστε εδώ, που θα θέλαμε να λειτουργήσει και μια κατασκήνωση, όπου να μπορούμε να μένουμε να κοιμόμαστε, να περνάμε κάποιες μέρες στις καλύβες, να ζούμε όπως εκείνα τα παιδιά και να καταλάβουμε καλύτερα όσα μαθαίνουμε μέσα από μαθήματα για την εποχή εκείνη»

Θα υποστήριζα με όλη μου την καρδιά μια παρόμοια πρόταση και είμαι βέβαιη ότι το Δισπηλιό μπορεί να προσφέρει πολλές ευκαιρίες για την οργάνωση εναλλακτικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Ωστόσο, εκτός από τις δυνατότητες για οργανωμένα προγράμματα στο μέλλον, ορισμένα από τα σχόλια του ΒΕ μας δίνουν μια καλύτερη ιδέα σχετικά με την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα της επίσκεψης όπως γίνεται τώρα. Περισσότεροι από 100 επισκέπτες μιλούν για τις «παλαιολιθικές» αρχαιότητες και συνάντησα εκφράσεις όπως «απολιθωμένοι πάσσαλοι», «εκατομμύρια χρόνια». Πρόκειται άραγε για ελλιπή κατανόηση, για λανθασμένη επιλογή λέξεων ή μήπως, για μια ακόμη φορά, έχουμε να κάνουμε με τα γνωστά στερεότυπα που η κοινή χρήση της αρχαιολογίας έχει εμφυτεύσει στο μυαλό των επισκεπτών και μια μόνο σύντομη επίσκεψη δεν μπορεί τελικά να ανατρέψει; Πώς μπορούμε να κατανοήσουμε την, κατά τα άλλα παράλογη, έκφραση «σπηλιές μέσα στη λίμνη» αν δε λάβουμε υπόψη μας ότι για τον


148

μέσο επισκέπτη προϊστορία σημαίνει κατοίκηση σε σπηλιές38; Άρα φοβούμαι ότι τα σχόλια αυτά δεν είναι το αποτέλεσμα μιας μη καλά αφομοιωμένης ορολογίας, αλλά ενός σημαντικού επικοινωνιακού χάσματος. Σε αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνομαι και τον επισκέπτη που ανακάλυψε στο Δισπηλιό την αλήθεια που ο ίδιος έψαχνε και γράφει: «Μοναδική εμπειρία και επικύρωση των Αγίων Γραφών σε σχέση με την χρονολογία γέννησης των ανθρώπων».

Πολλοί επισκέπτες πιστεύουν ότι συνειδητοποίησαν ότι οι έρευνες στο Δισπηλιό αποκαλύπτουν και υποστηρίζουν επιστημονικά κάποιες ιστορικές αλήθειες οι οποίες σήμερα διώκονται από κάποια σκοτεινά κέντρα -τα οποία κατά κανόνα δεν κατονομάζονται από τους επισκέπτες-. Ο μεγαλύτερος αριθμός παρόμοιων σχολίων δεν προσδιορίζει για ποια αλήθεια γίνεται λόγος· τα υπόλοιπα συνήθως μοιάζουν με τα παρακάτω: «Τρανή απόδειξη για την κατάρρευση του ινδοευρωπαϊκού μύθου», «Ευτυχώς οι γραικοί ταγοί χάνουν το παιχνίδι από τα ευρήματα της ελληνικής γης», «Άριστη η εργασία των αρχαιολόγων και αξία παντός επαίνου η προσπάθεια που γίνεται, ώστε να αποδειχθεί, το ήδη σίγουρον, ότι οι Έλληνες είμεθα γηγενείς και αυτόχθονες με αποτέλεσμα να καταρριφθούν οι μύθοι περί “καθόδων” από τον “άγνωστο” Βορρά και επίσης ότι η γραφή είναι πνευματικό προϊόν της φυλής μας και όχι υποθετικά δάνεια από οπουδήποτε αλλού». Είναι γεγονός ότι σήμερα αμφισβητούνται έντονα οι θεωρίες που υποστηρίζουν ότι ο πολιτισμός μεταφέρεται στις πλάτες των εισβολέων και εμφυτεύεται στις περιοχές που αυτές οι ισχυρές φυλές κατακτούν. Παρόλα αυτά δε νομίζω ότι οι επισκέπτες 38

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ του Δισπηλιού αξιολογούν το χώρο μέσα από το πρίσμα μιας επεξεργασμένης πολιτισμικής θεωρίας· το πιθανότερο είναι ότι κάνουν πολύ πιο απλούς συσχετισμούς, όπως ότι στο Δισπηλιό οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν έναν ελληνικό (;!) οικισμό του 5.500 π.Χ., άρα ο ελληνικός πολιτισμός δεν εισήχθη από τα ινδοευρωπαϊκά φύλα που ήρθαν από τον Βορρά μερικές χιλιάδες χρόνια αργότερα. Έτσι, το βασικό σημείο εδώ είναι το ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι αυτόχθων και ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα παρουσιάζεται ομοιογενής και σαφώς συγκροτημένη εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, όπως ρητά αναφέρουν ορισμένοι επισκέπτες: «οι αυτόχθονες Έλληνες της Χερσονήσου αποκαλύπτονται σιγά-σιγά» ή «να αποδειχθεί ότι η Ελλάδα χρονολογείται πολύ πριν το 2000 π.Χ.».

Και επειδή η Ελλάδα και ο πολιτισμός της απειλούνται συνεχώς:

«Κουράγιο κ. Χουρμουζιάδη για απορρίψεις τις θεωρίες των ανθελλήνων περί ινδοευρωπαίων και μη αυτοχθονίας των Ελλήνων. Γεώργιος Γρηγορομιχελάκης ΕΛΛΗΝ» ή ακόμη «Με την παρούσα ανακάλυψη επιβεβαιώνεται το γηγενές του τοπικού ελληνικού πληθυσμού. Το ΚΑΣ ας αφήσει ελεύθερους τους ερευνητάς και μελετητάς χωρίς τον ασφυκτικό κλοιό των εβραιόπληκτων αφεντικών».

Ορισμένοι επισκέπτες υποπτεύονται ότι ακόμη και τα μέλη της αρχαιολογικής ομάδας του Δισπηλιού μπορεί να υποστηρίζουν κρυφά αυτή την ξένη συνομωσία, όπως φαίνεται από τα σχόλιά τους. Ορισμένοι επισκέπτες διαμαρτύρονται επειδή ορισμένα ιστορικά δεδομένα δεν παρουσιάζονται, μεταξύ των οποίων σημαντικότερη θέση έχει η «επιγραφή» που αποδεικνύει ότι «η γραφή, ανάμεσα σε πολλά άλλα, ήταν μια ελληνική

Για αρκετά χρόνια στο πλαίσιο μαθημάτων που έκανα σε ενηλίκους με αντικείμενο «Εισαγωγή στον πολιτισμό» συνήθιζα, στο τέλος του σεμιναρίου να δίνω στους μαθητές ένα μικρό τεστ, όπου μεταξύ άλλων τους ζητούσα να γράψουν δίπλα στη λέξη προϊστορία πέντε λέξεις που τους έρχονται πρώτες στο μυαλό. Με ποσοστά από 70%-85% των ερωτηθέντων επέλεγε τις λέξεις «σπήλαιο», «ρόπαλο» και ένα 40% περίπου «δεινόσαυροι». Αν και είμαι διατεθειμένη να αποδεχτώ ότι αυτές οι απαντήσεις αντικατοπτρίζουν την αποτυχία μου να τους δώσω να καταλάβουν, πιστεύω παρόλα αυτά ότι η ευθύνη δεν είναι αποκλειστικά δική μου.


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ εφεύρεση» και καταρρίπτει το μύθο που την αποδίδει στους Φοίνικες. Αυτό το κομμάτι ξύλου με τα οργανωμένα γραμμικά χαράγματα, έχει συζητηθεί και «ερμηνευθεί» επανειλημμένα από παρα-αρχαιολογικά μέσα και έχει αξιοποιηθεί στις αντιδικίες ανάμεσα εθνικιστικές ομάδες της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ. Μια πρόχειρη έρευνα στο διαδίκτυο μπορεί να μας δώσει πολλές «αποδείξεις» ότι οι εγχαράξεις του Δισπηλιού μοιάζουν πολύ με τη Γραμμική Α και ότι ανάμεσά τους υπάρχουν γράμματα του Ιωνικού αλφαβήτου, ότι αποτελεί το αρχαιότερο γραπτό κείμενο στον κόσμο, ότι αποτελεί τον αρχαιότερο ευρωπαϊκό νομικό κείμενο, ότι μιλάει για την Καστοριά και τη Μακεδονία και φυσικά ότι η Ελλάδα είναι το λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού.

εκτη Παρατήρηση: Εθνικ(ιστικ)ή Υπερηφάνεια

Πριν από την έρευνα αυτή, όταν κατά καιρούς εγώ ή κάποιο από τα μέλη της ομάδας φυλλομετρούσαμε το ΒΕ, μέναμε με την εντύπωση ότι ένας μεγάλος αριθμός σχολίων εκφράζει την εθνική περηφάνια των επισκεπτών. Η συστηματική όμως προσέγγιση έδειξε, προς μεγάλη μου έκπληξη, ότι οι αριθμοί δεν υποστηρίζουν την εντύπωση αυτή. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα 5% περίπου των σχολίων έχουν ένα άμεσα εθνικιστικό περιεχόμενο, το οποίο βέβαια εκφράζεται με πολύ έντονο τρόπο. Τα πιο χαρακτηριστικά τονίζουν την παλαιότητα του ελληνικού πολιτισμού σε σύγκριση με όλους τους άλλους:

«Α, ρε αθάνατε Έλληνα από το 40.000 δίνεις τα φώτα σου στον κόσμο»

«Η ανθρωπότητα πρέπει να ευγνωμονεί τη μικρή σε έκταση αλλά απείρως μεγάλη πατρίδα μας για την προσφορά της στην ανθρωπότητα» Και ακόμη:

«Η ελληνική φυλή είναι ό,τι καλύτερο γέννησε η ανθρωπότητα και έδωσε περισσότερα οφέλη σε όλο τον κόσμο»

149

«Για να μάθει ο κόσμος τι θαυμαστά έργα κάναμε, πόσο είχε προχωρήσει ο πολιτισμός στην Ελλάδα όταν οι άλλοι είχαν ουρές» και «Στην πατρίδα υπήρχαν άνθρωποι πολιτισμένοι όταν πουθενά αλλού δεν υπήρχε ζωή. Γιατί λοιπόν και όταν πάλι από αλλού θα έχει εξαφανιστεί η ζωή να μην υπάρχει ακόμη πολιτισμός στην Ελλάδα;». Σχόλια όπως:

«να μάθει η Ευρώπη τι θα πει Ελλάδα», «έχουμε τον αρχαιότερο πολιτισμό της Ευρώπης», «αν συνεχίσετε έτσι τους ευρωπαίους θα τους φάμε λάχανο», δείχνουν ότι παρά τα 25 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής ταυτότητας που επίσημα προωθείται, υπάρχουν ακόμη πολλοί Έλληνες που αισθάνονται ότι απειλούνται από την πολιτισμική ομογενοποίηση και θέλουν να διασφαλίσουν την πολιτισμική τους ανωτερότητα ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη μέλη. Το ύφος, το πνεύμα και τα αντι-ιστορικά επιχειρήματα αυτών των σχολίων θέτουν σε δοκιμασία την υπομονή των μελών της αρχαιολογικής ομάδας του Δισπηλιού και, αρκετές φορές, προκαλούν την οργή, το γέλιο ή την απελπισία τους επειδή συνειδητοποιούν ότι ορισμένοι επισκέπτες δεν νοιάζονται στην πραγματικότητα για τα όσα οι αρχαιολόγοι προτείνουν ούτε για κάποιες αδιαμφισβήτητες επιστημονικές αποδείξεις· φθάνουν στο Δισπηλιό με μια θεωρία στο μυαλό τους και στο τέλος φεύγουν ικανοποιημένοι επειδή πιστεύουν ότι η θεωρία τους επαληθεύτηκε από τα όσα είδαν. Ευτυχώς, λοιπόν, που τα σχόλια αυτά αν και εντυπωσιακά είναι πολύ περιορισμένα σε αριθμό. Αυτό που επίσης είναι ενδιαφέρον, όσον αφορά το πνεύμα αυτών των σχολίων, είναι ότι στην ελληνική πραγματικότητα, κατά κανόνα, η Προϊστορία και ειδικότερα οι νεολιθικές αρχαιότητες δεν συμπεριλαμβάνονται στα επιχειρήματα της εθνικιστικής


150

αφήγησης, η οποία κατά κανόνα εστιάζεται στην κλασική αρχαιότητα. Νεολιθικές θέσεις, γνωστές από την αρχή του 20ου αιώνα, όπως το Διμήνι και το Σέσκλο, -το δεύτερο μάλιστα είναι και παλαιότερο από το Δισπηλιό- δεν έχουν, από όσο ξέρω τουλάχιστον, προκαλέσει ανάλογες παρα-αρχαιολογικές συζητήσεις και δεν έχουν τροφοδοτήσει εθνικιστικές εξάρσεις. Υποθέτω ότι η διαφορά στην περίπτωση του Δισπηλιού οφείλεται, αφενός, στην εύρεση της περίφημης «πινακίδας» και, αφετέρου, στη συνεχιζόμενη διαμάχη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ωστόσο, ένας μεγάλος αριθμός σχολίων υποστηρίζει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια εθνικιστική προσέγγιση με έναν έμμεσο τρόπο: την επιλογή των λέξεων, τη χρήση κεφαλαίων γραμμάτων σε συγκεκριμένα σημεία, ακόμη και τα σημεία στίξης. Και, φυσικά, υπάρχουν μερικά πολύ απλά και άμεσα κείμενα που χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις και υπονοούμενα δηλώνουν «είμαι περήφανος». Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι αυτή η απλή εθνική περηφάνια μπορεί να εκφράζεται από ανθρώπους με πολύ διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις: τα μέλη της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη -μια οργάνωση που υποστηρίζεται κυρίως από το ΚΚΕ-, αλλά και τα μέλη του συλλόγου Αποστράτων Αξιωματικών που δεν φημίζονται για τις ιδιαίτερα προοδευτικές τους απόψεις. Τέλος, θα πρέπει να αναφέρω μια άλλη ενδιαφέρουσα ομάδα, τους επισκέπτες που κατάγονται από το Δισπηλιό ή την Καστοριά και οι οποίοι εκφράζουν την περηφάνια τους για την ιστορία της ιδιαίτερης πατρίδας και τα επιτεύγματα των δικών τους προγόνων. «είμαι περήφανη γιατί έχουμε τον ωραιότερο λιμναίο οικισμό στον κόσμο!» Πολλοί ανάμεσά τους είναι μετανάστες που τώρα ζουν στο εξωτερικό:

«η δουλειά σας μας στηρίζει ηθικά όσο είμαστε τόσο μακριά από την πατρίδα». Αυτός ο συναισθηματικός χαρακτήρας

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ των σχολίων δεν νομίζω ότι έχει άμεση σχέση με οποιουδήποτε είδους εθνικιστικές εξάρσεις. Μάλλον εκφράζει μια ζεστασιά και οικειότητα με ένα παρελθόν που, αν και είναι πολύ μακρινό, μοιάζει ιδιαίτερα οικείο. Την ίδια αίσθηση δημιουργούν και τα σχόλια επισκεπτών από άλλες περιοχές με ανάλογες αρχαιότητες: «Εμείς οι μαθητές και το εκπαιδευτικό προσωπικό του ΔΣ της Νέας & Παλαιάς Λυκόγιαννης Νέας Νικομήδειας, επειδή έχουμε στο μέρος μας οικισμό της ίδιας εποχής, επειδή πιστεύουμε ότι θα υπήρχαν επαφές των κατοίκων μας του οικισμού μας με το δικό σας και μέσα από αυτές τις διαδικασίες θα είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερες σχέσεις, αισθανόμαστε σήμερα με την επίσκεψή μας στον οικισμό σας πολύ όμορφα και οικεία. Σας ευχαριστούμε πολύ για τον εμπλουτισμό των γνώσεών μας με κάτι το διαφορετικό αυτό του Λιμναίου οικισμού που είναι μοναδικός»,

«Ζούμε σε μια περιοχή κοντά στην παλιά λίμνη Κάρλα. Υπάρχει και εκεί λιμναίος οικισμός που δεν έχει όμως σχέση με αυτόν γιατί δεν είναι προς το παρόν στημένος στο φυσικό του χώρο».

εβδομη Παρατήρηση: Το Μέλλον Ένας μεγάλος αριθμός σχολίων (περίπου 20%) αναφέρεται σε μελλοντικά βήματα. Αυτό εκφράζεται κατά κανόνα από γενικές ευχές για τη συνέχιση της «προσπάθειας». Για ακόμη μια φορά δεν είναι σαφές τι ακριβώς εύχονται να συνεχίσει. Δεν έχω στοιχεία για το αν αυτού του είδους η ευχή εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα και στα ΒΕ άλλων μουσείων, ίσως όμως η στενή γειτνίαση της έκθεσης με τον χώρο όπου κανείς μπορεί να δει το αρχαιολογικό έργο σε εξέλιξη δίνει στους επισκέπτες την εντύπωση ότι το πρόγραμμα δεν έχει ακόμη τελειώσει˙ κάτι που είναι αλήθεια στην περίπτωση του Δισπηλιού, αλλά νομίζω και σε όλα σχεδόν τα αρχαιολογικά έργα. Το ερώτημα είναι το πώς οι επισκέπτες φαντάζονται το τέλος του


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ έργου· πιστεύουν ότι συμπίπτει με το τέλος της χρηματοδότησης (όπως γίνεται στην πραγματικότητα) ή μήπως το τέλος έρχεται όταν η ιστορία ολοκληρωθεί, όταν, τελικά, το μυστήριο λυθεί; Παρατήρησα επίσης μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στις ευχές για τη συνέχιση και τα σχόλια που επιτατικά γράφουν «συνεχίστε!». Ορισμένοι επισκέπτες δικαιολογούν τη συνέχεια των προσπαθειών επισημαίνοντας τις ατέλειες της έκθεσης έχοντας, πιθανόν, στο μυαλό τους και κάποια από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αρχαιολόγοι (συνήθως τα μέλη της ομάδας όταν μιλούν με τους επισκέπτες διαμαρτύρονται για τα οικονομικά, κυρίως, προβλήματα που αντιμετωπίζουν από το 1992). Μια άλλη ομάδα επισκεπτών, αντίθετα, χρησιμοποιεί τελείως διαφορετικά επιχειρήματα: συνεχίστε επειδή «θέλουμε να μάθουμε», «πρέπει να αναδείξετε την πολιτιστική μας κληρονομιά», «πρέπει να ανακαλύψετε» ή ακόμη «επειδή το έχουμε ανάγκη», «για χάρη της ιστορίας», «του πολιτισμού», «της ανθρωπότητας». Για μια ακόμη φορά αναδύονται οι υψηλοί στόχοι και η εθνική αποστολή της αρχαιολογίας. Ένας μικρός αριθμός σχολίων συσχετίζει το μέλλον με συγκεκριμένες κατασκευαστικές παρεμβάσεις: την ανάγκη ενός μεγαλύτερου μουσείου για την καλύτερη έκθεση των ευρημάτων. Έχοντας να κάνουμε με Έλληνες είναι άξιο απορίας το πόσο μικρός αριθμός σχολίων αναφέρεται στις Τοπικές Αρχές, στην Πολιτεία, στην Κυβέρνηση. Παρόλα αυτά, όποτε κάποιος αναφέρεται στις αρχές είναι για να επισημάνει την ολιγωρία τους, την αδιαφορία, την απουσία ή την ελλιπή τους υποστήριξη. Μπορώ να αναφέρω χαρακτηριστικά το σχόλιο ενός σεβαστού ηγέτη της ελληνικής αριστεράς: «Έψαξα στις σελίδες αυτού του Βιβλίου για το χαιρετισμό του Υπουργού Πολιτισμού, αλλά δεν τον βρήκα».

Πράγματι, μετά από μερικούς μήνες επισκέφθηκε το χώρο ο Υπουργός Μακεδονίας 39

151

και Θράκης και άφησε το χαιρετισμό του στο ΒΕ:

«Χαιρετώ την εξουσία του νερού, στη δημοκρατία των λιμνών, στη Μακεδονία, στα Βαλκάνια»· Ένα κείμενο το οποίο δε θα σχολιάσω περαιτέρω επειδή απλούστατα δεν καταλαβαίνω το περιεχόμενό του. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αυτή η δήλωση απέχει πολύ από τις σαφείς και ρητές δηλώσεις έμπρακτης υποστήριξης που θα περίμεναν τα μέλη της ομάδας.

Η εμπνευση

Υπάρχει ένας αξιοσημείωτος αριθμός επισκεπτών που όταν βρίσκονται αντιμέτωποι με τις λευκές σελίδες του ΒΕ νιώθουν την παρόρμηση να καταγράψουν γενικότερες σκέψεις -μερικές φορές έμμετρα- σχετικά με τη ζωή, το παρελθόν και το μέλλον, το τοπίο κτλ. Όσο και αν παρόμοια σχόλια φαίνονται άσχετα με το αντικείμενο της έκθεσης, πιστεύω ότι θα πρέπει να διαβαστούν και να μελετηθούν με ιδιαίτερη προσοχή, αν και δεν είμαι αυτή τη στιγμή σίγουρη για το ποιο είναι το κατάλληλο μεθοδολογικό εργαλείο για την προσέγγιση αυτή39. Μερικά από αυτά είναι τα ακόλουθα: «μετά 5500 χρόνια θα βρουν τίποτε από μας;»

«μου έκανε εντύπωση που νοιάζονται όλοι για το χθες και όχι για το σήμερα» «νοιώθουμε πολύ μικροί για ό,τι δεν κάνουμε» «ο άνθρωπος είναι ένας και μοναδικός! Λίγο πιο κοντός, λίγο πιο ψηλός, λίγο πιο ευαίσθητος ή πιο ρομαντικός μα ένας» «ο άνθρωπος το πιο μεγάλο θεριό της φύσης. Τελικά επιβίωσε! Μέχρι σήμερα. Και τώρα αρχίζει ανάποδα! Καταστρέφει αυτά που δημιούργησε» «ο έρωτας για την αλήθεια του “κρυμμένου“ μας “εγώ” να κινεί τα βήματά σας».

Πρβλ. και την αναφορά σε άλλου είδους «άσχετα» σχόλια παραπάνω, σημείωση 24.


152

Αυτό που είναι βέβαιο είναι, ότι μπροστά στα αρχαία πράγματα, αντιμέτωποι με πλευρές της ζωής στο απώτατο παρελθόν και με πολλές περισσότερες αναπάντητες ερωτήσεις για αυτή τη ζωή, οι άνθρωποι έχουν την τάση να οδηγούνται σε, κατά κάποιο τρόπο, υπαρξιακές σκέψεις. Ένα ξεχωριστό σώμα σχολίων συνιστούν αυτά που έχουν κατατεθεί από τους φοιτητές που έχουν κατά καιρούς περάσει από την ανασκαφή, αν θεωρήσουμε ότι αυτοί βρίσκονται σε ένα στάδιο μετάβασης από το «κοινό» στους «αρχαιολόγους». Από τους 250 περίπου φοιτητές που έχουν περάσει από το Δισπηλιό από το 1992 μέχρι σήμερα, μόνο είκοσι αποφάσισαν να γράψουν κάτι (μερικοί μάλιστα φαίνεται ότι επανέρχονται) στο ΒΕ. Απ’ όσο γνωρίζω, μάλιστα, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, τα παλιότερα και μόνιμα μέλη της ομάδας δεν τους το προτείνουν. Εκτός αυτού, πολλοί φοιτητές αφήνουν το σημάδι της παρουσίας τους στα ημερολόγια της ανασκαφής, καθώς οι επικεφαλής των ανασκαφικών τομέων τους ενθαρρύνουν να γράψουν κάτι για την ανασκαφική τους εμπειρία. Ανάμεσα σε αυτά τα σχόλια, επέλεξα τρία που πιστεύω ότι αντιπροσωπεύουν τις κύριες τάσεις που έχω διαπιστώσει όλα αυτά τα χρόνια στην ανασκαφή, αφήνοντας κατά μέρος τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις των φοιτητών που δεν είχαν ουσιαστικά καμία αλληλεπίδραση με το επιστημονικό και κοινωνικό περιβάλλον του αρχαιολογικού προγράμματος. «Δισπηλιό 5500πΧ εργασία ανάλογα με τις ανάγκες, απελευθέρωση από εκμετάλλευση. Δισπηλιό 2000μΧ κατάρρευση της τοπικής οικονομίας, απότομη προλεταριοποίηση του πληθυσμού χωρίς πολιτική συνείδηση. Την ανασκαφή η τοπική κοινωνία την αντιμετωπίζει ως άχρηστο έξοδο ή στην καλύτερη με μεταφυσικό θαυμασμό. Αν οι αρχαιολόγοι ανοίξουν τα συμπεράσματα στην κοινωνία μπορεί να αποκαλυφθεί η δύναμη της απελευθερωμένης εργασίας σε αντίθεση με τη δουλειά με το κομμάτι. Πάντως αν στα προ-

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ ϊστορικά ξημερώματα πλανιόταν ο ήχος της φλογέρας, σήμερα την ώρα που κατέβαινες στην ανασκαφή ακούς μπερδεμένη τη μουσική του ραδιοφώνου με τη μηχανή που γαζώνουν τις γούνες και ίσως είναι ισάξια όμορφη αν αποφασίσεις να γνωρίσεις τον άνθρωπο μέσα στην ιστορία. Εδώ μαθαίνεις τι σημαίνει επιστήμη και έρευνα, θεωρία δεμένη με την πράξη, συλλογική προσπάθεια και ανθρώπινες σχέσεις» «Τι να πει κανείς για την ανασκαφή! Για τον επικοινωνιακό της χαρακτήρα, για τον ανθρωπισμό της. Ψάχνεις, ψάχνεις, ψάχνεις! Γίνεσαι ένα με το χώμα μιλάς μ’ αυτό, σου μιλάει. Αλλά και πάλι τίποτε. Όλα αυτά θα τα βρεις στους συνεργάτες σου, όχι την ώρα της δουλειάς, το πρωί, αλλά το βράδυ όταν θα κάτσεις να συζητήσεις μαζί τους και πιεις ένα ποτηράκι παραπάνω. Γιατί μόνο τότε πολλοί από αυτούς μπορούν να αποδεσμευτούν από τα δεσμά της επιστήμης. Μην αυταπατάσαι λοιπόν. Αν θες να βρεις κάτι πιο δυνατό και όχι μόνο “καταπληκτικά ευρήματα” ψάξε στην ψυχή των συμφοιτητών και συναδέλφων σου» «Ηδονοθήρα ψυχή σε τι τόπο τρελό με τράβηξες πάλι Σε τούτο τον τόπο με τον κεντημένο ουρανό Και τα δέντρα τα παράξενα Σε τούτο τον τόπο με τις βροχές τις φερμένες Από καιρούς αλλοτινούς Σε τούτο τον τόπο με τα χώματα που τις νύχτες Ξεσπούν σε γέλια σαρκαστικά και οργιάζουν με Μουσικές για πάντα χαμένες Σε τούτο τον τόπο που ψίθυροι χωμάτινοι Αφρίζουν στις επιφάνειες των σκαμμάτων Σε τούτο τον τόπο, πέτρα τους τείχους να γινόμουν Πάνω μου να στοχάζονταν ασυγχρόνιστοι με το διάβα Της ζωής περιπατητές σκαρώνοντας ποιήματα στις Πόρτες του πεπρωμένου» Σε αντίθεση με την πλειονότητα των συγγραφέων του ΒΕ, οι φοιτητές που επιλέγουν να γράψουν κάτι σε αυτό ποτέ δεν απευθύ-


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ νονται σε κάποιον. Απλώς καταθέτουν τις σκέψεις τους. Ορισμένοι αναζητούν μέσα στις αβέβαιες εικόνες του παρελθόντος μια βάση για να θεμελιώσουν τις μελλοντικές πραγματικότητες που επιδιώκουν και ονειρεύονται. Ορισμένοι άλλοι εκμεταλλεύονται τις στενές σχέσεις που αναπτύσσονται στον απομονωμένο ανασκαφικό κοινωνικό χώρο για να διαχειριστούν την ταραχώδη αφύπνιση της νιότης τους. Και κάποιοι βυθίζονται σε μια ρομαντική αναζήτηση μιας αχρονικής εσωτερικής ισορροπίας. Αλλά γιατί επιλέγουν το ΒΕ για το σκοπό αυτό; Δεν είναι επισκέπτες, αφού ακόμη και κατά τη διάρκεια της σύντομης παραμονής τους στο Δισπηλιό ενθαρρύνονται από τους μεγαλύτερους να δρουν ως «οικοδεσπότες». Έχοντας σκοπό να τους ρωτήσω στο μέλλον, μπορώ μόνον να υποθέσω ότι ίσως αισθάνονται ότι ό,τι κατατίθεται στο ΒΕ απαθανατίζεται.

Επίλογος

Δεν υπάρχει, νομίζω, λόγος να επαναλάβω ότι η προσέγγιση ενός ΒΕ δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Πιστεύω ότι η κύρια δυσκολία δεν έγκειται, όπως αρχικά νόμιζα, στην επιλογή των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων για την αποκρυπτογράφησή τους. Μετά από μια κοπιαστική ηλεκτρονική καταγραφή και επεξεργασία μπορεί, πιστεύω, κανείς να καταλήξει σε μια ή δυο μεθόδους που μπορούν να δώσουν πειστικά στατιστικά στοιχεία και διαγράμματα. Το ουσιαστικό πρόβλημα, είναι κατά τη γνώμη μου, να αποφασίσει κανείς τι ακριβώς ελπίζει να βρει σε ένα ΒΕ. Οπωσδήποτε δεν μπορεί να μας δώσει μια σαφή εικόνα για το ποιοι είναι οι επισκέπτες· για αυτό χρειαζόμαστε μια κοινωνική έρευνα με όλες τις αδυναμίες και τις δυνατότητες που αυτή διαθέτει. Από την άλλη πλευρά, πιστεύω ότι ένα ΒΕ δεν μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε ποια είναι η διάθεση των επισκεπτών απέναντι στην έκθεση, τι τους άρεσε και τι όχι και αν τελικά κάναμε καλά τη δουλειά μας. Οι επισκέπτες είναι συνήθως ενθουσιασμένοι,

153

χωρίς κατά κανόνα να εξηγούν και να στηρίζουν τον ενθουσιασμό τους σε συγκεκριμένα στοιχεία. Επιχείρησα να διαπιστώσω κάποιες διαφοροποιήσεις στα σχόλια καθώς περνούσαν τα χρόνια. Δυστυχώς σε μια περίοδο 12 χρόνων, ενώ η αρχαιολογική ομάδα έχει σαφώς διαφοροποιηθεί, δημιουργήθηκε η έκθεση και στη συνέχεια η Αναπαράσταση, ενώ τα σκάμματα πολλαπλασιάστηκαν και τα ευρήματα αυξήθηκαν δραματικά, ενώ στο εργαστήριο εμφανίστηκαν δεκάδες ολόκληρα αποκατεστημένα αγγεία εκεί που παλιότερα υπήρχαν μόνο όστρακα, ενώ εκδόθηκε ένα βιβλίο με τα πορίσματα της έρευνας και τρία διαφορετικά φυλλάδια το ένα ύστερα από το άλλο, ενώ το χωριό άλλαξε, η λίμνη άλλαξε, ο δήμαρχος και η κυβέρνηση άλλαξαν, η Γιουγκοσλαβία κατακερματίστηκε, το Ιράκ βομβαρδίστηκε… τα σχόλια εμφανίζουν μιαν εντυπωσιακή και μάλλον εκνευριστική σταθερότητα: «συγχαρητήρια για την εξαίρετη δουλειά σας!» Άρχισα πια, σχεδόν εμμονοληπτικά, να ξεφυλλίζω όποιο Βιβλίο Επισκεπτών έβρισκα σε όποιο μουσείο επισκέφτηκα το τελευταίο διάστημα. Το ίδιο γνωστό ευχάριστο ύφος: «Συγχαρητήρια για την εξαίρετη δουλειά σας!» Δηλαδή; Όλα τα μουσεία στην Ελλάδα είναι εξαίρετα; Ακόμη και οι σκοτεινές, θλιβερές αίθουσες, τα δυσερμήνευτα σκονισμένα αντικείμενα, οι άσχημες προθήκες, οι αγενείς φύλακες, ακόμη και αυτά ικανοποιούν τους Έλληνες –που κατά κανόνα διαμαρτύρονται πάντα, παντού και για τα πάντα. Προφανώς, ένα ΒΕ δεν είναι σε θέση να απαντήσει στην ερώτηση «σας άρεσε το μουσείο;» Τα σχόλια είναι απλώς στιγμιότυπα ενός γεγονότος: της επίσκεψης. Έτσι, πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να συσχετισθούν με την επίσκεψη, την κάθε μία επίσκεψη, καθώς αυτή αποτελεί μια μοναδική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα αρχαία πράγματα, τους σύγχρονους ανθρώπους και, πιθανόν, κάποιους διαμεσολαβητές· σε ένα μοναδικό σκηνικό και χρόνο. Και μετά, το γραπτό σχόλιο, το στιγμιότυπο που επιλέγουν οι ίδιοι οι επισκέπτες να μοι-


154

ραστούν μαζί μας, θα πρέπει να προσεγγισθεί ως μια απολύτως συνειδητή επιλογή. Ελπίζω ότι η κατανόηση και η εξήγηση της επιλογής αυτής θα είναι ευκολότερη και ασφαλέστερη από την κατανόηση και την ερμηνεία της συνειδητής επιλογής που κρύβεται πίσω από ένα γραμμικό διακοσμητικό μοτίβο στο σώμα ενός νεολιθικού αγγείου. Από τη στιγμή που θα επιτευχθεί, ή τουλάχιστον θα επιχειρηθεί,

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ θα είμαστε πιστεύω σε θέση να αντιληφθούμε καλύτερα τους μηχανισμούς της μουσειακής επικοινωνιακής διαδικασίας. Προς το παρόν, υπάρχει τουλάχιστον ένα ερώτημα στο οποίο μπορώ με βεβαιότητα να απαντήσω· αυτό που συνάντησα σε μια σελίδα του Βιβλίου Επισκεπτών του Δισπηλιού και λέει: «τα διαβάζετε ποτέ αυτά;»


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

155

Αδάμ-Βελένη, Π. & Π. Γεωργάκη υ. έκ. «Επόμενη στάση: Αρχαιολογικό Μουσείο». Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης συστήνεται στο κοινό του. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 21. Βοκοτοπούλου, Ι. 1986 Τα πρώτα 50 χρόνια της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης. Στο Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912. Πρακτικά Συμποσίου, Θεσσαλονίκη, 1-3 Νοεμ­βρίου 1985: 1-65. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης. Bourdieu, P. 2000 Πρακτικοί Λόγοι: Για τη Θεωρία της Δράσης [μτφ. Ρ. Τουτουντζή]. Αθήνα: Πλέθρον. Bourdieu, P. & A. Darbel 1969 L’ amour de l’ art. Les musées de l’ art européens et leur public. Paris: Minuit. Castaneda, Q. & C. Matthews (eds.) 2008 Ethnographic Archaeologies: Reflections on Stakeholders and Archaeological Practices. Lanham: Altamira Press. Χουρμουζιάδη, Α. 2002 Το πρόγραμμα της αναπαράστασης. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 331-48. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2006 Το Ελληνικό Αρχαιολογικό Μουσείο: Ο Εκθέτης, το Έκθεμα, ο Επισκέπτης. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Chourmouziadi, A. & K. Touloumis υ. έκ. Archaeology in the local market: Archaeologists and non-archaeologists interacting by a Greek lake. In Archaeology in situ: Local Perspectives on Archaeology, Archaeologists and Sites in Greece (ed. S. Buck Sutton & A. Stroulia). London: Routledge. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1976 Το Μουσείο του Βόλου. Αρχαιολογικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών ΙΧ: 1-13. Cohen, E. 1985 The tourist guide: The origins, structure and dynamics of a role. Annals of Tourism Research 12: 5-29. Davis, J. 2000 Warriors for the fatherland: National consciousness and archaeology in ‘barbarian’ Epirus and ‘verdant’ Ionia. Journal of Mediterranean Archaeology 13(1): 76-98. Duncan, C. 2002 Civilizing Rituals inside Public Art Museums. London: Routledge. Edgeworth, M. 2003 Acts of Discovery: An Ethnography of Archaeological Practice. Oxford: Archaeopress [British Archaeological Reports, International Series 1131]. Edgeworth, M. (ed) 2006 Ethnographies of Archaeological Practice: Cultural Encounters, Material Transformations Worlds of Archaeology. Lanham: Altamira Press. Foley, M. & G. McPherson 2000 Museums as leisure. International Journal of Heritage Studies 6(2): 161-74. Fotiadis, M. 2001 Imagining Macedonia in prehistory. Journal of Mediterranean Archaeology 14(2): 115-20. Gine, E. & J. H. Speer 1985 Tour guide performances as sight sacralization. Annals of Tourism Research 12: 73-95. Hein, H. 2000 The Museum in Transition: A Philosophical Perspective. Washington: Smithsonian Books. Holloway, C. 1981 The guided tour: A sociological approach. Annals of Tourism Research 8(3): 377-402. Holtorf, C. 2007 Archaeology is a Brand! The Meaning of Archaeology in Contemporary Popular Culture. Oxford: Archaeopress.


156

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Joyce, R. A. & R. W. Preucel 2002 The Languages of Archaeology: Dialogue, Narrative, and Writing. Oxford: Blackwell. Κασβίκης, Κ. 2004 Αρχαιολογικές Αφηγήσεις και Εκπαίδευση: Ανάλυση Περιεχομένου και Εικονογραφήσεις στα Σχολικά Εγχειρίδια του Δημοτικού. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Διδακτορική Διατριβή]. Katriel, T. 1997 Performing the Past: A Study of Israeli Settlement Museums. New Jersey: Lawrence Erlbaum Associates. Kotsakis, K. 1998 The past is ours: Images of Greek Macedonia. In Archaeology under Fire: Nationalism, Politics and Heritage in the Eastern Mediterranean and Middle East (ed. L. Meskell): 44-67. London: Routledge. MacCannell, D. 1976 The Tourist: A New Theory of the Leisure Class. London: Macmillan. Macdonald, S. 2005 Accessing audiences: Visiting visitor books. Museum and Society 3(3): 119-36. Noy, C. 2008α Pages as stages: A performance approach to visitor books. Annals of Tourism Research 35(2): 509-28. 2008β Mediation materialized: The semiotics of a visitor book at an Israeli commemoration site. Critical Studies in Media Communication 25(2): 175-95. Owen, J. 1996 Making histories from archaeology. In Making Histories in Museums. (ed. G. Kavanagh): 20015. Leicester: Leicester University Press. Reid, S. E. 2000 The exhibition art of socialist countries, Moscow 1958-9, and the contemporary style of painting. In Style and Socialism: Modernity and Material Culture in Post-War Eastern Europe (ed. S. E. Reid & D. Crowley): 101-32. Oxford: Berg. Russell, M. 2002 Digging Holes in Popular Culture: Archaeology and Science Fiction. Oxford: Oxbow. Ryan, C & K. Dewar 1995 Evaluating the communication process between interpreter and visitor. Tourism Management 16(4): 295-303. Salazar, N. B. 2005 Tourism and globalization: ‘‘Local’’ tour guiding. Annals of Tourism Research 32(3): 628-46. Σολομών, Ε. 2006 Η έκθεση των νεολιθικών ευρημάτων του Μουσείου Βόλου: Μια ποιητική του θεσσαλικού παρελθόντος. Ανακοίνωση στο 1ο Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας και Πολιτισμού της Θεσσαλίας, Λάρισα 9-11 Νοεμβρίου 2006. Σολομών, Ε., Σ. Βαρσάκη & Ι. Καραγκούνη υ. έκ. Τι γνωρίζουν και τι προσδοκούν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης από το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης τους; Συμπεράσματα της πρώτης έρευνας κοινού. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και Θράκη 21. Stamou, A. & S. Paraskevopoulos 2003 Ecotourism experiences in visitors’ books of a Greek Reserve: A critical discourse analysis perspective. Sociologia Ruralis 43(1): 34-55. 2004 Images of nature by tourism and environmentalist discourses in visitors’ books: A critical discourse analysis of ecotourism. Discourse Society 15(1): 105-29. Temme J. E. V., J. Sas & L. A. C. Derks 1986 The cognitive and affective effects of educational guidance in museums. Poetics 15: 511-26. Τουλούμης, Κ. 2008 Σκόρπια μνήμη: Αφηγήσεις με βάση το τοπίο, τα πρόσωπα και τα επιφανειακά ευρήματα από την ανασκαφή στο Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 1: 27-41.


ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ

Summary Visitors Anastasia Chourmouziadi

Monitoring public perceptions of an ongoing archaeological project, although often discussed, is still a marginal activity suppressed by the excavation and laboratory routines. The problem remains even if the research team is strongly oriented towards the broadest possible dissemination of the archaeological information, as in the case of Dispilio, a Neolithic lake-side settlement in Northern Greece. We have realized that, far from being interested in the research aims/objectives of our work, the locals determine their attitude based on a continuous assessment of the value of our “product”, either this is an economic value (as it is understood by the person renting rooms, selling food, the workers, the landowners, the shepherds, the fishermen) or an ideological one (as it is understood by the local priest that rejects every un-Christian piece of work and needs the excavation site for church festivities, the Mayor that hopes to be re-elected, the politicians that elaborate their cultural policies, every member

157

of the community and the community as a whole that uses our product to formulate their collective identity) or even both. On the other hand, talking to the visitors we realize that, regardless our explanatory efforts (the guided tours offered, brief leaflets, guide books etc), a communication gap actually exists and as the visitors’ number increases we have the feeling that the gap gets wider. The approving remarks or the flattering comments are rarely based on the focal points of our endeavor and hardly ever take into consideration our interpretations. The visitor’s book that is capturing some of these impressions since 1996, can offer an evaluation tool. Needless to say that the sample we have –as a percentage of the whole number of visitorsmay not be quite representative and the written comments do not constitute the most explicit way of expression. Nevertheless, closer examination can reveal some interesting issues for further elaboration.





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.