Åêäüôçò: Óõíôïíéóìüò: ÅðéìÝëåéá: Åêôýðùóç:
Ã. ×. ×ïõñìïõæéÜäçò Ìáñßíá Óùöñïíßäïõ Öþôçò Õöáíôßäçò ËÉÈÏÃÑÁÖÉÁ Åêäüóåéò – ÃñáöéêÝò ÔÝ÷íåò É. ÁíôùíéÜäçò – È. ØáññÜò Ï.Å. Í. Ñáéäåóôüò, Èåóóáëïíßêç http://lithographia.gr
Publisher Coordination: Editing: Printing:
G. H. Hourmouziadis Marina Sofronidou Fotis Ifantidis LITHOGRAPHIA Publishing É. Antoniadis – Th. Psarras Co. Í. Raidestos, Thessaloniki http://lithographia.gr
...που λέει ο λόγος! …ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΕΥΡΗΜΑ
Η Matera είναι μια μικρή πόλη της Νότιας Ιταλίας στην περιοχή Basilicata. Θεωρείται μια από τις αρχαιότερες πόλεις στον κόσμο και είναι ένα από τα 72 αξιοθέατα του πλανήτη, που έχουν ανακηρυχθεί από την Unesco μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Με βάση τα ευρήματα που εντοπίσθηκαν σε πολυάριθμες σπηλιές (Sassi) όπου κατοικούσαν, μέχρι πρόσφατα, οι άνθρωποι της περιοχής, υποστηρίζεται πως στη θέση της παλιάς πόλης, υπήρχαν πολλές παλαιολιθικές εγκαταστάσεις, όπως, επίσης, και αρκετές άλλες που χρονολογούνται στη νεολιθική περίοδο. Ως πόλη οργανωμένη, η Matera αναφέρεται στα ρωμαϊκά χρόνια κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., με το όνομα Metheola, ενώ, σύμφωνα με τους ερευνητές της περιοχής, η ιστορία της πόλης αλλά και της περιοχής πέρασε λογής περιπέτειες, μέχρι σήμερα. Ως χαρακτηριστικό κατοικημένο τοπίο, πάλι, απαθανατίστηκε από τον κινηματογράφο. Tη Matera διάλεξε το 1964 ο Pasolini για να γυρίσει το «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» και ο Mel Gipson «Τα Πάθη του Ιησού Χριστού» το 2004. Εγώ, φυσικά, δεν ταξίδεψα στη Matera για κινηματογραφικούς σκοπούς, αλλά γιατί σε ένα του άρθρο για την κεραμεική της αρχαιότερης Θεσσαλικής νεολιθικής και ιδιαίτερα την κατηγορία της εγχάρακτης διακόσμησης ο V. Milojčić, υποστηρίζει τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στην κεραμεική της αρχαιότερης Θεσσαλικής Νεολιθικής και σε εκείνη της Νότιας Ιταλίας, στην περιοχή Basilicata. Αναφέρεται μάλιστα σε ευρήματα που είναι εκτεθειμένα στο αρχαιολογικό μουσείο της Matera. Ετσι, σκέφτηκα πως θα ήτανε πολύ ενδιαφέρον να επισκεφτώ το αρχαιολογικό μουσείο της Matera και να δω από κοντά τις ομοιότητες που υποστήριζε ο Milojčić. Στην πόρτα του μουσείου, όπως συμβαίνει με πολλά από τα μουσεία το καλοκαίρι, ίσως γιατί πολλά από αυτά θέλουν να αποφύγουν τους χιλιάδες «περίεργους» επισκέπτες, μια πινακίδα ειδοποιούσε πως το μουσείο είναι κλειστό, λόγω ανακαίνισης. Παρακάλεσα όμως, είπα και την ιδιότητά μου και έτσι κατάφερα και μπήκα. Δυστυχώς από το υλικό που με ενδιέφερε πολύ λίγα κομμάτια είχαν εκτεθεί στις αίθουσες που ήτανε κατειλημμένες από πολυπρόσωπες ομάδες εργολάβων και μαστόρων. Ετσι το ενδιαφέρον μου περιορίστηκε σε μια αίθουσα του καινούργιου μουσείου που ήτανε αφιερωμένη στα προσω-
6
πικά αντικείμενα των ερευνητών αρχαιολόγων που είχαν σχέση με την περιοχή. Πρώτη φορά έβλεπα μια τέτοια μουσειακή αίθουσα και ομολογώ πως οι εντυπώσεις μου ήτανε πολύ θετικές, σχεδόν συγκινητικές. Μέσα σε όμορφα σχεδιασμένες προθήκες μπορούσε να δει κανείς ημερολόγια ανασκαφών, ματογυάλια με ασημένιους σκελετούς, μπαστούνια, στυλό, κασκέτα, παγούρια, κιάλια, πακέτα από τσιγάρα που εδώ και καιρό δεν κυκλοφορούν πια. Παράταιρα αντικείμενα κι όμως συνδέονταν μεταξύ τους και «έγραφαν» όλα μαζί ένα κομμάτι από μια ιστορία έρευνας που ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου πιο έντονα από ό,τι θα γινόταν στην περίπτωση που θα στεκόμουνα μπροστά στις βιτρίνες με τα εγχάρακτα όστρακα της cardium και barbotin τεχνικής. Οταν τελείωσε η επίσκεψή μου στη Matera και πήρα το δρόμο της επιστροφής έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται πιο πολύ τις προθήκες με τα προσωπικά αντικείμενα των αρχαιολόγων που πριν από πολλά χρόνια ερεύνησαν την περιοχή, παρά τα όστρακα που σύμφωνα με τον Milojčić είχαν χαρακτηριστικές ομοιότητες με όστρακα της ίδιας κατηγορίας από ελληνικές νεολιθικές θέσεις. Σκεφτόμουνα, λοιπόν, το πόσο ενδιαφέρον θα ήτανε να οργανώναμε μια παρόμοια αίθουσα, αν ποτέ στήναμε ένα μουσείο αφιερωμένο στην έρευνα της ελληνικής προϊστορίας. Φυσικά υπάρχει και η άποψη που υποστηρίζει πως οι ερευνητές ζούνε μέσα στα ευρήματά τους και πως δεν κερδίζουνε τίποτε παραπάνω αν τους μετατρέψουμε κι αυτούς σε μουσειακό έκθεμα. Δεν υποστηρίζω το αντίθετο. Απλώς σκέφτομαι πως μια τέτοια μουσειολογική αναφορά θα υπενθύμιζε στους επισκέπτες ενός τέτοιου μουσείου πως η αρχαιολογική έρευνα είναι μια συγκεκριμένη παραγωγική διαδικασία που τη διεκπεραιώνουν συγκεκριμένοι άνθρωποι, ενταγμένοι μέσα σε ένα σύστημα σχέσεων με ταξικό χαρακτήρα. Να υπενθυμίζουν, σε τελική ανάλυση, ότι η Αρχαιολογία έχει έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά, έχει επομένως άμεση σχέση με
...που λέει ο λόγος!
την ίδια την καθημερινότητα. Και γι’ αυτό το λόγο μπορεί, αν το θέλει, να παίξει το δικό της ρόλο στη διαμόρφωση μιας άλλης Κοινωνίας, έστω μιας άλλης Ουτοπίας. Αυτό το μικρό κείμενο όμως δεν έχει ως αφορμή το τι σκεφτόμουνα εγώ, επιστρέφοντας από τη Matera, αλλά το πρώτο έκθεμα μιας τέτοιας αίθουσας που ήρθε στα χέρια μας πριν από λίγο καιρό και σ΄αυτό είναι αφιερωμένο το άρθρο της κ. Σωφρονίδου. Γ. Χ. Χ.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΙ «ΑΛΛΟΙ» Τελικά, ό,τι κάνουμε, το κάνουμε για τους άλλους, για να τους μορφώσουμε, να τους στεγάσουμε, να τους γιατρέψουμε. Αυτό, τουλάχιστον, συμβαίνει σε μια κοινωνία, που είναι οργανωμένη σωστά και λειτουργεί με συγκεκριμένες, αντικειμενικές αξίες. Εμείς οι αρχαιολόγοι, αναρωτιέμαι συχνά, τι κάνουμε για τους άλλους; Αυτό που «παράγουμε», και παράγουμε, με πολύ κόπο και αυταπάρνηση, του κόσμου τα πολύτιμα «πράγματα», καταφέρνουμε να το μετατρέψουμε σε κοινωνικό αγαθό; Αυτό που κάνουμε, με άλλα λόγια, το κάνουμε για τους άλλους; Ολα αυτά που βρίσκουμε ανασκάπτοντας την ελληνική γη φτάνουν εκεί που πρέπει και όπως πρέπει; Φοβάμαι πως όχι. Γιατί οι αρχαιολόγοι δεν βρίσκουν μόνο, πρέπει και να δημοσιεύουν κιόλας. Να συνεργάζονται με τους ειδικούς, για να στηθούν ωραία μουσεία, να συνταχθούν διδακτικά εκπαιδευτικά προγράμματα, να οργανωθούν σωστά οι αρχαιολογικοί χώροι. Να εξηγήσουν οι ίδιοι στους απλούς ανθρώπους, ό,τι δεν μπορούν να το κάνουν τα ίδια τα «αρχαία», γιατί αυτά δεν μιλούν από μόνα τους. Οι αρχαιολόγοι πρέπει να γίνουν μιας μορφής αυθεντικοί και επίσημοι «εξηγητές». Ξεναγοί του ελληνικού αρχαιολογικού τοπίου. Πώς να γίνουν πραγματικότητα όλα αυτά όμως, αφού το κράτος απλώς παρακολουθεί το μόχθο και την καθημερινή περιπέτεια των αρχαιολόγων και παρεμβαίνει αποκλειστικά ως ο αναμφισβήτητος διοικητικός επόπτης, προστάτης των νόμων και των κανόνων;
...που λέει ο λόγος!
Γιατί αυτό το άτεγκτο αρμόδιο κράτος αγνοεί παντελώς τι ακριβώς σημαίνει και πως λειτουργεί η εφαρμοσμένη αρχαιολογία. Αγνοεί παντελώς τις επιστημονικές ανάγκες των αρχαιολόγων και τους τρόπους αξιοποίησης ενός αρχαιολογικού προϊόντος που δεν φτάνει μόνο να το βγάλεις από τη γη, και πολλές φορές, μάλιστα, κάτω από την πίεση ενός βιαστικού εργολάβου. Από εκεί και πέρα αρχίζει η περιπέτεια: αποθήκευση, καθαρισμός, αποκατάσταση, φωτογράφηση, σχεδίαση, συντήρηση, μελέτη, δημοσίευση. Πώς να γίνουν όλ’ αυτά όμως μόνο με τις βαρύγδουπες, πανηγυρικές δηλώσεις των αυτοσχέδιων αναλυτών του αρχαιοελληνικού μεγαλείου; Πώς να γίνουν με τους αρχαιολόγους παγιδευμένους στην προσωπική τους περιπέτεια. Την αρχαιολογική υπηρεσία ένα απέραντο διοικητικό «ναρκοπέδιο», έρμαιο κι αυτό των υπουργικών αποφάσεων, των επιλεκτικών χορηγών και των βιαστικών εργολάβων. Και τους πανεπιστημιακούς, μοναχικούς περιπατητές του γοητευτικού Google!
ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ Οταν αλλάζει ο χρόνος, συνηθίζεται οι άνθρωποι να ανταλλάσσουν ευχές μεταξύ τους. Οταν, πάλι, χτυπούνε οι καμπάνες για το «Χριστός Ανέστη», οι πιστοί αγκαλιάζονται και δίνουν το «φιλί της αγάπης». Ετσι συνηθίζεται. Παλιά συνήθεια είναι, επίσης, να μαζεύονται κάθε τόσο και οι παλαιοί πολεμιστές και να διηγούνται ιστορίες του πολέμου. Κι όταν μαζεύονται οι πυροσβέστες μιλάνε για τις φωτιές, οι κυνηγοί για το κυνήγι και οι γιατροί για τα προβλήματα των νοσοκομείων. Τώρα τελευταία συνηθίζεται να μαζεύονται πότε πότε και οι «τρομοκράτες» και να σχεδιάζουν το επόμενο χτύπημα. Αλλά και οι αρχηγοί των κρατών το συνηθίζουν να μαζεύονται και να συζητούν για την παγκόσμια Κρίση. Κι όταν εγκαινιάζεται ένα αρχαιολογικό μουσείο μαζί με τους αρχηγούς κρατών που δηλώνουν συγκινημένοι μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, προσκαλούνται και οι αρχαιολόγοι (όλοι οι αρ-
7
χαιολόγοι) για να γιορτάσουν, να χαρούν κι αυτοί και να πουν στο τέλος τη γνώμη τους. Κι όμως μια τέτοια συνήθεια δεν «μέτρησε» στα εγκαίνια του μουσείου της Ακρόπολης. Μίλησαν οι πάντες και είπαν τη γνώμη τους. Μίλησαν για συγκίνηση, για εθνική υπερηφάνεια, για τη σχέση των εγκαινίων με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το θρίαμβο του Euro. Αναφέρθηκαν στο «σκοπιανό», την ελληνικότητα της Μακεδονίας, την Πράσινη Ανάπτυξη. Είπαν για το αττικό φως, τα μεγάλα παράθυρα του μουσείου. Ο υπουργός του Πολιτισμού υπογράμμισε το «δάσος» των αγαλμάτων, ως σημαντική μουσειολογική έμπνευση. Οι ιδιότροποι γκρίνιασαν για τις πολλές κολώνες. Εγινε λόγος για τα δρακόντεια μέτρα της αστυνομίας, για το παγκόσμιο ενδιαφέρον που προκάλεσαν τα εγκαίνια και για την επίσκεψη Ερντογκάν, για την επιστροφή των μαρμάρων. Επίσημοι στις δηλώσεις τους μπέρδεψαν την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα. Αλλοι, κι αυτοί επίσημοι και αρμόδιοι, αγνοώντας την ουσία της μουσειακής λειτουργίας, υπογράμμισαν την αρετή του νέου μουσείου που δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να βλέπει και την Ακρόπολη, ενώ βρίσκεται μέσα σε μια από τις αίθουσές του και θαυμάζει την κόρη του Αντήνορος. Γιατί, φυσικά, ξέχασαν πως, όταν ένα αρχαίο αντικείμενο, άγαλμα ή αγγείο, προϊστορικό ειδώλιο ή εργαλείο, δεν έχει σημασία, μεταφερθεί μέσα σε ένα μουσείο, πρέπει να λειτουργήσει αυτοδύναμα, ως δημιούργημα της ανθρώπινης θέλησης, ως σημαντική πληροφορία μιας άλλης εποχής, μιας άλλης κοινωνίας. Να λειτουργήσει ως έκθεμα, προϊόν μιας συγκεκριμένης μουσειολογικής αντίληψης, ιστορικά τεκμηριωμένης και όχι ως εξάρτημα της «μάζας» ενός αρχιτεκτονήματος, ενός ναού, π.χ. του Παρθενώνα, στην προκείμενη περίπτωση. Ξέχασαν, επίσης, ειδικοί και άσχετοι ότι σε όλα τα μουσεία του κόσμου τα αγάλματα μπορεί ο επισκέπτης να τα δει και από μπρος και από πίσω, άρα κάτι παρόμοιο που συμβαίνει στο νέο μουσείο της Ακρόπολης δεν αποτελεί πρωτοφανή αισθητική εκλέπτυνση. Και, προπαντός, ξέχασαν
...που λέει ο λόγος!
8
πως είναι καιρός να φτάσει και στην Ελλάδα η είδηση πως υπάρχει και μια επιστήμη που λέγεται μουσειολογία και πως ένα μουσείο δεν μπορεί να το φτιάξει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να γνωρίζει γραφή και ανάγνωση! Η, εν πάση περιπτώσει, να διαθέτει ανομολόγητο έρωτα για τα αρχαία πράγματα! Και, τελικά, οι μόνοι που δεν μίλησαν, ως τώρα, είναι οι αρχαιολόγοι. Οχι, βέβαια, γιατί δεν θέλησαν να μιλήσουν, αλλά γιατί δεν τους έδωσαν το λόγο ή γιατί δεν τον πήραν αυτοί, με δική τους πρωτοβουλία. Οπως, εξάλλου, συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που ανοίγει μια συζήτηση σχετικά με την εθνική μας αρχαιολογία. Δεν έδωσαν το λόγο, λοιπόν, στους αρχαιολόγους να πουν κι αυτοί, βρε αδερφέ, τη γνώμη τους για το νέο μουσείο. Για τη νέα κατοικία των παλαιών αγαλμάτων. Για τις κολώνες, το δάσος των αγαλμάτων, το αττικό φως, τα μεγάλα παράθυρα... Να υπενθυμίσουν πως το «εκατόμπεδο» χτίστηκε πριν από τον Παρθενώνα και όχι πριν από την Ακρόπολη. Να πουν, τέλος πάντων, ότι τα αρχαιολογικά μουσεία τα κρίνουν οι αρχαιολόγοι, με βάση συγκεκριμένους μουσειολογικούς κανόνες, ως πραγματώσεις επιστημονικών οραμάτων και δεν τα κρίνουν οι πολιτικοί ή οι δημοσιογράφοι, με βάση την προσωπική τους άγνοια, ως πραγματώσεις των οραμάτων του Κωνσταντίνου Καραμανλή ή της Μελίνας Μερκούρη.
LEPENSKI VIR Είναι, σχεδόν, κανόνας ότι δίπλα στα μεγάλα ποτάμια έχουν αναπτυχθεί μεγάλοι προϊστορικοί πολιτισμοί, τα λείψανα των οποίων εντοπίζονται στα όρια οικισμών, σημαντικών για το μέγεθος και τον πλούτο των ευρημάτων τους. Αξιοπερίεργο είναι πως στις πιο πολλές περιπτώσεις από την έρευνα αυτών των οικισμών δεν προκύπτουν μόνο σημαντικά ευρήματα, αλλά και ερμηνευτικά προβλήματα. Κι αυτά τα προβλήματα δεν σχετίζονται μόνον με την ιδιομορφία των ευρημάτων, αλλά και με τη φαντασία των ίδιων των ερευνητών, με τη θεωρητική τους
αφετηρία και μερικές φορές με τη λανθασμένη «ανάγνωση» των ευρημάτων που επιχειρούν να ερμηνεύσουν. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτών των προβλημάτων είναι το Lepenski Vir που εντοπίστηκε στις όχθες του Δούναβη, 160 χλμ. ανατολικά του Βελιγραδίου και ανασκάφτηκε, το 1965, τριάντα χρόνια, πάνω κάτω, πριν από το Nevali Cori και σαράντα πριν από το Göbekli Tepe. Ο D. Srejović που ανέσκαψε και δημοσίευσε το Lepenski Vir (1972) επιχείρησε κυρίως να διατυπώσει τρία συμπεράσματα. Το ένα αφορούσε τη μοναδικότητα του οικισμού, θεμελιώνοντας τις απόψεις του στην πρώιμη χρονολόγησή του (την εποχή της δημοσίευσης 5800 π. Χ. , σήμερα 6600 π. Χ. ) και στα ιχθυόμορφα, λαξευμένα σε πέτρες ποταμίσιες μεγάλων διαστάσεων, ειδώλια. Το δεύτερο αφορούσε την «ιδιομορφία» της αρχιτεκτονικής οργάνωσης του οικισμού, που εκδηλώνεται με το σύστημα των τριγώνων και την τραπεζοειδή κάτοψη των σπιτιών. Τέλος, το τρίτο συμπέρασμα αφορούσε την ερμηνεία του πολιτισμού του Lepenski Vir, ως θρησκευτικού, και του ίδιου του οικισμού ως χώρου κατοικίας «ιερέων», με βάση την αναγνώριση στοιχείων λατρείας του ήλιου, της φωτιάς και των νεκρών. Σήμερα δεν νομίζω ότι είναι δυνατό να γίνουν δεκτές οι προτάσεις του Srejiovic, ύστερα από τα ευρήματα των Γερμανών στην Τουρκία. Κι αυτό ήτανε το κεντρικό θέμα που απασχόλησε την αρχαιολογική ομάδα του Δισπηλιού και των φιλών της κατά την τριήμερη εκδρομή της στο Lepenski Vir, τον Ιούνιο. Η συζήτηση, βέβαια, δεν τελείωσε και όλα δείχνουν πως θα συνεχιστεί στο Çatalhöyük, όπου θα είναι η δεύτερη εκδρομή της ανήσυχης ομάδας! Γ. Χ. Χ.
LEPENSKI VIR (ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗΣ) «Με λένε Θ. και έχω να καπνίσω πέντε λεπτά!» Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, αναχώρηση στις τέσσερις, δηλ. είκοσι λεπτά αργότερα. Χαλαρά!
...που λέει ο λόγος!
9
10
Τριάντα τρεις μάχιμοι επιστήμονες έτοιμοι να εξερευνήσουν τα μυστήρια του μεσολιθικού οικισμού του LEPENSKI VIR! Ιχθυόμορφα λίθινα ειδώλια, στόμα ροφού. Δάπεδα τραπεζοειδή, γιατί άραγε αυτός ο προσανατολισμός, προσευχή στον ήλιο τον ηλιάτορα ή αναγκαιότητα; Αναγκαστική θέα στο ποτάμι! Παράγκα το στέγαστρο, το αλουμίνιο καλά κρατεί! Ταξίδι στα βάθη της νύχτας και της Σερβίας. Κραυγές αγωνίας για τις αναγκαίες στάσεις που δεν γίνονται. Επιτέλους κάπου, κάποτε -πού είμαστε άραγε- η επιθυμητή στάση. Και το ταξίδι συνεχίζεται… Δρόμοι στενοί, τσιμεντένιοι, κάποιος να φυλάει Θερμοπύλες στο πουθενά, προσπαθώντας να ζεσταθεί δίπλα στη φωτιά. Συμπληγάδες τέλος, επιτέλους, φτάσαμε στην Ιθάκη ξημερώματα! Και τώρα LEPENSKI VIR ερχόμαστε! Μίτος της Αριάδνης από τσιγάρα. Εξακόσια πενήντα χιλιόμετρα στρωμένα με τσιγάρα. Τσιγάρα παντού, στις στάσεις του εθνικού και επαρχιακού δικτύου, στα πολλαπλά σύνορα, προτροπή για σταμάτημα του καπνίσματος. Σβήστε τα ίχνη. Μάταια. Ενδυνάμωση. Ποτάμιες διαδρομές. Κρουαζιερόπλοιο σε σμίκρυνση, τράτα, βόλτα στα πέριξ, κάποιος με ανοιγμένα φτερά να κρατάει το ίσο. «Μην πάτε όλοι στη μία πλευρά», προτροπή, «η βάρκα γέρνει!». Αποβίβαση, εστιατόριο στο βουνό και στο νερό. Παραποτάμιες διαδρομές. Στάση σε ρωμαϊκό οχυρό, κάστρο μεσαιωνικό στην πορεία, βίγλα άλλων καιρών. Τα νερά του Δούναβη να γλύφουν τώρα πια τα πόδια του. Κάθοδος του ποταμού. Σιδηρές Πύλες εν όψει! Το φράγμα πιο κάτω να καταπίνει τα πλεούμενα και να τα ξερνάει σε άλλο πιο χαμηλό επίπεδο. Και, βέβαια, τα αναγκαία νέα από το Δισπηλιό. Βροχή οι ερωτήσεις. Τι απέγινε ο άλφα, πού βρίσκεται ο δείνα. Καταιγισμός κακών ειδήσεων. Θα περάσει κι αυτό. Θέα στο Δούναβη. Βράδυ. Ποτά, τσιγάρα, δροσιά στον εξώστη του κόσμου, ευωδιά από τις πολυάριθμες φλαμουριές… Και το ποτάμι εκεί, ήρεμο, μόνο, να αφουγκράζεται διακρι-
...που λέει ο λόγος!
τικά τον απόηχο των ιστοριών και να τις ταξιδεύει…, όπως κάνουν όλα τα ποτάμια. Χωρίς αποχαιρετισμούς, υπόσχεση για άλλο ταξίδι αλαργινό. Θα είμαστε όλοι εκεί! Χρύσα Τσαγκούλη
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΕΡΓΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΥ Η διαπίστωση ότι έννοιες όπως διαφάνεια, αξιοκρατία και δικαιοσύνη στο δημόσιο βίο αυτής της χώρας είναι παντελώς άγνωστες δεν αποτελεί και καμιά μεγάλη ανακάλυψη. Το γεγονός ότι κάθε χρόνο εκατοντάδες νέοι πτυχιούχοι της αρχαιολογίας εντάσσονται στην τάξη των ανέργων είναι κι αυτό πια ευρέως γνωστό. Η έλλειψη αξιοκρατίας, η ανεργία και οι νέες εργασιακές σχέσεις (ελαστικά ωράρια, συμβάσεις αορίστου και ορισμένου χρόνου, εργολαβίες, αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης κ.ά. ) είναι θέματα για τα οποία έχουν χυθεί και χύνεται πολλή πολλή μελάνη. Ούτως ή άλλως γι’ αυτά τα θέματα υπάρχουν αρμοδιότεροι και καταλληλότεροι από εμάς για να μιλήσουν. Εμείς, στην όλη αυτή συζήτηση, θέλουμε να συνεισφέρουμε θίγοντας μια συγκεκριμένη περίπτωση στην οποία αποτυπώνεται η Οδύσσεια ενός άνεργου αρχαιολόγου. «Οχι για μας! Για τη φουκαριάρα τη μάνα μας». Στις 16/06/09, εμείς, καθώς και πολλοί άλλοι συνάδελφοι, λάβαμε ένα μήνυμα από το ΣΕΚΑ (Σύλλογος Εκτάκτων Αρχαιολόγων), το οποίο έγραφε: «Προκήρυξη ΤΔΠΕΑΕ (;) (ήγουν Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Εργων!) θέσεων για το πρόγραμμα Υδάτινες Πολιτισμικές Διαδρομές. Αιτήσεις γίνονται δεκτές μέχρι τις 19 Ιουνίου (δηλαδή τρεις μέρες μετά την ειδοποίηση που λάβαμε) στα γραφεία του οργανισμού στη διεύθυνση Νοταρά 37 και πληροφορίες δίνονται στο τάδε τηλέφωνο». Ανάμεσα στις διάφορες ειδικότητες περιλαμβάνονται και 36 αρχαιολόγοι. Παρακάτω στο ίδιο μήνυμα αναφέρονται τα δικαιολογητικά που οφείλει να προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος/η. Για το επιστημονικό
...που λέει ο λόγος!
προσωπικό χρειάζεται το πτυχίο και ξένη γλώσσα (επικυρωμένα). Για όλους, απαραίτητη είναι η προϋπηρεσία, επικυρωμένο αντίγραφο ταυτότητας, πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, ΑΦΜ και ΑΜΚΑ σε έντυπη μορφή (φωτοτυπημένο από επίσημο έγγραφο) και αντίγραφο της πρώτης σελίδας βιβλιαρίου τραπέζης που να αναγράφεται το ΙΒΑΝ (;). Αυτά τα ολίγα οφείλει να συγκεντρώσει και να αποστείλει ο υποψήφιος μέσα σε τρεις μέρες στην Αθήνα. Μια μικρή και άνευ σημασίας παράλειψη του μηνύματος είναι οι πληροφορίες σε σχέση με το τι δουλειά είναι αυτή (γραφείου, πεδίου, εργαστηρίου;), πού (στο Αγκαθονήσι, στις Φέρρες;) και για πόσο χρονικό διάστημα. Μάλλον δεν έχει και τόση σημασία! Παρόλα αυτά ήρθε και δεύτερο μήνυμα από τον ΣΕΚΑ που ανέφερε χαρακτηριστικά: «Γρηγορείτε! Προκηρύσσονται νέες θέσεις, τη Δευτέρα για τις Υδάτινες Διαδρομές και έπεται προκήρυξη για 30 θέσεις στο Μαραθώνα». Αυτή ήταν η πληροφόρηση των πολιτών-ανέργων-αρχαιολόγων μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αν και όλα φαίνονταν ξεκάθαρα, εμείς θέλαμε να μάθουμε ορισμένες επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με τις λεπτομέρειες της δουλείας καθώς και που έχει δημοσιευτεί η προκήρυξη. Ετσι ξεκινήσαμε να τηλεφωνούμε στο νούμερο που έγραφε το μήνυμα. Δεν αποτέλεσε έκπληξη το γεγονός ότι τελικά δεν καταφέραμε να επικοινωνήσουμε. Οταν κάποια στιγμή σήκωσαν το ακουστικό, αμέσως διαπιστώσαμε ότι αυτό έγινε κατά λάθος, γιατί ακούσαμε δυο γυναικείες φωνές να μιλούν για τον καιρό και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η γραμμή αποσυνδέθηκε και δεν ξανασυνδέθηκε! Στη συνέχεια ανατρέξαμε στην επίσημη ιστοσελίδα του ΤΔΠΕΑΕ με το σκεπτικό ότι εδώ θα μας λυθούν όλες οι απορίες. Μια από τις επιλογές της ιστοσελίδας είναι η σελίδα ΔιαγωνισμοίΠροκηρύξεις. Για μια στιγμή πιστέψαμε πως βρήκαμε αυτό που ψάχναμε αλλά αποδείχτηκε λάθος. Ο τελευταίος διαγωνισμός που αναγραφόταν ήταν για την «Προμήθεια και
11
Εγκατάσταση Εξι (6) Προβολέων (projectors) και μιας Οθόνης για το Αμφιθέατρο του Νέου Μουσείου Πατρών» με ημερομηνία καταχώρησης 12/06/09. Καταλήξαμε ότι ο συγκεκριμένος διαγωνισμός δεν αφορά εμάς και συνεχίσαμε την έρευνα χωρίς να καταφέρουμε να εντοπίσουμε κάτι που να σχετίζεται με τις πληροφορίες που είχαμε. Βρήκαμε όμως ένα τηλέφωνο επικοινωνίας διαφορετικό από αυτό που αναγραφόταν στο μήνυμα και αποφασίσαμε να καλέσουμε μήπως έχουμε περισσότερη τύχη αυτή τη φορά. Εξάλλου μια προφορική επικοινωνία ίσως έριχνε περισσότερο φως στην υπόθεση. Ο κύριος που απάντησε στο τηλέφωνο φάνηκε απρόθυμος να μας παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία. Απλά επανέλαβε τη διεύθυνση που μπορούσαμε να στείλουμε τα δικαιολογητικά. Στην παράλογη επιμονή μας να ρωτήσουμε και άλλα πράγματα ο υπάλληλος φάνηκε ότι άρχισε να ενοχλείται και να απαντάει μονολεκτικά. Ετσι στην ερώτησή μας που έχει δημοσιευτεί η προκήρυξη, όπως ορίζει ο νόμος, πήραμε την αφοπλιστική απάντηση ότι δεν έχει δημοσιευθεί στον τύπο, αλλά έχει αναρτηθεί στα γραφεία τους! Οταν τέλος θέσαμε την πλέον παράλογη των ερωτήσεών μας για τη φύση και τον τόπο της συγκεκριμένης δουλειάς, πήραμε την αποστομωτική απάντηση: «Δεν γνωρίζω»! Εμείς, παρόλα αυτά κάναμε τα χαρτιά μας και σ’ αυτήν την προκήρυξη, όπως και σε προηγούμενες, όπως και σε άλλες που έπονται. Πάντοτε με τους ίδιους όρους απόλυτης διαφάνειας και αξιοκρατίας, όπως μας έχει συνηθίσει το ελληνικό δημόσιο, το ΥΠΠΟ και ο συγκεκριμένος οργανισμός. Στους «παροικούντες εν Ιερουσαλήμ» άλλωστε είναι γνωστές οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες γίνονται οι προσλήψεις στους παραπάνω οργανισμούς. Προκηρύξεις που δεν δημοσιεύονται καθόλου ή δημοσιεύονται σε διαφορετικές κάθε φορά εφημερίδες για να ‘‘φροντίζουν’’ για την ενημέρωσή μας. Προκηρύξεις που δημοσιεύονται τρεις μέρες πριν την εκπνοή κατάθεσης των αιτήσεων
12
ή το προηγούμενο βράδυ για να μας διατηρούν σε εγρήγορση. Προκηρύξεις που αναρτώνται σε ΚΕΠ και εφορείες αρχαιοτήτων λες και οι υποψήφιοι περνάν καθημερινά από εκεί και ελέγχουν τους πίνακες ανακοινώσεων. Και τέλος προκηρύξεις που το μόνο που τους λείπει είναι οι φωτογραφίες των υποψηφίων-προσληφθέντων. «Σε κλίμα συγκίνησης τα εγκαίνια του νέου μουσείου της Ακρόπολης» έγραφαν οι εφημερίδες και κάπου αλλού: «έτοιμη η χώρα να δεχτεί τα κλεμμένα μάρμαρα του Παρθενώνα». Μα, ας τους πει κάποιος επιτέλους, ότι δεν μας απασχολούν τα «μάρμαρα». Αξιοπρέπεια και δουλειά θέλουμε! Αδειες καρέκλες/τ’αγάλματα γύρισαν/στ’ άλλο μουσείο. Γιάννης Σταυριδόπουλος
...που λέει ο λόγος!
Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑΣ Τα παιδιά παίζουν με απολεπίσματα πυριτολίθων Οι δεινόσαυροι ονειρεύονται κάτω από τις φτέρες, Το χώμα και το νερό γίνονται λάσπη, Η Αντιγόνη σφουγγίζει με τα μακριά της μαλλιά, τα αίματα του αδελφού της! Και σε μια γωνιά παραπεταμένος ο homo sapiens, έρμαιο θλιβερό της φυσικής επιλογής Κοιτάζει μελαγχολικά την τριχωτή του ουρά Αντε τώρα να ορίσεις σωστά την Προϊστορία. Γ. Χ. Χ.
Ρένα Βεροπουλίδου*
Λιμναία όστρεα και χερσαία σαλιγκάρια από το νεολιθικό Δισπηλιό Καστοριάς
Εισαγωγή Οι ανασκαφές του Δισπηλιού (Χουρμουζιάδης, επιστ. επιμ. 2002) έχουν φέρει στο φως κατάλοιπα μαλακίων από τη λίμνη Ορεστίδα και χερσαία σαλιγκάρια, που ενδημούν στην περιοχή (Βεροπουλίδου & Υφαντίδης 2004). Ιδιαίτερα σημαντικό, ποσοτικά και ποιοτικά, είναι και το σύνολο των θαλάσσιων οστρέων, τα οποία είχαν μεταποιηθεί σε κοσμήματα (Υφαντίδης 2006). Η μελέτη του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου του Δισπηλιού1 στράφηκε αρχικά στο διαχωρισμό των οστρέων που χρησιμοποίησαν οι κάτοικοι από τα κατάλοιπα των κάποτε ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο, προκειμένου να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τις φυσικές ή ανθρωπογενείς αποθετικές και μεταποθετικές διαδικασίες που διαμόρφωσαν την αρχαιολογική μαρτυρία. Σε δεύτερο στάδιο στόχος ήταν να διερευνηθούν οι τρόποι και η ένταση
*
της χρήσης των μαλακίων από τους νεολιθικούς κατοίκους και να εντοπιστούν ομοιότητες ή διαφορές στο χώρο και το χρόνο.
Συλλογή των δεδομένων και μέθοδος μελέτης
Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Δισπηλιό ανακτήθηκε με συστηματικό τρόπο κατά την ανασκαφή του οικισμού. Το υλικό συλλέχθηκε ανά ανασκαφική ενότητα με πλήρη τεκμηρίωση και καθαρίστηκε πριν τη μελέτη. Ταυτόχρονα, η λήψη αντιπροσωπευτικών δειγμάτων χώματος και η λειτουργία του συστήματος επίπλευσης συνετέλεσε στον εμπλουτισμό του με είδη και με θραύσματα οστρέων πολύ μικρού μεγέθους, που ήταν πιθανό να διαλάθουν της προσοχής των ανασκαφέων. Έτσι, χάρη στην επίπλευση το υλικό αυξήθηκε κατά 22%. Το σύνολο προέρχεται από την ανασκαφή των δύο κύριων περιοχών έρευνας, του Ανα-
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, e-mail: verren@hist.auth.gr Η μελέτη έγινε εφικτή χάρη στη χορηγία του Institute for Aegean Prehistory (Veropoulidou & Ifantidis 2004, 2005). Ευχαριστώ τον καθηγητή Γ. Χ. Χουρμουζιάδη και όλη την επιστημονική ομάδα των ανασκαφών για την πολύτιμη βοήθεια.
1
14
τολικού Τομέα (600 μ2), όπου αποκαλύφθηκαν και οι τρεις φάσεις κατοίκησης,2 και του Δυτικού Τομέα (675 μ2), όπου μέχρι στιγμής ανασκάφηκαν καλά διατηρημένα στοιχεία της Νεώτερης/Τελικής Νεολιθικής (Φάση Α). Σε πρώτο στάδιο έγινε η αναγνώριση των ειδών βάσει οδηγών ταύτισης οστρέων θαλάσσιου και γλυκού νερού, καθώς και χερσαίων σαλιγκαριών (Abbott 1989; Poppe & Goto 1991, 1993; Delamotte & VardalaTheodorou 1994; Olsen et al. 2001; Pfleger 1999; Zenetos et al. 2005) σε συνδυασμό με τη συγκριτική συλλογή οστρέων από τη λίμνη Ορεστίδα και από τον περιβάλλοντα χερσαίο χώρο του οικισμού. Ακολούθησε η ποσοτικοποίηση των καταλοίπων ανά είδος, με καταμέτρηση όλων των οστρέων (Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων, ΑΠΟ) βάσει των διαγνωστικών τμημάτων τους (Άτομα, Θυρίδες, Σπόνδυλοι, Κορυφές, Στόμια, Θραύσματα). Κατά τη μακροσκοπική και μικροσκοπική ανάλυση, μετρήθηκε το μέγεθος των οστρέων (ύψος/ μήκος και πλάτος), καταγράφηκαν τα ίχνη κατεργασίας, ενώ ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στη μελέτη της φθοράς των δειγμάτων (βαθμός θρυμματισμού, διατήρηση εξωτερικής επιφάνειας, προσδιορισμός μηχανικών ή χημικών μετασχηματισμών του υλικού). Η τελική ποσοτική ανάλυση και ερμηνεία του υλικού βασίστηκε στη μέθοδο του Ελάχιστου Αριθμού Ατόμων (ΕΑΑ) και έγινε με άξονα το κάθε νοηματικό και χρονολογικό πλαίσιο του οικισμού. Δεδομένου, όμως, ότι κάθε οικιστική φάση αντιπροσωπεύεται από διαφορετικό όγκο επίχωσης, η σύγκριση των απόλυτων αριθμητικών μεγεθών θα έδινε μια παραποιημένη εικόνα ως προς την κατανομή του υλικού. Για να επιτευχθεί η ασφαλής σύγκριση, εκτιμήθηκε ο όγκος ανασκαμμένου χώματος και υπολογίστηκε
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ η ποσότητα των οστρέων ανά κυβικό μέτρο επίχωσης. Η Πυκνότητα (ΑΠΟ / μ3 ή ΕΑΑ / μ3) παρέχει ένα κοινό μέτρο, χρήσιμο για συγκρίσεις διαφορετικών σε έκταση ή μέγεθος ενοτήτων ενός συγκεκριμένου ή περισσότερων οικισμών (Βεροπουλίδου 2002). Η ιδιαιτερότητα του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου του Δισπηλιού σχετίζεται με την επίδραση της λίμνης στον οικιστικό χώρο (πρβλ. Καρκάνας 2002; Κούλη 2002). Επομένως, κύριος στόχος ήταν η διευκρίνιση της παρουσίας των λιμναίων οστρέων, δηλαδή κατά πόσο τα όστρεα σχετίζονταν με ανθρωπογενείς ή φυσικούς παράγοντες, ειδικά στα στρώματα με πιθανή παρουσία νερού. Τα ζητήματα αυτά προσδιορίστηκαν βάσει ποικίλων στοιχείων, όπως οι οικολογικές προτιμήσεις του κάθε είδους, η παρουσία ανθρωπογενών επεμβάσεων στα όστρεα και η κάθετη χωρική τους κατανομή, καθώς και συγκριτικά στοιχεία από άλλους οικισμούς. Τα χερσαία σαλιγκάρια, που αποτελούν ένα αμάλγαμα ειδών από διαφορετικές οικολογικές ζώνες, δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το ανθρωπογενές περιβάλλον του οικισμού και για δραστηριότητες των κατοίκων. Η ερμηνεία των σαλιγκαριών στηρίχτηκε στις περιβαλλοντικές προτιμήσεις του κάθε είδους και στην επαναλαμβανόμενη διάταξη της σύνθεσης των οστρέων σε κάθετο3 ή/και οριζόντιο άξονα (Davies 2008: 61-6).
Σύνθεση οστρεοαρχαιολογικού υλικού
Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δισπηλιού αποτελείται από 8.075 ολόκληρα και θραύσματα οστρέων (ΑΠΟ), που ανήκουν σε 20 διαφορετικά είδη θαλάσσιου (7 είδη) και γλυκού νερού (13 είδη), καθώς και 14 χερσαία σαλιγκάρια4 (Εικ. 1-2).
Φάση Α: Τελική/Νεώτερη Νεολιθική, Φάση Β: πρώιμη Νεώτερη Νεολιθική/ύστερη Μέση Νεολιθική, Φάση Γ: τέλος Μέσης Νεολιθικής (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002; Σωφρονίδου 2002, 2008). 3 Για να αποφευχθεί η συμπερίληψη σαλιγκαριών που παρεισέφρησαν στις αρχαιολογικές επιχώσεις, αφαιρέθηκαν όλα όσα εντοπίστηκαν στο πρώτο επιφανειακό στρώμα. 4 Μεγάλη ποικιλία ειδών, αλλά μετρίου βαθμού ομαλότητα του συνόλου (H’= 1,393, V’= 0,392), λόγω της παρουσίας πολλών ειδών τα οποία αντιπροσωπεύονται από κοντινό αριθμό καταλοίπων. 2
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια Διαβίωση Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Λίμνη Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Ξηρά Θάλασσα Θάλασσα Θάλασσα Θάλασσα Θάλασσα Υφάλμυρα Υφάλμυρα
Είδη ΑΠΟ Unio sp. 5632 Dreissena polymorpha 1705 Lymnaea palustris 36 Bithynia tentaculata 7 Planorbarious corneus 21 Planobris planobris 7 Lymnaea auricularia 1 Microcondylaea compressa 1 Melanopsis praemorsa 1 Succinea putris 1 Theodoxus fluviatilis 1 Viviparus viviparus 5 Microcondylaea bonellii 1 Αδιάγνωστο 6 Monacha olivieri 152 Theba pisana 135 Helix sp. 130 Chondrula tridens 8 Zebrina detrita 6 Helix pomatia 6 Cochlodina laminata 4 Cochlicopa lubrica 2 Ena montana 2 Cochlicella barbara 1 Helix aspersa 3 Helicella obvia 1 Monacha cartusiana 2 Trochoidea pyramidata 1 Rumina decollata 1 Αδιάγνωστο 26 Spondylus gaederopus 76 Glycymeris sp. 4 Dentalium sp. 3 Mytilus sp. 12 Luria lurida 1 Cerastoderma glaucum 72 Cyclope neritea 2 Σύνολο 8,075
15
ΑΠΟ/μ3 20,687 6,263 0,132 0,026 0,077 0,026 0,004 0,004 0,004 0,004 0,004 0,018 0,004 0,022 0,558 0,496 0,477 0,029 0,022 0,022 0,015 0,007 0,007 0,004 0,011 0,004 0,007 0,004 0,004 0,096 0,279 0,015 0,011 0,044 0,004 0,264 0,007 29,662
ΕΑΑ 1374 578 8 7 6 5 1 1 1 1 1 1
ΕΑΑ/μ3 5,047 2,123 0,029 0,026 0,022 0,018 0,004 0,004 0,004 0,004 0,004 0,004
150 102 28 8 6 5 4 2 2 1 1 1 1 1
0,551 0,375 0,102 0,029 0,022 0,018 0,015 0,007 0,007 0,004 0,004 0,004 0,004 0,004
6 47 4 3 3 1 39 2 2,401
0,022 0,173 0,015 0,011 0,011 0,004 0,143 0,007 8,821
Εικ. 1: Περιβάλλον διαβίωσης, είδη, ποσότητα και πυκνότητα οστρέων (ΑΠΟ: Αριθμός Προσδιορισθέντων Οστρέων, ΕΑΑ: Ελάχιστος Αριθμός Ατόμων)
16
Εικ. 2: Τα είδη οστρέων που εντοπίστηκαν στον οικισμό
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια
17
Εικ.3: Αναλογία ολόκληρων και θραυσμάτων οστρέων στις φάσεις κατοίκησης
Όλα τα είδη του γλυκού νερού που εντοπίστηκαν στο υλικό ανήκουν στην ενδημική πανίδα της περιοχής και παρέχουν μια χαρακτηριστική εικόνα της επιλίμνιας, παράλιας ζώνης της λίμνης Ορεστίδας. Τα περισσότερα διαβιούν σε στάσιμα ύδατα (L. auricularia, Pl. corneus, Pl. planobris), ενώ λίγα είναι όσα προτιμούν τρεχούμενα και πλούσια σε οξυγόνο νερά (M. bonellii, M. compressa, M. praemorsa). Το μεγαλύτερο ποσοστό (54%) εντοπίζεται στον αμμώδη πυθμένα της λίμνης και σε μικρό συνήθως βάθος. Λίγα είδη προέρχονται από τις αμμώδεις ή με βράχια όχθες της λίμνης (L. palustris, V. viviparous, B. tentaculata), ενώ μόνο ένα ζει προσκολλημένο πάνω σε σταθερές επιφάνειες (Dr. polymorpha). Τα χερσαία σαλιγκάρια του συνόλου είναι επίσης ενδημικά. Το 50% των ειδών είναι ξηρόφιλα και διαβιούν σε χαμηλή βλάστηση (H. obvia, M. cartusiana) ή σε παράλια βλάστηση και αμμόλοφους (C. barbara, Tr. pyramidata, Th. pisana). Κάποια σαλιγκάρια είναι υγρόφιλα (C. lubrica, M. olivieri),
άλλα προέρχονται από δασώδεις περιοχές (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) και τα υπόλοιπα προτιμούν κήπους ή καλλιεργούμενα εδάφη (H. aspersa, H. pomatia). Το υλικό διατηρείται σε μέτρια κατάσταση. Η αναλογία ολόκληρων και θρυμματισμένων οστρέων είναι 1:25 (Εικ. 3), ενώ η εξωτερική επιφάνεια των δειγμάτων είναι πολύ διαβρωμένη και στα περισσότερα έχει προχωρήσει η απόσπαση και η διάλυση του ανθρακικού ασβεστίου τους. Ταυτόχρονα, ένα μεγάλο ποσοστό οστρέων φέρει ένα σκληρό ασβεστιτικό ίζημα που δεν αφαιρείται. Ένα πλήθος βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων μπορεί να ευθύνεται για την κατάσταση διατήρησης του υλικού, όπως για παράδειγμα, η ευθραυστότητα του οστρέου, η καταπάτηση από τους ανθρώπους, η παρουσία νερού, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ της απόθεσης και επίχωσης του υλικού. Στο σύνολο υπερτερούν (81%) δύο είδη του γλυκού νερού, το Unio sp. (μύδι γλυκού νερού) και το Dreissena polymorpha Pallas
Αντίθετα είναι τα στοιχεία από άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού, όπου ο βαθμός θρυμματισμού του υλικού είναι πολύ χαμηλός (Βεροπουλίδου υ.π.).
5
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
18
Εικ. 4: Κατανομή οστρέων (πυκνότητα: ΕΑΑ/μ3) στις φάσεις κατοίκησης
1771 (μύδι ζέμπρα) (Εικ. 1), ενώ τα υπόλοιπα αντιπροσωπεύονται από χαμηλό αριθμό καταλοίπων (>10). Στα χερσαία σαλιγκάρια, κυριαρχεί η ξηρόφιλη Theba pisana Müller 1774, που διαβιεί σε χαμηλή βλάστηση και αμμόλοφους, και ακολουθεί η υγρόφιλη Monacha olivieri Férussac 1821 (συνολικά 11%). Η πυκνότητα του οστρεοαρχαιολογικού υλικού του Δισπηλιού δεν είναι ομοιόμορφη στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού (Εικ.
4-5) και δεν παρουσιάζει πάντα ομοιότητα με άλλες κατηγορίες του υλικού πολιτισμού, όπως τα οστά ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), τα οστά ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) ή τα κοσμήματα (Υφαντίδης 2006).
Ανθρωπογενής επιλογή Ή φυσική παρουσία;
Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης επιχει-
Εικ. 5: Χωρική κατανομή οστρέων στις φάσεις κατοίκησης του οικισμού
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια
19
Εικ. 6: Κατανομή οστρέων που σχετίζονται με φυσική παρουσία στις φάσεις κατοίκησης
ρήθηκε ο διαχωρισμός των οστρέων που μεταφέρθηκαν από τους κατοίκους από τα κατάλοιπα των ζωντανών πληθυσμών που διαβιούσαν στον οικιστικό χώρο. Όπως αναφέρθηκε, η ανάλυση έλαβε υπόψη της το περιβάλλον διαβίωσης, το μέγεθος των συγκεκριμένων δειγμάτων, το πλαίσιο εύρεσης και τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις στα όστρεα. Ταυτόχρονα, η μελέτη της στρωματογραφίας (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002), η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων της θέσης (Καρκάνας 2002) και η παλυνολογική ανάλυση (Κούλη 2002) συνέβαλλε στην κατανόηση του τρόπου διαμόρφωσης του οστρεοαρχαιολογικού συνόλου.
Λιμναία όστρεα
Ο συνδυασμός των παραπάνω στοιχείων οδήγησε στο συμπέρασμα πως μόνο ένα λιμναίο είδος συλλέχθηκε και μεταφέρθηκε στον οικισμό από τους κατοίκους. Πρόκει-
6
ται για το Unio sp. – μύδι του γλυκού νερού, που έχει εντοπιστεί και σε άλλους οικισμούς της Νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού στο βόρειο ελλαδικό χώρο, που βρίσκονται κοντά σε πηγές γλυκών υδάτων. Συνήθως αποτελεί κατάλοιπο από την κατανάλωση του μαλακίου ως φαγητού6. Βάσει του πλαισίου εύρεσης και των ανθρωπογενών ιχνών κοπής στα όστρεα, το μύδι του γλυκού νερού, που είναι το κύριο είδος του συνόλου (57%), φαίνεται πως και στο Δισπηλιό είναι απόρριμμα από τη βρώση του κρέατος. Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα μάλλον αποτελούν τμήμα της πανίδας του οικιστικού χώρου (Εικ. 6). Το δεύτερο σε ποσότητα είδος του συνόλου, D. polymorpha – μύδι ζέμπρα (24%, ΑΠΟ: 1.705, ΕΑΑ: 578), προέρχεται από φυσικές διαδικασίες, πιθανώς από το νερό μέσα στον οικιστικό χώρο. Τα συγκεκριμένα όστρεα, που προτιμούν τα ήρεμα τέλματα, μάλλον ήταν προσκολλημένα στους πασσάλους των υπερυψωμένων
Ενδεικτικά παραδείγματα θέσεων όπου εντοπίστηκε το Unio sp. και ερμηνεύεται ως κατάλοιπο τροφής: Νέα Νικομήδεια (Shackleton 1962), περιοχή Κοζάνης, Γιαννιτσά Β, Κρυονέρι (Theodoropoulou 2007), Σταυρούπολη (Καραλή-Γιαννακοπούλου 2004), Ντικιλί-Τας (Karali-Yiannakopoulou 1992), Δήμητρα (Karali-Yiannakopoulou 1997), Παράδεισος (Reese 1987), Αρχοντικό Γιαννιτσών (Βεροπουλίδου υ.π.), Πεντάπολη Σερρών (ΚαραλήΓιαννακοπούλου 1981), Καστανάς (Becker 1986), Αγγελοχώρι Ημαθίας (Βεροπουλίδου υ.ε.).
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
20
δομικών στοιχείων, καθώς όπου εντοπίστηκαν μεμονωμένοι ή συστάδες πασάλων βρέθηκε και μεγάλη συγκέντρωση των συγκεκριμένων οστρέων. Ενισχυτικό της πρότασης αυτής είναι η κατακόρυφη κατανομή των μυδιών ζέμπρα, καθώς τα περισσότερα προέρχονται από την κατώτερη, «λιμναία» φάση του οικισμού (Φάση Γ). Στις νεώτερες φάσεις, η ποσότητα σταδιακά μειώνεται, ακολουθώντας σχεδόν την απομάκρυνση του νερού από το χώρο κατοίκησης. Τα υπόλοιπα λιμναία όστρεα αντικατοπτρίζουν έως ένα βαθμό το παράκτιο τοπίο της λίμνης. Είδη που προτιμούν πλούσια σε οξυγόνο ύδατα (π.χ. M. compressa, M. praemorsa, Th. fluviatilis) εμφανίζονται στις αρχαιότερες φάσεις του οικισμού (Γ, Β3). Στη συνέχεια (Β2, Β1) επικρατούν τα είδη των πυκνόφυτων και ρυπαρών υδάτων (π.χ. L. palustris, Pl. planobris, Pl. corneus). Έτσι, τα καθαρά και με καλή οξυγόνωση ύδατα σταδιακά μεταβάλλονται σε στάσιμα, μειωμένης ποιότητας. Τα περισσότερα εντοπίστηκαν προς τις βόρειες περιοχές του οικισμού, οι οποίες βρίσκονται και πιο κοντά στην όχθη της λίμνης. Τα λιμναία όστρεα σχεδόν απουσιάζουν από τα νεώτερα στρώματα του οικισμού.
Χερσαία σαλιγκάρια
Οι διακυμάνσεις στην κατανομή των χερσαίων σαλιγκαριών (Εικ. 6) σχετίζονται με φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες, όπως η παρουσία του νερού, η μεταφορά υλικών στον οικιστικό χώρο ή η μεταποθετική ιστορία των επιχώσεων. Το ένα τρίτο των σαλιγκαριών είναι ξηρόφιλα και προτιμούν χαμηλή βλάστηση (π.χ. H. obvia, M. cartusiana). Τα περισσότερα εντοπίστηκαν στο στρώμα καταστροφής του Δυτικού Τομέα της ανασκαφής και
συνδέονται με την εγκατάλειψη της θέσης. Σε συνάφεια με έναν βαθύ, διπλό λάκκο μια μεγάλη συγκέντρωση υγρόφιλων ειδών (M. olivieri, ΕΑΑ: 141 και C. barbara) ίσως υποδεικνύει τη μακράς διάρκειας έκθεση των επιχώσεων του οικισμού στις φυσικές, κλιματικές συνθήκες. Κάποια είδη πιθανότατα μεταφέρθηκαν στον οικιστικό χώρο μαζί με άλλα υλικά. Οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις της Th. pisana, ξηρόφιλο είδος που διαβιεί κυρίως σε αμμόλοφους, εντοπίστηκαν μαζί με μεγάλες ποσότητες δομικών υλικών σε μια ευθεία γραμμή έκτασης περίπου 80μ. που χρονολογείται στη νεώτερη φάση του οικισμού. Πιθανώς το συγκεκριμένο σαλιγκάρι να μεταφέρθηκε μαζί με άμμο που χρησιμοποιήθηκε στη δόμηση της περιοχής. Ταυτόχρονα, άλλα είδη που διαβιούν αποκλειστικά στο δάσος (C. laminata, Ch. tridens, E. montana) θα πρέπει να μεταφέρθηκαν ακουσίως από τους κατοίκους μαζί με κορμούς ή κλαδιά δέντρων.
Η βρώση του Unio sp. (μύδι γλυκού νερού)
Τα διατροφικά κατάλοιπα ενός αρχαιολογικού συνόλου αποτελούν μικρό συνήθως τμήμα της συνολικής ποσότητας τροφής που συλλέχθηκε, μεταφέρθηκε στον οικισμό και καταναλώθηκε. Ένα σύνολο παραγόντων7 διαμορφώνει το οστρεοαρχαιολογικό υλικό και καθορίζει την τελική ποσότητα που μελετάται (Reitz & Wing 1999: 110-6). Την ίδια στιγμή, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η διατροφική συνεισφορά των μαλακίων, καθώς δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιοι και πόσοι ήταν οι συλλέκτες και οι καταναλωτές, ποια η ποσότητα της τροφής ή το κοινωνικό
Αναφέρονται ενδεικτικά κάποιες αιτίες απώλειας των υλικών καταλοίπων από την αρχική απόρριψη των οστρέων έως την ανάκτησή τους κατά την ανασκαφή: α. απομάκρυνση των απορριμμάτων από το χώρο καθημερινής δράσης (Hayden & Cannon 1983), β. καταστροφή των οστρέων για την παραγωγή ασβέστη (Safer & Gill 1982), γ. κατανάλωση των μαλακίων μακριά από τον οικισμό (Meehan 1977, 1982), δ. μεταφορά μόνο του κρέατος στον οικισμό (Bird & Bird Bliege 1997; Thomas 2007) ε. φυσικές διαδικασίες (Claassen 1998: 54-70). 7
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια
21
Εικ. 7: Ίχνη κοπής σε θυρίδες του Unio sp. (μύδι γλυκού νερού)
πλαίσιο της κατανάλωσης (πρβλ. Counihan & van Esterik 1997; Farb & Armelagos 1980; Lupton 1996; Moss 1993). Η εκτίμηση της θέσης των μαλακίων στη δίαιτα μιας κοινότητας μπορεί να γίνει αν συσχετιστούν τα όστρεα με τα άλλα υπολείμματα τροφής, όπως οστά ζώων, οστά ψαριών και φυτικά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα, σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η σύγκριση ανάμεσα σε ανάλογους χωρικά και χρονικά οικισμούς. Στο οστρεοαρχαιολογικό σύνολο του Δισπηλιού, η μακροσκοπική και μικροσκοπική μελέτη των καταλοίπων και η χωρική ανάλυση της κατανομής τους έδειξε ότι κατάλοιπο τροφής αποτελεί μόνο το μύδι του γλυκού νερού. Το Unio sp. είναι το κύριο είδος του συνόλου (57%) και αντιπροσωπεύεται από 5.632 όστρεα (ΕΑΑ: 1.374). Διαβιεί σε πυθμένα με λεπτόκοκκη ή χοντρόκοκκη άμμο σε ρηχά νερά. Σε αυτήν την οικολογική ζώνη, η συλλογή των οστρέων μπορεί να γίνει σκάβοντας
με τα χέρια ή με ραβδιά στην άμμο. Μια σειρά μακροσκοπικών παρατηρήσεων στα όστρεα, που αφορούν όλες τις φάσεις κατοίκησης του οικισμού, όπως το μεσαίο / μεγάλο μέγεθος των οστρέων (μ.ο. μήκους 65 χιλ.), η απουσία δειγμάτων μικρής ηλικίας, καθώς και η απουσία οστρέων που να συλλέχθηκαν όταν το μαλάκιο ήταν ήδη νεκρό, υποδεικνύουν ότι δεν χρησιμοποιούνταν εργαλεία (τσουγκράνες, φτυάρια, γάγγαμοι). Συνεπώς, η συλλογή γινόταν με απλούς τρόπους και διατήρησε τον ίδιο χαρακτήρα σε όλη τη διάρκεια ζωής του οικισμού. Τα περισσότερα όστρεα (85%), ολόκληρα ή θραύσματα, δεν φέρουν ίχνη ανθρωπογενούς παρέμβασης8. Ένα μικρό ποσοστό (13,5%) αφορά σε όστρεα με ίχνη κοπής9 (Εικ. 7), έμμεση ένδειξη ότι το κρέας καταναλώθηκε ωμό. Τα υπόλοιπα μαλάκια μάλλον καταναλώθηκαν μαγειρεμένα, ίσως βραστά σε μαγειρικά αγγεία, αχνιστά σε “βαρκόσχημα” (Σωφρονίδου 2002: Εικ. 1, Εικ. 11) ή ψητά για λίγα λεπτά στις στάχτες μιας εστίας.
Μόνο 1,5% είναι το ποσοστό των οστρέων που φέρουν επεξεργασία ή ίχνη επεξεργασίας και αφορούν κυρίως σε περίαπτα (Υφαντίδης 2006: 96, ΠΙΝ. 30/1 + 39/3). 9 Ο συγκεκριμένος τρόπος θραύσης οφείλεται στη διάνοιξη του οστρέου, όταν το μαλάκιο είναι ακόμη ζωντανό και διατηρεί με δύναμη κλειστές τις θυρίδες του. Το όστρεο ανοίγει τοποθετώντας ένα αιχμηρό και πεπλατυσμένο εργαλείο ανάμεσα στις θυρίδες, στο σημείο που δεν εφάπτονται απόλυτα. Η άσκηση πίεσης επιφέρει την αποκοπή ενός τμήματος του κελύφους. Το μαγείρεμα, εξαιτίας της θερμότητας που χαλαρώνει τους μύες και διευκολύνει τη διάνοιξη των θυρίδων, δεν αφήνει συνήθως ορατά ίχνη στα όστρεα. 8
22
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
Εικ. 8: Κατανομή Unio sp. στις φάσεις κατοίκησης
Στην πρόταση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι οι μεγαλύτερες συγκεντρώσεις Unio sp. εντοπίστηκαν σε συνάφεια με εστίες, άλλες τροφοπαρασκευαστικές κατασκευές και δάπεδα. Η κατάσταση διατήρησης του υλικού και η αδυναμία εντοπισμού των ζευγαριών θυρίδων (Koike 1979; Waselkov 1987: 156) καταδεικνύει την τακτική απομάκρυνση των απορριμμάτων από αυτές τις περιοχές καθημερινής δράσης. Από τα υπάρχοντα δεδομένα, δεν υπάρχουν κάποια αναγνωρίσιμα στοιχεία για συντήρηση (αποξήρανση, κάπνισμα) και αποθήκευση του κρέατος των μαλακίων, πρακτικές γνωστές από πλήθος εθνογραφικών ερευνών (Waselkov 1987: Πίν. 2). Ωστόσο, δεδομένου ότι οι δραστηριότητες αυτές δεν αφήνουν ορατά υλικά κατάλοιπα, ούτε αναγνωρίζονται πάνω στο ίδιο το όστρεο, αποτελούν πάντα ένα ενδεχόμενο. Η ποσότητα του κρέατος που απέδωσε η συλλογή μαλακίων είναι μικρή συγκριτικά με άλλα είδη τροφής, όπως τα ζώα και τα ψάρια. Σύμφωνα με έναν χονδρικό υπολογισμό, στο Δισπηλιό καταναλώθηκαν περίπου 13 κιλά μυδιών γλυκού νερού. Μάλιστα, η 10
ποσότητα αυτή δεν κατανέμεται ομοιόμορφα στον κάθετο άξονα, ένδειξη ότι οι διατροφικές πρακτικές δεν έμεναν σταθερές στο χρόνο (Εικ. 8). Η κατανομή παρουσιάζει αυξομειώσεις με σημαντικές διακυμάνσεις. Η χαμηλότερη ποσότητα (Φάση Γ) δεν ξεπερνά τα 500 γρ. κρέατος, ενώ η υψηλότερη (υποφάση Β3) φτάνει στα 3 κιλά. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η συνεισφορά των μαλακίων στη δίαιτα των κατοίκων του Δισπηλιού ήταν πολύ περιορισμένη, παρά το προνομιούχο περιβάλλον της λίμνης. Τα μαλάκια μάλλον έπαιζαν ένα συμπληρωματικό ή επικουρικό ρόλο στη δίαιτα, που εστίαζε κυρίως στην κατανάλωση αγροτικών προϊόντων (Μαγκαφά 2002), κρέατος οικόσιτων ζώων (Phoca-Cosmetatou 2008) και σε μικρότερη ένταση ψαριών (Θεοδωροπούλου 2008), όπως άλλωστε έχει υποστηριχτεί για τις κοινότητες της Νεολιθικής Εποχής10 (Andreou et al. 1996: 558; Halstead 1996α, 1996β). Η εξέταση οστρεοαρχαιολογικών συνόλων από οικισμούς της Μέσης και της Νεώτερης/ Τελικής Νεολιθικής στο βόρειο ελλαδικό χώρο δείχνει ομοιότητες και διαφορές ως προς τη
Αν και δεν λείπουν περιπτώσεις οικισμών με πολύ μεγάλες ποσότητες οστρέων - καταλοίπων τροφής (Βεροπουλίδου υ.π.).
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια βρώση των μαλακίων (Theodoropoulou 2007; Βεροπουλίδου υ. π.). Μια πρώτη διαφοροποίηση εντοπίζεται στο χώρο. Παρατηρείται ότι όσο αυξάνει η απόσταση του οικισμού από τη θάλασσα, τόσο μειώνεται η ένταση της κατανάλωσης υδάτινων πηγών. Ακόμη και αν υπάρχουν πλούσιες πηγές γλυκού νερού σε άμεση σχέση με τον οικισμό, όπως στην περίπτωση του Δισπηλιού, η βρώση των μαλακίων είναι συνήθως πολύ χαμηλής κλίμακας. Η άλλη διαφορά είναι χρονική, καθώς στις περισσότερες κοινότητες της Μέσης Νεολιθικής, παράκτιες ή ηπειρωτικές, καταγράφεται μέτριας έντασης εκμετάλλευση των μαλακίων, ενώ στη Νεώτερη Νεολιθική σημειώνεται αύξηση, κάποιες φορές ιδιαιτέρως σημαντική.
23
Οι παραπάνω προτάσεις ενέχουν το χαρακτήρα γενικευτικών μόνο παρατηρήσεων, καθώς οι διατροφικές πρακτικές των κατοίκων εμφανίζουν σημαντική ποικιλότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε οικισμού συχνά υπερισχύουν. Η τροφή, που σαφώς ορίζεται από το οικολογικό πλαίσιο, φαίνεται πως έχει διαφορετική θέση και σημασία, διαφορετική κοινωνική αξία στον εκάστοτε οικισμό. Η κατανάλωση της κάθε τροφής αποτελεί μια κατεξοχήν πολιτισμική επιλογή, που συνδέεται με ποικίλους παράγοντες, μεταξύ άλλων η ικανοποίηση βιολογικών αναγκών, η διαπραγμάτευση των κοινωνικών σχέσεων, η δόμηση της ατομικής και ομαδικής ταυτότητας (πρβλ. Hamilakis 2000).
Επίλογος Η μελέτη και ανάλυση του οστρεοαρχαιολογικού υλικού του Δισπηλιού Καστοριάς δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, καθώς οι συνεχιζόμενες ανασκαφές προσθέτουν νέα στοιχεία για τον οικισμό. Η σημαντική ποικιλία χερσαίων σαλιγκαριών και λιμναίων οστρέων παρέχει απτά στοιχεία για την ιστορία των επιχώσεων και προσθέτει περιβαλλοντικές πληροφορίες, έτσι ώστε να προσεγγιστεί καλύτερα το αν-
θρωπογενές περιβάλλον. Ταυτόχρονα, γίνεται δυνατή η ανασύνθεση, έως ένα βαθμό, των δραστηριοτήτων των κατοίκων. Η μικρής κλίμακας βρώση των μαλακίων, παρά την ποικιλία οστρέων και την άμεση σχέση με το πλούσιο περιβάλλον της λίμνης καταδεικνύει για μία ακόμη φορά ότι οι παράγοντες που καθορίζουν και διαμορφώνουν τις διατροφικές πρακτικές είναι συνήθως αφανείς στο αρχαιολογικό πλαίσιο.
Βιβλιογραφία Abbott, T. R. 1989 Compendium of Landshells. Burlington: American Malacologists Inc. Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis 1996 Review of the Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age of Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: 537-97. Becker, C. 1986 F. Weichtiere. Bivalvia - Muscheln. In Kastanas: Die Tierknochenfunde (C. Becker): 230-6. Berlin: Wissenschaftsverlag Vorker Spiess [Prähistorische Archäologie in Südosteuropa, Band 5]. Bird, D. W. & R. Bird Bliege 1997 Contemporary shellfish gathering strategies among the Meriam of the Torres Strait Islands: Testing predictions of a central place foraging model. Journal of Archaeological Science 24: 39-63.
24
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
Claassen, C. 1998 Shells. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology]. Counihan, C. M. & P. van Esterik (eds.) 1997 Food and Culture: A Reader. New York: Routledge. Davies, P. 2008 Snails: Archaeology and Landscape Change. Oxford: Oxbow Books. Delamotte, M. & E. Vardala-Theodorou 1994 Shells from the Greek Seas. Athens: Goulandris Natural History Museum. Καραλή-Γιαννακοπούλου, Λ. 1981 Παράρτημα ΙΙΙ: Μαλακολογικό υλικό. Στο Ανασκαφή σε Οικισμό της Εποχής Χαλκού (Πρώιμης) στην Πεντάπολη του νομού Σερρών, (εκδ. Δ. Β. Γραμμένος): 115-8. Αθήνα: Αρχαιολογική Εφημερίδα, Η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία. 2004 Ανασκαφή Σταυρούπολης: Μαλακολογικό υλικό. Στο Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό Οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης: Μέρος ΙΙ (1998-2003) (επιμ. Δ. Β. Γραμμένος & Σ. Κώτσος): 527-603. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Βόρειας Ελλάδας, Αρ. 6]. Καρκάνας, Π. 2002 Η μικρομορφολογική μελέτη των αποθέσεων του Δισπηλιού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 295-302. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Κούλη, Κ. 2002 Δισπηλιό και παλυνολογία: Προσεγγίζοντας το παλαιοπεριβάλλον. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 303-16. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Farb, P. & G. Armelagos 1980 Consuming Passions: The Anthropology of Eating. Boston: Houghton Mifflin Company. Halstead, P. 1996α The development of agriculture and pastoralism in Greece: When, how, who and what? In The Origins and Spread of Agriculture and Pastoralism in Eurasia, (ed. D. R. Harris): 296-309. London: UCL Press. 1996β Pastoralism or household herding? Problems of scale and specialization in Early Greek animal husbandry. World Archaeology 28(1): 20-42. Hamilakis, Y. 2000 The anthropology of food and drink consumption and Aegean archaeology. In Palaeodiet in the Aegean (ed. S. J. Vaughan & W. D. E. Coulson): 55-63. Oxford: Oxbow Books [Wiener Laboratory Monograph 1]. Hayden, B. & A. Cannon 1983 Where the garbage goes: Refuse disposal in the Maya Highlands. Journal of Anthropological Archaeology 2: 116-63. Μαγκαφά, Μ. 2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Karali-Yiannakopoulou, L. 1992 La parure. In Dikili Tash, Village Préhistorique de Macédoine Orientale, I: Fouilles de Jean Deshayes 1961-1975 (éd. R. Treuil): 159-64. Bulletin de Correspondance Hellénique Suppl. XXIV. 1997 Dimitra: Matériel malacologique. Στο Νεολιθική Μακεδονία (Δ. Β. Γραμμένος): 200-11. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων & Απαλλοτριώσεων [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου, Αρ. 56]. Koike, H. 1979 Seasonal dating and the valve-pairing technique in shell-midden analysis. Journal of Archaeological Science 6: 63-74. Lupton, D. 1996 Food, the Body and the Self. London: Sage Publications.
λιμναια οστρεα και χερσαια σαλιγκαρια
25
Meehan, B. 1977 Man does not live by calories alone: The role of shellfish in a coastal cuisine. In Sunda and Sahul: Prehistoric Studies in SE Asia, Melanesia and Australia (ed. J. Allen, J. Golson & R. Jones): 493-531. London: Academic Press Limited. 1982 Shell Bed to Shell Midden. Canberra: Australian Institute for Aboriginal Studies. Moss, M. L. 1993 Shellfish, gender, and status on the Northwest coast: Reconciling archaeological, ethnographic, and ethnohistorical records of the Tlingit. American Anthropologist 95(3): 631-52. Olsen, L.-H., J. Sunesen, & B. Vita Pedersen 2001 Small Freshwater Creatures. New York: Oxford University Press. Σωφρονίδου, Μ. 2002 Η κεραμεική: Βασικές παρατηρήσεις. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 185-216. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή Ανάσκαμμα 1: 9-26. Pfleger, V. 1999 Molluscs. Leicester: Blitz Editions. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: The faunal assemblage from the first phase of occupation of Middle Neolithic Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Poppe, G. T. & Y. Goto 1991 European Seashells (Polyplacophora, Caudofoveata, Solenogastra, Gastropoda). Vol. 1. Wiesbaden: Verlag Christa Hemmen. 1993 European Seashells (Scaphopoda, Bivalvia, Cephalopoda). Vol. 2. Hackenheim: ConchBooks. Reese, D. S. 1987 Marine and fresh-water mollusks. In Paradeisos: A Late Neolithic Settlement in Aegean Thrace (ed. P. Hellström): 119-34. Stockholm: Medelhausmuseet [Memoir 7]. Reitz, E. J. & E. S. Wing 1999 Zooarchaeology. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology]. Safer, F. J. & M. F. Gill 1982 Spirals from the Sea: An Anthropological Look at Shells. New York: Clarkson N. Potter, Inc. Shackleton, N. J. χ.χ. Shells from the Neolithic site of Nea Nikomedia [Αδημοσίευτο χειρόγραφο]. Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψάρια και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Theodoropoulou, T. 2007 L’exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques (2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Thomas, F. R. 2007b The behavioral ecology of shellfish gathering in Western Kiribati, Micronesia 2: Patch choice, patch sampling, and risk. Human Ecology 35: 515-26. Βεροπουλίδου, Ρ. 2002 Όστρεα από το Κτήριο Α της Τούμπας Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [Μεταπτυχιακή εργασία]. υ. π. Τα Όστρεα από τους Οικισμούς του Κόλπου της Θεσσαλονίκης κατά τη Νεολιθική και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [διδακτορική διατριβή]. υ. ε. Το οστρεοαρχαιολογικό σύνολο από το Αγγελοχώρι Ημαθίας (ΥΕΧ). Στο Η Ανασκαφή στο Αγγελοχώρι Ημαθίας (επιμ. Λ. Στεφανή & Ν. Μερούσης). Θεσσαλονίκη. Βεροπουλίδου, Ρ. & Φ. Υφαντίδης 2004 Unio pictorum vs. Spondylus gaederopus: Όστρεα και οστρέινα κοσμήματα από το Δισπηλιό
ΡΕΝΑ ΒΕΡΟΠΟΥΛΙΔΟΥ
26
Καστοριάς. Το Αρχαιολογικό Έργο Στη Μακεδονία Και Θράκη 18: 669-86. Veropoulidou, R. & F. Ifantidis 2004 Shell Assemblage Analysis of the Neolithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Eastern Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. 2005 Shell Assemblage Analysis of the Neolithic Lakeside Settlement of Dispilio, Kastoria: The Western Sector. Thessaloniki: Institute for Aegean Prehistory Unpublished Research Grant Report. Waselkov, G. A. 1987 Shellfish gathering and shell midden archaeology. In Advances in Archaeological Method and Theory (ed. M. B. Schiffer): 93-210. San Diego: Academic Press. Zenetos, A., E. Vardala-Theodorou & C. Alexandrakis 2005 Update of the marine bivalvia mollusca checklist in Greek waters. Journal of the Marine Biological Association of the United Kingdom 85: 993-8. Χουρμουζιάδη, Ν. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Υφαντίδης, Φ. 2006 Τα Κοσμήματα του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιού Καστοριάς: Παραγωγή & Χρήση μίας ‘Αισθητικής Εργαλειοθήκης’. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας [μεταπτυχιακή εργασία].
Summary Freshwater molluscs and land snails at the Neolithic Dispilio, Kastoria Rena Veropoulidou
The archaeomalacological assemblage from the Neolithic Dispilio, Kastoria, consists of a large amount of freshwater shells and land snails. The systematic and thorough study comprised species identification, ecological and quantitative reconstruction in time and space, as well as gathering methods, quantities and sizes of shells, methods of preparation, consumption and discard. The unique richness and amount of land snails and freshwater shells that penetrated the archaeological record either by chance or due to human activities offered a large body of information for the understanding of depositional formation processes and the
reconstruction of the human ecological setting in each building phase. At the same time, the large amount of freshwater mussels (Unio sp.) provided a unique opportunity in Greek prehistory to have a clear insight as regards molluscan consumption in a Neolithic community living by the lake. Molluscs were gathered in shallow water with simple tools and minimal effort. They were consumed cooked (boiled, steamed or roasted), but in varying degrees throughout the life of the settlement. Regardless of the rich lake environment, molluscs must have been just a complementary food source.
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ*
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα προϊστορικά εργαλεία από λίθο είχαν προκαλέσει το «θαυμασμό» και την «απορία» σε περιηγητές και αρχαιοδίφες ήδη από τον 15ο αιώνα (Brezillon 1971: 37). Την ίδια εποχή ξεκίνησε η συλλογή τους και οι πρώτες απόπειρες για την ερμηνεία τους. Αρχικά, τους αποδιδόταν θεϊκή προέλευση και η δημιουργία τους συνδεόταν με τη δράση των κεραυνών (Bordaz 1970: 1). Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερεις αιώνες για να εμφανιστούν οι πρώτες επιστημονικές μελέτες και οι απόπειρες για συστηματική κατάταξη του συγκεκριμένου υλικού, ταυτόχρονα με τις πρώτες κριτικές για τα μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε η έρευνα εκείνη την περίοδο (Brezillon 1971: 22). Η κυρίαρχη τάση στη μελέτη του συγκεκριμένου υλικού μέχρι και τα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα ήταν η τυπολογική του κατάταξη στη βάση μορφολογικών κριτηρίων και υποθετικών λειτουργιών που του
αποδιδόταν (Hayden & Kamminga 1979: 3). Οι εργασίες του F. Bordes (1950; 1979) αποτελούν σταθμό σε αυτόν τον τομέα. Μελέτησε και κατέταξε συστηματικά έναν μεγάλο όγκο λιθοτεχνικού υλικού χρησιμοποιώντας, πέρα από τα κριτήρια που αναφέρθηκαν παραπάνω, και την εμπειρία του από την πειραματική λάξευση. Την ίδια εμπειρία αξιοποίησαν στο επιστημονικό τους έργο ο D. Crabtree (1968) και λίγο αργότερα και ο J. Tixier (1963). Με αυτόν τον τρόπο στις τυπολογίες που καταρτίζονταν από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά ενσωματώνονταν και τεχνολογικά κριτήρια. Η παραπάνω περίοδος δεν παρουσίασε σημαντικές καινοτομίες στο ερμηνευτικό επίπεδο. Οι διαφοροποιήσεις που παρατηρούνταν από περιοχή σε περιοχή στην τυπολογία αποδίδονταν σε πολιτισμικές διαφορές. Σχηματίστηκαν, έτσι, ερμηνευτικά μοντέλα για την ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, για την εξέλιξη στο χρόνο των λιθοτεχνιών τους και για τις μεταξύ αυτών των πολιτισμών αλληλεπιδράσεις και επαφές. Ση-
* Αρχαιολόγος, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης, e-mail: tso?li81@yahoo.gr
28
μαντική εξαίρεση στο παραπάνω ερευνητικό τοπίο αποτέλεσε η προσέγγιση του Semenov (1964) που επιχείρησε να αναλύσει τα ίχνη χρήσης των ενεργών άκρων των εργαλείων ώστε να αποκαλύψει τις δραστηριότητες στις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί από τους προϊστορικούς ανθρώπους. Η εργασία του αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την προσέγγιση των λιθοτεχνιών. Ωστόσο, τα μοντέλα της πολιτισμικής διαφοροποίησης άρχισαν να αμφισβητούνται έντονα από τη δεκαετία του ’60 οπότε και εμφανίστηκε στο προσκήνιο της αρχαιολογικής σκέψης η «Νέα» ή «Διαδικαστική» αρχαιολογία. Την αφετηρία για την ανάπτυξη νέων ερμηνευτικών προσεγγίσεων, που ξεκινούσαν από ένα διαφορετικό θεωρητικό υπόβαθρο, αποτέλεσε ένα άρθρο των L. Binford και S. Binford (1966) για τις μουστέριες λιθοτεχνίες. Σε αυτό, οι συγκεκριμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι στο επίκεντρο της αρχαιολογικής μελέτης θα πρέπει να τεθούν οι προϊστορικοί άνθρωποι, η δράση και η κοινωνική οργάνωσή τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο παρουσίασαν τη μεθοδολογία τους για το διαχωρισμό λιθοτεχνιών (ό.π.: 240-3, 292), τις προτάσεις τους για τις λειτουργίες αυτών των εργαλειακών συνόλων καθώς και για τις ανθρώπινες δραστηριότητες που αντικατοπτρίζονται σε αυτές (ό.π.: 289-94). Η συμβολή των αποκρουσμάτων1 λαξευμένου λίθου για την κατανόηση της δράσης, της συμπεριφοράς, της ιδεολογίας και της κοινωνικής οργάνωσης των προϊστορικών ανθρώπων είχε βέβαια αναγνωριστεί στην επιστημονική σκέψη και πριν τη δεκαετία του ’60 (Karlin et al. 1991: 102). Παρόλα αυτά, η μελέτη προς την κατεύθυνση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις στο παρελθόν και σε σχετικά πρόσφατες επιστημονικές εργασίες. Σήμερα, πλέον, υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία στον συγκεκριμένο τομέα, χάρη και στην επιστημονική παραγωγή της «μεταδι1
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ
αδικαστικής» αρχαιολογικής σχολής, που τείνει να αντιμετωπίζει την τεχνολογική συμπεριφορά των προϊστορικών ανθρώπων ως μία έκφραση της κοινωνικής τους συμπεριφοράς (Hodder 1990: 155; Karlin et al. 1991: 116; Lemonnier 2004: 11). Με αφετηρία την τεχνολογική προσέγγιση και την ανασύσταση των σταδίων της κατασκευής, χρήσης και απόρριψης των εργαλείων αναζητούνται από τους ερευνητές οι προθέσεις των προϊστορικών λιθοξόων (Pelegrin 2005), οι στρατηγικές που χρησιμοποιούσαν για να διαχειριστούν τις πρώτες ύλες, την παραγωγή και την κατανάλωση των αποκρουσμάτων που κατασκεύαζαν (Perlès 1992) καθώς και τα κριτήρια με βάση τα οποία θα μπορούσαν να αναγνωριστούν οι ξεχωριστοί λιθοξόοι που δρούσαν στα πλαίσια ενός οικισμού (π.χ. Ploux 1983). Οι σύγχρονες έρευνες των λιθοτεχνιών λαξευμένου λίθου, ωστόσο, δεν προσεγγίζουν το υλικό μόνο από τεχνολογική σκοπιά. Εθνοαρχαιολογικές παρατηρήσεις, πειραματικές μέθοδοι και μελέτες των μικροϊχνών χρήσης αποτελούν επίσης τομείς με πλούσια ερευνητική παραγωγή. Για την πραγματοποίηση, ωστόσο, της παρούσας μελέτης χρησιμοποιήθηκαν οι κατευθύνσεις και η ορολογία των M.-L Inizan, M. Reduron-Ballinger, H. Roche και J. Tixier όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί στο εγχειρίδιο αναφοράς για την τεχνολογική προσέγγιση Technology and Terminology of Knapped Stone (Inizan et al. 1999). Πριν τελειώσει αυτή η εισαγωγή, να σημειωθεί ότι αφορμή για τα ερωτήματα που γεννά η μελέτη των λιθοτεχνιών μπορεί να σταθούν τόσο τα προσωπικά ενδιαφέροντα του κάθε ερευνητή όσο και οι θεωρητικές προσεγγίσεις στην επιστήμη της αρχαιολογίας. Το επίκεντρο σε κάθε περίπτωση είναι οι προϊστορικοί άνθρωποι. Η αναζήτηση του τρόπου δράσης και οργάνωσής τους αποτελεί το σημείο εκκίνησης. Από αυτό το σημείο μέχρι την ανάπτυξη ενός προβληματισμού,
Με τους όρους «απόκρουσμα» και «αποκρούσματα» αποδίδεται στην ελληνική βιβλιογραφία το σύνολο των φολίδων, λεπίδων, μικρολεπίδων και απορριμμάτων που παράγονται στη διάρκεια της κατεργασίας του λίθου.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ
μιας μεθοδολογίας και μιας ερμηνείας συνυπολογίζονται και επιδρούν μια σειρά παράμετροι. Η τεχνολογική προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει τη βάση για μια συνολική θεώρηση και το εργαλείο για την απάντηση επιμέρους ερωτημάτων.
Η ΘΕΣΗ Το Δισπηλιό αποτελεί τον μοναδικό λιμναίο προϊστορικό οικισμό στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος ανασκάπτεται συστηματικά και σε τόσο μεγάλη έκταση (μέχρι και το 2008 έχουν ανασκαφεί 5250 μ2) (Σωφρονίδου 2008: 14) και συνεπώς μπορεί να προσφέρει σημαντικά στοιχεία τόσο για την χωροοργάνωση όσο και για τη σχέση των προϊστορικών κατοίκων του με το λιμναίο οικοσύστημα (Χουρμουζιάδης 2002: 15). Η ανασκαφή εκτείνεται σε τρεις κύριους τομείς, ενώ έχει αποκαλυφθεί και το μεγαλύτερο τμήμα ενός λίθινου περιβόλου περιμε-
Εικ. 1: Τοπογραφικό της ανασκαφής
29
τρικά του χώρου (Εικ. 1). Ο ανατολικός είναι ο πρώτος τομέας που ανασκάφηκε και στον οποίο συνολικά έχουν αναγνωριστεί τρεις φάσεις, η Α, η Β και η Γ και μία τέταρτη αρχαιότερη που δεν έχει προς το παρόν διερευνηθεί σε έκταση (Χουρμουζιάδη & Γιαγκούλης 2002: 60). Η κεραμεική από αυτό το κατώτερο στρώμα οδηγούν στη χρονολόγησή του στο τέλος της Αρχαιότερης Νεολιθικής περιόδου. Η Φάση Γ τοποθετείται στη Μέση Νεολιθική περίοδο ή και στο τέλος της Αρχαιότερης, ενώ οι υπόλοιπες δύο φάσεις του καλύπτουν τη Νεώτερη Νεολιθική Ι. Τα στοιχεία από τις ραδιοχρονολογήσεις δεν συμφωνούν απόλυτα με το παραπάνω σχήμα καθώς τοποθετούν την αρχαιότερη Φάση Γ στις αρχές της Νεώτερης Νεολιθικής περιόδου (Φακορέλλης & Μανιάτης 2002: 291-3) ή στα τέλη της Μέσης. Ωστόσο, τα δείγματα που στάλθηκαν για ραδιοχρονολόγηση ήταν μόνο δύο και δεν κάλυπταν όλες τις φάσεις του οικισμού.
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ
30
Στον Δυτικό Τομέα και σε μεγάλη έκταση έχει ανασκαφεί η Φάση Α του οικισμού. Κάποιες από τις τομές αυτού του τομέα έχουν ανασκαφεί σε βάθη αντίστοιχα με αυτά του Ανατολικού. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό στοιχείο του Δυτικού Τομέα είναι η αποκάλυψη, στο κέντρο του περίπου, μιας περιοχής με περισσότερους από πέντε φούρνους και η έντονη παρουσία οικιστικών καταλοίπων που ανήκουν στη Φάση Α. Τέλος, σε εξέλιξη βρίσκεται και η ανασκαφή του Νότιου Τομέα για τον οποίο τα στοιχεία προέρχονται κυρίως από κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις της κεραμεικής, οδηγούν στη χρονολόγησή του σε νεότερες της Νεώτερης Νεολιθικής περιόδου αλλά αρχαιότερες της Μέσης Εποχής του Χαλκού (Σταυριδόπουλος υ. έκ.; Σωφρονίδου 2008: 16-7). Για τη λιθοτεχνία του Δισπηλιού έχει ήδη πραγματοποιηθεί μία μελέτη από τη Χ. Τσαγκούλη (2002). Σε αυτήν συμπεριλαμβάνονται τα αποκρούσματα που αποκαλύφθηκαν στον οικισμό μέχρι το 1998 (ό.π.: 149). Τη συγκεκριμένη ερευνήτρια απασχόλησαν οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται στον οικισμό, η σημαντική παρουσία εργαλείων κοπής φυτικών ειδών (γνωστά ως δρεπάνια) και οι δραστηριότητες των κατοίκων του Δισπηλιού που αντικατοπτρίζονται στα εργαλεία τους (ο.π.: 148-54). Επομένως, το παρόν άρθρο δεν αποτελεί την πρώτη απόπειρα προσέγγισης του συγκεκριμένου υλικού αλλά επιδιώκεται σε αυτό να παρουσιαστεί μια διαφορετική προσέγγιση.
ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ Η επιλογή του προς μελέτη δείγματος απασχόλησε τόσο τους ανασκαφείς της θέσης όσο και εμένα την ίδια. Εξαιτίας του πολύ μεγάλου όγκου του υλικού που προέρχεται από την ανασκαφή του οικισμού (περίπου 10.000 προϊόντα μέχρι το 2008), αποφασίσαμε αρχικά να μελετηθεί το υλικό από μία φάση του οικισμού στην οποία θα σώζονταν και στοιχεία για την οργάνωση του χώρου. Ετσι, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στη
Φάση Α του Δυτικού Τομέα της ανασκαφής και ειδικότερα στην περιοχή όπου έχουν αποκαλυφθεί οι φούρνοι. Ωστόσο, η μελέτη για τον διαχωρισμό των φάσεων του συγκεκριμένου τομέα και για τη συσχέτισή τους με αυτές του Ανατολικού δεν είχε ολοκληρωθεί τη χρονική στιγμή που έπρεπε να επιλέξουμε το δείγμα. Επίσης, το δείγμα της Φάσης Α, από την περιοχή με τους φούρνους και τα οικιστικά κατάλοιπα, ήταν περιορισμένο και δεν θα ήταν αντιπροσωπευτικό για τη λιθοτεχνία της θέσης. Για τους λόγους αυτούς αποφασίσαμε τελικά να μελετηθεί η λιθοτεχνία μίας από τις τομές του Ανατολικού Τομέα, στην οποία έχουν αποκαλυφθεί όλες οι μέχρι σήμερα ανασκαμμένες φάσεις του οικισμού. Με αυτόν τον τρόπο, επιλέχθηκαν τα αποκρούσματα λαξευμένου λίθου που έφερε στο φως η ανασκαφή στην τομή 4β. Η τομή αυτή βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του Ανατολικού Τομέα (Εικ. 1) και έχει σκαφτεί μέχρι το βάθος των 2,10 μ περίπου. Το βάθος αυτό είναι ένα από τα μεγαλύτερα στα οποία είχε προχωρήσει η ανασκαφή πριν κατακλυστεί από τα νερά της λίμνης. Τα κριτήρια για την επιλογή των αποκρουσμάτων αυτής της τομής αποτέλεσαν τόσο η ποσότητα όσο και η σύνθεση του συγκεκριμένου υλικού που αποκαλύφθηκε σε αυτή. Πρόκειται για μια τομή που διαθέτει έναν μέσο αριθμό αποκρουσμάτων σε σύγκριση με τις υπόλοιπες του Ανατολικού Τομέα. Επίσης, μετά από μακροσκοπικές παρατηρήσεις που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο του υλικού από τον συγκεκριμένο τομέα, παρατηρήθηκε ότι τα μορφολογικά και τεχνολογικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα προϊόντα της είναι παρόμοια με αυτά των υπόλοιπων τομών. Θεωρήσαμε ότι αυτά τα κριτήρια στην επιλογή του δείγματος συμβάλλουν στο να είναι αντιπροσωπευτικό για την παραγωγή του οικισμού. Να σημειωθεί, τέλος, ότι σε όλες τις τομές του Ανατολικού Τομέα το χώμα δεν κοσκινίστηκε ούτε με ξερό κόσκινο ούτε με νεροκόσκινο παρά μόνο περιστασιακά και σποραδικά και, επομένως, οι περιορισμοί στους οποίους υπόκειται το δείγμα
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ
αυξάνονται από τη στιγμή που είναι πιθανόν να μην περιλαμβάνονται σε αυτό ορισμένα αποκρούσματα μικρού μεγέθους.
Η ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΟΜΗ 4Β Τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν εδώ προέρχονται από τη Φάση Α του οικισμού, όπως αντιπροσωπεύεται στη συγκεκριμένη τομή. Το σύνολο των προϊόντων που αποκαλύφθηκαν σε αυτή τη φάση, που χρονολογείται στη Νεώτερη Νεολιθική Ι, ανέρχεται σε 82 προϊόντα. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούν οι αρχικές παρατηρήσεις που αφορούν το συγκεκριμένο δείγμα, ενώ θα ακολουθήσει συνολική μελέτη των προϊόντων λαξευμένου λίθου από όλες τις φάσεις της τομής 4β.
Πρώτες ύλες Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται σε αυτή τη φάση από τους προϊστορικούς κατοίκους του Δισπηλιού ανήκουν όλες στη κατηγορία των πυριτολιθικών πετρωμάτων. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για τέσσερις κύριες κατηγορίες πυριτόλιθου και για κάποιες άλλες που αντιπροσωπεύονται με ελάχιστα προϊόντα. Η πρώτη από αυτές (32,9% περίπου του συνόλου του δείγματος) περιλαμβάνει πυριτόλιθους καφέ έως υποκίτρινου χρώματος (ενδεικτικοί κωδικοί Munsell: 10YR 5/4 yellowish brown, 7.5YR 4/4 brown, 10YR 7/6 yellow), λεπτόκοκκους, που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιογένεια, ελάχιστοι από αυτούς έχουν εγκλείσματα σφαιρικού σχήματος, είναι στην πλειονότητά τους ημιδιαφανείς, φωτοπερατοί, με ομαλή επιφάνεια και στεατώδη λάμψη, ενώ 3 από αυτούς είναι αδιαφανείς. Η δεύτερη κατηγορία αντιπροσωπεύεται σε ποσοστό 23,2% περίπου. Πρόκειται για καστανοκόκκινο πυριτόλιθο (ενδεικτικοί κωδικοί Munsell: 2.5YR 3/4 dark reddish brown, 5YR 3/4 dark reddish brown, 2.5YR 4/3 reddish brown), που μοιάζει πολύ στον ίασπι και χαρακτηρίζεται από τη στεατώδη λάμψη του,
31
είναι φωτοπερατός με ομαλή επιφάνεια, ενώ ελάχιστα αποκρούσματα (3) είναι αυτά που δεν είναι φωτοπερατά, 2 παρουσιάζουν ζώνες μαύρου χρώματος. Η τρίτη κατηγορία (15,85%) περιλαμβάνει από μαύρους έως ανοιχτούς γκρίζους πυριτόλιθους (ενδεικτικοί κωδικοί Munsell: 10YR 4/1 dark gray), με υαλώδη λάμψη, ημιδιαφανείς και φωτοπερατούς, οι οποίοι συγγενεύουν γεωλογικά με αντίστοιχους της οροσειράς της Πίνδου. Στην τέταρτη κατηγορία, που αντιπροσωπεύεται στο ίδιο ποσοστό με την τρίτη, ανήκουν πυριτόλιθοι στις αποχρώσεις του γκρίζου, γκρίζου-καστανού, γκρίζου-κυανού και γκρίζου ελαιόχρωμου (ενδεικτικοί κωδικοί Munsell: 2.5Y 6/2 light brownish gray, 2.5Y 3/2 very dark grayish brown, GLEY1 4/10Y dark greenish gray, GLEY2 5/10B bluish gray), οι οποίοι είναι λεπτόκοκκοι, φωτοπερατοί (εκτός από 3 μη φωτοπερατούς) και με ομαλή επιφάνεια, ενώ 4 από αυτούς είναι ημιδιαφανείς, 3 παρουσιάζουν έντονη πατίνα και 3 περιέχουν αργιλικά μικροεγκλείσματα κοκκώδη και έχουν ομαλή επιφάνεια. Τέλος, έχουν εντοπιστεί κάποια αποκρούσματα ροδόχρωμα, ελαιόχρωμου και σκούρου γκρίζου πυριτόλιθου τα οποία κατέχουν το 12,2% περίπου του υλικού. Από πετρογραφικές αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν από τους Σ. Δημητριάδη και Κ. Σκουρτοπούλου (2001) σε δείγμα 49 τεχνέργων του οικισμού, οι μόνες κατηγορίες πετρωμάτων που εντοπίζονται σε αυτόν ανήκουν σε ραδιολαριτικά χαλαζιακά πετρώματα (cherts) (44%) και σε πυριτιωμένα ανθρακικά (56%). Τα συγκεκριμένα πετρώματα εντοπίζονται γεωλογικά στην ευρύτερη περιοχή της βορειοδυτικής Μακεδονίας, μαζί με πυριτιωμένους λιμονίτες και χαλαζία. Στη θέση του Δισπηλιού, όμως, δεν προτιμούνται οι τελευταίες δύο κατηγορίες, αν και είναι διαθέσιμες, ίσως λόγω των κατώτερων μηχανικών ιδιοτήτων τους (Δημητριάδης & Σκουρτοπούλου 2001: 785, 791). Μέχρι σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί λατομεία εξόρυξης πρώτης ύλης. Μια πρώτη αναζήτηση πηγών πρώτης ύλης, που επιχει-
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ
32
ρήσαμε μαζί με τον τεχνίτη της ΚΘ’ Εφορείας Κλασικών και Προϊστορικών Αρχαιοτήτων Νίκο Πανταζόπουλο, δεν απέδωσε σημαντικά αποτελέσματα. Ετσι, αρκεστήκαμε σε λίγες παραποτάμιες κροκάλες στον Αλιάκμονα, που φαίνεται να χρησιμοποιούνται στον οικισμό, και μια φλέβα πυριτόλιθου, που αποκαλύφθηκε εξαιτίας εργασιών για τη διάνοιξη δρόμου, στο «Μαύρο Βουνό», έναν λόφο στα νοτιοανατολικά της πόλης της Καστοριάς, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία ότι χρησιμοποιήθηκε ως πρώτη ύλη στο Δισπηλιό.
Προετοιμασία και παραγωγή αποκρουσμάτων Οι νεολιθικοί λιθοξόοι του Δισπηλιού, όπως φαίνεται από τα αποκρούσματα λαξευμένου λίθου της τομής 4β, φαίνεται να επεδίωκαν την παραγωγή μικρολεπίδων (30,5% του συνόλου των προϊόντων) (Εικ. 2) και φολίδων (30,5%) (Εικ. 3). Αντίθετα η παραγωγή λεπίδων (Εικ. 4) και λεπιδόμορφων φολίδων παρουσιάζεται περιορισμένη (13,4% και 4,9% αντίστοιχα). Η πλειονότητα των αποκρουσμάτων παρουσιάζει σχετικά μικρές διαστάσεις. Η παραγωγή σχετικά μικρών διαστάσεων προϊόντων είναι πιθανό να επιβαλλόταν από εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι περιορισμοί της πρώτης ύλης. Σε αυτή την υπόθεση οδηγούν οι παρατηρήσεις του φλοιού και της καμπυλότητας που παρουσιάζουν πολλά αποκρούσματα στην εξωτερική τους επιφάνεια.
Εικ. 3: Φολίδες
Εικ. 2: Μικρολεπίδες
Εικ. 4: Λεπίδες
Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή των εργαλείων ήταν αυτές της έμμεσης επίκρουσης και σε κάποιες περιπτώσεις και της άμεσης με σκληρό επικρουστήρα. Τα σημάδια αυτών των τεχνικών είναι φανερά τόσο στις φτέρνες των προϊόντων όσο και στη γενικότερη μορφολογία τους. Από τα στάδια της εγχειρηματικής αλυσίδας σώζονται ένας πυρήνας, μία φολίδα ανανέωσης του επιπέδου επίκρουσης
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ
και μία ταμπλέτα ανανέωσης του επιπέδου επίκρουσης. Επομένως, δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία ώστε να αποκρυσταλλωθούν οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν για την παραγωγή των προϊόντων τους. Αλλωστε, και ο πυρήνας που αποκαλύφθηκε παρουσιάζει πολλές και ευκαιριακά χρησιμοποιούμενες επιφάνειες απόκρουσης. Ωστόσο, είναι νωρίς ακόμα να θεωρήσουμε ότι η ευκαιριακή και χωρίς συγκεκριμένη μέθοδο απόσπαση προϊόντων αποτελούσαν κανόνα για τον οικισμό του Δισπηλιού. Εξάλλου, τα ίδια τα προϊόντα φανερώνουν σχεδιασμό της παραγωγής και προετοιμασία των πυρήνων, αλλιώς δεν είναι δυνατή η απόσπαση σειρών μικρολεπίδων και λεπίδων, όπως φαίνεται να είναι η περίπτωση των προϊόντων από το Δισπηλιό. Τέλος, η απουσία πολλών πυρήνων και αποκρουσμάτων από τα πρώτα στάδια της αποφλοίωσης της πρώτης ύλης συνδέεται πιθανόν με το γεγονός ότι αυτή η αρχική κατεργασία του υλικού γινόταν κοντά στις πηγές της πρώτης ύλης και ότι στον οικισμό έφταναν ήδη διαμορφωμένοι πυρήνες ή ακόμα και τα ίδια τα υπόβαθρα των εργαλείων.
Τα εργαλεία Τα εργαλεία που καταγράφηκαν είναι συνολικά 40 και αποτελούν το 48,7% των προϊόντων που αποκαλύφθηκαν σε αυτή τη φάση. Για την παραγωγή των εργαλείων τους οι προϊστορικοί κάτοικοι του Δισπηλιού χρησιμοποίησαν το 81,8% των λεπίδων που κατασκεύαζαν, το 68% των μικρολεπίδων και το 25% των φολίδων. Οι τύποι των εργαλείων που έχουν αναγνωριστεί είναι οι εξής: 1. Εργαλεία με γραμμική πλευρική επεξεργασία (14), μικρή, μεγάλη είτε εναλλάξ, μικρή στη μία πλευρά και μεγάλη στην άλλη, αποτελούν τον πολυπληθέστερο τύπο σε αυτή τη φάση τουλάχιστον (Εικ. 5). 2. Δρεπάνια (8), με τη χαρακτηριστική στίλβη, τα οποία διαθέτουν όλα, εκτός από δύο, πλευρική επεξεργασία είτε μικρή είτε μεγάλη. Παρατηρήθηκε ότι η δευτερεύουσα
33
Εικ. 5: Μικρολεπίδα και λεπίδες με στίλβη και/ή δευτερεύουσα επεξεργασία
επεξεργασία στα δρεπάνια γινόταν για να ανανεωθεί η κόψη τους ώστε να μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν (Εικ. 5). 3. Οπέας (1), με οξύ ενεργό άκρο, σε μικρολεπίδα πολύ μικρού πάχους (0,2cm) (Εικ. 6). 4. Ξέστρο πλευρικό (1). 5. Σύνθετα εργαλεία (11), που συνδυάζουν τους εξής τύπους: εργαλεία με πλευρική δευτερεύουσα επεξεργασία και κολόβωση (3) ή οπέα (1) (Εικ. 6) ή σφηνίσκο (1) ή γλυφίδα (2) ή εγκοπή (1), εργαλεία με κολόβωση και εγκοπή (2) και εργαλείο με κολόβωση και γλυφίδα (1).
Εικ. 6: Οπέας και εργαλεία με κολόβωση
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ
34
ΣΥΖΗΤΗΣΗ Οι παραπάνω παρατηρήσεις σχετικά με τις πρώτες ύλες, την παραγωγή και τους τύπους των εργαλείων από τη Φάση Α της τομής 4β, οδηγούν στη διατύπωση ορισμένων προτάσεων που προς το παρόν έχουν περισσότερο τη μορφή ερωτημάτων και υποθέσεων προς διερεύνηση. Αναφορικά με τις πρώτες ύλες, πέρα από τον εντοπισμό των πηγών προέλευσής τους και την εγγύτητά τους προς τον οικισμό, μένουν ακόμα ανοιχτά τα ζητήματα του τρόπου με τον οποίο τις διαχειρίζονταν. Σε αυτό το σημείο, η μόνη υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι μάλλον δεν τις προμηθεύονταν από τις πρωτογενείς πηγές τους, παρόλο που τόσο καλής ποιότητας πρώτες ύλες δεν έχουν εντοπιστεί στις όχθες του Αλιάκμονα. Ωστόσο, από τη στιγμή που δεν έχει γίνει εντατική έρευνα για την αναζήτηση λατομείων και που τα προϊόντα με φλοιό, τουλάχιστον από αυτή τη φάση, είναι πολύ λίγα αυτή η υπόθεση παραμένει παρακινδυνευμένη. Στο ζήτημα της άμεσης ή όχι προμήθειας των πρώτων υλών μπορεί να συμβάλλει και η μορφή με την οποία εισάγονταν τα αποκρούσματα στον οικισμό. Στο υλικό που έχει μελετηθεί δεν έχουν εντοπιστεί κόνδυλοι πρώτης ύλης, ενώ έχει βρεθεί μόνο ένας πυρήνας. Λίγα είναι, επίσης, και τα χαρακτηριστικά αποκρούσματα της κατεργασίας των πυρήνων. Η παρουσία τους, ωστόσο, μπορεί να δηλώνει ότι οι πολύ καλής ποιότητας πρώτες ύλες δεν βρίσκονταν πολύ κοντά στον οικισμό, συνεπώς αναγκάζονταν ή επέλεγαν να τις κατεργάζονται αρχικά δίπλα στις πηγές τους και έπειτα να μεταφέρουν σε αυτόν μόνο τους πυρήνες ή τους διαμορφωμένους κονδύλους. Αυτή η υπόθεση δεν έρχεται σε αντίθεση με το γεγονός ότι, όποτε έκριναν αναγκαίο, μπορούσαν να χρησιμοποιούν και το διαθέσιμο, σε πολύ κοντινή απόσταση, υλικό που μετέφερε ο Αλιάκμονας.
Οι πληροφορίες για την παραγωγή του εργαλειακού εξοπλισμού υποδηλώνουν, καταρχάς, μια ζήτηση και μια προτίμηση στα επιμήκη υπόβαθρα. Τα εργαλεία κατασκευάζονταν στην πλειονότητά τους σε υπόβαθρα λεπίδων (81,8%) ή μικρολεπίδων (68%) και λιγότερο σε φολίδες (25%). Αυτό εξάλλου είναι ένα σύνηθες φαινόμενο στη Νεολιθική περίοδο, όπου προτιμούνται τα επιμήκη αποκρούσματα γιατί μπορούν να ανανεωθούν ή να μετασκευαστούν ευκολότερα. Αυτός ο τρόπος διαχείρισης των εργαλείων είναι παρών και στο Δισπηλιό, όπου τα δρεπάνια ανανεώνονταν με δευτερεύουσα επεξεργασία και απαντώνται πολλά σύνθετα εργαλεία προερχόμενα από μετασκευές. Επίσης, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι τύποι των εργαλείων του Δισπηλιού, που προσφέρουν στοιχεία για τις δραστηριότητες των κατοίκων του, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα δρεπάνια, και άρα η κατεργασία και η κοπή φυτών αλλά και γενικά οι κοπτικές εργασίες, αποτελούν μια σημαντική δραστηριότητα του οικισμού. Το ποσοστό αυτού του είδους των εργαλείων (62,5%) είναι αποκαλυπτικό προς αυτή την κατεύθυνση. Τα υπόλοιπα εργαλεία αντιπροσωπεύονται σε τόσο μικρά ποσοστά, ώστε δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ενδεικτικά εκτεταμένων δραστηριοτήτων του οικισμού. Τέλος, για να γίνουν ερμηνείες που να αφορούν τον χαρακτήρα της παραγωγής (οικιακή, εξειδικευμένη, οικισμός - καταναλωτής, οικισμός - παραγωγός) και τη σχέση του οικισμού με τα δίκτυα προμήθειας που έχουν αναγνωριστεί στην υπόλοιπη Μακεδονία (Σκουρτοπούλου 2002: 547-51), είναι απαραίτητο να μελετηθεί το σύνολο των αποκρουσμάτων, τουλάχιστον από τη συγκεκριμένη τομή. Ωστόσο, οι πρώτες παρατηρήσεις που συμπεριλαμβάνονται σε αυτό το άρθρο θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην υπόθεση ότι οι προϊστορικοί κάτοικοι του Δισπηλιού παρήγαγαν οι ίδιοι τα αποκρούσματα και τα υπόβαθρα που είχε ανάγκη για τις δραστηριότητες τους.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΙΘΟΤΕΧΝΙΑ ΛΑΞΕΥΜΕΝΟΥ ΛΙΘΟΥ
35
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Binford, L. R. & S. R. Binford 1966 A preliminary analysis of functional variability in the Mousterian of Levallois Facies. American Anthropologist 68(2): 238-95. Bordaz, J. 1970 Tools of the Old and New Stone Age, New York: American Museum of Natural History, Natural History Press. Bordes, F. 1950 Principes d’une méthode d’étude des techniques de débitage et de la typologie du Paléolithique ancien et moyen. L’Anthropologie 54: 19-34. 1979 Typologie du Paléolithique ancien et moyen. Paris: C.N.R.S. Brezillon, M. N. 1971 La dénomination des objets de pierre taillée: matériaux pour en vocabulaire des préhistoriens de langue française. Paris: CNRS. Crabtree, D. E. 1968 Mesoamerican polyhedral cores and prismatic blades. American Antiquity 33(4): 446-78. Dimitriadis, S. & Κ. Skourtopoulou 2001 Characterization of lithic aaterials by petrographic and SEM Techniques: Towards suggestions on chipped stone tool provenance from Neolithic sites of Northern Greece. Στο Αρχαιομετρικές Μελέτες για την Ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα (επιμ. Γ. Μπασιάκος, Ε. Αλούπη & Γ. Φακορέλλης): 779-90. Athens: The Hellenic Society of Archaeometry and the Society of Messenian Archaeological Studies. Hayden, B. & J. Kamminga 1977 An introduction to use-wear: The ?irst CLUW. In Lithic Use-Wear Analysis (ed. B. Hayde): 1-13. New York: Academic Press. Hodder, I. 1990 Technology in the humanities: A commentary. Archaeological Review from Cambridge 9(1): 154-7. Inizan, M.-L., M. Reduron-Ballinger, H. Roche & J. Tixier 1999 Technology and Terminology of Knapped Stone (trans. J. Féblot-Augustins). Nanterre: CREP [Préhistoire de la Pierre Taillée 5]. Karlin C., P. Bodu & J. Pelegrin 1991 Processus techniques et chaînes opératoires. Comment les préhistoriens s’approprient un concept élaboré par les ethnologues. In Observer l’action technique: Des chaînes opératoires pour quoi faire? (éd. H. Balfet): 101-18. Paris: CNRS. [Matières et Manières]. Lemonnier, P. 2004 Mythiques chaînes opératoires. Techniques et Culture 43-44: 25-43. Leroi-Gourhan, A. 1965 Le geste et la parole II: La mémoire et les rythmes. Paris: Albin Michel. Pelegrin, J. 2005 Remarks about archaeological techniques and methods of knapping: Elements of a cognitive approach to stone knapping. In Stone Knapping: The Necessary Conditions for a Uniquely Hominin Behaviour (ed. V. Roux & B. Bril): 23-33. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. Perlès, C. 1992 In search of lithic strategies: A cognitive approach to prehistoric chipped stone assemblages. In Representations in Archaeology (ed. J.-C. Gardin & C. Peebles): 223-47. Bloomington/Indianapolis: Indiana University Press. Ploux, S. 1983 Étude de débitages expérimentaux: La marque du tailleur in Préhistoire et technologie. Paris: éditions du CNRS [U.R.A. 28].
36
ΣΟΦΙΑ ΔΟΥΛΚΕΡΙΔΟΥ
Semenov, S. A. 1964 Prehistoric Technology: An Experimental Study of the Oldest Tools and Artefacts from Traces of Manufacture and Wear. London: Cory, Adams & Mackay. Σκουρτοπούλου, Κ. 2002 Οι λιθοτεχνίες απολεπισμένου λίθου από τον οικισμό της Σταυρούπολης: Τα πρώτα στοιχεία. Στο Σωστικές Ανασκαφές στο Νεολιθικό οικισμό Σταυρούπολης Θεσσαλονίκης (επιμ. Δ. Β. Γραμμένος & Σ. Κώτσος): 537-59. Θεσσαλονίκη: Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Βόρειας Ελλάδας [Δημοσιεύματα του Αρχαιολογικού Δελτίου 2]. Σταυριδόπουλος, Γ. υ. έ. Δισπηλιό 2008: Νότιος τομέας. Το Αρχαιολογικό Εργο στη Μακεδονία και τη Θράκη 22. Σωφρονίδου, Μ. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μια πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 9-26. Tixier, J. 1963 Typologie de l’ épipaléolithique du Maghreb. Paris: Arts et Métiers graphiques. Τσαγκούλη, Χ. 2002 Τα λίθινα λαξεμένα εργαλεία. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 145-54. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Φακορέλλης, Γ. & Γ. Μανιάτης 2002 Αποτελέσματα χρονολόγησης δειγμάτων με τη μέθοδο του 14C. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 289-94. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Χουρμουζιάδη, Α. & Τ. Γιαγκούλης 2002 Προβλήματα και μέθοδοι προσέγγισης του χώρου. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 37-74. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 2002 Οι ανασκαφές στο Δισπηλιό. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 11-23. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Summary Some observations on the chipped stone industry of Dispilio, Kastoria Sofia Doulkeridou This article concerns the chipped stone industry of Dispilio. The sample in study comes from the latest phase of the settlement. This paper deals with questions about the exploitation of raw materials used by the prehistoric occupants of Dispilio, the management of production and the way they were using their toolkits. It also concerns
the characteristics of the chipped stone production on the site. In doing so, my aim is to discover if we are dealing with a settlement producing its own industry or if it was dependent on other settlements for the supply of raw materials, prepared blanks and tools. My study is still in progress so I consider this article a preliminary approach.
ΕΙΡΗΝΗ Ι. ΠΕΤΡΟΥΤΣΑ*
ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΘΕΣΗΣ ΔΙΣΠΗΛΙΟ
Το Δισπηλιό είναι ένας λιμναίος οικισμός, στη λίμνη Ορεστίδα της Καστοριάς, ο οποίος κατοικήθηκε από το τέλος της Μέσης Νεολιθικής περιόδου (5600-5000 π.Χ.) μέχρι το τέλος της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου (3000 π.Χ.). Κατά την ανασκαφή της θέσης αποκαλύφθηκαν πολλά ευρήματα, μεταξύ αυτών κεραμική, ξύλινα δομικά στοιχεία, καρποί, οστά, ειδώλια. Το Δισπηλιό αποτελεί μια θέση εξαιρετικής σπουδαιότητας, ως ο πρώτος Νεολιθικός λιμναίος οικισμός που ανασκάπτεται στην Ελλάδα, και καθίσταται αναγκαία η συλλογή όλων των δυνατών πληροφοριών που μπορούν να δοθούν, τόσο από τα αρχιτεκτονικά και τα οικιστικά όσο και από τα ανθρώπινα λείψανα. Η πληθώρα των ευρημάτων δίνει σημαντικές πληροφορίες, για τον οικισμό, τον τρόπο ζωής, τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν και την τροφή που κατανάλωναν. Οι Νεολιθικοί κάτοικοι στο Δισπηλιό ήταν γεωργοί, κτηνοτρόφοι, ψαράδες, οργανωμένοι σε μια λειτουργική κοινωνία, της οποίας τα
χαρακτηριστικά καλούμαστε να μελετήσουμε και από την πλευρά των ανθρώπινων σκελετικών υπολειμμάτων (Τουλούμης 2002; Μαγκαφά 2002; Αλματζή 2002) Ο σκοπός της μελέτης των σκελετικών υπολειμμάτων του Δισπηλιού είναι ο εμπλουτισμός των πληροφοριών που υπάρχουν για τη θέση, καθώς και γενικότερα των Νεολιθικών οικισμών στην Ελλάδα, όπως αυτές στο Σέσκλο, το Διμήνι και τον Μακρύγιαλο (Vermeule 1983; Ασλάνης 1990; Andreou et al. 1996). Στη μελέτη αυτή παρουσιάζονται τα πρώτα αποτελέσματα της μελέτης του ανθρώπινου σκελετικού υλικού.
ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ Το σκελετικό υλικό που μελετήθηκε ανήκει σε δύο μεμονωμένες ταφές που περιείχαν τους σκελετούς Α & Β, μια ταφή με δύο ανήλικα άτομα, σε οστά διάσπαρτα που βρέθηκαν σε διάφορους τομείς της ανασκαφής, καθώς και σε οστά που είχαν υποστεί καύση
* Δρ. Βιολόγος-Ανθρωπολόγος, e-mail: eirinipetroutsa@yahoo.com
38
και είχαν βρεθεί είτε ελεύθερα είτε μέσα σε αγγεία (Χουρμουζιάδης 2002). Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε για τη μελέτη των σκελετικών υπολειμμάτων, αφορά αρχικά την αναγνώριση και καταγραφή των οστών (White 2000; Bass 1987). Στη συνέχεια έγινε προσδιορισμός φύλου και ηλικίας των ατόμων, στα οποία υπήρχε καλή διατήρηση είτε στο κρανίο, είτε στα ανώνυμα, είτε στα μακρά οστά. Συγκεκριμένα για τον προσδιορισμό φύλου χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα οστά και οστά κρανίων, εφαρμόζοντας τη μεθοδολογία που παρουσιάζεται από τους Buikstra & Ubelaker (1994), και μετρήσεις δευτερογενών διμορφικών χαρακτήρων σε μακρά οστά, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των Bass (1987) και Krogman & Iscan (1986). Για τον προσδιορισμό ηλικίας των ενήλικων ατόμων από την άλλη, χρησιμοποιήθηκαν ανώνυμα οστά και οστά κρανίου (Buikstra & Ubelaker 1994; Bass, 1987; White 2000). Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι για τα ανή-
Εικ. 1. Τοπογραφικό της θέσης
ΕΙΡΗΝΗ Ι. ΠΕΤΡΟΥΤΣΑ
λικα άτομα, εκτός από την παρατήρηση των μορφολογικών χαρακτήρων, επιπλέον στοιχεία λήφθηκαν υπόψη. Συγκεκριμένα, για τον προσδιορισμό της ηλικίας μελετήθηκαν παράλληλα οι γνάθοι και η ανάδυση των δοντιών. Ο προσδιορισμός φύλου στα ανήλικα είναι ανέφικτος, λόγω μη διάπλασης των χαρακτήρων του φύλου. Επιπλέον, έγιναν παρατηρήσεις για παθολογίες οστών και επιγενετικά χαρακτηριστικά, οι οποίες βασίστηκαν σε βιβλιογραφία με σύγχρονες κλινικές και ανθρωπολογικές μελέτες (Aufterheide & Rodriguez-Martin 1998; Hillson 2000; Ortner & Putchard 1981; Roberts & Manchester 1995).
Αποτελέσματα μορφολογικής μελέτης των οστών Στο τοπογραφικό της ανασκαφής του Δισπηλιού, στην Εικ. 1, παρουσιάζονται οι θέσεις όπου βρέθηκε ανθρώπινο σκελετικό υλικό, στους δύο τομείς της ανασκαφής, τον Ανατολικό και τον Δυτικό.
ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
Δ60β-Διπλή ταφή ενηλίκων
οστών, λόγω ηλικίας, η θέση των έντονων εξοστόσεων και του κατάγματος είναι ενδεικτικά ατόμου που μετέφερε βαριά φορτία.
Σκελετός Α Η διατήρηση του σκελετού Α είναι πολύ καλή. Αυτό πιστοποιείται τόσο από την πληρότητα των μεμονωμένων οστών όσο και από το γεγονός ότι βρέθηκε το 95% του αριθμού των οστών. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι τα οστά ανήκαν σε ένα μόνο άτομο, το οποίο είναι αρσενικό, με ηλικία θανάτου 40-55 έτη. Οσον αφορά στα παθολογικά ευρήματα, παρατηρείται πιθανό κάταγμα της αριστερής ωλένης, όπως φαίνεται στην Εικ. 2α. Επίσης υπάρχει έντονη παραμόρφωση, με πιέσεις και εξοστόσεις τόσο στην αρθρική επιφάνεια της κερκίδας με την ωλένη (Εικ. 2β), όσο και στο στέρνο και κυρίως στην ξιφοειδή απόφυση (Εικ. 2γ). Αρθρίτιδα και παραμορφώσεις παρατηρούνται και στα οστά του καρπού και του ταρσού. Σύμφωνα με τα παραπάνω είναι εμφανές ότι εκτός της τυπικής αλλοίωσης των (α)
39
(β)
Σκελετός Β Ο σκελετός Β έχει πολύ καλή ποιοτική και ποσοτική διατήρηση, όπως παρατηρήθηκε και στον σκελετό Α. Στην ταφή όλα τα οστά ανήκουν στο σκελετό Β, εκτός ενός οσφυϊκού σπονδύλου. Το άτομο αυτό προσδιορίσθηκε ως αρσενικό, με ηλικία θανάτου τα 35-45 έτη. Ως προς τα παθολογικά ευρήματα, στην περίπτωση του σκελετού Β παρουσιάζονται αλλοιώσεις στην αριστερή περόνη, και συγκεκριμένα στην επιφάνεια της κάτω άρθρωσης με την κνήμη. Επιπλέον υπάρχουν ενδείξεις κατάγματος στην ίδια περιοχή (Εικ. 3). Παράλληλα, στην κάτω γνάθο οι μασητικές επιφάνειες εμφανίζουν έντονη αποτριβή και υπάρχει προθανάτια απώλεια όλων των (γ)
Εικ. 2. α) Ωλένη με πιθανό κάταγμα στην επιφάνεια άρθρωσης με το βραχιόνιο. β) Κερκίδα με παρουσία έντονης παραμόρφωσης στην περιοχή της άρθρωσης με την ωλένη. γ) Πλευρική όψη ξιφοειδούς απόφυσης
ΕΙΡΗΝΗ Ι. ΠΕΤΡΟΥΤΣΑ
40
Εικ. 3. Αριστερή περόνη με πιθανό κάταγμα
γομφίων και των προγομφίων. Η γενική εικόνα των οστών υποδηλώνει άτομο υγειές, με έντονη μυϊκή δραστηριότητα, ενώ η έντονη αποτριβή των μασητικών επιφανειών μπορεί να οφείλεται σε χρήση σκληρής τροφής, είτε ζωικής προελεύσεως, όπως κρέας μαζί με το οστό, είτε φυτικής, όπως είναι οι ξηροί καρποί. Τέλος το άτομο αυτό εμφανίζει στο ινιακό οστό τους επιγενετικούς χαρακτήρες, που ονομάζονται «οστάρια λ». Τα «οστάρια λ» είναι κληρονομήσιμοι, μορφολογικοί, μη παθολογικοί χαρακτήρες, οι οποίοι χρησιμοποιούνται σε μελέτες ενδοπληθυσμιακής ή διαπληθυσμιακής ποκιλομορφίας. (Hauser et al. 1989).
Δ20δ-Διπλή ταφή ανηλίκων Τα σκελετικά υπολείμματα των δύο ανήλικων ατόμων παρουσιάζουν εξίσου καλή διατήρηση με τη διατήρηση στα οστά των σκελετών Α και Β. Ο προσδιορισμός φύλου είναι ανέφικτος στα ανήλικα άτομα, ωστόσο ήταν δυνατός ο προσδιορισμός ηλικίας θανάτου, κυρίως λόγω της ύπαρξης των δύο κάτω γνάθων και δευτερευόντως με τη μελέτη των μορφολογικών χαρακτηριστικών των οστών. Οι αρθρικές επιφάνειες και το μέγεθος των οστών κατατάσσει και τα δύο άτομα στην ηλικιακή κλάση 0-5. Παράλληλα η μελέτη της ανάδυσης των
δοντιών στις δύο κάτω γνάθους καταδεικνύει ότι το μικρότερο σε ηλικία και μέγεθος άτομο προσδιορίζεται περίπου στο ένα έτος (6μήνες ± 3) και το μεγαλύτερο περίπου 3-5 ετών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, το μετωπικό οστό του μεγαλύτερου ηλικιακά ατόμου, διότι εμφανίζει έντονη πορώτητα και μη φυσιολογική παραγωγή οστού στην οφθαλμική κόγχη, χαρακτηριστικά που προσδίδονται στην ασθένεια Cribra Orbitalia (Εικ. 4), η οποία σχετίζεται με έλλειψη πρόσληψης σιδήρου και γενικότερα αποτελεί χαρακτηριστικό αναιμίας (Aufterheide & Rodriguez-Martin 1998).
Διάσπαρτα οστά & οστά καύσεων Τα οστά που βρέθηκαν διάσπαρτα σε διάφορους τομείς είναι αποσπασματικά, γεγονός που καθιστά δύσκολη την παρατήρηση και μελέτη τους, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1. Υποθέτοντας ότι τα οστά ανήκουν σε ξεχωριστά άτομα, παρατηρήθηκαν οστά από 16 άτομα. Ο προσδιορισμός φύλου ήταν εφικτός μόνο σε πέντε άτομα, εκ των οποίων το ένα ήταν θηλυκό και τα υπόλοιπα τέσσερα αρσενικά. Ο προσδιορισμός ηλικίας έγινε μόνο σε τέσσερα άτομα. Ωστόσο, με βάση τη μορφολογία των οστών μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα 14 άτομα ήταν ενή-
Εικ. 4. Παρουσία Cribra Orbitalia στην άνω επιφάνεια της οφθαλμικής κόγχης
Καύσεις
Διάσπαρτα ανθρώπινα οστά
ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
41
ΤΟΜΗ
ΗΛΙΚΙΑ
ΦΥΛΟ
Δ3δ Δ7α, Δ7β Δ8δ Δ14β Δ14δ Δ14δ Δ15β Δ16γ Δ25γ Δ30β Δ47β Δ59β Δ60α Δ15γ Δ15δ
Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο 35+ 15-21 Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ενήλικο Ανήλικο 35-45 χρόνων
Απροσδιόριστο Αρσενικό Απροσδιόριστο Αρσενικό Θηλυκό Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Αρσενικό Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Απροσδιόριστο Αρσενικό
Μικρό αγγείο Δ15δ (Α1)
Απροσδιόριστη
Απροσδιόριστο
Πίνακας 1
λικες και μόνο τα δύο μπορούν να χαρακτηριστούν ως ανήλικα. Η κακή διατήρηση και η αποσπασματικότητα των οστών έκανε αδύνατη τη μελέτη της παθολογίας και των γενικότερων μορφολογικών χαρακτηριστικών (Εικ. 5).
χρόνια, μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο ενός πληθυσμού με μικρό ρυθμό αύξησης. Από την άλλη, πρέπει να σημειωθεί ότι ο αριθμός των ταφών είναι μικρός για να μπορέσουν να δοθούν δημογραφικά συμπεράσματα.
ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Είναι προφανές από τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω ότι ο αριθμός των οστών είναι μικρός και η φύση των ευρημάτων αποσπασματική. Παρόλα αυτά είναι δυνατόν, σε αυτή την πρώτη φάση της μελέτης, να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα για το πληθυσμό που κατοικούσε στο Δισπηλιό. Από τη μελέτη των σκελετών Α και Β καθώς και από την παρουσία χαρακτηριστικών, όπως κατάγματα και αλλοιώσεις των αρθρώσεων, διαφαίνεται η εικόνα πληθυσμού με έντονη σωματική δραστηριότητα. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ατόμων έχουν ηλικίες από τριάντα πέντε (35) ως πενήντα (50)
Εικ. 5. Αγγείο στο εσωτερικό του οποίου βρίσκονται θραύσματα οστών
ΕΙΡΗΝΗ Ι. ΠΕΤΡΟΥΤΣΑ
42
Γενικά ο αριθμός και η κατανομή των παθολογικών περιπτώσεων δείχνουν σχετικά υγιή πληθυσμό και δεν φαίνεται να υπάρχει παθολογική αιτία για το θάνατό τους. Παράλληλα, η οδοντική παθολογία σε συνδυασμό με τα οστά δεν υποδηλώνουν σε κάποια περίπτωση κακή διατροφή. Μόνη εξαίρεση ίσως η ύπαρξη της Cribra Orbitalia, που οφείλεται σε μειωμένη πρόσληψη σιδήρου, που οδηγεί σε μορφή αναιμίας (Aufderheide & Rodriguez-Martin 1998). Τέλος, η προθανάτια απώλεια δοντιών και η έντονη αποτριβή των μασητικών επι-
φανειών υποδηλώνουν κατανάλωση τροφών με σημαντικό ποσοστό υδατανθράκων και σκληρών τροφίμων αντιστοίχως. Επιπλέον συμπεράσματα και πιο διεξοδικές παρατηρήσεις για τον Νεολιθικό πληθυσμό του Δισπηλιού θα μπορέσουν να διατυπωθούν μετά την ολοκλήρωση της μελέτης των σκελετικών υπολειμμάτων. Εξάλλου, οι επιπλέον πληροφορίες που θα προκύψουν από την αρχαιολογική μελέτη των ευρημάτων και της θέσης θα δώσουν τη δυνατότητα γόνιμης σύνθεσης των επιμέρους ενδείξεων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλματζή, Κ. 2002 Η αλιεία σε ένα λιμναίο οικισμό. Στο Δισπηλιό 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 135-43. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Andreou, S., M. Fotiadis & K. Kotsakis 1996 Review of Aegean Prehistory V: The Neolithic and Bronze Age Northern Greece. American Journal of Archaeology 100: 537-97. Ασλάνης, Ι. 1990 Οι Οχυρώσεις στους Οικισμούς του Βορειοελλαδικού Χώρου κατά τη Χαλκολιθική Περίοδο και η Περίπτωση του Διμηνίου. Αθήνα: Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών [Μελετήματα του Κέντρου Ερευνών Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος, 10]. Aufderheide, A. & C. Rodriguez-Martin 1998 The Cambridge Encyclopedia of Human Paleopathology. Cambridge: Cambridge University Press. Bass, M. W. 1987 Human Osteology: A Laboratory and Field Manual. Missouri: Missouri Archaeological Society. Buikstra, E. J. & D. H. Ubelaker 1994 Standards for Data Collection from Human Skeletal Remains Arkansas: Arkansas Archaeological Survey [Research Series No. 44]. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 2002 Πέρα από το χωράφι, τη λίμνη και το στάβλο. Στο Δισπηλιό 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 247-61. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Hilson, S. 2000 Dental Pathology. In Biological Anthropology of the Human Skeleton (ed. M. A. Katzenberg & S. R. Saunders): 249-86. New York: Wiley-Liss. Krogman, W. M. & M. Y. Iscan 1986 The Human Skeleton in Forensic Medicine. Illinois: Charles Thomas. Μαγκαφά, Μ. 2002 Η αρχαιοβοτανική μελέτη του οικισμού. Στο Δισπηλιό 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 115-34. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
ΜΕΛΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΣΚΕΛΕΤΙΚΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
43
Ortner, D. J. & W. G. J. Putchard 1981 Identification of Pathological Conditions in Human Skeletal Remains. Washington: Smithsonian Institution Press. Roberts, C. & K. Manchester 1995 The Archaeology of Disease [2nd ed.]. Ithaca, NY: Cornell University Press. Τουλούμης, Κ. 2002 Η οικονομία ενός Νεολιθικού λιμναίου οικισμού. Στο Δισπηλιό 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 89-105. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Vermeule, E. 1983 Ελλάς, Εποχή του Χαλκού. Αθήνα: Καρδαμίτσας. White, D. T. 2000 Human Osteology [2nd ed.]. New York: Academic Press.
Summary Human skeletal remains from Neolithic Dispilio, Kastoria Eirini I. Petroutsa Palaeodemographical and Palaeopathological study of the skeletal material was conducted in order to understand the social and cultural state of Neolithic Dispilio as well as other Greek Neolithic sites. The preliminary study, based on morphological observation, presents a rather healthy popu-
lation with intense working activities, such as hunting, ~ishing and mixed farming. Only one subadult presents a skeletal pathology, known as Cribra Orbitalia, indicating probable iron de~iciency and anaemia, but this does not indicate dietary de~iciencies for the rest of the habitants of Dispilio.
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ*
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ…
Το 1995 επισκευάστηκε από τη Νομαρχία Καστοριάς κτήριο ιδιοκτησίας του Γεωργικού Συνεταιρισμού Δισπηλιού1, που είχε κατασκευαστεί τη δεκαετία του 1960 (Εικ. 1), με στόχο την παραχώρησή του στην ανασκαφική ομάδα του Δισπηλιού ως αποθηκευτικού και εργαστηριακού χώρου για τις αυξανόμενες ανάγκες της. Μια από τις πρώτες αποφάσεις ήταν να δημιουργηθεί στο δίχωρο κτίσμα μία μικρή αρχαιολογική έκθεση (Εικ. 2). Στον εκθεσιακό αυτό χώρο θα παρουσιάζονταν πληροφορίες σχετικές με τις ανασκαφικές έρευνες και τα πρώτα ευρήματά τους, ενώ παράλληλα θα στέγαζε και τη συλλογή των λίθινων λειασμένων κυρίως εργαλείων «που ήρθαν στο φως τυχαία από ψαράδες και νέους», όπως μας πληροφορεί τον Απρίλιο του 1991 ο κύριος Μανώλης
Κουτσιαύτης2, πρόεδρος του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Δισπηλιού, σε λόγο που είχε εκφωνήσει κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του υπουργού Πολιτισμού κ. Τζαννή Τζαν-
Εικ. 1: Η αποθήκη του Γεωργικού Συνεταιρισμού φωτογραφημένη από τα βορειοδυτικά τη δεκαετία του ’80
* Δρ. αρχαιολόγος, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: marinaso@ hist.auth.gr Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους κυρίους Μανώλη Κουτσιαύτη και Δημήτρη Τσιόλα για το φωτογραφικό υλικό που μου παραχώρησαν. 1
2
Η χρήση του κτηρίου ήταν κυρίως αποθηκευτικού χαρακτήρα. Η Κοινότητα του Δισπηλιού επί προεδρίας Χρυσού Πάτσιου ανάλαβε να καταβάλει στον Γεωργικό Συνεταιρισμό χρηματικό τίμημα ως ενοίκιο. Νέα Καστοριά, 09.04.1991, «Τζαννής Τζαννετάκης: ‘θα υιοθετήσω την Καστοριά’».
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
46
Εικ. 2
νετάκη (Εικ. 3-4). Η συλλογή φυλασσόταν στο Κοινοτικό Κατάστημα Δισπηλιού και περιλάμβανε 78 ακέραια και τμήματα εργαλείων, καθώς και 12 πυρήνες. Την ευθύνη της είχε ο τότε διευθυντής του Δημ. Σχολείου Δισπηλιού κύριος Νικόλαος Παπαϊωάννου. Παράλληλα, επαναδιατυπώθηκε το ερώτημα πού βρίσκονται τα ευρήματα των ανασκαφικών ερευνών που πραγματοποίησε το 1938 και το 1940 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνιος Κεραμόπουλλος (Εικ. 5, Κεραμόπουλλος 1938: 5366, Κεραμόπουλος 1940: 22-3, Σωφρονίδου 2008: 12-3) στην ευρύτερη περιοχή του Δισπηλιού. Διενεργήθηκε μια σχετικά μικρής εμβέλειας έρευνα για τον εντοπισμό τους χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, αφού τα ευρήματα, όπως πληροφορηθήκαμε αρκετά χρόνια αργότερα, φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Για το ίδιο Μουσείο προοριζόταν, όπως προκύπτει και από το σημείωμα που τα συνόδευε, και τα δέκα (10) λίθινα λαξευμένα τέχνεργα που παραλάβαμε τον Μάιο του 2009 από την οικογένεια Κεραμοπούλλου3, η οποία ανταποκρίθηκε άμεσα και πρόθυμα στην παράκλησή μας ως προς την αναζήτηση στοιχείων στα αρχεία 3
Εικ. 3
Εικ. 4
του Α. Κεραμόπουλλου για τις ανασκαφές του στο Δισπηλιό. Τα ευρήματα ήταν τοποθετημένα σε φάκελο της Αρχαιολογικής Εταιρείας σε δεύτερη χρήση με ιδιόχειρο σημείωμα του Αντώνιου Κεραμόπουλου (Εικ. 7) που ανάφερε: «Δισπηλειό Καστοριάς ὀψιανός ἐκ τῶν ἀνασκαφῶν λιμναίου χωρίου (Πρακτικά 1940, 22) Νά σταλῇ εἰς το ἐθν. Μουσεῖον μαζί με τοῦτο τό σημείωμα» Πρόκειται (Εικ. 8) για έναν πυρήνα, δύο μικρολεπίδες, μία λεπιδόμορφη φολίδα,
Αφορμή της επίσκεψής της ήταν η συμμετοχή του Αντώνη Δ. Κεραμόπουλου με την οικογένειά του στην εκδήλωση που διοργάνωσε ο Σύλλογος Φίλων Λιμναίου Οικισμού Δισπηλιού και ο Δήμος Μακεδνών σε συνεργασία με την ΚΘ΄ ΕΠΚΑ στις 2 Νοεμβρίου του 2008 στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του Δημοτικού Σχολείου Δισπηλιού (Εικ. 6), για τα 60 χρόνια από τις πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές στο Δισπηλιό του Α. Κεραμόπουλλου, και ήταν αφιερωμένη στον ίδιο. Και από τη θέση αυτή θα πρέπει να τους ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα για την ευγενική τους χειρονομία.
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ...
Εικ. 5
Εικ. 6
47
έναν σφηνίσκο, τέσσερις φολίδες και ένα αδιάγνωστο (ακολουθεί ως παράρτημα αναλυτική περιγραφή τους από την αρχαιολόγο Σοφία Δουλκερίδου). Το σημείωμα είναι γραμμένο για δεύτερη φορά, αφού χρησιμοποιούνται δύο διαφορετικού τύπου μελάνια, όπως φαίνεται και στην εικόνα 7. Κατά πάσα πιθανότητα ο ανασκαφέας διόρθωσε τη σβησμένη ένδειξη σε μεταγενέστερη αρκετά εποχή, σημειώνοντας ως ανασκαφικό έτος το 1940, αν και τα συγκεκριμένα ευρήματα τα περιγράφει συνοπτικά στο άρθρο που δημοσιεύθηκε στα Π.Α.Ε. του 1938 ως εξής: «Η ανασκαφή δεν προυχώρησεν, αλλ’ εξ’ αυτής και εκ της επιφανείας συνελέξαμεν 4 τεμάχια οψιανού τεφρού, 4 έχοντα χρώμα σοκολάτας ερυθρωπής και εν κατάλοιπον nuclei μέλανος. Εις των φαιών είναι πριόνιον» (Κεραμόπουλλος 1938: 60). Αλλωστε, κατά την ανασκαφική έρευνα του 1940, περίοδο που ανέσκαψε και τη θέση «Νησί», χώρο των σύγχρονων ανασκαφών, μάζεψε γύρω στα 530 λίθινα εργαλεία, όπως σημειώνει στο σχετικό άρθρο (Κεραμόπουλλος 1940: 22) χωρίς όμως να διευκρινίζει ακριβείς ποσότητες των τύπων των εργαλείων που είχε συλλέξει αλλά παρατηρώντας ότι αυτά «κατεσκευάζονται ἐπί τόπου» συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει και η σύγχρονη έρευνα. Ο πετρογραφικός χαρακτηρισμός των εργαλείων που αναφέρεται στο σημείωμα «ὀψιανός ἐκ τῶν ἀνασκαφῶν» προφανώς εκ παραδρομής έχει γραφτεί, αφού στο άρθρο του 1938 μόνο τα τέσσερα περιγράφονται ως τέτοια. Ολα βέβαια τα ευρήματα (συνολικά 10) που μας παραδόθηκαν είναι κατασκευασμένα από πυριτόλιθο και όχι από οψιανό, όπως προκύπτει και από τη μικροσκοπική εξέτασή τους (παρατήρηση σε πολωτικό μικροσκόπιο) που πραγματοποίησε ο καθηγητής γεωλογίας του Α.Π.Θ. Σαράντης Δημητριάδης. Το γεγονός όμως αυτό υπήρξε η αφορμή να συζητήσουμε ακόμα μια φορά το θέμα της παρουσίας εργαλείων από οψιανό στις αρχαιολογικές επιχώσεις του Δισπηλιού. Για τη διερεύνηση του θέματος αποφασίσαμε να επιλέξουμε μακροσκοπικά
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
48
Εικ. 7: Φάκελος της Αρχαιολογικής Εταιρείας στο οποίο είχε τοποθετήσει τα ευρήματα από την ανασκαφή του 1938 στο Δισπηλιό ο καθηγητής Αντώνιος Κεραμόπουλλος
Εικ. 8
Εικ. 9
και να δώσουμε από ένα σύνολο 567 λαξευμένων τέχνεργων, που συλλέχθηκαν τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το Νότιο Τομέα, για μικροσκοπική εξέταση 16 ακέραια ή τμήματα εργαλείων και απολεπισμάτων από λαξευμένο λίθο, γιατί θεωρήσαμε ότι ίσως ήταν κατασκευασμένα από οψιανό (ακολουθεί σχετικό κείμενο από τον καθηγητή Σαράντη Δημητριάδη). Μακροσκοπικά άλλωστε, ελάχιστα από τα 11.000 τέχνεργα λαξευμένου λίθου που έως σήμερα έχουν αποκαλυφθεί στην ανασκαφή θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πιθανόν οψιανοί. Τα παραπάνω ευρήματα, αν και ανασκαφικά, δεν είναι τα μοναδικά που μας παραδόθηκαν. Το 1997 ο κύριος Γεώργιος Δέδες, κάτοικος Δισπηλιού,
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ...
49
Εικ. 10: Το αγγείο πριν και μετά τη συντήρησή του από τη συντηρήτρια Carla Blasko Aguirre
μας πληροφόρησε ότι έχει στην κατοχή του πάσσαλο που αφαιρέθηκε το 1951-52 από την περιοχή της λίμνης στα βόρεια της θέσης όπου πραγματοποιούνται οι ανασκαφές και ήταν πρόθυμος να μας τον παραχωρήσει (Εικ. 9). Ο πάσσαλος, που οι σημερινές του διαστάσεις (είχε κοπεί τμήμα, ως δείγμα για δενδροχρονολόγηση το 1998, από το άνω μέρος του) είναι: μήκος 1,55 εκ., άνω διάμετρος 11,8 και κάτω διάμετρος 11,2, είχε χρησιμοποιηθεί ως ορθοστάτης πόρτας σε περίφραξη στο αμπέλι του γι’ αυτό και έχει καρφωμένους πάνω του τρεις μεταλλικούς μεντεσέδες, κατά τόπους είναι πελεκημένος γι’ αυτήν την ιδιαίτερη χρήση και στο κάτω τμήμα του κυρίως διατηρεί ίχνη μπλε επιχρίσματος. Στο σημείο αυτό σώζονται και τα αρχαία ίχνη επεξεργασίας του. Από αυτόν τον πάσσαλο δόθηκε δείγμα για ραδιοχρονολόγηση στο αντίστοιχο εργαστήριο της Heidelberg από τον καθηγητή P. Kuniholm (Cornell University). Το δείγμα χρονολογήθηκε στα 2117 π.Χ. +/-110, όπως σημειώνεται στο σχετικό site. Τον Αύγουστο του 2009 ο κύριος Γιώργος Δεβλιώτης από το Μαύροβο μας παρέδωσε αγγείο (Εικ. 10) που κυριολεκτικά ψάρεψε, αφού το ανέσυρε από τα δίχτυα του στην ευρύτερη περιοχή στα βόρεια του ανασκαφικού χώρου. Πρόκειται για κανθαρόσχημο αγγείο, χειροποίητο, μονόχρωμο,
σχεδόν ακέραιο. Παρατηρούνται απολεπίσεις στην περιοχή του χείλους, ενώ λείπουν και οι λαβές που εκφύονται από το άνω τμήμα του σώματος και έχουν διαφορετική διατομή. Επικαθήσεις καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνεια του σώματος. Το χείλος στρέφεται ελαφρά προς τα έξω, ο λαιμός είναι κυλινδρικός, το σώμα σχεδόν σφαιρικό και η βάση επίπεδη. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,39 έως 0,73 εκ. Η κεραμεική ύλη η όποια είναι τεφρόχρωμη φαίνεται να εμπεριέχει αρκετά χονδρόκοκκα λευκωπά μη πλαστικά στοιχεία (χαλαζίες, άτριοι). Διαστάσεις: ύψος 10,5 εκ. διάμετρος χείλους 9,8 εκ. διάμετρος βάσης 5,45 εκ. διάμετρος κοιλιάς (εξωτ.) 11,8 εκ. βάρος 362,7 γρ. Τα ευρήματα που συνοπτικά παρουσιάστηκαν παραπάνω, αν και βρίσκονται «μακριά» από την ανασκαφή, αποτελούν ένα σημαντικό για μας σύνολο πληροφοριών για τη «βιογραφία» της θέσης, που τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια, παρόλο που βρίσκεται συνεχώς «υπό ερευνητική πίεση», κρατάει ακόμα ερμητικά κρυμμένα τα μυστικά της. Μου παραδόθηκαν για πετρογραφική εξέταση δέκα λίθινα εργαλεία προερχόμενα από δωρεά της οικογένειας Κεραμόπουλλου
50
στην ανασκαφική ομάδα και την αρχαιολογική συλλογή του Δισπηλιού. Το ερώτημα ήταν αν τα λίθινα αυτά εργαλεία ήταν πράγματι κατασκευασμένα από οψιανό, όπως στο ιδιόχειρο σημείωμα του αείμνηστου Αντώνιου Κεραμόπουλλου που τα συνόδευε είχε επισημανθεί. Τα δέκα λίθινα εργαλεία εξετάστηκαν στο πολωτικό μικροσκόπιο, όχι με την κλασσική μέθοδο της κατασκευής λεπτής τομής από το καθένα τους, που μοιραία θα συνεπαγόταν και μια, έστω και ελάχιστη, θυσία υλικού. Αντί γι’ αυτό, η παρατήρηση υπό το πολωτικό μικροσκόπιο έγινε κατά μήκος των ακμών (διαμορφωμένων ή αδιαμόρφωτων) των δειγμάτων και στα άκρα των κορυφών τους, όπου το υλικό ήταν διαφανές εξαιτίας του μικρού του πάχους και επέτρεπε την πλήρη σχεδόν αξιοποίηση των διαγνωστικών δυνατοτήτων του πολωτικού μικροσκοπίου. Από την εξέταση αυτή προέκυψε ότι και τα δέκα δείγματα ήταν κατασκευασμένα από πυριτόλιθο και κανένα από οψιανό. Η διάγνωση βασίστηκε στα εξής: Το υλικό τους δεν ήταν υαλώδες, δεν παρουσίαζε δηλαδή τη με διασταυρωμένους πολωτή και αναλυτή διαρκή κατάσβεση· αντίθετα, παρουσίαζε τη χαρακτηριστική διαρκή έγχρωμη πόλωση των μικροκρυσταλλικών χαλαζιακών συσσωμάτων των πυριτόλιθων. Επίσης, απουσίαζαν εντελώς οι χαρακτηριστικοί μεμονωμένοι ή δενδριτικοί μικροκρυσταλλίτες και οι μικροφυσαλίδες που συχνά υπάρχουν στους οψιανούς, ενώ τα υπάρχοντα μικροεγκλείσματα (λειμωνιτικά νεφελώματα και αιματιτικοί μικρόκοκκοι) είναι χαρακτηριστικά των πυριτολίθων. Ολα τα προηγούμενα είναι αδιαμφισβήτητα τεκμήρια της πυριτολιθικής φύσης των δέκα λίθινων εργαλείων της δωρεάς της οικογένειας Κεραμόπουλλου προς το Μουσείο του Δισπηλιού. Με αφορμή την παραπάνω διαπίστωση εγέρθηκε (ξανά) το ερώτημα μήπως στην πραγματικότητα υπάρχει παντελής απουσία οψιανικών λίθινων εργαλείων στο Δισπηλιό, δεδομένου μάλιστα ότι και παλαιότερη ανάλογη έρευνα στο έως τότε συλλεγέν υλικό (Dimitriadis & Skoutropoulou 2001), βασι-
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
σμένη σε ένα περιορισμένο αριθμό (49) επιλεγμένων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων εργαλείων, απολεπισμάτων και πυρήνων, διαπίστωσε τη χρήση πυριτολιθικών μόνο υλικών. Για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα εξετάστηκε τη φορά αυτή το σύνολο των 567 λίθινων λαξευμένων εργαλείων, απολεπισμάτων και πυρήνων που συλλέχθηκαν από το Νότιο Τομέα κατά τις περιόδους ανασκαφών 2004 έως τις αρχές του 2009, μεταξύ των οποίων, ειδικά εκεί, κάποια έμοιαζαν να είναι οψιανικά. Ολα αυτά τα λίθινα ευρήματα εξετάστηκαν σε πρώτη φάση μακροσκοπικά και στερεομικροσκοπικά και διαχωρίστηκαν τα χωρίς αμφισβήτηση αναγνωρίσιμα ως πυριτολιθικά από τα πιθανά ή σχεδόν με βεβαιότητα οψιανικά, με βάση τα εξής χαρακτηριστικά: το χρώμα και ιδίως την υαλώδη ή μη λάμψη των επιφανειών τους, το σχήμα και την ποιότητα των επιφανειών θραυσμού τους, την ποιότητα και οξύτητα των ακμών τους, το είδος των μικροεγκλεισμάτων τους, την παρουσία ή μη μικροφυσαλίδων και την ομογένεια ή τις τυχόν στρωματώδεις ανομοιογένειες στη μάζα τους. Από την πρώτη αυτή εξέταση προέκυψε πως στη μέγιστη πλειοψηφία τους τα λίθινα λαξευμένα εργαλεία, απολεπίσματα και πυρήνες στο Δισπηλιό (Νότιος Τομέας) είναι πράγματι πυριτολιθικά. Πιο συγκεκριμένα, από το σύνολο των 567 ευρημάτων του τομέα αυτού, 16 μόνο χαρακτηρίστηκαν ως με βεβαιότητα σχεδόν ή ως πιθανά οψιανικά. Τα 16 αυτά δείγματα εξετάστηκαν παραπέρα στο πολωτικό μικροσκόπιο με τη μεθοδολογία που προαναφέρθηκε. Η σε δεύτερη φάση λεπτομερέστερη εξέταση κατέληξε στο συμπέρασμα πως τα 10 από τα 16 -και άρα μόνο το 1,1% από το σύνολο των 567 λίθινων λαξευμένων εργαλείων απολεπισμάτων και πυρήνων- είναι αναμφισβήτητα οψιανικά. Τα υπόλοιπα έξι από τα 16 που εξετάστηκαν λεπτομερέστερα ήταν σκουρόχρωμοι (γκριζομέλανες) διαφώτιστοι, ομογενείς πυριτόλιθοι με πολύ καλές απολεπιστικές ιδιότητες. Από τα 10 οψιανικά λίθινα ευρήματα, δύο είναι τμήματα λεπίδων, δύο τμήματα μι-
ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ...
κρολεπίδων, τρία φολίδες, δύο απολεπίσματα και ένα είναι αδιάγνωστο. Σαράντης Δημητριάδης Το σύνολο των δέκα αποκρουσμάτων που βρέθηκε στο αρχείο του Α. Κεραμόπουλλου αποτελείται από τέχνεργα αποκλειστικά κατασκευασμένα από πυριτόλιθο (σχετικό κείμενο Σ. Δημητριάδη). Οι κατηγορίες πυριτολιθικού υλικού που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή των συγκεκριμένων αποκρουσμάτων είναι τρεις. Τα χαρακτηριστικά της πρώτης είναι: γκριζοπράσινο χρώμα με κηλίδες γαλάζιων αποχρώσεων (ενδεικτικοί κώδικες munsell: GRAY1 5/1 10Y greenish gray, GREY2 3/1 10B very dark bluish gray), η πολύ καλή υαλώδης λάμψη, το γεγονός ότι είναι φωτοπερατοί, η καλή ομοιογένειά τους και η πολύ καλή ποιότητα στην απολεπιστική συμπεριφορά τους. Ενα μόνο απόκρουσμα αυτής της κατηγορίας παρουσιάζει χαμηλότερη ποιότητα λάμψης και δεν είναι τόσο φωτοπερατό όσο τα υπόλοιπα, ενώ ένα δεύτερο έχει πατίνα σε όλη την έκταση της άνω όψης του. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από αποκρούσματα καστανοκόκκινου χρώματος (ενδεικτικοί κωδικοί munsell: 2.5YR 2.5/3 dark reddish brown), με τυπική στεατώδη λάμψη, φωτοπερατά, με καλή ομοιογένεια και καλή απολεπιστική ποιότητα. Τέλος, η τελευταία κατηγορία αντιπροσωπεύεται από έναν πυρήνα μόνο, πρόκειται για πυριτόλιθο μαύρου χρώματος (κωδικός munsell: 10YR 2/1 black), ο οποίος είναι φωτοπερατός, ημιδιαφανής, με καλή υαλώδη λάμψη, ομοιογενής με κόκκους σφαιρικού περίπου σχήματος ακανόνιστα κατανεμημένους. Οι διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή αυτών των τέχνεργων εξαντλούνται σχεδόν αποκλειστικά στις τεχνικές απόκρουσής τους. Είναι πολύ μικρός ο αριθμός των αποκρουσμάτων και περιορισμένοι οι τεχνολογικοί τύποι που αντιπροσωπεύονται σε αυτά για να επιτρέπουν την εξαγωγή ολοκληρωμένων συμπερασμάτων για την εγχειρηματική αλυσίδα στην οποία ανήκουν.
51
Για την πρώτη κατηγορία πρώτης ύλης διαθέτουμε δύο μικρολεπίδες, μία λεπιδόμορφη φολίδα και δύο φολίδες. Η μία μικρολεπίδα φαίνεται ότι αποκρούστηκε από πυρήνα από τον οποίο τα τέχνεργα απομακρύνονταν με κατεύθυνση από αριστερά προς δεξιά. Τα αρνητικά προηγούμενων απολεπίσεων στην άνω όψη της δεύτερης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι αφαιρέθηκε από πυρήνα στον οποίο η απόσπαση μικρολεπίδων ακολούθησε κατεύθυνση εναλλάξ (δεξιά/αριστερά και αριστερά/δεξιά). Επίσης, τα τέσσερα αρνητικά προηγούμενων απολεπίσεων στην άνω όψη της λεπιδόμορφης φολίδας την κατατάσσουν στην ίδια ομάδα με τη δεύτερη μικρολεπίδα ως προς την κατεύθυνση της απόσπασης τέχνεργων από τον πυρήνα. Τέλος, η μία φολίδα της συγκεκριμένης κατηγορίας πρώτης ύλης, που σώζει αρνητικά στην άνω όψη της, φαίνεται να προέρχεται από το στάδιο της παραγωγής υποβάθρων από τον πυρήνα. Τα τρία πρώτα αποκρούσματα έχουν πολυεδρική φτέρνα, πλευρές παράλληλες, διαμορφωμένο γείσο και προεξέχοντα βολβό. Αυτά τα χαρακτηριστικά μας οδηγούν στην υπόθεση ότι μάλλον εξαχθήκαν με την τεχνική της έμμεσης επίκρουσης. Οι φολίδες, όμως, έχουν επίπεδη φτέρνα και τα αρνητικά μιας σχίζας στην πίσω όψη τους που παραπέμπουν στην τεχνική της άμεσης επίκρουσης με μαλακό επικρουστήρα. Από τη δεύτερη κατηγορία πρώτης ύλης διαθέτουμε τέσσερα τέχνεργα, τα τρία είναι φολίδες, ενώ το τέταρτο κατατάσσεται στα αδιάγνωστα αντικείμενα, γιατί είναι καταστραμμένη όλη η κάτω όψη του. Οι δύο φολίδες διαθέτουν ένα μικρό ποσοστό φλοιού, ενώ η μία τουλάχιστον από αυτές φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε ως σφηνίσκος. Αυτή που χρησιμοποιήθηκε ως σφηνίσκος διαθέτει γραμμική φτέρνα, ενώ η άλλη στιγμοειδή. Είναι πιθανό, λοιπόν, να χρησιμοποιήθηκε η τεχνική της άμεσης επίκρουσης με μαλακό επικρουστήρα για την εξαγωγή και την επεξεργασία τους. Αντίθετα η τρίτη φολίδα έχει επίπεδη φτέρνα και είναι εμφανές στην κάτω όψη της το σημείο στο οποίο ασκήθηκε
52
ΜΑΡΙΝΑ ΣΩΦΡΟΝΙΔΟΥ
η δύναμη του επικρουστήρα. Συνεπώς, υποθέτουμε ότι αποσπάστηκε με την τεχνική της άμεσης επίκρουσης με σκληρό επικρουστήρα. Για τη θέση τους στην εγχειρηματική αλυσίδα είναι δύσκολο να μιλήσουμε. Μόνο για την τελευταία από αυτές μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι προέρχεται από το στάδιο της παραγωγής υποβάθρων από τον πυρήνα. Η τρίτη κατηγορία πρώτης ύλης αντιπροσωπεύεται από έναν πυρήνα μικρολεπίδων ο οποίος διαθέτει μία επιφάνεια απόσπασης, έχει διαμόρφωση καρίνας και επίπεδο επίκρουσης επεξεργασμένο. Τελειώνοντας να σημειώσουμε ότι εκτός
από το σφηνίσκο το σύνολο αυτό των αποκρουσμάτων περιλαμβάνει και άλλα τρία εργαλεία. Τα δύο από αυτά είναι διαμορφωμένα σε μικρολεπίδες˙ πρόκειται για εργαλεία με πλευρική επεξεργασία στο μήκος και των δύο πλευρών των μικρολεπίδων. Το τρίτο είναι εργαλείο με πλευρική επεξεργασία στη φολίδα με την πατίνα και η δευτερεύουσα επεξεργασία του καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της μιας πλευράς του. Ολα αυτά τα εργαλεία, εκτός από τον σφηνίσκο, είναι κατασκευασμένα από την πρώτη κατηγορία πυριτολιθικού υλικού. Σοφία Δουλκερίδου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Dimitriadis S. & A. Skourtopoulou 2001 Characterization of lithic materials by petrographic and SEM techniques: Towards suggestions on chipped stone tool provenance from Neolithic sites of northern Greece. Στο Αρχαιομετρικές Μελέτες για την Ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα (εκδ. Μπασιάκος, Αλούπη & Φακορέλλης): 779-90. Αθήνα: Ελληνική Αρχαιομετρική Εταιρεία και Εταιρεία Αρχαιολογικών Μεσσηνιακών Μελετών. Κεραμόπουλος, Αντ. Ἔρευναι εν τη Δυτική Μακεδονία. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 53-66. 1938 1940 Ανασκαφή ἐν Καστορία. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας: 22-3. Σωφρονίδου, Μ. 2008 Ο προϊστορικός λιμναίος οικισμός του Δισπηλιού Καστοριάς: Μία πρώτη εισαγωγή. Ανάσκαμμα 1: 10-26.
Summary Far off the excavation Marina Sofronidou In spring 2009 Keramopoullos family donated to the Dispilio Excavations 10 }lint artifacts from the Antonios Keramopoullos archive, having the indication “obsidians from the lakeside village’s excavation”. On this occasion, this article deals with all the other deliveries of archaeological artifacts since 1992, the year of the contemporary
excavations at Dispilio. The Keramopoullos’ }lint tools were identi}ied with those published by him in 1938 at the Archaeological Journal. The article is accompanied by a description of the tools by So}ia Doulkeridou and the discussion of their raw material by professor Sarantis Dimitriadis.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ* & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ*
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Αλλαι σκαφαί έδειξαν, ότι κατά την περιφέρειαν της χωσθείσης γης ερρίφθησαν επί της προσχώσεως ατάκτως λίθοι αργοί και επ’ αυτών ως υποδομής ήχθη η γραμμή του ορατού τείχους…» (Κεραμόπουλλος 1940: 23). Η φράση αυτή είναι η πρώτη έμμεση αναφορά στο λίθινο περίβολο του Δισπηλιού και λέμε έμμεση, γιατί αρχικά ο Κεραμόπουλλος1 θεώρησε ότι αποτελούσε θεμέλιο του τείχους2. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο καθηγητής Ν. Κ. Μουτσόπουλος μετά την ανασκαφι* 1
2
3
κή έρευνα που διενήργησε στο νότιο τμήμα του τείχους το 1993. Η σκέψη αυτή των δύο ερευνητών της θέσης αποτελεί και την πρώτη ερμηνευτική προσέγγιση του περιβόλου, η οποία, όπως απέδειξε η πρόσφατη συστηματική έρευνα, είναι προβληματική. Ωστόσο, αυτή η θεωρία καθώς και η παρουσία των λίθων σε ορισμένα σημεία της περιφέρειας του εξάρματος του «Νησιού»3 αποτέλεσαν το έναυσμα για την περαιτέρω διερεύνηση της λιθορριπής από την ανασκαφική ομάδα του Δισπηλιού κατά τις ανασκαφικές περιόδους 2000-2002 και 2005-2008.
Αρχαιολόγοι, Τμήμα Ιστορίας & Αρχαιολογίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, e-mail: stavridop@gmail.com Ο Αντώνιος Κεραμόπουλλος καταγόταν από τη Βλάστη Κοζάνης, γνώριζε την περιοχή και απ’ ότι φαίνεται, με αφορμή το τείχος, είχε επισκεφθεί επανειλλημένως το Δισπηλιό. Μια πρώτη αναφορά σε αυτό κάνει στο βιβλίο του Οι Μακεδόνες και η Μακεδονία (1931;), η πρώτη αναφορά σε επιστημονικό περιοδικό, όμως, γίνεται στα ΠΑΕ του 1932, στο άρθρο του «Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Ανω Μακεδονία». Το 1938 διενήργησε μικρής κλίμακας ανασκαφική έρευνα στο Δισπηλιό εντοπίζοντας για πρώτη φορά ευρήματα της Νεολιθικής Περιόδου (ΠΑΕ 1938). Στη νότια περιοχή του εξάρματος εντοπίζονται κατάλοιπα τείχους αποτελούμενου από λίθινους δόμους που μέχρι στιγμής δεν έχει χρονολογηθεί με ασφάλεια. Σύμφωνα με τους Κεραμόπουλλο και Μουτσόπουλο, το τείχος ανάγεται στην περίοδο της βασιλείας του Αρχελάου στον 4ο π.Χ. αιώνα. Για το τείχος του Δισπηλιού βλ. Κεραμόπουλλος 1940, Μουτσόπουλος 1993α, 1993β. «Νησί» λέγεται η θέση όπου διεξάγεται η ανασκαφή του λιμναίου Νεολιθικού οικισμού στο Δισπηλιό Καστοριάς. Ονομάστηκε έτσι, γιατί αποτελούσε ένα έξαρμα μέσα στη λίμνη που δημιουργήθηκε από τις ανθρωπογενείς επιχώσεις που αποτέθηκαν κατά τη διάρκεια των χιλιάδων ετών χρήσης του χώρου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
54
Εικ. 1: Βόρειος βραχίονας περιβόλου
Η αρχική μας ελπίδα να αποσαφηνίσουμε, να διαλευκάνουμε και να ξεκαθαρίσουμε τη χρήση, τη χρονολόγηση και την ερμηνεία της κατασκευής αποδείχθηκε ουτοπική, όπως ουτοπικές είναι άλλωστε, τις περισσότερες φορές, οι προσπάθειες των αρχαιολόγων για τελικές απαντήσεις. Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα, τα ερωτήματα, τους προβληματισμούς και τα συμπεράσματα της έως τώρα έρευνας θα αποπειραθούμε να παρουσιάσουμε σε αυτό το κείμενο ξεκινώντας από το ιστορικό της ανασκαφής του περιβόλου.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Ανασκαφική έρευνα 2000-2005 Η ανασκαφή του περιβόλου ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2000 και συνεχίστηκε και για τις δύο επόμενες ανασκαφικές περιόδους (2001 και 2002), με την εποπτεία των αρχαιολόγων Κοσμά Τουλούμη και Σταμάτη Χατζητουλούση. Η έρευνα επικεντρώθηκε στο βόρειο τμήμα (Εικ. 1, αριστερά) του «Νησιού» αποκαλύπτοντας μέρος της κατασκευής σε μια έκταση μήκους 90 μ., ακολουθώντας μια κατεύθυνση ΝΑ-ΒΔ. Οσον αφορά τη μορφολογία της λίθινης κατασκευής, εντοπίστηκαν δύο μέτωπα, βόρειο και νότιο, τα οποία δεν είναι παντού ευδιάκριτα λόγω πτώσης λίθων εκατέρωθεν. Το πλάτος, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί, κυμαίνεται από 2.10 4
ό.π.
μ. μέχρι 4.60 μ. περίπου. Κατασκευαστικά ο περίβολος αποτελείται από αργούς λίθους τοποθετημένους επιμελώς σε στρώση με κάποιες διαφοροποιήσεις στο βόρειο τμήμα ως προς το μέγεθος και τη διάταξή τους (Εικ. 1, δεξιά). Σύμφωνα με τους ανασκαφείς και με βάση τις πρώτες παρατηρήσεις της κεραμικής ο περίβολος τοποθετείται κατά πάσα πιθανότητα στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (Τουλούμης & Χατζητουλούσης 2002). Οσον αφορά την ερμηνεία, οι ίδιοι πρότειναν ότι ο περίβολος κάλυπτε ανάγκες χωροοργάνωσης, οριοθέτησης και κατοχής του χώρου, χωρίς να αποκλείουν και το ενδεχόμενο συμβολικών προεκτάσεων. Επιπλέον, σε σχέση με τη χρήση, πιστεύουν ότι η κατασκευή είχε αντιπλημμυρικό χαρακτήρα για την προστασία του χώρου δράσης της κοινότητας από τη λίμνη4. Σε μια, μέχρι εκείνη τη στιγμή, «νεολιθική» ανασκαφή η αποκάλυψη και η έρευνα του περιβόλου έφερε την ανασκαφική ομάδα αντιμέτωπη με νέους προβληματισμούς που δεν άπτονται του άμεσου ερευνητικού της πεδίου. Ωστόσο ο περίβολος, αν και μεταγενέστερη της νεολιθικής περιόδου κατασκευή, δεν παύει να είναι μέρος της βιογραφίας της θέσης. Σε αυτό το πλαίσιο η έρευνα των Τουλούμη & Χατζητουλούση, από τη μια αντέκρουσε την άποψη των Κεραμόπουλλου και Μουτσόπουλου, ότι δηλαδή ο περίβολος αποτελεί θεμέλιο του τείχους, ενώ, από την
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
55
του «Νησιού» και προς τα δυτικά. Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε η ανάπτυξή του σε όλη την παρόχθια ζώνη του «Νησιού». Το στοιχείο αυτό ενίσχυσε την υπόθεση της ανασκαφικής ομάδας ότι η κατασκευή ενδεχομένως περιβάλλει το έξαρμα.
Ανασκαφική έρευνα 2006-2008 Την άνοιξη του 20065 αναλάβαμε τη συνέχιση των εργασιών στον περίβολο με αρχικό στόχο τον εντοπισμό και την αποκάλυψη της συνέχειάς του. Ξεκινήσαμε τη διερεύνησή του από το σημείο όπου είχαν σταματήσει οι προηγούμενοι ανασκαφείς στη βορειοδυτική περιοχή του «Νησιού». Σύντομα αντιληφθήκαμε ότι ο περίβολος δεν συνεχίζει προς τα δυτικά, αλλά κλίνει προς νότο. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται έντονη διαταραχή η οποία χαρακτηρίζεται από διαδοχικές και αλληλοσυγχεόμενες στρώσεις λίθων που ενδεχομένως ορίζουν διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις. Ορισμένες από αυτές φαίνεται να είναι παρεμβάσεις νεότερων χρόνων και δεν έχουν καμία σχέση με τον περίβολο. Η ίδια εικόνα διαταραχής συνεχίζεται και σε μια έκταση 25μ. περίπου από τη βορειοδυτική γωνία προς το νότο. Ακολουθώντας αυτήν την πορεία αποκαλύφθηκε μία μεγάλη σε έκταση κατασκευή η οποία διατρέχει όλη τη δυτική περιοχή του «Νησιού» έως το νοτιοδυτικό άκρο του (Εικ. 2, πάνω). Καταλαμβάνει μια έκταση
Εικ. 2: «Υποδομή»;
άλλη έθεσε μια σειρά προτάσεων και ερωτήσεων που σχετίζονται με τη χρήση, τη χρονολόγηση και την ερμηνεία της κατασκευής. Ενα από τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν η πιθανότητα συνέχισης του περιβόλου και προς ποια κατεύθυνση. Στην προσπάθεια να απαντηθεί αυτό το ερώτημα η αρχαιολόγος Αθηνά Αλματζή, κατά την ανασκαφική περίοδο του 2005, αποκάλυψε, αποσπασματικά, τμήματα του περιβόλου στη βόρεια πλευρά 5
Εικ. 3: ΝΔ βραχίονας περιβόλου
Για την ανασκαφή του περιβόλου κατά το 2006 βλ. Σταυριδόπουλος & Σιάνος 2006.
56
Εικ. 4: ΝΑ βραχίονας περιβόλου
μήκους περίπου 50 μ. με κατεύθυνση Β-Ν και κυμαινόμενου πλάτους από 2.00 ως 2.30 μέτρα. Ορίζεται από δυο σαφή μέτωπα, το ανατολικό και το δυτικό, σε ευθεία διάταξη και με μια μικρή κλίση ΒΑ-ΝΔ. Τα μέτωπα σχηματίζονται από μια σειρά λίθων μεγέθους 25x35 εκατοστών περίπου, κάποιοι εκ των οποίων παρουσιάζουν ίχνη επεξεργασίας. Αυτή η επεξεργασία παρατηρείται σε όλες τις πλευρές κάποιων λίθων, αλλού περισσότερο έντονα και αλλού λιγότερο, μαρτυρώντας μια όχι και τόσο επιμελημένη λάξευση. Ανάμεσα στα δύο μέτωπα υπάρχει πυκνό γέμισμα με αργούς λίθους διαφόρων μεγεθών. Ολα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν στο ότι πρόκειται πιθανόν για μια υποδομή τείχους με τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά του έμπλεκτου συστήματος δόμησης (Winter 1971). Οι μορφολογικές διαφορές αυτής της κατασκευής από τον περίβολο στη βόρεια περιοχή, καθώς και η πορεία της προς το τείχος, μας οδήγησαν στην υπόθεση ότι ενδεχομένως πρόκειται για την «υποδομή»6 του δυτικού βραχίονα του τείχους (Εικ. 2, κάτω). Για αυτό το λόγο αποφασίσαμε να διενεργήσουμε δοκιμαστικές τομές πέρα και δυτικά της «υποδομής» για τον εντοπισμό του περιβόλου χωρίς όμως επιτυχία. Στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου, εργαστήκαμε στη νοτιοδυτική περιοχή του εξάρματος 6
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
όπου εντοπίστηκε αντίστοιχη εικόνα διαταραχής, όπως και στη βορειοδυτική περιοχή. Η ενδεχόμενη σύνδεση της «υποδομής» με το τείχος, όπως υποδείκνυε η κατεύθυνσή της, δεν επιβεβαιώθηκε λόγω της έντονης διαταραχής και της πυκνής παρουσίας αργών λίθων. Παράλληλα δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα η «υποδομή» να είχε κατασκευαστεί με το έτοιμο υλικό του δυτικού βραχίονα του περιβόλου είτε στην ίδια θέση όπου βρισκόταν ο τελευταίος είτε σε παρακείμενη θέση προς τα ανατολικά. Τέλος, ίσως η «υποδομή» είναι ο δυτικός βραχίονας του περιβόλου, μιας και δεν εντοπίστηκαν ίχνη του σε άλλο σημείο της δυτικής περιοχής. Απλά, για διάφορους λόγους, άγνωστους σε εμάς κατασκευαστικά, διαφέρει από τον υπόλοιπο περίβολο. Το ανασκαφικό έτος 2006 ολοκληρώθηκε με την αποκάλυψη μιας λίθινης κατασκευής («υποδομή»), η έρευνα της οποίας δεν έδωσε απάντηση στον αρχικό στόχο του εντοπισμού της κατεύθυνσης του περιβόλου. Ωστόσο προσέδωσε νέους στόχους και νέα ερωτήματα για τη μελλοντική έρευνα. Το 2007 ξεκινήσαμε την ανασκαφή έχοντας ως στόχο την αποκάλυψη της συνέχειας του περιβόλου στη νοτιοδυτική περιοχή μπροστά και νότια του τείχους καθώς επίσης και τον εντοπισμό του στην ανατολική περιοχή του «Νησιού». Αν μπορούσαμε να εντοπίσουμε τον περίβολο σε αυτές τις περιοχές θα μπορούσαμε να επιβεβαιώσουμε ότι αναπτύσσεται περιμετρικά του εξάρματος. Στη νοτιοδυτική περιοχή (Εικ. 3) αποκαλύφθηκε τμήμα του περιβόλου, μήκους 30 περίπου μέτρων, με παρόμοια μορφολογικά χαρακτηριστικά όπως η κατασκευή στη βόρεια περιοχή. Η συνολική εικόνα της περιοχής ήταν εμφανώς διαταραγμένη εξαιτίας των πεσμένων δόμων και λίθων από το τείχος, αφού η ανασκαφή έλαβε χώρα σε άμεση γειτνίαση με αυτό. Επιπλέον, την περαιτέρω αποκάλυψη του περιβόλου προς τα ανατολικά και πα-
Στο εξής θα ονομάζουμε την κατασκευή στα δυτικά «υποδομή», αν και αυτό αποτελεί απλά μια υπόθεση, εξ ού και τα εισαγωγικά.
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
57
Εικ. 5: Πανοραμική άποψη της θέσης
ράλληλα με τη νότια περιοχή του εξάρματος διακόπτει ο αυλόγυρος της εκκλησίας7. Στην ανατολική περιοχή η ανασκαφή άρχισε από το σημείο όπου βρέθηκε αρχικά ο περίβολος το 2000, στη βορειοανατολική περιοχή του «Νησιού», αλλά αυτή τη φορά με κατεύθυνση προς το νότο. Η εικόνα του περιβόλου σε αυτήν την περιοχή είναι πιο σαφής σε σχέση με τα νοτιοδυτικά. Και εδώ εντοπίζονται δύο μέτωπα, με πολλούς αργούς λίθους εκατέρωθεν, η πλειονότητα των οποίων βρίσκεται στην εξωτερική πλευρά του ανατολικού μετώπου. Το συνολικό μήκος του περιβόλου που αποκαλύψαμε το 2007 σε αυτήν την περιοχή ήταν 30 περίπου μέτρα. Η κατασκευή παρουσιάζει τα ίδια μορφολογικά στοιχεία με τον περίβολο στη βόρεια περιοχή και ακολουθεί την κλίση του εξάρματος δίνοντας βάσιμα στοιχεία ότι ο περίβολος ορίζει το «Νησί». Μετά την αποκάλυψη τμημάτων του περιβόλου κατά τα προηγούμενα έτη στη βόρεια, στη δυτική8 και στην ανατολική περιοχή, βασικός στόχος της έρευνας για το 2008 7
8
ήταν ο εντοπισμός του στη νότια περιοχή και επομένως η συνολική του αποκάλυψη. Ταυτόχρονα μέσα στους στόχους ήταν και η διερεύνηση της συσχέτισης του περιβόλου με το τείχος με σκοπό να δούμε αν οι δυο κατασκευές είναι σύγχρονες ή όχι. Τέλος, άλλο ένα ερώτημα που τέθηκε ήταν η ύπαρξη «εισόδου» και σε ποιο σημείο. Κατά το ανασκαφικό έτος 2008 αποκαλύφτηκε τμήμα του περιβόλου μήκους 100 περίπου μέτρων που αντιστοιχεί στο νοτιοανατολικό και τμήμα του νότιου βραχίονα της κατασκευής (Εικ. 4). Η συνολική αποκάλυψη του νότιου τμήματος και κατ’ επέκταση ολόκληρης της κατασκευής δεν στάθηκε δυνατή, γιατί στο κέντρο αυτής της περιοχής τμήμα του περιβόλου εισέρχεται κάτω από το τείχος. Συνεπώς, το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, γιατί υποστηρίζει την άποψη ότι ο περίβολος και το τείχος δεν είναι σύγχρονα και ότι ο πρώτος είναι προγενέστερος του δεύτερου. Οσον αφορά το τελευταίο ερώτημα για το αν υπάρχει «είσοδος» και που, δεν εντοπίσαμε κανένα
Δίπλα στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου (στη νότια περιοχή του «Νησιού») βρίσκεται ο μεταβυζαντινός ναός της Ανάληψης. Με την προϋπόθεση ότι η κατασκευή (η «υποδομή») που εντοπίστηκε στα δυτικά αποτελεί τμήμα του περιβόλου.
58
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
νως, το υποθετικό μήκος του περιβόλου προσθέτοντας τα μη ανασκαμμένα τμήματα είναι 450 μέτρα περίπου και αναπτύσσεται περιμετρικά του εξάρματος του «Νησιού».
ΕΥΡΗΜΑΤΑ Κεραμική
Εικ. 6: Τμήμα αγγείου ΥΕΧ;
στοιχείο. Είναι πιθανό η «είσοδος» να βρίσκεται είτε κάτω από την εκκλησία είτε εκεί που ήταν η πύλη του τείχους στη σημερινή είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Η παράλληλη ενασχόληση της ανασκαφικής ομάδας του Δισπηλιού με επιχώσεις μεταγενέστερες της Νεολιθικής κατά τα τελευταία επτά έτη είχε ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό και την αποκάλυψη μιας λίθινης κατασκευής μήκους 300 περίπου μέτρων (Εικ. 5). Επομέ-
Εικ. 7: Μυκηναϊκή κεραμική
Στη διάρκεια της ανασκαφικής έρευνας του περιβόλου, συλλέχθηκαν μεγάλες ποσότητες κεραμικής, αποτελούμενες από όστρακα που χρονολογούνται σε διάφορες περιόδους ιστορικών και προϊστορικών χρόνων. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε από την αρχή της ανασκαφής ήταν η ξεχωριστή συλλογή των οστράκων που εντοπίζονταν μεταξύ των λίθων της κατασκευής και αυτών που εντοπίζονταν εκτός. Ο λόγος που ακολουθήσαμε αυτή τη διαδικασία ήταν για να περιορίσουμε το υλικό της κεραμικής που θα μπορούσε να μας δώσει μια χρονολόγηση της κατασκευής. Το υλικό, πέρα από την ποικιλία που παρουσιάζει και καθιστά κάθε
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
59
Εικ. 8: Εφυαλωμένη κεραμική Βυζαντινής και Οθωμανικής Περιόδου
απόπειρα χρονολόγησης ούτως ή άλλως δύσκολη, αποτελείται από όστρακα στην πλειονότητά τους αδιάγνωστα, διαβρωμένα και σε μέτρια ή κακή κατάσταση διατήρησης. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο περίβολος εντοπίζεται σχεδόν στην επιφάνεια του εδάφους, στα όρια του «Νησιού», σε συνδυασμό με τις πολλαπλές μεταγενέστερες χρήσεις του χώρου καθιστά την εικόνα των στρωμάτων εμφανώς διαταραγμένη. Οι δυσκολίες αυτές καθώς και το γεγονός ότι το υλικό δεν έχει μελετηθεί, δεν επιτρέπουν συμπεράσματα σε σχέση με τη χρονολόγησή του. Σύμφωνα με τις πρώτες μακροσκοπικές παρατηρήσεις που κάναμε στο πεδίο, διαπιστώσαμε ότι στην κεραμική συνολικά, εντός και εκτός των λίθων, εκπροσωπούνται όλες οι περίοδοι από τη Νεολιθική ως σήμερα. Εντοπίσαμε λίγα νεολιθικά όστρακα, μάλλον τυχαία, ίσως από τα πεσμένα χώματα της ανασκαφής του οικισμού. Επίσης, αρκετά όστρακα της Υστερης Εποχής του Χαλκού (Εικ. 6), με πιθανή παρουσία μυκηναϊκής
Εικ. 9: Πίπα Οθωμανικής Περιόδου
Εικ. 10: Χάλκινος πέλεκυς ΥΕΧ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
60
κεραμικής (Εικ. 7), στοιχείο που, αν όντως ισχύει, εντάσσει το Δισπηλιό σε ένα δίκτυο ανταλλαγών αυτής της περιόδου στη Μακεδονία. Εξάλλου σε πολλές θέσεις της δυτικής Μακεδονίας και κυρίως στο νομό Κοζάνης, υπάρχει επιβεβαιωμένη παρουσία μυκηναϊκής κεραμικής (Treuil 1996, Καραμήτρου-Μεντεσίδη 2003). Υπάρχουν ακόμη ενδείξεις για κεραμική της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου καθώς και όστρακα των κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων. Η Βυζαντινή και η Οθωμανική Περίοδος, αντιπροσωπεύονται με αρκετά όστρακα τα οποία φέρουν τη χαρακτηριστική εφυάλωση κίτρινου και πράσινου χρώματος (Εικ. 8). Τέλος, πολλά είναι και τα θραύσματα σύγχρονων κεραμικών σκευών. Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι οποιαδήποτε απόπειρα χρονολόγησης της κατασκευής μέσω της κεραμικής θα ήταν ιδιαιτέρως επισφαλής. Απαραίτητη είναι η ενδελεχής μελέτη όλης της κεραμικής του περιβόλου η οποία ενδεχομένως οδηγήσει σε κάποια συμπεράσματα.
Εικ. 11: Σύγχρονα ελληνικά νομίσματα
Τα μικρά ευρήματα που συλλέχθηκαν από τον περίβολο είναι στην πλειονότητά τους προϊστορικών χρόνων και κάποια μεταγενέστερα, ιστορικών περιόδων. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται πυριτολιθικά εργαλεία, λίθινα λειασμένα εργαλεία, λίθινα και πήλινα βαρίδια (αλιευτικά και υφαντικά), οστέινα εργαλεία (οπείς), χάλκινα αντικείμενα, πηνία, αγνύθες, δύο ειδώλια και μια πήλινη οθωμανική πίπα (Εικ. 9). Ξεχωριστό εύρημα αποτελεί ένας χάλκινος πέλεκυς, ενδεχομένως της
Μικροευρήματα Το μεγαλύτερο μέρος της επίχωσης που αφαιρέθηκε, αν και ήταν κυρίως από το επιφανειακό στρώμα, έδωσε ποικιλία ευρημάτων που χρονολογούνται σε διαφορετικές περιόδους από τη Νεολιθική Περίοδο έως σήμερα.
Εικ. 12: Βυζαντινά, οθωμανικά, αυστροουγγρικά και σύγχρονα γερμανικά και πολωνικά νομίσματα
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
Υστερης Εποχής του Χαλκού (Εικ. 10). Γενικά, ο αριθμός των μικρών ευρημάτων που συλλέχθηκε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, με εξαίρεση τα σύγχρονα αντικείμενα, είναι περιορισμένος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σύγχρονα αντικείμενα τα οποία αφηγούνται την πρόσφατη ιστορία του χώρου μαρτυρώντας τις συνθήκες ζωής και τις δραστηριότητες ενός όχι και τόσο μακρινού παρελθόντος9. Στον περίβολο έχουν βρεθεί τουλάχιστον 200 νομίσματα (Εικ. 11) κυρίως ελληνικά του εικοστού αιώνα καθώς και ορισμένα ξένα. Εξαίρεση αποτελούν λίγα νομίσματα της Βυζαντινής και Οθωμανικής Περιόδου (Εικ. 12). Στα μεταλλικά ευρήματα συγκαταλέγονται και αντικείμενα που σχετίζονται με την καθημερινότητα των κατοίκων του Δισπηλιού, ανάμεσα στα οποία πέταλα ζώων, σπιρούνια, μαχαίρια, είδη οικιακής χρήσης και αγροτικά εργαλεία. Ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας της διάλυσης των αυτοκρατοριών, των δύο παγκόσμιων πολέμων και ενός αιματηρού εμφυλίου πολέμου για την Ελλάδα. Η Καστοριά και η ευρύτερη περιοχή της βρέθηκε στο επίκεντρο της εμφύλιας διαμάχης λόγω της γεωγραφικής της θέσης, ανάμεσα στα δύο βουνά, το Γράμμο και το Βίτσι, εκεί όπου δόθηκαν οι τελευταίες 9
61
Εικ. 13: Σφαίρες και εξαρτήματα όπλων
και σφοδρότερες μάχες του πολέμου. Αδιάψευστος μάρτυρας αυτών των γεγονότων είναι ο μεγάλος αριθμός σφαιρών και διαφόρων εξαρτημάτων όπλων (Εικ. 13). Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ο χώρος του «Νησιού» αποτέλεσε πεδίο στρατοπέδευσης του ιταλικού στρατού κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Την περίοδο εκείνη καταστράφηκε μεγάλο μέρος του τείχους του Δισπηλιού με σκοπό τη χρήση των δόμων ως πρώτη ύλη για διάφορες κατασκευές. Αργότερα, ο χώρος σημαδεύτηκε από μια μάχη ανάμεσα στο Δημοκρατικό Στρατό και τα κυβερνητικά στρατεύματα. Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο του Εθνικού Στρατού. Η μνήμη λίγο έλειψε να γίνει βίωμα, το 2007, με την εύρεση δύο χειροβομβίδων, εν ώρα εργασίας, μέσα στα σκάμματα, τις οποίες κλήθηκε να απομακρύνει, επιτυχώς, ο ελληνικός στρατός (Εικ. 14). Τέλος, ο χώρος, πριν καταλήξει στα χέρια των αρχαιολόγων, ισοπεδώθηκε για τη διαμόρφωσή του σε γήπεδο, ενώ παράλληλα επί σειρά ετών τελούνταν εκεί το πανηγύρι της Ανάληψης. Αποτέλεσμα της δεύτερης δραστηριότητας ήταν στον κατάλο-
Εικ. 14: Χειροβομβίδα
Για τα επιφανειακά ευρήματα του Δισπηλιού βλ. Τουλούμης 2008.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
62
γο των ευρημάτων μας να συμπεριληφθούν σύγχρονα παιχνίδια, κοσμήματα, κουτάκια μπίρας, σημερινά σκουπίδια αυριανά ευρήματα (Εικ. 15).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ «Καμία ερμηνεία δεν είναι δυνατή μέχρι να ξεκινήσουμε να ερμηνεύουμε» (Scruton 1982). Ετσι και εμείς, όταν το 2006 αναλάβαμε την ανασκαφή του περιβόλου και έχοντας υπόψιν τη δουλειά των προηγούμενων ανασκαφέων, θέσαμε μια σειρά από στόχους και ερωτήματα. Ορισμένα είχαν τεθεί ήδη στο παρελθόν, κάποια τέθηκαν εκείνη τη χρονιά, τα κυριότερα όμως προέκυψαν από την ανασκαφική πρόοδο. Οι ερμηνείες και οι διαφωνίες μας ξεκίνησαν στο πεδίο από την πρώτη μέρα. Σύντομα αντιληφθήκαμε ότι τα στοιχεία δεν επαρκούσαν για σαφείς και σίγουρες απαντήσεις, αλλά αποφασίσαμε να προχωρήσουμε σε υποθέσεις και ερμηνείες υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Ούτως ή άλλως, θέλαμε να ξεφύγουμε από την ιδέα των «ατράνταχτων στοιχείων» σε αντιδιαστολή με τις «αδύναμες» θεωρίες τοποθετώντας τα και τα δύο στην ίδια διαλεκτική βάση (Shanks & Tilley 1992). Οι θεωρίες αυτές υπαγορεύονταν είτε από την ανασκαφή είτε από τις προσωπικές μας αντιλήψεις και εμπειρίες. 10
Εικ. 15: Σύγχρονα αντικείμενα από το πανηγύρι
Οπως λέει ο Hodder, διαβάζουμε τα δεδομένα μεταφράζοντάς τα με τους δικούς μας όρους (Hodder 1992). Τα ερωτήματά μας πέραν της χρονολόγησης κινήθηκαν ανάμεσα στο λειτουργικό και στον κοινωνικό ρόλο της κατασκευής10. Ο διαχωρισμός είναι καθαρά τυπικός, γιατί ούτως ή άλλως οι δυο ρόλοι συγχέονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Οσον αφορά το λειτουργικό ρόλο του περιβόλου, προσπαθήσαμε να καταλάβουμε το λόγο που φτιάχτηκε και τι σκοπούς εξυπηρετούσε. Ταυτόχρονα, ως προς τον κοινωνικό του ρόλο, τα πρώτα ερωτήματα που θέσαμε ήταν από ποιους κατασκευάστηκε και κάτω από ποιες συνθήκες. Το στοιχείο που γίνεται αμέσως αντιληπτό είναι ότι, για την υλοποίηση μιας τέτοιας κατασκευής, θα ήταν απαραίτητη η ύπαρξη κάποιας μορφής ελέγχου της εργασίας. Αλλο ένα χαρακτηριστικό είναι η ιδιότητα του περιβόλου ως τοπόσημου, που προκύπτει από τη μονιμότητα και τη μνημειακότητά του. Η μονιμότητα είναι αποτέλεσμα της επιλογής του υλικού κατασκευής, δηλαδή του λίθου, ενώ η μνημειακότητα είναι αποτέλεσμα του μεγέθους αλλά και της ανάκλησης της συλλογικής μνήμης των κατοίκων που ενδεχομένως θα προκαλούσε η θέα του. Δεν θα πρέπει να αποκλειστεί επίσης το γεγονός ότι η πραγμάτωση και η διατήρηση μιας τέτοιας κατασκευής θα προϋπέθετε διαπραγμάτευση σχέσεων εξουσίας μέσα και έξω από την κοινότητα. Βασικό ζητούμενο κάθε αρχαιολογικού στρώματος ή ευρήματος είναι η χρονολόγησή του. Κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής δεν στάθηκε δυνατό ούτε με σχετικές αλλά ούτε και με απόλυτες
Για ανάλογη συζήτηση, για τον κοινωνικό και συμβολικό ρόλο των περιβόλων βλ. Bradley 1984, 1998; Thomas 1991; Hodder 1992 κ.α.
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
μεθόδους. Αυτό που μπορούμε να αποκλείσουμε από την αρχή είναι ότι η κατασκευή ανήκει στη Νεολιθική Περίοδο. Ο λόγος είναι ότι τα νεολιθικά στρώματα και ευρήματα εντοπίστηκαν υποκείμενα της κατασκευής, όπως υπέδειξαν οι δοκιμαστικές τομές που διενεργήσαμε σε σημεία κάτω από τις πέτρες. Μπορούμε, επίσης, να αποκλείσουμε την πιθανότητα να χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, αφού τα ευρήματα αυτής της περιόδου από τον περίβολο είναι ελάχιστα. Επιπλέον, αυτή την υπόθεση ενισχύει και το γεγονός ότι, σε σχέση με τα στρώματα της ΠΕΧ που έχουμε εντοπίσει στο Νότιο Τομέα του Δισπηλιού, ο περίβολος εντοπίζεται ψηλότερα. Επίσης, θα μπορούσαμε να αποκλείσουμε και τις περιόδους από την κλασική κι έπειτα γιατί, όπως ανέδειξε η περυσινή (2008) ανασκαφική χρονιά, σε κάποια σημεία το τείχος εδράζεται πάνω στον περίβολο. Σύμφωνα με την άποψη των προηγούμενων ανασκαφέων, η κατασκευή πιθανόν χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Mε βάση τις πρώτες μακροσκοπικές παρατηρήσεις της κεραμικής στο πεδίο, δεν αποκλείουμε αυτό το ενδεχόμενο, προτείνοντας παράλληλα ότι ο περίβολος θα μπορούσε να είναι παλαιότερος και να χρονολογείται στην Υστερη Εποχή του Χαλκού. Ασφαλέστερα συμπεράσματα ως προς τη χρονολόγηση θα εξαχθούν μόνο με απόλυτες μεθόδους ή με τη μελέτη της κεραμικής. Ως προς τη λειτουργία του περιβόλου, η θέση του, περιμετρικά του «Νησιού», καθώς και τα κατασκευαστικά του χαρακτηριστικά υποδηλώνουν ότι πρόκειται κατά βάση για αναλημματικό έργο. Αναλημματικούς περιβόλους στη Μακεδονία συναντούμε σε διάφορες θέσεις από διάφορες περιόδους, με χαρακτηριστικούς τον περίβολο του Μανδάλου που χρονολογείται κατά πάσα πιθανότητα στο τέλος της Νεολιθικής Περιόδου (Παπαευθυμίου-Παπανθίμου & Πιλάλη-Παπαστερίου 1990) και τους περιβόλους στο Πιερικό Ηράκλειο στη θέση Κρανιά, οι οποίοι χρονολογούνται στην Εποχή 11
63
του Χαλκού (Πουλάκη-Παντερμαλή 2008). Κατασκευαστικά παρατηρήσαμε ότι ο περίβολος του Δισπηλιού διαφέρει από τους άλλους αναλημματικούς. Αν και συγκροτείται από δύο μέτωπα, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η μορφή που είχε ο περίβολος ήταν αυτή ενός τοίχου, αλλά μάλλον μιας στρώσης λίθων που ακολουθεί το ανάγλυφο του εξάρματος λειτουργώντας ως κυματοθραύστης. Η στάθμη της λίμνης είναι ασταθής και εξαρτάται από τις βροχές, την άνοιξη πολλές φορές πλημμυρίζει, το χειμώνα παγώνει και όταν φυσάει δημιουργεί κύματα. Η φυσική της δράση σταδιακά θα διάβρωνε το χώρο του «Νησιού», πρόβλημα που πιθανόν οδήγησε τους κατοίκους στην απόφαση κατασκευής του περιβόλου. Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ο ρόλος του ήταν διττός, εμποδίζοντας από τη μια τη διάβρωση του εδάφους από το νερό, ενώ από την άλλη προσέφερε τη δυνατότητα πρόσβασης προς τη λίμνη, πηγή ζωής της κοινότητας. Πέρα από τον αναλημματικό του ρόλο, ο περίβολος σχετιζόταν με την οριοθέτηση και οργάνωση του χώρου11. Οριοθετούσε το χώρο του «Νησιού» ως προς τη λίμνη χωρίς να έχουμε σαφείς ενδείξεις για τις δραστηριότητες που τελούνταν, στον περιβαλλόμενο χώρο του «Nησιού» και σε αυτές που τελούνταν, αν τελούνταν στη «στεριά». Η απουσία οικιστικών καταλοίπων και ο περιορισμένος αριθμός ευρημάτων εντός του περιβόλου, καθιστούν δύσκολη κάθε απόπειρα ερμηνείας ως προς τη χρήση του χώρου. Προχωρώντας σε ορισμένες υποθέσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν χώρος κατοίκησης από τον οποίο δεν σώζονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, είτε λόγω φθαρτότητας των υλικών είτε λόγω των μεταγενέστερων χρήσεων του χώρου. Δεν αποκλείεται ακόμη να αποτέλεσε χώρο σταβλισμού ζώων που ανήκαν σε συγκεκριμένα μέλη ή σε ολόκληρη την κοινότητα. Αν κάτι τέτοιο ισχύει τονίζει τη σημαντικότητα των κοπαδιών για τη βιωσιμότητα και την οικονομία
Για το χωροοργανωτικό και οριοθετικό χαρακτήρα των περιβόλων βλ. Χουρμουζιάδης 1979.
64
της κοινότητας την εποχή εκείνη. Από την άλλη η κατασκευή ενός τέτοιου έργου για την προστασία των ζώων υποδηλώνει και τις σχέσεις με γειτονικές κοινότητες οι οποίες ενδεχομένως ήταν ανταγωνιστικές ή ακόμη και εχθρικές. Αλλη μια υπόθεση είναι ότι εντός του περιβόλου διενεργούνταν κάποιες γεωργικές και βέβαια αλιευτικές εργασίες των κατοίκων. Δεν αποκλείεται μέσα σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, οι οποίοι δεν σώζονται, να αποθήκευαν το πλεόνασμα της γεωργικής παραγωγής. Η αποθήκευση της παραγωγής θα ήταν απαραίτητη για την προστασία της αλλά και για τη διαχείριση και κατανομή της. Αλλωστε κατά την Υστερη Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου οι οικισμοί συχνά οριοθετούνται είτε με άνδηρα και αναλημματικούς τοίχους είτε με περιβόλους όπως για παράδειγμα στην Ασσηρο (Treuil 1996). Συνεχίζοντας με τον κοινωνικό ρόλο του περιβόλου, το πρώτο προφανές στοιχείο είναι ότι για την κατασκευή του συνεργάστηκε μεγάλος αριθμός ατόμων για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι εργατοώρες που δαπανήθηκαν για την ολοκλήρωση του έργου, ξεκινώντας από την εξόρυξη των πρώτων υλών, τη μεταφορά και την τοποθέτησή τους πρέπει να ήταν πολλές. Επομένως, για τη σχεδίαση, υλοποίηση και διατήρηση μιας τέτοιας κατασκευής θα ήταν απαραίτητη κάποια μορφή ελέγχου της εργασίας και κοινωνικής οργάνωσης, για την οποία δεν αποκλείεται να ήταν υπεύθυνη μια κεντρική εξουσία. Παρά την πιθανή ύπαρξη κεντρικής εξουσίας, το έργο παραμένει κοινοτικό, γιατί οφέλη από αυτό θα είχαν όλα τα μέλη της κοινότητας. Μέσα στις τάξεις της κοινότητας, όποιας μορφής κοινωνική οργάνωση κι αν είχε αυτή, παρουσιάστηκε ένα αντικειμενικό πρόβλημα το οποίο έπρεπε να αντιμετωπιστεί, αυτό της δράσης της λίμνης. Η αρχιτεκτονική ούτως ή άλλως αφήνει ένα σημάδι στο τοπίο, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι η μονιμότητα (Bevan 2007). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιλογή του υλικού, της πέτρας, εξασφάλισε τη μονιμότητα στο χώρο προσδίδοντας στον περίβολο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
στοιχεία μνημειακότητας. Η πιθανή κυριαρχία του στο τοπίο καθόρισε το ίδιο το τοπίο και τους ανθρώπους που δρούσαν μέσα στην κοινότητα αλλά και στη γύρω περιοχή (Thomas 1991). Επίσης, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέσο κοινωνικής επίδειξης ατόμων ή ομάδων μέσα στην κοινότητα ή ολόκληρης της κοινότητας απέναντι σε άλλους γειτονικούς οικισμούς. Μια τέτοια κατασκευή αποτελεί μαρτυρία της σχέσης, ίσως και της προσκόλλησης των κατοίκων με το χώρο, για την προστασία και διατήρηση του οποίου προχώρησαν σε μεγάλης κλίμακας εργασίες, με χαρακτηριστικά μονιμότητας. Ο περίβολος πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε και σε μεταγενέστερες περιόδους από διάφορες ομάδες οι οποίες επιμελήθηκαν τη συντήρηση και διατήρησή του στο χώρο. Είναι πιθανό ότι, από τη στιγμή της κατασκευής του, επισκευάστηκε και ενισχύθηκε πολλές φορές ανάλογα με τη δράση της λίμνης. Τα ευρήματα που εντοπίσαμε στον περίβολο ούτως ή άλλως πιστοποιούν μια διαχρονικότητα στη χρήση του. Οι λόγοι που διατηρήθηκε και από τις επόμενες γενιές δεν μπορεί να ήταν μόνο λειτουργικοί˙ από κάποια στιγμή και μετά ο περίβολος πρέπει να εξελίχθηκε όπως λέει ο Nora σε συμβολικό στοιχείο για την κληρονομιά της κοινότητας, ένας τόπος μνήμης (lieu de mémoire) (Nora 1989). Ανεξαρτήτως της χρήσης που έλαβε σε κάθε περίοδο, παρέμεινε διαχρονικά ένα τοπόσημο για την περιοχή μέχρι τη στιγμή που καλύφθηκε από το χώμα. Η πρόσφατη αποκάλυψή του τον επανεντάσσει στο τοπίο και στο μνημειακό χάρτη της περιοχής. Στα περισσότερα ερωτήματα που θέσαμε δεν μπορέσαμε να δώσουμε σίγουρες και τελικές απαντήσεις, κάτι που γνωρίζαμε εκ των προτέρων ότι δεν είναι εφικτό. Ακόμη και σε αυτά που θεωρούμε πως απαντήσαμε ίσως στο μέλλον τα συμπεράσματα μας ανατραπούν από άλλους ερευνητές ή ακόμη και από εμάς τους ίδιους, όταν επανέλθουμε με άλλα μάτια, γνώσεις και αντιλήψεις. Γιατί ούτως ή άλλως αυτά είναι τα στοιχεία που καθορίζουν τις ερμηνείες μας προσδίδοντάς τους μια προσωρινότητα.
Ο ΛΙΘΙΝΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
65
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bevan, R. 2007 The Destruction of Memory: Architecture at War. London: Reaktion Books. Bradley, R. 1984 The Social Foundations of Prehistoric Britain. London: Longman. 1998 The Significance of Monuments: On the Shaping of Human Experience in Neolithic and Bronze Age Europe. London & New York: Routledge. Hodder, I. 1992 The Haddenham causewayed enclosure: A hermeneutic circle. In Theory and Practice in Archaeology. London & New York: Routledge. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ. 2003 Μυκηναϊκά Αιανής-Ελιμιώτιδας και Ανω Μακεδονίας. Στο Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού Κόσμου, Β’ Διεθνές Συμπόσιο, Λαμία 26-29 1999: 167-90. Λαμία. Κεραμόπουλλος, Α. 1931(;) Οι Μακεδόνες και η Μακεδονία. 1932 Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Ανω Μακεδονία. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας: 48-133. 1938 Ανασκαφαί και έρευναι εν τη Δυτική Μακεδονία. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας: 53-66. 1940 Ανασκαφή εν Καστοριά. Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας: 22-3. Μουτσόπουλος, Ν. Κ. 1993α Ημερολόγιο Ανασκαφής Τείχους Δισπηλιού. Θεσσαλονίκη. 1993β Τα τείχη του Δισπηλιού. Το Αρχαιολογικό Εργο στη Μακεδονία και Θράκη 7: 1-12. Nora, P. 1989 Memory and history: Les lieux de mémoire. Representations 26 [Special Issue: Memory and counter-memory]: 7-24. Παπαευθυμίου-Παπανθίμου, Α. & Α. Πιλάλη-Παπαστεργίου 1990 Η ανασκαφική έρευνα στο Μάνδαλο (1987-1990). Εγνατία 2: 411-21. Πουλάκη-Παντερμαλή, Ε. 2008 Κρανιά-Ηράκλειο, Τρία Πλατάνια, Κομπολόι, Βάλτος. Στο Αρχαιολογικές Τροχοδρομήσεις: Από τη Θεσσαλονίκη στον Πλαταμώνα. Αθήνα: ΕΡΓΟΣΕ. Scruton, R. 1982 A Dictionary of Political Thought. London: Macmillan. Shanks, M. & C. Tilley 1992 Re-Constructing Archaeology: Theory and Practice [2nd edition]. London & New York: Routledge. Σταυριδόπουλος, Γ. & Τ. Σιάνος 2006 Το Δισπηλιό «εν λίθοις φθεγγομένοις». Το Αρχαιολογικό Εργο Στη Μακεδονία και Θράκη 20: 901-10. Thomas, J. 1991 Understanding the Neolithic. London & New York: Routledge. Τουλούμης, Κ. 2008 Σκόρπια μνήμη: Αφηγήσεις με βάση το τοπίο, τα πρόσωπα και τα επιφανειακά ευρήματα από την ανασκαφή στο Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 1: 27-41. Τουλούμης, Κ. & Σ. Χατζητουλούσης 2002 Μετά τη Νεολιθική: Στοιχεία χωροοργάνωσης. Στο Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 75-88. Θεσσαλονίκη: University Studio. Press. Treuil, R. 1996 Η Πρώιμη Χαλκοκρατία. Στο Οι Πολιτισμοί του Αιγαίου κατά τη Νεολιθική και την Εποχή του Χαλκού [Μετάφραση Ο. Πολυχρονοπούλου & A. Φίλιππα-Touchais - Πρώτη έκδοση Presses Universitaires de France, 1989] (R. Treuil, P. Darque, J-C. Poursat & G. Touchais): 174-209. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου - Μ. Καρδαμίτσα. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1979 Το Νεολιθικό Διμήνι. Βόλος: Εταιρεία Θεσσαλικών Ερευνών. Winter, F. 1971 Greek Fortifications. London & New York: Routledge.
66
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΤΑΣΟΣ ΣΙΑΝΟΣ
Summary The stone enclosure of Dispilio Yannis Stavridopoulos & Tasos Sianos The archaeological site of Dispilio is situated on an earth-mound created by human deposits over the millennia. The locals call this mound the “Island”. The “Island” is surrounded by a stone enclosure. This article concerns the history of research of the enclosure but most importantly it attempts to create a hermeneutic circle. As far as the function of the enclosure is concerned we suggest that it was used as a breakwater that protected the
“Island” from the erosion caused by the lake. We also support the notion that the enclosure played a very important social and symbolic role for the community that created it. No doubt it was a landmark that dominated the landscape for a quite a few generations affecting the experience and interpretation of place. Our aim is not to reach inal conclusions but merely to propose a set of plausible theories and interpretations about the ind.
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ*
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ, ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ IN SITU
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η διαχείριση και ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και ανασκαφών, με σκοπό την απόδοσή τους στο κοινό, είναι μια σύνθετη διαδικασία, ακρογωνιαίος λίθος της οποίας είναι η μέριμνα και ο διεπιστημονικός σχεδιασμός για την ολοκληρωμένη προστασία του πολιτιστικού αγαθού. Η διατήρηση και προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελούν καθήκον και ευθύνη τόσο του εκάστοτε φορέα διαχείρισης όσο και των πολιτών στο σύνολό τους. Στο άρθρο αυτό1 εξετάζεται η συμβολή της επιστήμης της συντήρησης στη διαδικασία της ανάδειξης ενός ανασκαφικού χώρου. Υποστηρίζεται πως ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των επεμβάσεων ενεργητικής και προληπτικής συντήρησης των υλικών κα-
ταλοίπων που παραμένουν in situ θα πρέπει να βασίζεται σε πιστοποιημένες/τυποποιημένες διαδικασίες (πρότυπα). Για τον λόγο αυτό προτείνεται μια μεθοδολογία, ως μοντέλο δράσης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει τον κορμό για τη θέσπιση προτύπων που αφορούν στα μέτρα και τις διαδικασίες διατήρησης και συντήρησης πριν, κατά και μετά την ανασκαφή. Σημαντική άλλωστε θεωρείται και η επαφή του κοινού με τις δράσεις που σχετίζονται με τη διατήρηση και συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αφού προκύπτουν σημαντικά οφέλη για την ευαισθητοποίηση των πολιτών. Στο πλαίσιο δε ενός τοπικού μουσείου, όπως στο Δισπηλιό, μπορεί να προωθήσει την ανάπτυξη της σχέσης μουσείου – τοπικής κοινωνίας. Η σύγχρονη μουσειακή θεωρία και πρακτική δίνει έμφαση στην αναβάθμιση της
* Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων, Υπουργείο Πολιτισμού, e-mail: nectaria_d@yahoo.gr 1 Το άρθρο βασίζεται στη διπλωματική εργασία που εκπόνησε το 2006 η γράφουσα στον Α’ κύκλο Μεταπτυχιακών Σπουδών του Διατμηματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Μουσειακές Σπουδές» των Τμημάτων Ιστορίας και Αρχαιολογίας και Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε σύμπραξη με το Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης του ΤΕΙ Αθήνας με θέμα: «Ανάδειξη της προϊστορικής ανασκαφής στο πλαίσιο της λειτουργίας του οικομουσείου στο Δισπηλιό Καστοριάς: Θέματα διαχείρισης, διατήρησης και συντήρησης των αρχαιολογικών καταλοίπων in situ».
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
68
σχέσης του Μουσείου με το Κοινό προσπαθώντας να μετατρέψει τον επισκέπτη από απλό δέκτη μηνυμάτων σε κατασκευαστή του νοήματος. Βασίζεται μάλιστα στην πεποίθηση πως το πολιτιστικό αγαθό είναι φορέας πολλαπλών μηνυμάτων και επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών, τις οποίες ο επισκέπτης καλείται να ανακαλύψει, σύμφωνα με τις ανάγκες, τις εμπειρίες και το πολιτιστικό και κοινωνικό του προφίλ.2 Στο πλαίσιο της τάσης αυτής, το μουσείο συχνά εκθέτει, πέρα από τις συλλογές του, τη μουσειακή πρακτική (“behind the scenes”) με σκοπό την επαφή του κοινού με τις διαδικασίες “παραγωγής” της πληροφορίας. Οι “ανοικτές μέρες”, οι επισκέψιμες αποθήκες, τα εκπαιδευτικά προγράμματα σε σχέση με την καταγραφή, τη συντήρηση, την έρευνα κ.ο.κ. και η επισκέψιμη ανασκαφή είναι μερικές από τις δράσεις που αναπτύσσονται στην προσπάθεια της εξοικείωσης του κοινού με το μέχρι πρότινος απρόσιτο μουσείο και της ένδειξης σεβασμού στις ανάγκες και τις ανησυχίες του.
ΤΟ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ Η ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου αφορά ένα στατικό σύνολο εκθεμάτων, ενώ
η ανάδειξη μιας ανασκαφής σε εξέλιξη, εκτός από το μνημείο, εκθέτει τη διαδικασία της αποκάλυψης (αρχαιολογική έρευνα) και της διαχείρισής του (τεκμηρίωση, διατήρηση, συντήρηση). Με τη δημιουργία του ανασκαφικού πάρκου στο Δισπηλιό επιχειρείται η μετατροπή της ανασκαφής σε επισκέψιμο χώρο, με στόχο την επαφή του επισκέπτη με τα αρχαιολογικά δεδομένα στον χώρο όπου αυτά αποκαλύπτονται, αλλά και την έκθεση των σταθερών κατασκευαστικών στοιχείων μέσα στα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα (σχ. 1). Μέσω της επαφής με τη διαδικασία της αποκάλυψης της αρχαιολογικής πληροφορίας ενθαρρύνεται η επεξεργασία των πρωτογενών δεδομένων από τον επισκέπτη, ο οποίος μετατρέπεται από παθητικός δέκτης σε συνομιλητή (Χουρμουζιάδης 1999: 16972). Η πρόκληση σε αυτό το σημείο εστιάζεται στην αναδόμηση της σχέσης εκθέματος – κοινού και την εγγενή αντίφαση μεταξύ των αποκρυσταλλωμένων ιδεών, τις οποίες έχει συνηθίσει να λαμβάνει από μια μουσειακή επίσκεψη, και της ρευστής, μεταβαλλόμενης φύσης της ανασκαφικής έρευνας, την οποία καλείται να παρακολουθήσει, να κρίνει και να ερμηνεύσει (Shane & Küçük 2000: 207). Η ιδιαιτερότητα που παρουσιάζεται στη
Σχήμα 1: Λόγοι δημιουργίας του Ανασκαφικού Πάρκου Δισπηλιού 2
Σημαντική σε αυτό τον τομέα είναι η επιρροή της κονστρουκτιβιστικής θεωρίας μάθησης, σύμφωνα με την οποία οι διαδικασίες της διδασκαλίας και της μάθησης οφείλουν να εστιάζουν στον “μαθητή” και όχι στο αντικείμενο της μάθησης. Για τα μουσεία αυτό μεταφράζεται στην ανάγκη να εστιαστεί η προσοχή στον επισκέπτη και όχι στο περιεχόμενο του μουσείου. Βλ. ενδεικτικά: Hein 1995, 2004 και Mason 2005.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
συγκεκριμένη ανασκαφή είναι η αποκάλυψη μεγάλου αριθμού ακίνητων υλικών καταλοίπων οργανικής φύσης, η διαχείριση των οποίων αποτελεί πρόκληση εγείροντας ζητήματα που αφορούν στην ασφαλή τους διατήρηση μετά την αποκάλυψή τους (Παναγιάρης 1998). Ετσι το Δισπηλιό αποτελεί μια καλή αφορμή για τον προβληματισμό και την αντιμετώπιση θεμάτων που σχετίζονται με εξειδικευμένες περιπτώσεις διατήρησης και συντήρησης αρχαιολογικών καταλοίπων in situ.
ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ Ο προβληματισμός για τη διαχείριση των υλικών καταλοίπων ως εκθέματα σε ανοικτό χώρο έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, ως αποτέλεσμα της αυξημένης τάσης για την επί τόπου διατήρηση και ανάδειξή τους, η οποία υπαγορεύεται από την ανάγκη βίωσης του μνημείου ως κοινωνικού αγαθού. Η διαχείριση ενός αρχαιολογικού χώρου είναι μια σύνθετη διαδικασία με ποικίλες παραμέτρους, όπως η διατήρη-
69
ση και η συστηματική συντήρηση των στοιχείων που τον συνιστούν, οι διαθέσιμοι πόροι, το θεσμικό πλαίσιο, η επιστημονική τεκμηρίωση, η αξιοποίηση και η ανάδειξή του. Πρόκειται για ένα σύνολο ενεργειών που στοχεύουν στην ολοκληρωμένη προστασία του μνημείου και την απόδοσή του στο κοινό, τη μετατροπή του δηλαδή σε πολιτιστικό αγαθό (Λαμπρινουδάκης 2006: 49-52; de la Torre & Mac Lean 1997: 5). Μια ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης απαιτεί εξειδικευμένο και ολοκληρωμένο σχεδιασμό, που θα λαμβάνει υπόψη τις ιστορικές, επιστημονικές, αισθητικές, εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές κ.ά. αξίες του μνημείου. Ακόμα, θα πρέπει να συμφιλιώνει τις συχνά συγκρουόμενες αναγκαιότητες για τη διατήρηση και συντήρηση των μνημείων, της έρευνας, της ανάδειξης, της κοινωνικής πρόσβασης, καθώς και της τουριστικής και εν γένει οικονομικής ανάπτυξης (Cleere 2006). Η διατήρηση της υλικής υπόστασης ενός μνημείου είναι βασικό προαπαιτούμενο των δράσεων ανάδειξής του (βλ. σχ. 2), και παρότι φαίνεται προφανής, δεν είναι καθόλου
Σχήμα 2: Δράσεις για την προστασία των υλικών καταλοίπων στα πλαίσια της ανάδειξης
70
αυτονόητη. Η λήψη μέτρων για τη διαφύλαξη του πολιτιστικού αγαθού είναι απαραίτητη και στην περίπτωση των ανασκαφών η μέριμνα για τη διατήρηση και τη συντήρηση των ακίνητων ευρημάτων πρέπει να αποτελεί μέρος του αρχικού προγραμματισμού3 (Λούπου 2002; Pearce 1990: 104; de la Torre & Mac Lean 1997: 12). Αυτό προκύπτει τόσο από την ελληνική νομοθεσία, όσο και από διεθνείς συμβάσεις και οδηγίες των αρμόδιων διεθνών οργανισμών.4 Επιπλέον, η εξασφάλιση της καλής κατάστασης των μνημειακών συνόλων που πρόκειται να αναδειχτούν απαιτεί, πέραν των μέτρων για τη διατήρηση και συντήρησή τους, τη διαρκή παρακολούθηση (monitoring) της ανάδειξης (Λαμπρινουδάκης 2006: 52; Aslan 2006).
Ο ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ IN SITU Τα ακίνητα μνημεία που έρχονται στο φως κατά την ανασκαφική έρευνα πρέπει να τυγχάνουν κατάλληλης προστασίας για τη διατήρησή τους, έστω και αν στο τέλος αυτής της έρευνας πρόκειται να καταχωθούν. Εξάλλου, και η κατάχωση από μόνη της είναι μια μορφή προστασίας. Οταν τίθεται θέμα ανάδειξης αυτών των μνημείων, η αρχαιολογική έρευνα οφείλει να έχει συμπεριλάβει τη συντήρηση στον αρχικό προγραμματισμό (Pearce 1990: 104). Σήμερα, που η τάση για τη διατήρηση και την ανάδειξη των μνημείων στον χώρο που βρέθηκαν κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος (Stanley Price 1984: 3), η συνεργασία των αρχαιολόγων με συντηρητές, μηχανι3
4
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
κούς, μουσειολόγους και άλλους επιστήμονες μπορεί να εγγυηθεί το βέλτιστο αποτέλεσμα για την αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν από αυτή την προσπάθεια (Λούπου 2002). Καίριας σημασίας είναι η αναγνώριση από κάθε πλευρά του κοινού στόχου και η συνεισφορά της κάθε επιστήμης σε αυτόν, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς που πιθανά τίθενται από τις υπόλοιπες. Οσον αφορά στον τομέα της συντήρησης, πρέπει να γίνουν δύο σημαντικές παρατηρήσεις: Η πρώτη σχετίζεται με το γεγονός ότι η συντήρηση των ανασκαφικών ευρημάτων στο εργαστήριο διαφοροποιείται από τη συντήρηση ενός συνόλου in situ. Η κύρια διαφορά εντοπίζεται στο γεγονός ότι ο συντηρητής δεν έχει να αντιμετωπίσει ένα αυτόνομο αντικείμενο, αλλά ένα σύνολο εκτεθειμένο σε συνθήκες που πολύ δύσκολα μπορούν να ελεγχθούν. Επίσης, σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση είναι απαραίτητη η διεπιστημονική συνεργασία. Ακόμα, η διατήρηση ενός αντικειμένου μέσω της συντήρησής του διασφαλίζεται κυρίως από την παροχή κατάλληλων περιβαλλοντικών συνθηκών (παθητική ή προληπτική συντήρηση), χωρίς τις οποίες η ενεργητική συντήρηση δεν θα είχε μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Βάσει της δεύτερης αυτής παρατήρησης καταδεικνύεται η αναγκαιότητα λήψης μέτρων προληπτικής συντήρησης για την ανάδειξη μνημείων in situ. Η προληπτική συντήρηση είναι η επέμβαση στις περιβαλλοντικές συνθήκες (υγρασία, θερμοκρασία, ακτινοβολίες, δονήσεις, αέριοι ρύποι), έτσι ώστε να παρέχεται στο αντικείμενο ένα σταθερό και κατάλληλο για
Η λήψη μέτρων για τη διατήρηση υλικών καταλοίπων είναι ανεξάρτητη από την ανάδειξη ή μη του ανασκαφικού χώρου. Επιπλέον, για να διατηρήσει η ανασκαφή την ακεραιότητα και την αναγνωσιμότητά της ως έκθεμα, χρειάζεται να ληφθούν μέτρα για τη διατήρηση, πέρα από τα αρχαιολογικά ευρήματα, και άλλων υλικών στοιχείων που συνθέτουν το περιβάλλον, όπως είναι οι παρειές των σκαμμάτων. Ενδεικτικά: ICCROM 1983: Οδηγία για τη Συντήρηση στην Ανασκαφή και 1985: Οδηγία για τα προληπτικά μέτρα κατά την ανασκαφή και την προστασία των αρχαιολογικών χώρων. UNESCO 1956: Σύμβαση για τις Διεθνείς Αρχές που διέπουν τις Ανασκαφές - Νέο Δελχί. Συμβούλιο της Ευρώπης 1989: Οδηγία για την Προστασία και την Ανάδειξη της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς. ICOMOS 1990: Χάρτα της Λοζάννης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
την ασφαλέστερη διατήρησή του μικροπεριβάλλον. Ο έλεγχος και η σταθεροποίηση των παραμέτρων αυτών είναι σχετικά εύκολος σε έναν κλειστό χώρο, αλλά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά σε εξωτερικό περιβάλλον. Εδώ και πολλά χρόνια υπάρχουν οδηγίες (guidelines) και πρότυπα (standards) που αφορούν στην προληπτική συντήρηση στα μουσεία (βλ. Alcántara 2002). Αντίστοιχα πρότυπα δεν έχουν επίσημα καθοριστεί για τα μέτρα προληπτικής συντήρησης που είναι δυνατό να εφαρμοστούν σε έναν ανοιχτό χώρο5. Τα μνημεία που αναδεικνύονται και διατηρούνται in situ είναι κυρίως λίθινα. Ο λίθος, λόγω της χρήσης του αλλά και της ανθεκτικότητάς του στις συνθήκες ταφής, είναι πολύ συνηθισμένο εύρημα. Επιπλέον, η έρευνα γύρω από τη συντήρηση και τη διατήρηση των λίθινων μνημείων in situ έχει αναπτυχθεί σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τα μνημεία οργανικής φύσης, όπως το ξύλο, το οστό κ.ά., η αντιμετώπιση των οποίων είναι συνήθως η απομάκρυνσή τους, όταν αυτή είναι εφικτή, ακόμα κι αν χάνουν μέρος των ιστορικών συμφραζομένων τους, ή η κατάχωσή τους. Η πρακτική, σε παγκόσμιο επίπεδο, της διατήρησης και ανάδειξης μνημείων οργανικής φύσης in situ είναι περιορισμένη και τα μέτρα που λαμβάνονται για την εξασφάλιση της μακροβιότητάς τους είναι προϊόν διεπιστημονικής συνεργασίας που αφορά στην κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Τα αποτελέσματα της συνεργασίας αυτής είναι χρήσιμο να δημοσιεύονται και να αξιολογούνται, έτσι ώστε κάποια στιγμή ο προβληματισμός αυτός να αποτελέσει ένα γόνιμο πεδίο έρευνας και εφαρμογής στον τομέα της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. 5
71
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ IN SITU Οι ιδιαιτερότητες που παρουσιάζουν τα οργανικά ανασκαφικά υλικά, σε σχέση με τις συνθήκες που επηρεάζουν τη διατήρησή τους, έχουν καταστήσει τις διαδικασίες για τη διατήρηση και συντήρησή τους ένα πεδίο έρευνας με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Η αντιμετώπιση των κινητών ευρημάτων δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, όταν υπάρχει τεχνογνωσία και πρόβλεψη για οικονομικά και τεχνικά μέσα. Ο προβληματισμός εντοπίζεται στις περιπτώσεις μεγάλων αντικειμένων και ιδιαίτερα των κατασκευασμένων από ξύλο, λόγω της συχνότητας που αυτό απαντά ως οργανικό ανασκαφικό εύρημα, χερσαίο ή ενάλιο. Η έρευνα για τη συντήρηση του ένυδρου ξύλου είναι αρκετά ανεπτυγμένη όσον αφορά στα ναυάγια (π.χ. μουσείο Wasa στη Στοκχόλμη ή το Mary Rose στο Portsmouth της Αγγλίας), όχι όμως και στον τομέα των χερσαίων ανασκαφών, όπου εντοπίζονται ξύλινα τμήματα κατασκευών σε ένυδρη κατάσταση. Τα ξύλινα ευρήματα σε ένυδρη κατάσταση που δεν είναι δυνατό ή ευκταίο να απομακρυνθούν από μια χερσαία ανασκαφή, όπως στην περίπτωση του Δισπηλιού τα δομικά στοιχεία του πασσαλόπηκτου οικισμού, αποτελούν μεγάλη πρόκληση για την επιστήμη της συντήρησης και γενικότερα της διαχείρισης των ανασκαφών και της πολιτιστικής κληρονομιάς. Στην Ευρώπη, ο εντοπισμός και η ανασκαφή θέσεων με οργανικά κατάλοιπα δομικών στοιχείων είναι συχνή και αφορά τόσο σε προϊστορικούς πασαλλόπηκτους παραποτάμιους ή παραλίμνιους οικισμούς, όσο και σε νεότερες κατασκευές. Μάλιστα,
Ο καναδικός φορέας για την προστασία των αρχαιολογικών χώρων Canada’s Historic Places συνέταξε το 2007 ένα σχέδιο Προτύπων και Οδηγιών για τη συντήρηση αρχαιολογικών χώρων (Standards and Guidelines for the Conservation of Archaeological Sites) με σκοπό την εφαρμογή του σε πιλοτικά προγράμματα και τη συλλογή προτάσεων και παρατηρήσεων από αρμόδιους φορείς στον Καναδά. Η τελική μορφή του κειμένου αναμένεται να εκδοθεί στα τέλη του 2009. Πρόκειται για οδηγίες που αφορούν στη συνολική ανάδειξη ενός αρχαιολογικού χώρου, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων για τη διατήρηση αρχαιολογικών καταλοίπων in situ. (Canada’s Historic Places 2007).
72
αρκετά μουσεία δημιουργήθηκαν δίπλα σε αυτές τις θέσεις, όπως το Pfahlbaumuseum στο Unteruldingen της Γερμανίας και το Laténium της Ελβετίας. Στη βιβλιογραφία ελάχιστες είναι οι αναφορές σε θέματα που αφορούν σε επεμβάσεις για τη διατήρηση και τη συντήρηση ένυδρων ξύλινων αρχαιολογικών καταλοίπων in situ, και περιορίζονται στην αγγλική εμπειρία. Στην Αγγλία, το ενδιαφέρον, η μέριμνα και η έρευνα για τη διάσωση των οργανικών αρχαιολογικών καταλοίπων σε εδάφη με μεγάλη υγρασία έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός ερευνητικού προγράμματος από τον φορέα English Heritage, το “Monuments at Risk in England’s Wetlands - MAREW”.6 Το πρόγραμμα αυτό στοχεύει στην καταγραφή της κατάστασης και του ρυθμού αλλοίωσης που υπάρχει στις εντοπισμένες θέσεις, την εξεύρεση λύσεων για την καλύτερη διατήρησή τους και την ευαισθητοποίηση του κοινού. Η υλοποίηση του προγράμματος γίνεται κατά περίπτωση με τη συνεργασία πανεπιστημίων, τοπικών αρμόδιων φορέων, αλλά και με την τοπική κοινότητα. Το Sutton Common στο South Yorkshire είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του προγράμματος MAREW, όπου σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο του Exeter, διεξάγεται έρευνα για τη διατήρηση, μέσω του ελέγχου της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, επιλεγμένων υδατοκορεσμένων καταλοίπων της εποχής του Σιδήρου. Η διατήρηση αφορά στα εντοπισμένα αλλά μη ανασκαμμένα κατάλοιπα (van de Noort 2004).7 6
7
8
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
Στις ανασκαφές του ρωμαϊκού και μεσαιωνικού παραποτάμιου τμήματος του Λονδίνου που ξεκίνησαν το 1973 από το μουσείο του Λονδίνου, ανακαλύφθηκαν ξύλινες προκυμαίες, πολύ καλά διατηρημένες λόγω των αναερόβιων συνθηκών ταφής, οι οποίες μετά την αποκάλυψή τους, και χωρίς τη συμμετοχή συντηρητή στην ανασκαφική ομάδα, άρχισαν να ρικνώνονται ραγδαία. Τα πρώτα μέτρα που ελήφθησαν ήταν ο ψεκασμός με νερό, έτσι ώστε το ξύλο να παραμένει υγρό και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 απομακρύνθηκαν επιλεκτικά ορισμένα τμήματα για να συντηρηθούν στο εργαστήριο και να εκτεθούν (Schofield 1986: 54). Το 1982 το Μουσείο του Λονδίνου διεξήγαγε ανασκαφή στο Billingsgate. Υπό το φως της προηγούμενης εμπειρίας, τα ξύλινα τμήματα ρωμαϊκής οχύρωσης που ανακαλύφθηκαν αντιμετωπίστηκαν συστηματικά από το τμήμα συντήρησης του μουσείου, το οποίο ανέπτυξε μια ειδική στρατηγική συντήρησης. Κατά την ανασκαφή χρησιμοποιήθηκε ένα σύστημα συνεχούς ψεκασμού, τα ξύλα καλύφθηκαν με φύλλο πολυαιθυλενίου και οι οχυρώσεις στηρίχθηκαν με επεκτεινόμενα υποστυλώματα (Schofield 1986: 54). Δεν υπάρχει βιβλιογραφική αναφορά για το τι έγινε μετά την ολοκλήρωση της ανασκαφής. Η σχετική βιβλιογραφία δεν αναφέρει καμία περίπτωση όπου αποφασίστηκε η διατήρηση και ανάδειξη ενός χερσαίου αρχαιολογικού συνόλου με περιεχόμενο ένυδρο ξύλο, κατ’ επέκταση, δεν υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές8 σε πρακτικά θέματα δι-
Το πρόγραμμα δεν βασίζεται μόνο στη διαχείριση μεμονωμένων τοποθεσιών μέσα στο ευρύτερο τοπίο τους, αλλά επίσης και σε θέματα ευρύτερης προσέγγισης και εκπαίδευσης, πολιτικής και έρευνας (van de Noort 2004). Επιπρόσθετα, στο Sutton Common η εμπλοκή των κατοίκων γίνεται με συσκέψεις της κοινότητας, τα “town meetings”, όπου συζητείται η στρατηγική της διαχείρισης της συντήρησης και πως αυτή μπορεί να ενσωματωθεί στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής. Η ανάγκη να απασχοληθούν οι νέοι της περιοχής στη δουλειά που γίνεται στο Sutton Common αποτέλεσε τη βάση για το ερευνητικό πρόγραμμα “Rubbish and Archaeology”: πρόκειται για εφαρμογή της πειραματικής αρχαιολογίας σε συνδυασμό με την επιστημονική έρευνα για τη φθορά των οργανικών και ανόργανων καταλοίπων, μέσω ενός προγράμματος πειραματικής κατάχωσης, στο οποίο συμμετέχουν ερευνητές και παιδιά των σχολείων της περιοχής. Το πρόγραμμα σκοπεύει να παρέχει στα παιδιά γνώση μέσω της βιωματικής μάθησης για τη διαδικασία της αρχαιολογικής έρευνας, μέσω απλών αλλά και πιο εξειδικευμένων επιστημονικών μεθόδων και να τα εμπλέξει στενά με το αρχαιολογικό έργο στην περιοχή (van de Noort 2004: 81). Τουλάχιστον βάσει της βιβλιογραφικής έρευνας από τη γράφουσα.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
ατήρησης και συντήρησης. Η τάση διεθνώς παραμένει να είναι η λεπτομερής τεκμηρίωση και η κατάχωση, ενώ αναπτύσσεται η μελέτη των συνθηκών ταφής που επηρεάζουν τη διατήρηση (Corfield & Nixon 2004; Keevill et al. 2004). Εξαίρεση αποτελεί η ανασκαφή που διεξάγεται από το 1988 από το Μουσείο του Λονδίνου ενός Ρωμαϊκού Αμφιθεάτρου στο Λονδίνο, το οποίο ήταν κατασκευασμένο αποκλειστικά από ξύλο (Ganiaris & Bateman 2004). Τα ξύλα απομακρύνθηκαν από τον ανασκαφικό χώρο και συντηρήθηκαν στο εργαστήριο με σκοπό να επανατοποθετηθούν και να εκτεθούν in situ το 2004, μέσα σε προστατευτικό κέλυφος πάνω στον αρχαιολογικό χώρο. Στη Βρετανία έχουν διεξαχθεί δύο συνέδρια με θέμα τη διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων in situ (PARIS: Preserving Archaeological Remains in situ), το 1996 και 2001. Τα συνέδρια αυτά ασχολήθηκαν με μελέτες περιπτώσεων κυρίως σε υδατοκορεσμένα εδάφη και η διεξαγωγή τους έχει συνεισφέρει πολύ στην προώθηση της έρευνας, η οποία υπολειπόταν σε αυτό τον τομέα. Πρέπει όμως να σημειωθεί πως η διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων εδώ δεν σημαίνει απαραίτητα και την ανάδειξή τους. Η ανησυχία συνδέεται περισσότερο με τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από τη βιομηχανική ανάπτυξη και την επεκτεινόμενη δόμηση του αστικού περιβάλλοντος (Corfield & Nixon 2004). Στα συμπεράσματα του συνεδρίου PARIS 1 επισημαίνεται πως η επιτυχία των μεθόδων διατήρησης της αρχαιολογικής πληροφορίας in situ δεν είναι δυνατό να αξιολογηθεί, παρά μόνο αφού περάσουν αρκετά χρόνια από την εφαρμογή τους. Επιπλέον, τονίζε9
10
11
73
ται η αναγκαιότητα διεπιστημονικών ερευνητικών προγραμμάτων που θα αφορούν στην καλύτερη κατανόηση της διάδρασης μεταξύ των αρχαιολογικών αποθέσεων και του περιβάλλοντος ταφής τους. Το επόμενο συνέδριο (PARIS 2) καταλήγει σε ομόφωνη έκκληση για διεπιστημονικές ομάδες εργασίας και καθορισμό προτύπων, έτσι ώστε να καθίσταται αποτελεσματικός ο έλεγχος και η καταγραφή της κατάστασης διατήρησης ενός χώρου.9 Ο έλεγχος πρέπει να γίνεται τόσο με εργαστηριακές μεθόδους, όσο και με πειράματα επί τόπου. Η κύρια πρόκληση που προκύπτει από το δεύτερο αυτό συνέδριο είναι η ανάπτυξη ενός συγκεκριμένου ερευνητικού πλαισίου για τη διατήρηση μνημείων in situ (Corfield & Nixon 2004). Βάσει των παραπάνω, δύο είναι οι κύριες τάσεις όσον αφορά στη διατήρηση των μνημείων οργανικής φύσης: η κατάχωση ή/και η παρακολούθηση (monitoring), μέσω της συστηματικής καταγραφής τους. Ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις όπου ένα σύνολο ξύλινων ανασκαφικών ευρημάτων αποφασίστηκε να αναδειχθεί, και όπου έχει γίνει κάτι τέτοιο, το σύνολο των ευρημάτων απομακρύνθηκε, συντηρήθηκε στο εργαστήριο και στη συνέχεια στεγάστηκε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο10 (Pye 2001: 20). Αυτή η πρακτική αποτελεί μια τρίτη τάση κατά την οποία όμως η συντήρηση δεν γίνεται in situ, συνεπώς δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Tο Flag Fen στο Peterborough της Αγγλίας είναι ένα ανασκαφικό πάρκο όπου έχει ανακαλυφθεί μεταξύ άλλων και μεγάλος όγκος ένυδρου ξύλου, μέρος του οποίου εκτίθεται in situ σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο11 (“Preservation Hall”, Εικ. 1) (Pryor 1989).
Η έρευνα για τη μη καταστροφική εκτίμηση της φθοράς του υδατοκορεσμένου ανασκαφικού ξύλου, όσο ακόμα αυτό βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, αλλά και μετά την αποκάλυψή του, δίνει ενθαρρυντικά αποτελέσματα, με πιο αξιοσημείωτη τη μέτρηση των ακουστικών ιδιοτήτων του ξύλου (Arnott et al. 2004). Ο Davis (1998) παραθέτει τις διαθέσιμες μεθόδους παρακολούθησης και καταγραφής των υδρολογικών συνθηκών του εδάφους και προτείνει τη χρήση τους για την αποτίμηση της κατάστασης διατήρησης αλλά και του ρυθμού φθοράς των ένυδρων αρχαιολογικών καταλοίπων που βρίσκονται κάτω από το έδαφος. Παραδείγματα αυτής της πρακτικής είναι το προαναφερθέν Ρωμαϊκό Αμφιθέατρο στο Λονδίνο, τα πλοία Wasa στη Στοκχόλμη και Mary Rose στο Portsmouth. Εχει τοποθετηθεί προστατευτικό στέγαστρο και ράμπες για την πρόσβαση του κοινού.
74
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
Εικ. 1: Αποψη των ξύλινων κατασκευών που εκτίθενται στο Flag Fen (http://www.flagfen.com)
Πρόκειται για το μοναδικό παράδειγμα προσπάθειας διατήρησης και ταυτόχρονης ανάδειξης συνόλων ξύλινων ευρημάτων12 in situ13, η οποία βασίζεται σε αποστραγγιστικά έργα και σύστημα διαρκούς ψεκασμού με νερό.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΣΚΑΦΗ Η παρακάτω προτεινόμενη μεθοδολογία αφορά στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση της διατήρησης και της συντήρησης των αρχαιολογικών καταλοίπων σε μια ανασκαφή, με έμφαση σε αυτά που παραμένουν in situ, και προκύπτει από το θεσμικό πλαίσιο, τις διεθνείς συμβάσεις και οδηγίες, τη μεθοδολογία και τον κώδικα δεοντολογίας της 12 13
14
15
επιστήμης της συντήρησης. Σε συνδυασμό με το ζητούμενο της αρχαιολογικής έρευνας και ανάδειξης θα μπορούσε να αποτελέσει μια βάση για την τυποποίηση/πιστοποίηση της διαδικασίας της αρχαιολογικής συντήρησης in situ.14 Πριν την ανασκαφή: Διεπιστημονικότητα της ανασκαφικής ομάδας, η οποία θα πρέπει να απαρτίζεται από αρχαιολόγους, συντηρητές, μηχανικούς, αρχαιομέτρες και άλλες, συναφείς με την εκάστοτε έρευνα, ειδικότητες (Χουρμουζιάδης 1999: 27). Οικονομικός προγραμματισμός στον οποίον θα πρέπει να περιλαμβάνεται και το κόστος της συντήρησης15 (Stanley Price 1984: 4; Λυκιαρδοπούλου 1987: 36). Υπόθεση για τη φύση και τον όγκο του υλικού, έτσι ώστε να είναι ευκολότερος ο
Πρόκειται κυρίως για κάθετα και οριζόντια τμήματα πλατφόρμας (1350-950 π.Χ.) Στην ιστοσελίδα του αρχαιολογικού πάρκου του Flag Fen (www.flagfen.com) καταγράφεται συνοπτικά το σκεπτικό του εγχειρήματος, τα προβλήματα που προκύπτουν καθώς και οι προσπάθειες επίλυσής τους (υπό τον τίτλο: Preservation in situ). Με τον όρο τυποποιημένες/πιστοποιημένες διαδικασίες εννοούνται οι διαδικασίες που καθορίζονται από πρότυπα (standards), τεχνικές οδηγίες (technical specifications, guidelines), τεχνικές εκθέσεις (technical reports, technical bulletins) κλπ. αναγνωρισμένων διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών οργανισμών τυποποίησης (ISO, IEC, EN, DIN, BSI, UNI, SIS, AFNOR, ASTM κλπ.) ή οργανισμών που σχετίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά (ECCO, IIC, CCI, ICOM κλπ.). Προβλέπεται από το Ν. 3028/2002, α.36.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
προγραμματισμός της συντήρησης (Stanley Price 1984:4. Χατζή-Βαλιάνου 1987:59). Υπόθεση κατάστασης διατήρησης μέσω του ελέγχου, μέτρησης και καταγραφής των συνθηκών του εδάφους (υγρασία, θερμοκρασία, στάθμη υδροφόρου ορίζοντα, pH, δυναμικό οξειδαναγωγής, άλατα, κ.ά.), για τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Μέτρηση και συστηματική καταγραφή ατμοσφαιρικών συνθηκών και αναζήτηση στοιχείων από αρμόδιες υπηρεσίες για τα προηγούμενα χρόνια (θερμοκρασία, υγρασία, βροχόπτωση, αέριοι ρύποι, άνεμοι, κ.ά.) (Stanley Price 1984: 4-5). Ενημέρωση για τα πρώτα σωστικά μέτρα που λαμβάνονται κατά την αποκάλυψη ευαίσθητων υλικών, από τον συντηρητή προς τους αρχαιολόγους και τους τεχνίτες της ανασκαφής. Καθορισμός ευθυνών των διαφόρων ομάδων σε σχέση με τη συντήρηση (Λυκιαρδοπούλου 1987: 36). Κατά την ανασκαφή: Προσδιορισμός παραγόντων φθοράς: Είναι σημαντικό να αναγνωριστούν, να κατανοηθούν και να μελετηθούν οι παράγοντες φθοράς των υλικών που αποκαλύπτονται για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπισή τους. Προσδιορισμός ρυθμού βιοδιάβρωσης οργανικών καταλοίπων: Η αποτελεσματική διατήρηση των οργανικών ανασκαφικών καταλοίπων, όσον αφορά στη σημαντικότατη παράμετρο της βιοδιάβρωσης, μπορεί να επιτευχθεί μόνο κάτω από ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες (θερμοκρασία μικρότερη από 0°C ή ανοξία). Επειδή κάτι τέτοιο είναι αδύνατο για πολλούς λόγους να επιτευχθεί, το ζητούμενο είναι να προσδιοριστεί το κατά πόσο η διάβρωση των συγκεκριμένων
16
17
75
αρχαιολογικών υλικών είναι ή μπορεί να καταστεί αρκετά αργή, έτσι ώστε να μην οδηγεί σε εκτιμητή απώλεια της αρχαιολογικής πληροφορίας (Hopkins 2004: 61-2). Παροχή πρώτων σωστικών μέτρων κατά την αποκάλυψη ευαίσθητων υλικών για τον μετριασμό του σοκ από την απότομη αλλαγή συνθηκών (Pye 2001: 129; Λυκιαρδοπούλου 1987). Λήψη απόφασης για προληπτικά μέτρα όπως στέγαστρα και σωστικές επεμβάσεις ενεργητικής συντήρησης in situ κατά την ενδεχόμενη αποκάλυψη ευαίσθητων ακίνητων καταλοίπων. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τεθούν οι στόχοι και να ληφθούν οι αποφάσεις για τη διατήρηση και την πιθανή ανάδειξη των καταλοίπων αυτών, οι οποίοι θα επηρεάσουν πιθανότατα την εξέλιξη της ανασκαφής. Οι αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ως βασικό άξονα τη διατήρηση και τη μετάδοση της πληροφορίας που φέρουν τα υλικά αυτά κατάλοιπα, μέσα από την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων προληπτικής και ενεργητικής συντήρησης για τη βέλτιστη διατήρησή τους (Stubbs 1984: 79-80). Μέτρα προστασίας μεταξύ ανασκαφικών περιόδων όπως κατάχωση, περίφραξη, αναχώματα και συστήματα αποστράγγισης, στερέωση των παρειών, κάλυψη με προστατευτικά φύλλα και προσωρινά στέγαστρα16 (Stanley Price 1984: 6; Χατζή-Βαλιάνου 1987: 55). Εφαρμογή επεμβάσεων ενεργητικής συντήρησης, σωστικού χαρακτήρα στα κατάλοιπα in situ, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται κατόπιν ειδικής μελέτης και να εφαρμόζονται από ειδικευμένους συντηρητές17. Η μελέτη αυτή θα πρέπει να είναι προϊόν έρευνας τόσο της δομής και της κατάστασης διατήρησης των υλικών καταλοίπων, όσο και της αξιολόγησης των περιβαλλοντικών συν-
Κάποια από τα παραπάνω μέτρα προστασίας μπορεί να επηρεάσουν την προληπτική συντήρηση των ευρημάτων. Κάθε προστατευτικό κάλυμμα θα τροποποιήσει το μικροκλίμα τους θετικά ή αρνητικά. Για παράδειγμα, η κάλυψη μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη μικροοργανισμών, ενώ ένα καλά σχεδιασμένο σύστημα στέγασης είναι συνήθως ωφέλιμο. Προβλέπεται από το Ν. 3028/2002, α.43.
76
θηκών. Βάσει αυτών θα πρέπει να γίνεται εκτίμηση του ρυθμού φθοράς των καταλοίπων από τη στιγμή της αποκάλυψής τους, και αξιολόγηση (προκαταρκτική και στη συνέχεια σύγχρονη των επεμβάσεων) των προτεινόμενων μεθόδων, έτσι ώστε, μέσω ενός δυναμικού και ευέλικτου προγράμματος συντήρησης να επιτυγχάνεται το βέλτιστο αποτέλεσμα και από αυτό να εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για την έρευνα στον κάθε ιδιαίτερο τομέα της συντήρησης (Matero 2000: 80-1; Demas 2002: 39; Παναγιάρης 1998). Τεκμηρίωση των εργασιών συντήρησης και των προστατευτικών μέτρων (Stubbs 1984: 82; Χατζή-Βαλιάνου 1987: 59). Μετά την ανασκαφή: Απόφαση για τη διαχείριση των καταλοίπων, η οποία θα πρέπει είναι προϊόν συνεργασίας αρχαιολόγων, συντηρητών, επιμελητών, αρχιτεκτόνων και λοιπών εμπλεκομένων στην ανασκαφή (Demas 2002: 39). Συντήρηση καταλοίπων in situ, που θα πρέπει να περιλαμβάνει τόσο τα προληπτικά μέτρα (διατήρηση), όσο και τις άμεσες επεμβάσεις (καθαρισμός και θεραπεία των καταλοίπων με σκοπό τη μείωση του ρυθμού φθοράς). Σημειώνεται πως χωρίς την προληπτική συντήρηση, κάθε απόπειρα ενεργητικής συντήρησης είναι μάταιη (Λυκιαρδοπούλου 1987). Τα υλικά συντήρησης που πρόκειται να εφαρμοστούν στα εκτεθειμένα αντικείμενα πρέπει να είναι υψηλής ποιότητας, ανθεκτικότητας και κατάλληλα για τις συγκεκριμένες συνθήκες (Museums & Galleries Commission 1994: 71). Επιπλέον, οι μέθοδοι και τα υλικά συντήρησης δεν θα πρέπει να 18 19
20
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
ακυρώνουν τη δυνατότητα της πλήρους τεχνικής εξέτασης του αντικειμένου (Παναγιάρης 1998 :237). Κατάχωση: Μέτρα για τη διατήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων πρέπει να λαμβάνονται είτε αυτά πρόκειται να αναδειχθούν είτε να καταχωθούν. Σε καμία περίπτωση αυτά δεν πρέπει να εγκαταλείπονται μετά την ανασκαφή.18 Σε περίπτωση κατάχωσης οργανικών υλικών, θα πρέπει να έχει ελεγχθεί προηγουμένως εάν οι νέες συνθήκες ταφής θα είναι ευνοϊκές για τη διατήρηση των καταλοίπων (Smit 2004). Σταθεροποίηση υγρασίας εδάφους με αποστραγγιστικά έργα που θα στοχεύουν στη σταθεροποίηση του υδροφόρου ορίζοντα στο επιθυμητό επίπεδο (ΧατζήΒαλιάνου 1987: 59). Στέγαστρο: Αποτελεί απαραίτητο μέτρο για την προστασία – προληπτική συντήρηση των οργανικών ανασκαφικών καταλοίπων που θα παραμείνουν εκτεθειμένα in situ και η τοποθέτησή του πρέπει να γίνεται κατόπιν μελέτης.19 Με αυτό τον τρόπο αποκλείεται η επαφή των καταλοίπων με τη βροχή, την ηλιακή ακτινοβολία και τον αέρα.20 Σημαντικό στοιχείο στην περίπτωση του στεγάστρου είναι η ελεύθερη κυκλοφορία του αέρα (Museums & Galleries Commission 1994: 71). Μέριμνα για το σύνολο της τοποθεσίας στην οποία βρίσκονται τα κατάλοιπα. Διαρκής συστηματική παρακολούθηση (monitoring): Το σημαντικότερο σημείο που αφορά στην προστασία των εκτεθειμένων καταλοίπων in situ είναι πως, επειδή είναι αδύνατο να ελεγχθούν πλήρως οι περιβαλλοντικές συνθήκες, η μέριμνα για τον έλεγχο της κατάστασής τους και η αποτελεσματική, συστηματική παρακολούθηση
Προβλέπεται από το Ν. 3028/2002, α.36. Η μελέτη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της αρχαιολογικής έρευνας και της ανάδειξης, της συντήρησης και επιπλέον της στατικής και της αρχιτεκτονικής. Ο Stubbs (1984: 83) αναφέρει πάρα πολλά παραδείγματα στεγασμένων και προστατευμένων ανασκαφικών καταλοίπων in situ, ενώ αναλύει επιπλέον τους διάφορους πιθανούς τύπους στεγάστρων. Ο Aslan (1997) αναλύει τα πρακτικά και αισθητικά προβλήματα της χρήσης στεγάστρου για την προστασία και την ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων και επισημαίνει την ανάγκη να υπάρξουν οδηγίες και πρότυπα για το σχεδιασμό και την υλοποίηση προστατευτικών κατασκευών.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
77
Εικ. 2: Οι πάσσαλοι όπως αποκαλύπτονται κατά την ανασκαφή (φωτ. αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού)
(monitoring) θα πρέπει να είναι διαρκείς και οι επεμβάσεις προληπτικής και ενεργητικής συντήρησης να υπόκεινται σε κριτική και αναδιαμόρφωση, βάσει των παραπάνω παρατηρήσεων (Aslan 2006; Stubbs 1984: 89; Museums & Galleries Commission 1994: 71). Εμπλοκή του κοινού: Η προσπάθεια διατήρησης ενός μνημείου ολοκληρώνεται με την προσέγγιση του κοινού, την ευαισθητοποίησή του, ακόμα και την εμπλοκή του στη διαδικασία της προστασίας, μέσω δράσεων σχεδιασμένων κατάλληλα για την κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Ο σχεδιασμός τέτοιων δράσεων θα πρέπει να θεωρείται ουσιαστική πρωτοβουλία με πολλαπλά οφέλη και να μην υποσκελίζεται ως λιγότερο σημαντικός.
ΜΕΤΡΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΛΗΦΘΕΙ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ IN SITU ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ Κατά την ανασκαφική περίοδο του 1997 αποκαλύφθηκαν τα πρώτα λείψανα των ξύλινων κατασκευών: τμήματα τοιχοποιίας, 21
δαπέδου, οροφών, εσωτερικών διαιρέσεων σπιτιών και κυρίως κάθετων πασσάλων. Η αποκάλυψη των σημαντικών ξύλινων οικοδομικών ευρημάτων συνοδεύτηκε από το πρόβλημα της διατήρησής τους. Υστερα από αλλεπάλληλες συζητήσεις αρχαιολόγων, συντηρητών και των λοιπών εμπλεκομένων στη διαχείριση της ανασκαφής, αποφασίστηκε η απομάκρυνση των “αυτόνομων”21 ξύλων και η μεταφορά τους στο εργαστήριο για συντήρηση (Χουρμουζιάδης 2002). Οι πάσσαλοι, που αποτελούν τα “ακίνητα” δομικά στοιχεία που ήρθαν στο φως (Εικ. 2), αποφασίστηκε πως θα πρέπει να παραμείνουν in situ, καθώς η απομάκρυνσή τους αφενός θα τους στερούσε τα αρχαιολογικά τους συμφραζόμενα, αφετέρου ήταν μια πρακτικά αδύνατη διαδικασία. Το πρόβλημα που έπρεπε επειγόντως να αντιμετωπιστεί στο αρχικό στάδιο της αποκάλυψής τους ήταν ο κίνδυνος για τη διατήρησή τους όσο αυτοί έμεναν εκτεθειμένοι στις νέες συνθήκες και το ζήτημα αυτό επηρέαζε άμεσα τη συνέχιση ή όχι της ανασκαφής. Η διατήρηση των πασσάλων για 7500 χρόνια
Με τον όρο αυτόνομα εννοούνται τα ξύλα μικρότερου μεγέθους που η διαδικασία των επάλληλων επιχώσεων, η οποία είχε λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του χρόνου ταφής τους τα είχε μετακινήσει από την αρχική θέση που καταλάμβαναν ως μέρη μιας οικοδομικής κατασκευής.
78
μέσα στο έδαφος οφείλεται στις σταθερές, αναερόβιες συνθήκες που επικρατούσαν και απέτρεπαν την ανάπτυξη των βιολογικών παραγόντων φθοράς (μύκητες και βακτήρια), ενώ το νερό, γεμίζοντας τις κυτταρικές κοιλότητες και τα κενά από την κυτταρίνη που είχε ήδη χαθεί, διατηρούσε σταθερό το σχήμα και το μέγεθός τους. Μετά την αποκάλυψή τους η κατάσταση των πασσάλων φαινόταν να είναι απροσδόκητα καλή: Τα νωπά ξύλα διατηρούσαν όλες τις μακροσκοπικές τους ιδιότητες, ενώ η παραμονή τους στις ατμοσφαιρικές συνθήκες δεν φαινόταν να επιταχύνει το ρυθμό φθοράς τους τόσο ώστε να γίνεται αντιληπτός μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα από έναν παρατηρητή (Δασακλή 2002: 278-9). Η διεξαγωγή πειραμάτων για τον προσδιορισμό του βαθμού αλλοίωσης των ξύλων επιβεβαίωσε τις μακροσκοπικές παρατηρήσεις (Δασακλή 2002). Το γεγονός όμως ότι ο ρυθμός φθοράς δεν ήταν άμεσα αντιληπτός, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι ήταν και αμελητέος. Ετσι, αποφασίστηκε να ληφθούν μέτρα για την προστασία των πασσάλων σχετικά με τη διαστασιακή τους σταθεροποίηση. Ο στόχος ήταν να παραμείνουν τα ξύλα υγρά, έως ότου αποφασιστεί ένα πρόγραμμα συντήρησης που θα εξασφάλιζε την ασφαλή μακροχρόνια παραμονή και έκθεσή τους στον ανασκαφικό χώρο. Οι επεμβάσεις συντήρησης είναι μέχρι σήμερα αποσπασματικές και έχουν περιοριστεί στην εφαρμογή στερεωτικών υδατικών διαλυμάτων πολυαιθυλενικής γλυκόλης (PEG) στα ξύλα (Εικ. 3) χωρίς να ληφθούν μέτρα προληπτικής συντήρησης (Παπαγεωργίου 2002: 270). Η βασική ενέργεια προληπτικής συντήρησης είναι η εφαρμογή αποστραγγιστικού συστήματος στον ανασκαμμένο χώρο που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα και στοχεύει στη σταθεροποίη22
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
Εικ. 3: Σωστικές επεμβάσεις στην ανασκαφή: Εφαρμογή στερεωτικού διαλύματος πολυαιθυλενικής γλυκόλης (φωτ. αρχείο Ανασκαφών Δισπηλιού)
ση του υδροφόρου ορίζοντα στο επιθυμητό επίπεδο για την αποφυγή αυξομειώσεων στην περιεχόμενη στο ξύλο υγρασία, κάτι που επιτείνει τη φθορά του.22
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΤΑΛΟΙΠΩΝ IN SITU Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι να δώσει απαντήσεις σε τεχνικά προβλήματα τα οποία αφορούν στη συντήρηση των υλικών καταλοίπων που θα παραμείνουν εκτεθειμένα in situ στο Δισπηλιό, καθώς κάτι τέτοιο αποτελεί αντικείμενο ειδικής μελέτης συντήρησης. Με σκοπό την καλύτερη δυνατή διατήρηση των υλικών αυτών μαρτυριών, ο στόχος είναι να επισημανθούν τα βασικά σημεία που πρέπει να εστιαστεί η προσοχή της ανασκαφικής ομάδας από εδώ και στο εξής, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που έχει προταθεί παραπάνω. Σε συνδυασμό με την αποστράγγιση, η τοποθέτηση στεγάστρου πάνω από τον ανασκαφικό χώρο μπορεί να συμβάλλει στο
Η σταθεροποίηση του υδροφόρου ορίζοντα, εφόσον αυτός δεν καλύπτει τους πασσάλους ολοκληρωτικά και σε ικανό βαθμό ώστε να διασφαλίζει ανοξία, αφήνει άλυτο το θέμα της βιοδιάβρωσης. Δεδομένης όμως της απόφασης για έκθεση των πασσάλων, θεωρείται από τη γράφουσα απαραίτητη ενέργεια γα την προστασία του ξύλου από τους υπόλοιπους κινδύνους συνεχιζόμενης αλλοίωσης (υδρόλυση, μηχανική καταπόνηση σε κυτταρικό επίπεδο κ.ά.).
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
να καταστούν περισσότερο αποτελεσματικές οι εργασίες ενεργητικής συντήρησης, τόσο στους πασσάλους, όσο και στα υπόλοιπα ανασκαφικά ευρήματα και στοιχεία που πρόκειται να διατηρηθούν in situ. Καίριας σημασίας είναι η εφαρμογή ενεργητικών μεθόδων συντήρησης σωστικού χαρακτήρα για τους ξύλινους πασσάλους που βρίσκονται εκτεθειμένοι, όπως και για αυτούς που πρόκειται να αποκαλυφθούν με την πρόοδο των ανασκαφών. Τα μέτρα αυτά συνίστανται στην αποφυγή της ξήρανσης, η οποία θα είχε αρνητικές συνέπειες στη διατήρηση της δομής αλλά και τη συνολική εμφάνισή τους. Ο διαρκής ψεκασμός με νερό ή οι εφαρμογές στερεωτικών διαλυμάτων με στόχο την αντικατάσταση της περιεχόμενης υγρασίας με κατάλληλα διαλύματα πολυαιθυλενικής γλυκόλης είναι δύο μέθοδοι εφαρμογής που στοχεύουν στην καλύτερη διατήρηση του ένυδρου ανασκαφικού ξύλου και μια από αυτές θα πρέπει να υιοθετηθεί ως σωστικό μέτρο σε σταθερή βάση. Σημειώνεται πως η εφαρμογή των ενεργητικών μεθόδων συντήρησης έχει νόημα μόνο αφού εξασφαλιστεί η προστασία εκτός από τα υπόγεια και από τα όμβρια ύδατα. Η σπουδαιότητα και η μοναδικότητα των ευρημάτων, σε συνδυασμό με την έλλειψη αντίστοιχων εφαρμογών συντήρησης σε διεθνές επίπεδο, συνηγορούν στη διεξαγωγή έρευνας που θα έχει ως στόχους: • τον χαρακτηρισμό και την κατανόηση των μηχανισμών φθοράς του προς διατήρηση/ συντήρηση συστήματος (υλικά αρχαιολογικά κατάλοιπα και ανασκαφικό περιβάλλον), • τη διερεύνηση της δυνατότητας να διατηρηθεί το αρχαιολογικό ξύλο in situ, και • την πρόταση συγκεκριμένων και εφαρμόσιμων διαδικασιών ενεργητικής και προληπτικής συντήρησης για τον σκοπό αυτό. Από την έρευνα θα πρέπει να προκύψουν εμπεριστατωμένες προτάσεις, βασισμένες στη συνολική εκτίμηση της κατάστασης διατήρησης του χώρου και να συνοδεύονται
79
από ένα εφαρμόσιμο και ιεραρχημένο σχέδιο δράσης. Σημειώνεται πως η ασφαλέστερη διατήρηση θα επιτευχθεί εφόσον υπάρξει διαρκής μέριμνα για την κατάσταση των πασσάλων και των υπόλοιπων υλικών καταλοίπων μέσω μιας διαρκούς και καλά σχεδιασμένης παρακολούθησης (Aslan 2006). Η τεκμηρίωση των εργασιών και η διαρκής παρακολούθηση της κατάστασης, καθώς και η πιθανή αναδιαμόρφωση των μεθόδων και των υλικών που μπορεί να προκύψει, είναι ο μόνος τρόπος να εξασφαλιστεί η μακροβιότητα των αντικειμένων.
Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΩΣ ΕΚΘΕΜΑ Με τη δημιουργία του ανασκαφικού πάρκου στο Δισπηλιό ο ανασκαφικός χώρος και το περιεχόμενό του μετατρέπονται σε ένα δυναμικό έκθεμα. Το κοινό που έρχεται σε επαφή με αυτό το έκθεμα έχει τη δυνατότητα να προσλάβει ερεθίσματα, να επεξεργαστεί πληροφορίες να ερμηνεύσει και να προβληματιστεί. Στη συνέχεια εξετάζεται η επίδραση που μπορεί να έχει η διαδικασία της συντήρησης, όταν αυτή παρουσιάζεται στο κοινό, και το κατά πόσο η συντήρηση μπορεί να κατανοηθεί και να υποστηριχθεί, καθιστώντας τους σκοπούς και τους περιορισμούς της ορατούς και δημιουργώντας ένα κοινό αίσθημα ενδιαφέροντος και φροντίδας για την πολιτιστική κληρονομιά. Η διαδικασία των επεμβάσεων συντήρησης στα αρχαιολογικά αντικείμενα και τα μνημεία λαμβάνει χώρα συνήθως σε περιβάλλοντα όπου η πρόσβαση του κοινού δεν επιτρέπεται, κυρίως για λόγους ασφάλειας των αντικειμένων και των επισκεπτών. Αυτό έχει δημιουργήσει έναν “μύθο” γύρω από τη συντήρηση, ο οποίος κινείται μεταξύ θαυμασμού και αμφισβήτησης (Pye 2001: 183-7). Τα τελευταία χρόνια όμως, όλο και περισσότερες περιπτώσεις συντήρησης μνημείων και έργων τέχνης δημοσιοποιούνται στο κοινό, μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Επιπλέον, πολλά μουσεία,
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
80
αναγνωρίζοντας το ενδιαφέρον του κοινού για τα “παρασκήνια” της μουσειακής πρακτικής, ανοίγουν τις αποθήκες και τα εργαστήριά τους με εκπαιδευτικά προγράμματα και επισκέψεις που αποσκοπούν στην επαφή, την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του κοινού σε θέματα που αφορούν στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, μεταξύ αυτών και τη συντήρηση. Το Conservation Centre NMGM στο Λίβερπουλ είναι ένα ολοκληρωμένο παράδειγμα κοινωνικοποίησης της συντήρησης,23 ενώ το Κέντρο Αρχαιολογικής Συντήρησης στη Ρώμη (CCA) τα τελευταία χρόνια ανοίγει περιοδικά στο κοινό εργοτάξια συντήρησης, με ειδικά προγράμματα, όπως ξεναγήσεις, πάνελ, βίντεο και ερωτηματολόγια (Nardi 1995). Η κοινωνικοποίηση της συντήρησης έχει ενθαρρυνθεί σκόπιμα από το IIC24 με τη θέσπιση των βραβείων Keck, όπως και από το MGC25 με τα βραβεία συντήρησης (Pye 2001: 191). Η κοινωνικοποίηση της συντήρησης και η ενημέρωση του κοινού, σε θέματα που αφορούν στους στόχους, τις διαδικασίες και τα αποτελέσματά της, έχει σημαντικά οφέλη. Οταν το κοινό έχει πληρέστερη αντίληψη για τη συντήρηση, αντιμετωπίζει με περισσότερη σοβαρότητα την ανάγκη για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ ορισμένοι μπορεί να θελήσουν να εμπλακούν ενεργά σε εθελοντικά προγράμματα με δράσεις προστασίας ή, ακόμα, να ασχοληθούν επαγγελματικά με τη συντήρηση (Pye 2001; McManamon 1994; de la Torre & Mac Lean 1997: 9-10). Οι επισκέπτες των μουσείων συνήθως γοητεύονται όταν έρχονται σε επαφή με τις τεχνικές της συντήρησης, τις αλλαγές και τις “μεταμορφώσεις” ενός αντικειμένου ή μνημείου, που αφορούν στην ενεργητική συντήρηση και την αποκατάσταση. Πέρα όμως από την “έκθεση” των μεθόδων και 23 24 25
των αποτελεσμάτων της δουλειάς τους, τόσο οι συντηρητές, όσο και οι υπόλοιποι εμπλεκόμενοι, πρέπει να εστιάσουν στην ενημέρωση και στην εγρήγορση του κοινού πάνω σε θέματα που αφορούν στην ανάγκη λήψης μέτρων κατά των βασικών παραγόντων φθοράς και καταστροφής της πολιτιστικής κληρονομιάς (Pye 2001: 192). Η λήψη μέτρων κατά των παραγόντων καταστροφής είναι ένα θέμα που αφορά όλους: τόσο τους επαγγελματίες του μουσείου, όσο και τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Αν δεχτούμε πως η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς επιτυγχάνεται μέσω συστημάτων πρόληψης, τότε η εγρήγορση του κοινού είναι το βασικό στοιχείο: οι πολίτες θα πρέπει να αισθανθούν συμμέτοχοι στην ευθύνη, αλλά και την ευχαρίστηση, της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Καθώς η σημασία της συντήρησης δεν περιορίζεται μόνο στην τεχνική της διάσταση, αλλά επιπλέον είναι μελέτη, έρευνα και κατανόηση, η πληροφόρηση και η ευαισθητοποίηση του κοινού αποτελεί συνεπακόλουθα μέρος της άμεσης εξέλιξής της. Η σχέση με το κοινό πρέπει να είναι ενεργή, να διαχειρίζεται και να εξελίσσεται και όχι απλά να υπάρχει (Nardi 1995).
ΕΠΑΦΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ Η επαφή του κοινού με την ανασκαφική διαδικασία στο Δισπηλιό αποτελεί ευκαιρία να αναδειχθούν και τα θέματα που αφορούν στη συντήρηση, τόσο στην ανασκαφή, όσο και στο εργαστήριο. Πριν τον σχεδιασμό των δράσεων θα πρέπει να αποσαφηνιστούν τόσο οι ομάδες κοινού στις οποίες θα απευθύνονται, όσο και τα μηνύματα που είναι επιθυμητό να μεταδοθούν μαζί με τα θέματα που είναι αναμενόμενο να ενδιαφέρουν και να θιχτούν από τις συγκεκριμένες
Απέσπασε το ευρωπαϊκό βραβείο μουσείου της χρονιάς (EMYA) για το έτος 1998. Διεθνές Ινστιτούτο για τη Συντήρηση (International Institute for Conservation) Museums and Galleries Commission
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
ομάδες κοινού. Ο σχεδιασμός κάθε παρόμοιας δράσης είναι καλό να υπόκειται σε προκαταρκτική αξιολόγηση, βασικό μέρος της οποίας είναι η γνώμη του ίδιου του κοινού, η οποία είναι δυνατό να προκύψει από ερωτηματολόγια που θα σφυγμομετρούν τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες του. Οι ομάδες κοινού, βάσει των οποίων είναι δυνατό να σχεδιαστούν διαφορετικές δράσεις και προγράμματα για τη συντήρηση, και γενικότερα για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς, είναι οι επισκέπτες του χώρου, οι σχολικές ομάδες και η τοπική κοινωνία. Οι προσδοκώμενοι στόχοι, κοινοί για όλες τις ομάδες κοινού, είναι: • η επαφή με τη συντήρηση (προληπτική και ενεργητική), τους στόχους και τις διαδικασίες της, • ο εντοπισμός των παραγόντων φθοράς και εν γένει των κινδύνων για την πολιτιστική κληρονομιά, • οι δράσεις που είναι δυνατό να αναπτυχθούν για την προστασία της, σε θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο, και • η σύνδεση της προστασίας της πολιτιστικής και της φυσικής κληρονομιάς (κάτι που στον χώρο του Δισπηλιού μπορεί ιδιαίτερα εύκολα να υποστηριχθεί και να γίνει κατανοητό). Οι τρόποι μετάδοσης των παραπάνω μηνυμάτων και η ενεργοποίηση του προβληματισμού του κοινού μπορούν να λάβουν διάφορες μορφές. Παρακάτω προτείνονται ενέργειες που θεωρούνται υλοποιήσιμες, για κάθε ομάδα ξεχωριστά. 1. Επισκέπτες του χώρου: Θα πρέπει να τους παρέχεται η ευκαιρία, έπειτα από ελεύθερη επιλογή και διαχείριση του προσωπικού τους χρόνου, να έρθουν σε επαφή με τα θέματα της διατήρησης και συντήρησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί καταρχήν με την ένταξη θεμάτων σχετικών με τη φθορά, τις απειλές, την ενεργητική και προληπτική συντήρηση στο πρόγραμμα μετάδοσης της πληροφορίας στο ανασκαφικό πάρκο: αναφορές σε επεξηγηματικά κείμενα, ειδικό έντυπο, ξενάγηση, ερωτηματολόγια,
81
συζήτηση (de la Torre & Mac Lean 1997: 10). Επιπλέον, το εργαστήριο συντήρησης κινητών ευρημάτων θα μπορούσε να είναι ανοικτό στο κοινό ορισμένες ώρες. Ετσι ο επισκέπτης θα μπορεί να παρακολουθήσει από κοντά τις εργασίες συντήρησης, να θέσει τα ερωτήματά του, ακόμα και να αγγίξει κάποια αντικείμενα. 2. Σχολικές ομάδες: Η προσέγγιση των σχολικών ομάδων της ευρύτερης περιοχής είναι εξαιρετικής σημασίας, καθώς μπορεί να επηρεάσει αποτελεσματικά μια μεγάλη μερίδα του τοπικού πληθυσμού (McManamon 1994: 70). Η επαφή των παιδιών με την έννοια της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς θα τα βοηθήσει να σχηματίσουν τη δική τους άποψη και τη μελλοντική τους στάση απέναντι στο θέμα, ενώ μπορούν με τη σειρά τους να επηρεάσουν θετικά και τη στάση των γονιών τους. Για τα καλύτερα αποτελέσματα των προγραμμάτων που απευθύνονται σε σχολικές ομάδες, είναι καλό να έχουν προϋπάρξει προγράμματα που θα απευθύνονται στην εκπαιδευτική κοινότητα, δάσκαλους και καθηγητές, οι οποίοι αφού έρθουν σε επαφή με τα θέματα της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς (μέσω διαλέξεων, σεμιναρίων, έντυπου υλικού, κλπ.), θα είναι σε θέση να παίξουν σημαντικό ρόλο στην επαφή των μαθητών με το μουσείο. Ο ρόλος του δασκάλου ως καταλυτικού παράγοντα σε αυτή τη διαδικασία έχει αναγνωριστεί από τη μουσειακή κοινότητα και ενθαρρύνεται η ενεργή συμμετοχή του στον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή των προγραμμάτων, ενώ ενδυναμώνεται η σχέση μουσείου και τοπικής εκπαιδευτικής κοινότητας (Pye 2001; McManamon 1994). Είναι καλό να προωθηθεί μια σχέση με διάρκεια και εξέλιξη μέσω κύκλων προγραμμάτων, έτσι ώστε να ενδυναμωθεί και να γίνει ουσιαστικότερη η επαφή και η εξοικείωση των παιδιών με το μουσείο. Η διαδραστικότητα και η χρήση μεθόδων βιωματικής μάθησης είναι τα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να έχουν αυτά τα προγράμματα. 3. Τοπική κοινωνία: Η προσέγγιση της
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
82
τοπικής κοινωνίας και η ενεργή εμπλοκή της στο μουσείο του Δισπηλιού θα μπορούσε να έχει σημαντικά οφέλη και για τις δύο πλευρές. Λαμβάνοντας υπόψη τις προσπάθειες προσέγγισης που έχουν ήδη γίνει από την πλευρά της ανασκαφικής ομάδας (βλ. Χουρμουζιάδη 2009), για παράδειγμα η δημιουργία συλλόγου «φίλων» του μουσείου, και οι οποίες απέβησαν ουσιαστικά άκαρπες, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο αποθαρρυντικό μπορεί να καταστεί ένα τέτοιο εγχείρημα. Παρά τις δυσκολίες, θεωρώ ότι η ευαισθητοποίηση και η εμπλοκή της τοπικής κοινωνίας εξακολουθεί να είναι πρωταρχικό ζητούμενο εκ μέρους του μουσείου και πως οι προσπάθειες προς τον στόχο αυτό θα συνεχιστούν. Για την ευαισθητοποίηση και τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας οι τρόποι προσέγγισης οφείλουν να στοχεύουν στην ανάπτυξη διαρκούς επικοινωνίας και ανατροφοδότησης του προβληματισμού. Οι δράσεις που θα μπορούσαν θεωρητικά να αναπτυχθούν είναι η προώθηση του εθελοντισμού στη συντήρηση, καθώς και σε άλλους τομείς διαχείρισης της ανασκαφής και της συλλογής, η οργάνωση διαλέξεων, σεμιναρίων, εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ξεναγήσεων κλπ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Αιτία και σκοπός της ανάδειξης μιας ανασκαφής είναι να καταστεί η αρχαιολογική πληροφορία προσβάσιμη στο κοινό, το οποίο γίνεται μέτοχος στη ερμηνευτική διαδικασία. Μια τέτοια ενέργεια μετατρέπει το πεδίο της αρχαιολογικής έρευνας σε ένα ζωντανό έκθεμα. Οπως για ένα κινητό ανασκαφικό εύρημα ακολουθείται μια συγκεκριμένη πορεία μέχρι την έκθεσή του στην προθήκη ενός μουσείου και τη μετουσίωσή του σε πολιτιστικό αγαθό, έτσι και για τη μετατροπή της ανασκαφής σε έκθεμα πρέπει να ακολουθηθούν συγκεκριμένα βήματα. Τα βήματα αυτά αφορούν στην ερμηνεία, την ανάδειξη των αξιών του χώρου, τον σχεδιασμό δράσεων για την αποτελεσματική δια-
χείρισή του και τους τρόπους προβολής του, έτσι ώστε να διευκολύνεται η πρόσβαση και η επικοινωνία του κοινού με το πολιτιστικό αγαθό. Η μέριμνα για τη διατήρηση και τη συντήρηση των υλικών καταλοίπων in situ (προστασία – συντήρηση – διαρκής παρακολούθηση) είναι ουσιώδης προϋπόθεση προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ανάδειξης και οφείλει να αντλεί από σταθερές αποδεκτές από την επιστημονική κοινότητα (standards). Στην περίπτωση όμως της συντήρησης υλικών καταλοίπων in situ, και ιδιαίτερα των οργανικών, όπως δείχνει η βιβλιογραφική έρευνα, δεν έχουν τεθεί τα απαραίτητα πρότυπα, κάτι που έχει επιπτώσεις στην εφαρμογή μεθόδων προστασίας και συντήρησης, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζονται από αποσπασματικότητα. Ως εκ τούτου, προτείνεται μια μεθοδολογία δράσεων για τη διατήρηση και συντήρηση των ανασκαφικών ευρημάτων που παραμένουν στην ανασκαφή, η οποία στηρίζεται στις βασικές παραδοχές που προκύπτουν από το θεσμικό πλαίσιο (σχετικά με την ανασκαφή, τη συντήρηση και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς) και στις γενικές αρχές που αφορούν στη συντήρηση και απορρέουν από τον κώδικα δεοντολογίας του επαγγέλματος. Η μεθοδολογία αυτή θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως ένα κείμενο κατευθυντήριων γραμμών (guidelines) για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται σε κάθε ανασκαφή, με γνώμονα την ασφαλή διατήρηση των υλικών αρχαιολογικών μαρτυριών που έρχονται στο φως. Στην περίπτωση της προϊστορικής ανασκαφής του Δισπηλιού ο προβληματισμός για τη διατήρηση των ξύλινων πασσάλων που έχουν αποκαλυφθεί από την ανασκαφική έρευνα έγκειται αφενός στην έλλειψη προτύπων, αφετέρου στην έλλειψη ανάλογου παραδείγματος από τη διεθνή πρακτική. Η καταγεγραμμένη τάση είναι τα μνημεία οργανικής φύσης να εντοπίζονται, αλλά να μην ανασκάπτονται, ή να καταχώνονται μετά την αποκάλυψη και την τεκμηρίωσή τους.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
Εντοπίζοντας το κενό που υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία για τη συντήρηση μνημείων κατασκευασμένων από ξύλο που αποκαλύπτεται σε ένυδρη κατάσταση - με σκοπό την ανάδειξή τους in situ - η έρευνά μας καταλήγει στο ότι η συντήρηση και διατήρηση του ανασκαφικού υλικού του Δισπηλιού (στον βαθμό που αυτή ενδιαφέρει να είναι κάτι διαφορετικό από τη συνηθισμένη κατάχωση) απαιτεί τη συνέχιση της διεπιστημονικής έρευνας. Η έρευνα αυτή πρέπει να επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο επιστημονικό πρόβλημα και να στοχεύει σε υλοποιήσιμες προτάσεις για την ασφαλή διατήρηση και ανάδειξη των καταλοίπων του προϊστορικού πασσαλόπηκτου οικισμού, καθώς και στην ολοκληρωμένη προστασία μέσω της διαρκούς παρακολούθησης. Οσον αφορά στα μέτρα που μπορούν να ληφθούν στην ανασκαφή του Δισπηλιού, η τοποθέτηση στεγάστρου κρίνεται αναγκαία για την προστασία από τις άμεσες συνέπειες των περιβαλλοντικών συνθηκών. Σε συνδυασμό με τα αποστραγγιστικά μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί, αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα των μεθόδων ενεργητικής συντήρησης σωστικού χαρακτήρα. Οι επεμβάσεις συντήρησης θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση του όγκου των πασσάλων, είτε αποφεύγοντας την ξήρανσή τους (διαρκείς ψεκασμοί με
83
νερό) είτε με τη σταδιακή αντικατάσταση της περιεχόμενης υγρασίας με κατάλληλα σταθεροποιητικά υλικά, σαν κι αυτά που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί. Η εφαρμογή όλων των παραπάνω μέτρων είναι δυνατό να αποφέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα έως ότου ένα τεκμηριωμένο και οργανωμένο πρόγραμμα προληπτικής και ενεργητικής συντήρησης τεθεί σε εφαρμογή. Οσον αφορά στο κοινό - το οποίο είναι η αιτία για την ανάδειξη του πολιτιστικού αγαθού και ο τελικός αποδέκτης του - προτείνεται ο σχεδιασμός δράσεων για την ενημέρωση, τον προβληματισμό και την ευαισθητοποίησή του πάνω στο θέμα της διατήρησης και συντήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι δράσεις αυτές θα συμπλήρωναν τη γενικότερη προσπάθεια προσέγγισης του κοινού που προωθείται στο Δισπηλιό και θα συνέβαλαν περαιτέρω στη διατήρηση του μνημείου. Με ειδικότερο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη μιας εποικοδομητικής διαλεκτικής σχέσης με την τοπική κοινωνία, προτείνεται ο σχεδιασμός κύκλων προγραμμάτων για τις σχολικές ομάδες, τους νέους, τους επαγγελματίες και γενικότερα του συνόλου των κατοίκων της περιοχής. Εξάλλου, η προσέγγιση και η ενεργή εμπλοκή του κοινού θεωρείται πλέον σημαντικό στοιχείο για την επίτευξη των στόχων τόσο της ανάδειξης, όσο και της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς.
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
84
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alcántara, R. 2002 Standards in preventive conservation: Meanings and applications, ICCROM, http://www.iccrom. org/eng/e-docs/ICCROM_04StandardsPreventiveConser.pdf [τελευταία επίσκεψη 31/5/2006]. Arnott, S., J. Dix, A. B est & D. Gregory 2004 The acoustic characteristics of archaeological wood. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 18-25. London: Museum of London Archaeology Service. Aslan, Z. 1997 Protective Structures for the Conservation and Presentation of Archaeological Sites, Journal of Conservation and Museum Studies, No.3, Nov. 1997, http://www.jcms.ucl.ac.uk [τελευταία επίσκεψη 31/5/2006]. 2006 Η Παρακολούθηση ως μέσο Προληπτικής Συντήρησης στη Διαχείριση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Στο Αξιοποίηση και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Πρακτικά Σεμιναρίου, Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα-Δελφοί 17-19 Μαρτίου 2003: 7883. Αθήνα. Canada’s Historic Places 2007 Standards and Guidelines for the Conservation of Archaeological Sites, http://www. historicplaces.ca/protect-proteger/arc_e.aspx [τελευταία επίσκεψη 25/8/2009]. Cleere, H. 2006 Θεμελιώδεις αρχές για τη διαχείριση αρχαιολογικών χώρων. Στο Αξιοποίηση και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Πρακτικά Σεμιναρίου, Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα-Δελφοί 17-19 Μαρτίου 2003: 88-90. Αθήνα. Corfield, M. & T. Nixon 2004 Introduction. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 1-2. London: Museum of London Archaeology Service Δασακλή, Ν. 2002 Συντήρηση ξύλινων δομικών στοιχείων. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 273-87. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Davis, M. 1998 In-situ monitoring of wet archaeological environments: A review of available monitoring technologies. In Preserving Archaeological Remains in situ: Proceedings of the conference of 1st–3rd April, 1996 (ed. M. Corfield, P. Hinton, T. Nixon, & M. Pollard): 21-5. London: Museum of London Archaeology Service, University of Bradford. Demas, M. 2002 Planning for conservation and management of archaeological sites: A values-based approach. In Management Planning for Archaeological Sites: Proceedings of the Corinth Workshop (ed. J. M. Teutonico & G. Palumbo): 27-54. Los Angeles: Getty Conservation Institute. Ganiaris, H. & N. Bateman 2004 From arena to art gallery: The presentation of London’s roman amphitheatre in situ. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 198-201. London: Museum of London Archaeology Service. Hein, G. 1995 The constructivist museum. Journal for Education in Museums 16: 21-3. 2004 The role of museums in society: education and social action. Αθήνα, Οκτώβριος 2004 [διάλεξη]. Hopkins, D. 2004 Even the ancient was once young: lessons about biodegradation from the Wareham (Dorset) experimental earthwork. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 60-4. London: Museum of London Archaeology Service.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
85
Keevill, G., D. Hogan, M. Davis & D. Howell 2004 Waterlogged archaeological remains, enviromental conditions and preservation in situ: A case study from the Tower of London. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 137-42. London: Museum of London Archaeology Service. Λαμπρινουδάκης, Β. 2006 Προσπάθεια προσέγγισης της έννοιας της ολοκληρωμένης προστασίας των μνημείων. Στο Αξιοποίηση και Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Πρακτικά Σεμιναρίου, Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ΥΠ.ΠΟ., Αθήνα-Δελφοί 17-19 Μαρτίου 2003: 49-58. Αθήνα. Λούπου, Α-Χ. 2002 Η συντήρηση των μνημείων και ο ρόλος του αρχαιολόγου. Στο Το Μέλλον του Παρελθόντος μας: Ανιχνεύοντας τις Προοπτικές της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Ελληνικής Αρχαιολογίας, Πρακτικά 4ου Συνεδρίου, Αθήνα 24-26 Νοεμβρίου 2000:73-75. Αθήνα: Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων. Λυκιαρδοπούλου, Μ. 1987 Ο ρόλος της συντήρησης κατά την ανασκαφή. Αρχαιολογία και Τέχνες 22: 34-6. Mason, R. 2005 Museums, galleries and heritage: Sites of meaning-making and communication. In Heritage, Museums and Galleries: An Introductory Reader (ed. G. Corsane): 200-11. London: Routledge. Matero, F. 2000 The conservation of an excavated past. In Towards Reflexive Method in Archaeology: The Example at Çatalhöyük (ed. I. Hodder): 71-87. Cambridge: McDonald Institute Monographs, British Institute of Archaeology at Ankara. McManamon, F. 1994 Presenting archaeology to the public in the USA. In The Presented Past: Heritage, Museums and Education (ed. P. Stone & B. Molyneaux): 61-77. London: Routledge. Museums & Galleries Commission 1994 Standards in the Museum Care of Larger and Working Objects: Social and Industrial History Collections. London: Museums & Galleries Commission. Nardi, R. 1995 Open-heart Restoration: Raising the awareness of the public. ICOM-CC Newsletter Study Series 1: 9-11. van de Noort, R. 2004 Sutton Common (South Yorkshire): A monument at risk in England’s wetlands. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 79-86. London: Museum of London Archaeology Service. Παναγιάρης, Γ. 1998 Η συμβολή της συντήρησης αρχαιολογικών ευρημάτων στην έρευνα: Από την τεχνική διάσωσης του αντικειμένου στην επιστήμη της ανάδειξης της πληροφορίας του. Στο Η Προϊστορική Ερευνα στην Ελλάδα και οι Προοπτικές της: Θεωρητικοί και Μεθοδολογικοί Προβληματισμοί (επιμ. Ε. Βούλγαρη): 235-42. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Παπαγεωργίου, Β. 2002 Στρατηγική και μεθοδολογία της αρχαιολογικής συντήρησης. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 263-72. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.. Pearce, S. 1990 Archaeological Curatorship. London: Leicester University Press. Pryor, F. 1989 Look what we’ve found: A case study in public archaeology. Antiquity 63: 51-61. Pye, E. 2001 Caring for the Past: Issues in Conservation for Archaeology and Museums. London: James & James.
86
ΝΕΚΤΑΡΙΑ ΔΑΣΑΚΛΗ
Schofield, J. 1986 Practical problems in the excavation of Roman and Medieval London. In Preventive Measures During Excavation and Site Protection: Proceedings of the ICCROM Conference, Ghent 6-8 November 1985: 51-5. Rome: ICCROM. Shane, O. & M. Küçük 2000 Presenting Çatalhöyük. In Towards Reflexive Method in Archaeology: The Example at Çatalhöyük (ed. I. Hodder): 193-204. Cambridge: McDonald Institute Monographs, British Institute of Archaeology at Ankara. Smit, A. 2004 Measuring the burial environment at archaeological sites to judge the in situ conservation potential: A planarch project to facilitate planning decisions. In Preserving Archaeological Remains in situ? Proceedings of the 2nd conference 12-14 September 2001 (ed. T. Nixon): 16872. London: Museum of London Archaeology Service. Stanley Price, N. 1984 Excavation and conservation. In Conservation on Archaeological Excavations with Particular Reference to the Mediterranean Area (ed. N. Stanley Price): 1-10. Rome: ICCROM. Stubbs, J. H. 1984 Protection and presentation of excavated structures. In Conservation on Archaeological Excavations with Particular Reference to the Mediterranean Area (ed. N. Stanley Price): 79-89. Rome: ICCROM. de la Torre, M. & M. Mac Lean 1997 The archaeological heritage in the mediterranean region. In The Conservation of Archaeological Sites in the Mediterranean Region (ed. M. de la Torre): 5-14. Los Angeles: Getty Conservation Institute. Χατζή-Βαλλιάνου, Δ. 1987 Συντήρηση Μνημείων. Τεχνικές Ανασκαφών, Α’ Πρόγραμμα Επιμόρφωσης, Βώροι 1985, Υπουργείο Πολιτισμού-Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, Βώροι Ηρακλείου Κρήτης. Χουρμουζιάδη, Α. 2008 Επισκέπτες. Ανάσκαμμα 2: 121-57. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 1999 Λόγια από Χώμα. Σκόπελος: Νησίδες. 2002 Οι Ανασκαφές στο Δισπηλιό. Στο Δισπηλιό: 7500 Χρόνια Μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 11-23. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΟ ΠΑΡΚΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ
87
Summary Excavation Park of Dispilio: Management, preservation and conservation issues of the archaeological remains in situ Nektaria Dasakli The protection of cultural heritage, an institutionally consolidated concept in both national and international level, is an evident duty and responsibility irstly of the carrier manager and secondly of the public in general. The management and the enhancement of archaeological sites and excavations, aiming towards their delivery to the public, is a rather complicated procedure which bears as a corner stone the provision and the interdisciplinary planning for the integrated protection of each cultural good. This paper examines the contribution of conservation science in the enhancement of archaeological sites. It is claimed that both ahead planning and the implementation of all passive and remedial conservation processes
of tangible remains that are preserved in situ, should be based on certi ied/standardized processes (standards). Thus, a methodology is suggested, which will act as an action model and could comprise the guidelines for the constitution of standards related to the measures and the conservation process, prior, during and after the excavation. Furthermore, it is argued that the dissemination of actions taken for the preservation and conservation of cultural heritage could provide great advantages into the awareness of the public. Within the framework of a local museum, as is the case study of Dispilio open - air museum, it could promote the development of an interactive relationship between the museum and the local community.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΑΛΕΞΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΖΙΩΓΑ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΧΑΤΖΗ*
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΤΕΡΕΩΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται το δεύτερο στάδιο της μελέτης για τη διατήρηση in situ των νεολιθικών πήλινων ευρημάτων από την ανασκαφή του Δισπηλιού. Η μελέτη πραγματοποιείται στο πλαίσιο της υπάρχουσας συνεργασίας της ανασκαφής του Δισπηλιού με το Εργαστήριο Συντήρησης Λίθου του Τμήματος Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης του Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος της Αθήνας. Στο πρώτο στάδιο της μελέτης παρουσιάσθηκε ο χαρακτηρισμός του υλικού, η διερεύνηση της παθολογίας του, η διαδικασία της δειγματοληψίας, καθώς και οι πρώτες επί τόπου δοκιμές στερέωσης (Θεουλάκης et al. 2008). Αναπτύχθηκε, τέλος, η μεθοδολογία της μελέτης στερέωσης με ταυτόχρονη αναφορά στα υλικά κατεργασίας που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν.
Στο δεύτερο μέρος της εργασίας παρουσιάζεται αναλυτικά η πειραματική διαδικασία η οποία ακολουθήθηκε στο εργαστήριο για τη στερέωση και προστασία των δειγμάτων, με αναλυτική αναφορά στα υλικά και στις μεθόδους κατεργασίας που εφαρμόσθηκαν, ενώ ταυτόχρονα πραγματοποιείται μια πρώτη αποτίμηση τόσο των επιλεγμένων υλικών, όσο και των αντίστοιχων μεθόδων. Η αποτίμηση αυτή πραγματοποιείται βάσει τόσο της μεταβολής των φυσικών χαρακτηριστικών των δοκιμίων (πορώδες, τριχοειδής αναρρίχηση, υδατοαπορρόφηση, χρώμα πριν και μετά τη στερέωση), όσο και της ανθεκτικότητας των δοκιμίων σε κύκλους εντατικής γήρανσης (δοκιμές κρυστάλλωσης διαλυτών αλάτων, δοκιμές παγετού). Η συνολική και οριστική αποτίμηση των μεθόδων θα πραγματοποιηθεί με την ολοκλήρωση των συμπληρωματικών δοκιμών, όπως η μέτρηση της μηχανικής αντοχής δι-
* Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ιδρυμα Αθήνας, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης, Εργαστήριο Συντήρησης Λίθου, Οδός Αγ. Σπυρίδωνος, 12210, Αθήνα, Τηλ. 210 5385417, Fax 210 5385406. e-mail: stonelab@ teiath.gr
90
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
αμορφωμένων δοκιμίων σε μονοαξονική θλίψη, η ολοκλήρωση των δοκιμών επιταχυνόμενης γήρανσης και η αποτίμηση των πρώτων in situ δοκιμών στερέωσης, όπως αυτές περιγράφονται στο πρώτο στάδιο της μελέτης (Θεουλάκης et al. 2008).
ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΜΕΛΕΤΗΣ ΣΤΕΡΕΩΣΗΣ Στόχος των κατεργασιών στερέωσης είναι η αποκατάσταση της συνοχής των διαβρωμένων τμημάτων των αυθεντικών πηλών που εμφανίζουν χαλαρή δομή και η ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους στο περιβάλλον της ανασκαφής, γεγονός που ισοδυναμεί με τον περιορισμό της δυνατότητας απορρόφησης και κυκλοφορίας του νερού στο δίκτυο των μικρορηγματώσεων και των τριχοειδών. Η κατεργασία των ευρημάτων από πηλό, αποβλέπει αφ’ ενός στη στερέωση και συντήρηση του διαβρωμένου τμήματος και αφ’ ετέρου στην προστασία του υγιούς, με την έννοια της επιβράδυνσης, ακόμα και αναστολής της εξέλιξης του φαινομένου. Οι κατεργασίες για στερέωση είναι φαινομενικά απλές. Μεταβάλλοντας, όμως, τη δομή του αυθεντικού υλικού και τη φυσικοχημική συμπεριφορά της εσωτερικής επιφάνειας δημιουργούν, σχεδόν αναπόφευκτα, ετερογένεια στη μάζα του πηλού. Για το λόγο αυτό, μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων που συνήθως ζητείται να πληροί ένα υλικό κατεργασίας, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια είναι οι εξής: • Φυσικές ιδιότητες που να του επιτρέπουν καλή συνεργασία με τον πηλό, χωρίς να τον καταστρέφει, δηλαδή, μηχανικές αντοχές, θερμικό συντελεστή διαστολής, διαπερατότητα σε νερό, ατμούς κ.ά., που να είναι συμβατά με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του πηλού. • Αισθητική συμβατότητα, να μην αλλοιώνει δηλαδή την εμφάνιση του πηλού. • Χημική σταθερότητα. • Ρύθμιση της διάχυσης του νερού και των υδρατμών στο προς στερέωση υλικό, έτσι
ώστε η δράση των διαβρωτικών φαινομένων να είναι ηπιότερη. Για να προχωρήσουμε στην εφαρμογή μιας μεθόδου κατεργασίας θα πρέπει, στην ιδανική τουλάχιστον περίπτωση, να ισχύουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: • Να είναι γνωστές οι ιδιότητες των υλικών που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν. • Να έχουν μελετηθεί τα χαρακτηριστικά του συστήματος υλικό κατεργασίας-πηλός (εμποτισμένο στρώμα). • Να είναι γνωστές οι λεπτομέρειες του μηχανισμού δράσης κάθε παράγοντα φθοράς. • Να εμφανίζει ικανοποιητική συμπεριφορά σε συνθήκες προσομοίωσης του φαινομένου στο εργαστήριο και εξίσου αποτελεσματική συμπεριφορά σε εφαρμογές πιλότους, στο φυσικό περιβάλλον. • Να παρέχει πρακτική ευκολία εφαρμογής του υλικού στον πηλό. Προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα των υλικών στερέωσης και η επίδρασή τους στην ανθεκτικότητα των πηλών, ελέγχεται η μεταβολή (πριν από και μετά την κατεργασία) ορισμένων φυσικοχημικών και μηχανικών χαρακτηριστικών (ενεργό πορώδες, τριχοειδής αναρρίχηση, υδαταπορρόφηση, χρώμα, μηχανική αντοχή) καθώς και η συμπεριφορά των δοκιμίων σε κύκλους επιταχυνόμενης γήρανσης. Με τον τρόπο αυτό γίνεται αποτελεσματικός έλεγχος των νέων ιδιοτήτων των πηλών ώστε να προκριθούν συγκεκριμένα υλικά και μέθοδοι στερέωσης (Caselli & Kagi 1995). Η μελέτη των φυσικών χαρακτηριστικών του πηλού πραγματοποιήθηκε τόσο σε διαμορφωμένα κυβικά δοκίμια διαστάσεων 4x4x4 εκ., όσο και σε ακανόνιστα δείγματα πηλού με τις παραπάνω διαστάσεις κατά προσέγγιση.
ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΤΕΡΓΑΣΙΑΣ Η αναζήτηση του κατάλληλου υλικού κατεργασίας πραγματοποιήθηκε με εφαρμογή προεπιλεγμένων υλικών σε δοκίμια από πηλό, τα οποία ελήφθησαν από τον ανασκαφικό
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
χώρο. Ως κριτήρια για την επιλογή τέθηκαν η ικανότητα του στερεωτικού να εμποτίζει στο επιθυμητό βάθος, να προσδίδει μηχανική αντοχή στο αντικείμενο και ανθεκτικότητα στον χρόνο, να αποτρέπει την κρυστάλλωση των αλάτων και τη δράση του φαινομένου του παγετού, να επιτρέπει τη διάχυση των υδρατμών στο εσωτερικό του αντικειμένου και να μην δημιουργεί επιφανειακό στρώμα. Τέλος, να εφαρμόζεται εύκολα και να μην προκαλεί χρωματική ή άλλη αισθητική αλλοίωση (Tabasso 2008). Για τις δοκιμές στερέωσης επελέγησαν ευρέως χρησιμοποιούμενα υλικά, από τρεις βασικές ομάδες: ανόργανα υλικά, ακρυλικές ρητίνες και οργανικές ενώσεις του πυριτίου.
Υλικά κατεργασίας Για τις δοκιμές στερέωσης εξετάστηκαν τα παρακάτω είδη στερεωτικών: • Κολλοειδή αιωρήματα (νανοδιασπορές) Ca(ΟΗ)2 - Calosil E25, νανοδιασπορά υδροξειδίου του ασβεστίου [Ca(OH)2] 25g/l, σε αιθυλική αλκοόλη. - CaLoSiL IP25, νανοδιασπορά υδροξειδίου του ασβεστίου [Ca(OH)2] 25g/l, σε ισοπροπανόλη. • Ακρυλικό γαλάκτωμα Hydrogrund 5% κ.ο. σε νερό • Οργανικές ενώσεις του πυριτίου - Funcosil Steinfestiger 100 (αλκοξυσιλάνιο) - Funcosil SL (μικρού μοριακού βάρους αλκυλ-αλκοξυ-σιλοξάνιο)
Κατεργασία με νανο-διασπορά υδροξειδίου του ασβεστίου • CaLoSiL E25 (25 g/l nanolime in ethanol) Το CaLoSiL E 25 είναι διάλυμα 25 g/l υδροξειδίου του ασβεστίου σε αιθανόλη. • CaLoSiL IP25 25 g/l nanolime in isopropanol) Το CaLoSiL ΙP 25 είναι διάλυμα του υδροξειδίου ασβεστίου σε ισοπροπανόλη. Η σταθεροποίηση με τα συγκεκριμένα
91
στερεωτικά επιτυγχάνεται με το σχηματισμό κρυστάλλων ανθρακικού ασβεστίου (Elert et al. 2008). Τα στερεωτικά CaLoSiL περιέχουν αιθανόλη ή προπανόλη ως φορείς. Μετά τον κορεσμό του δείγματος σε CaLoSiL, ο φορέας εξατμίζεται και το υδροξείδιο του ασβεστίου μετατρέπεται σε ανθρακικό άλας του ασβεστίου μετά την αντίδρασή του με το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας.
Κατεργασία με ακρυλικά πολυμερή (Hydrogrund 5% κ.ο. σε νερό) Το Hydrogrund είναι ακρυλική ρητίνη. Πρόκειται για ένα υδρόλυμα (γαλάκτωμα) στο οποίο το ακρυλικό πολυμερές κολλοειδών διαστάσεων είναι διασκορπισμένο σε υδατική φάση. Αποτίθεται με εξάτμιση του διαλύτη. Το Hydrogrund αυξάνει την αντοχή του αντικειμένου, προσδίδει χημική σταθερότητα, μειώνει την υδατοαπορροφητικότητα και αποτρέπει την ανάπτυξη βιολογικών μικροοργανισμών. Σε σχέση με τα υπόλοιπα θερμοπλαστικά πολυμερή, δεν απορροφά στο υπεριώδες.
Κατεργασία με αλκοξυσιλάνια (Funcosil Steinfestiger 100, Funcosil SL) Τα αλκοξυσιλάνια είναι οργανικές ενώσεις του πυριτίου (εστέρες του πυριτικού οξέος) οι οποίες αρχικά υδρολύονται και κατόπιν συμπυκνώνονται με αποτέλεσμα να προκαλούν στερέωση και ήπια υδροφοβίωση στο αντικείμενο (Clifton & Frohnsdorff 1982). Το Funcosil Steinfestiger 100 αντιδρά με το νερό που υπάρχει στο πορώδες του αντικειμένου ή με την υγρασία της ατμόσφαιρας σύμφωνα με την αντίδραση: n Si(C2H5O)4 + 4nH2O à nSi(OH)4 + 4nC2H5OH nSi(OH)4 à (SiO2)n + 2nH2O Κατά τη διάρκεια της αντίδρασης παράγεται άμορφο ένυδρο οξείδιο του πυριτίου το οποίο εναποτίθεται και παίζει το ρόλο
92
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
του συνδετικού. Η στερέωση οφείλεται στο σχηματισμό αλυσίδων -Si-O-Si-O- οι οποίες σταθεροποιούν το υλικό. Η ταχύτητα της αντίδρασης εξαρτάται από τη θερμοκρασία και την υγρασία. Σε κανονικές συνθήκες (20 °C, 50% RH ) η εναπόθεση ολοκληρώνεται ύστερα από τρεις εβδομάδες. To Funcosil SL είναι ολιγομερές διάλυμα αλκυλ-αλκοξυ-σιλοξανίου. Η παρουσία των αλκυλίων που συνδέονται απευθείας με τα άτομα του πυριτίου προσδίδουν σημαντικές υδρόφοβες ιδιότητες στο τελικώς παραγόμενο πολυσιλοξάνιο. Ο πολυμερισμός του ολιγομερούς ξεκινά στο εσωτερικό του υποστρώματος με την παρουσία υγρασίας. Συνεπώς, το συγκεκριμένο στερεωτικό εμφανίζει μεγάλη διεισδυτικότητα. Επιπλέον, προτιμάται για τη στερέωση αντικειμένων που βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, γιατί το παραγόμενο πολυσιλοξάνιο εμφανίζει ανθεκτικότητα στις καιρικές συνθήκες, στην υπεριώδη ακτινοβολία και είναι εξαιρετικό υδρόφοβο. Μετά την εφαρμογή του, τα συστατικά του αποτίθενται στα εσωτερικά κενά του υποστρώματος με τη μορφή μακρομοριακών στρωμάτων τα οποία περιορίζουν σημαντικά τη διάχυση του νερού.
δοκίμια ξηραίνονται και ζυγίζονται. Στη συνέχεια τοποθετούνται σε κλίνη όπου εισάγεται κατάλληλη ποσότητα του υλικού κατεργασίας. Τα δοκίμια αφήνονται να ροφήσουν φυσικά το στερεωτικό διάλυμα, μέσω του φαινομένου της τριχοειδούς αναρρίχησης (Εικ. 1-2), με αντίστοιχη μετακίνηση του κάθε δοκιμίου σε ορισμένο χρόνο προκειμένου να διαβραχούν όλες οι πλευρές του. Στη συνέχεια τα δοκίμια αφήνονται για 30 ημέρες προκειμένου να εξατμιστεί φυσικά ο διαλύτης ή ο φορέας του στερεωτικού και ξαναζυγίζονται για να υπολογιστεί η ποσότητα του υλικού που απορροφάται.
Εφαρμογή με ψεκασμό Συνοπτικά, η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: Κατάλληλα διαμορφωμένα δοκίμια ξηραίνονται και ζυγίζονται. Στη συνέ-
Μέθοδοι κατεργασίας Η εφαρμογή των υλικών κατεργασίας πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους, με φυσική ρόφηση και με ψεκασμό. Και στις δύο περιπτώσεις το στερεωτικό μέσο εμποτίζει το δείγμα με τη βοήθεια της δράσης των τριχοειδών πόρων. Η τεχνική της εμβάπτισης των δειγμάτων στο στερεωτικό διάλυμα δεν εξετάζεται, διότι, καθώς τα ευρήματα για τα οποία αυτή προορίζεται αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του ανασκαφικού χώρου, η εφαρμογή σε αυτά μιας τέτοιας μεθόδου είναι πρακτικώς αδύνατη.
Εικ. 1: Κατεργασία δοκιμίων με φυσική ρόφηση του στερεωτικού
Εμποτισμός με φυσική απορρόφηση μέσω των τριχοειδών Συνοπτικά η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: Κατάλληλα διαμορφωμένα
Εικ. 2: Τα δοκίμια κατά τη διάρκεια της εξάτμισης του διαλύτη των στερεωτικών
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
Εικ. 3: Εφαρμογή υλικού κατεργασίας με ψεκασμό
93
Εικ. 4: Κυβικά δοκίμια πηλού κατά τη διάρκεια των δοκιμών στερέωσης
χεια πραγματοποιείται ψεκασμός με το υλικό κατεργασίας (Εικ. 3) σε όλες τις επιφάνειες του δοκιμίου, και σε κατάλληλους χρόνους, με αποτέλεσμα να απορροφούν φυσικά το στερεωτικό διάλυμα. Στη συνέχεια αφήνονται για 30 ημέρες προκειμένου να εξατμιστεί φυσικά ο διαλύτης ή ο φορέας του στερεωτικού και ξαναζυγίζονται για να υπολογιστεί η ποσότητα του υλικού που απορροφήθηκε.
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΔΟΚΙΜΩΝ ΣΤΕΡΕΩΣΗΣ Η αποτίμηση των δοκιμών στερέωσης πραγματοποιείται βάσει της μεταβολής των φυσικών και μηχανικών χαρακτηριστικών1 (ενεργό πορώδες, τριχοειδής αναρρίχηση, υδαταπορρόφηση, χρώμα, μηχανική αντοχή) των κατεργασμένων δοκιμιών καθώς και βάσει της συμπεριφοράς των δοκιμίων σε κύκλους επιταχυνόμενης γήρανσης (Karatasios et al. 2009; Scherer & González 2008).
Μεταβολή φυσικών χαρακτηριστικών Μεταβολή ενεργού πορώδους Συνολικά, το ενεργό πορώδες έχει μειωθεί σε ποσοστό από 24,22% έως 72,94%. Συγκεκριμένα, το Funcosil 100 επέφερε μεί1
Εικ. 5: Ακανόνιστα δοκίμια πηλού κατά τη διάρκεια των δοκιμών στερέωσης
ωση από 30,3% έως 36,41%, το Funcosil SL από 40,5% έως 72,94%, το CaLoSil IP 25 από 24,22 % έως 35,9%, το CaLoSil Ε 25 από 29,27 % έως 36,36% και τέλος το Hydrogrund από 31,8% έως 47,44%. Μεταβολή συντελεστή τριχοειδούς αναρρίχησης Συνολικά, ο συντελεστής τριχοειδής αναρρίχησης έχει μειωθεί σε ποσοστό 6,25% έως 98,65%. Συγκεκριμένα, το Funcosil 100 επέφερε μείωση από 62,16% έως 98,33%, το Funcosil SL από 62,07% έως 98,65% το CaLoSil IP 25 από 32,32 % έως 83,48%, το CaLoSil Ε 25 από 6,25 % έως 57,81% και τέλος το Hydrogrund από 6,45 % έως 93,75%.
Τα μηχανικά χαρακτηριστικά αφορούν σε μετρήσεις διαμορφωμένων δοκιμίων σε μονοαξονική θλίψη. Ωστόσο, τη στιγμή που συντάσσεται το παρόν κείμενο δεν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι μετρήσεις με συνέπεια να μην περιλαμβάνονται τα αποτελέσματα στο συγκεκριμένο τεύχος.
94
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
CaLoSil Ε 25 από 7,29 % έως 17,42% και τέλος το Hydrogrund από 13,22 % έως 43,18%.
Διάγραμμα 1: Μεταβολή (%) του ενεργού πορώδους των δοκιμίων
Διάγραμμα 2: Μεταβολή (%) του συντελεστή τριχοειδούς αναρρίχησης των δοκιμίων
Μεταβολή υδαταπορρόφησης Συνολικά η υδαταπορρόφηση έχει μειωθεί σε ποσοστό 7,29% έως 91,04%. Μεταβολή συντελεστή τριχοειδούς αναρρίχησης Συγκεκριμένα, το Funcosil 100 επέφερε μείωση από 11,37% έως 31,76%, το Funcosil SL από 77,14% έως 91,04% το CaLoSil IP 25 από 18,61% έως 34,37%, το CaLoSil Ε 25 από 7,29 % έως 17,42% και τέλος το Hydrogrund από 13,22 % έως 43,18%. Μεταβολή υδαταπορρόφησης Συνολικά, η υδαταπορρόφηση έχει μειωθεί σε ποσοστό 7,29% έως 91,04%. Συγκεκριμένα, το Funcosil 100 επέφερε μείωση από 11,37% έως 31,76%, το Funcosil SL από 77,14% έως 91,04% το CaLoSil IP 25 από 18,61% έως 34,37%, το
Μεταβολή χρώματος Μεταβολή στο χρώμα των πήλινων δοκιμίων εμφανίστηκε σε κάποιο βαθμό σε όλα τα δείγματα πηλού (ανεξάρτητα από το αρχικό τους χρώμα και το υλικό στερέωσης). Το υλικό κατεργασίας που επηρεάζει λιγότερο την όψη των δοκιμίων είναι το Hydrogrund (Εικ. 6, 5η σειρά από κάτω) με δεύτερο το Funcosil SL (Εικ. 6, 4η σειρά από κάτω). Τα δοκίμια που έχουν στερεωθεί με Calosil (Εικ. 6, 1η, 2η σειρά από κάτω) δημιουργούν ασβεστιτικές αποθέσεις λευκού χρώματος στην επιφάνεια των δειγμάτων, ενώ αυτά που στερεώθηκαν με Funcosil (Εικ. 6, 3η, 4η σειρά από κάτω) παρουσιάζουν σκουρότερη απόχρωση. Στις φωτογραφίες που ακολουθούν, με σειρά από κάτω προς τα πάνω, τα δοκίμια έχουν στερεωθεί αντίστοιχα με: Calosil E-25, Calosil IP-25, Funcosil-100, Funcosil SL, Hydrogrund.
Ανθεκτικότητα των δοκιμίων σε κύκλους επιταχυνόμενης γήρανσης Κύκλοι κρυστάλλωσης θειικού νατρίου Na2SO4 Προκειμένου να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα των
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
95
Καλύτερη συμπεριφορά στις δοκιμές επιταχυνόμενης γήρανσης με κύκλους κρυστάλλωση θειικού νατρίου Na2SO4 έδειξαν τα δοκίμια τα οποία είχαν κατεργαστεί με CaLoSil IP-25, Funcosil SL και Funcosil 100, τα οποία και διατήρησαν τη συνοχή τους σε περισσότερους κύκλους.
Διάγραμμα 3: Μεταβολή (%) της υδαταπορρόφησης των δοκιμίων
Διάγραμμα 4: Μεταβολή βάρους δοκιμίων σε κύκλους επιταχυνόμενης γήρανσης
υλικών και των μεθόδων κατεργασίας, πραγματοποιήθηκαν επαναλαμβανόμενοι κύκλοι κρυστάλλωσης θειικού νατρίου (Na2SO4) 14% w/w. Η πειραματική διαδικασία που ακολουθείται στο εργαστήριο έχει ως σκοπό την προσομοίωση των συνθηκών διάβρωσης των πηλών στο χώρο της ανασκαφής (θερμοκρασιακές διακυμάνσεις, μεταβολές της σχετικής υγρασίας, παρουσία διαλυτών αλάτων). Κατεργασμένα δοκίμια και δοκίμια αναφοράς εμβαπτίζονται σε διάλυμα θειικού νατρίου (εικόνα 7). Τα δοκίμια υποβάλλονται σε επαναλαμβανόμενους κύκλους εμβάπτισης σε θειικό νάτριο σε θερμοκρασία 25°C και ξήρανσης σε πυριατήριο σε θερμοκρασία 80°C. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε βασίστηκε στο πρότυπο RILEM test n. V Ib: Crystallization test by total immersion (for treated stone).
Κύκλοι ψύξης-απόψυξης Για τον προσδιορισμό των παραμέτρων λειτουργίας του κλιματικού θαλάμου ψύξης-απόψυξης μελετήθηκαν οι κλιματικές μεταβολές του νομού Καστοριάς, που περιλαμβάνουν μηνιαίες μετρήσεις σχετικής υγρασίας και θερμοκρασίας. Παρατηρήθηκε ότι κατά τη διάρκεια των χειμερινών μηνών η θερμοκρασία βρίσκεται γενικά σε αρκετά χαμηλά επίπεδα με ταυτόχρονη παρουσία υψηλής σχετικής υγρασίας. Πιο συγκεκριμένα η θερμοκρασία πολύ συχνά κυμαίνεται μεταξύ –12 °C και 10 °C, ενώ η σχετική υγρασία κυμαίνεται μεταξύ 63 –73%. Η πειραματική διαδικασία που ακολουθείται αφορά στην επαναλαμβανόμενη μεταβολή της θερμοκρασίας παρουσία νερού. Σειρά κατεργασμένων δοκιμίων και δοκιμίων αναφοράς τοποθετούνται σε κλίνη. Στη συνέχεια προστίθεται απιονισμένο νερό έως ότου να καλυφθούν τα δείγματα σε ύψος περίπου 1-3 mm από την επιφάνεια έδρασής τους. Τα δοκίμια υποβάλλονται σε
96
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
κύκλους ψύξης – απόψυξης με μεταβολή της θερμοκρασίας από -18°C έως 4°C. H πειραματική μεθοδολογία βασίστηκε στο πρότυπο της ASTM C666/C666 M – 06: Standard Method for Resistance of Concrete to Rapid Freezing and Thawing. Η παραπάνω πειραματική διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Στην παρούσα μελέτη δοκιμάσθηκαν πέντε υλικά κατεργασίας τα οποία μπορούν να ομαδοποιηθούν ως εξής: Τα CaLoSil E-25 και CaLoSil IP-25 ανήκουν στην κατηγορία κολλοειδών αιωρημάτων (διασπορές στε-
Εικ. 6: Πιλοτικά στεγνά δοκίμια μετά τους 2 κύκλους εφαρμογής στερεωτικού
Εικ. 7: Τα δοκίμια στο διάλυμα Na2SO4
ρεών σωματιδίων τάξεως 10-9 m). Το υλικό το οποίο αποτίθεται μετά την εφαρμογή και την εξάτμιση του οργανικού διαλύτη (αλκοόλες) είναι υδροξείδιο του ασβεστίου (Ca(OH)2) το οποίο μετατρέπεται σε ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) και προκαλεί αύξηση της συνοχής του αποσαθρωμένου υλικού. Το Hydrogrund είναι ένα ακρυλικό γαλάκτωμα το οποίο εναποθέτει, με εξάτμιση του διαλύτη και συσσωμάτωση των στερεών του, ακρυλική ρητίνη στους πόρους του προς στερέωση υποστρώματος. Τέλος, τα δύο επόμενα υλικά κατεργασίας Funcosil 100 και Funcosil SL ανήκουν στην κατηγορία των οργανικών ενώσεων του πυριτίου εκ των οποίων το μεν πρώτο είναι ένα τυπικό αλκοξυσιλάνιο το οποίο με υδρόλυση αρχικά και εν συνεχεία συμπύκνωση αποθέτει άμορφο διοξείδιο του πυριτίου (SiO2) στους πόρους του υποστρώματος. Η συνάφεια μάλιστα του εναποτιθέμενου SiO2 και του υποστρώματος ενισχύεται όταν στο τελευταίο υπάρχουν ορυκτά με ρίζες υδροξυλίου (-OH) με τις οποίες μπορούν να δημιουργηθούν δεσμοί. Το δεύτερο είναι ένα ολιγομερές αλκυλο-αλκοξυσιλάνιο, μια ένωση δηλαδή στην οποία αλκύλια μπορούν να συνδέονται απευθείας με άτομα του πυριτίου. Αυτό έχει ως συνέπεια, με την υδρόλυση αρχικά των αλκυλοδεσμών και τον πολυμερισμό που ακολουθεί, να δημιουργούνται αλυσίδες
Εικ. 8: Αστοχία κατεργασμένου δοκιμίου κατά τη διάρκεια κύκλων κρυστάλλωσης Na2SO4
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
97
Εικ. 9: Κατάρρευση κατεργασμένου δοκιμίου κατά τη διάρκεια κύκλων κρυστάλλωσης Na2SO4
Εικ. 10: Εξανθίσεις Na2SO4 στην επιφάνεια των δοκιμίων
SiO-SiO-SiO στις οποίες διατηρούνται συνδεδεμένα τα αλκύλια που προσδίδουν στα στρώματα αυτά σημαντική υδροφοβία. Σε ό,τι αφορά στην ευχέρεια εμποτισμού, την απορρόφηση δηλαδή των μέσων κατεργασίας, τη διάχυση και την απόθεση των στερεών στο εσωτερικό των πηλών, είναι σαφές ότι τα διαλύματα των σιλανίων υπερέχουν έναντι και των άλλων δύο κατηγοριών υλικών τα οποία ως αιωρήματα και μάλιστα πυκνά δεν παρουσιάζουν αξιόλογη απορρόφηση. Επίσης, τα αποτιθέμενα στερεά εντοπίζονται κυρίως στα εξωτερικά στρώματα του πηλού. Τα σιλάνια, έχοντας πολύ μικρό ιξώδες, μπορούν να εμποτίσουν σε μεγάλο βάθος τον πηλό και να αποθέσουν SiO2 ή του μικρού μοριακού βάρους πολυσιλάνιου αντίστοιχα. Στην περίπτωση των σιλανίων χρειάζεται όμως έλεγχος της κατεργασίας μετά τον εμποτισμό, προκειμένου να αποφύγουμε απότομη και έντονη εξάτμιση του διαλύτη, διότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά και την απόθεση μεγάλης ποσότητας του στερεωτικού υλικού στα εξωτερικά στρώματα. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της συμβατότητας, τα υλικά κατεργασίας που αποθέτουν ανόργανα συστατικά στους πόρους του πηλού, αξιολογούνται θετικά και αυτά είναι οι δύο κολλοειδείς διασπορές Ca(OH)2 και από τις οργανικές ενώσεις του πυριτίου το
Funcosil 100, το οποίο αποθέτει καθαρό άμορφο SiO2. Από τα υπόλοιπα δύο το πολυξισιλάνιο το οποίο αποτίθεται από την κατεργασία με Funcosil SL είναι περισσότερο συμβατό με τη σύσταση των πηλών παρά η ακρυλική ρητίνη η οποία είναι ελάχιστα συμβατή με τη σύσταση και την υφή του υποστρώματος. Σε ό,τι αφορά στις τιμές των φυσικών παραμέτρων που ελέγχουν την απορρόφηση νερού και τη διάχυση της υγρασίας, φαίνεται πως οι κατεργασίες με τα αιωρήματα Ca(OH)2 έχουν σχετικά μικρή επίδραση, ενώ αντίθετα η κατεργασία με το Funcosil SL προκαλεί έντονη μεταβολή (υδρόφοβη) στη συμπεριφορά του υδρόφιλου αρχικά πηλού όπως φαίνεται από τα αποτελέσματα των μετρήσεων των παραμέτρων αυτών. Η ρητίνη εμποτίζει τον πηλό με σχετική δυσκολία, σχηματίζει φιλμ στην επιφάνεια, δεν αποδίδει ικανοποιητική συνοχή και δεν μεταβάλλει τα αρχικά φυσικά χαρακτηριστικά του υποστρώματος. Το Funcosil 100 προκαλεί μία ήπια υδρόφοβη μεταβολή, η οποία όμως από ό,τι φαίνεται δεν οδηγεί σε ανένδοτες συνθήκες ως προς τα φαινόμενα μεταφοράς της υγρασίας και ιδιαίτερα της διάχυσης των υδρατμών. Σε ό,τι αφορά στα αποτελέσματα της αύξησης της συνοχής, οι μετρήσεις δείχνουν ότι η κατεργασία με σιλάνια αποδίδει ικανοποιητικότερα: Στην περίπτωση του Funcosil
98
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
100 λόγω της απόθεσης επαρκούς ποσότητας SiO2 το οποίο παίζει το ρόλο του στερεωτικού και στην περίπτωση του Funcosil SL λόγω της απόθεσης της μικρού μοριακού βάρους σιλικονικής ρητίνης (πολυσιλάνιο) η οποία προσδίδει ικανοποιητικές αντοχές στον ιστό του πηλού. Σε ό,τι αφορά στο λεπτό ζήτημα της αντιστρεψιμότητας, η κατεργασία στερέωσης με εμποτισμό μάζας είναι εξ ορισμού πολύ λίγο αντιστρεπτές και ως εκ τούτου, εάν το εξετάσουμε μόνο από την πλευρά της δυνατότητας για επανάληψη της διαδικασίας αυτής θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Funcosil 100 είναι αυτό που δίνει μεγαλύτερα περιθώρια αποκατάστασης πιθανών αστοχιών μετά την επέμβαση. Για την εφαρμογή αυτή καθεαυτή προκρίνονται, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, στις περιπτώσεις όπου η επέμβαση απαιτεί εμποτισμό σημαντικής επιφάνειας σε έκταση, η χρήση του Funcosil 100, διότι
μπορεί να διατηρεί τη συνοχή του πηλού και να ρυθμίζει ήπια τα φαινόμενα διάχυσης του νερού. Στις περιπτώσεις όπου οι κατασκευές από πηλό έχουν σχετική αυτονομία με το άμεσο περιβάλλον της ανασκαφής και ως εκ τούτου με την τάση του εδαφικού νερού να εκβάλει, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αυτόνομα ή συμπληρωματικά (μετά από μία αρχική κατεργασία με το Funcosil 100) το Funcosil SL. Κατά την εφαρμογή θα πρέπει το υλικό που στερεώνεται να εμποτίζεται σε μεγάλο βάθος, συνεπώς θα πρέπει η επιφάνεια να καλύπτεται με κάποιο λεπτό επίθεμα μέσω του οποίου να τροφοδοτείται το υλικό κατεργασίας. Αφού ο εμποτισμός προχωρήσει στο επιθυμητό βάθος, να αφαιρείται το επίθεμα και οι εξωτερικές επιφάνειες να καλύπτονται ώστε να προστατεύονται από την ανεξέλεγκτη εξάτμιση του διαλύτη και από τη μεταφορά της περίσσειας του υλικού στα εξωτερικά στρώματα.
Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ IN SITU ΤΩΝ ΠΗΛΙΝΩΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΩΝ
99
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ASTM C666/C666 M – 06: Standard Method for Resistance of Concrete to Rapid Freezing and Thawing. Caselli, A. & D. Kagi 1995 Methods used to evaluate the efficacy of consolidants on an Australian sandstone. In ICCROM, Methods of evaluating products for the conservation of porous building materials in monuments, International Colloquium, Rome 19-21 June 1995. Rome: ICCROM. Clifton, J. R. & G. J. C. Frohnsdorff 1982 Stone-consolidating materials: A status report. Committee on conservation of historic stone buildings and monuments, Conservation of historic stone buildings and monuments. Washington D.C.: National Academy Press. Elert, K., E. Sebastián, I. Valverde, & C. Rodriguez-Navarro 2008 Alkaline treatment of clay minerals from the Alhambra formation: Implications for the conservation of earthen architecture. Applied Clay Science 39: 122-32. Θεουλάκης, Π., Στεφανής, Ν.Α., Γερογιάννης, Γ. 2008 Η διατήρηση in situ των πήλινων αρχιτεκτονικών κατασκευών στο Δισπηλιό: Χαρακτηρισμός του υλικού και ανάπτυξη πειραματικής μεθοδολογίας για τη στερέωσή του. Ανάσκαμμα 2: 87-94. Karatasios, I., P. Theoulakis, A. Kalagri, A. Sapalidis. & V. Kilikoglou 2009 Evaluation of consolidation treatments of marly limestones used in archaeological monuments. Construction and Building Materials 23: 2803-12. RILEM test n. V Ib: Crystallization test by total immersion (for treated stone). Scherer G.W. & I. J. González 2008 Swelling clays and salt crystallization: Damage mechanisms and the role of consolidants. In Proceedings of the International Symposium in Stone consolidation in cultural heritage: research and practice, Lisbon 6-7 May, 2008 (ed. J. D. Rodrigues & M. J. Mimoso). Lisbon: Laboratório Nacional de Engenharia Civil. Tabasso, M. L. 2008 Testing consolidants. A case study on the selection of consolidants for the plaster of wall paintings. In Proceedings of the International Symposium in Stone consolidation in cultural heritage: research and practice, Lisbon 6-7 May, 2008 (ed. J. D. Rodrigues & M. J. Mimoso). Lisbon: Laboratório Nacional de Engenharia Civil.
100
Π. ΘΕΟΥΛΑΚΗΣ, Ν.BΑ. ΣΤΕΦΑΝΗΣ, Γ. ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ, Κ. ΖΙΩΓΑ, Κ. ΧΑΤΖΗ
Summary In situ preservation of the clayey architectural structures from Dispilio: Laboratory experimental procedure and consolidation treatment evaluation Panagiotis Theoulakis, Nikolaos-Alexis Stefanis, Giorgos Gerogiannis, Katerina Zioga, Katerina Chatzi At the present paper, the second part of the study for the consolidation of the clayey architectural elements and structures that are found at the excavation of the Neolithic settlement of Dispilio, Kastoria, is presented. At the irst part of the study, the characterisation of the material, the investigation of its pathology, the sampling processes, as well as the preliminary, in situ consolidation treatments were analysed. Furthermore, the methodology of the study was developed and a reference to the consolidation materials that were about to be tested was performed. The second part of the research includes the analytical presentation of the experimental
procedure that was conducted in the laboratory, followed by the evaluation of the consolidation the treatments and the materials that were used. The evaluation was based on the alteration of the physical properties of the clay specimens (porosity, capillary rise, water absorption, colour), as well as on their durability to cycles of accelerated ageing (salt crystallisation and freeze-thaw cycles). Complete evaluation of the treatments and the materials will be conducted with the results obtained from complementary tests such as the measurements of mechanical properties and of the assessment of the treatments performed on site.
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ1, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ2 & ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ3
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ ΛΙΜΝΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η γεωμορφολογία είναι η επιστήμη εκείνη που μελετά το γήινο ανάγλυφο, τις γεωμορφές του, την προέλευσή τους, τις διαδικασίες που τις διαμορφώνουν και τις εξελίσσουν στο χρόνο. Οι γεωμορφολόγοι προσπαθούν να εντοπίσουν, να κατανοήσουν, να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν τα χαρακτηριστικά των γεωμορφών και παράλληλα να προσδιορίσουν τη δυναμική τους εξέλιξη σε σχέση με το χρόνο. Ολα αυτά σε συνδυασμό με παρατηρήσεις, αναλύσεις, πειράματα και μαθηματικά ομοιώματα (μοντέλα). Η επιστήμη της γεωμορφολογίας συνδέεται με επιστήμες όπως η γεωλογία, η γεωδαισία, η γεωγραφία, η αρχαιολογία, η περιβαλλοντική μηχανική και γεωτεχνική μηχανική. Οι γεωμορφές διακρίνονται σε εκείνες που βρίσκονται βυθισμένες (κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, στους πυθμένες θαλασσών, ωκεανών και λιμνών) και σε εκείνες 1 2 3
που βρίσκονται στην επιφάνεια, εκτεθειμένες στις ατμοσφαιρικές διεργασίες της επιφάνειας της γης. Η περιοχή, ο χώρος που εκτείνεται μεταξύ των δύο αυτών ειδών των γεωμορφών αποτελεί τον παράκτιο χώρο ή την ακτή (σε θάλασσες η λίμνες) και οι γεωμορφές που δημιουργούνται και εξελίσσονται στην περιοχή αυτή είναι οι παράκτιες γεωμορφές. Το ανάγλυφο της επιφάνειας της γης διαμορφώνεται από τη συνδυαστική δράση των ενδογενών, εξωγενών και κοσμικών διεργασιών. Οι ενδογενείς διεργασίες που περιλαμβάνουν τις τεκτονικές κινήσεις των πλακών, τα θερμικά-βαρυτικά ρεύματα του μανδύα και τις ηφαιστειακές δράσεις, σε συνδυασμό με τις εξωγενείς διεργασίες που διέπονται από φυσικές, χημικές και βιολογικές διαδικασίες (εξαλλοίωσης, διάλυσης, ενυδάτωσης, οξείδωσης, διάβρωσης, αποσάθρωσης κ.ά.), και τη συμμετοχή των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, οδηγούν στη διαμόρφωση του γήινου αναγλύφου. Οι κοσμικές διεργασίες
Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, e-mail: kpavlop@hua.gr Τμήμα Γεωλογίας και Γεωεπιστημών, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γεωγράφος.
102
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
(μετεωρίτες, αστεροειδείς, κοσμική σκόνη και ακτινοβολία) αποτελούν τις λεγόμενες έξω-γήινες διεργασίες που συμμετείχαν και συμμετέχουν ενεργά τόσο στη διαμόρφωση και εξέλιξη του πλανήτη μας όσο και στη δημιουργία και εξέλιξη του ηλιακού μας συστήματος (Παυλόπουλος 2008). Το γήινο ανάγλυφο εξελίσσεται δισεκατομμύρια χρόνια από σήμερα μέσω μιας σειράς φυσικών διεργασιών που εξαρτώνται άμεσα από τις εξωγενείς και ενδογενείς διεργασίες του πλανήτη, την προσφορά ενέργειας, τα είδη και την ποσότητα των πετρωμάτων και της ύλης, καθώς και από το πλήθος των οργανισμών και βιοκοινοτήτων που υποστηρίζονται από το γήινο οικοσύστημα κατά την εξελικτική του πορεία μέσα στο χρόνο. Ετσι λοιπόν η γη είναι ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο σύστημα, ζωντανό, λειτουργικό, εξαρτώμενο από φυσικές και ανθρώπινες διεργασίες σε άμεση εξάρτηση και σχέση με τον χρόνο. Για τον άνθρωπο και με ευρύτερη έννοια για όλους τους οργανισμούς, αποτελεί σημαντικό συστατικό του «χώρου» μέσα στον οποίο ζει, αναπαράγεται και εξελίσσεται, μαζί με το βιοτικό και αβιοτικό περίγυρό του. Οι διεργασίες διαμόρφωσης του γήινου αναγλύφου δημιουργούνται και εξελίσσονται σε φυσικά συστήματα μετά από συνεχείς ή και ασυνεχείς αλληλεπιδράσεις ύλης και ενέργειας, υπό την επίδραση του βαρυτικού και μαγνητικού πεδίου, μικρής η μεγάλης έντασης σε συνάρτηση με το χρόνο. Αν δεχτούμε την ολιστική αντίληψη, ότι η γη συμπεριφέρεται ως ένα ενιαίο σύστημα που μεταβάλλεται (π.χ. «υπόθεση της Γαίας» του J. E. Lovelock, που υποστηρίζει ότι «…τα χαρακτηριστικά των αερίων της ατμόσφαιρας, των πετρωμάτων και των υδάτων στην επιφάνεια και στο εσωτερικό της γης ρυθμίζονται μέσω της ανάπτυξης, του θανάτου, του μεταβολισμού και των άλλων δραστηριοτήτων των έμβιων οργανισμών»), μας οδηγεί στη θεώρηση ότι και οι διεργασίες που διαμορφώνουν το γήινο ανάγλυφο πρέπει να προσεγγίζονται και να ερευνώνται ως διεργασίες που δρουν και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σ’ ένα ενιαίο
σύστημα. Πολλές φορές κάποιες από τις διεργασίες είναι οι «επικρατούσες» και είναι εκείνες που στο μεγαλύτερο βαθμό καθορίζουν τη γέννηση και εξέλιξη των γεωμορφών. Αυτές μπορούμε να τις ταξινομήσουμε και να τις εξειδικεύσουμε ως προς την προέλευσή τους (ενδογενείς, εξωγενείς κ.ά.) με στόχο να κατανοήσουμε και να ερευνήσουμε τον ρόλο τους στη διαμόρφωση και εξέλιξη του αναγλύφου (Παυλόπουλος 2008). Η διαμόρφωση δηλαδή του γήινου αναγλύφου είναι μια δυναμική αλληλεπίδραση ύλης και ενέργειας, σ’ ένα αέναο κύκλο μετασχηματισμού του χώρου και του χρόνου. Η γεωμορφολογική εξέλιξη μιας περιοχής είναι η δυναμική διαδικασία μετάβασης από ένα περιβάλλον σ’ ένα άλλο διαφορετικών συνθηκών, που χαρακτηρίζει μια χρονική περίοδο εξαρτώμενη από τη γεωλογική δομή της περιοχής, την τεκτονική της εξέλιξη, τις επικρατούσες κλιματολογικές συνθήκες, την ένταση και τον χρόνο επίδρασης των διεργασιών, τις ανθρώπινες επεμβάσεις κ.ά. Η μελέτη και διερεύνηση της γένεσης και εξέλιξης των γεωμορφών, καθώς επίσης και των διεργασιών που τις διαμορφώνουν, αποτελεί μια πολύπλοκη συνθετική εργασία ενός πλήθους μεταβλητών παραγόντων, δυναμικά αλληλεξαρτημένων (Παυλόπουλος 2008). Σημαντικό για τον γεωμορφολόγο είναι τελικά, ότι η ικανότητα να μετρά μια δεδομένη παράμετρο, με μια συγκεκριμένη μεθοδολογία και τεχνική, είναι συχνά και ο περιοριστικός παράγοντας σε κάθε μελέτη. Τη στιγμή που μια νέα τεχνική γίνει διαθέσιμη, τότε όλη η επιστημονική διαδικασία θα ανέβει σε υψηλότερο επίπεδο έρευνας και ερμηνείας.
ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Στόχος της εφαρμοσμένης γεωμορφολογίας είναι να προσεγγίζει στο μέγιστο δυνατό βαθμό την πραγματική κατάσταση του ανάγλυφου και των διαδικασιών δημιουργίας του, ανάλογα με τη δυνατότητα των αναλυτικών μεθόδων, σε σχέση με τον χρόνο (παρελ-
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
θόν και μέλλον), παρουσιάζοντας συγκεκριμένες λύσεις και προτάσεις για καθορισμένα πεδία έρευνας, εφαρμογών και κατασκευών. Απαραίτητη προϋπόθεση του γεωλόγου, γεωγράφου που ασχολείται με θέματα εφαρμοσμένης γεωμορφολογίας είναι να χρησιμοποιήσει στο μέγιστο τις γνώσεις του σε θέματα χαρτογραφίας, γεωμορφολογίας, στρωματογραφίας, ιζηματολογίας, μορφοτεκτονικής, συστημάτων γεωγραφικών πληροφοριών (GIS), φωτοερμηνείας, τηλεπισκόπισης, για να επιτύχει τους στόχους που καθορίζει η επιστήμη αυτή. Τα στάδια μιας γεωμορφολογικής έρευνας μπορούν να καθοριστούν παρακάτω: • Αναγνώριση • Αποτύπωση • Ανάλυση • Συσχέτιση • Σύνθεση Αναγνώριση α. Του προβλήματος που οριοθετείται στα ερευνητικά προγράμματα, στις διαχειριστικές εφαρμογές και σε διάφορα κατασκευαστικά έργα. β. Των γεωμορφολογικών συνθηκών που επικρατούν στη στενή και ευρύτερη περιοχή του προβλήματος. γ. Επιλογή και σχεδιασμός μεθοδολογίας προσέγγισης. Αποτύπωση α. Επιλογή κλίμακας χαρτογράφησης. β. Επιλογή μεθόδου χαρτογράφησης. γ. Επιλογή αεροφωτογραφιών και τοπογραφικών χαρτών. δ. Επιλογή ψηφιακών υποβάθρων και δορυφορικών εικόνων, αν κρίνεται απαραίτητο. ε. Επιλογή συμβόλων και υπομνήματος. στ.Γεωμορφολογική χαρτογράφηση των γεωμορφών που εμφανίζονται στην περιοχή. ζ. Εκθεση των αποτελεσμάτων της γεωμορφολογικής χαρτογράφησης. η. Συλλογή και αποτύπωση στοιχείων (στάθμες υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, παροχές ρευμάτων, διατομές, κλίσεις πρανών, χρήσεων γης κ.ά.). Ανάλυση α. Περιγραφική γεωμορφολογική ανάλυση.
103
β. Ποσοτική γεωμορφολογική ανάλυση, εφόσον απαιτείται (υδρογραφικών δικτύων, ριπιδίων, τεκτονικών ασυνεχειών, ευστάθειας πρανών). γ. Σχεδιασμός δειγματοληψίας και δειγματοληπτικών γεωτρήσεων, εφόσον απαιτείται. δ. Επιτόπου δοκιμές (γεωτεχνικές, υδρογεωλογικές) και δειγματοληψίες. ε. Ανάλυση δειγμάτων στο εργαστήριο σε συνδυασμό με τις μεθοδολογίες που απαιτούνται. στ.Ιζηματολογικές, στρωματογραφικές αναλύσεις. ζ. Μικροσκοπικές αναλύσεις, μικροπαλαιοντολογικές, μικρομορφολογικές. η. Γεωχρονολογήσεις. Συσχέτιση α. Με τις γεωλογικές και τεκτονικές συνθήκες της περιοχής. β. Με το σεισμολογικό καθεστώς της περιοχής. γ. Με τις υδρολογικές και υδρογεωλογικές συνθήκες. δ. Με τις γεωτεχνικές ιδιότητες των γεωλογικών σχηματισμών. ε. Με τις κλιματικές (και παλαιοκλιματικές) συνθήκες της περιοχής. Σύνθεση α. Αξιολόγηση και έλεγχος των δεδομένων των αναλύσεων των δειγμάτων. β. Αξιολόγηση της γεωμορφολογικής χαρτογράφησης. γ. Συσχέτιση με δεδομένα άλλων επιστημονικών ειδικοτήτων. δ. Συμπεράσματα, συζήτηση και διαπιστώσεις από τις γεωμορφολογικές αναλύσεις και προσεγγίσεις. ε. Προτάσεις για την επίλυση προβλημάτων εφαρμογών, κατασκευών και διαχειριστικών προγραμμάτων. στ.Πρόβλεψη αντιμετώπισης και τακτικές πρόληψης από γεωμορφολογική θεώρηση, αν υπάρχει θέμα φυσικών καταστροφών. Οι εργασίες και οι παρατηρήσεις εμπεριέχουν ορισμένα στάδια της μεθοδολογικής προσέγγισης (Σχ.1).
104
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
Σχ.1 Διάγραμμα ερευνητικών εργασιών για μια ολοκληρωμένη παλαιογεωγραφική μελέτη
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
1. ΣΚΟΠΟΣ, ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ, ΤΕΧΝΙΚΕΣ 1.1. Γενικά Στα πλαίσια της μελέτης του παλαιοπεριβάλλοντος και των διεργασιών που το διαμορφώνουν στην ευρύτερη περιοχή της νεολιθικής θέσης του, η γεωμορφολογική μελέτη αποτελεί μια από τις βασικές προσεγγίσεις για την αναγνώριση, αποτύπωση, ανάλυση, συσχέτιση και σύνθεση των φυσικών διεργασιών στη διαμόρφωση του ανάγλυφου της περιοχής. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να αναγνωριστούν και να χαρτογραφηθούν οι γεωμορφές που εμφανίζονται στην ευρύτερη περιοχή της λίμνης της Καστοριάς, με στόχο να προσδιοριστούν οι διεργασίες που διαμόρφωσαν το ανάγλυφο από το Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα. Η χρονοστρωματογραφική συσχέτιση των γεωμορφών γίνεται από έμμεσες παρατηρήσεις και στρωματογραφικές παρατηρήσεις του πεδίου και όχι σε αναλύσεις δειγμάτων και γεωχρονολογήσεις. Η διενέργεια αναλύσεων σε δείγματα τεταρτογενών ιζημάτων καθώς και οι απόλυτες χρονολογήσεις αποτελούν το επόμενο βήμα της γεωμορφολογικής μελέτης. Οι περισσότερες από τις επιστήμες της γης έχουν ως αντικείμενο ενδιαφέροντος την παραγωγή χαρτών με διάφορα χαρακτηριστικά (π.χ. εδαφολογικά, γεωλογικά, βοτανολογικά κ.ά.). Μολονότι ο γεωμορφολογικός χάρτης περιέχει ποσοτικά δεδομένα και πληροφορίες άμεσα εφαρμόσιμες, που σχετίζονται με την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις φυσικές διεργασίες, σε πρακτικό επίπεδο αποτελεί ένα βασικό χάρτη που επιδέχεται επεξεργασίας προκειμένου να προσδιοριστούν οι απαραίτητες διεργασίες διαφόρων εφαρμογών. Ο γεωμορφολογικός χάρτης περιέχει μορφές και δείκτες που επηρεάζουν και αφορούν στις ανθρώπινες δραστηριότητες και είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον να καθορίζονται τα πιθανά όρια των πληροφοριών και των εφαρμογών για την εκάστοτε περιοχή μελέτης. Κατά τον Μ. Panizza, ο γεωμορφολογικός
105
χάρτης «μελετά τις μορφές του αναγλύφου και υπό την οπτική της παρουσίασης αναλύει τα αίτια και προσδιορίζει τις διεργασίες που τις δημιουργούν, τις σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ τους καθώς και τα χαρακτηριστικά τους που εξελίσσονται μέσω των φυσικών διεργασιών». Οι γεωμορφολογικοί χάρτες απεικονίζουν τα γεωμορφολογικά στοιχεία μίας περιοχής. Σε αυτούς απεικονίζονται όλα τα απαραίτητα γεωμορφολογικά, λιθολογικά και τεκτονικά χαρακτηριστικά της περιοχής. Οι πληροφορίες που συμπεριλαμβάνουν είναι κυρίως μορφογραφικού και μορφομετρικού χαρακτήρα, ενώ από τη μελέτη και ερμηνεία τους είναι δυνατόν να διεξαχθούν συμπεράσματα για τη γένεση των γεωμορφών και την εξέλιξή τους κατά τη διάρκεια της γεωμορφολογικής ιστορίας της υπό μελέτη περιοχής. Η δημιουργία γεωμορφολογικών χαρτών απαιτεί την επί τόπου αναγνώριση και μελέτη των γεωμορφών της περιοχής, αλλά και την ερμηνεία αεροφωτογραφιών και δορυφορικών εικόνων. Τα αποτελέσματα από τη συνδυαστική μελέτη αναλύονται λεπτομερώς και ερμηνεύονται, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένας ακριβής γεωμορφολογικός χάρτης που θα απεικονίζει όσο το δυνατόν πιο πιστά την υπό μελέτη περιοχή. Ενας γεωμορφολογικός χάρτης μπορεί να περιέχει ποικίλα επίπεδα πληροφορίας, τα οποία καθορίζονται από τις ανάγκες της εκάστοτε μελέτης. Επίσης, η κλίμακα των γεωμορφολογικών χαρτών μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τις ανάγκες της εκάστοτε έρευνας. Ενας γεωμορφολογικός χάρτης μπορεί να απεικονίζει ειδικές κατηγορίες γεωμορφών, όπως για παράδειγμα καρστικές μορφές. Λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη ποικιλία σε κλίμακες και μεθόδους της γεωμορφολογικής χαρτογράφησης είναι φανερό ότι μια σειρά από στοιχεία θα πρέπει να παρουσιάζονται σε ένα βασικό γεωμορφολογικό χάρτη. Αυτά θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα παρακάτω: Πληροφορίες τοπογραφικού υποβάθρου Αφορούν στο τοπογραφικό υπόβαθρο
106
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
που θα χρησιμοποιηθεί για τη γεωμορφολογική χαρτογράφηση. Είναι στην ουσία όλες οι ποσοτικές και ποιοτικές πληροφορίες που είναι δυνατόν να διεξαχθούν από τους τοπογραφικούς χάρτες διαφόρων κλιμάκων. Αυτά μπορεί να αφορούν στις ισοϋψείς καμπύλες, στις πηγές νερού, στο υδρογραφικό δίκτυο, στα λατομεία κ.ά. Πληροφορίες υδρολογίας και υδρογραφίας Αυτές υπάρχουν και στο βασικό τοπογραφικό χάρτη και αφορούν σε ποταμούς, χείμαρρους, πηγές, λίμνες, υγρότοπους, λιμνοθάλασσες και γενικά ό,τι αφορά στο υδρογραφικό δίκτυο και στην υδρολογία, όπως εγκαταλειμμένοι μαίανδροι ποταμών και στόμια εκβολών, ημισελινοειδείς λίμνες, διακλαδιζόμενες κοίτες κ.ά. Πληροφορίες γεωλογικού υποβάθρου και τεκτονικής Αφορούν στη λιθολογία, στην τεκτονική και γενικά σε πληροφορίες που περιέχονται και στους γεωλογικούς χάρτες, όπως τα είδη των πετρωμάτων, τα όρια των γεωλογικών σχηματισμών, τα χαρακτηριστικά των πετρωμάτων (κλίση, σχιστότητα, βαθμό αποσάθρωσης, πυκνότητα διαρρήξεων και διακλάσεων κ.ά.), τεκτονικά χαρακτηριστικά, διευθύνσεις και κλίσεις ρηγμάτων, επωθήσεων και εφιππεύσεων. Μορφομετρία Αναφέρεται κυρίως στα ποσοτικά στοιχεία που αφορούν στα υψομετρικά στοιχεία, στις κλίσεις του ανάγλυφου, των πρανών, στα όρια των γεωμορφών, στις γωνίες και στα μήκη των γραμμικών χαρτογραφικών στοιχείων (τεκτονικές ασυνέχειες, κλάδοι υδρογραφικών δικτύων κ.ά.), στο εμβαδόν επιφανειών ισοπέδωσης, καρστικών και ηφαιστειακών γεωμορφών κ.ά. Μορφογραφία Αναφέρεται στην ποιοτική περιγραφή και στα γεωμετρικά στοιχεία των γεωμορφών. Αποτελεί το βασικό στοιχείο της περιγραφικής γεωμορφολογικής ανάλυσης και είναι σημαντικό να πραγματοποιείται με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, ενώ παράλληλα δίνονται κατευθύνσεις, όπου αυτό είναι
107
δυνατό, για την ποσοτικοποίηση των γεωμορφών. Μορφογένεση Αφορά τις γενετικές διεργασίες, τα μορφογενετικά τους συστήματα και τα μαθηματικά ομοιώματα που διαμορφώνουν το ανάγλυφο μιας περιοχής σε σχέση με το χρόνο. Μορφοχρονολόγηση Είναι η απόλυτη και σχετική χρονολόγηση, η συσχέτιση ιζημάτων, η ομαδοποίηση και η συσχέτιση των γεωμορφών με βάση την ηλικία και τη θέση τους. Μορφοδυναμική Αναφέρεται στο σύνολο των δυναμικών διεργασιών που διαμορφώνουν το γήινο ανάγλυφο. Αναγνωρίζονται συνήθως ως «ίχνη» που αφήνουν ή άφησαν δυναμικές διεργασίες του παρελθόντος (κληρονομημένες γεωμορφές). Η χαρτογράφηση μπορεί να προσανατολίζεται σε δύο τουλάχιστον κατευθύνσεις: την εύρεση και την αναγνώριση των χαρακτηριστικών των γεωμορφών και στην καταγραφή και αποτύπωσή τους σε αναλογικό ή ψηφιακό χαρτογραφικό υπόβαθρο. Ο ερευνητής–χαρτογράφος θα πρέπει να θυμάται ότι και η πιο εξελιγμένη τεχνολογία δεν μπορεί να υποκαταστήσει την εργασία και την έρευνα πεδίου. Ακόμη και η ακριβέστερη, από θέμα ανάλυσης και παραμόρφωσης, δορυφορική εικόνα δεν παύει να είναι μια εικόνα και όχι η πραγματική μορφή και του αναγλύφου. Οι τεχνικές γεωμορφολογικής χαρτογράφησης έχουν ως στόχο την ακριβέστερη προσέγγιση και χαρτογράφηση των επιμέρους χαρακτηριστικών. Η χρήση τεχνολογιών, όπως αυτή των GPS και DGPS (Differential GPS) και των ψηφιακών GIS χαρτών, κατά την εργασία πεδίου, αποσκοπεί στην ακριβέστερη και λεπτομερέστερη αποτύπωση των γεωμορφών και των χαρακτηριστικών τους καθώς και στη μετέπειτα επεξεργασία τους. Η πιο σύγχρονη και παράλληλα πιο ακριβής τεχνική γεωμορφολογικής χαρτογράφησης περιλαμβάνει τη χρήση των Συστημά-
108
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
των Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) και Συσκευές Παγκόσμιου Εντοπισμού Θέσης (GPS) ή DGPS κατά τη διάρκεια της εργασίας πεδίου. Με τον τρόπο αυτό καταγράφονται με ακρίβεια τα γεωγραφικά στοιχεία των χαρακτηριστικών που συλλέγονται στο ύπαιθρο, καταχωρείται η περιγραφική τους πληροφορία και δύναται να αναλυθούν οι οντότητες τόσο γεωγραφικά, όσο και ποσοτικά. Τα Συστήματα Γεωγραφικών Πληροφοριών (GIS) παρέχουν επίσης τη δυνατότητα χαρτογραφικής απόδοσης με δόκιμα σύμβολα που είτε λαμβάνονται από βιβλιοθήκη συμβόλων, είτε δημιουργούνται επί τούτου και προστίθενται σε αυτή. Συνοψίζοντας, η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε είναι η παρακάτω: • Χρήση τοπογραφικών υποβάθρων κλίμακας 1:5000 και 1:50000 της ΓΥΣ. • Ζεύγη αεροφωτογραφιών της ΓΥΣ των ετών 1980 κλίμακας 1:30.000 και 1969 κλίμακας 1:40.000. • Γεωλογικά φύλλα ΙΓΜΕ, Αργος Ορεστικό και Καστοριά κλίμακας 1:50000. • Γεωμορφολογική χαρτογράφηση και συλλογή γεωμορφολογικών και γεωλογικών δεδομένων στο πεδίο Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008. • Ψηφιοποίηση και επεξεργασία υποβάθρων με τo λογισμικό Arc Map 9. • Εξαγωγή θεματικών χαρτών λιθολογίας, κλίσεων αναγλύφου, έκθεσης. • Συσχέτιση των επιμέρους θεματικών χαρτών κλίσεων και έκθεσης για την παρουσία κρημνών, επιφανειών επιπέδωσης κ.ά. • Δημιουργία Ψηφιακού Μοντέλου εδάφους. • Δημιουργία γεωμορφολογικού χάρτη. • Σύνθεση αποτελεσμάτων.
1.2. Εισαγωγή του χάρτη της περιοχής μέσω scanner στον ηλεκτρονικό υπολογιστή Στη συγκεκριμένη μελέτη έγινε εισαγωγή τεσσάρων χαρτών, κλίμακας 1:50.000. Για κάθε κομμάτι του χάρτη δίνονται οι γε-
ωγραφικές συντεταγμένες τεσσάρων γνωστών σημείων με τέτοια ακρίβεια, ώστε το σφάλμα να είναι μηδενικό στην καλύτερη περίπτωση ή τουλάχιστον μικρότερο του 2 (rms < 2). Η διαδικασία αυτή ονομάζεται image registration. Με τη διαδικασία της αγκίστρωσης ή γεωαναφοράς του χάρτη (Georeferencing) εισάγουμε τις συντεταγμένες που έχουμε βρει, στις τέσσερις γωνίες κάθε χάρτη. Τα βήματα που ακολουθούμε για τη διαδικασία αυτή είναι τα εξής: 1. Γίνεται προσθήκη της εικόνας στο υποπρόγραμμα ArcMap η οποία αντιστοιχεί στο σαρωμένο χάρτη. (Προαιρετικά και του βοηθητικού θεματικού επιπέδου που θα χρησιμοποιηθεί σαν οδηγός για τη γεωαναφορά). 2. Κατάδειξη σημείων ελέγχου στην εικόνα για τα οποία γνωρίζουμε τις πραγματικές συντεταγμένες τους τις οποίες και εισάγουμε (άμεσα με πληκτρολόγηση ή έμμεσα με τη χρήση του βοηθητικού θεματικού επιπέδου). 3. Οταν επιτευχθεί ικανοποιητική ακρίβεια (έλεγχος του RMS error), γίνεται αποθήκευση της πληροφορίας ακρίβειας γεωαναφοράς η οποία αναφέρεται στο αρχείο της εικόνας. Η διαχείριση του νέου θεματικού επιπέδου που δημιουργήθηκε και η προσθήκη σε αυτό γεωγραφικών οντοτήτων υλοποιείται με τη χρήση του λογισμικού ArcMap (Σχ.2).
1.3 Δημιουργία - διαμόρφωση διανυσματικών και ψηφιδωτών αρχείων (raster) δεδομένων Για την πληρέστερη ψηφιακή κωδικοποίηση των γεωγραφικών δεδομένων, εκτός από τη θέση, καταγράφονται και τα περιγραφικά τους χαρακτηριστικά. Σε κάθε διανυσματικό θεματικό επίπεδο τύπου shapefile, αντιστοιχεί ένας πίνακας περιγραφών (attribute table), ο οποίος περιέχει τα γνωρίσματα των γεωγραφικών οντοτήτων του. Η προσπέλαση στον πίνακα περιγραφών μπορεί να γίνει τόσο από το υπο-
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
109
1.5 Οι ψηφιοποιημένοι θεματικοί χάρτες ως πηγή πληροφοριών Στο σύνολο των θεματικών χαρτών (Layers) που ψηφιοποιήθηκαν για την υδρολογική λεκάνη της λίμνης της Καστοριάς, διακρίνουμε τις ισοϋψείς, τις λίμνες, τα υδρογραφικά δίκτυα, τα χωριά, τη συνολική λεκάνη με τις υπολεκάνες της, και τέλος τα γεωλογικά στοιχεία της περιοχής. Το πλήθος των πληροφοριών καθώς και οι συνδυασμοί που μπορεί να επιτύχει κανείς είναι πάρα πολλά. Σχ.2 Περιοχή μελέτης
πρόγραμμα ArcCatalog, όσο και από το Arc Map. Ο πίνακας αυτός περιέχει περιγραφικά στοιχεία που σχετίζονται με τις χωρικές οντότητες. Ο πίνακας περιγραφών, σε συνδυασμό με τη χωρική–γεωμετρική πληροφορία, αποτελούν τον πυρήνα ενός τέτοιου θεματικού επιπέδου πληροφοριών.
1.4 Δημιουργία Βάσης Δεδομένων Στηριγμένης σε Γεωγραφικό Σύστημα Πληροφοριών (GIS) Με τη βοήθεια του Γεωγραφικού Συστήματος Πληροφοριών Arcview 9, αφού εισήχθησαν οι χάρτες με κλίμακα 1:50.000 και 1:5000 στον υπολογιστή, με τη βοήθεια scanner, έγινε ψηφιοποίηση των ισοϋψών της λεκάνης απορροής της Καστοριάς ανά 100, ανά 20 και ανά 4 μέτρα. Ψηφιοποιήθηκαν ακόμη: • Ο υδροκρίτης της λεκάνης απορροής • Η επιφάνεια της λίμνης • Οι χείμαρροι που απορρέουν στη λίμνη • Τα χωριά που υπάρχουν στην περιοχή της λεκάνης απορροής της λίμνης • Οι γεωλογικοί σχηματισμοί της λεκάνης απορροής της λίμνης • Η ακτογραμμή της λίμνης • Οι γεωμορφές και γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά στην περιοχή της λεκάνης απορροής.
2. ΥΔΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ Η υδρολογική λεκάνη Καστοριάς αποτελεί υπολεκάνη της λεκάνης απορροής του ποταμού Αλιάκμονα. Ο επιφανειακός υδροκρίτης της λεκάνης αυτής ορίζεται ανατολικά από τις κορυφές Μηλιά (1.236 μ.) και Πύργος (1.413 μ.) της ορεινής περιοχής “Μορίκι” του Ασκιου όρους. Στα βόρεια των στενών Κλεισούρας αναπτύσσεται ο ορεινός όγκος του όρους Βέρνου. Η υδροκριτική γραμμή διέρχεται από τις κορυφές Δούκας (1.623 μ.), Κρόνος (1.680 μ.), Βίτσι (2.128 μ.) και Σπυριδάκης (1.488 μ.). Στη συνέχεια αυτή ακολουθεί νοτιοδυτική κατεύθυνση, διέρχεται από την κορυφή Καζάνι (1.367 μ.), έπειτα, το δυτικό της όριο διέρχεται δύο χιλιόμετρα περίπου δυτικά της πόλεως Καστοριάς, στρέφεται νοτιοανατολικά, διέρχεται τη ράχη Πετρώδες (802 μ.) και καταλήγει στα νότια της λίμνης Καστοριάς. Το εμβαδόν αυτής της υδρολογικής λεκάνης ανέρχεται σε 278 km2, από τα οποία τα 62,6 km2 καταλαμβάνονται από τη λίμνη της Καστοριάς. Το μέσο ετήσιο ύψος βροχόπτωσης στη λίμνη είναι 606 mm, ενώ αυτό σε όλη τη λεκάνη απορροής ανέρχεται σε 729 mm. Η λίμνη τροφοδοτείται από τα όμβρια νερά που πέφτουν στους γύρω ορεινούς όγκους, τα οποία εισρέουν στο χώρο της ως επιφανειακά, ως πηγαία και ως υπόγεια ύδατα, κυρίως στο βόρειο και στο ανατολι-
110
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
κό τμήμα της. Στη λίμνη εκβάλλουν 9 υδατορεύματα, το μεγαλύτερο από αυτά είναι το ρέμα του Ξηροπόταμου που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος της λεκάνης απορροής και εκβάλει στη λίμνη ανάμεσα στις κοινότητες Μαυροχωρίου και Πολυκάρπης του Δήμου Μακεδνών. Ο ποταμοχείμαρρος του Ξηροποτάμου έχει μεγάλη σημασία για τη λίμνη της Καστοριάς, γιατί αποτελεί τον κυριότερο τροφοδότη της λίμνης, με νερό (περίπου 350 lt/sec σε μέση ετήσια βάση), αλλά και με άφθονα φερτά υλικά τα οποία προσχώνουν τη λίμνη. Με τις προσχώσεις του στο ανατολικό τμήμα της λίμνης έχει μειώσει πολύ το βάθος της στο σημείο της εκβολής του. Ακόμη, στο ανατολικό τμήμα, υπάρχουν τα ρέματα Ιστακου και Φωτεινής. Στο δυτικό τμήμα της λεκάνης απορροής, υπάρχουν τα ρέματα Αποσκέπου και Φουντουκλή, ενώ στο βόρειο τμήμα τα ρέματα Μεταμόρφωσης, Τοιχίου, Αγίου Αθανασίου και Βυσσινιάς (Βαφειάδης 1983). Η λίμνη, εκτός από τα ρέματα και το νερό της βροχής, τροφοδοτείται και από πολλές υπολίμνιες πηγές. Παρουσιάζει εκροή προς τον Αλιάκμονα με το φυσικό κανάλι “Γκιόλε” στο στόμιο του οποίου κατασκευάστηκε το 1932 τεχνητό φράγμα με κινητές θυρίδες, ώστε να είναι ελεγχόμενη η στάθμη της λίμνης. Στον ποταμό παροχετεύεται η περίσσεια νερών της λίμνης με τη χρήση του ηλεκτρικού θυροφράγματος. Τα υδατορεύματα που τροφοδοτούν τη λίμνη της Καστοριάς διακρίνονται από άποψη μεγέθους των λεκανών απορροής τους σε τρεις κατηγορίες: Μέσου μεγέθους υδατορεύματα: σε αυτά ανήκει ο Ξηροπόταμος με λεκάνη απορροής Ε = 104,1 km2, η οποία καταλαμβάνει τα 51,29% της λεκάνης απορροής της λίμνης, για αυτό και ασκεί καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία της. Μικρού μεγέθους υδατορεύματα: εδώ υπάγονται όλα τα λοιπά ρέματα που τροφοδοτούν τη λίμνη, με λεκάνες απορροής Ε > 5 km2. Πρόκειται για τους χείμαρρους Απόσκεπου (Σιούτιστας), Βυσσινιάς (Λάκκου),
Τοιχίου, Μεταμόρφωσης και Φωτεινής. Καταλαμβάνουν συνολικά έκταση Ε = 71,52 km2, η οποία αντιστοιχεί στα 35,23% της λεκάνης απορροής της λίμνης, για αυτό και μπορούν να ασκούν ως σύνολο σημαντική επίδραση στην όλη λειτουργία της λίμνης (Σχ.3).
Σχ.3 Υδρογραφικά δίκτυα που απορρέουν προς και από τη λίμνη
Ενδιάμεσες επιφάνειες απορροής: αποτελούν οι επιφάνειες που παρεμβάλλονται μεταξύ των ορεινών λεκανών των ρεμάτων που αναφέρθηκαν προηγουμένως, καθώς και οι επιφάνειες ρεμάτων με Ε < 5 km2. Η συνολική έκτασή τους ανέρχεται σε 27,355 Km2 (13,48%), για αυτό και η σημασία τους παραμένει περιορισμένη ως ασήμαντη. Οι εκβολές των χειμαρρικών υδατορευμάτων στον λιμναίο χώρο συγκεντρώνονται στο ΒΑ τέταρτο της λιμναίας περιμέτρου και εκτείνονται σε μήκος ακτών 10 km, που αρχίζει από τα ανάντη της Καστοριάς και καταλήγει στο Μαυροχώρι (απέναντι από “Βουνό”). Μεταξύ των εκβολών των ρεμάτων μεσολαβούν αποστάσεις από 1.200 έως 4.400 m.
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
Ο χείμαρρος του Απόσκεπου (Σιούτιστας) εκχύνεται αυτοτελώς στο λιμναίο χώρο. Ο κώνος πρόσχωσής του φθάνει σχεδόν μέχρι τις όχθες της λίμνης γι’ αυτό και ταυτίζεται με το δέλτα του. Οι χείμαρροι Βυσσινιάς (Λάκκου), Τοιχίου και Μεταμόρφωσης αναπτύσσουν της ημιπεδινές διαδρομές τους σε παράλληλη έως συγκλίνουσα διάταξη και σε μικρές αποστάσεις μεταξύ τους, δίνοντας έτσι την εικόνα ενιαίου συνόλου. Τα υδατορεύματα αυτά σχηματίζουν τους αλλουβιακούς κώνους πρόσχωσής τους σε σημαντική απόσταση από τις λιμναίες όχθες, στις οποίες δημιουργούν τα δελταϊκά τους ριπίδια. Ο Παλαιοπόταμος (Ξηροπόταμος) εμφανίζει αυτοτελή ανάπτυξη. Κάθε κλάδος του διαμορφώνει αυτοδύναμο κώνο απόθεσης. Στη θέση εκβολής του χειμάρρου στη λίμνη σχηματίζεται ένα σαφές, δελταϊκό ριπίδιο, το οποίο αναπτύσσεται με κατεύθυνση δυτική προς το “Βουνό”. Στη λίμνη παρατηρούνται οι ακόλουθες κινήσεις υδάτων: • Μια γενική, βραδεία, μόνιμη ροή από το άνω τμήμα της λίμνης, στο οποίο εισρέουν νερά διαφόρων χειμαρρικών ρεμάτων, προς το κάτω τμήμα, όπου αυτά εκρέουν διαμέσου της διώρυγας στη θέση “Γκιόλε”. • Ροές, που οφείλονται στους διάφορους πνέοντες ανέμους και δευτερευόντως στη μεταβολή της πυκνότητας των νερών λόγω μεταβολής της θερμοκρασίας στο εσωτερικό της λίμνης. • Ροές στο υπολίμνιο, που σχηματίζονται κατά τις πλημμυρικές παροχές των χειμαρρικών ρεμάτων.
3. ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Η περιοχή μελέτης ανήκει στο μεγαλύτερο μέρος της στην Πελαγονική Ζώνη, ενώ η δυτική πλευρά της αντιπροσωπεύει τμήμα της Υποπελαγονικής Ζώνης και της Μεσοελληνικής Αύλακας (Brunn 1956). Σε γενικές γραμμές στα πετρώματα της
111
περιοχής περιλαμβάνονται προαλπικά μεταμορφωμένα, κρυσταλλοσχιστώδη, ημιμεταμορφωμένα, φυλλιτικά και πλουτωνικά, αλπικά τριαδοϊουρασικά ανθρακικά ιζήματα και μεταλπικά μολασσικά ιζήματα της Μεσοελληνικής Αύλακας, πλειοκαινικά, πλειοπλειστοκαινικά και λιμνοποτάμια ιζήματα, και τέλος χαλαροί τεταρτογενείς σχηματισμοί. Τα κρυσταλλοσχιστώδη και πλουτωνικά πετρώματα της Πελαγονικής Ζώνης αναπτύσσονται στο ΒΑ τμήμα της περιοχής, τα μολασσικά ιζήματα στο ΝΔ τμήμα, ενώ μεταξύ των κρυσταλλοσχιστωδών και μολασσικών πετρωμάτων αναπτύσσονται οι ημιμεταμορφωμέμοι Ανωπαλαιοζωικοί σχηματισμοί και τα ανθρακικά και οφειολιθικά πετρώματα του Μεσοζωικού (Brunn 1956). Πιο αναλυτικά, οι διάφοροι γεωλογικοί σχηματισμοί οι οποίοι απαντώνται στην ευρύτερη περιοχή της λεκάνης απορροής της λίμνης είναι δυνατόν να διακριθούν σε τέσσερις κατηγορίες (Βαφειάδης 1983): Α) Μεταμορφωμένα, ημιμεταμορφωμένα και πλουτωνικά πετρώματα της Πελαγονικής Ζώνης, παλαιοζωικής ηλικίας. Εκτείνονται στο μεγαλύτερο μέρος της ορεινής περιοχής και καλύπτουν το βορειοδυτικό, βόρειο και ανατολικό τμήμα της λεκάνης απορροής. Η υδρολιθολογική συμπεριφορά των διαφόρων αυτών σχηματισμών θεωρείται ότι είναι ενιαία. Β) Ανθρακικά πετρώματα, μεσοζωικής (τριαδικής-ιουρασικής) περιόδου. Καταλαμβάνουν σχετικά μεγάλη έκταση με δυο κύριες περιοχές εμφανίσεως. Η μια βρίσκεται στη ΝΑ περιοχή της λίμνης (υψώματα Κορησού, προφήτη Ηλία) και η δεύτερη, εκτεινόμενη προς τα Δ της λίμνης Καστοριάς, αρχίζει από το ύψωμα Κορίτσα, εντός της λίμνης, και συνεχίζεται προς τα Δ – ΒΔ στην ορεινή ζώνη της Αγίας Τριάδας, καθώς και στην περιοχή του υψώματος Καζάνι (1.367 μέτρα). Οι εμφανίσεις των ασβεστολιθικών πετρωμάτων παρουσιάζουν ιδιαίτερο υδρογεωλογικό ενδιαφέρον, διότι συνδέονται με την εκδήλωση αξιόλογων καρστικών πη-
112
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
γών, άλλες των οποίων ρυθμίζουν τη δίαιτα της λίμνης Καστοριάς και άλλες τροφοδοτούν ορισμένους υδροφόρους γεωλογικούς σχηματισμούς της παραλίμνιας πεδινής περιοχής. Κατά κανόνα, τα ανθρακικά αυτά πετρώματα είναι διερρηγμένα και καρστικοποιημένα σε σημαντικό βαθμό. Γ) Τριτογενείς σχηματισμοί, συνιστάμενοι κατά το μεγαλύτερο μέρος από μολασσικά ιζήματα της Μεσοελληνικής Αύλακας (Μειοκαινικής Περιόδου) και κατά μικρότερο ποσοστό από Πλειο–Πλειστοκαινικές λιμνοποτάμιες αποθέσεις. Τα μολασσικά ιζήματα εκτείνονται στη ΝΔ περιοχή της λίμνης και συνίστανται από μαργαϊκά στρώματα μα ζώνες κροκαλοπαγών ψαμμιτών και ψαμμιτικών ασβεστόλιθων, ενώ υψηλότερα επικρατούν κυανές μάργες. Οι λιμνοποτάμιες αποθέσεις εμφανίζονται Ν-ΝΑ της λίμνης Καστοριάς και εκτείνονται μεταξύ του ρεύματος Γκιόλε και των ασβεστολιθικών πετρωμάτων κατά μήκος των οικισμών Μηλίτσας και Κωσταραζίου. Αποτελούνται από χαλαρά κροκαλοπαγή, αργίλους και χαλαρούς ψαμμίτες. Δ) Τεταρτογενείς αποθέσεις συνιστάμενες από σύγχρονες χαλαρές προσχώσεις κοιλάδων και ιδιαίτερα του Αλιάκμονα, από παλαιότερες αναβαθμίδες, χειμαρρώδεις κώνους, ριπίδια, κορήματα και τέλος λιμναία ιζήματα περιμετρικά της λίμνης. Οι τεταρτογενείς αλλουβιακές αποθέσεις εκτείνονται σε όλη την πεδινή περιοχή γύρω από τη λίμνη της Καστοριάς και αποτελούνται από άμμους, ιλυώδεις άμμους και ιλύες με χαρακτηριστικές δομές διασταυρούμενης στρώσης κατά θέσεις. 4. ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ Η μορφολογία της περιοχής μελέτης είναι το συνδυασμένο αποτέλεσμα της γεωλογικής της δομής, της πρόσφατης τεκτονικής της εξελίξεως και της ενέργειας της διαβρώσεως, η οποία προκαλεί την προοδευτική εξομάλυνση του ανάγλυφου. Παράλληλα, με τη δράση του νερού, τα προϊόντα της
διάβρωσης και της αποσάθρωσης, μεταφέρονται και αποτίθενται στις χαμηλότερες περιοχές. Η μορφολογία της περιοχής αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα της γεωλογικής δομής, της πρόσφατης τεκτονικής δράσης και διαβρωτικής ενέργειας των φυσικών και χημικών παραγόντων. Η διάβρωση αυτή προκαλεί τη βαθμιαία εξομάλυνση του ανάγλυφου, ενώ τα προϊόντα της διάβρωσης, με τη δράση του νερού, μεταφέρονται και αποτίθενται στις χαμηλότερες περιοχές. Με βάση τη γεωλογική δομή και τη σύσταση των πετρωμάτων διακρίνονται τρεις ζώνες διαφορετικού ανάγλυφου: Α) Ζώνη ορεινού ανάγλυφου (γρανιτο-γνευσίων-πλουτώνιων πετρωμάτων) Η ζώνη αυτή περιλαμβάνει την ορεινή, κρυσταλλοσχιστώδη και πλουτωνική μάζα του όρους Βέρνου, η οποία κατεβαίνει μέχρι τη λίμνη της Καστοριάς. Το ανάγλυφο της ζώνης αυτής παρουσιάζει έντονο κατακόρυφο διαμελισμό και έντονα φαινόμενα κατά βάθος διάβρωσης. Β) Καρστικό ανάγλυφο (ανθρακικών πετρωμάτων) Η δεύτερη ζώνη περιλαμβάνει την ασβεστολιθική ανάπτυξη του μεσοζωικού καλύμματος που εκτείνεται από τα υψώματα Κορησού και Πύργου του Ασκιου όρους, μέσω του “Πετρώδους” υψώματος και της χερσονήσου “Κοριτσάς” της Καστοριάς, μέχρι το Τρικλάριο όρος βορειοδυτικά. Τα αναθρακικά πετρώματα γενικά παρουσιάζουν ανάγλυφο μορφής προχωρημένης καρστικοποιήσεως και πιο συγκεκριμένα ρωγμές, έγκοιλα, μικροσπήλαια, δολίνες και επιφάνειες επιπέδωσης. Το υδρογραφικό δίκτυο είναι αραιό και εμφανίζει εποχική απορροή. Η απορροή συντελείται κατά κύριο λόγο με εσωτερική στράγγιση. Τα υδατορεύματα παρουσιάζουν ροή μόνο σε περίπτωση μεγάλης εντάσεως και παρατεταμένων βροχών. Γ) Ανάγλυφο χαμηλών περιοχών Η τρίτη ζώνη συμπίπτει με την παραλίμνια πεδινή έκταση και τη νότια της λίμνης ημιπεδινή περιοχή που καταλήγει στην κοι-
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
λάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Αυτή αποτελείται από ιζήματα της Μεσοελληνικής Αύλακας, πλειοπλειστοκαινικές αποθέσεις και τέλος από ολοκαινικές αποθέσεις. Στις χαμηλές περιοχές των τριτογενών και τεταρτογενών γεωλογικών σχηματισμών, το ανάγλυφο είναι γενικώς ήπιο και ομαλό, με μικρές εδαφικές εξάρσεις και με μικρή κλίση. Στην κατηγορία αυτή ανάγλυφου περιλαμβάνονται οι αλλουβιακοί κώνοι και τα ριπίδια, που σχηματίζονται στις εξόδους των χειμάρρων προς την πεδινή περιοχή, οι παλαιές ποτάμιες αποθέσεις στην περιοχή νότια της λίμνης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από λοφώδες και κυματοειδές τοπογραφικό ανάγλυφο, και τέλος, η παραλίμνια πεδινή έκταση, η οποία χαρακτηρίζεται από σχεδόν οριζόντια επίπεδη τοπογραφία. Στην τελευταία περιοχή εμφανίζονται, κυρίως περιμετρικώς της λίμνης, σύγχρονες δελταϊκές αποθέσεις σε βάρος της λίμνης λόγω της συνεχιζόμενης διαβρώσεως της περιοχής του ορεινού ανάγλυφου. Χαρακτηριστικές είναι οι αναβαθμίδες που εμφανίζονται κατά μήκος του ρέματος Γκιόλε και τα αμέτωπα κρημνών στις Μεσοπλειστοκαινικές αποθέσεις. Ο λιμναίος χώρος αναπτύσσεται σε σημαντικό υπερθαλάσσιο ύψος, περιβάλλεται κατά τις τέσσερις πλευρές του από λοφώδεις εξάρσεις, πλαισιώνεται –σε μεγαλύτερη απόσταση– από υψηλές οροσειρές και διαιρείται από τη χερσόνησο “Κορίτσα” σε δύο τμήματα, ως εξής: το βόρειο ή άνω τμήμα με επιφάνεια 15,13 km2 και το νότιο ή κάτω τμήμα με επιφάνεια 11,47 km2. To παραλίμνιο πεδινό τμήμα που σχηματίζεται έχει μικρό σχετικά πλάτος ανάπτυξης και περιορισμένη έκταση: εμφανίζεται μόνο στο βορειοανατολικό τμήμα της περιμέτρου της λίμνης (από τον Απόσκεπο μέχρι περίπου το Γκιόλε). Ο λιμναίος χώρος εμφανίζει κατά την 50ετία 1932-1982 μια προοδευτική συρρίκνωση η οποία εκφράζεται σε όλα τα μεγέθη του και ιδίως σε ό,τι αφορά την έκταση, το μέσο βάθος και τον όγκο της λίμνης. Η λίμνη της Καστοριάς έχει ορεινό χαρακτήρα, είναι αλπικού τύπου και ανήκει στην
113
κατηγορία των λιμνών με μεσοαλπικό χαρακτήρα. Η υπολίμνια επιφάνεια καλύπτεται από ιζήματα, τα οποία προέρχονται από κλαστικά και βιοχημικά υλικά. Τα πρώτα οφείλονται στην έντονη διάβρωση του περιλίμνιου χώρου και εισέρχονται στο εσωτερικό της λίμνης ως φερτά υλικά των διαφόρων ρεμάτων που την τροφοδοτούν. Τα δεύτερα αποτελούν φυσικά υπολείμματα, λήμματα παραλίμνιων οικισμών και κτηνοτροφικών μονάδων κλπ. Η κοκκομετρική συγκρότηση του βυθού της λίμνης εξαρτάται κυρίως από τις φερτές ύλες που αποτίθενται. Τα αδρομερέστερα υλικά των ιζημάτων, που αποτίθενται στην περίμετρο της λίμνης από τα διάφορα ρέματα, συγκροτούν τις ακτές. Τα λεπτομερέστερα υλικά αποτίθενται στο εσωτερικό του λιμναίου χώρου ακολουθώντας λίγο – πολύ τον υδροδυναμικό νόμο του Darcy της διαλογής (τα χονδρότερα από αυτά κατακάθονται μετά τις ακτές, τα λεπτότερα φθάνουν μέχρι και τα βαθύτερα σημεία της λίμνης). Από αναλύσεις στον υπολίμνιο χώρο και στα πεδινά της παραλίμνιας περιοχής, καθώς και από πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί κατά διαστήματα, προκύπτει ότι ο πυθμένας της λίμνης συγκροτείται από σημαντικές ποσότητες αργίλου και ιλύος. Τα εδάφη έχουν αργιλλοαμμώδη έως αργιλώδη σύσταση και προέρχονται κυρίως από την αποσάθρωση των γρανιτογνευσίων της περιοχής. Η ορεινή περιοχή αναπτύσσεται κυκλικά γύρω από τη λίμνη, καταλαμβάνει συνολική έκταση 203 km2 και χαρακτηρίζεται από σχετικά πυκνό υδρογραφικό δίκτυο. Συγκροτείται από τις λεκάνες απορροής των εξής ρεμάτων (με έκταση λεκάνης > 5 km2): Απόσκεπος, Βυσσινιάς, Τοιχίου, Μεταμόρφωσης, Φωτεινής και παραποτάμου, οι οποίες καταλαμβάνουν επιφάνεια 175,6 km2 (σχ. 3). Οι λοιπές εκτάσεις (27,4 km2) αποτελούν ενδιάμεσες επιφάνειες. Ο τεκτονισμός είναι σημαντικός με αρκετές διακλαδώσεις, ρωγμώσεις και ασυνέχειες, πράγμα που ευνοεί την αποσάθρωση. Στις εκτάσεις
114
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
που συγκροτούνται από ανθρακικά πετρώματα εμφανίζονται έντονα καρστικά φαινόμενα και αραιό υδρογραφικό δίκτυο. Η πεδινή περιοχή αναπτύσσεται στην παραλίμνια περιοχή κυρίως μεταξύ Απόσκεπου, Μαυροχωρίου και Δισπηλιού, καταλαμβάνει έκταση 43,65 km2 και περιλαμβάνει ιζηματογενή εδάφη. Συγκροτείται από τεταρτογενείς αποθέσεις. Στο ανώτερο τμήμα της –ευθύς κατάντη της ορεινής ζώνης– εκτείνονται παλαιοτεταρτογενείς αποθέσεις σε λωρίδες πλάτους 100 m έως 2000 m περίπου. Αυτές αποτελούνται από τους κώνους πρόσχωσης των χειμαρρικών ρεμάτων και από διάφορα κορήματα. Συγκροτούνται κυρίως από αδρομερή υλικά (κροκάλες, λατύπες, χάλικες κλπ.) σε συνδυασμό με αργιλλοϋλιούχα, καθώς και με αμμώδη συστατικά. Στα κατάντη των κώνων εκτείνονται επιφάνειες με πρόσφατα αλλουβιακά (χειμαρρικά) υλικά, που συγκροτούνται από σχετικά αποστρογγυλωμένα, αδρομερή συστατικά (κροκάλες, χάλυκες), καθώς και από λεπτόκοκκες μάζες με σαφώς διαβαθμισμένους ορίζοντες. Ολα αυτά βέβαια συμπλέκονται σχηματίζοντας ένα ετερογενές σύνολο. Το υπόλοιπο τμήμα της λεκάνης καλύπτεται από νεότερες προσχώσεις των χειμαρρικών ρεμάτων. Η λίμνη της Καστοριάς λειτουργεί ως φυσική δεξαμενή απόθεσης ιζημάτων ενός ορεινού υδρογραφικού δικτύου από εννέα ρεύματα με σημαντική χειμαρρικότητα, τα οποία την τροφοδοτούν με νερά και φερτές ύλες.
τους επικρατούντες βόρειους, βορειοανατολικούς και βόρειο δυτικούς ανέμους που πνέουν στην παραλίμνια περιοχή. Εχει σημαντική στερεοπαροχή και η προέλασή του είναι σημαντική όχι μόνο από την ύπαρξη εύκολα αποσαθρούμενων και ευδιάβρωτων πετρωμάτων της λεκάνης απορροής αλλά και εξαιτίας του μικρού βάθους της λίμνης. Είναι πελματοειδούς τύπου. Σε αντίθεση το δελταϊκό ριπίδιο του Τοιχιού αποτελείται από πιο λεπτομερή υλικά ιλύων, αργίλων και ιλυούχων άμμων, παρουσιάζοντας τελείως διαφορετική μορφή από εκείνο του Ξηροποτάμου. Εκτιμάται ότι η στεροπαροχή του υδρογραφικού δικτύου της περιοχής είναι σχετικά μικρή και οι εσωτερικές υπολεκάνες του δικτύου παγιδεύουν σημαντική ποσότητα ιζημάτων. Στο ριπίδιο αυτό αναπτύσσονται αρκετές παλαιοκοίτες που είναι ευδιάκριτες από την ανάλυση των αεροφωτογραφιών. Και για τα δύο ριπίδια το κατώτερο τμήμα
5. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Οι κυριότερες γεωμορφές που χαρτογραφήθηκαν είναι: Δελταϊκά ριπίδια, στις εκβολές των υδατορευμάτων, Ξηροποτάμου και ΤοιχιούΛάκκος ρέματος. Πρόκειται για αλλουβιακές αποθέσεις που για τον χείμαρρο του Ξηροποτάμου το δελταϊκό ριπίδιο αποτελείται κυρίως από άμμους, ιλυούχους άμμους και αργίλους. Η μορφή του διαμορφώνεται από το είδος των ιζημάτων καθώς και από
Σχ.4 Απόσπασμα γεωμορφολογικού χάρτη, δελταϊκό ριπίδιο Ξηροποτάμου
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
115
λεκάνη που λειτούργησε απομονωμένα από τη λίμνη και σε υψόμετρο πάνω από 700 m μέχρι και το Μέσο Πλειστόκαινο. Από την περίοδο του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου πιθανά να ξεκινά η επικοινωνία του με το λιμναίο σύστημα της λίμνης της Καστοριάς. Ανάλογες εμφανίσεις αλλουβιακών κώνων απόθεσης εντοπίστηκαν στις περιοχές Τοιχιού, Απόσκεπου, όπου είναι ολοκαινικής ηλικίας. Τα υλικά που τους αποτελούν είναι κυρίως χάλικες, άμμοι και ιλυούχες άμμοι κατά θέσεις.
Σχ.5 Απόσπασμα γεωμορφολογικού χάρτη, δελταϊκό ριπίδιο Λάκκος ρέμα-Τοιχιού
τους εκτιμάται ότι αποτέθηκε κατά το Ολόκαινο. Για να αποδειχτεί αυτό απαιτείται γεωτρητική έρευνα και δειγματοληψία καθώς και αναλύσεις μικροπανίδας και γεωχρονολογήσεις ιζημάτων. Οι δελταϊκής αυτής της μορφής αποθέσεις και των δύο χειμάρρων καθορίζουν την εξέλιξη του λιμναίου οικοσυστήματος τα τελευταία χιλιάδες χρόνια. Αλλουβιακοί κώνοι απόθεσης, δύο γενεών στις περιοχές της Κορησού, Βασιλικών, Αμπελοκήπων, Κωσταραζίου άνω πλειστοκαινικής και ολοκαινικής ηλικίας. Οι πλειστοκαινικοί κώνοι αποτελούνται από αδρόκοκκα υλικά κροκαλών, χαλίκων και άμμων, ενώ οι ολοκαινικοί κώνοι κυρίως από άμμους, χάλικες και ιλυούχες άμμους. Οι πλειστοκαινικοί αλλουβιακοί κώνοι καταλήγουν στην περιοχή Λιθίου, Κορησού, Σταυροποτάμου σε υψόμετρα μέχρι 660-670 m περίπου και πρέπει να αντιστοιχούν σε παλαιότερη στάθμη της λίμνης. Η περιοχή του Σταυροποτάμου πρέπει να αποτέλεσε μια κλειστή
Σχ.6 Απόσπασμα γεωμορφολογικού χάρτη, άνω πλειστοκαινικοί και ολοκαινικοί αλλουβιακοί κώνοι περιοχής Σταυροποτάμου.
Ανω Πλειστοκαινικές ποτάμιες αναβαθμίδες, στην περιοχή των Αμπελοκήπων, Μηλιάς, Κωσταραζίου μέσα στο Γκιόλε ρέμα σε υψόμετρο 625-630 m. Αυτές αποτελούνται από άμμους και ιλυούχες άμμους και υψομετρικά και γενετικά ταυτίζονται με την αναβαθμίδα των 625 m του Αλιάκμονα, που αποτελεί και το τοπικό βασικό επίπεδο της
116
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
λίμνης σήμερα. Αυτές είναι και οι σχετικά νεότερες αναβαθμίδες και η ηλικία τους εκτιμάται σε Ανω Πλειστοκαινική-Κάτω Ολοκαινική. Κατά την περίοδο εκείνη το βόρειο τμήμα του Γκιόλε ρέματος πρέπει να είχε ροή προς τη λίμνη και να μην επικοινωνούσε με τον Αλιάκμονα. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι οι κλάδοι που συμβάλουν με το Γκιόλε ρέμα στο βόρειο τμήμα έχουν γωνίες συμβολής και διεύθυνση προς τα Βόρεια, βορειοδυτικά. Επίσης οι αναβαθμίδες των 625-630m σταματούν στους Αμπελοκήπους και δεν συνεχίζουν προς τη λίμνη αν υπήρχε συνεχής επικοινωνία και σύνδεση με τη λίμνη. Εκτιμάται ότι η σύνδεση και επικοινωνία του Γκιόλε ρέματος με τη λίμνη και τον Αλιάκμονα πρέπει να έγινε στο διάστημα του τέλους της παγετώδους περιόδου του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου μέχρι και το Κατώτερο Ολόκαινο. Μέσο Πλειστοκαινικές ποτάμιες αναβαθμίδες, στην περιοχή Αργους Ορεστικού, Αμπελοκήπων, Κωσταραζίου, σε υψόμετρο από 650-670 m που αποτελούνται από άμμους και ιλυούχες άμμους κυρίως καθώς και ορίζοντες χαλίκων κατά θέσεις. Πρόκειται για αναβαθμίδες ποτάμιες του Αλιάκμονα που δημιουργήθηκαν όταν αυτός είχε άλλο επίπεδο ροής υψηλότερο από το σημερινό. Οι αποθέσεις αυτές δημιούργησαν φράγμα στο υδρογραφικό δίκτυο της Καστοριάς δημιουργώντας πιθανά και τη λίμνη κατά την περίοδο εκείνη. Αργότερα, πιθανά κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο, ο Αλιάκμονας διέβρωσε κατά βάθος τις αποθέσεις του εξαιτίας της μεταβολής του βασικού του επιπέδου λόγω μεταβολής της σταθμών των λιμνών κατάντη της ροής του (τοπικό βασικό επίπεδο), λόγω τεκτονισμού η εξαιτίας και συνδυασμού των δύο παραγόντων. Εγκιβωτισμένες κοίτες, ιδιαίτερα στα χαμηλότερα σημεία των δελταϊκών ριπιδίων κοντά στη λίμνη οφειλόμενες είτε στις μεταβολές της στάθμης της λίμνης είτε στην τεχνητή διευθέτηση. Κρημνοί, κυρίως στους ανθρακικούς σχηματισμούς του Αγ. Νικολάου, του Πετρώδους με μεγάλο ύψος από 100-300 m
περίπου. Αυτοί οφείλονται στην οπισθοδρομούσα διάβρωση των μετώπων και στις διεργασίες της μηχανικής αποσάθρωσης. Κρημνοί μικρότερου ύψους εμφανίζονται στις Μέσο Πλειστοκαινικές ποτάμιες αποθέσεις, όπου κρημνοί εμφανίζονται ως μέτωπα των αναβαθμίδων με ύψος 20-30 m. Ακτές με μικρή κλίση, ομαλές, που εμφανίζονται σε μεγάλος μήκος των ακτών της λίμνης και ιδιαίτερα στα δελταϊκά ριπίδια. Ακτές απόκρημνες με μεγάλη κλίση, με ή χωρίς ίζημα, εμφανίζονται στην περιοχή του ασβεστολιθικού όγκου της πόλης της Καστοριάς. Αυτές είναι ανθεκτικές στη διάβρωση και τα υλικά που κατά θέσεις εμφανίζονται στη βάση των ακτών αυτών προέρχονται από κύρια από τη μηχανική αποσάθρωση. Επιφάνειες επιπέδωσης στα 1.100 m περίπου που εμφανίζονται στους ανθρακι-
Σχ.7 Απόσπασμα γεωμορφολογικού χάρτη, μέσο- άνω Πλειστοκαινικές και άνω Πλειστοκαινικές αναβαθμίδες περιοχής ΔισπηλιούΚωσταραζίου.
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
κούς σχηματισμούς του όρους Κορησός και γενετικά τοποθετούνται στην περίοδο του Μειοκαίνου. Σ’ αυτές αναπτύσσονται καρστικές κοιλάδες και εμφανίζεται ένα έντονο καρστικοποιημένο ανάγλυφο. Ιζήματα, προϊόντα της αποσάθρωσης των ασβεστολίθων καλύπτουν τμήματα της επιφάνειας. Επιμήκεις τομές κυρίων κοιτών Ξηροποτάμου και Γκιόλε ρέματος Στην επιμήκη τομή της κύριας κοίτης του Ξηροποτάμου και σε απόσταση 8 km καθώς και σε απόσταση 2,5 km περίπου από την εκβολή του, εμφανίζονται δύο σημεία κάμψης της κεντρικής κοίτης σε υψόμετρα 670-680 m και 640-650 m αντίστοιχα. Παράλληλα πίσω από αυτά αναπτύσσονται και δύο επιφάνειες σε ανάλογα υψόμετρα. Το σημείο κάμψης και η ανάλογη επιφάνεια των 640-650 m αντιστοιχεί πιθανά σε παλιά στάθμη της λίμνης του μέσο-ανωτέρου Πλειστοκαίνου και βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις Μέσο Πλειστοκαινικές αναβαθμίδες του Αλιάκμονα. Το δεύτερο σημείο κάμψης και η αντίστοιχη επιφάνεια αντιστοιχεί στα όρια της κλειστής λεκάνης ΣταυροποτάμουΒασιλείας και υψομετρικά αντιστοιχεί και στη βάση των άνω Πλειστοκαινικών αλλουβιακών κώνων του νότιου τμήματος αυτής (Λιθίου, Κορησού κ.ά.). Στην επιμήκη τομή της κύριας κοίτης του Γκιόλε ρέματος παρατηρείται βασική διαφοροποίηση στην κεντρική του κοίτη σε απόσταση 6 km από την εκροή του από τη λίμνη. Μέχρι τη θέση αυτή η κλίση του
Σχ.8 Επιμήκης τομή της κεντρικής κοίτης του Ξηροποτάμου
117
είναι πολύ μικρή, ενώ από εκεί μέχρι τη συμβολή του με τον Αλιάκμονα σε υψόμετρο στα 600m περίπου η κλίση της κοίτης είναι μεγάλη. Παράλληλα η επιφάνεια που αντιστοιχεί στο επίπεδο ροής με μικρή κλίση αντιστοιχεί υψομετρικά στις άνω πλειστοκαινικές αναβαθμίδες του Γκιόλε ρέματος και του Αλιάκμονα. Αυτή η διαφοροποίηση τεκμηριώνει και την οπισθοδρομούσα διάβρωση του νοτίου τμήματος του Γκιόλε ρέματος που η εξέλιξή του ελέγχεται από τον Αλιάκμονα.
Σχ.9 Επιμήκης τομή της κεντρικής κοίτης του Γκιόλε ρέματος
Χάρτες κλίσεων και έκθεσης Ο χάρτης κλίσεων σε συνδυασμό με τον χάρτη έκθεσης έδωσε σημαντικά στοιχεία για την χαρτογράφηση των κρημνών και των επιφανειών επιπέδωσης. 6. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν από τη γεωμορφολογική μελέτη της ευρύτερης περιοχής της λίμνης της Καστοριάς είναι: Το Γκιόλε ρέμα είναι το μοναδικό υδατόρευμα που εμφανίζει αναβαθμίδες απ’ όλα τα υδρογραφικά δίκτυα που περιβάλλουν τη λίμνη της Καστοριάς. Η παρουσία των Ανω Πλειστοκαινικών ποτάμιων αναβαθμίδων των 625-630 m που υψομετρικά συσχετίζονται με την αναβαθμίδα των 620-625 m του Αλιάκμονα και φανερώνει ότι η εξέλιξη τους, καθώς και του
118
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
Σχ.10 Χάρτης κλίσεων περιοχής μελέτης
Σχ.11 Χάρτης έκθεσης περιοχής μελέτης
νότιου τμήματος του Γκιόλε ρέματος συνδέεται άμεσα (ακολουθεί) με την εξέλιξη του Αλιάκμονα. Το νότιο τμήμα του (από Αμπελόκηπους μέχρι τη συμβολή με Αλιάκμονα) λειτούργησε και εξελίχθηκε διαφορετικά από το βόρειο τμήμα του (από Αμπελόκηπους προς λίμνη Καστοριάς). Βασικός λόγος η ύπαρξη αναβαθμίδων στο νότιο, απουσία αναβαθμίδων στο βόρειο και το γεγονός ότι το βόρειο τμήμα ακολουθεί τη μορφή και εξέλιξη των άλλων υδρογραφικών δικτύων που απορρέουν στη λίμνη και επηρεάζονται από τις μεταβολές των σταθμών της λίμνης. Το νότιο τμήμα του Γκιόλε ρέματος συνδέθηκε με το βόρειο τμήμα του εξαιτίας της οπισθοδρομούσας διάβρωσης του νοτίου τμήματος που ενώθηκε (πειρατία) με το βόρειο και άρχισε η επικοινωνία της λίμνης με τον Αλιάκμονα. Η λίμνη για ένα μεγάλο διάστημα, πιθανά από το Μέσο Πλειστόκαινο μέχρι τη σύνδεση μέσω του Γκιόλε με τον Αλιάκμονα (πιθανά μετά το Ανώτερο Πλειστόκαινο,) παρέμεινε ένα σχετικά κλειστό σύστημα που δεν επικοινωνούσε με τον Αλιάκμονα.
Η σύνδεση της λίμνης με τον Αλιάκμονα εκτιμάται μετά το Ανώτερο Πλειστόκαινο. Οι Πλειστοκαινικοί αλλουβιακοί κώνοι στο υδρογραφικό δίκτυο του Ξηροποτάμου της Κορησού, της Λιθιάς και της Βασιλειάς φαίνεται να καταλήγουν σε υψόμετρο 680700 m περίπου και πιθανά να αντιπροσωπεύουν ένα παλαιό τοπικό βασικό επίπεδο απόθεσης. Το τοπικό αυτό βασικό επίπεδο πρέπει να αποτελούσε η κλειστή λεκάνη του Σταυροποτάμου-Βασιλείας. Η κλειστή λεκάνη ΣταυροποτάμουΒασιλείας έχει αρκετά καλά ανεπτυγμένους εδαφικούς ορίζοντες και πρέπει να αντιστοιχεί στο Κατώτερο Πλειστόκαινο. Το δελταϊκό ριπίδιο του Ξηροποτάμου είναι πελματοειδούς τύπου και διαφέρει από εκείνο του Λάκκα ρέματος τόσο ως προς τη σύσταση και προσφορά των ιζημάτων όσο και από τις ανεμολογικές και λιμνολογικές συνθήκες των δύο περιοχών. Πιο λεπτομερή υλικά, ιλύδη, αργιλο-αμμώδη, επικρατούν στην εκβολική περιοχή Λάκκα ρέμα, σε σχέση με την εκβολική περιοχή του Ξηροποτάμου όπου επικρατούν ιλυώδεις άμμοι, ιλύες και άμμοι. Σημαντική ποσότητα αδρομερών ιζημάτων παγιδεύεται
ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΗ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ
στην ανάντη του Λάκκα ρέματος κλειστή λεκάνη, σε αντίθεση με τον Ξηροπόταμο, όπου η προσφορά ιζημάτων της λεκάνης απορροής τροφοδοτεί ανεμπόδιστα το δελταϊκό ριπίδιο. Οι επιμήκεις τομές κατά μήκος των κυρί-
119
ων κοιτών δίνουν σημαντικές πληροφορίες και τεκμηριώνουν σ’ ένα βαθμό μεταβολές της στάθμης της λίμνης και πιθανά αντιστοιχούν σε μεγάλης κλίμακας και όχι εποχικές μεταβολές (γεωλογικές, κλιματικές).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βαφειάδης, Π. 1983 Υδρογεωλογική Μελέτη της Λεκάνης της Καστοριάς. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης [Διδακτορική Διατριβή]. Brunn, J. H. 1956 Contribution à l’étude géologique du Pinde septentrional et d’une partie de la Macédoine occidentale. Annales Géologiques des Pays Helléniques VII: 1-358. Dermitzakis, M. D., N. K. Symeonidis, L. E. M. de Boer & P. Y. Sondaar 1982 Η Εξέλιξη των Ελεφάντων. Αθήνα: Εκδόσεις του Εργαστηρίου Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Doukas, C. S. & A. Athanassiou 2003 Review of the Pliocene and Pleistocene Proboscidea (Mammalia) from Greece. Deinsea 9: 97110. Κούλη, Κ. 2002 Παλαιοπεριβαλλοντική και Παλαιοοικολογική Αναπαράσταση της Περιοχής του Νεολιθικού Οικισμού Δισπηλιό στη Λίμνη Καστοριάς. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Γεωλογίας [Διδακτορική Διατριβή]. Koufos, G. D. & D. S. Kostopoulos 1993 A stenonoid horse (Equidae, Mammalia) from the Villafranchian of Western Macedonia (Greece). Bulletin of the Geological Society of Greece XXVIII(3): 131-43. Melentis, J. K. 1966 Die pleistozäne Säugetierfauna des Beckens von Haliakmon (Griechenland). Annales Géologiques des Pays Helléniques XVII: 247-65. Παναγοπούλου, Ε., Κ. Χαρβάτη, Π. Καρκάνας, Α. Αθανασίου, Π. Ελεφάντη & S. R. Frost 2006 Η έρευνα της πρώιμης παλαιολιθικής στην περιοχή του Αλιάκμονα, νομού Γρεβενών. Το Αρχαιολογικό Εργο στη Μακεδονία και Θράκη 18: 631-40. Παυλόπουλος, Κ. 2008 Σημειώσεις Εφαρμοσμένης Γεωμορφολογίας. Αθήνα: Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Psarianos, P. 1958 Neue Proboscidierreste aus dem Pleistozän von Mazedonien (Griechenland). Annales Géologiques des Pays Helléniques IX: 221-26. Rassios, A. E. 2004 A Geologist’s Guide to West Macedonia, Greece. Γρεβενά: Αναπτυξιακή Νομού Γρεβενών.
120
ΚΟΣΜΑΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΕΝΤΟΣ, ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΟΤΑΜΠΑΣΗ
Savoyat, E. & D. Monopolis 1971 Geological Map of Greece, 1:50.000, Nestórion Sheet. Athens: Institute of Geology and Mineral Research. Tsoukala, E. 2000 Remains of a Pliocene Mammut borsoni (Hays, 1834) (Proboscidea, Mammalia), from Milia (Grevena, W. Macedonia, Greece). Annales de Paléontologie 86: 165-91. Tsoukala, E. & A. Lister 1998 Remains of straight-tusked elephant, Elephas (Palaeoloxodon) antiquus Falc. & Caut., 1847 ESR-dated to oxygen isotope Stage 6 from Grevena (W. Macedonia, Greece). Bollettino della Società Paleontologica Italiana 37: 117-39. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. (επιστ. επιμ.) 2002 Δισπηλιό, 7500 Χρόνια Μετά. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Summary Geomorphological mapping and evolution of the broader area of Kastoria (Orestias) Lake (NW Greece) Kosmas Pavlopoulos, Athanassios Skentos & Chryssanthi Kotabassi The geomorphological study of the hydrological basin of the lake of Kastoria is necessary for the understanding of the geoenvironment and paleogeography of Dispilio’s Neolithic settlement. The geomorphological study consists of geomorphological mapping, stratigraphy of the Quaternary deposits and composition of palynological and geoarchaeological data. The whole study is based on the collection, process and management of the geographical, geological and
geomorphological data of the area by previous studies and ield work. The development of a geographical information system (GIS) for geo-analysis was very important for this research. The results of the study gave evidence that the lake is on a mature evolution stage, which was formed during the glacial and interglacial age in the Upper Pleistocene, the microclimate changes in the Holocene and the human activities in the Upper Holocene.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, OΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ & ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ*
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην προσπάθεια οριοθέτησης νέων ευρύτερων περιοχών, εντός των οποίων θα αναζητηθούν υπολείμματα σύνθετων ανθρώπινων δραστηριοτήτων που αναπτύχθηκαν κατά το παρελθόν, ο χάρτης, η βιβλιογραφική έρευνα και οι μαρτυρίες ήταν, και παραμένουν ακόμη και σήμερα, βασικά εργαλεία αρχαιολογικής πρόβλεψης. Τοπωνύμια, ερείπια, μεμονωμένοι βράχοι ή άλλα χαρακτηριστικά της γήινης επιφάνειας που χαρτογραφήθηκαν από μηχανικούς πριν πολλά χρόνια, χωρίς να δώσουν ιδιαίτερη σημασία, αλλά προσπαθώντας να κάνουν ως επαγγελματίες καλά τη δουλειά τους, σε πολλές περιπτώσεις οδήγησαν τους αρχαιολόγους σε σημαντικές ανακαλύψεις. Απομνημονεύματα περιηγητών του 19ου αιώνα, κείμενα αρχαίων και νεότερων ιστορικών, δίνουν πολύτιμές πληροφορίες για την οριοθέτηση μιας νέας ευρύτερης περιοχής, με υψηλό αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Στη συ-
νέχεια, μια εκτεταμένη επιφανειακή έρευνα η οποία θα πραγματοποιηθεί είναι πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό επιφανειακών ευρημάτων, κινητών και ακινήτων (αγγεία, όστρακα, εργαλεία, αρχιτεκτονικά λείψανα, κ.ά.). Βάσει της θέσης των ευρημάτων αυτών θα οριοθετηθούν περιοχές μικρότερης έκτασης, σε μικρό αριθμό των οποίων, κατά τη κρίση των αρχαιολόγων, θα πραγματοποιηθούν ανασκαφικές τομές. Το κόστος αυτών αυξάνει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια αν δεν βρεθεί γρήγορα ο ‘‘θησαυρός’’. Κι όμως, το μνημείο μπορεί να ‘‘κρύβεται’’ ακριβώς δίπλα…! Πάντα λοιπόν, οι αρχαιολόγοι έψαχναν τεχνικές και μεθοδολογικές διαδικασίες, που θα επέτρεπαν σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρό κόστος, τον εντοπισμό μιας νέας αρχαιολογικής θέσης, μιας θέσης που η ανασκαφική τομή και κατ’ επέκταση η συστηματική ανασκαφή θα είχε άμεσα αποτελέσμα-
* Τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, Πολυτεχνική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
122
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
τα. Προς αυτή την κατεύθυνση τη δεκαετία του ‘20, εντελώς τυχαία ο άγγλος αρχαιολόγος O.G.S. Crawford παρατήρησε τους σχηματισμούς θαμμένων κέλτικων κατασκευών στις ασπρόμαυρες αεροφωτογραφίες της περιοχής Windmill Hill. Ηταν ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι οι καλυμμένες κατασκευές μπορούν να παρατηρηθούν στις αεροφωτογραφίες, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ηταν ο θεμελιωτής της Εναέριας Αρχαιολογίας (Aerial Archaeology). Ενώ μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί εκατοντάδες εντοπισμοί θαμμένων μνημείων σε όλο τον κόσμο με τη βοήθεια της Εναέριας Αρχαιολογίας, η εμφάνιση των εικονοληπτικών δορυφορικών συστημάτων υψηλής χωρικής ανάλυσης, οδήγησε σε μια νέα τεχνική αρχαιολογικής πρόβλεψης, τη Δορυφορική Αρχαιολογία (Remote Sensing Archaeology). Αν και βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, τα πρώτα δείγματα σε πολλές περιπτώσεις είναι εντυπωσιακά. Η εμπλοκή του Φωτογραμμέτρη Μηχανικού σε αυτό το πολυσύνθετο και ιδιαίτερο θέμα του εντοπισμού μιας νέας αρχαιολογικής θέσης, αφορά σ’ εκείνα τα κομμάτια της έρευνας που έχουν να κάνουν με τον προσδιορισμό των βέλτιστων συνθηκών λήψης (εποχή, ώρα, γωνία λήψης, τηλεπισκοπικό σύστημα λήψης, κ.ο.κ.) για την εμφάνιση των ιχνών, δηλαδή των ‘‘ειδώλων’’ των θαμμένων κατασκευών στις εικόνες, την αποκατάσταση του μετρητικού περιεχομένου και την επεξεργασία των ψηφιακών ή ψηφιοποιημένων αεροφωτογραφιών και ψηφιακών δορυφορικών εικόνων, για την εμφάνιση ή την οπτική βελτίωση των ιχνών. Ο Φωτογραμμέτρης θα ‘‘δώσει’’ με λίγα λόγια στον Αρχαιολόγο, τελικά, το πλήθος, τα γεωμετρικά σχήματα και τις συντεταγμένες της θέσης των ιχνών με μεγάλη χωρική ακρίβεια και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τον υποκαταστήσει, υποστηρίζοντας την ανακάλυψη μιας νέας αρχαιολογικής θέσης. 1 2
Εικ. 1: H αρχαιολογική περιοχή Stonehenge στη νότια Αγγλία από αερόστατο, το 1907 (Renfrew 1995: 75)
ΕΝΑΕΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ: ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Οι πρώτες αεροφωτογραφήσεις αρχαιολογικών θέσεων πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα, με τη φωτογράφηση από αερόστατο της ανασκαφής της ρωμαϊκής αγοράς στη Ρώμη το 1899 από τον αρχαιολόγο Giacomo Boni και του Stonehedge (Εικ. 1) στη νότια Αγγλία το 1907 από τον λοχαγό P.H. Sharpe1. Αεροφωτογράφηση με φωτογραφική μηχανή που ήταν δεμένη στην κοιλιά ενός περιστεριού2, έλαβε χώρα το 1913 σε ανασκαφές στο Σουδάν από τον Sir Henry Wellcome. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος σήμανε και την απαρχή της Εναέριας Αρχαιολογίας, με τη χρήση του αεροπλάνου ως πλατφόρμα για την από αέρα φωτογράφηση αρχαιολογικών καταλοίπων στο όρος Σινά από Γερμανούς αεροπόρους. Στη δεκαετία του ’20 η Εναέρια Αρχαιολογία λαμβάνει το θεωρητικό της υπόβαθρο, με τη διάλεξη που έδωσε ο O. G. S. Crawford στη Βασιλική Γεωγραφική
Guerra & Pilot 2000; Driver 2004; Μηλιαρέσης 2003: 97; Bewley 2003. Renfrew 1996: 78.
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Κοινότητα του Λονδίνου το 1923, παρουσιάζοντας αεροφωτογραφίες των “Celtic fields” (χαρακτηριστικά όρια από χώμα) στην περιοχή Windmill Hill. Το 1928, πραγματοποίησε τη πρώτη μεγάλη για την εποχή συστηματική αεροφωτογράφηση στην περιοχή Wessex, δίνοντας έμφαση στη δυνατότητα της εναέριας αναγνώρισης και χαρτογράφησης των καλυμμένων αρχαιολογικών υπολειμμάτων3. Ο Antoine Poidebard το 1925 υποστήριξε ότι μνημεία που βρίσκονται σε μικρό βάθος κάτω από τη θάλασσα μπορούν να ανιχνευτούν στις αεροφωτογραφίες, και παρουσίασε τον εντοπισμό του αρχαίου λιμανιού στο Λίβανο4. Στην Αυστρία το 1931 πραγματοποιήθηκαν κατακόρυφες αεροφωτογραφήσεις για την υποστήριξη των ανασκαφών στο Braunsberg5. Στην Αμερική το 1921-1922 οι H. R .Wells και A. C. McKinley χαρτογράφησαν για πρώτη φορά, τα μνημειακά αναχώματα της περιοχής Cahokia κοντά στο St. Louis (Illinois), με τη βοήθεια των αεροφωτογραφιών. Ακολούθησαν οι πρώτες λήψεις κατακόρυφων στερεοσκοπικών εικόνων στην ίδια περιοχή από τον Dache M. Reevers. Τα άγνωστα μέχρι το 1930 κανάλια της κοιλάδας του ποταμού Gila στο Hohokams ανιχνεύθηκαν στις αεροφωτογραφίες της πολεμικής αεροπορίας από τον Neil M. Judd, ενώ το ίδιο έτος, νέες αρχαιολογικής θέσεις των Mayas εντοπίστηκαν από τις αεροφωτογραφήσεις που πραγματοποίησαν στο Μεξικό οι Lindberghs6. Συστηματικές εναέριες αρχαιολογικές έρευνες έλαβαν χώρα, ουσιαστικά, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο στην Ευρώπη (Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, Γερμανία, Δανία, Σουη3 4 5 6 7
123
Εικ. 2: Το 1922, μετά την αποστράγγιση της κοιλάδας Trebba, ήρθε στο φως η νεκρόπολη της αρχαίας ελληνορωμαϊκής πόλης Spina, με την ανακάλυψη 1.213 τάφων. Οι αρχαιολογικές έρευνες συνεχίστηκαν και το 1953, μετά την αποστράγγιση της κοιλάδας Pega, όπου ήρθαν στο φως άλλοι 2.000 τάφοι. Η μετέπειτα έρευνα εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εξακρίβωση της ακριβούς θέσης και της μορφολογίας του δέλτα του Πάδου, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στη χωροθέτηση της αρχαίας πόλης. Οι αρχαιολόγοι, οι οποίοι στηρίζονταν αποκλειστικά στα κείμενα των αρχαίων ιστορικών, δεν μπορούσαν να προσδιορίσουν τη θέση και το εύρος του Πάδου. Ομως, το 1965 ο αρχαιολόγος N. Alfieri, χρησιμοποιώντας αεροφωτογραφίες του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, κατόρθωσε να εντοπίσει και να ταυτίσει το αρχαίο δέλτα του Πάδου και στη συνέχεια να ανακαλύψει την αρχαία πόλη (Alfieri 1963).
δία) όσο και στην Αμερική (Η.Π.Α., Μεξικό, Καναδά), και οδήγησαν στον εντοπισμό δεκάδων νέων αρχαιολογικών θέσεων, που χρονολογήθηκαν από τους προϊστορικούς έως τους ιστορικούς χρόνους7. Ενδεικτικά, το 1957 ανιχνεύθηκαν στις ασπρόμαυρες κατακόρυφες και κεκλιμένες αεροφωτογραφίες η περιτείχιση, το οδικό δίκτυο και το κοίλο του θεάτρου της θαμμένης ρωμαϊκής πόλης που χρονολογείται από το 260
Doneus 1996; Μηλιαρέσης 2003: 78; Bewley 2003. Renfrew 1996: 78. Doneus 1996. American Society for Photogrammetry and Remote Sensing 1997: 556-7. American Society for Photogrammetry and Remote Sensing 1997: 579-80; Olesen 2004; Alvisi 1963, American Society of Photogrammetry 1983: 1237; Chevallier R. 1963; Jalmain 1963; Agache 1963, Scollar 1963; Brongers 1963; Alfieri 1963; Dassie 1978: 94.
124
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Εικ. 3: Γαλλία, Somme. Το 1960 ανακαλύφθηκαν πάνω από 350 αρχαιολογικά σύνολα, κυκλικοί τάφροι, δρόμοι, κατασκευές, κ.ά., τα οποία άλλαξαν άρδην το χάρτη των γνωστών προϊστορικών και νεότερων θέσεων της περιοχής (Agache 1963). Αριστερά: ασπρόμαυρη κεκλιμένη αεροφωτογραφία του 1960. Δεξιά: έγχρωμη σύγχρονη κεκλιμένη αεροφωτογραφία της ίδιας θέσης.
π.Χ., στο Φερέντο (Ανω Λάτιο, Ιταλία)8. Ο αρχαιολόγος Ν. Alfieri, το 1965, ανακάλυψε την αρχαία ελληνορωμαϊκή πόλη Spina στην Ιταλία (Εικ. 2), από τις ασπρόμαυρες κατακόρυφες αεροφωτογραφίες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου9. Οι πολυάριθμοι εντοπισμοί μνημείων (Εικ. 3) που πραγματοποιήθηκαν παράλληλα με την εξέλιξη των φωτογραφικών συστημάτων οδήγησαν στην παγκόσμια απο-
δοχή της Εναέριας Αρχαιολογίας στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως βασικό εργαλείο για την ανάδειξη, συντήρηση και διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόκειται για την αρχή της δημιουργίας των Εθνικών Προγραμμάτων Συστηματικής Ερευνας για τον εντοπισμό, χαρτογράφηση, τεκμηρίωση και ταξινόμηση των αρχαιολογικών θέσεων10. Η αρχαία πόλη Eraclea στην Ιταλία (Εικ. 4) ανακαλύφθηκε το 1984 από τις ασπρό-
Εικ. 4: Τα ίχνη της αρχαίας πόλης Eraclea. Εγχρωμη αεροφωτογραφία του 1977 (Pierluigi & Maurizio 1984) 8 9 10
Betti 1963. Alfieri 1963. Bewley 2003; Driver & Musson 1999; Doneus & Neubauer 1998.
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
μαυρες, έγχρωμες και υπέρυθρες κεκλιμένες και κατακόρυφες αεροφωτογραφίες, με ημερομηνίες λήψης από το 1954 έως το 198411. Τα παρατεταμένα ξηρά καλοκαίρια της δεκαετίας του ’90 στην Αγγλία, επέτρεψαν την εμφάνιση μεγάλου αριθμού ιχνών θαμμένων κατασκευών (Εικ. 5.1 και 5.2) στη κοιλάδα Cherwell, βόρεια της Οξφόρδης12. Σήμερα στο North Yorkshire (Αγγλία), οι σύγχρονοι ορθοφωτοχάρτες χρησιμοποιούνται ως υπόβαθρο για τη γεωαναφορά ιστορικών αεροφωτογραφιών, με στόχο τον εντοπισμό και χαρτογράφηση των ρωμαϊκών αναχωμάτων ‘‘Cawthorn Camps’’13.
125
Εικ. 5.1: Σύνθετη προστατευτική τάφρος ρωμαϊοβρετανικής περιόδου. Walden, Essex.
Εικ. 5.2: Ρωμαϊκές τακτοποιήσεις. Crowle, Lincolnshire. Αγγλία, 1996. Από τον Απρίλιο έως το Δεκέμβριο του 1996, ελήφθησαν 4.570 κεκλιμένες έγχρωμες αεροφωτογραφίες, των ευρύτερων περιοχών των ύποπτων αρχαιολογικών θέσεων στη βόρεια και ανατολική Αγγλία, μετά από 415 ώρες πτήσης. Τα αποτελέσματα της φωτοερμηνείας ήταν ο εντοπισμός 2.267 νέων αρχαιολογικών θέσεων και η αύξηση του πλήθους των ιχνών 425 γνωστών θέσεων. Κυρίως, προσδιορίστηκαν θέσεις της Εποχής του Σιδήρου, του Χαλκού και της Ρωμαίο-βρετανικής περιόδου, από τα ίχνη που εμφανίστηκαν σε καλλιέργειες δημητριακών, ζαχαρότευτλων, κ.ά. (Featherstone et al. 1999). 11 12 13
Tozzi & Harari 1984. Bewley 2003; Featherstone et al. 1999. Stone & Clowes 2004.
126
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Εικ. 6: Αγγλία, 2003. Εικόνα του αισθητήρα Lidar στη θέση Stonehenge (Bewley 2003)
Σήμερα, η Εναέρια Αρχαιολογία έχοντας ισχυρές βάσεις στον 20ο αιώνα, στρέφεται στην έρευνα νέων τηλεπισκοπικών αισθητήρων. Ο νέος αερομεταφερόμενος αισθητήρας Lidar έχει κάνει την εμφάνισή του σε αρχαιολογικές εφαρμογές (Εικ. 6), όπου ‘‘μετρώντας’’ μικρές παραλλαγές του αναγλύφου της γήινης επιφάνειας, είναι σε θέση να αποκαλύψει αρχαιολογικές θέσεις που είναι αόρατες με γυμνό οφθαλμό14. Οι υπερφασματικοί αισθητήρες (Hyperspectral, Εικ. 7.1) και οι θερμικοί αισθητήρες (Εικ. 7.2), αξιολογούνται επίσης. Εκτός αυτών, οι αμέτρητες αεροφωτογραφίες αρχείου, σύγχρονες ή ιστορικές, τυχαίας ή προγραμματισμένης λήψης, είναι σίγουρο ότι θα κρατήσουν την Εναέρια Αρχαιολογία στην πρώτη γραμμή της έρευνας, ικανή να οδηγήσει στο μέλλον σε νέες ανακαλύψεις. 14 15
Bewley 2003; Barnes 2003; Kucukkaya 2004. Dassie 1978: 10; Bewley 2003.
Ενας σύγχρονος ορισμός της Εναέριας Αρχαιολογίας είναι: ‘‘Η μέθοδος πρόβλεψης που χρησιμοποιεί αερομεταφερόμενα μέσα για τη λήψη αναλογικών ή ψηφιακών εικόνων της επιφάνειας της γης, με στόχο τον εντοπισμό, την καταγραφή, προστασία και τον έλεγχο των αρχαιολογικών θέσεων’’.15
ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Το υψηλό κόστος, η μικρή χωρική ανάλυση, η έλλειψη εύχρηστων προς το χρήστη λογισμικών επεξεργασίας των δορυφορικών εικόνων, ήταν τα πρώτα χρόνια της εμφάνισης των τηλεπισκοπικών δεδομένων οι βασικοί λόγοι της απουσίας τους από μελέτες αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η βελτίωση αυτών των ανασταλτικών παραγόντων, σε συν-
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Εικ. 7.1: Πολυφασματικές ζώνες
δυασμό με την αύξηση της προσφοράς των δορυφορικών εικόνων (παγχρωματικών, πολυφασματικών και ραντάρ), έκαναν πολλούς ερευνητές να τις χρησιμοποιήσουν, σε συνδυασμό πάντα με τις αεροφωτογραφίες. Το 1983, αρχαιολόγοι, σε συνεργασία με τους επιστήμονες της NASA, αποκάλυψαν ένα εκτεταμένο δίκτυο καλλιεργειών των Maya στο Yucatan (Μεξικό), χρησιμοποιώντας δορυφορικές εικόνες LANDSAT. Εκτός αυτού, ανίχνευσαν μια άγνωστη πόλη με δίδυμες πυραμίδες, που χρονολογείται στην κλασική περίοδο των Maya (600-900 μ.Χ.) και επαναπροσδιόρισαν τη θέση της μεγάλης αρχαίας πόλη Oxpemul, η οποία χάθηκε μέσα στη ζούγκλα μετά την ανακάλυψή της (δεκαετία του ’30)16. Το 1986, ερευνητές του Πανεπιστημίου της Βοστόνης (Η.Π.Α.) συνδυάζοντας δορυφορικές εικόνες LANDSAT-5 (χωρική ανάλυση παγχρωματικής 80 μέτρα και πολυφασμα16 17 18
19 20 21 22 23
127
Εικ. 7.2: Θερμική ζώνη. Κίνα. Ανακάλυψη το 2002 της δυτικής σήραγγας του μαυσωλείου του Qinshihuang (πρώτος αυτοκράτορας της Κίνας), με τη βοήθεια του αερομεταφερόμενου Hyperspectral αισθητήρα OMIS2 (Kelong et al. 2004; Yuqing et al. 2004).
τικής εικόνας 30 μέτρα και 120 μέτρα17) και SIR-A (χωρική ανάλυση εικόνας ραντάρ 40 μέτρα18) αποκάλυψαν ένα δίκτυο καναλιών (Εικ. 8) κάτω από την αραβική έρημο στο βορειοδυτικό Σουδάν19. Η χαμένη αρχαία πόλη Ubar (2800 π.Χ. – 300 μ.Χ.) ανιχνεύθηκε το 1992 στις εικόνες20 του δορυφόρου SIR-C/X-SAR (χωρική ανάλυση εικόνων ραντάρ από 10 έως 25m21) και το 1993 από το δορυφορικό σύστημα LANDSAT-5 προσδιορίστηκαν οι θέσεις αρχαίων ναών των Μaya στη Γουατεμάλα22. Η άγνωστη μέχρι το 1994 αρχαία πόλη Angkor του 9ου αιώνα π.Χ. (Εικ. 9) αποκαλύφθηκε στη Καμπότζη, με τη βοήθεια των δορυφορικών εικόνων του συστήματος SIR-C/X-SAR23.
Renfrew 1996: 80-1. Agrecon 2005; CEOS Yearboo 1995; Fowler 1999; R&D ScanEX 2005; USGS 2005; NOAA 1997; Forte 1999. Fowler & Darling 1998; Fowler 1999; VISIBLE EARTH: A catalog of NASA images and animations of our home planet 2005. Hurtak 1986. NASA 1992. DLR 1997; Fowler 1999; Informatics International 2000, NOAA 1997; Fowler & Darling 1998. Sever 1998; Sever & Irwin 2003. NASA 1995; Fowler & Darling 1998.
128
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Εικ. 9: Η αρχαία πόλη Angkor στην εικόνα του δορυφόρου SIRC/ XSAR (NASA 1995)
Εικ. 8: Δίκτυο καναλιών κάτω από την αραβική έρημο (πάχος άμμου 0.1-2.0 μέτρα) στο βορειοδυτικό Σουδάν. Συνδυασμός δορυφορικών εικόνων Landsat-5 και SIR-A (Hurtak 1986; Fowler & Darling 1998)
Η Δορυφορική Αρχαιολογία βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, αφού οι περισσότεροι ξένοι ερευνητές, αρχαιολόγοι και μη, χρησιμοποιούν κυρίως αεροφωτογραφίες και σε ελάχιστες περιπτώσεις τις συνδυάζουν με δορυφορικές εικόνες. Αρκεί να αναφέρει κανείς ότι έχει αξιοποιηθεί μέχρι σήμερα μόνο το 30% του συνόλου των εικονοληπτικών δορυφορικών συστημάτων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε αρχαιολογικές εφαρμογές βάση της χωρικής και φασματικής τους ανάλυσης24. Αναμένεται, όμως, ότι τα νέα 24 25 26
δορυφορικά συστήματα WordView-1 (0.5 μέτρα στον παγχρωματικό αισθητήρα25) και GeoEye-1 (0.41 μέτρα στον παγχρωματικό και 1.65 μέτρα στον πολυφασματικό αισθητήρα26), να στρέψουν το ενδιαφέρον περισσότερων ερευνητών προς τη Δορυφορική Αρχαιολογία, η οποία εκτός των άλλων εξασφαλίζει: - Γεωγραφικό εύρος. Οι δορυφορικές εικόνες μπορούν να απεικονίσουν την ευρύτερη περιοχή μελέτης με ποικιλία κλίμακας και χωρικής ανάλυσης. Οι δορυφορικές εικόνες υψηλής ανάλυσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη λεπτομερή αρχαιολογική μελέτη και χαρτογράφηση, ενώ οι εικόνες μέσης ή χαμηλής ανάλυσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε γενικότερες περιβαλλοντικές μελέτες, μελέτες τοπίων και γεωμορφολογίας. - Φασματικό εύρος. Ενώ ο άνθρωπος μπορεί να δει μόνο στο ορατό φάσμα του φωτός, τα δορυφορικά συστήματα μπορούν να αποτυπώσουν ταυτόχρονα τις ανακλά-
Καϊμάρης 2006: Παράρτημα Α’: 73-4. http://www.satimagingcorp.com/satellite-sensors/worldview-1.html http://www.satimagingcorp.com/satellite-sensors/geoeye-1.html
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
σεις περισσότερων φασματικών ζωνών από τη γήινη επιφάνεια, όπως της ορατής, της υπέρυθρης, κ.ά. Ετσι, μικρές παραλλαγές της επιφανειακής κάλυψης είναι δυνατόν να ανιχνευθούν πιο εύκολα. Για παράδειγμα οι μικρές μεταβολές της ποιότητας των φυτών της ίδιας καλλιέργειας που οφείλονται στην παρουσία θαμμένων κατασκευών, ανιχνεύονται αποτελεσματικά στην υπέρυθρη περιοχή του φάσματος. - Περιοδικότητα. Η ικανότητα επανάληψης της λήψης της ίδιας θέσης μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα. Επιτρέπει τον προσδιορισμό των αλλαγών του τοπίου και των αρχαιολογικών καταλοίπων μέσα στο χρόνο. - Διαπερατότητα. Η ικανότητα των συστημάτων ραντάρ να διαπερνούν την πυκνή βλάστηση και την άμμο της ερήμου απεικονίζοντας τις κρυμμένες δομές. - Προστασία των αρχαιολογικών καταλοίπων. Ο εντοπισμός νέων αρχαιολογικών θέσεων με μεγάλη χωρική ακρίβεια επιτρέπει τον καθορισμό περιοχών με συγκεκριμένες προδιαγραφές ανοικοδόμησης ή καλλιέργειας, που εξασφαλίζουν τη προστασία των θαμμένων υπολειμμάτων. Κλείνοντας, ένας ορισμός της Δορυφορικής Αρχαιολογίας είναι: ‘‘Η μέθοδος πρόβλεψης, που χρησιμοποιεί διαστημικά μέσα για τη λήψη αναλογικών ή ψηφιακών εικόνων της επιφάνεια της γης, με στόχο τον εντοπισμό, τη καταγραφή, προστασία και τον έλεγχο των αρχαιολογικών θέσεων.’’27
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Γιατί η ελληνική αρχαιολογική κοινότητα γνωρίζει ελάχιστα πράγματα για τα οφέλη της Εναέριας και Δορυφορικής Αρχαιολογίας; Γιατί τελειόφοιτοι των Ελληνικών Αρχαιολογικών Σχολών, κάπου, κάποια στιγμή, άκουσαν ή διάβασαν σε μια παρά27 28
Καϊμάρης 2006: 14. Καϊμάρης 2006.
129
γραφο ενός βιβλίου, δύο λέξεις για την αεροφωτογραφία στην αρχαιολογία; Και είναι λίγο στενάχωρο αν αναρωτηθεί κανείς ότι πρώτος χρησιμοποίησε μεθοδικά αυτές τις τεχνικές αρχαιολογικής πρόβλεψης, ένας Αρχαιολόγος! Στην Ελλάδα λοιπόν, που είναι επιτακτική η ανάγκη του εντοπισμού όλων των άγνωστων μέχρι σήμερα αρχαιολογικών θέσεων και η δημιουργία μιας Ψηφιακής Βάσης Δεδομένων, για τον καθορισμό ζωνών και την επιβολή συγκεκριμένων όρων δόμησης και του είδους της καλλιέργειας, με στόχο την προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, μόνο μια συστηματική επιστημονική έρευνα Εναέριας και Δορυφορικής Αρχαιολογίας, μεγάλης έκτασης, έχει πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα28. Είναι σημαντικό, όμως, να συνειδητοποιήσουμε ότι η συστηματική αποκάλυψη νέων θέσεων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος είναι αποτέλεσμα Διεπιστημονικής Συνεργασίας μεταξύ, κυρίως, του Αρχαιολόγου, του Ιστορικού και του Φωτογραμμέτρη Μηχανικού, που από κοινού θα μελετήσουν εις βάθος μια ευρύτερη περιοχή και θα συνεισφέρουν, από τη θέση του ο καθένας, προς αυτή τη κατεύθυνση.
ΕΡΕΥΝΑ ΕΝΑΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ Το 1998 λειτούργησε το Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στην ‘‘Προστασία, Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού’’. Στα πλαίσια του προγράμματος σπουδών διδάσκεται το μάθημα ‘‘Μέθοδοι και εφαρμογές εναέριας Φωτογραμμετρίας – Φωτοερμηνείας’’, όπου αναλύονται θέματα Εναέριας Αρχαιολογίας.
130
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Το 2002 εκπονήθηκε η Μεταπτυχιακή εργασία με τίτλο ‘‘ΦωτογραμμετρίαΦωτοερμηνεία. Διερευνητικά Εργαλεία στην Αρχαιολογία’’ του μεταπτυχιακού φοιτητή κ. Δημητριού Καϊμάρη, Αγρονόμου Τοπογράφου Μηχανικού, με Επιστημονική Υπεύθυνη την κα Ολγα Γεωργούλα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια του Τμήματος των Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών (Τ.Α.Τ.Μ.) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Α.Π.Θ.). Η έρευνα, λόγω του ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και των ενθαρρυντικών αποτελεσμάτων, συνεχίστηκε σε επίπεδο διδακτορικής διατριβής, η οποία χρηματοδοτήθηκε από το πρόγραμμα ‘‘Ηράκλειτος’’, και η οποία υποστηρίχθηκε στα τέλη του 2006. Στη διδακτορική διατριβή αναπτύχθηκε μια μεθοδολογική διαδικασία, η οποία με τη χρήση ιστορικών και σύγχρονων αεροφωτογραφιών, δορυφορικών εικόνων, ιστορικών και σύγχρονων χαρτών, ιστορικών κειμένων, της
γνώσης των κλιματολογικών συνθηκών και της βλαστικής περιόδου ανάπτυξης των φυτών σε συγκεκριμένη περιοχή μελέτης, κ.ά., με κατάλληλη φωτογραμμετρική επεξεργασία, επιτρέπει τον καθορισμό των βέλτιστων συνθηκών λήψεων ψηφιακών εικόνων για τον εντοπισμό νέων αρχαιολογικών θέσεων. Η μεθοδολογία εφαρμόστηκε σε εκτεταμένη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, από την αρχαία Αμφίπολη έως τους Φιλίππους, επιτρέποντας τον εντοπισμό της θαμμένης αρχαίας Εγνατίας οδού και δεκάδων άλλων παράπλευρων αρχαιολογικών καταλοίπων. Η ερευνητική ομάδα αποτελείτο από τον Υπ. Διδάκτορα κ. Δημήτριο Καϊμάρη και τους επιβλέποντες Καθηγητές κα Ολγα Γεωργούλα, Αν. Καθηγήτρια Τ.Α.Τ.Μ.-Α.Π.Θ., κ. Γεώργιο Καραδέδο, Αν. Καθηγητή Τ.Α.Μ.-Α.Π.Θ. και τον κ. Πέτρο Πατιά, Καθηγητή Τ.Α.Τ.Μ.-Α.Π.Θ. Η ερευνητική ομάδα συνεχίζει την έρευνα σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου.
Γλωσσάριο Κατακόρυφη αεροφωτογραφία: Η απόκλιση του άξονα λήψης από την κατακόρυφο κυμαίνεται από 0ο έως 4ο (μοίρες). Κεκλιμένη αεροφωτογραφία: Η απόκλιση του άξονα λήψης από την κατακόρυφο κυμαίνεται από 4ο έως 45ο (μοίρες). Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία: Είναι κάθε μορφή ενέργειας που κινείται με την ταχύτητα του φωτός υπό μορφή αρμονικών κυμάτων, τα οποία είναι ίσα και χωρικά επαναλαμβανόμενα στο χρόνο. Φασματική ανάλυση: Το πλήθος και το πλάτος των περιοχών της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, στα οποίο είναι ευαίσθητο το τηλεπισκοπικό σύστημα. Παγχρωματική εικόνα: Ασπρόμαυρη εικόνα στην ορατή και εγγύς υπέρυθρη περιοχή του φάσματος (0.4 έως 0.9μm). Πολυφασματική εικόνα: Πολυεπίπεδη έγχρωμη εικόνα, που προκύπτει από το συνδυασμό εικόνων διαφορετικών περιοχών του φάσματος. Υπέρυθρη περιοχή του φάσματος: Από
0.72 έως 15.0 μm, μη ορατή από τον άνθρωπο (ανθρώπινη όραση 0.4 έως 0.7 μm). Θερμικός αισθητήρας: Ανιχνεύει τη θερμότητα της γήινης επιφάνειας, που είναι το αποτέλεσμα της θέρμανσής της από την ηλιακή ακτινοβολία, τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας και τη ροή θερμότητας από το εσωτερικό της γης προς την επιφάνεια (αποτέλεσμα ραδιενεργούς αποσύνθεσης). Είναι ευαίσθητος στις περιοχές της μέσης και μακράς υπέρυθρης ή θερμικής υπέρυθρης, δηλαδή από 3 μm έως 5 μm και από 8 μm έως 14 μm του φάσματος. Εικόνα ραντάρ: Το τηλεπισκοπικό σύστημα εκπέμπει ηλεκτρομαγνητικά κύματα (μικροκύματα, ενίοτε και ραδιοκύματα) και λαμβάνει αναδρομικά τις ανακλάσεις τους από τα αντικείμενα της γήινης επιφάνειας. Η λαμβανόμενη ενέργεια δημιουργεί τις εικόνες των συστημάτων ραντάρ. Η περιοχή των μικροκυμάτων καλύπτει τα μήκη κύματος από 1 cm έως 100 cm, με αντίστοιχες συχνότητες από 26.5 GHz έως 300 MHz.
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
131
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Agache, R. 1963 La prospection aérienne sur sols nus et l’inventaire archéologue de la Somme. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 49-58. Al ieri, N. 1963 Topogra ia antica e aerofotogra ia a Spina. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/83/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 155-60. Alvisi, G. 1963 L’ utilita dei vecchi rilemanti nella ricerca archeologica. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 277-81. American Society of Photogrammetry 1983 Manual of remote sensing. Second edition, Volume II. American Society for Photogrammetry and Remote Sensing 1997 Manual of photographic interpretation. Second Edition. Barnes, I. 2003 Aerial remote-sensing techniques used in the management of archaeological monuments on the British Army’s Salisbury plain training area, Wiltshire, UK. Archaeological Prospection 10: 83-90. Betti, L. 1963 Le trace nella fotoarcheologia. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 59-75. Bewley, H. R. 2003 Aerial survey for archaeology. The Photogrammetric Record 104, Vol. XVIII: 273-91 Brongers, A. J. 1963 Photo-archeology in Holland. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 141-2. Chevallier, R. 1963 Detections aeriennes dans le Sud du department de l’ Aisne”, Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N., 95-108 Dassie, J. 1978 Manual d’ archeologie aerienne. Paris: Editions Technip. Doneus M & W. Neubauer 1998 2D combination of prospection data. Archaeological Prospection 5: 29-56. Driver, T. 2004 AARGnews, Number 28, March 2004, 6. Driver, T. & C. Musson 1999 Aerial archaeology and air photo mapping in Britain. Remote Sensing in Archaeology XI ciclo di lezioni sulla ricerca applicata in Archeologia. Certosa di Pontignano (Siena), 6-11 dicembre 1999: 1-14. Featherstone R., P. Horne, D. Macleod & R. Bewley 1999 Aerial reconnaissance over England in summer 1996. Archaeological Prospection 6: 47-62. Forte, M. 1999 Telerilevamento e paesaggi archeologici tridimensionali. REMOTE SENSING IN ARCHAEOLOGY XI ciclo di lezioni sulla ricerca applicata in Archeologia. Certosa di Pontignano (Siena), 6-11 dicembre 1999: 1-38. Fowler, F. J. M. 2005 An evaluation of scanned CORONA intelligence satellite photography. AARGnews 31: 34-7. Fowler, F. J. M. & P. Darling 1998 Archaeological applications of imaging radar. AARGnews 17: 19-24. Guerra F., Pilot L. 2000 “Historic Photoplanes”, IAPRS, Vol. XXXIII, Part B5, Amsterdam 2000, 611-618
132
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Jalmain, D. 1963 Cinq années de prospection aérienne sur la Basée. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N.: 125-30. Καϊμάρης, Δ. 2006 Φωτογραμμετρική Επεξεργασία Ψηφιακών Εικόνων στην Υπηρεσία της Αρχαιολογικής Ερευνας: Ο Εντοπισμός της Εγνατίας Οδού από την Αμφίπολη έως τους Φιλίππους. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκη, Πολυτεχνική Σχολή, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών ‘Προστασία Συντήρηση και Αποκατάσταση Μνημείων Πολιτισμού’ [διδακτορική διατριβή]. Kelong T., W. Yuqing, D. Qingb, Z. Xiaohu, S. Dewen & N.Xinlong 2004 Remote sensing archaeological research of the irst emperor mausoleum in Qin dynasty (Qinshihuang’s mausoleum). International Conference on Remote Sensing Archaeology Beijing, October 18-21, 2004: 55-64. Kucukkaya , G. A. 2004 Photogrammetry and remote sensing in archaeology. Journal of Quantitative Spectroscopy & Radiative Transfer 88: 83-8. Μηλιαρέσης, Γ. 2003 Φωτορμηνεία-Τηλεπισκόπηση. Αθήνα Εκδοτικός όμιλος ‘‘ΙΩΝ’’. NOAA 1997 Remote sensing for coastal resource managers: An overview. U.S. Department of Commerce, National Oceanic and Atmospheric Administration, National Ocean Service, February 1997. Olesen, H. L. 2004 Arial archaeology in Denmark. AARGnews 28: 28-35. Renfrew, C. 1996 Archaeology: Theories, Methods and Practice Second Edition. Scollar, I. 1963 Physical conditions tending to produce crop sites in the Rhinelad. Archéologie Aérienne, Colloque International, 31/8-3/9/1963, S.E.V.P.E.N., 39-47 Sever L. T. & E. D. Irwin 2003 Landscape archaeology: Remote-sensing investigation of the ancient Maya in the Peten rainforest of northern Guatemala. Ancient Mesoamerica 14: 113-22. Stone, L. J. & M. Clowes 2004 Photogrammetric recordings of the Roman earthworks “Cawthorn Camps”, North Yorkshire. The Photogrammetric Record 106, Vol. XIX: 94-110. Tozzi P. & H. Maurizio 1984 Eraclea Veneta. Immagine di una città sepolta. Parma: Compagnia Generale Ripreseaeree. Yuqing W., T. Kelong, Z. Xiaohu, S. Dewen, D. Qingbo & N. Xinlong 2004 Discuss about the function of remotely sensed images in archaeology. International Conference on Remote Sensing Archaeology Beijing, October 18-21, 2004: 225-33. Αναφορές από το διαδίκτυο Agrecon 2005 Landsat http://www.agrecon.canberra.edu.au/Products/Satellite_imagery/Landsat. asp?nav=2&sNav=1&ssNav=1&open=0 CEOS Yearboo 1995 Satellite mission catalogue http://ceos.cnes.fr:8100/cdrom-97/ceos1/instrum/mission1.htm DLR 1997 Project SIR-C/X-SAR http://www.op.dlr.de/ne-hf/SRL.html
ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
133
Doneus, M. 1996 Aerial Archive http://www.univie.ac.at/Luftbildarchiv/ Hurtak, J. 1986 Subsurface morphology and geoarchaeology revealed by spaceborne and airborne radar. The Academy For Future Science http://www.affs.org/html/geoarcheology.html Informatics International 2000 Mountain Gorilla Protection: A Geomatics Approach: Gorillas in the data base http://www.informatics.org/gorilla/shuttle.html NASA 1992 Lost city of Ubar http://www.jpl.nasa.gov/radar/sircxsar/ubar.html 1995 Angkor, Cambodia http://www.jpl.nasa.gov/radar/sircxsar/angkor.html R&D ScanEX 2005 LANDSAT Data http://www.scanex.ru/en/data/landsat/index.html Satellite Imaging Corporation 2001-9 GeoEye-1 Satellite Imagery / Sensor Speci ications http://www.satimagingcorp.com/satellite-sensors/geoeye-1.html 2001-9 WorldView-1 Satellite Sensor http://www.satimagingcorp.com/satellite-sensors/worldview-1.html Sever, L. Τ. 1998 The Petén, Guatemala Remotely Sensed Features, 12 May 1998 http://www.ghcc.msfc.nasa.gov/archeology/peten_tm.html USGS 2005 Landsat Project http://landsat.usgs.gov/ VISIBLE EARTH: A catalog of NASA images and animations of our home planet 2005 SIR-A: Radar view of China http://visibleearth.nasa.gov/view_rec.php?vev1id=6126
134
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΪΜΑΡΗΣ, ΟΛΓΑ ΓΕΩΡΓΟΥΛΑ, ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΤΙΑΣ
Summary Aerial and remote sensing archaeology Dimitris Kaimaris, Olga Georgoula & Petros Patias This study is a survey of tools for archaeological prospection that are used worldwide and two of their techniques are analyzed, the Aerial and the Remote Sensing Archaeology. Through their development over time and with various applications created at an international level, their contribution to the locali-
sation of undergrounds monuments is widely recognised. In the Faculty of Rural and Surveying Engineering, Aristotle University of Thessaloniki, Greece it is realised for the irst time, a systematic research in the Aerial and Remote Sensing Archaeology, which has led to the detection of hundreds new archaeological sites.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ*
ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…» [Δ. Σολωμός (1823), Υμνος εις την ελευθερία, μετέπειτα (1864) Εθνικός Υμνος της Ελλάδας].
Αλήθεια, βάσει ποιων στοιχείων τεκμηριώνεται η ιερότητα των οστών των Ελλήνων; Και ποια άλλα στοιχεία μπορεί να καθιστούν τα κόκκαλα κάποιων άλλων ανίερα ή ακόμα και μιαρά; Τα παραπάνω ερωτήματα φαντάζουν ρητορικά˙ δεν είναι δα και τόσο… Σε κάθε περίπτωση πάντως, η πρόθεση του υπογράφοντος δεν είναι να καταπιαστεί με την απάντηση αυτών των ερωτημάτων στα πλαίσια του παρόντος άρθρου. Βασική επιδίωξη του υπογράφοντος είναι να τεθεί εξ αρχής ως κυρίαρχο ζήτημα μεθοδολογίας στη συντήρηση και ανάδειξη των ανθρωπίνων υπολειμμάτων, το εξής: η ενασχόλησή *
μας με τα ανθρώπινα υπολείμματα ως υλικά τεκμήρια του παρελθόντος, (οφείλει να) καθορίζεται από το άυλο περιεχόμενο αυτών και κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι συμβατό με τις ανάγκες συντήρησης και έρευνας που προκύπτουν από την υλική τους διάσταση;
ΓΙΑΤΙ, ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΟΙΟΝ ΣΥΛΛΕΓΟΥΜΕ ΚΑΙ ΣΥΝΤΗΡΟΥΜΕ ΤΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Και πρώτα από όλα τι εννοούμε με τον όρο «ανθρώπινα υπολείμματα»; Αν κι αυτός ο όρος συναντάται σε πολλά κείμενα σε ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός διεθνώς. Σύμφωνα με το «Native American graves protection and repatriation act (1990)» και σύμφωνα με το «D.C.M.S. Code of practice guidance for the care of human remains in museums (2005)», ο όρος ανθρώπινα υπολείμματα (human
ΤΕΙ Αθήνας, Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης, Αγίου Σπυρίδωνος 12210, Αιγάλεω. E-mail: gpanag@teiath.gr
136
remains) χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σώμα ή μέρος του σώματος ενός ανθρώπου που έζησε κάποια στιγμή και ανήκει στο είδος homo sapiens. Περιλαμβάνει οστεολογικό και οδοντολογικό υλικό, μαλλιά, τέφρα, μουμιοποιημένους ή αλλιώς διατηρημένους μαλακούς ιστούς (από εσωτερικά ή εξωτερικά όργανα), έμβρυα και λεπτές τομές ανθρώπινων ιστών. Ανθρώπινα υπολείμματα συναντώνται σε αρχαιολογικές, ιστορικές (εθνογραφικές), επιστημονικές και εκκλησιαστικές συλλογές, σε συλλογές φυσικής ιστορίας και σύγχρονης (contemporary) τέχνης. Σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα άλλο απλοϊκό ίσως, αλλά κομβικό για τη συζήτησή μας ερώτημα: Αποτελούν τα ανθρώπινα υπολείμματα τμήμα της πολιτιστικής ή φυσικής κληρονομιάς μας έτσι ώστε να τεκμηριώνεται η ανάγκη προστασίας, συντήρησης, μελέτης και ανάδειξής τους; Αναμφίβολα ναι! (Hubert & Fforde 2004; Fforde 2005). εφόσον αποτελούν τα υλικά τεκμήρια της αρχαιολογικής, της επιστημονικής και φυσικής μας κληρονομιάς (Pearce 1994; Walker 2000), αλλά επιπλέον διότι είναι φορείς ενός εξαιρετικά σημαντικού άυλου περιεχομένου που συνδέεται με ήθη και έθιμα θρησκευτικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές αξίες ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, λαών ή/και εθνών (Pearce 1992, 1994, 1995; Walker 2000). Ακριβώς αυτός ο δυϊσμός της υπόστασης των ανθρωπίνων υπολειμμάτων (υλική και άυλη) έχει, εν πολλοίς, καθορίσει και τη χρήση τους ή καλύτερα ερμηνεύει τα κίνητρα για τη συλλογή τους, κίνητρα που συνδέονται με την επιθυμία για μελέτη και έρευνα, κίνητρα που συνδέονται με θρησκευτικές ή άλλες ιδεολογικές αρχές αυτοπροσδιορισμού ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, κίνητρα που συνδέονται με την επιθυμία του «συλλέκτη» να τονίσει μέσω της «συλλογής», την κοινωνική, εθνική, θρησκευτική, ιδεολογική κυριαρχία του. Τρανό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας είναι οι πολυάριθμες συλλογές ανθρωπίνων υπολειμμάτων εν είδει τροπαίων (Driver 1969, Harner
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
1972; La Barre 1984; White & Toth 1991; Willey & Emerson 1993; Owsley et al. 1994; Chacon & Dye 2008). Σε κάθε περίπτωση πάντως, εφόσον αποδεχόμαστε ότι τα ανθρώπινα υπολείμματα αποτελούν τμήμα της πολιτιστικής και φυσικής μας κληρονομιάς, οφείλουμε να τα προστατεύουμε και να τα διαφυλάσσουμε για τις επόμενες γενιές, μέσω των μουσείων, συνδέοντάς τα με τις τρεις θεμελιώδεις ενότητες που συναπαρτίζουν την έννοια «μουσείο» (Alexander 1996): συλλογή, συντήρηση, έρευνα. Το ερώτημα που γεννάται είναι αν η διαφοροποίηση των κινήτρων του συλλέγειν ανθρώπινα υπολείμματα (όπως προαναφέρθηκε), επηρεάζει τις αρχές, τους στόχους και εν τέλει τη μεθοδολογία συντήρησης και έρευνας. Ο Ορισμός του Επαγγέλματος του Συντηρητή αναφέρει (Αρθρο 2.1) ότι «η εργασία του Συντηρητή συνίσταται στην τεχνική εξέταση, διατήρηση και συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς» (ICOM, Ελλην. Τμήμα 1995). Στο ίδιο, θεμελιώδες για τη δεοντολογία του επαγγέλματος του Συντηρητή, κείμενο (που αποτέλεσε και το πλαίσιο σύνταξης του Κώδικα Δεοντολογίας του Επαγγέλματος Συντηρητή Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης, ΠΕΣΑ 2000), ακολουθεί ένας λεπτομερής προσδιορισμός των υποχρεώσεων του συντηρητή απέναντι στα έργα που συντηρεί, σύμφωνα με τον οποίο «…ο Συντηρητής υποχρεούται να σεβαστεί την αισθητική, την ιστορική, την υλική και δομική αρτιότητα των αντικειμένων, τα οποία αναλαμβάνει να συντηρήσει» και «…ο Συντηρητής και οι συνεργάτες του υποχρεούνται να λαμβάνουν υπόψη τους τον κοινωνικό χαρακτήρα που εμπεριέχει η χρήση των αντικειμένων που συντηρούν, τα οποία εξ ορισμού απευθύνονται σε ένα ευρύ σύνολο χρηστών». Εφόσον η αισθητική αρτιότητα των προς συντήρηση αντικειμένων δεν έχει νόημα όταν συζητάμε για ανθρώπινα υπολείμματα, η προσοχή μας εστιάζει στις άλλες τρεις ιδιότητες: ιστορική, υλική και δομική
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
αρτιότητα. Εκ πρώτης όψεως, η διατήρηση της υλικής και δομικής αρτιότητας των ανθρωπίνων υπολειμμάτων αποτελεί προαπαιτούμενο διατήρησης του ιστορικού τους περιεχομένου. Αν θεωρήσουμε ότι αυτό το ιστορικό περιεχόμενο είναι τελικά η αναδεικνυόμενη μέσω της έρευνας ερμηνεία του υλικού τεκμηρίου (εν προκειμένω ενός ανθρώπινου υπολείμματος), τότε ο ρόλος της συντήρησης στην ανάδειξη της περιεχόμενης ιστορικής πληροφορίας είναι καθοριστικός (Hedges 1987; Παναγιάρης 1996; Panagiaris 2001). Εχουν καταδειχθεί πλέον ότι σε όλα τα στάδια των εργασιών συντήρησης, δηλαδή κατά την προκαταρκτική διαδικασία που απαιτείται για τη διάγνωση και τεκμηρίωση της σύστασης της κατάστασης διατήρησης και της μεθοδολογίας φθοράς του αντικειμένου, κατά το στάδιο επεμβατικής συντήρησης (καθαρισμοί, στερεώσεις, ανατάξεις κλπ), και κατά το στάδιο της προληπτικής συντήρησης (αποθήκευση, έκθεση), οι μέθοδοι και τα υλικά συντήρησης μπορούν να λειτουργήσουν καθοριστικά για την ανάδειξη ή καταστροφή της ιστορικής πληροφορίας (Hedges 1987; Παναγιάρης 1996; Panagiaris 2001). Κατά το στάδιο της διάγνωσης-τεκμηρίωσης, ο συντηρητής παράγει πρωτογενή πληροφορία που συμβάλει ουσιαστικά στην ταφονομική έρευνα και τη μελέτη ταφικών εθίμων (Johnson & Wills 1988; Laurin 1988). Επίσης, μέσα από τα αποτελέσματα πολλών επιμέρους πεδίων της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας στη Συντήρηση (Larsen 1998) προκύπτουν δεδομένα που συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη όμορων επιστημονικών κλάδων, όπως παλαιοντολογία (διαγένεση), εφαρμοσμένη βιολογία (βιοδιάβρωση), φυσικοχημεία κλπ. Από την άλλη μεριά είναι πολλά τα παραδείγματα αποπροσανατολισμού ή παρεμπόδισης της έρευνας που επακολουθεί της προηγηθείσας τεχνικής συντήρησης. Τρανό παράδειγμα, μεταξύ όλων των άλλων, με ολέθρια αποτελέσματα για την αν-
137
θρωπότητα, ως τελικό χρήστη της επιστημονικής έρευνας, είναι η επικράτηση, έως πρόσφατα, της ανθρωπολογικής θεωρίας περί κατάταξης του ανθρώπου του Grimaldi στη νεγροειδή φυλή (Verneau 1906). Η συγκεκριμένη θεωρία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες απόψεις περί βιολογικής και πολιτιστικής εξέλιξης του ανθρώπου και πυροδότησε πολλές συζητήσεις με σημαντικές ιδεολογικές προεκτάσεις. Αποτέλεσε το ιδεολογικό υπόβαθρο των ρατσιστικών θεωριών πάνω στις οποίες πάτησε ο Φασισμός και ο Ναζισμός. Μόλις το 1963, οι Barral & Charles, και λίγο μετά ο Vlcek (1965) υποστήριξαν ότι η παραπάνω θεωρία ήταν απλώς μια πλάνη, εξαιτίας κακής αρχικής ανάταξης του κρανίου!!! Οι Olivier & Mantelin (1973-1974) παρουσιάζουν την νέα ανάταξη του κρανίου του Grimaldi, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο κατατάσσεται μεταξύ των Gro Magnon. Το ζήτημα κλείνει οριστικά από τον Henkel (1989) και αποκαθίσταται κατ’ αυτόν τον τρόπο η «ιστορική αρτιότητα» του κρανίου του Grimaldi! Το παραπάνω παράδειγμα υπογραμμίζει με τον πλέον εμφατικό τρόπο το ότι η δομική αρτιότητα του αντικειμένου στην προκειμένη περίπτωση αποτέλεσε προαπαιτούμενο για τον σεβασμό της ιστορικής αρτιότητας αυτού. Και αυτό διότι η περιεχόμενη ιστορική πληροφορία θα μπορούσε να αναδειχθεί μέσω ερευνητικών μεθόδων που στηρίζονται στη δομική αρτιότητα του αντικειμένου, εν προκειμένω στη βιομετρία. Τι γίνεται όμως όταν η μέθοδος συντήρησης που έχει ως στόχο τη διασφάλιση της δομικής αρτιότητας του αντικειμένου, αντιστρατεύεται τη διάσωση της υπάρχουσας πληροφορίας, διότι εμποδίζει την επακολουθούσα έρευνα (Moore et al. 1989; Hedges 1987; Ioannides et al. 1994); Η, ακόμη «χειρότερα», όταν η μέθοδος συντήρησης, που εφαρμόζεται με κύριο κριτήριο τη διασφάλιση της δομικής αρτιότητας του αντικειμένου, επιφέρει αλλοιώσεις στην υλική αρτιότητα αυτού, εμποδίζοντας την επι-
138
στημονική μελέτη του με τελικό διακύβευμα την ιστορική του αρτιότητα! Ως ενδεικτικά παραδείγματα των ανωτέρω μπορούν να αναφερθούν τα εξής (Panagiaris 2001): • Καθαρισμός οστών από σκληρές επικαθήσεις με χρήση ανόργανων οξέων επιφέρει απώλεια ιχνοστοιχείων και αλλαγή σύστασης του οστού. • Η χρήση στερεωτικών δυσχεραίνει την παλαιοδιατροφική έρευνα (είτε διενεργείται βάσει της ισοτοπικής αναλογίας C/N, είτε βάσει της ανάλυσης ιχνοστοιχείων). • Η χρήση υλικών οργανικής προέλευσης έχει επιπτώσεις στη μέθοδο χρονολόγησης με ραδιάνθρακα. • Η χρήση βιοκτόνων επηρεάζει πάρα πολλές αναλυτικές μεθόδους. Εξίσου σημαντικές είναι οι επιπτώσεις στην υλική και ιστορική αρτιότητα του αντικειμένου από σφάλματα ή παραλείψεις κατά το στάδιο της αποθήκευσης/έκθεσης (σε αυτό δηλαδή που στον «Ορισμό του Επαγγέλματος του Συντηρητή» αποδίδεται με τον όρο «διατήρηση», όπως προαναφέρθηκε). Ενδεικτικά πάλι μπορούν να αναφερθούν τα εξής (Panagiaris 2001): • Εκθεση του αντικειμένου σε χημικά έχει αρνητικές επιπτώσεις σε ασταθή βιομόρια. • Εκθεση του αντικειμένου σε ακτινοβολίες μπορεί να επηρεάσει τις τεχνικές θερμοφωταύγειας και ηλεκτρικού παραμαγνητικού συντονισμού. • Εκθεση σε υψηλές θερμοκρασίες επιφέρει, πιθανώς, την καταστροφή ενεργών βιομόριων. Από την άλλη μεριά, τι γίνεται όταν η έρευνα απαιτεί μερική καταστροφή της υλικής ή/και δομικής αρτιότητας του αντικειμένου (Παναγιάρης 1996); Το δίλημμα είναι συχνό, το θέμα παραμένει ανοικτό και υπογραμμίζει τόσο τον διεπιστημονικό χαρακτήρα της συντήρησης, όσο και την ανάγκη δημιουργίας ενός «κώδικα μεθόδων και υλικών» που θα αποτελούν προτεραιότητα στις επιλογές του συντηρητή όταν ασχολείται με
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
ανθρώπινα υπολείμματα και θα εντάσσονται μέσα σε ένα ευρύτερα αποδεκτό πλαίσιο συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων ειδικοτήτων στην προστασία, μελέτη και ανάδειξη ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Ολα τα παραπάνω βέβαια αποτελούν πτυχές μιας συζήτησης, που έχει τα ανθρώπινα υπολείμματα ως αντικείμενα μελέτης και έρευνας. Και είναι αλήθεια ότι αυτή η διάσταση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων, που ουσιαστικά ξεκινάει και τελειώνει στην ιδιότητά τους ως υλικά τεκμήρια του παρελθόντος, είχε κυριαρχήσει στη σχετική συζήτηση στην Ελλάδα, έως πρόσφατα. Τι γίνεται όμως με εκείνα τα ανθρώπινα υπολείμματα που έχουν συλλεγεί είτε με κίνητρα συνδεόμενα με θρησκευτικές ή άλλες ιδεολογικές αρχές αυτοπροσδιορισμού ολόκληρων κοινωνικών ομάδων, είτε με κίνητρα συνδεόμενα με την επιθυμία του «συλλέκτη» να τονίσει μέσω της «συλλογής» την κοινωνική, εθνική, θρησκευτική ή ιδεολογική κυριαρχία του! Τι γίνεται δηλαδή με τις περιπτώσεις εκείνες που τα ανθρώπινα υπολείμματα «ερμηνεύονται» ιστορικά βάσει του άυλου –κυρίως– περιεχομένου τους. Και πώς ο συντηρητής λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, τον κοινωνικό χαρακτήρα που εμπεριέχει η χρήση αυτών των «αντικειμένων», όπως υποχρεούται, βάσει του «Κώδικα δεοντολογίας του Επαγγέλματος Συντηρητή Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης» (Αρθρο 7, ΠΕΣΑ 2000). Πρέπει σε αυτό το σημείο να κάνουμε σαφές ότι, ανεξαρτήτως των εθνικών, θρησκευτικών ή άλλων κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων που χαρακτηρίζουν όσους εμπλέκονται σε αυτού του είδους τον διάλογο, τυγχάνει πλέον γενικής αποδοχής το γεγονός ότι η μεταχείριση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων θα πρέπει να γίνεται με σεβασμό, πράγμα που απορρέει από τον εν γένει οφειλόμενο σεβασμό προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που αποτελεί και θεμελιώδη
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
όρο για την έρευνα στις βιοϊατρικές, ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες (Unesco 1995; Anderson 1996; MRCC 1998). Το πρόβλημα είναι ότι οι μορφές απόδοσης σεβασμού προς τα ανθρώπινα υπολείμματα ποικίλλουν από κοινότητα σε κοινότητα, εξαιτίας των ποικίλων ηθών και εθίμων των θρησκευτικών, ιδεολογικών και πολιτιστικών αξιών με τις οποίες συνδέονται, και επομένως ο προσδιορισμός της πρέπουσας μεταχείρισης των ανθρωπίνων υπολειμμάτων καταλήγει να είναι ένα θέμα καθαρά υποκειμενικό (Walker 2000)! Οι ερευνητές και εν γένει οι επιστήμονες θεωρούν ότι ο σεβασμός τους προς τα ανθρώπινα υπολείμματα αποδεικνύεται εμπράκτως μέσω του έργου τους και ως βασικό επιχείρημα αυτής της πεποίθησης αναφέρονται οι εργασίες τεκμηρίωσης και συντήρησης των ανθρωπίνων υπολειμμάτων (Walker 2000). Παρ’ όλα αυτά, για μεγάλη μερίδα του μη επιστημονικού κόσμου, τα ανθρώπινα υπολείμματα αποτελούν πρωτίστως φορείς κοινωνικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή άλλων νοημάτων και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται. Οι ανωτέρω απόψεις συνήθως καταλήγουν σε έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ της επιστημονικής κοινότητας και τοπικών κοινοτήτων που πρεσβεύουν ποικίλα παραδοσιακά αξιακά συστήματα (Tuiushank 1998; Endere 1999). Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κοινοτήτων είναι κυρίως οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Βόρειας Αμερικής και Αυστραλίας, οι οποίοι αντιτάσσονται στον «γνωστικό ιμπεριαλισμό» και τα γνωσιολογικά συστήματα της Δύσης (Bray 1995, Riding 1996, Battiste et al. 2000; Fforde 2004). Πολλοί εξαυτών θεωρούν ότι η επιστημονική μελέτη ανθρωπίνων υπολειμμάτων εστιάζει κυρίως στα λείψανα των προγόνων τους, και ως εκ τούτου εκλαμβάνεται ως ακόμη μια εκδοχή ρατσιστικής συμπεριφοράς εκ μέρους των Ευρωπαίων αποικιοκρατών (Vizenor 1986; Tobias 1991). Επιπλέον, θεωρούν ότι τα πορίσματα της επιστήμης έρχονται σε αντίθεση με τις δοξασίες και πα-
139
ραδόσεις τους και προσβάλουν τις αξίες, τα ήθη και τα έθιμά τους (Walker 2000). Ολα τα παραπάνω έχουν συντελέσει στη σαφή διατύπωση του αιτήματος των αυτοχθόνων να μεταφερθούν στις κοινοτητές τους, οι οποίες θα διαχειριστούν σύμφωνα με τις αξίες και τις παραδόσεις τους, τα ανθρώπινα υπολείμματα των προγόνων τους που βρίσκονται σε μουσεία ή πρόκειται να ανασκαφούν. Το αίτημα αυτό συνοψίζεται στους όρους «επαναπατρισμός» (repatriation issue) και επανενταφιασμός (reburial issue) των ανθρωπίνων υπολειμμάτων και έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις (Fforde 2002, 2004; Hubert & Fforde 2002; Thornton 2002; Schanche 2002; Turnbull 2002; Nagar 2002; McMananon 2002). Ιδιαίτερα στις περιοχές που υπέστησαν την αγριότητα των Ευρωπαίων αποικιοκρατών και όπου τα ανθρώπινα υπολείμματα των προγόνων ανεδείχθησαν σε σύμβολα πολιτιστικής ταυτότητας και αντιαποικιοκρατικού αγώνα (Walker 2000). Είναι φανερό ότι το θέμα της γενικότερης διαχείρισης ανθρωπίνων υπολειμμάτων είναι πολύπλευρο, πολυσύνθετο και άπτεται του ενδιαφέροντος πολλών και ποικίλων κοινωνικών υποσυνόλων. Λόγω της σπουδαιότητας του θέματος, τα τελευταία εβδομήντα χρόνια έχουν διατυπωθεί πολυάριθμα κείμενα, διεθνείς διακηρύξεις, συμβάσεις, συμφωνίες, νόμοι, οδηγίες και κώδικες ηθικής που οριοθετούν την «πρέπουσα» συμπεριφορά των επιστημονικών κοινοτήτων ή ομάδων επαγγελματιών, καθώς και τις πολιτικές διαχείρισης μουσειακών συλλογών. Οι ηθικά αποδεκτές αρχές που προκύπτουν από το σύνολο των προαναφερθέντων κειμένων οδηγούν στη διατύπωση τριών θεμελιωδών αρχών, οι οποίες αρχές μπορούν να καθοδηγήσουν τη μερίδα της επιστημονικής κοινότητας που καταπιάνεται με τα ανθρώπινα υπολείμματα (Σακκή 2008): • “Τα ανθρώπινα υπολείμματα θα πρέπει να τυγχάνουν αξιοπρεπούς μεταχείρισης και γενικότερου σεβασμού, • Οι απόγονοι θα πρέπει να μπορούν να
140
ελέγχουν τη διάθεση και διαχείριση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων συγγενών τους και • Λόγω της τεράστιας σημασίας που τα ανθρώπινα υπολείμματα έχουν στην κατανόηση της ιστορίας του είδους μας, η διατήρηση και η συντήρηση των συλλογών με ανθρώπινα υπολείμματα είναι ηθικά επιβεβλημένη”. Κάθε μια από τις παραπάνω αρχές απορρέει από περίπλοκα συστήματα αξιών. Σε ρεαλιστικές συνθήκες, οι παρεπόμενες συνέπειες καθορίζονται εν πολλοίς από το πολιτισμικό πρίσμα στο οποίο είναι ενταγμένες οι τρεις διατυπωμένες ηθικές αρχές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρακτική εφαρμογή της «αξιοπρεπούς μεταχείρισης» των ανθρωπίνων υπολειμμάτων που ποικίλλει ανάλογα με την πολιτισμική κληρονομιά του κάθε ατόμου. Την πιο σημαντική παρατήρηση την έχει διατυπώσει ο Walker (2000), σύμφωνα με τον οποίο όλα τα παραπάνω διεθνή κείμενα εμπεριέχουν μια έμφυτη αντίφαση, καθώς η αναγνώριση των δικαιωμάτων των απογόνων ενδεχομένως να συγκρούεται με την ηθική της συντήρησης και προστασίας των ανθρωπίνων υπολειμμάτων! Αυτή η αναδυόμενη αντίφαση ανάμεσα στην ηθική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των απογόνων και στην ηθική της επιστημονικής ελευθερίας και έρευνας αποτυπώθηκε πολύ εκφραστικά στα λόγια του μεγάλου φυσικοανθρωπολόγου Boas, (Σακκή 2008), σύμφωνα με τον οποίον για την επιστήμη της Φυσικής Ανθρωπολογίας, ο επανενταφιασμός των ανθρωπίνων υπολειμμάτων ισοδυναμεί με την καύση των βιβλίων στις βιβλιοθήκες! Η θέσπιση νομοθεσιών που να οριοθετούν το πλαίσιο συζήτησης και επίλυσης τέτοιων ζητημάτων σχετικών με τη διαχείριση ανθρωπίνων υπολειμμάτων ήρθε ως φυσικό επακόλουθο στις χώρες όπου πρώτες ενέσκηψαν τέτοια θέματα, και δέχτηκαν ανάλογες πιέσεις, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία και ακολούθως στη Βρετανία (Σακκή 2008).
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
Στις ΗΠΑ θεσπίστηκε το 1989 ο «Νόμος περί εθνικών μουσείων των Αμερικανών Ινδιάνων» (NMAIA) και το 1990 ο ιστορικής σημασίας νόμος NAGPRA (Native American Graves Protection and Repatriation act), ο οποίος δίνει στις επίσημα αναγνωρισμένες φυλές, το δικαίωμα εκδήλωσης «πολιτισμικής συγγένειας» (cultural affiliation) με τα ανθρώπινα υπολείμματα των προγόνων τους και δικαίωμα ελέγχου της διάθεσης και διαχείρισής αυτών. Επιπλέον όμως, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κανονιστικό πλαίσιο που να λαμβάνει υπόψη τις επιδιώξεις και τα επιχειρήματα διαφόρων εθνικών κοινωνικών ομάδων, της επιστημονικής κοινότητας και της Αμερικανικής Ενωσης Μουσείων. Στην Αυστραλία ψηφίστηκε το 1984 (αναθεωρήθηκε το 1996 και εμπλουτίστηκε το 2005) ο «Νόμος περί προστασίας της κληρονομιάς των αυτοχθόνων και των νησιωτών του Πορθμού Torres» που στοχεύει στη διατήρηση και προστασία των ανθρωπίνων υπολειμμάτων των αυτοχθόνων και προβλέπει τον επαναπατρισμό αυτών. Στη νομοθεσία, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Αυστραλίας, εισάγεται για πρώτη φορά η έννοια της ιδιοκτησίας ανθρωπίνων σωμάτων ή ιστών (Σακκή 2008). Τέτοιοι «ιδιοκτήτες» είναι μόνο οι –από τον νόμο– αναγνωρισμένες κοινότητες αυτοχθόνων. Αυτό έχει ως συνέπεια αφενός τα μουσεία να μην έχουν την κυριότητα των ανθρωπίνων υπολειμμάτων που ανήκουν στις συλλογές τους, εφόσον αυτά είναι ιδιοκτησία των γενεαλογικών ή πολιτισμικών των απογόνων τους, αφετέρου να επιτυγχάνεται μεγαλύτερη επικοινωνία των κοινοτήτων των αυτοχθόνων με την επιστημονική κοινότητα (Walker 2000). Απ’ την άλλη μεριά, κοινωνικές ομάδες που δεν τυγχάνουν της επίσημης αναγνώρισης, ως κοινότητες αυτοχθόνων, αποκλείονται αυτών των δικαιωμάτων και θεωρούν το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο, ως άλλο ένα μέσο αποκλεισμού και χειραγώγησής τους από τις κυβερνήσεις ΗΠΑ και Αυστραλίας (Walker 2000). Ετσι κι αλλιώς, στις σχετικές νομοθεσίες
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
που προαναφέρθηκαν, υπάρχει ένα ενδιαφέρον και καινοτόμο στοιχείο: εισάγεται η έννοια της ιδιοκτησίας/κυριότητας των ανθρωπίνων υπολειμμάτων, έννοια με πολλές προεκτάσεις και συνέπειες για όσους –με κάθε τρόπο– εμπλέκονται γενικότερα στην διαχείριση ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Τον Ιούλιο του 2000, οι πρωθυπουργοί της Αυστραλίας και της Βρετανίας, συναντώνται στο Λονδίνο και εκδίδουν μια κοινή Διακήρυξη των Προθέσεών τους να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειές τους για επαναπατρισμό των ανθρωπίνων υπολειμμάτων στις κοινότητες των Ιθαγενών της Αυστραλίας. Σε εφαρμογή των ανωτέρω, η βρετανική κυβέρνηση συστήνει τον Μάιο του 2001 μια Επιτροπή Εργασίας για τα Ανθρώπινα Υπολείμματα (Working Group on Human Remains) για να εξετάσει την υπάρχουσα κατάσταση στα δημόσια Μουσεία της Βρετανίας. Βασιζόμενη στα πορίσματα αυτής της επιτροπής (2003), η βρετανική κυβέρνηση (Department for Culture, Media and Sport DCMS), εκδίδει έναν Οδηγό προς τα Μουσεία για τη Διαχείριση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων (Guidance for the Care of Human Remains in Museums, 2005). Ο Οδηγός αυτός είναι, ίσως, η πλέον αξιοπρόσεκτη προσπάθεια συστηματικής διαμόρφωσης κανόνων δεοντολογίας που αφορούν γενικά στην διαχείριση ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Το στοιχείο που καθιστά το ανώτερο έγγραφο ως το πιο σημαντικό που έχει δημιουργηθεί έως τώρα, είναι ότι εξειδικεύει τις οδηγίες του στους εξής τομείς διαχείρισης των ανθρωπίνων υπολειμμάτων: • Πρόσκτηση και δανεισμός • Απένταξη, επανενταφιασμός και επαναπατρισμός • Συντήρηση, αποθήκευση και διαχείριση συλλογών • Εκθεση, χρήση, πρόσβαση και εκπαίδευση του κοινού • Ερευνα και δειγματοληψία • Ταξινομικοί κατάλογοι των συλλογών Ο ανωτέρω οδηγός έχει ουσιαστικά το
141
κύρος και την ισχύ νόμου για τη Βρετανία και έχει ενσωματωθεί στους κανονισμούς λειτουργίας όλων των δημόσιων και των περισσότερων ιδιωτικών μουσείων της χώρας τα οποία έχουν προχωρήσει στην έκδοση σχετικών οδηγιών προς τους υπαλλήλους και συνεργάτες τους. Σε συνέχεια δε αυτού και η Εκκλησία της Αγγλίας διαμόρφωσε έναν οδηγό καλής πρακτικής: Guidance for best practice for treatment of human remains excavated from Christian burial ground in England (2005)! Ενώ λοιπόν σήμερα η διεθνής βιβλιογραφία έχει σημαντικά εμπλουτιστεί με οδηγούς ορθών πρακτικών και δεοντολογικών κανόνων διαχείρισης ανθρωπίνων υπολειμμάτων (Lohman & Goodnow 2006), η συζήτηση σχετικά με τα όρια που τα παραπάνω κείμενα θέτουν στην ακαδημαϊκή ελευθερία, μάλλον ενισχύεται παρά εξασθενεί (Anyon & Thornton 2002; Joyce 2002; Hubert & Fforde 2005). Το αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι από όλη αυτή την πλούσια συζήτηση, τόσο για τη δημιουργία συγκεκριμένων κανόνων δεοντολογίας, όσο και για την αποτίμηση των επιπτώσεων αυτών, η απουσία των συντηρητών στον διεθνή χώρο είναι κραυγαλέα! Και είναι αξιοσημείωτο αυτό το γεγονός, ακριβώς επειδή η συντήρηση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων και ο κώδικας δεοντολογίας της χρησιμοποιείται ως το βασικό επιχείρημα έμπρακτης απόδειξης απότισης σεβασμού στα ανθρώπινα υπολείμματα εκ μέρους της επιστημονικής κοινότητας (Walker 2000). Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ Στην Ελλάδα, αντιθέτως, η όλη συζήτηση περί δεοντολογικών και μεθοδολογικών ζητημάτων που αφορούν, γενικά, στη διαχείριση ανθρωπίνων υπολειμμάτων, είχε ως αφετηρία το πεδίο της Συντήρησης της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και εκεί εστίαζε (Παναγιάρης 1996, Panagiaris 2001; Malea et al. 2004; Mertzani et al. 2008) και επεκτά-
142
θηκε στο συγγενές πεδίο των μουσειακών επαγγελμάτων (Sakki et al. 2007; Σακκή 2008). Αυτό συνέβη για τους εξής βασικούς λόγους: Στην Ελλάδα δεν έχουν αναπτυχθεί, για ιστορικούς λόγους, έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ οργανωμένων κοινωνικών ομάδων και της επιστημονικής κοινότητας σχετικά με τη διαχείριση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων, ώστε να δοθεί έμφαση σε αυτή την πτυχή του ζητήματος. Ηταν επόμενο η σχετική συζήτηση να εστιάσει σε μεθοδολογικά και δεοντολογικά θέματα που απορρέουν από την εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας του επαγγέλματος του Συντηρητή, στη συντήρηση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων (Παναγιάρης 2006; Panagiaris 2001). Οι σχετικοί προβληματισμοί όμως εμπλουτίστηκαν σημαντικά και η συζήτηση διευρύνθηκε ποικιλοτρόπως όταν, σχεδόν ταυτόχρονα, το Εργαστήριο Συντήρησης Οργανικών Υλικών του Τμήματος ΣΑΕΤ του ΤΕΙ Αθήνας έγινε δέκτης αιτήσεων παροχής τεχνογνωσίας προς δύο – εκ πρώτης όψεως– άσχετους μεταξύ τους φορείς: το Εγκληματολογικό Μουσείο του Ε.Κ. Πανεπιστημίου Αθηνών και την Ιερά Μονή Παντοκράτορος Νταού Πεντέλης. Και οι δύο φορείς χρειάζονταν υποστήριξη στις εργασίες συντήρησης και έκθεσης, οι μεν της μουσειακής συλλογής των αποκεφαλισθέντων ληστών που κατέχουν, οι δε των ανευρεθέντων ιερών λειψάνων των σφραγισθέντων από πειρατές, μοναχών που η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία έχει ανακηρύξει σε οσίους (Malea et al. 2004). Ηταν ένα εξαίρετο παράδειγμα άσκησης του συντηρητή στην απαίτηση να σεβαστεί την ιστορική, τη δομική και την υλική αρτιότητα των ανθρωπίνων υπολειμμάτων που καλείται να συντηρήσει ανεξαρτήτως του σημαντικού –και ποικίλου– άυλου περιεχομένου αυτών. Ηταν όμως επίσης σημαντική άσκηση του συντηρητή στο «να λαμβάνει υπόψη του τον κοινωνικό χαρακτήρα που εμπεριέχει
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
η χρήση» των ανθρωπίνων υπολειμμάτων που συντηρεί και εν γένει διαχειρίζεται, όταν αυτά «εξ ορισμού απευθύνονται σε ένα ευρύ σύνολο χρηστών». Εδώ λοιπόν, ο συντηρητής καλείται να απαντήσει σε θέματα διατήρησης και κυρίως έκθεσης ανθρωπίνων υπολειμμάτων, λαμβάνοντας πολύ σοβαρά υπόψη τον άυλο χαρακτήρα αυτών. Είναι σαφές ότι, στις παραπάνω παραγράφους, κρύβεται η απάντηση στο αρχικό ερώτημα αυτού του άρθρου. Το πιο σημαντικό, όμως, εξαγόμενο συμπέρασμα από αυτή την εμπειρία είναι ότι πράγματι το πεδίο της Συντήρησης της Πολιτιστικής Κληρονομίας αποτελεί την έμπρακτη και αυταπόδεικτη έκφραση σεβασμού προς τα ανθρώπινα υπολείμματα, απ’ όπου και αν προέρχονται και ανεξαρτήτως του τι σηματοδοτούν! ΕΠΙΛΟΓΟΣ Αυτό καθιστά τον Συντηρητή αξιόπιστο συνομιλητή όλων των εμπλεκόμενων φορέων και προσώπων σε θέματα προστασίας, μελέτης και ανάδειξης ανθρωπίνων υπολειμμάτων και τον διευκολύνει να αναλαμβάνει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη θεσμοθέτηση κανόνων δεοντολογίας και καλής πρακτικής, πρωτίστως για τη συντήρηση των ανθρωπίνων υπολειμμάτων και δευτερευόντως για τη γενικότερη διαχείριση αυτών. Ως αφετηρία τέτοιων πρωτοβουλιών μπορεί να θεωρηθεί η ιδιαίτερα χρήσιμη και παραγωγική οδηγία που αναφέρεται στον βρετανικό οδηγό προς τα Μουσεία για την Διαχείριση των Ανθρωπίνων υπολειμμάτων (DCMS 2005): «Τα Μουσεία θα πρέπει να δομήσουν την απαιτούμενη εμπειρία. Για το σκοπό αυτό, μεταξύ του προσωπικού του μουσείου, θα πρέπει να υπάρχει ένα τουλάχιστον κατάλληλα εκπαιδευμένο και έμπειρο άτομο, το οποίο θα επιλαμβάνεται θεμάτων πρακτικής εφαρμογής μιας πολιτικής διαχείρισης, καθώς και θεμάτων σωστής προστασίας των ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Σε περιπτώσεις που άτομα του ίδιου φορέα δεν μπορούν να
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
παράσχουν την απαιτούμενη φροντίδα, τότε επιβάλλεται η σύναψη συνεργασιών με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες ή άλλους φορείς που θα έχουν ρόλο συμβούλου». Στηριζόμενοι στην παραπάνω γενική πρακτική οδηγία, προτείνονται οι παρακάτω ενέργειες που μπορούν να καταστήσουν την εν λόγω οδηγία εφαρμόσιμη (Mertzani et al. 2008, Σακκή 2008): • Σύσταση Διεθνούς και Διεπιστημονικής Επιτροπής εργασίας που θα προσδιορίσει τα εξής: Ποιες επιστημονικές ειδικότητες/ επαγγελματίες εμπλέκονται σε θέματα διαχείρισης ανθρωπίνων υπολειμμάτων. Ποιος ο ρόλος τους και τα όρια των αρμοδιοτήτων τους. • Ποια είναι τα επαγγελματικά προσόντα των εκπροσώπων των ανωτέρων επαγγελματιών. Ποιες γνώσεις, δεξιότητες και συμπεριφορές πρέπει να διαθέτουν για να μπορούν να θεωρούνται «εμπειρογνώμονες» στο είδος τους. • Ποιοι φορείς νομιμοποιούνται να φιλοξενούν ή/και να κατέχουν συλλογές ανθρωπίνων υπολειμμάτων και με ποιο σκοπό. • Δημιουργία μητρώου εμπειρογνωμόνων που θα μπορούν να στελεχώνουν ή θα παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στους φορείς που θα φιλοξενούν, θα συντηρούν, θα μελετούν και θα εκθέτουν ανθρώπινα υπολείμματα. • Δημιουργία μητρώου φορέων/οργανισμών, εξ όσων έχουν τεκμηριώσει δικαιώματα φιλοξενίας ή κατοχής ανθρωπίνων υπολειμμάτων, εκείνων που θα αποδεικνύουν συνεργασία με πιστοποιημένους ειδικούς εμπειρογνώμονες για θέματα προστασίας, μελέτης, ανάδειξης και γενικότερα διαχείρισης ανθρωπίνων υπολειμμάτων, Κατ’ αυτόν τον τρόπο, δημιουργείται μια λίστα τελικών δικαιούχων-φορέων που μπορούν να εμπλέ-
143
κονται σε θέματα διαχείρισης ανθρωπίνων υπολειμμάτων, η οποία θα επικαιροποιείται/τροποποιείται περιοδικά μετά από αξιολόγηση. Παράλληλα, θα πρέπει να ξεκινήσει μια διαβούλευση ειδικών ανά τομέα (συντήρηση και διαχείριση, συλλογή, έκθεση, έρευνα, εκπαίδευση κλπ.) με στόχο την εξειδίκευση των γενικών δεοντολογικών και ηθικών κανόνων σε μεθοδολογικές εφαρμογές. Ολα τα παραπάνω καθίστανται επιτακτικά αναγκαία, ιδιαιτέρως λόγω της έλλειψης ενός διεθνούς κανονιστικού/νομοθετικού πλαισίου που να αφορά στα ανθρώπινα υπολείμματα και τα δικαιώματα των θανόντων και των απογόνων τους. Υπάρχουν κράτη, (κυρίως οι ΗΠΑ, Βρετανία, και Αυστραλία) η νομοθεσία των οποίων αναφέρεται σε σχετικά θέματα. Η ελληνική νομοθεσία δεν αναφέρεται σε αντίστοιχα ζητήματα και τα μουσεία (και οι άλλοι φορείς) από μόνα τους αναλαμβάνουν την ευθύνη λήψης αποφάσεων, στην καλύτερη περίπτωση. Στη χειρότερη, οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς αίσθημα ευθύνης… Η δημιουργία όμως πλέον μιας κρίσιμης μάζας επιστημόνων που ασχολούνται με τη γενικότερη διαχείριση ανθρωπίνων υπολειμμάτων στη χώρα μας, σε συνδυασμό με τη διατύπωση αξιόλογων προβληματισμών πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, καθιστά ώριμο και εφικτό το αίτημα δημιουργίας ενός κανονιστικού πλαισίου που θα λειτουργεί υποστηρικτικά προς όλους τους οργανισμούς που διαχειρίζονται ανθρώπινα υπολείμματα. Αυτός είναι, κατά τη γνώμη μας, και ο μόνος ασφαλής και εφικτός τρόπος για να διαχειριστούμε με σεβασμό και αποτελεσματικότητα τα κόκκαλα των Ελλήνων (και άλλων τινών) τα ιερά!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
144
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alexander, E. P. 1996 Museum in Motion: An Introduction to the History and Functions of Museums. Walnut Creek: Rowman & Littlefield. Andersson, M. 1996 Respect of the patient’s integrity and self-determination: An ethical imperative called upon in the Swedish health and medical care act. Medicine and Law 15(2): 189-93. Anyon, R. & R. Thornton 2002 Implementing repatriation in the United States: Issues raised and lessons learned. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 190-8. London: Routledge [One World Archaeology 43]. Barral, L. & R. P. Charles 1963 Nouvelles données anthropométriques et précisions sur les affinités systématiques des Négroïdes de Grimaldi. Bull. Mus. Anthrop. Prehist.: 573-7. Battiste, M., J. Henderson & Y. Sa’ke’j 2000 Protecting Indigenous Knowledge and Heritage. Saskatoon: Purich Publishing. Bray, T. L. & T. W. Killion 1994 Reckoning with the Dead: The Larsen Bay Repatriation and the Smithsonian Institution. Washington: Smithsonian Institution D.C. Chacon, R. J. & D.H. Dye (eds.) 2007 The Taking and Displaying of Human Body Parts as Trophies by Amerindians. Santa Barbara: Springer. Cruikshank, J. 1998 The Social Life of Stories: Narrative and Knowledge in the Yukon Territory. Vancouver: UBC Press. DCMS: Department for Culture, Media and Sport 2005 Guidance for the Care of Human Remains in Museums. London: Department for Culture, Media and Sport. Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.culture.gov.uk/NR/rdonlyres/0017476B3B86-46F3-BAB3-11E5A5F7F0A1/0/GuidanceHumanRemains11Oct.pdf. Driver, H. E. 1969 Indians of North America. Chicago: University of Chicago Press. Endere, M. L. 1999 Collections of indigenous human remains in Argentina: The issue of claiming a national heritage. Journal of Conservation and Museum Studies 6. Fforde, Cr. 2002 Collection, repatriation and identity. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 1-16. London: Routledge [One World Archaeology 43]. 2004 Collecting the Dead Archaeology and Reburial Issue. London: Duckworth. Harner, M. J. 1972 The Jivaro: People of the Sacred Waterfalls. Los Angeles: University of California. Hedges, R. E. M. 1987 Potential Information from archaeological bone, its recovery and preservation. In Archaeological Bone, Antler and Ivory (ed. K. Starling and D. Watkinson): 22-3. London: The United Kingdom Institute for Conservation of Historic and Artistic Works of Art [Occasional Papers, No.5]. Henke, W. 1989 Biological distances in late Pleistocene and Early Holocene human populations in Europe. In People and Culture in Change. Proceedings of the Second Symposium on Upper Palaeolithic, Mesolithic and Neolithic Populations of Europe and the Mediterranean Basin (ed. I. Hershkovitz): 541-63. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser. 508(ii)].
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
145
Hubert, J. & Cr. Fforde 2002 Introduction: The reburial issue in the twenty-first century. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 1-16. London: Routledge [One World Archaeology 43]. 2005 The reburial issue in the twenty-first century. In Heritage, Museums and Galleries: A Reader (ed. G. Corsane): 107-21. London: Routledge. ICOM, Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων, Ελληνικό Τμήμα 1995 Ο Συντηρητής: Ορισμός του Επαγγέλματος. Αθήνα: Καπόν. Ioannidis, I. A., S. Burns, E. Papathoma, H. Salvara, & G. Panagiaris 1994 Natural Abundance Varmon-13 Solid State Nuclear Magnetic Resonance Assisted Static and Dynamic Spectroscopic Study of Preserved Human Soft Tissue: Classic Samples from the Excavation Sites at Velestino, Ancient Thessaly, (4th Century BC). Athens: TEI-A, Dept. of Antiquities & Works of Art [Unpublished data]. Johnson, C. & B. Wills 1988 The Conservation of two Pre-Dynastic Egyptian bodies. In Conservation of Ancient Egyptian Materials (ed. S. Watkins & C. E. Brown): 79-84. London: Archetype Publications. Joyce, R. A. 2002 Academic freedom, stewardship and cultural heritage: Weighing the interests of stakeholders in crafting repatriation approaches. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 99-107. London: Routledge [One World Archaeology 43]. La Barre, W. 1984 Muelos: A Stone Age Superstition about Sexuality. New York: Columbia University Press. Larsen, R. 1998 The science of conservation-restoration. In Preprints of the Jubilee Symposium of School of Conservation 18-20 May: 77-8. Copenhagen: Det Koneglige Danske Kunstakademi. Laurin, G. 1988 Conservation of an Egyptian mummy from Swindon. In Conservation of Ancient Egyptian Materials (ed. S. Watkins & C. E. Brown): 85-94. London: Archetype Publications. Lohman, J. & K. Goodnow (eds.) 2006 Human Remains and Museum Practice. London: UNESCO. McManamon, Fr. P. 2002 Repatriation in the USA: A decade of federal agency activities under NAGPRA. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 133-48. London: Routledge [One World Archaeology 43]. Malea, E., M. Mertzani & G. Panagiaris 2004 Dealing with sacred and criminal human remains. In CIC 30th Conference and Workshop, Unusual Materials, Unconventional, Quebec, 26-30 May 2004. Quebec. Mertzani, M., E. Malea, N. Maniatis & G. Panagiaris 2008 Towards a binding code of ethics for the conservation and display of human remains. In ICOMCC 15th Triennial Conference, New Delhi, India, 22-26 Sep. 2008: 364-69. Moore, K. M., M. L. Murray & M. J. Shoeninger 1989 Dietary reconstruction from bones treated with preservatives. Journal of Archaeological Science 16: 437-46. MRCC: Medical Research Council of Canada 1998 Tri-Council Policy Statement: Ethical Conduct for Research Involving Humans of the Medical Research Council of Canada. Ottawa: Public Works and Government Services of Canada. Nagar, Y. 2002 Bone reburial in Israel: Legal restrictions and methodological implications. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 87-90. London: Routledge [One World Archaeology 43].
146
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΑΓΙΑΡΗΣ
Olivier, G. & F. Mantelin 1973-4 Nouvelle reconstitution du crane de l’adolescent de Grimaldi. Extrait du “Bulletin du Musée d’Anthropologie Préhistorique de Monaco”, Fascicule No. 19: 67-82. Owsley, D. W., R. W. Mann & T. G. Baugh 1994 Culturally modified human bones from the Edwards site. In Skeletal Biology in the Great Plains: Migration, Warfare, Health, and Subsistence (ed. D. W. Owsley & R. L. Jantz): 363-76. Washington: Smithsonian Institution Press. Παναγιάρης, Γ. 1996 Η συντήρηση των οργανικών υλικών ως προϋπόθεση αρχαιομετρικής έρευνας. 3ο Συμπόσιο Αρχαιομετρίας Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας. Αθήνα 6-10 Νοεμ. 1996, Πρακτικά: 485-94. Panagiaris, G. 2001 The influence of conservation treatments on physical anthropology research. In Human Remains: Conservation, Retrieval and Analysis, 7-11 Nov. 1999, Williamsburg (ed. E. Williams): 95-8. Oxford: Archaeopress [British Archaeological Reports, Int. Ser. 934]. Pearce, S. (ed.) 1994. Interpreting Objects and Collections. London: Routledge. Pearce, S. 1992 Museums, Objects and Collections: A Cultural Study. Leicester: Leicester University Press. 1995 On Collecting: An Investigation into Collecting in the European Tradition. London: Routledge. ΠΕΣΑ: Πανελλήνια Ενωση Συντηρητών Αρχαιοτήτων 2000 Κώδικας Δεοντολογίας Επαγγέλματος Συντηρητή Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης. Αθήνα: ΥΠΠΟ. Riding, I. J. 1996 Repatriation: A Pawnee’s perspective. American Indian Quarterly 20: 238-51. Σακκή, Ζ. 2008 Ερευνα για Ζητήματα Δεοντολογίας και Νομικού Πλαισίου στη Διαχείριση, Ανάδειξη και Προστασία Ανθρωπίνων Υπολειμμάτων στον Ελλαδικό Χώρο. Αθήνα: Ε.Κ. Πανεπιστήμιο Αθηνών [Μεταπτυχιακή Εργασία Εξειδίκευσης]. Sakki, Z., K. Moraitis, G. Panagiaris, C. Maravelias & C. Spiliopoulou 2007 Souvenirs of crime: Deciphering history of forensic medicine through a museum collection of human remains. In The 3rd Balkan Congress on the History of Medicine, Thessaloniki, 29 November–1 December 2007. Thornton, R. 2002 Repatriation as healing the wounds of the trauma of history: Cases of Native Americans in the United States of America. In The Dead and their Possessions: Repatriation in Principle, Policy and Practice (ed. Cr. Fforde, J. Hubert & P. Tumbull): 17-24. London: Routledge [One World Archaeology 43]. Tobias, P. V. 1991 On the scientific, medical, dental and educational value of collections of human skeletons. International Journal of Anthropology 6: 625-59. UNESCO: United Nations Educational, Scientific and Cultural Organization 1995 UNESCO Revised Outline of a Declaration on the Human Genome and Its Protection in Relation to Human Dignity and Human Rights. Eubios Journal of Asian and International Bioethnics 5: 150-1. Verneau, R. 1906 Les grottes de Grimaldi t II/1. Monaco: 125-200. Vizenor, G. 1986 Bone courts: The rights and narrative representation of tribal bones. American Indian Quarterly 10: 319-31. Vlcek, E. 1965 Rassendiagnose der aurignacienzeitlichen Bestattungen in der Grotte des Enfants bei Grimaldi. Anthrop. Anz. 29: 290-330.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΩΝ
147
Walker, P. L. 2000 Bioarchaeological ethics: A historical perspective on the value of human remains. In Biological Anthropology of the Human Skeleton, (ed. M.A. Katzenberg & S.R. Saunders): 3-39. New York: John Wiley & Sons. White, T. D. N. & Toth 1991 The question of ritual cannibalism at Grotta Guattari. Current Anthropology 32(21): 18. Willey, P. & T. E. Emerson 1993 The osteology and archaeology of the crow creek massacre. Plains Anthropologist 38: 227-69.
149
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
Η ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ
Τη στιγμή που καταλαβαίνεις το Αλλότριο, χάνεις την ανάγκη να το εξηγήσεις! Peter Hoeg1 Δύο είναι τα πεδία της αρχαιολογικής έρευνας: ο χρόνος και ο χώρος. Κι αυτές οι δύο φυσικές οντότητες δηλώνονται κατά τη διάρκεια μιας ανασκαφής με τη στρωματογραφία, που είναι στην ουσία το βασικό προϊόν της διαχρονικής ανάπτυξης συγκεκριμένων πολιτισμικών δραστηριοτήτων (χρόνος) και με τα δάπεδα των σκαμμάτων που αποτελούν την αντικειμενοποίηση της οριζόντιας ανάπτυξης συγκεκριμένων πολιτισμικών δραστηριοτήτων με αποτέλεσμα την παραγωγή του αρχαιολογικού χώρου (χώρος). Το θέμα του κειμένου που ακολουθεί δεν αφορά την επαλήθευση ή τη διάψευση της θεωρίας που αποδέχεται το χρόνο και το χώρο ως βασικά πεδία ανάπτυξης της αρχαιολογικής έρευνας, αλλά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν οι αρχαιολόγοι ανασκαφείς, τις 1 2
Εσκιμώος μυθιστοριογράφος. Αρχαιολογικό Εργο Μακεδονίας και Θράκης.
δύο αυτές ανασκαφικές οντότητες: τη στρωματογραφία και τα δάπεδα των σκαμμάτων, είτε σε απόλυτη σχέση μεταξύ τους, ως χωροχρονική, τετραδιάστατη σύνθεση, είτε την κάθε μια χωριστά, ως απόλυτα προϊόντα, μέσα στο «περιβάλλον» που δημιουργεί ο άνθρωπος του παρελθόντος, ενώ παράγει τις αντικειμενικές συνθήκες της ύπαρξής του. Συμβαίνει να επιμένω, και να το δηλώνω πολλές φορές από το φιλόξενο βήμα του ΑΕΜΘ2 πως τα ευρήματα, είτε ως συναρτήσεις ενός συγκεκριμένου ιστορικού χρόνου, και επομένως ως φορείς χρονολογικής πληροφορίας, είτε ως συστατικά στοιχεία ενός κατασκευασμένου χώρου, στο πλαίσιο του οποίου παράγονται τα υλικά στοιχεία ενός πολιτισμού, δεν μπορεί να είναι το μοναδικό προϊόν μιας ανασκαφής. Κι αυτόν τον ισχυρισμό μου το βασίζω στο γεγονός ότι όλα τα ευρήματα, είτε ως φορείς χρονολογικής πληροφορίας είτε ως συστατικά στοιχεία του χώρου, συνοδεύονται τις πιο πολλές φορές από πολλά, βασανιστικά ερωτήμα-
152
τα που άλλες φορές προκύπτουν από την απλή περιγραφή τους και άλλες από την προσπάθεια για την ερμηνεία τους. Και αναφέρομαι στα ερωτήματα που, φυσικά, δεν σχετίζονται πάντα με τη λύση οντολογικών προβλημάτων ούτε, πάλι, αποκαλύπτουν, πάντα, τη βαθιά αριστοτέλεια, μεταφυσική γνωστική ανησυχία που έκρυβε το αναπάντητο ερώτημα «Τί τό όν»3. Είναι ερωτήματα ωστόσο που έχουν μέσα τους κάτι από την αγωνία και των δύο αυτών αναζητήσεων. Γιατί πολλές φορές ο αρχαιολόγος αναρωτιέται αν αυτό που κρατάει στα χέρια του είναι πραγματικά ένα εύρημα και άλλες φορές τι εύρημα είναι. Γιατί το κατασκεύασαν κάποιοι και πώς το χρησιμοποίησαν. Ενα ειδώλιο, για παράδειγμα, ασφαλώς και είναι εύρημα. Τι εύρημα είναι όμως; Ποια χρήση θα ήταν δυνατό να διεκπεραιώνει στο πλαίσιο της προϊστορικής κοινότητας, ώστε να βοηθάει στην επιβιωτική προσπάθεια των μελών της. Ηταν ένα τελετουργικό αντικείμενο; Ενα παιχνίδι; Ηταν το «σημείο» μιας επικοινωνίας, η υλική διατύπωση ενός νοήματος; Ερωτήματα, με άλλα λόγια, που σχετίζονται ιδιαίτερα με τον τρόπο προσέγγισης του αρχαιολογικού υλικού και την προσπάθεια ερμηνείας του. Ερωτήματα που προκύπτουν από μια σειρά καθημερινών προβλημάτων της έρευνας, προϊόν αναπόφευκτο της τρέχουσας αρχαιολογικής σκέψης, που πότε επαναπαύεται στην ασφάλεια μιας επαναλαμβανόμενης ερευνητικής ρουτίνας και πότε παγιδεύεται στη γοητευτική ρητορεία ενός ατελέσφορου, νέου θεωρητικού μοντέλου. ενός μοντέλου που τις πιο πολλές φορές δεν προτείνει την αποδοχή νέων λύσεων. Απλώς προτείνει την αποδόμηση των λύσεων που είχαν προτείνει οι προηγούμενοι4. 3 4 5 6
7
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
Παρ’ όλ’ αυτά σε κάθε γωνία του «μαχόμενου» αρχαιολογικού κόσμου είναι εύκολο να ακούσει κανείς τους στεναγμούς ενός ατελούς οργασμού που τον προκαλεί η αποτυχημένη αναζήτηση ενός νέου τρόπου δυναμικής προσέγγισης, (ανάγνωσης5 κατανόησης και ερμηνείας) του Παρελθόντος. Αναφέρομαι στη Δυναμική Προσέγγιση (ανάγνωση κατανόηση και ερμηνεία) των Πραγμάτων που συγκροτούν αυτό το Παρελθόν και των Νοημάτων που αντικειμενοποιούνται μέσω αυτών των πραγμάτων. Της αναζήτησης, επομένως, μιας νέας αρχαιολογικής Οντολογίας και μιας νέας αρχαιολογικής Μεταφυσικής. Ενός νέου λόγου περί του αρχαιολογικού όντος, και μιας προσπάθειας για νέα ανάγνωση, κατανόηση και ερμηνεία του, με άλλα λόγια: που θα έπρεπε να είναι βαθύ και μοναδικό κίνητρο όλων μας, που μαζευόμαστε εδώ, μια φορά το χρόνο, για να μιλήσουμε σε αυτιά που δεν μας ακούνε, και ύστερα να επιστρέψουμε στην ίδια απύθμενη μαύρη τρύπα με εξασθενημένη την «πυρηνική» μας διάθεση6. Το καλοκαίρι του 2008 στο Δισπηλιό διάβασα ένα ανασκαφικό ημερολόγιο, όπου ο συντάκτης του προσπαθούσε να διατυπώσει μια σειρά από προσωπικά συμπεράσματα στη συναγωγή των οποίων τον οδήγησε η μελέτη της στρωματογραφίας σε σχέση με τα δάπεδα του σκάμματος, για το σκάψιμο του οποίου είχε την ευθύνη. Φυσικά με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσε ο συντάκτης για να στηρίξει τα συμπεράσματά του δεν είχα πρόβλημα. Ηταν πειστικά και με πολύ καλό τρόπο διατυπωμένα. Μου γεννήθηκε όμως η επιθυμία να πάω ο ίδιος στο σκάμμα και κει να προσπαθήσω, μέσα από ένα δικό μου «σύστημα αναφοράς»7, από ένα προσωπικό σημείο μηδέν να διαβάσω ερμηνευτικά
Αριστοτέλης, «Μετά τα φυσικά»: «τό πάλαι τε καί νυν καί αεί ζητούμενον καί αεί απορούμενον, τί τό όν». Bailey, D. (ed.) (2005), Unsettling the Neolithic. Oxford: Oxbow Books. Hodder, I. (1986), Reading the Past, Cambridge: Cambridge University Press. Αναφέρομαι πάντα στο κοινό του ΑΕΜΘ, όπου, υποτίθεται ότι δημιουργείται η πιο σημαντική δυνατότητα στην Ελλάδα για να μιλήσουν οι αρχαιολόγοι και να ανταλλάξουν πληροφορίες, να διαφωνήσουν, να πείσει ο ένας τον άλλον. Να υπάρξουν, τέλος πάντων. Κι όμως… Stanford Encyclopedia of Philosophy (2002), Space and Time: Inertial Frames.
Η “ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ” ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ
την παρειά του, τη στρωματογραφία, όπως συνηθίσαμε να λέμε και που την περιέγραφε ο συντάκτης του ημερολογίου. Κι αυτό δεν αποφάσισα να το κάνω για να ελέγξω την ορθότητα των παρατηρήσεων του ημερολογίου, ομολογώ πως αυτό δεν με ενδιέφερε, αλλά για να εντοπίσω τις διαφορές που ήτανε ενδεχόμενο να υπάρχουν ανάμεσα στη δική μου ανάγνωση και στην ανάγνωση του συντάκτη. Και ύστερα να προσπαθήσω να εξηγήσω τις διαφορές. Να προσπαθήσω, με άλλα λόγια, να ανακαλύψω σε ποιες αιτίες οφείλονταν αυτές. Και το περίεργο είναι πως από πριν ήμουνα βέβαιος ότι αυτές οι αιτίες δεν θα έπρεπε να έχουν αποκλειστική σχέση με μια ενδεχόμενη διαφορά ανάμεσα στο δικό μου επίπεδο κατάρτισης και σε εκείνο του συντάκτη. Ημουνα έτοιμος να δεχτώ μια μορφή «ισοδυναμίας» ανάμεσα στους δυο μας, όσον αφορά την ανάγνωση της στρωματογραφίας και της σχέσης της με τα «δάπεδα» και να αναζητήσω αλλού τις αιτίες της «διαφοράς». Κι αυτό το «αλλού» ενίσχυε τη διάθεσή μου να υποστηρίξω και να πείσω πρώτα πρώτα τον εαυτό μου πως τις διαφορές ανάμεσα στη μια και στην άλλη Δυναμική Προσέγγιση των πραγμάτων του Παρελθόντος τις προκαλούν και αιτίες που δεν σχετίζονται με την κατάρτιση, αλλά με τον θεωρητικό τρόπο αντίληψης των πραγμάτων που διαθέτει ο καθένας και το ιδιαίτερο «σύστημα αναφοράς», όπου ο τρόπος αυτός θεμελιώνεται ή ακόμα και σε άλλες αιτίες που ούτε καν τις υποπτευόμαστε, αν και υπάρχουν και επηρεάζουν την έρευνα. Είναι αλήθεια πως σκεφτόμουνα εκείνη τη στιγμή επηρεασμένος από πρόσφατα επίμονα διαβάσματα σχετικά με το φαινόμενο της «καμπύλωσης» του χωροχρόνου8 και ήμουνα πρόθυμος να συμπεράνω πως οι διαφορές ανάμεσα στην ανάγνωση της στρωματογραφίας από μένα και από τον συντάκτη οφείλονται κι αυτές σε μια μορφή «καμπύ8
153
λωσης», εκτροπής, δηλαδή, από τη θεωρητική ευθεία πάνω στην οποία προσπαθούσε να κινηθεί η δική μου σκέψη και η σκέψη του συντάκτη, με αποτέλεσμα η πληροφορία να φτάνει σε μένα με διαφορετικό «ρυθμό» και ταχύτητα από ό,τι έφτανε στο συντάκτη του ημερολογίου. Και όσο έπαιζα σοβαρά με αυτόν τον προβληματισμό, τόσο πιο πολύ αντιλαμβανόμουνα τη βοήθεια που θα μου έδινε (θα το πω και παρακάτω αυτό) ο αφηρημένος (φιλοσοφικός) τρόπος, στην ουσία όμως ελεγχόμενος από πραγματικά γεγονότα και μαθηματικούς υπολογισμούς, με τον οποίο προσεγγίζει η θεωρητική φυσική τα προβλήματα της κίνησης και των σχέσεων που προκαλεί αυτή στο πλαίσιο ενός άπειρου σύμπαντος, όπως είναι το αρχαιολογικό «σύμπαν», το σύνολο των αρχαιολογικών πραγμάτων, δηλαδή. Και είναι άπειρο το Σύμπαν αυτό, επειδή, αυτοί που κατασκεύασαν τα πράγματα που το συγκροτούν, έχουν χαθεί οριστικά, αφήνοντάς μας ελεύθερους να τα ερμηνεύουμε όπως θέλουμε. Να τα μετρούμε και να τα περιγράφουμε με βάση τη δική μας λογική, μια λογική, όμως, που δεν έχει τη δυνατότητα να δώσει ένα «πέρας» στη συζήτηση που αφορά τις αρχαιολογικές «ερμηνείες» και «μετρήσεις» και που πολλές φορές αποκτούν το γραφειοκρατικό χαρακτήρα μιας υπηρεσιακής καταγραφής.
Η καμπύλωση του χωροχρόνου δημιουργείται όπως ακριβώς καμπυλώνει ένα κομμάτι ελαστικού υφάσματος όταν τοποθετηθεί πάνω του μια βαριά σιδερένια σφαίρα. Κι αυτή ακριβώς η καμπύλωση υποχρεώνει τη γη σε τροχιά γύρω από τον ήλιο και όχι η δύναμη της βαρύτητας.
154
Ωστόσο δεν αδιαφορούσα και για τα υπαρκτά στοιχεία που είχα στη διάθεσή μου. ημερολόγια. Ακριβώς, το εύρημα αυτής της ανάγνωσης είναι κι αυτό που προσπαθώ να περιλάβω στο παρόν κείμενο. Το προσωπικό μου εύρημα της ανασκαφικής καμπάνιας του 2008, που τελείωσε τον Αύγουστο. Και πρώτ’ απ΄ όλα θέλω να υπογραμμίσω πως το κείμενό μου αυτό με κανένα τρόπο, ενώ μπορεί να έχει τη μορφή μιας ολοκληρωμένης πρότασης, δεν μπορεί να έχει την
9
10
11
12
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
πληρότητα ενός τελικού συμπεράσματος. Απλώς είναι ένα σύγχρονο αρχαιολογικό και άκρως συνεπτυγμένο ερώτημα: «Τι το ον». Και το «ΟΝ», στην περίπτωση αυτή, περιλαμβάνει το σύνολο των ερωτημάτων που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της «Δυναμικής Προσέγγισης» που ανάφερα παραπάνω. Ενα ερώτημα, με άλλα λόγια, που μας αναγκάζει να στραφούμε στην αναζήτηση μιας άλλης προσέγγισης των ανασκαφικών «εντυπώσεων», με τη βοήθεια των σχημάτων μιας άλλης επιστημονικής σκέψης, και επίπονης αναζήτησης, όπως αυτή αναπτύσσεται στο χώρο της Θεωρητικής Φυσικής9. Και ιδιαίτερα στην περιοχή του «υποατομικού» κόσμου. Του κόσμου των μυστηριωδών σωματιδίων10. Στον κόσμο των αινιγματικών Χορδών11. Στον κόσμο εκείνο, με άλλα λόγια, όπου οι αρχαιολόγοι προσπαθούν να εντοπίσουν τον τρόπο με τον οποίο γεννιέται και αναπτύσσεται ο Πολιτισμός, ως ένα άπειρο σύνολο «σωματιδίων», ανθρώπινων θελήσεων, δηλαδή, ή ως ένα ενιαίο «κύμα», μια συμπαγής, συλλογική, παραγωγική δράση, επομένως. Η θεωρητική Φυσική, λοιπόν, νικημένη, σχεδόν, στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει εντέλει το συμπαντικό φαινόμενο, ως αρχή και ως λειτουργία, αναζητά εναγώνια τη «Θεωρία των Πάντων»», λένε οι ειδικοί. Μια θεωρία «…με την οποία οι φυσικοί όχι μόνον θα εξηγήσουν τι συμβαίνει, αλλά γιατί συμβαίνει και αν άλλα πράγματα μπορούν να συμβούν ή δεν μπορούν να συμβούν»12 Μια θεωρία που θα δίνει τη θεωρητική δυνατότητα να ενωθούν, κατά την άποψη όλων των φυσικών, η κβαντομηχανική με τη σχε-
Σε μια τέτοια συνεργασία αναφέρεται ο Γ. Γραμματικάκης στο βιβλίο του Η Αυτοβιογραφία του Φωτός χαρακτηρίζοντάς την ως «ενοποίηση της γνώσης» με το ιδιόμορφο όρο «συν-άλμα» και παραπέμποντας στον Αμερικανό βιολόγο Wilson, O. E. (1998), Consilience: The Unity οf Knowledge. New York: Knopf. Για τη μελέτη των σωματιδίων που συγκροτούν την ύλη έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερος κλάδος: η σωματιδιακή φυσική. H «Θεωρία των Χορδών» (string theory) είναι ένας αναπτυσσόμενος κλάδος της Θεωρητικής Φυσικής που προσπαθεί να συνδυάσει τη θεωρία της Κβαντομηχανικής και εκείνη της Σχετικότητας σε μια Κβαντοθεωρία της Βαρύτητας. Οσο για τις Χορδές αυτές περιγράφονται ως μονοδιάστατες «ταλαντευόμενες γραμμές». Η θεωρία αυτή δεν έχει ακόμα αποδειχθεί πειραματικά. Stein, J. J. (2009), Πώς τα μαθηματικά εξηγούν τον κόσμο. Εκδ. ΑΒΓΟ.
Η “ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ” ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ
τικότητα. Αποψη, βέβαια, που συναντάει την αντίρρηση της «ανθρωπικής αρχής», της θεωρίας που δηλώνει συνοπτικά ότι το σύμπαν υπάρχει μόνον όταν παρατηρηθεί ή «Το σύμπαν είναι έτσι όπως είναι, γιατί αν ήταν διαφορετικό εμείς δεν θα ήμασταν εδώ για να το παρατηρούμε»13. Ωστόσο η αναζήτηση της «Θεωρίας των πάντων» συνεχίζεται, γιατί θεμελιώνεται στην ελπίδα ότι η επιστήμη θα αποκτήσει μια θεωρητική δυνατότητα, που θα μπορούσε να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει τόσο τα μακροκοσμικά, όσο και τα μικροκοσμικά φαινόμενα γιατί ούτε η θεωρία της Σχετικότητας ούτε εκείνη της Κβαντομηχανικής, από μόνες τους, μπόρεσαν να απαντήσουν σε όλα τα ερωτήματα. Ιδιαίτερα αυτά που αφορούν την έννοια του χώρου και του χρόνου, του καθενός χωριστά αλλά και της συνύπαρξής τους στην πολλαπλότητα του χωροχρόνου. Και αυτή η αναζήτηση της «Θεωρίας των πάντων» συνοδεύεται παράλληλα με την αγωνία ότι ο «κόσμος» που προτείνουν οι νέες θεωρίες, όπως είναι π.χ. η «Θεωρία των χορδών» δεν μπορεί να περιγραφεί με το παραδοσιακό λεξιλόγιο για τον χώρο και τον χρόνο. «Πρέπει να αναπτύξουμε καινούριο λεξιλόγιο» υποστηρίζει ο Brian Greene14. Και ο W. Heisemberg θα γράψει «…δεν μας προκαλεί έκπληξη ότι η γλώσσα μας είναι ανίκανη να περιγράψει τις διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό των ατόμων, διότι εφευρέθηκε για να περιγράψει τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής». Επειδή, λοιπόν, κι εμείς οι Αρχαιολόγοι συνειδητοποιήσαμε, εδώ και καιρό, –άσχετο αν δεν το ομολογούμε– ότι και η θεωρητική Αρχαιολογία έχει κι αυτή σχεδόν ηττηθεί στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει με ένα πλήθος θεωρητικών κατασκευών τα βασικά φαινόμενα του αρχαιολογικού σύμπαντος, μακροσκοπικά και μικροσκοπικά, και 13 14 15
16
155
να προτείνει τρόπους επανατροφοδότησης των ερευνητικών μας σχημάτων, πιστεύουμε, άσχετο αν δεν το ομολογούμε, ότι έχουμε απόλυτη ανάγκη κι εμείς από μια «Θεωρία των Πάντων». Μια θεωρία, και στη δική μας περίπτωση, που θα μας δώσει τη δυνατότητα να ανιχνεύσουμε και να κατανοήσουμε τις «…διεργασίες που συντελούνται στο εσωτερικό…» των αρχαίων πραγμάτων15. Εκτός αν δεν το ομολογούμε, γιατί στο πίσω μέρος του αρχαιολογικού μας εγκεφάλου υπάρχει διαμορφωμένος με αδιαμφισβήτητο τρόπο, ένας οξύς σκεπτικισμός, όμοιος με αυτόν που διατυπώνεται σχετικά με τη «Θεωρία των Πάντων» της θεωρητικής φυσικής που επιμένει πως «…αν ποτέ αποδειχθεί η ύπαρξη μιας απλής, υπέρτατης θεωρίας που θα εξηγεί τα πάντα, τότε καλώς. Αν, από την άλλη, είναι σαν ένα κρεμμύδι με εκατομμύρια στρώματα και κουραστούμε να εξετάζουμε το ένα στρώμα μετά το άλλο, τότε ας είναι και έτσι»16. Και δεν έχουμε ανάγκη μόνο από μια νέα «Θεωρία των Πάντων», αλλά και από ένα νέο «Λεξιλόγιο» για να εγκαταλείψουμε αυτό ( θα μπορούσε να πει ο W. Heisenberg) που επαρκεί μόνο για να περιγράφουμε τις λεπτομέρειες μιας πρωτότυπης μαγειρικής συνταγής ή την ορολογία ενός αυστηρού κ.ο.κ. Αναφέρομαι σε μια θεωρία, με άλλα
Ross, H. (2007), Design and the anthropic principle. Βλ. στο site Origins. Greene, B, (1999), The Elegant Universe.Vintage Books. Βλ. και σημ. 13. Μια θεωρία που σε πρώτη φάση θα έπρεπε να θεμελιωθεί στις μεθοδολογικές προτάσεις της ιστορικοπολιτιστικής, διαδικαστικής και μεταδιαδικαστικής θεωρίας. Stein, J. J. (2009), Πώς τα μαθηματικά εξηγούν τον κόσμο. Εκδ. ΑΒΓΟ.
156
λόγια, που θα υπερβεί την αγωνιώδη, πάση θυσία, αναζήτηση και την περιγραφή συγκεκριμένων Πολιτισμών, με βάση τα υλικά τους κατάλοιπα, όπως αυτά αποκαλύπτονται ύστερα από την ανασκαφή μιας συγκεκριμένης θέσης. Τονίζω το υπερβεί, γιατί την «υπέρβαση» δεν την αντιλαμβάνομαι ως «ανατροπή» με τη μορφή της μετανεωτερικής αποδόμησης. Κι αυτό σημαίνει πως ενώ δέχομαι και προσπαθώ να περιγράψω τις πολιτισμικές οντότητες, προσπαθώ ταυτόχρονα να εντοπίσω σε ένα μη ορατό, «υποατομικό», θα έλεγα, επίπεδο, τα στοιχεία εκείνα που δεν προσφέρονται για τυπική περιγραφή και συμβατική ανάγνωση. Κι αυτή η θεωρία (η Θεωρία των Πάντων) θα προσπαθήσει, επίσης, να υπερβεί, την πλήξη των Συγκρίσεων και την αγωνία των Χρονολογήσεων, που συνιστούν με σχολαστικό και σχεδόν μηχανιστικό τρόπο το σκοπό της μελέτης και της τελικής δημοσίευσης ενός αρχαιολογικού υλικού. Θα προσπαθήσει να υπερβεί, τέλος, τη λεκτική γοητεία του αριστοτελικού «Τι το ον» και θα αναζητήσει τα στοιχεία που συγκροτούν το «μη ον», όσον αφορά την τυπική αρχαιολογική περιγραφή. Αρα θα αναζητήσει το «μη ορατόν», που σε τελευταία ανάλυση συνιστά την ουσιαστική σύσταση του αρχαιολογικού χώρου και του αρχαιολογικού χρόνου, για να το ερμηνεύσει. Θα αναζητήσει, με άλλα λόγια, τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν το Μικρόκοσμο της Αρχαιολογίας, να τα «κατανοήσει, καταρχήν, να τα θεωρητικοποιήσει στη συνέχεια και να τα ερμηνεύσει εντέλει. Και ένα λεξιλόγιο που θα αντικαταστήσει λέξεις και ορισμούς που έχουν φθαρεί και προσπαθούν να εκφράσουν διαδικασίες και αποτελέσματα που δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτε απολύτως σε μια Δυναμική Προσέγγιση. Βέβαια δεν φεύγει από το μυαλό μου πως μια τέτοια αναζήτηση έχει ήδη αρχίσει στην περιοχή της Αρχαιομετρίας, όπου οι ποιοτικές αναλύσεις, της φυσικοχημείας και της γεωλογίας, οι διεισδυτικές αναζητήσεις των ισοτόπων, τα ελικόμορφα μυστικά του DNA, ο ηλικιωμένος πια άνθρακας 14 αυτόν τον
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
Μικρόκοσμο αναζητούν και μας τον αποκαλύπτουν. Φοβούμαι όμως πως για την ώρα τα εντυπωσιακά, πολλές φορές, ευρήματά τους παγιδεύονται αποκλειστικά στη γοητευτική performance των Power Points και την καλλιγραφική ιχνογραφία των σιβυλλικών γραφημάτων. Δεν βοηθούν, θέλω να πω, αποτελεσματικά στη συγκρότηση μιας άλλης Αρχαιολογικής Οντολογίας ή τουλάχιστον, δεν αξιοποιούνται γι’ αυτήν. Μιας Οντολογίας που, κατά την άποψή μου, πρέπει να εκδηλωθεί με δυο, κυρίως, προσπάθειες: (α) Να απαλλαγεί από τις αποδομητικές εισηγήσεις της Φαινομενολογίας των μεταμοντέρνων κουκουλοφόρων και (β) Να αναζητήσει σχήματα σκέψης και ένα νέο λεξιλόγιο στο χώρο της θεωρητικής Φυσικής, όπου οι έννοιες του Χώρου και του Χρόνου, βασικά συστατικά στοιχεία των ερευνητικών αναζητήσεων, ιδιαίτερα της Προϊστορικής Αρχαιολογίας., προσεγγίζονται και
Η “ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ” ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ
αποκτούν περιεχόμενο με μια ολόκληρη σειρά επιμέρους θεωρητικών προτάσεων, που έχουν ως αφετηρία τους τη φιλοσοφική ανάλυση. Και αναφέρομαι στις προτάσεις εκείνες που αρχικά διατυπώνονται με τη μορφή καθαρά φιλοσοφικών ερωτημάτων και στο τέλος αποδεικνύονται με μαθηματικό και πειραματικό τρόπο αποκτώντας έτσι την αξιοπιστία αξιωμάτων, ώστε να γίνονται δεκτές από όλη την επιστημονική κοινότητα και επαληθεύοντας παράλληλα την «ενότητα της γνώσης» που υποστήριξε ο Wilson (βλ. σημ. 9). Φυσικά οι προτάσεις της θεωρητικής αρχαιολογίας, ιδιαίτερα στο πεδίο της ερμηνείας, δεν μπορούν να αποδειχτούν μαθηματικά, μπορούν όμως να θεμελιώνονται στην εργαστηριακή αξιοπιστία των πειραματικών επιστημονικών επαληθεύσεων, όπως ήδη έχει γίνει στην περιοχή της Περιβαλλοντικής Αρχαιολογίας. Θα έχει γίνει ήδη κατανοητό ότι προσπαθώ να περιγράψω την ανησυχία μου για το γεγονός ότι τα ερμηνευτικά μας συμπεράσματα, όσον αφορά τη λειτουργία του πολιτισμικού χώρου, όπως αυτός διαμορφώνεται ως προϊόν-εύρημα κάτω από την επίδραση του παραγωγικού χρόνου, θεμελιώνονται σε δυο κυρίως διαδικασίες: στη διαδικασία των μετρήσεων και στην «ανάγνωση» της στρωματογραφίας. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις όμως δεν επιδιώκεται μια «ολογραφική» καταγραφή του ανασκαφικού χώρου, ώστε να προκύπτει ως συμπέρασμα, είτε αυτό περιγράφεται σε ένα ανασκαφικό ημερολόγιο είτε σε μια δημοσίευση, ότι αυτό που προτείνεται ως αρχαιολογική γνώση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τρισδιάστατη προβολή ενός επίπεδου κόσμου με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός Πολιτισμού. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί, όταν προσπαθούμε να συνθέσουμε τις πληροφορίες μιας ανασκαφικής έρευνας, δεν λαμβάνονται υπόψη δύο βασικές «μικροσκοπικές» –μη ορατές– ιδιότητες του χώρου (υποκειμένου και προϊόντος των μετρήσεων) και του χρόνου 17
Στη μαθηματική του διατύπωση: 1.616252(81)x10-35.
157
(δημιουργού της στρωματογραφίας). Στην πρώτη περίπτωση βασική μικροσκοπική ιδιότητα είναι τα δυναμικά στοιχεία της Ταφονομίας. Και στη δεύτερη, στην περίπτωση του χρόνου δηλαδή, δεν λαμβάνεται υπόψη η ασυνέχειά του, όσον αφορά τη δημιουργία ή την καταστροφή των επιχώσεων. Τέτοιες «μικροκοσμικές» ιδιότητες αναζητούνται και αναφέρονται στη θεωρητική φυσική ως «μήκος Πλανκ» που ισούται με το 10 στη -3317 και ως «χρόνος Πλανκ» που ισούται με το 10 στη -43 και τις ελάχιστες ποσότητες χρόνου και χώρου όπου και οι δυο δεν θεωρούνται ενιαίοι και συνεχείς, αλλά «κοκκώδεις», προτάσεις που προσπαθούν να αποκτήσουν αποδεικτική ισχύ στο πλαίσιο μιας κοσμολογικής συζήτησης. Θα τις αφήσω όμως στην άκρη αυτές τις διατυπώσεις ως συνθήκη αναφοράς, δηλώνοντας, απλώς ότι οι ποσοτικές τιμές τους καλύπτουν κοσμολογικά μεγέθη που για τη μαθηματική τους διατύπωση θα χρειαζόμασταν σελίδες ολόκληρες και πως ασφαλώς δεν έχουν καμιά σχέση με τις χωρικές και χρονικές διαστάσεις που διαχειρίζεται η αρχαιολογική έρευνα. Το παράδειγμά μου επομένως δεν χρειάζεται την ποσοτική τους σημασία. Δεν χρειάζομαι, με άλλα λόγια, ούτε το «χρόνο Πλανκ» ούτε το «μήκος» που παραπέμπουν στις μικρότερες διαστάσεις που είναι δυνατό να εντοπίσει η έρευνα στο σύμπαν, ως μέτρα σύγκρισης. Εκείνο που χρειάζομαι και
Γ.Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ
158
προσπαθώ να αξιοποιήσω στο παράδειγμά μου είναι η αγωνία της θεωρητικής φυσικής για την «έσχατη» ποσότητα, ο τρόπος που περιγράφονται ο χώρος και ο χρόνος ως μη «ενιαίοι και συνεχείς» αλλά «κοκκώδεις». Μια περιγραφή, βέβαια, που κατά τη σύνταξη ενός θεωρητικού λόγου, στην προκείμενη περίπτωση του αρχαιολογικού θεωρητικού λόγου, αποκτάει φιλοσοφική ισχύ. Και αυτή ακριβώς η «ισχύ», ως πάγιο λογικό δεδομένο, είναι δυνατό να μας βοηθήσει πρώτ’ απ’ όλα να μετρήσουμε ή να διαβάσουμε με σωστό τρόπο τις οριζόντιες και κατακόρυφες αναπτύξεις ενός ανασκαφικού χώρου, και κατά δεύτερο λόγο να τις ερμηνεύσουμε. Να τις ερμηνεύσουμε σωστά μέσω αυτών των μετρήσεων, πιστεύοντας, προφανώς, στην πλατωνική έννοια του «μέτρου», που έτσι κι αλλιώς προκαλεί το ενδιαφέρον ερώτημα: μπορούμε να μετρήσουμε πράγματα που δεν υπάρχουν ή ενώ υπάρχουν εντάσσονται
18
μέσα σε σχέσεις (και γι’ αυτό «υπάρχουν») αυθαίρετα ορισμένες; Να τις ερμηνεύσουμε, επίσης, και μέσω των αναγνώσεων, των οποίων τα αποτελέσματα στοιχειοθετούν ή τουλάχιστον προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν την απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα της Αρχαιολογίας «Τι το ον». Ενα ερώτημα που μοιραία μας φέρνει αντιμέτωπους με το αρχαιολογικό «μη ον», το «μη ορατόν», όπως είπα πιο πάνω, το «ανώλεθρον» το «ασυνεχές» και το «αγέννητον» κατά τον προσωκρατικό Παρμενίδη τον Ελεάτη, ο οποίος με τον τρόπο αυτό δεν θέλει να περιγράψει αυτό που δεν υπάρχει, αλλά αυτό που έτσι κι αλλιώς υπάρχει και πρέπει να ερμηνευτεί18, όπως συμβαίνει με τους πολιτισμούς που εμείς οι αρχαιολόγοι μελετούμε αναμοχλεύοντας τα θλιβερά κατάλοιπά τους είτε αυτά τα αντιλαμβανόμαστε ως πράγματα, αποκαλύψεις αναγκών και χρήσεων είτε ως νοήματα, αποκαλύψεις επινοήσεων. Αν λάβουμε υπόψη μας, λοιπόν, ότι ο αρχαιολογικός χώρος όχι μόνο στη θεωρητική του σύλληψη δεν μπορεί να είναι ενιαίος και συνεχής αλλά και στην πραγματική του διαμόρφωση ύστερα από 7,5 ή 2 χιλιάδες χρόνια, ανεξάρτητα αν αυτός διατυπώνεται με το 10 στη -33, είναι το αποτέλεσμα σεισμικών ρωγμών, βαθιών αρόσεων φιλοπρόοδων γεωργών, εκσκαφών άθλιων εργολάβων δημόσιων ή μη έργων, αλλά και υπονομεύσεων συμπαθών αρουραίων τι ακριβώς μετρούμε; Την απόσταση που χωρίζει το 10 του ηλεκτρονικού χωροβάτη από το 10 στη -33 του Μαξ Πλάνκ ή την απόσταση που χωρίζει τη ΝΑ πασσαλότρυπα από τους πασσάλους που κρατούσαν την επιγραφή “Arbeit macht Frei“ στο Αουσβιτς. Αναρωτιέμαι, δηλαδή: με τις μετρήσεις που πραγματοποιούμε μέσα σε ένα σκάμμα, που προέκυψε από μια αυθαίρετη, προσωπική μας επιλογή, τι θέλουμε ακριβώς να ορίσουμε; Η μήπως απλώς θέλουμε να δηλώσουμε ότι συμφωνούμε και μεις με την άποψη των μαθηματικών ότι η «μέτρηση», άρα η
Corderο, Luis-Nestor (2008), Υπάρχει αυτό που ΕΙΝΑΙ. Εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ.
Η “ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑ” ΤΗΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ
«αρίθμηση», είναι η αρχή της επιστήμης. Κι όταν διαβάζουμε τη στρωματογραφία μιας παρειάς, είτε ενώπιος ενωπίω είτε από το συνεπές ιχνογράφημα του ανασκαφέα, όποιος και αν είναι αυτός, λαβαίνουμε υπόψη μας ότι το υπό ανάγνωση στρωματογραφικό κείμενο είναι το προϊόν ενός χρόνου που μπορεί να μην έχει διάρκεια 10 στη -43, οπωσδήποτε όμως η κοκκώδης δομή του19, η μη συνεχής ροή του και η αλματώδης κίνησή του στοιχειοθετούν με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο τα χαρακτηριστικά του ιστορικού χρόνου που δεν μπόρεσε να τα ιχνογραφήσει ο υπεύθυνος ιχνογράφος. είναι ωστόσο υπαρκτά. Γιατί τότε μόνο θα καταλάβουμε πως το υπό ανάγνωση στρωματογραφικό κείμενο είναι δικό μας, προϊόν της προσωπικής μας φαντασίας. Προϊόν της ροής της δικής μας σκέψης, της δικής μας ερμηνευτικής κίνησης, που εκδηλώνεται με άλματα, γιατί την ίδια δομή έχουν και
159
οι πληροφορίες που διαθέτουμε. Ο νομπελίστας Βελγορώσσος Ilya Prigogine και εισηγητής της θεωρίας του χάους είπε στην ομιλία του, όταν ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτορας στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 2000 ότι «το μέλλον δεν είναι δεδομένο, δεν μπορούμε, με άλλα λόγια, να γνωρίζουμε από πριν τις δυνάμεις που θα το προσδιορίσουν». Μήπως λοιπόν πρέπει να δεχτούμε κι εμείς πως η αλήθεια που αναζητούμε δεν είναι δεδομένη, άρα πρέπει να την κατασκευάσουμε εμείς; Αρκεί, βέβαια, τα υλικά της κατασκευής της να μην είναι τα νοήματα, αλλά τα πράγματα που μας άφησε πίσω του ο δραστήριος Ανθρωπος, όπως θα έλεγε ο Fr. Engels. Γιατί αυτό είναι το μόνο γνωστό δεδομένο της αρχαιολογικής έρευνας: ο Ανθρωπος. Οχι ως παραγωγός νοημάτων, αλλά ως κατασκευαστής πραγμάτων που αποκαλύπτουν την ανθρώπινη ανάγκη και υποδηλώνουν την ανθρώπινη σκέψη.
Summary An excavation’s “cosmology” (a first draft) G. H. Hourmouziadis All attempts to formulate speci|ic observation and concrete interpretation proposals during an archaeological excavation are based on a series of “readings” of stratigraphy and occupation deposits. These “readings” always approach time (stratigraphy) and space (occupation deposits) as entities that move and evolve in a linear and continuous manner, which, however, never applies in real life. This
19
is why Theoretical Archaeology, a science deeply involved in the study of Time- and Space-related questions, could, indeed, turn to Theoretical Physics, a |ield equally interested in providing answers to similar questions; It could borrow from its ways of thinking, the methodology it applies in solving theoretical problems and, in particular, its attempts to formulate a “Theory of Everything”.
Αυτός ο χαρακτηρισμός του χρόνου (αλλά και του χώρου) δεν είναι απλώς μια «φιλοσοφική» περιγραφή, σχετίζεται άμεσα με τις αναζητήσεις που αναφέρονται στη συγκρότηση της «Θεωρίας των Πάντων» και ιδιαίτερα στο πλαίσιο της Κβαντικής Θεωρίας. Βλ. το ενδιαφέρον βιβλίο του Smolin, L. (2007), The Trouble with Physics. Houghton-Mifflin.