! "# $ 5 ( 05-
% &' $ , - '$ 06, 2013 % / 5 63- $ ( / / / - 8 % " 1-
5 ( 05-
""
( ) ) * +& $ ./ 0 / ,1 0& 23 $ 4 / 0& $ 76 + 5 "* !+- $ , + $ 9:;<(=72:7 % &'- $ ( / $ ! # $ : 7 1 +& $ ; >/ +$ < % ? =/ & - '$@ ; --/ 0
! # $ # % & #
' & ( # )
" ** ) + " ) ,
' -./0 1.0/ 2 " " 3 ' -./0 1.4. 2 3 05-
7 /- / $ 5 - " ! " 6 7
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
…που λέει ο λόγος! Πειραματική αρχαιολογία: Γενικές κατευθύνσεις, εφαρμογή στη μελέτη των προϊστορικών εργαλείων Ροζαλία Χρηστίδου Παλαιοδιατροφή: Η ανάλυση των σταθερών ισότοπων στην αρχαιολογία Ευφροσύνη Βήκα Αγρότες και ψαράδες: «Παρά καλλίναον βοιβίαν λίμναν» Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη Ιστορικότητα και τοπίο: Σύγχρονοι προβληματισμοί για τον σχεδιασμό αρχαιολογικών χώρων Μαρία Τρατσέλα Το ιστορικό περιεχόμενο της προϊστορίας Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
7-12
13-37 38-48 49-62 63-78 79-92
Το θεσμικό πλαίσιο των ανασκαφών στην Ελλάδα από τον 20ο στον 21ο αιώνα Πάντος Α. Πάντος 93-130 Ιστορίες ιζημάτων: Κοινωνικές διεργασίες σχηματισμού της Νεολιθικής Τούμπας Παλιαμπέλων Κολινδρού Δημήτρης Κοντογιώργος 131-143 «ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ» Το δέκατο έκτο μνημείο UNESCO για τη Θεσσαλονίκη ή... Μελίνα Παϊσίδου
147-153
CONTENTS Editorial Experimental archaeology: General directions, application to the study of the prehistoric tools Rozalia Christidou Paleodiet: Stable isotope analyses in archaeology Efrosyni Vika Farmers and fishermen “by the fair-flowing lake of Boebe” Vasiliki Adrymi-Sismani Historicity and landscape: Contemporary design issues of archaeological spaces Maria Tratsela The historic content of prehistory G. H. Hourmouziadis
7-12
13-37 38-48 49-62 63-78 79-92
The legal framework for the archaeological excavations in Greece: From the 20th to the 21th century Pantos A. Pantos 93-130 Stories of sediments: Cultural formation processes at the neolithic tell at Paliambela Kolindrou Dimitris Kontogiorgos 131-143 “DRAFTS” Τhe sixteenth UNESCO monument for Thessaloniki or … Melina Paisidou
147-153
...που λέει ο λόγος! ΟΙ ΜΑΓΙΑ ΕΠΕΣΑΝ ΕΞΩ!
΄Ένα μήνα πριν από τη μέρα που οι Μάγια υπολόγιζαν πως θα καταστραφεί ο κόσμος, πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο για τα 100 χρόνια της προϊστορικής έρευνας στη Μακεδονία. ΄Ήταν, πραγματικά, μια πολύ σημαντική επιστημονική συνάντηση αυτό το Συνέδριο. Ιδιαίτερα στη σύγκρισή του με την άλλη ετήσια αρχαιολογική σύναξη, την επονομαζόμενη και Α.Ε.Μ.Θ. Εκείνη, το Α.Ε.Μ.Θ. δηλαδή, είναι μια συμπαθής συνάντηση νέων και παλαιών αρχαιολόγων, μέτριων ή σημαντικών, πρωτοεμφανιζομένων ή «πάλι αυτός», όπου με το ύφος της αναπόφευκτης ρουτίνας ή του πανηγυρικού γνωστής επετείου, αναγιγνώσκονται, αυστηρώς ευρηματολογικού περιεχομένου ανακοινώσεις, υπό την απειλή της διακοπής, από την πρόεδρο, συνήθως, γιατί οι αναγνώσεις ποτέ δεν κρατάνε τόσο χρόνο όσο προβλέπει το πρόγραμμα. Και στην περίπτωση που ούτε η ανακοίνωση σταματά ούτε η πρόεδρος πραγματοποιεί την απειλή της, αναγκαστικά δεν γίνεται το διάλειμμα. Οι σύνεδροι αδημονούν και αποχωρούν, με αργά βήματα, και καμιά φορά τριζάτα παπούτσια. Και, φυσικά, επειδή οι εισηγητές αρνούνται να τηρήσουν τον χρόνο, τότε δεν γίνεται ούτε συζήτηση και έτσι 25 τόσα χρόνια το Α.Ε.Μ.Θ. γίνεται με ελάχιστα διαλείμματα και καθόλου συζήτηση. Ευτυχώς που υπάρχει και η ανακοίνωση των ανασκαφών του Δίου και έτσι την άλλη μέρα ο Τύπος έχει κάτι να γράψει και να εικονίσει, κάτω από τονισμένους τίτλους «Πρωτοφανή ευρήματα της μακεδονικής γης, και πάλι…». Το Συνέδριο όμως της προϊστορικής έρευνας, ένα μήνα πριν από την καταστροφή του κόσμου, κατά τους Μάγια, είχε και διαλείμματα και συζήτηση. Και προ παντός είχε κάτι να πει. Να αποκαλύψει, επιτέλους, στο κοινό ότι η αρχαιολογική έρευνα δεν είναι μόνο ευρήματα πρωτοφανή, που αποδεικνύουν ότι η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι ελληνική και γι’ αυτό «…δεν θα την πάρουνε ποτέ τη γη των Μακεδόνων» και
8
όλα τα άλλα. Να αποκαλύψει ότι ο αρχαιολογικός λόγος έχει ανάγκη από μια θεωρία, για να ακουμπήσει επάνω της και να μην συντριβεί μεταξύ ενός διαλείμματος που δεν έγινε και μιας συζήτησης που αναβλήθηκε. Να αποκαλύψει, ακόμα, πως πίσω από τα πρωτοφανή και τα μοναδικά τα ανεπανάληπτα και τα χρυσά, υπήρχαν άνθρωποι που τα κατασκεύαζαν όλα αυτά, γιατί κάτι είχαν να πουν, κάτι να αποκαλύψουν. Ιδιαίτερα γιατί αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν με ένα τρόπο κι αυτοί, και πονούσαν όπως εμείς, κοιμούνταν στα εδώλια των αρχαίων θεάτρων, όσο οι ήρωες του Αισχύλου αποκάλυπταν τα «παθήματά» τους ή χειροκροτούσαν τον Αριστοφάνη, γιατί «περνούσε» γενεές 14 τους άρχοντες της εποχής του. Γιατί κι αυτοί οι τελευταίοι έκλεβαν καμιά φορά ή συχνότερα. Κι εκείνοι έκαναν πολέμους, χωρίς λόγο, όπως ακριβώς οι δικοί μας. Είχε να αποκαλύψει, τέλος, το Συνέδριο για τα 100 χρόνια της προϊστορικής έρευνας στη Μακεδονία, ότι η Αρχαιολογία μπορεί και πρέπει να μιλάει για την ιστορία, για την κοινωνία, για τον πολιτισμό, για το άτομο, για ό,τι είναι κρυμμένο πίσω από το άτομο, να προβληματίζεται για το πώς όλα αυτά ήτανε μαζί ή χωριστά, άλλαζαν ή έμεναν πάντα τα ίδια και τι έφταιγε για το ένα ή για το άλλο. Κι όλα αυτά όχι γιατί οι αρχαιολόγοι που μίλησαν στο Συνέδριο αυτό ήταν τόσο σπουδαίοι για να τα αποκαλύψουν όλα αυτά, αλλά γιατί πριν έρθει η ώρα για να ανεβούν στο βήμα είχαν καταλάβει πολύ καλά πως για να μιλούν δημόσια στο όνομα των πραγμάτων του αρχαίου παρελθόντος, έπρεπε να μάθουν καλά τη γλώσσα τους. Έπρεπε να μάθουν καλά τη μυστική σημασία τους και προπαντός το
...που λέει ο λόγος!
μυστικό τους ήθος. Όλα τα άλλα: τα μοναδικά και τα απαστράπτοντα, τα πρωτοφανή και τα «ήταν, είναι και θα είναι…» τα άφησαν στους δημοσιογράφους. Βέβαια, όπως οι Μάγια έπεσαν έξω στις προβλέψεις τους και ο κόσμος δεν καταστράφηκε 21 Δεκεμβρίου, έτσι και το Συνέδριο για τα 100 χρόνια αρχαιολογικής έρευνας στη Μακεδονία έπεσε έξω σε δυο περιπτώσεις, κατά την άποψή μου, μπορεί και σε τρεις. Και, φυσικά, αυτό δεν σημειώθηκε από τον κ. Κ. Κωτσάκη, που έκανε την ανακεφαλαίωση των ανακοινωθέντων. Πρώτη περίπτωση: Είναι γνωστό πως αν ένα αρχαιολογικό άρθρο δεν παραπέμπει, με την πρώτη, ασήμαντη, ευκαιρία στους Hodder, Shanks, Tilley, Giddens, Bourdieu και Heidegger όπως παλιά Binford, Flannery, Clarke και λίγο Renfrew, δεν «περνάει». ΄Έτσι το όνειρο κάθε νέου αρχαιολόγου είναι να γίνει μεταδιαδικαστικός, και φυσικά να μην λείπουν από τα κείμενά του, αυτά τα σπάνια έως ανύπαρκτα κείμενα, λέξεις, όπως agency, structure, identity, practice, individual, social, personhood, otherness ή Dasein, στην αδόκιμη μετάφρασή τους, βέβαια, ώστε να ενταχθεί κι αυτός ή αυτή, στην ομάδα που η M. Hegmon, ονόμασε processual-plus «λίγο απ’ όλα», στα ελληνικά, και χωρίς «χούφτωμα» μάλιστα, όπως ελέχθη στην άνευ προηγουμένου «παρουσίαση» του σημαντικού βιβλίου της Δ. Κοκκινίδου. ΄Έτσι, διαπίστωσα πώς μερικές εισηγήσεις άλλα δήλωναν στον τίτλο τους και άλλα είπαν από το βήμα, οπότε θύμιζαν έντονα τους εισηγητές του Α.Ε.Μ.Θ., περιγράφοντας απλώς, το γνωστό προϊστορικό «οστρακομάνι» και υπογραμμί-
...που λέει ο λόγος!
ζοντας τις κατακτήσεις της νέας τεχνολογίας, και, φυσικά, αποκαλύπτοντας με τον τρόπο αυτό την τάση της «πιο νέας Αρχαιολογίας» να εγκαταλείψει τον κοινωνιολογικό προσανατολισμό της και να ακολουθήσει, με τη σιγουριά του πειράματος, τον αρχαιομετρικό, που παρόλες τις σημαντικές προόδους του, είναι αλήθεια, το μόνο που ως τώρα έχει εξασφαλίσει στην ελληνική αρχαιολογία είναι οι πολύχρωμες «αφηγήσεις» του. Δεύτερη περίπτωση: Το δεύτερο λάθος των Μάγια ίσως και το πιο σοβαρό, είναι, πως, αν και δόθηκε η αφορμή να ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για το τραγικά σημαντικό θέμα «Δημόσια έργα και Αρχαιολογία», και ιδιαίτερα, πρώτον, για το ποια είναι η τύχη των αρχαίων που αυτή η παρά φύση συνεργασία φέρνει στο φως με τους εργολαβικούς ρυθμούς των ανασκαφών της, και δεύτερο για την περίπτωση εκείνη που ένας άνεργος αρχαιολόγος που έχει εκπαιδευτεί στη μέθοδο μιας προϊστορικής ανασκαφής, έχει κάνει μάλιστα και διδακτορική διατριβή με τα νεολιθικά κοσμήματα, ας πούμε για παράδειγμα, και έχει και στο πίσω μέρος του νεανικού του μυαλού το φτωχό όνειρο να ανασκάψει και ένα προϊστορικό tepe ή höyük, αναγκάζεται, στο όνομα του μεροκάματου, να δεχτεί την πρόσληψή του, στις ανασκαφές του Μετρό της Θεσσαλονίκης, ας πούμε, και να ασχοληθεί με κεραμοσκεπείς παλαιοχριστιανικούς τάφους, ή τις επίσης γνωστές σκυφωτές βυζαντινές μπακίρες (*γιατί θεωρείται προσβλητικός ο χαρακτηρισμός;), ο μη γένοιτο! Αν και δόθηκε, λοιπόν, η αφορμή να ανοίξει μια σχετική δημόσια συζήτηση, το Συνέδριο, μαζί και όλοι οι νεοεπαναστάτες και μη, επιδόθη-
9
καν σε μια συλλογική «γαργάρα», επιτρέποντας μάλιστα σε αξιόλογο σύνεδρο να δηλώσει ότι η Αρχαιολογία είναι μια και ενιαία, χωρίς βέβαια να δηλώσει ότι αν ποτέ τον ενοχλήσει η πολύτιμη καρδιά του, δεν θα επισκεφτεί γυναικολόγο! Και μια άλλη συνάδελφο να δηλώσει ότι τα δημόσια έργα εξασφαλίζουν στους άνεργους αρχαιολόγους όχι μόνο το μεροκάματο αλλά και τον «ελεύθερο χρόνο», για να ασχοληθούν και με την αρχαιολογία, αποκαλύπτοντας έτσι ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ με την έννοια της ελευθερίας και του χρόνου, για να διαπιστώσει πως αυτά δεν έχουν καμιά σχέση με τις «μαύρες τρύπες» του S. Hawking! Ωστόσο, το Συνέδριο των 100 χρόνων έδωσε την αφορμή να σκεφτεί κανείς πόσο σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης μας ανοίγοντας τις αίθουσές του για να πραγματοποιηθούν μέσα σ’ αυτές σημαντικές συναντήσεις, αρκεί αυτές, βέβαια, να οδηγούν σε σημαντικές συζητήσεις που να ξεσκεπάζουν αλήθειες που δεν λέγονται, γιατί είναι ανείπωτα πικρές. Μα πολύ πικρές! Να! ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ, ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ, ΠΕΡΙΚΟΠΕΣ!
Τελικά το ζήτησαν οι «αγορές», το αποφάσισε η κυβέρνηση και το δεχτήκαμε οι υπόλοιποι, χωρίς να ρίξουμε ούτε ένα πασχαλιάτικο βαρελότο. ΄Έτσι, γιατί το θέλει το «έθιμο»: να φωνάζεις όταν σε πονούν. Και άρχισαν οι περικοπές. Περικοπές στους μισθούς, στις συντάξεις, στα φάρμακα, στις επενδύσεις, στα μεγάλα έργα, στα οδοιπορικά, στις υπερωρίες, στη χρηματοδότηση των αρχαιολογικών ανασκαφών. Το ότι θα έφτανε η στιγμή να περικόψουν και το
10
Υπουργείο Πολιτισμού, όμως, κανείς δεν το περίμενε. ΄Έτσι, με ένα ταχυδακτυλουργικό κόλπο, όπως αυτά που από ένα μαύρο ημίψηλο βγάζεις ένα άσπρο κουνέλι, ο τουρισμός του πρώην ΥΠ.ΠΟ. έγινε αυτόνομο Υπουργείο με υπουργό την καλλιπάρειο κυρία Κεφαλογιάννη και ο Πολιτισμός Γραμματεία. Κι όμως κανείς δεν ρώτησε γιατί. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Κανείς δεν πυροβόλησε στον αέρα, όπως κάνουν στους παραδοσιακούς γάμους. Κανείς δεν ψιθύρισε, έστω, το εθιμικό «δεν πάει άλλο». Κι όταν λέω «κανείς» δεν έχω, βέβαια στο μυαλό μου ούτε τους θαμώνες του ελληνικού κοινοβουλίου, ούτε τους θεατές των τούρκικων serials, ούτε το συμπαθές χριστεπώνυμο κοινό. Τους φύσει και θέσει θεραπευτές του ελληνικού πολιτισμού εννοώ. Τους αρχαιολόγους πανεπιστημιακούς και άλλους, τους οργανωμένους συγγραφείς, τους καλλιτέχνες το «κατεστημένικο παπαδαριό» που θα έλεγε και ο αείμνηστος Σκαρίμπας. Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κι όμως άρχισαν να κατακλύζουν τις οθόνες των ψηφιακών μας τηλεοράσεων τα μαραμένα και άκρως θλιμμένα αγγουράκια της Κρήτης που ταλαιπωρούνται μέσα στα πλαστικά τους κιβώτια, λόγω της απεργίας των πλοίων. Εκεί φτάσαμε, λοιπόν; Ούτε όσο ένα αγγούρι δεν μετράει ο ελληνικός πολιτισμός. «Σιγά μην κλάψω», που λέει και το νεανικό άσμα, «σιγά μη φοβηθώ!» Ο ΔΡΟΜΟΣ ΕΙΧΕ ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το να πάρεις ένα άγαλμα από το ανασκαφικό σκάμμα και να το εκθέσεις σε μια αίθουσα του μουσείου, το καταλαβαίνω. Το να πάρεις από ένα άλλο σκάμμα ένα αγγείο, δύο αγγεία, τρία, πέντε, εκατό και να στήσεις μια περιοδική έκθεση, κι αυτό
...που λέει ο λόγος!
το καταλαβαίνω, όπως καταλαβαίνω όλες τις μεταφορές των κινητών ευρημάτων από τον χώρο της εύρεσής τους σε εκείνο της έκθεσής τους. Γιατί στο κάτω κάτω αυτή ήτανε και η ιστορική τους μοίρα: να κινούνται από χέρι σε χέρι, από τραπέζι σε τραπέζι, από σπίτι σε σπίτι. Αλλά να πάρεις ένα δρόμο 80 μέτρα, πάνω κάτω μακρύ, και να τον μεταφέρεις αλλού για να τον εκθέσεις, αυτό ούτε το καταλαβαίνω και γι’ αυτό ούτε που θα έλεγα ναι, αν μου ζητούσαν τη γνώμη μου. Κι όμως το Κ.Α.Σ. και οι αρμόδιοι σύμβουλοι για τα έργα του Μετρό Θεσσαλονίκης είπαν το ναι και οι εργολάβοι χωρίς καμιά αντίσταση πήραν τον δρόμο από εκεί που βρέθηκε και τον μετάφεραν αλλού. ΄Ένας δρόμος όμως δεν είναι κινητό εύρημα. Δεν πήγαινε από χέρι σε χέρι, ούτε από τραπέζι σε τραπέζι. Δεν αποκτούσε σημασία ο δρόμος, γιατί τον χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι, αλλά οι άνθρωποι γιατί, χρησιμοποιώντας τον, ολοκλήρωναν τις «γραμμές» της ζωής τους. Πήγαιναν από την απραξία στη δράση, από τον χώρο της γέννησής τους σε εκείνον του ενταφιασμού. Ο δρόμος, θέλω να πω, δεν είναι αντικείμενο να το πάρεις από δω και να το πας εκεί. Ο δρόμος είναι ο ίδιος ο κόσμος και ο κόσμος, ως σύμπαν διαστέλλεται χωρίς να μετακινηθεί. Και ως ρυθμιστής της καθημερινότητας και της ζωής των ανθρώπων παραμένει εκεί που τον εγκατέστησαν οι άνθρωποι. Εκεί φθείρεται. Εκεί χάνεται. Οι «σύμβουλοι» μόνον είναι διαχρονικοί, γιατί αυτοί ζουν και κινούνται έξω από τον κόσμο, μακριά από τα πράγματα που τον συγκροτούν, μακριά από τους δρόμους των ανθρώπων. Γι’ αυτό και δεν αντιλαμβάνονται πώς παραμένουν δρόμοι οι μεν, ούτε πώς άνθρωποι οι άλλοι!
...που λέει ο λόγος!
12
ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΕΙΛΙΚΡΙΝΕΙΑ! Δεν θέλω να μου υποσχεθείτε τίποτε, ούτε να με παινέψετε, γι’ αυτά που θα πω ή γι’ αυτά που θα κάνω. Θέλω μόνο να μου πείτε με ακρίβεια πότε έχετε ορίσει την επόμενη εκτέλεσή μου. Γιατί την προηγούμενη φορά περίμενα με τις ώρες μέσα στο αγιάζι. Κοκάλωσαν τα δάχτυλά μου και δεν μπορούσα ούτε μια αποχαιρετιστήρια χειραψία να κάνω με τους φίλους που ήρθαν να με χειροκροτήσουν. Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, πληροφορήστε με ακριβώς πότε έχετε ορίσει την επόμενη εκτέλεσή μου! Γ.Χ.Χ. 2013 μ.Χ.
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ*
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ, ΕΦΑΡΜΟΓH ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ
ΟΡΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Με τον όρο «πειραματική αρχαιολογία» περιγράφεται η εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου σε διαφόρους τομείς και στάδια της αρχαιολογικής έρευνας για να μελετηθούν υλικά κατάλοιπα και πρακτικές του παρελθόντος. Το γενικό εγχειρίδιο Αρχαιολογία: Θεωρίες, μεθοδολογία και πρακτικές εφαρμογές των Colin Renfrew και Paul Bahn (2001) περιλαμβάνει ποικίλα παραδείγματα εφαρμογών της πειραματικής μεθόδου, π.χ. για τη διαφοροποίηση της φθοράς των λίθινων εργαλείων ανάλογα με τη χρήση τους, για τον συσχετισμό των μακροβοτανικών καταλοίπων με την επεξεργασία των φυτών και για την παρατήρηση των διαχρονικών μεταβολών των αρχιτεκτονικών κατασκευών. Τα πειράματα έχουν *
μεγάλη διάρκεια όταν εξετάζονται περιοδικές ή, όπως στο τελευταίο παράδειγμα, μακροχρόνιες διαδικασίες (βλ. επίσης Andrews 1995, Reynolds 1994, Willcox 2009 κ.ά.). Επειδή στις διάφορες αποθέσεις η διάκριση μεταξύ ανθρωπογενούς και φυσικής μεταβολής δεν είναι πάντα σαφής, τα πειράματα εξετάζουν και φυσικά φαινόμενα, π.χ. τη φθορά και τη διασπορά των οστών λόγω της δράσης του νερού (Fernández-Jalvo & Andrews 2003 με βιβλιογραφικές αναφορές). Δίνουν επίσης τη δυνατότητα να αναγνωριστούν ακούσιες μεταβολές των υλικών κατά τη διάρκεια της χρήσης τους (π.χ. κατά την κατασκευή εργαλείων, Newcomer 1976) ή μετά την απόρριψή τους (π.χ. λόγω της κατοίκησης του χώρου και της συνακόλουθης αναμόχλευσης των αποθέσεων, Gifford-Gonzalez et al. 1985). Ο πειραματισμός λοιπόν, ως
CNRS/UMR 5133 (chercheur associé), e-mail: rozalia.christidou@gmail.com
14
μέρος της ανάλυσης διαφόρων φυσικών ή ανθρωπογενών υλικών και των αποθετικών και διαγενετικών διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε μία θέση, συμβάλλει στην κατανόηση της παρουσίας (ή της απουσίας), της μορφής και της κατανομής στον χώρο των υλικών καταλοίπων (βλ. επίσης Dibble et al. 1997, Okazawa 1999 με βιβλιογραφικές αναφορές, Shick 1987 κ.ά.). Ο πειραματισμός χρησιμοποιείται επίσης για τη σύγκριση και την αξιολόγηση ανασκαφικών και αναλυτικών τεχνικών ανάλογα με το αντικείμενο της έρευνας (π.χ. Ascher 1961: 793, Koon et al. 2003, Way 1992). Γενικώς, η αναγνώριση και η μελέτη των υλικών καταλοίπων προϋποθέτει τη γνώση της φύσης και των αιτίων των διαδοχικών μεταβολών των υλικών και της διασποράς τους στον χώρο. Τη διερεύνηση των μηχανισμών των μεταβολών μέσω της παραγωγής ανάλογων δεδομένων εξυπηρετεί εν πολλοίς η πειραματική μέθοδος ήδη από τις πρώτες εφαρμογές της στην αρχαιολογία. Τον 19ο αιώνα, ο Johann Steenstrup απέδωσε, βάσει πειραματικών δεδομένων, την απουσία οστών και τμημάτων οστών από τα διατροφικά κατάλοιπα που βρέθηκαν σε προϊστορικές θέσεις της Δανίας στην κατανάλωση των οστών από σκύλους (Brain 1981: 22). Το 1910, ο Henri Martin δημοσίευσε την υπόθεση εργασίας, το πρωτόκολλο και τα αποτελέσματα των πειραμάτων που πραγματοποίησε για να περιγράψει χαρακτηριστικά υπολείμματα της σκόπιμης θραύσης των μακρών οστών των ζώων στις προϊστορικές θέσεις. Το 1929, 1
Για περισσότερα παραδείγματα, βλ. Coles 1973.
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
o Léon Coutier ανακοίνωσε ότι εκτέλεσε πειράματα για να αναπαράγει τα χαρακτηριστικά της κατασκευής των λίθινων απολεπισμένων εργαλείων που προέρχονταν από διαφορετικά στάδια της Παλαιολιθικής Εποχής.2 Τα αρχαιολογικά πειράματα αναπαράγουν υπό ελεγχόμενες συνθήκες ανθρωπογενείς και φυσικές διαδικασίες με σκοπό την παρατήρηση της αλληλεπίδρασης υλικών και ενεργειών. Το ερώτημα που ο μελετητής επιθυμεί να απαντήσει ορίζει τα χαρακτηριστικά των υλικών και των ενεργειών καθώς και τη σχέση των χαρακτηριστικών που θα εξετάσει το πείραμα. Αυτά τα χαρακτηριστικά ονομάζονται μεταβλητές. Παραδείγματος χάριν, βασισμένοι σε προηγούμενα πειράματα και στη μελέτη παλαιολιθικών λίθινων απολεπισμένων εργαλείων με δευτερογενή επεξεργασία, οι Sally McBrearty et al. (1998) εξέτασαν σε μία σειρά πειραμάτων την ποσότητα και τη μορφή των απολεπισμάτων που προκαλεί το ποδοπάτημα των αποθέσεων από τον άνθρωπο σε σχέση με την πρώτη ύλη των αντικειμένων, την πυκνότητα της κατανομής τους στον χώρο και τη σύσταση των αποθέσεων. Δηλαδή, εξέτασαν τη διαφοροποίηση των δύο πρώτων μεταβλητών, που καλούνται εξαρτημένες, ανάλογα με τις μεταβολές κάθε μιας από τις υπόλοιπες τρεις μεταβλητές, που καλούνται ανεξάρτητες. Επειδή η προετοιμασία των πειραματικών λίθινων αντικειμένων, η έκταση των επιφανειών που ποδοπατούνται, ο αριθμός των ατόμων που βαδίζουν, η δι-
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
εύθυνση της κίνησής τους και ο χρόνος εκτέλεσης κάθε πειράματος είναι παράμετροι που επηρεάζουν τη μεταβολή των εξαρτημένων μεταβλητών, διατηρήθηκαν σταθερές σε όλα τα πειράματα και επέτρεψαν τη σύγκριση των αποτελεσμάτων τους. Τα πειράματα επιτρέπουν λοιπόν τον διαχωρισμό της μελέτης των μεταβλητών, την καταγραφή ποιοτικών και ποσοτικών δεδομένων, την επανάληψη της διαδικασίας και την τροποποίησή της σε επόμενη σειρά πειραμάτων. Η επανάληψη της διαδικασίας και του αποτελέσματος του πειράματος αποτελούν προϋπόθεση για να θεωρηθεί το αποτέλεσμα ως ισχυρή πιθανότητα και να αποκτήσει ερμηνευτική αξία. Αυτή η αξία κατοχυρώνεται από τη σύγκριση με το υπό μελέτη αρχαιολογικό εύρημα (Pelegrin 1998, Reynolds 1994). Στο παραπάνω παράδειγμα, τα αποτελέσματα των πειραμάτων θεωρήθηκαν ιδιαιτέρως σημαντικά για τη διάκριση των μουστέριων λίθινων εργαλείων με εγκοπή και αυτών με οδοντωτή κόψη από τα ψευδο-εργαλεία με τα οποία παρουσιάζουν μορφολογικές ομοιότητες. Έδειξαν επίσης ότι όλες οι ανεξάρτητες μεταβλητές δεν επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό τις εξαρτημένες μεταβλητές. Η σύγκριση πειραματικών και αρχαιολογικών δεδομένων βασίζεται στην αναλογία που ορίζεται μεταξύ των συγκρινόμενων φαινομένων. Οι McBrearty et al. φρόντισαν να εκτελέσουν τα πειράματα με υλικά και σε συνθήκες ανάλογες με αυτές που επικρατούσαν μετά την απόρριψη και πριν τον ενταφιασμό των λίθινων αντικειμένων. Επειδή η πειραματική αρχαιολογία βασίζεται στη χρήση της αναλογίας, το αποτέλεσμα των πειραμάτων
15
εκφράζεται ως πιθανότητα. Προϋποθέτει δε τη θεώρηση και άλλων πιθανοτήτων (σύγκρ. Wylie 1985). Ο πειραματισμός βασίζεται επίσης στην ακριβή διατύπωση των προτάσεων και των εκτιμήσεων των ερευνητών και στην πρόγνωση συστηματικών σφαλμάτων. Στο παράδειγμα του Πίν. 1, προσδιορίζονται με σαφήνεια οι μεταβλητές με τις οποίες μετρήθηκε η παραγωγικότητα των προκεραμεικών δρεπανιών. Αυτές οι μεταβλητές περιλαμβάνουν την εμπειρία του χρήστη του εργαλείου επειδή: 1) τα πειράματα δεν ήταν εργαστηριακές προσομοιώσεις με τη βοήθεια μηχανών, αλλά βασίζονταν στη χειρωνακτική εργασία και 2) ο χρόνος της εργασίας των πειραματιστών ήταν κριτήριο υπολογισμού της παραγωγικότητας του εργαλείου. Η εμπειρία των τεχνιτών έχει αποτελέσει επανειλημμένως αντικείμενο πειραματικής μελέτης των ψυχολογικών και κινητικών παραμέτρων των τεχνικών˙ επηρεάζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εργασίας των τεχνιτών. Η πειραματική αρχαιολογία εξετάζει διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο παρόν για να διερευνήσει διεργασίες που συνέβησαν στο παρελθόν. Συνδυάζεται με την actualistic research και πιο συγκεκριμένα την εθνοαρχαιολογία και τη συστηματική παρατήρηση σύγχρονων παραδειγμάτων φυσικών μεταβολών, όπως γίνεται στην περίπτωση της νεοταφονομίας (π.χ. Faith & Behrensmeyer 2006, Klippel & Synstelien 2007, Robert & Vigne 2002, βλ. επίσης Lyman 1994 με βιβλιογραφικές αναφορές). Και στις τρεις κατηγορίες έρευνας η υπόθεση εργασίας και τα φαινόμενα που αυτή εξετάζει έχουν οριστεί εξαρχής και η σχέση
16
αιτίου και αποτελέσματος μπορεί να μελετηθεί. Στον τομέα της ταφονομίας των οστών έγινε αρκετά νωρίς φανερό ότι αυτές οι κατηγορίες έρευνας δεν εξυπηρετούν ακριβώς τους ίδιους σκοπούς, ότι αλληλοεπηρεάζονται και ότι είναι συμπληρωματικές (π.χ. Hill 1978: 88)˙ ο πειραματισμός επιτρέπει τη συστηματική μελέτη μεμονωμένων παραμέτρων. Οι γενικές κατευθύνσεις της πειραματικής αρχαιολογίας περιγράφηκαν το 1961 από τον Robert Ascher και το 1979 από τον John Coles. Της έκδοσης του Coles προηγήθηκε αυτή των Daniel Ingersoll, John Yellen & William MacDonald (1977), οι οποίοι συζήτησαν και παρουσίασαν εφαρμογές του πειραματισμού καθώς και εθνοαρχαιολογικές μελέτες. Γενικώς, τα εθνογραφικά, εθνοϊστορικά και εθνοαρχαιολογικά δεδομένα έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στο είδος και στη διατύπωση των υποθέσεων που εξετάζονται πειραματικά. Την ίδια δεκαετία, ο Peter Reynolds (1974, 1976, 1979) συζήτησε, με βάση το πρόγραμμα της Butser Farm, τις αρχές και τα είδη των αρχαιολογικών πειραμάτων. Οι ειδικές εργασίες που στηρίζονται σε πειραματικά δεδομένα πολλαπλασιάστηκαν με την πάροδο του χρόνου και διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα έγιναν αντικείμενο συζήτησης σε τομείς όπου εφαρμόζεται συστηματικά η πειραματική μέθοδος, όπως η τεχνολογική ανάλυση των αρχαίων εργαλείων και η ταφονομία των οστών (π.χ. DomínguezRodrigo 2008, González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-9 με βιβλιογραφικές αναφορές). Τα τελευταία χρόνια δημοσι2
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
εύτηκαν εργασίες που επανεξετάζουν τις κατευθύνσεις της πειραματικής αρχαιολογίας (π.χ. Ferguson 2010, Mathieu 2002, Stone & Planel 1999. Βλ. επίσης World Archaeology 40(1), 2008, special issue: experimental archaeology). Το ενδιαφέρον μονοπωλεί η ανθρώπινη δραστηριότητα. Αυτό οφείλεται ως έναν βαθμό στο ενδιαφέρον των αρχαιολόγων για εξοικείωση με τις αρχαίες τεχνικές και τις ψυχολογικές παραμέτρους που συνδέονται με τη χρήση τους (κοινωνικοποίηση, αντίληψη, γνώση, εμπειρία). Οφείλεται επίσης στο ανανεωμένο ενδιαφέρον, εντός και εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, για την εκπαιδευτική και ψυχαγωγική λειτουργία των αρχαιολογικών ευρημάτων και πρακτικών. Η ανανέωση αυτή με τη σειρά της οφείλεται στην καταστροφή, συχνά σε μεγάλη κλίμακα, αρχαιολογικών χώρων, στη συχνή χρήση αρχαιολογικών και ιστορικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης και ψυχαγωγίας καθώς και στη συνειδητοποίηση ότι το παρελθόν ανακυκλώνεται στο παρόν και προδιαγράφει πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αναπαραστάσεις αρχαίων κατασκευών και δραστηριοτήτων αναφέρονται ως experiential (βιωματική) archaeology και ως πειραματική αρχαιολογία. Χωρίς να υποβαθμίζεται ο εκπαιδευτικός και ο ψυχαγωγικός ρόλος των αναπαραστάσεων, η περιγραφή τους ως έκφανση της πειραματικής αρχαιολογίας δεν γίνεται αποδεκτή από όλους (π.χ. Outram 2008, Pelegrin 1998, Reynolds 1999).3 Καταρχήν, η εξοικείωση του αρχαιολόγου με τα υλικά και τις διαδικασίες
Το πρόγραμμα της Butser Farm που διεύθυνε ο Reynolds είχε εξαρχής διττό χαρακτήρα, ερευνητικό και εκπαιδευτικό.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
17
Πρόταση προηγούμενων ερευνητών: Η μορφολογική εξέλιξη των δρεπανιών στη Μέση Ανατολή από την Επιπαλαιολιθική έως την Ύστερη Προκεραμεική Β είναι ένδειξη της βελτίωσης της παραγωγικότητας του εργαλείου. Προϋποθέσεις για την εξέταση της πρότασης: Προσδιορισμός των παραμέτρων (βλ. παρακάτω, μεταβλητές εισόδου) βάσει των οποίων υπολογίζεται η παραγωγικότητα του δρεπανιού, εκτίμηση της επιρροής κάθε μεταβλητής στην παραγωγικότητα του εργαλείου, χρονολογική και γεωγραφική κατανομή των δεδομένων που προέκυψαν από την τεχνολογική ανάλυση των δρεπανιών. Μεταβλητές παράμετροι εισόδου (εξαρτημένες): Βαθμός καμπυλότητας της λαβής του δρεπανιού, μήκος της κόψης του δρεπανιού (15, 20 εκατοστά), θέση των λίθινων στοιχείων του οπλισμού του δρεπανιού ως προς τον κατά μήκος άξονα της λαβής (πλάγια, παράλληλα), πρώτη ύλη των λίθινων στοιχείων (οψιανός, πυριτόλιθος), χρήστης του δρεπανιού (εμπειρία, σωματική δύναμη, προσαρμοστικότητα). Μεταβλητές παράμετροι εξόδου (ανεξάρτητες): Διάρκεια χρήσης του δρεπανιού, αριθμός κινήσεων που εκτελείται με κάθε δρεπάνι, αριθμός φυτών που κόβεται σε δύο λεπτά. Σταθερές παράμετροι: Διαστάσεις και γωνία κόψης των λίθινων εργαλείων, γεωγραφική θέση και έκταση των αγροτεμαχίων. Μη ελεγχόμενες παράμετροι (αιτιολογείται): Βάρος της σοδειάς, πυκνότητα των φυτών στα αγροτεμάχια, σκληρότητα του στελέχους των φυτών (σιτάρι, κριθάρι), βαθμός ωρίμανσης των φυτών στην αρχή και στο τέλος της περιόδου που διήρκεσαν τα πειράματα. Βασικά αποτελέσματα: 1) Η ιεραρχία των παραμέτρων εισόδου και των συσχετισμών των παραμέτρων δεν είναι η ίδια για κάθε παράμετρο εξόδου. 2) Η μορφή της λαβής επηρεάζει τον αριθμό κινήσεων, ο οποίος με τη σειρά του εξαρτάται από την εξοικείωση του θεριστή με τη χρήση συγκεκριμένου τύπου δρεπανιού. 3) Ο πυριτόλιθος φθείρεται με πιο αργούς ρυθμούς από τον οψιανό. 4) Η καμπύλη λαβή σε συνδυασμό με κόψη 20 εκατοστών μειώνει τον αριθμό των κινήσεων και επιτρέπει να συλλεχθεί με μια κίνηση μεγάλος αριθμός φυτών. 5) Η καμπύλη λαβή σε συνδυασμό με την τοποθέτηση των λίθινων στοιχείων πλαγίως προς τον άξονα της λαβής μεγιστοποιεί τον αριθμό των φυτών που κόβονται σε δύο λεπτά. Σύνοψη τελικής πρότασης: Η αρχική πρόταση ισχύει για τη Βόρεια Συρία˙ σε άλλες περιοχές της Μέσης Ανατολής η εξέλιξη είναι διαφορετική. Στη Βόρεια Συρία, η βελτίωση της παραγωγικότητας των δρεπανιών αρχίζει με την εμφάνιση των εξημερωμένων δημητριακών κατά τη διάρκεια της μέσης Προκεραμεικής Β και ειδικότερα την 8η χιλιετία π.Χ. Η χρήση του πιο παραγωγικού τύπου δρεπανιού (καμπύλη λαβή με πλαγίως τοποθετημένα λίθινα εργαλεία) γίνεται συχνότερη κατά την ύστερη φάση της περιόδου, μετά το 7000 π.Χ., και συμπίπτει με αλλαγές στην παραγωγή των λίθινων απολεπισμένων εργαλείων, στο είδος και στην οργάνωση των γεωργικών δραστηριοτήτων, στη διασπορά των οικισμών και των σχέσεών τους με ανταλλακτικά δίκτυα. Η εξέλιξη των δρεπανιών πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με το κατά τόπους τεχνολογικό, οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο. Πίν. 1. Σύντομη περιγραφή παραδείγματος πειραματικής έρευνας (Astruc et al. 2012).
18
που εξετάζονται με τη βοήθεια του πειραματισμού είναι χρήσιμη, προαπαιτούμενη δε για όποιον κάνει πειράματα. Η εξοικείωση εντάσσεται στην εκπαίδευσή του και στο αρχικό στάδιο της εργασίας του κατά το οποίο είναι δυνατή η εξαγωγή προκαταρκτικών συμπερασμάτων και η διατύπωση υποθέσεων που διερευνώνται στη συνέχεια. Η εξοικείωση του ευρέος κοινού επιδιώκεται με: 1) αναπαραστάσεις που στηρίζονται στη χρήση αρχαίων υλικών και διαδικασιών χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο και 2) αναπαραστάσεις που λαμβάνουν υπ’ όψιν αυτό το πλαίσιο. Στην πρώτη περίπτωση, οι live ή μη απομιμήσεις ονομάστηκαν μερικές φορές πειράματα (π.χ. Coles 1979: preface, 36) μολονότι δεν αντανακλούν μια βασική αρχή της πειραματικής αρχαιολογίας, την αναφορά σε συγκεκριμένα αρχαιολογικά δεδομένα. Στη δεύτερη περίπτωση, η απομίμηση δεν συμβαδίζει με την πρακτική που ακολουθείται στην οργάνωση και στην εκτέλεση των πειραμάτων. ΄Όπως προαναφέρθηκε, τα πειράματα επαναλαμβάνονται και σειρές πειραμάτων εκτελούνται όταν η έρευνα εξετάζει τη σχέση περισσότερων των δύο μεταβλητών. Η αναπαράσταση αποτελεί ολοκληρωμένη πρόταση που βασίζεται στη σύνθεση επιλεγμένων αποτελεσμάτων μίας ή περισσοτέρων ερευνών και, όταν απευθύνεται στο ευρύ κοινό, σπανίως συζητά το είδος και την ποιότητα των δεδομένων. Επιπλέον, στην περίπτωση της έρευνας, οι ψυχολογικές παράμετροι της ανθρώπινης δραστηριότητας (και αυτής της δραστηριότητας του πειραματι3
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
στή) αποτελούν είτε αντικείμενο μελέτης είτε εξετάζονται ως πιθανά σφάλματα στη διατύπωση της υπόθεσης εργασίας και στην εκτέλεση του πειράματος. Στην περίπτωση της αναπαράστασης, αυτές οι παράμετροι αποτελούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Οι αναπαραστάσεις που απευθύνονται στο ευρύ κοινό είναι ένα πολύ χρήσιμο μέσο διάδοσης των αρχαιολογικών πορισμάτων και πρακτικών, η οποία είναι αναγκαία αφού η αρχαιολογική έρευνα δεν είναι αυτόνομη, αλλά υποστηρίζεται από κρατικούς και ποικίλους ιδιωτικούς φορείς.4 Είναι λοιπόν χρήσιμο να διευκρινίζονται οι στόχοι κάθε εργασίας, ερευνητικής, εκπαιδευτικής ή ψυχαγωγικής και να καθίσταται σαφές ότι οι προτάσεις που παρουσιάζονται τόσο εντός όσο και εκτός του ακαδημαϊκού χώρου αφορούν πάντα ορισμένες όψεις της πραγματικότητας. Παρόμοια προβλήματα ανέκυψαν στο παρελθόν με τις αποκαταστάσεις των μνημείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων. Οι νόρμες άλλαξαν με την πάροδο του χρόνου χωρίς όμως να σταματήσουν οι αποκαταστάσεις. Η σύγχρονη τεχνολογία (πολυμέσα, αναπαραστάσεις εικονικής πραγματικότητας, βιντεοσκόπηση κ.ά.) επιτρέπει την παρουσίαση και τη σύγκριση διαφόρων προτάσεων και την εποικοδομητική επικοινωνία με το κοινό (Stanley-Price 2009). Κατά τη γνώμη μου, ανάλογη αντιμετώπιση των αναπαραστάσεων μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του ρόλου τους και στην εξέλιξή τους με τη βοήθεια εννοιών και
Στην Ιαπωνία, η παρουσίαση της αρχαιολογικής έρευνας στο κοινό είναι αναγκαία για την έγκριση και τη συνέχιση της έρευνας.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
μεθόδων των γνωστικών επιστημών. Τέλος, έχουν διατυπωθεί αμφιβολίες για τη χρησιμότητα της πειραματικής μεθόδου στη μελέτη των πολιτιστικών διαφορών και της ποικιλίας των ανθρώπινων συμπεριφορών και πρακτικών (π.χ. Lucas 2001: 181-3). Η κριτική εστιάζει στον συσχετισμό των πειραματικών δεδομένων με τη middle-range theory και με την αναζήτηση κανονιστικών προτύπων της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Από την άλλη πλευρά, ο προβληματισμός σχετικά με το θεωρητικό υπόβαθρο της actualistic research, με ή χωρίς πειράματα, δεν είναι νέος μεταξύ των αρχαιολόγων που κάνουν έρευνα αυτού του είδους και που προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και σε διαφορετικά επίπεδα (Gould 1980, Gifford-Gonzalez 1991, van Gijn & Raemaekers 1999, Gosselain 2011, Juel-Jensen 1994: 14-7, Hodder 1982, O’Connell 1995 κ.ά.). ΄Όσον αφορά την πειραματική αρχαιολογία μπορούν να γίνουν δύο βασικές επισημάνσεις. Πρώτον, ο πειραματισμός είναι ένα μέσο ελέγχου υποθέσεων και κατ’ επέκταση μέσο παραγωγής δεδομένων. Συνδέεται δε με διάφορους επιστημονικούς κλάδους στους οποίους στηρίζεται η αρχαιολογία και με μεθόδους που δεν υποκαθιστά. Παραδείγματος χάριν, στην εργαστηριακή μελέτη της φθοράς των επιφανειών των λίθινων εργαλείων τα πειράματα χρήσης πειραματικών εργαλείων και αυτά που εκτελούνται στο πλαίσιο της σκληρομετρικής ανάλυσης δεν υποκαθιστούν, αλλά συνδυάζονται με την πετρογραφική ανάλυση (π.χ. Astruc et al. 2001). Με δεδομένο ότι ο πειραματισμός δεν αποτελεί αυτόνομο
19
ερευνητικό τομέα, μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει πειραματική αρχαιολογία (Pelegrin 1998)˙ υπάρχουν προσεγγίσεις, όπως η προαναφερθείσα ανάλυση της φθοράς των εργαλείων, οι οποίες περιλαμβάνουν τον πειραματισμό. Αν μία προσέγγιση γίνεται αποδεκτή ή, αντιθέτως, απορρίπτεται ως ανεπαρκής, απαρχαιωμένη ή άσχετη με το θέμα που απασχολεί τον ερευνητή είναι άλλης τάξεως ζήτημα. Η υπερεκτίμηση του πειραματισμού σε κείμενα της δεκαετίας του 1960 και ιδίως της δεκαετίας του 1970 μπορεί να ερμηνευθεί κυρίως από: 1) την επιλογή μιας μονοδιάστατης, υλιστικής στη βάση της, θεώρησης των αρχαιολογικών ευρημάτων και των σχέσεών τους και 2) την ευφορία που δημιούργησε αυτή η θεώρηση ως απάντηση στις δυσκολίες του συμβιβασμού της μέχρι τότε κυρίαρχης ιστορικής περιγραφικής ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων με την αύξηση της ποσότητας και της ποικιλίας τους και με τη δυναμική της εφαρμογής αναλυτικών τεχνικών των θετικών επιστημών στην αρχαιολογία. Από την επόμενη δεκαετία, η συνειδητοποίηση του πολύπλοκου χαρακτήρα των αρχαιολογικών δεδομένων συνέβαλε: 1) στη χρήση πολλαπλών προσεγγίσεων και μεθόδων ανάλυσης, 2) στην εμπεριστατωμένη επιλογή των μεθόδων ανάλογα με το θέμα της έρευνας και 3) στον καλύτερο έλεγχο της οργάνωσης των πειραμάτων και της χρήσης των αποτελεσμάτων τους. Ορισμένα συμπεράσματα που εξήχθησαν στα αρχικά στάδια της αρχαιολογικής πειραματικής έρευνας κρίνονται σήμερα αφελή ή βεβιασμένα. Παραδείγματος χάριν, ποικίλες τε-
20
χνικές διαδικασίες χαρακτηρίστηκαν πολύπλοκες και κοπιαστικές λόγω των δυσκολιών που συναντούσε ο πειραματιστής, ενώ η εξοικείωσή του με τις δραστηριότητες που εξέταζε δεν υπολογιζόταν. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να παραπέμψει στον Gosselain (2011: 90), ο οποίος υπενθυμίζει ότι τα πρώιμα στάδια της έρευνας κληρονομούν συχνά στη μεταγενέστερη έρευνα «bêtises et… fausses vérités». Δεύτερον, η πειραματική αρχαιολογία διερευνά κανονικότητες και αναλογίες κατά την ανάλυση φυσικών και πολιτιστικών φαινόμενων in tandem με τα αρχαιολογικά ευρήματα. Η συνάφεια των συγκρινόμενων φαινομένων προϋποτίθεται βάσει στοιχείων που προέρχονται από προηγούμενη εμπειρία και γνώση και επομένως κρίνεται. Παραδείγματος χάριν, η ανάλυση της φθοράς των εργαλείων βασίζεται στην παραδοχή ότι τα υλικά, αρχαία ή σύγχρονα, φθείρονται. Περαιτέρω, ένα πείραμα δεν προδικάζει το αποτέλεσμα που παράγει αλλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά και τη φύση του αποτελέσματος. Στον τομέα ή στο στάδιο της έρευνας όπου εφαρμόζεται, ο πειραματισμός, ως πρακτική, δεν εμποδίζει τη μεθοδική αναζήτηση διαφοροποιήσεων, ποικιλομορφίας και πολλαπλών ερμηνειών, αφού είναι δυνατή η μεταβολή του αρχικού ερωτήματος και βεβαίως η διατύπωση νέου. Παραδείγματος χάριν, η στίλβη των λίθινων επιφανειών μπορεί να αναλυθεί ως οπτικό φαινόμενο, αλλά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τραχύτητα της επιφάνειας, η οποία ελέγχεται με την αφή. Η μελέτη της απτικής αντίληψης στο εργαστήριο έχει σημαντικές προεκτάσεις στη μελέτη των δε-
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
ξιοτήτων των τεχνιτών (π.χ. Procopiou et al. 2011). Η έλλειψη ιστορικής προοπτικής κατά τη θεώρηση συγκεκριμένων πρακτικών της έρευνας, όπως είναι ο πειραματισμός, καθώς και η έλλειψη κατανόησης (από τους ίδιους τους χρήστες της μεθόδου ή άλλους) του είδους των δεδομένων που παράγουν οδηγούν σε παρανοήσεις ή σε καρικατούρες της μεθόδου και των αποτελεσμάτων της εφαρμογής της. Είναι βεβαίως δυνατή η αμφισβήτηση της ουσίας μιας πρακτικής, η χρήση της αναλογίας στην περίπτωση της πειραματικής αρχαιολογίας (σύγκρ. Porr 1999, βλ. και Lyman 1994: 46-69). Ωστόσο, με δεδομένο ότι η αναλογία χρησιμοποιείται σε διάφορα στάδια της αρχαιολογικής έρευνας, από την πρώτη περιγραφή των ευρημάτων κατά την ανασκαφή ή την επιφανειακή έρευνα έως την τελική περιγραφή τους (π.χ. van Gijn & Raemaekers 1999: 43), η κριτική που γίνεται, τυπικά, σε μία εργασία που βασίζεται στον πειραματισμό αφορά την επιλογή των μεταβλητών, οι οποίες αντανακλούν το περιεχόμενο της αναλογίας, την οργάνωση των πειραμάτων και τη χρήση των αποτελεσμάτων τους. Αυτή η κριτική έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει δεδομένα που είναι κατανοητά, ελέγξιμα και αξιοποιήσιμα από άλλους αναλυτές. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΕΡΓΑΛΕΙΩΝ
Το πλαίσιο της εφαρμογής Ο πειραματισμός αποτελεί βασική πρακτική της τεχνολογικής μελέτης των προϊστορικών εργαλείων και ειδικότε-
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
ρα της ανάλυσης των ιχνών κατασκευής και χρήσης. Τον συνδυασμό αυτής της ανάλυσης με τον πειραματισμό και εθνογραφικά ανάλογα με σκοπό τη μελέτη των αρχαίων τεχνικών εισήγε στην αρχαιολογία πριν από περίπου 80 χρόνια ο Ρώσος Sergei Semenov (1970, βλ. επίσης Longo & Skakun 2005). Η αντίστοιχη μελέτη εξελίχθηκε στη Δύση από τη δεκαετία του 1970 με κύριο πόλο την ανάλυση των ιχνών χρήσης των εργαλείων από απολεπισμένο λίθο. Η ανάλυση των ιχνών κατασκευής και χρήσης των οστέινων εργαλείων συστηματοποιήθηκε με πιο αργούς ρυθμούς. Τα μεταλλικά και τα ξύλινα εργαλεία είναι σχετικώς σπάνια˙ η πρώτη ύλη και η διατήρησή τους οδηγούν συχνά στην επιλογή διαφορετικών αναλυτικών μεθόδων (αλλά βλ. Koda 1993, Nugent 2006, Soriano & Gutiérrez Sáez 2009). Τα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία απαντούν σε μεγάλες ποσότητες στην πλειονότητα των προϊστορικών θέσεων και ως εκ τούτου αποτελούν ένα σημαντικό τομέα της αρχαιολογικής έρευνας. Τα πειράματα κατασκευής αυτών των εργαλείων είναι από τα γνωστότερα παραδείγματα εφαρμογής της πειραματικής μεθόδου στην αρχαιολογία. Η περιγραφή απολεπισμένων λίθινων εργαλείων με τη βοήθεια σύγχρονων παραδειγμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δοκιμών αναπαραγωγής των κατασκευαστικών χαρακτηριστικών των εργαλείων, χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Βαρύνουσα σημασία στις τεχνικές κατασκευής απέδωσαν ωστόσο εργασίες που δημοσιεύτηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 (π.χ. Johnson 1978: 350-1, Inizan 2012: 11-4,
21
Tixier et al. 1980: 27-9). ΄Όπως και στην περίπτωση των οστέινων εργαλείων (Camps-Fabrer 1985), η εντατικοποίηση της αρχαιολογικής έρευνας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και ο συνακόλουθος πολλαπλασιασμός των ευρημάτων που έδειξε τη γεωγραφική και χρονολογική ποικιλία των λίθινων εργαλείων, αλλά και το αυξημένο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη συμπεριφορά και δραστηριότητα εξηγούν, τουλάχιστον εν μέρει, τη σταδιακή στροφή της αρχαιολογικής έρευνας των δυτικών χωρών προς τις αρχαίες τεχνικές. Από το 1980, η μελέτη της κατασκευής των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων βασίζεται στον πειραματισμό. Η ανάλυση των τεχνικών περιλαμβάνει τα διάφορα υλικά που χρησιμοποιεί ο κατασκευαστής των εργαλείων, τις κινήσεις που εκτελεί και τη θέση του σώματός του κατά την εργασία (Pelegrin 1995: 20). Η μελέτη των παραλλαγών των τεχνικών μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκη και μακροχρόνια (π.χ. Desrosiers 2012). Τα υλικά και η κίνηση είναι κεντρικά στοιχεία της ερμηνείας των μακροσκοπικών και μικροσκοπικών ιχνών της φθοράς που σχηματίζεται στα διάφορα λίθινα και στα οστέινα εργαλεία κατά την κατασκευή και τη χρήση τους. Από τη δεκαετία του 1930, ο Semenov και οι ερευνητές του Ινστιτούτου του Υλικού Πολιτισμού στη Ρωσία μελετούν αυτά τα ίχνη με τη βοήθεια πειραματικών δεδομένων. Βεβαίως, ο πειραματισμός δεν θεωρήθηκε από τον Semenov (ούτε και είναι) μια ανεξάρτητη μέθοδος μελέτης των τεχνικών. Η μέθοδος που πρότεινε είναι πιο σύνθετη, αφού συνδυάζει έννοιες και πρακτικές διαφόρων επιστημονι-
22
κών κλάδων (γεωλογία, παλαιοντολογία, εθνολογία, ανθρωπολογία κ.ά.) και κάνει χρήση της αναλογίας.5 Δεν είναι λοιπόν τυχαία η απήχηση που είχε στη Δύση η πρώτη αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Pervobitnaya tekhnika, η οποία δημοσιεύτηκε με τον ίδιο τίτλο, Prehistoric technology, το 1964 και επανεκδόθηκε έξι χρόνια αργότερα. Είναι η περίοδος ανάπτυξης και διάδοσης του ρεύματος της Νέας Αρχαιολογίας, η οποία έστρεψε το ερευνητικό ενδιαφέρον προς την ανθρώπινη συμπεριφορά και δραστηριότητα και χρησιμοποίησε έννοιες και μεθόδους άλλων επιστημών (Longo in Anderson et al. 2005: 11-2). ΄Όσον αφορά τη φθορά των εργαλείων, στην οποία επικεντρώθηκε καταρχήν η έρευνα στις δυτικές χώρες, ο Semenov υποστήριξε ότι τα μακροσκοπικά και μικροσκοπικά ίχνη φθοράς διαφοροποιούνται ανάλογα με τα υλικά και τις κινήσεις που χρησιμοποιούν οι κατασκευαστές και οι χρήστες αυτών των αντικειμένων. Ανέλυσε με τον ίδιο τρόπο αρχαία και παραδοσιακά εργαλεία και επέμεινε στη διάκριση των σκόπιμων μεταβολών των αρχαίων αντικειμένων από τις τυχαίες αλλοιώσεις που αυτά υφίστανται πριν και μετά τον ενταφιασμό τους. Οι Ruth Tringham et al. (1974) βασίστηκαν στη μέθοδο του Semenov και πρότειναν την ανάλυση των ιχνών χρήσης που παρατηρούνται με γυμνό μάτι και με μικρές μεγεθύνσεις (έως 100×), κυρίως την απολέπιση και το στόμωμα, των ενεργών άκρων των απολεπισμένων λίθινων εργαλείων. Την ανάλυση με με4 5
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
γάλες μεγεθύνσεις (200×-500×) της φθοράς που συχνά αναφέρεται ως στίλβη εξέλιξε ο Laurence Keeley (1980). Αυτή η ανάλυση αφορά κατ’ ουσίαν τις μεταβολές της στιλπνότητας και στοιχείων του αναγλύφου της λίθινης επιφάνειας (τραχύτητα, καμπύλωση, βαθύνσεις κ.ά., Εικ. 1). Οι παραπάνω αναλύσεις είναι συμπληρωματικές. Γρήγορα συνδυάστηκαν με τη μελέτη των υπολειμμάτων και των φυσικών και χημικών διαδικασιών ανάπτυξης της φθοράς (π.χ. Anderson 1980, Christensen 1998, Fullagar 1991). Ο μικροσκοπικός εξοπλισμός και το software διευρύνθηκαν με σκοπό την ποσοτικοποίηση των παρατηρούμενων μεταβλητών (Faulks et al. 2011 με βιβλιογραφικές αναφορές), αφού η παρατήρηση μιας επιφάνειας κάτω από το μικροσκόπιο δεν παράγει ακριβείς μετρήσεις.6 Οι εφαρμογές εννοιών και αναλυτικών τεχνικών της τριβολογίας, η οποία μελετά τη φθορά των εφαπτόμενων κατά την κίνησή τους σωμάτων, επέτρεψε την εμβάθυνση της γνώσης των μηχανισμών της φθοράς και των τεχνικών ποσοτικοποίησης της μικρογεωμετρίας των φθαρμένων επιφανειών (π.χ. Anderson et al. 1998, 2006, Astruc 2002, Astruc et al. 2001, 2003). Οι μελέτες της φθοράς αφορούν πλέον την κατασκευή και τη χρήση διαφόρων λίθινων αντικειμένων (π.χ. Adams 1997, Astruc et al. 2011, Christensen, Valla 1999, D’Errico et al. 2000, Hamon 2003). Πρότυπα εργασιών που συνδυάζουν διάφορες αναλυτικές τεχνικές αφορούν ποικίλα λίθινα αντικείμενα από το προϊστορικό Αιγαίο (π.χ. Boleti 2009, Morero
Ειδικότερα για τη χρήση των εθνογραφικών δεδομένων από τον Semenov, βλ. Skakun & Aleksashenko 2008. Την ανάγκη ακριβών μετρήσεων επέσημανε και ο Semenov (Plisson & Anderson in Anderson et al. 2005: 15).
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
23
Εικ. 1. Στίλβη σε εργαλείο από οψιανό που χρησιμοποιήθηκε στο θερισμό. Σχετίζεται με τη φθορά των ρωγμών (πλάγιες γραμμικές βαθύνσεις) της αρχικής επιφάνειας, των απολεπισμάτων κατά μήκος της κόψης και διαφόρων βαθύνσεων μικρότερου μεγέθους (βέλη) που σχηματίστηκαν κατά τη χρήση του εργαλείου (κλίμακα: 0,005 χιλιοστά, φωτογραφία: L. Astruc).
2009, Procopiou 1998, Procopiou et al. 2002, Vargiolu et al. 2007). Οι δυνατότητες διασύνδεσης του πειραματισμού με τη μελέτη των chaîne opératoire παραγωγής και χρήσης των λίθινων αντικειμένων είναι προφανείς. Μετά το 1980, η έρευνα στράφηκε σταδιακά στο γνωστικό-ψυχολογικό και στο κοινωνικό υπόβαθρο των τεχνικών και η ανάλυση των υλικών και των κινήσεων με τη βοήθεια του πειραματισμού συνδέθηκε με τη μελέτη της κινησιακής ικανότητας, των αισθητηριακών λειτουργιών, των νοητικών διαδικασιών και της οργάνωσης της εργασίας με τις οποίες είναι συνυφασμένες οι τεχνικές (π.χ. Pelegrin 2005, 2007, Ploux 1989, Risch 2008, Roux & David 2005, Uomini 6
2006, όλα με βιβλιογραφικές αναφορές). Η επιλογή των παραμέτρων που εξετάζονται πειραματικά είναι συνυφασμένη με τη γνώση που αποκτήθηκε από προηγούμενες έρευνες –αρχαιολογικές, actualistic και συναφών με τα εξεταζόμενα θέματα επιστημονικών πεδίων (π.χ. ψυχολογία και γεωλογία)–, τη διαφοροποίηση του αρχαιολογικού υλικού και τις διαθέσιμες αναλυτικές τεχνικές. Η αλληλεπίδραση αναλυτικών τεχνικών και επιστημονικών κλάδων είναι καθοριστική της ποικιλίας και της ιεραρχίας των φαινομένων που ελέγχονται με τον πειραματισμό. ΄Ένα τέτοιο παράδειγμα, που ήδη αναφέρθηκε, είναι οι εφαρμογές τριβολογικών μεθόδων μέτρησης στη μελέτη της αισθητηριακής αντίληψης.7
Για το ανανεωμένο ενδιαφέρον για την αισθητηριακή αντίληψη, βλ. Fahlander & Kjellstrom 2010 με βιβλιογραφικές αναφορές.
24
Περαιτέρω, ποικίλες παράμετροι που διερευνώνται πειραματικά εξετάζονται και στο πλαίσιο εθνοαρχαιολογικών προγραμμάτων και επαναξιολογούνται ως κριτήρια χαρακτηρισμού της φθοράς των αρχαίων αντικειμένων (π.χ. Beyries 2008, Beyries & Rots 2008). Γενικώς, οι μεταβλητές που εξετάζει ένα πείραμα είναι αποτελέσματα της αλληλεπίδρασης θεωριών, ερευνητικών μέσων και μορφών που αναγνωρίζονται στα υλικά κατάλοιπα. Στην ταφονομία των οστών γίνεται διάκριση των ανθρώπινων ενεργειών κατά τη σφαγή, την κατανάλωση της τροφής και την κατασκευή και τη χρήση οστέινων αντικειμένων από άλλα ανθρωπογενή και από φυσικά αίτια που προκαλούν αλλοιώσεις στα οστά. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, τα βασικά κριτήρια γι’ αυτή τη διάκριση καθορίζονται μέσω του πειραματισμού (π.χ. Lyman 1994: 315-3). Σε αυτό το πλαίσιο εξετάστηκαν τα προβλήματα αναγνώρισης των ανεπεξέργαστων ή των στοιχειωδώς επεξεργασμένων οστών που χρησιμοποιήθηκαν ως εργαλεία. Αυτά τα προβλήματα οξύνονται όταν τα εν λόγω εργαλεία αποτελούν τη μοναδική ένδειξη χρήσης των οστών για την κατασκευή εργαλείων ή ακόμη τη μοναδική ένδειξη κατοίκησης (π.χ. Binford 1973, 1981, D’Errico & Backwell 2003, D’Errico & Villa 1997, Johnson 1985, Johnson et al. 2000). Πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι ο βαθμός επεξεργασίας των οστών είναι βασικό μέσον διερεύνησης του χαρακτήρα της παραγωγής των εργαλείων και της ποικιλίας των συμπεριφορών που αναγνωρίζονται σε διάφορες αρχαιολογικές θέσεις (Choyke
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
1997, Stordeur 1978). Κατά τη δεκαετία του 1960 άρχισε επίσης η δημοσίευση πειραμάτων κατασκευής ποικίλων οστέινων αντικειμένων (Camps-Fabrer 1985, Sidéra & Legrand 2006, και τα δύο με βιβλιογραφικές αναφορές). Ο αρχικός στόχος ήταν η χρήση τεχνολογικών δεδομένων για την ταξινόμηση του υλικού. Τα πρώτα σύγχρονα παραδείγματα μελέτης ιχνών χρήσης δημοσιεύτηκαν την επόμενη δεκαετία, αρχικώς για να μελετηθούν εργαλεία με ιδιαίτερη μορφή (π.χ. Campana 1979, 1989, Stordeur 1988α, 1988β, Stordeur & AndersonGerfaud 1985. Βλ. και Sidéra & Legrand 2006). Έγιναν επίσης προσπάθειες σύγκρισης των ιχνών χρήσης σε διαφορετικά αντικείμενα (π.χ. Lemoine 1989, Olsen 1984, Peltier & Plisson 1986, Shipman 1989, Shipman & Rose 1988). Αν και πρόσφατες εθνοαρχαιολογικές έρευνες με επίκεντρο την τεχνολογία (π.χ. Beyries 2008 με βιβλιογραφικές αναφορές) δεν αγνόησαν τις σπάνιες, πλέον, περιπτώσεις χρήσης οστέινων εργαλείων, τα εθνογραφικά και εθνοϊστορικά δεδομένα αποτελούν τη κύρια πηγή πληροφοριών για τη χρήση αυτών των εργαλείων. Τα ίχνη στην επιφάνεια των οστέινων αντικειμένων ποικίλλουν και συνδέονται με πλήθος παραγόντων που δρουν ταυτόχρονα ή διαδοχικά και αλλοιώνουν τα οστά από τον θάνατο του ζώου μέχρι τη μελέτη του υλικού (π.χ. D’Errico 1993). Οι μικρές μεγεθύνσεις έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάλυση της φθοράς (π.χ. van Gijn 2005, Griffitts & Bonsal 2001, Maigrot 1997, 2003. Βλ. και Sidéra & Legrand 2006). Οι μεγάλες χρησιμοποιούνται από σχετι-
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
κώς μικρό αριθμό ερευνητών με σκοπό τη διεύρυνση των κριτηρίων ταξινόμησης της φθοράς που παράγεται κατά τη χρήση των εργαλείων από οστά και όστρεα (π.χ. Buc 2011, Christidou 1999, Cristiani 2010, Lammers-Keijers 2008, Legrand 2007, Stordeur & Christidou 2008) αλλά και κατά την επεξεργασία των οστών (Christidou 2008α, 2000β). Η χρησιμότητα των ακριβών μετρήσεων φάνηκε κατά τη λεπτομερή ανάλυση συγκεκριμένων τύπων ιχνών (D’Errico 1990, 1996). Τελευταίως άρχισε συνεργασία με τριβολόγους για να αντιμετωπιστούν προβλήματα αποσαφήνισης και ποσοτικοποίησης βασικών ιδιοτήτων της τοπογραφίας των φθαρμένων οστέινων επιφανειών (Christidou & Vargiolu, υπό προετοιμασία). Αυτή η εργασία εντάσσεται στο πλαίσιο πειραματικής έρευνας8 που επιχειρεί για πρώτη φορά τη σύγκριση λίθινων και οστέινων εργαλείων με σκοπό την εμβάθυνση κρίσιμων παραμέτρων της φθοράς τους.
Κατηγορίες πειραμάτων Η πιο απλή περίπτωση πειραματισμού είναι αυτή της διερεύνησης της σχέσης δύο μεταβλητών. Αυτό σημαίνει ότι η προηγηθείσα έρευνα, πειραματική ή άλλη, έχει περιορίσει τη μελέτη σε αυτές τις δύο μεταβλητές. Στην τεχνολογική ανάλυση των εργαλείων γίνεται διάκριση μεταξύ πειραμάτων ειδικού σκοπού και πειραμάτων μεγαλύτερης εμβέλειας, τα οποία αποτελούν τη βάση για την εξακρίβωση υποθέσεων μέσω πειραμάτων ειδικού σκοπού ή τη διατύπωση συμπερασμάτων διά της απαγω7
Βλ. http:// www.obsidianuseproject.org
25
γής. Η διάκριση μεταξύ αυτών των δύο κατηγοριών πειραμάτων έχει συζητηθεί εκτενώς από τους αναλυτές των ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία (van Gijn 1990: 24, González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-6, Hurcombe 1992: 29 κ.ά.). Τα πειράματα της δεύτερης κατηγορίας προβλέπουν τη διερεύνηση των παραμέτρων που σχετίζονται με τις τεχνικές και που επηρεάζουν την εμφάνιση και την εξέλιξη της φθοράς. Η γνώση της συμπεριφοράς των διαφόρων χαρακτηριστικών της φθοράς, δηλαδή των εξαρτημένων μεταβλητών, ανάλογα με τις μεταβολές των χαρακτηριστικών των υλικών και των κινήσεων που προκαλούν τη φθορά, δηλαδή των ανεξάρτητων μεταβλητών, επιτρέπει στη συνέχεια να γίνουν προτάσεις για τα πιθανά αίτια της φθοράς στα αρχαία αντικείμενα. Με τον ίδιο τρόπο εξετάζονται οι αλλοιώσεις των αντικειμένων μετά την απόρριψή τους. Οι συλλογές αναφοράς που δημιουργούνται δεν έχουν λοιπόν ως σκοπό την αναπαραγωγή της φθοράς που παρατηρείται σε κάθε εργαλείο, αλλά επιτρέπουν να καθοριστούν τα κριτήρια της ερμηνείας της ως αποτέλεσμα της χρήσης τεχνικών και της δράσης τυχαίων παραγόντων. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι στην πραγματικότητα καμιά μορφή φθοράς που παρατηρείται στο αρχαιολογικό υλικό δεν είναι αντίγραφο μιας άλλης γνωστής μορφής, αρχαιολογικής, πειραματικής ή εθνογραφικής. Είναι επομένως αναγκαίο να υπάρχει, σε κάθε περίπτωση, μια βάση σύγκρισης και ταξινόμησης των μορφών. Αυτή
26
τη βάση εξασφαλίζει ο συστηματικός χαρακτήρας των πειραμάτων της δεύτερης κατηγορίας. Η αναπαραγωγή της φθοράς που παρατηρείται σε κάθε αρχαίο αντικείμενο είναι χρονοβόρα και δεν εξασφαλίζει ότι η εξεταζόμενη αιτία είναι η μόνη που μπορεί να παράγει την παρατηρούμενη φθορά. Η συνεχής αναπαραγωγή δραστηριοτήτων χωρίς έλεγχο και γνώση της συμπεριφοράς των διαφόρων παραμέτρων που σχετίζονται με τη φθορά δημιουργεί τα ίδια πρακτικά προβλήματα που παράγει η ατέρμονη αναζήτηση αναλογιών ανάμεσα σε εθνογραφικά παράλληλα και στο αρχαιολογικό υλικό (π.χ. Unrath et al. 1986: 170). Η εκτέλεση πειραμάτων της δεύτερης κατηγορίας προϋποθέτει την κατάρτιση ενός προγράμματος πειραματικής έρευνας. Ο προγραμματισμός βασίζεται σε μεγάλο βαθμό: 1) στα δεδομένα που είναι διαθέσιμα για τις πρώτες ύλες και τα κατάλοιπα των δραστηριοτήτων που βρίσκονται στην εκάστοτε εξεταζόμενη αρχαιολογική θέση και στο περιβάλλον της, 2) σε προηγούμενες μελέτες, ανάλογες με αυτή που διεξάγεται και 3) σε αντιστοιχίες με γνωστές εθνογραφικές περιπτώσεις (π.χ. González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 15-6, Keeley 1980: 5, Moss & Newcomer 1982, Juel-Jensen 1994: 14, Vaughan 1981: 9-10). Προβλέπει την εξέταση ποικίλων δραστηριοτήτων για να δημιουργηθεί μια ευρεία ερμηνευτική βάση. Προϋποθέτει δε μια αναλυτική προσέγγιση των υλικών και των κινήσεων που θα μελετηθούν (González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 16-7, Gutiérrez Sáez 1993). Το παράδειγμα της Εικ. 2 δείχνει μερικά από
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Εικ. 2. Παραδείγματα μεταβλητών στις οποίες αναλύεται η δραστηριότητα: (α) γωνία επαφής του εργαλείου με την επιφάνεια του αντικειμένου που δέχεται την επεξεργασία, (β) γωνία εργασίας (γ) γωνία της κόψης του εργαλείου, (Α) κρούση, (Β) έμμεση κρούση, (Γ) τριβή. Τα βέλη δείχνουν δύο πιθανές κατευθύνσεις της κίνησης.
τα χαρακτηριστικά ενός εργαλείου και της κίνησης που εξετάζονται κατά τον πειραματισμό ως αίτια διαφοροποίησης της φθοράς. Με παρόμοιο τρόπο αναλύονται οι πρώτες ύλες, οι οποίες ορίζονται κατά κανόνα με βάση την προέλευσή τους (π.χ. ζωικές ή φυτικές) και άλλα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν τη φθορά (π.χ. σκληρότητα, υγρασία, τραχύτητα κ.λπ.). Διάφοροι ερευνητές (π.χ. Keeley 1980: 7, Grace 1989: 12) επεσήμαναν ότι ο εξαντλητικός συνδυασμός των δια-
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
φόρων μεταβλητών δεν ανταποκρίνεται πάντα σε πραγματικές δραστηριότητες. Παραδείγματος χάριν, δεν είναι δυνατόν να διαμορφωθούν απολεπισμένα λίθινα εργαλεία χρησιμοποιώντας κινήσεις που παραπέμπουν στο πριόνισμα. Ορισμένες δραστηριότητες μπορούν να αποκλειστούν, ενώ άλλες διερευνώνται καθώς η καταλληλότητα των εργαλείων ή ιδιοτήτων των εργαλείων για συγκεκριμένες εργασίες δεν είναι γνωστή εκ των προτέρων (π.χ. Christidou & Legrand 2005. Βλ. επίσης Εικ. 3). Για τους ίδιους λόγους, οι περισσότεροι ερευνητές δεν υποκαθιστούν τη χειρωνακτική εργασία με τη χρήση μηχανών σε εργαστηριακές προσομοιώσεις. Τη χρήση μηχανών είχαν προτείνει αρχικώς οι Tringham et al. (1974). Τέτοια πειράματα συνήθως εκτελούνται σήμερα για τον εργαστηριακό έλεγχο συγκεκριμένων παραμέτρων (π.χ. Astruc et al. 2001, Vargiolu et al. 2007). Ωστόσο, και σε αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται προσπάθεια να επιτευχθούν συνθήκες παρόμοιες με αυτές της ανθρώπινης εργασίας ή να συνδυαστούν εργαστηριακά μέσα παρατήρησης και μέτρησης με τα πειραματικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται σε χειρωνακτικές εργασίες (π.χ. Anderson et al. 2006). Προκειμένου να αναλυθεί η συμπεριφορά των διαφόρων μεταβλητών στο πλαίσιο της αναπαραγωγής πραγματικών δραστηριοτήτων, προτάθηκε η εκτέλεση σειρών πειραμάτων καθένα από τα οποία εξετάζει, στο πλαίσιο μιας δραστηριότητας, τη σχέση μιας εξαρτημένης μεταβλητής με μια ή το πολύ δύο ανεξάρτητες μεταβλητές (π.χ. González Urquijo & Ibáñez Estévez 1994: 18, Hurcombe 1992: 29.
27
Εικ. 3. Ξέστρα από μεταπόδιο και από πλευρά βοδιών. Η συχνότητα ανανέωσης της κόψης είναι σημαντικά μικρότερη στα εργαλεία από πλευρές απ’ όσο είναι στα εργαλεία από μεταπόδια (Christidou & Legrand 2005: 389).
Για εφαρμογές στην ανάλυση των ιχνών χρήσης των οστέινων εργαλείων, βλ. Christidou 1999, Legrand 2005). Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, ένα πείραμα πρέπει να επαναλαμβάνεται, παράγονται τουλάχιστον τρία δείγματα κατά περίπτωση. Η λύση αυτή αποτελεί έναν συμβιβασμό που έλυσε διάφορα προβλήματα ερμηνείας των ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία. Τη δεκαετία του 1980, ορισμένοι ερευνητές του Ινστιτούτου του Λονδίνου (π.χ. Grace et al. 1985, Newcomer et al. 1986, 1988) συνειδητοποίησαν ότι οι μεταβολές της φθοράς δεν αποδίδονταν σταθερά, από όλους τους ερευνητές, στα ίδια αίτια (π.χ. κίνηση, χρόνο εργασίας,
28
υλικό). Οι δυσκολίες ελέγχου της συμπεριφοράς των διαφόρων παραμέτρων κατά την εκτέλεση των πειραμάτων και οι δυσκολίες ποσοτικοποίησης των στοιχείων της φθοράς, που οφείλονταν κατά κύριο λόγο σε λανθασμένη αντίληψη του είδους των δεδομένων που παράγει η παρατήρηση των εργαλείων κάτω από το μικροσκόπιο (βλ. παραπάνω), οδήγησαν αυτούς τους ερευνητές να απορρίψουν, μάλλον επιπόλαια, την αξιοπιστία της ανάλυσης των ιχνών στα αρχαία εργαλεία. Εκτός από την επανάληψη των πειραμάτων, διάφορα πρωτόκολλα πειραματικής έρευνας περιλαμβάνουν την εκτέλεση blind tests από τον ίδιο τον πειραματιστή ή από ομάδες πειραματιστών. Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο ελέγχου των παρατηρήσεων των ποιοτικών χαρακτηριστικών της φθοράς στα πειραματικά και στα αρχαιολογικά εργαλεία. Το πιο γνωστό blind test είναι αυτό των Laurence Keeley και Mark Newcomer (1977) που απέδειξε τις δυνατότητες του συνδυασμού
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
της πειραματικής μεθόδου με τη μελέτη των μικροσκοπικών ιχνών χρήσης στα απολεπισμένα λίθινα εργαλεία. Έκτοτε δημοσιεύτηκαν και άλλα blind tests (π.χ. Hamon & Plisson 2008, Newcomer et al. 1986, Odell & Odell-Vereechen 1980, Unger-Hamilton et al. 1987, Unrath et al. 1986). ΄Άρα, ο πειραματισμός είναι το βασικό πλαίσιο αναφοράς της ανάλυσης των ιχνών κατασκευής και χρήσης των προϊστορικών λίθινων και οστέινων εργαλείων. Η οργάνωση των πειραμάτων είναι κρίσιμος παράγοντας για την επιτυχή ταξινόμηση και περιγραφή των ιχνών ως αποτελέσματα της επαφής των εργαλείων με ποικίλα υλικά κατά την εκτέλεση διαφόρων κινήσεων. Από την οργάνωση των πειραμάτων εξαρτώνται οι αναλογίες που ορίζονται ανάμεσα στις μορφές με τις οποίες παρουσιάζονται τα ίχνη κατασκευής και χρήσης στα εργαλεία από τη μια πλευρά και στα χαρακτηριστικά της κίνησης και των υλικών από την άλλη.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τη Μαρία Ντίνου, την Ελένη Ψαθή και τον Στρατή Παπαδόπουλο για σχόλια και διορθώσεις του αρχικού κειμένου, τη Laurence Astruc, για τη φωτογραφία της Εικ. 2 και τη συζήτηση επί των θεμάτων που θίγονται στο πρώτο μέρος του άρθρου, και τη Χαρά Προκοπίου για χρήσιμες πληροφορίες σχετικώς με τη μεθοδολογία και τα αποτελέσματα πρόσφατων αναλύσεων λίθινων αντικειμένων.
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
29
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Adams, J. L. 1997 Manual for a Technological Approach to Ground Stone Analysis. Tucson: Center for Desert Archaeology. Anderson-Gerfaud, P. 1980 A testimony of prehistoric tasks: Diagnostic residues on stone tool working edges. World Archaeology 12(2): 181-94. Anderson, P., L. Astruc, R. Vargiolu & H. Zahouani 1998 Contribution of quantitative analysis of surface states to a multimethod approach for characterizing plant-processing traces on flint tools with gloss. In Proceedings of the XIII Congress of the International Union of Prehistoric and Protohistoric Sciences, Volume 6(II) (ed. A. Antoniazzi et al.): 1151-60. Forli: ABACO. Anderson, P. C., G. F. Korobkova, L. Longo, H. Plisson & N. Skakun 2005 Various viewpoints on the work of S. A. Semenov. In The Roots of Use-Wear Analysis: Selected Papers of S. A. Semenov (ed. L. Longo & N. Skakun): 11-19. Verona: Memorie del Museo Civico di Storia Naturale di Verona (2. Serie) [Sezione Scienze dell’Uomo, 7]. Anderson, P. C., J.-M. Georges, R. Vargiolu & H. Zahouani 2006 Insights from a tribological analysis of the tribulum. Journal of Archaeological Science 33: 1559-68. Andrews, P. 1995 Experiments in taphonomy. Journal of Archaeological Science 22: 147-53. Ascher, R. 1961 Experimental archaeology. American Anthropologist, New Series 63(4): 793-816. Astruc, L. 2002 L’Outillage Lithique Taillé de Khirokitia: Analyse Fonctionnelle et Spatiale. Paris: CRAMonographie 25. Astruc, L., E. Jautée, R. Vargiolu & H. Zahouani 2001 La texture des matières siliceuses et son influence sur la nature et le développement des traces d’usure: Apport de méthodes expérimentales. L’exemple des cherts de Lefkara (Chypre). In Préhistoire et Approche Expérimentale (éd. L. Bourguignon, I. Ortega & M.-C. Frère-Sautot): 213-32. Montagnac: Editions Monique Mergoil. Astruc, L., R. Vargiolu & H. Zahouani 2003 Wear assessments of prehistoric instruments. Wear 255: 341-7. Astruc L., R. Vargiolu, M. Ben Tkaya, N. Balkan-Atlı, M. Özbaşaran & H. Zahouani 2011 New methods of analysis of polished objects: The obsidian bracelet of Aşıklı Höyük as a case study. Journal of Archaeological Science 38: 3415-24. Astruc, L., M. Ben Tkaya & L. Torchy 2012 De l’efficacité des faucilles néolithiques au Proche-Orient: Approche expérimentale. Bulletin de la Société Préhistorique Française 109(4): 671-87. Beyries, S. 2008 Modélisation du travail du cuir en ethnologie: Proposition d’un système ouvert à l’archéologie. Anthropozoologica 43(1): 9-42. Beyries, S. & V. Rots 2008 The contribution of ethno-archaeological macro- and microscopic wear traces to the understanding of archaeological hide-working processes. In “Prehistoric Technology” 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 21-8. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. Binford, L. R. 1973 Interassemblage variability: The Mousterian and the “functional” argument. In The Explanation of Culture Change: Models in Prehistory (ed. C. Renfrew): 227-54. London: Duckworth. 1981 Bones: Ancient Men and Modern Myths. New York: Academic Press.
30
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Boleti, A. 2009 L’Exploitation de l’Emeri en Egée et en Méditerranée Orientale à l’Age du Bronze. Thèse de doctorat, Université de Paris I. Brain, C. K. 1981 The Hunters or the Hunted? Chicago: The University of Chicago Press. Buc, N. 2011 Experimental series and use wear in bone tools. Journal of Archaeological Science 38: 546-57. Campana. D. V. 1979 A Natufian shaft-straightener from Mugharet. Journal of Field Archaeology 6(2): 237-42. 1989 Natufian and Protoneolithic Bone Tools: The Manufacture and Use of Bone Implements in the Zagros and the Levant. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 494]. Camps-Fabrer, H. 1985 Historique des recherches sur l’industrie de l’os préhistorique. In Eléments de Pré- et Protohistoire Européenne: Hommages à Jacques-Pierre Millotte (éd. J.-P. Millotte): 27-34. Paris: Les Belles Lettres [Annales Littéraires de l’Université de Besançon, Série Archéologie, 32]. Choyke, A. M. 1997 The bone tool manufacturing continuum. In Proceedings of the 7th ICAZ Conference, Konstanz 26/09/1994-01/10/1994 (ed. M. Kokabi & J. Wahl): 65-72. Anthropozoologica 25-26. Christensen, M. 1998 Processus de formation et caractérisation physico-chimique des polis d’utilisation des outils en silex: Application à la technologie préhistorique de l’ivoire. Bulletin de la Société Préhistorique Française 95(2): 183-202. Christensen, M. & F. R. Valla 1999 Pour relancer un débat: Que sont les pierres à rainure du Natoufien proche-oriental? Bulletin de la Société Préhistorique Française 96(2): 247-52. Christidou, R. 1999 Outils en Os Néolithiques du Nord de la Grèce: Etude Technologique. Thèse de doctorat, Université de Paris X. 2008α The use of metal tools in the production of bone artifacts at two Bronze Age sites of the southwestern Balkans: A preliminary assessment. In “Prehistoric Technology” 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 253-64. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. 2008β An application of micro-wear analysis to bone experimentally worked using bronze tools. Journal of Archaeological Science 35(3): 733-51. Christidou, R. & A. Legrand 2005 Hide working and bone tools: Experimentation design and applications. In From Hooves to Horns, from Mollusc to Mammoth: Manufacture and Use of Bone Artefacts from Prehistoric Times to the Present (ed. H. Luik et al.): 216-27. Tallinn: Muinasaja Teadus, 15. Christidou, R. & R. Vargiolu υ. πρ. Confocal microscopy used to compare bone scraped with flint and obsidian tools. Coles, J. M. 1973 Archaeology by Experiment. London: Hutchinson. 1979 Experimental Archaeology. London: Academic Press. Coutier, L. 1929 Expériences de taille pour rechercher les anciennes techniques paléolithiques. Bulletin de la Société Préhistorique Française 26: 172-4. Cristiani, E. 2010 Lo Sfruttamento delle Materie Dure Animali tra il Pleistocene Finale e l’Olocene Antico nella Regione Alpine Orientale. Tesi do dottorato, Università di Roma-La Sapienza. D’Errico, F. 1990 Etude technologique à base expérimentale des entailles sur matières dure animale: Implications pour l’identification de systèmes de notation. In 25 Ans d’Etudes Technologiques
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
31
en Préhistoire: Bilan et Perspectives (éd. C. Perlès): 83-97. Juan-les-Pins: APDCA. Identification des traces de manipulation, suspension, polissage sur l’art mobilier en os, bois de cervidés, ivoire. In Traces et Fonction: Les Gestes Retrouvés (éd. P. C. Anderson et al.): 17788. Liège: ERAUL, 50. 1996 Image analysis and 3-D optical surface profiling of Upper Paleolithic mobiliary art. Microscopy and Analysis January: 27-9. D’Errico, F. & L. R. Backwell 2003 Possible evidence of bone tool shaping by Swartkrans early hominids. Journal of Archaeological Science 30: 1559-76. D’Errico, F., V. Roux & Y. Dumont 2000 Identification des techniques de finition des perles en roches dures par l’analyse microscopique et rugosimétrique. In Les Perles de Cambay: Des Pratiques Techniques aux Techno-Systèmes de l’Orient Ancien (éd. V. Roux): 97-169. Paris: Maison des Sciences de l’Homme. D’Errico, F. & P. Villa 1997 Holes and grooves: The contribution of microscopy and taphonomy to the problem of art origins. Journal of Human Evolution 33: 1-31. Desrosiers, P. M. (ed.) 2012 The Emergence of Pressure Blade Making: From Origin to Modern Experimentation. New York: Springer. Dibble, H. L., P. G. Chase, S. P. McPherron & A. Tuffreau 1997 Testing the reality of a “living floor” with archaeological data. American Antiquity 62(4): 629-51. Domínguez-Rodrigo, M. 2008 Conceptual premises in experimental design and their bearing on the use of analogy: An example from experiments on cut marks. World Archaeology 40(1): 67-82. Fahlander, F. & A. Kjellström 2010 Beyond sight: Archaeologies of sensory perception. In Making Sense of Things: Archaeologies of Sensory Perception (ed. F. Fahlander & A. Kjellström): 1-13. Stockholm: Stockholm Studies in Archaeology, 53. Faith, J. T. & A. K. Behrensmeyer 2006 Changing patterns of carnivore modification in a landscape bone assemblage, Amboseli Park, Kenya. Journal of Archaeological Science 33: 1718-33. Faulks, N. R., L. R. Kimball, N. Hidjrati & T. S. Coffey 2011 Atomic force microscopy of microwear traces on Mousterian tools from Myshtylagty Lagat (Weasel Cave), Russia. Scanning 33: 304-15. Ferguson, J. R. (ed.) 2010 Designing Experimental Research in Archaeology: Examining Technology through Production and Use. Boulder: University Press of Colorado. Fernández-Jalvo, Y. & P. Andrews 2003 Experimental effects of water abrasion on bone fragments. Journal of Taphonomy 1(3): 147-63. Fullagar, R. 1991 The role of silica in polish formation. Journal of Archaeological Science 18: 1-24. Gifford-Gonzalez, D. P. 1991 Bones are not enough: Analogs, knowledge and interpretive strategies in zooarchaeology. Journal of Anthropological Archaeology 10: 215-54. Gifford-Gonzalez, D. P., D. B. Damrosch, D. R. Damrosch, J. Pryor & R. L. Thunen 1985 The third dimension in site structure: An experiment in trampling and vertical dispersal. American Antiquity 50 (4): 803-18. Gijn, A. van 1990 The Wear and Tear of Flint: Principles of Functional Analysis Applied to Dutch Neolithic Assemblages. Leiden: Analecta Praehistorica Leidensia. 2005 A functional analysis of some late Mesolithic bone and antler implements from the Dutch coastal zone. In From Hooves to Horns, from Mollusc to Mammoth: Manufacture and Use of Bone 1993
32
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Artefacts from Prehistoric Times to the Present (ed. H. Luik et al.): 48-66. Tallinn: Muinasaja Teadus, 15. Gijn, A. van & D. C. M. Raemaekers 1999 Tool use and society in the Dutch Neolithic: The inevitability of ethnographic analogies. In Ethno-Analogy and the Reconstruction of Prehistoric Artefact Use and Production (ed. L. R. Owen & M. Porr): 43-52. Tübingen: Mo Vince Verlag [Urgeschichtliche Materialhefte, 14]. González Urquijo, J. & J. J. Ibáñez Estévez 1994 Metodología de Análisis Funcional de Instrumentos Tallados en Sílex. Bilbao: Universidad de Deusto [Cuadernos de Arquelogía, 14]. Gosselain, O. 2011 A quoi bon l’ethnoarchéologie? In L’Archéologie comme Discipline? (éd. P. Boissinot): 87-111. Paris: Editions du Seuil. Gould, R. A. 1980 Living Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Grace, R. 1989 Interpreting the Function of Stone Tools: The Quantification and Computerization of Microwear Analysis. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 474]. Grace, R., I. D. G. Graham & M. H. Newcomer 1985 The quantification of microwear polishes. World Archaeology 17(1): 112-20. Griffitts, J. & C. Bonsal 2001 Experimental determination of the function of antler and bone “bevel-ended” tools from prehistoric shell middens in western Scotland. In Crafting Bone: Skeletal Technologies through Time and Space (ed. A. M. Choyke & L. Bartosiewicz): 207-20. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 937]. Gutiérrez Sáez, C. 1993 L’identification des activités à travers la tracéologie. In Traces et Fonction: Les Gestes Retrouvés (éd. P. C. Anderson et al.): 477-87. Liège: ERAUL, 50. Hamon, C. 2003 De l’utilisation des outils de mouture, broyage et polissage au Néolithique en bassin parisien: Apports de la tracéologie. Bulletin de la Société Préhistorique Française 100(1): 101-16. Hamon, C. & H. Plisson 2008 Functional analysis of grinding stones: The blind-test contribution. In “Prehistoric Technology” 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 29-38. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. Hill, A. 1978 Taphonomical background to fossil man-problems in palaeoecology. In Geological Background to Fossil Man (ed. W. W. Bishop): 87-101. Edinburgh: Scottish Academic Press. Hodder, I. 1982 The Present Past: An Introduction to Anthropology for Archaeologists. London: B. T. Batsford, Ltd. Hurcombe, L. M. 1992 Use Wear Analysis and Obsidian: Theory, Experiments and Results. Sheffield: University of Sheffield [Sheffield Archaeological Monographs, 4]. Ingersoll, D., J. E. Yellen & W. MacDonald (eds.) 1977 Experimental Archaeology. New York: Columbia University Press. Inizan, M.-L. 2012 Pressure débitage in the Old World: Forerunners, researchers, geopolitics-handing on the baton. In The Emergence of Pressure Blade Making: From Origin to Modern Experimentation (ed. P. M. Desrosiers): 11-42. New York: Springer. Johnson, E. 1985 Currents developments in bone technology. In Advances in Archaeological Method and Theory 8 (ed. M. B. Schiffer): 157-235. New York: Academic Press. Johnson, E., G. Politis & M. Guttierez
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ 2000
33
Early Holocene bone technology at the La Olla 1 site, Atlantic coast of the Argentine Pampas. Journal of Archaeological Science 27: 463-77. Johnson, L. L. 1978 A history of flintknapping experimentation. Current Anthropology 19(2): 337-72. Juel-Jensen, H. 1994 Flint Tools and Plant Working: Hidden Traces of Stone Age Technology. A Use Wear Study of Some Danish Mesolithic and TRB Implements. Aarhus: Aarhus University Press. Keeley, L. H. 1980 Experimental Determination of Stone Tool Uses: A Microwear Analysis. Chicago: University of Chicago Press. Keeley, L. H. & M. H. Newcomer 1977 Microwear analysis of experimental flint tools: A test case. Journal of Archaeological Science 4: 29-62. Klippel, W. E. & J. A. Synstelien 2007 Rodents as taphonomic agents: Bone gnawing by brown rats and gray squirrels. Journal of Forensic Sciences 52: 765-73. Koda, Y. 1993 Wooden farming tools from the South Coast of Peru. In Traces et Fonction: Les Gestes Retrouvés (éd. P. C. Anderson et al.): 339-60. Liège: ERAUL, 50. Koon, H. E. C., R. A. Nicholson & M. J. Collins 2003 A practical approach to the identification of low temperature heated bone using TEM. Journal of Archaeological Science 30: 1393-9. Lammers-Keijsers, Y. 2008 Tracing Traces from Present to Past. Leiden: Leiden University Press, Archaeological Studies. Legrand, A. 2005 Nouvelle Approche Méthodologique des Assemblages Osseux du Néolithique de Chypre. Entre Technique, Fonction et Culture. Thèse de doctorat, Université de Paris I. 2007 Fabrication et Utilisation de l’Outillage en Matières Osseuses du Néolithique de Chypre: Khirokitia et Cap Andreas-Kastros. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1678]. Lemoine, G. 1989 Use wear analysis of bone tools. Archaeozoologia III(1-2): 211-24. Longo, L. & N. Skakun (eds.) 2005 The Roots of Use-Wear Analysis: Selected Papers of S. A. Semenov. Verona: Memorie del Museo Civico di Storia Naturale di Verona (2. Serie) [Sezione Scienze dell’Uomo, 7]. Lucas, G. 2001 Critical Approaches to Fieldwork: Contemporary and Historical Archaeological Practice. London: Routledge. Lyman, R. L. 1994 Vertebrate Taphonomy. Cambridge: Cambridge University Press, Cambridge Manuals in Archaeology. MacBrearty, S., L. Bishop, T. Plummer, R. Dewar & N. Conard 1998 Tools underfoot: Human trampling as an agent of lithic artifact edge modification. American Antiquity 63(1): 108-29. Maigrot, Y. 1997 Tracéologie des outils tranchants en os des Ve et IVe millénaires av. J.-C. en bassin parisien. Bulletin de la Société Préhistorique Française 94(2): 198-216. 2003 Etude Technologique et Fonctionnelle de l’Outillage en Matières Dures Animales. La Station 4 de Chalain (Néolithique Final, Jura, France). Thèse de doctorat, Université de Paris I. Martin, H. 1910 La percussion osseuse et les esquilles qui en dérivent: Expérimentation. Bulletin de la Société Préhistorique Française 7(5): 299-304.
34
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Mathieu, J. R. 2002 Introduction. In Experimental Archaeology: Replicating Past Objects, Behaviours and Processes (ed. J. R. Mathieu): 1-4. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1035]. Morero, E. 2009 Artisanat Lapidaire Minoen: Les Techniques de Fabrication des Vases de Pierre. Thèse de doctorat, Université de Paris I. Moss, E. H. & M. H. Newcomer 1982 Reconstruction of tool use at Pincevent: Microwear and experiments. In Tailler! Pourquoi Faire: Préhistoire et Technologie Lithique II. Recent Progress in Microwear Studies (ed. D. Cahen): 289-312. Tervuren, Belgique: Musée Royale de l’Afrique Centrale. Newcomer, M. H. 1976 Spontaneous retouch. In Second International Symposium on Flint, Maastricht (ed. G. H. G. Engelsen): 62-4. Staringia 3. Newcomer, M. H., R. Grace & R. Unger-Hamilton 1986 Investigating microwear polishes with blind tests. Journal of Archaeological Science 13: 203-17. 1988 Microwear methodology: A reply to Moss, Hurcombe & Bamforth. Journal of Archaeological Science 15: 25-33. Nugent, S. J. 2006 Applying use-wear and residue analyses to digging sticks. Memoirs of the Queensland Museum: Cultural Heritage Series 4(1): 89-105. O’Connell, J. F. 1995 Ethnoarchaeology needs a general theory of behavior. Journal of Archaeological Research 3: 205-55. Odell, G. H. & F. Odell-Vereechen 1980 Verifying the reliability of lithic use-wear assessments by “blind-tests”: The low power approach. Journal of Field Archaeology 7: 87-120. Okazawa, S. 1999 Micro- and macrodebitage analysis in an Upper Palaeolithic site of Japan. In Ethno-analogy and the Reconstruction of Prehistoric Artefact Use and Production (ed. L. R. Owen & M. Porr): 91-101. Tübingen: Mo Vince Verlag [Urgeschichtliche Materialhefte, 14]. Olsen, S. L. 1984 Analytical Approaches to the Manufacture and Use of Bone Artifacts in Prehistory. Ph.D. dissertation, University of London. Outram, A. K. 2008 Introduction to experimental archaeology. World Archaeology 40(1): 1-6. Pelegrin, J. 1995 Technologie Lithique: Le Châtelperronien de Roc-de-Combe (Lot) et de la Côte (Dordogne). Paris: CNRS [Cahiers du Quaternaire, 20]. 1998 Animations archéologiques et démonstrations. Intérêt éducatif: Limites et dangers. Communication au colloque Déontologie en Préhistoire. Διαθέσιμο στο: http://www.perigord.tm.fr/prehistoire/mediation/intervention%20J%pelegrin.pdf [Πρόσβαση στις 25 Ιανουαρίου 2013] 2005 Remarks about archaeological techniques and methods of knapping: Elements of a cognitive approach to stone knapping. In Stone Knapping: The Necessary Conditions for a Uniquely Hominin Behaviour (ed. V. Roux & B. Bril): 23-33. Cambridge: McDonald Monograph Series. 2007 Réflexions sur la notion de «spécialiste» dans la taille de la pierre au Paléolithique. In Arts et Cultures de la Préhistoire: Hommages à Henri Delporte (éd. R. Desbrosse & A. Thévenin): 315-8. Paris: Editions du Comité des Travaux Historiques et Scientifiques [Documents préhistoriques, 24] Peltier, A. & H. Plisson 1986 Microtracéologie fonctionnelle sur l’os: Quelques résultats expérimentaux. In Outillage Peu Elaboré en Os et en Bois de Cervidés II, Groupe de Travail No 1 sur l’Industrie de l’Os Préhistorique
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
35
(éd. M. Patou): 69-80. Viroinval, Belgique: CEDA [Artefacts, 3]. Ploux, S. 1989 Approche Archéologique de la Variabilité des Comportements Techniques Individuels: L’Exemple de Quelques Tailleurs Magdaléniens de Pincevent. Thèse de doctorat, Université de Paris X. Porr, M. 1999 Archaeology, analogy, material culture, society: An exploration. In Ethno-Analogy and the Reconstruction of Prehistoric Artefact Use and Production (ed. L. R. Owen & M. Porr): 3-15. Tübingen: Mo Vince Verlag [Urgeschichtliche Materialhefte, 14]. Procopiou, H. 1998 L’Outillage de Mouture et de Broyage en Crète Minoenne. Thèse de doctorat, Université de Paris I. Procopiou, H., P. Anderson, F. Formenti & J. Juan-Tresseras 2002 Etude des matériaux transformés sur des outils de mouture: Identification des résidus par analyse chimique et par observation en microscopie optique et électronique. In Moudre et Broyer: L’Interprétation Fonctionnelle de l’Outillage de Mouture et de Broyage dans la Préhistoire et l’Antiquité. I. Méthodes (éd. H. Procopiou & R. Treuil): 111-27. Paris: CTHS. Procopiou, H., A. Boleti, R. Vargiolu & H. Zahouani 2011 The role of tactile perception during stone-polishing in Aegean prehistory (5th-4th millennium B.C.). Wear 271: 2525-30. Renfrew, C. & P. Bahn 2001 Αρχαιολογία: Θεωρίες, Μεθοδολογία και Πρακτικές Εφαρμογές (μετάφραση Ι. ΚαραλήΓιαννακοπούλου). Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα. Reynolds, P. J. 1974 Experimental iron storage pits: An interim report. Proceedings of the Prehistoric Society 40: 118-31. 1976 The Butser Ancient Farm project. In International Study Conference on the Role of Regional Ethnology in “Environmental Interpretation and Education”. Strasbourg: Council of Europe. 1979 Iron-Age Farm: The Butser Experiment. London: British Museum Publications. 1994 Experimental archaeology: A perspective for the future, The Reuvens Lecture 5, Stichting voor de Nederlandsee Archeologie. Διαθέσιμο στο: http://www.butcher.org.uk/reuvens.pdf [Πρόσβαση στις 25 Ιανουαρίου 2013] 1999 The nature of experiment in archaeology. In Experiment and Design in Archaeology (ed. A. F. Harding): 156-62. Oxford: Oxbow Books. Risch, R. 2008 From production traces to social organisation: Towards an epistemology of functional traces. In “Prehistoric Technology” 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 519-27. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. Robert, I. & J.-D. Vigne 2002 The bearded vulture (Gypaetus barbatus) as an accumulator of archaeological bones: Late Glacial assemblages and present-day reference date in Corsica (western Mediterranean). Journal of Archaeological Science 29: 763-77. Roux, V. & E. David 2005 Planning abilities as a dynamic perceptual-motor skill: An actualist study of different levels of expertise involved in stone knapping. In Stone Knapping: The Necessary Conditions for a Uniquely Hominin Behavior (ed. V. Roux & B. Bril): 91-108. Cambridge: McDonald Monograph Series. Semenov, S. A. 1970 Prehistoric Technology: An Experimental Study of the Oldest Tools and Artefacts from Traces of Manufacture and Wear (translated, and with a preface by M.W. Thompson). 2nd ed. Bath: Adams & Dart. Shick, K. D. 1987 Modelling the formation of Early Stone Age artifact concentrations. Journal of Human Evolution 16: 789-807.
36
ΡΟΖΑΛΙΑ ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ
Shipman, P. 1989 Altered bones from Olduvai Gorge, Tanzania: Techniques, problems, and implications of their recognition. In Bone Modification (ed. R. Bonnichsen & M. H. Sorg): 317-34. Orono, Maine: Peopling of the Americas Publications Edited Volume Series, Center for the Study of the First Americans, Institute for Quaternary Studies, University of Maine. Shipman, P. & J. J. Rose 1988 Bone tools: An experimental approach. In Scanning Electron Microscopy in Archaeology (ed. S. L. Olsen): 303-35. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 452]. Sidéra, I. & A. Legrand 2006 Tracéologie fonctionnelle des matières osseuses: Une méthode. Bulletin de la Société Préhistorique Française 103(2): 291-304. Skakun, N. N. & N. A. Aleksashenko 2008 Tool functions and ethnographical analogies. In “Prehistoric Technology” 40 Years Later: Functional Studies and the Russian Legacy (ed. L. Longo & N. Skakun): 529-31. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1783]. Soriano, I. & C. Gutiérrez Sáez 2009 Use wear analysis on metal: The influence of raw material and metallurgical production process. In Archaeometallurgy in Europe 2007 (ed. A. Giumlia-Mair et al.): 115-24. Milano: Associazione Italiana di Metallurgia. Stanley-Price, N. 2009 The reconstruction of ruins: Principles and practice. In Conservation: Principles, Dilemmas and Uncomfortable Truths (ed. A. Richmond & A. Bracker): 32-46. Boston: Elsevier / Victoria & Albert Museum. Stone, P. G. & P. G. Planel (eds.) 1999 The Constructed Past: Experimental Archaeology, Education and the Public. London: Routledge. Stordeur, D. 1978 Proposition de classement des objets en os selon le degré de transformation imposé à la matière première. Bulletin de la Société Préhistorique Française 75(1): 20-3. 1988α Outils et Armes en Os du Gisement Natoufien de Mallaha (Eynan) Israel. Paris: Association Paléorient [Mémoires et Travaux du Centre de Recherche Français de Jérusalem, 6]. 1988β Des technologies nouvelles au service de la technologie? L’exemple des outils d’os préhistoriques. In Journée d’Etudes Technologiques en Préhistoire (dir. J. Tixier): 127-50. Paris: CNRS [Notes et Monographies Techniques, 25]. Stordeur, D. & P. Anderson-Gerfaud 1985 Les omoplates encochées néolithiques de Ganj Dareh (Iran): Etude morphologique et fonctionnelle. Cahiers de l’Euphrate 4: 289-313. Stordeur, D. & R. Christidou 2008 L’industrie osseuse de Mureybet: Etude morpho-technique et fonctionnelle. In Le Site Néolithique de Tell Mureybet (Syrie du Nord): En Hommage à Jacques Cauvin (éd. J. J. Ibáñez): 439-537. Oxford: British Archaeological Reports [Int. Ser., 1843]. Tixier, J., M.-L. Inizan & H. Roche 1980 Préhistoire de la Pierre Taillée. 1. Terminologie et Technologie. 2e éd. Valbonne: Cercle de Recherches et d’Etudes Préhistoriques. Tringham, R., G. Cooper, G. Odell, B. Voytek & A. Whitman 1974 Experimentation in the formation of edge damage: A new approach to lithic analysis. Journal of Field Archaeology 1(1-2): 171-96. Unger-Hamilton, R., R. Grace, R. Miller & C. Bergman 1987 Drill bits from Abu Salabikh, Iraq. In La Main et l’Outil: Manches et Emmanchements Préhistoriques (éd. D. Stordeur): 269-85. Lyon: Maison de l’Orient Méditerranéen [Travaux de la Maison de l’Orient, 15].
ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
37
Unrath, G., L. R. Owen, A. van Gijn, E. H. Moss, H. Plisson & P. Vaughan 1986 An evaluation of microwear studies: A multi-analyst approach. In Aspects of Microwear Studies on Stone Tools (ed. L. R. Owen & G. Unrath): 117-76. Tübingen: Archaeologica Venatoria, Early Man News, Newsletter of Human Palaeoecology, volumes 9, 10, 11. Uomini, N. T. 2006 In the Knapper’s Hands: Testing Markers of Laterality in Hominin Lithic Production, with Reference to the Common Substrate of Language and Handedness. Ph.D. thesis, University of Southampton. Vargiolu, R., E. Morero, A. Boleti, H. Procopiou, C. Pailler-Mattei & H. Zahouani 2007 Effects of abrasion during stone vase drilling in Bronze Age Crete. Wear 263: 48-56. Vaughan, P. C. 1985 Use-wear Analysis of Flaked Stone Tools. Tucson, Arizona: The University of Arizona Press. Way, T. 1992 The effect of recovery techniques on faunal data at Klithi, northwest Greece. CircaeaAssociation for Environmental Archaeology 8(2): 85-94. Wiley, A. 1985 The reaction against analogy. In Advances in Archaeological Method and Theory 8 (ed. M. B. Schiffer): 63-111. San Diego: Academic Press. Willcox, G. 2009 Gordon Hillman’s pioneering influence on Near Eastern archaeobotany: A personal appraisal. In From Foragers to Farmers: Papers in Honour of Gordon C. Hillman (ed. A. Fairbairn & E. Weiss): 15-8. Oxford: Oxbow Books.
Experimental archaeology: General directions, application to the study of the prehistoric tools Rozalia Christidou Experimental archeology tests cause and effect relationships in order to study change in the state and distribution of various material remains before and after burial. It is also a means of comparison of analytical methods and results. It differs from observational studies called actualistic in that it involves direct control over the variables analyzed and the conditions under which change is monitored. Experimental design determines the validity of the experiments. Recent reviews of experimental archeology mix it with experiential archeology, while others caution against broad definitions that dilute the method. Criticisms of experimental archeology focus on its relationships with middle-range research
and uniformitarianism. Here, it is argued that the search of generalizations and law building should not be confused with investigations for analogies and diagnostic criteria to describe configurations in the field. Experimentation plays a central role in the technological analysis of stone and bone tools. It is part of the method introduced in the 1930s by Sergei Semenov and applied in western archeology since the late 1970s for making wear analyses on stone tools. Stone analysts have long discussed the shortcomings of archeological experimentation and propped up wear studies by combining an analytical approach with coherent experimental procedures and reasoning.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ*
Παλαιοδιατροφή η ανάλυση των σταθερών ισοτόπων στην αρχαιολογία
Η επιδίωξη της αρχαιολογικής έρευνας να προσεγγίσει θέματα οικονομίας και ιδεολογίας στην αρχαιότητα οδήγησε γρήγορα στην προσπάθεια να μελετηθεί η τροφή, η προέλευση, η παρασκευή και η κατανάλωσή της. «Παραδοσιακά» αυτό επιτυγχάνεται έμμεσα, με τις αρχαιοζωολογικές και παλαιοβοτανολογικές μελέτες, με την παρατήρηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων και τις αναλύσεις της κεραμικής και της κατανομής της στον χώρο. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έγινε φανερό ότι μια άμεση μέθοδος ανασύστασης της διατροφής προσφέρει ευρύτερες πληροφορίες, κι έτσι άρχισαν να πληθαίνουν οι μελέτες του ανθρωπολογικού υλικού, οι οποίες περιλαμβάνουν και τις αναλύσεις σταθερών ισοτόπων από το κολλαγόνο. Η μέτρηση των ισοτόπων χρησιμοποιείται κυρίως για την ανασύσταση της διατρο-
*
φής, όπου έχει προσφέρει σημαντική γνώση, αλλά σταδιακά εφαρμόζεται και για την έρευνα άλλων θεμάτων, όπως η προέλευση-μετακίνηση των πληθυσμών. Πρόκειται, δηλαδή, για μια ιδιαίτερα σημαντική εφαρμογή και τον μόνο, ουσιαστικά, τρόπο να ανασυσταθεί άμεσα η διατροφή ενός οργανισμού, χρησιμοποιώντας τα ίδια τα οστά του. Ο προβληματισμός της ανθρωπολογικής και αρχαιολογικής έρευνας σχετικά με θέματα τροφής και διατροφής σίγουρα δεν είναι καινοφανής. Η συζήτηση μπορεί να αφορά την υπεροχή της ανάγκης για τροφή έναντι της επιλογής ή αντίστροφα, ή τον κοινωνικό καθορισμό της γεύσης ή την τροφή ως κοινωνική σχέση και σύστημα επικοινωνίας (Barthes 1979, Bourdieu 1992, Danforth 1999). Η τροφή και η διατροφή έχουν συνδεθεί με την «αρχαιολογία του γέ-
Αρχαιολόγος, Πανεπιστήμιο Bradford, e-mail: vikeri@hotmail.com
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ
40
νους» (gender archaeology), την ιδεολογία και εν γένει την κοινωνική διαστρωμάτωση. Τι καταναλώνεται και πώς παρασκευάζεται, πότε σερβίρεται και πού, ποιος συμμετέχει και με ποια σειρά, είναι μερικές μόνο από τις παραμέτρους, την προσέγγιση των οποίων συνεπικουρεί η ανασύσταση της διατροφής με τα ισότοπα. ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ
Για τη μελέτη της παλαιοδιατροφής μετρώνται τα σταθερά ισότοπα του άνθρακα και του αζώτου. Τα δύο αυτά στοιχεία (C+N) είναι απαραίτητα για κάθε οργανισμό, που πρέπει να τα προσλάβει μέσω της τροφής. ΄Έτσι «μεταφέρονται» μέσω της τροφικής αλυσίδας από τον έναν οργανισμό στον άλλο (DeNiro 1987). Τα σταθερά ισότοπα είναι η μη ραδιενεργός μορφή των φυσικών στοιχείων. Ο άνθρακας έχει τρία ισότοπα, τον 12C, τον 13C και τον 14C. Τα δύο πρώτα είναι σταθερά, ενώ ο 14C είναι ραδιενεργός και γι’ αυτό χρησιμοποιείται στη ραδιοχρονολόγηση. Το άζωτο έχει δύο σταθερά ισότοπα, το 15Ν και 14Ν. ΄Όλα τα ισότοπα ενός στοιχείου αντιδρούν χημικά με τον ίδιο τρόπο, αλλά το πρόσθετο βάρος των «βαρύτερων» (όσων έχουν επιπλέον νετρόνια) τα κάνει να αντιδρούν πιο αργά από τα «ελαφρότερα». Η διαφορά αυτή οδηγεί σε διάκριση εναντίον των βαρύτερων ισοτόπων κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης και κατ’ επέκταση βοηθά στη μέτρησή τους. Στις μετρήσεις χρησιμοποιείται η αναλογία του βαρύτερου προς το ελαφρότερο ισότοπο, η οποία συμβολίζε-
ται διεθνώς με το ελληνικό γράμμα δ. Ο συμβολισμός που προκύπτει είναι δ13C και δ15Ν. Μέσω ενός φασματογράφου μάζας η αναλογία δ του δείγματος συγκρίνεται με την ίδια αναλογία μιας διεθνούς σταθεράς, σε ποσοστά επί τοις χιλίοις. Με τον τρόπο αυτό οι μετρήσεις είναι διεθνώς συγκρίσιμες και η τιμή του δ παρουσιαζόμενη σε ποσοστό ‰ είναι ένα μέγεθος καλύτερα αντιληπτό. Οι σταθερές που χρησιμοποιούνται είναι το θαλάσσιο απολίθωμα Belemnitella americana (PDB) για τον άνθρακα, ενώ για το άζωτο η σταθερά είναι το ατμοσφαιρικό άζωτο (ΑΙR). Η αναλογία δίνεται από τον τύπο δ= [(Rsample/Rstandard)-1]x1.000 όπου R είναι η ισοτοπική αναλογία, π.χ. 13C/12C. Η σταθερά PDB περιέχει περισσότε13 ρο C από τις χερσαίες πηγές τροφής, με αποτέλεσμα οι τιμές δ13C των οστών να είναι αρνητικές. Το αντίθετο συμβαίνει με το δ15Ν των οστών, που είναι γενικά θετικό. ΤΑ ΣΤΑΘΕΡΑ ΙΣΟΤΟΠΑ ΣΤΑ ΦΥΤΑ
Με την προϋπόθεση ότι κάθε οργανισμός προσλαμβάνει C και Ν από την τροφή και «μεταβιβάζει» τα στοιχεία στον επόμενο κρίκο της τροφικής αλυσίδας, γίνεται αντιληπτό ότι η βάση της μελέτης είναι τα φυτά. Μέσα σε ένα οικοσύστημα τα φυτά θα πρέπει να έχουν τις χαμηλότερες τιμές ισοτόπων, ακολουθούμενα από τα φυτοφάγα ζώα και στη συνέχεια από τα σαρκοφάγα ζώα. Τα φυτά διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, C3, C4 και CAM, ανάλογα με τα ένζυμα που χρησιμοποιούν κατά τη φω-
Παλαιοδιατροφή
41
τοσύνθεση. Οι τιμές των ισοτόπων είναι διακριτές κυρίως ανάμεσα στην C3 και C4 ομάδα. Τα C3 φυτά έχουν τιμές δ13C ανάμεσα στο –33 και –22‰, τα C4 ανάμεσα στο –16 και –12‰, ενώ τα CAM φυτά ανάλογα με το κλίμα στο οποίο μεγαλώνουν έχουν διαφορετικές τιμές (Van der Merwe 1982). Τα περισσότερα φυτά που χρησιμοποιούνταν για τροφή στην αρχαιότητα στον ελλαδικό χώρο, όπως το σιτάρι και τα όσπρια, ανήκουν στην ομάδα C3. Στην ομάδα C4 ανήκει το καλαμπόκι, το ζαχαροκάλαμο και το κεχρί, ενώ CAM είναι τα περισσότερα τροπικά φυτά (DeNiro 1988). Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το άζωτο. Ανάλογα με την πηγή αζώτου που χρησιμοποιούν, τα φυτά διακρίνονται σε οσπριοειδή και μη οσπριοειδή. Τα δεύτερα, επειδή χρησιμοποιούν αποκλειστικά το άζωτο του
εδάφους, έχουν πιο υψηλές (θετικές) τιμές για το δ15Ν από τα πρώτα. Η ίδια βασική αρχή ισχύει και για τα θαλάσσια οικοσυστήματα, με τη διαφορά ότι οι τιμές είναι μεγαλύτερες (εμπλουτισμένες). Πολύ μεγαλύτερη διαφοροποίηση συναντάται σε λιμναία και ποτάμια οικοσυστήματα, καθώς οι ειδικές μικροπεριβαλλοντολογικές συνθήκες του βυθού οδηγούν σε μεγάλη διαβάθμιση των τιμών, που είναι λιγότερο διαγνωστική απ’ ό,τι στα υπόλοιπα οικοσυστήματα (Chisholm et al.1982). Πειραματικές μελέτες (Bocherens & Drucker 2003) έδειξαν ότι καθώς ο ένας οργανισμός καταναλώνει τον άλλο μέσα σε μια τροφική αλυσίδα, οι τιμές των ισοτόπων εμπλουτίζονται κατά 0,5-1‰ για τον άνθρακα και 3-4‰ για το άζωτο περίπου. ΄Έτσι, τα σαρκοφάγα ζώα
ʹͶ ʹʹ ʹͲ
Ɂ15N
ͳͺ ͳ ͳͶ ͳʹ ͳͲ
ͺ Ͷ ʹ Ͳ
Ǧʹʹ
ɖɂɏɐȽɜȽ ɐȽɏɈɍɔəɀȽ
ǦʹͲ ɖɂɏɐȽɜȽ ɔɓɒɍɔəɀȽ
Ǧͳͺ
Ǧͳ
Ɂ13C
ǦͳͶ
ɅȽɉəɐɐɇȽ ɐȽɏɈɍɔəɀȽ Ƚɋɣɒɂɏɍɓ ȾȽɅɊɍɠ
Ǧͳʹ
ǦͳͲ
ɅȽɉəɐɐɇȽ ɐȽɏɈɍɔəɀȽ ɈȽɒɣɒɂɏɍɓ ȾȽɅɊɍɠ
Πίν. 1. Τέσσερις θεωρητικοί τύποι διατροφής και οι ισοτοπικές τιμές κολλαγόνου (Richards & Hedges 1999).
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ
42
θα πρέπει να έχουν τιμές υψηλότερες από τα φυτοφάγα ζώα, που με τη σειρά τους θα έχουν τιμές υψηλότερες από τα φυτά. Ο άνθρακας και το άζωτο μελετώνται σε συνδυασμό και δείχνουν ποιο είδος φυτικής πρωτεΐνης καταναλώθηκε (C3 ή C4), και αν η πρωτεΐνη της διατροφής ήταν ως επί το πλείστον φυτική, ζωική χερσαία ή ζωική θαλάσσια (Πίν. 1). Γίνεται αντιληπτό ότι οι μετρήσεις από το ανθρωπολογικό υλικό δεν έχουν αξία αν δεν συνοδεύονται από ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο σύνολο αρχαιοζωολογικού υλικού. ΚΟΛΛΑΓΟΝΟ
Για τη μέτρηση των δ13C και δ15Ν χρησιμοποιείται κυρίως το κολλαγόνο των οστών. Ο λόγος που προτιμάται το κολλαγόνο είναι κυρίως το γεγονός ότι μπορεί να ελεγχθεί με σχετική ακρίβεια η καθαρότητά του, με κριτήρια επιμόλυνσης βασισμένα σε σύγχρονα οστά (DeNiro 1985, Van Klinken 1999). Το κολλαγόνο είναι πρωτεΐνη και αποτελεί την αφθονότερη οργανική ύλη των οστών (Bilezikian et al. 2002). Τα μόρια κολλαγόνου του τύπου που βρίσκεται στα οστά αποτελούνται από μια τριπλή έλικα και περιβάλλονται από ανόργανη ύλη, γεγονός που τα καθιστά εξαιρετικά σταθερά σε εξωγενείς μηχανικές επιρροές και διαγενετικές αλλαγές. Η εξαγωγή του κολλαγόνου από τα οστά είναι μια χημική και θερμική επεξεργασία, με στόχο την απομόνωση της ζελατινοειδούς πρωτεΐνης που κατ’ απλούστευση ονομάζεται «κολλαγόνο». Η διαδικασία περιγράφεται από τον Brown et al. (1988), ενώ σήμερα κάθε εργαστήριο
εφαρμόζει ελαφρώς διαφοροποιημένα πρωτόκολλα. Η μελέτη, βεβαίως, είναι καταστροφική. Η ποιότητα και η ποσότητα του κολλαγόνου που θα εξαχθεί από το δείγμα του οστού εξαρτάται από το ταφικό περιβάλλον αλλά και τις συνθήκες αποθήκευσης των οστών μετά την ανασκαφή. Αμέσως μετά τον θάνατο, η ποιότητα του κολλαγόνου αρχίζει να υποβαθμίζεται και η χημική του σύνθεση αλλοιώνεται. Το νερό αποδεικνύεται πως έχει τα πιο καταστροφικά αποτελέσματα στη διατήρηση (Collins et al. 1995). Οι μεγαλύτερες αλλοιώσεις σημειώνονται όχι τόσο σε περιβάλλοντα σταθερά υγρά (Nielsen-Marsh & Hedges 2000), αλλά σε συνθήκες όπου η υγρασία εναλλάσσεται δραματικά με την ξηρασία. Μικρόβια και βακτήρια μπορούν επίσης να αλλοιώσουν τη σύσταση της πρωτεΐνης του οστού και συνεπώς των τιμών (Hedges & Millard 1995). Για τους λόγους αυτούς οι διαγενετικές αλλαγές της σύνθεσης του κολλαγόνου πρέπει να αποκλείονται πριν από οποιαδήποτε ανάλυση. Η ραδιοχρονολόγηση μπορεί να πιστοποιήσει με αξιοπιστία την «καθαρότητα» του κολλαγόνου, καθώς μπορεί να ανιχνεύσει μετά θάνατον μόλυνση από οργανικές ουσίες που έχουν την ίδια ισοτοπική σύνθεση με τα αμινοξέα του κολλαγόνου (Ambrose 1990). ΄Άλλες μέθοδοι που μπορούν να εφαρμοστούν είναι η μέτρηση της αναλογίας του ατομικού άνθρακα προς το άζωτο, η σύνθεση των αμινοξέων και η συγκέντρωση του κολλαγόνου σε ολόκληρο το οστό (DeNiro 1985). Αφού λοιπόν έχουμε αποκλείσει την επιμόλυνση, τότε το καθαρό κολλαγόνο
Παλαιοδιατροφή
θα αντιπροσωπεύει την πρωτεΐνη της διατροφής του οργανισμού, ανθρώπου ή ζώου. Οι ισοτοπικές τιμές του κολλαγόνου αντανακλούν τη διατροφή των τελευταίων δέκα ετών περίπου πριν από τον θάνατο των ενήλικων ατόμων. Αυτό συμβαίνει γιατί σε κάθε ζωντανό οργανισμό, τα οστά αναδημιουργούνται συνεχώς με τις ενέργειες των οστεοβλαστών και οστεοκλαστών, κυττάρων που είναι υπεύθυνα για αυτή τη διαδικασία. Ο ακριβής ρυθμός αυτής της διαδικασίας διαφέρει κατά περίπτωση (Babraj et al. 2002), θεωρείται πάντως σχετικά ακριβές ότι κάθε 10-30 χρόνια η διαδικασία της αναδημιουργίας των οστών είναι πλήρης. ΄Έτσι, κάθε 10 χρόνια ένας οργανισμός θα έχει διαφορετικές ισοτοπικές τιμές, αν μέσα στο διάστημα αυτό άλλαξε θεαματικά τη διατροφή του. Παρ’ όλα αυτά, κάποιοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη διαδικασία αναδημιουργίας των οστών σε έναν οργανισμό και κατ’ επέκταση τις τιμές του κολλαγόνου. Τέτοιοι παράγοντες είναι η ηλικία, η εγκυμοσύνη και οι ασθένειες, κυρίως αυτές όπου η επιδιόρθωση των ιστών περιλαμβάνει τη χρήση άνθρακα και αζώτου, με αποτέλεσμα τη διαφοροποίηση των τιμών τους (Katzenberg & Lovell 1999, Schwarcz et al. 1999, Sponheimer et al. 2003, Fuller et al. 2005, 2004). Τέτοιες καταστάσεις είναι τα κατάγματα, η οστεομυελίτιδα, η παράλυση, το σκορβούτο, η ραχίτιδα και περιπτώσεις όπου μειώνεται η οστική μάζα (οστεοπόρωση), όπου επηρεάζονται κυρίως οι τιμές του αζώτου (π.χ. Stewart 1975). Τα τελευταία χρόνια επισημαίνονται και άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να δώσουν ψευδή αποτελέσματα
43
όσον αφορά τις τιμές του κολλαγόνου, όπως η χρήση οργανικών λιπασμάτων (Mariotti et al. 1982, Bogaard et al. 2007). Εφόσον η κοπριά είναι ζωικό προϊόν, η χρήση της μπορεί να αυξήσει τις τιμές των φυτών. Ωστόσο, η συστηματική και ευρεία χρήση της κοπριάς είναι δύσκολο να αποδειχθεί προς το παρόν στην προϊστορία. ΄Όπως σημειώσαμε, για ένα άτομο που καταναλώνει ισορροπημένη διατροφή, η πρωτεΐνη χρησιμοποιείται για τη δημιουργία κολλαγόνου. ΄Έτσι, οι τιμές των ισοτόπων του κολλαγόνου δείχνουν μόνο την πρωτεΐνη που κατανάλωσε ένας οργανισμός και όχι τα υπόλοιπα μέρη της διατροφής, π.χ. υδατάνθρακες. Πρέπει να σημειωθεί ότι στην ανάλυση αυτή η πρωτεΐνη δεν διαχωρίζεται ποιοτικά, δηλαδή το κρέας και το γάλα του ίδιου ζώου θα παρουσιάζουν τις ίδιες τιμές. Αυτή η παρατήρηση είναι πολύ σημαντική, γιατί στην πραγματικότητα μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές στη διατροφή μιας ομάδας, που δεν ανιχνεύονται με τα ισότοπα. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Τα τελευταία χρόνια οι αναλύσεις ισοτόπων που αφορούν υλικό του ελλαδικού χώρου έχουν αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να είναι ένας από τους καλύτερα μελετημένους χώρους στον τομέα αυτό, με μελέτες που φτάνουν από τη Νεολιθική ως τη Βυζαντινή Eποχή (Vika 2011, Petroutsa & Manolis 2010, Vika et al. 2009, IngvarssonSundström et al. 2009, Richards & Vika 2008, Triantaphyllou et al. 2008, Bourbou & Richards 2007, Papathanasiou 2003).
44
Η γενικότερη εικόνα που συντίθεται από τις αναλύσεις αφορά μια διατροφή βασιζόμενη στα φυτά του κύκλου C3 του εύκρατου ευρωπαϊκού κλίματος, καθώς και σε πρωτεΐνη προερχόμενη από αιγοπρόβατα κυρίως και δευτερευόντως βοοειδή. Προχωρώντας από τη Νεολιθική στην Εποχή Χαλκού και κυρίως στους κλασικούς χρόνους, η κατανάλωση ζωικής πρωτεΐνης φαίνεται ότι αυξάνεται για τους πληθυσμούς συνολικά, γεγονός που μπορεί να συνδεθεί με την εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας και την καθιέρωση της χρήσης των γαλακτοκομικών προϊόντων. Τα στοιχεία αυτά συμβαδίζουν με ό,τι γνωρίζουμε από άλλους τομείς της αρχαιολογικής έρευνας. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι οι λεπτομέρειες που μπορούμε να δούμε με τις μετρήσεις ισοτόπων, όπως για παράδειγμα ότι οι άντρες του ταφικού κύκλου A κατανάλωναν συστηματικά στη ζωή τους περισσότερο κρέας απ’ ό,τι οι γυναίκες (Hedges & Richards 1999), ή ότι κάτι αντίστοιχο συνέβαινε στους ανθρώπους που θάφτηκαν στους τάφους με θρανίο στο μυκηναϊκό Καλαμάκι Αχαΐας (Richards & Vika 2008). Μελέτες πιστοποιούν ακόμη την κατανάλωση φυτών διαφορετικών από αυτά που αναγνωρίζει η παλαιοβοτανολογία για μια περιοχή, διαπιστώνοντας έτσι τη μετακίνηση του ατόμου που τα κατανάλωνε, ενώ όσο πληθαίνουν τα δεδομένα, μπορούμε να επανεξετάζουμε παλαιότερες υποθέσεις, στηρίζοντάς τες σε νέα στοιχεία. Μια τέτοια υπόθεση είναι και η οψοφαγία στην αρχαιότητα, η οποία τέθηκε πρόσφατα σε νέα βάση (Vika & Theodoropoulou 2012). Κλείνοντας, είναι αντιληπτό πως με
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ
αφετηρία τον αρχαιολογικό προβληματισμό, η άμεση μελέτη της διατροφής με την ανάλυση των σταθερών ισοτόπων μπορεί να ρίξει φως σε θέματα οργάνωσης, οικιακής οικονομίας ή διαχείρισης των φυσικών πόρων, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλες μεθόδους. ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ ΙΣΟΤΟΠΩΝ ΣΤΟ ΔΙΣΠΗΛΙΟ: ΟΣΤΑ ΨΑΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΟΦΗ
Στο πλαίσιο μιας μεγάλης έρευνας για την ακριβέστερη μελέτη της κατανάλωσης ψαριών στην αρχαιότητα (Vika & Theodoropoulou 2012), κάναμε δειγματοληψία και από το ιχθυολογικό υλικού του οικισμού του Δισπηλιού (Theodoropoulou 2008). Το Δισπηλιό επιλέχτηκε καθώς καταδεικνύει τον σημαντικό ρόλο του ψαρέματος στις προϊστορικές κοινωνίες. Η μεγάλη ευτροφική λίμνη περιβάλλεται από καλλιεργήσιμες εκτάσεις και από την πυκνή ορεινή βλάστηση του Βιτσίου. Η οικονομία στον νεολιθικό οικισμό βασιζόταν στην κτηνοτροφία και το ψάρεμα, ενώ το κυνήγι έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο (Phoca-Cosmetatou 2008, Θεοδωροπούλου 2008). Τα οστά των ψαριών αποτελούν το 59% του ταυτοποιημένου οστεολογικού υλικού (NISP), αλλά το ψάρεμα πιστοποιείται και από τον υλικό πολιτισμό, καθώς στο Δισπηλιό βρέθηκαν τα περισσότερα αγκίστρια σε θέση του προϊστορικού Αιγαίου (Theodoropoulou & Stratouli 2009). Για τις ανάγκες των μετρήσεων, πήραμε είκοσι δείγματα από οστά ψαριών από τη λίμνη. Στα περισσότερα, οι ταφονομικές συνθήκες οδήγησαν στην
Παλαιοδιατροφή
45
ελλιπή διατήρηση της οργανικής ουσίας. Η παλαιότητα άλλα και το υγρό περιβάλλον οδηγούν συχνά σε παρόμοια αποτελέσματα, απογοητευτικά για την έρευνα. Το αποτέλεσμα στο Δισπηλιό ήταν η επιτυχία σε πέντε από τα είκοσι δείγματα (25%). Το ποσοστό αυτό είναι βέβαια μικρό, αλλά αφενός ανοίγει ένα νέο δρόμο στην έρευνα για τη μελέτη της επιρροής των ιδιαίτερων ταφονομικών συνθηκών της λίμνης στη διατήρηση, αφετέρου, και δεδομένης της σημασίας της θέσης για την αιγαιακή και ευρωπαϊκή προϊστορία, παραμένει για μας ένα κέρδος. Στο Δισπηλιό όλα τα δείγματα προέρχονταν βέβαια από ψάρια του γλυκού νερού. Οι τιμές τους κυμαίνονται για τον δ13C ανάμεσα στο -19,8‰ και -11,9‰, και για το δ15Ν ανάμεσα στο 4,9‰ και 9,5‰. Το εύρος των τιμών αντανακλά τη βιοποικιλότητα της ευτροφικής λίμνης. Τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα
σημαντικά μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης μελέτης όπου εντάσσονται. ΄Ένα από τα συμπεράσματα της μελέτης είναι ότι οι τιμές των ισοτόπων των ψαριών δεν διαφέρουν δραματικά ανάλογα με το περιβάλλον (γλυκό ή αλμυρό νερό κ.λπ.). Η παρατήρηση αυτή είναι πολύ σημαντική και αλλάζει τα δεδομένα της έρευνας της διατροφής στην ελληνική αρχαιολογία. Επιπλέον, φαίνεται πως σε μεικτές δίαιτες, όταν δηλαδή καταναλώνεται και κρέας και ψάρι συστηματικά, τότε το ποσοστό της κατανάλωσης ψαριών είναι μεγαλύτερο από αυτό που θεωρούσαμε ως τώρα. Το κυριότερο συμπέρασμα της έρευνάς μας είναι ότι για κάθε ολοκληρωμένη μελέτη πρέπει να γίνονται όσο το δυνατόν περισσότερες αναλύσεις από το υλικό της ίδιας θέσης. Αποδεικνύεται πως οι παραλληλισμοί μεταξύ θέσεων σε ό,τι αφορά ισοτοπικές μετρήσεις δίνουν λανθασμένη εικόνα για τη διατροφή και την οικονομία στους οικισμούς.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον καθηγητή κ. Χουρμουζιάδη, τη δρα κ. Σωφρονίδου και τους συνεργάτες της ανασκαφής Δισπηλιού για την υποστήριξη. Ευχαριστώ θερμά τη δρα κ. Τατιάνα Θεοδωροπούλου για τη συνεργασία.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ
46
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ambrose, S. H. 1990 Preparation and characterization of bone and tooth collagen for isotopic analysis. Journal of Archaeological Science 17: 431-51. Babraj J., D. J. Cuthbertson, P. Rickhuss, W. Meier-Augenstein, K. Smith, J. Bohe, R. R. Wolfe, J. N. A. Gibson, C. Adams & M. J. Rennie 2002 Sequential extracts of human bone show differing collagen synthetic rates. Biochemical Society Transactions 30: 61-5. Barthes, R. 1979 Towards a psychosociology of contemporary food consumption. In Food and Drink in History. Selections from the Annales: Economies, Sociétés, Civilisations (ed. R. Forster & O. Ranum): 16673. Baltimore & London: John Hopkins University Press. Bilezikian, J. P., L. G. Raisz & G. A. Rodan 2002 Principles of Bone Biology. London: Academic Press. Bocherens, H. & D. Drucker 2003 Trophic level isotopic enrichment of carbon and nitrogen in bone collagen: Case studies from recent and ancient terrestrial ecosystems. International Journal of Osteoarchaeology 13: 46-53. Bogaard, A., T. H. E. Heaton, P. Poulton & I. Merbach 2007 The impact of manuring on nitrogen isotope ratios in cereals: Archaeological implications for reconstruction of diet and crop management practices. Journal of Archaeological Science 34: 335-43. Bourbou, C. & M. P. Richards 2007 The Middle Byzantine menu: Paleodietary information from isotopic analysis from humans and fauna from Castella, Crete. International Journal of Osteoarchaeology 17: 63-72. Bourdieu, P. 1992 Distinction: A Social Critique of the Judgment of Taste. London: Routledge. Brown, T. A., D. E. Nelson, J. S. Vogel & J. R. Southon 1988 Improved collagen extraction by modified Longin method. Radiocarbon 2: 171-7. Chisholm, B. S., D. E. Nelson & H. P. Schwarz 1982 Stable carbon isotope ratios as a measure of marine versus terrestrial protein in ancient diets. Science 216: 1131-2. Collins, M. J., M. S. Riley, A. M. Child & G. Turner-Walker 1995 A basic mathematical simulation of the chemical degradation of ancient collagen. Journal of Archaeological Sciences 22: 175-83. Danforth, M. E. 1999 Nutrition and politics in prehistory. Annual Review of Anthropology 28: 1-25. De Niro, M. 1985 Postmortem preservation and alteration of in vivo bone collagen isotope ratios in relation to paleodietary reconstruction. Nature 317: 806-9. 1988 Stable isotopy and archaeology. American Scientist 75: 182-91. Fuller, B. T., J. L. Fuller, N. E. Sage, D. A. Harris, T. C. O’Connell & R. E. M. Hedges 2004 Nitrogen balance and d15N: Why you’re not what you eat during pregnancy. Rapid Communications in Mass Spectrometry 18: 2889-96. 2005 Nitrogen balance and d15N: Why you’re not what you eat during nutritional stress. Rapid Communications in Mass Spectrometry 19: 2497-506. Hedges R. E. M. & A. R. Millard 1995 Measurements and relationships of diagenetic alteration of bone from three archaeological sites. Journal of Archaeological Science 22: 201-9. Hedges R. E. M. & M. P. Richards 1999 Grave Circle A. In Minoans and Mycenaeans: Flavours of their Time (ed. Y. Tzedakis & H. Martlew): 223-4. Athens: Kapon Editions. Ingvarsoon-Sundström A., M. P. Richards & S. Voutsaki 2009 Stable isotope analysis of the middle Helladic population from two cemeteries at Asine: Barbouna and the east cemetery. Mediterranean Archaeology and Archaeometry 9: 1-14. Katzenberg, M. A. & N. C. Lovell
Παλαιοδιατροφή
47
1999 Stable isotope variation in pathological bone. International Journal of Osteoarchaeology 9: 316-24. Mariotti, A., J. C. Germon & A. LeClerc 1982 Nitrogen isotope fractionation associated to the NO2-N2O step of denitrification in soils. Canadian Journal of Soil Science 62: 227-41. Nielsen-Marsh, C. M & R. E. M. Hedges 2000 Patterns of diagenesis in bone I: The effects of site environments. Journal of Archaeological Science 27: 1139-50. Papathanasiou, A. 2003 Stable isotope analysis in Neolithic Greece and possible implications on human health. International Journal of Osteoarchaeology 13: 314-24. Petroutsa, E. & S. Manolis 2010 Reconstructing Late Bronze Age diet in mainland Greece using stable isotope analysis. Journal of Archaeological Science 37: 614-20. Phoca-Cosmetatou N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: A preliminary report on the faunal assemblage from the first place of occupation of Dispilio (Kastoria, Greece). Ανάσκαμμα 2: 47-68. Richards, M. P. & E. Vika 2008 Stable isotope results from new sites in the Peloponnese: Sykia, Kalamaki, and Spaliareka. In Archaeology Meets Science: Biomolecular and Site Investigations in Bronze Age Greece (ed. H. Martlew, Y. Tzedakis & M. Jones): 231-235. Oxford: Oxbow Books. Schwarcz, H. P., T. L. Dupras & S. I. Fairgrieve 1999 15N enrichment in the Sahara: In search of a global relationship. Journal of Archaeological Science 26: 629-36. Sponheimer, M., T. Robinson, L. Ayliffe, B. Roeder, J. Hammer, B. Passey, A. West, T. Cerling, D. Dearing & J. Ehleringer 2003 Nitrogen isotopes in mammalian herbivores: Hair d15N values from a controlled feeding study. International Journal of Osteoarchaeology 13: 80-7. Stewart, R. J. C. 1975 Bone pathology in experimental malnutrition. World Review of Nutritional Dietetics 21: 1-74. Theodoropoulou T. & G. Stratouli 2009 Fishbones vs. fishhooks: A comparative study from the Neolithic lakeside settlement of Dispilio, Greece. In Fishes – Culture - Environment Through Archaeoichthyology, Ethnography and History (ed. D. Makowiecki et al.): 126-30. Poznan: Stowarzyszenie Archeologii Srodowiskowej SAS (Series Environment and Culture, Vol. 7). Θεοδωροπούλου, Τ. 2008 Ο άνθρωπος και η λίμνη: Ψάρια και ψαρέματα στο προϊστορικό Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 2: 25-45. Triantaphyllou, S., M. P. Richards, C. Zerner & S. Voutsaki 2008 Isotopic dietary reconstruction of humans from Middle Bronze Age Lerna, Argolid, Greece. Journal of Archaeological Science 35: 3028-34. Van der Merwe, N. J. 1982 Carbon isotopes, photosynthesis and archaeology. American Scientist 70: 209-15. Van Klinken G. J., M. P. Richards & R. E. M. Hedges 2000 An overview of causes for stable isotopic variations in past European human populations: Environmental, ecophysiological and cultural effects. In Biogeochemical Approaches to Paleodietary Analysis (ed. S. H. Ambrose & M. A. Katzenberg): 39-63. London & New York: Kluwer Academic/Plenum Publishers. Vika. E. υ. έκ. Temporal and spatial variations in diet in prehistoric Thebes: The case of the Bronze Age mass burial. In Stable Isotope Dietary Studies of Prehistoric and Historic Greek Populations (ed. M. Richards & A. Papathanasiou) Occasional Wiener Laboratory Series, American School of Classical Studies at Athens. 2011 Diachronic dietary reconstructions in ancient Thebes: Results from stable isotope analyses. Journal of Archaeological Science 38: 1157-63. Vika, E., V. Aravantinos & M. P. Richards 2009 Aristophanes and stable isotopes: A taste for freshwater fish in Classical Thebes? Antiquity 83: 1076-83.
ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΒΗΚΑ
48
Vika, E. & T. Theodoropoulou 2012 Re-investigating fish consumption in Greek antiquity: Results from δ13C and δ15N stable isotope analysis. Journal of Archaeological Science 39: 1618-27.
Paleodiet: Stable isotope analyses in archaeology Efrosyni Vika
In recent years, Greece has become one of the better-studied regions in terms of isotope analyses. Stable isotopes are analysed in order for an array of questions to be investigated, with diet, migration, environmental reconstructions and exploitation of resources being the most prominent. The understanding of diet and subsistence strategies is especially useful in investigating the links between humans and their environment. Traditionally, the effort to reconstruct diet for periods prior to historical records relied primarily on indirect approaches, as archaeobotanical and archaeozoological studies. The principle in measuring isotopes is that organisms incorporate necessary elements from their diet, thus the values of these elements correlated with the values in the sources can put together the picture of ancient ecosystems. The material that is most commonly used in isotopic studies is collagen extracted from bone. The quantity and quality of the extracted protein depends on the burial environment, but also on post-excavation treatment and storage of the bones. Collagen is temperature-sensitive and also affected by fluctuations in temperature and water levels. The important role of fish in later prehistoric economies is evidenced in both coastal and inland sites. The Neolithic lakeside settlement of Dispilio was built on a swamp at the edge of a well-vege-
tated, eutrophic lake (625 m altitude; 9,5 m actual lake depth), surrounded by the dense woodlands of neighbouring mount Vitsi. The economy of the Neolithic village relied equally on animal husbandry and fishing, while hunting played a secondary role. Fish bone samples were selected for isotope analysis, as part of a large project to investigate fish consumption in Greek antiquity by directly measuring fish isotopes from several sites. Most samples from Dispilio appear to have been affected by taphonomy and only five of the twenty yielded collagen. The percentage (25%) is small, but further research into the taphonomic conditions of the site will hopefully shed more light into the reasons behind the poor organic preservation. In Dispilio, all of the samples are from freshwater fish. Their δ13C ranges from –19.79‰ to –11.93‰, while their δ15N ranges from 4.91‰ to 9.53‰. The relatively wide range should be a reflection of the variability of values exhibited in a eutrophic lake. The results are very important as part of the wider study in which they are incorporated and show that for the Aegean fish isotopes between environments (freshwater vs seawater) are not as distinct as for other areas. This, in turn, demonstrates the need for a reinvestigation of the amount of fish in ancient Greek diets, especially for populations that were consuming mixed protein sources.
βασιλικη αδρυμη-σισμανη∗
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
Η λίμνη Κάρλα ή Βοιβηίς, όπως ήταν γνωστή στην αρχαιότητα, υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες λίμνες του ελλαδικού χώρου, που εκτεινόταν στην ευρύτερη πεδιάδα της Ανατολικής Θεσσαλίας μεταξύ της Μαγνησίας και της Λάρισας. Δημιουργήθηκε πριν από περίπου 500.000 χρόνια, με την εξέλιξη γεωλογικών φαινομένων, όταν έγινε η αποστράγγιση του θεσσαλικού χώρου, ο οποίος ήταν αρχικά μία μεγάλη λίμνη. Τον απόηχο των γεωλογικών αυτών φαινομένων περιγράφει ο Ηρόδοτος: «Την δε Θεσσαλίην λόγος εστί το παλαιόν είναι λίμνην»2. ΄Όταν το νερό της λίμνης βρήκε διέξοδο προς το Αιγαίο, μέσω των Τεμπών και του Πηνειού, σε κάποια βυθίσματα παρέμειναν νερά, που σχημά-
*
1 2 3 4
τισαν λίμνες και έλη. Σε ένα τέτοιο βύθισμα δημιουργήθηκε η λίμνη Βοιβηίδα, λίγο νοτιότερα από τη λίμνη Νεσσωνίδα. Χάρη στις μελέτες που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία 20 χρόνια σχετικά με τη γεωγραφία, γεωμορφολογία και την τεκτονική ιστορία της Θεσσαλίας, αλλά και με τις αρχαιολογικές έρευνες και την ερμηνεία των φιλολογικών πηγών έγινε πλέον καλύτερα κατανοητός ο λόγος, για τον οποίο η ελληνική κοσμογονία και θεογονία τοποθετείται στην περιοχή αυτή. Η λίμνη Βοιβηίς υμνήθηκε διαχρονικά από τους αρχαίους συγγραφείς: ο Όμηρος3, ο Ησίοδος4, ο Πίνδαρος5, ο Ηρόδοτος6 αναφέρονται στους ήρωες και ημίθεους της περιοχής. Ο Ευριπί-
Διευθύντρια Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών, e-mail: vadrimi@gmail.com Ηρόδοτος VII, 129, 1. Όμηρος, Ιλιάδα Β΄, 712. Ησίοδος, Γυναικών Κατάλογος, απ. 53[122]. Πίνδαρος, Πυθιόνικοι, 4.
50
δης, στην ΄Άλκηστη, αναφέρεται στον ΄Άδμητο, που κατοικούσε με τα πολυάριθμα κοπάδια του κοντά στη Βοιβηΐδα λίμνη, την «καλλίναον», αυτή δηλαδή που τα νερά της κυμάτιζαν όμορφα7. Η λίμνη, όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αποτελούσε διαχρονικά έναν τόπο μοναδικό, ιδιαίτερα φιλικό προς τον άνθρωπο, εξηγώντας έτσι, ήδη από τo τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής, την ανθρώπινη παρουσία αρχικά στα σπήλαια και αργότερα, με την ίδρυση πολλών και σημαντικών οικισμών, αφού οι κάτοικοι εύκολα μπορούσαν να επιβιώσουν ασχολούμενοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία. Το 1962, ίσως εξαιτίας της ανάγκης για αύξηση της έκτασης καλλιεργήσιμης γης, αλλά πιθανώς και για τη διευκόλυνση των συνθηκών διαβίωσης, η λίμνη αποξηράνθηκε (Εικ. 1). Το γεγονός αυτό προκάλεσε σημαντική αλλοίωση στο περιβάλλον, ανατρέποντας την υδρολογική ισορροπία στη περιοχή, με αποτέλεσμα τη δραματική εξαφάνιση της ιχθυοπανίδας και πτηνοπανίδας και την κακή γεωργική απόδοση των αποξηραμένων εκτάσεων8. Κατά συνέπεια, η επαναδημιουργία ενός νέου ταμιευτήρα της Κάρλας, έστω και κατά το 1/3 της έκτασης, στο ΝΑ τμήμα της πεδιάδας, αποτελεί έργο υψίστης σημασίας για ολόκληρη τη Θεσσαλία, τόσο για την εξασφάλιση των υδάτινων πόρων, όσο και για τη διατήρηση της οικολογικής ισορροπίας στην περιοΗρόδοτος Ζ΄, 129. Ευριπίδης, ΄Άλκηστη, στ. 591. 7 Βαβίζος 1984. 8 Πρίντζος 1996, Χατζηλάκος 1996, Ρούσκας 2001. 9 Αποστολοπούλου-Κακαβογιάννη 1979: 174-207. 5 6
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
Εικ. 1. Η λίμνη Κάρλα πριν την αποξήρανση (Φωτό Τ. Τλούπας).
χή9. Η επαναδημιουργία του ταμιευτήρα της Κάρλας δεν έθιξε αρχαιολογικούς χώρους, αφού υλοποιήθηκε με πολύ γρήγορους ρυθμούς, ακόμη και με νυχτερινή εργασία, σε χώρο όπου υπήρχε και παλαιότερα λίμνη. Ωστόσο, η κατασκευή 7 Συλλεκτήρων-τάφρων, μήκους 7-10 χιλ., που απαιτούνταν για την τροφοδότηση του νέου ταμιευτήρα με νερό έθιξε πολλούς αρχαίους οικισμούς, που είχαν αναπτυχθεί γύρω από τη λίμνη, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν γνωστοί από επιφανειακά ευρήματα10 και τους αρχαίους συγγραφείς. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κατασκευής αυτών των Συλλεκτήρων και κυρίως του Συλλεκτήρα 4 και 6, ήρθαν στο φως αρχαίοι οικισμοί που επιβεβαίωσαν τη διαχρονική κατοίκηση από τη Νεολιθική μέχρι την Ύστερη Ελληνιστική Περίοδο και αργότερα τη Βυζαντινή και τη Νεότερη, πιστοποιώντας έτσι και τη μορφή της ακτογραμμής της λίμνης
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
51
Εικ. 2. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια» (6η χιλιετία π.Χ.) (Αρχείο Β. ΑδρύμηΣισμάνη).
Εικ. 3. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α και περίβολος. (Αρχείο Β. ΑδρύμηΣισμάνη).
στο πέρασμα των αιώνων11. Σύμφωνα με την κατανομή των νεολιθικών οικισμών, οι οποίοι προς τα δυτικά και βόρεια σταματούν σε μεγαλύτερη απόσταση από τις μεταγενέστερες όχθες, είναι φανερό ότι η λίμνη κατά τη Νεολιθική Εποχή καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση, σε σχέση με αυτή που ήταν γνωστή μέχρι τον 19ο αι.12 Εξάλλου, σύμφωνα και με τις έρευνες του καθηγητή Vl. Milojčić και της γεωλόγου A. Demitrac13, η στάθμη της λίμνης ήταν αρκετά μέτρα ψηλότερη (ίσως και 20 μ.) και, επομένως, ήταν πολύ πιο εκτεταμένη κυρίως προς τα βόρεια και δυτικά, ενώ προς τα ανατολικά έφθανε στους πρόποδες του Μαυροβουνίου. Στο σημείο αυτό, στην αρχή του Συλλεκτήρα 6 και στην εκβολή του Συλλεκτήρα 4, εντοπίστηκαν, κατά την υλοποίηση του έργου, δύο μεγάλοι, άγνωστοι μέχρι τότε, προϊστορικοί οικισμοί. Ο πρώτος προϊστορικός οικισμός εντοπίστηκε στη θέση Θερμοκήπια14
(Εικ. 2), στην αρχή του Συλλεκτήρα 6, και αποτελεί ένα σημαντικό οικισμό της Αρχαιότερης και Μέσης Νεολιθικής Περιόδου (7η και 6η χιλιετία π.Χ.), ο οποίος καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης (Εικ. 3). Ο οικισμός δεν πρέπει να ήταν ακριβώς παρόχθιος, αλλά ήταν λίγο ενδότερα, κοντά τους πρόποδες του Μαυροβουνίου. Από τον οικισμό αυτό ερευνήθηκε μόνο ένα κτίριο τραπεζιόσχημης κάτοψης, το κτίριο Α (Εικ. 4 και 5), με εξαιρετική κατάσταση διατήρησης, διαστάσεων 6,00 μ. x 5,50 μ., και είσοδο στα νότια. Το κτίριο αυτό, αν και εκ πρώτης όψεως έχει δίχωρη κάτοψη, πιθανότατα αρχικά ήταν ένα μονόχωρο κτίριο, με δύο τουλάχιστον αναγνωρίσιμες κατασκευαστικές φάσεις, με βάση μία σαφή μετασκευή της εισόδου, που παρατηρείται στο εσωτερικό μέτωπο του νοτίου τοίχου (Εικ. 6). Οι τοίχοι, κτισμένοι κυρίως από σειρές επίμηκων, σχετικά
Αδρύμη-Σισμάνη (υ. έκ.). Γαλλής 1992: χάρτης 3. 12 Milojčić 1960: 156, 160. 13 Στην ανασκαφή του οικισμού αυτού εργάστηκε και ο συμβασιούχος αρχαιολόγος Χρήστος Μπατζέλας. 10 11
52
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
Εικ. 4. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α. (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
Εικ. 5. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α και περίβολος. Κάτοψη.
πεπλατυσμένων, ημίεργων λίθων, σώζονται σε ύψος από 0,66 έως και 1,22 μ. Το πλάτος των τοίχων κυμαίνεται από 0,30 έως 0,60 μ. Τόσο στο εξωτερικό όσο και στο εσωτερικό μέτωπο του ανατολικού τοίχου, διακρίνονται με εξαιρετική σαφήνεια υποδοχές ξύλινων δοκών/ πασσάλων, για την ενίσχυση της δόμησης και πιθανώς την υποστήριξη της οροφής. Δύο τέτοιες υποδοχές «ξυλοδεσιών», με απόσταση περίπου 1,50 μ. μεταξύ τους, διακρίνονται στο εσωτερικό μέτωπο του ανατολικού τοίχου, ενώ μία τρίτη εντοπίστηκε στην εξωτερική όψη του ίδιου τοίχου (Εικ. 7). Το πλάτος των «ξυλοδεσιών» κυμαίνεται μεταξύ 0,14 και 0,20 μ. Οι υποδοχές δεν φθάνουν έως τη βάση του τοίχου, αλλά ξεκινούν λίγο ψηλότερα και εδράζονται σε πεπλατυσμένους λίθους. Στο δάπεδο του κτιρίου Α εντοπίστηκαν τροφοπαρασκευαστικές και αποθηκευτικές κατασκευές, καθώς και πασσαλότρυπες που πιθανώς ανήκουν σε άλλες εσωτερικές κατασκευές. Στην περίπτωση που το κτίριο θεωρηθεί δίχωρο, ο μικρότερος χώρος που
σχηματίζεται στο ανατολικό τμήμα έχει επιμήκη κάτοψη, η οποία στενεύει αισθητά στο βόρειο τμήμα. Χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο χώρος αυτός να συνιστά ένα δεύτερο δωμάτιο του κτιρίου, αξίζει να επισημανθεί πως, αφενός τα δύο δωμάτια δεν επικοινωνούν με κάποια είσοδο μεταξύ τους και αφετέρου ο βόρειος, νότιος και ανατολικός τοίχος του μικρότερου αυτού δωματίου έχουν μικρότερο πλάτος, διαφορετική τεχνική δόμησης και είναι ψηλότερα θεμελιωμένοι, γεγονός που παραπέμπει σε μια πιθανώς μεταγενέστερη προσθήκη. Η τεχνική δόμησης των τοίχων αυτών είναι όμοια με αυτή των τοίχων του πιθανού περιβόλου που αποκαλύφθηκε νότια του κτιρίου (Εικ. 9 και 5). ΄Όσον αφορά στα κινητά ευρήματα (Εικ. 8), στο εσωτερικό του κτιρίου βρέθηκε σημαντική ποσότητα κεραμικής και μεγάλος αριθμός μικρών ευρημάτων, κυρίως εργαλεία λειασμένου (πελέκεις, τριπτήρες, μυλόλιθοι κ.ά.) και αποκρουσμένου (λεπίδες, ξέστρα κ.ά.) λίθου, με κυρίαρχη πρώτη ύλη τον
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
Εικ. 6. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α. Είσοδος. (Αρχείο Β. ΑδρύμηΣισμάνη).
53
Εικ. 7. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α. Ξυλοδεσιές. (Αρχείο Β. ΑδρύμηΣισμάνη).
Εικ. 8. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Οικία Α. Ευρήματα. (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
οψιανό. Ειδικότερα, η κεραμική που προήλθε από την επίχωση του κτιρίου υπήρξε αρκετά προβληματική ως προς τη χρονολόγησή της, καθώς αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από όστρακα χειροποίητων, μονόχρωμων, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αγγείων, που έφεραν στιλβωμένα ερυθρά επιχρίσματα διαφόρων αποχρώσεων. Ωστόσο, η παρουσία κάποιων χαρακτηριστικών οστράκων και η πληθώρα τμημάτων δακτυλιόσχημων και δισκοειδών βάσεων από αγγεία με χαμηλό πόδι, όπως φιάλες, κύπελλα, κλειστά σφαιρικά αγγεία με λαιμό, που χαρακτηρίζουν το σχηματολόγιο αγγείων της Μέσης Νεολιθικής,
επέτρεψε τη χρονολόγηση της κεραμικής αυτής στη Μέση Νεολιθική Περίοδο (περίπου 5.800-5.300 π.Χ.). Η κεραμική αυτή ανταποκρίνεται κατά κύριο λόγο στη μονόχρωμη, καλά στιλβωμένη, κόκκινη κεραμική της κατηγορίας Α1 του Τσούντα15 και των Wace & Thompson16, με συνηθέστερα σχήματα17 τις πλατιές ευρύστομες ρηχές φιάλες με ψηλή βάση και διάφορες φιάλες ή μεγάλα κύπελλα με προσαρμοσμένες χαμηλές δισκοειδείς ή δακτυλιόσχημες βάσεις18. Το πιο χαρακτηριστικό από τα όστρακα στην επίχωση από το εσωτερικό του κτιρίου Α είναι ένα πόδι τριποδικού σκεύους, με γραμμική ερυθρή διακόσμηση πάνω στην ανοι-
Τσούντας 1908: 157. Wace & Thompson 1912: 13. 16 Θεοχάρης 1973: 59-88 και ειδικότερα πρβλ. σχηματολόγιο στη σελ. 281. 17 ό.π. 14
15
54
Εικ. 9. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Θερμοκήπια». Ο περίβολος της Οικίας Α. (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
χτόχρωμη επιφάνεια του πηλού19, που ανήκει επίσης στην κατηγορία γραπτής κεραμικής με γραμμική διακόσμηση της Μέσης Νεολιθικής. Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί ότι δεν στάθηκε εφικτό ακόμη να πραγματοποιηθεί διεξοδική μελέτη της κεραμικής, και, επομένως, εκκρεμεί η ακριβής χρονολόγηση του κτιρίου Α΄ σε πιο συγκεκριμένη φάση της Μέσης Νεολιθικής, όπως επίσης και η πιθανώς μεταγενέστερη χρονολόγηση του μικρότερου ανατολικού δωματίου του κτιρίου Α. Στα ανατολικά και δυτικά του κτιρίου Α, η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως ένα μεγάλο τμήμα ενός ισχυρού περιβόλου, πλάτους 1,10-1,20 μ., ο οποίος περιέκλειε, πιθανώς, μία μεγάλη αυλή, που αναπτυσσόταν στα νότια του κτιρίου Α΄ (Εικ. 9). Πρόκειται ουσιαστικά για ένα λίθινο περίβολο, ακανόνιστης πολυγωνικής κάτοψης, με μια είσοδο, πλάτους 1,00 μ., στη νοτιοδυτική πλευρά, που πε18
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
ρικλείει έναν χώρο (διαστάσεων 11,00 x 15,00 μ.) νοτίως του κτιρίου Α΄. Είναι εμφανές ότι αναπτύσσεται ανεξάρτητα από το κτίριο Α΄, καθώς σε καμία περίπτωση οι λίθοι του περιβόλου δεν συμπλέκονται με λίθους του νότιου τοίχου του κτιρίου Α΄, τόσο στη νοτιοδυτική και όσο και στη νοτιοανατολική γωνία. Αντιθέτως μάλιστα, το κτίριο Α΄ στα νότια εμφανίζει διαμορφωμένες γωνίες που το διαχωρίζουν ξεκάθαρα από τη λιθοδομή του περιβόλου, ο οποίος έχει απλώς «ακουμπήσει» σε αυτές. Από το σχήμα της κάτοψής του, είναι σαφές ότι ο περίβολος δεν συνιστά μία ενιαία κατασκευή, αλλά αποτελείται από έξι επιμέρους τοίχους, μεγαλύτερου ή μικρότερου μήκους, οι οποίοι μάλιστα διαφέρουν στο πλάτος (0,66 έως και 1,50 μ.). Παρόλο που σε όλο του το μήκος ο περίβολος είναι χτισμένος με την ίδια τεχνική, με σειρές δηλαδή λίθων μεγάλων διαστάσεων στο εσωτερικό και εξωτερικό μέτωπο και πλήρωση της ενδιάμεσης ζώνης με μικρότερους λίθους και χώμα, ο τρόπος τοποθέτησης των λίθων στα δύο μέτωπα διαφέρει, ενώ επιπλέον δεν είναι όλοι οι τοίχοι θεμελιωμένοι στο ίδιο βάθος. Συγκεκριμένα, οι τοίχοι που θεμελιώνονται σε μεγαλύτερο βάθος εμφανίζουν όψεις από σειρές επίμηκων αργών λίθων με την επιμήκη πλευρά κατά μέτωπο, παραπέμποντας στις όψεις των τοίχων του κτιρίου Α΄. Αντίθετα, στα μέτωπα των τοίχων που είναι θεμελιωμένοι ψηλότερα, οι επίσης επιμήκεις αργοί λίθοι είναι τοποθετημένοι με τη στενή επιφάνεια κατά μέτωπο.
Για ένα παρόμοιο παράδειγμα από το σπήλαιο της Θεόπετρας, το οποίο έχει χρονολογηθεί στη Μέση Νεολιθική, βλ. Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2008: 218, 14.6.4.
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
Τα τμήματα του περιβόλου που είναι θεμελιωμένα σε μικρότερο βάθος εδράζονται σε μία χαλικώδη, κροκαλοπαγή επίχωση από χονδρόκοκκη, γκριζοκάστανη άμμο, πολλά χαλίκια, κροκάλες, λίθους μεσαίων και μεγάλων διαστάσεων, αποτέλεσμα ενός πλημμυρικού φαινομένου. Τα ελάχιστα, πολύ διαβρωμένα, όστρακα, που είχαν εντοπιστεί κατά τόπους σε ολόκληρο σχεδόν τον ανασκαμμένο χώρο, δείχνουν την έντονη επίδραση του νερού και των πλημμυρικών φαινομένων, που κατά καιρούς επηρέαζαν την περιοχή και ίσως επέβαλλαν και τη σταδιακή κατασκευή αυτών των τοίχων, που στο τελικό τους στάδιο απέκτησαν τη μορφή περιβόλου. Σύμφωνα με τις παραπάνω παρατηρήσεις, συνεπώς, η σταδιακή και τμηματική κατασκευή του περιβόλου είναι πιο πιθανή, υπαγορευμένη από τις εκάστοτε ανάγκες για την προστασία του χώρου και του κτιρίου. Ωστόσο, δεν αποκλείεται ο περίβολος να δημιουργήθηκε και από τις όψεις κτιρίων που πιθανά αναπτύσσονται γύρω από μια κεντρική αυλή, κοινόχρηστη για κάποια οικήματα. Αντίστοιχα τμήματα οικημάτων θα μπορούσαν να συνιστούν οι βαθύτερα θεμελιωμένοι τοίχοι του περιβόλου, οι οποίοι παραπέμπουν, ως προς τον τρόπο δόμησης, στην όψη του νότιου τοίχου του κτιρίου Α΄. Τμηματικά ή ακόμα και σε μία δεύτερη φάση, η κοινή αυτή αυλή ίσως περικλείστηκε εξ ολοκλήρου με τοίχους, που απέκλεισαν ή/και περιόρισαν την πρόσβαση σε αυτήν. ΄Ένα στοιχείο που συνάδει με την υπόθεση αυτή είναι η ύπαρξη ενός μικρού ανοίγματος-εισόδου στην εξωτερική όψη του ανατολικού τμήματος του περιβόλου, διαστάσεων ανάλογων με
55
αυτές της εισόδου του κτιρίου Α΄. Είναι σαφές πως οι υποθέσεις αυτές μπορούν να επαληθευτούν μόνο με την επέκταση της ανασκαφικής έρευνας στην περίμετρο του περιβόλου, έρευνα που ήταν εκτός των ορίων της ανασκαφής στο πλαίσιο του ΄Έργου «Επαναδημιουργία του Ταμιευτήρα Κάρλας». Δεδομένης της άγνωστης πιθανότητας για τη συνέχεια της ανασκαφής στον χώρο, θεωρήθηκε, επίσης, ότι τέτοιες τομές θα υπονόμευαν τη μελλοντική στατική επάρκεια των τοίχων του περιβόλου. Για τον ίδιο λόγο δεν εξακριβώθηκε και το βάθος θεμελίωσης όλων των εξωτερικών μετώπων των τοίχων του περιβόλου. Μετά την πλήρη αποκάλυψη του περιβόλου, διερευνήθηκαν οι επιχώσεις στο εσωτερικό αυτής της αυλής, ενώ παράλληλα αναζητήθηκαν αρχιτεκτονικά στοιχεία στην ευρύτερη περιοχή έξω από τον περίβολο, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα αποκαλυφθέντα αρχιτεκτονήματα (το κτίριο και ο περίβολος) αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου οικιστικού συνόλου. Στο εσωτερικό της αυλής, αρχικά ανασκάφηκαν στρώματα πενιχρά σε ανθρωπογενή κατάλοιπα. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκε ένα παχύ στρώμα καστανόξανθης έως κοκκινωπής, λεπτόκοκκης, καθαρής άμμου, με κατά τόπους λίθους μεσαίων και μικρών διαστάσεων και πολύ περιορισμένο αριθμό μονόχρωμων στιλβωμένων ερυθρών και καστανέρυθρων οστράκων, εξαιρετικά προβληματικών ως προς τη χρονολόγηση. Κάτω από το στρώμα αυτό, στις περισσότερες περιοχές εσωτερικά του περιβόλου, αφαιρέθηκε εντός της αυλής το χαλικώδες-κροκαλοπαγές στρώμα,
56
που περιγράφεται συνοπτικά πιο πάνω. Κάτω από τα φτωχά και περισσότερο γεωλογικά (με κροκαλοπαγείς επιχώσεις από αποθέσεις ρεμάτων κι ένα παχύ αμμώδες στρώμα, αποτέλεσμα ίσως πλημμυρικών επεισοδίων) παρά αρχαιολογικά αυτά στρώματα, ανασκάφθηκαν πιο πλούσιες αρχαιολογικά επιχώσεις, με περισσότερη και διαγνωστική της περιόδου κεραμική. Εντός των στρωμάτων αυτών, αποκαλύφθηκε σταδιακά ένα τμήμα προγενέστερου κτιρίου, που αποτελείται από έναν τοίχο (τοίχος 1), πλάτους 1,001,10 μ., με κατεύθυνση ΒΔ→ΝΑ, παράλληλο σχεδόν προς τον δυτικό τοίχο του περιβόλου και σε μικρή απόσταση (1,00 μ.) από αυτόν. Ο τοίχος αυτός διατρέχει ολόκληρο σχεδόν τον κατά μήκος άξονα του περιβόλου (Β→Ν), ξεκινώντας σε απόσταση περίπου 0,70 μ. νοτίως του περιβόλου και καταλήγοντας στη βορειοδυτική γωνία της αυλής, όπου αποκαλύφθηκε μία λιθορριπή. Στα ανατολικά του τοίχου 1 και σε μεγάλο τμήμα του μήκους του αποκαλύφθηκαν σε μεγάλη έκταση (διαστάσεων περίπου 4,00 x 4,00 μ.) λίθοι μεγάλων διαστάσεων σε πυκνή αλλά άτακτη συγκέντρωση, πιθανώς κατάλοιπα κάποιου διαλυμένου κτιρίου. Το σύνολο αυτό, ο τοίχος 1, ο πιθανός τοίχος 2, καθώς και η περιοχή των συγκεντρωμένων μεγάλων, αργών λίθων ονομάστηκαν συμβατικά κτίριο Β΄. Ανάμεσα στους λίθους της πυκνής αυτής στρώσης υπάρχουν κάποιοι λίθοι, σχετικά πεπλατυσμένοι ή επίπεδοι, κάθετα τοποθετημένοι, σε κυκλοτερή διάταξη. Στο νοτιοδυτικό πέρας αυτής της περιοχής των λίθων αποκαλύφθηκε ένας μεγάλος, πεπλατυσμένος λίθος
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
(διαστάσεων 0,48 x 0,48 μ.), με κυκλική κοιλότητα (διαμέτρου 0,32 μ.) στη μία επιφάνεια. Πρόκειται πιθανότερα για όλμο ή βάση πασσάλου παρά για τριβείο, καθώς δεν εμφανίζει ίχνη τριβής. ΄Άλλωστε, στο νοτιοανατολικό τμήμα της ίδιας αυτής περιοχής των λίθων, εντοπίστηκε ένας ακόμη πεπλατυσμένος λίθος, μικρότερων διαστάσεων, με πιο αβαθή κοίλανση στην άνω επιφάνεια, ο οποίος θα μπορούσε επίσης να ερμηνευθεί ως όλμος. ΄Όλη η εκτεταμένη αυτή λιθορριπή καλυπτόταν από ένα στρώμα λεπτόκοκκης, καθαρής καστανόξανθης έως κοκκινωπής άμμου, σε ύφυγρη κατάσταση, με περιορισμένη ποσότητα μονόχρωμης, ερυθρής στιλβωμένης κεραμικής, χωρίς θραύσματα οστών και μικρά ευρήματα. Ειδικότερα, η κεραμική που προήλθε από την αμμώδη επίχωση μεταξύ των αφαιρεθέντων λίθων και κάτω από αυτούς, είναι περιορισμένης ποσότητας κι εμφανίζει εικόνα όμοια με αυτή του συνόλου κεραμικής από τις επιχώσεις εντός του περιβόλου, περιλαμβάνοντας χειροποίητα, μονόχρωμα, στιλβωμένα ερυθρά ή καστανέρυθρα όστρακα και κυρίως ένα μεγάλο αριθμό τμημάτων βάσεων χαρακτηριστικών σχημάτων της Μέσης αλλά και της Αρχαιότερης Νεολιθικής Περιόδου. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα δυσδιάγνωστη κεραμική, η οποία μάλιστα είναι εξαιρετικά εύθραυστη έως και ευδιάλυτη, ως συνέπεια των ταφονομικών συνθηκών της θέσης. Με βάση αρκετά χαρακτηριστικά όστρακα και κυρίως τμήματα δισκοειδών και δακτυλιόσχημων βάσεων από γνωστά σχήματα αγγείων, η κεραμική αυτή χρονολογήθηκε επίσης στη Μέση Νεολιθική Περίοδο και
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
ανταποκρίνεται στην κατηγορία Α1 του Τσούντα και των Wace & Thompson20. Στη συνέχεια, ερευνήθηκαν οι επιχώσεις κάτω από το επίπεδο θεμελίωσης του υποτιθέμενου κτιρίου Β΄ στην περιοχή περιμετρικώς της λιθορριπής, οι οποίες ήταν εξαιρετικά πλούσιες σε κεραμική, θραύσματα οστών ζώων και μικρά ευρήματα. Στον χώρο βόρεια των συγκεντρωμένων λίθων και ανατολικά του τοίχου 1 του πιθανού κτιρίου Β΄, ο οποίος συνεχίζεται, αποκαλύφθηκε, περίπου 0,30 μ. βαθύτερα από το επίπεδο θεμελίωσης, μία εκτεταμένη στρώση κοκκινωπού πηλού και μία λιθόστρωτη επιφάνεια με λίθους μικρών και μεσαίων διαστάσεων, χαλίκια, όστρακα και ελάχιστα θραύσματα οστών. Ένας λίθινος πέλεκυς προήλθε από τη λιθόστρωτη αυτή επιφάνεια. Ελαφρώς πιο βορειοδυτικά, στο ίδιο βάθος, προέκυψε (από μία περιορισμένη έκταση) ένας αξιοσημείωτος αριθμός λίθινων εργαλείων (πελέκεις και λεπίδες οψιανού). Κάποιες κηλίδες μαύρου χώματος, που διακρίθηκαν λίγο δυτικότερα στο ίδιο βάθος, θα μπορούσαν ίσως να ερμηνευθούν ως πασσαλότρυπες, που πληρώθηκαν από τα αποσαρθρωμένα ξύλινα στοιχεία. Πιο ανατολικά, στον ίδιο στρωματογραφικό ορίζοντα, εντοπίστηκαν κατά τόπους και άλλες λιθόστρωτες επιφάνειες, ενώ δύο πεπλατυσμένοι λίθοι θα μπορούσαν ίσως να αποτελούν βάσεις πασσάλων. Επομένως, είναι φανερό ότι υπάρχει μια παλαιότερη οικοδομική φάση, που, σύμφωνα με την κεραμική, ανήκε στο τέλος της Αρχαιότερης ή την αρχή της Μέσης Νεολιθικής. Η έρευνα σταμάτησε σε αυτό το επίπεδο, 19
Τσούντας 1908: 157, Wace & Thompson 1912: 13.
57
χωρίς να συναντήσει το φυσικό έδαφος. Επιπρόσθετα, στην περίμετρο του περιβόλου και πιο συγκεκριμένα στα βορειοανατολικά του κτιρίου Α΄, σε βάθος 2,00 μ. περίπου από την επιφάνεια του εδάφους, μετά την απομάκρυνση των ανώτερων, χωρίς αρχαιολογικές ενδείξεις στρωμάτων, εντοπίστηκαν σαφή τμήματα λίθινων τοίχων. Κάποιοι από τους τοίχους αυτούς φαίνεται πως αποτελούν τμήμα μίας τετράπλευρης κάτοψης, ενώ ένας πιο ισχυρός τοίχος ακολουθεί μία καμπύλη κατεύθυνση, με προσανατολισμό Α→ΒΑ. Τα αρχιτεκτονικά αυτά ευρήματα συνιστούν ισχυρή απόδειξη ότι το κτίριο Α΄ και ο περίβολος νότια αυτού εντάσσονται σε ένα ευρύτερο οικιστικό πλαίσιο, αποτελώντας τμήματα ενός οικισμού, με οικήματα με αλλεπάλληλες φάσεις, τα οποία είτε επισκευάζονται είτε κατασκευάζονται πάνω σε παλαιότερα κτίσματα, αποδεικνύοντας έτσι τη μακρά διάρκεια κατοίκησης αυτού του οργανωμένου οικισμού, η ακμή του οποίου τοποθετείται στη Μέση Νεολιθική. Επίσης, διερευνήθηκαν οι περιοχές δυτικά του περιβόλου και βόρεια του κτιρίου Α΄. Στη δυτική περιοχή αποκαλύφθηκε ένας λίθινος τοίχος, που πιθανόν ακολουθεί μία καμπύλη πορεία προς τα δυτικά, με αφετηρία το εξωτερικό μέτωπο του δυτικού τοίχου του περιβόλου. Στην ίδια περιοχή, στο εξωτερικό μέτωπο του δυτικού τμήματος του περιβόλου, αποκαλύφθηκε ένας δεύτερος τοίχος, ο οποίος φαίνεται ότι έχει προσκτιστεί στον περίβολο. Στον τοίχο αυτό αποκαλύφθηκε εντοιχισμένη μία τετράπλευρη, ορθογώνια «θήκη» (διαστάσεων 0,70 x 0,40 μ.). Βορειότερα, στο
58
εξωτερικό μέτωπο του ίδιου τμήματος, αποκαλύφθηκαν δύο αντηρίδες, οι οποίες αποσκοπούσαν στην καλύτερη στήριξη του τοίχου. Στο εσωτερικό μέτωπο του δυτικού τοίχου του περιβόλου εντοπίστηκαν λιθορριπές, οφειλόμενες, κατά πάσα πιθανότητα, σε γκρεμίσματα τμημάτων του. Η ανασκαφική έρευνα εξωτερικά του νοτιοδυτικού τμήματος του περιβόλου, προς αναζήτηση πιθανής συνέχειας του τοίχου 1 του κτιρίου Β΄, κάτω από το επίπεδο θεμελίωσής του, αποκάλυψε (σε βάθος 2,30 μ. περίπου) μεγάλους λίθους, τμήμα μάλλον ενός τοίχου, χωρίς όμως να διαπιστωθεί αν οι λίθοι αυτοί στοιχειοθετούν συνέχεια του τοίχου 1 του κτιρίου Β΄. Είναι φανερό, όμως, ότι ο τοίχος 1 και η «λιθορριπή» του «κτιρίου» Β΄ ανήκουν σε παλαιότερη φάση από το κτίριο Α και τον περίβολο. Ωστόσο, και η φάση αυτή φαίνεται, με ένα πρώτο έλεγχο της κεραμικής, να εμπίπτει στα όρια της Μέσης Νεολιθικής. Ολοκληρώνοντας την παρουσίαση αυτού του κτιρίου της Μέσης Νεολιθικής, πρέπει να επισημανθεί ότι αυτή η μορφή οργάνωσης του χώρου, με την παρουσία ενός νεολιθικού κτιρίου, γύρω από τμήμα του οποίου αναπτύσσεται ένας περίβολος, δεν είναι συνήθης στους νεολιθικούς οικισμούς, οι οποίοι συνήθως συνολικά (ή ένα μεγάλο τμήμα αυτών) περιβάλλονται από λιθόκτιστους περιβόλους και τάφρους. Η περίπτωση του κτιρίου με τον περίβολο στη λίμνη Κάρλα αποτελεί ένα παράδειγμα που χρήζει περαιτέρω έρευνας, καθώς πρέπει να αναζητηθούν οι λόγοι που επέβαλαν αυτή τη διαμόρφωση του χώρου, είτε πρόκειται για προσπάθεια προστασίας του χώρου από τις αυξομειώσεις της έκτασης της λίμνης Κάρλας είτε για την
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
ανάδειξη μίας διαφοροποιημένης κοινωνικής οργάνωσης. Η επέκταση των ανασκαφικών ερευνών σε μεγαλύτερο τμήμα του οικισμού θα διευκρινίσει αν πρόκειται για ένα μεμονωμένο παράδειγμα οικιστικής οργάνωσης ή αν εμπίπτει σε μία ευρύτερη στο συγκεκριμένο οικισμό χωρο-οργανωτική πρακτική. Καθώς, ωστόσο, ο Συλλεκτήρας 6 διέρχεται διαμέσου του νεολιθικού οικισμού, αποφασίστηκε ότι στη φάση αυτή δεν είναι δόκιμο να ανασκαφθούν περισσότερα κτίρια, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του οικισμού βρίσκεται μέσα στη μελλοντική διαμόρφωση της κοίτης του Συλλεκτήρα 6 και, επομένως, θα κατακλυσθεί στο μέλλον από νερό. Δυστυχώς, σύμφωνα με τους μελετητές του έργου, η κοίτη του Συλλεκτήρα 6 δεν ήταν δυνατό να μετατοπιστεί, ώστε να μην θιγεί ο νεολιθικός οικισμός. Για τον λόγο αυτό, η Αρχαιολογική Υπηρεσία πρότεινε τη διαμόρφωση της κοίτης του Συλλεκτήρα 6 σε επίπεδο ψηλότερο από αυτό των νεολιθικών οικημάτων. Ο δεύτερος νεολιθικός οικισμός εντοπίστηκε στις ανατολικές όχθες της λίμνης. Πρόκειται για έναν εκτεταμένο οικισμό, που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο λόφους, στην εκβολή του Συλλεκτήρα 4, και ο οποίος, παρά τις σύγχρονες καταστρεπτικές επεμβάσεις, διασώζει πληθώρα αρχιτεκτονικών στοιχείων και ευρημάτων, που τεκμηριώνουν τη συνεχή χρήση του χώρου από τη Νεότερη Νεολιθική Περίοδο μέχρι το τέλος των ελληνιστικών χρόνων. Πιο συγκεκριμένα, σε ερευνητικές τομές που πραγματοποιήθηκαν στην εκβολή του Συλλεκτήρα 4, στην περιοχή Κορυφούλα, εντοπίστηκαν νεολιθικές επιχώσεις, σε βάθος έως και 4,00 μ., όπου αποκαλύφθηκαν στεγασμένοι
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
Εικ. 10. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Κορυφούλα». Λίθινο ειδώλιο (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
59
Εικ. 11. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Κορυφούλα». Κοσμήματα από το όστρεο Spondylus gaederopus (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
Εικ. 12. Νεολιθικός οικισμός στη θέση «Κορυφούλα». Λίθινα εργαλεία (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
χώροι οικοτεχνικής δραστηριότητας της Νεότερης και Τελικής Νεολιθικής Περιόδου (5η και 4η χιλιετία π.Χ.). Τα νεολιθικά κτίσματα είχαν λίθινες κρηπίδες και πλίνθινες ανωδομές. Εντοπίστηκαν εστίες, θήκες, δάπεδα από πατημένο πηλόχωμα, ενώ ο διαχωρισμός των επιμέρους χώρων γινόταν με ξύλινους πασ-
σάλους, επενδυμένους με πηλό. Ανάμεσα στα κινητά ευρήματα, εκτός από κεραμική, συγκαταλέγονται ειδώλια (Εικ. 10), κοσμήματα από όστρεα (Εικ. 11), λίθινα περίαπτα, καθώς επίσης λίθινα και οστέινα εργαλεία (Εικ. 12). Για τη διάσωση του δεύτερου οικισμού έγιναν μετατροπές στον αρχικό σχεδιασμό του
60
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
Εικ. 13. Ελλειψοειδές μονόχωρο κτίριο ελληνιστικών χρόνων (Αρχείο Β. Αδρύμη-Σισμάνη).
έργου, ώστε να μείνει άθικτος εν όψει μελλοντικών ανασκαφικών ερευνών. Με το τέλος της Νεολιθικής Εποχής και τη μετάβαση στην Εποχή Χαλκού, στην 3η χιλιετία π.Χ., φαίνεται ότι οι οικισμοί γύρω από τη λίμνη αποκτούν ένα πιο οργανωμένο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, στη θέση Κορυφούλα, διαπιστώθηκε η συνέχιση της κατοίκησης πάνω στον λόφο, όπου εντοπίστηκε με επιφανειακή έρευνα ένας μεγάλος οικισμός με περιβόλους, από τον οποίο συλλέχθηκαν όστρακα της Πρώιμης και Μέσης Εποχής Χαλκού. Ο οικισμός της Μέσης Εποχής Χαλκού είχε ένα χαρακτήρα οργανωμένης κατοίκησης, όπως φαίνεται και από τα ευρήματα στον εκτεταμένο οικισμό της Μέσης Εποχής Χαλκού, που εντοπίστηκε και ερευνήθηκε στη θέση Τσιγγενίνα21. Η συνέχιση της κατοίκησης στην Ύστερη Εποχή Χαλκού είναι φανερή, τόσο στο μυκηναϊκό οικισμό στην εκβολή του Συλλεκτήρα 4, στη θέση Κορυφούλα, 20
Αδρύμη & Αγνουσιώτης (υ. έκ.).
όπου ιδρύθηκε μια εκτεταμένη μυκηναϊκή πόλη με οργανωμένο νεκροταφείο, που αποτελούνταν από σειρές μικρών θολωτών τάφων, όσο και από άλλους οικισμούς στη βορειοανατολική πλευρά της λίμνης (π.χ. θέση Τσιγγενίνα). Ένας σημαντικός αριθμός οικισμών των ιστορικών χρόνων έχει επίσης εντοπιστεί στο ευρύτερο περιβάλλον της λίμνης, ενώ στα ελληνιστικά χρόνια είναι χαρακτηριστικές οι αγροτικές εγκαταστάσεις, με ελλειψοειδή μονόχωρα κτίρια που αναπτύσσονται γύρω από τη λίμνη (Εικ. 13). Αυτή η πληθωρική παρουσία οικισμών, ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, είναι ιδιαίτερα σημαντική για την κατανόηση της σημασίας του λιμναίου αυτού στοιχείου στο ανθρωπογενές περιβάλλον σε επίπεδο διαχρονικό και αποδεικνύει τη συνεχή και αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της λίμνης.
ΑΓΡΟΤΕΣ ΚΑΙ ΨΑΡΑΔΕΣ «ΠΑΡΑ ΚΑΛΛΙΝΑΟΝ BΟΙΒΙΑΝ ΛΙΜΝΑΝ»
61
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αδρύμη, Β. & Δ. Αγνουσιώτης
(υ. έκ.) Η Μέση Εποχή του Χαλκού στη Θεσσαλία: Μαρτυρίες από ένα οικιστικό σύνολο του οικισμού της Τσιγγενίνας στην περιοχή της λίμνης Κάρλας. Στο Πρακτικά 3ου Αρχαιολογικού ΄Έργου Θεσ-
σαλίας και Στερεάς Ελλάδας, Μάρτιος 2009 (επιστ. επιμ. Α. Μαζαράκης). Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ι.Α.Κ.Α.
Αδρύμη-Σισμάνη, Β.
(υ. έκ.) Ανασκαφικές εργασίες στα πλαίσια της επανακατασκευής του Ταμιευτήρα της Λίμνης Κάρλας. Αρχαιολογικό Δελτίο, Χρονικά. 2000-2006.
Αποστολοπούλου-Κακαβογιάννη, Ό. 1979
Τοπογραφία της περιοχής των Φερών Θεσσαλίας κατά την προϊστορική περίοδο. Αρχαιολογικό Δελτίο, Μελέτες 34: 174-207.
Βαβίζος, Γ. 1984
Μελέτη - Επιπτώσεις Αποξήρανσης Λίμνης Κάρλας. Αθήνα.
Γαλλής, Κ. 1992
΄Άτλας Προϊστορικών Οικισμών της Ανατολικής Θεσσαλικής Πεδιάδας. Λάρισα.
Θεοχάρης, Δ. Ρ. 1973
Νεολιθική Ελλάς. Αθήνα: Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. 2008
Η νεολιθική περίοδος του σπηλαίου της Θεόπετρας. Στο Σπήλαιο Θεόπετρας: Δώδεκα Χρόνια Ανασκαφών και ΄Έρευνας. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου (Τρίκαλα, 6-7 Νοεμβρίου 1998) (επιστ. επιμ. Ν. Κυπαρίσση-Αποστολίκα): 181-207. Αθήνα.
Milojčić, V. 1960
Die Versuchsgrabungen im Gebiete von Petra am Boibi-See und die Gelandebegehungen in Nordostthessalien. Archäologischer Anzeiger: 152-65.
Πρίντζος, Γ. 1996
Ταμιευτήρας της Κάρλας: Πρακτικά Ημερίδας «Κατασκευή Ταμιευτήρα Κάρλας». Βόλος.
Ρούσκας, Γ. 2001
Η επιστροφή της Κάρλας. Αθήνα.
Τσούντας, Χ. 1908
Αι Προϊστορικαί Ακροπόλεις Διμηνίου και Σέσκλου. Αθήναι: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Χατζηλάκος, Γ. 1996
Η τέως Λίμνη Κάρλα και η Αποκατάστασή της. Λάρισα: Τ.Ε.Ε.-Τ.Κ.Δ.Θ.
Wace, A. J. B. & M. S. Thompson 1912
Prehistoric Thessaly. Cambridge: Cambridge University Press.
βασιλικη αδρυμη-σισμανη
62
Farmers and fishermen “by the fair-flowing lake of Boebe” Vasiliki Adrymi-Sismani Lake Karla (Boibeis), located at the southeastern end of the Thessalian plain, is often mentioned by ancient authors and poets, throughout the centuries, due to its constantly changing environmental conditions, resulting from long-term geological changes. In 1962 the lake was drained, leading to the unearthing of an impressive number of archaeological sites, dating from the Early Neolithic to the late Hellenistic Period. This paper focuses on the preliminary presentation of two prehistoric settlements, revealed during the construction of modern water collectors, aiming at the refilling of 1/3 of the original lake with water. At the first site, located at Thermokepia, the uncovering of a Middle Neolithic building with stone foundations and impressive remains of vertical wooden elements on the walls, partly encircled by a stone wall at its north, as well as sporadic finds
of other contemporary buildings and structures (such as storage cases), coupled with pottery, ground and chipped stone tools and bioarchaeological remains, is indicative of a differentiated organization of living space, dictated either from natural causes, such as the flooding of the lake, or emerging social changes. The second excavated site, at Koryfoula, comprises of buildings with stone foundations and mud-brick walls, as well as areas of domestic activities, including hearths, storage cases, etc., dating to the Late and Final Neolithic. Apart from briefly presenting these two settlements, this paper attempts to illustrate the diachronic importance of Lake Karla for the development of human communities, as this is attested by constant human presence in the area, and also point towards the necessity for future archaeological research.
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ∗
ιστορικοτητα και τοπιο Σύγχρονοι προβληματισμοί για τοΝ σχεδιασμό αρχαιολογικών χώρων
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ο μεγάλος αριθμός αρχαιολογικών χώρων ή μεμονωμένων μνημείων στην ελληνική επικράτεια που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στις συχνά αφιλόξενες συνθήκες του ευρύτερου περιβάλλοντος φέρνει τον επιστημονικό κόσμο, που ασχολείται με το αντικείμενο, αντιμέτωπο με τα καίρια ζητήματα της προστασίας και της ανάδειξης αυτών των χώρων/μνημείων. Προς το τέλος του 20ού αιώνα και μέσα στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας σκέψης, το ζήτημα της ιστορικότητας άρχισε να αποτελεί στην αρχιτεκτονική τοπίου, όπως αντίστοιχα συνέβη και σε άλλες επιστήμες σχεδιασμού του χώρου, π.χ. την αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό, αντικείμενο έντονου προβληματισμού σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Γεννήθηκαν έτσι
ερωτήματα που αφορούν τον σχεδιασμό γύρω από ιστορικά μνημεία ή σύνολα, η προσέγγιση των οποίων προδιαγράφει σε μεγάλο βαθμό τους βασικούς σχεδιαστικούς χειρισμούς των μελετητών και κατά συνέπεια καθορίζει την τελική σχεδιαστική πρόταση. Αφορούν ουσιαστικά τη συνύπαρξη στον χώρο των τριών διαστάσεων του χρόνου, παρελθόν, παρόν, μέλλον, οι οποίες συναντώνται στην έννοια της ιστορικότητας με τον πιο έκδηλο τρόπο: ζωντανές μαρτυρίες που πηγάζουν από μία ιστορική στιγμή του παρελθόντος ζητούν ερμηνείες μέσα από τα κοινωνικο-πολιτισμικά φίλτρα του παρόντος, για να προδιαγράψουν την πορεία τους στο μέλλον. Με απώτερο στόχο σε κάθε σχεδιαστικό εγχείρημα ανάλογων χώρων την ανάδειξη, αξιοποίηση και προστασία των αρχαιολογικών χώρων/μνημείων
* Λέκτορας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: mtrats@arch.auth.gr
64
και του ευρύτερου πολιτισμικού τοπίου, τα ερωτήματα αυτά συνοπτικά επικεντρώνονται γύρω από: – τη συνύπαρξη του ιστορικού στοιχείου με τον σύγχρονο χαρακτήρα της νέας διαμόρφωσης, – τη σχέση του αρχαιολογικού χώρου με το ευρύτερο τοπίο και τη σύγχρονη κοινωνία, – την αναβίωση της μνήμης, με τις επακόλουθες επιπτώσεις στη μετάδοση της αρχαιολογικής πληροφορίας στον επισκέπτη. Τα ζητήματα αυτά αναπτύσσονται διεξοδικά παρακάτω. Ωστόσο, δεδομένου ότι η άποψη για το τοπίο είναι καθοριστική για τον τρόπο αντιμετώπισής του κατά τον σχεδιασμό, προηγείται η αποσαφήνιση της έννοιας αυτής με βάση σύγχρονες προσεγγίσεις από τον χώρο της αρχιτεκτονικής τοπίου και απόψεις άλλων επιστημών. 1. ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
Οι διαφορετικές προσεγγίσεις για την κατανόηση της έννοιας του τοπίου παρουσιάζουν σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με το κοινωνικό, πολιτισμικό και επιστημονικό υπόβαθρο της εκάστοτε ομάδας ερευνητών. Οι πολλαπλές ερμηνείες που έχει δεχτεί κατά καιρούς κυμαίνονται από το τοπίο ως θέαμα ή σκηνικό, δηλαδή παράγωγο μιας οπτικής ή συνολικά αντιληπτικής εμπειρίας, έως το τοπίο ως μία ποσοτικοποιημένη φυσική οντότητα με μετρήσιμα χαρακτηριστικά. Η σύνδεσή του με τα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά χα-
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
ρακτηριστικά μιας περιοχής άρχισε να προβάλλει έντονα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, για να γίνει πλέον ευρέως αποδεκτή, από όλες τις επιστήμες που άμεσα ή έμμεσα ασχολούνται με αυτό. Συχνά γίνεται ταύτιση της έννοιας του τοπίου με το περιβάλλον. Πράγματι, η έννοια του περιβάλλοντος έχει διευρυνθεί τα τελευταία χρόνια για να συμπεριλάβει, εκτός από το φυσικό στοιχείο, το δομημένο περιβάλλον –πόλεις ή οικισμούς, και μια κοινωνικο-πολιτισμική διάσταση. Σε προέκταση αυτής της άποψης, το ίδιο το φυσικό οικοσύστημα δεν νοείται πλέον παρά μόνο σε σχέση με το κοινωνικό και πολιτισμικό «περιβάλλον» του (Βερεσόγλου 2004: 443-6, Στεφάνου 2001: 27-8). Ωστόσο, δεδομένου ότι το τοπίο σύμφωνα με πολλούς επιστήμονες «δεν υφίσταται παρά στο μέτρο που αυτό γίνεται αντιληπτό από τον άνθρωπο» (Delavigne 1974: 15), η ανθρώπινη παρουσία δεν αποτελεί απλά μία πιθανότητα, όπως σε ένα περιβάλλον, αλλά προϋπόθεση, εφόσον το τοπίο αποκτά υπόσταση μόνο και εξαιτίας του ανθρώπου, είτε ως ενεργά συμμετέχοντος στη διαμόρφωση και την παραγωγή του είτε, σπανιότερα, ως παθητικού θεατή. Πράγματι, στον ορισμό για το περιβάλλον από τον Tuan (1979: 100) διατυπώνεται ξεκάθαρα η διαφορά μεταξύ των δύο: «Το περιβάλλον είναι ένα δεδομένο, ένα τμήμα της πραγματικότητας, το οποίο απλά υπάρχει, σε αντιπαράθεση με το τοπίο, το οποίο είναι ένα προϊόν της ανθρώπινης νόησης, ένα επίτευγμα του ανθρώπινου νου». Επομένως, υπάρχει μία εγγενής σχέση μεταξύ του τοπίου και του ανθρώ-
ιστορικοτητα και τοπιο
που, γεγονός το οποίο, τουλάχιστον στο πεδίο του σχεδιασμού για τη διαμόρφωση υπαίθριου χώρου με προορισμό τη χρήση του από τον άνθρωπο, σημαίνει ότι η έννοια του τοπίου είναι σαφώς καταλληλότερη από εκείνη του «περιβάλλοντος». Σε μία περίοδο ταχύτατης διάδοσης της γνώσης και προώθησης της διεπιστημονικότητας, όπως αυτή που διανύουμε, η αντίληψη και η ερμηνεία της έννοιας του τοπίου από τις επιστήμες που ασχολούνται με τον σχεδιασμό του χώρου, συμπεριλαμβανομένης και της αρχιτεκτονικής τοπίου, επηρεάζονται άμεσα από τις προσεγγίσεις άλλων επιστημονικών κλάδων. Από τον χώρο της γεωγραφίας, ήδη από το 19ο αιώνα, εμφανίζονται επιστημονικές θεωρήσεις που αφορούν την αλληλεπίδραση των κοινωνιών με το φυσικό περιβάλλον τους και ειδικότερα τον συσχετισμό του φυσικού με το κοινωνικό, οικονομικό, αισθητικό, πολιτικό, ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον (Terkenli et al. 2001). Τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται έντονα λόγος στη φύση του τοπίου ως καθαρά πολιτισμική2, ως μια επινόηση του μυαλού, αφού προκύπτει από αντιληπτικές και αισθητικές παραμέτρους που διαμορφώνονται σε ένα φυσικό περιβάλλον (Lassus 1998) και υποστηρίζεται ότι «το τοπίο αντικατοπτρίζει την κουλτούρα ενός τόπου μιας χρονικής στιγμής και μιας κοινωνικής ομάδας» (Τερκενλή 1996: 45). Το αμερικάνικο Ινστιτούτο Ερευνών για το πολιτισμικό τοπίο χρησιμοποιεί 1
65
τον ίδιο όρο για να ορίσει ένα νέο τρόπο αντίληψης του χώρου, ο οποίος δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση του ανθρώπινου παράγοντα και της φύσης μέσα στον χρόνο. Το τοπίο μετατρέπεται σε φορέα εκδήλωσης του πολιτισμού (Taylor 1999), καθώς συμμετέχει στο κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από τη δυνατότητα αφύπνισης κληρονομικών και παραδοσιακών αξιών. Σε μια παρόμοια γραμμή σκέψης, προβάλλοντας όμως περισσότερο την έννοια του περιβάλλοντος αντί αυτή του τοπίου, η σύγχρονη (διαδικαστική) αρχαιολογία αναγνωρίζει τη διαλεκτική σχέση ανθρώπουπεριβάλλοντος, στο πλαίσιο της οποίας παράγεται το σύνολο των υλικών και πνευματικών προϊόντων μιας κοινωνίας (Χουρμουζιάδης 2010: 7). Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον για το πολιτισμικό περιβάλλον/τοπίο έχει επεκταθεί από τη μελέτη της τοπογραφίας, της τεχνολογίας, τους πόρους και τις χρήσεις γης των αρχαίων πολιτισμών και στην κοινωνική πλευρά του (Knapp & Ashmore 1999). Συνεπώς, η έννοια του πολιτισμικού τοπίου, το οποίο διαμορφώθηκε και μεταβλήθηκε επανειλημμένα από τις πολιτισμικές και οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων που έζησαν κατά τη μακραίωνη διάρκεια της ιστορίας στο περιβάλλον αυτό, αναγνωρίζεται και συμπεριλαμβάνεται σε κάθε αρχαιολογική εργασία. Στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής τοπίου, της επιστήμης που ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη και τον σχεδιασμό του τοπίου, τα τελευταία χρόνια προβάλ-
Ο όρος πολιτισμικό τοπίο (cultural landscape) αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον πολιτισμικό γεωγράφο C. O. Sauer σε ομιλία του το 1925, όπου δήλωσε ότι «ο πολιτισμός είναι το αίτιο, η φυσική περιοχή το μέσον και το πολιτισμικό τοπίο το αποτέλεσμα» (Ingerson 2000).
66
λεται ιδιαίτερα ο δυναμικός χαρακτήρας του. Αντιμετωπίζεται ως χώρος οικειοποιημένος, κωδικοποιημένος, που έχει υποστεί χρήσεις, συνήθειες, ρυθμίσεις (Ανανιάδου-Τζημοπούλου 1992: 21) και, μέσα από την ανάδειξη της διάστασης του χρόνου σε ενορχηστρωτή των σχέσεων διαντίδρασης μεταξύ των συνεχώς μεταβαλλόμενων συστατικών του στοιχείων, φυσικών και ανθρωπογενών, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του ανθρώπου, παρουσιάζεται ως ένα δυναμικό οικοσύστημα, παράγωγο αυτών των σχέσεων, το οποίο με τη σειρά του μεταλλάσσεται διαρκώς ως προς τη φυσιογνωμία, το χαρακτήρα και τη λειτουργία του (Τρατσέλα 2011: 24, 351). Ως μία υποκειμενική, μη παγιωμένη κατάσταση πραγμάτων, γίνεται αντιληπτή από τον άνθρωπο μόνο βιωματικά, κιναισθητικά και όχι στατικά ή από απόσταση, όπως συμβαίνει στην περίπτωση μιας «εικονογραφικής» αντιμετώπισης. Επομένως, η έννοια του τοπίου δεν περιορίζεται στο φυσικό υπόβαθρο ή το χωρικό πεδίο ανάπτυξης ενός πολιτισμού, αφού δεν αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο αλλά ως μία διαδικασία εν δράσει, η οποία διαμορφώνει τον άνθρωπο και διαμορφώνεται από αυτόν (Inglis 1977, Ingold 1993, Darvill 1999). ΄Όπως εξηγεί ο ανθρωπολόγος Tim Ingold (1993: 161-2), η διαδικασία αυτή δεν ταυτίζεται με την αποτύπωση του πολιτισμού πάνω σε ένα φυσικό υπόβαθρο (φύση), σαν η κίνηση (δύναμη) 2
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
να ολοκληρώθηκε αποκτώντας στερεή, υλική μορφή, αλλά είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της ανθρώπινης καθημερινής δραστηριότητας στον χώρο (taskscape), μέσω της οποίας αναδύονται οι συνεχώς μεταβαλλόμενες μορφές του τοπίου. Στο ίδιο πνεύμα ο Fowler (1998) σημειώνει ότι το τοπίο δεν είναι απλά το αποτέλεσμα της δυναμικής, αλλά είναι το ίδιο δυναμικό κάθε στιγμή και η εξέλιξη των ανθρώπων και των δραστηριοτήτων τους συνιστά κίνητρο και προϊόν ταυτόχρονα αυτής της δυναμικής. Την αντίληψη του τοπίου ως διαδικασία υποστηρίζει έμμεσα και ο McGlade (1999), όταν αναφέρεται στην εξέλιξη του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος και της συνάντησής τους μέσα στον χώρο και τον χρόνο (landscape as long-term history). Στο πλαίσιο αυτής της παραδοχής, κατά την οποία η εγγενής σχέση του τοπίου με την ανθρώπινη παρουσία είναι δεδομένη και η ανθρώπινη δραστηριότητα απαραίτητη συνθήκη για την παραγωγή του, φορτισμένο με δράσεις, μνήμες, συμβολικές και ιδεολογικές επιρροές, το ανθρωπογενές τοπίο κατά γενική ομολογία διαμορφώνει ταυτότητα με μοναδικά χαρακτηριστικά, οπότε και αποκτά αναπόφευκτα πολιτισμικό χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το αν διαθέτει ιδιαίτερη ιστορική ή αρχαιολογική αξία. Πράγματι, από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα γίνεται έντονα λόγος για την πολιτισμική αξία του τοπίου3, ανε-
Άποψη η οποία, στον χώρο της αρχιτεκτονικής τοπίου, αναδείχθηκε για πρώτη φορά μέσα από τις εργασίες του XXIII Διεθνούς Συνεδρίου της IFLA (International Federation of Landscape Architects), με θέμα: “Creative Environment. Expression of natural and cultural heritage”. Βλ. IFLA Yearbook 1986/1987, Kobe, Japan, ενώ δεκαετίες νωρίτερα αμερικανοί γεωγράφοι, όπως ο J. B. Jackson, υποστήριζαν ότι όλα τα τοπία είναι εν γένει πολιτισμικά.
ιστορικοτητα και τοπιο
ξάρτητα από την ιστορικότητα που μπορεί να διαθέτει εκ προοιμίου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση ενός αρχαιολογικού χώρου. Ακόμη κι όταν πρόκειται για τον σχεδιασμό νέων, σύγχρονων υπαίθριων χώρων, κυριαρχεί η άποψη ότι ένα τοπίο μπορεί και οφείλει να αποτελεί, μεταξύ άλλων, μέσο παραγωγής πολιτισμού. Τα νέα τοπία που προκύπτουν μετά από σχεδιασμό διεκδικούν τον ρόλο τους ως έργα τέχνης και πολιτισμού (Anagnostopoulos 1998), ως έργα της κοινωνίας για την κοινωνία (Ananiadou-Tzimopoulou 2005: 565). Είναι λοιπόν προφανές ότι το τοπίο, ιστορικό ή όχι, αποτελεί μία δυναμική οντότητα μέσα στον χρόνο και ταυτόχρονα φορέα πολιτισμού, οπότε ως τέτοιο οφείλει να αντιμετωπίζεται σε κάθε απόπειρα σχεδιασμού. Αυτό συνεπάγεται ότι στις περιπτώσεις διαμόρφωσης αρχαιολογικών χώρων, των οποίων η υψηλή πολιτισμική αξία θεωρείται δεδομένη, η πολιτισμική παράμετρος αναφέρεται στο σύνολο του ευρύτερου τοπίου πέραν του ιστορικού και η ενσωμάτωσή της στον σχεδιασμό αποτελεί ζητούμενο. 2. ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ
2.1 Ιστορικότητα και νέα διαμόρφωση: Συνύπαρξη παλιού και νέου Η σύγχρονη συζήτηση, σε θεωρητικό επίπεδο ή μέσα από εφαρμοσμένες μελέτες αρχιτεκτονικής τοπίου, γύρω από τον σχεδιασμό ιστορικών χώρων αναδεικνύει διαφορετικές απόψεις όσον αφορά τον τρόπο ένταξης και ανάδειξης
67
των ιστορικών μνημείων ή αρχαιολογικών τόπων στη σύγχρονη έκφανση του τοπίου που τα περιβάλλει. Οι σχεδιαστικές προσεγγίσεις κυμαίνονται από τον απόλυτο σεβασμό του ιστορικού χώρου/μνημείου με ένα είδος υποταγής της νέας διαμόρφωσης στην ιστορικότητα του πρώτου, συνοδευόμενη από μία έκδηλη τάση μιμητισμού, κυρίως σε μορφολογικό επίπεδο και στην επιλογή υλικών, έως την αναζήτηση μιας περισσότερο ελεύθερης και δημιουργικής προσέγγισης στον σχεδιασμό, χωρίς να αποκλείονται πρωτότυπες, καινοτομικές μορφές, κατασκευές, υλικά και φυτεύσεις για τη νέα επέμβαση, πολλές φορές ξένα προς τον χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του τοπίου. Εμφανίζονται βέβαια και ενδιάμεσες απόψεις, προς τις οποίες συγκλίνουν οι κυρίαρχες σήμερα μέθοδοι αποκατάστασης και ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, οι οποίες προσπαθούν να λειτουργήσουν ως χρυσή τομή των δύο προηγούμενων και προτείνουν ήπιες (Αστρεινίδου 1997: 16), και «αφανείς» (Λάββας 1998) επεμβάσεις, ώστε να μην λειτουργούν ανταγωνιστικά προς τον αρχαιολογικό χώρο. Και στις τρεις περιπτώσεις, ο προβληματισμός αναπτύσσεται γύρω από την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης κυριαρχίας ανάμεσα σε αντιφατικά δίπολα, όπως το παλιό και το νέο, το διαχρονικό και το εφήμερο, το στατικό και το μεταβαλλόμενο, το συντηρητισμό και την καινοτομία. Κατά την αντιπαραβολή των διαφορετικών ιδιοτήτων των αρχαιοτήτων/ μνημείων και του σύγχρονου ευρύτερου τοπίου, τα πρώτα εμφανίζονται ως σημειακά, στατικά στοιχεία (εξαιρουμένης της αργής φθοράς των δομικών υλικών μέσα
68
στο χρόνο) και διαχρονικά λόγω της ιστορικότητας, σε αντίθεση με το δεύτερο που εμφανίζεται ως «κέλυφος» (υποδοχέας ζωής) και δυναμικό μέσο παραγωγής πολιτισμού που βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή, εξαιτίας, τόσο της εποχικότητας του φυσικού στοιχείου (βλάστηση, υγρό στοιχείο, καιρικές συνθήκες, ηλιακός κύκλος με συνεχείς εναλλαγές του φυσικού φωτισμού, μεταμορφώσεις του αναγλύφου κ.ά.) όσο και της ανθρώπινης δραστηριότητας που του αποδίδει κινητικότητα. Αυτές οι διαρκείς μεταβολές, γραμμικές, κυκλικά επαναλαμβανόμενες ή σπειροειδούς μορφής μέσα στον χρόνο (Τρατσέλα 2011: 193, 207) αποδίδουν στο τοπίο εφήμερο χαρακτήρα. Παρά τις προφανείς τους αντιθέσεις, αρχαιότητες και τοπίο κρίνονται ισοδύναμα ως προς τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και τη συμμετοχή τους στο τελικό αντιληπτό αποτέλεσμα του συνολικού χώρου, αφού ο ιστορικός, εκπαιδευτικός ρόλος και η διαχρονική αξία του πρώτου αντισταθμίζονται από τη δυναμική του δεύτερου να εξελίσσεται, να μεταλλάσσεται αδιάκοπα μέσα στον χρόνο (Koziraki & Tratsela 2004) και να διαμορφώνει κοινωνικές πρακτικές. Επιπλέον, και τα δύο διαθέτουν πολιτισμική διάταση, με ποιοτικές όμως διαφορές: για τον μεν αρχαιολογικό χώρο είναι εμφανής και αδιαμφισβήτητης αξίας, ενώ για το ευρύτερο τοπίο (τουλάχιστον στην ελληνική πραγματικότητα) συχνά βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή που αναμένει να αποκαλυφθεί και, ως πρώτη εντύπωση, αμφισβητούμενης αξίας. Για τον λόγο αυτό, οι νέες επεμβάσεις οφείλουν να εξασφαλίσουν μια ισορροπημένη και διαρκή (όχι όμως με την έννοια της μονιμότητας) σχέση ανάμεσα
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
στις αρχαιότητες και το τοπίο, με τρόπο όμως που να εξασφαλίζεται η οπτική διάκριση, μέσω της διαφοροποίησης του παλιού (ιστορικού) από το νέο (σύγχρονη επέμβαση). Με αφετηρία τα μνημεία / αρχαιολογικά ευρήματα λόγω υψηλής πολιτισμικής αξίας, στο πλαίσιο μίας ισότιμης αντιμετώπισης θα έπρεπε, μαζί με την προώθηση της ανάδειξής τους, να προβάλλονται και οι αυθεντικές ιδιότητες του τοπίου (Morin 1999) και ταυτόχρονα να αξιολογούνται οι ιδεολογικές επιπτώσεις τους στο σύγχρονο περιβάλλον. Επισημαίνεται ότι σε οποιαδήποτε αναφορά στην ιστορικότητα ενός τόπου θα έπρεπε να αποφεύγεται η σκηνογραφική αντιμετώπιση, η «μνημειακή» προσέγγιση ή η ιστορική μουσειακή ερμηνεία με νοσταλγική διάθεση για κάτι που προϋπήρχε (Ανανιάδου-Τζημοπούλου 2011: 67, Αστρεινίδου 1997: 16), η οποία θα διέτρεχε τον κίνδυνο να δημιουργήσει κοινότυπα, τυπικά και εύπεπτα πολιτιστικά προϊόντα. Αντίθετα οφείλει να έχει ως απώτερο στόχο την ανάδειξη του συνόλου ως σύγχρονο πολιτισμικό έργο, με τρόπο που να μπορεί να επικοινωνήσει δημιουργικά με το παρελθόν και που να απευθύνεται, πρώτιστα, στη σύγχρονη κοινωνία. 2.2 Επαναπροσδιορισμός της σχέσης του αρχαιολογικού χώρου και των μνημείων με το ευρύτερο τοπίο και τη σύγχρονη κοινωνία
Εξαιτίας ποικίλων παραγόντων, όπως της ασάφειας του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, της απουσίας σχεδίων χρήσεων γης, της έλλειψης μελετών διαμόρφωσης υπαίθριου χώρου από εξει-
ιστορικοτητα και τοπιο
δικευμένους επιστήμονες κ.ά., τα πραγματικά όρια των αρχαιολογικών χώρων, διαμορφωμένων ή μη, παραμένουν συνήθως ασαφή. Από την άλλη πλευρά, λόγω της επιτακτικής ανάγκης για αυστηρή προστασία, οι χώροι ανασκαφής συχνά εμφανίζονται αρκετά «εσωστρεφείς» και αποκομμένοι από το ευρύτερο περιβάλλον τους. Ακόμη και στην περίπτωση των οργανωμένων επισκέψιμων χώρων, σχεδιασμένων ή όχι, το ζήτημα της ένταξής τους στο ευρύτερο ιστορικό τοπίο συχνά παραγκωνίζεται. Εμφανίζονται δηλαδή ως χωρικές και χρονικές ασυνέχειες μέσα στο σύγχρονο αστικό ή αγροτικό τοπίο, οπότε οι σχεδιαστές καλούνται να αποκαταστήσουν την ασυνέχεια αυτή. Με βάση τις σύγχρονες αντιλήψεις για το τοπίο, ως προϊόν της δυναμικής και μακρόχρονης κοινωνικής και φυσικής συνεξέλιξης (McGlade 1999), η πολιτισμική ταυτότητα ενός ιστορικού/ αρχαιολογικού τόπου σε μία δεδομένη χρονική στιγμή αποτελεί την έκφραση του συνόλου των ιδεολογικών επιλογών και αντιλήψεων των κοινωνιών που αναπτύχθηκαν διαχρονικά στον συγκεκριμένο χώρο αλλά και το ευρύτερο τοπίο, συμβάλλοντας, λιγότερο ή περισσότερο η κάθε μία στη διαμόρφωση της δεδομένης κάθε φορά ταυτότητάς του. Παράλληλα, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μνημεία και τα κάθε είδους ευρήματα/αντικείμενα, ως απτές εγγραφές της πολιτισμικής παράδοσης σε έναν τόπο, ανεξάρτητα κλίμακας, ιστορικής αξίας, θέσης και μορφής αποτελούν διαχρονικούς δείκτες της σχέσης του ιστορικού ανθρώπου με το περιβάλλον του, δεδομένου ότι η παραγωγή τους κάποια
69
στιγμή στο παρελθόν δεν ήταν ανεξάρτητη από τα χωρικά, οικολογικά, αντιληπτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του ευρύτερου νοηματικού και φυσικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η κατασκευή των αρχαίων οικημάτων με υλικά δόμησης από το άμεσο ή το ευρύτερο φυσικό τοπίο. Τα υλικά αυτά καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την τεχνοτροπία, τις τεχνικές μεθόδους κατασκευής και, τελικά, τη μορφή των οικημάτων. Επομένως τα αρχαιολογικά ευρήματα αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία του ιστορικού τοπίου ή, όπως επισημαίνουν οι αρχαιολόγοι, «αποτελούν (μεταξύ άλλων) συστατικά στοιχεία ενός κατασκευασμένου χώρου (τοπίο), στο πλαίσιο του οποίου παράγονται τα υλικά στοιχεία ενός πολιτισμού» (Χουρμουζιάδης 2009: 151). Προβάλλει έτσι η αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ των αρχαιολογικών ευρημάτων και του αρχαιολογικού χώρου με το τοπίο που τα περιβάλλει, η οποία, σε οποιαδήποτε απόπειρα ανασχεδιασμού και διαμόρφωσης του ιστορικού τοπίου, επιβάλλει τη μελέτη τους ως ένα αδιάσπαστο σύνολο και όχι μεμονωμένα ως αυτόνομες οντότητες (Koziraki & Tratsela 2004). Μέσα από αυτό το πρίσμα, η επανασύνδεση του αρχαιολογικού χώρου με το ευρύτερο περιβάλλον του φαίνεται αναγκαία προκειμένου να ενισχυθεί η κατανόηση από τον επισκέπτη τόσο των αρχαιοτήτων/μνημείων και της προέλευσής τους όσο και της εξέλιξης του ιστορικού/πολιτισμικού τοπίου. Εξάλλου, η έννοια του αρχαιολογικού χώρου έχει πια αποδεσμευθεί από τα στενά όρια του τόπου των προστατευ-
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
70
όμενων μνημείων4 και οι μέθοδοι διατήρησης και ανάδειξης περιέλαβαν επίσης τμήματα του ευρύτερου περιβάλλοντος και ετερογενή στοιχεία του τοπίου (Κοζυράκη 2006: 52). ΄Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Gulliver (1989), μπορούμε να μάθουμε πολύ περισσότερα από την ενιαία μελέτη του συνόλου μιας κοινότητας και του περιβάλλοντός της παρά από την ανεξάρτητη έρευνα μεμονωμένων ανθρωπογενών στοιχείων. Το ίδιο ισχύει και για τη διαχείριση των χώρων αυτών. Θεωρώντας το τοπίο ως το ευρύτερο πεδίο ανάπτυξης της ανθρώπινης δραστηριότητας και διαμόρφωσης της πολιτισμικής ταυτότητας και κοινωνικής συνείδησης, η διαχείρισή του δεν θα έπρεπε να επικεντρώνεται μόνο σε ορισμένους χώρους με σημαντική αρχαιολογική και ιστορική αξία, αλλά να συμπεριλαμβάνει ευρύτερες γεωγραφικές ενότητες και περιοχές που διακρίνονται για την ακεραιότητα, τη δομή και τη συμβολική σημασία τους (Darvill 1999). Δεδομένων των αυστηρών απαιτήσεων και κανονισμών για απόλυτη προστασία των μνημείων και απόλυτου ελέγχου της πρόσβασης σε αρχαιολογικούς χώρους, κυρίως τους ανασκαφικούς, επιβάλλεται η λογική της αυστηρής, κλειστής οριοθέτησής τους. Αν και «τα τελευταία χρόνια η τακτική αυτή αρχίζει να αλλάζει, καθώς δεν ικανοποιεί τους στόχους για το σύγχρονο χρήστη, τις νέες συνθήκες και τον τουρισμό» (Κοζυράκη 2006: 22), δύσκολα εγκαταλείπεται εντελώς. Για τον λόγο αυτό συναντάται η ίδια πρακτική, ακόμη και 3
σε νέες σχεδιαστικές προτάσεις διαμόρφωσης. Αυτού του είδους η οργάνωση εντείνει την αίσθηση απομόνωσης των αρχαιολογικών χώρων από το «φυσικό» περιβάλλον τους και τις σύγχρονες συνθήκες της ευρύτερης περιοχής. Σε αυτό το σημείο η συμβολή του σχεδιασμού είναι καθοριστική, καθώς η προσδοκώμενη ενοποίηση του χώρου με το ευρύτερο ιστορικό τοπίο μπορεί να επιτευχθεί νοητά, με τη βοήθεια ειδικών σχεδιαστικών χειρισμών που σχετίζονται με την αντίληψη και την αξιοποίηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου, χωρικών, οικολογικών και κοινωνικών. Στον βαθμό που το μνημείο, ο αρχαιολογικός χώρος και το ιστορικό τοπίο δεν αποτελούν στατικά, μουσειακά στοιχεία του παρελθόντος αλλά ενεργούς πόλους της κοινωνικής ζωής με δυναμική συμμετοχή στη σύγχρονη ζωή, επιβάλλεται η εξυπηρέτηση σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και απαιτήσεων. Με άλλα λόγια, οφείλουν να αποδοθούν στην κοινωνία, συνδυάζοντας μία σειρά από λειτουργίες στα όρια του αρχαιολογικού τοπίου. Οι σύγχρονες προσεγγίσεις για τον σχεδιασμό ανάλογων χώρων υποστηρίζουν ότι οι νέες επεμβάσεις θα έπρεπε να παράγουν ζωντανούς και ελκυστικούς χώρους, που θα μπορούν να εξασφαλίσουν, πέρα από την ανάδειξη και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, την ενημέρωση, επιμόρφωση, εκπαίδευση και παράλληλα δράσεις αναψυχής για τους επισκέπτες, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό, τη βιωσιμότητά τους. ΄Όπως άλλωστε έχει αποδείξει η διεθνής εμπειρία,
Από προσωπική επικοινωνία με τη Δρα Αρχαιολογίας Μαρίνα Σωφρονίδου.
ιστορικοτητα και τοπιο
οι αρχαιολογικοί χώροι αξιοποιούνται καλύτερα και επιβιώνουν περισσότερο όταν συνδυάζονται με τη λειτουργία μουσειακών εγκαταστάσεων, εκθεσιακών χώρων, στεγασμένους ή υπαίθριους χώρους διδασκαλίας, εργαστήρια κ.λπ. Επιπλέον, η ενεργή και διαρκής συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας με την ανάπτυξη δράσεων ενημέρωσης και διαλόγου σχετικά με τις οποιεσδήποτε επικείμενες επεμβάσεις στον προστατευόμενο χώρο, ενισχύει το ενδιαφέρον των πολιτών και δημιουργεί μία αίσθηση συν-ευθύνης για την εξέλιξη του οικείου αρχαιολογικού τοπίου, την προστασία και τη βελτίωση της ποιότητάς του. Ο ρόλος του εναλλακτικού τουρισμού είναι καίριος για την απόδοση των αρχαιολογικών χώρων στην κοινωνική ζωή ενός τόπου. Η αξιοποίησή τους μέσα από ήπιες μορφές τουρισμού, όπως ο πολιτιστικός και ο περιβαλλοντικός, μπορούν να εξασφαλίσουν την προστασία, την ανάδειξη και τη βιωσιμότητα των χώρων αυτών και του ευρύτερου τοπίου. 2.3 Το ζήτημα της μνήμης
Το τοπίο συχνά θεωρείται η υλοποίηση της μνήμης, η διαπραγμάτευση συλλογικών και ατομικών ιστοριών στον υπάρχοντα χώρο (Knapp & Ashmore 1999). Η αναζήτηση του παρελθόντος μέσα από απτά χωρικά σημάδια στο τοπίο ως ζωντανές μαρτυρίες του είδους της εξέλιξης που υπέστη μορφολογικά, πολιτισμικά ή οικολογικά αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα για έναν ιστορικό τόπο και τοποθετεί την έννοια της μνήμης ως κεντρικό σημείο αναφοράς στον σχεδιασμό του νέου τοπίου.
71
Σε έναν αρχαιολογικό χώρο, όσον αφορά τα μη κινητά ευρήματα που δεν μπορούν να μεταφερθούν σε έναν κλειστό εκθεσιακό χώρο, όπως συχνά γίνεται για προφανείς λόγους, η μνήμη του παρελθόντος μπορεί να ενεργοποιηθεί είτε άμεσα, μέσα από τη «μουσειακή» έκθεση των αρχαιολογικών αντικειμένων στον υπαίθριο χώρο είτε έμμεσα, με ανάδειξη των κρυμμένων, άυλων ιδιοτήτων του τοπίου που συνδέονται με την ιστορία του (ιδεών, ιδεολογιών, αρχών κοινωνικής οργάνωσης ή μέσων παραγωγής του αρχαίου πολιτισμού) και στη συνέχεια την αποτύπωσή τους στη νέα σχεδιαστική πρόταση. Κάτι τέτοιο βέβαια προϋποθέτει την «αποκρυπτογράφηση» όλων εκείνων των στοιχείων που κάποτε συγκρότησαν το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό πλαίσιο των κοινωνιών που αναπτύχθηκαν και έδρασαν στο συγκεκριμένο τόπο. Ιδιαίτερα όσον αφορά τους προϊστορικούς αρχαιολογικούς χώρους, στους οποίους η φυσική παρουσία των αρχαιολογικών ευρημάτων/αντικειμένων είναι συχνά πενιχρή, οι ερμηνείες αυτών των ευρημάτων από τους αρχαιολόγους μπορούν να αποτελέσουν κινητήριους μοχλούς για την ενεργοποίηση της μνήμης κατά τον επανασχεδιασμό του χώρου. Η ιστορική μνήμη όμως αφομοιώνεται στο παρόν. Αυτή η αφομοίωση γίνεται με τρόπο που δεν αφήνει τη μνήμη ανέπαφη, καθώς η τελευταία επενδύεται με διαφορετικά ιδεολογικά ή σημασιολογικά νοήματα ανάλογα με τις αντιλήψεις, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της εκάστοτε εποχής και τις επιστημονικές ερμηνείες των αρχαιολογικών ευρημάτων και του χωρικού τους πλαισίου
72
(τοπίο). Ακόμη περισσότερο, εμφανίζεται το φαινόμενο της επανεγγραφής στον ίδιο τόπο πολιτισμικών στοιχείων, συμβόλων, νοημάτων σε διαφορετικές χρονικές στιγμές μέσα στην ιστορία, τα οποία είναι ταυτόχρονα ορατά στο παρόν ως απομεινάρια διαφορετικών πολιτισμών. Η αντίληψη αυτής ακριβώς της συνύπαρξης –ή συνδήλωσης, όπως την ονομάζει ο Umberto Eco (1986: 63)– σε μία χρονική στιγμή (παρόν) διαφορετικών χρονικών στιγμών του παρελθόντος, «αξιοποιεί μεν στοιχεία από προϋπάρχοντες κώδικες, αλλά (…) τους μετασχηματίζει σταδιακά, παραμορφώνοντας τις ήδη γνωστές μορφές και λειτουργίες, οι οποίες κατά σύμβαση αναφέρονται στη συνδήλωση αυτή». Η νοητική αναπαράσταση του μνημείου και του ιστορικού τοπίου ποικίλλει ακόμη περισσότερο, καθώς το υποκείμενο φιλτράρει τα νοήματα και τα σύμβολα μέσα από προσωπικά του βιώματα, ιδεολογίες ή προσωπικές μνήμες που συνδέονται με τον τόπο ή με εικόνες και ακούσματα (αφηγήσεις) του παρελθόντος. Αυτή όμως η περίπτωση προβάλλει την υποκειμενική διάσταση της μνήμης, η οποία, όσον αφορά τον σχεδιασμό, δεν θα έπρεπε να αγνοείται. Σε κάθε περίπτωση, η ιστορική μνήμη (παρελθόν) μεταμορφώνεται σταδιακά σε μία ετερότητα, μέσα από φυσικές ή/ και ανθρωπογενείς διαδικασίες ή εξαιτίας της υποκειμενικής της διάστασης (ενέργειες του παρόντος) ή αφομοιώνεται από αυτές τις διαδικασίες ώστε να μπορεί να γίνει αποδεκτή ή να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες της σύγχρονης πραγματικότητας. Επομένως, η μνήμη είναι στοιχείο ευμετάβλητο, συχνά ανεξάρ-
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
τητο από τις αλλαγές που αφήνει πίσω της η ύλη (Knapp & Ashmore 1999). Μεταβάλλεται διαρκώς κατά την αποκάλυψή της στο παρόν και επικαιροποιείται. Υφίσταται δηλαδή μία σπειροειδούς μορφής εξέλιξη, αφού κατά την επαναλαμβανόμενη αποκάλυψή της δεν εμφανίζεται ποτέ ακριβώς η ίδια. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η παραγωγή μιας ετερότητας, ένα νέο νόημα για τον χώρο και για τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα/αντικείμενα. Μέσα από αυτό το πρίσμα, προβάλλεται η κρισιμότητα στον σχεδιασμό του τρόπου ενεργοποίησης της μνήμης, καθώς η ιδιότητά της να επανερμηνεύεται ή να ανακατασκευάζεται προδιαγράφει τόσο την πρόσληψη του τοπίου όσο και την κατανόηση των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επομένως, ο χειρισμός κατά τον σχεδιασμό του ζητήματος της μνήμης, ως κάτι που βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή ανάλογα με το υποκείμενο και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ενεργοποιείται, θα πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε να μπορεί να εξασφαλίσει τη δυνατότητα προσωπικής ερμηνείας του αρχαιολογικού τοπίου και των ευρημάτων/ μνημείων. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αξιοποιείται η ιδιότητα της μνήμης να μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο. Για τον λόγο αυτό, οι προτεινόμενες χωρικές διαμορφώσεις, εκτός από διακριτές, οφείλουν να είναι «αναστρέψιμες» (Κοζυράκη 2006: 58, Αστρεινίδου 1997: 16), άρα ευέλικτες ως προς την οργάνωση του χώρου και την κατασκευή τους, ώστε να μην ακυρώνουν μελλοντικές ερμηνείες των αρχαιοτήτων ή του τοπίου, τόσο από μελλοντικούς ερευνητές όσο και από τους επισκέπτες.
ιστορικοτητα και τοπιο
Η διαδρομή σε έναν ιστορικό τόπο οφείλει να αποτελεί κάτι παραπάνω από ένα καθιερωμένο πρόγραμμα επίσκεψης, όπου κάθε τι μπορεί να το δει κανείς με τη σειρά του. Αντίθετα, κάθε επίσκεψη θα έπρεπε να αποτελεί «μία εμπειρία αναρώτησης, ανακάλυψης, ίσως και επίγνωσης» (Σταυρίδης 2006: 306-9), οπότε και οι «ξεναγήσεις» στον χώρο να μετατραπούν σε εμπειρικά ταξίδια με χωρική αλληλουχία, πότε ενδογενή και πότε εξωστρεφή (Mead 1997). Κυρίως όμως τονίζεται η ανάγκη οι νέοι χώροι να είναι δημιουργικοί (ΑνανιάδουΤζημοπούλου 1992: 28) και διαδραστικοί (Κοζυράκη 2006: 53), που θα αναβιώνουν την ιστορικότητα του τόπου, θα διεγείρουν το πνεύμα και τη μνήμη με τρόπο που να προωθείται η εξερεύνηση, η κριτική διερεύνηση, η προσωπική αναζήτηση και η βιωματική μάθηση. 3. ΤΟ ΤΟΠΙΟ ΩΣ ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
Εξίσου με τον πολιτισμικό και ιστορικό χαρακτήρα των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, το στοιχείο της ιστορικότητας του τοπίου γύρω από αυτούς αποτελεί πλούσια δεξαμενή άντλησης πληροφορίας για την κατανόησή τους. Λιγότερο φανερά, από τα ίδια τα αρχαιολογικά ευρήματα/αντικείμενα, στοιχεία του τοπίου όπως η ύπαρξη συμβολισμών και νοημάτων, αντικρουόμενων στοιχείων, κυρίαρχων δυνάμεων και αντιφάσεων μπορούν να αποκαλύψουν φανερές ή κρυμμένες διαστάσεις πολιτισμών του παρελθόντος. Τα στοιχεία αυτά αναφέρονται τόσο στο
73
ανθρωπογενές όσο και το φυσικό περιβάλλον μέσα από τα οικολογικά χαρακτηριστικά του, οπότε και αντλούνται πληροφορίες για τη σχέση του ανθρώπου με αυτό. Επιπλέον, καθώς το αρχαιολογικό τοπίο ενσωματώνει πολλαπλούς τόπους και χρόνους (Knapp & Ashmore 1999), μετατρέπεται τελικά στον βασικότερο μάρτυρα της διαχρονικής πορείας προηγούμενων κοινωνιών. Μπορούν δηλαδή να διακριθούν, αν και συχνά με δυσκολία, οι μετασχηματισμοί και οι μεταλλάξεις –ή/και η διαδικασία τους– τις οποίες υπέστη το τοπίο κατά τη διάρκεια του χρόνου. Για όλους αυτούς τους λόγους, το τοπίο, εξίσου με τα αρχαιολογικά ευρήματα, μπορεί να λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης για μια σχεδιαστική πρόταση διαμόρφωσης αρχαιολογικών χώρων. ΄Όπως συμβαίνει στο πλαίσιο της σύγχρονης αρχαιολογικής έρευνας με την αναζήτηση «ευρημάτων» πέρα από τα ίδια τα αντικείμενα μιας ανασκαφής (Χουρμουζιάδη 2010: 115), ώστε «η επιστήμη να απομακρυνθεί από τον εμπειρισμό στην κατεύθυνση μιας νέας ολιστικής ενασχόλησης για την κατανόηση των νοηματοφόρων σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους και πράγματα» (Tiley 2007), έτσι και στις σύγχρονες προσεγγίσεις για τη μελέτη του τοπίου, κυρίως του ανθρωπογενούς, αρχαιολογικού ή μη, αυτό που ζητάει να αποκαλυφθεί, δεν είναι το τοπίο ως σκηνικό ή αντικείμενο, αλλά το τοπίο ως φορέας ιδεών, χειρισμών και σύνθετων στρατηγικών (Corner 1999: 23). Στον βαθμό λοιπόν που το τοπίο γενικότερα αντιμετωπίζεται, μεταξύ άλλων, ως χώρος
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
74
κωδικοποιημένος, ο σχεδιασμός του προϋποθέτει μία διαδικασία «αποκωδικοποίησης» της εικόνας του, η οποία συνοψίζει, οπτικοποιημένα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (οικολογικά, κοινωνικο-οικονομικά και πολιτισμικά) (Ανανιάδου-Τζημοπούλου 1992), όλα δηλαδή τα στοιχεία που συνθέτουν το συνολικό βιωματικό αποτέλεσμα που γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον χρήστη. Στις μελέτες αρχιτεκτονικής τοπίου αυτή η αποκρυπτογράφηση γίνεται με συστηματικό τρόπο μέσα από την ανάλυση του τοπίου (landscape analysis), ως πρωταρχικό και απαραίτητο στάδιο κάθε σχεδιαστικού εγχειρήματος. Πρόκειται για μια σύνθετη και ερμηνευτική διαδικασία σε επίπεδο χωρικών σχέσεων, αντιληπτικών ποιοτήτων, οικολογικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών, η οποία επιχειρεί να εντοπίσει και να καταγράψει τα ίχνη του φανερού και κρυμμένου δυναμικού, των προοπτικών για εξέλιξη και των δυνατοτήτων προσαρμογής του τοπίου στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Αρχαιολογικοί χώροι, μνημεία και ιστορικό τοπίο έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν, άμεσα ή έμμεσα, στοιχεία του παρελθόντος στο παρόν και να τροφοδοτήσουν τη γνώση, την καλλιέργεια του πνεύματος και τη δημιουργικότητα του σύγχρονου ανθρώπου. Δεδομένου ότι το πολιτισμικό και κατ’ επέκταση το αρχαιολογικό τοπίο μπορούν να αποτελέσουν φορείς πολλαπλών ερμηνειών και τρόπων αντίλη-
ψης του ίδιου του τόπου και της ιστορίας του, οι επεμβάσεις γύρω από αρχαιολογικούς χώρους ή μνημεία πρέπει να αποφεύγουν το μιμητισμό και την πιστή αναβίωση ιστορικών μορφών, αφού στερούν από τον επισκέπτη την ελευθερία απόδοσης της δικής του προσωπικής ερμηνείας και αντίληψης του τοπίου και των μνημείων. Ο σχεδιασμός γύρω από αρχαιολογικούς χώρους έχει πολλαπλό σκοπό. Πρώτιστα αποβλέπει στην περιβαλλοντική και πολιτιστική προστασία και ανάδειξη των ευρημάτων της αρχαιολογικής σκαπάνης και του συνόλου του πολιτισμικού τοπίου. Οφείλει όμως να παράγει σύγχρονους, δημιουργικούς επισκέψιμους χώρους και να αποβλέπει στη διαμόρφωση ενός νέου τοπίου, με σεβασμό προς την ιστορικότητα του τόπου, τις πολιτισμικές και τοπιακές ιδιαιτερότητες και τις σύγχρονες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της περιοχής. Οι αρχαιολογικοί χώροι οφείλουν να διαφυλαχτούν και να αναδειχθούν, με τρόπο όμως που να μπορούν να αποδοθούν στη εξυπηρέτηση των σύγχρονων κοινωνικών απαιτήσεων για επιμόρφωση, εκπαίδευση, ενημέρωση και αναψυχή. Με άλλα λόγια, η επιτυχία μιας νέας επέμβασης σχεδιασμού τοπίου σε αρχαιολογικό χώρο κρύβεται στη δυνατότητα δημιουργικής επικοινωνίας του σύγχρονου ανθρώπου (παρόν) με την ιστορία του (παρελθόν). Η επιστήμη της αρχαιολογίας και η επιστήμη της αρχιτεκτονικής τοπίου μοιράζονται μία κοινή αγωνία: αυτή της αναζήτησης υλικών ή νοητών εγγραφών στον χώρο κρυμμένων κοινωνικοοικονομικών, οικολογικών και πολιτι-
ιστορικοτητα και τοπιο
σμικών διαστάσεων της ανθρώπινης κοινωνίας μέσα στον χρόνο, με απώτερο σκοπό την ερμηνεία τους. η μεν αρχαιολογία στο πλαίσιο άντλησης πληροφορίας για την κατανόηση μίας κοινωνίας του παρελθόντος, η δε αρχιτεκτονική τοπίου για τη διερεύνηση της χωρικής έκφρασης της δράσης μιας κοινωνίας μέσα στο φυσικό, χωρικό της υπόβαθρο, με άλλα λόγια τη διερεύνηση του τοπίου. Πράγματι, τόσο, η δυναμική προσέγγιση στο πλαίσιο των αρχαιολογικών ανασκαφών (Χουρμουζιάδης 2009: 152) όσο και η ανάλυση του τοπίου ως το πρώτο στάδιο κατά τη διαδικασία εκπόνησης μίας μελέτης αρχιτεκτονικής τοπίου αποβλέπουν ουσιαστικά στην ανάγνωση, κατανόηση και ερμηνεία πραγματικών ή νοητών «αναπαραστάσεων» του κοινωνικο-οικονομικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι μιας κοινωνίας.
75
Είναι προφανές λοιπόν ότι στην περίπτωση σχεδιασμού ενός αρχαιολογικού χώρου με στόχο την απόδοσή του στον σύγχρονο άνθρωπο, η συνεργασία μεταξύ των δύο επιστημών φαίνεται απολύτως απαραίτητη. Ακόμη περισσότερο, η συνεργασία περισσοτέρων επιστημονικών κλάδων που εμπλέκονται με ζητήματα έρευνας, διαχείρισης, αξιοποίησης και σχεδιασμού ιστορικών/αρχαιολογικών χώρων, όπως της περιβαλλοντολογίας, ανθρωπολογίας, κοινωνιολογίας, γεωγραφίας, γεωτεχνικής κ.ά. κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαφύλαξη και η προστασία του συνολικού πολιτισμικού δυναμικού, ο σύνθετος χαρακτήρας των αρχαιολογικών τοπίων και κυρίως η ενεργή συμμετοχή τους στο δημόσιο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
76
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανανιάδου-Τζημοπούλου, Μ. 1992 Υδροβιοτεχνικά τοπία στο Βελεστίνο. Πολιτισμικό τοπίο νερόμυλων και νεροτριβών: Μία πρόταση. Στο Τιμητικός Τόμος Δ. Α. Φατούρου, Τεύχος Α, Τόμος ΙΕ. (επιμ. Σ. Ζαφειρόπουλος): 19-46. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ. 2011 Το «ελληνικό» πολιτισμικό πάρκο. Στο Εν Χώρω Τεχνήεσσα (επιμ. Α. Στεφανίδου): 57-68. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ. Anagnostopoulos, G. (ed.) 1998 Art and Landscape. Athens: Michelis (IFLA Central Region Symposium Proceedings). Ananiadou-Tzimopoulou, M. 2005 Landscape projects as society’s projects. Ιasme Transactions WSEAS 4(2): 562-8. Αστρεινίδου, Π. 1997 Οι παρεμβάσεις σε δέκα αρχαιολογικούς χώρους - ερμηνεία και σχεδιασμός. Στο Διαμορφώσεις 10 αρχαιολογικών χώρων στη Θεσσαλονίκη: Η «Άγνωστη» Πόλη (επιμ. Π. Αστρεινίδου & Σ. Λυμπέρη): 14-7. Αθήνα: 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Untimely Books. Βερεσόγλου, Δ. Σ. 2004 Οικολογία Β έκδοση. Λάρισα: Περιφερειακές Εκδόσεις «έλλα». Corner, J. (ed.) 1999 Recovering Landscape: Essays in Contemporary Landscape Architecture. New York: Princeton Architectural Press. Darvill, T. 1999 The historic environment, historic landscapes and space-time-action models in landscape archaeology. In The Archaeology and Anthropology of Landscape: Shaping your landscape. (ed. P. J. Ucko & R. Layton): 104-18. London: Routledge. Delavigne, R. 1974 Le prix du paysage. Science et Avenir 13: 15-21. Eco, U. 1986 Function and sign: Semiotics of Architecture. In The City and the Sign: An Introduction to Urban Semiotics (ed. M. Gottdiener & P. A. Lagopoulos): 55-86. New York: Columbia University Press. Fowler, P. 1998 Moving through the landscape. In The Archaeology of Landscape: Studies presented to Christopher Taylor (ed. P. Everson & T. Williamson): 25-41. Manchester: Manchester University Press. Gulliver, R. 1989 Reconstructing a historic landscape. Landscape Design Journal 6: 38-41. Ingerson, Α. 2000 What are cultural landscapes? http://home.comcast.net/~jay.paul/landscapes.doc (Τελευταία είσοδος 23/6/2012). Inglis, F. 1977 Nation and community: A landscape and its morality. Sociological Review 25: 489-14. Ingold, T. 1993 The temporality of the landscape. World Archaeology 25(2): 152-74. Κοζυράκη, Μ. 2006 Ολοκληρωμένη Διαχείριση και Ανάδειξη Πολιτισμικών-Αρχαιολογικών Τοπίων: Η Περίπτωση της Κεντρικής Κρήτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών, Ειδίκευση Επιστήμης των Οπωροκηπευτικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Knapp, A. B. & W. Ashmore 1999 Archaeological landscapes: Constructed, conceptualized and ideational. In Archaeologies and
ιστορικοτητα και τοπιο
77
Landscape: Contemporary Perspectives (ed. W. Ashmore & A. B. Knapp): 1-30. Malden Mass: Blackwell. Koziraki, M. & M. Tratsela 2004 Enhancement and integration of historic monuments into the urban landscape: A “play” between time and space. New Landscapes for Old Structures and New Structures in Old Landscapes, IFLA Central Region Conference, 3-5 May, Prague. Lassus, B. 1998 The Landscape Approach. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Λάββας, Γ. Π. 1998 Ο σχεδιασμός των αρχαιολογικών χώρων. Αρχιτέκτονες 11: 29-34. Mc Glade, J. 1999 Archaeology and the evolution of cultural landscapes: Towards an interdisciplinary research agenda. In The Archaeology and Anthropology of Landscape: Shaping your Landscape (ed. P. J. Ucko & R. Layton): 458-82. London: Routledge. Mead, Α. 1997 Secret world on the edge of London. The Architect’s Journal 5: 28-33. Morin, R. 1999 Creative preservation: The development of an artistic approach to the preservation and presentation of the past. Conservation and Management of Archaeological Sites CMAS 4(3): 191-201. Σταυρίδης, Σ. 2006 Μνήμη και καθημερινότητα της εξαίρεσης: Στρατόπεδο κρατουμένων Γυάρου. Στο Μνήμη και Εμπειρία του Χώρου (επιμ. Σ. Σταυρίδης): 293-13. Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Στεφάνου, Ι. 2001 Η Φυσιογνωμία ενός Τόπου: Ο Χαρακτήρας της Ελληνικής Πόλης τον 21ο αιώνα. Αθήνα: Εργαστήριο Πολεοδομικής Σύνθεσης ΕΜΠ. Taylor, K. 1999 Making spaces into places: Exploring the ordinarily sacred – the cultural landscape. Landscape Australia Journal 2: 107-12. Τερκενλή, Θ. Σ. 1996 Το Πολιτισμικό Τοπίο: Γεωγραφικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Terkenli, S. T., I. A. Tsalikidis & F. Tsigakou 2001 The physical landscape of Greece in nineteenth-century painting: An exploration of cultural images. In Art and Landscape, IFLA Central Region Symposium (ed. G. I. Anagnostopoulos): 618-32. Athens: Michelis. Tilley, C. 2007 Materiality in materials. Archaeological Dialogues 14(1): 16-20. Τρατσέλα, Μ. 2011 Η Αρχιτεκτονική του Τοπίου της Θεσσαλονίκης: Ο Ρόλος της Χρονικότητας στον Σχεδιασμό του Τοπίου. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη: Τμήμα Αρχιτεκτόνων Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Tuan, Y.-F. 1979 Thought and landscape: The eye and the mind’s eye. In The Interpretation of Ordinary Landscapes (ed. D.W. Meinig): 89-102. Oxford: Oxford University Press. Χουρμουζιάδη, Α. 2010 Από το εύρημα στο έκθεμα. Ανάσκαμμα 4: 109-40. Χουρμουζιάδης, Γ. Χ. 2009 Η «κοσμολογία» της ανασκαφής (σχεδίασμα). Ανάσκαμμα 3: 151-60. 2010
Πολιτισμός του νερού; Ανάσκαμμα 4: 7-10.
ΜΑΡΙΑ ΤΡΑΤΣΕΛΑ
78
Historicity and landscape: Contemporary design issues of archaeological spaces Maria Tratsela The large numbers of archaeological sites or single monuments on Greek territory, trying to survive within the usually inhospitable conditions of the wider environment, bring out several design issues related to their protection and enhancement. Moreover, in the context of postmodernity at the second half of 20th century, within most design fields, such as architecture, urban design and landscape architecture, much attention was given to the issue of historicity of a place. The questions arisen, still a subject of discussion among designers, specify to a large extent the final design proposal. They relate to the co-existence in space of the three time dimensions - past, present, future -, which is most evidently expressed in the historic character of the landscape. Given that the enhancement, development and protection of the archaeological monuments form the primary goal in every historic landscape design project,
the discourse is briefly focused on: 1) The co-existence of the historic element and the modern character of the new intervention, 2) The relation between the archaeological space and the wider landscape including the contemporary way of living, 3) The recovery of historic memory, along with the following consequences to the conveyance of the archaeological information to the visitor of the site. It is about a re-negotiation of the contradictory co-existence of the old (past) and new (present/future), the static and the changing, conservation and innovation. The paper thoroughly discusses these issues. It is suggested that the success of new design interventions is hidden in the development of a creative communication between modern man (present) with his history (past), by avoiding imitation, and by producing new, flexible and creative public spaces designed for a contemporary society.
γ. χ. χουρμουζιαδησ
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
Αν δεχτούμε, λοιπόν, έστω και συμβατικά, ότι αρχαιολογία σημαίνει μελέτη των κοινωνιών του παρελθόντος και του περιβάλλοντός τους, μέσω της συστηματικής συγκέντρωσης και ανάλυσης ευρημάτων, πρέπει να δεχτούμε με την ίδια λογική ότι η Προϊστορική Αρχαιολογία, συλλέγει, καταγράφει, ταξινομεί και αναλύει τα αρχαιολογικά πράγματα, τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, δηλαδή, που κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια για να αναδείξει με ποιον τρόπο μέσω αυτών των πραγμάτων και των μαρτυριών αντικειμενοποιείται ο άνθρωπος της Προϊστορίας. Το πρόβλημα όμως ή έστω απλώς το θέμα δεν είναι με τι ασχολείται η «Προϊστορική Αρχαιολογία», αλλά τι είναι η Προϊστορία. Μια απλή, εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα απάντηση μας λέει πως «Προϊστορία» είναι μια χρονική περίοδος για την οποία δεν έχουμε γραπτές μαρτυρίες. Οι άνθρωποι δηλαδή
που έζησαν σ’ αυτή τη χρονική περίοδο δεν ήξεραν να «γράφουν» και γι’ αυτό δεν μας άφησαν «γραμμένες» εντυπώσεις, σχόλια ή γενικά παρατηρήσεις για την εποχή τους, για τη ζωή τους, τη σκέψη τους, τα προβλήματά τους, για όσα τέλος πάντων αποτελούσαν το περιεχόμενο της δικής τους εποχής. ΄Όπως έκαναν και κάνουν οι άνθρωποι των άλλων εποχών και δίνουν, με τον τρόπο αυτό, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για να γραφεί η ιστορία τους, με όποιον τρόπο κι αν γράφεται αυτή. Μια τέτοια απάντηση όμως δεν είναι πέρα για πέρα σωστή. Γιατί αυτό μονάχα είναι η Προϊστορία; Μια εποχή για την οποία δεν έχουμε γραπτές πληροφορίες; Κι όλα αυτά που μας άφησαν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης: Τα εργαλεία, τα σκεύη, τα κατάλοιπα της τροφής τους, τα ερείπια των σπιτιών τους δεν είναι πληροφορίες; Δεν είναι κι αυτά, με τον τρόπο τους, αδιαμφισβήτητα στοιχεία αντικει-
γ. χ. χουρμουζιαδησ
80
μενοποίησης του ανθρώπου; Δεν είναι «κείμενα» που μιλάνε για τη ζωή της εποχής εκείνης για ό,τι την αποτελούσε, της έδινε μορφή και κίνηση; Σχετικό και πολύ χαρακτηριστικό είναι αυτό που έχει γραφεί: «…χωρίς τα πράγματα -τον υλικό πολιτισμό με άλλα λόγια- δεν θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς ούτε να γνωρίσουμε τους εαυτούς μας. Ο υλικός πολιτισμός δεν χωρίζεται από τον πολιτισμό και την ανθρώπινη κοινωνία»2. Θα ήτανε λάθος, λοιπόν, αν τα χαρακτηρίζαμε όλα αυτά τα «πράγματα» ένα είδος «γραφής»; Αν ακόμα μαζί μ’ αυτά λογαριάζαμε και τα διάφορα διακοσμητικά θέματα που βρίσκουμε πάνω στα αγγεία τους, εγχάρακτα ή γραπτά, τα ειδώλια, και όλα τα «σημάδια» που έχουν πολλές φορές στην επιφάνειά τους πήλινα, πέτρινα ή κοκάλινα αντικείμενα, δεν θα έπρεπε να πούμε πως έχουμε στη διάθεσή μας ένα πλούσιο «λεξιλόγιο» που μας πληροφορεί πώς ακριβώς ήτανε η εποχή εκείνη, πώς οργάνωναν τον χώρο τους, ποιο ήτανε το αντικείμενο της παραγωγής τους, με ποιον τρόπο το πετύχαιναν και πώς μοίραζαν το προϊόν αυτό, ποια ήτανε η οικονομία τους, με άλλα λόγια. σε ποιο επίπεδο είχε φτάσει η κατασκευαστική τους επιτηδειότητα, η τεχνολογία τους, δηλαδή; Και τέλος, ποια ήταν η «αισθητική» τους και ίσως ίσως, ποιες ήτανε οι «ιδέες» τους; Και δεν θέλω να συμφωνήσω με την άποψη που δίνει στα «πράγματα» του πολιτισμού τον χαρακτήρα του «βιβλίου». ΄Όχι. Θέλω να τα αντιλαμβάνομαι όλα αυτά
1 2
ως έναν άπειρο κόσμο. Υλικό όμως, που «στοιχειώνεται», θα έλεγε ο Carl Sagan3 από «δεδομένα», στα οποία χρωστάμε και τη δική μας ύπαρξη, ή μέσω αυτών την αντιλαμβανόμαστε. Το λάθος, κατά την άποψή μου, είναι πως έχοντας μέσα στη συνείδησή μας μια συγκεκριμένη εικόνα της «γραφής», ως ένα σύστημα γραμμάτων, συλλαβών, σημείων στίξης και συντακτικής οργάνωσης, τα προϊόντα του οποίου μας δίνουν πληροφορίες για την εποχή που γράφτηκαν, δεν μπορούμε να βρούμε κάτι παρόμοιο ανάμεσα στα προϊστορικά ευρήματα. Το περίεργο όμως είναι, και ίσως να μην είναι τόσο περίεργο, γι’ αυτό και μπορούμε εύκολα να το εξηγήσουμε, πως η τρέχουσα άποψη για την Προϊστορία, η άποψη της Παιδείας μας γενικώς, δεν σταματάει στα «γράμματα», αλλά καλύπτει όλη την έκταση εκείνου, του μακρινού μεν αλλά πολύ συγκεκριμένου παρελθόντος. Περιγράφουμε, δηλαδή, και διδάσκουμε την Προϊστορία σαν να ήταν ένας κόσμος ελλείψεων και μιας ιδιόρρυθμης «βαρβαρότητας». Το ότι οι άνθρωποι της Προϊστορίας ήτανε αυτοί που για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία έμαθαν να χτίζουν σπίτια, να κατασκευάζουν αγγεία, να καλλιεργούν τη γη και να εξημερώνουν τα άγρια ζώα, να φτιάχνουν ψωμί και να μαγειρεύουν το φαγητό τους το ξεχνούμε ή δεν συνειδητοποιούμε τη σημασία του. Δεν συνειδητοποιούμε, δηλαδή, κι αυτό δεν είναι υπερβολή, ότι στην Προϊστορία βρίσκονται τα θεμέλια όλων των πολιτισμών. Ακόμα και σήμερα οι πρωτο-
Tilley. C. (2006), Handbook of Material Culture. London: SAGE, σελ. 61. Sagan, C. (1998), Ο Στοιχειωμένος Κόσμος. Αθήνα: Παπασωτηρίου.
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
γενείς δραστηριότητες του πολιτισμού μας μάς συνδέουν άμεσα με την εποχή των «αγράμματων» γεωργοκτηνοτρόφων της Προϊστορίας! Έχω την υποψία όμως, και δεν την αφήνω να φύγει από το πίσω μέρος του μυαλού μου, πως το «λάθος» αυτό είναι σκόπιμο, γιατί βολεύει απόλυτα τη «δυτική σκέψη» που βρίσκεται στο θεμέλιο της αρχαιολογικής έρευνας, και θα την περιέγραφα πάνω κάτω με όσα θα ακολουθήσουν. Στο πλαίσιο της γενικής Παιδείας η Προϊστορία δεν αντιμετωπίζεται ως φυσική, αυτόνομη πολιτισμική πραγματικότητα, όπως αυτή αποκαλύπτεται με το σύνολο των «στατικών» (Binford) στοιχείων που φέρνουν στο φως οι ανασκαφές, των «στατικών» εκείνων στοιχείων που στη συνέχεια αναλύονται από τη σύγχρονη έρευνα για να συσχετιστούν, πολλές φορές και με τη βοήθεια εθνοαρχαιολογικών ερευνών και της ενδεχόμενης αναλογίας, για να μας αποκαλύψουν τα δυναμικά που συνιστούν και την πραγματικότητα, όχι μόνο τη σημερινή αλλά και εκείνη του παρελθόντος. Ένα «παρελθόν» που από τη μεταμοντέρνα αντίληψη, μάλιστα, χαρακτηρίζεται σαν επιστημονική Ουτοπία και το κατασκευασμένο περιεχόμενο προσωπικών αφηγήσεων. Θέλω να πω πως η σύγχρονη δυτική σκέψη κατασκεύασε έναν «λόγο», όπως θα έλεγε ο Foucault4, για έναν «πολιτισμό» των ελλείψεων και της βαρβαρότητας, δημιουργώντας ανιστορικές αναπαραστάσεις και περιγράφοντας έναν μοναχικό άνθρωπο που απλώς κατασκεύαζε! Και οι αρχαιο3
81
λόγοι, με βάση την επιστημολογική τους τοποθέτηση, τυπολογούν τα προϊόντα των προϊστορικών κατασκευαστών και τα χαρακτηρίζουν είτε ως διεκπεραιωτές αναγκαίων χρήσεων είτε ως φορείς νοημάτων ή δυσερμήνευτων συμβολισμών. Το αποτέλεσμα αυτών των προσεγγίσεων και οι μόνιμα εγκατεστημένες στον χώρο της προϊστορικής έρευνας, εναγώνιες σχεδόν αναζητήσεις χρονολογήσεων, είναι, η Προϊστορία τελικά, να μην αποκαλύπτεται ως ένα σύνολο ερμηνευτέων πραγμάτων, αλλά ως ένα άθροισμα αφηρημένων, φαινομένων, προϊόν σκέψεων και όχι συγκεκριμένων αναγκών. Κι έτσι, να παγιδεύεται αναπόφευκτα στα όρια ενός κλειστού συστήματος, με εργαστηριακό ενδιαφέρον για την περιορισμένη κοινότητα των αρχαιολόγων. Και το κοινό, μακριά από όλα αυτά, δεν καταλαβαίνει ούτε τις γραφειοκρατικές περιγραφές της παραδοσιακής αρχαιολογίας ούτε τις αδιέξοδες αφηγήσεις των μεταμοντέρνων αναγνωστών του παρελθόντος. Κι όμως το μάθημα του Gordon Childe, που εισάγει τον πολιτισμό όχι μόνο ως αντικείμενο περιγραφής αλλά και ως συγκεκριμένο ερευνητικό ζητούμενο και πρόκληση ερμηνείας των υλικών πραγμάτων που τον συγκροτούν, δεν ξεπεράστηκε ακόμα. Απλώς έχει «μεταλλαχθεί» γλωσσικά. Τόσο στις οικολογικές ακρότητες του Binford, στην προσπάθειά του να προβάλει τον πολιτισμικό χαρακτήρα της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλοντος όσο και στους ερμηνευτικούς ακροβατισμούς του Hodder στην προ-
Foucault, M. (1970), Η Τάξη του Λόγου. Αθήνα: Ηριδανός.
82
σπάθειά του να ανακαλύψει το «νόημα» των πραγμάτων μέσα στον δύσβατο χώρο του συμβολισμού τους. Από αυτό το μάθημα προκύπτει και ο ανεκτίμητος προσανατολισμός της έρευνας, θεμελιωμένης επάνω στην άποψη που εξισώνει τα αθροίσματα των ευρημάτων με τα κοινωνικά σύνολα των συγκεκριμένων ανθρώπων και όχι τις φαντασματικές “identities”. ΄Ένας «προσανατολισμός», με άλλα λόγια, που μας υπενθυμίζει ότι «κάνουμε μεγάλο λάθος, όταν απομακρύνουμε τις πνευματικές αξίες της ζωής από την υλική τους βάση», όπως έγραψε ο F. Engels στο “Anti-Dühring”. Και, φυσικά, αναφέρομαι σε μια πρόταση διαμετρικά αντίθετη από εκείνη που επεξεργάζεται στο επίπεδο της Ιστορίας και προτείνει ο φιλόσοφος και αρχαιολόγος R. G. Collingwood, επηρεάζοντας έντονα την τρέχουσα ερμηνευτική αρχαιολογία. Και εννοώ την ακόλουθη πρόταση: «Για να εξηγήσουμε μια δραστηριότητα, εκείνο που χρειαζόμαστε να ψάξουμε είναι το νοητικό κίνητρο που την καθιστά κατανοητή και όχι το ίδιο το προϊόν της». Μια πρόταση που αν την προβάλουμε στην περιοχή της επιστημολογίας θα αναγνωρίσουμε την εισαγωγή, με τον τρόπο αυτό, ενός ιδιόρρυθμου εμπειρισμού, γιατί στην περίπτωση της πρότασης του Binford πρέπει να κάνουμε τα «πράγματα» να μιλήσουν για τον εαυτό τους μέσω των υλικών τους στοιχείων, και στην περίπτωση της πρότασης του Collinwood, όμως, καλούνται να μιλήσουν, μέσω του νοήματός τους και όχι μέσω της ανάγκης που τα παρήγαγε. Και έτσι, ο σημαντικός διανοητής Collinwood κατορθώνει να οδηγήσει σημαντικούς
γ. χ. χουρμουζιαδησ
σύγχρονους αρχαιολόγους να ισχυριστούν πως ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «σύνολο νοημάτων», που περιμένουν την «αποκρυπτογράφησή» τους. Ξεχνώντας το γεγονός πως ο πολιτισμός, όπως έρχεται στο φως μέσα στα ανασκαφικά σκάμματα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο πραγμάτων που μας αποκαλύπτουν «χρήσεις», «ανάγκες» και κοινωνικές αποφάσεις και όχι νοητικά κίνητρα και συμβολισμούς. Γιατί στην περίπτωση που το αρχαίο «πράγμα» γίνεται εύρημα, χάνει την υλική του υπόσταση. Απομακρύνεται από τον πολιτισμό και από τη σχέση του με τον άνθρωπο που το κατασκεύασε ή το χρησιμοποίησε, δίνοντάς του έτσι την κοινωνική του σημασία. Άρα καιρός να αναρωτηθούμε: Τι ακριβώς είναι η Προϊστορία; Εγώ κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το παρελθόν, η Προϊστορία, με άλλα λόγια, που με ταλαιπωρεί και με γοητεύει εδώ και πολλά χρόνια δεν είναι «μια ξένη χώρα» για να δανειστώ την έκφραση τοu David Lowenthal, όπως έκανε κι εκείνος. Και μια τέτοια διαπίστωση δεν είναι το πρόπλασμα μιας προσωπικής «αφήγησης». Απλώς είναι η ομολογία ότι άργησα να συνειδητοποιήσω ότι ανάμεσα στα πράγματα που κρατούμε εμείς οι προϊστοριολόγοι στα χέρια μας είμαστε και εμείς οι ίδιοι. Και εμείς επιμένουμε να τα προσεγγίζουμε σαν προϊόντα της δυσερμήνευτης νόησης των ανθρώπων της Προϊστορίας. Κατά την άποψή μου, η γνώση που πρέπει να αποκτήσουμε γι’ αυτά πρέπει να είναι μια γνώση που θα προκύπτει από τη συνειδητοποίηση μιας ζωικής «συνέχειας»: της εσωτερικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στις εποχές, της «Προϊστορίας» και της
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
«Ιστορίας», ως συγκεκριμένων κοινωνικών συστημάτων (καλλιέργεια της γης, κτηνοτροφία, η ανάγκη της στέγης, η διαχείριση της διατροφής με την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων). Κι αυτήν ακριβώς τη σχέση, με τα όμοια ή τα ανόμοια που ενσωματώνει και τη διάκριση που αρνείται δεν θέλω να τη χαρακτηρίζω ως «συμμετρία», όπως θα έλεγε η έφηβος «Συμμετρική Αρχαιολογία»5. Εγώ τη χαρακτηρίζω ως «το ιστορικό περιεχόμενο της Προϊστορίας». Το περιεχόμενο δηλαδή των «προϊστορικών συμβάντων» που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να εξυπηρετούν τις ίδιες ανάγκες, διεκπεραιώνοντας τις ίδιες χρήσεις. Και ένας τρόπος αξιόπιστος, κατά την άποψή μου, για να αποκτήσουμε μια τέτοια «ανάγνωση» και γνώση του προϊστορικού παρελθόντος είναι η ερευνητική διαδικασία που χαρακτηρίζεται ως «Αρχαιολογία και Περιβάλλον». Κι αυτή τη διαδικασία δεν τη αντιλαμβάνομαι μόνο ως μέθοδο ανασύνθεσης και ερμηνείας των ανασκαφικών δεδομένων, αλλά προπαντός ως θεωρητική μέθοδο αναζήτησης της «συνέχειας». Αναφέρομαι, όπως θα καταλάβατε, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα πολιτισμικό συνεχές, όπου τα κενά και οι διακοπές δεν αποτελούν ρήξη της συστημικής σχέσης των πολιτισμικών περιόδων, αλλά προκύπτουν από την προσπάθεια του ανθρώπου να προσαρμοστεί στη συνεχή ολοκλήρωση της συνείδησής του που προσδιορίζεται από τον αντικειμενικό κόσμο, από το διαλεκτικό «γίγνεσθαι» της φύσης. 4
83
Διατυπώνοντας, βέβαια, αυτή την άποψη, παίρνω στα σοβαρά υπόψη μου την υπολανθάνουσα άποψη της κυρίαρχης παιδείας που αντιλαμβάνεται την Προϊστορία ως περίοδο της ανθρώπινης βαρβαρότητας και προσπαθώ να την υπερβώ. Kαι μια τέτοια υπέρβαση δεν προσπαθώ να τη θεμελιώσω μόνο σε προσωπικά, θεωρητικά επιχειρήματα, αλλά και στην αντικειμενική μελέτη: α) των προτάσεων που κυριαρχούν και γίνονται αποδεκτές από τη σχετική έρευνα και την κοινωνία και αναφέρονται στους παράγοντες που διαμορφώνουν την Ιστορία, φυσικά στο περιεχόμενο και το νόημα αυτών των παραγόντων, β) στην αντικειμενική μελέτη της σχέσης του ανθρώπου με το περιβάλλον, όπως αυτό το αντιλαμβάνεται η μελέτη του υλικού πολιτισμού, στο πλαίσιο της αρχαιολογικής έρευνας, και γ) στην αντικειμενική μελέτη του ιδεολογικού περιεχόμενου της τρέχουσας αντίληψης για την Προϊστορία. 1. Το νόημα και το περιεχόμενο της Ιστορίας
Για την οικονομία του περιγραφικού χαρακτήρα αυτού του κειμένου θα αναφερθώ στις τέσσερις βασικές αντιλήψεις-θεωρίες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προτείνονται σχετικά με τη μελέτη της Ιστορίας. 1.1 Ιστορικοϋλιστική πρόταση Στο βασικό περιεχόμενο της πρότασης αυτής αναφέρεται ο Μαρξ στον
Witmore, C. L. (2007), Symmetrical Archaeology: Excerpts of a manifesto. World Archaeology 39(4): 546-62.
84
πρόλογο για την κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, περιγράφοντας την ανώμαλη εξέλιξη των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων, μια εξέλιξη δηλαδή που τελικά οδηγεί στη σύγκρουση και την επανάσταση, που με τη σειρά τους διαμορφώνουν τους ρυθμούς ανάπτυξης της κοινωνίας και της συνείδησης των υποκειμένων της, με άλλα λόγια, της ίδιας της Ιστορίας6: Ξεκινώντας από τη μαρξική πρόταση: «΄Όταν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας φτάσει σε ορισμένο βαθμό, οι δυνάμεις αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις παραγωγικές σχέσεις που υπάρχουν ή, για να μεταχειριστούμε τη νομική έκφραση, με τις σχέσεις της ιδιοκτησίας μέσα στις οποίες ως τότε είχανε κινηθεί. Οι σχέσεις αυτές, από μορφές ανάπτυξης (Entwicklungsformen) των παραγωγικών δυνάμεων, γίνονται τώρα φραγμοί τους. Τότε αρχίζει μια εποχή κοινωνικής επανάστασης». Μια πρόταση που, όταν αναλυθεί, φαίνεται καθαρά ότι θεωρεί την Ιστορία ως προϊόν της σύγκρουσης των κοινωνικών τάξεων, των υποκειμένων, δηλαδή, των παραγωγικών και των κοινωνικών σχέσεων, θα μπορούσαμε να αναζητήσουμε την έννοια της σύγκρουσης, όχι, βέβαια, με τον ταξικό κοινωνικό χαρακτήρα, αλλά με τον χαρακτήρα που αποκτούν οι δραστηριότητες των προϊστορικών ανθρώπων για την προμήθεια της τροφής του. Εκεί ο προϊστορικός τροφοπρομηθευτής συγκρούεται με τις φυσικές δυνάμεις, το «αντικειμενικό σώμα της υποκειμενικότητάς του...», θα 5
γ. χ. χουρμουζιαδησ
έλεγε ο αείμνηστος πια Hobsbaum, ενώ προσπαθεί ταυτόχρονα να μοιραστεί αυτή τη σύγκρουση με τους άλλους. Κι αυτή, ακριβώς, η προσπάθεια της από κοινού αντιμετώπισης στην αρχή συνιστά το «συμβάν» μιας παραγωγικής σχέσης. ΄Όταν όμως η διεύρυνση αυτής της σχέσης επιδιώκεται από την ίδια την κοινότητα και συνιστά προγραμματικό σχεδιασμό, λειτουργεί και ως κοινωνική σχέση. Τότε ακριβώς οι άνθρωποι συνειδητοποιούν την κοινωνική σημασία της εργασίας, ώστε τις «συγκρούσεις» πλέον να τις προκαλεί η «κοινωνικότητα» της εργασίας και όχι, όπως στην αρχή, η άγνοια των προϊστορικών παραγωγών του τρόπου με τον οποίο το φυσικό περιβάλλον λειτουργεί. Θέλω να πω, δηλαδή, πως κάποια στιγμή και οι προϊστορικές κοινότητες εξελίσσονται και αποκτούν τη μια ή την άλλη μορφή κάτω από την πίεση εσωτερικών συγκρούσεων, όπως αυτές προσδιορίζονται και από το περιβάλλον το ίδιο που είναι φυσικά «υπεύθυνο» για τον παραγωγικό και τον κοινωνικό φυσικά χαρακτήρα που αποκτά μια δεδομένη κοινότητα.
1.2 Το παραγωγικό-νομολογικό πρότυπο εξήγησης7 Το πρότυπο αυτό αναφέρεται γενικώς στην εξήγηση ενός συμβάντος που «έλαβε χώρα» σε ένα συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Εισάγει τις έννοιες του εξηγούντος “explanans”και του εξηγητέου “explanandum” και υποστηρίζει την άποψη ότι όλη αυτή η εξηγητική διαδικασία πρέπει να στηρίζεται στην απο-
Marx, C. (1972), Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Αθήνα: Νέοι Στόχοι. Hempel C. G. (1942), The Function of General Laws in History. Indianapolis: Bobbs-Merrill και Topolski, J. (1983), Προβλήματα Ιστορίας και Ιστορικής Μεθοδολογίας. Αθήνα: Θεμέλιο, σελ. 49 κ.ε.
6
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
δοχή καθολικών νόμων που τελικά αποτελούν και τις αιτίες που προκάλεσαν το «συμβάν». Μια θεωρία που με πολύ απλό τρόπο διατυπώνεται ως εξής: «Το ιστορικό συμβάν δεν είναι ζήτημα τύχης αλλά το προϊόν ορισμένων προηγούμενων ή ταυτόχρονων με αυτό συνθηκών». Είναι φανερό, βέβαια, ότι μέσα στην πρόταση αυτή εμπεριέχεται και η αρχή της προβλεψιμότητας. Κι αυτό σημαίνει πως είναι λάθος να πιστεύουμε ότι τα συμβάντα του οποιουδήποτε παρελθόντος είναι το προϊόν μιας αυτόνομης σκέψης ή της απλής βούλησης του δρώντος ατόμου. Τη συμπεριφορά και τις δραστηριότητες των ανθρώπων τις προκαλεί η παρέμβαση γενικών νόμων και γι’ αυτό τον λόγο έχουν αυτό και όχι άλλο αποτέλεσμα. ΄Ένα νεολιθικό αγγείο, με άλλα λόγια, αποκτά ένα χρώμα εξαιτίας των οξειδίων του χώματος και της θερμοκρασίας της όπτησής του και όχι επειδή έτσι το ήθελε ο κατασκευαστής του. ΄Όλα τα αγγεία, επομένως, που θα βρούμε στην περιοχή πρέπει να έχουν το ίδιο χρώμα. ΄Έτσι μια απάντηση, μακριά από τη συζήτηση, τη σχετική με τη επικάλυψη ή τη διάκριση της δομής (structure)8, της ελεύθερης επιλογής (agency) και της συνήθειας (habitus) θα μπορούσε να είναι ότι την ανάπτυξη μιας προϊστορικής κοινότητας την προσδιόριζαν τρεις παράγοντες-νόμοι: το φυσικό περιβάλλον ως παραγωγικό τοπίο, τα καιρικά φαινόμενα ως ανεξέλεγκτα φυσικά φαινόμενα που ανατρέπουν τις δυνατότητες πραγματοποίησης συγκεκριμένων παραγωγικών προγραμμάτων και, τέλος, οι 7
85
ζωτικές ανάγκες που επηρεάζουν άμεσα τη μορφή και τον ρυθμό κάθε δραστηριότητας. Και οι τρεις αυτοί παράγοντες που η αντιμετώπισή τους οδηγούσε στη λήψη της μιας ή της άλλης απόφασης, αφετηρία πράξεων και κατασκευών που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας με τη μορφή υλικών πραγμάτων, δημιουργούσαν τις αντικειμενικές συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων ο άνθρωπος δρούσε και με τη δράση του αυτή διαμόρφωνε και τις κατευθύνσεις που έπρεπε να πάρει η κοινωνική ανάπτυξη, επιλέγοντας τη μια ή την άλλη μορφή λειτουργίας. Δεν είναι αυθαίρετο, παραδείγματος χάριν, να υποστηρίξουμε πως η παρουσία της λίμνης δεν επηρέαζε μόνο τον υλικό πολιτισμό μιας κοινότητας που αποφάσιζε να εγκατασταθεί στις παρυφές της αλλά και τα συγκεκριμένα στοιχεία που συγκροτούσαν την ιδεολογία της, άρα τη σχέση των μελών της με το περιβάλλον και την προσπάθεια που έκαναν για να το κατανοήσουν και να το ερμηνεύσουν. «…Οι άνθρωποι δημιουργούν, αναπαράγουν την ύπαρξή τους μέσα από καθημερινές πρακτικές δραστηριότητες αλλάζοντας τη φύση συνειδητά». Θα γράψει ο Hobsbaum. Άρα η πρόταση του Hempel μπορεί να μας βοηθήσει, αν δεχτούμε ότι οι φυσικοί νόμοι, με τη μορφή που τους όρισα, και οι ζωτικές ανάγκες ως προβλέψιμοι ή όχι όροι προσδιορίζουν τις διαδικασίες αναπαραγωγής της ανθρώπινης ύπαρξης. Να δεχτούμε, επομένως, ότι θα μπορούσαν να παίξουν ως νόμοι αποφασιστικό ρόλο για τον προσδιορισμό μιας κοινωνικής
Giddens A., The Constitution of Society: Outline of the Theory of Structuration. Cambridge: Polity Press.
86
«κανονικότητας», άρα της «ιστορικότητας», με την έννοια της συστηματικής προόδου, στη ζωή των ανθρώπων της εποχής εκείνης.
1.3 Ιδεαλιστική θεώρηση της Ιστορίας Η αναφορά μου στο ιδεαλιστικό πρότυπο για την κατανόηση και την ερμηνεία της Ιστορίας βασίζεται, για την ανταπόκριση στις ανάγκες αυτής της συνοπτικής περιγραφής, στη βασική πρόταση του βρετανού ιστορικού, φιλόσοφου και αρχαιολόγου R. G. Collingwood. Η βασική πρόταση του Collingwood είναι: «…το αντικείμενο προς ανακάλυψη δεν είναι το ίδιο το απλό συμβάν, αλλά η σκέψη που εκφράζεται σε αυτό». Μια πρόταση που δεν περιορίζεται μόνο στο πλαίσιο μιας συζήτησης που αφορά τις αρχές μιας «νέας» ιστοριογραφίας, αλλά επηρεάζει και με χαρακτηριστικό τρόπο μερικές βασικές αρχές της μεταμοντέρνας αρχαιολογίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Collingwood για να κατανοήσει ένας αρχαιολόγος τα «συμβάντα» της Προϊστορίας, το σύνολο της νεολιθικής κεραμικής, για παράδειγμα, θα πρέπει να «ξανασκεφτεί», όπως και οι «κατασκευαστές» αυτών των «συμβάντων». Με ποιο τρόπο θα μπορούσε ό ερευνητής να ξανασκεφτεί, όπως σκέφτηκαν οι πρώτοι νεολιθικοί αγγειοπλάστες όμως; Να το αδιέξοδο. 1.4 Η μεταμοντέρνα προσέγγιση ΄Όπως το παραγωγικό και νομολογικό πρότυπο του Hempel αφορά όλο το «πλάτος» της διαδικασίας της εξήγησης 8
γ. χ. χουρμουζιαδησ
ενός ιστορικού συμβάντος ή απλώς ενός καθημερινού γεγονότος, έτσι και η μεταμοντέρνα αντίληψη δεν αφορά μόνο τον τρόπο που οι ιστορικοί καταγράφουν, αξιολογούν ή προσπαθούν να ερμηνεύσουν ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, αλλά και οποιαδήποτε προσπάθεια ερμηνείας του παρελθόντος με βάση τα ίχνη που ο κόσμος του άφησε πίσω του με τη μορφή υλικών πραγμάτων. Φυσικά, όπως έκανα και με τα άλλα πρότυπα αντίληψης του παρελθόντος έτσι και στην περίπτωση της μεταμοντέρνας αντίληψης της περιγραφής και ερμηνείας του παρελθόντος δεν θα επιχειρήσω μια λεπτομερή παρουσίαση των επιχειρημάτων που συνοδεύουν τις προτάσεις των εισηγητών αυτής της θεωρίας ή όσων την ακολουθούν. Ωστόσο η παράθεση τριών βασικών προτάσεων από την πλούσια βιβλιογραφία τη σχετική με το θέμα, πιστεύω πως είναι σημαντικά ενημερωτική και αρκετά προκλητική για ευρύτερες αναζητήσεις από αυτούς που ενδιαφέρονται. «Ο “μεταμοντερνισμός”», δηλώνει με αξιοπερίεργη βεβαιότητα ο Jenkins, «προσφέρει στους ριζοσπάστες ιστορικούς τον χώρο για να γράψουν σχετικά με το παρελθόν, κοιτάζοντάς το με νόμιμο τρόπο μέσα από τους διαφορετικούς φακούς του μεταμοντερνισμού, του μετα-μαρξισμού, του μεταστρουκτουραλισμού»9. Και σε μια δεύτερη πρότασή του ο ίδιος μεταμοντέρνος διανοητής με το ύφος μυθιστοριογραφικής γραφής δηλώνει, με διάθεση που φαντάζει αρκετά περιπαικτική, σαν να περιγράφει τη
Jenkins, K. (1999), Why History: Ethics and Postmodernity (Introduction). London: Routledge.
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
συμπεριφορά μιας ελευθεριάζουσας γυναίκας: «Το παρελθόν», γράφει ο Jenkins, σύμφωνα με μια κριτική που αφορά δυο σημαντικά βιβλία του10 «έχει και πάντα θα έχει οποιονδήποτε χωρίς κανένα ίχνος ζήλιας ή ιδιαίτερης εμπιστοσύνης σε κάποιον “επισκέπτη». Αγιογράφοι, φιλάρχαιοι, επαγγελματίες, Μαρξιστές, αναλιστές, στρουκτουραλιστές, φασίστες, φεμινιστές, πραγματιστές, νεορανκιστές, οποιοσδήποτε, μπορεί να το έχει. Και γιατί όχι;» ΄Όπως έγινε κιόλας φανερό, μέσα σε μια πρόταση που αφορά την προσέγγιση και ερμηνεία του παρελθόντος, το μεταμοντέρνο πρότυπο δεν έχει θέση, γιατί οι αρχαιολόγοι «ζηλεύουν» και δεν ανέχονται το παρελθόν να γυρίζει από χέρι σε χέρι. Γι’ αυτό πιστεύουν πως το παρελθόν είναι ένα και παρόν μέσα στην ομίχλη της έρευνας, ανεξάρτητα από τις χιλιετίες που μας χωρίζουν από αυτό. Και μάλιστα οι πιο πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι χρειαζόμαστε ακόμα πολλή σκέψη και συστηματικό ψάξιμο. Ψάξιμο. Σωστό και επίμονο. 2. Άνθρωπος και Περιβάλλον
Το δεύτερο βήμα της προσέγγισης που προτείνω είναι η ανάλυση των επιμέρους σχέσεων ανθρώπου και περιβάλλοντος, γιατί πιστεύω πως τα προϊόντα αυτής της σχέσης συγκροτούν την «ιστορικότητα» που αναζητούμε, τις συγκεκριμένες αντικειμενικές συνθήκες, στο πλαίσιο των οποίων ο άν-
87
θρωπος, αναπαράγοντας τον εαυτό του, παράγει «συμβάντα» με διαχρονική σημασία. ΄Άρα με την ανάλυση αυτών των «συμβάντων» είναι δυνατό να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε τις αιτίες που ανάγκασαν τους παραγωγούς-δράστες να δράσουν με τον τρόπο αυτό και τα μέλη της κοινότητας να αποδεχτούν τα προϊόντα αυτής της δράσης. Ωστόσο, για να μπορέσω να εξετάσω «νηφάλια» τη σχέση άνθρωποςπεριβάλλον πρέπει να δηλώσω, ας το πω έτσι, ότι δεν συμφωνώ με την άποψη που διατυπώνεται από τον ανθρωπολόγο T. Ingold με τον ακόλουθο τρόπο: «…το περιβάλλον είναι ένας σχετικός όρος, σχετικός με την έννοια του τι περιβάλλει. Και όπως ακριβώς δεν μπορεί να υπάρξει ένας οργανισμός χωρίς το περιβάλλον, έτσι και δεν μπορεί να υπάρξει ένα περιβάλλον χωρίς έναν οργανισμό. Κι αυτό σημαίνει όπως το δικό μου περιβάλλον είναι ένας κόσμος που υπάρχει και αποκτά νόημα σε σχέση με μένα, με την ίδια έννοια το περιβάλλον απέκτησε την ύπαρξή του και αναπτύσσεται μαζί με μένα και γύρω από μένα»11. Και δεν συμφωνώ γιατί, χωρίς να το ομολογεί, μια τέτοια σχετικιστική προσέγγιση, «δεν υπάρχει περιβάλλον χωρίς τον άνθρωπο και άνθρωπος χωρίς το περιβάλλον», κρύβει μέσα της έναν καλά παραλλαγμένο ιδεαλισμό, μιας και δέχεται έμμεσα μεν αλλά αρκετά φανερά ότι ο άνθρωπος κατασκευάζει το περιβάλλον, άρα τον κόσμο. Αυτός του δίνει το νόημά του. Αντίθετα όμως, αν δεχτούμε ότι το «περιβάλλον» υπάρχει
Jenkins, K. (1995), On “What is History”: From Carr and Elton to Rorty and White. London: Routledge και Jenkins, K. (1995), Rethinking History. London: Routledge. 10 Ingold, T. (2000) The Perception of the Environment. London: Routledge, σελ. 20 κ.ε. 9
γ. χ. χουρμουζιαδησ
88
και απλώς το «παραγωγικό» του νόημα του το δίνει ο άνθρωπος μέσω συγκεκριμένων παραγωγικών σχέσεων που αποκτά με αυτό, για να μετατρέψει τις γεωλογικές του ιδιότητες σε παραγωγικές και να κάνει το τοπίο χωράφι ή βοσκοτόπι, έτσι δεχόμαστε μια δημιουργική ισορροπία στον κόσμο που μόνο η «ληστρική» διαμόρφωση αυτών των σχέσεων προκαλεί ένα μοιραίο ρήγμα ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση. Μια κατάσταση, δηλαδή, όπου ούτε ο άνθρωπος ζει στο όνομα του περιβάλλοντος ούτε το περιβάλλον στο όνομα του ανθρώπου. Είναι και οι δύο θύματα μιας θέλησης υπέρτερης και δυναστευτικής. Για τους ίδιους, πάνω κάτω, λόγους δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος με το χαρακτήρα μιας αναγκαστικής συνθήκης, όπως αυτή προτείνεται από μια αναπόφευκτη διαδικασία του Περιβαλλοντικού Ντετερμινισμού,12 όπου τόσο ο πλούτος και η ευτυχία των λαών, όσο και ο μαρασμός και η πτώση τους οφείλονται στη σχέση των ανθρώπων με το περιβάλλον. Ούτε με το περιεχόμενο που αναγνωρίζει ο ρομαντικός Φονξιοναλισμός του Br. Malinowski13. Ούτε, τέλος, ως ένα σύνολο συμβολικών λειτουργιών, και όχι συγκεκριμένων κοινωνικών εξαναγκασμών, με την «προτροπή» των οποίων ο άνθρωπος προχωράει στη λήψη αποφάσεων. Προτιμώ, λοιπόν, να το αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον ως δυνάμει κοινωνικό παράγοντα, που παρεμβαίνει και διαμορφώνει τη νοητική (στο πλαίσιο 11 12
της φυσικής επιλογής) και κοινωνική (στο πλαίσιο της Ιστορίας) ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η σχέση όμως «άνθρωπος-περιβάλλον» δεν είναι μονόπλευρη, αλλά πραγματώνεται μέσω τριών λειτουργιών (σχέσεων):
2.1 Παραγωγική λειτουργία (σχέση) Μέσα στη σχέση αυτή που την αποτελούν το σύνολο των τροφοπρομηθευτικών δράσεων της προϊστορικής κοινότητας, κι αυτές είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία και η συλλογή (αλιεία, κυνήγι), δεν νομίζω ότι αποκαλύπτεται η υπεροχή του ανθρώπου απέναντι στη φύση, αλλά μάλλον μια παραγωγική ισορροπία ανθρώπου και φύσης, τη σημασία της οποίας συνειδητοποιεί αρκετά νωρίς ο άνθρωπος και, όπως φαίνεται από τα σχετικά ευρήματα, προσπαθεί να τη συντηρήσει, οργανώνει τις τεχνολογικές του δεξιότητες, τις συλλογικές του δράσεις, διαμορφώνοντας και τις κοινωνικές του σχέσεις με βάση τις δράσεις αυτές. Και τελικά αναγκάζεται να πάρει αποφάσεις που διαμορφώνουν και τη σχέση του με τον υλικό κόσμο, γενικώς. Κι όλα αυτά: οι ίδιες παραγωγικές δράσεις και οι συνειδητοποιήσεις που τις ακολουθούν αποτελούν και την κυρίαρχη παραγωγική λειτουργία των πολιτισμικών περιόδων που χαρακτηρίζουμε ως Ιστορία! Γι’ αυτό τον λόγο την παραγωγική σχέση ανθρώπου και περιβάλλοντος που προσπαθώ να περιγράψω και να αξιολογήσω τη θεωρώ κυρίαρχη, γιατί μέσω αυτής πραγματοποιείται πρωτογενώς, ως ιστορική λει-
Diamond. J. (2006), ΄Όπλα, Μικρόβια και Ατσάλι, Αθήνα: Κάτοπτρο. Malinowski, B. (1922), Argonauts of the Western Pacific. London: Routledge.
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
τουργία, το σύνολο των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν μια κοινότητα,. Κατά την ανάπτυξη αυτής της λειτουργίας δομείται η υλική βάση των «πραγμάτων». Η σχέση, με άλλα λόγια, της πραγμάτωσης των συνθηκών της επιβίωσης με την ικανότητα του ανθρώπου να κατανοεί και να αξιοποιεί τις πρώτες ύλες που του προσφέρει το περιβάλλον. Προϊόντα, ή αναγκαστικά επακόλουθα, της παραγωγικής σχέσης είναι δύο υπάλληλες, όχι δευτερεύουσες σχέσεις: η χωρική και η ιδεολογική. 2.2 Χωρική λειτουργία (σχέση) Αυτήν τη σχέση εμείς οι προϊστοριολόγοι την προσεγγίζουμε και προσπαθούμε να την κατανοήσουμε με τη μακροσκοπική μελέτη των σκευών, των εργαλείων και τις εργαστηριακές αναλύσεις της Νέας Αρχαιομετρίας και να την επεξηγήσουμε (ερμηνεύσουμε) μέσω συνοπτικών προτάσεων που συγκροτούν, τελικά, το σώμα της θεωρητικής Αρχαιολογίας. Η χωρική λειτουργία έχει ως αφετηρία τις παραγωγικές δραστηριότητες της κοινότητας. Ο προϊστορικός άνθρωπος, δηλαδή, εγκαθίσταται σε ένα χώρο (τοπίο) και σχετίζεται με αυτόν, με βάση όχι μόνο τις παραγωγικές δυνατότητες που του προσφέρει, αλλά και τις δυνατότητες πρόσβασης που έχει από τον χώρο αυτό προς την περιοχή, όπου αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις γενικώς. Και στη συνέχεια η εγκατάσταση αυτή αποκτά τον χαρακτήρα της οικιστικής μονιμότητας με τη βοήθεια 13 14
89
της αρχιτεκτονικής οργάνωσης. Αναφέρομαι, επομένως, σε μια σχέση που διευκολύνει τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση των υλικών στοιχείων που συνιστούν το πρώτο επίπεδο της κοινωνικής του λειτουργίας, να διαλευκάνει, επίσης, τις έννοιες των διαστάσεων, του «εδώ» του «εκεί», του «μακριά», του «κοντά», τις ποιότητες, με άλλα λόγια, του κόσμου που τον περιβάλλει, τις ποιότητες που τον καθιστούν «άλλο» και τον ξεχωρίζουν, φυσικά, από τα διαφορετικά, τα μη ανθρώπινα είτε δέχεται είτε όχι τη διάκρισή τους η θεωρία της «συμμετρίας»14. Και αυτός ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο αξιολογώ τη «χωρική» σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον δεν με αφήνει να συμφωνήσω με την προσπάθεια ερμηνείας αυτής της σχέσης με βάση τις φαινομενολογικές προσεγγίσεις των M. Heidegger και M. Ponty που χρησιμοποιεί ο C. Tilley γράφοντας: «Η φαινομενολογία οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατανόηση και η περιγραφή των πραγμάτων προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο έχουν βιωθεί από το υποκείμενο»15. Αναφέρομαι, επομένως, στις προσεγγίσεις εκείνες που επιμένουν στη δομική διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου και περιγράφουν το υποκείμενο-άνθρωπος σαν μια αόριστη «διαδικασία» πρόσληψης του κόσμου, χωρίς καμιά έστω και υπαινικτική αναφορά στην εργασία, την πραγματική διαδικασία που φέρνει τον άνθρωπο σε επαφή με το περιβάλλον, οπότε και το αντι-
Shanks, Μ. (2007), Symmetrical archaeology. World Archaeology 39(4): 589 κ. ε. Tilley, C. (1994), A Phenomenology of Landscape. Oxford: Berg, σελ. 12.
90
λαμβάνεται με την υλικότητα που αυτό υφίσταται και συμμετέχει στις παραγωγικές του δραστηριότητες. Η λίμνη Ορεστιάδα προσδιόρισε τον χώρο εγκατάστασης των ανθρώπων της νεολιθικής περιόδου στο Δισπηλιό ως παραγωγική δύναμη όχι ως ρομαντικό τοπίο. Τα σπίτια του οικισμού κατασκευάστηκαν με υλικά που βρίσκονταν στην περιοχή. Και το εφιαλτικό λεκανοπέδιο της Αττικής μπορεί στο γνωστό άσμα να αναφέρεται με τη συμβολική του λειτουργία ως φαιό νταμάρι, τη διαμόρφωσή του όμως την οφείλει στα εργοστάσια και στις οικονομικές δυνατότητες που προσφέρει στους οικιστές του. Το ίδιο και ο οικισμός της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Και η τύχη των χωριών γύρω από τα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ στο λεκανοπέδιο της Πτολεμαϊδας.
2.3 Ιδεολογική λειτουργία (σχέση) Ό,τι φυσικό μας περιβάλλει γίνεται κατανοητό με τη βοήθεια της τυπικής λογικής. Το δεχόμαστε χωρίς να μας κάνει εντύπωση και στις πιο πολλές περιπτώσεις μπορούμε να το εξηγήσουμε. Για τον προϊστορικό άνθρωπο όμως τα πράγματα δεν ήτανε τόσο απλά. Όλα έκρυβαν ένα μυστήριο, η γέννηση, ο θάνατος, οι αστραπές, η βροχή, το αίμα, ο πόνος, το νερό και το χώμα που γινόταν λάσπη και η λάσπη που γινόταν κεραμικό, ο σπόρος που γινόταν φυτό και το φυτό καρπός, οι εποχές που διαδέχονταν η μια την άλλη. Ασφαλώς και θα προσπαθούσε να τα εκλογικεύσει και με τον τρόπο αυτό να τα εξηγήσει και πολλά από αυτά να τα αποφύγει ή να τα προκαλέσει. Και έτσι, σιγά σιγά, αποκτούσε μια σχέση με το περιβάλ-
γ. χ. χουρμουζιαδησ
λον που δεν την προσδιόριζαν οι τροφοπρομηθευτικές του δραστηριότητες ούτε η κατοικία. Μια σχέση που θα μπορούσαμε να την πούμε ιδεολογική, γιατί ξεκινούσε από τις σκέψεις, τις ιδέες που γεννιόνταν στη συνείδηση του νεολιθικού γεωργοκτηνοτρόφου, όσο προσπαθούσε να ερμηνεύσει τον κόσμο. Και μια τέτοια σχέση, φυσικά, δεν μπορούσε να παραμείνει η ίδια, άλλαζε μορφή, όχι γιατί το ίδιο το περιβάλλον προκαλούσε αυτή τη μεταμόρφωση, αλλά γιατί ο άνθρωπος ή κατόρθωνε να βρει τις εξηγήσεις που χρειαζόταν είτε γιατί μέσα από μια σειρά εφευρετικές μυθοπλασίες δημιουργούσε έναν άλλο κόσμο, όπου τα ανεξήγητα φαινόμενα αποκτούσαν λογική στην εμφάνιση και τη λειτουργία τους και έπαυαν να είναι ανεξήγητα. Ο ποταμός, π.χ., έπαιρνε το όνομα ενός θεού και ο κεραυνός γινόταν δεκτός ως η εκδήλωση του θυμού ενός άλλου δυσπρόσιτου θεού. Έτσι η σχέση περιβάλλοντος και ανθρώπου αποκτούσε μια ισορροπία, η μισή ως μύθος και η άλλη μισή ως πραγματικότητα. 3. Η αντίληψη του οριενταλισμου
Για να δώσω τελικά την εικόνα της τάξης σε όλα αυτά που προτείνω καταφεύγω στην άποψη του E. Said που επιμένει πως κάθε συζήτηση, που αφορά ένα σημαντικό θέμα του πολιτισμού και της Ιστορίας, δεν μπορεί παρά να έχει ιδεολογικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό ακριβώς το τρίτο και τελευταίο βήμα της ερευνητικής διαδικασίας που προσπαθώ να αναπτύξω έχει ακριβώς αυτό τον χαρακτήρα, γιατί αφορά ένα σημα-
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
ντικό θέμα του πολιτισμού και της Ιστορίας. Θεμελιώνεται, επίσης, μεθοδολογικά στη βασική στρουκτουραλιστική αρχή, όπως ακριβώς τη χρησιμοποιεί ο Said στη σημαντική θεωρία του για τον «Οριενταλισμό», όπου υποστηρίζει ότι τα μέλη της δυαδικής αντίθεσης (Δύση - Ανατολή) παίρνουν νόημα και υπόσταση μόνο μέσω της σχέσης τους, δηλαδή δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτά από μόνα τους (π.χ., ο δυτικός ορθολογισμός ως έννοια γίνεται αντιληπτός μόνο ως το αντίθετο του ανατολικού ανορθολογισμού) γράφοντας: «Οριενταλισμός είναι ένας τρόπος σκέψης, βασισμένος σε μια οντολογική και επιστημολογική διάκριση που γίνεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. ΄Έτσι ένας τεράστιος αριθμός συγγραφέων ανάμεσα στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ποιητές, μυθιστοριογράφοι, φιλόσοφοι, πολιτικοί στοχαστές, οικονομολόγοι και αποικιακοί διοικητές έχουν αποδεχθεί τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ Ανατολής και Δύσης»16. ΄Άρα, έννοιες όπως Ανατολή και Δύση δεν υπάρχουν ως αυτόνομες κατηγορίες αλλά είναι ιστορικά και πολιτισμικά κατασκευασμένες, αναδεικνύοντας, με τον τρόπο αυτό το ιδεολογικό περιεχόμενο της διάκρισης Δύση - Ανατολή. Με βάση έναν παρόμοιο συλλογισμό, δεν θα θεωρούσα υπερβολική και αυθαίρετη την άποψη ότι και Ιστορία- Προϊστορία συγκροτούν ένα αντίστοιχο δίδυμο. Από τη μια μεριά, δηλαδή ο ορθολογικός κόσμος της Ιστορίας και από την άλλη ο ανορθολογικός κόσμος της Προϊστορίας (από τη μια μεριά το κάλλος του Παρ15
Said, E. (1996), Οριενταλισμός. Αθήνα: Νεφέλη, σελ. 13.
91
θενώνα και από την άλλη η μιζέρια της προϊστορικής καλύβας). Με τη μόνη διαφορά στην προκείμενη περίπτωση ότι ο «Ορθολογισμός» συνιστά το εννοιολογικό υποκατάστατο του «Πολιτισμός», ενώ ο «Ανορθολογισμός» το εννοιολογικό υποκατάστατο της «Βαρβαρότητας», του κόσμου των ελλείψεων και της απουσίας, του αυτοσχεδιασμού και της επιβιωτικής υστερίας. Βέβαια η Ιστορία και η Προϊστορία υπάρχουν ως αυτόνομες κατηγορίες και η κατασκευή αφορά μόνον το περιεχόμενο των δύο όρων. Κατά την άποψή μου δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε το ιδεολογικό περιεχόμενο αυτού του διδύμου. Αρκεί να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του Οριενταλισμού, που έπαψε πια ως έννοια να εκφράζεται με τους καλλιτεχνικούς ρομαντισμούς της λαγγεμένης Ανατολής και να δημιουργεί στη θέση τους ανιστορικές αναπαραστάσεις και στερεότυπα, όπως η «μυστηριώδης Ανατολή», ο «παράλογος και φανατικός Άραβας», ο «διεφθαρμένος δεσποτισμός», η «μυστικιστική θρησκευτικότητα», το επικίνδυνο Ισλάμ, τα οποία δεν καταδεικνύουν μόνον την κατωτερότητα του «άλλου», αλλά και την αντίθεσή του με τη δημοκρατία, την τρομοκρατική του συμπεριφορά. Και μια τέτοια αντίληψη νομιμοποιεί το δικαίωμα της «πολιτισμένης» Δύσης να «εκπολιτίσει» την απολίτιστη και επικίνδυνη Ανατολή. Γιατί μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την αντικατάσταση του διεθνούς Δικαίου από τον Ιμπεριαλισμό της Γεωπολιτικής, το «απολίτιστο» μετατρέπεται σε μη δημοκρατικό και τρομοκρατικό
γ. χ. χουρμουζιαδησ
92
και έτσι νομιμοποιείται το δικαίωμα της «δημοκρατικής» Δύσης να εκδημοκρατίσει τη μη δημοκρατική και τρομοκρατούσα Ανατολή, κάτω και από τις θεωρητικές πιέσεις του Samuel Huntington, Zbigniew Brzezinski, Francis Fukuyama. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της θεωρητικής ανάλυσης του κόσμου, που ευνοούσε, έτσι κι αλλιώς τη σύγκρουση, στοιχειοθετήθηκε και ένα αντίστοιχο είδος ανθρωπιστικής παιδείας που θεωρούσε ως ιδεολογικό και πολιτικό της καθήκον να νομιμοποιεί και τη διάκριση της Απολίτιστης Προϊστορίας και της Πολιτισμένης Ιστορίας όχι μόνο ως ένα επι-
στημονικό άλλοθι του οριενταλιστικού πρότυπου σκέψης και συμπεριφοράς, αλλά και ως ένα θεωρητικό πρότυπο ανάπτυξης της αρχαιολογικής έρευνας. Και αν προσέξει κανείς το πώς αντιμετωπίζονται σήμερα τα ευρήματα της κλασικής αρχαιολογίας και τα μουσεία όπου αυτά εκτίθενται, θα συμπεράνει πως η πολύχρονη έρευνα δεν κατάφερε να αλλάξουν τα «πράγματα». Ακόμα και οι πανηγυρικοί των εθνικών επετείων στη χώρα μας μιλούνε για τρισχιλιετή Ιστορία, όπου δεν χωράει η Προϊστορία, γιατί από αυτή μας χωρίζουν πάνω από 6 χιλιάδες χρόνια.
The historic content of prehistory G. H. Hourmouziadis The dominant view on Prehistory considers it to be a period of shortages and brutality. It also perceives prehistoric people as living in caves, wearing animal skins and not cutting their hair. As having their bats on their shoulders and, when hungry, devouring each other. Such a conception, of course, does not take into account that prehistoric man constructed the first houses on earth ever. He cultivated the earth. He domesticated animals. In other words, it was he who invented and built what actually
supports people’s lives today. So, if we look carefully and correctly at the meaning of history and also study carefully the relationship between prehistoric man and his environment, then we can comprehend the prehistoric past and identify its historic content. Such an effort, of course, should not be influenced by the orientalistic perceptions that created the model of a civilized West vs. a barbaric East, thus proposing a new model, i.e. the civilized History vs. the barbaric Prehistory!
Πάντος Α. Πάντος∗
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 20Ο ΣΤΟΝ 21Ο ΑΙΩΝΑ
Πριν από κάποια χρόνια οι ανασκαφές στην όαση Siwa της Αιγύπτου από ελληνίδα αρχαιολόγο με άδεια του αιγυπτιακού κράτους, και τα γεγονότα που επηκολούθησαν στην ανακοίνωσή της ότι ανεύρε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ανεκίνησαν και στην Ελλάδα το θέμα των αδειών ανασκαφών, των κατά νόμον ή δεοντολογίαν υποχρεώσεων και δικαιωμάτων των ανασκαφέων, καθώς και της υπάρξεως ή μη «ανασκαφικής πολιτικής» στην Ελλάδα (ή το εξωτερικό). Τα θέματα των αρχαιολογικών ανασκαφών στην Ελλάδα ρυθμίσθηκαν τον 20ο αι. από το κεφάλαιο «περί ανασκαφών» του κωδικοποιημένου νόμου 5351/1932 (ΦΕΚ Α’ 275) και επικουρικώς από το προγενέστερο Π.Δ/μα της 30 Δεκ. 1927 «Περί του τρόπου εκτελέσεως αρχαιολογικών ανασκαφών» (ΦΕΚ 6/Α’/21.1.1928),
καθώς και ωρισμένες άλλες διατάξεις ή ερμηνευτικές εγκυκλίους. Ο νέος νόμος 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και της πολιτιστικής εν γένει κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153/Α΄/28.6.2002) αφιερώνει το τμήμα ενός κεφαλαίου (άρθρα 34-39) στο θέμα των αρχαιολογικών ερευνών πεδίου, στο οποίο αναχωνεύονται πολλές από αυτές τις παλαιές, εν μέρει αναχρονιστικές, αλλά πάντως ισχύουσες μέχρι του 2002 διατάξεις, διοικητικές πρακτικές που διεμορφώθησαν σε μία περίοδο δεκαετιών και επιταγές ηυξημένης τυπικής ισχύος, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, κάποιων διεθνών συμβάσεων που κυρώθηκαν από την Ελλάδα την τελευταία τριακονταετία, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση κατέχει η αναθεωρημένη ευρωπαϊκή
* Επίτιμος διευθυντής του Εθνικού Αρχείου Μνημείων, e-mail: pantos_pantos@yahoo.gr
Πάντος Α. Πάντος
94
σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Βαλέττα, 1992) [ήδη Ν.3378/2005, ΦΕΚ 203/ Α΄/19.8.2005]. Ι. ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΠΕΔΙΟΥ
Ο ν.3028/2002 θεωρεί τις αρχαιολογικές ανασκαφές ως μία, και την κυριώτερη, μορφή των αρχαιολογικών ερευνών πεδίου, όρος που υποθέτω ότι αποδίδει τον αγγλικό Field Archaeology. Το άρθρο 35 του νόμου αποτελεί τον ορισμό της έρευνας αυτής: «νοείται η έρευνα του εδάφους, του υπεδάφους, του βυθού της θάλασσας ή του πυθμένα λιμνών ή ποταμών που έχει ως σκοπό τον εντοπισμό ή την αποκάλυψη αρχαίων μνημείων, είτε αυτή συνίσταται σε ανασκαφή, χερσαία ή ενάλια, είτε σε επιφανειακή έρευνα που διενεργείται με γεωφυσικές ή άλλες μεθόδους». Με τον ορισμό αυτό δίνεται ολόκληρο το εύρος των αρχαιολογικών ερευνών πεδίου, με την ισότιμη προς τις ανασκαφές συμπερίληψη των επιφανειακών ερευνών, με τις οποίες δεν ησχολείτο η παλαιότερη νομοθεσία. ΙΙ. ΟΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΕΣ, ΟΙ ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΩΣΤΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Τα επόμενα άρθρα 36 – 37 ασχολούνται συστηματικά με το θέμα των ανασκαφών, τις οποίες ο ν.3028/2002 διακρίνει
σε [α] συστηματικές, [β] ανασκαφές διερευνητικού χαρακτήρος και περιωρισμένης διάρκειας και [γ] σωστικές.
ΙΙα. Οι φορείς εκτελέσεως αρχαιολογικών ανασκαφών -Το πρώτο ζήτημα που ρυθμίζουν συνήθως οι διατάξεις ενός αρχαιολογικού νόμου στα θέματα των ανασκαφών είναι: ποιοί φορείς μπορούν να διενεργήσουν στην Ελλάδα αρχαιολογικές ανασκαφές; Ο κ. Ν. 5351/1932 ώριζε ότι αυτοί είναι: (α) το Υπουργείο Παιδείας, ήδη Πολιτισμού, στο οποίο ανήκει η Αρ χαιολογική Υπηρεσία με την κεντρική και περιφερειακή διάρθρωσή της [αρθρ. 35 του κ.Ν.5351/1932] (β) «ελληνικά επιστημονικά καθιδρύματα, ιδία δε η εν Αθήναις αρχαιολογική εταιρεία» ύστερα από άδεια του Υπουργείου [αρθρ. 36] (γ) «αι εν Ελλάδι εδρεύουσαι ξέναι αρχαιολογικαί σχολαί» με άδεια του Υπουργείου μόνον επί δημοσίων κτημάτων και μόνον μέχρι τριών ανασκαφών κατ’ έτος [αρθρ. 37] (δ) ιδιώτες, αλλά μόνον σε δικά τους κτήματα, ύστερα από αίτησή τους προς το Υπουργείο και υπό την διεύθυνση του τοπικού Εφόρου Αρχαιοτήτων [αρθρ. 39-40]1 Από τις ανωτέρω τέσσερεις περιπτώσεις αντικείμενο αμφισβητήσεως υπήρξε μόνον η έννοια του «ελληνικού επιστημο-
Η περίπτωση πάντως ιδιωτικών ανασκαφών ήταν σπανιωτάτη, αν όχι ανύπαρκτη, μέχρι του ν.3028/2002 στην Ελλάδα, κυρίως λόγω του λίαν υψηλού κόστους που συνεπάγεται η εκτέλεση μιας επιστημονικής ανασκαφής. Ίσως δε επειδή το κόστος ήταν ήδη και το 1932 υψηλό, ο κ.Ν.5351/1932 ώριζε περαιτέρω ότι «το Υπουργείον δικαιούται να συνεχίση ιδία δαπάνη την υπό ιδιώτου επιχειρηθείσαν ... ανασκαφήν, αν ούτος δηλώση ότι επιθυμεί δι’ οιονδήποτε λόγον να διακόψη ταύτην, ή δεν δύναται να διαθέση τα απαιτούμενα προς διεξαγωγήν αυτής χρήματα».
1
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
νικού καθιδρύματος». Και βεβαίως δεν ετέθη ποτέ θέμα για τα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας των ελληνικών ΑΕΙ που διεξάγουν κατ’ έτος διάφορες πανεπιστημιακές ανασκαφές, ή για την Ακαδημία Αθηνών, στην οποία μάλιστα με ειδικούς νόμους (Α.Ν.809/1937, Α.Ν. 2266/1940 ) είχε ανατεθή η ανασκαφή της Ακαδημίας Πλάτωνος. Ανέκυψε όμως θέμα εάν στην έννοια του «επιστημονικού καθιδρύματος» μπορεί να συμπεριληφθούν και σωματεία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε αποφασίσει (ΣτΕ 1911/1979) ότι νοούνται νομικά πρόσωπα εν γένει ( σύλλογοι, εταιρείες, σχολές κλπ.). Θέμα επίσης είχε προκύψει ως προς το εάν η ανασκαφή της αρχαίας Αγοράς των Αθηνών, η οποία είχε ανατεθή με ειδικό νόμο του 1929 στην Εν Αθήναις Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών2, περιελαμβάνετο στον αριθμό των τριών κατ΄ έτος ανασκαφών που εδικαιούτο η Σχολή αυτή. Με γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου στο ΥπΠο έγινε δεκτό ότι η ανασκαφή αυτή δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό των τριών. Ο Ν.3028/2002 (ά.36§1) αφαιρεί ουσιαστικά μόνον την δ΄ περίπτωση των ιδιωτικών ανασκαφών του κ.Ν.5351/1932. Δηλ. συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές στην Ελλάδα μπορούν να διενεργήσουν, με άδεια του
95
Υπουργού Πολιτισμού που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου3, (α) «η Υπηρεσία», δηλ. η αρμόδια κεντρική ή περιφερειακή υπηρεσία του Υπουργείου Πολιτισμού (β) «επιστημονικοί, ερευνητικοί ή εκπαιδευτικοί φορείς της ημεδαπής με εξειδίκευση στον τομέα της αρχαιολογικής ή παλαιοντολογικής έρευνας», και με τον τρόπο αυτό παραμερίζεται μερικώς η ασάφεια του «ελληνικού επιστημονικού καθιδρύματος» (γ) «ξένες αρχαιολογικές αποστολές ή σχολές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα», οι οποίες «μπορούν να διαχειρίζονται κάθε έτος έως τρεις ανασκαφές ή άλλες αρχαιολογικές έρευνες και να διενεργούν άλλες τρεις σε συνεργασία με την Υπηρεσία4» (ά.36§2). Ο Ν.3028/2002 (ά.36§3) ερρύθμισε λεπτομερώς και τις προϋποθέσεις με τις οποίες μπορεί να εκδοθή μία άδεια συστηματικής ανασκαφής: «α) η κατάθεση αναλυτικής έκθεσης, από την οποία πιθανολογείται βάσιμα η ύπαρξη μνημείων και με την οποία οριοθετείται η προς ανασκαφή περιοχή και τεκμηριώνεται η προσδοκώμενη συμβολή της συγκεκριμένης έρευνας στην επι-
Η οποία είχε καταβάλει τότε και το κόστος απαλλοτριώσεως μιας ολοκλήρου συνοικίας της παλαιάς Αθήνας. Η γνώμη αυτή για την διενέργεια προγραμματισμένων συστηματικών αρχαιολογικών ανασκαφών διατυπώνεται από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (Κ.Α.Σ.), το οποίο εισηγείται στον Υπουργό Πολιτισμού «για τα ετήσια προγράμματα απαλλοτριώσεων ή απευθείας αγορών, ανασκαφών, αναστηλώσεων, εργασιών συντήρησης, καθώς και άλλων εργασιών επί των μνημείων» (άρθρο 50§5 εδάφ. β΄ του Ν.3028/2002). «Οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του άρθρου 36» θα ρυθμισθούν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ά.38§3), η οποία δεν έχει εκδοθή μέχρι σήμερα. 4 Οι ανασκαφές ξένων αρχαιολόγων σε συνεργασία με Έλληνες αρχαιολόγους της Υπηρεσίας προεβλέποντο από το άρθρο 2 παρ.2 του Π.Δ. του 1927/1928 και εθεωρούντο ως ανασκαφές του Ελληνικού Δημοσίου, ίσως δε γι΄ αυτό δεν υπήρχε περιωρισμένος αριθμός. Αν και ο κ.Ν.5351/1932 παρήλθε εν σιγή αυτό το είδος ανασκαφών, ωστόσο άδειες εδόθησαν, τις τελευταίες δεκαετίες με κατ’ αναλογία περιορισμό των ανασκαφών σε τρείς. Η διοικητική αυτή πρακτική ρυθμίζεται ήδη νομοθετικώς με τον Ν.3028, ο οποίος επίσης ορίζει ότι «Τη διεύθυνση ανασκαφής που διενεργείται από την Υπηρεσία σε συνεργασία με ξένες αρχαιολογικές σχολές αναλαμβάνει αρχαιολόγος που ορίζεται από την Υπηρεσία» (ά.36§5). 2 3
96
στημονική γνώση, καθώς και η ανάγκη προσφυγής στην ανασκαφική μέθοδο, β) το κύρος και η αξιοπιστία του φορέα που αναλαμβάνει τη διενέργεια της ανασκαφής5, γ) η ανασκαφική εμπειρία και το επιστημονικό κύρος του διευθύνοντος, δ) η διεπιστημονική σύνθεση της ομάδας συνεργατών, ε) η εμπειρία των μελών της επιστημονικής ομάδας στη στερέωση, συντήρηση, προστασία και δημοσίευση των ευρημάτων ανασκαφών, στ) η επάρκεια της τεχνικής υποδομής και ζ) η επάρκεια του προϋπολογισμού και του προγράμματος ανασκαφής, συντήρησης και δημοσίευσης των ευρημάτων, καθώς και οι πηγές χρηματοδότησης της ανασκαφής”6». ΙΙβ. Οι διευθύνοντες αρχαιολογικές ανασκαφές Το δεύτερο ζήτημα πού ρυθμίζει ένας αρχαιολογικός νόμος είναι: ποιός μπορεί να διευθύνη μία αρχαιολογική ανασκαφή; Στις περιπτώσεις [α] και [β] του κ.Ν.5351/1932, δηλ. ανασκαφές του Δημοσίου ή ελληνικών επιστημονικών καθιδρυμάτων, ο διευθυντής της ανασκαφής μπορούσε να είναι είτε έφορος αρχαιοτήτων που έχει τριετή
Πάντος Α. Πάντος
αρχαιολογική υπηρεσία είτε άλλος που συγκεντρώνει «τα αναγκαία εφόδια, κατ’ απόφασιν του αρχαιολογικού συμβουλίου, λαμβανομένην διά πλειοψηφίας των 3/4 των παρόντων». Ομολογούμε ότι δεν γνωρίζομε κάποια περίπτωση κακής χρήσεως της δευτέρας δυνατότητος. Η αλλοίωση όμως πού έχει επέλθει στην σύνθεση και τις αρμοδιότητες του αρχαιολογικού συμβουλίου, το οποίο ούτε ανεξάρτητη αρχή είναι, ούτε κατά πλειοψηφίαν από αρχαιολόγους συγκροτείται, ούτε δεσμευτικές πλέον αποφάσεις για τον Υπουργό Πολιτισμού λαμβάνει (η σύμφωνη γνώμη του μετετράπη σε απλή με τον Ν.654/1977, ακόμη και γιά τέτοια θέματα), ήταν δυνάμει επικίνδυνη. Με το νομοθετικό δηλ. καθεστώς της μη δεσμευτικής, και μάλιστα κατά ειρωνία με ηυξημένη πλειοψηφία 3/4, «αποφάσεως» του αρχαιολογικού συμβουλίου, ο Υπουργός (θεωρητικώς) μπορούσε να ορίση ως διευθυντή αρχαιολογικής ανασκαφής, όπως ο τέως μονάρχης ως πρωθυπουργό, «τον κηπουρό του». Πάντως δεν είχαμε μέχρι του 2002 τέτοια σημάδια φαυλότητος συνεπεία του Ν.654/1977 στο θέμα αυτό ... Αίτημα ήταν τότε, ότι σ’ ένα νέο αρχαιολογικό νόμο θα ωρίζοντο με απόλυτη σαφήνεια «τα αναγκαία εφόδια» του ανασκαφέως, καθ’ όσον μάλιστα η Ελλάς ως συμβαλλόμενο από το 1981 μέρος
Πρβλ. την παρ. 19 της Συστάσεως UNESCO περί των διεθνών αρχών των εφαρμοστέων στις αρχαιολογικές ανασκαφές (Νέο Δελχί, 1956): «Η εξουσιοδότηση για τη διενέργεια ανασκαφών θα πρέπει να δίνεται μόνο σε ιδρύματα που αντιπροσωπεύονται από εξειδικευμένους αρχαιολόγους ή σε πρόσωπα που παρέχουν τόσο άμεμπτα επιστημονικά, ηθικά και οικονομικά εχέγγυα ώστε να εξασφαλίζουν ότι κάθε ανασκαφή θα ολοκληρωθεί σύμφωνα με τους όρους της πράξης παραχώρησης της άδειας και μέσα στη χρονική περίοδο που καθορίζεται». 6 Η διάταξη της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 36 του ν. 3028/2002 τίθεται όπως αντικατεστάθη με το εδάφιο στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 15 του Ν.3658/2008 (ΦΕΚ 70/Α΄/22.4.2008), δηλ. προσετέθη και η δήλωση της πηγής χρηματοδοτήσεως της ανασκαφής. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 11 του Α.Ν.1947/1939: «Ωσαύτως πειθαρχικόν παράπτωμα θεωρείται η απ΄ ευθείας υπό των αρχαιολογικών υπαλλήλων αποδοχή χρηματικών δωρεών, προς αρχαιολογικούς σκοπούς, άνευ γνωστοποιήσεως προς το Υπουργείον». 5
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση γιά την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Ν.1127/1981, ΦΕΚ Α’ 32) ανέλαβε την υποχρέωση να «λαμβάνη τα απαραίτητα μέτρα διά να εξασφαλίζη ότι αι ανασκαφαί ανατίθενται κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως μόνον εις πρόσωπα έχοντα τα κατάλληλα προσόντα» (άρθρ. 3 ), «διά να προσδώση καθαρώς επιστημονικόν χαρακτήρα εις τας αρχαιολογικάς ανασκαφάς»7. Και εθεωρείτο ότι η ρητή μνεία του πτυχίου αρχαιολογίας ως «αναγκαίου εφοδίου» ήταν το ελάχιστο που έπρεπε να αναμένη κανείς. Πράγματι ο Ν.3028/2002 (ά.36§4) ορίζει πλέον ότι «Τη διεύθυνση [sc. συστηματικής] ανασκαφής αναλαμβάνει αρχαιολόγος με πενταετή τουλάχιστον ανασκαφική εμπειρία και τουλάχιστον δύο (2) συνθετικές επιστημονικές δημοσιεύσεις αναφερόμενες σε ανασκαφές ή ανασκαφικά ευρήματα. Ως ανασκαφική εμπειρία νοείται αυτή που αποκτάται μετά τη λήψη του πτυχίου». Ορίζει επίσης (ά.36§6) ποια πρόσωπα δεν μπορούν να αναλάβουν την διεύθυνση ανασκαφής: όσοι έχουν (α) «παραβεί τις προθεσμίες κατάθεσης μιας από τις μελέτες του άρθρου 39» ή (β) «καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία της πολιτιστικής κληρο-
97
νομιάς ή για πλαστογραφία, δωροδοκία, κλοπή, υπεξαίρεση ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος». Η (β) περίπτωση είναι νέα και εύλογη. Για την (α) όμως περίπτωση (παράβαση προθεσμίας), με διατύπωση μάλιστα αυστηροτάτη («μιας από τις μελέτες»), και χωρίς να διευκρινίζεται τι γίνεται αν η μελέτη κατατεθή έστω εκπροθέσμως, διατηρούμε πολλές αμφιβολίες. Σοφώτερη νομίζομε ότι ήταν η διατύπωση του κ.Ν.5351/1932 (α.38) ότι «Ουδεμία άδεια νέας ανασκαφής χορηγείται εις το αυτό πρόσωπον ή ίδρυμα πρό της δηλώσεως αυ τών ότι έληξεν η προηγουμένως δοθείσα άδεια πρός εκτέλεσιν άλλης ανασκαφής»8. Στην περίπτωση ανασκαφής ξένης αρχαιολογικής σχολής ο διευθυντής κατά τον Ν.5351/1932 έπρεπε να είναι μέλος της σχολής που «εξετέλεσε ήδη αλλαχού [δηλ. εκτός Ελλάδος] ανασκαφάς ή παρηκολούθησε, επί τι χρονικόν διάστημα, την εκτέλεσιν ανασκαφών». Εννοείται ότι τα προσόντα αυτά του διευθυντού ξένης ανασκαφής συνεξητάζοντο από το αρχαιολογικό συμβούλιο, όταν εξήταζε την αίτηση περί διενεργείας ανασκαφής της ξένης σχολής. Ήδη όμως στον Ν.3028/2002 τα κριτήρια για την διεύθυνση αρχαιολογικής ανασκαφής είναι ενιαία για όλους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς αρχαιολόγους.
Και η ισχύουσα ήδη αναθεωρημένη ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Ν. 3378/2005) προβλέπει για το θέμα αυτό: «Με σκοπό τη διαφύλαξη της αρχαιολογικής κληρονομιάς καθώς και τη διασφάλιση της επιστημονικής σημασίας της αρχαιολογικής έρευνας, κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση … ii) να διασφαλίσει ότι οι ανασκαφές και οι άλλες εν δυνάμει καταστρεπτικές τεχνικές μέθοδοι θα διεξάγονται και θα εφαρμόζονται αποκλειστικά από εξειδικευμένο και ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό,….» 8 Αν και προφανώς η διάταξη είχε τεθή για να λειτουργήση ως ασφαλιστική δικλείδα στην τήρηση των υποχρεώσεων των διευθυντών αρχαιολογικών ανασκαφών και των ιδρυμάτων. Η πραγματικότητα ωστόσο είχε υπερκεράσει προ πολλού την διάταξη αυτή του 1932, αν και ουδείς ημπορεί να αρνηθή την λογική της: δεδομένου ότι το πλείστον των ανασκαφών της Υπηρεσίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι σωστικής φύσεως, διενεργούνται δηλ. προς διάσωση αρχαίων συνεπεία δημοσίων ή ιδιωτικών έργων, θεομηνιών, αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητος κλπ., η διάταξη αυτή είχε καταστή ανενεργή εξ ανάγκης. 7
98
Αφετέρου το Υπουργείο Πολιτισμού επώπτευε κατά τον Ν.5351/1932 (ά.37) τις ανασκαφές των ξένων αρχαιολογικών σχολών με οριζομένους ειδικούς επόπτες (μονίμους ή εκτάκτους αρχαιολόγους). Τα καθήκοντά τους τα προσδιώριζε λεπτομερέστερα το Π.Δ. του 1927/1928 (ά.1§10-11). Ο ν.3028/2002 (ά.36§7) διαφέρει σε δύο σημεία σε σχέση με τις διατάξεις του 1932: πρώτον όλες «οι ανασκαφές που διενεργούνται από φορείς εκτός της Υπηρεσίας τελούν υπό την εποπτεία της», άρα όχι μόνον των ξένων αρχαιολογικών σχολών, και δεύτερον η εποπτεία «ασκείται με εκπρόσωπό της [sc. Yπηρεσίας] αρχαιολόγο9, που διαθέτει τριετή τουλάχιστον ανασκαφική εμπειρία». Για τις σωστικές ανασκαφές, τα προσόντα του διευθύνοντος ορίζονται ελαφρώς μειωμένα (Ν.3028/2002, ά.37§2): «αρχαιολόγος που έχει τουλάχιστον τριετή ανασκαφική εμπειρία και δεν έχει παραβεί τις προθεσμίες κατάθεσης των εκθέσεων της παραγράφου 2 του άρθρου 39»10. Το πρόβλημα όμως εδώ είναι τι γίνεται όταν οι «εκπρόθεσμοι» αρχαιολόγοι είναι τόσοι, ώστε η Υπηρεσία να μη διαθέτη αρκετούς για να καλύψη τις επιτακτικές ανάγκες της, όπως η εκτέλε-
Πάντος Α. Πάντος
ση των σωστικών ανασκαφών11. Μία ειδική περίπτωση ήταν η διεξαγωγή συστηματικών ανασκαφών σε χώρους όπου υπάρχουν και παλαιοντολογικά ευρήματα. Στο παρελθόν είχαν δημιουργηθή προστριβές μεταξύ γεωλόγων και παλαιοανθρωπολόγων αφ΄ενός και αρχαιολόγων, κυρίως των ειδικευμένων στα παλαιολιθικά, αφ΄ετέρου και η παλαιά νομοθεσία ήταν ανεπαρκεστάτη12 στο θέμα αυτό. Με τον Ν.3028/2002 (ά.2§β΄)ββ΄) ωρίσθη πρώτον ότι «Στα αρχαία μνημεία συμπεριλαμβάνονται σπήλαια και παλαιοντολογικά κατάλοιπα για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη». Και με το α.36§5 ωρίσθη ότι «Τη διεύθυνση ανασκαφής που αφορά και σε παλαιοντολογικές αποθέσεις, αναλαμβάνουν από κοινού αρχαιολόγος που έχει τα προσόντα της προηγούμενης παραγράφου και είναι ειδικευμένος στις απώτατες περιόδους και επιστήμονας ειδικευμένος σε θέματα παλαιοντολογίας με τριετή τουλάχιστον ανασκαφική εμπειρία. Αν βρεθούν παλαιοντολογικές αποθέσεις σε ήδη διενεργούμενη αρχαιολογική ανασκαφή, ο διευθύνων οφείλει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση να το γνωστοποιήσει στην Υπηρεσία. Τη
Πρβλ. την παρ. 16 της Συστάσεως UNESCO περί των διεθνών αρχών των εφαρμοστέων στις αρχαιολογικές ανασκαφές (Νέο Δελχί, 1956): «Όταν μία άδεια παραχωρείται σε ξένη αποστολή, ο αντιπρόσωπος του Κράτους που την παραχωρεί – αν έχει οριστεί τέτοιος – θα πρέπει, κατά το δυνατόν, να είναι επίσης αρχαιολόγος ικανός να βοηθήσει την αποστολή και να συνεργαστεί με αυτή». Τα καθήκοντά του θα καθορισθούν πιθανόν από τον κανονισμό των ανασκαφών (Ν.3028/2002, ά.38§3), ο οποίος δεν έχει εκδοθή ακόμη. 10 Η παρ. 2 του άρθρου 39 (βλ. κατωτέρω) αναφέρεται στην υποχρέωση των ανασκαφέων «να καταθέτουν στην Υπηρεσία ετήσιες επιστημονικές εκθέσεις, το αργότερο ως τον Απρίλιο του επόμενου έτους, για τη δημοσίευσή τους σε επιστημονικό έντυπο ή την ηλεκτρονική καταχώρησή τους». 11 Φοβούμαι ότι η πραγματικότητα ωστόσο θα καταστήση ανενεργή και την διάταξη αυτή, όπως είχε υπερκεράσει προ πολλού την διάταξη του άρθρου 38 του κ.Ν.5351/1932, αν και ουδείς ηρνείτο την λογική της: δεδομένου ότι το πλείστον των ανασκαφών της υπηρεσίας μετά τον πόλεμο είναι σωστικής φύσεως, διενεργούνται δηλ. προς διάσωση αρχαίων συνεπεία δημοσίων ή ιδιωτικών έργων, θεομηνιών, αρχαιοκαπηλικής δραστηριότητος κλπ., παρόμοιες διατάξεις καθίστανται ανενεργοί εξ ανάγκης. 12 Βλ. άρθρο 307 του Ν.5343/1932 (ΦΕΚ 86/Α΄/23.3.1932) 9
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
διεύθυνση ανασκαφής που διενεργείται από την Υπηρεσία σε συνεργασία με ξένες αρχαιολογικές σχολές αναλαμβάνει αρχαιολόγος που ορίζεται από την Υπηρεσία». ΙΙγ. Διάρκεια, διακοπή, ανάκληση των αδειών αρχαιολογικών ανασκαφών To τρίτο ζήτημα που ρυθμίζει ένας αρχαιολογικός νόμος είναι τα θέματα διαρκείας, διακοπής, ανακλήσεως των αδειών ανασκαφής. Ο κ.Ν.5351/1932 (ά.35) άφηνε ανοικτό το θέμα της διαρκείας της ανασκαφής, μετά την χορήγηση της αρχικής αδείας. Μάλιστα ώριζε ότι «Η γνωμάτευσις [sc. του Αρχαιολογικού Συμβουλίου] προκειμένου περί συνεχίσεως ανασκαφής περιττεύει εκτός εάν δι’ οιονδήποτε λόγον ο Υπουργός νομίση ότι πρέπει να ερωτηθή εκ νέου το Συμβούλιον». Το αποτέλεσμα υπήρξε δυστυχώς η διενέργεια διαιωνιζομένων ανασκαφών, χωρίς ενίοτε σαφείς στόχους, και χωρίς να καταλήγωμε σε δημοσιεύσεις. Και αυτό δεν αφορά μόνον στα μέλη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Με τον Ν.3028/2002 επιχειρείται μία στροφή στο θέμα αυτό. Το ά.36§11 ορίζει ότι «η διάρκεια της ανασκαφής, .. δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη. Για την παράτασή της απαιτείται νέα απόφαση, που εκδίδεται με την ίδια διαδικασία, για χρονικό διάστημα μέχρι πέντε (5) έτη». Είναι σαφές ότι με την υποβολή του αρχικού αιτήματος ο φορέας της ανασκαφής13 και ο διευθύνων οφείλει να συνυπολογίζη τα ανωτέρω χρονικά περι-
99
θώρια. Και μάλιστα να γνωρίζη ότι η νέα απόφαση για την παράταση έχει ως προϋπόθεση την «κατάθεση αναλυτικής έκθεσης από την οποία να προκύπτουν: α) τα αποτελέσματα της πρώτης περιόδου της ανασκαφής, καθώς και η σκοπιμότητα της συνέχισης της έρευνας, β) η τήρηση των υποχρεώσεων των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου14 και των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 3915, γ) τυχόν αλλαγές στη σύνθεση της επιστημονικής ομάδας και η επιμέλεια που επέδειξε στη στερέωση, συντήρηση και προστασία των ευρημάτων κατά την προηγούμενη ανασκαφική περίοδο, δ) η επάρκεια της τεχνικής υποδομής, ε) ο αναλυτικός απολογισμός της προηγούμενης ανασκαφικής περιόδου και η επάρκεια του προϋπολογισμού, καθώς και του προγράμματος για τη συνέχιση της ανασκαφής, τη συντήρηση και τη δημοσίευση των ευρημάτων». Λαμβάνεται επίσης πρόνοια για διακοπτόμενες πρό της περατώσεως ανασκαφές (ά.36§13): «Στην περίπτωση που ανασκαφή η οποία δεν έχει περατωθεί εγκαταλείπεται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από δύο (2) έτη (σχολάζουσα ανασκαφή), εκδίδεται νέα απόφαση για τη διενέργεια της ανασκαφής σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Εάν δεν συντρέχουν λόγοι ανάκλησης της αρχικής απόφασης, η νέα απόφαση εκδίδεται κατά προτίμηση υπέρ του ίδιου φορέα». Εννοείται ότι η νέα απόφαση για την συνέχιση
«Οι ειδικότερες υποχρεώσεις των φορέων που εκτελούν τις ανασκαφές ή άλλες αρχαιολογικές έρευνες» θα ρυθμισθούν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ά.38§3), η οποία δεν έχει εκδοθή μέχρι σήμερα. 14 Δηλ. των υποχρεώσεων που έχει ο διευθύνων την ανασκαφή κατά την διάρκειά της, βλ. κατωτέρω. 15 Δηλ. των προθεσμιών των ετησίων εκθέσεων, των ανά διετία αρχικών παρουσιάσεων και της τελικής δημοσίευσης των αποτελεσμάτων. 13
100
δεν σημαίνει νέα πενταετία, αλλά ολοκλήρωση της διακοπείσης ανασκαφής. Με την περάτωση έχουν εφαρμογή όσα ισχύουν και για τις μη διακοπείσες ανασκαφές, όπως ρητώς ορίζει ο νόμος (ά.36§14): «Μετά την περάτωση της ανασκαφής για τη διενέργεια νέας ανασκαφής στον ίδιο χώρο ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων. Η απόφαση εκδίδεται κατά προτίμηση υπέρ του ίδιου διευθύνοντος, εκτός εάν δεν έχει τηρήσει τις υποχρεώσεις των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 3 του άρθρου 39». Διαφορετική είναι η διάρκεια για τις διερευνητικού χαρακτήρος ανασκαφές περιορισμένης διάρκειας που εκτελούνται με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας σε ακίνητο που δεν έχει απαλλοτριωθεί, είτε [α] εν όψει εκτελέσεως έργου προς διευκρίνηση της υπάρξεως ή μή διατηρητέων αρχαίων (ά.9) είτε [β] και ανεξαρτήτως της εκτελέσεως έργου, αλλά «ύστερα από έγγραφη ειδοποίηση του ιδιοκτήτη από την Υπηρεσία» (ά.36§15).
Πάντος Α. Πάντος
Στην περίπτωση του άρθρου 9 του Ν.3028/2002 η Υπηρεσία διενεργεί διερευνητική ανασκαφή, «εάν αυτό είναι αναγκαίο», προκειμένου να αποφανθή με αιτιολογημένη έκθεση για την διατήρηση ή μη ακινήτου αρχαίου. Σε αυτού του είδους τις ανασκαφές η προθεσμία εκτελέσεως είναι ετήσια, διότι (ά.9§5) «Αν έχει αποφασιστεί η διενέργεια διερευνητικής ανασκαφής, ο έχων δικαίωμα στο ακίνητο δικαιούται να λάβει αποζημίωση για τη στέρηση της χρήσης του και για κάθε βλάβη που προκύπτει σε αυτό από την ανασκαφή το αργότερο μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη δήλωση ή την εύρεση του αρχαίου»16. Στις ανασκαφές περιορισμένης17 διάρκειας «ύστερα από έγγραφη ειδοποίηση του ιδιοκτήτη από την Υπηρεσία» (ά.36§15) ναι μεν «Ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να επιτρέπει τη διενέργεια της ανασκαφής», αλλά εξ αρχής «δικαιούται αποζημίωση για την προσωρινή στέρηση της χρήσης του ακινήτου και για κάθε βλάβη18 που θα μπορούσε να προκύψει στο ακίνητό του σύμφωνα με
Ειδική ρύθμιση υπάρχει για την ανεύρεση αρχαιοτήτων σε έργα Συμπράξεως Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (Σ.Δ.Ι.Τ): «Σε περίπτωση ανεύρεσης αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια της κατασκευής ο Δημόσιος Φορέας, κατόπιν ειδοποίησης από την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, γνωστοποιεί αυτό στην αρμόδια Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία υποχρεούται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία εξήντα ημερών να υποδείξει τρόπους συνέχισης των εργασιών και να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για τη διασφάλιση της προστασίας των αρχαιοτήτων. Αν παρέλθει άπρακτη η άνω προθεσμία, η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού δύναται να ζητήσει και ο Δημόσιος Φορέας υποχρεούται να χορηγήσει χρονική παράταση των προβλεπόμενων συμβατικών προθεσμιών ίση με την καθυστέρηση που προκλήθηκε από τη μη συμμόρφωση της αρμόδιας Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την καθυστέρηση που μπορεί να προκύψει για την εκτέλεση των εργασιών που τυχόν απαιτούνται για την προστασία των ευρημάτων. Στην περίπτωση αυτή, η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού δικαιούται να ζητήσει την ανόρθωση της ζημίας που τυχόν υπέστη από την καθυστέρηση» (άρθρο 21 του Ν.3389/2005, ΦΕΚ Α΄ 232). 17 Ο Ν.3028/2002 δεν καθορίζει τι θεωρεί ως περιορισμένη διάρκεια. Αντίθετα στην αντίστοιχη περίπτωση των δοκιμαστικών ανασκαφών σε ιδιωτικό κτήμα του κ.Ν.5351/1932 (ά.41) ωρίζετο ότι «επ’ ουδενί λόγω δεν δύνανται να παραταθώσι πλέον του μηνός άνευ της συγκαταθέσεως του ιδιοκτήτου». 18 Για την εκτίμηση των ζημιών προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 12 του Π.Δ.99/1992: «H εκτίμηση ζημιών, που προκαλούνται σε ιδιοκτησίες τρίτων κατά την εκτέλεση των έργων, συνεπεία αυτής, καθώς και η εκτίμηση αποζημίωσης για την προσωρινή χρήση, με την συγκατάθεση των ιδιοκτητών ιδιωτικών διαβάσεων, μικροεκτάσεων, πηγών κλπ., εφόσον η χρήση τους είναι συμφέρουσα για την διενέργεια μεταφορών, υδροληψίας, ρευματοληψίας, προσωρινών εγκαταστάσεων κλπ. ενεργείται από τριμελή επιτροπή της Yπηρεσίας που εκτελεί το έργο. Στις περιπτώσεις αυτές η Yπηρεσία είτε αποκαθιστά την κατάσταση που υπήρχε πριν από την χρησιμοποίηση είτε εγκρίνει την καταβολή της αποζημίωσης σε βάρος των πιστώσεων του έργου, εφόσον η αποζημίωση δεν υπερβαίνει το ήμισυ του ποσού που ορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με το [εδ. θ’ της παρ. 20 του άρθρου 3 του N. 1797/88= ήδη νοείται το πρώτο εδάφιο του άρθρου 83 του Ν. 2362/1995 (ΦΕΚ 247/Α΄/ 27.11.1995)], κατά περίπτωση έργου». 16
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
τις διατάξεις του άρθρου 1919. Μετά την περάτωση της ανασκαφής και εφόσον τα ευρήματα δεν κρίνονται διατηρητέα στη θέση εύρεσης, ο φορέας που διενεργεί την ανασκαφή υποχρεούται να επαναφέρει το χώρο στην αρχική του κατάσταση». Ο γενικός κανών στις ανασκαφές είναι ότι «Στην περίπτωση που ο ιδιοκτήτης του ακινήτου δικαιούται αποζημίωση, για τη διενέργεια ανασκαφής σε ιδιωτικό ακίνητο, αυτή καταβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19 από τον φορέα που διενεργεί την ανασκαφή» και ότι «Τυχόν απαλλοτρίωση γίνεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου»20 (ά.36§16). Διαφορετική είναι και η διάρκεια των σωστικών ανασκαφών. Ο Ν.3028/2002 δίνει κατ’ αρχάς τον ορισμό της σωστικής ανασκαφής: είναι εκείνη που εκτελείται «για τη διάσωση μνημείου που αποκαλύπτεται κατά την εκτέλεση τεχνικού έργου, δημοσίου ή ιδιωτικού ή εξαιτίας φυσικού φαινομένου ή τυχαίου γεγονότος ή παράνομης ανασκαφικής ενέργειας» (ά.37§1). Συνεπώς «Στην περίπτωση που η σωστική ανασκαφή υπερβαίνει το στόχο της άμεσης διάσωσης εφαρμόζονται οι διατάξεις του προηγούμενου άρθρου»21 (ά.37§5). Το θέμα αυτό αντιμετωπίζεται θα έλεγα πιο ολοκληρωμένα, τουλάχιστον για τις σωστικές ανασκαφές στα μεγάλα έργα, από το άρθρο 5 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προ-
101
στασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Ν.3378/2005): «Κάθε συμβαλλόμενος[ sc. άρα και η Ελλάς] αναλαμβάνει την υποχρέωση: i) να επιδιώξει το συμβιβασμό και το συνδυασμό των αντίστοιχων αναγκών της αρχαιολογίας και του αναπτυξιακού σχεδιασμού εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή των αρχαιολόγων: α) στο σχεδιασμό πολιτικών που αποσκοπούν στην κατάρτιση ισορροπημένων στρατηγικών για την προστασία, συντήρηση και ανάδειξη των χώρων αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, β) στην εξέλιξη των διαφόρων φάσεων των προγραμμάτων αναπτυξιακού σχεδιασμού, ii) να εξασφαλίσει μια συστηματική συνεργασία μεταξύ αρχαιολόγων, πολεοδόμων και χωροτακτών ώστε να είναι δυνατή: α) η τροποποίηση των αναπτυξιακών σχεδιασμών, που πιθανόν να βλάπτουν την αρχαιολογική κληρονομιά, β) η παροχή χρόνου και μέσων ικανών για την εκπόνηση της αρμόζουσας, επιστημονικής μελέτης του χώρου και για τη δημοσίευση των ευρημάτων, iii) να διασφαλίσει ότι οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων και οι αποφάσεις που προκύπτουν από αυτές λαμβάνουν υπόψη τους πλήρως τους αρχαιολογικούς χώρους και τόπους και τον περιβάλλοντα χώρο τους,».
Το άρθρο 19 του Ν.3028/2002 ρυθμίζει τα θέματα αποζημιώσεως των ιδιοκτητών για την προσωρινή ή οριστική στέρηση της χρήσης ακινήτου για αρχαιολογικούς σκοπούς. Άρα οι φορείς που θα εκτελέσουν αυτού του είδους τις ανασκαφές, θα πρέπει να έχουν υπ’ όψει τους και αυτή την σημαντική οικονομική υποχρέωση. 20 Πρβλ. κ.Ν.5351/1932, ά.44: «Προκειμένου περί ανασκαφής ενεργηθησομένης εν ιδιωτικώ κτήματι υπό της αρχαιολογικής Εταιρείας ή υπό τινός των ξένων αρχαιολογικών Σχολών, η μεν απαλλοτρίωσις ενεργείται κατά τους ισχύοντας νόμους υπέρ του Κράτους, το δε τίμημα καταβάλλει το ανασκάπτον ίδρυμα». 21 Δηλ. ισχύουν τα της συστηματικής ανασκαφής. Ο νόμος δεν διευκρινίζει πότε θεωρείται ότι υπερβαίνεται ο στόχος της άμεσης διάσωσης. 19
102
Ο Ν.3028/2002 (ά.36§13) ρυθμίζει και τις περιπτώσεις ανακλήσεως μιάς αδείας συστηματικής ανασκαφής, κατ’ αρχάς «αυτοδικαίως εάν ο διευθύνων την ανασκαφή καταδικασθεί αμετάκλητα για κάποιο από τα αδικήματα της διάταξης της παραγράφου 6»22. Και μετά σχετική απόφαση «εάν ο διευθύνων δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τις διατάξεις των παραγράφων 8 και 9 του παρόντος άρθρου και της παραγράφου 3 του άρθρου 39»23.
ΙΙδ. Η χρηματοδότηση της αρχαιολογικής έρευνας Το τέταρτο ζήτημα που ρυθμίζει η αρχαιολογική νομοθεσία είναι η χρηματοδότηση της αρχαιολογικής έρευνας Με το άρθρο 6 του Π.Δ.99/1992 ορίζεται ότι «Tα αρχαιολογικά εν γένει έργα24 που εκτελεί το Δημόσιο χρηματοδοτούνται από τους Προϋπολογισμούς Tακτικό, Δημοσίων Eπενδύσεων, από το Tαμείο Aρχαιολογικών Πόρων και Aπαλλοτριώσεων25, [από τα έσοδα του αριθμολαχείου ΛOTTO-ΠPO-ΠO (άρθρο 13 του N. 1948/91, ΦEK Α’ 83)]26 και από άλλες δημόσιες ή ιδιωτικές πηγές». Οι πηγές αυτές είναι αυτές που ισχύουν και σήμερα. Μάλιστα με την παρ. 2 του άρθρου 81 τουΝ.1958/1991(ΦΕΚ122/Α΄/6.8.1991) είχε ρυθμισθή και το θέμα της επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης εκτελέσεως
Πάντος Α. Πάντος
κάποιου αρχαιολογικού έργου, άρα και ανασκαφής: «Σε περίπτωση που υπάρχει επείγουσα και απρόβλεπτη ανάγκη εκτέλεσης κάποιου αρχαιολογικού έργου, που δεν περιλαμβάνεται στο ετήσιο εγκεκριμένο πρόγραμμα του K.A.Σ., για την αποτροπή κινδύνου που ανέκυψε, μπορεί ο προϊστάμενος της αρμόδιας κατά τις κείμενες διατάξεις κεντρικής, περιφερειακής ή ειδικής περιφερειακής Yπηρεσίας του YΠΠO να προβαίνει αμέσως στην εκτέλεση των αναγκαίων εργασιών, συνενοούμενος με το Yπουργείο για τη δαπάνη και αιτούμενος την έγκριση της αρμόδιας Διεύθυνσης. H δαπάνη γι’ αυτά τα επείγοντα και απρόβλεπτα έργα μπορεί να καλύπτεται, αν δεν επαρκούν οι ειδικές γι’ αυτά προβλέψεις σε κάθε Yπηρεσία, είτε με έκτακτη χρηματοδότηση από το Yπουργείο, είτε με μεταφορά πιστώσεων από άλλα έργα»27. Πρόσφατα προσετέθη παρ. 9 στο άρθρο 81 του Ν.1958/1991, η οποία ορίζει ότι «9. Οι μελέτες και η εκτέλεση των αρχαιολογικών εν γένει έργων (ανασκαφές, αναστηλώσεις, στερεώσεις, συντηρήσεις αρχαίων μνημείων, διαμορφώσεις αρχαιολογικών χώρων, μουσειακές εργασίες εν γένει, επισκευές, μετασκευές) επιτρέπεται να χρηματοδοτούνται και από δωρεές μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο δωρεές γίνονται προς το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού και γίνονται απο-
Δηλ. εάν «έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για κακούργημα ή παράβαση της νομοθεσίας για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ή για πλαστογραφία, δωροδοκία, κλοπή, υπεξαίρεση ή αποδοχή προϊόντων εγκλήματος». 23 Βλ. υποσημ. 14 και 15, ανωτέρω. 24 Στα οποία ρητώς υπάγονται και οι ανασκαφές (ά.1 του Π.Δ.99/1992) 25 Βλ. άρθρο 10 του Ν.736/1977. 26 Η πηγή αυτή δεν υφίσταται πλέον μετά την κατάργηση των Ειδικών Λογαριασμών των Υπουργείων. 27 Συνεπώς η Ελλάς τηρεί, σε επίπεδο νομοθεσίας, την υποχρέωση που ανέλαβε «i) να ρυθμίσει τη δημόσια οικονομική υποστήριξη για την αρχαιολογική έρευνα από τις εθνικές, περιφερειακές ή τοπικές αρχές, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους» (άρθρο 6 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). 22
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
δεκτές από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού, μετά από γνώμη του καθ’ ύλην αρμόδιου σύμφωνα με το ν. 3028/2002 (Α΄ 153) Συμβουλίου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.»28 Σημαντική όμως εξέλιξη στο θέμα της χρηματοδοτήσεως ιδίως των σωστικών αρχαιολογικών ερευνών, επήλθε με το άρθρο 6 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (Ν.3378/2005): «Κάθε Συμβαλλόμενος [ sc. άρα και η Ελλάς] αναλαμβάνει την υποχρέωση: ii) να αυξήσει τους υλικούς πόρους για τη σωστική αρχαιολογική έρευνα: α) λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα ώστε, κατά τη διάρκεια των μεγάλων δημόσιων ή ιδιωτικών αναπτυξιακών έργων, να προβλέπεται η κάλυψη του συνολικού κόστους όλων των αναγκαίων αρχαιολογικών εργασιών, που συνδέονται με τα έργα αυτά, με κεφάλαια του δημοσίου ή του ιδιωτικού τομέα, αναλόγως, β) περιλαμβάνοντας στον προϋπολογισμό των έργων αυτών τις προκαταρκτικές αρχαιολογικές μελέτες και έρευνες, τις συνοπτικές επιστημονικές εκθέσεις καθώς και την ολοκληρωμένη δημοσίευση και έκδοση των ευρημά-
103
των, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις μελέτες επιπτώσεων που απαιτεί η μέριμνα για το περιβάλλον και τη χωροταξία». Η υποχρέωση αυτή υλοποιήθηκε, αν και όχι στην απολυτότητά της, με την διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 37 του Ν.3028/2002: «Η σωστική ανασκαφή χρηματοδοτείται από τον κύριο του έργου εφόσον πρόκειται για δημόσιο τεχνικό έργο υπό την έννοια του ν.1418/1984 (ΦΕΚ 55 Α΄), όπως αυτός ισχύει κάθε φορά, ή ιδιωτικό έργο προϋπολογισμού μεγαλύτερου των πεντακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων ευρώ (587.000 €)29. Το ποσό του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού. Η χρηματοδότηση καλύπτει και το κόστος συντήρησης, μελέτης και δημοσίευσης των ευρημάτων. Είναι δυνατή η χρηματοδότηση έργου προϋπολογισμού μικρότερου των πεντακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων ευρώ (587.000 €), μετά από αίτηση του κυρίου του έργου, με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού ύστερα από γνώμη του Συμβουλίου»30. Ειδικώς για τα μεγάλα συγχρηματοδοτούμενα δημόσια έργα η υποχρέωση αυτή ρυθμίσθηκε πρόσφατα με την παρ.9 του άρθρου 24 του Ν.3614/200731, τα άρθρα 43 και
‘Άρθρο 41 του Ν.4049/2012 (ΦΕΚ 35/Α΄/23.2.2012). Το ποσό ξενίζει, αλλά είναι η μετατροπή των 200 εκ. δραχμών που ίσχυαν όταν συνετάσσετο το σχέδιο του νόμου. 30 «Οι προϋποθέσεις και ο τρόπος εφαρμογής της παραγράφου 6 του άρθρου 37» του Ν.3028/2002 θα ρυθμισθούν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ά.38§3), η οποία δεν έχει εκδοθή μέχρι σήμερα. 31 Η παρ.9 του άρθρου 24 του Ν.3614/2007 (ΦΕΚ 267/Α΄/3.12.2007), η οποία προσετέθη με την με την παρ.15 του άρθρου 10 του Ν.3840/2010 (ΦΕΚ 53/Α΄/31.3.2010), ορίζει ότι «Οι δαπάνες αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών που προκαλούνται κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή Ένωση δημόσιων τεχνικών έργων υπό την έννοια του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 55 Α΄), όπως αυτός ισχύει, χρηματοδοτούνται από τον κύριο του έργου και αφορούν: α) την αρχαιολογική παρακολούθηση των εργασιών από την αρμόδια Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, β) τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, κατά την έννοια του άρθρου 37 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄) και γ) τη λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας των μνημείων έναντι κινδύνων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου ή και κατά τη φάση της λειτουργίας του. Εφόσον ο προϋπολογισμός των δαπανών αυτών υπερβαίνει το 5% επί του συνολικού προϋπολογισμού του έργου, εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από αιτιολογημένη γνώμη των αρμόδιων Κεντρικών Συμβουλίων του ίδιου Υπουργείου». 28 29
104
44 του Ν.3905/201032 και την κοινή υπουργική απόφαση αριθ. ΥΠΠΟΤ/ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/ 28534/22.3.2011 «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για τα Μεγάλα Δημόσια ΄Έργα» (ΦΕΚ 527/Β΄/5.4.2011)33. Ανάλογη ρύθμιση θεσμοθετήθηκε και με το κεφάλαιο Γ΄ («Ρυθμίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο μεγάλων ιδιωτικών έργων»)34 του Ν.4072/2012 (ΦΕΚ 86/Α΄/11.4.2012), το οποίο επίσης συνδέεται με Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας (Παράρτημα ΙΙ του νόμου). ΄Ένα ειδικώτερο θέμα στην εκτέλεση των αρχαιολογικών ανασκαφών είναι η πρόσληψη, από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εκτελεί το έργο, του αναγκαίου και καταλλήλου για την εκτέλεσή του προσωπικού. Το θέμα αυτό ρυθμίσθηκε με το άρθρο 81 του Ν.1958/1991, την παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν.2026/1992 (ΦΕΚ 43/Α΄/23.3.1992) και το άρθρο 10 του ΠΔ99/1992 (ΦΕΚ 46/Α΄/24.3.1993). Οι διατάξεις μάλιστα αυτές διετηρήθησαν ρητώς σε ισχύ με την περίπτωση α΄)ββ΄ του άρθρου 24 του Ν.2190/1994 (ΦΕΚ 28/Α΄/3.3.1994)35. Εν όψει των ολυμπιακών αγώνων του 2004, αλλά και των κοινοτικών πλαισίων στήριξης, η αρχική διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρό-
Πάντος Α. Πάντος
νου του ωρομισθίου αυτού προσωπικού (880 ώρες ετησίως) έγινε (1390) ώρες και επετράπη επίσης να προσλαμβάνεται προσωπικό με ετήσιες συμβάσεις κατ΄ εφαρμογή του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 του άρθρου 21 του Ν.2190/199436. Η δυνατότητα επιλογής του προσλαμβανομένου ωρομισθίου προσωπικού από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας που εκτελούσε το αρχαιολογικό έργο διαταράχθηκε μία φορά37, με το άρθρο 16 του Ν.3525/2007 (ΦΕΚ16/Α΄/26.1.2007), με ρουσφετολογικά μάλλον κίνητρα, αλλά επανήλθε στην αρχική της περίπου μορφή με την παρ. 4 του άρθρου 42 του Ν.3905/2010 (ΦΕΚ 219/Α΄/23.12.2010). Αφηρέθη απλώς το ανειδίκευτο προσωπικό, το οποίο προσλαμβάνεται επί τη βάσει πινάκων διετούς ισχύος, καταρτιζομένων από την αρμόδια Εφορεία Αρχαιοτήτων (παρ. 1 - 3 του άρθρου 42 του Ν.3905/2010). Προβλήματα στην απασχόληση του ωρομισθίου προσωπικού ανέκυψαν με την εφαρμογή του ΠΔ164/2004 (ΦΕΚ 134/Α΄/19.7.2004), το οποίο περιώρισε τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου με την ίδια ειδικότητα στον ίδιο φορέα σε τρείς και σε διάρκεια απασχόλησης είκοσι τέσσερεις μήνες κατ΄ ανώτατο όριο. Πάγιο αίτημα των συμβασιούχων αρχαιολόγων κλπ., δηλ. ειδικοτήτων που δεν έχουν άλλη επαγγελματική διέξοδο
Bλ. Παράρτημα Ι, εν τέλει. Βλ. το πλήρες κείμενο στο Παράρτημα ΙΙ, εν τέλει. 34 Βλ. το πλήρες κείμενο στο Παράρτημα ΙΙΙ, εν τέλει. 35 Βλ. και άρθρο 118 παρ. 6 του Συντάγματος. 36 Βλ. την παράγραφο 1 του άρθρου 6 του Ν. 2833/2000 (Φ.Ε.Κ. 150/Α’/30.6.2000), όπως αντικατεστάθη με την περ. α΄ της παρ. 27 του άρθρου 19 του Ν.2947/2001 (ΦΕΚ228/Α΄/9.10.2001). 37 Στον τελευταίο Ν.4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος κλπ.» και στο κεφάλαιο Γ΄ «Ρυθμίσεις για αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο μεγάλων ιδιωτικών έργων» προβλέπεται (άρθρο 8 «Επιστημονικό και εργατοτεχνικό προσωπικό») ότι «Η πρόσληψη του προσωπικού γίνεται από τον Κύριο του ΄Έργου, ύστερα από έγγραφη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, και προσλαμβάνεται από αυτόν». Σχετικό σχόλιο δημοσίευσε η Μαρία Θερμού στο ΒΗΜΑ (29.1.2012 «Εργολάβοι και Αρχαία»). 32 33
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
πλήν εκείνης της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ήταν η άρση γι΄αυτούς της διατάξεως αυτής. Με το άρθρο 40 του Ν.4049/2012 (ΦΕΚ 35/Α΄/23.2.2012) προεβλέφθη ότι «Συμβάσεις εργασίας που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού ή του εποπτευόμενου από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων» (Τ.Δ.Π.Ε.Α.Ε.) και των ίδιων εργαζομένων που απασχολούνται με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας ως επιστημονικό προσωπικό και εξειδικευμένοι τεχνίτες σε έργα έρευνας, ανασκαφής, αναστήλωσης, αποκατάστασης, συντήρησης και διαμόρφωσης αρχαιολογικών χώρων, μνημείων και έργων τέχνης, ή είναι απόφοιτοι του ΙΕΚ Φυλάκων Μουσείων και Αρχαιολογικών Χώρων, απαγορεύεται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 6 του π.δ. 164/2004 (Α΄ 134), να υπερβαίνουν τα πέντε (5) έτη σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης». Το νέο αυτό χρονικό όριο μπορεί να υπερβαίνεται «στις περιπτώσεις εκτέλεσης προγραμμάτων ή έργων που χρηματοδοτούνται ή επιδοτούνται από διεθνείς οργανισμούς». ΙΙε. Οι υποχρεώσεις των διευθυνόντων αρχαιολογικές ανασκαφές To πέμπτο ζήτημα που ρυθμίζει ένας αρχαιολογικός νόμος είναι οι υποχρεώ38
105
σεις των διευθυντών ανασκαφών38. Αυτές θα μπορούσαν να χωρισθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
ΙΙε1. Η συλλογή και η διάδοση των πληροφοριών, το υλικό τεκμηρίωσης και οι δημοσιεύσεις. Μέχρι του 2002 τις υποχρεώσεις αυτές δεν τις ώριζε λεπτομερώς ο κ.Ν.5351/1932, αλλά το Π.Δ. του 1927/1928 «περί τρόπου εκτελέσεως αρχαιολογικών ανασκαφών». Σύμφωνα με αυτό ο διευθυντής της ανασκαφής ώφειλε «να αναφέρη τηλεγραφικώς εις το Υπουργείον παν σπουδαίον εύρημα άμα τη ανακαλύψει του, να αποστείλη εις το τέλος εκάστης εβδομάδος έκθεσιν περί της πορείας της ανασκαφής και κατά δεκαπενθήμερον περίληψιν του υπ’ αυτού τηρουμένου ημερολογίου της ανασκαφής». Τα ανωτέρω, πλήν του πρώτου, ήσαν μάλλον εξωπραγματικά και δεν νομίζω ότι ετηρήθησαν κατά την μεταπολεμική τουλάχιστον περίοδο, γι’ αυτό εξ άλλου στο Π.Δ.99/1992 (ΦΕΚ Α’ 46) «Μελέτη και εκτέλεση αρχαιολογικών εν γένει έργων» φαίνεται ότι αντικατεστάθησαν με τριμηνιαία «συνοπτική έκθεση γιά την πορεία του έργου» (ά.9§4). Και το Π.Δ. του 1927/1928, και το Π.Δ.99/1992, προέβλεπαν ότι το ημερολόγιο της ανασκαφής, ή αντίγραφό του, κατατίθεται μετά το πέρας της ανασκαφής στο αρχείο της υπηρεσίας. Το ότι σήμερα αναζητούμε (και ενίοτε ανευρίσκομε) ημερολόγια παλαιών ανασκαφών στα ιδιωτικά αρχεία χηρών ή συγγενών
«Οι ειδικότερες υποχρεώσεις … των διευθυνόντων συστηματικές ανασκαφές ή άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες ή των διενεργούντων σωστικές ανασκαφές», …« ο κανονισμός ανασκαφών και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 35-38» του Ν.3028/2002 θα ρυθμισθούν με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού (ά.38§3), η οποία δεν έχει εκδοθή μέχρι σήμερα. Ισχύουν πάντως οι διατάξεις του Π.Δ.99/1992.
106
παλαιών αρχαιολόγων, είναι αψευδές τεκμήριο ότι η σχετική διάταξη δεν εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη ζέση... Είτε οι παλαιοί (και δυστυχώς όχι μόνον) αρχαιολόγοι δεν επείθοντο από τον ορισμό του Π.Δ. του 1927/1928, ότι «δεν δύναται να γίνη χρήσις αυτών [δηλ. των κατατιθεμένων ημερολογίων ανασκαφών] προς επιστημονικήν εκμετάλλευσιν υπό άλλου πλήν του διευθύνοντος την ανασκαφήν, πριν γίνη η δημοσίευσις των αποτελεσμάτων της ανασκαφής, ή πριν παρέλθη τριετία από της εκτελέσεως της ανασκαφής» (ά.1§7), είτε καθιστούσαν έτσι εν μέρει ανενεργή την άλλη διάταξη του ιδίου Δ/ τος (ά.1§19): «Ομοίως θεωρείται ότι έχει παραιτηθή από παντός δικαιώματος προτεραιότητος δημοσιεύσεως ευρημάτων οιοσδήποτε διευθυντής ανασκαφής ή ξένη αρχαιολογική σχολή, αν η δημοσίευσις τούτων δεν έγινε εντός δεκαετίας από της ευρέσεως, άνευ σπουδαίας δικαιολογίας». Με τον Ν.3028/2002 (ά.39§8) ρυθμίζεται σαφώς το θέμα του υλικού
Πάντος Α. Πάντος
τεκμηριώσεως μιάς ανασκαφής. «Ο διενεργών σωστική ανασκαφή οφείλει να καταθέτει στην Υπηρεσία το σύνολο του υλικού τεκμηρίωσης που διαθέτει, ο δε διευθύνων συστηματική ανασκαφή και άλλη αρχαιολογική έρευνα αντίγραφο του συνόλου. Η Υπηρεσία υποχρεούται να διευκολύνει την πρόσβαση των ενδιαφερόμενων μελετητών στα ευρήματα και στο υλικό τεκμηρίωσης39 που διαθέτει εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος να υποστούν φθορά». Οι υποχρεώσεις αυτές καθίστανται απαιτητές «μετά την παρέλευση άπρακτων των προθεσμιών για την κατάθεση της τελικής δημοσίευσης των παραγράφων 3, 4, 5 και 7» (βλ. κατωτέρω), οπότε «παύει να υφίσταται αποκλειστικό δικαίωμα δημοσίευσης των αποτελεσμάτων της ανασκαφής». Πράγματι με τον Ν.3028/2002 (α.39§1,3,4,5,7,8) ορίζονται λεπτομερώς τα χρονικά περιθώρια40 του αποκλειστικού δικαιώματος του ανασκαφέως41, δηλ. «ο διευθύνων συστηματική
Εξαιρετικό παράδειγμα διαθέσεως του υλικού τεκμηριώσεως θεωρώ την κυκλοφόρηση οπτικού δίσκου για την σωστική ανασκαφή που έγινε στην οδό Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης για την διέλευση του αγωγού υδρεύσεως από την 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων υπό την διεύθυνση του Χαρ. Μπακιρτζή. Πρβλ. για το θέμα αυτό την παρ. 25 της Συστάσεως UNESCO περί των διεθνών αρχών των εφαρμοστέων στις αρχαιολογικές ανασκαφές (Νέο Δελχί, 1956): «..οι εθνικές αρχαιολογικές υπηρεσίες θα πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να διευκολύνουν με προθυμία την πρόσβαση στην τεκμηρίωση και τις αποθηκευμένες συλλογές αρχαιολογικού υλικού για εξέταση και μελέτη, σε όλους τους ανασκαφείς και αδειούχους ειδικούς, ιδιαίτερα αυτούς στους οποίους έχει δοθεί άδεια για ένα συγκεκριμένο χώρο ή επιθυμούν να την αποκτήσουν». 40 Οι προθεσμίες είναι διπλάσιες στις ενάλιες αρχαιολογικές έρευνες. 41 Στο σημείο αυτό ο ν.3028/2002 ακολουθεί εν πολλοίς την παρ. 24 της Συστάσεως UNESCO περί των διεθνών αρχών των εφαρμοστέων στις αρχαιολογικές ανασκαφές (Νέο Δελχί, 1956): «24. (α) Το Κράτος που παραχωρεί την άδεια θα πρέπει να εγγυάται στον ανασκαφέα τα επιστημονικά δικαιώματα στα ευρήματά του για μια εύλογη περίοδο. (β) ) Το Κράτος που παραχωρεί την άδεια θα πρέπει να απαιτεί από τον ανασκαφέα να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της εργασίας του μέσα στην προθεσμία που καθορίζεται στο γραπτό κείμενο, ή, εν απουσία τέτοιων καθορισμών, σε μία εύλογη χρονική περίοδο. Αυτή η περίοδος δεν πρέπει να υπερβαίνει τα δύο χρόνια για την προκαταρκτική έκθεση. Για περίοδο πέντε ετών μετά την ανακάλυψη, οι αρμόδιες αρχαιολογικές αρχές θα πρέπει να αναλάβουν να μην αποδεσμεύσουν την πλήρη συλλογή των ευρημάτων, ούτε τη συναφή επιστημονική τεκμηρίωση, για λεπτομερή μελέτη, χωρίς την έγγραφη εξουσιοδότηση του ανασκαφέα. Σύμφωνα με τους ίδιους όρους, οι αρχές αυτές θα πρέπει επίσης να εμποδίζουν φωτογραφική ή άλλη αναπαραγωγή αρχαιολογικού υλικού που είναι ακόμη αδημοσίευτο. Για να επιτραπεί, εάν αυτό είναι επιθυμητό, η ταυτόχρονη δημοσίευση της προκαταρκτικής αναφοράς και στις δύο χώρες, ο ανασκαφέας θα πρέπει, κατόπιν αιτήματος, να υποβάλλει αντίγραφο του κειμένου του στις αρχές αυτές. (γ) Επιστημονικές δημοσιεύσεις που πραγματεύονται θέματα αρχαιολογικής έρευνας και εκδίδονται σε γλώσσα που δεν χρησιμοποιείται ευρέως θα πρέπει να περιλαμβάνουν περίληψη και, εάν είναι δυνατό, πίνακα περιεχομένων και υπομνήματα της εικονογράφησης μεταφρασμένα σε μία ευρύτερα γνωστή γλώσσα». 39
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ανασκαφή υποχρεούται να καταθέτει»: [α] «αρχική παρουσίαση42 προς δημοσίευση σε διάστημα έως δύο (2) ετών από την έναρξη της ανασκαφής, στην οποία συμπεριλαμβάνεται κατάλογος των κινητών ευρημάτων και σχέδια των ακινήτων» [β] «τελική δημοσίευση σε διάστημα έως πέντε (5) ετών μετά την περάτωση της ανασκαφής» «Σε ανασκαφές που έχουν μεγάλη διάρκεια43 υποχρεούται επιπλέον να καταθέτει προς δημοσίευση» [γ] «παρουσίαση της πορείας του ανασκαφικού έργου κάθε δύο (2) χρόνια με αφετηρία τη συμπλήρωση της προθεσμίας κατάθεσης της αρχικής παρουσίασης» [δ] «τελική δημοσίευση με τις επώνυμες συμβολές των μελών της ερευνητικής ομάδας εντός πενταετίας από την περάτωσή τους»44.
Η Ελλάς είχε αναλάβει «προς τον σκοπόν της μελέτης και διαδόσεως των πληροφοριών επί των αρχαιολογικών ανακα λύψεων, να λαμβάνη όλα τα πρακτικώς αναγκαία μέτρα διά να εξασφαλίζη την ταχυτέραν και πληρεστέραν διάδοσιν των πληροφοριών δι’ επιστημονικών εκδόσεων σχετικών προς τας ανασκαφάς και ανακαλύψεις» (άρθρ. 4 της Συμβάσε-
107
ως, Ν.1127/1981 και παράβαλε ήδη τα άρθρα 7 και 8 (Συλλογή και διάδοση της επιστημονικής πληροφορίας) στην αναθεωρημένη Σύμβαση, Ν.3378/2005). Στην Ελλάδα κατά το παρελθόν ο διευθυντής ανασκαφής ώφειλε να δημοσιεύει προκαταρκτική έκθεση κάθε έτος στα «Χρονικά» του ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΔΕΛΤΙΟΥ, περιοδικού οργάνου της αρχαιολογικής υπηρεσίας από το 1915, ή στα ΠΡΑΚΤΙΚΑ της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, προκειμένου περί ανασκαφής της45. Με τον Ν.3028/2002 ορίζεται ότι «οι διευθύνοντες συστηματικές ανασκαφές ή άλλης μορφής αρχαιολογική έρευνα και οι διενεργούντες σωστικές ανασκαφές» «οφείλουν να καταθέτουν στην Υπηρεσία ετήσιες επιστημονικές εκθέσεις, το αργότερο ως τον Απρίλιο του επόμενου έτους, για τη δημοσίευσή τους σε επιστημονικό έντυπο ή την ηλεκτρονική46 καταχώρησή τους» (ά.39§2). Επίσης «ο διευθύνων επιφανειακή ή άλλης μορφής αρχαιολογική έρευνα υποχρεούται να καταθέτει τελική δημοσίευση εντός δύο (2) ετών από την περάτωσή της». Πρωτοποριακή είναι πράγματι η νομική δυνατότητα της δημοσιεύσεως των Χρονικών του Αρχαιολογικού Δελτίου σε ηλεκτρονική μορφή, πράγμα που θα έλυνε και το πρόβλημα των καθυστερή-
Υποθέτω νοείται η αγγλιστί “preliminary report”. Για τις ανασκαφές που ευρίσκοντο σε εξέλιξη, όταν δημοσιεύθηκε ο Ν.3028/2002, υπάρχει ειδική μεταβατική διάταξη (ά.73§7) : «Ο διευθύνων συστηματική ανασκαφή που βρίσκεται σε εξέλιξη υποχρεούται να καταθέτει προς δημοσίευση αρχική παρουσίαση εντός δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου [δηλ. μέχρι 28.6.2004]. Εάν η ανασκαφή έχει περατωθεί, ο διευθύνων έχει την υποχρέωση να καταθέσει την τελική δημοσίευση εντός πενταετίας από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου[δηλ. μέχρι 28.6.2007]». 44 Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθή η υπουργική απόφαση κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 39 παρ.9 του Ν.3028/2002, με την οποία θα ρυθμισθούν «ζητήματα που αφορούν την κατάθεση και τη δημοσίευση των μελετών του παρόντος άρθρου [sc.39] και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του». 45 Βλ. Π.Δ.1927/1928, άρθρο 1 παρ. 10,17. Ν.Δ.1521/1942, άρθρο 8 παρ.4. 46 Μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθή η υπουργική απόφαση κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 39 παρ.9 του Ν.3028/2002, με την οποία θα ρυθμισθούν και «τα σχετικά με την ηλεκτρονική καταχώρηση των ετήσιων επιστημονικών εκθέσεων ή άλλων στοιχείων». 42 43
108
σεων εκδόσεως των τόμων των Χρονικών και το πρόβλημα του κόστους εκτύπωσης για τις ετήσιες συνοπτικές εκθέσεις, ώστε το βάρος να δίδεται στις ανά διετία ευρύτερες έντυπες παρουσιάσεις (preliminary reports). Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι υποχρέωση δημοσιεύσεων ρυθμίζεται για πρώτη φορά και για τους αναστηλωτές μηχανικούς και για τους συντηρητές47. Ειδικές διατάξεις (ά.39§4) ισχύουν για την δημοσίευση των σωστικών ανασκαφών, καθόσον «Ο διενεργών σωστική ανασκαφή υποχρεούται να καταθέτει τελική έκθεση, κατάλογο ευρημάτων, φωτογραφίες και σχέδια εντός εννέα (9) μηνών από την περάτωσή της» και «έχει την υποχρέωση να καταθέσει εντός έξι (6) ετών από την περάτωσή της την τελική δημοσίευση με τις επώνυμες συμβολές των μελών της ερευνητικής ομάδας». Ωστόσο η τελευταία αυτή υποχρέωση αίρεται, διότι ο νόμος ορίζει ότι «Εάν δεν επιθυμεί να αναλάβει την τελική δημοσίευση των αποτελεσμάτων της ανασκαφής, το δηλώνει εγγράφως, οπότε η Υπηρεσία μεριμνά για την ανάθεση της δημοσίευσης». Ο κ.Ν.5351/1932 (ά.25) ερρύθμιζε ευθέως το θέμα της δημοσιεύσεως μεμονωμένων ευρημάτων εις χείρας κατόχου ή συλλέκτου και εμμέσως των προερχομένων από ανασκαφές48.
Πάντος Α. Πάντος
Ο Ν.3028/2002 (ά.39§6) ορίζει ότι «Ευρήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια ανασκαφής ή άλλης έρευνας πεδίου, ή τμήματα αυτών, μπορούν να αποτελούν αντικείμενο ιδιαίτερων δημοσιεύσεων μετά από άδεια του έχοντος αποκλειστικό δικαίωμα, εντός πέντε (5) ετών από τη χορήγηση της άδειας εάν πρόκειται για δημοσίευση τμήματος ανασκαφής και εντός δύο (2) ετών εάν πρόκειται για δημοσίευση μεμονωμένου ευρήματος». ΙΙε2. Οι υποχρεώσεις κατά την διάρκεια της ανασκαφής Το Π.Δ. του 1927/1928 (ά.1§20-21), αλλά και ο κ.Ν.5351/1932 (ά.44) ώριζαν τις υποχρεώσεις των διευθυντών ανασκαφής για την λήψη των αναγκαίων μέτρων στηρίξεως και συντηρήσεως των ακινήτων αρχαίων, αποχευτέσεως των ομβρίων υδάτων, διαμορφώσεως του χώρου της ανασκαφής. Ο Ν.3028/2002 (ά.36§8-9) ρυθμίζει ευθέως τις υποχρεώσεις του διευθύνοντος την ανασκαφή κατά την διάρκειά της. Ο διευθύνων οφείλει - να εκτελεί την ανασκαφή στο πλαίσιο του χρονοδιαγράμματος - να μεριμνά ώστε να χρησιμοποιούνται, κατά το δυνατόν, μη καταστροφικές μέθοδοι49
Ν.3028/2002, άρθρο 44: «Οι διενεργούντες τις εργασίες που αναφέρονται στις διατάξεις των άρθρων 40 έως 43 έχουν υποχρέωση να καταθέτουν ετήσιες εκθέσεις εργασιών της ειδικότητάς τους το αργότερο έως τον Απρίλιο του επόμενου έτους και τελική έκθεση ή δημοσίευση εντός δεκαπέντε (15) μηνών από την περάτωσή τους». 48 Άρθρο 25 του κ.Ν.5351/1932 : «…το δικαίωμα της πρώτης δημοσιεύσεως πάσης νεωστί εμφανιζομένης αρχαιότητος έχει επί μίαν τριετίαν από της εισαγωγής της εις την συλλογήν ο ιδιώτης κάτοχος, δυνάμενος να διαθέτη τούτο κατά βούλησιν. Τούτο δεν ισχύει ως προς τα αρχαία τα οποία ευρέθησαν εν ανασκαφή ενεργηθείση συμφώνως προς τας διατάξεις του παρόντος νόμου υπό τινός των εν αυταίς οριζομένων αρχαιολόγων, όστις έχει επί μίαν τριετίαν τα κατά τα ανωτέρω εις τον κάτοχον του αρχαίου διδόμενα δικαιώματα της πρώτης δημοσιεύσεως». 49 Πράγμα που οφείλει να τηρή η Ελλάς, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση «i) να θέσει σε εφαρμογή διαδικασίες εγκρίσεως και ελέγχου των ανασκαφικών ερευνών και των άλλων αρχαιολογικών δραστηριοτήτων, ούτως ώστε: β) να διασφαλίζει ότι οι ανασκαφές και οι αρχαιολογικές έρευνες διεξάγονται με τρόπο επιστημονικό και με την επιφύλαξη ότι: - θα εφαρμόζονται μη καταστρεπτικές ερευνητικές μέθοδοι οπουδήποτε αυτό είναι δυνατό» (άρθρο 3 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005) 47
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
- να μεριμνά για - τη φύλαξη της περιοχής - τη διατήρηση των ευρημάτων κατά προτίμηση κατά χώρα50 - τη στερέωση και τη συντήρησή τους51 - την τήρηση των κανόνων ασφάλειας των εργαζομένων και τρίτων - να μεριμνά για τη λήψη κατάλληλων μέτρων για την αναστήλωση των μνημείων, εάν αυτή είναι αναγκαία, σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, τεχνικούς ή συντηρητές - να μεριμνά για τη διαμόρφωση του χώρου που έχει ανασκαφεί και εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, για την ανάδειξή του - να περατώνει τις εργασίες σε εύλογο χρόνο - να δηλώνει την περάτωση της ανασκαφής - να διευκολύνει την πρόσβαση ειδικών επιστημόνων στο χώρο της ανασκαφής υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 3952 Αντίστοιχες είναι οι υποχρεώσεις και των διευθυνόντων σωστικές ανασκαφές, αν και εδώ μετατίθενται
109
στην Υπηρεσία (ά.37§3-4), η οποία «οφείλει να μεριμνά - για τη συντήρηση και τη φύλαξη των ευρημάτων σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες, τεχνικούς και συντηρητές, - για τη φύλαξη της περιοχής που έχει ανασκαφεί, - για τη λήψη μέτρων ασφάλειας εργαζομένων και τρίτων - για τη διατήρηση των ακινήτων ευρημάτων» εφαρμόζοντας τις «διατάξεις του άρθρου 9». Επίσης η Υπηρεσία «υποχρεούται να διευκολύνει την πρόσβαση ειδικών επιστημόνων στο χώρο της ανασκαφής υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39». To Π.Δ. του 1927/1928 (ά.1§12-16) ερρύθμιζε λεπτομερώς θέματα φυλάξεως των κινητών ευρημάτων, προχείρου καταγραφής των, συσκευασίας, με ταφοράς και παραδόσεως τους σε δημόσιο μουσείο. Ο Ν.3028/2002 (ά.36§10) ρυθμίζει το θέμα αυτό λακωνικότερα, αφήνοντας προφανώς τις λεπτομέρειες σ’ ένα κανο-
Πράγμα το οποίο οφείλει να τηρή η Ελλάς, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση «να λάβει μέτρα για τη φυσική προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς προβλέποντας, ανάλογα με τις περιστάσεις: ii) τη συντήρηση και τη διατήρηση της αρχαιολογικής κληρονομιάς κατά προτίμηση στη θέση εύρεσης,» (άρθρο 4 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). Επίσης «Κάθε συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση: iv) να προβλέπει τη διατήρηση στη θέση εύρεσης, όπου είναι εφικτό, στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, όταν αυτά ανευρίσκονται κατά τη διάρκεια αναπτυξιακών έργων,» (άρθρο 5 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). 51 Πράγμα το οποίο οφείλει να τηρεί η Ελλάς, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση «i) να θέσει σε εφαρμογή διαδικασίες εγκρίσεως και ελέγχου των ανασκαφικών ερευνών και των άλλων αρχαιολογικών δραστηριοτήτων, ούτως ώστε: β) να διασφαλίζει ότι οι ανασκαφές και οι αρχαιολογικές έρευνες διεξάγονται με τρόπο επιστημονικό και με την επιφύλαξη ότι: - τα στοιχεία της αρχαιολογικής κληρονομιάς δεν θα αποκαλύπτονται ούτε θα αφήνονται εκτεθειμένα, κατά τη διάρκεια ή μετά το πέρας της ανασκαφής, χωρίς να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα για την προφύλαξη, συντήρηση και διαχείριση τους μέτρα,» (άρθρο 3 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). 52 Πρβλ. την παρ. 22 της Συστάσεως UNESCO περί των διεθνών αρχών των εφαρμοστέων στις αρχαιολογικές ανασκαφές (Νέο Δελχί, 1956): «Ειδικοί κάθε εθνικότητας θα πρέπει να μπορούν να επισκεφθούν ένα χώρο πριν να δημοσιευθεί ανακοίνωση σχετικά με το έργο και, με τη συγκατάθεση του διευθυντή των ανασκαφών, ακόμα και κατά τη διάρκεια των εργασιών. Το προνόμιο αυτό δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θέσει σε κίνδυνο τα επιστημονικά δικαιώματα του ανασκαφέα στα ευρήματά του». 50
110
νισμό ανασκαφών53: «Τα κινητά ευρήματα μεταφέρονται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στο πλησιέστερο συναφές δημόσιο μουσείο, κατά προτίμηση, ή σε κατάλληλα διαμορφωμένους αποθηκευτικούς χώρους54, που τελούν υπό την εποπτεία της Υπηρεσίας, όπου και είναι προσιτά υπό τους όρους της παραγράφου 8 του άρθρου 3955». ΙΙΙ. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑΚΕΣ ΄Η ΑΛΛΗΣ ΜΟΡΦΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ
΄Ένα άλλο θέμα που ερρύθμισε ο ν.3028/2002 ήταν το θέμα των επιφανειακών ή άλλης μορφής, δηλ. πλην ανασκαφών, αρχαιολογικών ερευνών (ά.38§1). Ουσιαστικώς παραπέμπει για τα σχετικά με αυτές σε ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 36 για τις συστηματικές ανασκαφές: «Οι διατάξεις του άρθρου 36 εφαρμόζονται αναλόγως στις επιφανειακές ή
Πάντος Α. Πάντος
άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες, λαμβανομένου υπόψη του μη καταστροφικού χαρακτήρα τους». Λόγω ακριβώς του γεγονότος αυτού δεν γίνεται κατανοητό, γιατί τίθεται και στις άλλες μορφής αρχαιολογικές έρευνες, ο περιορισμός των τριών αδειών κατ’ έτος: «Τα ιδρύματα της παραγράφου 2 του άρθρου 36 μπορούν να διενεργούν κάθε έτος τρεις (3) επιφανειακές ή άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 36». Δεδομένου ότι ο χώρος και το τοπίο στην Ελλάδα υφίστανται συνεχείς και μεγάλης εκτάσεως αλλαγές, οποιεσδήποτε αρχαιολογικές πληροφορίες και παρατηρήσεις καταγραφούν το ταχύτερο δυνατόν στην μεγαλύτερη δυνατή έκταση είναι καίριας σημασίας για μία σειρά από λόγους, που δεν είναι μόνον επιστημονικοί56. ΄Όσον αφορά τους διευθύνοντες της άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες ορθώς ο νόμος
Πράγματι με το άρθρο 38 παρ.3 του Ν.3028/2002 εξουσιοδοτείται ο Υπουργός Πολιτισμού να εκδώσει απόφαση, με την οποία θα ρυθμίζονται «Οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 1 του άρθρου 36, οι ειδικότερες υποχρεώσεις των φορέων που εκτελούν τις ανασκαφές ή άλλες αρχαιολογικές έρευνες, καθώς και των διευθυνόντων συστηματικές ανασκαφές ή άλλης μορφής αρχαιολογικές έρευνες ή των διενεργούντων σωστικές ανασκαφές, οι προϋποθέσεις και ο τρόπος εφαρμογής της παραγράφου 6 του άρθρου 37, ο κανονισμός ανασκαφών και κάθε σχετική λεπτομέρεια για την εφαρμογή των άρθρων 35-38» 54 Πράγμα το οποίο οφείλει να τηρεί η Ελλάς, η οποία ανέλαβε την υποχρέωση «να λάβει μέτρα για τη φυσική προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς προβλέποντας, ανάλογα με τις περιστάσεις: iii) την οργάνωση κατάλληλων αποθηκευτικών χώρων για τα αρχαιολογικά ευρήματα που μετακινούνται από την αρχική τους θέση» (άρθρο 4 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). 55 Δηλ. «Μετά την παρέλευση άπρακτων των προθεσμιών για την κατάθεση της τελικής δημοσίευσης των παραγράφων 3, 4, 5 και 7» του άρθρου 39, «Η Υπηρεσία υποχρεούται να διευκολύνει την πρόσβαση των ενδιαφερόμενων μελετητών στα ευρήματα και στο υλικό τεκμηρίωσης που διαθέτει εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος να υποστούν φθορά». 56 Εξ άλλου η Ελλάς ανέλαβε την υποχρέωση «να θεσμοθετήσει, με τα κατάλληλα για κάθε κράτος μέσα, ένα νομικό καθεστώς προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς, το οποίο να προβλέπει: i) την οργάνωση ενός ευρετηρίου της αρχαιολογικής κληρονομιάς και την καταχώριση των προστατευομένων μνημείων και περιοχών, ii) τη δημιουργία εφεδρικών αρχαιολογικών ζωνών, ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν ορατά λείψανα στην επιφάνεια του εδάφους ή μέσα στο νερό, για τη διατήρηση των υλικών μαρτυριών, που θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για τις μεταγενέστερες γενεές,» (άρθρο 2 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). Επισης «Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να λάβει μέτρα για τη φυσική προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς προβλέποντας, ανάλογα με τις περιστάσεις: i) την απόκτηση ή την προστασία με άλλα κατάλληλα μέσα, από τις δημόσιες αρχές, των χώρων που προορίζονται να αποτελέσουν τις εφεδρικές αρχαιολογικές ζώνες,» (άρθρο 4 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005), και «Με στόχο τη διευκόλυνση της μελέτης και της διαδόσεως των πληροφοριών για τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις, κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση: i) να πραγματοποιήσει ή να εκσυγχρονίσει τις έρευνες, τις καταγραφές και τις χαρτογραφήσεις των αρχαιολογικών χώρων στις περιοχές δικαιοδοσίας του,» (άρθρο 7 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005), καθώς και τις υποχρεώσεις για την ολοκληρωμένη προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς (άρθρο 5 της αναθεωρημένης Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς, Ν.3378/2005). 53
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
δεν τους περιορίζει, λόγω της φύσεώς τους, στους αρχαιολόγους: «Ως διευθύνοντες ορίζονται επιστήμονες με ειδίκευση και εμπειρία που διασφαλίζει την ικανοποιητική διενέργειά τους». ΙV. AΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ Ο Ν.3028/2002 στο άρθρο 1 παρ.3 περιέλαβε για πρώτη φορά διάταξη, σύμφωνα με την οποία «Στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς δικαίου, το Ελληνικό Κράτος μεριμνά και για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών που προέρχονται από την ελληνική επικράτεια οποτεδήποτε και αν απομακρύνθηκαν από αυτήν. Το Ελληνικό Κράτος μεριμνά επίσης στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών που συνδέονται ιστορικά με την Ελλάδα οπουδήποτε και αν βρίσκονται». Η διάταξη αυτή είναι γενική, δίδει όμως την δυνατότητα γιά την χρηματοδότηση και ανασκαφικής δραστηριότητας στο εξωτερικό. Στο παρελθόν με το άρθρο 27 παρ.2 του Ν. 2447/1920 (ΦΕΚ Α’169), όταν η Ελλάς των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών ήτο ζώσα πραγματικότης, εγκρίθηκε η αναγραφή στον προϋπολογισμό ποσών για την συντήρηση ελληνικών αρχαιολογικών σχολών στην Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη. Το Π.Δ/
111
μα οργανώσεώς τους όμως, το οποίο έπρεπε να εκδοθή κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 28 του νόμου αυτού, δεν έμελλε να εκδοθή ποτέ μέχρι σήμερα57. Από τα «ελληνικά επιστημονικά καθιδρύματα» ειδική διάταξη, εξ όσων γνωρίζω, περιλαμβάνει ο οργανισμός της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας (Β.Δ. της 2.5.1959, ΦΕΚ 111/Α’/9.6.1959), σύμφωνα με την οποία (άρθρ.25) «ανασκαφάς δύναται να εκτελή η Εταιρεία και εκτός της Ελλάδος, κατόπιν σχετικής εγκρίσεως των αρμοδίων αλλοδαπών αρχών, κατά την εκάστοτε ειδικήν επί τούτω απόφασιν του Δ. Συμβουλίου». Ουδέποτε είτε με πρωτοβουλία της Εταιρείας είτε με αίτημα του Δημοσίου προς αυτήν, έγινε χρήσις της δυνατότητος πού παρέχει η διάταξη αυτή. ΄Έτσι μία σειρά ανασκαφών, όπως του αειμνήστου καθηγητού της αρχαιολογίας (ΑΠΘ) Γεωργίου Μπακαλάκη ή του Εφόρου Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαρ. Μπακιρτζή στην Κύπρο, κλπ.58, δεν εξεπορεύθησαν από κάποια επίσημη συντεταγμένη πρωτοβουλία του ελλαδικού κράτους για τα μνημεία του μείζονος ελληνισμού στους χώρους της ιστορικής παρουσίας του. Το 1997 επί υπουργίας Ευ. Βενιζέλου εψηφίσθη διάταξη (ά.6§5) στον Ν.2557/1997 (ΦΕΚ 271/Α΄/24.12.1997), με την οποία εξουσιοδοτούνται οι Υπουργοί Εξωτερικών και Πολιτισμού να ιδρύουν με προεδρικά διατάγματα στο εξωτερικό «Αρχαι-
Τα περί ιδρύσεως Ελληνικής Αρχαιολογικής Σχολής στην Ρώμη επανήλθαν πολλές φορές στην επικαιρότητα την τελευταία τριακονταπενταετία, κατά τρόπο εν τέλει ήκιστα τιμητικό για την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και πρέπει να αναφέρονται με εκφράσεις λύπης και ως παράδειγμα προς αποφυγήν. ΄Ένα σχέδιο Π.Δ. είχε συντάξει δύο φορές ο υπογραφόμενος, αλλά παρέμεινε στα συρτάρια του ΥπΠο. 58 Κάποιες από αυτές παρουσιάσθηκαν προ ετών σε ημερίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, βλ. Greek Archaeology without Frontiers, Athens 2002 [ΕIE συνέκδοση με το Ίδρυμα Λεβέντη, “Open Science” Lecture Series, ISBN 9607998-11-1]. Ίσως υπάρχουν ελάχιστες, μεμονωμένες εξαιρέσεις εμπλοκής του ΥπΠο (π.χ. ανασκαφή νησίδος Ικάρου – Failaka στον Περσικό Κόλπο, 2007-). 57
112
ολογικές Σχολές και Ελληνικά Ινστιτούτα έρευνας και μελέτης της πολιτιστικής κληρονομιάς και του σύγχρονου πολιτισμού». Μία επιτροπή υπό τον Αντιπρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Δ. Α. Παπαπετρόπουλο, στην οποία συμμετέσχε ο υπογραφόμενος, συνέταξε σχέδια Π.Δ. για Αρχαιολογικές Σχολές στην Αλεξάνδρεια, Κύπρο, Ρώμη… Το πρόβλημα όμως είναι ότι, όπως η νομοθετική βούληση της μεγάλης Ελλά-
Πάντος Α. Πάντος
δος της Συνθήκης των Σεβρών το 1920 (Ν.2447/1920, ά.27§2, 28) εβυθίσθη στα επακολουθήσαντα το 1922 γεγονότα, το υπό συγκεκαλυμμένη (;) χρεωκοπία σημερινό ελλαδικό κράτος δεν φαίνεται να διαθέτει πλέον (και πάντως το γε νυν έχον) τις δυνάμεις εκείνες, οι οποίες θα του επέτρεπαν να πραγματοποιήση όσα σε διάστημα 77 ετών δύο φορές (1920, 1997) ενομοθέτησε.-
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I Ν.3905/2010 (ΦΕΚ 219/Α΄/23.12.2010) ΄Άρθρο 43. Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας 1. Για την παρακολούθηση και εκτέλεση αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, καθώς και εργασιών προστασίας και ανάδειξης των αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εργασιών χωροθέτησης και κατασκευής Μεγάλων ΄Έργων, καταρτίζεται Γενικό Πρότυπο Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας με κοινή απόφαση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Πολιτισμού και Τουρισμού. 2. Αντικείμενο του Μνημονίου αυτού αποτελεί η περιγραφή των προϋποθέσεων, των συνθηκών και του τρόπου για: (α) Τη διεξαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών κατά τη φάση χωροθέτησης και κατασκευής Μεγάλων Δημόσιων ΄Έργων, καθώς και της προστασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων από την άποψη της φύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξής τους δυνάμει των διατάξεων του ν.3028/2002. (β) Τη διαχείριση και προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων και την ανάδειξη μνημείων που βρίσκονται στους χώρους κατασκευής εντός της ζώνης απαλλοτρίωσης των βασικών και συνοδών έργων, δυνάμει των διατάξεων του ως άνω νόμου. (γ) Την προστασία μνημείων που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής δυνάμει των διατάξεων του ως άνω νόμου. 3. Για κάθε Μεγάλο Συγχρηματοδοτούμενο Δημόσιο Έργο συντάσσεται και υπογράφεται από τους αρμόδιους Γενικούς Διευθυντές των Υπουργείων Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Πολιτισμού και Τουρισμού ειδικό Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας σύμφωνα με το ως άνω ισχύον Γενικό Πρότυπο. Στο ειδικό Μνημόνιο είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται και πρόσθετοι όροι οι οποίοι αφορούν στο οικείο Έργο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν είναι αντίθετοι προς τις κείμενες διατάξεις ή τους όρους του Γενικού Προτύπου. 4. Το περιεχόμενο του ειδικού Μνημονίου, το οποίο συντάχθηκε σύμφωνα με τις ανωτέρω προϋποθέσεις, καθίσταται δεσμευτικό για τα μέρη μετά την υπογραφή του.
113
΄Άρθρο 44 Κατά την αρχική φάση των τεχνικών μελετών, κατά την οποία εξετάζεται η χωροθέτηση της ζώνης κατάληψης του ΄Έργου, με αίτημα του Κυρίου του ΄Έργου προς το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Ερευνών και Εργασιών στο Πλαίσιο των Μεγάλων ΄Έργων» συντάσσεται ΄Έκθεση Αναλυτικής Αρχαιολογικής Τεκμηρίωσης (Ε.Α.Α.Τ.), εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II Κοινή Υπουργική Απόφαση αριθ. ΥΠΠΟΤ/ ΔΟΕΠΥ/ΤΟΠΥΝΣ/28534/22.3.2011 «Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για τα Μεγάλα Δημόσια ΄Έργα» (ΦΕΚ 527/Β΄/5.4.2011). Έχοντας υπόψη: ζ) Του άρθρου 43 του Ν. 3905/2010 «Ενίσχυση και ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 219/Α΄/2010).
2. Με σεβασμό στις αρχές της Αειφόρου Ανάπτυξης. 3. Το γεγονός ότι το παρόν είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων και σχετικών συνεννοήσεων μεταξύ του Γενικού Γραμματέα Συγχρηματοδοτούμενων Δημοσίων Έργων και ’Εργων Παραχώρησης, του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων Σέργιου Λαμπρόπουλου και της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, κας Λίνας Μενδώνη. Δήλωσαν, συμφώνησαν και συναποδέχθηκαν τα ακόλουθα: ΠΡΟΟΙΜΙΟ 1. Αντικείμενο του Μνημονίου αυτού αποτελεί η περιγραφή των προϋποθέσεων, των συνθηκών και του τρόπου για: α. Τη διεξαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και ανασκαφών κατά τη φάση κατασκευής Δημοσίων Συγχρηματοδοτούμενων ΄Έργων, καθώς και της προστασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων από την άποψη της φύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξης τους, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3028/02. β. Τη διαχείριση και προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων και την ανάδειξη μνημείων που
114
βρίσκονται στους χώρους κατασκευής εντός της ζώνης απαλλοτρίωσης των βασικών και συνοδών έργων, δυνάμει των διατάξεων του ως άνω Νόμου. γ. Την προστασία μνημείων που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής, δυνάμει των διατάξεων του ως άνω Νόμου. 2. Σκοπός του παρόντος Μνημονίου είναι η διευκόλυνση, η συστηματοποίηση και η επιτάχυνση των αρχαιολογικών εργασιών, καθώς και των εργασιών προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, στο πλαίσιο κατασκευής Δημοσίων Συγχρηματοδοτούμενων ΄Έργων. 3. Όλοι οι όροι του παρόντος Μνημονίου συνομολογούνται ουσιώδεις και κάθε τροποποίηση αυτών πρέπει να γίνει εγγράφως. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και της διοικητικής διαδικασίας που διέπουν την προστασία των αρχαιοτήτων, οι οποίες επ’ ουδενί θίγονται από το παρόν. 4. Το παρόν Μνημόνιο δύναται να αναθεωρείται με κοινή απόφαση των μερών προκειμένου να γίνουν τροποποιήσεις, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
΄Άρθρο 1ο. ΄Όροι της συνεργασίας 1. Ο βασικός προγραμματισμός του αρχαιολογικού έργου και των έργων προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, καθώς και οι προβλεπόμενοι τμηματικοί προγραμματισμοί αποστέλλονται στον Κύριο του ΄Έργου από τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟΤ. μέσω της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.), της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων (Δ.Β.Μ.Α.), της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών ΄Έργων (Γ.Δ.Α.Μ.Τ.Ε.) και της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΔΙ.ΝΕ.Σ.Α.Κ.) του ΥΠ.ΠΟ.Τ., οι οποίες τα θέτουν υπόψη της Επιτροπής του ΥΠ.ΠΟΤ για το Συντονισμό των Αρχαιολογικών Ερευνών που διεξάγονται στο πλαίσιο Μεγάλων Δημοσίων ΄Έργων. 2. Η δαπάνη του αρχαιολογικού έργου και των έργων προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, τα οποία διενεργούνται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα εντός της ζώνης κατάληψης του τεχνικού έργου και επί απαλλοτριωμένων ακινήτων για τις ανάγκες του τεχνικού έργου, καθώς και η δαπάνη των εργασιών προστασίας, συντή-
Πάντος Α. Πάντος ρησης και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων ή μνημείων, τα οποία θα είναι δυνατόν να επηρεαστούν από την κατασκευή του τεχνικού έργου, βαρύνει στο σύνολο της, σύμφωνα και με το άρθρο 37 παρ. 6 του Ν. 3028/2002 και την εγκύκλιο αρ. 3785/22.06.2010 της Γ.Γ. Πολιτισμού του ΥΠ.ΠΟ.Τ., τον γενικό προϋπολογισμό του έργου. 3. Το αρχαιολογικό ανασκαφικό έργο, καθώς και τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης ανήκουν στην αρμοδιότητα και διαχείριση των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., οι Προϊστάμενοι των οποίων έχουν υπό την αποκλειστική διεύθυνση, εποπτεία και ευθύνη τους τις ανασκαφές, την κάθε είδους επιστημονική έρευνα, καθώς και τη μέριμνα για την τεκμηρίωση, αξιολόγηση, φύλαξη, συντήρηση, μελέτη και δημοσίευση των ευρημάτων, χωρίς καμία ανάμειξη του Κύριου του ΄Έργου ή του Αναδόχου στα επιστημονικά − αρχαιολογικά στοιχεία ή στην αξιοποίηση του ανασκαφικού υλικού, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, μετά από έγκριση των αρμοδίων κατά περίπτωση Υπηρεσιών και συλλογικών οργάνων του ΥΠ.ΠΟ.Τ. 4. Οι μελέτες που θα απαιτηθούν, κατόπιν γνωμοδότησης του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου, για την προστασία, τη συντήρηση και την ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στη ζώνη του τεχνικού έργου και του απαλλοτριωμένου για τις ανάγκες του χώρου και οι οποίες θα εκπονηθούν υπό την επίβλεψη του ΥΠ.ΠΟ.Τ., είτε με πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού, είτε με ανάθεση σε εξειδικευμένο γραφείο μελετών, το οποίο θα προκύψει μέσω των κατά νόμον οριζομένων διαδικασιών, θα βαρύνουν τον Κύριο του ΄Έργου. 5. Οι συμπληρωματικές απαλλοτριώσεις που τυχόν θα απαιτηθούν για την προστασία, ανάδειξη και προβολή σημαντικών μνημείων και αρχαιολογικών χώρων που ενδεχομένως αποκαλυφθούν, θα αποτελέσουν, με πρόταση του ΥΠΠΟΤ, θέμα συζήτησης και κοινής απόφασης με τον Κύριο του έργου. 6. Η αρχαιολογική έρευνα και η λήψη μέτρων προστασίας και συντήρησης των μνημείων, όπου κρίνονται αναγκαίες, θα προηγούνται της έναρξης οποιουδήποτε τεχνικού έργου.
΄Άρθρο 2ο. Προγραμματισμός της Αρχαιολογικής ΄Έρευνας 1. Ο Κύριος του ΄Έργου υποχρεούται να ενημερώνει το ΥΠ.ΠΟΤ. δύο μήνες πριν την έναρξη των
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ εργασιών κατασκευής του έργου, καθώς και να παράσχει το χρονοδιάγραμμα και τον σχεδιαζόμενο προγραμματισμό των τμημάτων που θα κατασκευαστούν κατά προτεραιότητα. Εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών οι αρμόδιες Κεντρικές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ ενημερώνουν τον Κύριο του ΄Έργου για τον «βασικό προγραμματισμό − προϋπολογισμό» των εργασιών της αρμοδιότητάς τους, οι οποίες προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος να χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό του έργου. Αυτός θα περιλαμβάνει: — Τις περιοχές διέλευσης του έργου, όπου απαιτούνται αρχαιολογικές έρευνες με δοκιμαστικές τομές, καθώς και τα υφιστάμενα μνημεία τα οποία ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής. — Την αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και τον επικεφαλής αρχαιολόγο για κάθε τμήμα του έργου. — Τις τυχόν επιμέρους μελέτες προστασίας και συντήρησης μνημείων που θα απαιτηθούν. — Τις υφιστάμενες υποδομές του ΥΠ.ΠΟ.Τ οι οποίες είναι διαθέσιμες για την φύλαξη, συντήρηση κλπ τυχόν ευρημάτων σε κάθε περιοχή. — Κατά προσέγγιση προϋπολογισμό των δαπανών έρευνας στις γνωστές περιοχές που απαιτείται αρχαιολογική έρευνα. Τα παραπάνω θα εντοπίζονται σε γεωγραφικό υπόβαθρο με αποτυπωμένη την ζώνη απαλλοτρίωσης του έργου, το οποίο θα προμηθεύσει ο Κύριος του ΄Έργου. Ο «βασικός προγραμματισμός−προϋπολογισμός» θα τροποποιείται ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, τους τμηματικούς προγραμματισμούς, καθώς και τα ευρήματα των ερευνών ανά 6μηνο με ευθύνη του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και σε συνεννόηση με τον Κύριο του ΄Έργου. 2. Οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι του ΥΠ.ΠΟ.Τ. θα παρακολουθούν όλες τις χωματουργικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένων των αποψιλώσεων, των επιφανειακών εκχωματώσεων, των εκσκαφών, των διαμορφώσεων χώρων και των επιχωματώσεων, σε όλα τα τμήματα του έργου. Τα συνεργεία για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών οφείλουν να ακολουθούν τις οδηγίες των εντεταλμένων υπαλλήλων του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ως προς τον τρόπο και τα μέσα των εργασιών, καθώς και, όπου απαιτείται, ως προς το είδος των μηχανημάτων. 3. Στην περίπτωση, όπου το τεχνικό έργο διέρχε-
115
ται από περιοχή, όπου δεν υπάρχουν ορατές αρχαιότητες ή επιφανειακές ενδείξεις (όστρακα ή άλλα) και η κατασκευή γίνεται με επίχωμα χωρίς κανενός είδους εκσκαφική εργασία στην επιφάνεια του εδάφους, εκτός από την απομάκρυνση των φυτικών γαιών ή και την κατασκευή εξυγιαντικής στρώσης, τότε επ’ ουδενί δεν διενεργείται δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα. Στην περίπτωση που αποκαλυφθούν κατά την απομάκρυνση των φυτικών γαιών αρχαιολογικές ενδείξεις, τότε διεξάγεται δοκιμαστική έρευνα. 4. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ύπαρξη αρχαιοτήτων, η εκσκαφή με μηχανικά μέσα θα διακόπτεται και θα ακολουθεί ανασκαφική έρευνα, όπως περιγράφεται παρακάτω στο άρθρο 3. Σε διαφορετική περίπτωση και μετά την ολοκλήρωση των εκσκαφικών εργασιών ο χώρος θα παραδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. για την εκτέλεση του έργου. Στα πλαίσια αυτά οι αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. προωθούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα (το πολύ εντός 15ημέρου) τη διαδικασία παραπομπής των σχετικών θεμάτων στο Κ.Α.Σ. ή το Κ.Σ.Ν.Μ., ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στην απόδοση των χώρων και να τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα του έργου. 5. Για την αποφυγή καθυστερήσεων, οι χώροι, στους οποίους πρόκειται να διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα, πρέπει να παραδίδονται άμεσα με ευθύνη του Κυρίου του έργου περιφραγμένοι και ελεύθεροι από παντός τύπου δίκτυα, βλάστηση ή νεώτερες κατασκευές. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει πρόβλεψη απορροής των όμβριων υδάτων και αντιστήριξης πρανών παρακείμενων κτισμάτων και οδών, σε περίπτωση ανασκαφικής έρευνας. 6. Για την επιτάχυνση και αποτελεσματική διενέργεια της έρευνας, απαραίτητο στοιχείο είναι η έγκαιρη εξασφάλιση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής από τον Κύριο του ΄Έργου.
΄Άρθρο 3ο. ΄Έκταση και η διάρκεια της αρχαιολογικής έρευνας 1. Εάν κατά τη διενέργεια των δοκιμαστικών ανασκαφών ή κατά την διάρκεια των εργασιών, σε οποιοδήποτε τμήμα του έργου, διαπιστωθεί η ύπαρξη αρχαιοτήτων, οι εργασίες θα διακοπούν αμέσως και θα ακολουθήσει σωστική ανασκαφική έρευνα. 2. Οι Προϊστάμενοι των αρμοδίων Περιφερει-
116
ακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟΤ., πριν από την έναρξη κάθε ανασκαφής ή άλλου αρχαιολογικού έργου, αποφαίνονται κατά προκαταρκτική εκτίμηση για τη χρονική διάρκεια της έρευνας ή της επέμβασης, καθώς και για τον αναγκαίο αριθμό προσωπικού κατά ειδικότητα, σε συνεργασία με τον Κύριο του ΄Έργου, ώστε να τηρούνται, όσο είναι δυνατόν, οι τμηματικές προθεσμίες εκτέλεσης του ΄Έργου. Μετά την εμφάνιση αρχαιοτήτων και, ανάλογα με την έκταση του σκάμματος, τα προβλεπόμενα βάθη, το είδος των ευρημάτων και τις ενδεχόμενες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, είναι δυνατός ο επαναπροσδιορισμός του χρόνου περάτωσης του ανασκαφικού έργου. 3. Κατά τη διάρκεια των ερευνών θα τηρείται ημερολόγιο εργασιών, το οποίο θα υπογράφεται από τον επικεφαλής αρχαιολόγο και στο οποίο θα καταγράφονται: α. Οι εργαζόμενοι κατά ειδικότητα και η ανάθεση εργασίας. β. Οι απαραίτητες μεταφορές ή άλλες εργασίες. γ. Οι διακοπές εργασιών λόγω καιρικών συνθηκών ή άλλων προβλημάτων. 4. Σε μηνιαία βάση θα παραδίδεται στον Κύριο του Έργου απολογιστική-προγραμματική έκθεση που θα περιέχει: α. Τον αριθμό των εργαζομένων και των ημερομισθίων. β. Λοιπά έξοδα σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του Κυρίου του ΄Έργου. γ. Συνοπτική περιγραφή των ανασκαφικών αποτελεσμάτων που θα αποτυπώνονται στο γεωγραφικό υπόβαθρο. δ. Εκτίμηση ως προς την τήρηση του προγραμματισμού που θα αποτυπώνεται και στο γεωγραφικό υπόβαθρο σε κατάλληλη κλίμακα ώστε να εμφαίνονται η μορφή του έργου, τα όρια απαλλοτρίωσης και ο κάνναβος ανασκαφής. ε. Αιτήματα για επαναπροσδιορισμό του χρόνου ή επέκταση των εργασιών, καθώς και θέματα που αφορούν στην καταγραφή, συντήρηση, τεκμηρίωση κλπ, συνοδευόμενα πάντα με τον αναγκαίο προϋπολογισμό. 5. Τη διεύθυνση, επιστημονική εποπτεία και ευθύνη κάθε είδους αρχαιολογικού έργου ή εργασίας, όπως της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της σωστικής ανασκαφής, έχει ο αρμόδιος κατά περίπτωση Προϊστάμενος Εφορείας Αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ο οποίος προγραμματίζει και συντονίζει το αρχαιολογικό έργο και συνεργάζεται με τον Κύριο του ΄Έργου
Πάντος Α. Πάντος και τους εκπροσώπους του Αναδόχου για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Αναθέτει επίσης καθήκοντα σε αρχαιολόγους πεδίου, επικεφαλής των οποίων ορίζεται, αναλόγως και κατά τη δυνατότητα της Περιφερειακής Υπηρεσίας, αρχαιολόγος της Υπηρεσίας με μόνιμη ή αορίστου χρόνου σχέση εργασίας. 6. Οι Εφορείες Αρχαιοτήτων οφείλουν να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους, όπως και με τις αρμόδιες Διευθύνσεις της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ώστε να συντονίζουν τις δράσεις τους, προκειμένου να αποφεύγονται χρονοτριβές και γραφειοκρατικά κωλύματα. 7. Ο Κύριος ή και ο Ανάδοχος του ΄Έργου οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παρακολούθηση και την αποφυγή πρόκλησης βλάβης στα υφιστάμενα μνημεία, τα οποία γειτνιάζουν με τη ζώνη κατάληψης του έργου. Την ευθύνη και τη δαπάνη αποκατάστασης των μνημείων και του περιβάλλοντα χώρου αναλαμβάνει ο Κύριος του Έργου. ΄Όπου οι αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. κρίνουν αναγκαίο, θα υπάρχει ενόργανη παρακολούθηση των παραμορφώσεων, (στατικών και δυναμικών), ώστε να αποφευχθούν βλάβες σε μνημεία και κτίρια.
΄Άρθρο 4ο. Ανασκαφική − αρχαιολογική τεκμηρίωση Η ανασκαφική και αρχαιολογική τεκμηρίωση (τήρηση ημερολογίων ανασκαφής, καθαρισμός και συντήρηση ευρημάτων, καταγραφή, φωτογράφηση, αποτύπωση και τεκμηρίωση καθώς και η κατάθεση εκτενούς επιστημονικής έκθεσης συνοδευόμενης από κατάλογο ευρημάτων) καλύπτεται από δαπάνες του έργου, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 3028/2002, που αφορά στην παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3028/2002.
΄Άρθρο 5ο. Αποτύπωση των ευρημάτων 1. Στα τμήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής απαιτείται απασχόληση συνεργείου αποτύπωσης, που θα απαρτίζεται από τοπογράφο και σχεδιαστές, για να αποτυπώνονται τα ευρήματα με την υπόδειξη του αρχαιολόγου πεδίου εγκαίρως και με ακρίβεια (συμβατικά και ψηφιακά) και να εξασφαλίζεται η ταχύτητα και η απρόσκοπτη συνέχιση της ανασκαφής. 2. Η ομάδα παρακολούθησης της ανασκαφής, με τη συμμετοχή έμπειρου σε αποτυπώσεις αρχιτέκτονα και αρχισχεδιαστή Η/Υ, καταρτίζει
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ τα γενικά σχέδια κάθε τμήματος, τα οποία θα πιστοποιούνται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Εφορείας και θα κατατίθενται στο αρχείο σχεδίων της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟΤ. Οι ανάγκες για την αποτύπωση των ευρημάτων θα προσδιορίζονται σε σχετικό αίτημα του επιβλέποντος αρχαιολόγου προς τον Κύριο του ΄Έργου και θα περιλαμβάνονται στη συνέχεια στη μηνιαία απολογιστική έκθεση και στον προγραμματισμό - προϋπολογισμό (΄Άρθρο 3). Τη δαπάνη αποτύπωσης των ευρημάτων αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου.
΄Άρθρο 6ο. Φωτογράφιση των ευρημάτων 1. Η λήψη φωτογραφιών τεκμηρίωσης γίνεται από τους αρχαιολόγους πεδίου. Οι γενικές λήψεις, βιντεοσκοπήσεις, ειδικές φωτογραφίσεις ευρημάτων και χώρων (αεροφωτογραφίες), η ηλεκτρονική επεξεργασία τους και οι εκτυπώσεις ανατίθενται με δαπάνη του Κυρίου του ΄Έργου σε εξειδικευμένους φωτογράφους. 2. ΄Όλο το φωτογραφικό υλικό με σχετικούς καταλόγους θα παραδίδεται από την ομάδα παρακολούθησης, αφού συσχετισθεί με την τελική έκθεση και τον κατάλογο ευρημάτων στο αρχείο φωτογραφιών της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟΤ. Τη δαπάνη φωτογράφησης των ευρημάτων αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου. Τα ανωτέρω θα περιλαμβάνονται σε σχετικές υπηρεσιακές εντολές και θα τελούν υπό την έγκριση του Κύριου του ΄Έργου με τον σχετικό προϋπολογισμό.
΄Άρθρο 7ο. Αποθήκευση, συντήρηση και τεκμηρίωση κινητών ευρημάτων 1. Τα κινητά ευρήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής αποθηκεύονται, συντηρούνται και τεκμηριώνονται με ευθύνη των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟΤ. από κατάλληλο προσωπικό στα εργαστήρια τους ή σε χώρους που θα δημιουργηθούν, εάν τα εργαστήρια αυτά δεν επαρκούν για την υποδοχή των νέων ευρημάτων. Η ανάγκη εξεύρεσης, ενοικίασης ή κατασκευής νέων χώρων αποθήκευσης, η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού συντήρησης, η ανάγκη εξοπλισμού επιπλέον εργαστηρίων και το οριστικό χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης των σχετικών δαπανών από τον Κύριο του ΄Έργου, θα αποτελέσουν θέμα συζήτησης και συναπόφασης των αρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟΤ. με τον Κύριο του
117
Έργου, μετά από σχετικό αίτημα των υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟΤ. με δαπάνη του Κυρίου του ΄Έργου. 2. Ο Κύριος του ΄Έργου θα εξασφαλίσει το ειδικευμένο και βοηθητικό προσωπικό συντήρησης, καθώς και την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή (μηχανήματα, εργαλεία και υλικά) καθ’ όλο το διάστημα που διαρκεί η ανασκαφή και ύστερα από συνεννόηση με τους Προϊσταμένους των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και έγκριση του Κύριου του ΄Έργου για εύλογο χρονικό διάστημα πέραν αυτής, το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους 6 μήνες, προκειμένου να ολοκληρωθεί η τελική ανασκαφική έκθεση και ο κατάλογος των ευρημάτων. 3. Τα κινητά ευρήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής μεταφέρονται με μέριμνα των αρμοδίων Εφορειών, με ειδικά διατιθέμενο από τον Κύριο του ΄Έργου κατάλληλο μεταφορικό μέσο στις αρχαιολογικές αποθήκες των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. ή στους χώρους που θα εξασφαλιστούν για το σκοπό αυτό από τον Κύριο του ΄Έργου σύμφωνα με την παράγραφο 1, προσωρινά, μέχρι την εξεύρεση από το ΥΠ.ΠΟ.Τ. κατάλληλου χώρου. Επιπλέον, στην περίπτωση που ενδεχομένως θα ανακύψουν ανάγκες μεταφοράς αρχαιοτήτων μεγάλου βάρους ή όγκου (αρχιτεκτονικών μελών κλπ.) και συνακόλουθα δαπάνες συντήρησης, φύλαξης, αποθήκευσης και ασφάλισής τους, τις δαπάνες αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου. 4. Με την ανεύρεση αρχαίων σε κάθε ανασκαφικό τομέα και, προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία των κινητών ευρημάτων, ο Κύριος του ΄Έργου ή ο Ανάδοχος μεριμνούν, για όσο χρόνο διαρκέσει η ανασκαφή, για τη φύλαξη της περιοχής και οφείλουν για το σκοπό αυτό να προσλαμβάνουν και να διαθέτουν, κατά τις ανάγκες, φυλακτικό προσωπικό, που θα απασχολείται όλο το 24ωρο με εναλλασσόμενες βάρδιες. 5. Το σύνολο των δαπανών για τις αρχαιολογικές εργασίες, δηλαδή την παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών, τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, κατά την έννοια του άρθρου 37 του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄) και του άρθρου 10 (παρ.15) του Ν. 3840/2010 (ΦΕΚ 53 Α΄), και τη λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας των μνημείων έναντι κινδύνων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου ή και κατά τη φάση της λειτουργίας του έρευνας, ανασκαφών, διαχείρισης και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων χρηματοδοτείται από τον Κύριο του ΄Έργου. Εφόσον ο
118
προϋπολογισμός των δαπανών αυτών υπερβαίνει το 5% επί του συνολικού προϋπολογισμού της Δημοσίας Δαπάνης, εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από αιτιολογημένη γνώμη των αρμόδιων Κεντρικών Συμβουλίων του ίδιου Υπουργείου.
΄Άρθρο 8ο. Προστασία των αρχαιοτήτων 1. Για τη διατήρηση και την προστασία των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον Κύριο του ΄Έργου. 2. Εάν για λόγους διατήρησης και προστασίας των αρχαιοτήτων, απαιτηθούν τροποποιήσεις ως προς την εκτέλεση της πορείας του έργου, μετά από Γνωμοδότηση των αρμοδίων οργάνων του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ενημερώνεται άμεσα ο Κύριος του ΄Έργου, ώστε να υπάρξουν οι σχετικές συνεννοήσεις και ενέργειες. Δεδομένου ότι οποιαδήποτε τυχόν αλλαγή της χάραξης του μεγάλου δημόσιου έργου, που θα συναποφασίζεται από τα συναρμόδια Υπουργεία, θα προκαλούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει το Δημόσιο μέσω της Σύμβασης Παραχώρησης, θα ήταν σκόπιμο, όπου αυτό είναι δυνατό, να εξετάζεται η δυνατότητα απόσπασης αρχαίων και επανατοποθέτησης τους σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, με δαπάνη του Έργου, δυνάμει του άρθρου 42 του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153/Α΄/26.06.2002). 3. Στην περίπτωση όπου, για οποιονδήποτε λόγο, επέρχεται πρόωρη διακοπή ή λύση της σχετικής σύμβασης κατασκευής του έργου, τα ευρήματα θα καταχώνονται άμεσα με όρους και διαδικασία που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από γνώμη του Κ.Α.Σ. ή του Κ.Σ.Ν.Μ. και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Ν. 3028/2002. ΄Άρθρο 9ο. Προσωπικό 1. Το πάσης φύσεως αναγκαίο προσωπικό στα αρχαιολογικά έργα, στη μεταφορά, καταγραφή και συντήρηση των ευρημάτων, καθώς και στα έργα προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, προσλαμβάνεται από τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ., σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο. Ο αριθμός και η ειδικότητα του προσωπικού ορίζονται από τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ και κοινοποιού-
Πάντος Α. Πάντος νται στον Κύριο του ΄Έργου, όπως προβλέπεται στα σχετικά άρθρα του παρόντος. 2. Σε περίπτωση που ένας εκ των συμβαλλομένων επιθυμεί να επιταχύνει τις εργασίες σε κάποιο συγκεκριμένο τμήμα, ώστε να τηρηθούν οι προθεσμίες, δύναται να θέσει θέμα πρόσληψης επιπλέον προσωπικού ή υπερωριακής απασχόλησης. Το ΥΠΠΟΤ είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και την επίβλεψη των εργασιών κατά την διάρκεια και της υπερωριακής απασχόλησης. 3. Οι εργαζόμενοι στα αρχαιολογικά έργα, καθώς και στα έργα προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, υποχρεούνται να εκτελούν την εργασία που τους ανατίθεται, λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες μόνον από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ο οποίος και ασκεί τον πάσης φύσεως έλεγχο στην εργασία τους. 4. Οι εργαζόμενοι στα αρχαιολογικά έργα, σε θέματα υγείας και ασφάλειας, εξομοιώνονται με το προσωπικό του Κυρίου του ΄Έργου. 5. Ο Κύριος του ΄Έργου και ο Ανάδοχος μεριμνούν για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας των εργαζομένων και τρίτων. 6. Το ωράριο εργασίας που θα ακολουθείται είναι αυτό των Υπηρεσιών του Δημοσίου Τομέα, δηλαδή σε πενθήμερη βάση (Δευτέρα έως Παρασκευή) και ημερήσια απασχόληση, που θα ανέρχεται σε επτάμισι ώρες (7.30 π.μ. − 3.00 μ.μ.). Τα παραπάνω ισχύουν με την επιφύλαξη των αναφερομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου. 7. Θα υπάρξει μέριμνα από τον Κύριο του ΄Έργου ή τον Ανάδοχο για τη μετακίνηση επί καθημερινής βάσης του προσωπικού από την έδρα της Εφορείας Αρχαιοτήτων προς τα σημεία των εργασιών, με την εξασφάλιση μεταφορικού μέσου, εκτός εάν άλλως συμφωνηθεί.
΄Άρθρο 10ο. Υλικοτεχνική υποδομή 1. Η υλικοτεχνική υποδομή περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες: α. Γενική υποδομή, που περιλαμβάνει την δημιουργία χώρου γραφείου και προσωρινού αποθηκευτικού χώρου σε χωριστό οίκημα ή στις εργοταξιακές εγκαταστάσεις του Αναδόχου με τα απαραίτητα δίκτυα. β. Υποδομή επιφανειακής έρευνας, δοκιμαστικών τομών και ανασκαφής και τα απαραίτητα αναλώσιμα υλικά. 2. Η κάλυψη των ανωτέρω θα εξασφαλίζεται από τον Κύριο του ΄Έργου ύστερα από αίτημα του αρ-
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ μόδιου Προϊστάμενου της Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ.
΄Άρθρο 11ο. Καταβολή και εκδόσεις του αρχαιολογικού έργου Κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο 6 του άρθρου 37 του Ν. 3028/2002, οι απαιτούμενες δαπάνες για τη συντήρηση, τη φωτογράφηση, την καταγραφή και τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού θα καλυφθούν από τον Κύριο του ΄Έργου, κατόπιν συμφωνίας με την αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. Τα μέρη θα συνεργαστούν για την ανάδειξη και δημοσίευση των αρχαιοτήτων που θα έλθουν στο φως με τις αρχαιολογικές ανασκαφές σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία (άρθρο 39 του Ν. 3028/2002), καθώς και για τη διατήρηση και προβολή των αρχαιολογικών μνημείων, με κάθε μέτρο που θα κριθεί πρόσφορο (π.χ. εκδόσεις, ημερίδες, εκδηλώσεις, μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις, δημιουργία προσβάσεων στους αρχαιολογικούς χώρους και σήμανση τους, μεταφορά και διατήρηση μνημείων σε παρακείμενους χώρους κλπ.). ΄Άρθρο 12ο. Επι μέρους Μνημόνια Συναντίληψης και Συνεργασίας Για τα εκάστοτε Μεγάλα Δημόσια Συγχρηματοδοτούμενα ΄Έργα θα συντάσσονται τα αντίστοιχα Μνημόνια Συναντίληψης και Συνεργασίας, τα οποία θα λαμβάνουν υπ’ όψιν όλα τα άρθρα του παρόντος Μνημονίου και θα περιέχουν τους επί πλέον όρους, που θα αφορούν στο εκάστοτε Μεγάλο Δημόσιο ΄Έργο. Θα συνυπογράφονται από τους αρμόδιους Γενικούς Διευθυντές του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και του ΥΠ.ΥΠΟ.ΜΕ.ΔΙ.
΄Άρθρο 13ο. Εγγυήσεις Την αρμοδιότητα και την εποπτεία τήρησης των όρων του παρόντος Μνημονίου θα έχουν: — οι αρμόδιες Διευθύνσεις της Κεντρική Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ. συνεπικουρούμενες από την Επιτροπή του ΥΠ.ΠΟ.Τ. για το Συντονισμό των Αρχαιολογικών Ερευνών που διεξάγονται στο πλαίσιο Μεγάλων Δημοσίων ΄Έργων, τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του και — ο Κύριος του ΄Έργου με τις αρμόδιες Υπηρεσίες του. ΄Άρθρο 14ο. Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
119
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IIΙ N.4072/2012 «Βελτίωση επιχειρηματικού περιβάλλοντος - Νέα εταιρική μορφή -Σήματα - Μεσίτες Ακινήτων - Ρύθμιση θεμάτων ναυτιλίας, λιμένων και αλιείας και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 86/A/11.4.2012) ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΕΓΑΛΩΝ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΕΡΓΩΝ ΄Άρθρο 5 Πεδίο εφαρμογής - Αρμοδιότητες του «Γραφείου Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο Πλαίσιο Μεγάλων Έργων» 1. Ως «Μεγάλα Ιδιωτικά Έργα» για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5 έως και 11 νοούνται όσα πληρούν τις προϋποθέσεις της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3894/2010 (Α΄204), όπως αντικαθίσταται με το άρθρο 2 του παρόντος νόμου. 2. Το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο Πλαίσιο Μεγάλων ΄Έργων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού (Β΄1354/2010) είναι αρμόδιο, από πλευράς της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, για τον χειρισμό των θεμάτων που αφορούν σε Μεγάλα Ιδιωτικά Έργα. Ο Κύριος του ΄Έργου υποχρεούται να ορίσει εκπρόσωπο, ο οποίος οφείλει να βρίσκεται σε άμεση και συνεχή συνεννόηση με το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο Πλαίσιο Μεγάλων ΄Έργων» του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως ζητημάτων που προκύπτουν σχετικά με την προστασία των αρχαιοτήτων και τις αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες που απαιτούνται στο πλαίσιο εκτέλεσης Μεγάλων Ιδιωτικών ΄Έργων σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο.
΄Άρθρο 6 Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας 1. Για την παρακολούθηση και εκτέλεση αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, καθώς και εργασιών προστασίας και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία αποκαλύπτονται στο πλαίσιο εργασιών χωροθέτησης και κατασκευής Μεγάλων Ιδιωτικών ΄Έργων (Μ.Ι.Ε.), υπό την επιφύλαξη ότι η εγκατάσταση ή η λειτουργία τους δεν απαγορεύεται από τις ισχύουσες διατάξεις,
120
καταρτίζεται Πρότυπο Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (Κ.Α.Σ.) ή του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων (Κ.Σ.Ν.Μ.). Το κείμενο του Πρότυπου Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας παρατίθεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙI και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος κεφαλαίου. 2. Αντικείμενο του Μνημονίου της παραγράφου 1 αποτελεί η περιγραφή των προϋποθέσεων, των συνθηκών και του τρόπου για: (α) Τη διεξαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών κατά τη φάση κατασκευής Μ.Ι.Ε., καθώς και της προστασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων από την άποψη της φύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξής τους δυνάμει των διατάξεων του ν. 3028/2002 (Α΄153). (β) Τη διαχείριση και προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων και την ανάδειξη μνημείων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002, τα οποία βρίσκονται στους χώρους κατασκευής εντός της ζώνης κατάληψης των βασικών και συνοδών έργων. (γ) Την προστασία μνημείων που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3028/2002. 3. Για κάθε Μ.Ι.Ε. συντάσσεται, μετά την έγκριση της χωροθέτησης του έργου κατ’ άρθρα 10 έως 17 του ν. 3028/2002 και σε συνεννόηση με το «Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων Έργων» (Γραφείο), Ειδικό Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας, κατά το Πρότυπο του ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΟΣ ΙΙ, που υπογράφεται από τους αρμόδιους Προϊσταμένους των Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και τον Κύριο του ΄Έργου. Στο Ειδικό Μνημόνιο είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται και πρόσθετοι όροι οι οποίοι αφορούν στο οικείο ΄Έργο, εφόσον οι όροι αυτοί δεν είναι αντίθετοι προς τις κείμενες διατάξεις ή τους όρους του Προτύπου. 4. Το περιεχόμενο του εκάστοτε Μνημονίου καθίσταται δεσμευτικό για τα μέρη μετά την υπογραφή του. Παράβαση των όρων επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 10 του παρόντος.
΄Άρθρο 7 ΄Έκθεση Αναλυτικής Αρχαιολογικής Τεκμηρίωσης 1. Κατά την αρχική φάση των τεχνικών μελετών, κατά την οποία εξετάζεται η κατά την παρ. 3 του
Πάντος Α. Πάντος άρθρου 6 χωροθέτηση της ζώνης κατάληψης του ΄Έργου, συντάσσεται, με αίτημα του Κυρίου του ΄Έργου προς το Γραφείο του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, ΄Έκθεση Αναλυτικής Αρχαιολογικής Τεκμηρίωσης (Ε.Α.Α.Τ.) εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία εξασφάλισης από πλευράς του Κυρίου του ΄Έργου του απαραίτητου εξοπλισμού για την εκπόνηση της Ε.Α.Α.Τ. 2. Ο Κύριος του ΄Έργου διαθέτει στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή, όπως αναλώσιμα είδη, εξοπλισμός αρχαιολογικής έρευνας, και το αναγκαίο προσωπικό, όπως τοπογράφο – μηχανικό, σχεδιαστή μέσω συστημάτων Η/Υ κ.λπ. για την εκπόνηση της Ε.Α.Α.Τ. 3. Μετά τη σύνταξη της Ε.Α.Α.Τ. και εφόσον εγκριθεί η χωροθέτηση του Μ.Ι.Ε. κατά την παρ. 3 του άρθρου 6, το Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού συμμετέχει σε όλα τα στάδια περιβαλλοντικής αδειοδότησης από το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, σύμφωνα με το ισχύον σχετικό νομοθετικό πλαίσιο.
Άρθρο 8 Επιστημονικό και Εργατοτεχνικό Προσωπικό 1. Ο αριθμός και η ειδικότητα του αναγκαίου επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού για την εκτέλεση των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών στο πλαίσιο Μ.Ι.Ε. καθορίζεται με διοικητική πράξη της αρμόδιας Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ή της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών ΄Έργων, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών και κοινοποιείται στον Κύριο του ΄Έργου μαζί με το χρονοδιάγραμμα των εργασιών, που μπορεί να τροποποιείται ανάλογα με την πορεία και το είδος των εργασιών που απαιτούνται σε κάθε στάδιο της αρχαιολογικής έρευνας. Με την ίδια διαδικασία αυξάνεται ή μειώνεται ο αριθμός και επανακαθορίζεται η ειδικότητα του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού, ανάλογα με την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, το είδος και τον αριθμό των ευρημάτων. 2. Από το ανωτέρω προσωπικό, το εξήντα τοις εκατό (60) % κάθε επί μέρους κατηγορίας προσλαμβάνεται εφόσον διαθέτει εξειδικευμένη και συναφή εμπειρία τουλάχιστον τριών (3) ετών
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ για τους αρχαιολόγους και έξι (6) μηνών για το υπόλοιπο προσωπικό. Για το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό (40) % κάθε επί μέρους κατηγορίας δεν απαιτείται εμπειρία. Η πρόσληψη του προσωπικού γίνεται από τον Κύριο του ΄Έργου, ύστερα από έγγραφη σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, και προσλαμβάνεται από αυτόν. 3. Αν για λόγους που παρεμποδίζουν την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών επιβάλλεται η αντικατάσταση μέλους ή μελών του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού, εφαρμόζεται η προηγούμενη παράγραφος. 4. Οι αρχαιολογικές έρευνες και εργασίες στο πλαίσιο Μ.Ι.Ε. διενεργούνται από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, οι οποίες θα αναφέρονται τακτικά στο Γραφείο σχετικά με την πορεία αυτών σε κάθε στάδιο εκτέλεσής τους. Οι εργαζόμενοι στα αρχαιολογικά έργα, καθώς και σε ενδεχόμενα έργα προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων στο πλαίσιο εκτέλεσης Μ.Ι.Ε., υποχρεούνται να εκτελούν την εργασία που τους ανατίθεται λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες από τους Προϊσταμένους των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, οι οποίοι ελέγχουν την πρόοδο και την καλή, εν γένει, εκτέλεση της εργασίας τους. 5. Ο Κύριος του ΄Έργου υποχρεούται να αναφέρεται αναλυτικά και ανά τακτά χρονικά διαστήματα στο Γραφείο σχετικά με τα πάσης φύσεως ζητήματα που προκύπτουν στο πλαίσιο εκτέλεσης αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών για την έγκαιρη αντιμετώπισή τους από τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. ΄Άρθρο 9 ΄Έκθεση αποτελεσμάτων αρχαιολογικής έρευνας 1. Με την ολοκλήρωση τυχόν σωστικής ανασκαφικής έρευνας στο σύνολο ή σε τμήματα του χώρου κατάληψης του βασικού και των συνοδών έργων, οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων οφείλουν να ενημερώσουν αυθημερόν το Γραφείο ώστε αυτό να προβεί στον προγραμματισμό των απαιτούμενων ενεργειών. Εν συνεχεία και εντός δεκαπέντε (15) ημερών, μέσα στην οποία ολοκληρώνεται η προκαταρκτική τεκμηρίωση και έκθεση των αποτελεσμάτων της αρχαιολογικής έρευνας, οι οικείες Εφορείες Αρχαιοτήτων
121
καταθέτουν τεκμηριωμένο το σχετικό φάκελο στο Γραφείο ώστε το θέμα να εισαχθεί εκτάκτως ή κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στην επόμενη προγραμματισμένη Συνεδρία του αρμόδιου κεντρικού γνωμοδοτικού οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, Κ.Α.Σ. ή Κ.Σ.Ν.Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ν. 3028/2002. Η γνωμοδότηση συντάσσεται την επομένη της Συνεδρίας του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και προωθείται προς έκδοση η σχετική απόφαση, κατ’ απόλυτη προτεραιότητα. 2. Μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης και εφόσον με αυτή επιτραπεί η συνέχιση των εργασιών εκτέλεσης του Μ.Ι.Ε., κατά τις διατάξεις των άρθρων 10 έως 17 του ν. 3028/2002, το Γραφείο, σε συνεννόηση με τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, ενημερώνει τον Κύριο του ΄Έργου για το χρονοδιάγραμμα των περαιτέρω αρχαιολογικών εργασιών, που τυχόν προβλέπονται σε αυτή, και για τον αριθμό και την ειδικότητα του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού που θα απαιτηθεί ώστε να τηρηθεί το οικείο χρονοδιάγραμμα. Μετά την ολοκλήρωση των ως άνω εργασιών οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων αποδίδουν εγγράφως, αμέσως και χωρίς καμμία καθυστέρηση ελεύθερο τον χώρο στον Κύριο του ΄Έργου για τη συνέχιση των εργασιών σύμφωνα με τους όρους της προαναφερόμενης απόφασης και ενημερώνουν σχετικά το Γραφείο. ΄Άρθρο 10 Κυρώσεις 1. Σε περίπτωση αποδεδειγμένης παράβασης των άρθρων του Μνημονίου Συναντίληψης και Συνεργασίας, εκτός από τις κυρώσεις της κείμενης νομοθεσίας, και ιδίως του ν. 3028/2002, επιβάλλονται για τις παρακάτω παραβάσεις α΄ έως ζ΄ οι εξής κυρώσεις: α) Σε περίπτωση καταστροφής αρχαιοτήτων με υπαιτιότητα του επιβλέποντος αρχαιολόγου πεδίου ή του Κυρίου του ΄Έργου επιβάλλονται οι ποινικές κυρώσεις οι οποίες προβλέπονται από τη διάταξη του άρθρου 56 του ν.3028/2002, μη αποκλειομένης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ. β) Αν δεν δηλωθούν αμέσως οι αρχαιότητες που εντοπίζονται στο πλαίσιο εκτέλεσης του έργου, με υπαιτιότητα του Κυρίου του ΄Έργου ή των εργαζομένων στο έργο εφαρμόζεται η διάταξη του
Πάντος Α. Πάντος
122
άρθρου 58 του ν. 3028/2002, μη αποκλειόμενης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ. γ) Αν δεν τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα με υπαιτιότητα του Κυρίου του ΄Έργου, το χρονοδιάγραμμα των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών παύει να είναι δεσμευτικό και αναστέλλονται, με απόφαση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, όλες οι σχετικές προθεσμίες, που ορίζονται στο Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας, για ισόχρονο διάστημα με εκείνο που περιλαμβάνεται στο αρχικά συμφωνηθέν χρονοδιάγραμμα, από τα συμβαλλόμενα μέρη. δ) Αν παρακωλύεται το έργο της Εφορείας Αρχαιοτήτων, για την εκτέλεση των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, με ευθύνη του Κυρίου του ΄Έργου, και υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων ποινικών κυρώσεων, θα παρατείνεται ο χρόνος διακοπής των εργασιών του ΄Έργου για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η παρακώλυση του έργου της Εφορείας Αρχαιοτήτων μη αποκλειόμενης αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του Α.Κ. ε) Αν ο Κύριος του ΄Έργου αρνηθεί να χρηματοδοτήσει τις εργασίες συντήρησης, ταξινόμησης, αποθήκευσης και καταγραφής του υλικού με σκοπό τη δημοσίευση, μετά το πέρας της σωστικής ανασκαφικής έρευνας, σύμφωνα με το Μνημόνιο, τότε αναστέλλονται οι εργασίες του ΄Έργου μέχρι την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του Κυρίου του ΄Έργου για τη χρηματοδότηση των συγκεκριμένων εργασιών, μη αποκλειόμενης κάθε άλλης αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Κ., αλλά και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του ν. 3028/2002. στ) Αν δεν υποβάλλονται από τον Κύριο του ΄Έργου στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων, εντός των οριζομένων στο Μνημόνιο Συναντίληψης και Συνεργασίας προθεσμιών, οι εκθέσεις σχετικά με την πορεία των ερευνών και εργασιών, ο χρόνος διακοπής των εργασιών του ΄Έργου θα παρατείνεται για όσο χρονικό διάστημα συντρέχει καθυστέρηση υποβολής των σχετικών εκθέσεων, μη αποκλειόμενης κάθε άλλης απαίτησης προς αποζημίωσης με βάση τις διατάξεις του Α.Κ., ενώ παράλληλα θα αντικαθίσταται άμεσα ο επιβλέπων αρχαιολόγος πεδίου. 2. Αν διαπιστωθεί από πλευράς της οικείας Εφορείας Αρχαιοτήτων ότι ο υπεύθυνος αρχαιολόγος προκαλεί αποδεδειγμένα και υπαίτια προσκόμ-
ματα στην εκτέλεση των εργασιών του ΄Έργου, αντικαθίσταται με τη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων. ΄Άρθρο 11 Εφαρμογή ισχυουσών διατάξεων Με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν θίγεται η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3028/2002, καθώς και των λοιπών διατάξεων για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ..................... ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΟΙΜΙΟ ΑΡΘΡΟ 1: Όροι της συνεργασίας - Προγραμματισμός ΑΡΘΡΟ 2: Προγραμματισμός της Αρχαιολογικής έρευνας ΑΡΘΡΟ 3: Έκταση και διάρκεια της αρχαιολογικής έρευνας ΑΡΘΡΟ 4: Ανασκαφική - αρχαιολογική τεκμηρίωση ΑΡΘΡΟ 5: Αποτύπωση των ευρημάτων ΑΡΘΡΟ 6: Φωτογράφηση των ευρημάτων ΑΡΘΡΟ 7:Αποθήκευση, συντήρηση και τεκμηρίωση κινητών ευρημάτων ΑΡΘΡΟ 8: Προστασία των αρχαιοτήτων ΑΡΘΡΟ 9: Προσωπικό ΑΡΘΡΟ 10: Υλικοτεχνική υποδομή ΑΡΘΡΟ 11: Προβολή και εκδόσεις του αρχαιολογικού έργου ΑΡΘΡΟ 12: Επί μέρους Μνημόνια Συναντϊληψης και Συνεργασίας ΑΡΘΡΟ 13: Εγγυήσεις ΑΡΘΡΟ 14: Τελική διάταξη ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΕΡΓΑ
Στην Αθήνα, σήμερα την ............................., οι ακόλουθοι συμβαλλόμενοι:
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 1. Το Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού (εφεξής ΥΠ.ΠΟ.Τ.), που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Μπουμπουλίνας 20-22 και εκπροσωπείται στο παρόν νόμιμα από τον/την Προϊστάμενο/η της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, κ./κα .................. και τον/την Προϊστάμενο/η της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών ΄Έργων, κ./κα .................. 2. Εταιρεία ....................... οι οποίοι θα καλούνται εφεξής «τα μέρη»,
Α. ΄Έχοντας υπόψη: Α) Τις διατάξεις του Ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153/ Α/26.06.2002) «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς». Β) Το Π.Δ. 191/2003 (ΦΕΚ 146/Α/13.06.2003) περί «Οργανισμού του ΥΠΠΟ». Γ) Το άρθρο 81 «Τρόπος εκτέλεσης αρχαιολογικών έργων» του Ν. 1958/1991 (ΦΕΚ 122/Α’) «Αθλητικές ΑΕ και άλλες διατάξεις». Δ) Το Π.Δ. 99/1992 (ΦΕΚ 46/Α/23.03.1992) περί «Μελέτης και εκτέλεσης αρχαιολογικών εν1 γένει έργων». Ε) Το Π.Δ. 63/2005 (ΦΕΚ 98/Α/22.04.2005) περί «Κωδικοποίησης της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα». Στ) Το Π.Δ. 191/2003 (ΦΕΚ 146/Α/13-06-2003) «Οργανισμός Υπουργείου Πολιτισμού». Ζ) Το Π.Δ. 186/2009 (ΦΕΚ 213/Α/07.10.2009) «Συγχώνευση των Υπουργείων Πολιτισμού και Τουριστικής Ανάπτυξης». Η) Την Υ.Α ΥΠΠΟΤ/ΔΟΕΠΥ/TΌΠΥΝΣ/77040/68-2010 (ΦΕΚ 1354/Β/01-09-2010) «Σύσταση του μη αυτοτελούς “Γραφείου Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Ερευνών και Εργασιών στο Πλαίσιο των Μεγάλων ΄Έργων” στο Τμήμα Αρχαιολογικών Χώρων, Μνημείων και Αρχαιογνωστικής ΄Έρευνας, της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού». Θ) Τον Ν. 3812/2009 (ΦΕΚ 234/Α/2009) «Αναμόρφωση Συστήματος προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα και άλλες διατάξεις». Β. Με σεβασμό στις αρχές της Αειφόρου Ανάπτυξης. δήλωσαν, συμφώνησαν και συναποδέχθηκαν τα ακόλουθα:
123
ΠΡΟΟΙΜΙΟ 1. Αντικείμενο του Μνημονίου αυτού αποτελεί η περιγραφή των προϋποθέσεων, των συνθηκών και του τρόπου για: α. τη διεξαγωγή των αρχαιολογικών ερευνών και ανασκαφών κατά τη φάση εφαρμογής του «μεγάλου επενδυτικού σχεδίου», δηλαδή του Ιδιωτικού Έργου - επένδυσης με ενισχυόμενες δαπάνες άνω των .............. εκατομμυρίων ευρώ (......... €), καθώς και της προστασίας των αρχαιολογικών ευρημάτων από την άποψη της φύλαξης, συντήρησης, τεκμηρίωσης και ανάδειξης τους, δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3028/02. β. τη διαχείριση και προστασία των αρχαιολογικών ευρημάτων και την ανάδειξη μνημείων που βρίσκονται στους χώρους κατασκευής, εντός της ζώνης δραστηριοποίησης του Κυρίου του ΄Έργου, των βασικών και συνοδών έργων, δυνάμει των διατάξεων του ως άνω Νόμου. γ. την προστασία μνημείων που ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής, δυνάμει των διατάξεων του ως άνω Νόμου. Σκοπός του παρόντος Μνημονίου είναι η διευκόλυνση, η συστηματοποίηση και η επιτάχυνση των αρχαιολογικών εργασιών, καθώς και των εργασιών προστασίας και ανάδειξης των μνημείων, στο πλαίσιο κατασκευής του Ιδιωτικού ΄Έργου. 2. Όλοι οι όροι του παρόντος Μνημονίου συνομολογούνται ουσιώδεις και κάθε τροποποίηση αυτών πρέπει να γίνει εγγράφως. Κατά τα λοιπά ισχύουν οι διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας και της διοικητικής διαδικασίας που διέπουν την προστασία των αρχαιοτήτων, οι οποίες επ’ ουδενί θίγονται από το παρόν. 3. Το παρόν Μνημόνιο δύναται να αναθεωρείται με κοινή απόφαση των μερών προκειμένου να γίνουν τροποποιήσεις, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. ΄Άρθρο 1. Όροι της συνεργασίας 1. Η επικοινωνία και κάθε είδους αναγκαία συνεννόηση για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει σχετικά με την εκτέλεση αρχαιολογικών εργασιών στο πλαίσιο του Ιδιωτικού ΄Έργου, θα γίνεται μεταξύ της Κεντρικής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ. («Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων Έργων») ή των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και του ορισμένου από τον Κύριο του ΄Έργου εκπροσώπου του. 2. Ο βασικός προγραμματισμός του αρχαιολογικού έργου και των έργων προστασίας και ανά-
124
δειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, καθώς και οι προβλεπόμενοι τμηματικοί προγραμματισμοί αποστέλλονται στον Κύριο του Έργου εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του σχετικού αιτήματος του συνοδευόμενου από πλήρη φακέλο στο Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων Έργων της ΔΙ.Π.Κ.Α. (εφεξής : Γραφείο), από τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. μέσω της Διεύθυνσης Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (Δ.Π.Κ.Α.), της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων (Δ.Β.Μ.Α.), της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων (Γ.Δ.Α.Μ.Τ.Ε.) και της Διεύθυνσης Νεώτερης και Σύγχρονης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς (ΔΙ.ΝΕ.Σ.Α.Κ.) του ΥΠ.ΠΟ.Τ. 3. Η δαπάνη του αρχαιολογικού έργου και των έργων προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, τα οποία διενεργούνται εντός της ζώνης δραστηριοποίησης του έργου για τις ανάγκες του τεχνικού έργου, καθώς και η δαπάνη των εργασιών προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων ή μνημείων, τα οποία θα είναι δυνατόν να επηρεαστούν από την κατασκευή του τεχνικού έργου, βαρύνει στο σύνολο της τον Κύριο του ΄Έργου, σύμφωνα και με το άρθρο 37 παρ. 6 του Ν. 3028/2002. 4. Το αρχαιολογικό ανασκαφικό έργο, καθώς και τα έργα προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης ανήκουν στην αρμοδιότητα και διαχείριση των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., οι Προϊστάμενοι των οποίων έχουν υπό την αποκλειστική διεύθυνση, εποπτεία και ευθύνη τους τις ανασκαφές, την κάθε είδους επιστημονική έρευνα, καθώς και τη μέριμνα για την τεκμηρίωση, αξιολόγηση, φύλαξη, συντήρηση, μελέτη και δημοσίευση των ευρημάτων, χωρίς καμία ανάμειξη του Κύριου του ΄Έργου στα επιστημονικά - αρχαιολογικά στοιχεία ή στην αξιοποίηση του ανασκαφικού υλικού, εκτός από ειδικές περιπτώσεις, μετά από έγκριση των αρμοδίων κατά περίπτωση Υπηρεσιών και συλλογικών οργάνων του ΥΠ.ΠΟ.Τ. 5. Οι μελέτες που θα απαιτηθούν, κατόπιν γνωμοδότησης του αρμόδιου γνωμοδοτικού οργάνου, για την προστασία, τη συντήρηση και την ανάδειξη μνημείων και αρχαιολογικών χώρων στη ζώνη του τεχνικού έργου και του εξασφαλισμένου για τις ανάγκες του χώρου και οι οποίες
Πάντος Α. Πάντος θα εκπονηθούν υπό την επίβλεψη του ΥΠ.ΠΟ.Τ., είτε με πρόσληψη εξειδικευμένου προσωπικού, είτε με ανάθεση σε εξειδικευμένο γραφείο μελετών, θα βαρύνουν τον Κύριο του ΄Έργου. 6. Η αρχαιολογική έρευνα και η λήψη μέτρων προστασίας και συντήρησης των μνημείων, όπου κρίνονται αναγκαίες, θα προηγούνται της έναρξης οποιουδήποτε τεχνικού έργου.
΄Άρθρο 2. Προγραμματισμός της αρχαιολογικής έρευνας 1. Ο Κύριος του ΄Έργου υποχρεούται να ενημερώνει το ΥΠ.ΠΟ.Τ. δύο μήνες πριν την έναρξη των εργασιών κατασκευής του έργου, καθώς και να παράσχει το χρονοδιάγραμμα και τον σχεδιαζόμενο προγραμματισμό των τμημάτων που θα κατασκευαστούν κατά προτεραιότητα. Εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερών από την ανωτέρω ενημέρωση οι αρμόδιες Κεντρικές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ ενημερώνουν τον Κύριο του ΄Έργου, δια του Γραφείου για τον «βασικό προγραμματισμό - προϋπολογισμό» των εργασιών της αρμοδιότητας τους, οι οποίες προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος να χρηματοδοτηθούν από τον προϋπολογισμό του έργου. Αυτός θα περιλαμβάνει: - Τις περιοχές διέλευσης του έργου, όπου απαιτούνται αρχαιολογικές έρευνες με δοκιμαστικές τομές, καθώς και τα υφιστάμενα μνημεία τα οποία ενδέχεται να επηρεαστούν από τις εργασίες κατασκευής. - Τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και τον επικεφαλής αρχαιολόγο για κάθε τμήμα του έργου. - Τις τυχόν επιμέρους μελέτες προστασίας και συντήρησης μνημείων που θα απαιτηθούν. - Τις υφιστάμενες υποδομές του ΥΠ.ΠΟ.Τ οι οποίες είναι διαθέσιμες για την φύλαξη, συντήρηση κλπ τυχόν ευρημάτων σε κάθε περιοχή. - Κατά προσέγγιση προϋπολογισμό των δαπανών έρευνας στις γνωστές περιοχές που απαιτείται αρχαιολογική έρευνα. Τα παραπάνω θα εντοπίζονται σε γεωγραφικό υπόβαθρο με αποτυπωμένη την ζώνη εκτέλεσης του έργου, το οποίο θα προμηθεύσει ο Κύριος του ΄Έργου. Ο «βασικός προγραμματισμός - προϋπολογισμός» θα τροποποιείται ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, τους τμηματικούς προγραμματισμούς, καθώς και τα ευρήματα των ερευνών ανά 6μηνο με ευθύνη του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και σε συνεννόηση με τον Κύριο του ΄Έργου, δια του Γραφείου. 2. Οι αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων θα παρα-
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ κολουθούν όλες τις χωματουργικές εργασίες, συμπεριλαμβανομένων των αποψιλώσεων, των επιφανειακών εκχωματώσεων, των εκσκαφών, των διαμορφώσεων χώρων και των επιχωματώσεων, σε όλα τα τμήματα του έργου. Εφόσον από τα στοιχεία της Ε.Α.Α.Τ. προκύπτει ανάγκη άμεσης και συνεχούς παρακολούθησης των εκσκαφικών εργασιών θα προσληφθούν για τις ανάγκες του έργου αρχαιολόγοι πεδίου, οι οποίοι θα οριστούν ως επιβλέποντες και θα παρακολουθούν όλες τις ως άνω εργασίες, σε όλα τα τμήματα του έργου. Αυτοί θα καταθέτουν σε εβδομαδιαία βάση στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων έκθεση σχετικά με την πορεία των εργασιών, τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται στο αρχαιολογικό έργο, τα τυχόν αρχαιολογικά ευρήματα και το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης που αφορά στο κάθε αρχαιολογικό έργο. Τα συνεργεία για την εκτέλεση των παραπάνω εργασιών οφείλουν να ακολουθούν τις οδηγίες των εντεταλμένων υπαλλήλων του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ως προς τον τρόπο και τα μέσα των εργασιών, καθώς και, όπου απαιτείται, ως προς το είδος,των μηχανημάτων. 3. Στην περίπτωση, όπου το τεχνικό έργο διέρχεται από περιοχή, όπου δεν υπάρχουν ορατές αρχαιότητες ή επιφανειακές ενδείξεις (όστρακα ή άλλα) και η κατασκευή γίνεται με επίχωμα χωρίς κανενός είδους εκσκαφική εργασία στην επιφάνεια του εδάφους, εκτός από την απομάκρυνση των φυτικών γαιών ή και την κατασκευή εξυγιαντικής στρώσης, τότε επ΄ ουδενί δεν διενεργείται δοκιμαστική ανασκαφική έρευνα. Στην περίπτωση που αποκαλυφθούν κατά την απομάκρυνση των φυτικών γαιών αρχαιολογικές ενδείξεις, τότε διεξάγεται δοκιμαστική έρευνα. 4. Στην περίπτωση που διαπιστώνεται η ύπαρξη αρχαιοτήτων, η εκσκαφή με μηχανικά μέσα θα διακόπτεται και θα ακολουθεί ανασκαφική έρευνα, όπως περιγράφεται παρακάτω στο άρθρο 3. Σε διαφορετική περίπτωση και μετά την ολοκλήρωση των εκσκαφικών εργασιών ο χώρος θα παραδίδεται από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. για την εκτέλεση του έργου. Στο πλαίσιο της περίπτωσης του πρώτου εδαφίου της παρούσας παραγράφου και μετά την ολοκλήρωση των ανασκαφικών ερευνών, δηλαδή των ανασκαφικών εργασιών και της τεκμηρίωσης (προκαταρκτική έκθεση αποτελεσμάτων, φωτογραφική και σχεδιαστική αποτύπωση με σκοπό τη χρονολόγηση και ερμηνεία των ευρημάτων), οι αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες
125
του ΥΠ.ΠΟ.Τ. αποστέλλουν (το πολύ εντός 15ημέρου) τον σχετικό φάκελο της υπόθεσης, κατ’ αρμοδιότητα, (α) στη Γραμματεία του αρμόδιου Τοπικού Συμβουλίου Μνημείων, προκειμένου το θέμα να εισαχθεί κατ΄ απόλυτη προτεραιότητα στην επόμενη προγραμματισμένη Συνεδρία του, σύμφωνα με τις διατάξεις του αρ. 49 του Ν. 3028/2002, ή (β) στο Γραφείο, προκειμένου το θέμα να εισαχθεί κατ’ απόλυτη προτεραιότητα στην επόμενη προγραμματισμένη Συνεδρία του αρμόδιου κεντρικού γνωμοδοτικού οργάνου του ΥΠ.ΠΟ.Τ., Κ.Α.Σ. ή Κ.Σ.Ν.Μ. αντίστοιχα και κατ’ αρμοδιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις 50 του Ν. 3028/2002, ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στην απόδοση των χώρων και να τηρούνται τα χρονοδιαγράμματα του έργου. 5. Για την αποφυγή καθυστερήσεων, οι χώροι, στους οποίους πρόκειται να διεξαχθεί αρχαιολογική έρευνα, πρέπει να παραδίδονται άμεσα με ευθύνη του Κυρίου του Έ΄ργου περιφραγμένοι και ελεύθεροι από παντός τύπου δίκτυα, βλάστηση ή νεώτερες κατασκευές μετά την τήρηση των οικείων διατάξεων. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει πρόβλεψη απορροής των όμβριων υδάτων και αντιστήριξης πρανών παρακείμενων κτισμάτων και οδών, σε περίπτωση ανασκαφικής έρευνας. 6. Για την επιτάχυνση και αποτελεσματική διενέργεια της έρευνας, απαραίτητο στοιχείο είναι η έγκαιρη εξασφάλιση, σε σύντομο χρονικό διάστημα, της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής από τον Κύριο του ΄Έργου.
΄Άρθρο 3. ΄Έκταση και διάρκεια της αρχαιολογικής έρευνας 1. Εάν κατά τη διενέργεια των δοκιμαστικών ανασκαφών ή κατά την διάρκεια των εργασιών, σε οποιοδήποτε τμήμα του έργου, διαπιστωθεί η ύπαρξη αρχαιοτήτων, οι εργασίες θα διακοπούν αμέσως και θα ακολουθήσει σωστική ανασκαφική έρευνα. 2. Οι Προϊστάμενοι των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., πριν από την έναρξη κάθε ανασκαφής ή άλλου αρχαιολογικού έργου, αποφαίνονται κατά προκαταρκτική εκτίμηση για τη χρονική διάρκεια της έρευνας ή της επέμβασης, καθώς και για τον αναγκαίο αριθμό προσωπικού κατά ειδικότητα, σε συνεργασία με τον Κύριο του ΄Έργου, ώστε να τηρούνται, όσο είναι δυνατόν, οι τμηματικές προθεσμίες εκτέλεσης του ΄Έργου. Μετά την εμφάνιση αρχαιοτήτων και, ανάλογα με την έκταση του σκάμματος,
126
τα προβλεπόμενα βάθη, το είδος των ευρημάτων και τις ενδεχόμενες δυσμενείς καιρικές συνθήκες, είναι δυνατός ο επαναπροσδιορισμός του χρόνου περάτωσης του ανασκαφικού έργου. 3. Κατά τη διάρκεια των ερευνών θα τηρείται ημερολόγιο εργασιών, το οποίο θα υπογράφεται από τον επικεφαλής αρχαιολόγο και στο οποίο θα καταγράφονται: α. Οι εργαζόμενοι κατά ειδικότητα και η ανάθεση εργασίας. β. Οι απαραίτητες μεταφορές ή άλλες εργασίες. γ. Οι διακοπές εργασιών λόγω καιρικών συνθηκών ή άλλων προβλημάτων. 4. Σε μηνιαία βάση θα παραδίδεται στον Κύριο του Έργου απολογιστική - προγραμματική έκθεση που θα περιέχει: α. Τον αριθμό των εργαζομένων. β. Λοιπά έξοδα σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του Κυρίου του ΄Έργου. γ. Συνοπτική περιγραφή των ανασκαφικών αποτελεσμάτων που θα αποτυπώνονται στο γεωγραφικό υπόβαθρο. δ. Εκτίμηση ως προς την τήρηση του προγραμματισμού που θα αποτυπώνεται και στο γεωγραφικό υπόβαθρο σε κατάλληλη κλίμακα ώστε να εμφαίνονται η μορφή του έργου, τα όρια της ζώνης κατάληψης του έργου και ο κάνναβος ανασκαφής. ε. Αιτήματα για επαναπροσδιορισμό του χρόνου ή επέκταση των εργασιών, καθώς και θέματα που αφορούν στη μετά την περάτωση της ανασκαφής προκαταρκτική έκθεση των αποτελεσμάτων με σκοπό τη χρονολόγηση και ερμηνεία τους (καταγραφή, συντήρηση, τεκμηρίωση κλπ), συνοδευόμενα πάντα με τον αναγκαίο προϋπολογισμό. 5. Τη διεύθυνση, επιστημονική εποπτεία και ευθύνη κάθε είδους αρχαιολογικού έργου ή εργασίας, όπως της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της σωστικής ανασκαφής, έχει ο αρμόδιος κατά περίπτωση Προϊστάμενος Εφορείας Αρχαιοτήτων του ΥΠ.ΠΟΤ., ο οποίος προγραμματίζει και συντονίζει το αρχαιολογικό έργο και συνεργάζεται με τον Κύριο του ΄Έργου για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Αναθέτει επίσης καθήκοντα σε αρχαιολόγους πεδίου, επικεφαλής των οποίων ορίζεται, αναλόγως και κατά τη δυνατότητα της Περιφερειακής Υπηρεσίας, αρχαιολόγος της Υπηρεσίας με μόνιμη ή αορίστου χρόνου σχέση εργασίας. 6. Οι Εφορείες Αρχαιοτήτων οφείλουν να συ-
Πάντος Α. Πάντος νεργάζονται στενά μεταξύ τους, όπως και με το Γραφείο, ώστε να συντονίζουν τις δράσεις τους, προκειμένου να αποφεύγονται χρονοτριβές και γραφειοκρατικά κωλύματα. 7. Ο Κύριος του ΄Έργου οφείλει να λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την παρακολούθηση και την αποφυγή πρόκλησης βλάβης στα υφιστάμενα μνημεία, τα οποία γειτνιάζουν με τη ζώνη κατάληψης του έργου. Την ευθύνη και τη δαπάνη αποκατάστασης των μνημείων και του περιβάλλοντα χώρου αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου. ΄Όπου οι αρμόδιες Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. κρίνουν αναγκαίο, θα υπάρχει ενόργανη παρακολούθηση των παραμορφώσεων (στατικών και δυναμικών), ώστε να αποφευχθούν βλάβες σε μνημεία και κτίρια. ΄Άρθρο 4. Ανασκαφική - αρχαιολογική τεκμηρίωση Η ανασκαφική και αρχαιολογική τεκμηρίωση (τήρηση ημερολογίων ανασκαφής, καθαρισμός και συντήρηση ευρημάτων, καταγραφή, φωτογράφηση, αποτύπωση και τεκμηρίωση, καθώς και η κατάθεση εκτενούς επιστημονικής έκθεσης συνοδευόμενης από κατάλογο ευρημάτων) καλύπτεται από δαπάνες του έργου, σύμφωνα με το άρθρο 37 του Ν. 3028/2002, που αφορά στην παρ. 2 του άρθρου 9 του Ν. 3028/2002.
΄Άρθρο 5. Αποτύπωση ευρημάτων 1. Στα τμήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής απαιτείται απασχόληση συνεργείου αποτύπωσης, που θα απαρτίζεται από τοπογράφο και σχεδιαστές, για να αποτυπώνονται τα ευρήματα με την υπόδειξη του αρχαιολόγου πεδίου εγκαίρως και με ακρίβεια (συμβατικά και ψηφιακά) και να εξασφαλίζεται η ταχύτητα και η απρόσκοπτη συνέχιση της ανασκαφής. 2. Η ομάδα παρακολούθησης της ανασκαφής, με τη συμμετοχή αρχιτέκτονα και σχεδιαστή μέσω συστημάτων των Η/Υ, καταρτίζει τα γενικά σχέδια κάθε τμήματος, τα οποία θα πιστοποιούνται από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Εφορείας και θα κατατίθενται στο αρχείο σχεδίων της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ. ΠΟΤ. Οι ανάγκες για την αποτύπωση των ευρημάτων θα προσδιορίζονται σε σχετικό αίτημα του επιβλέποντος αρχαιολόγου προς τον Κύριο του ΄Έργου και θα περιλαμβάνονται στη συνέχεια στη μηνιαία απολογιστική έκθεση και στον προγραμματι-
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ σμό - προϋπολογισμό (Άρθρο 3). Τη δαπάνη αποτύπωσης των ευρημάτων αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου.
‘Άρθρο 6. Φωτογράφηση ευρημάτων 1. Η λήψη φωτογραφιών τεκμηρίωσης γίνεται από τους αρχαιολόγους πεδίου. Οι γενικές λήψεις, βιντεοσκοπήσεις, ειδικές φωτογραφήσεις ευρημάτων και χώρων (αεροφωτογραφίες), η ηλεκτρονική επεξεργασία τους και οι εκτυπώσεις, όπου και εάν αυτές κριθούν αναγκαίες, ανατίθενται με δαπάνη του Κυρίου του ΄Έργου σε επαγγελματίες φωτογράφους. 2. Όλο το φωτογραφικό υλικό με σχετικούς καταλόγους θα παραδίδεται από την ομάδα παρακολούθησης, αφού συσχετισθεί με την τελική έκθεση και τον κατάλογο ευρημάτων στο αρχείο φωτογραφιών της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ. Τη δαπάνη φωτογράφησης των ευρημάτων αναλαμβάνει ο Κύριος του ΄Έργου. ΄Άρθρο 7. Αποθήκευση, συντήρηση και τεκμηρίωση κινητών ευρημάτων 1. Τα κινητά ευρήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής αποθηκεύονται, συντηρούνται και τεκμηριώνονται με ευθύνη των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. από κατάλληλο προσωπικό στα εργαστήρια τους ή σε χώρους που θα δημιουργηθούν, εάν τα εργαστήρια αυτά δεν επαρκούν για την υποδοχή των νέων ευρημάτων. Η ανάγκη εξεύρεσης νέων χώρων αποθήκευσης, η πρόσληψη επιπλέον προσωπικού συντήρησης, η ανάγκη επιπλέον εξοπλισμού των υπαρχόντων εργαστηρίων και το οριστικό χρονοδιάγραμμα χρηματοδότησης των σχετικών δαπανών από τον Κύριο του ΄Έργου, θα αποτελέσουν θέμα συζήτησης των αρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. με τον Κύριο του ΄Έργου, μετά από σχετικό αίτημα των Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. Η όλη διαδικασία θα συντονίζεται από το Γραφείο. 2. Ο Κύριος του ΄Έργου θα εξασφαλίσει το ειδικευμένο και βοηθητικό προσωπικό συντήρησης, καθώς και την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή (μηχανήματα, εργαλεία και υλικά) καθ’ όλο το διάστημα που διαρκεί η ανασκαφή και ύστερα από αίτημα των αρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., σε συνεννόηση με το Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρ-
127
χαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων Έργων, και έγκριση του Κύριου του ΄Έργου, για εύλογο χρονικό διάστημα πέραν αυτής, το οποίο δεν θα υπερβαίνει τους 6 μήνες, προκειμένου να ολοκληρωθεί η τελική ανασκαφική έκθεση και ο κατάλογος των-ευρημάτων. 3. Τα κινητά ευρήματα της επιφανειακής έρευνας, των δοκιμαστικών τομών και της ανασκαφής μεταφέρονται με μέριμνα των αρμοδίων Εφορειών, με ειδικά διατιθέμενο από τον Κύριο του ΄Έργου κατάλληλο μεταφορικό μέσο στις αρχαιολογικές αποθήκες των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. ή στους χώρους που θα εξασφαλιστούν για το σκοπό αυτό από τον Κύριο του ΄Έργου σύμφωνα με την παράγραφο 1, για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι την εξεύρεση από το ΥΠ.ΠΟ.Τ. κατάλληλου χώρου. Επιπλέον, στην περίπτωση που ενδεχομένως θα ανακύψουν ανάγκες μεταφοράς αρχαιοτήτων μεγάλου βάρους ή όγκου (αρχιτεκτονικών μελών κλπ.) και συνακόλουθα δαπάνες συντήρησης, φύλαξης, αποθήκευσης και ασφάλισης τους, αυτές θα αντιμετωπιστούν κατόπιν συζήτησης των αρμοδίων Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. με τον Κύριο του ΄Έργου, μετά από σχετικό αίτημα των Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. 4. Με την ανεύρεση αρχαίων σε κάθε ανασκαφικό τομέα και προκειμένου να εξασφαλισθεί η προστασία των κινητών ευρημάτων για το εύλογο χρονικό διάστημα που απαιτείται μέχρι την αποθήκευση τους, ο Κύριος του ΄Έργου μεριμνά, για όσο χρόνο διαρκέσει η ανασκαφή, για τη φύλαξη της περιοχής και οφείλει για το σκοπό αυτό να προσλαμβάνει και να διαθέτει, κατά τις ανάγκες, φυλακτικό προσωπικό, που θα απασχολείται όλο το 24ωρο με εναλλασσόμενες βάρδιες. 5. Το σύνολο των δαπανών για τις αρχαιολογικές εργασίες, δηλαδή την παρακολούθηση των εκσκαφικών εργασιών, τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, κατά την έννοια του άρθρου 37 του Ν. 3028/2002, και τη λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας των μνημείων έναντι κινδύνων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου ή και κατά τη φάση της λειτουργίας του έρευνας, ανασκαφών, διαχείρισης και ανάδειξης αρχαιολογικών ευρημάτων χρηματοδοτείται από τον Κύριο του ΄Έργου. Εφόσον ο προϋπολογισμός των δαπανών αυτών υπερβαίνει το 5% επί του συνολικού προϋπολογισμού της δαπάνης, εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από αιτιολογημένη γνώμη των αρμόδιων Κεντρικών Συμβουλίων του ίδιου Υπουργείου.
128
΄Άρθρο 8. Προστασία των αρχαιοτήτων 1. Για τη διατήρηση και την προστασία των αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονται, εφαρμόζονται οι κείμενες διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας και οι σχετικές δαπάνες βαρύνουν τον Κύριο του ΄Έργου. 2. Εάν για λόγους διατήρησης και προστασίας των αρχαιοτήτων, απαιτηθούν τροποποιήσεις ως προς την εκτέλεση της χωροθέτησης του έργου, μετά από Γνωμοδόπιση των αρμοδίων οργάνων του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ενημερώνεται άμεσα ο Κύριος του ΄Έργου, ώστε να υπάρξουν οι σχετικές συνεννοήσεις και ενέργειες. 3. Στην περίπτωση όπου, για οποιονδήποτε λόγο, επέρχεται πρόωρη διακοπή ή λύση της σχετικής σύμβασης κατασκευής του έργου, τα ευρήματα θα καταχώνονται άμεσα με όρους και διαδικασία που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού μετά από γνώμη του Κ.Α.Σ. ή του Κ.Σ.Ν.Μ. και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Ν. 3028/2002.
΄Άρθρο 9. Προσωπικό 1. Ο καθορισμός και η ειδικότητα του αναγκαίου επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού για την εκτέλεση των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών στο πλαίσιο Μ. I.E. γίνεται από την αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς ή της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών ΄Έργων ύστερα από εισήγηση των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών και κοινοποιείται στον Κύριο του ΄Έργου μαζί με το χρονοδιάγραμμα των εργασιών, που μπορεί να τροποποιείται ανάλογα με την πορεία και το είδος των εργασιών που απαιτούνται σε κάθε στάδιο της αρχαιολογικής έρευνας. Το ανωτέρω προσωπικό επιλέγεται από τον Κύριο του ΄Έργου ύστερα από σύμφωνη γνώμη των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ, οπότε και προσλαμβάνεται από αυτόν. 2. Εφόσον επιβάλλεται η αντικατάσταση μέλους ή μελών του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού για λόγους που επηρεάζουν την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών, η αρμόδια Διεύθυνση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες, ύστερα από εισήγηση των αρμόδιων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και αφού ο Κύριος του ΄Έργου πληροφορηθεί σχετικώς, εκθέσει τις απόψεις του και προτείνει τον ή τους αντικαταστάτες. Η πρόσληψη του ή των αντικαταστατών
Πάντος Α. Πάντος είναι υποχρεωτική για τον Κύριο του ΄Έργου. 3. Με τη διαδικασία της προηγούμενης παραγράφου αυξάνεται ή μειώνεται ο αριθμός ή/και η ειδικότητα του επιστημονικού και εργατοτεχνικού προσωπικού, ανάλογα με την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών και το είδος και τον αριθμό των ευρημάτων. Η πληροφόρηση του Κυρίου του ΄Εργου συνίσταται στην αποστολή σε αυτόν τεκμηριωμένης έκθεσης σχετικά με την πορεία των αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών και την ανάγκη επαναπροσδιορισμού .του. αριθμού του προσωπικού με βάση το χρονοδιάγραμμα που τίθεται για την ολοκλήρωση των σωστικών αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών. 4. Σε περίπτωση που ένας εκ των συμβαλλομένων επιθυμεί να επιταχύνει τις εργασίες σε κάποιο συγκεκριμένο τμήμα, ώστε να τηρηθούν οι προθεσμίες, δύναται να θέσει θέμα πρόσληψης επιπλέον προσωπικού ή υπερωριακής απασχόλησης. Το ΥΠ.ΠΟ.Τ. είναι υπεύθυνο για την οργάνωση και την επίβλεψη των εργασιών κατά την διάρκεια και της υπερωριακής απασχόλησης. 5. Οι εργαζόμενοι στα αρχαιολογικά έργα, καθώς και στα έργα προστασίας και ανάδειξης μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων, υποχρεούνται να εκτελούν την εργασία που τους ανατίθεται, λαμβάνοντας εντολές και οδηγίες μόνον από τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ., ο οποίος και ασκεί έλεγχο στην εργασία τους. 6. Ο Κύριος του ΄Έργου και ο Ανάδοχος μεριμνούν για την τήρηση των κανόνων ασφαλείας των εργαζομένων και τρίτων. 7. Το ωράριο εργασίας που θα ακολουθείται είναι αυτό του εργοταξίου του ΄Έργου, ενώ είναι δυνατή η υπερωριακή απασχόληση των εργαζομένων σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 9. Επιπλέον, οποιαδήποτε αλλαγή ωραρίου μπορεί να γίνει κατόπιν αιτήματος των συναρμοδίων Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ., εφ’ όσον πρόκειται για ζήτημα προστασίας και ασφάλειας αποκαλυφθεισών αρχαιοτήτων. ΄Άρθρο 10. Υλικοτεχνική υποδομή 1. Η υλικοτεχνική υποδομή περιλαμβάνει τις ακόλουθες κατηγορίες: α. Γενική υποδομή, που περιλαμβάνει την δημιουργία χώρου γραφείου και προσωρινού αποθηκευτικού χώρου σε χωριστό οίκημα ή στις εργοταξιακές εγκαταστάσεις με τα απαραίτητα δίκτυα,
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ β. Υποδομή επιφανειακής έρευνας, δοκιμαστικών τομών και ανασκαφής και τα απαραίτητα αναλώσιμα υλικά. 2. Η κάλυψη των ανωτέρω θα εξασφαλίζεται από τον Κύριο του ΄Έργου ύστερα από αίτημα του αρμόδιου Προϊστάμενου της Περιφερειακής Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ.
΄Άρθρο 11. Προβολή και εκδόσεις του αρχαιολογικού έργου Κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στην παράγραφο 6 του άρθρου 37 του Ν. 3028/2002, οι απαιτούμενες δαπάνες για τη συντήρηση, τη φωτογράφηση, την καταγραφή και τη μελέτη του αρχαιολογικού υλικού θα καλυφθούν από τον Κύριο του ΄Έργου, κατόπιν συμφωνίας με την αρμόδια Περιφερειακή Υπηρεσία του ΥΠ.ΠΟ.Τ. Τα μέρη θα συνεργαστούν για την ανάδειξη και δημοσίευση των αρχαιοτήτων που θα έλθουν στο φως με τις αρχαιολογικές ανασκαφές σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία {άρθρο 39 του Ν. 3028/2002), καθώς και για τη διατήρηση και προβολή των αρχαιολογικών μνημείων, με κάθε μέτρο που θα κριθεί πρόσφορο (π.χ. εκδόσεις, ημερίδες, εκδηλώσεις, μόνιμες ή περιοδικές εκθέσεις, δημιουργία προσβάσεων στους αρχαιολογικούς χώρους και σήμανση τους, μεταφορά και διατήρηση μνημείων σε παρακείμενους χώρους κλπ,). Με πρωτοβουλία και κατόπιν αιτήματος του Κυρίου του ΄Έργου είναι δυνατή η ανάδειξη και προβολή του αρχαιολογικού έργου, μέσα από την έκθεση εκμαγείων και φωτογραφικού υλικού στις εγκαταστάσεις του τεχνικού έργου. Η σχετική πρόταση -μελέτη θα διαμορφώνεται σε συνεννόηση με τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και θα υποβάλλεται, δια του Γραφείου Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων ΄Έργων, στις συναρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠ.ΠΟ.Τ., προς έγκριση από την Κεντρική Υπηρεσία, κατόπιν γνωμοδότησης του Κ.Α.Σ. ή του Κ.Σ.Ν.Μ.
129
΄Άρθρο 12. Επί μέρους Μνημόνια Συναντίληψης και Συνεργασίας Για τα εκάστοτε Ιδιωτικά ΄Έργα, τα οποία εντάσσονται στην ευρύτερη κατηγορία των «μεγάλων επενδυτικών σχεδίων», θα συντάσσονται αντίστοιχα Μνημόνια Συναντίληψης και Συνεργασίας, τα οποία θα λαμβάνουν υπ’ όψιν όλα τα άρθρα του παρόντος Μνημονίου και θα περιέχουν τους επί πλέον όρους, που θα αφορούν στο εκάστοτε Μεγάλο Ιδιωτικό ΄Έργο. Θα συνυπογράφονται από τους αρμόδιους Προϊσταμένους των Περιφερειακών Υπηρεσιών του ΥΠ.ΠΟ.Τ. και τον Κύριο του ΄Έργου. ΄Άρθρο 13. Εγγυήσεις Την αρμοδιότητα και την εποπτεία τήρησης των όρων του παρόντος Μνημονίου θα έχουν: - οι αρμόδιες Διευθύνσεις της Κεντρική Υπηρεσίας του ΥΠ.ΠΟ.Τ. συνεπικουρούμενες από το Γραφείο Συντονισμού και Παρακολούθησης Αρχαιολογικών Εργασιών στο πλαίσιο Μεγάλων ΄Έργων, τις αρμόδιες Περιφερειακές Υπηρεσίες του και - ο Κύριος του ΄Έργου.
΄Άρθρο 14. Τελική διάταξη Το Μνημόνιο αυτό τίθεται σε ισχύ με την υπογραφή του από τους εκπροσώπους των δύο μερών. Σε πίστωση της συμφωνίας των μερών κατά τα ανωτέρω συνετάχθη και υπογράφεται το παρόν εις τριπλούν. ΟΙ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΙ
Για το Υπουργείο Πολιτισμού και Για την εταιρεία Τουρισμού
Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς Ο Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών ΄Έργων
Πάντος Α. Πάντος
130
The legal framework for the archaeological excavations in Greece: From the 20th to the 21th century Pantos A. Pantos The conduction of archaeological excavations in Greece till 2002 were regulated by the codified Law 5351/1932 ‘On Antiquities’ and a Presidential Decree of 1927. The new Law 3028/2002 ‘On the Protection of Antiquities and the Cultural Heritage in general’, together with the ratified European Convention for the Protection of Archaeological Heritage (Law 3378/2005) and some other provisions concerning salvage archaeology, have created a new framework for this important part of any archaeological policy. The Law 3028/2002 gives a definition of Field Archaeology and distinguishes the archaeological excavations into 1) systematic (planned) excavations, 2) test trenches of limited duration and 3) rescue excavations. Only the Archaeological Service, other scientific, research or educational Greek institutions specialized in archaeological or palaeontological researches and foreign archaeological schools or missions residing in Greece have the right to apply for an excavation permission, foreign schools for up to three excavations each year. The Law describes the criteria of a permission. As Director of a systematic excavation can be appointed an archaeologist having a five years excavation experience after the graduation and two synthetic publications concerning excavations or finds. Three years experience are enough for the rescue excavations, and the same is valid for the supervision of the foreign excavations. The duration of the systematic excavations is five years, with the possibility for
an extension for five additional years. If an excavation is interrupted for more than two years, a continuation is possible, preferably under the same director. The duration of the rescue excavations has a descriptive limit: if it exceeds the aim of immediate rescue, the provisions concerning systematic excavations shall apply. The financement of the archaeological research comes normally from the state budget. But there are many other resources in the last years. Rescue excavations caused by public works, and by major private works, are financed by the budget of the work, including the conservation, study and publication of the finds. A special memorandum is foreseen to be signed between the Archaeological Service and the owner of the work or developer in the case of great, co-financed (by EU), public works, or great private works. The Law 3028/2002 also defines the obligations of the directors of excavations. They can be divided into two main groups: those concerning the collection and distribution of information, the preservation of the documentation and the publications, and those concerning their duties during the excavation. The rules governing the archaeological excavations are applied, mutatis mutandis, in surface field archaeology. The Greek parliament has passed a bill for the established of Greek Archaeological Institutes abroad twice in the past (1920, 1997); the establishment has not been realized up to now. But on the other hand, there was a Greek presence in excavations abroad in the last years.
Dimitris Kontogiorgosâ&#x2C6;&#x2014;
Stories of Sediments Cultural formation processes at the Neolithic Tell at Paliambela Kolindrou
1. INTRODUCTION The tell as a type of site is particularly characteristic of the eastern Mediterranean, Middle East and Balkans. In the most general terms tells are artificial mounds composed of the remains of past human settlements built up at a non uniform rate over long periods of time. The remains preserved in tells exist as a composite of occupational strata, destruction levels, and, to a small extent, additions of naturally deposited sediment (e.g., Rosen 1986). The steep-sides and flat tops of some tells are determined primarily by the structural features they encompass. Most significant among these features are systems such as circuit walls and circuit ditches encircling other cultural deposits. Although Paliambela has neither
â&#x2C6;&#x2014;
steep sides nor a flat top, excavation during 5 years (i.e., 2000-2004) has confirmed the presence of significant constructions, including EN pit-houses, MN rectangular built houses, MN circuit ditches and LN circuit walls. Patchy Final Neolithic and Bronze Age deposits were also detected on the south-east of the tell. Finally, the test section on the nontell component of the site revealed MN and LN ditches, as well as LN pits (e.g., Halstead & Kotsakis 2001, 2002; Kotsakis & Halstead 2004). The matrix of a tell is, for the most part, a result of cultural activity and originates primarily from the residues of collapsed mudbrick and stone structures such as dwellings, storage facilities, administrative and/or palace complexes, and the trappings of institutionalized religion in the form of temple complex-
Department of Archaeology and Prehistory, University of Sheffield, e-mail: mitsaraskonto@hotmail.com
132
es (Davidson 1976; Rosen 1986, 1993). These residues include mudbrick, stone, ceramics, some occasional lime plaster, and organic refuse as their primary components. These components are modified by cultural and natural processes causing reduction and redeposition of sediments, transforming them into secondary refuse (Rosen 1986). Natural and cultural processes continuously change and rework the structure of the tell as more recent cultural deposits are added onto the earlier ones. These cultural deposits often are separated by thick and spatially large destruction layers or by the buildup of thin layers of natural soils. The former include debris from falling and burning structures while the latter occur only when cultural activity ceases for extended periods. The length of occupational hiatus determines which processes are most active on the cultural deposits. Short term abandonments generally lead to sheetwash and ponding and/or the accumulation of natural wind blown silt and sand, whereas major occupational gaps lead to soil development, natural erosion of entire strata, and/or the deposition of wind-blown deposits (Bullard 1970; Rosen 1986). Due to these processes, the height and size of a tell can expand and contract and otherwise change through time. Tells as they appear today, sometimes two to three millennia after abandonment, do not have the same form and shape they did at the time of their abandonment. This is most noticeable on tell slopes. It is rare to find tells with uniform slopes on all sides due largely to the varying effectiveness of erosion
Dimitris Kontogiorgos
and weathering on slopes facing in different directions, as well as slope proximity to varying geographical features (Rosen 1986: 29). If one is to understand the cultural remains in various areas of tells and explain their genesis, it first becomes necessary to determine which processes were at work in different areas of the tell. The best way to do this is to approach the study of tell deposits and remains in the wider context of the tellâ&#x20AC;&#x2122;s surrounding environment. As Rosen points out (1986: 53), the tell is constructed of sediment taken from within a short radius of the site, so that the natural and anthropogenic sediments are interwoven to form the mound. As such it is an integral part of its surroundings and the history of its formation is intimately related to the history of the landscape. The natural forces which transform the landscape, such as erosion and gullying, are also at work on the mound (Rosen 1986: 53). So to understand the archaeological deposits studied in this research, it becomes necessary to view them in the wider context of tell formation so that all processes active in their formation can be understood well before behavioural interpretations are made 2.AN OVERVIEW OF GEOARCHAEOLOGICAL ANALYSIS AT PALIAMBELA
This necessity, was also recognised at Neolithic Paliambela (Fig. 1), and the geoarchaeological study was thus initiated to explore the siteâ&#x20AC;&#x2122;s formation processes and spatial organization, and was based on analysis of ditch and pit deposits
Stories of Sediments
Fig. 1 Map of Greece, showing the location of Paliambela (Source: Paliambela excavation archive).
from the tell and non-tell components of the site and of cores from the tell component (for detailed discussion see in: Kontogiorgos 2008). Coring, as a minimally destructive technique, facilitates the definition of subsurface units, provides a clear view of the buried surfaces on which occupations took place (e.g., Stein 1986). The macroscopic examination of all twelve cores drawn from the subsurface investigation conducted on the tell, revealed three basic stratigraphic units: bedrock, occupation deposits and a top-soil layer. Given, therefore, their relative macrostratigraphic similarity and the rather broad stratigraphic resolution/delineation required from the cores at Paliambela, three cores (out of 12) were selected for analysis. These were judged to provide good site coverage from east to west, and
133
thus offer information regarding the depth and thickness of the cultural deposits on the tell, on a coarse temporal and spatial scale (Fig. 2). The analysis of the cores revealed that the tell component of the site might have been the product of long term anthropogenic accretion of sediment and artefactual material that created a low mound, with 0.5-2m of surviving occupation debris (Figs. 3-5). The source of the sediments of the archaeological contexts (i.e., cores, pits and ditches) at Paliambela is thought to have been the area adjacent to the site. Of the examined naturally occurring sediments, the Neogene sandy loam deposits exhibit a unimodal distribution dominated by sands, while the silty-sand/sandy-silt alluvial formations are bimodal, with a primary silt peak and a secondary sand peak. Comparison of the particle size distributions of the gravelly muddy sand occupation deposits with the locally available sediments has shown that the siteâ&#x20AC;&#x2122;s deposits are similar in silt/clay content to the local alluvial deposits, while medium and coarse grained sands, small and large granules (2mm to 4mm) and small pebbles (4mm to 8mm) may have been obtained from the nearby Neogene deposits. Moreover, certain size fractions (large -16mm to 32mm- pebbles) of sediment, not present in the textural composition of the local sediments, appear to have been selectively introduced to the site by human agency â&#x20AC;&#x201C; probably as building materials from coarse alluvial deposits laid down in the vicinity of the site during the Pleistocene (Krahtopoulou 2003).
134
Dimitris Kontogiorgos
Fig. 2 a) Location of the Cores and of the excavated trenches on tell and the long section (Source: ‘Paliambela excavation archive’), b) Schematic representation of the location of the Cores on tell (drawing by D.K) (originally in Kontogiorgos 2008).
Thus, the cultural origin of most of these excavated deposits was confirmed by particle size analysis (Fig. 3-5). It should be noted, however, that, in firm stratigraphic and chronological terms, it is unknown how much and what quality of sediment each source contributed to the site’s formation. Therefore, it should be stressed that evaluations of the primary sources of materials incorporated into archaeological sediments, unless these are very characteristic - as in the case of gravel-sized material (16mm-32mm) at Paliambela or as in the case of terra rossa soil in Davidson’s geoarchaeological study at Sitagroi (Davidson 1973) - should be made with
caution because the archaeological sediments are highly modified anthropogenically. Nevertheless, Krahtopoulou (pers. comm.) has detected a long sequence of Holocene alluvial deposits predating and post-dating (and possibly contemporary with) the site of Paliambela. The on-site deposits from Paliambela were compared with these early Holocene alluvia which Krahtopoulou (pers. Comm.) believes would have been locally exposed (if not forming the ground surface next to the site). If nothing else, these alluvia were cut by the offsite ditches so the occupants of Neolithic Paliambela certainly knew where to find them. In this respect, Rosen’s previ-
Stories of Sediments
Fig. 3 Mean texture Magnetic susceptibility, organic carbon and microartifacts for Core 1083(originally in Kontogiorgos 2008).
Fig. 4 Mean texture, Magnetic susceptibility, organic carbon and microartifacts for Core 1084 (originally in Kontogiorgos 2008).
Fig. 5 Mean texture, Magnetic susceptibility, organic carbon and microartifacts for Core 1085 (originally in Kontogiorgos 2008).
135
136
ously mentioned statement, that a tell’s formation is an integral part of its surroundings and the history of its formation is intimately related to the history of the landscape, seems to be reflected in the formation of Paliambela since the archaeological contexts at Paliambela comprise sediments from their vicinity. Moreover, the analysis of the three cores clearly displayed that cultural mechanisms were largely responsible for the formation of the tell component of the site while the sources of the parent material should have been in the area around the site. Furthermore, the analysis of the contents of the pits and ditches has shown that these were largely the result of cultural formation processes that significantly contributed to total site formation. The choice of contexts for sampling was in large measure dictated by what had been exposed by excavation at the time, but nonetheless presents some informative contrasts. The three MN ditches on the N, NW and SE slopes of the tell offer relatively good site coverage in different areas of the tell, exhibiting thus good potential for investigating the spatial organization of activity on the site more broadly. On the other hand, the cluster of Neolithic pits on the tell is valuable as a source of more localised stratigraphic information for the use of space mostly in the northern part of the site, while the Neolithic contexts off-tell and the Byzantine-Ottoman contexts, although offering relatively limited stratigraphic information for different activity areas, are helpful in terms of drawing a broader picture of differences in the living environment
Dimitris Kontogiorgos
between chronologically and spatially distant archaeological contexts (selected diagrams of the analysed deposits: Kontogiorgos 2008) . The limited stratigraphic information, at least from the Neolithic pits on tell, the Neolithic contexts off-tell, and the Byzantine-Ottoman contexts, does not necessarily pose problems of interpretation. The latter may be true, when a research attempts to evaluate or fully examine, for example, the spatial uses of a site or offer differences of formation processes in different areas across a site. In this study, the critical prerequisite was rather the depiction of the existence of differences in formation processes and of spatial content between different contexts from the site, on a broad spatial and temporal scale, than a detailed presentation of the spatial and temporal use of space on and off the tell settlement or of differences in formation processes between different activity areas across the site. The microstratigraphic information obtained from the contexts at Paliambela, although ‘limited’ under the former spectrum, contain an amount of stratigraphic data and information capable for unraveling the site’s formational mechanisms. With this type of data and information in hand, then the analysis of formation processes of the site (and, arguably, of any site) can further proceed in more detail. Therefore, the question is not whether this study could have been benefited from a larger sampling scheme, which can be easily answered positively, the question is if such a scheme was necessary in an entirely unknown site, such
Stories of Sediments
as Paliambela. The latter cannot be answered uncritically; it rather incorporates critical research design, decision making, and optimal priorities. This research evaluated and prioritised to offer answers into general inquires of formation processes and of spatial uses of the site, and thereafter, further explore, in more detail, spatial stratigraphic relationships and formational mechanisms from different contexts across the site, which are (and were) anyway highly depended on the progress of the excavation on the site. Nevertheless, variability in the sedimentary and artefactual characteristics of the pits and ditches was considered to reflect diverse attributes of past human activities. It was shown that the fills of the EN pits, MN ditches and Byzantine-Ottoman pits in many cases consisted of a rapid primary fill and a slower secondary upper fill. These fills differ, in most cases, in accumulation rates, quantity and quality of sediments and cultural materials thus suggesting differences between ‘primary’ and ‘secondary’ processes. Moreover, the upper fills sometimes exhibit marked variability through time in the nature of cultural inputs, raising the possibility of discard (perhaps by cleaning or raking) from particular activities. It seems, therefore, that two forms of formation processes were occurring in the deposits: the ‘primary’ cultural formation processes that created the initial variability in the deposits (in the case of ditches, part of the initial variability was also attributed to differences in the amounts and types of excavated bedrock available to fall back into
137
the ditches), and the ‘secondary’ cultural formation processes(Kontogiorgos 2008). These formation processes alter the configuration, shape and size of the deposits created by ‘primary’ processes and create their own patterns. Moreover, when these processes are repeatedly performed, patterns created by earlier processes are again obliterated by later processes, and when combined, the result may be very complex patterns (Gould, 1980), as has been observed in ethnographic contexts (DeBoer & Lathrap 1979; Deal 1985; Hayden & Cannon 1983) as well as in archaeological contexts (e.g., Wilcox 1987). Therefore, the mode and intensity of ‘secondary’ formation processes appear to be the main determinants (other things such as post-depositional processes, being equal) for the variability in the sedimentary and artefactual characteristics of the pits and ditches at Paliambela, that was considered to reflect diverse attributes of past human activities. Also, their intensity might have been responsible for the relatively short period of infilling (i.e., a few months or even less) both in the pits and ditches because no clay lenses were detected (with one exception-MN ditch 3) as might have been expected if the features lay open through a series of winters. This interpretation is further enhanced by the observations made at the Experimental Earthworks built at Wareham, Dorset, U.K. in 1963 (e.g., Evans & Limbrey 1974) and at Overton Down, Wiltshire (e.g., Dimbleby 1962; Macphail 1996). One of the major discoveries of these experiments was to record the annual
138
winter/summer banding of the silts washed into the experimental ditches which were left open to fill in naturally. This type of banding was not observed in the pits and ditches at Paliambela, thus suggesting relatively rapid filling over a short period of time. In addition, the clayish layer in the lower fill of MN ditch 3 and the rather variable inputs of clay, in the upper fills of the Byzantine-Ottoman pits, may indicate that the lower part of this ditch (i.e., MN ditch 3) as well as the upper part of the Byzantine-Ottoman pits could have been the product of individual storm events rather than annual weathering cycles. During the recent archaeological excavations at Paliambela, open ditches cut into bedrock flooded with water that left a muddy basal fill, after heavy rainfall, while similar banding was also observed by Ashbee et al. (1979) during the excavation of the Horslip long barrow. The present study managed also, to identify spatial and temporal cultural formational patterns on the micro-level in pits and ditches through the use of geoarchaeological methods and statistical applications. More clearly, it was shown that there exists a relative sedimentary and stratigraphic similarity of groups of related contexts (i.e., Byzantine-Ottoman pits on the tell and the two MN ditches on the extended part of the site) while the EN pits and the MN ditches on the tell site form more heterogeneous groups, but again have shared characteristics. This suggested that these different groups of features were used in different ways or in different contexts. Although
Dimitris Kontogiorgos
these differences are more or less expected between completely different features, for example when ditches are compared with pits or shallow EN pits with deep Byzantine-Ottoman “storage pits”, the contrast between MN ditches on the tell and their counterparts on the extended part of the site is more intriguing. Similar, the non-linear (Fig. 6) and linear microartifact patterning revealed that the archaeological contexts from the site exhibited strong spatial patterning (i.e., three different groups of microartifact associations were discerned- Neolithic contexts on the tell, Neolithic contexts off the tell and Byzantine-Ottoman contexts), and this was related with spatial differences in site formation processes that arguably reflect long-term continuity of distinct patterns of spatial organisation of behaviour. The tell site at Paliambela was probably much more prominent in the landscape at the time of occupation (Krahtopoulou 2003) but, after the abandonment of the site, natural formation mechanisms affected its exposed surface triggering increased erosion, a situation unlikely to have occurred at the time of occupation because, as has been reported for the tell site at Sitagroi (northern Greece), “during occupation, the net rate of accumulation is equaled by the net rate of erosion” (Davidson 1976: 260), and also we know that the site accumulated upwards (tell formation) through the Neolithic. At Paliambela the presence of a colluvium deposit encountered just beneath the modern ploughsoil in the long section cut through the extended part of the site
Stories of Sediments
Fig. 6 a) One view of the S-SOFM graphical representation showing the formation of two distinct white regions – the larger (bottom-right) corresponds to the Neolithic microartifact data, and the smaller (top- left) corresponds to the Byzantine-Ottoman microartifact data. b) Second view of the S-SOFM graphical representation showing the formation of one distinct white region corresponding to the Neolithic microartifact data from the extended part of the site. (originally in Kontogiorgos 2008).
just southeast of the tell, and also, in-situ MN deposits occur just centimeters below the modern surface in the summit of the tell; in situ FB and LN levels patchily preserved at a few centimeters depth in the SE of the tell; deep EN, MN and LN levels on the N and NW, imply erosion of several centimeters from the summit of the tell. Then the Byzantine-Ottoman pits are all the truncated deep parts of an early modern settlement that is entirely missing. These are just two of many indications that the site has been heavily eroded since end of Neolithic. Agricultural practices too may have played a part in triggering erosion of tell sediments. Recent deep ploughing, recalled by villagers who carried it out, has resulted in erosion and weathering of exposed fresh cultural material, as has been suggested from analysis of sediments and microartifacts in the top-soil layers at Paliambela. These top-soil layers in general exhibited textural homogenization in sediments, probably due to
139
ploughing, and moderate microartifact values, that may reflect repeated exposure of cultural materials to weathering and destruction. Modern ploughing will have made sediments highly susceptible to erosion, while Evans (1978: 68) also mentions the direct physical abrasion and erosion caused by tillage. The effects of erosion and ploughing on the tell apart from changing its shape were, at least in part, responsible for the significant alteration of the stratigraphy of the tell and the partial destruction of possible architectural structures buried under the modern surface, as has been reported for the tell site at Sitagroi where evidence of any perimeter structure on the summit of the tell has disappeared through erosion (Davidson 1976). The recent archaeological excavation at Paliambela has revealed the presence of significant constructions close to the “brow” of the tell: the MN circuit ditch and LN circuit walls on the southeast slopes and other MN ditches on the north and north-west slopes of the tell. Also, numerous pits and burials of the Byzantine-Ottoman periods dug into deposits of the Neolithic period clearly disturbed the stratigraphy of the site. A “clean” stratigraphic profile, including all periods of occupation from the EN to Byzantine/Ottoman period has not been detected yet but in the N area we have the EN pits cut by EN levels which were cut by an EN ditch and this was cut by an early MN ditch that was sealed by disturbed LN levels which in turn were sealed by Byzantine-Ottoman pits. In the SE we have MN ditch fills sealed by LN circuit wall, sealed by FN
140
dumps which were cut by ByzantineOttoman pits and graves. There is never any hint of soil formation (not even root marks on animal bones (Halstead, pers. comm.) in Neolithic deposits except here they are close to enough to the modern surface to be altered by recent pedogenesis. Conversely, the top metre or so of the site (except on the summit and SE where ploughing came down to the LN circuit wall) is heavily bioturbated (many visible burrows) and the colours of different layers (e.g., when one part of the trench is pure MN and another pure LN pottery) are wholly homogenized by pedogenesis. The implication is that the site was more or less continuously used to late in the Neolithic (or later) and to a height now lost, before significant soil formation took place (perhaps between FN or even BA and the Byzantine-Ottoman occupation). Time’s ravages do not seem to have affected dramatically, at least, the deeper deposits preserved in pit and ditch fills. When Ascher wrote that archaeologists do not dig up ‘the remains of a once living community stopped, as it were, at a point in time’ (Ascher 1961: 324) it was not with the remains preserved in tell deposits in mind. However, his observations concerning the ravaging of archaeological remains by ‘time’s arrow’ are every bit as relevant to the discussion of processes of formation (and subtraction) on tell deposits and their interpretation as they are to any other archaeological deposit. Ascher’s comments were directed toward archaeologists who approach the archaeological record as a preserved past (the “Pompeii Premise”) instead of
Dimitris Kontogiorgos
a record that, just as often, preserves the disorganised arrangement of matter regularly generated at a point in time much later than that of interest to the archaeologist (Binford 1981: 196). This study has not treated the deposits at Paliambela as Pompeii-like assemblages. Nevertheless, despite the natural and cultural agents/processes that have disorganized the site’s behavioural contexts, the archaeological sediments from Paliambela still preserve significant behavioural information. The spatial differences in cultural formation processes, revealed by geoarchaeological study, arguably reflect long-term continuity of distinct patterns of spatial organisation of behaviour. The term ‘continuity’ is conceptualized here as the cultural product of different social systems (Neolithic or later) that inhabited Paliambela. Their cultural outcomes, embedded in and decoded from the archaeological sediments, contributed significantly to the site’s formation, transforming it into a cultural product. Therefore, the archaeological sediments, preserved in contexts such as the pits and ditches of Paliambela, enclose significant cultural information, and this study has demonstrated the potential of geoarchaeological research for helping us to identify this information. 3. CONCLUSION
The excavation at Paliambela, and the recognition of a tell-extended site with habitation covering the EN-LN, and habitational episodes up to the historical (Byzantine-Ottoman) period, offered the opportunity to examine the duality
Stories of Sediments
of organization in this type of site (Kotsakis 1999). This duality of organization seems to be confirmed by sedimentary and stratigraphic similarities between groups of related contexts as in the case of the two ditches outside the tell settlement that exhibit quite distinct pattern of formation in relation to the MN ditches on the tell. Also, the EN pits from the tell were different to the LN pit off the tell while the cases of Byzantine-Ottoman pit fills again suggest broader differences in the organization of the living environment on the tell through time. This further suggested that the filling of each group of contexts was to a major extent the end result of recurrent practices, rather than being a consequence of digging and discard events. Thus, different uses of different groups of contexts resulted in developing the two parts of the site in distinctly different ways. The identification that the repetition of cultural practices is embedded in the archaeological sediments, that form the raw material starting point for the formation of the archaeological record, has two important implications: firstly, it up-
141
grades the impact of cultural formation processes, through the recognition that repeated human actions have shaped the form of the archaeological deposits at Paliambela, and eventually the form of the site; secondly, it calls for awareness of the multiplicity of scales at which these cultural processes can be traced. Thus, the study puts a new line of evidence in the discussion regarding the differences between Neolithic tells and flat/extended sites revealing differences in the organization of the living environment between the two parts of the site at Paliambela both in space and time. Without underestimating the effects of natural processes or destructive agents that occurred on the site, or rather â&#x20AC;&#x2DC;naivelyâ&#x20AC;&#x2122; expecting cultural processes to account for all the extant variability at Paliambela (and in any archaeological site), it is argued that a combination of sedimentary and microartifact data has contributed to understanding of formation processes and the spatial organization of human behaviour in an archaeological site lacking imperishable architecture.
Dimitris Kontogiorgos
142
Bibliography Ascher, R. 1961 Analogy in archaeological interpretation. Southwestern Journal of Anthropology 17: 317-25. Ashbee, P., L. F. Smith & J. G. Evans 1979 Excavation of the three long barrows near Avebury, Wiltshire. Proceedings of the Prehistoric Society 45: 207-300. Binford, L. R. 1981 Behavioral archaeology and the â&#x20AC;&#x153;Pompeii premiseâ&#x20AC;?. Journal of Anthropological Research 37: 195-208. Bullard, R. G. 1970 Geological studies in field archaeology. Biblical Archaeologist 33: 98-132. Davidson, D. A. 1973 Particle size and phosphate analysis. Evidence for the evolution of a tell. Archaeometry 15: 143-52. 1976 Processes of tell formation and erosion. In Geoarchaeology: Earth Science and the Past (ed. D. A. Davidson & M. L. Shackley): 143-58. London: Duckworth. Davidson, D. A. & M. L. Shackley 1976 Geoarchaeology: Earth Science and the Past. London: Duckworth. Deal, M. 1985 Household pottery disposal in the Maya Highlands: An ethnoarchaeological interpretation. Journal of Anthropological Archaeology 4: 243-91. DeBoer, W. R. & D. W. Lathrap 1979 The making and breaking of Shipibo-Conibo ceramics. In Ethnoarchaeology: Implications of Ethnography for Archaeology (ed. C. Kramer): 102-38. New York: Columbia University Press. Dimbleby, G. W. 1962 The Development of British Heathlands and their Soils. Oxford: Clarendon Press. Evans, T. G. 1978 An Introduction to Environmental Archaeology. Ithaka, New York: Cornell University Press. Evans, T. G. & S. Limbrey 1974 The experimental earthwork on Morden Bog, Wareham, Dorset, England: 1963-1972. Proceedings of the Prehistoric Society 40: 170-202. Gould, R.A. 1980 Living Archaeology. Cambridge: Cambridge University Press. Halstead, P. & K. Kotsakis 2001 Paliambela. Archaeological Reports 47: 93-94. 2002 Paliambela. Archaeological Reports 48: 80. Hayden, B. & A. Cannon 1983 Where the garbage goes: Refuse disposal in the Maya Highlands. Journal of Anthropological Archaeology 2: 117-63. Kontogiorgos, D. 2008 Geoarchaeological and Microartifact Analysis of Archaeological Sediments: A Case study From a Neolithic Tell Site in Greece. New York: Nova Science Publishers, Inc. Kotsakis, K. 1999 What tells can tell: Social space and settlement in the Greek Neolithic. In Neolithic Society in Greece (ed. P. Halstead): 66-76. Sheffield: Sheffield Academic Press (Sheffield Studies in Aegean Archaeology, 2). Kotsakis, K. & P. Halstead 2004 Anaskafi sta Neolithika Paliambela Kolindrou. To Arhaeologiko Ergo sti Makedonia kai sti Thraki 16: 407-15. Krahtopoulou, A. 2003 Geoarchaeological Investigation of the Kolindros area, Northern Pieria, Macedonia, Greece. Unpublished final report to the Weiner laboratory at the American School of Classical Studies at Athens. Macphail, R. I. 1996 Soil micromorphology. In The Experimental Earthwork Project 1960-1992 (M. Bell, P. J. Fowler
Stories of Sediments
143
& S. W. Hillson): 214-6. York: Council for British Archaeology. Rosen, A. M. 1986 Cities of Clay: The Geoarchaeology of Tells. Chicago: University of Chicago Press. Stein, J. K. 1986 Coring archaeological sites. American Antiquity 51: 505-27. Wilcox, D. R. 1987 New models of social structure at the Palo Parado site. In The Hohokam Village: Site Structure and Organization (ed. D. E. Doyel): 223-4. Southwestern and Rocky mountain division of the American Association for the Advancement of Science.
Ιστορίες ιζημάτων: Κοινωνικές διεργασίες σχηματισμού της Νεολιθικής Τούμπας Παλιαμπέλων Κολινδρού Δημήτρης Κοντογιώργος Η παρούσα εργασία παρουσιάζει συνοπτικά τα αποτελέσματα της εκτεταμένης γεωαρχαιολογικής διερεύνησης των διαδικασιών σχηματισμού της νεολιθικής τούμπας, που εντοπίστηκε και ανασκάπτεται στα θέση Παλιάμπελα, Κολινδρού στην περιοχή της Βόρειας Πιερίας. Το γενικό συμπέρασμα της ανάλυσης επιλεγμένων λάκκων και τάφρων της νεολιθικής περιόδου (καθώς και λάκκων της Βυζαντινής-Οθωμανικής περιόδου που επίσης εντοπίζονται στη θέση και αναλύθηκαν για λόγους σύγκρισης) είναι η αναγνώριση ότι ο σχηματισμός της νεολιθικής τούμπας (και του εκτεταμένου τμήματος του νεολιθικού οι-
κισμού που αναπτύσσεται προς δυτικά αυτής) τόσο χρονικά όσο και χωρικά, ήταν, πιθανότατα, σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα τόσο των διαφορών στις ανθρώπινες δραστηριότητες όσο και στην οργάνωση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η εκτεταμένη γεωαρχαιολογική ανάλυση κατέστησε σαφές ότι οι δύο συνιστώσες του νεολιθικού οικισμού (τούμπα και εκτεταμένο τμήμα), ήταν χωρικά διακριτές, ενώ οι διαφορές μεταξύ των συνόλων της Νεολιθικής και της Βυζαντινής-Οθωμανικής περιόδου δείχνουν σε μεγάλο βαθμό διαφορές στο περιβάλλον διαβίωσης μεταξύ του προϊστορικού και του ιστορικού οικισμού.
Το Ιστορικό Περιεχόμενο της Προϊστορίας
145
μελινα παϊσιδου∗
Το δEκατο ΄ΈΚΤΟ μνΗΜΕΙο UNESCO για τη ΘεσσαλονIκη ΄η… - Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο. - ΄Όχι, σε κυνηγούν, πώς δεν το βλέπεις; Θέλω να πω με τα σπασμένα μέλη τους, με την αλλοτινή μορφή τους που δεν γνώρισες κι όμως την ξέρεις. «Ο Ηδονικός Ελπήνωρ», Γ. Σεφέρης
Το Ελληνικό Σύνταγμα στο άρθρο 24 αναφέρει ρητά: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας». Το Σύνταγμα, λοιπόν, ενισχύει την υπόσταση των αρχαιοτήτων αλλά και το δικαίωμα του κάθε ΄Έλληνα πολίτη να καταγγείλει οποιαδήποτε παρέκκλιση εις βάρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η οποία αντιμετωπίζεται ως αγαθό που ανήκει σε όλους. Εις επίρρωσιν του ανωτέρω, ο Αρχαιολογικός Νόμος 3028/2002 στο άρθρο 3, παρ. 2, διευκρινίζει ότι «Η προ-
στασία των μνημείων, αρχαιολογικών χώρων και ιστορικών τόπων περιλαμβάνεται στους στόχους οποιουδήποτε επιπέδου χωροταξικού, αναπτυξιακού, περιβαλλοντικού σχεδιασμού», ενώ στο άρθρο 7, παρ. 2 αναφέρει ότι «Τα ακίνητα αρχαία που αποκαλύφθηκαν ή αποκαλύπτονται κατά την εκτέλεση ανασκαφών ή άλλης αρχαιολογικής έρευνας ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι εκτός συναλλαγής και ανεπίδεκτα χρησικτησίας». Σε επίπεδο Διεθνών Συμβάσεων πρώτα ο Χάρτης της Βενετίας για την Αποκατάσταση και Συντήρηση Μνημείων και Μνημειακών Συνόλων (1964) έθεσε την ευθύνη έναντι των μελλοντικών γενεών, στις οποίες οφείλουμε να παραδώσουμε
* Επίκουρη καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: mpaisidou@ hist.auth.gr
148
μελινα παϊσιδου
Φωτογραφική σύνθεση, Κωνσταντίνος Ράπτης.
ακέραια τα μνημειακά έργα των λαών ως πανανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά. Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (αναθεωρημένη, Μάλτα 1992) προβλέπει τη συμφιλίωση και συνάρθρωση των αναγκών της αρχαιολογίας και των αναπτυξιακών σχεδίων, τη συστηματική διαβούλευση αρχαιολόγων, πολεοδόμων και χωροτακτών, την τροποποίηση σχεδίων αναπτύξεως που ενδέχεται να αλλοιώσουν την αρχαιολογική κληρονομιά, τη διατήρηση κατά χώραν των στοιχείων της αρχαιολογικής κληρονομιάς, όταν ευρίσκονται επ’ ευκαιρία εργασιών αναπτύξεως. To 1975 στη Διακήρυξη του Άμστερ-
νταμ υποστηρίζεται ότι το μέλλον δεν μπορεί και δεν πρέπει να κτίζεται σε βάρος του παρελθόντος. Η γενική αφύπνιση στο θέμα της θεσμικής προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομίας και η έμφαση στον οικουμενικό χαρακτήρα της διάσωσης των μνημείων διατυπώνονται με τη Σύμβαση του Λονδίνου (1969), των Παρισίων (1972) «Για την προστασία της παγκόσμιας πολιτιστικής και φυσικής κληρονομίας», τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975) και τη Σύμβαση της Γρανάδας (1986) «Για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομίας της Ευρώπης», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα το 1992 (κυρωτ. ν. 2039/1992). Με τη Σύμβα-
ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΄ΈΚΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ UNESCO ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΄Ή...
ση των Παρισίων του 1972 μπαίνουμε σε άλλη εποχή, καθόσον τέθηκε το ζήτημα της ταυτόχρονης προστασίας της παγκόσμιας φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, θέτοντας έτσι το θέμα της προστασίας δύο συστημάτων, του φυσικού και του ανθρωπογενούς ως συνάλληλα και αλληλοϋποστηριζόμενα. Συνεπεία των ανωτέρω η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς δεν αποτελεί μόνο εθνική στρατηγική, αλλά λαμβάνει παγκόσμια διάσταση. Ομοίως και ο πρόσφατος ελληνικός αρχαιολογικός νόμος 3028/2002 τιτλοφορείται για την «Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» έναντι του προηγούμενου 5351/1932 που έφερε το γενικότερο τίτλο «Περί Αρχαιοτήτων». Είναι πια φανερό ότι η ολοένα επαπειλούμενη πολιτιστική κληρονομιά έχει ανάγκη ενισχυμένης θεσμικής προστασίας. Κατά τον νέο νόμο η πολιτιστική κληρονομιά ορίζεται ως το σύνολο των πολιτιστικών αγαθών. Η έννοια του «αγαθού» ενέχει τη σημασία του αναντικατάσταστου και αναπαλλοτρίωτου. Το πολιτιστικό αγαθό αποτελεί αυταξία με διαχρονική υπόσταση έναντι της εφήμερης ανθρώπινης παρουσίας. Ο ίδιος νόμος στο άρθρο 2 διασαφηνίζει και την έννοια του ακίνητου και συνεπώς αμετακίνητου μνημείου: πρόκειται για «ακίνητα μνημεία που είναι συνδεδεμένα με το έδαφος και παραμένουν σε αυτό… και δεν είναι δυνατόν να μετακινηθούν χωρίς βλάβη της αξίας τους ως μαρτυριών». Ωστόσο, η διεθνής έκπτωση και συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών και επιστημών, η οποία παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή
149
οι επιστήμες αυτές δεν θεωρούνται προσοδοφόρες και τα οφέλη τους δεν μπορούν να προμετρηθούν, μεγιστοποιεί την κρίση που περνά η αντιμετώπιση του πολιτιστικού αγαθού. Μέσα σε αυτό το κλίμα αντιμετωπίζεται το πολιτιστικό αγαθό ως εμπορεύσιμο και ενίοτε αναλώσιμο. Η Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία βιώνει καθημερινά το πρόβλημα, ιδιαίτερα όταν συναντιέται με τα μεγάλα τεχνικά έργα. Υπάρχει ασυμβατότητα στους χρόνους που τρέχει το προμετρημένο οικονομικό κέρδος και στους μη κερδοφόρους χρόνους έρευνας, ανασύστασης και μελέτης ενός ανθρωπογενούς συστήματος του παρελθόντος. Δεν είναι πλέον η φυσική φθορά που απειλεί την υλική υπόσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά η ταχύτατη μεταβλητότητα του ανθρώπινου περιβάλλοντος που υπερβαίνει συντριπτικά τα συνήθη ανθρώπινα δεδομένα. Η Θεσσαλονίκη από το 2004 βιώνει τον σχεδιασμό του κοινωφελούς έργου, του Μετρό της πόλης, ενός δημόσιου έργου μεγάλης κλίμακας. Τον Αύγουστο του 2006 ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες στο πεδίο. Με την εκτέλεση αυτού του έργου η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρέθηκε στη δίνη μιας δοκιμασίας: από τη μία η ανοιχτή πρόκληση για το μεγάλης κλίμακας ανασκαφικό έργο με αναμενόμενα τα σημαντικά ευρήματα στον άξονα της μεγάλης Decumanus της Θεσσαλονίκης που τέμνει οριζόντια την πόλη και από την άλλη η πλήρης επίγνωση όλων μας για τη βέβαιη μοίρα των αποκαλυφθεισών αρχαιοτήτων: την καταστροφή τους ή στην καλύτερη περίπτωση τη μερική απόσπασή
150
τους. Τα αρχαιολογικά σκάμματα μετατρέπονται σε ορύγματα κατασκευής των σταθμών του μέλλοντος, όπου ο αρχαίος κόσμος δεν έχει καμία θέση. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή δεν ήταν δική μας. Η χωροθέτηση και ο υπερβολικός αριθμός των σταθμών μέσα στο ιστορικό κέντρο της πόλης μας δεν συναποφασίστηκε μεταξύ των υπηρεσιών, αλλά επιβλήθηκε ως πολιτική βούληση. Στην υπηρεσιακή αλληλογραφία υπάρχουν αναφορές για την αρχαιολογικά ασυμβίβαστη απόφαση κατασκευής των σταθμών –και μάλιστα τόσο πυκνών- στην καρδιά της αρχαιολογικής Θεσσαλονίκης και στην κεντρική αρτηρία της. Κατά τη συνήθη, λοιπόν, πρακτική ξεπεράστηκαν οι φωνές των οχληρών αρχαιολόγων και το προαποφασισμένο τεχνικό έργο ξεκίνησε χωρίς καμία παρέκκλιση και κατά παράβαση των Διεθνών Συμβάσεων που προαναφέρθηκαν. Μεταξύ του τότε Υπουργείου Πολιτισμού, της Αττικό Μετρό και της Αναδόχου Κοινοπραξίας υπογράφηκε το «Πλαίσιο προγραμματισμού και συντονισμού των αρχαιολογικών εργασιών για την κατασκευή του Μετρό Θεσσαλονίκης», όπου ορίζεται μεταξύ των άλλων η καταγραφή, μελέτη και αξιοποίηση των ευρημάτων είτε στα Μουσεία είτε στους ίδιους τους σταθμούς. Η πράξη, όμως, έδειξε ότι δεν υπήρχε εξαρχής πραγματικός σχεδιασμός ανάδειξης των αρχαιοτήτων εντός των σταθμών και η εταιρεία ποτέ δεν έδωσε σαφείς απαντήσεις ούτε παρέδωσε τα σχέδια των σταθμών του ιστορικού κέντρου στις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων. Στις προφορικές ερωτήσεις περί ανα-
μελινα παϊσιδου
δείξεων των αρχαιοτήτων που δεν μετακινούνται οι απαντήσεις ήταν πάντα αόριστες και αμφιλεγόμενες. Αποκορύφωμα της αρνητικής αντιμετώπισης των αρχαιοτήτων ήταν η τελική λύση που δόθηκε στον Σταθμό του Μετρό στο Σιντριβάνι με την ατυχή διαχείριση της παλαιοχριστιανικής κοιμητηριακής βασιλικής, στην περίπτωση της οποίας αντί της προταθείσας και υπογραφείσας ολικής απόσπασής της και μεταφοράς στην Πανεπιστημιούπολη, ως έσχατης –και όχι προτιμητέας- λύσης για τη διάσωσή της επιλέχθηκε η ταφή της στο πρώτο επίπεδο του σταθμού (σσ. ίσως επειδή ήταν κοιμητηριακή ενταφιάστηκε ως όφειλε). Διαφαινόταν, λοιπόν, ξεκάθαρα ότι η εμπειρία και οι εφαρμογές της Αθήνας δεν είχαν θέση στο Μετρό της Θεσσαλονίκης, όπως οι λύσεις του Κεραμικού και του σταθμού στο Μοναστηράκι. Η Θεσσαλονίκη από το 1989 έχει την τιμή να συμπεριλαμβάνεται στις πόλεις του καταλόγου της UNESCO με 15 μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς, ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου, δηλαδή τα τείχη της και τους βυζαντινούς ναούς της. Τα μνημεία αυτά έλαβαν τον τιμητικό τίτλο των μνημείων της UNESCO και για τον λόγο ότι πληρούσαν το κριτήριο της αυθεντικότητας. ΄Ένα από τα στοιχεία που αποδεικνύουν την αυθεντικότητα ενός μνημείου είναι η κατά χώραν διατήρησή τους. Παράλληλα, η πόλη μας έχει το προνόμιο να είναι η δεύτερη μεγάλη πόλη που διασώζει σε ικανοποιητικό βαθμό το βυζαντινό της πρόσωπο, μετά την Κωνσταντινούπολη. Η κατασκευή των σταθμών του Μετρό στον άξονα της Εγνατίας αποκαλύπτει τον
ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΄ΈΚΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ UNESCO ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΄Ή...
αστικό πολεοδομικό ιστό που συσχετίζεται άμεσα με μνημεία UNESCO, όπως η Aχειροποίητος, η Παναγία Χαλκέων, τα Τείχη, και τα περιβάλλει. Αποκαλύπτει αυτό που επιρρωνύει τις ιστορικές πηγές, δηλαδή τον μεγάλο δημόσιο δρόμο που διέτρεχε κεντρικά από τα δυτικά στα ανατολικά και προέτρεπε τους ταξιδιώτες να μένουν στην πόλη μας και να εφοδιάζονται όλα τα αγαθά. Τον δρόμο στον οποίον αναπτύσσονταν όλη η εμπορική ζωή της πόλης και κινούνταν ένα πολύχρωμο πλήθος από ντόπιους και ξένους, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Καμινιάτης. Τον δρόμο που κείται 6 μέτρα κάτω από τη σημερινή Εγνατία και αποδεικνύει την αδιάλειπτη συνέχεια της πόλης στην ίδια θέση και με τις ίδιες λειτουργίες. Μιας πόλης με εμφανή τη διαχρονία της, όπου το καθημερινό ανθρωποπεριβάλλον πλαισιώνεται από μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς που προσφέρουν ποιότητα, σταθερότητα και καταφύγιο έναντι ενός περιβάλλοντος που μεταλλάσσεται και «επιτίθεται» καθημερινά. Κάτω από αυτή την πόλη οι συρμοί του Μετρό θα διαπεράσουν σε υπόγεια διαδρομή και σε απόσταση αναπνοής από αυτό το δεδομένο για τη ζωή της πόλης πολιτισμικό σύστημα με τα Τείχη (ανατολικά και δυτικά), τις εκκλησίες, τη μεγάλη Λεωφόρο, τις αγορές και τα λουτρά. Και αυτό το περιβάλλον που άντεξε 24 αιώνες ζωής και εξέλιξης δεν θα πρέπει να το οχλήσουμε, αλλά να το εντάξουμε οργανικά και παραγωγικά στη ζωή μας. Έχουμε στα χέρια μας τις
151
οχυρώσεις, τους λατρευτικούς χώρους και μας λείπει ο αστικός ιστός που μόλις τώρα μας δόθηκε ως δώρο. Ο Σταθμός Βενιζέλου με τη μοναδικότητα της αποκάλυψης της κεντρικής διασταύρωσης της βυζαντινής κοσμικής και κοσμοπολίτικης Θεσσαλονίκης είναι η πρόκληση. Θα την αδράξουμε για να την παραδώσουμε αλώβητη στις επόμενες γενιές ή θα καταδικαστούμε σε μία damnatio memoriae για την αβελτηρία και την προχειρότητά μας; Θα δώσουμε το 16ο μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς στην UNESCO ή θα κλείσουμε τα απομεινάρια του «γυμνά και τετραχηλισμένα» σε κάποια αποθήκη με αμφίβολη διαχείριση και οπωσδήποτε ως μία σκηνογραφημένη και αλλοιωμένη ρέπλικα; ΄Έχουμε τη μοναδική ευκαιρία για την πόλη μας να αποκτήσει την περιπόθητη ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της. Να κερδίσει με τα αρχαιολογικά όπλα της τη θέση που της αξίζει διεθνώς. Αν χαθεί αυτό το σημαντικό εύρημα, αν επικυρωθεί έτσι αβασάνιστα η πρακτική της μετατόπισης των μνημείων κατά το δοκούν, εγκαινιάζουμε μία στρεβλή και μυωπική διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς, την οποία έχουμε δανειστεί από τους προηγούμενους και οφείλουμε να την παραδώσουμε στους επόμενους. Η διασφάλιση του μέλλοντος του παρελθόντος μας είναι κοινή μας υποχρέωση. Γιατί η εξαφάνιση κάποιου πολιτιστικού αγαθού θα καταστήσει φτωχότερη την κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας.
μελινα παϊσιδου
152
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δωρής, Ε. 1985 Το Δίκαιον των Αρχαιοτήτων, Νομοθεσία – Νομολογία – Ερμηνεία. Αθήνα. Δωροβίνης, Β. 1984 Κράτος και πολιτιστική κληρονομιά. Αρχαιολογία 12: 83-8. Ζέπου, Π. Ι. 1966 Ζητήματα από την ισχύουσαν νομοθεσίαν περί αρχαιοτήτων, Χαριστήριον εις Αναστάσιον Ορλάνδον, τ. Γ΄, Αθήνα. Λάββας, Γ. 1984 Προστασία Μνημείων και Συνόλων, τ.1. Βασικές ΄Έννοιες, Ιδεολογία και Μεθοδολογία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πάντος, Π. Κωδικοποίηση Νομοθεσίας για την Πολιτιστική Κληρονομιά. Α. Ελληνική Νομοθεσία, Β. Διεθνές και Κοινοτικό Δίκαιο, Αθήνα 2001-2005. Παπαπετρόπουλος, Δ. 2006 Ν.3028/2002 για την Προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Αθήνα: Σάκκουλα. Σταμπολίδης Ν. & Λ. Παρλαμά (επιστ. επιμ.) 2000 Η Πόλη κάτω από την Πόλη: Ευρήματα από τις Ανασκαφές του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Αθηνών. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού/Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Αρχαιολογικές ΄Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια ΄Έργα, Αρχαιολογική Συνάντηση Εργασίας. Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού – Επιτροπή παρακολούθησης μεγάλων έργων, Επταπύργιο Θεσσαλονίκης 18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Οδηγός Αρχαιολογικών Αδειοδοτήσεων και Διαδικασιών στα Δημόσια ΄Έργα, Εγχειρίδιο Νο 8. Το Παρόν και το Μέλλον των Μνημείων μας: Πολιτιστική Κληρονομιά και Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης – Η Προσφορά της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας στην Κοινωνία των Πολιτών. Θεσσαλονίκη: Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, 2007.
Ν. 1126/1981 και Ν. 1127/1981: Κύρωση της προστασίας της Ευρωπαϊκής και Παγκόσμιας Πολιτισμικής και Φυσικής Κληρονομιάς Σύνταγμα της Ελλάδος (ΦΕΚ 85/Α/18-4-2001) Κ.Ν. 5351/1932 «Περί Αρχαιοτήτων» Ν. 1469/1950 (ΦΕΚ 169/τ.Α΄/7.8.1950) «Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830»
ΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΄ΈΚΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ UNESCO ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΄Ή...
153
Τhe sixteenth UNESCO monument for Thessaloniki or … Melina Paissidou In this text we examine the existing Greek and international policy towards the cultural heritage, on the occasion of the archaeological excavations for the construction of the Metropolitan Railway in Thessaloniki, whose works are in progress. We, first, point to the Greek legislation and precisely to the Greek Constitution, article 24 “On the protection of the natural and cultural environment” and to the Archaeological Law 3028/2002 “On the Protection of Antiquities and Cultural Heritage in general”. There is a special reference to the international conventions as the Venice Charter (1964), which establishes our responsibility towards future generations on the cultural heritage, the European Convention on the Protection of the Archaeological Heritage revised in Malta 1992 by the title “On integrated conservation of the archaeological heritage” and the Amsterdam Declaration (1975), which claims that “The future cannot and should not be built at the expense of the past”. Moreover, the European Conventions of London (1969) and Paris (1972) “On the protection of the world cultural and natural heritage” and the Granada Convention (1986) “On the protection of the architectural heritage of Europe”, are accentuated. This legislation background points straight to the problem, thus showing the conflict between the major public works and the archaeological investiga-
tions, when they meet each other. The public profitable works contradict with the non profitable archaeological works and the speediness in social and economical changes can’t accept the stability of the anthropogenic cultural system of the past. The case of Thessaloniki, where from 2006 onwards takes place the largest public work of the Metro construction, is very eloquent. The salvage excavation has discovered the central crossroad of the horizontal decumanus with the vertical cardo in “Venizelou station” flanked by porticoes and commercial stores. The decision of the Ministry of Culture to detach the whole finding and to transport it to an ex-army camp lacks any sense of sensible and legal policy towards the cultural heritage. From 1989 fifteen eminent byzantine monuments of Thessaloniki are registered to the UNESCO’s catalogue of the monuments of the worldwide cultural heritage. Fortifications, churches and a public bath form a human, safe and tranquil environment flanking the new find, the unique testimony from the urban life of the city. Consequently, we propose that the byzantine crossroad in “Venizelou station” should be the sixteenth monument that we owe to the worldwide cultural heritage. Its authenticity can be protected only by its in-situ conservation and exposition.
TO ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
155
! " " " # $ ! % & '(')*'++',-+'./#01+#
$ !! " ! 2 & % 3
"4 5 " 5 3 & 678- 9.:: ;<< =7.# > ?
@ # # A # B C # B D # BE# C " ! " " ? " ?
" F F ! # $ ! & ! " G<< !! ! 2 # H ! % # H % % ! ! 2 !! ! @ # # IJ'7+'( K<<<4 B;;5LME# $ % % @ ! ! " E ! ! 2 @ % !
#E ! # D ! 4
N O# P# BQQB ! " 4 R % ! A # ST/1(') U# BQKQ #$%&'&()*+, &( -./+(01,2 V4 304 54*.)(0)% 64((.474+( &( -./+(0*,# P'/9.+1W8 S'WT5 /'(=4 XJ8 Y1J( Z17*.() [(.\8W).9T ]W8))#
8
^19.'=.) S# K<<B V+'-.(.(- S'08=1(.' .( 7W8J.)91WT# 9*1:+&. *; <4=)(4::&+4&+ >:%0&4*.*?/ B;@KE4 BBL5K<# C & # K<<G _
` _ ` F 4 D 2 !! 2 " # @ ! A B Ba4 LaB5b<#
8 C
F `# K<<K H c # C D 2 EFGG H B @
#
# N# d# d F E4 BGL5;G# e 4 [(.\8W).9T f9g=.1 ]W8))# BQQK V( )8'W0J 1: /.9J.0 )9W'98-.8)4 h 01-(.9.\8 '77W1'0J 91 7W8J.)91W.0 0J.778= )91(8 '))8+i/'-8)# V( I4J:4,4+(&()*+, )+ >:%0&4*.*?/ @8=# Y#5I# U'W=.( j I# ]88i/8)E4 KKG5;a# P/11+.(-91(?V(=.'('71/.)4 V(=.'(' [(.\8W).9T ]W8))#