ανάσκαμμα | anaskamma 05/2011

Page 1





ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

…που λέει ο λόγος!

7-12

Ψήφος ημιτελής ή τι μας λέει ένα μικρό τέχνεργο από τον οικισμό της Χαλκοκρατίας στο Κουκονήσι της Λήμνου Χρήστος Μπουλώτης 13-31 Η ανασκαφή μιας ανασκαφής: Ο Νεολιθικός Κατσαμπάς μισόν αιώνα μετά την αποκάλυψή του Νένα Γαλανίδου Στα ίχνη των τελευταίων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών της Νοτιοανατολικής Μεσογείου Νίκος Ευστρατίου & Δημήτρης Κυριακού Η «οφθαλμαπάτη» της στρωματογραφίας: Παραδείγματα από τη μαγούλα Ιμβρου Πηγάδι και το σπήλαιο Θεόπετρας Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα Τα νομίσματα του Δισπηλιού Γιάννης Σταυριδόπουλος

33-52 53-74 75-86 87-112

Αποθήκευση, καρποσυλλογή και καλλιέργεια λαθουριού στο Δισπηλιό Εύη Μαργαρίτη 113-123 «ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ» Σημειώσεις από τα χαρακώματα: Σχετικά με την αρχαιολογική επίβλεψη εκσκαφών σε δημόσια έργα Χρήστος Ν. Μηλιώνης Η κυρά της Καραμουρλάρ Μάκης Μίχος

127-145 147-154


CONTENTS Editorial Ψήφος ημιτελής: What is revealed through the study of a small artefact from the Bronze Age settlement of Koukonisi on Lemnos Christos Boulotis

7-12

13-31

The excavation of an excavation. Neolithic Katsambas half a century since its discovery Nena Galanidou 33-52 Following the traces of the last hunter-gatherers of east Mediterranean Nikos Efstratiou & Dimitris Kiriakou

53-74

The “illusion” of stratigraphy: The Neolithic sites of Imvrou Pigadi and Theopetra Cave Nina Kyparissi-Apostolika 75-86 The coins of Dispilio Yannis Stavridopoulos

87-112

Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio Evi Margaritis 113-123 “DRAFTS” Notes from the trenches: On the archeological supervision of mechanical excavations during public works Christos N. Milionis

127-145

The “lady of Karamourlar” Makis Mihos 147-154




...που λέει ο λόγος! ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΕΡΩΤΗΜΑ

Στις τρέχουσες περιγραφές: σχολικά βιβλία, ραδιοφωνικές εκπομπές, τηλεοπτικές φλυαρίες, άμεσα ή έμμεσα, η Προϊστορία αναφέρεται σαν την περίοδο των ελλείψεων και της απουσίας, όπου οι άνθρωποι, υποκείμενα ενός εχθρικού περιβάλλοντος, απλώς κατασκεύαζαν για να επιζήσουν. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η Προϊστορία δεν αντιμετωπίζεται ως δομημένη και χρονολογικά, άρα ιστορικά, προσδιορισμένη πολιτισμική πραγματικότητα. Από τη μεταμοντέρνα αντίληψη, μάλιστα, η έρευνα της Προϊστορίας αντιμετωπίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, σαν επιστημονική Ουτοπία. Ο σύγχρονος, δυτικός πολιτισμός κατασκεύασε έναν «λόγο» για έναν «πολιτισμό» των ελλείψεων και της βαρβαρότητας, δημιουργώντας ανιστορικές αναπαραστάσεις, μεταξύ σοβαρού και αστείου, τύπου Flintstones. Οι αρχαιολόγοι, από την άλλη πλευρά, της Υπηρεσίας ή της Εκπαίδευσης, με βάση την επιστημονική τους κοσμοθεωρία και δέσμιοι αδόκιμων καμιά φορά θεωρητικών σχημάτων, τυπολογούν τα προϊόντα των προϊστορικών κατασκευαστών (agents) και όχι παραγωγών (producers) και τα χαρακτηρίζουν είτε ως διεκπεραιωτές αναγκαίων χρήσεων είτε ως φορείς νοημάτων ή δυσερμήνευτων συμβολισμών. Το αποτέλεσμα αυτών των προσεγγίσεων, μαζί με μόνιμα εγκατεστημένες στον χώρο της προϊστορικής έρευνας, εναγώνιες, σχεδόν, αναζητήσεις χρονολογήσεων, είναι να μην αντιμετωπίζεται η Προϊστορία ως ένα σύνολο ερμηνευτέων πραγμάτων, αλλά ως ένα άθροισμα αφηρημένων φαινομένων, που τελικά ή ακυρώνεται οντολογικά μέσα στον κυκεώνα φιλοσοφικών(;) αναλύσεων ή παγιδεύεται αναπόφευκτα στα όρια ενός κλειστού συστήματος, με εργαστηριακό ενδιαφέρον για την κλειστή κοινότητα των αρχαιολόγων· και όλη αυτή η «ιστορία» να καταντά μια ανούσια και αδιέξοδη συζήτηση που χάνεται, έτσι κι αλλιώς, μέσα στα απορρίμματα αυτών που δέχονται τη δομή (structure) και των άλλων που δέχονται την ανεξάρτητη δράση (agency) ή αυτών που ψάχνουν να βρουν το «ενεργό άτομο» (Hodder) και των άλλων που ψάχνουν την «υποκειμενική συλλογικότητα» (Shanks & Tilley) ή τέλος αυτών που επαναπαύονται στις περιγραφές του δυσνόητου habitus κατά P. Bourdieu.


8

Και το κοινό; Μακριά από όλα αυτά, δεν καταλαβαίνει ούτε τις γραφειοκρατικές περιγραφές της παραδοσιακής αρχαιολογίας ούτε τις αδιέξοδες «αφηγήσεις» των μεταμοντέρνων αναγνωστών του παρελθόντος. Κι όμως το μάθημα του Gordon Childe (ο Binford είναι μια άλλη ιστορία, όπως και τα σχόλια του C. Renfrew στο Ancient Mind), που εισάγει τον πολιτισμό όχι μόνο ως αντικείμενο περιγραφής αλλά και ως συγκεκριμένο ερευνητικό ζητούμενο και πρόκληση ερμηνείας των υλικών πραγμάτων, δεν ξεπεράστηκε ακόμα. Από αυτό το μάθημα προκύπτει και η ανεκτίμητη υπόθεση εργασίας που εξισώνει τα αθροίσματα των ευρημάτων με τις δραστήριες κοινωνικές ομάδες και όχι τις φαντασματικές “identities”, για να μας υπενθυμίζει ότι «κάνουμε μεγάλο λάθος, όταν απομακρύνουμε τις πνευματικές αξίες της ζωής από την υλική τους βάση», όπως έγραψε ο F. Engels στο “Anti-Dühring”· μια πρόταση, διαμετρικά αντίθετη από αυτό που προτείνει ο φιλόσοφος και αρχαιολόγος R. G. Collingwood, που επηρεάζει την τρέχουσα ερμηνευτική αρχαιολογία προτείνοντας «για να εξηγήσουμε μια δραστηριότητα. Εκείνο που χρειαζόμαστε να ψάξουμε είναι το νοητικό κίνητρο που την καθιστά κατανοητή και όχι το ίδιο το προϊόν της». Πρόταση που θα οδηγήσει σημαντικούς σύγχρονους αρχαιολόγους να ισχυριστούν πως ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο νοημάτων, ξεχνώντας το γεγονός πως ο πολιτισμός, όπως έρχεται στο φως μέσα στα ανασκαφικά σκάμματα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο πραγμάτων που μας αποκαλύπτουν χρήσεις, ανάγκες και κοινωνικές αποφάσεις και όχι νοητικά κίνητρα και συμβολισμούς. ΄Αρα είναι καιρός

...που λέει ο λόγος! να αναρωτηθούμε και πάλι: Τι είναι Αρχαιολογία; Η αναζήτηση του παρελθόντος ή του χαμένου μας εαυτού;

ΤΑ POST- ΚΑΙ ΤΟ PAST

Η σκέψη να γράψω αυτό το σημείωμα μου γεννήθηκε χωρίς να το πάρω και πολύ στα σοβαρά, όταν διάβαζα το βιβλίο των C. Renfrew και E. Zubrow1 και συγκεκριμένα το σημείο όπου ο πρώτος με συγκεκαλυμμένη «κακία» βρετανού τζέντλεμαν και στην προσπάθειά του να αναλύσει την πολεμική (polemic) που ασκεί η «Μεταδιαδικαστική Αρχαιολογία» (Post-processual Archaeology) στις αρχές της «Διαδικαστικής» (Proccessual) τη χαρακτηρίζει ως antiproccessual. Σχολιάζοντας με τον τρόπο αυτό, ίσως χωρίς να το θέλει, την αδικαιολόγητη, πολλές φορές, ευκολία με την οποία προστίθεται το πρόσημα post σε όρους που χαρακτηρίζουν σημαντικές θεωρητικές κατασκευές ή και κινήματα (ιδεολογικά, πολιτικά, φιλοσοφικά κλπ.). μια προσθήκη που σχεδόν πάντα δεν σημαίνει σοβαρή αλλαγή του περιεχομένου τους. Απλώς αποκαλύπτει μια εχθρική διάθεση για άρνηση αυτών που έχουν ήδη προταθεί και δοκιμαστεί ως ερευνητικά εργαλεία. ΄Ηρθε όμως και μια άλλη παρόμοια παρατήρηση σχετική με το πρόσημα post, αυτή τη φορά από τον A. Giddens2 που στάθηκε τελικά η αφορμή για να γράψω αυτό σημείωμα. O Giddens δεν αναφέρεται βέβαια στην Αρχαιολογία, αλλά αρνείται να χρησιμοποιήσει τον όρο post-modernism και δείχνει την προτίμησή του στον όρο latecapitalism, όπως και ο F. Jameson, που χρησιμοποιεί τη περιγραφή: “the cultural logic of late capitalism”3.

Renfrew, C. & E. B. W. Zubrow (1994), The Ancient Mind: Elements of Cognitive Archaeology, Cambridge: Cambridge University Press. 2 Giddens, A. (1971), Capitalism and Modern Social Theory: An Analysis of the Writings of Marx, Durkheim and Max Weber, Cambridge: Cambridge University Press. 3 Jameson, F. (1991) Postmodernism, or, the Cultural Logic of Late Capitalism, Durham: Duke University Press. 1


...που λέει ο λόγος!

ΟΠΩΣ ΤΑ ΓΑΛΛΙΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΑΝΟ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ Και όλα ξαφνικά έγιναν απλά. Αρκεί να το ομολογήσεις, φροντίζοντας η δική σου, προσωπική περίπτωση να μην «απλοποιείται» και να ακυρώνεται μέσα από αυτή την εφιαλτική «απλοποίηση». Αυτό συμβαίνει τον τελευταίο καιρό που η κυβέρνηση μέσω του εκπροσώπου της, υπουργού Πολιτισμού, δηλώνει, με «συμβολικό» και απλό τρόπο ότι το επάγγελμα του Αρχαιολόγου καταργείται. Και παραμένει απλώς είτε ως ένα υπηρεσιακό λήμμα στα κατάστιχα μιας συμβατικής Wikipedia είτε ως ένα άθροισμα άτυχων οραμάτων, όπως ακριβώς στα παλιά χρόνια, τότε δηλαδή που τα κορίτσια του καλού κόσμου, για να βρουν έναν καλό γαμπρό έπρεπε να σπουδάσουν γαλλικά και πιάνο, ως προίκα. Σήμερα, όσα κορίτσια εμπνέονται από τα ερείπια ενός «καλού κόσμου», τραγικό περίσσευμα των χρόνων εκείνων, σπουδάζουν Αρχαιολογία, με αποτέλεσμα όχι μόνο να καθίσταται προβληματική η εύρεση «γαμπρού», αλλά και η ίδια η άσκηση της Αρχαιολογίας, ως προικώου επαγγέλματος να αποκαλύπτεται ως τραγική ουτοπία. Και αυτό όσον αφορά τα κορίτσια που σπουδάζουν Αρχαιολογία, μαζί με όσα αγόρια έχουν το ίδιο κουσούρι. Τα πανεπιστημιακά τμήματα όμως που εκπαιδεύουν ως αρχαιολόγους αυτόν τον αθώο και γοητευτικό κόσμο των κοριτσιών και των αγοριών, έχουν αντιληφθεί ότι τα πτυχία που τους δίνουν δεν μπορούν να ισχύσουν ούτε ως συμβα-

9

τική απόδειξη μιας ικανότητας για την αναζήτηση ενός «αξιοπρεπούς» μεροκάματου και ούτε, ακόμα, ως «προικοσύμφωνα» του παλιού καλού καιρού; ΄Εχουν αντιληφθεί ότι ενώ το επάγγελμα του Αρχαιολόγου έχει καταργηθεί, αυτοί εξακολουθούν να νομίζουν ότι δουλεύουν για να εκπαιδεύσουν τους ανάλογους επαγγελματίες, και γι’ αυτό και πληρώνονται; Αν ναι, γιατί δεν φεύγουν. Αν όχι, μου θυμίζουν τον παλιό δικτάτορα της Πορτογαλίας Σαλαζάρ, στον οποίο, αν και είχε εκπέσει από την επανάσταση των Γαριφάλων του ντε Καρβάλιο, πήγαιναν κάθε μέρα και του έδιναν να υπογράφει ψεύτικα έγγραφα! ΄Ο καημένος χρεοκοπημένος δικτάτορας, ύστερα από σαράντα χρόνια δικτατορίας, είχε πάθει αλτσχάιμερ και ζούσε μέσα σε έναν κόσμο ερμητικά κλεισμένο, όπου ούτε άκουγε ούτε καταλάβαινε όσα μπορούσε να ακούσει! Λες και βρισκότανε μέσα σε μια πανεπιστημιακή αίθουσα διδασκαλίας! Όπου, όπως φαίνεται, το μήνυμα των «γαριφάλων» δεν περνάει με κανένα τρόπο!

ΟΙ ΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Κι όμως, όσο εσύ κρατάς τη σταδία κι εγώ τη μετροταινία, ο ΟΑΕΔ μετράει τους άνεργους Αρχαιολόγους, στο πανεπιστήμιο ορκίζονται οι νέοι πτυχιούχοι και στην πλατεία Ταχρίρ μετράνε τα κόκκινα γαρίφαλα, άλλα από τον ήλιο και άλλα από το αίμα: Θεέ μου και Κύριέ μου, θα έλεγε ο Ζοζέ Σαραμάγκου, πόσο με γοητεύουν αυτές οι μετρήσεις! Γ.Χ.Χ.


ΓΙΑ ΝΑ ΠΡΟΛΑΒΟΥΜΕ! «…Η Mercedes Sosa υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την Αργεντινή. Ο επαναστάτης δραματουργός Augusto Boal βασανίστηκε και εξορίστηκε από τη Βραζιλία. O Eduardo Galeano εξαναγκάστηκε να φύγει από την Ουρουγουάη. Και ο Walsh δολοφονήθηκε στους δρόμους του Μπουένος Άιρες. Μια ολόκληρη κουλτούρα αφανίστηκε εσκεμμένα…» Ν. Klein, Το Δόγμα του Σοκ

Φυσικά δε φτάσαμε ακόμα σ’ αυτό το στάδιο, που περιγράφει η Naomi Klein στο σημαντικό βιβλίο της για «Το Δόγμα του Σοκ». Είναι βέβαιο όμως πως τα πάντα έχουν προγραμματιστεί και οδεύουμε ολοταχώς προς το εκεί. Οι αιτίες γι’ αυτήν την εξέλιξη έχουν καταγραφεί με επιστημονική ακρίβεια από τον Μαρξ στον πρώτο τόμο του «Κεφαλαίου» του. Εμείς όμως είχαμε ξεχαστεί στις σελίδες του συγχωρεμένου του Βίνκελμαν! Πού καιρός για «εξωσχολικά» διαβάσματα. Και τώρα περνάμε τις δοκιμασίες του οικονομικού Σοκ. Κόβονται οι μισθοί μας, οι συντάξεις μας. Δεν έχουμε χρήματα για την έρευνα. Τα μουσεία κλείνουν, οι αρχαιολογικοί χώροι εγκαταλείπονται. Τα αρχαιολογικά κείμενα λιγοστεύουν. Κι εμείς; Σωπαίνουμε. Κλεινόμαστε ερμητικά στην προσωπική μας αυτάρκεια. Ταξιδεύουμε στα άπατα νερά του Google. Κυνηγάμε τίτλους ή την εύνοια των δυνατών και αδιαφορούμε. Ως εδώ όμως. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις θεωρητικές αναλύσεις που ακούγονται από τα ΜΜΕ ή από τους πολιτικούς, τους υπεύθυνους για την άσκηση των αποφάσεων που εδώ και δυο χρόνια βιώνουμε, οι πολιτικές που προσδιορίζουν την καθημερινότητα μας σε όλα τα επίπεδά της, θεμελιώνονται πάνω στις αρχές του ορθοδόξου νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτές διατυπώθηκαν από τους νομπελίστες εισηγητές του F. A. von Hayek και M. Friedman και συγκροτήθηκαν ακαδημαϊκά με τον τίτλο «Σχολή του Σικάγου». Και αυτό δεν προκύπτει μόνο από την προσεκτική ανάγνωση των περίφημων δημοσιονομικών μέτρων, κάτω από την καθημερινή απειλή της πτώχευσης, αλλά και από τα θεωρητικά επιχειρήματα που τα συνοδεύουν οι αναφορές για τη «σωτηρία της πατρίδας» και, προ παντός, την απειλή του επερχόμενου αφανισμού στην περίπτωση της μη συμμόρφωσης «προς τας υποδείξεις». Το «Ανάσκαμμα» αποφάσισε να αντιδράσει με δυο τρόπους: (α) να διοργανώσει μια ημερίδα με θέμα «Για να προλάβουμε…» και (β) να ανοίξει μια συζήτηση με σχετικά κείμενα στις σελίδες του. Σχετική επιστολή θα βρείτε μέσα στο 5ο τεύχος του περιοδικού μας.




χρηστοσ μπουλωτησ*

ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ ή τι μας λέει ένα μικρό τέχνεργο από τον οικισμό της Χαλκοκρατίας στο Κουκονήσι της Λήμνου

I. Το κινητό εύρημα σε μια ανασκαφή είναι, πρώτα απ’ όλα, οι «μνήμες» που κουβαλάει. Και λέγοντας εδώ «μνήμες» εννοώ τις πληροφορίες που έκανε να ταξιδέψουν μες στον χρόνο ώς εμάς, τους τυχαίους αποδέκτες του, αναπόδραστα χρεώστες απέναντι στην ερμηνεία, αν θέλουμε πράγματι να αποκαταστήσουμε έναν ουσιαστικό διάλογο με το εκάστοτε συγκεκριμένο τέχνεργο, έναν διάλογο ανάμεσα στο τώρα εδώ και στο εκεί τότε. Η ερμηνεία, ως γνωστόν, καθορίζεται από μια πλειάδα παραγόντων, αντικειμενικών, αλλά αναπόφευκτα και υποκειμενικών, όπως είναι η ιδιοσυγκρασία του μελετητή, το γνωστικό του εύρος, οι ιδεολογικοί και κοινωνικοί του προσανατολισμοί και, βέβαια, το βάθος και η διαχείριση της ιστορικής του σκέψης. Αυτή η τελευταία τίθεται συχνά σε δοκιμασία, ιδίως οσάκις πρόκειται για τέχνεργα που μας έρχονται από την Προϊστορία και αναλαμβάνουμε εμείς, μέσα από

υψηλή απόσταξη, να τα κάνουμε να φθογγήσουν. Κάθε τέχνεργο είναι το υλοποιημένο αποτέλεσμα μιας σειράς νοητικών και πρακτικών διαδικασιών, απότοκο πραγματικής ή/και συμβολικής ανάγκης. Κατά τούτο, σε μια αιτιακή αμοιβαιότητα, θα λέγαμε ότι το τέχνεργο φωτίζεται εν πολλοίς από το κοινωνικό μόρφωμα που το γέννησε, ενώ με τη σειρά του εκείνο έρχεται να φωτίσει κάποιες πτυχές του μορφώματος, που κυμαίνονται από το επίπεδο της τεχνογνωσίας και τις κοινωνικο-οικονομικές του συνιστώσες μέχρι τις θρησκευτικές του προβολές, αν υπάρχουν τέτοιες −στον ρόλο του αυτό, το τέχνεργο είναι φορέας μικρο-ιστορίας. Το όποιο τελειωμένο αντικείμενο εμπεριέχει υλοποιημένο ολόκληρο τον χρόνο που επενδύθηκε για την κατασκευή του και πλήρως μορφοποιημένες τις προθέσεις του κατασκευαστή του. Αν θέλαμε να το παραλληλίσουμε με όρους κειμενικούς, θα λέγαμε πως, στις συνάφειές του, έχει τις αξιώσεις και τη

∗ Αρχαιολόγος στην Ακαδημία Αθηνών, Κέντρον Ερεύνης της Αρχαιότητος.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

14

λειτουργία μιας φράσης, από τελεία σε τελεία, μέσα σε μια παράγραφο. Το ημιτελές, αντίθετα, είναι φράση ανοιχτή και διαδικασία εν εξελίξει, άρα ο χρόνος του κάθε άλλο παρά ακινητοποιημένος και στατικός. Όσο για την τελική του μορφή, αυτή, αν και σε γενικές γραμμές διαγνώσιμη, δεν είναι για εμάς απόλυτα προσπελάσιμη, αφού ο δημιουργός −τεχνίτης ή καλλιτέχνης− δεν είπε την τελευταία του κουβέντα, εκείνη δηλαδή που θα ισοδυναμούσε, τηρουμένων των αναλογιών, με το «τυπωθήτω» ενός κειμένου ή την υπογραφή σ’ ένα έργο τέχνης. Δεδομένου τώρα ότι το τέχνεργο αποκτά λειτουργικότητα μόνο απ’ τη στιγμή της τελείωσής του, είναι αυτονόητο ότι το ημιτελές σπανίζει, εν γένει, σε μια ανασκαφή. Η σπανιότητα όμως ακριβώς αυτή είναι που του προσδίδει ιδιαίτερη σημασία, καθότι

α)

κουβαλά, κατά κανόνα, άλλου είδους πληροφορίες και κινητοποιεί άλλα ερωτήματα από ό,τι το τελειωμένο τέχνεργο −συχνά μάλιστα περισσότερο αποκαλυπτικά, γεγονός που το καθιστά πεδίο άσκησης ερμηνευτικής δεινότητας. Μια ημιτελής σταγονόσχημη ψήφος από ορεία κρύσταλλο (Boulotis 2009: 198, Εικ. 20c, και εδώ Εικ. 3α-β) που βρέθηκε το φθινόπωρο του 2004 με τις ανασκαφές που διεξάγω στον προϊστορικό οικισμό Κουκονήσι της Λήμνου −μια μικρή, σήμερα, νησίδα στον κόλπο του Μούδρου (Εικ. 1)− στάθηκε η αφορμή να εκτεθούν εδώ κάποιες σκέψεις σχετικά με τη γλυκιά βάσανο του αρχαιολόγου μπροστά στο ημίεργο και το ερμήνευμα που απορρέει από αυτό. Ας σημειωθεί εν παρόδω ότι ανάλογες σκέψεις αφορούν κάθε ημιτελές τέχνεργο, ασχέτως πραγματικής, καλλιτεχνικής και/ή

β)

γ) Εικ. 1: α) Χάρτης της Λήμνου με δήλωση των προϊστορικών θέσεων. Το Κουκονήσι μέσα σε ορθογώνιο πλαίσιο. β) Η νησίδα Κουκονήσι από αέρος. Το βέλος δείχνει το ανασκαπτόμενο πεδίο στο ύψωμα Κούκονος. γ) Η νησίδα Κουκονήσι από ΝΑ. Το βέλος σημαδεύει τον χώρο ανασκαφής.


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ

15

συμβολικής αξίας, ασχέτως μεγέθους, εποχής και γεωγραφικού ή πολιτισμικού στίγματος, κι έχουν απασχολήσει επανειλημμένα την έρευνα, με ιδιαίτερα σημαντικές τις μελέτες γύρω από ημίεργα της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, απ’ τη μια, της Αναγέννησης απ’ την άλλη, από όπου και το επιγραμματικό πλέον “non finito nell’ arte”.

ΙI.

Η ημιτελής ψήφος από το Κουκονήσι (Εικ. 3α), με κριτήριο την πολυτιμότητα του υλικού της, τη μορφική και την αισθητική

α)

β)

δ)

ε)

της πραγμάτωση, συγκρινόμενη με άλλα κοσμήματα της εποχής, σύνθετης μορφής και από διαφορετικούς ημιπολύτιμους λίθους ή μέταλλα όπως ο χρυσός και ο άργυρος, δεν αποτελεί αυτή καθεαυτήν εύρημα εντυπωσιακό. Αυτό που της προσδίδει ιδιαίτερη, όπως θα δούμε, αξία είναι οι πληροφορίες που συνάγονται αν ιδωθεί στο πλαίσιο του συγκεκριμένου οικισμού και σε συνάρτηση με τα στενά, αφενός, όσο και ευρύτερα ανασκαφικά της συμφραζόμενα και, αφετέρου, με την τυπολογική της ταυτότητα και, βέβαια, με τη διαπίστωση ότι παρέμεινε ημίεργη, άρα εκτός λειτουργικότητας.

γ)

στ)

Εικ. 2: α) Χαρακτηριστική άποψη των διαδοχικών φάσεων του οικισμού από την Πρώιμη έως την ΄Ύστερη Χαλκοκρατία (Τομές 5 και 7). β) Οικοδομικά λείψανα της Μέσης και της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας (Τομή 3). γ) Αρχιτεκτονικές φάσεις της Πρώιμης και Μέσης Χαλκοκρατίας (Τομές 2 και 3). Τα δύο αρχιτεκτονικά συγκροτήματα χωρίζονται από την «Οδό Ζεφύρου». δ) Στρώμα μεσοχαλκής καταστροφής (Τομή 5, Χώρος IV). ε) Χαρακτηριστική στρωματογραφία των φάσεων της Πρώιμης και Μέσης Χαλκοκρατίας (Τομή 2). στ) Τμήμα της «μινωίζουσας γειτονιάς» του οικισμού (Τομή 8). Το βέλος δείχνει τον Χώρο XIV, όπου βρέθηκε η ημιτελής ψήφος από ορεία κρύσταλλο και τα τρία φυλλόσχημα περίαπτα από όστρεο πίννας.


ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

16

Προεξαγγελτικά, για την καθοριστική του βαρύτητα στην όποια ερμηνευτική απόπειρα, θα πρέπει να αναφερθεί εδώ το γεγονός ότι η συγκεκριμένη ψήφος βρέθηκε σε έναν τομέα του οικισμού με έντονες όσο και απτές μινωικές και μινωίζουσες επιδράσεις σε ποικίλους τομείς του υλικού πολιτισμού (Εικ. 2στ’, Εικ. 3β). Στις χρονολογικές της παραμέτρους, ανάγεται η ψήφος στη μετάβαση από τη Μέση στην ΄Ύστερη Χαλκοκρατία, σε μια φάση δηλαδή που ο οικισμός του Κουκονησιού, έχοντας διαγράψει ως θαλάσσιο σταυροδρόμι μια μακραίωνη ανθηρή πορεία από την αυγή

α)

γ)

κιόλας της Πρώιμης Χαλκοκρατίας (Εικ. 2), γνωρίζει τώρα μια νέα ακμή, με σαφή παναιγαιακά ανοίγματα και εμπορικές δοσοληψίες, ιδιαίτερα με την Κρήτη, τις Κυκλάδες και τον ευρύτερο νοτιο-αιγαιακό χώρο, αλλά και με την ηπειρωτική Ελλάδα. Με κρητικούς όρους, η φάση αυτή αντιστοιχεί λίγο πολύ με τη Μεσομινωική ΙΙΙΒ−Υστερομινωική Ι, και, στις μυκηναϊκές της προβολές, με την περίοδο των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών, ενώ στις τρωικές της συναρτήσεις αντιστοιχεί με την Τροία VIa (ύστερη) καθώς και στις φάσεις της Τροίας VIb-c (σύμφωνα με τον ορισμό του Blegen).

β)

δ)

Εικ. 3: α) Ημιτελής σταγονόσχημη ψήφος από ορεία κρύσταλλο (Τομή 8, Χώρος XIV.) β) Η «μινωίζουσα γειτονιά» του οικισμού, με δήλωση της θέσης εύρεσης των ημίεργων κοσμημάτων από ορεία κρύσταλλο (πάνω) και όστρεα πίννας (κάτω) (Χώρος XIV). γ) Τρία φυλλόσχημα «περίαπτα» από όστρεο πίννας (Τομή 8, Χώρος XIV). δ) Οστέινα κοσμήματα από την «Οδό Βορέως».


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ Η εύρεση της ψήφου στην τεχνητή επίχωση ενός δωματίου (Τομή 8, Χώρος XIV) παρά την «οδό Βορέως» (Εικ. 3β), επίχωση που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο μιας γενικότερης οικοδομικής δραστηριότητας μετά, ως φαίνεται, από σεισμό, ο οποίος έπληξε σφοδρά τον οικισμό, δεν σημαίνει αυτοδίκαια και την αλλοτινή επεξεργασία της στον συγκεκριμένο χώρο. Σε εκτεταμένες εργασίες επισκευών, ανακατασκευών και τεχνητών επιχώσεων για τη δημιουργία νέων δαπέδων και το χτίσιμο τοίχων σε υψηλότερο επίπεδο, αλλά και την αρχιτεκτονική ανακατανομή χώρων, που σηματοδοτούν σαφώς μια καινούργια οικοδομική φάση στη ζωή ενός οικισμού, το υλικό του «μπαζώματος» μπορεί να μην προέρχεται αποκλειστικά από τον οικείο χώρο, αλλά να μεταφέρθηκε εκεί και από χώρους γειτονικούς, εμπεριέχοντας όστρακα αγγείων και μικροτέχνεργα, ακέραια ή σπασμένα. ΄Έτσι, λοιπόν, η σταγονόσχημη ημιτελής ψήφος, θεωρητικά τουλάχιστον, θα μπορούσε να κατέληξε δευτερογενώς και τυχαία στο σημείο εύρεσής της. Δύο οστέινα κοσμήματα −το ένα άκρως ιδιότυπο, το άλλο σε σχήμα κυλινδρικής ψήφου (Εικ. 3δ)−, που βρέθηκαν στη σύγχρονη, λίγο πολύ, επίχωση της παρακείμενης «οδού Βορέως» (Boulotis 2009: 199, Εικ. 20e-f), μαρτυρούν εύγλωττα για τη δημιουργία τέτοιων επιχώσεων και τη συνακόλουθη μετακίνηση μικροτεχνημάτων και οστράκων από τον αρχικό τους χώρο. Ωστόσο, η εύρεση της σταγονόσχημης ψήφου στις βαθύτερες στρώσεις της επίχωσης του δωματίου XIV, όπου, ανάμεσα σε άλλα, συνελέγησαν και τρία ακόμη λεπτεπίλεπτα φυλλόσχημα «περίαπτα» από όστρεο πίννας (Pinna nobilis) (Εικ. 3β-γ), ομοιόμορφα και ισομεγέθη, εκ των οποίων το ένα παρέμεινε ομοίως ημιτελές καθότι η οπή ανάρτησής του δεν είχε ολοκληρωθεί (Βoulotis 2009: 198-9), συνηγορεί ουσιαστικά για επιτόπια κατεργασία, άρα και για την άσκηση στο συγκεκριμένο χώρο κάποιων ευγενών βιοτεχνικών δραστηριοτήτων.

17

ΙΙI. Ας δούμε τώρα τι στοιχεία κερδίζουμε από τη συγκεκριμένη ημίεργη ψήφο, περνώντας από το επίπεδο της τεχνικής και της τυπολογίας σε αυτό της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Η ημιτελής μορφή της, αφού ούτε η οπή ανάρτησης είχε διανοιγεί ούτε οι κατακόρυφες ακμές της και γενικότερα η επιφάνειά της είχαν λειανθεί, σημαίνει, όπως προαναφέρθηκε, την επιτόπια επεξεργασία της στο Κουκονήσι. Στην τελειωμένη της μορφή, θα θεωρούσαμε τη συγκεκριμένη ψήφο πιθανότατα εισαγμένη από το νότιο Αιγαίο, μια και ξενίζει τυπολογικά στην τοπική βορειοαιγαιακή παράδοση, ενώ, αντίθετα, παραπέμπει ευθύβολα σε μινωικά ή μυκηναϊκά πρότυπα, όπως τα γνωρίζουμε από πραγματικά ευρήματα της εποχής αλλά και από παραστάσεις σε διάφορες μορφές τέχνης (Boulotis 2009: 198). Αν όμως το τελειωμένο τέχνεργο, ιδίως όταν πρόκειται για τα λεγόμενα αντικείμενα γοήτρου (prestige goods), ταξιδεύει, και μάλιστα συχνά πολύ μακριά από τον τόπο κατασκευής του, αποτελώντας, όπως θα δούμε παρακάτω, περιζήτητο εμπορεύσιμο αγαθό, το ημίεργο που ακουμπά σε ξένα πρότυπα σημαίνει κινητοποίηση του μηχανισμού μίμησης. Από την πλευρά της, η μίμηση προϋποθέτει κάποιου είδους επαφή του τεχνίτη με τον πολιτισμικό κύκλο από όπου προέρχεται το πρότυπο. Θεωρητικά πάντα, η επαφή αυτή θα μπορούσε να ήταν ευκαιριακή ή μονιμότερη. Στην περίπτωση του Κουκονησιού, η απλούστερη εκδοχή θα έβλεπε έναν ντόπιο τεχνίτη να επεξεργάζεται την κρυσταλλική ύλη έχοντας υπόψη του εισαγμένες από τον Νότο σταγονόσχημες ψήφους. Τα πράγματα όμως επιδέχονται διαφορετική ανάγνωση, αν λάβουμε υπόψη ότι ο τεχνίτης έδρασε σε ένα περιβάλλον όπου στο κουκονησιώτικο πολιτισμικό μόρφωμα είχαν σαφώς διεισδύσει νοτιο-αιγαιακά στοιχεία, οδηγώντας σε ένα αισθητά «εκμινωισμένο» αμάλγαμα, του οποίου όμως τον χαρακτήρα και το


18

βάθος, προς το παρόν, μόνον να εικάσουμε μπορούμε. Το ενδεχόμενο, πάντως, να είχε δεχθεί το Κουκονήσι κατά τη μετάβαση από τη Μέση στην ΄Ύστερη Χαλκοκρατία ομάδες Μινωιτών ή/και Κυκλαδιτών (εμπόρων και τεχνιτών), που δημιούργησαν ένα είδος εμπορικού σταθμού στους κόλπους της μακροπαράδοτης ντόπιας κοινωνίας, φαίνεται να είναι, όπως τεκμηρίωσα διεξοδικά αλλού (Βοulotis 2009, ιδιαίτερα 206-9), το πλέον εύλογο: Εκτός από τις εισαγωγές γραπτής και ακόσμητης νοτιο-αιγαιακής κεραμικής και τις ντόπιες απομιμήσεις, εντοπίζονται και νοτιο-αιγαιακά στοιχεία άκρως διαγνωστικά για πληθυσμιακή εγκατάσταση, όπως είναι λόγου χάρη κεραμικοί τύποι και σκεύη καθημερινής χρήσης (kitchen ware), αλλά και εκφράσεις νέας τεχνογνωσίας, με χαρακτηριστικότερη την εμφάνιση στον οικισμό πολυάριθμων πήλινων αγνύθων ελλειπτικού σχήματος (Εικ. 4) που σημαδεύουν, οπωσδήποτε, μία τομή στις πρακτικές της υφαντικής τέχνης. Η εμφανής έως τώρα συγκέντρωση των μινωικών και μινωιζόντων στοιχείων σε έναν κυρίως ανασκαφικό τομέα (Εικ. 2στ’, Εικ. 3β) οδηγεί στη σκέψη ότι οι επήλυδες ήταν κυρίως συσπειρωμένοι χωροταξικά (“enclaves”), θυμίζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, τους Μεσοχαλκούς εμπορικούς σταθμούς των Ασσυρίων, τα περίφημα karum, όπως εκείνο, λόγου χάρη, στο Kumtepe (Boulotis 2009: 206-8; πρβλ. και Branigan 1984: 49-51) −υπόθεση

Εικ. 4: Χαρακτηριστικά δείγματα πήλινων αγνύθων της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ που αναμένεται να ελεγχθεί με τη συνέχιση της έρευνάς μας. Για τα δεδομένα της εποχής, και στο πλαίσιο της θρυλούμενης Θαλασσοκρατίας του Μίνωα, που βρίσκει με τις ανασκαφές ολοένα και περισσότερα, αν και άνισης σημασίας, ερείσματα στον αρχαιολογικό χάρτη, η αναζήτηση μετάλλων στον βόρειο αιγαιακό χώρο, στη νότια Βαλκανική, τη βορειοδυτική Μ. Ασία και την ευρύτερη περιοχή της Προποντίδας θα αποτελούσε ένα βασικό κίνητρο για μια τέτοια «περιπετειώδη» μετακίνηση και εγκατάσταση σε έναν ξένο, απομακρυσμένο τόπο όπως η Λήμνος (Boulotis 2009: 204-6). Ανάλογες σκέψεις εξέθεσε και ο Δημήτρης Μάτσας σχετικά με τον οικισμό στο Μικρό Βουνί της γειτονικής Σαμοθράκης (Matsas 1991, 1995). Εκεί, πλάι στα άλλα μινωικά και μινωίζοντα στοιχεία, με χαρακτηριστικότερο ένα τυπικά νοτιο-αιγαιακό, δισκοειδές μολύβδινο σταθμό ζυγαριάς, ανακάλυψε και πέντε μινωικά ενσφράγιστα πήλινα τεκμήρια, που εικονογραφούν με τον καλύτερο τρόπο την επέκταση του ανακτορικού εμπορικού δικτύου στο βόρειο Αιγαίο. Στο Κουκονήσι, ειδικότερα, η εκδοχή των μετάλλων βρίσκει, θα λέγαμε, πρόσθετο έρεισμα στο γεγονός ότι στη «μινωική γειτονιά» του οικισμού λειτουργούσαν ταυτόχρονα δύο τουλάχιστον μεταλλευτικές εγκαταστάσεις (Τομή 8, Χώρος ΧV και Τομή 9, Χώρος Ι, Εικ. 3β). Εκεί, εκτός από πήλινους αεραγωγούς που έχουν ικανά μινωικά παράλληλα, ακροφύσια, μεταλλευτικές χοάνες και άλλα είδη του σχετικού εργαλειακού εξοπλισμού, εντοπίσθηκαν πλάι σε «μεταλλευτική εστία» μια διπλωμένη πλάκα χαλκού και εκκαμινεύματα (Εικ. 5), ενώ στην ευρύτερη περιοχή (Τομή 9, Χώρος ΙΙΙΑ) βρέθηκε το μισό μιας δίλοβης λίθινης μήτρας για την κατασκευή μονόστομων πελέκεων (Boulotis 2009: 201-5, Εικ. 23-24, και εδώ Εικ. 6). Αυτή η τελευταία, μάλιστα, ήλθε να τροφοδοτήσει ουσιαστικά την προβληματική μας σχετικά με το διαφαινόμενο πολιτισμικό αμάλγαμα του Κουκονησιού κατά την αρχόμενη ΄Ύστερη Χαλκοκρατία: Ο τύπος του μονόστομου


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ

α)

19

β)

γ)

δ)

Εικ. 5: α) Πήλινος αεραγωγός και άωτο κύπελλο από το μεταλλουργικό εργαστήριο της Τομής 8 (Χώρος XV). β) Τμήματα από μεταλλευτικές χοάνες (Τομή 8, Χώρος XV). γ) Δείγματα εκκαμινευμάτων (Τομή 8, Χώρος XV). δ) Διπλωμένη πλάκα χαλκού και ανάστροφος τροπιδωτός σκύφος πλάι στην «εστία» του μεταλλουργικού εργαστηρίου στην Τομή 8 (Χώρος XV).

πέλεκυ που σκαλίστηκε πάνω της ναι μεν επιχωριάζει στο βόρειο Αιγαίο και τις παρευξείνιες περιοχές, ιδίως κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία (Maran 1989; Grammenos & Tzachili 1994; Boulotis 2009: 203-4, Εικ. 24a-b), ο μεταλλοτεχνίτης όμως που τη χρησιμοποιούσε είχε χαράξει πάνω της ένα γραμμικό σημείο σε μορφή ανοιχτής αιχμής βέλους (Εικ. 6β), ένα σημείο δηλαδή γνωστό πολλαπλώς από το νότιο αιγαιακό χώρο και την Κρήτη για τη σήμανση ιδιαίτερων αντικειμένων −εδώ πιθανότατα ως σημείο κατόχου (owner’s mark) ή για την προσαρμογή

των δύο τμημάτων της μήτρας. Στο μινωίζον περιβάλλον της η συγκεκριμένη μήτρα, με το χαρακτηριστικά νοτιο-αιγαιακό εγχάρακτο σημείο πάνω της, οδηγεί σε μία σειρά υποθέσεων ως προς την ταυτότητα του μεταλλοτεχνίτη. Από αυτές, ωστόσο, η πιο πιθανή θα έβλεπε στο πρόσωπό του έναν έπηλυ ή κάποιον περιοδεύοντα τεχνίτη από το νότιο Αιγαίο (ίσως από την ίδια την Κρήτη) ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, κατασκεύαζε και πελέκεις «βόρειου» τύπου έχοντας όμως σημάνει το εργαλείο της δουλειάς του σύμφωνα με οικείες του πρακτικές.


20

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

ΙV.

α)

β)

Εικ. 6: α) ΄Άωτα κωνικά κύπελλα και μήτρα από στεατίτη για την κατασκευή μονόστομων πελέκεων (Τομή 9, Χώρος ΙΙΙ-Α). β) Η μήτρα από στεατίτη (κάτω) και σχεδιαστική απόδοση των όψεων και των τομών της (πάνω).

Με αυτά στον νου, θέτοντας τώρα το ερώτημα ως προς την πολιτισμική ταυτότητα του τεχνίτη της σταγονόσχημης ψήφου, η απάντηση παραμένει ουσιαστικά ανοιχτή, αν δεν θέλουμε να παραβιαστούν τα δεδομένα. ΄Έτσι, όσο είναι εύλογο το ενδεχόμενο ενός ντόπιου τεχνίτη που μέσα από τη συνάφειά του με τους επήλυδες υιοθέτησε κάποια στοιχεία των νοτιο-αιγαιακών συρμών κόσμησης, άλλο τόσο εύλογη είναι η δράση στον οικισμό ενός τεχνίτη από τον Νότο, απόλυτα εξοικειωμένου με τέτοιου είδους κοσμήματα, που επιχωρίαζαν στον τόπο του. Η ημιδιαφανής, άχρωμη ορεία κρύσταλλος, ένας ημιπολύτιμος λίθος ευρέως διαδεδομένος ιδίως στη μινωική Κρήτη από την προανακτορική εποχή και εξής για την κατασκευή ψήφων, περιάπτων και άλλων περίτεχνων μικροαντικειμένων (Warren 1969: 136-7), θα μπορούσε κάλλιστα να είχε εισαχθεί από τον Νότο ή από κάποια άλλη αιγαιακή ή μικρασιατική περιοχή, χωρίς να αποκλείεται ολότελα η λημνιακή προέλευσή της (πληροφορία Γ. Μπασιάκου). Να σημειωθεί εν παρόδω ότι η εισαγωγή πετρωμάτων ως πρώτης ύλης μαρτυρείται στο Κουκονήσι ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία με κομμάτια οψιανού, ενώ για κάποια λίθινα τέχνεργα γοήτρου, που θα δούμε παρακάτω, δεν είμαστε σε θέση να αποφανθούμε πάντα με βεβαιότητα αν κατέληξαν έτοιμα στον οικισμό ή αν δουλεύτηκαν επί τόπου. Σαφώς εισαγμένα στη Λήμνο τέχνεργα γοήτρου εντοπίζονται ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ., με σποραδικά δείγματα από τους πρωτοαστικούς οικισμούς της Πολιόχνης, της Μύρινας και τώρα του Κουκονησιού. Ανάμεσά τους, τα πλέον χαρακτηριστικά, που προδίδουν νοτιο-αιγαιακή προέλευση (μινωική ή/και κυκλαδική), είναι κάποια λίθινα αγγεία. ΄Ένα αποσπασματικά σωζόμενο μαρμάρινο οξυπύθμενο σκεύος της Χαλκολιθικής, με κυκλαδική, ως φαίνεται, προέλευση αλλά και με μικρασιατικές τυπολογικές αναλογίες, αποτελεί το πρωιμότερο


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ εισαγμένο στο Κουκονήσι πολύτιμο αντικείμενο (Μπουλώτης 1997: 263-4, Εικ. 23; Δεβετζή 1997: 559-61, Εικ. 1; Boulοtis 2009: 198), που έρχεται, μαζί με άλλες ενδείξεις, να πιστοποιήσει ότι ο οικισμός είχε από πολύ νωρίς εμπλακεί στο ενδοαιγαιακό δίκτυο διακίνησης αγαθών γοήτρου, δίκτυο που ο Renfrew ονόμασε προσφυώς “the prestige chain model” (Renfrew 1972: 467-8). Η πολυπλοκότητα των εμπορικών οδών της εποχής επιτρέπει, στην καλύτερη περίπτωση, να διαγνώσουμε τον τόπο κατασκευής τέτοιων αντικειμένων, αγνοώντας όμως τους ενδιάμεσους σταθμούς και τα τυχόν χέρια που αυτά άλλαξαν ώσπου να καταλήξουν στο ανασκαφικό στρώμα εύρεσής τους. Δύο είναι τα βασικά κριτήρια για την προέλευσή τους, που αποκτούν ουσιαστική βαρύτητα στον συνδυασμό τους: Aφενός, η μορφική τους ιδιοτυπία και, αφετέρου, το χαρακτηριστικό υλικό κατασκευής και η συναφής τεχνογνωσία στην κατεργασία τους. Από την άποψη αυτή τα μαρμάρινα κυκλαδικά ειδώλια, οι λεγόμενες καντήλες και οι παλέτες, στη διάδοσή τους εντός και εκτός Κυκλάδων, αποτελούν την καλύτερα διακριτή όσο και εμβληματική ομάδα από την 3η χιλιετία π.Χ., ενώ για τη 2η χιλιετία π.Χ. τα ποικιλόμορφα μινωικά λίθινα αγγεία δίνουν το στίγμα της εξαγωγικής από την Κρήτη ροής αντικειμένων γοήτρου, ροή που φτάνει στην κορύφωσή της κατά την ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜΙ περίοδο (Warren 1967), οπότε και ο αισθη-

Εικ. 7: Κυκλικό πώμα από οφίτη (επιφανειακό εύρημα).

21

τός «εκμινωισμός» του Κουκονησιού και άλλων αιγαιακών θέσεων. ΄Ένα κυκλικό πώμα από οφίτη, παλαιοανακτορικών πιθανότατα χρόνων (Μπουλώτης 1997: 264; Boulotis 2009: 196, Εικ. 20a, και εδώ Εικ. 7), καθώς και ένα περίτεχνο σκεύος από οψιανό της αρχόμενης Νεοανακτορικής Περιόδου, που θα δούμε παρακάτω (Εικ. 8), αποτελούν δύο χαρακτηριστικές για το Κουκονήσι περιπτώσεις εισαγμένων λίθινων αγγείων. Για να εστιάσουμε, φευγαλέα έστω, στο πολυσυζητημένο θέμα του «εκμινωισμού» οικισμών εκτός Κρήτης και τη συναφή διαδικασία εξακτίνωσης μινωικών στοιχείων, κυρίως γοήτρου −διαδικασία που ο Malcolm Wiener χαρακτήρισε ως “the Versailles effect” (Wiener 1984: 17, 25)−, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο βαθμός «εκμινωισμού» ενός εξωκρητικού οικισμού βρίσκεται σε σχέση ευθέως ανάλογη με την απόστασή του από τα λαμπρά κρητικά κέντρα (Mee

Εικ. 8: Αγγείο από οψιανό σε σχήμα πιθανότατα τρίτωνα (επιφανειακό εύρημα στην ανατολική παρυφή της Τομής 5).


22

1978; Melas 1988, 1991; Broodbank 2004; Boulotis 2009: 207-8). ΄Έτσι, για παράδειγμα, αν κατά την Υστεροχαλκή Ι, το Ακρωτήρι (Θήρα), η Φυλακωπή (Μήλος), η Αγία Ειρήνη (Κέα), τα Τριάντα (Ρόδος) ή η Μίλητος μάς αποκαλύπτουν ένα έντονα «εκμινωισμένο» πρόσωπο (βλ. π.χ. υιοθέτηση Γραμμικής Α, ιδιότυπες αρχιτεκτονικές μορφές, τοιχογραφικός διάκοσμος, θρησκευτική έκφραση κ.ά.), ο «εκμινωισμός» είναι φυσικό να εξασθενεί όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την Κρήτη, γεγονός που ισχύει για το Κουκονήσι, το Μικρό Βουνί της γειτονικής Σαμοθράκης αλλά και άλλους οικισμούς της περιφέρειας. Με τη γενική αυτή διαπίστωση συνάπτεται στενά το καίριο ερώτημα ως προς τη διεισδυτικότητα του μινωικού στοιχείου στις ντόπιες κοινωνίες: Kατά πόσο δηλαδή η επίδραση αφομοιώθηκε βαθιά από όλα τα κοινωνικά στρώματα ή παρέμεινε κυρίως στους κόλπους της εκάστοτε ελίτ. Η απάντηση και στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετη καθώς εξαρτάται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες, με σημαντικότερο το είδος της σχέσης των «εκμινωισμένων» οικισμών με την ανακτορική, πρώτιστα, μεγαλόνησο. Στον αντίποδα, πάντως, του οικισμού των Κυθήρων, που αποτελεί τη μόνη ίσως αδιαμφισβήτητη μινωική αποικία, βρίσκονται οικισμοί όπως το Κουκονήσι του οποίου ο «εκμινωισμός», έχοντας, όπως είδαμε, τον χαρακτήρα πολιτισμικού αμαλγάματος που θα προέκυψε από την ίδρυση εμπορικού σταθμού, στίζει έντονα μία συγκεκριμένη φάση της ζωής του. Η εισροή κάποιων αντικειμένων γοήτρου τη φάση ακριβώς αυτή, σε συνδυασμό κυρίως με τις επιτόπιες μεταλλευτικές εγκαταστάσεις, αλλά και με άλλες βαρύνουσες ενδείξεις, έρχεται να εικονογραφήσει την ανάδυση μιας εύρωστης κοινωνικής ελίτ, τις ανταλλακτικές δυνατότητες της οποίας θα τροφοδοτούσε πρόσθετα το πλεόνασμα από τη στιβαρή πρωτογενή παραγωγή. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για την ευρωστία της κουκονησιώτικης ελίτ κατά την ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ Ι είναι, ανάμεσα σε άλλα, ένας ελλιπής, εξαιρετικής λείανσης πέλεκυς από σπαρτιατικό βασάλτη −πέτρωμα ιδιαζόντως εντυπωσιακό και περιζήτητο κατά την Χαλκοκρατία (Boulotis 2009: 196-8, Εικ. 20j, και εδώ Εικ. 9)− καθώς επίσης το αποσπασματικό σκεύος από οψιανό, εισαγμένο, όπως όλα δείχνουν, από την Κρήτη, που είχε μάλλον τη μορφή τρίτωνα, με πυκνές αυλακώσεις στην εξωτερική του επιφάνεια (Boulotis 2009: 195-6, Εικ. 20b, και εδώ Εικ. 8). Να σημειωθεί ότι η πολυτιμότητα του περίτεχνου αυτού σκεύους δεν έγκειται τόσο στο υλικό του αυτό καθεαυτό όσο στην ειδική τεχνογνωσία και στη χρονοβόρα επεξεργασία του εξαιρετικά σκληρού οψιανού, στοιχεία που από μόνα τους αποτελούν κεφαλαιοποίηση αναλωθέντος χρόνου και δεξιότητας. Το γεγονός ότι ολόκληρη η ανακτορική Κρήτη απέδωσε ως σήμερα δώδεκα μόνο σκεύη από οψιανό, αρκεί για να καταδείξει τη σημασία του ευρήματος στο πλαίσιο της κουκονησιώτικης κοινωνίας.

V.

Αν η πολιτισμική ταυτότητα του τεχνίτη της σταγονόσχημης ψήφου παραμένει, στην ουσία, αμφικλινής, άλλο τόσο υποθετικά είναι ο χαρακτήρας και το εύρος της δραστηριότητάς του. Δεχόμενοι ότι η ημιτελής ψήφος μαζί με τα τρία φυλλόσχημα περίαπτα από όστρεο πίννας −εκ των οποίων, όπως είδαμε,

Εικ. 9: Τμήμα πέλεκυ από σπαρτιατικό βασάλτη (Τομή 9, Χώρος III).


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ το ένα ομοίως ημιτελές−, κατασκευάστηκαν στον τόπο εύρεσής τους (Εικ. 3α-γ), τότε τα λοιπά συνευρήματά τους δεν επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν μια συστηματική εκεί παραγωγή κοσμημάτων και άλλων «ευγενών» τέχνεργων, με την έννοια του εργαστηρίου, όπως τα εργαστήρια που γνωρίζουμε, λόγου χάρη, από τα σύνθετα ανακτορικά μορφώματα της μινωικής Κρήτης (Platon 1993; Poursat 1996; Dimopoulou 1997) και της μυκηναϊκής Ελλάδας (Κεραμόπουλλος 1930; Tournavitou 1997, 1998). Ο σεισμός που έπληξε τον οικισμό είχε ως συνέπεια να διακοπεί απότομα η διαδικασία της επεξεργασίας τους –οι οπές ανάρτησης που δεν ανοίχτηκαν ποτέ δίνουν καθαρά το στίγμα μιας πράξης σε εξέλιξη, που έμεινε μετέωρη, το στίγμα μιας ακινητοποιημένης χρονικής στιγμής. Στην περίπτωση οργανωμένου εργαστηρίου, με εντατική παραγωγή και συντονισμένες στοχεύσεις, θα περίμενε κανείς ασφαλώς περισσότερα ανάλογα τέχνεργα, αλλά και συναφείς πρώτες ύλες ή και απορρίμματα, εκτός και αν υιοθετήσουμε ένα λιγότερο πιθανό σενάριο: Να είχαν δηλαδή απομακρυνθεί από τον συγκεκριμένο χώρο, πριν τη δημιουργία της τελικής επίχωσης, όσα αντικείμενα κρίθηκαν αξιοποιήσιμα. Σε μία ευθεία, λοιπόν, ανάγνωση της ανασκαφικής εικόνας θα λέγαμε πως ο τεχνίτης ασκούσε την τέχνη του περιστασιακά, παράλληλα ίσως με άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες, που ενδεχομένως δεν ήταν χωροταξικά «καθηλωμένες», όπως, λόγου χάρη, η μεταλλοτεχνία. Στην κατεύθυνση αυτή μας στρέφει πρόσθετα ένα μικρό τετράγωνο κομμάτι οστρέου πίννας, εξαιρετικής ποιότητας και εργασίας, καθώς επίσης μερικά υπολείμματα κρυσταλλικής ύλης που βρέθηκαν σε άλλους χώρους του ίδιου ανασκαφικού τομέα. Η περιστασιακή όμως άσκηση μιας «ευγενούς» τέχνης δεν σημαίνει αυτόματα ότι ο τεχνίτης κάλυπτε με τα προϊόντα του πάγιες ανάγκες και ζήτηση στο πλαίσιο της κοινότητας για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Μπορεί τούτο να

23

συνέβαινε, πράγματι. Παράλληλα όμως, για τα δεδομένα της εποχής, θα πρέπει να έχουμε κατά νου το ενδεχόμενο να επιδίδονταν περισσότερα άτομα στην ευκαιριακή κατασκευή κοσμημάτων από υλικά εύκολα στην κατεργασία τους όπως ο λίθος, τα οστά ή τα όστρεα −κοσμήματα για προσωπική χρήση όσο και για τον κύκλο των οικείων τους, γεγονός που αμβλύνει το ορθόδοξο προφίλ του τεχνίτη, με τη δραστηριότητά του να πλησιάζει την έννοια της οικοτεχνίας, χαρακτηριστικότερη ίσως έκφραση της οποίας είναι στο Κουκονήσι η παραδοσιακή υφαντική τέχνη, επαρκώς τεκμηριωμένη με την πληθώρα κυρίως πήλινων αγνύθων (Εικ. 4) και σφονδυλιών. Δεν λείπουν, ωστόσο, σαφή τεκμήρια για συντονισμένες στο Κουκονήσι βιοτεχνικές δραστηριότητες από την εκπνοή της Μέσης και την αρχόμενη ΄Ύστερη Χαλκοκρατία, και μάλιστα χωροταξικά οργανωμένες σε «εργαστήρια», δραστηριότητες που διακόπησαν κι αυτές ξαφνικά από ισχυρό σεισμό, με αποτέλεσμα να σφραγιστούν οι υλικές τους μαρτυρίες σε κλειστά, ευανάγνωστα ανασκαφικά σύνολα: Μια πληθώρα ντόπιων πυριτόλιθων (Εικ. 10), σε ποικιλία ποιότητας και χρωμάτων και σε διάφορα στάδια κατεργασίας (από σφαιρικά αποφλοιωμένα κομμάτια σε συστάδες μέχρι μικροσκοπικά απορρίμματα), συνθέτουν, μαζί με τον συναφή εργαλειακό εξοπλισμό, την εικόνα ενός δραστήριου εργαστηρίου (Τομή 3, Χώρος Ι) που είχε, ως φαίνεται, δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην παραγωγή φολίδων (Μπουλώτης 1997: 248, 262; Boulotis 2009: 201). Ακόμη πιο ανάγλυφη αναδύεται η εργαστηριακή εικόνα των δύο εγκαταστάσεων μεταλλοτεχνίας που ήδη αναφέραμε (Εικ. 3β, Εικ. 5-6), καθώς η τέχνη αυτή, πέρα από τον ιδιότυπο εργαλειακό εξοπλισμό που απαιτεί και τη συνάρτησή της με συγκεκριμένους χώρους όπου βρίσκονται οι απαραίτητες «θερμικές κατασκευές» (εστίες, κλίβανοι κτλ.), προϋποθέτει υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και βέβαια την εμπλοκή περισσότερων ατόμων στα διάφορα στάδια άσκησής της.


24

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

VI.

α)

β)

γ) Εικ. 10: α) Συστάδες πυριτολίθων, μαζί με όστρακα. Εργαστήριο λιθοτεχνίας της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας (Τομή 3, Χώρος Ι). β) Συστάδες πυριτολίθων από το εργαστήριο λιθοτεχνίας (Τομή 3, Χώρος Ι). γ) Μεγάλα αποφλοιωμένα κομμάτια πυριτόλιθου από το εργαστήριο λιθοτεχνίας (Τομή 3, Χώρος Ι).

Τα ημιτελή κοσμήματα από τον Χώρο ΧΙV της τομής 8 (Εικ. 3α-γ), προβαλλόμενα στα ευρύτερα δεδομένα από το Κουκονήσι της εκπνέουσας Μέσης και αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας, υποστηρίζουν και αυτά με τον τρόπο τους την εικόνα του πολιτισμικού αμαλγάματος: Από τη μια, κατασκεύαζε ο τεχνίτης σταγονόσχημες ψήφους του «επείσακτου» νοτιο-αιγαιακού συρμού, παράλληλα όμως, επιδιδόταν και σε περίαπτα από όστρεα πίννας που εγγράφονται σε μια πρακτική κόσμησης ευρέως διαδεδομένη σε νησιωτικούς και παραθαλάσσιους εν γένει οικισμούς. Η άμεση πρόσβαση των κατοίκων του Κουκονησιού στα πλούσια σε αλιεύματα νερά του κόλπου του Μούδρου συμπλήρωνε ουσιαστικά τις διατροφικές ανάγκες τους. Ανάμεσα σε αυτά σημαντική θέση κατείχαν διαχρονικά τα ποικίλα οστρακοειδή (Εικ. 11α), τα οποία λόγω των ελκυστικών και/ή πρακτικών σχημάτων και της χρωματικής τους ποικιλότητας προσφέρονταν, μετά την ανάλωση του βρώσιμου μέρους τους, για τη δημιουργία κοσμημάτων (με τη διάνοιξη κυρίως οπής ανάρτησης) ή χρηστικών αντικειμένων όπως παλέτες και σπάτουλες (Theodoropoulou 2007: 23967). Χαρακτηριστικά, ως παλέτα χρησιμοποιήθηκε ένα όστρεο Spondylus gaederopus από βαθύ στρώμα της Μέσης Χαλκοκρατίας, με βαθυκόκκινη ύλη στο εσωτερικό του (Μπουλώτης 1997: 260, Εικ. 13α, και εδώ Εικ. 11β), ενώ σε σπάτουλα διαμορφώθηκε η υπόλευκη σήμερα θύρα ενός μυδιού (Mytilus galloprovincialis) από την τελευταία φάση της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, που παρουσιάζει την ιδιοτυπία πέντε τεχνητών κολπώσεων στη φαρδιά του απόληξη (Theodoropoulou 2007: 261, και εδώ Εικ. 11γ). Διάσπαρτα όστρεα με οπή ανάρτησης ή άλλως επεξεργασμένα, από διάφορους χρονικούς ορίζοντες του οικισμού, δείχνουν ότι τέτοιου είδους κοσμήματα κάλυπταν εύκολα και ανέξοδα την επιθυμία για προ-


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ

25

α)

β)

γ)

Εικ. 11: α) Πληθώρα οστρέων από τις φάσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας στον «αψιδωτό» χώρο της Τομής 2. β) ΄Όστρεο Spondylus gaederopus με κόκκινη ύλη στο εσωτερικό του. Από τον μεσοχαλκό ορίζοντα της Τομής 3 (Χώρος Ι). γ) Επεξεργασμένη θύρα μυδιού (Mytilus galloprovincialis) από στρώμα του τέλους της Πρώιμης Χαλκοκρατίας.


26

σωπική κόσμηση, με δεύτερα, στην ποσοτική τους παρουσία, τα οστέινα κοσμήματα όπως αυτά από την επίχωση της «οδού Βορέως» (Εικ. 3δ). Είναι εύλογο, ωστόσο, να δεχθούμε την αλλοτινή χρήση περισσότερο περίτεχνων κοσμημάτων από πολύτιμες και/ή ημιπολύτιμες ύλες, που θα είχαν, ως φαίνεται, τον καιρό οι κάτοικοι του Κουκονησιού να πάρουν μαζί τους, απομακρύνοντάς τα από τους ερειπιώνες. Απτή ένδειξη επί του προκειμένου, πλάι στην ημιτελή σταγονόσχημη ψήφο από ορεία κρύσταλλο, αποτελεί και μία άλλη, ελαφρώς ατρακτοειδής ψήφος από κορναλίνη (Εικ. 12), ομοίως από έναν ορίζοντα σεισμικής καταστροφής της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας, και με ικανά πάλι παράλληλα στο νότιο, κυρίως, Αιγαίο, από όπου ίσως κατέληξε στο Κουκονήσι της «εκμινωισμένης» φάσης (Boulotis 2009: 196, Εικ. 20g). ΄Απωλεσθείσα προφανώς στο ανάστατο σκηνικό του σεισμού, η πολύτιμη αυτή ψήφος δεν θα αποτελούσε ένα μεμονωμένο στοιχείο κόσμησης, αλλά θα πρέπει να τη φανταστούμε περασμένη σε περιδέραιο μαζί με ανάλογες ψήφους, όπως θα συνέβαινε δηλαδή και με τη σταγονόσχημη. ΄Ό,τι διαπιστώνεται στο Κουκονήσι, αφορά, τηρουμένων των αναλογιών, την ανασκαφική πραγματικότητα γενικότερα: Πολύτιμα κοσμήματα, ως γνωστόν, σπανίζουν εξαιρετικά σε οικιστικό πλαίσιο, με εξαίρεση τους εσπευσμένα, σε περίπτωση ανάγκης, κρυμμένους «θησαυρούς» σαν κι αυτούς, λόγου χάρη, των χρυσών κοσμημάτων της Τροίας

Εικ. 12: Ατρακτοειδής ψήφος από κορναλίνη της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας (Τομή 7, Χώρος VI).

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ ή της Πολιόχνης, ενώ, αντίθετα, in corpore τα γνωρίζουμε σε αφθονία μέσα από την κτερισματική τους χρήση σε αδιατάρακτες κυρίως ταφές. Ιδιαζόντως αποκαλυπτική, από την άποψη αυτή, είναι η περίπτωση του Ακρωτηρίου της Θήρας, όπου κανένα από τα περίτεχνα κοσμήματα, που βλέπουμε να φορούν οι γυναικείες κυρίως μορφές των πολύπτυχων τοιχογραφικών προγραμμάτων, δεν βρέθηκε στον οικισμό. Οι ολιγάριθμοι συγκριτικά, σκόρπιοι σφραγιδόλιθοι ή κάποιες ψήφοι που εντοπίστηκαν εκεί με την ανασκαφή δεν αποτελούν παρά τυχαία ευρήματα που διέλαθαν της προσοχής των κατοίκων ή χάθηκαν στους δραματικούς χρόνους της ηφαιστειακής έκρηξης.

VII.

Στους οικουμενικούς κώδικες κοινωνικών αξιών και συμπεριφοράς που, σύμφωνα και με τα ανθρωπολογικά και εθνογραφικά πορίσματα, θέλουν την προσωπική κόσμηση, μαζί με την ένδυση και την κόμμωση να συναρθρώνονται σε απτά, διακριτικά σημάδια κοινωνικής θέσης, ρόλου ή ιδιότητας, συμβάλλοντας έτσι ουσιαστικά στην επικοινωνία, τη μετάδοση και ανταλλαγή μηνυμάτων ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας ή πολλών διαφορετικών (βλ. ενδεικτικά Wobst 1977; Hodder 1982; Wiessner 1989; Πιλάλη-Παπαστερίου 1992: 161-84), το Κουκονήσι δεν θα αποτελούσε ασφαλώς εξαίρεση. Οι όποιες επαφές και διασυνδέσεις των κατοίκων του −ιδιαίτερα κατά τη φάση «εκμινωισμού»− με τις σαφώς ιεραρχημένες κοινωνίες της μυκηναϊκής Ελλάδας, της ανακτορικής Κρήτης και του νότιου Αιγαίου γενικότερα, θα έδωσαν ενδεχομένως ακόμη μεγαλύτερη ώθηση για συμβολική διαχείριση της κόσμησης, αν και αυτή, ιδωμένη με τους όρους του “Versailles effect”, δεν θα απηχούσε παρά αδρά μόνο και διαθλασμένα νοτιο-αιγαιακές πρακτικές, λόγω και του περιφερειακού στίγματος της Λήμνου. Στην εποχή που μας ενδιαφέρει εδώ, η κινητικότητα στους κόλπους της κουκονη-


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ σιώτικης κοινωνίας και η συναφής ιεράρχηση, έμμεσα, αλλά εύλογα συναγόμενες από τις διαθαλάσσιες εμπορικές επαφές του οικισμού, από την ταυτόχρονη συντονισμένη άσκηση μεταλλοτεχνίας και την υπερεπάρκεια σε προϊόντα της πρωτογενούς παραγωγής (βλ. και πολυάριθμα πιθάρια εντυπωσιακών διαστάσεων), αντανακλώνται τόσο σε ορισμένες αρχιτεκτονικές επιλογές (ευρύχωρα «μεγαροειδή», εξαιρετικής ποιότητας λίθινη τοιχοποιία) όσο και σε ολόκληρο το φάσμα των κινητών ευρημάτων −με πρώτα ίσως σε σημασία τα αντικείμενα γοήτρου, προπάντων δε τα εισαγμένα, ορισμένα από τα οποία ήδη μνημονεύσαμε. Από αυτά, στο συμβολικό, ειδικότερα, πεδίο της εμφαντικής διαφοροποίησης ρόλων μέσω φορητών διασήμων αξιώματος (insignia dignitatis) παραπέμπουν ίσως ο εκπληκτικής λείανσης μονόστομος πέλεκυς από σπαρτιατικό βασάλτη (Εικ. 9) καθώς και ένα περίτεχνο λίθινο σφαιρικό «ρόπαλο» με ανάγλυφo και εγχάρακτo διάκοσμο (Mπουλώτης 1997: 264; Boulotis 2009: 196, 208, Εικ. 20d, και εδώ Εικ. 13). Η αριστοτεχνική κατεργασία τους, συνδυαζόμενη με τα εξωτικά, για το Κουκονήσι, υλικά κατασκευής τους, κάνει αμφίβολη τη χρήση τους ως εργαλείων ή επιθετικών όπλων. Αντίθετα, στο «εκμινω-

27

ισμένο» περιβάλλον του οικισμού, θα μπορούσαμε να τα φανταστούμε να φέρονται στειλεωμένα εν είδει σκήπτρων, στίζοντας, έτσι, συμβολικά την ιδιαίτερη θέση ή ιδιότητα των κατόχων τους, όπως δηλαδή συνέβαινε την ίδια εποχή στη μινωική Κρήτη, αν κρίνουμε από πραγματικά ευρήματα και σφραγιδογλυφικές κυρίως παραστάσεις. Στρεφόμενοι τώρα στη συμβολική λειτουργία των μέχρι σήμερα κοσμημάτων από το Κουκονήσι, νομιμοποιούμαστε, νομίζω, να θεωρήσουμε πρωτίστως ως δηλωτικά κοινωνικού status τα πολυτιμότερα από αυτά, που ασφαλώς δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα πενιχρό μόνο δείγμα του αλλοτινού τους εύρους. Τα ποικίλα, από την άλλη, κοσμήματα από θαλάσσια όστρεα, λόγω της ανέξοδης, άμεσης απόκτησής τους, της σχετικής αφθονίας και της διαδεδομένης χρήσης τους, δεν θα επιτελούσαν έναν τέτοιο ρόλο, χωρίς όμως τούτο να σημαίνει ότι στερούνταν συμβολισμών, πέραν της πρωτογενούς ανάγκης για κόσμηση −συμβολισμοί που, με βάση και τα ανθρωπολογικά και εθνογραφικά παράλληλα, θα δήλωναν ενδεχομένως ιδιότητες, όπως ηλικιακό στάδιο, ερωτική διαθεσιμότητα κ.ά. Ωστόσο, στους κόλπους της κουκονησιώτικης κοινωνίας αλλά και άλλων κοινοτήτων και πολιτισμικών μορ-

Εικ. 13: Αποσπασματικό λίθινο «ρόπαλο» από μαύρο πέτρωμα της αρχόμενης ΄Ύστερης Χαλκοκρατίας (Τομή 3, Χώρος Ι).


28

φωμάτων που η επαφή τους με τη θάλασσα υπήρξε στενή και μακροπαράδοτη, τα όστρεα-κοσμήματα είναι εύλογο να εμπλέκονταν και στο ευρύ πλέγμα θαλασσινών δοξασιών, με φυλακτήριες ίσως, αποτροπαϊκές ή άλλες στοχεύσεις (Boulotis 1987). Αν μετακινηθούμε στα ανακτορικά μορφώματα και τις αστικές κοινωνίες του νότιου Αιγαίου της εποχής, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι εκεί τα όστρεα, μαζί με άλλα ομοιώματα θαλάσσιων όντων, ως στοιχεία προσωπικής κόσμησης και παράλληλα με τους όποιους εγγενείς θαλάσσιους συμβολισμούς τους, λειτουργούσαν αναμφίβολα και ως δείκτες κοινωνικού status, καθότι ήταν έργα κατατηξίτεχνα, κατασκευασμένα συχνά από ύλες όπως ο χρυσός ή οι ημιπολύτιμοι λίθοι και, αργότερα, σε μυκηναϊκό πια πλαίσιο, από υαλόμαζα, οπότε γνώρισαν κατακόρυφη εκτίναξη και μια ακόμη πλατύτερη διάδοση χάρη στη δυναμική επενέργεια της μήτρας. Η ημιτελής σταγονόσχημη ψήφος από ορεία κρύσταλλο (Εικ. 3α), περασμένη μαζί με άλλες ψήφους από ημιπολύτιμους αποκλειστικά λίθους σαν την ατρακτοειδή από κορναλίνη (Εικ. 11), θα έδινε την εκδοχή ενός πολύχρωμου όσο και πολύτιμου περιδεραίου, δηλωτικού κοινωνικού γοήτρου, όπως αυτά, τηρουμένων των αναλογιών, που γνωρίζουμε καλά από τις ελίτ του νότιου Αιγαίου. Σε μια δεύτερη εκδοχή, θα μπορούσε ίσως να συνδυαζόταν με τα φυλλόσχημα «περίαπτα» από Pinna nobilis που βρέθηκαν μαζί της (Εικ. 3γ), ενώ δεν αποκλείεται ένας ακόμη ευρύτερος συνδυασμός και με οστέινες ψήφους (Εικ. 3δ). Η πολλαπλότητα των εκδοχών και η δική μας ερμηνευτική αμηχανία και τα διλήμμα-

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ τα μπροστά στο εύρημα δεν αντανακλούν παρά την άκρως αποσπασματική εικόνα ενός κόσμου που μας αποκαλύπτεται με την ανασκαφή, μια εικόνα που φθέγγεται μόνο με σπαράγματα. ΄Έτσι, η πλέον έντιμη και μεθοδολογικά ορθή προσέγγιση δεν είναι η εμμονή στην αποκάλυψη της μιας και μόνης «αλήθειας», η οποία, λόγω της πληθώρας των αστάθμητων παραγόντων, πάντα θα μας διαφεύγει −ιδίως οσάκις διολισθαίνουμε στη λήψη του ζητουμένου (petitio principii)−, αλλά η ερμηνευτική, πιστεύω, διαζευκτικότητα ή ακόμη και πολυδιαζευκτικότητα, που ιεραρχεί με επιχειρήματα τις ανοιγόμενες εκδοχές, αρχίζοντας από την πλέον πιθανή και εύλογη και καταλήγοντας στη φαινομενικά απίθανη. Κάτω από ένα τέτοιο πρίσμα εξετάσαμε εδώ και την ημιτελή σταγονόσχημη ψήφο για την απόσταξη της όποιας ιστορικής πληροφορίας, κινητοποιώντας σύντομα τις ανασκαφικές της συνάφειες, στενές όσο και ευρύτερες. Και αν καταφέραμε να της αποσπάσουμε κάτι, ένα σωρό άλλα ζητήματα παραμένουν αμφικλινή ή μετέωρα. Ενώ το παρόν άρθρο είχε πάρει τον δρόμο του τυπογραφείου, η συνεργάτις της ανασκαφής Τατιάνα Θεοδωροπούλου, εξετάζοντας τα τρία φυλλόσχημα «περίαπτα» από όστρεο πίννας (Εικ. 3γ), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι οπές τους μάλλον δεν οφείλονται σε ανθρωπογενή ενέργεια. Ωστόσο, οι φυσικές αυτές οπές θα μπορούσαν κάλλιστα να είχαν χρησιμοποιηθεί για ανάρτηση από τους αλλοτινούς κατόχους των εν λόγω οστρέων.


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ

29

Βιβλιογραφία Boulotis, Chr. 1987 The Aegean area in prehistoric times: Cults and beliefs about the sea. In Greece and the Sea (Exhibition Catalogue) (ed. A. Delivorrias): 20-35. Amsterdam: De Nieuwe Kerk. 2009 Koukonisi on Lemnos: Reflections on the Minoan and Minoanising evidence. In The Minoans in the Central, Eastern and Northern Aegean: New Evidence (ed. C. F. Macdonald, E. Hallager & W.-D. Niemeier): 175-218. Athens: The Danish Institute at Athens [Monographs of the Danish Institute at Athens, 8]. Branigan, K. 1981 Minoan Colonialism, BSA 76: 23-33. 1984 Minoan Community Colonies in the Aegean? In The Minoan Thalassocracy: Myth and Reality (ed. R. Hägg & N. Marinatos): 49-54. Stockholm: Paul Aströms Förlag [Skrifter Utgivna an Svenska Institutet i Athen 4, XXXII]. Broodbank, C. 2004 Minoanisation. Proceedings of the Cambridge Philological Society 50: 46-91. Δεβετζή, Α. 1997 Η παρουσία των λίθινων αγγείων ως ένδειξη των σχέσεων των νησιών του βόρειου Αιγαίου με τον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο. Στο Η Πολιόχνη και η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Βόρειο Αιγαίο (επιμ. Χρ. Ντούμας & V. La Rosa): 556-68. Αθήνα: Scuola Archeologica Italiana di Atene / Πανεπιστήμιο Αθηνών. Dimopoulou, N. 1997 Workshops and craftsmen in the harbour-town of Knossos at Poros-Katsambas. In ΤΕΧΝΗ: Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age (éd. R. Laffineur & P. P. Betancourt): 433-8. Liège & Austin: Université de Liège [Aegaeum 16]. Grammenos, V. D & Tzachili, I. 1994 Ο θησαυρός των Πετραλώνων της Χαλκιδικής και άλλα χάλκινα εργαλεία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού από την ευρύτερη περιοχή. ΑΕ: 75-116. Hodder, I. 1982 Symbols in Action: Ethnoarchaeological Studies of Material Culture. Cambridge: Cambridge University Press. Κεραμόπουλλος, Α. 1930 Αι βιομηχανίαι και το εμπόριον του Κάδμου. ΑΕ: 29-58. Maran, J. 1989 Der Schaftlochaxt aus dem Depotfund von Theben (Mittelgriechenland) und ihre Stellung im Rahmen der Bronzezeitlichen Äxte Südeuropas. Archäologisches Korrespondenzblatt 19: 12936. Matsas, D. 1991 Samothrace and the Northeastern Aegean: The Minoan Connection. Studia Troica 1: 150-79. 1995 Minoan long-distance trade: A view from the northern Aegean. In POLITEIA: Society and State in the Aegean Bronze Age (éd. R. Laffineur & W.-D. Niemeier): 235-47. Liège & Austin: Université de Liège [Aegaeum 12]. Μee, C. 1978 Aegean trade and settlement in Anatolia in the second millennium B.C. Anatolian Studies 28: 121-56. Melas, Μ. 1988 Minoans overseas: Alternative models of interpretation. Aegaeum 2: 47-70. 1991 Acculturation and social mobility in the Minoan world. In ΤHALASSA: L’Égée Préhistorique et la Mer (éd. R. Laffineur & L. Basch): 169-88. Liège: Université de Liège [Aegaeum 7]. Μπουλώτης, Χρ. 1997 Κουκονήσι Λήμνου. Τέσσερα χρόνια ανασκαφικής έρευνας: Θέσεις και υποθέσεις. Στο Η Πολιόχνη και η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού στο Βόρειο Αιγαίο (επιμ. Χρ. Ντούμας & V. La Rosa):


30

ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ

230-72. Αθήνα: Scuola Archeologica Italiana di Atene / Πανεπιστήμιο Αθηνών. Πιλάλη-Παπαστερίου, Α. 1992 Μινωικά Πήλινα Ανθρωπόμορφα Ειδώλια της Συλλογής Μεταξά: Συμβολή στη Μελέτη της Μεσομινωικής Πηλοπλαστικής. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Platon, L. 1993 Ateliers palatiaux minoens: Une nouvelle image. BCH 117: 103-22. Poursat, J.-C. 1996 Artisans minoens: Les maisons-ateliers du Quartier Mu. Paris: Ecole Française d’Athènes [Études crétoises, 32]. Renfrew, A.C. 1972 The Emergence of Civilisation: The Cyclades and the Aegean in the Third Millennium B.C. London: Methuen. Theodoropoulou, T. 2007 L’exploitation des faunes aquatiques en Égée septentrionale aux périodes pré- et protohistoriques (2 volumes). Paris: Université de Sorbonne I Panthéon-Sorbonne [Thèse de doctorat]. Tournavitou, I. 1997 Jewellers moulds and jewellers workshops in Mycenaean Greece: An archaeological utopia. In Trade and Production in Premonetary Greece: Production and the Craftsman (ed. C., Gillis, Chr. Risberg & B. Sjöberg): 209-56. Stockholm: Paul Aströms Förlag [SIMA pocket-book 143]. 1998 Towards an identification of a workshop space. In Problems in Greek Prehistory (ed. E. B. French & K. A. Wardle): 447-67. Bristol: Bristol Classical Press. Warren, P. 1967 Minoan stone vases as evidence for Minoan foreign connections in the Aegean Late Bronze Age. Proceedings of the Prehistoric Society 33: 37-56. 1969 Minoan Stone Vases. Cambridge: Cambridge University Press. Wiener, M.H. 1984 Crete and the Cyclades in LM I: The tale of the conical cups. In The Minoan Thalassocracy: Myth and Reality (ed. R. Hägg & N. Marinatos): 17-26. Stockholm: Paul Aströms Förlag [Skrifter Utgivna an Svenska Institutet i Athen 4, XXXII]. Wiessner, P. 1989 Style and changing relations between the individual and society. In Τhe Meanings of Things: Material Culture and Symbolic Expression (ed. I. Hodder): 56-63. London: Unwin Hyman [One World Archaeology, 6]. Wobst, H. M. 1977 Stylistic behavior and information exchange. In Papers for the Director: Research Essays in Honor of James B. Griffin (ed. C. Cleland): 317-42. Ann Arbor, Michigan: The University of Michigan Museum of Anthropology [Anthropological Papers of the University of Michigan, 61].


ΨΗΦΟΣ ΗΜΙΤΕΛΗΣ

31

Summary Ψήφος ημιτελής: What is revealed through the study of a small artefact from the Bronze Age settlement of Koukonisi on Lemnos Christos Boulotis

An unfinished drop-shaped bead of rock crystal, found during the 2004 excavation season at the Bronze Age settlement of Koukonisi (Lemnos, Moudros gulf) provides the opportunity to discuss, foremost, the concept and significance of unfinished artefacts as vehicles of particular “historical” information. The occurrence of the bead in an area of the site which yielded prominent signs of a MM IIIB-LM I Minoanisation, along with the fact that similar items are typical of southern Aegean −especially “palatial” Cretan− contexts generate the question of the artisan’s cultural identity: A local craftsman working on foreign prototypes or a newcomer, famil-

iar with the production of such jewellery types? A propos Koukonisi, we touch upon issues such as the circulation of precious or semi-precious raw material and prestige objects in contemporary Aegean, the concept of simulation as cultural amalgamatisation, as well as evidence for elite tastes within local communities. The association of the bead with three unfinished, leaf-shaped shell pendants, made of Pinna nobilis, broadens our agenda towards the identification of a “workshop” and the production of articles for personal adornment of elite members, whose aesthetic preferences were composed of local and “imported” elements.



ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ*

Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ Ο ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΜΠΑΣ ΜΙΣΟΝ ΑΙΩΝΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, η ανασκαφική έρευνα του Στυλιανού Αλεξίου στη δυτική όχθη του αρχαίου ποταμού Καίρατου στην περιοχή του Κατσαμπά, 4 χιλιόμετρα βόρεια της Κνωσού και κοντά στο σημερινό λιμάνι του Ηρακλείου Κρήτης, έφερε στο φως οικιστικά και ταφικά κατάλοιπα της Εποχής του Χαλκού αλλά και σημαντική συστάδα νεολιθικών ευρημάτων σε άμεση γειτνίαση μεταξύ τους. Τα νεολιθικά αυτά ευρήματα οδήγησαν τον Αλεξίου σε μια συστηματική διερεύνηση του χαρακτήρα της νεολιθικής εγκατάστασης. ΄Έτσι, το φθινόπωρο του 1953 ανέσκαψε ένα καρστικό έγκοιλο, τη Bραχοσκεπή, στην κορυφή του ασβεστολιθικού λόφου που σήμερα ονομάζεται Μέσα Κατσαμπάς. Η Βραχοσκεπή αυτή απέδωσε άφθονη κεραμική, εργαλεία λαξευμένου και αδρού λίθου, οστά ζώων και θραύσματα ανθρωπολογικού κρανιακού και μετακρανιακού υλικού, που υποδη Πανεπιστήμιο Κρήτης, e-mail: ngalanidou@phl.uoc.gr

λώνουν ταφική χρήση. Μετά το πέρας των ανασκαφών στη Βραχοσκεπή, ο Στυλιανός Αλεξίου συνέχισε την έρευνα στα ΒΔ και σε απόσταση δέκα περίπου μέτρων και αποκάλυψε τα κατάλοιπα ενός κτιρίου, την Οικία (Εικ. 1). Οι ανασκαφές στην κορυφή του λόφου, στον αγρό Μιλαθιανάκη, ολοκληρώθηκαν το 1954, με την οικονομική συνδρομή της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Το ίδιο έτος, η αρχαιολογική του σκαπάνη έφερε στο φως άλλα δύο νεολιθικά κτίσματα, το ΙΙΙ και το ΙV, στο αλλουβιακό πλάτωμα που βρίσκεται ανάμεσα στην κοίτη του ποταμού και τον λόφο του Μέσα Κατσαμπά. Στην περιοχή αυτή που κάποτε ήταν το αγρόκτημα του Χασάν Μπέη Σκιλλιανάκη είχαν εντοπιστεί και υστερομινωικοί (ΥΜ) τάφοι (Αλεξίου 1967). Τα κτίσματα ήταν σε κατάσταση κακής διατήρησης και απέδωσαν λιγοστή νεολιθική κεραμική. Οι τρεις αυτές θέσεις και τα ευρήματά τους αποτελούν στοιχεία του αρχαιολογικού χώρου που ο Αλεξίου εύστοχα ερμήνευσε ως «Νεολιθικό Συνοικισμό παρά


34

Εικ. 1: Κάτοψη της Οικίας.

τον Καίρατον» (1956, 1957). Τον Απρίλιο του 1988, μετά την τελετή απονομής πτυχίων της Φιλοσοφικής Σχολής, ο Στυλιανός Αλεξίου μού εμπιστεύθηκε το υλικό του νεολιθικού Κατσαμπά για να το μελετήσω στο μεταπτυχιακό μου. Βασική προϋπόθεση ήταν να εντοπίσω τα ευρήματα, που είχαν χωριστεί σε τρεις ομάδες στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (ΑΜΗ). Με βάση την εσωτερική οργάνωση του Μουσείου ορισμένα τέχνεργα βρίσκονταν στις προθήκες της μόνιμης έκθεσής του, τα διαγνωστικά ευρήματα βρίσκονταν στην Επιστημονική του Συλλογή και ο μεγάλος όγκος της κεραμικής φυλασσόταν στις αποθήκες του. Παρά την προσπάθεια που κάναμε το καλοκαίρι του 1988 με την Αλεξάνδρα Καρέτσου και τους αρχαιοφύλακες του ΑΜΗ, στάθηκε αδύνατο να εντοπίσουμε τα ευρήματα με ένδειξη «Κατσαμπάς». ΄Όπως ανακαλύψαμε αργότερα, σε κάποια αναδιοργάνωση της Επιστημονικής Συλλογής μετά την αποχώρηση του Στυλιανού Αλεξίου, τα νεολιθικά ευρήματα Κατσαμπά είχαν τοποθετηθεί μαζί με άλλα του ίδιου ανασκαφέα που έφεραν την ένδειξη «Τάφοι Λεβήνος». ΄Έτσι, η μελέτη του νεολιθικού Κατσαμπά

ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ αναβλήθηκε για δεκαπέντε ακόμα χρόνια, έως ότου εντοπιστούν τα ευρήματα κατά τη διάρκεια της απογραφής και συσκευασίας όλων των περιεχομένων του Μουσείου πριν από τις εργασίες κτιριακής ανακαίνισης και επανέκθεσης των συλλογών του. Ακριβώς πενήντα χρόνια μετά την ανασκαφή του νεολιθικού Κατσαμπά, από το 2003 έως το 2008, το αρχαιολογικό αυτό σύνολο αποτέλεσε το αντικείμενο ενός διεπιστημονικού προγράμματος μελέτης με σκοπό την τελική του δημοσίευση. Οι δυσκολίες ήταν πολλές, όπως και οι προκλήσεις του εγχειρήματος, που ουσιαστικά λειτούργησε ως μια δεύτερη ανασκαφή, μια μετα-ανασκαφή, των αρχαιολογικών μαρτυριών και του αρχειακού υλικού που τις συνόδευε (Εικ. 2). Το κείμενο που ακολουθεί κάνει μια περιεκτική παρουσίαση των πορισμάτων του προγράμματος αυτού. Πραγματεύεται τη συμβολή των ευρημάτων από παλαιές ανασκαφές στη σημερινή αρχαιολογική έρευνα αλλά και την αναγκαιότητα ενσωμάτωσης αρχαιολογικών χώρων, όπως ο Κατσαμπάς, σε πόλεις με χαμηλή ποιότητα ζωής, όπως το Ηράκλειο. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές παλαιές ανασκαφές που δεν ευτύχησαν να δημοσιευθούν εγκαίρως. Τα αρχαιολογικά τεκμήρια που ήρθαν στο φως μέσα από αυτές παραμένουν στις αποθήκες κάποιου μουσείου και περιμένουν υπομονετικά το ενδιαφέρον κάποιου αρχαιολόγου. Ταυτόχρονα, πολλά από τα ανασκαμμένα οικόπεδα στενάζουν μοναχικά κι εγκαταλελειμμένα μέσα στον σύγχρονο αστικό ιστό. Το διφυές ερώτημα είναι πώς εντάσσονται αυτά τα παλαιά ευρήματα στον τρέχοντα επιστημονικό προβληματισμό και παράλληλα πώς εντάσσονται αυτοί οι ανασκαμμένοι χώροι στην καθημερινότητα της ζωής στις πόλεις (Εικ. 3). Η περίπτωση του Κατσαμπά είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να διερευνήσουμε την αξιοποίηση παλαιών ανασκαφικών ευρημάτων τόσο στον σύγχρονο επιστημονικό διάλογο όσο και στη διεπαφή της αρχαιολογίας με το ευρύ κοινό.


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ

35

Εικ. 2: Σελίδες από το ημερολόγιο της ανασκαφής με τον γραφικό χαρακτήρα και τα σχέδια των ευρημάτων από τον Στυλιανό Αλεξίου.

Εικ. 3: Ο νεολιθικός Κατσαμπάς μέσα στον αστικό ιστό της σύγχρονης πόλης του Ηρακλείου. Φωτογραφία από δορυφόρο.


ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

36

Εικ. 4: Μέλη της ομάδας μελέτης του Κατσαμπά, από αριστερά προς δεξιά: Κάτια Μαντέλη, Peter Tomkins, Αργυρώ Ναυπλιώτη, Βίκη Βαμβακάκη, Γιώργος Ηλιόπουλος και Νέλλη Φωκά-Κοσμετάτου.

Η ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Βασικό κριτήριο για τη συγκρότηση της ερευνητικής ομάδας εργασίας ήταν η ανάγκη διεπιστημονικής διερεύνησης του υλικού με τις απαιτήσεις ενός σύγχρονου προβληματισμού, που ζητάει απαντήσεις αφού διατυπωθούν ερωτήματα για τον αρχαιολογικό χώρο, τα κινητά ευρήματα, και το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η νεολιθική εγκατάσταση. Η ομάδα εργασίας αποτελείται από τους παρακάτω επιστήμονες (Εικ. 4): Κάτια Μαντέλη, που μελέτησε την κεραμική τυπολογία και χρήση· Peter Tomkins και Peter Day, που έκαναν τις αναλύσεις πηλού και μελέτησαν την κεραμική τεχνολογία και παραγωγή· Αργυρώ Ναυπλιώτη, που μελέτησε τα ανθρώπινα οστά· Νέλλη Φωκά-Κοσμετάτου, που μελέτησε τα οστά των ζώων· Μαρία Χαλόγλου, που μελέτησε τη μινωική κεραμική· και Νένα Γαλανίδου, που μελέτησα τη στρωματογραφία, τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τις λιθοτεχνίες λαξευμένου, λειασμένου και αδρού λίθου και τα μικροευρήματα, υλοποίησα το πρόγραμμα απόλυτης χρονολόγησης, οργάνωσα και συντόνισα τις ομάδες εργασίας που εκπόνησαν διεπιστημονικές μελέτες και είχα τη φροντίδα για τη σύνθεση των πορισμάτων της έρευνας. Στο πλάι του πυρήνα των αρχαιολόγων, στην έρευνα του Κατσαμπά συμμετείχαν και επιστήμονες από τα πεδία της Χημείας, της Παλαιοντολογίας και της Γεωλογίας. Επειδή μας χώριζε από την ανασκαφή

σχεδόν μισός αιώνας και δεν είχαμε πλέον πρόσβαση στις αρχαιολογικές θέσεις αυτές καθαυτές για την πραγματοποίηση συμπληρωματικών ανασκαφικών τομών, επιλέξαμε να προσεγγίσουμε το πλήθος των ερωτημάτων σχετικά με τη στρωματογραφία και την ταφονομία ακολουθώντας την αναλυτική ή αρχαιομετρική οδό. Σε συνεργασία με τον Νίκο Χανιωτάκη, τον Σπύρο Περγαντή και τη Βίκη Βαμβακάκη, από το Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του Πανεπιστημίου Κρήτης, και με τον παλαιοντολόγο Γιώργο Ηλιόπουλο, από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης, πραγματοποιήσαμε γεωχημική ανάλυση του οστεολογικού υλικού του Κατσαμπά. Η κύρια προσπάθειά μας ήταν να ρίξουμε φως στα επεισόδια της απόθεσης υλικού μέσα στη Βραχοσκεπή καθώς και στις διαδικασίες διαγένεσης των οστών (Iliopoulos κ.ά. 2009). Με τον Νίκο Χανιωτάκη και την ερευνητική ομάδα του προσπαθήσαμε με τη χρήση μη καταστρεπτικών απεικονιστικών μεθόδων να κατανοήσουμε τις αιτίες που προκαλούσαν διαφορετική διατήρηση στο κεραμικό υλικό. Τέλος, πραγματοποιήσαμε σε συνεργασία με τους Χαμπίκ Μαρουκιάν, Πόπη Γάκη και Χρήστο Γιάγκα από το Τμήμα Γεωλογίας και Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αθηνών, και τον Ευθύμιο Καρίμπαλη από το Τμήμα Γεωγραφίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου, παλαιογεωγραφική μελέτη της λεκάνης του Καίρατου. Συνεπώς, το υλικό του Κατσαμπά προσεγγίστηκε με την αξιοποίηση του μεθοδολογικού οπλοστασίου που διαθέτει σήμερα η αρχαιολογία. Ταυτόχρονα, αναπτύξαμε


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ διεπιστημονική συνομιλία και συνέργειες με τις φυσικές επιστήμες και τις γεωεπιστήμες. Ποια είναι, λοιπόν, τα κύρια ευρήματά μας; Θα ξεκινήσω με τα θεμελιώδη ερωτήματα για την αρχαιολογία, που αφορούν τον χρόνο και τον χώρο.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΣΑΜΠΑ

Η παρουσία λιγοστών φθαρμένων οστράκων και στα τρία σύνολα, της Βραχοσκεπής, της Οικίας και των κτισμάτων στη ρίζα του λόφου, της ίδιας χρονικής περιόδου με το υλικό από τα στρώματα VII & VIB της νεολιθικής Κνωσού, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τη Μέση Νεολιθική Εποχή (ΜΝ), κάπου μέσα στην 6η χιλιετία π.Χ. Ωστόσο, εξαιτίας της κακής κατάστασης και του περιορισμένου αριθμού των οστράκων αυτών, δεν είμαστε σε θέση να απαντήσουμε με βεβαιότητα το εάν η ανθρώπινη παρουσία στον Κατσαμπά τότε ήταν περιστασιακή ή είχε μονιμότερο χαρακτήρα και συνδεόταν με την κατασκευή και την πρώιμη χρήση των τριών κτισμάτων στην κορυφή και τη ρίζα του ασβεστολιθικού λόφου. Η παρουσία μικρού αριθμού ΜΝ οστράκων στα κτίσματα III και ΙV του αγροκτήματος Σκιλλιανάκη, πολύ κοντά στον Καίρατο, αντιπροσωπεύει το 1/3 του συνόλου της διαγνωστικής τους κεραμικής. Συνεπώς, μαρτυρείται πολύ καθαρά μια πρώιμη εγκατάσταση για την αξιοποίηση των φυσικών πόρων της παραποτάμιας αναβαθμίδας που προσέφερε καλλιεργήσιμη γη και νερό. Κρίνοντας από τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά και τα είδη πηλού της κεραμικής αυτής ομάδας, η πρώιμη χρήση της βόρειας λεκάνης του Καίρατου έγινε από ομάδα ανθρώπων που χρησιμοποιούσε αγγεία κατασκευασμένα στην Κνωσό (Tomkins υ.δ.). Ο κύριος όγκος του νεολιθικού υλικού από τον Κατσαμπά έχει χρονολογηθεί με σχετικές και απόλυτες μεθόδους στη Νεότε-

37

ρη Νεολιθική (ΝΝ) Ι, δηλαδή στο τελευταίο τέταρτο της 6ης χιλιετίας π.Χ. Μόνο η χρήση της Βραχοσκεπής φαίνεται να συνεχίζεται στο πρώτο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ., αν κρίνουμε από τη σποραδική παρουσία ΝΝ ΙΙ οστράκων στην κεραμική του. Η ΝΝ Ι κατοίκηση είναι σύγχρονη με τα στρώματα VIA, V και IV της νεολιθικής Κνωσού και με άλλες θέσεις στο νησί, όπως το σπήλαιο Γεράνι στο Ρέθυμνο και ο Μαγγασάς στην Ανατολική Κρήτη. Εκτός από την κεραμική, που αποτελεί ασφαλές σημείο σχετικής χρονολογικής αναφοράς, υπάρχει μια δεύτερη επαλήθευση από δύο ραδιοχρονολογήσεις σε οργανικό υλικό από τη Βραχοσκεπή (Galanidou υ.δ. 1). Η πρώτη πραγματοποιήθηκε σε καμένο ανθρώπινο οστό και δίνει μια ηλικία που κυμαίνεται μεταξύ 5290 και 5030 χρόνων π.Χ. Η δεύτερη και νεότερη πραγματοποιήθηκε σε δόντι αιγοπροβάτου και δίνει μια ηλικία μεταξύ 4840 και 4610 χρόνων π.Χ. Οι δύο αυτές ραδιοχρονολογήσεις μάς επιτρέπουν να υπολογίσουμε τον ρυθμό συσσώρευσης της ανθρωπογενούς επίχωσης στη Βραχοσκεπή και να τη συγκρίνουμε με την αντίστοιχη της Κνωσού. Στον Κατσαμπά παρατηρούμε μια συσσώρευση της τάξης των 16,17 εκ. ανά 100 έτη, που είναι ενδεικτική μιας λιγότερο εντατικής ανθρώπινης παρουσίας και χρήσης του χώρου, σε σχέση με αυτή του οικισμού της Κνωσού, όπου το αντίστοιχο μέγεθος κατά το ίδιο διάστημα είναι 110 εκ. ανά 100 έτη. Οι δύο συγκρινόμενες χωρικές συνάφειες έχουν τις παρακάτω διαφορές: η πρώτη στον Κατσαμπά είναι ένα φυσικό ασβεστολιθικό κέλυφος με περιορισμένο χώρο δραστηριότητας, ενώ η δεύτερη στην Κνωσό είναι ένας οικισμός με εκτεταμένη γεωγραφική ανάπτυξη, που δημιουργήθηκε με ανθρωπογενή σχηματισμό γηλόφου στην περιοχή της δυτικής όχθης του Καίρατου. Εντούτοις, η παρατηρούμενη διαφορά στο εύρος της επίχωσης υποδηλώνει ποιοτικά χαρακτηριστικά και ως προς την κλίμακα και ως προς την ένταση της ΝΝ δραστηριότητας στην κάθε θέση. Η απουσία ραδιοχρονολογήσεων από την


ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

38

Οικία δεν μας επιτρέπει να την εντάξουμε στη σύγκριση αυτή. Ακολουθεί μια περίοδος εγκατάλειψης και των τριών θέσεων του Κατσαμπά μέχρι την Τελική Νεολιθική ΙV, οπότε διαπιστώνουμε στη Βραχοσκεπή τα κατάλοιπα από ένα μεμονωμένο περιστατικό ταφικής χρήσης και τελετουργικής απόθεσης υλικού, στο οποίο θα αναφερθούμε παρακάτω. Η κορυφή του λόφου θα παραμείνει σε χρήση και μετά τους νεολιθικούς χρόνους και καθ’ όλη τη διάρκεια των μινωικών χρόνων. Αυτό προκύπτει από την κεραμική, άλλα μικροευρήματα και μια τρίτη ραδιοχρονολόγηση, σε κάρβουνο, επίσης από τη Βραχοσκεπή, που έδωσε μια ηλικία που κυμαίνεται από 1620 έως 1440 χρόνια π.Χ. (ό.π.). Ας δούμε τώρα τα χαρακτηριστικά των δύο σπουδαιότερων νεολιθικών χώρων που ανασκάφηκαν στον ποταμό Καίρατο, ξεχωριστά, με τη σειρά που αυτά ήρθαν στο φως.

Η ΒΡΑΧΟΣΚΕΠΗ

Η Βραχοσκεπή ήταν τυπικό παράδειγμα καρστικού εγκοίλου με δύο κύριους θαλάμους (Ι και ΙΙ), ο ένας από τους οποίους υποδιαιρείτο σε δύο μικρότερα μέρη (Εικ. 5). Βρισκόταν σε υψόμετρο 55 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, σε έδαφος με ελαφρά κλίση προς Β και ΒΑ. Το δάπεδό της

Εικ. 5: Αποτύπωση της Βραχοσκεπής Κατσαμπά από τον Ελευθέριο Πλατάκη (σχέδιο από το αρχείο του Στυλιανού Αλεξίου).

κάλυπτε επιφάνεια περίπου 50 τ.μ. και το ύψος της κυμαινόταν μεταξύ 60 και 130 εκ. (Galanidou υ.δ. 2). Πιθανολογείται ότι μέρος του χώρου είχε τεχνητώς διευρυνθεί για τις ανάγκες της χρήσης. Η είσοδός της ήταν από τα ανατολικά και είχε θέα προς τον ποταμό Καίρατο και την κοιλάδα του. Μόνο τμήμα αυτής προσέφερε φυσική στέγη και προστασία, ενώ στον νότιο θάλαμο Ι υπάρχουν ενδείξεις για κατακρήμνιση της οροφής. Τα στρώματα που αναγνώρισε ο Στυλιανός Αλεξίου κατά την ανασκαφή ήταν δύο. ΄Ένα κοκκινόφαιο στρώμα, που απέδωσε κυρίως νεολιθικά ευρήματα, και ένα λευκό στρώμα, που απέδωσε νεολιθικό αλλά και μινωικό υλικό και έχει ερμηνευθεί ως μια ύστερη επίχωση. Ακόμα και στα βαθύτερα σημεία της Βραχοσκεπής η διατάραξη των στρωμάτων ήταν έντονη, καθώς εκεί αποκαλύφθηκε ανάμεσα σε νεολιθικά ευρήματα και υλικό της μινωικής αλλά και της ενετικής περιόδου (ό.π.). Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι σε όλες τις σακούλες που ανοίξαμε βρήκαμε υλικό τόσο νεολιθικό όσο και μινωικό. Τα κεραμικά και οστεολογικά ευρήματα της Βραχοσκεπής παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό φθοράς και δίνουν την εικόνα ενός συνόλου από υλικά σε πρωτογενή απόθεση στο εσωτερικό της αλλά και από φερτά υλικά που κατέληξαν στη Βραχοσκεπή από τον εξωτερικό της χώρο. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την ανάμειξη των στρωμάτων της Βραχοσκεπής αλλά και τη φθορά του χρόνου στις ετικέτες με τις σχετικές ενδείξεις προέλευσης, ακολουθήσαμε δύο διαφορετικά μονοπάτια προσέγγισης της ταφονομίας και εσωτερικής χρονολόγησης των ευρημάτων. Το πρώτο περνά μέσα από τη μακροσκοπική και μικροσκοπική μελέτη της κεραμικής τεχνολογίας και τη συσχέτιση των διαφορετικών ειδών πηλού από τον Κατσαμπά με τα αντίστοιχα καλά χρονολογημένα είδη πηλού από τα στρώματα της Κνωσού. Στο πλαίσιο αυτό, ο Peter Tomkins, αξιοποιώντας τη στέρεη γνώση του της κνωσιακής κεραμικής, μελέτησε συγκριτικά τη σύνθεση του πηλού, τη συχνό-


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ τητα, τη φθορά και τις χημικές αλλοιώσεις, για να προτείνει μια «σχεσιακή» χρονολόγηση των κεραμικών ευρημάτων που ξεπερνά τις δυσκολίες της διατάραξης των στρωμάτων (υ.δ.). Αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από την αναγνώριση ομάδων κεραμικής με τα δικά τους κοινά χαρακτηριστικά, που με τη σειρά τους αποτελούν αναλυτικές ενότητες για σύγκριση και ερμηνεία της ανθρώπινης συμπεριφοράς σχετικά με την παραγωγή, κατανάλωση και απόθεση της κεραμικής στις τρεις διαφορετικές θέσεις του νεολιθικού συνοικισμού, τη Βραχοσκεπή και την Οικία στην κορυφή του λόφου, και τα Κτίσματα ΙΙΙ και ΙV στη ρίζα του. Το δεύτερο μονοπάτι περνά μέσα από τη γεωχημική ανάλυση του οστεολογικού υλικού (οστά ανθρώπων και ζώων) της Βραχοσκεπής και των ιζημάτων που συλλέξαμε από τη γύρω της περιοχή, προσπαθώντας να ρίξουμε φως στα επεισόδια της διαγένεσης των οστών. Τα δείγματα μελετήθηκαν με Φασματοσκοπία FT-IR, Ηλεκτρονική Μικροσκοπία Διέλευσης TEM και ανάλυση σπάνιων γαιών. Αναγνωρίστηκαν τρία διαφορετικά επεισόδια απόθεσης μέσα στη Βραχοσκεπή. Αν και η χρήση σπάνιων γαιών δεν είναι καινούργια στην παλαιοντολογική έρευνα, η χρήση της στη μελέτη του Κατσαμπά ανοίγει ένα νέο μονοπάτι για την έρευνα οστεολογικών συλλογών από παλιές ανασκαφές με φτωχή στρωματογραφική συσχέτιση (Iliopoulos κ.ά. 2009). Μια τέτοια γεωχημική έρευνα είναι ένα εργαλείο για τη σχετική τους χρονολόγηση μέσω της εκτίμησης του χρόνου που τα οστά παρέμειναν στα ιζήματα και του προσδιορισμού της ταφονομικής ιστορίας τους. Το σύνολο των ευρημάτων της Βραχοσκεπής ανέρχεται σε περίπου 12.000, από τα οποία τη μερίδα του λέοντος κρατά η κεραμική (n=11.800). Κυριαρχούν ανοιχτά είδη αγγείων που ανήκουν στην ευρύτερη εργαστηριακή ενότητα της Κνωσού (Manteli υ.δ.). Αν και όπως είδαμε στην πλειονότητά τους ήταν σε κακή διατήρηση, ένα μέρος τους φαίνεται πως είχε εναποτεθεί

39

κατά χώραν (Tomkins υ.δ.). Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, παρά την αποδεδειγμένη ταφική χρήση της θέσης κατά τη νεολιθική εποχή, η τυπολογική σύνθεση αυτού του κεραμικού συνόλου της ΜΝ και ΝΝ Ι παραπέμπει στον εξοπλισμό ενός νοικοκυριού. Αξιοσημείωτο είναι ότι ανάμεσα στα αγγεία μικρού και μεσαίου μεγέθους υπάρχει και το μοναδικό κομμάτι από τα τοιχώματα πιθαριού. Στην ίδια συνάφεια βρέθηκαν επίσης θραύσματα μικρών μη χρηστικών πήλινων αντικειμένων συμβολικού χαρακτήρα, όπως ειδώλιο βοοειδούς και πιθανά ομοιώματα οικίας και πλοιαρίου. Στη Βραχοσκεπή ανασκάφηκε επίσης ένας μεγαλύτερος από αυτόν της Οικίας αριθμός λίθινων εργαλείων λαξευμένου και αδρού λίθου (Galanidou υ.δ. 4, 5) (Εικ. 6). Η απόθεση ΜΝ κεραμικής στη Βραχοσκεπή φαίνεται πως ήταν στενά συνδεδεμένη με κοινοτική δραστηριότητα που ελάμβανε χώρα στον περιβάλλοντα χώρο της στην κορυφή του λόφου (Tomkins υ.δ.). Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις εντοπίστηκαν θραύσματα του ίδιου αγγείου που προήλθαν από στρώματα σκαμμένα στη Βραχοσκεπή και στην Οικία. Δεδομένου του μικρού εσωτερικού χώρου της πρώτης, μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες που συνδέονταν με τα αγγεία αυτά πρέπει να έλαβαν χώρα αρχικά στην κορυφή του λόφου και έξω από τη Βραχοσκεπή. Μετά τη χρήση τους, τα αγγεία αυτά εναποτέθηκαν κατά χώραν, είτε ολόκληρα είτε σκόπιμα σπασμένα, και εν συνεχεία ένα μέρος τους κατέληξε στη Βραχοσκεπή. Η παλαιότερη, ΜΝ, κεραμική που προήλθε από τη Βραχοσκεπή φανερώνει μια προτίμηση σε είδη πηλού από μη τοπικές πηγές. Χρησιμοποιήθηκε εκτός των άλλων και ως μέρος τελετουργικής δραστηριότητας που, κρίνοντας από τα υπόλοιπα συνευρήματα, συνδεόταν με ανθρώπινες ταφές. Το φαινόμενο προτίμησης αγγείων κατασκευασμένων από εξωγενείς πρώτες ύλες και εναπόθεσής τους σε ταφική συνάφεια μπορεί να θεωρηθεί μέρος του ίδιου τελετουργικού ιδιαίτερα σε


40

ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

Εικ. 6: Εργαλεία λειασμένου και λαξευμένου λίθου από τον νεολιθικό Κατσαμπά (φωτογραφία από το αρχείο του Στυλιανού Αλεξίου).

υπόγειους χώρους (ό.π.). Η διαφοροποίηση στα είδη πηλού που παρατηρείται μεταξύ της ΜΝ κεραμικής από τα κτίσματα ΙΙΙ και ΙV που έχει τοπικό χαρακτήρα και της Βραχοσκεπής που δεν έχει τοπικό χαρακτήρα μπορεί να αποδοθεί στη διαφορετική χρήση και τις δραστηριότητες της κάθε θέσης, στην κορυφή και τη ρίζα του λόφου, κατά την πρώτη περίοδο εγκατάστασης στον Κατσαμπά. Τα ανθρώπινα οστά μάς αφηγούνται τη δική τους ιστορία. Φαίνεται πως η χρήση της Βραχοσκεπής κατά το τελευταίο τέταρτο της 6ης χιλιετίας ήταν ταφική με την πιθανή εναπόθεση ολόκληρων σκελετών (Nafplioti υ.δ.). ΄Ένα μεγάλο τμήμα του υλικού φέρει σημάδια καύσης· δεν είναι ωστό-

σο δυνατόν να προσδιορίσουμε τη χρονική σχέση μεταξύ της καύσης των νεκρών και της πρωτογενούς απόθεσης ή αναμόχλευσής τους μέσα στο σπήλαιο. Επίσης οι ενδείξεις για να αποδοθεί η καύση σε κάποιο ταφικό τελετουργικό ή σε άλλου είδους ανθρωπογενή δραστηριότητα μέσα στη Βραχοσκεπή είναι πενιχρές. Εξαιτίας της αποσπασματικότητας του υλικού, δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τον αριθμό των ατόμων που αντιπροσωπεύει το οστεολογικό σύνολο, με εξαίρεση 2 ενήλικες, σε ηλικία 25 και 30 ετών (ό.π.). Η εικόνα των ανθρώπινων οστών από τη Βραχοσκεπή του Κατσαμπά είναι παρόμοια με την αντίστοιχη των «σκόρπιων οστών» που καταγράφει η Σέβη Τριανταφύλλου (2008) στην


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ έρευνά της για τις ταφικές πρακτικές σε ΝΝ θέσεις στο Αιγαίο. Τα σπήλαια της Σκοτεινής στην Εύβοια, Ζα στη Νάξο, Κίτσου στην Αττική και Φράγχθι στην Αργολίδα αλλά και οι ΝΝ επιχώσεις της Κνωσού έχουν αποδώσει παρόμοια σύνολα μη αρθρωμένων οστών. Η ερμηνεία των συνόλων αυτών παραμένει αντικείμενο πολλών διαφορετικών αναγνώσεων που άλλοτε συνδέονται με την ανθρώπινη συμπεριφορά και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες κι άλλοτε με την ταφονομική ιστορία μιας αρχαιολογικής θέσης. Το αρχαιοζωολογικό υλικό της Βραχοσκεπής αποτελείται από 420 οστά ζώων μεγάλου και μεσαίου κυρίως μεγέθους, από τα οποία το 46% είναι βοοειδή (με όλα τα μέρη του σκελετού και κρανιακό υλικό) και το 42% αιγοπρόβατα, ενώ υπάρχουν και ορισμένα είδη όπως χοίρος, σκύλος, λαγός, ασβός, πουλί και ίππος, που αντιπροσωπεύονται από ένα οστό το καθένα (PhocaCosmetatou υ.δ.). Ενώ θεωρούμε βέβαιο ότι ο ίππος, ο ασβός και ο λαγός έχουν μινωική προέλευση, είναι αδύνατον να χρονολογήσουμε με βεβαιότητα τα υπόλοιπα ή να τα συσχετίσουμε με ομάδες κεραμικής. Επίσης, εξαιτίας της απουσίας χαρακτηριστικών που να παραπέμπουν ξεκάθαρα σε τελετουργική δραστηριότητα, όπως ίχνη τεμαχισμού ή επιλεκτική απόθεση ορισμένων ανατομικών μερών των ζώων, η Νέλλη Φωκά-Κοσμετάτου καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα οστά των ζώων δεν συνδέονταν κατ’ ανάγκην με την ταφική και τελετουργική δραστηριότητα που λάμβανε χώρα στη Βραχοσκεπή και έξω από αυτήν, στην κορυφή του λόφου. Υποστηρίζει ότι η μεγάλη διάρκεια χρήσης της Βραχοσκεπής σε συνδυασμό με την αδυναμία ασφαλούς χρονολόγησης όλων των οστών οδηγούν υποχρεωτικά την έρευνα του αρχαιοζωολογικού αυτού συνόλου στις διαδικασίες διαμόρφωσης της θέσης και όχι σε ανθρώπινες συμπεριφορές, τελετουργικές ή οικονομικές (ό.π.). Η Βραχοσκεπή θα χρησιμοποιηθεί και πάλι περίπου 15 αιώνες μετά την κύρια φάση κατοίκησης του Κατσαμπά, για κα-

41

θαρά ταφική και τελετουργική δραστηριότητα. Αυτό μαρτυρεί ένα κλειστό σύνολο αποτελούμενο από 5 αγγεία άντλησης και μετάγγισης νερού ή υγρών στα οποία έχει σκόπιμα ανοιχθεί εκ των υστέρων κυκλική οπή διαμέτρου περίπου 0,015 μ. στο κέντρο του πυθμένα για δεύτερη χρήση τους σαν αυτοσχέδια ρυτά (ένα τέτοιο αγγείο κρατά ο Peter Tomkins στην Εικ. 4). Είναι μεσαίου και μικρού μεγέθους με παχιά τοιχώματα, μονόχρωμα μελανά/καστανά στιλβωμένα, με κυρτό πυθμένα, υψηλό λαιμό με κάθετες λαβές ή ωτία (Manteli υ.δ.). Τα πλησιέστερα παράλληλά τους εντοπίζονται στο επίσης κλειστό σύνολο αγγείων άντλησης, μετάγγισης και μεταφοράς νερού από το ΤΝ πηγάδι στο Καστέλλι Φουρνής Μεραμπέλλου (Manteli 1992). Σε αντίθεση με την υπόλοιπη κεραμική του σπηλαίου, τα αγγεία αυτά συγκολλήθηκαν και αποκαταστάθηκαν σε πλήρη μορφή, γεγονός που πιθανόν παραπέμπει σε σκόπιμη θραύση (Chapman 2000) και πρωτογενή απόθεσή τους μέσα στη Βραχοσκεπή. Στο ίδιο σύνολο ανήκουν επίσης καμένα ανθρώπινα οστά ενός ατόμου που έχουν εκτεθεί σε πολύ υψηλή θερμοκρασία, μεταξύ 600 και 900 βαθμών Κελσίου (Nafplioti υ.δ.). Ο μικρός αριθμός των αγγείων, η εγγύτητα εύρεσής τους και τα οστεολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν ένα μεμονωμένο επεισόδιο τελετουργικής ταφής που περιλάμβανε υγρές ή λεπτόκοκκες προσφορές μέσα από αυτοσχέδια ρυτά. Το επεισόδιο αυτό λαμβάνει χώρα κατά την ΤΝ ΙV, μια περίοδο από την οποία δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής οικιστικά ευρήματα, επιφανειακά ή ανασκαφικά, από τη γύρω περιοχή στο βόρειο τμήμα του Καίρατου ή την Κνωσό. Αναζητώντας μαρτυρίες παρόμοιας δραστηριότητας από άλλες περιοχές του νεολιθικού κόσμου, δεν εντοπίσαμε καμία τέτοιου είδους από την ΤΝ της Κρήτης ή του Αιγαίου. Η πλησιέστερη ανάλογη προέρχεται από το ΠΕ / ΠΚ νεκροταφείο στο Τσέπι Μαραθώνα στην Αττική, όπου έχει βρεθεί, σε ταφική συνάφεια, ένα μικρού μεγέθους αγγείο με λαιμό του τύπου των κυκλαδικών


ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

42

«κρεμαστών» αγγείων, το οποίο είχε μετατραπεί με παρόμοιο τρόπο σε αυτοσχέδιο ρυτό (Παντελίδου-Γκόφα 2005, Πίν. 1δ).

Η ΟΙΚΙΑ

Η Οικία είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα που καλύπτει έκταση 70 τ.μ. και αποτελείται από 6 μικρότερους χώρους (δωμάτια, περίβολο, κυκλική κατασκευή) (Εικ. 7). Στην αρχική της μορφή πρέπει να ήταν μεγαλύτερη, αφού τμήμα της έχει καταστραφεί κατά τη διάνοιξη τάφρου από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής που είχαν εγκατασταθεί στο Αγρόκτημα Σκιλλιανάκη κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου (Μουδατσάκης 2010) αλλά και μετέπειτα από αγροτική δραστηριότητα. Το δάπεδο της Οικίας βρισκόταν σε βάθος 50 εκ. από την επιφάνεια και ανασκάφηκε σε ένα μόνο

επιφανειακό στρώμα που περιείχε νεολιθική αλλά και μινωική κεραμική σε αναλογία 5:1 καθώς και μικρό αριθμό οστεολογικού υλικού (Galanidou υ.δ. 3, Πίν. 3.1). Παρά την εγγύτητα στην επιφάνεια του εδάφους, τα κεραμικά θραύσματα και λίθινα ευρήματα της Οικίας διαφέρουν από τα αντίστοιχα της Βραχοσκεπής. Είναι μεγαλύτερα και περισσότερο ομοιογενή, ενώ τα αρχικά σχήματα και οι τύποι των αγγείων μπορούν να αποκατασταθούν με μεγαλύτερη πληρότητα. Το σύνολο των κινητών ευρημάτων της Οικίας ανέρχεται σε περίπου 2.200, από τα οποία κι εδώ τη μερίδα του λέοντος κρατά η κεραμική (n=2.100). Περιλαμβάνει χειροποίητα αγγεία μετρίου και κανονικού μεγέθους, ενώ απουσιάζουν μεγαλύτερα αποθηκευτικά αγγεία. Επικρατούν τα ανοικτά σχήματα, αβαθή κύπελλα με κάθετα ή στρογγυλεμένα τοιχώματα, και βαθιές φιάλες με στρογγυ-

Εικ. 7: Η Οικία αμέσως μετά την ανασκαφή της στο ανέγγιχτο τοπίο των περιχώρων του Ηρακλείου της δεκαετίας του 1950 (φωτογραφία από το αρχείο του Στυλιανού Αλεξίου).


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ λεμένα ή κάθετα τοιχώματα και λιγότερο φιάλες με γωνίωση (Manteli υ.δ.). Παρόντα, μολονότι πιο σπάνια, είναι επίσης κλειστά αγγεία με χαμηλό λαιμό και κύπελλα με πλατύ οριζόντιο χείλος. Η τυπολογία των λαβών είναι απλή και περιλαμβάνει κάθετες ταινιωτές λαβές και τις διχαλωτές λαβές (wish-bone handles) πάνω σε χείλη φιαλών ή αρυταίνων (ό.π.). Η κεραμική παραπέμπει σε καθημερινή οικιακή χρήση προετοιμασίας και σερβιρίσματος της τροφής. Τα αγγεία είναι συνήθως μονόχρωμα, στιλβωμένα, σε σκοτεινές αποχρώσεις του μελανού και του καστανού και πιο σπάνια

43

κόκκινα. Ενίοτε φέρουν επιζωγραφισμένα απλά ταινιωτά ή αδρά μοτίβα σε ανοικτό κόκκινο ή και λευκό χρώμα. Τα πλέον χαρακτηριστικά αγγεία (Εικ. 8) φέρουν είτε πλαστική διακόσμηση με απλά επίθετα κυκλικά εξάρματα (κομβία) είτε εγχάρακτη/στιγμωτή διακόσμηση με τριγωνικά μοτίβα και ζιγκ-ζαγκ αλλά και με ορθογώνια κλιμακωτά μοτίβα (ό.π.). Επίσης απαντώνται αγγεία με εγχάρακτη διακόσμηση με τριγωνικά μοτίβα και ορθογώνια θέματα. ΄Όπως παρατηρούν η Κάτια Μαντέλη και ο Peter Tomkins, η ΜΝ / ΝΝ Ι κεραμική από τον Κατσαμπά έχει στενούς τυπολογικούς

Εικ. 8: Κεραμική από τον νεολιθικό Κατσαμπά (φωτογραφία από το αρχείο του Στυλιανού Αλεξίου).


44

και τεχνολογικούς δεσμούς με την αντίστοιχη της Κνωσού, αλλά παρουσιάζει επιμέρους ιδιαιτερότητες, κυρίως στη διακόσμηση, οι οποίες υποδηλώνουν ότι ο οικισμός του Κατσαμπά δεν ήταν «δορυφορικός», όπως είχαμε υποστηρίξει σε παλαιότερη προκαταρκτική δημοσίευση (Galanidou & Manteli 2008) αλλά απλά «γειτονικός» της Κνωσού. Μια τέτοια ιδιαιτερότητα είναι η συχνή εμφάνιση ερυθράς ή καστανέρυθρης ταινίας στο χείλος καλής ποιότητας διακοσμημένων ή απλώς μελανών/καστανών στιλβωμένων κυπέλλων και φιαλών. Αυτή η προσπάθεια επίτευξης ζωγραφικού αποτελέσματος, το οποίο δημιουργείται κατά την όπτηση με την κατάλληλη τοποθέτηση των αγγείων, καίτοι δημοφιλής στον Κατσαμπά, δεν χαρακτηρίζει την κνωσιακή κεραμική. Φαίνεται λοιπόν πως οι κεραμείς του Κατσαμπά, αν και ενταγμένοι/ες στην κνωσιακή κεραμική παράδοση, άφηναν το δικό τους αποτύπωμα, που είναι ορατό σε επιμέρους στυλιστικές λεπτομέρειες στα διακοσμημένα στιλβωτά αγγεία και στην πρωτοτυπία μερικών τύπων κυπέλλων. Στον εξοπλισμό της Οικίας περιλαμβάνονται επίσης 1 μικρογραφικό αγγείο, 3 εργαλεία λαξευμένου λίθου, εργαλεία άλεσης της τροφής (όπως μυλόλιθοι και τριπτήρες), πελέκεις και αξίνες (Galanidou υ.δ. 4, 5). Από την Οικία προέρχεται και πλήθος εργαλείων αδρού λίθου χωρίς επεξεργασία, απλές κροκάλες των οποίων τη λειτουργία συμπεραίνουμε από τα ίχνη χρήσης που φέρουν στην επιφάνειά τους· είναι αυτά τα αρχαιολογικά τεκμήρια που η Sοphie de Beumme (2000) έχει ονομάσει «ανώνυμους μάρτυρες μιας οικοτεχνικής δραστηριότητας». Για να κατανοήσουμε τις αιτίες που προκαλούσαν τη διαφορετική διατήρηση στο κεραμικό υλικό της Οικίας, χρησιμοποιήσαμε μη καταστρεπτικές πειραματικές και απεικονιστικές μεθόδους, όπως μελέτη pH, μελέτη αγωγιμότητας, ανάλυση Raman, και ATR FT-IR, και αναλύσαμε δύο θραύσματα κεραμικής που προέρχονται από το ίδιο αγγείο, αλλά παρουσιάζουν εντελώς διαφορε-

ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ τική διατήρηση. Τα πορίσματα της μελέτης αυτής έριξαν φως στις αποθετικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στην Οικία και αποτελούν εν δυνάμει μεθοδολογική συμβολή στην πραγμάτευση παρόμοιων συνόλων (Galanidou κ.ά. υ.δ.).

ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Ο Κατσαμπάς παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα λιγοστά ανασκαμμένα σύνολα της Νεολιθικής Εποχής στην Κρήτη· το πρώτο που δεν καλύπτεται από το πλούσιο παλίμψηστο της Μινωικής Εποχής. Η δημοσίευση και ερμηνεία του θα προσθέσει μια ψηφίδα στην κατανόηση του χαρακτήρα της εγκατάστασης και των δραστηριοτήτων της περιόδου στο νησί. Η τοπογραφία του, η διασπορά των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, οι λεπτές διαφοροποιήσεις στην κεραμική τεχνολογία και τυπολογία και τα υπόλοιπα αρχαιολογικά τεκμήρια που προήλθαν από τις τρεις συνιστώσες του αρχαιολογικού χώρου, τη Βραχοσκεπή, την Οικία και τα κτίσματα ΙΙΙ και IV, προσφέρουν την πρώτη ύλη για την αφήγηση της νεολιθικής ιστορίας του. Φαίνεται πως μια μικρή ομάδα ανθρώπων από τη μεγάλη κοινότητα της Κνωσού ήδη από τη ΜΝ δραστηριοποιείται στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του Καίρατου και εγκαθίσταται εκεί. Το παρόχθιο πλάτωμα δίπλα στο νερό στη ρίζα του ασβεστολιθικού λόφου επιλέγεται στρατηγικά για την εγκατάσταση αυτή, η οποία δεν γνωρίζουμε αν είχε μόνιμο ή εποχιακό χαρακτήρα. Παράλληλα η ομάδα αυτή αναπτύσσει τελετουργική δραστηριότητα που συνδέεται με την ταφή και/ή ανακομιδή των νεκρών της αξιοποιώντας τη μοναδική τοπογραφία και το φυσικό καρστικό έγκοιλο στην κορυφή του λόφου. Αυτή η διττή χρήση του γεωχώρου, ταφική και οικιστική, θα συνεχιστεί και στη ΝΝ Ι, κατά τη διάρκεια της οποίας το πλάτωμα στην κορυφή του λόφου χρησιμοποιείται και για κατοικία, αλλά προστίθενται και νέοι χώροι ταφής σε


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ άλλα μικρότερα γειτονικά φυσικά ή τεχνητά ανοιγμένα έγκοιλα στο βράχο. Τα αδημοσίευτα ευρήματα από τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές της αρχαιολόγου της ΚΓ΄ ΕΠΚΑ Ιωάννας Σερπετσιδάκη στον Μέσα Κατσαμπά, που είχε την καλοσύνη να μας τα δείξει, συμπληρώνουν τις μαρτυρίες για την ύπαρξη ενός νεκροταφείου στην κορυφή του λόφου. Κατά τη διάρκεια της ΝΝ ΙΙ, η ανθρώπινη παρουσία είναι σποραδική και καταγράφεται μόνο στη Βραχοσκεπή, ενώ κάποια στιγμή η κοινότητα αυτή θα εγκαταλείψει τον χώρο του Κατσαμπά. Η ταφική και τελετουργική λειτουργία της κορυφής του λόφου όμως θα μείνει εγγεγραμμένη στη μνήμη των γενεών που ακολουθούν. Μέσα από αυτή την οπτική μιας συλλογικής μνήμης, που μεταφέρεται μέσω προφορικής παράδοσης κι ίσως και επιτόπιων επισκέψεων, μπορεί να ερμηνευθεί η επιστροφή στην κορυφή του λόφου μιάμιση χιλιετία μετά, για την πραγματοποίηση μιας ακόμα ταφής στον χώρο της Βραχοσκεπής. Αυτή τη φορά με το δικό της τελετουργικό –καύση του νεκρού σε πολύ υψηλή θερμοκρασία και εναπόθεση των οστών συνοδεία υγρών ή λεπτόκοκκων προσφορών σε αυτοσχέδια ρυτά– που δεν θυμίζει σε τίποτα το παλαιό. Σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας του νεκροταφείου στον Μέσα Κατσαμπά, μπορούμε να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι που το χρησιμοποιούσαν για την ταφή, την αποτέφρωση, την ανακομιδή των νεκρών τους είχαν πανοραμική θέα από ψηλά των χώρων κατοικίας, των καλλιεργειών, της ευρύτερης λεκάνης του Καίρατου, αλλά και της θάλασσας και της νήσου Ντίας στα βόρεια του κόλπου του Ηρακλείου. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καίτοι λιγοστά και σε κατάσταση κακής διατήρησης, δύσκολα στοιχειοθετούν από μόνα τους την ύπαρξη ενός οργανωμένου οικισμού στη βόρεια πλευρά της Λεκάνης του Ποταμού Καίρατου. Περισσότερο φως στο θέμα αυτό ρίχνουν τα ταφικά και κεραμικά ευρήματα. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από τη μελέτη της κεραμικής του Κατσαμπά

45

είναι η ποιότητα και η ποικιλία της τυπολογίας και τεχνολογίας που συνδυαστικά παραπέμπουν περισσότερο σε έναν οργανωμένο οικισμό της ΝΝ Ι, παρόμοιο με αυτόν της Κνωσού, παρά σε μια-δυο μεμονωμένες οικιστικές μονάδες με τη δική τους ανεξάρτητη κεραμική παραγωγή. Επιπλέον, η ταφική χρήση της Βραχοσκεπής και το γεγονός ότι αυτή αποτελούσε στοιχείο ενός μεγαλύτερου νεκροταφείου ενισχύει το σενάριο μιας οργανωμένης κοινότητας στον Κατσαμπά τουλάχιστον κατά την ΝΝ Ι. Εξαιτίας της αποσπασματικότητας των οικιστικών λειψάνων, είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε το μέγεθος, την έκταση και τον χαρακτήρα του οικισμού. Οι διαθέσιμες μαρτυρίες παραπέμπουν σε μια οργανωμένη κοινωνική ομάδα, μια μικρή κοινότητα, παρά σε διάσπαρτα μεμονωμένα νοικοκυριά, όπως είναι για παράδειγμα η δίδυμη θέση κτιρίου με ταφικό σπήλαιο στον Μαγκασά Σητείας (Dawkins 1905; Vagnetti & Belli 1978). Τα ερωτήματα αυτά αναμένεται να διαφωτιστούν περαιτέρω καθώς θα δημοσιεύονται τα ανασκαφικά ευρήματα που προήλθαν από τις πρόσφατες σωστικές ανασκαφές της ΚΓ΄ ΕΠΚΑ. Ο νεολιθικός συνοικισμός στη δυτική όχθη του Καίρατου στον Κατσαμπά αναπτύχθηκε στη γειτονιά της Κνωσού σε μια περίοδο δημογραφικής και οικιστικής ανάπτυξής της (Efstratiou κ.ά. 2004; Isaakidou 2008; Tomkins 2008). Μαζί με την Κνωσό, ορίζουν μία ΜΝ / ΝΝ Ι πολιτισμική ενότητα, η οποία αποτελείται από χώρους κατοικίας και ταφής σε απόσταση αναπνοής και αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους της βόρειας λεκάνης του Καίρατου. Πέραν του υλικού πολιτισμού, στις ομοιότητες του Κατσαμπά με την Κνωσό πρέπει να καταγραφεί και το υψηλό ποσοστό (46%) βοοειδών στο οστεολογικό σύνολο του πρώτου. Η σημασία των βοοειδών (βοδιών για το κρέας και αγελάδων ως υποζυγίων) στην αγροτική οικονομία, οικιστική ανάπτυξη και κοινωνική ζωή του οικισμού της Κνωσού έχει περιγραφεί και συ-


46

ζητηθεί διεξοδικά από την Ισαακίδου (ό.π.). Την εικόνα αυτή έρχεται να ενισχύσει και το υψηλό ποσοστό βοοειδών (46%) από τον γειτονικό Κατσαμπά αλλά και το μοναδικό ζωόμορφο πήλινο ειδώλιο, που μολονότι είναι αποσπασματικά διατηρημένο, είναι προφανές ότι απεικονίζει βοοειδές. Το εύρημα αυτό αποτυπώνει με τον δικό του τρόπο τη συμβολική σημασία που είχε για τη γεωργοκτηνοτροφική κοινότητα στον Καίρατο το ζώο αυτό ως πηγή πρωτογενών και δευτερογενών προϊόντων, δηλαδή κρέατος, γάλατος και ελκτικής δύναμης. Παρά τις ομοιότητες με την Κνωσό ως προς τα στοιχεία του υλικού πολιτισμού, το στίγμα του Κατσαμπά προσδίδουν η γεωγραφική θέση, η εγγύτητα προς τη βόρεια ακτή και τη θάλασσα και η εξαιρετική ορατότητα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα (Εικ. 3). Ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο που πιθανόν τον διαφοροποιεί από την Κνωσό είναι η παρουσία μιας συστάδας τάφων της ΝΝ μέσα σε φυσικά και τεχνητά ανοιγμένα στον μαργαϊκό ασβεστόλιθο έγκοιλα, το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν η Βραχοσκεπή. Η συστάδα αυτή των τάφων έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός νεκροταφείου και βρισκόταν σε άμεση γειτονία προς τον οικισμό στην κορυφή και τη ρίζα του λόφου. Εξαιτίας του αναγλύφου του λόφου και της θέσης του, το νεκροταφείο αποτελούσε έναν υπόγειο «χθόνιο τόπο». Κάτι ανάλογο φαίνεται πως απουσιάζει από τα σύγχρονα στρώματα της Κνωσού, από τα οποία όπως είδαμε παραπάνω μόνο διάσπαρτα, μη αρθρωμένα ανθρώπινα οστά έχουν έρθει στο φως (Triantaphyllou 2008). Στο σημείο αυτό γεννάται το εύλογο ερώτημα εάν μπορούσαν οι δύο τόσο όμοιες ως προς την οικονομία και τον υλικό πολιτισμό γειτονικές κοινότητες να έχουν διαφορετικές ταφικές πρακτικές ή μήπως ο Κατσαμπάς ήταν εντέλει το νεκροταφείο της ΜΝ / ΝΝ Ι Κνωσού;

Ο ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΚΑΤΣΑΜΠΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Η δημοσίευση και ερμηνεία του νεολιθικού Κατσαμπά θα προσθέσει μια ψηφίδα

ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ στο ψηφιδωτό της νεολιθικής Κρήτης. Θα συμβάλει στην κατανόηση του χαρακτήρα της εγκατάστασης και των δραστηριοτήτων των γεωργοκτηνοτροφικών κοινοτήτων της περιόδου αυτής στο νησί. Θα παραμείνει ωστόσο ένα σύνολο από πολιτισμικές μαρτυρίες που συλλέχθηκαν με μεγάλο κόπο και κόστος στο πέρασμα μισού αιώνα και οι οποίες θα αφορούν τη μικρή αριθμητικά, μα μαχητική και τόσο παρεξηγημένη στους πολίτες κοινότητα των αρχαιολόγων. Η σημασία του για την προϊστορία της μεγαλούπολης του Ηρακλείου μπορεί να καταγραφεί ως πληροφορία, να αποτελέσει στοιχείο κάποιας ιστορικής αφήγησης, εισαγωγική πρόταση σε μελέτες της ιστορικής τοπογραφίας. Τα πλέον εντυπωσιακά ευρήματα μπορεί να γίνουν εκθέματα του λαμπερού ανακαινισμένου ΑΜΗ που θα τονώσει την οικονομική κίνηση των επαγγελματιών τής χτυπημένης από την κρίση τουριστικής αγοράς. Ωστόσο, η βιωματική επαφή με τα μνημεία θα έχει για πάντα χαθεί, αφού οι αρχαιολογικές θέσεις θα παραμένουν στο σκοτάδι. Θα είναι εξαφανισμένες κάτω από τόνους οπλισμένου σκυροδέματος, κάτω από πιλοτές κτιρίων, όπως συμβαίνει με την Οικία και τη Βραχοσκεπή, ή στην καλύτερη περίπτωση καλυμμένες από plexi glass στα υπόγεια καλά περιφραγμένων ιδιωτικών κατοικιών που χτίστηκαν σε οικόπεδαφιλέτα με θέα θάλασσα, όπως συμβαίνει με το υπόλοιπο ταφικό σύνολο (Εικ. 9). Ο ίδιος ο αρχαιολογικός χώρος θα μείνει μια ανάμνηση στο μυαλό του πρώτου ανασκαφέα του, Στυλιανού Αλεξίου, και των άλλων αρχαιολόγων της ίδιας γενιάς κι ίσως και των λίγων ρομαντικών από τη δική μας γενιά που με αγωνία κρυφοκοιτάζουμε από τον κόμβο της Αλικαρνασσού αν ανέβηκε νέα οικοδομή στον μοναδικής ομορφιάς ασβεστολιθικό λόφο στην όχθη του Καίρατου. Ο νεολιθικός Κατσαμπάς θα αθροιστεί ως ένα ακόμη τμήμα ενός μεγάλου ανοικτού ρήγματος· ενός ρήγματος ανάμεσα στον μόχθο και την έγνοια των αρχαιολόγων για την προστασία του πολύτιμου μνημειακού


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ

47

Εικ. 9: Ο νεολιθικός Κατσαμπάς σήμερα, λήψη από την ανατολική όχθη του Ποταμού Καίρατου. Οι νεόδμητες οικοδομές στο φρύδι του ασβεστολιθικού λόφου του Μέσα Κατσαμπά κρύβουν τον νεολιθικό συνοικισμό στα θεμέλια, τις πιλοτές ή τα υπόγειά τους.

φορτίου της χώρας και το διαρκές αίτημα ποικιλώνυμων συμφερόντων και απλών, πολλές φορές καλοπροαίρετων, πολιτών για ανάπτυξη-ανάπτυξη-ανάπτυξη χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Ο νεολιθικός Κατσαμπάς, λοιπόν, «εχθρός της οικιστικής ανάπτυξης» και οι αρχαιολόγοι «εχθροί του λαού» σε «αναπτυξιακά σχέδια» του Ηρακλείου με επίλογο βέβαια την απόλυτη περιβαλλοντική κατάρρευση σε μια περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ανεκτίμητου μνημειακού «φορτίου» (Εικ. 4 και 10). Κι όμως ο Κατσαμπάς είναι ένα από τα λιγοστά ανασκαμμένα σύνολα της Νεολιθικής Εποχής στην Κρήτη, το πρώτο που δεν καλύπτεται από παχιές επιχώσεις της Μινωικής Εποχής. Μόνο λίγα εκατοστά χώματος να έσκαβες και η νεολιθική γειτονιά με το νεκροταφείο της ήταν κάποτε ορατή στην επιφάνεια. Κι εδώ υπάρχει μια άλλη ουσιαστική διαφορά, τηρουμένων των αναλογιών και της κλίμακας, από τη γειτονική και ομόλογη σε πολλά θέση της Κνωσού. Και οι δύο είναι προϊστορικά παλίμψηστα της Νεολιθικής και της

Εποχής του Χαλκού. Το παλίμψηστο ανατολικά της σημερινής πόλης του Ηρακλείου, στις γειτονιές του Πόρου και του Κατσαμπά, αναπτύσσεται οριζόντια στον γεωχώρο, ενώ αυτό της Κνωσού κάθετα, σε μια σχετικά περιορισμένη έκταση. Το πρώτο παλίμψηστο απλώνεται από τον Καίρατο προς τα δυτικά και δεν φοβάται ν’ αντικρίσει τη θάλασσα, ενώ το δεύτερο παλίμψηστο συνωστίζεται στον περιορισμένο χώρο του ποτάμιου πλατώματος κοντά στον Βλυχιά, καλά κρυμμένο από τη βόρεια ακτή. Πέραν των νεολιθικών ευρημάτων, ο Κατσαμπάς έχει αποδώσει πλήθος θέσεων και ευρημάτων της Εποχής του Χαλκού: ταφικά λείψανα, εργαστηριακούς χώρους, ακόμα και τον δεύτερο λίθινο μινωικό θρόνο μετά τον γνώριμο σε όλους θρόνο της Κνωσού (Αλεξίου 1967, Dimopoulou 1997, Dimopoulou-Rethemiotaki 2004, Πλάτων 1951, 1953, 1954), μερικά από τα οποία ανασκάφηκαν σχετικά πρόσφατα, σε οικόπεδα που απαλλοτριώθηκαν ή δεσμεύθηκαν και παραμένουν ορατά και επισκέψιμα. Ο


48

Κατσαμπάς αποτελεί ίσως ακόμα την τελευταία ευκαιρία της πόλης του Ηρακλείου να αποκτήσει ένα αρχαιολογικό πάρκο (Εικ. 3). Έναν χώρο δίπλα στον χείμαρρο που φέρνει νερό από τον Γιούχτα αρκετούς μήνες τον χρόνο, που περνάει στο πλάι του παρόχθιου πλατώματος με τα νεολιθικά κτίσματα και το ΥΜ νεκροταφείο, για να εξαφανιστεί λίγο παραπέρα προς τις εκβολές του κάτω από τη λεωφόρο Καζαντζίδη, μέσα στη λογική τού «ανάπτυξη σημαίνει μπετόν, άσφαλτος ή τσιμεντόπλακες», που ακμάζει στη μεγαλούπολη του νότου. Καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές του κειμένου αυτού, έχει μπει ο Δεκέμβρης του πιο θερμού και ξηρού χειμώνα του τελευταίου αιώνα και τα σημάδια της ξηρασίας και της απερήμωσης είναι ολοένα και πιο ορατά στο κρητικό τοπίο. Η φύση διψάει και μαζί της και οι κάτοικοι του νησιού και της πόλης που χτίστηκε ανάμεσα σε δύο ποτάμια, τον Καίρατο και τον Γιόφυρο. Αναρωτιέμαι βασανιστικά πόσο θα δρόσιζε ο Καίρατος το Ηράκλειο και τις ψυχές των κατοίκων του συνάμα, αν η κοίτη του ανοιγόταν ξανά και αποτελούσε, μαζί με τα λιγοστά αρχαία που απόμειναν αδόμητα στο βόρειο τμήμα της λεκάνης του, τη ραχοκοκαλιά μιας αρχαιολογικής περιπατητικής ίσως και ποδηλατικής διαδρομής από το αστικό Ηράκλειο προς την αγροτική ενδοχώρα των Αρχανών. Ξεκίνημα της διαδρομής αυτής η ενετική πύλη Σαμπιονάρα στα ανατολικά των τειχών, πέρασμα από Πόρο και Κατσαμπά, έπειτα από Κνωσό και Αρχάνες, με προορισμό –ακόμα πιο ψηλά– το μινωικό ιερό κορυφής του Γιούχτα. Τα αρχαιολογικά ευρήματα θα μπορούσαν κι εδώ να αποδειχτούν η ασπίδα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και της ιστορικής μνήμης, μιας μνήμης που δεν θα περνά από πληκτικά σχολικά βιβλία ιστορίας και υποχρεωτικά διαγωνίσματα σε σχολικές αίθουσες, αλλά από απλά καθημερινά βιώματα του αρχαιολογικού παρελθόντος που υφαίνεται στην καθημερινότητα του αστικού τοπίου. Πόλεις σαν το Ηράκλειο ζουν με αυτή την ευλογία και

ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ κατάρα των αρχαίων μέσα τους. Τα οικονομικά συμφέροντα είναι μεγάλα, μαζί και ο εγωισμός του παρόντος που ισοπεδώνει οτιδήποτε δεν εγγράφεται στον αξιακό του κώδικα. Η αρχαιολογική κοινότητα μπορεί όμως να αντισταθεί και να επιβάλει εναλλακτικούς τρόπους ανάπτυξης —αρκεί να μην περιχαρακωθεί— να σπάσει τον απομονωτισμό της, να αποβάλει τα φοβικά σύνδρομα, να οραματισθεί και να απλωθεί στο κοινό. Εκεί υπάρχει ένα μεγάλο κοίτασμα αξιών και ονείρων που είναι έτοιμο να συναντηθεί και να παλέψει μαζί της σ’ έναν αγώνα τόσο οραματικό, τόσο καθημερινό, τόσο αυτονόητο. Η προστασία των μνημείων πρέπει να γίνει υπόθεση και των πολιτών, ιδιαίτερα τώρα που όλοι πασχίζουν σε συνθήκες κρίσης, προεχόντως αξιακής, να πάρουν ανάσα και να βγάλουν μπροστά τη φωτεινή τους πλευρά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Kατά τη διάρκεια της έρευνάς μας, μέσα από ένα μαγικό ερευνητικό ταξίδι, πραγματοποιήσαμε τη δική μας νοητή ανασκαφή στην αρχαιολογία του πεδίου της δεκαετίας του 1950. Κάθε βήμα μας στην κατανόηση του υλικού ήταν για την ομάδα εργασίας κι ένα μάθημα του πρωτοποριακού χαρακτήρα της έρευνας του ανασκαφέα. Ο Στυλιανός Αλεξίου, εμπνευσμένος πρωτεργάτης της Μινωικής Αρχαιολογίας, όχι μόνο ανέσκαψε υποδειγματικά τον νεολιθικό Κατσαμπά, μάζεψε ευλαβικά όλα τα οργανικά κατάλοιπα και ερμήνευσε, όσο κι αν αυτό ακουστεί παράδοξο, με απόλυτη ακρίβεια το υλικό του· μισό αιώνα πριν, είχε συστήσει τη δική του διεπιστημονική ομάδα για τη μελέτη των θέσεων και των ευρημάτων, αποτελούμενη από το σπηλαιολόγο Ελευθέριο Πλατάκη, την αρχιτέκτονα Enrica Fiandra και την αρχαιοζωολόγο Ginetta Chapello Cordero. ΄Έτσι εισήγαγε στην αρχαιολογική μέθοδο, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, καινοτομίες που μερικές δεκαετίες αργότερα θα αποτελούσαν την


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ

49

αρχαιολογική πρακτική (Galanidou υ.δ. 6). Το όνομα του Στυλιανού Αλεξίου είναι συνδεδεμένο με τη Μινωική Αρχαιολογία και τη Νεοελληνική Φιλολογία. Οι ανασκαφές στον νεολιθικό Κατσαμπά και η προσέγγιση των αρχαιολογικών τεκμηρίων από τον ανασκαφέα τους, αλλά και η επιμονή και υπομονή του να πάρει ο νεολιθικός Κατσαμπάς τον δρόμο της τελικής δημοσίευσης, αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο ότι ο Στυλιανός Αλεξίου πρέπει να προστεθεί στην ομάδα των πρωτοπόρων της κρητικής νεολιθικής έρευνας δίπλα στον Arthur Evans, τον Duncan Mackenzie, τον John Evans και τον Doro Levi. Η συμβολή του στη Νεολιθική Αρχαιολογία είναι μία από τις πολλαπλές πτυχές αυτού του ιδιαίτερου επιστήμονα

σπάνιου είδους με βαθύτατα ουμανιστικά χαρακτηριστικά. Αυτός ο ουμανισμός του τον οδηγεί με όραμα και αξιοσύνη να προσεγγίζει την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού ως ένα ενιαίο αντικείμενο μέσα από τις επιμέρους έρευνές του στην αρχαιολογία και τη φιλολογία. Η αποκάλυψη και μελέτη των υλικών καταλοίπων στον ταπεινό νεολιθικό συνοικισμό του Κατσαμπά, η σύνθεση της μινωικής θρησκευτικής έκφρασης και η λογοτεχνική παραγωγή της μεσαιωνικής ή νεότερης Ελλάδας αποτελούν τεκμήρια του εύρους και της ποικιλομορφίας των επιστημονικών ενδιαφερόντων του που εγγράφονται στη σφαίρα των ανθρωπιστικών σπουδών.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Η έρευνα που είχε ως στόχο την τελική δημοσίευση του νεολιθικού Κατσαμπά πραγματοποιήθηκε χάρη στην αμέριστη συμπαράσταση και βοήθεια του ανασκαφέα, Στυλιανού Αλεξίου. Ο κ. Αλεξίου μού εμπιστεύθηκε το υλικό και παρακολούθησε υπομονετικά και συνέδραμε τη μελέτη σε όλα τα στάδιά της. Η έφορος κ. Εύα Γραμματικάκη και η διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου κ. Νότα Δημοπούλου φρόντισαν, όταν εντοπίσθηκε το υλικό, να μεταφερθεί στο σύνολό του αμέσως στο στρωματογραφικό μουσείο της Κνωσού. Επίσης, χάρη στη θερμή φιλοξενία του Don Evely και της Βρετανικής Αρχαιολογικής Σχολής, η μελέτη ολοκληρώθηκε απρόσκοπτα. Θερμές ευχαριστίες οφείλω επίσης στις εφόρους Αλεξάνδρα Καρέτσου και Μαρία Μπρεδάκη, που βοήθησαν, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, στην πραγματοποίηση της μελέτης.


ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

50

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αλεξίου, Σ. 1956 Ανασκαφαί εν Κατσαμπά. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1953: 299-308. 1957 Ανασκαφαί εν Κατσαμπά. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1954: 369-74. 1967 Υστερομινωικοί Τάφοι Λιμένος Κνωσού (Κατσαμπά). Αθήνα: Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 56. Chapman, J. C. 2000 Fragmentation in Αrchaeology: People, Places and Broken Objects in the Prehistory of South Eastern Europe. London: Routledge. Dawkins, R. M. 1905 Excavations at Palaikastro IV.2: Neolithic settlement at Magasa. Annual of the British School at Athens 11: 260-8. de Beaune, S. A. 2000 Pour une archéologie du geste – Broyer, moudre, piler. Des premiers chasseurs aux premiers agriculteurs. Paris: CNRS Éditions. Dimopoulou, N. 1997 Workshops and craftsmen in the harbour-town of Knossos at Poros-Katsambas. In ΤΕΧΝΗ: Craftsmen, Craftswomen and Craftsmanship in the Aegean Bronze Age (éd. R. Laffineur & P. P. Betancourt): 433-8. Liège & Austin: Université de Liège [Aegaeum 16]. Dimopoulou-Rethemiotaki, N. 2004 Το επίνειο της Κνωσού στον Πόρο-Κατσαμπά. In Knossos: Palace, City, State (ed. G. Cadogan, E. Hatzaki & A. Vasilakis): 363-80. London: British School at Athens [BSA Studies, 12]. Efstratiou N., A. Karetsou, E. Banou & D. Margomenou 2004 The Neolithic settlement of Knossos: New light on an old picture. In Knossos: Palace, City, State (ed. G. Cadogan, E. Hatzaki & A. Vasilakis): 39-49. London: British School at Athens [BSA Studies, 12]. Galanidou, N. υ.δ. 1 The chronology of the Neolithic settlement by Kairatos. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. υ.δ. 2 Τhe Rock Shelter: Excavation history and stratigraphy. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. υ.δ. 3 Buildings II, III and IV: Excavation history, stratigraphy and architecture. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. υ.δ. 4 The ground stone industry from Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. υ.δ. 5 The chipped stone industry from Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. υ.δ. 6 The Neolithic settlement by the River Kairatos: A synthesis. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Galanidou, N., N. Chaniotakis, V. Vamvakaki & P. Tomkins υ.δ. Chemical analysis of ceramic taphonomy. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Galanidou, N. & K. Manteli 2008 Neolithic Katsambas revisited: The evidence from the House. In Escaping the Labyrinth:


Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΜΙΑΣ ΑΝΑΣΚΑΦΗΣ

51

The Cretan Neolithic in Context (ed. V. Isaakidou & P. Tomkins): 165-76. Sheffield: Sheffield Academic Press [Sheffield Studies in Aegean Archaeology]. Iliopoulos, G., N. Galanidou, S. A. Pergantis, V. Vamvakaki & N. Chaniotakis 2009 Identifying the geochemical taphonomy of the osteological material from Katsambas rockshelter. Journal of Archaeological Science 37(1): 116-23. Iωαννίδου-Καρέτσου, A. 2006 Από την Κνωσό μέχρι τη Ζάκρο: Η περιπέτεια της προστασίας των ιστορικών αρχαιολογικών χώρων στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. In Conservation and Preservation of the Cultural and Natural Heritage of the Large Islands of the Mediterranean (ed. V. Karageorghis & A. Giannikouri): 61-76. Athens: Ministry of Culture/A. G. Leventis Foundation. Isaakidou, V. 2008 The fauna and economy of Neolithic Knossos’ revisited. In Escaping the Labyrinth: The Cretan Neolithic in Context (ed. V. Isaakidou & P. Tomkins): 90-114. Sheffield: Sheffield Academic Press [Sheffield Studies in Aegean Archaeology]. Manteli, K. 1992 The Neolithic well at Kastelli Phournis in Eastern Crete. Annual of the British School at Athens 87: 103-20. υ.δ. The Neolithic pottery from Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Μουδατσάκης, Δ. Ν. 2010 Κατσαμπάς - Νέα Βρύουλα: Ο Τόπος και οι Άνθρωποι. Ηράκλειο: Δήμος Ηρακλείου. Nafplioti, A. υ.δ. The human bones from Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Παντελίδου-Γκόφα, M. 2005 Νεκροταφείο Τσέπι Μαραθώνος. Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 2002: 1-4. Phoca-Cosmetatou, N. υ.δ. The animal bones from Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Πλάτων, N. 1951 Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1951. Κρητικά Χρονικά 5: 438-49. 1953 Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1953. Κρητικά Χρονικά 7: 479-92. 1954 Η αρχαιολογική κίνησις εν Κρήτη κατά το έτος 1954. Κρητικά Χρονικά 8: 506-17. Tomkins, P. 2008 Time, space and the reinvention of the Cretan Neolithic. In Escaping the Labyrinth: The Cretan Neolithic in Context (ed. V. Isaakidou & P. Tomkins): 21-48. Sheffield: Sheffield Academic Press [Sheffield Studies in Aegean Archaeology]. υ.δ. Ceramic perspectives on stratigraphy, taphonomy, deposition and consumption at Neolithic Katsambas. In The Neolithic Settlement by the River Kairatos: The Alexiou Excavations at Katsambas (ed. N. Galanidou). Pennsylvania: INSTAP Academic Press. Triantaphyllou, S. 2008 Living with the dead: A re-consideration of mortuary practices in the Greek Neolithic. In Escaping the Labyrinth: The Cretan Neolithic in Context (ed. V. Isaakidou & P. Tomkins): 13654. Sheffield: Sheffield Academic Press [Sheffield Studies in Aegean Archaeology]. Vagnetti, L. & P. Belli 1978 Characters and problems of the Final Neolithic in Crete. Studi Micenei ed Egeo-Anatolici 19: 125-63.


ΝΕΝΑ ΓΑΛΑΝΙΔΟΥ

52

Summary The excavation of an excavation: Neolithic Katsambas half a century since its discovery Nena Galanidou This paper addresses the potential contribution of archaeological sites and finds from old excavations to the modern archaeological discourse and to improving modern urban life. The discussion is centred around Neolithic Katsambas, a Neolithic hamlet and its adjacent burial rockshelter, excavated by Stylianos Alexiou in the first half of the 1950’s. The site is situated on the banks of the River Kairatos, 4km north of Knossos and within the same river valley. Unlike Knossos, however, Katsambas does not lie within an archaeological zone, but in a heavily and rapidly urbanized one. In

recent years, an interdisciplinary research team has studied the archaeological material along with the palaeogeography of the site catchment area in order to prepare its final publication. Beyond presenting the main results of this work, the paper initiates a discussion of the potential role archaeological sites and monuments scattered within Cretan cities can play in order to give open spaces back to their citizens and mediate between prehistory and the public. Last but not least, it underlines the pioneering research of S. Alexiou.


νικοσ ευστρατιου* & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ**

ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Στον Γ. Χ. Χουρμουζιάδη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αναζήτηση των πολλών χαμένων ή αδιόρατων –δυστυχώς ή ευτυχώς– κρίκων της ιστορικής εξέλιξης των πρώτων οργανωμένων κοινωνιών που εμφανίστηκαν στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου τα τελευταία 20.000 τουλάχιστον χρόνια παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον (Σχ. 1) (Kozlowski & Kaczanowska 2004: 5; Bar-Yosef 2001: 129; Guilaine 2005). Πρόκειται για μια ιστορική-προϊστορική εξέλιξη που κινείται σε πολλά επίπεδα συμπεριφοράς, οργάνωσης, επιλογών και εκδηλώσεων (στο κοινωνικό, οικονομικό, τεχνολογικό, ιδεολογικό ή και ‘πολιτικό’ επίπεδο) αλλά και σε κλίμακες αναζήτησης διαφορετικών μεγεθών, προσωπικών, συλλογικών, φυλετικών, κοινοτικών κλπ. (Horden & Purcell 2000). Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι την αινιγματική αυτή ιστορική εξέλιξη της πρώιμης προϊστορίας της περιοχής δεν μπορεί παρά

να την προσεγγίσει κανείς σχεδόν αποκλειστικά μέσα από την ‘αρχαιολογία’ της, μέσα από τα υλικά κατάλοιπα –την υλική μαρτυρία κάθε είδους– και την ερμηνεία τους, των φορέων της, των διακριτικών αλλά και των εμφανών πρωταγωνιστών της (Efstratiou 2007: 123). Η αδυναμία τελικά συγγενών ανθρωπιστικών επιστημών, όπως η κοινωνική ανθρωπολογία, η ιστορία, η φιλοσοφία κλπ, να υπερβούν τα όρια του παρελθόντος χρόνου –τελικά απλά συνεισφέροντας (χωρίς καμία αμφιβολία ουσιαστικά) σε μια ‘α-χρονική’ κατανόηση και ερμηνευτική των δομών, των κοινωνικών φαινομένων, των συμπεριφορών και των επιλογών των προϊστορικών ομάδων– αφήνουν την αρχαιολογική έρευνα απελπιστικά μόνη να ‘ψηλαφίσει’ την ιστορική εξέλιξη (Bailey 2007: 198). Μόνη, σε μια αναζήτηση που τη χαρακτηρίζει από τη μια μεριά η σχεδόν η εξιδανίκευση –αναγκαστική χωρίς αμφιβολία και συχνά καταναγκαστική– και μυθοποίηση των ιδιοτήτων του υλικού και από

Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, e-mail: efstrati@hist.auth.gr Αρχαιολόγος, Καθηγητής Μέσης Εκπαίδευσης Κύπρου, e-mail: kyriakoud@cytanet.com.cy

∗∗


54

την άλλη η ανθρώπινη πράξη σε ό,τι αυτή παραπέμπει, σημειολογικά ή πραγματικά. Συνδετικός κρίκος και των δυο εξακολουθεί να παραμένει η επιλογή, η διαδικασία αλλά και το περιεχόμενο της επιτόπιας αρχαιολογικής έρευνας και της κάθε ‘περίπτωσης έρευνας’ (case study).

Οι τελευταίοι κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες στον ελλαδικό χώρο

H επιλογή του χώρου της έρευνας του νησιωτικού Αιγαίου και της Κύπρου αλλά και του αρχαιολογικού ενδιαφέροντος που έχουν να καταθέσουν αυτές οι περιοχές για τις πρώιμες κοινωνίες της ανατολικής Μεσογείου, έρχεται να καλύψει ένα ιδιαίτερα σημαντικό κενό της αρχαιολογικής προϊστορικής γνώσης των πολιτισμικών ανακατατάξεων που συνέβησαν τα τελευταία 20.000 χρόνια σ’ ένα ευρύ γεωγραφικό χώρο ο οποίος ξεκινά από το Αιγαίο, περνάει στην Ανατολία και φτάνει στην Κύπρο (Σχ. 1) (Guilaine 2003; Mithen 2003). Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι η έμμεση και αδιόρατη –σ’ αυτή τη φάση της έρευνας τουλάχιστον– σχέση της αρχαιολογίας των περιοχών αυτών μεταξύ τους αλλά και με το διευρυμένο πια σήμερα χώρο της Μέσης Ανατολής και τον πλούσιο αρχαιολογικό προβληματισμό που κυριαρχεί στις τελευταίες έρευνες πεδίου εκεί. Η ερευνητική επιλογή για τις περιοχές της Λήμνου και της Κύπρου που ίσως φαντάζει λίγο ανορθόδοξη έχει τα χαρακτηριστικά της αντίφασης που συνήθως καταλήγει να χαρακτηρίζει κάθε προσωπική ερευνητική δέσμευση και αρχαιολογική αφήγηση: το τυχαίο μαζί με το προσχεδιασμένο. Αυτή τελικά καταλήγει να αποτελεί και την ελκυστικότητα της αρχαιολογικής έρευνας. Η φυσική παρουσία και οι κάθε είδους επιλογές των τελευταίων ομάδων κυνηγών τροφοσυλλεκτών της Παλαιολιθικής του ελλαδικού χώρου –που χρονολογικά τοποθετείται κάπου ανάμεσα στο 15.000 και 10.000 χρόνια πριν από σήμερα– αλλά και

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ των μεσολιθικών που αμέσως ακολουθούν για τα επόμενα 2.000 χρόνια και μέχρι το τέλος της 8ης χιλ. π.Χ. είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ‘προ’-ιστορικό ζήτημα για το οποίο δυστυχώς ελάχιστες είναι οι διαθέσιμες αρχαιολογικές πληροφορίες μέχρι σήμερα (Galanidou & Perlès 2003; Σάμψων 2006). Εξαιρούνται ίσως τα αρχαιολογικά στοιχεία της Μεσολιθικής Περιόδου που θα τη χρονολογούσε κανείς αμέσως μετά την 9η χιλ. π.Χ. (Perlès 2001). Στοιχεία σημαντικά που παραμένουν ωστόσο μόνο ενδεικτικά του εύρους των πληροφοριών που αναζητούνται. Οι έρευνες του Α. Σάμψων στα νησιά Γιούρα, Κύθνο και τελευταία στην Ικαρία που φαίνεται να σπρώχνουν τις αρχαιολογικές πληροφορίες που υπάρχουν μέχρι τις αρχές της 9ης χιλιετίας αναφέρονται σε ζητήματα τεχνολογίας και οικονομίας μιας μεσολιθικής παράδοσης και ενός τροφοσυλλεκτικού και κυνηγετικού τρόπου ζωής που βλέπει πίσω στα τελευταία χρόνια της Παλαιολιθικής Περιόδου και κυρίως στις αρχές του Ολόκαινου (Sampson 2008a, 2008b: 13; Sampson et al. 2009: 321). Τι προηγείται, ωστόσο, αυτής της περιόδου ήταν μέχρι σήμερα εντελώς άγνωστο για την περιοχή του νησιωτικού Αιγαίου και αποσπασματικά γνωστό για τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Γιατί, αν εξαιρέσει κανείς την αδημοσίευτη αλλά πολύ σημαντική βραχοσκεπή της Μπόιλα στην Ήπειρο με τη στρωματογραφία της να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις τελευταίες χιλιετίες της Παλαιολιθικής και τις πρώτες του Ολόκαινου, δεν έχουμε τίποτα άλλο στη διάθεσή μας εκτός από τις στρωματογραφίες της βραχοσκεπής του Κλειδιού, της σπηλιάς της Θεόπετρας και βέβαια του Φράνχγθι με όσα εγγενή προβλήματα αυτές οι ανασκαφικές ακολουθίες παρουσιάζουν εξαιτίας γεωμορφολογικών και ταφονομικών παραγόντων (Kotjabopoulou & Adam 2004: 37). Στην τελευταία ανασκαφή στη σπηλιά Σαρακηνός της Βοιωτίας ο Α. Σάμψων φαίνεται να τεκμηριώνει τουλάχιστον ενδεικτικά την παρουσία στρωμάτων που χρονολογούνται στα όρια μετάβασης στο Ολόκαινο γύρω στο


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ 10.000 π.Χ., με τη διαθέσιμη αρχαιολογική εικόνα να παραμένει δυστυχώς αποσπασματική και περιορισμένη σε εργαλειοτεχνικούς τύπους (Sampson et al. 2008: 199). Το ίδιο συμβαίνει και με τις σπηλιές της Κλεισούρας που προσφέρουν μια αντίστοιχα ενδεικτική εικόνα για την περιοχή της Πελοποννήσου (Koumouzelis et al. 2005: 33). Συνοπτικά θα έλεγε κανείς ότι η αρχαιολογική εικόνα της περιόδου αυτής του ελλαδικού χώρου παραμένει σε πολλά της σημεία προβληματική αλλά και αισιόδοξη ταυτόχρονα για το τι θα μπορούσε να επιφυλάσσει μια συστηματική έρευνα πεδίου στο άμεσο μέλλον με διευρυμένους αρχαιολογικούς στόχους. Χωρίς ο χώρος εδώ να προσφέρεται για μια σε βάθος αναζήτηση των αιτίων για τη φτωχή αυτή ερευνητική εικόνα του τέλους της Παλαιολιθικής και των αρχών του Ολόκαινου στον ελλαδικό χώρο, θα μπορούσε κανείς να επισημάνει την έλλειψη επικεντρωμένων στην περίοδο αυτή επιτόπιων συστηματικών αναζητήσεων με αποτέλεσμα οι διαθέσιμες αρχαιολογικές πληροφορίες να παραμένουν ουσιαστικά στα όσα ήταν ήδη γνωστά εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες. ΄Έτσι, η περίοδος της Ανώτερης Παλαιολιθικής – Επιγραβέττιας ή Επιπαλαιολιθικής, με όρους νοτιοευρωπαϊκούς ή μεσανατολίτικους αντίστοιχα, σηματοδοτεί σταδιακά και όσο πλησιάζουν οι αρχές του Ολόκαινου, δηλαδή το 10.000 π.Χ., το τέλος μιας μακράς τροφοσυλλεκτικής και κυνηγετικής παράδοσης στην ελληνική χερσόνησο και το Αιγαίο (Kaczanowska & Kozlowski 2006: 67). Μικρές αριθμητικά κοινωνίες που είναι γνωστές αρχαιολογικά μέσα από γενικούς και σε μεγάλο βαθμό άγνωστους όρους μετακίνησης και εγκατάστασης, καθημερινών παραγωγικών επιλογών, τεχνολογίας και τυπολογίας λιθοτεχνιών ή της αναζήτησης και ανταλλαγών πρώτων υλών και ιδεολογικών πρακτικών. Η ελλιπής αυτή αρχαιολογική εικόνα αφορά και τμήματα του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου –κυρίως της Ανατολίας– όπου και εκεί τα δεδομένα παραμένουν αποσπασματικά προερχό-

55

μενα από επιφανειακές έρευνες με έμφαση κυρίως στην αποκατάσταση σχετικών χρονολογικών πινάκων με βάση λιθοτεχνικά χαρακτηριστικά (Yalcinkaya et al. 2002). ΄Έτσι, συστηματικές ανασκαφικές έρευνες δυστυχώς απουσιάζουν και από την Ανατολία εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, όπως οι γειτονικές σπηλιές Kara’in και Öküzini που αποκτούν αναπόφευκτα εμβληματικό χαρακτήρα (Kartal 2002: 235). Αυτό σημαίνει ότι οι δυναμικές και πλούσιες χωρίς αμφιβολία πολιτισμικές ‘εκδοχές’ και ‘τοπικές ιστορίες’ των κοινωνιών που έζησαν στις εκτεταμένες χρονικά αυτές ‘προ’-ιστορικές περιόδους εγκλωβίζονται στην επιφανειακή στατικότητα (επανάληψη, συντηρητικότητα) αρχαιολογικών τεχνολογιών και τύπων που δείχνουν να παραμένουν χωρίς σημαντική διαφοροποίηση για ολόκληρες χιλιετίες, χωρίς ταυτόχρονα καμία άλλη κατηγορία υλικού να μπορεί να συνεισφέρει στην εξειδίκευση της πραγματικής ζωής των ομάδων αυτών. Το ίδιο ενδεικτική παραμένει επίσης και η απουσία μιας πλούσιας σειράς ραδιοχρονολογήσεων που θα μπορούσε να ελέγχει τουλάχιστον χρονικά την αχανή περίοδο των τελευταίων χιλιετιών της Παλαιολιθικής και των πρώτων χρόνων του Ολόκαινου στον χώρο του Αιγαίου.

Η έρευνα στη Λήμνο

Με δεδομένα όλα αυτά ήταν μεγάλη η έκπληξή μας όταν ψάχνοντας κάποιο σημείο για μπάνιο στην εκτεταμένη παραλία Λουρί της Φυσίνης στη νοτιοανατολική πλευρά της Λήμνου το καλοκαίρι του 2007 αντικρίσαμε τα επιφανειακά λείψανα μιας εντυπωσιακής σε ποσότητα ευρημάτων και ποιότητα λίθινου υλικού προϊστορικής εγκατάστασης (Σχ. 2). Επρόκειτο για ένα υποτυπωδώς κατασκευασμένο πάρκινγκ αυτοκινήτων, 15 μέτρα από τη θάλασσα, όπου η μπουλντόζα είχε απλά ξύσει ένα σημείο της παραλίας αφαιρώντας ένα στρώμα άμμου πάχους 3050 εκ. και αποκαλύπτοντας σε πολλά σημεία την επιφάνεια απολιθωμένου αιολίτη που


56

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εικ. 1. Μια άποψη της θέσης του Ούριακου στην παραλία Λουρί της Φυσίνης στη Λήμνο.

Σχ. 2: Το νησιωτικό Αιγαίο και η θέση Ούριακος στη Λήμνο.

αποτελούσε, όπως αποδείχτηκε, την παλαιότερη επιφάνεια χρήσης μιας ανθρώπινης κατασκήνωσης με εκατοντάδες εργαλεία και απολεπίσματα διασκορπισμένα σε έκταση

τουλάχιστον 1.500 τ.μ. (Εικ. 1). Περπατώντας στον γύρω χώρο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αρχαιολογικής θέσης άρχισαν σιγά σιγά να αποκαλύπτονται. Επρόκειτο για μια θίνα, έναν αμμόλοφο ο οποίος είχε αρχίσει να απολιθώνεται μετατρεπόμενος σε αιολίτη. Τα δυο ρυάκια δεξιά και αριστερά της θέσης, από όπου και πήρε το όνομα «Ούριακος» η θέση, συνιστούσαν εμφανέστατα ένα ελκυστικό χώρο μιας πολύ παλιάς ανθρώπινης εγκατάστασης. ΄Όπως βέβαια και η εκτεταμένη πεδινή ενδοχώρα που εκτεινόταν αμέσως πίσω της. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου σημείου της παραλίας όπως θα γίνει εμφανές αμέσως πιο κάτω. Η πρώτη επαφή με τον χώρο το 2007 ανέδειξε πολύ γρήγορα και τη μοναδικότητά του με δυο κυρίαρχα στοιχεία: τη μεγάλη ποσότητα των ευρημάτων, την εντυπωσιακή πυκνότητά τους και την τυπολογία των εργαλείων, η οποία εμφανέστατα και από την πρώτη στιγμή παρέπεμπε σε άγνωστες μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα πρώιμες για το Αιγαίο περιόδους. Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι,


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ ενώ η ποσότητα έγινε αμέσως φανερή αφού επρόκειτο για εκατοντάδες εργαλεία, δεν συνέβη το ίδιο και με την πυκνότητα του επιφανειακού υλικού. Αυτό το συνειδητοποιήσαμε όταν την επόμενη χρονιά1 (2008) και μετά την ενημέρωση της Όλγας Φιλανιώτου, Προϊσταμένης της Εφορείας της Λέσβου όπου ανήκει αρχαιολογικά η Λήμνος, αποφασίστηκε μια πρώτη διερευνητική και παράλληλα σωστική παρέμβαση στον χώρο, τα αποτελέσματα της οποίας ανέδειξαν τον πλούτο και τη μοναδικότητά της (Εικ. 2). Η πρώτη συστηματική –με χρήση καννάβου– επιφανειακή συλλογή στον Ούριακο το 2008 και σε μια έκταση λίγων δεκάδων τ.μ. οδήγησε στη συλλογή και καταγραφή ενός εντυπωσιακού αριθμού δύο χιλιάδων λίθινων ευρημάτων, εργαλείων και απολεπισμάτων. Παράλληλα έγινε προσπάθεια με μια πρόχειρη τομή να ελεγχθεί το βάθος της αρχαιολογικής επίχωσης, η οποία και αποδείχθηκε σημαντική, κάτι που στη συνέχεια θα οδηγούσε και στην ανασκαφική διερεύνηση του χώρου με προϋποθέσεις επιτυχίας. Το πρώτο χαρακτηριστικό της θέσης το οποίο επισημάνθηκε πολύ γρήγορα ήταν οι πρωτόγνωροι όχι μόνο για το Αιγαίο αλλά και για τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο (Βαλκανική) μικρολιθικοί εργαλειακοί τύποι και συγκεκριμένα τα λεγόμενα lunates (μισοφέγγαρα, ημισέλινα) (Εικ. 3). ΄Άλλοι πάλι τύποι όπως ξέστρα, μικρο-λεπίδες, γλυφίδες και βέβαια πυρήνες, αν και πιο διαδεδομένοι, εντυπωσιάζουν με την ποιότητα του πυριτολιθικού υλικού που χρησιμοποιήθηκε (Εικ. 4). ΄Έτσι προέκυψε άμεση και επιτακτική η ανάγκη εντοπισμού των πηγών προμήθειας της πρώτης ύλης. Πού βρίσκονταν αυτές; Πόσο κοντά στη θέση; Υπήρχαν στο ίδιο το νησί ή σε άλλα κοντινά; Αν ναι, τότε Στη σύντομη έρευνα του 2008 πήρε μέρος ο P. Biagi του Πανεπιστημίου της Βενετίας. Οφείλουμε ιδιαίτερες ευχαριστίες στη συνάδελφο κυρία Ο. Φιλανιώτου για την αποδοχή της έρευνας και την κάθε είδους βοήθεια που μας παρείχε σ’ όλα τα στάδια της επιτόπιας έρευνας.

57

Εικ. 2: Η πρώτη επιφανειακή συλλογή λίθινου υλικού από τη θέση το 2008.

Εικ. 3: ‘Ένα τυπικό μικρολιθικό ‘μισοφέγγαρο’ (lunate) από τον Ούριακο.

1

Εικ. 4: Πυρήνες για την κατασκευή λίθινων εργαλείων στη θέση.


58

μήπως αυτός είναι και ο λόγος παρουσίας της πλούσιας και επίμονης χρονικά αυτής εγκατάστασης στη Λήμνο; Είναι άλλωστε γνωστό και επομένως αναμενόμενο ότι οι πρώιμες εγκαταστάσης βρίσκονται εκεί όπου υπάρχουν τουλάχιστον νερό και πρώτες ύλες κατασκευής εργαλείων για να ακολουθήσουν ως κριτήρια επιλογής χώροι κυνηγιού, προϋποθέσεις τροφοσυλλογής κλπ. ΄Έτσι, η μικρής διάρκειας έρευνα του 2008 συμπεριέλαβε και την αναζήτηση πηγών πυριτόλιθου στη γύρω περιοχή. Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά με τον εντοπισμό ενός μεγάλου εξάρματος πυριτιομένου ανδεσίτη –το ‘Ζαμπελάκι’, όπως

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ το λένε οι ντόπιοι– σε απόσταση 7 χλμ. ΒΔ του Ούριακου (Εικ. 5). Από το έξαρμα και το γύρω χώρο του αλλά και την παραλία όπου απολήγει η χαράδρα με την πηγή του πυριτόλιθου συνελέγησαν πολλά λίθινα εργαλεία διαφορετικών εποχών. Επίσης εντοπίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή και άλλα πολύ μικρότερα σε έκταση επιφανειακά σημεία με πυριτολιθική ύλη που εν δυνάμει θα μπορούσαν να αποτελούσαν και αυτά πηγές προμήθειας υλικού για την κατασκευή εργαλείων στα προϊστορικά χρόνια (Εικ. 6). Την επόμενη χρονιά, το 2009, η έρευνα2 υπήρξε περισσότερο συστηματική και περι-

Εικ. 5: Το εντυπωσιακό έξαρμα Ζαμπελάκι -πηγή προμήθειας πυριτόλιθου στη Λήμνο. 2

Η έρευνα του 2009 χρηματοδοτήθηκε από το INSTAP (Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας) και σ’ αυτή συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι καθηγητές P. Biagi του Πανεπιστημίου της Βενετίας και A. J. Ammerman του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο γεωλόγος Γ. Συρίδης, αναπληρωτής καθηγητής του ΑΠΘ, η ανθρακολόγος Μ. Ντίνου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, ο αρχαιολόγος Δ. Κυριάκου και οι πτυχιούχοι Π. Αντωνιάδου και Σ. Δελημήτρου του ΑΠΘ και οι Γ. Βοσκός, Δ. Κλουκίνας, Ε. Καλογιροπούλου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ιδιαίτερες ευχαριστίες ανήκουν στο Δήμαρχο Μούδρου για τη βοήθειά του.


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Εικ. 6: Διάσπαρτο πυριτολιθικό υλικό από διαφορετικά σημεία στην ευρύτερη περιοχή του Ούριακου.

Εικ. 7: ΄Άποψη του κάνναβου συλλογής επιφανειακού υλικού (2008, 2009) και των ανασκαφικών τομών (2009).

ελάμβανε την επέκταση του χώρου συστηματικής επιφανειακής περισυλλογής αλλά και το άνοιγμα συγκεκριμένων ανασκαφικών τομών (Εικ. 7). Τα αποτελέσματα ήταν εξαιρετικά αφού επιβεβαιώθηκε και ανασκαφικά η ήδη παρατηρημένη επιφανειακή

59

Εικ. 8: Μονάδα επιφανειακής συλλογής στον Ούριακο.

πυκνότητα του υλικού με ποσότητες που ανέρχονται από εκατοντάδες μέχρι και λίγες χιλιάδες λίθινα εργαλεία και απολεπίσματα (Εικ. 8). Η ανασκαφή είχε θέσει τους παρακάτω στόχους: 1) την επιβεβαίωση του πάχους της αρχαιολογικής επίχωσης, 2) την αναζήτηση απαντήσεων στο ερώτημα κατά πόσο το υλικό ήταν ‘στρωματογραφημένο’, 3) την απάντηση στο ερώτημα ποιά είναι η έκταση της εγκατάστασης δηλαδή η κατανομή των αρχαιολογικών επιχώσεων στο χώρο, 4) η αναζήτηση πιθανών σταθερών χαρακτηριστικών εγκατάστασης, εστιών ή άλλων αρχιτεκτονικών κλπ, 5) η συλλογή και μελέτη διατροφικών καταλοίπων (μαλακολογικού υλικού, ανθρακολογικού υλικού) και τέλος 6) η συλλογή οργανικού υλικού που θα προσφέρονταν για ραδιοχρονολογικές αναλύσεις (κάρβουνο) (Εικ. 9). Παράλληλα ξεκίνησε και η γεωλογική μελέτη της θέσης –ουσιαστικά της θίνας– ενώ προγραμματίστηκε για το άμεσο μέλλον η πολύ σημαντική για την κατανόηση της εξέλιξης της εγκατάστασης και της ακολουθίας των στρωμάτων της θέσης μελέτη της δυναμικής της κοντινής ακτογραμμής, αφού η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης τα τελευταία 20.000 χρόνια θα πρέπει να έχει μετακινήσει την ακτογραμμή εκείνης της εποχής τουλάχιστον 5 χλμ. μέσα στη θάλασσα. Αυτό σημαίνει ότι η εγκατάσταση τα χρόνια εκείνα δεν ήταν πάνω στην παραλία όπως είναι


60

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εικ. 9. ΄Άποψη ανασκαφικής τομής στον Ούριακο το 2009.

σήμερα, αλλά βαθύτερα στην ενδοχώρα. Μια πρώτη ανάλυση και συζήτηση των εργαλειακών τύπων του Ούριακου από τον P. Biagi, που τελικά οδήγησε και στη χρονολογική εκτίμηση της θέσης γύρω στα 14.000 χρόνια πριν από σήμερα (12.000 π.Χ.), περιγράφει μια λιθοτεχνία που βασιζόταν στη χρήση ντόπιου υλικού, κυρίως ίασπη αλλά και ανδεσίτη, με τη μορφή μικρών πυρήνων ή βοτσάλων, πιθανότατα από τη γνωστή πηγή του νησιού. Η πρώτη ύλη μεταφερόταν στη θέση όπου και γινόταν η επεξεργασία της, όπως φανερώνει η ύπαρξη μεγάλων ποσοτήτων πυρήνων, απολεπισμάτων και υπο-προϊόντων (φολίδες) διαφορετικών φάσεων κατασκευής. Τα πιο χαρακτηριστικά ωστόσο εργαλεία της θέσης είναι τα μικρολιθικά μισοφέγγαρα (lunates) φτιαγμένα ωστόσο χωρίς τη χρήση μικρογλυφικής τεχνικής όπως και τα κοντά ή μακριά τερματικά ξέστρα και μικρολεπίδες (Εικ. 10). Η εκτίμηση και άλλων ειδικών που είδαν το υλικό είναι ότι πρόκει-

Εικ. 10: Τυπικά μικρολιθικά εργαλεία (μισοφέγγαρα/lunates) της θέσης.

ται για μια μοναδικά πρώιμη για το Αιγαίο λιθοτεχνία –μια πιθανότατα προδρομική φάση του ‘μεσολιθικού’ Κεραμέ της Ικαρίας– που θα πρέπει να αποδοθεί στις τελευταίες χιλιετίες του Πλειστόκαινου. Τα μόνα γνωστά και δημοσιευμένα παράλληλα που υπάρχουν μέχρι σήμερα από τον ευρύτερο


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ γεωγραφικό χώρο είναι από τη σπηλιά του Öküzini της περιοχής της Αττάλειας στη νοτιοδυτική Ανατολία (στρώματα ΙΙΙ-VI), όπου μπορεί κανείς να συναντήσει παρόμοια σύνολα με τύπους ‘μισοφέγγαρα’ (lunates) και τα οποία (στρώματα) ραδιοχρονολογούνται ανάμεσα στο 14.000 και το 12.500 πριν από σήμερα, αγγίζοντας την περίοδο της λεγόμενης Νεότερης Δρυάδος (Younger Dryas), το σημαντικό αυτό κρύο επεισόδιο με τις φημολογούμενες επιπτώσεις του για την αρχή της γεωργίας στη Μ. Ανατολή (Kartal 2002: 238; Bar-Yosef & Belfer-Cohen 2002: 55). Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι τα ‘μισοφέγγαρα’ είναι γενικά σπάνια στο βαλκανικό και νοτιοευρωπαϊκό χώρο ενώ παραπέμπουν άμεσα στον αντίστοιχο μεσανατολικό χωρίς βέβαια να υπονοείται μια άμεση σχέση του Αιγαίου με τον τελευταίο, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση της έρευνας. Το άλλο πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που πρόκειται να διερευνηθεί άμεσα (ίχνη χρήσης) είναι ότι τα χαρακτηριστικά των εργαλειακών τύπων φαίνεται να υποκρύπτουν κυρίως κυνηγετικές δραστηριότητες για τους επίμονους ενοίκους της κατασκήνωσης, λ.χ. ξέστρα για το γδάρσιμο των ζώων, και το ενδεχόμενο η χρήση των μικρολιθικών ‘μισοφέγγαρων’ να αποτελούν και τμήματα καμακιών για ψάρεμα να βρίσκεται υπό διερεύνηση. Το τελευταίο αυτό έχει μια ιδιαίτερη δυναμική, αφού παραπέμπει στις τελευταίες προτάσεις για περιπλανώμενους ‘προ-Νεολιθικούς’ ναυτικούς στη ΝΑ Μεσόγειο, μια ενδιαφέρουσα υπόθεση εργασίας που θα πρέπει ωστόσο να τεκμηριωθεί (Ammerman 2010, 2011). Η έρευνα στον Ούριακο χωρίς αμφιβολία θίγει και άλλα γενικότερα και ενδιαφέροντα προϊστορικά ζήτημα, όπως αυτό της θαλάσσιας στάθμης της ανατολικήςβορειοανατολικής πλευράς της Λήμνου προς την Ανατολία -και ιδιαίτερα σε σχέση με το σημερινό νησί της ΄Ίμβρου-, κάτι που είναι καθοριστικό για την κατανόηση της καθημερινής ζωής στον Ούριακο 14.000 χρόνια πριν από σήμερα. Γιατί είναι δεδομένο ότι με τη θαλάσσια στάθμη τουλάχιστον 60 μ.

61

χαμηλότερη από τη σημερινή είναι πολύ πιθανό ότι η Λήμνος αποτελούσε ακόμα μέρος της χερσονήσου της Ανατολίας (Lambeck 1996: 588; Alpar 2001: 95). Η μελέτη της δυναμικής της ακτογραμμής αναμένεται στο άμεσο μέλλον να εξειδικεύσει πολλά από τα ζητήματα που είναι βέβαιο ότι καθόριζαν και τη συμπεριφορά αλλά και τις επιλογές των κυνηγετικών ομάδων του νησιού στο τέλος του Πλειστόκαινου. Τα ανασκαφικά ευρήματα του 2009, πρώτον, επιβεβαίωσαν ότι το αρχαιολογικό υλικό είναι σχεδόν στη θέση του, ίσως με μια ελάχιστη μετακίνηση από την αρχική του θέση απόθεσης· δεύτερον, περιλαμβάνουν καμένα διατροφικά κατάλοιπα όπως οστά ζώων, μικρά, σπασμένα και αδιάγνωστα δυστυχώς, όπως και στρείδια· τρίτον, έδειξαν ότι η έκταση της θέσης ξεπερνά τα 2.000 τ.μ. και πολύ πιθανό να είναι ακόμα μεγαλύτερη. Τέταρτο, αποκάλυψαν ότι η αρχαιολογική επίχωση της εγκατάστασης είναι ικανοποιητική ξεπερνώντας σε πολλά

Εικ. 11: Η επιφάνεια της θίνας (αιολίτης) και οι ανασκαφικές τομές του 2009.


62

σημεία τα 30 εκ. (Εικ. 11). Τέλος, η εξαιρετικά περιορισμένη ορατότητα επιφανειακού υλικού γύρω από τη θέση παραμένει δυστυχώς ένας αρνητικός παράγοντας. Αλλά τι ζητούσε μια τέτοια ομάδα επιπαλαιολιθικών κυνηγών καθισμένη σ’ ένα αμμόλοφο όχι πολύ μακριά από την ανατολική παραλία της Λήμνου 14.000 χρόνια πριν από σήμερα; Δεν ξέρω πόσο ελκυστική μπορεί να είναι μια τέτοια αφήγηση, αλλά θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για ολιγομελείς ομάδες που έρχονταν ξανά και ξανά και για πολλά χρόνια στο συγκεκριμένο σημείο όπου υπήρχε φρέσκο νερό για να μαγειρέψουν ότι κυνήγησαν στα δασωμένα υψώματα πίσω τους, για να καταναλώσουν τα ψάρια που έπιασαν ή τα οστρακοειδή, μάζεψαν από την εκτεταμένη ρηχή παραλία που εκτεινόταν μπροστά τους. Αλλά χωρίς αμφιβολία και για να προμηθευτούν την πρώτη ύλη από την πλούσια πηγή που βρισκόταν μόνο λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα και που ίσως ήταν η μοναδική σε μια μεγάλη περιοχή στο Β. Αιγαίου. Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο αινιγματική, αν αναρωτηθεί κανείς πως έφτασαν εκεί. Από τη θάλασσα ή ακολουθώντας τα ρηχά που διαγράφονται προς την πλευρά της πλευράς της ΄Ίμβρου (Alpar 2001: 95; Perlès 1979: 82). Στο άλλο ενδιαφέρον ερώτημα εάν ήταν μόνοι τους στην περιοχή μπορούμε ήδη

Εικ. 12: Σημεία με λίθινο υλικό στην παραλία Λουρί αλλά και στον ευρύτερο χώρο της.

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ να απαντήσουμε με βεβαιότητα αρνητικά. Πέρυσι εντοπίστηκε σε κοντινή απόσταση από τη θέση και κατά μήκος της εκτεταμένης παραλιακής ζώνης 60 σημεία με παρόμοιο λίθινο υλικό (μικροφολίδες) (Εικ. 12). Χωρίς να θυμίζουν σε πλούτο τον Ούριακο επιβεβαιώνουν χωρίς αμφιβολία ότι η θέση δεν ήταν η μοναδική στον χώρο. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ίσως το γεγονός ότι λίγο βορειότερα και σε μια άλλη παραλία της ανατολικής Λήμνου, εντοπίστηκε μια ακόμα ιδιαίτερα πλούσια θέση. Αξίζει να σημειωθεί ότι και σ’ αυτή την περίπτωση η θέση έγινε ‘ορατή’, γιατί κάποιος είχε ξύσει την επιφάνεια της παραλίας και ότι και αυτή η θέση βρίσκεται πάνω σε στρώματα απολιθωμένης θίνας (αιολίτη). Είναι προφανές ότι αυτή η εμπειρία πεδίου στη Λήμνο αναδεικνύει μια σειρά από ενδιαφέροντα ζητήματα αρχαιολογικής θεωρίας και πρακτικής (βλ. παρακάτω).

Η Κύπρος και η Μεση Ανατολή στην αρχή του Ολόκαινου

Η αρχαιολογία του τέλους της Παλαιολιθικής και των αρχών της Νεολιθικής στον ευρύτερο χώρο της Μέσης Ανατολής –από το 20.000 μέχρι το 10.000 χρόνια πριν από σήμερα– περνάει τις δυο τελευταίες δεκαετίες μια νέα δημιουργική φάση με πολλά νέα στοιχεία, ανατροπές και υπερβάσεις που έρχονται (ευτυχώς) να αμφισβητήσουν αρχαιολογικές βεβαιότητες πολλών χρόνων –από την εποχή ακόμα του Robert Braidwood– αλλά και να προτείνουν νέες ιδέες (Σχ. 1) (Cauvin 2000; Bar-Yosef & Belfer-Cohen 2002: 55; Peltenburg & Wasse 2004). Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι πρώιμες αρχαιολογικές εξελίξεις της Κύπρου, όπως εκδηλώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια στο νησί, έχουν προκαλέσει ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον και διαδραματίζουν σήμερα ένα ουσιαστικό ρόλο στις εξελίξεις της περιοχής. Πολύ σύντομα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η Κύπρος φαίνεται ότι εντάσσεται σταδιακά αλλά σταθερά –και μέσα από μια


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Σχ. 1: Η περιοχή του Αιγαίου και της αν. Μεσογείου με τις δύο περιοχές των ερευνών του ΑΠΘ.

πλούσια αρχαιολογική τεκμηρίωση– στη γεωγραφική ‘σκηνή’ των μεσανατολικού ‘δράματος’ που βρίσκεται σε εξέλιξη ανάμεσα στο 11.000 και 9.000 π.X., σε μια περίοδο που η τροφοσυλλογή, το κυνήγι και η εποχική ή ημι-μόνιμη εγκατάσταση μέσα από αδιευκρίνιστες ακόμα ιστορικές συνθήκες και ‘πλοκή’ δίνουν τη θέση τους στη γεωργία, την κτηνοτροφία και τα πρώτα χωριά, περνώντας σταδιακά σε νέες μορφές κοινωνικής, οικονομικής οργάνωσης και ιδεολογικής συγκρότησης (Swiny 2001). Η ρεαλιστική πλέον διεύρυνση του θεάτρου των εξελίξεων του τέλους της Επιπαλαιολιθικής (΄Ύστερη Νατούφια φάση) αλλά και των αρχών του Ολόκαινου (Προκεραμική Νεολιθική Α) βορειότερα της κλασικής πυρηνικής περιοχής του Levant περιλαμβάνοντας τη νοτιοανατολική Ανατολία, την περιοχή του Ευφράτη αλλά και τη δυτική Συρία φαίνεται στις μέρες μας να αφορά και την Κύπρο (Clarke 2007). Οι εξελίξεις αυτές εξειδικεύονται πολιτισμικά και τεκμηριώνονται αρχαιολογικά με όρους άλλοτε περιβαλλοντικούς, όπως λ.χ. οι επιπτώσεις του λεγόμενου ‘κρύου επεισοδίου’ της Νεότερης Δρυάδος στην αρχή της γεωργίας, άλλοτε οικονομικούς, με την εμφάνιση της πρώιμης καλλιέργειας, και άλλοτε αλλαγών στις κοινωνικές σχέσεις και τις συλλογικές συμπεριφορές, όπως λ.χ. η οργάνωση του δομημένου χώ-

63

ρου με έμφαση σε ‘δημόσια’ κτίσματα με συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές επιλογές και σύνθετες συμβολικές-λατρευτικές εκφράσεις κλπ (Balter 2009: 404). Ή βέβαια όλων αυτών μαζί. Κυρίαρχο στοιχείο ωστόσο σ’ αυτή τη δυναμική νέα εικόνα παραμένει η ‘οριακότητά’ που χαρακτηρίζει την υλική (βλ. αρχαιολογική) τεκμηρίωση όλων των παραπάνω που αποτελεί και τη βάση για τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις που προτείνονται και στις αιτιατές σχέσεις που αναζητούνται (Guilaine 2003). Χωρίς να υπάρχει χώρος εδώ για αναλυτικότερες αναφορές, χαρακτηριστικές παραμένουν οι περιπτώσεις της ‘δυσανάγνωστης’ πρώιμης ‘δημόσιας’ αρχιτεκτονικής του Nevali Çori, όπως και της εντυπωσιακής γλυπτικής του Göbekli Tepe της 9ης χιλ. π.Χ. της NA Τουρκίας. Αλλά και η πρωιμότητα της νεολιθικής οικονομίας του Hallan Cemi (10η χιλ. π.X.) ή τα σύνθετα λατρευτικά κτίσματα του Jerf el Ahmar της Συρίας (9η χιλ. π.Χ.) (Özdoğan & Başgelen 1999; Stordeur et al. 1996: 1). Με τον ίδιο τρόπο η εγκατάσταση στον Αετόκρεμνο του Ακρωτηρίου στην περίπτωση της Κύπρου σημάδεψε πριν 20 χρόνια την πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα ανθρώπινη παρουσία στο νησί γύρω στο 10.000 π.X. τεκμηριώνοντας πέρα από κάθε αμφιβολία ένα συνεχές θαλασσινό πήγαινεέλα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών-ναυτικών, δείχνοντας προς μια αινιγματική για τους στόχους, τις συνθήκες και τις αιτίες της ιδιαίτερα πρώιμη μορφή ναυσιπλοΐας στην ανατολική Μεσόγειο (Simmons 1999, 2008: 21; Ammerman 2010). Τα πρώιμα ‘πηγάδια’ στα Μυλούθκια και η εγκατάσταση του Σκυλλουρόκαμπου τεκμηρίωσαν στη συνέχεια την άφιξη των πρώτων γεωργοκτηνοτρόφων στο νησί το τελευταίο τέταρτο της 9ης χιλ. π.X. (Swiny 2001; Peltenburg & Wasse 2004). Ο A. J. Ammerman εντοπίζει το 2005 τρεις τουλάχιστον παραλιακές προ-νεολιθικές, όπως τις περιγράφει, θέσεις σε περιοχές της Αγ. Νάπα και του Ακάμα (Ammerman et al. 2006: 1, 2008: 1). Η ένταξή τους στον ορίζοντα του Ακρωτηρίου ή


ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

64

και παλιότερα, όπως πιστεύει ο ίδιος, εξακολουθεί να παραμένει το ζητούμενο, με τις διαθέσιμες ραδιοχρονολογήσεις να μην το επιβεβαιώνουν μέχρι σήμερα. Υπάρχει βέβαια η πρωιμότητα της λιθοτεχνίας τους που φαίνεται να τις εντάσσει στον παλαιότερο ορίζοντα του Ακρωτηρίου. Την ίδια περίπου εποχή η C. McCartney εντοπίζει ανασκαφικά και σε πλαίσια αρχαιολογικά ασφαλή –λόγω και των ραδιοχρονολογήσεων που υπάρχουν– τη θέση Αγ. Βαρβάρα-Ασπρόκρεμνος, η οποία μεταθέτει την άφιξη των πρώτων γεωργικών ομάδων από τη Μ. Ανατολή ακόμα νωρίτερα, στο πρώτο μισό της 9ης χιλ. π.X. (McCartney et al. 2007: 27; McCartney υ.δ.). ΄Έτσι η νέα πρώιμη αρχαιολογική εικόνα της Κύπρου αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και ερεθιστική και εντάσσεται στα πλαίσια των τελευταίων μεσανατολικών εξελίξεων συνεισφέροντας στη δυναμική αρχαιολογική και ιστορική προβληματική της περιοχής και της εποχής (McCartney & Peltenburg 2000: 8). Υπό αυτές τις συνθήκες η πιθανότητα λ.χ. το οστεολογικό υλικό των άγριων χοίρων μικρού μεγέθους που βρέθηκαν στο Ακρωτήρι (10.000 π.X.) να προέρχεται από παρόμοια ζώα που ζούσαν στη νησί μεταφερμένα από ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που πηγαινοέρχονταν από την απέναντι χώρα αρκετά νωρίτερα αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να καταγράφεται στην Κύπρο κάποιου είδους συστηματική εκμετάλλευση των γουρουνιών 1.500 χρόνια πριν την τεκμηριωμένη εξημέρωσή τους (predomestic management) στη Μ. Ανατολή (Vigne et al. 2009: 16135). Αυτό θα σήμαινε την πιθανή ενσωμάτωση μιας τοπικής νησιωτικής ‘εκδοχής’ και ‘μικρο-ιστορίας’ στη μεσανατολική προ-νεολιθική αφηγηματική των ιστορικών εξελίξεων των αρχών του Ολόκαινου (Peltenburg 2003, 2004: 1). Σ’ αυτά τα αρχαιολογικά πλαίσια θεωρούμε ότι εντάσσεται και η ερευνητική παρουσία του ΑΠΘ στην Κύπρο.

Η έρευνα στην Κύπρο

Πιο συγκεκριμένα, μετά την πετυχημένη

Σχ. 3: Η Κύπρος και η περιοχή της επιφανειακής και ανασκαφικής έρευνας στις νότιες υπώρειες του Τροόδους στην περιοχή της Πάφου.

επιτόπια έρευνα στην ορεινή Πίνδο, όπου για πρώτη φορά τεκμηριώθηκε η ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα σε θεωρούμενες μέχρι σήμερα περιθωριακές αρχαιολογικά περιοχές, όπως θεωρούνταν ότι είναι οι κορυφογραμμές και περάσματα της κεντρικής Ελλάδας που ξεπερνούν το υψόμετρο των 2.000 μ. (Efstratiou et al. 2006: 414), επιχειρήθηκε η μεταφορά και στην Κύπρο του ίδιου ‘μοντέλου εντοπισμού θέσεων’ (site location model) (Σχ. 3). Στόχος ήταν και εδώ να διερευνηθεί εάν και κατά πόσο το βουνό του Τροόδους είχε κατοικηθεί στα πρώιμα προϊστορικά χρόνια και πιο συγκεκριμένα από παλαιολιθικές ή μεσολιθικές κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές ομάδες. Το ερώτημα που αποτέλεσε και την αφετηρία της έρευνάς μας ήταν αν οι οπορτουνιστές κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες-ψαράδες και ‘τυχοδιώκτες’ των παραλίων του νησιού από τα πρώτα ακόμα χρόνια της παρουσίας τους είχαν ανεβεί στο βουνό πίσω τους (Simmons 2008: 21). Θα είχαν άλλωστε πολλούς λόγους να το επιχειρήσουν ακόμα και σ’ αυτή την πρώιμη εποχή: το κυνήγι, την αναζήτηση πρώτων υλών για την κατασκευή των εργαλείων τους ή ακόμα από περιέργεια ή ίσως τυχαία. ΄Έτσι το 2006 η «ομάδα της Πίνδου», αποτελούμενη από τον P. Biagi και με συνεργάτη τον Δ. Κυριάκου και λιγοστούς φοιτητές του ΑΠΘ με την άδεια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, πραγματοποίησε μια σύντομη επιφανειακή έρευνα στο Τρόοδος ακο-


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ λουθώντας την ίδια μεθοδολογία που είχε με επιτυχία ήδη χρησιμοποιηθεί και στην Πίνδο: επιλεκτική αλλά και σε σημεία εντατική κάλυψη κορυφογραμμών και περασμάτων, κοντά σε πηγές νερού και πυριτόλιθου. ΄Έτσι καλύφθηκε σχεδόν ολόκληρος ο ορεινός όγκος του Τροόδους φτάνοντας και σε μεγάλα υψόμετρα (1.300 μ.), αλλά δυστυχώς χωρίς αποτελέσματα (Εικ. 13). Ο σχεδόν προφανής λόγος ήταν ότι το απότομο ανάγλυφο λόγω γεωλογικής καθαρά προέλευσης του βουνού δεν προσφέρονταν για κανενός είδους ανθρώπινη δραστηριότητα. Βρέθηκαν σε σημεία κάποια ελάχιστα ίχνη δουλεμένου πυριτόλιθου αλλά χωρίς περισσότερα διαγνωστικά στοιχεία. Την επόμενη χρονιά (2007) η ίδια ομάδα αποφάσισε να καλύψει τις αμέσως χαμηλότερες υψομετρικά ζώνες στις υπώρειες του Τροόδους και σε υψόμετρα μεταξύ 400 και 600 μ., με κατεύθυνση προς την πλευρά της Πάφου, καλύπτοντας κυρίως τα άνω τμήματα των κοιλάδων του Διάριζου και Ξερού, ποταμών όπου η βλάστηση ήταν περιορισμένη και το ανάγλυφο του εδάφους δεν είναι τόσο απότομο, όπως συνέβαινε με τις περιοχές του κεντρικού Τροόδους. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά (Εικ. 14). Εντοπίστηκαν πηγές πυριτόλιθου, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι βρέθηκε στο άνω τμήμα του Ξερού ποταμού και κοντά στα απότομα βράχια του Αγ. Ιωάννη και στο μεσαιωνικό γεφύρι του Ρουδιά μια περιφραγμένη αναβαθμίδα με διάσπαρτο επιφανειακά λίθινο υλικό (Εικ. 15). Είναι το ίδιο σημείο όπου βρίσκονται τα μεγάλα μεταλλικά κλουβιά της μονάδας προστασίας και αναπαραγωγής γυπών στο νησί. Η τοποθεσία ήταν σημαδιακή. ΄Ένα σημείο από όπου μπορούσε κανείς να κατοπτεύει, να χρησιμοποιεί και να ελέγχει κάθε πρόσβαση προς τη θάλασσα στα νότια και το βουνό στα βόρεια. ΄Άλλωστε δεν ήταν τυχαία και η επιλογή του συγκεκριμένου σημείου από τη Δασική Υπηρεσία ως χώρου προσέλκυσης των λιγοστών γυπών που έχουν απομείνει στο νησί. Η επιφανειακή κάλυψη του «Ρου-

65

Εικ. 13: Οι κορυφογραμμές του Τροόδους όπου η επιφανειακή έρευνα δεν κατόρθωσε να εντοπίσει αρχαιολογικές ενδείξεις.

Εικ. 14: Η περιοχή της επιφανειακής έρευνας στο Τρόοδος και σημεία αρχαιολογικού ενδιαφέροντος (λίθινο υλικό και πηγές πυριτόλιθου).

Εικ. 15: ΄Άποψη της αναβαθμίδας του Ρουδιά σε στρατηγική τοποθεσία στο τέλος της κοιλάδας του Ξερού ποταμού στις υπώρειες του Τροόδους.


66

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εικ. 17: Η ποτάμια αναβαθμίδα του Ρουδιά (διακρίνονται δύο επίπεδα) όπου βρίσκονται και τα κλουβιά των γυπών.

Εικ. 16: Συλλογή επιφανειακού υλικού στον Ρουδιά.

διά», όπως ονομάστηκε η θέση, ήταν και ο στόχος της επόμενης (2008) σύντομης, επιλεκτικής και περιορισμένης σε έκταση συλλογής λίθινου υλικού3. Η αποτίμηση της επιτόπιας έρευνάς μας στο Τρόοδος το 2008 ήταν ενθαρρυντική. Η αρχική εκτίμηση ότι οι πολύ ορεινές, απότομες και δύσβατες περιοχές του κεντρικού Τροόδους μάλλον δεν προσφέρονταν για εξορμήσεις από τις πρώιμες ομάδες του νησιού στα προ-Νεολιθικά χρόνια αποδείχτηκε σωστή. Ωστόσο, δεν φαίνεται να συνέβαινε το ίδιο με τους χώρους που βρίσκονται στο άνω τμήμα των κοιλάδων ποταμών, όπως του Ξερού, που ξεκινούν από το Τρόοδος

και εκβάλλουν στη θάλασσα. Πρόκειται για περιοχές με υψόμετρα μέχρι τα 500 μ. που μάλλον διευκόλυναν την πρόσβαση των παραλιακών ομάδων προς την ενδοχώρα. Αυτό έδειξαν και τα αποτελέσματα της μελέτης του υλικού που συνελέγη από την πρώτη μησυστηματική επιφανειακή συλλογή του υλικού από την Carole McCartney (Efstratiou, McCartney, Karkanas & Kiriakou, υ.δ.). Η τυπολογία και η τεχνολογία των λίθινων από τη θέση του Ρουδιά με βάση τις πρώτες εκτιμήσεις μας παρέπεμπε άμεσα και για πρώτη φορά για το νησί στη δραστηριοποίηση προ-νεολιθικών ομάδων στην κυπριακή ενδοχώρα. Δυστυχώς δεν βρέθηκαν άλλες τέτοιες θέσεις στην περιοχή, αλλά πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου να εντοπιστούν. Στη θέση του Ρουδιά επιστρέψαμε το 20094 για να προχωρήσουμε σε μια συστηματικότερη συλλογή επιφανειακού υλικού (Εικ. 16), με τη χρήση αυτή τη φορά καννάβου, αλλά κυρίως για να πραγματοποιήσουμε μικρής έκτασης ανασκαφικές

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε το Τμήμα Αρχαιοτήτων για την άδεια διεξαγωγής της έρευνας και την Υπηρεσία Δασών της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κάθε δυνατή διευκόλυνση που μας παρείχε στη διάρκεια της έρευνάς μας στον ευαίσθητο οικολογικά χώρο με τους γύπες. 4 Η αρχαιολογική αποστολή στην Κύπρο το 2009 δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την καθοριστική παρέμβαση της Πρυτανείας του ΑΠΘ, η οποία και διέθεσε το μικρό ποσό με το οποίο έγινε η έρευνα. Η ομάδα μας οφείλει πολλές ευχαριστίες στον Αντιπρύτανη κ. Α. Γιαννακουδάκη για τη βοήθειά του. Στην έρευνα πήραν μέρος η φοιτήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ Ε. Μλουκίε και οι πτυχιούχοι του Πανεπιστημίου Αθηνών Γ. Βοσκός και Ε. Τζαννή. 3


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

67

Εικ. 18: Ανασκαφή σε εξέλιξη στον Ρουδιά. Με κόκκινη ένδειξη λίθινα στρωματογραφημένα (;) εργαλεία.

Εικ. 19: Ανασκαφή σε εξέλιξη στον Ρουδιά.

παρεμβάσεις στο πλάτωμα με στόχο να εξακριβώσουμε: την έκταση της εγκατάστασης, το βάθος και το είδος των επιχώσεων, την ύπαρξη ή όχι στρωματογραφημένου υλικού, αλλά κυρίως να κατανοήσουμε τη φύση, γεωλογική και γεωμορφολογική, της αναβαθμίδας. Το τελευταίο το ανέλαβε ο γεωλόγος Π. Καρκάνας, του οποίου η παρέμβαση αποδείχτηκε καθοριστική. Έτσι επιβεβαιώθηκε ο πλειστοκαινικός χαρακτήρας και η ποτάμια προέλευση της αναβαθμίδας όπου βρίσκεται η εγκατάσταση του Ρουδιά, 80 μέτρα πάνω από το σημερινό ποτάμι (Εικ. 17). Παράλληλα καταγράφηκε η ποικιλία της πρώτης ύλης του πυριτολιθικού υλικού που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε από τις προϊστορικές ομάδες της περιοχής για την κατασκευή εργαλείων και που ίσως ήταν και ο λόγος της ίδρυσης της κατασκήνωσης. Κυρίως όμως αναζητήθηκαν οι αρχικές γεωλογικές αποθέσεις της αναβαθμίδας όπου το αρχαιολογικό υλικό, εφόσον εντοπιζόταν, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πιθανότατα βρίσκεται στη θέση του (in situ). Και αυτό συνέβη. Το αρχαιολογικό υλικό αναζητήθηκε και βρέθηκε ανασκαφικά στη ζώνη παλαιοεδάφους (paleosol) πάχους τουλάχιστον 40 εκ. που βρίσκεται ανάμεσα στο κολούβιο της επιφάνειας και στον καλκρίτη που συνιστά το υπόστρωμα. Πραγματικά, τα περισσότερα από τα ανασκαφικά ευρήματα βρέ-

θηκαν είτε στον πλειστοκαινικό ορίζοντα Α (στη θέση τους;) είτε μέσα στο κολούβιο, κάτι που σημαίνει ότι έχουν αναμοχλευθεί, πιθανότατα πέσει από ψηλότερα. Η συστηματική επιφανειακή συλλογή υλικού που προηγήθηκε, αλλά και η ανασκαφή που ακολούθησε το 2009 πραγματοποιήθηκαν με βάση το μεθοδολογικό ‘πρωτόκολλο’ μιας παλαιολιθικής έρευνας (Εικ. 18). Η ανασκαφή αφορούσε το άνοιγμα δύο τομών σε διαφορετικά σημεία του πλατώματος που είχαν στόχο να δοκιμάσουν τη σχέση των ευρημάτων και με τα δυο φυσικά στρώματα, το παλαιοέδαφος και το κολούβιο. Συνελέγησαν και από τα δύο αυτά στρώματα 3.495 λίθινα εργαλεία, απολεπίσματα αλλά και διατροφικά και οργανικά κατάλοιπα, κυρίως σπασμένα και καμένα κόκκαλα ζώων και κάρβουνα (Εικ. 19). Ασφαλέστερο στρωματογραφικά σύνολο θεωρήθηκε το στρώμα του παλαιοεδάφους, όπου τα ευρήματα φαίνεται ότι είχαν ελάχιστα μετακινηθεί σε αντίθεση με αυτά που βρέθηκαν στο κολούβιο και τα οποία ίσως είχαν πέσει από ψηλότερα σημεία. Τα δεκάδες λίθινα εργαλεία που βρέθηκαν ‘στρωματογραφημένα’ σε κάθε ανασκαφική μονάδα (στρώμα) στις δύο τομές επιβεβαιώνουν την επίμονη ανθρώπινη εγκατάσταση στο χώρο αλλά και στο χρόνο, και μάλιστα σε μια έκταση που καλύπτει ολόκληρη την αναβαθμίδα και


68

Εικ. 20: Ανασκαφική τομή στην αναβαθμίδα του Ρουδιά.

Εικ. 22: Λίθινο εργαλείο (μισοφέγγαρο/lunate) της ΄Ύστερης Επιπαλαιολιθικής.

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Εικ. 21: Η δεύτερη ανασκαφική τομή στις παρυφές της θέσης.

υπολογίζεται από τις πρώτες εκτιμήσεις σε 5.000 τ.μ. (Εικ. 20-21). Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο –και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα λόγω της έλλειψής τους από ανάλογες θέσεις της Κύπρου– είναι η ύπαρξη υλικών οργανικών καταλοίπων που προσφέρονται ανάμεσα στα άλλα και για συστηματικές ραδιοχρονολογικές αναλύσεις. Η Carole McCartney που έχει αναλάβει τη μελέτη του πολυπληθέστατου λίθινου υλικού του Ρουδιά, από την επιφανειακή συλλογή αλλά και την ανασκαφή, μας μεταφέρει την εικόνα ενός πιθανού παλίμψηστου, μιας κατασκήνωσης κυνηγών–τροφοσυλλεκτών, η οποία χρονολογικά ξεκινά με ένα σημαντικό αριθμό γεωμετρικών εργαλείων και πυρήνων φολίδων που εντάσσονται στον ορίζοντα των πρώιμων παραλιακών θέσεων του νησιού και συνεχίζεται με την κατασκευή λεπτών λεπίδων που παραπέμπουν περισσότερο σε μια νεολιθική παράδοση (Εικ. 22-24). ΄Έτσι η πρώτη ομάδα ανασκα-


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

69

Εικ. 23: Ξέστρο (scraper) της ΄Ύστερης Επιπαλαιολιθικής.

Εικ. 24: Ξέστρο (scraper) της ΄Ύστερης Επιπαλαιολιθικής.

φικού υλικού παραπέμπει σε μια Ύστερη Επι-Παλαιολιθική κατασκήνωση (11η-10η χιλ. π.X.) ενώ η δεύτερη σε μια περισσότερο εφήμερη ΄Ύστερη Προκεραμική Νεολιθική Β (7η-6η χιλ. π.X.) εγκατάσταση και περιοδική χρήση του χώρου (Efstratiou McCartney, Karkanas & Kiriakou, υ.δ.: fig. 16, 17). Γεγονός πάντως είναι ότι η ακριβής ένταξη του Ρουδιά σ’ έναν πρώιμο χρονολογικό ορίζοντα της Κύπρου θα πρέπει να επιβεβαιωθεί και από τα αποτελέσματα των ραδιοχρονολογήσεων που αναμένονται σύντομα. Αυτό ωστόσο που ήδη μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι ότι τουλάχιστον όσον αφορά τα χαρακτηριστικά της λιθοτεχνίας η ένταξη της θέσης και στον Επι-Παλαιολιθικό ορίζοντα της Κύπρου θα πρέπει να θεωρείται

ασφαλής.

Εικ. 25: Γενική άποψη της ορεινής κατασκήνωσης του Ρουδιά με φόντο τον όγκο του Τροόδους.

Συμπεράσματα

Ο επιφανειακός αλλά και ανασκαφικός εντοπισμός των καταλοίπων προ-νεολιθικών ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών των αρχών του Ολόκαινου, δηλαδή τουλάχιστον από το 10.000 π.X. στην ενδοχώρα της Κύπρου (Εικ. 25) κρίνεται ως ένα σημαντικό βήμα για την πρώιμη αρχαιολογία της Κύπρου, αν και τα ερωτήματα που δημιουργούνται χωρίς αμφιβολία είναι πολύ περισσότερα από τις απαντήσεις που υπάρχουν (Simmons 2008: 21). Δύο είναι κατά τη γνώμη μας τα καίρια ζητήματα που θίγει η παρουσία του Ρουδιά στην προϊστορία της Κύπρου: το πρώτο είναι αυτό που καλείται να συζητήσει τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά, τη δυναμική και το χρόνο του πρώιμου αποικισμού του νησιού από τις τελευταίες τροφοσυλλεκτικές–κυνηγετικές ομάδες της ηπειρωτικής Μ. Ανατολής (Bar Yosef 2001: 129; Ammerman 2011). Το ‘άνοιγμα’ της κυπριακής ενδοχώρας στις ομάδες αυτές και η εντυπωσιακή αρχαιολογική τους ορατότητα –αν σκεφτεί κανείς την έκταση του Ρουδιά, την τεράστια ποσότητα των επιφανειακών εργαλείων αλλά και όσων προέρχονται από την περιορισμένη ανασκαφική απόπειρα– δίδει στους τελευταίους αυτούς κυνηγούς την κινητικότητα που τους έλειπε


70

μέχρι τώρα ή που απλά υποθέταμε ότι δεν είχαν (Ammerman et al. 2008: 1). Μια κινητικότητα που ίσως δεν αφορούσε μόνο τα περιορισμένα όρια της μεγαλονήσου αλλά εκτεινόταν και δυτικότερα προς το Αιγαίο (Efstratiou, Karetsou & Ntinou, υ.δ.). Το δεύτερο που αναμφίβολα θίγεται είναι οι σχέσεις των πρωταγωνιστών της νησιωτικής αυτής ‘σκηνής’ του τέλους της Παλαιολιθικής με τις ιστορικές αλλαγές που κάνουν την εμφάνισή τους στην απέναντι όχθη της Μ. Ανατολής την ίδια περίπου εποχή –κάπου ανάμεσα στο 11.000 και 10.000 π.X. – και με τα πρώτα βήματα πειραματισμού στη γεωργία και τον νεολιθικό τρόπο ζωής. Αλλά πώς θα μπορούσε κανείς να συνδέσει τις εξελίξεις στην Κύπρο την ίδια αυτή περίοδο με τις αντίστοιχες του νησιωτικού Αιγαίου. Η συζήτηση ανάμεσα στους αρχαιολόγους μόλις τώρα έχει ανοίξει. Πολύ σύντομα θα έλεγε κανείς ότι: πρώτον, η εικόνα του πρώιμου Αιγαίου όπως και της Κύπρου αποκτά μια νέα δυναμική κυρίως γιατί δίδεται αρχαιολογικό περιεχόμενο σε έννοιες όπως αυτές της θαλάσσιας διακίνησης, της νησιωτικής κατοίκησης και ταυτότητας, της πρώιμης (πόσο;) ναυσιπλοΐας, της οικονομίας, της τεχνολογίας και της ‘ιδεολογίας’ του αποικισμού (Efstratiou, Karetsou & Ntinou, υ.δ.). Δεύτερον, όσο προκλητική τόσο και αναπόφευκτη φαίνεται να διαγράφεται η σύνδεση και ο παραλληλισμός των νέων νησιωτικών δεδομένων ανάμεσα στο Αιγαίο και την Κύπρο στο τέλος της Παλαιολιθικής. Και οδηγεί ίσως πρόωρα, αλλά σίγουρα ευοίωνα στην υπόθεση της παρουσίας ενός δυναμικού ‘νησιωτικού χώρου’ που αφορά ολόκληρη την αν. Μεσόγειο και η οποία χαρακτηρίζεται από τη δραστηριοποίηση από το τέλος της Τελευταίας Παγετώδους Περιόδου (15η χιλ. π.X.) ομάδων τροφοσυλλεκτών–κυνηγών ίσως και ψαράδων που συνυπήρχαν παράλληλα με τις αντίστοιχες ομάδες των ηπειρωτικών περιοχών (Kopaka & Mantzanas 2009;

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Ammerman 2011). Τα αρχαιολογικά χαρακτηριστικά αυτού του ‘άλλου’ τρόπου ζωής βρίσκονται ακόμα υπό διαμόρφωση όπως βέβαια και η αναζήτηση των λόγων της εμφάνισής τους στο ιστορικό νησιωτικό προσκήνιο (Broodbank 2006: 199). Τρίτον, η δυναμική των προ-νεολιθικών αυτών ομάδων που δειλά έχουν κάνει την αρχαιολογική τους εμφάνιση στα δύο ερευνητικά μας προγράμματα αναμένεται με ενδιαφέρον να εξειδικευτεί με την πρόοδο της αρχαιολογικής έρευνας τα επόμενα χρόνια. Μόνο τότε θα είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε και κάτι πολύ σημαντικό. Την εμπλοκή τους, καθοριστική ή όχι, στην ‘ιστορική’ διαδικασία της αρχής της νεολιθικής στον κυπριακό αλλά και τον ελλαδικό χώρο (10η-9η χιλ. π.X.). Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε ιδιαίτερα την ανάγκη για νέες επιτόπιες έρευνες και ουσιαστικές διεπιστημονικές συνεργασίες στο Αιγαίο και την Κύπρο, από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν νέα δεδομένα. Το να συνεχίζουμε να επικαλούμαστε την έλλειψη δεδομένων στις ανασυνθέσεις που επιχειρούμε ή να παραμένουμε προσκολλημένοι σε θεωρητικές προτάσεις χωρίς αξιόπιστη αρχαιολογική τεκμηρίωση για τις προϊστορικές αυτές εποχές και τη δυναμική τους είναι μια πρακτική αδιέξοδη. Η επανακύκλωση εδώ και δεκαετίες των ίδιων βιογεωγραφικών κατά βάση προσεγγίσεων για το τι συνέβη στο πρώιμο νησιωτικό Αιγαίο και την Κύπρο φαίνεται ότι έχει ήδη ξεπεραστεί από τα νέα δεδομένα. Επιβεβαιώνεται δηλαδή ότι οι γενικές εκτιμήσεις που χρησιμοποιούσαμε μέχρι σήμερα δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσουν τη δυναμική των μικρότερης κλίμακας νησιωτικών ‘εκδοχών’ και ΄τοπικών ιστοριών’, που ουσιαστικά εξειδικεύουν την αφήγηση της ‘προ’-ιστορικής εξέλιξης του τέλους της Παλαιολιθικής και των αρχών της Νεολιθικής στην αν. Μεσόγειο.


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

71

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Alpar, B. 2001 Plio-Quaternary history of the Turkish coastal zone of the Enez-Evros Delta: NE Aegean Sea. Mediterranean Marine Science 2(2): 95-118. Ammerman, A. J. 2010 The first Argonauts: Towards the study of the earliest seafaring in the Mediterranean. In Global Origins and Development of Seafaring (ed. A. Anderson, J. Barrett & K. Boyle): 81-92. Cambridge: McDonald Institute for Archaeological Research. 2011 The paradox of early voyaging in the Mediterranean and the slowness of the Neolithic transition between Cyprus and Italy. In The Seascape in Aegean Prehistory (ed. G. Vavouranakis): 31-50. Athens: Monographs of the Danish Institute at Athens. Ammerman, A . J., P. Flourentzos, R. Gabrielli, T. Higham, C. McCartney & T. Turnbull 2008 Third report on early sites on Cyprus. Report Department Antiquity Cyprus: 1-32. Ammerman, A . J., P. Flourentzos, C. McCartney, J. Noller & D. Sorabji 2006 Two new early sites on Cyprus. Report Department Antiquity Cyprus: 1-21. Bailey, G. 2007 Time perspectives, palimpsests and the archaeology of time. Journal of Anthropological Archaeology 26: 198-223. Balter, M. 2009 The tangled roots of agriculture. Science 327: 404-6. Bar-Yosef, O. 2001 The world around Cyprus: From Epi-Paleolithic foragers to the collapse of the PPNB civilization. In The Earliest Prehistory of Cyprus: From Colonization to Exploitation (ed. S. Swiny): 129-64. Boston: American Schools of Oriental Research. Bar-Yosef, O. & A. Belfer-Cohen 2002 Facing environmental crisis: Societal and cultural changes at the transition from the Younger Dryas to the Holocene in the Levant. In The Dawn of Farming in the Near East (ed. R. T. J. Cappers & S. Bottema): 55-66. Berlin: Ex Oriente. Broodbank, C. 2006 The origins and early development of Mediterranean maritime activity. Journal of Mediterranean Archaeology 19(2): 199-230. Cauvin, J. 2000 The Birth of the Gods and the Origins of Agriculture [trans. by T. Watkins]. Cambridge: Cambridge University Press. Clarke, J. 2007 On the Margins of Southwest Asia. Oxford: Oxbow Books. Efstratiou, N. 2007 The beginning of the Neolithic in Greece: Probing the limits of a “grand” narrative. In Mediterranean Crossroads (ed. S. Antoniadou & A. Pace): 123-38. Athens: Pierides Foundation. Efstratiou, N., P. Biagi, P. Elefanti, P. Karkanas & M. Ntinou 2006 Prehistoric exploitation of Grevena highland zones: Hunters and herders along the Pindus chain of Western Macedonia (Greece). World Archaeology 38(3): 414-35. Efstratiou, N., A. Karetsou & M. Ntinou (eds.) υ.δ. The Neolithic Settlement of Knossos in Crete: New Evidence for the Early Occupation of Crete and the Aegean Islands. Philadelphia: INSTAP Academic Press. Efstratiou, N., C. McCartney, P. Karkanas & D. Kiriakou υ.δ. An upland early site at the Troodos mountain. Report Department Antiquity Cyprus. Galanidou, N. & C. Perlès (eds.) 2003 The Greek Mesolithic: Problems and Perspectives. London: British School at Athens Studies, 10.


74 72

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Guilaine, J. 2003 De la vague a la tombe. Paris: Seuil. 2005 Aux marges des grands foyers du néolithique : Périphéries débitrices ou créatrices? Paris: Éditions Errance. Horden, P. & N. Purcell 2000 The Corrupting Sea: A Study of Mediterranean History. Oxford: Blackwell. Kaczanowska, M. & J. K. Kozlowski 2006 Παλαιολιθικές παραδόσεις, μεσολιθικές προσαρμογές και νεολιθικές καινοτομίες στο Αιγαίο μέσα από το πρίσμα της λιθοτεχνίας. Στο Προϊστορία του Αιγαίου (Α. Σάμψων): 67-87. Αθή να: Εκδόσεις Ατραπός. Kartal, M. 2002 The microliths of Öküzini cave. In La Grotte d’ Öküzini: Evolution du Paléolithique final du Sud-quest de l’ Anatolie (éd. I. Yalcinkaya et al.): 235-52. Liège: ERAUL. Kopaka, K. & Ch. Mantzanas 2009 Palaeolithic industries from the island of Gavdos, near neighbour to Crete in Greece. Antiquity (Gallery). Kotjabopoulou, E. & E. Adam 2004 People, mobility and ornaments in Upper Palaeolithic Epirus, NW Greece. In La Spiritualité (éd. M. Otte): 37-53 Liège: ERAUL. Koumouzelis, M, J. K. Kozlowski & M. Kaczanowska 2005 End of Paleolithic in the Argolid (Greece): Excavations in cave 4 and cave 7 in the Klisoura Gorge. Eurasian Prehistory 2(2): 33-56. Kozlowski, J. K. & M. Kaczanowska 2004 Gravettian/Epigravettian sequences in the Balkans and Anatolia. Mediterranean Archaeology & Archaeometry 4(1): 5-18. Lambeck, K. 1996 Sea-level change and shore-line evolution in Aegean Greece since Upper Palaeolithic time. Antiquity 70: 588-611. McCartney, C. υ.δ. The lithic assemblage of Ayia Varvara Asprokremnos: A new perspective on the Early Neolithic of Cyprus. In Studies in Technology, Environment, Production and Society (ed. E. Hildebrand). Berlin: Ex oriente. McCartney, C., S. Manning, D. Sewell & S. T. Stewart 2007 The EENC 2006 field season: Excavations at Ayia Varvara-Asprokremmos and survey of the local early Holocene landscape. Report Department Antiquity Cyprus: 27-44. McCartney, C. & E. Peltenburg The colonization of Cyprus: questions of origins and isolation. Neo-Lithics 1/00: 8-11. 2000 Mithen, S. 2003 After the Ice: A Global Human History, 20,000-5,000 BC. London: Weidenfeld & Nicolson. Özdoğan, M. & N. Başgelen (eds.) 1999 Neolithic in Turkey. Istanbul: Arkeoloji ve Sanat Yayınları. Peltenburg, E. 2003 The Colonization and Settlement of Cyprus, Investigations at Kissonerga- Mlouthkia, 19761996, Lemba Archaeological Project, Cyprus, Vol. III.1. Sävedalen: Paul Äströms Förlag. 2004 Cyprus: A regional component of the Levantine PPN. Neo-Lithics 1/04: 3-7. Peltenburg, E. & A. Wasse (eds.) 2004 Neolithic Revolution: New Perspectives on Southwest Asia in Light of Recent Discoveries on Cyprus. Oxford: Oxbow Books. Perlès, C. 1979 Des navigateurs méditerranéens il y a 10,000 ans. La Recherche 96: 82-3. 2001 The Early Neolithic in Greece: The First Farming Communities in Europe. Cambridge: Cambridge University Press.


ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΚΥΝΗΓΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΦΟΣΥΛΛΕΚΤΩΝ ΤΗΣ Ν.Α. ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

73

Σάμψων, Α. 2006 Προϊστορία του Αιγαίου. Αθήνα: Εκδόσεις Ατραπός. Sampson, A. 2008a The Cave of the Cyclops: Mesolithic and Neolithic Networks in the Northern Aegean, Greece, Vol. I. Philadelphia: INSTAP Academic Press. 2008b The Mesolithic settlement and cemetery of Maroulas on Kythnos. In Horizon (ed. N. Brodie et al.): 13-7. Cambridge: McDonald Institute Monographs. Sampson, A., M. Kaczanowska & J. K. Kozlowski 2009 The first Mesolithic site in the eastern part of the Aegean Basin: excavations into the site Kerame I on the island of Ikaria in 2008. Rocznik Polskiej Akademii Umiejtnosci 1958: 321-9. Sampson, A., J. K. Kozlowski, M. Kaczanowska, A. Budek, A. Nadachowski, T. Tomek & B. Miekina 2008 Sarakenos cave in Boeotia, from Palaeolithic to the Early Bronze Age. Eurasian Prehistory 6(1-2): 199-231. Sampson, A., J. K. Kozlowski, M. Kaczanowska & B. Giannouli 2002 The Mesolithic settlement at Maroulas, Kythnos. Mediterranean Archaeology & Archaeometry 2(1): 45-67. Simmons, A. 1999 Faunal Extinctions in an Island Society: Pygmy Hippopotamus Hunters of Cyprus. New York: Kluwer Academic / Plenum Academic. 2008 American researchers and the earliest Cypriots. Near Eastern Archaeology 71(1-2): 21-9. Stordeur, D., B. Jammous, D. Helmer & G. Wilcox 1996 Jerf el-Ahmar: A new Mureybetian Site (PPNA) on the Middle Eurphrates. Neo-Lithics 2/96: 1-2. Swiny, S. 2001 The Earliest Prehistory of Cyprus: From Colonization to Exploitation. Boston: American Schools of Oriental Research. Vigne, J.-D., A. Zazzo, J.-F. Saliege, F. Poplin, J. Guilaine & A. Simmons 2009 Pre-Neolithic wild boar management and introduction to Cyprus more than 11,400 years ago. Proceedings of the National Academy of Sciences of the USA 106(38): 16135-8. Yalcinkaya, I., M. Otte, J. K. Kozlowski & O. Bar-Yosef (éds.) 2002 La Grotte d’Öküzini: Evolution du Paléolithique final du Sud-ouest de l’Anatolie. Liège: ERAUL.


74

ΝΙΚΟΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

Summary Following the traces of the last hunter-gatherers of east Mediterranean Nikos Efstratiou & Dimitris Kiriakou

Recent archaeological investigations carried out by the Aristotle University of Thessaloniki in the islands of Lemnos and Cyprus revealed the presence of sites provisionally dated to the late Pleistocene and early Holocene respectively. These campsites seem to belong to hunting and foraging groups which were frequented the islands of the Aegean and Cyprus after the end of the Last Glacial Age 15.000 years ago. The site of Ouriakos on the eastern coast of Lemnos is a particularly rich site with microliths (mainly

lunates) of Epigravettian date. The early site of Roudias in Cyprus –which seems to belong to the Akrotiri-Aetokremnos period–, was found in the southern foothills of Troodos constituting the first hunting and foraging campsite found in the interior of the island. Both sites have come to add new valuable data for a particularly important period for the prehistory of the Aegean and the eastern Mediterranean region and for which our knowledge has been so far limited.


ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ*

Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Παραδείγματα από τη μαγούλα Ιμβρου Πηγάδι και το σπήλαιο Θεόπετρας

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΄Όταν λέμε στρωματογραφία και ετυμολογoύμε τη λέξη, μας έρχεται στο νου ένα κέικ με επάλληλα καθαρά και ευδιάκριτα στρώματα, όπου σαφώς ξεχωρίζουν επίπεδα χρήσης, δάπεδα με πιθανό στρώμα επάλειψης, εστίες φωτιάς ή και κάποιος βόθρος απορριμμάτων. ΄Όλα σαφή και ευδιάκριτα, ακόμη κι αν η τομή με τη στρωματογραφία μετράει κάποια μέτρα πάχος –όχι λίγο (Εικ. 1, 2). Μια τέτοια στρωματογραφία, αφού επιβεβαιωθεί η επαλληλία της και με ραδιοχρονολογήσεις, μας επιτρέπει να μιλήσουμε για διάρκεια χρήσης του χώρου, για πιθανή διακοπή, βίαιη ή όχι, για επανάχρηση του χώρου κλπ. Τέτοιου τύπου στρωματογραφίες όμως είναι μάλλον βαρετές όταν επαναλαμβάνονται, δεν κεντρίζουν το ενδιαφέρον μας και σίγουρα δεν προσφέρονται για ιδιαίτερη συζήτηση. Αντίθετα, στρωματογραφίες «προβληματικές» μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον

προκειμένου να μπορέσουμε να τις ερμηνεύσουμε, αλλά μας ανοίγουν επίσης και νέες προοπτικές στην ίδια την ανασκαφή και φυσικά προσφέρονται για αναλυτικές συζητήσεις. Οι στρωματογραφίες πρέπει να παρατηρούνται όχι μόνο κατακόρυφα αλλά και οριζόντια. Ποτέ δεν ξέρεις πού θα βρεις τη διαφορά που θα κάνει τη στρωματογραφία ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα. Για να έχει όμως κανείς την ευκαιρία να εντοπίσει τέτοιες «προβληματικές» και άρα ενδιαφέρουσες στρωματογραφίες, πρέπει να είναι τολμηρός και να μην αποφεύγει τα δύσκολα. Πρώτα-πρώτα, να μην περιορίζει την ανασκαφή του σε μία στρωματογραφική λεγόμενη τομή από την οποία να περιμένει να συναγάγει συμπεράσματα για το σύνολο του αρχαιολογικού χώρου. Αυτή η πρακτική ήταν ευρέως διαδεδομένη παλαιότερα και έχουμε πράγματι δημοσιεύσεις που αναφέρονται στο σύνολο ενός προϊστορικού οικισμού με βάση τα ευρήματα μίας και μόνης στρωματογραφικής τομής (π.χ. Wace & Thompson 1912),

Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδος, e-mail: nkyparissi@hotmail.com


76

ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ σε ένα τυχαίο ίσως τις περισσότερες φορές ανασκαφικό τετράγωνο, αφού δεν φαίνεται πως χρησιμοποιούνταν καν κάνναβος τότε. Το πιθανότερο είναι πως αυτό το τετράγωνο θα οριζόταν είτε σε κάποιο κεντρικό σημείο του αρχαίου οικισμού είτε στο πρανές του. Ωστόσο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, με δεδομένο ότι οι ερευνητικές ανασκαφές στην Ελλάδα ήταν και δυστυχώς εξακολουθούν να είναι περιορισμένες, εκείνες οι έρευνες, που συνήθως δεν επαναλήφθηκαν σε μεγαλύτερη έκταση ώστε να ελεγχθεί η ακρίβεια των αποτελεσμάτων τους, εξακολουθούν να είναι οι μόνες πηγές πληροφοριών για τις συγκεκριμένες θέσεις. Σήμερα, που πλέον όχι μόνο χρησιμοποιούμε ανασκαφικό κάνναβο και προηγμένες ανασκαφικές μεθόδους και η αρχαιολογική παρατήρηση ελέγχεται και επιβεβαιώνεται με τη βοήθεια των θετικών επιστημών (ραδιοχρονολογήσεις, θερμοφωταύγεια, ιζηματολογικές αναλύσεις κ.ά.), η στρωματογραφική τομή εφαρμόζεται μόνο περιορισμένα σε περίπτωση μη άλλης επιλογής για πιο εκτεταμένη οριζόντια ανασκαφή. Πρόσφατη δε ανασκαφική εμπειρία μου (στον νεολιθικό οικισμό στη θέση ΄Ιμβρου Πηγάδι Νέου Μοναστηρίου Φθιώτιδος, βλ. παρακάτω) (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2006) απέδειξε πόσο διαφορετικά μπορεί να είναι τα πράγματα ανάμεσα σε δύο τμήματα του ίδιου αρχαιολογικού χώρου. Ας δούμε στη συνέχεια δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα στρωματογραφικής «οφθαλμαπάτης» σε μία ανοιχτή θέση και σε ένα σπήλαιο.

ΜΑΓΟΥΛΑ ΙΜΒΡΟΥ ΠΗΓΑΔΙ

Εικ. 1-2: ΄Ίμβρου Πηγάδι. H στρωματογραφία της ανατολικής πλευράς της τομής 2 στο πρανές του δρόμου, σε φωτογραφική και σχεδιαστική απόδοση.

Στη θέση ΄Ιμβρου Πηγάδι στην περιοχή του Νέου Μοναστηρίου Νομού Φθιώτιδας, στα όρια της νοτιοδυτικής Θεσσαλίας με τα πρώτα υψώματα της Φθιώτιδας προς Δομοκό, εντοπίστηκαν στο πρώτο σκάμμα που σκαβόταν στην κορυφή της προϊστορικής μαγούλας διαταραγμένες κατασκευές από πλινθοδομή που εμπόδιζαν τη συνέχεια της ανασκαφής σε βάθος χωρίς την προηγούμε-


Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

77

Εικ. 3: ΄Ίμβρου Πηγάδι. Ο αργιλικός τοίχος που χωρίζει την τομή 2 του πρανούς σε δύο περιοχές (βόρεια και νότια) με εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους χαρακτηριστικά: στη νότια παρατηρήθηκαν από την αρχή χαρακτηριστικά έντονης πυράκτωσης.

νη διάλυσή τους, πράγμα το οποίο δεν κρίναμε σκόπιμο να γίνει. Εναλλακτικά λοιπόν, επιχειρήσαμε το καθάρισμα του πρανούς της μαγούλας, το οποίο αποτελούσε ουσιαστικά την προς δυσμάς συνέχεια του πρώτου σκάμματος και το οποίο είχε κοπεί, κατά τη διάνοιξη της παρακείμενης αμαξιτής οδού και της παράλληλής της σιδηροδρομικής γραμμής Δομοκού-Παλαιοφαρσάλων. ΄Ήταν λοιπόν μια ευκαιρία να «αξιοποιήσουμε» αυτή την τομή προκειμένου να αναζητήσουμε στρωματογραφικά την σε βάθος συνέχεια χρήσης του χώρου που είχαμε ανασκάψει στην αρχική τομή. ΄Ήταν ευχάριστη έκπληξη να διαπιστώσουμε, όσο προχωρούσαμε σε βάθος, ότι η επίχωση συνεχιζόταν σε πάχος που όλο και αυξανόταν μέχρι που φθάσαμε στο αυλάκι μεταξύ δρόμου και μαγούλας σε βάθος 3,57 μ. και φυσικά πλέον δεν ήταν δυνατόν να διακόψουμε το σκάψιμο, αν δεν φτάναμε στο βαθύτερο και αρχικό επίπεδο χρήσης του χώρου, στο οποίο πρέπει να σας πω ότι μέχρι σήμερα δεν έχουμε φτάσει ακόμη, παρόλο

που ήδη έχουμε αγγίξει τα 6,00 μ. βάθος. Η εικόνα της στρωματογραφίας του πρανούς μέχρι τον δρόμο είναι αυτή που φαίνεται στην Εικ. 1. ΄Ώσπου, στο βαθύτερο τμήμα αυτής της επαλληλίας των στρωμάτων εντοπίστηκε αργιλικό στρώμα συμπαγές πλάτους 70-80 εκ. που χώριζε το σκάμμα στα δύο και που, όπως αποδείχτηκε παρακάτω, συνεχιζόταν σε βάθος (Εικ. 3). Από κει και κάτω άρχισαν να διαφοροποιούνται σημαντικά τα στρώματα ανάμεσα στη μία και την άλλη πλευρά αυτού του αργιλικού στρώματος, το οποίο στη συνέχεια, καθώς προχωρούσε σε βάθος, δημιούργησε την εντύπωση ενός διαχωριστικού τοίχου που όριζε αυτή τη διαφοροποίηση: η μία πλευρά έδινε ευρήματα και στρώματα ανάλογα με τα υπερκείμενα, ενώ η άλλη έδινε έντονες κόκκινες επιχώσεις με μεγάλα τμήματα πήλινων πλακών που όταν συγκολλήθηκαν έδωσαν ενδιαφέροντα σκεύη, καθόλου μάλιστα συνηθισμένα από τις έως τότε γνώσεις μας για το νεολιθικό σχηματολόγιο των αγγείων, ενώ από δω βγήκαν και ει-


78

Εικ. 4: ΄Ίμβρου Πηγάδι. Η ολοκλήρωση της ανασκαφής στη νότια περιοχή της τομής 2 επιβεβαίωσε την ύπαρξη μεγάλης πυρακτωμένης περιοχής που περιορίζεται ανάμεσα σε δύο παράλληλους αργιλικούς τοίχους.

δώλια και εργαλεία. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για στρώμα καταστροφής. Ευτυχώς η επιστημονική μας περιέργεια δεν εξαντλήθηκε εκεί και δεν ικανοποιήθηκε με μια τέτοια εκδοχή. Εδώ πρέπει να πω ότι αυτή η μέχρι τότε κανονική επαλληλία των στρωμάτων προοιωνιζόταν μια αντίστοιχη χρονολογική επαλληλία, την οποία και περιμέναμε με τα αποτελέσματα των ραδιοχρονολογήσεων, γιατί ευτυχώς τα στρώματα χαρακτηρίζονταν και από πληθώρα κάρβουνων. ΄Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα εκπλαγήκαμε, γιατί ανάμεσα στα ανώτερα και τα βαθύτερα χρονολογημένα κάρβουνα δεν υπήρξε η ανάλογη και αναμενόμενη χρονική διαφορά. Αντίθετα, οι ηλικίες των πάνω με τα κάτω ήταν σχεδόν ίδιες (DEM 1402, 1434, 1435). Αυτό μας παραξένεψε πολύ, αλλά καθώς ήταν πολλά τα κάρβουνα και δεν είχαμε αναγκαστεί να κάνουμε ενοποιήσεις ώστε να

ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ επαρκέσει η ποσότητα για τη χρονολόγηση, θα έπρεπε λογικά να αποκλείσουμε την περίπτωση λάθους. Η απορία όμως αυτού του συγχρονισμού παρέμενε. Η εξήγηση ήρθε, νομίζω, αρκετά χρόνια αργότερα και αφού επεκτείναμε σημαντικά την ανασκαφή ώστε να δημιουργήσουμε και μια σωστή εικόνα για τη χρήση του χώρου που ερμηνεύει εντέλει και την προαναφερθείσα διαφοροποίηση των στρωμάτων ένθεν και ένθεν του αργιλικού τοίχου. Επιχειρήσαμε στη συνέχεια επέκταση της ανασκαφής προς την πυρακτωμένη πλευρά του σκάμματος (νότια), που όμως για να ξαναφθάσουμε στο αντίστοιχο βάθος πέρασαν, λόγω των οικονομικών περιορισμών που δεν επέτρεπαν μακροχρόνιες ανασκαφικές περιόδους, αρκετά χρόνια. ΄Όταν όμως φτάσαμε σε αυτό (2009), επιβεβαιώθηκαν τα ίδια έντονα χαρακτηριστικά φωτιάς με πολλά κεραμικά ευρήματα, όχι σκόρπια και αποσπασματικά αλλά συμπληρώθηκαν από κει ολόκληρα αγγεία. ΄Ένα ειδώλιο κεραμικού κλιβάνου ακέραιο μας έδωσε την πρώτη αφορμή για υπόθεση χρήσης του χώρου και ερμηνείας αυτής της έντονης πυράκτωσης. Ανάλογη πρόταση ερμηνείας έκανε στη συνέχεια ο γεωλόγος συνεργάτης Δρ. Π. Καρκάνας, σύμφωνα με γεωλογικά χαρακτηριστικά του χώρου και χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξη του ειδωλίου. Από κει και πέρα με αυτή την ενδιαφέρουσα εκδοχή συνεχίστηκε το σκάψιμο επεκτείνοντας παράλληλα προς τα δυτικά την αρχική τομή του χαντακιού ώστε να έχουμε προς ανασκαφή έναν όσο το δυνατόν εκτενέστερο χώρο στον οποίο, όπως φαίνεται, υπήρχε η ίδια χρήση. Με αυτή την επέκταση αποκαλύφθηκε και η συνέχεια του προαναφερθέντος αργιλικού τοίχου που πλέον έχει εμφανές μήκος 4,45 μ., ενώ συνεχίζεται και πέρα από τα όρια του σκάμματος κάτω από την άσφαλτο προς δυτικά (βρισκόμαστε στο χαντάκι δίπλα στην άσφαλτο του δρόμου) αλλά, όπως φαίνεται, και προς ανατολικά κάτω από τις παχιές επιχώσεις της μαγούλας. Το άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που αποκαλύφθηκε πρόσφατα ήταν ένας ακόμη συμπαγής αργιλικός τοίχος, παράλληλος με τον πρώτο αλλά σε απόσταση περίπου 5,00 μ. από εκείνον, ανάμεσα στους


Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

79

Εικ. 5, 6: Σπήλαιο Θεόπετρας. Η νότια περιοχή με έντονα χαρακτηριστικά αναμόχλευσης οφειλόμενης εν πολλοίς στην εισροή νερού και λίθων από την εξωτερική περιοχή πάνω από το σπήλαιο μέσω των καρστικών αγωγών.

οποίους εντέλει περιορίζονται αυτά τα έντονα χαρακτηριστικά πυράκτωσης (Εικ. 4). ΄Έτσι φθάνοντας πρόσφατα (2010) στο επιθυμητό βάθος όπου συναντήσαμε την αρχική επίχωση με αυτά τα χαρακτηριστικά, νότια δηλαδή του αργιλικού συμπαγούς τοίχου του σκάμματος του 2002, φαίνεται πως πράγματι βρισκόμαστε στον πυρήνα ενός ή και περισσότερων κεραμικών κλιβάνων, μέσα στον οποίο εκτιμούμε ότι θα υπάρχουν και άλλα (μόλις) ψημένα και μη χρησιμοποιημένα αγγεία κατά χώραν. Προς το παρόν όμως σταματήσαμε την ανασκαφή του προκειμένου να αξιολογήσουμε τα αρχιτεκτονικά στοιχεία αυτής της κατασκευής, η οποία βέβαια δεν σώζεται ακέραιη, μας δίνει όμως πολλές πληροφορίες που θα μπορέσουν να βοηθήσουν σημαντικά στην κατά προσέγγιση ανασύσταση του σχήματός της και της λειτουργίας της. Με αυτή την εκδοχή χρήσης του συγκεκριμένου χώρου είναι νομίζω πλέον δυνατόν να ερμηνεύσουμε γιατί οι ηλικίες ήταν παρόμοιες στα ανώτερα όσο και στα κατώτερα στρώματα: όπως φαίνεται δηλαδή, ο κλίβανος αυτός είχε χωροθετηθεί στη δυτική άκρη του οικισμού και ήταν σε λειτουργία συνεχώς από την αρχή λειτουργίας του οικισμού και σε όλη τη διάρκεια χρήσης του εδώ, δηλαδή κατά τη λεγόμενη Μέση Νεολιθική, και όχι μόνο στα βαθύτερα στρώματα, όπου με μια πρώτη ματιά φαίνεται να αντιστοιχεί στρωματογραφικά, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει λόγω του

βάθους στο οποίο βρέθηκε. ΄Όλο αυτό το πολύ ενδιαφέρον εύρημα δεν θα είχε περιέλθει καθόλου σε γνώση μας, αν δεν είχαμε δώσει τη σημασία που έπρεπε στη διαφορά της στρωματογραφίας και δεν είχαμε φυσικά επιχειρήσει την περαιτέρω διερεύνηση και ερμηνεία αυτής της διαφοράς. Το κυριότερο δε, με την πρώτη περιορισμένη ανασκαφή θα περνούσε και στη δημοσίευση η λανθασμένη πληροφορία ενός στρώματος καταστροφής μέσα σε σπίτι.

ΣΠΗΛΑΙΟ ΘΕΟΠΕΤΡΑΣ

΄Όταν έχουμε να κάνουμε με στρωματογραφίες σπηλαίων, τα πράγματα μπορούν να γίνουν ακόμη πιο περίπλοκα: Από το σπήλαιο της Θεόπετρας στον νομό Τρικάλων (Κυπαρίσση-Αποστολίκα 2000), που αποτέλεσε πραγματικό σχολείο τόσο για τους αρχαιολόγους-ανασκαφείς όσο και για γεωλόγους, αρχαιομέτρες κλπ., η στρωματογραφία παρουσιάζει κατά τόπους τέτοια ανακολουθία που μόνο παραμένοντας κανείς διαρκώς κατά τη διάρκεια της ανασκαφής, παρατηρώντας και συσχετίζοντας στρώματα που πολύ δύσκολα συνδέονται με σαφήνεια, μπορεί να διαπιστώσει είτε παρεισφρήσεις υλικών από ανώτερα στρώματα σε κατώτερα, που φέρνουν κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω και μπερδεύουν ως προς την ερμηνεία τους, είτε και διακοπές στρωμάτων και απότομες αλλαγές της συνέχειας των στρωμάτων, για


80

Εικ. 7: Σπήλαιο Θεόπετρας. Η εικόνα που παρουσίαζε η νότια περιοχή, όταν προχώρησε η ανασκαφή, ήταν αυτή ενός κτιστού τοίχου.

Εικ. 9: Σπήλαιο Θεόπετρας. Καρστικοί αγωγοί στη νότια περιοχή του σπηλαίου απ’ όπου εισήλθαν κατά καιρούς μεγάλες ποσότητες νερού και λίθων στο εσωτερικό του.

λόγους που θα πρέπει να αναζητηθούν και να ερμηνευτούν. Η συμβολή τότε των γεωλόγων-ιζηματολόγων πρέπει να πούμε ότι είναι καθοριστική για τη σωστή συσχέτιση τέτοιων στρωμάτων. ΄Έτσι, ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τα παρακάτω χαρακτηριστικά παραδείγματα ανώμαλης στρωματογραφίας στο συγκεκριμένο σπήλαιο: 1. ΄Ένα από τα πρώτα προβλήματα που αντιμετωπίσαμε στη Θεόπετρα ήταν η παρουσία στρώματος πολλών χαλαρών λίθων (Εικ. 5, 6) για τους οποίους, με την έως τότε εμπειρία μας, θεωρούσαμε ότι προέρχονται από γκρεμισμένα κτίσματα, αν και δεν μας φαινόταν και πολύ πιθανό μέσα στο σπήλαιο να

ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ

Εικ. 8: Σπήλαιο Θεόπετρας. ΄Όταν ολοκληρώθηκε η ανασκαφή, σε έκταση στην ίδια νότια περιοχή αποκαλύφθηκε ολόκληρο στρώμα διάσπαρτων λίθων.

υπήρχαν λιθόκτιστα οικήματα (ενώ αντίθετα θεωρούμε πάντα πιθανή την ύπαρξη στεγασμένων χώρων με δέρματα ή άλλα ελαφρά υλικά όχι όμως πέτρινα). ΄Όσο μάλιστα προχωρούσε σε βάθος το σκάψιμο σε εκείνη την περιοχή, αναζητούσαμε τη θεμελίωση αυτών των κατασκευών, την οποία εκτιμούσαμε ότι θα βρισκόταν στη θέση της. ΄Όταν δε φτάσαμε στην εικόνα που βλέπετε (Εικ. 7), είμασταν περίπου σίγουροι ότι την είχαμε βρει. Αυτό ήταν μία στρωματογραφική οφθαλμαπάτη. Χρειάστηκε και άλλο σκάψιμο σε πιο εκτεταμένο γειτονικό χώρο, για να αποκαλυφθεί τελικά όλη η έκταση διασποράς του στρώματος με τις πέτρες (Εικ. 8), που τελικά δεν προερχόταν από γκρεμισμένα κτίσματα, αλλά προέκυψαν από νεότερες διαμορφώσεις του χώρου από τους βοσκούς που στάβλιζαν τα ζώα τους εκεί και προσπαθούσαν να τον εξομαλύνουν, ενώ μέρος αυτών είχαν εισβάλει μαζί με μεγάλες ποσότητες νερού επανειλημμένως μέσω των καρστικών αγωγών της νότιας πλευράς του σπηλαίου (Εικ. 9). Αν όμως η ανασκαφή αυτή δεν ήταν τόσο εκτεταμένη οριζόντια και περιοριζόταν σε επιλεγμένα σκάμματα, ίσως δεν θα είχαμε αντιληφθεί ποτέ το φαινόμενο και την έκτασή του και θα είχε δοθεί μια λανθασμένη ερμηνεία του φαινομένου βασισμένη σε στρωματογραφική οφθαλμαπάτη. 2. Στο ανώτερο τμήμα της επίχωσης του κεντρικού κυρίως χώρου του σπηλαίου


Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

81

Εικ. 10-11: Σπήλαιο Θεόπετρας. Στρώματα καταλοίπων φωτιάς νεότερων χρόνων εμπίπτουν στη διαταραγμένη νεολιθική επίχωση δημιουργώντας ψευδείς στρωματογραφικές εντυπώσεις.

Εικ. 12: Σπήλαιο Θεόπετρας. Στο κάτω δεξιά τέταρτο της εικόνας διακρίνεται τμήμα νεότερου δαπέδου χρήσης διαμορφωμένου πιθανότατα από βοσκούς που σταύλιζαν τα ζώα τους στο σπήλαιο. Κάτω από αυτό στην υπόλοιπη εικόνα διακρίνονται κατάλοιπα μεσολιθικών και παλαιολιθικών πυρών.

έχουν δημιουργηθεί επάλληλα στρώματα με κατάλοιπα φωτιάς (Εικ. 10, 11), τα οποία εύλογα θα μπορούσε να αποδώσει κανείς σε φωτιές της Νεολιθικής Περιόδου, μιας και στις ίδιες επιχώσεις σκάβονται νεολιθικά ευρήματα. Στην πραγματικότητα όμως οι φωτιές αυτές είναι νεότερες, περίπου 150 χρόνων, και οφείλονται στη νεότερη χρήση του χώρου από βοσκούς, όπως αναφέρθηκε ήδη. Ανάφτηκαν επί της νεολιθικής επίχωσης, την οποία ανακάτεψαν επανειλημμένως στην προσπάθειά τους να ισοπεδώνουν και να ελέγχουν τον χώρο σταυλισμού. Μάλιστα για τον σκοπό αυτό είχαν δημιουργήσει και

Εικ. 13: Σπήλαιο Θεόπετρας. Η κάτοψη του σπηλαίου με τον ανασκαφικό κάνναβο. Με δικεκομμένη γραμμή ορίζεται η περιοχή διαγένεσης στο κεντρικό και νότιο τμήμα κοντά στους καρστικούς αγωγούς.

ένα πηλοστρωμένο δάπεδο, το οποίο έχουμε διατηρήσει ενδεικτικά για τη νεότερη χρήση του σπηλαίου (Εικ. 12, διακρίνεται στο κάτω δεξιά μέρος της εικόνας) που κάλυπτε κατά τους υπολογισμούς μας περίπου 150 τμ. ΄Ίσως μάλιστα αυτός ο πηλοστρωμένος χώ-


82

Εικ. 14, 15: Σπήλαιο Θεόπετρας. Τα ιζήματα των παγετωνικών φαινομένων σε σκληρή μορφή κοντά στην είσοδο του σπηλαίου και σε μαλακότερη όσο απομακρυνόμαστε από αυτή.

ρος να ήταν και περιφραγμένος, αν κρίνουμε από την παρουσία πασσαλότρυπας, δεν μπορεί όμως να το πει κανείς με βεβαιότητα. Αυτό που πρέπει να επισημανθεί όμως εδώ είναι η συνύπαρξη νεολιθικών και νεότερων στοιχείων χρήσης του ίδιου χώρου, που δεν είναι πάντα διακριτά και είναι δυνατόν να

ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ δημιουργήσουν σύγχυση για την ερμηνεία τους. 3. ΄Ένα ακόμη σοβαρό ζήτημα στρωματογραφικής οφθαλμαπάτης θα μπορούσε να έχει συμβεί από τον πρώτο χρόνο της ανασκαφής στο σπήλαιο της Θεόπετρας, αν είχαμε παραμείνει στο πρώτο αρχικό σκάμμα (Ζ8) και αν το δεύτερο εν συνεχεία είχε ανοιχτεί όχι νότια (Ζ9) αλλά βόρεια εκείνου στον κάνναβο (Ζ7) (Εικ. 13). Και εξηγούμαι: στο πρώτο σκάμμα Ζ8 σε βάθος περίπου 1,50 μ. εμφανίστηκε σκληρό ίζημα (Εικ. 14), το οποίο κατά τους γεωλόγους αντιπροσωπεύει την ανώτερη επιφάνεια του στρώματος της τελευταίας παγετώδους περιόδου (Last Glacial Maximum). Eμείς χωρίς τη βοήθεια των γεωλόγων δεν θα το είχαμε αναγνωρίσει σωστά εξ αρχής και θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε ως το βαθύτερο επίπεδο χρήσης του σπηλαίου που έτσι θα τελείωνε μόνο με τη Νεολιθική Περίοδο. Σε αυτό ακριβώς το τμήμα βρισκόταν η απόληξη του προαναφερθέντος σκληρού κατηφορικού ιζήματος που ξεκινάει από την είσοδο του σπηλαίου. Στο διπλανό προς Ν. σκ. Ζ9 δεν υπήρχε αυτό το σκληρό ίζημα και έτσι, αν αντί του Ζ8 είχαμε αρχίσει το σκάψιμο από το Ζ9, και προχωρούσαμε σκάβοντας νοτιότερα δεν θα είχαμε την ευκαιρία να δούμε το ίζημα του παγετώνα στη σκληρότερη μορφή του γεμάτο γωνιώδη μικρά χαλίκια (στη δυτική τομή των σκαμμάτων του άξονα Ζ (Ζ7, Ζ8, Ζ9, Εικ. 13), γιατί προς το εσωτερικό του σπηλαίου εμφανίζεται με ηπιότερα χαρακτηριστικά και μαλακότερα ιζήματα (Εικ. 15) και δεν θα ήταν εύκολο να συσχετιστούν τα δύο ιζήματα αν δεν υπήρχε οπτική συνέχεια. Ευτυχώς, χάρη στην τυχαία επιλογή μας έναρξης της ανασκαφής από τα συγκεκριμένα τετράγωνα, είχαμε την ευκαιρία να εντοπίσουμε το παραπάνω φαινόμενο σε όλο του το εύρος. Επειδή ο σχηματισμός του οφείλεται στην εισροή πολύ ψυχρών στοιχείων από την είσοδο του σπηλαίου που βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο σε σχέση με τον κεντρικό χώρο όπου αυτά κατέληγαν, η επίχωση που το αντιπροσωπεύει είναι πα-


Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

83

Εικ. 19: Σπήλαιο Θεόπετρας. Εναλλαγή νεολιθικών (γκρίζων) και μεσολιθικών (κιτρινόφαιων) επιχώσεων χωρίς κανονική επαλληλία που μπορούν να προκαλέσουν στρωματογραφική σύγχιση.

Εικ. 16, 17, 18: Σπήλαιο Θεόπετρας. Μάζες άψητου πηλού που εντοπίστηκαν σε παλαιολιθικά στρώματα, ενώ προέρχονταν από τα υπερκείμενα μεσολιθικά, όπου και βρέθηκαν τελικά στη σωστή στρωματογραφική τους θέση (Εικ. 18).

χύτερη στην αρχή κοντά στην είσοδο (σκ. Ζ7) και σαφώς λεπτότερη στην κατάληξη (σκ. Ζ9). ΄Έτσι, μόνο αν έχει ανασκάψει και αποκαλύψει κανείς όλο το μήκος της πορείας του (όπως κάναμε κι εμείς) μπορεί να διαμορφώσει σαφή εικόνα για το μήκος και το

πάχος αυτού του στρώματος. Αν αντίθετα η ανασκαφή αυτή γινόταν μόνο με κατακόρυφα σκάμματα κατά τόπους μέσα στο σπήλαιο, δεν θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε σε ορθά συμπεράσματα για το μέγεθος του φαινομένου και την αιτία σχηματισμού του. 4. Στα βαθιά σκάμματα του άξονα 10 (Ζ10-Ι10 βλ. Εικ. 13 κάτοψης) σε Μέσα παλαιολιθικά στρώματα αποκαλύφθηκαν ευμεγέθεις μάζες πηλού (Εικ. 16) που έθεσαν σε αμφισβήτηση όσα μέχρι τότε γνωρίζαμε για την έναρξη χρήσης του πηλού και αναζητήσαμε στη βιβλιογραφία περιπτώσεις πρώιμης εμφάνισης πηλού σε άλλες ευρωπαϊκές ανασκαφές (Bahn 1978; Klima 1954). Επίσης, σχηματοποιημένες, περίπου κυλινδρικές μάζες πηλού μήκους 5-7 εκ. (Εικ. 17) βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της παλαιολιθικής επίχωσης του σπηλαίου χωρίς να είναι εμφανής η χρήση τους, ενώ ακόμη περισσότερο προβληματιστήκαμε όταν ίδιες κυλινδρικές μάζες βρέθηκαν ανάμεσα σε εστίες που έχουν χρονολογηθεί στα 60.000 χρόνια πριν. Τότε όμως, με τη γεωλογική και μικρομορφολογική παρατήρηση του Δρ. Π. Καρκάνα (Karkanas 2001) διευκρινίστηκε ότι αυτές δεν είχαν καμιά σχέση με τις εν λόγω εστίες και προέρχονταν από υπερκείμενα μεσολιθικά στρώματα και λόγω χαλαρότητας οφειλόμενης στη διά-


84

ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ

Εικ. 20: Σπήλαιο Θεόπετρας. Ανθρώπινη ταφή μεσολιθικής περιόδου που εκτίθεται στη θέση εύρεσής της στο σπήλαιο. Λείπει το κρανίο που πιθανότατα παρασύρθηκε μέσω λαγουμιών μικρών ζώων, αφού τμήμα του φαίνεται να έχει βρεθεί στο διπλανό σκάμμα.

Εικ. 21: Σπήλαιο Θεόπετρας, σκάμμα Ι10. Στρωματογραφική τομή της ανατολικής πλευράς που δείχνει την ακανόνιστη διαδοχή νεολιθικώνμεσολιθικών στρωμάτων.

βρωση των στρωμάτων και στη δημιουργία νεροφαγωμάτων παρεισέφρησαν και τα εν λόγω υλικά στα υποκείμενα παλαιολιθικά στρώματα προκαλώντας σύγχυση για την παρουσία σχηματοποιημένου πηλού τόσο πρώιμα. Στη σωστή τους στρωματογραφική θέση (κοντά σε φωτιές της Μεσολιθικής Περιόδου (σκ. Ε15, Ζ15) (Εικ. 18) βρέθηκαν χρόνια αργότερα (2006-07) επιβεβαιώνοντας την ορθή γεωλογική παρατήρηση και θέτοντας οριστικά το θέμα της έναρξης χρήσης του πηλού στη Μεσολιθική περίοδο, σε άψητη αλλά στεγνωμένη κατάσταση. 5. Σε άλλη περίπτωση (σκ. Γ7-Γ8, Δ7 αλλά και στο σκ. Θ6 κοντά στην είσοδο του σπηλαίου) η μεσολιθική με τη νεολιθική επίχωση εναλλάσσονταν άτακτα μπαίνοντας συχνά η μία μέσα στην άλλη (Εικ. 19), πιθανότατα λόγω μεταποθετικών διαδικασιών που χαλάρωσαν την επίχωση, όπως π.χ. λαγούμια μικρών ζώων που μεταφέρουν και χώματα και αρχαιολογικό υλικό αναμιγνύοντας τα στρώματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ευτυχώς βοηθούσε η χρωματική διαφοροποίηση των δύο διαφορετικών στρωμάτων την οποία όμως έπρεπε να αξιολογήσει κανείς εγκαίρως, γιατί αλλιώς θα μπορούσε να γίνεται επιμιξία των ευρημάτων που προέρ-

χονταν από δύο διαφορετικά στρώματα με τελείως διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά και, κατά συνέπεια, θα μπορούσαν να εξαχθούν λανθασμένα συμπεράσματα. ΄Ένα τέτοιο φαινόμενο επιμιξίας των μεσολιθικών και νεολιθικών στρωμάτων μέσω λαγουμιών εντοπίστηκε και στη ΒΑ περιοχή του σπηλαίου (2008): στο σκ. Ι6 αποκαλύφθηκε, κατά τις εργασίες θεμελίωσης του διαδρόμου επισκεπτών στο πλαίσιο ανάδειξης του σπηλαίου μέσω του Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, ανθρώπινη ταφή σε συνεσταλμένη στάση ενταγμένη σε μεσολιθική επίχωση (Εικ. 20). Από την κατά τα άλλα ακέραιη ταφή έλειπε το κρανίο. Αρκετά χρόνια πριν (1996) στο γειτονικό σκάμμα Θ6 είχε βρεθεί τμήμα ανθρώπινου κρανίου μεταφερμένου μέσα από λαγούμι που εντοπιζόταν στην ανατολική πλευρά του σκάμματος, εκεί δηλαδή που συνορεύει με το Ι6 σκάμμα της ταφής. Πρέπει να θεωρήσουμε σχεδόν βέβαιο ότι τα οστά εκείνα προέρχονται από τον μεσολιθικό σκελετό, αλλά οπωσδήποτε πρέπει να προηγηθεί εξέταση DNA και στα δύο ευρήματα ώστε να μπορεί να το υποστηρίξει κανείς με βεβαιότητα. Αν όμως δεν είχαμε τη μαρτυρία του κρανιακού ευρήματος από το γειτονικό σκάμμα


Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ ή αν δεν το συσχετίζαμε, θα μπορούσαμε −εμείς ή κάποιος άλλος στη θέση μας− να διατυπώσουμε ακραίες θεωρίες περί ακέφαλης ταφής κλπ. 6. Στο σκάμμα Ι10, στη μέση του μήκους της ανατολικής πλευράς του, ήταν το όριο αλλαγής της νεολιθικής και μεσολιθικής επίχωσης, χωρίζονταν δηλαδή κατακόρυφα και όχι οριζόντια σε επάλληλα στρώματα (Εικ. 21). Ο λόγος αυτού του κατακόρυφου διαχωρισμού εντοπίζεται στη χαλαρότητα της μισής επίχωσης, καθώς εκεί φαίνεται πως ήταν τα όρια της περιοχής διαγένεσης εξαιτίας της εισβολής μεγάλων ποσοτήτων νερού από τους καρστικούς αγωγούς της νότιας περιοχής του σπηλαίου. Σε αυτό λοιπόν το όριο κόπηκε η μεσολιθική επίχωση −η οποία πράγματι δεν εντοπίστηκε από κει και μέσα στον άξονα 10− δηλαδή κεντρικότερα στο σπήλαιο, διατηρήθηκε από κει και ανατολικότερα, ενώ στο τμήμα που κόπηκε βρήκαν πρόσφορο έδαφος και εγκαταστάθηκαν οι νεολιθικοί, οι οποίοι χρησιμοποίησαν επίσης ανατολικότερα τον χώρο αλλά σε ψηλότερο επίπεδο όπως το βρήκαν διαμορφωμένο. Μάλιστα στο προαναφερθέν όριο ήταν σκόπιμα κατά τη γνώμη μου τοποθετημένες στη σειρά πέτρες σε μήκος 1,70 μ. και πλάτος 0,30-0,70 μ. Καθώς λοιπόν αυτός ο στρωματογραφικός κατακόρυφος διαχωρισμός έπεφτε στη μέση του τετραγώνου, αντιλαμβανόμαστε όλοι πόσο σημαντικό ήταν να τον εντοπίσουμε εγκαίρως −έστω και χωρίς να είμαστε ακριβώς σίγουροι από την αρχή για τον προσδιορισμό της χρονολόγησης, πράγμα

85

το οποίο σας βεβαιώνω ούτε εμείς αντιληφθήκαμε γιατί ήταν η πρώτη φορά που εντοπίστηκε η Μεσολιθική στο σπήλαιο αν και δεν φαινόταν να έχει τα τυπικά χαρακτηριστικά της αμμώδους επίχωσης τα οποία γνωρίσαμε στη συνέχεια όπου εντοπιζόταν η Μεσολιθική. Αυτό που είχε όμως μεγάλη σημασία ήταν ότι αντιληφθήκαμε αυτή τη διαφορά που έδωσε διαφορετικά ευρήματα από τα γειτονικά νεολιθικά στο ίδιο σκάμμα και στο ίδιο βάθος (μια βασική διαφορά ήταν ότι το μισό σκάμμα έδινε κεραμικά ευρήματα και το άλλο μισό όχι). Τα δύο προαναφερθέντα παραδείγματα προβληματικών στρωματογραφιών σε μία ανοιχτή αρχαιολογική θέση και σε ένα σπήλαιο, είναι ενδεικτικά και βασίζονται στις εμπειρίες της υπογράφουσας το κείμενο. Ασφαλώς άλλοι συνάδελφοι θα είχαν να προσθέσουν τα δικά τους παραδείγματα. Οι προϊστορικές ανασκαφές πάντως προσφέρονται για περισσότερες τέτοιες περιπτώσεις και λόγω του μεγάλου συνήθως πάχους των επιχώσεών τους αλλά και λόγω των γεωλογικών φαινομένων που μπορεί να έχουν επηρεάσει στην πορεία χιλιάδων χρόνων τις ίδιες τις ανασκαπτόμενες θέσεις. Στόχος μας ήταν να δείξουμε πόσο αυτή η «οφθαλμαπάτη» της στρωματογραφίας μπορεί να επηρεάσει την ερμηνεία του αρχαιολογικού ευρήματος και πόσο προσεκτικοί οφείλουμε να είμαστε όλοι οι ανασκαφείς, παλαιότεροι και νεότεροι, για την κατά το δυνατόν αποφυγή στρωματογραφικών λαθών.


ΝΙΝΑ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗ - ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ

86

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Bahn P. G. 1978 Palaeolithic pottery, the history of an anomaly. Anthropos 197: 98-110. Κarkanas P. 2001 Site formation processes in Theopetra Cave: A record of climatic change during the Late Pleistocene and Early Holocene in Thessaly, Greece. Geoarchaeology 16: 373-99. Klima B. 1954 Palaeolithic huts at Dolni Vestonice, Czechoslovakia. Antiquity XXVIII: 4-14. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. 2009 Μαγούλα Ίμβρου Πηγάδι στο Νέο Μοναστήρι Φθιώτιδας (ακόμη μία εγκατάσταση της Μέσης Νεολιθικής στα βόρεια διοικητικά όρια του Νομού Φθιώτιδας). Αρχαιολογικό ΄Έργο Θεσσαλίας και Στερεάς Ελλάδας 2: 839-52. Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Ν. (επιμ.) 2000 Σπήλαιο Θεόπετρας: Δώδεκα χρόνια ανασκαφών και έρευνας 1987-1998. Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου, Τρίκαλα 6-7 Νοεμβρίου 1998. Wace A. J .B. & M. S. Thompson 1912 Prehistoric Thessaly. Cambridge: Cambridge University Press.

Summary The “illusion” of stratigraphy: The Neolithic sites of Imvrou Pigadi and Theopetra Cave Nina Kyparissi-Apostolika

In a stratigraphic sequence where layers usually succeed one another in a parallel sequence sometimes they are irregularly arranged in a way that the succession becomes inexplicable or even overturned. This paper describes some examples of such phenomena from my personal experience in open air Neolithic sites, like Imvrou Pigadi at the borders of Thessaly and Phthiotis, as well as of cave sites, like Theopetra in west Thessaly. Using certain examples it is discussed how in such cases we must be persistent in our digging effort until we have a clear explanation

of the stratigraphic phenomenon, otherwise we are leaded in a wrong interpretation of it. In such cases, a wider excavating approach usually permits safer results and interpretations which can not be obtained through the investigation of a narrow stratigraphic section which can give only local phenomena not necessarily representative of the whole site. In caves such phenomena are even more complicated as they are influenced by geological factors often not apparent in open-air excavations.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ*

ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

«δει δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν έστι γενέσθαι των δεόντων». Δημοσθένης, Α΄ Ολυνθιακός, 20

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ανασκαφική έρευνα στο Δισπηλιό ξεκίνησε το 1992. ΄Έκτοτε, έχει ανασκαφεί συνολικά έκταση 5.250 τ.μ. Αυτό συνεπάγεται ότι έχει αφαιρεθεί ανάλογη έκταση επιφανειακών στρωμάτων. Στα επιφανειακά στρώματα του Δισπηλιού εντοπίζεται μεγάλη ποικιλία ευρημάτων τα οποία χρονολογούνται σε πολλές και διαφορετικές περιόδους. Δεν είναι σπάνιο να βρίσκεται ένα νεολιθικό όστρακο δίπλα σε ένα πλαστικό δαχτυλίδι και ένα λίθινο λειασμένο εργαλείο δίπλα σε ένα μπουκάλι μπίρας. Ο χώρος παρουσιάζει μια συνεχή χρήση από τη Νεολιθική Περίοδο μέχρι σήμερα. Τα περισσότερα κινητά ευρήματα στα επιφανειακά στρώματα χρονολογούνται στον πρόσφατο 20ο αιώνα. Κατά τη διάρκειά του, ο χώρος άλλαξε πολλές χρήσεις, χρησιμοποιήθηκε ως στρατόπεδο, ως χώρος σταβλισμού ζώων, ως πεδίο μάχης, ως χώρος τέλεσης πανηγυριού, ως γήπεδο ποδοσφαίρου

και τέλος ως χώρος ανασκαφής. ΄Όλες αυτές οι δραστηριότητες άφησαν τα υλικά τους ίχνη στις επιφανειακές επιχώσεις1. Τα τελευταία χρόνια, μια σύγχρονη τάση της επιστήμης είναι η αρχαιολογία του παρόντος και του πολύ πρόσφατου παρελθόντος2. Τα επιφανειακά ευρήματα από ανασκαφές που βρίσκονται κοντά σε κατοικημένες περιοχές είναι συνήθως σύγχρονα αντικείμενα που στο παρελθόν οι ανασκαφείς τα πετούσαν. Ακόμη και σήμερα, σε πολλές ανασκαφές στην Ελλάδα, τα αντικείμενα αυτά δεν συλλέγονται και δεν καταγράφονται. Πρόσφατα, άρχισαν σταδιακά να παίρνουν τη θέση τους στους μακρείς καταλόγους των ευρημάτων αρκετών ανασκαφών, σπάνια όμως γίνεται αναφορά σε αυτά στις δημοσιεύσεις. Μια από αυτές τις κατηγορίες επιφανειακών ευρημάτων, τα οποία δεν είναι όμως όλα σύγχρονα και έχουν βρεθεί στο Δισπηλιό, είναι τα νομίσματα. Απ’ όσο γνωρίζω είναι σπάνιο για μία κατά βάση προϊστο-

Υποψ. διδ. Τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων, e-mail: stavridop@gmail.com Για τα επιφανειακά ευρήματα του Δισπηλιού, βλ. Τουλούμης 2008. 2 Για το θέμα βλ. Holtorf & Puccini (eds.) 2009. ∗

1


88

ρική ανασκαφή να δημοσιεύει αυτό το υλικό και ακόμη πιο σπάνιο για ένα προϊστοριολόγο να ασχολείται με αυτό. Νιώθω την ανάγκη να δηλώσω από την αρχή ότι το άρθρο αυτό δεν αποτελεί άρθρο νομισματικής και ο γράφων δεν έχει καμία εμπειρία ή ειδίκευση στο θέμα. Θα έλεγα πως είναι μια προσπάθεια προσέγγισης ενός πολύ ενδιαφέροντος υλικού μέσα από τα μάτια ενός αρχαιολόγου ο οποίος ειδικεύεται στην προϊστορία. Αναπόφευκτα είναι λοιπόν ορισμένα λάθη και παραλείψεις που ενδεχομένως δεν θα γίνονταν ποτέ σε ένα άρθρο νομισματικής. Επειδή εκτός από τον γράφοντα ενδεχομένως και οι περισσότεροι αναγνώστες αυτού του κειμένου δεν θα είναι εξοικειωμένοι με τη νομισματολογία, πρόσθεσα και ορισμένες εισαγωγικές και θεωρητικές πληροφορίες γενικά για τα νομίσματα. Το κάθε νόμισμα αφηγείται μια ιστορία και μέσα από αυτή διαυγάζεται και μια σελίδα της ιστορίας της θέσης. Το κείμενο αυτό αποτελεί μια συρραφή αφηγήσεων που συγκροτούν ένα κομμάτι της βιογραφίας του χώρου. Η παρουσία ενός νομίσματος, αν μη τι άλλο, καταδεικνύει χρήση του χώρου σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και αποτελεί πολύτιμη πηγή πληροφοριών και τεκμήριο γι’ αυτήν την περίοδο. Τα νομίσματα, σε σχέση με άλλα κινητά ευρήματα, παρουσιάζουν ορισμένα πλεονεκτήματα. Ο Howgego (2009: 138), με αφορμή κυρίως τα αρχαία νομίσματα, αναφέρει τα εξής: «Πρώτον, σε περιόδους απολυταρχίας προβάλλουν γενικά την επίσημη γραμμή, και ως εκ τούτου αποτελούν σημαντικό συμπλήρωμα στις συχνά λιγοστές επίσημες γραπτές πηγές και στα μνημεία. Δεύτερον, ενώ οι γραπτές πηγές μπορεί να ρίχνουν άπλετο φως σε σύντομες περιόδους ή σε ιστορικά επεισόδια, τα νομίσματα προσφέρουν μια πολύ πιο συνεχή χρονολογική και γεωγραφική κάλυψη. Τρίτον, για πολλές περιόδους μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι διαθέτουμε σχετικά πλήρη γνώση της νομισματικής τυπολογίας, σε αντίθεση με τη σπανιότητα των γραπτών πηγών και την άνιση χρονική κατανομή τους. Τέλος, τα νομίσματα αποτελούν μια

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ απολύτως σύγχρονη προς τα γεγονότα πηγή, χωρίς τα μειονεκτήματα (και τα πλεονεκτήματα) της εκ των υστέρων καταγραφής που χαρακτηρίζει, φερ’ ειπείν, την ιστοριογραφία». Τα νομίσματα, εκτός από την πολύτιμη για τα αρχαιολογικά στρώματα πληροφορία της χρονολόγησης, προσφέρουν πληροφορίες σε σχέση με την οικονομία, τις κοινωνικές, τις πολιτικές και τις εν γένει ιστορικές συνθήκες. Επίσης, όπως αναφέρει και πάλι ο Howgego (2009: 184), τη μόδα της σημειολογίας, των συμβόλων και την ανάλυση της εικονογραφίας ως μορφής γλώσσας. Το κυριότερο, τα νομίσματα αποτελούν ηγεμονικά αντικείμενα και σύμβολα της εξουσίας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, στα νομίσματα αποτυπώνεται είτε το πρόσωπο του ηγεμόνα είτε τα σύμβολα της εξουσίας και του κράτους. Η μελέτη των νομισμάτων παρουσιάζει όμως και πολλούς περιορισμούς. Τα νομίσματα μπορούν να δώσουν ασφαλέστερα συμπεράσματα για ένα στρώμα ή για μια θέση μόνο σε συνδυασμό με άλλα αρχαιολογικά στοιχεία, όπως τις γραπτές πηγές, τα συνευρήματα και το context. Επίσης, η παρουσία ενός «ξένου» νομίσματος δεν συνεπάγεται αυτομάτως και εμπορικές σχέσεις· μπορεί να υποδεικνύει απλώς κάποιο πέρασμα. Είναι σχεδόν αδύνατον να ξέρουμε ποιος μετέφερε ένα νόμισμα, κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκε σε μια θέση και πώς τελικά αποτέθηκε σε μια επίχωση. ΄Άλλο ένα στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η μακρόχρονη χρήση καθώς ορισμένα νομίσματα χρησιμοποιήθηκαν ως φυλαχτά, κειμήλια ή και κοσμήματα για πολλές γενιές. Αυτός είναι και ένας λόγος που συχνά πολλά φέρουν και οπή ανάρτησης. Επίσης, πολλά νομίσματα, ιδιαιτέρως αυτά που ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα, βρίσκονταν σε χρήση για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Συνεπώς ακόμη και η πληροφορία της χρονολόγησης που μας παρέχουν πρέπει να εξετάζεται με προσοχή και πάντα σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία. Τα περισσότερα νομίσματα στα οποία γίνεται αναφορά σε αυτό το κείμενο είναι πρό-


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ σφατα και εύκολα αναγνωρίσιμα με συνέπεια η πληροφορία της χρονολόγησης να είναι δεδομένη. Επιπλέον, τα περισσότερα είναι σύγχρονα ελληνικά και γι’ αυτό δεν προσφέρουν ιδιαίτερα στοιχεία όσον αφορά εμπορικές ή άλλες σχέσεις μεταξύ κρατών ή πόλεων. Ωστόσο, προσφέρουν μια σειρά από άλλες πληροφορίες που σχετίζονται με τις εκάστοτε ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της κάθε εποχής. Θα έλεγα ότι το κάθε ένα από αυτά αποτελεί ένα σελιδοδείκτη της πρόσφατης ιστορίας, μια αφορμή και ένα έναυσμα για τη δημιουργία μιας αφήγησης.

ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

Η συλλογή του Δισπηλιού δεν αποτελείται από σπάνια νομίσματα –για την ακρίβεια, τα περισσότερα είναι πολύ συνηθισμένα. Ακόμη και τα συνηθισμένα νομίσματα όμως έχουν πολλές ιστορίες να αφηγηθούν. Να ξεκινήσω με λίγα στατιστικά στοιχεία. Μέχρι στιγμής, έχουν βρεθεί συνολικά 215 νομίσματα και μια χάλκινη απομίμηση χρυσού αυστριακού νομίσματος (Πίν. Ι). Από αυτά, 186 είναι ελληνικά (2 του 19ου και τα υπόλοιπα του 20ού αιώνα), 2 γερμανικά, 3 πολωνικά, 1 γαλλικό, 2 αυστριακά του 19ου αιώνα, 10 οθωμανικά, 2 τοπικά, 1 φραγκοκρατίας, 3 βυζαντινά, 1 ύστερης αρχαιότητας και 4 αδιάγνωστα. Το παλαιότερο νόμισμα της συλλογής χρονολογείται στην περίοδο 330-337 μ.Χ. ή λίγο αργότερα και το νεότερο είναι ένα νόμισμα των 100 δραχμών του 1992. Η συντριπτική πλειονότητα των νομισμάτων χρονολογούνται στον 20ό αιώνα, συγκεκριμένα τα 190 από τα 215 (88,3%). Για τα παλαιότερα θα μιλήσουμε αναλυτικά στη συνέχεια. Στον συνολικό κατάλογο που παρατίθεται (Πίν. Ι) τα νομίσματα για τα οποία υπάρχει ακριβές έτος κοπής έχουν μπει πρώτα με χρονολογική σειρά, ακολουθούν το ρωμαϊκό, τα βυζαντινά, της φραγκοκρατίας, τα οθωμανικά,

89

1 τα τοπικά και τέλος τα αδιάγνωστα. Θα αναφερθώ σε αυτά, ξεκινώντας από τα παλαιότερα για να καταλήξω στα σύγχρονα του 20ού αιώνα. Το παλαιότερο νόμισμα της συλλογής (Εικ. 1), όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ένα υστερορωμαϊκό της περιόδου 330-337 μ.Χ. ή λίγο αργότερα, χάλκινο, ανώνυμη έκδοση του τύπου Constantinopolis που κόπηκε στο νομισματοκοπείο της Κυζίκου (Α.Α. 195, RIC 16-183). Το νόμισμα αυτό είναι αναμνηστικό ενός από τα σημαντικότερα γεγονότα στην παγκόσμια ιστορία, αυτού της μεταφοράς της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη το 330 μ.Χ. Στη μια όψη απεικονίζεται η Κωνσταντινούπολη που φοράει στεφανωμένο κράνος με λοφίο, μανδύα και κρατάει σκήπτρο. Στην άλλη όψη απεικονίζεται η Νίκη με ανοιχτά φτερά η οποία προχωράει προς τα αριστερά. Το δεξί της πόδι πατάει στην πλώρη ενός πλοίου, στο δεξί της χέρι κρατάει σκήπτρο και στο αριστερό κρατάει μια ασπίδα4. Κάτω από τη Νίκη αναγράφονται τα γράμματα S.M.R.A. (= Sacra Moneda Roma –το Α συμβολίζει το officina, δηλαδή το εργαστήριο που κόπηκε το νόμισμα). Παρόμοια νομίσματα κόπηκαν σε μεγάλες ποσότητες και σε άλλα νομισματοκοπεία της αυτοκρατορίας, όπως στη Θεσσαλονίκη και τη νέα πρωτεύουσα, Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι σπάνιο ως νόμισμα, σηματοδοτεί όμως ιστορικά ένα από τα σημαντικότερα επεισόδια του αρχαίου κόσμου. Το εύρημα έχει ξεχωριστή σημασία και για την ανασκαφή γιατί πιστοποιεί ενδεχομένως τη χρήση του χώρου κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο από την οποία δεν έχουμε άλλα στοιχεία εκτός από ορισμένα μη στρωματογρα-

Robertson 1982: 277, πίνακας 64, αριθμός 16-18. Για νομίσματα που απεικονίζουν Νίκες βλ. Bellinger & Berlincourt 1962.

3 4


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ

90

φημένα όστρακα. Η Μακεδονία από την εποχή του Γαλερίου (αρχές 4ου μ.Χ. αιώνα) ήταν μια σημαντική επαρχία της αυτοκρατορίας, μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας όμως από τη δύση στην ανατολή ο ρόλος της αναβαθμίστηκε ακόμη περισσότερο. Γενικά για την περιοχή της Καστοριάς στα ρωμαϊκά χρόνια αντλούμε στοιχεία από τον Τίτο Λίβιο5 και συγκεκριμένα από το τέταρτο βιβλίο του, όπου αναφέρεται στον δεύτερο Μακεδονικό Πόλεμο (199 π.Χ.) και στην πολιορκία της πόλης Κέλετρον. Οι περισσότεροι ερευνητές της Καστοριάς υποστηρίζουν ότι το ρωμαϊκό Κέλετρον βρισκόταν στην ίδια θέση με τη σημερινή πόλη. Κοντά στο Δισπηλιό, στο σημερινό χωριό Αρμενοχώρι, ΒΔ του ΄Άργους Ορεστικού έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα της αρχαίας Διοκλητιανούπολης. Η πόλη χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό τον 3ο π.Χ. αιώνα και είναι ο σημαντικότερος γνωστός ρωμαϊκός οικισμός στην περιοχή. Στην ευρύτερη λεκάνη της Καστοριάς έχουν βρεθεί πολλά διάσπαρτα ευρήματα, κυρίως κεραμικά, της Ρωμαϊκής Περιόδου. Στη Βυζαντινή Περίοδο χρονολογούνται κατά πάσα πιθανότητα τρία νομίσματα τα οποία δεν μπορέσαμε να ταυτίσουμε λόγω της έντονης διάβρωσης που παρουσιάζουν6. Παρόλα αυτά, από μια σειρά διακριτών στοιχείων μπορούμε να συμπεράνουμε ότι είναι βυζαντινά. Το πρώτο (Α.Α. 196) φαίνεται να είναι χάλκινο και στον οπισθότυπό

2

του μόλις που διακρίνεται ένα Κ (Εικ. 2) σύμβολο αξίας, ενδεικτικό βυζαντινών νομισμάτων πολλών περιόδων μέχρι τουλάχιστον και τον 8ο αιώνα. Το δεύτερο είναι ένας ανώνυμος φόλλις (Α.Α. 197) με έντονα ίχνη διάβρωσης. Στον εμπροσθότυπο διακρίνεται με δυσκολία η προτομή κατά μέτωπον του Χριστού στον τύπο του Παντοκράτορα με φωτοστέφανο. Στον οπισθότυπο διακρίνονται γράμματα, λόγω της διάβρωσης όμως είναι δυσανάγνωστα. Συνήθως, οι ανώνυμοι φόλλεις αυτού του τύπου αναγράφουν +IhSyS XRISTyS bASIlEy΄ bASILΕ΄(Ιησούς Χριστός Βασιλεύς Βασιλέων). Το τρίτο πιθανό βυζαντινό νόμισμα (Α.Α. 198) ανήκει στην κατηγορία των τραχέων, με την κοιλόκυρτη μορφή. Λόγω της διάβρωσης σε καμία όψη δεν διακρίνεται κάτι. Τα νομίσματα αυτά καθιερώθηκαν επί Αλεξίου Α΄ Κομνηνού τον 11ο αιώνα και διατηρήθηκαν μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας. Η χρήση του χώρου κατά τη Βυζαντινή Περίοδο υποδηλώνεται και από τα πολλά θραύσματα βυζαντινής εφυαλωμένης κεραμικής που εντοπίστηκαν κυρίως κατά την ανασκαφή του περιβόλου7. Η ιστορία του Δισπηλιού κατά τη Βυζαντινή Περίοδο πρέπει να είναι παράλληλη και να συμβαδίζει με την ιστορία της Καστοριάς η οποία την εποχή εκείνη ήταν το οικονομικό και διοικητικό κέντρο της περιοχής. Συνεπώς, η παρουσία ευρημάτων από τη συγκεκριμένη περίοδο στο

3

Titus Livius 1922. Για βυζαντινά νομίσματα βλ. Grierson 2007 και Γαλάνη-Κρίκου, Τουράτσογλου & Τσούρτη 2000. 7 Ο περίβολος του Δισπηλιού είναι μια λίθινη κατασκευή η οποία διατρέχει περιμετρικά το έξαρμα του εδάφους («νησί») όπου διεξάγεται η ανασκαφή. Για τον περίβολο του Δισπηλιού βλ. Τουλούμης & Χατζητουλούσης 2002 και Σταυριδόπουλος & Σιάνος 2009. 5 6


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ Δισπηλιό δεν προκαλεί εντύπωση. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, η Καστοριά χτίστηκε από τον Ιουστινιανό (527-565 μ.Χ.) και υπήρξε σημαντικό επαρχιακό κέντρο της αυτοκρατορίας8. Σε όλη την περιοχή υπάρχουν βυζαντινές εκκλησίες, ενώ πολύ συχνά κατά τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών εντοπίζονται ευρήματα της Βυζαντινής Περιόδου. Στην ανασκαφή έχει βρεθεί επίσης και ένα νόμισμα της περιόδου της Φραγκοκρατίας (Α.Α. 199 - Εικ. 3). Συγκεκριμένα πρόκειται για ένα τορνέσιο (deniers tournois) του Πριγκιπάτου της Αχαΐας της περιόδου του Guillaume de Villeardouin, το οποίο κόπηκε στο νομισματοκοπείο της Γλαρέντζας ανάμεσα στο 12451278 (G. Schlumberger 1954: 313, pl. XII). Η Γλαρέντζα ήταν η πόλη-επίνειο της Ανδραβίδας, της πρωτεύουσας του Πρίγκιπατου της Αχαΐας. Χτίστηκε στη θέση της αρχαίας Κυλλήνης στο νομό Ηλείας. Το Πριγκιπάτο της Αχαΐας ήταν το μεγαλύτερο και το σημαντικότερο από τα φραγκικά κρατίδια του ελλαδικού χώρου. Ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλεαρδουίνος ήταν ίσως ο σημαντικότερος Φράγκος ηγεμόνας, διοίκησε το πριγκιπάτο από το 1246 μέχρι το 1278 και το κατέστησε το ισχυρότερο στην Ελλάδα. Το νόμισμα αυτό αποτελεί υπενθύμιση ενός ακόμη πολύ σημαντικού ιστορικού γεγονότος το οποίο σχετίζεται άμεσα με την περιοχή της Καστοριάς. Ο Γουλιέλμος αποφάσισε να επεκτείνει την εξουσία του και στη βόρεια Ελλάδα, γι’ αυτό το λόγο συμμάχησε με το Δεσποτάτο της Ηπείρου ενάντια στην αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η μεγάλη μάχη έλαβε χώρα στην πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά το 1259 και τελείωσε με τη νίκη της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου Β΄ Βιλεαρδουίνου. Μετά από αυτήν την καθοριστική μάχη το Πριγκιπάτο της Αχαΐας οδηγήθηκε στην παρακμή. Τα τορνέσια πήραν την ονομασία τους από την πόλη Tour της Γαλλίας, όπου κόπηκαν για πρώτη φορά στο νομισματοκο-

91

πείο του αβαείου του Saint Martin (Nikolaou, Stoyas & Fountouli 2008). Στη μια όψη συνήθως φέρουν έναν σταυρό και στην άλλη έναν πύργο (tours = πύργος), τα περισσότερα είναι κατασκευασμένα από ένα κράμα χαλκού και αργύρου. Αυτός ο τύπος νομισμάτων κυριάρχησε στην Ευρώπη κατά τον 13ο αιώνα. Στην Ελλάδα, την περίοδο της Φραγκοκρατίας, τα μικρά φραγκικά κρατίδια για περισσότερα από 100 χρόνια έκοψαν παρόμοια νομίσματα σε πολύ μεγάλες ποσότητες για να καλύψουν τις ανάγκες τους (Metcalf 1960). Η Οθωμανική Περίοδος αντιπροσωπεύεται στο Δισπηλιό με 10 νομίσματα9. Πριν προχωρήσω στην αναφορά μου σε αυτά, θα ήθελα να δώσω ορισμένες γενικές πληροφορίες ως προς τα νομίσματα αυτής της περιόδου. Καταρχήν τα περισσότερα οθωμανικά νομίσματα δεν αναγράφουν την αξία τους. Εξαίρεση αποτελούν τα νομίσματα της περιόδου του τέλους του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε, η αξία του νομίσματος γινόταν αντιληπτή από το βάρος και το μέγεθός του. Το βασικό νόμισμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν η λίρα, υποδιαίρεση αυτής τα γρόσια και υποδιαίρεση αυτών οι παράδες. Ακόμη μια σημαντική πληροφορία είναι πως μέχρι το 1757, την περίοδο της διακυβέρνησης του Μουσταφά Γ΄ (1757-1774), στα οθωμανικά νομίσματα δεν υπήρχε ένδειξη που να αποδίδει την ακριβή χρονολογία κοπής αλλά μόνο τον χρόνο ανάρρησης του εκάστοτε σουλτάνου στον θρόνο. Από το 1757 κι έπειτα προστέθηκε και δεύτερη ημερομηνία, των ετών που μεσολάβησαν από το έτος ανάρρησης. Για παράδειγμα, έχουμε ένα νόμισμα που χρονολογείται στο 20ο έτος της βασιλείας του Αβδούλ Μετζίτ. Αν λοιπόν η βασιλεία του Αβδούλ Μετζίτ ξεκίνησε το 1839, τότε το νόμισμα είναι του 1859, περίπου. Ο λόγος που υπολογίζεται η χρονολογία κατά προσέγγιση, και αυτό ισχύει για τις περισσότερες αντιστοιχήσεις ετών Εγίρας με χριστιανικά έτη, είναι γιατί

Προκόπιος 1913: 273. Την ταύτιση των οθωμανικών νομισμάτων καθώς και πληροφορίες για τη νομισματική της συγκεκριμένης περιόδου τις οφείλω σε προσωπική επαφή με τον Π. Γ. Κόκκα.

8 9


92

4α τα δύο ημερολόγια, το μουσουλμανικό και το χριστιανικό, δεν συμπίπτουν επακριβώς. Τελειώνοντας, να συμπληρώσω ότι στα οθωμανικά νομίσματα δεν απεικονίζονται ποτέ πρόσωπα και πάντοτε από τη μία όψη υπάρχει ο λεγόμενος τουράς. Ο τουράς στα νομίσματα είναι το καλλιγραφικό έμβλημα‑μονόγραμμα των Οθωμανών σουλτάνων και με βάση αυτό κυρίως γίνεται η ταύτισή τους. Το παλαιότερο οθωμανικό νόμισμα (Εικ. 4-1) που έχει βρεθεί στο Δισπηλιό είναι ένα ασημένιο των 10 παράδων (Α.Α. 200) της περιόδου του Μαχμούτ Α΄ (1730-1754) (DHMK Ölçer 1985.

10

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ 120310). Ο 18ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μεγάλη άνθηση του εμπορίου στα Βαλκάνια, ειδικά για τους ΄Έλληνες. Δημιουργείται ένα εμπορικό δίκτυο ανάμεσα στην κεντρική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία, το οποίο κατά ένα μεγάλο μέρος ελεγχόταν από τους ΄Έλληνες. Η συντεχνία των γουναράδων της Καστοριάς υφίσταται ήδη από τον 10ο αιώνα αλλά η μεγάλη ανάπτυξή της συντελείται κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, οπότε στην πόλη αλλά και στη Σιάτιστα και το Βογατσικό παρατηρείται μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίου. ΄Έναυσμα γι’ αυτήν την ανάπτυξη αποτέλεσαν οι τελωνειακές απαλλαγές και η άδεια που παραχώρησε ο Μεγάλος Πέτρος το 1730 στους ΄Έλληνες να εμπορεύονται σε όλη τη Ρωσία (Νταλέγκρ 2006: 222). Λίγο αργότερα, η Ρωσοτουρκική συνθήκη ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μετέβαλε ριζικά τις γεωπολιτικές συνθήκες στην Ευρώπη και ευνόησε την οικονομική ανάπτυξη των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Οι ΄Έλληνες, και ειδικά οι Καστοριανοί, αποκτούν τον έλεγχο του εμπορίου της γούνας στη Ρωσία, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά ένα μεγάλο μέρος στην κεντρική Ευρώπη. Οι Καστοριανοί διατηρούν γραφεία και καταστήματα από τη Σμύρνη ως το Κίεβο και από τη Βιέννη ως την Οδησσό. ΄Όσον αφορά το οθωμανικό κράτος, την περίοδο εκείνη διέρχεται συνεχόμενες κρίσεις και δυσκολίες. Η αυτοκρατορία δεν προλαβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης των ευρωπαϊκών μεγάλων κρατών και σταδιακά εξελίσσεται σε χώρα της περιφέρειας ευάλωτη, τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά (Κόκκας & Νικολάου 2005: 342).


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ Δύο νομίσματα της συλλογής χρονολογούνται στην περίοδο της βασιλείας του Σελίμ Γ΄(1789-1807). Το πρώτο (Α.Α. 205) είναι ένας ασημένιος παράς από το 8ο έτος της βασιλείας του και στη μια όψη αναγράφει Μισίρ δηλαδή Αίγυπτος (DHMK 2156) (Εικ. 4-2). Το Μισίρ κατά πάσα πιθανότητα σημαίνει ότι κόπηκε στο νομισματοκοπείο του Καΐρου, του δεύτερου σημαντικότερου μετά της Κωνσταντινούπολης. Να συμπληρώσω επίσης ότι την εποχή εκείνη όλοι οι παράδες ήταν ασημένιοι. Το άλλο (Α.Α. 206) είναι ακριβώς το ίδιο με μόνη διαφορά ότι κόπηκε κατά το 12ο έτος της βασιλείας του Σελίμ Γ΄ και στη μια όψη αναγράφει Ισλαμπόλ δηλαδή κόπηκε σε νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης (DHMK 2156) (Εικ. 4-3). Η βασιλεία του Σελίμ Γ΄ σημαδεύτηκε από τους καταστρεπτικούς για την αυτοκρατορία ρωσοτουρκικούς πολέμους των ετών 1787-1792 και 1806-1812 που ως αποτέλεσμα είχαν την υποτίμηση του οθωμανικού νομίσματος (Κόκκας & Νικολάου 2005: 342). Ο ίδιος ο Σελίμ Γ΄ είχε άδοξο τέλος, δολοφονήθηκε από στασιαστές σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την αυτοκρατορία και ως προς την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της αλλά και ως προς την οικονομία. Το επόμενο νόμισμα (Α.Α. 202) χρονολογείται στην περίοδο που κυβέρνησε ο Μαχμούτ Β΄ (1809-1839) ένας από τους σημαντικότερους σουλτάνους, ο οποίος θεωρήθηκε μεγάλος αναμορφωτής της αυτοκρατορίας. Είναι ένα νόμισμα των 20 παράδων (Εικ. 4-4) με μικρή περιεκτικότητα αργύρου που κόπηκε στην Κωνσταντινούπολη το 28ο έτος της βασιλείας του σουλτάνου (DHMK 3201). ΄Όπως αναφέρει ο Κόκκας, την περίοδο του Μαχμούτ Β΄ το οθωμανικό νόμισμα θα γνωρίσει τον μεγαλύτερο εξευτελισμό του παρόλες τις επανειλημμένες προσπάθειές του να το σταθεροποιήσει11. Επί Μαχμούτ Β΄ έλαβε χώρα και η Ελ 13 14 11 12

93

ληνική Επανάσταση του 1821 και στην ουσία δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος με τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων. ΄Έχουν βρεθεί επίσης και τρία νομίσματα της περιόδου του Αβδούλ Μετζίτ (18391861). Το ένα (Α.Α. 208) είναι ένα χάλκινο νόμισμα (Εικ. 4-5) των 40 παράδων που κόπηκε στο 20ό έτος της βασιλείας του σουλτάνου (DHMK 3168). Όπως με πληροφόρησε ο Π. Κόκκας, αυτό ήταν το μεγαλύτερο οθωμανικό χάλκινο νόμισμα και άρχισε να κόβεται το 1845-1846 μέχρι και το 186112. Το 1875 το οθωμανικό δημόσιο πτώχευσε και το 1880 κηρύχθηκαν άνευ αξίας όλα τα χάλκινα νομίσματα. ΄Έκτοτε, δεν κόπηκαν ξανά χάλκινα νομίσματα στην αυτοκρατορία εκτός από ένα νικέλινο, το 1910. Το άλλο νόμισμα (A.A. 203) της περιόδου του Αβδούλ Μετζίτ (Εικ. 4-6) είναι χάλκινο, αξίας 20 παράδων, χρονολογείται στο 5ο έτος της βασιλείας του σουλτάνου και κόπηκε στην Κωνσταντινούπολη (J.S. 3260)13. Ο Αβδούλ Μετζίτ ήταν ο τελευταίος σουλτάνος που έκανε νομισματική μεταρρύθμιση κατά το έκτο έτος της βασιλείας του. Το συγκεκριμένο νόμισμα είναι το τελευταίο παλαιάς κοπής. Το τρίτο νόμισμα είναι χάλκινο, αξίας 5 παράδων (Α.Α. 204), κόπηκε και αυτό σε νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης (Εικ. 4-7) και χρονολογείται στο 17ο έτος της βασιλείας του Αβδούλ Μετζίτ (DHMK 3201). Επί Αβδούλ Μετζίτ ξεκίνησε και το περίφημο Τανζιμάτ το οποίο συνεχίστηκε και επί Αβδούλ Αζίζ (1861-1876) και επί Μουράτ Ε΄ (1876). Το Τανζιμάτ14 ήταν μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις οποίες προέβη σταδιακά το οθωμανικό κράτος κατά τον 19ο αιώνα. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επέφεραν σημαντικές αλλαγές σε θέματα δημοσιονομικά αλλά και ως προς τη θέση των υπηκόων της αυτοκρατορίας. Υπήρξε δηλαδή ένας εξευρωπαϊσμός ορισμένων τομέων του δημοσίου και του στρατεύματος και μια γενικότερη φιλελευθεροποίηση, η οποία

Προσωπική επικοινωνία. Προσωπική επικοινωνία. Sultan 1977. Τανζιμάτ είναι αραβική λέξη και σημαίνει «αναδιοργάνωση».


94

4β ευνόησε ακόμη περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη των διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων που ζούσαν στην αυτοκρατορία περιλαμβανομένων και των Ελλήνων. ΄Άλλα τρία οθωμανικά νομίσματα που έχουν βρεθεί στο Δισπηλιό χρονολογούνται στην περίοδο του Αβδούλ Αζίζ (1861-1876). Το πρώτο (Α.Α. 201) είναι ένα χάλκινο νόμισμα (Εικ. 4-8) των 5 παράδων και κόπηκε σε νομισματοκοπείο της Κωνσταντινούπολης κατά το τέταρτο έτος της βασιλείας του σουλτάνου (DHMK 3365). Το δεύτερο (Α.Α. 209) είναι ίδιο ακριβώς με το προηγούμενο (Εικ. 4-9), συνεπώς παραπέμπω στον ίδιο αριθμό καταλόγου (DHMK 365). Το τελευταίο οθωμανικό νόμισμα της συλλογής (Α.Α. 207) χρονολογείται και αυτό στην περίοδο της βασιλείας του Αβδούλ Αζίζ (Εικ. 4-10). Είναι ένα χάλκινο νόμισμα των 10 παράδων που κόπηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του σουλτάνου (DHMK 3360). Το νόμισμα ήταν μια ειδική κοπή για την πρωτεύουσα, τελικά όμως κυκλοφόρησε ευρέως. Ο 19ος αιώνας διεθνώς παρά τις κρίσεις χαρακτηρίζεται από μια νομισματική σταθερότητα. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αυξάνεται ο μεταπρατικός ρόλος των αστικών κέντρων, όπως η Θεσσαλονίκη και η Σμύρνη, και ιδρύονται αντιπροσωπείες και καταστήματα ξέ-

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ νων εμπορικών οίκων και τραπεζών (Κόκκας & Νικολάου 2005: 343). Στο εσωτερικό αλλά και στο διεθνές εμπόριο της αυτοκρατορίας πρωτοστατούν οι εθνοτικές κοινότητες όπως οι εβραίοι, οι ΄Έλληνες και οι Αρμένιοι. Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχουν δύο νομίσματα της Οθωμανικής Περιόδου τα οποία δεν εκδόθηκαν από επίσημη αρχή, δηλαδή από το οθωμανικό κράτος αλλά, το πιθανότερο, από ελληνικές τοπικές κοινότητες της αυτοκρατορίας. ΄Όπως υποστηρίζει ο Ρουδομέτωφ (2000: 293), ο οποίος έχει μελετήσει παρόμοια νομίσματα στην ανατολική Μακεδονία, το γεγονός της ύπαρξης τοπικών νομισμάτων μέχρι σχετικά πρόσφατα ήταν άγνωστο. Τα ανεπίσημα αυτά υποκατάστατα χρημάτων χρησιμοποιήθηκαν για να καλύψουν άμεσες και καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Τον 19ο αιώνα η αγροτική παραγωγή στην αυτοκρατορία περιοριζόταν σε μονοκαλλιέργειες προϊόντων, οι οποίες προοριζόταν για το εξωτερικό. Τα αγροτικά προϊόντα παράγονταν σε μεγάλα τσιφλίκια στο εσωτερικό, στα οποία επικρατούσε η ανταλλακτική συναλλαγή, με συνέπεια να περιοριστεί η κυκλοφορία νομισμάτων. Το 1864 επί Αβδούλ Μετζίτ, διακόπηκε η κοπή ορειχάλκινων νομισμάτων, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στις καθημερινές συναλλαγές, ιδιαιτέρως στην ύπαιθρο (Κόκκας & Νικολάου 2005: 344). Το 1880, όπως ήδη ανέφερα, το χρεοκοπημένο οθωμανικό δημόσιο απέσυρε όλα τα χάλκινα νομίσματα. Συνέπεια της έλλειψης χάλκινων ψηλών νομισμάτων ήταν να δημιουργηθεί σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας για τις καθημερινές ανάγκες και συναλλαγές των ανθρώπων. Η έλλειψη αυτή είχε αντίκτυπο στο εμπόριο και γενικότερα στην οικονομία πολλών κοινοτήτων της αυτοκρατορίας, κυρίως όμως δημιούργησε προβλήματα στις εκκλησίες (Ρουδομέτωφ 2000: 294). Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν οργανωμένες σε ενορίες, το πνευματικό και διοικητικό κέντρο των οποίων ήταν η εκ-


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ κλησία. Χωρίς νομίσματα μικρής αξίας οι εκκλησίες είχαν πρόβλημα εσόδων. Οι Δημογεροντίες και οι εκκλησιαστικές επιτροπές, για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ρευστότητας που προέκυψε στις καθημερινές συναλλαγές ενδοκοινοτικά αλλά και διακοινωτικά, προέβησαν στην έκδοση μικρής αξίας τοπικών νομισμάτων. Η διάθεσή τους γινόταν στους κατοίκους μέσω των εκκλησιαστικών ταμείων και η κυκλοφορία τους περιοριζόταν εντός κοινότητας και σε σπάνιες περιπτώσεις σε γειτονικούς οικισμούς. ΄Όπως αναφέρει ο Ρουδομέτωφ (2000: 296), τα υλικά που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή τους μπορούσαν να είναι χαρτόνι ή στρογγυλοί μεταλλικοί δίσκοι πάνω στα οποία τύπωναν το όνομα της εκκλησίας του χωριού ή την αξία του νομίσματος. Επίσης, χρησιμοποιούσαν και αποσυρμένα οθωμανικά νομίσματα τα οποία αγόραζαν στην τιμή του μετάλλου και τα επεσήμαναν, δηλαδή τα σφράγιζαν αποτυπώνοντας ανάγλυφα τα αρχικά της εκκλησίας και του χωριού, συνήθως με ένα σταυρό στη μέση. Στο Δισπηλιό έχουν βρεθεί δύο νομίσματα που κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, αν και δεν μπόρεσα να εντοπίσω κάποια πληροφορία που να επιβεβαιώνει την κυκλοφορία τοπικών νομισμάτων στην περιοχή. ΄Ένα στοιχείο όμως που συνηγορεί σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι τα νομίσματα αυτά φέρουν ορισμένες ομοιότητες με δύο τοπικά νομίσματα από τα Λιμενάρια της Θάσου που έχει δημοσιεύσει ο Ρουδομέτωφ. Το ένα νόμισμα από τα Λιμενάρια, σύμφωνα πάντα με τον Ρουδομέτωφ (2000: 299), έχει διάμετρο 13 περίπου χιλιοστά και στη μια όψη έχει ένα παλιό μεσαιωνικό ιστιοφόρο που πλέει προς τα αριστερά με τρεις ιστούς που στην κορυφή φέρουν τριγωνικές σημαίες. Περιμετρικά έχει την επιγραφή PLUS ULTRA και ο γύρος του είναι γραμμωτός. Στην άλλη πλευρά εικονίζεται ο ουρανός με ανατέλλοντα ήλιο που ρίχνει τις ακτίνες του στ’ αστέρια και στη νέα σελήνη. Η παράσταση περικλείεται από κοκκιδωτό γύρο και περιμετρικά έχει την επιγραφή I. C.

95

GERNER* RECH. PFEN*. Το νόμισμα του Δισπηλιού (Α.Α. 211) είναι πολύ διαβρωμένο (Εικ. 5-1) και στις δύο όψεις, έχει όμως την ίδια ακριβώς διάμετρο με το νόμισμα από τα Λιμενάρια. Επίσης, στη μία όψη του μπορούμε να διακρίνουμε με δυσκολία ένα ιστιοφόρο με τρεις ιστούς που πλέει προς τα αριστερά, δεν φαίνεται όμως καμία επιγραφή. Η άλλη όψη είναι ακόμη περισσότερο διαβρωμένη, φαίνεται όμως με πολλή δυσκολία ένας ανατέλλων ήλιος και ένα αστέρι τα οποία περικλείονται από κοκκιδωτό γύρο. Είναι αδύνατον λόγω της κατάστασης του νομίσματος του Δισπηλιού να πούμε με βεβαιότητα αν πρόκειται για το ίδιο νόμισμα, παρόλο που οι ομοιότητες είναι εμφανείς. Το δεύτερο νόμισμα από τα Λιμενάρια, που δημοσίευσε ο Ρουδωμέτωφ (2000: 300), έχει διάμετρο 18-19 χιλιοστά και στη μία όψη έχει στο κέντρο ένα ιστιοφόρο, με μικρές διαφορές από αυτό του άλλου νομίσματος. Περιμετρικά υπάρχει η ίδια επιγραφή PLUS ULTRA και στη βάση τα αρχικά L.S.L. Στην άλλη όψη απεικονίζεται ένας ήλιος με ανθρώπινο πρόσωπο, η σελήνη, τα άστρα και η επιγραφή IOHANN. CONRAD. KUNSTMANN*. Το νόμισμα του Δισπηλιού (Α.Α. 210) έχει ακριβώς την ίδια διάμετρο, αλλά η μία όψη του είναι τελείως διαφορετική (Εικ. 5-2). Στο κέντρο του νομίσματος φαίνεται ένα οικόσημο που στο κέντρο του έχει μια σφαίρα με ορισμένα σχέδια. Περιμετρικά του οικόσημου υπάρχει επιγραφή στα γερμανικά EWIG*GOTTIS*REICH και μετά υπάρχει ακόμη μία δυσδιάκριτη λέξη. Η φράση είναι θρησκευτική, η πρώτη λέξη σημαίνει «αιωνία», η δεύτερη «Θεού» και η τρίτη «βασιλεία», «αιωνία η βασιλεία του Θεού» θα μπορούσε να αποδοθεί. Η άλλη όψη φέρει πολλές ομοιότητες με το νόμισμα από τα Λιμενάρια, στο κέντρο του απεικονίζεται το ίδιο θέμα με ορισμένες διαφορές. Υπάρχει ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα, απλώς είναι λίγο διαφορετικά σχεδιασμένα και σε ελαφρώς διαφορετική θέση. Επιπλέον, στο νόμισμα από τα Λιμενάρια η παράσταση περιβάλλεται από γραμμωτό κύκλο και γύρω από αυτόν υπάρχει επι-


96

γραφή, ο γύρος είναι και αυτός γραμμωτός. Στο νόμισμα του Δισπηλιού γύρω από την παράσταση υπάρχει η επιγραφή χωρίς κύκλο, ενώ και σε αυτό υπάρχει γραμμωτός γύρος. H επιγραφή είναι διαφορετική, διακρίνονται ορισμένα γράμματα αλλά δεν είναι ευδιάκριτες λέξεις. Τέλος και τα δύο νομίσματα φέρουν οπή. δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν κάποια στιγμή και ως κοσμήματα. Ο Ρουδομέτωφ δεν αποκλείει το ενδεχόμενο το νόμισμα αυτό να είχε κυκλοφορήσει από τη γερμανική μεταλλευτική εταιρεία Fr. Speidel που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή, για τις πληρωμές των υπαλλήλων της σε μικρής αξίας νομίσματα. Αυτό ίσως εξηγεί και τον λόγο που οι μάρκες αυτές ήταν γερμανικές. Το ερώτημα είναι πώς βρέθηκαν στο Δισπηλιό γερμανικές μάρκες. Σύμφωνα με πληροφορία που μου έδωσε ο Κόκκας, την περίοδο 1880-1912 εταιρείες από τη Θεσσαλονίκη αλλά και από άλλες πόλεις αγόραζαν από τη Γερμανία μάρκες που συνήθως είχαν θρησκευτικές αναφορές. Οι εταιρείες τις χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατο νομίσματος για εσωτερική χρήση. ΄Έδιναν, για παράδειγμα, τα νομίσματα αυτά ως ρέστα με τα οποία στη συνέχεια οι πελάτες μπορούσαν να αγοράσουν κάτι άλλο από την επιχείρηση. Δεν αποκλείεται τα νομίσματα αυτά να μεταφέρθηκαν στο Δισπηλιό από κάποιον/α που επισκέφτηκε μία από αυτές τις επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη. ΄Όπως επίσης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο στο Δισπηλιό ή σε κάποιο γειτονικό οικισμό να είχε εφαρμοστεί αυτό το σύστημα τοπικής μικροοικονομίας. Krause & Mishler 1972.

15

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ Να συνεχίσω με δύο αυστριακά νομίσματα του 1816 τα οποία βρέθηκαν σχετικά κοντά το ένα με το άλλο. Το πρώτο (Εικ. 6-1) είναι 1 KREUZER (Α.Α. 1), χάλκινο, το οποίο κόπηκε σε νομισματοκοπείο της Βιέννης (Κ.Μ. 211315). Το δεύτερο (Εικ. 6-2) είναι ένα χάλκινο ½ KREUZER (A.A. 2) που και αυτό επίσης κόπηκε σε νομισματοκοπείο της Βιέννης (Κ.Μ. 2110). Τα KREUZER ήταν αυστριακά νομίσματα υποδιαίρεση του FLORIN (1 FLORIN= 100 KREUZER). Στον εμπροσθότυπο και των δύο νομισμάτων υπάρχει ο θυρεός του βασιλείου της Αυστρίας με τον γνωστό δικέφαλο αετό. Περιμετρικά αυτών υπάρχει η επιγραφή K•K•OESTERREICHISCHE SCHEIDEMÜNZE η οποία σημαίνει αυστριακό ψιλό νόμισμα. Στον οπισθότυπο, στο κέντρο του αναγράφεται η αξία του νομίσματος, το έτος κοπής, ένα φυτικό σχέδιο και κάτω από αυτό το γράμμα Α, το οποίο συμβολίζει το νομισματοκοπείο της Βιέννης. Τα νομίσματα αυτά κόπηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φραγκίσκου Α΄ της Αυστρίας, ιδρυτή της αυτοκρατορίας της Αυστρίας (1804). Ο Φραγκίσκος για ένα διάστημα έφερε δύο αυτοκρατορικούς τίτλους, ήταν και ο τελευταίος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με τον τίτλο Φραγκίσκος Β΄, η οποία καταλύθηκε από τον Ναπολέοντα μετά τη μάχη του Αούστερλιτς το 1805. Τα νομίσματα αυτά είναι πολύ συνηθισμένα για τον ελλαδικό χώρο και ειδικά για τη Μακεδονία. Αναφέρθηκα ήδη στην οικονομική άνθηση πολλών ελληνικών κοινοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τους 18ο και 19ο αιώνα. Η Βιέννη την εποχή εκείνη ήταν το οικονομικό και εμπορικό κέντρο της Ευρώπης και το FLORIN ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα. Είναι γνωστό ότι ΄Έλληνες κυρατζήδες και πλοιοκτήτες εμπορεύονταν εκτός από τα Βαλκάνια, τη Ρωσία και τη Μαύρη Θάλασσα και σε όλη τη Μεσόγειο και την κεντρική Ευρώπη. Οι έμποροι αυτοί πρώτοι θα εισάγουν αυτά τα νομίσματα στην Ελλάδα στα τέλη του 18ου αιώνα και η κυκλοφορία τους


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ θα συνεχιστεί στον ελλαδικό χώρο μέχρι και τη διάλυση της Αυστροουγγαρίας. Εκτός όμως από τα αυθεντικά αυστριακά νομίσματα, έχει βρεθεί και μια μπρούτζινη απομίμηση χρυσού νομίσματος, που εξαρχής δεν κατασκευάστηκε ως πλαστό με σκοπό να εξαπατήσει αλλά περισσότερο ως ενθύμιο ή κόσμημα. Παρά το μηδενικό της αξίας του την εποχή εκείνη, εκτός ίσως από την ανταλλακτική του ως κοσμήματος, δεν παύει να είναι φορέας ιστορικών πληροφοριών. Πρόκειται για μια απομίμηση ενός αυστριακού νομίσματος 4 δουκάτων του 1904 του Φραγκίσκου Ιωσήφ Ι (Εικ. 7). Στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται δαφνοστεφανωμένος ο βασιλιάς που κοιτάει προς τα δεξιά. Περιμετρικά, υπάρχει η επιγραφή FRANC•IOS•I•D•G•AVSTRIAE•IMPERA TOR, το νόμισμα φέρει κοκκιδωτό γύρο. Η απομίμηση που βρέθηκε στο Δισπηλιό από αυτή την όψη μακροσκοπικά φαίνεται ίδια. Στην άλλη όψη, το αυθεντικό νόμισμα απεικονίζει στο κέντρο τον θυρεό της Αυστρίας να περιβάλλεται από δικέφαλο αετό που φοράει στέμμα, στο αριστερό του χέρι κρατάει το σπαθί και στο δεξί του τον κόσμο. Ακριβώς κάτω από την παράσταση υπάρχει ο αριθμός 4, η αξία του νομίσματος. Περιμετρικά της παράστασης υπάρχει η επιγραφή HUNGAR•BOHEM•GAL•LOD•ILL•REX•A •A•1904, που, αν διαβαστεί μαζί με την επιγραφή του εμπροσθότυπου γράφει Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ Αυτοκράτορας της Αυστρίας και στον οπισθότυπο Ουγγαρίας, Βοημίας, Γαλίκιας και Λοδομερίας —περιοχές που σήμερα βρίσκονται μεταξύ Πολωνίας και Ουκρανίας—, Ιλλυρίας, Βασιλιάς, Αρχιδούκας της Αυστρίας (τα δύο Α πριν τη χρονολογία). Στην απομίμηση, σε αυτήν την όψη, ενώ φέρει ακριβώς την ίδια παράσταση, η επιγραφή φαίνεται να έχει ορισμένα λάθη. Συγκεκριμένα, αντί για HUNGAR γράφει NUGAL και αντί για BOHEM υπάρχει ένας αναγραμματισμός και γράφει BEOHM. Στη συνέχεια 16

97

αντί για GAL γράφει LIE και μετά υπάρχει κανονικά η αξία του νομίσματος, ο αριθμός 4. Μετά τον αριθμό, στο σημείο που το αυθεντικό γράφει LOD, η απομίμηση είναι χτυπημένη και μικρό τμήμα του μετάλλου έχει διπλώσει, με συνέπεια να μην διακρίνεται τι γράφει. ΄Ίδιο παραμένει και το ILL αλλά στη συνέχεια μετά αντί για REX υπάρχει άλλος ένας αναγραμματισμός και γράφει ERX. Τελειώνοντας την περιγραφή να προσθέσω ότι το νόμισμα του Δισπηλιού φέρει επιμελώς κατασκευασμένη οπή ανάρτησης. Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ υπήρξε αυτοκράτορας της Αυστρίας και βασιλιάς της Ουγγαρίας όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πέθανε το 1916 σε βαθιά γεράματα. Κυβέρνησε την αυτοκρατορία σε δύσκολες στιγμές, ενώ στην Ευρώπη μαίνονταν πολλές εθνικές αλλά και εθνοτικές συγκρούσεις. Μία από τις συνέπειες του πρώτου πολέμου ήταν η κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας. Η απομίμηση του νομίσματος που βρέθηκε στο Δισπηλιό πρέπει να κόπηκε για τις ανάγκες των φτωχότερων τάξεων οι οποίες δεν θα έβλεπαν ούτε και θα έπιαναν ποτέ στα χέρια τους το αυθεντικό. Η επιμελημένη οπή δείχνει ότι το πιθανότερο είναι να χρησιμοποιήθηκε ως κόσμημα. Να επιστρέψω στον 19ο και να ολοκληρώσω με αυτόν τον αιώνα με δύο ελληνικά νομίσματα. Το ένα χρονολογείται στην περίοδο του ΄Όθωνα (Α.Α. 3) και είναι ένα χάλκινο νόμισμα (Εικ. 8-1) των 10 λεπτών που κόπηκε στην Αθήνα το 1846 (H.C. 8016). Και

Hellas Coins: Νομίσματα της Νεότερης Ελλάδας, Τάκης Καρατζάς (επιμ.) (2007), A. Karamitsos.


98

οι δύο όψεις του νομίσματος είναι πολύ διαβρωμένες και μόνο με μικροσκόπιο διακρίνονται ορισμένα στοιχεία. 7 Στον εμπροσθότυπο εμφανίζεται ο ελληνικός θυρεός με την επιγραφή περιμετρικά ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και στον οπισθότυπο μέσα σε δάφνινο στεφάνι η ονομαστική αξία και το έτος κοπής. Συνολικά κόπηκαν 1.274.078 νομίσματα των 10 λεπτών εκείνη τη χρονιά και την παρουσία του στο Δισπηλιό θα τη χαρακτήριζα αναμενόμενη. Οι σχέσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με τους ΄Έλληνες που κατοικούσαν στις υπόλοιπες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν στενές. Η μακρινή, για πολλές περιοχές όπως η Καστοριά, Αθήνα, έγινε σημείο αναφοράς για όλους τους ΄Έλληνες, προορισμός για τους οικονομικά επιφανείς και τους διανοούμενους και η πρώτη ανεξάρτητη ελληνική γη. Το δεύτερο νόμισμα είναι από χαλκονίκελ (Α.Α. 4), αξίας 20 λεπτών (Εικ. 8-2) κόπηκε σε νομισματοκοπείο του Παρισιού το 1894 σε 4.751.992 κομμάτια (H.C. 143). Στην εμπρός όψη, στο κέντρο, έχει το στέμμα, ακριβώς από κάτω το όνομα του χαράκτη A. Borrel, περιμετρικά αναγράφει ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και φέρει κοκκιδωτό γύρο. Στην πίσω όψη, αναγράφεται η ονομαστική αξία μέσα σε στεφάνι ελιάς. Το νόμισμα αυτό κόπηκε επί Γεωργίου Α΄, ο οποίος διαδέχτηκε τον ΄Όθωνα στον θρόνο το 1863. Του ανατέθηκε η βασιλεία με τη στήριξη κυρίως της Μεγάλης Βρετανίας και ήταν ο πρώτος της δανέζικης οικογένειας Γκλύξμπουργκ που κυβέρνησαν την Ελλάδα μέχρι την επίσημη κατάργηση της βασιλείας το 1974. Ο Γεώργιος Α΄ κυβέρνησε την Ελλάδα για 50 χρόνια μέχρι τη δολοφονία του, το 1913, στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του απελευθερώθηκε η Μακεδονία και η χώρα δι-

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ πλασίασε την έκτασή της.

ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Τα νομίσματα του 20ού αιώνα αποτελούν την πλειοψηφία στη μικρή συλλογή του Δισπηλιού. Τα περισσότερα χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του αιώνα και είναι νομίσματα γνωστά τα οποία βρίσκονταν σε χρήση μέχρι σχετικά πρόσφατα. Η αναφορά μου θα γίνει με χρονολογική σειρά περιλαμβάνοντας στο τέλος και λίγα νομίσματα ξένων κρατών που έχουν βρεθεί στην ανασκαφή. Το πρώτο από αυτά του 20ού αιώνα είναι ένα χαλκονικέλινο νόμισμα των 5 λεπτών (Α.Α. 5) που κόπηκε στο Παρίσι το 1912 (H.C. 131). Το νόμισμα φέρει οπή στη μέση και στον εμπροσθότυπο απεικονίζεται το στέμμα, η επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και το έτος κοπής (Εικ. 9-1). Στον οπισθότυπο απεικονίζεται η γλαύκα επάνω σε ένα πεσμένο αμφορέα δίπλα σε ένα κλαδί ελιάς. Το θέμα είναι εμπνευσμένο από την αρχαιότητα και συγκεκριμένα από το αθηναϊκό τετράδραχμο του 2ου π.Χ. αιώνα. Επίσης, αναγράφεται η αξία του νομίσματος και το όνομα του χαράκτη Charles Pillet. Τα θέματα από την αρχαιότητα κυριαρχούν στα ελληνικά νομίσματα από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήμερα. Το νόμισμα αποτελεί ένα πολύ καλό μέσο προπαγάνδας αλλά και φορέα μηνυμάτων. Η ελληνική αρχαιότητα ως γνωστόν αποτέλεσε βασικό νομιμοποιητικό παράγοντα του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Το νόμισμα αυτό παραπέμπει σε μια πολύ σημαντική χρονολογία για την ιστορία της Καστοριάς, της Μακεδονίας αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. Το 1912, μετά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, η Μακεδονία προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος. Το νόμισμα αυτό σηματοδοτεί τη μετάβαση από την Οθωμανική Περίοδο σε μια νέα εποχή ως επαρχία του ελληνικού κράτους. Στη δεκαετία του ’20 διαδραματίστηκαν σημαντικά και επώδυνα για την Ελλάδα γεγονότα με κυρίαρχο τη Μικρασιατική Κατα-


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

στροφή, το 1922, και την Ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε. Στον νομό Καστοριάς εγκαταστάθηκαν αρκετοί πρόσφυγες κυρίως από τον Πόντο. Από τη δεκαετία αυτή έχουν βρεθεί ένα νόμισμα των 20 λεπτών (Α.Α. 11, H.C. 170, Εικ. 9-2), δύο των 50 λεπτών (Α.Α. 9-10, H.C. 171, Εικ. 9-3) και 1 δραχμή (Α.Α. 11, H.C. 173, Εικ. 9-4). Τα τρία νομίσματα είναι χαλκονικέλινα, σχεδόν όμοια και κόπηκαν το 1926 στη Βιέννη. Στη εμπρός όψη εικονίζεται το κεφάλι της Αθηνάς και στην άλλη, στο κέντρο, αναγράφεται η αξία του κάθε νομίσματος και περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και το έτος κοπής. Η σειρά αυτή κόπηκε αμέσως μετά την ανατροπή της δικτατορίας του Παγκάλου και την αποκατάσταση της δημοκρατίας με την εκλογική νίκη του Βενιζέλου. Το θέμα είναι εμπνευσμένο και πάλι από την αρχαιότητα. Από τη δεκαετία του ’30 έχει βρεθεί μόνο ένα νόμισμα των 5 δραχμών (Α.Α. 13) που κόπηκε το 1930 στο Λονδίνο (H.C. 177). Το νόμισμα αυτό είναι νικέλινο και κόπηκε μαζί με μερικά άλλα (10 και 20 δραχμών) σε εκδήλωση τιμής για τα 100 χρόνια από την κυκλοφορία των καποδιστριακών νομισμάτων. Φέρουν λοιπόν στη μία όψη τον Φοίνικα, όπως και το πρώτο νόμισμα του ελληνικού κράτους, και στην άλλη την αξία του νομίσματος που περιβάλλεται από κλαδί ελιάς (Εικ. 9-5). Τα επόμενα χρόνια συνέβησαν μια σειρά από γεγονότα τα οποία στιγμάτισαν την ιστορία της χώρας για ολόκληρο τον 20ό αιώνα. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου του Ιωάννη Μεταξά, το 1936-1940, ο Δεύτερος

99

Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1944) και στη συνέχεια ο Εμφύλιος Πόλεμος (1946-1949), εκτός από το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, στην κυριολεξία κατέστρεψαν όλες τις υποδομές της χώρας, την αγροτική παραγωγή και τη βιομηχανία με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η ελληνική οικονομία στην κατάρρευση. Η περιοχή της Καστοριάς συγκεκριμένα βίωσε με πολύ σκληρό τρόπο και την Κατοχή αλλά ιδιαιτέρως τον Εμφύλιο, του οποίου ο επίλογος γράφτηκε στα βουνά της. Στο «Νησί» εδώ, όπου σήμερα διεξάγεται η ανασκαφή κατά τη διάρκεια των εχθροπραξιών του Εμφυλίου, είχε στρατοπεδεύσει ο στρατός, ενώ μαρτυρείται και μια μάχη. Η χώρα, για πολλά χρόνια μετά τους πολέμους, λόγω της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης δεν είχε καταφέρει να κόψει νόμισμα, κάτι που έγινε το 1954. Το 1954 λοιπόν, επί βασιλείας του Παύλου, κόπηκαν τα πρώτα μετακατοχικά κέρματα σε μια περίοδο που η Ελλάδα μετά από δύο πολέμους προσπαθούσε να ανακάμψει σε μια δύσκολη διεθνή συγκύρια με τον Ψυχρό Πόλεμο να μαίνεται. Η ελληνική ύπαιθρος είχε ερημώσει από τους πολέμους, την αναγκαστική μετεγκατάσταση των λεγόμενων «ανταρτόπληκτων», την εσωτερική μετανάστευση και τους χιλιάδες που διέφυγαν με τον Δημοκρατικό Στρατό στις σοσιαλιστικές χώρες. Στον νομό Καστοριάς πολλά χωριά είτε καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου είτε εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Κάτω από αυτές τις δύσκολες για τη χώρα συνθήκες κόπηκε μια νέα πλήρης σειρά νομισμάτων. Στο Δισπηλιό, με έτος κοπής το 1954, έχουν βρεθεί 3 νομίσματα των 5 λεπτών (Α.Α. 19, 21, 32-H.C. 183, Εικ. 9-6), 1 των 10 λεπτών (Α.Α. 17-H.C. 184, Εικ. 9-7), 3 των 20 λεπτών (Α.Α. 20, 25, 31-H.C. 186, Εικ. 9-8), 9 των 50 λεπτών (Α.Α 15, 16, 22, 23, 26, 27, 29, 35, 39H.C. 188, Εικ. 9-9), 6 της 1 δραχμής (Α.Α. 24, 28, 37, 38, 40, 41-H.C. 193, Εικ. 9-10), 3 των 2 δραχμών (Α.Α. 33, 34, 36-H.C. 197, Εικ. 9-11) και 3 των 5 δραχμών (Α.Α. 18, 30, 42H.C. 201). Εικ. 9-11).


100

9α Τα νομίσματα των 5, 10 και 20 λεπτών ήταν κατασκευασμένα από αλουμίνιο και έφεραν οπή στο κέντρο. Στον εμπροσθότυπο και τα τρία απεικόνιζαν ένα δάφνινο στεφάνι με το στέμμα και περιμετρικά ανέγραφαν ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ και το έτος κοπής. Στον οπισθότυπο, το νόμισμα των 5 λεπτών απεικόνιζε δύο στάχυα, των 10 λεπτών ένα τσαμπί σταφύλι και των 20 λεπτών ένα κλαδί ελιάς. Τα υπόλοιπα νομίσματα των 50 λεπτών, της 1 δραχμής και των 5 και 10 δραχμών ήταν χαλκονικέλινα και στον εμπροσθότυπο απεικόνιζαν την κεφαλή του Παύλου με την επιγρα-

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ φή περιμετρικά ΠΑΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ και το έτος κοπής. Στον οπισθότυπο απεικόνιζαν τον ελληνικό βασιλικό θυρεό και τους Ηρακλείς του Θρόνου καθώς και την αξία των νομισμάτων. Περιμετρικά έφεραν τη συνήθη επιγραφή ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ. Το 1957 κόπηκαν ξανά τα νομίσματα των 50 λεπτών καθώς και των 1 και 2 δραχμών. Τα νομίσματα αυτά ήταν ακριβώς τα ίδια με τα αντίστοιχα του 1954, στο Δισπηλιό έχουν βρεθεί 4 των 2 δραχμών (Α.Α. 43, 44, 47, 48-H.C. 198, Εικ. 9-12) και 2 των 50 λεπτών (Α.Α. 45-46-H.C 189). Το 1959 πραγματοποιήθηκε συμπληρωματική κοπή των νομισμάτων των 10, 20 και 50 λεπτών και των 1 και 2 δραχμών. Στην ανασκαφή με έτος κοπής το 1959 έχουν βρεθεί 1 νόμισμα των 2 δραχμών (Α.Α. 51-H.C. 199) και ένα νόμισμα των 20 λεπτών (Α.Α. 52-H.C. 187). Την ίδια χρονιά κόπηκε για πρώτη φορά το νικέλινο νόμισμα των 10 δραχμών το οποίο και στις δύο όψεις ήταν σχεδόν ίδιο με τα νομίσματα των 50 λεπτών και των 1, 2 και 5 δραχμών. ΄Έχουν βρεθεί δύο τέτοια νομίσματα (Α.Α. 4950, H.C. 202, Εικ. 9-13). Το 1962 επαναλήφθηκε η κοπή νομισμάτων που ήταν ήδη σε κυκλοφορία, από τη χρονιά εκείνη έχουμε 6 νομίσματα των 50 λεπτών (Α.Α. 53, 54, 55, 57, 60, 61-H.C. 191) και 4 της 1 δραχμής (A.A. 56, 58, 59, 62-H.C. 196). Το 1964 ανέρχεται στον θρόνο ο Κωνσταντίνος Β΄ μετά τον θάνατο του πατέρα του, Παύλου. Η δεκαετία του ’60 χαρακτηρίζεται από έντονες κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις και συγκρούσεις. Η χώρα άρχισε σταδιακά να εκδημοκρατίζεται κάτω από δύσκολες


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ συνθήκες με το παλάτι, το παρακράτος και το στρατό να παρεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα και τις πληγές του Εμφυλίου ακόμη νωπές. Τη χρονιά αυτή, όσα νομίσματα κόπηκαν ήταν ίδια με αυτά της προηγούμενης περιόδου, του Παύλου. Από το 1964 έχουν βρεθεί 4 νομίσματα των 10 λεπτών (Α.Α. 63-66H.C. 206, Εικ. 9-14). Τα πρώτα νομίσματα με το πορτρέτο του Κωνσταντίνου κόπηκαν και κυκλοφόρησαν το 1966, ακολουθούν το ίδιο πρότυπο με τα αντίστοιχα του Παύλου, είναι όμως σχεδιασμένα με περισσότερες λεπτομέρειες και χρησιμοποιήθηκαν γι’ αυτά βυζαντινοί χαρακτήρες. Η ανάρρηση στον θρόνο της Ελλάδας ενός «Κωνσταντίνου» έφερε ξανά στο προσκήνιο μεγαλοϊδεατικά απωθημένα και εθνικιστική προπαγάνδα. Μετά τον Κωνσταντίνο Β΄ Παλαιολόγο, ο νέος Κωνσταντίνος 13ος θα απελευθέρωνε την Πόλη και θα λειτουργούσε στην Αγιά Σοφιά. Από το έτος 1966 έχουν βρεθεί 6 νομίσματα των 50 λεπτών (Α.Α. 67, 68, 73, 73, 76, 78-H.C. 216, Εικ. 9-15), 4 της 1 δραχμής (Α.Α. 69, 70, 71, 74-H.C. 220, Εικ. 9-16) και 2 των 5 δραχμών (Α.Α. 75, 77-H.C. 230). Με το ίδιο ακριβώς θέμα όπως και τα προηγούμενα του 1966 κόπηκε και το νόμισμα των 10 δραχμών το 1968. Στο Δισπηλιό έχουν βρεθεί 9 τέτοια νομίσματα (Α.Α. 83-91-H.C. 234, Εικ. 9-17). Τέλος, συμπληρωματικά το 1969 κόπηκε νόμισμα των 10 λεπτών ακριβώς το ίδιο με αυτά του 1964 και του 1966. ΄Έχει βρεθεί 1 νόμισμα σαν αυτό (Α.Α. 92-H.C. 208). Το 1967 επιβάλλεται στην Ελλάδα δικτατορία η οποία θα διαρκέσει μέχρι το 1974. Ο Κωνσταντίνος αρχικά συναινεί στην εγκαθίδρυση στρατιωτικού νόμου λίγο αργότερα όμως προβαίνει σε δικό του κίνημα ενάντια στη Χούντα. Το αποτέλεσμα ήταν να αποτύχει και να διαφύγει στο εξωτερικό (Δεκέμβριος 1967). Παρέμεινε τυπικά βασιλιάς της Ελλάδας μέχρι το 1973 οπότε διενεργήθηκε το γνωστό δημοψήφισμα από τη Χούντα που κατάργησε τη βασιλεία. Παραθέτω αυτές τις γνωστές στους περισσότερους ιστορικές πληροφορίες γιατί σχετίζονται και με τα νομίσματα. Το 1970 τα ελληνικά νομίσματα

101

παύουν να φέρουν το βασιλικό θυρεό. Παρόλα αυτά η δικτατορία συνέχισε να κόβει νομίσματα που έφεραν την κεφαλή του Κωνσταντίνου μέχρι το 1973. Από το 1971 μέχρι και την πτώση της δικτατορίας τη θέση του θυρεού αντικατέστησε ο φοίνικας της «επανάστασης». Στην ανασκαφή έχουν βρεθεί δύο νομίσματα του 1970, 1 της 1 δραχμής (Α.Α. 93-H.C. 222) και 1 των 2 δραχμών (Α.Α. 94-H.C. 227). Τα νομίσματα αυτά είναι της προηγούμενης κοπής και φέρουν το κεφάλι του Κωνσταντίνου στη μία όψη και τον βασιλικό θυρεό στην άλλη. Τα νομίσματα του 1973 σηματοδοτούν μια αλλαγή. Πρόκειται για 1 δραχμή (Α.Α. 95-H.C. 223, Eικ. 9-18), 1 των 50 λεπτών (A.A. 96-H.C. 218) και 1 των 10 δραχμών (A.A. 97-H.C. 235, Εικ. 9-19). Τα τρία νομίσματα έχουν το ίδιο ακριβώς θέμα και διαφέρουν μόνο ως προς το μέγεθος. Στον εμπροσθότυπο απεικονίζουν την κεφαλή του Κωνσταντίνου με την επιγραφή περιμετρικά ΚΩΝCΤΑΝΤΙΝΟC ΒΑCΙΛΕΥC ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ και το έτος κοπής. Στον οπισθότυπο απεικονίζεται ο φοίνικας, στο κέντρο του βρίσκεται ένας στρατιώτης και από κάτω υπάρχει η επιγραφή 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967. Περιμετρικά αυτής της όψης, παρά το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος έχει φύγει από την Ελλάδα, αναγράφεται ακόμη η επιγραφή ΒΑCΙΛΕΙΟΝ ΤΗC ΕΛΛΑΔΟC και η αξία του νομίσματος. Το 1973 κόπηκε μια συμπληρωματική σειρά νομισμάτων που ήταν ήδη σε κυκλοφορία. Τη χρονιά εκείνη η Χούντα διενήργησε το δημοψήφισμα το οποίο όχι μόνον κατάργησε τη βασιλεία αλλά ανακήρυξε ως πολίτευμα της χώρας τη δημοκρατία. Αυτή ήταν μια προσπάθεια φιλελευθεροποίησης που πραγματοποίησαν οι συνταγματάρχες, όταν διαπίστωσαν ότι είχαν χάσει κάθε έρεισμα που είχαν σε μερίδα του ελληνικού λαού καθώς και —το σημαντικότερο— την υποστήριξη των Η.Π.Α. Για να τιμήσουν την εγκαθίδρυση του νέου καθεστώτος έκοψαν μια νέα σειρά νομισμάτων. Στα νομίσματα αυτά στον εμπροσθότυπο εικονίζεται σε όλα ο φοίνικας, χωρίς τον στρατιώτη να ατενίζει τις ακτίνες του Αγίου Πνεύματος. Στον οπισθότυπο τι-


102

μώντας τη δημοκρατία επανέρχονται τα συνήθη θέματα από την αρχαιότητα. Το ανθέμιο στο νόμισμα των 50 λεπτών, ο Πήγασος στα νομίσματα των 5 και 10 δραχμών, η γλαύκα στα νομίσματα των 1 και 2 δραχμών και η κεφαλή της Αθηνάς στο νόμισμα των 20 δραχμών. Στο Δισπηλιό έχουν βρεθεί νομίσματα και από τις δύο κοπές του 1973, συγκεκριμένα 10 των 2 δραχμών (Α.Α. 98, 99, 100, 103, 104, 106, 107, 108, 109-H.C. 224 και 247-Εικ. 9-20), 1 των 50 λεπτών (Α.Α. 102-H.C. 246, Εικ 9-21) και 1 των 2 δραχμών (Α.Α. 105-H.C. 248). Η συγκριτικά με τα υπόλοιπα μεγάλη ποσότητα νομισμάτων των 2 δραχμών ενδεχομένως υποδηλώνει ότι χάθηκαν σε κάποιο πανηγύρι. Το κέρμα αυτό ήταν το σύνηθες αντίτιμο εκείνη την εποχή για την αγορά γλυκισμάτων και αντικειμένων για τα παιδιά. Το 1974 η δικτατορία κατέρρευσε και η χώρα εισήλθε στην περίοδο της Μεταπολίτευσης. Τα πρώτα νομίσματα της Μεταπολίτευσης κόπηκαν το 1976, μια πλήρης σειρά με θέματα δανεισμένα όπως πάντα από την αρχαιότητα αλλά αυτήν τη φορά και τη νεότερη ελληνική ιστορία. Στο Δισπηλιό έχει βρεθεί μεγάλος αριθμός νομισμάτων με έτος κοπής το 1976. Συγκεκριμένα 2 των 50 λεπτών (Α.Α 116, 130-H.C. 256), 3 της 1 δραχμής (Α.Α. 114, 115, 121-H.C. 262), 4 των δύο δραχμών (Α.Α. 113, 122, 123, 127-H.C. 274), 3 των 5 δραχμών (Α.Α. 119, 120, 125-H.C. 286-Εικ. 9-22), 4 των 10 δραχμών (Α.Α. 117, 126, 128, 129-H.C. 298) και 2 των 20 δραχμών (Α.Α. 112, 118H.C. 310). Tο νόμισμα των 50 λεπτών απεικόνιζε στον οπισθότυπο τον Μάρκο Μπότσαρη και στον εμπροσθότυπο ανέγραφε την αξία του νομίσματος και περιμετρικά την επιγραφή ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και το έτος κοπής. Το νόμισμα της 1 δραχμής στον οπισθότυπο απεικόνιζε τον Κωνσταντίνο Κανάρη και στον εμπροσθότυπο ένα ιστιοφόρο. Το νόμισμα των 2 δραχμών έφερε και αυτό θέμα δανεισμένο από την ελληνική επανάσταση, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη από τη μία όψη και δύο καριοφίλια από την άλλη. Τα μεγαλύτερης αξίας νομίσματα είχαν θέματα εμπνευσμένα από την ελληνική αρχαιότητα. Το νόμισμα των 5

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ δραχμών στη μία όψη απεικόνιζε τον Αριστοτέλη και στην άλλη τα γνωστά στοιχεία, την επιγραφή και την αξία. Το νόμισμα των 10 δραχμών απεικόνιζε τον Δημόκριτο στη μία όψη και το σύμβολο του ατόμου στο κέντρο της άλλης όψης. Τέλος, το νόμισμα των 20 δραχμών στη μία όψη απεικόνιζε την κεφαλή του Περικλή και στο κέντρο της άλλης όψης τον ναό της Νίκης. Η μόνη περίοδος που δεν εκπροσωπείται σε αυτή τη σειρά νομισμάτων από το γνωστό τρίπτυχο της ελληνικής ιστορίας είναι η Βυζαντινή. Τα επόμενα χρόνια της δεκαετίας του ’80 εκτός λίγων εξαιρέσεων επαναλαμβάνεται η κοπή των ίδιων νομισμάτων. Μια σημαντική αλλαγή η οποία συνδέεται με το γλωσσικό θέμα και την καθιέρωση της δημοτικής είναι η αντικατάσταση της λέξης ΔΡΑΧΜΑΙ με τη λέξη ΔΡΑΧΜΕΣ στα νομίσματα από το 1982. Στο Δισπηλιό, από την περίοδο της Μεταπολίτευσης έχουν βρεθεί πολλά νομίσματα με διαφορετικά έτη κοπής. Τα περισσότερα εκτός από λίγα καινούργια είναι ίδια με αυτά του 1976. Συγκεκριμένα, με έτος κοπής το 1978 έχουν βρεθεί 2 της 1 δραχμής (Α.Α. 134, 137-H.C. 287, Εικ. 9-23), 5 των 2 δραχμών (A.A. 132, 133, 138, 140, 142-H.C. 275, Εικ. 9-24) και 5 των 5 δραχμών (Α.Α. 131, 135, 136, 139, 141-H.C. 287). Τα νομίσματα του 1978 είναι όλα ίδια με τα αντίστοιχα του 1976. Με έτος κοπής το 1980 έχουν βρεθεί 2 των 2 δραχμών (Α.Α. 147, 151-H.C. 276), 4 των 5 δραχμών (Α.Α. 143-145, 148-H.C. 288, Εικ. 9-25), 2 των 10 δραχμών (Α.Α. 146, 153-H.C. 300) και 3 των 20 δραχμών (Α.Α. 149, 150, 152-H.C. 312, Εικ. 9-26). Τα νομίσματα του 1982 παραμένουν και αυτά ίδια με του 1976. Στο Δισπηλιό έχουν βρεθεί 2 νομίσματα της 1 δραχμής (Α.Α. 158, 161-H.C. 265, Εικ. 9-27), 4 των 2 δραχμών (Α.Α. 155, 157, 159, 160-H.C. 277), 1 των 10 δραχμών (Α.Α. 154-H.C. 301, Εικ. 9-28) και 1 των 20 δραχμών (Α.Α. 156-H.C. 313). To 1984 κόπηκαν και πάλι νομίσματα ίδια με του 1976. Με αυτό το έτος κοπής έχουν βρεθεί 1 νόμισμα της 1 δραχμής (Α.Α. 166-H.C. 266) και 5 των 2 δραχμών (Α.Α.


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ 162, 163, 164, 165, 167-H.C. 278). Το 1984 σταμάτησε επισήμως η κοπή των νομισμάτων των 10, 20 και 50 λεπτών. Συμπληρωματική κοπή με νομίσματα και πάλι ίδια με του 1976 πραγματοποιήθηκε και το 1986. Με αυτό το έτος κοπής έχουν βρεθεί 5 των 2 δραχμών (Α.Α. 168, 171, 172, 173, 174-H.C. 278), 1 των 5 δραχμών (Α.Α. 173-H.C. 291), 1 των 10 δραχμών (Α.Α. 175-H.C. 303) και 1 των 20 δραχμών (Α.Α. 176-H.C. 315). Το 1988 κόβονται ορισμένα νέα νομίσματα, ενώ παραμένουν σε κυκλοφορία τα παλαιότερα. Με έτος κοπής το 1988 έχουν βρεθεί 1 νόμισμα των 10 δραχμών (Α.Α. 178-H.C. 304), 1 της 1 δραχμής (Α.Α. 179-H.C. 268) και 3 των 50 δραχμών (Α.Α. 180, 181, 182-H.C. 326-Εικ. 9-29). Το νόμισμα των 10 δραχμών παρέμεινε ίδιο με τα παλαιότερα, η 1 δραχμή όμως άλλαξε, στη μία όψη απεικόνιζε τη Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και στην άλλη έναν δρόμωνα (κορβέτα), ιστιοφόρο της περιόδου της ελληνικής επανάστασης. ΄Όπως πάντα, υπήρχε η επιγραφή ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, το έτος κοπής και η αξία του νομίσματος. Καινούργιο ήταν και το νόμισμα των 50 δραχμών το οποίο για πρώτη φορά κόπηκε το 1986. Στον εμπροσθότυπο απεικόνιζε ένα πλοίο της ομηρικής εποχής, το έτος κοπής και την ονομαστική αξία του νομίσματος μαζί με τη γνωστή επιγραφή και στον οπισθότυπο τον Όμηρο. Με έτος κοπής το 1990 έχουν βρεθεί 1 νόμισμα των 5 δραχμών (Α.Α. 184-H.C. 293), 2 των 10 δραχμών (Α.Α. 189, 193-H.C. 305, Εικ. 9-30), 2 των 20 δραχμών (Α.Α. 190, 192-H.C. 317, Εικ. 9-31), 3 των 50 δραχμών (Α.Α. 185, 186, 187-H.C. 327) και 2 των 100 δραχμών (Α.Α. 183, 191-H.C. 336). Τα νομίσματα των 5 και 10 δραχμών παρέμειναν τα ίδια με αυτά του 1976 καθώς και το νόμισμα των 50 δραχμών παρέμεινε το ίδιο με του 1988. Καινούργια κοπή πραγματοποιήθηκε στο νόμισμα των 20 δραχμών το οποίο στην εμπρός όψη απεικόνιζε σύνθεση με ένα κλαδί ελιάς, την ονομαστική αξία, το έτος κοπής και τη γνωστή επιγραφή και στην πίσω όψη τον Διονύσιο Σολωμό. Όσον αφορά το κέρμα των 100 δραχμών, το θέμα του εκφράζει τις εθνικές αγωνίες για τη

103

Μακεδονία. Για μια φορά ακόμη ένα νόμισμα έγινε φορέας εθνικών μηνυμάτων και σαφές στοιχείο προπαγάνδας για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Λίγο αργότερα θα ακολουθήσουν τα «πάνδημα» συλλαλητήρια στους δρόμους και στις πλατείες των ελληνικών πόλεων. Το νόμισμα στη μία όψη απεικονίζει την προτομή του Αλέξανδρου με την επιγραφή ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ και στην άλλη το άστρο της Βεργίνας. Το ίδιο νόμισμα με έτος κοπής το 1992 είναι και το νεότερο που έχει βρεθεί στην ανασκαφή (Α.Α. 194-H.C. 337, Εικ. 9-32). Tην ίδια χρονιά οι καθηγητές Ν. Κ. Μουτσόπουλος και Γ. Χ. Χουρμουζιάδης ξεκίνησαν με δύο δοκιμαστικές τομές την ανασκαφή του Α.Π.Θ. στο Δισπηλιό. Ολοκληρώνω την περιγραφή των νομισμάτων του Δισπηλιού με 6 νομίσματα ξένων χωρών. Συγκεκριμένα, έχουν βρεθεί 1 γαλλικό, 2 γερμανικά και 3 πολωνικά. Το γαλλικό είναι ένα νόμισμα των 50 centimes του 1921 (Α.Α. 6-K.M. 884-Εικ. 10-1). Στη μία όψη απεικονίζεται ο Ερμής καθισμένος, ο οποίος κοιτάει προς τα αριστερά και στο δεξί του χέρι κρατάει το κηρύκειον ή αλλιώς γνωστό ως Σκήπτρο του Ερμή. Το αριστερό του χέρι στηρίζεται σε μία κιθάρα. Υπάρχει επίσης η επιγραφή COMMERCE INDUSTRIE, το έτος κοπής και το όνομα του γλύπτη. Στην άλλη όψη, στο κέντρο υπάρχει η ονομαστική αξία και η επιγραφή BON POUR 50 CENTIMES, εννοώντας ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νόμισμα των 50 centimes. Περιμετρικά υπάρχει η επιγραφή CHAMBRES•DE•COMMERCE•DE•FRANCE. Το νόμισμα αυτό αποτελεί μία ειδική έκτακτη κοπή του εμπορικού και βιομηχανικού επιμελητηρίου της Γαλλίας. Αν και δεν κόπηκε από το Υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας, είναι επίσημο νόμισμα που κυκλοφόρησε την περίοδο 1920-1929 με αφορμή την παγκόσμια οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου και την έλλειψη ψιλών νομισμάτων. Το κέρμα αυτό μπορεί να ανήκε σε κάποιον περιηγητή ή κάποιον ντόπιο που ζούσε στη Γαλλία. Τα τρία πολωνικά που έχουν βρεθεί είναι και τα τρία της ίδια αξίας, 5 Zloty αλλά με διαφορετικά έτη κοπής, το Α.Α. 110 είναι του


104

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ

9β 1975 (Y-81.117, Εικ. 10-2), το Α.Α. 111 του 1976 (ίδιος αριθμός καταλόγου με του 1975, Εικ. 10-3) και το Α.Α. 177 του 1987 (Υ-81.2, Εικ. 10-4). Βρέθηκαν σχετικά κοντά το ένα με το άλλο γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι ανήκαν στο ίδιο άτομο. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε έχουμε ως terminus post quem το 1987. Τα νομίσματα είναι ίδια, στη μία όψη απεικονίζουν τον αετό ο οποίος είναι ο θυρεός της Πο Yeoman (ed.) 2008.

17

λωνίας και περιμετρικά φέρουν την επιγραφή POLSKA RZECZPOSPOLITA LUDOWA (=Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας), ενώ από την άλλη αναγράφεται μόνο η αξία του νομίσματος. Στην Πολωνία κατά τη σοσιαλιστική περίοδο, με εξαίρεση τα κομματικά στελέχη, δεν ήταν εύκολο για τους πολίτες να ταξιδέψουν σε χώρες της Δύσης. Μια υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι τα νομίσματα αυτά ανή-


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ καν σε κάποιον πολιτικό πρόσφυγα από τους χιλιάδες που κατέφυγαν από την περιοχή της Καστοριάς μετά τον Εμφύλιο στις σοσιαλιστικές χώρες. Οι πρώτοι από αυτούς επέστρεψαν τη δεκαετία του ’60, οι περισσότεροι όμως γύρισαν σταδιακά μετά τη Μεταπολίτευση. Στην Πολωνία εγκαταστάθηκε μικρός αριθμός πολιτικών προσφύγων από την Ελλάδα δεν αποκλείεται όμως ένας από αυτούς να ήταν από την περιοχή της Καστοριάς και να είχε γυρίσει εκείνη την περίοδο. Τελειώνω με τα δύο γερμανικά νομίσματα της συλλογής, το ένα είναι 5 pfennig του 1950 (Α.Α. 14-KM 107, Εικ. 10-5) και το άλλο 1 mark του 1990 (Α.Α. 188-KM 110, Εικ. 10-6). Τα 5 pfennig στον εμπροσθότυπο απεικονίζουν ένα φυτό με πέντε φύλλα και περιμετρικά την επιγραφή BUNDESREPUBLIC DEUTCHLAND και το έτος κοπής. Στον οπισθότυπο αναγράφεται η αξία του νομίσματος που περιβάλλεται από δύο στάχυα σιταριού. Το μάρκο στη μία όψη απεικόνιζε τον αετό, τον θυρεό της Γερμανίας και περιμετρικά την ίδια επιγραφή με το pfennig και στην άλλη την αξία του νομίσματος και το έτος κοπής. Για την ακρίβεια τα νομίσματα δεν ανήκουν ακριβώς στην ίδια χώρα, το πρώτο κόπηκε από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ το δεύτερο από την ενωμένη Γερμανία, κράτος που δημιουργήθηκε μετά την ένωση των δύο Γερμανιών, το 1990. Για το πώς βρέθηκαν στο Δισπηλιό μπορώ να κάνω και για τα δύο την ίδια υπόθεση, αν και κόπηκαν σε πολύ διαφορετικές περιόδους. Το πιθανότερο λοιπόν είναι και τα δύο νομίσματα να ανήκουν σε μετανάστες από τους χιλιάδες που εγκατέλειψαν την περιοχή της Καστοριάς και μετέβησαν στη Γερμανία για να εργαστούν. Η μόνη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το ένα νόμισμα, του 1950, παραπέμπει στην εποχή που η Γερμανία, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, έβγαινε από έναν καταστρεπτικό πόλεμο. Η δεκαετία του ’50 αλλά κυρίως αυτή του ’60 είναι οι δεκαετίες κατά τις οποίες συντελέστη-

105

κε το λεγόμενο «γερμανικό θαύμα». Η ανασυγκρότηση δηλαδή της βιομηχανίας της χώρας που ως αποτέλεσμα είχε σύντομα η Γερμανία να εξελιχθεί σε μια από τις ισχυρότερες οικονομίες στον κόσμο. Για την επίτευξη αυτού του «θαύματος» συνέβαλλαν χιλιάδες μετανάστες απ’ όλο τον κόσμο. Το 1960 υπογράφηκε από τις κυβερνήσεις Καραμανλή και Αντενάουερ η ελληνογερμανική σύμβαση «Περί απασχολήσεως Ελλήνων εργατών στη Γερμανία». Μέχρι το 1967 είχαν εγκατασταθεί σε πόλεις της Γερμανίας 200.000 Έλληνες, το μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων καταγόταν από τη Μακεδονία. Από το νομό Καστοριάς μετανάστευσε μεγάλος αριθμός ανθρώπων, οι περισσότεροι από τους οποίους εγκαταστάθηκαν στη Φρανκφούρτη, την πόλη της γούνας, ασκώντας το επάγγελμα που γνώριζαν καλύτερα. Πολλοί είναι και οι Δισπηλιώτες, που «έκαναν» Γερμανία, ενώ αρκετοί ζούνε ακόμη εκεί. Το μάρκο του 1990 ενδεχομένως να ανήκει σε κάποιον από αυτούς. Σχεδόν 2 στους 3 εργάτες της ανασκαφής έχουν ζήσει για μικρά ή μεγάλα διαστήματα στη Γερμανία. ΄Όπως μας έχουν διηγηθεί οι ίδιοι, αλλά και όπως συνηθίζεται ακόμη σε όλη την Ελλάδα, η μέρα που ανταμώνουν οι ξενιτεμένοι είναι η μέρα που γιορτάζει το χωριό, στο πανηγύρι.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

΄Όπως είδαμε, τα περισσότερα νομίσματα που έχουν βρεθεί στο Δισπηλιό χρονολογούνται στον 19ο και κυρίως στον 20ό αιώνα. Γι’ αυτούς τους δύο αιώνες μπορούμε να πούμε με σχετική σιγουριά ότι στο «νησί» δεν υπάρχει οργανωμένος οικισμός, κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει καν κατοίκηση. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, περίοδος από την οποία υπάρχουν οι πρώτες γραπτές και προφορικές μαρτυρίες, με εξαίρεση το τείχος, οι μόνες κατασκευές είναι η εκκλησία και ο λίθινος μώλος. Πώς δικαιολογείται λοιπόν η παρουσία τόσων νομισμάτων; Το «Νησί» κατά τους τελευταίους δύο αιώνες ήταν ένας τόπος έντονης ανθρώπι-


106

νης δραστηριότητας. Ο μώλος, ο οποίος σήμερα έχει πέσει σε αχρησία, κάποτε πρέπει να έπαιζε σημαντικό ρόλο στη ζωή των κατοίκων του Δισπηλιού και όχι μόνον. Μέχρι τη δεκαετία του ’50 τα παραλίμνια χωριά της λίμνης Ορεστιάδας συνδέονταν με την Καστοριά με πλωτά μέσα. Ο αμαξιτός δρόμος έγινε τη δεκαετία του ’30. Τα λεγόμενα «καράβια» ήταν ασφαλέστερα, γρηγορότερα και βολικότερα για τη μεταφορά προϊόντων απ’ ό,τι ήταν τα ζώα και τα κάρα μέσα από δύσβατους χωματόδρομους. Η λίμνη, η οποία σήμερα χρησιμοποιείται μόνο για αλίευση και περιηγήσεις, για αιώνες αποτελούσε χώρο και μέσο διακίνησης προϊόντων και ανθρώπων. Ο μώλος του Δισπηλιού, όπως και του κοντινού Μαυροχωρίου, πρέπει να χρησιμοποιούνταν και από κατοίκους χωριών σε απόσταση από τη λίμνη για τη μετάβαση των ίδιων ή και των προϊόντων τους στην πόλη της Καστοριάς. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’60 κόσμος από την Καστοριά και τα γύρω χωριά προσέρχονταν στο πανηγύρι του Δισπηλιού με πλωτά μέσα. Η εκκλησία της Ανάληψης, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, χτίστηκε το 1857. Οι πρώτες γραπτές αναφορές στο πανηγύρι της Ανάληψης γίνονται σε τοπικές εφημερίδες κατά τη δεκαετία του ’20. ΄Όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα Καστοριά την εποχή εκείνη το πανηγύρι συνδυαζόταν από τους επισκέπτες και με πικ-νικ κάτω από τα δέντρα δίπλα στην όχθη του «Νησιού» (Βαλαλάς 1924). Στον ίδιο χώρο κατά τη διάρκεια του πανηγυριού διεξάγονταν και αθλητικοί αγώνες στίβου (Βαλαλάς 1926). Τα τελευταία χρόνια, μέχρι το 1997 περίπου, οπότε ο χώρος περιφράχτηκε από την τοπική εφορεία αρχαιοτήτων, κατά τη διάρκεια του πανηγυριού τον χώρο του «νησιού» καταλάμβανε το λούνα παρκ. ΄Όλες αυτές οι δραστηριότητες δικαιολογούν την παρουσία νομισμάτων. ΄Ένα νόμισμα θα μπορούσε να είχε χαθεί από κάποιον αγρότη που μετέφερε τη σοδειά του με καράβι για να την πουλήσει στην Καστοριά. Επίσης θα μπορούσε να είχε πέσει από την τσέπη κάποιου επισκέπτη του πανηγυριού ο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ οποίος μετά το μεσημεριανό κολατσιό και την απαραίτητη κατανάλωση τσίπουρου να έγειρε κάτω από τον παχύ ίσκιο μιας λεύκας. Δεν αποκλείεται ακόμη και να γλίστρησε μέσα από την ιδρωμένη παλάμη ενός παιδιού που έτρεχε ν’ ανεβεί στις κούνιες. Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά πιθανά σενάρια απώλειας νομισμάτων. Ακόμη και σήμερα στον χώρο παίζουν παιδιά και βρίσκουν νυχτερινό καταφύγιο νεαρά ζευγάρια. Κάθε καλοκαίρι ο τόπος γεμίζει φοιτητές αρχαιολογίας, ενώ δεν αποκλείεται τα πολύ πρόσφατα νομίσματα να έπεσαν από την τσέπη κάποιου μέλους της ανασκαφής. Στην προηγούμενη παράγραφο αναφέρθηκαν κάποιοι μόνο από τους ενδεχόμενους τρόπους απόθεσης των ευρημάτων της παρούσας συλλογής. ΄Όπως όμως θα έχει γίνει ήδη αντιληπτό, σκοπός αυτού του άρθρου δεν είναι να εντοπιστεί ο ακριβής τρόπος απόθεσης του κάθε νομίσματος. Χρησιμοποιώντας όμως τις πληροφορίες που προσφέρει ένα τέτοιου είδους υλικό –ακριβής χρόνος και χώρος κοπής κ.ά.– μπορέσαμε να το εντάξουμε σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο και να το συνδέσουμε με γεγονότα που συνέβησαν στον ευρύτερο χώρο της Καστοριάς. Παρ’ όλα τα πλεονεκτήματα που μπορεί να προσφέρει στην έρευνα η μελέτη των νομισμάτων, ειδικά όταν ενσωματώνονται σε αυτή και σύγχρονες προσεγγίσεις της νομισματολογίας, στο παρόν άρθρο οι πληροφορίες αυτές χρησιμοποιήθηκαν μέσα από μια θεώρηση «προϊστορική». Σκοπός μου δεν ήταν ούτε να χρονολογήσω στρώματα της ανασκαφής και φάσεις του οικισμού, ούτε να επιβεβαιώσω εμπορικές, οικονομικές ή άλλες σχέσεις μεταξύ γειτονικών ή μακρινών περιοχών. Μέσα από την προκαταρκτική αυτή προσέγγιση του υλικού προσπάθησα να ρίξω λίγο ακόμη φως στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν του χώρου και στις πολλές και διαφορετικές αλλαγές που υπέστη στα χρόνια που προηγήθηκαν της μετατροπής του σε ανασκαφικό και αρχαιολογικό χώρο. ΄Όπως ήδη αναφέρθηκε, κάθε νόμισμα αποτέλεσε αφορμή και έναυσμα για μια μικρή αφή-


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

107

10 γηση. Η σύνθεση όλων αυτών των μικρών αφηγήσεων είχε ως αποτέλεσμα τη συγκρότηση μέρους της βιογραφίας του χώρου. Η εύρεση κατά τη διάρκεια της ανασκαφής αντικειμένων του πρόσφατου παρελθόντος και συγκεκριμένα νομισμάτων ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή τόσο για τους αρχαιολόγους όσο και για τους εργάτες. Πολλές φορές εξελισσόταν σε μια στιγμή ενδοσκόπησης. ΄Ένα νόμισμα της δεκαετίας του ’80 δεν είναι ένα «ξένο» αντικείμενο από μια «άλλη» χώρα. Αποτελεί κομμάτι μιας βιωμένης εμπειρίας, της μνήμης, της ίδιας μας της ζωής. Το πρώ-

το εικοσάρικο της Μεταπολίτευσης σε κάθε άνθρωπο της δικής μου γενιάς θυμίζει τα καταστήματα με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που σήμερα έχουν πια εκλείψει. Παρατήρησα ότι παρόμοιες αναμνήσεις ξεπηδούσαν και από τους εργάτες ανάλογα με το νόμισμα και την ηλικία του καθενός. «Με μια τρύπια δεκάρα τη δεκαετία του ’60 αγόραζες δύο καραμέλες και με μια δραχμή ένα κουλούρι». ΄Όπως αναφέρει ο Olivier (2001: 179), το πρόσφατο παρελθόν δεν έχει σαφώς διαχωριστεί από το παρόν, αντίθετα περιπλέκεται με τις μνήμες αλλά και τις αντιλήψεις του παρόντος.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Το άρθρο αυτό δεν θα είχε ξεκινήσει χωρίς την παρότρυνση του διευθυντή της ανασκαφής Γ. Χ. Χουρμουζιάδη· Τον ευχαριστώ γιατί με παρακίνησε σε ακόμη ένα ενδιαφέρον ερευνητικό ταξίδι. Στην αρχή της έρευνάς μου για τα νομίσματα πολύτιμη στάθηκε η βοήθεια του Δρ. Χρήστου Γκατζόλη από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μου έδωσε τις πρώτες κατευθυντήριες σε ένα υλικό άγνωστο για μένα. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω την κυρία Γιόρκα Νικολάου από το Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας, η οποία πρόθυμα και άμεσα ταύτισε το υστερορωμαϊκό καθώς και το νόμισμα της περιόδου της Φραγκοκρατίας. Τελειώνοντας, ειδικές ευχαριστίες οφείλω στον Παναγιώτη Κόκκα, ειδικό στα νομίσματα της Οθωμανικής Περιόδου, ο οποίος πρόθυμα με δέχτηκε στο σπίτι του, ταύτισε όλα τα οθωμανικά νομίσματα της συλλογής και με ενθουσιασμό μου μίλησε για τη συγκεκριμένη περίοδο. ΄Ίσως το σημαντικότερο που έμεινε από αυτό το άρθρο ήταν η γνωριμία μου μαζί του. Τον ευχαριστώ από καρδιάς!


ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΠΟΥΛΟΣ

108

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Βαλαλάς, Ι. 1924 Εφημερίδα Καστοριά, περίοδος β΄/έτος Β΄, 7 Ιουνίου, αριθμός 70. 1926 Εφημερίδα Καστοριά, περίοδος β΄/έτος Δ΄,13 Ιουνίου, αριθμός 172. Γαλάνη-Κρίκου, Μ., Ι. Τουράτσογλου & Η. Τσούρτη 2000 Συλλογή Ηλία Καντά: Βυζαντινά Νομίσματα. Αθήνα: Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων & Απαλλοτριώσεων. Ellinger, A. R. & M. A. Berlincourt 1962 Victory as a Coin Type. New York: American Numismatic Society. Grierson, Ph. 2007 Βυζαντινή Νομισματοκοπία [μετ. Β. Μαλαδάκης]. Αθήνα: Μορφωτικό ΄Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης [τίτλος πρωτοτύπου Byzantine Coinage, 1999]. Holtorf, C. & A. Puccini (eds.) 2009 Contemporary Archaeologies: Excavating Now. Frankfurt: Peter Lang Publishing. Howgego, Ch. 2009 Η Αρχαία Ιστορία μέσα από τα Νομίσματα [μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου]. Αθήνα: Μορφωτικό ΄Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης [τίτλος πρωτοτύπου Ancient History from Coins, 1995]. Καρατζάς, T. (επιμ.) 2007 Hellas Coins: Νομίσματα της Νεότερης Ελλάδας. A. Karamitsos. Κόκκας, Π. & Γ. Νικολάου 2005 «Θησαυροί» Νεώτερων Χρόνων του Νομισματικού Μουσείου (15ος-20ος). Αθήνα: Υπουργείο Πολιτισμού - Νομισματικό Μουσείο. Krause, C. L. & C. Mishler 1972 Standard Catalog of World Coins 1801-1900. Krause Publications. Metcalf, D. M. 1960 The Currency of “Deniers Tournois” in Frankish Greece. The Annual of the British School at Athens 55: 38-59. Nikolaou, Y., Y. Stoyas & M. Fountouli 2008 Coins in the Western and the Eastern Medieval World. In The History of Coinage (ed. E. Apostolou & Y. Nikolaou). Athens: Hellenic Ministry - Numismatic Museum. Νταλέγκρ, Ζ. 2006 ΄Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1923: Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αθήνα: Εκδόσεις Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος [τίτλος πρωτοτύπου Grecs et Ottomans 1453-1923 de la Chute de Constantinople à la Disparition de l’Empire Ottoman, 2002]. Ölçer, G. 1985 Osmanli Madeni Paralari Kataloğu. Istanbul: Darphane Müzesi (DHMK). Olivier, L. 2001 The archaeology of the contemporary past. In Archaeologies of the Contemporary Past (ed. V. Buchli & G. Lucas): 175-88. London: Routledge. Προκόπιος 1913 Περί κτισμάτων, Loeb Classical Library, Harvard University Press, 4, 3, σ. 273, 1913. Robertson, A.S. 1982 Roman Imperial Coins in the Hunter Coin Cabinet, Vol. V. Glasgow: University of Glasgow. Ρουδομέτωφ, Ν. 2000 Τοπικά νομίσματα ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Μακεδονίας 1880-1910. Νεότερα ευρήματα από τη Θάσο και το Δοξάτο Δράμας. Στο Οβολός 4: Το Νόμισμα στο Μακεδονικό Χώρο, Πρακτικά Β΄ Επιστημονικής Συνάντησης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Schlumberger, G. 1954 Numismatique de l’Orient Latin. Graz: Akademische Druck-U. Verlagsanstalt. Sultan, J.


ΤΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΔΙΣΠΗΛΙΟΥ

109

1977

Coins of the Ottoman Empire and the Turkish Republic, Vol. I. Thousand Oaks, California: B and R. Publishers. Σταυριδόπουλος, Γ. & Τ. Σιάνος 2009 Ο λίθινος περίβολος του Δισπηλιού. Ανάσκαμμα 3: 53-66. Titus Livius 1922 History of Rome, II: Books 3-4, IX, XXXI 13-XL, Loeb Classical Library, translation B.O. Foster. Τουλούμης, Κ. 2008 Σκόρπια μνήμη: Αφηγήσεις με βάση το τοπίο, τα πρόσωπα και τα επιφανειακά ευρήματα από την ανασκαφή στο Δισπηλιό. Ανάσκαμμα 1: 27-41. Τουλούμης, Κ. & Σ. Χατζητουλούσης 2002 Μετά τη Νεολιθική: Στοιχεία χωροοργάνωσης. Στο Δισπηλιό, 7500 χρόνια μετά (επιστ. επιμ. Γ. Χ. Χουρμουζιάδης): 75-88. Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Yeoman, R. S. (ed.) 2008 Catalog of Modern World Coins 1850-1964. New York: Coin & Currency Institute.

Summary The coins of Dispilio

Yannis Stavridopoulos

In the last 18 years excavations at the Neolithic lakeside settlement of Dispilio, Kastoria have yielded a great number of finds dating mostly in the Neolithic period but also in later periods of antiquity. Amongst these surface finds were also found that belong to the very recent past of the site. Bullets from the Greek civil war, plastic toys, clous, ancient and modern coins, are only few of the things that have been collected in the excavation under the name surface or modern finds. This article includes remarks about a collection of modern and ancient coins from Dispilio. It is about a small assemblage of 215 coins, from which 186 are of Modern Greek origin. The earliest coin of the assemblage dates to 330-337 AD while the latest is a coin of a 100 Greek drachmas from 1992. Nonetheless the majority of the assemblage belongs to the 20th century.

Studying modern or ancient coins, rather than simply collecting them, it is not very common for a prehistoric excavation. This article though does not intend to present itself as an article of numismatics. It is rather an attempt to create a narrative of the use of the site in the recent past using all the facts offered by the material itself (precise time and place of strucking etc). Throughout the unique story represented by each coin particular events in the life history of the site are being revealed. In the case of Dispilio coins are not being used or regarded as safe means for dating the site. Its presence reflects use of the site in a particular historic period and thus becomes an indisputable source of information and witness for this period. Eventually this paper consists of small narratives that constitute part of the biography of the site.


ΓΙΑÎ?Î?ΗΣ ΣΤΑμΥΙΔÎ&#x;Î Î&#x;μΛÎ&#x;ÎŁ

110 Čœ.Čœ.

ȹȳȏČœ

Č ČŽČŞČ­

ČœȊȤČœ

ȎȪȧȢ

Č˘Č§Č ČŹČŞČ§Č˘Č¨Č¤Čœ

Č?ČœČŹČŞČ­ (gr.)

Č&#x;ȤČœČ§Č ČŽČŹČŞČ­ (mm)

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83

ČœȯȭȎȏȤČœ ČœȯȭȎȏȤČœ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ ČžČœȌȌȤČœ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ ČžČ ČŹČ§ČœȨȤČœ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­

ͳͺͳ͸ ͳͺͳ͸ ͳͺ͜͡ ͳͺ͜͝ ͳ͝ͳʹ ͳ͝ʹͳ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝ʹ͸ ͳ͝;Ͳ ͳ͝͡Ͳ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͜͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͡ ͳ͝͡͝ ͳ͝͡͝ ͳ͝͡͝ ͳ͝͡͝ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸ʹ ͳ͝͸͜ ͳ͝͸͜ ͳ͝͸͜ ͳ͝͸͜ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͸ ͳ͝͸͚ ͳ͝͸͚ ͳ͝͸͚ ͳ͝͸͚ ͳ͝͸ͺ

Íł ÎŚ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡

͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ ČŚČ ČŤČŽČœ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ ČŚČ ČŤČŽČœ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­

Č&#x;;͜ʹČ? Č&#x;;;ͳÉ€ Č&#x;ͳͳ͸Ƚ Č&#x;ͳͳͳÉ€

ʹͲČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͲȀͺȀʹͲͲͺ ͺȀ͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

ͺǥ͚͡ ͜ǥ;͝ ͳʹǥ͝ Íś Íľ ͳǥͺͺ ͡ ͡ Íľ Íľ ͳǥͺ ͡ ͳͲ Í´ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íł Íť Ͳǥͺ͡ ͳǥʹ Ͳǥͺ͡ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś ͳǥʹ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś Í´ÇĄÍľ Íť ͳǥʹ Ͳǥͺ͡ ͸ ͸ Í´ÇĄÍľ ͸ Íś Íś Í´ÇĄÍľ Íś Íś Íť ͸ ͸ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ ͸ ͸ ͳͲ ͳͲ ͸ ͳͲ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś Í´ÇĄÍľ Íś Íś Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś ‰ Íł Íł Íł Íł Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś Íś Íś Í´ÇĄÍľ Í´ÇĄÍľ Íś Íť Í´ÇĄÍľ Íť Í´ÇĄÍľ Íś Íś Íś Íś ͳͲ

ʹ͸ ʹ; ʹͺ ʹͳ ͳ͝ ͳͺǥʹͳ ʹ; ʹ; ͳ͝ ͳ͝ ͳ͚ ʹ; ;Ͳ ͳ͸ǥ͡ ͳͺ ͳͺ ʹʹ ʹͺ ʹͲ ʹ͜ ʹͲ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ʹ͜ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ͳͺ ʹͺ ʹ͜ ʹͲ ʹ͜ ʹ͜ ͳͺ ʹ͜ ʹͳ ʹͳ ͳͺ ʹͳ ʹͳ ʹͺ ʹ͜ ʹ͜ ͳͺ ͳͺ ʹ͜ ʹ͜ ;Ͳ ;Ͳ ʹ͜ ;Ͳ ͳͺ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ͳͺ ʹͳ ʹͳ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ʹͲ ʹͲ ʹͲ ʹͲ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ͳͺ ͳͺ ʹͳ ʹͺ ͳͺ ʹͺ ͳͺ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ;Ͳ

Č&#x;ͳ͚Ƚ Č&#x;ʹ͜;É€ Č&#x;ʹ͜;É€ Č&#x;ͳͳͲȽ Č&#x;;͜ʹČœ Č&#x;ÍłÍşÉ Č&#x;ͳ;͡Ȟ Č&#x;ÍłÍłÍ˛É Č&#x;ͳ;ͳȽ ͳ͚Ƚ ͳ͚Ƚ Č&#x;ͳʹ͜É€ Č&#x;ÍľÍľÍ´É Č&#x;ͳͳͳÉ€ Č&#x;ͳ;͡Ȟ Č&#x;;͜ʹȽ Č&#x;ͳͳͳȞ Č&#x;Í´ÍśÍ´É Č&#x;ͳ;͸É€ Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;ʹ;ɀ Č&#x;ͳͳͳȞ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;͜͡Ȟ Č&#x;ͳͳ͡Ƚ

ʹȀͺȀʹͲͲ͚ ͳʹČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳʹČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ͚Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳͳȀ͚ȀʹͲͲ͸ ͳͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ ʹ͜Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ʹ͝Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ͜Ȁ͝ȀʹͲͲͺ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͸ ͳͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳ͜Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ͜Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹȀͺȀʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͜Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

ÍłÍłÍśÉ Č&#x;ͳͳ͡É€ Č&#x;ʹ;ɀ Č&#x;ʹ;ɀ Č&#x;ÍłÍ´ÍľÉ Č&#x;ͳͳͲȽ Č&#x;ÍłÍśÉ Č&#x;͡ͺÉ

ͳʹȀ͚ȀʹͲͲ͸ ͳ͜Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ͚ȀͺȀʹͲͲ͚ ʹ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ͳ͝Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͜ȀͳͲČ€ʹͲͲ͸ ͳͺȀ͚ȀʹͲͲ͸

Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ʹ͝͝Č?

ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͜ȀͳͳČ€ʹͲͲ͸

Č&#x;;͸͜Ȟ Č&#x;ͳʹ͚Ȟ Č&#x;ͳͳ͝É€

ͳ;Č€͡Č€ʹͲͲͺ ͳʹČ€͡Č€ʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

Č&#x;Í´Čœ Č&#x;ÍłÍ´ÍšÉ Č&#x;ͳ;ͳÉ€ Č&#x;ͳ;͡Ƚ Č&#x;ͳͳ͝É€

Č&#x;ÍˇÍşÉ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ÍłÍłÍˇÉ Č&#x;ͳͳͳȽ Č&#x;ÍľÍ¸ÍľÉ Č&#x;ͳͳͳȞ Č&#x;ͳͳ͡Ȟ Č&#x;ÍłÍśÍ´É Č&#x;ͳʹͲÉ€ Č&#x;ͳͳ͝É€ Č&#x;ͳͳͲȽ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳʹ;Ƚ Č&#x;ͳͳͳÉ€ Č&#x;ͳͳ͡É€ Č&#x;ͳͳ͡Ƚ Č&#x;ͳ;ͳȽ Č&#x;ͳ;ʹÉ€ Č&#x;ͳͳ͡Ȟ Č&#x;ÍłÍ´ÍśÉ Č&#x;ͳ;ʹȽ Č&#x;ͳͳ͡Ȟ Č&#x;ͺ͝Ȟ

ͺȀ͚Ȁͳ͝͝ʹ ͳ͸Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ͳͳČ€͡Č€ʹͲͲ͸ ʹͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

ͳ;Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹͳȀ͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͡Č€ʹͲͲͺ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ʹͲȀ͚ȀʹͲͲ͸ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ;ͲČ€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳ͜Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ͳ͸Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳʹČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ Ͳ͜Č€ͲͺČ€Ͳ͸


ΤΑ Î?Î&#x;ÎœÎ™ÎŁÎœÎ‘ΤΑ ΤÎ&#x;ÎĽ ΔΙΣΠΗΛΙÎ&#x;ÎĽ

111

Čœ.Čœ.

ȹȳȏČœ

Č ČŽČŞČ­

ČœȊȤČœ

ȎȪȧȢ

Č˘Č§Č ČŹČŞČ§Č˘Č¨Č¤Čœ

Č?ČœČŹČŞČ­ (gr.)

Č&#x;ȤČœČ§Č ČŽČŹČŞČ­ (mm)

84 85 86 87 88 89 90 91 92 93 94 95 96 97 98 99 100 101 102 103 104 105 106 107 108 109 110 111 112 113 114 115 116 117 118 119 120 121 122 123 124 125 126 127 128 129 130 131 132 133 134 135 136 137 138 139 140 141 142 143 144 145 146 147 148 149 150 151 152 153 154 155 156 157 158 159 160 161 162 163 164 165 166

Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ ȍȪȌȳȨȤČœ ȍȪȌȳȨȤČœ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­ Č ČŚČŚČœČ­

ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸ͺ ͳ͝͸͝ ͳ͚͝Ͳ ͳ͚͝Ͳ ͳ͚͝ͳ ͳ͚͝ͳ ͳ͚͝ͳ ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝; ͳ͚͝͡ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝͸ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͚͝ͺ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺͲ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺʹ ͳ͝ͺ͜ ͳ͝ͺ͜ ͳ͝ͺ͜ ͳ͝ͺ͜ ͳ͝ͺ͜

ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡ ČĄ ͡ ČĄ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡Ͳ ČŚČ ČŤČŽČœ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ

Č&#x;ͳͳͳȽ Č&#x;ͳͳ͝Ȟ Č&#x;ÍłÍ´ÍšÉ Č&#x;;;ͲȽ Č&#x;ͳ;͡Ƚ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ÍľÍľÍ´É Č&#x;ͳͳͲȞ Č&#x;ͳͳͲȽ

ͳ͝Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ;ͳČ€͡Č€ʹͲͲ͸ ͳ͸Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ͳ͚Ȁ͚ȀʹͲͲͺ ʹͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳͲȀ͝ȀʹͲͲͺ ͚Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͳ͚Ȁ͚ȀʹͲͲ͸

Č&#x;ͺ͝Ȟ Č&#x;ͳͳ͜É

͜ȀͺȀʹͲͲ͸ ͳ;Ȁ͚ȀʹͲͲ͸

ͳͲ ͳͲ ͳͲ ͳͲ ͳͲ ͳͲ ͳͲ ͳͲ Íł Íś ͸ Íś Í´ÇĄÍľ ͳͲ Íś Íś Íś Íś Í´ÇĄÍľ Íś Íś ͸ Íś Íś Íś Íś ͡ ‰ ͡ ‰ ͳͳǥͳ͡ ͸ǥͳ ͜ǥͳ ͜ǥͳ ʹǥ͸ ͚ǥ͚ ͳͳǥͳ͡ ͡ǥ͸ ͡ǥ͸ ͜ǥͳ ‰ ͸ǥͳ ‰ ͸ǥͳ ͳͳǥͳ͡ ͡ǥ͸ ͚ǥ͚ ͸ǥͳ ͚ǥ͚ ͚ǥ͚ ʹǥ͸ ͡ǥ͸ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͜ǥͳ ͡ǥ͸ ͡ǥ͸ ͜ǥͳ ͸ǥͳ ͡ǥ͸ ͸ǥͳ ͡ǥ͸ ͸ǥͳ ͡ǥ͸ ͡ǥ͸ ͡ǥ͸ ͚ǥ͚ ͸ǥͳ ͡ǥ͸ ͳͳǥͳ͡ ͳͳǥͳ͡ ͸ǥͳ ͳͳǥͳ͡ ͚ǥ͚ ͚ǥ͚ ͸ǥͳ ͳͳǥͳ͡ ͸ǥͳ ͜ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͜ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͜ǥͳ

;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ;Ͳ ʹʹ ʹͳ ʹ͜ ʹͳ ͳͺ ;Ͳ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ͳͺ ʹͳ ʹͳ ʹ͜ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ʹͳ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͝ ʹ͜ ʹͳ ʹͳ ͳͺ ʹ͸ ʹ͝ ʹʹǥ͡ ʹʹǥ͡ ʹͳ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͝ ʹʹǥ͡ ʹ͸ ʹ͜ ʹ͸ ʹ͸ ͳͺ ʹʹǥ͡ ʹ͜ ʹ͜ ʹͳ ʹʹǥ͡ ʹʹǥ͡ ʹͳ ʹ͜ ʹʹǥ͡ ʹ͜ ʹʹǥ͡ ʹ͜ ʹʹǥ͡ ʹʹǥ͡ ʹʹǥ͡ ʹ͸ ʹ͜ ʹʹǥ͡ ʹ͝ ʹ͝ ʹ͜ ʹ͝ ʹ͸ ʹ͸ ʹ͜ ʹ͝ ʹ͜ ʹͳ ʹ͜ ʹ͜ ʹͳ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͜ ʹͳ

Č&#x;ͳͳ͝É€

͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

Č&#x;Í´ÍśÉ Č&#x;ͳͳͲČœ Č&#x;ͳͳ͝Ƚ ȨČ&#x;ČŽČ Č¤ČąČŞČ­ Č&#x;;͸ͳȽ Č&#x;ͳͳ͸Ƚ Č&#x;Í˛Í˛ÍˇÉ Č&#x;ÍłÍľÍłÉ Č&#x;ͳ͚Ƚ Č&#x;ͳʹ͚Ƚ Č&#x;;͸ͳȽ Č&#x;ͳ;͡Ȟ Č&#x;ͳͳ͸Ȟ Č&#x;ͳʹ;Ƚ Č&#x;ͳͳ͝É€

;ȀͺȀʹͲͲ͚ ͳ͝Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͸Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹ;ȀͳͲČ€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͚ȀʹͲͲʹ ͝Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ͳ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ;ȀͳͲČ€ʹͲͲ͚ ͳͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ ʹͳȀ͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸

Č&#x;ͳͳͲȽ ÍłÍłÍśÉ Č&#x;ÍłÍľÍłÉ Č&#x;ʹ͜͜Ƚ Č&#x;;ʹͳȞ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;͜͡Ȟ Č&#x;ͳͳ͝É€ Č&#x;ͺ͝Ȟ Č&#x;ʹ͝͝É€ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍłÍłÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ͺ͝Ȟ Č&#x;ͺ͝Ȟ

ͳ͝Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͳʹȀ͚ȀʹͲͲ͸ ͝Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ͸Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͜Ȁ͚ȀʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͳʹȀ͚ȀʹͲͲ͸ ͚Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ͜ȀͺȀʹͲͲ͸ ͜Ȁ͚ȀʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͜ȀͺȀʹͲͲ͸ ͜ȀͺȀʹͲͲ͸

Č&#x;͡Ƚ Č&#x;ͳʹ;Ƚ Č&#x;ͳͳͲȽ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳͳ͡Ƚ Č&#x;ͳ͚Ƚ Č&#x;ͳͳ͝Ƚ Č&#x;ͳ;͸É€ ÍłÍłÍłÉ Č&#x;ͳ;ʹÉ€ Č&#x;ͳʹ͚Ƚ Č&#x;ͳʹ;Ƚ

Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ͺ͝Ȟ Č&#x;ͳʹ͚É€ Č&#x;ͳ;ͳȞ Č&#x;ͳ͚Ƚ Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;;ʹͺȽ

Č&#x;;͜ʹȽ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ʹ͜;É€ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;;͜ͳÉ

Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ͳͳͲȽ

ʹͳȀͺȀʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ͳ͚Ȁ͚ȀʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͝Ȁ͸Č€ʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ͸Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͳ͜Č€͸Č€ʹͲͲ͚ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ͸Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸

ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͜ȀͺȀʹͲͲ͸ ͳͺČ€͡Č€ʹͲͲ͸ ͝Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ;ȀͺȀʹͲͲ͚ ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ;Ȁ͸Č€ʹͲͲͺ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ;Č€͸Č€ʹͲͲͺ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ͝Ȁ͚ȀʹͲͲ͸


ΓΙΑÎ?Î?ΗΣ ΣΤΑμΥΙΔÎ&#x;Î Î&#x;μΛÎ&#x;ÎŁ

112 Čœ.Čœ.

ȹȳȏČœ

Č ČŽČŞČ­

ČœȊȤČœ

167 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͜ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 168 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 169 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 170 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 171 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 172 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 173 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 174 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ Í´ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 175 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 176 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺ͸ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 177 ȍȪȌȳȨȤČœ ͳ͝ͺ͚ ͡ ČĄ 178 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺͺ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 179 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺͺ Íł Č&#x;ČŹČœȹȧȢ 180 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺͺ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 181 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺͺ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 182 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝ͺͺ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 183 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͳͲͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 184 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͡ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 185 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 186 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 187 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͡Ͳ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 188 ČžČ ČŹČ§ČœȨȤČœ ͳ͝͝Ͳ Íł ȧČœ ČĽ 189 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 190 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 191 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͳͲͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 192 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ʹͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 193 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝Ͳ ͳͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 194 Č ČŚČŚČœČ­ ͳ͝͝ʹ ͳͲͲ Č&#x;ČŹČœČąČ§Č Č­ 195 ȏȳȧČœȸȼȪ ČŻČ­ČŽČ ČŹÇ¤ ČœČŹČąČœȤȪȎǤ 196 Č?ČŻČĄČœȨȎȤȨȪ 197 Č?ČŻČĄČœȨȎȤȨȪ 198 Č?ČŻČĄČœȨȎȤȨȪ 199 Č°ČŹČœČžČĽČŞČĽČŹČœȎȤČœČ­ 200 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 201 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 202 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 203 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 204 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 205 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 206 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 207 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 208 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 209 ȪȣȳȧČœȨȤȼȪ 210 ȎȪȍȤȼȪ 211 ȎȪȍȤȼȪ 212 ČœČ&#x;ȤČœČžȨȳȭȎȪ 213 ČœČ&#x;ȤČœČžȨȳȭȎȪ 214 ČœČ&#x;ȤČœČžȨȳȭȎȪ 215 ČœČ&#x;ȤČœČžȨȳȭȎȪ 216 ČœȍȪȧȤȧȢȭȢ ČœȯȭȎȏȤČœČĽČŞČŻ ȹȏȯȭȪȯ ȨȪȧȤȭȧČœČŽČŞČ­ Íś Č&#x;ČŞČŻČĽČœȎȳȨ

ȎȪȧȢ

Č˘Č§Č ČŹČŞČ§Č˘Č¨Č¤Čœ

Č?ČœČŹČŞČ­ (gr.)

Č&#x;ȤČœČ§Č ČŽČŹČŞČ­ (mm)

Č&#x;ʹ͜;É

ͳʹČ€͸Č€ʹͲͲ͚

͸ǥͳ ͸ǥͳ ͚ǥ͚ ͡ǥ͸ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͸ǥͳ ͚ǥ͚ ͳͳǥͳ͡ ͡ ͚ǥ͚ ʹǥ͚͡ ͝ ͝ ͝ ͳͲ ͡ǥ͸ ͝ ͝ ͝ ͡ǥ͡ ͚ǥ͚ ͚ ͳͲ ͚ ͚ǥ͚ ͳͲ ͳǥ͚ ͚ǥ͸ ͝ǥʹ Ͳǥ͜ Ͳǥ͸ ;ǥ͝ ʹǥ͜ Ͳǥ͝ ͜ǥͳ Ͳǥ͝ Ͳǥ͜ Ͳǥʹ ʹǥ͜ ʹͲǥ͝ ʹǥ͜ Ͳǥ͸ Ͳǥʹ Ͳǥͺ ͳǥ͚

ʹ͜ ʹ͜ ʹ͸ ʹʹǥ͡ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͜ ʹ͸ ʹ͝ ʹ͜ ʹ͸ ͳͺ ʹ͚ǥ͡ ʹ͚ǥ͡ ʹ͚ǥ͡ ʹ͝ǥ͡ ʹʹǥ͡ ʹ͚ǥ͡ ʹ͚ǥ͡ ʹ͚ǥ͡ ʹ;ǥ͡ ʹ͸ ʹ͜ ʹ͝ǥ͡ ʹ͜ ʹ͸ ʹ͝ǥ͡ ͳͺ ʹ͚ ʹ͝ ͳ͸ ͳͺ ʹ͸ ʹ; ʹͲ ʹ; ʹͲ ͳ͸ ͳ͡ ʹ; ;͚ ;; ͳͺ ͳ;

͸ǥ͸

͜Ͳ

É Č&#x;ͺͲÉ€

ͳͺȀ͚ȀʹͲͲͳ

Č&#x;ͳͳͲȽ Č&#x;ͳʹ;Ƚ Č&#x;ͳʹ;Ƚ

ͳͺȀ͚ȀʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸

Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;ÍľÍśÍłÉ Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;ÍśČœ Č&#x;Í˛Í˛Í¸É Č&#x;ͺ͝Ȟ Č&#x;ͳ;͡Ȟ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳͳ͝Ƚ Č&#x;;͜ʹȞ Č&#x;ͳʹ;Ƚ Č&#x;ÍłÍ´ÍľÉ Č&#x;͝ͲȽ Č&#x;ͳʹ͚É€ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;ͳʹ;É€ Č&#x;;͜ʹČœ Č&#x;ʹ;ɀ

Č&#x;ͳ;͝Ƚ Č&#x;ͳ;͝Ƚ Č&#x;͜ͲČž Č&#x;ÍłÍˇÉ Č&#x;;͜ʹȞ Č&#x;͜͝É€ Č&#x;͜ͲȞ Č&#x;ÍľÍľÍ´É Č&#x;ÍľÍľÍ´É Č&#x;;ɀ Č&#x;ͳͳͲČœ Č&#x;ÍłÍ´ÍľÉ Č&#x;ʹͺͺȽ Č&#x;;ʹ͸É€ Č&#x;ÍłÍ´ÍšÉ Č&#x;;͜ʹČœ Č&#x;Í¸Í˛É Č&#x;ÍśÉ Č&#x;ͳ͸Ȟ Č&#x;ʹͺ͝É

ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ʹͺȀ͸Č€ʹͲͲ͚ ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ͺȀ͚Ȁͳ͝͝ʹ ʹ͝Ȁ͚ȀʹͲͲʹ ͜ȀͺȀʹͲͲ͸ ͳͺȀ͜ȀʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͸Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹͲČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲ͸ ʹ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ͳȀͺȀʹͲͲ͸ ͳͺČ€͡Č€ʹͲͲ͸ Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ͡Č€͸Č€ʹͲͲ͸ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ;ȀͺȀʹͲͲ͚

ͳʹȀ͜ȀʹͲͲ͸ ͳ;Ȁ͜ȀʹͲͲ͸ ͳ͜Ȁ͚ȀʹͲͲ͡ ͳͺȀ͝Ȁͳ͝͝͝ ʹͲČ€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳ;Ȁ͚ȀʹͲͲ͡ ͳ͚Ȁ͚ȀʹͲͲ͜ ͳͲȀ͝ȀʹͲͲͺ ͳͲȀ͝ȀʹͲͲͺ Í´Í´Č€͡Č€ʹͲͲ͝ ͳ͝Č€͸Č€ʹͲͲ͸ ʹ͡Č€͡Č€ʹͲͲ͸ ;ͳȀ͚ȀʹͲͲͺ ʹ;Ȁ͡Č€ʹͲͲͺ ͳ͸Č€͡Č€ʹͲͲ͸ Í´Í´Č€͸Č€ʹͲͲ͚ ͳͳȀ͚ȀʹͲͲ͸ ʹ;Ȁ͚ȀʹͲͲʹ ʹʹȀ͚ȀʹͲͲͲ ʹ͜Ȁ͸Č€ʹͲͲͺ


Evi Margaritis*

Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio

This paper1 will focus on the plant remains retrieved from archaeological layers of the first occupation phase of the settlement of Dispilio, which is dated in the Middle Neolithic period (5459-5082 BC, Fakorellis & Maniatis 2002), although the site continues to be in use not only in the Late Neolithic and through the Bronze Age but also in the much later Classical period. According to data deriving from both excavation and soil micromorphological analysis it is evident that during the middle Neolithic the houses were located on a wooden platform, which was built near and above the water (Karkanas 2002). The ∗ 1

material discussed in this paper derives from the recently excavated east sector of the excavation in the trenches represented in Fig. 1. This early phase (Phase C in the site phasing) is represented in depths between 1.602.20m. The samples discussed here originate from layers 9 and 10 at depths from 1.85m to 2.17m. The debris of these occupation layers consists of building material, complete waterlogged wooden posts in situ, a wealth of archaeological finds and large quantities of organic material such as fish and animal bones. The quantity of burnt material in the form not only of charcoal but also of charred seeds is

British School at Athens, e-mail: evimargaritis@gmail.com I would like to thank Prof. Chourmouziadis for our cooperation all these years and Dr. Marina Sofronidou for fruitful conversations. However, I am more than surprised with Prof. Chourmouziadis views, expressed at Anaskamma 1, referring to the training and further education of, mostly, the environmental specialists of his team. After being one of the first academics in Greece incorporating environmental studies at the interpretation of the material culture at Dispilio, it is very difficult for me to accept or even imagine that he really thinks that way. I am confident, however, that all our discussions on site are much more important than the lines written in that paper and I am going to keep that in my mind when I finalise my study of the plant remains. Part of the study of the plant remains from Dispilio was funded by the Wiener Laboratory, American School of Classical Studies at Athens and the Institute for Aegean Prehistory (INSTAP). I also want to thank Theano Dova, Giorgo Koutsobo, Natasha Pouliou, Taso Georgota and Katerina Rangou, who assisted with the flotation and sorting. The text is written in English in order to initiate dialogue and set the results within the context of other lake settlements in Central and Northern Europe.


114

Fig. 1: Large concentration of emmer wheat.

Fig. 2: Part of an emmer ear.

impressive, suggesting a destruction episode by fire (see below). Sampling at Dispilio was intensive and the soil samples were processed by water flotation using a single 300μ sieve2. Eighty five samples have been taken from these layers, but the discussion will be based on about 40 samples each of which contained on average more than 50 identifiable plant remains. In the meantime, more samples have been collected and processed but not yet studied from the area under study,

Evi Margaritis so results are preliminary, although the main conclusions are unlikely to alter significantly. The east sector of the site is the only area so far excavated to this depth. Most of the year the archaeological levels are submerged under the water of the lake, and it is possible to excavate only when the water levels are low or with the use of pumps, which is no easy task. However, this situation offers a unique opportunity for analysis as we recover not only charred plant remains, which is the usual mode of preservation in Greek excavations, but also waterlogged materials. In this state, complete wooden posts and other wooden parts of the houses have been preserved and analysed (Chatzitoulousis 2008), representing a unique find in Greek archaeology. It is important to discuss how the material in these layers came to be preserved. The organic material, both bones and plant remains, were retrieved in a charred, highly compact horizon which consisted of a combination of burnt material and unidentifiable, miniscule, waterlogged wood fragments, which gave the impression during study of resulting from decomposition of the waterlogged posts. Waterlogged seeds were only found in trenches Δ8β, Δ8γ and Δ7γ. As mentioned, both macroscopic inspection (during the excavation) and microscopic analysis (by soil micromorphology, Karkanas 2002), suggested that this early phase of the site was destroyed by fire. Phoca-Cosmetatou (2008), however, based on the analysis of the animal bones, confirms that the bones retrieved from the early occupation layers were not actually burned. This apparent contradiction might be explained by a destruction episode which was not too long or involved temperatures too low for the bones to be affected. The charred plant material suggests that the fire would not have exceeded 450οC nor have lasted for a very long time as otherwise the plant remains would have been turned to ash and would be per-

A single sieve only was used, in contrast with other achaeobotanical techniques still favouring two sieves of different mesh size, following the practical routines developed by the Pitt-Rivers Laboratory team at Cambridge. The material was studied at the Wiener Laboratory during the course of the offered Environmental Fellowship and the Fitch Laboratory, British School at Athens.

2


Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio

115

Fig. 3: Crop processing activities, after Stevens 2003

manently lost (for temperatures and charring conditions of plant remains see Boardman & Jones 1990). Collapse of the platforms into the water would have extinguished the fire, allowing also some seed remains to be preserved in waterlogged conditions (see below). The bone assemblage also suggested that the material was found in situ based on number of elements found in articulation (Phoca-Cosmetatou 2008). Therefore, the layers in question have suffered minimal post depositional destruction. Three main topics will be discussed in this paper: • The storage practice of glume wheats at Dispilio and the significance of their spatial distribution; • The storage of grass pea, Lathyrus sativus and • The presence of high quantities of waterlogged blackberry seeds (Rubus fruticosus)

THE STORAGE OF GLUME WHEATS

The plant remains retrieved from trenches Δ8δ and Δ8γ are of great interest as they consist of three two-seeded emmer ears (Fig. 2),

large numbers of complete spikelets, spikelet forks and glume bases in a ratio that indicates the release of the spikelets from the grains during carbonisation and post deposition. Some of the material in trench Δ8δ had dark red stains on its surface, possibly due to exposure to waterlogged conditions after charring and deposition. The same staining pattern has been also observed in the surface of the animal bones (Phoca-Cosmetatou 2008). Ethnographic studies have been a valuable resource in the reconstruction of agricultural production processes as well as in the understanding of taphonomical aspects, assisting in the interpretation of archaeobotanical samples (Hillman 1981, 1984). These studies suggest that, as emmer is a hulled wheat and the grains are enclosed in a tough glume, this requires much more work to thresh and further process than naked wheats. After threshing, when the cereal ear actually breaks up into spikelets, in order to remove the chaff and produce a clean product specific steps must be followed such as raking, winnowing, coarse and light sieving, pounding and hand sorting, all necessary if the cereal is meant for human consump-


116

tion ( Stevens 2003, Fig. 3). The find of a few parts of compete ears at Dispilio shows inefficient threshing of emmer wheat, which is normal when large quantities are processed. Storing complete spikelets indicates that the removal of the chaff and some of the weed seeds would have been done progressively during the year and hence the agricultural labour would have been spread. In addition, storage in spikelets protects the seed from fungal attack, especially in wet areas such as Dispilio. In the present case, the processing sequence has stopped before the pounding of the spikelets to remove the chaff but after sieving for the removal of some of the weed seeds, as indicated by a lack of weed seeds, apart from a very low presence of Lolium temulentum (darnel) (Hillman 1984). There is also the possibility that we are dealing with fields with low percentage of weed development. The presence of darnel indicates that the stored product has not been through hand sorting for the removal of weed seeds of a similar size to cereal grains, or just that the grain bulk was not thoroughly cleaned. Complete spikelets have been found at Mandalo and Dikili Tash (Valamoti 2004) and inferred at other sites on the basis of the presence of de-husking by products (Jones 1983; Valamoti 1992) but the Dispilio find is the only one of complete ears recovered from Neolithic Greece. The grain-rich concentrations of emmer at Dispilio indicate a stored product3. Storage and processing of a crop suggest its use for human consumption (Valamoti 2005). In addition, it is possible the emmer ears and spikelets could have been kept in this form for sowing in the next season, kept in their glumes for better protection. By contrast, in trenches Δ4β and Δ4δ einkorn grains are the only find, while in Δ4γ

Evi Margaritis a concentration of both emmer and einkorn grains, in combination with lentils, has been located, possibly as cooking refuse. Further east, in trenches Δ7γ Δ2δ, Δ3α, Δ6δ, Δ6β, Δ7α, and Δ7β the situation is different again and the vast majority of the plant remains are represented by spikelet forks and glume bases of mostly einkorn with some emmer wheat4 while there is an almost complete lack or very low representation of cereal grains or weed seeds. The large numbers of chaff of einkorn and emmer wheat suggests the presence of the by-products of fine sieving and the storage of the grain as spikelets. These samples, therefore, correspond to a step further in the crop processing sequence where the wheats have been de-husked and further cleaned (Hillman 1981, 1984; Jones 1987; Chocarro 1999), representing either refuse or deliberate storage for fodder, building material or fuel. Valamoti and Charles (2005) have put forward an alternative suggestion for chaff-rich samples. They have suggested that they can represent the remains of wheat spikelets or crop-processing by products, fed to animals and preserved as the remnant of dung burned for fuel. This scenario has been suggested for sites in Neolithic Greece such as Makriyalos and Makri, where chaff-rich samples have been discovered in association with fig seeds. It is possible for grain in the form of whole spikelets to be fed to animals in cases of need such as lactation or bad weather conditions that would make grazing difficult or impossible (Halstead 1999). This possibility perhaps should not be dismissed for Dispilio, although it should be noted that the chaff-rich samples are not connected with any other plant remains, such as figs for example or any weed seeds. Dung would have been an important source for fuel in cooking, although wood resources were

Very large quantities of emmer wheat have been recovered from the Neolithic site of Avgi, excavated by Dr. G. Stratouli, situated only 10km southwest of Lake Orestis, where Dispilio is located. At Avgi, emmer was stored in a pit as clean product although its by products were found throughout the site (Margaritis under study) 4 Samples from these trenches have been studied by the author but also by the late M. Mangafa (2002). 3


Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio not scarce around Dispilio (Ntinou 2010). Dung also produces a lot of smoke (Barnard & Kristoferson 1985) but its use or not depends on where the cooking facilities/areas are located, namely inside or outside the houses. The presence of dung in the site is testified by the phytolith study (Tsartsidou 2010). As mentioned, einkorn and emmer have been found together mostly as chaff concentrations in various trenches. This can indicate that either they were grown in the same field or they were disposed of in the same areas as a result of their common processing. Emmer is more productive than einkorn (Marinova 2009) while einkorn is considered very resistant against rain damage. The yield of einkorn is almost half of that of emmer (van der Veen & Palmer 1997). In addition, the lower tillage rate of einkorn allows more weeds to grow in the fields in relation to emmer (Kreuz et al. 2005). Einkorn is also more winter hardy than emmer while it is not considered to be best quality wheat for bread but is used for porridge or as cooked grain, as well as animal fodder (Zohary & Hopf 2000). Both species have their advantages but einkorn seems to prevail over emmer in Neolithic northern Greece as it is the predominant crop in most of the analysed sites of the period (Valamoti 2004). At Dispilio, as already stated, einkorn is present in many samples in the form of chaff, in the majority of the cases together with emmer, but also as a single grain concentration (see above). Emmer has also found as sole concentrations and possibly both wheats could have been also grown in separate fields.

THE GRASS PEA CONCENTRATION

The finds of grass pea in trenches Δ4γ and Δ4δ are of importance as they represent pure concentrations of a crop other than glume wheats in the horizons under study. It is also important because the consumption and use of grass pea is not as straight forward as other crops.

117

Grass pea is thought to derive from the wild progenitor chickling-vetch Lathyrus cicera L., which is indigenous to Greece, occurring both as fodder crop but also as weed species (Podimatas 1990). Grass pea is well known for its tolerance to harsh environmental conditions and that is why today it is cultivated in Ethiopia and in the Indian sub-continent (Hanbury et al. 2000). Concentrations indicative of storage have been found at other sites in Northern Greece such as Mandalo and Servia (Valamoti & Jones 2003), Arkadikos and Dikili Tash (Valamoti 2004), as well as Geraki in Laconia (Cappers & Mulder 2002); lesser quantities have been found in excavations all over Greece from prehistory onwards (Hansen 2000; Margaritis 2006). It is also found in the prehistoric Balkans such as in southern Bulgaria but is lacking from Serbia and Romania (Marinova 2009). Grass pea, as with other pulses like bitter vetch for example, is toxic; an acid is accumulated during the ripening of the seeds resulting in the seeds being toxic for animals and humans. Therefore it is mainly used as fodder, although in recent times it has also been used as the food by the poor or in cases of famine. The degree of the acid in the seeds depends on both environmental and genetic circumstances, and toxicity rises under conditions of drought (Butler et al. 1999). According to Pliny (HN 27.95) and modern observations if the seeds are soaked in the water, baking, roasting, boiling help in their detoxification (Cappers and Mulder 2002). Under certain conditions, eating large amounts of grass pea with little or no other variety in the diet can result in a nervous paralysis of the lower limbs in humans and some animals, Lathyrism, known from Second World War Europe and Greece. The condition, which seems to affect young male adults, is reversible to some extent only if caught early (Flint-Hamilton 1999). At Dispilio, these two concentrations represent the only case of grass pea being the sole component of a sample, while during the later peri-


118

ods of the site it occurs together with other pulses such as lentil and bitter vetch, as a minor component and in a limited number of samples. It was most probably used as animal fodder although its use for human consumption is certainly a possibility during the Neolithic (Valamoti 2004). Valamoti et al. (2011) have suggested that it is possible to discriminate in larger samples of grass pea between those processed for human consumption and those intended for fodder; such attempt has not been made for the assemblage of Dispilio and will be the focus of a future study.

GATHERING OF RUBUS FRUTICOSUS (BLACKBERRIES)

Living close to any source of water has been and still is very advantageous, impacting not only the practicalities of their everyday life, represented in the material culture (boat shape pottery, fishing implements), but also the thoughts, feelings and ideology of the inhabitants of such a settlement. Although its resources were not quite ‘domesticated’ in the sense applied to the agricultural resources exploited at the site, the intensive exploitation of the lake is well attested on the basis of the fish bones in all the phases of the site, clearly showing a great expertise with the more ‘’wild’’ fish resources (Theodoropoulou 2008). Familiarity with the lake and its surrounding ‘’wild’’ environment can also be evident in the archaeobotanical record. The adjacent environment would provide different vegetation zones creating a perfect setting for utilization and management by the Neolithic population, especially during the early occupation phase (Ntinou 2010). They could make the best out of different natural resources and combine gathering with agriculture. As suggested for Neolithic Italy, gathering could have been a gendered task in regular excursions or could be a more casual phenomenon of just gathering whatever

Evi Margaritis was useful on the way back of hunting trips (Robb 2007). People could gather wood for fuel and construction, as suggested by the charcoal analysis (Ntinou 2010), as well as herbs, nuts and fruits which are rich in vitamins. They would also acquire other raw materials from plants for their use as spices, medicines, for dying or for the production of fibres and clothing (Jacomet 2009). This kind of exploration of the surrounding of lake settlements has been attributed to similar sites in Central Europe and has been described as ‘’low level food production’’ in comparison with indigenous populations of North America (Robb 2007). These communities exploited an exceedingly wide range of resources available and adapted very well to the prevailing environmental settings. However, the vast majority of the potential resources have a very poor chance in surviving the archaeobotanical record. Gathering of herbs, fruits and nuts is not as well attested as the information for the cultivated plants such as cereals and pulses. It is unusual for them to be preserved by charring, as usually they are eaten fresh and only when stored, especially dried, have they a chance of surviving in large quantities during a fire destruction. The preservation of some plant remains by waterlogging at Dispilio offers some insights normally lacking at other sites. It should be also noted, however, that given the location of the settlement by the lake, the survival of the archaeobotanical material in a waterlogged condition is not as great as it is the case at the lake settlements of Central and Northern Europe. Trench Δ8β has revealed thousands of waterlogged blackberry seeds and hazelnut fragments as a minute component. Trenches Δ8γ and Δ7γ have also revealed waterlogged blackberries in co-occurrence with einkorn and emmer chaff, which however are charred. The presence of hazelnut trees and species of the Rosaceae family in the surrounding environment is attested by charcoal analysis (Ntinou 2010). Blackberries have been found


Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio previously at Dispilio in all phases studied (Mangafa 2002) but as an uncommon find; now the waterlogged state allows large numbers of the fruit seeds to be preserved. Blackberries are commonly found in Greek excavations from prehistory (Valamoti 2004 for a review of the evidence) to the Classical period and Hellenistic period (Margaritis 2006) but, in most cases, in low quantities. Blackberries are edible by both humans and animals and in some cases, such as Mandalo (Valamoti & Jones 2003) have been connected with consumption by animals through their recovery as part of a dung assemblage. In the case of Dispilio, it is of interest to discuss the fact that Rubus seeds and hazelnut nut fragments are the only waterlogged plant material found in the early occupation phase and question why other plant remains have not survived. I suggest that the preservation pathway of the blackberries and the hazelnut is the result of their robust outer coat, which slows down deterioration and can survive fluctuating water levels. The site or this part of the site where the material comes from could never have been completely buried under the water for a very long period of time. The fluctuations in the water level from wetter to drier or even dry conditions would not have necessarily been the best situation for high levels of preservation. It is only the more tough plant remains that could have survived this variation not only during deposition but also at a post-depositional stage. The untransformed seeds could be modern and intrusive but most likely represent archaeological survival, as demonstrated by radiocarbon dating of untransformed elder seeds by Monckton (1999) in another case study. The concentration of berries in trench Δ8β could represent a stored product of fruits, of which the more sensitive flesh and juicy mass of the berries would possibly not survive the depositional changes, leaving only the more robust seeds behind. On the other hand, if the seeds were de-

119

posited as part of animal dung remains, other plant components would potentially be expected, given the waterlogging conditions and the chance of a better preservation. It is, however, again probable that other plant remains could have been originally part of a dung assemblage but with the fluctuations of the water level during the millennia did not survive. It is also possible that the concentration of blackberries represent human excrement which ended up in waste locations such as under or next to the houses. With the collapse of the platforms during destruction they would have been in a sealed context and thus be preserved.

DISCUSSION

The early habitation phase at Dispilio has, thus far, the highest potential for archaeobotanical analysis due to the larger quantities of plant remains when compared with the later phases (author’s observation). The plant remains will provide information focusing not only on diet and subsistence, but also the patterning of activities and refuse. The samples can be distinguished between those indicative of storage or cooking refuse and those indicative of crop processing activities (e.g. chaff and weeds). The connection of refuse and storage with specific areas in the site can provide insights towards the relationship of society and refuse disposal, the relationship between refuse and space (Valamoti 2005). The location of storage inside or outside the household or the choice of communal storage and its management can also be related to the social and economic organisation of the site as a whole (Halstead 1999). The presence of Lathyrus could suggest its use both as animal fodder and for human consumption; in the latter case it could suggest a period of distress, which is not suggested by the rest of the archaeobotanical data (e.g. size of seeds that would propose hard agricultural


120

conditions) or the variety of crops found. We should also consider, however, the possibility that prehistoric people have not necessarily been highly aware the ’’bad qualities’’ of grass pea, especially since humans are affected only if they consume high quantities and their diet consists mainly of this legume. As the ethnographic record from Ethiopia has shown grass pea toxicity can be reduced with various methods (Butler et al. 1999) and the legume can be consumed without problems for human health. It is, therefore, possible that at Dispilio grass pea represented an important component of the diet, an attractive source of nourishment, resistant to many pests, including those of storage (Mahler-Slasky & Kislev 2010). Although to be expected, the significant concentrations of Rubus suggest an intensive exploitation of the natural environment, which, although previously suggested for the Neolithic, has never been proven by evidence for fruits and nuts, due to adverse preservation conditions. Charcoal evidence has suggested that the surrounding vegetation of the site included open areas with species like Prunus, Roseceae, Juniperus and Pistacia, which could be associated with the maintenance of small fields in the periphery of the village (Ntinou 2010). This is in accordance with the suggestion of an ‘’intensive’’ model of cultivation at Dispilio (Mangafa 2002). In order to further validate this suggestion, however, it would be best to retrieve more weed seeds from the assemblage, indicative of this type of cultivation and the location of the fields (Jones 1992), data thus far lacking at least for the early habitation phase. In this line of thought it is, however, important to consider that there is no major impact on woodland vegetation further away from the site (Ntinou 2010) for the creation of new and possibly bigger fields for cultivation, suggesting a small scale agricultural regime at the site.

Evi Margaritis Dispilio should also be viewed in a wider site-type context. The large body of archaeobotanical data from Neolithic sites in northern Greece has allowed comparisons between sites and their plant remains (Valamoti 2004). Tell and extended sites have been compared and it has been tentatively suggested that there is a connection between grain rich deposits at the former and chaffrich material at the latter. Dispilio does not belong to the usual site types of the Neolithic period in Northern Greece, and not only due to its location; both types of archaeobotanical material (grain and chaff rich) are present in the same horizons and in different contexts of the site, but certainly more samples should be studied before trying to draw any conclusions, in order to make valuable comparisons with the other Neolithic sites. Wheats and legumes are very important not only in that they actually form the basis of the diet of the Neolithic people and it is important to connect the ‘’natural’’ with the ‘cultural’’, their processing for edibility and their preparation into actual food takes up a lot of energy and time and entails the creation of suitable implements connected with them, as suggested by widely found objects: cooking installations, blades, sickles, mortars, large storage vessels and a large variety of cooking pots, disposal areas, indoor and outdoor activities. It is essential to connect all the information available from the archaeological material5, the plant remains and the other organic material, such as the remains of fish processing for example in order to understand the use of space and reconstruct human activities at Dispilio. A fully contextualised understanding of the processing, production and distribution of food will not only shed light on the economic and social organisation of the site but it will also reveal significant variation from other Neolithic sites in Northern Greece.

This task cannot be contemplated at this point as different specialist studies are at different stages of completion.

5


Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio

121

bibliography Barnard G. & L. Kristoferson 1985 Agricultural Residues as Fuel in the Third World. London: International Institute for Environment and Development [Energy Information Programme, Technical Report no 4, Earthscan, Sweden]. Boardman, S. & G. Jones 1990 Experiments on the effects of charring on cereal plant components. Journal of Archaeological Science 17: 1-11. Butler, A., A. C. D’Adrea & D. Lyons 1999 The ethnobotany of Lathyrus sativus in the highlands of Ethiopia. In The Exploitation of Plant Resources in Ancient Africa (ed. M. Van der Veen): 123-36. New York: Kluwer Academic/Plenum. Cappers, R. & S. Mulder 2002 Early Helladic grass pea in Geraki. Pharos X: 25-33. Chatzitoulousis, S. 2008 Woodworking technology at the Neolithic lakeside settlement of Dispilio Kastorias. Anaskamma 1: 92-123 [in Greek with English abstract]. Fakorellis, G. & G. Maniatis 2002 Apotelesmata chronologisis deigmaton me ti methodo tou 14C. In Dispilio, 7500 Chronia Meta (ed. G. H. Hourmouziadis): 289-94. Thessaloniki: University Studio Press, [in Greek with English abstract]. Flint-Hamilton, K. 1999 Legumes in ancient Greece and Rome: Food, medicine, or poison? Hesperia 68(3): 371-85. Halstead, P. 1999 Neighbours from hell? The household in Neolithic Greece. In Neolithic Society in Greece (ed. P. Halstead): 77-95. Sheffield: Sheffield Academic Press [Sheffield Studies in Aegean Archaeology]. Hanbury C. D., C. L. White, B. P. Mullan & K. H. M. Siddique 2000 A review of the potential of Lathyrus sativus L. and L. cicera L. grain for use as animal feed. Animal Feed Science and Technology 87: 1-27. Hansen, J. 2000 Palaeoethobotany and palaeodiet in the Aegean region: Notes on legume toxicity and related pathologies. In Palaeodiet in the Aegean (ed. S. J. Vaughnand & W. D. E. Coulson): 13-27. Oxford: Oxbow Books. Hillman, G. C. 1981 Reconstructing crop husbandry practices from charred remains of crops. In Farming Practice in British Prehistory (ed. R. Mercer): 123-62. Edinburgh: Edinburgh University Press, 1984 Interpretation of archaeological plant remains: The application of ethnographic models from Turkey. In Plants and Ancient Man (ed. W. van Zeist & W. A. Casparie): 1-42. Rotterdam, Boston: A. A. Balkema. Jacomet, S. 2009 Plant economy and village life in Neolithic lake dwellings at the time of the Alpine Iceman. Vegetation History and Archaeobotany 18: 47-59. Jones, G. E. M. 1983 The Use of Ethnographic and Ecological Models in the Interpretation of Archaeological Plant Remains: Case Studies from Greece. Cambridge: University of Cambridge [Unpublished PhD Thesis]. 1987 Agricultural practice in Greek prehistory. Annual of the British School at Athens 82: 115-23. 1992 Weed phytosociology and crop husbandry: Identifying a contrast between ancient and modern practice. Review of Palaeobotany and Palynology 73: 133-43.


122

Evi Margaritis

Karkanas, P. 2002 Micromorphological studies of Greek prehistoric sites: New insights in the interpretation of the archaeological record. Geoarchaeology 17(3): 237-59. Kreuz, A., E. M. Marinova & J. Wiethold 2005 A comparison of early Neolithic crop and weed assemblages from the Linearbandkeramik and the Bulgarian Neolithic cultures: Differences and similarities. Vegetation History and Archaeobotany 14: 237-58. Mahler-Slasky, Y. & M. E. Kislev 2010 Lathyrus consumption in late Bronze Age and Iron Age sites in Israel: An Aegean affinity. Journal of Archaeological Science 37: 2477-85. Mangafa, M. 2002 I archeovotaniki meleti tou oikismou. In Dispilio, 7500 Chronia Meta (ed. G. H. Hourmouziadis): 115-34. Thessaloniki: University Studio Press. Margaritis, E. 2006 Vine and Olive Farming in Hellenistic Pieria: An Archaeobotanical Case Study of Settlements from Macedonia, Greece. Cambridge: University of Cambridge [Unpublished PhD thesis]. Marinova, E. 2009 Plant economy and vegetation during the Early Neolithic of Bulgaria. In The First Neolithic Sites in Central/South-East European Transect Volume I: Early Neolithic Sites on the Territory of Bulgaria (ed. I. Gatsov & Y. Boyadzhiev): 59-62. Oxford: Archaeopress [British Archaeological Reports, Int. Ser. 2048]. Monckton, A. 1999 The plant remains. In Roman and Medieval Occupation in Causeway Lane, Leicester: Excavations 1980 and 1991 (A. Connor & R. Buckley): 346-61. Leicester: University of Leicester Archaeological Services. Ntinou, M. 2010 Palaeoenvironment and human activities: Wood charcoal analysis at the Neolithic lake site at Dispilio Kastorias. Anaskamma 4: 44-60 [in Greek with English abstract]. Pena-Chocarro, L. 1999 Prehistoric Agriculture in Spain: The Application of Ethnographic Models. Oxford: Archaeopress [British Archaeological Reports, Int. Ser. 818]. Phoca-Cosmetatou, N. 2008 The terrestrial economy of a lake settlement: A preliminary report on the faunal assemblage from the first phase of occupation of Dispilio. Anaskamma 2: 46-68. Podimatas, C. I. 1990 The role of legumes in the farming systems of Greece. In The Role of Legumes in the Farming Systems of the Mediterranean Areas (ed. A. E. Osman, M. H Ibrahim & M. Jones): 63-70. New York: Kluwer Academic Publishers. Robb, J. 2007 The Early Mediterranean Village: Agency, Material Culture and Social Change. Cambridge: Cambridge University Press. Stevens, C. 2003 An investigation of agricultural consumption and production models for Prehistoric and Roman Britain. Environmental Archaeology 8: 61-76. Theodoropoulou, T. 2008 Man and lake: Fishers and fishing at Prehistoric Dispilio. Anaskamma 2: 27-45 [in Greek with English abstract]. Tsartsidou, G. 2010 Phytolith analysis from the sediments of Dispilio: An approach of understanding the subsistence practices of the prehistoric settlement. Anaskamma 4: 76-87 [in Greek with English abstract]. Valamoti, S. M. 1992 Apanthrakomena fytika katalipa apo tin proistoriki Thermi: Mia prokatarktiki meleti. Makedonika 27: 443-55.


Storage, gathering and Lathyrism? at Dispilio

123

2004

Plants and People in Late Neolithic and Early Bronze Age Northern Greece: An Archaeobotanical Investigation. Oxford: Archaeopress [British Archaeological Reports, Int. Ser. 1258]. 2005 Grain versus chaff: identifying a contrast between grain rich and chaff-rich sites in Neolithic of northern Greece. Vegetation History and Archaeobotany 14: 259-67. Valamoti, S. M. & M. Charles 2005 Distinguishing food from fodder though the study of charred plant remains: an experimental approach to dung-derived chaff. Vegetation History and Archaeobotany 14: 528-33. Valamoti, S. M. & G. E. M. Jones 2003 Plant diversity and storage at Mandalo, Macedonia, Greece: Archaeobotanical evidence from the Final Neolithic and Early Bronze Age. Annual of the British School at Athens 98: 1-35. Valamoti, S. M., A. Moniaki & A. Karathanou 2011 An investigation of processing and consumption of pulses among prehistoric societies: Archaeobotanical, experimental and ethnographic evidence from Greece. Vegetation History and Archaeobotany 20(5): 381-96. van der Veen, M. & C. Palmer 1997 Environmental factors and the yield potential of ancient wheat crops. Journal of Archaeological Science 24(2): 163-82. Zohary, D. & M. Hopf 2000 Domestication of Plants in the Old World [third edition]. Oxford: Oxford University Press.

Περίληψη Αποθήκευση, καρποσυλλογή και καλλιέργεια λαθουριού στο Δισπηλιό Εύη Μαργαρίτη Η μελέτη των αρχαιοβοτανικών δεδομένων για την παρούσα μελέτη επικεντρώθηκε σε στρώματα που χρονολογούνται στη Μέση Νεολιθική περίοδο. Στον ανατολικό τομέα της ανασκαφής έχουν βρεθεί μεγάλες ποσότητες δίκοκκου σιταριού, αποθηκευμένου με τα λέπυρα, έναν τρόπο αποθήκευσης που έχει προταθεί και για άλλες θέσεις, αλλά η ανεύρεση ολόκληρων σταχυδίων δεν αποτελεί κοινό εύρημα στον ελλαδικό χώρο. Εκτός από το σιτάρι, σπόροι λαθουριού βρέθηκαν επίσης σε μεγάλες ποσότητες, προσθέτωντας δεδομένα και προβληματισμούς

για τη χρήση του φυτού. ΄Όλα τα φυτικά κατάλοιπα του Δισπηλιού έχουν διατηρηθεί απανθρακωμένα εκτός από τη μεγάλη συγκέντρωση σπόρων βατόμουρου που σώθηκαν λόγω των αναερόβιων συνθηκών που δημιούργησε η επικάλυψη του οικισμού από το νερό της λίμνης. Τα αρχαιοβοτανικά δεδομένα υποδηλώνουν εντατικό τρόπο καλλιέργειας κοντά στον οικισμό και συμφωνούν με τις πληροφορίες που προέρχονται από την ανάλυση του ξυλάνθρακα και των φυτολίθων.



125



Χρήστος Ν. Μηλιώνης*

Σημειώσεις από τα χαρακώματα σχετικά με την αρχαιολογική επίβλεψη εκσκαφών σε δημόσια έργα

Ας φανταστούμε (ή ας αναπολήσουμε) τη στιγμή που ένας άρτι πτυχιούχος αρχαιολόγος βγαίνει για να εργαστεί για πρώτη φορά στο πεδίο. Ας λάβουμε επίσης υπόψη το γεγονός ότι, τουλάχιστον στη χώρα μας, ο νεόκοπος αρχαιολόγος έχει συνήθως στο πίσω μέρος του μυαλού του (και η εκπαίδευσή του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο σε αυτό) την εικόνα των προσεκτικά οριοθετημένων καννάβων μίας συστηματικής ανασκαφής ή την ησυχία ενός απομονωμένου οικοπέδου (πρβ. Θέμελης 1985)1. Τίποτε δεν τον προετοιμάζει για την εικόνα ενός μηχανικού εκσκαφέα που εργάζεται αδιάκοπα απέναντί του, με τις φοβερές του δαγκάνες ικανές να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες

φθορές σε κάθε μορφής τέχνεργο, ή για το ότι ο χώρος της έρευνάς του μπορεί να είναι τελείως διαφορετικός σε σχέση με ένα τυπικό γεωτεμάχιο, στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου ή ακόμη και στη μέση του πουθενά, γιατί ο δρόμος κατασκευάζεται αυτή τη στιγμή. Αυτό είναι και το καλωσόρισμά του στον κόσμο των δημόσιων έργων. Αν και τα παραπάνω μπορεί να φαντάζουν μελοδραματικά στον αναγνώστη, η αλήθεια είναι ότι περιγράφουν δύο από τις πολλές όψεις μιας πραγματικότητας: α) τουλάχιστον στον χώρο των κατασκευών, η χειρωνακτική εκσκαφή έχει αντικατασταθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από την εκσκαφή που πραγματοποιείται με τη βοήθεια χωματουργικών μηχα-

Υπ. Διδ. Κλασικής Αρχαιολογίας, Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, e-mail: chrimill@gmail.com Θα ήθελα να ευχαριστήσω: τους κ. Ά. Τσαραβόπουλο (αρχαιολόγο της ΚΣΤ΄ ΕΠΚΑ) και Σ. Βασιλείου (εργατοτεχνίτη της Γ΄ ΕΠΚΑ) για όσα μου έμαθαν· τον κ. Π. Βαλαβάνη, καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τις υποδείξεις του· τους συναδέλφους μου (όλων των ειδικοτήτων) στο έργο του Βιολογικού Καθαρισμού Μεγάρων, για τις κοινές μας εμπειρίες· τους εργολάβους, τους εργοδηγούς και τους εργαζόμενους σε τεχνικά έργα που ήταν πρόθυμοι να απαντήσουν στις απορίες μου· τον Κ. Μίντζα, γραφίστα, για τη βοήθειά του· την οικογένειά μου για τη στήριξη και την υπομονή της. 1 Το εν λόγω εγχειρίδιο αποτελούσε (τουλάχιστον μέχρι πριν από μερικά χρόνια) μέρος της διδακτέας ύλης του μαθήματος «Τοπογραφία-Ανασκαφική» του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ προέρχεται από πανεπιστημιακές παραδόσεις του συγγραφέα. ∗


128

νημάτων· β) ένα πολύ μεγάλο ποσοστό αρχαιολόγων απασχολείται πλέον σε δημόσια έργα. Η διαδικασία της εκσκαφής σηματοδοτεί τη μετάβαση από το οικόπεδο ή το γεωτεμάχιο στο αρχαιολογικό σκάμμα, ωστόσο δείχνει να αποτελεί μία γκρίζα ζώνη στο σύνολο της αρχαιολογικής πρακτικής. Η αρχαιολογική επιστήμη διεθνώς μοιάζει να εστιάζει στο πριν από την εκσκαφή (ο χώρος γενικά) και στο μετά από την εκσκαφή (η ανασκαφή), αγνοώντας (όσον αφορά τα καθ’ ημάς, μια ματιά στον Ν. 3028/02 αρκεί)2 ή ακόμη και μιλώντας επιφυλακτικά για την ίδια τη διαδικασία. Στην καλύτερη περίπτωση, η μηχανική εκσκαφή λογίζεται ως χρήσιμη και αποδεκτή μόνο για την αφαίρεση μη αρχαιοφόρων επιχώσεων και για την προετοιμασία του σκάμματος (Alexander 1970: 49-68; Barker 1983: 126-36; Drewett 2000β: 598; Roskams 2000: 93-4; Collis 2004: 38), με ό,τι τεχνικά και μεθοδολογικά ζητήματα μπορεί να προκύψουν από αυτή την προσέγγιση. Αυτή η ιδιότυπη στάση αξίζει να συζητηθεί, καθώς η παρακολούθηση εκσκαφών είναι ίσως η μοναδική αρχαιολογική διαδικασία την οποία ο αρχαιολόγος ασκεί όντας ουσιαστικά ανεκπαίδευτος και ταυτόχρονα η εφαρμογή της αποτελεί ένα μόνιμο σημείο τριβής τόσο μεταξύ των ίδιων των αρχαιολόγων όσο και μεταξύ των αρχαιολόγων και των αρχιτεκτόνων, των μηχανικών και των εργαζόμενων γενικά σε κατασκευαστικά έργα (Κανίνια 1990: 54-6). ΄Όσον αφορά αυτά τα τελευταία, είναι πλέον αποδεκτό ότι αποτελούν σημαντικότατο τμήμα της σύγχρονης αρχαιολογικής δραστηριότητας. Χάρη σε αυτά, πολλοί νέοι επιστήμονες παίρνουν το βάπτισμα του πυρός στο πεδίο, ενώ έργα που εκτείνονται σε μεγάλο εύ

2

Χρήστος Ν. Μηλιώνης ρος, όπως η κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου ή ενός αγωγού φυσικού αερίου, για παράδειγμα, θεωρείται ότι έως ένα βαθμό υποκαθιστούν στις μέρες μας τις ανασκαφές μεγάλης κλίμακας του παρελθόντος, λόγω της πληθώρας των θέσεων και των δεδομένων που αποκαλύπτονται στο πλαίσιο της κατασκευής τους, σύμφωνα με το Europae Archaeologiae Consilium (www.e-a-c.org/11-0-Large-ScaleExcavations.html). Από την άλλη, οι ιδιαίτερες δυσκολίες των έργων αυτών έχουν οδηγήσει επιστήμονες όπως ο Ι. Τουράτσογλου να τα χαρακτηρίσουν ως πεδία μάχης, καθώς οι αρχαιολόγοι μάχονται να διασώσουν τα κατάλοιπα του παρελθόντος αντιμαχόμενοι πιεστικά χρονοδιαγράμματα, δύσπιστους μηχανικούς και επικίνδυνα εργοτάξια (Συνάντηση Εργασίας 2004 – Πρακτικά: 447-8). ΄Έτσι, το κείμενο που ακολουθεί απευθύνεται κατά κύριο λόγο στον νέο αρχαιολόγο. Αποτελεί μία απόπειρα συγκέντρωσης κάποιων βασικών δεδομένων, με σκοπό να τον ενημερώσει σχετικά με τη φύση και τις δυσκολίες ορισμένων εργασιών, ενώ παράλληλα ευελπιστεί να του προσφέρει τη δυνατότητα να βελτιστοποιήσει τη μέθοδο της δικής του εργασίας· γιατί το μόνο σίγουρο πλεονέκτημα που προσφέρει η απασχόληση σε έργα αυτού του είδους είναι η πείρα και οι γνώσεις που θα αποκομίσει, οι οποίες και πιθανότατα θα τον καταστήσουν ικανό να εργαστεί με άνεση σε σχεδόν οποιοδήποτε πεδίο. Τέλος, το παρόν κείμενο προσδοκά να θέσει επί τάπητος ένα ευρύτερο ζήτημα: αν η αρχαιολογική έρευνα πεδίου, με τα μέχρι τώρα κεκτημένα εργαλεία της, μπορεί να ανταπεξέλθει στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η τεχνολογική πρόοδος.

Μόλις πρόσφατα, ο Ν 3840/2010 (άρθρο 10, παράγραφος 15) αναφέρει ως ξεχωριστή διαδικασία την αρχαιολογική παρακολούθηση εργασιών στο πλαίσιο δημόσιων τεχνικών έργων: Στο άρθρο 25 του ν. 3614/2007 προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής: «9. Οι δαπάνες αρχαιολογικών ερευνών και εργασιών που προκαλούνται κατά την εκτέλεση συγχρηματοδοτούμενων από την Ευρωπαϊκή ΄Ένωση δημόσιων τεχνικών έργων υπό την έννοια του ν. 1418/1984 (ΦΕΚ 55 Α΄), όπως αυτός ισχύει, χρηματοδοτούνται από τον κύριο του έργου και αφορούν: α) την αρχαιολογική παρακολούθηση των εργασιών από την αρμόδια Υπηρεσία Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, β) τη διενέργεια σωστικών ανασκαφών, κατά την έννοια του άρθρου 37 του ν. 3028/2002 (ΦΕΚ 153 Α΄) και γ) τη λήψη προληπτικών μέτρων προστασίας των μνημείων έναντι κινδύνων κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου ή και κατά τη φάση της λειτουργίας του [...].


Σημειώσεις από τα χαρακώματα

Τα «χαντάκια» Ανάμεσα στα διάφορα δημόσια έργα, υπάρχει μία κατηγορία που ξεχωρίζει και θα μας απασχολήσει κατά κύριο λόγο στο παρόν κείμενο. Περιγράφεται με μία πολύ χαρακτηριστική φράση που (τουλάχιστον στα καθ’ ημάς) ακούγεται συχνά σε μία συζήτηση μεταξύ έκτακτων αρχαιολόγων και έχει έναν πολύ σαφή αντίκτυπο: οι λέξεις «δουλεύω σε χαντάκια» καθιστούν αυτόν που θα τις εκστομίσει δέκτη αισθημάτων αλληλεγγύης από τους συναδέλφους του, ως αναγνώριση του πόσο επίπονη και αντικειμενικά δύσκολη είναι η εργασία του. Πιο κομψά, χαντάκια ίσον ορύγματα που σκάβονται για να φιλοξενήσουν τα διάφορα υπόγεια δίκτυα υποδομών (σωληνώσεις ύδρευσης, αποχέτευσης, όμβριων υδάτων, δίκτυα φυσικού αερίου, δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δίκτυα τηλεπικοινωνιών, δίκτυα οπτικών ινών κλπ.). Ως ορύγματα γενικά χαρακτηρίζονται οι εκσκαφές για την τοποθέτηση δικτύων κοινής ωφέλειας με μέγιστο πλάτος τα 5 μ. (ΠΕΤΕΠ 2006: 1). Κάθε δίκτυο εμφανίζει ξεχωριστές προδιαγραφές, από τις διαστάσεις των ορυγμάτων μέχρι τον εξοπλισμό και τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται κατά την κατασκευή του. ΄Έτσι, ένα όρυγμα για την τοποθέτηση δικτύου οπτικών ινών έχει συνήθως πλάτος και βάθος μόλις λίγων εκατοστών, ένα όρυγμα που θα φιλοξενήσει έναν κεντρικό αγωγό ύδρευσης μπορεί να έχει πλάτος πάνω από 2 μ. και βάθος μέχρι 4 μ., με την κατασκευή του να περιλαμβάνει και τη δημιουργία σήραγγας, όπως διαπιστώθηκε από εργασίες αυτού του είδους που έλαβαν χώρα στη Θεσσαλονίκη (Μπακιρτζής 2004: 332-3), ή μπορεί ακόμη και να εμφανίζει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις και να φτάνει και σε βάθος 20 μ. και πλάτος αρκετών μέτρων, όπως προέκυψε σε εργασίες για την κατασκευή αποχετευτικού δικτύου στην πα-

3

129

λιά πόλη της Ρόδου (Κανίνια 1990: 51). Είναι προφανές ότι η αρχαιολογική επίβλεψη των έργων αυτών θα εμφανίζει τις δικές της ιδιαιτερότητες κατά περίπτωση. Τα τεχνικά έργα που πραγματοποιούνται εντός ορυγμάτων είναι συχνά αρκετά μεγάλης κλίμακας, όσο και αν η μορφή τους προϊδεάζει για το αντίθετο. Ενδεικτικά, η εκσκαφή ορυγμάτων συνολικού μήκους περίπου 40 χλμ., πλάτους 0,80 μ. και μέσου βάθους 3 μ., που πραγματοποιήθηκε υπό αρχαιολογική επίβλεψη στο πλαίσιο της κατασκευής δικτύου αποχέτευσης για την πόλη των Μεγάρων3, ισοδυναμεί με την πλήρη εκσκαφή ενός γεωτεμαχίου έκτασης 32 στρεμμάτων σε βάθος 3 μ. Η εστίαση σε αυτή την κατηγορία έργων δεν είναι τυχαία. Τόσο η διαδικασία της επίβλεψης εκσκαφών όσο και η αρχαιολογική έρευνα στο πλαίσιο ενός δημόσιου έργου εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερο εύρος· εκσκαφείς χρησιμοποιούνται λ.χ. και στα οικόπεδα, ενώ σε πολλά δημόσια έργα η έκταση του υπό διαμόρφωση –και υπό επακόλουθη ανασκαφική διερεύνηση– χώρου είναι ευρύτατη και δεν περιορίζεται σε ένα στενό όρυγμα (η κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου, για παράδειγμα, ή ενός σιδηροδρομικού σταθμού), προσομοιάζοντας σε μία τυπική ανασκαφή. Κρίνεται, ωστόσο, ότι η αναγωγή από το ειδικό (η εκσκαφή ορυγμάτων) στο γενικό (η εκσκαφή γενικά) είναι πιο χρήσιμη, καθώς στην πρώτη περίπτωση όχι μόνο εμφανίζονται όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της διαδικασίας αλλά και πολλές ιδιαιτερότητες που αξίζει να αναφερθούν. Τέλος, δεν πρέπει να λησμονείται ότι τα χαντάκια δεν είναι άγνωστα στην αρχαιολογική έρευνα· αποτελούν μια αρκετά κοινή ανασκαφική μέθοδο που έχει ως κύριο σκοπό τη δειγματοληπτική συγκέντρωση δεδομένων σε όσο το δυνατόν συντομότερο χρόνο (Drewett 2000α: 636). Πολλοί αρχαιολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει αυτή τη μέθοδο και

΄Έργο γνωστό και ως Βιολογικός Καθαρισμός Μεγάρων. Επίσημη ονομασία του αρχαιολογικού υποέργου: «Αρχαιολογικές σωστικές ανασκαφές για την κατασκευή του έργου –κατασκευή δικτύου ακαθάρτων της πόλης των Μεγάρων– της ΣΑΕ 075/3» Γ΄ ΚΠΣ.


130

σε μεγάλη κλίμακα: ο Dörpfeld χρησιμοποίησε την τεχνική κατά τις έρευνές του για την εύρεση της ομηρικής Ιθάκης στο Νυδρί της Λευκάδας κατά τις αρχές του περασμένου αιώνα· τα πορίσματά του, αν και δεν επιβεβαίωσαν τις προσδοκίες του, έφεραν στο φως σημαντικά δεδομένα και κατέδειξαν τις δυνατότητες της μεθόδου (Snodgrass 1987: 1824). Ακόμη και στην επίβλεψη της εκσκαφής οικοπέδων, που κρίνεται πιο απλή, η πάγια πρακτική είναι η διενέργεια δοκιμαστικών τομών σε διάφορα σημεία (σχήματος Γ, Η, Ι και άλλων), δηλαδή η διάνοιξη ορυγμάτων. Ωστόσο, κρίνεται ως μία ιδιαίτερα απαιτητική μέθοδος που προϋποθέτει καλή γνώση του αντικειμένου και μεγάλη προσοχή στην εφαρμογή της (Roskams 2000: 58-9).

Μηχανήματα και χαρακτηριστικά των τεχνικών έργων

΄Όπως ο αρχαιολόγος περιμένει από έναν μηχανικό ή έναν χειριστή εκσκαφέα να δείξει ευαισθησία απέναντι στις αρχαιότητες που μπορεί να βρεθούν, έτσι και αυτοί οι

Χρήστος Ν. Μηλιώνης τελευταίοι εκπλήσσονται ευχάριστα όταν έχουν απέναντί τους έναν αρχαιολόγο που γνωρίζει έστω κάποια βασικά στοιχεία της δουλειάς τους –εξ ου και η ακόλουθη παράθεση ορισμένων από αυτά. Οι δύο βασικοί τύποι μηχανημάτων εκσκαφής που θα συναντήσει κανείς στα ορύγματα είναι ο εκσκαφέας ανεστραμμένου πτύου (κν. τσάπα, αγγ. backhoe ή excavator) και ο φορτωτής-εκσκαφέας (αγγ. backhoe loader, κν. JCB, από την εταιρεία κατασκευής που τους κατασκεύασε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950). Οι εκσκαφείς ανεστραμμένου πτύου κινούνται πάνω σε ερπύστριες ή είναι ελαστικοφόροι. Η εκσκαφή πραγματοποιείται μέσω ενός συστήματος που απαρτίζεται από τον πρόσθιο ιστό (μπούμα) και έναν αρθρωτό βραχίονα (ή εκσκαπτικό στέλεχος). Το ανεστραμμένο πτύο που σκάβει (γνωστό επίσης ως κάδος, κουβάς ή κουτάλα) τοποθετείται στο άκρο του στελέχους έτσι ώστε να τραβά το φορτίο προς το μηχάνημα, γεγονός βολικό για την αρχαιολογική έρευνα (Drewett 2000β: 598). Το όλο σύστημα έχει ποικίλο μήκος (συνήθως κυμαίνεται περί τα 6 μ.) και εμφανίζει δυνατότητα περιστροφής 360ο στον κατακόρυφο άξονα (Εικ. 1). Οι φορτωτές-εκσκαφείς είναι ελαστικοφόροι, έχουν μικρότερο μέγεθος από τα μηχανήματα του πρώτου τύπου και ξεχωρίζουν

Εικ. 1: ΄Ένας ελαστικοφόρος εκσκαφέας ανεστραμμένου πτύου (τσάπα), εξοπλισμένος με οδοντωτό κάδο.

Εικ. 2: ΄Ένας φορτωτής-εκσκαφέας επί το έργον.

Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Doosan_ wheeled_excavator.JPG]

Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Backhoe_ and_loader.jpg]


Σημειώσεις από τα χαρακώματα από το ότι μπορούν να επιτελέσουν τη διπλή λειτουργία του φορτωτή (χάρη στο συρόμενο κάδο που φέρουν στο εμπρόσθιο τμήμα τους) και του εκσκαφέα (χάρη στο σύστημα ιστού και αρθρωτού βραχίονα που φέρουν στο οπίσθιο τμήμα τους). Μπορούν να περιστρέψουν το εκσκαπτικό στέλεχός τους παρά μόνο σε άξονα 180ο περίπου· επίσης, το σύστημα εκσκαφής τους έχει μικρότερο συνολικό μήκος και λιγότερη ισχύ. ΄Έτσι, χρησιμοποιούνται συνήθως ως φορτωτές και προτιμώνται από τους εργολάβους ως εκσκαφείς για λιγότερο απαιτητικές εκσκαφές που εκτείνονται σε σχετικά μικρό πλάτος και βάθος ή σε σημεία όπου ένας εκσκαφέας ανεστραμμένου πτύου δεν μπορεί να κινηθεί (Δομή 2006, Πάπυρος-LarousseBritannica 2007; Καρμίρης 2007) (Εικ. 2). Οι εκσκαφείς μπορούν να φέρουν ποικιλία εκσκαπτικών εργαλείων· το συνηθέστερο από αυτά είναι η πνευματική σφύρα (σφυρί) για τον τεμαχισμό βραχωδών υποστρωμάτων. Οι κάδοι που χρησιμοποιούνται έχουν διάφορες διαστάσεις, ενώ το χείλος τους μπορεί να είναι οδοντωτό ή όχι· οι εργολάβοι προτιμούν τους οδοντωτούς κάδους, που όμως θεωρούνται πιο καταστρεπτικοί για τα αρχαία (Roskams 2000: 94), χωρίς αυτό να είναι και απαραίτητο. Συνοψίζοντας, ο αρχαιολόγος πρέπει να έχει στον νου του ότι ένας ελαστικοφόρος εκσκαφέας είναι προτιμητέος από έναν ερπυστριοφόρο (ο τελευταίος είναι πιο δυσκίνητος και η πίεση που ασκεί στο έδαφος είναι εν δυνάμει καταστρεπτική), ένα JCB είναι προτιμητέο από μία τσάπα (λόγω της πιο περιορισμένης και κατά συνέπεια λιγότερο καταστρεπτικής ισχύος του). Μηχανήματα άλλου τύπου, όπως οι μπουλντόζες, θεωρούνται από ορισμένους επιστήμονες ως επιβλαβή και από άλλους ως πολύ χρήσιμα (Drewett 2000β: 598-9). Η ταχύτητα είναι τουλάχιστον το ήμισυ του παντός για τα τεχνικά συνεργεία. Από προσωπική παρατήρηση, ένα πεπειραμένο συνεργείο με μόλις 3 ή 4 άτομα χρειάζεται περίπου 45 λεπτά για να σκάψει ένα όρυγμα με κάθετα τοιχώματα πλάτους 0,80 μ., βάθους 3 μ. και μήκους περίπου 7 μ., να τοποθετήσει

131

έναν σωλήνα μήκους 6 μ. και να καλύψει το σκάμμα σύμφωνα με τις προδιαγραφές (εξαιρείται η ασφαλτόστρωση). Σε μία ημέρα όπου η εκσκαφή προχωρά απρόσκοπτα, ένα συνεργείο μπορεί να ολοκληρώσει την τοποθέτηση ακόμη και εκατοντάδων μέτρων δικτύου. Να σημειωθεί, τέλος, ότι σε ένα έργο μπορεί να απασχολούνται πολλά συνεργεία εκσκαφής και ότι κάθε συνεργείο μπορεί να εφαρμόζει το δικό του σύστημα για τη διεξαγωγή των εργασιών· η διαφοροποίηση αυτή μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην αρχαιολογική επίβλεψη όσο και στην οργάνωση της επακόλουθης ανασκαφικής διερεύνησης.

Οι προκλήσεις της εκσκαφής

Η παρακολούθηση των εκσκαφών αποτελεί ούτως ή άλλως ένα ιδιόμορφο κομμάτι της αρχαιολογικής πρακτικής, αν και είναι αλήθεια ότι η εμπειρία έχει οδηγήσει σε μία συστηματοποίηση στον συγκεκριμένο τομέα. Από την άλλη, αυτή η (έστω εμπειρική) γνώση δεν διδάσκεται συστηματικά, και σίγουρα όχι στο πανεπιστήμιο· συνήθως ο νέος αρχαιολόγος πρέπει να στηρίζεται στην καλή προαίρεση κάποιου πιο πεπειραμένου, ο οποίος και θα του δείξει τα βασικά. Η μηχανική εκσκαφή είναι ποικιλοτρόπως εχθρική προς την ανασκαφική έρευνα. Εκτός από την όποια καταστρεπτική της δυνατότητα, αποτελεί μία βίαιη επέμβαση που εκτός των άλλων επηρεάζει σημαντικά τη συνοχή του εδάφους και συχνά οδηγεί σε ασταθή συμπεριφορά των πρανών. Επιπρόσθετα, οι εκσκαφές ορυγμάτων ξεχωρίζουν λόγω έλλειψης χώρου, ύπαρξης εμποδίων και άλλων δικτύων κοινής ωφέλειας, υψηλής επικινδυνότητας και λόγω πολλών άλλων περιορισμών που πρέπει να αντιμετωπίσει ο επιβλέπων. Αυτό φαίνεται κυρίως σε έργα εντός του αστικού ιστού: η θέση των δικτύων επί του πεζοδρομίου ή του οδοστρώματος μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην πλήρη διακοπή της κυκλοφορίας για όσο διάστημα ένα όρυγμα παραμένει ανοικτό. Επίσης, ένα εργοτάξιο δύναται να απλωθεί σε μία ολόκληρη πόλη· πολύ συχνά τα συνεργεία εκ-


132

σκαφής καταλήγουν να ανοίγουν μέτωπα σε διάφορα σημεία, δημιουργώντας μια χαοτική κατάσταση – ιδίως στην περίπτωση που είναι αρκετά «άτυχοι» ώστε να αποκαλύπτουν διαρκώς αρχαία. Η προετοιμασία, επομένως, θα πρέπει να ξεκινά αρκετά πριν από την επίσημη έναρξη ενός έργου.

Πριν την έναρξη των εργασιών

Η Αρχαιολογική Υπηρεσία, οι κρατικές τεχνικές υπηρεσίες και οι κατασκευαστικές εταιρείες συνεργάζονται εδώ και καιρό με γνώμονα την εύρεση μιας χρυσής τομής: την απρόσκοπτη αρχαιολογική έρευνα, σε συνδυασμό με την τήρηση του χρονοδιαγράμματος και του προϋπολογισμού των έργων (Συνάντηση Εργασίας 2004 – Πρακτικά: 472-6). Η δομή της Υπηρεσίας έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στη σωστή εφαρμογή των αρχών της σωστικής αρχαιολογίας, που οφείλει άλλωστε την ύπαρξή της ως επιστημονικό πεδίο στα δημόσια έργα (Dimakopoulos et al. 2001; Koukouli-Chrysanthaki 2004; Xeni-Garezou 2004). ΄Έτσι, πριν την έναρξη των εργασιών συντάσσονται μνημόνια συνεργασίας μεταξύ των δύο μερών, τα οποία και καθορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καθενός από αυτά. Θα πρέπει, όμως, εδώ να τονιστεί ότι τα μνημόνια συντάσσονται κατά περίπτωση και πολλές φορές καταλήγουν να αποτελούν πεδίο διαπραγματεύσεων. Δεδομένου ότι αρκετά έργα τέτοιου είδους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, ίσως είναι καιρός να τεθούν οι βάσεις για ένα πρότυπο μνημόνιο συνεργασίας, βάσει των εμπειριών και των γνώσεων που έχουν αποκομιστεί. Το πρότυπο αυτό δεν θα πρέπει να κάνει μόνο λόγο για γενικές αρχές συνεργασίας, αλλά οφείλει να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες και παράλληλα να διαθέτει αρκετή ευελιξία για να

4

Χρήστος Ν. Μηλιώνης προσαρμόζεται στην εκάστοτε περίσταση4. Είναι αδήριτη ανάγκη να βρεθεί ένας συγκεκριμένος «ρυθμός» μεταξύ της προόδου των έργων και της αρχαιολογικής έρευνας που θα είναι φιλικός και προς τον πολίτη.

Χαρακτηριστικά της επίβλεψης

Οι εκσκαφές στο πλαίσιο ενός δημόσιου έργου γενικότερα παρουσιάζουν πολλές δυσκολίες σε σύγκριση με μία τυπική ανασκαφή. Οι ρυθμοί της εργασίας επιβάλλονται από άλλους, οι αυξημένες πιθανότητες καταστροφής αρχαιοτήτων ισοδυναμούν με περισσότερες ευθύνες, ο επιβλέπων είναι περισσότερο εκτεθειμένος σε κινδύνους ή στις καιρικές συνθήκες και οι συχνές υπερωρίες οδηγούν σε επακόλουθη πτώση της απόδοσής του. Η συστηματοποίηση, επομένως, κρίνεται αναγκαία. Συνήθως κατά την επίβλεψη εφαρμόζεται η αρχή «ένας επιβλέπων ανά μηχάνημα». ΄Έχει, ωστόσο, διαπιστωθεί ότι είναι πιθανόν (και ατυχές ταυτόχρονα) να ισχύσει το «ένας επιβλέπων για δύο μηχανήματα» ή η πλήρωση της θέσης του επιβλέποντος από ανειδίκευτο προσωπικό (Συνάντηση Εργασίας 2004 – Πρακτικά: 477-84). Η ύπαρξη ενός συνεργείου δύο ατόμων (αρχαιολόγος και εργάτης ή δύο αρχαιολόγοι) ανά μηχάνημα είναι πιθανότατα και η πιο αποτελεσματική μέθοδος (Wendorf 1962: 48-57). Η πιο εμπεριστατωμένη επίβλεψη, η δυνατότητα διενέργειας διαφόρων εργασιών (σήμανση, περισυλλογή, καταγραφή) δίχως να διακόπτεται η επίβλεψη, η δυνατότητα σωστής εκπαίδευσης του προσωπικού στο αντικείμενο, με την τοποθέτηση ενός έμπειρου και ενός άπειρου επιβλέποντα στο ίδιο συνεργείο και η αυξημένη δυνατότητα επιτόπου αξιολόγησης των ευρεθεισών αρχαιοτήτων και διευκόλυνσης στην προετοιμασία

Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 2010 (όταν το παρόν κείμενο βρισκόταν στη φάση των διορθώσεων) η Επιτροπή Μεγάλων ΄Έργων και Υποδομών αποφάσισε την υπογραφή μνημονίου συναντίληψης και συνεργασίας για τα μεγάλα δημόσιου χαρακτήρα έργα. Το μνημόνιο αυτό υπεγράφη από τα υπουργεία Πολιτισμού και Τουρισμού και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων· οι γενικές αρχές του μοιάζουν να καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό τα όσα μνημονεύονται εδώ.


Σημειώσεις από τα χαρακώματα του σκάμματος για ανασκαφή αποτελούν τα κυριότερα πλεονεκτήματα. Η συστηματοποίηση, ωστόσο, δεν σταματά εδώ. Δεδομένου ότι ο επιβλέπων μπορεί να είναι αποκομμένος από τη βάση του, καθώς συχνά εργάζεται σε ένα ουσιαστικά κινούμενο εργοτάξιο, θα πρέπει να μεριμνήσει για τον επαρκή εξοπλισμό του. Ο επιβλέπων μπορεί να κάνει επαρκώς τη δουλειά του έχοντας μαζί του μετροταινία, μικροεργαλεία καθαρισμού (τρίγωνο ή ηλεκτρολογικό μυστρί, σκουπάκι), ένα σπρέι έντονου χρώματος, σακούλες και καρτελάκια καταγραφής για την περισυλλογή ευρημάτων· είναι πολύ πιθανό να χρειαστεί να κατεβεί εντός του ορύγματος, στο σημείο όπου βρέθηκαν αρχαία, και να επιδοθεί σε μία προκαταρτική έρευνα, πείθοντας ταυτόχρονα τους «άπιστους Θωμάδες» των συνεργείων εκσκαφής. Θα πρέπει επίσης να προβεί στη σήμανση των αρχαιοτήτων που έχουν βρεθεί, ιδίως στην περίπτωση που αυτά τα τελευταία έχουν καλυφθεί για κάποιο λόγο (σπρέι χρησιμοποιούν για δικούς τους λόγους τα συνεργεία εκσκαφής και οι τοπογράφοι, επομένως θα πρέπει να χρησιμοποιείται διαφορετικό χρώμα ή κάποιο διαφορετικό σύστημα σήμανσης). Η φωτογραφική μηχανή αναφέρεται ξεχωριστά, γιατί πιθανότατα αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ εργαλείο για τον επιβλέποντα (Barker 1983: 139-40). Η σημασία της έχει να κάνει εξίσου με την καθαυτό φωτογράφιση των αρχαιοτήτων όσο και με το ότι αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο τεκμηρίωσης γενικότερα: ο επιβλέπων έχει αδιάσειστες αποδείξεις σε περίπτωση καταστροφής αρχαιοτήτων ή ελλιπούς τήρησης των μέτρων ασφαλείας εν απουσία του. Η ψηφιακή φωτογραφική μηχανή είναι πιο εύχρηστη από μία συμβατική, καθώς οι φωτογραφίες είναι άμεσα προσβάσιμες και δεν τίθεται θέμα επάρκειας φιλμ. Επίσης, στα ορύγματα είναι καλύτερο να χρησιμοποιεί κανείς μηχανή με δυνατότητα ζουμ και όχι με σταθερό φακό: οι σταθεροί φακοί εστιακής απόστασης 50 mm προσφέρουν τις μικρότερες οπτικές αλλοιώσεις, ωστόσο το μικρό πλάτος και το μεγάλο βάθος των ορυγμάτων σε συν-

133

δυασμό με τις περιορισμένες δυνατές θέσεις λήψεως απαιτούν μεγάλη εμπειρία από τον φωτογράφο (Matthews 1968: 60-8). Λόγω των πιθανότατα έντονων φωτοσκιάσεων εντός ενός ορύγματος, τέλος, το έγχρωμο φιλμ ίσως και να είναι προτιμότερο από το ασπρόμαυρο. Ο αρχαιολόγος που επιβλέπει μια εκσκαφή έχει αρκετά να κάνει, ασχέτως του αν βρίσκει αρχαία ή όχι. Είναι πάρα πολλές οι πληροφορίες που προκύπτουν από αυτή τη φαινομενικά άχαρη εργασία –από την εύρεση και τον καθορισμό νέων θέσεων μέχρι τη συγκέντρωση πληροφοριών για το γεωλογικό υπόβαθρο της υπό έρευνα περιοχής και τη διάσωση σημαντικών τεχνέργων. Οι εκσκαφές ορυγμάτων σε έργα μεγάλης κλίμακας ισοδυναμούν με τη διενέργεια μιας δοκιμαστικής τομής ή με την αφαίρεση μαρτύρων σε ένα οικόπεδο που μπορεί να έχει ακόμη και το μέγεθος μίας ολόκληρης πόλης, εξ ου και είναι απαραίτητη η καταγραφή της στρωματογραφίας (έστω και κατά προσέγγιση) σε συνδυασμό με την περισυλλογή κινητών ευρημάτων (Drewett 2000α: 636). Ορισμένοι υπεύθυνοι αρχαιολόγοι επιμένουν στο να τηρούνται ξεχωριστά ημερολόγια εκσκαφών, μέθοδος που πιθανότατα είναι πιο πρόσφορη –η αναλυτική περιγραφή των πεπραγμένων μίας εκσκαφής βοηθά και στην πιο γλαφυρή εικόνα του έργου στα μάτια του μελλοντικού μελετητή.

Κατά την εκσκαφή

Είναι περιττό να αναφέρει κανείς ότι σε εργασίες αυτού του τύπου απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Οι κανονισμοί ασφάλειας στα εργοτάξια πρέπει να τηρούνται ρητά και είναι εύκολο να τους βρει κανείς στην ιστοσελίδα του Ελληνικού Ινστιτούτου Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. – http://elinyae.gr/el/index.jsp). Κατά την εκσκαφή ορυγμάτων ο επιβλέπων δεν έχει τη δυνατότητα πλήρους κατόπτευσης του υπό εκσκαφή χώρου (καθώς ουσιαστικά βρίσκεται εκτός του χώρου που σκάπτεται), ενώ κινείται διαρκώς ανάμεσα σε χωματουργικά μηχανήματα –υπάρχουν επίσης πολλές εστίες


Χρήστος Ν. Μηλιώνης

134

κινδύνων, από τα σαθρά πρανή μέχρι την πιθανή αστοχία του μηχανικού εξοπλισμού. Θα πρέπει να αλλάζει συχνά θέσεις παρατήρησης, κινούμενος μετρημένα και με τρόπο που δεν θα εμποδίζει την εκσκαφή· ένας χρήσιμος πρακτικός κανόνας λέει ότι κατά την επίβλεψη πρέπει κανείς να στέκεται πιο μπροστά από το μηχάνημα, σε απόσταση μεγαλύτερη από τη μέγιστη ακτίνα του εκσκαφικού στελέχους. ΄Ένας επιβλέπων που κινείται στο εργοτάξιο απερίσκεπτα αποτελεί πιθανή πηγή κινδύνων, δυσχεραίνοντας παράλληλα τη συνεργασία του με τα τεχνικά συνεργεία. Ο αρχαιολόγος επιβλέπει, άρα χρησιμοποιεί τα μάτια του –όμως αυτό από μόνο του δεν αρκεί απαραίτητα. Μπορεί, ωστόσο, να ακούσει την επαφή του εκσκαπτικού στελέχους με κάποια κατασκευή που δεν είναι ακόμη ορατή ή ακόμη και να τη νιώσει (κατά την επαφή του εκσκαπτικού στελέχους με έναν εγκάρσιο τοίχο, για παράδειγμα, η δόνηση μπορεί να γίνει αισθητή μέχρι την επιφάνεια). Είναι δυνατόν επίσης να δει και να ακούσει και άλλα πράγματα: τυχόν αλλαγή στη συμπεριφορά των χειριστών υποδεικνύει ότι νιώθουν στα χειριστήρια που κρατούν την επαφή με κάποιο θαμμένο αντικείμενο, με αποτέλεσμα να γίνονται πιο προσεκτικοί· επίσης, όταν τα υδραυλικά συστήματα ενός εκσκαφέα υφίστανται ισχυρή πίεση λόγω αντίστασης, βγάζουν έναν χαρακτηριστικό ήχο ή ένα ειδικό ηχητικό σήμα που προειδοποιεί τον χειριστή. ΄Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, οι τελευταίες μέθοδοι μπορούν να αποβούν πολύ αποτελεσματικές.

Υπάρχει ιδανικός τρόπος εκσκαφής;

Ο επιβλέπων πολύ σύντομα θα διαπιστώσει ότι οι χειριστές μηχανημάτων δεν σκάβουν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Και, παραφράζοντας τον R. E. M. Wheeler, δεν υπάρχει ένας σωστός τρόπος εκσκαφής, αλλά υπάρχουν πολλοί λάθος τρόποι, όπως επίσης υπάρχουν και τρόποι που είναι σωστοί για την ομαλή συνέχιση ενός έργου αλλά όχι και για τα αρχαία.

Υπάρχει μία προσέγγιση που μοιάζει να είναι και η πλέον φιλική προς τα αρχαία, αν και πιο αργή σε σχέση με τον επιθυμητό ρυθμό εκσκαφής για τα τεχνικά συνεργεία. Και, στην περίπτωση διατύπωσης παραπόνων για καθυστέρηση, ο επιβλέπων μπορεί κάλλιστα να υπενθυμίσει ότι την ίδια ακριβώς μέθοδο εφαρμόζουν τα συνεργεία όταν σκάβουν σε σχετικά μικρό βάθος (στο πρώτο 1-1,5 μ.) και πρέπει να προσέχουν για προϋπάρχοντα κοινωφελή δίκτυα: ένας ευσυνείδητος χειριστής εκσκαφέα υπακούει στις οδηγίες που του δίνουν οι συνάδελφοί του· οργώνει προσεκτικά το χώμα με τα δόντια του κάδου, σκάβει προσεκτικά και με σταθερή ταχύτητα, στον οριζόντιο άξονα και σε μήκος 3-4 μέτρων, πάσα ορισμένων εκατοστών, μέχρι να σιγουρευτεί ότι δεν βρίσκει εμπόδια. Εξίσου σημαντικό για τον επιβλέποντα είναι να καταλάβει ποιος ΔΕΝ είναι ο σωστός τρόπος εκσκαφής. Επομένως: − Δεν πρέπει να επιτρέπει άτσαλες και σπασμωδικές κινήσεις του εκσκαφέα, ακόμη και αν δεν σχετίζονται άμεσα με την εκσκαφή, αυτές υποδεικνύουν είτε έναν ανεπαρκή χειριστή είτε έναν χειριστή που προσπαθεί να παραπλανήσει τον αρχαιολόγο που επιβλέπει. − Δεν πρέπει να επιτρέπει ακανόνιστο σκάψιμο, με τον χειριστή να ανοίγει τυχαία γουβώματα και σπηλαιώσεις στα πρανή. − Δεν πρέπει να επιτρέπει απότομες κινήσεις που επαναλαμβάνονται στο ίδιο σημείο, ιδίως στην περίπτωση όπου ο κάδος έχει έρθει σε επαφή με κάποιο εμπόδιο που δεν είναι ακόμη ορατό. − Δεν πρέπει να επιτρέπει την κάλυψη ήδη σκαμμένων τμημάτων με χώμα. Ορισμένοι χειριστές νομίζουν ότι με αυτόν τον τρόπο κρύβουν κάτι που πιθανότατα έχουν αποκαλύψει. − Δεν πρέπει να επιτρέπει την κατά κόρον συμπίεση του εδάφους με το επίπεδο τμήμα του κάδου, καθώς η δύναμη του μηχανήματος είναι ικανή να προξενήσει φθορές και με αυτόν τον τρόπο (να θραύσει την καλυπτήρια πλάκα ενός τάφου, για παράδειγμα).


Σημειώσεις από τα χαρακώματα Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι απόλυτο. Ο κάθε επιβλέπων μπορεί να κρίνει ποιοι χειριστές ανταποκρίνονται ή όχι στα κριτήρια που ο ίδιος θα θέσει και να τους αντιμετωπίζει ανάλογα.

Βρίσκοντας αρχαιότητες

Η εύρεση αρχαιοτήτων σε μία εκσκαφή δεν αποτελεί το τέλος αλλά την αφετηρία μιας σειράς απαραίτητων ενεργειών. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, εκτός από την όσο δυνατόν μικρότερη φθορά στον αρχαιοφόρο ορίζοντα, ο επιβλέπων έχει να μεριμνήσει και για την όσο το δυνατόν πιο απρόσκοπτη ανασκαφική εργασία που θα ακολουθήσει. Δεν πρέπει να λησμονείται το ότι πολλές φορές οι συνθήκες δεν επιτρέπουν απαραίτητα ούτε την άμεση ανασκαφική διερεύνηση ενός σημείου ούτε την ανασκαφή από τον ίδιο αρχαιολόγο που παρακολούθησε την εκσκαφή. Και οι δυσκολίες δεν σταματούν με την ανασκαφή: εξαιτίας των περιορισμένων διαστάσεων πολλών ορυγμάτων (όπως της ύδρευσης ή της αποχέτευσης. για το ελάχιστο πλάτος των ορυγμάτων, βλ. ΠΕΤΕΠ 2006: 2-4) που χωρούν έναν και μόνο εργάτη στο πλάτος, η αποχωμάτωση δεν είναι εύκολη κατά τις εργασίες σε μεγάλα βάθη, ενώ υπάρχει και πρόβλημα με τη διαχείριση των απορριμμάτων, δεδομένου ότι εντός του αστικού ιστού συχνά οι εργασίες πραγματοποιούνται επί του οδοστρώματος. Οι αποφάσεις που ο επιβλέπων καλείται να λάβει κατά την εύρεση αρχαιοτήτων δεν είναι λίγες. Πρώτα απ’ όλα θα πρέπει να ορίσει όσο καλύτερα γίνεται την περιοχή που θα δεσμευτεί για ανασκαφική έρευνα. Επειδή πολλές φορές τα τεχνικά συνεργεία παρατούν (εν θερμώ) την εκσκαφή κυριολεκτικά στη μέση, με αποτέλεσμα ορισμένες αρχαιότητες να αποκαλύπτονται τμηματικά ως προς την έκταση που καταλαμβάνουν μέσα στο όρυγμα (Κανίνια 1990: 56), θα πρέπει να ζητείται η κατά το δυνατόν πληρέστερη αποκάλυψή τους για το καλό της έρευνας αλλά και της απρόσκοπτης συνέχισης του έργου. Ενδείκνυται η αφαίρεση των τυχόν πε-

135

σμένων χωμάτων (που ουσιαστικά βρίσκονται πλέον εκτός συγκειμένου) και των χαλαρών επιχώσεων που είναι επικίνδυνες για τα ανασκαφικά συνεργεία που θα εργαστούν μέσα στα σκάμματα· πιθανότατα είναι και πιο ορθή από επιστημονικής άποψης, καθώς το υπό διερεύνηση σκάμμα μένει με όσο το δυνατόν λιγότερο διαταραγμένες επιχώσεις. Ακόμη και η μηχανική καθετοποίηση των παρειών μέχρι το επίπεδο που έχουν εντοπιστεί αρχαιότητες, ιδίως στην περίπτωση που δεν βλάπτονται σημαντικά τέχνεργα ή κατασκευές, μπορεί να αποτελεί μία θεμιτή διαδικασία: εκτός από το ότι προσφέρει ασφάλεια και πολύτιμο χώρο μέσα στα στενά ορύγματα, η καθετοποίηση λειτουργεί σαν οδηγός για την οριοθέτηση της μετέπειτα ανασκαφής, προσφέρει μια πιο καθαρή εικόνα του σκάμματος και αποτελεί μία εργασία που κρατά λίγα λεπτά, ενώ όταν πραγματοποιείται χειρωνακτικά μπορεί να διαρκέσει ώρες, ακόμη και ημέρες (εδώ πρέπει να τονιστεί ότι οι παραπάνω απόψεις αποτελούν απλά μία προσέγγιση και όχι τον κανόνα· θα ήταν ευχής έργον αν η επιστημονική κοινότητα συζητούσε πιο επισταμένα το όλο ζήτημα και κατέληγε σε μία ευρέως αποδεκτή μέθοδο). ΄Άλλωστε, ο επιβλέπων μπορεί να προχωρήσει στην περισυλλογή κινητών ευρημάτων από τις παραπάνω διεργασίες (τα οποία και θα καταγραφούν ξεχωριστά) και να υποβοηθήσει τον ανασκαφέα που θα ακολουθήσει. Ακολούθως, ο επιβλέπων θα πρέπει να καθορίσει στο συνεργείο εκσκαφής το μέχρι πού μπορεί να προχωρήσει με τη δική του εργασία, δηλαδή με την τοποθέτηση του δικτύου. Η εγγύτητα αυτού του τελευταίου με τον χώρο ανασκαφής αντενδείκνυται, αν και είναι πιθανή. Επομένως, για να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη εργασία του ανασκαφικού συνεργείου, ο επιβλέπων θα πρέπει να αφήσει αρκετό ελεύθερο χώρο στα δύο άκρα του τμήματος υπό ανασκαφή. Ο χώρος καλό θα ήταν να έχει μήκος τόσο, όσο και το μέγιστο βάθος της εκσκαφής (αν αυτό είναι 3 μ., τότε η απόσταση από το όριο του χώρου


136

ανασκαφής θα πρέπει να είναι 3 μ. κ.ο.κ.). Βέβαια, είναι πιθανό (και εφικτό) για ένα ανασκαφικό συνεργείο να εργαστεί και σε πιο περιορισμένο χώρο· συχνά, όμως, οι εργάτες καταλήγουν να σκάβουν όχι για χάρη της διερεύνησης, αλλά γιατί πρέπει να κάνουν χώρο ώστε να εργαστούν αξιοπρεπώς. Κατόπιν πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την απόρριψη των επιχώσεων που θα αφαιρεθούν ανασκαφικά, καθώς και για την ασφαλή πρόσβαση του προσωπικού. Αν οι σωροί του χώματος αποτίθενται δίπλα στο όρυγμα (όπως συνήθως γίνεται τόσο από τους εργολάβους όσο και από τους αρχαιολόγους), θα πρέπει να απέχουν τουλάχιστον 0,60 μ. από τα όριά του, όπως ορίζει και η νομοθεσία (ΠΕΤΕΠ 2006: 7). Επιπρόσθετα, ο επιβλέπων πρέπει να λάβει υπόψη ότι ο όγκος τους θα αυξηθεί επικίνδυνα με την ανασκαφή, επομένως μπορεί να ζητήσει από τον εκσκαφέα να προχωρήσει σε μία πρόχειρη διαμόρφωσή τους. Σε ένα τουλάχιστον από τα άκρα του ορύγματος θα ήταν καλό να δημιουργηθεί ένας κεκλιμένος διάδρομος πρόσβασης (δίκην ράμπας), για την απρόσκοπτη πρόσβαση του ανασκαφικού συνεργείου στον χώρο. Αυτή μπορεί να δημιουργηθεί είτε με την πάκτωση του υλικού που έχει χρησιμοποιηθεί για το κλείσιμο του ορύγματος μέχρι ένα σημείο ή με την προσεκτική αφαίρεση επιχώσεων που θα ερευνηθούν αργότερα. Μολονότι τα συνεργεία εκσκαφής θεωρούν ότι τα παραπάνω δεν αποτελούν δουλειά τους, θα πρέπει να τονιστεί από τον επιβλέποντα ότι αυτές οι ολιγόλεπτες εργασίες αποβαίνουν σε συμφέρον τους, καθώς έτσι η ανασκαφή που θα ακολουθήσει θα πραγματοποιηθεί δίχως πολλά απρόοπτα και, κατά συνέπεια, με ταχύτητα. Τέλος, ο επιβλέπων θα πρέπει να μεριμνήσει για την περίφραξη και τη λήψη των μέτρων ασφαλείας που προβλέπονται (όπως π.χ. οι αντιστηρίξεις), για τη σήμανση των αρχαιοτήτων, την πρόχειρη καταγραφή τους, την ενημέρωση των υπευθύνων και τη διατύπωση προτάσεων, ανάλογα με τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες. ΄Αν τα παραπάνω φαντάζουν στον ανα-

Χρήστος Ν. Μηλιώνης γνώστη υπεραναλυτικά, ας σημειωθεί εδώ ότι οι ανασκαφές σε ορύγματα θεωρούνται ως οι πιο επικίνδυνες εργασίες πεδίου, καθώς εμφανίζουν διεθνώς και τα περισσότερα θανατηφόρα ατυχήματα (Drewett 2000α: 636).

Εκσκαφή με τη χρήση σφύρας

Η πνευματική σφύρα (σφυρί) χρησιμοποιείται συνήθως για την αφαίρεση συμπαγούς βράχου ή συμπαγών νεότερων κατασκευών (θεμελιώσεις, δεξαμενές ή βόθροι κ.ά.). Συνήθως οι εκσκαφές αυτού του τύπου θεωρούνται ασφαλείς· σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, μπορεί να πραγματοποιούνται εργασίες σε σημεία όπου είναι πολύ πιθανόν ένα βραχώδες υπόστρωμα να κρύβει ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας (λαξεύσεις και ποικίλες άλλες διαμορφώσεις) ή να υπάρχουν ανέπαφες αρχαιότητες κάτω από τις προαναφερθείσες κατασκευές του πρόσφατου παρελθόντος. Κατά τις εργασίες αυτού του τύπου υπάρχουν αναγκαστικά στο εργοτάξιο δύο εκσκαφείς, ένας με σφυρί και ένας με κάδο, που θα πραγματοποιεί την αποχωμάτωση. Ο επιβλέπων θα πρέπει να ζητά από τον δεύτερο εκσκαφέα να αφαιρεί όσο το δυνατόν περισσότερη μαλακή επίχωση μπορεί, κατόπιν θα καθαρίζει μέχρι την αποκάλυψη του βράχου (η ύπαρξη ενός μικρού ανασκαφικού συνεργείου ενδείκνυται) και μόνο τότε θα επιτρέπει στο μηχάνημα με το σφυρί να εργαστεί. Οι τυχόν παραβιάσεις χώματος στο βραχώδες υπόστρωμα αποτελούν και τη συνηθέστερη ένδειξη για την ύπαρξη αρχαιολογικών καταλοίπων.

Διατρήσεις και καταχώσεις

Οι διατρήσεις (ή ξετρυπήματα ή ξετρύπια) αποτελούν μία τεχνική εργασία ιδιαίτερης δυσκολίας. Στην ουσία έτσι ονομάζεται το σκάψιμο μίας μικρής σήραγγας κάτω από εμπόδια που τα συνεργεία εκσκαφής θέλουν να αποφύγουν (συνήθως υπερκείμενα δίκτυα). Το αρχαιολογικό ενδιαφέρον εστιάζεται σε δύο επιμέρους σημεία: το πρώτο


Σημειώσεις από τα χαρακώματα έχει να κάνει με την τυχόν εύρεση αρχαιοτήτων κατά τη διάρκεια μίας διάτρησης και το δεύτερο με την «αποφυγή» αρχαιοτήτων. Στην πρώτη περίπτωση, η πλήρης αποκάλυψη των αρχαιοτήτων και η μέθοδος εργασίας αποτελούν ζητήματα που θα πρέπει να συζητηθούν ακόμη και κατά την κατάρτιση του μνημονίου συνεργασίας, λόγω της πληθώρας ζητημάτων τεχνικής φύσεως που ανακύπτουν. Η δεύτερη περίπτωση έχει να κάνει κυρίως με τις ήδη ανασκαφείσες αρχαιότητες, όταν δίνεται η άδεια στα τεχνικά συνεργεία να ολοκληρώσουν τις εργασίες τους και να προχωρήσουν στην τοποθέτηση του δικτύου δίχως παράλληλα να καταστρέψουν τα αρχαία, αν αυτό είναι εφικτό. Και στις δύο περιπτώσεις ο επιβλέπων πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, αναλαμβάνοντας και ο ίδιος την πλήρη καθοδήγηση του εκσκαφέα, αν το κρίνει απαραίτητο. Η διάτρηση θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και αρκετά πιο κάτω από την έδραση των αρχαιοτήτων, έτσι ώστε να αποφευχθεί η φθορά τους (Μπακιρτζής 2004: 332-33). Καταχώσεις μπορεί να πραγματοποιηθούν πριν καν ανασκαφεί ένα σημείο όπου έχουν βρεθεί αρχαιότητες, για πληθώρα λόγων και κυρίως σε εργασίες εντός αστικού ιστού: η αποσυμφόρηση του κυκλοφοριακού φόρτου ή η υποχρεωτική επιδιόρθωση βλαβών σε υπερκείμενα δίκτυα είναι μόνο δύο από αυτούς. Μία επαρκής μέθοδος πρόχειρης κατάχωσης περιλαμβάνει την κάλυψη του υπό έρευνα χώρου με γαιοΰφασμα και κατόπιν με ένα ικανού πάχους στρώμα ψιλής άμμου που μπορεί να βρεθεί επί τόπου στο εργοτάξιο. Η άμμος θα λειτουργήσει επιπρόσθετα ως σήμανση κατά την αποκάλυψη. Κατόπιν, η κάλυψη θα ολοκληρωθεί με ό,τι αδρανές υλικό υπάρχει εύκαιρο (χώμα από την εκσκαφή ή χαλίκι 3Α), αρκεί να μην χρησιμοποιηθούν ευμεγέθεις πέτρες: κατά τη συμπύκνωση, είναι πιθανόν να προξενήσουν φθορές στα αρχαία. Η σήμανση του σημείου με σπρέι επί του οδοστρώματος ή επί των κρασπέδων του πεζοδρομίου κρίνεται απαραίτητη.

137

Κώδικες συμπεριφοράς και ηθικά ζητήματα Αν και τα εργοτάξια προδιαθέτουν για απότομη συμπεριφορά, αυτή δεν είναι απαραίτητη. Οι διαφωνίες μπορεί να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη, όμως η αλήθεια είναι ότι ο αρχαιολόγος επιτυγχάνει περισσότερα όταν κάνει τις υποδείξεις του με ηρεμία, σταθερότητα απόψεων και σαφήνεια. Θα πρέπει να χρησιμοποιεί τις δυνατότητες που του παρέχει ο νόμος με γνώση και φειδώ, ενώ καλό θα ήταν να επιδεικνύει δεκτικότητα στις προτάσεις που του κάνουν άνθρωποι με πείρα σε τεχνικά έργα ή με γνώση της υπό έρευνα περιοχής (Roskams 2000: 94). Δεν θα πρέπει να είναι αδιάφορος απέναντι σε προβλήματα ή σε επικείμενους κινδύνους, για τους οποίους και οφείλει (ηθικά, τουλάχιστον) να ενημερώνει όταν τους αντιλαμβάνεται. ΄Όσο και αν τα παραπάνω φαντάζουν αυτονόητα, η αλήθεια είναι πως το ηθικό κομμάτι της διαδικασίας δεν έχει τύχει της προσοχής που θα έπρεπε. Σε παλαιότερες εποχές, η ηθική της αρχαιολογίας πεδίου περιοριζόταν στην τήρηση της ιεραρχίας και των κανόνων διεξαγωγής της ανασκαφής (ενδεικτικά βλ. Joukowsky 1980). Στις μέρες μας, όπου η ηθική του λειτουργήματος απασχολεί πλέον αρκετούς μελετητές, το κυριότερο βάρος πέφτει σε ζητήματα σχετικά με τα αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας· η ηθική της έρευνας πεδίου απασχολεί πολύ λίγους (Hardesty 2003: 201-12). Η διαπίστωση αυτή αποκτά ειδικό βάρος, δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις οι αρχαιολόγοι που απασχολούνται σε σωστικές έρευνες (κατά συνέπεια και σε δημόσια έργα) έχουν δεχτεί δριμεία κριτική για τη δουλειά τους, τουλάχιστον στο εξωτερικό: έχει διατυπωθεί πολλές φορές η άποψη ότι η εργασία τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί υψηλού επιπέδου. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτή η χαμηλή απόδοση οφείλεται στους φρενήρεις ρυθμούς και στις έντονες πιέσεις που δέχονται οι αρχαιολόγοι στο πλαίσιο ενός δημόσιου έργου, στη χειρότερη οφείλεται ακόμη και σε φιλοχρηματία (Raab


138

et al. 1980; Hodder & Berggren 2003). Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα λεπτό ζήτημα, ο διάλογος για το οποίο συνεχίζεται. Μιλώντας για διαπιστώσεις, μετά από προσωπικές συζητήσεις με αρκετούς εργολάβους και τεχνικούς, προέκυψε ότι οι αρχαιολόγοι στα δημόσια και στα πάσης φύσης τεχνικά έργα όντως δεν χαίρουν και ιδιαίτερης εκτίμησης (αυτό μπορεί επίσης να διαπιστωθεί και από την περιήγηση σε ιστοτόπους που ασχολούνται με τεχνικά και κατασκευαστικά θέματα, όπως το www. michanikos.gr, όπου υπάρχουν πολλές αρνητικές αναφορές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία). Το ενδιαφέρον, ωστόσο, έχει να κάνει με την πιθανότερη κύρια αιτία του φαινομένου: οι εργαζόμενοι στα τεχνικά έργα δεν βλέπουν τόσο αρνητικά την καθυστέρηση ή την αλλαγή των σχεδίων τους λόγω της αρχαιολογικής εμπλοκής (μοιάζουν να τη θεωρούν ως κάτι το αναπόφευκτο) όσο το ότι οι αρχαιολόγοι δεν εμφανίζουν τις απαιτούμενες γνώσεις πάνω σε τεχνικά ζητήματα· κατά συνέπεια, ότι οι απαιτήσεις τους συχνά είναι ανεδαφικές και στερούνται τεκμηρίωσης, δημιουργώντας πλείστα όσα προβλήματα. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη το επίσημο κείμενο των Προσωρινών Εθνικών Τεχνικών Προδιαγραφών, που αναφέρει ότι οι προδιαγραφές μίας εκσκαφής ορυγμάτων δεν ισχύουν στην περίπτωση που τελούνται από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ή υπό την επίβλεψη αυτής (ΠΕΤΕΠ 2006: 1), τότε βρισκόμαστε μπροστά σε μία σύνθετη πραγματικότητα: στην περίπτωση που όντως τα παραπάνω ισχύουν, δεν φαίνεται λογικό να αποδεχόμαστε από τη μία την αυξημένη εξουσία που μας παρέχει ο αρχαιολογικός νόμος και από την άλλη να μην αντιλαμβανόμαστε ότι η εξουσία αυτή επιφέρει και πρόσθετες ευθύνες. Κανείς δεν ζητά από τους αρχαιολόγους να έχουν το γνωστικό υπόβαθρο ενός αρχιτέκτονα ή ενός μηχανικού για να εργαστούν σε ένα δημόσιο έργο. Πρέπει ωστόσο να καταστεί σαφές ότι κάποιες βασικές γνώσεις είναι απαραίτητες, όχι απλά καλοδεχούμενες.

Χρήστος Ν. Μηλιώνης Είναι αλήθεια πως στα δημόσια έργα ο αρχαιολόγος έρχεται σε συνεχή επαφή με την «άλλη πλευρά» και δεν επιτυγχάνει την απομόνωση που επιθυμεί· είναι υποχρεωμένος να αντιμετωπίζει καταστάσεις για τις οποίες και δεν εκπαιδεύτηκε, ενώ δέχεται ασφυκτικές πιέσεις από το κοινωνικό σύνολο. Οι συνθήκες αυτές μπορούν να τον καταστήσουν επιρρεπή στο λάθος. Γι’ αυτό και οι αρχαιολόγοι οφείλουν να έχουν μία πολύ σαφή εικόνα του τι θα αντιμετωπίσουν και του τι θέλουν να επιτύχουν με τη δουλειά τους, καθώς στα δημόσια έργα ίσως και να είναι πιο εκτεθειμένοι από ποτέ απέναντι στις αντιξοότητες.

Επίλογος

Οι παράγραφοι που προηγήθηκαν αποτελούν μία γέφυρα που οδηγεί στο τέλος του παρόντος κείμενου, καθώς δίνουν την ευκαιρία για τη διατύπωση ορισμένων δεδομένων και ερωτημάτων. Είναι γεγονός ότι η χρήση μηχανημάτων αποτελεί πλέον τον κανόνα σε κάθε φύσεως τεχνικά έργα. ΄Όμως οι αρχαιολόγοι δυσπιστούν απέναντι στις δυνατότητές τους, εστιάζοντας κυρίως στον πιθανά καταστρεπτικό τους χαρακτήρα. Για πολλούς, εδώ και πολλά χρόνια, οι έννοιες ανασκαφή και μηχάνημα είναι ασύμβατες (Droop 1932: 145; Σακελλαράκης 1996: 63)· το ίδιο ισχύει και για την κοινή γνώμη (Θερμού 2010). Βέβαια, υπάρχει πλέον και ο αντίλογος: τα τελευταία χρόνια ακούγονται απόψεις που αναφέρουν πως δεν είναι δίκαιο να χαρακτηρίζουμε τους εκσκαφείς ως μηχανήματα καταστροφής. Χάρη σε αυτούς ο άνθρωπος σκάβει βαθύτερα και περισσότερο, έτσι πραγματοποιούνται όλο και περισσότερα έργα και δίνεται η ευκαιρία για ολοένα και περισσότερες αρχαιολογικές έρευνες. Επομένως, κατά κάποιον –παράδοξο– τρόπο, η χρήση των εκσκαφέων ίσως και να έχει ωφελήσει την επιστήμη (Lucas 2001α). Σε ορισμένες χώρες (κυρίως στις ΗΠΑ) έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες χρήσης μηχανημάτων εκσκαφής ως εργαλείων ανα-


Σημειώσεις από τα χαρακώματα

139

Εικ. 3: Μηχάνημα τύπου trencher με «αλυσίδα», κατά την εκσκαφή ορύγματος. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς με ποιον τρόπο αφαιρούνται οι επιχώσεις και πόσο δύσκολη είναι η αποτελεσματική επίβλεψη, ενώ τα προϊόντα της εκσκαφής απορρίπτονται κονιορτοποιημένα. Πηγή: Wikipedia Commons (http://commons.wikimedia.org/wiki/File:Transh_ mash2.JPG)

σκαφής (King et al. 1970; Condon & Egan 1984; Van Horn et al. 1987; Odell 1992). Οι λόγοι που οδήγησαν σε αυτή την απόφαση είναι πολλοί και συζητήσιμοι: ενδεικτικά, στην περίπτωση του Ισραήλ (μία από τις χώρες που υποστηρίζει τη χρήση μηχανημάτων) το ζήτημα έχει και πολιτικές προεκτάσεις (Abu El-Haj 2001; Harrington 2007). Πάντως, οι απόψεις που υποστηρίζουν την παραπάνω μέθοδο συγκλίνουν στην οικονομία χρόνου και χρημάτων που επιτυγχάνεται: ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι, κατά τη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ, το ποσό που απαιτείτο για την ανασκαφή ενός οικοπέδου ήταν το δεκαπλάσιο από αυτό που θα ξοδευόταν για τη μηχανική εκσκαφή του (Van Horn et al. 1987: 239, 44). Αυτή η διάσταση απόψεων δείχνει να κρύβει από πίσω της μία μεγαλύτερη: δεδομένου ότι η μηχανική εκσκαφή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σωστική αρχαιολογία, η απόρριψη της μίας πρακτικής μπορεί να ερμηνευθεί και ως απόρριψη της δεύτερης. Οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι W. Wedel και F. Wendorf υπήρξαν από τους πρώτους που κατέγραψαν τις απόψεις τους πάνω στο αντικείμενο. ΄Αλλοτε εμφανίζονταν ενθου-

Εικ. 4: Μηχάνημα τύπου trencher («κόφτης»), κατά την εκσκαφή ορύγματος για την τοποθέτηση δικτύου οπτικών ινών. Διακρίνονται με σαφήνεια οι πολύ μικρές διαστάσεις του ορύγματος. Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons.wikimedia.org/wiki/File:US_ Navy_080728-N-9623R-006_quipment_Operator_3rd_ Class_Zachariah_Almaraz_uses_a_trencher_to_dig_a_ path.jpg]

Εικ. 5: Μεταφορά ενός μηχανήματος MTBM· στη φωτογραφία αυτή διακρίνονται ξεκάθαρα οι μικρές διαστάσεις που έχει το μηχάνημα, ιδίως σε σύγκριση με το ΤΒΜ («μετροπόντικας») που απεικονίζεται στην εικόνα 6. Η παρουσία επιβλέποντος σε σήραγγες αυτής της διαμέτρου είναι ουσιαστικά αδύνατη. Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons. wikimedia.org/wiki/File:Finished_Mini_TBM_Is_ Leaving_Newmarket.jpg]


140

Εικ. 6: Ένα μηχάνημα ΤΒΜ («μετροπόντικας») κατά την κατασκευή σήραγγας υπόγειου σιδηροδρόμου. Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons.wikimedia.org/wiki/ File:MetrobusBrescia_BresciaDue_2007.JPG)]

Εικ. 7: Εδώ συνοψίζεται η προβληματική του κειμένου: κάτω από αρχαιολογική επίβλεψη, ένας «μίνι-εκσκαφέας» εργάζεται δίπλα σε αρχαιότητες (από την εύρεση ναυαγίου στον χώρο όπου θα χτιζόταν στρατιωτική βάση, στην Pensacola των ΗΠΑ). Στην πραγματικότητα (αν και δεν είναι εύκολο να το καταλάβει κανείς με την πρώτη ματιά), ο εκσκαφέας πραγματοποιεί την κατάχωση του ευρήματος μέχρι την απρόσκοπτη πλήρη ανασκαφή του. Εικόνες σαν και αυτή αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγή, κοινό τόπο ή πεδίο νέων δυνατοτήτων; Πηγή: Wikipedia Commons [http://commons.wikimedia.org/wiki/File:US_ Navy_060324-5328N-N-324_Using_a_mini_ excavator,_a_heavy_equipment_operator_with_the_ Pittsburgh,_Pa.based,_Dick_Corp._carefully_covers_the_ remains_of_a_wrecked_wooden_ship_aboard_Naval_ Air_Station_Pensacola.jpg)]

Χρήστος Ν. Μηλιώνης σιώδεις γιατί μπορούσαν να ερευνήσουν τεράστιες εκτάσεις με ταχύτητα (Wedel 1951, 1961), άλλοτε έδειχναν επιφυλακτικοί αλλά πρόθυμοι να παλέψουν απέναντι στις όποιες δυσχέρειες και να αναπτύξουν νέα μεθοδολογία (Wendorf 1962). Ειδικά το έργο του Wendorf θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προφητικό, καθώς τονίζονται οι ιδιαιτερότητες και οι απαιτήσεις της αρχαιολογίας των μηχανημάτων: οι αρχαιολόγοι θα πρέπει να έχουν ισχυρό επιστημονικό υπόβαθρο που θα τους επιτρέπει π.χ. να ξεχωρίζουν τη στρωματογραφική αλληλουχία, να χρονολογούν και να ταυτίζουν τέχνεργα –αλλά πάντοτε με ταχύτητα σκέψης που θα προλαβαίνει τον εκσκαφέα. Και, με αρκετό θάρρος, ο Wendorf (1962: 76-82) κατέδειξε ότι ο αρχαιολόγος πρέπει να κάνει αναγκαστικές επιλογές κάτω από αυτές τις συνθήκες. Η άποψη αυτή δημιούργησε πολλές τριβές και ακόμη και σήμερα αποτελεί το κυριότερο επιχείρημα των επικριτών της σωστικής αρχαιολογίας, ότι οι αρχαιολόγοι που την εφαρμόζουν κρύβουν την έλλειψη προσόντων που τους χαρακτηρίζει πίσω από αυτή την επιλογή (Rice 2000: 537-39). Με αφορμή τα παραπάνω, έχει διαπιστωθεί (τουλάχιστον σε χώρες του εξωτερικού) μία διάκριση μεταξύ των αρχαιολόγων που δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτή: οι αρχαιολόγοι χωρίζονται σε αυτούς που σκάβουν και σε αυτούς που μελετούν. Εκτός από τα όποια μεθοδολογικά προβλήματα που μπορεί να ανακύψουν, προκύπτει και ένας κακώς εννοούμενος διαχωρισμός ανάμεσα στους «σκαφτιάδες» που απλά ξέρουν να ανασκάπτουν και στους «επιστήμονες» που θα δημοσιεύσουν τα δεδομένα (Lucas 2001β: 1-18). Μία τέτοιου είδους διάκριση, εκτός του ότι είναι κατάφωρα άδικη, καταδεικνύει την έλλειψη διαλόγου μεταξύ των αρχαιολόγων και τους εκθέτει στα μάτια της κοινής γνώμης. Αν οι αρχαιολόγοι που επιβλέπουν εκσκαφές χαρακτηρίζονται από τους συναδέλφους τους ως απλοί τεχνίτες, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι ως τέτοιοι μπορούν να είναι ή να γίνουν μάστορες, δίνοντας κάτι το παραπάνω και κάτι το απτό τόσο στο


Σημειώσεις από τα χαρακώματα αντικείμενο που υπηρετούν όσο και στο κοινωνικό σύνολο (Shanks & McGuire 1996). Υπάρχει, τέλος, και ένα άλλο ζήτημα που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη: η τεχνολογική πρόοδος τείνει να καταστήσει την παραδοσιακή εκσκαφή ορυγμάτων ως απαρχαιωμένη μέθοδο, καθώς η κατασκευή υπόγειων δικτύων είναι πλέον δυνατή και με άλλους τρόπους. Υπάρχουν τα μηχανήματα τύπου trencher (κόφτες), τα οποία μπορούν και κατασκευάζουν ορύγματα χρησιμοποιώντας καδοτροχούς, οδοντωτούς τροχούς ή «αλυσίδες» που δεν αφαιρούν απλά, αλλά κονιορτοποιούν ό,τι βρίσκεται κάτω από το έδαφος (Εικ. 3, 4). Υπάρχουν μέθοδοι κατασκευής δικτύων που δεν απαιτούν καν σκάψιμο με την παραδοσιακή έννοια, καθώς διεξάγονται ολοκληρωτικά ή σχεδόν ολοκληρωτικά υπογείως, όπως η HDD («Μέθοδος οριζόντιας κατευθυνόμενης διάτρησης») ή η χρήση μηχανημάτων ολομέτωπης κοπής (Micro Tunnel Boring Machines ή ΜTBM· οι γνωστοί μας μετροπόντικες, αλλά σε μικρότερο μέγεθος) (Εικ. 5, 6)5. Όλες οι παραπάνω τεχνικές (ιδίως οι δύο τελευταίες) δεν εφαρμόζονται ακόμη ευρέως στη χώρα μας. Είναι, όμως, εύκολο να αντιληφθεί κανείς την καταστρεπτική τους δύναμη, καθώς και τα δεοντολογικά και πρακτικά ζητήματα που θα ανακύψουν όταν αρχίσουν να χρησιμοποιούνται εκτεταμένα.

141

Το όλο θέμα της χρήσης μηχανημάτων εκσκαφής στην αρχαιολογική πρακτική δείχνει να μην έχει αντιμετωπιστεί από την ελληνική αρχαιολογική κοινότητα στον βαθμό που πιθανότατα θα άρμοζε, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο προσεκτικός αναγνώστης. ΄Ίσως είναι ώρα για την πραγμάτευσή του κάτω από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτή ήταν, άλλωστε, και η πρόθεση του παρόντος κειμένου από την αρχή. Ανεξάρτητα, πάντως, από το αν οι εκσκαφείς είναι καλοί ή είναι κακοί, χρήσιμοι ή όχι, ο σύγχρονος αρχαιολόγος πρέπει να αποδεχτεί το γεγονός ότι θα τους βρει κάποια στιγμή μπροστά του (Εικ. 7). Η γνώση θα τον βοηθήσει στο να εκμεταλλευτεί τις όποιες θετικές τους δυνατότητες και το παρόν κείμενο ευελπιστεί να κάνει ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. ΄Ίσως με τις υπάρχουσες, καθώς και με τις καινούργιες γνώσεις που προκύπτουν και θα προκύψουν στην πορεία, ο νέος, άπειρος αλλά και φέρελπις αρχαιολόγος θα σταματήσει να πιστεύει ότι έχει ένα φρικτό τέρας για αντίπαλό του και θα δει τον εκσκαφέα ως αυτό που πραγματικά είναι: ένα μηχάνημα. Αθήνα, Μάιος 2009-Ιούλιος 2010 μνήμη Νικολάου Χ. Μηλιώνη

Πληροφορίες από τα κάτωθι λήμματα της αγγλικής έκδοσης της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia [http://en.wikipedia.org]: trencher, HDD, tunnel boring machine, trenchless technology. Επίσης, από την ιστοσελίδα της Αττικό Μετρό [http://www.ametro.gr].

5


Χρήστος Ν. Μηλιώνης

142

Βιβλιογραφία Abu El-Haj, N. 2001 Facts on the Ground: Archaeological Practice and Territorial Self-fashioning in Israeli Society. Chicago: University of Chicago Press. Alexander, J. 1970 The Directing of Archaeological Excavations. London: John Baker / Humanities Press. Barker, P. 1983 Techniques of Archaeological Excavation [2nd edition, revised and expanded]. New York: Universe Books. Collis, J. 2004 Digging up the Past: An Introduction to Archaeological Excavation. Stroud, Gloucestershire: The History Press. Condon, K. W. & K. C. Egan 1984 The use of power equipment on moderately wooded sites. Journal of Field Archaeology 11(1): 99-101. Dimacopoulos, J., N. Divari-Valakou & M. Pandou 2001 Grèce. Rapport sur la situation de l’archéologie urbaine en Europe: 113-24. Strasbourg: Éditions du Conseil de l’ Europe. Drewett, P. 2000α Trench excavation. In Archaeological Method and Theory: An Encyclopedia (ed. L. Ellis): 635-6. New York: Garland Publishing. 2000β Stripping. In Archaeological Method and Theory: An Encyclopedia (ed. L. Ellis): 598-9. New York: Garland Publishing. Droop, J. P. 1932 On excavating. Greece and Rome 1(3): 143-50. Ellis, L. (ed.) 2000 Archaeological Method and Theory: An Encyclopedia. New York: Garland Publishing. Griffin J. B. (ed.) 1951 Essays on Archaeological Methods. Ann Arbor: University of Michigan Press. Hardesty, D. L. 2003 Safety and the ethics of archaeological fieldwork. In Ethical Issues in Archaeology (ed. L. J. Zimmerman, K. D. Vitelli & J. Hollowell-Zimmer): 201-12. Walnut Creek: Altamira Press. Harrington, R. 2007 Bulldozer archaeology? Excavation, earthmoving and archaeological practice in Israel [http:// www.greycat.org/papers/archaeo.htm]. Hodder, I. & A. Berggren 2003 Social practice, method and some problems of field archaeology. American Antiquity 68(3): 421-34. Joukowsky, M. 1980 A Complete Manual of Field Archaeology. Englewood Cliffs, New Jersey: Prentice-Hall. Κανίνια, Ε. 1990 Ο αρχαιολογικός έλεγχος των εκσκαφών για τον κεντρικό αποχετευτικό αγωγό Ρόδου: Εκπλήξεις και προβλήματα. Αρχαιολογία και Τέχνες 37: 50-7. Καρμίρης, Αθ. 2007 Μηχανήματα Χωματουργικών Έργων. Αθήνα: Εκδόσεις ΄Ίων. King, T. F., R. E. Schenk & L. E. Wildesen 1970 Audio-visual techniques in emergency salvage archaeology. American Antiquity 35(2): 220-3. Koukouli-Chrysanthaki, H. 2004 Preventive archaeology and major public works in Greece. In European Preventive Archaeology: Papers of the EPAC meeting, Vilnius 2004 (ed. K. Bozóki-Ernyey): 86-104. National Office of Cultural Heritage / Council of Europe, Hungary.


Σημειώσεις από τα χαρακώματα

143

Lucas, G. 2001α Destruction and the rhetoric of excavation. Norwegian Archaeology Review 34(1): 35-45. 2001β Critical Approaches to Fieldwork: Contemporary and Historical Archaeological Practice. London: Routledge. Matthews, S. K. 1968 Photography in Archaeology and Art. London: John Baker. Μπακιρτζής, Χ. 2004 Αρχαιολογικά ευρήματα από την εγκατάσταση του νέου αγωγού ύδρευσης της Θεσσαλονίκης από τον ποταμό Αλιάκμονα και η συμβολή της στην ιστορία και την οικονομία της πόλης. Στο Αρχαιολογικές έρευνες και μεγάλα δημόσια έργα –Αρχαιολογική Συνάντηση Εργασίας. Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, 18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Πρόγραμμα/Περιλήψεις – Πρακτικά: 311-39, Τόμος 1 (Πρόγραμμα/Περιλήψεις). Θεσσαλονίκη: Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων ΄Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού. Odell, G. H. 1992 Bewitched by mechanical site-testing devices. American Antiquity 57(4): 692-703. ΠΕΤΕΠ 2006 Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων: Προσωρινές εθνικές τεχνικές προδιαγραφές (ΠΕΤΕΠ) 08.01.03.01 – Εκσκαφές ορυγμάτων υπογείων δικτύων [http://www. ggde.gr/dmdocuments/08-01-03-01.pdf]. Raab, L. M., M. B. Schiffer, T. C. Klinger & A. C. Goodyear 1980 Clients, contracts, and profits: conflicts in public archaeology. American Anthropologist 82(3): 539-51. Rice, G. E. 2000 Rescue/salvage archaeology. In Archaeological Method and Theory: An Encyclopedia (ed. L. Ellis): 535-9. New York: Garland Publishing. Roskams, S. 2001 Excavation. Cambridge: Cambridge University Press [Cambridge Manuals in Archaeology]. Σακελλαράκης, Γ. 1996 Ανασκάπτοντας το Παρελθόν. Αθήνα: ΄Ίκαρος. Shanks, M. & R. H. McGuire 1996 The craft of archaeology. American Antiquity 61(1): 75-88. Snodgrass, A. M. 1987 An Archaeology of Greece: The Present State and Future Scope of a Discipline. Berkeley: University of California Press. Συνάντηση Εργασίας 2004 Αρχαιολογικές Έρευνες και Μεγάλα Δημόσια Έργα –Αρχαιολογική Συνάντηση Εργασίας. Επταπύργιο Θεσσαλονίκης, 18-20 Σεπτεμβρίου 2003. Πρόγραμμα/Περιλήψεις – Πρακτικά (2 τόμοι). Θεσσαλονίκη: Επιτροπή Παρακολούθησης Μεγάλων ΄Έργων του Υπουργείου Πολιτισμού. Θέμελης, Π. 1985 Εγχειρίδιο Ανασκαφικής Τεχνικής. Πανεπιστημιακές παραδόσεις, Ρέθυμνο. Θερμού, Μ. 2010 Η στρατηγική της μπουλντόζας. Το Βήμα της Κυριακής, 16/05/2010, [http://www.tovima.gr/ default.asp?pid=2&ct=67&artid=331986&dt =16/05/2010]. Van Horn, D. M., J. R. Murray & R. S. White 1986 Some techniques for mechanical excavation in salvage archaeology. Journal of Field Archaeology 13(2): 239-44. Wedel, W. 1951 The use of earth-moving machinery in archaeological excavations. In Essays on Archaeological Methods (ed. J. B. Griffin): 17-33. Ann Arbor: University of Michigan Press. 1961 Plains archaeology, 1935-60. American Antiquity 27(1): 24-32. Wendorf, F. 1962 A Guide for Salvage Archaeology. Santa Fe: Museum of New Mexico Press.


144

Χρήστος Ν. Μηλιώνης

Xeni-Garezou M. 2007 Preventive archaeology in Greece. In European Preventive Archaeology: Papers of the EPAC Meeting, Vilnius 2004 (ed. K. Bozóki-Ernyey): 65-85. National Office of Cultural Heritage / Council of Europe, Hungary. Zimmerman, L. J., K. D. Vitelli & J. Hollowell-Zimmer (eds.) 2003 Ethical Issues in Archaeology. Walnut Creek: Altamira Press. ΑΛΛΕΣ ΠΗΓΕΣ

Αττικό Μετρό [http://www.ametro.gr] Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, έκδοση 2006 Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Larousse-Britannica, έκδοση 2007 ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε. [http://www.elinyae.gr/el/index.jsp] Europae Archaeologiae Consilium [http://www.e-a-c.org] Ελληνική διαδικτυακή κοινότητα μηχανικών [http://www.michanikos.gr] Ν. 3028/2002 [http://www.yppo.gr/files/g_1950.pdf] Ν. 3840/2010 [http://epixeireite.duth.gr/?q=node/7475] Wikipedia [http://en.wikipedia.org/wiki/Main_Page]


Σημειώσεις από τα χαρακώματα

145

Summary Notes from the trenches: On the archeological supervision of mechanical excavations during public works Christos N. Milionis

The usage of heavy machinery for performing land excavations is a common practice for many years on in the construction business worldwide, yet the archaeological community (with Greece not eschewing the canon) is still showing a rather hostile attitude towards it; although nowadays it is considered as a legit method of removing some categories of strata, there have been many accusations of its destructive nature, despite the fact that it has been responsible for the discovery of numerous sites and artifacts. This text is attempting to point out that the supervision of mechanical excavations –albeit a mundane and occasionally extremely demanding task for the archaeologist– can be a procedure with a very solid methodological and scientific background. At its best, not only it can uncover the material past with speed and relative safety, but it can also be responsible for the collection of valu-

able –and variable– data in very short time. The text is emphasizing on the sector of public works archaeology (that includes the contexts of salvage/rescue archaeology and contract archaeology) and especially on the excavation of trenches that host infrastructure networks – arguably one of the most difficult fields for the archaeologist to work into. By describing its main features, it also attempts to shed light to various other issues; from the fact that many Greek archaeologists start working on the field under the aforementioned awkward circumstances to the many questions that can be posed about the current status of field archaeology. How practical archaeologists really are? Can they co-exist with mechanics and constructors on the same field? The digging machines are friends or enemies of archaeology? Is the discipline able to cope with this kind of technological progress?



ΜΑΚΗΣ ΜΙΧΟΣ*

Η κυρά της Καραμουρλάρ1

Η παρουσίαση του ειδωλίου αφιερώνεται στη μνήμη του Τάκη Θεοχάρη

Πέρασαν τριανταέξι χρόνια από τότε που ο Δημήτρης Θεοχάρης μας έστειλε στις εσχατιές του έρημου κάμπου της Μαγνησιακής Θεσσαλίας, κοντά στο Στεφανοβίκειο, να ιχνογραφήσουμε τα απομεινάρια των νεολιθικών οικισμών (μαγούλα Καραμουρλάρ), πριν αυτά σαρωθούν απ’ τη βαθιά άροση των τρομερών τρακτέρ που εισέβαλαν στον κάμπο. Δυστυχώς κανείς δεν είχε ως τότε σκεφτεί πως θα μπορούσαν προληπτικά να περιφραχτούν όλες οι μαγούλες του κάμπου, που ήταν ορατές ακόμη κι από μακριά μέχρι τη δεκαετία του ΄70. Δεν έχαναν τίποτε οι γεωργοί απ’ την απώλεια κάποιων δεκάδων καλλιεργητικών στρεμμάτων, η Ιστορία όμως έχασε αργότερα πολλά δεδομένα, επειδή τα τρακτέρ όρμησαν και ισοπέδωσαν όλες τις μαγούλες. Την προϊστορία των γεωργών προγόνων τους έχασαν και οι ίδιοι οι γεωργοί… ‘Ήταν στα 1972, τότε που εγώ και η Γεωργία Παπαδάκη δοκιμάσαμε την έρημο του κά-

μπου, μιας και την προηγούμενη χρονιά είχαμε γευτεί τις εσχατιές των Βορείων Σποράδων και την Κυρά Παναγιά. Νέοι ήμασταν τότε και μεγαλωμένοι μέσα σε δύσκολες εποχές, δεν είχαμε μάθει από πολιτισμικές ανέσεις. Οπαδοί του υπνόσακου και του ξενοδοχείου «ΑΣΤΡΑ» ήμασταν, η διαμονή μας στο πρωτόγονο τροχο-βάγονο (Εικ. 1), που μας παραχώρησε ο Θεοχάρης και που το σέρναμε με τρακτέρ από μαγούλα σε μαγούλα, φάνταζε στα μάτια μας ως έπαυλη. Το χρειαζόμασταν −τα βράδια κυρίως− ως προστάτη από τα δεκάδες άγρια τσοπανόσκυλα, που προστάτευαν το χώρο τους και τα μαντριά που υπήρχαν μέσα στην αποξηραμένη λίμνη. Το χρειαζόμασταν και για τα μπουρίνια τα καλοκαιρινά, που τα νιώσαμε δύο φορές μέσα στον ένα περίπου μήνα που κράτησε η ανασκαφή. Ο αρχαιολόγος έπρεπε να ξέρει να πολεμά πολλά πράγματα εκείνα τα χρόνια, οι σημερινοί θα τρόμαζαν και στην ιδέα ακό-

E-mail: makismihos@yahoo.gr Η δημοσίευση του ειδωλίου ανήκε στη Γεωργία Παπαδάκη, αφού το μάτι της έπεσε πάνω του και το χέρι της ήταν αυτό που το πρωταγκάλιασε. Η ίδια αρνήθηκε τη δημοσίευσή του και την παρέπεμψε σε μένα. Μπορείς ν’ αφήσεις την Κυρά της Καραμουρλάρ χωρίς δημοσιότητα;

1


148

Εικ. 1: Το τροχο-βάγονο ξενοδοχείο και το «τρίκυκλο όχημα» μεταφοράς των εργατών. Επί της οροφής ο αρχαιολόγος κι ο φύλακας Βελεστίνου, Αντώνης Βουλκούδης, καρφώνουν το πισσόπανο. Δούλευαν όλοι τότε, επειδή εφαρμοζόταν το 48ωρο του Μεταξά…

μη παραμονής τους για ένα μήνα κάτω απ’ τον πυρπολητή ήλιο και τη νυχτερινή άγρια ερημιά του κάμπου… Η πρώτη μου δουλειά λοιπόν ήταν η επισκευή της οροφής του που έχασκε προς τα άστρα. ΄Έμπειρος ήμουν από μικρός σε κατασκευαστικές ιστορίες και γι’ αυτό οι φίλοι στο πανεπιστήμιο μου κόλλησαν το «παρατσούκλι» του homo faber. Είχε τελειώσει η αποξήρανση της Κάρλας πριν χρόνια και το τοπίο είχε χάσει την ομορφιά του, σε λίγα χρόνια θα έχανε και τη φυσική του υπόσταση. Χρήμα άφθονο δαπανήθηκε για την αποξήρανσή της, χρήμα άφθονο θα ξοδευόταν και μετά πενήντα χρόνια για τη δήθεν ανασύσταση της λίμνης. Η μαγούλα Καραμουρλάρ ήταν παραλίμνια χτισμένη, αλλά ίχνη της δεν βρήκαμε. Ίσως και να μην σκάψαμε σε σωστό σημείο, ίσως ο χάντακας αποξήρανσης (Εικ. 2) της λίμνης να αλλοίωσε το τοπίο, ίσως και η βαθιά άροση να είχε κάνει το «θαύμα της» και να είχε διασπείρει τον οικισμό ολούθε. Το τελευταίο ερμηνεύει και τα νεολιθικά ευρήματα, που βρέθηκαν διάσπαρτα σε μια ακτίνα τουλάχιστο διακοσίων μέτρων μακριά από τη θέση της ανασκαφής. Τα φοβούνταν τα αρχαία οι απλοί άνθρωποι, επειδή φοβούνταν τις ιδιοκτησίες τους…

ΜΑΚΗΣ ΜΙΧΟΣ

Εικ. 2: Ο χάντακας, στο βάθος το τροχο-βάγονο και σε ικανή απόσταση αυτοσχέδια τουαλέτα, με λινάτσες.

Εικ. 3: Πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Θεοχάρη της θέσης της μαγούλας.

Ο Τάκης (Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης) σε σκαρίφημά του (Εικ. 3), δείχνει τη μαγούλα κομμένη στα δύο απ’ τα έργα αυτής της αποξήρανσης. Πολύ εύκολα στη συνέχεια μπορούσε κάποιος να παρασυρθεί σε λάθος θέση, καθώς οι αποθέσεις των ορυγμένων χωμάτων κάλυψαν σε μια μεγάλη έκταση τις όχθες του χάντακα αποξήρανσης. ΄Έγινε σίγουρα και διασπορά των χωμάτων της όχθης και το ακριβές σημείο της μαγούλας ήταν δύσκολο να εντοπιστεί σ’ ένα επίπεδο καμπίσιο τοπίο, χωρίς σημάδια προσανατολισμού. Ο κάμπος στη διερεύνησή του μοιάζει με την αχανή θάλασσα. Στο περίπου ψάχνεις να βρεις τα «βυθισμένα» αντικείμενα, ίσως μά-


Η κυρά της Καραμουρλάρ λιστα η θάλασσα με τα βυθόμετρα σήμερα είναι πιο εύκολα ερευνητή από τον κάμπο. Ο Δ.Ρ.Θ. κράτησε κάποιες σημειώσεις (Εικ. 4) για τις τρεις πρώτες μέρες της ανασκαφής μόνο. Ουσιαστικά με την προετοιμασία της ανασκαφής ασχολήθηκε. ΄Έκανε τις υποδείξεις του κι ύστερα εμπιστεύτηκε τα πάντα επάνω μας. Προσπαθήσαμε με τομές να ανακαλύψουμε τον οικισμό (Εικ. 5-6). ΄Άκαρπες ήταν οι προσπάθειές μας και μόνο τα διάσπαρτα ευρήματα μας έπειθαν για την ύπαρξή του πριν χιλιάδες χρόνια. Τα αλέτρια είχαν βοηθήσει στη διασπορά τους κι αυτά κυνηγούσαμε τ’ απογευματινά, όταν οι εργάτες της ανασκαφής γύριζαν στα χωριά τους κι εμείς μέναμε στο τροχο-βάγονο. Το Εύρημα έπεσε στα μάτια της Γεωργίας. Στα δικά μου έπεσε ένα μαρμάρινο μπούστο γυναίκας. Δεν εντυπωσιάστηκα απ’ το μικρό μαρμάρινο μπούστο, αυτό που με αναπτέρωσε ήταν το Εύρημα της Γεωργίας. Αυτό ήταν το Εύρημα της ανασκαφικής μας περιπέτειας. Ένα μικρό βότσαλο ήταν κι ο Homo sapiens του έδωσε μορφή με έξι έντε-

149

χνες χαρακιές αμφίπλευρες (Εικ. 7). Το Εύρημα παραδόθηκε στα χέρια του Θεοχάρη κι αυτός το αγκάλιασε ευλαβικά με τα χέρια του, έτσι όπως αγκάλιασε κι εμάς και μας εμπιστεύτηκε εκείνες τις αρχαιολογικές έρευνες, που στόχευαν στην Ιστορία. ΄Ήταν άσχημες εποχές, γιατί πριν λίγα χρόνια είχε κάνει χρήση της βίας της πάλι η «πλαστογραφία» της αρχαιολογίας. Θυμάμαι το πόσο είχε πονέσει ο Θεοχάρης από αυτή την ιστορία, πού, είναι αλήθεια, άργησε να την καταλάβει και να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της με επιστημονική ψυχραιμία. Ο Θεοχάρης αγκάλιασε το Εύρημα, έστω και συμβολικά, όπως ήξερε πάντα να δείχνει τον ενθουσιασμό του. Και όχι μόνο το αγκάλιασε, πρόλαβε κιόλας να το προβάλει στο μεγαλόπνοο για την εποχή του σύγγραμμα «Η Νεολιθική Ελλάδα». Δεν πρόλαβε όμως και να το εκθέσει στην αρμόζουσα θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βόλου και να το δώσει στη θέα του φιλότεχνου και αρχαιόφιλου κοινού. Τον διαδέχτηκε στο Μουσείο Βόλου ο Γιώργος Χουρμουζιάδης κι αυτός του επέβαλε «κάθειρξη» τριάντα χρόνων στις αποθήκες του Μουσείου. ΄Ίσως να το θεώρησε πλαστό και του επέβαλε αυτή την ποινή… Το εξέθεσε πριν τρία χρόνια η Βάσω Αδρύμη και νιώθω για άλλη μια φορά την υποχρέωση να την ευχαριστήσω για την τόλμη της. Το εξέθεσε και το πρόβαλε σε μια εξαίρετη θέση (Εικ. 8). Παρόλα αυτά δεν έφευγε από το

Εικ. 4: Νιώθω την υποχρέωση να τιμήσω το δάσκαλό μου παραθέτοντας δύο μικρές σελίδες απ’ το ημερολόγιό του.


150

Εικ. 5: Μέσα στην τομή, που δεν μας έδωσε κανένα ίχνος του οικισμού.

Εικ. 7: ΄Έτσι καταχώρησε το ειδώλιο η Γεωργία στο τετράδιο ευρημάτων. Δεν τόλμησε ούτε η ίδια να το βαφτίσει ειδώλιο.

νου κάποιων ότι το ειδώλιο ήταν πλαστό. Το ένιωθα κάποιες φορές, όταν τους μιλούσα για την Κυρά της Καραμουρλάρ2. Και τότε ήρθε τυχαία η άρση της άποψης για την πλαστότητα του ειδωλίου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας έγινε επανέκθεση των προϊστορικών ευρημάτων πριν τρία χρόνια κι εκτέθηκε ένα πέτρινο ειδώλιο απ’ το Διμήνι, εύρημα του Τσούντα στα 1903 περίπου. Το ίδρυμα Λάτση κυκλοφόρησε μέσα στις γιορτές ένα λεύκωμα για το Μουσείο της Αθήνας και κει μέσα υπήρχε και η φωτογραφία εκείνου του ειδωλίου και η περιγραφή του (Εικ. 9). Το είχε δημοσιεύσει και ο Τσούντας το εύρημά του, αλλά κανενός το μάτι δεν πρό-

2

ΜΑΚΗΣ ΜΙΧΟΣ

Εικ. 6: Διάλειμμα στην ανασκαφή. Μια ανάσα κάτω από ψωραλέο κιόσκι με… καλάμια.

σεξε το κακό σκίτσο των αρχών του 20ου αιώνα. Ακόμη και ο Τσούντας δεν το περιέλαβε στον κατάλογο ειδωλίων, αλλά το αναφέρει στον κατάλογο «διαφόρων ευρημάτων». Ο ΄Άγγελος Μπάστης, ο γνωστός αρχαιοσυλλέκτης και καλλιτέχνης της πόλης μας, είδε τη φωτογραφία του ειδωλίου του Τσούντα κι έσπευσε με χαρά να μου ανακοινώσει το εύρημα. Τώρα πια χανόταν κάθε αμφιβολία περί καθαρότητας της Κυράς, εκτός κι αν είχαμε… συμβουλέψει τον Τσούντα να κάνειπρώτος αυτός-μια ανεξήγητη παραχάραξη. Πιστεύω, μάλιστα, έντονα πως οι φωτογραφίες του ειδωλίου της Κυράς της Καραμουρλάρ βοήθησαν στη νέα προσέγγιση και «ανάγνωση» του ειδωλίου του Διμηνίου. Δεν με εντυπωσίασε το ειδώλιο του Τσούντα, δεν είχε τη χάρη της Κυράς. Χοντροκομμένο και διάτρητο περίαπτο (;) ήταν. Ακόμη και ο Τσούντας δεν είδε τη μορφή που σχηματιζόταν με τις χαρακιές και το περιγράφει: «Πλακίδιον εκ πρασίνου στεατίτου φέρον δύο τρήματα, από των οποίων κατέρχονται δύο αύλακες προς τα κάτω, δύο δε άλλαι μικρότεραι αύλακες διευθύνονται λοξώς προς τα άνω και δεξιά. Πέμπτη αύλαξ αρχίζει από εντομής της περιμέτρου κει-

΄Έτσι το είχα βαφτίσει το ειδώλιο, γιατί είχα ξεχάσει ότι η Γεωργία Παπαδάκη το είχε ονομάσει «το μωράκι της» …


Η κυρά της Καραμουρλάρ

151

λοιπόν ανοίγεται η φαντασία του καθενός για οποιαδήποτε γνωμάτευση. Εγώ θα προσπαθήσω να το προσεγγίσω και «ερωτικά» και επιστημονικά, όσο μπορώ.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Πάνω σ΄ ένα μικρό βότσαλο, μέγιστου ύψους 0,041 μ., μέγιστου πλάτους 0,034 μ. και μέγιστου πάχους 0,012 μ., ο καλλιτέχνης με έξι χαρακιές σε κάθε πλευρά έδωσε την εικόνα μιας συνεσταλμένης μορφής. Μια δέκατη τρίτη χαρακιά υπάρχει στη στενή πλευρά του πλακιδίου και ξεχωρίζει τις κνήμες μεταξύ τους.

Εικ. 8: Σύλληψη Πικάσο, εφτά χιλιάδες χρόνια νωρίτερα. Μόνο που ο Πικάσο αντέγραψε έξυπνα τον «πρωτόγονο» Homo Sapiens…

ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ

Εικ. 9: Το ειδώλιο του Διμηνίου.

μένης εις τα αριστερά. Αι αύλακες αύται επαναλαμβάνονται και επί της ετέρας όψεως». Του λείπει και η έκτη χαρακιά, που χωρίζει την κεφαλή κι αυτό το καθιστά ακόμη πιο πρωτόγονο και δύσμορφο. Παρόλα αυτά, η ομοιότητά του με την Κυρά, ανοίγει το δρόμο για να εξεταστεί εκ νέου η ειδωλοπλαστική εκείνης της εποχής, να δει κάποιος τις πολιτισμικές ανταλλαγές ή επιδράσεις, να ενσκήψει στην «πρωτόγονη» σκέψη και ίσως και στις απαρχές των πρώτων μεταφυσικών και θρησκευτικών αναζητήσεων. Πιθανό θα πρέπει να πάμε πιο μακριά απ’ τη μαρξιστική θεωρία που διατύπωσε ο Γ. Χ. Χουρμουζιάδης πριν από χρόνια… Εδώ

Θα ήταν παρακινδυνευμένη τόσο για την Κυρά της Καραμουρλάρ όσο και για το εύρημα του Τσούντα. Ο Τσούντας, πρωτοπόρος στην προϊστορική έρευνα, δεν φαίνεται να ασχολήθηκε συστηματικά με την «ανάγνωση» της στρωματογραφίας. Ούτε είχε, βέβαια, στη διάθεσή του τις επιστημονικές μεθόδους που αναπτύχτηκαν αργότερα, για να υποστηρίξουν τις απόλυτες χρονολογήσεις με τον άνθρακα 14C. Ο Τσούντας απλώς ανέσκαπτε και διάβαζε το παρελθόν με την εκπληκτική καθαρότητα της σκέψης του. ΄Έτσι τοποθετήθηκε το ειδώλιο στη νεότερη νεολιθική κι ίσως η χρονολόγηση αυτή να μην απέχει απ’ την πραγματικότητα, αφού ο οικισμός του Διμηνίου έχει ενταχθεί στην περίοδο αυτή. Με κάθε επιφύλαξη η Κυρά, που ήταν άτυχη στη χρονολόγησή της, γιατί ήταν επιφανειακό εύρημα, πρέπει να τοποθετηθεί στη Μέση Νεολιθική, αφού τα πολλά διάσπαρτα ευρήματα της μαγούλας καταχωρίζονται σ’ αυτή την περίοδο. Ωστόσο δεν θα θεωρούσαμε αυθαίρετη μια πρόταση που θα χρονολογούσε το «περί ου ο λόγος» ειδώλιο στη Διμηνιακή περίοδο. Και μια τέτοια πρό-


ΜΑΚΗΣ ΜΙΧΟΣ

152

ταση δεν νομίζουμε ότι αρνείται να δεχτεί μια ανάλογη πολιτισμική δραστηριότητα να έχει αρχίσει από τη Μέση Νεολιθική και την ύστερη Παλαιολιθική ακόμα. Μένω όμως στην υποθετική προσπάθεια χρονολόγησης που με οδηγεί στη μέση νεολιθική κι αυτό που σκέφτομαι είναι πως η ερμηνεία που θα δοθεί για το συμβολισμό αυτού του ειδωλίου παίζει καθοριστικό ρόλο για τη χρονολόγησή του. Θα μπορούσα και να ισχυριστώ πως η στάση αυτή έχει μακρόχρονη διάρκεια στα νεολιθικά χρόνια. Θα μπορούσα επίσης να καταθέσω, με κάθε επιφύλαξη, πως και το ειδώλιο του Τσούντα κατασκευάστηκε στη μέση νεολιθική, πέρασε ως κειμήλιο από χέρι σε χέρι και κάποιος το έκανε περίαπτο μετά από πολλά χρόνια. ΄Ίσως όμως και να είναι μια εφεύρεση του ιερατείου, που επέκτεινε διαρκώς τις μεταφυσικές του ανακαλύψεις. Εδώ μπαίνει πάλι και το θέμα της επικοινωνίας μεταξύ των νεολιθικών οικισμών και το θέμα της μετακίνησης από οικισμού σε οικισμό ή ακόμη η δημιουργία «θυγατρικών» χωριών. Δεκαπέντε χιλιόμετρα χωρίζουν την Καραμουρλάρ από τον οικισμό του Διμηνίου και δεν είναι απίθανο το Διμήνι να ιδρύθηκε εξαιτίας μιας εσωτερικής μετανάστευσης προς τη θάλασσα3.

ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ

Πιστεύοντας πως η στάση που εκτέθηκε στο Μουσείο του Βόλου είναι η σωστή θα γίνει προσπάθεια αποσυμβολισμού της αφηρημένης φιγούρας. Το ειδώλιο έχει τη δυνατότητα να στηθεί καθισμένο, όμως μπορεί να στηθεί και πάνω στις κνήμες. ΄Ίσως το περίαπτο του Διμηνίου μας οδήγησε να δούμε και τη δεύτερη στάση, μιας κι αν κρεμαστεί από τις δυο οπές φαίνεται να ακουμπά στα γόνατα και στις παλάμες του. ΄Ίσως, ακόμα, να χρησιμοποιήθηκε ως «εγκόλπιο» από πρωτόγονους ιερείς ή για χαϊμαλί…

3

Εκδοχή πρώτη Είναι η στάση των γιαγιάδων μας, που γνωρίσαμε στα παιδικά μας χρόνια και που διπλώνονταν έξω απ’ τα σπιτάκια τους και χουχούλιαζαν στο σούρουπο. Αν μεταφέρουμε την εικόνα αυτή έξω από ένα νεολιθικό καλύβι, μπορούμε σίγουρα να δούμε καλύτερα τη στάση, πιθανό βλέποντας την πλάτη της κουρασμένης γυναίκας στον πλίθινο τοίχο της καλύβας. Εκδοχή δεύτερη Εμβρυακή στάση. Μερικοί θα πουν πως είναι αδύνατο ο νεολιθικός άνθρωπος να ήξερε τη στάση του εμβρύου, αλλά τόσοι και τόσοι αμφέβαλλαν τόσα χρόνια πως το ειδώλιο είναι αυθεντικό. Πιστεύω πως η εμβρυακή στάση ήταν γνωστή στον Homo sapiens και ίσως να είναι και μια απ’ τις αιτίες που τον οδήγησαν στη γνωστή στάση της νεκρικής ταφής. ΄Ίσως και η νεκρική ταφή να απεικόνιζε αυτή την επιστροφή του ανθρώπου στην αρχέγονη εμβρυακή στάση του.

Εκδοχή τρίτη Νεκρική στάση. Απ’ τις λίγες νεολιθικές ταφές που έχουμε εντοπίσει έχουμε δει πως το σώμα του νεκρού ήταν αναδιπλωμένο σε στάση εμβρύου. Οικονομία ταφικού χώρου επέβαλε αυτό το είδος ταφής, γιατί το άνοιγμα ενός μεγαλύτερου τάφου -με τα λίθινα εργαλεία της εποχής- φάνταζε εξωπραγματική τα χρόνια εκείνα. Αυτό πιστεύαμε ως τα σήμερα. Η δεύτερη όμως εκδοχή αποδιώχνει την τρίτη. ΄Ήταν κοντά στη Φύση οι πρωτόγονοι, η ευφυΐα της «ιερής μαγείας» οδήγησε σε μεταφυσικούς δρόμους… Τυχαία εντελώς έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία της νεολιθικής ταφής από τη Νέα Νικομήδεια (Εικ. 10), της Αρχαιότερης Νεολιθικής. Στο στόμα του νεκρού είχε τοποθετηθεί ένα βότσαλο. ΄Ίσως η εγχάρακτη Κυρά της Καραμουρλάρ να είναι μια εξέλιξη καλλιτεχνική ενός άγνωστου εθίμου, που θα το βρούμε στα ιστορικά χρόνια με την τοποθέτηση των οβο-

Βλ. για την άποψη αυτή και τη μελέτη «Το Νεολιθικό Διμήνι», του Γ. Χ. Χουρμουζιάδη.


Η κυρά της Καραμουρλάρ

153

λών στο στόμα του νεκρού, αλλά ακόμη και στις μέρες μας σε πολλά μέρη της υπαίθρου. ΄Ίσως και το βότσαλο να είχε την ίδια παράσταση ζωγραφισμένη κι ο χρόνος να την εξαφάνισε. Ποιο νόημα άλλωστε να είχε η τοποθέτηση του βότσαλου στο στόμα ενός νεκρού; Εύχομαι η εκδοχή αυτή να μην οδηγήσει μελλοντικούς αρχαιοπλάστες σε αναπαραγωγή ειδωλίων αυτής της μορφής. ΄Όμως το θεωρώ πολύ πιθανό πλέον να έχουμε στο μέλλον παρόμοια ευρήματα… Εκδοχή τέταρτη Η γνωστή στους παλιούς χειμέρια στάση ύπνου, όπου προσπαθούσαν να μείνει κοντά τους η θερμοκρασία του σώματος. Η νυχτερινή παγωνιά του Θεσσαλικού κάμπου επέβαλλε ακόμη περισσότερο αυτή τη στάση.

Εκδοχή πέμπτη Στάση προσκύνησης, αν το στηρίξουμε πάνω στις κνήμες του. Είναι μια ακραία προσέγγιση που διατύπωσε κάποιος φίλος και που δεν ασπάζομαι καθόλου, μιας και… οι Αιγύπτιοι και οι ΄Άραβες δεν είχαν εισβάλει ακόμη στη Θεσσαλία. Πιθανό θα μπορούσε να αναπαριστά στάση τοκετού, αλλά αυτή η στάση έχει μάλλον εγκαταλειφθεί από τα δίποδα όντα εκείνης της εποχής. Ίσως στην εκδοχή αυτή μπορεί να οδηγηθεί κάποιος απ’ το περίαπτο ειδώλιο του Τσούντα, το οποίο αν κρεμαστεί απ’ τις οπές του οδηγεί παρακινδυνευμένα σε μια τέτοια θεώρηση. Προσωπικά πιστεύω πως οι οπές ανοίχτηκαν αργότερα στο μικρό κειμήλιο, το ίδιο που κάνουμε μέχρι σήμερα κι εμείς. Την πέμπτη αυτή εκδοχή την απορρίπτω.

ΤΕΛΙΚΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Υποστηρίζω τολμηρά την τρίτη εκδοχή, έχοντας το «όπλο» της ταφής της Νέας Νικομήδειας και τη συνδέω με τη δεύτερη. Θα ευσταθούσε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή χωρίς αυτή τη φωτογραφική και αρχαιολογική μαρτυρία. Το ζωγραφισμένο, πιθανόν, βότσαλο

Εικ. 10: Η νεολιθική ταφή της Νέας Νικομήδειας.

αντικαταστάθηκε από ένα εγχάρακτο λίθινο «ειδώλιο γένεσης και θανάτου», επιστροφή του νεκρού στη γενέτειρα μήτρα. Μητέρα γη θα την ονομάσουν αργότερα οι φιλόσοφοι, που θυμίζει έντονα το χριστιανικό «χους ει και εις χουν απελεύσει». ΄Όσο για τους ιερείς, αυτοί θα πείσουν τον κοσμάκη για τον Αχέροντα και θα του πουν να ρίχνει τους οβολούς του στο στόμα του νεκρού, για να τους γευτούν οι ίδιοι, οι υπηρέτες των ιερέων και... οι αρχαιοκάπηλοι του μέλλοντος. Αφήνω οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια αποσυμβολισμού στους αρχαιολόγους του μέλλοντος.


ΜΑΚΗΣ ΜΙΧΟΣ

154

Summary The “lady of Karamourlar” Makis Mihos

This “draft” unravels the story of the “lady of Karamourlar”, a figurine found at the Neolithic site of Magoula Karamourlar, excavated by D. R. Theocharis during the 70s.




Η «ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ» ΤΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ

157






Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.