ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ

Page 1

ΕΥΛΟΓΗΣΑΙ ΒΟΥΛΗΣΟΜΕΣΘΑ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΗΜΩΝ (ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ)

Γεώργιος Η. Ορφανός – Ηράκλειο Κρήτης, 2020


Α. ΠΡΟΛΟΓΟΣ 1. ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: Η ΣΧΕΣΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ – ΚΩΜΩΔΙΑΣ Ένα σημαντικό κεφάλαιο της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας είναι η Δραματική Ποίηση. Στις μέρες μας, έχουν φτάσει και τραγωδίες και κωμωδίες των αρχαίων Ελλήνων δραματικών ποιητών. Και σε ό,τι αφορά τους Αθηναίους κωμικούς ποιητές των κλασικών χρόνων, όλοι, φιλόλογοι και φιλομαθείς, στέκονται με προσοχή στο έργο του Αριστοφάνη (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.), στις μαρτυρίες που μας παρέχει και στα μηνύματα που, διαχρονικά, αυτό εκπέμπει. Ξεκινώντας την παρούσα μελέτη, η οποία θα εστιάσει την προσοχή του αναγνώστη στο πώς αντιμετωπίζει, μέσα τις κωμωδίες του, ο Αριστοφάνης τους συντοπίτες του πολιτικούς και την πολιτική του καιρού του, θα προσπαθήσουμε να δούμε τι είναι κωμωδία και πού διαφέρει ως λογοτεχνικό είδος από τη χρονικά παράλληλά της αναπτυσσόμενη τραγωδία. Η τραγωδία και η κωμωδία, ως είδη της Δραματικής Ποίησης, ανάγουν την προέλευση και την καταγωγή τους στις λαϊκές λατρευτικές εκδηλώσεις πατροπαράδοτων εθίμων, που γίνονταν στην αρχαία Αττική προς τιμήν του Θεού Διονύσου μετά τον 7ο αι. π.Χ. περίπου. Διαφορές, λοιπόν, περισσότερο αξιοπρόσεχτες της τραγωδίας από την κωμωδία είναι το ότι η τραγωδία γράφεται από τους τραγικούς ποιητές, ενώ η κωμωδία από ειδικούς κωμωδιογράφους, αλλά και πως οι κωμωδίες, αντλώντας τη θεματολογία τους από τη σύγχρονη ζωή (δεν διστάζουν οι κωμικοί ποιητές με παρρησία να στρέφονται και να διακωμωδούν υπαρκτά πρόσωπα) ή φανταστικούς κόσμους, προξενούν γέλιο, την ώρα που οι τραγωδίες – με θέματα από λαϊκούς μύθους – κρατούσαν σε αγωνία τους θεατές και τους διέγειραν τον έλεο και το φόβο. Βέβαια, να γραφεί πως ό,τι δίνει επίσης ιδιαιτερότητα στην κωμωδία ως λογοτεχνικό είδος από τεχνικής απόψεως έναντι της τραγωδίας είναι και το ότι έχουμε την Παράβαση, δηλαδή το ότι παρεξέβαινε του ποιητικού πλάσματος (μύθου) ο ποιητής και εισήρχετο αιφνιδίως εις τον πραγματικό κόσμο.


2. Η ΑΡΧΑΙΑ ΚΩΜΩΔΙΑ Κωμωδία ήταν αρχικά – εάν επιθυμούμε να εκλαϊκεύσουμε τον ορισμό του Αριστοτέλη («Ποιητική», 1149a) – η λαϊκή ωδή, που τραγουδιέται από τους κατοίκους των αγρών, κατά την περιφορά («κώμος») του φαλλού (συμβόλου γονιμότητας) στην ύπαιθρο με την ταυτόχρονη ανταλλαγή τολμηρών λέξεων, αθυροστομιών, κοροϊδιών μεταξύ των στεφανηφόρων και λαμπαδηφόρων συνεορταζόντων. Βαθμιαία, αυτές οι αυτοσχέδιες «παραστάσεις» των ανθρώπων του λαού επεξεργασμένες από επιδέξιους ποιητές μάς έφεραν στο ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος του 5ου αιώνα π.Χ., που ο σπουδαιότερός του εκπρόσωπος, βάσει των διασωθεισών κωμωδιών, είναι ο Αριστοφάνης. Από «Τα εις εαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου (2ος αι. μ.Χ.) αντλούμε μιαν πολύ χρήσιμη πληροφορία για την κωμωδία: «μετὰ δὲ τὴν τραγῳδίαν ἡ ἀρχαία κωμῳδία παρήχθη, παιδαγωγικὴν παρρησίαν ἔχουσα καὶ τῆς ἀτυφίας οὐκ ἀχρήστως δἰ αὐτῆς τῆς εὐθυρρημοσύνης ὑπομιμνῄσκουσα» (11,6) , δηλαδή ότι η κωμωδία έχει ελευθερία του λόγου με παιδαγωγικό σκοπό και, λέγοντας τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, υπενθυμίζει την αξία της μετριοφροσύνης, και αυτό διευκολύνει τον κωμικό ποιητή να κρίνει και τα κακώς κείμενα της πόλης και τα δημόσια και τα ιδιωτικά ήθη συγκεκριμένων πολιτών· κάτι αντίστοιχο, προσωπικές επιθέσεις, γινόντουσαν στα παλαιότατα κωμικά δρώμενα και διαιωνίζονται με την ανοχή του εθιμικού δικαίου, όχι μόνον για να προκαλέσει το γέλωτα των θεατών, αλλά και για να τους διδάξει το σωστό κόντρα στο αλαζονικό. Και το κληροδότησε στην Αρχαία Κωμωδία, της οποίας οι κωμωδιογράφοι (Κρατίνος, Μάγνης, Εύπολις, Φερεκράτης, Πλάτων, Κράτης, Αριστοφάνης) δεν «παίζουν πολιτικά παιχνίδια» ούτε λειτουργούν ως στείρα αντιπολίτευση γράφοντας αιχμηρούς στίχους σε βάρος των Δημοκρατικών πολιτικών της πόλης. Νοιάζονται, όμως, και αυτοί για την κοινωφελή λειτουργία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και ψέγουν όσους θεωρούν πως ξεστρατίζουν προς ίδιον όφελος τους πολίτες από τις πατροπαράδοτες αξίες και αρχές. Λογουχάρη, η διά της κωμωδίας κριτική δεν διστάζει να «ασχοληθεί» μέχρι και με αυτόν τον πρωταγωνιστή της πολιτικής ακμής της κλασικής Αθήνας, τον Περικλή, και τον πιο γνωστό φιλόσοφο των ίδιων ετών, το Σωκράτη, που είχε «πάρε – δώσε» με τους πολιτικούς ταγούς της εποχής του. Την ίδια στιγμή, μέσα στο Αριστοφανικό έργο, μαζί με τη βωμολοχία και τη σάτιρα θεσμών και προσώπων της πόλης, έχουμε και την καταδίκη κάθε κοινοβλαβούς ανθρώπινου χαρακτήρα ή συνήθειας, επιπρόσθετα δε προτάσσονται τα χρηστά ήθη (η φιλοπατρία και η αγάπη για την ειρήνη π.χ., βλ. «Λυσιστράτη» και «Ειρήνη» ή η αφιλοχρηματία στον «Πλούτο»), για να γίνουν παραδείγματα προς μίμηση. Έντονα, όμως, πολιτικοποιημένες κωμωδίες στρεφόμενοι ανοιχτά κατά πρωταγωνιστών της πολιτικής ζωής έγραφαν, τα χρόνια εκείνα, οι ποιητές, Έρμιππος, Εύπολις και Πλάτων. Ο Πλάτων, σύγχρονος του Αριστοφάνη, δίχως, όμως, κανένα έργο του να έχει διασωθεί μέχρι σήμερα, αν και πήρε την πρωτιά στα «εν άστει (ή Μεγάλα) Διονύσια» του 410 π.Χ., ήταν ο πρώτος που ονόμασε κωμωδίες του με τα ονόματα των πολιτικών που σχολίαζε (Υπέρβολος, Πείσανδρος, Κλεοφών). Βάσει των πηγών, που έχουν διασωθεί έως τις ημέρες μας, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο 5ος π.Χ. αιώνας ήταν ο αιώνας της μεγάλης ακμής του θεάτρου, ποιοτικά όσο και ποσοτικά. Βλέπουμε ότι από τους Περσικούς πολέμους έως το


τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, μόνο στην Αθήνα, στα «Μεγάλα Διονύσια» και στα «Λήναια», ανέβηκαν στη σκηνή από 380 τραγικές τετραλογίες. Εάν αναλογιστούμε ότι στο ίδιο χρονικό διάστημα διδάσκονται και πάνω από 470 κωμωδίες, εύκολα αντιλαμβανόμαστε και ότι η Αρχαία Κωμωδία φτάνει στην κορυφαία της εποχή κατά το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. στην Αττική, εφόσον τότε βρίσκεται στο ζενίθ της και η αθηναϊκή δημοκρατία με την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά όπως βλέπουμε στον «Περικλέους Επιτάφιο» του Θουκυδίδη, την ισότητά τους απέναντι στο νόμο και την παρρησία τους.


ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Η Αρχαία Κωμωδία, λοιπόν, έχει άρρηκτα συνδεθεί με το όνομα του Αριστοφάνη, καθώς μόνον δικά του έργα έχουν διασωθεί ολόκληρα και μάλιστα 11 κωμωδίες από τις 44, που φέρεται νάχει γράψει. Ο επιφανέστερος Αθηναίος κωμωδιογράφος έζησε περί το 445 – 380 π.Χ., τα ίδια πάνω – κάτω χρόνια με τον αμφιλεγόμενης προσωπικότητας πολιτικό Αλκιβιάδη και το γνωστό λογογράφο Λυσία, δηλαδή γνώρισε και τον «χρυσό αιώνα» του Περικλή και την παρακμή του Πελοποννησιακού Πολέμου και τις απέλπιδες προσπάθειες ανασυγκρότησης της Αθηναϊκής δύναμης. Ήταν γιος του Φιλίππου και οι όποιες πληροφορίες έχουμε για τη ζωή του είναι ελάχιστες και αλληλοσυγκρουόμενες. Ο πατέρας του ήταν γνήσιος Αθηναίος από το δήμο Κυδαθηναίων, απ’ όπου καταγόταν ένας ακόμη γνωστός επίσης συγκαιρινός του Αριστοφάνη πολιτικός των Αθηνών, ο Ανδοκίδης. Στο λεξικό, όμως, του Σουΐδα, όμως, αναφέρεται ως «Ρόδιος ήτοι Λίνδιος, Αιγύπτιον έφασαν, οι δε Καμειρέα, θέσει δε Αθηναίον». Να σημειωθεί στο σημείο αυτό και ότι ο Αριστοφάνης πρέπει να είχε παρακολουθήσει πολύ θέατρο στη ζωή του, εάν λάβουμε υπόψη μας τις συχνές παρωδίες των έργων άλλων δραματικών (κωμικών και τραγικών) ποιητών που συναντούμε στις κωμωδίες του. Διαβάζοντας όλες τις κωμωδίες του διαπιστώνουμε ότι ο Αριστοφάνης είναι – κατά την «Αρχαία Ελληνική Ιστορία» του U. Wilcken – «ο μεγάλος ποιητής με σπινθηροβόλο πνεύμα» και ξεχωρίζει χάρη στην καυστική του σάτιρα, την αιχμηρή του ειρωνεία, τις βωμολοχίες του, τις ευτράπελες σκηνές που χρησιμοποιεί, αλλά και το πλούσιό του λεξιλόγιο, όπως αυτό το διακρίνουμε από τα ευφυολογήματα και τα λογοπαίγνιά του, τους υπαινιγμούς του. Στεκόμαστε και στις απρόσμενα εμφανιζόμενες μα πολυσήμαντες σύνθετες λέξεις που εφεύρει για να φτάσει στο στόχο του, να δώσει δηλαδή στο θεατή να καταλάβει το χαρακτήρα ενός προσώπου ή την φύση ενός πράγματος ή την ουσία μιας κατάστασης. Επίσης, χρησιμοποιεί και λέξεις διαφόρων ελληνικών διαλέκτων, ιδιωματισμούς, για να κάνει πιο ζωντανή την αφήγησή του. Στην «Εισαγωγή στη Φιλολογία» του E. Faguet (σελ. 30, εκδόσεις Αναγνωστίδη, μετάφραση: Κ. Μετρινός) διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, για τον κωμωδιογράφο μας: «Ο Αριστοφάνης υπήρξε μεγάλος ποιητής, οξύς σατυρικός, με άφθαστη λυρική δύναμη, σκόπιμη και προσποιητή ελευθεροστομία που έφτανε στα όρια της χυδαιότητας [...]. Έχει όμως και ύψος σε ιδέες και γλώσσα που πολλές φορές τον εξομοιώνει με τον Αισχύλο και τον Σοφοκλή». Αξίζει να επισημανθεί ιδιαίτερα και πως αρκετοί τόνοι μελανιού έχουν δαπανηθεί από Έλληνες και ξένους φιλολόγους και κοινωνιολόγους για το γλωσσικό, τη βωμολοχία ή τις ιδέες που μας παρέδωσε το έργο του Αριστοφάνη. Συνοπτικά, η βωμολοχία του δεν απομακρύνει τους θεατές από το νόημα του κάθε έργου, αλλά έρχεται συνεπίκουρος του ποιητή στην καυστική σάτιρα ηθών και προσώπων. Έτσι, η βωμολοχία του Αριστοφάνη πρέπει να εξεταστεί και σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους κωμωδιογράφους και μέσα στον «κορμό» του έργου, που περιλαμβάνει τους στίχους αυτούς, γιατί ξεκομμένοι κάποιοι μεμονωμένοι στίχοι ή λειψοί κάποιοι


σωζόμενοι και κρινόμενοι δεν μας λένε κάτι, μα μας οδηγούν σε λαθεμένα συμπεράσματα. Ο Κ. Βάρναλης, στα «Αισθητικά – Κριτικά» (τόμος Β’, σελ. 40 – 41), μεταξύ άλλων, γράφει και τούτα, ο Αριστοφάνης «θέλει με τη σάτιρά του όχι να γαργαλίσει το κοινό, παρά να το καλυτερέψει. Θέλει «βελτίους ποιεῖν τούς ἀνθρώπους». […] Όσο για τις αθυροστομίες του Αριστοφάνη νομίζω πως είναι ιεροσυλία να τις απαλύνουμε. Οι αθυροστομίες του είναι το πιο χαριτωμένο στοιχείο των κωμωδιών του. Άνετες, αβίαστες, φυσικές, και στην ώρα τους. […]». Μέχρι τις ημέρες μας έχουν διασωθεί κατά αλφαβητική σειρά και έχουν γνωρίσει πάμπολλες μεταφράσεις και παραστάσεις ανά τον κόσμο και όχι μόνο στο Ελληνικό Θέατρο ακέραιες οι ακόλουθες κωμωδίες του Αριστοφάνη: «Αχαρνής», «Βάτραχοι», «Ειρήνη», «Εκκλησιάζουσαι», «Θεσμοφοριάζουσαι», «Ιππής», «Λυσιστράτη», «Νεφέλαι», «Όρνιθες», «Πλούτος» και «Σφήκες», μολονότι έγραψε περισσότερες από 40 κωμωδίες, από τις οποίες αμφισβητούνται τέσσερις («Ποίησις», «Ναυαγός», «Νήσοι» και «Νίοβος»), που από πολλούς αποδίδονται στον Άρχιππο. Από τις κωμωδίες αυτές με πρώτο βραβείο στους θεατρικούς αγώνες τιμήθηκαν οι «Αχαρνής», οι «Ιππής» και οι «Βάτραχοι», και με δεύτερο οι «Νεφέλες», οι «Σφήκες», η «Ειρήνη» και οι «Όρνιθες» . Πότε, πού και υπό ποίες συνθήκες πέθανε ο Αριστοφάνης δεν έχουμε ακριβείς πληροφορίες, ούτε από σύγχρονές του πηγές, ούτε από μεταγενέστερες. Στην παρούσα μελέτη μάς ενδιαφέρουν, κυρίως, όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος του Αριστοφάνη για την πολιτική και τους πολιτικούς της εποχής του και θα ασχοληθούμε με το πώς ξεπροβάλλει αυτός μέσα από τις κωμωδίες του, ενώ θα ιδούμε και με λίγα λόγια εάν υπάρχουν ψήγματά του και στα «μη πολιτικά» έργα του κωμωδιογράφου μας. Τα ζητήματα της διαπαιδαγώγησης των πολιτών και της αντιμετώπισης των «διαβρωμένων» πολιτικών ηθών και της ανάπλασης των ανθρώπινων χαρακτήρων ήσαν από τα σπουδαιότερα θέματα που είχαμε ασχοληθεί κατά το εγγύς ή το μακρινό παρελθόν σε ό,τι αφορά τον Αριστοφάνη, την κωμωδία του και την κοινωνία των χρόνων του. Προς τούτο, ξαναδιαβάσαμε στίχο – στίχο όλες τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, ξανακοιτάξαμε και ξαναδουλέψαμε και συνθέσαμε παλαιότερα άρθρα μας για την Αριστοφανική κωμωδία και την εποχή της, τα οποία είχαν από ετών δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες εκτός Αθηνών και ανατρέξαμε σε εγχώρια και διεθνή βιβλιογραφία στην προσπάθεια ανασύστασης του «χωροχρονικού πλαισίου» στο οποίο γράφονται τα έργα του Αριστοφάνη και ζουν και δρουν οι πρωταγωνιστές τους. Διαβάζοντας, λοιπόν, τις ίδιες τις κωμωδίες από το πρωτότυπο αρχαιοελληνικό κείμενο, αποπειραθήκαμε να δώσουμε επισταμένα και τεκμηριωμένα απαντήσεις σε πολλά από τα ερωτήματα που γεννώνται στους θεατές ή στους αναγνώστες του Αριστοφάνη. Και αν ένα από τα ερωτήματα αυτά σχετίζεται με την αιτία που έχει διδαχτεί πολλές φορές επί σκηνής το αριστοφανικό έργο, η απάντηση δεν είναι άλλη από το ότι οι κωμωδίες του «πιάνουν το λαϊκό σφυγμό» και είναι – χωρίς να εκχυδαΐζουν πρόσωπα ή καταστάσεις, αλλά στηλιτεύοντας «διαβρωμένα ήθη» – προσιτές και κατανοητές από το κοινό και, κυρίως, διότι καταγίνονται με πάντοτε επίκαιρα θέματα (ειρήνη, λαοπλάνοι πολιτικοί, δικομανία, φιλαργυρία, μόρφωση των παιδιών κ.α.). Εμφανίζεται δε ο Αριστοφάνης στα έργα του να μισεί τον πόλεμο, τη φιλαργυρία, τη συκοφαντία και την υποκρισία κι αντίθετα να λατρεύει την ειρήνη, η


οποία ευνοεί τους αγρότες και την πλατιά λαϊκή τάξη, με την οποία συμπάσχει στα επικρινόμενα δεινά ο κωμωδιογράφος μας. Έτσι, στο «Οxford Companion to Classical Literature» (Oxford, 1980) διαβάζουμε ότι ο Αριστοφάνης ήταν «υποστηρικτής […] των γεωργών και των γαιοκτημόνων, δυναμικός αντίπαλος της φιλοπόλεμης πολιτικής, που τους έκανε να υποφέρουν». Βρίσκει, λοιπόν, σε όλες σχεδόν τις κωμωδίες του ευκαιρίες για «αιχμηρά βέλη» προς όσους από τους πολιτικούς της Αθήνας τον «ενοχλούν». Ο Αριστοφάνης, επίσης, συμμετέχει και, λαβαίνοντας μάλιστα και το λόγο μεταξύ των άλλων συνδαιτυμόνων, στο περί Έρωτος «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, ως ένα τερπνό και ψυχωφελές «ιντερμέδιο» θα μπορούσαμε να πούμε σε μια συζήτηση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα. Με τις κωμωδίες του, που είχαν απροκάλυπτα κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο, άσκησε δριμύ έλεγχο στα κακώς – κατά τη γνώμη του – κείμενα της Αθηναϊκής δημόσιας ζωής. Ο U. Wilcken, στην «Αρχαία Ελληνική Ιστορία» του, σημειώνει ότι στην κωμωδία του «Ὧραι» ο Αριστοφάνης καταπολεμούσε και τις μικρασιάτικες οργιαστικές λατρείες που είχαν διεισδύσει στην Αθήνα μέσω του Πειραιά εξαιτίας των, χάρη στη δημοκρατία, σημαντικών εμπορικών σχέσεων του μεγάλου λιμανιού με ξένες χώρες. Σκοπός του, όπως εγράφη νωρίτερα, δεν ήταν να πλήξει το ετοιμόρροπο δημοκρατικό πολίτευμα, αλλά τους ανίκανους και ζημιογόνους λαοπλάνους, δημαγωγούς, ιδίως δε τον Κλέωνα, που έφεραν την Αθήνα του Περικλή στον ξεπεσμό. Θα θέλαμε να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι η αρίθμηση των στίχων των κωμωδιών, που χρησιμοποιούμε στην παρούσα εργασία, ακολουθεί την αρίθμηση των εκδόσεων «Πάπυρος».


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΠΟΛΙΤΙΚΑ «ΠΙΣΤΕΥΩ» ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗ Πολλά, λοιπόν, έχουν ειπωθεί και γραφεί για τις πολιτικές προτιμήσεις του Αριστοφάνη. Η φιλοπατρία του αναφαίνεται από τη συντριπτική πλειοψηφία των σωζόμενων έργων του. Δεν μας έχει σωθεί, να σημειωθεί αυτό, καμιά μαρτυρία ή κανένα έργο με το όνομα τού Αριστοφάνη γραμμένο ούτε τα χρόνια του μεσοπολέμου (420 – 414 π.Χ.), ούτε την περίοδο που άσκησαν την εξουσία στην Αθήνα οι «Τριάκοντα Τύραννοι» (404 – 403 π.Χ.). Ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης είναι ο ίδιος Ολιγαρχικών φρονημάτων. Στα έργα του, εμφανίζεται «πολέμιος» των δημαγωγών, εμφορείται υπό συντηρητικών αρχών, ενώ είναι ειρηνόφιλος και φιλόπατρις. Σε πολλούς στίχους του, είναι ευδιάκριτο το ότι δεν στρέφεται κατά του λαού μήτε είναι θιασώτης μιας αυταρχικής ολιγαρχικής διακυβέρνησης της πατρίδας του, αλλά κείται εναντίον εκείνης της μορφής της Δημοκρατίας η οποία, στην αύξουσα πορεία της, ήταν, μεταβαλλόμενη σε αλαζόνα ιμπεριαλίστρια, διαρκώς σε πόλεμο και, στην φθίνουσα, υποθάλπει λαοπλάνους. Ο Αριστοφάνης νοσταλγεί, όπως διαφαίνεται σε όλα τα έργα του, την εποχή των νικητών των Περσικών Πολέμων και έμμεσα ή άμεσα εγκωμιάζει τα ήθη αλλοτινών αρχόντων της πόλης σαν του μαραθωνομάχου Μιλτιάδη και του δίκαιου Αριστείδη. Δεν είναι «οπισθοδρομικός», αλλά όσοι θέλουν την κοινωνική ευταξία και την ειρήνη θα επιδοκιμάσουν το έργο του και θα συμφωνήσουν με τις ιδέες του και ότι στις κωμωδίες του διακρίνουμε ανά πάσα στιγμή και τη φλογερή αγάπη προς την πατρίδα του και την ειρήνη, προς τούτο γυρεύει να «φύγουν από τη μέση» όσοι με την πολιτική τους τις βλάπτουν, και το διάχυτο με νοσταλγία σεβασμό προς τις πατροπαράδοτες ηθικές και πνευματικές αξίες, εξ ου και η μνεία και προς τον Αισχύλο, και, τέλος, τα αρνητικά συναισθήματα που ξεκινούν από το θυμό και φτάνουν στα όρια του μίσους για τους πολιτικούς που θεωρεί πολεμόχαρους και δημαγωγούς ή τους ανθρώπους – «παράσιτα» της κοινωνίας. Κατόπιν τούτων, θεωρείται μάλλον απολύτως φυσιολογικό το ότι δεν έχουμε στα χέρια μας κάποια κωμωδία του να στηλιτεύει αιχμηρά ή να εμπαίζει την μετριοπαθή ολιγαρχική παράταξη, μολονότι πολλά ακραία μέλη των ολιγαρχικών είχαν δώσει πολλά δείγματα, ιδίως μετά το 421 π.Χ., «αντικοινωνικής» δράσης. Επομένως, για τις «πληροφορίες», που μας παρέχει ο Αριστοφάνης για τους σύγχρονούς του πολιτικούς, οι περισσότεροι των οποίων συνήθως προέρχονται από το λαϊκό – δημοκρατικό «κόμμα» και εκτρέπονται, κατά τον κωμωδιογράφο μας, σε δημαγωγούς, πρέπει να είμαστε πάντοτε επιφυλακτικοί και να γυρεύουμε στοιχεία που θα μαρτυρούν εάν οι κωμωδίες του απεικονίζουν την πραγματικότητα όπως αυτή ήταν ή εάν αντανακλούν την προσωπική αντιπάθειά του στην αναγνώριση και αποδοχή τους από τους Αθηναίους και προβάλλουν μιαν εικονική πραγματικότητα. Εάν θέλουμε, όμως, να σταθούμε περισσότερο στο διάστημα των «Τυράννων», δεν έχουμε σχετικές μαρτυρίες ώστε να μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα εάν τωόντι ο μεγάλος ποιητής δεν έγραψε εναντίον του καθεστώτος από τη μια ως πολέμιός του ή εάν από την άλλη ότι φοβούμενος κυρώσεις έγραψε κάτι υπέρ του και το οποίο τα επόμενα χρόνια της Δημοκρατίας οδήγησε τον ίδιο στο «περιθώριο» και το ίδιο δε διασώθηκε ως τις ημέρες μας, αφού οι αντιγραφείς ήθελαν μόνον τα επί Δημοκρατίας έργα του να προβάλουν.


Μέχρι να αποδείξει κάτι σχετικό και να λυθεί η παραπάνω απορία από έρευνα των μελετητών του αριστοφανικού έργου, ας δεχτούμε ότι – όπως όλοι οι ανέκαθεν ενσυνείδητοι και ευσυνείδητοι φιλοπάτριδες πνευματικοί άνθρωποι και ταγοί ενός τόπου – ο Αριστοφάνης θα τήρησε «πνευματική αργία», δηλαδή δεν θα είχε γράψει κάποιο έργο, αλλά θα απείχε από κάθε συγγραφή νέας κωμωδίας και διδασκαλία παλαιοτέρου έργου του, διαμαρτυρόμενος για την κοινωνικοπολιτική ανελευθερία. Βέβαια, κάποιος θα πει ότι οι «Τριάντα Τύραννοι» είχαν απαγορέψει τη διδασκαλία έργων με πολιτικά θέματα ή υπονοούμενα, αλλά, θα θεωρείτο προς τιμήν του Αριστοφάνη εάν δεν έγραψε κάποιο άλλο έργο με μη πολιτικό θέμα αφενός και εάν αφετέρου δεν ανέβασε κάποιο έργο του με υπαινιγμούς κατά των δημοκρατικών έπειτα από «έμμισθη παραγγελία» των «Τυράννων» στο διάστημα της εξουσίας τους. Για τις ιδέες του, ας γραφεί και ότι – αν και όλα δείχνουν, όπως εγράφη ήδη, πως εκπροσωπούσε τη συντηρητική «οπτική» της ζωής και γι’ αυτό ψέγει το Σωκράτη και τους νεωτερίζοντες σοφιστές – απηχούν τον ψυχικό κόσμο ενός μέσου απλού διαχρονικού πολίτη, που απηύδησε από την εξουσία που αδιαφορεί για τα προβλήματά του και πολεμόχαρη και αρχομανής τον συνθλίβει καθημερινά. Ο Αριστοφάνης έμπρακτα θεωρεί ότι ο πιο υψηλός προορισμός της κωμωδίας είναι να σατιρίζει τα κακώς κείμενα και να βοηθά το λαό στα καθημερινά του προβλήματα προτείνοντας λύσεις χωρίς να ξεσηκώνει τα μυαλά των ανθρώπων και δίχως να φοβάται να θίξει τα «στραβά και τα περίεργα» από τα ειωθότα του καιρού του. Ο Γ. Κορδάτος («Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς», σελ. 97) γράφει, μεταξύ άλλων, για τον Αριστοφάνη: «Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό της τέχνης του. Έκανε πολιτική, χωρίς και να μπορούν να του πουν πως παραβιάζει τους κειμένους νόμους». Σωστά, η συντηρητική του ιδεολογία, κατά τη γνώμη μας, κρατούσε τον Αριστοφάνη στα πλαίσια της προάσπισης των πατροπαράδοτων νόμων και εθίμων, που κλυδωνίζονταν επί δημαγωγών, και το χιούμορ του συντελούσε ώστε το κοινό να μην τον αντιμετωπίζει ως ανατροπέα της «τάξης των πραγμάτων» της εποχής του, αλλά να τον θεωρεί απλώς ως σκωπτικό των κακώς κειμένων. Η κωμωδία του Αριστοφάνη μπορεί να βρίσκει τρόπο να κάνει κοινωνούς των ιδεών του ποιητή τους θεατές και τους αναγνώστες της, είναι, όμως, και σοφότερη, όπως λέει ο ίδιος ο Αριστοφάνης στους «Σφήκες» (στίχος 66), από τη μέχρι τότε «φορτική» ποίηση, μάλλον τη γεμάτη χυδαίους αστεϊσμούς, που δεν είχαν ηθικό έρεισμα ή/και απήχηση στους θεατές.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΙΚΕΣ ΚΩΜΩΔΙΕΣ VS ΠΟΛΙΤΙΚΗ – ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ Για να διεισδύσουμε περισσότερο, λοιπόν, στις κωμωδίες του και να νιώσουμε το αληθινό νόημά τους, που δεν περικλείεται από χρονικά ή τοπικά περιθώρια, θα πρέπει, όμως, να γνωρίζουμε τα ιστορικά πρόσωπα, το ιστορικό περιβάλλον στο οποίο και με τι σκοπό εγράφησαν τότε, αλλά κι εκείνο που ζούμε εμείς οι κατοπινοί, για να αποφεύγουμε, συν τοις άλλοις, και αναχρονιστικές παρανοήσεις. Στο τρίγωνο «Αριστοφάνης – Πολιτική – Πολιτική» που θα μας απασχολήσει δεν δύναται να εξεταστεί κάθε σκέλος του χωριστά. Πρέπει να προβάλλονται ταυτόχρονα, να εμπλέκεται η παρουσίαση του βίου και της πολιτείας ενός εκάστου των πολιτικών, με τους οποίους η αριστοφανική κωμωδία καταγίνεται, με το πώς ο κωμωδιογράφος μας αντιμετωπίζει τα ήθη και τις πράξεις του και με το ποια ορίζεται η φιλόπατρις πολιτική ή ποια μισόδημος και να εξετάζονται την ίδια στιγμή οι σχέσεις τους. Δηλαδή, για να το πούμε με απλά λόγια, οι πολιτικοί δρουν και ο Αριστοφάνης αντιδρά και η Πολιτική είναι το κριτήριο με το οποίο τους κρίνει. Έτσι, ας δοκιμάσουμε να γνωρίσουμε τη μεγάλη «συμπάθεια» του Αριστοφάνη, τον Κλέωνα, και τον Περικλή καταρχάς. Ο Κλέων ήταν γιος του Κλεαίνετου, από τον οποίο κληρονόμησε μιαν προσοδοφόρα επιχείρηση βυρσοδεψίας. Ήταν – μετά το Σόλωνα – ο πρώτος από την τάξη των εμπόρων, που αναμείχτηκε στην αθηναϊκή πολιτική και αναδείχτηκε σε έναν από πρωταγωνιστές της. Εμφανίζεται στην πολιτική λίγο πριν το ξεκίνημα του Πελοποννησιακού Πολέμου, ως αντίπαλος του Περικλή. Έτσι, εύκολα προσεταιρίστηκε τους ολιγαρχικούς και μετά την αποτυχημένη εκστρατεία του Περικλή στην Πελοπόννησο το 430 π.Χ. και καθώς εισέβαλε στην πόλη ο λοιμός, τα ηνία της Αθήνας περιήλθαν προσωρινά στον Κλέωνα, που κατεύθυνε όσους αντιτίθεντο στην πολιτική του Περικλή, ακραίους και μετριοπαθείς ολιγαρχικούς και δυσαρεστημένους δημοκρατικούς. Ο Περικλής, για τον οποίο ας μιλήσουμε πριν προχωρήσουμε την αφήγηση για τον Κλέωνα, ήταν το πιο διάσημο από τα 3 παιδιά τού νικητή, με το πέρας των περσικών πολέμων, στη ναυμαχία της Μυκάλης κατά των Περσών (479 π.Χ.) και εκπορθητή της Σηστού (478 π.Χ.), Ξάνθιππου, και της Αγαρίστης, που βαστούσε από το έντονα πολιτικοποιημένο σόι των Αλκμαιωνιδών. Γεννιέται πέντε χρόνια πριν τη μάχη του Μαραθώνα (495 π.Χ.) στην Αθήνα, όπου και πεθαίνει από το λοιμό το 429 π.Χ. . Νεαρούλης (23 ετών και λίγο μετά το θάνατο του Ξάνθιππου) πρωτοεμφανίζεται στα κοινά ως χορηγός της τραγωδίας του Αισχύλου, «Πέρσαι». Η δυναμική του εμφάνιση, όμως, θα περιμένει λίγα χρόνια ακόμα, αλλά, ως ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο του λαϊκού κόμματος, αποχτά κύρος μετά το 463 π.Χ., μηνύοντας τον Κίμωνα, και – κυρίως – το 461 π.Χ. ως «δεξί χέρι» του μεταρρυθμιστή Εφιάλτη. Το 461 π.Χ., όμως, εξοστρακίζει ο Αθηναϊκός λαός τον Κίμωνα και «καθαρίζει το τοπίο» για το γιο του Ξάνθιππου, άσχετα αν για πολιτικούς λόγους εισηγείται ο Περικλής την άρση της εξορίας του το 453/2 π.Χ. και τον στέλνει να κλείσει ανακωχή με τη Σπάρτη, σε αντίθεση με τον πατέρα του, Ξάνθιππο, που το 489 π.Χ. είχε συντελέσει στην τιμωρία του Μιλτιάδη, του πατέρα του Κίμωνα, μετά από την


ανεπιτυχή εκστρατεία στην Πάρο παρά την μεγάλη νίκη κατά των Περσών στο Μαραθώνα. Αφού, όμως, ο Κίμωνας πέθανε ως επικεφαλής αντιπερσικών θαλάσσιων επιχειρήσεων στην Κύπρο (449/8 π.Χ.), ο Περικλής τέθηκε στρατάρχης του αθηναϊκού στρατού εναντίον περιοχών που αποστάτησαν κατά καιρούς από την αθηναϊκή συμμαχία (447 π.Χ. Βοιωτία, 446 π.Χ. Εύβοια, 441 π.Χ. Σάμος υπό το Μέλισσο), ενώ πήρε την πρωτοβουλία για ένα πανελλήνιο συνέδριο (448 π.Χ. ) και για τις «Τριακονταετείς Σπονδές» (446 π.Χ.). Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε την κατά το 441/440 π.Χ. σύρραξη μεταξύ Σάμου και Μιλήτου, στην οποία οι Αθηναίοι θα ταχθούν στο πλευρό των Μιλησίων (Θουκυδίδης), αλλά οι Σαμιώτες αρνούνται την αθηναϊκή διαιτησία και αποσκιρτούν από τη συμμαχία. Έτσι, έχουμε νέα εκστρατεία Αθηναίων στη Σάμο και πολιορκία 9 μηνών με επικεφαλής τον Περικλή και τον τραγωδιογράφο Σοφοκλή, που σημειωτέον την προηγούμενη χρονιά είχε νικήσει με την «Αντιγόνη» στους τραγικούς αγώνες. Τελικά, η επιχείρηση των Αθηναίων καταλήγει σε ήττα Σάμου και επαναφορά της στη συμμαχία, γκρέμισμα τειχών, παράδοση στόλου και βαρύ πρόστιμο 1276 ταλάντων σε κλιμακωτές δόσεις για τα επόμενα 30 χρόνια περίπου. Ο Περικλής, νωρίτερα, το 448 π.Χ., όπως προαναφέρθηκε, θα συλλάβει την ιδέα ενός πανελλήνιου συνεδρίου, στο οποίο, όμως, αρνείται να πάρει μέρος η Σπάρτη και το «ναρκοθετεί». Σκοπός του συνεδρίου ήταν – μεταξύ άλλων θεμάτων – να βρεθούν τρόποι διατήρησης υπό ελληνικό έλεγχο των θαλασσών (Αιγαίο πέλαγος, Ιόνιο, Μεσόγειο), αφού οι Πέρσες ήσαν πάντοτε επικίνδυνοι. Από το 446 π.Χ. ο Περικλής, λοιπόν, τίθεται επικεφαλής του δημοκρατικού – λαϊκού κόμματος στην Αθήνα και εκλέγεται διαρκώς στρατηγός μέχρι το 430/429 π.Χ., ενώ, έχοντας, από το 443 π.Χ., εξοστρακίσει και το Θουκυδίδη του Μελησία, το σοβαρότερο μετά το θάνατο του Κίμωνα πολιτικό του αντίπαλο, τα χρόνια αυτά, αναδεικνύεται χωρίς δυσκολία και παντοδύναμος ηγέτης τής ανά το Πανελλήνιο Αθηναϊκής Ηγεμονίας και στο εσωτερικό «λαοφιλής δικτάτωρ». Το 433/2 π.Χ., όμως, με το «Μεγαρικό Ψήφισμα» του Περικλή η πόλη των Μεγάρων αποκλειόταν από τα αθηναϊκά και τα συμμαχικά λιμάνια και διδόταν στους Πελοποννησίους έτσι εύλογη αφορμή για πόλεμο που από καιρό αναμενόταν, καθώς έδιδε σημαντικό προβάδισμα στο αθηναϊκό εμπορικό ναυτικό στο Αιγαίο. Ίσως απ’ αυτό, ίσως και από τη γενικότερη πολιτική του, ο Κρατίνος στην κωμωδία του «Διονυσαλέξανδρος» και ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνής» και στην «Ειρήνη» του αφήνουν, όπως σημειώνει ο U. Wilvken στην «Αρχαία Ελληνική Ιστορία» του, να εννοηθεί ότι ο Περικλής ευθυνόταν για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ο Περικλής, πάντως, για προσωπικούς του λόγους, παρασυρόμενος δηλαδή από τη σύντροφό του Ασπασία, καθώς θύμωσε που κάποιοι Μεγαρείς κακομεταχειρίστηκαν κοπέλες της Ασπασίας, προέβη στο εν λόγω «Ψήφισμα», εξαιτίας του οποίου, όπως τους διαβάλλει ο Αριστοφάνης, λοιπόν, οι Μεγαρείς έφτασαν στα ακρότατα της φτώχειας, ώστε αναγκάζονταν και πουλούσαν τα παιδιά τους για να αγοράσουν τροφές, παραμονές του πολέμου. Την ίδια χρονιά, επιστρέφει στην ενεργό πολιτική κι ο Θουκυδίδης του Μελησία, μα σε δύο χρόνια (431 π.Χ.) και ύστερα από κάποιες οικονομικοπολιτικές διαφορές των Αθηναίων με τους Κορίνθιους, οι Πελοποννήσιοι κι οι σύμμαχοί τους αθέτησαν τις «Τριακονταετείς Σπονδές» και ξεκίνησαν τον πόλεμο κατά των


Αθηναίων. Η μεγαλύτερη διάρκεια του πολέμου (431 – 411 π.Χ.) καταγράφηκε μαζί με όλα τα «απάνθρωπα έκτροπά» του από το Θουκυδίδη στην «Ιστορία» του. Αξίζει να γραφεί και ότι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, αν δεν υπήρχε ο θανατηφόρος λοιμός σε βάρος των Αθηναίων, είχε, από τις πρώτες επιχειρήσεις, επιδείξει την ετοιμότητα, χάρη στον Περικλή, της Αθήνας έναντι της Σπάρτης και των Πελοποννησίων συμμάχων της. Ο λοιμός ήταν μια άγνωστης και ανεξιχνίαστης προέλευσης και θανατηφόρος – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – επιδημία , η οποία προσέβαλε τους Αθηναίους τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου και τους έκανε περισσότερο ευάλωτους (430 – 429, 427 π.Χ.). Και τη μυστηριώδη νόσο και τα αποτελέσματά της περιγράφει στο έργο του ο ιστορικός Θουκυδίδης. Μνημειώδης – χάρη στο Θουκυδίδη του Ολόρου, που τον διέσωσε στην «Ιστορία» του – έμεινε, τέλος, ο επιτάφιος λόγος , που ο Περικλής εκφώνησε για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ. και στον οποίο βλέπουμε ό,τι οδήγησε την Αθήνα στην πρόοδο, την υλική και την πνευματική ευημερία και τη σημαντική πολιτική δύναμη του 5ου αιώνα π.Χ. και τους πολίτες της στο να απολαμβάνουν πέρα από την ιδιωτική τους ευμάρεια και τη δημόσια ζωή, αναλογιζόμενοι, όμως, πάντοτε, τις κοινωνικές τους ευθύνες, έναντι των συμπολιτών τους και της δημοκρατίας. Ο ίδιος, επίσης, είχε, στα χρόνια της παντοδυναμίας του, οικοδομήσει στον Πειραιά και μια στοά όπου φυλάσσονταν το στάρι της Αθήνας και όλα τα χάρη στο εμπόριο εισαγόμενα αγαθά (Θουκυδίδης, «Ιστορία», βιβλίο 2, κεφάλαιο 38). Ενώ όλοι, λοιπόν, παινεύουν και τη, χάρη σε επιφανείς φιλίες από το χώρο του Πνεύματος και των Τεχνών (Αναξαγόρας, Φειδίας, Ευριπίδης, Ικτίνος – Καλλικράτης κ.α.), εσωτερική πολιτική του (βλ. Παρθενώνας – Ακρόπολη, θεωρικά και σειρά λαοφιλέστατων μέτρων), και η ιδιωτική ζωή του Περικλή έχει απασχολήσει πολύ τους ιστορικούς, που ασχολήθηκαν διεξοδικά πόσο είχε επηρεάσει τη σταδιοδρομία του η ερωτική του σχέση με τη γνωστή εταίρα Ασπασία από τη Μίλητο, χάριν της οποίας είχε χωρίσει και από τη νόμιμη σύζυγό του. Ο Περικλής, κατά τον Έφορο και άλλους ιστορικούς, στη διάρκεια των πρώτων ετών του πολέμου (431 – 429 π.Χ.), κατά τα οποία είχε προ του θανάτου του τα ηνία της Αθήνας ακόμη, διασπάθισε τα πιο πολλά από τα δημόσια χρήματα που φυλάσσονταν στην Ακρόπολη, είτε δωροδοκώντας Σπαρτιάτες βασιλιάδες (Κλεανδρίδη – Πλειστοάνακτα) , είτε μαζύ με τον Φειδία τον γλύπτη, όταν, λοιπόν, εκλήθη να κάνει οικονομικό απολογισμό, ανέφερε ότι τα χρήματα αυτά καταναλώθηκαν «εἰς τό δέον». Μιλώντας δημόσια στους πολίτες και επειδή θέλει ο ίδιος την εξουσία, ο Κλέων πείθει το λαό ότι ο γιος του Ξάνθιππου ήταν ένοχος για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος. Ήταν η δεύτερη φορά που ο Περικλής βρίσκεται στο «στόχαστρο» πολιτικών του αντιπάλων. Στην πρώτη, ήταν έμμεσος στόχος, όταν, δηλαδή, ο Θουκυδίδης του Μελησία κατηγορεί και το στενό φίλο του Περικλή, Αναξαγόρα, για αθεΐα το 432 π.Χ., ενώ κάποιοι από τον κύκλο του σέρνουν στα δικαστήρια και τη σύντροφο του Περικλή, Ασπασία, και τον πασίγνωστο γλύπτη, Φειδία. Τώρα, όμως, 430 π.Χ., τα πράγματα είναι πιο δύσκολα, καθώς, μολονότι ο πόλεμος συνεχίζεται, ο Περικλή, μετά από την καταγγελία του Κλέωνος, καθαιρείται από κάθε πολιτικό αξίωμα και περιθωριοποιείται. Ο λαός, παρά ταύτα, των Αθηνών μετανιώνει γρήγορα και αποκαθιστά τον Περικλή στο αξίωμα του στρατηγού, αλλά,


πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε υπέρ της πόλης, ο λοιμός και ο θάνατος κόβουν το νήμα της ζωής του (429 π.Χ.). Έτσι, τα κατοπινά χρόνια, στην πόλη το «λύειν και το δεσμείν» ανήκει στο λαοπλάνο Κλέωνα, που εμφανίζεται αδιάλλακτος φιλοπόλεμος, αν και ήταν φαινομενικά οπαδός της δημοκρατίας. Η πρωτοκαθεδρία του στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, διαρκούντος του πολέμου, οφείλεται και στη μετριότητα των πολιτικών του ιδεολογικών του αντιπάλων (Θουκυδίδης του Μελησία και Νικίας), μα και όσων πολιτεύονταν με τη δημοκρατική παράταξη (Ευκράτης, Λυσικλής), αλλά και στη φυσική του ευγλωττία, ενώ, καθώς λένε οι ιστορικοί, ήξερε ακριβώς πώς να εργαστεί επάνω στα συναισθήματα των ανθρώπων και να τα παρασύρει προς το μέρος του. Οι νίκες στα πρώτα χρόνια του πολέμου, επίσης, είχαν παρασύρει τους Αθηναίους να πιστέψουν ότι η τελική επικράτηση των Αθηναίων δε θα αργούσε. Παράλληλα με τη φιλοπόλεμη πολιτική του, ο Κλέων σιγά – σιγά ξέκοψε και από τους ολιγαρχικούς, που τον είχαν πλαισιώσει όσο καιρό στρεφόταν κατά του Περικλή, και αυτή η αλλαγή πλεύσης της πολιτικής του μαζύ με το συνεχιζόμενο πόλεμο ίσως τού στοίχισαν και τα σκωπτικά σχόλια του Αριστοφάνη και των άλλων κωμωδιογράφων και την έχθρητα των ολιγαρχικών σωματείων της πόλης. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι ο Αριστοφάνης δεν χάνει ευκαιρία επί σκηνής διασύρει τον Κλέωνα ως αρπακτικό και ότι ψάχνει από παντού να βγάζει κέρδος. Το 427 π.Χ., έχουμε παράδοση της Μυτιλήνης στον Πάχητα και οργισμένη πρόταση του Κλέωνος για ξεπάστρεμα όλων αδιακρίτως των κατοίκων της (σφάξιμο των αντρών, πώληση σε σκλαβοπάζαρα των γυναικόπαιδων) αναιρείται, σύμφωνα με το Θουκυδίδη τον ιστορικό, από μετριοπαθή εισήγηση του Διοδότου. Την επόμενη χρονιά, δύο Αθηναίοι στρατηγοί, ο Νικίας στην Τανάγρα κατά των Βοιωτών και ο Δημοσθένης στη Λευκάδα, πετυχαίνουν σημαντικές νίκες, αλλά ο στόλος δεν τα καταφέρνει στη Μήλο, μα και ο Δημοσθένης αποτυχαίνει στην Αιτωλία. Το 425 π.Χ., όμως, αρχίζει η ανοδική πορεία του Κλέωνος. Ο στρατηγός Δημοσθένης ήταν εκείνος που τράβηξε ένα σωρό «ταλαιπωρίες» στην Σφακτηρία εωσού κυρίεψε την Πύλο και τελικά εκείνος που καρπώθηκε την νίκη ήταν ο Κλέων, για την οποία και κομπορρημονούσε έκτοτε, επειδή δεν είχε κανένα άλλο κατόρθωμα ο ίδιος να επιδείξει στα πεδία των μαχών. Η ήττα των Σπαρτιατών στη θάλασσα και στη Σφακτηρία ωθεί τους Σπαρτιάτες να ζητήσουν από την Αθήνα ειρήνη, αλλά ο Κλέων απορρίπτει τις προτάσεις τους κατηγορηματικά και στρέφεται, όπως βλέπουμε στους «Ιππής» (στίχοι 394, 668 – 674 και 794 – 796 ) και στην «Ειρήνη» (στίχοι 665 – 667), και κατά του Αθηναίου ειρηνόφιλου ολιγαρχικού πολιτικού Αρχεπτόλεμου, που τον καιρό εκείνο είχε μεταβεί στη Σπάρτη για συζητήσεις προκειμένου να επέλθει η ειρήνη. Την ίδια χρονιά, οι Αθηναίοι βοηθούν τους δημοκρατικούς της Κέρκυρας να επικρατήσουν και οι ίδιοι κυριεύουν Ανακτόριο και Μεθώνη, την ώρα που, μάλλον κατόπιν πρότασης του Κλέωνος, ο φόρος των «συμμάχων» διπλασιάστηκε, για να καλυφθούν οι πολεμικές δαπάνες. Το 424 π.Χ., όμως, αν και η Αθήνα επιδεικνύει σημαντικές επιτυχίες σε Κύθηρα, Νίσαια, Μέγαρα και Θυρέα, η Σπάρτη και ο Βρασίδας στη Μακεδονία ξεσηκώνουν σε αποστασία από την αθηναϊκή συμμαχία μια σειρά από πόλεις (Αμφίπολη, Άκανθος κ.α.). Και ενώ, το ίδιο έτος ο Ιπποκράτης στέλνεται από την Αθήνα στη Βοιωτία για να ξεσηκώσει τις βοιωτικές πόλεις, την επόμενη χρονιά (423 π.Χ.) έχουμε ανακωχή Αθηναίων και Σπαρτιατών, αλλά παρολαυτά αθηναϊκός στόλος


με Νικία και Νικόστρατο πλέει στη Μακεδονία και το 422 π.Χ. ο Κλέων εκστρατεύει ως επικεφαλής του αθηναϊκού στρατού, στη Βόρεια Ελλάδα. Στην πιο καθοριστική μάχη ενάντια στους Λακεδαιμονίους και το Βρασίδα, που έλαβε χώρα, την ίδια χρονιά (422 π.Χ.), στην Αμφίπολη, ο Κλέων και ο Βρασίδας βρίσκουν το θάνατο και τον επόμενο Μάρτιο (421 π.Χ.), χάρη σε πρωτοβουλίες του Νικία, υπογράφεται η «Νικίειος Ειρήνη», με την οποία τερματίζεται η πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου εις όφελος των Αθηναίων. Ας δεχτούμε ότι η λαϊκίστικη και δημαγωγική πολιτική ήταν αναγκαία στον Κλέωνα για να πείσει το λαό να τον ακολουθήσει στον πόλεμο και ότι ο Αριστοφάνης και ως ειρηνόφιλος και ως πολιτικός του, ολιγαρχικών ιδεών, αντίπαλος τον σατιρίζει στις κωμωδίες του, την ώρα που ο Θουκυδίδης, στην «Ιστορία» του, στρέφεται κατά του Κλέωνος, γιατί, με πρότασή του, μετά την απώλεια της Αμφιπόλεως (424 π.Χ.), ο πόλεμος συνεχίζεται και ο μετέπειτα ιστορικός εξέπεσε της στρατηγίας και εξορίστηκε από την Αθήνα. Άμεσοι, λοιπόν, διάδοχοι του Κλέωνος στην πολιτική σκηνή και στη δημαγωγία, ακολουθώντας την ίδια, φιλοπόλεμη, «γραμμή» με αυτόν, ήσαν ο Αλκιβιάδης και ο Υπέρβολος. Έτσι, με το θάνατο του Κλέωνος (422 π.Χ.), αρχίζει να ανατέλλει το «άστρο» ενός ομοϊδεάτη του και φανατικού πολεμοκάπηλου, του Υπέρβολου, που, έως τότε, είχε στο ενεργητικό του μία στρατηγία την περίοδο 425 – 424 π.Χ.. Ο Υπέρβολος, γιος του Χρέμητος, είχε ήδη λυμένο το βιοποριστικό του πρόβλημα, όταν αναμείχτηκε στην αθηναϊκή πολιτική, αλλά δεν κατάφερε, καθώς βρέθηκε απέναντι, όπως θα ιδούμε, σε «δυναμικούς» αντιπάλους, να πάρει τα πρωτεία στην πόλη. Είχε, όμως, σημαντική περιουσία, στηριγμένη στη λυχνοποιία, κάτι που επισύρει σκώμματα σε βάρος του από τον Αριστοφάνη. Τα πράγματα, όμως, ήταν δύσκολα για τον Υπέρβολο τα κατοπινά χρόνια, αφότου υπεγράφη η ειρήνη του Νικία (421 π.Χ.) υπέρ της Αθήνας, στην οποία αντιτάχτηκε. Πολιτικά, ήταν πιο κοντά στον ανεψιό του Περικλή, Αλκιβιάδη, αλλά ο ατίθασος χαρακτήρας του δεύτερου γέννησε έχθρητα ανάμεσά τους και ανάμεσα στους οπαδούς και τους φίλους του καθενός από τους δυο τους. Η αντιπαλότητα μεταξύ Υπέρβολου και Αλκιβιάδη μεγάλωσε μετά τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ Αθηναίων, Αργείων, Ηλείων και Μαντινέων, κατόπιν πρωτοβουλίας του Αλκιβιάδη, λίγο καιρό μετά την ειρήνη του Νικία, το 420 π.Χ., με σκοπό να πληγούν οι Σπαρτιάτες και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί τους «εντός έδρας». Ας μην παραβλέψουμε ότι ο Υπέρβολος ήταν και δικομανής, όπως τον κοροϊδεύουν οι κωμωδιογράφοι. Το 417 π.Χ. προσπάθεια του Υπέρβολου να εξοστρακιστεί ο Αλκιβιάδης αποβαίνει «μπούμερανγκ» σε βάρος του. Συγκεκριμένα, καθώς ο Αλκιβιάδης προσωρινά συμπαρατάσσεται με το Νικία, ο Υπέρβολος εξοστρακίζεται. Και τη θέση του στην πολιτική σκηνή καταλαμβάνει ένας άλλος φανατικός πολέμιος του Αλκιβιάδη, ο δημοκρατικών, όμως, φρονημάτων δημαγωγός Ανδροκλής. Με τον εξοστρακισμό του, όμως, ο Υπέρβολος νόμιζε πως θα ‘βρισκε καταφύγιο στη Σάμο, αλλά εκεί τον έβγαλαν από τη μέση οι ολιγαρχικοί φίλοι των εν Αθήναις αντιπάλων του (411 π.Χ.). Ο Ανδοκίδης εκφράζεται με περιφρονητικά λόγια για τον πατέρα του Υπέρβολου, ενώ ο Θεόπομπος ο ιστορικός αναφέρει ότι οι δολοφόνοι του έβαλαν το πτώμα του σε ένα σακί και το πέταξαν στη θάλασσα. Είναι γνωστή σε όλους η ζωή και η πολιτική δράση του Αλκιβιάδη. Στην παρούσα μελέτη και σε σχέση με τον Αριστοφάνη, στις κωμωδίες του οποίου, πέραν


των άλλων, έχουμε και την κοροϊδία εις βάρος του Αλκιβιάδη ως τραυλού και ότι κοιτά μόνο στο συμφέρον του («Βάτραχοι»), αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι ενώ είχαν καταλαγιάσει προσωρινά, με την ειρήνη του Νικία (421 π.Χ.), οι εχθροπραξίες μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων στην κυρίως Ελλάδα, έχουμε τη συμμαχία της Αθήνας με το Άργος, τους Μαντινείς και τους Ηλείους του 420 π.Χ. και ότι οι Αθηναίοι αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν – με πρωτοβουλία του Αλκιβιάδη – τη Μήλο, γιατί οι κάτοικοί της είχαν αποστατήσει από την αθηναϊκή συμμαχία (416 π.Χ.). Και επίσης, το ότι το 415 π.Χ., με διάφορα, παραπλανητικά, επιχειρήματα, ο Αλκιβιάδης, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, έπεισε τους συμπατριώτες του να εκστρατεύσουν στη Σικελία, προκειμένου, τάχα, να βοηθήσουν τους εκεί συμμάχους τους (Εγεσταίοι) κατά των επεκτατικών βλέψεων των φιλολακώνων Συρακουσίων. Στην εκστρατεία αυτή που κατέληξε σε μεγάλο «Βατερλώ» των Αθηναίων αρχικά αρχιστράτηγοι ήσαν ο Αλκιβιάδης, ο Νικίας και ο πολλάκις σατιριζόμενος από τον Αριστοφάνη Λάμαχος, αλλά μετά το σκάνδαλο της ιεροσυλίας των Ερμοκοπιδών και της παρωδίας των Ελευσινίων Μυστηρίων, όπου ενεπλάκη και το όνομα του ανιψιού του Περικλή, το βάρος των επιχειρήσεων σήκωσαν, ανεπιτυχώς τελικά, ο Νικίας, ο Λάμαχος και αργότερα ο Δημοσθένης και ο Αλκιβιάδης κατέφυγε αρχικά ως προδότης της πατρίδας του αρχικά στη Σπάρτη και μετά στην Περσία. Την αποτυχημένη, όπως εξελίχτηκε, ιμπεριαλιστική αυτή αθηναϊκή εκστρατεία περιγράφουν ο Θουκυδίδης εκτενώς, στην «Ιστορία» του και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης στην «Ιστορική Βιβλιοθήκη» του, στην οποία, όμως, βρίσκουμε και άλλα χρήσιμα στοιχεία για όλα τα εν Αθήναις κλασικά χρόνια. Ο Νικίας έζησε από το 470 (Αθήνα) έως το 413 π.Χ. (Συρακούσες Σικελίας) και ήταν ένας από τους γιους του Νικήρατου. Έμεινε γνωστός στην Ιστορία, ως πολιτικός και στρατηγός στην Αθήνα κατά τα χρόνια του αδελφοκτόνου Πελοποννησιακού Πολέμου που βρήκε τραγικό θάνατο στην Σικελική Εκστρατεία των Αθηναίων. Είχε δε ένα γιο ονόματι Στράτιππο και έναν άλλο ονόματι Νικήρατο, ο οποίος δολοφονείται από τους Τριάντα Τυράννους επειδή ήταν και δημοκρατικός και εύπορος. Η οικογένεια του Νικία είχε σημαντική οικονομική δύναμη, καθώς εκμεταλλευόταν τα αργυρωρυχεία του Λαυρίου. Αυτό τον βοήθησε σε μεγάλο βαθμό στο να πολιτευτεί και να κερδίσει τη συμπάθεια των πολιτών, καθώς, όπως λέγεται, με τα χρήματά του ο Νικίας έκανε δωρεές προς τη φτωχολογιά και τα λαϊκά στρώματα, ίσως και για ψηφοθηρικούς λόγους. Είχε πράο και διαλλακτικό χαρακτήρα και διακρινόταν για την εντιμότητα και τη γενναιότητά του. Άρχισε, μάλλον, να πολιτεύεται στα χρόνια της παντοδυναμίας του Περικλή, μετά το 448 π.Χ.. Όταν, όμως, πέθανε ο Περικλής (429 π.Χ.), ο Κλέων, όμως, ήταν εκείνος που ανέλαβε τα ηνία της λαϊκής παράταξης παραμερίζοντας τους αλλοτινούς πολιτικούς του «συμμάχους», τους ολιγαρχικούς. Κατά την πρώτη περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 421 π.Χ.), ο Νικίας, όπως βλέπουμε στην «Ιστορία» του Θουκυδίδη, υπηρέτησε την πατρίδα του ως στρατηγός και πετυχαίνει σημαντικές νίκες, που δίνουν στους Αθηναίους μιαν ελαφριά υπεροχή έναντι των Πελοποννησίων ( 426 π.Χ., νίκη σε Τανάγρα κατά των Βοιωτών, 424 π.Χ., επιτυχίες σε Κύθηρα, Νίσαια, Μέγαρα και Θυρέα,, 423 π.Χ. με αθηναϊκό στόλο πλέει στη Μακεδονία). Όταν στη μάχη της Αμφίπολης το 422 π.Χ. βρίσκει ο Κλέων των Αθηναίων το θάνατο, επειδή οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τον Υπέρβολο και, προς το παρόν, τον Αλκιβιάδη, τα ηνία της Αθήνας, ενώ ερίζουν οι δημαγωγοί, θα περνούσαν στο Νικία πια, έστω και για λίγο.


Έτσι, τους τελευταίους μήνες του 422 και έως την άνοιξη του 421 π.Χ., αρχίζουν διπλωματικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Νικία από την αθηναϊκή πλευρά και του βασιλέα Πλειστοάνακτος από τη λακωνική. Η ειρήνη τελικά επιτυγχάνεται το Μάρτη του 421 π.Χ. και κλείνει υπέρ των Αθηναίων την πρώτη δεκαετία του πολέμου, που είναι σε μας πιο γνωστή ως «Αρχιδάμειος Πόλεμος». H κατάπαυση των πυρών και η ειρήνευση δεν είχε τη λαμπρή τύχη που προσδοκούσε ο πρωτεργάτης της, ο Νικίας και ο Αριστοφάνης με την κωμωδία του «Ειρήνη». Οι σύμμαχοι της Σπάρτης βρήκαν τους όρους της ασύμφορους για τους ίδιους και αρνήθηκαν να την προσυπογράψουν. Στην Αθήνα, την υπονόμευε ο Αλκιβιάδης, που δεν έκρυβε τη φιλοδοξία να κυβερνήσει αυτός την πόλη, με τη φιλοπόλεμη πολιτική του. Πριν προχωρήσουμε, ας διευκρινίσουμε ότι ό,τι πιστεύουν οι θεωρούμενοι από την Αριστοφανική κωμωδία δημαγωγοί ως φιλολαϊκή – φιλόπατρι πολιτική και δείγμα «μοντέρνων ηθών», τη συνέχιση δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου και την κατανίκηση των εχθρών στο εξωτερικό και τη θέσπιση μέτρων με τα οποία θα «καλοπιάνουν» τους Αθηναίους στο εσωτερικό της πόλης, ο Αριστοφάνης το θεωρεί μισόδημο τρόπο διακυβέρνησης. Και ό,τι θεωρεί ο κωμωδιογράφος μας ως φιλολαϊκή πολιτική, το σεβασμό και την επαναφορά στις πατροπαράδοτες αξίες και το να μην κοροϊδεύουν και να μην εκμεταλλεύονται προς ίδιον συμφέρον οι πολιτικάντηδες τους πολίτες στο εσωτερικό αφενός και την αποκατάσταση και την επικράτηση αφετέρου της ειρήνης στο εξωτερικό, οι θεωρούμενοι από την πένα του λαοπλάνοι το ψέγουν ως μισόδημο και αναχρονιστικό. Έτσι, αν και οι «Δαιταλείς», που δεν έχουν σωθεί ως σήμερα, είναι το πρώτο έργο του Αριστοφάνη, το οποίο, αν και δεν το ανεβάζει με το πραγματικό του όνομα, του δίνει μάλιστα, το 427 π.Χ. και το 2ο βραβείο στους δραματικούς αγώνες και ασχολούνται με το πώς (κατά τα πρότυπα των σοφιστών ή με τον παραδοσιακό τρόπο) θα μορφώσει τους γιους του ένας Αθηναίος πατέρας, ένα χρόνο αργότερα (426 π.Χ., με νωπές τις πολυαίμακτες μνήμες από τον αφανισμό της «αντάρτισσας» Μυτιλήνης από τους Αθηναίους, μετά από τις δημηγορίες Κλέωνος – Διδότου στην Αθήνα) ένα ακόμη έργο, που – δυστυχώς δεν έχει σωθεί – οι «Βαβυλώνιοι» στρέφονται ανοιχτά κατά του δημαγωγού Κλέωνος, ο οποίος εδίωξε δικαστικώς τον ποιητή, όταν αυτός είχε ψέξει πώς διαχειρίζονταν οι Αθηναίοι τις συμμαχικές πόλεις και «ὡς εἰς ὕβριν τοῦ δήμου καὶ τῆς βουλῆς ταῦτα πεποιηκότα» (Σχολ. Αχαρν. 378). Παρά ταύτα, οι αντιπολεμικοί «Αχαρνής» ανεβαίνουν στη σκηνή στη διονυσιακή εορτή «Λήναια» το 425 π.Χ., επί επωνύμου άρχοντα Ευθύνου. Ο Αριστοφάνης, 6 χρόνια μετά την έναρξη του συνεχιζόμενου αδελφοκτόνου Πελοποννησιακού Πολέμου, βρίσκει την ευκαιρία να καταγγείλει τον πόλεμο και να γυρέψει τιμωρία για τους φιλοπόλεμους, εγκωμιάζοντας την ειρήνη. Ίσως επειδή οι Αθηναίοι εκείνα τα χρόνια έχοντας εκστρατεύσει για πρώτη φορά στη Σικελία απέτυχαν και εκεί οικτρώς στους στόχους τους. Πρωταγωνιστές του έργου είναι ο ειρηνόφιλος Δικαιόπολις, που τελικώς μετά πολλών βασάνων δικαιώνεται, κι ο φιλοπόλεμος δημαγωγός Λάμαχος, που εξερέθιζε το λαό στον πόλεμο μέχρι που ο ίδιος έζησε τα «καλά» του και πείστηκε για την ειρήνη. Ο Λάμαχος, του Ξενοφάνη ο γιος, ήταν ένας ικανότατος στρατιωτικός που είχε δρέψει δάφνες κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μάλιστα, είχε στην ασπίδα του μια γοργόνα «τυπωμένη» και, μια δεκαετία αργότερα, έχασε τη ζωή του


στην πρώτη γραμμή των πολεμικών επιχειρήσεων των Αθηναίων στη δεύτερη Σικελική εκστρατεία (414 π.Χ.). Ο Αριστοφάνης ασχολείται συχνά με το φιλοπόλεμο και παχυλά αμειβόμενο Λάμαχο («Αχαρνής», «Ειρήνη» κ.α.), αλλά ο Πλούταρχος («Νικίας») τον περιγράφει ως ακολούθως: «ήταν, πράγματι, ένας γενναίος και τίμιος άνδρας, έτοιμος να πολεμήσει άφοβα με τα ίδια του τα χέρια στη μάχη, αλλά (ήταν) τόσο φτωχός και σε δεινή κατάσταση, που, όποτε διοριζόταν στρατηγός, συνήθιζε πάντα στον υπολογισμό του κονδυλίου που του αναλογούσε απ' το δημόσιο χρήμα, να κάνει πάντα μια μικρή αναφορά στα χρήματα που χρειαζόταν για ρούχα και παπούτσια». Στο λόγο του Δικαιόπολη, με τον οποίο κατατρόπωσε τους φιλοπόλεμους, «η παρωδία του Ευριπίδη και η παρωδία του Ηρόδοτου συνδυάζονται με μια γενναία δόση κωμικής ρητορείας» γράφει ο Κ. J. Dover («Η κωμωδία του Αριστοφάνη», σελ. 119 – 120). Στους «Αχαρνής», όμως, σατιρίζονται και οι ακόλουθοι πλην του Λαμάχου πολιτικοί της Αθήνας: ο τραγωδιογράφος και πολιτικός Θέογνις, που αργότερα ήταν ένας από τους Τριάκοντα τυράννους (404 π.Χ.), ο δημαγωγός Αμφίθεος που τάχα θέλει την ειρήνη (στίχοι 47 – 60 και 130 – 133), ο άρπαγας, κόλακας και δειλός ακόλουθος του Κλέωνος Κλεώνυμος (ευκαιρίας δοθείσης, ας μνημονέψουμε τους στίχους όπου σατιρίζεται από τον Αριστοφάνη επειδή γίνεται συχνός του στόχος, 289 «Όρνιθες» , 88, 284 «Αχαρνής», 958, 1293, 1372 «Ιππής», 353, 400 «Νεφέλες», 19, 592, 822 «Σφήκες» και 446, 673, 1295 «Ειρήνη»), ο πάλαι ποτέ Περικλής, ο και στους «Βατράχους» σκωπτόμενος Αλκιβιάδης και ο Υπέρβολος, για τον οποίο θα ιδούμε περισσότερα και στους «Ιππής», ο ποιητής και κόλακας και διπλωμάτης Θέωρος. Το Χορό αποτελούν δημότες από τις Αχαρνές (το σημερινό Mενίδι Αττικής), έναν από τους δήμους της Αττικής που είχε ιδιαίτερα δοκιμαστεί στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στους «Αχαρνής», εντούτοις, βρίσκει την ευκαιρία ο Αριστοφάνης να τα πει και στον αθηναϊκό λαό που παρασύρεται από τους δημαγωγούς, στους οποίους συμπεριλαμβάνει και τον αρχηγέτη των κλασικών χρόνων Περικλή, και πώς φτάσαμε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (στίχοι 366 – 384, 496 – 556) από το «Μεγαρικό Ψήφισμα». Αντιπολεμικοί και ερωτικό κάλεσμα στην Ειρήνη είναι και οι στίχοι 979 – 987 και 989 – 994) του Χορού «Οὐδέποτ’ ἐγώ Πόλεμον οἴκαδ’ ὑποδέξομαι […] ξύντροφε Διαλλαγή, […] νουμηνίας» (: «Δε θα δεχτώ ποτέ να έρθει ο Πόλεμος στο σπίτι μου […] Συμφιλίωση […] ένας έρωτας μαζί σου να 'τανε, αχ, να μ' ένωνε, […] κάθε νέο μήνα») Όταν διδάσκονται οι «Ιππής», ο κωμωδιογράφος θέλει να πλήξει, περισσότερο από άλλοτε, το φιλοπόλεμο και λαοπλάνο Κλέωνα, ο οποίος, συν τοις άλλοις, είχε πάρει πέντε τάλαντα από τους νησιώτες συμμάχους για να πείσει τους Αθηναίους να τους απαλλάξουν, όπως μαρτυρεί ο ιστορικός Θεόπομπος, από τις βαριές εισφορές αλλά οι ιππείς διαφώνησαν και τον ξεγέλασαν, και τους δημαγωγούς, οι οποίοι μετά την απροσδόκητη αθηναϊκή στρατιωτική επιτυχία στην Πύλο θα παρέσυραν το λαό σε νέες περιπέτειες. Διδάχτηκαν στα «Λήναια» επί Στρατοκλή επωνύμου άρχοντα (424 π.Χ.) και χάρισαν την πρώτη νίκη στον ποιητή. Ο κωμωδιογράφος, λοιπόν, Αριστοφάνης, πιάνοντας τον «παλμό» της αντιπολεμικής μερίδας του αθηναϊκού λαού, στρέφεται με το έργο του «Ιππής» κατά του Κλέωνος, του οποίου, μετά την επιτυχία του στην Πελοπόννησο, «φούσκωσαν τα μυαλά» του περισσότερο από την ανανέωση της λαϊκής εμπιστοσύνης και το θαυμασμό των πολιτών.


Ας ιδούμε, με λίγα λόγια, την υπόθεση των «Ιππέων», που είναι το πρώτο έργο που ανεβάζει επί αθηναϊκής σκηνής με το αληθινό του όνομα ο Αριστοφάνης δίχως να μπορούμε να ξέρουμε με ακρίβεια για ποιο λόγο δεν είχε διδάξει τις έως τότε κωμωδίες του με το δικό του όνομα: «[…]Ο Κλέων, δούλος του Λαού, γέρος διεφθαρμένος, έχει παραμεριστεί στην εκτίμηση του αφεντικού του από έναν αλλαντοποιό, που είναι πιο κλέφτης και πιο απερίσκεφτος απ’ αυτόν[…]» (βλ. R. Flaceliere, «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», σελ. 353). Τον Χορό στους «Ιππής», λοιπόν, αποτελούν Αθηναίοι από την αριστοκρατική τάξη των Ιππέων, οι οποίοι ήσαν εχθρικοί προς τον Κλέωνα, που, όπως γράφει ο Θεόπομπος ο ιστορικός, τους κατηγόρησε ως λιποτάκτες από τον Αθηναϊκό στρατό στη διάρκεια του πολέμου και σκεφτόταν να τους βλάψει, επειδή τον μισούσαν και τον προπηλάκιζαν για την πολιτική που ακολουθούσε εντός και εκτός συνόρων. Για την κοινωνική τάξη των «Ιππέων», των οποίων ο ρόλος ως τάξη αριστοκρατών αφότου καθιερώθηκε επί Σόλωνος (6ος αι. π.Χ.) απόχτησε μεγάλη σημασία επί Περικλή (μέσα 5ου αι. π.Χ.), αντλούμε χρήσιμες πληροφορίες από τον «Υπέρ Μαντιθέου» λόγο του Λυσία και από τα έργα του Ξενοφώντος, «Ιππαρχικός» και «Περί Ιππικής». Πέρα από τον Κλέωνα, όμως, ο Αριστοφάνης βρίσκει ευκαιρία και ψέγει και τον Ευκράτη το μυλωνάρχη και πολιτικό και τον διασπαθίσαντα την περιουσία του Κλεαίνετο, που η ιστορία τον μνημονεύει ως εισηγητή του ψηφίσματος ότι δεν πρέπει να δίδεται τροφή στους στρατηγούς, και τον λυχνοποιό και δημαγωγό Υπέρβολο (πέραν όσα του καταλογίζει ως Αλλαντοπώλη, ας διαβάσουμε και τους στίχους 1300 – 1315) και τον σκυτοτόμο και προβατοπώλη Λυσικλή, που ήταν ο δεύτερος μετά τον Περικλή σύζυγος της Ασπασίας, και τον Κλεώνυμο, ακόλουθο του Κλέωνα (στίχοι 1290 – 1299), αλλά και το δημαγωγό και μαθητή των σοφιστών Φαίακα (στίχοι 1375 – 1380), το γιο του Ερασίστρατου ότι εξαπατούσε τους εφήβους. Λίγα χρόνια, όμως, μετά τους «Ιππής», το 422 π.Χ., ο Φαίακας θα βρεθεί και στη Σικελία, από την Αθήνα σταλμένος, για να υπερασπίσει το δημοκρατικό κόμμα στους Λεοντίνους. Ο Κλέων εδώ εμφανίζεται ως «Παφλαγών» υπηρέτης τάχα του Δήμου (: του λαού), τον οποίο, όπως διαβάζουμε στους στίχους 40 – 60, με κάθε δολερό τέχνασμα κοροϊδεύει και εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη που εκείνος του έχει δείξει. Στη συνέχεια της κωμωδίας, στους στίχους 247 – 250, 261 – 266 και 304 – 314, 401 – 403 και 801 – 804, 823 – 827 βλέπουμε πώς φέρεται στην πόλη ο Παφλαγών, «αλωνίζει» τη δημόσια ζωή κατά το κέφι του και είναι ο χείριστος τρόπος ζωής ενός επικεφαλής των πολιτών. Ο βίος και πολιτεία του Παφλαγόνος είναι αλληγορική περιγραφή της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής του Κλέωνος, η οποία στην πραγματικότητα, εξοργίζοντας και τους πολιτικούς του αντιπάλους, συντείνει στην ηθική σήψη και στον όλεθρο της πόλης. Και για αυτό, όλοι χαίρονται όταν έρχεται χρησμός για αλλαγή του επικεφαλής των πολιτών. Στους στίχους 178 – 181, παρατηρούμε ότι ο Αλλαντοπώλης, που δεν είναι άλλος από τον Υπέρβολο, απορεί πώς αυτός αν και ασήμαντος πολίτης θα γίνει πρώτος στην τάξη από τους Αθηναίους και θα πάρει τη θέση του Παφλαγόνα μετά από ένα σχετικό χρησμό που δόθηκε στην πόλη, ενώ μας ενδιαφέρει πολύ – διαχρονικά – η απάντηση που λαβαίνει από τον Οικέτη: «ὁτιὴ πονηρὸς κἀξ ἀγορᾶς εἶ καὶ θρασύς» (: «επειδή είσαι ακριβώς ραδιούργος, παιδί του δρόμου και αναιδής») και πιο κάτω «ἡ δημαγωγία γὰρ οὐ πρὸς μουσικοῦ ἔτ᾽ ἐστὶν ἀνδρὸς οὐδὲ χρηστοῦ


τοὺς τρόπους, ἀλλ᾽ εἰς ἀμαθῆ καὶ βδελυρόν» (: «το να καθοδηγεί κάποιος το λαό δεν χρειάζονται γράμματα ούτε να είναι κάποιος ενάρετος στους τρόπους, αλλά αγραμματοσύνη και παλιανθρωπιά» στίχοι 191 – 193). Μεγάλη σημασία αποχτούν οι γραμμένοι με σκωπτικό ύφος στίχοι του Οικέτη με τους οποίους περιγράφει στον Αλλαντοπώλη πώς θα κυβερνά την πόλη (στίχοι 213 – 230): ανακάτεμα των υποθέσεων της πόλης, κολακεία των πολιτών, θεϊκή εύνοια είναι όσα θα τον βοηθήσουν να διαχειριστεί τα κοινά, μαζί με τους Ιππείς και με τους έντιμους και τους ανοιχτομάτηδες πολίτες. Ο διάδοχος του Κλέωνος στην εξουσία, ο Αλλαντοπώλης, ένας άλλος δημαγωγός, δυστυχώς για τους Αθηναίους, δεν θα είναι καλύτερος από αυτόν στο ήθος, αλλά «μιαρώτερος» (στίχος 330) και πιο μεγάλος από αυτόν «πανουργίᾳ καί θράσει καί κοβαλικεύμασιν» (στίχοι 331 – 332). Κόντρα στους άθλιους δημαγωγούς το μόνο που έχει ουσιαστικά να αντιτάξει ο τσακισμένος από τα εξαιτίας τους παθήματά του Χορός είναι το εγκώμιο των ένδοξων προγόνων στους στίχους 565 – 580, καθώς αυτοί αποτελούν παράδειγμα για μίμηση στους σώφρονες και γενναιόψυχους Αθηναίους της εποχής που διδάσκονται επί σκηνής οι «Ιππής». Την προηγούμενη των «Ιππέων» χρονιά (425 π.Χ.), ο Αθηναϊκός στόλος είχε βρεθεί στη νότια Πελοπόννησο και κατέλαβε την Πύλο, γνωστό σημαντικό λιμάνι της Μεσσηνίας κοντά στη Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες κατάφεραν, όμως, να τους διώξουν από εκεί και μάλιστα αποβιβάστηκαν στη στρατηγικής σημασίας νήσο της Σφακτηρίας. Ο αθηναϊκός στόλος δεν πτοήθηκε· ξαναγύρισε στη Σφακτηρία, έτρεψε σε φυγή τα πελοποννησιακά πλοία που τη φύλαγαν κι ο στρατός των Αθηναίων αποβιβάστηκε στο νησί και κατάσφαξε τους Σπαρτιάτες υπερασπιστές του. Οι Πελοποννήσιοι κι οι Σπαρτιάτες στέλνουν τότε στην Αθήνα απεσταλμένους για τη σύναψη ειρήνης με εν γνώσει τους δυσβάσταχτους γι’ αυτούς όρους, αλλά, όπως είδαμε και σε προηγούμενο σημείο της παρούσας εργασίας, οι πολεμόχαροι δημαγωγοί δεν αφήνουν την Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων να συνθηκολογήσει (σημείωση: το περιστατικό που στηλιτεύει ο Αριστοφάνης στους στίχους 794 – 796 των «Ιππέων» το ξαναθυμίζει στους θεατές και στην «Ειρήνη», όπως θα ιδούμε παρακάτω). Την ίδια χρονιά, οι Αθηναίοι βοηθούν τους δημοκρατικούς της Κέρκυρας να επικρατήσουν και οι ίδιοι κυριεύουν Ανακτόριο και Μεθώνη, την ώρα που, μάλλον κατόπιν πρότασης του Κλέωνος, ο φόρος των «συμμάχων» διπλασιάστηκε, για να καλυφθούν οι πολεμικές δαπάνες. Επικεφαλής των λαοπλάνων, λοιπόν, είναι ο Κλέων, ο οποίος με ψευτιές κι απειλές πείθει τους συμπολίτες του να του αναθέσουν τη στρατηγία με σκοπό την κατάληψη και της Πύλου. Τη χρονιά που διδάσκονται οι «Ιππής», 424 π.Χ., όμως, αν και η Αθήνα επιδεικνύει, όπως είδαμε νωρίτερα, σημαντικές επιτυχίες σε Κύθηρα, Νίσαια, Μέγαρα και Θυρέα, η Σπάρτη και ο Βρασίδας στη Μακεδονία ξεσηκώνουν σε αποστασία από την αθηναϊκή συμμαχία μια σειρά από πόλεις (Αμφίπολη, Άκανθος κ.α.). Η Αμφίπολη εστάθη ο «κόλαφος» του Θουκυδίδη, του μετέπειτα ιστορικού, ο οποίος τότε είχε εκλεγεί στρατηγός των Αθηναίων και είχε σταλεί για υπεράσπισή της, μια και, μετά την αποσκίρτησή της, εξορίζεται. Δυο χρόνια μετά, στους «Σφήκες» (422 π.Χ., «Λήναια») ο Αριστοφάνης, επηρεασμένος από τη δυσάρεστη τροπή για τους Αθηναίους του Πελοποννησιακού Πολέμου, μέμφεται και σατιρίζει όχι το θεσμό της δικαιοσύνης, αλλά τη δικομανία των πολιτών και το σύστημα λειτουργίας και απονομής της, το οποίο – επί διαδόχων


του Περικλή, των λαοπλάνων δημαγωγών – είχε γνωρίσει σημαντικότατη σήψη. Κοντά σε αυτά, όμως, να θυμίσουμε πως ο Κλέων, όταν ήταν στα ηνία της πόλης και, μάλιστα, στα χρόνια που οι Αθηναίοι νικούσαν τους Λακεδαιμονίους στον πόλεμο, είχε αυξήσει το μισθό των μελών της «Ηλιαίας», του σημαντικότερου λαϊκού δικαστηρίου των Αθηνών, από δύο σε τρεις οβολούς. Βέβαια, ο Περικλής, λέει ο Αριστοτέλης («Αθηναίων Πολιτεία», 27), ήταν αυτός που «πρώτος έδωσε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό … Μερικοί τον κατηγορούν ότι από τότε χειροτέρεψε η κατάσταση επειδή παρευρισκόταν στην κλήρωση όποιος τύχαινε και όχι οι ευκατάστατοι. Άρχισαν επίσης να χρηματίζονται οι δικαστές και πρώτος έδωσε το παράδειγμα ο Άνυτος μετά τη στρατηγία του στην Πύλο. Όταν κατηγορήθηκε από μερικούς ότι έχασε την Πύλο, δωροδόκησε το δικαστήριο και αθωώθηκε…» . Ο ποιητής μας εδώ θέλει να πλήξει τη δικομανία των Αθηναίων και να σατιρίσει τα οχλοκρατικά δικαστήρια των Αθηνών και τους δικαστές, οι οποίοι δικάζουν, στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., σύμφωνα με τα συμφέροντα και τα πάθη τους έχοντας στο νου τους όχι την απονομή δικαιοσύνης και το σεβασμό των νόμων αλλά μόνον το μισθό που αντιστοιχεί στο αξίωμα του δικαστή. Έχει σημασία να επισημάνουμε και ότι, όπως θα ιδούμε και σε επόμενο κεφάλαιο, οι εκλεγμένοι με κλήρο δέκα συνήγοροι, όταν αγόρευαν υπέρ της πόλης, ελάμβαναν, όπως βλέπουμε στους «Σφήκες» και στον Αριστοτέλη («Αθηναίων Πολιτεία»), το συνηγορικό επίδομα, ύψους μιας δραχμής, απ’ αυτό αντιλαμβανόμαστε ότι ο δημόσιος συνήγορος ήταν έμμισθο αξίωμα στην πόλη, κάτι που ίσως στηλιτεύεται από τον Αριστοφάνη, γιατί πιστεύει ότι οι πολίτες δεν κινούνται από φιλοπατρία, αλλά από φιλαργυρία προς την ανάληψη των πολιτικών τους υποχρεώσεων, τη συμμετοχή δηλαδή στα κοινά. O Χορός, τέλος, στους «Σφήκες» απαρτίζεται από γέρους δικαστές της «Ηλιαίας», οι οποίοι είναι ντυμένοι σφήκες, με το κεντρί (η καταδικαστική ψήφος) απαραίτητο συστατικό της αμφίεσής τους. Η πλοκή της εν λόγω κωμωδίας (βλ. «Θεατρικό Λεξικό» του Αλέξη Σολομού), λοιπόν, είναι θεατρικότατη – με πολλά τεχνάσματα, που θα διδάξουν τους ποιητές της Νέας Κωμωδίας. Στον παθιασμένο δικαστή Φιλοκλέωνα (: οπαδό, εάν καταφύγουμε στην ετυμολογία του ονόματός του, του Κλέωνα) και στο συνετό γιο του (και αντίπαλο του Κλέωνα, κατά το ετυμολογικό) Βδελυκλέωνα, ο Αριστοφάνης εμφανίζει δύο απ’ τους πιο ζωντανούς θεατρικούς του χαρακτήρες, που, παρ’ όλο τον κοινωνικό τους συμβολισμό, πατάνε γερά στη γη. Εκφράζουν δύο διαφορετικές απόψεις για το πώς πρέπει να λειτουργούν οι κοινωνίες. Τη σύγκρουση αυτή παρουσιάζει με το γνωστό γλαφυρό του τρόπο ο Αριστοφάνης, κάνοντας το θεατή ενεργό μέλος της παρουσίασης. Κι ο χορός των «Ηλιαστών» παρουσιάζεται σαν ένα αδηφάγο σμήνος από σφήκες, μ’ έτοιμα τα κεντριά τους να τρυπήσουν. Σε άλλο σημείο (στίχοι 240 – 244), ο ποιητής θυμάται τη δίκη που σήκωσε σε βάρος του πλούσιου και ολιγαρχικού στρατηγού Λάχητα, του γιου του Μελανώπου, ο Κλέων μετά το 425 π.Χ., όταν ο εν λόγω στρατηγός είχε σταλεί στη Σικελία για να βοηθήσει τους Λεοντίνους συμμάχους των Αθηνών. Ο Λάχης, που είναι γνωστός μας και από τον φερώνυμο Πλατωνικό διάλογο με θέμα την ανδρεία στον οποίο συμμετέχει μαζύ με το Σωκράτη και τον ομοϊδεάτη του στρατηγό και πολιτικό Νικία, δεν τα είχε καταφέρει και ο πολιτικός του αντίπαλος Κλέων, θέλοντας να πάρει με το


μέρος του το λαό, τον προσήγαγε σε δίκη με την κατηγορία ότι πλούτισε βάζοντας χέρι στο δημόσιο ταμείο. Αν και ο Λάχης είχε λογοδοτήσει για τη στρατηγία του και μετά το 423 π.Χ., σύμφωνα με το Θουκυδίδη («Ιστορία», Δ, 118), ήταν πρωταγωνιστής μιας ετήσιας ανακωχής με τους Λακεδαιμονίους, εξαιτίας της οποίας ίσως ο Κλέων έπνεε «μένεα» εναντίον του, ας θυμηθούμε την πρώτη, λοιπόν, Αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία, η οποία είχε γίνει την περίοδο 427 – 425 π.Χ.. Αφορμή έδωσε η ρήξη μεταξύ Συρακούσιων και Λεοντίνων. Με τους Συρακούσιους συμπαρατάχθηκαν όλες οι δωρικές πόλεις, εκτός από την Καμάρινα, ενώ με τους Λεοντίνους οι Χαλκιδικές πόλεις και η Καμάρινα. Οι Λεοντίνοι έστειλαν πρεσβεία στην Αθήνα με τον ρήτορα Γοργία, η οποία ζητούσε τη βοήθεια των Αθηνών με βάση την προϋπάρχουσα συμμαχία και γιατί ως Ίωνες υπέφεραν από τους Δωριείς. Οι Αθηναίοι έστειλαν, αρχικά (427 π.Χ.), στρατηγούς τον Λάχητα και το γιο του Ευφιλήτου Χαροιάδη, που ανακλήθηκαν το 426 π.Χ., δίδοντας τη θέση τους τα επόμενα χρόνια, 426 και 425 π.Χ., στον Πυθόδωρο, στο Σοφοκλή και στον Ευρυμέδοντα. Οι Αθηναίοι βρέθηκαν, αν και είχαν ανοιχτά – λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου – πολλά «μέτωπα» στον ελλαδικό χώρο, στη Σικελία, επειδή, όπως έλεγαν, είχαν κοινή καταγωγή με τους Λεοντίνους, αλλά στην πραγματικότητα γιατί έτσι θα προσπαθούσαν να εμποδίζουν τον ανεφοδιασμό της Πελοποννήσου με σιτάρι από τη Σικελία. Εγκαταστάθηκαν στο Ρήγιο και άρχισαν να πολεμούν βοηθώντας τους συμμάχους τους. Ο πόλεμος επεκτάθηκε και οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας άρχισαν τις συγκρούσεις. Οι Συρακούσες, όμως, στο τέλος, κατάφεραν να συνάψουν μία συνθήκη ειρήνης στη Γέλα με όλες τις πόλεις της Σικελίας, οπότε, αφού δεν υπήρχε λόγος, ο Αθηναϊκός στόλος επέστρεψε άπραγος στην Αθήνα. Η Αθηναϊκή Εκκλησία, όμως, που περίμενε τη Σικελία «στο πιάτο», εξοργίστηκε το 425 π.Χ. με τους στρατηγούς, με αποτέλεσμα να εξορίσει τον Πυθόδωρο και το Σοφοκλή και να επιβάλει στον Ευρυμέδοντα υψηλό πρόστιμο, επειδή, τάχα, δωροδοκήθηκαν για να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια υποδούλωσης της Σικελίας, κάτι που θυμίζει μάλλον και το τέλος του Μιλτιάδη μετά την εκστρατεία στην Πάρο (489 π.Χ.). Λίγο μετά, και ο Κλέων, όπως είπαμε, ήταν αυτός που θα μηνύσει και το στρατηγό Λάχητα για καταχρήσεις στη Σικελία. Οι Αθηναίοι, το 425 π.Χ., με βαριά καρδιά διαπίστωσαν ότι επί του παρόντος δεν υπήρχε περιθώριο για κυριαρχία επί των Ελλήνων της Ιταλίας, ωστόσο συνέχισαν να βρίσκονται σε στενή επαφή με τουλάχιστον πέντε πόλεις της περιοχής, αναμένοντας ευκαιρία να επέμβουν δραστικά στην περιοχή. Το αξιοπρόσεχτο των «Σφηκών», λοιπόν, είναι ότι στήνεται ένα «θέατρο εν θεάτρω»: Μια ψεύτικη δίκη – σαν ψυχοθεραπεία – που στήνει ο Βδελυκλέων (από το στίχο 838 και εξής), για να απαλλάξει το γονιό του απ’ τη μανία να καταγίνεται με δίκες και δικαστήρια. Κατήγορος και κατηγορούμενος είναι δυο σκύλοι: ο άγριος Κυδαθηνεύς κύων («συνδημότης» του Αριστοφάνη από το δήμο των Κυδαθηναίων ) κι ο σαστισμένος Αιξωνεύς κύων («συνδημότης» του Λάχη από το δήμο της Αιξωνής), που έκλεψε απ’ τον πρώτο ένα κομμάτι Σικελικό τυρί (τα χρήματα που πήρε ο Λάχης και τα ήθελε ο Κλέων; ). Στους στίχους 950 – 972, ο Βδελυκλέων αντικρούει το κατηγορητήριο του Φιλοκλέωνος κατά του Λάχη, ο γιος τον θεωρεί ανδρείο, ως το πιο καλό από τα τωρινά σκυλιά (στίχος 954, υπαινιγμός προς Κλέωνα), γενναίο φύλακα και αεικίνητο και ο πατέρας τον λέει κλέφτη και συνωμότη και ότι ἠταν


ψεύτης στη λογοδοσία, ενώ και στους στίχους 970 – 972 έχουμε υπαινιγμούς προς τον Κλέωνα, παρομοιάζεται με σκυλί που παραμένει μέσα και καρπώνεται όσα φέρνουν οι άλλοι από έξω και αν τυχόν δεν του δίνουν», «δαγκώνει, ο Κλέων είχε «καρπωθεί» τις νίκες του Δημοσθένη σε Σφακτηρία και Πύλο. Τελικά, ο Φιλοκλέων «παίρνει το μάθημά του» απ’ το γιο του και αφού αθωώνει τον κατηγορούμενο, συμμετέχει σε ένα γλέντι παρασυρμένος από το γιο του και απολαμβάνοντας τις «χαρές» της ζωής μεταμορφώνεται σε ενάρετο Αθηναίο πολίτη, που παύει να ενδιαφέρεται για δικαστήρια και δίκες και περιφρονεί παντελώς και τον Κλέωνα και τους πολιτικάντηδες της Αθήνας της παρακμής. Ο Λ. Ζενάκος σημειώνει, στην εισαγωγή στη μετάφραση που ο ίδιος έχει κάνει για την παρούσα κωμωδία, πως ο Κλέων σατιρίζεται εδώ από τον Αριστοφάνη, γιατί «κορόιδευε» τη λαϊκή τάξη, «είχε αυτοανακηρυχθεί πρόμαχος της και προστάτης των εκπροσώπων της, των ηλιαστών. Στην ουσία εκμεταλλευόταν και χρησιμοποιούσε αυτόν τον τεράστιο και πολύπλοκο μηχανισμό, για την εξυπηρέτηση του δικού του συμφέροντος, πολιτικού αλλά και οικονομικού» («Σφῆκες» Αριστοφάνους, σελ. 12). Η ειρωνική στάση του ποιητή προς τον Κλέωνα φαίνεται στους στίχους 62 – 63 όπου ο ποιητής βάζει έναν υπηρέτη να λέει ότι «αφού ο Κλέων έλαμψε με τέτοια καλή τύχη (σ.σ. με τις πολεμικές επιτυχίες του κατά των Λακεδαιμονίων), δε θα τον κάνουμε σκορδαλιά» , ενώ παρακάτω βλέπουμε ότι οι δικομανείς διά του Χορού των «Σφηκών» εκφράζουν την άποψη (στίχοι 411 – 414) ότι μισεί την πόλη και πρέπει να πεθαίνει όποιος λέει ότι δεν πρέπει να γίνονται δίκες και γι’ αυτό ζητούν κάποιος να φωνάξει τον Κλέωνα να προσέλθει ως προστάτης της πόλης απέναντι σε εκείνον. Η στάση του Βδελυκλέωνα απέναντι στον Κλέωνα και τους δικομανείς είναι, κατά τον Αριστοφάνη, «εμφανής τυραννίς» (στίχος 417), πασιφανής δηλαδή εκτροπή από τις συνήθειες της δημοκρατίας και η οποία εξεγείρει το Χορό. Ο Φίλιππος και ο Γοργίας, που αναφέρονται, ακολούθως, στο στ. 421, είναι γνωστοί ρήτορες και σοφιστές, από τους οποίους ο πρώτος προσήχθη σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο και ο δεύτερος είναι συνομιλητής του Σωκράτη στον φερώνυμο διάλογο του Πλάτωνος, ενώ μνημονεύονται από τον Αριστοφάνη και στους «Όρνιθες» (στίχος 1701). Να ξαναθυμίσουμε και ότι ο Γοργίας ήταν εκείνος που το 427 π.Χ. ως πρεσβευτής των Λεοντίνων στην Αθήνα συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάληψη της πρώτης Σικελικής εκστρατείας και ίσως να οφείλεται σε αυτό και εδώ η μνεία στο όνομά του. Ο διάλογος μεταξύ Βδελυκλέωνος και Χορού στους στίχους 471 – 476, με την προσπάθεια του πρώτου για λεκτικές συνδιαλλαγές και ειρήνη, η οποία απορρίπτεται από το δεύτερο ο οποίος τον παρομοιάζει με εχθρό του λαού, με εραστή της μοναρχίας και με οπαδό του Βρασίδα βοηθά τον Αριστοφάνη να θυμίσει στους θεατές πώς ο Κλέων απέρριπτε κάθε προσπάθεια των Λακεδαιμονίων για κατάπαυση του πολέμου. Στους στίχους 488 – 507, βλέπουμε τον Βδελυκλέωνα να περιγράφει πώς όλοι οι Αθηναίοι εκείνη την εποχή αντιμετώπιζαν με καχυποψία ο ένας τον άλλο μήπως και ετοιμάζει να οργανώσει πραξικόπημα κατάλυσης της δημοκρατίας και εγκαθίδρυσης της τυραννίας. Στους στίχους 508 – 511, ο Φιλοκλέων ομολογεί ότι, περισσότερο από κάθε άλλο υλικό αγαθό, του αρέσει να δικάζει και για αυτό αντιτείνεται σε όποιον θελήσει να του αλλάξει την έως τώρα ζωή του. Και στους στίχους 548 – 604, ο ποιητής το Φιλοκλέωνα βάζει να μας παρουσιάσει γιατί αρέσκεται τόσο πολύ να δικάζει, η εξουσία των δικαστών είναι ανώτερη από κάθε άλλη πολιτική εξουσία μέσα στην


πόλη και δεν λογοδοτούν σε κανέναν παρά δρουν «ἀνυπεύθυνοι» (στίχος 587) και συν τοις άλλοις έχουν και, κατά τη γνώμη του, παχυλό μισθό . Ο Βδελυκλέων στους στίχους 655 – 681 ανατρέπει τον ισχυρισμό του πατέρα του ότι οι δικαστές αμείβονται καλά και λέει ότι τα περισσότερα από τα έσοδα της πόλης πάνε όχι στους δικαστές, αλλά στους λαοπλάνους που ξεγελούν το δήμο λέγοντας «οὐχὶ προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν ἀλλὰ μαχοῦμαι περὶ τοῦ πλήθους ἀεί» (στίχοι 666 – 667, «δεν θα προδώσω ποτέ το λαό των Αθηναίων, αλλά πάντοτε θα αγωνίζομαι για τα συμφέροντά του!»), όπως δηλαδή συμπεριφέρεται ο Κλέων στο λαό και το ξέρουν και όλοι οι θεατές της εν λόγω κωμωδίας. Στη συνέχεια, ο Βδελυκλέων, που προσπαθεί να αποδείξει ότι την πραγματική εξουσία έχουν οι πολιτικοί και όχι οι δικαστές, λέει στον πατέρα του πώς ενώ ο λαός μοχθεί οι δημαγωγοί και οι κόλακες αμείβονται κρυφά και φανερά πολύ περισσότερο από αυτόν και τον κοροϊδεύουν μπροστά στα μούτρα του (στίχοι 682 – 695), τρεις οβολούς μόνον είναι η αμοιβή του δικαστή, έξι οβολοί συν τα κρυφά «δώρα» εισπράττουν οι δημόσιοι συνήγοροι. Στους στίχους 698 – 712, ο Βδελυκλέων εξηγεί γιατί της πόλης οι «προστάτες» θέλουν οι πολίτες, αν και η πόλη έχει πολλά και διάφορα εισοδήματα, να ζουν στη φτώχεια: «βούλονται γάρ σε πένητ᾽ εἶναι, καὶ τοῦθ᾽ ὧν εἵνεκ᾽ ἐρῶ σοι· ἵνα γιγνώσκῃς τὸν τιθασευτήν» (703 – 704: «θέλουνε εσύ να είσαι φτωχός και θα σου πω το λόγο, για να ξέρεις ότι αυτοί είναι το αφεντικό σου»). Θα θέλαμε να σταθούμε και στη λέξη «(ὑπό τῶν ἀεί) δημιζόντων» (στίχος 699), η οποία προέρχεται από το ρήμα «δημίζω» το οποίο, μάλλον πλάσμα του Αριστοφάνη, σημαίνει «προσποιούμαι τον φίλο του λαού, ξεγελώ το λαό», αλλά φέρνει στο νου μας και το ρήμα «μηδίζω» που χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης στο Γ’ Βιβλίο της «Ιστορίας» του (κεφάλαιο 62) και σημαίνει «παίρνω το μέρος των Μήδων», δηλαδή προδίνω τους Έλληνες, δηλαδή έμμεσα, με λογοπαίγνιο, ο Αριστοφάνης αποκαλεί τους πολιτικούς προδότες; Πιθανότατα. Αφήνοντας τους «Σφήκες», ας θυμηθούμε και ότι ο Χορός και στους στίχους 1009 – 1121, που αποτελούν την Παράβαση της κωμωδίας, ο ποιητής, αφού εκθέτει τα παράπονά του προς τους θεατές για τη στάση που κράτησαν στις κωμωδίες που είχε ανεβάσει με άλλων όνομα τα προηγούμενα χρόνια, επιτίθεται οργισμένα αλλά συγκεκαλυμμένα πάλι στον Κλέωνα, είτε απευθείας, είτε συγκρίνοντάς τον με τις γενιές που έδιωξαν τους Πέρσες και μετά τους Περσικούς Πολέμους είχαν λαμπρύνει την Αθήνα και την είχαν κάνει πανίσχυρη παρά όσους νοιάζονταν να «πλανεύουν» με λόγια και να «συκοφαντούν» (1095 και εξής), παρά τους «νεότερους κλέπτες» (στ. 1000) και «κηφήνες» (στ. 1114) … Ο Λέων Κουκούλας, σε θεατρική του κριτική (βλ. εφημερίδα «Αθηναϊκή», 05 – 07 – 1963, «Οι «Σφήκες» του Αριστοφάνη), σημειώνει, πέραν τούτων, μεταξύ άλλων, ότι «αν στις «Νεφέλες» ο Αριστοφάνης στηλιτεύει τους νέους που εκπαιδεύτηκαν στις σχολές των σοφιστών και με λογής – λογής μηχανορραφίες εισάγουν σε άσκοπες δίκες τους απλοϊκούς πολίτες της περασμένης γενιάς, αντιθέτως στους «Σφήκες» στρέφεται εναντίον της δικομανίας των γεροντοτέρων πολιτών που θέλουν να παρασύρουν και τα παιδιά τους στον κατήφορο των πολιτικών και κομματικών ανταγωνισμών και αντεγκλήσεων». Και ο ίδιος κριτικός παρακάτω στο εν λόγω άρθρο του επισημαίνει πως «παράπλευρα με τη δικομανία ο ποιητής διακωμωδεί στους «Σφήκες» τον θεσμό των κληρωτών δικαστηρίων του Κλέωνα, του άσπονδου εχθρού του, καθώς και τα δικαστικά έθιμα των Αθηναίων».


Το 423 π.Χ., στα «Μεγάλα Διονύσια», ήταν, λοιπόν, η σειρά και των «Νεφελών» να διδαχτούν επί σκηνής επί άρχοντος Ισάρχου. Παρακολουθώντας με προσοχή τη συγκεκριμένη κωμωδία, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι, πέρα από την κατάπαυση του πολέμου, η πένα του Αριστοφάνη, κατά την πλούσια σε γεγονότα περίοδο των τελευταίων δεκαετιών του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. (421 – 392: Πελοποννησιακός πόλεμος με δημαγωγούς και το ολιγαρχικό πραξικόπημα, Τριάντα Τύραννοι, Δημοκρατία του Θρασύβουλου, θανάτωση Σωκράτη, Κορινθιακός πόλεμος), σε ό,τι αφορά την αγωγή των παιδιών υπεραμυνόταν των πατροπαράδοτων ηθών και ονειρευόταν την επιστροφή στα παλιά «καλά χρόνια» (ιδέες που φέρνουν στο νου μας και τον «Αρεοπαγιτικό» του 357 π.Χ. του σύγχρονου του Αριστοφάνη Αθηναίου ρητοροδιδασκάλου Ισοκράτη) μακριά από τους «κοινωνικοανατρεπτικούς νεοτερισμούς» των σοφιστών και τις αλλαγές που οι σύγχρονοί του έφερναν στην ποίηση και τη μουσική. «Δεν υπάρχει πολιτική σάτυρα στις «Νεφέλες», γράφει στην «Απογευματινή» (2 Ιουλίου 1970, «Νεφέλες») η Ειρήνη Καλκάνη. Και συνεχίζει: «Κι αυτό, πιστεύω , όχι τόσο για να καλοπιάση τους κριτές να μην τον αποκλείσουν, όσο γιατί δεν υπάρχει εκείνον τον χρόνο το ερέθισμα. Κύριο πολιτικό θέμα του Αριστοφάνη, ο πόλεμος και τα δεινά του. Μα εκείνο το χρόνο, το πολεμικό «μένος» των Αθηναίων είχε κατακαθίσει […]. Όσο για το συνηθισμένο στόχο του, τον Κλέωνα, φαίνεται πως τα πράγματα είχανε «σφίξει»: ο δημαγωγός τον είχε φοβίσει κι ο ποιητής θεώρησε φρόνιμο να δώσει προσωρινά τόπο στην οργή. […] Ο Αριστοφάνης, γράφει παρακάτω στο ίδιο άρθρο η Καλκάνη, έχει ξεκαθαρισμένες ιδέες! Οι Αθηναίοι της παρακμής έχουν κακούς δασκάλους. Αυτή η οκνηρή, αναιδής, αδιάφορη για τα κοινά νεολαία γαλουχείται από τους σοφιστές, ντόπιους και ξένους, που έχουν αντικαταστήσει το Λόγο με τα λόγια και που με μια δεξιότητα εξυπνάκια γκρεμίζουν την πεποίθησι στις μεγάλες αξίες, στη θρησκεία, στο σεβασμό των προγόνων κλπ., με ένα πλήθος σαθρά και πονηρά επιχειρήματα […] Και οι δάσκαλοι αυτοί του «άδικου λόγου» εκπροσωπούνται στην κωμωδία από τον μεγάλο αθώο, από τον σοφό και τον δίκαιο: τον Σωκράτη». Θα κάνουμε μια, κατά τη γνώμη μας, ενδιαφέρουσα παρατήρηση εδώ: Κάποιοι λένε ότι θέλοντας να κάνει «εκδούλευση» στον Άνυτο, το Μέλητο και τους φίλους τους, που γύρευαν ευκαιρία να «προλειάνουν» το έδαφος για το μελλοντικό τους κατηγορητήριο σε βάρος του Σωκράτη για «αθεΐα» και για διαφθορά της νεολαίας, έγραψε ο Αριστοφάνης τις «Νεφέλες». Ο Άνυτος ήταν και αυτός από τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής μετά την παλινόρθωση της Δημοκρατίας από το Θρασύβουλο (403 π.Χ.), αν και μια δωροδοκία δικαστών στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, χάρη στην οποία γλίτωσε βαριά τιμωρία, «κοσμεί» το βιογραφικό του. Διαβάζοντας στις «Νεφέλες» ψόγους για τη νέα γενιά της εποχής του Αριστοφάνη και για όσους παρασύρονται από τον Άδικο Λόγο, ενθυμούμεθα, όμως, και κάποια εκ διαμέτρου αντίθετα αποσπάσματα από τον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. που εκφωνήθηκε για τους πρώτους Αθηναίους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Περικλή και όπου εκθειάζονται οι αρετές των Αθηναίων των κλασικών χρόνων (βλ. Θουκυδίδης, «Ιστορία», Β’, 35 – 46) : «Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, […] αγαπούμε το ωραίο με απλότητα, και αγαπούμε τη σοφία χωρίς μαλθακότητα.


Μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία έργων παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία […], είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο». Ο Αριστοφάνης στις «Νεφέλες», για τις οποίες έχουμε πάντα αμφιβολίες εάν το κείμενο που έχουμε σήμερα είναι το διδαχθέν στους θεατρικούς αγώνες του 423 π.Χ. ή το διασκευασμένο, επιτίθεται στους σοφιστές ή τους φυσικούς φιλοσόφους, σκόπιμα, νομίζουμε, τους συγχέει, γιατί έναντι αμοιβής διδάσκουν πώς ρητορεύοντας να κερδίζεις είτε έχεις δίκιο είτε άδικο (στίχοι 94 – 99). Και μάλιστα, διδάσκουν πως ο «ήσσων» αυτών λόγος μπορεί να σε βοηθήσει ακόμα κι όταν υπερασπίζεσαι κάτι άδικο (στίχοι 112 – 118). Τα «βέλη», λοιπόν, του ποιητή εδώ έχουν έμμεσο στόχο τους μαθητές των σοφιστών, τους δημαγωγούς, αφού, διδαχθέντες τον άδικο λόγο, πλανεύουν με τις «ρητορείες» τους το δήμο. Η πρώτη Παράβαση των «Νεφελών» (στίχοι 510 – 626) μας ενδιαφέρει περισσότερο, διότι σε αυτήν μέσα από τα παράπονα του ποιητή προς τους θεατές βλέπουμε πώς συμπεριφέρθηκε απέναντι στον Κλέωνα, μια συμπεριφορά πλήρως αντίθετη από αυτή που επέλεξαν να δείξουν στον εξίσου βλαβερό για την πόλη δημαγωγό Υπέρβολο ο Εύπολις και ο Έρμιππος. Ο Αριστοφάνης λέει ότι επιτέθηκε στον Κλέωνα μόνον όταν ήταν παντοδύναμος εκείνος και όχι όταν ξέπεσε (στίχοι 549 – 550), επειδή πιστεύει ότι αν ξεφορτωθούν τον γιο του Κλεαίνετου οι Αθηναίοι, η πόλη θα ξαναβρεί το δρόμο της (στίχοι 591 – 594). Στον Κλέωνα, που είναι «θεοῖσιν ἐχθρός» (στίχος 581) και «λάρος δώρων και κλοπῆς» (στίχος 591). Από τον Αγώνα του Δίκαιου με τον Άδικο Λόγο βλέπουμε τον Αριστοφάνη έμμεσα και άμεσα να εγκωμιάζει και να ψέγει τα προτερήματα και τα μειονεκτήματα όποιου ακολουθεί τον ένα ή τον άλλο λόγο. Και αυτό ακριβώς είναι, θαρρώ, που καθιστά διαχρονικής αξίας το σύνολο του έργου του ποιητή μας. Παρά τις επιθέσεις προς συγκεκριμένα πρόσωπα, ο Αριστοφάνης υποδεικνύει ήθη που άλλα εξ αυτών προβάλλουν ως παραδείγματα προς μίμηση και άλλα προς αποφυγή για όλους τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους. Έτσι, ο Δίκαιος Λόγος (στίχοι 961 – 1023) αντιπροσωπεύει τη σωφροσύνη, το «εὐτάκτως βαδίζειν», την εγκράτεια, την πατροπαράδοτη «ἁρμονίαν», τη σεμνότητα, τη μη λαιμαργία, τη μη συμμετοχή στα κοινά, το σεβασμό στους γονείς και στους γέροντες, την εκπαίδευση που διδάσκει όλα αυτά και έφερε τις νίκες στους Περσικούς πολέμους χάρη στους πολίτες και πολιτικούς που εξέθρεψε. Ο Άδικος Λόγος, όπως τον κατηγορεί ο Δίκαιος, διδάσκει πως το αισχρό είναι καλό και το καλό αισχρό (στίχοι 1019 -1021) και – σύμφωνα με όσα ο ίδιος λέει στη συνέχεια είτε ο ίδιος εκθέτοντας τις θέσεις του είτε διαλεγόμενος με τον Δίκαιο (στίχοι 1036 – 1104) – προβάλλει το «νόμοις και δίκη τἀναντί’ ἀντιλέξαι», τα «βαλανεῖα», την «διατριβήν ἐν ἀγορᾷ», τη μη σωφροσύνη, την αναίδεια και τη μη εγκράτεια, το μη σεβασμό στους γονείς, όσα δηλαδή χαρακτηρίζουν τους δημαγωγούς του καιρού του Αριστοφάνη. Μετά το θάνατο, όμως, του Κλέωνος και του Βρασίδα στην Αμφίπολη (422 π.Χ.), η πρώτη περίοδος του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο «Αρχιδάμειος Πόλεμος», ο οποίος, ως γνωστόν, είχε αρχίσει το 431 π.Χ., λήγει την επόμενη χρονιά, το 421 π.Χ., δηλαδή, τη χρονιά της αριστοφανικής «Ειρήνης», με την υπογραφή της πενηντάχρονης «Νικιείου Ειρήνης», χάρη στις πρωτοβουλίες του Αθηναίου


στρατιωτικού και πολιτικού Νικία, ο οποίος πολιτευόταν, με σύνεση και μετριοπάθεια απέναντι στους λογής – λογής δημαγωγούς. Τη σπαρτιατική πλευρά εκπροσωπούσε στις διαπραγματεύσεις ο βασιλιάς Πλειστοάναξ, ενώ στην αθηναϊκή σημαντική ήταν και η παρουσία του στρατηγού – πραγματικού νικητή στην Πύλο – Δημοσθένη, του γιου του Αλκισθένη. Ενώ συνεχίζονταν οι διαβουλεύσεις για ειρήνευση, οχτώ μήνες, κατά τον Ερατοσθένη, μετά το θάνατο του Κλέωνος στην Αμφίπολη και επί επωνύμου άρχοντος Αλκαίου, η «Ειρήνη», λοιπόν, ανέβηκε το 421 π.Χ. στα «Διονύσια», τη μεγαλύτερη γιορτή του Θεού Διονύσου, κι ασχολείται με τις απεγνωσμένες, κόντρα σε κάθε πολεμόχαρο (στρατηγό ή πολιτικό) της Αθηναϊκής συμμαχίας και της Λακωνικής παράταξης, φιλειρηνικές προσπάθειες ενός αμπελουργού της Αττικής, του Τρυγαίου, για να τερματιστεί ο Πελοποννησιακός Πόλεμος και να συνάψουν οι Αθηναίοι ειρήνη με τους Σπαρτιάτες και όλους τους συμμάχους αυτών. Φτάνει δε στο σημείο να ανέβει στα παλάτια των θεών και να καλέσει και πανελλήνιο προσκλητήριο, για να τον βοηθήσουν να ελευθερώσει τη σκλαβωμένη Ειρήνη. O Χορός, με δύο ημιχόρια, αποτελείται από Αθηναίους αγρότες και Πανέλληνες. Το «Πανέλληνες» δείχνει την αγωνία του Τρυγαίου και του Αριστοφάνη να πάψουν οι πολεμικές επιχειρήσεις και να ομονοήσουν οι Έλληνες (στίχος 302) και θυμίζει στους σημερινούς αναγνώστες και θεατές ίσως και την «πανελλήνια ιδέα» που εκφράζει ο Ισοκράτης, μεταξύ άλλων, στον «Πανηγυρικό» του, περί το 380 π.Χ.. Ο Τρυγαίος, λοιπόν, είναι ο κλασικός τύπος του αγρότη της Αττικής που η περιουσία και η οικονομική του κατάσταση έχουν πληγεί από τον πόλεμο. Δεν είναι αυτός ο πολίτης που θέλει να κατακτήσει άλλων πόλεων εδάφη, αλλά επιθυμεί να μην καταστρέφεται το δικό του βιος και να μη χαθεί η πατρίδα του στον πόλεμο και, συνάμα, να μπορούν να εξασφαλίζουν αυτός και οι συμπατριώτες του, αλλά και όλοι οι Έλληνες, χάρη στην ειρήνη, ευκολότερα τα προς το ζην. Στους στίχους 211 – 219, βλέπουμε τον Ερμή να εξηγεί για ποιο λόγο οι θεοί είναι θυμωμένοι με τους Έλληνες. Η αλαζονεία που νιώθουν όταν νικούν στις πολεμικές επιχειρήσεις σπρώχνουν τόσο τους Σπαρτιάτες όσο και τους Αθηναίους να μη θέλουν να συμφιλιωθούν μεταξύ τους και να καταπάψουν τον πόλεμο, αλλά ζητούν να τον φτάσουν μέχρι την πλήρη εξόντωση των αντιπάλων. Έμμεσα «πυρά» του ποιητή προς τους φιλοπόλεμους δημαγωγούς, αν λάβουμε υπόψη ότι ο Κλέων της Αθήνας, από πλεονεξία όπως λένε οι ιστορικοί, δεν άφησε τους Αθηναίους να δεχτούν τις ειρηνικές προτάσεις των Λακεδαιμονίων μετά την Πύλο, το 423 π.Χ. (Θουκυδίδης, «Ιστορία», βιβλίο Δ, κεφάλαια 11 - 23). Όταν ο Τρυγαίος «παίρνει στα χέρια του» την υπόθεση της ειρήνης, ο πολεμόχαρος Κλέων, «ὅς ἐκύκα την Ἑλλάδα» (στίχοί 270 – 271: «ο ανακατωσούρας της Ελλάδας» ), έχει σκοτωθεί πολεμώντας τον Βρασίδα (στίχοι 281 – 284), ο οποίος χάθηκε επίσης στην ίδια μάχη. Το πώς πολιτευόταν, όσο είχε τα ηνία της πόλης, τα προηγούμενα χρόνια ο Κλέων εις βάρος της Ειρήνης το αναφέρει ο ίδιος ο Αριστοφάνης παρακάτω (στίχοι 621, «αἰσχροκερδεῖς καί διειρωνόξενοι» και στίχοι 631 – 648, δολοφονίες και δημεύσεις περιουσιών, κλίμα τρομοκρατίας για το οποίο την ευθύνη έφερε ο ίδιος ο «βυρσοπώλης»). «Εμπόδιο», όμως, τώρα στέκεται στους ειρηνιστές ο επίσης φιλοπόλεμος Αθηναίος στρατηγός Λάμαχος (στίχοι 473 – 474), με τον οποίο είχε «ασχοληθεί» στους «Αχαρνής» ο Αριστοφάνης. Θα θέλαμε να σταθούμε και στα «πυρά» σε βάρος του Περικλή από τον Αριστοφάνη, ο οποίος, διά του στόματος του Ερμή, θεωρεί (στίχοι 606 – 611) τον


θεωρεί ως υπαίτιο, με το «Μεγαρικό ψήφισμα», του πολυδάκρυτου για όλους τους Έλληνες πολέμου. Οι ελπίδες που τρέφει ο Τρυγαίος ότι ο λυχνοποιός Υπέρβολος όντας στο τιμόνι της Αθήνας, «νυνί δ’ ἅπαντα πρός λύχνον βουλεύσομεν» (στίχος 692: «τώρα όλα στο φως θα τα αποφασίζουμε»), θα διαψευστούν όταν εκείνος θα αποδειχτεί επίσης δημαγωγός. Τέλος, η προσευχή – παράκληση του Τρυγαίου προς την Ειρήνη (στίχοι 987 – 1016) να δώσει στους Αθηναίους και σε όλους τους Έλληνες τα υλικά αγαθά της θυμίζει ίσως την ευημερία που απολάμβαναν προ του πολέμου οι συμπολίτες του στα χρόνια της Αθηναϊκής ηγεμονίας («Ιστορία» Θουκυδίδη, Βιβλίο Β, Κεφάλαια 34 – 46). Και μας εκπλήττει, αναμφίβολα, το γεγονός ότι ο Τρυγαίος δεν ζητά από την Ειρήνη να χαρίσει πνευματικά «αγαθά» στους πολίτες, κάτι που εξηγείται όχι επειδή προέρχεται από την αγροτιά, αλλά ίσως γιατί ο Αριστοφάνης τα έχει συνδέσει με τον Άδικο Λόγο των «Νεφελών», τους σοφιστές και τους φιλοσόφους, με κάθε, κατά τη γνώμη του, δοκησίσοφο δηλαδή. Εφτά σχεδόν χρόνια αργότερα, με τη διδασκαλία, επί άρχοντος Χαβρία, των «Ορνίθων» ο κωμωδιογράφος μας στα «Διονύσια» του 414 π.Χ., μιας χρονιάς που συνεχίζεται η Σικελική εκστρατεία με άλλοτε νίκες και άλλοτε ήττες για τους Αθηναίους, εμφανίζει δυο γέρους να ψάχνουν από την καθημερινή ρουτίνα κουρασμένοι να βρουν έναν καλύτερο, δικαιότερο κόσμο και τον βρίσκουν κοντά στους «Όρνιθες», μεταξύ ουρανού και γης. Φέρνει στο νου μας τις σε μεταγενέστερο χρόνο γραμμένες “Πολιτεία” του Πλάτωνος και “Ουτοπία” του Τ. Μορ. Στους «Όρνιθες», όπως διαβάζουμε στο «Οxford Companion to Classical Literature», «ο Αριστοφάνης μισεί τον πόλεμο και τις συνέπειές του και από τα πολιτικά θέματα στρέφεται στην δημιουργία μιας Ουτοπίας» (σελ. 71). Στους «Όρνιθες» ο ποιητής μας επανέρχεται στους ψόγους προς τη δικομανία των συμπολιτών του. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τους στίχους 40 – 41 («Οι Αθηναίοι δεν κάνουν τίποτα άλλο σε όλη τους τη ζωή, παρά μιλούν σε δίκες» ) και 109 («μήπως είστε δικαστές στην Ηλιαία;» ρωτά ο Έποπας τους ανθρώπους που ήλθαν στον ουρανό, όταν του είπαν ότι κατάγονται από το μέρος που φτιάχνονται οι καλοτάξιδες τριήρεις, την Αθήνα, δηλαδή, εφόσον θεωρεί ως ίδιον των Αθηναίων τη δικομανία). Έχει, όμως, ενδιαφέρον να προσέξουμε, λοιπόν, και τους στίχους 330 – 335 αφενός, όπου ο Χορός αφήνει υπονοούμενα ίσως για τον Αλκιβιάδη όταν λέει ότι κάποιος που καμωνόταν το φίλο και το συνδαιτυμόνα των πουλιών πάτησε τους όρκους και πήγε και έμπλεξε με ένα ανόσιο και αρχής εξαρχής εχθρικό γένος πουλιών (: ο Αλκιβιάδης, ας θυμηθούμε ξανά, όταν εκλήθη να γυρίσει πίσω να λογοδοτήσει για τα σκάνδαλα των ιερόσυλων παραμονές της Σικελικής εκστρατείας, προτίμησε να πάει στην εχθρό των Αθηναίων Σπάρτη!), και τους στίχους 378 - 380 αφετέρου, όπου ο ποιητής αρνείται τη συμβολή του Θεμιστοκλή μετά τα Μηδικά και του Περικλή στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. στην ανέγερση των Μακρών Τειχών και των Τειχών του Πειραιά και στη δημιουργία ισχυρού πολεμικού ναυτικού αλλά βάζει στο στόμα του Έποπα ότι αυτά οι Αθηναίοι δεν τα έμαθαν από τους δικούς τους πολιτικούς αλλά από τους εχθρούς τους και έτσι έχουν γλιτώσει από πολλά κακά στη δημόσια και οικογενειακή ζωή τους. Στην κωμωδία, όμως, αυτή έχουμε και μομφές ξανά και κατά του δειλού Κλεωνύμου (στίχος 289, 1470 – 1493) και του δημαγωγού


Υπέρβολου, του γιου του Χρέμητος, για τον οποίο αναφερθήκαμε νωρίτερα, και του δειλού επίσης Πείσανδρου, περί του οποίου θα ιδούμε παρακάτω. «Οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη – γράφει στην «Ελευθεροτυπία» ο Ν. Φένεκ – Μικελίδης (27 – 08 – 1979) – γράφηκαν σε μιαν περίοδο ειρήνης, ενώ όμως οι Αθηναίοι ζούσαν κάτω από το φόβο ενός νέου πολέμου με τους Σπαρτιάτες. Γι’ αυτό κι η ίδρυση της Νεφελοκοκκυγίας από τους δυο Αθηναίους της κωμωδίας μαζί με τα διάφορα πουλιά ήταν μια ουτοπική ευτυχία, ένα είδος φυγής στις αποικίες, τη Σικελία ιδιαίτερα ή και κάπου ακόμη καλύτερα». Δέκα χρόνια αργότερα, στη χρονιά του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος (411 π.Χ.), ο Αριστοφάνης, επηρεασμένος από το βαρύ κοινωνικοπολιτικό «κλίμα» της εποχής και της πατρίδας του στις παραμονές της πολιτειακής μεταβολής, παρουσιάζει στους Αθηναίους δύο κωμωδίες του, που – κατά τον U. Wilcken – αντικατοπτρίζουν επακριβώς τη δυσβάσταχτη για τους πολίτες αυτή «ατμόσφαιρα». Από τη μια, καθώς συνεχίζεται ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, έχουμε την αντιπολεμική «Λυσιστράτη» (διδάσκεται στα «Λήναια», τέλη Γενάρη, του 411 π.Χ.), σύμφωνα με την υπόθεση της οποίας μια απλή Αθηναία αποφασίζει να βάλει τέρμα στον πόλεμο, μ’ ένα «παιχνίδι» υπέρ της αγάπης της ειρήνης και του έρωτα. Με άλλα λόγια, μάς δείχνει την απεγνωσμένη προσπάθεια των γυναικών όλης της Ελλάδος με πρωτοπόρα την Αθηναία Λυσιστράτη για τη λήξη επιτέλους του εικοσαετούς αιμοσταγούς αθηνοσπαρτιατικού πολέμου. «Στο αίμα που χύνεται, στο λιμό, στη δυστυχία που συναντάς παντού στον ελληνικό κόσμο και που όλο αυξαίνει εδώ και είκοσι χρόνια που κρατάει ο πόλεμος, ο Αριστοφάνης δίνει θαρραλέα την απάντηση συλλαμβάνοντας την πιο ελευθεριάζουσα και πιο αστεία κωμική υπόθεση που έγινε ποτέ», γράφει, μεταξύ άλλων, ο Α. Μπονάρ («Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός», τ. 2ος, σελ. 247) για τη «Λυσιστράτη», της οποίας ο χορός, σε δύο ημιχόρια, αποτελείται από Αθηναίους, γέρους και γριές. Στη «Λυσιστράτη», η οποία, κατά το «Oxford Companion to Classical Literature», εγράφη υπό τη «σκιά» της αποτυχούσας Σικελικής εκστρατείας του 415 – 413 π.Χ και της συμμαχίας Περσών – Λακεδαιμονίων η οποία επηρεάζει σημαντικά τη «ζυγαριά» του πολέμου και αποτελεί για τον Αριστοφάνη «τελευταία προσπάθεια, λίγο φάρσα, λίγο σοβαρή, για ειρήνη» (σελ. 253), έχουμε αρνητική αντιμετώπιση από τον ποιητή και για τον Φορμίωνα και για τον ολιγαρχικό του 411 – 410 π.Χ. στρατηγό Φρύνιχο και τον «μη ὥρασι»(στίχος 391), «θεοῖσι ἐχθρός καί μιαρός Χολοζύγης» (στίχος 397) εκ των υποκινητών της Σικελικής εκστρατείας. Δημόστρατο (Πλουτάρχου «Νικίας», 12.6), που καταγόταν από το ιερατικό σόι των Βουζύγων (εξ ου και το λογοπαίγνιο Βου-ζύγης, Χολο-ζύγης, αυτός δηλαδή που φόρτωσε στο ζυγό της πόλης και στενοχώρια, «χολή»!) και ήταν συγγενής του Περικλή και του Αλκιβιάδη(στίχοι 391 – 397). Ο Φορμίων, του Ασωπίου ο γιος, ήταν από τα πρόσωπα που συναντάμε και σε άλλες κωμωδίες του Αριστοφάνη («Ιππής», «Ειρήνη») και από τους πιο αξιόλογους ναυάρχους των Αθηναίων με πολλές νίκες στο ενεργητικό του. Και σε μια εξ αυτών κατά των Σπαρτιατών βύθισε 57 πλοία των αντιπάλων, αλλά όσοι πολεμούσαν πλάι του κακοπερνούσαν, γιατί ήταν αυστηρός και λιτοδίαιτος και οι στρατιώτες του ξάπλωναν καταγής και εξασκούνταν συνέχεια σε σωματικές ασκήσεις, ενώ μάλλον το έτος που ανέβηκε η «Λυσιστράτη» έχει πεθάνει. Από τη «Λυσιστράτη», που διδάχτηκε επί σκηνής επί άρχοντος Καλλία, με το στόχο της παρούσας μας μελέτης, την ανάδειξη δηλαδή του πολιτικού λόγου του Αριστοφάνη έναντι των δημαγωγών, συνάδει η ιδιαίτερη εξέταση δύο ξεχωριστών


αποσπασμάτων της. Πρώτα, ας σταθούμε στους στίχους 574 – 586, όπου η Λυσιστράτη προτείνει πώς πρέπει να φέρονται οι πόλεις στους «μοχθηρούς» και σ’ εκείνους «που συσταίνουνε κλίκες να σώσουν το έθνος», να τους καθαρίζουν καλά, αφού είναι «οἰσπώτη τῆς πόλεως» (: κόπρος της πόλης, στίχος 575), να τους κάνουν να παραμερίζουν τις διαφορές τους και να μονοιάζουν. Έπειτα, το ότι ο Χορός θεωρεί «ἱκανά γάρ τά κακά καί τα παρακείμενα» (στίχος 1047: «αρκετές οι συφορές οι τωρινές και όσα μαζί τους φέρνουν»), για τα οποία η ευθύνη όλη βαρύνει τους φιλοπόλεμους δημαγωγούς των προηγούμενων ετών, που λίγους στίχους αργότερα, ο Αριστοφάνης τους παρομοιάζει με δόλιες αλεπούδες («αἱμυλᾶν ἀλωπέκων», στίχοι 1269 – 1270 ). Κι από την άλλη, οι υποσχέσεις του Αλκιβιάδη προς τους Ολιγαρχικούς ότι θα τους εξασφαλίσει τη βοήθεια των Περσών για νικηφόρα συνέχιση του πολέμου και η πολιτική τρομοκρατία των μετά το 413 π.Χ. ετών (δολοφονία του Δημοκρατικού δημαγωγού Ανδροκλή και άλλων Δημοκρατικών ή έστω μη φιλικών προς τον Αλκιβιάδη πολιτών από παρακρατικούς και Ολιγαρχικές ομάδες) στο εσωτερικό της Αθήνας «προλειαίνουν» σημαντικά το έδαφος των εχθρών της Δημοκρατίας. Έτσι, οι Ολιγαρχικοί επρόκειτο να επικρατούσαν, αν και, τελικά, διατήρησαν μόνο για λίγους μήνες τα ηνία της εξουσίας, στην Αθήνα το 2ο εξάμηνο του 411 π.Χ.. Σε τέτοια «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», λοιπόν, όταν διδάσκονται λίγους μήνες μετά και οι «Θεσμοφοριάζουσες» (τέλη Μάρτη του 411 π.Χ., στα «Μεγάλα Διονύσια», επώνυμος άρχων ο Καλλίας), ο Αριστοφάνης «μαστιγώνει» αλύπητα τον τραγωδιογράφο Ευριπίδη, παρωδώντας γνωστά έργα του. Το αντικείμενο της εν λόγω κωμωδίας είναι η «επίθεση» του Αριστοφάνη προς την «νεοτερίζουσα» καλλιτεχνική δημιουργία του Ευριπίδη και τον τρόπο, με τον οποίο αυτός αντιμετωπίζει τις γυναίκες στις τραγωδίες του ή επιδρά στα πατροπαράδοτα ήθη και τα έθιμα του λαού, όπως τον νιώθουν οι πολίτες της κλασικής Αθήνας. Πρωταγωνιστούν οι γυναίκες που συμμετέχουν στις γιορτές προς τιμήν της θεάς Δήμητρας «Θεσμοφόρια» και, εξοργισμένες από το «μισογυνισμό» του Ευριπίδη, θέλουν την τιμωρία του, ο οποίος τελικά με ένα τέχνασμα στο οποίο εμπλέκει και τον πεθερό του καταφέρνει να τη γλιτώσει. Ίσως, όμως, ο στις παραμονές του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος των 400 «πόλεμος» κατά του Ευριπίδη να οφείλεται περισσότερο στην «εχθρική στάση» του Ολιγαρχικών ιδεών Αριστοφάνη προς τις Δημοκρατικές ιδέες του τραγωδιογράφου και προς το ότι σχετίζονται με αυτόν και κάποιοι μετριοπαθείς Ολιγαρχικοί. Θα θέλαμε να σταθούμε, όμως, και στους στίχους 335 – 339 και 349 – 350 των «Θεσμοφοριαζουσών», επειδή έχουμε κατάρες του ποιητή διά του στόματος μιας γυναίκας προς «όποιον έχει στο νου του να επιβάλλει τυραννικό πολίτευμα ή να βοηθήσει κάποιον να γίνει τύραννος» , οι οποίες μας θυμίζουν και το ψήφισμα του Δημοφώντα υπέρ της Δημοκρατίας στα 410 π.Χ., μετά την ανατροπή των ολιγαρχικών πραξικοπηματιών (Ανδοκίδης, «Περί των Μυστηρίων», 96 – 98). Να σημειωθεί κάτι ιδιαίτερο για τη σχέση του Πείσανδρου, ο οποίος είναι ένας από όσους συνετέλεσαν στο ολιγαρχικό πραξικόπημα των 400 του 411 π.Χ., και της Αριστοφανικής κωμωδίας. Από τα πρώτα, κιόλας, χρόνια της πολιτικής του διαδρομής, γίνεται επανειλημμένα στόχος διασυρμού και επικρίσεων από τους κωμωδιογράφους ως δωρολήπτης (Αριστοφάνης – «Βαβυλώνιοι») και, όπως εγράφη και προηγουμένως, καθ’ υπερβολή δειλός και κάκιστου ήθους (Εύπολις – «Αστράτευτοι»). Τον ψέγουν, επίσης, και για το πάχος του και για το ότι είχε μεγάλη


ιδέα για τον εαυτό του. Ο πρώην δημοκρατικός και νυν ολιγαρχικός Πείσανδρος διακωμωδείται ως όνος Κνίδιος ( στο λεξικό Σουΐδα : γαϊδούρι από την Κνίδο) ή ονοκίνδιος (: καραγωγέας) και πολεμοποιός με σκοπό το προσωπικό του κέρδος, αλλά και ως αλαζόνας («Ειρήνη»). Επιπλέον, εάν λάβουμε υπόψη τις διαβολές του Πείσανδρου κατά του Φρυνίχου, για τις οποίες γίνεται λόγος από τον Ξενοφώντα («Ελληνικά») όταν εξιστορεί το προαναφερθέν ολιγαρχικό πραξικόπημα, εύκολα αντιλαμβανόμαστε για ποιο λόγο ο Αριστοφάνης στους «Όρνιθες» (στίχος 1556) τον παρουσιάζει «ραδιούργο», ενώ ας σημειωθεί και το ότι, ήδη από την περίοδο 423 – 420 π.Χ., για το ήθος του Πείσανδρου (σε «Ειρήνη» στίχος 395, «Λυσιστράτη» στίχοι 490 – 491) διατυπώνει σοβαρούς ψόγους ο Αριστοφάνης. Τίποτα, όμως, δε θα είχε συμβεί εάν οι δημαγωγοί και το ξεφτισμένο πια Δημοκρατικό πολίτευμα, μα και ο από το 431 π.Χ. –παρά την «Ειρήνη του Νικία» (421 π.Χ.) – Πελοποννησιακός Πόλεμος δεν είχαν κουράσει ψυχοσωματικά και εξαντλήσει οικονομικά και εκμηδενίσει ηθικά και υλικά τους Αθηναίους και την άλλοτε κραταιά πανελληνίως ηγεμονία τους. Πέντε έτη αργότερα, 406 π.Χ., ο Καλλίας είναι επώνυμος άρχων στην Αθήνα, ενώ ήδη έχουν πεθάνει και οι δύο μεγάλοι τραγωδιογράφοι Σοφοκλής και Ευριπίδης. Με την είσοδο της νέας χρονιάς, κατά την εορτή των «Ληναίων» (Ιανουάριος – Φεβρουάριος, καταχείμωνο), διεξάγονται δραματικοί αγώνες. Στο σκέλος του διαγωνισμού που αφορούσε την καλύτερη πρωτοπαρουσιαζόμενη κωμωδία της χρονιάς οι κριτές χρίζουν νικητή τον Αριστοφάνη με το έργο του «Βάτραχοι». Ο νικητής αφήνει πίσω του δεύτερο και τρίτο τον Φρύνιχο και τον Πλάτωνα αντίστοιχα. Η κριτική επιτροπή, όπως αναφέρουν οι πηγές, στεφάνωσε τον Αριστοφάνη για την επιτυχία του με στεφάνι εκ θαλλού της Ιεράς Ελιάς της Ακρόπολης, έπαθλο που αντιστοιχούσε με χρυσό στεφάνι. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ζητήθηκε από το ενθουσιασμένο κοινό και να ξαναπαιχτούν… Ας δούμε με λίγα λόγια την υπόθεση της κωμωδίας, που θαυμάστηκε από κοινό, κριτικούς και ανθρώπους των Γραμμάτων και συμπεριελήφθη μαζί με τις «Νεφέλες» στις βυζαντινές σχολικές εκδόσεις: Μετά το θάνατο του Ευριπίδη και του Σοφοκλή, ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και της ποίησης, βλέποντας ότι κανείς από τους εν ζωή ποιητές της Αθήνας δεν αξίζει, αποφασίζει να μεταβεί στον Κάτω Κόσμο για να επαναφέρει στη ζωή κάποιον από τους πεθαμένους. Μεταμφιεσμένος σ’ Ηρακλή, με ρόπαλο και λεοντή ανά χείρας αλλά με γυναικείο φόρεμα (θυμίζει τις υπηρεσίες του Ηρακλή στην Ομφάλη, για να μεμφθεί όσους υπηρετούν δουλοπρεπώς μία γυναίκα, αν και το αντρικό φύλο είναι ισχυρότερο!), ο Διόνυσος παίρνει μαζί του τον πιστό του δούλο, Ξανθία και ξεκινούν για τον Άδη. Εκεί θα βρούνε τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη, δύο από τους σπουδαιότερους τραγικούς ποιητές. Καθώς βρίσκεται σε δίλημμα ποιον να διαλέξει, γίνεται αγώνας μεταξύ των δύο νεκρών τραγωδιογράφων. Νικητής αναδεικνύεται ο Αισχύλος, ο οποίος θύμισε στους Αθηναίους το ένδοξο παρελθόν των λαμπρών χρόνων του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.. Ο Διόνυσος παίρνει μαζί του τον Αισχύλο κι ανεβαίνουν στον Άνω Κόσμο κι ο χορός τραγουδά αντιπολεμικά τραγούδια και εύχεται στους Αθηναίους να ξεφορτωθούν γρήγορα τους πολεμόχαρους λαοπλάνους και να ξαναγυρίσει στην πόλη τους η ειρήνη κι η υλικοπνευματική ευημερία των χρόνων του Περικλή. Θα συμφωνούσαμε στο σημείο αυτό με τον Γ. Κορδάτο που πιστεύει ότι ο Αριστοφάνης με τους «Βατράχους» θέλει να παραμερίσει τον Κλεοφώντα και το Θεαγένη που, ως πολεμόχαροι δημαγωγοί, παρέσυραν εκείνα τα χρόνια τον


Αθηναϊκό λαό και να έρθει στην πρωτοκαθεδρία ο Αλκιβιάδης γιατί έλπιζε ο Αριστοφάνης πως ο ανιψιός του Περικλή θα γινόταν αρχηγός των συντηρητικών – ολιγαρχικών (Γ. Κορδάτος, «Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς», σελ. 95). Ο Αλκιβιάδης, παρά τον άστατο πολιτικό του βίο, έχει βοηθήσει κατά το παρελθόν σε κρίσιμα χρονικά σημεία το δήμο και τώρα, ίσως με την αρωγή των Περσικών χρημάτων, δύναται να φέρει την πολυπόθητη ειρήνη. Ο ποιητής μας στη συνέχεια (στίχοι 674 – 735) απευθύνεται στον Κλεοφώντα και ζητά χορήγηση αμνηστίας από την πόλη για όλους τους καταδικασμένους και εξόριστους πολίτες, ισότητα και ενότητα όλων των Αθηναίων για να αποχτήσει η πόλη πάλι δυνατό στόλο, ενώ απευθυνόμενος στο λαό ο Αριστοφάνης προτρέπει το λαό να άρει την εμπιστοσύνη του από τους λαοπλάνους και κάποιους σαν τον Κλειγένη που δεν συμφωνεί στη σύναψη ειρήνης. Ο Γ. Κορδάτος («Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς», σελ. 96) γράφει για την στάση του Αριστοφάνη στους «Βατράχους» : «Όταν κανείς διαβάζη τους στίχους αυτούς, αν δεν ξέρη καλά την πολιτική ιστορία εκείνου του καιρού, μπορεί να περάση τον Αριστοφάνη για άκρο δημοκρατικό. Δεν είναι όμως σωστή μια τέτοια αντίληψη. Ο Αριστοφάνης με τρόπο λέει πως ο δήμος ασκούσε τρομοκρατία σε βάρος των ευγενών και ολιγαρχικών. Με άλλα λόγια χαρακτήριζε το καθεστώς στην περίοδο αυτή σαν καθεστώς άδικο και τρομοκρατικό». Η άποψη του Κορδάτου μας βρίσκει σύμφωνους, εφόσον δεν ξεχνούμε πώς το 425 π.Χ. υπό την επήρεια του δημαγωγού Κλέωνος ο δήμος θέλησε να τιμωρήσει τον ολιγαρχικό Λάχητα («Βάτραχοι»). Από τους «Βατράχους» σε ό,τι αφορά πώς αντιμετωπίζει ο Αριστοφάνης την πολιτική και τους πολιτικούς, έχουμε τρία ακόμα αποσπάσματα που είναι κατηγορίες σε βάρος των δημαγωγών και των συμφεροντολόγων πολιτευτών. Πρώτ’ απ’ όλα, στους στίχους 354 – 368, όπου ο Χορός δε θέλει να συμπεριλαμβάνονται στις χορείες των μυστών, μεταξύ άλλων, όποιος πολιτικός, προς ίδιον συμφέρον, ενισχύει τη διχόνοια στους κόλπους της πόλης (οι δημαγωγοί, στο όνομα της Δημοκρατίας και συνεχίζοντας τον πόλεμο, και οι φιλολάκωνες ολιγαρχικοί, στο όνομα των πατροπαράδοτων αξιών και θέλοντας κατάπαυση των εχθροπραξιών, διχάζουν τους πολίτες), όποιος ηγέτης της πόλης δωροδοκείται σε δύσκολους καιρούς (Ο Κλέων, στους «Ιππής» κατηγορείται ως δωροδόκος, στίχοι 994 – 996), όποιος προδίδει φρούρια ή στόλο (όπως ο Θουρυκίων που πρόδωσε στους Πελοποννησίους τα μυστικά του αθηναϊκού ναυτικού), όποιος μεριμνά οι εχθροί της πόλης να εξοπλίζουν, με χρήματα που θα τους δώσει ένας ξένος, το ναυτικό τους (ίσως αναφέρεται στον Αλκιβιάδη μετά τη μετάβαση του στην Περσία και στη βοήθεια που έδωσαν οι Πέρσες στους Σπαρτιάτες, ο Κύρος ο Πέρσης εξόπλισε το Λύσανδρο των Σπαρτιατών το ναύαρχο) και όποιος ρήτορας ή/και πολιτικός εισηγείται να κοπεί η αμοιβή των ποιητών (ο Αρχίνος μάλλον ο μετά το 403 π.Χ. πρωταγωνιστής της πολιτικής σκηνής ίσως για να εξοικονομηθούν έσοδα για τις πολεμικές δαπάνες περιέκοψε τις αμοιβές των ποιητών). Έπειτα, ας μεταβούμε στους στίχους 1427 – 1429 όπου ο Αριστοφάνης βάζει στο στόμα του Ευριπίδη πως μισεί όποιον πολίτη είναι αργός στο να ωφελεί την πόλη και δυσκολεύεται να βρει το καλό των πολιτών ενώ είναι γρήγορος στο δικό του συμφέρον και εύκολα βρίσκει ό,τι τον ωφελεί, γνωρίσματα δηλαδή που, ενώ αναφέρονται στον Αλκιβιάδη, «φωτογραφίζουν» τους δημαγωγούς που θέλουν να κυβερνούν στα χρόνια εκείνα την πόλη. Και ο Χορός έρχεται να ψέξει κι αυτός τους ασύνετους δημαγωγούς έμμεσα, όταν κοντά στα


προαναφερθέντα θα συμπληρώσει πως αξιοζήλευτος είναι ο ιδανικός πολίτης και πολιτικός, «ὁ ἔχων ξύνεσιν ἠκριβωμένην» (: τέλεια σωφροσύνη, στίχοι 1482 – 1483). Άλλος, όμως, ένας πολιτικός κατά τα τελευταία χρόνια του 5ου αιώνα π.Χ. και το ξεκίνημα του 4ου, ο δημοκρατικός Αγύρριος, σχετίζεται έμμεσα με την ποίηση του Αριστοφάνη. Χρησιμοποιώντας όσα διαβάζουμε για την ιστορία της Αθήνας στον Ξενοφώντα, τον Αριστοτέλη και το ρήτορα και πολιτικό Δημοσθένη, μαθαίνουμε πως ο Αγύρριος το 405 π.Χ. αποπειράθηκε να μειώσει το μισθό των κωμικών ποιητών και ότι, παρά την αμνηστία με την παλινόρθωση της Δημοκρατίας (403 π.Χ.), το 399 π.Χ. θα μηνύσει τον Ανδοκίδη για ασέβεια. Κάποια στιγμή των ίδιων ετών, για να πείσει τον Αθηναϊκό λαό, που είχε απογοητευτεί από τη δυσάρεστη για την Αθήνα κατάληξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, να πάρει μέρος στα κοινά, ο Αγύρριος εισηγείται και την καθιέρωση «Εκκλησιαστικού μισθού» για όσους συμμετείχαν ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου. Πριν την εύρεση των ψήφων, για τις ψηφοφορίες στην Εκκλησία του Δήμου και στις αρχαιρεσίες οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν κουκιά (κυάμους), έτσι ο Αριστοφάνης αναφέρει περιπαικτικά ότι οι άρχοντες οφείλουν τα προς το ζην στην από των κυάμων εκλογή τους και τον μισθό που τους αποφέρει η εκλογή αυτή. Σχετικά με τις κρατικές παροχές προς όσους εκλέγονται σε πολιτικά αξιώματα, ας θυμίσουμε και πως στο Πρυτανείο σιτίζονταν δωρεάν όχι μόνον τα μέλη της πρυτανεύουσας φυλής, αλλά και οι πρέσβεις και οι Αθηναίοι που έχουν να επιδείξουν σημαντικά κατορθώματα, αυτή την «τιμωρία», μάλιστα, ζητά και από τους δικαστές του ο Σωκράτης στην «Απολογία» του Πλάτωνος για τη συνεισφορά του στην «καλλιέργεια» των πολιτών(37). Για τον «Εκκλησιαστικό μισθό» διαβάζουμε από το κλασικό έργο του G. Glotz, «Η ελληνική “πόλις”» (σελ. 341): «[…] Το τριώβολο των εκκλησιαστών, ακόμη περισσότερο η δραχμή, ξεσήκωσε πολλές κριτικές. Στην αρχαιότητα, τη δημοκρατία την κατηγορούσαν οι εχθροί της ότι έκανε το πλήθος οκνηρό, φλύαρο και άπληστο πολλοί νεώτεροι έχουν εκφέρει την ίδια γνώμη. Σ’ αυτές τις κριτικές η απάντηση είναι εύκολη. Είδαμε ποιοι υλικοί και ηθικοί λόγοι δικαιολογούν το θεσμό: έπρεπε να εξασφαλίζει στους λιγότερο εύπορους πολίτες την απαραίτητη οικονομική άνεση, ώστε να μετέχουν στην πολιτική ζωή. Θα ήταν όμως αξιοκατάκριτο τέχνασμα, αν είχε καταστρέψει οικονομικά το κράτος. Αλλά οι οικονομικές επιπτώσεις δεν ήταν τόσο σοβαρές. Σε εποχή όπου ο ημερήσιος μισθός ενός εργάτη ήταν μιάμιση δραχμή, το τριώβολο ήταν απλώς μια μικρή αποζημίωση. Δεν δινόταν άλλωστε σε όλους τους πολίτες: ένα προκαθορισμένο κονδύλι του προϋπολογισμού κατανεμόταν ανάμεσα στις συνεδριάσεις του χρόνου, και το ποσό που προοριζόταν για κάθε συνεδρίαση καθόριζε και τον αριθμό των κερμάτων που θα μοιράζονταν σε όσους έφταναν πρώτοι. Για να πάρει κανείς τριώβολο, έπρεπε να είναι εκεί από πολύ νωρίς, από το “δεύτερο λάλημα του πετεινού”, και να περιμένει ως το τέλος της συνεδρίας, για να αλλάξει το κέρμα με χρήματα. Κοντολογίς, με λίγα έξοδα επιτεύχθηκαν μεγάλα αποτελέσματα […]». Το 395 π.Χ., πάντως, βρίσκουμε τον Αγύρριο να εισηγείται την αύξηση σε 3 οβολούς των θεωρικών για τις λαϊκές τάξεις (: οι φτωχότεροι «πριμοδοτούνται» για να πάνε να παρακολουθήσουν μία θεατρική παράσταση), τα οποία είχαν καταργηθεί τα χρόνια του πολέμου στα πλαίσια περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Το μέτρο αυτό αύξησε τη δημοτικότητά του, αλλά, λίγο μετά, ο νους του Αγύρριου σκαρφίζεται ένα ακόμα φιλολαϊκό ή ψηφοθηρικό μέτρο, το 393 π.Χ. εισηγείται την


αύξηση του «Εκκλησιαστικού μισθού», γιατί ο λαός παραμένει «νωθρός» ως προς την εκπλήρωση των πολιτικών του υποχρεώσεων. Ένα έτος, λοιπόν, αργότερα, το 392 π.Χ., στις «Εκκλησιάζουσες» («Λήναια», επώνυμος άρχων ο Ευβουλίδης στην Αθήνα, που με τον Κόνωνα στην εξουσία ίσως να θέτει τις βάσεις για τη νέα αθηναϊκή ηγεμονία των επόμενων ετών, με τη βοήθεια των Περσών όμως!), ο Αριστοφάνης προβάλλει απόψεις που φανερώνουν, για τα δεδομένα της εποχής τους, μιαν απίθανο να υπάρχει στην πραγματικότητα τέτοιαν ιστορία, αν και μοιάζουν με φεμινιστικές διεκδικήσεις των νεότερων χρόνων. Οφείλει το όνομά του στο Xορό των γυναικών που προέρχονται από τους εξοχικούς δήμους της Aθήνας και κάνουν συνέλευση (ἐκκλησιάζω = μετέχω στην Eκκλησία του Δήμου). Οι γυναίκες της Αθήνας, με επικεφαλής την Πραξαγόρα, διεκδικούν συμμετοχή στα κέντρα λήψης πολιτικοκοινωνικών αποφάσεων στα ειρηνικά χρόνια και αγωνίζονται με κάθε τρόπο για τη χειραφέτησή τους, εν αντιθέσει με τη «Λυσιστράτη» όπου απλώς οι γυναίκες θέλουν την ειρήνη και το τέλος του πολέμου. Και το λόγο που η Πραξαγόρα τότε αναλαμβάνει αυτή την πρωτοβουλία μας τον παρουσιάζει με πολύ σαφή λόγια ο Κώστας Βάρναλης, όταν γράφει ότι η πόλη ήταν σε μεγάλη παρακμή, αφού κυριαρχούσαν «[…] Φτὠχεια και δυστυχία του λαού, πλούτος και διαφθορά των πολιτικών, που είταν οι περισσότεροί τους εθνοπροδότες, δωρολήπτες, καταχραστές, συκοφάντες, πολεμοκάπηλοι και γυναικωτοί. Όλος ο κόσμος ζητούσε μια λύση» («Αισθητικά – Κριτικά», τόμος Β’, σελίδα 43). Η υπόθεση της εν λόγω κωμωδίας, που δεν φανερώνει επουδενί το μισογυνισμό του Αριστοφάνη αλλά αναδεικνύει, μέσα από τη σάτιρα βέβαια, έναν πρωτοπόρο για τα δεδομένα της εποχής και της πόλης του τρόπο σκέψης και θυμίζει και την αντιπολεμική γυναικεία πρωτοβουλία που προβάλλει ο ίδιος κωμωδιογράφος στη «Λυσιστράτη», με λίγα λόγια θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: Οι γυναίκες πιστεύουν πως αν αναλάβουν εκείνες τη διακυβέρνηση της πόλης, θα κυβερνήσουν πολύ καλύτερα απ’ τους άνδρες. Θέλουν, λοιπόν, να πείσουν την Εκκλησία του Δήμου να παραδώσει τη διοίκηση της πόλης σ’ εκείνες και γι’ αυτό το λόγο μεταμφιέστηκαν σε άνδρες, αλλά, δυστυχώς για αυτές, δεν στέφονται όλες τους οι προσπάθειες να επιβληθούν και να επιβάλλουν τις αρχές τους με επιτυχία. Και τούτο, γιατί κάποιοι δυσανασχετούν όταν με ηγέτιδα την Πραξαγόρα εφαρμόζεται πλέον στην Αθήνα από τις «Εκκλησιάζουσες» ένα νέο «κυβερνητικό πρόγραμμα» που βασίζεται στην κατάργηση της περιουσίας, στην επιβολή της ισότητας, στην καθιέρωση των συσσιτίων και επεκτείνεται ακόμη και στην κοινοκτημοσύνη των ερωτικών συντρόφων, των τέκνων, αλλά και στην «προστασία» των δικαιωμάτων στην ερωτική πράξη για τις γριές και τις άσχημες γυναίκες! Συνοψίζοντας, θα δεχόμασταν ότι στις «Εκκλησιάζουσες» ο Αριστοφάνης διακωμωδεί και καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της Πολιτείας, την κακοδιαχείριση των κρατικών υποθέσεων από το… ανδρικό κατεστημένο! Στους στίχους 102 – 104, ο Αριστοφάνης σκώπτει ως παιδιόθεν «γυναικωτό» τον Αγύρριο, αν και τα χρόνια της κωμωδίας αυτής είναι πλέον εκ των ηγετών της πόλης. Παρακάτω, στους στίχους 182 – 188 βλέπουμε ότι τα περασμένα χρόνια η Εκκλησία του Δήμου υπολειτουργούσε και όλοι έψεγαν τον Αγύρριο, αλλά όταν αποκαταστάθηκε η Δημοκρατία (και μετά το 393 π.Χ.) και παίρνουν όλοι όσοι συμμετέχουν πιο ενεργά στην Εκκλησία του Δήμου τον εγκωμιάζουν για το «Εκκλησιαστικό μισθό» που εισήγαγε.


Από τα «βέλη» του Αριστοφάνη δεν γλιτώνουν ούτε τα μέλη της Εκκλησίας του Δήμου, που καλούνται να ψηφίσουν τους νόμους της πόλης. Στους στίχους 135 – 143 εμφανίζει τα βουλεύματα έργα «μεθυσμένων», οι οποίοι πάνω στο μεθύσι τους δεν ξέρουν τι ψηφίζουν και αλληλοβρίζονται κιόλας. Οι στίχοι αυτοί μας θυμίζουν και τον στίχο 88 των «Ιππέων», «πῶς δ᾽ ἂν μεθύων χρηστόν τι βουλεύσαιτ᾽ ἀνήρ;» («μεθυσμένος άντρας δεν μπορεί να αποφασίζει σωστά»). Όταν οι πρυτάνεις καλούν τους πολίτες σε συζήτηση για το πώς θα σωθεί η πόλη (στίχοι 395 και εξής), οι πολιτικοί που παίρνουν το λόγο καταρχάς, ο Νεοκλείδης και ο Ευαίων αντιμετωπίζονται ειρωνικά από τον Αριστοφάνη, ιδιαίτερα δε ο δεύτερος του οποίου τις προτάσεις ο ποιητής τις θεωρεί «λαϊκισμούς» («δημοτικοτάτους λόγους», στίχος 411), γιατί ξέρει ότι αν και θεωρούνται «χρηστά» (στίχος 422) όσα ο εν λόγω δημαγωγός προτείνει, δεν πρόκειται να εφαρμοστούν για όλον τον κόσμο, ενώ ο Ναυσικύδης που αναφέρει εδώ ο Αριστοφάνης (στίχος 426) είναι μάλλον ο «εἶτ᾽ οὐκ οἶσθα ὅτι ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν τούτων, ἀλφιτοποιίας, Ναυσικύδης οὐ μόνον ἑαυτόν τε καὶ τοὺς οἰκέτας τρέφει, ἀλλὰ πρὸς τούτοις καὶ ὗς πολλὰς καὶ βοῦς, καὶ περιποιεῖται τοσαῦτα ὥστε καὶ τῇ πόλει πολλάκις λειτουργεῖν» που βρίσκουμε στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα (Βιβλίο 2, κεφάλαιο 7.6)», ο οποίος μπορεί και να συντηρεί εξ ιδίων πόρων την οικογένειά του και να συμμετέχει και στα κοινά. Όταν ο Χορός ζητά από την Πραξαγόρα να βοηθήσει για να ευημερήσουν η πόλη και οι πολίτες, την παρακαλά να δείξει ευστροφία και της λέει «πέραινε μόνον μήτε δεδραμένα μήτ᾽ εἰρημένα πω πρότερον· μισοῦσι γὰρ ἢν τὰ παλαιὰ πολλάκις θεῶνται» (στίχοι 578 – 580: «ξεμπέρδευε, με έργα που δεν είχαν μήτε γίνει μήτε ειπωθεί ως τώρα, γιατί αν βλέπεις πολλές φορές συνέχεια τα ίδια που είχαν γίνει και παλαιότερα τα μισείς» ). Με άλλα λόγια, δηλαδή, ο Αριστοφάνης λέει στους πολιτικούς της μεταπολεμικής εποχής να μην ξανακάνουν τα λάθη των δημαγωγών των χρόνων του πολέμου, που οδήγησαν την Αθήνα στον όλεθρο και τα οποία οι πολίτες δεν θα ήθελαν με τίποτα να ξαναζήσουν. Η κοινοκτημοσύνη, που προτείνει η Πραξαγόρα (στίχοι 587 – 674), δεν σχετίζεται με επαναφορά στα πάτρια πολιτεύματα που προάσπιζε ο Δίκαιος Λόγος των αλλοτινών «Νεφελών». Αφορά την ερωτική και περιουσιακή κοινοκτημοσύνη. Η κοινοκτημοσύνη αυτή μπορεί να προκαλέσει το γέλιο, προξενεί, όμως, και τον προβληματισμό στους θεατές που ζουν σε μιαν αυστηρά ανδροκρατούμενη κοινωνία και έχουν πάθει πολλά από τους χειρισμούς των ανδρών πολιτικών, ενώ δεν είναι λίγοι ανάμεσά τους όσοι πριν από είκοσι χρόνια περίπου είχαν ξαναδεί τον Αριστοφάνη με τη «Λυσιστράτη» να δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο «Οι «Εκκλησιάζουσες», γράφει ο γνωστός θεατρολόγος Αλέξης Σολομός, σημαδεύουν - μα τη φορά τούτη ανώνυμα - τις εξτρεμιστικές θεωρίες του Πλάτωνα. Το πολιτικό σύστημα που προτείνει και κατόπι εφαρμόζει η Πραξαγόρα, η ηρωίδα της κωμωδίας, βγαίνει από ένα κοσκίνισμα, θάλεγε κανένας, του Ε' βιβλίου της πλατωνικής Πολιτείας. Είναι ένα κάποιο σύστημα «σοσιαλισμού», με κύρια χαρακτηριστικά του την κατάργηση της οικογένειας και της ατομικής ιδιοκτησίας». Τα χρόνια εκείνα, λοιπόν, σημαδεύονται από τις προσπάθειες των Αθηναίων να «μαζέψουν τα κομμάτια» τους, να ανακτήσουν την προπολεμική τους πολιτική δύναμη και να ηγεμονεύσουν ξανά στην Ελλάδα των αρχών του 4ου αιώνα π.Χ.. Η δικομανία για θέματα της ιδιωτικής ζωής κατατρέχει τους κατοίκους της Αθήνας, που, ταυτόχρονα, σ’ ό,τι αφορά τη λήψη κρίσιμων δημοσίων υποθέσεων στην


Εκκλησία του Δήμου ακολουθούν μεν, όπως βλέπουμε στα «Ελληνικά» του Ξενοφώντος, τον Κόνωνα και τον Θρασύβουλο, παρασύρονται συχνότατα δε από σειρά ήσσονος πολιτικής αξίας δημαγωγούς και λαοπλάνους ή ραδιούργους συκοφάντες. Το 390 π.Χ., παρά την έντονη πολιτική δραστηριότητα του Αγὐρριου, οι Αθηναίοι, παρασυρμένοι, ίσως, από τους κωμωδιογράφους που τον περιπαίζουν ως λαϊκιστή, τον καταδικάζουν σε φυλάκιση με την κατηγορία της κατάχρησης του δημοσίου ταμείου, όπως μαρτυρούν ο Ισοκράτης, ο Ανδοκίδης, ο Δημοσθένης. Ο Αγύρριος, όμως, αποφυλακίζεται μετά από διετία πληρώνοντας όλο το καταχρασθέν ποσό και τοποθετείται ναύαρχος στην Ασία, στη θέση του φονευθέντος Θρασύβουλου. Τα χρόνια, λοιπόν, κοντά στην «Ανταλκίδειο Ειρήνη» του 387 π.Χ., η οποία ανέκοψε την εκ νέου «αναλαμπή» της Αθήνας με τον Κόνωνα, και ενώ έχει ξεκινήσει την ίδια εποχή να λειτουργεί και η Ακαδημία ως φιλοσοφική εν Αθήναις σχολή του Πλάτωνος, ο κωμικός μας ποιητής ασχολείται περισσότερο με κοινωνικά (και λιγότερο πολιτικά) θέματα. Έτσι, γύρω στο 388 π.Χ., ξαναγράφεται ή διασκευάζεται και διδάσκεται επί επώνυμου άρχοντα Αντιπάτρου ο «Πλούτος», η τελευταία χρονικά σωζόμενη με το όνομα του Αριστοφάνη κωμωδία, χωρίς χορικά και παράβαση, το έργο που έχουμε δηλαδή σήμερα στα χέρια μας αν κρίνουμε από το ότι δεν έχουμε καμία νύξη για πρόσωπα και γεγονότα γύρω στο 409 π.Χ. που είχε γραφεί αρχικά. Επομένως, δεν έχουμε καμία κωμωδία του Αριστοφάνη που να σκώπτει τον Αγύρριο μετά το 390 π.Χ., που ίσως, όταν διδάσκεται ο «Πλούτος», να βρισκόταν μακριά από την πόλη για υποθέσεις που σχετίζονται πλέον με το συμφέρον της. Αξίζει, εντούτοις, να επισημάνουμε στο παρόν σημείο και το ότι ο «Πλούτος» παρουσιάστηκε με τη μορφή που έχει φτάσει στην εποχή μας ένα ή δύο χρόνια περίπου πριν τον «Κατά Σιτοπωλών» λόγο του Λυσία, όπου έχουμε δριμύ «κατηγορώ» κατά των κερδοσκόπων σε βάρος των πολιτών. Ας ιδούμε, λοιπόν, με λίγα λόγια την υπόθεση και του «Πλούτου». Ο Χρεμύλος, ένας πάμφτωχος Αθηναίος, και ο δούλος του είχαν πάει στους Δελφούς και γυρίζουν στο σπίτι τους. Η μαντεία που έλαβαν ήταν αρκετά περίεργη, να παραλάβει και να φροντίσει τον πρώτο άνθρωπο που θα βρει στο δρόμο για το σπίτι του και αυτό το άτομο έτυχε να είναι κάποιος γέρος τυφλός ζητιάνος, που αργότερα τους αποκάλυψε ότι ήταν ο Πλούτος και ότι είχε τυφλωθεί από τον Δία, οπότε δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το δίκαιο και σοφό από το κακό. Ελπίζοντας ότι θα τον βοηθήσει να γλιτώσει από την φτώχεια του ο Πλούτος, ο Χρεμύλος του υπόσχεται να τον βοηθήσει να ξαναβρεί το φως του. Η παρουσία του αλλοτινού ζητιάνου και νυν εύπορου στο σπίτι του Χρεμύλου φέρνει κοντά του πολλούς γείτονες και φίλους που άλλοι είχαν πραγματικά ανάγκη για χρήματα και άλλοι ήσαν φιλοχρήματοι. Τότε, εμφανίζεται η Πενία, που κοροϊδεύει τον Χρεμύλο και τον Βλεψίδημο, τον φίλο του, και τους λέει ότι θα «πληρώσουν» για ό,τι έκαναν. Παρά ταύτα, ο Χρεμύλος πάει τον Πλούτο στο ναό του Ασκληπιού και ο γέροντας βρίσκει το φως του και οι άνθρωποι χαίρονται που ο Πλούτος έκανε τη ζωή τους καλύτερη, αλλά επειδή οι πλούσιοι δείχνουν να περιφρονούν τους ανθρώπους και αφού πολλοί θνητοί και ιερείς ακόμα πάψανε να θυσιάζουν στους θεούς, ο Χρεμύλος, για να αποφύγει την οργή του Δία, αποφασίζει να αποκαταστήσει τον Πλούτο ως φύλακα του δημόσιου θησαυρού στο ναό της Αθήνας. Και στον «Πλούτο», όμως, ο Αριστοφάνης βρίσκει ευκαιρία να ρίξει τα «πυρά» του κατά των δημαγωγών. Χωρίς να κατονομάζει κάποιον εξ αυτών βέβαια.


Αρχής γενομένης από τους στίχους 28 – 31, όπου ο Χρεμύλος λέει ότι αυτός, καίτοι «θεοσεβής και δίκαιος», ζει στην φτώχεια, ενώ πλουτίζουν οι «ιερόσυλοι, ρήτορες, συκοφάντες, ραδιούργοι», γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν, κατά κόρον, τους δημαγωγούς και τους πολιτικάντηδες των Αθηναίων. Ακολούθως, στο στίχο 156, όταν ο Χρεμύλος είναι πάλι αυτός που λέει «δεν ζητούν το χρήμα οι ενάρετοι νέοι», ο Αριστοφάνης «βάλλει» κατά των δωροδόκων και φιλάργυρων νέων που ακολουθούσαν τους λαοπλάνους και τον Άδικο Λόγο τα περασμένα χρόνια. Όταν ο Χρεμύλος στους στίχους ισχυρίζεται ότι είναι δίκαιο να καλοπερνούν οι ενάρετοι πολίτες και να κακοπαθαίνουν οι πονηροί και οι άθεοι (στίχοι 489 – 491), ο νους των θεατών τρέχει ξανά και στους ασεβείς και δολοπλόκους λαοπλάνους που έχει κατά καιρούς βάλει στο «στόχαστρό» του ο Αριστοφάνης και από τους οποίους έχει δεινοπαθήσει σοβαρά στο παρελθόν η πόλη, εάν θυμηθούμε τον Κλέωνα και τους υπαίτιους του σκανδάλου των Ερμοκοπιδών και της βεβήλωσης των Ελευσινίων Μυστηρίων παραμονές της Σικελικής Εκστρατείας του 415 π.Χ..


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Από τις κωμωδίες του Αριστοφάνη αντλούμε μεγάλο αριθμό ενδιαφέροντων στοιχείων για την κοινωνικοπολιτική ζωή των Αθηναίων, τα οποία έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τους πολιτικούς των κλασικών χρόνων με τους οποίους «ασχολείται» η ποίηση του Αριστοφάνη. Στην παρούσα εργασία, όμως, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε από αυτά εκείνα τα στοιχεία της κοινωνικής ζωής που σχετίζονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με την πολιτική δράση των δημαγωγών. Οι Χαλκιδείς, πάλαι ποτέ άποικοι των Αθηναίων στην Εύβοια, είχαν κατά τον καιρό που ανέβηκαν οι «Ιππής» αποστατήσει από την Αθηναϊκή συμμαχία και ο Κλέων στην εν λόγω κωμωδία είναι έτοιμος να εξολοθρεύσει όποιον σχετίζεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο μαζί τους (στίχοι 235 – 239). Ο Ιππόδαμος, δεινός πολεοδόμος καταγόμενος από τον Πειραιά, διαβάλλεται εδώ ως «πολυφαγάς», αν και ήταν εχθρός του Κλέωνα. Το «Κυλώνειον Άγος» ήταν «μελανή κηλίδα» στην αθηναϊκή προ του 508 π.Χ. ιστορία, μια «κηλίδα» γεμάτη αρχομανία και ανίερες δολοφονίες στην οποία είχαν εμπλακεί οι πρόγονοι του Περικλή και του Αλκιβιάδη Αλκμαιωνίδες με το γενάρχη τους Μεγακλή. Ο οστρακισμός, η εξορία, ήταν πολιτικό μέτρο εναντίον όσων θεωρούνταν επικίνδυνοι για το πολίτευμα, αρχής γενομένης από τα χρόνια του Κλεισθένη, ενώ ο τελευταίος πολιτικός που οστρακίστηκε ήταν ο Υπέρβολος. “Οι δημοκρατικές πόλεις, για τούτο το λόγο θεσπίζουν τον οστρακισμό γιατί τούτες φαίνεται πως πάνω απ’ όλα επιδιώκουν την ισότητα. Έτσι οστράκιζαν και απομάκρυναν από την πόλη για ορισμένα χρόνια όσους φαίνονταν να υπερέχουν σε δύναμη, είτε διότι ήταν πλούσιοι, είτε διότι είχαν πολλές φιλίες είτε διότι, για κάποιον άλλο λόγο, είχαν πολιτική ισχύ”, όπως διαβάζουμε στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, 1284α 17-22, ενώ ο Διόδωρος ο Σικελιώτης έρχεται να συμπληρώσει («Ιστορική Βιβλιοθήκη», βιβλίο 11ο, 55), ότι «κάθε πολίτης έγραφε στο όστρακο το όνομα εκείνου που του φαινόταν ότι θα μπορούσε περισσότερο από άλλους να καταλύσει το δημοκρατικό πολίτευμα». Η τριηραρχία, με την οποία «απειλεί» στους «Ιππής» ο Παφλαγόνας τον Αλλαντοπώλη, ήταν μια από δαπανηρότατες λειτουργίες του αρχαίου αθηναϊκού πολιτεύματος, καθώς έπρεπε ο χορηγός να έχει έτοιμη μιαν τριήρη για τον πόλεμο ανά πάσα στιγμή, ενώ όταν μισούσαν πολύ κάποιον πλούσιο, του έδιναν παλιές τριήρεις ώστε να αναγκαστεί εξ ιδίων νέες να ετοιμάσει, κάτι πολυέξοδο. Ο Αριστοφάνης, στους «Αχαρνής», αναφέρει ότι το ψήφισμα που ίσχυε επί επωνύμων αρχόντων Μορυχίδου, Γλαυκίνου και Θεοδώρου (440, 439 και 438 π.Χ.) και το οποίο δεν επέτρεπε να γράφονται (και να διδάσκονται) κωμωδίες καταργήθηκε στη διάρκεια της θητείας του επώνυμου άρχοντα Ευθυμένη.


Οι Αθηναίοι, όπως βλέπουμε στους «Αχαρνής», είχαν διπλωματικές σχέσεις και με τους Πέρσες και με τους Θράκες και αντάλλαζαν πρεσβείες, ίσως για να τους βοηθήσουν και στον πόλεμο. Πέραν, όμως, από τους πολιτικούς που ψέγει ή σατιρίζει στις κωμωδίες του ο Αριστοφάνης στρέφει τα «βέλη» του και προς μια σειρά «παράσιτα» της Αθηναϊκής κοινωνίας, ανθρώπους δηλαδή κατακριτέου ήθους. Έτσι παρελαύνουν από μπροστά μας, ο Μεγακλής, που πρώτα διασπάθισε την γονική περιουσία και κατάντησε φτωχός αλλά μετά όταν ανακατεύτηκε με τα κοινά πλούτισε, ο εριστικός και πολυλογάς δημαγωγός Μαρψίας και οι πανούργοι Τισσαμενός, Φαίνιππος, Θεόδωρος, Ιππαρχίδης, Γέρης, Χάρης, Μύρμηξ, Νικόμαχος, Αρχέμορος και Αδείμαντος ο Λευκολόφου. Ο Κηφισόδημος είναι κλασικό δείγμα θρασέος και δικομανούς Αθηναίου πολίτη από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. και μετά και ο Κτησίας και ο Νίκαρχος ήσαν, στα χρόνια του Αριστοφάνη, χαρακτηριστικές περιπτώσεις συκοφαντών. Ο Αντίμαχος είχε εισηγηθεί ψήφισμα να μην πληρώνονται από τους χορηγούς τα μέλη του χορού των τραγωδιών ή κωμωδιών. Ο Ορέστης και ο Κρατίνος (όχι, όμως, ο ποιητής) αναφέρονται ως λωποδύτης και ως αλαζόνας και μέθυσος αντίστοιχα και φανερώνουν ως πού δύναται να φτάσει η ευζωΐα τους πολίτες. Ο Διοπείθης, που εμφανίζεται και στον Αριστοφάνη, ήταν ένας μανιασμένος, κατά τον Σύμμαχο, ρήτορας , δωροδόκος, χρησμολόγος, ενώ ο Μόρυχος ήταν ένας πολιτικός της εποχής εκείνης που διακωμωδείται ως τρυφηλού βίου και καλοφαγάς. Ο Κόννος ίσως ήταν ένα ακόμα «παράσιτο» που αφού έφαγε την περιουσία του τριγυρνούσε πάμπτωχος. Δυο «παράσιτα» ονόματι Λυσίστρατος απαντώνται στα έργα του Αριστοφάνη, ένας στους «Αχαρνής», ένας στους «Σφήκες». Ο Θεαγένης ήταν ένας μωρός, χοντρός και άσχημος και αμαθής από τον Πειραιά, ενώ ο Εύαθλος ένας πονηρός, ρίψασπις, κόλακας και συκοφάντης δημαγωγός, που μνημονεύεται από όλους τους κωμικούς (Αριστοφάνης, «Αχαρνής», «Σφήκες», « Ολκάδες» – Κρατίνος, «Θράτται» – Πλάτων «Πείσανδρος»). Ο Σίμων ήταν επίορκος σοφιστής. Ο Θέωρος ήταν κόλακας, αλαζόνας (όπως βλέπουμε στους «Αχαρνής»), μοιχός και κακόβουλος και ο Ευφήμιος ένας ακόμα από τους κόλακες. Ο Αριστοφάνης αποκαλεί το Σωκράτη «Μήλιο» ξαναφέρνοντας στο νου των θεατών το Διαγόρα το Μήλιο, γνωστό άθεο φιλόσοφο. Ο Χαιρεφώντας ο Σφήττιος ήταν μαθητής και ακόλουθος του Σωκράτη, τον αποκαλούσαν δε «νυχτερίδα», γιατί ήταν μαύρος στο δέρμα και ισχνόφωνος, ενώ ο Λεωγόρας ήταν φημισμένος για την «ευζωΐα» του και πατέρας του γνωστού ρήτορα Ανδοκίδη. Ο Κρατίνος διακωμωδεί τον Αμυνία ως κόλακα, αλαζόνα και συκοφάντη και στους «Σφήκες» ο Αριστοφάνης τον ψέγει ότι του αρέσουν τα ζάρια, ενώ πρέπει να επισημανθεί αφενός ότι ήταν του Προνάπους γιος και ότι αφετέρου κανονικά γραφόταν ως Αμεινίας αλλά, επειδή υπήρχε νόμος που απαγόρευε την φανερή διακωμώδηση των αρχόντων, ο Αριστοφάνης έγραψε το «ει» ως «υ». Ο Δερκύλος ήταν μάλλον κάποιος μέθυσος και όχι ένας από τους γνωστούς υποκριτές στην κωμωδία. Ο Κλέων, δείχνοντας «ζήλο» για δημόσια ήθη, στάθηκε η αφορμή να καταδικαστεί σε θάνατο ο κίναιδος Γρύττος. Εξ αυτού, συνάγουμε το συμπέρασμα για την ομοφοβία των σεμνοτυφών δημαγωγών. Ο Φιλόξενος διακωμωδείται ως πόρνος από τον Εύπολι και τον Φρύνιχο.


Ο Θουφάνης (: Θεοφάνης) ήταν υπογραμματέας της πόλης και κόλακας του Κλέωνα και ο Φανός φιλόδικος γραμματέας. Ο Θούμαντις διαβάλλεται ως άνθρωπος του «περιθωρίου», φτωχός και ψευτομάντης. Ο Πανδέλετος ήταν φιλόδικος και πανούργος συκοφάντης της εποχής του Σωκράτη και του Αριστοφάνη. Στους «Σφήκες» τα «πυρά» του Αριστοφάνη έχουν στόχο και τον πολιτικό Δρακοντίδη, ο οποίος ήταν μάλλον ακραίος ολιγαρχικός και στον Αριστοτέλη («Αθηναίων Πολιτεία») φέρεται ως εισηγητής του ψηφίσματος με το οποίο εγκαθιδρύθηκε η αρχή των 30 Τυράννων και έγινε και ο ίδιος μέλος τους. Επίσης, γίνεται μνεία και στον Ιππία, γιο του τυράννου Πεισιστράτου, ο οποίος ήταν τύραννος επίσης προς τα τέλη του 6ου αι. π.Χ., πιο αυταρχικός από τον πατέρα του και ο οποίος, όταν, με τη Δημοκρατία του Κλεισθένη (510 π.Χ.), εξέπεσε της εξουσίας του, κατέφυγε στην Περσία και επανήλθε στην Αττική με τους Πέρσες αρχιστράτηγους στη Μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.), αλλά μετά την ήττα του από τους Αθηναίους πέθανε τον ίδιο χρόνο μάλλον στη Λήμνο. Μνημονεύεται από τον Αριστοφάνη σε «Λυσιστράτη» και «Σφήκες». Έχουμε αναφορές και στον αρχηγέτη των Ολιγαρχικών και πολιτικό αντίπαλο του Περικλή, το Θουκυδίδη το γιο του Μελησία, που τα πατριωτικά του συναισθήματα σχετίζονται με τις «παλιές καλές εποχές», που οι δημαγωγοί και ο Άδικος λόγος έχουν «αφανίσει». Με αφορμή, όμως, τους «Σφήκες», ας γραφούν λίγα λόγια το πιο γνωστό λαϊκό δικαστήριο της κλασικής Αθήνας, την «Ηλιαία» (βλ. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών). Όπως μπορούμε να καταλάβουμε διαβάζοντας στις αρχαίες πηγές (Αριστοφάνης, Λυσίας, Ισοκράτης, Δημοσθένης, Ισαίος, Θουκυδίδης κ.α.), ήταν το σπουδαιότερο δικαστήριο της πόλης, αποτελούμενο από 6.000 δικαστές («ηλιασταί»), 600 από κάθε φυλή, που κληρώνονταν από τους καταλόγους των δήμων με ετήσια θητεία. Μέλος της μπορούσε να γίνει κάθε πολίτης που είχε συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας του και δεν εκκρεμούσε εναντίον του κατηγορία. Εξειδικευμένες περί δικαίου και νόμων γνώσεις δεν χρειάζονταν. Επειδή, όμως, η δικαστική εργασία ήταν πολλή και κοπιαστική και απαιτούσε οι Αθηναίοι να εγκαταλείψουν για όλο σχεδόν το έτος της θητείας τους τις μέχρι τότε προσοδοφόρες δουλειές τους, προβλεπόταν και δικαστικός μισθός ως κύριο κίνητρο για συμμετοχή όσων πολιτών δεν διέθεταν τα οικονομικά μέσα για να απασχολούνται ως δικαστές συνεχώς επί ένα χρόνο! Τα μέλη του ανωτάτου δικαστηρίου των Αθηνών, της «Ηλιαίας», έπαιρναν το μισθό τους μετά την έκδοση απόφασης, κάτι που γινόταν συχνά λόγω της δικομανίας των πολιτών και των δημαγωγών. Το δικαστήριο οφείλει το όνομά του στο ότι οι δικαστές συνεδρίαζαν έξω, κάτω από τον ήλιο μάλλον. Οι 6.000 δικαστές των χρόνων του Αριστοφάνη (5ος – 4ος αιώνας π.Χ.), λοιπόν, ορκίζονταν ότι θα ψηφίζουν κατά τους νόμους και τα ψηφίσματα της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής ή κατά συνείδηση, όπου δεν υπήρχε νόμος, ότι δεν θα δωροδοκηθούν, ότι θα είναι αμερόληπτοι – ανεπηρέαστοι από προσωπικά πάθη και ότι η ψήφος τους θα αφορά μόνο το περιεχόμενο της κατηγορίας. Δυο σταμνιά είχαν οι δικαστές και ψήφιζαν, στο ένα, το χάλκινο, έβαζαν τις αθωωτικές ή τις καταδικαστικές ψήφους και στο άλλο, το ξύλινο, τις άκυρες. Αθωωτικές ήσαν οι πλήρεις ψήφοι και καταδικαστικές οι τρύπιες. Η «Ηλιαία» συνεδρίαζε συνήθως κατά τμήματα των 600 και χρειαζόταν η παρουσία τουλάχιστον 501 μελών για να συνεδριάσει το τμήμα. Σε σοβαρότερες


περιπτώσεις συνεδρίαζαν υποχρεωτικά δύο τμήματα μαζί (οικονομικές υποθέσεις κ.ά.) ή ακόμη και τέσσερα (εσχάτη προδοσία), εντελώς εκτάκτως όμως και σπανιότατα σε ολομέλεια. Τέλος, στον «Πλούτο» βλέπουμε ότι τελικά δεν μπόρεσε να γίνει πράξη η καινοτόμα πρόταση της Πραξαγόρας στις «Εκκλησιάζουσες» περί περιουσιακής κοινοκτημοσύνης. Στους στίχους 500 – 504, ο Χρεμύλος λέει πως από τους συγκαιρινούς του πολλοί με δολερό μυαλό πλούτισαν κάμνοντας αδικίες και άλλοι που είναι τιμιότατοι ψωμοζητούν πάμφτωχοι.


Γ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Ι. «ΙΠΠΗΣ»: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ VS ΚΛΕΩΝ Στο «στόχαστρο» της σάτιρας του Αριστοφάνη, όπως διαπιστώνει ο θεατής των κωμωδιών του και αναφέρουμε και εμείς στην παρούσα εργασία, συχνά μπαίνουν υπαρκτά πρόσωπα της Αθηναϊκής πολιτικής. Στο παρόν παράρτημα της εργασίας μας, θα ασχοληθούμε μονάχα με τα «παρατσούκλια» του Κλέωνος που ο Αριστοφάνης του προσάπτει στους «Ιππής». Επελέγη ο Κλέων, γιατί, κατά τον Αριστοφάνη, είναι ο χειρότερος από τους δημαγωγούς που στηλιτεύει με τις κωμωδίες του. Επελέγησαν οι «Ιππής», επειδή πρόκειται για την κωμωδία στην οποία το πρόσωπο που σατιρίζεται ως επί το πλείστον είναι ο Κλέων. Οι λέξεις τις οποίες αναζητήσαμε και βρήκαμε ή υπήρχαν ήδη στην αρχαία ελληνική γλώσσα ή τις «σκαρφίστηκε» ο ποιητής για να ελκύσει την προσοχή και να προξενήσει το ενδιαφέρον των θεατών ή να περιγράψει ακριβέστερα το ήθος του Κλέωνος. Ας ιδούμε τις λέξεις αυτές καταρχάς με τη σειρά που εμφανίζονται στην εν λόγω κωμωδία και ας προσπαθήσουμε κατόπιν να τις ερμηνεύσουμε, αναλύοντας στα συνθετικά τους τις σύνθετες εξ αυτών. «Νεώνητον» και «κακόν» αποκαλεί τον Παφλαγόνα, τον Κλέωνα, δηλαδή από το στίχο 2 κιόλας ο πρώτος από τους μέχρι τότε δούλους του Δήμου. Δηλαδή, ως μόλις εξαγορασμένο, λέξη που ο θεατής δύναται να τη συνδέσει και με τον καθένα που άλλοι έχουν «αγοράσει» την ψυχή και τη συνείδησή του για να πετύχουν τους σκοπούς τους· και ως κακόν, επίθετο που παραπέμπει στη σκληρή και κακή ψυχή και την επίβουλη σκέψη. «Πανουργώτατον» και «διαβολώτατον», σε υπερθετικό βαθμό, από το «πανοῦργος» και «διάβολος» αντίστοιχα, τα αρνητικά που προσάπτει ο ένας από τους δούλους του Δήμου στο νέο δούλο, τον Παφλαγόνα, τον Κλέωνα, στο στίχο 45. Δηλαδή, ο Κλέων είναι ο πιο δόλιος και αυτός που συκοφαντεί περισσότερο από όλους τους άλλους. «Βυρσοπαφλαγών» είναι μια καθαρά αριστοφανική λέξη, που συναντάμε στο στίχο 47 των «Ιππέων» και χρησιμεύει στον Αριστοφάνη, αφού συνδυάζει τις δύο ιδιότητες του Κλέωνος, από οικογένεια βυρσοδέψη και φαφλατάς. «Βύρσα» είναι το δέρμα ενός ζώου· και «Παφλαγών» λογοπαίγνιο του ποιητή εκ του ρήματος «παφλάζω», κάνω θόρυβο. «Μιαρό» στους «Ιππής» αποκαλεί ο Αριστοφάνης τον Κλέωνα σε τρεις στίχους, 125, 304, 1224, αλλά και «μιαρώτατον» στο στίχο 831. Το εν λόγω επίθετο, που σχετίζεται με το ρήμα «μιαίνω» και το ουσιαστικό «μίασμα», σημαίνει τον βρομερό στο ήθος και – αν θυμηθούμε και την «Ιλιάδα» του Ομήρου Ω 420 – τον κηλιδωμένο με αίμα, και ο Κλέων είναι κηλιδωμένος με το αίμα όσων εχθρών της Αθήνας έχουν σκοτωθεί τα χρόνια εκείνα του Πελοποννησιακού Πολέμου. «Ἅρπαξ» είναι, κατά τον στίχο 137, ο Κλέων. Πρόκειται για εκείνον που αρέσκεται να αρπάζει από τους άλλους ό,τι τους ανήκει. Ο Κλέων είχε «βάλει στο χέρι» τους συμμάχους, αλλά και τους πλούσιους συμπολίτες του. «Πανοῦργον» στους στίχους 247, 249 και 450 παρουσιάζει ο Χορός των «Ιππέων» τον Παφλαγόνα, Κλέωνα, γιατί ο νους του μηχανεύεται όλα τα δόλια μέσα για να εξαπατά το λαό· στο στίχο 247, όμως, τον αποκαλεί και «ταραξιππόστρατον»,


αμιγώς αριστοφανική λέξη, που σημαίνει εκείνον που προξενεί αναταραχή στην ιππική παράταξη· η ταραχή αυτή έρχεται με τη σειρά της να προσθέσει επιπλέον οργή στην τάξη των Ιππέων για τον Κλέωνα. «Ἀλαζών» είναι ένα ακόμη επίθετο που προσδίδει ο Χορός στον Κλέωνα στο στίχο 269. Αλαζόνας είναι ό,τι και σήμερα, ο κομπαστής, ο υπέρμετρα μεγάλαυχος. «Βδελυρός» κατά τον Αριστοφάνη είναι ο Κλέων στο στίχο 304. Και είναι ο αισχρός, ο ξεδιάντροπος χαρακτήρας. Η λέξη «Βορβοροτάραξις» που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης στο στίχο 309 για τον Παφλαγόνα, τον Κλέωνα, αφορά όποιον ανακατεύει τη βρομερή λάσπη. Είθισται μέχρι και σήμερα να λέμε πως οι δημαγωγοί αρέσκονται στο να «λασπολογούν». Η επιθετικοποιημένη μετοχή στο στίχο 310 «ἀνατετυρβακώς», η προερχόμενη από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ἀνατυρβάζω», στα νεοελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως (ο) «ανακατωσούρας», η οποία εξυπηρετεί τον ποιητή να αποδώσει στο δημαγωγό Κλέωνα την ευθύνη για την εντός και εκτός Αθηνών ταραχή λόγω της πολιτικής του και εξαιτίας του συνεχιζόμενου πολέμου. Και τέλος, ο Κλέων αυτοχαρακτηρίζεται «κακοδαίμων» στους στίχους 1206 και 1243. Η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει ότι η ψυχή του είναι κυριευμένη από έναν κακό θεό, μεταφορικά ο θεατής θα μπορούσε να σκεφτεί πόσο «κακός δαίμων» εστάθη ο δημαγωγός για την πόλη και ότι της έφερε κακή, όχι την ευλογημένη από τους θεούς, τύχη όσο ήταν στα ηνία της.


ΙΙ. ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΠΕΡΙΚΛΗ ΚΑΙ ΔΗΜΑΓΩΓΩΝ Σημαντική βοήθεια θα μας παράσχει, προκειμένου να κατανοήσουμε το πολιτικό κλίμα στο οποίο γράφει και μέμφεται τους ταγούς της πόλης νοσταλγώντας παλιές δοξασμένες της εποχές ο Αριστοφάνης, το να επιχειρήσουμε, στο παρόν παράρτημα, μια σύγκριση της πολιτικής που ακολούθησε απέναντι στον Αθηναϊκό λαό ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου, στα χρόνια της παντοδυναμίας του (από το 461 έως το 429 π.Χ.) με την πολιτική των δημαγωγών που προσπάθησαν να επιβληθούν μετά απ’ αυτόν στην πολιτική ζωή της Αθήνας και έφεραν την πολιτική και κοινωνική παρακμή στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (429 – 411 και 410 – 404 π.Χ.). Και τούτο, διότι, όπως πιστεύει ο φιλόσοφος Σωκράτης (βλ. Πλάτωνος «Αλκιβιάδης Β’», 144e6 – 145a2), «όσα κάνει μια πόλη με άλλη πόλη ή αυτή καθαυτή, όλα οφείλονται στις ορμήνιες των ρητόρων». Έτσι, κύριες αρχές που διακρίνουν τον Περικλή και ορίζουν την ηθικότητά του ως πολιτικού ηγέτη είναι η μετριοπάθεια και η αξιοπρέπειά του. Η αξιοπρέπειά του αναδείχνεται από τον τρόπο με τον οποίο, όταν οι Αθηναίοι τον τιμώρησαν με χρηματικό πρόστιμο και δεν τον εξέλεξαν στρατηγό στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, δέχτηκε την ποινή του και από το πώς προσπαθούσε να πάρει το λαό με το μέρος του και να του επιβάλλει τις απόψεις του και, τέλος, από το ότι δεν ήταν φιλοχρήματος. Η προσωπικότητά του φαίνεται από τις προβλέψεις που είχε κάνει με την έναρξη του πολέμου και από τη σύνεση με την οποία σκόπευε να αντιμετωπίσει τις τυχόν δυσκολίες της σύγκρουσης με τους Πελοποννησίους. Η πολιτική που ακολούθησε ο Περικλής, όπως διαβάζουμε στην «Ιστορία» του Θουκυδἰδη στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, έχει τρεις κατευθύνσεις: Πρώτα απ’ όλα, η πόλη να μην έχει επεκτατικές βλέψεις όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος. Έπειτα, πρέπει να δοθεί ξεχωριστή φροντίδα στο ναυτικό, γιατί αυτό και πολιτική κυρίαρχο έκανε την Αθήνα ανά το πανελλήνιο και βοήθησε στην οικονομική της πρόοδο. Κατόπιν, καλόν είναι να αποφεύγονται παράτολμες ενέργειες, που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της πόλης και των πολιτών. Ο Περικλής, με τη λογική, την ευστροφία, τη διορατικότητα και τη φιλοπατρία που τον διέκριναν, σκεφτόταν και πρότασσε το καλό της πατρίδας του και πώς θα το προάσπιζε. Ταυτόχρονα, ήταν ο ολοκληρωμένος πολιτικός άντρας, που αποσπά το θαυμασμό του σε γενικές γραμμές αμερόληπτου ιστοριογράφου Θουκυδίδη, ο παιδαγωγός του δήμου. Αυτό μπορούμε να το δούμε στα λόγια (κεφάλαιο Β’, 64 – 65) με τα οποία θέλησε ο γιος του Ξάνθιππου να παρηγορήσει τους Αθηναίους που γκρίνιαζαν μετά τις πρώτες σε βάρος τους «αναποδιές» του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και στις συμβουλές με τις οποίες προτρέπει τους συμπατριώτες του τι μέτρα εάν έπαιρναν θα επικρατούσαν στον πόλεμο κατά των Λακεδαιμονίων. Πέραν τούτων, ο Περικλής και ενθάρρυνε τους συμπολίτες του και συγκρατούσε τα «χαλινάρια» τους όποτε έκρινε ότι έπρεπε και, επιπλέον, τους συμβουλεύει σε θέματα ηθικά, παροτρύνοντάς τους να τον μιμηθούν στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, καθώς πρότασσε την αδιαφθορία από χρήματα και τη χρησιμοποίηση Δημοκρατικών τρόπων (διάλογος) στις καθημερινές του κοινωνικές σχέσεις και ήξερε να υποτάσσεται, ακόμη κι όταν έμοιαζε πανίσχυρος, στη γνώμη της πλειοψηφίας.


Οι Αθηναίοι, τον καιρό του Περικλή, πείθονται, σαν σύνολο, στα λόγια του και δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι τελικά θα είναι νικηφόρος για αυτούς. Πρέπει να σημειωθούν, όμως, και οι προπολεμικές απόπειρες των πολιτικών αντιπάλων του Περικλή να σπιλώσουν το κύρος του και να κλονίσουν την επιρροή του στις λαϊκές μάζες, ψέγοντάς τον, κυρίως, άμεσα ή έμμεσα, για υπεξαίρεση των χρημάτων της Αθηναϊκής συμμαχίας, για πλουτισμό και για συναναστροφές από τις οποίες θα κινδύνευε η πόλη. Στο «Γοργία» του Πλάτωνος, όμως, διαβάζουμε (515e) και ετούτο, το οποίο φέρεται ειπών ο Σωκράτης: «αλλά το εξής πες μου ακόμη αν λέγεται ότι οι Αθηναίοι έγιναν καλύτεροι εξαιτίας του Περικλή ή, ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή διεφθάρησαν από εκείνον διότι εγώ, τουλάχιστον, αυτά ακούω, ότι δηλαδή ο Περικλής έκανε τους Αθηναίους οκνηρούς, δειλούς, φλύαρους και άπληστους, διότι πρώτος εισήγαγε την πληρωμή μισθών στους πολίτες για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην πόλη…». Στα πρώτα χρόνια του πολέμου και καθώς ο Περικλής είχε τα ηνία ακόμα, στην ιδιωτική του ζωή, όμως, ο κάθε Αθηναίος εξακολουθούσε να στενοχωριέται, γιατί είχε χάσει αγαθά που είχε συνηθίσει σ’ όλη του τη ζωή να απολαμβάνει, ξεχνώντας, όμως, ότι σημαντικό μέρος απ’ αυτά το όφειλε και στην πολιτική του Περικλή. Λογικά, λοιπόν, ως άτομα οι Αθηναίοι αγανακτούσαν ενάντια στον Περικλή, γιατί τον θεωρούσαν αποκλειστικό υπεύθυνο για την τροπή που πήρε ο πόλεμος στερώντας τους τ’ αγαθά τους. Μα τότε, συμβαίνει το παράδοξο. Ενώ, αρχικά, οι Αθηναίοι επιβάλλουν στον Περικλή πρόστιμο και τον καθαιρούν από στρατηγό, κατόπιν, σαγηνευμένοι από τους λόγους του, τον εξέλεξαν ξανά. Αυτό εξηγείται μόνον εάν δεχτούμε ότι οι πολίτες παραμέρισαν τον πόνο τους για τα ατομικά τους παθήματα, θεωρώντας σημαντικότερα τα συμφέροντα της πόλης τους και κρίνοντας άξιο για να τα διαχειριστεί το συνετό Περικλή. Ή εάν θεωρήσουμε ότι ευελπιστούσαν πως η τελική νίκη, την οποία μόνον ο Περικλής μπορεί να εγγυηθεί και να φέρει, θα «υπερκεράσει» την προσωρινή «χασούρα» τους! Οι δημοκόποι πολιτικοί που «διαδέχτηκαν» τον Περικλή στη δημόσια ζωή της Αθήνας, όπως βλέπουμε στην ιστοριογραφία (Θουκυδίδης, Ξενοφώντας), στη ρητορική (Λυσίας) και στο θέατρο (Αριστοφάνης κ.α.) όχι μονάχα δεν αγαπούσαν την πατρίδα τους, αλλά ήταν και ανεύθυνοι, συμφεροντολόγοι, επιπόλαιοι, ασήμαντοι, φιλοχρήματοι, δούλοι της ύλης, μια και ρίχτηκαν στην επιτέλεση πράξεων, που, αν και ευχαριστούσαν πρόσκαιρα το δήμο, «θυσίαζαν», μακροπρόθεσμα, τις δημόσιες υποθέσεις. Κι αυτό συνέβη, γιατί, εκμεταλλευόμενοι τη δημοφιλία τους, την οποία ίσως «ζηλεύουν» οι Ολιγαρχικοί και την «πληγώνουν» με την κωμωδία του Αριστοφάνη π.χ., υπολόγισαν πιο πολύ το προσωπικό τους κέρδος και την πολιτική τους εδραίωση από τη ζημιά που θα επέφεραν στο κοινωνικό σύνολο οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους. Έτσι, προέβησαν, αν και συνεχιζόταν ο πόλεμος, σ’ αποδυνάμωση του στρατού, ενώ δε διστάσανε να κολακεύουν το δήμο, για να κερδίσουν την εύνοιά του, και, αντίθετα με τις συμβουλές του Περικλή, προχώρησαν σε ορισμένες επιχειρήσεις – όπως ο ξολοθρεμός των Μυτιληναίων (428/7 π.Χ.), ο εξανδραποδισμός της Μήλου (416 π.Χ.) και η Σικελική εκστρατεία ( 415 – 413 π.Χ.) – που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έβλαψαν την Αθήνα στη διεξαγωγή του πολέμου. Ενδεικτικά, η εκστρατεία στη Σικελία απέβη μοιραία όχι επειδή οι Αθηναίοι δεν είχαν


λογαριάσει σωστά τη δύναμη των Σικελιωτών, αλλά γιατί οι δημαγωγοί «ναρκοθέτησαν» αρχής εξαρχής την επιχείρηση και μετά δεν έπαιρναν τις ωφέλιμες αποφάσεις για όσους βρίσκονταν στη Σικελία. Τελικά, οι δημαγωγοί παρέσυραν τους πολίτες σε λανθασμένες αποφάσεις, όπως στην καταδίκη των στρατηγών της νίκης των Αργινουσών π.χ., αλλά και σε εμφύλια διαμάχη, την περίοδο τόσο του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411/ 410 π.Χ., όσο και των «Τριάντα Τυράννων» όταν τέλειωσε σε βάρος της Αθήνας ο Πελοποννησιακός πόλεμος (404 π.Χ.). Οι αναταραχές στο εσωτερικό της πόλης προς τα τέλη του πολέμου και του 5ου αι. π.Χ. δημιούργησαν πολιτικό σάλο, που στάθηκε ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικοπολιτικής παρακμής και της τελικής (πολιτικής, πνευματικής, ιδεολογικής και κοινωνικής) κατάρρευσης τα μετά το 362 π.Χ. χρόνια. Η Claude Mosse, επιπλέον, σημειώνει ως διαφορά του Περικλή και όσων διαχειρίστηκαν την εξουσία στην Αθήνα μετά από αυτόν και το ότι (βλ. «Το τέλος της Αθηναϊκής δημοκρατίας», σελ. 345) «ο Περικλής είχε ασκήσει, στον 5ο αιώνα, εξουσίες που ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνες που του παραχωρούσε το λειτούργημα με το οποίο είχε επιφορτιστεί. Αλλά είχε πάντα φροντίσει να παραμείνει μέσα στα όρια της αυστηρής νομιμότητας και η υπερηφάνεια του τού απαγόρευε να επιζητήσει να γίνει δημοφιλής. Αντίθετα, από τα τέλη του 5ου αιώνα, ο νικητής στρατηγός έχει την τάση να επωφελείται από τη δόξα του για να ενισχύσει το προσωπικό του κύρος μέσα στην Πόλη […]». Ο Αθηναϊκός, όμως, λαός, στα χρόνια των δημαγωγών, έχει κι αυτός το μερίδιο των ευθυνών του, αν και ποτέ δεν το παραδέχεται και ρίχνει πάντα το «βάρος» στους δημοκόπους. Δεν έχει το ηθικό ανάστημα και, μολονότι φαίνεται να επικροτεί τα επί σκηνής καυστικά κατά των λαοπλάνων «πυρά» του Αριστοφάνη, φταίει, επειδή παρασύρθηκε από τους δημαγωγούς και τους κόλακες, που – αν και του έταζαν «λαγούς και πετραχήλια» – κοίταζαν πιο πολύ το δικό τους, και μόνο αυτό, εφήμερο κέρδος και πώς να βλάψουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, π.χ. Αλκιβιάδης και Νικίας, προς ίδιον πολιτικό όφελος, έπεισαν το δήμο για τον οστρακισμό του Υπέρβολου. Οι Αθηναίοι της μετά τον Περικλή εποχής οδηγούνται στον όλεθρο, γιατί πείθονταν σε όσους τοποθέτησαν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους πιο ψηλά από οποιαδήποτε εθνική σκοπιμότητα. Λογουχάρη ο Κλέων, για να αποχτήσει προσωπική δόξα, είχε αρνηθεί να συνυπογράψει, το 425 π.Χ., με τους Σπαρτιάτες ειρήνη σε μιαν εποχή που οι όροι της θα συνέφεραν την Αθήνα. Στο σημείο αυτό, ας θυμηθούμε ότι ο ολιγαρχικών φρονημάτων και εξόριστος λόγω της φιλίας του προς τους Λακεδαιμονίους Αθηναίος φιλόσοφος και ιστορικός του 4ου αι. π.Χ. Ξενοφών, σ’ ένα κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» (μετάφραση του Κώστα Βάρναλη) βάζει το γιο του διάσημου πολιτικού Περικλή, Περικλή στο όνομα επίσης μα ήσσονος έναντι του πατρός πολιτευτή, ο οποίος ζει και πολιτεύεται τα ύστερα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου στην Αθήνα, να περιγράφει πώς οι συμπατριώτες του, ξεφεύγοντας από τις αρετές και τις συνήθειες των προγόνων τους, έφτασαν, στα χρόνια από το 429 έως το 406 περίπου π.Χ., στον ηθικό ξεπεσμό και οδήγησαν έτσι την πατρίδα τους ανεπιστρεπτί σε σοβαρά δεινά. «Διότι πότε οι Αθηναίοι ωσάν τους Λακεδαιμονίους ή τους πρεσβυτέρους των θα σεβασθούν, αφού από τους πατέρας των αρχίζουν να περιφρονούν τους γεροντοτέρους, ή τόσον θα ασκηθούν σωματικώς, αφού όχι μόνον οι ίδιοι παραμελούν την σωματικήν υγείαν, αλλά και περιγελούν εκείνους που την φροντίζουν;


Πότε δε θα πείθωνται τόσον εις τους άρχοντας, αφού και υπερηφανεύονται διότι περιφρονούν τους άρχοντας, ή πότε ούτω θα ομονοήσουν, αφού μάλιστα, αντί μεν να βοηθούν ο ένας τον άλλον εις τα συμφέροντά των, βλάπτουν αλλήλους και φθονούν ο ένας τον άλλον περισσότερον παρά τους ξένους ανθρώπους, προ πάντων δε και εις τας ιδιωτικάς συναθροίσεις και εις τας δημοσίας διχογνωμούν και πλείστας δίκας αναμεταξύ των κάμνουν και προτιμούν μάλλον κατ’ αυτόν τον τρόπον να κερδίζουν ο ένας από τον άλλον, παρά βοηθούντες αλλήλους, επειδή δε τα θεωρούν τα κοινά ως ξένα, μάχονται δι’ αυτά, και χαίρονται πάρα πολύ διά τας δυνάμεις τας οποίας καταναλίσκουν εις τας τοιαύτας έριδας; Ένεκα τούτων αφ’ ενός μεν πολλή βλάβη και δυστυχία γεννάται εις την πόλιν, αφ’ ετέρου δε πολλή έχθρα και μίσος μεταξύ των πολιτών δημιουργείται». Στα κατοπινά του Περικλή χρόνια, παρατηρούμε, εξάλλου, την επικράτηση «ψυχολογίας του όχλου», τον οποίο βλέπουμε να κινείται μαζικά – σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς που πρωταγωνιστούν στην Αθήνα – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, καλλιεργώντας τις «συνθήκες» για τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων εις βάρος της Δημοκρατίας και των ίδιων των πολιτών και των δικαιωμάτων τους τελικά. Δηλαδή, όπως πείθονταν ο Αθηναϊκός λαός στον Κλέωνα, τον Αλκιβιάδη και σε άλλους δημαγωγούς προ του 413 π.Χ., το ίδιο εμφανίζεται, για να «ξεφορτωθεί» τους λαοπλάνους, να πείθεται και στον Πείσανδρο και τους ακραίους Ολιγαρχικούς επικεφαλής των 400, αλλά και να παρασύρεται από το μετριοπαθή Θηραμένη και την ομάδα του το 411 π.Χ. και μετά, προκειμένου να ανατρέψει τους Ολιγαρχικούς, να ξαναστρέφεται προς τον Αλκιβιάδη. Αυτές οι «παλινωδίες» και η «ευπιστία» του Αθηναϊκού λαού έφεραν τη Δημοκρατία να παίρνει την «κατιούσα» δίχως ποτέ να μπορέσει να συνέλθει στην προ του Πελοποννησιακού πολέμου ακμή της. Το πού οδήγησε τους Αθηναίους η πολιτική των δημαγωγών, που διαδέχτηκαν τον Περικλή, το βλέπουμε στο λάβρο λόγο «Περί Ειρήνης» του Ισοκράτη (μετάφραση: Μ. Γ. Ξανθού, 84 – 85), που τοποθετείται χρονικά στα 355 π.Χ. αλλά αναφέρεται σε όσους κυβέρνησαν, δημοκοπώντας, στην Αθήνα στα τελευταία χρόνια του 5ου αι. π.Χ. : «Τόσο πολύ παραμέλησαν τα δικά τους θέματα και επιθύμησαν τις ξένες κτήσεις, ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Αττικής και είχαν ήδη χτίσει το φρούριο στη Δεκέλεια, αυτοί προσπαθούσαν να εξοπλίσουν πλοία για να εκστρατεύσουν κατά της Σικελίας, και δε ντρέπονταν που άφηναν την πατρίδα τους να καταστρέφεται και να λεηλατείται, ενώ έστελναν στρατό εναντίον ανθρώπων που ποτέ δεν μας είχαν βλάψει. Έφτασαν μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφροσύνης, ώστε, ενώ δεν ήταν κύριοι των γειτονικών τους προαστίων, περίμεναν να κυριεύσουν την Ιταλία, τη Σικελία και την Καρχηδόνα. Τόσο πολύ ξεπέρασαν σε ανοησία όλους τους ανθρώπους, ώστε, ενώ τους άλλους οι συμφορές τούς κάνουν να είναι συγκρατημένοι και πιο συνετοί , αυτοί ούτε από τα παθήματά τους πήραν το μάθημά τους». Με τις απόψεις του Ισοκράτη φαίνεται πως συμφωνεί και ο Δημοσθένης, όταν, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται κι αυτός στο πού οδήγησαν την Αθήνα οι κάθε λογής δημοκόποι της πολιτικής ζωής («3ος Ολυνθιακός», μετάφραση: Α.Ι. Γιαγκόπουλος & Μ. Αραποπούλου, 22 ): «Αφότου όμως εμφανίστηκαν οι ρήτορες που σας ρωτούν «Τι επιθυμείτε; τι να εισηγηθώ; Ποια χάρη να σας κάνω;», από εκείνη τη στιγμή θυσιάστηκαν απερίσκεπτα τα συμφέροντα της πόλης με αντάλλαγμα μια πρόσκαιρη δημοτικότητα· γι' αυτό, συμβαίνουν τέτοια πράγματα· γι’ αυτό, όλες


οι υποθέσεις αυτών πηγαίνουν καλά, ενώ οι δικές σας είναι για ντροπή». Ο ίδιος, μάλιστα, ο Δημοσθένης είναι που γράφει στον “Κατ’ Αριστογείτονος Β’ λόγο του (παρ. 1 – 2) και μεταφράζει ο Α. Τυφλόπουλος: «Εσείς πρέπει να απομακρύνετε και να εμποδίζετε όλους όσοι παραβιάζουν τους νόμους, και πολύ περισσότερο όσους έχουν αναλάβει κάποιο αξίωμα και όσους ασχολούνται με την πολιτική· γιατί αυτοί είναι φυσικό να αφενός βλάπτουν τα δημόσια πράγματα, αν είναι αχρείοι, και αφετέρου να προσφέρουν πάλι τα μεγαλύτερα οφέλη, αν είναι τίμιοι και πρόθυμοι να μένουν προσηλωμένοι στους νόμους». Πρέπει, όμως, να γραφεί και ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος, εάν δεν υπήρχε ο θανατηφόρος λοιμός σε βάρος των Αθηναίων και εξέλειπαν οι φιλοπόλεμοι και ασύνετοι δημαγωγοί τους, είχε, από τις πρώτες επιχειρήσεις, επιδείξει την ετοιμότητα, χάρη στον Περικλή, της Αθήνας έναντι της Σπάρτης και των Πελοποννησίων συμμάχων της. Αυτό το γράφει ο, αν και Αθηναίος, αντικειμενικότατος ιστορικός του πολέμου ο Θουκυδίδης του Ολόρου στην «Ιστορία» του και δεν έχουμε λόγο, συνδυάζοντας και όλες τις άλλες πηγές (ρητορικά, ιστορικά, θεατρικά κ.α. κείμενα) για την ίδια εποχή, να τον αμφισβητήσουμε! Φτάνει να θυμηθούμε και ότι, πέρα από τους ναυτικούς εξοπλισμούς και την ετοιμότητα του στρατού ξηράς, για την οποία γίνεται λόγος στον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. (βλ. Θουκυδίδη, «Ιστορία», βιβλίο 2ο, κεφάλαιο 39), από το 458 – 456 π.Χ. ο Περικλής αποδίδει μεγάλη σημασία και στο χτίσιμο των Μακρών Τειχών μεταξύ Αθηνών και Πειραιά στο οποίο επιδίδεται με μεγάλο ζήλο.


Δ. ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Α. Αρχαίοι συγγραφείς (πρωτότυπο κείμενο)  Andocide. Discours, Dalmeyda, G., εκδ. 1930. Παρίσι: Les Belles Lettres. Ανατύπωση, 1966.  Αristotle, Aristotle in 23 Volumes (trans. H. Rackham), Cambridge, MA, Harvard University Press, William Heinemann Ltd. (London, 1944).  Aristophanes Comoediae (ed. F.W. Hall and W.M. Geldart), Clarendon Press, (Oxford, 1907).  Demosthenis orations, 4 τόμοι, Butcher, S.H. & W. Rennie, εκδ. 190331. Οξφόρδη: Clarendon Press. Ανατύπωση, 1960-66.  Dubner F., «Scholia Graeca in Aristophanem” (1843, Παρίσι, εκδόσεις A. Firmin Didot.  Isocrate, Discours, Mathieu, G. & Ε. Brémond, εκδ. 1929-62. Παρίσι: Les Belles Lettres. Διορθωμένη ανατύπωση, 1963-67.  Kock Theodor, Comicorum Atticorum fragmenta, i. (1880).  Lysiae orationes (editio maior), Thalheim, T., εκδ. 1913. 2η έκδ. Λειψία, Teubner.  Meineke Augustus, Fragmenta comicorum graecorum, editio minor, 1847.  Platonis opera, Ι – V, επιμ. J. Burnet, έκδοση 1900 – 07. Οξφόρδη, Clarendon Press. Ανατύπωση 1967 – 68.  Vies [par] Plutarque. Texte betabli et traduit par Robert Flaceliaere, Emile Chambry & Marcel Juneaux. Παρίσι, "Les Belles-Lettres," 1964-1983.  Thucydides, Historiae in 2 volumes, Oxford University Press, (Oxford, 1942).  Xenophontis opera omnia, Marchant, E.C., εκδ. 1900-21. 2η έκδοση Οξφόρδη: Clarendon Press. Ανατύπωση, 1961-71.  Αριστοφάνους Κωμωδίαι, εκδόσεις Πάπυρος, τόμοι 3, Αθήνα, 1995.  Διόδωρου του Σικελιώτη, «Άπαντα», εκδόσεις Κάκτος, μετάφραση Φιλολογική ομάδα, Αθήνα 1997 – 1998.  Μάρκου (Αυρηλίου) Αντωνίνου, «Τα εις εαυτόν» Β. Ιστορία και Γραμματολογία:  Απέργη Σταύρου Γ., Λεξικό όρων του αρχαίου δράματος τραγωδία, κωμωδία, σατυρ. δράμα και του αρχαίου θεάτρου, εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα, χ.χ.  Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας, Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ – Ινστιτούτο Ιστορίας, Αθήνα, 1978, εκδόσεις Γ. Παπακωνσταντίνου.  Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Γ1 και Γ2, Αθήνα, 1972.  Βάρναλης Κώστας, Αισθητικά και κριτικά, τομ. Β΄, Αθήνα 1958, Κέδρος.  Εθνικό Θέατρο, ψηφιοποιημένο αρχείο δημοσιευμάτων σχετικών με τον Αριστοφάνη και τις κωμωδίες του  Ζενάκος, Λ. 1991, Αριστοφάνους Σφήκες (μετάφραση), Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο.

Καραγάτσης Μ., Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις Εστία.


 Κορδάτος Γ., Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τόμος 3ος , Αθήνα, 1956, εκδόσεις 20ου αιώνα.  Κορδάτος Γ., Η αρχαία τραγωδία και κωμωδία: Ποιες είναι οι κοινωνικές ρίζες του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, Αθήνα, 1954, εκδόσεις Μπουκουμάνη.  Κορδάτος Γ., Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς, Αθήνα, 2010, εκδόσεις Συλλογή.  Μπονάρ Α., Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1991 -2, μετάφραση Δ. Θοιβιδόπουλος και Ε. Γαρίδη.  Ορφανός Γεώργιος Η., Όταν η Αθηναϊκή Δημοκρατία κινδύνευσε…, επιμ. Κυριάκος Γεωργιάδης-Ιωάννης Κιορίδης-Λία Μήλιου. “Λόγοι εν Σέρραις”. Τόμος 5ος. Σέρρες, ΕΑΔΕΓ, 2019.  Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, 2005.  Πίνη Εύη, Περικλής και Κλασική Αθήνα, εκδόσεις Ερευνητές, Αθήνα, 2009.  Σακελλαρίου Μ., Η Αθηναϊκή δημοκρατία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.  Σολομού Αλέξη, «Θεατρικό λεξικό: Πρόσωπα και πράγματα στο παγκόσμιο θέατρο», Αθήνα, 1989, εκδόσεις Κέδρος.  Λεξικό Σουίδα - 10ος αιώνας μ.Χ. , Εκδόσεις Θύραθεν, Αθήνα, 2002.  Σπυρόπουλου Ηλία Σ., Αριστοφάνης: σάτιρα – θέατρο – ποίηση (1988)  Andrewes Α., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφ. Παναγόπουλος Α., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1987.  Barbagallo C., Τα αίτια παρακμής της Αρχαίας Ελλάδος, Αθήνα 1986, εκδόσεις Μπάυρον.  Bengtson H., Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος, Μέλισσα, Αθήνα 1991.  Bonnard Andre, Ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός, τόμοι 3, μετάφραση: Δ. Θοιβιδόπουλος, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1991.  Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1996.  Cawkwell, G., Thucydides and the Peloponnesian War, London & N. York, 1997  Cohen R., Αθηναϊκή δημοκρατία, από τη γέννηση της ως το θάνατό της, Ειρμός, Αθήνα 1992.  Cornford, F.M., Η Αττική κωµωδία, µτφρ. Λ. Ζενάκος, εκδ. Παπαδήµα, Αθήνα, 1993, 3η έκδοση.  De Ste Croix, G. E. M., Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Αθήνα 1997, εκδόσεις Ράππα, μετάφραση Γ. Κρητικός.  Dover Κ. J., «Η κωμωδία του Αριστοφάνη» , Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1997, μετάφραση Φ. Κακριδής  Easterling P.E. - Knox B.M.W., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Ν. Κονομής, Χ. Γρίμπα, Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1994.  Faguet E., «Εισαγωγή στη Φιλολογία», μετάφραση: Κ. Μετρινός, εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ..


 Flacelier R., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφραση Γ. Βανδώρος, εκδόσεις Παπαδήμας, Αθήνα 2004.  Glotz G., Η Ελληνική Πόλις, μτφρ. Α. Σακελλαρίου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα: 1981.  Harvey P., «The Οxford Companion to Classical Literature», Oxford, Oxford University Press, 1980.  Hornblower Simon, Ο ελληνικός κόσμος 479 – 323 π.Χ., εκδόσεις Οδυσσέας, μετάφραση Εύα Πέππα, Αθήνα 2005.  Kagan D., Περικλής ο Αθηναίος και η γέννηση της δημοκρατίας, μετάφραση Ο. Παπακώστα, εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα, 2005.  Lesky A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφραση Α. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη 1985, έκδοση 5η αναθεωρημένη.  Montanari Franco, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας – Από τον 8ο αι. π.Χ. έως τον 6ο αι. μ.Χ., σε μετάφραση Σ. Κουτράκη, Δ. Κουκουζίκα και Κ. Σιββά και επιμέλεια των Δ.Ι. Ιακώβ και Α. Ρεγκάκου, εκδόσεις University Studio Press, 2008-9.  Μοντανέλλι Ι. , Ιστορία των Ελλήνων, εκδόσεις «Θεμέλιο», Αθήνα 2008, Μετάφραση Σ. Δρακοπούλου.  Mosse Cl., Το τέλος της Αθηναϊκής δημοκρατίας, κοινωνικές και πολιτικές όψεις της παρακμής της ελληνικής πόλεως στον 4ο αιώνα π.Χ., εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1978.  Murray G., Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφραση Σίμου Μενάρδου, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1974.  Romilly de, J., Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, Αθήνα 1992.  Romilly, J. de, Ο Θουκυδίδης και ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, Λ. η Στεφάνου, 2 έκδοση, Αθήνα 2000.  Sinclair, R.K., Δημοκρατία και συμμετοχή στην αρχαία Αθήνα, μετ. Ελένη Ταμβάκη, Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1997.  Smith William, Dictionary of Greek and Roman Biography and Mythology (1867).  Starr Ε., Η γέννηση της Αθηναϊκής δημοκρατίας, η Εκκλησία κατά τον ο 5 αιώνα π.Χ., εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1991.  Wilcken U., Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Μετάφραση Ι. Σ. Τουλουμάκος, εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1976


Σύντομο Βιογραφικό σημείωμα: Ο Γεώργιος Η. Ορφανός γεννήθηκε το 1969 στα Χανιά. Σπούδασε Φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη Διαχείριση Πληροφοριακών Συστημάτων και στη Διαχείριση της Πολιτισμικής Κληρονομιάς στο ίδιο Πανεπιστήμιο.

Εργάζεται στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση

Κρήτης (Ηράκλειο). Δημοσιεύει, από χρόνια, πληθώρα φιλολογικών, ιστορικών, κοινωνικοπολιτικών άρθρων του σε εκτός Αθηνών έντυπα ΜΜΕ (Κρήτη και Αιτωλοακαρνανία) είτε με το κανονικό του ονοματεπώνυμο, είτε υπό το ψευδώνυμο «Γ. Απτεραίος», ενώ έχει συγγράψει την ιστορική μονογραφία «Όταν η Αθηναϊκή δημοκρατία κινδύνευσε…», που κυκλοφόρησε σε αυτοτελές τομίδιο από την ΕΑΔΕΓ Σερρών το 2019, αλλά και το «Ανθολόγιο όρων και θεωριών Γενικής Διδακτικής και Ψυχοπαιδαγωγικών θεμάτων», το οποίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Gutenberg το 2008 .


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.