PLAYS FOR THEATER

Page 1

1. «Παιχνίδια» (Θεατρικό μονόπρακτο) Ιησούς: Σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες! Ολομόναχος! Σε τούτην εδώ την έρημο! Στο Πνεύμα πειθαρχώντας, αμέσως μετά το βάφτισμα στον Ιορδάνη, εδώ ήλθα! Σε μιαν αναζήτηση και γνωριμία της ψυχής μου… Πείνασε, όμως, το ανθρώπινο κορμί μου και δίψασε η θνητή μου σάρκα! Διάβολος: Πεινάς; Ιησούς: Ποιος είναι; Διάβολος: Λες πως είσαι Γιος του Θεού! Απόδειξέ μου το! Ιησούς: Μα πώς; Διάβολος: Αυτές εδώ, τις σκληρές πέτρες τις βλέπεις; Ιησούς: Μάλιστα! Διάβολος: Διάταξέ τες να γίνουν ψωμιά μαλακά και εύπεπτα! Ιησούς: Προτιμώ να μείνω νηστικός! Ναι, είναι στις Γραφές μέσα καταχωρισμένο, «O άνθρωπος δε θα ζει μονάχα για το ψωμί, αλλά θα ζει για να εφαρμόζει κάθε λόγο του Θεού…»! Διάβολος: Καλά! Ιησούς: Θύμωσες; Διάβολος: Όχι! Όχι! Όχι! Θα σε περιποιηθώ, όμως, στη συνέχεια! Ιησούς: Έτσι νομίζεις; Διάβολος: Έλα κοντά μου, να, βάλε το χέρι σου, Ιησού μου, αντήλιο και δες όλον τον κόσμο από την κορφή ετούτου του πανύψηλου βουνού! Πες μου, τι βλέπεις; Ιησούς: Ανθρώπους που πάνε και έρχουνται! Διαρκώς και ασταμάτητα! Υποχείρια, οι πιο πολλοί, εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων! Πλούσιοι και φτωχοί, νέοι, γέροι και παιδιά, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές και τις χώρες σ’ ένα αδιάκοπο πηγαινέλα! Άλλοι θέλουν να επιβιώσουν μόνο, άλλοι θέλουν να ισοπεδώσουν τους άλλους, κάποιοι πορεύονται με αγάπη και μερικοί αρέσκονται να πληγώνουν τους αποδέλοιπους! Διάβολος: Σωστά! Όλος, όμως, αυτός ο κόσμος, νέε μου, έχει ανάγκη έναν αφέντη, έναν ηνίοχο, για να τον κουμαντάρει, να μη λοξοδρομεί το άρμα όπου θέλουν τα άλογα, αλλά εκείνος να τα κατευθύνει όπου του αρέσει! Έτσι, το βλέπεις όλο το ανθρωπολόι; Σε μένα, αφενός, έχει παραδοθεί η εξουσία επί όλων αυτών να την κάνω ό,τι κάνω κέφι και να τη δώσω όπου θέλω! Σε σένα, αφετέρου, σκέφτηκα να τη χαρίσω! Ιησούς: Σε μένα; Διάβολος: Φτάνει, Ιησού, να πέσεις χάμου, ν’ αρνηθείς το Θεό Πατέρα σου και να με προσκυνήσεις κωλοσερνάμενος όπως οι αυλοκόλακες τους βασιλείς! Χα χα χα! Ιησούς: Ποτέ δε θα γίνει αυτό, Σατανά! Να μου λείπει η αποχτημένη με απάρνηση όσων με αγαπούν και αγαπώ δύναμη και εξουσία! Φύγε από μπρος μου καταραμένε, γιατί είναι γραμμένο: «Tον Kύριο, το Θεό σου θα προσκυνήσεις και μονάχα αυτόν θα λατρέψεις!» Διάβολος: Άλλη μια προσπάθεια και αν δεν καταφέρω να σε πάρω με το μέρος μου, θα φύγω και θ’ αφήσω τους αγγέλους να σε υπηρετούν! Μα θα ξαναγυρίσω, εκεί και τότε που δεν θα με περιμένεις! Χα χα χα! Ιησούς: Για να δούμε το διαβολικό σου μυαλό τι θα σκαρφιστεί πάλι! Μα ό,τι κι αν είναι, θα σε συντρίψω, αντίθεε! Διάβολος: Θα πάμε, Ιησού, στην Ιερουσαλήμ! Στο Ναό του Σολομώντα!


Ιησούς: Κι άλλο παιχνίδι; Δεν απογοητεύτηκες; Να κάνουμε τι εκεί; Μπροστά σε τόσον κόσμο και το ιερατείο τι θάχεις το θάρρος να μου κάνεις; Διάβολος: Ας δεχτώ πως Γιος του Θεού είσαι! Από του Ναού το ακροκέραμο, πέσε χωρίς δεύτερη σκέψη καταγής! Ξέρω πως οι Γραφές λένε πως τους αγγέλους του ο Θεός, εάν είσαι όντως ο μοναχογιός του, με αγάπη σαν του Αβραάμ προς τον Ισαάκ, τους αγγέλους του, ναι, για να σε σώσει, θα προστάξει να σε σηκώσουν πάνω στα χέρια τους, για να μην τυχόν σκοντάψει κανένα πόδι σου σε πέτρα και πέσεις να σκοτωθείς… Εάν τη γλιτώσεις, θα φύγω από το δρόμο σου, στο είπα! Ιησούς: Τι μου λες; Και κάτι άλλο λέει η Γραφή, αλλά εσύ μου φαίνεται διαβάζεις ό,τι θέλεις και όπως σε βολέβει! «Δε θα προκαλέσεις και δε θα πειράξεις τον Kύριο, το Θεό σου!» Διάβολος: Νενίκηκάς με, Ιησού! Ιησούς: Εγκαταλείπεις την προσπάθεια; Διάβολος: Δεν έχω άλλο πειρασμό να σε δοκιμάσω χρησιμοποιώντας απατηλό τέχνασμα, δεν έχω άλλο δολερό παιχνίδι να σε παγιδέψω … Είσαι πιο δυνατός από μένα, αλήθεια, παντοδύναμος και πανέξυπνος, Ιησού, γιος Θεού! Ιησούς: Μα δε σε νίκησα εγώ, αλλά η αλήθεια και η αγάπη! Και Λυδία λίθος της αλήθειας και της αγάπης, κακόψυχε Σατανά, είναι η καρδιά, όταν αντέχει στις δυσκολίες και βγαίνει νικήτρια! Όταν δεν φοβάται το χιονιά και αγωνίζεται με όλες τις δυνάμεις να χαρεί ακόμα και την παραμικρή ηλιαχτίδα! Και να θυμάσαι κάτι πάντα, η αληθινή αγάπη δεν είναι κάτι που εκπίπτει. Ζει πάντοτε μέσα στις ψυχές των ανθρώπων και τις κατευθύνει ό,τι κι αν γίνει στη ζωή τους, με ή χωρίς τη θέλησή τους… 1. «ΕΞΩ!» (Θεατρικό τρίπραχτο) Πράξη Α’ : Άντρας α’: Μαυραγορίτες! Απατεώνες! Κλέφτες! Άντρας β’: Φύγε αμέσως από εδώ! Άσε με να κάνω τη δουλιά μου! Άντρας α’ : Δουλιά σου το λες έξω από το Ναό του Σολομώντα να κλέβεις ξεδιάντροπα στο ζύγι και ν’ αδειάζεις τα πορτοφόλια των ανθρώπων για λίγο στάρι και να κοροϊδέβεις χήρες και ορφανά; Κλέφτες! Ρουφάτε αδίσταχτα και ανενδοίαστα το αίμα και τον ιδρώτα του λαού! Άντρας β’ : Κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν ν’ αγοράσει το παραμικρό! Μόνοι τους έρχουνται στους πάγκους και αγοράζουν ό,τι χρειάζονται. Και κανείς δεν έχει παραπονεθεί ποτέ για τίποτα! Ούτε για την ποιότητα, ούτε για τις τιμές! Άντρας α’ : Κλέφτη! Εκμεταλλεύεσαι την πείνα του κόσμου και την ανάγκη του! Απλησίαστο, απρόσιτο για τα σπίτια των ανθρώπων το στάρι σου με τη δυσθεώρητη τιμή που του έχεις βάλει! Οι τσέπες σου, μαυραγορίτη, ζεις και ανασαίνεις με αυτήν ως μόνη επιθυμία, να ξεχειλίζουν χρήμα και οι άνθρωποι να γυρνούν στους δρόμους ρακένδυτοι και πεινασμένοι, να συναγωνίζονται αλύπητα με τα σκυλιά και τα γατιά τ’ αποφάγια έξω από τα πλουσιόσπιτα! Άντρας β’ : Φύγε, ψεύτη και συκοφάντη! Φύγε μακριά! Θα φωνάξω το ρωμαϊκό περίπολο να σε συλλάβει… Άντρας α’ : Δε φοβάμαι! Η αλήθεια δεν φοβάται τις αλυσίδες! Άντρας β’ : Φύγε, άσε με να κάνω τη δουλιά μου! Άντρας α’ : Δε φεύγω, αν δεν ακούσεις όλα όσα έχω να σου πω! Μαυραγορίτες, κλέφτες, απατεώνες είστε εσύ και το σινάφι σου, όλοι σας! Η ανεξέλεγκτη διακίνηση


επικίνδυνων για την υγεία των ανθρώπων προϊόντων στην αγορά, ο ανελέητος πόλεμος μιας χούφτας σαν εσένα εμπόρων για όλο και μεγαλύτερα υπερκέρδη, δεν είναι τίποτα άλλο από την προέκταση της καθημερινής αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων. Όλα σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και υπέρ των συμφερόντων των πλουσίων! Οι πλούσιοι και οι μεγαλέμποροι είναι που κάνουν κουμάντο στην αγορά, αυτοί αξιώνουν, χάριν των κερδών τους, την παραπέρα συρρίκνωση των ισχνών λαϊκών εισοδημάτων με την ένταση της ακρίβειας. Άντρας β’ : Στρατιώτες, στρατιώτες, στρατιώτες! Ελάτε εδώ, πιάστε αυτόν εδώ τον αναρχικό, τον ταραχοποιό! Άντρας α’ : Φώναζε όσο θες όσους νομίζεις πως θα σε γλιτώσουν από τη γλώσσα μου, κλεφταρά αιμοδιψή! Όλοι το ξέρουν πια! Στο χτένι έφτασε πλέον ο κόμπος! Το βλέπουμε όλοι κάθε μέρα! Η ακρίβεια, η ανεργία, οι χαμηλοί μισθοί και μεροκάματα, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στους εργαζόμενους, γι' αυτό και κάθε μέρα που περνάει, μεγαλώνει και η αγανάκτηση για την κατάσταση που βιώνουμε κάθε στιγμή, παντού, σε όλη την χώρα, αφότου σκλαβωθήκαμε, οι άρχοντες μας οι ίδιοι μάς υποδούλωσαν στους Ρωμαίους. Επανάσταση, η μόνη λύση, λαϊκός ξεσηκωμός! Άντρας β’ : Βοήθεια, στρατιώτες! Αναρχικός και συνωμότης! Άντρας α’ : Σ’ ενοχλούν, σε πονούν κατάκαρδα και σύγκορμα σε αναστατώνουν όλα όσα ακούς, παλιάνθρωπε! Δεν έχεις εσύ καρδιά μέσα σου, αλλά πέτρα σκληρή και αλάξευτη, αδίσταχτε φιλοχρήματε και κακόψυχε μισάνθρωπε! Άντρας β’ : Βοήθεια, Ρωμαίοι, σώστε με από τη φαρμακόγλωσσα ετούτη! Άντρας α’ : Το στάρι του λαού ως χρυσάφι το βλέπεις, τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια των παιδιών και οι γεμάτοι κούραση από τον αγώνα για το μεροφάι και αγάπη για εκείνα και αγωνία για το μέλλον χτύποι της καρδιάς των γονιών σ’ αφήνουν ασυγκίνητο! Χτήνος! Άντρας β’ : Ρωμαίοι, πιάστε τον, με βρίζει! Άντρας α’ : Μην τους κουράζεις άσκοπα! Ό,τι είχα μέσα στην καρδιά μου να σου πω, στο είπα! Φεύγω! Και μην πέφτεις να κοιμάσαι με ήσυχη την ψυχή, ήρεμη τη συνείδηση! Οι τύψεις, που τον ιδρώτα εκμεταλλεύεσαι των ανθρώπων, που το αίμα τους αχόρταγα ρουφάς, δε θα σε αφήνουν ποτέ να γαληνέβεις, θα σε κυνηγούν ασταμάτητα χωρίς να σε λυπούνται! Και εγώ να χαθώ, εάν στην φυλακή και στο σταυρό καταφέρεις με τους Ρωμαίους και τους αρχόντους μας να με στείλεις, άλλοι θα βρεθούν εμπρός σου, θα ορθώσουν το ανάστημά τους και θα σε συντρίψουν, θα σε λιώσουν… Φεύγω εγώ, άλλοι έρχονται, περισσότεροι θα έρθουν! Ό,τι κι αν κάνεις, δεν θα γλιτώσεις στο τέλος! Πράξη Β’ : Ιωάννης: Να, Ιησού, μόλο που το συγκεντρωμένο να σε υποδεχτεί πλήθος με τα βάγια στους δρόμους δυσχέραινε τη διέλευσή μας, επιτέλους φτάσαμε στο Ναό του Σολομώντα! Πάσχα είναι, ας μπούμε μέσα να προσευχηθούμε! Πέτρος: Να μπούμε, Δάσκαλε, πατροπαράδοτο έθιμο όλων των Ιουδαίων, ντόπιων και ξενιτεμένων αδελφών, να προσέρχουνται να προσεύχουνται στο Ναό τις μέρες τούτες τις γιορτινές. Τιμούμε, ερχόμενοι στα Ιεροσόλυμα, το γλιτωμό από τον Αιγυπτιακό ζυγό και την φυγή από την τυραννία των Φαραώ! Ιησούς: Θα μπούμε, Ιωάννη! Τις παραδόσεις του λαού μας τιμούμε και σεβόμαστε και ακολουθούμε πάντα, Πέτρο! Άντρας β’ : Εδώ το καλό στάρι, εδώ τα καλά περιστέρια, ό,τι θέλετε αγοράστε, τιμές προσιτές! Ιησούς: Μα… Τι ‘σαι εσύ;


Άντρας β’: Έμπορος, ξένε! Βγάζω τα προς το ζην πουλώντας περιστέρια και στάρι! Ιησούς: Το βλέπω, πολλοί έμποροι μάς περιτριγυρίζουν! Πέτρος: Ναι, Ιησού! Άλλοι πουλούν βόδια, κάποιοι πρόβατα και κάποιοι καμώνονται τους αργυραμοιβούς! Άντρας β’: Πάρε ό,τι θες, ξένε! Για σένα και για όσους σε συνοδέβουν! Καλή τιμή θα σου κάνω για ό,τι πάρεις! Και δε θα μείνεις απογοητευμένος! Τα περιστέρια μου είναι χρήσιμα και για ταχυδρομικά, τα χρησιμοποιεί πρώτ’ απ’ όλους και ο Ρωμαίος διοικητής και απ’ το στάρι μου ψωμοτρώει όλ’ η φτωχολογιά της Ιερουσαλήμ! Κι όσοι δεν έχουν να πληρώσουν, πουλώντας όσο – όσο ένα κόσμημα ή κανά ρούχο, ακόμα και ένα χωραφάκι από τη γονική τους κληρονομιά, καταφέρνουν να εξασφαλίσουν τ’ αναγκαία της κάθε μέρας τρόφιμα! Ιωάννης: Ναι, έχουν οι έμποροι και οι σαράφηδες γεμίσει το Ναό! Ιησούς: Φέρε μου, Αντρέα, από έναν πάγκο σχοινιά! Αμέσως! Αντρέας: Τι τα θέλεις, Δάσκαλε; Πέτρος: Φραγγέλιο φτιάχνει, θυμωμένο είναι το πρόσωπό του, στα χέρια και στο μέτωπό του οι φλέβες από τα νεύρα τέντωσαν και ξεπρόβαλαν φουσκωμένες, έτοιμες να εκραγούν… Αντρέας: Ορίστε, Δάσκαλε, ό,τι μου ζήτησες! Το εξοργισμένο βλέμμα σου με τρομάζει! Ιησούς: Δεν έχουν θέση στο Ναό οι πραματευτάδες ετούτοι! Έξω όλοι! Έξω! Άντρας β’ : Μα… Ιησούς: Σηκώστε αυτά από εδώ, αμέσως! Έξω! Μην κάνετε τον οίκο του Πατέρα μου οίκο εμπορίου! Άντρας β’ : Τι ‘ναι τούτος, βρε παιδιά; Για ποιον Πατέρα του μιλάει; Από πού ήλθε; Γιατί μας κυνηγάς; Φωνάξτε κάποιοι τους αρχιερείς του Ναού να μας γλιτώσουν και τους στρατιώτες να τον συλλάβουν! Η μέρα μου τόχει σήμερα με τους αναρχικούς, πρώτα ο άλλος και τώρα ετούτος, αλλά αυτός εδώ δεν έμεινε στα λόγια! Συνάδελφοι, μην τον αφήνετε τους πάγκους μας και τα τραπέζια των σαράφηδων και τα καθίσματα εκείνων που πουλούσαν αρνιά και γελάδια ν’ αναποδογυρίσει, να διώχνει όσους έρχονται ν’ αγοράσουν… Ιησούς: Σώπαινε, θρασύ! Έξω! Δε λέει η Γραφή πως ο οίκος μου θα ονομαστεί οίκος προσευχής για όλα τα έθνη; Μα εσείς τον κάνατε λημέρι ληστών! Ληστές έχετε ξεριζώσει την αγάπη από την καρδιά σας, ψεύτηδες και υποκριτές! Με την αγάπη και την αλήθεια, ξεπερνά τα καθημερινά του δύσκολα εμπόδια, τα άρρηκτα συνυφασμένα με τη θνητή και γήινη φύση του, ο κάθε άνθρωπος, γλυκαίνει η καρδιά του, φωτίζεται ο νους του, ενδυναμώνει το σώμα του, προχωρά μπροστά και ολοκληρώνεται ψυχικά και πνευματικά, ατενίζει αισιόδοξα και θαρραλέα το μέλλον και τον αγώνα για μιαν καλύτερη ζωή ως άτομο και κατόπιν ως μέλη μιας κοινωνίας όλοι οι άνθρωποι ενωμένοι σαν μια γροθιά τη βοηθούν να σηκώνει το ανάστημά της σε όσους την απειλούν με ηθική σήψη και χρεοκοπία! Αγαπάτε αλλήλους! Ιωάννης: Με το κεφάλι του παίζει ο Ιησούς! Οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς και οι αρχιερείς του τα έχουν μαζεμένα και ευκαιρία γυρέβουν να τον καταγγείλουν στους Ρωμαίους! Πέτρος: Ναι, το είχαν γράψει και οι προφήτες! «Ο ζήλος για τον οίκο σου θα με καταφάει». Άντρας β’ : Βοήθεια, πάει ο κόπος μου, σαν τους γύπες, που ορμούν στα κουφάρια ποθώντας να τα κατακρεουργήσουν, θα χιμήξει η φτωχολογιά στα διασκορπισμένα από το θυμό ετούτου πέρα – δώθε χρήματά μας! Βοήθεια, χάνεται το βιος μας!


Ιωάννης: Ακούω κλαγγές όπλων! Οι Ρωμαίοι στρατιώτες ίσως ειδοποιήθηκαν και φτάνουν. Μα ποιοι είναι κείνοι οι δύο που περικυκλώνουν τον Ιησού; Γνώριμοι μού φαίνουνται, άραγε είναι βαλτοί των Φαρισαίων; Αντρέας: Έχετε πίστη! Ο Δάσκαλος κι άλλες φορές στριμώχτηκε από τους γραμματείς και τους υποταχτικούς τους και κατάφερε να τους ρεζιλέψει μπροστά σε πολύ κόσμο και να ξεφύγει από τα δολερά δόκανά τους, από τα ύπουλα σχέδιά τους, γιατί το μόνο που έχουν όλοι τους, πλούσιοι και Φαρισαίοι, στη μαύρη ψυχή και στο συμφεροντολόγο νου τους είναι πώς να τον ξεπαστρέψουν! Ιησούς: Πάμε, άστε τους να φωνάζουν και να κλαψουρίζουν, σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκάνει, κανείς να μη μαζέψει τα κέρματα των αργυραμοιβών και των ληστών μεγαλεμπόρων, κανείς να μην ξαναστήσει τα τραπέζια τους, που είναι πλημμυρισμένα από το αίμα των ανθρώπων, μουσκεμένα από τον ιδρώτα των μεροκαματιάρηδων! Υποκριτές και ληστές έξω από το Ναό και να μη σας ξαναδώ μέσα σ’ αυτόν! Τα λυτά από το ζυγό του εμπόρου βόδια ας χαρούν τη λεφτεριά τους και τα περιστέρια ας ξαναπετάξουν ανέμελα στους ουρανούς, τα πρόβατα χωρίς χαλινό χαρούμενα να βελάζουν και να ξεχυθούν στα καταπράσινα λιβάδια να χαρούν τη ζωή… Έξω οι ληστές και τ’ απάνθρωπα αφεντικά από τη ζωή μας! Έξω! Ιωάννης + Πέτρος + Αντρέας: Πάμε! Ιησούς: Πάμε, το Πάσχα το φετινό μας περιμένει! Και όπως το λέει η Γραφή, ποτάμια ζωντανού νερού θα ξεχυθούν μέσα από εκείνον που πιστεύει σ’ εμένα…. Πράξη Γ’: Φαρισαίος α’ : Ελάτε εδώ μπροστά και πείτε μας! Δε σας είχαμε στείλει να μας φέρετε τον Ιησού; Υπηρέτης α’ : Μάλιστα! Φαρισαίος β’ : Και γιατί δεν τον φέρατε; Υπηρέτης α’ : Δεν ήταν καθόλου εύκολο! Φαρισαίος γ’: Γιατί; Ήταν πολύ το συγκεντρωμένο πλήθος των οπαδών του ή δεν έτρεξαν Ρωμαίοι στρατιώτες να σας βοηθήσουν; Εάν δεν τους έχουμε όταν οι αναρχικοί την καθεστηκυία τάξη θέλουν ν’ ανατρέψουν, για ποιο λόγο είναι εδώ μακριά από τα σπιτικά τους σταλμένοι και τρωγοπίνοντας από τις περιουσίες μας πώς την έννομη τάξη της Ειρήνης της Ρώμης προστατέβουν ως ξάγρυπνοί της και ένοπλοι φρουροί; Υπηρέτης β’: Όχι! Και οι Ρωμαίοι τριγύριζαν εκεί κοντά και το πλήθος δεν ήταν τόσο όσο τη μέρα της πανηγυρικής εισόδου του Ιησού στην Ιερουσαλήμ! Φαρισαίος β’ : Τότε, ποιος είναι ο λόγος; Υπηρέτης β’: Ποτέ άλλοτε δε μίλησε κανείς όπως αυτός ο άνθρωπος! Φαρισαίος α’: Τι; Υπηρέτης α’ : Την αλήθεια έλεγε! Μέλι έσταζαν τα λόγια του, παρόλη την οργή του, γλυκύ φως ανέδιδαν τα μάτια του! Φαρισαίος β’: Μα ήταν γεμάτη θυμό η συμπεριφορά τους προς τους εμπόρους! Δεν ήταν σωστό να ανατρέψει τους πάγκους τους, τα ζώα να λύσει από τους ζυγούς και λέφτερα τα περιστέρια ν’ αφήσει από τα δεσμά τους. Υπηρέτης β’: Γιομάτος γλύκα και σοφία ο λόγος του σε πλημμύριζε ηρεμία και γαλήνη, παρά την αναταραχή που προξένησε ο θυμός του! Φαρισαίος β’ : Mήπως έχετε πλανηθεί κι εσείς; Φαρισαίος γ’ : Mήπως τάχα πίστεψε στα λόγια του και απ’ αυτόν παρασύρθηκε κανένας από τους άρχοντες ή τους Φαρισαίους;


Υπηρέτης α’: Εμείς αγαπάμε την αλήθεια, αλλά πιο πολύ το χρήμα. Όσο μας πληρώνετε καλά, μαζύ σας θα είμαστε, τα θελήματά σας θα κάνουμε πρόθυμα. Είστε τ’ αφεντικά μας και αν μας προστάξετε να πέσουμε στη φωτιά, θα πέσουμε! Να συλλάβουμε, όμως, το γλυκύλαλο αηδόνι δεν μας άφησε η ψυχή μας, μια μικρή μα δυνατή φωνή βαθιά μέσα μας... Υπηρέτης β’: Οι διαταγές σας είναι για μας κανόνας! Οι αποφάσεις σας ρυθμίζουν τη ζωή μας! Παιδιόθεν είμαστε πιστοί στη δούλεψή σας! Φτάνει να μας πληρώνετε στην ώρα μας και καλά! Γιατί και η πιο καλή τριήρης εάν δεν έχει ούριο άνεμο, να ταξιδέψει δεν μπορεί! Όμοια και εμείς, αν δεν μπαίνει χρήμα στις τσέπες μας, η πίστη μας στα αφεντικά κλονίζεται, σαν το καράβι κλυδωνίζεται μεσοπέλαγα και θα κλίνει προς όποιον μας δίνει περισσότερα! Φαρισαίος α’: Έπρεπε να μας φέρετε τον Ιησού όμως! Η καταγγελία του εμπόρου είναι σοβαρή! Δεν μπορεί να μείνει εκείνος ατιμώρητος να κάνει ό,τι θέλει, να σαγηνέβει τα πλήθη και με τα θαύματά του και τις παραβολές του να μας κλέβει την εμπιστοσύνη του λαού! Πολύ φοβάμαι μήπως στο τέλος και βασιλέα του Ισραήλ τον ανακηρύξουν και εμείς την εύνοια των Ρωμαίων και τη δύναμή μας την πολιτική χάσουμε! Φαρισαίος γ’ : Και εγώ το φοβούμαι! Παρά ταύτα, νομίζω πως ο νόμος του Μωυσή δεν επιτρέπει την καταδίκη ενός ανθρώπου, αν δεν του δοθεί πρώτα η ευκαιρία να απολογηθεί… Φαρισαίος β’ : Τι λες τώρα; Ακόμα, σαν να ήτανε σήμερα, εκείνο το Σάββατο ξαναθυμάμαι που θεράπεψε τον παραλυτικό ο Ιησούς και όταν τρέξαμε να τον επιπλήξουμε μας είπε: «O Πατέρας μου εργάζεται ως τώρα, κι εγώ εργάζομαι». Και αυτός του ο λόγος πιστέβω πως μας φούντωσε την επιθυμία έκτοτε να τον βγάλουμε από τη μέση ακόμα περισσότερο, γιατί όχι μόνο παραβίαζε το Σάββατο, αλλά και το Θεό τον ονόμαζε Πατέρα του, εξισώνοντας έτσι τον εαυτό του με το Θεό μας. Ο υβριστής! Φαρισαίος α’ : Έχεις δίκιο! Και πιο πολύ μας εκνεύρισε ο Ιησούς, όταν τούτα τα λόγια λέγοντας, θέλησε να μας αδειάσει εμπρός στο λαό που τον ακολουθούσε εντυπωσιασμένος από τις θαυματουργίες του! «H αλήθεια είναι, και σας το τονίζω, πως ο Γιος δεν μπορεί να κάνει τίποτε από μόνος του, αν δε βλέπει τον Πατέρα να το κάνει. Διότι, αυτά που κάνει εκείνος, αυτά κάνει και ο Γιος με τον ίδιο τρόπο. Γιατί ο Πατέρας αγαπάει το Γιο και του δείχνει όλα όσα κάνει ο ίδιος. Mάλιστα, θα του δείξει έργα ακόμα μεγαλύτερα απ’ αυτά, έτσι που εσείς να θαυμάζετε. Όπως, λοιπόν, ο Πατέρας ανασταίνει τους νεκρούς και τους παρέχει ζωή, έτσι κι ο Γιος παρέχει ζωή σε όσους θέλει. Γιατί ούτε και κρίνει κανέναν ο ίδιος ο Πατέρας, αλλά στο Γιο παραχώρησε όλο το δικαίωμα να κρίνει, για να τιμούν όλοι το Γιο όπως τιμούν τον Πατέρα. Όποιος δεν τιμάει το Γιο, δεν τιμάει τον Πατέρα που τον έστειλε». Φαρισαίος γ’: Άκρη δε θα βρούμε – θαρρώ – με τον Ιησού, πρέπει να έχουμε μιαν αληθοφανή αιτία και την κατάλληλη χρονική στιγμή να τον πιάσουμε! Φαρισαίος β’ : Δε μας αρκεί να ισχυριστούν κάποιοι πως τον άκουσαν να λέει οργισμένος στους μαθητάδες του, «Γκρεμίστε το ναό αυτόν και σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσω!». Πανεύκολα η ψευδομαρτυρία στο φως του ήλιου καταπέφτει! Φαρισαίος α’: Φυσικά και δεν μας αρκεί! Γιαυτό, σας έχω σε λίγο μιαν έκπληξη, ζήτησε να μας δει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένα από τα πρωτοπαλίκαρα του Ιησού! Φαρισαίος β’ + γ’ : Ποιος; Υπηρέτης α’: Ο… Ιούδας ο… Ισκαριώτης σας ζητά, αφεντάδες μου! Φαρισαίος α’: Να περάσει! Ιούδα, καλώς όρισες! Ιούδας: Καλώς σας ήβρα, άρχοντες ! Φαρισαίος β’ : Πες μας τι θες και γρήγορα!


Ιούδας: Πρωταφέντες του τόπου και των νόμων, ακούστε στα λόγια μου με προσοχή μεγάλη! Θέλω να σας δώσω τον… Ιησού, το μισητό αντίπαλο των Φαρισαίων, των γραμματέων, των εμπόρων και των πλουσίων! Με το αζημίωτο, βέβαια! Φαρισαίος γ’: Τον … Ιησού; Ιούδας: Ναι! Ν’ απαλλαγείτε διαπαντός από το ενοχλητικό αγκάθι των ματιών σας! Φαρισαίος β’: Μα δεν τον αγαπάς; Δεν είσαι από τους στενούς του φίλους που θέλετε την εξουσία να πάρετε από τους αρχιερείς των Ιουδαίων και τον Καίσαρα της Ρώμης; Ιούδας: Ο λόγος του απευθύνεται στην φτωχολογιά, σ’ όλους όσοι έχουν μεγάλη ανάγκη από αληθινή αγάπη. Με την αγάπη, λέει, θα σώσει τον κόσμο από τις αρρώστιες, το βλέπετε ότι ξαναδίνει το φως και την υγειά τους σε τυφλούς, λεπρούς και παραλυτικούς! Με την αγάπη, λέει, καθαρίζει τα πνεύματα των ανθρώπων από του σατανά τα δαιμόνια και ξαναφέρνει στη ζωή τους νεκρούς, με την αγάπη διδάσκει σε όλους όσοι τον ακολουθούν και τον πιστέβουν την αλήθεια! Έτσι λέει, μα όσοι θαυμάζουν τα έργα του και μένουν απορημένοι με τα λόγια του θέλουν τέλος να δώσουν στην φτώχεια του λαού και την εκμετάλλευσή του από τους τυράννους, έτσι σας λένε, φίλαυτους τυράννους, εσάς και τους γραμματείς… Φαρισαίος α’: Εάν λες αλήθεια ότι θα μας τον φέρεις αλυσοδέσμιο να λογοδοτήσει, θα πάρεις όσα ζητήσεις! Ιούδας: Προκαταβολικά; Φαρισαίος β’ : Προκαταβολικά! Αφού θα μας δώσεις τον Ιησού, δεν το πιστέβουν τα αφτιά μου, χαλάλι σου, όσα κι αν πάρεις, ό,τι κι αν ζητήσεις! Ιούδας: Τριάντα αργύρια! Την προδοσία, αρχόντοι μου, πολλοί την αγαπούν και πολύ, κανείς, όμως, τον προδότη, έτσι να έχω να πορεύομαι, μα και κατιτίς ν’ αφήσω κληρονομιά στο γιο μου, όσο κι αν πάντα, το διαισθάνομαι, η κηλίδα της σημερινής μου απόφασης θα τον αμαυρώνει! Φαρισαίος α’: Μη σκας για τα μελλοντικά! Ζήσε το τώρα! Το χρήμα είναι ζεστό, άνοιξε την τσέπη σου και βάλε το! Έκλεισε η συμφωνία μας! Προχώρα! Ιούδας: Μη βιάζεστε, αφεντάδες! Τούτες τις μέρες που είμαστε ο Ιησούς και οι δώδεκα στην Ιερουσαλήμ για το Πάσχα, θα γίνει! Και για τη δίκη καλή αφορμή ας είναι η καταγγελία των εμπόρων και η ύβρη του για το Ναό! Θα σας ειδοποιήσω, όμως, εγώ για την μέρα και τον τόπο που θα σας δώσω τον Ιησού, μη με αναζητήστε εσείς και το σχέδιο ξεφανερωθεί σε αμύητους και ναυαγήσει… Φαρισαίος β’ + γ’: Σύμφωνοι, ας πάμε σπίτια μας τώρα ήρεμοι και απλώς περιμένοντας την ώρα της υλοποίησης όσων υποσχέθηκε ο Ιούδας πως θα κάνει για το χατίρι μας. Μπορεί να μας στοιχίσει λίγα αργύρια, αλλά αξίζει τον κόπο, θα γλιτώσουμε από ένα μεγάλο μπελά…. Πάμε! Φαρισαίος α’: Πάμε, και έτσι θα έχουμε σίγουρη και την υποστήριξη των μεγαλεμπόρων στους αιώνες των αιώνων! Των ανθρώπων όμως;

2. «Ο ΠΥΡΕΤΟΣ» (Θεατρικό τρίπραχτο) Πράξη Α’: Ελισάβετ: Μελάνη, Μελάνη, Μελάνη! Πού είσαι, κόρη μου; Μελάνη: Εδώ είμαι, μάνα!


Ελισάβετ: Με καίει ο πυρετός! Τα κόκαλά μου αφόρητα με σφάζουν! Το κεφάλι μου αβάσταγα πονά! Βοήθεια, μάτι κακό με γλωσσόφαγε! Μελάνη: Το ξέρω! Μην φωνάζεις! Ελισάβετ: Πονώ! Πεθαίνω! Χάνουμαι! Σβύνω! Μελάνη: Μην φωνάζεις, σε παρακαλώ, μανούλα μου γλυκιά! Γι’ αυτό, ξαπλωμένη σ’ έχω στο κρεβάτι και σκεπασμένη στις κουβέρτες σου, στα ζεστά… Ελισάβετ: Πονά το κεφάλι μου, Μελάνη! Πάει το έρμο να σπάσει, γλωσσοφαγιά, σου λέω! Δε μ’ ακούς; Δεν είσ’ αίμα σου εσύ να με νιώθεις; Μελάνη: Είμαι η μοναχοκόρη σου, κερά Ελισάβετ! Κι αφότου χήρεψες, σπίτι μου σε πήρα και σε φροντίζω σαν κόρη οφθαλμού, τίποτα ποτέ να μη σου λείψει! Σου ξεπληρώνω, που με το στέρημά σας εσύ και – ο θεός να τον συχωρέσει – ο κύρης μου με χίλια δυο βάσανα δώσατε τα πάντα για μένα! Ελισάβετ: Τα κόκαλά μου… Βοήθεια! Μελάνη: Μα για τον τωρινό σου πυρετό και το σημερινό σου χάλι, εσύ, μανούλα μου, μονάχα φταις και κανείς άλλος, δεν είναι βασκανία, ξέχασέ το! Ελισάβετ: Εγώ; Τι λες, τρελή κόρη; Μελάνη: Εσύ! Εσύ ήσουνα που, πρώτη στο κουτσομπολιό σ’ όλη τη συνοικία, ήθελες πριν τρεις μέρες, μόλο που έβρεχε καρεκλοπόδαρα, να βγεις στους δρόμους να πας να βρεις την Εσθήρ, την άλλη κουτσομπόλα και γλωσσού της γειτονιάς, ποθώντας να μάθεις για τα νυχτοπερπατήματα του γιου του Ελεάζαρ, του φούρναρη, και για τους ποιους μπάζει στο σπίτι της η χήρα, η Δαρεία, ποιους και κάθε πότε, Ρωμαίους φαντάρους ή δικούς μας πλούσιους, γραμματείς και Φαρισαίους ή ψωριάρηδες και φτωχούληδες του λαού… Μη χάσεις και δε μάθεις τα νέα! Ελισάβετ: Και σένα, μωρέ, τι σε νοιάζει; Μελάνη: Με νοιάζει και με κόφτει! Μάνα μου είσαι! Να, δες, έφαγες όλη τη βροχή στο κεφάλι και έκτοτε, ο πυρετός και οι αρθραλγίες γιορτάζουν ρίχνοντάς σε αλύπητα στο κρεβάτι του πόνου! Ελισάβετ: Ή βοήθησέ με ή άσε με στον πόνο μου, μόνη μου! Μελάνη: Θα σ’ αφήσω να πεθάνεις! Έτσι, για να μάθεις να προσέχεις άλλη φορά! Πάω, έχω δουλιές στο σπίτι! Λείπει κι ο Πέτρος πάλι! Ελισάβετ: Πούναι ο ανεπρόκοπος; Μελάνη: Είναι ο άντρας μου! Και έχει όνομα! Ελισάβετ: Τι του βρήκες, ωρέ Μελάνη, του κακορίζικου; Μελάνη: Μην τον καταριέσαι! Τον αγαπώ! Ελισάβετ: Ας γελάσουμε! Μελάνη: Μάνα! Είναι ο σύζυγός μου και γαμπρός σου! Ελισάβετ: Και; Μη μου πεις μόνο πως αγαπά και μένα και νοιάζεται να ‘μαι καλά! Δεν μπορώ και να γελάσω από τον πονοκέφαλο…! Μελάνη: Όλη η Καπερναούμ ξέρει πόσο πολύ με αγαπά ο Πέτρος! Όλοι γνωρίζουν πώς κορώνα στο κεφάλι του με έχει και, συνάμα, ότι, επειδή μ’ ευχαριστεί να ‘σαι και συ καλά, ο άντρας μου κάνει καθετί για να σ’ ευφραίνει αφότου παντρευτήκαμε! Ελισάβετ: Ναι; Μελάνη: Αμέ! Ξημεροβραδιάζεται στο ψάρεμα, τίποτα για να μη στερηθώ, τίποτα για να μη μας λείψει, αυτό τουλάχιστον παραδέξου το! Παράπονο εγώ δεν του έχω κανένα! Και σε σένα, σε παρακαλώ, δεν πέφτει κανείς λόγος! Ελισάβετ: Κοίτα, ο ανεπρόκοπος έκανε το κουτορνίθι μου να τον ερωτευτεί! Μελάνη: Ναι, είμαι ερωτευμένη μαζύ του και τον λατρεύω! Τον αγαπάω και μ’ αγαπά και απολαμβάνουμε, εάν δεν κλείνεις τ’ αφτιά σου από ζήλια, τον έρωτά μας στο συζυγικό μας κλινάρι, παρά την πείνα και την φτώχεια μας, κάθε βράδυ…


Ελισάβετ: Σε πιστέψαμε τώρα! Με καίει ο πονοκέφαλος! Βοήθεια! Καρδιοκαταχτητής, Μελάνη μου, λες ο αποτυχημένος ψαράς;;; Χα χα χα! Πού ‘ναι, όμως, τώρα; Μελάνη: Τι τον θες, μάνα; Να τον περιγελάσεις; Ελισάβετ: Όχι μωρέ, μια χάρη θέλω να του ζητήσω! Να ιδώ εάν μπορεί ν’ αποδείξει την αγάπη του και για σένα και για μένα! Μελάνη: Σαν τι δηλαδή χάρη θα τον παρακαλέσεις; Ελισάβετ: Δε θα τον παρακαλέσω! Αχ τα κόκαλά μου! Σιγά μην πέσω και στα γόνατα εμπρός του χαμένου ψαρά ικέτισσα! Μελάνη: Τότε, πες μου, μολόγησε τι τον γυρέβεις… Ελισάβετ: Να, θέλω να του πω του μαυροκακομοίρη π’ αγαπάς, τρομάρα σας και των δύο, να πάει να βρει το δάσκαλό του, τον Ιησού από τη Ναζαρέτ! Να του ζητήσει κάνα γιατροσόφι ή κάνα μαντζούνι, για να πάψουν οι πονοκέφαλοι και οι οχλήσεις στα κόκαλά μου, να φύγει ο πυρετός… Μελάνη: Δε σε πιστέβω ότι σκέφτηκες τέτοιο πράμα! Εσύ, μονάχη σου το συλλογίστηκες; Ελισάβετ: Ναι, ολομόναχή μου! Λέω αν ο Ιησούς μπορεί, καθώς μου είπε η Εσθήρ, να θεραπέβει λεπρούς και παραλυτικούς, γιατί να μην τα καταφέρει να μου διώξει και μένα έναν πυρετό και να με ξαναστήσει χωρίς πόνο ολόρθη; Αχ, εγώ δεν πρόκειται να ξανασταθώ όρθια ποτέ, πονάω, τα πόδια μου δε θα με βαστούν, θα λυγίσουν, θα συντριφτώ στο δάπεδο, σαν τείνω να σηκωθώ! Έχει, λοιπόν, ο Ιησούς, στα λέω για να τα μάθεις και συ όπως μού τα ‘πανε και δεν τα έχω ιδεί αυτοπροσώπως, πετύχει άλλα δυσκολότερα και αν τα κατορθώσει στην περίπτωσή μου, σου δίνω το λόγο μου ότι δεν θα ξανακοροϊδέψω ποτέ στη ζωή μου το δύστυχο τον ψαρά σου και ότι θ’ αλλάξω ζωή, θα παρατήσω τα ανώφελα κουτσομπολιά και θα πιστέψω και εγώ στις διδασκαλίες του Ιησού, αν και δεν τον έχω ακούσει με τ’ αφτιά μου η ίδια καθόλου πουθενά, ποτέ! Μελάνη: Λόγω τιμής, μάνα; Να σε πιστέψω ή με δουλέβεις; Ελισάβετ: Να με πιστέψεις! Λόγω τιμής! Και θα το ιδείς… φτάνει να ιδώ και εγώ με τα μάτια μου τον Ιησού να μου διώχνει τον πυρετό και να με βοηθήσει να ξανασηκωθώ στα πόδια μου όρθια! Και να τρέξει ο Πέτρος σου να του το πει αύριο, που, όπως διέδιδε η Εσθήρ, θα τριγυρνά με τους άλλους, μάλλον θα εννοούσε τους εκτός από το σύζυγό σου έντεκα πιο στενούς, μαθητάδες του στην Καπερναούμ ο Ιησούς…

Πράξη Β’: Μελάνη: Πέτρο, αγάπη μου! Πέτρος: Μελάνη, λατρεμένο μου ταίρι! Μελάνη: Θέλω, φως μου, μια μεγάλη χάρη… Πέτρος: Σου χάλασα εγώ ποτέ χατίρι, καρδιά μου; Μίλα μου, άφοβα, θαρραλέα! Μελάνη: Όχι, αντρούλη μου! Φωτιά να πέσει να με κάψει από το θεό σταλμένη! Πέτρος: Τότε, γιατί βλέπω το δισταγμό στα γαλανά ματάκια σου ζωγραφισμένο; Μελάνη: Θα σου πω, Πέτρο μου! Πέτρος: Λέγε λοιπόν! Και ό,τι θες, ό,τι λαχταρά η ψυχή σου θα γίνει! Μελάνη: Θέλω… Πέτρος: παιδιά;


Μελάνη: Αυτά είναι θείο δώρο και δεν επεμβαίνουν θνητών χέρια! Από παλιά, οι παππούδες μας το λέγανε ξεκάθαρα, «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε θεός κελεύει», δεν το έχεις ακουστά; Πέτρος: … να σου αγοράσω, τότε, καινούριο φουστάνι από το παζάρι την άλλη βδομάδα ή να κατεβώ Ιερουσαλήμ και απ’ τους εμπόρους έξω από το Ναό του Σολομώντος να σου ψωνίσω χρυσαφικά και κοσμήματα; Μονάχα, πρέπει να περιμένεις να πάω να ρίξω δίχτυα για ψάρεμα και αφού, με τη βοήθεια του θεού, πουλήσω την ψαριά σε καλή τιμή, με τα χρήματα που θα κερδίσω, αγάπη μου, θα σου κάνω τα καλύτερα, τ’ ακριβότερα δώρα, να σκάσουν οι κουτσομπόληδες και όσοι λένε πως δεν σ’ αγαπώ! Μελάνη: Όχι, λατρεία μου! Θα σου πω αμέσως τι θέλω, για να μη σε παιδέβω άλλο! Πέτρος: Πες μου, Μελάνη μου έμορφη! Μελάνη: Θάθελα να πας να… ζητήσεις από τον Ιησού, που η Εσθήρ λέει πως καμώνεται το θαυματουργό, να σου… δωρίσει ή να σου πωλήσει ένα… μαντζούνι, ένα γιατροσόφι εν ανάγκη μόνο, για να γίνει η μανούλα μου, η πεθερούλα σου καλά! Πέτρος: Μα αυτή με βρίζει και με κοροϊδέβει κάθε μέρα και κάθε στιγμή! Μελάνη: Σ’ αγαπά, όμως, κατά βάθος! Πέτρος: Πολύ βαθιά, τόσο βαθιά που και η ίδια έχει ξεχάσει πόσο κάτω από τη γη έχει κρύψει την αγάπη της! Μελάνη: Μη γίνεσαι, αγάπη μου, κακός και συ τώρα! Πέτρος: Καλά! Έχεις δίκιο! Δε θα πέσω στο επίπεδό της! Μελάνη: Έτσι μπράβο το αγοράκι μου! Θα πας τελικά να μιλήσεις στον Ιησού; Πέτρος: Όχι! Μελάνη: Όχι; Πέτρος: Ναι! Δε θα πάω να του ζητήσω φάρμακα για την Ελισάβετ, αλλά θα τον παρακαλέσω να έρθει εδώ, στο σπίτι μας, να την ιδεί με τα μάτια του και όπως με τους λεπρούς ο ίδιος αυτοπροσώπως να προσπαθήσει να τη θεραπέψει… Γιατί, αφότου τον ακολουθώ σε πόλεις και χωριουδάκια, τον βλέπω τον Ιησού πώς, αφότου ο Ιωάννης στον Ιορδάνη τον βάφτισε, με τις διδασκαλίες του και την αγάπη του τα πλήθη ακούραστος και φιλαλήθης συνεπαίρνει και τη ζωή μας θέλει ν’ αλλάξει, να γίνει καλύτερη, γιομάτη αγάπη και δίκιο! Βλέπω με τα έκπληκτα και γιομάτα θαυμασμό μάτια μου εγώ, ο Πέτρος σου, και μαζύ μου οι μαθητάδες και ο λαός, που, όπως τα κλωσσόπουλα την κλώσα, τον ακολουθούν, τον Ιησού να θέλει να χτίσει έναν κόσμο άλλον, διαφορετικό από τον τωρινό που ζούμε, με θεμέλια που δεν τα γκρεμίζουν η δυνατή βροχή, τα ορμητικά ποτάμια και οι ασίγαστοι άνεμοι, γιατί είναι πάνω σε ακλόνητη πέτρα και όχι στην άμμο! Μελάνη: Είσαι φοβερός, Πέτρο! Είσαι μεγάλη καρδιά! Για ό,τι ακριβώς είσαι σ’ αγαπώ και δε θα σε αφήσω ποτέ… Πέτρος: Υπερβολές! Μ’ έναν όρο τρέχω να τον φέρω! Η Ελισάβετ δε θα μάθει ποτέ ότι ήταν δικιά μου ιδέα ο ερχομός του Ιησού στο σπιτικό μας… Είναι ικανή να με προσβάλει μπροστά του και στους άλλους έντεκα και σ’ όποιους γειτόνους τους φάει η περιέργεια και συρρεύσουν να ιδούν και να μάθουν από πρώτο χέρι τι θα συμβεί… Μελάνη: Δεκτός ο όρος! Τρέχα, καρδούλα μου, με το καλό να γυρίσεις μαζύ του και να ξαναδώσει στη μητέρα μου την υγεία της! Φιλάκια γλυκά! Πέτρος: Σε φιλώ, τρέχω! Πράξη Γ’: Πέτρος: Από εδώ, Κύριε, είναι το σπίτι μου! Καλώς όρισες! Ιησούς: Καλώς σε βρήκα, Πέτρο! Πού είναι η ασθενής;


Πέτρος: Μελάνη μου, ήλθαμε! Άνοιξε, μεσημέριασε πια, στο ηλιόφως την κάμαρη, όπου έχουμε κατάκοιτη την Ελισάβετ! Κουρασμένος είναι ο Ιησούς, από τη συναγωγή τραβώντας τον τον έφερα στο σπίτι, για τη μανούλα σου… Ιησούς: Πεθερά σου, Πέτρο, είναι η εμπύρετος; Μελάνη: Ναι, Δάσκαλε, η μάνα μου είναι! Τρεις μέρες τώρα ψήνεται στον υψηλό πυρετό και τα κόκαλά της κοντέβουν να σπάσουν από τον πόνο, οι δυνάμεις της τείνουν να την εγκαταλείψουν! Το ξέρω πως δεν είσαι γιατρός του σώματος, αλλά σε παρακαλώ κάνε κάτι, ό,τι καλύτερο μπορείς, να λυτρωθεί η μάνα μου, σε θερμοπαρακαλώ, από τους πόνους και τη θέρμη που την έχει λιώσει, δες την! Ελισάβετ: Βοήθεια, Ιησού! Σε παρακαλώ εσύ, που η γειτονιά λέει πως του εκατόνταρχου το δούλο γιάτρεψες και το λεπρό θεράπεψες, την υγειά μου ξανάδωσέ μου… Γονυπετής θα προσέπεφτα κλαίουσα εμπρός σου! Μελάνη: Βοήθεια, Ιησού! Πέτρος: Η καρδιά μας σε παρακαλεί, Δάσκαλε, τη γυναίκα ετούτη να λυτρώσεις από τους πόνους του θνητού και εφήμερου σώματος και να της διδάξεις τη δύναμη της αθάνατης και παντοτινής ψυχής… Ιησούς: Ελισάβετ, κοίτα με στα μάτια και δώσε μου τα χέρια σου! Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι από τα βάρη της καθημερινότητας και εγώ θα σας ξεκουράσω το σώμα, θα σας γαληνέψω την ψυχή! Ελισάβετ: Ωχ θεέ μου! Το κεφάλι μου έπαψε να πονά! Δε με καίει πια πυρετός, τα κόκαλά μου ηρέμησαν! Φχαριστώ σε, Κύριε, πιστέβω στη μεγάλη σου δύναμη και σε ό,τι θελήσεις θα σηκωθώ από το κλινάρι ετούτο για σένα και θα κάνω…! Πες μου μονάχα και κάθε πεθυμιά σου θα πραγματοποιηθεί… Μελάνη, εγώ θα μαγειρέψω! Κάνε στην άκρη, Πέτρο! Ο Ιησούς μού ξανάδωσε, θαρρείς, στις φούχτες την υγεία μου και πρέπει να τον ανταμείψω, να του το ξεπληρώσω! Είπες ότι ήταν κουρασμένος! Ιησού, τι θες, τι λαχταρά η καρδιά σου να σου φτιάξω να φας, για να τεντώσεις τα ποδάρια σου και να πάρεις δύναμη για τις περιοδείες σου; Μελάνη + Πέτρος: Φχαριστούμε, Κύριε, που λύτρωσες τη μάνα μας! Ιησούς: Ελισάβετ, η πίστη και η αγάπη των παιδιών σου σε έσωσε! Δε με πλησίασαν ούτε ο Πέτρος, ούτε η Μελάνη μόνο με το στόμα και δεν με τιμούν μόνο με τα χείλια, αλλά η καρδιά τους είναι πραγματικά πολύ κοντά σε μένα, γιατί ζουν με αγάπη ο ένας για τον άλλο και για τους γύρωθέ τους! Μ’ αγάπη να φωλιάζει στα φυλλοκάρδια τους, μοιάζουν, είμαι σίγουρος, με όσους αν με δουν πεινασμένο, θα μου δώσουν να φάω, αν με πετύχουν διψασμένο, θα με ποτίσουν, αν με συναντήσουν ξένο, θα με φιλοξενήσουν, αν με βρουν γυμνό, θα με ντύσουν και αν, τέλος, με ανταμώσουν άρρωστο ή σε φυλακή, θα με επισκεφτούν και θα με ρωτήσουν με έγνοια βγαλμένη από την ψυχή τους πώς είμαι , είναι σαν αδέλφια μου αγαπητά! Ο Πέτρος δε σου κρατά μέσα του κακία, μα, με όλη του την καρδιά, σε συγχωρεί πάντα για όλα όσα λες για κείνον και – να το ενστερνιστείς, Ελισάβετ! – δε θέλησε ποτέ να σε βλάψει, μόλο που τον προσβάλεις και τον πικραίνεις … Η Μελάνη σου, η πολυαγαπημένη σου κόρη, ούτε αγαπά να έχει την πρώτη θέση στα τραπεζώματα ούτε κάνει κάθε της πράξη προς το θεαθήναι από τους ανθρώπους, αλλά με την ψυχή της ολόκληρη σε αγαπά και θέλει να σε δει να στέκεσαι πλάι της υγιής και δυνατή και νουνεχής μάνα, συμπαραστάτισσα στα δύσκολα… Ελισάβετ: Και πάλι, σε φχαριστώ, μεγαλοδύναμε, που με έκανες καλά και μου έδειξες πόσο με αγαπούν και με νοιάζονται οι δικοί μου άνθρωποι! Και καλή δύναμη στο δύσκολο σου εύχομαι δρόμο σου, γιατί μέσα στα μάτια σου, όταν κοιτάζοντάς με θέλησες και πέτυχες να διώξεις τον πυρετό μου, διέκρινα τον ανήφορο που σε περιμένει… Και δεν σου μιλώ σαν προφήτισσα, μα σαν τη μάνα σου, γιε μου, άκου και να προσέχεις τις κακοτοπιές και τις παγίδες των ανθρώπων. Πέτρο, σε


παρακαλώ, συγχώρεσέ με! Από τα βάθη της καρδιάς μου, αγόρι μου, ζητώ συγνώμη αν σε έχω μέχρι τώρα πληγώσει εν γνώσει μου… Συγνώμη! Πέτρος: Μα δεν σου κρατώ μίσος, Ελισάβετ! Είσαι η μάνα της γυναίκας που αγαπώ, και ταυτόχρονα σ’ ευγνωμονώ που γέννησες τέτοιο θησαβρό! Μελάνη: Είδες, μάνα, που σ’ έλεγα πόσο σε αγαπά ο Πέτρος; Ελισάβετ: Πέτρο, φχαριστώ, Μελάνη, έχεις δίκιο, τ’ ομολογώ πως τον άντρα σου τον αδίκησα, μα, Ιησού, μείνε απόψε μαζύ μας, σε παρακαλώ! Μοιράσου την αγάπη μας! Ιησούς: Σε φχαριστώ, γυναίκα! Έφτασε, όμως, η ώρα να φύγω! Θάχω τη συμβουλή σου σφιχτομανταλωμένη σαν της μανούλας μου τις ορμήνιες στην καρδιά μου βαθιά και θα προχωρώ ίσαμε τον προορισμό μου δίχως ποτέ από δειλία ή αλαζονεία να παραβώ τις εντολές του Θεού πατέρα και χωρίς να με κάνουν να πισωγυρίσω τα λόγια ή οι πράξεις των ανθρώπων. Και δες, για καθετί που θα πουν στην επίγεια ζωή τους ή για κάθε σκέψη και πράξη τους οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν ενώπιον του Θεού την ημέρα της κρίσεως. Γιατί από τα λόγια και τις πράξεις και από τις σκέψεις σου θα δικαιωθείς και από όσα θα πεις, θα κάνεις και θα σκεφτείς θα τιμωρηθείς, αν δεν μετανοήσεις… Ελισάβετ: Στο καλό, Δάσκαλε! Κι όποτε ξαναέρθεις στην Καπερναούμ, το σπίτι μου φιλόξενο θα σε περιμένει! Μελάνη: Και η καρδιά μας, Ιησού, θα λαχταρά να ξανακούσει τα βλογημένα λόγια σου, τις σοφές σου διδασκαλίες, που χαρμόσυνη γαλήνη μας χαρίζουν μετά από αλύπητη φουσκοθαλασσιά και ήλιο με ουράνιο τόξο ξαναβγάζουν στον ουρανό μετά από πολυήμερη δυνατή κι ασταμάτητη βροχή μέσα στην καρδιά του χειμώνα! Στο καλό, Δάσκαλε! Ιησούς: Θα τα ξαναπούμε, γυναίκες! Θα τα ξαναπούμε! Πέτρος: Δάσκαλε, θέλω να έρθω μαζύ σου τώρα που φέβγεις με τους άλλους έντεκα, περίμενέ με… Ιησούς: Έλα, Πέτρο, μην αργείς και από ψαράς ιχθύων αλιεύς ψυχών και ποιμήν απολωλότων προβάτων θα γίνεις, με την ψυχή σου εσύ θα βάλεις τα θεμέλια να σωθεί όλη η ανθρωπότητα, προτάσσοντας πάντα και παντού την αληθινή, την άδολη, την ανιδιοτελή αγάπη! Έλα, φέβγουμε, μην αργείς… 3. Η Γλώσσα που μαστιγώνει" (Θεατρικό Τρίπραχτο) Α’ Πράξη: Ηρωδιάδα: Καλημέρα, αγαπούλα! Πώς κοιμήθηκες απόψε; Ηρώδης: Βρε καλώς την! Όλο γλύκες είσαι σήμερα…! Ηρωδιάδα: Κάθε μέρα, αγαπημένε μου, είμαι γεμάτη γλύκα για σένα! Σ’ αγαπώ και θέλω να σε βλέπω ευτυχισμένο και γελαστό! Ηρώδης: Άσε τα σάπια, μωρέ! Μεταξύ μας είμαστε! Το ξέρω καλά, χρόνια τώρα από τότε που σ’ έκλεψα από τον Φίλιππο, τον ίδιο μου τον αδελφό, πως κάθε φορά που με γαλιφιές με καλοπιάνεις, που με λάγνα χάδια και με γλυκόφιλα με πλησιάζεις, κάτι θες, κάτι γυρέβεις… Ηρωδιάδα: Η αγάπη σου μ’ έσπρωξε το συζυγικό κλινάρι να εγκαταλείψω μόλο που ο Φίλιππος τρελά με ήθελε, να πάρω την κόρη μου, τη Σαλώμη, και να έρθουμε να ζήσουμε κοντά σου! Το ξέρεις! Τα μάτια σου έκαψαν την καρδιά μου, τα λόγια σου μάγεψαν το νου μου…


Ηρώδης: Είσαι μια μουσίτσα εσύ! Λέγε βρε μαλαγάνα, μίλα, πες μου τι θες! Όσες φορές θυμάσαι την αλλοτινή μας αγάπη, ανησυχώ, κάτι γυρέβεις! Άλλοτε χρήματα από το δημόσιο ταμείο, άλλοτε ρούχα και κοσμήματα, άλλοτε να βολέψω κάποιον ευνοούμενό σου, διορίζοντάς – εάν είναι χωρίς δουλιά - τον ή κάνοντας – εάν είχε παρανομήσει – τα στραβά μάτια! Λέγε, λοιπόν, Ηρωδιάδα, και μην αργείς καθόλου, έχω να πάω στον Πραίτορα. Θέλει να παίξουμε πεσσούς, έχει και καλό κρασί, του το υποσχέθηκα και εγώ κρατώ το λόγο μου και θα πάω … Ηρωδιάδα: Για τον Ιωάννη θέλω να σου μιλήσω! Το γιο του Ζαχαρία! Ηρώδης: Χα χα χα! Το φαντάστηκα, σουπιά! Πες τα όλα… Ηρωδιάδα: Για σένα νοιάζομαι, καλέ μου! Για σένα, αγαπημένε μου! Ηρώδης: Λέγε βρε! Ηρωδιάδα: Του έχω πολλά μαζεμένα! Θες να τ’ ακούσεις όλα, Ηρώδη; Ηρώδης: Και να μη θέλω, θα τα πεις εσύ! Αρχίνα επιτέλους! Ηρωδιάδα: Γνωρίζω πολύ καλά πως είναι φίλος σου… Ψέματα; Ηρώδης: Όχι και φίλος… ! Όχι! Απλώς, επειδή ο λαός τον πιστέβει και τον συμβουλέβεται, συχνά και εγώ ζητώ την ορμήνια του… Ηρωδιάδα: Την ορμήνια του; Ηρώδης: Ναι, το μυαλό του κόβει σαν ξουράφι και αν και ζει από καιρό στην έρημο, της πολιτείας μας τα θεμέλια όσοι πριονίζουν τα πύρινα βέλη της γλώσσας του δυσκολέβουνται ν’ αντιπαλέψουν! Της δικαιοσύνης αυτός προστάτης, κήρυκας της τιμιότητας και της αλήθειας! Ηρωδιάδα: Και ξεχειλίζει με μίσος και θυμό και τους τραπεζίτες και τους στρατηγούς! Έχεις ακούσει τι τους δασκαλέβει; Τους μεν τραπεζίτες να μην αρπάζουν, με την ανοχή σου και την υποστήριξή μου, φόρους και τόκους πάνω από τα νόμιμα, τους δε στρατηγούς να μην φέρνουν με συκοφαντίες και εκβιασμούς σε δύσκολη θέση τους πολίτες, να μην κλέβουν το μισθό των στρατιωτών αφενός και να πάψουν να ρημάζουν το βιος του λαού αφετέρου! Και εξοργίζει και τους πλούσιους. Έμαθες, Ηρώδη, τι τους κηρύττει; Πλούσιοι, στρατός και τραπεζίτες βλέπουν ότι εσύ τον ανέχεσαι και ως φίλο τον υπολογίζεις, δυσφορούν, εξανίστανται, λύση απαιτούν να δώσεις υπέρ τους άμεσα, γιατί και αυτοί τόσα χρόνια, ετούτοι με τα χρήματα, εκείνοι με τα όπλα, σωματοφύλακες άγρυπνοι της εξουσίας σου, Ηρώδη, είναι… Ηρώδης: Τα ξέρω όλα! Ηρωδιάδα: Και τι κάνεις, καλέ μου; Περιμένεις στρογγυλοκαθισμένος στο θρόνο σου τη… συντέλεια του κόσμου, για να ξυπνήσεις; Ηρώδης: Υπερβολές! Ηρωδιάδα: Να το σχολιάσω αυτό τώρα; Το παραβλέπω, γιατί δε με πολυνοιάζει και τι λένε όλοι οι άλλοι! Άλλο με καίει εμένα και απορώ πώς δεν το καταλαβαίνεις! Ηρώδης: Ποιο, γλυκιά μου Ηρωδιάδα; Ηρωδιάδα: Με κοροϊδέβεις και κάνεις πως δεν ξέρεις ότι σ’ όλα τα πλήθη, που πηγαίνουν στον Ιορδάνη να βαφτιστούν και τα λόγια του ν’ ακούσουν σωτηρία ψυχής αναζητώντας, σε λέει μοιχό και ανήθικο, που έκλεψες τη γυναίκα του αδελφού σου; Εσένα μοιχό, εμένα μοιχαλίδα και πόρνη, άσε που έχει αρχίσει να διαδίδεται πως και η Σαλώμη δεν είναι παιδί του Φίλιππου, αλλά δική σου σπορά εξώγαμη, πριν με πάρεις για γυναίκα σου… Ηρώδης: Τα ξέρω όλα, σού είπα! Και πήρα τα μέτρα μου! Ηρωδιάδα: Και τι έκανες δηλαδή με το συκοφάντη; Ηρώδης: Σε στενό και ανήλιαγο κελί φυλάκισα τον Ιωάννη το Βαφτιστή, τη γλώσσα του ίσως έτσι περιορίσω, ίσως τα σκοτάδια τον φοβίσουν αφού το ηλιόφως θάρρος του δίνει και δύναμη να διασπείρει σε βάρος σου όσα λες! Τον φυλάκισα, όμως, γιατί


ατιμώρητος δεν μπορεί να λέει ό,τι θέλει! Οι αλήθειες, ακόμα κι όταν λέγουνται από φίλους, σε πληγώνουν! Ηρωδιάδα: Αρκετά, όμως, ασχολήθηκα, αγαπούλα, μαζύ του! Αφού, όμως, τον έριξες στη φυλακή, ας ελπίσουμε πως από τον φόβο τρέμοντας σοβαρότερης τιμωρίας θα πάψει ο ίδιος να μιλά και όσοι τον ακούν να διαδίδουν τις ανοησίες του! Τα λέμε αργότερα, πάω να ετοιμάσω τη γιορτή των γενεθλίων σου! Έχω μεγάλα σχέδια για απόψε, αξέχαστη να σου μείνει η γιορτή και να ιδείς επιτέλους πόσο σε αγαπώ, αν και με πληγώνεις αμφισβητώντας με και αφήνοντας ατιμώρητους τους λασπολόγους της γυναίκας σου! Η Σαλώμη πολύ θα χαρεί με τα νέα για τον Ιωάννη, πονούσε η καρδιά της που ο άθλιος διέβαλε τη μανούλα της και τον πολυαγαπημένο της πατριό! Και ίσως να σου ετοιμάσει και μιαν έκπληξη … Β’ Πράξη: Ιωάννης: Φχαριστημένος, Ηρώδη; Γελάνε και τα μουστάκια σου τώρα; Ηρώδης: Τι λες, Ιωάννη; Ιωάννης: Σε ξαναρωτώ, αγαλλιάζει η ψυχή σου που μ’ έχεις χώσει σε τούτη τη μαύρη, την κατασκότεινη φυλακή; Ηρώδης: Πάψε, καταραμένε! Ιωάννης: Σε νόμιζα φίλο! Με βρίζεις κιόλας; Βρίζε, ναι, έτσι να χαρείς το κατόρθωμά σου ολόκληρο! Από δω μέσα να κηρύττω δεν μπορώ εγώ, ναι, αυτό το πέτυχες! Εύγε σου, Ηρώδη, μεγάλε Τετράρχη της Ιουδαίας! Αλλά να ξέρεις, την… πάτησες, χα χα χα! Ηρώδης: Τι εννοείς; Ιωάννης: Της φυλακής τα σίδερα χαλυβδώνουν τις ψυχές των αγωνιστών, δεν τις κάνουν φοβισμένες να υποταχτούν στην πυγμή των κρατούντων. Ηρώδης: Θα βάλω, συκοφάντη, μισθωμένους μαστιγοφόρους το σώμα σου να λιώσουν και τη γλώσσα σου την αιχμηρή να λυγίσουν! Ιωάννης: Συκοφαντία η αλήθεια; Δε σε φοβάμαι, τύραννε! Ηρώδης: Αναιδείας γέννημα και θρασύτητας τέκνο, πάψε! Ιωάννης: Τύραννε, την πάτησες! Χα χα χα! Ηρώδης: Θα σε σκοτώσω, ν’ απαλλαγώ από σένα! Ιωάννης: Κάνε ό,τι θες ή ό,τι σου πει η γυναικούλα σου, να μην την παρακούς! Χα χα χα! Κι αν γλιτώσεις από μένα, πίσω μου έρχεται άλλος! Έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος ούτε καν το λουρί από τα παπούτσια του να λύσω. Αυτός κρατάει στο χέρι του το λιχνιστήρι του και θα ξεκαθαρίσει το αλώνι του και θα συνάξει το σιτάρι του στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με φωτιά που δε σβήνει ποτέ… Ηρώδης: Θα τον πιάσω και θα τον φυλακίσω κι αυτόν! Κανείς δεν θα τολμήσει να με ξεθρονιάσει και την εξουσία μου να πάρει… Ιωάννης: Θα είσαι πολύ μικρός μπροστά του! Τα χρυσάφια σου τα ορατά θάναι ασήμαντα μπροστά στον πλούτο της ψυχής του! Η δύναμη του σώματός σου θάναι μηδαμινή μπροστά στη δύναμη των λόγων του! Ηρώδης: Δε με φοβίζεις, ψεύτη! Ιωάννης: Έχεις υπομονή να ιδείς; Το δικό μου τέλος θάναι η αρχή των βασάνων, ατελείωτων σαν του Σίσυφου βασανιστηρίων ψυχικών, για σένα και για όσους δεν ακούν την φωνή του θεού που έρχεται. Μετανιώστε, άνθρωποι! Η βασιλεία των ουρανών έφτασε, η βασιλεία για την οποία τόσα έχουν πει και γράψει οι προφήτες κοντοζύγωσε! «Ετοιμάστε το δρόμο του Κυρίου, ίσια κάντε τα μονοπάτια του! Κάθε φαράγγι θα γεμίσει και κάθε βουνό και λόφος θα ισοπεδωθεί. Και θα μεταβληθούν τα


καμπυλώματα σε ίσιωμα και τα ανώμαλα περάσματα σε δρόμους ομαλούς. Και κάθε άνθρωπος θα δει το μέσο της σωτηρίας του Θεού», έλεγε ο σοφός Ησαΐας, τώρα δικαιωμένος θα ευφραίνεται στους ουρανούς! Μετανιώστε, άνθρωποι! Ηρώδης: Αυτά τα παραμύθια λες και σ’ ακολουθεί ο όχλος! Ιωάννης: Μ’ εμπιστέβεται και με πιστέβει σ’ όλα όσα λέω… Εσένα σε φοβούνται, εμένα μ’ αγαπούν! Στο τέλος - τέλος, ακόμα κι αν τη ζωή μου χάσω, η ψυχή μου, Ηρώδη, να το βάλεις στο νου σου καλά, θα ζει μέσα στις φωνές των κατατρεγμένων, όσων το ανάστημά τους σηκώνουν στους τυράννους και αγωνίζονται για έναν κόσμο δίκαιο και τίμιο και ειρηνικό, χωρίς αστοχασιά, εγωισμό και αλαζονεία και μεταξύ ανθρώπων πολέμους και ματοκυλίσματα, χωρίς σκλάβους κι αφεντάδες, δίχως πλούσιους και φτωχούς, μα με σεβασμό στους άγραφους και γραφτούς νόμους και αγάπη …

Πράξη Γ’ : Στρατιώτης α’ : Καλημέρα, συνάδελφε! Χτες βράδυ, ήταν το γλέντι για τα γενέθλια του Τετράρχη, ε; Στρατιώτης β’ : Καλημέρα, παλικάρι! Καιρό είχαμε να διασκεδάσουμε τόσο! Δύσκολοι οι καιροί, αλλά μόνο για το λαό η φτώχεια, οι αφέντες πάντα καλοπερνάνε, μέσα στη χλιδή και τη διασκέδαση ξημεροβραδιάζουνται … Στρατιώτης α’ : Για λέγε! Έχω περιέργεια να μάθω ό,τι έγινε στο παλάτι του Ηρώδη! Στρατιώτης β’ : Με μια λέξη, χαμός! Στρατιώτης α’ : Λέγε, πες τα όλα! Συμμερίσου την αγωνία μου… Στρατιώτης β’ : Στη μεγάλη σάλα του παλατιού γίνηκαν όλα! Εκεί, είχα βάρδια σκοπός και με τα μάτια μου τα είδα όλα! Άρα, σε ό,τι σου πω να πιστέβεις, σαν να ήσουν εσύ ο ίδιος αυτήκοος και αυτόπτης όλων μάρτυς! Στρατιώτης α’ : Όλος αφτιά είμαι, συνάδελφε! Στρατιώτης β’ : Στο μεγάλο σαλόνι, λοιπόν, η Ηρωδιάδα είχε φροντίσει για όλα, η ρήγισσα. Τραπέζια γεμάτα φαγητά απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και λογής – λογής κρασιά και ποτά προσφέρονταν απλόχερα στους μεγιστάνες του και στους χιλίαρχους και στους άρχοντες της Γαλιλαίας! Στρατιώτης α’ : Ζηλέβω! Στρατιώτης β’ : Το κέφι, γύρω στα μεσάνυχτα, είχε ανάψει για τα καλά, όταν ανέβηκε να χορέψει μπροστά στον πατριό της η Σαλώμη! Μπροστά μας, το μεθυσμένο Ηρώδη η Σαλώμη, με τις λάγνες της χορευτικές φιγούρες, θέλησε να ξελογιάσει, να συμπαρασύρει στις ακόλαστες πεθυμιές της. Η Σαλώμη, που την ίδια με τη μάνα της, την Ηρωδιάδα, σατανική ψυχή έχει! Στρατιώτης α’ : Το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει! Χε χε χε! Στρατιώτης β’ : Γιομάτη ερωτισμό κάθε της κίνηση ταξίδεβε στα πέρατα του παντός τον αποχαυνωμένο Ηρώδη! Τον έκανε υποχείριό της να μοιάζει… Στρατιώτης α’ : Και τι απέγινε; Η Σαλώμη τον τύλιξε τον τύραννο; Στρατιώτης β’ : Φυσικά! Λάτρης του ποδόγυρου αμετανόητος από τα νιάτα του, ο Ηρώδης την πλησίασε και δίνοντάς της ένα καυτό φιλί στα χείλη – μείναμε άφωνοι, σού λέω! μπροστά σε όλους μας – γυρίζει και της λέει τρεκλίζοντας: «Για το χορό σου, ό,τι λαχταρά η ψυχή σου, ζήτα μου το! Ό,τι θες εγώ θα σου δώσω χωρίς να το λυπηθώ καθόλου! Το ορκίζομαι στη ζωή μου! Και το μισό μου βασίλειο εάν το πεθυμάς, θα στο χαρίσω!»


Στρατιώτης α’ : Αμάν! Και; Τι του ζήτησε; Χρήματα; Έρωτα, γιατί, καθώς διαδίδεται, κρυφά ερωτευμένη μαζύ του είναι; Πες μου, θα σκάσω από την περιέργεια… Στρατιώτης β’ : Άκου! Το απρόσμενο! Επωφελούμενη η κόρη της Ηρωδιάδας το ότι ο πατριός της είχε σφιχτοδεθεί με όρκους να της κάνει ό,τι ήθελε, χωρίς καν να το πολυσκεφτεί μα δασκαλεμένη από τη μάνα της, του λέει: «Ό,τι ποθεί η καρδιά μου δεν είναι πλούτη και σκήπτρα βασιλικά, μήτε ερωτοπαίχνιδα, αλλά θέλω να μου δώσεις τώρα κιόλας, επάνω σε ένα δίσκο, το κεφάλι του Iωάννη του Bαφτιστή!» Στρατιώτης α’ : Φαντάζομαι την έκπληξη του Ηρώδη και των παραβρισκόμενων! Και τι απέγινε τελικά; Στρατιώτης β’ : Όλοι παγώσαμε! Κρύος ιδρώτας έλουσε τον Ηρώδη, μεμιάς σαν να ξεμέθυσε και έδειχνε να κατάλαβε πόσο σφιχτά είχε μόνος του τέτοια θηλιά στο λαιμό του περάσει. Η κοπέλα όργανο της Ηρωδιάδας βρήκε την πιο κατάλληλη ευκαιρία να πραγματώσει τα όνειρα της μάνας της, και της την είχε δώσει εκείνος, ο ίδιος, μόνος του ανέλπιστα για κείνες, θείο δώρο για Σαλώμη και Ηρωδιάδα, τον Ιωάννη νεκρό να πάψει έτσι εφεξής με τη γλώσσα του να τις αναστατώνει και να τις μαστιγώνει αλύπητα και ανερυθρίαστα … Στρατιώτης α’ : Και; Στρατιώτης β’ : Αμέσως, ο Ηρώδης, αν και είχε αλλάξει χίλια χρώματα από τη λύπη και τον φόβο του για τις πιθανές συνέπειες της θανάτωσης του Ιωάννη, δεν της χάλασε το χατίρι και επειδή είχε δώσει βαρύ όρκο και διότι θα ντροπιαζόταν εάν δεν τηρούσε τα υπεσχημένα ενώπιον των αρχών του τόπου που παραβρέθηκαν στο γλεντοκόπι! Χωρίς άργητα, λοιπόν, διαλέγει δυο από τη φρουρά των ανακτόρων και τους έστειλε στη φυλακή! Διαταγή ξεκάθαρη και σαφέστατη: Να του φέρουν εκεί μπροστά σε όλους το κεφάλι του Βαφτιστή. Όλοι ανατριχιάσαμε! Οι στρατιώτες, για να μην φανούν ανυπάκουοι στις προσταγές του Ηρώδη, έφυγαν τρεχάτοι. Τους υποσχέθηκε και καλή αμοιβή, πολλοί τη ζηλέψαμε! Μέσα σε λίγα λεπτά, δεν είναι μακριά το δεσμωτήριο από το παλάτι, το ξέρεις!, ο ένας από τους δυο στρατιώτες γύρισε πίσω… Είχε αποκεφαλίσει τον Ιωάννη μέσα στη φυλακή και έφερε στον Τετράρχη το κεφάλι του πάνω σε ένα πιάτο και όταν το έδωσε στο μεθυσμένο ακόμα Ηρώδη, εκείνος το προσέφερε στη Σαλώμη και εκείνη το έδωσε στην πασίχαρη πλέον μητέρα της…!!! Στρατιώτης α’: Φρικιαστικό θέαμα! Οικτρό τέλος για τον Ιωάννη! Στρατιώτης β’ : Έχεις δίκιο! Και το ίδιο κιόλας βράδυ, μόλις μαθεύτηκε ο αποκεφαλισμός του, η Ηρωδιάδα γελούσε, ασταμάτητα και αστόχαστα, με το επίτευγμά της και οι μαθητάδες του Ιωάννη ήλθαν στη φυλακή και πήραν το ακέφαλό του πτώμα, χωρίς κανείς φρουρός να τους πάρει χαμπάρι, για να το θάψουν. Και σαν ξημέρωσε η μέρα, ο Ηρώδης, ξεμέθυστος πια, συνειδητοποιεί τι είχε γίνει και διάταγμα νέο εκδίδει για ενίσχυση της ανακτορικής φρουράς και για απαγόρεψη της διάδοσης των ιδεών του Ιωάννη με ποινή φυλάκισης και μαστίγωσης σε όποιον την παραβεί… Στρατιώτης α’ : Φοβήθηκε μήπως αγανακτισμένοι πολίτες και μαθητές του Ιωάννη έρθουν και την εξουσία του ανατρέψουν ή από την Ηρωδιάδα κι αυτό δασκαλεύτηκε και έκανε; Στρατιώτης β’ : Δεν ξέρω, παλικάρι, ίσως, όμως, και να έμαθε πως κάποιος Ιησούς από τη Ναζαρέτ, που ‘χε πριν καιρό βαφτιστεί από τον Ιωάννη στον Ιορδάνη, τριγυρίζει πόλεις και χωριά, θαυματουργεί και διδάσκει την έλευση του Θεού… Στρατιώτης α’: Λες; Στρατιώτης β’: Θα δείξει… Καλημέρα μας, συνάδελφε!


4. Η Μάνα του Ήρωα (Θεατρικό μονόπραχτο) Στρατιώτης: Την Ευρύκλεια, γυναίκες, γυρέβω! Του Ευφορίωνος τη σύζυγο, του Αισχύλου και του Κυνέγειρου τη μάνα… Θα μου πείτε, μα τον Ερμή, των αγγελιοφόρων το συμβοηθό, πού θα τη βρω; Γυναίκα Α’: Ποιος είσαι, στρατιώτη; Πούθε έρχεσαι και τι την θες; Στρατιώτης: Ο Κλέανδρος καυχιέμαι πως είμαι, του Διομέδοντα ο γιος, Αλωπεκήθεν. Πείτε μου πού ‘ναι και σε κείνην όλα θα τα πω! Γυναίκα Α’: Φιλενάδες της, από χρόνια, είμαστε εμείς. Πιστές, σαν αδελφάδες αγαπημένες… Πριν λίγο, μα την Αθηνά, ήτανε μαζύ μας, για τους γιους της μας μίλαγε γεμάτη καμάρι και για την αγωνία της που και οι δυο στο στρατό των Αθηναίων υπηρετούν την ώρα που οι Πέρσες μάς κοντοζύγωσαν και στα χώματά μας ήλθαν! Γυναίκα Β’: Να στη φωνάξω, Κλέανδρε, αφού τόσο τη θες, περίμενε! Δε θ’ αργήσω… Στρατιώτης: Φχαριστώ πολύ, γυναίκες, θάρρος η αγάπη σας προς εκείνη μού δίνει το λόγο μου να ξεστομίσω! Το λόγο για τον οποίο έως εδώ έχω φτάσει… Γυναίκα Γ’: Σκούπισε το ιδρωμένο σου μέτωπο! Ανάσα, παλικάρι μου, πάρε από τη λαχανιασμένη σου τρεχάλα! Σιμά είσαι πια, ζύγωσες στον προορισμό σου… Στρατιώτης: Το λόγο να πω, το βάρος απ’ την ψυχή και τις πλάτες μου, γυναίκες, να φύγει… Γυναίκα Β’: Και στενοχώρια και κούραση σε βαραίνουν! Δίχως να το πεις, ζωγραφισμένες, Κλέανδρε, στο πρόσωπό σου, μα την Αθηνά, είναι, όλοι τις βλέπουν και τις νιώθουν… Δεν ξέρω εάν βρεθεί άνθρωπος να θελήσει ή να μπορέσει να τις συμμεριστεί, πιο ανάλαφρος να νιώσεις! Γυναίκα Α’: Μα, δες, έφτασε η Ευρύκλεια, τώρα θαρρώ πως είναι η στιγμή το νέο σου να της αναγγείλεις! Ευρύκλεια: Ξένε, καλώς όρισες στην αυλή του σπιτιού μου! Οι φίλες μου μούπανε πως με γυρέβεις, λόγο για μένα έχεις… Έλα, κόπιασε μέσα στο σπίτι, τα λόγια σου πες μου, μη διστάζεις… Στρατιώτης: Ευρύκλεια, καλώς σε ήβρα! Ο Κλέανδρος, του Διομέδοντα ο μοναχογιός είμαι! Νέα σού φέρνω από το Μαραθώνα, ένα ευχάριστο και ένα δυσάρεστο! Και φίλεμα δεν θέλω, την καλή μου καρδιά μονάχα να εκτιμήσεις, αυτή θάναι η ανταμοιβή τούτου του μαντατοφόρου, δε θέλω χρήμα ή σωρό καλούδια, που συνηθίζουν σε παρόμοιες περιστάσεις… Ποιο θες, όμως, ν’ ακούσεις πρώτο και αν θες εμπρός σε τούτες τις γυναίκες να μιλήσω πες μου… Ευρύκλεια: Από το Μαραθώνα; Γυναίκα Γ’: Εάν, Ευρύκλεια, να φύγουμε θες, μόνη να μιλήσεις με τον ξένο, δασκάλεψέ μας άφοβα, εάν μόνη μαζύ του φρόνιμο το κρίνεις να μείνεις, εμείς να πάμε σπίτια μας… Ευρύκλεια: Όχι, να μείνετε, μπροστά σας το παλικάρι ετούτο να μιλήσει! Σαν αδελφές μου είστε… Δώστε του, μόνον, ένα λαγήνι νερό να πιει, να πάρει μιαν αναπνοή, πριν ανοίξει το στόμα να μας μιλήσει! Στα δυσάρεστα παρηγοριά για την ψυχή μου θάναι και βάλσαμο η παρουσία και τα λόγια φίλων, στα ευχάριστα θα μοιραστείτε, ως φίλες αληθινές και από τα χρόνια δοκιμασμένες, τη χαρά μου… Μίλα, λοιπόν, εσύ, Κλέανδρε, σ’ ακούω, μ’ ό,τι θες εσύ ξεκίνα!


Στρατιώτης: Ξεκινώ, μα τον Ποσειδώνα, με τα ευχάριστα! Οι Έλληνες την περσική στρατιά στο Μαραθώνα ταπείνωσαν και κατανίκησαν. Μαέστρος αρχιστράτηγος ο Μιλτιάδης τους παγίδεψε τους Μήδους που με τον Ιππία τον Πεισιστρατίδη στη γη μας εισέβαλαν, το βιος μας να ρημάξουν και γδικιωμό να πάρουν π’ η Αθήνα τ’ αδέλφια μας από την Ιωνία είχε συνδράμει, πριν λίγα χρόνια, να σηκώσουν κεφάλι στο Μεγάλο Βασιλέα! Ο Ιππίας την εξουσία, που του ‘χαν πάρει ο λαός και οι νόμοι του Κλεισθένη, πολύ επιθυμούσε να ξαναπιάσει στα χέρια του και προς τούτο πήγε και κουβάλησε ξένους φίλους του να τον βοηθήσουν για να τους κάνει μετά ευγνώμων και υποτακτικός όλα τα χατίρια, μα έμεινε με τη λαχτάρα! Άπραγος, Ευρύκλεια, με την ουρά στα σκέλια ξανάφυγε μακριά πια από την Αττική κι αυτός και με μαύρη ψυχή οι Πέρσες στρατάρχες, ο Δάτις και ο Αρταφέρνης, είδαν το στρατό τους να χάνεται από τη φιλοπατρία και τη γενναιότητα των Αθηναίων και των Πλαταιών. Πολλοί του Δαρείου οι στρατιώτες και γερά οπλισμένοι μα δίχως ψυχή συντρίφτηκαν από την αντρεία των λιγότερων Ελλήνων και πανύψηλα στήσαμε τρόπαια νίκης μόλις, με τη βοήθεια όλων των θεών, η αμάχη στο τέλος της έφτασε! Ευρύκλεια: Γεμίζω περηφάνια για όλα όσα μού λες, παλικάρι μου! Μα την Αθηνά, αλήθεια, έφερες χαρμόσυνα νέα… Και στο Μαραθώνα, ανάμεσα στους στρατηγούς είχα και εγώ το μεγαλύτερο γιο μου, τον Κυνέγειρο, και στους στρατιώτες τον άλλο μου γιο, τον Αισχύλο. Για κείνους τι νέα έχεις να μου φέρεις; Της μάνας, μα τη Δήμητρα, η καρδιά κοντέβει να ραγίσει και να σπάσει! Γυναίκα Α’: Πες μας, ξένε, τι μαντάτα για τους γιους της φέρνεις; Γυναίκα Β’ : Λέγε, μη μας κρατάς όλες σε αγωνία! Στρατιώτης: Ο Αισχύλος σου, Ευρύκλεια, με αντρίκεια δύναμη πάλεψε και της δάφνης δίκαια στεφάνι θα πάρει! Δεν είναι μόνο στα ποιήματα πατριώτης, μα και στην ψυχή και το ‘δειξε, το ‘δαμε όλοι, στο πεδίο της μάχης… Ευρύκλεια: Μπράβο του! Δεν είχα ποτέ καμιάν αμφιβολία για εκείνον! Η ψυχή μου στα ουράνια φτάνει από τη χαρά…! Να ‘σαι καλά, Κλέανδρε! Μα ο Κυνεγειρούλης μου; Τι έγινε ο λατρεμένος μου πρωτογιός; Το στήριγμα στις λύπες μου και το τραγούδι στις χαρές μου; Γυναίκα Γ’ : Και ο Κυνέγειρος; Πες μας! Στρατιώτης: Μάνα, χαροκαμένη μάνα! Ο Κυνέγειρός σου χάθηκε στη μάχη! Ευρύκλεια: Από περσικό δόρυ στην πρώτη γραμμή της μάχης ή πισωγυρίζοντας δειλός; Στρατιώτης: Σαν λιόντας πολεμώντας, το παράδειγμα δίνοντας πλέον σε όλους μας! Γυναίκα Β’ : Ευρύκλεια, κλάψε, που ο μαύρος πόλεμος τον ακριβογιό σου πήρε! Ευρύκλεια: Όχι, γυναίκα, δε θα κλάψω! Περήφανη, μα τους θεούς, είμαι και για αυτόν! Μα θέλω να μάθω, θέλω και μίλα! Πες μου, Κλέανδρε, για το τέλος του, σφουγγίζω τα βουρκωμένα μάτια μου και δάκρυ πια μαυροφορεμένης και αξιολύπητης μάνας δε θα ιδείς παρά μονάχα γιομάτης περηφάνια και με καμάρι για το δικό της παιδί Αθηναίας! Στρατιώτης: Ο Κυνέγειρος, στρατηγός εκλεγμένος κι αυτός των Αθηναίων, θέλησε το λαμπρό παράδειγμα στους άντρες όλους να δώσει, αψηφώντας τίτλους και αξιώματα και τιμώντας τη γενιά και την οικογένειά του, τους προπάτορές μας… Εάν ο Μιλτιάδης και ο Θεμιστοκλής και ο Αριστείδης την ευφυΐα τους επιστρατέψανε, το Μήδο για να διώξουμε, τον απρόσκλητο εισβολέα, ο μεγαλύτερος από τους γιους σου, Ευρύκλεια, τα έδωσε όλα, μα τον Ποσειδώνα, στη μάχη. Πάνω – κάτω γυρνούσε ασταμάτητα, ο λόγος του, από τη μια, εμψύχωνε την παλικαριά των Ελλήνων να μην φοβούνται τον οχτρό και για την πατρίδα και τη δημοκρατία όλα να τα δώσουν και, από την άλλη, το ξίφος του αχόρταγα εξολόθρευε την περσική αλαζονεία και πολλές γυναίκες στα βάθη της Ασίας χήρες και χωρίς αδέλφια ή παιδιά είχε αφήσει!


Ευρύκλεια: Η κομπορρημοσύνη μου, ω θεοί, για το παιδί μου σήμερα ας μη σας φανεί αστόχαστη! Και πώς ήλθε το τέλος του γενναίου άντρα; Γιατί, μα την Ήρα, για μένα παιδί ήταν όταν ήρθε μαζύ με τον Αισχύλο για συμβουλές πριν φύγουν για την πρώτη του πολέμου γραμμή κόντρα στους βαρβάρους και άντρας πανύψηλος, θεόρατος, δυσθεώρητος είναι πια για τη μάνα που τον γέννησε… Γυναίκα Α’ + Β’ + Γ’: Για όλους μας, πλέον! Στρατιώτης: Μα σαν ο Δάτις εξοργισμένος τ’ απομεινάρια των Περσών διέταξε ν’ αφήσουν το Μαραθώνα και σε τριήρεις θέλησε να βάλει, τις θάλασσες για να πάρει ως τη μακρινή του χώρα ντροπιασμένος, ο Κυνέγειρος χίμηξε σ’ ένα από τα περσικά πλοία στα παραθαλάσσια αγκυροβόλια τους! Τους Πέρσες, που φεύγανε, γύρεβε ο γιος σου να ματοκυλίσει, την ύβρη των αρχιστρατήγων τους, που πόθησαν ν’ αλώσουν της Παλλάδας την πόλη, με θάνατο, μα τον Ερμή, να ξεπληρώσει… Μα εκείνοι γρήγορα κωπηλατώντας από την ακροθαλασσιά κίνησαν ν’ απομακρυνθούν! Με το δεξί του χέρι πιάνει το σκαρί του πλοίου. Ένας ναύτης με το ξίφος, χραπ!, του το κόβει από τον ώμο… Γυναίκα Β’: Ωχ, τι πόνος! Στρατιώτης: Τότε, ο Κυνέγειρος τ’ αριστερό του χέρι πετά να πιάσει το πλοίο που έφευγε! Μα ο ίδιος ναύτης με το ξίφος του κόβει και εκείνο… Γυναίκα Α’ : Κάθε άλλος, Ευρύκλεια, στη θέση του στα πόδια εκείνη τη στιγμή θα το ‘βαζε, κάθε μυαλωμένος, Στρατιώτη, από τους πόνους θα ‘παυε το παράτολμο εγχείρημά του! Ευρύκλεια: Σώπαινε, γυναίκα! Λέγε, Κλέανδρε! Τι έγινε μετά; Στρατιώτης: Την ψυχραιμία σου θαυμάζω, Ευρύκλεια! Όση ώρα σ’ αφηγούμαι, δάκρυ δεν πρόσεξε κανείς να έχει τρέξει από τα ματόκλαδά σου! Ευρύκλεια: Εκείνος που χάνει δύο χέρια για την πατρίδα δεν πόνεσε και θα πονέσω εγώ που με κάνει τόσο περήφανη η παλικαριά του, η ευψυχία του; Στρατιώτης: Χιμά, λοιπόν, ο Κυνέγειρος, αναψοκοκκινισμένος, πεισματάρης, χεροκοπημένος και γιομάτος αίματα, με τα δόντια να σταματήσει το πλοίο των Περσών!!! Γυναίκα Γ’ : Τρελός ο γιος σου, Ευρύκλεια! Στρατιώτης: Μα ο ναύτης με λύσσα του έκοψε πέρα έως πέρα το κεφάλι και τη ζωή του τέλειωσε… Τότε, λοιπόν, σαν οι λοιποί Αθηναίοι, μα το Δία, καταλάβαμε τι έγινε, τρέξαμε σιμά στο ακέφαλο κουφάρι του στρατηγού μας και αφού γερά γύρωθέ του πολεμήσαμε Πέρσης να μην το σκυλέψει και το βεβηλώσει, το πήραμε, το καθαρίσαμε από αίματα, το πλύναμε, όπως είναι το έθιμο, το αρωματίσαμε! Χώρια πήραμε και φροντίσαμε και το κεφάλι του, κανείς Μήδος να μην το κουρσέψει ως λάφυρο νίκης … Ευρύκλεια: Γιε μου, Κυνέγειρέ μου, πόσο ευτυχισμένη με κάνεις σήμερα, καλέ μου! Ήλιε μου και φως μου! Που τη ζωή σου έδωσες, άντρα και καμάρι μου, για την πατρίδα! Που δεν άφησες κανέναν Πέρση σαν σκλάβες να σύρει την Αθήνα και τη μάνα σου! Που, μα την Αθηνά, για τη λεφτεριά και τη δημοκρατία εσύ πολέμησες τον ένδοξο θάνατο στον αγώνα προτιμώντας παρά την άτιμη ζωή του συμβιβασμένου! Που λιονταρόκαρδος αγωνίστηκες και τη ζωή σου θυσίασες χωρίς έγνοια καμιά για όσα εφήμερα συνήθως ξεγελούν τους ανθρώπους! Που το σώμα και η ψυχή σου αναχώματα ορθώθηκαν τύραννος και αρχομανής κανείς να μην ασελγεί ποτέ στο κορμί της πατρίδας μας, φόρους βαρείς και δυσβάσταχτους να μην της βάζουν ξένοι κι αχόρταγοι αφεντάδες… Γυναίκα Α’ : Και τώρα; Πού ‘ναι το σώμα του Κυνέγειρου; Πού ‘ναι ο Αισχύλος; Στρατιώτης: Ο Μιλτιάδης όρισε μια δεκαριά άντρες να συντροφέψουν τον Αισχύλο να σου φέρουν το σώμα και το κεφάλι του Κυνέγειρου, Ευρύκλεια, για να τον θάψεις


όπως του αρμόζει! Η ώρα τους βάζει να έρθουν, αλλά εγώ έτρεξα, μα την Εστία, να σου πω πρώτος τα νέα, να μετριάσω το μητρικό σου πόνο! Η πατρίδα, να το ξέρεις, νιώθει περήφανη για σένα και για τους δυο σου γιους, σ’ ευγνωμονεί που της χάρισες δύο λεβέντες! Τον Κυνέγειρο και τον Αισχύλο! Τον Αισχύλο, που, μόλις τον αδελφό του τον πολυαγαπημένο αντίκρισε νεκρό, τον φίλησε γιομάτος δάκρυ ασίγαστο και ορκίστηκε μπροστά σε όλους μας παντοτινά να αγαπά και να τιμά! Ευρύκλεια: Ευτυχία, μα το Δία, η πιο μεγάλη για μια μάνα, τα παιδιά της να ξεχωρίζουν από το πλήθος για την ψυχή τους, για την καλή καρδιά και την άδολη ζωή τους, για τη γενναιότητα και τον αλύγιστο αγώνα τους για έναν ανθρώπινο κόσμο… Κλέανδρε, σε φχαριστώ από ψυχής για τα ευχάριστα νέα που μου εκόμισες, αν και δεν μου είπες τελικά ποιο ήταν το δυσάρεστο που μαζύ σου κι αυτό έφερνες… Στρατιώτης: Μα το … θάνατο του Κυνέγειρού σου, Ευρύκλεια! Ευρύκλεια: Τι λες τώρα, παλικάρι μου; Αυτό ήταν το πιο χαρμόσυνο νέο που είχες να μου δώσεις! Τη μάνα του ήρωα όλοι την αγαπάνε, τη μάνα του κιοτή όλοι την περιφρονούνε! Σε φχαριστώ, στο όνομα όλων των θεών, ξανά, που από τα χείλη σου έμαθα τούτο το θεϊκό δώρο, το ότι οι θεοί διάλεξαν υπέρ της πατρίδας αγωνιζόμενος να πέσει ο λατρευτός μου Κυνέγειρος και ότι έδωσαν δάφνινο στεφάνι λεβεντιάς και στον Αισχύλο μου! Τους λεβέντες, τους γενναιόψυχους και τους θαρραλέους όλοι τους τιμούνε και ευγνωμονούν τους γεννήτορές τους, ενώ βρίζουν και καταριούνται τους δειλούς, τους προδότες, τους λαοπλάνους, τους εφημερολάγνους και τις οικογένειές τους… Γυναίκες, ελάτε μαζύ μου, μέχρι να έρθει ο Αισχύλος με τον Κυνέγειρο, έχουμε δουλειές να κάνουμε στο σπίτι, οι ήρωές μου, οι αγαπημένοι μου γιοι, από την κάψα της μάχης θα πείνασαν και θα δίψασαν, κρασί φετινό και αχνιστό φαγητό να στρώσουμε στο τραπέζι… Στρατιώτης: Στο καλό, Ευρύκλεια, γιατί με δάφνες, να το θυμάσαι πάντα, αξίζει να στολιστεί και η δική σου ψυχή, αφού, μα το Δία, από τέτοια μάνα μόνον τέτοιοι άντρες μονάχα θα γεννιόντουσαν και γαλουχημένοι από το γάλα των μαστών και της καρδιάς της ήρωες θα αναδείχνονταν! Περήφανος θάνιωθε και ο Ευφορίων, για σένα και για τους γιους σας, εάν αφρισμένο κύμα στο βυθό φουρτουνόδαρτης θάλασσας στο Αιγαίο πριν χρόνια δεν τον είχε συμπαρασύρει… Στο καλό, γυναίκες, παραδείγματα αιώνια ας μας γίνουν οι γιοι της μάνας τούτης και η ίδια… 5. Το λαχείο (Θεατρικό μονόπρακτο) Λαχειοπώλης: Λαχεία! Τυχερά Λαχεία! Λαχεία! Άντρας: Πότε κληρώνει; Λαχειοπώλης: Σήμερα, θα πάρεις από τον Φιλόσοφο; Λαχεία! Τυχερά Λαχεία! Άντρας: Την ξέρω εγώ την τύχη μου! Τι θες τώρα; Να την ξαναδώ κιόλας μπροστά μου; Λαχειοπώλης: Μη λες τέτοια πράγματα! Όλοι το ίδιο μοιρολάτρες είστε! Άντρας: Καλά ντε, μη βαράς! Ποιος έχασε την τύχη του για να τη βρω εγώ; Λαχειοπώλης: Άντε! Πάρε ρε ένα λαχείο! Κι αν κερδίσεις, θα θυμηθείς τον Φιλόσοφο! Κι αν χάσεις, δε χάθηκε κι ο κόσμος… Άντρας: Να πάρω… στάσου να σκεφτώ σε ποιον λήγοντα! Εσύ τι προτείνεις; Έχεις κανά τυχερό, γουρλίδικο νούμερο να προτείνεις, να μου δώσεις; Λαχειοπώλης: Εάν δεν είσαι καρμίρης και μίζερος, όλα είναι τυχερά! Άκου με: Το 0 συμβολίζει την αρχή του παντός, το 1 μας θυμίζει τον ένα και μοναδικό θεό, το 2 σχετίζεται με το ζευγάρι των βοδιών που οι γεωργοί χρησιμοποιούν για το όργωμα, το 3 είναι για την Αγία Τριάδα, το 4 παραπέμπει στις εποχές του έτους, το 5 έχει


σχέση με τα δάχτυλα του χεριού, το 6 οι Πυθαγόρειοι το συσχετίζανε με την υγεία και την ισορροπία, το 7 θυμίζει τις μέρες της εβδομάδας, το 8 μας ξαναφέρνει στο νου το χταπόδι με τα πλοκάμια του και το 9 τις εννέα μούσες των αρχαίων Ελλήνων! Διάλεξε, λοιπόν, όλα έχουν την τύχη μέσα τους και καθένα, χώρια από τα αποδέλοιπα, είναι τυχερό, αν και η τύχη και η ατυχία είναι σχετικά και όχι απόλυτα, ορίζονται υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά … Άντρας: Φιλόσοφε, σωστά μιλάς! Ο καθένας μας, έλεγε και ο πατέρας μου, έχει τα δικά του κριτήρια, υλική, κοινωνική, πνευματική και ψυχική δύναμη, για να κρίνει εαυτόν ή κάποιον άλλο ευνοούμενο της τύχης, τυχερό, ευτυχισμένο, άτυχο, κακότυχο. Ο άνθρωπος είναι, εντούτοις, ο διαμορφωτής ο ίδιος της τύχης του. Από τα χέρια του κρέμονται όλα, ούτε θεός, ούτε μοίρα, ούτε άλλοι, κανείς δεν τον κατευθύνει, μονάχα ο ψυχικός του κόσμος και οι σωματικές του αντοχές και δυνάμεις. Με ασταμάτητο αγώνα, ασυμβίβαστη ψυχική δύναμη, ακλόνητη αυτοπεποίθηση, φωτερή αισιοδοξία, ασίγαστη υπομονή και μεγάλη επιμονή, πετυχαίνει όσα ονειρεύεται, πραγματώνει τις ελπίδες του, όσα εμπόδια κι αν συναντά στο δρόμο του! Λαχειοπώλης: Έτσι, μπράβο! Κανείς μας δεν είναι υποχείριο της Μοίρας και δεν εξαρτάται από κανέναν άλλο παρά μόνο από τον εαυτό του. Και ο ίδιος νέμεται τους καρπούς των αγώνων του και δέχεται τ' αποτελέσματα των επιλογών του! Ο αισιόδοξος, ο φίλεργος και ο φιλότιμος αμείβεται πάντα, έστω κι αργά του χαμογελά η ζωή. Στο μίζερο και στον απαισιόδοξο όλα πάνε στραβά, γεμάτος πάντα σύγνεφα ο ουρανός του και αγκάθια ο δρόμος του… Άντρας: Καλά τα λες… Όσο υπάρχει ψυχή, βαστάμε γερά, η ψυχή μας δεν μας πουλάει, μας οδηγεί, έστω και μετά βασάνων, σε όσα ποθούμε και ονειρεβόμαστε... Λαχειοπώλης: Ακόμα κι όταν ο έξω καιρός είναι βροχερός, χιονιστής, κρύος, ας είναι όπως θέλει τέλος πάντων, αγώνα και δύναμη μόνον απαιτεί να ξεπερνούμε τα εντός και εκτός σχεδίων εμπόδια για να πραγματώνουμε τα όνειρά μας... Λαχεία θα πάρεις; Άντρας: Φυσικά, Φιλόσοφε, μ’ έπεισες! Άντε, πιάσε μιαν εξάδα! Λαχειοπώλης: Διάλεξε μόνος σου το λήγοντα! Καλή σου Τύχη και καλή σου μέρα! Κι όταν ο ήλιος κάθε πρωί στον ουρανό πάλι, αφού κονταροχτυπιέται με τα σύγνεφα, βγαίνει νικητής, ας θυμόμαστε πως ό,τι ομορφαίνει τη ζωή μας είναι ο καλός λόγος και η φωτεινή καρδιά που ξεκινούν από μέσα μας και μαλακώνουν και το πιο σκληρό σίδερο των απέξω ... Λαχεία! Τυχερά Λαχεία! Λαχεία! Πάρτε από τον Φιλόσοφο! Άντρας: Καλημέρα μας! Σήμερα είπες εσύ πως κληρώνει, μα εγώ νομίζω κάθε μέρα …

6. Ειδική αποστολή (Θεατρικό μονόπρακτο) Δίας: Ερμή, Ερμή, Ερμή! Ερμής: Έλα βρε πατέρα, γιατί με ξυπνάς πάλι; Τι θες χαράματα, πριν λαλήσουν οι πρώτοι πετεινοί της ημέρας; Δίας: Σήκω πια, τεμπέλαρε! Έλα αμέσως… Πού είσαι; Ερμής: Καλά ντε, μην φωνάζεις! Έρχομαι! Τι με θες; Δίας: Πρέπει να πας στη Γη και άσε το κλινάρι, άχρηστε υπναρά! Τη νύχτα μέρα έχεις κάνει και τη μέρα νύχτα πια!


Ερμής: Στους ανθρώπους ξανά; Τι έκαναν πάλι; Μια ζωή, οι θνητοί κάνουν λάθη και για να ξεγλιστρήσουν από τις τιμωρίες των θεών, πέφτουν γονατιστοί, μυξοκλαίνε μετανιωμένοι τάχα μπροστά στ’ αγάλματα, φέρνουν και τάματα. Και τότε, οι θεοί, και συ, πατέρα, το κάνεις συχνά, μην το αρνηθείς, βάζετε χέρι στα δώρα τους, τρώτε τις πίτες και τα σφάγιά τους, πίνετε το κρασί τους και τους συγχωρείτε… Πολύ ακριβά το πουλάτε, Δία, εσείς οι θεοί το συγχωροχάρτι, μια πίτα η μοιχεία, ένα αρνί η κλεψιά, ένα… Δίας: Τι λες πάλι , βρε Ερμή; Αν και θεός, μού βγήκες άθεος; Πρέπει, λοιπόν, να πας στη Γη και άσε τις φλυαρίες! Εκείνοι, ναι, οι άνθρωποι εννοώ, από τη φύση τους είναι γεννημένοι να κάνουν ό,τι τους έρθει στο κεφάλι ή όσα ανάψουν την καρδιά τους από τη μια, εσύ, από την άλλη, όμως, από την ώρα που ήλθες στη ζωή, είσαι για να εξυπηρετείς τα θελήματά μου! Και δίχως γκρίνια παρακαλώ, μα γοργοπόδαρος ορίστηκες είτε στους θνητούς να μεταφέρεις αγόγγυστος τις αποφάσεις και τις πεθυμιές μου, είτε τις ψυχές τους στον Άδη, όταν οι Μοίρες τελειώσουν τη ζωή τους, να πηγαίνεις αδάκρυτος… Και τα τάματα και τα δώρα, που λες πως οι θεοί λαίμαργα απ’ τον άνθρωπο ζητούν, τα ιερατεία τα καρπώνονται αχόρταγα, οι τάχα λιτοδίαιτοι επί γης εκπρόσωποί μας και σ’ εμάς, στον Όλυμπο, αέρας κοπανιστός φτάνει, τίποτα άλλο, άκου με! Άντε, λοιπόν, γιε της Μαίας, σύρε τα πόδια σου, δρόμος μακρύς και κοπιαστικός σε περιμένει… Σήκω κι άκου προσεχτικά όσα ως πατέρας και ως αφέντης θα σ’ ορμηνέψω! Ερμής: Λέγε, πατέρα, τι θες! Χωρίς πολλά – πολλά! Δεν τους γουστάρω τους μαστιγοφόρους αφεντάδες, δεν τα μπορώ τα κηρύγματα! Εξάλλου, μη νομίζεις, όμως, ότι, στέλνοντάς με στο ανθρωπολόι, θα πετύχεις και πολλά πράγματα! Δίας: Τι λες; Έπαψε ο λόγος σου να ‘σαι πειστικός στους ανθρώπους; Ερμής: Όχι, αλλά δεν έμαθες, Δία μου, προχτές πως κάποια παλικαρόπουλα στην Αθήνα, για να το παίζουν μάγκες, πήγανε και σπάσανε της πόλης τα οδοσήμαντρα και τους φανοστάτες που τους κοσμούσε η προτομή μου; Το νου σου, έρχεται η σειρά σου, σε λίγο, θα βάλουν χέρι και στους ναούς σου… Δίας: Το άκουσα! Οι αλήτες! Καλό κουμάσι αυτός ο Αλκιβιάδης! Μπουμπούκια η παρέα του, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα! Μολαταύτα, θα πας στην Ελλάδα, γιατί είσαι ο αγαπημένος μου γιος αφενός και αφετέρου ο πλέον συμπαθής, ο πλέον ασταθής, ο πλέον συγκεχυμένος, ο πιο πολυσύνθετος και επομένως ο πιο Έλληνας από όλους τους ολύμπιους θεούς… Ερμής: Δεν είμαι κοπελίτσα, Δία, να με ρίξεις όπως τόσες άλλες στο κλινάρι σου με τα γλυκόλογά σου. Αλλά θα πάω, θα σου κάνω το χατίρι! Πες μου ό,τι θες και θα γίνει… Αφότου με συγχώρεσες όταν έκλεψα του χαζού του Απόλλωνα τα βόδια, κατάλαβα, ξέρω πια πόσο πολύ με αγαπάς, αν και σου αρέσει να με βασανίζεις, ξυπνώντας με ενώ ξεκουράζομαι ή διακόπτοντάς με την ώρα που συνευρίσκομαι με κάποια νεραϊδούλα των δασών και των ποταμιών, κάτι που εγώ ποτέ δεν θα στο έκανα, όσα τάλαντα κι αν θα με πλήρωνε η μητριά μου, η Ήρα, από τη ζήλεια της, για να σου κάνω χαλάστρα στους έρωτές σου … Λέγε, τελοσπάντων, τι θες από μένα! Δίας: Φλυαρείς πάλι, γιε μου, και με κουράζεις! Τίνος έμοιασες εσύ, βρε Ερμή; Εγώ, όταν μου τη σπάει κάποιος, ως αρχηγέτης όλων, θεών και ανθρώπων, του στέλνω κανά κεραυνό στο κεφάλι και καθαρίζω… Δε μου αρέσουν οι ρητορείες, ψεκάστε – σκουπίστε – τελειώσατε, ένα αστροπελέκι αρκεί, να βάλει μυαλό ο κάθε άμυαλος … Ως πατέρας δικός σου, όμως, οφείλω, με κηρύγματα, να σε κρατώ στον ίσιο δρόμο και να σε συνετίζω, οσάκις βλέπω να ξεστρατίζεις… Και η δική μου αδυναμία στις γυναίκες δεν είναι κατακριτέα. Αρέσει και σ’ αυτές να γεννοβολάνε μαζύ μου παιδιά, εξάλλου, σε όλες τις χώρες και τις θρησκείες του κόσμου, θεοί συνευρίσκονται με θνητές και χαρίζουν στην ανθρωπότη ήρωες, λεβέντες δύο μέτρα, γενναίους μαχητές


στους πολέμους και χτίστες σχολείων, ναών και σπιτιών στα χρόνια της ειρήνης, για να τιμήσουν τους κύρηδές τους! Ερμής: Το ξέρω! Λέγε, μεσημέριασε πια! Θ’ αργήσω και θα μου την πεις πάλι! Δίας: Πέρα από την ευγνωμοσύνη τους που είχαν επί χρόνια στο πρόσωπό σου, γιατί λένε πως έφερες στη ζωή τους την καθημερινή το εμπόριο, τα γράμματα και τις επιστήμες, ξέρεις καλά, Ερμή μου, πως όλης της γης οι άνθρωποι σε τιμούν χώρια απ’ τους άλλους Ολύμπιους και επειδή σε θεωρούν πρώτο στην απατεωνιά, το ψέμα και την κλεψιά και σε εμπιστεύονται καθότι «κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει» και εσύ κλέφτες δεν θα έκλεβες ποτέ και ψέματα δε θάλεγες σε ψεύτες, εκτός κι αν ήθελες να πολιτευτείς σε κάποια γήινη επαρχία. Σ’ αγαπάνε και οι Αιγύπτιοι, γιατί τους βοήθησες να συντάξουν τους νόμους τους και το αλφάβητό τους, άσχετα αν τους καταπατούν καθημερινά, τους αρέσει να τους βλέπουν με καλλιγραφία να κοσμούν τις βιβλιοθήκες. Μολαταύτα, λοιπόν, να πας στην Ελλάδα πρέπει, να πιάσεις όλους τους απατεώνες και τους κλεφταράδες, που πιστά σε ακολουθούν, ανεξάρτητα από ποιαν οικονομική και κοινωνική τάξη προέρχονται! Να τους πιάσεις και να τους μιλήσεις, να τους συμβουλέψεις σαν να ήτανε γιοι σου… Ο λαός υποφέρει, πες τους. Δεν μπορεί να σηκώνει στις πλάτες του τους βαρείς και δυσβάσταχτους φόρους που του φορτώνουν οι κρατούντες και ταυτόχρονα αυτοί με κάθε τρόπο να τον ξεγελούν και να του κλέβουν τον καθημερινό ιδρώτα. Δεν μπορώ να τους βλέπω να του μετατρέπουν το μεροφάι που αποχτήθηκε με πολύν κόπο σε ψίχουλα, επαίτη ρακένδυτο να τον κάνουν να γυρνά σε σκουπιδοσωρούς σα ρακοσυλλέκτης και να ψάχνει ψήγματα τροφών να φάει και αυτοί, σαν άρχοντες βολεμένοι και χλιδάτοι, να καλοπερνούν και να λένε ότι για όλα φταίει η κρίση στην οικονομία της Καρχηδόνας ή το χρηματιστήριο της Ρώμης! Τον κακό τους τον καιρό, τον ψυχρό και τον ανάποδο, οι ψεύτες γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια το λαό και κοιτάνε μόνον την τσεπούλα τους, την κουτάλα και τη μάσα! Και στην τελική, δες το κι αλλιώς, εάν ο λαός δεν έχει να φάει και να πιει, δεν θα έχει ούτε και στους θεούς ταξίματα να αφιερώνει… Ερμής: Κατάλαβα και φεύγω τρεχάτος, πατέρα! Τρέχω! Δίας: Άντε, γιε μου, στο καλό! Και περιμένω νέα… Ερμής: Πάω, αλλά θ’ αργήσω να γυρίσω… Έχω να ιδώ ένα παλιό μου αμόρε καιρό και αν τη βγάλω απόψε για νέκταρ, ίσως το ξενυχτίσουμε, χε χε χε!

7. Δελτίο καιρού (Θεατρικό Μονόπραχτο) Εσύ: Αύριο, θα κάνει πάρα πολύ κρύο! Θα σε ζεστάνω με τη σκέψη μου... Εγώ: Σ' ευχαριστώ και εγώ θα ορθώνω αλεξικέραυνο για όσους θέλουν να μας βλάπτουν! Εσύ: Ομπρέλα θα γίνω από τη δυνατή βροχή να σε προφυλάξω... Εγώ: Ουράνιο Τόξο θα γίνω, τέλος στις νεροποντές και καλωσόρισμα στον ήλιο θα μας φέρω... Εσύ: Σ' αντιηλιακό θα μοιάσω, από τον καυτερό ήλιο θα σε προστατέψω! Εγώ: Και εγώ ούριος άνεμος θα 'μαι, σε γοργοτάξιδα καράβια τα όνειρά μας μπαίνοντας, στην παράδεισο της αγάπης και της αληθινής ευτυχίας για να φτάσουν,


γαλήνιες θα διασχίσουν θάλασσες, μόλο που ύφαλα βράχια είναι σπαρμένα εδώ και εκεί σωρός...

8. Η πίστη σώζει (Θεατρικό τρίπραχτο) Α’ Πράξη Ιησούς: Πέτρο, Ιωάννη, ελάτε κοντά μου! Κάποιος άγγιξε τα ρούχα μου! Πέτρος: Ποιος, Δάσκαλε; Κανείς μαχαιροβγάλτης βαλτός από τους γραμματείς και τους αρχιερείς μήπως θέλησε να σε ξεκάνει μέσα στη μεγάλη αναμπουμπούλα; Ιωάννης: Από παντού, μας έχει περιζώσει τόσο πολύς λαός! Για μιαν ακόμα μέρα! Άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά… Όλοι σπρώχνουν και σπρώχνονται, ποιος να σε πρωτοφτάσει, ποιος να σε πρωταγγίξει! Μη ρωτάς, Ιησού, ποιος σ’ άγγιξε, προχώρα... Ιησούς: Η καρδιά μου χτυπά σπλαχνικά για το ανθρωπωσμάρι ετούτο, τρεις μέρες μ’ ακολουθούν ακούραστοι και νηστικοί από τα χείλη μου κρέμουνται, σαν ρώγες σε τσαμπί σταφύλι! Το ένιωσα, Ιωάννη, ετούτο το άγγιγμα σαν να φύσηξε ανοιξιάτικο αεράκι και δρόσισε τα καυτά από πυρετό μάγουλά μου και θέλω να ιδώ με τα μάτια μου ποιος ήταν... Ιωάννης: Κάθε λογής άρρωστοι, τυφλοί, λεπροί, Δάσκαλε, σε κυνηγούν και γυρέβουν το χέρι σου στοργικά και θαυματουργά να τους χαϊδέψει για νάβρουν το φως και την υγειά τους! Και σωρός όσοι το λόγο σου ως βάλσαμο στις πληγωματιές της κοινωνίας αναζητούν ν’ αποθέσουν στην ψυχή τους, θάρρος και δύναμη να πάρουν, την αδικία και την ψευτιά των αφεντάδων να πολεμούν αλύγιστοι μαχητές, το ζυγό της καταπίεσης και τους φόρους των τυράννων τους δυσβάσταχτους ν’ αποτινάξουν … Πέτρος: Να, δες! Αυτή εδώ η γυναίκα ήταν, Ιησού! Ιωάννης: Τούτη εδώ, που χαμοσέρνεται; Πέτρο, τι λες; Αυτή την ξέρουν όλοι! Δώδεκα χρόνια, όλο της το βιος το σπατάλησε σε γιατρούς και πρακτικούς, την υγειά της νάβρει, να καταπάψει το αίμα της σαν ποτάμι ορμητικό να τρέχει. Ανώφελος ο κόπος της και, μάταια, από ζάπλουτη πάμφτωχη εγίνη, γιατρεμό ψάχνοντας τόσους χρόνους... Ιησούς: Γυναίκα, έλα, ανασηκώσου, δες με στα μάτια και μη φοβού άλλο πια! Σκούπισε πια το δάκρυ σου! Η πίστη σου σ’ έσωσε... Γυναίκα: Ευχαριστώ σε, Κύριε! Ιησούς: Μη φοβού, μόνον πίστεβε! Η ειρήνη να βασιλέβει εφεξής στην ψυχή σου και το πολύπαθο σώμα σου την υγειά του να βρει, απαλλαγμένο από την αρρώστια που σε μαστίγωνε αλύπητα τόσα χρόνια! Γυναίκα: Γαληνεμένη η ψυχή μου σε δοξολογεί, Κύριε, και το γιατρεμένο μου κορμί σ’ ευγνωμονεί για το καλό που μου ‘κανες, που την πίστη μου πως εάν άγγιζα τα ρούχα σου θα σωζόμουν επαλήθεψες... Ιησούς: Όταν αγαπάς και πιστέβεις, όλα γίνουνται! Ακόμα και τα πιο δύσκολα, και τα αδύνατα, όλοι να τ’ ακούσουν και να το ενστερνιστούν! Ανεβαίνεις στο πιο ψηλό και απόκρημνο βουνό, κολυμπάς και ταξιδέβεις στην πιο βαθιά και τρικυμισμένη θάλασσα, σκιά βρίσκεις στον πιο καυτό ήλιο, ζεσταίνεται το κορμί σου στον πιο βαρύ χειμώνα, ποτέ δεν πεινάς παρά την φτώχεια σου, όταν αγαπάς και πιστέβεις … Β’ Πράξη


Ιωάννης: Ποιος, όμως, είναι πάλι ετούτος που μας πλησιάζει τρεχάτος και γονατίζει μπροστά στον Ιησού σαν ικέτης; Πέτρο, τον ξέρεις; Πέτρος: Τα φανταχτερά ρούχα του αποδείχνουν πως είναι πλούσιος. Η όψη του αψευδής είναι μάρτυρας της νιότης του. Κι όταν μιλήσει, θα καταλάβουμε, Ιωάννη, εάν η φρόνηση και η σοβαρότητα χαρακτηρίζουν την καρδιά και τη σκέψη του και όχι η αλαζονεία και η φαιδρότητα... Όχι, δεν τον γνωρίζω! Πρώτη φορά τον βλέπω! Κύριε, εσύ τον ξέρεις; Ιησούς: Όποιος κι αν είναι, αφήστε τον να πλησιάσει! Εκείνος που δεν είναι εχθρός μας, είναι σύμμαχός μας! Άντρας: Αγαθέ μου Δάσκαλε, δίδαξέ με, σε παρακαλώ, τι εάν κάνω, την αιώνια ζωή θα κληρονομήσω; Ιησούς: Άνθρωπε, γιατί με λες Αγαθό; Ο μόνος Αγαθός και μάλιστα γεμάτος μ’ όλα του κόσμου τ’ αγαθά είναι ο Θεός! Κανείς, να το θυμάσαι, μέσα στην ανθρωπότη δεν μπορεί να του μοιάσει σ’ αυτό του το επίτευγμα! Άντρας: Πες μου, Κύριε, τι να κάνω; Ιησούς: Τις εντολές π’ ο Θεός στο ανθρωπολόι έχει δώσει τις ξέρεις... Πέτρος: Όλοι τις ξέρουν, υποκρίνουνται μπροστά στους άλλους πως τις τηρούν, μα συχνά, στο σπίτι τους μέσα και κρυφά απ’ τους συνανθρώπους τους, τις παραβαίνουν, όσες φορές από τα πάθη του σώματος παρασύρουνται ή από τα εφήμερα είδωλα της καθημερινής ζωής και γίνουνται τυφλοί και μουγκοί δούλοι τους, μανιασμένα υποχείριά τους... Ιησούς: Τις εντολές εάν τηρείς, θα πετύχεις, Άνθρωπε, το όνειρό σου, θα πραγματώσεις όσα φωλιάζουν στην ψυχή σου και το ζωντάνεμά τους θα σε πλημμυρίζει ευφορία και αγαλλίαση. Να μη μοιχέβεις, να μη κλέβεις, να μη λες ψέματα ποτέ και πουθενά, να μην ορέγεσαι όσα έχει ο γείτονάς σου, να τιμάς και τον πατέρα σου και τη μάνα σου... Άντρας: Ό,τι μόλις είπες, Δάσκαλε, στην καρδιά μου τα ‘χω. Πάντα! Από παιδί. Τα γνωρίζω, τα σέβουμαι και τα εφαρμόζω, χωρίς ποτέ να τα καταπατώ! Ιησούς: Τότε, αγαπητέ μου, ένα μόνο σού λείπει, για να γίνεις τέλειος, αφού τόσο πολύ το θες! Άντρας: Είμαι όλος αφτιά, Δάσκαλε! Πες μου το, χωρίς ν’ αργοπορείς! Και εγώ χρυσάφι θα σε γεμίσω όσο θες... Ιησούς: Δε θέλω εγώ το χρυσάφι σου! Αλλά ούτε και συ, εάν πραγματικά θέλεις να πραγματώσεις όσα ποθείς! Πούλησε όλο σου το βιος ή μοίρασε τα υπάρχοντά σου στην φτωχολογιά και θα βρεις πραγματικό θησαβρό στον ουρανό! Έλα μαζύ μας, σηκώνοντας το σταβρό αγόγγυστα και θαρραλέα που έχει ο Θεός ορίσει για τη ζωή σου! Έλα, μαζύ μας πιες και συ το ποτήρι το γεμάτο πίκρες και μέθυσε με το κρασί της χαράς... Άντρας: Τι μου λες τώρα; Δε γίνουνται αυτά τα πράγματα!!! Δε γίνουνται!!! Φεύγω... Ιησούς: Όποιος άνθρωπος θέλει την αγάπη του Θεού και να γίνει πρώτος απ’ όσους σταθούν κοντά του, πρώτα – πρώτα να υπηρετεί χωρίς να βαρυγκωμεί κάθε συνάνθρωπό του! Δεν πρέπει εγωισμό και καυχησιές μέσα του να έχει ο άνθρωπος, μα φρονιμάδα και αγάπη για τον πλησίον. Άντρας: Φεύγω! Δε σε πιστέβω! Ψεύτη! Απατεώνα! Φεύγω! Γ’ Πράξη: Ιησούς: Πέτρο και Ιωάννη, τον είδατε; Πέτρος: Σα λαγός έφυγε, μόλις του είπες, Δάσκαλε, να χάσει το βιος του, εάν θέλει να κερδίσει την ψυχή του!


Ιωάννης : Ναι, νόμιζε ο αφελής ότι με τα χρήματά του θ’ αγοράσει μια θέση κοντά στο Θεό, στην ουράνια βασιλεία! Ιησούς: Ιωάννη και Πέτρο, φωνάξτε κοντά και τους άλλους μαθητές να σας πω! Ιωάννης & Πέτρος: Μάλιστα! Ήρθαν, όλοι εδώ είναι γύρωθέ σου, πλέον. Αντρέας: Σ’ ακούμε, τα αφτιά όλων μας είναι ορθάνοιχτα.... Μίλα μας, Δάσκαλε! Ιησούς: Ότι είναι πολύ δύσκολο, Αντρέα, να μπουν στη βασιλεία του Θεού οι πλούσιοι το ξέρεις; Το ξέρεις πως τίποτα δεν θα ωφελήσει τον άνθρωπο εάν όλο τον κόσμο καταχτήσει με το ξίφος ή με τα πλούτη του, αλλά έχει χάσει την ψυχή του; Αντρέας: Όχι, Δάσκαλε! Μ’ αφήνεις έκπληκτο μ’ όσα λες! Ιούδας Ισκαριώτης: Μας γεμίζουν φόβο τα λόγια σου, Ιησού! Ιάκωβος Ζεβεδαίου: Όμοιον και πιο πολύ, για μένα μιλώ τουλάχιστον, Ιησού, μ’ εκείνον τον τρόμο που ‘χα νιώσει σύγκορμα και να εξηγήσω το θαύμα δεν μπορούσα, όταν μεσοπέλαγα, το θυμόμαστε όλοι, με το λόγο σου κόπασε ο άνεμος και έγινε γαλήνη μεγάλη, παρά τη δυνατή θύελλα απ’ την οποία κιντύνεψε το πλοίο μας να βυθιστεί… Ιησούς: Παιδιά μου, διώξτε κάθε ακάθαρτο πνεύμα, κάθε αστήριχτο φόβο και πιστέψτε το, αληθινά δύσκολο είναι στην αγκαλιά σιμά του Θεού θέση νάβρουν όσοι πιστέβουν πως τα χρήματα θα τους χαρίσουνε μιαν καλύτερη ζωή! Πιο εύκολα μπορεί να περάσει μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας, παρά να μπει στη βασιλεία του Θεού ένας πλούσιος! Ιούδας Ισκαριώτης: Και τότε, Πέτρο, ποιος απ’ τους ανθρώπους μπορεί να σωθεί; Η φτωχολογιά χωρίς πόρους μαστίζεται από αρρώστιες και πείνα και απαιδευσιά και οι πλούσιοι είναι γιομάτοι πλούτο που φέρει ανεξέλεγκτη αλαζονεία και άμυαλη κομπορρημοσύνη… Πέτρος: Σώπα, Ιούδα! Άσε τον Ιησού το λόγο του να τελέψει! Δε βλέπεις ότι μας κοιτά όλους κατάματα, κάτι σαν να έχει βαρυσήμαντο να μας διδάξει πάλι; Σώπα! Ιησούς: Ό,τι είναι αδύνατο για τους ανθρώπους ο Θεός το μπορεί! Όλα δυνατά, παιδιά μου, για το Θεό είναι! Φίλιππος: Όλα; Ναι! Σε νεκρούς, όλοι το είδαμε και δεν πιστέβαμε στα μάτια μας, ξανάδωσες τη ζωή, Δάσκαλε! Μόνον εάν ο Θεός δύναμη σου έδινε, θα μπορούσες να τα καταφέρεις… Ματθαίος: Και δαιμόνια και κάθε κακό από την ψυχή των ανθρώπων βγάζεις και την επαναφέρεις στο δρόμο της πραότητας, της αγάπης, της σωφροσύνης… Ιησούς: Με αγκάθια στρωμένοι οι δρόμοι της κακίας μόλο που τους απαντάς κάθε μερόνυχτο μπροστά σου, μα τριαντάφυλλα βλέπεις στις ατραπούς της αρετής και της αγάπης όσο κι αν είναι δυσεύρετες… Βαρθολομαίος: Τα σοφά σου λόγια, πάντοτε, μέσα μας τα φυλάμε και ανυπομονούμε πράξεις να κάνουμε τα διδάγματά σου… Ιωάννης: Υπομονή, θάρρος είμαστε οπλισμένοι και δύναμη, μέχρις ότου το λόγο σου στα πέρατα του κόσμου να φτάσουμε, καθώς μας ζήτησες! Πέτρος: Και ποτέ δεν θα σ’ αρνηθούμε, Δάσκαλε, μα και τη ζωή μας θα δώσουμε για σένα! Ιησούς: Ακόμα κι αν με αρνηθείς εσύ, Πέτρο, τρεις φορές πριχού λαλήσει ο πετεινός δύο φορές μια νύχτα, το ξέρω καλά πως με αγαπάς και θα χάσεις τη ζωή σου ακόμα, όπως και όλοι σας, παιδιά μου, για το όνομά μου! Και όλοι οι ασεβείς θα σας μισήσουν, μα όποιος υπομείνει έως το τέλος τα μαρτύρια, αυτός, μολονότι ματοκυλισμένος, και θα σώσει την ψυχή του! Έχετε τα μάτια σας ανοιχτά, παιδιά μου, αγαπάτε αλλήλους, αγρυπνείτε και μη σταματάτε να προσεύχεστε γιατί κανείς δεν ξέρει πότε θα έρθει το τέλος του!


Πέτρος: Ναι, εσύ είσαι ο Χριστός που οι προφήτες από χρόνια είχαν προαναγγείλει πως θα φέρει λυτρωμό στις ψυχές, σωσμό στο λαό μας! Και εμείς έτσι πιστέβοντας, Δάσκαλε, αφήσαμε πίσω μας όλη μας την περιουσία και ήλθαμε μαζύ σου … Ιησούς: Το ξέρω, Πέτρο! Όλοι, όμως, απ’ όσους εγκατέλειψαν το σπιτικό τους, τους γονείς και τ’ αδέλφια τους, ακόμα και τις συζύγους και τα παιδιά τους, μα και τα χωράφια τους για το χατίρι μου και για να γίνουν κοινωνοί όσων ακούνε από τα χείλη μου για έναν καλύτερο κόσμο θα τα πάρουν όλα, και αδέλφια και αγροκτήματα, πίσω στο εκατονταπλάσιο στα χρόνια της ζωής μας αφού υποστούν άγριο κυνήγι για τα πιστέβω τους, ενώ στα κατοπινά χρόνια θα απολαύσουν αιώνια ζωή… Θωμάς: Μα θα μας πιστέψουν πως υπάρχει αιώνια ζωή; Δε θα γυρέψουν, Δάσκαλε, πειστήρια ότι δεν αερολογούμε; Πέτρος: Τι λες, Θωμά; Πάλι… αμφισβητείς το… Δάσκαλο; Ιάκωβος Αλφαίου: Άσε τον, Πέτρο! Ο Θωμάς αρέσκεται να ψάχνει βαθιά πίσω από τις λέξεις του Ιησού και σαν αυτόν ν’ αμφισβητεί και ν’ ανατρέπει όσα οι πολλοί θεωρούν δεδομένα… Θωμάς: Σωστά μιλάς, Ιάκωβε! Με ξέρεις πολύ καλά πια! Ιησού, μαζύ σου είμαι, ψυχή και σώμα σού χαρίζω, να το ξέρεις! Ιησούς: Θωμά, έχοντας το πνεύμα πάντα πρόθυμο και την σάρκα προσέχοντας να μην ασθενήσει, ακολούθα με… Σίμων Κανανίτης: Όλοι μαζύ σου θα έρθουμε, Δάσκαλε, δεν θα αφήσουμε να μας σκανδαλίσουνε μήτε τα μάτια, μήτε τα χέρια μας! Τι από εμάς απόδειξη γυρέβεις πως θάμαστε πιστοί όσο θα ζούμε στα λόγια σου και ότι όταν φύγεις δεν θα διασκορπιστούμε σαν κοπάδι προβάτων χωρίς βοσκό; Ιησούς: Σίμωνα, κανέναν αυστηρό κανόνα δε θα σας επιβάλω! Ό,τι πρώτ’ απ’ όλα θάθελα είναι ν’ αγαπάτε το Θεό με όλη σας την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια και τη σωματική δύναμη. Και κατόπιν, ν’ αγαπάτε τον πλησίον σας σαν νάναι ο ίδιος σας ο εαυτός! Απ’ αυτές τις δύο, άλλη μεγαλύτερη συμβουλή δεν έχω να σας δώσω, άλλη δεν υπάρχει! Ιωάννης: Σε πιστέβουμε, Κύριε, και σ’ ακολουθούμε, δίχως να μας νοιάζει η φτώχεια και η γύμνια του σώματος! Μαζύ σου θα πλουτίσει η ψυχή μας, θα γεμίσει αγάπη και ξάγρυπνος στυλοβάτης σε κάθε βήμα της καθημερινής μας ζωής θα γίνει … Ιησούς: Ξάγρυπνος και σε εγρήγορση! Ναι, γιατί δεν ξέρει κανείς γήινος πότε θα έρθει και θα κρίνει το ανθρώπινο είδος ο Θεός, αργά το βράδυ ή το μεσονύχτι ή τα ξημερώματα όταν λαλούν οι πετεινοί ή το πρωί! Ιωάννης: Με τα μάτια μας διάπλατα ανοιγμένα και συνεσταλμένα βλέπουμε όσα κάνεις, Δάσκαλε, με τ’ αφτιά μας ορθάνοιχτα και δίχως κομπορρημοσύνη ακούμε τους λόγους σου κάθε στιγμή, πώς θα ήταν δυνατόν να μένουμε νωθροί σ’ όσα μας καλείς; Θαδδαίος: Κύριε Ημών Ιησού Χριστέ και Δάσκαλέ μας, με τις παραβολές σου εσύ ζωντανό παράδειγμα μας γιομίζεις σοφία και με τις πράξεις σου πώς να περπατούμε στις δημοσιές του καλού και της αγάπης μάς δείχνεις, ευχαριστούμε από καρδιάς! Ιησούς: Ελάτε, παιδιά μου, πάμε! Και με θάρρος να 'στε εξοπλισμένοι! Πολλοί που ο κόσμος ετούτος θεωρεί μεγάλους και τρανούς, σαν αποδειχτεί η ξεδιαντροπιά και η ρηχότητα της καρδιάς τους, τελευταίοι θα μείνουν, αλλ’ όσοι στην αγάπη έχουν μέσα τους φωλιά χτίσει, αν και ασήμαντοι και μικροί και ουραγοί στα μάτια του κόσμου, με την πίστη τους θα σωθούν και πρώτοι θα εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού και θα χαίρονται την πατρική του στοργή! Ελάτε, πάμε!

9. Η Μεταμόρφωση


(Θεατρικό μονόπραχτο) Δίας: Τι σ' έφερε, Αφροδίτη, στο παλάτι μου; Αφροδίτη: Μια μεγάλη χάρη θέλω, Δία! Μια και μόνη, Πατέρα θεών και ανθρώπων! Δίας: Δε συνηθίζεις, Κύπριδα, να συχνάζεις στον Όλυμπο... Πιο πολύ να χάνεσαι μέσα στ' ανθρωπωλόι σ' αρέσει, το ξέρω καλά... Αφροδίτη: Και στους ίδιους τους θνητούς η συντροφιά μου αρέσει! Το γνωρίζεις κι αυτό, Κρονίδη, θαρρώ! Δίας: Πες μου, λοιπόν, ό,τι θες, κόρη μου! Χατίρι δε θα σε χαλάσω ποτέ! Κανένα! Αφροδίτη: Θέλω , Πατερούλη, να γίνω καυτή σαν φλογοβόλα φωτιά, δυνατή σαν αλύγιστο σίδερο, ευωδιαστή σαν ανοιξιάτικο τριαντάφυλλο, ποθητή σαν καλλίγραμμο λαξευμένο σώμα ερωτικού συντρόφου, ελκτική σαν την άδολη ψυχή του, φουσκοκυματούσα σαν χειμωνιάτικη θάλασσα, γελαστή σαν παιδί, ορμητική και αυθόρμητη σαν νέος, ανεκτίμητη σαν ατόφιο χρυσάφι, αθάνατη και αγέραστη σαν θεότητα και μεθυστική σαν το παλιό κόκκινο κρασί.... Δίας: Η πεθυμιά σου, Αφροδίτη, θα γίνει πράξη! Μονάχα π' από σήμερα, και δεύτερο θάχεις όνομα! Πιο ταιριαστό στα νέα σου χαρίσματα... Αφροδίτη: Πώς θα με καλεί ο κόσμος; Δίας: Πάνδημο Αφροδίτη θα σε φωνάζουν οι άνθρωποι! Αγάπη θα σε λέει ο λαός...! Αφροδίτη: Φχαριστώ, μεγαλοδύναμε! Δε θα το μετανιώσεις το καλό που μου 'κανες... Δίας: Φτάνει, της Μήλου εσύ και των Κυθήρων νεράιδα, οι άνθρωποι, που έτσι μεταμορφωμένη και μετονομασθείσα σ' όλην την γη θα σε μπάζουν – αν και ποτέ κατάματα δεν θα μπορούν να σε ιδούν ή στα χέρια τους να σε πιάσουν – στα σπιτικά τους, να προσέχουν! Να μην αφήνουν καμιά χαραμάδα ανοιχτή. Κατά λάθος. Και διέλθει, άθελά τους, μέσα κι ο Πόνος και βιάσει την Αγάπη... Αφροδίτη: Θα τους συμβουλέψω και μακάρι να μ' ακούσουν. Μα οι βροτοί από τις αδυναμίες τους πάντα παρασέρνουνται. Και την Αγάπη, Δία, όσο κι αν την θέλουν, ακόμα κι αν τη βρουν στη ζωή τους ή στις φούχτες σαν θησαβρό τείνει να τούς την δώσει κάποιος, δεν καταφέρνουν πάντοτε σώα και αλώβητη μέσα τους να κρατήσουν, παρά μόνον την πνίγουν με δάκρυα συχνά και κοντέβουν να την χάνουν...

10. Tον Ουρανό! (Θεατρικό Μονόπραχτο) Εσύ: Γιατί κοιτάς τον απέραντο ουρανό; Εγώ: Για να μεγαλώσω τα όρια του φόβου της ανθρώπινης ψυχής μου! Εσύ: Γιατί κοιτάς τον ασυγνέφιαστο ουρανό; Εγώ: Για να δείχνω στη με γήινες αδυναμίες αγάπη μου πώς να μοιάζει σ' εκείνον! Εσύ: Γιατί κοιτάς το βροχερό ουρανό; Εγώ: Για να μάθω πως η καθημερινή μας ζωή δεν είναι μόνο γέλιο, αλλά και δάκρυ! Εσύ: Γιατί κοιτάς τον έναστρο ουρανό; Εγώ: Για να καταλάβω πως ό,τι δίνει στη ζωή όλων των ανθρώπων αξία δεν είναι πάντα ό,τι φαίνεται μεγάλο και τρανό. Ίσως είναι και ένα αστεράκι τόσο δα, δύσκολο να το ξεδιακρίνεις με γυμνό μάτι...

11. Διαφορά (Θεατρικό Μονόπραχτο)


Εκείνη: Τα χέρια μου είναι κρύα, ενώ τα δικά σου ζεστά! Εκείνος: Αυτή 'ναι η διαφορά μας...!

12. Ο ήλιος για να ξαναβγεί (Θεατρικό μονόπρακτο) Οινόμαος: Πολύ σκεφτικό σε βλέπω σήμερα, Σπάρτακε, στους τρεις χρόνους που μαζύ είμαστε στη δούλεψη τ’ αρχόντου ετούτου, του περιλάλητου Γάιου Φάβιου Λέπιδου, του πρωταφέντη στη Θράκη… Σπάρτακος: Δεν πάει άλλο, Οινόμαε, δεν πάει… Οινόμαος: Το βλέπω, το νιώθω, το νογώ, φίλε και σύντροφε… Σπάρτακος: Δεν πάει άλλο! Μήνες τώρα, στο νου μου κλωθογυρίζει ο στοχασμός ετούτος. Κοντέβει τα μηλίγγια να μου ξετρυπήσει πια, την καρδιά μου να σχίσει… Οινόμαος: Μίλα μου, σαν αδέλφια ο ζυγός αυτός μάς έχει δέσει… Σπάρτακος: Έτσι νιώθω και εγώ. Το γνωρίζεις. Γιαυτό και σε φώναξα σήμερα, σιμά μου, κρυφά απ’ τους αποδέλοιπους να σε μιλήσω… Οινόμαος: Μίλα, λοιπόν, με της ψυχής σου τα πάθια, με της σκέψης σου τα πολυκύμαντα ταξίδια πάντοτε συνταξιδιώτη και να σε συμπονώ με βρίσκεις, το ξέρεις! Σπάρτακος: Το ξέρω! Το λόγο, λοιπόν, δίχως άργητα, θα σου ξεφανερώσω, στο φως θα σου τον βγάλω… Οινόμαος: Πες μου! Μπιστέψου με, Σπάρτακε, σε όλα! Σπάρτακος: Οι τρεις χρόνοι στη δούλεψη, στις αλυσίδες που ζούμε σαν άγρια θεριά σφιχτοδεμένα για να φχαριστιούνται οι αφεντάδες και όλα τους τα θελήματα να κάμουμε αναντίρρητα είναι πολλοί! Μας κλέψανε τα όνειρα και μας λεηλατήσανε τα νιάτα! Ήλθε, Οινόμαε, η ώρα να ξαναβγεί και για εμάς ο ήλιος φωτεινός και λαμπερός… Οινόμαος: Ο ήλιος; Σπάρτακος: Ναι, αδελφέ μου! Και η σελήνη να φεγγοβολά! Τ’ ανάστημά μας ολόρθο να σηκώσουμε, την άλυσο τούτη να σπάσουμε, τη λεφτεριά μας, που μας είχε χαρίσει ο θεός με τη γέννησή μας, να ξαναποχτήσουμε! Μακριά από τούτη τη γης να φύγουμε, λέφτεροι, όχι πια δούλοι. Κανείς δε γεννήθηκε για να υπηρετεί τον άλλο. Μήτε ο θεός, μήτε η φύση το δέχονται αγόγγυστα. Ανθρώπων ζωή, Οινόμαε, να ζήσουμε, πλάι σε ανθρώπους, λέφτεροι και περήφανοι… Οινόμαος: Μα οι Ρωμαίοι, φίλε, σαν χάσουνε τους δούλους, τις λεγεώνες αδίσταχτα θα στείλουνε, να μας πιάσουν ξανά… Δεν το μπορεί ο αφέντης τους σκλάβους του να χάσει, δίχως αυτούς όλα τα βάρη επάνω του να πέφτουν… Το ίδιο είναι να ιδροκοπά στους αγρούς δούλος με σκυφτό κεφάλι και μαστίγιο να καραδοκεί και κείνος να τρέχει αδιάκοπα για μερόνυχτα για του σπιτιού τις δουλιές όλες βρέξει – λιάσει και το ίδιο ο άμαθος και μαλθακός που νοιάζεται μόνο για την καλοπέραση αφέντης; Τις λεγεώνες θα στείλουν να μας ματοκυλίσουν άσπλαχνα! Σπάρτακος: Δεν φοβάμαι τίποτα! Το πήρα απόφαση, έλα μαζύ μου… Οινόμαος: Δεν τρέμεις μήπως από ρωμέικα γιαταγάνια τη ζωή σου χάσεις; Σπάρτακος: Τι ‘ναι πιο μεγάλος πόνος, τη ζωή σου να χάσεις μια στιγμή για τη λεφτεριά ή την ψυχή σου να χάνεις μια ζωή από τη σκλαβιά; Πάμε τους άλλους να βρούμε, τον Χαιρέα πρώτον απ’ όλους να ξεδιαλέξουμε, να του μιλήσουμε, σχέδια να καταστρώσουμε και τρεις πιο εύκολα προσελκύουν σε τούτο το δύσκολο εγχείρημα περισσότερους…


Οινόμαος: Έχεις μεγάλο δίκιο… Για τη λεφτεριά κανείς ν’ αγωνιστεί ψυχοσωματικά και τη ζωή του να δώσει ποτέ δεν πρέπει, σύντροφε, να δειλιάζει! Και μαζύ σου το θάρρος μου γιγάντεψε! Πάμε, και 500 ψυχές στη σκλαβιά του έχει ο Λέπιδος και πολύ θα κλάψει σαν ξεσηκωθούν, σαν θελήσουν το ζυγό τον απάνθρωπο, τον ψυχοφάγο ν’ αποτινάξουν ποθήσουν όμοια, ισοδύναμα με σένα, Σπάρτακε! Ξέρουν , παρά την αλαζονεία τους, καλά πως αφεντικό δίχως σκλάβους παύει να 'ναι αφεντικό… Σπάρτακος: Πάμε…

13. Τα παιδιά του Πολυτεχνείου (Θεατρικό μονόπραχτο)

Δημήτρης: Θα έρθεις το βράδυ για ποτό; Γιάννης: Όχι, έχω διάβασμα για το σχολείο αύριο και τ' αυριανό απόγευμα θα πάω στην πορεία... Δημήτρης: Τι; δεν είναι κλειστά τα σχολεία; Γιάννης: Λόγω Πολυτεχνείου; Δημήτρης: Ναι, ευκαιρία να χαλαρώσουμε λίγο από τα μαθήματα, άσε που δεν έφτασαν ακόμα όλα τα βιβλία και έχω χάσει και κάποιες σελίδες από τις φωτοτυπίες των αρχαίων και η φιλολογού φωνάζει... Γιάννης: Τι λες; Δημήτρης: Αργία, να, χωρίς σχολείο, θα κοιμόμαστε όλη μέρα, θ' αράξουμε... Γιάννης: ... Δημήτρης: Παρά ν' ακούμε συνέχεια τα ίδια και τα ίδια από τους δασκάλους, κάθε χρόνο! Γιάννης: Πολλοί τα ξεχνούν! Δημήτρης: Τι δε θυμούνται; Γιάννης: Ότι κάποιοι νέοι... Δημήτρης: Το παίξανε τσαμπουκάδες κατά της εξουσίας...; Γιάννης: Όχι, αλλά ότι τα παιδιά του Πολυτεχνείου, τα αδέλφια μας, ξεσηκώθηκαν κατά της τυραννίας. Και αγωνίστηκαν, θυσιάστηκαν για την πραγματική παιδεία, για την ασυμβίβαστη ελευθερία, για την ανυπόταχτη αξιοπρέπειά μας ως λαού... Δημήτρης: ... Γιάννης: Τα άρματα μάχης το Νοέμβρη του '73 δεν ισοπέδωσαν την πόρτα του Πολυτεχνείου. Τσάκισαν τη δημοκρατία. Πρόσθεσαν μια μαύρη σελίδα για τους δικτάτορες στα κιτάπια της ιστορίας μας και οι νέοι του Πολυτεχνείου μια δαφνοστεφανωμένη για τη νέα γενιά στους αγώνες μας. Δημήτρης: Δηλ. λες ότι γιορτάζουμε σήμερα τον ασταμάτητο αγώνα της νεολαίας και τη συμβολή του στην καθημερινή μας προκοπή; Γιάννης: Φυσικά! Δεν είναι όλος ο εορτασμός και η τιμή αυτής της ημέρας τα επεισόδια παρακρατικών με την αστυνομία και δεν εξαντλούνται μονάχα στην εκφώνηση ενός πανηγυρικού, σε μια σχολική γιορτή και αργία, στην από υποκριτική συνήθεια απόθεση ενός τριαντάφυλλου στον τόπο της θυσίας των πεσόντων του Πολυτεχνείου! Έμπραχτη απόδοση τιμών στα παιδιά του Νοέμβρη του 1973 είναι, θαρρώ, να τους μιμηθούμε και, με την ορμητικότητα και με τη φλόγα του νεανικού μας αυθορμητισμού, να ξεχυθούμε στους δρόμους, να βροντοφωνάξουμε υπέρ των δικαιωμάτων μας ως ανθρώπων και ως πολιτών, να αποτρέψουμε με όλα τα δυνατά μέσα το ξεπούλημα των πανανθρώπινων αρχών και αξιών που φωλιάζανε μέσα στα


σωθικά των προγόνων μας και τους έσπρωχναν να μεγαλουργήσουν σε καιρούς ειρήνης και να υπερασπίσουν δίνοντας και τη ζωή τους ακόμα τα χώματα ετούτα στους αμυντικούς πολέμους στο πολυκύμαντο διάβα της ιστορίας... Έλα, άλλαξε μυαλά, πάμε, δρόμος μακρύς, ανηφορικός και μονόδρομος μάς περιμένει... Όχι να καπηλευτούμε τους πολυαίματους αγώνες τους, αλλά με δικούς μας, ολοκαίνουριους, να μην αφήνουμε κανέναν τύραννο να βεβηλώνει τις ψυχές και ν' ασελγεί στη ζωή μας ανάλγητος και πετρόψυχος...! Άντε να πάμε... Δημήτρης: Έχεις δίκιο! Πάμε... Γιάννης: Αργήσαμε... Σήκω όρθιος... Στάσου στα πόδια σου! Δημήτρης: Το Πολυτεχνείο ζει! Γιάννης: Ζει μέσα μας και μας κατευθύνει στην έξω ζωή μας...!

14. Οι συμβουλές (Θεατρικό μονόπραχτο) Μάνα: Της Αβγής, παιδί μου, ο ερχομός χαμόγελο στα χείλη να σου χαρίζει… Κι όσο η μέρα θα φέβγει και τα λεπτά της σαν κόκκοι άμμου από τις φούχτες φέβγουν ανεξέλεγκτα των ανθρώπων, ο θησαβρός ετούτος στην καρδιά σου να φωλιάζει… Και κάθε βράδυ, στης ζυγαριάς την ώρα, υπέρ σου έτσι θα την βλέπεις πάντα να γέρνει… Θάρρος και φως να παίρνεις για τις πιο σκοτεινές από τις κατοπινές μέρες σε όσους αγαπάς και σ’ αγαπούν κοντά, αλύγιστα κι ασυμβίβαστα, άφοβα ν’ αγωνίζεσαι… Κόρη: Της Αβγής, μάνα, ο ερχομός αγάπη στα σώψυχα να σου χαρίζει… Κι όσο η μέρα θα φέβγει και τα λεπτά της σαν κόκκοι άμμου από τις φούχτες φέβγουν ανεξέλεγκτα των ανθρώπων, το χρυσάφι ετούτο βαθύτερα εντός σου να κατοικοεδρέβει… Και κάθε βράδυ, στης κρίσης την ώρα, υπέρ σου έτσι θα την αντικρίζεις πάντα να κλίνει… Θάρρος και φως να παίρνεις για τα πιο μάβρα απ' τα κατοπινά μερόνυχτα με όσους μ' αγάπη έχετε σφιχτοδεθεί, αλύγιστα κι ασυμβίβαστα, άφοβα ν’ αγωνίζεσαι… Μάνα: Δαβίδ και Προμηθέας γενού, παιδί μου, το φως και τη λεβεντιά ψυχής στους ανθρώπους φέρνε, τ' αντίδωρο αψηφώντας... Κόρη: Μάνα, φάρος κι αγκυροβόλι γενού για της ζωής τους ακούραστους ποντοπόρους ταξιδιώτες! Μάνα: Σαν δροσερό όασης νερό, τους διψασμένους, παιδί μου, ο δικός σου λόγος να τους δροσίζει και να τους ξεδιψά... Κόρη: Σαν ένα καρβέλι ψωμί, τους πεινασμένους, μάνα, η αγκάλη σου να τους χορταίνει... Μάνα: Σαν τον Κλέοβη και τον Βίτωνα τους γονιούς σου πάντα ν' αγαπάς και να προσέχεις, παιδί μου... Κόρη: Σαν την Αλκμήνη για το θεογέννητο μοναχογιό της, τον Ηρακλή, να καμαρώνεις πάντα, μάνα, κάθε παιδί σου... Μάνα: Τα έφκολα σαν κατορθώνεις, παιδί μου, πριν πας στα δύσκολα, δόξα στο θεό να λες πάντα... Κόρη: Το νεράβλακο σαν, ποτίζοντας τον αγρό σου, δίνει ζωή στους σπόρους, δόξα στο θεό να λες, μάνα, πάντα... Μάνα: Σαν καλογραμμένο βιβλίο, παιδί μου, της γνώσης τη λάμψη σε κανέναν μην αρνιέσαι! Κόρη: Σαν χιλιοειπωμένο τραγούδι, μάνα, της ζωής τραγούδα τις χαρές και τους πόνους, για όλα που ολοζώντανους μάς κρατάνε...


Μάνα: Τα θεριά των άγριων δασών, μη φοβάσαι, παιδί μου, την ψυχή τους βρες τρόπο να προσεγγίσεις! Κόρη: Τα αγρίμια των πόλεων να προσέχεις, μάνα, την ψυχή τους έχουν πουλήσει, για μια στιγμή δόξας, για μια δραχμή, για ένα αξίωμα... Μάνα: Σαν ανοιξιάτικο λουλούδι, παιδί μου, άνθισε, μυροβόλησε ολάκερο τον κόσμο... Κόρη: Σαν χειμωνιάτικη βροχή και σαν ήλιος καλοκαιριού, μάνα, το σύμπαν όλο με τη θαλπωρή σου αγκάλιασε... Μάνα: Σαν τους γονείς σου, παιδί μου, αγάπα, τίμα, σέβου όλους τους ανθρώπους και τις συμβουλές τους... Κόρη: Σαν τα παιδιά σου, μάνα, την αγκάλη σου ορθάνοιξε για τον καθένα...

15. Οι κανόνες της καρδιάς (Θεατρικό μονόπρακτο) Ιοφών: Καλώς όρισες, πατέρα, από της Σάμου τη στρατηγία. Σοφοκλής: Δεν τη ζήτησα εγώ, γιε μου! Δώρο μού την έβαλαν στις φούχτες οι Αθηναίοι... Ιοφών: Το ξέρω! Ακόμη στα αφτιά μου ηχούν οι επευφημίες των περσινών θεατρικών αγώνων στα "Μεγάλα Διονύσια"... Θέλανε, μπράβο τους, έτσι να τιμήσουν εν ζωή, σπάνιο - να τ' ομολογήσεις!, το Σοφοκλή, του Σοφίλλου το γιο, το μεγάλο τραγωδιογράφο... Σοφοκλής: Τους άρεσε, βλέπεις, πολύ η "Αντιγόνη" μου! Ιοφών: Δεν ήταν σαν του Φρυνίχου εκείνη τη "Μιλήτου Άλωση"! Που τους έσπρωξε να γεμίσουν δάκρυα ξαναθυμίζοντας σ' όλους τα οικεία κακά. Που τους ώθησε την χιλιοτάλαντη τιμωρία να του επιβάλουν... Σοφοκλής: Και όμως, ο Κρέων μου μαθήματα πολλά θα μπορούσε να τους δώσει... Ιοφών: Ναι, της αλαζονικής και σκληρόκαρδης εξουσίας! Σοφοκλής: Τον είδες, γιε μου, πώς διαλέγει στους άψυχους γραφτούς νόμους να πειθαρχήσει... Ιοφών: Κι όχι στους άγραφους κανόνες της καρδιάς, που η Αντιγόνη προτάσσει αντάμα με την αδελφική και την ερωτική αγάπη... Σοφοκλής: Κόντρα στο θρασύ άρχοντα και υπέρ του άμοιρου αδελφού την έβαλα να ταχτεί... Ιοφών: Όλοι τη ζηλέψαμε! Ναι, κόντρα ακόμα και στη δειλία, τη φυγομαχία της ομομήτριας και ομοπάτριας αδελφής της, της Ισμήνης, εμπρός στης ζωής τις δυσκολίες και τους φράχτες... Σοφοκλής: Κι ο φύλακας, Ιοφών, τι σε θύμισε; Ιοφών: Δουλοπρεπές όργανο της εξουσίας, από φόβο, πατέρα, τη θέση και τη βολή του μη χάσει, στις προσταγές των ανωτέρων μιλιά αντίρρησης δε βγάζει, μόνο υποταγής... Σοφοκλής: Χαροκαμένη Ευρυδίκη, με το διπλό ρόλο, της δύσμοιρης μάνας και κακορίζικης συζύγου θύματος και θύτη, του αδύναμου εμπρός σε τέτοιον πατέρα Αίμονα και του φαινομενικά κραταιού Κρέοντα αντίστοιχα, για το τέλος σου πολύ δάκρυ πικρό θάχυσαν πολλοί... Ιοφών: Μα βρε πατέρα, πες μου πώς εσύ με τέτοιες ιδέες και αξίες, που εγγίζουν κάθε ανθρώπινη ψυχή, στον πόλεμο στρατηγός πήγες και θέλησες τη Σάμο να μακελέψεις;


Σοφοκλής: Εγώ τα χέρια μου με αίμα να βάψω ανθρώπων ποτέ δε θέλησα, μήτε θέλω! Παιχνίδια των μωροφιλόδοξων πολιτικών που τη δύναμή τους θέλουν να επιβάλλουν, οι πόλεμοι, που πολιτείες ξεθεμελιώνουν, οικογένειες ξεκληρίζουν και σπιτικά ορφανέβουν... Έλεγα, Ιοφών, στους κανόνες της καρδιάς μου πειθήνιος, στον Περικλή, παραμονές του έκπλου, στην κατάμεστη εκκλησία του δήμου μέσα, πως, με τα χρήματα που θα δαπανούσαμε στη Σάμο να εκστρατέψουμε, θα μπορούσαμε ανάσα σ' απόρους και αναπήρους να δώσουμε, βοήθεια σε χήρες και ορφανά, εισιτήρια για το θέατρο, ευεργεσίες λαμπρές της ειρήνης, αιώνια θυμητάρια λαοφιλών κυβερνητών... Και μολονότι κοντοστάθηκε και έδειξε να προβληματίζεται απ' τα λόγια μου ο γιος του Ξανθίππου, τον είδαν όλοι οι Αθηναίοι πώς πρώτος μπήκε στην ναυαρχίδα του πολέμου! Ιοφών: Πατέρα, ήμουν σίγουρος και είμαι περήφανος για σένα... Σοφοκλής: Και εγώ για σένα, καμάρι μου...

16. Δάσκαλος (Θεατρικό μονόπραχτο) Θουκλής: Δάσκαλε, καλημέρα, θέλω τη βοήθειά σου.... Σωκράτης: Δεν μπορώ σήμερα, Θουκλή! Θουκλής: Αύριο, τότε! Σωκράτης: Έχω δίκη σε λίγο... Με περιμένουν στην Ηλιαία! Θουκλής: Θα έρθω μαζύ σου, να τα πούμε στο δρόμο. Ποιος και γιατί δικάζεται; Σωκράτης: Εγώ... δικάζομαι! Ο Σωκράτης Σωφρονίσκου Αλωπεκήθεν... Δεν τάμαθες, Θουκλή; Θουκλής: Τι να μάθω; Οι δίκες να πάψουνε λένε οι δημοκρατικοί και να μη διχάζουν πια την πόλη. Τώρα, βάζουμε ξανά, το ξέρεις, θεμέλια για την ανασυγκρότησή της, τη σωτηρία της , να σβύσουμε τα παλιά της και ασήκωτα χρέη... Σωκράτης: Ναι, ο Λύκων, ο Άνυτος κι ο Μέλητος συντάξανε γραφή εναντίον μου. Από τα πρωτοπαλίκαρα της νέας των Αθηνών δημοκρατίας, αυτής που τάχα προστάτιδα, μετά τα δεινά των πολέμων, θάναι της ειρήνης, της ελευθεροστομίας και της ευψυχίας. Θουκλής: Και με τι κατηγόρια οι συκοφάντες; Δημαγωγών και κολακείας κατασκεύασμα ποιο σ' έφτασε εδώ; Πως ήσουνα κάποτε δάσκαλος του Κριτία και του Χαρμίδη και άλλων ολιγαρχικών; Πως έβαλες χέρι στα δημόσια ταμεία; Ρακένδυτος, Σωκράτη μου, ολημερίς γυρνάς... Σωκράτης: Η δημοκρατία σαν θέλει, δεν έχει λαοπλάνους ανάγκη, αφορμές βρίσκει τους πολίτες να κυνηγά. Η ολιγαρχία απλώς τους κυνηγά. Αυτή 'ναι η διαφορά τους... Θουκλής: Δυσκολέβεται η δημοκρατία να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος, όταν πολλοί κορδώνονται για σωτήρες ή πατεράδες της... Σωκράτης: Τα ταμεία της δημοκρατίας θάναι μια ζωή χρεοκοπημένα, όταν θα λείπουν και θα εκλείψουν το ήθος, η φιλοπατρία, η αγάπη, η φιλαλήθεια, η χρηστότητα και η φιλοτιμία από τις καρδιές των πολιτών και δίνουν τις θέσεις τους στην πολύτεκνη μάνα αφροσύνη και τα παιδιά της, την εγωλατρία, την υποκρισία, την ψευτιά, τη δουλοπρέπεια, την αρχοθηρία, την ατιμία και την ανομία! Και δεν τη σώζει κανείς οικονομολόγος τότε, παρά μόνο η υπακουή στα κελεύσματα της συνείδησης. Η δημοκρατία, φίλε μου, είναι γεμάτη νόμους, οι νόμοι - το έλεγα και στον Αλκιβιάδη πριν χρόνια, μα πού ν' ακούσει και να υπακούσει το παλιόπαιδο, την εξουσία μονάχα είχε φωλιάσει στην ψυχή του το άμυαλο... - είναι προστάτες όλων ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο και γενιά και για να τηρούνται έμπραχτα απ' όλους,


ακόμα κι όσες φορές οι νομοθέτες, από τα πάθια της ψυχής τους σπρωγμένοι, οι ίδιοι λαθέβουν και τους παραβαίνουν! Θουκλής: Λέγε μου το λόγο...το κατηγορητήριο! Σωκράτης: «Αδικεί Σωκράτης τους τε νέους διαφθείρων και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζων, έτερα δε δαιμόνια καινά»! Τους νέους , Θουκλή, λένε χαλνώ, διδάσκοντάς τους ολοκαινούριους θεούς, παραμερίζοντας και ανατρέποντας τα πατροπαράδοτα... Θουκλής: Ψέματα λένε και οι τρεις! Και πιο πολύ, ο Λύκων! Όλοι ξέρουμε, Σωκράτη μου, πώς στο σπίτι του Καλλία μαζύ με διαλεχτή παρέα γλεντοκοπούσατε και για έρωτα και για φιλία μιλούσατε... Σωκράτης: Περάσανε τα χρόνια εκείνα! Είχαμε πόλεμο ακόμα, θυμάσαι; Οι άνθρωποι, φίλε, εύκολα αλλάζουν μυαλά, όταν η ειρήνη ξαναγυρνά στα σπίτια τους... Ο πόλεμος τούς φέρνει πιο κοντά, τους κάνει πιο συνετούς, μα η ειρήνη τούς ξεθαρρέβει, τους αλαζονέβει συχνά, τους κάνει να νομίζουνε πως είναι παντοδύναμοι, πως μπορούν να ξεφορτωθούν την αλογόμυγα που χρόνια τώρα τούς ... ενοχλεί και τους αφυπνίζει! Θουκλής: Ψέματα λένε, τυφλωθήκανε τάχα και σαν τον παλιό τον Πρωταγόρα θέλουνε και σένα να βγάλουνε από τη μέση; Σωκράτης: Κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός, μα, σαν τυφλωθεί από τον εγωισμό και βολευτεί στο κρεβάτι ή στην καρέκλα του, δε θέλει να χάσει τη βόλεψή του και να βλέπει την αλήθεια με τα μάτια της ψυχής, μήτε της Αρετής το μονοπάτι μπορεί να ξεχωρίσει... Θουκλής: Και λες να μπορέσω από το πουγκί βγάζοντας οβολούς να βρω μαρτύρους για σε να καταθέσουν και το κώνειο να γλιτώσεις; Σωκράτης: Μα τι λες τώρα; Τους νόμους, καλέ μου, να παραβούμε της πατρίδας και της δημοκρατίας δωροδοκώντας και με πράξεις που γρήγορα στο λιοφώς θα βγούνε και όλοι μαζύ μου θα γελούνε; Και ο Κρίτων κι άλλοι το πρότειναν, και μάλιστα ο γιος του Κριτόβουλου έκανε λόγο και για φευγιό κρυφονυχτίς στη Θεσσαλία, μα κόντρα στις αρχές και τις αξίες μου, κόντρα στην αγάπη για την πατρίδα μας ποτέ εγώ δε θα πάω... Θουκλής: Ακόμα κι αν αυτή η πατρίδα θέλει να σε ξεπαστρέψει, Σωκράτη μου; Σωκράτης: Οι άνθρωποί της, με τις δυνάμεις, τις αδυναμίες και τα πάθη τους, όχι η γη της, οι δρόμοι, ο ουρανός, ο ήλιος, τα χωράφια και οι θάλασσές της... Θουκλής: Προτιμάς δηλαδή να σε σύρουν στο θάνατο άδικα και με ψευτιές; Σωκράτης: Τι λες, Θουκλή; Εξηντάρισες και μυαλό δεν έβαλες; Εάν στα πόδια το βάλω και τους νόμους αρνηθώ να με δικάσουν της δημοκρατίας, εγώ ο ίδιος θα επαληθέψω τις βαρύτατες από τις κατηγόριες τους, ότι δηλαδή τη νεολαία διαφθείρω και τη σπρώχνω στην ασέβεια και στη μη τήρηση των πάτριων νόμων και του δικαίου των θεών μας ... Προτιμώ να πάω στους δικαστές και όσα έχω στο νου μου να πω για μένα, την έως τώρα ζωή μου και τις ιδέες μου και ό,τι θελήσουν ας κάνουν! Οι νόμοι, θαρρώ, είναι άψυχα, σκληρά χαρτιά, που ο νους και η καρδιά των ανθρώπων τα ενεργοποιούν, τα ζωντανέβουν και τότε, εκείνα τούς διδάσκουν πώς, ανεπηρέαστοι από την έξω χειμωνιά ή την καλοκαιρινή κάψα, να δικάζουν... Κι αν άδικα, φίλε, με στείλουν στο θάνατο όπως φοβάσαι , δε θα γνωρίσουν τιμωρία από χέρι ανθρώπινο ισάξια με ό,τι μου κάνανε, αλλά καθώς εγώ πάντα στο δίκαιο του δαιμονίου μου σαν μαθητής στον παιδαγωγό πειθαρχούσα πιστά, οι τύψεις θα τους βαραίνουνε, αλογόμυγες μύριες στη θέση της μιας που θελήσανε να ξεπαστρέψουνε! Πιο ζωντανό τεκμήριο, Θουκλή, της ψυχής μου από την ίδια μου τη ζωή δε θα βρούνε, όσο καλοφτιαγμένο λόγο κι αν θάθελε ο περίφημος Λυσίας για το χατίρι μου να φτιάξει... Πάω!


Θουκλής: Ώρα σου καλή, δάσκαλε! Και τούτη τη δύσκολη για σένα στιγμή μάς διδάσκεις ήθος! Σ' ευχαριστούμε... Σωκράτης: Πάω, βιάζομαι! Κι ας είναι, από χρόνια φίλε μου ευαίσθητε και γιε καλών φίλων μου, του Φανόδημου, του εκ των πιστών φίλου του Περικλή, και της Καλλιόπης, αυτή η ώρα εύκολη για τους πολίτες και τους δικαστές και η δυσκολότερη για μένα, να φανώ για μιαν ακόμη φορά, ίσως και για στερνή μου, ολοζώντανος οίστρος άφοβος και συνεπής στην κληρονομιά και στις ορμήνιες των γονέων μου, ακόμα κι αν προσπαθήσω να απευθυνθώ προς ώτα μη ακουόντων και οφθαλμούς μη βλεπόντων και να τους μεταπείσω υπέρ της αλήθειας της ψυχής και της γνώσης των μυστικών της ... Βιάζομαι! Εάν θες, έλα, ακολούθα με!

17. Θάλασσα (Θεατρικό μονόπραχτο) Εκείνος: Δεν φοβάμαι τη θάλασσα! Εκείνη: Ψέματα λες... Εκείνος: Δεν με φοβίζει η τρικυμιασμένη θάλασσα! Εκείνη: Δε σε πιστέβω... Εκείνος: Μαζύ σου, αψηφώ και τα θεόρατα κύματα! Εκείνη: Δε λες αλήθεια! Εκείνος: Μια σχεδία και καταμεσής του φουρτουνόδαρτου πελάγου βγαίνω! Εκείνη: Όλο λόγια! Εκείνος: Πυξίδα μου, που αψηφά κάθε καιρό, η καρδιά μου να χτυπά για σένα και θα έρθω πλάι σου... Εκείνη: Υπερβολές! Εκείνος: Ματωμένα σημάδια στο σκαρί δείχνουν τον πολύχρονο αγώνα στα κύματα έως ότου βρεθεί τ' αραξοβόλι τ' απάνεμο! Εκείνη: Λόγια ... λόγια... λόγια! Εκείνος: Σ' αγαπώ και θα έρθω... Εκείνη: Πάψε να με πληγώνεις... Εκείνος: Σ' αγαπώ! Εκείνη: Δεν είσαι Ποσειδών, με τρίαινα να υποτάξεις τη θάλασσα... Μην υπόσχεσαι ψέματα! Εκείνος: Πίστεψέ με! Εμπιστέψου με! Όχι άλλα λόγια, μόνο πράξεις... Εκείνη: Κοίτα τη θάλασσα, σήκωσε... κύματα! Θα τα δαμάσεις και θα έρθεις;

18. Στο βουλευτή (Θεατρικό Μονόπρακτο) Βουλευτής: Τι φασαρία γίνεται εκεί έξω; Βουλευτικό γραφείο είναι εδώ, όχι γήπεδο! Λαόνικος: Εγώ, κύριε βουλευτά, θέλω να σας ιδώ. Να μιλήσουμε... Βουλευτής: Έλα μέσα στο γραφείο μου και κλείσε και την πόρτα πίσω σου... Λαόνικος: Κύριε βουλευτά, σας καλημερίζω και ανοίξτε τ' αφτιά σας... Βουλευτής: Δημήτρη...; Μανόλη...; Γιάννη; Δε θυμάμαι πώς σε λένε, σε ξέρω, όμως, μου έχεις φέρει στις τελευταίες εκλογές καμιά πενηνταριά ψήφους, ...ε; Καλημέρα σου, λοιπόν! Τι σε φέρνει εδώ; Πες στα γρήγορα, έχω να ετοιμάσω την ομιλία μου για ένα νομοσχέδιο... Λαόνικος: Λαόνικος, κύριε βουλευτά, αλλά δεν πειράζει...


Βουλευτής: Ναι, δεν πειράζει! Είσαι εσύ ή ο πατέρας σου από τη Μεσοποταμιά, σωστά; Λαόνικος: Όχι, κύριε βουλευτά μου, κανείς μας, αλλά δεν έχει σημασία ... Βουλευτής: Έχει, γιατί, με τόσα που κάνω για όλους σας, κάθε μέρα κουράζομαι και δεν θυμάμαι τίποτα και κανέναν! Ούτε καν τα βαφτιστήρια μου, είναι, βλέπεις, τόσα κι αυτά! Τα παιδιά καλά; Η γυναίκα σου; Λαόνικος: Έχω χωρίσει εδώ και 3 χρόνια και δεν έχω παιδιά!!! - Ναι; δεν πειράζει, αλήθεια, δεν πειράζει... νέος είσαι !!! Με τη δουλιά πώς τα πας; Λαόνικος: Άνεργος, κύριε βουλευτά, εδώ και 3 μήνες απολυμένος πτυχιούχος 2 πανεπιστημίων, με υπερδεκαετή εμπειρία και ψάχνω μάταια να βρω κάτι, ψίχουλα έστω για το βουνό των χρεών και τα κύματα των υποχρεώσεων... Βουλευτής: Ψάξε, όλο και κάτι θα βρεις, μα μην απελπίζεσαι! Ξέρεις πόσοι είναι σαν εσένα; Και εγώ, μη με βλέπεις έτσι, με την κρίση υποφέρω, πούλησα το αυτοκίνητο της γυναίκας μου, για να ξεχρεώσω τις δόσεις του τζιπ του γιου μου και φέτος η κόρη μου ζήτησε να τη στείλω Χριστούγεννα στην Ελβετία με τις φίλες της... Ζόρι, μεγάλο ζόρι για όλους μας! Λαόνικος: Κύριε βουλευτά, μια και μόνη χάρη ... Βουλευτής: Όχι, μη ζητήσεις διορισμούς, ο πρόεδρος με την κρίση απαγόρεψε τους διορισμούς, φωνάζει και η Ευρώπη, δεν τ' ακούς κάθε μέρα; Λαόνικος: Άκου εδώ με προσοχή, κύριε βουλευτά και μικρέ τω αναστήματι πωλητή ονείρων, δε θα με κάνεις επαίτη ποτέ ελπίδων, μα σήκω να φύγεις τάχιστα από μπροστά μου και να μην τολμήσεις ποτέ να ξαναζητήσεις την ψήφο μου, που και με εμπαίζεις και ξέχασες και ποιος είμαι και ότι εγώ σε έκανα και βουλευτή και κύριο ... Βουλευτής: ...!


«ΛΑΕΓΕΡΤΗΣ»

Ομιλούντα Πρόσωπα (κατά σειρά εμφανίσεως):

Αφηγητής, Στρατιώτης, Πολίτες Τίρυνθας (Άντρες και Γυναίκες), Ευρυσθέας, Αρσινόη, Ηρακλής, Δίας.

Βουβά Πρόσωπα:

Σωματοφυλακή Ευρυσθέα



. 

Αφηγητής: Μεσήλικας, ασπρομάλλης, άντρας.

Στρατιώτης: 20 ετών, άντρας, ξανθομάλλης, με στρατιωτικά ρούχα.

Πολίτης Α’: Μεσήλικας, ασπρομάλλης, άντρας, κουρελής.

Πολίτης Β’: Μεσήλικας, μαυρομάλλης, άντρας, κουρελής.

Γυναίκα Α’ : Μεσήλικας, καστανομάλλα, γυναίκα, ρακένδυτη.

Γυναίκα Β’: Μεσήλικας, καστανομάλλα, γυναίκα, ρακένδυτη.

Ευρυσθέας: γύρω στα 40, καλοντυμένος, μαυρομάλλης, άντρας, νευρικός.

Αρσινόη: γύρω στα 35, σύζυγος του Ευρυσθέα, καλοντυμένη, γυναίκα, ξανθιά.

Ηρακλής: γύρω στα 30 – 35, ψηλότερος και πιο γεροδεμένος από Στρατιώτη και Ευρυσθέα, άντρας, κοκκινομάλλης, κοκκινογένης - γενειοφόρος, ημίγυμνος, με μια λεοντή στην πλάτη.

Δίας: από μηχανής θεός, μεσήλικας, ασπρομάλλης άντρας, με κεραυνό και ζυγό δικαιοσύνης στο δεξί και το αριστερό αντίστοιχα χέρι.

Σωματοφυλακή Ευρυσθέα: 8 βουβοί άντρες, οπλισμένοι στρατιώτες.

Πρόλογος: Αφηγητής Αφηγητής (δίπλα στα παλάτια του Ευρυσθέα, εμφανίζεται ένα

στη

βιβλίο,

θεατές

και

απ’

τους

μέση

της

όπου

σκηνής,

διαβάζει

κοιτάζει

και

κρατώντας προς

κατάματα) :

τους


Χρόνοι περάσανε, φίλοι μου, πολλοί, αφότου ό,τι θα δείτε στη σκηνή συνέβη· στην Τίρυνθα, τη μακρινή, με δύναμη ολότελ’ αυταρχική ο Ευρυσθέας το λαό τυραγνούσε και τον Ηρακλή σκλάβο του ποθούσε να πέμπει σ’ αφύσικα θελήματα και κοινωνό σ’ άνομα εγκλήματα! Καταπατά τις αρχές των πολιτών, λάτρης του ποτού κι άτιμων γυναικών· στην κρεμάλα χωρίς άργητα στέλνει αυτόν π’ αντίλογο σ’ ό,τι πει φέρνει! (κόβει σκηνή στη

νευρικός 2

μέση

3 της

απαγγέλλει

βόλτες

φορές

και

σκηνής

κοιτώντας

πάνω

στο ξανά

το

κάτω

τέλος, και

στη

στέκεται

αρχίζει

ν’

πλήθος)

Ο Ηρακλής σκλάβος σ’ αυτόν δουλεύει σιωπηλός, μα, σώψυχα, τ’ αναμοχλεύει πώς για χρόνια τον λαό οδηγούσε και στης λευτεριάς το στρατί δρομολογούσε κάθε πολίτη και τη σημαία της ειρήνης χωρίς τον Ευρυσθέα και της λαοκρατίας όλοι ψηλά (κοιτά

ψηλά

προς

τον

ουρανό)

σηκώνανε, περήφανα, γιορτινά… (ανεβάζει

βαθμιαία

τον

τόνο

της

φωνής

του)


Έγερση ονειρεύεται του λαού το μυαλό της Αλκμήνης του τρανού γιου, οι τύραννοι να πάψουν από τη γη, τέρμα πια η κρεμάλα κι η φυλακή· λεύτερα, όλους όλοι να αγαπούν, αδελφό και γείτονα να μη φθονούν… Μα, δείτε, τούτ’ η μέρα μας αρχίζει, τ’ αρχοντικό στρατιώτης προσεγγίζει του Ευρυσθέα· τι άραγε ζητά; (κλείνει του

το

βιβλίο

Ευρυσθέα,

με

και

δείχνει

τεντωμένο

τα

το

ανάχτορα δεξί

του

χέρι)

Ξένες ως επαίτης θύρες τι χτυπά; Του Ηρακλή τη στάση ν’ αναγγείλει ή μήπως ο άναξ τον έχει… στείλει το γιο της Αλκμήνης να… «συνετίσει» και τους πολίτες να τρομοκρατήσει να μην ακλουθούν στο πραξικόπημα, στο κατά του τυράννου ατόπημα; (έκφραση

αμηχανίας)

Υπομονή, φίλοι, σας παρακαλώ· όλα ευθύς θα τα δούμε· να, εδώ… (παίρνει σκηνή)

το

βιβλίο

και

φεύγει

από

τη


Α’ Πράξη: Στρατιώτης, Πολίτες Τίρυνθας Στρατιώτης

(εμφανίζεται

στη

σκηνής,

βρίσκονται

είδει

όπου

πολίτες, ψάχνει

2

άντρες

κάτι,

σκουπίζει

τον

με

και

εν 2

το

μιλά

στο

της

ομάδας

γυναίκες, χέρι

ιδρώτα,

μέση

σαν

4 να

μέτωπο

δυνατά

και

καθαρά):

Τ’ ανάχτορα ψάχνω του Ευρυσθέα, Κύρηδές μου, πρώτη στην πανωραία φτάνω της Τίρυνθας, ω Ζευ, την πόλη φορά. Νέα κομίζω, χωρίς σκόλη… Πολίτης

Α’

(απαντά,

επίσης,

δυνατά

καθαρά):

Ιδρώτας στο μέτωπό σου μαρτυρά πως, αλήθεια, μας έρχεσ’ από μακριά!

και


Θώρακα, ξένε, πολεμιστή φοράς, (οι

4

πολίτες

εξονυχιστικά

πλησιάζουν,

κι

από

πάνω

κοιτάζουν

έως

κάτω

το

Στρατιώτη)

για καλό ή κακό ήλθες προς εμάς; Πούθ’ έρχεσαι; Ποιο γένος λες πως κρατάς; Να δεις τους αρχόντους πες γιατί ζητάς… Πολίτης

Β’

τείνοντας

το

μαζεύοντάς δεν

(στο

το

ύφος

δεξί

του

χέρι

γρήγορα,

προηγούμενου,

για

χειραψία,

εφόσον

ο

μα

Στρατιώτης

ανταποκρίνεται):

Γείτονες τον αγρό σου καταπατούν; Ληστών χέρια το βιος σου λεηλατούν; Αγέρηδες τα πλοία σου τσακίζουν; Οιωνοί δίφοροι σε βασανίζουν; Τη χώρα σου θεληματικ’ αφήσει έχεις ή από κει σ’ έχουν ‘ξορίσει; Σ’ αμάχη χάσατε καλό στρατηγό ή στης λείας σ’ έκλεψαν το μερτικό; Γυναίκα Α’: (πλησιάζει μαντίλι

να

και

δίνει

σκουπίσει

στο

τον

Στρατιώτη

ένα

ιδρώτα)

Μολόγα τον πόνο, που σ’ έφερ’ εδώ· γαλήνη νάβρεις στο μαύρο καημό! Στρατιώτης: (σκουπίζει για

να

αρχίσει

πολίτες, άντρας

τον

δεξιά

και

μία

ιδρώτα να και

και

πάει

μιλήσει, αριστερά

γυναίκα·

να

σταθεί,

ανάμεσα του

όταν

από

τους

στους ένας μιλά,


κοιτά

πότε

τους

θεατές

και

πότε

τους

ξένους)

Τιρύνθιοι, του Χτησίππου, δείτε, γιος, ο Στάχυς, μόνος της ρίζας του βλαστός. Η Λευκοθέα, μάνα λατρεμένη, απ’ το σόι τ’ άρχοντά σας σπαρμένη. Εξαδέλφη του, καλή κι αγαπητή, μα σαν παντρεύτηκε, θα ξενιτευτεί! Στην ξενιτιά, μονάκριβό της παιδί, εμένα, της χαρίσανε οι θεοί… Και μαύρο θα ρίξει δάκρυ, αλήθεια, αν οργισμένα του συγγενή στήθια με στείλουνε στα είκοσί μου χρόνια στου Πλούτωνα να δουλέψω τ’ αλώνια! (στα

μάτια

αφήνει

του

κυλούν

δάκρυα,

που

τ’

ασκούπιστα)

Εγώ ’μαι του Ευρυσθέα ανεψιός, φύλακας και των συνόρων μας πιστός. Στ’ αρχοντόσπιτο φέρνω, λοιπόν, νέα· ίσως δεν τους φανούν τόσο ωραία… (γελά τους

ειρωνικά πολίτες,

με

και

συνεχίζει,

ύφος

ειρωνικό

κοιτώντας

και

Στον αφέντη σας μπροστά θα μιλήσω, εκεί όλα θε να τ’ αποκαλύψω· πίσω στη γη μου ας με στείλει μετά, είτε πληρώνοντας τον κόπο με λεφτά,

δυνατά)


είτε νιώθοντας στην ψυχή του οργή γι’ αυτόν, που τ’ ακυρώνει την προσταγή… Τίποτα πια, Ποσειδών, σε τούτη τη ζήση δεν κάνεις χωρίς πλούσιο μπαξίσι… (γελά

ειρωνικά)

Προσευχές μονομιάς κάνω στους θεούς, δρόμους να μου χαρίσουν καλούς κι απ’ το σεντούκι να βγάλουν οβολούς για με, το μαντατοφόρο, αρκετούς (χτυπά τους

εγωιστικά

το

στήθος

του

και

κοιτά

θεατές)·

έτσι, τη σκοπιά μου αφήνω πίσω, τα νέα στον άρχοντα να κηρύξω! Χωρίς γαλιφιές ή γονυκλισίες, θα μιλήσω· αγαπώ τις ευθείες (χτυπά

εγωιστικά

το

στήθος

του)

!

Με το μισθό, που θα μου δώσει, γι’ αυτά, με την Καλλίστη με προσμένει παντρειά … την άξια του Ανθοκλή θυγατέρα, της άνοιξης την πιο λαμπρή μέρα! (γελά

πραγματικά

Γυναίκα κοιτώντας

Β’

και

δυνατά)

(αγκαλιάζει

τον

στα

μάτια

το του

Στρατιώτη λέει):

Ο γάμος κάθε άνθρωπο ομορφαίνει, παιδέγγονα σαν η Μοίρα του φέρνει,

και


τα σωθικά του γιομίζουν τη χαρά, πληρότητα,

βλογημένη συντροφιά…

Στρατιώτης: (στη

μέση

γυναίκες,

της

σκηνής,

αριστερά

ταραγμένο,

οι

δυο

δεξιά

οι

δυο

άντρες,

με

ύφος

αναστατωμένο)

Μα μέγα θάναι, Άρη, κρίμα φρονώ με θάνατο για τούτα να πληρωθώ… Των μαντατοφόρων προστάτη, Ερμή, παρακαλώ σε, αγκάλη στοργική δώσε μου, του άρχοντά μας το θυμό να γλιτώσω και, με θάρρος περισσό, τα μαντάτα τούτα να φανερώσω, τέλος στο μαρτύριό μου να δώσω… Γυναίκα Α’: (αγκαλιάζει, κατόπιν, το

δεξί

αρχικά,

τον

κοιτά

χέρι,

το

κατάματα

Στρατιώτη·

και

του

τείνει

ταραγμένη)

Τη σαν φουρτούνα όψη σου κοιτάζω· μα τους Ολύμπιους, ξένε, τρομάζω! Αδημονώ να μάθω τι μυστικό κρύβεις μαύρε, γεμάτος πανικό… Πολίτης Α’: (τρέχει

κοντά

δείχνοντας

με

στα τα

παλάτια δυο

του

χέρια,

Ευρυσθέα, με

φωνή)

Του Ευρυσθέα τα σπιτικά εδώ θάβρεις κι αυτόν να μεθοκοπά θαρρώ·

δυνατή


αν δεν προστάζει της Αλκμήνης το γιο βάρβαρο να του ξαναφέρει θεριό! Γυναίκα Β’: (δίπλα τόνο

στον

φωνής

Πολίτη

και

Α,

ειρωνικά

με

το

ίδιο

δυνατό

γέλια)

Ναι, τούτα τα δυο ξέχωρα λατρεύει· να του πεις τον Ηρακλή να παιδεύει και κέρνα τον για μερόνυχτα κρασί· ο χρόνος άσπρισε τούτο το μαλλί, αφότου μέριασ’ ο άναξ τη σοφία κι αναζητά, Διόνυσε, ευτυχία, μαζύ με χάδια ακόλαστων γυναικών κι αυλοκολάκων αμέτρητο σωρό… Απ’ το λαό να δίν’ αίμα και φόρους απαιτεί για γιορτές και… δορυφόρους! Στρατιώτης: (δείχνει

στα

ειρωνικά

γέλια)

Πρέπει

παλάτια

του

Ευρυσθέα,

με

νάχει ο άρχοντας χρήματα

πολλά· νόμιμα ή από κρίματα; Πολίτης Β’: (στέκεται νεύμα του

να

λέει

κοντά

στο

χαμηλώσει

Στρατιώτη,

τον

τόνο

της

του

φωνής

ψιθυριστά)

Σώπαινε, ξένε· μη λες, Στάχυ, πολλά! Άκου, σιμών’ η αρχοντική φρουρά, που κι αυτή ‘ναι, λες, καλομαθημένη

κάνει και


και μίσθαρνοι ακριβοπληρωμένοι τη συγκροτούν· λόγο των πολιτών κατά του άρχοντ’ αν μάθουν πονηρό, στον Ευρυσθέα τον αναγγέλλουν και την κρεμάλα μεμιάς παραγγέλλουν για όσους ο άνακτας διατάξει πως στην… έννομό του ασεβούν τάξη! Και πιο πολλούς όποιος θα μαρτυρήσει, με χρυσό κύπελλο θα τον τιμήσει ο άναξ και δημοσία δαπάνη θα γίνει η ταφή του σαν πεθάνει! Στρατιώτης: (δείχνει θυμωμένος

στα και

παλάτια

του

Ευρυσθέα,

είρων)

Της πόλης τι κάνουν οι σπουδαγμένοι, δασκάλοι στη σοφία μυημένοι, γλύπτες και ραψωδοί και ποιητάδες, γιατροί και ιερείς και δικαστάδες; Ζουγράφοι και μάστορες κάθε λογής, λάτρεις γινήκανε της υποταγής; Τη φωνή στον τύραννο δεν ορθώνουν; Ή μήπως τα κουτάλια τους ενώνουν κι αυτοί βουλιμικά και δουλοπρεπώς στα βασιλικά συμπόσια εμπρός και τους φτωχούς της πόλης λησμονάνε,


που κουρελήδες, παντού, τριγυρνάνε; Μήπως μόλις τα χρυσά νομίσματα βλέπουν, τ’ άρχοντα ξεχνούν τα ‘γκλήματα; Αχ πώς

με τα λόγια όλοι σπλαχνικοί

κι επαναστάτες, μα, κείνη τη στιγμή της πράξης, δειλοί στα πόδια το βάζουν, αφήνοντας τα πλήθη πέρα να βγάζουν αίμα χύνοντας για τη λευτεριά τους, ενώ κείνοι αράζουν στα σπιτικά τους… Πολίτης Α’: (παίρνει γωνιά,

αγκαλιά

δείχνει

στα

το

Στρατιώτη

παλάτια

του

σε

Ευρυσθέα,

ψιθυριστά)

Στο ‘παμε νωρίτερα, με προσοχή όποιος λόγος απ’ το στόμα σου θα βγει! Κι οι τοίχοι της πόλης έχουνε αφτιά, π’ αμέσως στον άρχοντα λεν μαρτυριά για ό,τι θέλει με μπόλικα χρυσά, από συκοφαντία μέχρι βρισιά! Κι όποιο λες πως έχεις συγγενολόι, μήτε το παρακαλετό ή το μοιρολόι δε σε γλιτώνουνε απ’ τις βουρδουλιές· μήτ’ οι μελιστάλαχτές σου γαλιφιές σε σώζουν, σαν του Ευρυσθέα λόγια σε κλείσουνε σε φυλακής υπόγεια

μια


και περιμένεις πια το πρωινό, π’ η κρεμάλα θα σου πάρει το λαιμό! Πολίτης Β’: (στέκεται παλάτια

στη

του

μέση

της

Ευρυσθέα,

σκηνής,

με

δείχνει

δυνατή

στα

φωνή)

Θυμάμαι, πάνε χρόνια, στην Ηλεία, ο Χτήσιππος, σε αμάχης μανία μέσα, τον εξάδελφό του γλιτώνει απ’ οχτρών, τον Ευρυσθέα, το δόρυ. Στρατιώτης: (με

τα

μόλις

χέρια κυλάνε

του από

σκουπίζει τα

τα

δάκρυα,

που

μάτια)

Ο καλός μου ο πατέρας, γενναίος· αγάπαγε τον κόσμο από νέος. Μα τον Ηρακλή λάτρευε χωριστά, μαζύ ‘χαν πάει στου Ιάσονα σιμά, στης Αργούς το ταξίδι το μακρινό, έχοντας και τον Ύλα, το μορφονιό. Γυναίκα Α’: (δείχνει δυνατό Γυναίκα της

τον

στα

μιλά Β

παλάτια και

και

Πολίτη

του

Ευρυσθέα,

στέκεται τον

Β

και

Πολίτη το

με Α

δεξιά και

Στρατιώτη

Κι όταν η εχθροπραξία σταματά, ο Ευρυσθέας το σωτήρα τιμά στο σπίτι του, με δώρα αρχοντικά· όρκους και λόγια αλλάζουν μυστικά,

με

τόνο

της

τη

αριστερά )


μα σαν αγκαλιά, στα ξώθυρα, λένε «Αγαπημένοι παντοτινά», κλαίνε. Κι ο λαός, πανευτυχής, ευγνωμονεί, τον Χτήσιππο σε γιορτές δαφνοφορεί … Γυναίκα Β’: (δείχνει μιλά

με

προς δυνατό

τα

παλάτια

του

Ευρυσθέα,

τόνο)

Και τώρα, εάν εκείνη θυμηθεί την αγάπη, θα σ’ ακούσει με στοργή· αλλιώς, αν τον ξεμυάλισαν τα ποτά, φοβάμαι, θάχεις κακά, ξένε,

στερνά!

Σιώπα, γιε μου· μη μιλάς, έφτασαν πια… Πολίτης Α’ (δείχνει

στα

παλάτια

ειρωνικά

γέλια

και

του

Ευρυσθέα,

έκδηλη

μιλά

με

αγωνία):

Να! Έρχετ’ ο άρχων, βλέπω καθαρά· λες, Στάχυ, να πρόλαβε τα μαντάτα κανείς άλλος, πιο γρήγορή σου στράτα ακλουθώντας, τα χρήματα και τη χάρη και θέλει του αφέντη μας να πάρει; Γυναίκα Β’: (κοιτά θεατές της

πέρα

κατάματα και έως

το

Στρατιώτη

ανοίγοντας πέρα,

διάπλατα

και τα

τους χέρια

λέει)

Εμπρός, μίλα του, σ’ όλους μπροστά, εδώ… Είθε να σεβαστεί αίμα συγγενών,


της Λευκοθέας να σώσει τη γενιά, να τιμά την πατρική σου λεβεντιά! Γυναίκα Α’: (αγκαλιάζει

το

Στρατιώτη

και

κοιτώντας

τον

κατάματα)

Στάχυ μου, έχε και δυνατή ψυχή, ξεμέθυστος ο άρχων ίσως δεχτεί ότ’ είσαι τέκνο γενιάς ευγενικής και τα ‘δρωκοπημένα νέα να πεις. Στάχυ μου, ό,τι ο άρχοντας κι αν πει, όσα κι αν δεις, η ψυχή να μη φοβηθεί, αγόρι μου, η δική σου· οι νέοι πάντοτε κερδίζουν κι οι θαρραλέοι! Φίλων μου γιε, φυλάξου απ’ το κακό ! Για σε πάω στο Δία να προσευχηθώ… Οι θεοί στις δύσκολες ώρες σιμά στους θνητούς, φρονώ, παραστέκουν συχνά, χωρίς παράδες, μα με τη λατρεία, αν και για των θεών τη συμμαχία, οι ιερείς, στο ναό, μάλλον πούνε πως δώρα και χρυσά θα χρειαστούνε του ικέτη και του προσκυνητή προς Δία, Απόλλωνα, Ήρα, Ερμή… Στρατιώτης αποφασιστικά καθένα μάτια

από ):

(με πότε τους

δυνατή τους

άντρες

φωνή

θεατές και

τις

και

κοιτά πότε

τον

γυναίκες

στα


Ο άνθρωπος με φόβο αν περπατά, τίποτα, ποτέ, θεοί, δεν τον ‘φελά! Κύρηδές μου, πολύ σας ευχαριστώ, που τόλμη ψυχής μού δώκατε σωρό! Κυρές μου, ευγνώμων πώς να σας δείξω ότι νιώθω δεν ξέρω· μα θα κινήσω να πάω, παρευθύς, να του μιλήσω, έχω, δεν έχω κάτι να κερδίσω… Πολίτης Β’ σταυρωτά

(αγκαλιάζει

και

τον

κοιτά

το

Στρατιώτη,

κατάματα

και

τον

φιλά

του

λέει

δυνατά):

Καλή σου τύχη, του Χτησίππου παιδί! Θυμήσου τούτου τ’ άντρα τη συμβουλή: Δε διώχνουνται οι τύραννοι με σιωπή ή σαν ρίχνεις σκλάβος τα μάτια στη γη, ξίφη και λαϊκή χρειάζεται κραβγή, των ασύδοτων αρχόντων να παυτεί οργής καμτσίκι στις πλάτες να χτυπά του λαού, πικρό αίμα του να ρουφά! (οι

άντρες

Στρατιώτης

δεξιά,

οι

γυναίκες

πηγαινοέρχεται

αριστερά

νευρικά

πέρα

κι –

ο

δώθε

διαρκώς)

Β ’ Π ρά ξ η : Ε υ ρ υ σ θ έ α ς, Σ τ ρα τ ι ώ τ η ς, Π ο λ ί τ ε ς Τ ί ρ υ ν θ α ς, Αρσινόη, Σωματοφυλακή


(στη

μέση

της

Ευρυσθέας, 4

βουβοί

αγέρωχος,

κάπου

δεξιά

κι

αριστερά Πολίτης

ο

Β

ο

στέκεται

περήφανος,

σωματοφύλακες,

4,

ο

σκηνής,

αριστερά

Πολίτης

Α

Στρατιώτης,

και η

η

ο

δεξιά του

του

άλλοι

Γυναίκα

Γυναίκα

Α

Β

και

ψιθυρίζουν)

Ευρυσθέας:

(δείχνει

άντρες

και

γυναίκες

δυνατά

και

ειρωνικά)

τους

και

το

συγκεντρωμένους Στρατιώτη,

μιλά

Νέα, βλέπω, πρόσωπα στην Αγορά· συνωμοσία σκαρώνετε ξανά, να πάρετε το πλουμιστό θρονί μου ή τέλος να δώσετε στη ζωή μου; Της σωματοφυλακής μπροστάρη, ο Άδης, αλήθεια, θε να με πάρει, εάν δεν ξεκάν’ όλους εδώ τους οχτρούς, που, με πόθους μύχιους και δολερούς, ζηλέψανε που τον τρανό Ηρακλή δούλο μου έχω, με θεών εντολή… Φρουροί, ποιος τάχα είναι ο νιος π’ ορθός στέκετ’, από τους άντρες της πόλης εμπρός; Κείνους θα ξεπαστρέψω, που τα πλούτη, που δεν αξιώθηκαν ποτές ετούτοι, των αποθηκών μου, θαρρείς, φθονούνε και πώς να με κατακλέψουν κοιτούνε…


(επικεντρώνει και

το

πλησιάζοντάς

βλέμμα τον

του

του

στο

Στρατιώτη

λέει)

Εσύ, ο νέος, ο ξανθός, στα μάτια κοίτα με και πες μου, εδώ, στα παλάτια τα δικά μου, τι άραγε γυρεύεις; (βαθμιαία και

ανεβαίνει

γίνεται

νευρικός

ο

τόνος

και

της

φωνής

ειρωνικός)

Μήπως τάχα μαζύ τους μαγειρεύεις από χρόνους πώς θα ξεσηκωθούνε, πώς οι φόροι δε θα πληρωθούνε, πώς τις βαριαγγαρείες θα γλιτώσουν και τα σκήπτρα στον Ηρακλή θα δώσουν της πόλης, τον γίγαντα τον μανιακό που να μου πάρει ποθεί από καιρό τη θεόδοτη δύναμ’ απ’ τα χέρια και το λαό με φονικά μαχαίρια στα σπιτικά μου, με λύσσα, να μπάσει, όλο μου τον πλούτο να τους μοιράσει; Πολίτης Α’ : (ψιθυρίζοντας

στους

λοιπούς

πολίτες)

Ο προύχοντας πάλι με τον πιο καλό σύμβουλο και φίλο του, ναι!, κολλητό, το κρασί, βγήκαν έξω, να μιλήσουν και για το δίκιο τους

να μας κηρύξουν!

Πήρανε και τη σωματοφυλακή,

του


αν κάποιος λεύτερα γνώμη θε να πει… Στρατιώτης: (κοιτώντας να

του

κατάματα

τον

Ευρυσθέα,

αρχίζει

μιλά)

Χίλιες φορές να σούφερνα Δελφικό χρησμό,

του Φοίβου μέγα λυτρωμό!

Χίλιες φορές νίκης πανηγυρισμούς απ’ της Ολυμπίας γης τους ιερούς τους τόπους νάλεγα ευτυχής, αλλά… Ευρυσθέας: (νευρικά

προς

το

Στρατιώτη)

Μίλα, επιτέλους, ξένε, καθαρά! Πες, λοιπόν, ποιος είσαι , τι θες σ’ εμένα· Κι εγώ πληρωμή θάβρω μια για σένα! Στρατιώτης: (χτυπά

το

συνεχίζει κοιτά

στήθος να

μιλά

του στον

περήφανα

και

δυνατά

και

να

Ευρυσθέα

κατάματα)

Της Λευκοθέας ο Στάχυς, ο γιος και του Χτησίππου είμ’ ο μοναδικός! Τους γεννήτορες σέβομαι και τιμώ, Θεούς, προεστούς, δασκάλους αγαπώ… Στα σύνορα με το Άργος στρατιώτης, ως σύννομος υπηρετώ πατριώτης! Γιος του δαφνοστεφανωμένου κύρη, κανείς ψόγο δεν έχει να μου σύρει…

τον


Ευρυσθέας (ψιθυριστά γελώντας

προς

προς

τη

τους

σωματοφυλακή

του

και

θεατές):

Άδικα φοβήθηκ’ αυτό το παιδί· μου πέμπουν, ίσως, νέα τους οι γονιοί! Παράδειγμα μοιάζει στη νεολαία, καλός, ναι, γαμπρός για τη Λυσιθέα, τη μικρή κι αγαπημένη μου κόρη, θα ‘ναι, ω Δία, τούτο το αγόρι… Στρατιώτης: (απευθύνεται θεατές

με

σωματοφύλακες αριστερά

στον

Ευρυσθέα

δυνατή

και

προς

τους

ενώ

οι

φωνή,

παρατάσσονται

4

δεξιά

και

4

του)

Με τις σάλπιγγες, τα έθιμα τηρούν, στη Λυκοποριά τους στρατιώτες ξυπνούν. Μ’ αυτό, ω Παν, το πρωί, μια οχλοβουή μυστήρια μάς ξεκούφανε κάθε αφτί! Πριν καλά – καλά μας γλυκοχαράξει, αχός μυστήριος θα μας ταράξει… Χιλιάδες άντρες είχ’ η διμοιρία, μ’ από μύριους έβγαιν’ η φασαρία! Αγουροξυπνημένος

παρατάσσετ’

ο

στρατός·

ρίγος πιάνει όλους, σαν νάταν σεισμός… Οι βιγλάτορες μιλούνε για θάμα, τέτοιο δεν ξανάκουσαν ποτέ πράμα! Κανείς τι ‘ναι να εικάσει δεν μπορεί,


Θεού ή ανθρώπου τούτ’ είν’ η βουή; Γυναίκα Α’: (τρέμοντας,

προς

τον

Ευρυσθέα):

Θεών, φρονώ, φανταξιές και σημεία κρύβουν, άρχοντα, μεγάλ’ ιστορία! Οι θεοί όσους, αλήθεια, αγαπούν πάντοτε, με σημάδια, ειδοποιούν… Στρατιώτης: (ξεφεύγει και

από

ανάμεσα

μιλά

δυνατά

θεατές,

τη

σωματοφυλακή

στους προς

κοιτώντας

άντρες τον πότε

και

του

Ευρυσθέα

τις

γυναίκες

Ευρυσθέα

και

τους

αυτούς

και

πότε

εκείνον):

Οι φύλακες τα όπλα τους αρπάζουν, στρατηγοί πανικόβλητοι φωνάζουν· όλοι από πούθε το κύμα φτάνει ψάχναμε, πριν άλλο κακό μας κάνει. Και ξάφνου, μέσ’ από σύγνεφα πυκνά, βλέπουμε της Αλκμήνης, ναι!, τη σπορά! (μιλά τον

δυνατά

κατάματα

προς

τον

Ευρυσθέα,

κοιτώντας

πλέον)

Γυμνός, να ‘σου, σιμώνει ο Ηρακλής, αυτός, π’ αλαφιάζει μπρος του όλ’ η γης κι όπως – όπως όλοι, μεμιάς, κρυφτήκαν…· λόγια βροντερ’ απ’ το στόμα του βγήκαν· για όσα να κάνει τούχεις πει μιλά κι όρκο δίνει γδικιωμού για τα δεσμά,


που φόρεσες στην παιδική καρδιά του και στα χέρια τα γδυτά, άθελά του, στο θρόνο της πόλης βασιλεύοντας και το λαό καταδυναστεύοντας. Κι απ’ τους στρατάρχες ζήτησε να σου πουν τ’ αφτιά του παύουν δουλικά πια ν’ ακούν τα θελήματά σου και τις προσταγές, όσο εσύ συζείς με τις παστρικιές… Κι έπειτα, προς τα οπίσω εστράφη, θορυβωδώς ήλθε, έτσι κι εχάθη… Φόβος μεγάλος, ταραχή το στρατό πιάνει, ποιος θα φέρει το νέο αυτό ως του ‘νδοξου Ευρυσθέα την αυλή χωρίς να κινδυνέψει την κεφαλή τη δική του στην κρεμάλα να ιδεί μαζύ με του λαεγέρτη Ηρακλή…· γιατί πολλοί τις βρίσκανε ωραίες τις δικές του, ω θεοί, τις ιδέες κρυφά, μα μπρος σου, αναίσχυντα, σιωπούν από τον τρόμο, μήπως μεμιάς χαθούν! (2

σωματοφύλακες

Στρατιώτη από

και

κοντά

γυναίκες)

Ευρυσθέας

πάνε

άλλοι του

2

δεξιά

αριστερά,

τους

άντρες

από

το

διώχνοντας και

τις


(2

σωματοφύλακες

Ευρυσθέα προς

το

και

πάνε

άλλοι

πλήθος

και

2

δεξιά

αριστερά,

από μιλά

τον

δυνατά

περήφανα) :

κορδώνεται

Το ‘ξερα πως προδότες πριονίζουν τα καθίσματά μου και ακονίζουν μαχαίρια για πισώπλατα χτυπήματα, θρασείς αισχρά σκέφτουνται εγκλήματα! (με

νεύμα

‘ναι στα

στέλνει

γύρω

από

χέρια,

κάνουν, απευθύνει

οι

ενώ

το

τους

Στρατιώτη

οποίοι ο

σωματοφύλακες

και

ίδιος

υποτιμητικά

το

να

τον

πιάσουν

προσπαθούν ο

που

να

Ευρυσθέας

το του

λόγο)

Ονόματα πες, αμέσως ποιοι ‘ν’ αυτοί απ’ το λαό π’ ακλουθούν τον Ηρακλή! Κρεμάλα, ναι!, τους περιμένει όλους π’ ονειρεύτηκαν τους δικούς μου θρόνους! Γυναίκα Β’: (πριν

προλάβει

σπεύδει

να

κατάματα

τον

τον

ο

Στρατιώτης

ν’

αγκαλιάσει,

Ευρυσθέα

του

μα

μιλά

απαντήσει, κοιτώντας

δυνατά)

Άσε, Ευρυσθέα μου, να μιλήσει! Ευκολότερα βγάνει κανείς κρίση και σωστά, όταν ξέρει όλη την ιστορία, παρ’ όταν σε κατέχει η μανία οχτρούς να βλέπεις και συνωμοσίες παντού και να ‘ρέγεσαι τιμωρίες… Στρατιώτης:


(Ενώ

όλοι

κοιτά και

οι

προς

μιλά

σωματοφύλακες

τους

δυνατά

πολίτες και

τον

και

περιζώνουν,

τον

Ευρυσθέα

ειρωνικά)

Μάζεψαν τους άντρες τότ’ οι στρατηγοί, τι λύση έπρεπε αμέσως να δοθεί! Μονάχα ο Καλλίδοξος, ο λωλός δε μιλά, μα όλος ξέρει ο στρατός ότι το μέρος σου, άναξ, θα πάρει, αφού τα παράσημα σε σένα χάρη, άκαπνος πολέμου, τάχει κερδίσει. Μονάχα στην Αγορά να ψηφίσει τη γνώμη σου τα ποδάρια προβάλλει κι αφού πολλά χρυσά στην τσέπη βάλει! Ο Πυθόδημος τους στρατιώτες προτρέπει πως ατοί μας τον Ηρακλή πρέπει αφού με δίχτυα κυνηγών δολερά πιάσουμε, εδώ να φέρουμε μπροστά. Ευρυσθέας: (2

σωματοφύλακες

πάνε

Στρατιώτη

και

Ευρυσθέας

βροντερόφωνα

τους

πολίτες

και

άλλοι

τους

2

δεξιά

από

αριστερά, απευθύνεται

θεατές)

Τον Καλλίδοξο μην κατηγορείτε, τις μεγάλες μου νίκες τις χρωστείτε σ’ αυτόν, που χειροκροτώντας πλανεύει τα πλήθη κι ο λόγος μου τα μαγεύει… Εύγε, Πυθόδημε, γιε του Ρηγίνου,

το

ενώ

ο

προς


αχ και να ‘πικρατούσ’ η γνώμ’ εκείνου! Της Αλκμήνης παιδί άνομο και νόθο, μέσα μου πόσ’ ηδονή, θεοί, νιώθω, σαν τα μάτια μου κλείσω και δω την αφεντιά σου σε κελί σκοτεινό! Σ’ αυτόν που αιχμάλωτο θα σε φέρει μα τον Ήφαιστο, το δικό μου χέρι πλούτη θα τον γιομίσει και τιμές, θνητός ποτέ δεν θάχε τέτοιες χαρές! Στρατιώτης: (δυνατά

και

ειρωνικά)

Ο Λεώκριτος τον Ηρακλή παινεύει, τη δύναμή του την τρανή ζηλεύει· λεύτερο το λαεγέρτη προτείνει ο στρατός ν’ αφήσει να μείνει κι ο λαός τα όπλα πια να σηκώσει, για τη λευτεριά το αίμα να δώσει. Ευρυσθέας: (βροντερόφωνα πολίτες

και

τους

απευθύνεται

προς

θεατές)

Λεώκριτε, ξέρω το χαραχτήρα, μα στο στρατό, άθελά μου, σε πήρα, τι ο κύρης σου ικέτης, ο Δαμοφών, μου το ζητά, εκ των φίλων των παλιών! Ο Λεώκριτος αγαπά το λαό

τους


και σαν αδελφό τον Ηρακλή, θαρρώ· μόλις ο Δαμοφών τη γης αφήσει, ο γιος του σε φυλακή θα σαπίσει… Στρατιώτης: (βροντερόφωνα Ευρυσθέα,

απευθύνεται

τους

ξεφεύγοντας

πολίτες

από

τους

και

προς τους

τον θεατές,

σωματοφύλακες

του

άρχοντα)

Ο Φαινάρετος, πιστός σου στρατηγός, στο σκότος άπλετο τότ’ έριξε φως· πρότεινε μια συνήθεια παλιά, που λες, κλήρο να ρίξουμε· έτσι, νάμαι, δες, σε μένα έλαχε τούτος ο λαχνός και περίσσια, μα το Δία, τολμηρός, στ’ ανάχτορα ήρθα, όλα να στα πω… Ευρυσθέας: (βροντερόφωνα)

Φαινάρετε, μίλησες, να σε χαρώ, όμορφα και στα αφτιά μου αρεστά· όρκο δίνω στη Δήμητρα τωραδά πως αρχιστράτηγο αυτή σ’ η σκέψη, αν πιάσω τον Ηρακλή, θα σε στέψει με κλαδί ελιάς γέρικης δοξαστικό… Στρατιώτης: (ξεφεύγοντας άρχοντα, απευθύνεται

από

τους

σωματοφύλακες

ετοιμάζεται στον

Ευρυσθέα)

να

φύγει,

του μα


Φτάν’ η ώρα ν’ αναχωρώ απ’ εδώ, προσμένει των γονιών μου το σπιτικό, των γάμων να στρωθεί δείπνο γιορτινό. Στο χέρι σου, άρχοντα, τιμωρία να μου δώσεις ή γενναιοδωρία! Γυναίκα Α’: (επικεφαλής τρέχει

προς

άρχοντα

και

των την

αντρών πόρτα

αναγγέλλει

και των

των

γυναικών

αναχτόρων

του

δυνατά)

Στρέψτε όλοι τώρα, μεμιάς, τα μάτια προς τα πορφυροστόλιστα παλάτια· η Αρσινόη, στην πλατεία, η κυρά κατέρχετ’ ανήσυχη, βιαστικά… Ευρυσθέας: (νεύει έλθουν στο

σ’

όλους

κοντά

του

τους και

σωματοφύλακες οργισμένος

να

φωνάζει

Στρατιώτη)

Οργή με γιόμισες, Στάχυ, μεγάλη, είχα χρόνους να ζήσω τέτοιαν άλλη! Βρήκα τι αμοιβή θα σε πληρώσω, σ’ ανήλιαγο κελί θα σε κλειδώσω. Και παγίδα στον Ηρακλή θα στήσω: Συ δόλωμα, θα τον εξαπατήσω· Σαν έρθ’ απ’ τα δεσμά να σε γλιτώσει, δε θα μπορεί πια να τον λευτερώσει κανείς απ’ τα δίχτυα και τις δαγκάνες…·


θα κλάψ’ η Αλκμήνη κι όλες οι μάνες όσων έσωσε στα μαύρα θα θρηνούν, γιατί άνθρωποι δε θα τον ξαναδούν… Και τη δική σου, ξέρε το, τη ζωή την οφείλεις σ’ αγάπη πούχω πολλή, κρυφόν έρωτα, στη μάνα σου, μήνες, απ’ τα παιδικάτα, τις μέρες κείνες, (από

τα

μάτια

σωματοφύλακες του

φέρνουν

πλέον,

όποτε

του

κυλούν

μεριάζουν

κοντά του

το

δάκρυα,

τους

πολίτες

Στρατιώτη,

απευθύνει

το

ενώ

τον

λόγο,

οι και

οποίο,

κοιτά

στα

μάτια)

π’ ανέμελοι παίζαμε στα λιβάδια! Μα η Λευκοθέα αυτά τα βράδια τον Χτήσιππο λαχταρούσε και μένα δε μου χαλάλιζε βλέμμα κανένα ή χάδι ερωτικό, ν’ απαλύνει τον πόνο, που δυνατός είχε γίνει ο Ηρακλής και φημισμένος παντού για το σώμα του και το φρόνιμο νου… (σκουπίζει στρέφει και

το

τα

δάκρυα

ειρωνικά βλέμμα

εισέρχεται

στη

του

και

από

τα

μάτια

υποτιμητικά

στην

Αρσινόη,

το που

σκηνή)

Αρσινόη, στα σπίτια είν’ η θέση των φρονίμων γυναικών, μα σ’ αρέσει έξω, στον κόσμο, το ξέρω, να γυρνάς· πες, εδώ και τώρα

τι θες, τι ζητάς;

του

και λόγο

μόλις


Αρσινόη: (δακρυσμένη, μιλά

προς

κατάματα στις

2

αλλά τον

και

περήφανη Ευρυσθέα,

νευρικά,

και τον

ενώ

βροντερόφωνα οποίο

στέκεται

γυναίκες)

Ευρυσθέα, σύντροφε, ομοκοίτη, απ’ την ξακουστή με πήρες την Οίτη · σαν ήμουνα κόρη, αγνή, παρθένα, ο Νικηφόρος μ’ έδωκε σε σένα, ο κύρης μου, ο πολυλατρεμένος, πρώτος παντού κι απ’ όλους τιμημένος, βόδια αφού τούδωσες προίκα δέκα, να κατεβώ στην Τίρυνθα γυναίκα αγαπημένη και πάντοτε πιστή σ’ ό,τι συ θα λες η δική μου ψυχή. Κόρη γλυκιά γεννώ, τη Λυσιθέα, το έρμο σπιτικό σου, Ευρυσθέα, το σκοτεινό λιγάκι να φωτίσει, χαμόγελο στα χείλη να χαρίσει , μα συ… βάλθηκες τρελός να ξεκάνεις τον Ηρακλή, απίθανα τον βάζεις πράγματα να πράττει, όλη την Πλάση γυρίζοντας, τα νιάτα του να χάσει ; Τα δικά σου να μη βλέπ’ εγκλήματα, να μη σου κρίνει τ’ ανομήματα! Στο δρόμο έξω και στο σπίτι μέσα,

κοιτά ανάμεσα


κανενός δεν είναι νάχεις, πλέον, μπέσα, άρχοντας και κόλακες διεφθαρμένοι, στην αμαρτία όλοι βουτηγμένοι… (παραβλέπει και και

ενώ

τους

σωματοφύλακες

συνεχίζει

τείνει

το

χέρι

να

του

προς

το

του

μιλά,

άρχοντα

πλησιάζει

Στρατιώτη)

Το στεφάνι σου καθόλου δεν τιμάς, άναξ, ξενοκοιμάσαι, ξενοκοιτάς· αισχρέ, δολοφόνε, όλοι στη γη μας σε τρέμουν, μα η δόλια η ψυχή μας καρτερά την ώρα που ο Ηρακλής του λαού, με δάδες, επικεφαλής και με φλάμπουρα ορμητικός να χιμά στους τυράννους ποταμός, τη λευτεριά να φέρει στους πολίτες, να μας απαλλάξει απ’ τους λεχρίτες, όσους με τους προύχοντες συναγελάζουν, των αντρών κλέφτες τον κόπο στοιβάζουν, το γάλα των γυναικών απ’ το μαστό παίρνουν, τη χήρα φθονούν και τ’ ορφανό! Ευρυσθέας: (εξοργισμένος Αρσινόη

και

νεύει

σωματοφύλακές και

στους

Στρατιώτη

απευθύνει

του

άλλους να

την

στους να 4

το 4

πιάσουν να

μην

πλησιάσει)

Ερωτευμένη πως είσαι συ θαρρώ

λόγο από την

στην τους

8

Αρσινόη

αφήσουν

το


με της Αλκμήνης το λιοντόψυχο γιο· τούτ’ η δική σου, Γυναίκα, αμυαλιά μ’ έκανε να μη σ’ αγαπώ άλλο πια και σ’ άλλες τα μάτια μου να στραφούνε, έρωτα τα χείλη αλλού να γευτούνε… Μα μόλις εγώ εκείνον θα πιάσω, μαζύ του, μοιχαλίδα, θα δικάσω (κοιτά

πότε

Στρατιώτη,

την

πότε

Αρσινόη, τους

γυναίκες,

πότε

ματιά

θυμωμένος

και

τους

πότε

άντρες θεατές

και με

εξακολουθεί

το τις

νευρική το

λόγο

του)

κι όλους εκείνους που τον ακλουθάτε, παλάτια ν’ αλώσετε λαχταράτε, ψήφο και ισχύ να δώστε στο λαό, στους αργάτες καλύτερο πια

μισθό,

να έρθ’ η ειρήνη στη γη, παντού! Αχ, πόσο σας έχει σαλέψει το νου τούτου του σκλάβου τ’ άναντρου η φωνή, μα τ’ ορκίζομαι, δε θα ξανακουστεί ποτέ σ’ ετούτ’ ο μανιακός τη χώρα! Της τιμωρίας του έφτασ’ η ώρα! Πολίτης Β’: (ξεφεύγοντας άρχοντα, λέει

από

πλησιάζει

τους τον

σωματοφύλακες Ευρυσθέα

δυνατά)

Κακή η ζήλια, προύχοντα, συνήθεια·

και

του του


κατατρώγει των ανθρώπων τα στήθια: Αδέλφια σπρώχνει να μαχαιρωθούνε, ζευγάρια να μην ξαναγαπηθούνε, γείτονες και φίλους να φθονηθούνε, της πόλης άρχοντες να συκοφαντούνε ο ένας τον άλλο, δύναμη ποθώντας και τ’ άνομα τα πλούτη λαχταρώντας… Αρσινόη:(ξεφεύγοντας

από

τους

σωματοφύλακες

πλησιάζει

τους

πολίτες

και

του

λέει

άρχοντα,

δυνατά

στον

Ευρυσθέα)

Όσα καιρό μου πνίγανε την καρδιά, ήλθα στο λαό να τα πω μπροστά. Δεν είναι, λέω, φρόνιμο και σωστό, το ξέρουνε οι θνητοί από καιρό, ο άνθρωπος όλη του τη μανία, δες μ’ Αγαμέμνονα πέρα στην Τροία τι έγινε και με τον Αχιλλέα που για γυναίκα σπάσαν την παρέα, σ’ αθώους κι αμέτοχους να ξεσπά, σα λύκος πεινασμένος π’ ορμά σ’ αρνιά! Με συνετούς, σαν τον ζυγώνει το κακό, φίλους να κοντοσιμώνει, συμβουλές να του δώσουν τι να πράξει, πώς έξω σκέψη κακή να πετάξει, πρέπ’ ο άνθρωπος πάντα να φροντίζει,


γιατί δεν ξέρ’ η Μοίρα

τι χαρίζει…

Δεν είσαι συ, άντρα μου, καρδιογνώστης, της ζωής απλός είσαι αναγνώστης! Γυναίκα Α’: (ξεφεύγοντας άρχοντα, αγκαλιάζει,

από

τους

πλησιάζει τη

φιλά

σωματοφύλακες την

στα

Αρσινόη,

μάγουλα

και

του

δυνατά)

Ο έρως, θείο δώρο, βλογημένο, απ’ την Αφροδίτη αγνό, σταλμένο τις καρδιές φέγγει όλων των ανθρώπων, λουλουδιάζ’ η πλάση όλων των τόπων… Δύναμη σε πέλαγος φουσκωμένο, ορμή σε βουνό χιονοσκεπασμένο σου χαρίζει με της φύσης τα στοιχειά να παλεύεις, να γελάς παντοτινά, ήλιο να ‘χεις μέσα σου και φεγγάρι, τι κι αν έλθ’ ο Άδης να σε πάρει… Έρως, τραγούδι ηδύ, σε ταξιδεύει· λουλούδι μέσα σου, σε ζωντανεύει! Έρως, μικρό σκανδαλιάρικο παιδί, Έρως, στη ζωή δίνει μόνος ζωή…! Δεν είν’ ο έρως μόνον για τις χαρές, παραστέκεται σε δύσκολες στιγμές, βλέμμα σου δίνει πίστης και το χέρι, μαζύ να ταξιδεύεις σ’ άλλα μέρη.

του την λέει


Γλυκύ δάκρυ χαράς, η μοιρασιά του· μαυρόπικρο κρασί, η αρνησιά του… Αρσινόη: (πλησιάζει κατόπιν

τον

Ευρυσθέα

ετοιμάζεται

να

και

φύγει

του για

λέει τα

δυνατά,

ανάχτορα)

Πικραμένη φεύγω, στο δώμα μπαίνω! Μήνυμα, πολίτες, θα περιμένω πως του άντρα μου την αλαζόν’ αρχή φουσάτα με μπροστάρη τον Ηρακλή ξεσήκωσε, οι πολίτες μόνοι πια, χωρίς μίση να τρέμουν τυραννικά, τη γη και τη ζωή τους ορίζουνε, δίχως μίση πια να τους χωρίζουνε! Αλλιώς, το στόμα μου πάντα ανοιχτό θα μιλά για τον τύραννο το σκληρό, που παράδες πια και θρονιά λατρεύει, πιότερο από τους θεούς πιστεύει… Γυναίκα

Β’:

δακρυσμένη λέγοντας προς

τον

(αγκαλιάζει

τη ενώ

φιλά στρέφει

και το

την την

Αρσινόη

αποχαιρετά,

βλέμμα

Ευρυσθέα)

Καλή αντάμωση, σοφή κυρά μου. Και, Ευρυσθέα, άκου τα δικά μου τα λόγια · λαό αν δεν αφουγκράσαι, ποτέ σ’ απαλό στρώμα δεν κοιμάσαι! Τον Στάχυ λευτέρωσε, παρακαλώ·

και

της

και


μην προσθέτεις ένα επιπλέον κακό σ’ όσα πολλά ‘χεις κάμει μέχρι τώρα! Θα ‘ρθει, άκου με, της κρίσης η ώρα! Ευρυσθέας: (θυμωμένος Άντρες, το

προς

ενώ

Στρατιώτη

προς

το

οι και

τις

Γυναίκες

σωματοφύλακες η

Αρσινόη

και

έχουν

τρέχει

να

τους πιάσει φύγει

παλάτι)

Τίποτ’ απ’ όσα, τώρα, κείνος και σεις μου λέτε δε θα ακούσω. Φυλακής τον περιμένουνε σκοτεινοί τοίχοι κι η γνωστή των επαναστατών τύχη, εάν ο αγαπητός μας Ηρακλής, με σκύψιμο ευπειθές της κεφαλής, το λαό δεν πάψει να ξεσηκώνει και πολιτών τα μυαλά να φουσκώνει περί λαοκρατίας και λευτεριάς, δικαιοσύνης, ειρήνης, ανθρωπιάς· δεν ξέρει τάχα πώς τον Προμηθέα οι θεοί έδωσαν στα λυσσασμένα όρνια του Καυκάσου, όταν τη φωτιά έφερε στη γη μ’ όλα τα μυστικά; Πολίτης Α’: (ακούγονται ο

Πολίτης

των στον

αντρών

Α

τρομερός τίθεται και

Ευρυσθέα)

των

θόρυβος

από

επικεφαλής γυναικών

ψηλά,

ενώ

της

ομάδας

μιλά

δυνατά


Φωνές σαν κι εκείνες στη Λυκοποριά π’ ο Στάχυς άκουσε, φτάνουν τωραδά στ’ αφτιά μου· του Ηρακλή τα βήματα θαρρώ πως είναι. Όλα τα κρίματα τα δικά σου, Ευρυσθέα, φτάνει η ώρα π’ ο λαός μεμιάς θα βάλει στης Δίκης τον αλάθητό της ζυγό. Και ποινή θα ορίσει για το κακό, που χρόνια συ μας δυναστεύεις τόσα, να σου κόψουμε κεφάλι για γλώσσα; Ή μήπως το κελί που θα ‘τοιμάσεις για τον… Ηρακλή, συ θα το ‘γκαινιάσεις;

(οι

σωματοφύλακες

σκηνή

έχοντας

μετά

συλλάβει

ξαναγυρίζουν

έτρεξε

προς

τα

νευρικά

πάει

πάνω

πολίτες, σε

απομακρύνονται

μια

άντρες

γωνιά

περιμένοντας

ό,τι

το

μόνοι

Στρατιώτη

τους,

ανάχτορα, –

κάτω

της θα

τη και

Αρσινόη Ευρυσθέας

σκηνή

έχουν

σκηνής

συμβεί)

η

ο

στη

γυναίκες,

από

και

οι

μαζευτεί

φοβισμένοι


Γ ’ Π ρά ξ η : Η ρα κ λ ή ς, Π ο λ ί τ ε ς Τ ί ρυ ν θ α ς, Ε υ ρ υ σ θ έ α ς, Δ ί α ς

Ηρακλής (περήφανος, Ευρυσθέα

και

πανύψηλος, του

λέει

πλησιάζει

δυνατά):

Ευρυσθέα, Ευρυσθέα, πού πάλι κρύφτηκες απ’ της μέθης σου το χάλι; Με τρέμεις, το ξέρω· πολύ φοβάσαι, καθόλου τα βράδια σου δεν κοιμάσαι· θαρρείς ότι θα σου κλέψω το θρονί, θα χεριάσουν τα πλούτη σου οι φτωχοί κι ο λαός θα πάψει πια να πεινά, λεύτερος ατός του πια θα κυβερνά τη γεννήτρα γη και το ριζικό του, θα πιστεύει σ’ όποιον θέλει θεό του… Τα ματοκυλισμέν’ αυτά μου μέλη ό,τι ο άνθρωπος στη ζήση θέλει για νάναι ευτυχής δε γευτήκανε, Ήρας ματιές τα καταραστήκανε!

τον


(μετά

βίας,

μάτια

και

αριστερά δεξιά

συγκρατεί

νεύει και

στις

στους

τα

δάκρυα

Γυναίκες Πολίτες

να να

από

σταθούν σταθούν

του)

Εζήλεψε η θεά την Αλκμήνη, που με μία της ερωτική κλίνη, σε αστραδενή νύχτα σαν μαγεία, γιο στον πρωταφέντη χαρίζει Δία λεβέντη άντρακλα και ρωμαλέο, μα εκείνη κουτσόν και πειναλέο, τον Ήφαιστο, του είχε πριν γεννήσει, π’ ο κύρης δε θέλει να τον γνωρίσει… Κι ο γιος της Αλκμήνης σαν τα μάτια ανοίγει στου πατριού του τα παλάτια, τ’ Αμφιτρύωνα, δυο φίδια δολερά σκοτώνει, της Ήρας παραγγελιά να τον ξεκάνουν ενώ θα κοιμόταν, του Διός τούτ’ η σπορά να χανόταν… Γυναίκα Β’: (πλησιάζει

τον

Ηρακλή

και

του

λέει)

Μα ο Αμφιτρύωνας σαν παιδί του τον αναθρέφει, σαν τον Ιφικλή του; Δασκάλους, καθώς λένε, για τους δυο τους βρίσκει, αν και θεοί το ριζικό τους είχαν αλλιώς για καθένα γραμμένο, του Ηρακλή ένδοξο,

τιμημένο;

τα


Πολίτης

Α’:(πλησιάζει

τον

Ηρακλή

και

του

λέει)

Παλιά ιστορία, αγαπημένη τ’ αγγόνι τον παππού του περιμένει να εξιστορήσει πώς ο Ηρακλής φίλος πιστός έγινε της Αρετής! Πώς τυράννους και της φύσης τα θεριά σκότωνε με μιαν μονάχα ροπαλιά, πώς για την Άλκηστη πήγε στον Άδη, πώς γεύτηκε του έρωτα το χάδι… Ηρακλής:(συνεχίζει απευθυνόμενος

στους

βροντερόφωνα

να

θεατές)

Με τη σειρά, όλα θα ειπωθούνε· στο λιοφώς όλα θα φανερωθούνε! Τα χρόνια περνούσαν, θυμός δυνατός φωλιάζει στην καρδιά της Ήρας, κακός για τον Ηρακλή, που με κρίση του νου το στρατί ακλουθεί

του δίκιου λαού…

Αγάπης για τη Μέγαρα φλόγα ‘χει, μαζύ της σπιτικό και παιδιά ‘χει· στέκει πλάι σ’ όλους στο μεροδούλι, ευεργέτη τον λένε όλ’ οι δούλοι, λαεγέρτη τον κράζουν τ’ αφεντικά, όσα του δίν’ η ζωή του αγαθά τα μοιράζεται με τη φτωχολογιά!

μιλά,


Με νου κοφτερό και χέρια δυνατά, ξεπαστρεύει όλα τ’ άγρια θεριά. (κοιτάζει περήφανα μιλά

ψηλά τα

δυνατά

τον

στήθη

ουρανό

του,

προς

τον

μα

και

χτυπά

συνεχίζει

Ευρυσθέα

και

να τους

θεατές)

Την Ελλάδα μας γεμίζει ιερά των θεών και στην Ολυμπία πάει και πρώτος τους αγώνες ξεκινάει… Από ληστές τους δρόμους ξεκαθαρίζει· λεύτερες από πειρατές χαρίζει θάλασσες· χωρίς φόρους πολιτείες και δίχως ανήθικες εξουσίες ιδρύει στην Ελλάδα παντού· τη δύναμη προτάσσει του λαού… Πολίτης Β’: (πλησιάζει

τον

Ηρακλή

και

του

λέει)

Όλοι του ‘ταν τότε φίλοι κι αδελφοί· τα τείχη της, για να τον υποδεχτεί, κάθε πόλη ελληνική γκρεμίζει! Κάθε σπιτικό τον καλωσορίζει… Ηρακλής: (μιλά

δυνατά

θεατές, μ’

προς

πλησιάζει

εναγκαλισμό

τον έναν

κάθε

Ευρυσθέα –

Πολίτη

έναν και

Τη μεγάλη χαρά του μοιράζεται με τη φαμελιά του, όταν λιάζεται

και

και

τους

χαιρετά

Γυν αίκα)


στο Άργος, στο λιόλουστο σπιτικό του, μα η Ήρα φθονεί το τυχικό του. Τρέλα του φωλιάζει στα σωθικά του, να σκοτώσει τον βάζει τα παιδιά του! Και για του Λοξία τους σοφούς χρησμούς καταφύγιο ψάχνει φονιάς στους Δελφούς. Οι μάντεις συνηθίζουν, από παλιά, ν’ αλλάζουν, όταν πληρώνουνται καλά, λαλιά και πλανεύοντας τους ανθρώπους, σ’ άλλους τους στέλνουν, μακρινούς τους τόπους…

Γυναίκα (μιλά

Α’:

δακρυσμένη/

συγκινημένη

προς

τον

Ηρακλή)

Νέο μαρτύριο του χαρίσανε; Σε ποια γης τα ίχνη του τραβήξανε; Στον πόνο του βρήκε τάχα γιατρικό της Αλκμήνης το αγόρι το τρανό; Ηρακλής: (μιλά

δυνατά

Πολίτες τους στο

και

θεατές,

και

τις

δακρυσμένος

Γυναίκες,

ενώ

το

τον

βλέμμα

προς Ευρυσθέα

του

τους και

πλανιέται

χώρο)

Κι ετούτοι, χρυσοπληρωμέν’ απ’ την Ήρα, μου λένε παραμύθια πως η Μοίρα όρισ’ εδώ, στον Ευρυσθέα, ναρθώ από κύρης σε σκλάβος να γενώ· δούλος μη οκνηρός, σ’ ό,τι πει μουγκός,


θελήματά του να κάνω μπιστικός! Και σ’ ονειροφανταξιά η Αθηνά για το ψέμα των μάντηδων μου μιλά και την Ήρα μου λέει να σεβαστώ κι από το Δία εγώ θα λυτρωθώ, στα στερνά, απ’ τ’ απάνθρωπο φονικό, που διέλυσε το γλυκύ μου σπιτικό! Και δρόμους παίρνω πολλούς κι αγκαθωτούς, φεύγω με βιάση για εδώ απ’ τους Δελφούς. Δούλος πρέπει να γενώ, χωρίς μιλιά, να σκύβω μπρος στον αφέντη ταπεινά! (μιλά

ειρωνικά

Γυναίκες δεξί

και

του

τους

πάει

από

πέρα

τους

θεατές

χέρι

περιστοιχίζεται νευρικός

προς

Πολίτες και

και

δείχνει

με

τις το

τον

Ευρυσθέα,

που

τη

σωματοφυλακή

και

δώθε)

Σε ποιον; Στον Ευρυσθέα, ένα δειλό, π’ αρπάζει τους παράδες απ’ το λαό, σε γλέντια και παλλακίδες τους σκορπά… Και την κρεμάλα ‘χει για όποιον τολμά τη γνώμη του να ορθώσει στο θρόνο, για τ’ αργάτη να μιλήσει τον πόνο… (απευθύνεται κοιτά

προς

τον

Ευρυσθέα

κατάματα)

Θεριά ανήμερα να δαμάσω θες· ταξιδευτή μ’ έβαλες σε μακρινές χώρες να πάω, έκνομες πεθυμιές

και

τον


π’ εσύ λαχταράς κι οι παστρικιές εγώ πρέπει να ικανοποιήσω· μα οι πολίτες της Τίρυνθας πίσω… (με

το

και

με

δεξί το

του

χέρι

αριστερό

δείχνει

τον

τους

Πολίτες

Ευρυσθέα)

Γυναίκα Β’: (μιλά

δυνατά

Ευρυσθέα την την

και

άλλη

και τους

θεατές,

Γυναίκα

κοιτούν

δακρυσμένη

και

προς

τον

δείχνοντας

προς

τους

2

Άντρες,

που

συνοφρυωμένοι)

Πείνα όλους άσπλαχνη μας θερίζει, αρρώστια κακιά μας ξεπροβοδίζει έως του Αχέροντα τον ποταμό, μα τ’ αρχόντου καρφωμένο το μυαλό φόρους ζητά και θυσίες τάχα… Αχ, Ηρακλή, τη δύναμή σου νάχα, τους τυράννους να πέταγα μακριά, στο λαό να ξαναδώσω λευτεριά! Ευρυσθέας: (βαδίζει μάτια Ηρακλή,

νευρικά

και

πέρα

φωνάζει

νεύει

προς

δώθε,

θυμωμένος τη

κοιτά

στα

προς

τον

σωματοφυλακή

πλησιάσει)

Ψέματα λες, συ, της Αλκμήνης σπορά! Δημαγωγέ, λαοπλάνε, μασκαρά! Δε θες το λαό συ να βοηθήσεις· απ’ τα πλούτη του θρόνου να μεθύσεις πεθύμησες εσύ, με ζήλια τυφλή,

να

τον


παράκουγες πάντα κάθε προσταγή, τη δική μου καταφρόναγες συμβουλή, απρόθυμα ‘πραττες κάθε διαταγή. Κι ο λόγος; Τύραννος ν’ αναφανώ εγώ, άφρων

δυνάστης για το λαό…

Ηρακλής: (ανταπαντά

θυμωμένος

και

ειρωνικός)

Το ποιος λέει, άρχοντά μου, ψέματα το δείχνουν των αθώων τα αίματα. Το μαρτυρούν τα κελιά στις φυλακές, οι ζητιάνοι που γυρνούν στις δημοσιές, οι πεινασμένες φαμελιές αγροτών, τα αδελφοχτόνα ξίφη στρατιωτών… Κι όλ’ αυτά, πες μας γιατί, Ευρυσθέα; Τρυφή για νάχεις και ζωή ωραία; Αλλιώς, τι ΄θελες να φέρω τη ζώνη της Ιππολύτης, τα βόδια του Γηρυόνη, της Νεμέας το λιοντάρι να χαθεί, κανείς ποτέ θνητός να μην ξαναδεί τα όρνια της Στυμφαλίας να πετούν και κάπροι στον Ερύμανθο να γυρνούν; Για τον Άδμητο στον Κόσμο τον Άλλο ταξίδι έκανα πολύ μεγάλο… Ποτέ, δεν θα ταξίδευα για σένα·


φιλίας κι αγάπης, ποτέ, για σένα χτυποκάρδια δεν είχαν σημασία· των χρυσών μόνον μετρούσ’ η αξία! Μήπως φοβήθηκες η Λυσιθέα, η κόρη σου, ακόλαστη παρέα, από προίκα και πλούτη σού ξεμείνει κι ανύπαντρη δεν είχε τι να γίνει; Ευρυσθέας: (εξοργισμένος

προς

τον

Ηρακλή

και

τους

σωματοφύλακες)

Να τον ακούω άλλο, δεν μπορώ πια! Φρουροί, περάστε του σιδηρά δεσμά Στα χέρια και τα πόδια, παρευθύς· Έτσι θα τιμωρηθεί ο αναιδής! Δεν τον ακούσατε, δεν τον θωρείτε; Φρουροί, το στόμα του μεμιάς σφαλίστε, τις ύβρεις του να δέχομαι δεν μπορώ… Ήρα, πρόστρεξε, σε τούτο το κακό! Πολίτης Α’ (προς τους

τον

Πολίτη

θεατές,

Β,

εμφανώς

τις

2

Γυναίκες

ταραγμένος):

Το πρόσωπο τ’ αληθινό του ξανά ο άρχοντας φανερώνει τωραδά· τον τρέχει, λες, ασύνετη μανία, ν’ αγαπά τη φθονερή αδικία

και


και την αλήθεια να παραμερίζει, το δίκιο και σωστό να φυλακίζει… Βοηθούς θεούς στις συφορές κράζει ο θεομπαίχτης, στις κλεψιές τούς ταράζει! Ηρακλής: (προσπαθεί

να

σωματοφύλακες

του

θυμωμένος

προς

ξεφύγει άρχοντα, τον

από μιλά

Ευρυσθέα

τους

δυνατά και

και τους

Πολίτες)

Τύραννε, το στόμα τώρα κι αν κλείσεις το δικό μου, πάντα κοντά οι Τύψεις σε σένα θα τρέχουν, θα σε κυνηγούν· στιγμή δε θα παύουν, δε θα ηρεμούν… Χρόνια μέσα, στην καρδιά σου, στουμπακά κι αλάργα με ξορίζεις η αντριγιά, μα συ, Πρωταφέντη, δεν ποδαρώνεις, απ’ τη ζήλια ποτέ δεν ημερώνεις! Σαν με βλέπεις, κερώνεις φοβισμένος κι από τους ραβδούχους τριγυρισμένος στους θρόνους σου τρέμεις, όταν σιμώνω· σκλάβο σου, αν και συγγενής, με θες μόνο! Και σ’ αίματος, Κακόψυχε, σκοτωμούς μ’ έχεις μπλέξει άδικους, πολύ αισχρούς· μύριους καθαρμούς, θεοί, θα χρειαστώ, για ν’ απομακρύνω κάθε μου κακό, την ώρα που στη γη θα τελευτήσω,


και πίσω τα κρίματά μου αφήσω… Τύραννε, τον Στάχυ κι αν φυλακίσεις, μύριες φωνές έξω θα συναντήσεις!

Ευρυσθέας: (εκνευρισμένος τρέχει

μάταια

προς να

τη

πιάσει

σωματοφυλακή , τον

Ηρακλή

που

)

Φρουροί, τα χείλη του κάντε να πάψουν, σε κελί ολόμαυρο να τον θάψουν, όσα είπε ποτέ να μην ακουστούν ξανά στη γη, που τα πόδια μου πατούν… Μ’ αλυσίδες δέστε του γερά λαιμό· αμέσως, μακριά πάρτε τον απ’ εδώ, οι πολίτες να μην βλέπουν να πονά και σκεφτούν του Προμηθέα τα δεινά… Πολίτης Β’ (στη

μέση

του,

οι

της

Γυναίκες

προστατεύοντας τόνο κοιτά

σκηνής,

τον

απευθύνεται στα

δεξιά

και Ηρακλή,

προς

τους

και

ο

αριστερά

Πολίτης ενώ

με

θεατές

Α’

δυνατό

και

τους

μάτια):

Ο λαός τους ήρωές του αγαπά, στεφανωμένους πάντα θε να τιμά· δάφνη θα φυτεύει στο μνημούρι τους κι οι τύραννοι θα χτυπάν τη μούρη τους, που τους πολίτες θα βλέπουν στους δρόμους με τραγούδια και λάβαρα στους ώμους


για τη λευτεριά και λαοκρατία, την ειρήνη, τη θιόσταλτη σοφία… Γυναίκα Β’: (δακρυσμένη

προς

τον

Ευρυσθέα

και

τους

θεατές)

Καμιά ποτέ θνητών αλυσίδα στη ζωή μου, μα το Δία, δεν είδα μια λεβέντικη ψυχή να σκλαβώνει· το λαό αναφλέγει, συνενώνει, σ’ αγώνες σπρώχνει πάντοτε συνεχείς νάναι των δικαίων υπερασπιστής… Ευρυσθέας : (εκνευρισμένος τους

θεατές

προς

και

τους

βαδίζει

σωματοφύλακες

πέρα

-

και

δώθε)

Για τον Στάχυ, λοιπόν, και τον Ηρακλή θα στοχαστώ, σαν ξυπνήσω, το πρωί… Δικαστές, τους εξωμότες δικάστε· φυλακές καινούριες, Φρουροί, ‘τοιμάστε! Πάρτε τους, όμως, μακριά, τωραδά, Μ’ ενοχλούνε τα λόγια τους τα πικρά! Δίας: (βροντερή, ουρανό από

πάνω

μηχανής

δυνατή, απ’

την

θυμωμένη οροφή

φωνή,

των

θεός)

Ανθρωπάκια, σταματήστε παρευθύς! Σας μιλά ο Ζευς, ο πατέρας της γης! Τα λόγια του Ευρυσθέα μεριάστε,

στον

αναχτόρων,


στα δικά μου πειθήνιοι πάντα νάστε… Ευρυσθέα, άκου ό,τι θα σου πω, για σένα, μα και του τόπου το καλό. Γυναίκα Α’: (μιλά

προς

κοιτάζει

τον

στον

Ηρακλή

ουρανό

και

και

τους

το

θεατές

και

Δία)

Στο λόγο του Κρονίδη, Ηρακλή μου, του πατρός σου, που την πατρώα γη μου φροντίζει απ’ τον Ευρυσθέα πιο πολύ, ας δώσουμε όλοι μεγάλη προσοχή! Το γιο του απ’ την ποινή θα γλιτώσει, στον τύραννο τιμωρία θα δώσει; Πολίτης Β’: (μιλά

προς

τους

θεατές)

Εξοργισμένος φαίνεται με τους θνητούς, ας μην ξεσπάσει στη γη με κεραυνούς! Να τον γλυκάνει, δεν είναι σιμά του η Παλλάδα πάνσοφη Αθηνά του, μήτε, μ’ όμορφα τραγούδια, το παιδί της Σεμέλης τού μαγεύει την ψυχή… Δίας: (βροντερή, ακούγονται

δυνατή, συνεχώς

θυμωμένη βροντές

φωνή, και

ουρανόθεν)

Τους άνακτες τους κακούς κι αλαζόνες τους πατάσσουν οι θεϊκοί κανόνες,

ενώ

κεραυνοί


που προφυλάγουν πάντοτε το λαό από βαρυχειμωνιές κι ήλιο καυτό, απ’ όσους με το αίμα του χορταίνουν, απ’ αυτούς που ποτέ δεν ξαποσταίνουν το ιδροκόπι του

να περιφρονούν,

σ’ έχιδνες και σκουλήκια σιμά να γλεντούν, απ’ όσους κομπορρημονώντας, μ’ άτια ατίθασα και σ’ υψηλά παλάτια ζώντας, τον ξωμάχο της γης λησμονούν, τη χήρα και τα ορφανά πετούν στων λεωφόρων την άκαρδη άκρη, γιομίζοντάς τους ολόπικρο δάκρυ! Οι θεομπαίχτες, αλλά κι οι υβριστές θνητοί της Φήμης την αγκάλη ποτές δε θα χαρούνε, ζωντανοί για νεκροί, τιμωρία τους αναμένει οικτρή· οι Ερινύες τον ύπνο τους χαλούν, στα μαύρα Τάρταρα τους τοποθετούν σαν έρθει του θανάτου τους η στιγμή, ήλιου δε θα γευτούν χάδι και στοργή. Τ’ όνομά τους σβύνει απ’ τα τεφτέρια των θεών, γύπες αντί περιστέρια για κείνους στα λαμπερ’

αστέρια, ψηλά

μαύροι, με νύχια ματωμένα, γαμψά,


ζουν κι όσο, με βουλιμιά αρπαχτικού, κατακλέβουν τα ψίχουλα του φτωχού, γδικιωμό κι οργή των θεών κερδίζουν, που με κεραυνούς τους φιλοδωρίζουν… Πολίτης Α’: (μιλά

προς

τους

θεατές)

Τη θεϊκή όταν οργή κερδίσεις, αγάπη δεν μπορείς πια να ζητήσεις· είσ’ αιώνια καταδικασμένος φως να ψάχνεις, αν και με μάτια, σαν τυφλός… Δίας: (βροντερή, απευθύνεται

δυνατή, προς

τον

θυμωμένη Ευρυσθέα)

Τον Αίγισθο θυμήσου, Ευρυσθέα, πώς, ξεκάνοντας το γιο του Ατρέα, το θρόνο άρπαξε με λύσσα μαύρου κόρακα, ώσπου θυμός ξίφους λάβρου του Ορέστη στον Πλούτωνα ξαποστέλνει το θρασύ μοιχό, τον υβριστή φέρνει στου Άδη τα μαυρόφωτα δώματα, των Μυκηνών να μη χαρεί τ’ αρώματα… Τον Κόδρο της Αθήνας, Ευρυσθέα, ξαναδές, τον παλαιό βασιλέα πώς την πατρίδα του, για να γλιτώσει απ’ των οχτρών τα δόρατα, να σώσει

φωνή,


το κορμί του καθόλου δεν νοιάστηκε· σαν φτωχός ξυλοκόπος θυσιάστηκε, το λαό του λεύτερο για να ιδεί, την ειρήνη να επιστρέφει στη γη. Κι οι θεοί τον Κόδρο αγαπήσανε, ξέχωρα απ’ άλλους τον τιμήσανε. Όσα στερήθηκ’ επάνω στη γη τούτη, του τα δώσανε σε Φήμη και πλούτη, μήτε ορατά, μήτε χειροπιαστά, μα των ανθρώπων λόγια παντοτινά θα εγκωμιάζουν την ανδραγαθία, θα του παινεύουν τη φιλοπατρία… Του Κρέοντα, Ευρυσθέα, ξαναδές πώς αμαύρωσε τις δάφνες τις παλιές και τον άλλοτε καλό νου κακιώνει μι’ άδικη μάχη με την Αντιγόνη· σκόρπισε στο σπιτικό του η Δίκη θανάτους, την κερά του, Ευρυδίκη, το γιο του, Αίμονα, την Αντιγόνη… Των Θηβών τα δεινά δεν τα σιμώνει κανείς στο μέγεθος, αφότου του Λαΐου το φονικό ήταν του μαρτυρίου η αρχή απ’ του Οιδίπου το χέρι, που τόλμησε και την μάνα του ταίρι


έρωτα χωρίς τότε να το ξέρει να γευτεί, παιδιά μαζύ της να φέρει, που μόνα τους τα αγόρια σφάχτηκαν, τι για θρόνο κονταροχτυπήθηκαν! Λευτέρωσε, λοιπόν, Στάχυ κι Ηρακλή, τους πολίτες αγάπα στη χώρ’ αυτή· μην νοιάζεσαι, Ευρυσθέα, για πλούτο, όλα θα τ’ αφήσεις στον κόσμο τούτο. Άνθρωποι, να κάνετε παντού γνωστό, ψήφου δύναμη αν δώστε στο λαό κι αν παραμερίστε μίση και θυμό, κάνοντας, πάντα, άδολα, το καλό, οι φυλακές σας θα μένουν αδειανές, πλήρεις θάν’ οι αίθουσες οι σχολικές από του δίκιου άγρυπνους λαεγέρτες και των ανθρώπων σοφούς ευεργέτες… (ο

Δίας

χάνεται,

καταιγίδας, σύγνεφο

τον

παίρνει

άντρες απ’

από

και

τη

και

για

πάνε

τα

και

η

οι

να

τρέχουν

θυμωμένος

δυνατής

μέσα

Ηρακλή,

γυναίκες,

νεροποντή

μέσω

ουρανό

τον

Ευρυσθέας προς

εν

σε

νέο

πολίτες,

προφυλαχτούν

να

φύγουν,

σωματοφυλακή

ο του

ανάχτορα)

Επίλογος: Αφηγητής Αφηγητής σκηνής,

κρατώντας

διαβάζει, θεατές

μα

και

τελειώνει σκηνή):

(εμφανίζεται

το

ένα

στη

βιβλίο,

βροντερόφωνα

τους λόγο

κοιτάζει του,

μέση

και

φεύγει

απ’

λέει

της

άδειας

όπου προς

κατάματα. τρέχοντας

δεν τους Μόλις

απ’

τη


Ο Ηρακλής τη δύναμή του την παλιά θυμήθηκε κι αντρειεύτηκε ξανά· είπε «Τέλος πια!» στην τυραννία, «Όχι!» στων προυχόντων τη… βουλιμία, «Έως εδώ!» στην αδελφοχτονία, «Αρκετά!» στη βαριά φορολογία… «Ναι!» φώναξε για λευτεριά κι ειρήνη, σ’ άοκνες μάχες για δικαιοσύνη! Ο άρχοντας ζητά να τον φυλακίσει, του θεού, στο τέλος, η σοφή κρίση τον Ηρακλή και τον Στάχυ θα σώσει, παράδειγμα σ’ όλους εμάς θα δώσει πώς οι σκλάβοι να σπάνε τα δεσμά τους πρέπει θαρρετά, αλλιώς στα στερνά τους μόνοι τους αλυσίδα περασμένη χεροπόδαρα θάχουν και χαμένη ζωή, που τίποτα, ναι!, δεν αξίζει, εάν στον τύραννο μέση λυγίζει… Και πάντα, φίλοι, να θυμάστε καλά: Τη φαμελιά του καθείς μας ν’ αγαπά, χρήμα κι αρχόντους να μην αφήνει πώς θα ζει να καθορίζουν εκείνοι… Στον έρωτα την καρδιά να χαρίζει· και για το λαό μ’ αίμα να ποτίζει


της αλήθειας και της αρετής δεντρί ασκλάβωτος, στης ζωής κάθε στροφή!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.