Ta paidia_barbaros

Page 1

1

Τα παιδιά, που τα έλεγαν… «βαρβάρους»

Στα νιάτα που έρχονται και φεύγουν, αλλά που τα λόγια και τα έργα τους μάς σημαδεύουν ανεξίτηλα…


2

Δίκην Προλόγου Δύναμη και ομορφιά είναι της νιότης τα χαρίσματα, μα τα γεράματα λουλουδιάζουνε χάρη στη σοφία του νου (Δημόκριτος) Μια παρέα αγοριών, μια ομάδα φίλων σ’ ένα ορεινό χωριό της εκτός Αθηνών Ελλάδας δίνει το «εναρκτήριο λάκτισμα», όπως θα έλεγαν και οι ποδοσφαιρόφιλοι, κάποια «πικρά» χρόνια, αρχές του 1968. Η ιστορία του «Τυρταίου», του στιχοπλόκου αφηγητή, για τη νεολαία του Πετροχωρίου παρακολουθεί την πορεία τους μέχρι τα τέλη του 2004, της χρονιάς που η Ελλάδα διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα. Ο «φακός» του «Τυρταίου» δίνει στον αναγνώστη την ευκαιρία να ιδεί πώς οι ήρωές του, ο Θεοφάνης, ο Νίκανδρος, ο Λεωνίδας, ο Στέλιος, ο Αλέξης, ο Λευτέρης, ο Καζανομανόλης, ο Αντώνης κ.α. από παιδιά γίνανε έφηβοι και άντρες. Από 14χρονοι γεμάτοι αυθορμητισμό έφηβοι, που κάνουν τα πάντα «άνω – κάτω» στις σχολικές αίθουσες, στην αρχή της ιστορίας, στις τελευταίες αράδες του κειμένου, τους βλέπουμε 50χρονους ώριμους πια άντρες, αφού δοκίμασαν πολλά και δοκιμάστηκαν πολύ στη ζωή τους, τη δημόσια και την ιδιωτική. Μέσα σε 36 χρόνια, χαρές και λύπες, πικρή ειρωνεία και άδολο χιούμορ ανακατεύονται και δίνουν ένα εκρηκτικό «μείγμα», την ίδια τη ζωή σ’ όλες της τις εκφάνσεις και φάσεις. Εναλλαγές συναισθημάτων, ενθουσιασμοί και απογοητεύσεις προβάλλουν μέσα από αληθινά, αληθοφανή περιστατικά, ενώ φωνές ορθώνονται θαρραλέα, για να ψέξουν, όλο δύναμη και παράπονο συνάμα, κάθε «δήθεν και πρέπει» και «κοινωνική «αδικία και ανισότητα»», που όσο κι αν προσπαθήσει η ίδια η ζωή να τις εξωραΐζει – εξευγενίζει, πάντοτε… πληγώνουν. Έρωτας, άλλοτε με ανταπόκριση και τις πιο πολλές φορές χωρίς, για τον άνθρωπο, αγάπη για τον συνάνθρωπο, τόλμη για το άγνωστο, κριτική αμφισβήτηση για καθετί πατροπαράδοτο συμπορεύονται, θέλουν να «πετάξουν» κάθε «σάπιο καθεστώς», να «επιδιορθώσουν» καθετί «σκοτεινό» και συντηρητικό από τα γύρωθέ μας και βοηθούν τους ήρωές μας να ζουν σε χώρο και χρόνο, που προσδιορίζονται στην Ελληνική ύπαιθρο των δεκαετιών 1970, ’80, ’90 και τις αρχές του 21ου αιώνα. Η επιλογή των ονομάτων των ηρώων και των τοπωνυμίων ήταν ένα μεγάλο «στοίχημα». Έπρεπε να σημαίνουν κάτι, να


3

μεταδώσουν, χάρη στη μαγεία της ετυμολογίας, κάτι στους αναγνώστες, κάτι από την ψυχική δύναμη και την ιδεολογία, που κατηύθυναν τον εσωτερικό κόσμο και την εξωτερική δράση των παιδιών, που τα έλεγαν «βαρβάρους» όσοι δεν μπορούσαν ποτέ να τιθασέψουν τη νεολαία. Δοκιμάστε την ετυμολογία και θα ιδείτε πόσο συνεπείς είναι με τα ονόματά τους οι συμπεριφορές των ηρώων στο πέρασμα των χρόνων· ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι ο Θεοφάνης ο Ζωιόπουλος σχετίζεται με τον αγώνα για τη ζωή, ο Εμμανουήλ Μάξιμος (> maximus, μέγιστος) είναι ο άτεγκτος γυμνασιάρχης, ο Αλέξης ο Γαληνός, ως γιατρός, γαληνεύει τις ψυχές, ο Λεωνίδας ο Αυγερινός υπερασπιζόταν, ως λέων – τερματοφύλακας, τα δίχτυα των ομάδων που αγωνίστηκε και αργότερα τις ιδέες του, ο Νίκανδρος ο Λίθινος είναι ο δημοσιογράφος που αποτελεί «λίθο (: στήριγμα)» ηθικής και ακεραιότητας κ.α.. Παραμονές των Χριστουγέννων του 2004 (23/12/2004), στο τραίνο από Πάτρα προς Αθήνα, άρχισε να γυροφέρνει στο νου και σε ένα πρόχειρο χαρτί να παίρνει «σάρκα και οστά» η κεντρική ιδέα τούτου του πονήματος, η δύναμη της αληθινής φιλίας και του έρωτα στην καθημερινή μας ζωή. Τις επόμενες ημέρες, στο Ηράκλειο και την Πάτρα, αλλά και με την είσοδο του 2005, άρχισαν στην οθόνη του Η/Υ και κατόπιν συζητήσεων με φίλους και προσεχτικής ανάγνωσης εφημερίδων, για να δίνεται αληθοφάνεια στα ιστορούμενα, να υπεισέρχονται εν είδει «παρεκβάσεων» μια σειρά από περιστατικά από την σύγχρονή μας καθημερινότητα, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων. Προσαρμόζονταν, όμως, με διαδοχικά «ξανακοιτάγματα», στις χωροχρονικές «απαιτήσεις» του βασικού κορμού της αφήγησης, για να τον εμπλουτίσουν και ενδυναμώσουν. Και η τελευταία «αλλαγή», με την οποία φάνηκε να ολοκληρώνεται η ιστορία μας, καταγράφηκε στις 04 Μαρτίου 2005, το πρώτο, μετά από πολυήμερες συνεχείς νεροποντές, άνομβρο ανοιξιάτικο απόγευμα, στην Πάτρα. Μολαταύτα, προσπάθησα να διορθώσω κάπου και να εμπλουτίσω αλλού το αρχικό κείμενο με κάποιες επιπλέον ιδέες και εμπειρίες τις πρώτες μέρες του 2009 στο Ηράκλειο, λίγους μήνες μετά την επαγγελματική μου επάνοδο στα γονικά χώματα … Ο παραλήπτης, όμως, ίδιος, πάντοτε, παραμένει από την πρώτη


4

αράδα έως την τελευταία, κάθε μικρομέγαλος «βάρβαρος», που ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα μας ότι στη ζωή τη μόνη αξία έχει ν’ αγαπάς δυνατά και ανιδιοτελώς. Ακόμη κι αν τούτη η αγάπη, κάπου – κάπου, «φάρμακο και φαρμάκι» μοιάζει, «θάνατος και ζωή», που σπρώχνει την ψυχή μας, ακόμη κι όταν σβήνονται σαν ίσκιος τα όνειρά μας, να αντιστέκεται και να ορθώνει το ανάστημά της… Μα, κλείνοντας, μαζύ με τις ευχαριστίες μου στο Γ. Βιδάλη που διάβασε και έγραψε το προλογικό του σημείωμα, ας σημειωθεί κάτι που λέει ο εκ των ηρώων μας Θεοφάνης, λίγο πριν το τέλος (του): «Δεν είναι ανάγκη να κουδουνίζουνε στις τσέπες σου χρυσά φλουριά, για να ‘σαι πλούσιος. Άμα την καρδιά, τα αφτιά και τα μάτια σου έχεις κλεισμένα, δεν υπάρχει παράδεισος, ούτε στα ουράνια, ούτε στη γη, για σένα, ακόμη κι αν όλα τα πιθάρια σου είναι γιομάτα λάδι και κρασί και το σπιτικό σου ψωμί· ενώ εάν τα ‘χεις ορθάνοιχτα, τότες κι όλοι του κόσμου οι ανθοί για σένα μυρουδιές όμορφες πλημμυρίζουνε την πλάση…» Γεώργιος Η. Ορφανός (Απτεραίος), Γενάρης 2009


5

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α! όρτσα τα πανιά…

Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους για τους δυνατούς αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά (Ν. Εγγονόπουλος, «Μπολιβάρ») Φλεβάρης του 1968, λίγους μήνες μετά την αναρρίχηση στην εξουσία της γνωστής χουντικής συμμορίας των επίορκων συνταγματαρχών, αρχίζει, για την ανά χείρας αφήγηση, η ιστορία μας, μολονότι είχε

ξεκινήσει

μερικά

χρόνια

προηγουμένως.

Μαθητούδι ήμουνα ακόμη στο γυμνάσιο αρρένων του ορεινού και απομακρυσμένου από τον υπόλοιπο κόσμο χωριού μου, του Πετροχωρίου. Ήμουν πια δεκατριών χρόνων, μα έτρεχα ολοταχώς για τα δεκατέσσερα. Οι φίλοι μου και εγώ τρελαινόμασταν με τις σοκολάτες, που μόλις είχαμε πρωτογνωρίσει. Τότε, είχαμε πρωτοσυναντηθεί και με το «Θούριο» του Ρήγα και την «Ιθάκη» του Καβάφη ενώ ακούγαμε το Ρίτσο και το Σεφέρη και τον Παλαμά συντροφιά να κάνουνε στο Βάρναλη, τον Αριστοφάνη, το Βιζυηνό, τον Ξενόπουλο,

το

Μυριβήλη,

τον

Αναξαγόρα,

τον


6

Αριστοτέλη

και

τον

Επίκουρο

και

τους

άλλους

αρχαίους. Τότε, είχαμε βγει έξω κι από τους μονίμως καταπράσινους και ολάνθιστους κήπους των επιδέξιων σπιτονοικοκυρών μανάδων μας. Σαν μανιακά από τα «εδώδιμα – αποικιακά», που 'χε ως αντίδωρο υπό του υπουργείου Εθνικής Αμύνης λάβει για το δεξί του χέρι, που χάρισε στην Πίνδο το Δεκέμβρη του 1940, έφεδρος λοχίας, ο – θεός να τον συγχωρέσει, τώρα πια! – κυρ Ηλίας Φανουρόγιαννος, τρέχανε, με το πενιχρό παιδικό τους χαρτζιλίκι, να προμηθευτούν τις σοκολατίτσες τα παιδιά του χωριού, με πρώτο το Σοφοκλή. Και επ' ευκαιρία, εγώ έριχνα και μια κλεφτή ματιά στις αθηναϊκές εφημερίδες, στα πρωτοσέλιδα και στα αθλητικά, να μαθαίνω, πρώτ' απ' όλους στο χωριό, πόσα γκολ έβαλε ο Σιδέρης ή ο Αντωνιάδης και αν οι χουντικοί στηρίζονταν ακόμη σε ξενικές «πλάτες»! Όσα χρόνια, όμως, κι αν περάσουνε, θα μου μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη η διδασκαλία του ανθρώπου εκείνου, που στάθηκε εκείνη τη χρονιά, αλλά και για πολλές κατοπινές φωτοδότης για σειρές από μαθητές, όταν για πρώτη μέρα εισήλθε στην αίθουσά μας, στα είκοσι οχτώ του χρόνια άπειρος ως νεοδιόριστος

φιλόλογος

ν'

αντιπαλέψει

τους

...

«βαρβάρους» του περιλάλητου σ' όλην την επαρχία μας 2ου τμήματος της Β' Τάξεως.


7

Παύλος Ευαγγελίου ήταν το όνομα του ξανθού νεαρού,

που

με

ακριβολογούμε, αυστηροτάτων

προτροπή

ή,

διαταγή ηθικοτάτων

μάλλον, του

αρχών

για

να

αειμνήστου διευθυντού

του

γυμνασίου, Εμμανουήλ Μάξιμου, ανέλαβε το τμήμα μας. Για όλα έφταιγε η αιφνίδια ασθένεια, βαριάς μορφής

καρδιοπάθεια,

καθηγητού,

Ανάργυρου

του

προσφιλούς

Χατζηϊωάννου,

που

μας τον

καθήλωσε έως το πέρας της σχολικής χρονιάς στο σπίτι. Ξανθά σγουρά μαλλιά, γαλάζια μάτια κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι μεγάλης μυωπίας ματογυάλια, ξανθό επίσης

και πυκνότατο μουστάκι, με ξανθή

γενειάδα συμπληρώνανε το προφίλ του ισχνού και ψηλού σχετικά νέου καθηγητού μας. Περί το 1.70 μ. και 65 κιλά ήταν, αλλά για τα κοριτσόπουλα του χωριού, που έβλεπαν αρσενικό από την πρωτεύουσα και

ξερογλείφονταν,

φάνταζε

ως

Αλέν

Ντελόν,

Μάρλον Μπράντο, Έλβις Πρίσλεϋ, κάποιος από τους «Μπητλς» ή έστω έφερνε στον εγχώριο ... Αντρέα Μπάρκουλη ή Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Μπαίνοντας

στην

τάξη,

οι

Μάξιμος

και

Ευαγγελίου συνάντησαν πλήρη αταξία παντού. Σε ρωμαϊκή

αρένα,

«χάβρα

των

Ιουδαίων»

είχε

μεταβληθεί η αίθουσά μας, καθώς οι κομματιασμένες κιμωλίες κείτονταν όπου γης ως βόλια εμφυλίου


8

πολέμου,

ο πίνακας ήταν ετοιμόρροπος, η έδρα του

διδάσκοντος μισοσπασμένη· και η καρέκλα του είχε πάψει προ πολλού – από τότε που 'χαμε σκαρώσει μία πρωταπριλιάτικη φάρσα στο φυσικό, τον έρμο τον Κεφαλλονίτη κ. Σπυριδάτο! – να 'χει και πλάτη. Η

αίθουσά

μας

βρισκόταν στο

ισόγειο

του

κτιρίου, που στέγαζε το γυμνάσιό μας, κληροδότημα ενός

αποθανόντος

από

χρόνια

συγχωριανού

μας

Ελληνοαμερικάνου μετανάστη, του οποίου το όνομα, Τζον Γκολντ (: η αμερικάνικη «βερσιόν» του πρώην μπαλωματή

και

δαιμόνιο»,

κατοπινού,

εύπορου

χάρη

στο

υφασματέμπορου

«ελληνικό Γιάννη

Χρυσάφη), έφερε κι ο δρόμος, που βρισκόταν το εκπαιδευτήριό

μας.

Απρίλη

1967,

του

Ένα είχε

σχολείο,

που

μετά

τον

μεταβληθεί,

υπό

της

διευθύνσεώς του, σε «σφυρηλασία εθνικής ιδεολογίας ενηλίκων και επανακάμψεως εις την ευθείαν οδό εφηβικών

τυχόν

παραστρατημένων

συνειδήσεων».

Ήμασταν δίπλα ακριβώς στο κυλικείο και οι μυρωδιές των φρεσκοψημένων κουλουριών, που μας πουλούσε στα διαλείμματα ο κυρ Αποστόλης ο Ναρσής από το φούρνο

του

«Αλευρογιώργη»

μας

τρέλαιναν

το

στομάχι και τα ρουθούνια. Γιώργη Παπαδόπουλο τον λέγανε τον φούρναρη, αλλά εξαιτίας της «επαίσχυντης», όπως ο ίδιος την έλεγε, συνωνυμίας του με τον εθνοσωτήρα, μόνος του


9

ζήτησε από συγγενείς, γνωστούς, φίλους και πελάτες να τον καλούν «Αλευρογιώργη», αν και τούτη του η απόφαση, αρχές του '69, του «κόστισε» καμιά δεκαριά μήνες

εγκλεισμό

«περιύβριση συζητούσαν

στις

φυλακές

αρχής». οι

Αίγινας

Μάλλον,

γονείς

μου,

για

όμως,

όπως

«επισκέφτηκε»

τις…

φυλακές, γιατί προ του '67 διάβαζε – αντίθετα με τον εθνικόφρονα και νομοταγή παπά της κωμόπολης και αδελφό του, τον Ειρηναίο – κρυφά… «Αυγή» και παλιότερα

συμπαθούσε

τον

Μπελογιάννη

και

το

Ζαχαριάδη! Δεν καβγάδιζαν, μήτε θύμωναν και με βρισιές ή λογομαχίες αποτραβιόταν ο ένας απ' τον άλλο τα αδέλφια, Ειρηναίος και Γιώργης, ποτές, ούτε για

πολιτικά,

ούτε

για

μοιρασιά

της

γονικής

περιουσίας. Ο φούρναρης αριστερός, ο παπάς δεξιός μονάχα στην ώρα της κάλπης. Όλο τον άλλο καιρό, ο Ειρηναίος

πιστός

δούλος

του

Θεού,

ο

Γιώργης

αναμείγνυε Μαρξ και αλεύρια κι οι δυο αγαπημένοι ήσαν

αληθινά

μεταξύ

τους

και

σέβονταν

τη

διαφορετική ματιά με την οποία έβλεπε καθένας τους τον κόσμο. Στήριγμα άοκνο πάντοτε ο ένας για τον άλλο και για την υστερότοκη αδελφή τους, την Ασπασία, έμοιαζαν Κλέοβις και Βίτων της ελληνικής μυθολογίας και Ιωσήφ για τον Ιακώβ των Εβραίων για τους γέροντες γονείς τους (ο μπάρμπα Θόδωρος και η κερά

Ελευθερία

ας

αναπαύονται

εν

ειρήνη

και

περήφανοι για όλα τους τα παιδιά!), παρείχαν συνάμα


10

αγόγγυστα τις υπηρεσίες τους για το κοινωνικό σύνολο και το κοινό καλό. Μνήμες μικρασιάτικες ανακατεμένες με γέλιο και δάκρυ, που ανακατεύονταν ο Βενιζέλος, ο Γούναρης κι ο Κεμάλ με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και το Ρωμανό Διογένη, τον Αρπ Ασλάν και τον Μωάμεθ της Πόλης τον Εκπορθητή, αλλά και το Βασίλειο Διγενή Ακρίτα,

συνέθεταν τις ιστορίες, που 'μαθε, στα

παιδικάτα του, από τους πρόσφυγες γονείς και τη βάβω του, ο κυρ Αποστόλης. Ναρσής το επώνυμό του και στα σωθικά του έκαιγε άσβεστο το μεγάλο όνειρο, να ξαναπατήσει και κείνος, δυο χρονών παιδάκι ήταν, όταν τ' άφησε διαπαντός πίσω του, το αιματοβαμμένο 1922, τα σμυρνιώτικα εδάφη και να σεργιανίσει και να παίξει με ελληνόπουλα και τουρκόπουλα και τα αρμενόπουλα αντάμα ξανά στα σοκάκια της Σμύρνης. Και μ' αυτό γαλουχούσε τα δίδυμα παιδιά, που 'χε αποχτήσει με την αδελφή του «Αλευρογιώργη» και του παπά, την κερά Ασπασία, τους συνηλικιώτες και συμμαθητές μας, τον Τάσο (από το «Αναστάσιος», που παρέπεμπε στην Ανάσταση του Γένους) και το Ρωμανό (όνομα, που θύμιζε τη σωματική ρώμη και το παλικάρι Ρωμανό Διογένη και επουδενί τους Ρωμαίους καταχτητές). Κι ο μεν πρώτος των διδύμων, τους οποίους

ξεχώριζες,

στα

σχολικά

χρόνια,

απ'

τα

χοντροκομμένα ματογυάλια, που ο Ρωμανός φορούσε,


11

από

μυωπία,

παιδιόθεν,

ο

Τάσος,

είναι

σήμερα

γνωστός και καταξιωμένος προπονητής μπάσκετ σε μεγάλη αθηναϊκή ομάδα, μετά από λαμπρή γεμάτη πρωταθλήματα

και

διακρίσεις

καριέρα

σε

Θεσσαλονικιώτικους και Αθηναϊκούς συλλόγους, ο δε αδελφός του έφυγε κι αυτός από το χωριό μετά το σχολείο για σπουδές στη Θεσσαλονίκη και το Λονδίνο και δουλεύει, από χρόνια, ως οικονομολόγος σε μιαν τράπεζα στην Αθήνα. Έρχονται κι οι δυο, όμως, συχνά στο

Πετροχώρι,

Χριστούγεννα

ή

Πάσχα,

μα,

οπωσδήποτε, κάθε καλοκαίρι και για μιαν εικοσαριά σερί μέρες, για να συντροφεύουν τους γονείς τους και για «αποτοξίνωση» από την αθηναϊκή κοσμοπλημμύρα και το νέφος. Η 7 μέτρων μήκους και 5 μέτρων πλάτους αίθουσα είχε τέσσερα μεγάλα ξύλινα παράθυρα με μικρά

ευάλωτα

στις

δυνατές

βροχές

και

τους

λυσσασμένους αγέρηδες τζάμια, ενώ στη μέση έκαιγε άσβεστη η ξυλόσομπα, την ώρα που τα παιδιά στοιβάζονταν δυο – δυο και στρίμωχναν τα όνειρά τους

σε ξύλινα, φθαρμένα από το χρόνο θρανία. Οι

τοίχοι

κάθε

χρονιά

βάφονταν

κι

ήταν

γεμάτοι

απεικονίσεις των ηρώων της Επανάστασης του 1821 και

χάρτες

της

Ελλάδας,

ενώ

δεν

έλειπαν

οι

κρεμασμένες επιγραφές «Ζήτω το Έθνος», «Ζήτω η 21η

Απριλίου

1967»

και

άλλες

συναφούς


12

εθνικοπατριωτικού ύφους και περιεχομένου. Κι από κοντά, μπορούσες να «θαυμάσεις» τις απεικονίσεις των

οπλαρχηγών

επαναστάσεως, ραδιούργου

της

προσφάτου

κρυμμένων

βασιλικού

αυτών

ζεύγους,

εθνοσωτήριας του που

εκπτώτου ήδη

είχε

δραπετεύσει από τα περασμένα Χριστούγεννα στην Ευρώπη, αφήνοντας το λαό στη μοίρα του. Πρόεδρος του Πετροχωρίου, μετά το αποτυχόν βασιλικό αντιπραξικόπημα του Δεκεμβρίου του '67, είχε διοριστεί από το νέο καθεστώς ένας απόστρατος, 75

χρόνων

περίπου,

αξιωματικός

του

πολεμικού

ναυτικού, ο Βασίλης Χατζηλεβαντής, αλλά ο κόσμος τον φώναζε περιπαικτικά «ναύαρχο». Ο «ναύαρχος», στα νιάτα του, ήταν θιασώτης του Μεταξά και της 4ης Αυγούστου, ενώ, αφού αποστρατεύτηκε το 1960, ήταν παταγωδώς αποτυχών υποψήφιος βουλευτής με την ΕΡΕ του Καραμανλή το 1961 και το 1963 και φημιζόταν ως κομμουνιστοφάγος.

«Κολλητός» και

ομοϊδεάτης φίλος του Χατζηλεβαντή, λοιπόν, ήταν ο Μάξιμος, που, μάλλον, σ' αυτή τη φιλία όφειλε τη θέση του γυμνασιάρχου στο Αρρένων Πετροχωρίου, την οποία κατείχε τους τελευταίους μήνες, αν και άλλοτε, επί Γεωργίου Παπανδρέου (1963 – '65), είχε τεθεί σε διαθεσιμότητα, για χρήση αντιπαιδαγωγικών μεθόδων διδασκαλίας.


13

Ο

γυμνασιάρχης,

φυσιοδίφης

ως

προς

την

ειδικότητα, ένας πανύψηλος καραφλός μεσήλιξ, περί τα 50 – 60, με καμία αίσθηση του χιούμορ, αλλά με βροντερή φωνή και, κυρίως, μ' ευλύγιστη μέση στα θελήματα των πολιτευτών και των προυχόντων του τόπου, προσπάθησε δίκην τροχονόμου να επιβάλλει τάξη σ' αυτό το αχαλίνωτο κομφούζιο. Ακόμη και σήμερα, μολονότι κείται από χρόνια στο δημοτικό κοιμητήριο,

βουίζουνε

τ'

αφτιά

μου

στις

αγριοφωνάρες του μ' εκείνα τα ελληνικά, κράμα δημοτικής και αρχαΐζουσας καθαρεύουσας μιμούμενος σε ύφος και στυλ αλλοτινό δικτατορίσκο, κάθε πρωί στην

προσευχή.

προσέρχεσθε

«Ησυχία,

όπως

γίνετε

παλιόπαιδα! ενάρετοι

Ενταύθα,

και

χρηστοί

πολίται διά το έθνος και την κοινωνία, σεβασμόν αποτίοντες

στα

ελληνοχριστιανικά

ιδεώδη,

αποταξάμενοι τον βδελυρόν σοσιαλμαρξισμόν, τον καταστροφικόν διά το έθνος αναρχισμόν

και τας

ιδέας του απεχθούς παραπετάσματος , τ' ακούτε, ατίθασα άτια;» . Έτσι

μούγκριζε

κι

εκείνο

το

πρωινό,

αλλά

συνηθισμένοι όλοι πια κανείς , μα κανείς μας δεν τού έδωσε

λίγη

έστω

σημασία!

«Ήρθε

ο

νέος

σας

καθηγητής των Αρχαίων και Νέων Ελληνικών, ο κ. Παύλος

Ευαγγελίου»,

φώναξε

θυμωμένος.

Τρεις

ημέρες ήταν που έλειπε ο Χατζηϊωάννου, ο οποίος –


14

όλοι θυμούνται πώς – είχε, προ μηνός, δεινοπαθήσει να μας μάθει Όμηρο, και μάς φάνηκε περίεργο και δυσάρεστο συνάμα που βρέθηκε κάποιος να παίξει, προσωρινά πιστεύαμε, το ρόλο του θηριοδαμαστή για την τάξη μας. Σταματάμε ευθύς τον αδελφοκτόνο κιμωλιοπόλεμο, που είχε ξεκινήσει ως λογομαχία μετά το χτεσινό ποδοσφαιρικό ντέρμπι, Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, θυμίζοντας κοκορομαχία των δήμων στο βυζαντινό ιππόδρομο, και, δίχως να 'χουμε και τόση

όρεξη,

«χορωδιακά»

απαντήσαμε

στο

με

μπόλικο

φάλτσο

πρωινό

κάλεσμα:

«Καααληηημέερααα Σααας!». «Με λένε Παύλο Ευαγγελίου. Θα είμαι ο νέος σας

φιλόλογος»,

μάς

είπε

σκουπίζοντας

μ'

ένα

μαντιλάκι τα ιδρωμένα γυαλιά του ο νεαρούλης, που συνόδευε

τον

οργισμένο

γυμνασιάρχη.

«Ποιος;»,

ακούστηκε μια φωνή στο βάθος του διαδρόμου. «Ο νέος

σας

καθηγητής

των

Αρχαίων

και

Νέων

Ελληνικών» είπε αναψοκοκκινισμένος ο Μάξιμος και συνέχισε: «Παύστε, ταραξίαι! Δεν είναι ανάγκη να τον μάθεις σήμερα, Φωτεινάκη... Τα χέρια σου όλο το χρόνο θα 'χουν την ευκαιρία να μάθουν τη βέργα του, εάν εξακολουθήσεις τον τωρινό άτακτο βίο!». Ο αδάμαστος

και

μονίμως

αδιάβαστος

σ'

όλα

τα

μαθήματα πλην της Ελληνικής Ιστορίας Φωτεινάκης για το γυμνασιάρχη και τους μέχρι τότε δασκάλους


15

μας ήταν για μας τους συμμαθητές και συνηλικιώτες φίλους ο Λευτέρης, το πειραχτήρι τής συντροφιάς, το γεμάτο ζωντάνια και χαμόγελο στα χείλη ζιζάνιο της μικρής σ' έκταση σχολικής μας κοινωνίας. Ήταν το «ζιζάνιο», που, μεταξύ άλλων, σε κάποιο από τα γυμνασιακά μας χρόνια, ατάραχος και σοβαρότατος, απάντησε στον τότε καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας, προξενώντας θυμηδία σ’ όλη την τάξη και στον ίδιο τον καθηγητή μας ακόμη, ότι ο Ναρσής είναι όχι μόνον ο στρατηγός που, αντάμα με το Βελισάριο, αιματοκύλισε, για το χατίρι του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας, το Βυζαντινό Ιππόδρομο στη Στάση του Νίκα, αλλά και

ο…

διαχειριστής του σχολικού

κυλικείου, που τον ξέρουνε όλοι στο Πετροχώρι ! Ήταν, ακόμη, ο αληθινά

πιστός φίλος, που είχε ως

πρότυπά του το Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα κι αργότερα όλοι τόσο κλάψαμε, όταν στα 20 του χρόνια στον

έπεσε σαν λιοντάρι στα χώματα της Κύπρου αδηφάγο

Τουρκικό

«Αττίλα»

το

Δεκαπενταύγουστο του 1974. «Παύστε,

επιτέλους,

να

ομιλείτε

και

να

ταραχοποιείτε ! Ρηγάρχη, παιδί μου, δώσε αναφορά στο νέο σας φιλόλογο περί της

τάξεως, ην μέλλει

αναλαβείν» είπε ακόμη θυμωμένος ο γυμνασιάρχης, απευθυνόμενος στον Αριστοτέλη, ένα στρουμπουλό παιδί, που διάβαζε πολύ και ήταν πάντοτε ήσυχος και


16

πρώτος σε βαθμούς, γι' αυτό κι απουσιολόγος, και επειδή – αν

και κάποιοι, εξ ων εις ο γράφων!,

πίστευαν ότι αυτό ήταν μόνος λόγος της πρωτιάς – η μητέρα του ήταν η καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας της Α' Τάξης στο σχολείο μας. «Καλημέρα... σας, κύριε... γυμνασιάρχα... και... κύριε... Ευαγγελίου. Καλώς... ήλθατε. Η τάξη μας... έχει 33 μαθητάς. Δύναμαι να... καθίσω, κύριε;» ήταν – εν μέσω γιουχαϊσμάτων και ανεξέλεγκτης φασαρίας – η συντομότατη και κατατοπιστικότατη αναφορά του Αριστοτέλη «Σπασίκλα» τον λέγαμε εμείς οι άλλοι, ο οποίος, για να μιλήσει, σηκώθηκε όρθιος στο θρανίο, που καθόταν ολομόναχός του. Αλλά δεν ήταν πλήρης η αναφορά. Για να μην πανικοβάλλει το νέο μας «αρχαίο», δεν του είπε ότι οι 33 μαθητές είχαν μοιραστεί

σε

δυο

ταχτήκαμε

με

το

επιμέρους Φωτεινάκη,

ομάδες.

Δεκαέξι

αγαπούσαμε

χωρίς

πατροπαράδοτες προκαταλήψεις τις αλλαγές και την πρόοδο,

είχαμε

αγαπημένο

χρώμα

το

κόκκινο,

σύμβολο ένα μυθικό Κύκλωπα και αποκαλούμασταν «Σαραντάπηχοι» , επειδή ήμασταν ως επί το πλείστον ψηλοί στο μπόι, σε σχέση με την ηλικία μας. Οι άλλοι δεκάξι λέγονταν «Αργοναύτες», γιατί στον

αρχηγό

τους, το θεοσεβή γιο του παπά Ειρηναίου, το Θοδωρή, ένα παιδί που κι αυτός με τη σειρά του μετά το σχολείο έγινε κληρικός, άρεσαν πολύ οι θαλασσινές


17

αφηγήσεις και θαύμαζε το Γερμανό καγκελάριο Όττο Βίσμαρκ. Είχαν μια αρχαία αθηναϊκή τριήρη ως σύμβολο και το χρώμα – κατατεθέν της φατρίας τους ήταν το βαθύ γαλάζιο, ενώ στις κρίσιμες κοινές αποφάσεις της τάξης κρατούσανε συντηρητική στάση. Και πριν προχωρήσω, μιμηθείς τον Ομηρικό Κατάλογο

των

Συμμετεχόντων

στην

Τρωική

Εκστρατεία (Ιλιάδα, ραψωδία Β), ας παραθέσω τα μέλη

των

δύο

«Τυρταίος»,

φατριών:

Θεοφάνης

Λευτέρης

Φωτεινάκης,

Ζωιόπουλος,

Νίκανδρος

Λίθινος, Ιωσήφ Μαύρος, Δημήτρης Παναγιωτόπουλος, Αλέξης

Γαληνός,

Στέλιος

Γλώσσης,

Λεωνίδας

Αυγερινός, Τάσος και Ρωμανός Ναρσής, Δημήτρης Καλαβρυτινός,

Ραδάμανθος

Χτενάς,

Αντρέας

Μυλωνάς, Γιώργος Μπιμπίλης και Μανόλης Καζάνης ήσαν οι «Σαραντάπηχοι» και οι «Αργοναύτες» είχαν την ακόλουθη σύνθεση: Θοδωρής Κώστας

Γεννάδιος,

Ακριβόπουλος,

Γρηγόρης

Σοφοκλής

Παπαδόπουλος,

Σταύρου,

Μανόλης

Αγαθοκλέους,

Βαγγέλης

Δρόσος, Διονύσης Βουρδουμπάς, Χρήστος Φωκάς, τ' αδέλφια Αλέξαντρος και Γιώργος Φλεβαρίτης, Νίκος Ζερβός,

Σταμάτης

Μόσχος,

Κώστας

Αδαμαντίου,

Δημοσθένης Κανναβός, Γιώργος Κριεζής και Αντώνης Ιππίας. Περίσσευε ένας μας. Ποιος άλλος; Ο Ρηγάρχης, ο οποίος

αυτοδιορίστηκε

πανεπόπτης

διαιτητής,


18

Σολομών

των

καθημερινών

φιλονικιών

των

δυο

πλευρών και προσπαθούσε δίχως επιτυχία πάντοτε να κρατήσει τη ζυγαριά στην απονομή δικαιοσύνης, χωρίς ν' αδικήσει κανένα. Και τελικά, μάλλον του φάνηκε χρησιμότατη αυτή η διαιτησία, αφού στη μετά το γυμνάσιο ζωή του πάλι με πλάστιγγες και δίκαιο έμελλε ν' ασχοληθεί, καθώς σήμερα – μετά από δυο διαζύγια

είναι

από

τους

γνωστούς

μεγαλοδικηγόρους της Καλλίπολης και «δεξί χέρι» του νέου υπουργού Δικαιοσύνης, επιφανές, μ' άλλα λόγια, «πρόσωπο» της γενιάς μας, των πενηντάρηδων. Ίσως πολιτευτεί στις επόμενες βουλευτικές εκλογές, αν αληθεύουν πρόσφατα δημοσιεύματα αθηναϊκών φιλοκυβερνητικών εφημερίδων... Ο

γυμνασιάρχης

Ευαγγελίου ή – αν

μάς

άφηνε

στα

χέρια

το δείτε αλλιώς – τον

του

άμοιρο

καθηγητή στο λάκκο των λεόντων φεύγοντας από την τάξη των «βαρβάρων» φουριόζος για το γραφείο του. Ένα,

την

ίδια

στιγμή,

χειρόγραφο

τετράστιχο

ομοιοκατάληκτο ποίημα κυκλοφορούσε με ταχύτητα μεταξύ

των

μαθητών

και

των

δυο

φατριών,

υπογεγραμμένο από τον «Τυρταίο». «Τυρταίος» ήταν το παρατσούκλι, που είχαν προσάψει στον ανιστορούντα με μελάνι και χαρτί τούτες τις θύμησες οι φίλοι του, οι «Σαραντάπηχοι», μια και συχνά – πυκνά εν όψει των ομηρικών μαχών


19

με τους «Αργοναύτες» ή μετά από τις νίκες μας συνέγραφε αυτοσχέδιους στίχους, για να εμψυχώσει τους

συναγωνιστές του ή σκωπτικούς

κατά των

ηττηθέντων για επινίκια. Όσες φορές, όμως, χάναμε, οι αντίπαλοι έψελναν παρωδίες παλαιοτέρων λαμπρών επών του! Του άρεσαν τ' Αρχαία Ελληνικά, έφριττε με την απανθρωπιά του πελοποννησιακού πολέμου, που τον ανιστορούσε ο Θουκυδίδης, συγκινημένος διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα χορικά του «Οιδίποδα Τυράννου » τού

Σοφοκλή.

Διδασκόταν

τα

μυστικά

της

Σωκρατικής

σοφίας μέσα από τους Πλατωνικούς

Διαλόγους.

Συνάμα,

Παπαδιαμάντης,

ο

όμως,

ο

Παλαμάς,

ο

Ελύτης,

ο

Καβάφης,

ο

Καζαντζάκης, ο Σουρής, ο Ροΐδης, ο Σεφέρης, ο Μακρυγιάννης, ο Βενέζης, αλλά κι ο Καραγάτσης ήταν συντροφιά του κάποια βράδια, όταν δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τους συνέφηβούς του που πήγαιναν για μπιλιάρδο στο σφαιριστήριο του Κλεομένη Γαληνού, πατέρα του Αλέξη της παρέας μας, τη «Σφεντόνα», όπου,

πλην

του

«Μουσείου»

«βαρβαρίζαμε»,

ή

σινεμά, στο «Φως», όπου έρχονταν κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο του μήνα ελληνικά και ξένα φιλμ από τη Νεάπολη ή την Αθήνα... «Θα ήθελα... να ... σας .... πω .... λίγα λόγια. Αν θέλετε, ησυχάστε ..., για να μ' ... ακούσετε. Σας παρακαλώ!», ακούστηκε, το Φλεβάρη του ’68,

η


20

τρεμάμενη φωνή του Ευαγγελίου, που σκούπισε με το μαντίλι αυτή τη φορά το μέτωπό του. «Και πείτε μου ... τι ... μαγικό... έχει το... χαρτί που...

κυκλοφορεί

και... σας κάνει να γελάτε... όλοι... μαζύ, ενώ πρώτα τσακωνόσασταν. Ελάτε τώρα, έφυγε... ο ... ξέρετε ντε, ο ... μπαμπούλας!», μάς ξανάπε και έπιασε το χαρτί που στο μεταξύ είχε φτάσει απ' τους αδελφούς Ναρσή, που ήταν ακρογωνιαίοι λίθοι των «Σαραντάπηχων», στο θρανίο των Ακριβόπουλου (ο Μανόλης, σήμερα, είναι

ικανότατος

φανοποιός

αυτοκινήτων)

και

Σταύρου (ο Γρηγόρης, τώρα πια, ως α' μηχανικός σε φορτηγό καράβι έχει «φάει με τα κουτάλια» Ειρηνικό και Ατλαντικό κι όλες τις γνωστές και άγνωστες θάλασσες του κόσμου!), επίλεκτων στελεχών των «Αργοναυτών»

και

ακραίων

οπισθοφυλάκων

της

ποδοσφαιρικής τους ομάδας , που κάθονταν στο πρώτο – πρώτο θρανίο της τέταρτης και τελευταίας σειράς. «Μαζύ με τα φίδια/ σε ρίξανε και πρόσεχε, κ. Ευαγγελίου, / για μας θάναι όλα τα ίδια, / μα για σε, λίγο απέχει το σοβαρό του γελοίου!», το διάβασε μονορούφι και εκεί που περιμέναμε να εκραγεί από θυμό και νεύρα, άρχισε να γελά μ' ένα ήρεμο και μειλίχιο χαμόγελο, που αφόπλιζε κάθε διάθεσή μας να τον

πολεμήσουμε,

«Σαραντάπηχοι»,

συμπαρατασσόμενοι

εμείς,

οι

με τους αιωνίους μας αντιπάλους


21

μας, τους «Αργοναύτες».

Ναι, το 'χαμε συνήθεια

αυτό. Εμείς, οι ορκισμένοι εχθροί μέσα στα στενά όρια της τάξης μας, όταν βλέπαμε εξωτερικό εχθρό να μας επιτίθεται, ξεχνούσαμε με σπονδές φιλίας τις όποιες διχόνοιές μας και στρατευόμασταν ο ένας πλάι στον άλλο όπως οι Ιερολοχίτες του Επαμεινώνδα ή του

Αλεξάνδρου

Υψηλάντη,

για

να

τον

αντιμετωπίσουμε. Κι αφού τον διώχναμε, ξαναρχίζαμε τις εσωτερικές έριδες μέχρι τον επόμενο εισβολέα... Ο Θοδωρής

έγνεψε στο Λευτέρη να δώσουν το

σύνθημα για κατάπαυση των πυρών.

Σ' ελάχιστα

δευτερόλεπτα, επικράτησε απόλυτος ησυχία, κάτι που χαροποίησε ιδιαίτερα τον καινούριο μας καθηγητή. Ο Αριστοτέλης ο Ρηγάρχης τα 'χε χαμένα κι αυτός. Ήταν το όγδοο θαύμα της οικουμένης, όπως θα καυχιόταν ο Μάξιμος. «Είδατε πως άμα θέλετε, οι λύκοι γίνονται αρνάκια. Τώρα που ησυχάσατε, για το υπόλοιπο της διδακτικής

ώρας,

25

λεπτά

περίπου,

θα

μου

επιτρέψετε, χωρίς διακοπές και φασαρίες, να σας μιλήσω με λίγα λόγια για το μάθημά μου», είπε ο κ. Ευαγγελίου, δίχως να πάψει στιγμή να χαμογελάει! Η σιωπή μας ήταν η συγκατάβασή μας, που τόσο ήθελε για να ξεκινήσει, εκείνο το φλεβαριάτικο πρωινό,

το

ταξίδι

μας

στο

μαγικό

κόσμο

των

Γραμμάτων, μ' οδηγό τον πρωτάρη πλην ριψοκίνδυνο και

όχι

ρίψασπι

καθηγητή

μας,

τον

Παύλο


22

Ευαγγελίου.

Δε

εναντιωματική

θα

μας

μετοχή,

ο

ενδιέφεραν πλάγιος

πια

η

ή

οι

λόγος

ιδιοτροπίες των συνηρημένων ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων, αλλά η ίδια η ζωή! «Με λένε, όπως ακούσατε, Παύλο Ευαγγελίου και είμαι είκοσι οχτώ ετών. Κατάγομαι από φτωχή αγροτική οικογένεια της Πελοποννήσου και σπούδασα με χίλιες δυο στερήσεις στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μαζύ θα μάθουμε τα μυστικά των Αρχαίων Ελλήνων και τις ιδέες των Νεοελλήνων, μέσα από τα γραφτά τους κείμενα, πεζά και ποιητικά λογοτεχνήματα. Δεν

πρόκειται

να

σας

περηφανευτώ

πως

ανακάλυψα την Αμερική κι ότι σκαρφάλωσα πρώτος στις χιονοσκέπαστες κορφές του Έβερεστ ή ότι εφεύρα το αεροπλάνο. Μαζύ θα προχωρήσουμε να βρούμε τα μυστικά της ζωής μέσα από τις συμβουλές του Πλάτωνος, του Περικλέους, του Δημοσθένους και της πλειάδας των πνευματικών ταγών του νεότερου Ελληνισμού. Θα

διατρέξουμε

συντροφιά

ολόκληρη

τη

διαδρομή της ιστορίας του ελληνικού έθνους και τα κατορθώματα των Θερμοπυλών, της Σαλαμίνας, του Μεγαλέξανδρου,

του

Παλαιολόγου,

του

Κολοκοτρώνη, των μακεδονομάχων και των ηρώων


23

του βορειοηπειρωτικού έπους του 1940, μα και της εθνικής αντίστασης 1941 – '45 θα 'ναι φάρος μας σε κάθε σκοτεινή κακοτοπιά της ζωής μας». «Διαβάζοντας στο πανεπιστήμιο – συνέχιζε ο κ. Ευαγγελίου το λόγο του δείχνοντάς μας το σχολικό εγχειρίδιο των Αρχαίων Ελληνικών, που, με τη λήξη της σχολικής περιόδου, θα χρησίμευε σε πολλούς ως πρώτη ύλη για χάρτινες βαρκούλες ή αεροσκάφη, κι εμείς σιωπηλοί τον παρακολουθούσαμε μ' ορθάνοιχτο στόμα, ενώ ο «Τυρταίος» πάλι κάτι σκάρωνε σ' ένα χαρτί

μπροστά

αποσπάσματα

του,

βαθύτατα

συλλογισμένος

από τα έργα των Αρχαίων Ελλήνων

κλασικών, ήμουνα βέβαιος ότι – όσα χρόνια κι αν περάσουνε – όλοι οι κατοπινοί Έλληνες, αρχαιολάτρες φιλόλογοι ή μη, διανοούμενοι, αλλά και χειρώνακτες, πάντοτε θα σκύβουν με σεβασμό στα λογοτεχνικά έργα

των

προπατόρων

τους,

όπως

ακριβώς

αντικρίζουν με απορία και θαυμασμό συνάμα, αλλά και περηφάνιας ανατριχίλα τ' ανάκτορα της Κνωσού, την Αγιά Σοφιά του Ιουστινιανού ή το θαύμα του Παρθενώνος. Στα

κλασικά

καθηγητής,

που

κείμενα, δίδασκε

μάς

έλεγε

κάποιος

Αριστοφάνη,

εύκολα

προχωρείς στη μετάφραση πρώτα κι έπειτα φτάνεις στην ερμηνεία ενός σκέψης

ή

μιας

αγνώστου, έως τότε, τρόπου

πρωτόφαντης

βιοθεωρίας.

Δεν


24

απαιτείται ιδιαίτερη κλίση ή προπαιδεία, όπως στις φυσικομαθηματικές επιστήμες ή στις εικαστικές και μουσικές σπουδές. Καλή διάθεση μόνο χρειάζεται, συστηματική πολύπλευρη διδασκαλία, την οποία σας υπόσχομαι πως μέχρι τελευταίας ρανίδος του αίματός μου θα σας παράσχω, κι αδιάκοπη, μα προσεχτική κι ανεπηρέαστη από συναισθηματισμούς και εξωγενείς συγκυρίες, πραχτική εξάσκηση, η οποία θα 'ναι και η ένδειξη τού σεβασμού σας προς το πρόσωπό μου. Το μόνο σας

χρέος... Σύμφωνοι;», κοντοστάθηκε ο

καθηγητής μας να πιει λίγο νερό για το στεγνωμένο του λαρύγγι, πριν συνεχίσει... Ο Λεωνίδας Αυγερινός – τερματοφύλακας, στα σχολικά χρόνια, των «Σαραντάπηχων» και της πιο μεγάλης ποδοσφαιρικής ομάδας της επαρχίας, του «Αετού» Καλλίπολης κατόπιν, από τους πιο ικανούς ράφτες της περιοχής όταν παράτησε την μπάλα στα 36 του – είχε

τον πατέρα του, ήδη, ξορισμένο στη

Μακρόνησο μαζύ μ' εκείνον του Ζωιόπουλου ως «σεσημασμένους κομμουνιστοσυμμορίτες». Θα ‘θελα, στο σημείο αυτό, να γράψω, εν είδει παρέκβασης, ότι σε κάποια στιγμή της ποδοσφαιρικής του καριέρας ο Λεωνίδας ήλθε, το 1977 θαρρώ, στα 23 του χρόνια, πολύ κοντά στο ενδεχόμενο να πάρει μεταγραφή για τον Παναθηναϊκό, ένα, ως παγκοίνως γνωστό, από τα μεγαλύτερα

σωματεία

της

Ελλάδας.

Κι

ενώ

οι


25

«πράσινοι» τα ‘χανε βρει σ’ όλα στο οικονομικό με τον «Αετό», η μεταγραφή του Λεωνίδα «σκάλωσε», γιατί κάποιος «σφύριξε» στους Αθηναίους ότι ο πατέρας του ήταν… κομμουνιστής και «γαύρος», ιδέες που ‘χε κληροδοτήσει και στα δύο παιδιά

του, το

Λεωνίδα και τη μικρότερη κατά 4 χρόνια, Ελένη. Έτσι, ο Λεωνίδας «ανάλωσε» όλη του την καριέρα στα χωμάτινα γήπεδα του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου των

τοπικών

κατηγοριών,

ως

ο

καλύτερος

τερματοφύλακας της επαρχίας, ένα μεγάλο «ταλέντο» που έμεινε… «ταλέντο» και παρέμεινε αθώο παιδί («Ολυμπιακός» Πετροχωρίου: 1967 – ’73 και 1989 – ’90, «Αετός» Καλλίπολης: 1973 – ’81 και 1987 – ’88, «Σπίθα» Καστελίου: 1981 – ’83, «Μέλισσα»: 1983 – ’87 και «Προμηθέας» Κυψέλης: 1987 – ’88). Να γραφεί, επιπλέον, ότι ο Αυγερινός αρνήθηκε, παρά τις πείσμονες προσπάθειες των παραγόντων του «Αετού», να αναλάβει πρώτος προπονητής της ομάδας δύο φορές, στην έναρξη της σαιζόν 1992 – ’93 και στα μέσα της περιόδου 1998 – ’99, γιατί δεν ικανοποίησαν τον ένα και μοναδικό όρο που είχε θέσει, να ήταν αποκλειστικά υπεύθυνος για την ομάδα και τον καταρτισμό της αρχικής 11αδας, ανεξάρτητα από τα χρήματα

που

μεταγραφές·

‘χαν

στον

ξοδευτεί

αντίποδα,

για

δέχτηκε,

βαρύγδουπες με

μεγάλη

προθυμία, να ‘ναι προπονητής του «Ολυμπιακού» Πετροχωρίου, από το καλοκαίρι του 2000 έως το


26

καλοκαίρι του 2002, έναντι αμυδρής αμοιβής. Το Μάιο του 2002, υπό την καθοδήγησή του, μέσα σε ένα άριστο,

οικογενειακό κλίμα, ο χωρίς οικονομική

«επιφάνεια» και πολιτική «στήριξη» από πουθενά «Ολυμπιακός» κατάχτησε, αήττητος, το Κύπελλο της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων του Νομού μας, νικώντας πρώτη

στον τελικό, όπου είχε φτάσει τότε για

και

διαδρομή

μοναδική

του,

τον

φορά

στην

«Όλυμπο»,

ένα

σαραντάχρονη ιστορικότατο

σωματείο, με 3 – 0, χωρίς να χρειαστούν παράταση ή πέναλτι. Μετά την κατάχτηση του τροπαίου, την οποία είχε χαρακτηρίσει «έκπληξη της δεκαετίας» το αθλητικό

επιτελείο

της

τοπικής

εφημερίδας,

του

«Τροχού», ο Αυγερινός ευχαρίστησε έναν – έναν παίχτες και διοίκηση της ομάδας του και παραιτήθηκε με την εξής ολιγόλογη, γιομάτη σεμνότητα επιστολή, που τους την διάβασε, ενώπιον όλων, κοιτώντας τους κατάματα με τα αβάσκαντα γλυκά πράσινά του μάτια: «Φίλοι, δεν ήλθα στην ομάδα, τα τάλαρά μου ν’ αβγατίσω· με φωνάξατε να σας βοηθήσω και πρόθυμοι στήσατε πειθαρχικά τα αφτιά σας και ορθάνοιχτα τα μάτια σας στην εμπειρία και στα λόγια μου· έτσι, φίλοι μου, μαζύ, και στα εύκολα και στα δύσκολα, εσείς στον αγωνιστικό χώρο κι εγώ στον πάγκο, παλέψαμε, με πενιχρά μέσα· κι αυτό κάνει το τωρινό σας επίτευγμα θρίαμβος να μοιάζει. Τα πιότερα παινέματα σ’ εσάς αξίζουνε, που φτάσατε στη νίκη


27

και δοξάσατε το χωριό μας. Πιστέψτε στις δυνάμεις και

στις

δυνατότητές

σας

και

οι

επιτυχίες

θα

συνεχιστούν. Κι αν ποτέ με χρειαστείτε ξανά, με χαρά, αδέλφια μου, θα ‘ρθω κοντά σας, γιατί ξέρω πως η περηφάνια σας δεν είναι αλαζονεία, αλλά φιλοτιμία. Καλή σας τύχη!». Έκτοτε όπως και προ του 2000, ο Λεωνίδας ερχόταν ως φίλαθλος μαζύ με την παρέα στο γήπεδο τις Κυριακές και τις Τετάρτες, αλλά τις υπόλοιπες ημέρες ασχολιόταν με τα ραφτικά, τους φίλους και τη φαμελιά του και μόνον, μ’ ορμητήριο το ιδιόχτητο ραφείο – επιδιορθωτήριο ενδυμάτων του, στην οδό Δημ. Γληνού της Καλλίπολης, τη «Χρυσή Καρφίτσα». Ας

ξαναγυρίσουμε,

όμως,

στα

σχολικά

μας

χρόνια. Μοιραζόταν, λοιπόν, τότε, το ίδιο θρανίο με τον «Τυρταίο». Ρίχνει, τη μέρα εκείνη του Φλεβάρη του 1968, λοιπόν, μια ματιά στο σημείωμα του διπλανού του και μια φευγαλέα στους υπόλοιπους συμμαθητές μας. Κάποιοι είχαν κιόλας δακρύσει, αν κι οι πατεράδες μας έλεγαν πως οι άντρες δεν κλαίνε ποτέ. Ο Ευαγγελίου ρούφηξε βιαστικά μια γουλιά νερό και ξαναπήρε μπρος η «μηχανή» του, που δεν μας κούραζε πλέον η φωνή του, αλλά με τη γλυκύτητά της μας ηρεμούσε από την προηγηθείσα αταξία: «Έτσι, ο Θουκυδίδης παύει να 'ναι δύσκολος, ο Πλάτων δεν


28

είναι πλέον στρυφνός, μήτε ο Δημοσθένης κι ο Ησίοδος «φλύαροι». Ο Ξενοφών μάς πλησιάζει πιο φιλικά, ο Πίνδαρος, ο Αλκαίος κι η Σαπφώ υμνούν πλέον και τις δικές μας μικροχαρές. Ο Λυσίας, μα κι ο Ισοκράτης γίνονται πιο κατανοητοί. Ο Ευριπίδης, ο Αισχύλος κι ο Σοφοκλής, η «Αγία Τριάδα» των τραγικών, ξαναζωντανεύουν μπροστά μας τα πάθη της ανθρώπινης γενιάς, ο Όμηρος αφηγείται και τη δικιά μας «Οδύσσεια» και «Ιλιάδα», ενώ ο Ιπποκράτης μάς μαθαίνει τα μυστικά της ιατρικής, ο Μένανδρος κι ο Αριστοφάνης

ψέγουν

ακούραστα

τα

διαχρονικά

κακώς κείμενα του δημοσίου και ιδιωτικού βίου των κοινών θνητών και, τέλος, οι δυσνόητοι όροι των Αττικών

φιλοσόφων

και

νομομαθών

ρητόρων,

δικολάβων, πολιτικών – αποσαφηνίζονται χάρη μας

και για

μάθημα γίνονται χρήσιμο «εσαεί», χωρίς

παρερμηνείες. Κι όλοι αυτοί οι «Δάσκαλοι», θυμάμαι μάς έλεγε ένας Ομηριστής στο πανεπιστήμιο, με τη συνεχή εξάσκηση και τη χαρά, την ικανοποίηση, που χαρίζει στον αναγνώστη η στρωτή μετάφραση και η απλή όσο και ορθή – ανεπηρέαστη ερμηνεία, όπλο απαραίτητο γίνονται στον καθημερινό αγώνα μας εναντίον όσων αυθαίρετα Ελληνικής

αρνούνται Ιστορίας,

καπηλευόμενοι

αυτό

τη εναντίον το

διαχρονικότητα εκείνων ένδοξο

οι

της οποίοι

παρελθόν


29

αυτοχρίστηκαν

προσφάτως

μεσσίες

και

αντί

να

...σώσουν τον τόπο θα τον οδηγήσουν ανεπιστρεπτί στον όλεθρο. αντισταθούμε,

Αργά ή γρήγορα, πρέπει να τους γιατί

με

τέτοιες

κληροδότησαν ο Θεμιστοκλής

ευθύνες

μας

κι ο Κανάρης!

Δε

φοβάμαι τον αγώνα για την ελευθερία, τη σιωπή και το συμβιβασμό αρνούμαι. Αν θέλουν να με παύσουν οι τύραννοι, ας το κάνουν χωρίς άργητα! Προτιμώ την πείνα και το θάνατο για τη λευτεριά, παρά να κρυφτώ πίσω απ' τα βιβλία και το μισθό μου και να υποκριθώ ότι δεν βλέπω και πως δεν ακούω τα βασανιστήρια, στα οποία οι δυνάστες υποβάλλουν την πατρίδα μας. Αυτά είχα να σας πω και σας ευγνωμονώ που με ακούσατε. «Τυρταίε», μπορώ να έχω σε παρακαλώ το χαρτί, που είναι μπροστά σου και σημείωνες όση ώρα σας μιλούσα;» είπε και στράφηκε βουρκωμένος προς τον ...ποιητή της τάξης. «Ευχαρίστως», δακρυσμένος

και

του ο

μεγαλοφώνως – δίχως

απάντησε κ.

κι

εκείνος

Ευαγγελίου

διάβασε

να σκουπίσει τα δάκρυά του,

που κυλούσαν πια ποτάμι στα δυο μάγουλα – τους ακόλουθους

στίχους:

«Των

Αρχαίων

το

φως/

σηματοδότης καθημερινός, / τα λόγια σου μ' έμαθαν, κ. καθηγητά,/ στους καπήλους να πω: φτάνει πια!»


30

Πριν προλάβει κανείς, από τους «Αργοναύτες» ή τους

«Σαραντάπηχους»

ή

ο

Ρηγάρχης

ή

ο

κ.

Ευαγγελίου, ν' αντιδράσει, χτύπησε το κουδούνι. Τη μέχρι εκείνη τη στιγμή αμήχανη αρχικά και έπειτα προσεχτικής παρακολούθησης σιωπή διαδέχτηκε ένα παρατεταμένο χειροκρότημα απ' όλα τα παιδιά, με μπροστάρηδες τους δυο ... λαεγέρτες, το Λευτέρη και το Θοδωρή. Ήταν το «ευχαριστώ» στο γλυκό σαν ευαγγέλιο λόγο του νέου μας δασκάλου, ήταν η ένδειξη ότι πλέον – ό,τι κι αν χώριζε τις δυο παρατάξεις, που δεν έπαψαν ποτέ ως δίδυμες αμφιθαλείς θυγατέρες να ζηλεύει πότε και ν' αγαπάει πότε η μια την άλλη, μα πάντα να βάζει καθεμιά το στήθος της μπροστά για να υπερασπίσει την πολυαγαπημένη αδελφούλα της – θα 'μασταν αφοσιωμένοι σ' όσα θα μας δίδασκε. Δεν ξέραμε πώς, αλλά για πρώτη φορά όλοι, χωρίς καμιά απολύτως

λογομαχία,

συμφωνήσαμε

ότι

ήμασταν

πεπεισμένοι πως μ' εκείνον μια νέα Αμερική θ' ανακαλύπταμε,

μέσα

μας....

επρόκειτο

'ναι

ο

να

φλεβαριάτικο κυβερνήτη

πρωινό

του

Όσο

πλους,

που

ξεκινούσε

σκάφους

και

μακρύς

με

όλους

κι

αν

εκείνο

το

το

δάσκαλο

μας

πιστό,

αδελφωμένο στις ώρες του μονάχα κι αποφασισμένο για κάθε θυσία πλήρωμα…


31

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β! αναζητώντας Θεό

Τα γράμματα τιμήν έχουν, αλήθεια, μεγάλην, αλλ’ ως εκατεστάθησαν επί των ημερών μας ο θεός ελευθερώνει σε και ας είσαι ψωμοζήτης (Μιχαήλ Γλυκάς, Λαϊκός Ποιητής του 12 ο υ αιώνα μ.Χ.)

Τους αμέσως επόμενους μήνες, προς απρόσμενη έκπληξη του Μάξιμου και της τοπικής κοινωνίας του Πετροχωρίου, το τμήμα των «βαρβάρων» πήγε πολύ καλά

στις

προαγωγικές

γυμνασιακές

εξετάσεις.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Ιωσήφ Μαύρος, ένας απ'

τους

χρονιά,

«Σαραντάπηχους»,

μόλις μετά βίας,

που

την

περασμένη

έβγαζε μέσο όρο στη

βαθμολογία του 11 έχοντας και πολλά σκασιαρχεία αδικαιολόγητα, τώρα, έφτασε, με καμία απουσία, το 15.5! Μερικά χρόνια, μάλιστα, αργότερα, η έκπληξη όλων μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, όταν πολλοί από τους «Αργοναύτες» και τους «Σαραντάπηχους» κι ο Ρηγάρχης εισήχθησαν, με πολύ καλή σειρά επιτυχίας, σε πανεπιστημιακές σχολές της προτίμησής τους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και ακολούθησαν, έκτοτε, λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία. Ο δε Μαύρος


32

βρέθηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή Θεσσαλονίκης απ' τους πρώτους και μετά από 5 – 6 χρόνια, μάθαμε ότι, με τη συνδρομή πολλών διεθνών υποτροφιών, είχε τεθεί

επικεφαλής

σε

Αμερικάνικο

Ερευνητικό

Ινστιτούτο!!! Την ίδια χρονιά ή την επομένη, δεν θυμούμαι ακριβώς, είχαμε γλιτώσει ως ενιαίο σύνολο από του Μάξιμου τα «οργισμένα δόντια» το Θεοφάνη το Ζωιόπουλο.

Ο

Ζωιόπουλος

ανήκε

στους

«Σαραντάπηχους», αλλά αυτό, την ώρα του κινδύνου, είχε, όπως έχει ήδη γραφεί, ελάχιστη σημασία. Στη διάρκεια

του

μαθήματος

των

Θρησκευτικών,

ο

Θεοφάνης δεν συμμετείχε ποτές στην παράδοση, ενώ στην εξέταση τον έβρισκες μονίμως αδιάβαστο, γιατί δεν γούσταρε, όπως δήλωνε απερίφραστα ο μικρός «βάρβαρος», τον τρόπο που παρουσιάζουν τα σχολικά βιβλία το θεό. Κι αυτό θύμωνε το γυμνασιάρχη και το θρησκόληπτο Μακεδόνα θεολόγο μας, το Ματθαίο Χαραλαμπίδη. Ένα πρωί, λοιπόν, προς έκπληξη του θεολόγου, ο Ζωιόπουλος ζήτησε το λόγο να εκφράσει κάποιες απορίες, όπως είπε. Ο Χαραλαμπίδης, διστακτικός αρχικά, του έδωσε το λόγο και ο μικρός μαθητής, που μέχρι τότε στο μάθημα των Θρησκευτικών ήταν σαν πέτρα αμίλητη, άρχισε να μιλά με τα εξής πάνω – κάτω λόγια, που εξόργισαν τον καθηγητή μας: «Λέτε,


33

κ. Χαραλαμπίδη, πως υπάρχει θεός και, από την αγάπη του για τον άνθρωπο, γίνηκε πλαστουργός του σύμπαντος. Τα ίδια πιστεύουν κι οι Χριστιανοί, τα ίδια κι οι Μουσουλμάνοι, τα ίδια κι οι δωδεκαθεϊστές για τους θεούς τους. Ποιος, όμως, απ' όλους τους θεούς τούτους αγαπά περισσότερο τον άνθρωπο; Όλοι τους του δίνουν τη γέννηση, μα και το θάνατο ναι, στη διάρκεια της ζωής του, όμως, πώς επεμβαίνουν, πώς τον βοηθούν, πώς τον προφυλάσσουν απ' το κακό, πώς τον οδηγούν στην αληθινή αρετή; Θέλω να δώσουν τα χωράφια πολύ καρπό. Εάν, όμως, δεν δουλέψω ή εάν δεν έχει ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, δεν

πρόκειται

ποτέ,

μόνο

με

την

επιθυμία,

να

αποχτήσω ό,τι θέλω. Δεν αβγατίζει ο θεός τη σοδειά μου, πρέπει να μοχθήσω εγώ. Θέλω να είμαι καλός στα Αρχαία Ελληνικά, αλλά εάν δεν κοπιάσω, δεν θα κατέβει ο θεός, την ώρα του γραφτού διαγωνίσματος ή της προφορικής εξέτασης, να με βοηθήσει, να γράψει για μένα. Καθημερινά, κ. καθηγητά, γίνονται πόλεμοι και εγκλήματα σ' όλη τη γη, γιατί δεν τα παύει ο θεός; Όπως έφτιαξε σε μια βδομάδα τον κόσμο, έτσι να τον χαλάσει και σε εφτά μερόνυχτα να τον ξαναστήσει. Εάν πράγματι υπάρχει θεός και είναι τόσο δυνατός όσο λένε, γιατί αφήνει τους ανθρώπους από νόμους γήινους και φθαρτούς να τυραννιούνται; Γιατί αφήνει τον πλούτο να προτιμά τους λίγους και δεν τον μοιράζει σε πολλούς, που νυχθημερόν μοχθούν σ'


34

αγρούς και εργοστάσια, στο μεροδούλι – μεροφάι; τι 'ναι ο θάνατος και τι η ζωή; ποιο διαρκεί τελικά περισσότερο; ποιο είναι τελικά καλύτερο για τον άνθρωπο; Μήπως, κ. Χαραλαμπίδη, ο θάνατος, για τον οποίο

μας

τρομοκρατούν

και

μας

κρατούν

εξαρτημένους τα ιερατεία, είναι μια καλύτερη ζωή, είναι η αρχή της ζωής και της ελευθερίας, που θέλουν οι

άλλοι

μονάχα

για

τον

εαυτό

τους

και

μας

αποτρέπουν, για να μη χάσουν τα «προνόμιά» της; Ποιος, άραγε, από τούτους τους τάχα θεοσεβείς θα προσέφερε από το υστέρημά του τροφή για ένα πεινασμένο λιοντάρι και τα μικρά του, νιώθοντας αληθινή συμπόνια για όλα τα ζωντανά πλάσματα κι όχι

μονάχα

για

τους

ανθρώπους;

Κανείς,

κ.

Χαραλαμπίδη, δεν γεννήθηκε κακός ή καλός. Κακός γίνεται, όταν αγνοεί ή δεν τον αφήνουν να μάθει το καλό και τους τρόπους με τους οποίους ο ίδιος, ελεύθερος από πάθη, μπορεί να ελέγξει το σώμα του και να διαλέξει το μονοπάτι, που θα του χαρίσει το φως της αληθινής γνώσης των μυστικών της ζωής και του θανάτου. Καθετί στη ζωή, η αγάπη και το μίσος – ο θυμός κι η γαλήνη – ο ερχομός και ο χωρισμός – η γέννηση, η εξασθένιση του σώματος και ο θάνατος, είναι δοκιμασία, που περνά τον άνθρωπο από την άγνοια στη γνώση και κανείς δεν δικαιούται να του στερήσει

τούτο

το,

γεμάτο

πόνο,

πέρασμα.

Ελεύθερους, κ. καθηγητά, πρέπει να μας θέλει ο θεός


35

κι όχι σκλάβους των παθών μας ή του φόβου, να μη φοβόμαστε το θάνατο, να παλεύουμε στη ζωή, να αγαπάμε και να χαιρόμαστε κάθε στιγ…». Έπρεπε να ιδείτε το Χαραλαμπίδη, καθώς η τάξη παρακολουθούσε σιωπηλή τα δρώμενα. Όση ώρα μιλούσε ο Θεοφάνης, ο Χαραλαμπίδης φούσκωνε – ξεφούσκωνε και δεν μπορούσε να ελέγξει το θυμό του, λες και θα πάθαινε εγκεφαλικό εμπρός μας! Εξοργισμένος, ενώ είχε κατακοκκινίσει όλο του το πρόσωπο,

τον

διακόπτει

και

φώναζε

δυνατά

κι

ακουγόταν σ' όλο το κτίριο: «Άθεε, αντίχριστε, τα λες αυτά, γιατί είσαι κομμουνιστής! Παλιομπολσεβίκε, θα εισηγηθώ

την

αποβολή

σου.

Ο

θεός

είναι

παντοδύναμος και θα σε τιμωρήσει, αμαρτωλέ! Σήκω, Σατανά, να πάμε στο γυμνασιάρχη, για να μάθει ο αντίχριστος παλιοκομμουνιστής ο πατέρας σου τέτοιες διδαχές και κατηχήσεις να μη σου ξανακάνει!». Οι «βάρβαροι» έκρυβαν στους κόλπους τους έναν... άθεο μπολσεβίκο αμφισβητία της… θεϊκής σοφίας και δύναμης και του κύρους του επί γης ιερατείου; Ναι, μα τον αγαπούσαμε και θα προτάσσαμε τα στήθια μας για εκείνον, όποιος κι αν ήταν απέναντί μας! Επεμβαίνουν,

τότε,

ο

Φωτεινάκης

και

ο

Θοδωρής, οι αρχηγοί των «Σαραντάπηχων» και των «Αργοναυτών» αντίστοιχα, και βγαίνουν από την τάξη μαζύ

με

το

θεολόγο

μας

και

το

Θεοφάνη,


36

κατευθυνόμενοι προς το γραφείο του Μάξιμου. Το τι ειπώθηκε

στο

γραφείο

του

γυμνασιάρχη

δεν

μαθεύτηκε ποτές, αλλά μέσα σε μισή ώρα γύρισαν στην αίθουσα τα τρία παιδιά, Θεοφάνης – Λευτέρης – Θοδωρής, ο Χαραλαμπίδης και ο γυμνασιάρχης. Κι ενώ ο Θεοφάνης δεν ξανάνοιξε ποτέ το στόμα του σε μάθημα Θρησκευτικών στα υπόλοιπα σχολικά χρόνια, αλλά πάντοτε περνούσε, ίσα – ίσα, το μάθημα των Θρησκευτικών, μήτε ο Χαραλαμπίδης και οι άλλοι θεολόγοι του απηύθυναν ποτέ ξανά το λόγο, ο Μάξιμος έκλεισε εκείνο το επεισοδιακό πρωινό, με το γεμάτο, επίσης, θυμό λογύδριο αυτό: «Ο καθείς εξ ημών ελεύθερος εστί να φρονεί, να ομιλεί και να γράφει όπως αρέσκεται. Κατ' ιδίαν, όμως, πλην δημοσίως οφείλει να πειθαρχεί εις τα κελεύσματα των σοφών

του

διδασκάλων

συμμορφούμενος

εις

τας

και

να

σιωπεί,

εθνοσωτήριας

ελληνοχριστιανικάς υποδείξεις αυτών!».

και

Από κείνη,

όμως, τη μέρα, κατόπιν σκωπτικής, το ομολογώ δημοσίως τόσα χρόνια μετά, προτάσεώς μου, οι κολλητοί του Θεοφάνη του επισυνάψαμε το παρανόμι «Ελεύθερος», που τον συνόδευε, πλέον, όλη την υπόλοιπή του ζωή… Τα χρόνια μέχρι την αποφοίτησή μας από το Γυμνάσιο

δεν

ήταν

μήτε

εύκολα,

μήτε

ρόδινα.

Κρύβανε, πάντα, εκπλήξεις, άλλοτε ευχάριστες κι


37

άλλοτε

δυσάρεστες.

ευχάριστες

για

τους

Μια

απ’

τις

«βαρβάρους»

πραγματικά

και

παντελώς

απρόσμενες ήταν ο – όπως τον θυμούμαι – διάλογος, που ‘χε, ως γνήσιος πέρα για πέρα «βάρβαρος», στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, δίχως να επέμβει κανείς

άλλος

μαθητής,

φιλοσοφίας, πρόωρα

Κώστα

χαμένος

Καζανομανόλης,

με

καθηγητή

Μαυροφρύδη,

φιλόσοφος όταν

τον

ένα

ο

της

μετέπειτα

της

γενιάς

πρωί

τον

μου,

ο

συνέλαβε

αδιάβαστο και είχε παραξενευτεί, γιατί «στήριζε», καθώς ανέκαθεν έλεγε, πολλά στον Καζάνη: Καζάνης:

«Ο

άνθρωπος

εάν

δεν

είναι

αυθύπαρκτος αλλά οφείλει την παρουσία του σε κάποιους Θεούς –

δεν πρέπει ποτέ να εφησυχάζει

στον κόσμο μας, που δε μένει στάσιμος, μα διαρκώς εξελίσσεται». Μαυροφρύδης: «Και τι προτείνεις;» Καζάνης: «Δεν πρέπει να αρκείται, κ. καθηγητά, στα γραμμένα από τα σχολικά εγχειρίδια και να τα παπαγαλίζει άκριτα και αστήριχτα. Στη φύση, που τον περιβάλλει, και στο Δημιουργό Θεό του, που τον έφτιαξε και του «δάνεισε» ζωή και πνοή, καθένας μας το χρωστά να ερευνά και να ζητά διαρκώς να μαθαίνει, εωσού φτάσει στην αληθινή Γνώση, ν’ αξιωθεί, δηλαδή, απ’ το Θεό να γίνει κοινωνός των μυστηρίων και της κινητήριας δύναμης της Φύσης και


38

της Αρχής, της Γένεσης και της Εξέλιξης των Όντων και του Σύμπαντος». Μαυροφρύδης: «Πώς φτάνει ο κάθε άνθρωπος στην αληθινή Γνώση; Πώς αντιλαμβάνεται ότι έχει φτάσει σ’ αυτήν; Άραγε, σαν φτάσει, τότε πρέπει να σταματήσει τον αγώνα του;» Καζάνης: «Ο αγώνας για τη Γνώση έχει μονάχα κοινή αφετηρία για τους ανθρώπους: την ώρα που γεννιέται ο κάθε θνητός και προικίζεται απ’ τους Θεούς τη δύναμη, την υπομονή και την επιμονή, την καρτερία, για να μη λιγοψυχήσει στον αγώνα τούτο και παρασυρθεί από τους κάθε λογής «πειρασμούς» και τα σωματικά πάθη. Δεν έχει, όμως, κοινό τερματισμό για όλους· τα μονοπάτια για την αντικειμενική Γνώση, την κοινή για όλους τους ανθρώπους,

δεν είναι για τον καθένα μας, την ίδια

στιγμή, ευπρόσιτα και βατά». Μαυροφρύδης: «Και πώς θα ωφελήσουν τον άνθρωπο οι γνώσεις και η Γνώση;»

Καζάνης:

«Οι

άνθρωποι

αρχίζουν

να

βαδίζουν τις ατραπούς έως τη Γνώση, όταν γνωρίζουν, στη διάρκεια της ζωής τους, τα προβλήματα και αναζητούν,

χωρίς

υποκρισία

και

δόλο,

μα

με

φιλανθρωπία κι αγάπη, τρόπους να τα λύσουν· όχι για να ευφράνουν το σώμα και να ικανοποιήσουν τις ανάγκες

του

μονάχα,

αλλά,

κυρίως,

για

να

ξεκουράσουν την ψυχή, στην οποία αποθηκεύονται και όλες οι κατακτημένες, ενόσω ζει ο άνθρωπος,


39

επιμέρους πληροφορίες για όσα ήταν αυτήκοος ή αυτόπτης μάρτυς ή του είπαν άλλοι». Μαυροφρύδης: «Κι ο ρόλος του θεού σ’ όλα τούτα που λες, ποιος είναι;» Καζάνης: «Ο Θεός δε γέννησε τους ανθρώπους σκλάβους κανενός, αλλά λεύτερους να ‘χουν σε εγρήγορση και κίνηση νου, ψυχή και σώμα. Τους όρισε, όμως, ν’ αγωνίζονται αδιάλειπτα για την κατάχτηση της αληθινής Γνώσης. Μα επειδή βαδίζουν σε δαιδαλώδεις και σκοτεινούς ατραπούς έως ότου την φτάσουν, ποιος πρέπει να θεσπίζει τους κανόνες της κοινωνικής συμβίωσης, η ανάγκη για καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος ή

για

«χόρταση»

των

σωματικών

παθών

και

βιολογικών αναγκών; Μήπως, όμως, ο ρόλος των Θεών στην ανθρώπινη ζωή – αντί να «τιμωρεί» τους οχτρούς

μας

απευθείας

ή

να

βοηθά

εμάς

να

«ξεχωρίζουμε» απ’ το σύνολο – είναι να συμβάλει, παρά τα ακανθώδη μονοπάτια έως την Αρετή και την Ελευθερία, να βρούμε την Αγάπη και η ζυγαριά τούτη να κλίνει ίσα και προς τα δύο μέρη, σώμα και ψυχή, για να μην παρασύρεται ο άνθρωπος εις βάρος των άλλων ή του ίδιου του εαυτού του;» Όταν ολοκλήρωσε τα τελευταία του λόγια ο Καζανομανόλης,

ο

50χρονος

τότε

Μαυροφρύδης,

αμήχανος απ’ τους προβληματισμούς που διετύπωσε ο αγαπημένος του μαθητής, δεν είπε τίποτα άλλο στην


40

τάξη. Έδειξε αρκετά σκεπτικός και καθώς η διδαχτική ώρα περνούσε εις βάρος της παράδοσης, δεν επιδίωξε να εξετάσει άλλους μαθητές τότε, αλλά προχώρησε απευθείας στην παράδοση. Στο επόμενο διάλειμμα, κατευθύνθηκε καθηγητών,

σιωπηλός στον

προς

έλεγχο

το

γραφείο

επίδοσης

των

τριμήνου

βαθμολόγησε με «17» τον Καζάνη στη φιλοσοφία και την επόμενη χρονιά, απ’ ό,τι είχε μαθευτεί, έφυγε από το Πετροχώρι για ένα Γυμνάσιο του Πειραιά ως διευθυντής,

χωρίς

να

διαρρεύσει

ποτέ

ότι

είχε

«μεταφέρει» την ενώπιον των «βαρβάρων» συζήτησή του με τον Καζάνη στον Μάξιμο ή στους άλλους συναδέλφους του στο χωριό μας.


41

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ! η σκάλα της νιότης

Πάντα κάτι με κρατεί και με φέρνει πίσω στον καιρό που καθετί μου ‘λεγε να ζήσω (Ν. Λαπαθιώτης, «Η Χαρά»)

Την

ίδια,

όμως,

χρονιά,

στις

πασχαλινές

διακοπές, ο συμμαθητής μας ο Γιώργης ο Μπιμπίλης, γνωστός και μη εξαιρετέος «βάρβαρος», του οποίου τα βεγγαλικά – δυναμιτάκια, Μεγαλοβδόμαδα και το βράδυ

της

παιδικάτα

Ανάστασης, μας,

τον

θύμωναν,

παπά

και

ανέκαθεν,

στα

πρόεδρο

του

τον

Πετροχωρίου και χάρισαν στο Γιώργη σημαντική υστεροφημία, φιλοξένησε ένα μακρινό του συγγενή από τη Γαλλία, το συνομήλικό μας Ζυλ – Ογκίστ, που είχε έρθει για πρώτη φορά τότε στην Ελλάδα. Η γιαγιά του, αδελφή της από πατέρα γιαγιάς του Μπιμπίλη, καταγόταν από το Πετροχώρι και είχε παντρευτεί κάποτε ένα Γάλλο έμπορο και βρέθηκε στο Παρίσι. Ο εγγονός της, ο Ζυλ – Ογκίστ φοιτούσε σ’ ένα από τα πολυδαίδαλα πανεπιστήμια της γαλλικής πρωτεύουσας.

Ήταν,

στα

χρόνια

π’

αφηγούμαι,


42

μεταπτυχιακός

φοιτητής

της

Αρχαιολογίας

και

ελληνολάτρης. Έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για το Μινωικό Πολιτισμό. Κι έκτοτε, καταξιωμένος, πια, αρχαιολόγος, έρχεται κάθε καλοκαίρι στην Ελλάδα και αφιερώνει λίγες ημέρες και στην Κρήτη, όπου έχει πολλούς φίλους. Επειδή η ζωή δεν είναι μόνο καλοπέραση, το πρώτο Πάσχα, που είχε έρθει, πολλές ώρες από τις δεκαπενθήμερες

διακοπές

του

τις

περνούσε

διαβάζοντας για την Κνωσό και ζητώντας μου να του μαζέψω

όσα

διπλωματική

περισσότερα του

εργασία

στοιχεία αφορούσε

μπορούσα. τη

Η

μινωική

θρησκεία. Ένα βραδάκι, αφού αντιλήφθηκα ότι ήταν πολύ κουρασμένος για ολονύχτια διασκέδαση, του προτείνω να πάρουμε τον ξάδελφό του και να πεταχτούμε μέχρι το σπίτι ενός φιλομαθούς συμμαθητή μου, του Κωστή Γεννάδιου, του μετά από μπόλικα χρόνια συνεταίρου του Θεοφάνη, που μας είχε προσκαλέσει από μέρες. Δέχτηκε με χαρά όταν τον διαβεβαίωσα ότι δεν πρόκειται να αργήσουμε να γυρίσουμε σπίτι μας, αφού είχε, όπως έλεγε, πρωινό ξύπνημα. Μόλις φτάσαμε εκεί, αφού μας περιποιήθηκαν ο Κώστας και οι γονείς του, σε λίγο κατέφτασαν κι ο «Ελεύθερος», ο Λεωνίδας, ο Μανόλης, ο Στέλιος, ο


43

Λευτέρης και τα αδέλφια Ναρσή. Κι όλοι μαζύ, αφού γνωρίστηκαν με τον Ζυλ – Ογκίστ, που σημειωτέον μιλούσε τέλεια – για Γαλλόπουλο και Ελληνόπουλο της διασποράς! – τα ελληνικά, τον παρακάλεσαν να μας

μιλήσει

για

το

ξακουσμένο

Μουσείο

του

Λούβρου. Δέχτηκε με χαρά και περηφάνια…· κι εγώ, ο έχων – υποτίθεται – καλή μνήμη, θα προσπαθήσω τώρα να ξαναθυμηθώ τα σημαντικότερα όσων μας είχε πει κείνο το βράδυ… Το Μουσείο του Λούβρου ήταν αρχικά, από το 1140 περίπου μέχρι το 1793, μέρος των βασιλικών ανακτόρων και δεν είχε καμία σχέση με το σημερινό επιβλητικό μουσειακό κέντρο. Το 1793, στις 18 Νοεμβρίου, η περιβόητη Γαλλική Επανάσταση το μετάτρεψε με ειδικό διάταγμα σε μουσείο για το λαό και σηματοδοτεί την έναρξη της πιο ένδοξης περιόδου της ιστορίας του, η οποία συνεχίζεται ακόμη. Θα σας κούραζα υπερβολικά εάν σας περιέγραφα με κάθε λεπτομέρεια όλες τις αίθουσες και όλα τα εκθέματα, που ο Ζυλ – Ογκίστ μας παρουσίασε εκείνο το βράδυ και λίγους μήνες μετά μας απέστειλε σε έγχρωμα, πανέμορφα, εύγλωττα postcards για τον κολοσσό του Λούβρου. Θα σταθώ, όμως, σε έξι έργα τέχνης,

που

περισσότερο παγκοσμίως.

«κοσμούν» απ’

το

Λούβρο

οποιαδήποτε

άλλα

και

έχουν

συζητηθεί


44

Δύο ελληνικά αγάλματα των ελληνιστικών ετών, η

«Αφροδίτη

της

Μήλου»

και

η

«Νίκη

της

Σαμοθράκης» απηχούν το αρχαιοελληνικό ιδεώδες της ελευθερίας

και

του

ανεγνωρισμένου

σωματικού

κάλλους. Έπεται το αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι (15 ος – 16 ος αιώνες), η μαγευτική «Τζοκόντα», ενώ η ζωγραφική έχει έναν ακόμη θρυλικό καμβά να μας συγκινήσει, το έργο του Ντελακρουά (1830), «Η Ελευθερία οδηγεί το Λαό». Κοντά σ’ αυτά, δεν περνούν απαρατήρητα μήτε η βαρύτιμη διαμαντένια αρχικά κορώνα του βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΕ’ καμωμένη

από

τον

Α.

Ντιφλό

(1772),

μήτε

ο

ανυπέρβλητος πίνακας του Λ. Νταβίντ (α’ μισό του 19 ου

αιώνα),

«Η

ενθρόνιση

του

αυτοκράτορα

πιάνει

απαισιοδοξία,

Ναπολέοντα του Α’». Κι

αν

καμιά

φορά

με

κοιτάζω ξανά τις postcards και διαβάζω το βιβλίο που μου έστειλε για το Λούβρο ο Ζυλ – Ογκίστ· βλέπω τα εκτιθέμενα ανακτώ

αριστουργήματα

την

εμπιστοσύνη

– μου

χειροτεχνήματα, στην

ανθρώπινη

αξιοσύνη και παίρνω το θάρρος ότι το επόμενο καλοκαίρι, όταν θα ξανάρθει ο Γάλλος φίλος μου, θα φύγω κι εγώ για να πάω να θαυμάσω, επιτέλους, και εκ του σύνεγγυς την αγέραστη μαγεία του Λούβρου… Στις

θύμησές

μου

ξεχωριστή,

πάντως,

θέση

κατέχει και ό,τι πλημμύριζε τα εφηβικά σωθικά μας,


45

μετά τις εκδρομές και τις πολύωρες συζητήσεις με τον Ευαγγελίου και με τα άλλα παιδιά της παρέας στο Χρυσοβούνι εδώ ή εκεί, στο Δροσόσπηλιο ή πέρα, στα Ληνικά Λιβάδια. Κατεβήκαμε και στην Αθήνα, πρώτη φορά, τότες, για να ιδούμε την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα.

Στο

Ιστορικό Μουσείο,

στα Παλαιά

Ανάχτορα, γνωρίσαμε τους άθλους, τους πνευματικούς και χειροπιαστούς, των προγόνων μας. Καθρέφτες γινόμασταν ο εις για τον άλλο και καθρεφτιζόντουσαν οι καρδιές κι οι ιδέες μας, γιατροί για να διαγνώσουμε και θεραπεύσουμε μ' αυτοκριτική και αλληλοβοήθεια κάθε μας ψυχοσωματική αρρώστια, αρνιά, για να αγκαλιάσουμε μ' αγάπη την πλάση, και Ιώβ, για να βρούμε τη δύναμη ν' αντιπαλέψουμε τον πόνο τούτης της αγάπης και της ορμής. Και καθώς μπλεκόταν στα πόδια μας ο «Κανανίτης», άλλοτε γελούσαμε πικρά κι άλλοτε κλαίγαμε κρυφά για το θείο … χάρισμά του! Κανείς

πια

δεν

ασχολιόταν

με

τον

εαυτό

του,

νάρκισσος, μονάχα, παρά αφήναμε την Αγάπη να μας φέρνει κοντά και τον έρωτα να μας γνωρίσει στα κορίτσια και εκείνα σ' εμάς, να τα βλέπουμε και μιλιά να μην μπορούμε μήτ' εκείνα, μήτ' εμείς να βγάζουμε, μην τυχόν τις έναστρες νύχτες και τις ηλιοπερίχυτες ημέρες χαλάσουμε! Εμείς, οι «βάρβαροι» είχαμε… ερωτευθεί;


46

Ένα πρωί, όμως, ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, 23 του Απρίλη του ‘68, είχαμε ένα μικρό «θαύμα», για το οποίο, κάθε χρόνο, επί χρόνια, η μικρή κοινωνία του Πετροχωρίου και των γύρω χωριών δαπανούσε

άπειρες

ευχαριστίες

προς

τον

Άγιο

Γεώργιο και το Θεό και έδινε μύριες εξηγήσεις για το τι είχε συμβεί! Ως και ο «Κυρηναίος» έδωσε κι αυτός τη

δική

του

ερμηνεία,

μα

μικρομέγαλοι

βροντογέλαγαν κι εκείνος σώπασε. Ο γυμναστής μας στο Γυμνάσιο, Λαυρέντης Βιλαέτης, είχε αργοπορήσει πάρα πολύ, αν και είχαμε μαζύ του μάθημα την πρώτη ώρα. Ο Λευτέρης ο Φωτεινάκης μαζύ με τα αδέλφια Φλεβαρίτη, για να περάσει η ώρα, μιμούνταν στους τρόπους και στις κινήσεις τον Βιλαέτη και εμείς ως φιλοθεάμον κοινό απολαμβάναμε την … παράσταση! Κάποια στιγμή, όμως, βλέπουμε το Βιλαέτη να ‘ρχεται από επάνω έως κάτω χλομός, κατακίτρινος, σαν λεμόνι! Τι είχε γίνει λοιπόν; Άγιο, μάλλον, φαίνεται ότι είχαν βοηθό αυτός κι η γυναίκα του, η Αγλαΐα, που, εκείνο το πρωί, θέλησαν να ανάψουν ένα κερί στο δυσπρόσιτο εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου, που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού, λίγο έξω από τη Μέλισσα, ένα γειτονικό χωριό και γενέτειρα της

γυναίκας

του Βιλαέτη, στο δρόμο προς

το

Πετροχώρι! Το ιδιοκτησίας τους αυτοκίνητο, ένα ξενόφερτο μικρό Fiat, στο οποίο επέβαιναν ο 55χρονος τότε


47

γυμναστής

μας

και

η

σύζυγός

του,

είχε,

για

αδιευκρίνιστους λόγους, βγει απ’ την πορεία του και ανετράπη. Αλλά και το ασθενοφόρο, που φώναξαν κάποιοι απ’ όσους χριστιανούς είχαν συρρεύσει στον εορταζόμενο Αϊ – Γιώργη της Μέλισσας για να μεταφέρει την Αγλαΐα Βιλαέτη στο νοσοκομείο, ενώ κατευθυνόταν από το χώρο του ατυχήματος στην Καλλίπολη

έπεσε,

λόγω

της

ολισθηρότητας

του

δρόμου, σε ένα χαντάκι. Ένα, όμως, χρόνο σχεδόν αργότερα, στον πλου, που ήδη είχε δρομολογηθεί χάρη στον Ευαγγελίου, ήλθε να προστεθεί και η εμπειρία του αλκοόλ, το οποίο

ήταν

μέχρι

τότε

μόνιμη

συντροφιά

του

«Κυρηναίου», ως αφελή παιδιά και άμαθα, πιστεύαμε πως θα λειτουργούσε και ως διαβατήριο για την... ευτυχία!

Του

Ευαγγελισμού

ανήμερα,

μετά

την

παρέλαση, που πήρε πανηγυρικό «χρώμα» λόγω της παρουσίας ενός προ της «επαναστάσεως» του '67 λοχαγού μα τώρα (Μάρτης 1969) γενικού γραμματέα πρωτοκλασάτου κυβέρνηση»,

υπουργείου

γιόρταζε

«Αργοναύτης»

μεν,

ο

αλλά

στην

«εθνοσωτήριο

Βαγγέλης καλό

ο

Δρόσος.

παιδί,

επιφανής

σήμερα εισαγωγέας – εξαγωγέας οίνων, ακολουθήσας την από τα μέσα του 19ου αιώνα οικογενειακή παράδοση, παρότι τον ήλκυαν, στα φοιτητικά χρόνια (γεωπόνος

στη

Θεσσαλονίκη

σπούδασε),

οι


48

ροδόκηποι. Έλειπαν οι γονείς του σε κοσμική εορτή στην Καλλίπολη, που διοργάνωνε προς τιμήν του προαναφερθέντος γενικού γραμματέως του υπουργείου ο

δοτός

ακροβάτης

λαοπλάνων Κλέων

του

δημαγωγών

Βαρύς,

που

τοπικού

νομάρχης, –

τσίρκου ο

αποτυχημένος

των

αείμνηστος πολιτικός

μηχανικός – σε κάθε πολιτική και πολιτειακή αλλαγή μέχρι το 1974, έσπευδε να ταχτεί με την ανερχόμενη πολιτική

«δύναμη»

και

να

«καθαρθεί»

από

παλαιότερες «ανομίες» του. Κι όπως συνηθίζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, «όταν λείψει η γάτα, τα ποντίκια αλωνίζουν!». Εν προκειμένω, εκείνη την ημέρα, όλοι, «Σαραντάπηχοι» και «Αργοναύτες», μοιραζόμενοι τη χαρά του φίλου μας και από την πρώτη δυνατή επαφή με το αλκοόλ, καθώς

ήπιαμε,

μαρτυρίες,

25

σύμφωνα περίπου

με

παιδιά

διασταυρωμένες πέντε

μπουκάλια

τσίπουρο απνευστί μέσα σε τρεις ώρες, ήμασταν ολομέθυστοι και παντελώς ανίκανοι προς ορθολογική διαχείριση εαυτών και αλλήλων. Και η Θεία Δίκη ήλθε την επόμενη μέρα στο σχολείο. Διαγώνισμα στη Χημεία, όπου, αν και μετρ στα οινοπνευματώδη διαλύματα, διελύθημεν μετατρεπόμενοι σε. πελώρια μηδενικά, άπαντες, μηδενός εξαιρουμένου! Ευκαιρία για κηρύγματα περί συναναστροφών και περισσότερο εντατικής μελέτης από τον Κρητικό καθηγητή της


49

Χημείας, Αντώνη Βοριαδάκη, αλλά, για να 'μαστε ειλικρινείς, μπρος στη μαγεία του έρωτος και του αλκοόλ ελάχιστη σημασία δίδαμε στα άτομα και στα μόρια και στις ιδιότητες των βάσεων, των αλάτων και των

οξέων!

Κι

ο

«Τυρταίος»,

τότε,

σχολίασε

περιπαικτικά: «Χύμα στη Χημεία/ φτάσαμε στου Κέλβιν τη θερμοκρασία/ το τσίπουρο να 'ναι καλά/ και της αγάπης η αγκαλιά!» Το Σεπτέμβρη του 1971, τις μέρες που ‘φυγε από τη ζωή κι ο «Κυρηναίος» δίχως να δει ποτέ με τα μάτια του αληθινή δημοκρατία στον τόπο μας, ο Νομπελίστας ποιητής μας, Γιώργος Σεφέρης

αφήνει

την τελευταία του πνοή. Ο θάνατός του μας βρήκε μαθητές στις τελευταίες τάξεις πια του γυμνασίου. Ο Μάξιμος δεν μας είπε το παραμικρό, το πρωί. Ο λόγος; Στις 28 Μάρτη του 1969, λίγο μετά το πρώτο μας μεθύσι στο σπίτι του Δρόσου, ο Γ. Σεφέρης είχε «λύσει τη σιωπή» του και – μ’ ανοιχτή του δήλωση, που ανακοινώθηκε από το βρετανικό ραδιοφωνικό σταθμό του BBC – «κατακεραύνωσε» το τυραννικό καθεστώς και τους φορείς της αυθαίρετης εξουσίας του με λόγια, που έμειναν άσβεστα στην ψυχή κάθε Έλληνα, νοήμονα και δημοκράτη. Ακόμα και σήμερα, όταν οι ιμπεριαλιστές τούτου του πλανήτη θέλουν ν’ αλυσοδέσουν τα όνειρά μου και οι γύρωθέ μας σωπαίνουν, δεν την μπορώ πια


50

τούτη τη σιωπή και θυμάμαι το Σεφέρη, ο οποίος το Μάρτη του ’69, στη δήλωσή του, είχε ξεσηκώσει το λαό για την τυραννία των Απριλιανών, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι

αυτές

να

καταποντιστούν

μέσα

στα

ελώδη

στεκούμενα νερά.[…] Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή[…]». Ποιος ήταν, όμως, ο «Κυρηναίος»; 45 πάνω – κάτω χρόνων το φθινόπωρο του 1971, που τον βρήκε στον ύπνο μια καρδιακή προσβολή και τον έστειλε στον Άγιο Πέτρο… Ένα πανέμορφο παλικάρι, δύο μέτρα στο ύψος, πεντάρφανο, που ‘χε χάσει, έφηβος, τους γονείς του στον εμφύλιο, Ιούλη του 1946, όταν τους στείλανε έκτακτο στρατοδικείο η κυβέρνηση Τσαλδάρη κι οι Εγγλέζοι «προστάτες» της με το «Γ’ Ψήφισμα». Μαυρομάλλης, μαυρομάτης, μαυρογένης, γυρνούσε με σαλεμένα, παιδιόθεν, μυαλά εδώ και εκεί· «Δον Κιχώτης», κυνηγούσε ο «Κυρηναίος» ανεμόμυλους και φαντάσματα, παρέα με τον ήλιο, το φεγγάρι και μαύρο κρασί, ο … «τρελός του χωριού μας»,

ο

πάντοτε

πρόθυμος,

αφού

παράτησε

το

γυμνάσιο για το χατίρι της ΕΠΟΝ μέσα στην Κατοχή αν και αριστούχος παρά τη φτώχια του, για κάθε λογής θέλημα και μεροκάματο στις ελιές και στα


51

αμπέλια, στα σταροχώραφα και στα καπνά, για να εξοικονομήσει το πινάκιο της φακής. Από το στόμα του μονάχα τραγούδια άκουγες δημοτικά και ποιήματα ν’ απαγγέλλει Καρυωτάκη και Παλαμά, γιομάτος πόνο και πίκρα. Αχιλλέα Σωφρόνογλου τον είχε βαφτίσει ο παπάς, αλλά όλοι τον φωνάζαμε, στο Πετροχώρι και στα γύρω χωριά, «Κυρηναίο», αφού, όπως έλεγαν, περήφανα, οι παλαιότεροι, το Μάη του ’63, ενώ είχε βρεθεί τυχαία στην Θεσσαλονίκη, σήκωσε, όπως ο Σίμων ο Κυρηναίος το Σταυρό του Χριστού, στις πλάτες του, αν και 37χρονο παλικάρι, το Γρηγόρη το Λαμπράκη, την ώρα που οι μίσθαρνοι (;) φονιάδες έκοβαν το νήμα της ζωής του. Νωρίτερα, βέβαια, τη δεκαετία του 1950, που οι Άγγλοι

αιματοκυλούσαν

την Κύπρο, ο Αχιλλέας κυκλοφορούσε στους δρόμους κρατώντας πέτρες στα χέρια του, για να τις πετάει στους καταχτητές της Μεγαλονήσου· κι όταν οι χωροφύλακες

του

‘λεγαν

πως

είναι

κακό

ό,τι

σκέφτεται να κάνει και ίσως του στοίχιζε και φυλακή, εκείνος,

γιομάτος

ειρωνικό

χαμόγελο,

τους

αποκρινόταν αφοπλιστικά και χανόταν στις ρύμες και τα

σοκάκια

γαρίφαλα

του

στα

Πετροχωρίου,

πέτα:

«Από

μ’

ζήλια

ασπροκόκκινα το

λέτε·

ο

Παλληκαρίδης και ο Αυξεντίου μου ‘πανε να τις δώκω στους Εγγλέζους, μα αν τις θέλετε του λόγου σας, τραβάτε να τους ζητήσετε την άδεια και αν σας το επιτρέψουν, εγώ, ευχαρίστως, σας τις … χαρίζω!»


52

Μα εμείς ανεβαίναμε, έκτοτε, στη σκάλα της μαθητικής, φοιτητικής και φανταρίστικης ζωής μας όλοι μαζύ και ο καθένας μόνος του, στις νυχτερινές εξορμήσεις, στις ημερήσιες εκδρομές, στο ταξίδι των αναμνήσεων προς αγαπημένα πρόσωπα και μέρη. Λατρεύω ανέκαθεν τις κυριακάτικες εκδρομές σε περιαστικά, περιαυγή

αφρόσπαρτα, ακρογιάλια

και

αγεροφυλαγμένα

και

απομακρυσμένες

από

ρυπογόνους αυτοκινητόδρομους μακρογίσκιωτες και θεοσμίγουσες κορφοχιόνιστες βουνοπλαγιές, όπου, άλλοτε, όλη η νεολαία του Πετροχωρίου, κορίτσια και αγόρια ανεξάρτητα από φατρία, πρωτογνωρίζαμε τη ζωή, τη δακρύβρεχτη και παντοδύναμη μαγεία του έρωτα. Τώρα πια, φύγαμε από το χαλινό των σχολείων και της οικογένειας, έχει πέσει η εγχώρια τυραννία, αλλά

σημαντικό

μέρος

της

καρδιάς

μας

ακόμη

στενάζει κάτω απ' τις χοντρόπετσες πατουχιές των πολεμόχαρων, που 'χουν βαλθεί υποχείριο να κάμουν πειθήνιό τους όλον τον κόσμο. Σε τούτη τη σκάλα των αγοριών έμπαιναν, συχνά, στη μέση και κάποια θηλυκά και μας ανάγκαζαν να παρεκκλίνουμε δεξιά ή αριστερά από την πορεία μας, καθώς προφασίζονταν ότι, λόγω έρωτος ή σεξ, ήσαν ξεμυαλισμένες μ' εμάς ή το πορτοφόλι μας πιο πολύ απ' όσο εμείς με τα, επίκτητα ή εκ γενετής, κάλλη τους,

δίχως

να

χρειαστεί

να

επιστρατευτούν

οι


53

αποκριάτικες μάσκες που το προικισμένο με ξέχωρη μαστοριά χέρι του αλλοτινού «βάρβαρου» Νίκου Ζερβού σκάρωνε κάθε Τριώδιο και Καρναβάλι! Και το ερωτικό γλεντοκόπι συνοδευόταν, επίσης, κι από κατανάλωση αλκοόλ, που μαζύ του κείνον το διάβολο κουβαλούσε ακούραστα κι αδιάκοπα, το διαβήτη, όπως

μας

έλεγε,

από

τα

σχολικά

χρόνια,

ένας

συμμαθητής μας, ο Αλέξης ο Γαληνός, μελετηρός και πολυδιαφημισμένος,

τώρα

πλέον,

χειρούργος,

άλλοτε,

όταν

καποδιστριακός

δήμος,

πρόεδρος

ιατρός

πρωτογίναμε του

δημοτικού

συμβουλίου του Πετροχωρίου μας για καμιά τριετία. Ανέκαθεν, πρόβαλε ως καμάρι των «Σαραντάπηχων» και του χωριού ολόκληρου, αν και πιο συντηρητικός, συνεσταλμένος και εγκρατής και ιδεολογικά και στην καθημερινή πρακτική απ’ όλη τη συντροφιά μας, ήταν και φανατικός ΑΕΚτζής, καθώς κάποιος από τους γονείς του βαστούσε από την Κωνσταντινούπολη…· μα τούτα δεν μας δημιουργούσαν κανένα απολύτως πρόβλημα

στις

συζητήσεις

περί

αθλητικών

και

πολιτικών, όταν αργότερα, κάποια στιγμή, θέλησε να πολιτευτεί με την παράταξη της Νέας Δημοκρατίας στους νοσοκομειακούς γιατρούς και ήταν και εκ των πρώτων, που έτρεξαν για υλική και ηθική στήριξη της ΑΕΚ,

όταν

βαλλόταν

από

την

πρασινοκόκκινη

«παράγκα». Βέβαια, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ο Νίκανδρος ήταν το «μαύρο πρόβατο» της παρέας,


54

καθώς ήταν παντού γνωστός ΠΑΣΟΚος και οπαδός του

Παναθηναϊκού

(«Αμπελόφυλλο»

τον

φώναζα

δηκτικά από την τόση … πρασινάδα του, ιδίως μετά το ‘89!) και κάποτε – λένε, αλλά εγώ δεν το είδα… – πέταξε οργισμένος σε κάποιον αγώνα μπάσκετ Π. Α. Ο. – Ολυμπιακού ένα μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού σε διαιτητή, που, κατά τη γνώμη του, αδικούσε την πράσινη ομάδα!!! Ο Αλέξης, λοιπόν, στα χρόνια του γυμνασίου, στο παλιό και ερειπωμένο στρατιωτικό νοσοκομείο, ανάμεσα στο Πετροχώρι και το γειτονικό χωριό του Πύργου, είχε, μαζύ με τον «Κυρηναίο», βρει κάποια παλιά ιατρικά σημειώματα και κιτάπια, βάσει των οποίων μας «έπρηζε» κάθε τρεις και λίγο για το ζάχαρο και τις καρδιοπάθειες. Και μ' αυτά, αργότερα, παροτρυνθείς από τον Αγησίλαο Γλώσση, όταν τέλειωσε και την ειδικότητα, συνέγραψε ο ίδιος έναν πολύ χρήσιμο ιατρικό οδηγό ! Κι η μάνα μου τέτοιες χρήσιμες συμβουλές μου ‘δινε στην ανηφόρα της ζωής, για να μην αφήσω ποτέ τα ανθρώπινα πάθη (μανιασμένη ερωτική αντιζηλία, ασίγαστος φθόνος, ακόρεστη φιλαρχία και αχαλίνωτη φιλοχρηματία) να «καταστρέψουν» την αγάπη, που με συνέδεε με τους φίλους μου. Ευγνώμων τις μεταφέρω και εύχομαι ν’ αξιωθώ και εγώ στα παιδιά μου να μεταλαμπαδεύσω:

«Επειδή

όλοι

οι

άνθρωποι

διαφέρουν σημαντικά – εάν το καλοεξετάσεις –


55

μεταξύ τους, πέρα από τα εξωτερικά γνωρίσματα του ύψους, του βάρους, του φύλου, του χρώματος και της ηλικίας, και στα εσωτερικά, τον τρόπο δηλαδή που αισθάνονται σκέφτονται

το για

συνανθρώπους

γύρωθε τους

τους,

περιβάλλον

εαυτούς να

‘σαι,

τους παιδί

και

που

και

τους

μου,

πολύ

προσεχτικός πάντοτε. Και δεν είναι και τόσο κακό εάν είναι κάποιος φανερά κακόψυχος, γιατί, όπως ακριβώς και καλόκαρδος να ‘ναι, ξέρεις ξεκάθαρα με ποιον άνθρωπο έχεις να κάνεις και, εύκολα ή δύσκολα, βρίσκεις τρόπους να τον συναναστραφείς ή να τον αποφύγεις, εάν νομίζεις πως ωφέλιμη θα ‘ναι η συντροφιά του ή ζημιογόνα, αντιστοίχως. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αποστολή και ευθύνη σου είναι να βοηθήσεις, μ’ όλες σου τις δυνάμεις, να ξαναβρείτε το μονοπάτι της Αρετής ο κακός και συ, εάν τυχόν σου ‘χει μεταφυτεύσει, άθελά σου, κάποια σπέρματα μικροψυχίας. Ενώ κι ο καλός κι εσύ, εάν είσαι, πραγματικά κι όχι θεατρινίστικα, αμόλυντος, πρέπει

να

αγωνίζεστε

νυχθημερόν

να

γίνεστε

καλύτεροι και να πλησιάζετε το σκοπό εφ’ ω έκαστος ημών

ετάχθη,

την

αληθινή

αγάπη

και

την

αλληλοβοήθεια, τη γνώση των μυστικών της ζωής και τη διάδοσή τους σ’ όσο γίνεται περισσότερο κόσμο ανιδιοτελώς!


56

Μα το χειρότερο θαρρώ, παιδί μου, πως είναι όταν στον περίγυρό σου βρίσκονται, παρά τη θέλησή σου, ύπουλοι και υποκριτές. Και τούτο, γιατί δεν ξέρεις πώς θα τους φερθείς, μα, κυρίως, δε γνωρίζεις πότε και πώς θα σου κάνουνε τη ζημιά που ‘χουν βάλει στο νου τους για σένα. Ζήλια και μανία φωλιάζει,

χειμώνα

καλοκαίρι,

μέσα

τους.

Παχύδερμα θηλαστικά και σαρκοβόρα ερπετά σού παριστάνουν τους φίλους, σου τάζουν αγάπες και έρωτες,

αιώνια

συμπαράσταση

και

στην

πραγματικότητα σού σκάβουν το λάκκο και καρτερούν την ώρα που θα ‘σαι έτοιμος να πέσεις, για να σε σπρώξουν εκείνοι όσο γίνεται βαθύτερα. Μπροστά σου,

παιδί

μου,

είναι

γελαστοί

και

προσηνείς,

αφύσικα δουλοπρεπείς, τρελά ερωτευμένοι, απίστευτα συγκαταβατικοί,

αλλά

πίσω

σου

γιομάτες

δηλητηριώδη βέλη και αχαριστίας συκοφαντίες προς τρίτους εις βάρος σου οι φαρέτρες δεν παύουν καθόλου να σε ναρκοθετούν, ιδίως όταν δεν έχουν κάτι υλικό και χειροπιαστό να ωφεληθούν οι εφήμεροι συμφεροντολόγοι. Γι’ αυτό τα μάτια σου πάντα να ‘ναι ορθάνοιχτα κι η καρδιά να προσέχει πού και πώς θα δοθεί, όταν το αποφασίσει στα δίχτυα του Έρωτος, εκούσια, να μπλέξει !!!»


57

Κι αφού έγραψα νωρίτερα για το στρατιωτικό νοσοκομείο, θέλω να σημειωθεί και τούτο: Αρχές του φετινού καλοκαιριού (2004), Ιούνης θα ‘ταν θαρρώ, όταν μια τελετή εγκαινίων είχε μαζέψει όλη την παλιά παρέα πάλι. Το παλαιό στρατιωτικό νοσοκομείο της περιοχής μας μετατράπηκε σε λαογραφικό μουσείο. Ο γηραιός πια Αγησίλαος Γλώσσης, ο γράφων και ο Αλέξης Γαληνός έπεισαν, μετά από πολυετείς αγώνες και ένα σωρό υπογραφές πολιτών, τους βουλευτές της επαρχίας και, σε ένα νομοσχέδιο του υπουργείου πολιτισμού, πέρασε σχετική τροπολογία για την άδεια αλλαγής χρήσης κτιρίου. Το άλλοτε πολυθόρυβο νοσοκομείο παρέμενε ερειπωμένο και εκτός, πλέον,

λειτουργίας, αφότου

έφυγε το 1966 η στρατιωτική μονάδα που είχε φέρει ο Καραμανλής γύρω στα 1958 στη «γειτονιά» μας και αφότου φτιάχτηκε το υπερσύγχρονο νοσοκομείο στην Καλλίπολη, στα ύστερα χρόνια της Αλλαγής, για το οποίο λέγεται ότι κάποια από τα έξοδα αποπεράτωσής του

πήγαν

σε

τσέπες

«φίλων

και

ημετέρων

μεγαλοεργολάβων». Συνειρμικά, θυμούμαι πως, από παιδί, είμαι αλλεργικός στους αρουραίους, τα φίδια και τα κοράκια· γι’ αυτό είτε έκανα εμβόλιο, όταν τα πλησίαζα, είτε τα απέφευγα· αν με πλησίαζαν, όμως, άθελά μου, εκείνα, μετά, πάντοτε, φρόντιζα για απολύμανση…


58

Τώρα πια, όμως, χάρη στους γιατρούς μας, έχει μεταμορφωθεί λαογραφικό

το

στρατιωτικό

μουσείο,

Πολιτισμικής

το

νοσοκομείο

«Μουσείο

Κληρονομιάς

και

σε

Λαϊκής

Παράδοσης,

ο

Λαοτρόφος», υπό την ευθύνη του δήμου Πετροχωρίου και με συνδιοίκηση με την άλλοτε κοινότητα Πύργου, για να εκτίθενται εκατοντάδες αντικείμενα – δείγματα της πλούσιας τοπικής μας παράδοσης και τα οποία όλα έχουν παραχωρήσει κάτοικοι της περιοχής. «Ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να δει στο μουσείο

μας

αγροτικά

εργαλεία,

οικιακά

σκεύη,

αργαλειούς, γραμμόφωνα, παραδοσιακές στολές και χίλια δυο άλλα αντικείμενα, τα οποία έχουν χαθεί από προσώπου

γης

και

χάρη

ανθρώπων

φυλάχτηκαν

στην

και

αγάπη

σήμερα

κάποιων έχουν

τη

δυνατότητα να τα βλέπουν οι νεότερες γενιές. Έτσι, έχουν τη δυνατότητα οι νέοι μας να γνωρίσουν σε τι συνθήκες έζησαν οι πρόγονοί τους, μέσα από τα αντικείμενα

που

χρησιμοποιούσαν»,

δήλωσε,

σε

πρόσφατη συνέντευξή του, στην τοπική εφημερίδα, στον

«Τροχό»

διοικητικού

(23/09/2004)

συμβουλίου

του

ο

πρόεδρος

του

«Λαοτρόφου»

και

αδελφός του Αλέξη, Ευτύχιος Γαληνός, αρχαιολόγος. Στο πρώτο, λοιπόν, εκλεγμένο από τους κατοίκους του Πετροχωρίου και του Πύργου για τριετή θητεία επταμελές άμισθο διοικητικό συμβούλιο του μουσείου συμμετείχαν, πλην του Ε. Γαληνού, ο Στέλιος ο


59

Γλώσσης ως αντιπρόεδρος, εγώ ως ταμίας, ο πρώην κοινοτάρχης

Πύργου,

Χαρίλαος

Κοντολέων,

η

αντιδήμαρχος Πετροχωρίου, Μαρία Χατζησταυρίδου, η

διευθύντρια

του

1 ου

δημοτικού

σχολείου

Πετροχωρίου, Ελεονώρα Ωρολογά ως γραμματέας και επί των δημοσίων σχέσεων, και ο δικηγόρος, Ανέστης Φλώρος. Ξανάρχομαι στα σχολικά χρόνια και ακόμη και σήμερα, όμως, θυμάμαι πώς πειράζαμε, ενωμένοι «Σαραντάπηχοι»

και

«Πρωθυπουργό»! Θεόδωρος

«Αργοναύτες»,

τον…

Δεληγιάννης

ήταν το

κανονικό του ονοματεπώνυμο και ήταν ο καθηγητής μας στην πληκτική κατ' εμένα και ανούσια Άλγεβρα των κακογραμμένων σχολικών εγχειριδίων. Επειδή, όμως, στα διαλείμματα και εκτός σχολείου, ιδίως δε στα καφενεία, μιλούσε συνέχεια για πολιτικά θέματα και το όνομά του θύμιζε τον παλαιό πρωθυπουργό κανείς δεν τον φώναζε πια με το πραγματικό του ονοματεπώνυμο.

Οι μεγάλοι σε ηλικία το είχαν

ξεχάσει πια, μολονότι ήταν καθηγητής μαθηματικός των παιδιών τους στο γυμνάσιο, οι μικρότεροι δεν το είχαν μάθει ποτέ, αλλά όλοι τον κορόιδευαν: «κύριε Πρωθυπουργέ». Ο «Τυρταίος» είχε, για χάρη του, σκαρώσει και διαδώσει αυτό το σκωπτικό τετράστιχο: «Κανείς αληθινά με σένα, μέγα Δεληγιάννη/ στο συναγωνισμό ποτέ, μα το θεό, δε φτάνει/ Αν

και


60

σπούδασες τ' Αρχιμήδη και Πυθαγόρα το φως/ από μυριόφημο τζάκι έγινες πρωθυπουργός». Και το πιο ευτράπελο όλων ήταν ότι ο «Πρωθυπουργός» το ευχαριστιόταν και διαλαλούσε ότι όντως συσχετίζεται σ' απευθείας συγγενική γραμμή με τον αλλοτινό Γορτύνιο πολιτικό, εφόσον ήσαν, όπως λεγόταν, και συντοπίτες, από ένα χωριό της ορεινής Αρκαδίας, έτσι είχε προηγηθεί αυτού η φήμη, είλκυαν κι οι δυο τους την ένδοξη καταγωγή.


61

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ! τότε που «βαρβαρίζαμε»…

Ωραία ήταν, φίλε, ήταν ωραία όπως τα λέγαμε και όπως μέσ’ στο κρασί και την παρέα γύριζεν ο καιρός κι ο τόπος (Γιάννης Σκαρίμπας, «Η παρέα»)

Εάν ο Θεοφάνης Ζωιόπουλος, ο θυμοφιλόσοφος και

«ψυχή»

των

«Σαραντάπηχων»

και

ο

οποίος

καθόταν στο ίδιο θρανίο με το Γαληνό, ήταν ο πολυαγαπημένος φίλος του «Τυρταίου» και πρώτος κριτικός αναγνώστης των στιχουργικών του δοκιμών, ο Αλέξης μοιραζόταν τη χαρά της φιλίας με τον Αυγερινό, ο Βαγγέλης ο Δρόσος είχε το ίδιο θρανίο μαζύ με έναν άλλο «Αργοναύτη», το Διονύση το ν Βουρδουμπά, τον «αρχιοινοχόο» της τότε τάξης μας και

σημερινό

αρκετά

καλό

εξίσου

μηχανικό

αυτοκινήτων, φίλο και συνεργάτη του Μανόλη του Ακριβόπουλου, στην Καλλίπολη, την πρωτεύουσα της επαρχίας μας. Ποτέ, λοιπόν, δε θα σβήσει απ' τη


62

μνήμη μου εκείνο το μεσημέρι, που, ανήμερα της Πρωτομαγιάς του 1970 ή του '71 μετά από ένα συνηθισμένο οικογενειακό τσιμπούσι στο σπίτι του, μια καρδιακή προσβολή, τελείως απροειδοποίητη, είχε στείλει το γέρο Διονύση Βουρδουμπά ή «Μπουκάλα», παρανόμι που του βγήκε στα νιάτα του όταν κατάπινε ασυλλόγιστα μεγάλες ποσότητες κρασί, παππού του συμμαθητή

μας

κρασοπουλειών

και της

ταχτικό περιοχής,

θαμώνα

όλων

των

στα

του,

στα.

70

κυπαρισσάκια. Μα όλοι είχανε να λένε, όμως, και για την ανεξήγητη βραδυπορία ενός ασθενοφόρου να προσέλθει

στο

μεταφέρει τον

ορεινό

Πετροχώρι

«Μπουκάλα»

στο

μας

και

να

νοσοκομείο

της

Καλλίπολης, όπου υπηρετούσε ως καρδιολόγος ο κ. Αγησίλαος

Γλώσσης,

άριστος

επιστήμονας

και

άψογος άνθρωπος... Ο Αγησίλαος, που «Καλό Σαμαρείτη» τον έλεγαν όλοι, ήταν πατέρας του σημερινού Διευθυντή στο Εθνικό Ωδείο, δεινού κιθαρωδού και τραγουδοποιού και από τότε καλού, αγαπημένου φίλου και στελέχους των «Σαραντάπηχων», Στέλιου Γλώσση και έκανε, πάντοτε, όλα τα χατίρια του γιου του, χωρίς να τον κακομαθαίνει. Ορφανός κι από τους δυο γονείς του, ο Αγησίλαος μεγάλωσε στο δρόμο και ένιωσε την πείνα και τη φτώχια στο πετσί του για τα καλά και δεν ήθελε ποτέ απ' το μοναχοπαίδι του, το Στέλιο, να


63

λείψει το παραμικρό. Έτσι, όταν ο Στέλιος του είπε ότι δεν θέλει να σπουδάσει ιατρική, αλλά φιλολογία και μουσική, ο γιατρός δεν δυστρόπησε, μα τον βοήθησε και τον στήριξε οικονομικά μ' όλες του τις δυνάμεις, οικονομικές και ηθικές. Ο γιος Γλώσσης στο σχολειό καθόταν μαζύ με τον Νίκανδρο το Λίθινο, έναν «αθόρυβο» χαρακτήρα και

πολύ

καλό

«Σαραντάπηχων».

μαθητή Κι

ο

και

μέλος

«βάρβαρος»

τούτος,

των ο

Νίκανδρος, ως έγκυρος – παρά το ρατσισμό κάποιων μικρονόων – δημοσιογράφος πολιτικού ρεπορτάζ σε εφημερίδα των Αθηνών, τιμά, εδώ και τόσα χρόνια, τη λατρευτή του μανούλα, την κ. Αλίκη, την πόρνη της μικρής μας κοινωνίας. Προβάλλει και την άσβεστη φιλία μας, την ώρα που δεχόταν, ως παιδί, καρτερικά τις κοροϊδίες και τα «κουτσομπολιά» του κόσμου, επειδή ήταν «ουρανόπεμπτος και αγνώστου πατρός». «Φαρμακερή αιχμή» αποτελεί, όμως, σήμερα για όποιον απ' τους κυβερνώντες πιάσουν τα «δόκανά» του να παρανομεί! Απέναντι, λοιπόν, από το σπίτι των Γλωσσαίων, στην αρχή του χωριού μας, υπήρχε, εκείνη την εποχή, εγκαταλειμμένο ένα τροχόσπιτο. Με πρωτοβουλία του Στέλιου, που δεχτήκαμε με ομοφωνία στη γενική συνέλευση

των

«Σαραντάπηχων»,

το

τροχόσπιτο

ευπρεπίστηκε κάπως και, καλοκαίρι του '68, αφού


64

μετονομάστηκε διάρκεια

των

βιβλιοθήκη

«Μουσείο»,

σχολικών

με

Αριστοφάνης, Λυσίας,

σε

μας

Αρχαίους

φιλοξενούσε, χρόνων,

(Πλάτων,

μια

στη μικρή

Αριστοτέλης,

Δημοσθένης, Θουκυδίδης, Ξενοφών,

Ισοκράτης)

και

Νεοέλληνες

(Βάρναλης,

Ρίτσος, Σολωμός, Παπαδιαμάντης κ.α.) με τη βοήθεια του

κ.

Ευαγγελίου,

ξένη

λογοτεχνία

(Μολιέρος,

Τολστόι, Τσέχοφ, Ίψεν, Ντοστογιέφσκι κ.α.) και Πολιτική Φιλοσοφία (Μαρξ, Ένγκελς κ.α.) με την παρότρυνση του Θεοφάνη και τα σκασιαρχεία μας, όταν η ατμόσφαιρα του σχολείου ή η συμπεριφορά των

«Μεγάλων»

γίνονταν

αποπνιχτικές

για

τους

επηρεασμένους από το Γαλλικό Μάη του '68 εφήβους του

Πετροχωρίου.

Τη

συντήρηση

και

την

καθαριότητα του «Μουσείου» την αναλάμβανε ανά βδομάδα μια τετράδα από τους «Σαραντάπηχους». Στο «Μουσείο» , από το 1968 και το 1972, που «λειτουργούσε» καθημερινά, είχαν έλθει, αυτόκλητοι, και πεντέξι φορές χωροφύλακες από το αστυνομικό τμήμα Πετροχωρίου και το σταθμό της Καλλίπολης σταλμένοι από το Χατζηλεβαντή ή τον Μάξιμο, για να ελέγξουν

εάν

διακινούμε

ναρκωτικά

ή

κομμουνιστικές ιδέες. Απογοητεύτηκαν, όμως, που αντί

για

χίπηδες

ή

για

το

Ζαχαριάδη

και

το

Βελουχιώτη, είχαν βρει έφηβους να παίζουν σκάκι, να λένε ανέκδοτα, να συναγωνίζονται κάπου – κάπου στα


65

ρεψίματα και στις πορδές, να διαβάζουν ποίηση και αθλητικές

εφημερίδες

και

ν'

ακούνε

μουσική,

συζητώντας για τον Ολυμπιακό του Γιούτσου και του Σιδέρη και τον Παναθηναϊκό του Δομάζου ή την ΑΕΚ της παρέας του Νεστορίδη. Βλέπεις, τα βιβλία, που ίσως μας βάζανε σε «μπελάδες» μαζύ με τους δίσκους του Θεοδωράκη, τα είχε πάρει σπίτι του ο «υπεράνω υποψίας» Στέλιος Γλώσσης να τα κρύψει, όσες φορές ο «Κυρηναίος» ή ένα μέλος της ομάδας μας, ο Δημήτρης

Παναγιωτόπουλος,

σημερινός

συνδικαλιστής του ΟΤΕ ως απόφοιτος μιας ιδιωτικής σχολής ηλεκτρολόγων, που 'χε πατέρα αστυνομικό, μας προειδοποιούσαν, παίρνοντας πάντα ένα μεγάλο ρίσκο που τους το αναγνωρίζαμε, έγκαιρα περί των εφόδων της χωροφυλακής.


66

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε! οι αλλαγές σκάλωσαν…

Τραγούδι που άρχισα παιδί και γέρος δεν τελειώνω βαθιά η καρδιά σε κελαηδεί και σ’ αγρικώ και λιώνω (Αθ. Κυριαζής, Ποιητής του 1880)

Έχουν

περάσει

πολλά

χρόνια

έκτοτε.

Τις

καθημερινές πολύωρες συναθροίσεις στο «Μουσείο», όπου, επίσης, καταστρωνόταν και τα κάθε λογής σχέδια των «Σαραντάπηχων» και κάπου – κάπου ερχόταν κι ο… Ευαγγελίου, έχουν σήμερα διαδεχτεί οι ολιγόωρες συναντήσεις όλης της αλλοτινής φατρίας αραιά και πού, σε ονομαστικές εορτές. Πάντα, όταν κάποιος λείπει, ψάχνουμε για πειστική δικαιολογία. Όσο συχνότερα

περνούσαν μονάχα

οι

τα πιο

χρόνια,

συναντιόμασταν

δεμένοι,

Αυγερινός

Ζωιόπουλος – Γλώσσης – Γαληνός – Νίκανδρος και εγώ, αλλά πάντα δαμόκλειος σπάθη στα κεφάλια μας ο χρόνος και το άγχος. Ο Πρίσλεϋ είχε, με διαβατήριο τα ναρκωτικά και τη μελαγχολία, πάρει το δίχως


67

επιστροφή ταξίδι, λίγα χρόνια μετά το Λευτέρη, ενώ φονικό χέρι ξαναματοκύλισε τα όνειρά μας, όταν μάθαμε για το τέλος του Τζον Λένον και μαύρισε η καρδιά μας την ίδια χρονιά με το μισεμό του Νίκου Ξυλούρη.

Οι

αλλαγές

στη

ζωή

μας,

που

ονειρευόμασταν ως παιδιά, δεν ήρθαν – αν και αναζητούμε,

από

χρόνια,

στις

λεωφόρους

της

πρωτεύουσας, τον άρτο τον επιούσιο – ακόμη, κάποιες μετοχοποιημένες εισήλθαν στο χρηματιστήριο αξιών και παίζονται από τους Ρωμαίους στα ζάρια, ενώ κάποιες άλλες εκσυγχρονιστικά ή νεοφιλελεύθερα ερήμην μας μονοπάτια διάλεξαν και γίνονται καπνός άφιλτρου τσιγάρου χαμένος σ' ασέληνο νυχτιά ή ποτήρι κρασιού φλογάτου κι άκρατου, ενώ δίπλα, ένα ραδιόφωνο

παίζει

παυσίλυπη

μουσική!

Αλλά,

επουδενί και ποτέ ναρκωτικά! Μια και έγραψα ναρκωτικά, εάν θυμάμαι καλά, τέλη του 2002 ή αρχές του ’03 νομίζω, ο αλλοτινός μας συμμαθητής, ο Αντώνης ο Ιππίας, είχε στρέψει επάνω του τα δημοσιεύματα του «Τροχού», όχι γιατί στο λογιστήριο της εφημερίδας δούλευε ο πεθερός του, ο Άγγελος Χτενάς, πατέρας και του επίσης συμμαθητή μας, Ραδάμανθου Χτενά, αλλά επειδή βοήθησε την Αστυνομία να συλλάβει ένα παλικάρι, που διακινούσε ναρκωτικές ουσίες σε τοξικομανείς. Ειδικότερα, από αστυνομικούς που εκτελούσαν πεζή


68

περιπολία στο κέντρο της Καλλίπολης εντοπίζεται στη συμβολή

των

οδών

Αριστοφάνους

και

Θ.

Κολοκοτρώνη, στην πρώτη εξ αριστερών παράλληλη οδό απ’ την υπόγα του τυπογραφείου των Ζωιόπουλου – Γενναδίου, ένας εικοσάχρονος νεαρός, τη στιγμή που διαπραγματευόταν την πώληση ναρκωτικών σε χρήστες. Τους αντιλαμβάνεται κι αυτός και καθώς πήγαινε να διαφύγει, πέφτει επάνω στον Ιππία, που τον

ακινητοποιεί

χωρίς

χάσιμο

χρόνου

και

τον

παραδίδει στην αστυνομία. Στην κατοχή του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 20 δόσεις ηρωίνης, συνολικού βάρους 50 γραμμαρίων και 500 ευρώ, που προερχόταν από την πώληση ναρκωτικών. Ένα ταξίδι για κάποιον, υπέργειο και επουράνιο «παράδεισο» είχε ματαιωθεί, πριν καν ξεκινήσει. Ο Αντωνάκης, ο Ιππίας, το παιδί – «ξουράφι» στα μαθηματικά, στο οποίο, για την ευστροφία του, έβγαζε το καπέλο κι ο «Πρωθυπουργός» ο ίδιος, οσάκις

έλυνε

τριγωνομετρικές

σε ή

κλάσματα αλγεβρικές

δευτερολέπτων εξισώσεις!

Τι

θυμήθηκα! Τον τραγικό θάνατο μπροστά στα μάτια της γυναίκας του και των δύο από τα πέντε ανήλικα παιδιά του, π’ είχε βρει, εκείνο το απόγεμα του Φλεβάρη του ’70 θαρρώ, σε ηλικία 45 ετών αγρότης Νικόλαος Ιππίας, ο πατέρας του συμμαθητή μας,


69

Αντώνη Ιππία, όταν καταπλακώθηκε από το τρακτέρ, το οποίο οδηγούσε. Το περιστατικό είχε συμβεί στα «Δίδυμα», μιαν αγροτική τοποθεσία του Πετροχωρίου, έξω από το χωριό, όπου πολλοί συγχωριανοί μας είχαν ελιές. Ο άτυχος ξωμάχος συγκέντρωνε λιόκλαδα από ένα ξένο χωράφι

για

«μεροδούλι

μεροφάι»,

όταν

από

υποχώρηση του εδάφους ανατράπηκε το τρακτέρ του, που ‘χε αγοράσει με δανεικά από την Αγροτική Τράπεζα, και τον καταπλάκωσε, τραυματίζοντάς τον θανάσιμα. Η σύζυγος του Ιππία, Σοφία, και τα παιδιά τους, ο δικός μας ο Αντώνης και ο 13χρονος αδελφός του Κλεομένης, που μάζευαν όσα κλαδιά μέριαζε το τρακτέρ, μόλις είδαν τι συνέβη, έτρεξαν κάθιδροι, προσπάθησαν

μεμιάς

να

απεγκλωβίσουν

τον

πολυαγαπημένο τους, το δικό τους άνθρωπο, χωρίς, όμως, το επιθυμητό αποτέλεσμα . Λίγα λεπτά μετά, καθώς ο Κλεομένης είχε γυρίσει, μουσκεμένος στο αίμα και στον ιδρώτα, στο Πετροχώρι και χτυπώντας την καμπάνα της εκκλησιάς του Αϊ – Γιάννη του Βαφτιστή ζητώντας

βοήθεια, ο Αλευρογιώργης, ο

πατέρας

ο

μου

κι

πατέρας

του

Αυγερινού

απομάκρυναν το τρακτέρ και απεγκλώβισαν νεκρό τον κακόμοιρο Νικόλαο Ιππία, που άφηνε πίσω του χήρα και πέντε ορφανά ανήλικα παιδιά, που, χάρη στα


70

ξενοδουλέματα της μάνας τους και στο δικό τους μόχτο στα χωράφια και τα γράμματα, πρόκοψαν όλα. Ο Αντώνης, ο πρωτότοκος, σπούδασε γεωπόνος και δουλεύει στην Καλλίπολη, οικογενειάρχης και πατέρας δυο γιων. Ο Κλεομένης, που δεύτερος στη σειρά

έρχεται,

σήμερα

είναι

αντισυνταγματάρχης

διαβιβάσεων στο Γενικό Επιτελείο Στρατού στην Αθήνα, προερχόμενος από τη σχολή υπαξιωματικών Τρικάλων, όπου είχε εισαχθεί και διακριθεί για τα δημοκρατικά του ιδεώδη και την ευσυνειδησία εκ των πρώτων. Η Μαρία, που το ’70 ήταν 9 ετών, είναι καθηγήτρια φιλόλογος, σε εσπερινό λύκειο, στην Καλλίπολη και έχει παντρευτεί τον άλλοτε συμμαθητή μας, Στέλιο Γλώσση. Η Ευτυχία, που ‘χε το όνομα της μάνας του χαροκαμένου Νικόλα κι ήταν μόλις 6 ετών τη χρονιά που ‘φυγε ο πατέρας της, με σπουδές φυσικομαθηματικών, ζει και δουλεύει, από χρόνια, στην Αμερική, στο εθνικό της αστεροσκοπείο θαρρώ, ως λαμπρή επιστήμων. Στερνοπούλι των Ιππίων ήταν ο Ευαγόρας, μόλις τριών ετών τότε, ο οποίος, τώρα, τελειόφοιτος

νομικής

και

δικηγόρος

από

τους

άριστους για την ηλικία του, έχει οριστεί, από τις τελευταίες δημοτικές εκλογές και δώθε, αντιδήμαρχος στο δήμο Πετροχωρίου επί διοικητικών θεμάτων, με τέτοια επιτυχία στην άσκηση των καθηκόντων του, που ο «Τροχός» (φύλλο των Χριστουγέννων του 2004)


71

τον θεωρεί «αδιαφιλονίκητο φαβορί» για υποψήφιο δήμαρχο στις επόμενες εκλογές. Παρόμοια, όμως, ανδραγαθία με τον Αντωνάκη είχε να επιδείξει και ο Λευτέρης ο Φωτεινάκης, στην εφηβεία μας, πριχού πάει στο στρατό και φύγει για Κύπρο. Ήμασταν στο γυμνάσιο ακόμη, εκείνο το παγωμένο

μεσημέρι

του

Γενάρη

του

’70,

όταν,

γυρνώντας στο σπίτι από το Αρρένων Πετροχωρίου, ακούμε φασαρία έξω από τα γραφεία του Γεωργικού Προμηθευτικού Συνεταιρισμού Πετροχωρίου και των όμορων κοινοτήτων. Τι είχε συμβεί; Ένας 22χρονος νεαρός, ο οποίος φορούσε κράνος, από το γειτονικό χωριό, την Κυψέλη, ο Μίλτος Ασπρίδης, εισήλθε στα γραφεία

του

Συνεταιρισμού

και,

με

την

απειλή

πιστολιού, ακινητοποίησε υπαλλήλους και πελάτες. Στη συνέχεια, ανάγκασε τους ταμίες, που δεν είχαν προλάβει να φωνάξουν για βοήθεια ή να ειδοποιήσουν την αστυνομία, να του παραδώσουν τα χρήματα, ελληνικές

περίπου δραχμές

6000 σε

με

την

τότε

αξία

χαρτονομίσματα

των

τους 100

δραχμών. Αφού τα άρπαξε βιαστικά και τα απίθωσε σε μιαν

μαύρη

σακούλα,

βγήκε

τρέχοντας

από

τα

γραφεία, δοκίμασε να επιβιβαστεί σε δίκυκλο μικρού κυβισμού και προσπάθησε ν’ απομακρυνθεί. Μάταια όμως! Σε μια γωνιά του δρόμου, όμως, ο Λευτέρης, χωρίς να το πολυσκεφτεί ή να σαστίσει από φόβο, του


72

στήνει καρτέρι και του πετά στο κεφάλι την σχολική τσάντα. Μπράβο στο θάρρος του μικρού «βάρβαρου»! Μέχρι και ο Μάξιμος και ο Χατζηλεβαντής, για πρώτη και μόνη φορά, τον εγκωμίασαν από κοινού και δημοσίως!

Την

γυμνασιάρχης

άλλη

μέρα,

επαίνεσε

το

στο

γυμνάσιο

«βάρβαρο»

ο

μαθητή,

λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι «η τιμία πράξις σου, ω Ελευθέριε Φωτεινάκη, υπερηφάνους ημάς εποίησεν, ώσπερ Νικόστρατος αρχαίους ημών προπάτορες!». Περιττό να σας γράψω, βεβαίως, ότι εμείς τότε και πολλοί εξ ημών ακόμη και σήμερα αγνοούσαμε και αγνοούμε ποιος ήταν ο Νικόστρατος και επειδή, βαριακούγοντας,

πιστέψαμε

ότι

ο

φιλοχουντικός

γυμνασιάρχης αναφερόταν στο στρατό, που κατείχε την

εξουσία

πραξικοπηματικά

υπό

τον

Γ.

Παπαδόπουλο όχι το φούρναρη, αλλά τον κολονέλο, δεν χειροκροτήσαμε το λόγο του Μάξιμου, μήτε ζητωκραυγάσαμε... Κι αυτόν τον εξόργισε αφάνταστα! Τέλος πάντων, το μεσημέρι της 11/01/1970, με γεμάτη,

όμως,

ουρανοκατέβατη

βιβλία να

μια

του

σχολική

‘ρχεται

στο

τσάντα

κεφάλι,

ο

Ασπρίδης, εμβρόντητος, έπεσε κακήν – κακώς από τη μηχανή καταμεσής του δρόμου και τσουβαλιάστηκε απ’ τον πόνο. Έτσι, βρήκαν χρόνο οι περαστικοί και οι

υπάλληλοι

ακινητοποιήσουν

του και

συνεταιρισμού να

τον

να

τον

παραδώσουν

στην


73

αστυνομία μαζύ με τη λεία του στο άδοξο φινάλε της επιχείρησής του. Ενός εγχειρήματος, που οφειλόταν αποκλειστικά, όπως ομολόγησε ο αποτυχών κλέφτης στο δικαστήριο, στην ανεργία, που, τα χρόνια εκείνα, μαζύ με την ερήμωση της υπαίθρου γιγάντευαν και μάστιζαν και οι δυο και την ελληνική εκτός Αττικής χώρα.


74

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ! ραδιόφωνο & ραδιόφονα

Μηνύματα θολά κι αναπολήσεις που ορχηστρωμένες γίνονται αναμνήσεις (Ν.Μποτέζ, Ρουμάνος Ποιητής) Το… ραδιόφωνο! Κάνω ένα μικρό… διάλειμμα και

γράφω

για

τα

ραδιόφωνα

της

νιότης

μου,

συγνώμη! Στα γυμνασιακά μας, λοιπόν, χρόνια, το θυμούμαι αχνά. Ο πατέρας ξυπνούσε νωρίς το πρωί. Σηκωνόταν και πρώτος. Ο αλέκτωρ του σπιτιού. Με τη σειρά. Μας ξυπνούσε . Πρώτα, τη μάνα μου. Μετά, εμένα και τελευταία την αδελφή μου. Έπαιρνε το πρωινό του μαζύ μας. Κι έφευγε βιαστικός. Κάθε πρωί, το ίδιο. Από κοντά του, στο ξύρισμα και στο τραπέζι, ένα ραδιοφωνάκι. Παλιό. Το 'χε

από τα

χρόνια που ήταν εργένης. Με λεπτό, μα ξεκάθαρο ήχο. Δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Γυρνώντας το μεσημέρι, μέχρι να στρώσει η μητέρα το τραπέζι, έψαχνε να το βρει. Απορούσα πώς τα κατάφερνε στη δουλειά χωρίς αυτό. Ακούγαμε απ' αυτό πρωινές, μεσημβρινές και βραδινές ειδήσεις. Εσωτερικές και παγκόσμιες. κει,

μάθαμε

για

την

ανατροπή

του

Από

Γεωργίου

Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1965 και για τον


75

Απρίλη του 1967. Μ' εκείνο το χαρακτηριστικό φλαούτισμα της Κρατικής Ραδιοφωνίας. Κάπου,

στο

πατάρι,

ίσως.

Βρίσκεται

το

ραδιοφωνάκι εκείνο. Πλέον. Ούτε καν θυμούμαι τι μάρκα ήτανε. Μήτε πώς έμοιαζε. Αλλά βουβό, αφότου παραχώρησε τη θέση του. Στη μεγάλη, έγχρωμή μας τηλεόραση. Μα, τώρα, θα σας μιλήσω και για κάποιο άλλο ραδιόφωνο. Δώρο της μητέρας μου στα γενέθλιά μου, τα πρώτα μετά το 1967 χρόνια. Πηδούσα από τη χαρά μου. Δικό μου ραδιόφωνο. Τρανζίστορ. Δικό μου; Δικό μου! Και το έπαιρνα συνεχώς μαζύ μου, στις φιλικές συγκεντρώσεις στο «Μουσείο» και στις κάθε λογής μαζώξεις με την παρέα των «Σαραντάπηχων». Το έχω ακόμη. Στο γραφείο, στο πατρικό μου σπίτι. Αν και γερασμένο. Αλώβητη η απόδοσή του, από τα χρόνια. Όποτε πηγαίνω να δω τους γονείς μου. Ξαπλώνω στο κρεβάτι. Χαλαρώνω από το καθημερινό άγχος,

συντροφιά

με

τον

«Κοκκινούλη».

Έχει

κόκκινο, όπως καταλάβατε, χρώμα. Δεν είναι πολύ μεγάλο. Δουλεύει και με ρεύμα και με μπαταρίες. Η φίρμα του δεν είναι πολύ γνωστή, ούτε έπαιξε ποτέ ρόλο στην πολύχρονη φιλία μας. Μοιάζει με όλα τα ραδιόφωνα, αλλά έχει γράψει την δικιά του ιστορία. Για τα παιδικά μου και τα


76

εφηβικά

χρόνια

στεκότανε,

μαζύ

με

τους

«Σαραντάπηχους», ο πιο στενός, ο χρήσιμος φίλος κάθε Τετάρτη και Κυριακή, αφού δε λησμονιούνται εύκολα τα καρδιοχτύπια μας για τα ποδοσφαιρικά ματς της ομάδας που υπερασπίζαμε. Στην υπόλοιπη βδομάδα, μόλις τέλειωνα τα μαθήματα, αν δεν ήταν καλός ο καιρός και δεν έβγαινα έξω για να παίξω, μέχρι να πέσω για νυχτερινό ύπνο, ήταν η παρέα μου. Στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα νιώσαμε μαζύ να μας «ηλεκτρίζουν» τα μπλουζ και τα σλόου μουσικά κομμάτια. Δεν μπορώ να ξεχάσω τις γεμάτες περισυλλογή ώρες που κλεισμένος στο δωμάτιό μου έπειτα από (ερωτική,

βασικά)

ασήμαντον

αφορμήν)

επαναστατημένος μουσική

απογοήτευση

από

ατέρμονες

έφηβος

με

καβγάδες

(δι'

γονείς

ως

καταφύγιο

σε

τους

έβρισκα

ραδιοφωνικούς

φιλοσοφικές

ή

σταθμούς

συζητήσεις

και με

σε τον

«Ελεύθερο» και τον Αλέξη το Γαληνό, στο σπίτι του ενός ή του άλλου, στο «Μουσείο» ή στην ύπαιθρο του χωριού

μας.

Επιπλέον,

στη

γιομάτη

ξενύχτια

τελευταία χρονιά του Γυμνασίου από το επίπονο διάβασμα για τις εξετάσεις, ο «Κοκκινούλης» είχε σταθεί

ο

μόνος

ανιδιοτελής

συμπαραστάτης

και

διεκδικούσε από την οικογένειά μου και τους φίλους μερίδιο της αγάπης μου.


77

Στα φοιτητικά μου χρόνια, πάντα δίπλα μου στάθηκε ως φίλος κι αδελφός πιστός μοιραζόμενος κάθε ευχάριστη και κακή στιγμή. Η διαπεραστική φωνή του μόλις γυρνούσα στο σπίτι από ολονύχτια διασκέδαση ( «Ώρα Ελλάδος 07.00 π.μ.») μου θύμιζε το ραδιόφωνο του πατέρα! Στο

στρατό,

χρήσιμη

και

αναγκαία

ήταν

η

παρουσία του «Κοκκινούλη» . Εκεί, πάνω στα σύνορα. Τις δύσκολες ώρες της σκοπιάς και της περιπολίας, ήθελα κάτι να μου θυμίζει το πατρικό μου σπίτι και την αγαπημένη συντροφιά των καλών φίλων, του Θεοφάνη και του Αλέξη, του Λεωνίδα και των άλλων «Σαραντάπηχων».

Έφερνα στο νου μου την ηρωική

θυσία του Λευτέρη και αναθάρρευα τον παγωμένο χειμώνα και τους δύσκολους μήνες της παραμεθορίου φαιοπράσινης θητείας μου. Ο «Κοκκινούλης» μου δεν είναι ένα άχρηστο άψυχο κουτί, ακίνητο από τα χρόνια. Είναι ό,τι αγαπώ πιο πολύ στη ζωή μου. Είναι η ίδια μου η ζωή, παρότι, μέσα από τα κύματά του, καθημερινά τιμές και αξιοπρέπεια,

αρχές

καταρρίπτονται,

και

αξίες

κλυδωνίζονται,

αναρριχώνται,

εκτελούνται,

ζωντανεύουν. Τα πόδια για να σταθώ όρθιος. Τόσα χρόνια, αλήθεια, οι αμέτρητες μπαταρίες που έχει αγόγγυστα καταπιεί, τα κιλοβάτ ηλεκτρικού ρεύματος που έχει καταναλώσει μοιάζουν οι απαντήσεις του


78

στην

άλλοτε

χαρωπή,

άλλοτε

λυπημένη,

αμήχανη έκφραση του προσώπου μου.

άλλοτε

Ή στους

ανάλογους χτύπους της καρδιάς μου για ό,τι νέα από τον απέξω κόσμο έφερνε με την πότε εύθυμη, πότε μελαγχολική, πότε θερμή σαν αγάπη και πότε ψυχρή σαν ψυγείο φωνή του. Παιδικές αναμνήσεις, θα πείτε. Χαρές και λύπες. Ανάκατα μέσα μου. Χαμός,

πια,

καθημερινά

στα

ερτζιανά.

Αβγατίζουν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί. Δεν ξέρεις από ποια ηχορύπανση να προφυλαχθείς.


79

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ! άνθρωποι και ζώα…

Είδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια· προσπάθησε να το τρυπήσει. (Γιώργος Σεφέρης, «Ευριπίδης, Αθηναίος»)

Ας ξαναγυρίσουμε στους ανθρώπους, όμως! Θα ‘ταν Νοέμβρης του 2000, όταν ο καλός μου φίλος, ο Νίκανδρος ο Λίθινος, επικεφαλής μιας πολυεθνικής ομάδας

έγκυρων

δημοσιογράφων,

βρέθηκε

στο

Βελιγράδι της Σερβίας. Για δεκαπέντε ημέρες, έζησε, με όλο του το «είναι», τη φρίκη του πολέμου. Και μόλις επέστρεψε σώος κι αβλαβής στην Ελλάδα, θέλησε,

στην

πρώτη

μας

συνάντηση,

να

μου

περιγράψει όσα είδε, άκουσε και έζησε και εκεί πάνω. Χαμός

γινόταν,

εκείνον

τον

καιρό,

στη

Γιουγκοσλαβία, η μεγάλη μάνα είχε διαμελιστεί και τα παιδιά της μάταια γύρευαν ρωγοβύζι. Έτσι, λοιπόν, βλέποντας

την

αναταραχή

μιλήσαμε

γρήγορα

για

στο τις

Βελιγράδι, αιματοχυσίες,

αφού που

οφείλονται σε άμυαλες πολιτικές έριδες, προτιμήσαμε να

μου

αφηγηθεί

για

τα

σέρβικα

χριστιανικά


80

μοναστήρια του Κοσσυφοπεδίου. Και ο Νίκανδρος μου μίλησε για το λατρευτικό σύμπλεγμα των ναών του Πατριαρχείου της Πετς, της έδρας της Σερβικής ανεξάρτητης εκκλησίας, που τα χτίσματά του πάνε πίσω τουλάχιστον 10 αιώνες· μου αφηγήθηκε για την επισκοπή του Πρίζρεν, το μουσείο της Κοίμησης της Θεοτόκου (καλά, Παναγιά μου, εσύ έφυγες …νωρίς!) της Λιέβισκα του 1300· αξέχαστος μου ‘χει μείνει, από τις φωτογραφίες, που μου ‘δειξε ο Νίκανδρος, ο βυζαντινής τεχνοτροπίας «στολισμός» της Κοίμησης στην Γκρατσάνιτσα, που χρονολογείται γύρω στο 1320· από τους χαρακτηριστικότερους ναούς της Σέρβικης Εκκλησίας είναι η πεντάκλιτη βασιλική, ο Χριστός Παντοκράτωρ των Ντέτσανοι (14 ος αιώνας), που σχετίζεται με δυο σπουδαίους βασιλιάδες της Σερβίας, το Στέφανο Ούρος Γ’ Ντετσάνσκι και το Στέφανο

Δουσάν

και

κατασκευάστηκε

από

Φραγκισκανούς μοναχούς. Το ίδιο βράδυ, πέφτοντας να κοιμηθώ, η μόνη μου προσευχή ήταν οι Θεοί να μας βάλουν μυαλό και να μην παρασυρθούν κι εκείνοι από τους ανόητους καθημερινούς καβγάδες μας και μας ξεχάσουν στο έλεος των «ειδημόνων». Γιατί όσο κι αν κυνηγάμε το εύκολο και γρήγορο, μα, πάνω απ’ όλα, το εφήμερο κέρδος, έχουμε ανάγκη την αγκάλη τους. Όλοι, κι οι Έλληνες

κι

οι

Σέρβοι,

κι

οι

πραγματικοί


81

παντογνώστες κι οι δοκησίσοφοι ξερόλες, γιατί – όπως λένε κι οι γραφές, που κανείς πόλεμος και κανένα

κυνήγι

«αυτοπροβολής»

και

«νούμερων

θεαματικότητας» ή «μετοχοθηρίας» δεν πρόκειται ποτέ να αλώσουνε – είμαστε παιδιά τους· κι ας το ξεχνούμε… Ο

νους

μου

έτρεξε

στη

Σερβία,

γιατί,

σε

πρόσφατη πρωινή τηλεφωνική μας επικοινωνία, ο Τάσος Ναρσής με ρώτησε εάν ξέρω κάποια οικογένεια να φιλοξενήσει ένα Σερβόπουλο, για τις επόμενες εβδομάδες. Το συνηθίζαμε, τα τελευταία χρόνια, στην Καλλίπολη και στο Πετροχώρι, κάποιες οικογένειες να «υιοθετούν», για μερικές ημέρες κάθε χρόνο, κοντά στο Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, μικρά ορφανά παιδιά από τη Σερβία ή άλλα ματοκυλισμένα από την άφρονα λαίλαπα των πολεμόχαρων μέρη της Γης. Πριν 3 – 4 χρόνια, αίσθηση και έκπληξη συνάμα, όμως, είχε, θυμάμαι, προξενήσει στους κατοίκους της Καλλίπολης η κίνηση του αλλοτινού συμμαθητή μας, Δημήτρη Καλαβρυτινού, να συλλέξει υπογραφές απ’ τους Καλλιπολίτες σε μιαν επιστολή που απευθυνόταν στη δημοτική αρχή και αναφερόταν στον τρόπο με τον οποίο θανατώθηκαν αρκετά αδέσποτα σκυλιά και γατιά, που κυκλοφορούσαν στους δρόμους της πόλης νυχθημερόν. Με δηκτικό χιούμορ, ο Δημήτρης άφηνε να φανεί

η πικρία του προς όλους εκείνους που


82

απάνθρωπα και βάναυσα φρόντισαν να «εξαφανίσουν» το πρόβλημα των αδέσποτων, εξολοθρεύοντας τα ίδια τα… ζώα.

Δεν ξεχνώ ποτέ μήτε το τελείωμα του

γράμματος εκείνου, που το ‘χω φυλάξει στο αρχείο μου: «… Και σας εύχομαι λιγότερη βαρβαρότητα για ανθρώπους και ζώα». Τα Χριστούγεννα του 2002 και του ’03, επίσης, οι γυναίκες του δημοτικού Φιλόπτωχου Ταμείου της Καλλίπολης, με την ευκαιρία των εορτών – κατόπιν θερμής

παρακίνησης

του

«Ελεύθερου»,

του

Αυγερινού, της γυναίκας του και του γράφοντος, που παρακάλεσαν τις κυρίες του φιλόπτωχου και έμειναν στην «αφάνεια»,

το «απυρόβλητο»,

δηλαδή,

των

τοπικών και αθηνοκεντρικών Μ.Μ.Ε., γιατί, κατά το Θεοφάνη, «το έργο πρέπει να προβληθεί και να παραδειγματίζει κι όχι το πρόσωπο!» – συγκέντρωσαν μια

σημαντική

ποσότητα

τροφίμων,

ρούχων

και

παιχνιδιών, τα οποία μοίρασαν σε άπορες οικογένειες συμπολιτών μας και τσιγγάνων ή λαθρομεταναστών, δίνοντας πραγματικό νόημα στα μηνύματα αγάπης και αλληλεγγύης των εορτών.

Η συγκεκριμένη κίνηση

του Φιλόπτωχου Ταμείου παρομοιάστηκε με «μιαν όαση ανθρωπιάς στις δύσκολες μέρες μας και θα πρέπει να αποτελέσει φωτεινότατο παράδειγμα προς μίμηση»,

όπως

έγραψε,

εκείνες

τις

ημέρες,

«Τροχός» σε σχετικό πρωτοσέλιδο σχόλιό του.

ο


83

Κάποια Χριστούγεννα, του ’02 μάλλον, είχα εκπληρώσει

ένα

εκπαιδευτικό

παιδικό

ταξίδι,

μου

βρέθηκα

όνειρο. στη

Χάρη

Μόσχα,

σ’ που

ονειρευόμουν από τα σχολικά μου χρόνια, αλλά ποτέ δεν είχα αξιωθεί μέχρι τότε, για διάφορους λόγους. Υπήρχε, βεβαίως, μέσα μου, μια πίκρα που δεν είχα πάει στα χρόνια της κόκκινης παντοδυναμίας, καθώς φανταζόμουν

το

Λένιν

να

δείχνει

στον

επαναστατημένο λαό τα μονοπάτια της εξουσίας, αλλά τώρα πια, έπρεπε να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι κουμάντο

κάνουν

μέθυσοι

και

φιλάργυροι,

που

απομυζούν τον ιδρώτα και το αίμα του κοσμάκη, ίσως και να τ’ ανεχτώ! Έτσι, μπήκα στο αεροπλάνο και για τέσσερα βράδια, ανάμεσα στα Χριστούγεννα του ’02 και την αρχιχρονιά του ’03, ανάπνευσα οξυγόνο ανάκατα με καυσαέριο στο μοσκοβίτικο ουρανό! Κατόπιν υπόδειξης του πολυταξιδεμένου Νίκανδρου, επισκέφτηκα το μετρό της Μόσχας, φημισμένο για την πολυτέλειά του, που πρωτολειτούργησε το 1930. Οι σταθμοί είναι επενδεδυμένοι με μάρμαρα όλων των αποχρώσεων. Οι πιο εντυπωσιακοί από αυτούς είναι οι Μπιελορούσκαγια, Ελεκτροζαβόντσκαγια, Αεροπόρτ, Κράσνιε Βορότα, Παρκ Κούλτουρι, Αλεξαντρόφσκι Σαντ

και

Μπαουμάσκαγια.

Ο

σταθμός

Μαγιακόβσκαγια είναι από τους παλαιότερους, από το 1938 με ωραιότατα μωσαϊκά και από τον Πλοστσάντ Ρεβολιουτσίι βγαίνει κανείς στην καρδιά της πόλης,


84

στην Κόκκινη Πλατεία· πήγα και στο Κρεμλίνο και είδα

την

Πανοπλιών

Αίθουσα

των

φυλάσσεται

Όπλων. το

Στο

στέμμα

του

Μουσείο τσάρου

Αλέξιου με 800 διαμάντια. Επίσης, ο Νίκανδρος μου ‘χε

προτείνει

να

πάω

και

στους

καθεδρικούς

Ουσπένσκι του 16ου αιώνα, Αρχανγκέλσκι, όπου έχουν ενταφιαστεί μέλη της τσαρικής οικογένειας και στο λόφο Λένιν, το Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ. Και πήγα, όπως και μετέβηκα και στον καθεδρικό του Αγίου Βασιλείου που λένε ότι η παραγγελιά για το χτίσιμό του δόθηκε από τον περιβόητο Ιβάν τον Τρομερό, όταν ξολόθρεψε τους Τατάρους. Ο κάθε ένας από τους εννιά τρούλους του είναι αφιερωμένος στις μεγάλες γιορτές της Ορθοδοξίας. Εκεί,

συνάντησα και

με

τριμμένα,

όχι

από

τσιγγουνιά, αλλά από φτώχια, ράσα τον ελληνικής καταγωγής γηραιό αλλοτινό Αγιορείτη, Ορθόδοξο χριστιανό και κομμουνιστή συνάμα (!), καλόγερο, τον πατέρα Παγκράτιο, που, παρά τα χρόνια του, είχε, εδώ και λίγα μερόνυχτα, φτάσει – με χρήματα, που άφηνε στην άκρη από την πενιχρή, ούτως ή άλλως, σύνταξή του – στη Μόσχα, για να τον ιδεί ένας διεθνούς κύρους Ρώσος καρδιολόγος σε δημόσιο νοσοκομείο δωρεάν, εφόσον στην Αθήνα θα του ζητούσαν «υψηλό φακελάκι» πριν καν μπει στο γραφείο του γιατρού για να τον ιδεί, σκέψου πόσα θα του έπαιρναν εάν έπρεπε να υποβληθεί σε σειρά εξετάσεων ή να εγχειριστεί!


85

Καθώς τον άκουγα, λοιπόν, σκεφτόμουν ότι το ήθος, οι

ιδέες

κι

οι

γνώσεις

του

Παγκρατίου

θα

«ενοχλούσαν» πολλούς «μεγαλόσχημους, θεσιθήρες και δασκάλους, τάχα, της ηθικής» δεσποτάδες εν Ελλάδι! Και ο 80ετής καλόγερος, πρόθυμα, μου μίλησε και για την ιστορία του Βασιλείου του Βλογημένου, που ήταν ο μόνος που δεν έσκυβε το κεφάλι στον Ιβάν και δεν φοβόταν να πει την αλήθεια κατάμουτρα

στον

τσάρο.

Αφότου

βρέθηκα

στη

Μόσχα, δεν μπορούσα να μην πεταχτώ και στο Μουσείο Τέχνης Πούσκιν, που, όπως διάβασα σ’ ένα ενημερωτικό αποκαλούμενο

φυλλάδιο, «Ήλιο

της

είναι

αφιερωμένο

ρωσικής

στον

ποίησης» και

διακρίνεται για τα πλούσια και αξιόλογα εκθέματά του. Ο Λεωνίδας ο Αυγερινός και ο Θεοφάνης, παραμονές του ταξιδιού, μου είχαν μιλήσει για το φημισμένο θέατρο Μπολσόι. Και πήγα και εκεί κι έμεινα

άλαλος.

Τελειώνοντας,

λοιπόν,

με

τη

μοσχοβίτικη παρέκβαση, θα μου επιτραπεί να σας εξομολογηθώ ότι, ακολουθώντας τις συμβουλές πάλι του Νίκανδρου, δοκίμασα με μια μίνι κρουαζιέρα στον ποταμό Μόσκοβα να γνωρίσω πλωτά την πόλη. Πριν φύγω από τη Μόσχα, ξανασυναντήθηκα με τον Παγκράτιο, ανταλλάξαμε τα στοιχεία μας και μέχρι σήμερα, αφότου γύρισα στην Ελλάδα, έχουμε γράψει και 2 – 3 γράμματα με τα νέα μας.


86

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η! μιλάμε έτσι για να μιλάμε…

Καρτερούσαν οι φίλοι μου ν’ ακούσουν νέα φλογερά τραγούδια ν’ ανατείλουν (Αγγ. Σικελιανός, «Ελληνικός Νεκρόδειπνος»)

Τέλη, όμως, Σεπτέμβρη του ‘04, φέτος δηλαδή, συνάντησα τυχαία στην αγορά της Καλλίπολης, κοντά στο

σπίτι

μου,

το

Σοφοκλή

Αγαθοκλέους.

Ένα

καλοσυνάτο παιδί, μα ήταν παντού ξακουστός και αυτοδιαφημιζόταν ως ο πιο λαίμαργος απ' όλη την παρέα των «Αργοναυτών». Είχα χρόνια να τον ιδώ. Κάποτε, μου είχε στείλει χαιρετισμούς με το Ρωμανό το Ναρσή, αλλά έκτοτε ουδέν. Δεν ήξερα, δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα ποτέ άλλοτε, παρότι έψαξα πριν από δυο – τρία χρόνια, για την κατοπινή του εξέλιξη.

Ήταν,

απ'

ό,τι

μου

είπε

και

χάρηκα

ανιδιοτελώς, ιατρικός επισκέπτης, με καλό μισθό που εξισωνόταν τρόπον τινά με την πολύωρη καθημερινή κούραση, αλλά είχε ιδεί, ακούσει και μάθει πολλά όλα αυτά τα χρόνια από τα τρεξίματά του. Μόλις

είχε

επιστρέψει

για

την

κηδεία

του

πεθερού του, του Κλέωνα του Βαρύ, βιαστικά από το Ιράκ, όπου βρέθηκε ως μέλος διεθνούς ειρηνευτικής


87

αποστολής και είχε ιδεί από κοντά το δράμα της φτωχολογιάς και του πολέμου. «Ώστε πέθανε κι ο Κλέων;» τον ρώτησα με έκπληξη. «Ναι, πάει μια βδομάδα τώρα, μα τι νόμισες; Οι χαμαιλέοντες μπορεί να

επιζούν

πολιτικά,

αλλά

πάντοτε

βιολογικά

φθείρονται και πεθαίνουν! Μην απορείς, εγώ την κόρη του αγάπησα και αγαπώ, ενώ με τον ίδιο τον Κλέωνα ποτέ δεν συμφωνούσα, ούτε στις ιδέες, ούτε στις πράξεις!», ήταν η απάντηση του Σοφοκλή, η οποία, επίσης, μ' άφησε άλαλο! «Και κάτι άλλο», συνέχισε ο αλλοτινός συμμαθητής. «Ναι, μολονότι με θυμάσαι λαίμαργο,

δεν είμαι ευτραφής, αν και τρελαίνομαι

ακόμη για τις σοκολάτες. Μα τώρα πια, δεν τις αγοράζω, για να τις καταναλώσω βουλιμικά, αλλά για να τις χαρίζω στα παιδιά, που με περιτριγυρίζουνε σαν Γαβριάδες και στα φανάρια των πολυσύχναστων δρόμων στις γιγαντουπόλεις των τελευταίων ετών.». Και ενώ, φεύγοντας, μου είπε ότι θα πήγαινε για ολιγοήμερες

διακοπές

στα

Κύθηρα,

ο

άλλοτε

πολυφαγάς του σχολείου ξανάφερε στο μυαλό μου, καθώς απομακρυνόμουν από τον τόπο της τυχαίας συνάντησής μας, το Βίκτορα Ουγκώ... Κύθηρα ή Τσιρίγο! Είχα την τύχη να υπηρετήσω μέρος της στρατιωτικής μου θητείας στον Έβρο με το Γεράσιμο, έναν εικοσιπεντάχρονο αρχιτέκτονα από το νοτιότερο νησί της Πελοποννήσου. Κι ο οποίος,


88

έχοντας αφήσει πίσω στο νησί τη Σοφία, τη δικηγόρο, με την οποία συνδεόταν, από τα γυμνασιακά τους χρόνια, συναισθηματικά και θα νυμφευόταν μόλις ξεμπέρδευε με το χακί, δεν άφηνε ευκαιρία να φύγει δίχως να μας μιλήσει για την πατρίδα του. Ένα πράγμα περίεργο. Όπως ο περιβόητος ο Κάτων στην αρχαία Ρώμη, που, ‘χοντας βάλει στο μάτι τους Καρχηδόνιους, τέλειωνε κάθε ρητορικό του λόγο με τα εξής γεμάτα στόμφο λόγια: «Κι επειδή μου κάθεται στο στομάχι η Καρχηδόνα, νομίζω ότι είναι καιρός να την καταστρέψουν οι Ρωμαίοι», ώσπου οι συμπατριώτες του τον… βαρέθηκαν κι αποβιβάστηκαν με το Σκιπίωνα στην Αφρική και δεν άφησαν πέτρα πάνω

σε

πέτρα

όρθια

στην

πρωτεύουσα

των

Καρχηδονίων. Όμοια, κι ο Γεράσιμος, ό,τι κι αν τον ρωτούσες, εκείνος γύριζε την κουβέντα στα Κύθηρα, «Και θα ζητήσω από το λοχαγό πενθήμερη άδεια να πάω στο Τσιρίγο να βοηθήσω τους γονείς μου στις δουλειές/ να βρω την κοπέλα μου/ να ξαναδώ την πατρίδα μου, που μου ‘χει λείψει!». Ένα απόγευμα Αυγούστου, που οι άλλοι είχαν βγει για άσκηση, ο Γεράσιμος κι ο αφηγούμενος όλα τούτα έμειναν στο στρατόπεδο μαζύ με 2 – 3 άλλους και

τους

σκοπούς,

που

είχαν

την

απογευματινή

βάρδια, και το μάγειρα, για να το …προστατεύουν από «έξωθεν επιδρομή». Βρήκαν τους ανθρώπους, αν


89

αναλογιστείτε πως η ταπεινότης μου είχε λάβει εκείνη την εποχή …βραβείο ευρεσιτεχνίας για το πώς θα ξεγλιστράς από τις αγγαρείες και

την νυχτερινή

περιπολία ή έφοδο! Τέλος πάντων, φλυαρούμε χωρίς λόγο, μα το σπουδαίο εκείνη τη μέρα ήταν ότι – μετά το περίπολο, για να ξυπνήσουμε όσους φαντάρους είχε πάρει το αυγουστιάτικο καταμεσήμερο ο ύπνος στη σκοπιά – πείσαμε το Γεράσιμο ο μάγειρας κι εγώ να μας μιλήσει για το Τσιρίγο του. Κι άνοιξε η γλώσσα του και δεν έλεγε να σταματήσει. Μας ανιστόρησε τον … «καβγά» με την Κύπρο, για το ποιο από τα δυο νησιά είναι η αληθινή πατρίδα

της

περιέγραψε

ερωτιάρας τα

μικρά

θεάς

Αφροδίτης.

κάτασπρα

σπιτάκια

Μας του

Αβλέμονα, αλλά και τα μαγευτικά λιμανάκια της Αγίας Πελαγίας και του Καψαλιού. Επίσης, δαπάνησε πολλή

ώρα

να

περιγράφει

την

πρωτεύουσα

του

νησιού, τη Χώρα όπως τη λένε οι ντόπιοι, με το αρχαιολογικό της μουσείο και την αξιολάτρευτη θέα της προς το Κρητικό πέλαγος, μα και το περίφημο μεσαιωνικό της κάστρο. Ενώ, όπως έλεγε στην αρχή ο Γεράσιμος, τα Κύθηρα

είναι

ιδανικός

ψαρότοπος

για

ψαροντουφεκάδες, λίγο μετά μας απεκάλυψε πόσο


90

ωραία είναι η παραλία της Παλαιόπολης, που παρέχει ευκαιρία

για

μπάνιο

σε

καθαρά

νερά

και

για

καλομαγειρεμένους φρέσκους ψαρομεζέδες , και μας περιέγραψε το παζάρι που γινόταν παλιότερα στο μεγαλύτερο χωριό του νησιού, τον Ποταμό. Εκεί, είχαν πρωτογνωριστεί και οι γονείς του γέννημα – θρέμμα Τσιριγώτες κι αγαπήθηκαν, εκεί κι ο ίδιος ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τη Σοφία. Κατόπιν, μας μίλησε για τον Καραβά και τα πλατάνια του και για το Μυλοπόταμο με το χείμαρρό του. Κι ενώ ήταν έτοιμος να μας αφηγηθεί για τα Αντικύθηρα, τον φωνάζουν από το καψιμί. Ήταν η Σοφία του, στο τηλέφωνο…. Ο Γεράσιμος έφυγε τρεχάτος σαν ελάφι κι όταν γύρισε, ήταν πια η ώρα να βγει εφοδεύων· άναψε ένα τσιγάρο βιαστικά και κίνησε για την πρώτη σκοπιά, να εκτελέσει την υπηρεσία του. Οι υπόλοιποι συνάδελφοί μας θα επέστρεφαν στο στρατώνα, από στιγμή σε στιγμή. Η συνέχιση της συζήτησής μας αναβλήθηκε επ’ αόριστον και τελικά, ματαιώθηκε, μια κι ο Γεράσιμος πήρε, το επόμενο δεκαπενθήμερο, μετάθεση – χάρη σ’ ένα συντοπίτη του

απόστρατο

ταξίαρχο

Πελοποννήσου, κοντά στο νησί του.

σε

μονάδα

της


91

Το πρωί, όμως, που μ’ είχε πετύχει ο Σοφοκλής, ήμουν

πολύ

σεκλετισμένος,

από

την

ώρα

που

ξύπνησα. Από μέρες, στο νέο νομαρχιακό νοσοκομείο της Καλλίπολης,

έδινε δύσκολη κι άνιση μάχη στα

άλλοτε χαλύβδινα πνευμόνια του ο αδελφικός μου φίλος, ο Θεοφάνης ο Ζωιόπουλος, ο «Ελεύθερος». Η – επί

δεκαπενταετία,

δουλειές

του

μετά

δυο

τρεις

ποδαριού,

που

‘χαν

ολιγόζωες

διαδεχτεί

τις

ημιτελείς σπουδές του στα οικονομικά, τις οποίες διέκοψαν στον τελευταίο χρόνο, για 5 – 6 μαθήματα μόνον, κάποιοι μεγαλοπιασμένοι καθηγητές, η φτώχια και

ο

θάνατος

απανθρωπιά ανήλιαγων

του

των κι

πατέρα

του

υπόγειων,

ανθυγιεινών

σε

τροχαίο

μουχλιασμένων,

τυπογραφείων

επαρχιακού εκδοτικού οίκου («Χαραυγή», το

ενός όνομά

του) στην οδό Ξένιου Διός στο κέντρο της πόλης, όπου είχε συνεταίρο τον παλιό «Αργοναύτη» Κώστα Γεννάδιο, και κάποια ποτηράκια τσίπουρο και κρασί παρηγοριάς στις ώρες της μοναξιάς τον «προίκισαν» με αθεράπευτο καρκίνο. Ο Αλέξης ο Γαληνός ήταν απαισιόδοξος και ως προς το χρόνο, που απέμενε για ζωή στο Θεοφάνη, ένας – δυο μήνες το πολύ – πολύ! Δυστυχώς,

επαληθεύτηκε!

Παρά

ταύτα,

πήγαινα

καθημερινά και τον έβλεπα στο νοσοκομείο και του ‘λεγα

τα

θαύμαζα,

έξω

νέα.

ανυπόκριτα

Αγαπούσα και

στο

χωρίς

σχολείο

και

ζήλια,

τον

«Ελεύθερο» χώρια απ' τους άλλους, για τις έξυπνες,


92

καίριες και εύστοχες ατάκες του, μα, πάνω απ' όλα, γιατί μ' αγαπούσε και μ' εμπιστευόταν κι αυτός. Τα κατοπινά χρόνια,

μεσοβδόμαδα περνούσα

συχνά από την υπόγα και τα λέγαμε ή βρισκόμασταν στην «Τέρψη», για ένα ποτάκι, στα πεταχτά, ένα – δυο βράδια εβδομαδιαίως·

κάθε Σαββατοκύριακο,

μεσημέρι ή βράδυ, ερχόταν σπίτι μου ή πήγαινα στο δικό του για κουβέντα, κρασάκι και φαγητό· και τις Κυριακές, παρασυρμένοι απ’ τα χρόνια που ήταν «Κέρβερος» κάτω απ’ τα δοκάρια ο Αυγερινός, παίρναμε τον Γαληνό από τα γιατροσόφια, το Γλώσση από τις κιθάρες και τα σολφέζ και πηγαίναμε όλοι μαζύ,

τραγουδώντας,

παρακολουθούσαμε, ενθουσιασμό,

στο

χωρίς τα

γήπεδο

φανατισμό,

και μα

παιχνίδια

«Ολυμπιακού»Πετροχωρίου

και

του

με του

«Αετού »

Καλλίπολης. Κάθε

Φώτα,

όμως,

ο

κόσμος

να

χαλάσει,

φροντίζαμε και μαζευόμασταν οι «πυρήνες» των «Σαραντάπηχων» των γυμνασιακών χρόνων, στο σπίτι του Θεοφάνη, να τον γιορτάσουμε με καλό κρασί, μνήμες του παρελθόντος και όνειρα για το μέλλον. Έτσι,

η αγάπη

μεταξύ των παλαιών φίλων

και

συμμαθητών, αντί να σβήνει, με το χρόνο όλο και μεγάλωνε και αποχτούσε πιο γερούς δεσμούς, ακόμη


93

κι

αν

οι

άνθρωποι

είχαν

αστυφιλίας, το Πετροχώρι.

εγκαταλείψει,

ελέω


94

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ! προς το «πνεύμα» της ανεκπλήρωτης ισότητας

Το θέμα είναι τώρα τι λες Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας Το θέμα είναι ΤΩΡΑ τι λες (Μανώλης Αναγνωστάκης, «Ο Στόχος»)

Κοντά στο φετινό Δεκαπενταύγουστο, θαρρώ, ο Γλώσσης μου είχε παραπονεθεί πως ο Θεοφάνης δεν ήταν

στο

τυπογραφείο,

ενώ

δεν

απαντούσε

στο

τηλέφωνο όλη την ημέρα, ούτε στο σπίτι.

Του

πρότεινα

την

να

δοκιμάσει

πιο

πεισματικά

και

επόμενη μέρα να τον βρει. Το ήξερα καλά το ρομαντικό και αγέραστο παιδί «Ελεύθερο». Πρόσφατα – στα 50 μας χρόνια πια, γνωριζόμασταν αρκετά καλά – είχε περάσει από έναν ερωτικό δεσμό με μη επιθυμητή γι' αυτόν κατάληξη και σαν να 'ταν έφηβος, είχε πληγωθεί πολύ, ίσως και γι' αυτό να μην ήθελε να μιλήσει σε κανέναν μας, για να το ξεπεράσει μόνος του! Πράγματι, το άλλο πρωί, ο Στέλιος πέρασε απ' το σπίτι ο ίδιος και όταν διήλθε την εξώπορτα, βρήκε το


95

Θεοφάνη εμπύρετο και σε κακό χάλι. Ο Γλώσσης μ' ειδοποιεί αστραπιαία να πάω εκεί. Δεν ξέρω τι μ' έσπρωξε,

αλλά

κάτι

εντός

μου,

σαν

σωκρατικό

δαιμόνιο, μου είπε να τα παρατήσω όλα και να τρέξω. Με χίλια ζόρια, τον πείθουμε να πάει στο νοσοκομείο για εξετάσεις, μια και, όπως ψέλλιζε, ο πυρετός τον βασανίζει επί δέκα μέρες, αλλά θα 'ναι ιός και θα περάσει. «Ιός σαν κι αυτούς που κατατρώνε το μεδούλι αχόρταγα των υπολογιστών…», έλεγε και γελούσε! Έβρισκε δικαιολογίες ότι δούλευε ξανά μιαν παλιά μετάφραση, που ‘χε βρει, του Μοντεσκιέ και μας έδειξε το ακόλουθο χαρτάκι: «Η αγάπη της πολιτείας, σε μια δημοκρατία, είναι η αγάπη της δημοκρατίας. Η αγάπη της δημοκρατίας είναι η αγάπη της ισότητας. Η αγάπη της δημοκρατίας είναι ακόμη η αγάπη της λιτότητας. Επειδή καθένας πρέπει ν’ απολαμβάνει στη δημοκρατία την ίδια ευτυχία και τα ίδια πλεονεκτήματα, πρέπει ν’ απολαμβάνει επίσης τις ίδιες χαρές, και να τρέφει τις ίδιες ελπίδες, γεγονός που δεν μπορούμε να επιτύχουμε παρά με τη γενική λιτότητα. Η αγάπη της ισότητας, σε μια δημοκρατία, περιορίζει τις φιλοδοξίες στη μόνη επιθυμία, στη μόνη ευτυχία, που συνίσταται στο να δώσουμε στην πατρίδα μας πιο μεγάλες υπηρεσίες, όπως και οι άλλοι πολίτες».

Πράγματι,

ήταν

απ’

το

«Πνεύμα

των

Νόμων»! Το δαιμόνιο, όμως, μου 'πε να μην τον


96

πιστέψω. «Μην πεις τίποτα στη Ζωή, ακόμα! Θα της το πω εγώ. Το υπόσχεσαι;», με ικέτεψε. Την αγαπούσε ακόμη, του ‘κανα το χατίρι. Τότε, δεν της είπα τίποτα. Έτσι, τηλεφωνώ στο Γαληνό να μεριμνήσει, γιατί εγώ είχα να κατεβώ οπωσδήποτε, την επομένη, στην Αθήνα κι ο Λεωνίδας έτρεχε για την εφορία, ενώ κι ο Γεννάδιος πρόσμενε, από μέρα σε μέρα, να γεννήσει η γυναίκα του το τέταρτό τους παιδί και ο Νίκανδρος ήταν σε δημοσιογραφική αποστολή στις Βρυξέλλες. Πράγματι,

ο

Αλέξης,

που

μ'

ενημέρωνε

τηλεφωνικώς ανά πάσα στιγμή, τον βοήθησε να ιδεί γιατρούς και να περάσει όλες τις εξετάσεις τα τρία επόμενα

πρωινά,

αλλά

η

απύθμενη

καρδιά

του

«Ελεύθερου» φάνηκε απ' το μεγάλο θάρρος του να ζητήσει να ξέρει από τους γιατρούς κι ο ίδιος από τι ακριβώς πάσχει. Σαν του είπαν «καρκίνος» και πως οφείλεται, μάλλον, σε οινοποσία, φουρτούνιασε η θάλασσα και βουρκωθήκανε τα βουνά, μα κείνος δεν κεραυνοβολήθηκε,

δεν

γλυκόπικρο

μιμηθείς

γέλιο,

δάκρυσε. τη

Και

μ'

στιχουργική

ένα του

«Τυρταίου», είπε στον Αλέξη, που του παραστεκόταν, όλες αυτές τις μεγάλες ώρες της αναμονής των αποτελεσμάτων: «Μη στενοχωριέστε, οι πότες/ είναι πάντοτε οι καλύτεροι ιππότες!» και μέριασε, για να περάσει το φορείο, που έφερνε στα επείγοντα του νοσοκομείου ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι σαν τα κρύα


97

νερά, το οποίο, από ερωτική απογοήτευση, θέλησε, με ποντικοφάρμακο,

να

δώσει

τέρμα

ανεπιτυχώς,

ευτυχώς! – στη ζωή του! Μα η κατάρρευση η σωματική για το Θεοφάνη άρχισε το πρωινό της 20ης Αυγούστου, με το που εισάγεται στο νοσοκομείο, στον 321ο θάλαμο της «Ογκολογικής – Παθολογικής» Κλινικής. Τι κι αν ζήτησε να του πάμε το Μοντεσκιέ και τον «Αιμίλιο» του

Ρουσσώ,

που

δούλευε

πέρσι

στο

Ανοιχτό

Πανεπιστήμιο, ή αν του προσκομίσαμε όσα άλλα βιβλία μας ζήτησε από τη «Χαραυγή»; Ακούραστες οι περιποιήσεις των γιατρών και του νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού, χάρη στις «γνωριμίες» του Γαληνού και του Νίκανδρου, που του τηλεγράφησα αυθημερόν τα νέα και παίρνοντας άδεια, ήλθε, το άλλο απόγευμα, από την Αθήνα με τη γυναίκα του, μα δεν

γινόταν

τίποτα

πια!

Ο

καρκίνος

είχε

«κατασπαράξει» σαν λαίμαργος γύπας τα πνευμόνια του

«Ελεύθερού» μας

και όλα τα εσώψυχα,

οι

χημειοθεραπείες εκρίθησαν ανώφελες και δε θα έκανε, απλώς θα περιμέναμε να ιδούμε πόσο θ’ αντέξει ο οργανισμός του! Έτσι είπαν οι γιατροί στρέφοντας το βλέμμα στην εικόνα της Σταύρωσης, που κοσμούσε το Γραφείο του Διοικητή του Νοσοκομείου. Κι άντεξε, έζησε, αντιπάλεψε, με σωληνάκια και ορούς, το θηρίο σαράντα μερόνυχτα! Ανατριχιάζω από


98

συγκίνηση,

οσάκις

αναθυμάμαι

το

βλέμμα

του

Θεοφάνη, όταν, λαχανιασμένος, έφτασα το πρωί μετά την εισαγωγή του και τον πρωτόειδα με πιτζάμες στο κρεβάτι του Νοσοκομείου. Ντρεπόταν, με ντρεπόταν ο καλύτερός μου φίλος, μα, για να του φύγει η ντροπή, θυμήθηκα τη στιχουργική μου και του σκάρωσα τούτο το τετράστιχο και του το 'δωκα γραμμένο σ' ένα χαρτί, πριν μας πάρουν χαμπάρι οι άρρωστοι των άλλων κρεβατιών: «Φίλε μου αγαπημένε και καλέ, πολλά χάδια/ βράδια/

πεθύμησες να

παρασταίνεις/

νοσοκόμων

περνάς. στις

Έτσι, κλινικές

και τον

μαζύ

τους

άρρωστο

πονηρούλη

τα

τώρα

εσύ

να

μπαινοβγαίνεις!». Γέλασε σαν παιδί, τον μιμήθηκα! Στο διάστημα της λιγοήμερης νοσηλείας του, πήγαινα κάθε μέρα, για ώρες, στο νοσοκομείο. «Τι, άραγε, θα μπορούσε ν' αλλάξει τη διάγνωση; Θεού χέρι ή ανθρώπινο;», αυτή η σκέψη με βασάνιζε στις πρώτες μου επισκέψεις στο Θεοφάνη. Την τρίτη μετά την εισαγωγή μέρα, δεν άντεξα, έγινα επίορκος, μιλώντας αυτόβουλα και στη Ζωή, που εκείνο το πρωί έκρινα σκόπιμο, συναινούντος τηλεφωνικώς και του Νίκανδρου, να ‘ναι, μαζύ μου, παρούσα στο ιατρικό συμβούλιο περί των περαιτέρω πράξεών τους και τη συμπεριφορά μας απέναντι στο Θεοφάνη. Προς τιμήν της, η κοπέλα ήλθε και τον είδε, πριν αρχίσουν, εδώ


99

και τρία μερόνυχτα, τα χαροπαλέματά του, άλλες τρεις φορές μαζύ μου και τρεις μόνη της, ολομόναχη. Στην επίμονη, όμως, απορία του «Ελεύθερου » πώς εξασφαλίζω άδεια από τη δουλειά μου, του έλεγα ότι το μόνο αφεντικό μου είμαι εγώ (Αλήθεια! Ήμουν, εδώ και τρία χρόνια, γυμνασιάρχης στο 3 ο γυμνάσιο της Καλλίπολης…) και εφόσον ό,τι θέλω είναι να βρίσκομαι πλάι σε αγαπημένα πρόσωπα, έρχομαι κοντά του και δε μου φράζει κανείς το δρόμο. Χαμογελούσε,

με

χάιδευε

στα

μαλλιά,

μ'

ευχαριστούσε και με ρωτούσε τι θα κάνω εάν… πεθάνει! Δεν του απάντησα ούτε τότε, ούτε τις άλλες τρεις φορές, που με ξαναρώτησε πριν το τελευταίο πρωινό. Αντ'

αυτού,

του

άλλαζα

κουβέντα

και

την

προτελευταία, θαρρώ, φορά του δώρισα ένα νέο βιβλίο Βυζαντινής Ιστορίας, που μου 'χαν στείλει κάτι φίλοι από Αθήνα. Ήταν πολυσέλιδο. Πήγε να ψελλίσει ότι δεν θα προφτάσει να το τελειώσει, μα τον πρόλαβε ένα νέο τετράστιχό μου: «Των ανθρώπων την Ιστορία/ φως ανέσπερο σαν βρεις/ τα μονοπάτια της ζωής/ με σύνεση διαβαίνεις ως την ευτυχία».

Του άρεσε,

ανέκαθεν, το Βυζάντιο, όχι οι δολοπλοκίες και η καμαρίλα, αλλά η μελέτη της Τέχνης. Έτσι, γράφηκε, απ' τους πρώτους, στο Ανοιχτό πανεπιστήμιο, στο


100

τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού και του 'λειπαν πια 4 μαθήματα έως το πτυχίο. Κάποιο πρωινό, που ‘μασταν οι δυο μας, μ’ άφησε κατάπληκτο, όταν με ρώτησε, αφού είχαμε εξαντλήσει το άσχετο με την κουβέντα, που θα επακολουθούσε, θέμα της φορολογικής πολιτικής της Νέας

Δημοκρατίας:

«Σκέφτεσαι,

ορέ

Τυρταίε,

καθόλου ακόμη την Ελενίτσα;». Μα περισσότερο εξεπλάγη, όμως, εκείνος, μόλις άκουσε την απάντησή μου: «Ναι και μολονότι είναι, από χρόνια, αλλού και άλλου, είμαι ικανός να τη διεκδικήσω και να τα δώσω όλα για κείνη, αν κάποτε μείνει ελεύθερη, παρότι με περιφρόναγε και τόσο πολύ με πόνεσε!». «Μα δεν την ξέχασες ποτέ, δεν της κρατάς καθόλου κακία; Γι’ αυτήν, άραγε, έμεινες και μόνος τόσο χρόνια; Τι περιμένεις; Δεν πρόκειται ποτέ να σου το αναγνωρίσει ούτ’ αυτό, ούτ’ όσα έκανες για δαύτη όσον καιρό, στο πανεπιστήμιο, την κυνηγούσες, δεν το ξέρεις; Πόσο την αγαπάς τελοσπάντων;», ήταν η γιομάτη αμηχανία απόκρισή του και η απορία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Όσο δεν θα μπορούσες να φανταστείς ποτέ και σε παρακαλώ μην το πεις πουθενά, ποτέ …», του είπα γιομάτος αποφασιστικότητα και ανόητο θάρρος και, για να του κλείσω τη συζήτηση, καθώς σε λίγο θα ερχόταν ο Αλέξης ο Γαληνός, τον έβαλα να ορκιστεί στη φιλία μας πως δε θα μου ξαναμιλήσει για


101

την Ελενίτσα· και πράγματι, αν και ήξερε πόσο, αληθινά όσο και παράλογα, καιγόμουν μέσα μου, δεν ξανάγινε μεταξύ μας, όσο παρέμεινε στο νοσοκομείο, ποτέ κουβέντα για αυτό το ζήτημα. Συνήθως, διαβάζαμε μαζύ και σχολιάζαμε τα διεθνή νέα των εφημερίδων και τα τοπικά απ’ τον «Τροχό». «αμάχες»

Τις του

μέρες στο

που

ο

Θεοφάνης

νοσοκομείο

έδινε

θαρραλέος

τις και

παλικάρι, έγινε γνωστό πως Αυστραλοί ερευνητές κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα εμβόλιο, το οποίο προλαμβάνει την επανεμφάνιση του μελανώματος και του καρκίνου του δέρματος. Του το διάβασα και γέλασε πικρά, λέγοντας: «Αχ και να ‘μουν καγκουρό, στην Αυστραλία να ‘μουνα …» Ένα βρέφος, διαβάζαμε κάπου αλλού, ξύπνησε μέσα στο νεκροτομείο νοσοκομείου στην δυτική Κίνα, 4 ημέρες αφότου είχε κηρυχθεί νεκρό από γιατρούς. Το βρέφος ήταν μόλις τεσσάρων ημερών, όταν υπέστη εγκεφαλική αιμορραγία και κηρύχθηκε αποθανόν από γιατρούς στην πόλη Λανζού, αλλά ο θεός (;) τους διέψευσε ευχάριστα όλους ! Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος κάλεσε τη διεθνή κοινότητα να βοηθήσει ώστε να τερματιστούν οι αιματηρές

συγκρούσεις

στο

Σουδάν

και

την

Ουγκάντα, οι οποίες έχουν στοιχίσει τη ζωή χιλιάδων


102

ανθρώπων και έχουν αναγκάσει παιδιά να γίνουν στρατιώτες.

«Τελικά,

μήπως

ο

ετοιμοθάνατος

Ποντίφικας του Βατικανού έχει τα λογικά του ακόμη και μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο και στα πολιτικά ζητήματα, πέρα από τα εκκλησιαστικά και τα θρησκευτικά;» ήταν το κοινό μας σχόλιο… Ένας πολίτης, ο οποίος θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του,

έστειλε στις αρμόδιες

αρχές

της

Κεντρικής Ιαπωνίας, ένα δελτίο του ΛΟΤΤΟ, το οποίο κέρδιζε 200 εκατομμύρια γεν, με την υπόδειξη να χρησιμοποιηθούν τα χρήματα για την ανακούφιση των συμπατριωτών

του

πλημμυροπαθών! «Κύριος

του

χρήματος και της ψυχής του… », ήταν η παρατήρηση του «Ελεύθερου», μόλις του διάβασα την είδηση, για να συμπληρώσει αμέσως μετά: «Μ’ όλα τούτα, αρχίζω να πιστεύω ότι υπάρχουν – πέρα κι από τις υπέρ των Μεγάλων ασύνετες αιματοχυσίες των Μικρών και τα «παιχνίδια»

των

εφήμερων

πολιτικοοικονομικών

συμφερόντων ! – και καλές ειδήσεις στον πλανήτη Γη. Γιατί, όμως, δεν μας τις λένε;» Ολοκληρώθηκε,

προ

ημερών,

ο

Ποδηλατικός

Γύρος της Γαλλίας με τον άλλοτε καταδικασμένο καρκινοπαθή

μα

νικητή

της

επάρατης

νόσου

Αμερικανό Λανς Αρμστρονγκ να γράφει «ιστορία» με την 6 η

του νίκη, όντας ο πρώτος που κατορθώνει

αυτό το επίτευγμα στην ιστορία της διοργάνωσης! Κι


103

ο Θεοφάνης μόλις άκουσε αυτό το νέο, κούνησε μονάχα σκεφτικός το κεφάλι, καμία άλλη αντίδραση… Τελικά, το πρωί μετά το Σοφοκλή, πήγα και είδα τον «Ελεύθερο». Είχα ένα περίεργο, μάλλον άσχημο προαίσθημα. Κάτι μέσα μου μ’ έσπρωχνε να τρέξω κοντά του. Περπατούσα βιαστικός στους κεντρικούς δρόμους

της

νοσοκομείο.

πρωτεύουσας, Είχε

τουλάχιστον…

περίεργα πολλή

εωσού –

έτσι

κίνηση

φτάσω μου

στο

φάνηκε

πεζών

και

τροχοφόρων. Πέρασα και για να πάρω εφημερίδα κι από την πλατεία Εργατικής Πρωτομαγιάς, έριξα μια βιαστική ματιά στην «Τέρψη», την καφετέρια, που δίναμε, συνήθως, ραντεβού η παρέα, για ένα καφέ στο πόδι τα πολυάσχολα πρωινά ή για ένα ποτό το βράδυ, ως φινάλε μιας κουραστικής ημέρας ! Καλό κι αυτό! Το τόσο

γνωστό

μαγαζί

ήταν,

σήμερα,

γιομάτο

με

άγνωστες παντελώς φυσιογνωμίες, μα το βλέμμα μου ασυνείδητα κάρφωσα σε δύο άντρες, στη δεξιά γωνία του μαγαζιού. Καθισμένοι. Ο ένας φίλος, από το με κλασική μυρουδιά μα με μοντέρνα φορεσιά βιβλίο, διάβαζε, δυνατά και με χρωματισμένη ξέχωρα φωνή, δείγμα

μιας

πρωτοφανούς

ευφορίας,

Νίτσε,

Βιτγκενστάιν κι άλλους Ευρωπαίους φιλοσόφους, περί Ηθικής… Κι ο φίλος του μοιραζόταν το χαμόγελο και τη

γνώση

και

τη

συμπλήρωνε,

αφήνοντας,


104

ταυτόχρονα, από τα χείλη του έως τον ουρανό ν’ αναρριχάται ο καπνός ενός χωρίς φίλτρο προστασίας τσιγάρου. Λεπτομέρεια; Κι οι δύο ήσαν διοπτροφόροι … καθισμένοι πλάι – πλάι, πού και πού ρουφούσαν από το καλαμάκι του ζεσταμένου πια φραπέ… Κι ο ένας λευκοντυμένος από την κορφή έως τα νύχια ήταν, ενώ ο ακροατής της ανάγνωσης στα μαύρα! Γύρω στα 20 ο αναγνώστης ο μαγεμένος και καμιά δεκαετία στην ηλικία πρεσβύτερος ο συμμετέχων και συνιστάμενος ακροατής του! Θυμήθηκα τον Καζάνη το Μανόλη και τα ξενύχτια του στη φιλοσοφική, όπως τα ‘ζησα και ο ίδιος τα περιέγραφε σε γράμματά του προς το Ρωμανό το Ναρσή και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του με το Στέλιο το Γλώσση και δάκρυσα ασύνειδα… Λίγο

πιο

ασπρομάλληδες

πέρα,

σ’

άντρες,

άλλο

εμφανώς

τραπέζι, απόμαχοι

τρεις της

καθημερινής ζωής, διαβάζανε τις εφημερίδες τους, μιαν

παραδοσιακή

εθνικοφρόνων»,

Δεξιά μιαν

και

συντηρητική,

από

χρόνια

«των του

«παραπετάσματος και των κομμουνιστοσυμμοριτών» και μιαν «ευαίσθητη στο φύσημα των πολιτικών αγέρηδων»!Και ελευθερίας,

λογομαχούσαν

δημοκρατίας,

οι

γέροντες

ισότητας,

περί

οικονομίας,

ανεξιθρησκίας, παιδείας και πολιτείας, για τον τρόπο που του καθενός πολίτη οι ιδέες θα μπορούσαν, μια


105

φορά κι έναν καιρό, τα όνειρα όλων μας να κάνουν πράξη, χωρίς προς ίδιον όφελος να τα ναρκοθετούνε οι

εκάστοτε

κοινωνικοπολιτικοί

κρατούντες

και

γιομάτοι αυθεντίες μεσσίες… Μα σαν έφτασε η συνομιλία

τους

στις

επαναστάσεις

και

τους

καταπιεσμένους λαούς και τις χωρίς έρωτα και αγάπη για δαύτες μοναχικές ανθρώπινες καρδιές, σώπασαν κι οι τρεις ταυτόχρονα· λες κι ήταν προσυνεννοημένοι και τα βλέμματά τους κάρφωσαν, εκεί στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα λαβωμένο από ανθρώπινη παραφροσύνη και απληστία περιστέρι… Μόλις έφτασα στο νοσοκομείο, δεν περίμενα το ασανσέρ να κατέβει από τον ημιόροφο. Ανέβηκα, με τα πόδια, φουριόζος έως το δωμάτιο του Θεοφάνη, στον 3 ο όροφο. Έμεινα μαζύ του, τρεις ολόκληρες ώρες. Διατηρούσε στο ακέραιο τις αισθήσεις του όλες, και όραση κι αφή και ακοή, μα ψυχορραγούσε πια αδυνατισμένος πολύ και καταπονημένος και μαζύ του σπάραζε η καρδιά μου. Έσφιξα τα δόντια και δεν έκλαψα μπροστά του. Μιλούσαμε όπως πριν εισβάλει απρόσκλητο το κακό στη ζωή του, με ρώτησε εάν έχω γράψει στίχους τελευταία και ζήτησα τη γνώμη του για όσα γίνονται καθημερινά στον κόσμο. Θυμάμαι το βλέμμα του, όταν με είδε να του σφίγγω το λιπόσαρκο και κατατρυπημένο από τους ορούς και τις ενέσεις δεξί χέρι και διάβασε τούτους


106

τους στίχους, που του ενεχείρισα: «Τη λύσσα των ανέμων/ οι λάτρεις των πολέμων/ κέρδος μεταθανάτιο θα βρούνε/ κι όσοι ορφανά και χήρες σκορπούνε». Έψαχνε αγάπη και ζωή να πάρει, σε μιαν περίεργη σκυταλοδρομία, και – όσο κι αν αυτό έμοιαζε για τα μάτια

των

κοινών

θνητών

αδύνατο

για

να

ολοκληρωθεί η … μετάγγιση κι η αναζωογόνηση, έτεινα το χέρι μου και ταυτόχρονα τον φίλησα στα μάγουλα! Και η αντίδρασή του; Έτρεξε ένα δάκρυ στα μάτια του και μου είπε κοιτώντας με κατάματα σαν τα παλιά καλά χρόνια: «Ποιος θα σε διαβάζει τώρα, ορέ Τυρταίε, ποιος θα σε κρίνει, τώρα που…θα φύγω; Πού θ’ απαγγέλλεις; Ποιον θ' αγαπάς;». Ένας αχνός ψίθυρος, που ίσα – ίσα έβγαινε από τα χείλη του, δεν ήταν εγωισμός, ήταν πόνος, που είχε αντικαταστήσει την άλλοτε υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολυπληθείς διαδηλώσεις και πορείες στην Αθήνα κρυστάλλινη και μεταλλική φωνή του!


107

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι! ο στοχαστής

Έχει ο καιρός μαθές γυρίσματα, το ριζικό ‘χει ρόδες Κι ο νους του ανθρώπου κάθεται αψηλά και τις στρουφογυρίζει (Νίκος Καζαντζάκης, «Οδύσσεια») Το προηγούμενο πρωί, έτσι, για να ξεφύγω λιγάκι από την καθημερινότητα, βρέθηκα στην Αθήνα και πετάχτηκα στην Εθνική Πινακοθήκη και

θάθελα να

αναφερθώ στη μεστή γονιμοποιού προβληματισμού σαγήνη και για την γαλήνια τέρψη, που άσκησαν στην ψυχή μου και στα μάτια μου αντίστοιχα η τέχνη και η τεχνική του Ογκίστ Ροντέν (1840 – 1917 ). Η έκθεση της Εθνικής Πινακοθήκης, λοιπόν, φιλοξενούσε 62 έργα

του

γλύπτη,

μεταξύ

των

οποίων

ξεχώρισα

ιδιαίτερα την «Εποχή του Χαλκού» (1875 – 1876) , το «Φιλί» (1886) και τον «Στοχαστή» (μετά το 1880). Ο Γάλλος καλλιτέχνης, που εισήγαγε το στυλ «Ιμπρεσιονισμός

στα

γλυπτά»,

είναι

ο

πρώτος

νεότερος γλύπτης που κατανοεί βαθιά το πλαστικό μήνυμα της φειδιακής γλυπτικής, τη ζωτικότητα και την αλήθεια της, τη σχέση της με το ζωντανό μοντέλο,


108

καθώς και τις πλαστικές λύσεις που έδωσε στην παράδοση της ανθρώπινης μορφής. Και μεταδίδει, κατά τη γνώμη μου, στο φιλότεχνο όλα τούτα τα συναισθήματα και μιαν ξεχωριστή συγκίνηση, που κλιμακώνεται, φρονώ, από έναν απλό θαυμασμό σε μιαν υπέρτατη ψυχική ανάταση και αγαλλίαση όσο πλησιάζουν οι θεατές των έργων του Ροντέν τον τρόπο σκέψης του και (προσπαθούν να) ερμηνεύουν ό,τι βλέπουν. «Κάθε ζωή πηγάζει από ένα κέντρο, κατόπι βλασταίνει και ξεχύνεται από τα μέσα προς τα έξω. Το

ίδιο

συμβαίνει

και

με

την

καλή

γλυπτική.

Μαντεύει κανείς μέσα σ’ αυτή μια ισχυρή εσωτερική ώθηση. Είναι το μυστικό της αρχαίας τέχνης». Λόγια του μεγάλου γλύπτη Ροντέν, ο ρεαλισμός του οποίου στην τέχνη στάθηκε μάλιστα αφορμή να δεχτεί την κατηγορία ότι το έργο του «Η εποχή του Χαλκού» (1876 – ’77) έγινε από εκμαγείο ζωντανού μοντέλου. Ο καλλιτέχνης έδωσε τη μάχη του με τους κατήγορούς συνέχισε

του, να

την

κέρδισε

δημιουργηθεί

μεγαλόπρεπα εκπληκτικά

και έργα

επιβάλλοντας τη δική του ορθή αίσθηση του όγκου και της μάζας. Ο αντίχτυπος, απ’ ό,τι άκουσα στο χώρο της έκθεσης, των τρομοκρατικών χτυπημάτων της 11ης


109

Σεπτεμβρίου 2001

στη Νέα Υόρκη

«προσέβαλε»

όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι συνέπειες των συγκλονιστικών γεγονότων φάνηκαν γρήγορα και στον τομέα του πολιτισμού. Μία από τις μεγαλύτερες «απώλειες» για την τέχνη ήταν η καταστροφή μιας από τις μεγαλύτερες συλλογές έργων Ροντέν ανά τον κόσμο, που φυλασσόταν σε κεντρικό χτίριο της αμερικάνικης μεγαλούπολης. Ο «Στοχαστής (ή Σκεπτόμενος)», ένα από τα διασημότερα

έργα

του

Ροντέν

σε

ορείχαλκο,

φιλοτεχνήθηκε μεταξύ των ετών 1880 – ’87. Σε αυθεντικό μέγεθος (ύψος 71.5 εκατοστά) εκτέθηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας το 1888. Το γλυπτό παρουσιάστηκε στο Πάνθεον του Παρισιού το 1906 και γρήγορα, λόγω της κοινωνικοπολιτικής κρίσης στη Γαλλία της εποχής εκείνης, μετατράπηκε σε σύμβολο του

σοσιαλιστικού

κινήματος.

Από

το

1922

φυλάσσεται στο Μουσείο Ροντέν και έχει τοποθετηθεί στον τάφο του μεγάλου καλλιτέχνη. Το «Φιλί» θεωρείται πολύ τολμηρό έργο, αν και το ζευγάρι των εραστών είναι ντυμένο μπροστά, μα ολόγυμνο πίσω, ίσως για να μην «αναστατώνει τα χρηστά ήθη» της εποχής του (τέλη 19 ου αιώνα). Κλείνω, λοιπόν, τούτη την παρέκβαση, έχοντας, όμως, πάντα στο νου μου και τ’ ακόλουθα λόγια του


110

Ο. Ροντέν, «Κάθε τι είναι ωραίο για τον καλλιτέχνη, γιατί σε κάθε πλάσμα και σε κάθε πράγμα το διεισδυτικό του μάτι ανακαλύπτει τον χαραχτήρα, δηλαδή την εσωτερική αλήθεια που διαφαίνεται κάτω από τη μορφή. Και η αλήθεια τούτη είναι αυτή η ίδια η ομορφιά».


111

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ! συννεφιασμένη μέρα

αμε μια μέρα αριστοκράτισσα ισα με της υπομονής τ’ανάστημα θυμωμένα τα νιάτα της ζωής θα σας πνίξουν στο τραγούδι τους (Αλέξανδρος Φωσταίνης «Ναυάγιο φως»)

«Πάνε τριάντα χρόνια, καλοκαίρι 1974, χάναμε στην Κύπρο το Λευτέρη μας, μετά κλάψαμε για τον Καζανομανόλη, τώρα πρέπει να «ξεπροβοδίσουμε» και το... Θεοφάνη;», σκέφτηκα και

δεν απάντησα

στον «Ελεύθερο», αλλά άρχισα με τη θέλησή του, να του διαβάζω νέα από την εφημερίδα και κείνος, όλη την ώρα, καταλάβαινε όσα άκουγε και κουνούσε απορημένος με το πού τραβά η ανθρωπότητα το κεφάλι και σιωπηλός. Όταν σταμάτησα στα εξωτερικά νέα, για να μην τον καταπονήσω άλλο, παρέμεινε ήρεμος και ατάραχος, παρότι, όπως όλα φανέρωναν, πλησίαζε πια ανεπιστρεπτί στο τέλος. Ή μήπως η πνευματική του διαύγεια και η ψυχική του ηρεμία οφείλονταν στο ότι στις νεανικές μας αναζητήσεις και συζητήσεις ο αγαπημένος μου φίλος θεωρούσε το


112

Θάνατο, όχι ως τέλος, αλλά ως αρχή της Ζωής των Ανθρώπων; Θυμάμαι, λοιπόν, ένα καλοκαιρινό βράδυ των φοιτητικών μου χρόνων, που είχαμε πάει με το Θεοφάνη έως το Πετροχώρι, για να ξεσκάσω από το διάβασμα λιγάκι. Έως τότε, για να είμαι ειλικρινής, γνώριζα

τις

Συρακούσες

μονάχα

από

την

«ιμπεριαλιστική» αθηναϊκή αποτυχημένη εκστρατεία με το Νικία και τον Αλκιβιάδη τα χρόνια του πελοποννησιακού

πολέμου

και

από

το

γνωστό

απόφθεγμα του μεγάλου Έλληνα Αρχιμήδη, όταν οι αγροίκοι Ρωμαίοι μπήκαν στο χώρο που μελετούσε («μη μου τους κύκλους τάραττε…»). Κι όμως ο καλοκάγαθος Θεούλης με λυπήθηκε. Και

μου

‘στειλε

ουρανοκατέβατο

άγγελο

τη

…Λάουρα. Ήταν η αδελφή της τότε φιλενάδας του Θεοφάνη και είχαν έρθει διακοπές στο χωριό, μια και κάποιος προπάππους τους ήταν από εκεί. Κι όταν η Φαίδρα, η αδελφή της, βγήκε με το φίλο μου ρομαντικό περίπατο, η Λάουρα, που, μέχρι εκείνο το βράδυ,

την

προσφέρθηκε Σπούδαζε

είχα να στην

ξαναδεί κάτσει

δυο να

Ιταλία

τρεις

φορές,

μου

κάνει

παρέα.

Ιστορία

Τέχνης

ή

Αρχιτεκτονική κι η αδελφή της Ιατρική, δεν θυμάμαι επακριβώς, τόσα χρόνια μετά.


113

Κάποια στιγμή, πριν περάσει μια ώρα από τότε που

έφυγαν

οι

άλλοι,

εκείνη

μου

πρότεινε

να

περπατήσουμε κι οι δυο μας. Παρά κάποιους αρχικούς ενδοιασμούς, δέχτηκα, γιατί κι εγώ αφορμή γύρευα να στείλω στον …κόρακα το διάβασμα και τις όποιες αναστολές μου! Μέσα σε δύο ώρες, τόσο διήρκεσε η βόλτα μας, σεργιανίσαμε όλα τα καλντερίμια του Πετροχωρίου. Φεγγαρόλουστη βραδιά. Κι αντί για τις σπουδές μας προτιμήσαμε να συζητήσουμε για ταξίδια. Μου είπε ότι είχε ταξιδέψει – τα τρία χρόνια που σπουδάζει στη Ρώμη – σ’ όλη την Ιταλία. Και προσφέρθηκε να μου αφηγηθεί τι είδε στις Συρακούσες, στο τελευταίο – πριν έρθουν με τη Φαίδρα να μας δουν – εκπαιδευτικό τους ταξίδι. Κρεμόμουν κυριολεκτικά απ’ τα χείλη της όσο την άκουγα να περιγράφει το Σιντριβάνι της Άρτεμης στην Piazza Archimede, το παλάτι του 15 ου αιώνα και το ανάκτορο Montalte του 1397. Μικροί και μεγάλοι, που μας ταξιδεύουν τρεις ή πιο πολλούς αιώνες πίσω, ναοί και μεγαλοπρεπή μέγαρα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης. Με τη φαντασία της η Λάουρα εκείνο το βράδυ με ταξίδεψε και στην Piazza del Duomo, όπου μου έδειξε μια σειρά αιωνόβιων κτιρίων, τον Καθεδρικό


114

Ναό, την Γερουσία, την Αρχιεπισκοπή, το μέγαρο Benventano del Bosco και την εκκλησία της S. Lucia alla Badia. Κατόπιν, με πήγε και στην Πηγή της Αρέθουσας, που εξυμνήθηκε από τον Πίνδαρο και το Βιργίλιο τα αρχαία χρόνια, και στην Πινακοθήκη, όπου μου επεσήμανε τους μαγικής ομορφιάς

αναγεννησιακούς

πίνακές της· αμέσως μετά, απνευστί, μου περιέγραψε το αρχαιολογικό πάρκο της Νεάπολης, το ρωμαϊκό αμφιθέατρο,

το

ελληνικό

θέατρο,

το

βασιλικό

αρχαιολογικό μουσείο, τις κατακόμβες, το ρωμαϊκό γυμναστήριο και την αγορά των Συρακουσών, που «κοσμούν» την ελληνική ιστορία της σικελιώτικης πόλης. Η νοερή περιήγησή μου είχε αρχίσει από την Ορτυγία και κατέληξε στο κάστρο Eurialo·

για να

δείξω στη Λάουρα πόσο χαίρομαι τη συντροφιά της, προτείνω να πάμε για ποτό. Δέχτηκε και έκτοτε γίναμε στενοί φίλοι για μια διετία, ώσπου και αυτή και η Φαίδρα παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ιταλία και δεν ξαναγύρισαν ποτέ στην Ελλάδα,

μονάχα

μιαν

ευχετήρια

κάρτα

για

την

ονομαστική του εορτή είχε ο Θεοφάνης λάβει πριν πολλά χρόνια…


115

«Ποιος... θα σε... διαβάζει;», με ξαναρώτησε δακρυσμένος. Δεν έκλαψα μπροστά του, τον κοίταζα στα μάτια και από μέσα μου παρακαλούσα τους Θεούς να καταπραΰνουν τον πόνο του «Ελεύθερού» μας και να επιμηκύνουν τη γαλήνη και την καρτερία της ψυχής του και την αγαπημένη μας συντροφιά. Στα χέρια μου, εκεί μπροστά, ο καλύτερός μου φίλος έσβηνε σαν αχνοκέρι και εγώ δεν μπορούσα να το αποτρέψω! «Έβαλε ο θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά…», θυμάμαι το ριζίτικο τραγούδι, μα κείνα τα «Ποιος… θα σε κρίνει; Ποιον θ’ αγαπάς;» με γιόμιζαν βουβό λυγμό και με προσγείωναν, θέλοντας και μη, στο … νοσοκομείο! Τελικά, κ. Μάξιμε, εκεί στα ουράνια που είσαι και συ, το βλέπεις πως κι οι «βάρβαροι», τα παιδιά που τα λέγανε... «βαρβάρους», έχουνε ψυχή; Το βλέπεις; Μήπως «σκοτεινιάζει» η ψυχή σου που ο Τυρταίος παραμένει, σε πείσμα των καιρών, ακάματος κι όχι ακαμάτης, ένα «αειθαλές λιόκλαδο», δεινός στιχοπλόκος δήκτης όσων μας περιβάλλουν; Μήπως, όμως, χαίρεσαι που οι «βάρβαροι» χάνουν ένα ακόμη μέλος

τους,

το

πιο…

οχληρό

και

μένουν

απροστάτευτοι; «Άνθρωπε, μίση και πάθη άσε στην άκρη/ στου θανάτου εμπρός το δάκρυ!/ Για όλους αληθινά ‘ναι πλούτη,/ εάν υγειά κι αγάπη αφεντεύουν


116

στη ζωή ετούτη!», οι στίχοι τούτοι πλάστηκαν στα χείλη μου, με το που ξαναθυμήθηκα το γυμνασιάρχη! Θεοί μου, γιατί τόση ανημποριά δώσατε στο ανθρώπινο γένος, να βλέπει το θάνατο αγαπημένων προσώπων να πλησιάζει και να μην μπορεί να τον αποδιώξει; Τι λες και συ, κ. Χαραλαμπίδη; Ο θεός σου γιατί δεν γλίτωσε το Λευτέρη απ' το εχθρικό βόλι στης Λευκωσίας τα χώματα, γιατί δεν έσωσε τον Μανόλη τον Καζάνη, όταν, στα 32 του χρόνια, αναγνωρισμένος και εκτός Ελλάδας για την κλασική του

μόρφωση

Αριστοτελισμό,

φιλόσοφος

με

έτοιμος

διδακτορικό να

στον

διεκδικήσει

πανεπιστημιακή έδρα ήταν, νιόπαντρος στο μήνα του μέλιτος επάνω, σε καλοκαιρινό του μπάνιο, στην Πάρο απέξω, διαμελίστηκε από έναν ασυνείδητο Γερμανό και το ταχύπλοό του, γιατί δεν προστάτεψε, τώρα, το Θεοφάνη; Επειδή δεν κατάλαβε ποτές του ότι οι «Σαραντάπηχοι» ζούσαν πάντοτε αψηφώντας τις μεταθανάτιες τιμωρίες της Κολάσεως, με τις οποίες το ιερατείο τρομοκρατεί και περιθωριοποιεί τους άθεους και άθρησκους, ενώ σφύριζαν αδιάφορα και για τα καλούδια

του…

Παραδείσου,

με

τα

οποία

το

παπαδαριό προσπαθεί να μας προσηλυτίσει προς ίδιον όφελος παρά τη θέλησή μας; Στου Λευτέρη το μνήμα τα τελευταία λόγια του «Τυρταίου» και του «Ελεύθερου», που 'κλαιγαν το


117

φίλο

αγκαλιασμένοι

ήσαν:

«Ο

πόνος,

αδελφέ,

βουβός!/ Χάθηκε παλικάρι, χάθηκε νιος,/ άμυαλος του πολέμου ο χαμός:/ ποτάμι το αίμα, ασήκωτος ο λυγμός!». Και αντί άλλου επικήδειου, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των φίλων μας, είχα εγώ, ως ομιλητής, αφιερώσει

στίχους

του

Καβάφη

από

το

«Υπέρ

Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» στη μνήμη του Λευτέρη μας και όλων εκείνων, που την καρδιά τους πρόταξαν ελευθερίας,

και της

το

αίμα ειρήνης,

τους της

χύσανε

υπέρ

της

δημοκρατίας,

του

σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, υπέρ της πατρίδας,

σε

καιρούς

«χαλεπούς»,

κόντρα

σε

ξενόφερτους εχθρούς, μα και ενάντια σ’ όποιους από τους ντόπιους σαν «κότες» το ‘βαλαν στα πόδια ή για να μη χάσουν την καλοπέρασή τους συμβιβάζονται με τα κάθε λογής καθημερινά κατεστημένα! Με φωνή δυνατή και αδάμαστη, καλοκαίρι του ’74, απαγγέλλω, λοιπόν, μέσα σε κλίμα μεγάλης συγκίνησης, μπροστά σ’ όλους: «Ανδρείοι σεις που πολεμήσατε και πέσατ’ ευκλεώς./ τους πανταχού νικήσαντας

μη

φοβηθέντες./

Άμωμοι

σεις,

αν

έπταισαν ο Δίαιος κι ο Κριτόλαος ./ Όταν θα θέλουν οι Έλληνες να καυχηθούν,/ «Τέτοιους βγάζει το έθνος μας» θα λένε/ για σας. Έτσι θαυμάσιος θα ‘ναι ο έπαινός σας./ Εγράφη εν Αλεξανδρεία υπό Αχαιού./ έβδομον έτος Πτολεμαίου, Λαθύρου.»


118

Την ώρα π' αποχαιρετούσαμε τον Καζανομανόλη, η πίκρα έπλεξε τούτους τους στίχους στα χείλη του «Τυρταίου»: «Της θάλασσας τα βάθη/ καθένας θέλει να τα μάθει,/ μα ο Θεός ποτέ να μην του δώσει/ μέσα τους τη ζήση του πικρά να τελειώσει!» Κι από κοντά ο Αλέξης ο Γαληνός τούτα τα λόγια του Μακρυγιάννη βρήκε να πει, για λογαριασμό όλης της συντροφιάς, σαν

αποχαιρετισμό

στον

καλό

μας

φίλο:

«Παρηγοριόμαστε μ’ έναν τρόπο, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήν την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.» «Οι

άντρες

δεν

κλαίνε,

το

ξέχασες,

φίλε;»

ξαναγυρνώ στο σήμερα, κοιτώ το Θεοφάνη μας, του λέω και σκύβω να του σκουπίσω τα δακρυσμένα μάτια, δίχως να μπορώ να λησμονήσω πώς μου ‘χε σταθεί αυτός προ ετών, όταν ξαναθυμήθηκα τυχαία την αποτυχημένη για μένα ερωτική «περιπέτεια» των φοιτητικών χρόνων με την Ελένη. Προ δεκαπέντε ετών περίπου, καταμεσής του Φλεβάρη του 1989, στα 35 μας χρόνια, τότε που και τα δικά μου μάτια δάκρυζαν ποτάμια θαρρείς και οι μόνοι στίχοι που πηγαινοέρχονταν στα πικραμένα μου χείλη ήταν:


119

«Παντρεύεται

η

καλή

μου·/

την

αγάπη

μου

παντρεύουν,/ με τη θέλησή της παίρνει την ψυχή μου,/ στα Τάρταρα την πάει και την κουρσεύουν». Όταν

βλέπεις

ξεθωριασμένη εφηβικών

έπειτ’

από

χρόνια

μια

φωτογραφία

των

σχολικών,

των

νεανικών

σου

χρόνων

όπου

και

περιτριγυρίζεσαι από συμμαθητές,

προσπαθείς

να

θυμηθείς. Όταν τυχαία τους συναντάς και ανέλπιστα στο δρόμο, χαίρεσαι και αγχωμένος προσπερνάς. Όταν, όμως, στα «Κοινωνικά» των εφημερίδων βρεις αναγγελία γάμου ή μαθαίνεις από άσχετους, καθώς δεν

έφτασε

προσκλητήριο, ανεκπλήρωτό

ποτέ

στα

χέρια

για

τον

μόνο

σου

έρωτα,

σου

γαμήλιο

αληθινό

αναπολείς

πλην

νοσταλγικά

απορώντας πόσο γρήγορα πέρασαν τα χρόνια από τότε που τον (την) είδες για τελευταία φορά! Θεοί, γιατί γεννάτε τις ανεκπλήρωτες αγάπες να καίνε τα σωθικά των ανθρώπων και τους γιομίζετε με βασανιστήρια Σίσυφου τη ζωή;


120

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ! Πολιορκώντας το … Διάβολο

« Με τον λύχνο του άστρου στους ουρανούς εβγήκα Που να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ; M ε το λύχνο του άστρου στους ουρανούς γυρίζω....» (Οδυσσέας Ελύτης)

Μύθους με σύγχρονους αγίους και δαίμονες, με μεσαιωνικούς ιππότες και κόλπα με ντετέκτιβ ή κατασκόπους που εξιχνιάζουν εγκλήματα, δε σκοπεύω να διηγηθώ, Θα προσπαθήσω να μιλήσω καθαρά γιατί ο Φλεβάρης του ’89 μ’ είχε γιομίσει μαυρόπικρο δάκρυ παρά τη στήριξη του «Ελεύθερου» και να μη σας κουράσω, φουσκώνοντας το μυαλό σας με... ρομαντικές αυτοβιογραφίες. Και μαζύ με το ποτάμι των δακρύων, το Φλεβάρη εκείνο, στο νου μου «κλωθογύριζε» ο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου. Και πιο πολύ, τούτοι οι στίχοι μ’ έσπρωχναν να κλαίω πιο πολύ, οσάκις έμενα μόνος μου, τις παραμονές του γάμου της γυναίκας, που τόσο πολύ αγαπούσα μάταια:


121

«Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει, Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει. Μια χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ' εκείνη θέλω μόνο, και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω. Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαριαναστενάξεις, κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις, ν' αναδακρυώσεις και να πεις· «Pωτόκριτε καημένε, τα σου'ταξα λησμόνησα, τό'θελες πλιό δεν έναι.» Kι όντε σ' Aγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου, και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τσ' ομορφιάς σου, όντε με σπλάχνος σε φιλεί και σε περιλαμπάνει, θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν' αποθάνει. Θυμήσου πως μ' επλήγωσες, κ' έχω Θανάτου πόνον, κι ουδέ ν' απλώσω μου'δωκες σκιάς το δακτύλι μόνον. Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου, λόγιασε τά'παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου. Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που'βρες στ' αρμάρι μέσα,


122

και τα τραγούδια, που'λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα', και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ' εμένα, που μ' εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα. Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε, και τα τραγούδια που'βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε, για να μην έχεις αφορμήν εις-ε καιρόν κιανένα, πλιό σου να τ' αναθυμηθείς, μα να'ν' λησμονημένα. Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω, τάσσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν' αναντρανίσω. Kάλλιά 'χω εσέ με Θάνατον, παρ' άλλη με ζωή μου, για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου». Η ιστορία μας αρχίζει πολλά χρόνια πίσω, όταν ήμουν τριτοετής στη Φιλολογία, στα 22 μου πια, στο πανεπιστήμιο της Νεάπολης, της έδρας του Νομού μας, μιας μικροαστικής κι όμορφης πόλης, η οποία απείχε μόνον 70 μίλια από τη πρωτεύουσά της επαρχίας, την Καλλίπολη, όπου ζούσαν, από τότε που τέλειωσα το γυμνάσιο, οι γονείς μου κι η μικρή μου αδελφή, φεύγοντας απ’ το Πετροχώρι. Στα τρία, έως τότε, χρόνια της φοιτητικής ζωής είχα – ήδη, λόγω


123

των πολλών αντικυβερνητικών καταλήψεων – έναν αρκετά ευρύ κύκλο από γνωστούς και έναν κάπως πιο περιορισμένο από φίλους μόνο. Επίσης, σχεδόν κάθε βράδυ μου δινόταν η ευκαιρία κι η δυνατότητα να διασκεδάζω, αφού με λίγο – μόνον – διάβασμα στις παραμονές των εξετάσεων κατάφερνα και περνούσα «αθόρυβα» και χωρίς δυσκολία ιδιαίτερη τα μαθήματα της Σχολής. Όλα,

λοιπόν,

κυλούσαν

κατ’

ευχή

και

ξέγνοιαστα, ώσπου ένα πρωί που κατέβηκα στην Αγορά να ψωνίσω για το μεσημεριανό γεύμα, συνέβη αυτό που άλλαξε τη ζωή μου, αναστατώνοντας και ανακατεύοντας γι’ αρκετό καιρό τον εσωτερικό, το συναισθηματικό μου, κόσμο «τραυματίζοντας» τον αυθωρεί «θανάσιμα». Μέσα στην πολύβουη, από πλήθος ανθρωπίνων κραυγών αλλά και κορναρίσματα αυτοκινήτων, Αγορά της Νεάπολης το μάτι μου καρφώθηκε σε μιαν κοπέλα, μιαν πάρα πολύ νέα κι εξαιρετικά όμορφη κοπέλα. Με ξανθό, σαν ώριμο στάχυ, μαλλί, γαλανά, σαν τ’ ουρανού, μάτια σε «γατούλικο»

πρόσωπο

και

χρωματιστό

χυτό

πουκάμισο πάνω σε μίνι κόκκινη φούστα που ‘δειχναν το καλλίγραμμο – «θεο – φτιαγμένο !» – σώμα της ήταν σκέτη πρόκληση. Όχι, δεν ξέχασα την κόκκινη – της φωτιάς – κορδέλα, που ‘χε δεμένα αλογοουρά τα μαλλιά της! Καρφωμένος πάνω της σαν χαμένος


124

έμεινα κι αποσβολωμένος για πέντε περίπου λεπτά. Έπειτα,

χωρίς

να

καταλάβω

πώς

και

πότε,

η

«πρόκληση» χάθηκε από τα μάτια μου. Γύρισα σπίτι κατηφής και το ίδιο σαββατοκύριακο, που είχα βρεθεί με το Νίκανδρο και τον Θεοφάνη σφίγγα αμίλητη, κατά τα λεγόμενα του τελευταίου! Από την πρώτη στιγμή που την είδα, μέσα Μάρτη του 1976, ένιωθα τόσο παράξενα! Για δυο – τρεις ημέρες, δεν παρακολουθούσα μαθήματα στη Σχολή αλλά

γυρνούσα

τους

δρόμους

της

πανεπιστημιούπολης, από το πρωί έως το βράδυ, θέλοντας να την ξανασυναντήσω κάπου, να την ξαναδώ. Και τα βράδια στην παρέα λες κι είχα χάσει τη

λαλιά

μου.

βασισμένος

στα

Ο

Θεοφάνης,

σε

προαναφερθέντα

γράμμα

του,

συμπτώματα,

«διέγνωσε»: Έρως κεραυνοβόλος! Αλήθεια, πού να πάρει! Η κοπέλα εκείνη, που τ’ όνομά της δεν ήξερα καν τις πρώτες κείνες ημέρες, μού ‘χε ανάψει φωτιά στα

σωθικά

και,

εν

αγνοία

της,

με

σιγόκαιγε

ανελέητα· και δίπλα να ‘χω τους φίλους να με... περιπαίζουν! Ήμουν, μα το Θεό, να σκάσω από την απογοήτευσή μου! Προς το τέλος της επόμενης εβδομάδας, δέχτηκα μιαν πρόσκληση για ένα νεανικό πάρτι. Κι εκεί, επιτέλους την ... ξαναβρήκα. Πόση χαρά ένιωσα μόλις την ξανάδα δεν περιγράφεται με λόγια! Ήταν κι αυτή


125

συνηλικιώτισσά μας φοιτήτρια στο ίδιο τμήμα με μένα και

φίλη

της

οικοδέσποινας, απαραίτητες

φοιτήτριας η

και

οποία

που

ανέλαβε

προβλεπόμενες

γιόρταζε,

της

να

τις

κάνει

συστάσεις.

Μού

φάνηκε περισσότερο προκλητική από την πρώτη φορά και με έκανε να ποθώ να τριφτώ επάνω της όπως τα σπιρτόξυλα στο σπιρτοκούτι! Ξέπλεκα τα μαλλιά χυμένα στους ώμους ενός έξωμου ντεκολτέ και άσπρο καλτσόν

ως

προέκταση

φούστας.

Είχα

μιας

«φουντώσει»

βαθυπράσινης για

τα

καλά,

μίνι πλην

ανεξέλεγκτα. Ο πόθος μου , η αγάπη – ο έρως για την Ελένη – έτσι έλεγαν

τον ... «εμπρηστή» της ψυχής

μου – ήταν μεγάλος

και αυξανόταν όσο την είχα

κοντά μου για λιγοστά λεπτά ή την έβλεπα, χωρίς να μπορώ να κάνω κάτι, στην υπόλοιπη διάρκεια της γιορτής να μιλά και να γελά με τις φιλενάδες της. Ασυγκράτητος,

όμως,

έγινε

όταν

έμαθα

από

το

Γλώσση, που σπουδάζαμε μαζύ τότε, πριν συνεχίσει τις μουσικές του ενασχολήσεις, πως δε σχετιζόταν με κανένα αγόρι ή φοιτητή στην πανεπιστημιούπολη – αρκετά παράξενο για μια τόσο όμορφη και αξιέραστη νέα

κοπέλα.

«Πάντως,

δε

μοιάζει

με

λεσβία»,

σκέφτηκα και... Από την επομένη, κιόλας, ημέρα της γιορτής, άρχισα να την «πολιορκώ» για να τη «ρίξω» και να κερδίσω το ενδιαφέρον και την αγάπη της. Να βρει κι


126

ο έρως μου ανταπόκριση! Μα εκείνη, αν και μ’ έβρισκε αρκετά ευχάρι και συμπαθητικό και είχε πρόσχαρα – έτσι φαινόταν στα μάτια της, τουλάχιστον – δεχτεί (... ανεχτεί; Ακόμη προσπαθώ, τόσα χρόνια μετά, να το ξεδιαλύνω!) να βγούμε πολλές φορές βόλτα οι δύο μας, χωρίς άλλη παρέα, στα νυχτερινά αξιοθέατα της πόλης, που φιλοξενούσε τα φοιτητικά μας, τότε, έναστρα βράδια και τα όνειρά μας, δε μου ‘δινε θάρρος να προχωρήσω. Εμμέσως πλην σαφώς, μ’ απέρριπτε! Για δεσμό κι ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή μαζύ της , κάτι που ως έμμονη ιδέα ταλάνιζε το νου μου τα βράδια που γύριζα μόνος στο σπίτι, θα ‘πρεπε ούτε καν να σκέφτομαι. Μελαγχολία είχε αλώσει την ψυχή μου και προσπαθώντας υπεράνθρωπα να

μην

το

δείχνω

δεν

εγκατέλειπα

ο

κεραυνόπληχτος, παρά τις συστάσεις του Θεοφάνη, που ειδικά γι’ αυτόν το λόγο είχε έρθει να τον φιλοξενήσω μερικές ημέρες, δηλαδή για να βγαίνουμε μαζύ και να ξεσκάσω – τον αγώνα μου! Ένα πρωινό του Οχτώβρη του ‘76, λοιπόν, μετά από αρκετούς μήνες πολιορκίας, κατά την οποία είχα πολλές

φορές

ταπεινωθεί

εκούσια

και

δεχτεί

προσβλητικά σχόλια της ίδιας, φίλων και ξένων για το «κόλλημά» μου μαζύ της, γύρω στις 11 την πέτυχα τυχαία στο κυλικείο του πανεπιστημίου. Είχα αρκετές ημέρες – ήμουνα έγκλειστος τα πρωινά στο σπίτι


127

χωρίς να θέλω να δω και να μιλήσω σε κανέναν και τα βράδια ο Γλώσσης και ο Μανόλης ο Καζάνης, που σπούδαζε στη Φιλοσοφική της ίδιας πόλης φιλοσοφία, με το ζόρι μ’ έσερναν μαζύ τους για καφέ ή ποτό και δίχως όρεξη για κουβέντα σχετική – να τη συναντήσω. Ο έρως μου παρέμενε, ακόμη, παίγνιο και άθυρμα στα χείλη των φίλων («Χαιρετίσματα στη Μόρφω, τη μαύρη

γατούλα

ντε,

που

ξεροσταλιάζει

στην

καφετέρια «Ντόμινο» στην Αγ. Βασιλείου» ήταν το αγαπημένο

«πείραγμα»

του

Γλώσση,

ενώ

ο

«Ελεύθερος» μου πρότεινε να κάνω αίτηση στο δήμο για νυχτοφύλακας της πλατείας Ειρήνης, μια και τον καιρό εκείνο, τα βράδια που περίμενα να ιδώ την Ελενίτσα,

δρούσαν

νύχτα,

επικίνδυνοι

και

ασύλληπτοι, άγνωστοι βάνδαλοι των μνημείων της πόλης, θυμίζοντας τον Αλκιβιάδη και την κοπή των Ερμών την παραμονή της Σικελικής εκστρατείας!) και ανομολόγητος έπειτα από έξι μήνες από την πρώτη μου βραδινή βόλτα με την πάντοτε επιδειχτική, φιλάρεσκη και νάρκισσο Ελενίτσα. Έτσι, λοιπόν, εκείνο το πρωί ήρθε να με (ξανα)ταράξει: Φορούσε μια μαύρη κοντομάνικη κολλητή διάφανη μπλουζίτσα, μιαν επίσης μαύρη προκλητική τζιν φούστα μ’ ένα μαύρο δαντελωτό σέξι διεγερτικό καλτσόν που ασορτί με τα μαύρα, ακριβούτσικα μα καλοδιατηρημένα, γοβάκια

της

και

ο

«αέρας»

της

μ’

έκαναν

ν’


128

αναρωτιέμαι τι στ’ αλήθεια έχει να ζηλέψει μια τυχαία πόρνη του δρόμου ή η Μαγδαληνή από τη γυναίκα που μπροστά μου είδα κι έμεινα άλαλος, όπως ο Ζαχαρίας

όταν

εγκυμοσύνη

της

ο άγγελος Ελισάβετ,

του ανήγγειλε την

κατοπινής

μάνας

του

Ιωάννου του Προδρόμου! Δε θα ‘μουνα υπερβολικός ή ψεύτης εάν έλεγα πως ο Διάβολος δεν αρκείται μόνον πλέον να τυραννά τους θνητούς ανθρώπους όταν πεθάνουν, αλλά εφεξής, παίρνοντας τη μορφή του «γατούλικου» προσωπείου της Ελένης ήρθε να τους κολάζει και εν ζωή. Ένιωσα τόση ταραχή που την είδα όση είχε ο Μανούσος

Χανιωτάκης,

ο

Κρητικός

εξπέρ

του

ταβλιού στην φοιτητική παρέα, όταν – σπανίως συνέβαινε

αυτό

δεν

έφερνε

για

δεύτερη

συνεχόμενη ζαριά διπλή και κινδύνευε να χάσει, καθώς ισχυριζόταν, από τον τυχερότερο αντίπαλό του! Τη μάλλον

στιγμή που δεχόταν

την πέτυχα,

φιλάρεσκα

τα

συνομιλούσε «μελίρρυτα»,

ή μ’

απώτερο σκοπό αυτής τη βοήθεια στις προσεχείς εξετάσεις και αυτού ένα ή περισσότερα βράδια με σεξ, κολακευτικά σχόλια μ’ έναν κοινό γνωστό. Καλημερίζω, χωρίς πολλή διαχυτικότητα: «Καλημέρα, Ηλία», «Καλημέρα, Ελένη (...αγάπη μου, πήγα να πω αλλά ένιωθ’ άσχημα εκεί μπροστά σε τόσο κόσμο κι,


129

ευτυχώς ή δυστυχώς;, κρατήθηκα)». Κίνησα, χωρίς καθυστέρηση

καθόλου,

να

φύγω,

μα

η

Ελένη

πιάνοντας με από το χέρι με σταμάτησε λέγοντας όσο πιο ναζιάρικα μπορούσε: «Περίμενε ντε, θ’ ανεβούμε μαζύ στη Γραμματεία της Σχολής κι ύστερα, αν θες κι εσύ, θα κατεβούμε, αφού δεν έχω μάθημα – εκτός αν έχεις εσύ – σήμερα

που ‘ναι λιακάδα με τα πόδια

προς την πόλη». «Μ’

αρέσει

ο

δυϊκός

αριθμός

που

χρησιμοποίησες. Και μάθημα να ‘χα, για σένα κάνω ό,τι προστάξεις. Αν θέλω να έρθω μαζύ σου; Πετάω τη σκούφια μου, αλλόφρων μεθυσμένος από έρωτος χαρά» μονολόγησα σιγανά και κουνώντας καταφατικά το κεφάλι μου της έδωσα να καταλάβει ότι μ’ έβρισκε απολύτως σύμφωνο η ιδέα της. Μέχρι ν’ αφήσει η Ελένη τον Ηλία και να ‘ρθει προς εμένα, που ‘χα απομακρυνθεί στο μεταξύ γύρω στα πεντέξι βήματα, η ψυχή μου ανεβοκατέβαινε στον Άδη σε χρόνο ρεκόρ. Έκανε αυτό που ‘κανε η Περσεφόνη , σύμφωνα με την ελληνική

μυθολογία,

κάθε

6

μήνες

,

κάθε

6

δευτερόλεπτα! Αν έκρινα το πρόσωπο τού Ηλία την ώρα που έφυγε η Ελένη από κοντά του, έκοβα το κεφάλι μου σε χαμένο στοίχημα πως κι αυτός ήταν «τσιμπημένος» μαζύ της. Το περιέγραφα, μετά από μέρες, στο Θεοφάνη και γελούσε με το … κατάντημά μου!


130

Εάν δεν ήταν σφηνωμένες στο μυαλό μου οι βόλτες που η Ελένη κι εγώ όσα βράδια κάναμε στους δρόμους

(με

γκαρσόνια

ήξεραν

σε

απέξω

κάθε

και

καφετέρια

ανακατωτά στον

τα

κεντρικό

πεζόδρομο της πόλης, την οδό Αγ. Βασιλείου και οι… πέτρες στις πιο γνωστές σε ντόπιους και ξένους πλατείες Ενότητας και Ειρήνης απ’ τα για το χατίρι της «πηγαινέλα» μου… ) και στ’ αξιοθέατα της Νεάπολης, μιλώντας – αφού εκείνη με παρέσερνε, παίρνοντας πάντα το «γενικό πρόσταγμα» – για οτιδήποτε άλλο εκτός από το ερωτικό μου πάθος για εκείνην, θα στοιχημάτιζα πως κάτι σοβαρό θέλει να μου πει ή να μου δείξει. Σαν πλησίασε κοντά μου με μασημένα, γιατί μ’ είχε «ανάψει» η προκλητική της εμφάνιση και πρόσκληση, λόγια της λέω: «Εγώ ...χρυσή μου ( με το «χρυσή ήθελα να δείξω πόσο πολύτιμη μού είναι και το «μου» είναι το κρυφό μου όνειρο, ο πόθος που με φουντώνει , όταν τη βλέπω, να την κάνω δική μου)... θ’ ανεβώ για λίγο... στις Γραμματείες, αλλά ...» «Αλλά τι;», μου λέει, «δε με θες πια... ως παρέα σου;» «Αλλά» – προσπαθώ να συνεχίσω – «ύστερα δε θα ξανα...κατεβώ στην ... Νεάπολη. Θα φύγω... έχω δεκαπέντε μέρες... να πάω στην Καλλίπολη... να πάω να δω ...

τους

γονείς

λεωφορείο.

Λυπάμαι,

μου, με το επόμενο ...

αγαπητή

μου!

(

αυτό

το


131

«λυπάμαι» σαν φονικό τόξο το ‘νιωθα με δυο βέλη στραμμένα ίσια στην ψυχή μου: λυπάμαι που σ’ αγαπώ τόσο πολύ και σήμερα θα σε δω τόσο λίγο , λυπάμαι που σ’ αγαπώ τόσο αληθινά , κι εσύ παίζοντας τέτοιο θέατρο (;) δε μ’ αφήνεις να στο δείξω!)». Καρφώνοντάς με στα μάτια

η Ελενίτσα και

κάνοντάς με να φουντώνω, να κοκκινίσω και να νιώσω πως προς στιγμήν έχασα τις αισθήσεις μου, μ’ ένα αφοπλιστικό, ειρωνικό, αλλά συνοδευόμενο από ένα προσποιητό χαμόγελο, που επιστρατεύει συνήθως ο Διάβολος οσάκις θέλει να πετύχει κάτι ή να παρασύρει οικειοθελώς τους θνητούς, ύφος γυρνά και μού λέει: «Μη λυπάσαι καθόλου. Έχω κι εγώ κάτι ψώνια να κάνω και σκοπεύω να δω και κάτι φίλους ( σαν κι αυτόν το γραβατωμένο «φλώρο» δικηγορίσκο, που περίμενε το βράδυ της περασμένης Παρασκευής έξω από το σπίτι της για να την πάει σινεμά ή σαν τον άλλο, τον μαυροπουκαμισά μάγκα του γλυκού νερού που την έβαλε στ’ αμάξι και «τα ’σπασαν» – εάν έλεγε αλήθεια ο Καζάνης – την προηγούμενη Κυριακή σε γνωστό σκυλάδικο; Ας είναι, στοιχηματίζω πως σκόπιμα το ‘ριξε το δηλητήριό της. Όποιον αγαπά έστω και λιγάκι – έλεγε η γιαγιά μου – ο Θεός τον πειράζει. Όποιον, όμως, καθόλου δεν αγαπά, τον


132

κοροϊδεύει;), κι έτσι θα ταξιδέψουμε μαζύ, αν θες, τώρα το πρωί έως τον προορισμό μου τον τελικό». «Μαζύ;», ψέλλισα απορημένος. «Μαζύ» , μ’ απάντησε, « αν θες και καταδέχεσαι, βέβαια, τη συντροφιά μου». «Βοήθεια, Θεέ μου, να παλέψω τη φουρτούνα που μου ‘πεσε στο κεφάλι!» ψιθύρισα χαμηλόφωνα και στρεφόμενος προς το μέρος της Ελένης που έφτιαχνε τα μαλλιά της, με φανερά τρακαρισμένη φωνή τής λέω: «Ελένη μου, σύμφωνοι! Φαίνεται πως δε θα μας χωρίσει τίποτα από τώρα μέχρι την Καλλίπολη. Είναι πράγματι τύχη σ’ ένα τόσο πληκτικό ταξίδι να ‘χεις πλάι σου ένα φίλο να κουβεντιάζεις για να περάσει ευχάριστα η ώρα της διαδρομής .» (ο Αλέξης ο Γαληνός το ‘χε πει για άλλη περίσταση, στα γυμνασιακά μας χρόνια, για μια δική του «χυλόπιτα», αλλά τώρα κολλούσε «γάντι» και σε μένα: «Είσαι στ’ αλήθεια τυχερός όταν έχεις σου το πρόσωπο που λαχταράς,

κοντά

μα για κακοτυχία

πρόκειται οσάκις ξέρεις πως στον τόπο προορισμού του ταξιδιού τούτου το πρόσωπο π’ αγαπάς θα σ’ αφήσει για να πάει να βρει αυτούς που εκείνο αγαπά») Κι άρχισε, αμέσως, η Ελενίτσα εκείνο το γέλιο, που ν’ έκανε να την αγαπήσω τόσο πολύ, ώστε με ιώβειο υπομονή να δέχομαι και ν’ ανέχομαι

τη

γεμάτη ιδιοτροπίες και παιδιαρίσματα συμπεριφορά της. Εξάλλου, στο κάτω – κάτω της Γραφής, αφού


133

εκείνη δεν μ’ αγαπά και δεν ενδιαφέρεται για μένα, γιατί να τη νοιάζει πως η παρουσία της φαρμάκι αντί φάρμακο είναι για μένα, και πώς αντιδρώ σ’ ό,τι κόλπα μού σκαρώνει; Ίσως, όμως, να το ‘κανε εσκεμμένα – όπως πριν δέκα περίπου βραδιές που προσποιούμενη την ασθενή δε βγήκε μαζύ μου, αλλά ο Χανιωτάκης την είδε σε μπαρ με άλλον; – και μόνο για να μ’ αναγκάσει να πάψω να την αγαπώ και να φύγω από τη ζωή της. Όση

ώρα

ανεβαίναμε

στα

γραφεία,

χάζευα

αποσβολωμένος τις διεγερτικές της ρώγες πότε που τρυπούσαν λες το διάφανο μπλουζάκι, και τις αφράτες πότε μα γεμάτες δύναμη και κίνηση γάμπες της. Φανταζόμουν

τα

γέλια

του

Θεοφάνη

και

του

Νίκανδρου, αλλά και του Λεωνίδα, όταν θα μάθαιναν τα τωρινά μου

«χάλια»,

αλλά ας

πρόσεχα! Θα

τελειώναμε γρήγορα εφόσον η ... δεσποινίς Ελενίτσα δε

σπαταλούσε

γυναικοκουβέντες

10

15 (

λεπτά

περίπου

σε

«ανεμομαζώματα,

ανεμοσκορπίσματα») με κάτι φιλενάδες της. Ξεχώριζε όπως η Ναυσικά ανάμεσα στις παραδουλεύτρες, που γράφει ο Όμηρος. Ευτυχώς που σαλιάριζε με φίλες, γιατί σε διαφορετική περίπτωση δε θα ‘ξερα πώς ν’ αποκρύψω τη ζήλια ή το θυμό μου . Στην προκείμενη, όμως, φάση έκανα πως δεν κατάλαβα και προτίμησα τη σιωπή, έως ότου ταχτοποιήσαμε ο διά την εμήν


134

τιμωρίαν ανθρωποποιηθείς Διάβολος κι εγώ, τις δικές του δουλειές, για τις οποίες είχαμε ανεβεί στο πανεπιστήμιο, ο καθένας. Φύγαμε βιαστικά προς την πιο κοντινή στάση για να μη χάσουμε το υπεραστικό λεωφορείο προς τη Μεγαλούπολη, το οποίο σε λίγο θα περνούσε. Στα λιγοστά λεπτά έως ότου έρθει το λεωφορείο, προτίμησα να πεταχτώ στο απέναντι περίπτερο κι αγόρασα μιαν αθλητική εφημερίδα. Όταν ανεβήκαμε στο λεωφορείο, που ‘ταν κατάμεστο, με δυσκολία βρήκαμε ένα ζευγάρι θέσεις για να κάτσουμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Παρ’ όλ’ αυτά, αφότου βολευτήκαμε στις θέσεις μας, άρχισα να διαβάζω την εφημερίδα μου

στη

διάρκεια

της

διαδρομής.

Έτσι,

θα

προσπαθούσα να μη φανερώσω αλλά να κρύψω βαθιά την πάλη που γινόταν μέσα μου, όσο είχα πλάι μου την Ελένη, αν και συγκέντρωνα – καμία αντίρρηση; – τα ζηλόφθονα βλέμματα των αρρένων συνταξιδιωτών μας. Την

αγαπούσα

τούτη

τη

φαντασμένη

«αρχοντοχωριάτισσα» τόσο πολύ που αδιαφορούσα για τα «κουτσομπολιά» των άλλων και για την κατά καιρούς περιφρονητική της στάση απέναντι σ’ όσα ένιωθα και ο αφελής αρεσκόμουν να την ακούω να μου μιλά, να τη βλέπω με τις ώρες, άσχετα αν έκανε καθετί για να μού σπάσει τα νεύρα με την ώρες –


135

ώρες

αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά της ( πότε μ’

άφηνε με προκλητικά λάγνες ματιές αρτίστας να τρέφω αμυδρές, έστω, ελπίδες – πότε αδιαφορώντας παντελώς για μένα υποκρινόταν πως δε μ’ ήξερε καν!). Αγαπούσα την Ελένη – τον εικοσάχρονο μόλις «πειρασμό και παράδεισο», που καθόταν πλάι μου – τόσο πολύ που, αν μου ‘δινε να καταλάβω πως θα ‘ταν πραγματικά ευτυχισμένη (ότ)αν έπαυα να την αγαπώ και να τη νοιάζομαι, εγώ – θέλοντας το καλό της και μόνον – δε θ’ αρνιόμουνα ν’ απομακρυνθώ από κείνην και να πάψω να την αγαπώ. Με ήθελε, λέει, για φίλο! «Φίλο;» Φίλο! Όπως τον Ηλία π.χ.; Μα νοείται, καλοί μου άνθρωποι, φιλία μ’ έναν τόσο ελκυστικό και προκλητικό διάβολο δίπλα μου; Ανάμεσα στα τόσα που αράδιαζε στη διάρκεια του ταξιδιού ήτανε και τούτο: Μ’ ήθελε για φίλο, γιατί μου ‘χε εμπιστοσύνη, επειδή ήμουνα... καλόκαρδος... ειλικρινής απέναντί της, μια κι, όπως εύκολα μπορούσε οποιοσδήποτε εκείνη την εποχή να διαπίστωνε, για χάρη

της θα πήγαινα και στην

κόλαση. Δύσκολο, λοιπόν, ν’ άλλαζα λίγο για να την «κερδίσω»;

Κι

αυτό

που

εκείνη

υπολόγιζε

περισσότερο, εσκεμμένα πόσο με πλήγωνε αγνοούσε;, ήταν ότι δεν «κινδύνευε» από μένα, μολονότι – από τα εφηβικά

μου

χρόνια

προφυλακτικά μαζύ μου.

έχω

πάντα

ένα

κουτί


136

Επιτέλους, φθάσαμε. Τα ενενήντα λεπτά της διαδρομής μού φάνηκαν αιώνας. Σε λίγο θα χωρίζαμε. Άγνωστο πότε θα την ξανάβλεπα! Λυπόμουνα που την εγκατέλειπα να πάει να βρει τοuς «φίλους» της, όπως είχε ισχυριστεί για να μ’ ακολουθήσει από την Νεάπολη έως εδώ, αλλά χαιρόμουν αφάνταστα που θα ξανάβλεπα τους γονείς μου. Στο σπίτι, αμέσως μετά το

μεσημεριανό

απαλή

οικογενειακό

κλασική

μουσική,

γεύμα,

ακούγοντας

ξαπλωμένος

στο

πουπουλένιο κρεβάτι του παιδικού μου δωματίου θα προσπαθούσα ή να τηλεφωνηθώ με τον «Ελεύθερο» και το Λεωνίδα ή ν’ αποκοιμηθώ και θα πάλευα να μη σκέφτομαι αυτόν τον , χωρίς ανταπόκριση, έρωτα. Πηγαίνοντας, όμως, ν’ απομακρυνθώ ένιωσα το χέρι της Ελένης να σφίγγει το δικό μου και να μην τ’ αφήνει, αλλά μες σ’ όλη τη βουή των επερχομένων αυτοκινήτων και δικύκλων άκουσα τη φωνή της να μου λέει : «Άλλαξα γνώμη. Δε θέλω να πάω για ψώνια, ούτε να συναντήσω τις φίλες μου, συμφωνείς να πάμε καμιά βόλτα για να μου δείξεις και την Καλλίπολη;» Ικετευτική ή προστακτική χροιά αν είχε η

φωνή

της

λόγω

θορύβου

ήταν

αδύνατο

να

ξεδιαλύνω εκείνη την ώρα. Για να την αποφύγω, προφασίστηκα αφενός ότι ήμουνα κουρασμένος κι αφετέρου πως είχα ανάγκη από ύπνο. Εν μέρει έλεγα αλήθεια: Η ιστορία αυτή μ’ είχε κουράσει αφάνταστα,


137

ώστε φάρμακό μου μόνον φαινότανε ο άνευ σκέψεων ύπνος! Τότε, όμως, η Ελενίτσα μ’ ένα σατανικό – αλλιώς, τι σόι «Διάβολος» θα ‘τανε; – χαμόγελο μού ξαναλέγει σχεδόν ικετευτικά πως θα ‘θελε τόσο να πάμε οι δυο μας μαζύ – τονίζοντας, μ’ ιδιαίτερο στόμφο, τη λέξη τούτη – κι έπειτα «ό,τι προκύψει». Αυτό το «ό,τι προκύψει» μου φαινόταν αρκετά παράξενο,

πρόστυχο,

τολμηρό

και

πονηρό.

Ό,τι

προέκυπτε, δηλαδή ό,τι θα έφερναν τα πράγματα μοναχά τους, χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση; Ή ό,τι θα ‘ρχόταν ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων πράξεων εκ μέρους μας; Ηλίου φαεινότερο πως το διαβολοθήλυκο ήθελε να με δοκιμάσει και να με πειράξει, για μ’ ακόμη φορά. Κι έπεσα στην παγίδα. Υπέκυψα, αφού – αν και κατά βάθος ήμουνα τρελός γι’ αυτήν – έδωσα σκληρή μάχη για να πείσω για το ορθόν της απόφασης και της πράξης

τον

αρχινούσαν

εαυτό και

μου.

Όλοι

κατέληγαν

μου σ’

οι ένα

δισταγμοί άσχημο

προαίσθημα που ‘χα και δε μ’ άφηνε να πάρω θάρρος να προχωρήσω να της εξομολογηθώ, τώρα που ήταν ευκαιρία, τον έρωτά μου. Πήρα τηλέφωνο στο σπίτι κι είπα στους γονείς μου να μην ανησυχούν, μια κι είχα δουλειά και θ’ αργούσα να πήγαινα να τους δω. Θα καθόμουν, όμως,


138

την επαύριον όλη τη μέρα κοντά τους και θα ξαναγυρνούσα στη Νεάπολη σε 2 μέρες. Είχε ο Στέλιος ο Γλώσσης τα γενέθλιά του, κατέβηκαν ο Λεωνίδας, ο Νίκανδρος, τα αδέλφια Ναρσή και ο Θεοφάνης, αλλά σε λίγες μέρες άρχιζε κι η εξεταστική περίοδος. Όλο το απόγευμα, η Ελένη κι εγώ δε σταματήσαμε ούτε στιγμή: Προχωρούσαμε, γελώντας και χαζεύοντας βιτρίνες απ’ το Εμπορικό Κέντρο της Καλλίπολης, ώσπου τής πέρασε από το νου η ιδέα να πάμε μια βόλτα έως το Λιμάνι, για να βγάλουμε φωτογραφίες. Σ’

όλη

τη

διάρκεια

της

επίπονης,

ομολογουμένως, πεζοπορίας η Ελένη παρέμενε τόσο ανέμελη, τόσο όμορφη, μα και τόσο φλύαρη, τόσο που ζαλίστηκα από τα γεμάτα ανησυχίες για τα λουλούδια των αγρών και τα μαθήματα των προσεχών εξαμήνων αλλά όχι γι’ αγάπη λόγια της και τα κάλλη της. Δεν ένιωθα, όμως, αρκετά καταπονημένος, γιατί είχα μαζύ μου την κοπέλα που ποθούσα, αλλά ήμουνα φανερά δυσαρεστημένος από το αντικείμενο την εξέλιξη της μεταξύ μας συζήτησης. Τι με κόφτει εμένα ποιες είναι οι θεραπευτικές ιδιότητες που έχει το χαμομήλι ή πόσο

εύκολα

θα

περνούσαμε

τα

μαθήματα

του

τρέχοντος εξαμήνου; Μιλούσα, βέβαια, κι εγώ κάπου– κάπου, αλλά λακωνικότατα. Προσπαθούσα έτσι ν’ απαντήσω σ’ ό,τι μου ‘λεγε η Ελένη, άσχετα αν μ’


139

είχε μπερδέψει με τα τόσα και ποικίλα που μου αράδιασε εκείνη τη μέρα από το πρωί, ή μάταια ν’ αλλάξω το θέμα της συζήτησης. Αυτή, όμως, φαινόταν να το διασκεδάζει... Όταν φτάσαμε στο Λιμάνι, είχε πέσει στον ουρανό

ηλιοβασίλεμα.

Ο

μπάρμπα

Θύμιος,

ο

παραδοσιακός φωτογράφος, μετρούσε τις εισπράξεις της ημέρας. Πενιχρές, του είχε «φάει το ψωμί» η εξέλιξη. Δέχτηκε, όμως, ευχαρίστως πριν φύγει να μας τραβήξει μια αναμνηστική φωτογραφία. «Η ομορφιά στην ομορφιά» ψιθύρισα στη συνοδό μου κι αυτή κοκκίνισε, όπως η κορυφαία ηθοποιός διαβάζοντας κολακευτικά σχόλια στις εφημερίδες, από ντροπή (...ταπεινοφροσύνη;),

εξαιτίας

του

κομπλιμέντου.

«Ερυθρίασε με χάρη ο ουρανός ( ...ούτ’ ο καλύτερος ζωγράφος δεν πετυχαίνει , μα δεν μπορεί κιόλας, να δώσει τέτοιαν και τόσην αρμονία στην απεικόνιση των χρωμάτων

του

ήλιου

και

της

φύσης

σ’

ένα

οποιοδήποτε μαγευτικό ηλιοβασίλεμα)»– «Ερυθρίασε από αιδώ και χάρη η Ελένη ( η ωραία Ελένη που στα είκοσί της μόλις χρόνια αν μου ‘δειχνε ή μου ‘δινε λίγη αγάπη θυσία θα γινόμουνα σ’ ό,τι επιθυμούσε, κοκκίνισε

όπως

δικαιολογημένος

άλλωστε

θεωρείται

φυσικός

τρόπος

αντίδρασης

από

και μια...

ζωντανή «κούκλα – πρόκληση», όταν ακούει επαίνους για τα εξωτερικά της, τα πασίδηλα κάλλη)»: «Τέλειος


140

συνδυασμός ( μόνο που ο Ήλιος τώρα που δύει παύει να καίει, ενώ η Ελενίτσα συνεχώς με πυρπολεί και με κολάζει!)!» σκέφτηκα και χαμογέλασα πικρά. Ο μπάρμπα Θύμιος είχε χαθεί πια στον ορίζοντα. Απομείναμε

οι

δυο

μας.

Απολαμβάναμε

το

ηλιοβασίλεμα, δεν αποτολμούσα, όμως, μήτε να την αγκαλιάσω σφιχτά, μήτε να την φιλήσω παθιασμένα, ούτε καν να της μιλήσω για να της δείξω πόσο μεγάλη είναι η αγάπη μου. Ο «ολόμαυρος και κατάξανθος» Διαβολάκος παρέμενε προκλητικότατος και αρκετά σέξι, διεγείροντας έτσι στο μυαλό μου όμορφες τρυφερές

ερωτικές

στιγμές,

αλλά

και

...

αποκρουστικός, καθώς δεν έκανε τίποτα απολύτως να με ενθαρρύνει. Ενώ

έπλεα

σε

φουσκοθαλασσιά

μπερδεμένος

αρκετά ( χαρούμενος μα και θλιμμένος την ίδια στιγμή) , σε μια στιγμή που για λίγο τα επουράνια ματάκια της, που εσχάτως γλυκοκοίταζαν, απ’ ό,τι είχε διαδοθεί, και ένα δικηγόρο στην Νεάπολη, προσπάθησε να κλείσει, πήρα τη μεγάλη απόφαση. « Ή ταν ή επί τας» για τους αρχαίους Λακεδαιμονίους ή «γιουρούσι, άντρες, κι ό,τι βγει» που θα ‘λεγε κι ο Λευτέρης ο Φωτεινάκης, που το καλοκαίρι εκείνο θα συμπληρώνονταν 2 χρόνια από την ηρωική του θυσία έξω από τη Λευκωσία. Επιχείρησα να τη φιλήσω στα σαρκώδη κοκκινωπά από το κραγιόν ( ...σίγουρα όχι


141

από το ... αίμα μου;) χείλη, που με είχαν τόσο καιρό βγάλει αρκετά έξω «από τα νερά μου». Και τότε... Η Ελένη σηκώθηκε όρθια, οι ρώγες της έδειχναν πόσο

νευριασμένη

ήταν

και

χαστουκίζοντάς

με

παίρνει αρκετά σοβαρό ύφος και μου λέει με φανερό θυμό, όσα – πιθανόν – είχε προαποφασίσει για μιαν ανάλογη περίσταση: «Δε σ’ αγαπώ, ούτε σ’ αγάπησα, ούτε θα σ’ αγαπήσω ποτέ μου. Φύγε... Μη μου ξαναμιλήσεις... Μη με ξαναγγίξεις... Όχι! Ούτε φίλοι να μη μείνουμε πλέον! Δε θέλω να σε ξαναδώ, να σου ξαναμιλήσω. Χάσου από το δρόμο μου... Φύγε από μπροστά μου!» Δε θέλησα ν’ απαντήσω και τι να ‘λεγα άλλωστε, γιατί – ενώ εγώ την είχα παράφορα αγαπήσει – εκείνη με θεωρούσε, έως τότε, ... φίλο. Καθώς το μάγουλό μου είχε αρχίσει να ερυθραίνει ασορτί με το γεμάτο οργή πρόσωπο της Ελένης, εκείνη σηκώθηκε οργισμένη – όπως η πόρνη που μόλις ξεμπέρδεψε με άμαθο «πελάτη» ή ετσιθελικά «νονό» – και

κίνησε με γοργό βήμα για το Σταθμό

που απείχε μόλις δέκα λεπτά για να φύγει μ’ έν’ απ’ τα επόμενα λεωφορεία να επιστρέψει ξανά πίσω στην πανεπιστημιούπολη ( να βρει ... νέο θύμα;), ενώ, εάν μ’ έβλεπε ο «Ελεύθερος», θα ξεκαρδιζόταν, δίχως προηγούμενο, στα γέλια εις βάρος μου και στην… «καζούρα».


142

Κι εγώ; Απομακρύνθηκα από τον «τόπο του εγκλήματος»,

το

«Γολγοθά»

όσο

μπορούσα

γρηγορότερα, μα και μακρύτερα. Κάτι, πασιφανές, πλέον ήταν, είχε σπάσει μέσα μου για την Ελένη , για την εκτός πανεπιστημίου ζωή μου στην Νεάπολη, για ό,τι προπαντός μού θύμιζε εκείνην: Παγωμένος από το «παγόβουνο» που ‘πεσε στο κεφάλι μου , πικραμένος και πληγωμένος από το «κακό» που με βρήκε, ένιωσα τον κόσμο να γελά σε βάρος μου και το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια μου και να χάνομαι. Μια σκέψη που μου πέρασε , αλλά –ευτυχώς – έφυγε αμέσως, από το νου ήταν να πέσω να πνιγώ στα κρύα νερά του Λιμανιού. Η ιδέα που θα μου εξασφάλιζε μεταθανάτια, πιθανόν, συμπάθεια και δημοσιότητα ( πρωτοσέλιδο σ’ όλο τον πανελλήνιας κυκλοφορίας Τύπο!) απερρίφθη, γιατί ήξερα κολύμπι και συνεπώς δε θα μπορούσα να πνιγώ! Αν κάτι, ακόμα, ενώ έχουνε

περάσει

αρκετά

χρόνια

έκτοτε,

δεν

έχω

καταλάβει είναι πώς κατάφερα κι έμεινα όρθιος όσο άκουγα το γεμάτο μένος λογύδριο της Ελενίτσας και δε λύγισα από τις καρδιακές αρρυθμίες αλλά και ταχυπαλμίες, οι οποίες με βασανίζανε κι είχανε σταθεί αίτια

εξαντλητικής

δίαιτας

και

πάσης

φύσης

αποτοξίνωσης (αλκοόλ, κυρίως) εκείνην την εποχή. Δεν

ήμουνα,

βέβαια,

ένα

χωρίς

καρδιά

κι

αισθήματα ανθρωπάριο να μην με πειράξει η έκρηξη


143

της Ελένης. Η διαβολογυναίκα, απ’ ό,τι φαινόταν, ήθελε αρχικά να δημιουργήσει στα πόδια της έναν κύκλο

ερωτευμένων

μνηστήρων

να

σέρνονται

ταπεινωμένοι μπροστά της – χωρίς κανέναν εκείνη ν’ αγαπά, αλλά όλους να τους εκμεταλλεύεται, ώσπου, βρίσκοντας αυτόν που θα ‘θελε η ίδια , θα ‘φευγε μαζύ του, αφήνοντας σύξυλους όλους τους άλλους – και έπειτα να τους τρελάνει δίνοντάς τους άλλοτε ελπίδες κι άλλοτε αποτρέποντάς τους. Αντιθέτως, πικράθηκα και πάρα πολύ μάλιστα! Ίσως,

όμως,

ήταν

και

καλύτερα

έτσι.

Δόθηκε

επιτέλους, έστω και με την ανθρωποθυσία τούτη, λύση

στο

πρόβλημά

Θεοφάνης, ο άφιλος …

μου,

όπως

θα

‘λεγε

κι

ο

πολύξερος… προφήτης: «Δε

μ’ αγαπά!» Σύμφωνοι, δεν μπορούσα να την πείσω με τη βία να μ’ αγαπήσει ή να την κάνω δικιά μου. Άπαξ και δεν ήμουν εγώ ο τυχερός να καταφέρω να κερδίσω την

αγάπη

της

«ωραίας

Ελένης»

,

ας

είναι

ευτυχισμένη μ’ όποιον εκείνη διαλέξει, αν και θα τον ζηλεύω θανάσιμα για μιαν ολάκερη ζωή! Σήμερα, καθώς έχουν περάσει αρκετά χρόνια και μου ‘ρχονται ξανά στο μυαλό όλ’ αυτά , συγχαίρω – μη φανώ... εγωιστής , ε; – τον

εαυτό μου για τη

στάση που κράτησε τότε: Λιοντάρι περήφανο κι όρθιο δεν επιδίωξα να τη βλέπω, όσο βρισκόμουνα στην Νεάπολη, και πιέστηκα – ναι! αυτή η πίεση ήταν


144

αρκετά ψυχικά επίπονη και χρονοβόρα – να πάψω να σκέφτομαι και ν’ αγαπώ την Ελένη. Όταν έφθασα στο σπίτι, καταβρεγμένη γάτα, έπαιξα «θέατρο» – τη μεγαλύτερη «ηθοποιία» της έως τότε ζωής μου – πως δε με βασανίζει τίποτα και αφού δείπνησα με τους γονείς μου και την αδελφούλα μου, συζήτησα ανέμελος (;) τρέχοντα, οικογενειακά αλλά και κοινωνικά προβλήματα... ήσσονος, βέβαια, αξίας μπρος στον όρκο που έδωσα το ίδιο βράδυ πως από εκείνη τη στιγμή θα ‘κανα οτιδήποτε για να σβύσω από μέσα μου τη φλόγα της Ελένης – μ’ οποιοδήποτε τίμημα! Το δυσάρεστο προαίσθημα, που μ’ ενοχλούσε από το πρωί στη σχολή, είχε δυστυχώς επαληθευτεί! Η κακοτυχία μου είχε φτάσει πια στο αμήν. Εγώ στριφογύριζα

λυπημένος,

δακρυσμένος

μα

κι

αποφασισμένος σ’ ένα κρεβάτι που δε χάρηκε ποτέ ερωτικά παιχνίδια της Ελένης και δικά μου, κι εκείνη, η Ελένη, θα ‘χε πάρει ένα λεωφορείο για την Νεάπολη. Ήμουν άραγε μαλάκας που την αγάπησα και για τα δάκρυα τα δίχως αντίκρισμα που ‘χα για κείνη γεμίσει το μαξιλάρι; Εάν ρωτούσες τον Γλώσση, το Θεοφάνη και τον Καζάνη θα βροντοφώναζαν ως κακόφωνος δημοτική χορωδία: «Ναι !» Την Νεάπολη, την άκαρδη αν και πολυάνθρωπη πανεπιστημιούπολη, τη γεμάτη κόσμο Αγορά – να! θυμούμαι πώς την


145

πρωτόδα – το γραφικό βενετσιάνικο κάστρο και τα παραδοσιακά σκοτεινά καλντερίμια που ‘χα τόσες βραδιές

περπατήσει υπό το σεληνόφωτο με την

Ελενίτσα. Την Νεάπολη που έως εκείνο το πρωινό – όσο,

δηλαδή,

αγαπούσα

τρελός

την

Ελένη

σκεφτόμουνα να μετονομάσω σε Ελενούπολη. Μάταια προσπαθούσα

να ηρεμήσω, καθώς ο νους μου

στριφογύριζε πότε στο τι βόλτες είχαμε «φιλικά» κάνει, πότε στο τι συνέβη τη μέρα τούτη και πότε μού ξανάφερνε πόσα όνειρα για μας ους δύο είχα σκεφθεί ενώ τώρα έπρεπε να χαράξω το μέλλον μόνος μου. Μόνος

μου...

αυτό

με

φόβιζε!

Κρατούσα

τους

«Νόμους» του Πλάτωνος για να διαβάζω, τάχα! Εκείνο το βράδυ πρέπει να ‘μουνα διχασμένη – πώς όχι;

– προσωπικότητα: Την ίδια ώρα που αγαπούσα

την Ελένη, μισούσα τον τρόπο που μου φέρθηκε, άσχετα αν ήταν ειλικρινής, έστω κι αργά. Την ίδια ώρα που σιχαινόμουνα τον Πλάτωνα, χαιρόμουνα που τον έβρισκα ως καταφύγιο για να κρύψω εκεί τον πόνο μου για το ότι τα όνειρά μου για λίγα ψίχουλα αγάπης καπνός γενήκανε ακούσιά μου! Καθώς προσπαθούσα να μεταφράσω Πλάτωνα, με πήρε ο Ύπνος: ο τόσο ωφέλιμος Ύπνος θα με βοηθούσε να ξεχάσω, προς στιγμήν, ότι «έχασα για πάντα τη χαρά», ότι «έσβυσε σαν ίσκιος το όνειρό μου»! Το επόμενο πρωί, έχοντας, πλέον, πάρει τις


146

αποφάσεις μου, να μην ξαναφήσω την Ελενίτσα να με καθορίσει ποτέ πια, ένιωθα «νέος» άνθρωπος. Πιο ανακουφισμένος.

Λιγότερο

λυπημένος.

Καθόλου

θυμωμένος και με κανέναν. Δεν έπαψα αμέσως, πέρασαν πάρα πολλοί μήνες, να συλλογίζομαι την Ελένη όπως μέχρι τότε. Αφού την ίδια χρονιά, ο Διάβολός μου έπαψε να μου μιλά και με θεωρούσε, αναίτια και μολονότι ήξερε

καλά

και

μέσω

τρίτων

πιθανόν

ότι

την

αγαπούσα, εχτρό της και απέφευγε, όπως άλλοτε, να περνά από τα στέκια μου, στρώθηκα στο διάβασμα και μ’ έχασαν πια οι κεντρικές πλατείες και η Αγ. Βασιλείου, ενώ, τον επόμενο χρόνο, πήρα και το πτυχίο

μου.

Αφότου,

όμως,

υπηρέτησα

και

το

στρατιωτικό μου κοντά στα Σύνορα, μακριά από Νεάπολη

και Καλλίπολη, δεν ξαναπάτησα το πόδι

μου στην πανεπιστημιούπολη και δεν ενδιαφέρθηκα να μάθω λεπτομερώς τι απέγινε η Ελενίτσα μετά τη Σχολή, που τόσο αγάπησα και ήθελα κι αυτή μέχρι την ημέρα του Λιμανιού χαζογελούσε με το σκυλάκι, που της ήταν πιστά και αθεράπευτα ερωτευμένο. Μου έλεγε,

στα

διάφορα αδιάφορο.

ο

χρόνια

που

Γλώσσης, Στην

πέρασαν, αλλά

κατά

καιρούς

υποκρινόμουν

πραγματικότητα,

τη

τον

θυμάμαι

να

παιζογελά τόσους μήνες και να κορδωνόταν μαζύ μου, εφόσον δεν είχε βρει ακόμη τον άντρα της ζωής της.


147

Ο νους μου τρέχει συχνά, ακόμη και σήμερα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά το Λιμάνι, σ’ εκείνο το διαόλου κάλτσα θηλυκό, που ίσως ακόμη αγαπώ, και νοσταλγώ κάποιες, τις λιγοστές ευχάριστες ώρες, που είχαμε περάσει παρέα, τις οποίες, αν δεν έχει πάθει αμνησία μετά το γάμο, είμαι βεβαιότατος ότι και εκείνη θα θυμάται πού και πού! Ξαναθυμάμαι, όμως, στις απολύτως προσωπικές μου στιγμές, και ότι οι καλοθελητές, Καζάνης και Γλώσσης, μου έλεγαν στα φοιτητικά χρόνια, πως έψαχνε δηλαδή πάντα και μανιωδώς δεξιά και αριστερά έναν «χάι σοσάιτυ», για να διαιωνιστεί το «σπάνιο» είδος της, της ομορφιάς, της σπιρτάδας και της εξυπνάδας ταυτόχρονα (Αθηνά, Ήρα και Αφροδίτη μαζύ για τα ερωτευμένα μαζύ της μάτια μου), της γυναικείας, ούτως ειπείν, πονηριάς· και είχε, λέγανε, ανάγκη, σ’ αυτή της τη φάση, αντρική παρέα, για να ικανοποιήσει τη γυναικεία της φιλαρέσκεια, κάτι που την έκανε και ν’ ανεχόταν, άθελά της, τα αισθήματά μου, όσο δεν της καθόταν ο «πρίγκιπας», που έβαζε κάθε φορά στο «μάτι»! Σίγουρα, το ίδιο θα ‘κανε και όταν διορίστηκε στην

εκπαίδευση,

ψωροπερήφανη,

εγωίστρια

και

φιλάρεσκη! Την φανταζόμουν, όταν θα μοίραζε τα γαμήλια προσκλητήρια στους συναδέλφους της στο σχολείο· ήταν ικανή, αντί να πει το ονοματεπώνυμο του μέλλοντος συζύγου και να περηφανεύεται για το


148

ήθος του, να κοκορευτεί, «Παντρεύομαι στρατιωτικό, ζήλια σας!», έτσι για να «σκάνε» όσες και όσοι αυτή θεωρούσε

τόσα

χρόνια

«ζηλιάρες

φαρμακόγλωσσες»!!! Αλλά και, όταν θα γυρνούσε από το γαμήλιο ταξίδι, να επιδείκνυε με αλαζονεία τα «αργύρια της… συναλλαγής (;)», συγνώμη τα δώρα του γαμπρού ήθελα να γράψω, με τα οποία της έδειξε την

κοινωνική

επιφάνειά

του

και

δελέασε

την

(φιλήδονη, μα περισσότερο αδαμαντόφιλη· ντροπή να μιλώ έτσι για μια δεσμευμένη πλέον γυναίκα, που αγάπησα

πολύ,

αλλά

εκ

των

υστέρων,

πρέπει

επιτέλους να βγάλω τις ερωτικές παρωπίδες και ωτασπίδες

και

ν’

αντιμετωπίζω

τις

ψυχοφθόρες

αλήθειες…) καρδούλα της, για να ενδώσει στα χάδια του. Μπορεί, όμως, και να φοβήθηκε πως, στα 36 της πια, την πήρανε τα χρόνια και δε θα τον έβρισκε πλέον και θα φορτώθηκε στις φίλες της, την Μελίνα και τη Στέλλα, αλλά και στους γονείς της, τον κυρ Χριστόφορο, απόστρατο στρατηγό και τη μάνα της την κυρία Ολυμπία, πάλαι ποτέ καθηγήτρια γαλλικών, που δε θάθελαν να δούνε ποτέ την Ελένη και τη μικρότερη φιλάσθενη αδελφούλα της, την Αγγελική, στο

ράφι

γεροντοκόρες·

αλλά

είμαι

απολύτως

σίγουρος πως θα έφτασε επιτέλους στη βρύση και πίνοντας

νερό

θα

έμοιαζε

χαρούμενη

και

ικανοποιημένη (ευτυχισμένη, όμως, αληθινά, εσώψυχα θα ήταν ποτέ;), αφού έμεινε εκούσια έγκυος για παιδί


149

εκείνου, που ‘κλεψε την καρδιά της και γεύεται τα κάλλη της, αφού η εμφάνισή του θάμπωσε νωρίτερα τα ματάκια της και τα ξελόγιασε… Όπως και να ‘χε, εγώ για κείνην, παρ’ όσα είχα κάνει όλους τους μήνες της … πολιορκίας, έμενα «βάτραχος», χωρίς ελπίδα να γενώ ποτέ ο «πρίγκιψ» των ονείρων της! Ας

ήταν

απολύτως

σαφής

και

ειλικρινής

νωρίτερα, πριν τα «αποκαλυπτήριά» μου, όπως εγώ και θα το δεχόμουν το «όχι» της! Ό,τι δεν κατάφεραν τα επικριτικά σχόλια των φίλων μου, δεν το πέτυχαν ούτε, αλίμονο, ο πανεπόπτης θεός, ούτε ο πανδαμάτωρ και ιατρός πάντων χρόνος! «Σαν πληγωθεί, μια καρδιά καλά ποτές δε θα ξαναγίνει·/ σαν δέντρο μαραίνεται όμοια και ποτέ καρπό δεν δίνει!», ήσαν οι στίχοι, με τους οποίους είχα απαντήσει, μέσα της δεκαετίας του ’80, σε τυχαία συζήτηση με το Θεοφάνη και το Λεωνίδα για τη θέση της Ελενίτσας, παρά την «εξαφάνισή» της, στην ψυχή μου. Μ’ άλλα λόγια, μέχρι την άνοιξη του 1989, που χόρεψε τον Ησαΐα, το μόνο που ήξερα με σιγουριά για την Ελενίτσα μετά το πτυχίο ήταν πως ... απωθήθηκε – χωρίς να παραχωρήσει, ποτέ, τη θέση της σ’ άλλην αγάπη μολονότι κι άλλες σειρήνες προσφέρθηκαν, αυτοβούλως κατά καιρούς, να μπουν στο πλάι μου, όσο κι αν αυτό, επί χρόνια, επέσυρε τις μομφές του Θεοφάνη – στο υποσυνείδητό μου. Σε μιαν ξεχωριστή,


150

όμως, θέση, και στην ψυχή μου, παρά τον επώδυνο για μένα ως προς ό,τι ένιωθα τρόπο που μ’ αντιμετώπισε, ως μια πολύ μεγάλη αγάπη που δεν ευοδώθηκε ποτέ, ώσπου,

καταμεσής

του

Φλεβάρη

του

1989,

ο

«Τροχός» δημοσίευσε την ακόλουθη προαναγγελία ... «Ο [καμιά πενταετία μεγαλύτερός μας στην ηλικία αξιωματικός του στρατού, τής εξασφάλιζε «κοινωνικό πρεστίζ» σαν τον μπαμπάκα της, που τον είχε – όπως μου απεκάλυψε ο παντογνώστης Γλώσσης, σε κάποια κρασοκατάνυξή μας, μόλις πέρσι, όταν είχαμε γίνει «φέσι» σαν τον παλιό καλό καιρό, που το κρασί έμπαινε στο στόμα μας και έβγαινε απ’ αυτό η… αλήθεια!

γνωρίσει

με

τη

«βοήθεια»

μιας

(αριβίστριας;) φιλενάδας της, αλλ’ όχι ερωτευτεί κάτι σ’ αυτόν, πλην της στιλιζαρισμένης εξωτερικής του όψης!]

Θεόδωρος

Μελάς

του Νικολάου και της

Αντιγόνης και η Ελένη Καραδήμα του Χριστόφορου και της Ολυμπίας θα έλθουν σε γάμο, που θα γίνει, αρχές Μαρτίου, στη Νεάπολη, στη μητροπολιτική εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου (για το θεαθήναι; Ήμουν σίγουρος πως έτσι η Ελενίτσα θα εκπλήρωνε ένα ακόμη όνειρό της, ενώ στοιχημάτιζα και πως θα φώναζε και ρεπόρτερ του «Τροχού» να καλύψουν το ευτυχές της γεγονός!) …» Τυχερέ Θεόδωρε, στη Νεάπολη, όπου για χάρη σου

και

για

να

«σφιχτοδέσει»

το

γάμο

σας,


151

παίρνοντας,

ας

όψονται

οι

«γνωριμίες»

του

στρατηγού, μετάθεση, ό,τι λαχταρώ πλέον θα ζει, θα χαίρεσαι την Ελενίτσα και τους καρπούς της! Κι εσύ, Ελενίτσα μου, τώρα πια που θέλησες ν’ ανήκεις σ’ άλλον, ψυχή και σώμα, ας συντροφεύεις τουλάχιστον, σε παρακαλώ, τα όνειρά μου κι ας τα ομορφαίνεις με τα τόσο αγαπημένα μου ματάκια σου!», ήταν οι τελευταίες μου σκέψεις, μόλις διάβασα τη γαμήλια προαναγγελία. Καθώς στο νου μου πέρασε, φευγαλέα, τούτο το δίστιχο για την Ελένη «Από μικρός μες στης καρδιάς σε φύτεψα τα βάθη/ κι είν’ ο καρπός οπού τρυγώ, καημοί, πληγές και πάθη…», άφησα την εφημερίδα ασύνειδα να πέσει στο πάτωμα, αφηρημένος σε σχέση με τη λοιπή πραγματικότητα, ενώ, συνάμα, ευχόμουνα να μην αξιωθώ να λάβω κάποιαν από τις επόμενες ημέρες το προσκλητήριο του γάμου. Σε μιαν τέτοια περίπτωση, θα ‘ταν άραγε αρκετή η …εντατική μονάδα της πανεπιστημιακής καρδιολογικής κλινικής ή θα επιστράτευα, τόσα χρόνια μετά, το… θεατρικό μου ταλέντο ξανά; Μη μου θυμώνεις μάτια μου που φεύγω για τα ξένα πουλί θα γίνω και θα 'ρθώ πάλι κοντά σε σένα Άνοιξ' το παραθύρι σου ξανθέ βασιλικέ μου


152

και με γλυκό χαμόγελο μια καληνύχτα πές μου Μη μου θυμώνεις μάτια μου τώρα που θα σ' αφήσω κι έλα για λίγο να σε δώ να σ' αποχαιρετίσω

Το ίδιο βράδυ, πάντως, μετά από τρία ποτηράκια κατάμαυρο κρασί, μόλις διηγήθηκα την πρωινή μου δοκιμασία στον «Ελεύθερο», άρχισα να κλαίω και ο λόγος του, ο γεμάτος φρονιμάδα και λογική, μ’ έφερε ξανά στα λογικά μου και με συγκράτησε. Η πληγή, όμως, αυτή δεν έμελλε να επουλωθεί ποτέ, ξανάνοιξε, μάλιστα,

προς

στιγμήν,

όπως

ήδη

εγράφη,

ένα

απόγευμα στο Ωδείο· μια μεγάλη αγάπη, παρότι χάθηκαν οι δρόμοι μας, καίει πάντοτε μέσα μου για την Ελενίτσα, την οποία, άθελά τους, ίσως, οι γονείς της, παρασυρμένοι σίγουρα κι από την ίδια, ήδη είχαν σπρώξει, κατά το Θεοφάνη, λίγο μετά το διορισμό της στο δημόσιο, στα 30 της χρόνια, σ’ έναν ολιγόμηνο αρραβώνα με κάποιον γεωπόνο από τα Εφτάνησα, που έψαχνε δουλειά και νύφη στα μέρη μας. Το Φλεβάρη του ’89, οι νουθεσίες, όμως, του Θεοφάνη (μ’ ενθάρρυνε, χρησιμοποιώντας τα εξής λόγια του Ωριγένη: «Κατανόησε ότι έχεις μέσα σου – σε μικρή κλίμακα – ένα δεύτερο σύμπαν : μέσα σου υπάρχει ένας ήλιος, υπάρχει μια σελήνη και υπάρχουν


153

κι αστέρια» ) ήταν το κατάλληλο για μένα φάρμακο στην κατάλληλη στιγμή…. Κι όλα αυτά, παρόλο που «Σ’ αγαπώ, γιατί είσαι ωραία, σ’ αγαπώ γιατί είσαι εσύ…», «Τώρα, τρελοκόριτσο γελάς, μα κατά βάθος κλαις

και

μ’

αγαπάς»,

αγαπημένα

τραγούδια

συνοδοιπόροι μιας ολάκερης ζωής ξανάρχονταν στα χείλη μου σαν έπεσα για ύπνο, εκείνο το βράδυ, που ονειρεύτηκα το Θοδωρή να μου κορδώνεται, μέσα στα ελέω

ρουσφετολογικών

προαγωγών

στρατιωτικά

παράσημα και γαλόνια του, σαν παγώνι και κόκορας συνάμα ότι μου πήρε σαν Πάρης την Ελενίτσα (: «Σου πήρα, σου πήρα φλουρί κωνσταντινάτο») και εγώ, ενθυμούμενος

το

παλιό

παιδικό

παιχνίδι,

απομυθοποιούσα τη «λεία» του (: «Μου πήρες, μου πήρες βαρέλι δίχως πάτο»)… Πάντως, η Μοίρα, πολλές φορές, παίζει με τους ανθρώπους ζάρια και με στημένους πεσσούς δοκιμάζει τη δύναμη και την αντοχή τους! Κι αυτοί ελπίζουνε πως θα καταφέρουνε να την ξεγελάσουνε και να βγούνε νικητές εκείνοι, του κάκου όμως, αλλά στον αντίποδα,

έρχονται

κάτι

συμπτώσεις

που

τους

αποτρελαίνουνε τελείως!!! Έτσι,

που

λες

κι

η

Τύχη

έφερε

και

ένα

ταλαντούχο αγόρι, τόσα χρόνια μετά, μαθητή στο Ωδείο του Γλώσση και πριν από μήνες, μπροστά μου ! «Ξέρεις ποιανής είναι γιος το παιδί που παίζει το


154

καλύτερο πιάνο στο ωδείο;», ο Στέλιος με ρώτησε, όταν συνάντησα τυχαία ένα 12χρονο ολόξανθο – φτυστός η μάνα του, αν το πρόσεχες καλά – παιδί, ένα απόγευμα του 2003 · μα πριν προλάβω ν’ απαντήσω, έδωσε

λύση

στο

αίνιγμα

μόνος

του:

«Της…

Ελενίτσας!» και μ’ άφησε… άγαλμα και έδωσε φτερά στη σκέψη μου να ξανατρέξει στην Ωραία της Καλλίπολης (ή Νεάπολης) και στα φοιτητικά μας χρόνια!


155

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ! η ρίζα της ζωής

Αν τραγουδάει ο ποταμός, είναι χάρη στις πέτρες, Αν είναι παχιά η όρνιθα, το οφείλει στα φτερά της Τα κούτσουρα της χουρμαδιάς είναι του νερού τα πόδια Τα πόδια της φωτιάς είναι οι άνεμοι Η ρίζα της ζωής, η αγαπημένη (Λαϊκό Αφρικάνικο Τραγούδι) «Ποιος θα σε διαβάζει…;», τα δάκρυα του ετοιμοθάνατου «Ελεύθερου» νικούν το παρελθόν. Αλλάζει θέμα, όχι, όμως, και έκφραση. Ο πόνος παραμένει εύγλωττη ζωγραφιά με καμβά το πρόσωπό του. «Πότε είδες τελευταία φορά τη Ζωή;», με ρωτά. «Χτες», του απαντώ, «πέρασε να σε ιδεί, δεν είχα φύγει ακόμη και με βρήκε στο διάδρομο!». «Πες της να μην ξανάρθει! Δεν θέλω να με ιδεί να φεύγω, δεν θέλω να με ιδεί να πεθαίνω, δεν θέλω να με ιδείτε να σας φεύγω, δεν θέλω, μ’ ακούς;», μου λέει όλο δάκρυα. «Κι αν είναι η ζωή πικρή και φέρθηκε τόσο σκληρή, κάποτε, κάπου θα τη βρούμε τη χαρά μας!» έλεγε το ρεφρέν του τραγουδιού π’ άκουσα λίγες μέρες πριν το τέλος. Ήταν το πρώτο μετά την είσοδο


156

του Θεοφάνη στο νοσοκομείο Σαββατόβραδο. Είχα απορρίψει προτάσεις του Αυγερινού και του Γλώσση για νυχτερινή βόλτα και προσπαθούσα να συμμαζέψω το σπίτι μου και να ταχτοποιήσω τους λογαριασμούς. Στην Καλλίπολη, λοιπόν, ξανά, ένιωσα εκείνο το βράδυ ως τζίτζικας που καλείται να προετοιμαστεί για τον επικείμενο χειμώνα. Έπρεπε να φανώ Προμηθέας, όχι Επιμηθέας. Και συντροφιά μου, αφού απέρριψα και τις φιλικές προσκλήσεις και αφού δεν υπήρχε καμία

απολύτως

περίπτωση

στο

δισεκατομμύριο

βγαίνοντας έξω στο σπίτι να ανταμώσω θεόπεμπτη τη γυναίκα π’ αγαπώ, τη μόνη γυναίκα π’ αγάπησα αληθινά, την Ελενίτσα, βρήκα, όταν τέλειωσα το νοικοκυριό, και παρηγοριά σε ευχάριστα στην ακοή ελληνικά σταθμούς

τραγούδια και

από

τοπικούς

διαβάζοντας

σε

ραδιοφωνικούς εφημερίδες

την

τρέχουσα, έξω από μένα, επικαιρότητα. Για απειροελάχιστα δευτερόλεπτα, έκλεισα τα μάτια, καθώς η κούραση είχε αρχίσει να φανερώνεται στα μέλη μου. Ξέχασα τις αναγγελίες περί του νέου μισθολογίου, άφησα κατά μέρος τις «φαγωμάρες» για τις κυβερνητικές εξαγγελίες, παραμέρισα ό,τι έγινε τους

τελευταίους

τρομοκρατίας,

μήνες

αδιαφόρησα

με για

την το

πάταξη

της

ποδοσφαιρικό

πρωτάθλημα, τις ασίγαστες δημοτικές «κοκορομαχίες»


157

και τόσα άλλα που απασχολούν καθημερινά και πολύ και πολλούς απ’ όσους μας περιτριγυρίζουν… Έκλεισα τα μάτια. Ήμουν φαινομενικά μονάχος μου, ολομόναχος· πλάι μου, όμως, στριφογύριζαν χιλιάδες

αναμνήσεις

του

μακρινού

και

εγγύς

παρελθόντος και μυριάδες σχέδια για το παρόν και το μέλλον. Βρέθηκα ξάφνου, όπως ο μυθικός Ηρακλής, μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι. Ένας ρόδινος και ένας αγκάθινος δρόμος ανοίγονταν μπροστά μου. Μια φουρτουνιασμένη

και

μια

γαλήνια

θάλασσα

με

καλούσαν να διαλέξω πού να πάω. Η Κακία κι η Αρετή ήσαν, επίσης, παρούσες και με προέτρεπαν, με πειστικότατα – το ομολογώ! –

η καθεμιά τους

επιχειρήματα, να τις ακολουθήσω. Εκείνη, η Ελενίτσα, η Ωραία της Καλλίπολης, όπως την έλεγα στα όνειρά μου και της το ‘χα γράψει και σε γράμμα όσο ήμουν, με τα δικά της δεδομένα, «φίλος» της, βρισκόταν στο τέρμα του αγκάθινου δρόμου· δε μου ‘δινε, όμως, σημασία, καθώς χαιρόταν άλλα χάδια, του συζύγου της πια και μόνον. Μα σαν ήθελε, όταν τούτη η επιλογή της θα την πλήγωνε, τα γαλάζια της ματάκια μοιάζανε με ευωδιαστή σαν ανοιξιάτικα λουλούδια βάρκα, που θα με ταξίδευε στο πέλαγο, στα πέρατα του παντός και μαζύ της «… κάποτε, κάπου θα τη βρούμε τη χαρά μας!».


158

Κι ανοίγοντας τα μάτια, σκέφτηκα πως η Ελλάδα του σήμερα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα ο καθένας μας αν, όχι μονάχα για το δικό του το εφήμερο συμφέρον, αλλά, συνειδητοποιώντας τον κοινωνικό του ρόλο και προορισμό, τα δίνει όλα πάντα για το κοινό καλό, ασχέτως αν λαβαίνει ως αντίδωρο από τη μικρή πικρή και σκληρή ζωή … ψιχία!


159

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ! παρακαταθήκες

Ήθελες κάτι να μου πης και δε σου το ρωτούσα (Το καλοκαίρι είχε σωθή και τ’ άνθη που αγαπούσα) [Τ. Άγρας, fragmentum] Μα το νοσοκομείο είναι το αναπότρεπτο και αληθινό παρόν! Πριν καν του απαντήσω, στην παρέα μας προστέθηκαν ο Νίκανδρος, ο Γαληνός και ο Αυγερινός

με

τις

συζύγους

τους,

ενώ

βιαστικά

πέρασαν να τον ιδούν, όταν άκουσαν ότι νοσηλεύεται εκεί

και

άρχισε

να

αγγελοβλέπει,

και

παλιοί

συμμαθητές, ο Αντώνης ο Ιππίας, ο γυναικάδελφός του Ραδάμανθος ο Χτενάς, που, πέρσι, σε μιαν αντιπολεμική διαδήλωση όλοι ξέρανε πώς, όταν τον έπιασε η αστυνομία, είχε πάει ο Θεοφάνης και μίλησε και

τον

άφησαν

λεύτερο

(«Μεροκαματιάρης

ηλεκτρολόγος είναι, με δυο ανήλικα παιδιά, τόσο μεγάλο έγκλημα έκανε, που την ειρήνη αγαπά και μισεί όσους την εχτρεύονται;», είχε, μεταξύ άλλων, πει ο Θεοφάνης στον αξιωματικό υπηρεσίας για το Ραδάμανθο και τον έπεισε!), ο Ρωμανός Ναρσής και ο παπα Θοδωρής, αλλά κι ο Γεννάδιος, που, χωρίς να ξέρει τη σοβαρότητα της κατάστασης του συνεταίρου


160

του, προσήλθε να του πει πως επιτέλους το τέταρτό του παιδί ήταν ο πολυπόθητος γιος μετά από τρεις κόρες και να του ζητήσει να 'ναι ο νονός, όταν… αναρρώσει ! Γύρω στις 3 το μεσημέρι αυτό, παρόντων τόσων φίλων πλάι στον «Ελεύθερο», που 'δινε πια τις τελευταίες αμάχες με τους αγγέλους, είπα να φύγω, αφού

είχαν

έρθει

και

οι

Γλωσσαίοι,

για

να

ξαναγυρίσω νωρίς και να κάτσω μαζύ του εκείνο το βράδυ, κοντά στην αποκλειστική νοσοκόμα. Τις πρώτες ημέρες, στο νοσοκομείο, ο Θεοφάνης γνωρίστηκε γρήγορα με τους άλλους δυο άντρες, που μοιραζόταν τον ίδιο θάλαμο στο νοσοκομείο. Ο Χαράλαμπος

Αγγελόπουλος

ήταν

καμιά

70αριά

χρόνων, γέννημα – θρέμμα της πρωτευούσης, έπασχε από το στομάχι του, δεν ήξερε από τι, αλλά σύντομα, θα εγχειριζόταν. Το πόσο σύντομα θα εξαρτιόταν από το

πόσο

«γαλαντόμος»

θα

‘ταν

ο

γιος

του,

ο

Διομήδης, στους θεράποντες γιατρούς, αφού δεν είχε γίνει

τίποτα

ακόμη

στις

σαράντα

ημέρες

της

«συγκατοίκησης» με το Θεοφάνη. Ο άλλος ήταν ένας εικοσάχρονος ποδοσφαιριστής, ο Φώτης ο Σωτήρχος, ο ελπιδοφόρος σέντερ φορ του «Ολύμπου», που ‘χε χτυπήσει, μιαν Κυριακή, στο ντέρμπυ με τη «Σπίθα», στο καλό του, το δεξί του πόδι και έπρεπε να μείνει, επί μήνες, καθηλωμένος στο κρεβάτι, μετά από μιαν


161

επώδυνη για την ηλικία του επέμβαση και στα δυο γόνατα. Και μέσα σ’ όλα, τα δικά του και τα ξένα «τρεχάματα», ο Θεοφάνης είχε να νοιάζεται και για τη Μαρία, την κοπελίτσα, που είχε πρωτοσυναντήσει σαν είχε μπει στο νοσοκομείο. Αυτή ντε, που με τα γαλανά ματάκια είχε κάνει τα δικά του, τα καστανόχρυσα να δακρύσουν, με τη βλακώδη απόπειρα αυτοκτονίας! Την είχαν, για μια βδομάδα, στον 2 ο όροφο, στη γυναικεία πτέρυγα! Το ‘σκαγε, λοιπόν, ο Θεοφάνης και

κατεβαίνοντας

στο

θάλαμό

της,

συμβουλές

τρυφερές της έδινε και την πρόσεχε, μην ξανακάνει καμιά

κουτουράδα:

«Με

μαγιάτικα

ολάνθιστα

λουλούδια, που με την ευωδιά, αλλά και τις ρίζες τους – έλεγε ο «Ελεύθερος» στη Μαρία – έχουν βαλθεί να εξαπλωθούν παντού και να ομορφύνουν τον κόσμο, πώς φαίνονται οι νέοι, σαν κάνουν τα πρώτα δειλά βήματά τους προς τη ζωή! Ταξιδιώτης, Μαρία μου, χωρίς πυξίδα όποιος την αγάπη δεν αφήσει τα σωθικά του να κάψει. Ο χειρότερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο Έρως. Τον κάνει να αδιαφορεί για τον εαυτό του, αλλά να νοιάζεται και να εγκαταλείπεται έρμαιο εξ ολοκλήρου σ' έναν άλλο άνθρωπο Ο πόνος της δημιουργίας διώχνει την αμαρτία μακριά από το φθαρμένο σώμα κι η ηδονή κι η αγάπη για ό,τι κάνεις απομακρύνει κάθε


162

πόνο,

μα

πάνω

απ'

όλα

μάθε

το

μέτρο

να

χρησιμοποιείς ως οδηγό και συνταξιδιώτη σε κάθε σου κίνηση και σκέψη, μ’ ακούς, Μαρία;» Πάω να βγω από το θάλαμο του νοσοκομείου και μου γνέφει πως θέλει χαρτί και μολύβι να μου γράψει κάτι. «Άλλους έσωσε, εαυτόν ουκ δύναται σώσαι!», σκέφτομαι φευγαλέα και δεν του τ' αρνιέμαι! «Δε

θα

σου

γράψω

έγραφε

το

στερνό

χειρόγραφο σημείωμα του Θεοφάνη προς εμένα – νουθεσίες. Το να δίνεις συμβουλές είναι όμοιο με το να ζητάς να κλέψεις από τον άνθρωπο την αγαλλίαση να βρίσκει μόνος του ό,τι επιθυμεί να είναι, ό,τι θέλει να πιστεύει, ό,τι λαχταρά να πράττει. Φεύγω γιομάτος αγάπη για τη ζωή, γιομάτος χαρά γιατί την ήπια και μέθυσα, μα και πίκρα, γιατί υπάρχουν κάποιοι, υποτίθεται δυνατότεροι των κοινών θνητών, αλλά στην πραγματικότητα υποχείριοι, όπως ο Κλέων ο Βαρύς κι ο Μανόλης ο Μάξιμος και οι όμοιοί τους, μιας άλλης μέθης, μιας ανεξέλεγκτης παράνοιας, της αρχομανίας και πολέμους ξεκινούν αφηνιασμένοι σ' όλη την υφήλιο, τη δόξα του Ήλιου ζηλώσαντες. Ορέγονται να επιβληθούν παντού με τον τσαμπουκά της πυγμής και των απάνθρωπων όπλων, δίχως να ψάχνουν τη γλύκα της ζωής σ' ένα φιλί, σ' ένα τρυφερό χάδι έστω.


163

Και για να πάψουνε να το παίζουνε εξυπνάκηδες στις ταφόπλακες επάνω των αθώων, δε χρειάζεται να βγει στην αλάνα να μαζέψει το γιο της η κερά Αλίκη, η πόρνη της κοινωνίας μας, που όλοι καταδικάζανε, μα κει τρέχανε να μάθουνε τον έρωτα. Μεγάλο κρίμα, να λογαριάζεις καθετί με το χρήμα, μονάχος σου θηλιά βάζεις στο λαιμό σου, σκλαβώνεις μόνος σου τη λευτεριά σου. Μια, όμως, ελεύθερη κοινωνία όχι μόνο θα ‘ταν υγιές να επιτρέπει διαφορές γνώμης για το πώς πρέπει να εφαρμόζονται η ελευθερία και η ισότητα στην πράξη, αλλά και να δείχνει ότι η ιστορική εμπειρία γνωστοποιεί πως η βία δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει την προϋπόθεση για την επιτυχία των

κοινωνικών

επαναστάσεων,

αντίθετα,

όσο

περισσότερη βία χρησιμοποιείται, τόσο λιγότερη… επανάσταση έχουμε. Όλοι μας

– ήταν η τελευταία πρόταση του

«Ελεύθερου» – σε κάθε γειτονιά πρέπει να βγούμε στους δρόμους την ντροπή των ανόητων πολεμόχαρων και

ανεγκέφαλων

αιματοκάπηλων

να

βροντοφωνάξουμε για το Λεωνίδα, τον «Τυρταίο», το Διονύση, το Νίκανδρο, τον Αλέξη, το Λευτέρη, το Ρωμανό, το Στέλιο, το Γαβριά και όλου του κόσμου τα παιδιά, που στην εφηβεία τους έχουν δικαίωμα ν' αγαπήσουν τη ζωή στις αρυτίδωτες θάλασσες και δίχως το φόβο των επιπλήξεων και των φωνών των


164

«Μεγάλων» ή κάθε λογής τυράννων σε σχολεία και οικογένεια τον αληθινό έρωτα και τη μεγάλη αγάπη να γευτούν, χωρίς καλάσνικοφ να σκιάζουνε την καρδιά τους και να συννεφιάζουνε τον ουρανό τους!»


165

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ! χωρίς τίτλο

Τώρα, γαλήνιος (ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαι ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου, θ’ ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν, πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ’ τις αρετές σου (Γιάννης Ρίτσος, «Μετά») Δίνοντάς μου το χαρτί, με κοιτά στα μάτια, μου χαμογελά και πέφτει, πριν προλάβω ν' αντιδράσω, αμέσως σε βαθύ λήθαργο. Με βιάση, κατέβηκα στο ισόγειο, μπας και βρω γιατρούς. Δεν είχα βρει κανέναν, όταν χτυπά το κινητό μου· η γυναίκα του Γλώσση μασά τα λόγια της… Ο φίλος μας δεν ξαναξύπνησε. Ο Θεοφάνης μας, ο «Ελεύθερος» στις 4.20 μ.μ. της 30/09/2004, πήγε, γαλήνιος και ωραίος, να

βρει

συγκρίνει φαίνεται,

τον με

επουράνιο την

επίγεια

ραντεβού

«Μητροπολίτη»,

Παράδεισο

με

Κόλαση. το

και

να

Είχε, Λευτέρη,

τον

καθώς το

τον «Κυρηναίο», το Μανόλη και

τους γονιούς του και δεν ήθελε να τους στήσει, αργοπορώντας.


166

Λίγες μέρες πριν το τέλος, ένα πρωί που ‘χε φτάσει

και

ευχητήριο

επί

«ταχεία

αναρρώσει»

τηλεγράφημα εξ Αμερικής από τον Ιωσήφ το Μαύρο, «πρωταγωνίστρια» ενός ευχάριστου γεγονός για τη μικρή κοινωνία μας και αντικείμενο συζήτησης και ευνοϊκών σχολίων έγινε η κόρη του άλλοτε καθηγητού μας, του Παύλου του Ευαγγελίου, η Ελένη. Αν και άνεργη και λεχώνα, δεν δίστασε να παραδώσει το μικρό θησαυρό, ύψους 2.500 ευρώ περίπου, που βρήκε σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο, όπου πάει, συνήθως, βόλτα το δίχρονο γιο της, το πρώτο της παιδί. Η 23χρονη κοπέλα δεν σκέφτηκε ούτε στιγμή να κρατήσει το πολύτιμο περιεχόμενο από το τσαντάκι που είχε, τυχαία, ο γιος της ανακαλύψει. Το είχε χάσει ένας βιαστικός,

ως

αποδείχτηκε,

συμπατριώτης

μας

έμπορος, ο οποίος και την ευχαρίστησε δημόσια και έδωσε το λόγο του ότι θα της δώσει δουλειά. Μάθημα ήθους, λοιπόν, από την Ελένη, της οποίας την ιστορία, όταν

μετέφερα

στον

κλινήρη

Θεοφάνη,

εκείνος

χάρηκε ανυπόκριτα και πολύ, γελώντας και την παίνεψε

λέγοντας

ότι

«απεδείχθη

αντάξια

κόρη

πανάξιου πατέρα». Η γυναίκα του Λεωνίδα του 'κλεισε τα μάτια και οι άλλες δυο γυναίκες άρχισαν να ενημερώνουν γνωστούς και φίλους για τις τελευταίες του στιγμές. Εγώ και ο Γαληνός αναλάβαμε, αφού ο Θεοφάνης δεν


167

είχε δική του οικογένεια, τα της κηδείας. Ο Γλώσσης δε

μιλιόταν!

Ο

Νίκανδρος,

σε

μια

γωνιά,

αποσβολωμένος, δεν το πίστευε και έκλαιγε σαν μικρό παιδί! Στην εξόδιο ακολουθία και την κηδεία, παρότι ο «Ελεύθερος» ήταν υπέρ της καύσεως των νεκρών, στην 1η Οχτώβρη, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλοι σχεδόν οι παλιοί συμμαθητές, «Αργοναύτες» και «Σαραντάπηχοι»,

και

ο

Ρηγάρχης,

πασιφανώς

συγκινημένος, αληθινά και όχι για ψηφοθηρικούς λόγους, παραβρέθηκαν. πως

διέκρινε

και

Ο παπά Θοδωρής μας είπε

κάποιους

απ'

τους

παλιούς

καθηγητές μας· πόσοι και ποιοι, άραγε, ζούνε ακόμη; Στην

κηδεία

του

Θεοφάνη,

παρότι

έγινε

στο

Πετροχώρι και υπό συνεχή δυνατή βροχή, μαζεύτηκε και πολύς κόσμος από την Καλλίπολη και τα γύρω χωριά. Βουλευτές, Δήμαρχοι, Νομάρχες, τ. υπουργοί, στρατιωτικές

και

λοιπές

αρχές

και

φορείς,

πανεπιστημιακοί, μα και πλήθος ανώνυμου κόσμου. Ήταν κι η Μαρία κι η Ζωή, στα ολόμαυρα ντυμένη· της ενεχείρισα τα γράμματα και κλαίγοντας, τα σφάλισε στον κόρφο της. Ο «Ελεύθερος» πόσο, αλήθεια, θα αγαλλίαζε, εάν οι μισοί απ’ όλους αυτούς ήταν

στα

περσινά

αντιπολεμικά

συλλαλητήρια!

Στεφάνια δεν έβλεπες από πουθενά· δόθηκαν χρήματα,


168

ύστερ' από πρόταση του Αλέξη και των Γλωσσαίων, σε νοσοκομεία. Και τώρα τι; «Θεοφάνης Ζωιόπουλος, 07/01/1954 – 30/09/2004», ένα ψυχρό μάρμαρο σκέπασε τα παιδικά μας

όνειρα,

αγαπημένε φίλε;

Μίλησε ο

Λεωνίδας. Με μιαν πρόταση τα ‘πε όλα: «Ήσουν φίλος, αδελφός και συναγωνιστής, ήσουν ήλιος!» Είχα κληρωθεί εγώ, μα δεν μπόρεσα ούτε ένα στίχο να του φτιάξω. «Καλή αντάμωση, φίλε, χαιρετίσματα στο Μανόλη

και

το

Λευτέρη!»,

περιορίστηκα

να

ψιθυρίσω, την ώρα που το ξόδι όδευε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Ο πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου, ο Γιαννάκης ο Γρίβας, ήταν, επίσης, λακωνικότατος: «Καλό σου ταξίδι, ατιθάσευτε μαχητή της ζωής, ακούραστε αγωνιστή, άοκνε άνθρωπε!». Ο δήμαρχος στάθηκε, στον επικήδειό του, ως πολιτικός, πιο φλύαρος, υποσχέθηκε να δώσει το όνομα του Θεοφάνη σε κεντρικό δρόμο του Πετροχωρίου! Σε δρόμο; Σε κεντρικό δρόμο! Τον ασπάστηκα, λίγο πριν τον χώσουν στη γη, στο μέτωπο και, παίρνοντας λίγο από το χώμα της νέας του κατοικίας στο σπίτι μου για ενθύμιο, του ορκίστηκα να συνεχίσω το δρόμο του, το δρόμο των «Σαραντάπηχων». Ο Ευαγγελίου, συνταξιούχος πια και απόμαχος εκπαιδευτικός, με πλησίασε και όταν είδε τα μάτια μου δακρυσμένα, μου είπε: «Εάν τον


169

αγαπούσες πολύ, γράψε για αυτόν και τις ιδέες και τις πράξεις του. Όχι, όμως, επικήδειο, αλλά θούριο. Η καρδιά σου θα σου δείξει το δρόμο...».


170

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ! αλλαγή φρουρών

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο. (Τάκης Σινόπουλος, «Ακόμη μια νύχτα»)

«Τις πράξεις του...», είπε ο κ. καθηγητής! Ποια, όμως, απ' όλες; Στις πρώτες μετά τη χούντα δημοτικές εκλογές, ο Θεοφάνης, σε μια συζήτηση της παρέας μας, με τέτοια λόγια, προσπαθεί να περιγράψει ό,τι περίμενε απ’ της Δημοκρατίας την επιστροφή στον τόπο μας και τους υπηρέτες και τους άρχοντές της στην περιοχή μας: «Η Δημοκρατία μας, ακόμη και σε τοπικό επίπεδο, για να μην παρεκτραπεί σε Ολιγαρχία, αλλά να γίνει πραγματική Λαοκρατία, θα πρέπει να πάρει,

επιτέλους,

Ιστορίας

και

να

το

φραγγέλιο

κυνηγά

τα

και

ένα

παράσιτα

και

βιβλίο τους

άπληστους άρχοντες, οσάκις ξεχνάνε τις … ρίζες τους. Και συνάμα, να δασκαλεύει τους αρχόμενους να μην αδιαφορούν, να μη σιωπούν και να μη φοβούνται, αλλά να ορθώνουν το ανάστημά τους, να αγωνίζονται, με θαρραλέα ελευθεροστομία και δίχως αρχομανείς εγωπάθειες, για το παρόν, εάν, βεβαίως, θέλουν το μέλλον να είναι δικό τους και των παιδιών τους, με


171

την Παιδεία και την Καλλιέργεια της ψυχής οδηγούς, με

την

Αγάπη

και

την

Αλληλοβοήθεια

συνταξιδιώτισσες και υπηρέτες ακάματοι να γίνουνε για την Αλήθεια, τη Διαφάνεια, την Ισοπολιτεία… Γιατί και όλοι συμφωνούμε πως το Ηθικό Ανάστημα έχει σημασία στη ζωή και όχι το … Φυσικό!» Από τον Οκτώβρη του ’81, λοιπόν, η Ελλάδα είχε χωριστεί σε τέσσερα μέρη. Σ’ αυτούς που πίστευαν ότι

θα

‘ρθει

ο

πολυπόθητος

σοσιαλισμός

και

αγωνίζονταν ανιδιοτελώς για το «πλάτεμα και βάθεμα της αλλαγής» μέσα από τα «πράσινα μετερίζια», για να τεθούν η δεξιά και το παρακράτος της στο «χρονοντούλαπο» της Ιστορίας· στα «λαμόγια» και στους

«πρασινοφρουρούς

«Κυρηναίος»

και

κατάμουτρα

γεμάτοι

ο

κλαδικάρχες»,

Φωτεινάκης ντροπή

και

θα

που

ο

έφτυναν

απέχθεια,

γιατί

έσπευσαν να «εξαργυρώσουν» κάποιους τάχα αγώνες τους και να «καπηλευτούν» τις θυσίες του λαού και τα αιματοβαμμένα

ξερονήσια

με

διορισμούς

σε

κρατικοδίαιτες θέσεις και γέμισαν, μέχρι τις αρχές του ’90, το δημόσιο με στρατιές κωλοσερνάμενων, δουλοπρεπών,

ανίκανων,

ανήθικων,

αναξίων

και

παρασίτων· σ’ εκείνους, που μάχονταν με «νύχια και με δόντια» να μη διαβρωθεί το πολύχρονο δεξιό καθεστώς από τους «σοσιαλμαρξιστάδες»· τέλος, σ’ αυτούς

που

αγωνίζονταν,

νυχθημερόν,

για

τον


172

άνθρωπο και τον πολίτη χωρίς κομματικές διακρίσεις και καπελώματα και ξημεροβραδιάζονταν για το μεροφάι στο πλευρό των μεροκαματιαρήδων και των ξωμάχων, ένας τους ήταν κι ο Θεοφάνης, που, τα κατοπινά χρόνια, παρακολουθούσε, με απορία και θαυμασμό,

τη

δράση

της

«17

Νοέμβρη»

και

αντιμετώπισε με πίκρα την απομυθοποίησή της. Μα κάποιες νοικοκυρές και τα κοριτσούδια, την ίδια πάνω – κάτω εποχή, «εκστασιάζονταν», ανά την Ελλάδα, μπροστά

στους

τηλεοπτικούς

δέκτες

από

τα

«ξενοπηδήματα» του αρρενωπού Ριτζ, τη θηλυκότητα της Μπρουκ και τις δολοπλοκίες των Φόρεστερ και των

αντιζήλων

τους

στην

σαπουνόπερα, «Τόλμη και Γοητεία»…

αμερικανόφερτη


173

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ! πόλεμος, βίαιος δάσκαλος

Στον ουρανό σου κρούσταλλο, με ποιον νάσαι Θέ μου; Ο σκοτωμένος σε πονά, ο φονιάς σ’ ευφραίνει; Πε μου! (Κώστας Βάρναλης, «Σκλάβοι Πολιορκημένοι») Έξι πάνε χρόνια, παραμονές Χριστουγέννων και Αρχιχρονιάς, αφότου είχε μαζέψει στο σπίτι του απ' το

δρόμο

γεροντάκι,

τον 80

μπάρμπα ετών

τότε

Λυσίμαχο περίπου,

Ηλιάδη, φίλο,

ένα

άλλοτε

περιπλανώμενο ερημοσπίτη. Δυόμισι χρόνια ζήσανε μαζύ, στην ίδια στέγη, σαν πατέρας με γιο, όσο εύκολο και δύσκολο έμοιαζε και ήταν το εγχείρημα αυτό. Είχαν πεθάνει από καιρό κι η μάνα και ο κύρης του Θεοφάνη, ενώ ο γέρο Λυσίμαχος δεν είχε ποτέ ανθρώπινη φαμελιά να φροντίζει εκείνος κι αυτή να τον νοιάζεται. Τον θυμάμαι ακόμη και τώρα πολύ καλά τον παππούλη και δε λησμονώ τη μέρα που τον μάζεψε και τον συμμάζεψε, χωρίς καν τον ξέρει καλά – καλά,

ο Θεοφάνης, αλλά και κάθε φορά που τους

έβλεπα

μαζύ.

μπαμπακερά

Γενειάδα

σαν

του

Αϊ

ολόασπρη Βασίλη

και και

μαλλιά μάγουλα


174

ροδοκόκκινα, παρά τα χρονάκια του. Είχε, αφότου κατέβει στην Καλλίπολη, πάψει και σ’ εκκλησία, για να λειτουργηθεί,

να πηγαίνει.

Σε παγκάκια των

πάρκων και σε πλάκες πεζοδρομίων σαν να ήταν σε πουπουλένια παπλώματα και με μεταξένια σεντόνια, στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, έβρισκε μέχρι τότε

το

Μορφέα

και

τον

παρακαλούσε

να

του

κρατήσει συντροφιά τα μοναχικά βράδια, με ρούχα, όμως, βρόμικα, άπλυτα, σκυλοβρομούσε, ώρες – ώρες, ξινίλα από χαλασμένο κρασί από απόσταση. Και για φαΐ,

ούτε λόγος! Αισθανόταν ο Λυσίμαχος λόρδος,

σαν έτρωγε μια φορά την ημέρα, στις δώδεκα ακριβώς το μεσημέρι, στα συσσίτια της Μητρόπολης και έμενε εκεί και τα απογεύματα, αλλά το βράδυ γυρνούσε τα κρασοπουλειά

των

συνοικιών

και

ζητιάνευε

σαν

επαίτης από τους ταβερνιάρηδες κρασί ή τσίπουρο. Όλοι τον ξέρανε σαν «Μητροπολίτη», αφού παρέμενε, όπως

εγράφη,

στη

Μητρόπολη

με

τις

ώρες

καθημερινά! Τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του, μόλο που γυρνούσε, αφότου, όπως έλεγε, πούλησε τις ελιές στο χωριό του, όλη την ημέρα στους δρόμους σαν αλάνι ατίθασο, φοβόντουσαν τον ήλιο, σαν ξαφνιασμένα αντιδρούσαν στις ηλιαχτίδες και είχε πάντα μαζύ του ένα ζευγάρι μαύρα ματογυάλια, να τα προφυλάγει! Μα μόλις τον πήρε κοντά του ο Θεοφάνης,

πέταξε τα


175

γυαλιά, ασύδοτα

ντύθηκε σαν άνθρωπος, κι

άρχισε

να

τρώει

έπαψε να πίνει

κανονικά,

πρωί

μεσημέρι και βράδυ. Μόνο ενθύμιο από τα προ Θεοφάνη χρόνια είχε μείνει στο «Μητροπολίτη» μια μαύρη

μεγάλη

κρεατοελιά

στο

δεξί

στήθος.

Ο

Θεοφάνης τον πήγε και στο νοσοκομείο, του βρήκαν πίεση στην καρδιά και του συνέστησαν ηρεμία, ξεκούραση.

Τότε, ο γέροντας άρχισε να διαβάζει κι

από τη βιβλιοθήκη του «Ελεύθερου» και να ‘χει τη συνήθεια – μετά τον Κυριακάτικο εκκλησιασμό – να περπατά για καμιά ώρα και να πηγαίνει για καφέ έως το

καφενείο

του

Νίκου

του

Παπαγγέλη,

του

συγχωριανού του. Για χρόνια, ήταν ο Λυσίμαχος ξωμάχος στο χωριό

του,

στην

Επισκοπή.

Μεροκαματιάρης

σκαφτιάς. Με ροζιασμένα δάχτυλα. Αγαπούσε τη γη σαν νάτανε η οικογένειά του. Οι Γερμανοί είχανε σκοτώσει σε αντίποινα την Κατοχή τους άκακους σαν αρνιά γέροντες γονιούς του, τον Ηλιογιάννη και τη Δέσποινα, Θεός σχωρέστους. Και τον πρωτότοκο αδελφό του, το Θρασύβουλο, τα φουρτουνιασμένα κύματα, μια Μεγάλη Πέμπτη πριν χρόνια, σε ένα ναυάγιο στον Ατλαντικό τον σκεπάσανε και δεν τον ξανάδε ανθρώπου πρόσωπο. Το στερνοπούλι τους δε, η Πανωραία, παντρεμένη από τα 16 της, ζει στην


176

Αθήνα

και

μεγαλώνει

χήρα

πια

μέθυσου

και

ξενοκοίτη, παιδιά κι εγγόνια. Αφού δεν τον είχε αξιώσει ο Θεός ακόμη δική του φαμελιά, τις αγαπούσε τις ελιές του ο Λυσίμαχος. Ήταν και κληρονομιά του κύρη του. Πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο χωράφι του. Στα 12 λιόδεντρα πούχε φυτεμένα είχε δοθεί ολάκερος. Με ψυχή και σώμα.

Δε

λογάριαζε

κανέναν

κόπο.

Χειμώνα,

καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, κάθε μέρα ήταν η μόνη του συντροφιά κι ασχολία. Πότε ξεχέρσωνε, πότε ξελακκούδιζε, πότε ράβδιζε, πότε πότιζε, πότε σκάλιζε, πότε λίπαινε και κλάδευε, δάκος κι άλλες αρρώστιες να μην τις πλήττουνε. Κάθε ελιά είχε και το δικό της όνομα, «Ηλιογιάννης», «Δεσποινιώ», «Θρασύβουλο», «Φιλιώ»,

«Πανώρια»,

«Βιόλα»,

«Προβατοχορτού»,

«Λιανοκλαδένια»,

«Λενιώ»,

«Νερορουφένια»,

«Θοδωρού»

και

«Άκλερη»,

πρόσωπα αγαπημένα ή παρανόμια βγαλμένα μέσα από την καθημερινή τριβή. Κι όσο τις αγαπούσε εκείνος και τις φρόντιζε, άλλο τόσο εκείνες πιστές τούδιναν τους καρπούς τους και το λάδι να πορεύεται. Ευγνώμονας ο Λυσίμαχος κάθε Κυριακή, στο εικόνισμα της γέννησης του Σωτήρος,

στο

ξωκλήσι

του

Αϊ

Μεγαλοδύναμο Πλάστη δοξολογούσε.

Σέργη,

το


177

Και τα απομεσήμερα, στον ίσκιο μιας γέρικης ελιάς στο διπλανό χωράφι δροσιά κι ανάπαυση γύρευε κι έβρισκε. Στο διπλανό χωράφι, που – καθώς λέγανε – ήταν

προίκα ενός μεγαλοδικηγόρου από την

πρωτεύουσα, του σιορ – Λιβαδόθαρρου , μα κείνος προτιμώντας τα φτιασίδια της μεγάλης πόλης έδινε τις ελιές συμισιακές με τον Λυσίμαχο και δεν πατούσε το πόδι του στο χωριό. Κι ο Λυσίμαχος, που τούτη την ελιά την είχε ονοματίσει «Ακριβόθωρη», κρυφά και πιο πολύ από τις καταδικές του την αγαπούσε. Κι όταν έμαθε πως ο Λιβαδόθαρρος πουλά τις ελιές του, καμιά εικοσαριά ρίζες, για να πολιτευτεί, έβαλε στόχο της ζωής του να μαζέψει χρήματα να τις αγοράσει. Κόβει το τσιγάρο, τον έχασε ο ταβερνιάρης της Επισκοπής, βρούβες είχε φαΐ, μαχαίρι πια στο κουμάρι, ξεπουλά όσο – όσο και κάτι παλιά έπιπλα, για να συγκεντρώσει το ποσό. Συνήθειες

μιας

ζωής

για

χάρη

της

«Ακριβόθωρης» άλλαζε. Έξι μήνες αφότου έμαθε τις προθέσεις του δικηγόρου, είχε μαζέψει τα λεφτά κι ήταν έτοιμος να κατέβει στην Πόλη να τον βρει. Πηγαίνοντας, όμως, κείνο το βροχερό πρωινό στο λιόφυτο, βλέπει τα πάντα συρματοπλεγμένα και μια τσίγκινη πινακίδα με μεγάλα κόκκινα γράμματα. Αργοδιαβάζει: «Ε–Π–Ω–Λ–Η–Θ–Η» ... Και πίσω από τα συρματοπλέγματα, που σε λίγο καιρό έμελλε να


178

προφύλαγαν πολυτελή βίλα, ένα μαύρο λυκόσκυλο σαν λυσσασμένο γάβγιζε σε όποιον πλησίαζε. «Ε–Π–Ω–Λ–Η–Θ–Η».

Σίμωσε

τα

σταλίκια.

Κοντοστάθηκε στα αγκαθωτά σύρματα. Έστρεψε το βλέμμα μπουκωμένος από πίκρα κι απόγνωση προς τον ουρανό και την «Ακριβόθωρη», που δεν μπορούσε να ξαναγκαλιάσει ποτέ πια. Τον έπιασαν αναφιλητά μικρού παιδιού, είχε να κλάψει από το χαμό του Θρασύβουλού τους, και τούτα τα λόγια ξεστόμισε πνιγμένος

στο

παράπονο:

«Κιαν

σκαντζοχοίρου

αγκαθιές, μικρή μου, σε πλέξανε/ να μη σ΄ αγγίζω, τα μάθια σου ποθώ, που με μπλέξανε!» Κανείς αφηνιασμένο

δεν κι

τον

άκουγε,

αδιάφορο

για

καθώς τον

το πόνο

σκυλί του

Λυσιμάχου συνέχιζε να γαβγίζει... Κι ένα πρωί από τα αμέσως επόμενα, ο Λυσίμαχος πήρε την απόφαση και πουλώντας και τις δικές του ελιές, κατεβαίνει στην Καλλίπολη. Καλύτερη τύχη ήθελε, μα δε θα τη γύρευε στην Αυστραλία ή στην Αμερική. Πολύ μακριά τού φαινόταν, δεν ήξερε εάν ο Θεός θα μπορούσε να τον διακρίνει ανάμεσα στα μιλιούνια που ‘χανε στο Νέο Κόσμο τα όνειρά τους εναποθέσει και τις ελπίδες τους κρεμάσει. Έτσι, ήλθε στην Καλλίπολη, έπειτ’ από δυο – τρεις αποτυχημένες απόπειρες να στήσει δική του επιχείρηση, ένα ψιλικατζίδικο αρχικά και μετά, μια φρουταγορά, τα παράτησε όλα και στους δρόμους


179

βγήκε, όχι επαίτης, αλλά ρακένδυτος και πότης, σιτιζόταν από τα τροφεία της Μητρόπολης, ρούχα έπαιρνε μεταχειρισμένα μα καθαρά από το φιλόπτωχο του Δήμου και ντρεπόταν να ζητήσει βοήθεια από την οικογένεια της αδελφής του, ώσπου, ένα πρωί, τον είδε μπροστά του ο Θεοφάνης, εκεί, έξω από την υπόγα του τυπογραφείου. Μα

ο

«Μητροπολίτης» δεν

άκουγε

ιατρικές

συμβουλές, αλλά, μονάχα, το Θεοφάνη. Αυτός έτρεξε και του εξασφάλισε μια πενιχρή συνταξούλα, τον πήγαινε κάθε τρεις και λίγο στους γιατρούς, του αγόραζε καινούρια ρούχα, βιβλία να διαβάζει και φάρμακα, του μαγείρευε και συζητούσε μαζύ του για όλα,

ανεχόταν

τις

ιδιοτροπίες

και

τις,

λόγω

γεραμάτων, γκρίνιες του. Ο Θεοφάνης

έβλεπε,

λοιπόν,

τον 82χρονο

«πατέρα» του να ‘ναι, παρά τις κακουχίες της ζωής, όλο ζωντάνια και δύναμη. Ήταν ο γέρος αγαπητός σ’ όλους μας και πρόθυμος να σε βοηθήσει, να σου συμπαρασταθεί, αν και ήξερε ότι η ηλικία και η φιλάσθενη, πλέον, κράση του δεν του επέτρεπε και πολλά. Όταν πήγαινε ο «Ελεύθερος» στη δουλειά, ο γέρος καθόταν στο σπίτι και διάβαζε Ιστορία ή Αγία Γραφή, χωρίς να ‘ναι θρήσκος ή εθνικόφρων. Πιο πολύ του αρέσανε δύο κομμάτια. Είχε διαλέξει από την Επί του Όρους Ομιλία του Ιησού Χριστού τούτο:


180

«Mακάριοι οι πράοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη. Mακάριοι όσοι πεινούν και διψούν για τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτάσουν. Mακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν. Μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό. Mακάριοι οι ειρηνοποιοί, γιατί αυτοί θα ονομαστούν γιοι του Θεού. Mακάριοι όσοι διώκονται επειδή εφαρμόζουν τη δικαιοσύνη, γιατί σ’ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Mακάριοι είστε όταν σας προσβάλουν

και

σας

κατατρέξουν

και

πουν,

ψευδόμενοι, κάθε είδους κακό λόγο εναντίον σας επειδή

είστε

δικοί

μου.

χαίρεστε

και

να

αγάλλεστε, γιατί θα είναι πολύς ο μισθός σας στους ουρανούς. Άλλωστε έτσι κατέτρεξαν τους προφήτες που έζησαν πριν από σας. Nα αγαπήσεις τον πλησίον σου και να μισήσεις τον εχθρό σου. Εγώ όμως σας λέω ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας, να ευλογείτε εκείνους που σας καταριούνται, να φέρεστε καλά σ’ εκείνους που σας μισούνε και να προσεύχεστε για εκείνους που σας προσβάλλουν και σας κατατρέχουν, για να γίνετε γιοι του Πατέρα σας του ουράνιου, γιατί αυτός τον ήλιο του τον ανατέλλει σε κακούς και σε καλούς, και δίνει τη βροχή σε δίκαιους και σε άδικους». Κι από την «Ιστορία» του Θουκυδίδη, αυτές εδώ τις αντιπολεμικές γραμμές συχνά μας επαναλάμβανε


181

όπως τις διάβασε απ’ τη μετάφραση του Εθνάρχη Βενιζέλου:

«Ένεκα

τωόντι

ενέσκηψαν

εις

τας

συμφοραί,

αι

οποίαι

εμφυλίων

πόλεις

σπαραγμών,

πολλαί

και

παρουσιάζονται

μεγάλαι και

θα

εξακολουθήσουν να παρουσιάζωνται πάντοτε, εφόσον η

ανθρωπίνη φύσις

μένει η ιδία,

φέρουν

όμως

βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ μεν ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται καθόσον

διαπνέονται δεν

από

ευγενέστερα

περιπίπτουν

υπό

αισθήματα, την

πίεσιν

αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ' ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον

κατ'

ολίγον

από

τους

ανθρώπους

την

καθημερινήν ευημερίαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος και τείνει ν' αφομοιώση τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν. Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι από στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις

αυτάς βραδύτερον,

επειδή

εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, δια της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεών των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεών των. Και κατήντησαν να

μεταβάλουν

αυθαιρέτως

την

καθιερωμένην

σημασίαν των λέξεων, δια των οποίων δηλούνται τα πράγματα. Τωόντι η μεν παράλογος τόλμη εθεωρήθη ως ανδρεία, ετοίμη εις θυσίαν χάριν των πολιτικών


182

ομοφρόνων, η προνοητική διστακτικότης ως εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρίας, η δια κάθε τι σύνεσις ως θραδυκινησία. Η τυφλή παραφορά εκρίθη ως ανδρική αρετή, ενώ η χάριν ασφαλείας περαιτέρω σκέψις ως εύσχημος πρόφασις υπεκφυγής. Ο τα πάντα επικρίνων και τους πάντας κακολογών εθεωρείτο άξιος εμπιστοσύνης εις κάθε περίστασιν, ενώ ο αντιτιθέμενος προς αυτόν, ύποπτος. Ο στήνων επιτυχή παγίδα εθεωρείτο άνθρωπος ευφυής, αλλά πολύ περισσότερον ικανός, ο οσφραινόμενος εγκαίρως αυτήν. Ενώ εκείνος που εφρόντιζε να μην ευρεθή εις την ανάγκην να κάμη ούτε το εν, ούτε το άλλο, εθεωρείτο διαλυτής του κόμματος και πανικόβλητος απέναντι των αντιπάλων. Με μίαν λέξιν, ο προτρέχων άλλου

εις

την

διάπραξιν

κακού

εκρίνετο

άξιος

επαίνων, καθώς και ο παρακινών άλλον εις διάπραξιν κακού, το οποίον εκείνος δεν είχε διανοηθή. Και ο ίδιος άλλωστε ο συγγενικός ακόμη δεσμός εθεωρήθη ολιγώτερον στενός του μεταξύ πολιτικών ομοφρόνων δεσμού, διότι οι τελευταίοι ήσαν προθυμότεροι εις το να τολμήσουν κάθε τι χωρίς δισταγμόν. Καθόσον οι φατριαστικοί

σύνδεσμοι

δεν

συνιστώντο

χάριν

αμοιβαίας βοηθείας, επί τη βάσει των κειμένων νόμων, αλλά χάριν ιδιοτελών σκοπών, αντιθέτων προς τους καθεστώτας νόμους. Και η προς αλλήλους εμπιστοσύνη ενισχύετο όχι τόσον δια των προς τους θεούς όρκων, όσον δια της από κοινού διαπράξεως


183

εγκλημάτων. ευλόγους

Οσάκις

προτάσεις,

οι

αντίπαλοι

εκείνοι

προς

διετύπωναν τους

οποίους

εγίνοντο αι προτάσεις, εάν ήσαν ισχυρότεροι, δεν τας απεδέχοντο με αίσθημα ειλικρινούς εμπιστοσύνης, αλλά

λαμβάνοντες

συγχρόνως

τ'

αναγκαία

εξασφαλιστικά μέτρα. Επροτίμων πολύ περισσότερον ν' αντεκδικηθούν δια κακόν, το οποίον έπαθαν, παρά να προλάβουν το κακόν. Και οσάκις υπό την πίεσιν των περιστάσεων αντηλλάσσοντο τυχόν όρκοι προς ενίσχυσιν

συνδιαλλαγής,

οι

όρκοι

ίσχυαν

μόνον

προσωρινώς, εφόσον αμφότεροι οι ορκισθέντες δεν είχαν που αλλού να στηριχθούν. Αλλ' εκείνος, ο οποίος, δοθείσης ευκαιρίας, πρώτος ανέκτα το θάρρος του,

εάν

έβλεπε

τον

αντίπαλον

απροφύλακτον,

εξεδικείτο με μεγαλυτέραν ευχαρίστησιν, λόγω του ότι εξηπάτα την προς τον όρκον εμπιστοσύνην του αντιπάλου του, παρά εάν εξεδικείτο παλληκαρίσια. Διότι υπελόγιζεν ότι εκτός του πλεονεκτήματος της ασφαλείας,

εκέρδιζε

και

το

βραβείον

της

επιτηδειότητος αφού επεκράτησε δι' απάτης. Οι περισσότεροι τωόντι άνθρωποι προτιμούν να είναι αχρείοι και να ονομάζωνται επιτήδειοι, παρά να είναι χρηστοί και να λέγωνται ευήθεις, και δια το τελευταίον τούτο μεν εντρέπονται, ενώ δια το πρώτον υπερηφανεύονται. Αιτία όλων αυτών ήτο η δίψα της εξουσίας, την οποίαν γεννά η πλεονεξία και η


184

φιλαρχία, και το φατριαστικόν πνεύμα, το οποίον εκτρέφουν τα δύο αυτά πάθη, εις όσους περιπέσουν άπαξ εις φατριαστικάς έριδας. Διότι οι αρχηγοί των φατριών εις τας διαφόρους πόλεις, προβάλλοντες εκατέρωθεν εύηχα συνθήματα, οι δημοκρατικοί την πολιτικήν ενώπιον του νόμου ισότητα του πλήθους, οι ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατίαν, λόγω μεν υπηρέτουν τα κοινά, πράγματι όμως καθίστων αυτά βραβείον του προσωπικού των ανταγωνισμού. Αγωνιζόμενοι, αλλήλους

με

εξ κάθε

άλλου, μέσον,

να

υποσκελίσουν

ετόλμησαν

τα

τερατωδέστερα πράγματα. Αλλά και ταύτα ακόμη υπερέβαιναν αι εκδικήσεις των, τας οποίας αι δύο μερίδες ώθουν όχι απλώς μέχρι των ορίων, τα οποία θα επέβαλλε το δίκαιον και το κοινόν συμφέρον, αλλά μέχρι του σημείου, το οποίον ανταπεκρίνετο εκάστοτε εις την ικανοποίησιν της φατρίας των. Και ήσαν έτοιμοι

να

εκδικήσεως,

κορέσουν

τον

είτε

αδίκων

δι'

πόθον

της

αμέσου

καταδικών,

είτε

επιβαλλόμενοι δια της βίας. Και ενώ καμμία από τας δύο μερίδας δεν ενεπνέετο από αισθήματα ευσεβείας, εκείνοι που κατώρθωναν να συγκαλύψουν απεχθείς πράξεις

υπό

ωραίους

λόγους

επηνούντο

πολύ

περισσότερον. Οι πολίται, εξ άλλου, όσοι δεν ανήκαν εις καμμίαν από τας δύο μερίδας, έπιπταν θύματα και των δύο, είτε διότι ηρνούντο ν' αγωνισθούν παρά το


185

πλευρόν των, είτε διότι τους εφθόνουν δια την ακίνδυνον και ήσυχον ζωήν που εζούσαν». Και

ξαφνικά,

ένα

μεσημέρι,

αφότου

είχαν

γευματίσει «πατέρας» και Θεοφάνης και ενώ τίποτα δεν

προμήνυε

ότι

πλησίαζε

το

τέλος

πια

του

Λυσίμαχου, ένας ακαθορίστου προέλευσης δυνατός βήχας, που συνοδεύτηκε και με αιμοπτύσεις, έφερε το γέροντα στις όχθες του Αχέροντα, πριν καν προλάβει ο «γιος» του γιατρό ή πρώτες βοήθειες να παράσχει και φωνάξει. Έκλαψε πολύ τότε ο Θεοφάνης και μαζύ του

όλη

η

παρέα

μας

για

το

μισεμό

του

«Μητροπολίτη», που φρόντισε, με τη διαθήκη του, να πηγαίνει από ένα ποσό μηνιαία στα συσσίτια της Μητρόπολης και στα δημοτικά φιλόπτωχα. Φεύγοντας από το εφεξής «σπίτι» του Θεοφάνη, πήγα να ξαναβρώ το χώρο, που στεγαζόταν το... «Μουσείο». Τα βιβλία, εδώ και μερικά χρόνια αφότου το

τροχόσπιτο

είχε

πουληθεί

σε

μάντρα

μεταχειρισμένων για παλιοσίδερα, τα είχε πάρει ο Νίκανδρος και τα δώρισε στη δημοτική βιβλιοθήκη, για τους φιλομαθείς και τα παιδιά του Πετροχωρίου. Είχαν

ήδη, όμως, προλάβει να μας διδάξουν πολλά.

Κι ο «Ελεύθερος» κάθε αράδα των βιβλίων την είχε κάνει βίωμα, εγκράτεια – σωφροσύνη – σεμνότητα – φιλοπατρία – φιλαλήθεια – αλτρουισμό – υπομονή και επιμονή – ευαισθησία – ευγένεια και καλοσύνη ψυχής.


186


187

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ! η ζωή με τη Ζωή

όλα ‘ναι της ψυχής καμώματα και του μυαλού παιχνίδια όλα αλαφρό μελτέμι που φυσάει και τα μελίγγια ανοίγουν (Νίκος Καζαντζάκης, «Οδύσσεια») Αφότου πέθανε ο Λυσίμαχος, ο Θεοφάνης έμενε μόνος του πια, στην οδό Ανεξαρτησίας, δυο – τρία τετράγωνα, δεξιά από το τυπογραφείο. Μα πιστός στις ιδέες και στα οράματά του. Δε γύρευε το εφήμερο σεξ, μα την αληθινή, την ακατάλυτη αγάπη και πολύ ό,τι είχε ερωτευτεί και πιστέψει στη ζωή του για θησαυρό του έβγαινε … άνθρακας! Εκτός απ’ την Φαίδρα των φοιτητικών χρόνων, που έφυγε, όμως, πολύ γρήγορα, κι αργότερα την Ζωή, μια έξυπνη ξανθούλα δικηγόρο, που αποδείχτηκε άπιαστο, τελικά, όνειρο. Ανάμεσά τους είχαμε γνωρίσει, για ένα ή δυο φεγγάρια – χωρίς, όμως, η διάρκειά τους πλάι του να είχε και τόση σημασία, αφού πιότερο μάτωσαν τα φυλλοκάρδια του φίλου μας παρά που τον αγάπησαν αληθινά – κατά σειρά εμφανίσεως την Ελισάβετ, την Αντωνία,

την

Κατερίνα,

«Δέσποινα») και τη Μιχαέλα.

την

Ντένυ

(απ’

το


188

Φέτος, αρχές του 2004, καθώς πλησιάζαμε τα 50 μας

πια,

ο

προσκείμενος

από

χρόνια

στην

εξωκοινοβουλευτική αριστερά, αλλά εκούσια ανέστιος κομματικά Θεοφάνης μόλις είχε εκλεγεί Γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, εκ μέρους του Σωματείου των Τυπογράφων. Όταν, σ’ ένα εργατικό ατύχημα, εκλήθη, μέσα Φλεβάρη, ο Θεοφάνης να καταθέσει υπέρ

της

δικαιοσύνης,

κατακέφαλα»

στο

ο

Έρως

Εφετείο

τον

της

«χτύπησε Νεάπολης.

Συναντήθηκε, τότε, για πρώτη φορά, με τη δικηγόρο υπεράσπισης της οικογένειας του εργάτη, που ‘χε χάσει,

από

αμέλεια

των

εργολάβων

και

των

ιδιοχτητών, τη ζωή του από τη σκαλωσιά μιας πολυώροφης νεοαναγειρόμενης πολυκατοικίας, την 33χρονη μόλις αλλά με φήμη οικογενειακή δικηγόρων και πολιτευτών και προσωπική πολύ μεγαλύτερη απ’ την ηλικία της, Ζωή Κωλέττη, μια γλυκομίλητη και ομορφοθώρητη

κοπέλα

απ’

την

Αθήνα.

Σ’

ένα

διάλειμμα της δίκης, ήπιαν μαζύ καφέ. Ο πρώτος καφές έφερε τον δεύτερο κι αυτός τον τρίτο και ο πέμπτος την ανταλλαγή τηλεφώνων, μηνυμάτων και τηλεφωνημάτων, αμοιβαία

τις

συμπάθεια,

τρυφερές την

οικειότητες,

την

αλληλοεκτίμηση,

τον

ερωτικό δεσμό, το κρεβάτι και τον έρωτα, αλλά και την

όχι

ως

άλλοτε

συμμετοχή

«Ελεύθερου» στα της παρέας μας.

ή

εμφάνιση

του


189

Η

ερωτική

τους

«Τυρταίος» του

είπε

σχέση,

για

την

περιπαιχτικά,

οποία

όταν

ο

τόμαθε,

«Έρως βαρύς και μέγας, Θεοφάνη/ τη ζωή σου άνω – κάτω θα κάνει!/ προσεχτικός να ‘σαι, φίλε, πολύ/ μην σε κάνει να τον κυνηγάς σαν σκυλί!», έζησε από τον Απρίλη έως τον Ιούλη του 2004, δίχως να νοιάζονται για τα πανελλαδικά χτυποκάρδια στη Λισσαβόνα με το δρόμο ως την κατάχτηση του πανευρωπαϊκού τροπαίου, παρά

μόνον

για

τα

γεμάτα

πάθος

δικά

τους…

Εκδρομές, μ’ ένα μαύρο σκαραβαίο – αντίκα, μα γερό σκαρί, τα σαββατοκύριακα και τις αργίες, αρχής γενομένης απ’ την Πρωτομαγιά (Γαλαξίδι, Λουτράκι, Κόρινθο, Αίγιο, Πάρνηθα, Μεσολόγγι, Ναύπακτος, Πάτρα, Ηλεία, Ναύπλιο, Χαλκίδα, Αυλίδα, Λαύριο, Πλάκα, μουσεία

Μοναστηράκι, και

Θησείο).

αρχαιολογικούς

Ακροκόρινθος,

Ολυμπία,

Επισκέψεις χώρους

Σούνιο,

σε

(Δελφοί,

Μαραθώνας,

Αθήνα). Έξοδοι σε σινεμά και θέατρο, βόλτες σε ηλιοβασιλέματα και ανατολές ηλίου και πανσελήνους βραδιές χεράκι – χεράκι, σαν έφηβοι. Θαύμασαν μαζύ και τη νέα γέφυρα του Ρίου – Αντιρρίου. Πέρασαν και από τα μέσα του Ιούνη και όλο τον Ιούλη, αγκαλιά σαν

«πιτσούνια»

σ’

ένα

νησάκι

του

Αιγαίου,

Φολέγανδρο νομίζω, αποκομμένοι απ’ τον υπόλοιπο κόσμο

και

εκούσια

ξεχασμένοι

απ’

όλους

μας,

συζητώντας και κάνοντας παθιασμένο έρωτα, με τις ώρες οσάκις ήσαν μαζύ. Της είχε χαρίσει και για το


190

δικό της το αυτοκίνητο, μιαν κόκκινη BMW 3 Compact, μιαν κουκλίτσα και έτσι, για να μην την πιάνει βασκανία κακόψυχων και ζηλιάρηδων, και ένα πεταλάκι, σε ασημένια αλυσιδίτσα περασμένο. Κι εκείνη το ‘χε μαζύ της ακόμη κι όταν χώρισαν, άσχετα αν δεν του είχε δώσει ποτέ τη σημασία, που ο Θεοφάνης θάθελε, να ‘νιωθε, δηλαδή, ότι σ’ αυτό συμπυκνωνόταν όλη του η αγάπη προς εκείνην… Κι όλα αυτά, πέρα από τις 3 – 4 φορές, που ‘χαμε δειπνήσει

όλη

η

παλιοπαρέα

μαζύ

τους.

Δεν

τσακωνόντουσαν ποτέ. Τότε, πού «σκάλωσε»; Ουδείς ξέρει! Η μικρή Ζωή ήθελε να γνωρίσει περισσότερο τη μεγάλη ζωή και ο Θεοφάνης δεν ήταν τόσο εγωιστής, για να της φράξει το δρόμο και να της ζητιανέψει να μείνει, παρά τη θέλησή της, κοντά του περισσότερο. Την

ευχαρίστησε

ολόψυχα

για

όσα

του

προσέφερε η σχέση τους και της ευχήθηκε «καλή τύχη» περήφανος, αλλά μόλις έκλεισε η εξώπορτα της οδού Ανεξαρτησίας, τέλη Ιούλη, λίγο μετά το γυρισμό από το Αιγαίο, πίσω της, εκείνος έκλαψε ξανά, παρέα με τη μοναξιά και τα γράμματα, που του ‘χε στείλει από το Μάρτη, που του ΄χε γράψει 2 – 3 αράδες ως συνοδεία σε κάτι φωτογραφίες που ‘χαν βγάλει μαζύ όταν

είχαν

συναντηθεί

σε

μιαν

εκδήλωση

της

Παγκόσμιας Οργάνωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων


191

πριχού παρεισφρήσει στη ζωή τους η Αφροδίτη κι ο τοξοβόλος βδομάδα

τυφλός πριν

το

γιος

της,

χωρισμό.

έως

την

Αρχές

τελευταία Αυγούστου,

αδιαφορώντας για τους επικείμενους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας παντελώς, ο Θεοφάνης, μόνος πάλι,

ξαναγύρισε

στα

βιβλία,

που

‘χε

μαζέψει

εκατοντάδες τόμους στο σπίτι του από παιδί, και στο κρασί και στο τσίπουρο, υπολόγιζε πως θα τον βοηθούσαν ν’ αναθαρρέψει γρήγορα, αλλά …


192

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ! Έπεα πτερόεντα

Θηρεύοντας πράγματα αιώνια θ’ αφήσω να φύγουν τα χρόνια (Κώστας Καρυωτάκης, «Σταδιοδρομία»)

Το

μόνο

που

πρόλαβε

ήταν

να

δώσει

μια

συνέντευξη στον πάλαι ποτέ Κνίτη και νυν κεντρώο αρχισυντάκτη του «Τροχού», Συμεών Ρούσο, για το εργατικό

κίνημα.

Από

καιρό,

αφότου

ανέλαβε

γραμματέας του Εργατικού Κέντρου, τον κυνηγούσε ο Ρούσος και τελικά, ενέδωσε την πρώτη βδομάδα μετά την εισαγωγή στο νοσοκομείο. Ο Ρούσος ήλθε, 27 του Αυγούστου το απόγευμα, μαζύ με τον πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου. Οι δυο άντρες δεν ήξεραν ότι ήταν βαριά ο Θεοφάνης, μα ο τελευταίος, επειδή γνώριζε

ότι

ήταν

καταδικασμένος

καρκινοπαθής,

θέλησε, λίγο πριν τον οριστικό του μισεμό, μιλώντας τους,

να

αφήσει

μιαν

«κληρονομιά

και

παρακαταθήκη» για τους εργαζομένους. Ήμουν παρών, κατόπιν επιθυμίας του Θεοφάνη, στη συνέντευξη. Μίλησαν και για την αντιλαϊκή – αντεργατική πολιτική των δεξιών ανά τον κόσμο κυβερνήσεων και ο «Ελεύθερος» μαρτύρησε το φόβο


193

του πως η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που ξαναήλθε στην εξουσία το Μάρτη του 2004, είναι ικανή να διαλύσει και το ασφαλιστικό και να «βάλει χέρι» και σ’ άλλα «αιματοβαμμένα κεκτημένα» της εργατιάς και του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου. Οι ερωτήσεις του δημοσιογράφου τον διευκόλυναν ν’ αναπτύξει και να προβάλει τις ιδέες και τις σκέψεις του, απ’ όπου ξεχώρισα και ανέκαθεν θα ‘χω στην καρδιά μου, μεταξύ άλλων,

τούτα τα λόγια του

Θεοφάνη προς το Ρούσο και τα μεταφέρω αυτολεξεί: «Τίποτε και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει την υποσυνείδητη

επιθυμία

της

εργατικής

τάξης

να

αλλάξει την κοινωνία. Όμως, ο στόχος του εργατικού κινήματος, σήμερα, πρέπει να ‘ναι ένας αδιάκοπος αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και στην πλουτοκρατία. Το κεφάλαιο είναι καιρός να καταλάβει, επιτέλους, ότι στον 21 ο αιώνα ο αγώνας των εργαζομένων για σταθερή, καλοπληρωμένη και ασφαλή δουλειά για όλους, για το 35ωρο, για δημόσια υγεία και παιδεία, για προάσπιση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δεν ναρκοθετεί τα θεμέλια της κοινωνίας μας. Υποσκάπτει και ξεθεμελιώνει τις κοινωνικές αδικίες και ξαναφέρνει τη δικαιοσύνη. Γκρεμίζει

τα

προπύργια

του

φασισμού

και

των

πολεμόχαρων. Κι οι εργαζόμενοι, για να αποχτήσει η κραβγή τους δύναμη και κύρος, να εισακούγεται στα


194

κέντρα

εξουσίας

και

να

μην

καταλήγει

«φωνή

βοώντος εν τη ερήμω», θα ‘πρεπε, με στόχο το καλό όλου του κοινωνικού συνόλου, να δείχνουν σεβασμό στην κριτική και τις ιδέες των πολιτών και ν’ αξιοποιούν, προς όφελος άμεσο και μακροπρόθεσμο των αγώνων τους, την αυτοκριτική των εκλεγμένων οργάνων τους. Συνάμα, σήμερα και πάντοτε, οφείλουν και τις δημοκρατικές λειτουργίες οργάνωσης των σωματείων τους οι εργαζόμενοι να ενισχύουν και να προασπίζουν και, τέλος, να τίθεται μπροστάρισσα του λαού η εργατική τάξη, εμπράκτως και όχι με λόγια, υπέρ των κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων του και στον

αντιφασιστικό,

αντιπολεμικό

και

αντικαπιταλιστικό αγώνα…». Και όταν, μόλις έφυγε ο Ρούσος από το νοσοκομείο, ζήτησε και τη γνώμη μου ο Θεοφάνης για όσα είπε, συγκατένευσα και του αφιέρωσα

τους

ακόλουθους

στίχους,

που

μαζύ

απευθύναμε στα αυτοαποκαλούμενα «αφεντικά και αυθεντίες»: «Της γενιάς μου γενήκατε σεις αρχόντοι,/ καμώνεστε πως είστε σ’ όλα πρώτοι,/ στη φρονιμάδα, στην πίστη, στη γνώση!/ Και παράδες χτυπούν στις τσέπες τόσοι!/ Τι κι αν φοράτε ρούχα τα πλουμιστά,/ φίδια αιμοδιψ’ είστε, κωλοσερτά!» Εκείνο το βράδυ, μόλις έφυγαν ο Ρούσος και ο πρόεδρος, κάποια στιγμή, που ο Θεοφάνης πήγε έως την τουαλέτα, βρήκα, κάτω από το μαξιλάρι του, τρία


195

γράμματα, πλημμυρισμένα στο δάκρυ. Το ‘να είχε αποστολέα τη Ζωή, δαχτυλογραφημένο και σταλμένο στα τέλη Ιούλη: «Θεοφάνη, προσπάθησε σε παρακαλώ να ‘σαι δυνατός, τώρα που πρέπει να φύγω, το ίδιο δυνατός και στην ψυχή και στο σώμα όπως όσο ήμασταν μαζύ. Θέλω να ‘σαι καλά. Πρέπει, όμως, να φύγω. Η σκέψη και η έννοια μου θα ‘ναι, πάντα, κοντά σου, αλλά, Θεοφάνη, δεν μπορώ να σου δώσω αγάπη, την ερωτική, που τόσο απλόχερα μου δίνεις εσύ. Να προσέχεις τον εαυτό σου, Θεοφάνη μου. Σε φιλώ, Κωλέττη Ζωή, Αθήνα, 25 – 07 – 2004». Το δεύτερο

δεν

είχε

σταλεί

ποτέ,

είχε,

όμως,

παραλήπτρια τη Ζωή και ημερομηνία, αρχικά, 11 Αυγούστου ’04 και μετά, 22 του ίδιου μήνα, ήταν χειρόγραφο και γεμάτο μουντζούρες, αλλά χωρίς ορθογραφικά λάθη ή ασυνταξίες, απ’ όπου μονάχα όσοι ξέρανε καλά το γραφικό χαρακτήρα του Θεοφάνη μπορούσαν να διαβάσουν τα παρακάτω: «Καλλίπολη, 11 22 Αυγούστου 2004, Ζωή μου, είσαι φλόγα δυνατή, που με κατακαίει!

Στιγμή

δεν

μπορώ

να

ησυχάσω!

Σε

σκέφτομαι κάθε δευτερόλεπτο. Κάθε χιλιοστό του δευτερόλεπτου! Έχω, Ζωή μου, τόσα μερόνυχτα να ιδώ τα γαλήνια μάτια σου, να φιλήσω τα ηδύποτα χείλη σου, να χαϊδέψω τα όμορφα μαλλιά σου, να γευτώ τη γλύκα των μαστών σου…. Άσπλαχνη, γιατί δε με λυπάσαι; Πόσο μου λείπουν, Ζωή μου, η αγκαλιά σου, το κορμάκι σου! Μα παρ’ όλ’ αυτά, Ζωή μου, είσαι


196

λεύτερη να κάνεις ό,τι πραγματικά επιθυμείς, τώρα και … πάντα. Η

αληθινή

αγάπη

ελευθερώνει.

Ποτέ

δε

σκλαβώνει. Πλουτίζει, Ζωή μου, τις καρδιές των ανθρώπων

με

τα

ανεκτίμητα

χαρίσματα

της

καλοσύνης, της αμοιβαίας πίστης και εμπιστοσύνης, της αφοσίωσης, της φιλαλήθειας και της ευσπλαχνίας· και δι’ αυτής, οι ψυχικές τους δυνάμεις βρίσκουνε την ατραπό για την πραγμάτωση και την καταξίωση. Σου εύχομαι, λοιπόν, ολόψυχα, Ζωή μου, να τη βρεις κάποτε στη ζωή σου και να τη ζήσεις σ’ όλο της το μεγαλείο. Σ’ αγαπώ, Θεοφάνης, Τεό». «Τεό» τον φώναζε στις πιο τρυφερές τους στιγμές η Ζωίτσα, γιομάτη γατίσιο νάζι και γλυκιά τσαχπινιά και θηλυκή κατεργαριά… Το τρίτο είχε ως προορισμό κι αυτό τη Ζωή· χειρόγραφο του Θεοφάνη κι ετούτο, αλλά καθαρό και δίχως σβησίματα: «Καλλίπολη, 25 Αυγούστου 2004, 8.45 μ.μ.. Δεν είναι πρόθεσή μου, με επιδειξιμανία ενώπιον τρίτων και σαν τον κλόουν, να σε τραβήξω, άθελά σου, προς το μέρος μου. Με πονά να ‘χω πλάι μου κάποιον από οίκτο για όσα τυχόν υφίσταμαι

ή από διάθεση να

γελά σε βάρος όσων νιώθω. Θέλω να ‘ρχεται η φιλία και η αγάπη στη ζωή μου, όταν, Ζωή, ένας φίλος θα


197

κάνει πραγματικά κέφι την συντροφιά μου και ο αγαπημένος αρέσκεται να περνά κάποιες ξένοιαστες, ως επί το πλείστον, στιγμές μαζύ μου. Αν δεν βρεθεί, Ζωή, ποτέ αυτός ο κάποιος, ο αληθινός φίλος ή η πραγματική αγάπη, πόνος πολύς θα με λιώσει, αλλά δε θα πεθάνω, εξαιτίας του, κιόλας· πρόλαβε ο καρκίνος να μου σπαράξει τα σωθικά! Τούτες τις ώρες του νοσοκομείου, βρήκα την ευκαιρία, με «πηγαινέλα» προς τις διάφορες στιγμές της ζωής μου, να μάθω καλά το είναι μου και να γνωρίσω βαθιά ποιος είμαι και πώς θα αντιπαλέψω όσα μου συμβαίνουν! Δεν θέλω επουδενί να γεμίζω τη μοναξιά μου και να παρηγοριέμαι από τους πόνους της αρρώστιας με πρόσκαιρες ανάλαφρες (: χαζογελώντας και χωρίς συναισθηματικό πραγματικά λοιπόν,

όσο

αξιοπρεπώς,

δέσιμο

στερεές μου εωσού

και

βάσεις)

έχει

δίχως

δοκιμασμένες,

παρέες.

απομείνει,

καταλάβεις,

να

Ζωή

Προσπαθώ, ανηφορίζω μου,

ότι

αληθινά σ’ αγάπησα και σε νοιάζομαι, Τεό». Όταν γύρισε από την τουαλέτα ο Θεοφάνης, είχα ήδη φροντίσει να βάλω τα γράμματα εκεί που τα ‘χα βρει. Δεν κατάλαβε το παραμικρό και ξαναξάπλωσε, ενώ εγώ προσποιήθηκα ότι, κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης απουσίας του από το θάλαμο, δεν συνέβη τίποτα απολύτως. Είχα σκουπίσει πολύ καλά και την υποψία δακρύου από τα μάτια μου, που την ώρα της


198

ανάγνωσης των επιστολών έτρεχαν ποτάμια, μια και ξαναθυμήθηκαν την «Ωραία της Καλλίπολης» και τη συνάντηση του Ωδείου. Εξάλλου, κανείς δε με είχε ιδεί να διαβάζω τα γράμματα, γιατί ο Σωτήρχος και ο Αγγελόπουλος είχαν πάει σε κάποιον διπλανό θάλαμο, που ΄χε έγχρωμη τηλεόραση ενώ εμείς μιαν παλιά ασπρόμαυρη, να ιδούν Ολυμπιακούς Αγώνες.


199

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ! Το παιδί

Μάτια εσείς που όλο ρωτάτε, ω αφανέρωτα φτερά, ονειρόθρεφτα κορμάκια, μεταξόμαλλα παιδιά! (Κωστής Παλαμάς, «Δωδεκάλογος του Γύφτου»)

Το

περασμένο,

πάντως,

Πάσχα,

λίγο

πριν

συνάψουν Θεοφάνης και Ζωή τη σχέση τους, θα ήταν, όταν

επηρεασμένος

από

δημοσιεύματα

των

εφημερίδων όπου γινόταν λόγος ότι και τα «παιδιά των φαναριών», αλλά κι όσα ανήλικα ζητιανεύουν στους

δρόμους

των

επαρχιακών

κωμοπόλεων,

ελέγχονται από κυκλώματα «νονών», προσπάθησε να πείσει το Λεωνίδα τον Αυγερινό να υιοθετήσει τον Μοχάμεντ. Ο Μοχάμεντ ή Μωχαμέτης, όπως τον έλεγε η

παρέα

μας,

ήταν

ένα

16χρονο,

έτσι

έλεγε

τουλάχιστον, παιδί από την Αλβανία, που ερχόταν, κάθε τρεις και λίγο, στην υπόγα του τυπογραφείου, για να κάνει θελήματα έναντι πινακίου φακής και να γεμίζει, αν και φάλτσα, με τα αρβανίτικα τραγούδια του, κάποιες από τις πληκτικές ώρες της δουλειάς.


200

Κι

ο Λεωνίδας κι η σύζυγός του ήξεραν και

συμπαθούσαν

το

Μωχαμέτη

και

το

μελαψό

σγουρομάλλικο Αλβανάκι τους αγαπούσε και τους σέβονταν. Είχανε ήδη γεννήσει κι αναθρέψει τέσσερα παιδιά.

Τρεις

κόρες

τους

είχε

χαρίσει

ο

Μεγαλοδύναμος και ένα γιο, την Έλλη (25 ετών, νηπιαγωγό, βαφτισιμιά του πρόωρα χαμένου φίλου μας Καζανομανόλη, παντρεμένη, από το 2002, με το 2 – 3 χρόνια μεγαλύτερό της ηλεκτρολόγο αυτοκινήτων γιο του Διονύση Βουρδουμπά και συνεταίρο του μαζύ και με τον Ακριβόπουλο στο συνεργείο, το Φιλοκτήτη και το καλοκαίρι του 2003 είχαν χαρίσει στους δύο παππούδες το πρώτο τους εγγόνι, τη μικρή Ευτυχία), τη Βασιλική (22 ετών, είχε σπουδάσει κοπτική – ραπτική και, φίλεργη, δούλευε στο ραφείο, ολημερίς, αρραβωνιασμένη με τον υπάλληλο στην Αγροτική Τράπεζα της Καλλίπολης και γιο του αλλοτινού μας συμμαθητή Νίκου Ζερβού, ένα πανάξιο παλικάρι, το Σεραφείμ), τον Τιμολέοντα (22 ετών, δίδυμο της Βασιλικής, τριτοετή φοιτητή στη Θεολογία) και τη Μαργαρίτα

(12

ετών,

μαθήτρια

δημοτικού).

Δεν

δίσταζαν, όμως, καθόλου να ‘χουν ένα ακόμη στόμα στο σπιτικό τους για φαγητό, στέγη και ύπνο. Θα δούλευε μαζύ τους, στα εξωτερικά θελήματα της «Χρυσής Καρφίτσας». Τι κι αν ήταν Μουσουλμάνος; Ο Μοχάμεντ ήξερε ελληνική γραφή και ανάγνωση και αριθμητική· είχε, βλέπεις, έρθει στην Ελλάδα από


201

νεογέννητο

βρέφος,

παράτησαν,

στους

κατόπιν, τρεις

οι

μήνες

γονείς

του

τον

επάνω,

σε

κάτι

συγγενείς και έπειτα χάθηκαν τα ίχνη τους, κάπου στο Κόσσοβο, στα αιματοκυλίσματα του πολέμου. Μα σαν έφτασε τα δέκα του χρόνια, ο μικρός Μωχαμέτης το ‘σκασε από το σπίτι και γύρεψε καταφύγιο σ’ έναν προσφυγικό καταυλισμό, απ’ όπου και τα προς το ζην θα εξασφάλιζε και τους γονείς του, έτσι πίστευε, θα ξανάβρισκε. Σαν περνούσαν, όμως, τα χρόνια και δεν έβλεπε φως από τον αληθινό πατέρα και τη μανούλα του τη γνήσια, ο Μοχάμεντ βγήκε, μόνος στον αγώνα της επιβίωσης και της συμβίωσης με

τόσους

για

την

παιδική

του

ψυχή

ξένους

ανθρώπους και στις λεωφόρους της Καλλίπολης, της ξενιτιάς, που τον έφεραν και ως το τυπογραφείο και τον Ζωιόπουλο. Ναι, ο Θεοφάνης μαζύ με το Λεωνίδα και την Αλεξάνδρα,

τη

γυναίκα

του

τελευταίου,

θα

τον

κρατούσαν κοντά τους σαν δικό τους παιδί, θα τον περιέβαλαν μ’ όλη τους τη στοργή και την αγάπη, θα τον

προστάτευαν

ανηλίκων,

ενώ,

από

κυκλώματα

στέλνοντας

τον

εκμετάλλευσης Μοχάμεντ

στο

σχολείο, δε θα τον άφηναν να ξαναγυρίσει στην επαιτεία. Το καλοκαίρι, ήταν να γίνουν τα χαρτιά της υιοθεσίας, μα το πρωί εκείνο του Ιούλη, ο μικρός εξαφανίστηκε, άνοιξε η γης και τον κατάπιε, όσο κι


202

αν ψάξαμε η Αστυνομία, ο Λεωνίδας, ο Θεοφάνης, ο παπα Θοδωρής, ο Γεννάδιος και εγώ δεν τον βρήκαμε πουθενά. Τις πρώτες ημέρες, πάντως, της εξαφάνισης, η υπόθεση «έπαιξε» με εκτενές ρεπορτάζ στα τοπικά μέσα μαζικής ενημέρωσης και στην τοπική εφημερίδα, «Τροχός»,

αλλά

μάταια,

αν

και

τα

περιστατικά

εξαφάνισης ανηλίκων στην περιοχή μας διαρκώς, τα τελευταία χρόνια, αυξάνονται και ανεξέλεγκτα. Ο Θεοφάνης

πληγώθηκε

και

για

ημέρες,

παρέμενε

αμίλητος. Μετά, ενέσκηψε κι ο χωρισμός με τη Ζωή και το γλυκό… «έδεσε»!


203

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑ! η μαυρίλα του ολυμπιακού πεντάκυκλου

Στάχτη το είδωλο· για σάρωμα, με τα σκουπίδια (Κ. Π. Καβάφης, «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας») Στο Νοσοκομείο μέσα, ο Θεοφάνης είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με το Σωτήρχο, αλλά και το Λεωνίδα τον Αυγερινό και άλλους για την Ολυμπιάδα, για να ξεχνά τον πόνο του, μόλο που αρχικά, πριν μπει στο νοσοκομείο, αδιαφορούσε για κάθε σχετική συζήτηση. Πολλοί από τους συνομιλητές του, πέρα από τη σπουδαιότητα που απέδιδαν στους αγώνες ως αθλητικό γεγονός, εξήραν και το ότι η ανάληψη της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 από την πόλη της Αθήνας αποτελεί αναμφισβήτητα ένα ιδιαίτερα σημαντικό γεγονός για τη χώρα μας, με παραμέτρους πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές. Από πολιτική άποψη, η διοργάνωση των Αγώνων δίδει την ευκαιρία στην Ελλάδα να προβληθεί διεθνώς και να φέρει σε πέρας ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα το οποίο απαιτεί υψηλή τεχνολογία και τεχνογνωσία, άριστη

οργάνωση

και

υψηλό

επαγγελματισμό.

Επιπλέον, ο Αυγερινός του τόνισε πως η σταθερή απόφαση της Ελλάδος να προωθήσει την ιδέα της ολυμπιακής

εκεχειρίας

σηματοδοτεί

διεθνή


204

παρέμβαση με μεγάλη σημασία στο ασταθές διεθνές περιβάλλον. Από οικονομική άποψη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες προσφέρουν τις συνθήκες εκείνες που επιτρέπουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης ακόμη και σε μία διεθνή περίοδο ύφεσης. Τα σημαντικότατα έργα υποδομής που

γίνονται,

η

τεχνολογία

επιβαλλόμενος

που

εκσυγχρονισμός

αποκτάται, του

ο

τρόπου

λειτουργίας των δημοσίων και ιδιωτικών μονάδων σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας, η υποχρέωση αναβάθμισης

της

ποιότητας

των

κάθε

είδους

παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων αποτελούν την τεράστια προστιθέμενη αξία που επιφέρουν στην οικονομία

της

χώρας

οι

Ολυμπιακοί

Αγώνες.

Αλλά και σε ό,τι σχετίζεται με την κοινωνική πτυχή των

Ολυμπιακών

διοργάνωσής

τους

Αγώνων,

η

σπουδαιότητα

ήταν δεδομένη.

της

Η δημιουργία

θέσεων εργασίας, υποστήριζαν ο Σωτήρχος και οι άλλοι, τόσο για Έλληνες όσο και για μετανάστες, η σημαντική αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών μέσα από τα έργα που γίνονται και που έχουν ορίζοντα και για μετά τους Αγώνες και η αναμενόμενη στροφή τμήματος της νεολαίας προς τον αθλητισμό μετά το παγκοσμίου κύρους αθλητικό γεγονός αυτό,


205

συνθέτουν

την

κοινωνική

παράμετρο

του

όλου

θέματος. Στον αντίλογό του, ο Θεοφάνης υποστήριζε ότι οι Ολυμπιακοί

Αγώνες

αποτελούν

σήμερα

χαρακτηριστική

έκφραση

νεοφιλελεύθερης

παγκοσμιοποίησης.

αποτελεί

«σκακιέρα»,

της

όπου

μια

καπιταλιστικής Η

Αθήνα

προωθούνται

και

υλοποιούνται οι επιλογές των κυρίαρχων οικονομικών συμφερόντων. Επιτροπή

Επίσης,

είναι

η

Διεθνής

οργάνωση

χωρίς

Ολυμπιακή οποιαδήποτε

δημοκρατική νομιμοποίηση, ένα κλειστό club που ανακυκλώνεται, αποφέροντας σημαντικά οικονομικά οφέλη στα μέλη της. Προάγει τον πρωταθλητισμό και το βεντετισμό, σε βάρος της υγείας των αθλητών, τον λυσσώδη ανταγωνισμό, την επιβολή του ισχυρότερου και οξύνει αντί να αμβλύνει τον εθνικισμό. Επίσης, όπως κατέληγε την επιχειρηματολογία του ο Θεοφάνης, πολλοί λένε πως πίσω από τη διοργάνωση των Ολυμπιακών κρύβονται πολιτικά και οικονομικά

συμφέροντα

των

πολυεθνικών,

των

δικτύων Μ.Μ.Ε. και των ισχυρών ιμπεριαλιστικών κρατών,

που

θέλουν

τον

έλεγχο

όλης

της

γης,

κρατώντας τον κόσμο στη φτώχια και την αμορφωσιά. Με τούτα και με τα άλλα, ο Θεοφάνης ευχόταν για το καλό

της

Ελλάδας

να

πετύχει

μεν,

χωρίς

να

«αιμορραγήσει» ο ελληνικός λαός, η Ολυμπιάδα, αλλά


206

και

συνάμα,

στρεφόταν

«εκδοχής» των

εναντίον

αγώνων,

γιατί

δεν

της τη

σύγχρονης θεωρούσε

έκφραση του μέτρου, της ειρήνης, της αλληλεγγύης, της

ισότητας,

ανθρωπισμού, ανταγωνισμού,

του αλλά της

αθλητικού «στυγνό»

ιδεώδους

και

του

ξεφανέρωμα

του

εμπορευματοποίησης

του

αθλητισμού, της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, της συρρίκνωσης ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.


207

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ! κυματοθ ραύστες

Στα πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν έρημα Ούτ’ ένα χέρι ευρίσκεται να τα ποτίζει (Ανδρέας Κάλβος, «Τα Ηφαίστεια») «Η υπερβολική ταχύτητα σε ένα σημείο του επαρχιακού οδικού δικτύου, που έχει αιματοβαφεί, στοίχισε τη ζωή σε έναν 60χρονο, ο οποίος, προχτές τη

νύχτα,

βρήκε

τραγικό

θάνατο,

όταν,

λίγα

δευτερόλεπτα πριν τον παραλάβει το περιπολικό που είχε ειδοποιηθεί για την παρουσία του στο σημείο, τον παρέσυρε

θανάσιμα

ασυνείδητος

οδηγός

ενός

Η ώρα ήταν 21.45 μ.μ. και στο 3 ο

φορτηγού! χιλιόμετρο

ο

της

επαρχιακής

οδού

Πετροχωρίου

Ανθούπολης το σκοτάδι είχε καλύψει τα πάντα, λόγω και της έλλειψης στύλων φωτισμού. Ο

65χρονος

παλαίμαχος

Αριστείδης Ζωιόπουλος αρκετή

ώρα

και

αντιστασιακός

βρισκόταν στο σημείο γι’

«έκοβε

βόλτες»,

σύμφωνα

με

αυτόπτες μάρτυρες, επί του δρόμου, για άγνωστο λόγο. H παρουσία του στο σημείο ανησύχησε πολλούς


208

διερχόμενους οδηγούς, οι οποίοι τηλεφώνησαν στην Άμεσο Δράση Ανθούπολης και μέσα σε λίγα λεπτά είχε ξεκινήσει ένα περιπολικό, αλλά, αλίμονο!, οι αστυνομικοί δεν πρόλαβαν να αποτρέψουν το κακό. Σύμφωνα με το Διοικητή της Tροχαίας, όταν έφθασε το περιπολικό, το φορτηγό αυτοκίνητο, που οδηγούσε με αναίτια υπερβολική ταχύτητα αλλ’ όχι μεθυσμένος

ο

32χρονος

Βασίλης

Βερέμης,

με

κατεύθυνση από το Πετροχώρι στην Ανθούπολη, «είχε

ήδη

πέσει

ορμητικό»

πάνω

στον

άτυχο

ηλικιωμένο και τον διαμέλισε. «Είναι ένα επικίνδυνο σημείο, διότι δεν υπάρχει καθόλου

φωτισμός

και

επειδή

είναι

ευθεία

αναπτύσσονται μεγάλες ταχύτητες», ο αστυνομικός οδηγός του περιπολικού, που έτρεξε στο δυστύχημα, δήλωσε στους δημοσιογράφους, αποκλείοντας το να ήταν πιωμένος ο Βερέμης». Έτσι, είχαν περιγράψει, κάποια Δευτέρα του 1975 – ’76, οι συντάκτες του «Τροχού»,

στη

σελίδα

με

τα

νέα

του

σαββατοκύριακου, το τροχαίο δυστύχημα, που είχε κόψει το νήμα της ζωής του πατέρα του Θεοφάνη, του κυρ

Αριστείδη.

Για

τη

γυναίκα

του

ήσαν

πιο

λακωνικοί, στη στήλη με τα «Έφυγαν…», γράφοντας, μέσα

Οχτώβρη

του

1987

θαρρώ,

απλώς

πως

«Συλλυπούμεθα το γνωστό συμπολίτη μας, Θεοφάνη Ζωιόπουλο, που έχασε, χτες, συνεπεία καρδιακής


209

προσβολής, την αγαπητή του μητέρα, Ιωάννα, σε ηλικία 75 ετών». Ο Θεοφάνης τους έκλαψε πολύ, σαν μικρό παιδί, και

στην

κηδεία

του

πατερούλη

του

και

στον

αποχαιρετισμό της μάνας του. Ήταν μοναχογιός, μοναχοπαίδι τους, το μόνο στήριγμά τους και ήσαν οι κυματοθραύστες τέτοια

κλάματα,

του

στις

δύσκολες

αργότερα

στιγμές.

αποχαιρέτισε

και

Με το

«Μητροπολίτη», πολύ νωρίτερα είχε ξεπροβοδίσει το Φωτεινάκη και τον Καζάνη, εξίσου πικρά δακρυσμένα μάτια είχε, οσάκις υποδεχόταν παλιούς συμμαθητές και φίλους ως επισκέπτες

του στο νοσοκομείο, τα

τελευταία μερόνυχτα της ζωής του. Το καλοκαίρι του 1988, παρά το μεγάλο του πόνο και

πριν

έρθει

ο

γάμος

της

Ελενίτσας

να

με

«καταπληγώσει», πάντως, ο Θεοφάνης ακολουθεί το ζεύγος Αυγερινού, εμένα και το Νίκανδρο με τη γυναίκα του σ’ ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ο Γαληνός είχε υποχρεωτικά σεμινάρια πρώτων βοηθειών και ο Γλώσσης έλειπε σε συναυλίες ανά την Ελλάδα και δεν μας ακολούθησαν. Πρόθεσή μας ήταν να

βοηθήσουμε

τον

Θεοφάνη

να

αλλάξει

«παραστάσεις» και να ξεπεράσει, για λίγο, την οδύνη του χαμού των γονιών του.


210

Έτσι, τα μέσα Ιούλη, βρεθήκαμε στη Βασιλίδα των Πόλεων, για ένα δεκαήμερο περίπου, την Πόλη. Και θα προσπαθήσω εδώ να σας μεταφέρω τις αναμνήσεις

μας,

αλλά,

σας

παρακαλώ,

μη

με

κατηγορήσετε εάν χρησιμοποιώ ελληνικά ονόματα, Κωνσταντινούπολη

και

Φανάρι

αντί

για

τα…

βαρβαρικά Ισταμπούλ, Φενερμπαξέ κ.α. Πείτε με σοβινιστή, σας συγχωρώ, αλλά έτσι τα διδάχτηκα, όταν ήμουνα μαθητούδι του Γυμνασίου, και έτσι τα καταχώρισα στην απαραβίαστη βάση δεδομένων της καρδιάς μου. Η ιστορία της Κωνσταντινούπολης ξεκινά από την ημέρα που ο ξύπνιος ο Βύζας, εκουσίως κι όχι λόγω βεντέτας, μάλλον τον έδερνε ψωμόλυσσα, πήρε συμβουλές

από

τους

πολύξερους

«δωροδοκημένους» από τους αφέντες της πόλης των Μεγαρέων,

για

να

τον

ξεφορτωθούν;)

Δελφούς,

σηκώθηκε κι έφυγε από τα Μέγαρα γύρω στο 700 π.Χ. για να βρει μια νέα πατρίδα στη Μαύρη Θάλασσα (κείνη την φουσκοκυματούσα, που οι ναυτικοί, για να την εξευμενίσουνε, την ονομάσανε Εύξεινο Πόντο!) και το Βόσπορο και την ονόμασε – ω τι εγωιστής, θεοί! ή μήπως βαριόταν να ψάξει άλλο όνομα και της έδωσε το δικό του; – Βυζάντιο. Και κρατά μέχρι το πρωινό του 1453 που τα ορκισμένα φουσάτα των Οθωμανών βρήκανε ξεκλείδωτη την Κερκόπορτα και


211

μπήκανε

στην

πόλη,

Κωνσταντινούπολη

και

που για

λεγότανε

κάποιους

από

πια τους

παπάδες και Νέα Ρώμη, και τα κάναν’ όλα γης μαδιάμ, σφάζοντας και καταστρέφοντας, κατά τις ελληνικές

ιστορικές

πηγές.

Όλα

όσα

συνέβησαν

τούτους τους αιώνες τα ξέρετε καλά φαντάζομαι, εάν, όταν

είχατε

Αρχαία

ή

Βυζαντινή

Ιστορία

στο

γυμνάσιο, προσέχατε τι έλεγε η καθηγήτρια κι όχι τις… καλλίγραμμες γάμπες της! Έτσι, η μνήμη μας, σήμερα, θα ταξιδέψει, τόσα χρόνια μετά, πάλι σε κάποια σύμβολα, που, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν μολύνει τον εξωτερικό αέρα η ερυθρά ημισέληνος

των

Τούρκων,

η

ελληνική

ψυχή

θα

«χτυπά» δυνατά πάντοτε μέσα τους και θα διεκδικεί τα πρωτεία στην καρδιά των Νεοελλήνων, οσάκις δεν παίζουν στοίχημα ή μετοχές στο χρηματιστήριο. Κι αρχή θα κάνουμε με την Αγία Σοφία, το περίλαμπρο,

μα

χριστιανούς

τόσο

ταλαιπωρημένο

(αλήθεια;)

από

Εικονομάχους

τους και

Σταυροφόρους και τους Οθωμανούς Τούρκους «παιδί» του Ανθεμίου και του Ισιδώρου, που «υιοθέτησε» ο μέγας Ιουστινιανός. Μετά, ας πάμε στην εκκλησιά της Χώρας,

που

θυμίζει

την

τελευταία

βυζαντινή

αναλαμπή των Κομνηνών και των Παλαιολόγων (12 ος – 14 ος αιώνας).

Κι ενώ όλοι θαυμάζουν το ναό των

Αγίων Σεργίου και Βάκχου και εκείνον της Αγίας


212

Ειρήνης, η Ιερά Μονή της Παμμακάριστου έμεινε στην Ιστορία ως πατριαρχικός οίκος από το 1456 έως το 1587, αλλά ο μικρός ναός του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι είναι η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου από το 1599 μέχρι και σήμερα. Αλλά στην Κωνσταντινούπολη δεν θα δεις μόνο εκκλησίες.

Είναι κι ο Ιππόδρομος

όπου γινόταν

φοβεροί αγώνες και πολλοί αυτοκράτορες έχαναν ή έπαιρναν κομμάτων,

το

θρόνο

που

από

τις

συμμετείχαν

ζητωκραυγές

των

σπόνσορες

στις

ως

ιπποδρομίες. Κι οι αναβάτες των αλόγων φορούσαν σκουφάκι χρώματος όμοιου με του κόμματος, που τους

πριμοδοτούσε:

πράσινο,

γαλάζιο,

κόκκινο,

άσπρο. Έχουμε και τις στήλες των όφεων, του Πορφυρογέννητου και του Κωνσταντίνου, μπορείτε να αφήσετε ελεύθερο το μυαλό σας να τρέξει στο παρελθόν χαζεύοντας τα εναπομείναντα λείψανα των Θεοδοσιανών τειχών και τα εκθέματα όλων των εποχών

του

αρχαιολογικού

Κωνσταντινούπολης,

αλλά

δεν

μουσείου μπορείτε

να

της μην

επισκεφθείτε και τα Πριγκιποννήσια του Μαρμαρά. Αξίζει βεβαίως ν’ αναφέρουμε και την κρεμαστή γέφυρα που ενώνει τα ευρωπαϊκά και τα ασιατικά προάστια

της

Κωνσταντινούπολης

πάνω

από

το

Βόσπορο και θυμίζει σε πολλούς τη γέφυρα Verrazano


213

στη Νέα Υόρκη και τη Machinac Bridge στο Μίσιγκαν των Η.Π.Α.. Είναι κι ο Γαλατάς που σε γεμίζει νοσταλγία, είναι κι η…Μα αν συνεχίσω να γράφω, θα με πιάσουν τα κλάματα και δεν θα μπορέσω να προχωρήσω. Αν θέλετε πάντως να τα δείτε διά ζώσης όλα όσα σας αφηγήθηκα, δεν έχετε παρά να τα επισκεφθείτε «πετρώνοντας» την καρδιά σας κι …αποφεύγοντας τις συγκρίσεις

σε

μιαν

εποχή

που

οι

Τούρκοι

(καμώνονται πως) είναι φίλοι μας πια! Προ ημερών, ένα απόγευμα, στο νοσοκομείο, όταν ο Αλέξης ο Γαληνός και ο Αγησίλαος Γλώσσης πήγανε να τον ιδούν, τους έπιασε, όπως μου το αφηγήθηκαν οι ίδιοι, κουβέντα και τέτοια πάνω – κάτω

λόγια

πνευματική

τους

είπε

διαύγεια:

ο

Θεοφάνης,

«Χρειάζονται,

σε

πλήρη

λοιπόν,

οι

αρχομανείς, οι αλαζόνες, οι φιλάργυροι «Αρχαγγέλινο σπαθί τυραννοχτόνο», φράση που μου δάνεισε ο Κώστας Βάρναλης, γιατί, αντί να διδάσκουν ήθος, πλανεύουν,

ως

δημαγωγοί,

το

λαό

και

τον

μετατρέπουν σ’ άβουλη μάζα, υποχείρια σ’ αυτούς! Μια μάζα, που, μ’ εσκεμμένη παραπληροφόρηση, ν’ άγεται και να φέρεται κατά τα συμφέροντά τους στα σκοτάδια της αμάθειας και της ημιμάθειας, χιλιόμετρα μακριά από τα φώτα της πραγματικής σοφίας και των θεϊκών

επιταγών

για

γνώση,

αγάπη,

ελευθερία,


214

δικαιοσύνη, ισοπολιτεία. Μια μάζα, που την κρατούν εκ προθέσεως τυφλή, για να κυριαρχούν, ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι, αυτοί, οι «μονόφθαλμοι»… Ανοίγουμε κάποιους

που

τα

μάτια

κρύβουνε

μας πίσω

και

διακρίνουμε

από

τα

ράσα

τα

κοινοβλαβή αρρωστημένα «πάθη» τους (αρχομανία, φιλαργυρία, μανία για συνεχή αυτοπροβολή κ.α.). Τους βλέπουμε να διεκδικούν μετά παραφροσύνης σχεδόν να τους ονομάσει η Κοινή Γνώμη και η Ιστορία «Μεγάλους», αν και, αντί ν’ ασκούν τα ποιμαντικά τους καθήκοντα στους χαλεπούς καιρούς που βιώνουμε, επιδίδονται σε «μαλλιοτραβήγματα» μικρών

παιδιών,

αναδεικνύονται

επουδενί

«σώφρονες

Ξεχνούν,

θαρρείς,

Ενσαρκωθέντος

και και

Θεού,

«μωρές»

φρόνιμες το

ίσως

παρθένες»!

παράδειγμα γιατί

και

απ’

του

αυτούς,

φοβούμαι, ότι, γιομάτοι ζήλια και μίσος που θα ‘χαναν από την Αλήθεια την «πελατεία», προήλθαν κι οι

σταυρωτήδες

του!

Ξεχνούν

πως

το

«πληρεξούσιο», που τους έδωσε ο Πατέρας Θεός έναντι του πληρώματος των πιστών, «καταργείται», όταν παύεις να ‘χεις την Αλήθεια, την Αγνότητα, τη Φιλανθρωπία και τον Αλτρουισμό ως δοιάκια και στην ψυχή σου εισχωρεί κάθε ανεξέλεγκτο γήινο πάθος ύβρεως και απληστίας…


215

Δεν είναι ανάγκη να κουδουνίζουνε στις τσέπες σου χρυσά φλουριά, για να ‘σαι πλούσιος. Άμα την καρδιά, τα αφτιά και τα μάτια σου έχεις κλεισμένα, δεν υπάρχει παράδεισος, ούτε στα ουράνια, ούτε στη γη, για σένα, ακόμη κι αν όλα τα πιθάρια σου είναι γιομάτα λάδι και κρασί και το σπιτικό σου ψωμί· ενώ εάν τα ‘χεις ορθάνοιχτα, τότες κι όλοι του κόσμου οι ανθοί για σένα μυρουδιές όμορφες πλημμυρίζουνε την πλάση,

και

μέσα στο ξεροκόμματο

και από

το

μισοάδειο κρασοπότηρο. Θα ‘θελα να πω περισσότερα, πριν είναι πολύ αργά! Σταματώ, όμως, εδώ και δεν ξαναμιλώ.

Δε

διεκδικώ το παπικό «αλάθητο», ένας απλός άνθρωπος είμαι, που δεν τους μπορώ άλλο πια, τους – κόντρα στα θεϊκά κηρύγματα – λάτρεις του εφήμερου και του πρόσκαιρου, του κυνηγιού της… «τηλεθέασης» ! Μόνο τούτο θέλω να επισημάνω, από τον Χέγκελ το δανείστηκα. Ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο

Ναπολέων

Βοναπάρτης

είναι

«μεγάλοι

γιατί

θέλησαν και έκαναν κάτι μεγάλο, όχι φανταστικό και υποθετικό, αλλά πολύ δίκαιο και αναγκαίο»…». Μόνο η ερωτική αγάπη γι' αυτόν του 'λειπε απ' τη ζωή κι αυτό του πίκραινε τα χείλη, του φθινοπώριαζε την όψη, του χειμώνιαζε την καρδιά. Η παιδική του η καρδιά συννεφιασμένη έψαχνε, πάντα πλην μάταια, την αγάπη, την αλήθεια, το ωραίο και το καλό, στον


216

κόσμο

της

κακογουστιάς,

των

ψεμάτων,

της

παλιανθρωπιάς, του εύκολου και γρήγορου κέρδους!


217

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ! Χάσαμε, Γιώργη!!!

Άναψαν πάλι τα κόκκινα φανάρια Και δεν πρόφτασες, ούτε θα προφτάσεις ποτέ να περάσεις (Λίνα Κάσδαγλη, «Σήματα διαβάσεων»)

Ξαναβρεθήκαμε στο σαραντάημερο μνημόσυνο, μέσα Νοέμβρη, 2 – 3 μέρες μετά τα γενέθλιά μου, όλοι

οι

φίλοι

του

Θεοφάνη,

του

Βάρναλη

«Οι

Μοιραίοι» και πάλι, πολύς κόσμος κι η Ζωή. Τη μέρα εκείνη, είχε πλημμυρίσει, όπως συμβαίνει καθημερινά τούτο το χειμώνα, κυριολεκτικά η Καλλίπολη και οι επαρχιακοί

δρόμοι

η

ταλαιπωρία

των

πολιτών

ξεπέρασε κάθε όριο αντοχής. Λόγω της βροχής και της προβληματικής

λειτουργίας

του δικτύου των

βρόχινων νερών, οι δρόμοι, παρά τις προσπάθειες της δημοτικής αρχής και της νομαρχίας, μετατράπηκαν σε χείμαρρους, ενώ σε πολλές περιπτώσεις το ύψος του νερού ξεπέρασε το μισό μέτρο, με αποτέλεσμα να ακινητοποιηθούν

δεκάδες

αυτοκίνητα

και

να

δημιουργηθεί κυκλοφοριακό κομφούζιο. Παρ’ όλ’ αυτά, βρεθήκαμε στο Πετροχώρι όλοι μας και μαζύ


218

μας

πολύς

κόσμος,

για

το

μνημόσυνο

του

«Ελεύθερου». Κάποιος από το γραφείο τελετών, που δεν ήξερε το Θεοφάνη, με ρώτησε εάν ήταν διάσημος πολιτικός ή

επιφανής

καλλιτέχνης

όσο

ζούσε,

γιατί

δεν

μπορούσε αλλιώς ο αφελής να εξηγήσει την τόσο μεγάλη κοσμοσυρροή. Μια λέξη μου επαρκούσε ως απάντησή του, «Άνθρωπος» ! Μα στην καρδιά μου πηγαινοέρχονταν οι ακόλουθοι στίχοι του Κώστα Βάρναλη, που ανέκαθεν με γιόμιζαν δάκρυ, γιατί ξέχωρα τους αγαπούσε πολύ όλη η παρέα μας: «Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί; Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική; Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις. Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή, που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις. Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό, θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό, από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης. Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό. Εσύ νοικοκερόπουλο –όχι σκλάβος ή προδότης. Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής, χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την


219

πεις! Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν! Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής. Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»


220

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ! χάσα με;;; ΟΧΙ δα!

Κι αν σε ρωτήσουν καμιά φορά ποιοι αλλάζουν τον κόσμο Οι ποιητές ή τα κόμματα, Μην ντραπείς να τους απαγγείλεις κανά δυο στίχους (Δώρος Λοϊζου, «Ο Λεύτερος») Ανήμερα τ' Αϊ Νικόλα, βαφτίσαμε ο Νίκανδρος και

εγώ

«Θεοφάνη»

τον και

αρτιγέννητο το

ίδιο

γιο

βράδυ,

του

Γεννάδιου

μαζευτήκαμε

ο

Λεωνίδας ο Αυγερινός, ο Νίκανδρος ο Λίθινος, εγώ, ο Στέλιος ο Γλώσσης κι ο Κώστας ο Γεννάδιος, σε συμβολαιογραφείο της Καλλίπολης, ανοίξαμε και την ιδιόχειρη διαθήκη του Θεοφάνη. O Γαληνός έλειπε στην Αμερική. Η Ζωή δεν είχε θέση. Τη μεταφέρω αυτούσια

εις

ανάμνηση

του

ανδρός

και

προς

αναγνώριση του ήθους του: «Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο, 03 Σεπτέμβρη 2004. Εγώ ο κάτωθι υπογεγραμμένος,

Θεοφάνης

Ζωιόπουλος

του

Αριστείδου και της Ιωάννας, ετών 50, κάτοικος εν ψυχή Πετροχωρίου, εν ύλη Καλλίπολης, έχω τα μυαλά μου στη θέση τους. Και την καρδιά μου επίσης, αν και πιστεύω πως τον τελευταίο καιρό θέλει, πιότερο παρά ποτές, να φύγει να πάει να βρει τους γεννήτορές μου.


221

Το σώμα μου δεν το εξουσιάζω πια, αλλά των θεών αυτό ανέκαθεν ήταν. Απ' αυτούς πλάστηκε και σ' αυτούς θα καταλήξει. Η ζωή του ανθρώπου σε μιαν κοινωνία μοιάζει με μία μικρή μύγα σ' ένα γιγάντιο ποτήρι γεμάτο γάλα, το οποίο – αν δεν προλάβεις να ρουφήξεις – θα σε πνίξει.

Του

Αέρα

τις

φτερούγες

θα

'θελα

ν'

αγκαλιάσω, μακριά, πάνω απ' όλους κι όλα, να ταξιδεύω, να βλέπω, μα να μη σκέφτομαι, να μην αγαπώ, να μη φοβάμαι, να μην πονώ. Μοναχογιός, μοναχοπαίδι, μονάχος, χωρίς παιδιά, γυναίκα,

γονείς

κι

αδέλφια,

μονάχα

με

φίλους

μπιστικούς, απ' τους οποίους εξουσιοδοτώ, μόλις πεθάνω, τον Αλέξη Γαληνό, ιατρό και τον Νίκανδρο Λίθινο,

δημοσιογράφο,

να

φέρουν

σε

πέρας

τα

ακόλουθα: Το ιδιόχτητο σπίτι μου στην Καλλίπολη, επί της οδού Ανεξαρτησίας 21, να δοθεί για φιλοξενία φτωχών και αστέγων της πόλης. Όσα βιβλία βρείτε εκεί

μέσα

να

δωριστούν

στη

βιβλιοθήκη

του

Εργατικού Κέντρου Καλλίπολης, για τα παιδιά των εργατών. Απ' τα χρήματα, που θα βρείτε στους τραπεζικούς μου λογαριασμούς και δεν ξεπερνούν τα 1000 ευρώ, με τα μισά να ξεπληρωθεί τούτο το νοσοκομείο, που απαλύνει τον πόνο μου, και τα υπόλοιπα να δοθούν υπέρ φιλανθρωπικών σωματείων της αρεσκείας σας. Το μερίδιό μου από τον εκδοτικό


222

οίκο

να

μοιραστεί

εξίσου

στο

βαφτιστικό

μου,

Θεοφάνη, το γιο του Νίκανδρου Λίθινου, και στον Τυρταίο, τον αγαπημένο μου φίλο, για να εκδώσει τα τετράστιχα, με τα οποία συντρόφευε όλα τα χρόνια την αγαπημένη μας συντροφιά και διάνθιζε τη φιλία μας. Ελπίζω να συμφωνεί ο Κωστής ο Γεννάδιος, ο καλός, πολύτιμός μου και τίμιος συνεργάτης τόσων χρόνων

και

ιδιοχτησίας

παντός μου

καιρού.

στο

Τα

Πετροχώρι,

δυο

χτηματάκια

μνημούρια

του

πατερούλη και της μανούλας μου, το λιόφυτο των 30 ριζών και το αμπελάκι αντίστοιχα, να δοθούν από το Δήμο

Πετροχωρίου

προς

καλλιέργεια

σε

φτωχές

οικογένειες. Μαρτύρους σ' αυτήν εδώ τη διαθήκη βάζω το γιατρό Μιχάλη Ραγκαβή και τη νοσοκόμα Αλεξάνδρα Δράκου, που έτυχε να παραστέκονται την ώρα που έγραψα, με τη θέλησή μου και ατός μου, τούτα στο χαρτί και το παρέδωσα, σώας τας φρένας, ο ίδιος στο συμβολαιογράφο, Νικόλαο Μαυρομιχάλη, που, για το σκοπό αυτό, έχει προσκληθεί σήμερα εδώ». Έτσι, πήρα χαρτί και μολύβι και βγήκε το παρόν μνημούρι. Ένα χρέος προς το Θεοφάνη φαίνεται πως ξεπληρώθηκε, αλλά παραμένει «ανεξόφλητο» προς όλα τα παιδιά της γης και δε μ' αφήνει να ηρεμήσω, οσάκις δε διώκουμε τους φονιάδες τους και τους τυράννους, αλλά τους προσκυνούμε δουλοπρεπώς!!!


223

Κάθε βράδυ, έκτοτε, έρχονται στον ύπνο μου παιδιά

κάθε

αδιάκοπα:

ηλικίας

«Ξύπνα!

και

Η

μου

πολιτική

βροντοφωνάζουν και

κοινωνική,

ανιδιοτελής συνεργασία των λαών, η οποία πολλές φορές έχει χαρίσει στην ανθρωπότητα σημαντικές επιτυχίες και πανανθρώπινα πολιτισμικά και κάθε είδους επιτεύγματα και απέτρεψε ανόητους πολέμους και άδικες αιματοχυσίες, επηρεάζεται, στις μέρες μας, σημαντικά από τα… οικονομικά οφέλη, που σκέφτεται να αποκομίσει καθένας από τους πιθανούς συνεργάτες πριχού ενδώσει στις προτάσεις για συνεργασία. Μην κοιμάσαι! Ξύπνα! Κι έτσι, αντί για συνεργάτες, πιθανότερο

είναι

να

μιλάμε

στο

μέλλον

για

ευκαιριακούς… συνεταίρους, που, ανά πάσα στιγμή και για το εφήμερο υλικό κέρδος τους, είναι ικανοί να ξιφουλκήσουν εναντίον αθώων! Χρειαζόμαστε, ως πανανθρώπινη κοινότητα, ένα εκπαιδευτικό αποδοτικό

σύστημα, και

«Σύγχρονο», για

αποδεχτό

σύγχρονο, απ’

όλους.

ευέλικτο, Ξύπνα!

να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις

των καιρών και να μην είναι απαρχαιωμένο· «ευέλικτο και αποδοτικό», για να βοηθά – χωρίς να είναι πολύπλοκο και βαθμοθηρικό – τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς, ιδίως τους πρώτους να μορφώνονται πραγματικά, να καλλιεργούνται ψυχοπνευματικά και να καθίστανται έτσι πολλαπλά χρήσιμοι – ανεξάρτητα


224

από το επάγγελμα, διά του οποίου θα κληθούν να υπηρετήσουν την κοινωνία – στους συνανθρώπους μας. Μην αργείς, ξύπνα και βγες στους δρόμους, να φωνάξεις, όπως ο Σόλων κατά των Αιγινητών! Ένα διά

βίου

εκπαιδευτικό

σύστημα,

για

να

είναι

«αποδεχτό» απ’ όλους και, πρώτιστα, απ’ το λαό, θα πρέπει να μην είναι επουδενί «μέσο μηχανιστικής συλλογής

πληροφοριών

ξεπερασμένων άρχουσα

ιδεών

τάξη»,

«πολύξερους

ή

και

αλλά

προστάτες

στείρου όσων να

μηρυκασμού

συμφέρουν

προβάλλει, και

την χωρίς

δοκησίσοφες

κηδεμονίες», τη λαϊκή παράδοση και να μαθαίνει στον εκπαιδευόμενο να αγωνίζεται και στο «μέντορά» του να προασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, κοινωνικά και ατομικά. Μα δεν ακούς, δε μαθαίνεις, δε βλέπεις; Το στοιχειό του Αλέξανδρου Δελμούζου σε καλεί: «Η Ελλάδα

πρέπει

ν’

αποχτήσει

ένα

από

τα

σημαντικότερα μέσα για την προκοπή της, το δικό της σχολείο, ένα σχολείο πραγματικά νεοελληνικό. Τέτοιο ζήτημα δεν κανονίζεται αυθαίρετα από τον Α ή το Β κυβερνήτη, υπουργό, γλωσσολόγο ή παιδαγωγό. Είναι ζήτημα λαϊκό, εθνικό, η κραυγή των παιδιών μας, ο πόνος ενός ολόκληρου λαού που δε θέλει, δεν μπορεί ν’ αρνηθεί τον εαυτό του» .


225

Ξύπνα,

επιτέλους!

Ο

θρησκευτικός

και

ο

πολιτικός φανατισμός, ο κάθε είδους ρατσισμός και ο χουλιγκανισμός, μαζύ με τα ναρκωτικά και τις ανίατες αρρώστιες

(καρκίνος,

AIDS

κ.α.),

είναι

οι

μεγαλύτερες «μάστιγες» των τελευταίων δεκαετιών και βρίσκουν εύκολα «πελατεία» ανάμεσα στη νέα γενιά. Ευθύνη των γονέων, των δασκάλων και των Μ.Μ.Ε.

να

μη

ασχολούνται,

«στρουθοκαμηλίζουν»

όπως

συνηθίζουν

ή

να

μην

εσχάτως

και

στο

κυνήγι των «νούμερων» της AGB, τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης – επικοινωνίας, μόνο με τα «τερπνά».

Στον

αντίποδα,

χωρίς

κάθε

μορφής

καταναγκασμούς ή βία, πρέπει να καλλιεργήσουν στους νέους την επιθυμία να βρουν, μακριά από στέρφους φανατισμούς και τυφλά «παπικά αλάθητα», έναν πραγματικά κοινωφελή στόχο στη ζωή τους και ν’ αγωνιστούν, με μόνο γνώμονα την αλήθεια και την αγάπη, να τον πετύχουν. Έτσι, συνάμα, η νεολαία θα καταφέρει και την αρμονική ένταξή της στο εκάστοτε κοινωνικό σύνολο! Ξύπνα, επιτέλους!!!» Χριστούγεννα 2004 και Αρχιχρονιά του 2005. Τι κι αν συχνά – πυκνά κατακλύζονται, απ’ τα τέλη του Σεπτέμβρη και δώθε, οι σελίδες του «Τροχού» με συλλυπητήρια

μηνύματα

γνωστών

και

αγνώστων,

φίλων του Θεοφάνη και απλών πολιτών, συμπολιτών μας; Το χρέος μας, λοιπόν, παραμένει «ανοιχτό» και


226

«ανεξόφλητο», αλλά και προς όσα παιδιά κάποιοι «Μεγάλοι»

τα

λέγανε,

κάπου

και

κάποτε,

«βαρβάρους»! Γι’ αυτό, ξυπνήστε, όσο είναι καιρός και πριν είναι αργά, πριν οι «βάρβαροι» γίνουν κι αυτοί «Μεγάλοι», γιατί οι «Μεγάλοι» να ξαναγίνουν «βάρβαροι» ή παιδιά έστω, ποτέ δε θα συμβεί… Και σας αφήνω, μ’ ένα δίστιχο δανεικό από του Β. Κορνάρου τον «Ερωτόκριτο», που βαγγέλιο και φως αισιοδοξίας στα παιδικά μου μάτια φάνταζε πλάι στις γονικές ορμήνιες: «Για τούτο, οπού 'ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,/ το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ' αγκάθι»….

Γεώργιος Ηρ. Ορφανός – Απτεραίος, 25 Δεκεμβρίου 2004, 12 μεσημέρι – 4 Μαρτίου 2005, 7.30 μ.μ.

Κάθε ομοιότητα με ονόματα, τοπωνύμια, αλλά

και καταστάσεις εντελώς συμπτωματική. Επίσης, η παραπάνω αφήγηση δεν μπορεί επουδενί να λογιστεί ως αυτοβιογραφία, αν και εμπεριέχει σημεία,

που

γράψαντος.

ταυτίζονται

με

βιώματα

του


227

Πίνακας περιεχομένων ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α! ............................................................................................................... 5 όρτσα τα πανιά… ............................................................................................................ 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β! ..............................................................................................................31 αναζητώντας Θεό ..........................................................................................................31 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ! ..............................................................................................................41 η σκάλα της νιότης.........................................................................................................41 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ! ..............................................................................................................61 τότε που «βαρβαρίζαμε»… ............................................................................................61 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε! ..............................................................................................................66 οι αλλαγές σκάλωσαν… .................................................................................................66 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ! ............................................................................................................74 ραδιόφωνο & ραδιόφονα................................................................................................74 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ! ..............................................................................................................79 άνθρωποι και ζώα… ......................................................................................................79 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η!..............................................................................................................86 μιλάμε έτσι για να μιλάμε… ...........................................................................................86 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ! ..............................................................................................................94 προς το «πνεύμα» της ανεκπλήρωτης ισότητας ............................................................94 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι! ............................................................................................................. 107 ο στοχαστής ................................................................................................................. 107 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ!........................................................................................................... 111 συννεφιασμένη μέρα..................................................................................................... 111 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ!........................................................................................................... 120 Πολιορκώντας το … Διάβολο ...................................................................................... 120 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ! ........................................................................................................... 155 η ρίζα της ζωής............................................................................................................ 155 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΔ! ........................................................................................................... 159 παρακαταθήκες............................................................................................................ 159 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΕ!........................................................................................................... 165 χωρίς τίτλο ................................................................................................................... 165 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΣΤ!......................................................................................................... 170 αλλαγή φρουρών .......................................................................................................... 170 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΖ! ........................................................................................................... 173 πόλεμος, βίαιος δάσκαλος ............................................................................................ 173 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΗ! .......................................................................................................... 187 η ζωή με τη Ζωή .......................................................................................................... 187 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΘ! .......................................................................................................... 192 Έπεα πτερόεντα ........................................................................................................... 192 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Κ! ............................................................................................................ 199 Το παιδί........................................................................................................................ 199 Κ Ε Φ ΑΛ Α Ι Ο ΚΑ ! ..................................................................................................... 203 η μαυρίλα του ολυμπιακού πεντάκυκλου...................................................................... 203 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΒ!.......................................................................................................... 207 κυ μ ατο θ ρ αύ σ τες ..................................................................................................... 207 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΓ! .......................................................................................................... 217 Χάσαμε, Γιώργη!!! ...................................................................................................... 217 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΔ!.......................................................................................................... 220 χάσ αμ ε ; ; ; Ο Χ Ι δ α! ................................................................................................ 220 Πίνακας περιεχομένων ..................................................................................................... 227


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.