Ξενοφών Βίος και έργα Σημαντική
και
με
πολυσχιδή
προσφορά
στις
κατοπινές γενιές προσωπικότητα της κλασικής Ελλάδας δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν τον Ξενοφώντα τον Αθηναίο, εφόσον διακρίθηκε τόσο ως στρατιωτικός ηγέτης (βλ. «Κύρου Ανάβαση» και Κάθοδος Μυρίων), όσο και ως ιστοριογράφος – συνεχιστής του Θουκυδίδη («Ελληνικά»: η ιστορία των Ελλήνων από το 411 έως το 362 π.Χ.), οικονομολόγος
(«Οικονομικός»,
«Πόροι»),
βιογράφος
(«Ιέρων», «Αγησίλαος»), πολιτειολόγος («Λακεδαιμονίων Πολιτεία» Πολιτεία»)
και
του
αποδίδεται φιλόσοφος
και
μία
«Αθηναίων
(«Συμπόσιον»,
«Απομνημονεύματα») και παιδαγωγός («Κύρου Παιδεία»). Ο Ξενοφών ήταν γιος του Γρύλλου και της Διοδώρας. Η οικογένειά του προερχόταν από τον Δήμο Ερχιέων (τα τωρινά Σπάτα Αττικής;) και ανήκει στην τάξη των ιππέων, δηλαδή καταγόταν από μιαν πλούσια και αριστοκρατική γενιά. Οι βιογράφοι του υποθέτουν ότι γεννήθηκε μεταξύ των ετών 435 – 425 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 354 π.Χ., στην Κόρινθο. Η προσωπικότητα που άσκησε βαθύτατη επίδραση στις ιδέες του, ήταν ο Σωκράτης, μια και στα νεανικά του
χρόνια υπήρξε μαθητής του γνωστού φιλόσοφου και εδραιώθηκαν μέσα του οι ηθικές έννοιες και αρχές του δασκάλου του. Πρέπει, παρ’ όλα αυτά, να σημειωθεί στο σημείο τούτο πως ο Σωκράτης, στα έργα του Ξενοφώντα, παρουσιάζεται αρκετά διαφορετικός από τον πλατωνικό: Δεν είναι ο τολμηρός στοχαστής, που δίνει νέα ώθηση στη φιλοσοφία, αλλά κυρίως ο ενάρετος πολίτης που με το παράδειγμα του, διακηρύσσει την πρακτική ηθική της καθημερινής
ζωής.
αναφέρονται
στο
Τα
έργα
φιλόσοφο
του
συγγραφέα
είναι:
που
«Απολογία»,
«Συμπόσιον», «Οικονομικός» και «Απομνημονεύματα». Κατά τα λοιπά, στον Ξενοφώντα, διακρίνουμε μιαν ενεργή κλίση προς τον πρακτικό βίο. Τα έργα του φανερώνουν ότι είχε γνώσεις τακτικής, και έμφυτη κλίση στο κυνήγι, τη γεωργία και την ιππική. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι διδακτικό και παιδαγωγικό. Τα πρακτικά κυρίως ζητήματα της αγωγής, η σωματική και ηθική άσκηση για θαρραλέα δράση και αυτοκυριαρχία, η οργανική συγκρότηση της πολιτείας και η ευσεβής εκπλήρωση των θρησκευτικών καθηκόντων απέσπασαν τη φροντίδα και το ενδιαφέρον του.
Ο Ξενοφών έγραψε σε γλώσσα απλή και καθαρή. Γι’ αυτό, θεωρούνταν πάντα ένας καλός στυλίστας και στην αρχαιότητα είχε επονομαστεί, για την απλή και στρωτή έκθεσή του, «αττική μέλισσα». Το 401 π.Χ. με πρόσκληση του φίλου του Προξένου βρίσκεται στην Περσία. Εκεί αποφασίζει να λάβει μέρος, συμμετέχοντας
σ’
ένα
ελληνικό
μισθοφορικό
συνονθύλευμα, στην εκστρατεία του Κύρου του Νεότερου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη του Β’, που βρισκόταν στον περσικό θρόνο από το 405 – ’04 (έως το 359) π.Χ.. Στα Κούναξα (Σεπτέμβρης 401 π.Χ.), οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες του Μεγάλου Βασιλέα, αλλά ο Κύρος σκοτώθηκε. Οι ακέφαλοι από ικανή στρατιωτική ηγεσία Μύριοι, όπως ονομάστηκε το ελληνικό μισθοφορικό σώμα, αποφάσισαν να επιστρέψουν στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ύστερα από ανείπωτες ταλαιπωρίες σ' άγνωστα και εχθρικά μέρη και αφού, στο μεταξύ, ο Ξενοφών είχε εκλεγεί ένας από τους πέντε στρατάρχες, κατόρθωσαν να φτάσουν στην ελληνική Τραπεζούντα και ύστερα στο Βυζάντιο, το Μάρτιο του 400 π.Χ.. Μετά από αυτά κι αφού ο Σωκράτης είχε θανατωθεί από αθηναϊκό δικαστήριο ως άθεος και διαφθορέας της νεολαίας (399 π.Χ.), μάλλον δε θα επιτραπεί στον Ξενοφώντα
να
ξαναγυρίσει
στην
Αθήνα,
επειδή
συνυπηρέτησε με τους Πελοποννήσιους μισθοφόρους και εξαιτίας της αγάπης του για τη Σπάρτη, τις κοινωνικές συνήθειες και το πολίτευμα των Σπαρτιατών. Πιθανόν, όμως, να ένιωσε και ο ίδιος απέχθεια για τους Αθηναίους, γιατί καταδίκασαν το δάσκαλό του. Τότε, λοιπόν, θα ενταχθεί στις σπαρτιατικές δυνάμεις και υπό την αρχηγία του βασιλιά Αγησιλάου θα πάρει μέρος στις επιχειρήσεις εναντίον των Περσών και στη συνέχεια το 394 π.Χ. στη μάχη της Κορώνειας εναντίον της γενέτειράς του, Αθήνας. Ο
Ξενοφών,
κατόπιν,
έτυχε
της
φιλοξενίας
των
Λακεδαιμονίων και σύντομα, του παραχωρήθηκε ένα μεγάλο κτήμα στη Σκιλλούντα Ηλείας, κοντά στην Αρχαία Ολυμπία. Εκεί, έζησε, για είκοσι χρόνια περίπου, ήρεμη οικογενειακή ζωή με τη γυναίκα του και τους δυο γιους του, το Γρύλλο και το Διόδωρο. Το 371 π.Χ., μετά την ήττα της Σπάρτης στα Λεύκτρα από τους Θηβαίους, φεύγοντας από την Ηλεία, θα καταφύγει στην Κόρινθο. Εδώ, θα ζήσει πιθανώς ως το θάνατό του, αν και στο μεταξύ οι Αθηναίοι ανακάλεσαν το ψήφισμα για την εξορία του. Το 362 π.Χ., όμως, ο γιος του, Γρύλλος, που είχε καταταχτεί
στις
τάξεις
του
αθηναϊκού
στρατού,
σκοτώνεται πολεμώντας στη μάχη της Μαντινείας και λίγα χρόνια αργότερα, πεθαίνει και ο ίδιος ο Ξενοφών.
«Συμπόσιον» Εισαγωγικό Σημείωμα Μια
παρέα
φίλων.
Καλλιεργημένων
ψυχικά
και
πνευματικά. Ανταμώνει στην Αθήνα των κλασικών χρόνων, 422 ή 421 μάλλον π.Χ.. Έξω, ο πελοποννησιακός πόλεμος συνεχίζεται. Μέσα, μετά το λοιμό, άλλο «κακό» θερίζει τους πολίτες, οι δημαγωγοί. Μια παρέα φίλων. Άλλος ξεχωρίζει για τον πλούτο του και άλλος για την αφιλοχρηματία του. Κάποιος διακρίνεται για την ομορφιά του σώματός του και κάποιος για την καλλιέργεια της ψυχής του. Όλοι, όμως, ξέρουνε να χαίρονται κάθε στιγμή της ζωής. Ξέρουνε ν’ απολαμβάνουνε τα καλά του έρωτα. Ποιος είναι, όμως, ο αληθινός έρωτας και ποια η χρησιμότητά του στην ανθρώπινη ζωή; Το σκίρτημα που αναβλύζει για τα εξωτερικά κάλλη ενός συνανθρώπου ή το ποθοπλάνταγμα που πηγάζει για τον ψυχικό του κόσμο;
Τι
ωφελεί η σωματική εκγύμναση ή ο χορός και τι το ποτό τον άνθρωπο στην καθημερινή ζωή; Η αξία του ψυχικού πλούτου, της σωματικής ομορφιάς και του υλικού πλούτου. Οι γραμματικές γνώσεις. Η γονική αγάπη προς τα παιδιά. Η πραγματική φιλία μεταξύ των ανθρώπων και η θεοσέβεια. Ενώ η υπόλοιπη πόλη γιορτάζει, με λαμπρότητα περισσή, τα
Μεγάλα
Παναθήναια,
τούτα
είναι
τα
θέματα
που
στριφογυρίζουν
στο
συμπόσιο,
το
οποίο
διοργανώνει
ο
πλουσιότερος απ’ την παρέα για τους φίλους του. Και το συμπόσιο αυτό μας περιγράφει, όσο μπορεί αντικειμενικά, ο Αθηναίος ιστοριογράφος, παιδαγωγός, φιλόσοφος, πολιτειολόγος, στρατηγός και οικονομολόγος του 5ου και 4ου προχριστιανικού αιώνα, Ξενοφών, δίνοντας κυρίαρχη θέση στο αφήγημά του στο δάσκαλό του και διάσημο φιλόσοφο, Σωκράτη. Η υπόλοιπη παρέα, των νεαρών σε ηλικία μελών της οποίας οι διάλογοι είναι «ζωντανοί» και κρατούν διαρκώς σ’ εγρήγορση τους αναγνώστες και «δεμένοι» άρρηκτα με την κοινωνική θέση και την ιδεολογία του κάθε συνδαιτυμόνα, απαρτίζεται
από
γνωστούς
από
άλλα
κείμενα
της
αρχαιοελληνικής γραμματείας Αθηναίους: Καλλία, Αυτόλυκο, Λύκωνα, Κριτόβουλο, Ερμογένη, Χαρμίδη, Αντισθένη, Νικήρατο, Φίλιππο το γελωτοποιό και το Συρακούσιο «ιμπρεσάριο». Με λίγα λόγια, ο Ξενοφών, στο ανά χείρας «Συμπόσιο», του οποίου η χρονολογία συγγραφής είναι λίγο πριν ή λίγο μετά το 380 π.Χ., εικονίζει την καθημερινή εικόνα της εποχής του και περιγράφει αντιπροσωπευτικούς χαρακτήρες της Αθήνας των ύστερων κλασικών χρόνων. Από το Γενάρη του 2002 έως τον Οχτώβρη του 2005, στην Πάτρα ζώντας, παιδευόμουνα, για να μεταγράψω τα εννέα Βιβλία, που δένονται μεταξύ τους και μας δίνουνε το «Συμπόσιο» του Ξενοφώντος, σε μια στρωτή και κατανοητή νεοελληνική γλώσσα, χωρίς φτιασίδια και περιττά φορτώματα. Ο λόγος; Θέλησα να δώσω την ευκαιρία στους φιλομαθείς να γνωρίσουν –
πέρα από το Σωκράτη των διαλόγων του Πλάτωνος – και το Σωκράτη του Ξενοφώντος, τον οποίο βλέπουμε όχι μόνο στο «Συμπόσιο» αλλά και στα αποδέλοιπα «Σωκρατικά» του έργα («Απομνημονεύμτα», «Απολογία» και «Οικονομικός»), και μόνοι τους, κατόπιν, να αποφασίσουν ποιος, κατά τη γνώμη τους, είναι πλησιέστερος στον αληθινό Σωκράτη! Πλησίασα, λοιπόν, το αρχαιοελληνικό κείμενο λέξη – λέξη και προσπάθησα, με ψυχοπνευματικό μόχτο, να ‘ρθω στη θέση κάθε ομιλητή, για να μπορέσω να ξαναγράψω τα λόγια του. Δεν ήταν δύσκολος ή δύσβατος ή με παγίδες ο λόγος του Ξενοφώντος, αλλά ήθελε κόπο να βρισκόταν η κατάλληλη λέξη της νεοελληνικής γλώσσας από γλωσσάρια ιδιωματισμών ή αναγνωρισμένα λεξικά, που θ’ αποδώσει ακριβώς το νόημα του αρχαίου κειμένου, δίχως να το παραμορφώνει ή να τ’ αλλοιώνει. Μα πάνω απ’ όλα, θέλησα να δώσω ένα κείμενο που θα ευχαριστεί, θα ξεκουράζει και, ταυτοχρόνως, θα διδάσκει τον αναγνώστη, αφού θα του συμπαραστέκεται στη βήμα – βήμα προσπάθεια να κατανοήσει όλα όσα λέγουνται από τους συνδαιτυμόνες και το Σωκράτη, δίχως τη σκιά μιας βαριάς Πλατωνικής φιλοσοφίας και βιοθεωρίας να τα «πλακώνει». Όταν πρωτογράφηκε τούτο το εισαγωγικό σημείωμα σ’ ένα πρόχειρο κομμάτι χαρτί, παραμονή της εορτής τ’ Αγίου Ελευθερίου του 2005 (ξεκινήσανε να λευτερώνουνται τα σωθικά μου γράφοντας, εκείνη τη συμβολική θαρρείς ημέρα!), ήμουνα στο Μεσολόγγι για υπηρεσιακούς λόγους. Με την επιστροφή μου, το ίδιο απομεσήμερο, στην Πάτρα, επρόκειτο να ξεκινήσω δειλά –
δειλά, εφόσον είχε ολοκληρωθεί, στο τρίτο της «ξανακοίταγμα», η μεταγραφή – μετάφραση, να σκέφτουμαι και τα πρώτα σχόλια που θα συνόδευαν και θα συμπλήρωναν την προσπάθειά μου. Τα
σχόλια,
υποσελίδιων
λοιπόν,
που
υποσημειώσεων,
παρατίθενται είναι
οι
με
μορφή
σκέψεις,
που
κλωθογυρίζανε στο νου μου, κάθε φορά που διάβαζα ήρεμος και νηφάλιος
ένα
συγκεκριμένο
χωρίο
του
«Συμποσίου».
Συμβουλεύτηκα, για να είμαι ειλικρινής και έγκυρος, σ’ ό,τι γράφω,
ένα
σωρό
Αρχαιοελληνική
βιβλία
Γραμματεία
για
το
(επική
Σωκράτη, ποίηση,
από
την
φιλοσοφία,
ιστοριογραφία, θέατρο, ρητορική κ.α.) ίσαμε τις μέρες μας, για να μυηθώ ή έστω να μπορέσω να αποκρυπτογραφήσω τις ιδέες του και να γνωρίσω μαζύ του και τα άλλα πρόσωπα και νοήματα του έργου. Μ’ άλλα λόγια, οι υποσημειώσεις, που η συντριπτική τους πλειοψηφία πρωτογράφηκε στο Ηράκλειο (τέλη Δεκέμβρη 2005 – αρχές Γενάρη 2006) στο γονικό μου σπίτι και όλες «ελέγχθηκαν»και διορθώθηκαν στην Πάτρα, δεν είναι επιπλέον «άχθος» για τον αναγνώστη, αλλά χρήσιμες, ιστορικές – φιλολογικές – ερμηνευτικές – διασαφητικές, πληροφορίες. Καταλήγοντας, το μόνο που θα γράψω είναι ότι η μεταγραφή – μετάφραση στα νεοελληνικά έγινε από το αρχαιοελληνικό κείμενο της έκδοσης E.C. Marchant, Xenophontis opera omnia, vol. 2, 2nd edn. Oxford: Clarendon Press, 1921 (repr. 1971). Στο ανά χείρας πόνημά μου, λοιπόν, για κάθε Βιβλίο χωριστά προηγείται το αρχαιοελληνικό κείμενο του «Συμποσίου» από τη
γραφίδα του Ξενοφώντος και έπονται η «απόδοσή» του στα νεοελληνικά με τις υποσελίδιες υποσημειώσεις του.
Γεώργιος Η. Ορφανός (Απτεραίος), Γενάρης 2002 – Γενάρης 2006
Βιβλίο Α
᾿Αλλ᾿ ἐμοὶ δοκεῖ τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἀνδρῶν ἔργα οὐ μόνον τὰ μετὰ σπουδῆς πραττόμενα ἀξιομνημόνευτα εἶναι, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐν ταῖς παιδιαῖς. Οἷς δὲ παραγενόμενος ταῦτα γιγνώσκω δηλῶσαι βούλομαι. ἦν μὲν γὰρ Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία,
Καλλίας
δὲ
ἐτύγχανεν
Αὐτολύκου
ὁ
῾Ιππονίκου
παιδὸς
ὄντος,
ἐρῶν καὶ
νενικηκότα αὐτὸν παγκράτιον ἧκεν ἄγων ἐπὶ τὴν θέαν. ῾Ως δὲ ἡ ἱπποδρομία ἔληξεν, ἔχων τόν τε Αὐτόλυκον καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἀπῄει εἰς τὴν ἐν Πειραιεῖ οἰκίαν· συνείπετο δὲ αὐτῷ καὶ Νικήρατος. ᾿Ιδὼν
δὲ ὁμοῦ
ὄντας Σωκράτην
τε
καὶ
Κριτόβουλον καὶ ῾Ερμογένην καὶ ᾿Αντισθένην καὶ Χαρμίδην, τοῖς μὲν ἀμφ᾿ Αὐτόλυκον ἡγεῖσθαί τινα ἔταξεν, αὐτὸς δὲ προσῆλθε τοῖς ἀμφὶ Σωκράτην, καὶ εἶπεν· "Εἰς καλόν γε ὑμῖν συντετύχηκα· ἑστιᾶν γὰρ μέλλω Αὐτόλυκον καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ. Οἶμαι οὖν πολὺ ἂν τὴν κατασκευήν μοι λαμπροτέραν
φανῆναι εἰ ἀνδράσιν ἐκκεκαθαρμένοις τὰς ψυχὰς ὥσπερ ὑμῖν ὁ ἀνδρὼν κεκοσμημένος εἴη μᾶλλον ἢ εἰ στρατηγοῖς καὶ ἱππάρχοις καὶ σπουδαρχίαις." Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπεν· "᾿Αεὶ σὺ ἐπισκώπτεις ἡμᾶς καταφρονῶν, ὅτι σὺ μὲν Πρωταγόρᾳ τε πολὺ ἀργύριον Προδίκῳ
δέδωκας ἐπὶ σοφίᾳ καὶ Γοργίᾳ καὶ καὶ ἄλλοις πολλοῖς,
ἡμᾶς δ᾿ ὁρᾷς
αὐτουργούς τινας τῆς φιλοσοφίας ὄντας." Kαὶ ὁ Καλλίας, "Καὶ πρόσθεν μέν γε, ἔφη, ἀπεκρυπτόμην ὑμᾶς ἔχων πολλὰ καὶ σοφὰ λέγειν, νῦν δέ, ἐὰν παρ᾿ ἐμοὶ ἦτε, ἐπιδείξω ὑμῖν ἐμαυτὸν πάνυ πολλῆς σπουδῆς ἄξιον ὄντα." Οἱ οὖν ἀμφὶ τὸν Σωκράτην πρῶτον μέν, ὥσπερ εἰκὸς ἦν, ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν· ὡς δὲ πάνυ ἀχθόμενος φανερὸς ἦν, εἰ μὴ ἕψοιντο, συνηκολούθησαν. ῎Επειτα δὲ αὐτῷ οἱ μὲν γυμνασάμενοι καὶ χρισάμενοι, οἱ δὲ καὶ λουσάμενοι παρῆλθον. Αὐτόλυκος
μὲν
οὖν
παρὰ
τὸν
πατέρα
ἐκαθέζετο, οἱ δ᾿ ἄλλοι, ὥσπερ εἰκός, κατεκλίθησαν. Εὐθὺς μὲν οὖν ἐννοήσας τις τὰ γιγνόμενα ἡγήσατ᾿
ἂν φύσει βασιλικόν τι κάλλος εἶναι, ἄλλως τε καὶ ἂν
μετ᾿
αἰδοῦς
καὶ
σωφροσύνης,
καθάπερ
Αὐτόλυκος τότε, κεκτῆταί τις αὐτό. Πρῶτον μὲν γάρ, ὥσπερ ὅταν φέγγος τι ἐν νυκτὶ φανῇ, πάντων προσάγεται
τὰ
ὄμματα,
οὕτω
καὶ
τότε
τοῦ
Αὐτολύκου τὸ κάλλος πάντων εἷλκε τὰς ὄψεις πρὸς αὐτόν· ἔπειτα τῶν ὁρώντων οὐδεὶς οὐκ ἔπασχέ τι τὴν ψυχὴν ὑπ᾿ ἐκείνου. Οἱ μέν γε σιωπηρότεροι ἐγίγνοντο, οἱ δὲ καὶ ἐσχηματίζοντό πως. Πάντες μὲν οὖν οἱ ἐκ θεῶν του κατεχόμενοι ἀξιοθέατοι δοκοῦσιν εἶναι· ἀλλ᾿ οἱ μὲν ἐξ ἄλλων πρὸς τὸ γοργότεροί τε ὁρᾶσθαι καὶ φοβερώτερον φθέγγεσθαι καὶ σφοδρότεροι εἶναι φέρονται, οἱ δ᾿ ὑπὸ τοῦ σώφρονος ἔρωτος ἔνθεοι τά τε ὄμματα φιλοφρονεστέρως ἔχουσι καὶ τὴν φωνὴν πρᾳοτέραν ποιοῦνται καὶ τὰ σχήματα εἰς τὸ ἐλευθεριώτερον ἄγουσιν. ἃ δὴ καὶ Καλλίας τότε διὰ τὸν ἔρωτα πράττων ἀξιοθέατος ἦν τοῖς τετελεσμένοις τούτῳ τῷ θεῷ. ᾿Εκεῖνοι μὲν οὖν σιωπῇ ἐδείπνουν, ὥσπερ τοῦτο ἐπιτεταγμένον αὐτοῖς ὑπὸ κρείττονός τινος.
Φίλιππος δ᾿ ὁ γελωτοποιὸς κρούσας τὴν θύραν εἶπε τῷ ὑπακούσαντι εἰσαγγεῖλαι ὅστις τε εἴη καὶ δι᾿ ὅ τι κατάγεσθαι βούλοιτο, συνεσκευασμένος τε παρεῖναι ἔφη πάντα τὰ ἐπιτήδεια ὥστε δειπνεῖν τἀλλότρια, καὶ τὸν παῖδα δὲ ἔφη πάνυ πιέζεσθαι διά τε τὸ φέρειν μηδὲν καὶ διὰ τὸ ἀνάριστον εἶναι. ῾Ο οὖν Καλλίας ἀκούσας ταῦτα εἶπεν· "᾿Αλλὰ μέντοι, ὦ ἄνδρες, αἰσχρὸν στέγης γε φθονῆσαι· εἰσίτω οὖν. Καὶ ἅμα ἀπέβλεψεν εἰς τὸν Αὐτόλυκον, δῆλον ὅτι ἐπισκοπῶν τί ἐκείνῳ δόξειε τὸ σκῶμμα εἶναι. ῾Ο δὲ στὰς ἐπὶ τῷ ἀνδρῶνι ἔνθα τὸ δεῖπνον ἦν εἶπεν· ὅτι μὲν γελωτοποιός εἰμι ἴστε πάντες· ἥκω δὲ προθύμως νομίσας γελοιότερον εἶναι τὸ ἄκλητον ἢ τὸ κεκλημένον ἐλθεῖν ἐπὶ τὸ δεῖπνον. Κατακλίνου τοίνυν, ἔφη ὁ Καλλίας. Καὶ γὰρ οἱ παρόντες σπουδῆς μέν, ὡς ὁρᾷς, μεστοί, γέλωτος δὲ ἴσως ἐνδεέστεροι. Δειπνούντων δὲ αὐτῶν ὁ Φίλιππος γελοῖόν τι εὐθὺς ἐπεχείρει λέγειν, ἵνα δὴ ἐπιτελοίη ὧνπερ ἕνεκα ἐκαλεῖτο ἑκάστοτε ἐπὶ τὰ δεῖπνα. ὡς δ᾿ οὐκ ἐκίνησε γέλωτα, τότε μὲν ἀχθεσθεὶς φανερὸς
ἐγένετο. Αὖθις δ᾿ ὀλίγον ὕστερον ἄλλο τι γελοῖον ἐβούλετο λέγειν. ὡς δὲ οὐδὲ τότε ἐγέλασαν ἐπ᾿ αὐτῷ, ἐν τῷ μεταξὺ παυσάμενος τοῦ δείπνου συγκαλυψάμενος κατέκειτο. Καὶ ὁ Καλλίας, Τί τοῦτ᾿, ἔφη, ὦ Φίλιππε; ἀλλ᾿ ἢ ὀδύνη σε εἴληφε; Καὶ ὃς ἀναστενάξας εἶπε· Ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη, ὦ Καλλία, μεγάλη γε· ἐπεὶ γὰρ γέλως ἐξ ἀνθρώπων ἀπόλωλεν, ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα. Πρόσθεν μὲν γὰρ τούτου ἕνεκα ἐκαλούμην ἐπὶ τὰ δεῖπνα, ἵνα εὐφραίνοιντο οἱ συνόντες δι᾿ ἐμὲ γελῶντες· νῦν δὲ τίνος ἕνεκα καὶ καλεῖ μέ τις; Οὔτε γὰρ ἔγωγε σπουδάσαι ἂν δυναίμην μᾶλλον ἤπερ ἀθάνατος
γενέσθαι,
οὔτε
μὴν
ὡς
ἀντικληθησόμενος καλεῖ μέ τις, ἐπεὶ πάντες ἴσασιν ὅτι ἀρχὴν οὐδὲ νομίζεται εἰς τὴν ἐμὴν οἰκίαν δεῖπνον προσφέρεσθαι. Καὶ ἅμα λέγων ταῦτα ἀπεμύττετό τε καὶ τῇ φωνῇ σαφῶς κλαίειν ἐφαίνετο. Πάντες μὲν οὖν παρεμυθοῦντό τε αὐτὸν ὡς αὖθις γελασόμενοι καὶ δειπνεῖν
ἐκέλευον,
Κριτόβουλος
δὲ
καὶ
ἐξεκάγχασεν ἐπὶ τῷ οἰκτισμῷ αὐτοῦ. ῾Ο δ᾿ ὡς
ᾔσθετο τοῦ γέλωτος, ἀνεκαλύψατό τε καὶ τῇ ψυχῇ παρακελευσάμενος θαρρεῖν, ὅτι ἔσονται συμβολαί, πάλιν ἐδείπνει.
Τ
ων
καλών
και
ενάρετων
ανθρώπων
οι
πράξεις νομίζω πως είναι αξιομνημόνευτες, όχι μονάχα όσες εκτελούνται με ιδιαίτερο
ζήλο, αλλά κι αυτές που γίνονται χάριν παιδιάς1. Κι όσα γνώρισα, επειδή ήμουν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας2, επιθυμώ να σας φανερώσω. Στην
ιπποδρομία,
λοιπόν,
των
Μεγάλων
Παναθηναίων3, ο γιος του Ιππόνικου4, ο Καλλίας5, τύχαινε
1
Η φράση τούτη θυμίζει και το Θουκυδίδη («Θουκυδίδη Ιστορία», Βιβλίο Β, Κεφάλαιο 38), όπου ο ιστοριογράφος παρουσιάζει τον Περικλή, στον «Επιτάφιο» των πρώτων νεκρών του πελοποννησιακού πολέμου, να εγκωμιάζει ό,τι προσφέρει τέρψη στους Αθηναίους της εποχής του. Επίσης, έρχεται στο νου μας και η περιγραφή της Πλατωνικής ιδανικής «Πολιτείας» (Β 372 a – d), όπου βλέπουμε πώς ζούνε γεμάτοι τρυφή και καλοπέραση οι πολίτες της, αλλά θυμούμαστε και τον Ισοκράτη (βλ. «Πανηγυρικός», 44 – 54), που ερμηνεύει τους λόγους (σημαντική συμβολή στα πολιτιστικά και πολεμικά πράγματα της Ελλάδας), για τους οποίους ξεχωρίζουν οι Αθηναίοι. Εξάλλου, όπως διαβάζουμε και στο «Φαίδρο» (276d) του Πλάτωνος, ακόμη και τα καλύτερα φιλοσοφικά γραπτά δεν είναι παρά υπομνήματα που συντάσσονται χάριν παιδιάς. 2 Αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας: Ο συγγραφέας και αφηγητής του παρόντος συμποσίου, για να γίνουν πιστευτά όσα έπονται, πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των αναγνωστών, οι οποίοι δεν θα έχουν λόγο να τον αμφισβητούν, εάν όσα γράφονται είναι «ό,τι έχει δει και όπως το άκουσε» χωρίς δική του «παρέμβαση». 3 Μεγάλα Παναθήναια Η θεά της σοφίας Αθηνά, πολιούχος της Αθήνας, ήταν η αγαπημένη θεά των κατοίκων. Για να τιμήσουν τα γενέθλιά της, οι Αθηναίοι εόρταζαν ανά διετία τα Μικρά Παναθήναια και κάθε τέσσερα χρόνια τα Μεγάλα Παναθήναια. Ο εορτασμός των Μεγάλων Παναθηναίων ήταν λαμπρός και μεγαλοπρεπής. Γινόταν λαμπρή γιορτή με μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις, αλλά και θρησκευτικές τελετές και θυσίες και αποκορύφωμα όλων θεωρείτο η ιερά πομπή – λιτανεία του πέπλου της Αθηνάς προς την Ακρόπολη για την τέλεση θυσίας στο βωμό της Αθηνάς Πολιάδος. Άνδρες και γυναίκες από την Αθήνα, αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα έφταναν να τιμήσουν τη θεά. Την κλασική εποχή, η γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων τελούνταν στο δεύτερο μισό του Αυγούστου για οκτώ ημέρες και κατά τη διάρκεια του εορτασμού, διεξάγονταν και αθλητικοί αγώνες, όπως αγώνες δρόμου, πυγμαχία, πένταθλο, πάλη, αρματοδρομίες, ακοντισμός, ιπποδρομίες, που παρακολούθησαν, όπως γράφεται εδώ, και ο Καλλίας με τον Αυτόλυκο. 4 Ιππόνικος: πατέρας του Καλλία, από τους πάμπλουτους Αθηναίους ο ίδιος, καθώς καταγόταν από οικογένεια με οικονομική και κοινωνική θέση στην καθημερινή ζωή και την ιστορία της πόλης. Έδωσε την κόρη του Ιππαρέτη ως σύζυγο του Αλκιβιάδη, Αθηναίου πολιτικού και στρατιωτικού των τελευταίων ετών του 5ου αιώνα π.Χ.. 5 Καλλίας: Αθηναίος πολιτικός και διπλωμάτης, γιος του Ιππόνικου. Έζησε και έδρασε το β’ μισό του 5ου αιώνα και τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.. Συνδεόταν με συγγενικούς δεσμούς με το μεγάλο πολιτικό της κλασικής Αθήνας, Περικλή, καθώς η μητέρα του Καλλία, χωρίζοντας τον πατέρα του, παντρεύτηκε τον Περικλή πριν αυτός σχετιστεί με την Ασπασία, ενώ η αδελφή του Καλλία, Ιππαρέτη, παντρεύτηκε έναν ανιψιό του Περικλή, το γνωστό τυχοδιώχτη πολιτικό Αλκιβιάδη. Ο Καλλίας είχε κληρονομήσει σημαντική περιουσία απ’ τον πατέρα του, μέρος της οποίας διασπάθισε οργανώνοντας συμπόσια (βλ. Ξενοφώντος, «Συμπόσιο», αλλά και τις κωμωδίες του Εύπολη «Κόλακες» και «Αυτόλυκος»). Για την πολιτική – στρατιωτική δράση του Καλλία, δες Ξενοφώντος «Ελληνικά».
να ‘ναι αγαπημένος φίλος του Αυτόλυκου6, που ήτανε ακόμη νεαρούλης. Κι όταν ο Αυτόλυκος νίκησε στο παγκράτιο7, ο Καλλίας τον πήρε, για να θαυμάσουνε συντροφιά τους αγώνες. Κι όταν τέλειωσε η ιπποδρομία, αναχώρησε με τον Αυτόλυκο, αλλά και τον πατέρα του, για το
σπίτι,
που
είχε
στον
Πειραιά.
Μαζύ
τους
ακολουθούσε κι ο Νικήρατος8. Βλέποντας, όμως, συγκεντρωμένους το Σωκράτη9, τον Κριτόβουλο10, τον Ερμογένη11, τον Αντισθένη12 και το 6
Αυτόλυκος: Αθηναίος, γιος του Λύκωνος, αθλητής του παγκρατίου, διακρινόταν, όπως βλέπουμε στο παρόν έργο του Ξενοφώντος, για την ομορφιά του, που ενέπνευσε και τον έρωτα του Καλλία. Έγινε το κεντρικό θέμα της κωμωδίας του Εύπολη, «Αυτόλυκος». Επειδή νίκησε, το 422/421 π.Χ., στα Παναθήναια, ο εραστής του, ο πλούσιος Καλλίας, διοργάνωσε συμπόσιο, που περιγράφει ο Ξενοφών («Συμπόσιον»), ενώ ο Πλούταρχος («Λύσανδρος») αναφέρει ότι ο Αυτόλυκος, μετά το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, συμμετείχε στο κίνημα κατά των ξενόφερτων 30 Τυράννων και βρήκε ηρωικό θάνατο υπέρ της Δημοκρατίας (404 π.Χ.). Οι Αθηναίοι, για να τιμήσουν τη θυσία του, έστησαν ανδριάντα, που φιλοτέχνησε ο Λεωχάρης (βλ. Πλίνιος, «Φυσική Ιστορία»). 7 Παγκράτιο: αρχαίο αγώνισμα, που αποτελούσε ανάμειξη στοιχείων πάλης και πυγμαχίας. Όποιος ασχολιόταν μ’ αυτό λεγόταν «παγκρατιαστής». 8 Νικήρατος: γιος του Αθηναίου στρατηγού και πολιτικού, Νικία, ο οποίος έκλεισε το πρώτο μέρος του πελοποννησιακού πολέμου με τη «Νικίειο Ειρήνη» (421 π.Χ.) και ετέθη επικεφαλής στην οικτρή για τον ίδιο και για την Αθήνα Σικελική εκστρατεία (415 – 413 π.Χ.). Ο Νικήρατος διακρινόταν για την από μνήμης απαγγελία των Επών του Ομήρου, ενώ διατέλεσε και τριήραρχος στον αθηναϊκό στόλο (410 π.Χ., «Ελληνικά» Ξενοφώντος). Δολοφονήθηκε από τους «Τριάντα Τυράννους», το 403 π.Χ.. 9 Σωκράτης: Το κεντρικό πρόσωπο όλων – πλην ενός, των «Νόμων» – των διαλόγων του Πλάτωνος, της «Απολογίας» του, αλλά και του «Συμποσίου» – των «Απομνημονευμάτων» και (μιας ακόμη) «Απολογίας» του Ξενοφώντος, ακόμη και ειδικού κεφαλαίου από τους «Βίους Φιλοσόφων» του Διογένη του Λαέρτιου. Επειδή έχουνε γραφεί και ειπωθεί, στο πέρασμα των αιώνων, πολλά για την προσωπικότητα και τις ιδέες του Σωκράτη, θα περιοριστούμε σε λίγα μονάχα λόγια στην παρούσα υποσημείωση. Έτσι, γεννιέται στην Αθήνα το 470 – 469 π.Χ. από το λιθοξόο Σωφρονίσκο και τη μαία Φαιναρέτη και αφού καταδικάζεται σε θάνατο από αθηναϊκό δικαστήριο, πεθαίνει, πίνοντας κώνειο, το 399 π.Χ.. Οι κατηγορίες, που του είχαν προσάψει οι κατήγοροί του (Λύκων, Άνυτος και Μέλητος), αφορούσαν την άρνηση των πατροπαράδοτων θεών της Αθήνας, την εισαγωγή νέων θεών, αλλά, κυρίως, τη διαφθορά της νέας γενιάς, που παρακολουθούσε τις διδασκαλίες του. Ο Σωκράτης, όμως, άμισθα, σ’ αντίθεση με τους σύγχρονούς του σοφιστές, αναζήτησε, μέσω της διαλεκτικής, της ειρωνείας και της μαιευτικής μεθόδου, να καθορίσει τις ηθικές αρχές της κοινωνικής και ατομικής ζωής, για να τους μεταδώσει στους συμπατριώτες του (τι είναι αρετή, φιλία, δικαιοσύνη κ.α.). Πριν από κάθε του κίνηση, όπως έλεγε, συμβουλευόταν μια εσωτερική φωνή, το «δαιμόνιο». Συνομιλητές και μαθητές του είχε όσους, ανεξάρτητα από ηλικία, τον πετύχαιναν να σεργιανίζει στην Αγορά των Αθηνών και είχαν όρεξη να συνομιλούν μαζύ του. Γνωστοί μαθητές του ήσαν ο Πλάτων, ο Ξενοφών, ο Κριτίας, ο Αλκιβιάδης, ο Χαρμίδης, ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος, ο Αισχίνης, ο Φαίδων κ.α.. Έχει μείνει στην ιστορία η περιγραφή του άσχημου σ’ ό,τι αφορά τη σωματική ομορφιά Σωκράτη από το μεθυσμένο αλλά και ερωτευμένο Αλκιβιάδη στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος και το Μένωνα στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο. Να σημειωθεί, τέλος, πως ο κωμωδιογράφος και συνομιλητής του Σωκράτη στο Πλατωνικό «Συμπόσιο», Αριστοφάνης, τον κοροϊδεύει, στις «Νεφέλες» του, ότι
Χαρμίδη13,
διέταξε
κάποιον
να
οδηγήσει
όσους
αποτελούσαν τη συντροφιά του Αυτόλυκου, ενώ ο ίδιος, πλησιάζοντας όποιους συνόδευαν το Σωκράτη, τους λέει: «Τι καλά που σας συνάντησα! Σκοπεύω, λοιπόν, να φιλοξενήσω τον Αυτόλυκο και τον πατέρα του. Και νομίζω πως η προετοιμασία μου θα φαινότανε πιο λαμπρή, εάν το σαλόνι, που έχω για αντρικές συγκεντρώσεις, στολίζανε άνθρωποι με πολύ καθαρή ψυχή, όπως εσείς, παρά στρατηγοί, ίππαρχοι και διάφοροι θεσιθήρες14.»
ασχολείται με τα ουράνια σώματα, μομφή που του προσάπτεται και στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντος από κάποιον απ’ τους συνδαιτυμόνες, αν και η φιλοσοφία είναι γνωστό πως με το Σωκράτη έχει πια ως κέντρο των αναζητήσεών της τον άνθρωπο ως μόνον υπεύθυνο για τη μοίρα του και βάση της, μεταξύ άλλων, όπως αυτός πιστεύει και κηρύττει, την αρετή, που είναι διδακτή, την αυτογνωσία, την αθάνατη ανθρώπινη ψυχή και τ’ ότι κανείς δεν είναι με τη θέλησή του κακός ή άδικος. Ποιος, όμως, είναι ο πραγματικός Σωκράτης, του Πλάτωνος ή του Ξενοφώντος; Οι απόψεις διίστανται και γι’ αυτό, καθετί που αφορά το μεγάλο φιλόσοφο ας διαβάζεται με μεγάλη προσοχή… 10 Κριτόβουλος: γιος του παιδικού φίλου του Σωκράτη, Κρίτωνος, για τον οποίο αντλούμε πληροφορίες από το φερώνυμο Πλατωνικό διάλογο («Κρίτων»), αλλά και από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος, άλλα έργα του Πλάτωνος («Απολογία», «Ευθύδημος» κ.α.), το Διογένη Λαέρτιο και από αλλαχού. Μαθητής του Σωκράτη και ο ίδιος ο Κριτόβουλος, παραβρισκόταν στη δίκη του δασκάλου του (399 π.Χ.) και φέρεται ως πρωταγωνιστής στο 3ο κεφάλαιο του Α Βιβλίου και στο 6ο κεφάλαιο του Β Βιβλίου των «Απομνημονευμάτων» του Ξενοφώντος. 11 Ερμογένης: γιος και αυτός του Ιππόνικου, αδελφός του Καλλία (Πλάτωνος, «Κρατύλος» και «Φαίδων»). Αναφέρεται ως εκ των ακολούθων του Σωκράτη στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος, ενώ διακρινόταν για τη φτώχια του και από τιμιότητα. Ο Ερμογένης, εξάλλου, αφηγείται και την «Απολογία» του Σωκράτη, που συνέγραψε ο Ξενοφών. 12 Αντισθένης: Αθηναίος φιλόσοφος (445 – 360 π.Χ.), μαθητής, αρχικά, των σοφιστών και του Γοργία, γνώρισε, σε προχωρημένη ηλικία, το Σωκράτη και έκτοτε τον ακολούθησε πιστά. Ο Διογένης ο Λαέρτιος και τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος μας παρέχουν σημαντικές μαρτυρίες για τη ζωή και τις ιδέες του. Θεωρείται ο ιδρυτής της Κυνικής Σχολής, ενώ, για διαφορετικούς λόγους, δέχτηκε τα «πυρά» τόσο του Πλάτωνος, όσο και του Αριστοτέλους. 13 Χαρμίδης: Γιος του Γλαύκωνος, μητράδελφος του Πλάτωνος και ξάδελφος του Κριτία. Αθηναίος, που διακρινόταν για τη σεμνότητα και την ωραιότητά του. Από τους πιστούς φίλους και μαθητές του Σωκράτη. Γεννήθηκε το 440 π.Χ. και σκοτώθηκε το 403 π.Χ., στη Μουνιχία, σε μάχες των ολιγαρχικών, στην παράταξη των οποίων ανήκε, με τους δημοκρατικούς του Θρασύβουλου, που προσπαθούσαν να επαναφέρουν τη δημοκρατία στην Αθήνα, ενώ στις ίδιες συρράξεις βρήκε το θάνατο κι ο Κριτίας. Λόγω των ολιγαρχικών του πεποιθήσεων, είχε διοριστεί, με το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, μέλος της δεκαμελούς κυβέρνησης του Πειραιά απ’ τους «Τριάντα Τυράννους» (404 π.Χ.). Ο Χαρμίδης ήταν πρωταγωνιστής του φερώνυμου πλατωνικού διαλόγου («Χαρμίδης»), που ‘χει ως θέμα τη σωφροσύνη και την ευδαιμονία των ανθρώπων, ενώ και ο Ξενοφών του αφιερώνει ένα κεφάλαιο των «Απομνημονευμάτων» (Βιβλίο Γ, κεφάλαιο 8). 14 Παρά τον άσωτο βίο και τις σπατάλες της περιουσίας του, ο Καλλίας δείχνει να προτιμά τη συντροφιά ανθρώπων ψυχοσωματικά καλλιεργημένων και όχι απαίδευτων λαοπλάνων, που διαχειρίζονταν τα πολιτικά και στρατιωτικά πράγματα της μετακλασικής Αθήνας.
Κι ο Σωκράτης τ’ απαντά: «Πάντα, η αφεντιά σου μας περιφρονείς και μας κοροϊδεύεις, γιατί εσύ, αφενός, στον Πρωταγόρα15 έδωσες αρκετά χρήματα και στο Γοργία16 και στον Πρόδικο17 και σ’ άλλους πολλούς, για να σε κάνουνε σοφό18,
εμάς,
αφετέρου,
βλέπεις
αυτοδίδακτους
στη
φιλοσοφία». Και ο Καλλίας του λέει: «Και παλαιότερα, αν και μπορούσα πολλά να λέω και σοφά, σας τα έκρυβα. Τώρα, όμως, εάν έρθετε κοντά μου, θα σας φανερώσω πως είμαι άξιος να μου αφιερώσετε σημαντική προσοχή!» Όσοι, λοιπόν, αποτελούσανε τη συντροφιά του Σωκράτη αρχικά, από τη μια, παινεύανε, όπως ήταν φυσιολογικό, την πρόσκληση, απ’ την άλλη, όμως, δεν υποσχέθηκαν ότι θα πάνε να δειπνήσουνε μ’ εκείνον. Επειδή, όμως, θα ήταν ολοφάνερα λυπημένος εάν δεν τον
15
Πρωταγόρας: Σοφιστής από τα Άβδηρα της Θράκης (480 – 410 π.Χ.), ο οποίος πίστευε ότι όλα είναι υποκειμενικά, προϊόντα των αισθήσεων, ενώ διακρινόταν για τις κλίνουσες προς την αθεΐα απόψεις του. Γνωστός από το φερώνυμο Πλατωνικό διάλογο, ο οποίος πραγματεύεται το διδακτό της πολιτικής επιστήμης και της αρετής. Ο Πρωταγόρας ήταν φίλος του πολιτικού ηγήτορα της κλασικής Αθήνας, Περικλή, ενώ παρέδιδε, όπως βλέπουμε στον Πλάτωνα και εδώ, έμμισθα μαθήματα φιλοσοφίας. 16 Γοργίας: Καταγόταν από τους Λεοντίνους της Σικελίας, από τους επιφανείς σοφιστές και τους επί χρήμασι ρητοροδιδασκάλους της κλασικής εποχής. Έζησε από το 485 ή 483 έως το 375 περίπου π.Χ. Θεωρείται ο πατέρας της έντεχνης και επιτηδευμένης ρητορικής και δείγματα της επιρροής του έχουμε στις δημηγορίες που «διανθίζουν» την «Ιστορία» του Θουκυδίδη, στους λόγους, σε μέγιστο βαθμό, του Ισοκράτους και στον Αντιφώντα. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε μόνιμα μετά το 427 π.Χ., όταν πρωτοήρθε ως διπλωματικός ακόλουθος της πόλης του. Παρουσιάζεται ως κεντρικό πρόσωπο να συζητά περί ρητορικής με το Σωκράτη στο διάλογο «Γοργίας» του Πλάτωνος. 17 Πρόδικος: Από τη νήσο Κέα καταγόταν τούτος ο διάσημος σοφιστής της κλασικής Αθήνας. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη, γεννιέται το 460 π.Χ. και ασχολήθηκε με θέματα ηθικού και γλωσσικού περιεχομένου. Έγραψε τις «Ώρες», όπου συμπεριλαμβάνεται και ο μύθος του Ηρακλή με την Αρετή και την Κακία. Μαρτυρίες για τον Πρόδικο έχουμε και από τον Πλάτωνα («Πρωταγόρας», «Συμπόσιο», «Φαίδρος», «Χαρμίδης», «Λάχης») και από τον Ξενοφώντα («Απομνημονεύματα»). Έπαιρνε, σύμφωνα με τις πηγές, υψηλή αμοιβή για τα μαθήματα, που παρέδιδε. 18 Η κίνηση του Καλλία να προσλάβει ως έμμισθους δασκάλους της φιλοσοφίας τους γνωστούς σοφιστές μαρτυρά ότι, σε αντίθεση με το Σωκράτη, ο Καλλίας πίστευε πως η αγάπη για τη σοφία και η κατάχτηση της αληθινής γνώσεως μπορούν να διδαχτούν και δεν είναι προϊόν εσωτερικής αναζητήσεως των ανθρώπων. Δριμύ «κατηγορώ» κατά των σοφιστών ως έμμισθων δασκάλων της σοφίας και της φιλοσοφίας αποτελεί ο ομώνυμος λόγος του Ισοκράτους.
ακολουθούσαν19, πήγανε μαζύ του. Και κοντά του, αφού άλλοι γυμναστήκανε και με μυρωδικά αλειφτήκανε κι άλλοι αφού λουστήκανε, πλησιάσανε20. Ο Αυτόλυκος, λοιπόν, κάθεται πλάι στον πατέρα του, ενώ οι υπόλοιποι έκατσαν όπως τα έθιμα ορίζουνε21. Και με μιαν πρώτη ματιά σ’ όλα, θα μπορούσες να φανταστείς ότι το κάλλος εκ φύσεως έχει κάτι το αρχοντικό και πολύ περισσότερο όταν το ‘χει κάποιος προικισμένος με αιδώ και σωφροσύνη22, όπως ο Αυτόλυκος τότε. Γι’ αυτό, πρώτα – πρώτα, όπως, όταν μέσα στα σκοτάδια της νύχτας φεγγοβολάει κάτι, μαγνητίζει τα βλέμματα όλων, έτσι και τότε η ομορφιά του Αυτόλυκου μάγεψε και τράβηξε τα μάτια του καθενός επάνω του. Και κατόπιν, όλες οι ψυχές όσων τον αντίκριζαν υπέφεραν για χάρη του. Και κάποιοι σιωπηλοί παρέμεναν κι άλλοι με μορφασμούς αλλοίωναν την όψη τους23.
19
Ο Καλλίας θα ένιωθε προσβεβλημένος εάν οι καλεσμένοι του αρνιόντουσαν την πρόσκλησή του για δείπνο. 20 Η σωματική εκγύμναση, που συνοδεύεται από επάλειψη ειδικών αρωμάτων, και ο σωματικός καθαρισμός (: λούσιμο) θα «βοηθούσαν» τους συνδαιτυμόνες να συμμετέχουν στο συμπόσιο «καθαροί» και από σωματικούς ρύπους και «διαυγείς» ως προς τον τρόπο σκέψης. Εξάλλου, σύμφωνα με μαρτυρία των Ευαγγελίων (Μάρκος, Ζ, 1 – 4), και οι Ιουδαίοι, από πατροπαράδοτο έθιμο, πριν το φαγητό, πλένουν πάντοτε τα χέρια τους. 21 Για το εθιμικό δίκαιο και περισσότερες λεπτομέρειες γύρω από τα αρχαιοελληνικά συμπόσια δες Πλάτωνος «Συμπόσιο» (μετάφραση – πρόλογος – σχόλια: Ι. Συκουτρής, Αθήνα 1994, Βιβλιοπωλείο της Εστίας). 22 Αιδώς και Σωφροσύνη: Δύο σημαντικά χαρίσματα χαρακτηρίζουν τον Αυτόλυκο και τον ξεχωρίζουν απ’ τον περίγυρό του. Η ντροπή και η νουνέχεια δεν αφήνουν τον άνθρωπο να σκέφτεται και να δρα κακόψυχα, αναίσχυντα, αντικοινωνικά και ασύνετα. 23 Κάποιοι από τους συνδαιτυμόνες, όπως σημειώνει εδώ ο Ξενοφών, υπέμειναν σιωπηλά το πάθος, π’ άναβε μέσα τους η ομορφιά του νεαρού Αυτόλυκου, ενώ ορισμένοι άλλοι δεν μπορούσαν να κρύβουν το θαυμασμό τους.
Κι όλοι, λοιπόν, που θαρρείς ότι εμπνέονται24 από κάποιο θεό, νομίζουνε πως είναι αξιοπαρατήρητοι. Εκείνοι, αφενός,
που
κατευθύνονται
από
άλλους
θεούς
συμπεριφέρονται σαν να ‘ναι και αρκετά γρήγοροι στην όραση και φοβεροί στα λόγια και αρκετά δυνατοί. Όσοι, αφετέρου, είναι μεστοί από ένα γιομάτο σωφροσύνη έρωτα και τα μάτια έχουν γεμάτα φιλοφρόνηση και μιλούνε με μεγάλη πραότητα25 και την εξωτερική τους εμφάνιση κάνουν πιο ευγενική26. Αυτά έκανε τότε κι ο Καλλίας εξαιτίας του έρωτα κι αξιοπαρατήρητος γίνηκε απ’ όσους ήταν ταγμένοι στο θεό αυτό27. Εκείνοι, λοιπόν, σιωπηλοί δειπνούσαν, ωσάν να τους το ‘χε προστάξει κάποια μεγάλη δύναμη. Κι ο Φίλιππος ο 24
Την ερωτική μανία την εμπνέουν στους ανθρώπους η Αφροδίτη και ο Έρως (βλ. Πλάτωνος, «Φαίδρος»), η οποία τους γεννά την επιθυμία να έρχονται κοντά ο ένας στον άλλο και η οποία είναι και διαφορετική από τη βακχική μανία (βλ. Ευριπίδη, «Βάκχες»), η οποία κυριεύει τους ανθρώπους στις διονυσιακές γιορτές και τους φτάνει στην έκσταση. 25 Ο Ξενοφών, στο σημείο αυτό, αντιδιαστέλλει τον πραότατο εδώ Καλλία προς το μανιασμένο Αλκιβιάδη του Πλατωνικού «Συμποσίου». 26 Ο συγγραφέας διακρίνει τους ανθρώπους σ’ όσους έχουν «επηρεαστεί» από κάποιον τυχαίο θεό, μ’ αποτέλεσμα να καλλιεργούν τις σωματικές τους αισθήσεις (όραση – σωματική ρώμη – δεινότητα στο λέγειν π.χ.), και σ’ εκείνους, που ‘χουν δεχτεί τα βέλη του Έρωτα και οι οποίοι «εκλεπτύνουν» τον τρόπο της ομιλίας τους και την εξωτερική τους εμφάνιση. Ας αναφέρουμε κάποια παραδείγματα: Μία παράδοση θεωρεί την θεά Ήρα υπεύθυνη για την τύφλωση του Τειρεσία, όταν σε μία διαμάχη της με τον Δία, ο Τειρεσίας πήρε το μέρος του Δία. Για να τον ανταμείψει ο Δίας, του έδωσε μακρόχρονη ζωή (επτά ή εννέα φορές περισσότερο των κοινών ανθρώπων) και το δώρο της προφητείας. Ο ιερέας, που έχει τεθεί επικεφαλής ικετών στον πρόλογο της τραγωδίας του Σοφοκλή, «Οιδίπους Τύραννος», προσφεύγει στον Οιδίποδα για βοήθεια, επειδή νομίζει ότι ο Οιδίποδας είχε, παλαιότερα, λύσει το αίνιγμα της Σφίγγας, αλλά και κυβερνά, έκτοτε, τη Θήβα με τη συνδρομή των θεών. Στη ραψωδία α της Ομηρικής «Οδύσσειας», η θεά Αθηνά, μεταμορφωμένη στον οικογενειακό φίλο Μέντη, προσπαθεί να πείσει το γιο του Οδυσσέα, Τηλέμαχο, πως ο πατέρας του ζει και τον παρακινεί να καταγγείλει τη συμπεριφορά των μνηστήρων και να πάει στους βασιλιάδες της Πύλου και της Σπάρτης να ρωτήσει για τον Οδυσσέα. Πράγματι, την άλλη μέρα, ο Τηλέμαχος βρίσκει το θάρρος και συγκαλεί τη συνέλευση, όπου εκθέτει την κατάσταση, προτρέπει τους μνηστήρες να φύγουν και τους απειλεί με τη θεϊκή τιμωρία για τα ανοσιουργήματά τους (ραψωδία β). Τέλος, την έννοια της προικισμένης από τους θεούς ανθρώπινης φύσης τη βρίσκουμε ήδη στο ανθρωπωνύμιο Θεοδώρα, που, πρωτομαρτυρούμενο σε πινακίδα Γραμμικής Β από τις Μυκήνες (V 659), στο συλλαβογραφικό τύπο Te-ο-do-ra, συγκαταλέγεται στα αρχαιότερα και μακροβιότερα ονόματα της γλώσσας μας. 27 Ο Ξενοφών αναφέρεται στο θεό Έρωτα, ο οποίος είχε «σκλαβώσει», εξαιτίας του Αυτόλυκου, και τον Καλλία περισσότερο από κάθε άλλο συμποσιαστή εκείνη τη μέρα.
γελωτοποιός28, χτυπώντας την εξώπορτα, είπε σ’ εκείνον που τον ρώτησε, ν’ ανακοινώσει ποιος είναι και για ποιον λόγο θέλησε να έρθει. Έλεγε ότι έχει μαζέψει όλα όσα του χρειάζονταν ώστε να δειπνήσει σε ξένο τραπέζι, κι ότι ο δούλος του πολύ υποφέρει, γιατί και τίποτα δεν έχει προσκομίσει μαζύ του και είναι και θεονήστικος. Κι ο Καλλίας, ακούγοντας αυτά, είπε: «Άντρες, είναι ντροπή να τους
αρνηθούμε
τη
στέγη
μας,
ας
έλθουνε!»
Και
κοιτάζοντας προς το μέρος του Αυτόλυκου, ήταν φανερό πως ήθελε να ιδεί πώς του φάνηκε τούτο το αστείο29. Κι ο Φίλιππος, αφού κοντοστάθηκε στο σαλόνι των αντρών όπου γινόταν το δείπνο, είπε: «Όλοι σας γνωρίζετε πολύ καλά ότι είμαι γελωτοποιός. Έφτασα, όμως, με δική μου επιθυμία, επειδή πίστεψα πως προξενεί περισσότερο γέλιο ο ερχομός μου να δειπνήσω μαζύ σας ακάλεστος παρά κατόπιν προσκλήσεως». «Κάτσε, λοιπόν, κάτω – του λέει ο Καλλίας – γιατί κι οι παριστάμενοι, όπως βλέπεις, είναι γεμάτοι σοβαρότητα, ίσως, όμως, να ‘χουν αρκετή ανάγκη να γελάσουν!30» Κι ενώ αυτοί τρώγανε, ο Φίλιππος αποπειράθηκε να πει κάτι, για να γελάσουνε, μπας και επιτελέσει το σκοπό, 28
Ο Φίλιππος ο γελωτοποιός μάλλον είναι φανταστικό, μη ιστορικό πρόσωπο, «κύημα» της φαντασίας του συγγραφέα, για να «ζωντανέψει» το αφήγημά του. 29 Ο ερωτευμένος Καλλίας ήθελε να ελέγξει εάν τα λόγια τύχαιναν της «έγκρισης και αποδοχής» του αγαπημένου του. 30 Η παρουσία του γελωτοποιού στο συμπόσιο, ίσως, θα βοηθήσει, όπως πιστεύει ο οικοδεσπότης Καλλίας, να «σπάσει ο πάγος» μεταξύ των καλεσμένων και ν’ αρχίσει η μάζωξη να παίρνει εύθυμο «τόνο».
για τον οποίο τον καλούσαν κάθε φορά σε δείπνο. Επειδή, όμως, δεν έκανε κανέναν να γελάσει, τότε φανερά στενοχωρήθηκε. Μετ’ από λίγο, θέλησε ξανά κάποιο άλλο να πει αστείο, επειδή, όμως, ούτε αυτή τη φορά δεν γέλασαν μ’ αυτά που είπε, σταμάτησε να τρώει, σκέπασε το πρόσωπό του και ξάπλωσε. Κι ο Καλλίας του λέει: «Τι συμβαίνει, Φίλιππε; Στ’ αλήθεια, λύπη σ’ έχει πιάσει;». Κι εκείνος, βαριαναστενάζοντας, του ‘πε: «Ναι, μεγάλη, γιατί αφότου
χάθηκε
το
γέλιο
από
τους
ανθρώπους,
καταστράφηκα τελείως! Γιατί, παλαιότερα, γι’ αυτό το λόγο με προσκαλούσαν στα δείπνα, για να χαίρονται, δηλαδή, οι συνδαιτυμόνες, γελώντας με μένα. Και τώρα, για ποιο σκοπό να με προσκαλέσει κάποιος; Αφού εγώ ούτε να ασχοληθώ με ζήλο με κάτι31, ούτε, επίσης, να γίνω αθάνατος θα μπορούσα, ούτε πάλι για να τον προσκαλέσω κι εγώ με τη σειρά μου, με προσκαλεί κάποιος, μια κι όλοι ξέρουν ότι καταρχάς στο σπίτι μου δεν υπάρχει η συνήθεια να παρατίθεται δείπνο32».
31
Ο Φίλιππος, ο ακάλεστος πλην ευπρόσδεκτος γελωτοποιός του «Συμποσίου» του Ξενοφώντος, με τα λόγια τούτα, θυμίζει μάλλον και τ’ ακόλουθα γραπτά του Ρώσου στοχαστή, Πισάρεφ (1840 – 1868): «[…] Αν ο άνθρωπος […] δεν μπορούσε κάπου – κάπου να τρέχει μπροστά και να συλλαμβάνει με τη φαντασία του την ακέραια και ολοκληρωμένη εικόνα αυτού του δημιουργήματος, που μόλις τώρα άρχισαν να πλάθουν τα χέρια του, τότε δεν μπορώ καθόλου να φαντασθώ ποιο κίνητρο θ’ ανάγκαζε τον άνθρωπο ν’ αναλαμβάνει και να πραγματώνει πλατιά και επίπονα έργα στον τομέα της τέχνης, της επιστήμης και της πραχτικής ζωής…» (Ντ. Πισάρεφ, «Παραστρατήματα ανώριμης σκέψης», σ. 147 – 149). 32 Ο Φίλιππος ήταν λυπημένος και αρνιόταν να δειπνήσει, γιατί δεν πετύχαινε στο σκοπό της παρουσίας του στο σπίτι του Καλλία, να καταφέρει να προξενήσει το γέλιο των συμποσιαστών. Μέσα στη λύπη του, όμως, ο γελωτοποιός εκφράζει το παράπονο πως οι Αθηναίοι της εποχής του Καλλία και του παρόντος συμποσίου (διαρκούντος του πελοποννησιακού πολέμου) δεν ξέρουν πια να διασκεδάζουν και επειδή δεν εμπνέεται από τίποτα για να ασχοληθεί, δείχνοντας ζήλο, με την τέχνη
Και λέγοντας αυτά, ρουφούσε τη μύτη του κι η φωνή του
έδειχνε
πως
έκλαιγε.
Τότε,
λοιπόν,
όλοι
τον
παρηγορούσαν ότι θα γελάσουν ξανά και τον προέτρεψαν να τρώει. Ο Κριτόβουλος, όμως, γέλασε δυνατά με τα κλάματά του. Κι αυτός μόλις αντιλήφθηκε τα γέλια, το πρόσωπό του ξεσκέπασε και την ψυχή του παροτρύνοντας να ξεθαρρέψει ότι θα λάβει αμοιβή33, ξανάρχισε το φαγητό.
του, έχουν πάψει να τον προσκαλούν στις γιορτές τους. Συνάμα, παραδέχεται και το ότι ο ίδιος δεν διοργανώνει ποτέ στο σπίτι του συμπόσια ή γιορτή. 33 Η χρηματική αμοιβή ήταν ο κύριος λόγος που προσήλθε ο Φίλιππος στο συμπόσιο του Καλλία και θα την εξασφάλιζε μονάχα εάν οι συνδαιτυμόνες γελούσαν με τα καμώματά του. Κι αυτό, επειδή, για να πληρωθεί, θα κατέβαλαν όλοι οι συμποσιαστές από ένα ποσό.
Βιβλίο Β ῾Ως δ᾿ ἀφῃρέθησαν αἱ τράπεζαι καὶ ἔσπεισάν τε καὶ ἐπαιάνισαν, ἔρχεται αὐτοῖς ἐπὶ κῶμον Συρακόσιός τις ἄνθρωπος, ἔχων τε αὐλητρίδα ἀγαθὴν
καὶ
ὀρχηστρίδα
τῶν
τὰ
θαύματα
δυναμένων ποιεῖν, καὶ παῖδα πάνυ γε ὡραῖον καὶ πάνυ καλῶς κιθαρίζοντα καὶ ὀρχούμενον. Ταῦτα δὲ καὶ ἐπιδεικνὺς ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν. ᾿Επεὶ δὲ αὐτοῖς ἡ αὐλητρὶς μὲν ηὔλησεν, ὁ δὲ παῖς ἐκιθάρισε, καὶ ἐδόκουν μάλα ἀμφότεροι ἱκανῶς εὐφραίνειν, εἶπεν ὁ Σωκράτης· Νὴ Δί᾿, ὦ Καλλία, τελέως ἡμᾶς ἑστιᾷς. Οὐ γὰρ μόνον δεῖπνον ἄμεμπτον παρέθηκας, ἀλλὰ καὶ θεάματα καὶ ἀκροάματα ἥδιστα παρέχεις. Καὶ ὃς ἔφη· Τί οὖν εἰ καὶ μύρον τις ἡμῖν ἐνέγκαι, ἵνα καὶ εὐωδίᾳ ἑστιώμεθα; Μηδαμῶς, ἔφη ὁ Σωκράτης. ὥσπερ γάρ τοι ἐσθὴς ἄλλη μὲν γυναικί, ἄλλη δὲ ἀνδρὶ καλή, οὕτω καὶ ὀσμὴ ἄλλη μὲν ἀνδρί, ἄλλη δὲ γυναικὶ πρέπει. Καὶ γὰρ ἀνδρὸς μὲν δήπου ἕνεκα ἀνὴρ οὐδεὶς μύρῳ χρίεται. Αἱ μέντοι γυναῖκες ἄλλως τε καὶ ἂν νύμφαι τύχωσιν οὖσαι, ὥσπερ ἡ Νικηράτου
τοῦδε καὶ ἡ Κριτοβούλου, μύρου μὲν τί καὶ προσδέονται; Αὐταὶ γὰρ τούτου ὄζουσιν· ἐλαίου δὲ τοῦ ἐν γυμνασίοις ὀσμὴ καὶ
παροῦσα ἡδίων ἢ
μύρου γυναιξὶ καὶ ἀποῦσα ποθεινοτέρα. Καὶ γὰρ δὴ μύρῳ μὲν ὁ ἀλειψάμενος καὶ δοῦλος καὶ ἐλεύθερος εὐθὺς ἅπας ὅμοιον ὄζει· αἱ δ᾿ ἀπὸ τῶν ἐλευθερίων μόχθων ὀσμαὶ ἐπιτηδευμάτων τε πρῶτον χρηστῶν καὶ χρόνου πολλοῦ δέονται, εἰ μέλλουσιν ἡδεῖαί τε καὶ ἐλευθέριοι ἔσεσθαι. Καὶ ὁ Λύκων εἶπεν· Οὐκοῦν νέοις μὲν ἂν εἴη ταῦτα· ἡμᾶς δὲ τοὺς μηκέτι γυμναζομένους τίνος ὄζειν
δεήσει;
Καλοκἀγαθίας
νὴ
Δί᾿,
ἔφη
ὁ
Σωκράτης. Καὶ πόθεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖμα λάβοι; Οὐ μὰ Δί᾿, ἔφη, οὐ παρὰ τῶν μυροπωλῶν. ᾿Αλλὰ πόθεν δή; ῾Ο μὲν Θέογνις ἔφη· "᾿Εσθλῶν μὲν γὰρ ἀπ᾿ ἐσθλὰ διδάξεαι· ἢν δὲ κακοῖσι συμμίσγῃς, ἀπολεῖς καὶ τὸν ἐόντα νόον." Καὶ ὁ Λύκων εἶπεν· ᾿Ακούεις ταῦτα, ὦ υἵε; Ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης, καὶ χρῆταί γε. ᾿Επεὶ γοῦν νικηφόρος ἐβούλετο τοῦ παγκρατίου
γενέσθαι, σὺν σοὶ σκεψάμενος, [ὄς ἔδοξεν αύτῷ κράτιστος εἴναι παιδοτρίβης, τοῦτον εἷλετο, νῦν δ᾿ αὖ, ἐαν βούληται τῇ ἀρετῇ διαφέρειν] ὃς ἂν δοκῇ αὐτῷ ἱκανώτατος εἶναι εἰς [τὸ] ταῦτα ἐπιτηδεῦσαι, τούτῳ συνέσται. ᾿Ενταῦθα δὴ πολλοὶ ἐφθέγξαντο· καὶ ὁ μέν τις αὐτῶν εἶπε· Ποῦ οὖν εὑρήσει τούτου διδάσκαλον; ὁ δέ τις ὡς οὐδὲ διδακτὸν τοῦτο εἴη, ἕτερος δέ τις ὡς εἴπερ τι καὶ ἄλλο καὶ τοῦτο μαθητόν. ῾Ο δὲ Σωκράτης ἔφη· Τοῦτο μὲν ἐπειδὴ ἀμφίλογόν ἐστιν, εἰς αὖθις ἀποθώμεθα· νυνὶ δὲ τὰ προκείμενα ἀποτελῶμεν. ῾Ορῶ γὰρ ἔγωγε τήνδε τὴν ὀρχηστρίδα ἐφεστηκυῖαν καὶ τροχούς τινα αὐτῇ προσφέροντα. ᾿Εκ τούτου δὴ ηὔλει μὲν αὐτῇ ἡ ἑτέρα, παρεστηκὼς δέ τις τῇ ὀρχηστρίδι ἀνεδίδου τοὺς τροχοὺς μέχρι δώδεκα. ἡ δὲ λαμβάνουσα ἅμα τε
ὠρχεῖτο
καὶ
ἀνερρίπτει
δονουμένους
συντεκμαιρομένη ὅσον ἔδει ῥιπτεῖν ὕψος ὡς ἐν ῥυθμῷ δέχεσθαι αὐτούς. Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπεν· ᾿Εν πολλοῖς μέν, ὦ ἄνδρες, καὶ ἄλλοις δῆλον καὶ ἐν οἷς δ᾿ ἡ παῖς ποιεῖ
ὅτι ἡ γυναικεία φύσις οὐδὲν χείρων τῆς τοῦ ἀνδρὸς οὖσα τυγχάνει, γνώμης δὲ καὶ ἰσχύος δεῖται. ὥστε εἴ τις ὑμῶν γυναῖκα ἔχει, θαρρῶν διδασκέτω ὅ τι βούλοιτ᾿ ἂν αὐτῇ ἐπισταμένῃ χρῆσθαι. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης, Πῶς οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὕτω γιγνώσκων οὐ καὶ σὺ παιδεύεις Ξανθίππην, ἀλλὰ χρῇ γυναικὶ τῶν οὐσῶν, οἶμαι δὲ καὶ τῶν γεγενημένων καὶ τῶν ἐσομένων χαλεπωτάτῃ; ὅτι, ἔφη, ὁρῶ καὶ τοὺς ἱππικοὺς βουλομένους γενέσθαι οὐ τοὺς εὐπειθεστάτους ἀλλὰ τοὺς θυμοειδεῖς ἵππους
κτωμένους.
Νομίζουσι
γάρ,
ἂν
τοὺς
τοιούτους δύνωνται κατέχειν, ῥᾳδίως τοῖς γε ἄλλοις ἵπποις χρήσεσθαι. Κἀγὼ δὴ βουλόμενος ἀνθρώποις χρῆσθαι καὶ ὁμιλεῖν ταύτην κέκτημαι, εὖ εἰδὼς ὅτι εἰ ταύτην ὑποίσω, ῥᾳδίως τοῖς γε ἄλλοις ἅπασιν ἀνθρώποις συνέσομαι. Καὶ οὗτος μὲν δὴ ὁ λόγος οὐκ ἄπο τοῦ σκοποῦ ἔδοξεν εἰρῆσθαι. Μετὰ δὲ τοῦτο κύκλος εἰσηνέχθη περίμεστος
ξιφῶν
ὀρθῶν.
Εἰς
οὖν
ταῦτα
ἡ
ὀρχηστρὶς ἐκυβίστα τε καὶ ἐξεκυβίστα ὑπὲρ αὐτῶν.
ὥστε οἱ μὲν θεώμενοι ἐφοβοῦντο μή τι πάθῃ, ἡ δὲ θαρρούντως τε καὶ ἀσφαλῶς ταῦτα διεπράττετο. Καὶ ὁ Σωκράτης καλέσας τὸν ᾿Αντισθένην εἶπεν· Οὔτοι τούς γε θεωμένους τάδε ἀντιλέξειν ἔτι οἴομαι, ὡς οὐχὶ καὶ ἡ ἀνδρεία διδακτόν, ὁπότε αὕτη καίπερ γυνὴ οὖσα οὕτω τολμηρῶς εἰς τὰ ξίφη ἵεται. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης εἶπεν· ᾿Αρ᾿ οὖν καὶ τῷδε τῷ Συρακοσίῳ κράτιστον ἐπιδείξαντι τῇ πόλει τὴν ὀρχηστρίδα εἰπεῖν, ἐὰν διδῶσιν αὐτῷ ᾿Αθηναῖοι χρήματα, ποιήσειν πάντας ᾿Αθηναίους τολμᾶν ὁμόσε ταῖς λόγχαις ἰέναι; Καὶ ὁ Φίλιππος, Νὴ Δί᾿, ἔφη, καὶ μὴν ἔγωγε ἡδέως ἂν θεῴμην Πείσανδρον τὸν δημηγόρον μανθάνοντα κυβιστᾶν εἰς τὰς μαχαίρας, ὃς νῦν διὰ τὸ
μὴ
δύνασθαι
συστρατεύεσθαι
λόγχαις
ἐθέλει.
ἀντιβλέπειν
οὐδὲ
τούτου
παῖς
ἐκ
ὁ
ὠρχήσατο. Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπεν· Εἴδετ᾿, ἔφη, ὡς καλὸς [ὁ] παῖς ὢν ὅμως σὺν τοῖς σχήμασιν ἔτι καλλίων φαίνεται ἢ ὅταν ἡσυχίαν ἔχῃ; Καὶ ὁ Χαρμίδης
εἶπεν·
ὀρχηστοδιδάσκαλον.
᾿Επαινοῦντι
ἔοικας
τὸν
Ναὶ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης· καὶ γὰρ ἄλλο τι προσενενόησα, ὅτι οὐδὲν ἀργὸν τοῦ σώματος ἐν τῇ ὀρχήσει ἦν, ἀλλ᾿ ἅμα καὶ τράχηλος καὶ σκέλη καὶ χεῖρες ἐγυμνάζοντο, ὥσπερ χρὴ ὀρχεῖσθαι τὸν μέλλοντα εὐφορώτερον τὸ σῶμα ἕξειν. Καὶ ἐγὼ μέν, ἔφη, πάνυ ἂν ἡδέως, ὦ Συρακόσιε, μάθοιμι τὰ σχήματα παρὰ σοῦ. Καὶ ὅς, Τί οὖν χρήσῃ αὐτοῖς; ἔφη. ᾿Ορχήσομαι νὴ Δία. ᾿Ενταῦθα δὴ ἐγέλασαν ἅπαντες. Καὶ
ὁ
Σωκράτης
μάλα
ἐσπουδακότι
τῷ
προσώπῳ, Γελᾶτε, ἔφη, ἐπ᾿ ἐμοί; Πότερον ἐπὶ τούτῳ εἰ βούλομαι γυμναζόμενος μᾶλλον ὑγιαίνειν ἢ εἰ ἥδιον ἐσθίειν καὶ καθεύδειν ἢ εἰ [διὰ] τοιούτων γυμνασίων ἐπιθυμῶ, μὴ ὥσπερ οἱ δολιχοδρόμοι τὰ σκέλη μὲν παχύνονται, τοὺς ὤμους δὲ λεπτύνονται, μηδ᾿ ὥσπερ οἱ πύκται τοὺς μὲν ὤμους παχύνονται, τὰ δὲ σκέλη λεπτύνονται, ἀλλὰ παντὶ διαπονῶν τῷ σώματι πᾶν ἰσόρροπον ποιεῖν; ἢ ἐπ᾿ ἐκείνῳ γελᾶτε, ὅτι οὐ δεήσει με συγγυμναστὴν ζητεῖν, οὐδ᾿ ἐν ὄχλῳ πρεσβύτην ὄντα ἀποδύεσθαι, ἀλλ᾿ ἀρκέσει μοι οἶκος ἑπτάκλινος, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ παιδὶ
ἤρκεσε τόδε τὸ οἴκημα ἐνιδρῶσαι, καὶ χειμῶνος μὲν ἐν στέγῃ γυμνάσομαι, ὅταν δὲ ἄγαν καῦμα ᾖ, ἐν σκιᾷ; ἢ τόδε γελᾶτε, εἰ μείζω τοῦ καιροῦ τὴν γαστέρα ἔχων μετριωτέραν βούλομαι ποιῆσαι αὐτήν; ἢ οὐκ ἴστε ὅτι ἔναγχος ἕωθεν Χαρμίδης οὑτοσὶ κατέλαβέ με ὀρχούμενον; Ναὶ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη ὁ Χαρμίδης· καὶ τὸ μέν γε πρῶτον ἐξεπλάγην καὶ ἔδεισα μὴ μαίνοιο· ἐπεὶ δέ σου ἤκουσα ὅμοια οἷς νῦν λέγεις, καὶ αὐτὸς ἐλθὼν οἴκαδε ὠρχούμην μὲν οὔ, οὐ γὰρ πώποτε τοῦτ᾿ ἔμαθον, ἐχειρονόμουν δέ· ταῦτα γὰρ ἠπιστάμην. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Φίλιππος, καὶ γὰρ οὖν οὕτω τὰ σκέλη τοῖς ὤμοις φαίνει ἰσοφόρα ἔχειν ὥστε δοκεῖς ἐμοί, κἂν εἰ τοῖς ἀγορανόμοις ἀφισταίης ὥσπερ ἄρτους τὰ κάτω πρὸς τὰ ἄνω, ἀζήμιος ἂν γενέσθαι. Καὶ ὁ Καλλίας εἶπεν· ᾿Ω Σώκρατες, ἐμὲ μὲν παρακάλει, ὅταν μέλλῃς μανθάνειν ὀρχεῖσθαι, ἵνα σοι ἀντιστοιχῶ τε καὶ συμμανθάνω. ῎Αγε δή, ἔφη ὁ Φίλιππος, καὶ ἐμοὶ αὐλησάτω, ἵνα καὶ ἐγὼ ὀρχήσωμαι. ᾿Επειδὴ δ᾿ ἀνέστη, διῆλθε μιμούμενος τήν τε τοῦ παιδὸς καὶ τὴν τῆς παιδὸς
ὄρχησιν. Καὶ πρῶτον μὲν ὅτι ἐπῄνεσαν ὡς ὁ παῖς σὺν
τοῖς
σχήμασιν
ἔτι
καλλίων
ἐφαίνετο,
ἀνταπέδειξεν ὅ τι κινοίη τοῦ σώματος ἅπαν τῆς φύσεως γελοιότερον· ὅτι δ᾿ ἡ παῖς εἰς τοὔπισθεν καμπτομένη τροχοὺς ἐμιμεῖτο, ἐκεῖνος ταὐτὰ εἰς τὸ ἔμπροσθεν ἐπικύπτων μιμεῖσθαι τροχοὺς ἐπειρᾶτο. Τέλος δ᾿ ὅτι τὸν παῖδ᾿ ἐπῄνουν ὡς ἐν τῇ ὀρχήσει ἅπαν τὸ σῶμα γυμνάζοι, κελεύσας τὴν αὐλητρίδα θάττονα ῥυθμὸν ἐπάγειν ἵει ἅμα πάντα καὶ σκέλη καὶ χεῖρας καὶ κεφαλήν. ᾿Επειδὴ δὲ ἀπειρήκει, κατακλινόμενος εἶπε· Τεκμήριον, ὦ ἄνδρες, ὅτι καλῶς γυμνάζει καὶ τὰ ἐμὰ ὀρχήματα. "᾿Εγὼ γοῦν διψῶ· καὶ ὁ παῖς ἐγχεάτω μοι τὴν μεγάλην φιάλην. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Καλλίας, καὶ ἡμῖν γε, ἐπεὶ καὶ ἡμεῖς διψῶμεν ἐπὶ σοὶ γελῶντες." ῾Ο δ᾿ αὖ Σωκράτης εἶπεν· ᾿Αλλὰ πίνειν μέν, ὦ ἄνδρες, καὶ ἐμοὶ πάνυ δοκεῖ· τῷ γὰρ ὄντι ὁ οἶνος ἄρδων τὰς ψυχὰς τὰς μὲν λύπας, ὥσπερ ὁ μανδραγόρας τοὺς ἀνθρώπους, κοιμίζει, τὰς δὲ φιλοφροσύνας, ὥσπερ ἔλαιον φλόγα, ἐγείρει. Δοκεῖ μέντοι μοι καὶ τὰ τῶν ἀνδρῶν σώματα ταὐτὰ
πάσχειν ἅπερ καὶ τὰ τῶν ἐν γῇ φυομένων. καὶ γὰρ ἐκεῖνα, ὅταν μὲν ὁ θεὸς αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ, οὐ
δύναται
ὀρθοῦσθαι
οὐδὲ
ταῖς
αὔραις
διαπνεῖσθαι· ὅταν δ᾿ ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ, καὶ μάλα ὀρθά τε αὔξεται καὶ θάλλοντα ἀφικνεῖται εἰς τὴν καρπογονίαν. Οὕτω δὲ καὶ ἡμεῖς ἂν μὲν ἁθρόον τὸ ποτὸν ἐγχεώμεθα, ταχὺ ἡμῖν καὶ τὰ σώματα καὶ αἱ γνῶμαι σφαλοῦνται, καὶ οὐδὲ ἀναπνεῖν, μὴ ὅτι λέγειν τι δυνησόμεθα· ἂν δὲ ἡμῖν οἱ παῖδες μικραῖς κύλιξι πυκνὰ ἐπιψακάζωσιν, ἵνα καὶ ἐγὼ ἐν Γοργιείοις ῥήμασιν εἴπω, οὕτως οὐ βιαζόμενοι μεθύειν ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀλλ᾿ ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα. ᾿Εδόκει μὲν δὴ ταῦτα πᾶσι· προσέθηκε δὲ ὁ Φίλιππος ὡς χρὴ τοὺς οἰνοχόους μιμεῖσθαι τοὺς ἀγαθοὺς ἁρματηλάτας, θᾶττον περιελαύνοντας τὰς κύλικας. Οἱ μὲν δὴ οἰνοχόοι οὕτως ἐποίουν.
ι όταν τους πήρανε τα τραπέζια και μετά τις
Κ
σπονδές
τραγουδήσανε
τον
παιάνα34,
έρχεται κοντά τους, για να τους διασκεδάσει, ένας άντρας από τις Συρακούσες35, που είχε
μαζύ του μια αυλήτριδα καλή και χορεύτρια36 από εκείνες που μπορούν να κάνουν θαυμαστές φιγούρες, αλλά και έναν παραγιό πολύ – πολύ όμορφο, που ήξερε να κιθαρίζει και να χορεύει πολύ ωραία37. Σ’ αυτά αφού έκανε επίδειξη και προξενούσε το θαυμασμό των άλλων, πληρωνόταν. Κι αφού η αυλήτριδα έπαιξε αυλό και το παιδί κιθάρα και τους φάνηκε καλό ότι αρκετά αυτοί οι δύο τούς γιόμισαν ψυχική ευφορία, ο Σωκράτης είπε: «Μα το Δία, Καλλία, η φιλοξενία σου είναι τέλεια. Γιατί όχι μόνο 34
Ο παιάνας των συμποσιαστών μετά το φαγητό και τις σπονδές θυμίζει χριστιανική προσευχή μετά την ολοκλήρωση ενός γεύματος ή δείπνου. Νύξη για τον παιάνα και για τις σπονδές στον Αγαθό Δαίμονα ή την Υγεία έχουμε και στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. Καθώς οι συμποσιαστές μέχρι την ώρα του παιάνα δεν έπιναν και έπειτα, αφού μαζεύονταν τα υπολείμματα του δείπνου απ’ τους υπηρέτες, θα ξεκινούσανε το πιοτό, εισερχόμαστε στο κυρίως μέρος του έργου του Ξενοφώντος. 35 Και ο Συρακούσιος «ιμπρεσάριος» (επαγγελματίας, που αναλαμβάνει την οργάνωση ψυχαγωγικών μουσικών ή χορευτικών εκδηλώσεων ή/ και συναυλιών), όπως και τα παιδιά που τον συνοδεύουν, για να ψυχαγωγήσουν τους συνδαιτυμόνες του παρόντος συμποσίου με ακροβατικά, χορό και μουσική, είναι φανταστικά πρόσωπα, «κυήματα», σαν το Φίλιππο, της φαντασίας του Ξενοφώντος. 36 Για τη σημασία του χορού, ο Λουκιανός (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει συγγράψει το διάλογο «Περί Ορχήσεως». Για τη σπουδαιότητα του χορού στην ψυχική λειτουργία των ανθρώπων, ο Β. Γκόλντσμιτ («Ο Πλατωνισμός και η σύγχρονη σκέψη», μετάφραση Γρ. Λιονή, Εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 63), σχολιάζοντας τις ιδέες του Πλάτωνος, σημειώνει και ότι «[…] Με τη γυμναστική και χορό η ψυχή κάνει το σώμα να μιμείται καλά ήθη και τους ωραίους χαρακτήρες που η ίδια πέτυχε μιμούμενη τις Ιδέες («Πολιτεία» Γ, 403 c και «Νόμοι» B, 655 d) […]». Ίσως και για το λόγο αυτό, παρακάτω θα ιδούμε την επιθυμία του Σωκράτη να διδαχτεί χορό. Τέλος, σ’ ό,τι αφορά τη γυναικεία, εξάλλου, παρουσία στα συμπόσια, τα οποία, επειδή συνήθως εκτρέπονταν σε ακολασίες, απαγορεύονταν στο Δωρικό κόσμο (βλ. Σπάρτη ή Κρήτη κ.α.), πρέπει, ενθυμούμενοι την εδώ παρουσία τόσων αντρών, να γράψουμε πως περιοριζόταν μονάχα σε υπηρέτριες – σερβιτόρες, σε χορεύτριες, σε ακροβάτριες και αυλήτριδες όπως στο παρόν συμπόσιο. 37 Στο Ελισαβετιανό θέατρο (16ος και 17ος αιώνας), έχουμε ηθοποιούς, που ήσαν ταυτόχρονα και χορευτές και, πολλές φορές ακόμη και οργανοπαίχτες. Το συμπόσιο, που παραθέτει στους καλεσμένους του ο Καλλίας, θα ήταν πλήρες. Θα περιείχε και «άρτον και θεάματα», δηλαδή θα τους τάιζε καλά και θα τους εύφραινε ψυχικά.
αψεγάδιαστο δείπνο μας προσέφερες, αλλά και θεάματα και ακούσματα πολύ ευχάριστα μας δίδεις38».Κι εκείνος απάντησε: «Κι αν μας έφερνε κάποιος αρώματα39, για να διασκεδάζουμε γιομάτοι ευχάριστες μυρουδιές40;» «Με κανέναν τρόπο», λέει ο Σωκράτης, «γιατί όπως τα ρούχα άλλα είναι ωραία για τις γυναίκες, άλλα για τους άντρες, έτσι και το άρωμα, άλλο ταιριάζει στον άντρα κι άλλο στη γυναίκα41. Πράγματι, κανείς άντρας δεν αλείφεται με αρώματα για το χατίρι κάποιου άλλου άντρα42. Αλλά κι οι γυναίκες και μάλιστα κείνες που τυχαίνουνε νιόπαντρες, όπως του Νικήρατου τούτου και του Κριτόβουλου, αφού κι οι ίδιες μοσκομυρίζουν, σε τι χρειάζονται τα μυρωδικά; Από το λάδι, όμως, των γυμναστικών ασκήσεων η
38
Ο Σωκράτης, για λογαριασμό των συνδαιτυμόνων, ευχαριστεί τον οικοδεσπότη Καλλία για τα σχέδια που έχει για την ψυχαγωγία και την τέρψη των συμποσιαστών. 39 Ένα εργαστήριο αρωμάτων και αλοιφών, με βασική ύλη το ελαιόλαδο, έκρυβε το Ανάκτορο του Νέστορα στην Πύλο, όπως μαρτυρούν οι πινακίδες με αποσπασματικές φράσεις στη Γραμμική Β' γραφή, που βρέθηκαν στα Αρχεία του παλατιού. Τα συμπεράσματα της έρευνας καταγράφονται από τον επικεφαλής της ομάδας, καθηγητή της ελληνικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι Τζακ Ντέιβις στο βιβλίο, «Πύλος η αμμουδερή» (εκδόσεις Παπαδήμα). 40 Στο περιοδικό FOCUS (τεύχος της 21 – 12 – 2005) διαβάζουμε σχετικά με την ιστορία των αρωμάτων ότι «[…]Η τέχνη του αρώματος ξεκίνησε από την Αίγυπτο και εξαπλώθηκε σύντομα σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Την εποχή κατά την οποία οι Αιγύπτιοι άλειφαν το σώμα τους με κανέλα και μέλι, οι Πέρσες βασιλείς φορούσαν αρωματισμένα στεφάνια από μύρο, γιασεμί, βιολέτες και κόκκινα τριαντάφυλλα. Στην Περσία αναπτύχθηκε η μέθοδος συντήρησης των λουλουδιών. Αφού αποξήραιναν τα τριαντάφυλλα, τοποθετούσαν τα πέταλά τους σε αεροστεγή βάζα για να τα ανοίξουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στην αρχαία Ελλάδα το άρωμα συνδέθηκε με τη θρησκεία. Πολλά κείμενα κάνουν λόγο για την ευωδιά που άφηναν πίσω τους οι θεοί όταν εμφανίζονταν. Στην Οδύσσεια, ο Όμηρος αναφέρει την πρακτική της επάλειψης των νεκρών με αιθέρια έλαια. Στους γάμους, οι ακόλουθες της νύφης φορούσαν κορόνες φτιαγμένες από υάκινθους. Στην αρχαία Ρώμη μυρωδιές αναδίδονταν από κάθε ναό και σπίτι. Οι άντρες εφηύραν άλλωστε το ξύρισμα και το άφτερ σέιβ. Στα αρωματικά λουτρά βύθιζαν το σώμα τους σε ευωδιαστό νερό από αιθέρια έλαια. Μετά το ξύρισμα έκαναν μασάζ στο πρόσωπο με αρωματικές αλοιφές. Το άρωμα κατείχε εξέχουσα θέση και στο τραπέζι. Το γεύμα το σέρβιραν με τη συνοδεία αρωματισμένου νερού, για να ξεπλένουν τα χέρια τους. Άρωμα κερνούσαν επίσης στους καλεσμένους τους[…]». 41 Τα όμορφα ενδύματα και τα μυρωδάτα αρώματα ανά φύλο εξυπηρετούν διαφορετικούς σκοπούς, κυρίως, όμως, της σαγήνης των ετερόφυλων. 42 Έμμεση «καταδίκη» της ομοφυλοφιλίας και της αισχρής, κατά τους αρχαίους, συμπεριφοράς, που αυτή ωθεί τον άνθρωπο ως προς την «άγρα» ερωτικού συντρόφου!
μυρουδιά και παρούσα είναι πιο γλυκιά για τις γυναίκες παρά το άρωμα, ενώ απούσα είναι περισσότερο επιθυμητή. Γιατί όποιος αλείφεται με μυρωδικά, ή ελεύθερος ή δούλος, εξίσου ευωδιάζει. Αυτή, όμως, η μυρωδιά που προέρχεται από τους κόπους ελεύθερων ανθρώπων, αν πρόκειται να γενεί
ευχάριστη
και
άξια
ελεύθερου
ανθρώπου,
χρειάζεται, πρώτα – πρώτα, ενάρετες επαγγελματικές ενασχολήσεις και αρκετό χρονικό διάστημα43». Κι ο Λύκων44 είπε: «Αυτά, λοιπόν, ταιριάζουνε στους νέους, εμείς, όμως, που δεν γυμναζόμαστε άλλο πια από τι πρέπει να μοσκομυρίζουμε;45» Ο Σωκράτης του απαντά: «Από χρηστή και ενάρετη ψυχή46». «Κι από πού θα βρούμε τούτο το άρωμα;», τον ρωτά ο Λύκων. «Όχι, μα το Δία, από τους μυροπώλες!», αποκρίνεται ο Σωκράτης. «Αλλά τότε από ποιον;», ξαναρώτησε ο Λύκων.
43
Κατά το Σωκράτη, το άρωμα, που αναδίδεται από το κορμί των ελεύθερων ανθρώπων, είναι ανεκτίμητης αξίας εάν προέρχεται από τον ενάρετο πολύχρονο κόπο τους. 44 Λύκων: Πατέρας του Αυτόλυκου. Παρότι, όπως θα ιδούμε στο τέλος του παρόντος συμποσίου, εγκωμιάζει το Σωκράτη, το 399 π.Χ. ήταν ένας από τους κατηγόρους του. 45 Ο Λύκων θεωρεί ότι οι συνομήλικοί του, που είναι μεγάλοι σε ηλικία, δεν χρειάζονται τα αρώματα, σε αντίθεση με τη νέα γενιά, που αθλείται. 46 Ο Σωκράτης επωφελείται την ευκαιρία και κάνει μία πρώτη και μικρή νύξη στη σημασία της ενάρετης ψυχής.
«Ο Θέογνις47 είπε: “Οι καλοί καλά πράγματα θα σε διδάξουν. Εάν με κακόψυχους συναναστρέφεσαι, και το μυαλό που έχεις θα χάσεις48!”», του λέει ο Σωκράτης. Κι ο Λύκων είπε στο παιδί του: «Τ’ ακούς αυτά, γιόκα μου;» «Ναι, μα το Δία, και τα εφαρμόζει», πετάχτηκε να πει ο Σωκράτης. «Γιατί όταν αποφάσισε να νικήσει στο παγκράτιο, μαζύ σου49 το σκέφτηκε, [ ποιος φάνηκε πως θα ήταν ο καλύτερος γυμναστής γι’ αυτόν και τον διάλεξε και τώρα πάλι, εάν επιθυμεί να ξεχωρίζει στην αρετή] ποιος θα του φαινόταν ο πιο ικανός στο να κάνει κάποιον σ’ αυτό επιδέξιο, ώστε αυτόν να συναναστρέφεται50».
47
Θέογνις: Ελεγειακός ποιητής απ’ τα Μέγαρα. Ήκμασε κατά το 2ο μισό του 6ου αιώνα π.Χ. και το μεγαλύτερο μέρος του σωσμένου έργου του απευθύνεται στο στενό του φίλο, Κύρνο. Το έργο του Θέογνη στρέφεται κατά των δημοκρατικών, εφόσον, στις εμφύλιες διαμάχες των Μεγαρέων, αυτός συντάχθηκε με τους αριστοκράτες και αφού δημεύτηκε το βιος του, εξορίστηκε, επιστρέφοντας προς το τέλος της ζωής του, τα χρόνια των περσικών πολέμων (αρχές 5ου αιώνα), φτωχός στην πατρίδα του. Παρ’ όλ’ αυτά, προσπαθεί, με τους στίχους του, να μεταδώσει στον Κύρνο τις βασικές αρχές της αριστοκρατικής αγωγής, τη θεοσέβεια, τη δικαιοσύνη, το σεβασμό προς τους γονείς, τη μετριοφροσύνη, τη μη βία, τον έρωτα, τις χαρές της νιότης και τις ομορφιές της ζωής. 48 Ας συγκρίνουμε με τα λόγια του Θέογνη δύο γνωστές νεοελληνικές παροιμίες, «Μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις» και «Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες». Την ίδια ιδέα, που φέρεται να ‘χει και ο Σόλων, συναντούμε και στα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος (Βιβλίο Α, Κεφάλαιο 2, 20). 49 Η γονική συμβουλή, την οποία θεωρεί πολύτιμη, στο σημείο αυτό, ο Σωκράτης, είναι αυτή που «βοήθησε» τον Αυτόλυκο να ξεχωρίσει τον κατάλληλο γυμναστή. Αν ο Σωκράτης, όπως τον κατηγόρησαν αργότερα, διέφθειρε τη νεολαία και την έστρεφε κατά των μεγαλυτέρων, σ’ αυτό εδώ το σημείο δεν θα υπερασπιζόταν την ωφέλεια των πατρικών συμβουλών. Σχετικά με τη στάση του έναντι των νέων και των γονέων τους δες Ξενοφώντος «Απομνημονεύματα» (Βιβλίο Α, Κεφάλαιο 2). Επίσης, η σημασία των γονικών συμβουλών για την προκοπή των παιδιών είναι, ανέκαθεν, γνωστή, όπως φαίνεται και στα Ομηρικά Έπη (δες στη ραψωδία Ρ της «Ιλιάδας» έχουμε τη Θέτιδα με το μοναχογιό της, Αχιλλέα κ.α.), στο έργο του Ξενοφώντος («Απομνημονεύματα», Βιβλίο Β, Κεφάλαιο 2), στην αττική τραγωδία (βλ. στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή πώς ο Κρέων συμβουλεύει το γιο του, Αίμονα) και κωμωδία (βλ. «Νεφέλες» Αριστοφάνους) και στα Δημοτικά Τραγούδια και στις λαϊκές παροιμίες («Ευχή γονέων αγόραζε και στα βουνά περπάτα» π.χ.). 50 Στον «Αρεοπαγιτικό» του Ισοκράτους, παρατηρούμε ότι οι παλιοί Αθηναίοι «[…] φρόντιζαν λοιπόν για όλους τους πολίτες και ιδιαίτερα για τους νεότερους, γιατί έβλεπαν τούτους να δημιουργούν φασαρίες και να είναι γεμάτοι επιθυμίες, και να χρειάζονται οι ψυχές τους να τιθασευτούν με τη φροντίδα σωστών ασχολιών και με τους κόπους που δίνουν ευχαρίστηση[…]».
Σ’ αυτό το σημείο πολλοί μίλησαν. Και κάποιος απ’ αυτούς ρώτησε πού θα βρει δάσκαλο γι’ αυτό το πράγμα. Ένας άλλος είπε πως αυτό δεν είναι καν διδακτό, μα κάποιος ισχυρίστηκε ότι τούτο, πιο πολύ παρά οτιδήποτε άλλο, μπορεί να διδαχτεί51. Κι ο Σωκράτης πρότεινε τότε: «Επειδή υπάρχουν αμφιβολίες γι’ αυτό εδώ, ας το αφήσουμε για άλλη ώρα. Τώρα, να τελειώσουμε όσα έχουμε μπροστά μας52. Γιατί εγώ, τουλάχιστον, βλέπω τη χορεύτρια να ‘χει σηκωθεί και κάποιον να της προσφέρει τροχούς». Έτσι, λοιπόν, μια άλλη, αφενός, της τραγουδούσε, κάποιος άλλος, αφετέρου, στεκόταν κοντά στη χορεύτρια και της έδινε έναν – έναν τους τροχούς έως και δώδεκα. Κι εκείνη, παίρνοντάς τους, χόρευε συνάμα και τους πετούσε προς τα επάνω με περιστροφική κίνηση σε ύψος που υπολόγιζε που να μπορούσε να τους πιάνει πάλι κανονικά. Κι ο Σωκράτης ξεκίνησε να λέει: «Άντρες, αρκετά πράγματα στη ζωή, και άλλα, μα και όσα κάνει τούτη η κοπέλα αποδείχνουν ότι η γυναικεία φύση δεν είναι σε
51
Τέθηκε, δίχως, όμως, ο συγγραφέας, εδώ, να μας παραθέσει λεπτομέρειες, ξανά το ζήτημα περί του διδακτού της αρετής της ανθρώπινης ψυχής, μ’ άλλα λόγια εάν μπορεί ν’ αποκτηθεί από τον άνθρωπο με τη διδασκαλία στη διάρκεια της ζωής του ή εάν είναι έμφυτο («αυτοδίδακτο»;) χάρισμα. Η συζήτηση του Σωκράτη με τους μαθητές του και όσους τον περιτριγύριζαν θυμίζει τις ερωτήσεις των Φαρισαίων, των νομικών και των μαθητών του Ιησού, οι οποίες, σύμφωνα με χωρία της Καινής Διαθήκης, έδιναν αφορμές στο Χριστό να κηρύξει το λόγο του. 52 Ο Σωκράτης προτείνει να μην ασχολούνται άλλο με σοβαρά φιλοσοφικά θέματα, που – κατά τη γνώμη μας – θα «βάρυναν» το εύθυμο κλίμα ενός συμποσίου. Προτιμά να παρακολουθήσουν οι συνδαιτυμόνες τα θεάματα, που ‘χουν ετοιμάσει οι μετακλημένοι καλλιτέχνες.
καμία περίπτωση χειρότερη από την αντρική53, μονάχα ότι χρειάζεται γνώμη και δύναμη, ώστε αν κάποιος από εσάς έχει γυναίκα, με θάρρος να τη διδάξει ό,τι θα ήθελε αυτή να μάθει και να χρησιμοποιεί». Κι ο Αντισθένης είπε: «Πώς, λοιπόν, Σωκράτη, αν και το ξέρεις καλά, εσύ δεν εκπαιδεύεις την Ξανθίππη54, αλλά έχεις κι από τις τωρινές γυναίκες την πιο ανοικονόμητη και, κατά τη γνώμη μου, απ’ όσες έχουν γεννηθεί μέχρι σήμερα και από τις κατοπινές;» «Γιατί, του αποκρίθηκε ο Σωκράτης, βλέπω πως όσοι θέλουν να γίνουν καλοί ιππείς παίρνουν όχι τα πιο υπάκουα άλογα, αλλά τα ξαγριεμένα. Νομίζουν, δηλαδή, πως εάν καταφέρουν να τιθασέψουν εκείνα, εύκολα θα μεταχειρίζονται και τα άλλα άλογα55. Γι’ αυτό, επειδή θέλω να κάνω παρέα και να κουβεντιάζω με ανθρώπους, την έχω, γνωρίζοντας άριστα ότι, εάν την ανέχομαι, εύκολα θα συναναστρέφομαι με τους υπόλοιπους ανθρώπους». 53
Στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή ο Κρέων, όταν απευθύνεται στην Αντιγόνη, εκφράζεται υποτιμητικά για τις γυναίκες, ενώ ο Αριστοφάνης, στις κωμωδίες του, τους δίνει πιο ενεργό ρόλο στην καθημερινή ζωή, ακόμη και στην πολιτική (βλ. «Λυσιστράτη», «Εκκλησιάζουσες»). 54 Η Ξανθίππη ήταν μια από τις συζύγους του Σωκράτη, η οποία μπορεί να του χάρισε τρεις γιους (Λαμπροκλή, Σωφρονίσκο, Μενέξενο), αλλά φημιζόταν για το δύστροπο χαρακτήρα της (βλ. Αιλιανού, «Ποικίλη Ιστορία», Πλουτάρχου, «Ηθικά» και Διογένη Λαέρτιου, «Βίοι Φιλοσόφων»). Η άλλη σύζυγος του Σωκράτη ήταν η Μυρτώ, η κόρη του πολιτικού και στρατηγού των Αθηνών τα χρόνια των περσικών πολέμων (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.), Αριστείδη του Δικαίου. 55 Και ο Σωκράτης της κλασικής Αθήνας και ο Χριστός αργότερα, αλλά και όλοι οι μεγάλοι Δάσκαλοι του ανθρώπινου γένους αρέσκονταν να διδάσκουν, μιλώντας με αλληγορίες και παραβολές. Έτσι, εδώ ο Σωκράτης αναφέρεται στα ανυπάκουα άλογα και τα συγκρίνει με τους ατίθασους ανθρώπινους χαρακτήρες. Εξάλλου, είναι γνωστό πως ο Ξενοφών έχει συγγράψει και δύο χρησιμότατες πραγματείες για όσους ασχολούνται με τα άλογα, τόσο το «Περί Ιππικής» (: συμβουλές και οδηγίες για τους ιππείς), όσο και τον «Ιππαρχικό» (: ποιες γνώσεις πρέπει να έχει ο αρχηγός του ιππικού), ενώ έχει αφιερώσει και το κεφάλαιο 3 του 3ου βιβλίου των «Απομνημονευμάτων» του στην ιππική και περί ιππάρχων. Ο Π. Λαφάργκ, εξάλλου, στο «Δικαίωμα στην τεμπελιά» συγκρίνει όσους εργάζονται και τους αργόσχολους με άλογα.
Και αυτή η συζήτηση ολοφάνερα αποδεικνυόταν ωφέλιμη. Όταν ολοκληρώθηκε, έφεραν έναν κύκλο γεμάτο με πολλά ορθά σπαθιά. Ανάμεσα σ’ αυτά και επάνω τους η χορεύτρια έκανε τούμπες με τη βοήθεια των χεριών της, ώστε αυτοί που την έβλεπαν, αφενός, να φοβούνται μήπως τύχει να πάθει κάτι και η ίδια, αφετέρου, να κάνει, θαρραλέα και μ’ ασφάλεια, ό,τι έκανε. Κι ο Σωκράτης, προκαλώντας τον Αντισθένη σε συζήτηση, του λέει: «Αλήθεια, νομίζω ότι οι θεατές των πράξεων αυτών δεν θα μπορέσουν να έχουν αντίρρηση πλέον ότι δεν είναι κι η αντρεία πράγμα που διδάσκεται, αφού αυτή εδώ, αν και είναι γυναίκα, με τόσο μεγάλη τόλμη χύθηκε επάνω στα ξίφη56». Κι ο Αντισθένης είπε: «Άραγε δεν θα ήταν το καλύτερο γι’ αυτόν τον άντρα από τις Συρακούσες, αφού δείξει τη χορεύτρια στους πολίτες, να πει ότι, εάν τον πληρώσουνε οι Αθηναίοι, θα γέμιζε όλους τους κατοίκους της Αθήνας τόλμη να εφορμούν προς τις εχθρικές λόγχες;57»
56
Ο Σωκράτης θέτει το ζήτημα εάν η αντρεία είναι διδακτή, εφόσον, όπως λέει εδώ υποτιμητικά, και μια γυναίκα μπορεί, αφού τη δασκαλευτεί, να την επιδεικνύει. 57 Ο πελοποννησιακός πόλεμος συνεχίζεται (το παρόν συμπόσιο διεξάγεται γύρω στο 422 ή 421 π.Χ.) και οι Αθηναίοι, έχοντας, μέχρι τότε, χάσει πολλούς στα πεδία των μαχών και στις πολεμικές επιχειρήσεις, εμφανίζονται, στο σημείο αυτό, δειλοί μπροστά στην εκπλήρωση των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων, να ορθώσουν το ανάστημά τους κατά των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους. Αυτή η δειλία έρχεται σ’ αντίθεση μ’ όσα γράφει ο Θουκυδίδης, ο Αθηναίος ιστοριογράφος, που εγκωμιάζει το θάρρος των συμπατριωτών του όταν πολεμούν (βλ. «Θουκυδίδη Ιστορία», βιβλίο Β, κεφάλαιο 42).
Ο Φίλιππος, τότε, πρότεινε: «Για το όνομα του Δία, ναι! Εγώ, λοιπόν, με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θα μπορούσα να ιδώ τον Πείσανδρο το δημαγωγό58 να μαθαίνει να κάνει τούμπες επάνω σε μαχαίρια, ο οποίος τωραδά, επειδή τάχα δεν μπορεί να βλέπει λόγχες να στρέφονται εναντίον του, δεν θέλει να παίρνει μέρος σε πολεμικές εκστρατείες». Μόλις την κουβέντα τους αυτοί τέλεψαν, ο νεαρός χόρεψε,
μα
ο
Σωκράτης
ρωτά:
«Προσέξατε
πόσο
ομορφότερος μοιάζει ο νεαρούλης όταν κινιέται, παρά όταν παραμένει ακίνητος;» Ο Χαρμίδης, αμέσως, σχολίασε: «Δεν θέλει ρώτημα πως παινεύεις το δάσκαλο του χορού!59» «Ναι, μα το Δία», απάντησε ο Σωκράτης, « και κάτι άλλο αντιλήφθηκα, ότι, δηλαδή, κανένα μέλος του σώματός του, κατά τη διάρκεια του χορού, δεν έμενε ακίνητο, αλλά ταυτόχρονα και ο τράχηλος και τα πόδια και τα χέρια του γυμναζόντουσαν, όπως ακριβώς πρέπει να 58
Ο Πείσανδρος (βλ. Θουκυδίδη «Ιστορία», Βιβλίο Η) πρωταγωνίστησε στην πολιτική σκηνή της Αθήνας μετά το 412 π.Χ. ως φανατικός οπαδός της κατάλυσης του δημοκρατικού πολιτεύματος και προσπάθησε να παραπλανήσει τους συμπατριώτες του, αλλά εδώ, μια δεκαετία νωρίτερα (422 ή 421 π.Χ.), αποφεύγει, λόγω δειλίας, να τεθεί επικεφαλής του αθηναϊκού στρατού. Το σκώμμα του Φίλιππου του γελωτοποιού σε βάρος του δημαγωγού θυμίζει Αριστοφανική κωμωδία εις βάρος των λαοπλάνων των χρόνων του πολέμου («Ιππείς»). 59 Ο Χαρμίδης παρατηρεί ότι ο Σωκράτης δεν κρύβει το θαυμασμό του για το έργο του χοροδιδασκάλου. Ίσως, επειδή έτσι νιώθει και αυτός. Πράγματι, ο Σωκράτης εγκωμιάζει το χορό, όχι μόνον επειδή, κατ’ αυτόν τον τρόπο, φαίνεται ομορφότερος ο νεαρός χορευτής, αλλά, κυρίως, νομίζω, διότι, με τις συνεχείς κινήσεις του χορού, κάποιος άνθρωπος θα μπορούσε να κρατά σε διαρκή εγρήγορση το σώμα και το πνεύμα του. Στις παραγράφους π’ ακολουθούν, ο Σωκράτης θα δικαιολογήσει την αγάπη του για το χορό, λέγοντας ότι έτσι εξασφαλίζει υγεία και ισορροπημένα μέλη του σώματος, αλλά και ότι δεν χρειάζεται να «εκτεθεί σε δημόσια θέα» όπως όσοι γυμνάζονται στα γυμναστήρια.
χορεύει όποιος σκοπεύει να έχει υγιέστατο σώμα60. Κι εγώ, λοιπόν, άντρα Συρακούσιε, με μεγάλη χαρά θα μάθαινα τις φιγούρες του χορού από εσένα!» «Και τι θα σου χρησιμέψουν;», τον ρώτησε εκείνος. «Για να χορεύω, μα το Δία», απάντησε ο Σωκράτης. Τότε, ξέσπασαν όλοι σε γέλια. Μα ο Σωκράτης, σοβαρεύοντας αρκετά την έκφραση του προσώπου του, είπε: «Γελάτε εις βάρος μου; Ποιο από τα δύο επισύρει τα γέλια σας, το ότι θέλω να γυμναστώ περισσότερο και να είμαι υγιής παρά με μεγαλύτερη χαρά να τρώγω και να κοιμάμαι61 ή το ότι επιθυμώ τέτοιες γυμναστικές ασκήσεις, ώστε μήτε, όπως συμβαίνει στους αθλητές του δολίχου62, τα πόδια μου να παχαίνουν και οι ώμοι να αδυνατίζουνε, μήτε, όπως συμβαίνει με τους πυγμάχους, τους ώμους μου να ‘χω παχιούς και αδύνατα τα πόδια, αλλά ασκούμενος με όλο 60
Η αρμονική ταυτόχρονη κίνηση όλων των μελών του ανθρωπίνου σώματος το διατηρεί σε υγεία – ευεξία. 61 Έμμεση «μπηχτή» σ’ όσους «παρασιτούν», ενδιαφερόμενοι μόνον για το φαγητό και τον ύπνο τους, χωρίς να δουλέψουν. Ο Σωκράτης τάσσεται, αλλαχού στον Ξενοφώντα («Απομνημονεύματα», βιβλίο Γ, κεφάλαιο 12), υπέρ της εκγύμνασης του σώματος, λόγω των πολλαπλών ωφελειών της. Τούτο θυμίζει και τις συμβουλές που δίνει στο Δημόνικο ο Ισοκράτης (δες «Προς Δημόνικο», 14). Επιστημονικές έρευνες, εξάλλου, δείχνουν ότι η συστηματική, έστω και ήπια, σωματική άσκηση μειώνει έως και 40% τον κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας ή νόσου του Αλτσχάιμερ στους ηλικιωμένους. Μάλιστα όσο πιο αδύναμος είναι κανείς, τόσο περισσότερο ωφελείται ο εγκέφαλός του από τη γυμναστική. Όπως δημοσίευσε (Ιανουάριος 2006) το επιστημονικό περιοδικό New Scientist, οι ερευνητές του Group Health Cooperative στο Σιάτλ των Η.Π.Α. παρακολούθησαν για διάστημα έξι ετών 1.740 άτομα άνω των 65, από τους οποίους κανείς δεν παρουσίαζε ενδείξεις άνοιας στην αρχή της μελέτης. Ο βιολογικός μηχανισμός του φαινόμενου παραμένει άγνωστος, οι ερευνητές ωστόσο εικάζουν ότι η άσκηση προφυλάγει τα αγγεία του εγκεφάλου και αποτρέπει τα μικρά ισχαιμικά επεισόδια. Η έρευνα δείχνει σαφώς ότι η σωματική άσκηση και ο κίνδυνος άνοιας σχετίζονται, ωστόσο από μόνη της δεν αρκεί για να αποδείξει ότι υπάρχει αιτιολογική σχέση, ότι δηλαδή η γυμναστική προφυλάγει άμεσα στον εγκέφαλο. Μια άλλη εξήγηση, για παράδειγμα, είναι ότι τα άτομα που παραμένουν δραστήρια και γυμνάζονται είναι και πιο κοινωνικά, και αυτό που τους προφυλάγει είναι η κοινωνικότητά τους, και όχι η ίδια η άσκηση. 62 Δόλιχος: αγώνας δρόμου μεγάλων αποστάσεων κατά την αρχαιότητα, πιθανότατα 24 σταδίων (δηλαδή 4.400 περίπου μέτρων).
μου το κορμί, να το κάνω όλο ισορροπημένο; Ή γελάτε, επειδή συμβαίνει κάτι άλλο, το ότι, δηλαδή, δεν πρέπει να γυρέψω σύντροφο στις γυμναστικές ασκήσεις63, ούτε να ξεγυμνώνομαι μπροστά σε πλήθος αφού είμαι γέρος64, αλλά πρέπει να μου αρκεί ένα δωμάτιο με εφτά κρεβάτια, όπως ακριβώς και τωραδά ήταν αρκετό γι’ αυτόν εδώ το νεαρό τούτο, δηλαδή το να ιδρώσει το σπίτι με τις ασκήσεις του, και το χειμώνα να γυμνάζομαι κάτω από στέγαστρο και όταν καίει ο ήλιος, σε σκιά;
Ή μήπως γελάτε για
τούτο, ότι δηλαδή την πολύ μεγάλη, λόγω της παρέλευσης των χρόνων, κοιλιά μου θέλω να … περιορίσω; Ή δεν γνωρίζετε ότι, πριν από λίγο, ο Χαρμίδης αυτός εδώ μ’ “έπιασε στα πράσα” να χορεύω από την ώρα που ξημέρωνε65;» «Φυσικά, μα το Δία», είπε ο Χαρμίδης, «κι αρχικά έμεινα έκπληκτος και φοβήθηκα μήπως έχεις τρελαθεί. Όταν, όμως, σ’ άκουσα να μιλάς όπως και τώρα, όταν επέστρεψα στο σπίτι μου, μπορεί να μη χόρευα, διότι δεν έχω ποτέ μέχρι σήμερα διδαχτεί τούτο66, αλλά με τα χέρια γυμναζόμουνα, γιατί αυτό ήξερα.» 63
Σε γυμναστήριο (παλαίστρα) λαβαίνει χώρα ένας γνωστός διάλογος του Πλάτωνος, ο «Λύσις», που πραγματεύεται το θέμα της φιλίας. 64 Τα χρόνια που υποτίθεται ότι λαβαίνει χώρα το «Συμπόσιο» του Ξενοφώντος (422 ή 421 π.Χ.), ο Σωκράτης είναι 48 το πολύ – πολύ ετών, μεσήλικας σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής του και όχι υπέργηρος! 65 Η ημέρα του Σωκράτη ξεκινούσε πολύ νωρίς, αφού, καθώς φαίνεται, είχε υπόψη του τους στίχους του Σόλωνος, «Οι δάσκαλοι τα σχολειά ν’ ανοίγουν, ευθύς μόλις ο ήλιος ανατείλει»! 66 Ο Χαρμίδης δέχεται ότι η τέχνη του χορού διδάσκεται, όχι, όμως, και η γυμναστική, με την οποία ο καθένας μπορεί άνευ διδασκάλου και μόνος του, ανά πάσα στιγμή και οπουδήποτε, ν’ ασχοληθεί,
«Μα το Δία», είπε ο Φίλιππος, «πράγματι, είναι ολοφάνερο πως έχεις σε κανονική αναλογία πόδια και ώμους, ώστε νομίζω πως δεν θα ‘χανες καθόλου, εάν, όπως οι αγορανόμοι τους άρτους, ζύγιζες τα κάτω σου μέλη προς τα επάνω67.» Ο δε Καλλίας, εκείνη τη στιγμή, λέει: «Σωκράτη, προσκάλεσέ με να σταθώ απέναντί σου και να είμαι συμμαθητής σου, όταν πρόκειται να ξεκινήσεις μαθήματα χορού68». Κι ο Φίλιππος, τότε, φώναξε: «Εμπρός, ας παίξει κάποιος τον αυλό για το χατίρι μου κι εγώ θα χορέψω». Κι αφού σηκώθηκε, προχώρησε στη μέση, προσπαθώντας το χορό να μιμηθεί και του νεαρού και της κοπέλας. Και αρχικά, επειδή είχανε εγκωμιάσει το νεαρό πως φαινόταν πολύ πιο όμορφος με τις φιγούρες, εκείνος με τη σειρά του καθετί που κινούσε από το κορμί του το έκανε να φαίνεται πιο γελοίο69 από τη φύση του. Κι επειδή η κοπέλα λύγιζε το σώμα της προς τα πίσω, για να μιμηθεί τους τροχούς, κι εκείνος σκύβοντας προς τα εμπρός, προσπαθούσε να
αφού, όπως διαβάζουμε, γυρνώντας στο σπίτι του, δεν ήξερε να χορέψει, αλλά προσπάθησε να γυμναστεί. 67 Ο Φίλιππος, για να κάνει πιο παραστατική την εικόνα του Χαρμίδη, χρησιμοποιεί μιαν παρομοίωση αντλημένη από την καθημερινή ζωή της Αγοράς. Για το ρόλο των Αγορανόμων στην αρχαία Αθήνα, δες Αριστοτέλους, «Αθηναίων Πολιτεία». 68 Ο Καλλίας προσφέρεται ν’ ακολουθήσει το Σωκράτη, όταν αποφασίσει να πάει στο χοροδιδάσκαλο. Όχι για το «θεαθήναι», αλλά γιατί έχει επηρεαστεί από τα λόγια του φιλοσόφου. 69 Ο σκοπός του Φιλίππου, όταν σηκώθηκε να χορέψει, δεν ήταν να γυμνάσει το κορμί του ή να τραβήξει τα βλέμματα των συμποσιαστών, αλλά να τους κάνει να γελάσουν, με βαθύτερό του κίνητρο, όπως έχει αναφερθεί παραπάνω, μιαν καλή αμοιβή!
μιμηθεί τους τροχούς. Τέλος, επειδή παίνευαν το νεαρό ότι, με το χορό, εκγύμναζε όλο του το σώμα, ο Φίλιππος, αφού πρόσταξε την αυλήτριδα να παίξει με γρηγορότερο ρυθμό, κινούσε ταυτοχρόνως καθετί, και πόδια και χέρια και κεφάλι. Κι
όταν
κουράστηκε,
ξαπλώνοντας
σ’
ένα
ανάκλιντρο, είπε: «Άντρες, κι οι δικοί μου χοροί αποτελούν απόδειξη ότι καλά διδάσκει τη γυμναστική. Εγώ, όμως, δίψασα κι ο δούλος ας μου ρίξει στο μεγάλο ποτήρι70». «Βέβαια», λέει ο Καλλίας, «αλλά και σε μας να ρίξει, αφού γελώντας με τα καμώματά σου71, κι εμείς διψάσαμε!» Ο Σωκράτης, πάλι, είπε: «Κι εμένα η ιδέα να πιούμε, άντρες, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο. Γιατί το κρασί72, αλήθεια,
ποτίζει
μανδραγόρας73,
τις
τους
ψυχές
και
ανθρώπους,
τούτο, τις
λύπες
όπως
ο
αφενός
αποκοιμίζει, την ευθυμία της ψυχής αφετέρου, όπως το λάδι τη φλόγα74, ξεσηκώνει75. Μου φαίνεται, λοιπόν, πως
70
Ασημένιο ή χρυσαφένιο μεγάλο ποτήρι για οινοποσία συνηθίζεται ως πολύτιμο δώρο εις ένδειξη φιλίας στην επική εποχή (βλ. Ηρόδοτος και Ομήρου «Ιλιάδα»). Και στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος χρησιμοποιούνται μεγάλα ποτήρια απ’ τους συμποσιαστές. Στην «Γένεσι» της Παλαιάς Διαθήκης (Κεφάλαιο ΜΔ, 1 – 17), διαβάζουμε την ιστορία του Ιωσήφ και του αδελφού του, Βενιαμίν, με το αργυρό ποτήρι, που, όταν υποτίθεται ότι του έκλεψε ο μικρός, στάθηκε αφορμή να φανερωθεί, λίγο αργότερα, στους αδελφούς του ο Ιωσήφ. 71 Ο λόγος του Καλλία μαρτυρεί ότι ο Φίλιππος κατάφερε να κάνει τους συνδαιτυμόνες του συμποσίου να γελάσουν με τα χορευτικά του «σκέρτσα» και να δικαιολογήσει έτσι την έμμισθη συμμετοχή του σ’ αυτό. 72 Για το κρασί στη ζωή των αρχαίων Ελλήνων αφιερώνει και ο Αθήναιος μέρος των «Δειπνοσοφιστών» (Α 25 f – 27 d, 28 d – 34 a και Β 35 a – 41a ). 73 Μανδραγόρας: φυτό με θεραπευτικές και ναρκωτικές ιδιότητες. Ανήκει στα φυτά – σύμβολα της θεάς Άρτεμης και στα εβραϊκά το όνομά του σήμαινε: «φίλτρα έρωτα». 74 Το παράδειγμα με το λάδι, που ενισχύει τη φλόγα της φωτιάς, θα το αναφέρει ξανά στα επόμενα κεφάλαια ο Σωκράτης.
τα σώματα των ανθρώπων έχουν τα ίδια παθήματα με τα γεννήματα της γης76. Πράγματι, εκείνα, όταν ο θεός τα ποτίζει υπερβολικά, δεν μπορούν ούτε όρθια να σηκωθούν, ούτε με την αύρα να δροσίζονται. Όσες φορές, όμως, πίνουνε όσο τους αρέσει, και πολύ ορθά αναπτύσσονται κι ως την καρποφορία φτάνουνε ζωηρά. Έτσι κι εμείς, εάν πίνουμε άφθονο ποτό, γρήγορα σ’ εμάς και το σώμα κι ο νους θα καταστραφούν και δεν θα ‘μαστε σε θέση όχι μόνο να λέμε τίποτα, αλλά ούτε και ν’ αναπνέουμε. Εάν, όμως, οι υπηρέτες με μικρά ποτήρια συχνά μας δροσίζουνε, για να μιλήσω κι εγώ όπως ο Γοργίας, έτσι, χωρίς να
75
Ο Σωκράτης, στο σημείο αυτό, αναγνωρίζει τη χρησιμότητα του κρασιού στον ανθρώπινο οργανισμό. Παρακάτω, θα δείξει στους συνομιλητές του και τις αρνητικές συνέπειες για τον άνθρωπο της οινοποσίας. Πρώτο σημείο, που πρέπει να επισημανθεί, είναι ξανά η χρήση παρομοίωσης αντλημένης από τη φύση, δηλαδή συγκρίνοντας ο Σωκράτης τον ανθρώπινο οργανισμό με τα φυτά (: γεννήματα της γης), μας θύμισε τον Όμηρο, ο οποίος προσφεύγει σε τέτοιου είδους παρομοιώσεις και στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια», για να «ζωντανέψει» την αφήγησή του και να κάνει όσα θέλει να πει πιο οικεία και κατανοητά στο ακροατήριο. Για τη θετική και την αρνητική σημασία του κρασιού στην ανθρώπινη ζωή, σ’ ό,τι αφορά τις γνώμες των αρχαίων Ελλήνων, έχουμε να επισημάνουμε ότι ο Σιμωνίδης ο Κείος (556 – 468 π.Χ.) υποστηρίζει ότι η μέθη γέννησε την τέχνη του θεάτρου, καθώς ο πρώτος ηθοποιός ο Θέσπις (6ος αιώνας π.Χ.) από την Ικαρία της Αττικής ερμήνευσε το πρώτο του έργο σε κατάσταση μέθης την εποχή του τρύγου σε γιορτή του θεού Διονύσου. Ο Αθηναίος φιλόσοφος και ιστοριογράφος Φιλόχορος (340 – 270 π.Χ.) σημειώνει ότι η οινοποσία δεν αποκαλύπτει μόνο το ποιόν του πότη, αλλά, επειδή κάνει τους ανθρώπους ελευθερόστομους, τους ωθεί να αποκαλύψουν και τι πραγματικά σκέπτονται για τους άλλους! Ο φιλόσοφος και ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης (4ος αιώνας π.Χ.), στον «Προς Δημόνικο» λόγο του (32), συγκρίνει τους μεθυσμένους με ακυβέρνητα αμάξια που παρεκκλίνουν της πορείας τους έως ότου καταστραφούν. Ο κωμωδιογράφος της Μέσης Κωμωδίας (4ος – 3ος αιώνας π.Χ.) Άλεξις γράφει ότι όσοι πίνουν πολύ μετατρέπονται σε φιλολόγους, δίνοντας ως παράδειγμα έναν ποιητή της εποχής του, που, αν δεν είχε πιει, δεν μπορούσε να εκφράσει το ταλέντο του. Ο ίδιος ο μέγας τραγωδιογράφος των κλασικών χρόνων Σοφοκλής (496 – 406 π.Χ.) αναφέρει, σύμφωνα με τον Αθήναιο (συγγραφέας των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μας άφησε τους «Δειπνοσοφιστές»), ότι «η μέθη είναι φάρμακο κατά της δυστυχίας». 76 Ο Σωκράτης ξαναπροσφεύγει σε παρομοιώσεις, προκειμένου να παρουσιάσει τις ιδέες του στους συμποσιαστές. Κι η παρομοίωση τούτη είναι εύκολα αντιληπτή, γιατί είναι παρμένη από την καθημερινή ζωή και ενασχόληση των ανθρώπων με τη γεωργία.
βιαζόμαστε να μεθύσουμε77 από το κρασί, θα πετύχουμε την πιο απολαυστική διασκέδαση78». Όλοι, λοιπόν, συμφωνούσαν σ’ αυτά. Ο Φίλιππος μονάχα συμπλήρωσε πως οι οινοχόοι πρέπει να μιμούνται τους καλούς
αρματηλάτες79,
δηλαδή να
περιφέρουν
γρήγορα τα ποτήρια. Κι οι οινοχόοι έτσι και έκαναν.
77
Εδώ, πρέπει να σημειώσουμε και τη φράση του Ελληνοσκύθη σοφού Ανάχαρση (6ος αιώνα π.Χ.), «Δε θα μεθούσε, στ’ αλήθεια, κανένας, εάν έβλεπε τα καμώματα των μεθυσμένων». Η συγκεκριμένη φράση επιπλήττει όσα βλαβερά κάνουν, υπό την επήρεια του μεθυσιού, οι άνθρωποι. 78 Στους «Δειπνοσοφιστές», ο Αθήναιος επικαλείται το Μνησίθεο (γιατρός του 4ου – 3ου αι. π.Χ. απ’ την Αθήνα), ο οποίος είχε πει ότι οι ίδιοι οι θεοί επινόησαν τον οίνο για τους ανθρώπους ως μέγιστο αγαθό, αλλά μόνο για όσους τον μεταχειρίζονται σωστά και μετρημένα. Για όσους, όμως, πίνουν ανεξέλεγκτα και χωρίς μέτρο θα αποβεί επικίνδυνο. Νωρίτερα, και ο Αλικαρνασσέας επικός ποιητής της εποχής των Περσικών πολέμων και μητράδελφος του ιστορικού Ηροδότου, Πανύασις (αρχές 5ου αιώνα π.Χ.) επισημαίνει ότι το κρασί είναι το καλύτερο δώρο των θεών προς τον άνθρωπο, γιατί με αυτό ταιριάζουν όλα τα άσματα, οι χοροί και οι καλές φιλίες. «Αυτό διώχνει από τις καρδιές μας όλες τις στενοχώριες, όταν πίνεται με μέτρο. Μα αν το μέτρο υπερβείς, τότε πλέον θα σε βλάψει και κακό θα σε βρει». 79 Η φράση του Φίλιππου θα μπορούσε να συσχετιστεί με το γεγονός ότι το συμπόσιο του Καλλία γίνεται μετά το πέρας της ιπποδρομίας των Παναθηναίων. Η αρματοδρομία και οι παραλλαγές της ήταν από τα λαοφιλέστερα και θεαματικότερα αγωνίσματα των Ολυμπιάδων και των άλλων εορτών του αρχαιοελληνικού κόσμου (Πύθια, Ίσθμια, Νέμεα, Παναθήναια κ.α.), εφόσον έδινε την ευκαιρία για συναγωνισμό σ’ ό,τι αφορά τον πλούτο και την επίδειξη πολιτικής δύναμης. Πληροφορίες για τη χρήση άρματος μας παρέχουν, για τα μυκηναϊκά – μινωικά χρόνια, σε γραμμική Β’ γραφή, πινακίδες από Κνωσό και Πύλο, αλλά και, κατά τα ιστορικά χρόνια, παραστάσεις σε σφραγίδες, δαχτυλίδια, αγγεία, οικοσκευή, τοιχογραφίες και ζωγραφιστές σαρκοφάγους κ.α.. Στις αρματοδρομίες των αγώνων νικούσε όποιος αρματηλάτης (: ηνίοχος) τερμάτιζε πρώτος.
Βιβλίο Γ
᾿Εκ δὲ τούτου συνηρμοσμένῃ τῇ λύρᾳ πρὸς τὸν αὐλὸν ἐκιθάρισεν ὁ παῖς καὶ ᾖσεν. ἔνθα δὴ ἐπῄνεσαν μὲν ἅπαντες· ὁ δὲ Χαρμίδης καὶ εἶπεν· ᾿Αλλ᾿ ἐμοὶ μὲν δοκεῖ, ὦ ἄνδρες, ὥσπερ Σωκράτης ἔφη τὸν οἶνον, οὕτως καὶ αὕτη ἡ κρᾶσις τῶν τε παίδων τῆς ὥρας καὶ τῶν φθόγγων τὰς μὲν λύπας κοιμίζειν, τὴν δ᾿ ἀφροδίτην ἐγείρειν. ᾿Εκ τούτου δὲ πάλιν εἶπεν ὁ Σωκράτης· Οὗτοι μὲν δή, ὦ ἄνδρες, ἱκανοὶ τέρπειν ἡμᾶς φαίνονται· ἡμεῖς δὲ τούτων οἶδ᾿ ὅτι πολὺ βελτίονες οἰόμεθα εἶναι· οὐκ αἰσχρὸν οὖν εἰ μήδ᾿ ἐπιχειρήσομεν συνόντες ὠφελεῖν τι ἢ εὐφραίνειν ἀλλήλους; ᾿Εντεῦθεν εἶπαν πολλοί· Σὺ τοίνυν ἡμῖν ἐξηγοῦ ποίων
λόγων
ἁπτόμενοι
μάλιστ᾿
ἂν
ταῦτα
ποιοῖμεν. ᾿ Εγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη, ἥδιστ᾿ ἂν ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν. ἔφη γὰρ δήπου, εἰ συνδειπνοῖμεν, ἐπιδείξειν τὴν αὑτοῦ σοφίαν. Καὶ ἐπιδείξω γε, ἔφη, ἐὰν καὶ ὑμεῖς ἅπαντες εἰς μέσον
φέρητε ὅ τι ἕκαστος ἐπίστασθε ἀγαθόν. ᾿Αλλ᾿ οὐδείς σοι, ἔφη, ἀντιλέγει τὸ μὴ οὐ λέξειν ὅ τι ἕκαστος ἡγεῖται πλείστου ἄξιον ἐπίστασθαι. ᾿Εγὼ μὲν τοίνυν, ἔφη, λέγω ὑμῖν ἐφ᾿ ᾧ μέγιστον φρονῶ. ᾿Ανθρώπους γὰρ οἶμαι ἱκανὸς εἶναι βελτίους ποιεῖν. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης εἶπε· Πότερον τέχνην τινὰ βαναυσικὴν
ἢ
καλοκἀγαθίαν
διδάσκων;
Εἰ
καλοκἀγαθία ἐστὶν ἡ δικαιοσύνη. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ ᾿Αντισθένης, ἥ γε ἀναμφιλογωτάτη· ἐπεί τοι ἀνδρεία μὲν καὶ σοφία ἔστιν ὅτε βλαβερὰ καὶ φίλοις καὶ πόλει δοκεῖ εἶναι, ἡ δὲ δικαιοσύνη οὐδὲ καθ᾿ ἓν συμμίγνυται τῇ ἀδικίᾳ. ᾿Επειδὰν τοίνυν καὶ ὑμῶν ἕκαστος εἴπῃ ὅ τι ὠφέλιμον ἔχει, τότε κἀγὼ οὐ φθονήσω εἰπεῖν τὴν τέχνην δι᾿ ἧς τοῦτο ἀπεργάζομαι. ᾿Αλλὰ σὺ αὖ, ἔφη, λέγε, ὦ Νικήρατε, ἐπὶ ποίᾳ ἐπιστήμῃ μέγα φρονεῖς. Καὶ ὃς εἶπεν· ῾Ο πατὴρ ὁ ἐπιμελούμενος ὅπως ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοίμην ἠνάγκασέ με πάντα τὰ ῾Ομήρου ἔπη μαθεῖν· καὶ νῦν δυναίμην ἂν ᾿Ιλιάδα ὅλην καὶ ᾿Οδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν.
᾿Εκεῖνο δ᾿, ἔφη ὁ ᾿Αντισθένης, λέληθέ σε, ὅτι καὶ οἱ ῥαψῳδοὶ πάντες ἐπίστανται ταῦτα τὰ ἔπη; Καὶ πῶς ἄν, ἔφη, λελήθοι ἀκροώμενόν γε αὐτῶν ὀλίγου ἀν᾿ ἑκάστην ἡμέραν; Οἶσθά τι οὖν ἔθνος, ἔφη, ἠλιθιώτερον ῥαψῳδῶν; Οὐ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη ὁ Νικήρατος, οὔκουν ἔμοιγε δοκῶ. Δῆλον γάρ, ἔφη ὁ Σωκράτης, ὅτι τὰς ὑπονοίας οὐκ
ἐπίστανται.
Σὺ
δὲ
Στησιμβρότῳ
τε
καὶ
᾿Αναξιμάνδρῳ καὶ ἄλλοις πολλοῖς πολὺ δέδωκας ἀργύριον, ὥστε οὐδέν σε τῶν πολλοῦ ἀξίων λέληθε. Τί γὰρ σύ, ἔφη, ὦ Κριτόβουλε, ἐπὶ τίνι μέγιστον φρονεῖς; ᾿Επὶ κάλλει, ἔφη. ᾿Η οὖν καὶ σύ, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἕξεις λέγειν ὅτι τῷ σῷ κάλλει ἱκανὸς εἶ βελτίους ἡμᾶς ποιεῖν; Εἰ δὲ μή, δῆλόν γε ὅτι φαῦλος φανοῦμαι. Τί γὰρ σύ, εἶπεν, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς, ὦ ᾿Αντίσθενες;
᾿Επὶ
πλούτῳ,
ἔφη.
῾Ο
μὲν
δὴ
῾Ερμογένης ἀνήρετο εἰ πολὺ εἴη αὐτῷ ἀργύριον. ῾Ο δὲ ἀπώμοσε μηδὲ ὀβολόν. ᾿Αλλὰ γῆν πολλὴν κέκτησαι; ῎Ισως ἄν, ἔφη, Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι. ᾿Ακουστέον ἂν εἴη καὶ σοῦ. Τί γὰρ σύ, ἔφη, ὦ Χαρμίδη, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς;
᾿Εγὼ αὖ, ἔφη, ἐπὶ πενίᾳ μέγα φρονῶ. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἐπ᾿ εὐχαρίτῳ γε πράγματι. Τοῦτο γὰρ δὴ ἥκιστα μὲν ἐπίφθονον, ἥκιστα δὲ περιμάχητον, καὶ ἀφύλακτον
ὂν
σῴζεται
καὶ
ἀμελούμενον
ἰσχυρότερον γίγνεται. Σὺ δὲ δή, ἔφη ὁ Καλλίας, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς, ὦ Σώκρατες; Καὶ ὃς μάλα σεμνῶς ἀνασπάσας τὸ πρόσωπον, ᾿Επὶ μαστροπείᾳ, εἶπεν. ᾿Επεὶ δὲ ἐγέλασαν ἐπ᾿ αὐτῷ, ῾Υμεῖς μὲν γελᾶτε, ἔφη, ἐγὼ δὲ οἶδ᾿ ὅτι καὶ πάνυ ἂν πολλὰ χρήματα λαμβάνοιμι, εἰ βουλοίμην χρῆσθαι τῇ τέχνῃ. Σύ γε μὴν δῆλον, ἔφη ὁ Λύκων τὸν Φίλιππον [προσειπών, ὅτι] ἐπὶ τῷ γελωτοποιεῖν μέγα φρονεῖς. Δικαιότερόν γ᾿, ἔφη, οἴομαι, ἢ Καλλιππίδης ὁ ὑποκριτής, ὃς ὑπερσεμνύνεται ὅτι δύναται πολλοὺς κλαίοντας καθίζειν. Οὐκοῦν καὶ σύ, ἔφη ὁ ᾿Αντισθένης, λέξεις, ὦ Λύκων, ἐπὶ τίνι μέγα φρονεῖς; Καὶ ὃς ἔφη· Οὐ γὰρ ἅπαντες ἴστε, ἔφη, [ὅτι] ἐπὶ τούτῳ τῷ υἱεῖ; Οὗτός γε μήν, ἔφη τις, δῆλον ὅτι ἐπὶ τῷ νικηφόρος εἶναι. Καὶ ὁ Αὐτόλυκος ἀνερυθριάσας εἶπε· Μὰ Δί᾿ οὐκ ἔγωγε.
᾿Επεὶ δὲ ἅπαντες ἡσθέντες ὅτι ἤκουσαν αὐτοῦ φωνήσαντος προσέβλεψαν, ἤρετό τις αὐτόν· ᾿Αλλ᾿ ἐπὶ τῷ μήν, ὦ Αὐτόλυκε; ὁ δ᾿ εἶπεν· ᾿Επὶ τῷ πατρί, καὶ ἅμα ἐνεκλίθη αὐτῷ. Καὶ ὁ Καλλίας ἰδών, ᾿Αρ᾿ οἶσθα, ἔφη, ὦ Λύκων, ὅτι πλουσιώτατος εἶ ἀνθρώπων; Μὰ Δί᾿, ἔφη, τοῦτο μέντοι ἐγὼ οὐκ οἶδα. ᾿Αλλὰ λανθάνει σε ὅτι οὐκ ἂν δέξαιο τὰ βασιλέως χρήματα ἀντὶ τοῦ υἱοῦ; ᾿Επ᾿ αὐτοφώρῳ εἴλημμαι, ἔφη, πλουσιώτατος, ὡς ἔοικεν, ἀνθρώπων ὤν. Σὺ δέ, ἔφη ὁ Νικήρατος, ὦ ῾Ερμόγενες, ἐπὶ τίνι μάλιστα ἀγάλλῃ; Καὶ ὅς, ᾿Επὶ φίλων, ἔφη, ἀρετῇ καὶ δυνάμει, καὶ ὅτι τοιοῦτοι ὄντες ἐμοῦ ἐπιμέλονται. ᾿Ενταῦθα τοίνυν πάντες προσέβλεψαν αὐτῷ, καὶ πολλοὶ ἅμα ἤροντο εἰ καὶ σφίσι δηλώσοι αὐτούς. ῾Ο δὲ εἶπεν ὅτι οὐ φθονήσει.
ετά απ’ αυτό, ο νεαρός με κουρδισμένη τη
Μ
λύρα και με συνοδεία του αυλού κιθάρισε και ταυτόχρονα τραγούδησε80. Κι όλοι, τότε, τον εγκωμίαζαν, ενώ ο Χαρμίδης,
επιπλέον, είπε: «Μα μου φαίνεται, άντρες, πως, όπως ο Σωκράτης μίλησε για το κρασί, κατά τον ίδιο τρόπο κι ο συνδυασμός
της
ωραιότητας
των
νεαρών
και
της
καλλιφωνίας τους81 τη στενοχώρια γαληνεύει από τη μια και τον έρωτα αφυπνίζει από την άλλη!» Αμέσως, ο Σωκράτης ξαναπήρε το λόγο, έτσι μιλώντας: «Άντρες, αυτοί, απ’ τη μια, λοιπόν, φαίνονται 80
Η φράση με την οποία ξεκινά το παρόν βιβλίο μας θυμίζει τον Ορφέα, που, με τη λύρα ή την κιθάρα του, «μάγευε» όσους τον άκουγαν. Με τη λύρα του θρυλείται ότι ξεκούραζε, ηρεμούσε και έδινε ρυθμό στους κωπηλάτες συντρόφους του Ιάσονα στην Αργοναυτική εκστρατεία, ενώ του αποδίδεται και η τελειοποίηση της λύρας. Η κάθοδός του στον Άδη για το χατίρι της Ευρυδίκης της γυναίκας του, του ‘χει χαρίσει ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια καλλιτεχνική (ζωγραφική – ψηφιδογραφία – αγγειογραφία κ.α.), λογοτεχνική (θέατρο, ποίηση κ.α.) και μουσική (μελόδραμα και όπερα) παράδοση, από την αρχαιότητα έως και σήμερα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι ο Ευριπίδης παριστάνει τον Άδμητο να ζηλεύει τα μουσικά και τα φωνητικά χαρίσματα του Ορφέα («Άλκηστις»). 81 Εάν οι νεαροί ήσαν μόνον όμορφοι και όχι και καλλίφωνοι ή εάν, παρότι ήσαν καλοί τραγουδιστές ήσαν και άσχημοι, κανείς δεν θα τους έδιδε σημασία, γιατί οι συμποσιαστές θα ήθελαν να τέρψουν και τ’ αφτιά και τα μάτια τους.
ικανοί να μας τέρψουν, όμως, από την άλλη, ξέρω πως εμείς νομίζουμε ότι είμαστε πολύ καλύτεροι από δαύτους. Δεν θα ήταν, λοιπόν, ντροπιαστικό εάν δεν επιχειρήσουμε, κατά τη διάρκεια τούτης της συντροφιάς, να ωφεληθούμε λίγο ή να ευχαριστηθούμε μεταξύ μας82;» Τότε, πολλοί είπαν: «Εσύ, λοιπόν, εξήγησέ μας τι αντικείμενο εάν έχει η συζήτησή μας, θα πετύχουμε στο μέγιστο βαθμό αυτά που λες!» Κι ο Σωκράτης απάντησε: «Εγώ, βεβαίως, με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση θ’ απολάμβανα τον Καλλία να τηρεί την υπόσχεσή του. Γιατί μας είπε ότι, εάν ερχόμαστε να δειπνήσουμε μαζύ του, θα μας φανέρωνε τη σοφία του.» «Και θα σας τη φανερώσω», είπε εκείνος, «εάν κι όλοι σας πείτε ό,τι καλύτερο ξέρετε83!» «Αλλά κανείς δεν έχει αντίρρηση να μιλήσει για ό,τι ο καθένας θεωρεί ότι αξίζει περισσότερο84», του απαντά ο Σωκράτης. 82
Ο Σωκράτης θεωρεί πως η φιλική συντροφιά, που έχει συγκεντρωθεί στο σπίτι του Καλλία, θα ωφεληθεί και θα συσφίξει τους φιλικούς της δεσμούς με τη διεξαγωγή μιας ψυχωφελούς συζήτησης. Εξάλλου, όπως σημειώνει ο Α. Παπαθανασόπουλος («Ανθρωπιστική Παιδεία», Αθήνα, 1987, εκδόσεις Παπαδήμα, σελ. 127), «[…] Κατά τον Πλούταρχο οι φίλοι έχουν τις ίδιες σκέψεις και ιδέες, έχουν τις ίδιες επιθυμίες και διαθέσεις, συμπάσχουν, είναι μια ψυχή μοιρασμένη σε περισσότερα σώματα[…]» (βλ. Πλουτάρχου, «Περί πολυφιλίας» στα «Ηθικά»). Στην «Κύρου Παιδεία», τέλος, ο Ξενοφών (Α, VI, 24) παρουσιάζει πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε απέναντι στους φίλους μας, για να διατηρούμε και να βελτιώνουμε τη φιλία. 83 Η προτροπή του Καλλία προς την ομήγυρη στάθηκε η αφορμή για την ψυχωφελή συνομιλία των συμποσιαστών, που συνόδεψε το συμπόσιό τους, αλλά ίσως, τους κατοπινούς αιώνες, να παρακίνησε και το Δίωνα το Χρυσόστομο να γράψει: «[…] Πολλές, λοιπόν, είναι οι φιλοσοφικές ομιλίες και όλες αξίζουν να τις ακούει κανείς και παρέχουν σπουδαία ωφέλεια στον προσεχτικό ακροατή· αλλά πρέπει, αφού ανεύρουμε εκείνον το λόγο, που είναι κατάλληλος και που πάρα πολύ θα μας προκαλέσει το ενδιαφέρον, και αφού παρακαλέσουμε και την Πειθώ και τις Μούσες και τον Απόλλωνα , να τον αναπτύξουμε απ’ αρχής μέχρι τέλους με την πιο δυνατή προθυμία[…]» (βλ. «Περί βασιλείας Α’» Λόγος, 47 R/ εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, μετάφραση Ν. Αχείμαστος, Αθήνα χ.χ.).
«Εγώ, λοιπόν, θα σας πω», λέει ο Καλλίας, «για ποιο πράγμα περηφανεύομαι. Φρονώ, δηλαδή, πως είμαι ικανός να κάνω τους ανθρώπους καλύτερους». Κι ο Αντισθένης τον ρωτά: «Τι από τα δυο διδάσκοντας; Κάποιαν από τις τέχνες των χειρωνακτών 85 ή την καλοκαγαθία86;» «Εάν καλοκαγαθία είναι η δικαιοσύνη87», εκείνος του λέει. «Είναι, μα το Δία», σχολίασε ο Αντισθένης, «και μάλιστα εκείνη που δεν επιδέχεται καμιά αμφιβολία. Γιατί κι η παλικαριά κι η σοφία συχνά φαίνονται ζημιογόνες για τους φίλους και τους πολίτες, ενώ η δικαιοσύνη καμία απολύτως σχέση δεν έχει με την αδικία!» «Όταν, λοιπόν, κι ο καθένας από εσάς πει ό,τι ωφέλιμο μπορεί, τότε και εγώ δεν θ’ αρνηθώ να σας αποκαλύψω με ποιαν τέχνη το κατορθώνω τούτο. Εσύ, 84
Με υποκειμενικά κριτήρια, ο κάθε συμποσιαστής θα παρουσίασε ό,τι θεωρεί σημαντικότερο στη ζωή και πως τον γιομίζει περηφάνια. Τα υποκειμενικά αυτά κριτήρια θα μπορούσαν να είναι η ανατροφή απ’ τους γονείς του, η παιδεία, που είχε λάβει, η ιδεολογία και η ταξική του προέλευση (οικονομική – κοινωνική θέση). 85 Τέχνες, που είναι κατάλληλες για εργάτες και οι οποίες γίνονται δίχως τη συνδρομή του πνεύματος, ας θεωρηθούν εδώ τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, τα οποία, όμως, παρά ταύτα, είναι απαραίτητα σε μιαν πόλη. Και στον «Οικονομικό» του Ξενοφώντος χρησιμοποιείται πάλι η ίδια λέξη. 86 Καλοκαγαθία: χρηστοήθεια, καλοσύνη, ευγένεια ψυχής, που αντιτίθεται στην κακία, στο φθόνο, στην πονηρία και τη ραδιουργία. Η λέξη συναντιέται – πλην του Ξενοφώντος («Συμπόσιο», «Απομνημονεύματα», «Αγησίλαος») – και στα «Ηθικά Νικομάχεια» του Αριστοτέλους (Δ, 3, 16), στο Δημοσθένη, στον Ισοκράτη και σ’ επαινετικές επιγραφές. 87 Η καλοκαγαθία χρειάζεται για να ‘χει μια πολιτεία νομοταγή και μονοιασμένα μέλη, ενώ η δικαιοσύνη, την έννοια της οποίας παρουσιάζουν εκτενώς η «Πολιτεία» του Πλάτωνος και ο Αριστοτέλης («Πολιτικά» και «Ηθικά Νικομάχεια»), είναι απαραίτητη και σ’ αυτόν που τη σέβεται και για την προάσπιση του κοινού συμφέροντος. Χωρίς δικαιοσύνη, λέει ο Αριστοτέλης, «το χειρότερο ζώο απ’ όλα είναι ο άνθρωπος», ιδίως, όταν αδικεί κατάφωρα το συνάνθρωπό του και δεν συμβάλλει, έτσι, στην κοινωνική ευημερία!
όμως, Νικήρατε, πάλι», είπε και στρέφεται προς εκείνον ο Καλλίας, «για ποιον επιστημονικό τομέα νιώθεις μεγάλη περηφάνια;» Κι εκείνος του απάντησε: «Ο πατέρας μου έδειξε ξεχωριστή φροντίδα πώς να γίνω ενάρετος άνθρωπος και μ’ ανάγκασε να μάθω όλα τα ποιήματα του Ομήρου88. Και σήμερα θα μπορούσα να σας απαγγείλω όλη την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια”89». Ο Αντισθένης, όμως, πετάχτηκε και του είπε: «Μήπως σου διαφεύγει εκείνο, το ότι δηλαδή κι όλοι οι ραψωδοί ξέρουνε τα ποιήματα αυτά;» Εκείνος του απαντά: «Και πώς να το λησμονήσω, αφού σχεδόν καθημερινά τους ακούω;» Ο Αντισθένης τον ρώτησε: «Ξέρεις, λοιπόν, άλλη ανθρώπινη φάρα πιο ηλίθια από τους ραψωδούς;» Κι ο Νικήρατος του αποκρίνεται: «Όχι βέβαια, εγώ τουλάχιστον δεν νομίζω να υπάρχει!»
88
Ο Νικίας, ο πατέρας του Νικήρατου, φαίνεται πως πίστευε – όπως ο Ισοκράτης (βλ. «Προς Δημόνικο», 18 – 19) – ότι η σοφία, π’ αποχτιέται χάρη στα μαθήματα, είναι αθάνατη, ενώ κάθε υλική περιουσία φθαρτή και γι’ αυτό, φρόντισε να μορφώσει το γιο με την ηρωική («Ιλιάδα») και διδακτική («Οδύσσεια») ποίηση του Ομήρου. Επιπλέον, ας σημειωθεί εδώ ό,τι έγραψε, μεταξύ άλλων, ο Κ. Κορώσης στο 2ο τεύχος του περιοδικού «Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών», για το ρόλο του πατέρα των ημερών μας έναντι του παιδιού του (Ρέθυμνο Κρήτης, Μάιος 1990, άρθρο «Κριτική αναθεώρηση του πατρικού ρόλου», σελ. 106 – 129): «[…] Σε αντιδιαστολή προς τον πατέρα της κατώτερης κοινωνικοοικονομικής στρωμάτωσης εκείνος της μεσαίας και της ανώτερης έχει ισχυρότερη υπευθυνότητα για τη δοτή κοινωνική θέση του παιδιού. Ο πατέρας αρχίζει από την πιο μικρή ηλικία του παιδιού να του εγχαράσσει την ταξική συνείδηση μέσω προσχολικής εκπαίδευσης, σχολικού τύπου, γονεϊκής βοήθειας σε σχολικά μαθήματα και ιδιαίτερου φροντιστηρίου[…]». 89 Για το πώς εντάχθηκαν στην Αθηναϊκή παιδεία επί τυραννίας Πεισιστράτου (6ος αιώνας π.Χ.) τα Έπη του Ομήρου βρίσκουμε χρήσιμες πληροφορίες στο διάλογο «Ίππαρχος» του Πλάτωνος.
Ο Σωκράτης «παρεμβλήθηκε» στην κουβέντα τους, λέγοντας: «Φως φανερό επειδή αγνοούν τη σημασία όσων απαγγέλλουν90». «Εσύ, ω Κριτόβουλε», λέει ο Καλλίας, τότε, «που και στο Στησίμβροτο91 και στον Αναξίμανδρο92 και σ’ άλλους πολλούς έδωσες αρκετά χρήματα, ώστε τίποτε αξιόλογο να μην αγνοείς93, για ποιο πράγμα πάνω απ’ όλα καυχιέσαι;» «Για τη σωματική μου ομορφιά94!», απάντησε εκείνος. «Και συ», λοιπόν, γυρνά και του λέει ο Σωκράτης, «θα μπορείς να μας πεις ότι με την ομορφιά σου είσαι ικανός να μας κάμεις καλύτερους;» «Εάν δεν τα καταφέρω», απαντά, μεμιάς, ο Κριτόβουλος, «ολοφάνερα θα αποδειχτώ φαύλος!»
90
Μ’ αφορμή τη Σωκρατική «παρεμβολή» στη συζήτηση, αξίζει να επισημανθεί και ο περί ποιήσεως διάλογος του Πλάτωνος , «Ίων», στον οποίο ο Σωκράτης έρχεται σε αντιπαράθεση με τον ποιητή και πεζογράφο της κλασικής εποχής Ίωνα το Χιώτη ( γεννιέται: 490 έως 480 – πέθανε: 425 έως 421 π.Χ.), που ήκμασε στην Αθήνα του Περικλή. Επίσης, το ίδιο θέμα, της «ηλιθιότητας» των ραψωδών, «θίγουν», σε συζήτησή τους (βλ. Ξενοφώντος, «Απομνημονεύματα», Βιβλίο Δ, Κεφάλαιο 2), ο Σωκράτης και ο σοφιστής Ευθύδημος. 91 Στησίμβροτος: Από τη Θάσο προερχόταν τούτος ο συγγραφέας του «Χρυσού Αιώνα» της κλασικής Ελλάδας. Ασχολήθηκε, ως επί το πλείστον, μεταξύ άλλων, με τον Όμηρο, το Θεμιστοκλή, το Θουκυδίδη και τον Περικλή. 92 Αναξίμανδρος: Δεν πρέπει να είναι ο Μιλήσιος φιλόσοφος, αστρονόμος, γεωγράφος (610 – 545 π.Χ.), αλλά κάποιος έμμισθος σοφιστής, σύγχρονος, πιθανότατα, των συμποσιαστών, αγνώστων λοιπών στοιχείων. 93 Ειρωνικός φαίνεται, στο σημείο αυτό, ο Καλλίας λέγοντας στον Κριτόβουλο ότι είχε ως δασκάλους τους ήδη από χρόνια πεθαμένους στοχαστές (Στησίμβροτο – Αναξίμανδρο), αλλά ίσως ο Ξενοφών υπονοεί ότι ο Κριτόβουλος σπούδασε κοσμολογία και γραμματολογία, που δεν τυγχάνουν της έγκρισης του Καλλία. 94 Ο Κριτόβουλος παινεύεται, ίσως υπερφίαλα, για τη σωματική του ομορφιά. Πολλούς αιώνες αργότερα, ο Ν. Καζαντζάκης έγραψε: «Κάθε μεγάλος λαός έχει και το γαλάζιο πουλί του· το μυστικό ανώτατο ιδανικό όπου συγκλίνουν όλες του οι λαχτάρες. Η αρχαία Ελλάδα την ομορφιά, η Ρώμη το κράτος, οι Εβραίοι τη θεότητα, οι Ινδοί τη νιρβάνα, ο Χριστιανισμός την αιώνια ζωή, η Μεγάλη Βρετανία την ελευθερία…».
Κι ο
Καλλίας ρωτά:
«Για τι εσύ,
Αντισθένη,
κομπορρημονείς;» «Για τον πλούτο μου», του απαντά εκείνος. Κι ο Ερμογένης τον ρώτησε εάν έχει πάρα πολλά χρήματα. Εκείνος ορκίστηκε πως δεν έχει ούτε έναν οβολό95. «Μήπως έχεις μεγάλη έκταση γης;», τον ρώτησαν. «Ίσως
τόση»,
απάντησε
ο
Αντισθένης,
«όση
χρειάζεται εδώ ο Αυτόλυκος, για να κυλιστεί και να προετοιμαστεί προπονούμενος96». Ο Καλλίας, τότε, λέει: «Εσένα, Χαρμίδη, τι σε γιομίζει περηφάνια;»
Αυτός
του
αποκρίνεται:
«Εγώ
πάλι
παινεύομαι για τη φτώχια μου97!» «Μα το Δία», λέει εκείνη τη στιγμή ο Σωκράτης, «για ευχάριστο πράγμα παινεύεσαι. Γιατί τούτο δεν προξενεί καθόλου φθόνο, μήτε ωθεί σε μεγάλο αγώνα για την κατάκτησή του, ενώ, οσάκις είναι αφύλακτο, δεν χάνεται,
95
Οβολός είναι αρχαίο ελληνικό νόμισμα, κέρμα πολύ μικρής αξίας. Απειροελάχιστη, δηλαδή, έκταση γης έχει ο Αντισθένης κι όμως, παρ’ όλ’ αυτά, περηφανεύεται πως είναι «πάμπλουτος». Στη συνέχεια, θα φανερώσει το λόγο… 97 Εν αντιθέσει μ’ όσους κυνηγούν τον πλούτο, ο Χαρμίδης αγαπάει τη φτώχεια, γιατί, όπως θα πει και ο ίδιος παρακάτω, αλλά και ο Αθηναίος κωμωδιογράφος Αριστοφάνης θα γράψει στον «Πλούτο» και ο Μολιέρος (17ος αιώνας, Γαλλία) στην κωμωδία του «Φιλάργυρος», τα πλούτη δεν φέρνουν την ευτυχία. Εξάλλου, ο Tang Xianzu (1550 – 1617), ένας από τους διασημότερους Κινέζους δραματουργούς, στα έργα του προβάλλει την ιδέα πως η αγάπη είναι πιο πολύτιμη από τα πλούτη και τη δύναμη. Να θυμηθούμε, όμως, και δύο χωρία σχετικά με τη φτώχεια και τον πλούτο από τις «Παροιμίες» της Παλαιάς Διαθήκης: «Κάλλιο φτωχός που προχωρεί μες την ευθύτητα του, παρά πλούσιος ανόητος και ψεύτης» (19:1) και «Πόσο καλύτερο σοφία ν' αποκτάς παρά χρυσάφι! Και πόσο προτιμότερο σύνεση ν' αποκτάς παρά ασήμι!» (16:16). 96
μα
και
κάθε
φορά
που
το
παραμελείς,
γίνεται
πανίσχυρο98». «Εσύ, Σωκράτη, λοιπόν, για ποιο πράγμα καυχιέσαι;» γυρνά και τον ρωτά ο Καλλίας. Κι αυτός, σηκώνοντας με μεγάλη σοβαρότητα το πρόσωπό του, αποκρίθηκε: «Για τη… μαστροπεία99!» Και επειδή γέλασαν εις βάρος του, τους λέει: «Εσείς γελάτε από τη μια, εγώ, όμως, από την άλλη ξέρω ότι, εάν επιθυμούσα την τέχνη μου να χρησιμοποιήσω, αρκετά χρήματα θα εξοικονομούσα100». «Εσύ, αναμφίβολα, θα παινεύεσαι ότι προξενείς το γέλιο» είπε ο Λύκων, απευθυνόμενος στο Φίλιππο101. «Και με περισσότερο δίκιο», του αποκρίνεται εκείνος, «νομίζω από τον Καλλιπίδη102, τον ηθοποιό, που πολύ σοβαρά λέει πως μπορεί να αναγκάσει πολλούς να κλαίνε».
98
Ο Σωκράτης «μακαρίζει» το Χαρμίδη για την ταπεινοφροσύνη του και για την αγάπη του προς τη φτώχεια, γιατί, τωόντι, ο ταπεινός του χαρακτήρας και η αφιλοχρηματία του δεν θα τον έφερναν σε δύσκολη θέση σε περίοδο πολιτικών «αναταραχών και προγραφών». Στη Ρώμη, όπως αναφέρει ο Σαλλούστιος («Κατιλίνας»), όταν οι άνθρωποι πλούτισαν, άρχισε και η διαφθορά των ηθών, την οποία περιγράφει και ο Κ. Βάρναλης στο πεζογράφημά του, «Διχτάτορες». 99 Μαστροπεία είναι η εξώθηση κάποιου στην πορνεία, με σκοπό να αποχτήσει ο μαστροπός (ή πορνοβοσκός) χρήματα, «εκμεταλλευόμενος» τον εκπορνευόμενο. Ο Ξενοφών, όμως, με τον όρο «μαστροπεία» υπονοεί τη διαλεκτική, μαιευτική του Σωκράτη, που τον βοηθά να κατευθύνει τη νεολαία στη γνώση και την κατάχτηση της αληθινής αρετής και αυτογνωσίας. 100 Η εξώθηση στην πορνεία – ανέκαθεν – αποφέρει σημαντικά εισοδήματα στο μαστροπό. «Επιπλήττει», μάλιστα, την ομήγυρη, επειδή φάνηκε αστεία η ανενδοίαστη ομολογία του, ο Σωκράτης, γιατί γνωρίζει ότι ένας μαστροπός θα μπορούσε να είχε μεγαλύτερη οικονομική δύναμη από αρκετούς από τους συμποσιαστές. Στα επόμενα κεφάλαια, ο φιλόσοφος θα περιγράψει ακριβώς πώς εννοεί τη μαστροπεία και τι σημασία της αποδίδει (βλ. υποσημείωση 99). 101 Ο Λύκων, ο μετέπειτα κατήγορος του Σωκράτη, απευθύνεται, βιαστικά, στο Φίλιππο, ίσως θέλοντας ν’ αποφύγει συζήτηση εκτενή περί της σωκρατικής «μαστροπείας», που ίσως ως λέξη ηχεί αισχρά στα ήθη του παρόντος του χρηστοήθη και σεμνού γιου του. 102 Καλλιπίδης: Αθηναίος ηθοποιός του δράματος, σύγχρονος των συνδαιτυμόνων. Μαρτυρίες για τη γεμάτη επιτυχίες και βραβεύσεις σε θεατρικούς αγώνες της Αθήνας («Λήναια») καλλιτεχνική του
Ο Αντισθένης, τότε, παίρνει το λόγο: «Κι εσύ, Λύκων, δεν θα πεις για ποιο πράγμα καυχιέσαι;» Κι αυτός του απάντησε: «Μα δεν ξέρετε όλοι ότι περηφανεύομαι για τούτον εδώ το γιο μου;» Κάποιος, χωρίς χρόνο να χάσει, είπε: «Αυτός, λοιπόν, καμαρώνει ολοφάνερα για εκείνον, που είναι νικητής». Κι ο Αυτόλυκος, κατακόκκινος από ντροπή, λέει: «Όχι, μα το Δία!» Κι όταν όλοι στρέψανε προς αυτόν τα βλέμματά τους από ευχαρίστηση, που άκουσαν τη φωνή του, τον ρώτησε κάποιος:
«Αυτόλυκε,
εσύ
για
ποιο
πράγμα
περηφανεύεσαι;» Εκείνος του αποκρίνεται, «Για τον πατέρα μου103»· και ταυτόχρονα, έγειρε προς το μέρος του Λύκωνος. Κι ο Καλλίας, με το που τον είδε, λέει: «Λύκων, το ξέρεις τάχα ότι είσαι ο πιο πλούσιος από τους ανθρώπους;» «Όχι, βέβαια, μα το Δία, εγώ δεν το ξέρω!», του απαντά.
καριέρα, κατά τα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και τις αρχές του 4ου αιώνα (από το 427 π.Χ. και έπειτα), έχουμε – εκτός από το παρόν χωρίο του Ξενοφώντος – από τον Πλούταρχο και τον Αθήναιο. Τέλος, συνδεόταν με πολιτική φιλία με τον Αλκιβιάδη. 103 Τα λόγια του Αυτόλυκου για τον πατέρα του «συνάδουν» με την προτροπή του Ισοκράτους προς το Δημόνικο να γίνει εφάμιλλος των κατορθωμάτων του σπουδαίου πατέρα του (βλ. «Προς Δημόνικο», 9 – 13).
«Μήπως, όμως, σου διαφεύγει την προσοχή ότι δεν θα δεχόσουνα τα χρήματα του Μεγάλου Βασιλιά104 στη θέση του γιου σου;», τον ξαναρωτά. Κι ο Λύκων αποκρίνεται: «Επ’ “αυτοφώρω”, λοιπόν, καθώς φαίνεται, με πιάσατε να είμαι ο πιο πλούσιος μέσα σ’ όλο τ’ ανθρωπομάνι!» Ο Νικήρατος, τότε, λέει: «Εσένα, Ερμογένη, αλήθεια, τι σε γιομίζει με τη μεγαλύτερη χαρά;» Κι αυτός του απάντησε: «Η αρετή κι η δύναμη των φίλων μου. Και το ότι, ενώ είναι δυνατοί και ενάρετοι, φροντίζουνε και μένα». Στο σημείο αυτό, λοιπόν, όλοι κοίταξαν προς το μέρος του και πολλοί, την ίδια στιγμή, τον ερώτησαν εάν αποκαλύψει τους φίλους του και σ’ αυτούς. Αυτός είπε ότι δεν θ’ αρνηθεί να το πράξει.
104
Τα χρήματα του Μεγάλου Βασιλιά των Περσών, κατά τα ύστερα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου, από το 413 περίπου π.Χ., έως τα μέσα του 4ου αιώνα (περί το 362 π.Χ.), «λύνουν και δένουν» στον ελλαδικό χώρο. Μ’ άλλα λόγια, πότε πλευρίζοντας τους Λακεδαιμονίους και πότε τους Αθηναίους και «λαδώνοντάς» τους, οι Πέρσες και οι δαρεικοί τους «ρυθμίζουν» κατά το συμφέρον τους τα της Ελλάδος, συμμαχίες ή ειρηνεύσεις, επωφελούμενοι εν πολλοίς τη φιλοχρηματία και την αρχομανία τόσο των Σπαρτιατών, όσο και των Αθηναίων πολιτικών (βλ. Ξενοφώντος, «Ελληνικά»).
Βιβλίο Δ ᾿Εκ τούτου ἔλεξεν ὁ Σωκράτης· Οὐκοῦν λοιπὸν ἂν εἴη ἡμῖν ἃ ἕκαστος ὑπέσχετο ἀποδεικνύναι ὡς πολλοῦ ἄξιά ἐστιν. ᾿Ακούοιτ᾿ ἄν, ἔφη ὁ Καλλίας, ἐμοῦ πρῶτον. ᾿Εγὼ γὰρ ἐν τῷ χρόνῳ ᾧ ὑμῶν ἀκούω ἀπορούντων τί τὸ δίκαιον, ἐν τούτῳ δικαιοτέρους τοὺς ἀνθρώπους ποιῶ. Καὶ ὁ Σωκράτης, Πῶς, ὦ λῷστε; ἔφη. Διδοὺς νὴ Δί᾿ ἀργύριον. Καὶ
ὁ
᾿Αντισθένης
ἐπαναστὰς
μάλα
ἐλεγκτικῶς αὐτὸν ἐπήρετο· Οἱ δὲ ἄνθρωποι, ὦ Καλλία, πότερον ἐν ταῖς ψυχαῖς ἢ ἐν τῷ βαλαντίῳ τὸ δίκαιόν σοι δοκοῦσιν ἔχειν; ᾿Εν ταῖς ψυχαῖς, ἔφη. Κἄπειτα σὺ εἰς τὸ βαλάντιον διδοὺς ἀργύριον τὰς ψυχὰς δικαιοτέρους ποιεῖς; Μάλιστα. Πῶς; ῞Οτι διὰ τὸ εἰδέναι ὡς ἔστιν ὅτου πριάμενοι τὰ ἐπιτήδεια ἕξουσιν οὐκ ἐθέλουσι κακουργοῦντες κινδυνεύειν. ᾿Η καί σοι, ἔφη, ἀποδιδόασιν ὅ τι ἂν λάβωσι; Μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη, οὐ μὲν δή. Τί δέ, ἀντὶ τοῦ ἀργυρίου χάριτας; Οὐ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη, οὐδὲ τοῦτο, ἀλλ᾿ ἔνιοι καὶ ἐχθιόνως ἔχουσιν ἢ πρὶν λαβεῖν. Θαυμαστά γ᾿, ἔφη ὁ ᾿Αντισθένης ἅμα εἰσβλέπων ὡς ἐλέγχων
αὐτόν, εἰ πρὸς μὲν τοὺς ἄλλους δύνασαι δικαίους [ἂν] ποιεῖν αὐτούς, πρὸς δὲ σαυτὸν οὔ. Καὶ τί τοῦτ᾿, ἔφη ὁ Καλλίας, θαυμαστόν; Οὐ καὶ τέκτονάς τε καὶ οἰκοδόμους πολλοὺς ὁρᾷς οἳ ἄλλοις μὲν πολλοῖς ποιοῦσιν οἰκίας, ἑαυτοῖς δὲ οὐ δύνανται ποιῆσαι, ἀλλ᾿ ἐν μισθωταῖς οἰκοῦσι; Καὶ ἀνάσχου μέντοι, ὦ σοφιστά, ἐλεγχόμενος. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἀνεχέσθω μέντοι· ἐπεὶ καὶ οἱ μάντεις λέγονται δήπου ἄλλοις μὲν προαγορεύειν τὸ μέλλον, ἑαυτοῖς δὲ μὴ προορᾶν τὸ ἐπιόν. Οὗτος μὲν δὴ ὁ λόγος ἐνταῦθα ἔληξεν. ᾿Εκ τούτου δὲ ὁ Νικήρατος, ᾿Ακούοιτ᾿ ἄν, ἔφη, καὶ ἐμοῦ ἃ ἔσεσθε βελτίονες, ἂν ἐμοὶ συνῆτε. ἴστε γὰρ δήπου ὅτι ῞Ομηρος ὁ σοφώτατος πεποίηκε σχεδὸν περὶ πάντων τῶν ἀνθρωπίνων. ὅστις ἂν οὖν ὑμῶν βούληται ἢ οἰκονομικὸς ἢ δημηγορικὸς ἢ στρατηγικὸς γενέσθαι ἢ ὅμοιος ᾿Αχιλλεῖ ἢ Αἴαντι ἢ Νέστορι ἢ ᾿Οδυσσεῖ, ἐμὲ θεραπευέτω. ᾿Εγὼ γὰρ ταῦτα πάντα ἐπίσταμαι. ᾿Η
καὶ
βασιλεύειν,
ἔφη
ὁ
᾿Αντισθένης,
ἐπίστασαι, ὅτι οἶσθα ἐπαινέσαντα αὐτὸν τὸν
᾿Αγαμέμνονα ὡς βασιλεύς τε εἴη ἀγαθὸς κρατερός τ᾿ αἰχμητής; Καὶ ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη, ἔγωγε ὅτι ἁρματηλατοῦντα δεῖ ἐγγὺς μὲν τῆς στήλης κάμψαι, "αὐτὸν δὲ κλινθῆναι ἐυξέστου ἐπὶ δίφρου
ἦκ᾿ ἐπ᾿ ἀριστερὰ τοῖιν, ἀτὰρ τὸν δεξιὸν ἵππον κένσαι ὁμοκλήσαντ᾿ εἶξαί τέ οἱ ἡνία χερσί." Καὶ πρὸς τούτοις γε ἄλλο οἶδα, καὶ ὑμῖν αὐτίκα μάλ᾿ ἔξεστι πειρᾶσθαι. Εἶπε γάρ που ῞Ομηρος· ᾿Επὶ δὲ κρόμυον ποτῷ ὄψον. ᾿Εὰν οὖν ἐνέγκῃ τις κρόμμυον, αὐτίκα μάλα τοῦτό γε ὠφελημένοι ἔσεσθε· ἥδιον γὰρ πιεῖσθε. Καὶ ὁ Χαρμίδης εἶπεν· ᾿Ω ἄνδρες, ὁ Νικήρατος κρομμύων ὄζων ἐπιθυμεῖ οἴκαδε ἐλθεῖν, ἵν᾿ ἡ γυνὴ αὐτοῦ πιστεύῃ μηδὲ διανοηθῆναι μηδένα ἂν φιλῆσαι αὐτόν. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἀλλ᾿ ἄλλην
που
δόξαν
γελοίαν
κίνδυνος
ἡμῖν
προσλαβεῖν. ὄψον μὲν γὰρ δὴ ὄντως ἔοικεν εἶναι, ὡς κρόμμυόν γε οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει. Εἰ δὲ δὴ τοῦτο καὶ μετὰ δεῖπνον τρωξόμεθα, ὅπως μὴ φήσῃ τις ἡμᾶς πρὸς Καλλίαν ἐλθόντας
ἡδυπαθεῖν. Μηδαμῶς, ἔφη, ὦ Σώκρατες. Εἰς μὲν γὰρ μάχην ὁρμωμένῳ καλῶς ἔχει κρόμμυον ὑποτρώγειν,
ὥσπερ
ἔνιοι
τοὺς
ἀλεκτρυόνας
σκόροδα σιτίσαντες συμβάλλουσιν· ἡμεῖς δὲ ἴσως βουλευόμεθα ὅπως φιλήσομέν τινα μᾶλλον ἢ μαχούμεθα. Καὶ οὗτος μὲν δὴ ὁ λόγος οὕτω πως ἐπαύσατο. ῾Ο δὲ Κριτόβουλος, Οὐκοῦν αὖ ἐγὼ λέξω, ἔφη, ἐξ ὧν ἐπὶ τῷ κάλλει μέγα φρονῶ. Λέγε, ἔφασαν. Εἰ μὲν τοίνυν μὴ καλός εἰμι, ὡς οἴομαι, ὑμεῖς ἂν δικαίως ἀπάτης δίκην ὑπέχοιτε· οὐδενὸς γὰρ ὁρκίζοντος ἀεὶ ὀμνύοντες καλόν μέ φατε εἶναι. Κἀγὼ μέντοι πιστεύω. Καλοὺς γὰρ καὶ ἀγαθοὺς ὑμᾶς ἄνδρας νομίζω. Εἰ δ᾿ εἰμί τε τῷ ὄντι καλὸς καὶ ὑμεῖς τὰ αὐτὰ πρὸς ἐμὲ πάσχετε οἷάπερ ἐγὼ πρὸς τὸν ἐμοὶ δοκοῦντα καλὸν εἶναι, ὄμνυμι πάντας θεοὺς μὴ ἑλέσθαι ἂν τὴν βασιλέως ἀρχὴν ἀντὶ τοῦ καλὸς εἶναι. Νῦν γὰρ ἐγὼ Κλεινίαν ἥδιον μὲν θεῶμαι ἢ τἆλλα πάντα τὰ ἐν ἀνθρώποις καλά· τυφλὸς δὲ τῶν ἄλλων ἁπάντων μᾶλλον δεξαίμην ἂν εἶναι ἢ Κλεινίου ἑνὸς ὄντος· ἄχθομαι δὲ καὶ
νυκτὶ καὶ ὕπνῳ ὅτι ἐκεῖνον οὐχ ὁρῶ, ἡμέρᾳ δὲ καὶ ἡλίῳ τὴν μεγίστην χάριν οἶδα ὅτι μοι Κλεινίαν ἀναφαίνουσιν. ἄξιόν γε μὴν ἡμῖν τοῖς καλοῖς καὶ ἐπὶ τοῖσδε μέγα φρονεῖν, ὅτι τὸν μὲν ἰσχυρὸν πονοῦντα δεῖ κτᾶσθαι τἀγαθὰ καὶ τὸν ἀνδρεῖον κινδυνεύοντα, τὸν δέ γε σοφὸν λέγοντα· ὁ δὲ καλὸς καὶ ἡσυχίαν ἔχων πάντ᾿ ἂν διαπράξαιτο. ᾿Εγὼ γοῦν καίπερ εἰδὼς ὅτι χρήματα ἡδὺ κτῆμα ἥδιον μὲν ἂν Κλεινίᾳ τὰ ὄντα διδοίην ἢ ἕτερα παρ᾿ ἄλλου λαμβάνοιμι, ἥδιον δ᾿ ἂν δουλεύοιμι ἢ ἐλεύθερος εἴην, εἴ μου Κλεινίας ἄρχειν ἐθέλοι. Καὶ γὰρ πονοίην ἂν ῥᾷον ἐκείνῳ ἢ ἀναπαυοίμην, καὶ κινδυνεύοιμ᾿ ἂν πρὸ ἐκείνου ἥδιον ἢ ἀκίνδυνος ζῴην. ὥστε εἰ σύ, ὦ Καλλία, μέγα φρονεῖς ὅτι δικαιοτέρους δύνασαι ποιεῖν, ἐγὼ πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν δικαιότερος σοῦ εἰμι ἄγων ἀνθρώπους. Διὰ γὰρ τὸ ἐμπνεῖν τι ἡμᾶς τοὺς καλοὺς τοῖς ἐρωτικοῖς ἐλευθεριωτέρους μὲν αὐτοὺς ποιοῦμεν εἰς χρήματα, φιλοπονωτέρους δὲ καὶ φιλοκαλωτέρους ἐν τοῖς κινδύνοις,
καὶ
μὴν
αἰδημονεστέρους
τε
καὶ
ἐγκρατεστέρους, οἵ γε καὶ ὧν δέονται μάλιστα
ταῦτ᾿ αἰσχύνονται. Μαίνονται δὲ καὶ οἱ μὴ τοὺς καλοὺς στρατηγοὺς αἱρούμενοι. ᾿Εγὼ γοῦν μετὰ Κλεινίου κἂν διὰ πυρὸς ἰοίην· οἶδα δ᾿ ὅτι καὶ ὑμεῖς μετ᾿ ἐμοῦ. ὥστε μηκέτι ἀπόρει, ὦ Σώκρατες, εἴ τι τοὐμὸν κάλλος ἀνθρώπους ὠφελήσει. ᾿Αλλ᾿ οὐδὲ μέντοι ταύτῃ γε ἀτιμαστέον τὸ κάλλος ὡς ταχὺ παρακμάζον, ἐπεὶ ὥσπερ γε παῖς γίγνεται καλός, οὕτω καὶ μειράκιον καὶ ἀνὴρ καὶ πρεσβύτης. Τεκμήριον δέ· θαλλοφόρους γὰρ τῇ ᾿Αθηνᾷ τοὺς καλοὺς γέροντας ἐκλέγονται, ὡς συμπαρομαρτοῦντος πάσῃ ἡλικίᾳ τοῦ κάλλους. Εἰ δὲ ἡδὺ τὸ παρ᾿ ἑκόντων διαπράττεσθαι ὧν τις δέοιτο, εὖ οἶδ᾿ ὅτι καὶ νυνὶ θᾶττον ἂν ἐγὼ καὶ σιωπῶν πείσαιμι τὸν παῖδα τόνδε καὶ τὴν παῖδα φιλῆσαί με ἢ σύ, ὦ Σώκρατες, εἰ καὶ πάνυ πολλὰ καὶ σοφὰ λέγοις. Τί τοῦτο; ἔφη ὁ Σωκράτης· ὡς γὰρ καὶ ἐμοῦ καλλίων ὢν ταῦτα κομπάζεις. Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Κριτόβουλος, ἢ πάντων Σειληνῶν τῶν ἐν τοῖς σατυρικοῖς αἴσχιστος ἂν εἴην. [ὁ δὲ Σωκράτης καὶ ἐτύγχανε προσεμφερὴς τούτοις ὤν.] ῎Αγε νυν, ἔφη ὁ Σωκράτης, ὅπως μεμνήσῃ διακριθῆναι περὶ τοῦ
κάλλους, ἐπειδὰν οἱ προκείμενοι λόγοι περιέλθωσι. Κρινάτω δ᾿ ἡμᾶς μὴ ᾿Αλέξανδρος ὁ Πριάμου, ἀλλ᾿ αὐτοὶ οὗτοι οὕσπερ σὺ οἴει ἐπιθυμεῖν σε φιλῆσαι. Κλεινίᾳ δ᾿, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὐκ ἂν ἐπιτρέψαις; Καὶ ὃς εἶπεν· Οὐ γὰρ παύσῃ σὺ Κλεινίου μεμνημένος; ῍Αν δὲ μὴ ὀνομάζω, ἧττόν τί με οἴει μεμνῆσθαι αὐτοῦ; Οὐκ οἶσθα ὅτι οὕτω σαφὲς ἔχω εἴδωλον αὐτοῦ ἐν τῇ ψυχῇ ὡς εἰ πλαστικὸς ἢ ζωγραφικὸς ἦν, οὐδὲν ἂν ἧττον ἐκ τοῦ εἰδώλου ἢ πρὸς αὐτὸν ὁρῶν ὅμοιον αὐτῷ ἀπειργασάμην; Καὶ ὁ Σωκράτης ὑπέλαβε· Τί δῆτα οὕτως ὅμοιον εἴδωλον ἔχων πράγματά μοι παρέχεις ἄγεις τε αὐτὸν ὅπου ὄψει; ῞Οτι, ὦ Σώκρατες, ἡ μὲν αὐτοῦ ὄψις εὐφραίνειν δύναται, ἡ δὲ τοῦ εἰδώλου τέρψιν μὲν οὐ παρέχει, πόθον δὲ ἐμποιεῖ. Καὶ
ὁ
῾Ερμογένης
εἶπεν·
᾿Αλλ᾿
ἐγώ,
ὦ
Σώκρατες, οὐδὲ πρὸς σοῦ ποιῶ τὸ περιιδεῖν Κριτόβουλον οὕτως ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ἐκπλαγέντα. Δοκεῖς γάρ, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἐξ οὗ ἐμοὶ σύνεστιν οὕτω διατεθῆναι αὐτόν; ᾿Αλλὰ πότε μήν; Οὐχ ὁρᾷς ὅτι τούτῳ μὲν παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει,
Κλεινίᾳ δὲ πρὸς τὸ ὄπισθεν ἤδη ἀναβαίνει; Οὗτος οὖν συμφοιτῶν εἰς ταὐτὸ διδασκαλεῖον ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη. ἃ δὴ αἰσθόμενος ὁ πατὴρ παρέδωκέ μοι αὐτόν, εἴ τι δυναίμην ὠφελῆσαι. Καὶ μέντοι πολὺ βέλτιον ἤδη ἔχει. Πρόσθεν μὲν γάρ, ὥσπερ οἱ τὰς Γοργόνας θεώμενοι, λιθίνως ἔβλεπε πρὸς αὐτὸν καὶ [λιθίνως] οὐδαμοῦ ἀπῄει ἀπ᾿ αὐτοῦ· νῦν δὲ ἤδη εἶδον αὐτὸν καὶ σκαρδαμύξαντα. Καίτοι νὴ τοὺς θεούς, ὦ ἄνδρες, δοκεῖ μοί γ᾿, ἔφη, ὡς ἐν ἡμῖν αὐτοῖς εἰρῆσθαι, οὗτος καὶ πεφιληκέναι τὸν Κλεινίαν·
οὗ
ἔρωτος
οὐδέν
ἐστι
δεινότερον
ὑπέκκαυμα. Καὶ γὰρ ἄπληστον καὶ ἐλπίδας τινὰς γλυκείας παρέχει. [ἴσως δὲ καὶ διὰ τὸ μόνον πάντων ὁμώνυμον
ἔργων εἶναι
τὸ τῷ
τοῖς ταῖς
σώμασι ψυχαῖς
συμψαύειν φιλεῖσθαι
ἐντιμότερόν ἐστιν.] οὗ ἕνεκα ἀφεκτέον ἐγώ φημι εἶναι φιλημάτων [τῶν] ὡραίων τῷ σωφρονεῖν δυνησομένῳ. Καὶ ὁ Χαρμίδης εἶπεν· ᾿Αλλὰ
τί δή ποτε, ὦ
Σώκρατες, ἡμᾶς μὲν οὕτω τοὺς φίλους μορμολύττῃ ἀπὸ τῶν καλῶν, αὐτὸν δέ σε, ἔφη, ἐγὼ εἶδον ναὶ μὰ
τὸν ᾿Απόλλω, ὅτε παρὰ τῷ γραμματιστῇ ἐν τῷ αὐτῷ βιβλίῳ ἀμφότεροι ἐμαστεύετέ τι, τὴν κεφαλὴν πρὸς τῇ κεφαλῇ καὶ τὸν ὦμον γυμνὸν πρὸς γυμνῷ τῷ Κριτοβούλου ὤμῳ ἔχοντα. Καὶ ὁ Σωκράτης, Φεῦ, ἔφη, ταῦτ᾿ ἄρα[, ἔφη,] ἐγὼ ὥσπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖν ἢ πέντε ἡμέρας ὤδαξον καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ ὥσπερ κνῆσμά τι ἐδόκουν ἔχειν. ᾿Αλλὰ νῦν τοί σοι, ἔφη, ὦ Κριτόβουλε, ἐναντίον τοσούτων μαρτύρων προαγορεύω μὴ ἅπτεσθαί μου πρὶν ἂν τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κομήσῃς. Καὶ οὗτοι μὲν δὴ οὕτως ἀναμὶξ ἔσκωψάν τε καὶ ἐσπούδασαν. ῾Ο δὲ Καλλίας, Σὸν μέρος, ἔφη, λέγειν, ὦ Χαρμίδη, δι᾿ ὅ τι ἐπὶ πενίᾳ μέγα φρονεῖς. Οὐκοῦν τόδε μέν, ἔφη, ὁμολογεῖται, κρεῖττον εἶναι θαρρεῖν ἢ φοβεῖσθαι καὶ ἐλεύθερον εἶναι μᾶλλον ἢ δουλεύειν καὶ θεραπεύεσθαι μᾶλλον ἢ θεραπεύειν καὶ πιστεύεσθαι ὑπὸ τῆς πατρίδος μᾶλλον ἢ ἀπιστεῖσθαι. ᾿Εγὼ τοίνυν ἐν τῇδε τῇ πόλει ὅτε μὲν πλούσιος ἦν πρῶτον μὲν ἐφοβούμην μή τίς μου τὴν οἰκίαν διορύξας καὶ τὰ χρήματα λάβοι καὶ αὐτόν τί
με
κακὸν
ἐργάσαιτο·
ἔπειτα
δὲ
καὶ
τοὺς
συκοφάντας ἐθεράπευον, εἰδὼς ὅτι παθεῖν μᾶλλον κακῶς ἱκανὸς εἴην ἢ ποιῆσαι ἐκείνους. Καὶ γὰρ δὴ καὶ προσετάττετο μὲν ἀεί τί μοι δαπανᾶν ὑπὸ τῆς πόλεως, ἀποδημῆσαι δὲ οὐδαμοῦ ἐξῆν. Νῦν δ᾿ ἐπειδὴ τῶν ὑπερορίων στέρομαι καὶ τὰ ἔγγεια οὐ καρποῦμαι καὶ τὰ ἐκ τῆς οἰκίας πέπραται, ἡδέως μὲν καθεύδω ἐκτεταμένος, πιστὸς δὲ τῇ πόλει γεγένημαι, οὐκέτι δὲ ἀπειλοῦμαι, ἀλλ᾿ ἤδη ἀπειλῶ ἄλλοις, ὡς ἐλευθέρῳ τε ἔξεστί μοι καὶ ἀποδημεῖν καὶ ἐπιδημεῖν· ὑπανίστανται δέ μοι ἤδη καὶ θάκων καὶ ὁδῶν ἐξίστανται οἱ πλούσιοι. Καὶ εἰμὶ νῦν μὲν τυράννῳ ἐοικώς, τότε δὲ σαφῶς δοῦλος ἦν· καὶ τότε μὲν ἐγὼ φόρον ἀπέφερον τῷ δήμῳ, νῦν δὲ ἡ πόλις τέλος φέρουσα τρέφει με. ᾿Αλλὰ καὶ Σωκράτει, ὅτε μὲν πλούσιος ἦν, ἐλοιδόρουν με ὅτι συνῆν, νῦν δ᾿ ἐπεὶ πένης γεγένημαι, οὐκέτι οὐδὲν μέλει οὐδενί. Καὶ μὴν ὅτε μέν γε πολλὰ εἶχον, ἀεί τι ἀπέβαλλον ἢ ὑπὸ τῆς πόλεως ἢ ὑπὸ τῆς τύχης· νῦν δὲ ἀποβάλλω μὲν οὐδέν [οὐδὲ γὰρ ἔχω], ἀεὶ δέ τι λήψεσθαι ἐλπίζω. Οὐκοῦν, ἔφη ὁ Καλλίας, καὶ εὔχῃ μηδέποτε
πλουτεῖν, καὶ ἐάν τι ὄναρ ἀγαθὸν ἴδῃς, τοῖς ἀποτροπαίοις θύεις; Μὰ Δία τοῦτο μέντοι, ἔφη, ἐγὼ οὐ ποιῶ, ἀλλὰ μάλα φιλοκινδύνως ὑπομένω, ἄν ποθέν τι ἐλπίζω λήψεσθαι. ᾿Αλλ᾿ ἄγε δή, ἔφη ὁ Σωκράτης, σὺ αὖ λέγε ἡμῖν, ὦ ᾿Αντίσθενες, πῶς οὕτω βραχέα ἔχων μέγα φρονεῖς ἐπὶ πλούτῳ. ῞Οτι νομίζω, ὦ ἄνδρες, τοὺς ἀνθρώπους οὐκ ἐν τῷ οἴκῳ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν πενίαν ἔχειν ἀλλ᾿ ἐν ταῖς ψυχαῖς. ῾Ορῶ γὰρ πολλοὺς μὲν ἰδιώτας, οἳ πάνυ πολλὰ ἔχοντες χρήματα οὕτω πένεσθαι ἡγοῦνται ὥστε πάντα μὲν πόνον, πάντα δὲ κίνδυνον ὑποδύονται, ἐφ᾿ ᾧ πλείω κτήσονται, οἶδα δὲ καὶ ἀδελφούς, οἳ τὰ ἴσα λαχόντες
ὁ
μὲν
αὐτῶν
τἀρκοῦντα
ἔχει
καὶ
περιττεύοντα τῆς δαπάνης, ὁ δὲ τοῦ παντὸς ἐνδεῖται· αἰσθάνομαι δὲ καὶ τυράννους τινάς, οἳ οὕτω
πεινῶσι
χρημάτων
ὥστε
ποιοῦσι
πολὺ
δεινότερα τῶν ἀπορωτάτων· δι᾿ ἔνδειαν μὲν γὰρ δήπου οἱ μὲν κλέπτουσιν, οἱ δὲ τοιχωρυχοῦσιν, οἱ δὲ ἀνδραποδίζονται· τύραννοι δ᾿ εἰσί τινες οἳ ὅλους μὲν οἴκους ἀναιροῦσιν, ἁθρόους δ᾿ ἀποκτείνουσι,
πολλάκις δὲ καὶ ὅλας πόλεις χρημάτων ἕνεκα ἐξανδραποδίζονται. Τούτους μὲν οὖν ἔγωγε καὶ πάνυ οἰκτίρω τῆς ἄγαν χαλεπῆς νόσου. ὅμοια γάρ μοι δοκοῦσι πάσχειν ὥσπερ εἴ τις πολλὰ ἔχοι καὶ πολλὰ ἐσθίων μηδέποτε ἐμπίμπλαιτο. ᾿Εγὼ δὲ οὕτω μὲν πολλὰ ἔχω ὡς μόλις αὐτὰ καὶ [ἐγὼ ἂν] αὐτὸς εὑρίσκω· ὅμως δὲ περίεστί μοι καὶ ἐσθίοντι ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφικέσθαι καὶ πίνοντι μέχρι τοῦ μὴ διψῆν καὶ ἀμφιέννυσθαι ὥστε ἔξω μὲν μηδὲν μᾶλλον Καλλίου τούτου τοῦ πλουσιωτάτου ῥιγοῦν· ἐπειδάν γε μὴν ἐν τῇ οἰκίᾳ γένωμαι, πάνυ μὲν ἀλεεινοὶ χιτῶνες οἱ τοῖχοί μοι δοκοῦσιν εἶναι, πάνυ δὲ παχεῖαι ἐφεστρίδες οἱ ὄροφοι, στρωμνήν γε μὴν οὕτως ἀρκοῦσαν ἔχω ὥστ᾿ ἔργον μέγ᾿ ἐστὶ καὶ ἀνεγεῖραι. ἂν δέ ποτε καὶ ἀφροδισιάσαι τὸ σῶμά μου δεηθῇ, οὕτω μοι τὸ παρὸν ἀρκεῖ ὥστε αἷς ἂν προσέλθω ὑπερασπάζονταί με διὰ τὸ μηδένα ἄλλον αὐταῖς ἐθέλειν προσιέναι. Καὶ πάντα τοίνυν ταῦτα οὕτως ἡδέα μοι δοκεῖ εἶναι ὡς μᾶλλον μὲν ἥδεσθαι ποιῶν ἕκαστα αὐτῶν οὐκ ἂν εὐξαίμην,
ἧττον δέ· οὕτω μοι δοκεῖ ἔνια αὐτῶν ἡδίω εἶναι τοῦ συμφέροντος. Πλείστου δ᾿ ἄξιον κτῆμα ἐν τῷ ἐμῷ πλούτῳ λογίζομαι εἶναι ἐκεῖνο, ὅτι εἴ μού τις καὶ τὰ νῦν ὄντα παρέλοιτο, οὐδὲν οὕτως ὁρῶ φαῦλον ἔργον ὁποῖον οὐκ ἀρκοῦσαν ἂν τροφὴν ἐμοὶ παρέχοι. Καὶ γὰρ ὅταν ἡδυπαθῆσαι βουληθῶ, οὐκ ἐκ τῆς ἀγορᾶς τὰ τίμια ὠνοῦμαι [πολυτελῆ γὰρ γίγνεται], ἀλλ᾿ ἐκ τῆς ψυχῆς ταμιεύομαι. Καὶ πολὺ πλέον διαφέρει πρὸς
ἡδονήν,
ὅταν
ἀναμείνας
τὸ
δεηθῆναι
προσφέρωμαι ἢ ὅταν τινὶ τῶν τιμίων χρῶμαι, ὥσπερ καὶ νῦν τῷδε τῷ Θασίῳ οἴνῳ ἐντυχὼν οὐ διψῶν
πίνω
αὐτόν.
᾿Αλλὰ
μὴν
καὶ
πολὺ
δικαιοτέρους γε εἰκὸς εἶναι τοὺς εὐτέλειαν μᾶλλον ἢ πολυχρηματίαν σκοποῦντας. Οἷς γὰρ μάλιστα τὰ παρόντα ἀρκεῖ ἥκιστα τῶν ἀλλοτρίων ὀρέγονται. ἄξιον δ᾿ ἐννοῆσαι ὡς καὶ ἐλευθερίους ὁ τοιοῦτος πλοῦτος παρέχεται. Σωκράτης τε γὰρ οὗτος παρ᾿ οὗ ἐγὼ τοῦτον ἐκτησάμην οὔτ᾿ ἀριθμῷ οὔτε σταθμῷ ἐπήρκει μοι, ἀλλ᾿ ὁπόσον ἐδυνάμην φέρεσθαι, τοσοῦτόν μοι παρεδίδου· ἐγώ τε νῦν οὐδενὶ φθονῶ,
ἀλλὰ πᾶσι τοῖς φίλοις καὶ ἐπιδεικνύω τὴν ἀφθονίαν καὶ μεταδίδωμι τῷ βουλομένῳ τοῦ ἐν τῇ ἐμῇ ψυχῇ πλούτου. Καὶ μὴν καὶ τὸ ἁβρότατόν γε κτῆμα, τὴν σχολὴν ἀεὶ ὁρᾶτέ μοι παροῦσαν, ὥστε καὶ θεᾶσθαι τὰ ἀξιοθέατα καὶ ἀκούειν τὰ ἀξιάκουστα καὶ ὃ πλείστου
ἐγὼ
τιμῶμαι,
Σωκράτει
σχολάζων
συνδιημερεύειν. Καὶ οὗτος δὲ οὐ τοὺς πλεῖστον ἀριθμοῦντας χρυσίον θαυμάζει, ἀλλ᾿ οἳ ἂν αὐτῷ ἀρέσκωσι τούτοις συνὼν διατελεῖ. Οὗτος μὲν οὖν οὕτως εἶπεν. ῾Ο δὲ Καλλίας, Νὴ τὴν ῞Ηραν, ἔφη, τά τε ἄλλα ζηλῶ σε τοῦ πλούτου καὶ ὅτι οὔτε ἡ πόλις σοι ἐπιτάττουσα ὡς δούλῳ χρῆται οὔτε οἱ ἄνθρωποι, ἂν μὴ δανείσῃς, ὀργίζονται. ᾿Αλλὰ μὰ Δί᾿, ἔφη ὁ Νικήρατος, μὴ ζήλου· ἐγὼ γὰρ ἥξω παρ᾿ αὐτοῦ δανεισάμενος πεπαιδευμένος
τὸ
μηδενὸς
ὑπὸ
προσδεῖσθαι,
῾Ομήρου
ἀριθμεῖν
οὕτω ἕπτ᾿
ἀπύρους τρίποδας, δέκα δὲ χρυσοῖο τάλαντα, αἴθωνας δὲ λέβητας ἐείκοσι, δώδεκα δ᾿ ἵππους σταθμῷ
καὶ
ἀριθμῷ,
ὡς
πλείστου
πλούτου
ἐπιθυμῶν
οὐ
παύομαι·
φιλοχρηματώτερός ἀνεγέλασαν
τισι
ἅπαντες,
ἐξ
δοκῶ
ὧν εἶναι.
νομίζοντες
ἴσως
καὶ
ἔνθα τὰ
δὴ
ὄντα
εἰρηκέναι αὐτόν. ᾿Εκ τούτου εἶπέ τις· Σὸν ἔργον, ὦ ῾Ερμόγενες, λέγειν τε τοὺς φίλους οἵτινές εἰσι καὶ ἐπιδεικνύναι ὡς μέγα τε δύνανται καὶ σοῦ ἐπιμέλονται, ἵνα δοκῇς δικαίως ἐπ᾿ αὐτοῖς μέγα φρονεῖν. Οὐκοῦν ὡς μὲν καὶ ῞Ελληνες καὶ βάρβαροι τοὺς θεοὺς ἡγοῦνται πάντα εἰδέναι τά τε ὄντα καὶ τὰ μέλλοντα εὔδηλον. Πᾶσαι γοῦν αἱ πόλεις καὶ πάντα τὰ ἔθνη διὰ μαντικῆς ἐπερωτῶσι τοὺς θεοὺς τί τε χρὴ καὶ τί οὐ χρὴ ποιεῖν. Καὶ μὴν ὅτι νομίζομέν γε δύνασθαι αὐτοὺς καὶ εὖ καὶ κακῶς ποιεῖν καὶ τοῦτο σαφές. Πάντες γοῦν αἰτοῦνται τοὺς θεοὺς τὰ μὲν φαῦλα ἀποτρέπειν, τἀγαθὰ δὲ διδόναι. Οὗτοι τοίνυν οἱ πάντα μὲν εἰδότες πάντα δὲ δυνάμενοι θεοὶ οὕτω μοι φίλοι εἰσὶν ὥστε διὰ τὸ ἐπιμελεῖσθαί μου οὔποτε λήθω αὐτοὺς οὔτε νυκτὸς οὔθ᾿ ἡμέρας οὔθ᾿ ὅποι ἂν ὁρμῶμαι οὔθ᾿ ὅ τι ἂν μέλλω πράττειν. Διὰ δὲ τὸ προειδέναι καὶ ὅ τι ἐξ ἑκάστου ἀποβήσεται
σημαίνουσί μοι πέμποντες ἀγγέλους φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνοὺς ἅ τε δεῖ καὶ ἃ οὐ χρὴ ποιεῖν, οἷς ἐγὼ ὅταν μὲν πείθωμαι, οὐδέποτέ μοι μεταμέλει· ἤδη δέ ποτε καὶ ἀπιστήσας ἐκολάσθην. Καὶ ὁ Σωκράτης εἶπεν· ᾿Αλλὰ τούτων μὲν οὐδὲν ἄπιστον. ᾿Εκεῖνο μέντοι ἔγωγε ἡδέως ἂν πυθοίμην, πῶς αὐτοὺς θεραπεύων οὕτω φίλους ἔχεις. Ναὶ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη ὁ ῾Ερμογένης, καὶ μάλα εὐτελῶς. ᾿Επαινῶ τε γὰρ αὐτοὺς οὐδὲν δαπανῶν, ὧν τε διδόασιν ἀεὶ αὖ παρέχομαι, εὐφημῶ τε ὅσα ἂν δύνωμαι καὶ ἐφ᾿ οἷς ἂν αὐτοὺς μάρτυρας ποιήσωμαι ἑκὼν οὐδὲν ψεύδομαι. Νὴ Δί᾿, ἔφη, ὁ Σωκράτης εἰ ἄρα τοιοῦτος ὢν φίλους αὐτοὺς ἔχεις, καὶ οἱ θεοί, ὡς ἔοικε, καλοκἀγαθίᾳ ἥδονται. Οὗτος
μὲν
δὴ
ὁ
λόγος
οὕτως
ἐσπουδαιολογήθη. ᾿Επειδὴ δὲ εἰς τὸν Φίλιππον ἧκον, ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ᾿ αὐτῇ φρονοίη. Οὐ γὰρ ἄξιον, ἔφη, ὁπότε γε πάντες εἰδότες ὅτι γελωτοποιός εἰμι, ὅταν μέν τι ἀγαθὸν
ἔχωσι,
παρακαλοῦσί
με
ἐπὶ
ταῦτα
προθύμωσ, ὅταν δέ τι κακὸν λάβωσι, φεύγουσιν
ἀμεταστρεπτί,
φοβούμενοι
μὴ
καὶ
ἄκοντες
γελάσωσι; Καὶ ὁ Νικήρατος εἶπε· Νὴ Δία, σὺ τοίνυν δικαίως μέγα φρονεῖς. ᾿Εμοὶ γὰρ αὖ τῶν φίλων οἱ μὲν εὖ πράττοντες ἐκποδὼν ἀπέρχονται, οἳ δ᾿ ἂν κακόν τι λάβωσι, γενεαλογοῦσι τὴν συγγένειαν καὶ οὐδέποτέ μου ἀπολείπονται. Εἶεν· σὺ δὲ δή, ἔφη ὁ Χαρμίδης, ὦ Συρακόσιε, ἐπὶ τῷ μέγα φρονεῖς; ἢ δῆλον ὅτι ἐπὶ τῷ παιδί; Μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη, οὐ μὲν δή· ἀλλὰ καὶ δέδοικα περὶ αὐτοῦ ἰσχυρῶς. Αἰσθάνομαι γάρ τινας ἐπιβουλεύοντας διαφθεῖραι αὐτόν. Καὶ ὁ Σωκράτης ἀκούσας, ῾Ηράκλεις, ἔφη, τί τοσοῦτον νομίζοντες ἠδικῆσθαι
ὑπὸ τοῦ σοῦ
παιδὸς ὥστε ἀποκτεῖναι αὐτὸν βούλεσθαι; ᾿Αλλ᾿ οὔτοι, ἔφη, ἀποκτεῖναι βούλονται, ἀλλὰ πεῖσαι αὐτὸν συγκαθεύδειν αὐτοῖς. Σὺ δ᾿, ὡς ἔοικας, εἰ τοῦτο γένοιτο, νομίζεις ἂν διαφθαρῆναι αὐτόν; Ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη, παντάπασί γε. Οὐδ᾿ αὐτὸς ἄρ᾿, ἔφη, συγκαθεύδεις αὐτῷ; Νὴ Δί᾿ ὅλας γε καὶ πάσας τὰς νύκτας. Νὴ τὴν ῞Ηραν, ἔφη ὁ Σωκράτης, εὐτύχημά γέ σου μέγα τὸ τὸν χρῶτα τοιοῦτον φῦναι ἔχοντα
ὥστε μόνον μὴ διαφθείρειν τοὺς συγκαθεύδοντας. ὥστε σοί γε εἰ μὴ ἐπ᾿ ἄλλῳ ἀλλ᾿ ἐπὶ τῷ χρωτὶ ἄξιον μέγα φρονεῖν. ᾿Αλλὰ μὰ Δί᾿, ἔφη, οὐκ ἐπὶ τούτῳ μέγα φρονῶ. ᾿Αλλ᾿ ἐπὶ τῷ μήν; ᾿Επὶ νὴ Δία τοῖς ἄφροσιν. Οὗτοι γὰρ τὰ ἐμὰ νευρόσπαστα θεώμενοι τρέφουσί με. Ταῦτ᾿ ἄρ᾿, ἔφη ὁ Φίλιππος, καὶ πρῴην ἐγώ σου ἤκουον εὐχομένου πρὸς τοὺς θεοὺς ὅπου ἂν ᾖς διδόναι καρποῦ μὲν ἀφθονίαν, φρενῶν δὲ ἀφορίαν. Εἶεν, ἔφη ὁ Καλλίας· σὺ δὲ δή, ὦ Σώκρατες, τί ἔχεις εἰπεῖν ὡς ἄξιόν σοί ἐστι μέγα φρονεῖν ἐφ᾿ ᾗ εἶπας οὕτως
ἀδόξῳ
οὔσῃ
τέχνῃ;
Καὶ
ὃς
εἶπεν·
῾Ομολογησώμεθα πρῶτον ποῖά ἐστιν ἔργα τοῦ μαστροποῦ·
καὶ
ὅσα
ἂν
ἐρωτῶ,
μὴ
ὀκνεῖτε
ἀποκρίνεσθαι, ἵνα εἰδῶμεν ὅσα ἂν συνομολογῶμεν. Καὶ ὑμῖν οὕτω δοκεῖ; ἔφη. Πάνυ μὲν οὖν, ἔφασαν. ὡς δ᾿ ἅπαξ εἶπαν Πάνυ μὲν οὖν, τοῦτο πάντες ἐκ τοῦ λοιποῦ ἀπεκρίναντο. Οὐκοῦν ἀγαθοῦ μέν, ἔφη, ὑμῖν δοκεῖ μαστροποῦ ἔργον εἶναι ἣν ἂν ἢ ὃν ἂν μαστροπεύῃ ἀρέσκοντα τοῦτον ἀποδεικνύναι οἷς ἂν συνῇ; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφασαν. Οὐκοῦν ἓν μέν τί
ἐστιν εἰς τὸ ἀρέσκειν ἐκ τοῦ πρέπουσαν ἔχειν σχέσιν καὶ τριχῶν καὶ ἐσθῆτος; Πάνυ μὲν οὖν, ἔφασαν. Οὐκοῦν καὶ τόδε ἐπιστάμεθα, ὅτι ἔστιν ἀνθρώπῳ τοῖς αὐτοῖς ὄμμασι καὶ φιλικῶς καὶ ἐχθρῶς πρός τινας βλέπειν; Πάνυ μὲν οὖν. Τί δέ, τῇ αὐτῇ φωνῇ ἔστι καὶ αἰδημόνως καὶ θρασέως φθέγγεσθαι; Πάνυ μὲν οὖν. Τί δέ, λόγοι οὐκ εἰσὶ μέν τινες ἀπεχθανόμενοι, εἰσὶ δέ τινες οἳ πρὸς φιλίαν ἄγουσι; Πάνυ μὲν οὖν. Οὐκοῦν τούτων ὁ ἀγαθὸς μαστροπὸς τὰ συμφέροντα εἰς τὸ ἀρέσκειν διδάσκοι ἄν; Πάνυ μὲν οὖν. ᾿Αμείνων δ᾿ ἂν εἴη, ἔφη, ὁ ἑνὶ δυνάμενος ἀρεστοὺς ποιεῖν ἢ ὅστις καὶ πολλοῖς; ἐνταῦθα μέντοι ἐσχίσθησαν, καὶ οἱ μὲν εἶπον Δῆλον ὅτι ὅστις πλείστοις, οἱ δὲ Πάνυ μὲν οὖν. ῾Ο δ᾿ εἰπὼν ὅτι καὶ τοῦτο ὁμολογεῖται ἔφη· Εἰ δέ τις καὶ ὅλῃ τῇ πόλει ἀρέσκοντας δύναιτο ἀποδεικνύναι, οὐχ οὗτος παντελῶς ἂν ἤδη ἀγαθὸς μαστροπὸς εἴη; Σαφῶς γε νὴ Δία, πάντες εἶπον. Οὐκοῦν εἴ τις τοιούτους δύναιτο ἐξεργάζεσθαι ὧν προστατοίη, δικαίως ἂν μέγα φρονοίη ἐπὶ τῇ τέχνῃ καὶ δικαίως ἂν πολὺν
μισθὸν λαμβάνοι; ἐπεὶ δὲ καὶ ταῦτα πάντες συνωμολόγουν, Τοιοῦτος μέντοι, ἔφη, μοι δοκεῖ ᾿Αντισθένης εἶναι οὗτος. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης, ᾿Εμοί, ἔφη, παραδίδως, ὦ Σώκρατες, τὴν τέχνην; Ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη. ῾Ορῶ γάρ σε καὶ τὴν ἀκόλουθον ταύτης πάνυ ἐξειργασμένον. Τίνα ταύτην; Τὴν προαγωγείαν, ἔφη. Καὶ ὃς μάλα ἀχθεσθεὶς ἐπήρετο· Καὶ τί μοι σύνοισθα, ὦ Σώκρατες, τοιοῦτον εἰργασμένῳ; Οἶδα μέν, ἔφη, σε Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύσαντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ, ὅτε ἑώρας τοῦτον μὲν φιλοσοφίας ἐρῶντα, ἐκεῖνον δὲ χρημάτων δεόμενον· οἶδα δέ σε ῾Ιππίᾳ τῷ ᾿Ηλείῳ, παρ᾿ οὗ οὗτος καὶ τὸ μνημονικὸν ἔμαθεν· ἀφ᾿ οὗ δὴ καὶ ἐρωτικώτερος γεγένηται διὰ τὸ ὅ τι ἂν καλὸν ἴδῃ μηδέποτε ἐπιλανθάνεσθαι. ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν ῾Ηρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ, συνέστησάς μοι αὐτόν. Καὶ χάριν μέντοι σοι ἔχω· πάνυ γὰρ καλὸς κἀγαθὸς δοκεῖ μοι εἶναι. Αἰσχύλον δὲ τὸν Φλειάσιον πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν καὶ ἐμὲ πρὸς ἐκεῖνον οὐχ οὕτω διέθηκας ὥστε διὰ τοὺς
σοὺς λόγους ἐρῶντες ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες; Ταῦτα οὖν ὁρῶν δυνάμενόν σε ποιεῖν ἀγαθὸν νομίζω προαγωγὸν εἶναι. ῾Ο γὰρ οἷός τε ὢν γιγνώσκειν τε τοὺς ὠφελίμους αὑτοῖς καὶ τούτους δυνάμενος ποιεῖν ἐπιθυμεῖν ἀλλήλων, οὗτος ἄν μοι δοκεῖ καὶ πόλεις δύνασθαι φίλας ποιεῖν καὶ γάμους ἐπιτηδείους συνάγειν, καὶ πολλοῦ ἂν ἄξιος εἶναι καὶ πόλεσι καὶ φίλοις καὶ συμμάχοισ κεκτῆσθαι. Σὺ δὲ ὡς κακῶς ἀκούσας ὅτι ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν εἶναι, ὠργίσθης. ᾿Αλλὰ μὰ Δί᾿, ἔφη, οὐ νῦν. ᾿Εὰν γὰρ ταῦτα δύνωμαι, σεσαγμένος δὴ παντάπασι πλούτου τὴν ψυχὴν ἔσομαι. Καὶ αὕτη μὲν δὴ ἡ περίοδος τῶν λόγων ἀπετελέσθη.
Μ
όλις τέλειωσε η συγκεκριμένη χρονική περίοδος της συζήτησης, ο Σωκράτης είπε: «Απομένει, λοιπόν, ο καθένας μας να φανερώσει όσα
υποσχέθηκε πως η κουβέντα γι’ αυτά έχει μεγάλη αξία». Ο Καλλίας είπε τότε: «Θα ακούσετε εμένα πρώτο. Γιατί εγώ ενώ θα σας ακούω να πραγματεύεστε τι είναι δικαιοσύνη, την ίδια χρονική περίοδο θα κάνω τους ανθρώπους δικαιότερους». Κι ο Σωκράτης τον ρωτά: «Και με ποιον τρόπο, καλέ μου φίλε;» «Με τα χρήματα, μα το Δία», του απαντά ο Καλλίας. Κι ο Αντισθένης, αφού σηκώθηκε από τη θέση του, με αρκετά διερευνητικό ύφος, τον ρώτησε: «Καλλία, πού θαρρείς πως οι άνθρωποι έχουνε τη δικαιοσύνη, στην ψυχή ή στο πορτοφόλι105;» «Στην ψυχή», του αποκρίνεται εκείνος. «Ε, τότε, με το να γεμίζεις χρήματα το πορτοφόλι τους,
κάνεις
και
δικαιότερη
την
ψυχή
τους;»,
τον
ξαναρωτά106.
105
Η δικαιοσύνη – ρωτά ο Αντισθένης – είναι ψυχικό χάρισμα ή υλικό αγαθό; Εάν είναι χάρισμα, χρειάζεται παιδεία ν’ αναδειχθεί και μπορεί να την έχει ο κάθε άνθρωπος, αλλά εάν είναι υλικό αγαθό, μπορεί να την προμηθευτεί μονάχα εκείνος που έχει οικονομική ευμάρεια. 106 Σαν γνήσιος Σωκρατικός μαθητής, ο Αντισθένης «εφαρμόζει», όπως φαίνεται στο σημείο αυτό, τη διαλεκτική μέθοδο των ερωταποκρίσεων στον Καλλία.
«Μάλιστα», του απαντά. «Με ποιον τρόπο;», ρωτά πάλι. «Επειδή, γνωρίζοντας καλά πως θα εξασφαλίσουν το ποσό που τους χρειάζεται για τα αναγκαία, δεν επιθυμούν κάποιο έγκλημα να τους βάζει σε κίντυνο107», αποκρίθηκε ο Καλλίας. «Μα, ειλικρινά, σου γυρίζουνε πίσω όσα πάρουνε;», του λέει ο Αντισθένης τότε. «Μα το Δία, όχι, σε καμιά περίπτωση!», απαντά ο Καλλίας. «Τι λοιπόν, ούτε για τα χρήματα δεν νιώθουν ευγνωμοσύνη;», συνεχίζει τις ερωτήσεις μ’ αυτήν. «Όχι, μα το Δία, ούτε και τούτο κάνουν. Κάποιοι μάλιστα συμπεριφέρονται με μεγαλύτερη έχθρητα απ’ όση είχαν προτού πάρουν τα χρήματα», του απάντησε. Κι ο Αντισθένης, με βλέμμα διαπεραστικό και ταυτόχρονα ελεγκτικό προς εκείνον, του λέει: «Πράγματι, αξιοπερίεργο
το
ότι προς τους
άλλους ανθρώπους
κατορθώνεις να τους κάνεις δίκαιους και όχι, όμως, και προς εσένα108!»
107
Ο Καλλίας, λύνοντας το οικονομικό πρόβλημα των ανθρώπων, θαρρεί πως εξαλείφει και τους λόγους που τους είχαν στρέψει προς την αδικία και την κακία (φτώχεια π.χ.). 108 Ο Αντισθένης ειρωνεύεται τον Καλλία, εκφράζοντας την απορία πώς κάποιοι που είναι αχάριστοι προς τον ευεργέτη (βλ. δανειστή) τους μπορούν να ‘ναι δίκαιοι ως προς την υπόλοιπη πόλη!
Ο Καλλίας του είπε: «Και πού είναι το παράδοξο; Δεν βλέπεις ότι κι αρκετοί ξυλουργοί και χτίστες109 σε πολλούς άλλους κατασκευάζουν σπίτια, ενώ για τους εαυτούς τους δεν μπορούν να φτιάξουν, μα μένουν σε νοικιασμένα110; Ν’ ανέχεσαι, λοιπόν, καλέ μου σοφιστή, και τον έλεγχο111!» Κι ο Σωκράτης επενέβη λέγοντας: «Μα το Δία, και βέβαια θα τον ανεχθεί, επειδή και για τους μάντεις112 λέγεται πως για τους άλλους μπορούνε να προφητέψουνε τα μελλούμενα, όχι, όμως, και να προβλέψουνε για τους ίδιους ό,τι επέρχεται113». Αυτή,
λοιπόν,
η
συζήτηση
στο
παρόν
σημείο
τέλειωσε. Έπειτα απ’ αυτά, ο Νικήρατος λέει: «Θ’ ακούσετε κι από
εμένα
σε
τι
θα
γίνετε
συναναστραφείτε. Ξέρετε, βέβαια,
καλύτεροι,
εάν
με
ότι ο Όμηρος, ο
πάνσοφος, στα ποιήματά του, έγραψε για όλες σχεδόν τις
109
Ο Καλλίας χρησιμοποιεί παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, ώστε να γίνεται απ’ όλους κατανοητός. Οι χτίστες και οι ξυλουργοί είναι από τους απαραίτητους για την κατασκευή ενός σπιτιού μάστορες. 110 Ακόμη και στην αρχαιότητα, όσοι δεν είχαν ιδιόχτητο σπίτι, έμεναν σε νοικιασμένο. 111 «Βρήκες το… δάσκαλό σου, γι’ αυτό και σώπαινε!», αυτή είναι η ελεύθερη απόδοση των λόγων του Καλλία προς τον Αντισθένη, που, ως σοφιστής, με τις ερωτήσεις του, ήθελε να «ελέγχει», ανεξέλεγκτος ο ίδιος, τα πάντα… Ας θυμηθούμε, όμως, πώς ελέγχει τους σοφιστές ο Σωκράτης (βλ. Πλάτωνος «Σοφιστής», «Πρωταγόρας», «Γοργίας» κ.α.) 112 Πέρα από τους μάντεις τους γνωστούς της ελληνικής μυθολογίας, Τειρεσία (Θήβα) – Κασσάνδρα, Έλενο (Τροία) και Κάλχα (Αχαιοί), αλλά και το μάγο Μέρλιν του κύκλου του Άγγλου βασιλιά Αρθούρου των ιπποτικών μυθιστορημάτων, οι Έλληνες Προσωκρατικοί φιλόσοφοι (βλ. Ηράκλειτος, Απόσπασμα 69.5) ομιλούν για τη μαινόμενη Σίβυλλα, που ανάγγελνε θεϊκά σήματα για το ανθρώπινο μέλλον. 113 Τα λόγια του Σωκράτη θυμίζουν τη φράση των Ιουδαίων αρχιερέων κάτω από το σταυρό του Χριστού για τον Εσταυρωμένο Ιησού, «Άλλους έσωσε και τον εαυτό του δεν μπόρεσε να σώσει!» (Ευαγγέλιο Λουκά, ΚΖ, 41 – 42).
πτυχές της ανθρώπινης ζωής114. Εάν, λοιπόν, κάποιος από εσάς ορέγεται να γενεί ή οικονομολόγος ή ρήτορας ή στρατηγός ή να μοιάζει στον Αχιλλέα ή τον Αίαντα ή το Νέστορα ή τον Οδυσσέα115, εμένα να φροντίζει. Γιατί εγώ όλα τούτα τα ξέρω πολύ καλά». «Μήπως και να κυβερνάς σαν βασιλιάς ξέρεις;», τον ρώτησε ο Αντισθένης, «γιατί γνωρίζεις πως αυτός επαίνεσε τον Αγαμέμνονα116 ότι ήταν και έξοχος βασιλέας και πολύ δυνατός πολεμιστής». «Φυσικά, μα το Δία», του απαντά ο Νικήρατος, «ξέρω πως “εσύ τ’ αμάξια και τ’ αλόγατα ξυστά αποδίπλα πέρνα, και το κορμί σου στο καλόπλεχτο το αμάξι γέρνε μέσα, ζερβά σου λίγο, και νυμάτιζε και το δεξιό φαρί σου, και μπήξε του φωνή, λασκάροντας στα χέρια σου τα γκέμια117”. Και κοντά σ’ αυτά, βέβαια, και κάτι άλλο γνωρίζω, το οποίο και τωραδά μπορείτε να το δοκιμάσετε. Λέει κάπου, λοιπόν, ο Όμηρος: “Το κρεμμύδι είναι καρύκευμα για το πιοτό”. Έτσι, εάν κάποιος φέρει
114
Ο Όμηρος ασχολήθηκε και με πολεμικά κατορθώματα («Ιλιάδα») και με τη νοσταλγία της πατρίδας («Οδύσσεια»), αλλά, στις διάφορες ραψωδίες των επών του, συναντάμε και στοιχεία από κάθε πτυχή της καθημερινής ανθρώπινης ζωής. 115 Οι ήρωες, που αναφέρει ο Νικήρατος εδώ, αντιπροσωπεύουν από ένα χάρισμα, που θέλει να αποχτήσει στη ζωή του: Ο Αχιλλέας από τη Φθία υπερείχε στην αντρεία, ο Αίας ο Σαλαμίνιος ξεχώριζε στη σωματική δύναμη, ο Νέστορας της Πύλου φημιζότανε για τη σοφία και ο Οδυσσέας ο Ιθακήσιος διακρινόταν για την ευστροφία. 116 Ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών, ήταν ο αρχιστράτηγος του Αχαϊκού στρατεύματος στην Τρωική Εκστρατεία και πρωταγωνιστής τόσο του Ομήρου («Ιλιάδα»), όσο και τραγωδιών («Αγαμέμνων» Αισχύλου). Ο στίχος αυτός είναι ο 179 της ραψωδίας Γ στην «Ιλιάδα». 117 Οι στίχοι αυτοί ανήκουν στη ραψωδία Ψ της «Ιλιάδας» και είναι οι 334 – 337 της μετάφρασης στα νεοελληνικά από Καζαντζάκη – Κακριδή.
κρεμμύδια118, παρευθύς θα νιώσετε τη μεγάλη τους ωφέλεια, γιατί με μεγάλη ευχαρίστηση θα πίνετε!» Κι ο Χαρμίδης, τότε, λέει: «Φίλοι μου, ο Νικήρατος θέλει να
πάει
στο
σπίτι του
μυρίζοντας μυρωδιά
κρεμμυδιών, για να πιστέψει η γυναίκα του119 ότι κανέναν αυτός δεν σκέφτηκε να φιλήσει». Ο Σωκράτης, όμως, είπε: «Μα το Δία, άλλη, όμως, γελοία φήμη κιντυνεύουμε ν’ αποχτήσουμε, ότι δηλαδή είναι καρύκευμα. Πραγματικά, φαίνεται πως είναι, γιατί το κρεμμύδι δεν κάνει μόνο το φαγητό ευχάριστο, αλλά και το πιοτό. Εάν, λοιπόν, κι αυτό μετά το δείπνο δοκιμάσουμε, προσέξτε μην τυχόν κάποιος από μας ισχυριστεί ότι ήλθαμε στο σπίτι του Καλλία και καλοπεράσαμε». Ο Καλλίας, σ’ αυτό το σημείο της κουβέντας, λέει: «Με κανέναν τρόπο, Σωκράτη, να μη μιλάς έτσι! Εάν, βέβαια, κάποιος προετοιμάζεται για μάχη, καλό είναι να τρώει λίγο κρεμμυδάκι, όπως ακριβώς ορισμένοι ταΐζουν σκόρδα τα κοκόρια τους πριν τα ρίξουν σε κοκορομαχίες120. Εμείς, όμως, ίσως σκεφτόμαστε πώς θα φιλήσουμε κάποιον παρά πώς θα πολεμήσουμε εναντίον του».
118
Περισσότερα για κρεμμύδια και το ρόλο των καρυκευμάτων στη μαγειρική συναντούμε στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου. Ο Ομηρικός στίχος, που αναφέρθηκε νωρίτερα από το Νικήρατο, βρίσκεται στη ραψωδία Λ της Ιλιάδας (630). 119 Φαίνεται ότι η νιόπαντρη – όπως έχει ήδη γραφεί απ’ τον Ξενοφώντα – σύζυγος του Νικήρατου ήταν ζηλιάρα. 120 Οι κοκορομαχίες, που, ίσως, γίνονταν προς όφελος των διοργανωτών, ήσαν συχνές στην Αθήνα.
Κι η συζήτηση αυτή μ’ αυτόν περίπου τον τρόπο έληξε. Μα ο Κριτόβουλος πήρε το λόγο και είπε: «Τώρα, λοιπόν, θα σας πω για ποιο λόγο θεωρώ πολύ σπουδαία τη σωματική ομορφιά!» «Πες μας», του είπαν όλοι. «Εάν δεν είμαι, όπως νομίζω, ωραίος, δικαιολογημένα εσείς θα δικαστείτε με την κατηγορία της απάτης. Γιατί χωρίς κανείς να σας ζητά να ορκίζεστε, πάντοτε με όρκο λέτε πως είμαι όμορφος. Κι εγώ, λοιπόν, σας πιστεύω, αφού σας θεωρώ χρηστούς και ενάρετους ανθρώπους. Εάν, όμως, είμαι αλήθεια όμορφος και εσείς προς εμένα αισθάνεστε όσα εγώ νιώθω προς όποιον μου φαίνεται ωραίος, ορκίζομαι σε όλους τους θεούς ότι δεν θα διάλεγα την εξουσία του Μεγάλου Βασιλιά121 από την ομορφιά μου. Εγώ, τώρα, δηλαδή, τον Κλεινία122 ατενίζω με μεγαλύτερη ευχαρίστηση έναντι όλων των άλλων των καλών, που υπάρχουν στους ανθρώπους. Και θα προτιμούσα πιο πολύ να ‘μουν τυφλός για όλα τα άλλα εκτός από ένα, τον Κλεινία. Στενοχωριέμαι με τη νύχτα και τον ύπνο γιατί δεν 121
Η εξουσία του Μεγάλου Βασιλιά της Περσικής Αυτοκρατορίας ήταν μεγάλη και παντοδύναμη όσα χρόνια κι αν περάσουν, ενώ η σωματική ομορφιά ενός ανθρώπου εφήμερη και φθαρτή. 122 Κλεινίας: Γιος του Αξιόχου και αδελφός του γνωστού τυχοδιώχτη Αθηναίου πολιτικού, Αλκιβιάδη. Γεννήθηκε στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Δεν ανακατεύτηκε στην πολιτική, σ’ αντίθεση μ’ άλλα μέλη της οικογένειάς του. Ο Κλεινίας, που περιγράφεται, στον «Ευθύδημο» του Πλάτωνος, ως «καλός και αγαθός στην όψη», είναι εκ των συνομιλητών του Σωκράτη στο νόθο Πλατωνικό διάλογο «Αξίοχος», που ασχολείται με τις φοβίες των ανθρώπων γύρω απ’ το θάνατο. Το άλλο πρόσωπο του διαλόγου είναι ο ετοιμοθάνατος πατέρας του Κλεινία, Αξίοχος. Εκτός από τον Κριτόβουλο, κατά τον Πλάτωνα τον είχε αγαπήσει και ο Κτήσιππος («Ευθύδημος»).
βλέπω εκείνον, ενώ τη μεγαλύτερη δυνατή ευγνωμοσύνη στη μέρα και στον ήλιο χρωστώ, αφού μου φανερώνουνε τον Κλεινία123. Αξίζει, λοιπόν, εμείς οι όμορφοι και για τούτο να κομπορρημονούμε, το ότι δηλαδή, ενώ ο ισχυρός πρέπει να κουραστεί για να αποχτήσει τα αγαθά της ζωής κι ο ανδρείος να κινδυνέψει και ο μυαλωμένος να συζητά, ο ωραίος, ακόμη κι αν παραμείνει αδρανής124, τα ‘χει όλα125. Εγώ, λοιπόν, αν και ξέρω πως τα χρήματα είναι γλυκύ απόκτημα, πολύ ευχαρίστως στον Κλεινία θα ‘διδα όσα έχω παρά να πάρω άλλα από άλλον. Και θα δεχόμουνα με πολύ μεγάλη χαρά να ήμουν σκλάβος παρά ελεύθερος, εάν ο Κλεινίας επιθυμούσε να ‘ναι ο αφέντης μου126. Γιατί ευκολότερα
για
εκείνον
θα
κόπιαζα
παρά
να
ξεκουραζόμουν κι αρκετά ευχάριστος θα ‘ταν ο κίνδυνος, για να τον υπερασπίζομαι, έναντι μιας χωρίς κινδύνους ζωής. Ώστε, εάν εσύ, Καλλία, καυχιέσαι πως μπορείς τους ανθρώπους να κάνεις πιο δίκαιους, εγώ περισσότερο δικαιολογημένα απ’ όσο εσύ μπορώ να τους οδηγήσω σε κάθε ενάρετη σκέψη και πράξη. Γιατί εμείς οι ωραίοι, επειδή εμπνέουμε κάτι στους ερωμένους μας, τους 123
Υπερβολικός, αλλά πολύ παραστατικός εμφανίζεται, στο σημείο αυτό, ως προς την περιγραφή της αγάπης, που νιώθει για τον Κλεινία, ο Κριτόβουλος. 124 Ο ωραίος δεν χρειάζεται να κοπιάσει ή να κιντυνέψει, για να πείσει κάποιον. Η ομορφιά του από μόνη της λειτουργεί ως πολύ πειστικό επιχείρημα και του αρκεί, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του. 125 Ο Κριτόβουλος είναι φανερό ότι δεν ξέρει ή ξέχασε το γνωμικό του Πιττακού του Μυτιληναίου, «Να μην καλλωπίζεις την όψη σου, αλλά να ομορφαίνεις την ψυχή σου»! 126 Το ερωτικό ξέσπασμα του Κριτόβουλου θυμίζει, μάλλον, την αποκάλυψη του Αλκιβιάδη στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος (215 d – 216 c).
κάνουμε πιο ανοιχτοχέρηδες ως προς τα χρήματα, ν’ αγαπούν πιο πολύ τους κόπους και τις δυσκολίες στους κινδύνους, να ‘ναι πολύ ντροπαλοί κι αρκετά εγκρατείς127, έτσι που να ντρέπονται και να ζητήσουν όσα έχουνε παρά πολύ μεγάλη ανάγκη. Τρελοί είναι κι αυτοί που δεν εκλέγουν ωραίους ως στρατηγούς. Εγώ, τουλάχιστον, με τον Κλεινία συντροφιά, ακόμη και στη φωτιά πέφτω, φαντάζομαι ότι κι εσείς μαζύ μου το ίδιο θα κάνατε. Ώστε, Σωκράτη, να μην απορείς άλλο πια για ποιο λόγο η δική μου σωματική ομορφιά θα ωφελήσει την ανθρωπότητα128. Αλλά, όμως, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε την αξία της
σωματικής
ωραιότητας
επειδή
τάχα
γρήγορα
παρακμάζει, γιατί όπως ακριβώς ένα παιδί γίνεται όμορφο, έτσι και έφηβος και άντρας και γέροντας. Κι απόδειξη τούτου είναι το έθιμο να επιλέγουν για θαλλοφόρους προς τιμήν της Αθηνάς129 όμορφους γέροντες, αφού το κάλλος συνοδεύει όλες τις ανθρώπινες ηλικίες. Εάν, λοιπόν, είναι ευχάριστο ν’ αποχτά κανείς όσα έχει ανάγκη με την 127
Η αιδημοσύνη υπό την έννοια της ντροπαλοσύνης και της σεμνότητας και η εγκράτεια υπό την έννοια της αποχής απ’ όσα βλάπτουν τις ανθρώπινες ψυχές συγκαταλέγονται στα χαρίσματα που βοηθούν τα άτομα να προκόψουν και να πετύχουν την αρμονική τους ένταξη στο κοινωνικό σύνολο, που τα περιβάλλει. 128 Ο Κριτόβουλος έχει ήδη παρουσιάσει τους λόγους, οι οποίοι θα μπορούσαν να φέρουν τους όμορφους ως παραδείγματα για μίμηση μέσα σε μιαν οργανωμένη κοινωνία, γιατί αυτοί μόνον θα μπορούσαν να την ωφελούσαν. 129 Οι γέροντες, που έπαιρναν μέρος στην πομπή της εορτής της Αθηνάς, ονομάζονταν θαλλοφόροι, γιατί κρατούσαν χλωρά κλαδιά ελιάς (βλ. και Αριστοφάνους, «Σφήκες»), όπως βλέπουμε και την απεικόνιση της ζωφόρου του Παρθενώνα. Έπρεπε, όμως, να είναι και ωραίοι, γιατί «[…] τα γερατειά δεν ήταν από μόνα τους ικανά να τους εξασφαλίσουν θέση σε μια πομπή που έπρεπε κατά βάσιν να είναι ωραίο θέαμα. Υπό το ίδιο πρίσμα πρέπει ίσως να δούμε και το γεγονός ότι στην πομπή δεν είχαν θέση οι ηλικιωμένες γυναίκες[…]» (βλ. H. W. Parke, «Οι εορτές στην αρχαία Αθήνα», Εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 2000, μετάφραση: Α. Ορφανός, σελ. 56 – 57).
εκούσια βούληση των άλλων, ξέρω πολύ καλά ότι και τωραδά, θα μπορούσα εγώ, και σιωπηλός μένοντας, να πείσω και το νεαρούλη τούτο και την κοπελίτσα να με φιλήσουνε γρηγορότερα παρά εσένα, Σωκράτη, ακόμη κι αν χρησιμοποιούσες πολλά σοφά λόγια130!» Κι ο Σωκράτης γυρνά και του λέει: «Μα τι είναι αυτά που λες; Γεμάτος αλαζονεία μιλάς, λες κι είσαι πιο ωραίος από μένα!» Μα ο Κριτόβουλος του αποκρίνεται: «Μα το Δία, διαφορετικά, θα ήμουν ο ασχημότερος απ’ όλους τους Σιληνούς131, που εμφανίζονται στα σατυρικά δράματα132!» [ Ο Σωκράτης, λοιπόν, τύχαινε να τους μοιάζει λιγάκι στην όψη133] Κι ο Σωκράτης τότε του ξαναλέγει: «Άντε, λοιπόν, μα να θυμηθείς να συναγωνιστούμε οι δύο μας για το σωματικό κάλλος, όταν φτάσουμε στη σχετική μ’ αυτό συζήτηση. Και θα μας κρίνει όχι του Πριάμου134 ο γιος, ο
130
Η … αλαζονεία του Κριτόβουλου ξεπερνά κάθε όριο! Εδώ, ό,τι αποχτά σημασία είναι το πώς ο σιωπηλός Κριτόβουλος θα υπερισχύσει του πολυλογά Σωκράτη! 131 Σιληνοί: οι συνοδοί του Διονύσου, τραγόμορφοι και κακάσχημοι δαίμονες. Αποτελούσαν, συνήθως, το χορό στα σατυρικά δράματα. 132 Σατυρικό δράμα: Είδος του αρχαίου δράματος, που έχει πάντοτε χορό από Σατύρους ή Σιληνούς. Τα σατυρικά δράματα ήταν ζωηρά και εύθυμα, ενώ παρουσίαζαν τους μύθους από τη φαιδρή τους όψη (φαιδρός διθύραμβος), προξενούσαν το γέλιο στους θεατές και ήσαν μικρότερα σ’ έκταση από τις τραγωδίες. Εισηγητής του σατυρικού δράματος ήταν ο Πρατίνας ο Φλειάσιος (5ος αιώνας π.Χ.). Δύο σατυρικά δράματα έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, ο «Κύκλωψ» του Ευριπίδη ολόκληρος και λειψοί οι «Ιχνευτές» του Σοφοκλή. Τους κλασικούς αιώνες (5ο – 4ο π.Χ.), τέλος, υποβαλλόταν στους θεατρικούς αγώνες, πρώτα, για κρίση από τον «Επώνυμο Άρχοντα» και κατόπιν, διδασκόταν ενώπιον του φιλοθεάμονος κοινού μία τετραλογία, 3 τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. 133 Κι αυτό το χωρίο θυμίζει την περιγραφή του Αλκιβιάδη στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. 134 Μυθικός βασιλιάς της Τροίας, ο Πρίαμος ήταν σύζυγος της Εκάβης και πατέρας – κατά τον καταστροφικό για την πόλη του δεκαετή πόλεμο, λόγω της αρπαγής της Ελένης της Σπάρτης, με τους
Αλέξανδρος135, μα αυτοί εδώ, που εσύ επιθυμείς να σε φιλήσουνε!» Ο Κριτόβουλος, τότε, είπε: «Στον Κλεινία δεν θα το επιτρέψεις, Σωκράτη μου;» Κι αυτός του απαντά: «Δεν θα πάψεις, λοιπόν, να φέρνεις στη θύμησή σου τον Κλεινία;» «Ακόμη κι αν δεν αναφέρω το όνομά του, νομίζεις ότι τον θυμούμαι λιγότερο; Δεν ξέρεις ότι τόσο ευδιάκριτη έχω φωλιάσει τη μορφή του στην ψυχή μου136, ώστε εάν ήμουν γλύπτης ή ζωγράφος137, δεν θα τον παρίστανα καθόλου Αχαιούς (: Έλληνες) – του Έκτορα, του Πάρη, της Κασσάνδρας και πλήθος άλλων αγοριών και κοριτσιών. Εμφανίζεται και στην «Ιλιάδα» του Ομήρου. 135 Ο Σωκράτης φέρνει στο νου του τον Πάρη, το γιο του βασιλιά της Τροίας, Πριάμου. Ο Πάρης, για να δώσει το Μήλο της Έριδος, έπρεπε να συγκρίνει μεταξύ τους και να διαλέξει μια από τις τρεις σπουδαιότερες θεές του Ολύμπου, την Ήρα, την Αθηνά και την Αφροδίτη, αλλά επηρεασμένος από τα θέλγητρα του Έρωτα, αψήφησε τη δύναμη (Ήρα) και τη σοφία (Αθηνά), προτίμησε την Αφροδίτη και την αγάπη και κατέληξε στην «κλοπή» της Ελένης από τη Σπάρτη, κάτι που στάθηκε και η αφορμή του Τρωικού πολέμου (βλ. Κ. Κερένυι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», σελ. 551 και εξής, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα, 19843). 136 Ο Thomas Moore, Άγγλος ποιητής, έχει γράψει το ερωτικό ποίημα, «Εσένα και μόνο εσένα», από το οποίο ξεχωρίσαμε κάποιους στίχους, που θυμίζουν το πάθος του Κριτόβουλου. Τη μετάφραση όλου του ποιήματος έκανε ο Ν. Χατζιδάκης και την δημοσίευσε στο τεύχος του Δεκεμβρίου του 1905 του περιοδικού «Νέα Ζωή». Το επιλεγμένο τρίστιχο απόσπασμα έχει ως ακολούθως: «[…] Εμπρός μου οι σκηνές της ζωής μου πετούνε,/ δεν βλέπει η ψυχή μου· σ’ εσέν’ ατενίζει,/ σ’ εσένα και μόνο σ’ εσένα![…]» 137 Πάλι παράδειγμα από την καθημερινή ζωή προς επίρρωση των όσων λέει ο Κριτόβουλος. Ο ζωγράφος με τα χρώματα και τα σκίτσα ζωντανεύει την απεικόνιση ενός προσώπου, ενώ ο γλύπτης σμιλεύοντας μάρμαρο ή μέταλλο χαράζει έντονα τα χαρακτηριστικά του σαν να πρόκειται για αληθινό πρόσωπο. Ζωγραφικά έργα από την κλασική αρχαιότητα δεν έχουν σωθεί. Μόνο κάποια μεγάλα ονόματα μας είναι γνωστά όπως ο ζωγράφος Πολύγνωτος από τη Θάσο για του οποίου το έργο όμως υπάρχουν μόνο περιγραφές, κυρίως από τον πρωτοχριστιανικό περιηγητή Παυσανία, ο οποίος περιγράφει δύο έργα του – τη «Μάχη της Τροίας» και τον «Οδυσσέα στον Άδη» – τα οποία ο Πολύγνωτος είχε δημιουργήσει στους Δελφούς. Από τις περιγραφές φαίνεται να είναι ο πρώτος ο οποίος εισήγαγε κάποια στοιχειώδους προοπτικής στο κάδρο του και, το σημαντικότερο, πρόσθεσε συναίσθημα στις μορφές των έργων του. Ο Ζεύξις, στο τέλος του 5ου αιώνα, τελειοποιεί την τέχνη των σκιών και των περιγραμμάτων. Έπεται ο Απελλής, ο επίσημος, τον 4ο αιώνα, προσωπογράφος του Μεγαλέξανδρου, αλλά και ένας θαυμάσιος ζωγράφος αλληγοριών. Βέβαια, πολύ πριν το 450 π.Χ. με 470 π.Χ. που ο Πολύγνωτος δημιούργησε τα έργα αυτά, η αγγειογραφία είχε δώσει τα ιδιαίτερα δείγματά της, προσφέροντάς μας από τις γεωμετρικές φιγούρες με τις καθαρές και απόλυτες γραμμές τους, μέχρι τα ανατολίζοντα αγγεία της αρχαϊκής εποχής, και τα μελανόμορφα αγγεία και ερυθρόμορφα αγγεία του 6ου αιώνα με τις πολύπλοκες παραστάσεις οι οποίες εξιστορούσαν θέματα της μυθολογίας. Η γλυπτική μας έχει αφήσει πολλά και εντυπωσιακά έργα εκθαμβωτικής ομορφιάς. Από τα αφαιρετικά Κυκλαδίτικα ειδώλια, τα αναθηματικά και ταφικά αγάλματα των κούρων και
κατώτερο από το είδωλο, αλλά όμοιο με τον ίδιον, εάν τον αντίκριζα με τα μάτια μου;», ήταν η απάντηση που ‘δωσε ο Κριτόβουλος. Κι ο Σωκράτης ανταπαντά: «Για ποιο λόγο, λοιπόν, αν και έχεις τόσο όμοια με την πραγματικότητα εικόνα του, με στενοχωρείς και με οδηγείς παντού όπου θα τον βλέπεις;» Μα εκείνος του λέει: «Επειδή η πραγματική του εικόνα, Σωκράτη, μπορεί να γεμίσει ευφορία, η απεικόνισή του, όμως, η ψεύτικη και ευχαρίστηση δεν παρέχει και πόθο να τον βλέπω ξεσηκώνει138».
κορών άψογους συμμετρικά κούρους και τις κόρες, μέχρι τα αξεπέραστα έργα του «Ερμή με το Διόνυσο βρέφος» του Πραξιτέλη, της «Αφροδίτης της Μήλου», του «Δισκοβόλου», της «Νίκης της Σαμοθράκης» αλλά και τα εκατοντάδες άλλα γλυπτά, ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός κληροδότησε στην ανθρωπότητα γλυπτικά έργα τα οποία αποτέλεσαν και θα αποτελούν ένα ανυπέρβλητο αισθητικό μέτρο σύγκρισης. Σημαντικές κοινωνικές αλλαγές και παράλληλες καινοτομίες στη μνημειακή γλυπτική καταγράφονται μετά το 480 π.Χ. Οι γλύπτες εγκαταλείπουν το πρότυπο του κούρου με το αρχαϊκό μειδίαμα και μελετούν τις μεταβολές που προκαλεί η κίνηση στην τοποθέτηση των άκρων, στο κεφάλι και το στήθος. Η ώριμη κλασική περίοδος και ο «πλούσιος ρυθμός» κυριαρχείται από την παρουσία γνωστών γλυπτών, επιφανέστερος των οποίων ήταν ο Φειδίας, ο επόπτης της μεγάλης ομάδας γλυπτών, λιθοξόων και αρχιτεκτόνων που έκτισαν τον Παρθενώνα. Τα γλυπτά στα αετώματα και τις μετόπες του ναού, αφιερωμένου στην Αθηνά, σχετίζονται μεν με αναπαραστάσεις θεών και θεαινών του ελληνικού πάνθεου -είναι δηλαδή θρησκευτικού χαρακτήρα- αλλά δοθείσης ευκαιρίας τονίζεται και η σχέση τους με την προσωπικότητα της Αθηνάς. Στη γλυπτική της συγκεκριμένης περιόδου παρατηρούμε επανεκτίμηση του μέτρου του ανθρώπινου σώματος Ο Αργείος γλύπτης Πολύκλειτος αφιερώθηκε στην ιδέα της συμμετρίας και την ανάπτυξη ενός ιδανικού τύπου για το ανθρώπινο σώμα. Ο Πολύκλειτος ήθελε το γλυπτό του να κινείται ανάμεσα στην αίσθηση του λεπτού και του στιβαρού, να αντανακλά την αντίληψη του ιδανικού του κάλλους, κάτι που διακρίνουμε στο «Δορυφόρο» του. Στην ύστερη κλασική περίοδο εμφανίζονται σημαντικοί γλύπτες όπως ο Πραξιτέλης και ο Λύσιππος. Ο πρώτος είναι εκείνος που εισάγει τον αισθησιασμό στην ελληνική γλυπτική, το στοιχείο της σιγμοειδούς καμπύλης στην ανάπτυξη των σωμάτων, της ρευστότητας και της εκθήλυνσης, κάτι που αποτυπώνεται ιδιαίτερα στην Αφροδίτη της Κνίδου. Περισσότερα βλ. Nigel Spivey, Αρχαιοελληνική Τέχνη, Αθήνα 1999, Καστανιώτης. 138 Το συγκεκριμένο απόσπασμα του λόγου του Κριτόβουλου δέχεται πολλές και διαφορετικές φιλοσοφικές ή πρακτικές ερμηνείες. Θα περιοριστούμε, μονάχα, εδώ να γράψουμε πως ο πόνος του ερωτευμένου μεγαλώνει όταν αντιλαμβάνεται, μέσα στη «θολούρα» του έρωτά του, ότι η ψεύτικη απεικόνιση εκείνου π’ αγαπά δεν είναι το ίδιο δυνατή με την ζωντανή παρουσία του και τούτο, γιατί η πραγματική εικόνα κάθε πράγματος γίνεται άμεσα προσιτή απ’ τις ανθρώπινες αισθήσεις και αναγνωρίζεται χάρη στην αντικειμενική εμπειρία και δεν είναι κύημα της φαντασίας και προϊόν της νοσταλγίας ή αρρωστημένων παθών. Θυμίζω, απλώς, τους ανεμόμυλους, π’ αντιμετώπιζε ως γίγαντες ο Δον Κιχώτης του Μ. Θερβάντες.
Τότε, ο Ερμογένης είπε: «Αλλά, Σωκράτη, δεν περίμενα να αφήσεις εσύ τον Κριτόβουλο τόσο να βγει έξω από τα νερά του για τον έρωτα!» Κι ο Σωκράτης του απάντησε: «Νομίζεις, λοιπόν, ότι συμπεριφέρεται
έτσι
αυτός
αφότου
με
συναναστρέφεται139;» «Αλλά από πότε;», ρωτά ο Ερμογένης. Κι ο Σωκράτης αποκρίνεται: «Δεν βλέπεις ότι σ΄ αυτόν αφενός ότι τωραδά μόλις το τρίχωμα εμφανίζεται κοντά στα αφτιά του, στον Κλεινία αφετέρου ανεβαίνει, πλέον, προς τα οπίσω; Τούτος, λοιπόν, ήταν συμμαθητής του άλλου στα ίδια σχολεία και τότε φούντωσε μέσα του δυνατή φλόγα, την οποία όταν αντελήφθη ο πατέρας του μου τον παρέδωσε με την ελπίδα να τον ωφελήσω λίγο 140. Και πράγματι, τώρα η κατάστασή του μοιάζει να ‘χει βελτιωθεί. Γιατί πρωτύτερα, όπως όσοι βλέπουν κατάματα τις Γοργόνες, ως πετρωμένος141 τον αντίκριζε και [ως πετρωμένος] καθόλου δεν απομακρυνόταν από εκείνον. 139
Ο Σωκράτης προσπαθεί να προλάβει πιθανή μομφή του Ερμογένη ότι η συναναστροφή του Κριτόβουλου μαζύ του «χάλασε» τη συμπεριφορά του γιου του Κρίτωνα. Εάν συνέβαινε αυτό, η (ερωτική) παραφροσύνη του Κριτόβουλου θα ήταν τεκμήριο για την κατηγορία εις βάρος του Σωκράτη περί διαφθοράς των Αθηναίων νέων! 140 Με τη θέληση του πατέρα του Κριτόβουλου, ο Σωκράτης ανέλαβε τη «συνέτιση» του νεαρού. 141 Ο Σωκράτης γνωρίζει το μύθο του Περσέως και της Γοργόνας Μέδουσας, για τον οποίο έγραψαν ο Ησίοδος, ο Πίνδαρος και οι τραγικοί της κλασικής εποχής και που υπήρξε και αντικείμενο της αρχαιοελληνικής τέχνης (Βοιωτικός αμφορέας, αρχές 7ου αιώνα π.Χ., τώρα στο Λούβρο/ αγγειογραφία – τοιχογραφία – ζωγραφική τους κλασικούς αιώνες ασχολήθηκαν με όλη τη ζωή του Περσέως, βλ. «Ελληνική Μυθολογία», Εκδοτική Αθηνών, τόμος 3ος, σελ. 181 – 188, Αθήνα, 1986). Οι άλλες δύο Γοργόνες ήσαν η Ευρυάλη (: Πλατιά θάλασσα) και η Σθεινώ, ήσαν μάλιστα και οι τρεις κόρες δυο θαλασσίων θεοτήτων, του Φόρκυος και της Κητούς. Όποιος αντίκριζε το κομμένο κεφάλι της Μέδουσας, «μαρμάρωνε» (Ευριπίδης, «Ορέστης», Ησίοδος, «Θεογονία»)!
Τώρα, όμως, τον είδα και να περιφέρει τα βλέμματά του. Νομίζω, όμως, άντρες, στο όνομα των θεών, κι ας ειπωθεί σε τούτη τη σύναξη μας, ότι αυτός και έχει φιλήσει τον Κλεινία. Και το φιλί είναι ο πιο καυτός ερωτικός ερεθισμός, γιατί κι αχόρταγο είναι και μερικές γλυκές ελπίδες χαρίζει [ ίσως και γιατί από όλες τις πράξεις είναι η μόνη με την επαφή των σωμάτων που αποβαίνει ομώνυμη με την ψυχική φιλία142 και γι’ αυτό αποχτά μεγάλη αξία], εξαιτίας του οποίου εγώ θαρρώ πως εκείνος που θα μπορέσει να γίνει λογικός, θα πρέπει και να απέχει από τα φιλιά προς τους όμορφους!» Κι ο Χαρμίδης γύρισε και του είπε: «Αλλά, Σωκράτη, γιατί εμάς, τους φίλους σου, μας γιομίζεις φόβο για τους ωραίους, ενώ εσύ ο ίδιος, ναι, μα τον Απόλλωνα, σ’ είδα, όταν κάτι ψάχνατε στου γραμματοδιδασκάλου το ίδιο βιβλίο, είχες γείρει το κεφάλι σου προς το κεφάλι του και γυμνό τον ώμο σου είχες κοντά στο γυμνό ώμο του Κριτόβουλου;» Μα ο Σωκράτης του αποκρίνεται: «Αλίμονο! Και σαν να με δάγκασε άγριο θηρίο, καθώς φαίνεται γι’ αυτό και ερεθισμένο ένιωθα για πέντε περίπου ημέρες τον ώμο μου 142
φιλώ – φιλία – φίλος – φιλί: αγαπώ – αγάπη – αγαπημένος – δείγμα αγάπης. Η φιλία είναι η αγάπη και ο ψυχικός δεσμός μεταξύ φίλων, διαφοροποιείται από τον έρωτα και αντιδιαστέλλεται προς την έχθρα και το μίσος, συναντιέται μ’ αυτήν την έννοια και στο «Φαίδρο» και το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, ενώ η λέξη «φίλος» βρίσκεται σε διάφορες ομηρικές ραψωδίες και στην «Ιλιάδα» και στην «Οδύσσεια»και στην κλασική εποχή (Αισχίνης, Ξενοφών, Πλάτων, Αισχύλος, Σοφοκλής, Αριστοτέλης, Λυσίας, Αντιφών, Ανδοκίδης κ.α.). Τέλος, το ρήμα «φιλώ» είναι κατεξοχήν ποιητικό, καθώς απαντά στον Όμηρο και στους τραγωδιογράφους των κλασικών χρόνων (Σοφοκλής, Αισχύλος).
και κάποιο είδος κνησμού νόμιζα πως βασάνιζε την καρδιά μου143. Αλλά τώρα, λοιπόν, Κριτόβουλε, μπροστά σε τόσους μάρτυρες, σου απαγορεύω να μ’ αγγίζεις μέχρις ότου η γενειάδα σου μεγαλώσει όσο και τα μαλλιά σου!» Κι αυτοί έτσι ανάμειχτα, άλλοτε αστειευόμενοι και άλλοτε σοβαρολογώντας, συνέχιζαν τη συζήτηση. Τότε, ο Καλλίας στράφηκε προς το μέρος του Χαρμίδη και του είπε: «Χαρμίδη, έφτασε η σειρά σου να μας πεις για ποιο λόγο περηφανεύεσαι για τη φτώχεια σου.» Κι εκείνος άρχισε να μιλά. «Τούτο, λοιπόν, όλοι το παραδέχονται, ότι δηλαδή είναι ό,τι καλύτερο να ‘χεις θάρρος παρά φόβο, να είσαι λεύτερος παρά σκλάβος, να σε φροντίζουν άλλοι παρά να τους φροντίζεις εσύ και να σ’ εμπιστεύονται
οι
πολίτες
παρά
να
μη
σου
έχουν
εμπιστοσύνη144. Εγώ, λοιπόν, στην πόλη αυτή, όταν αφενός ήμουνα πλούσιος, πρώτα – πρώτα φοβόμουνα μήπως κάποιος εισβάλει στο σπιτικό μου και μου κλέψει την περιουσία μου, αλλά και κάνει κάποιο κακό σε μένα το
143
Ο Σωκράτης προσπαθεί να αποδείξει στον Χαρμίδη ότι η συναναστροφή με τον Κριτόβουλο τον «πλήγωσε» και σωματικά (ερεθισμός στον ώμο) και ψυχικά (αναταραχή στον εσωτερικό του κόσμο). Πώς, λοιπόν, θα του ήταν και επιθυμητή και αρεστή; 144 Ο Ισοκράτης, στον «Αρεοπαγιτικό», αναφέρει ότι «[…] τον πλούτο και την πολιτική δύναμη συνοδεύει ανοησία και μαζύ της ακολασία, ενώ τη φτώχεια και την ταπεινοφροσύνη συνοδεύουν σύνεση και μεγάλη μετριοπάθεια[…]». Επίσης, στον «Προς Δημόνικο» λόγο, ισχυρίζεται ότι ο πλούτος παρασέρνει τους νέους προς τους ηδονές και «υπηρετεί» την κακία, γιατί βοηθά την οκνηρία ν’ αναπτυχθεί. Ας θυμηθούμε, τέλος, και μέρος όσων εγράφησαν από τον Ιάμβλιχο («Προτρεπτικός επί Φιλοσοφίαν»): «Είναι καλύτερο η αρετή να σε κάνει φτωχό παρά ο πλούτος κακό, και η λιτή διατροφή υγιή παρά η πολυφαγία ασθενή. Όπως η πολλή τροφή είναι βλαβερή για το σώμα, έτσι και η πολλή υγεία είναι επιβλαβής για μια ψυχή που κλίνει προς το κακό. Το να δίνεις ξίφος σε κάποιον μανιακό, είναι εξίσου επικίνδυνο με το να δίνεις δύναμη σε κάποιον μοχθηρό[…].»
ίδιο145,
έπειτα
και
τους
συκοφάντες
περιέθαλπα146,
γνωρίζοντας καλά ότι ήμουνα ικανός εγώ περισσότερο να πάθω κανένα κακό από εκείνους, παρά να τους βλάψω. Και πράγματι, να ξοδεύω με διέταζε πάντοτε η πόλη147, αλλά δεν μου ήταν δυνατό να ταξιδεύω έξω απ’ αυτή148. Τώρα, όμως, αφού και τα έξω από τα σύνορα κτήματα στερούμαι και τα εγχώρια δεν μπορώ να τα καρπωθώ και πούλησα και τα πράγματα του σπιτιού μου, με μεγάλη ευχαρίστηση πέφτω για ύπνο, αξιόπιστος έχω γίνει στους πολίτες, δεν με τρομοκρατεί κανείς, αλλά εγώ φοβίζω άλλους ήδη κι ως ελεύθερος πολίτης μπορώ να φεύγω και να έρχομαι. Κι οι πλούσιοι σηκώνονται από τις θέσεις τους και στο δρόμο για το χατίρι μου. Και μοιάζω με τύραννο, λοιπόν, τώρα από τη μια, την ώρα που τότε, απ’ την άλλη, ήμουν ολοφάνερα σαν δούλος. Ακόμη, εκείνη την εποχή, 145
Είχε, στο ξεκίνημα του παρόντος λογυδρίου του, ο Χαρμίδης εγκωμιάσει όσους δεν φοβούνται στην καθημερινή ζωή, για να δείξει ότι πρώτα που φοβόταν ήταν αξιοκατάκριτος, ενώ τώρα πια, π’ απηλλάγη από κάθε φοβία, είναι αξιέπαινος. Επί της ουσίας, όμως, ο Χαρμίδης φοβόταν όσο ήταν πλούσιος, γιατί τον καιρό του πολέμου ή «ανώμαλων» κοινωνικών συνθηκών (συνεχιζόταν ο πελοποννησιακός πόλεμος και οι δημαγωγοί έχουν οδηγεί στην παρακμή την άλλοτε κραταιά Αθήνα και σε απόγνωση τους πολίτες), η εγκληματικότητα – κλοπές και φόνοι, λόγω οικονομικής δυσπραγίας! – εξωθείται στα άκρα ανεξέλεγκτη ή «υποδαυλισμένη», εις βάρος των νομοταγών ή ευκατάστατων πολιτών… Τέλος, ο Λυσίας («Υπέρ Αριστοφάνους Χρημάτων»), ο Ισοκράτης («Αρεοπαγιτικός» και «Περί Ειρήνης»), ο Πλάτων («Πολιτεία») και ο Δημοσθένης («Προς Λεπτίνην» και «4ος Φιλιππικός») συγκαταλέγονται σ’ όσους κατηγόρησαν τις δημευτικές διαθέσεις του παρασυρόμενου από τους δημαγωγούς αθηναϊκού λαού εις βάρος των περιουσιών των πλουσίων. 146 Ο Χαρμίδης, όπως και κάθε πλούσιος, πλήρωνε τους συκοφάντες από φόβο μήπως κάποτε στραφούν εναντίον του. Με τα χρήματά του, εξασφάλιζε την «ησυχία» του! 147 Οι λειτουργίες ήσαν τακτική (χορηγία – γυμνασιαρχία – θεωρία – ιπποτροφία – λαμπαδαρχία ) ή έκτακτη (τριηραρχία – προεισφορά απροβλέπτων πολεμικών δαπανών) έμμεση βαριά «φορολογία» υποχρεωτική για τους πλούσιους πολίτες ή τους μέτοικους, προκειμένου να εκτελεστεί στην Αθήνα ένα δαπανηρό δημόσιο έργο, από τα χρόνια του Κλεισθένη, που καταργήθηκε η άμεση φορολόγηση των πολιτών (508 π.Χ.). 148 Σε μιαν πιθανή απουσία του Χαρμίδη, ίσως εγκληματίες να απήγαγαν ή να έβλαπταν αγαπημένα του πρόσωπα ή λωποδύτες και κλέφτες να διαρρήγνυαν το σπίτι του ή να ‘κλεβαν το βιος του ή να το καταστρέφανε. Η περιουσία του, όσο θα έλειπε, θα κινδύνευε και από εχθρικές λεηλασίες σε καιρό πολέμου.
εγώ στο Δήμο πλήρωνα φόρους, τώρα, όμως, η πόλη με έξοδά της με τρέφει149. Αλλά και επειδή ήμουν σύντροφος του Σωκράτη με κατηγορούσαν όταν ήμουνα πλούσιος, τώρα, όμως, επειδή είμαι φτωχός, όλοι αδιαφορούν. Εντούτοις, όταν είχα πολλά αγαθά, πάντοτε έχανα κάτι, είτε εξαιτίας των πολιτών, είτε κατά τύχη. Σήμερα, όμως, δεν χάνω απολύτως τίποτα [δεν έχω άλλωστε και κάτι], αλλά πάντα ελπίζω ότι κάτι θα κερδίσω…» Ο Καλλίας, λοιπόν, του λέει: «Και εύχεσαι ποτέ να μην πλουτίσεις, κι αν ακόμη ονειρευτείς κάτι καλό, θυσιάζεις στους αποτρόπαιους θεούς150;» Ο Χαρμίδης απαντά: «Όχι, για το όνομα του Δία, εγώ δεν το κάνω, αλλά με πολύ μεγάλο κίντυνο υπομένω εάν από κάπου τρέφω ελπίδες ότι θα πάρω κάτι». Τότε, ο Σωκράτης είπε: «Αντισθένη, πες μας εσύ πώς, αν και η περιουσία σου είναι τόσο λίγη, έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον πλούτο σου…» Κι ο Αντισθένης άρχισε να μιλά: «Και τέτοια ιδέα έχω, καλοί μου άνθρωποι, γιατί πιστεύω πως τα πλούτη κι η φτώχεια δεν βρίσκονται στα σπίτια των ανθρώπων, αλλά 149
Οι άποροι πολίτες σιτίζονται δωρεάν στην αθηναϊκή πολιτεία. Αποτρόπαιοι Θεοί είναι οι θεοί που αποτρέπουν το κακό. Στην Αθήνα, ιδίως, είναι ο Απόλλων. Για αποτρόπαιους θεούς λόγος γίνεται στα «Ελληνικά» του Ξενοφώντος, στους «Νόμους» του Πλάτωνος, στον ιαμβογράφο Ιππώνακτα, σε διάφορες κωμωδίες του Αριστοφάνους («Ιππείς», «Όρνιθες», «Πλούτος» ) κ.α.. 150
στις ψυχές τους151. Βλέπω, δηλαδή, πολλούς ιδιώτες, οι οποίοι, μολονότι έχουν τεράστια περιουσία, τόσο φτωχοί θαρρούν πως είναι, ώστε κοπιάζουν πάρα πολύ και κινδυνεύουν εξίσου, προκειμένου ν’ αποχτήσουν όσο μπορούν πιο πολλά152. Ξέρω κι αδέλφια, που, αν και ίσο μερίδιο κληρονομιάς είχαν λάβει, ο ένας τους και όσα του αρκούν έχει και περίσσευμα από τις δαπάνες του, ενώ ο άλλος στερείται το καθετί. Μαθαίνω και για κάποιους τυράννους, οι οποίοι τόσο πολύ ορέγονται τα χρήματα, ώστε δρουν χειρότερα από τους πάμπτωχους153. Εξαιτίας, λοιπόν, της φτώχειας, ως γνωστόν, κάποιοι κλέβουν, άλλοι τρυπούν τοίχους και διαρρηγνύουν οικίες, ορισμένοι κάνουν απαγωγές, ενώ υπάρχουν και μερικοί τύραννοι, που
καταστρέφουν
κάθε
σπιτικό,
σκοτώνουν
σωρό
ανθρώπους, πολλές φορές κι ολόκληρες πόλεις για χάρη 151
Ο ίδιος ο Αντισθένης είχε ρωτήσει τον Καλλία, σε προηγούμενη ενότητα του «Συμποσίου», εάν η δικαιοσύνη είναι κάτι που βρίσκεται στην ψυχική των ανθρώπων ή μπορείς να το αγοράσεις. Η «εμμονή» του σ’ ό,τι αφορά την ψυχή, δείχνει την προσήλωσή του στη σημασία της ψυχικής καλλιέργειας. 152 Η πλεονεξία θίγεται εδώ από τον Αντισθένη. Στο κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο (ΣΤ, 19), διαβάζουμε την προτροπή του Χριστού, «Μη σωριάζετε θησαυρούς στη γη, όπου σκώρος και σκουριά τ’ αφανίζουν κι όπου οι κλέφτες τους διαρρηγνύουν και τους κλέβουν». Δεν πρέπει, όμως, να λησμονούμε και τα λόγια του αποστόλου Πέτρου (Επιστολή Β, 2.14): «Aυτοί που έχουν καρδιά εξασκημένη στην πλεονεξία και είναι της κατάρας παιδιά!». Εξάλλου, υπάρχει και σειρά λαϊκών παροιμιών για τους πλεονέκτες, από τις οποίες ξεχωρίσαμε την «Το πολύ ταμάχι χαλάει το στομάχι», όπου ταμάχι είναι ο υπερβάλλων ζήλος, αλλά και η πλεονεξία και το αχόρταγο των επιθυμιών. 153 Οι τύραννοι μπορούν να δρουν ανεξέλεγκτα. Έτσι, και τα πάθη τους, όπως η φιλοχρηματία, που «στηλιτεύει» εδώ ο Αντισθένης, τους οδηγούν σε παραφροσύνη και σε εγκλήματα. Στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος (Βιβλίο 8), διαβάζουμε ότι η πλεονεξία και η παραμέληση των λοιπών καθηκόντων τους στα ολιγαρχικά πολιτεύματα στάθηκαν, μεταξύ άλλων, αφορμές για την ανατροπή των κρατούντων. Τέλος, ενώ πρέπει να συγκρίνουμε το παρόν χωρίο με όσα γράφει ο ίδιος ο Ξενοφών στον «Ιέρωνα» (Δ, 8 – 11) και τα σχόλια του L. Strauss στο βιβλίο «Περί Τυραννίας» (εκδόσεις «Γνώση», Αθήνα 1995), στην «Ελληνική Νομαρχία» του Ανωνύμου του Έλληνος, το προεπαναστατικό ριζοσπαστικό κείμενο (1806), βλέπουμε ότι οι «ενάρετοι και πολιτισμένοι» βασιλιάδες του 19ου αιώνος δεν διαφέρουν από τους Οθωμανούς τυράννους, «αδικούσι, κλέπτουσι, αρπάζουσι και θανατώνοσι» και τους συγκρίνει λίγο μετά, με τον αιμοσταγή τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο (βλ. «Ελληνική Νομαρχία» Ανωνύμου του Έλληνος, εκδόσεις Κάλβος, Αθήνα, 1980, σελ. 66 – 73).
των χρημάτων υποδουλώνουν154. Αυτούς, λοιπόν, εγώ, λόγω της πολύ σοβαρής αρρώστιας τους, τους λυπούμαι βαθύτατα. Γιατί μου φαίνεται πως το πάθημά τους μοιάζει με κάποιον που έχει πολλά, τρώει περισσότερα συνεχώς, μα δυστυχώς ποτέ δεν χορταίνει155. Εγώ, λοιπόν, έχω τόσο πολλά, ώστε με δυσκολία [κι εγώ] ο ίδιος τα βρίσκω. Κι όμως μου είναι δυνατό να τρώγω μέχρι του ορίου να μην έχω χορτάσει, να πίνω μέχρι του να μη διψώ και να έχω τέτοια ρούχα ώστε να μην ξεροσταλιάζω από το κρύο περισσότερο από τούτον τον πολύ πλούσιο Καλλία οσάκις βρίσκομαι έξω. Όταν, όμως, βρίσκομαι στο σπιτάκι μου, υπερβολικά ζεστοί χιτώνες μου φαίνονται οι τοίχοι, πολύ παχείς μανδύες οι όροφοι και έχω τόσο αρκετό στρώμα, ώστε με δυσκολία το σηκώνω μεγάλη. Κι αν κάποτε ερωτική ανάγκη φλογώσει το κορμί μου, τόσο μου αρκεί η παρούσα κατάσταση , ώστε όσες πλησιάσω με φιλούν με μεγάλη θέρμη, μια και κανείς άλλος δεν θέλει τη συντροφιά τους. Κι όλα, λοιπόν, αυτά τόσο ευχάριστα θαρρώ πως είναι, ώστε αν έκανα το καθένα απ’ αυτά, δεν θα ευχόμουνα να χαιρόμουνα πιο πολύ, αλλά μάλλον 154
Επεξηγεί ο Αντισθένης όσα είχε υπαινιχθεί νωρίτερα ότι ωθεί τους τυράννους η ακόρεστη πλεονεξία (φόνους, δηώσεις, πολέμους, καταστροφές) και στηλίτευσε και ο Ανώνυμος ο Έλλην στη «Νομαρχία» του (δες υποσημειώσεις 152 – 153). Για τις βιαιοπραγίες που οδηγούν η φιλοχρηματία και η πλεονεξία τους κρατούντες δες και στο «Κατά Ερατοσθένους» λόγο του Λυσία, ο οποίος περιγράφει τις αυθαιρεσίες των «Τριάντα Τυράννων» εις βάρος των πολιτών, στην Αθήνα, μετά το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.). 155 Υπάρχει μια ελληνική παροιμία, που λέει σοφά ότι «Του αχόρταγου το μάτι, το χώμα το χορταίνει».
λιγότερο. Και μου φαίνεται, επίσης, ότι μερικά απ’ αυτά είναι πιο ευχάριστα από το συμφέρον μου. Κι ό,τι θεωρώ πως έχει, μέσα στα δικά μου πλούτη, την πιο μεγάλη αξία είναι τούτο, το ότι, δηλαδή, εάν κάποιος μου έπαιρνε τα τωρινά υπάρχοντά μου, δεν βλέπω ποια κακή πράξη δεν θα μου εξασφάλιζε την αναγκαία τροφή. Γιατί κι όσες φορές θελήσω να καλοπεράσω, δεν προμηθεύομαι από την αγορά τα πολυτελή [γιατί εκεί πωλούνται πανάκριβα156], αλλά τα αντλώ από την ψυχή μου157. Κι ως προς την ψυχική ευφορία υπάρχει σημαντική διαφορά, όταν, περιμένοντας την ανάγκη, προσέρχομαι παρά όταν μεταχειρίζομαι κάτι από τα ακριβά προϊόντα, όπως για παράδειγμα τώρα που – χωρίς να διψώ – πίνω τούτο το κρασί από τη Θάσο158, που τυχαίνει να βρίσκεται εδώ. Αλλά, πράγματι, είναι φυσικό να ‘ναι δικαιότεροι όσοι κυνηγούν την οικονομία159 παρά εκείνοι που επιδιώκουν τα
156
Εδώ, ο Αντισθένης επικρίνει την κερδοσκοπία των εμπόρων εις βάρος των πολιτών, που έχουν πενιχρά εισοδήματα και δεν μπορούν να προμηθευτούν βασικά βιοποριστικά αγαθά. 157 Ο Αντισθένης, κάνοντας νύξη για την ψυχική του καλλιέργεια και το ρόλο που αυτή «παίζει» στη ζωή του, μας φέρνει στο νου την «Περί ευθυμίας» πραγματεία του Πλουτάρχου, όπου ο Χαιρωνεύς συγγραφέας, μεταξύ άλλων, γράφει πως «[…] η συνήθεια δεν κάνει γλυκιά την άριστη ζωή σε όσους την διάλεξαν, όπως είπε κάποιος, αλλά η φρόνηση κάνει την ίδια ζωή μαζύ και άριστη και γλυκιά[…] (466f, μετάφραση: Δ. Αντωνίου, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα, 1976). 158 Το κρασί από τη Θάσο παινεύουν, όπως αναφέρει και ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», και ο ποιητής των ελληνιστικών χρόνων από τη Γέλα της Σικελίας, Αρχέστρατος, που έζησε και έγραψε, μεταξύ άλλων, το πολύστιχο γαστρονομικό ποίημα «Ηδυπάθεια», και ο μονόφθαλμος Αθηναίος κωμωδιογράφος και ιαμβογράφος Έρμιππος (ήκμασε περί το 432 π.Χ.), ο οποίος, στα έργα του, κορόιδευε τον Περικλή και έψεγε την Ασπασία ως ασεβή. 159 Οικονομία: Το αρχαιοελληνικό κείμενο του Ξενοφώντος είχε τη λέξη «ευτέλεια», η οποία, σύμφωνα με το λεξικό Τεγόπουλος – Φυτράκης, σημαίνει , στα νεοελληνικά, «φτήνια, μικροπρέπεια και ποταπότητα». Στον αντίποδα, εμείς την αποδώσαμε με θετική «σημασία» (: απλότητα, λιτότητα, οικονομία), γιατί είχαμε στο νου μας το κεφάλαιο Β 40 της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη («Φιλοκαλούμε μετ’ ευτελείας») και επειδή θέλαμε να την αντιδιαστείλουμε στη φιλοχρηματία. Η «ευτέλεια» συναντιέται και σ’ άλλα αρχαιοελληνικά χωρία με διάφορες σημασίες, στη φράση «εις ευτέλειαν» για
πολλά χρήματα, επειδή αυτοί που θεωρούν αρκετά όσα έχουν, τώρα καθόλου δεν ορέγονται τα ξένα. Και πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτός ο πλούτος κάνει και ελεύθερους τους ανθρώπους. Γιατί κι ο Σωκράτης αυτός, από τον οποίο εγώ απόχτησα τούτον τον πλούτο, ούτε πολλά, ούτε βαριά μου έδινε, αλλά όσα μπορούσα να υποφέρω160. Κι εγώ τώρα δεν τον αρνιέμαι και σ’ όλους τους φίλους και την αφθονία μου παρουσιάζω και τον ψυχικό μου πλούτο μεταδίδω σε όποιον τον θέλει. Ακόμη και το ευγενέστερο απόκτημά μου, τον ελεύθερο από την εργασία χρόνο, πάντοτε θα το δείτε μαζύ μου, ώστε και τα αξιοθέατα πράγματα να αντικρίζω και όσα αξίζει ν’ ακούς να ακούω και, ό,τι θεωρώ ως σπουδαιότερο, να βρίσκω το χρόνο να κάνω συντροφιά στο Σωκράτη161. Κι αυτός δεν θαυμάζει όσους έχουν πάρα πολύ χρυσάφι, μα στη συντροφιά του έχει εκείνους που του αρέσουνε162!» τη φαυλότητα π’ αντιτίθεται στην «εις κάλλος» ( «Όρνιθες» Αριστοφάνους), ως οικονομία και λιτότητα (Αριστοφάνους, «Βάτραχοι» – Θουκυδίδης «Ιστορία», Η 86). 160 Ο Αντισθένης αισθάνεται ελεύθερος, καθώς απελευθερώθηκε, χάρη στη φτώχεια του, από το περισσό βάρος ευθυνών, που σνυεπάγεται ο χρηματικός πλούτος. Δεν έχει κανένα και για τίποτα άγχος. Έτσι, μπορούσε να ασχοληθεί με όσα «προβλήματα» του έβαζε ο Σωκράτης για την καθημερινή ζωή και την σχετική μ’ αυτά βιοθεωρία του. 161 Η συντροφιά του Σωκράτη είναι το πολυτιμότερο, όπως ομολογεί εδώ ο Αντισθένης, αγαθό γι’ αυτόν. Και τούτο, γιατί τον βοηθά να «καλλιεργήσει» τον ψυχικό και τον πνευματικό του κόσμο, δίχως να νοιάζεται για τα υλικά αγαθά. Θεωρεί μάλιστα τη συναναστροφή με το Σωκράτη εξίσου χρήσιμη για αυτόν με το να ‘ναι αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας σπουδαίων πραγμάτων. Για τον τρόπο που συμπεριφερόταν ο Σωκράτης στους μαθητές του, βλ. «Απομνημονεύματα» Ξενοφώντος (Βιβλίο Δ, Κεφάλαια 1 – 2). 162 Για την αφιλοχρηματία του Σωκράτη, μας παραθέτει διάφορα περιστατικά ο Διογένης ο Λαέρτιος («Βίοι Φιλοσόφων»), που τον αντιπαραβάλλει με τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο. Επίσης, ο ίδιος συγγραφέας παραθέτει και ανέκδοτα του Σωκράτη με την Ξανθίππη, τη γυναίκα του, για την παράθεση δείπνου σε πλούσιους φίλους του, και με τον Αισχίνη, το μαθητή του. Ο Αισχίνης του είπε ότι, λόγω φτώχειας, δεν έχει τίποτα άλλο να του δώσει πλην του εαυτού του και ο Σωκράτης του αποκρίθηκε: «Μου κάνεις το πιο μεγάλο δώρο, δεν το καταλαβαίνεις;» Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η αναφορά σ’ αυτήν την πτυχή του χαρακτήρα του Σωκράτη επιχειρείται από τον Ξενοφώντα, για να
Τέτοια, περίπου, ήταν τα λόγια εκείνου. Κι ο Καλλίας είπε : «Για το όνομα της Ήρας, κι ως προς τα άλλα νιώθω ζήλια για σένα για τον πλούτο και επειδή ούτ’ η πόλη με προσταγές σε μεταχειρίζεται ως σκλάβο, ούτ’ οι άνθρωποι δεν εξοργίζονται με σένα εάν δεν τους δώσεις δανεικά!» «Μα το Δία», πετάγεται και λέει ο Νικήρατος, «να μην τον ζηλεύεις, όμως! Γιατί εγώ θα προσέλθω αφού δανειστώ απ’ αυτόν το να μην έχω καμία ανάγκη τίποτα απολύτως. Αφού με δασκαλέψει έτσι ο Όμηρος ν’ αριθμώ “εφτά τριπόδια αγκίνιαστα, είκοσι στραφταλιστά λεβέτια, δίσκους
χρυσάφι
δέκα,
δώδεκα
καλοθρεμμένους
μαύρους163”, δεν παύω να ποθώ πολύ πλούτο, γι’ αυτό ίσως να φαίνομαι σε κάποιων τα μάτια αρκετά φιλάργυρος». Τότε, γέλασαν όλοι δυνατά, γιατί πίστευαν ότι ό,τι έλεγε το εννοούσε κιόλας. Ύστερ’ απ’ αυτό το περιστατικό, κάποιος είπε: «Ερμογένη, έφτασε η σειρά σου να μας πεις ποιοι είναι οι φίλοι σου και να μας αποκαλύψεις πώς δύναμη μεγάλη έχουνε και φροντίζουνε για σένα, για να φανεί ότι δικαιολογημένα γι’ αυτούς καυχιέσαι!» Κι εκείνος έλεγε τα εξής: «Είναι εύκολο να το φανερώσει κάποιος το ότι κι οι Έλληνες κι οι βάρβαροι
δικαιολογήσει όχι μόνο την επιμονή του Σωκράτη να μην δέχεται τους σοφιστές, αλλά και την άρνησή του να υποταχτεί στη θέληση των ανεπιθύμητων σ’ αυτόν «Τριάντα Τυράννων». 163 Πλούσια δώρα απαριθμεί ο Αγαμέμνων ότι θα προσφέρει στον Αχιλλέα ως δέλεαρ, για να ξαναγυρίσει στο στρατό των Αχαιών και να πάψει την οργή του («Ιλιάδα» Ομήρου, Ι 121 – 122, μετάφραση Καζαντζάκη – Κακριδή).
φρονούν πως οι θεοί τους όλα τα γνωρίζουν, και τα τωρινά και τα μελλούμενα164. Όλες, τουλάχιστον, οι πολιτείες κι όλα τα έθνη, χρησιμοποιώντας τη μαντική τέχνη, τους θεούς ρωτούν τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν165. Φανερό, επίσης, είναι πως νομίζουμε πως εκείνοι μπορούνε να κάνουνε και τις καλές πράξεις και τις κακές. Όλοι τουλάχιστον ζητούν από τους θεούς τις συμφορές, από τη μια,
μακριά
ν’
αποδιώχνουν,
τα
αγαθά
να
τους
προσφέρουν από την άλλη166. Αυτοί οι θεοί, λοιπόν, που τα γνωρίζουν όλ’ αυτά και έχουν μεγάλη δύναμη, έτσι γίνανε φίλοι μου, ώστε η φροντίδα που δείχνουν για μένα να είναι συνεχής, νύχτα και μέρα, όπου κι αν βρεθώ, ό,τι κι αν
164
Σ’ όλες τις θρησκείες ο θεός είναι παντογνώστης και κατευθύνει τις πράξεις των ανθρώπων. Τα μαντεία των Δελφών και της Δωδώνης είναι δυο από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας, που, καθημερινά, σε καιρό ειρήνης, συγκέντρωναν πλήθη Ελλήνων και ξένων, που προσέρχονταν, για να συμβουλευτούν το θεό για το παρόν και το μέλλον. Επίσης, σε πολεμικές επιχειρήσεις, υπήρχαν πάντοτε στο στρατόπεδο μάντεις και οιωνοσκόποι – ερμηνευτές των θυσιών προς τους θεούς, των οποίων ο στρατός ζητούσε την αρωγή για θετική έκβαση της μάχης ή της εκστρατείας. Η καθηγήτρια του πανεπιστημίου Αθηνών Μ. Παπαθανασίου, ανάμεσα στα άλλα, σχετικά με τη μαντεία, σημειώνει («Καθημερινή, 31 – 10 – 2004, Η μαντεία στους Έλληνες και τους Ρωμαίους) ότι «[…] O Kικέρων, στο Περί Mαντείας (De Divinatione), το πιο σημαντικό αρχαίο κείμενο σχετικώς, διακρίνει δύο είδη μαντείας, τη φυσική και την έντεχνη, στα ίχνη περίπου της διάκρισης που κάνει ο Πλάτων στον Φαίδρο ανάμεσα στη «θεία μανία» (χαρακτηριστική της δελφικής Πυθίας, των Πελειών της Δωδώνης, ή της Σίβυλλας, που προφητεύουν κυριευμένες από πνεύμα θεού) και στους μάντεις που προλέγουν παρατηρώντας τα πτηνά ή άλλα «σημεία». H φυσική ή αυθόρμητη (ή άτεχνος, αδίδακτος, ένθεος) μαντεία είναι μια «έμφυτη» ικανότητα προφητείας, ένα «χάρισμα» που ασκείται με άμεσο τρόπο από ένα άτομο το οποίο ζει με αγνότητα και είναι κάθε στιγμή έτοιμο να δεχθεί την έμπνευση και να αποκαλύψει τη θεία βούληση: π.χ. οι ιερείς και οι ιέρειες των μαντείων. H έντεχνη (ή επαγωγική) μαντεία διδάσκεται και συμπληρώνεται από μακροχρόνια προσωπική πείρα[…]». Τέλος, ας σημειωθεί πως ο Όμηρος περιγράφει το μάντη Κάλχα ως άνθρωπο που «...ήδει τα τ' εόντα, τα τ' εσσόμενα προ τ' εόντα (: ξέρει τα μελλούμενα, τα τωρινά και τα πρώτα)». («Iλιάδα», Α 69-70). Δες και υποσημείωση 112. 166 Τα λόγια αυτά του Ερμογένη θυμίζουν την πάροδο του «Οιδίποδος Τυράννου» του Σοφοκλή, όπου ο λαός της Θήβας ζητεί από τους θεούς, εφόσον αυτοί μπορούν και το καλό και το κακό να κάνουν για τους ανθρώπους, ν’ αποδιώξουν τις αρρώστιες, που μαστίζουνε την πόλη, και να φέρουν τη σωτηρία (στίχοι 151 – 215). Μα και στον Όμηρο («Ιλιάδα», ραψωδία Ζ), έχουμε τις Τρωάδες, μ’ επικεφαλής την Εκάβη, να πηγαίνουν να παρακαλέσουν τη θεά Αθηνά για βοήθεια. Όπως σημειώνει ο Μ. Νίλσον, στην «Ελληνική λαϊκή θρησκεία» (Αθήνα 1979, Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη του φιλολόγου», μετάφραση Ι. Θ. Κακριδής, σελ. 118 – 135), κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ., «[…] ο λαός πίστευε πως η δόξα και το μεγαλείο του κράτους, η ελευθερία και η ανεξαρτησία του ήταν έργο των μεγάλων θεών[…]». 165
σκοπεύω να πράξω167.
Και επειδή από πιο μπροστά
γνωρίζουνε τι θα γίνει μετά από κάθε πράξη, μου στέλνουνε, με αγγελιοφόρους, μηνύματα κι όνειρα και οιωνούς168 και με πληροφορούν όσα πρέπει και εκείνα που δεν πρέπει να κάνω. Κι όταν σ’ αυτά τα σινιάλα169 εγώ πειθαρχώ, ποτέ δεν μετανιώνω, κάποτε, όμως, έχω τιμωρηθεί κιόλας, επειδή δεν τα πίστεψα…» Κι ο Σωκράτης είπε: «Τίποτα, όμως, απ’ αυτά δεν είναι απίστευτο. Αλλά εγώ μ’ ευχαρίστηση θα μπορούσα να
πληροφορηθώ
πώς
τους
φροντίζεις
και
έχεις
εξασφαλίσει έτσι τη φιλία τους». Ο Ερμογένης τότε του απάντησε: «Ναι, μα το Δία, και μάλιστα με μεγάλη οικονομία τους περιποιούμαι. Τους επαινώ, δηλαδή, χωρίς να ξοδεύω, κι απ’ όσα μου δίνουνε πάντοτε τους προσφέρω και τους εξυμνώ μ’ όλες μου τις δυνάμεις170 και σ’ όσα τους επικαλούμαι για μάρτυρές μου σε τίποτα, με τη θέλησή μου, δεν ψεύδομαι171». «Εάν, λοιπόν, για το όνομα του Δία, τέτοιος είσαι – γυρνά και του λέει ο Σωκράτης – και γι’ αυτό τους έχεις 167
Οι θεοί, για τον πιστό σε κάθε θρησκεία, είναι «πανταχού παρόντες και τα πάντα πληρούντες» διαρκώς! 168 Μηνύματα: αυτοστιγμεί εκδήλωση της θεϊκής βούλησης με κάποιο τυχαίο τρόπο. Όνειρα: με ονειροφανταξιές, οι θεοί προειδοποιούν τους ανθρώπους για το μέλλον. Οιωνοί: Η εκδήλωση της θεϊκής θέλησης ή μιας πρόβλεψης διά της χρήσεως πτηνών. 169 Ο Ισοκράτης, στον «Αρεοπαγιτικό», σημειώνει ότι στους ευσεβείς Αθηναίους των προηγούμενων χρόνων επειδή δεν παραμελούσαν τα πατροπαράδοτα λατρευτικά τους έθιμα, «[…] οι ενέργειες των θεών τους φανερώνονταν με φυσιολογικό και ήρεμο τρόπο, αλλά στην κατάλληλη στιγμή και για την καλλιέργεια των αγρών και για τη συγκομιδή των καρπών […]». 170 Βλ. «Ψαλμούς» του Δαβίδ (π.χ. ΡΗ) . 171 Θυμίζει τη θεόθεν εντολή του μωσαϊκού νόμου, «Ου ψευδομαρτυρήσεις».
φίλους, οι θεοί, καθώς φαίνεται, απολαμβάνουν την καλοκαγαθία». Κι η συγκεκριμένη κουβέντα έλαβε αυτή τη σοβαρή τροπή, αλλά όταν έφτασαν στο Φίλιππο, τον ρώτησαν τι βλέποντας στην τέχνη του γελωτοποιού, καυχιέται για αυτήν. Ο Φίλιππος, λοιπόν, αποκρίθηκε: «Και δεν είναι αξιόλογο πράγμα, αφού, καθώς το ξέρουνε παντού πως είμαι γελωτοποιός, κάθε φορά που τους συμβαίνει κάτι καλό, να με προσκαλούν σ’ αυτό με μεγάλη προθυμία, όσες φορές, όμως, κάποια αναποδιά τους τύχει, μ’ αποφεύγουν και δεν θέλουνε ούτε να γυρίσουν το βλέμμα τους προς το μέρος μου, επειδή τους πιάνει φόβος, μήπως και γελάσουνε παρά τη θέλησή τους172;» Κι ο Νικήρατος γυρνά και του λέει τα εξής: «Μα το Δία, εσύ έχεις κάθε δίκιο να περηφανεύεσαι για τούτο! Γιατί από τους δικούς μου φίλους όσοι, αφενός, είναι ευτυχισμένοι με αποφεύγουν, όποιοι, αφετέρου, πάθουν κάτι κακό επικαλούνται τη γενεαλογική συγγένεια, που μας συνδέει, και ποτέ δεν ξεμακραίνουν από το πλευρό μου173».
172
Τούτο, το να πετυχαίνει, δηλαδή, σε κάθε περίσταση, και στις καλές και στις θλιβερές στιγμές, ο Φίλιππος να προξενεί το γέλιο των ανθρώπων είναι δείγμα ότι είναι πετυχημένος. 173 Όσοι από τους φίλους του Νικήρατου καλοπερνούν δεν τον θέλουν για παρέα, γιατί είναι «παρακατιανός», ενώ εκείνοι που δυστυχούν είναι, βρίσκοντας ως πρόφαση τους συγγενικούς τους
«Ας είναι», λέει τότε ο Χαρμίδης, «εσύ, Συρακούσιε, για ποιο πράγμα κομπορρημονείς; Άραγε, όπως είναι φανερό, για το νεαρό;» «Όχι, μα το Δία», απαντά εκείνος. «Αλλά και τρέφω πολύ φόβο για αυτόν. Γιατί καταλαβαίνω ότι μερικοί επιθυμούν να τον βλάψουν». Κι ο Σωκράτης, αφού τον άκουσε, είπε: «Ηρακλή μου, ποια τόσο μεγάλη αδικία τους έχει προξενήσει ο ψυχογιός σου και θέλουν να τον ξεκάνουν;» «Μα δεν επιθυμούν το θάνατό του», του αποκρίνεται αυτός, «αλλά να τον πείσουνε να πλαγιάζει μαζύ τους174!» «Εσύ, λοιπόν, καθώς φαίνεται», του λέει ο Σωκράτης, «νομίζεις πως εάν γίνει τούτο, αυτός θα καταστραφεί175;» Εκείνος απαντά: «Ναι, στο μέγιστο βαθμό…μα το Δία». «Ούτ’ εσύ δεν ξαπλώνεις μαζύ του;», τον ξαναρωτά ο Σωκράτης.
δεσμούς, συνεχώς πλάι του, επειδή έχουν ανάγκη τη βοήθειά του. Και οι μεν και οι δε είναι … «συμφεροντολόγοι»! 174 Ο Ξενοφών αναφέρεται εδώ στις ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ μεγαλύτερων σε ηλικία με νεαρούς και τη μέμφεται. 175 Η ανεπανόρθωτη καταστροφή, που θα μπορούσε να υποστεί ο νεαρός ψυχογιός του Συρακούσιου, ίσως σχετίζεται με σοβαρά αφροδισιακά νοσήματα, που σχετίζονται και με το δέρμα όσων μοιράζονται το ερωτικό κρεβάτι μ’ αυτόν (π.χ. σύφιλη, η οποία προσβάλλει κυρίως το δέρμα, τις αρτηρίες και το νευρικό σύστημα), ή άλλες μεταδιδόμενες μολυσματικές δερματοπάθειες (σταφυλόκοκκος, στρεπτόκοκκος, λέπρα, έρπητας, λύκος, ψώρα κ.α.), που θα του στερήσουν την ομορφιά και την ευλυγισία του.
«Μα το Δία, ναι, κάθε βράδυ κι όλες τις νυχτερινές ώρες!», ήταν η απόκριση, που του ‘δωσε ο Συρακούσιος. «Για το όνομα της Ήρας», λέει, τότε, ο Σωκράτης, «είναι μεγάλη η ευτυχία σου να ‘χεις τέτοιο δέρμα, ώστε μονάχα εσύ να μην καταστρέφεις όσους ξαπλώνουν πλάι σου. Ώστε εσύ, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστον για το δέρμα σου πρέπει να περηφανεύεσαι176». «Αλλά, μα το Δία, δεν περηφανεύομαι για τούτο», παραπονέθηκε εκείνος. «Μα τότε για ποιο πράγμα;», τον ρωτά ο Σωκράτης. «Για τους άμυαλους, μα το Δία!», απαντά εκείνος και εξηγεί: «Γιατί αυτοί βλέποντας τα νευρόσπαστά μου, μου εξασφαλίζουν την τροφή μου177». Κι ο Φίλιππος, παίρνοντας το λόγο, του λέει: «Γι’ αυτό και προηγουμένως σ’ άκουσα να προσεύχεσαι στους θεούς όπου κι αν πας να χαρίζουν άφθονους καρπούς και παραφροσύνη178!» 176
Ο Συρακούσιος είναι απολύτως υγιής και προσεχτικός, όταν «πλαγιάζει» με τον ψυχογιό του. Τα «νευρόσπαστα» του Συρακούσιου είναι οι βοηθοί του, που κινιούνται πέρα – δώθε διαρκώς υπό τους ήχους των μουσικών οργάνων γεμάτοι νεύρο. Ας γίνει, όμως, και η απαραίτητη διευκρίνιση, στα νεοελληνικά άλλο σημαίνει «νευρικός» (: ευέξαπτος – οξύθυμος) και άλλο «νευρώδης» (: γεμάτος νεύρο και ζωτικότητα). 178 Ο Έρασμος, Ολλανδός στοχαστής του 15ου και του 16ου αιώνα (1466 – 1536), στη διάσημη σάτιρά του «Μωρίας Εγκώμιο» (1509 – ’11), επικρίνει με τη μορφή ενός ειρωνικού επαίνου για την αμαρτία, κλήρο, καλόγερους, εμπόρους, πρίγκιπες, καθηγητές. Από την άλλη, ο Θουκυδίδης («Ιστορία», βιβλίο Β 36 – 44) εγκωμιάζει, μεταξύ άλλων, και την οικονομική ευμάρεια της πατρίδας του. Στο κεφάλαιο Β 40, αναφέρεται στις δραστηριότητες του πλούσιου Αθηναίου με τα πλούτη του και του φτωχού με τη φτώχεια του. Ο πλούτος, όπως γράφει ο ιστορικός, αποτελεί ευκαιρία για πραγματοποίηση έργων και όχι για αλαζονεία, ενώ η φτώχεια είναι αφορμή για πιο επίπονη εργασία και ούτε αποκλείει από τα δημόσια αξιώματα. Ο πλούτος και η πενία χρησιμοποιούνται αντιθετικά σαν παράγοντες που θα μπορούσαν να δράσουν καταλυτικά την ώρα της μάχης και να αποτρέψουν τη θυσία των πολεμιστών. 177
Τότε, επενέβη ο Καλλίας, λέγοντας: «Έστω· εσύ, λοιπόν, Σωκράτη, τι μπορείς να μας πει ότι αξίζει να έχεις μεγάλη ιδέα για την τόσο κακόφημη τέχνη που είπες;» Κι αυτός του
αποκρίνεται: «Ας παραδεχτούμε,
αρχικά, ποιο είναι το έργο του μαστροπού. Και σ’ όσα θα σας ρωτήσω, να μη σας εμποδίσει η τεμπελιά179 αποκρίνεστε,
για
να
ιδούμε
σε
πόσα
να μ’
πράγματα
συμφωνούμε. Και εσείς δεν έχετε την ίδια με μένα γνώμη;» «Μάλιστα», είπαν· και αφού μία φορά απάντησαν «Μάλιστα», όλοι την ίδια απάντηση έδωσαν. Κι εκείνος άρχισε να τους λέει: «Και δεν νομίζετε πως έργο του καλού μαστροπού είναι να παρουσιάζει όποια ή όποιον εκείνος τους
οποίους
μαστροπεύει ως αρεστός σ’ εκείνους με συναναστρέφεται;».
«Φυσικά!»,
του
απάντησαν. «Κι ανάμεσα σ’ όσα κάνουν έναν άνθρωπο αρεστό δεν συγκαταλέγεται και η ευπρέπεια της κόμμωσης180 και της ενδυμασίας181;» τους ρωτά. «Πάρα πολύ!», του λένε.
Τόσο ο πλούτος και η επιθυμία απόλαυσής του όσο και η ελπίδα απαλλαγής από την πενία που δημιουργεί η μεταβολή του πολέμου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην αποφυγή του κινδύνου. 179 Πολύ συχνά, ιδίως στους πλατωνικούς διαλόγους, συναντούμε το Σωκράτη να προσπαθεί να διδάξει στους νέους το «καλό» διά της διαλεκτικής και μέσω μιας περίεργης «ανάκρισης», μέσω ερωταποκρίσεων («μαιευτική» μέθοδος), κατά τη διάρκεια των οποίων, όπως αφήνει ο Πλάτων να εννοηθεί, υποκρινόταν πως ούτε ο ίδιος γνώριζε τίποτε και ξεκινούσαν και οι δύο συνομιλητές από το μηδέν και θα έφταναν μέχρι την αλήθεια. 180 Η γυναικεία κόμμωση ήταν εξαιρετικά φροντισμένη. Η καλοχτενισμένη γυναίκα είναι η «καλλίκομος» και «ευπλόκαμος» γυναίκα από την ομηρική εποχή ακόμη. Τα παλιότερα νομίσματα που έχουν βρεθεί στην Κρήτη είναι του 5ου π.Χ. αι.. Εκεί, βλέπουμε ότι οι Κρητικές, τα κλασικά και ελληνιστικά χρόνια, ήταν κομψότατες, δηλαδή είχαν ωραία κορμοστασιά και πάρα πολύ περιποιημένες στην εμφάνιση (είχαν περιποιημένη κόμμωση, φορούσαν ωραία ρούχα, κολιέ και σκουλαρίκια κ.τ.λ.).
«Και δεν ξέρουμε ότι ο άνθρωπος με τα μάτια του ατενίζει και φιλικά και εχθρικά τους άλλους182;», τους ρωτά. «Βεβαιότατα!», του απαντούν. «Και με την ομιλία του δεν συμπεριφέρεται φιλικά και θρασύτατα;», τους λέει κι εκείνοι του απαντούν: «Φυσικά!» «Τι λοιπόν, δεν υφίστανται λόγοι που υπαγορεύουν την εχθρική και τη φιλική συνομιλία;», ήταν η επόμενη ερώτηση του Σωκράτη γι’ αυτούς. «Ναι, υπάρχουν», του λένε.
Ομοίως και οι άντρες, δηλαδή είχαν περιποιημένο σώμα, περιποιημένη κόμμωση, οι στρατιώτες φορούσαν χιτώνες μέχρι τα γόνατα και τα όπλα τους ήταν δόρυ και ασπίδα κ.α. Οι Έλληνες είχαν πυκνά μαλλιά. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. τα έκοβαν έτσι που να καλύπτουν το κεφάλι, αλλά να μη φτάνουν ως τους ώμους. Μερικοί κομψευόμενοι νεανίες, σαν τον Αλκιβιάδη π.χ., είχανε μακριούς βοστρύχους χτενισμένους με φροντίδα. Οι αθλητές, αντίθετα, έκοβαν τα μαλλιά τους πολύ κοντά. Εκτός απ' τους κομψευόμενους νέους, βοστρύχους άφηναν και οι φιλόσοφοι, αυτό ήταν άλλωστε το διακριτικό τους γνώρισμα. 181 Η ενδυμασία των Ελλήνων των κλασικών χρόνων ήταν κατασκευασμένη από υφάσματα με ζωηρά χρώματα, κάποτε μάλιστα από πολλά χρώματα (ειδικότερα η ενδυμασία των νέων) : πορφυρό, κόκκινο, πράσινο και γαλάζιο. Το κύριο αντικείμενο της αντρικής ενδυμασίας ήταν ο χιτώνας, που τον φορούσαν κατάσαρκα. Ο χιτώνας δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κομμάτι πανί, με τρύπες για τα χέρια, που το έπιαναν στον έναν ώμο με πόρπη. Το μήκος του χιτώνα ποίκιλλε ανάλογα με την εποχή. Στην αρχή ήταν πολύ μακρύς, μα αργότερα άρχισαν να τον σφίγγουν στη μέση με ένα κορδόνι και έτσι έφτανε ως τα γόνατα. Κάποτε στο χιτώνα έβαζαν και μανίκια. Οι χιτώνες, που προορίζονταν για τους υπηρέτες, τους βιοτέχνες, τους στρατιώτες και τους δούλους είχαν μια τρύπα, μονάχα για το αριστερό χέρι, ο δεξιός ώμος έμενε ακάλυπτος. Πάνω από το χιτώνα οι Αθηναίοι φορούσαν ένα είδος μανδύα ή πελερίνα που το έλεγαν ιμάτιο. Τη μια άκρη του ιματίου την έσφιγγαν στο στήθος κάτω από την αριστερή μασχάλη, ενώ το υπόλοιπο το έριχναν στην πλάτη, πάνω από τον αριστερό ώμο, περνώντας το κάτω ή πάνω από το δεξί χέρι και ξαναπερνώντας το πάνω από τον αριστερό ώμο έτσι που η άλλη άκρη να κρέμεται στην πλάτη. Ένα ιμάτιο για να θεωρείται σεμνό έπρεπε να καλύπτει τα γόνατα, αλλά να μη φτάνει ως τους αστράγαλους. Υπήρχε και ένας κοντός μανδύας, πιασμένος με μια πόρπη κάτω απ' το λαιμό και αφημένος να πέφτει ελεύθερα πάνω απ' τους ώμους και τις πλάτες. Αυτή η πελερίνα ονομαζόταν χλαμύδα και τη φορούσαν στον πόλεμο, στο κυνήγι και στα ταξίδια. Στην Αθήνα η χλαμύδα ήταν το συνηθισμένο ένδυμα της νεολαίας (βλ. http://members.tripod.com/~sgtogias/articles/ancientathens.html) . 182 Η Όραση είναι η «Αίσθηση που καταγράφει φωτεινά ερεθίσματα. Με την όραση, η φωτεινή ενέργεια από ένα αντικείμενο συλλέγεται και εστιάζεται από το μάτι σχηματίζοντας μια εικόνα, το είδωλο. Το είδωλο μέσα στο μάτι ερεθίζει ειδικά κύτταρα, τους φωτοϋποδοχείς, που στέλνουν σήματα στον εγκέφαλο. Τα σήματα αυτά αντιπροσωπεύουν μια τεράστια ποσότητα πληροφοριών» (βλ. http://health.in.gr/tools/DictResult.asp), οι οποίες προσδιορίζουν, σε μεγάλο βαθμό, πώς θα συμπεριφερθεί ο άνθρωπος στα έξωθεν «ερεθίσματα», έμψυχα ή άλλα, εάν, δηλαδή, θα είναι φιλικός προς αυτά ή όχι.
«Κι ο καλός μαστροπός δεν θα τους δίδασκε σχετικά μ’ αυτά και τα συμφέροντα ώστε να αρέσουν;», τους ρώτησε κατόπιν. «Πάρα πολύ», απαντούν κι εκείνος ξαναλέγει: «Και ποιος θα ήταν ο καλύτερος, αυτός που θα μπορούσε να τους κάνει να ‘ναι αρεστοί σ’ έναν μονάχα ή αυτός που θα τους έκανε σε πολλούς;» Τότε, όμως, διχάστηκαν ως προς την απάντηση και κάποιοι είπαν: «Είναι φανερό αυτός που θα μπορούσε σε πολλούς», ενώ οι άλλοι απλώς επικρότησαν. Εκείνος, τότε, αφού είπε ότι όλοι συμφωνούν και σ’ αυτό, λέει: «Κι εάν κάποιος κατάφερνε να τους φανερώσει αρεστούς σ’ όλους τους πολίτες, αυτός δεν θα ήταν πάρα πολύ καλός μαστροπός;» «Σαφέστατα, μα το Δία», του αποκρίνονται. «Εάν, λοιπόν, κάποιος τέτοιους μπορούσε να κάνει όσους έχει υπό την προστασία του, δικαιολογημένα δεν πρέπει να καυχιέται για την τέχνη του και κάθε δίκιο δεν έχει να παίρνει υψηλή αμοιβή;», τους ρωτά. Κι αφού συμφώνησαν όλοι και σε τούτο, ο Σωκράτης τους λέει: «Τέτοιος μου φαίνεται πως είναι ο Αντισθένης!» Κι ο Αντισθένης τον ρωτά: «Σ’ εμένα παραδίδεις, Σωκράτη, την τέχνη;» «Ναι , μα το Δία», του αποκρίνεται ο
Σωκράτης, «γιατί σε βλέπω ότι πολύ επιτήδειος έχεις γίνει και στη συνοδό της». «Και
ποια
προαγωγεία183»,
είναι του
αυτή;»,
απαντά,
τον
μα
ρώτησε.
εκείνος,
«Την
εμφανώς
καταστενοχωρημένος, του λέει: «Και, Σωκράτη μου, τι ξέρεις πως έχω εγώ διαπράξει;» Κι ο Σωκράτης του απαντά: «Ξέρω πως εσύ τούτον τον Καλλία προξένεψες στο σοφιστή Πρόδικο, όταν έβλεπες πως αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη φιλοσοφία και εκείνος χρειαζόταν χρήματα. Ξέρω ότι και στον Ιππία τον Ηλείο184 τον πήγες, από τον οποίο αυτός έμαθε και την τέχνη της απομνημόνευσης, εξαιτίας της οποίας έγινε και πιο ερωτύλος, γιατί, εάν ιδεί κάτι ωραίο, δεν το ξεχνάει ποτέ. Τώρα δε τελευταία, καθώς μου παίνευες τον ξένο από την Ηράκλεια185, αφού μ’ έκανες να τον
ποθήσω,
μου
τον
γνώρισες.
Και
σου
χρωστώ
ευγνωμοσύνη, βεβαίως, γι’ αυτό, γιατί νομίζω ότι είναι καλός και ενάρετος. Και τον Αισχύλο από τη Φλειούντα186 183
Σχετίζεται η «προαγωγεία» του Αντισθένη με τη «μαστροπεία» του Σωκράτη (βλ. Υποσημείωση 99). 184 Ο Ιππίας από την Ηλεία ήταν διάσημος ανά το πανελλήνιο σοφιστής του 5ου αιώνα π.Χ... Μάλλον στη δεινότητά του ν’ απομνημονεύει πρόσωπα και ημερομηνίες οφείλεται το ότι μπόρεσε και συγκρότησε τον πρώτο κατάλογο Ολυμπιονικών. 185 Στον πλατωνικό διάλογο «Πρωταγόρας», μαθαίνουμε ότι πρόκειται για το ζωγράφο Ζεύξιππο την Ηράκλεια. Ο Ζεύξιππος έζησε στα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.. 186 Ο Αισχύλος αυτός εδώ ίσως ήταν μαθητής του Σωκράτη και καταγόταν από τη Φλειούντα. Η Φλειούς, πόλη της Πελοποννήσου, βρισκόταν κοντά στη Νεμέα, θεωρούνταν ως η «πόλη του Διονύσου». Από εκεί κατάγονται κι ο θεατρικός συγγραφέας Πρατίνας ο Φλειάσιος, ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στην αναμόρφωση του σατυρικού δράματος και ορισμένοι μελετητές τοποθετούν την εγκατάστασή του στην Αθήνα γύρω στο 515 π.Χ., περίοδο κατά την οποία αυξήθηκαν σημαντικά στην αθηναϊκή κεραμική οι παραστάσεις που απηχούν σατυρικά δράματα, ο μάντης Ευκλείδης, που ακολουθεί το μισθοφορικό στράτευμα των Μυρίων στην «Κύρου Ανάβαση» (401
επαινώντας προς εμένα και εμένα προς εκείνο δεν μας προξένησες τέτοια ψυχική κατάσταση, ώστε, εξαιτίας των λόγων σου, τρέχαμε σαν τα σκυλιά αναζητώντας ο ένας τον άλλο; Αυτά επειδή είδα ότι μπορείς να κάνεις, σε θεωρώ έξοχο προαγωγό. Νομίζω, δηλαδή, ότι ο ικανός να γνωρίζει τους ωφέλιμους για τον εαυτό του ανθρώπους και να τους κάνει να επιθυμούν ο ένας τον άλλο είναι και επιδέξιος και πόλεις να κάνει φίλες μεταξύ τους και να αποχτούν συμμάχους. Εσύ, όμως, θύμωσες με μένα, σαν να σε έβρισα, επειδή είπα ότι είσαι άριστος προαγωγός». Κι εκείνος του απαντά: «Τώρα, μα το Δία, δεν εξοργίζομαι πια. Γιατί, εάν μπορώ να κάνω αυτά, πάρα πολύ φορτωμένη την ψυχή θα έχω από πλούτο». Έτσι, λοιπόν, τέλειωσε και τούτη η χρονική περίοδος της συζήτησης.
π.Χ.), αλλά και ο γνωστός σκεπτικιστής φιλόσοφος των ελληνιστικών ετών, Τίμων ο Φλειάσιος (320 – 230 π.Χ.).
Βιβλίο Ε
῾Ο δὲ Καλλίας ἔφη· Σὺ δὲ δή, ὦ Κριτόβουλε, εἰς τὸν περὶ τοῦ κάλλους ἀγῶνα πρὸς Σωκράτην οὐκ ἀνθίστασαι; Νὴ Δί᾿, ἔφη ὁ Σωκράτης, ἴσως γὰρ εὐδοκιμοῦντα τὸν μαστροπὸν παρὰ τοῖς κριταῖς ὁρᾷ. ᾿Αλλ᾿
ὅμως,
ἔφη
ὁ
Κριτόβουλος,
οὐκ
ἀναδύομαι· ἀλλὰ δίδασκε, εἴ τι ἔχεις σοφόν, ὡς καλλίων εἶ ἐμοῦ. Μόνον, ἔφη, τὸν λαμπτῆρα ἐγγὺς προσενεγκάτω. Εἰς ἀνάκρισιν τοίνυν σε, ἔφη, πρῶτον τῆς δίκης καλοῦμαι· ἀλλ᾿ ἀποκρίνου. Σὺ δέ γε βερώτα. Πότερον οὖν ἐν ἀνθρώπῳ μόνον νομίζεις τὸ καλὸν εἶναι ἢ καὶ ἐν ἄλλῳ τινί; ᾿Εγὼ μὲν ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη, καὶ ἐν ἵππῳ καὶ βοὶ καὶ ἐν ἀψύχοις πολλοῖς. Οἶδα γοῦν οὖσαν καὶ ἀσπίδα καλὴν καὶ ξίφος καὶ δόρυ. Καὶ πῶς, ἔφη, οἷόν τε ταῦτα μηδὲν ὅμοια ὄντα ἀλλήλοις πάντα καλὰ εἶναι; ῍Αν νὴ Δί᾿, ἔφη, πρὸς τὰ ἔργα ὧν ἕνεκα ἕκαστα κτώμεθα εὖ εἰργασμένα ᾖ ἢ εὖ πεφυκότα πρὸς ἃ ἂν δεώμεθα, καὶ ταῦτ᾿, ἔφη ὁ Κριτόβουλος, καλά.
Οἶσθα οὖν, ἔφη, ὀφθαλμῶν τίνος ἕνεκα δεόμεθα; Δῆλον, ἔφη, ὅτι τοῦ ὁρᾶν. Οὕτω μὲν τοίνυν ἤδη οἱ ἐμοὶ ὀφθαλμοὶ καλλίονες ἂν τῶν σῶν εἴησαν. Πῶς δή; ῞Οτι οἱ μὲν σοὶ τὸ κατ᾿ εὐθὺ μόνον ὁρῶσιν, οἱ δὲ ἐμοὶ καὶ τὸ ἐκ πλαγίου διὰ τὸ ἐπιπόλαιοι
εἶναι.
Λέγεις
σύ,
ἔφη,
καρκίνον
εὐοφθαλμότατον εἶναι τῶν ζῴων; Πάντως δήπου, ἔφη· ἐπεὶ καὶ πρὸς ἰσχὺν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄριστα πεφυκότας ἔχει. Εἶεν, ἔφη, τῶν δὲ ῥινῶν ποτέρα καλλίων, ἡ σὴ ἢ ἡ ἐμή; ᾿Εγὼ μέν, ἔφη, οἶμαι τὴν ἐμήν, εἴπερ γε τοῦ ὀσφραίνεσθαι ἕνεκεν ἐποίησαν ἡμῖν ῥῖνας οἱ θεοί. Οἱ μὲν γὰρ σοὶ μυκτῆρες εἰς γῆν ὁρῶσιν, οἱ δὲ ἐμοὶ ἀναπέπτανται,
ὥστε
τὰς
πάντοθεν
ὀσμὰς
προσδέχεσθαι. Τὸ δὲ δὴ σιμὸν τῆς ῥινὸς πῶς τοῦ ὀρθοῦ κάλλιον; ῞Οτι, ἔφη, οὐκ ἀντιφράττει, ἀλλ᾿ ἐᾷ εὐθὺς τὰς ὄψεις ὁρᾶν ἃ ἂν βούλωνται· ἡ δὲ ὑψηλὴ ῥὶς ὥσπερ ἐπηρεάζουσα διατετείχικε τὰ ὄμματα. Τοῦ γε μὴν στόματος, ἔφη ὁ Κριτόβουλος, ὑφίεμαι. Εἰ γὰρ τοῦ ἀποδάκνειν ἕνεκα πεποίηται, πολὺ ἂν σὺ μεῖζον ἢ ἐγὼ ἀποδάκοις. Διὰ δὲ τὸ
παχέα ἔχειν τὰ χείλη οὐκ οἴει καὶ μαλακώτερόν σου ἔχειν τὸ φίλημα; ῎Εοικα, ἔφη, ἐγὼ κατὰ τὸν σὸν λόγον καὶ τῶν ὄνων αἴσχιον τὸ στόμα ἔχειν. ᾿Εκεῖνο δὲ οὐδὲν τεκμήριον λογίζῃ, ὡς ἐγὼ σοῦ καλλίων εἰμί, ὅτι καὶ Ναΐδες θεοὶ οὖσαι τοὺς Σειληνοὺς ἐμοὶ ὁμοιοτέρους τίκτουσιν ἢ σοί; Καὶ ὁ Κριτόβουλος, Οὐκέτι, ἔφη, ἔχω πρὸς σὲ ἀντιλέγειν, ἀλλὰ διαφερόντων, ἔφη, τὰς ψήφους, ἵνα ὡς τάχιστα εἰδῶ ὅ τι με χρὴ παθεῖν ἢ ἀποτεῖσαι. Μόνον, ἔφη, κρυφῇ φερόντων· δέδοικα γὰρ τὸν σὸν καὶ ᾿Αντισθένους πλοῦτον μή με καταδυναστεύσῃ. ἡ μὲν δὴ παῖς καὶ ὁ παῖς κρύφα ἀνέφερον. ῾Ο δὲ Σωκράτης ἐν τούτῳ διέπραττε τόν τε λύχνον ἀντιπροσενεγκεῖν τῷ Κριτοβούλῳ, ὡς μὴ ἐξαπατηθείησαν οἱ κριταί, καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι. ᾿Επεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ ψῆφοι καὶ ἐγένοντο πᾶσαι σὺν Κριτοβούλῳ, Παπαῖ, ἔφη ὁ Σωκράτης, οὐχ ὅμοιον ἔοικε τὸ σὸν ἀργύριον, ὦ Κριτόβουλε, τῷ Καλλίου εἶναι. Τὸ μὲν γὰρ τούτου
δικαιοτέρους ποιεῖ, τὸ δὲ σὸν ὥσπερ τὸ πλεῖστον διαφθείρειν ἱκανόν ἐστι καὶ δικαστὰς καὶ κριτάς.
Κ
ι ο Καλλίας κρένει τότε: «Εσύ, όμως, Κριτόβουλε, δεν παραβγαίνεις με το Σωκράτη σ’ ό,τι αφορά τα καλλιστεία ομορφιάς;» «Μα τ’ όνομα του Δία», τ’
αποκρίνεται ο Σωκράτης, «δεν το κάνει, γιατί πιθανότατα βλέπει πως ο μαστροπός δέχεται απ’ τους κριτές τιμές». «Αλλά εγώ», ο Κριτόβουλος πετάχτηκε να πει, «δεν πισωστέκομαι όμως, μα εάν έχεις κάποιον ευφυή λόγο, ορμήνεψέ με ότι είσαι από μένα πιο ωραίος. Μονάχα… », συμπλήρωσε το λόγο του, «…σιμά το λαμπτήρα να μας φέρουν!» «Σε προσκαλώ, λοιπόν», του είπε ο Σωκράτης, «στην ανάκριση της δίκης· και απάντα μου187!» «Άντε, ρώτα με», του λέει εκείνος. «Ποιο από τα δύο, στον άνθρωπο βρίσκεται μοναχά η καλοσύνη ή και κάπου αλλού;», ήτανε η πρώτη του ερώτηση. «Για τ’ όνομα του Δία, εγώ» – αποκρίθηκε ο Κριτόβουλος – «νομίζω πως απαντιέται και στο άλογο και στο βόδι και σε πολλά άψυχα. Γιατί γνωρίζω και ασπίδα καλή και ξίφος και δόρυ!» 187
Με τη διαλεκτική μέθοδο, θα «ανακρίνει» ο Σωκράτης τον Κριτόβουλο, θέλοντας να ανιχνεύσει τη γνώμη του συνομιλητή του για το τι είναι «καλό και ωραίο».
Ο
Σωκράτης,
τότε,
τον
ξαναρωτά:
«Και
πώς
συμβαίνει όλα αυτά να ‘ναι καλά, μολονότι μεταξύ τους καθόλου δεν μοιάζουνε;» Ο Κριτόβουλος τ’ απαντά: «Μα το Δία, εάν σχετικά με τις δουλειές, για τις οποίες καθένα απ’ αυτά προμηθευόμαστε, το σκοπό τους πετυχαίνουν ή από τη φύση τους ξεπληρώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό τις ανάγκες μας, κι αυτά είναι καλά188», συμπλήρωσε το λόγο του. Μα ο Σωκράτης έτσι τον ρώτησε: «Για ποιο σκοπό τα μάτια έχουμε τάχα, μήπως ξέρεις;» «Φως φανερό, για να βλέπουμε!», τ’ αποκρίνεται εκείνος. «Τότε, λοιπόν, απ’ τα δικά σου μάτια καλύτερα δεν είναι τα δικά μου;», λέει σ’ αυτόν ο Σωκράτης. «Μα πώς;», απορεί ο Κριτόβουλος. «Επειδή τα δικά σου μάτια κοιτάνε μονάχα ίσια μπροστά, ενώ τα δικά μου και προς τα πλάγια καθώς προεξέχουν απ’ τις κόγχες!», του αποκρίθηκε ο Σωκράτης. «Και λες ότι ο καρκίνος – τον ρωτά, γιομάτος αμηχανία, ο Κριτόβουλος – έχει απ’ όλα τα ζώα τα καλύτερα μάτια;» «Οπωσδήποτε», του ‘κρενε ο Σωκράτης, «εφόσον και με δυνατά και ακατάβλητα στο μέγιστο βαθμό μάτια έχει 188
Ο Κριτόβουλος θεωρεί καλά όσα εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ανθρώπου, εκείνα που τον βοηθούν να πετυχαίνει στους σκοπούς του ή εκπληρώνουν τις ανάγκες των ανθρώπων ή «δικαιώνουν» το λόγο ύπαρξης ή δημιουργίας τους.
αυτός προικιστεί από τη φύση του!» «Ας είναι!», λέει τότε ο Κριτόβουλος, «μα από τις μύτες, ποια είναι η πιο καλή, η δικιά σου ή η δική μου;» Με τέτοια λόγια, ο Σωκράτης, λοιπόν, του απάντησε: «Τη δικιά μου τη λογαριάζω για καλύτερη, εάν, βεβαίως, οι θεοί έπλασαν τις μύτες στο ανθρώπινο γένος, για να οσμιζόμαστε τις μυρουδιές. Γιατί τα δικά σου ρουθούνια είναι στραμμένα προς τη γης, ενώ τα δικά μου πετούνε προς τα επάνω, έτσι ώστε να τσακώνουνε κάθε μυρουδιά από παντού». Ο άλλος, απορημένος, τον ρωτά: «Πώς, λοιπόν, η βαθουλωτή μύτη απ’ την όρθια είναι πιο καλή;» Ο Σωκράτης είχε και γι’ αυτό μιαν απάντηση: «Επειδή δεν φράζει, αλλά απελευθερώνει τα μάτια στην ευθεία να βλέπουν όσα τυχόν θάθελαν· απεναντίας, η υπερυψωμένη μύτη σαν τείχος ορθώνεται, τα μάτια εμποδίζοντας». Ο Κριτόβουλος, τότε, γυρνά και του λέει: «Σ’ ό,τι αφορά το στόμα, εγκαταλείπω κάθε προσπάθεια! Γιατί εάν φτιάχτηκε, για να δαγκάνει, εσύ από μένα μεγαλύτερο κομμάτι θα μπορούσες να δάγκανες! Επειδή, όμως, και τα χείλη σου είναι παχύσαρκα, δεν νομίζεις πως μαλακότερο είναι και το φίλημά σου;» «Μοιάζει, συνεπώς», τ’ απάντησε ο Σωκράτης, «να ‘χω, σύμφωνα με τα λόγια σου, εγώ στόμα πιο άσχημο
ακόμη κι από τα γαϊδούρια. Να μην το χρησιμοποιείς, όμως, αυτό ως απόδειξη ότι είμαι ωραιότερός σου, το ότι δηλαδή και οι Νύμφες, μόλο που θεές είναι, γεννοβολούν τους όμοιους με μένα περισσότερο παρά με σένα Σιληνούς;» Κι ο Κριτόβουλος του είπε: «Δεν αντέχω άλλο πια να αντιμιλώ σε σένα, αλλά να ψηφίσουνε» – πρότεινε – «για να μάθω όσο γίνεται γρηγορότερα ό,τι πρέπει να υποφέρω ή να πληρώσω» και συμπλήρωσε: «Μονάχα, ό,τι ‘ναι να γίνει, ας γίνει στα κρυφά, γιατί φόβος με πιάνει, μήπως ο πλούτος με μαυροφορέσει189 του Αντισθένη και ο δικός σου!» Το κορίτσι και το αγόρι είπαν μυστικά τη γνώμη τους, ενώ ο Σωκράτης πλησίαζε το λαμπτήρα κοντά στον Κριτόβουλο, για να μην ξεγελαστούν οι κριτές και στο νικητή η κριτική επιτροπή να μην απονείμει φιλιά αντί για ταινίες, για να τον τιμήσει. Όταν, λοιπόν, περατώθηκε η ψηφοφορία και όλοι ψήφισαν τον Κριτόβουλο, ο Σωκράτης πήρε το λόγο: «Πω, πω, Κριτόβουλε, ο πλούτος σου δεν φαίνεται ο ίδιος μ’ εκείνον του Καλλία να ‘ναι! Γιατί αυτουνού 189
οι
παράδες
δικαιότερους
κάνουν
τους
Ο Κριτόβουλος λέγοντας ότι ο πλούτος του Σωκράτη και του Αντισθένη θα τον αναγκάσει να μαυροφορεθεί, εννοεί ότι θα λυπηθεί πάρα πολύ, εφόσον, όπως ξέρουμε, από αρχαιοτάτων χρόνων στην Ελλάδα υπάρχει η συνήθεια να μαυροφορούνται οι άνθρωποι και δη οι γυναίκες σε ένδειξη βαρυτάτου πένθους για την απώλεια αγαπημένου προσώπου. Η συνήθεια αυτή μαζύ με το κόψιμο των μαλλιών συνεχίστηκε και στα Βυζαντινά χρόνια και στον καιρό της Τουρκοκρατίας και φτάνει ακόμη και σήμερα, στη σύγχρονή μας ελληνική κοινωνία.
ανθρώπους, ενώ οι δικοί σου, όπως και οι πιο πολλοί άλλωστε, είναι ικανοί να διαφθείρουνε και δικαστές και κριτική επιτροπή190!»
190
Το «αιχμηρό βέλος» του Σωκράτη, στο σημείο αυτό, κατά του Κριτόβουλου μας αποκαλύπτει πώς η διαφθορά, με τη μορφή της δωροδοκίας των αρχόντων, οδηγεί στην παρακμή μιαν πολιτεία. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (13, 64) αναφέρει ότι, το 409 π.Χ., ο δημαγωγός και μετέπειτα κατήγορος του Σωκράτους, Άνυτος, ήταν στρατηγός των Αθηναίων για τις τελευταίες επιχειρήσεις του πελοποννησιακού πολέμου και όταν απότυχε σε μια διατεταγμένη υπηρεσία, οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά γλίτωσε την εκτέλεση τελικά, αφού δωροδόκησε τους δικαστές!
Βιβλίο ΣΤ
᾿Εκ δὲ τούτου οἱ μὲν τὰ νικητήρια φιλήματα ἀπολαμβάνειν τὸν Κριτόβουλον ἐκέλευον, οἱ δὲ τὸν κύριον πείθειν, οἱ δὲ καὶ ἄλλα ἔσκωπτον. ῾Ο δὲ ῾Ερμογένης κἀνταῦθα ἐσιώπα. Καὶ ὁ Σωκράτης ὀνομάσας αὐτόν, ῎Εχοις ἄν, ἔφη, ὦ ῾Ερμόγενες, εἰπεῖν ἡμῖν τί ἐστὶ παροινία; Καὶ ὃς ἀπεκρίνατο· Εἰ μὲν ὅ τι ἐστὶν ἐρωτᾷς, οὐκ οἶδα· τὸ μέντοι μοι δοκοῦν εἴποιμ᾿ ἄν. ᾿Αλλ᾿, ὃ δοκεῖ, τοῦτ᾿, ἔφη. Τὸ τοίνυν παρ᾿ οἶνον λυπεῖν τοὺς συνόντας, τοῦτ᾿ ἐγὼ κρίνω παροινίαν. Οἶσθ᾿ οὖν, ἔφη, ὅτι καὶ σὺ νῦν ἡμᾶς λυπεῖς σιωπῶν; ᾿Η καὶ ὅταν λέγητ᾿; ἔφη. Οὐκ ἀλλ᾿ ὅταν διαλίπωμεν. ᾿Η οὖν λέληθέ σε ὅτι μεταξὺ τοῦ ὑμᾶς λέγειν οὐδ᾿ ἂν τρίχα, μὴ ὅτι λόγον ἄν τις παρείρειε; Καὶ ὁ Σωκράτης, ᾿Ω Καλλία, ἔχοις ἄν τι, ἔφη, ἀνδρὶ ἐλεγχομένῳ βοηθῆσαι; ῎Εγωγ᾿, ἔφη. ὅταν γὰρ ὁ αὐλὸς φθέγγηται, παντάπασι σιωπῶμεν.
Καὶ ὁ ῾Ερμογένης, ᾿Η οὖν βούλεσθε, ἔφη, ὥσπερ Νικόστρατος ὁ ὑποκριτὴς τετράμετρα πρὸς τὸν αὐλὸν κατέλεγεν, οὕτω καὶ ὑπὸ τοῦ αὐλοῦ ὑμῖν διαλέγωμαι; Καὶ ὁ Σωκράτης, Πρὸς τῶν θεῶν, ἔφη, ῾Ερμόγενες, οὕτω ποίει. Οἶμαι γάρ, ὥσπερ ἡ ᾠδὴ ἡδίων πρὸς τὸν αὐλόν, οὕτω καὶ τοὺς σοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων, ἄλλως τε καὶ εἰ μορφάζοις, ὥσπερ ἡ αὐλητρίς, καὶ σὺ πρὸς τὰ λεγόμενα. Καὶ ὁ Καλλίας ἔφη· ῞Οταν οὖν ὁ ᾿Αντισθένης ὅδ᾿ ἐλέγχῃ τινὰ ἐν τῷ συμποσίῳ, τί ἔσται τὸ αὔλημα;
Καὶ
ὁ
᾿Αντισθένης
εἶπε·
Τῷ
μὲν
ἐλεγχομένῳ οἶμαι ἄν, ἔφη, πρέπειν συριγμόν. Τοιούτων Συρακόσιος
δὲ τῶν
λόγων μὲν
ὄντων αὑτοῦ
ὡς
ἑώρα
ὁ
ἐπιδειγμάτων
ἀμελοῦντας, ἀλλήλοις δὲ ἡδομέ νους, φθονῶν τῷ Σωκράτει εἶπεν· ᾿Αρα σύ, ὦ Σώκρατες, ὁ φροντιστὴς ἐπικαλούμενος;
Οὐκοῦν
κάλλιον,
ἔφη,
ἢ
εἰ
ἀφρόντιστος ἐκαλούμην. Εἰ μή γε ἐδόκεις τῶν μετεώρων φροντιστὴς εἶναι. Οἶσθα οὖν, ἔφη ὁ Σωκράτης, μετεωρότερόν τι τῶν θεῶν; ᾿Αλλ᾿ οὐ μὰ
Δί᾿, ἔφη, οὐ τούτων σε λέγουσιν ἐπιμελεῖσθαι, ἀλλὰ τῶν ἀνωφελεστάτων. Οὐκοῦν καὶ οὕτως ἄν, ἔφη, θεῶν
ἐπιμελοίμην·
ἄνωθεν
μέν
γε
ὕοντες
ὠφελοῦσιν, ἄνωθεν δὲ φῶς παρέχουσιν. Εἰ δὲ ψυχρὰ λέγω, σὺ αἴτιος, ἔφη, πράγματά μοι παρέχων. Ταῦτα μέν, ἔφη, ἔα· ἀλλ᾿ εἰπέ μοι πόσους ψύλλα πόδας ἐμοῦ ἀπέχει. Ταῦτα γάρ σέ φασι γεωμετρεῖν. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης εἶπε· Σὺ μέντοι δεινὸς εἶ, ὦ Φίλιππε, εἰκάζειν· οὐ δοκεῖ σοι ὁ ἀνὴρ οὗτος λοιδορεῖσθαι βουλομένῳ ἐοικέναι; Ναὶ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη, καὶ ἄλλοις γε πολλοῖς. ᾿Αλλ᾿ ὅμως, ἔφη ὁ Σωκράτης, σὺ αὐτὸν μὴ εἴκαζε, ἵνα μὴ καὶ σὺ λοιδορουμένῳ ἐοίκῃς. ᾿Αλλ᾿ εἴπερ γε τοῖς πᾶσι καλοῖς καὶ τοῖς βελτίστοις εἰκάζω αὐτόν, ἐπαινοῦντι μᾶλλον ἢ λοιδορουμένῳ δικαίως ἂν εἰκάζοι μέ τις. Καὶ νῦν σύγε λοιδορουμένῳ ἔοικας, εἰ πάντ᾿ αὐτοῦ βελτίων φῂς εἶναι. ᾿Αλλὰ βούλει πονηροτέροις εἰκάζω αὐτόν; Μηδὲ πονηροτέροις. ᾿Αλλὰ μηδενί; Μηδενὶ μηδὲ τούτων εἴκαζε. ᾿Αλλ᾿ οὐ μέντοι γε σιωπῶν
οἶδα ὅπως ἄξια τοῦ δείπνου ἐργάσομαι. Καὶ ῥᾳδίως γ᾿, ἂν ἃ μὴ δεῖ λέγειν, ἔφη, σιωπᾷς. Αὕτη μὲν δὴ ἡ παροινία οὕτω κατεσβέσθη.
Μ
’ αφορμή τούτο, άλλοι προτρέπανε τον Κριτόβουλο ν’ απολαύσει τα φιλιά τους για τη νίκη του, κάποιοι να γίνει αυτό με
τη συγκατάθεση του καθενός χώρια και ορισμένοι χωράτευαν αλλιώς. Ο Ερμογένης, όμως, παρέμενε, και σ’ αυτήν τη στιγμή, σιωπηλός191 κι ο Σωκράτης, απευθύνοντάς του το λόγο, τον ρωτά: «Ερμογένη, θα μπορούσες να μας πεις τι είναι παροινία;» Εκείνος, λοιπόν, τ’ αποκρίνεται: «Εάν με ρωτάς ακριβώς τι είναι, δεν ξέρω· το τι μου φαίνεται, όμως, ότι είναι θα σας πω». «Ό,τι, λοιπόν, νομίζεις πες!», του είπε ο Σωκράτης. «Η παροινία, κατά τη γνώμη μου, είναι το να γεμίζεις λύπη όσους διασκεδάζουν συντροφιά σ’ οινοποσία !», ήταν η απάντηση του Ερμογένη. «Εννοείς, λοιπόν», απόρησε ο Σωκράτης, «ότι και συ, τώρα, με τη σιωπή σου, μας γιομίζεις με πόνο την ψυχή;» «Αλήθεια, αυτό κάνω ακόμη κι όταν κουβεντιάζετε;», τον ρωτά ο Ερμογένης;
191
Είναι γνωστό το απόφθεγμα του Χίλωνος του Λακεδαιμονίου για όσους μιλούν απερίσκεπτα, «Να μην προτρέχει η γλώσσα σου του νου σου». Επίσης, τόσο ο μεγάλος τραγωδιογράφος των κλασικών χρόνων Σοφοκλής, όσο και ο φιλόσοφος της ίδιας εποχής Ζήνων ο Ελεάτης συμβουλεύουν: «Να ‘σαι κυρίαρχος σ’ όσα θα πει η γλώσσα σου».
«Όχι», ήταν η απόκριση του Σωκράτη, «αλλά όταν διακόπτουμε τη συνομιλία!» Μα ο Ερμογένης του λέει τότε: «Δεν σου διαφεύγει, αλήθεια, την προσοχή ότι όσο εσείς συνομιλείτε, κανείς δεν θα μπορούσε να παρεμβάλει όχι μόνο μια λεπτή τρίχα, αλλά ούτε και κάποιο λόγο;» Ο Σωκράτης, εκείνη τη στιγμή, στρέφεται στον Καλλία και τον ρωτά: «Καλλία μου, θα μπορούσες να βοηθήσεις κάπως τον άντρα που δοκιμάζεται;» «Πάρα πολύ!», ήταν η απάντηση του Καλλία, «γιατί, όταν ο αυλός ακούγεται, άκρα επικρατεί από εμάς του τάφου σιωπή…» Κι ο Ερμογένης τους ρωτά τότε: «Αλήθεια, θέλετε όπως ο Νικόστρατος192, ο ηθοποιός, με αυλού συνοδεία, τετράμετρα απάγγελνε, όμοια και εγώ υπό τους ήχους αυλού να σας συνομιλώ;» Η απάντηση, που του έδωσε ο Σωκράτης, αυτή ήταν: «Έτσι, Ερμογένη μου, για τ’ όνομα των θεών να πράττεις! Νομίζω, βέβαια, ότι όπως το τραγουδάκι γίνεται πιο μελιστάλαχτο άμα το συνοδεύει αυλός193, κατά τον ίδιο τρόπο, κι οι λόγοι σου θα γλυκαίνουν πιότερο με τους
192
Νικόστρατος: Τρεις γνωστοί Αθηναίοι φέρουν το όνομα αυτό, ένας στρατηγός του πελοποννησιακού πολέμου, ένας ηθοποιός των κλασικών χρόνων, μα και ο τρίτος γιος του κωμωδιογράφου Αριστοφάνη (4ος αιώνας π.Χ.). Μάλλον πρόκειται για τον δεύτερο, ο οποίος φημιζόταν για την άριστη απαγγελία του και εξαιτίας του υπήρχε η παροιμιώδης φράση «ποιείν τι ώσπερ Νικόστρατος» για όσους έκαναν κάτι καλό. 193 Ο Δίων ο Χρυσόστομος (1ος μ.Χ. αιώνας) αναφέρει, στον «Περί βασιλείας Α’» λόγο του (43 R) πώς ο αυλός του Θηβαίου αυλητή Τιμόθεου συνεπήρε το Μεγαλέξανδρο.
ήχους από το σουραύλι, ακόμη κι αν κάνεις μορφασμούς και συ προς τα λεγόμενα όπως η αυλήτρια…» Κι ο Καλλίας ρώτησε την ομήγυρη: «Όταν, όμως, αυτός εδώ ο Αντισθένης “ψαχνορωτά” κάποιον στο συμπόσιο, τι ρυθμό θα παίζει ο αυλός;» Ο Αντισθένης, τότε, πετάχτηκε και είπε: «Για τον “ανακρινόμενό” μου νομίζω ένα σφύριγμα πως θα ‘πρεπε!» Ενώ,
καθώς
αντάλλαζαν
τέτοιες
κουβέντες,
ο
Συρακούσιος έβλεπε πως δεκάρα τσακιστή δεν έδιναν, απ’ τη μια, για όσα τους έδειχνε και ότι, από την άλλη, χαιρόντουσαν πάρα πολύ μεταξύ τους, γιομάτος φθόνο, είπε προς το Σωκράτη: «Άραγε, συ, Σωκράτη μου, είσαι αυτός
που
αποκαλούν
βαθυστόχαστο
μελετητή;»
«Καλύτερα έτσι – τ’ απάντησε αυτός – να με λένε, παρά να με φωνάζουνε αδιάφορο!» «Εάν, βεβαίως, δεν σε θεωρούσαν σαραντάγνωμο μελετητή των ουρανίων φαινομένων194!», συνέχισε ο Συρακούσιος, μα ο Σωκράτης τον ρωτά: «Ξέρεις, όμως, κάτι να βρίσκεται υψηλότερα από τους θεούς;», για να λάβει την ακόλουθη απάντηση: «Αλλά φημολογείται ότι δεν ασχολείσαι με τους θεούς, αλλά με τα πιο άχρηστα πράγματα!». Τότε, ο Σωκράτης τ’ αποκρίθηκε με τα εξής 194
Με την παρούσα φράση, ενθυμούμαστε το ανέκδοτο, που διασώζει ο Διογένης ο Λαέρτιος για το κοροϊδευτικό σχόλιο μιας γριάς προς το Θαλή το Μιλήσιο, το γνωστό προσωκρατικό φιλόσοφο του 6ου π.Χ. αιώνα, για τις αστρονομικές του ενασχολήσεις.
λόγια: «Και έτσι να ‘ταν, όμως, για τους θεούς θα φρόντιζα πάλι · γιατί, από ψηλά, βρέχοντας μας ωφελούν, από τη μια, από ψηλά, μας δίδουν το φως, απ’ την άλλη195. Εάν σου ομιλώ – λέει ο Σωκράτης στο συνομιλητή του τότε – με ψυχρό τρόπο, εσύ φταις, που μ’ ενοχλείς!», μα ο άλλος απευθείας του ανταπαντά: «Εγκατάλειψέ τα αυτά και πες μου πόσα πόδια ψύλλου βρίσκεσαι μακριά μου. Αυτά, δηλαδή, καταμαρτυρούν ότι εσύ καταμετράς196!» Τότε, ο Αντισθένης μπήκε «σφήνα» στην κουβέντα και
λέει:
«
Φίλιππε,
είσαι
πολύ
επιδέξιος
στις
παρομοιώσεις197! Δεν σου φαίνεται, όμως, ότι αυτός εδώ ο άντρας κοντοφέρνει σε κάποιον που θέλει να κακολογεί;» «Ναι, μα το Δία», τ’ απάντησε ο Φίλιππος, «και σε μένα έτσι μοιάζει και σε άλλους πολλούς βέβαια!» «Άλλ’ όμως», πετάχτηκε, τότε, ο Σωκράτης, «εσύ να μην τον παρομοιάζεις, για να μη μοιάζεις και συ με υβριστή!» Ο Φίλιππος σ’ αυτόν λέει αμέσως: «Εάν, όμως, τον παρομοιάσω μ’ όλα τα καλά και τα ωφέλιμα, δικαιολογημένα
κάποιος
θα
με
παρίστανε
ως
πολυπαινεσιάρη περισσότερο, παρά ως βλαστημιάρη…» 195
Ειρωνικό, ίσως, το σχόλιο του Σωκράτη. Χρωστά ευγνωμοσύνη στους θεούς το ανθρώπινο γένος, λόγω της βροχής και του φωτός, που του χαρίζουν. 196 Θυμίζει τα «πικρά» σχόλια των Αριστοφανικών «Νεφελών». 197 Στα συμπόσια συνηθιζόταν, προς ψυχαγωγία των συνδαιτυμόνων, να μιμείται (: εικάζει) κάποιος τους παραβρισκόμενους (βλ. Αριστοφάνους, «Σφήκες», «Όρνιθες», Πλάτωνος «Μένων» και «Συμπόσιο»). Δεν ήταν, όμως, το μόνο ψυχωφελές παιχνίδι, αλλά στη διάρκεια των αθηναϊκών συμποσίων είχαμε διάφορα παιχνίδια των συνδαιτυμόνων: αινίγματα, γρίφοι, κότταβος, αστραγαλισμός, κυβεία, πεσσοί, χαλκισμός.
«Τώρα, όμως, εσύ με κακολόγο μοιάζεις», του ξαναλέγει ο Σωκράτης, «εάν πεις ότι καθετί υπερέχει απ’ αυτόν!» «Μήπως», ρωτά πάλι ο Φίλιππος, «θες να τον παρομοιάσω προς χειρότερά του;» «Ούτε και χειρότερα!», τ’ απάντησε ο Σωκράτης, αλλά τότε εκείνος απόρησε: «Καθόλου όμως να μην το παρομοιάζω;» «Σε τίποτα και καθόλου να μην τον παρομοιάζεις!», ήταν η απόκριση του Σωκράτη, κι όταν έκπληκτος ο Φίλιππος, είπε: «Δεν ξέρω, όμως, πώς με τη σιωπή μου θα φανώ αντάξιος του συμποσίου!», ο Σωκράτης του λέει: «Εύκολα θα το πετύχεις, εάν παραμένεις σιωπηλός για όσα δεν πρέπει να μιλάς…198» Αυτή,
λοιπόν,
η
παροινία
με
τέτοιον
τρόπο
καταλάγιασε.
198
Ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, έλεγε πως οι άνθρωποι πρέπει να συγκρατούν τη γλώσσα τους, προπάντων, μάλιστα, στα συμπόσια.
Βιβλίο Ζ
᾿Εκ τούτου δὲ τῶν ἄλλων οἱ μὲν ἐκέλευον εἰκάζειν, οἱ δὲ ἐκώλυον. Θορύβου δὲ ὄντος ὁ Σωκράτης αὖ πάλιν εἶπεν· ᾿Αρα ἐπειδὴ πάντες ἐπιθυμοῦμεν λέγειν, νῦν ἂν μάλιστα καὶ ἅμα ᾄσαιμεν; Καὶ εὐθὺς τοῦτ᾿ εἰπὼν ἦρχεν ᾠδῆς. ᾿Επεὶ δ᾿ ᾖσεν, εἰσεφέρετο τῇ ὀρχηστρίδι τροχὸς τῶν κεραμεικῶν, ἐφ᾿ οὗ ἔμελλε θαυματουργήσειν. ἔνθα
δὴ
κινδυνεύω
εἶπεν ἐγώ,
ὁ
Σωκράτης·
ὥσπερ
σὺ
᾿Ω
λέγεις,
Συρακόσιε, τῷ
ὄντι
φροντιστὴς εἶναι· νῦν γοῦν σκοπῶ ὅπως ἂν ὁ μὲν παῖς ὅδε ὁ σὸς καὶ ἡ παῖς ἥδε ὡς ῥᾷστα διάγοιεν, ἡμεῖς δ᾿ ἂν μάλιστα εὐφραινοίμεθα θεώμενοι αὐτούς· ὅπερ εὖ οἶδα ὅτι καὶ σὺ βούλει. Δοκεῖ οὖν μοι τὸ μὲν εἰς μαχαίρας κυβιστᾶν κινδύνου ἐπίδειγμα εἶναι, ὃ συμποσίῳ οὐδὲν προσήκει. Καὶ μὴν τό γε ἐπὶ τοῦ τροχοῦ ἅμα περιδινουμένου γράφειν τε καὶ ἀναγιγνώσκειν θαῦμα μὲν ἴσως τί ἐστιν, ἡδονὴν δὲ οὐδὲ ταῦτα δύναμαι γνῶναι τίν᾿ ἂν παράσχοι. Οὐδὲ μὴν τό γε διαστρέφοντας τὰ
σώματα καὶ τροχοὺς μιμουμένους ἥδιον ἢ ἡσυχίαν ἔχοντας τοὺς καλοὺς καὶ ὡραίους θεωρεῖν. Καὶ γὰρ δὴ οὐδὲ πάνυ τι σπάνιον τό γε θαυμασίοις ἐντυχεῖν, εἴ τις τούτου δεῖται, ἀλλ᾿ ἔξεστιν αὐτίκα μάλα τὰ παρόντα θαυμάζειν, τί ποτε ὁ μὲν λύχνος διὰ τὸ λαμπρὰν φλόγα ἔχειν φῶς παρέχει, τὸ δὲ χαλκεῖον λαμπρὸν ὂν φῶς μὲν οὐ ποιεῖ, ἐν αὑτῷ δὲ ἄλλα ἐμφαινόμενα παρέχεται· καὶ πῶς τὸ μὲν ἔλαιον ὑγρὸν ὂν αὔξει τὴν φλόγα, τὸ δὲ ὕδωρ, ὅτι ὑγρόν ἐστι, κατασβέννυσι τὸ πῦρ. ᾿Αλλὰ γὰρ καὶ ταῦτα μὲν οὐκ εἰς ταὐτὸν τῷ οἴνῳ ἐπισπεύδει· εἰ δὲ ὀρχοῖντο πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ἐν οἷς Χάριτές τε καὶ ᾿Ωραι καὶ Νύμφαι γράφονται, πολὺ ἂν οἶμαι αὐτούς γε ῥᾷον διάγειν καὶ τὸ συμπόσιον πολὺ ἐπιχαριτώτερον εἶναι. ῾Ο οὖν Συρακόσιος, ᾿Αλλὰ ναὶ μὰ τὸν Δί᾿, ἔφη, ὦ Σώκρατες, καλῶς τε λέγεις καὶ ἐγὼ εἰσάξω θεάματα ἐφ᾿ οἷς ὑμεῖς εὐφρανεῖσθε.
Α
φού συνέβη αυτό, κάποιοι απ’ τους άλλους τον
συμβούλευαν
παρομοίωση,
ενώ
να οι
προβεί
αποδέλοιποι
στην τον
αποτρέπανε. Κι ενώ γινόταν τέτοια φασαρία, ο Σωκράτης άρχισε να ξαναμιλά: «Άραγε, αφού όλοι έχουμε να μιλούμε την επιθυμία, δεν θα ‘ταν πολύ καλύτερο να τραγουδούσαμε;» Και μόλις είπε αυτά τα λόγια, παρευθύς ξεκίνησε και το τραγούδι. Κι όταν αποτραγούδησε, έφεραν έναν τροχό κεραμικό στη χορεύτρια, για να κάνει, επάνω σ’ αυτόν, τα μαγικά της κόλπα. Τότε,
λοιπόν,
ο
Σωκράτης
είπε:
«Συρακούσιε,
διατρέχω τώρα, όπως εσύ λες, τον κίνδυνο να θεωρηθώ βαθυστόχαστος
μελετητής.
Αυτή
τη
στιγμή,
όμως,
συλλογιέμαι όχι μόνον πώς αυτός εδώ ο ψυχογιός και τούτη η κοπελίτσα ασφαλέστερα θα επιτελέσουν την επίδειξή τους, αλλά και πώς εμείς θα γιομίσουμε με τη μεγαλύτερη ευφροσύνη παρακολουθώντας τους. Αυτό ακριβώς ξέρω πολύ καλά ότι είναι και η δική σου πεθυμιά. Μου φαίνεται, λοιπόν, πως η κωλοτούμπα πάνω σε μαχαίρι είναι επικίνδυνη επίδειξη, η οποία δε δένει καθόλου καλά με το συμπόσιό μας. Αλλ’, όμως, και το γράψιμο
και
το
διάβασμα
επάνω
σε
τροχό,
που
περιστρέφεται, μάλλον είναι κάτι αξιοθαύμαστο, ποια
ψυχική, όμως, αναγάλλια κι αυτά θα μας προσέφεραν δεν μπορώ να γνωρίζω. Μήτε, βεβαίως, όσους κουλουριάζουν το
κορμί
τους
και
μιμούνται
τους
τροχούς
αν
παρακολουθούσαμε θα ‘ταν πιο ευχάριστο από το ν’ αντικρίζουμε με ησυχία τους καλούς και τους όμορφους. Πράγματι, δεν είναι δα και σπάνιο να σου τύχουν αξιοπρόσεχτα πράγματα, εάν το ‘χεις ανάγκη, αλλά εδώ μπροστά είναι δυνατόν να θαυμάζουμε όσα βρίσκονται κοντά μας199. Γιατί, κάπου – κάπου, το λυχνάρι200, από τη μια, επειδή έχει λαμπερή φλόγα, μας χρησιμεύει για φωτισμό, η χάλκινη βάση του, απ’ την άλλη, αν και είναι στιλπνή, δεν εκπέμπει φως, μα μέσα της κάνει τ’ άλλα πράγματα να καθρεφτίζονται. Και πώς το λάδι, μολονότι είναι υγρό, αυξάνει τη φλόγα, ενώ το νερό, επειδή, ακριβώς, είναι υγρό, σβύνει ολοσχερώς τη φωτιά. Κι αυτά, όμως, με την ενέργειά τους δεν βοηθούνε το κρασί. Εάν, λοιπόν, στήνουν χορούς με τη συνοδεία αυλού, στους οποίους αναπαριστώνται κι οι Χάριτες και οι Ώρες201 199
Ο Σωκράτης, με τα λόγια τούτα, περνάει στην «αντεπίθεση» και δείχνει πώς περισσότερο τον απασχολεί η καθημερινή ζωή των ανθρώπων και τα πρακτικά της προβλήματα, σ’ αντίθεση μ’ όσα έλεγαν γι’ αυτόν όσοι τον κατηγορούσαν, ότι, δηλαδή, νοιάζεται για τα ουράνια φαινόμενα ως βαθυστόχαστος φυσικός φιλόσοφος. 200 Λυχνάρια έχουμε από την ομηρική εποχή, όχι μόνο κεραμικά, αλλά και μεταλλικά (χρυσαφένια ή επίχρυσα). Τα λυχνάρια αυτά έχουν λυχνοστάτη ή βάση, που έχουν φτιαχτεί απ’ την ίδια πρώτη ύλη. 201 Οι Χάριτες ήσαν θεότητες που προσωποποιούσαν τη χάρη, την ομορφιά και την ανεμελιά. Σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν κόρες του Δία και της Ευρυνόμης. Οι Αθηναίοι τιμούσαν δυο Χάριτες την Αυξώ και την Ηγεμόνη. Μερικές φορές ταυτίζονταν με τις Ώρες και τοποθετούσαν στην ομάδα των Χαρίτων τις Ώρες Καρπώ και Θαλλώ. Στη Σπάρτη τις ονόμαζαν Κλήτα («αστραφτερή» και Φαέννα («ακτινοβόλος»), και τις ταύτιζαν με τις Ώρες. Ο Ησίοδος αναφέρει τρεις Χάριτες, την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και τη Θάλεια ή Θαλία. Οι Χάριτες συνδέονταν με την ανθοφορία και τη γονιμότητα της φύσης κι αναμεσά τους συγκαταλέγονταν και η Ευνομία, η Εύκλεια και η Πειθώ. Ο Σώστρατος αναφέρει πως η Αφροδίτη και οι Χάριτες Πασιθέα, Καλή και Ευφροσύνη είχαν
και οι Νύμφες202, κι αυτοί νομίζω πως καλύτερα θα περνούσαν και το συμπόσιό μας περισσότερη θα γιομίσει χάρη!», ήταν τα τελευταία λόγια του Σωκράτη και ο Συρακούσιος τ’ αποκρίνεται με τα εξής λόγια: «Σωστά, Σωκράτη, μα το Δία, μιλάς και του λόγου μου θα παρουσιάσω θεάματα, με τα οποία πολύ θα τέρψετε τα σωθικά σας!»
διαγωνιστεί σε καλλιστεία με κριτή το μάντη Τειρεσία, ο οποίος είχε ψηφίσει την Καλή σαν την πιο όμορφη. Η Αφροδίτη, για να τον τιμωρήσει, τον είχε μεταμορφώσει σε γριά. Οι Χάριτες κατοικούσαν στον Όλυμπο κι ήταν συνοδοί του Απόλλωνα, του Διονύσου, της Αφροδίτης, της Αθηνάς, του Ηφαίστου και των Μουσών. Απέφευγαν τη μοναξιά και προτιμούσαν τη συντροφιά των θεών. Πηγές πληροφοριών: Όμηρος, «Ιλιάδα» ( Ε 338, Σ, 382 και Ξ 267), «Οδύσσεια» ( θ, 362), Ησίοδος, «Θεογονία», 64, 907, Απολλόδωρος, «Βιβλιοθήκη», 1, 3, 1, Παυσανίας, 9, 35, 5, Σαπφώ, απόσπασμα 65 και Απολλώνιος Ρόδιος, «Αργοναυτικά», 4, 42. Οι Ώρες, τέλος, ήσαν θυγατέρες του Δία και της Θέμιδος, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία. Οι Ώρες ήσαν η Δίκη, η Ευνομία και η Ειρήνη. Ήσαν προστάτιδες της ευημερίας, αγνές και πανέμορφες, φορτωμένες με λουλούδια και δώρα (συμβολισμός των αγαθών που εκπορεύονταν από αυτές) και φύλακες της πύλης του Ολύμπου, την οποία άνοιγαν και έκλειναν με σύννεφα! 202 Οι Νύμφες της αρχαίας μυθολογίας ήσαν κάτι σαν τα ξωτικά και τις νεράιδες της νεότερης λαϊκής παράδοσης και των παραμυθιών. Ζούσαν και περιπλανιόντουσαν λεύτερες στη φύση, στα βουνά, στα δάση, στις πηγές, στα ποτάμια, στις θάλασσες κ.α..
Βιβλίο Η
῾Ο μὲν δὴ Συρακόσιος ἐξελθὼν συνεκροτεῖτο· ὁ δὲ Σω κράτης πάλιν αὖ καινοῦ λόγου κατῆρχεν. ᾿Αρ᾿, ἔφη, ὦ ἄνδρες, εἰκὸς ἡμᾶς παρόντος δαίμονος μεγάλου καὶ τῷ μὲν χρόνῳ ἰσήλικος τοῖς ἀειγενέσι θεοῖς, τῇ δὲ μορφῇ νεωτάτου, καὶ μεγέθει πάντα ἐπέχοντος, ψυχῇ δὲ ἀνθρώπου ἱδρυμένου, ῎Ερωτος, μὴ [ἂν] ἀμνημονῆσαι, ἄλλως τε καὶ ἐπειδὴ πάντες ἐσμὲν τοῦ θεοῦ τούτου θιασῶται; ἐγώ τε γὰρ οὐκ ἔχω χρόνον εἰπεῖν ἐν ᾧ οὐκ ἐρῶν τινος διατελῶ, Χαρμίδην δὲ τόνδε οἶδα πολλοὺς μὲν ἐραστὰς κτησάμενον, ἔστι δὲ ὧν καὶ αὐτὸν ἐπιθυμήσαντα· Κριτόβουλός γε μὴν ἔτι καὶ νῦν ἐρώμενος ὢν ἤδη ἄλλων ἐπιθυμεῖ. ᾿Αλλὰ μὴν καὶ ὁ Νικήρατος, ὡς ἐγὼ
ἀκούω,
ἐρῶν
τῆς
γυναικὸς
ἀντερᾶται.
῾Ερμογένη γε μὴν τίς ἡμῶν οὐκ οἶδεν ὡς, ὅ τι ποτ᾿ ἐστὶν
ἡ
καλοκἀγαθία,
τῷ
ταύτης
ἔρωτι
κατατήκεται; Οὐχ ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν αὐτοῦ αἱ ὀφρύες, ἀτρεμὲς δὲ τὸ ὄμμα, μέτριοι δὲ οἱ λόγοι, πραεῖα δὲ ἡ φωνή, ἱλαρὸν δὲ τὸ ἦθος; Τοῖς δὲ
σεμνοτάτοις θεοῖς φίλοις χρώμενος οὐδὲν ἡμᾶς τοὺς
ἀνθρώπους
ὑπερορᾷ;
Σὺ
δὲ
μόνος,
ὦ
᾿Αντίσθενες, οὐδενὸς ἐρᾷς; Ναὶ μὰ τοὺς θεούς, εἶπεν ἐκεῖνος, καὶ σφόδρα γε σοῦ. Καὶ ὁ Σωκράτης ἐπισκώψας ὡς δὴ θρυπτόμενος εἶπε· Μὴ νῦν μοι ἐν τῷ παρόντι ὄχλον πάρεχε· ὡς γὰρ ὁρᾷς, ἄλλα πράττω. Καὶ ὁ ᾿Αντισθένης
ἔλεξεν·
῾Ως
σαφῶς
μέντοι
σὺ
μαστροπὲ σαυτοῦ ἀεὶ τοιαῦτα ποιεῖς· τοτὲ μὲν τὸ δαιμόνιον προφασιζόμενος οὐ διαλέγῃ μοι, τοτὲ δ᾿ ἄλλου του ἐφιέμενος. Καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη· Πρὸς τῶν θεῶν, ὦ ᾿Αντίσθενες, μόνον μὴ συγκόψῃς με· τὴν δ᾿ ἄλλην χαλεπότητα ἐγώ σου καὶ φέρω καὶ οἴσω φιλικῶς. ᾿Αλλὰ γάρ, ἔφη, τὸν μὲν σὸν ἔρωτα κρύπτωμεν, ἐπειδὴ καὶ ἔστιν οὐ ψυχῆς ἀλλ᾿ εὐμορφίας τῆς ἐμῆς. ὅτι γε μὴν σύ, ὦ Καλλία, ἐρᾷς Αὐτολύκου πᾶσα μὲν ἡ πόλις οἶδε, πολλοὺς δ᾿ οἶμαι καὶ τῶν ξένων. Τούτου δ᾿ αἴτιον τὸ πατέρων
τε ὀνομαστῶν
ἀμφοτέρους ὑμᾶς εἶναι καὶ αὐτοὺς ἐπιφανεῖς. ᾿Αεὶ μὲν οὖν ἔγωγε ἠγάμην τὴν σὴν φύσιν, νῦν δὲ καὶ
πολὺ μᾶλλον, ἐπεὶ ὁρῶ σε ἐρῶντα οὐχ ἁβρότητι χλιδαινομένου οὐδὲ μαλακίᾳ θρυπτομένου, ἀλλὰ πᾶσιν ἐπιδεικνυμένου ῥώμην τε καὶ καρτερίαν καὶ ἀνδρείαν
καὶ
σωφροσύνην.
Τὸ
δὲ
τοιούτων
ἐπιθυμεῖν τεκμήριόν ἐστι τῆς τοῦ ἐραστοῦ φύσεως. Εἰ μὲν οὖν μία ἐστὶν ᾿Αφροδίτη ἢ διτταί, Οὐρανία τε καὶ Πάνδημος, οὐκ οἶδα· καὶ γὰρ Ζεὺς ὁ αὐτὸς δοκῶν εἶναι πολλὰς ἐπωνυμίας ἔχει· ὅτι γε μέντοι χωρὶς ἑκατέρᾳ βωμοί τε καὶ ναοί εἰσι καὶ θυσίαι τῇ μὲν Πανδήμῳ ῥᾳδιουργότεραι, τῇ δὲ Οὐρανίᾳ ἁγνότεραι, οἶδα. Εἰκάσαις δ᾿ ἂν καὶ τοὺς ἔρωτας
τὴν
μὲν
Πάνδημον
τῶν
σωμάτων
ἐπιπέμπειν, τὴν δ᾿ Οὐρανίαν τῆς ψυχῆς τε καὶ τῆς φιλίας καὶ τῶν καλῶν ἔργων. ὑφ᾿ οὗ δὴ καὶ σύ, ὦ Καλλία,
κατέχεσθαι
μοι
δοκεῖς
ἔρωτος.
Τεκμαίρομαι δὲ τῇ τοῦ ἐρωμένου καλοκἀγαθίᾳ καὶ ὅτι σε ὁρῶ τὸν πατέρα αὐτοῦ παραλαμβάνοντα εἰς τὰς πρὸς τοῦτον συνουσίας. Οὐδὲν γὰρ τούτων ἐστὶν ἀπόκρυφον πατρὸς τῷ καλῷ τε κἀγαθῷ ἐραστῇ.
Καὶ ὁ ῾Ερμογένης εἶπε· Νὴ τὴν ῞Ηραν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἄλλα τέ σου πολλὰ ἄγαμαι καὶ ὅτι νῦν ἅμα χαριζόμενος Καλλίᾳ καὶ παιδεύεις αὐτὸν οἷόνπερ χρὴ εἶναι. Νὴ Δί᾿, ἔφη, ὅπως δὲ καὶ ἔτι μᾶλλον εὐφραίνηται, βούλομαι αὐτῷ μαρτυρῆσαι ὡς καὶ πολὺ κρείττων ἐστὶν ὁ τῆς ψυχῆς ἢ ὁ τοῦ σώματος ἔρως. ὅτι μὲν γὰρ δὴ ἄνευ φιλίας συνουσία οὐδεμία ἀξιόλογος πάντες ἐπιστάμεθα. Φιλεῖν γε μὴν τῶν μὲν τὸ ἦθος ἀγαμένων ἀνάγκη ἡδεῖα καὶ ἐθελουσία καλεῖται· τῶν δὲ τοῦ σώματος ἐπιθυμούντων πολλοὶ μὲν τοὺς τρόπους μέμφονται καὶ μισοῦσι τῶν ἐρωμένων· ἂν δὲ καὶ ἀμφότερα στέρξωσι, τὸ μὲν τῆς ὥρας ἄνθος ταχὺ δήπου παρακμάζει, ἀπολείποντος δὲ τούτου ἀνάγκη καὶ τὴν φιλίαν συναπομαραίνεσθαι, ἡ δὲ ψυχὴ ὅσονπερ ἂν
χρόνον
ἴῃ
ἐπὶ
τὸ
φρονιμώτερον
καὶ
ἀξιεραστοτέρα γίγνεται. Καὶ μὴν ἐν μὲν τῇ τῆς μορφῆς χρήσει ἔνεστί τις καὶ κόρος, ὥστε ἅπερ καὶ πρὸς τὰ σιτία διὰ πλησμονήν, ταῦτα ἀνάγκη καὶ πρὸς τὰ παιδικὰ πάσχειν· ἡ δὲ τῆς ψυχῆς φιλία διὰ τὸ ἁγνὴ εἶναι καὶ ἀκορεστοτέρα ἐστίν, οὐ μέντοι, ὥς
γ᾿ ἄν τις οἰηθείη, διὰ τοῦτο καὶ ἀνεπαφροδιτοτέρα, ἀλλὰ σαφῶς καὶ ἀποτελεῖται ἡ εὐχὴ ἐν ᾗ αἰτούμεθα τὴν θεὸν ἐπαφρόδιτα καὶ ἔπη καὶ ἔργα διδόναι. ὡς μὲν γὰρ ἄγαταί τε καὶ φιλεῖ τὸν ἐρώμενον θάλλουσα μορφῇ τε ἐλευθερίᾳ καὶ ἤθει αἰδήμονί τε καὶ γενναίῳ ψυχὴ εὐθὺς ἐν τοῖς ἥλιξιν ἡγεμονική τε ἅμα καὶ φιλόφρων οὖσα οὐδὲν ἐπιδεῖται λόγου· ὅτι δὲ εἰκὸς καὶ ὑπὸ τῶν παιδικῶν τὸν τοιοῦτον ἐραστὴν ἀντιφιλεῖσθαι, καὶ τοῦτο διδάξω. Πρῶτον μὲν γὰρ τίς μισεῖν δύναιτ᾿ ἂν ὑφ᾿ οὗ εἰδείη καλός τε καὶ ἀγαθὸς νομιζόμενος; ἔπειτα δὲ ὁρῴη αὐτὸν τὰ τοῦ παιδὸς καλὰ μᾶλλον ἢ τὰ ἑαυτοῦ
ἡδέα
σπουδάζοντα;
Πρὸς
δὲ
τούτοις
πιστεύοι μήτ᾿ ἂν παρά τι ποιήσῃ μήτ᾿ ἂν καμὼν ἀμορφότερος γένηται, μειωθῆναι ἂν τὴν φιλίαν; Οἷς γε μὴν κοινὸν τὸ φιλεῖσθαι, πῶς οὐκ ἀνάγκη τούτους ἡδέως μὲν προσορᾶν ἀλλήλους, εὐνοϊκῶς δὲ διαλέγεσθαι, πιστεύειν δὲ καὶ πιστεύεσθαι, καὶ προνοεῖν μὲν ἀλλήλων, συνήδεσθαι δ᾿ ἐπὶ ταῖς καλαῖς πράξεσι, συνάχθεσθαι δὲ ἄν τι σφάλμα προσπίπτῃ, τότε δ᾿ εὐφραινομένους διατελεῖν, ὅταν
ὑγιαίνοντες συνῶσιν, ἂν δὲ κάμῃ ὁπότερος οὖν, πολὺ συνεχεστέραν τὴν συνουσίαν ἔχειν, καὶ ἀπόντων ἔτι μᾶλλον ἢ παρόντων ἐπιμελεῖσθαι; Οὐ ταῦτα πάντα ἐπαφρόδιτα; Διά γέ τοι τὰ τοιαῦτα ἔργα ἅμα ἐρῶντες τῆς φιλίας καὶ χρώμενοι αὐτῇ εἰς γῆρας διατελοῦσι. Τὸν δὲ ἐκ τοῦ σώματος κρεμάμενον διὰ τί ἀντιφιλήσειεν ἂν ὁ παῖς; Πότερον ὅτι ἑαυτῷ μὲν νέμει ὧν ἐπιθυμεῖ, τῷ δὲ παιδὶ τὰ ἐπονειδιστότατα; ἢ διότι ἃ σπεύδει πράττειν παρὰ τῶν παιδικῶν, εἴργει μάλιστα τοὺς οἰκείους ἀπὸ τούτων; Καὶ μὴν ὅτι γε οὐ βιάζεται, ἀλλὰ πείθει, διὰ τοῦτο μᾶλλον μισητέος. ῾Ο μὲν γὰρ βιαζόμενος ἑαυτὸν πονηρὸν ἀποδεικνύει, ὁ δὲ πείθων τὴν τοῦ ἀναπειθομένου ψυχὴν διαφθείρει. ᾿Αλλὰ μὴν καὶ ὁ χρημάτων γε ἀπεμπολῶν τὴν ὥραν τί μᾶλλον στέρξει τὸν πριάμενον ἢ ὁ ἐν ἀγορᾷ πωλῶν καὶ ἀποδιδόμενος; Οὐ μὴν ὅτι γε ὡραῖος ἀώρῳ, οὐδὲ ὅτι γε καλὸς οὐκέτι καλῷ καὶ ἐρῶντι οὐκ ἐρῶν ὁμιλεῖ, φιλήσει αὐτόν. Οὐδὲ γὰρ ὁ παῖς τῷ ἀνδρὶ ὥσπερ γυνὴ κοινωνεῖ τῶν ἐν τοῖς ἀφροδισίοις εὐφροσυνῶν,
ἀλλὰ νήφων μεθύοντα ὑπὸ τῆς ἀφροδίτης θεᾶται. ᾿Εξ ὧν οὐδὲν θαυμαστὸν εἰ καὶ τὸ ὑπερορᾶν ἐγγίγνεται αὐτῷ τοῦ ἐραστοῦ. Καὶ σκοπῶν δ᾿ ἄν τις εὕροι ἐκ μὲν τῶν διὰ τοὺς τρόπους φιλουμένων οὐδὲν χαλεπὸν γεγενημένον, ἐκ δὲ τῆς ἀναιδοῦς ὁμιλίας πολλὰ ἤδη καὶ ἀνόσια πεπραγμένα. ὡς δὲ καὶ ἀνελεύθερος ἡ συνουσία τῷ τὸ σῶμα μᾶλλον ἢ τῷ τὴν ψυχὴν ἀγαπῶντι, νῦν τοῦτο δηλώσω. ῾Ο μὲν γὰρ παιδεύων λέγειν τε ἃ δεῖ καὶ πράττειν δικαίως ἂν ὥσπερ Χείρων καὶ Φοῖνιξ ὑπ᾿ ᾿Αχιλλέως τιμῷτο, ὁ δὲ τοῦ σώματος ὀρεγόμενος εἰκότως ἂν ὥσπερ πτωχὸς περιέποιτο. ᾿Αεὶ γάρ τοι προσαιτῶν καὶ προσδεόμενος ἢ φιλήματος ἢ ἄλλου τινὸς
ψηλαφήματος
παρακολουθεῖ.
Εἰ
δὲ
λαμυρώτερον λέγω, μὴ θαυμάζετε· ὅ τε γὰρ οἶνος συνεπαίρει καὶ ὁ ἀεὶ σύνοικος ἐμοὶ ἔρως κεντρίζει εἰς τὸν ἀντίπαλον ἔρωτα αὐτῷ παρρησιάζεσθαι. Καὶ γὰρ δὴ δοκεῖ μοι ὁ μὲν τῷ εἴδει τὸν νοῦν προσέχων μεμισθωμένῳ χῶρον ἐοικέναι. Οὐ γὰρ ὅπως πλείονος ἄξιος γένηται ἐπιμελεῖται, ἀλλ᾿
ὅπως αὐτὸς ὅτι πλεῖστα ὡραῖα καρπώσεται. ῾Ο δὲ τῆς φιλίας ἐφιέμενος μᾶλλον ἔοικε τῷ τὸν οἰκεῖον ἀγρὸν κεκτημένῳ· πάντοθεν γοῦν φέρων ὅ τι ἂν δύνηται πλείονος ἄξιον ποιεῖ τὸν ἐρώμενον. Καὶ μὴν καὶ τῶν παιδικῶν ὃς μὲν ἂν εἰδῇ ὅτι ὁ τοῦ εἴδους ἐπαρκῶν ἄρξει τοῦ ἐραστοῦ, εἰκὸς αὐτὸν τἆλλα ῥᾳδιουργεῖν· ὃς δ᾿ ἂν γιγνώσκῃ ὅτι ἂν μὴ καλὸς κἀγαθὸς ᾖ, οὐ καθέξει τὴν φιλίαν, τοῦτον προσήκει μᾶλλον ἀρετῆς ἐπιμελεῖσθαι. Μέγιστον δ᾿ ἀγαθὸν τῷ ὀρεγομένῳ ἐκ παιδικῶν φίλον ἀγαθὸν ποιήσασθαι ὅτι ἀνάγκη καὶ αὐτὸν ἀσκεῖν ἀρετήν. Οὐ γὰρ οἷόν τε πονηρὰ αὐτὸν ποιοῦντα ἀγαθὸν τὸν συνόντα ἀποδεῖξαι, οὐδέ γε ἀναισχυντίαν καὶ ἀκρασίαν παρεχόμενον ἐγκρατῆ καὶ αἰδούμενον τὸν ἐρώμενον ποιῆσαι. ᾿Επιθυμῶ
δέ
σοι,
ἔφη,
ὦ
Καλλία,
καὶ
μυθολογῆσαι ὡς οὐ μόνον ἄνθρωποι ἀλλὰ καὶ θεοὶ καὶ ἥρωες τὴν τῆς ψυχῆς φιλίαν περὶ πλείονος ἢ τὴν τοῦ σώματος χρῆσιν ποιοῦνται. Ζεύς τε γὰρ ὅσων
μὲν
θνητῶν
οὐσῶν
μορφῆς
ἠράσθη,
συγγενόμενος εἴα αὐτὰς θνητὰς εἶναι· ὅσων δὲ
ψυχαῖς ἀγαθαῖς ἀγασθείη, ἀθανάτους τούτους ἐποίει· ὧν ῾Ηρακλῆς μὲν καὶ Διόσκουροί εἰσι, λέγονται δὲ καὶ ἄλλοι· καὶ ἐγὼ δέ φημι καὶ Γανυμήδην οὐ σώματος ἀλλὰ ψυχῆς ἕνεκα ὑπὸ Διὸς εἰς ῎Ολυμπον ἀνενεχθῆναι. Μαρτυρεῖ δὲ καὶ τοὔνομα αὐτοῦ· ἔστι μὲν γὰρ δήπου καὶ ῾Ομήρῳ "γάνυται δέ τ᾿ ἀκούων." Τοῦτο δὲ φράζει ὅτι ἥδεται
δέ τ᾿ ἀκούων. ῎Εστι δὲ καὶ ἄλλοθί που "πυκινὰ φρεσὶ μήδεα εἰδώς." Τοῦτο δ᾿ αὖ λέγει σοφὰ φρεσὶ βουλεύματα εἰδώς. ᾿Εξ οὖν συναμφοτέρων τούτων οὐχ ἡδυσώματος ὀνομασθεὶς ὁ Γανυμήδης ἀλλ᾿ ἡδυγνώμων ἐν θεοῖς τετίμηται. ᾿Αλλὰ μήν, ὦ Νικήρατε, καὶ ᾿Αχιλλεὺς ῾Ομήρῳ πεποίηται οὐχ ὡς παιδικοῖς Πατρόκλῳ ἀλλ᾿ ὡς ἑταίρῳ ἀποθανόντι ἐκπρεπέστατα τιμωρῆσαι. Καὶ ᾿Ορέστης δὲ καὶ Πυλάδης καὶ Θησεὺς
καὶ
Πειρίθους καὶ ἄλλοι δὲ πολλοὶ τῶν ἡμιθέων οἱ ἄριστοι ὑμνοῦνται οὐ διὰ τὸ συγκαθεύδειν ἀλλὰ διὰ τὸ ἄγασθαι ἀλλήλους τὰ μέγιστα καὶ κάλλιστα κοινῇ διαπεπρᾶχθαι. Τί δέ, τὰ νῦν καλὰ ἔργα οὐ πάντ᾿ ἂν εὕροι τις ἕνεκα ἐπαίνου ὑπὸ τῶν καὶ
πονεῖν καὶ κινδυνεύειν ἐθελόντων πραττόμενα μᾶλλον ἢ ὑπὸ τῶν ἐθιζομένων ἡδονὴν ἀντ᾿ εὐκλείας αἱρεῖσθαι; Καίτοι ποιητοῦ ἀκρασίᾳ
Παυσανίας
ἐραστὴς
γε
ὁ
᾿Αγάθωνος
ἀπολογούμενος
ἐγκαλινδουμένων
τοῦ
ὑπὲρ
τῶν
ὡς
καὶ
εἴρηκεν
στράτευμα ἀλκιμώτατον ἂν γένοιτο ἐκ παιδικῶν τε καὶ ἐραστῶν. Τούτους γὰρ ἂν ἔφη οἴεσθαι μάλιστα αἰδεῖσθαι ἀλλήλους ἀπολείπειν, θαυμαστὰ λέγων, εἴ γε οἱ ψόγου τε ἀφροντιστεῖν καὶ ἀναισχυντεῖν πρὸς
ἀλλήλους
ἐθιζόμενοι,
οὗτοι
μάλιστα
αἰσχυνοῦνται αἰσχρόν τι ποιεῖν. Καὶ μαρτύρια δὲ ἐπήγετο ὡς ταῦτα ἐγνωκότες εἶεν καὶ Θηβαῖοι καὶ ᾿Ηλεῖοι·
συγκαθεύδοντας
γοῦν
αὐτοῖς
ὅμως
παρατάττεσθαι ἔφη τὰ παιδικὰ εἰς τὸν ἀγῶνα, οὐδὲν τοῦτο σημεῖον λέγων ὅμοιον. ᾿Εκείνοις μὲν γὰρ ταῦτα νόμιμα, ἡμῖν δ᾿ ἐπονείδιστα. Δοκοῦσι δ᾿ ἔμοιγε οἱ μὲν παραταττόμενοι ἀπιστοῦσιν ἐοικέναι μὴ χωρὶς γενόμενοι οἱ ἐρώμενοι οὐκ ἀποτελῶσι τὰ τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἔργα.
Λακεδαιμόνιοι δὲ οἱ νομίζοντες, ἐὰν καὶ ὀρεχθῇ τις σώματος, μηδενὸς ἂν ἔτι καλοῦ κἀγαθοῦ τοῦτον
τυχεῖν,
οὕτω
τελέως τοὺς ἐρωμένους
ἀγαθοὺς ἀπεργάζονται ὡς καὶ μετὰ ξένων κἂν μὴ ἐν τῇ αὐτῇ [πόλει] ταχθῶσι τῷ ἐραστῇ, ὁμοίως αἰδοῦνται τοὺς παρόντας ἀπολείπειν. Θεὰν γὰρ οὐ τὴν ᾿Αναίδειαν ἀλλὰ τὴν Αἰδῶ νομίζουσι. Δοκοῦμεν δ᾿ ἄν μοι πάντες ὁμόλογοι γενέσθαι περὶ ὧν λέγω, εἰ ὧδε ἐπισκοποῖμεν, τῷ ποτέρως παιδὶ φιληθέντι μᾶλλον ἄν τις πιστεύσειεν ἢ χρήματα ἢ τέκνα ἢ χάριτας παρακατατίθεσθαι. ᾿Εγὼ μὲν γὰρ
οἶμαι καὶ αὐτὸν τὸν τῷ εἴδει τοῦ
ἐρωμένου χρώμενον μᾶλλον ἂν ταῦτα πάντα τῷ τὴν ψυχὴν ἐρασμίῳ πιστεῦσαι. Σοί γε μήν, ὦ Καλλία, δοκεῖ μοι ἄξιον εἶναι καὶ θεοῖς χάριν εἰδέναι ὅτι σοι Αὐτολύκου ἔρωτα ἐνέβαλον. ὡς μὲν γὰρ φιλότιμός ἐστιν εὔδηλον, ὃς τοῦ κηρυχθῆναι ἕνεκα νικῶν παγκράτιον πολλοὺς μὲν πόνους, πολλὰ δ᾿ ἄλγη ἀνέχεται. Εἰ δὲ οἴοιτο μὴ μόνον ἑαυτὸν καὶ τὸν πατέρα κοσμήσειν, ἀλλ᾿ ἱκανὸς γενήσεσθαι δι᾿ ἀνδραγαθίαν καὶ φίλους εὖ
ποιεῖν καὶ τὴν πατρίδα αὔξειν τροπαῖα τῶν πολεμίων ἱστάμενος, καὶ διὰ ταῦτα περίβλεπτός τε καὶ ὀνομαστὸς ἔσεσθαι καὶ ἐν ῞Ελλησι καὶ ἐν βαρβάροις, πῶς οὐκ οἴει αὐτόν, ὅντιν᾿ ἡγοῖτο εἰς ταῦτα συνεργὸν εἶναι κράτιστον, τοῦτον ταῖς μεγίσταις ἂν τιμαῖς περιέπειν; Εἰ οὖν βούλει τούτῳ ἀρέσκειν, σκεπτέον μέν σοι ποῖα ἐπιστάμενος Θεμιστοκλῆς ἱκανὸς ἐγένετο τὴν ῾Ελλάδα ἐλευθεροῦν, σκεπτέον δὲ ποῖά ποτε εἰδὼς
Περικλῆς
κράτιστος
ἐδόκει
τῇ
πατρίδι
σύμβουλος εἶναι, ἀθρητέον δὲ καὶ πῶς ποτε Σόλων φιλοσοφήσας
νόμους
κρατίστους
τῇ
πόλει
κατέθηκεν, ἐρευνητέον δὲ καὶ ποῖα Λακεδαιμόνιοι ἀσκοῦντες κράτιστοι δοκοῦσιν ἡγεμόνες εἶναι· προξενεῖς δὲ καὶ κατάγονται ἀεὶ παρὰ σοὶ οἱ κράτιστοι αὐτῶν. ὡς μὲν οὖν σοι ἡ πόλις ταχὺ ἂν ἐπιτρέψειεν αὑτήν, εἰ βούλει, εὖ ἴσθι. Τὰ μέγιστα γάρ σοι ὑπάρχει· εὐπατρίδης εἶ, ἱερεὺς θεῶν τῶν ἀπ᾿ ᾿Ερεχθέως, οἳ καὶ ἐπὶ τὸν βάρβαρον σὺν ᾿Ιάκχῳ ἐστράτευσαν, καὶ νῦν ἐν τῇ ἑορτῇ ἱεροπρεπέστατος δοκεῖς εἶναι τῶν μένων, καὶ
σῶμα ἀξιοπρεπέστατον μὲν ἰδεῖν τῆς πόλεως ἔχεις, ἱκανὸν δὲ μόχθους ὑποφέρειν. Εἰ δ᾿ ὑμῖν δοκῶ σπουδαιολογῆσαι μᾶλλον ἢ παρὰ πότον πρέπει, μηδὲ τοῦτο θαυμάζετε. ᾿Αγαθῶν γὰρ φύσει καὶ τῆς ἀρετῆς φιλοτίμως ἐφιεμένων ἀεί ποτε τῇ πόλει συνεραστὴς ὢν διατελῶ. Οἱ
μὲν
δὴ
ἄλλοι
περὶ
διελέγοντο, ὁ δ᾿ Αὐτόλυκος
τῶν
ῥηθέντων
κατεθεᾶτο τὸν
Καλλίαν. Καὶ ὁ Καλλίας δὲ παρορῶν εἰς ἐκεῖνον εἶπεν· Οὐκοῦν σύ με, ὦ Σώκρατες, μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν, ὅπως πράττω τὰ πολιτικὰ καὶ ἀεὶ ἀρεστὸς ὦ αὐτῇ; Ναὶ μὰ Δί᾿, ἔφη, ἂν ὁρῶσί γέ σε μὴ τῷ δοκεῖν ἀλλὰ τῷ ὄντι ἀρετῆς ἐπιμελούμενον. ἡ μὲν γὰρ ψευδὴς δόξα ταχὺ ἐλέγχεται ὑπὸ τῆς πείρας· ἡ δ᾿ ἀληθὴς ἀνδραγαθία, ἂν μὴ θεὸς βλάπτῃ, ἀεὶ ἐν ταῖς
πράξεσι
συμπαρέχεται.
λαμπροτέραν
τὴν
εὔκλειαν
Ο
Συρακούσιος, τότε, βγαίνοντας έξω, τις
ετοιμασίες
άρχισε,
ενώ
ο
Σωκράτης, απ’ την πλευρά του, με καινούρια αρχίνησε πάλι λόγια να
μιλά στην ομήγυρη: «Άραγε, φίλοι, είναι λογικό, ενώ παραβρίσκεται σιμά μας ένας τόσο σπουδαίος θεός, που ‘ναι συνομήλικος των προαιώνιων θεών αν και νεότατος στη μορφή203, και τόσο μεγάλος, ώστε να κυριαρχεί παντού204, και ο οποίος κατοικοεδρεύει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, ο Έρωτας, να τον απολησμονήσουμε τελείως, αν και όλοι είμαστε αφιονισμένοι υπέρμαχοι αυτού εδώ του
203
Ο Έρωτας απεικονίζεται ως νεαρός – «πειρακτήρι» των θεών και των ανθρώπων. Συνοδός και συμβοηθός της Αφροδίτης, της θεάς της αγάπης, με την οποία μαζύ συνεορτάζουν στις 4 Μουνυχιώνος (Απρίλης) σε ιερό τους επί της Ακροπόλεως των Αθηνών. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος κι ο Παρμενίδης αναφέρονται σ’ αυτόν. Ο Φαίδρος και ο Αγάθων, στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος», είχαν μιλήσει με τα ίδια πάνω – κάτω λόγια, που χρησιμοποιεί εδώ ο Σωκράτης για τον Έρωτα. Εγκώμιο στον έρωτα, όμως, έχουμε και στο Σόλωνα, και σ’ ένα επίγραμμα, π’ αποδίδεται στον Πλάτωνα, και στον «Ερωτικό» του Πλουτάρχου, μα και στην τραγωδία «Αντιγόνη» του Σοφοκλή (3ο στάσιμο) και στις «Τραχίνιες» του, αλλά και στον Ευριπίδη («Αύγη», «Ανδρομέδα», «Ιππόλυτος», «Δανάη», «Αντιγόνη»), ενώ και οι ποιητές Ίβυκος και Αλκμάν και πλήθος άλλων εκπροσώπων της ελληνικής λογοτεχνίας από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα τον εξυμνούν (βλ. «Ο έρωτας στην ελληνική ποίηση», Αθήνα, 1967 του Χρ. Σολομωνίδη). 204 Κάθε ανθρώπινη ψυχή είναι δυνατόν να πέσει στα «δόκανα» του έρωτα, σ’ οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Πάντως, σ’ αντιπαραβολή μ’ όσα σημειώνει εδώ ο Ξενοφών και καταγράφει και ο Πλάτων («Φαίδρος» και «Συμπόσιο») αξίζει τον κόπο να θέσουμε ό,τι γράφει ο Βολταίρος («Φιλοσοφικά Δοκίμια», μετάφραση Γρ. Λιονή, εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 115 – 120) περί έρωτος!
θεού205; Γιατί εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για πότε δεν ήμουνα κάποιου εραστής, αλλά ξέρω καλά ότι ο Χαρμίδης αυτός εδώ πολλούς είχε αγαπημένους, αλλά κι ότι μερικών ήτανε και ο ίδιος χιλιοπόθητος! Ο Κριτόβουλος, μάλιστα, τωραδά είναι ο πόθος της αγάπης κάποιων, αλλά κι αυτός επιθυμεί άλλους ερωτικά, ενώ, όπως φτάνει στα αφτιά μου, ο Νικήρατος αγαπά τη γυναίκα του και αγαπιέται απ’ αυτήν. Ποιος, όμως, από εμάς δεν ξέρει ότι ο Ερμογένης “λιώνει” από το ποθοπλάνταγμά του για ό,τι είναι καλοκαγαθία; Δεν παρατηρείτε πόσο σοβαρά είναι τα φρύδια του, πόσο γαλήνιο είναι το βλέμμα του, μετρημένα τα λόγια του, ήρεμη η φωνή του και πρόσχαρος ο χαραχτήρας του; Έχοντας για φίλους τους πιο σεμνούς απ’ τους θεούς, καθόλου δεν αψηφά εμάς τους ανθρώπους; Αντισθένη μου, εσύ, όμως, μήπως είσαι ο μοναδικός που δεν αγαπά ερωτικά κανέναν;» Ο Αντισθένης, τότε, του είπε: «Μα τους θεούς, εσένα αγαπώ και μάλιστα, πάρα πολύ206!». Κι ο Σωκράτης, στα λόγια
αυτά,
περιγελώντας,
επειδή
τάχα
ένιωσε
κολακευμένος, αποκρίνεται: «Τώρα, σε παρακαλώ, μη μου κάνεις τη ζωή δύσκολη· καθώς βλέπεις, μ’ απασχολούν
205
Αν και ο καθένας από τους συνδαιτυμόνες εννοεί διαφορετικά τον έρωτα, άλλος έλξη προς την εξωτερική όψη ενός συνανθρώπου του, άλλος αγάπη για τον ψυχικό του κόσμο, άλλος συμπάθεια για την πνευματική του καλλιέργεια, άλλος αγνή και αληθινή φιλία, όλοι τους, λίγο έως πολύ εμφανίζονται φανατικοί οπαδοί, κατά τα λεγόμενα του Σωκράτη, του θεού Έρωτα. 206 Δημόσια ομολογία των συναισθημάτων, που τρέφει ο Αντισθένης προς το Σωκράτη. Ίσως η αγάπη του να συγχέεται μέσα του με την ευγνωμοσύνη του προς όσα του δίδαξε ή τον βοήθησε να μάθει.
άλλα πράγματα!», αλλά ο Αντισθένης, ξαναπαίρνοντας το λόγο, τέτοια απάντηση του δίνει: «Ξεκάθαρα, εσύ, προαγωγέ του εαυτού σου, πάντοτε τέτοια κάνεις, κάποτε βρίσκεις ως δικαιολογία το δαιμόνιο207 και δεν μου μιλάς, ενώ άλλοτε, επειδή κάτι άλλο επιθυμείς208!» Μα ο Σωκράτης γυρίζει, τότε, και του λέει: «Για τ’ όνομα των θεών, Αντισθένη μου, μονάχα μη με χτυπήσεις! Την άλλη, όμως, βαρβαρότητα του χαραχτήρα σου εγώ και τώρα την υποφέρω και στο μέλλον φιλικά θα την ανέχομαι. Αλλά πράγματι», του ‘λεγε ο Σωκράτης, «ας καταχωνιάσουμε το δικό σου ερωτικό πάθος, διότι, αληθινά, δεν αναβλύζει για την ψυχή μου, αλλά για την ομορφιά μου209. Κάθε πολίτης, εξάλλου, ξέρει ότι εσύ, 207
Σχετικά με το Σωκρατικό δαιμόνιο και τον αποτρεπτικό ή προτρεπτικό ρόλο του στη ζωή του Αθηναίου φιλοσόφου έχουν γράφει και ειπωθεί από φιλολόγους και φιλοσόφους αρκετά στο πέρασμα των αιώνων. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι εμπόδισε το Σωκράτη να ετοιμάσει την απολογία του κατά τη δίκη του (Ξενοφώντος, «Απολογία Σωκράτους»). Έτσι, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Βασίλης Κάλφας σ’ άρθρο του, στις 31 – 10 – 2004, στην εφημερίδα «Καθημερινή», που τιτλοφορείται «Το δαιμόνιο του Σωκράτη», σημειώνει μεταξύ άλλων: «[…]Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου. Eχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc) […]». 208 Καθένας από τους Πλατωνικούς διαλόγους και κάθε κεφάλαιο από τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος μαρτυρούν τον πολυπράγμονα χαρακτήρα του Σωκράτη, που φέρεται να μην ησυχάζει ποτέ, αλλά διαρκώς να τριγυρνά και σαν οίστρος να βουκεντρίζει τους Αθηναίους να ψάξουν να βρουν την αρετή. 209 Ειρωνικός εμφανίζεται εδώ ο Σωκράτης προς τον Αντισθένη, εφόσον, όπως ξέρουμε, ήταν κακάσχημος και δεν μπορούσε να σαγηνέψει η εξωτερική του εμφάνιση. Εξάλλου, ο Πλατωνικός Έρωτας, τον οποίο φαίνεται να πιστεύει ο Σωκράτης, αναφέρεται στον Κόσμο των Ιδεών απ’ όπου και
Καλλία, είσαι ερωτευμένος με τον Αυτόλυκο, αλλά γνωρίζω πως και πολλοί ξένοι210 έχουνε «τσιμπηθεί» μαζί του!
Και
η
αιτία
αυτού
έγκειται
στο
ότι
επειδή
προερχόσαστε από μυριόφημους προγόνους και διότι είστε και εσείς κοσμοξακουσμένοι211. Εγώ, πάντοτε, θαύμαζα το χαραχτήρα σου, τώρα μάλιστα πολύ περισσότερο, καθώς σε βλέπω να ‘σαι ερωτευμένος με κάποιον που δεν ξεφαντώνει από τρυφηλότητα και δεν κολακεύεται από μαλθακότητα212 , αλλά μ’ έναν που σε όλους δείχνει και σωματική δύναμη και υπομονετικότητα και λεβεντιά και φρονιμάδα. Κι η επιθυμία τέτοιων πραγμάτων είναι σημάδι και του χαραχτήρα του αγαπημένου 213. Δεν ξέρω, λοιπόν, εάν υφίσταται μία Αφροδίτη ή δύο, η Επουράνια214, αλλά και η Πάνδημος215, γιατί ακόμη κι ο ξεκινά, δεν ζητά ανταπόδοση, νηφάλιος, καθώς απευθύνεται στην Ψυχή και στο Πνεύμα, δίχως να περιχαρακώνεται από τα «δεσμά» καθετί γήινου και της μανίας για σαρκική μείξη. 210 Ο Σωκράτης, προφανώς, εννοεί ή τους πολλούς μέτοικους που ζουν και εργάζονται στην Αθήνα ή τους πολυάριθμους κατά τα κλασικά χρόνια της αθηναϊκής παντοδυναμίας επισκέπτες της. 211 Ο Καλλίας μπορεί να παινεύεται ότι καταγόταν από πάμπλουτο «τζάκι» της Αθήνας, που «κρατάει» από τα πανάρχαια χρόνια της πόλης, αλλά ο Αυτόλυκος είναι γιος ενός όχι πολύ γνωστού Αθηναίου ρήτορα, του Λύκωνος, που παραβρίσκεται στο παρόν συμπόσιο, αλλά έμεινε γνωστός περισσότερο ως προδότης της Ναυπάκτου κατά τον πελοποννησιακό πόλεμο και μετά το πέρας του, ως ένας απ’ τους κατηγόρους του Σωκράτη. 212 Θυμίζει ο έπαινος του Σωκράτη για τον Αυτόλυκο τα παινέματα των Αθηναίων, τα οποία διαβάζουμε στο Θουκυδίδη στον εκφωνημένο από τον Περικλή επιτάφιο για τους νεκρούς του πρώτου έτους του πελοποννησιακού πολέμου, 431 π.Χ. (Βλ. «Ιστορία», Βιβλίο Β, 34 – 46). 213 Η σωματική δύναμη βοηθά τον άνθρωπο ν’ αντέχει στις κακουχίες, η υπομονετικότητα να δέχεται καρτερικά όσα του συμβαίνουν και δίχως να διαμαρτύρεται, η λεβεντιά να ‘χει θάρρος όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν και, τέλος, η φρονιμάδα του χρειάζεται στη λήψη ψύχραιμων και σωστών αποφάσεων στην καθημερινή ζωή. 214 Επουράνια: Η επουράνια Αφροδίτη προστατεύει τον ουράνιο έρωτα. Το επίθετο τούτο της Αφροδίτης μαρτυρεί «την προέλευσή της ως ανατολικής θεάς του Ολύμπου. Σ’ αυτήν αποδημούσαν οι πιστοί της – όπως συνέβαινε στην Κόρινθο – σ’ ένα ιερό που βρισκόταν ψηλά, πάνω στην κορυφή ενός βουνού. Εδώ τους υποδέχονταν φιλικές ιέρειες[…]» (βλ. Κ. Κερένυι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», σελ. 76 – 77, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα, 19843). 215 Πάνδημος: Η λέξη «εκφράζει την παρουσία της θεάς σ’ όλα τα στρώματα ενός λαού, τα οποία βέβαια κατά κάποιο τρόπο συνδέει» (βλ. Κ. Κερένυι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», σελ. 76 – 77, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα, 19843). Προστάτισσα του κοινού έρωτος θεωρείται η
Ζευς ο ίδιος θεωρείται ότι έχει πολλά ονόματα216. Ξέρω, όμως, ότι χωριστά για την καθεμιά υπάρχουν και βωμοί, αλλά και ναοί και θυσίες για την Πάνδημο γίνονται γιομάτες με πονηρούς σκοπούς217, ενώ για την Επουράνια με πιο αγνούς. Θα μπορούσες, λοιπόν, να φανταστείς ότι η Πάνδημος, από τη μια, στέλνει και την αγάπη για το κορμί και η Επουράνια, απ’ την άλλη, για την ψυχή, μα και για τη φιλία και για τις αγαθοεργίες. Από το ποθοπλάνταγμα, λοιπόν, αυτό, Καλλία μου, και συ θαρρώ πως έχεις κυριευτεί. Παίρνω για παράδειγμα την καλοκαγαθία του αγαπημένου και επειδή σε βλέπω να ‘χεις και τον πατέρα του αντάμα κάθε φορά που σμίγεις με τον πιτσιρίκο. Κι αυτό, γιατί όσα αφορούν τον καλό και ενάρετο εραστή, είναι γνωστά και στον πατέρα του…» Τότε, ο Ερμογένης είπε προς το Σωκράτη: «Μα την Ήρα, Σωκράτη μου, για πολλούς και διάφορους λόγους, σε Πάνδημος Αφροδίτη, ενώ αξίζει να θυμηθούμε ότι και στο πλατωνικό «Συμπόσιο» ο Παυσανίας ομιλεί για δύο ανόμοιες μεταξύ τους Αφροδίτες και δύο διαφορετικούς μεταξύ τους Έρωτες, ενώ ο Πλούταρχος («Ερωτικός») αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι, πλην του Πάνδημου και του Ουράνιου, λατρεύουν και ως τρίτο Έρωτα τον Ήλιο και αποδίδουν τιμές και στην Αφροδίτη. 216 Ας ιδούμε με προσοχή τα επίθετα, με τα οποία προσφωνούσαν, ανά περιοχή και εποχή, οι Αρχαίοι Έλληνες τον Πατέρα Θεών και Ανθρώπων, Δία (βλ. Κ. Κερένυι, «Η Μυθολογία των Ελλήνων», σελ. 118 και 641, Εκδόσεις «Βιβλιοπωλείο της Εστίας», Αθήνα, 19843) και τα οποία αντικαθρεφτίζουν και την πολυποίκιλη «συμβολή» του στην καθημερινή ζωή: Νεφεληγερέτης, Όμβριος, Υέτιος, Καταιβάτης, Καππώτας, Κεραυνός, Γαμήλιος, Τέλειος, Ηραίος, Πατήρ, Πατρώος, Φράτριος, Φίλιος, Ξένιος, Ικέσιος, Αγαμέμνων, Ερκείος, Ηράκλειος, Λαφύστιος, Μειλίχιος, Σωτήρ, Φύξιος, Πολιεύς, Βουλαίος, Βασιλεύς, Κτήσιος, Χθόνιος. Εκτός απ’ αυτά, ο Ι. Θ. Κακριδής («Ελληνική Μυθολογία» της Εκδοτικής Αθηνών, στα ευρετήρια των σελίδων 367 και 368 του 2ου τόμου) παραθέτει και τα ακόλουθα επίθετα του Δία: Ακραίος, Ακρίσιος, Ακρολοφίτης. Δωδωναίος, Ειρηναίος, Επάκριος, Κορυφαίος, Λυκαίος, Κρόνειος, Μοιραγέτης, Νικηφόρος, Άριστος, Ελευθέριος, Ζαγρεύς, Μέγιστος, Όρκος, Πολιούχος και Ύπατος. 217 Οι πονηροί σκοποί, ίσως, σχετίζονται με ικανοποίηση σαρκικών επιθυμιών. Οι αγνοί, στον αντίποδα, μάλλον, έχουν να κάνουν με την κάθαρση της ψυχής και την απαλλαγή της από αρρωστημένα πάθη. Το Βακχείο, ο ναός του Πανός, η Κωλιάς Άκρα και η Γενετυλλίς Αφροδίτη, γράφει ο Αδ. Διαμαντόπουλος («Ξενοφώντος Συμπόσιον», εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 1975, σ. 93), ήσαν μερικά απ’ τα λατρευτικά κέντρα της Πανδήμου Αφροδίτης για θυσίες και όργια υπέρ της.
θαυμάζω, αλλά και για το ότι τωραδά φέρεσαι μ’ ευγένεια στον Καλλία και τον δασκαλεύεις για ό,τι θα ‘πρεπε να ‘ναι!» Κι ο Σωκράτης γυρίζει, μεμιάς, και του λέει: «Ναι, μα το Δία, και για να φχαριστηθεί ακόμη πιο πολύ, θενά του μολογήσω ότι εφτάκαλος είναι ο έρωτας για την ψυχή, παρά αυτός για το σώμα218. Όλοι γνωρίζουμε ότι, δίχως τη φιλία,
δεν
έχει
συναναστροφή.
την
Ανάγκη
παραμικρή ευχάριστη
σημασία και
καμιά
επιθυμητή
αποκαλούμε την αγάπη όσων θαυμάζουν το χαραχτήρα219. Πολλοί, όμως, απ’ όσους ερωτεύονται το σώμα κατηγορούν τη συμπεριφορά των αγαπημένων τους και τους μισούν. Εάν, όμως, λατρέψουν και τα δύο, το λουλούδι της ωραίας ηλικίας πολύ γρήγορα ξεθωριάζει, όταν, όμως, χαθεί αυτό, αναπόφευκτα μαζύ του μαραίνεται και η πεθυμιά, ενώ η ψυχή, όσο κυλούν τα χρόνια, οδεύει προς τη φρονιμάδα220 και γίνεται περισσότερο αγαπητή. Πράγματι, στον έρωτα 218
Ο Σωκράτης εστιάζει το λόγο του στη διάκριση του έρωτα για την ψυχή από εκείνον για το σώμα. Γενικά, στο μακροσκελές λογύδριό του, το οποίο αποτελεί το «ζουμί» του παρόντος συμποσίου, ο Σωκράτης δεν επιθυμεί να θέλξει τους συμποσιαστές, αλλά με επιχειρήματα απλά και ειλημμένα από τη γνωστή μυθολογία και την καθημερινή ζωή καθιστά εύληπτο το λόγο του. Αξίζει να γραφεί εδώ ότι ο αυτονομημένος σωματικός έρωτας, τον οποίο ψέγει κατά κόρον ο Σωκράτης, είναι η έκπτωση του αληθινού έρωτα, που ως ψυχοσωματική λειτουργία φέρνει το ένα πρόσωπο σε αληθινή ένωση με το άλλο· στον έρωτα για την ψυχή, «και οι έρωτες», γράφει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «θερμότεροι και η εύνοια γνησιωτέρα και η φιλία ακριβεστέρα γίνεται» (βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Λόγος Α’, Περί της Άννης, MIGNE 54). Επιπλέον, στον «Τίμαιο» (30b) ο Πλάτων, για να αναδείξει τη σημασία της ψυχής, ισχυρίζεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι «Η διάνοια δεν μπορεί να γίνει παρούσα σε κανένα πράγμα, αν είναι χωρισμένη από την ψυχή», ενώ, για την υπεροχή της ψυχής έναντι του σώματος, στην «Πολιτεία» του Πλάτωνος (Γ, 403d) σημειώνεται και ότι «η καλή ψυχή με την αρετή της, δίδει στο σώμα την τελειότητα για την οποία αυτό είναι ικανό». 219 Η αναγνώριση του ξεχωριστού ψυχικού κόσμου ενός ανθρώπου από το φίλο υποχρεώνει, «εξαναγκάζει» τον δεύτερο να τον εκτιμά, να τον σέβεται και να τον αγαπά. Έτσι, έχουμε και σύσφιγξη των φιλικών σχέσεων. 220 Ο ποιητής Αγάθων, στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος, ισχυρίζεται πως ο έρωτας είναι φρόνιμος, γιατί φρονιμάδα είναι το να εξουσιάζει κανείς τις ηδονές και τις επιθυμίες του, κάτι που ο Έρωτας το κάνει. Εξάλλου, όπως ο Β. Κορνάρος γράφει στον «Ερωτόκριτο», «[…] κ' η φρονιμάδα είναι γιατρός, και κάθε ανάγκη γιαίνει[…]».
για τη μορφή ενυπάρχει και κάποια χόρταση, ώστε, όπως και στην τροφή για την πολυφαγία, όμοια να υποφέρει κάποιος για κάποιον αγαπημένο νέο. Η λαχτάρα, όμως, της ψυχής, επειδή είναι αγνή, είναι και περισσότερο αχόρταγη, χωρίς, όμως, διά τούτο, όπως θα πίστευε κανείς και με λιγότερες χάρες, αλλά με λαγαρό τρόπο και ολοκληρώνεται η ευχή, με την οποία ζητούμε από τη θεότητα να μας δίνει και λόγια και έργα θελκτικά. Γιατί όπως θαυμάζει κι αγαπά τον αγαπημένο μία ψυχή, που λάμπει από τη μορφή της ελευθερίας και έχει και ντροπαλό χαραχτήρα και υψηλόφρονα, αμέσως μεταξύ των συνομηλίκων, επειδή τάχα είναι όχι μονάχα κυρίαρχη, αλλά και ευπροσήγορη, δεν χρειάζεται καθόλου λόγια. Κι αυτό εδώ θα σας δείξω, ότι δηλαδή είναι φυσιολογικό απ’ τα αγαπημένα του πρόσωπα ένας τέτοιος εραστής να δέχεται ανταπόδοση στην αγάπη του221. Πρώτ’ απ’ όλα, μα την αλήθεια, ποιος θα μπορούσε μίσος να τρέφει για τον άνθρωπο,
από
τον
οποίο
θα
ήξερε
ότι
θεωρείται
καλοκάγαθος; Έπειτα , δεν θα τον έβλεπε ν’ ασχολείται πιότερο με ό,τι είναι καλό για το νεαρό εραστή παρά με 221
Ας ιδούμε τους λόγους που, σύμφωνα με το Σωκράτη, όποιος αγαπά την ψυχή κάποιου άλλου και όχι το κορμί κερδίζει ανταπόδοση στην αγάπη του: (α) θεωρεί καλοκάγαθο εκείνον που του έχει εμπνεύσει τον έρωτα και την αγάπη, (β) ασχολείται πιο πολύ μ’ ό,τι ευχαριστεί τον αγαπημένο του και παύει να ‘ναι εγωιστής και να κοιτά μονάχα ό,τι τον ευχαριστεί μόνον τον ίδιο και (γ) Η αγάπη του μένει πάντοτε το ίδιο δυνατή και δεν επηρεάζεται απ’ την εξωτερική εικόνα του αγαπημένου του, η οποία αλλάζει (: ασχημαίνει;) στο πέρασμα των χρόνων. Σχετικά με το (β), ας διαβάσουμε ό,τι, παρουσιάζοντας τις ιδέες του Πλάτωνος, γράφει, μεταξύ άλλων, ο Β. Γκόλντσμιτ («Ο Πλατωνισμός και η σύγχρονη σκέψη», μετάφραση Γρ. Λιονή, εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα, χ.χ., σελ. 18), «[…] Ο εραστής[…] μ’ ευχαρίστηση θα εγκατέλειπε καθετί που κατέχει και αποχτά αρετές και επιστήμες, για να προσφέρει το παν στον αγαπημένο(«Φαίδρος», 252 a και «Συμπόσιο» 210 b – c)[…]».
όσα ευφραίνουν τον ίδιο; Και κοντά σ’ αυτά, δεν θα πίστευε ότι η φιλία δεν θα λιγόστευε, εάν καταφρόναγε κάτι ή εάν γινόταν, από σωματικό μόχτο, ασχημότερος; Σ’ όσους, όμως, αμοιβαία είναι η αγάπη222, πώς δεν γεννιέται εντός τους η ανάγκη να βλέπουν με μεγάλη ευχαρίστηση ο ένας τον άλλο, αλλά και να κουβεντιάζουνε, να ‘χουνε αμοιβαία εμπιστοσύνη και να μεριμνούνε ο ένας για τον άλλο, να χαίρονται μαζύ για τις όμορφες πράξεις και να στενοχωριούνται από κοινού εάν γίνει κάποιο λάθος, να θεριεύουν
από
ευχαρίστηση
οσάκις
με
υγεία
συναναστρέφονται, εάν, όμως, ασθενεί πιο συχνά ο ένας, η συντροφιά τους να ‘ναι κι αυτή συχνότερη, και, τέλος, να φροντίζουνε περισσότερο όταν είναι απόντες, παρά οσάκις παραβρίσκονται223; Όλ’ αυτά δεν είναι γοητευτικά; Γι’ αυτά, λοιπόν, τα έργα, ταυτόχρονα είναι και εραστές της φιλίας και τη χρησιμοποιούν ως τα γερατειά. Για ποιον, όμως, λόγο, ο νεαρός τον έρωτα θα μπορούσε ν’ ανταποδώσει σ’ εκείνον που κρέμεται από τη λατρεία του σώματος224; Ποιο από τα δύο, επειδή κρατά για τον εαυτό του όσα λαχταρά δίνοντας στον εραστή τα χειρότερα ή επειδή απ’ όσα βιάζεται να πετύχει απ’ τον αγαπημένο του 222
Ακολούθως, ο Σωκράτης περιγράφει τα γνωρίσματα της αγάπης που βρίσκει ανταπόκριση. Μεταξύ άλλων, ας ξεχωρίσουμε την έντονη επιθυμία και τη μεγάλη ευφροσύνη, που νιώθουν δύο ερωτευμένοι, οσάκις συναντιούνται και φροντίζουν ο ένας για τον άλλο. 223 Στον πρόλογο του «Προς Δημόνικο» λόγου του Ισοκράτους, διαβάζουμε ότι οι σπουδαίοι άνθρωποι αγαπούν τους φίλους τους, όχι μονάχα όταν είναι παρόντες, αλλά και όταν βρίσκονται μακριά τους. 224 Στον αντίποδα, ο Σωκράτης πιστεύει ότι όποιος αγαπά μόνον το σώμα και όχι την ψυχή γίνεται εγωιστής και κακόψυχος. Έτσι, δεν είναι δυνατό ο έρωτας να βρει ανταπόδοση.
τίποτα δεν ξεφανερώνει στους συγγενείς του; Και επειδή μεν το κάνει όχι μ’ εκβιασμό, αλλά αφού καταπείσει τον άλλο, πρέπει, γι’ αυτό το πράγμα, να ‘ναι πάρα πολύ αντιπαθής.
Γιατί
όποιος
χρησιμοποιεί
βία
σ’
αυτό
αποδείχνει ότι είναι ο ίδιος κακόψυχος, ενώ ο πείθων διαφθείρει την ψυχή του πεισμένου. Αλλά κι όποιος ξεπουλά την ομορφιά του έναντι χρημάτων, γιατί θ’ αγαπήσει περισσότερο τον αγοραστή, παρά ο πωλητής της Αγοράς, που θα καταβάλλει τα χρήματα; Δεν θα τον αγαπήσει βεβαίως, γιατί τον συναναστρέφεται ως ώριμος τον
“παραμεστωμένο”,
ούτε
καλοφτιαγμένος
τον
κακοθώρητο πλέον και αγαπώντα χωρίς ο ίδιος ν’ αγαπά. Γιατί ο νεαρός δεν έχει όπως η γυναίκα μοιράδι στις τέρψεις της ερωτικής ηδονής, αλλά, ασυγκίνητος αυτός, παρακολουθεί τον μεθυσμένο από έρωτα. Κι αν το εξέταζε κάποιος, θάβρισκε ότι όσοι, εξαιτίας του χαραχτήρα τους, αγαπιούνται, δεν έχουν ποτέ κάτι αισχρό, αλλά, λόγω της ανέντιμης συναναστροφής, έχουνε διαπράξει πολλές, μέχρι τώρα, ξεδιαντροπιές. Τώρα, θα φανερώσω τούτο εδώ, ότι, δηλαδή, η συναναστροφή εκείνου π’ αγαπά πιότερο το κορμί από την ψυχή είναι και ανελεύθερη225. Αυτός, δηλαδή, που μας εκπαιδεύει να λέμε και να πράττουμε τα πρέποντα, 225
Τα ίδια περίπου αποδίδει πάλι στο Σωκράτη και στα «Απομνημονεύματα» ο Ξενοφών (βλ. Βιβλίο Α, κεφάλαιο 3.29) περί ανελευθερίας και απρέπειας.
δικαιολογημένα θα δέχεται τιμές, όπως ακριβώς ο Χείρωνας226 και ο Φοίνικας227 απ’ τον Αχιλλέα, ενώ όποιος λαχταρά το σώμα φυσικά θα του φέρονται σαν να ‘τανε πάμφτωχος, γιατί, πάντα, εκείνος μας παρακολουθεί, ζητιανεύοντας και εκλιπαρώντας για ένα φιλί ή κάποιο άλλο άγγιγμα. Εάν ομιλώ με ξετσίπωτο τρόπο, μην απορείτε· γιατί και το κρασί με συμπαρασέρνει και ο έρωτας, π’ ανέκαθεν φωλιάζει μέσα μου, με βουκεντρίζει μ’ ελευθεροστομία να ομιλώ στον αντίπαλο έρωτα228. Αλήθεια, θαρρώ πως εάν κάποιος νοιάζεται για το σώμα, μοιάζει με ενοικιαστή γης, που, φυσικά, δεν φροντίζει πώς θ’ αυξηθεί η αξία της, αλλά πώς θα κερδίσει αυτός τους πιο ώριμους καρπούς της γης. Αυτός, όμως, που επιθυμεί τη φιλία πιο πολύ κοντοφέρνει στον ιδιοκτήτη του αγροκτήματός του, ο οποίος, από πάντα, προσκομίζοντας ό,τι μπορεί, αβγατίζει την εκτίμηση του αγαπημένου229. Κι
226
Ο Κένταυρος Χείρωνας είναι ο πιο γνωστός από τους Κένταυρους, που ήταν μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα. Γιος του Κρόνου και της Ωκεανίδας Φιλύρας και δάσκαλος πολλών γνωστών μυθολογικών ηρώων. Είναι ο πρώτος που χρησιμοποίησε βότανα για τη θεραπεία ασθενειών και τραυμάτων. Ο Χείρωνας ανατράφηκε στο Πήλιο και σύντομα η φήμη για τη σοφία, τις γνώσεις και την αρετή του εξαπλώθηκε σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Δίδασκε την ιατρική, τη μουσική, την πολεμική και την κυνηγετική τέχνη. Χρησιμοποιούσε θεραπευτικά βότανα, με τα οποία γιάτρευε τους άρρωστους και τους τραυματίες. Κοντά του ανατράφηκαν και μαθήτεψαν πολλοί γνωστοί μυθολογικοί ημίθεοι και ήρωες, ο γιος του Πηλέα και της Θέτιδας, Αχιλλέας, που διδάχθηκε από το Χείρωνα ιατρική, μουσική, αλλά και την τέχνη του πολέμου και του κυνηγίου, ο επικεφαλής της Αργοναυτικής εκστρατείας Ιάσονας, ο θεός Ασκληπιός, οι Διόσκουροι και ο Ακταίος κ.α.. 227 Φοίνικας: Δάσκαλος και συμβουλάτορας του Αχιλλέα, τον ακολούθησε στον Τρωικό Πόλεμο όπως βλέπουμε στην «Ιλιάδα» του Ομήρου (ραψωδίες Ι, Π, Ψ). Εικάζεται, σύμφωνα με μιαν παραλλαγή των μύθων του Αχιλλέα, πως είναι ο ίδιος Φοίνικας, που συνόδευσε τον Οδυσσέα στη Σκύρο, όταν πήγε να πάρει τον γιο της Θέτιδας στην Τρωική εκστρατεία. 228 Η επιχειρηματολογία του Σωκράτη μόνο ότι είναι μεθυσμένος από κρασί και … έρωτα δεν φανερώνει! Κάθε άλλο! Αλλά ίσως φαίνεται τόσο «περίεργη» στους συμποσιαστές, που οφείλει να … δικαιολογηθεί για το δηκτικό του λόγο, που θέτει το δάχτυλο «επί των τύπων των ήλων». 229 Διαφορετικά φροντίζει τη γη του ο ιδιοχτήτης της και με διαφορετικό μεράκι εργάζεται σ’ αυτήν ο ενοικιαστής της.
απ’ τους νεαρούς αγαπημένους, όμως, εάν κάποιος γνωρίζει, από τη μια, ότι η φυσική του ομορφιά του φτάνει και του περισσεύει για να διαφεντέψει τον εραστή του, είναι φυσικό να ‘ναι, σ’ ό,τι αφορά τ’ αποδέλοιπα, κακόβουλος· απ’ την άλλη, όμως, εκείνος που ξέρει ότι, αν δεν είναι καλός και ενάρετος, δεν θα κρατήσει σφιχτά τα χαλινάρια της φιλίας, σ’ αυτόν αρμόζει να φροντίζει περισσότερο για την αρετή. Το μεγαλύτερο, όμως, αγαθό για
όποιον
επιθυμεί
να
‘χει
από
τους
νεαρούς
αγαπημένους φίλο καλότροπο είναι το ότι επιβάλλεται κι αυτός να ‘ναι ενάρετος230, γιατί δεν είναι δυνατόν να ‘ναι αυτός πονηρός και να κάνει αγαθόψυχο το σύντροφό του, μήτε όποιος είναι αισχρός και αχόρταγος να κάνει όποιον αγαπά εγκρατή και αιδήμονα. Θέλω, όμως, και με μύθους, Καλλία μου – λέει ο Σωκράτης και στρέφει το βλέμμα του προς αυτόν – να σου καταδηλώσω ότι, όχι μονάχα οι άνθρωποι, αλλά και οι θεοί και οι ήρωες από αγάπη για την ψυχή καίγονται πιότερο παρά για το κορμί. Ο Ζευς, δηλαδή, όσων – αν και ήσαν θνητές – το σώμα ερωτεύτηκε, αφού συνευρέθηκε μαζύ
230
Στο σημείο αυτό, εάν θέλουμε να προεκτείνουμε από διαπροσωπικό επίπεδο σε κοινωνικό και να εξετάσουμε το πώς οι κρατούντες οφείλουν να δίνουν το «καλό παράδειγμα» στους νέους ξεκινώντας από την παιδεία, πέρα από τα άλλα, ας παραθέσουμε και την άποψη του Βλ. Λένιν, ο οποίος στις 2/10/1920, είχε, μεταξύ άλλων, πει στο 3ο πανρωσικό συνέδριο της ρώσικης κομμουνιστικής νεολαίας («Άπαντα», τόμος 31, σελ. 283 – 289): «[…] Μονάχα μεταρρυθμίζοντας ριζικά την εκπαίδευση, την οργάνωση και τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, θα είμαστε σε θέση να πετύχουμε, ώστε αποτέλεσμα των προσπαθειών της νέας γενιάς να είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας, που να μη μοιάζει με την παλιά κοινωνία[…]»
τους, τις άφησε να μείνουνε θνητές231· εκείνων, όμως, π’ αγάπησε τις ενάρετες ψυχές, αυτούς τους έκαμε και αθάνατους. Απ’ αυτούς, ξεχωρίζουν ο Ηρακλής232 κι ο Διόσκουροι233, ενώ αναφέρονται κι άλλοι. Και εγώ ισχυρίζομαι πως η ψυχή και όχι το κορμί παρακίνησε το Δία να φέρει το Γανυμήδη234 στον Όλυμπο επάνω. Το μαρτυρεί, εξάλλου, και τ’ όνομά του, “γάνυται δε τ’ ακούων” , γιατί συναντιέται κάπου στον Όμηρο, το οποίο και μεταφράζεται: “ευχαριστιέται ν’ ακούει”. Κάπου αλλού, έχουμε το χωρίο, “πυκινά φρεσί μήδεα ειδώς”, το οποίο σημαίνει: “όποιος ξέρει τις σοφές σκέψεις”. Απ’ αυτά τα δύο, λοιπόν, ο Γανυμήδης τιμήθηκε ανάμεσα στους θεούς, όχι με την προσφώνηση “λυγερόκορμος”, αλλά “γλυκοστόχαστος”. Αλλά
–
απευθυνόμενος ο
Σωκράτης
προς το
Νικήρατο, του λέει – κι ο Αχιλλέας, Νικήρατέ μου, αναπαρίσταται απ’ τον Όμηρο να παίρνει πολύ μεγάλο 231
Πολλές είναι οι θνητές, που συνευρέθηκαν με το Δία και απόχτησαν παιδιά μαζύ του: Αλκμήνη (μάνα του Ηρακλή), Σεμέλη (μάνα του Διονύσου) κ.α. 232 Ηρακλής: Ο πιο γνωστός ήρωας της Ελληνικής μυθολογίας, αποτελεί προσφιλές θέμα – αντικείμενο κάθε λογής ποίησης (από Ομηρικούς Ύμνους των αρχαϊκών χρόνων και τα έπη του Ησιόδου έως τραγωδίες της κλασικής εποχής) και της αρχαίας ελληνικής τέχνης (γλυπτικής, αγγειογραφίας). Γιος του Δία και της Αλκμήνης, διακρινόταν για τη σωματική του ρώμη, που τον βοήθησε να επιτελέσει, κατόπιν «εντολών» του Ευρυσθέα, πλήθος κατορθωμάτων σωτήριων για την ανθρωπότητα. Σχετίζεται και με την ίδρυση των Ολυμπιακών Αγώνων, στην αρχαία Ολυμπία. 233 Οι Διόσκουροι ήσαν ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης, γιοι της Λήδας με το Δία και το βασιλιά της Σπάρτης Τυνδάρεω. Αδέλφια της Ωραίας Ελένης, θεοποιήθηκαν μετά το θάνατό τους και γύρω από το μύθο τους έχουν πλαστεί αρκετές παραδόσεις. 234 Γανυμήδης: Ήρωας της μυθολογίας, από την Τροία. Λόγω της ομορφιάς του, ο Δίας τον αγάπησε, τον έφερε στον Όλυμπο και, ορίζοντάς τον οινοχόο των θεών, του χάρισε αιώνια νεότητα. Σύμπλεγμα αγαλμάτων με θέμα την αρπαγή του Γανυμήδη καμωμένο από πηλό βρίσκεται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Ολυμπίας και χρονολογείται γύρω στο 480 – 470 π.Χ.. Μαρτυρίες για το μύθο του Γανυμήδη αντλούμε από την «Ιλιάδα» και τον «Ομηρικό Ύμνο στην Αφροδίτη».
γδικιωμό
για
το
χαμό
του
Πατρόκλου235,
όχι
ως
αγαπημένου νεαρού, αλλά ως φίλου στενού236. Κι ο Ορέστης κι ο Πυλάδης237 και ο Θησέας κι ο Πειρίθους238 και πάμπολλοι
άλλοι,
απ’
τους
ημίθεους
οι
άριστοι
εξυμνούνται όχι γιατί πλάγιαζαν ο ένας με τον άλλο, αλλά διότι αλληλοθαυμάζονταν και επειδή είχαν, από κοινού, να επιδείξουν τα πιο μεγάλα και τα πιο λαμπρά κατορθώματα239. Τι, λοιπόν, δεν θα μπορούσε κανείς να βρει
ότι
όλα
τα
σημερινά
σπουδαία
επιτεύγματα
οφείλονται πιο πολύ σ’ αυτούς που θέλουνε να κοπιάζουνε και να ριψοκινδυνεύουνε παρά σ’ όσους έχουνε το συνήθειο να ξεδιαλέγουν την ηδονή έναντι της καλής φήμης240;
235
Πάτροκλος, ο αγαπημένος φίλος και – όπως διαβάζουμε στην «Ιλιάδα» του Ομήρου – πιστός συμπολεμιστής του Αχιλλέα στην Τροία. Βρήκε ηρωικό θάνατο από τον Έχτορα, τον οποίο και σκότωσε για εκδίκηση αργότερα ο Αχιλλέας, όταν καταλάγιασε ο θυμός του και εντάχτηκε ξανά στο στράτευμα των Αχαιών με τους Μυρμιδόνες του. 236 Ο Αισχίνης, ο ρήτορας και πολιτικός αντίπαλος του Δημοσθένους (4ος αιώνας π.Χ.), στο λόγο «Κατά Τιμάρχου», μας θυμίζει πόσο πολύ ήθελε να εκδικηθεί το θάνατο τ’ αγαπημένου του φίλου ο Αχιλλέας σύμφωνα με όσα βλέπουμε και στην «Ιλιάδα» του Ομήρου (βλ. «Κατά Τιμάρχου», 141 – 145, του Αισχίνη και ραψωδία Σ 310 – 342 της «Ιλιάδας»). 237 Ο Ορέστης, ο γιος του Αγαμέμνονα, και ο Πυλάδης, ξάδελφος και στενός φίλος του, είναι γνωστοί από τους σχετικούς μύθους των Ατρειδών, που πραγματεύονται οι Αθηναίοι τραγωδιογράφοι (Σοφοκλή, «Ηλέκτρα», Αισχύλου «Ορέστεια», Ευριπίδη, «Ορέστης», «Ιφιγένεια εν Ταύροις» «Ηλέκτρα» κ.α.). 238 Έχει ενταχτεί στην Ελληνική μυθολογία και η φιλία, που συνέδεε το βασιλιά των Λαπιθών, Πειρίθου και τον Αθηναίο ήρωα Θησέα, όπως γνωρίζουμε και απ’ τον Όμηρο («Οδύσσεια», ραψωδία λ) και τον Πίνδαρο και τον Πλούταρχο («Θησέας») κ.α.. Τις μάχες τους κατά των Αμαζόνων απεικονίζει ερυθρόμορφος δίνος του 450 π.Χ. (Βρετανικό Μουσείο) και ερυθρόμορφος αμφορέας του 500 π.Χ. (Λούβρο), ενώ στην Κενταυρομαχία τη βοήθεια του Πειρίθου προς το Θησέα απεικονίζει ερυθρόμορφος κρατήρας, που χρονολογείται το α’ μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και σήμερα φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Φλωρεντίας (Ιταλία). 239 Δεν είναι το ερωτικό πάθος ό,τι συνέδεε αρκετούς ήρωες των μυθολογικών χρόνων και τους χάριζε υστεροφημία, αλλά η σύμπραξή τους στην εκτέλεση σημαντικών για την ανθρωπότητα πράξεων. 240 Έρχεται, απευθείας, στο νου μας μια σειρά από γνωμικά, που ενισχύουν την άποψη του Σωκράτη, ότι, δηλαδή, τα αγαθά στη ζωή του ανθρώπου με κόπο αποχτιούνται. Ο Επίχαρμος λέει: «Οι θεοί πωλούν σ’ εμάς όλα τ’ αγαθά με τίμημα το μόχθο», ενώ ο Ησίοδος συμπληρώνει: «Δεν είναι ντροπή η εργασία, αλλά η αεργία» και ο Θαλής έλεγε: «Μην είσαι αργός, ακόμη κι αν είσαι πλούσιος» και στην Παλαιά Διαθήκη διαβάζουμε ότι «Από την εργασία αποχτάμε υγεία και από την υγεία ευχαρίστηση».
Παρά
ταύτα,
ο
Παυσανίας241,
ο
εραστής
του
Αγάθωνος242 του ποιητή, σε απολογία του υπέρ όσων συνευρίσκονται μ’ ασέλγεια, είπε ότι θα μπορούσε παντοδύναμο στράτευμα να στελεχωθεί από αγαπημένα πρόσωπα και εραστές. Έλεγε, μάλιστα, ότι θαρρεί πως αυτοί θα ντρεπόντουσαν να εγκαταλείψει ο ένας τον άλλο, ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται περίεργα πράγματα, εάν αυτοί που συνήθως περιφρονούνε τις κατηγόριες και ασχημονούνε αναμεταξύ τους, αυτοί οι ίδιοι νιώθουνε πολύ μεγάλη ντροπή να κάνουνε μιαν ξετσίπωτη πράξη. Και πειστήριο για το συλλογισμό του έφερε το ότι κι οι Θηβαίοι243 και οι Ηλείοι244 τα ξέρουνε αυτά. Έλεγε,
Στον αντίποδα τούτων βρίσκονται όλα όσα έχει γράψει ο Π. Λαφάργκ στο «Δικαίωμα στην τεμπελιά» και οι ιδέες του. 241 Ο Παυσανίας ο Κεραμέας, εραστής για χρόνια του Αθηναίου ποιητή Αγάθωνος, είναι γνωστός και από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. 242 Αγάθων: γνωστός τραγικός ποιητής της κλασικής Αθήνας (γεννήθηκε 442 – πέθανε μετά το 400 π.Χ.). Ολιγαρχικών φρονημάτων και θηλυπρεπής, είναι ο οικοδεσπότης του Πλατωνικού «Συμποσίου». Σε συγγραφική αξία έρχεται, μολονότι έχουν σωθεί αποσπάσματα του έργου του σήμερα, αμέσως μετά τους Σοφοκλή – Αισχύλο και Ευριπίδη. Πέρα από το Πλατωνικό «Συμπόσιο», για τον Αγάθωνα γίνεται νύξη στον «Πρωταγόρα» του Πλάτωνος, ενώ ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης άλλοτε τον κοροϊδεύει («Θεσμοφοριάζουσες», στίχοι 49, 60 και 136 – 192) και άλλοτε τον παινεύει («Βάτραχοι», στίχοι 82 και μετά). Ο Αριστοτέλης, τέλος, στην «Ποιητική» του, αναφέρεται στη συμβολή του Αγάθωνος στην έξωθεν εικόνα της τραγωδίας («εμβόλιμα» χορικά κ.α.). 243 Ο Ιερός Λόχος, στρατιωτικό σώμα 300 αντρών, αποτελούνταν από τους πιο εξέχοντες νέους της Θήβας στα αθλητικά και ειδικά στην πάλη. Ήσαν όλοι από αριστοκρατικές οικογένειες και ήσαν διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του Λόχου αδιάσπαστες. Ήσαν συνεχώς κάτω από εντατική εκπαίδευση και μονίμως υπό τα όπλα, με δημόσια δαπάνη. Υπό την ηγεσία του Πελοπίδα και του Επαμεινώνδα (αρχές 4ου αιώνα π.Χ.), ο Ιερός Λόχος έφερε τη Θήβα στην κορυφή της Ελλάδας. 244 Το αρχαίο κράτος της Ήλιδας αναπτύχθηκε στη ΒΔ Πελοπόννησο, μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα της υπόλοιπης Ελλάδας, και ο ρόλος του στα στρατιωτικά και πολιτικά δρώμενα υπήρξε περιορισμένος. Παρέμεινε όμως στο προσκήνιο για σημαντικό χρονικό διάστημα της Ιστορίας, καθώς είχε αναλάβει την κηδεμονία του πανελλήνιου ιερού της Ολυμπίας και την προετοιμασία και διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Μέχρι περίπου τα τέλη του 5ου αι. π.Χ., η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή. Η ευδαιμονία της Ήλιδας οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στη μακρόχρονη συμμαχία της με τη Σπάρτη, η οποία καταλύθηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431 – 404 π.Χ.) Για περισσότερα σχετικά με την Ήλιδα δες www.amaliada.gr/αρχαία_ήλιδα.htm, ενώ για τους κανόνες που διέπουν τους ερωτικούς δεσμούς στις περιοχές των Ηλείων και των Θηβαίων βλέπε και στη «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» του Ξενοφώντος.
λοιπόν, ότι οι αγαπημένοι, αφού πλαγιάζουν μαζύ, και στις πολεμικές επιχειρήσεις συμπαρατάσσονται, χωρίς, όμως, αυτό να ‘χει καμία μ’ εμάς ομοιότητα. Γιατί, για εκείνους, είναι αυτά σύννομα, ενώ για εμάς αισχρά. Μου φαίνεται, όμως, ότι οι παραταγμένοι, αφενός, μοιάζουν να μην πιστεύουν ότι όσοι αποχωριστούν τους αγαπημένους τους δεν είναι ικανοί να πετύχουν τα κατορθώματα των γενναιόψυχων αντρών. Οι Λακεδαιμόνιοι, αφετέρου, που τρέφουν τη γνώμη ότι, εάν κάποιος λαχταρήσει το σώμα, κανενός καλού μοιράδι και καμιάς αρετής δεν θα πάρει πλέον245, τόσο τελείως χρηστοήθεις κάνουνε τους αγαπημένους, ώστε και αντάμα με ξένους να στρατευτούν και όχι στην ίδια πόλη όπου
είναι
κι
εγκαταλείψουν
ο
εραστής,
όσους
εξίσου
ντρέπονται
παραβρίσκονται.
να
Λατρεύουν,
βλέπεις, ως θεά όχι την Αναίδεια, μα την Αιδώ246! Νομίζω, λοιπόν, ότι όλοι θα συνομολογήσουμε γι’ αυτά που μιλώ, εάν συλλογιστούμε κατά τον ακόλουθο 245
Διαφαίνεται η ευμενής στάση του Ξενοφώντος προς τη Σπάρτη. Εγκωμιάζει τους Σπαρτιάτες σε μιαν εποχή που, ολοφάνερα, η ακμή των περασμένων ετών έφερε την κοινωνική και ηθική παρακμή των Αθηναίων, συμπαρασύροντας και ό,τι αποτελεί κανόνα μιας αρμονικής κοινωνικής συμβίωσης και μεταξύ άλλων και την αιδώ (: σεβασμό, ντροπή) εμπρός στους νόμους. Σχετικά με τους Λακεδαιμονίους, ας γραφεί ότι η ηθική τους, εν πολλοίς, στηρίζεται στη νομοθεσία του Λυκούργου. Η σπαρτιατική νομοθεσία, όπως έχει γραφεί και υποστηριχθεί από φιλολόγους, νομικούς και ιστορικούς, εδράζεται στους κανόνες του Λυκούργου, ο οποίος, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ( «Απολογία» Fr 533 και «Πολιτικά» 1270 b), ζει και νομοθετεί τα χρόνια της πρώτης Ολυμπιάδας (777 π.Χ.). Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λυκούργος, για τον οποίο αντλούμε πληροφορίες και από την ομώνυμη βιογραφία του Πλουτάρχου, δεν ήταν ένας απλός άνθρωπος, αλλά μία θεϊκή μορφή, ενώ – σύμφωνα με άλλες εκδοχές – θεωρούνταν διαβιβαστής των θεϊκών εντολών, όπως ο Μίνωας στην Κρήτη της εποχής του και ο Μωυσής για τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης. Κατά τον Πίνδαρο, όμως, οι Νόμοι της Σπάρτης δόθηκαν στο Λυκούργο από τον Απόλλωνα. 246 Για την Αιδώ ως θεότητα, δες και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή (στίχος 1268).
τρόπο: Σε ποιου είδους νεαρό αγαπημένο θα εμπιστευόταν να παραδώσει κάποιος προς φύλαξη χρήματα ή παιδιά ή εύνοια να δείξει; Εγώ, λοιπόν, πιστεύω πως κι όποιος χρησιμοποιεί τη σωματική ομορφιά τ’ αγαπημένου όλ’ αυτά μάλλον θα τα εμπιστευότανε σ’ αυτόν που ‘χει ψυχή αξιέραστη. Εσύ, μάλιστα, Καλλία μου – λέει ο Σωκράτης προς τον Καλλία ξανά – θαρρώ ότι αξίζει να χρωστάς ευγνωμοσύνη, επειδή έρωτας φωλιάζει μέσα σου, εξαιτίας τους, για τον Αυτόλυκο. Ότι είναι φιλότιμος είναι φως φανερό,
επειδή
πόνο
υποφέρει
πολύ
και
κόπους
σημαντικούς, προκειμένου να κερδίσει στο παγκράτιο247. Εάν, λοιπόν, νόμιζε ότι, όχι μονάχα τον εαυτό του θα τιμήσει και τον πατέρα του θα δοξάσει, αλλά και ότι ικανός, από τη λεβεντιά του, θα γίνει να ευεργετεί τους φίλους και την πατρίδα του να ενδυναμώσει στήνοντας νικηφόρα τρόπαια κατά των οχτρών και φημισμένος, εξαιτίας τούτων, και επιφανής ανάμεσα στους Έλληνες και στους Βάρβαρους, δεν φρονείς ότι αυτός θα περιέβαλλε με τις πιο μεγάλες τιμές όποιον τυχόν θεωρούσε πολύ σημαντικό αρωγό σ’ αυτά248; εάν, λοιπόν, θες αρεστός να ‘σαι σ’ αυτόν, πρέπει να στοχαστείς ποιες γνώσεις
247
«Τα αγαθά κόποις κτώνται», λέει το αρχαίο γνωμικό. Θα έπαυε, δηλαδή, να είναι εγωιστής, αλλά θα ήθελε να μοιραστεί τη χαρά της φήμης του μ’ όσους τον βοήθησαν να τα καταφέρει. 248
βοήθησαν το Θεμιστοκλή249 να μπορέσει ελευθερωτής της Ελλάδας να γενεί, πρέπει να σκεφτείς τι γνώριζε κάποτε ο Περικλής250 και εξαιτίας του θεωρείτο ο πιο καλός συμβουλάτορας
της
πατρίδας
του,
πρέπει
και
ν’
αναλογιστείς και πώς άλλοτε ο Σόλων251, φιλοσοφία χρησιμοποιώντας, τους ιδανικούς θέσπισε για την πόλη νόμους252, ενώ να διερευνήσεις οι Λακεδαιμόνιοι, τι κάνοντας, ισχυρότατοι θεωρούνται ηγήτορες253, αφού είσαι πρόξενός τους και πάντοτε, όταν προσέρχονται στα μέρη μας, φιλοξενείς τους καλύτερούς τους. Ξέρε το καλά, εάν το επιθυμείς, γρήγορα η πολιτεία θα 249
σ’
αναθέσει
υποθέσεις
της.
Και
τούτο,
γιατί
Θεμιστοκλής: Σημαντική πολιτική και στρατιωτική φυσιογνωμία στην Αθήνα των Περσικών πολέμων, στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ.. Η νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας κατά των Περσών και ο τειχισμός του Πειραιά μετά τους Περσικούς Πολέμους οφείλονται στην ιδιοφυία του Θεμιστοκλή. Για το Θεμιστοκλή έχουμε μαρτυρίες από τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. 250 Περικλής: Ο σπουδαιότερος πολιτικός της αρχαίας Αθήνας, ο οποίος την οδήγησε στην ηγεμονία της Ελλάδας, χάρη στη λαμπρή της πολιτική και οικονομική και πνευματική ανάπτυξη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.. Ο Θουκυδίδης ο ιστοριογράφος εγκωμιάζει τον Περικλή, την πολιτική του και την Αθήνα της εποχής του (βλ. «Ιστορία», Βιβλίο Α 118 – 124, Β 34 – 46, 59 – 65), ενώ κι ο Πλούταρχος του αφιερώνει μία από τις βιογραφίες του. 251 Σόλων: Νομοθέτης, ποιητής και φιλόσοφος στην Αθήνα του 6ου αιώνα. Το κυριότερο νομοθέτημά του, το οποίο εγκωμιάζει ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία», ήταν η «σεισάχθεια», που προέβλεπε χάρισμα των χρεών και αναδασμό της γης. Για τη ζωή και τις ιδέες του έχει γράψει στους «Βίους Φιλοσόφων» ο Διογένης ο Λαέρτιος. Αξίζει, βεβαίως, να σημειωθεί και ότι κατάργησε το δανεισμό μ’ ενέχυρο την προσωπική ελευθερία του δανειζόμενου και ότι – σύμφωνα με τους νόμους του Σόλωνα – εάν κάποιος πολίτης αντιλαμβανόταν χαλάρωση των κοινωνικών ηθών, όφειλε να το καταγγείλει. 252 Ο Δημοσθένης, στον «Κατά Μειδίου» λόγο του (221 – 225), μεταξύ των άλλων, πιστεύει ότι ιδανικοί νόμοι, που προστατεύουν τους πολίτες και κατοχυρώνουν τα ατομικά και τα κοινωνικά τους δικαιώματα, είναι μόνον όσοι εφαρμόζονται πιστά και απαρέγκλιτα από τα μέλη ενός οργανωμένου κοινωνικού συνόλου. Οι νόμοι του Σόλωνος θεωρούνται από το Σωκράτη ιδανικοί κρινόμενοι με το ιδεολογικό «περιβάλλον» της εποχής τους και επειδή, κυρίως, αναίρεσαν πολλούς άδικους νόμους του παρελθόντος εις βάρος των κατωτέρων λαϊκών στρωμάτων. 253 Η εύνοια του Αθηναίου Ξενοφώντος προς τους Λακεδαιμονίους φαίνεται και εδώ, όπου εγκωμιάζει την υπεροχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις, η οποία και τους έφερε, ως νικητές του πελοποννησιακού πολέμου, στην ηγεσία της Ελλάδας στα τέλη του 5ου και στο ξεκίνημα του 4ου αιώνα π.Χ. αιώνα. Το χωρίο, όμως, αυτό έρχεται σε σαφέστατη αντίθεση με το Θουκυδίδη, που γράφει («Ιστορία», Βιβλίο Β 39) ότι οι Αθηναίοι είναι πιο καλοί στις πολεμικές επιχειρήσεις ακόμη κι απ’ τους πολύπειρους Σπαρτιάτες!
προικισμένος είσαι με πολλά χαρίσματα: Είσαι ευπατρίδης, ιερέας των θεών ιερέων, που βαστά η γενιά τους απ’ τα χρόνια του Ερεχθέως254 και οι οποίοι και πήραν τα όπλα μαζύ με τον Ίακχο και κίνησαν κατά των Βαρβάρων, και τώρα, κατά την εορτή, θεωρείσαι ως ο πιο ιεροπρεπής απ’ τους προηγούμενους, ενώ έχεις πάρα πολύ αξιοπρεπές σώμα να το βλέπει κανείς ανάμεσα στους πολίτες, είναι, μάλιστα, ικανό να υπομένει κάθε μόχτο. Κι ας μην απορείτε καθόλου, εάν φαίνομαι ότι μίλησα με βαρυσήμαντο ύφος, με “βαρύτερο” τόνο απ’ όσο ταιριάζει σε μιαν κρασοκατάνυξη. Υπάρχει, όμως, και γι’ αυτό μια αιτία: Στην πόλη μας, πάντοτε, λατρεύω τη συντροφιά όσων απ’ τη φύση τους είναι αγαθοί και τους καίει τα σωθικά η φιλοδοξία ν’ αποχτήσουνε την αρετή255!» Ενώ ειπώθηκαν, 254
οι
αποδέλοιποι ο
Αυτόλυκος
συνομιλούσαν περιεργαζόταν,
για με
όσα το
Η γενιά του Καλλία, στην οποία «πηγαινοέρχονται» συχνά, από πατέρα σε γιο, τα ονόματα Ιππόνικος και Καλλίας, διατηρεί από παλιά το αξίωμα του πρόξενου των Σπαρτιατών στην Αθήνα και γενικότερα, έχει ενεργό συμμετοχή τόσο στο ιερατείο της πόλης, όσο και – καθώς είπε ήδη ο Σωκράτης – στην Αθηναϊκή διπλωματία (βλ. και «Καλλίειος Ειρήνη» των μέσων του 5ου αιώνα). Κατά τα λοιπά, όταν ο Ερεχθεύς, γιος και – σύμφωνα με την αθηναϊκή μυθολογία – διάδοχος στο θρόνο της Αθήνας του Πανδίονος, ήταν σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους και Θράκες, υπό την αρχηγία του Εύμολπου, έλαβε χρησμό από τους Δελφούς, ότι για να νικήσει θα έπρεπε να θυσιάσει τις τρεις από τις έξι θυγατέρες του. Όταν οι κοπέλες με την θέληση τους συναίνεσαν, ο Ερεχθεύς τις θυσίασε. Μετά την θυσία, πήγε στην μάχη με αυτοπεποίθηση και εξολόθρευσε τον εχθρό του. Όταν οι Ελευσίνιοι νικήθηκαν, ο Ποσειδών στον θυμό του κατέστρεψε το σπίτι του Ερεχθέως, ο οποίος ίσως σκοτώθηκε πολεμώντας. 255 Ας ιδούμε λίγα πράγματα για το Σωκράτη και το πώς αντιλαμβάνεται την αρετή. Θα μας χρησιμέψουν χωρία του Πλάτωνος. Ο Πλάτων, λοιπόν, στο διάλογό του «Πρωταγόρας», αποφαίνεται ότι η αρετή είναι γνώση και πρακτική ικανότητα για τη ζωή στην κοινωνία, άρα διδάσκεται. Έτσι, επισημαίνει: α) Η αρετή είναι διδακτή («Ου φύσει ουδέ από αυτομάτου, αλλά διδακτή και εξ επιμελείας παραγίγνεται»), β) Η σοφία είναι το «μέγιστον των μορίων» της αρετής. Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι οι γενικές έννοιες, στις οποίες βασίζονται οι αξιολογικές μας κρίσεις, είναι πραγματικές. Χρησιμοποιώντας ο άνθρωπος τη λογική του, μπορεί να γνωρίσει τις σταθερές και αναλλοίωτες αρχές, που θα τον οδηγήσουν στην Αρετή, την πραγματική δηλαδή ευδαιμονία της ζωής.
εξονυχιστικό βλέμμα του, τον Καλλία. Κι ο Καλλίας, ρίχνοντάς του λοξές ματιές, λέει στην ομήγυρη: «Λοιπόν, Σωκράτη μου, εσύ στην πολιτεία θα με προξενέψεις, για ν’ ασχοληθώ με τα πολιτικά και πάντοτε σ’ αυτήν να είμαι αρεστός;» Ο Σωκράτης, τότε, τ’ απαντά: «Ναι, μα το Δία, εάν σε βλέπουν να φροντίζεις – όχι για το θεαθήναι, αλλά έμπρακτα – για την αρετή! Η ψεύτικη εντύπωση, βλέπεις, γρήγορα ξεμπροστιάζεται από την εμπειρία256. Κι η αληθινή λεβεντιά, εάν δεν τη βλάψει ο θεός, πάντοτε, στις πράξεις, πολύ λαμπρή αποδείχνει τη δόξα».
256
Ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι πρέπει να αγωνίζονται για την αρετή και τη γνώση όχι μόνο με τα λόγια, αλλά και έμπρακτα. Διαφορετικά, δεν θα καταφέρουν ποτέ να βρουν ό,τι θα τους ωφελήσει, προσφέροντας λύσεις στα καθημερινά προβλήματα της ζωής και βοηθώντας τους να φτάσουν στην αυτογνωσία και να συμβάλλουν στο κοινό καλό.
Βιβλίο Θ
Οὗτος μὲν δὴ ὁ λόγος ἐνταῦθα ἔληξεν. Αὐτόλυκος δὲ (ἤδη γὰρ ὥρα ἦν αὐτῷ) ἐξανίστατο εἰς περίπατον· καὶ ὁ Λύκων ὁ πατὴρ αὐτῷ συνεξιὼν ἐπιστραφεὶς εἶπε· Νὴ τὴν ῞Ηραν, ὦ Σώκρατες, καλός γε κἀγαθὸς δοκεῖς μοι ἄνθρωπος εἶναι. ᾿Εκ δὲ τούτου πρῶτον μὲν θρόνος τις ἔνδον κατετέθη, ἔπειτα δὲ ὁ Συρακόσιος εἰσελθὼν εἶπεν· "᾿Ω ἄνδρες, ᾿Αριάδνη εἴσεισιν εἰς τὸν ἑαυτῆς τε καὶ
Διονύσου θάλαμον· μετὰ δὲ τοῦθ᾿ ἥξει Διόνυσος ὑποπεπωκὼς παρὰ θεοῖς καὶ εἴσεισι πρὸς αὐτήν, ἔπειτα παιξοῦνται πρὸς ἀλλήλους. ᾿Εκ τούτου πρῶτον μὲν ἡ ᾿Αριάδνη ὡς νύμφη κεκοσμημένη παρῆλθε καὶ ἐκαθέζετο ἐπὶ τοῦ θρόνου. Οὔπω δὲ φαινομένου τοῦ Διονύσου ηὐλεῖτο ὁ βακχεῖος ῥυθμός. ἔνθα δὴ ἠγάσθησαν τὸν ὀρχηστοδιδάσκαλον. Εὐθὺς μὲν γὰρ ἡ ᾿Αριάδνη ἀκούσασα τοιοῦτόν τι ἐποίησεν ὡς πᾶς ἂν ἔγνω ὅτι ἀσμένη ἤκουσε· καὶ ὑπήντησε μὲν οὒ οὐδὲ ἀνέστη, δήλη δ᾿ ἦν μόλις
ἠρεμοῦσα. ᾿Επεί γε μὴν κατεῖδεν αὐτὴν ὁ Διόνυσος, ἐπιχορεύσας ὥσπερ ἂν εἴ τις φιλικώτατα ἐκαθέζετο ἐπὶ τῶν γονάτων, καὶ περιλαβὼν ἐφίλησεν αὐτήν. ἡ δ᾿
αἰδουμένῃ
μὲν
ἐῴκει,
ὅμως
δὲ
φιλικῶς
ἀντιπεριελάμβανεν. Οἱ δὲ συμπόται ὁρῶντες ἅμα μὲν ἐκρότουν, ἅμα δὲ ἐβόων αὖθις. ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ᾿ ἑαυτοῦ τὴν ᾿Αριάδνην, ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε καὶ ἀσπαζομένων
ἀλλήλους
σχήματα παρῆν θεάσασθαι. Οἱ δ᾿ ὁρῶντες ὄντως καλὸν μὲν τὸν Διόνυσον, ὡραίαν δὲ τὴν ᾿Αριάδνην, οὐ σκώπτοντας δὲ ἀλλ᾿ ἀληθινῶς τοῖς στόμασι φιλοῦντας, πάντες ἀνεπτερωμένοι ἐθεῶντο. Καὶ γὰρ ἤκουον τοῦ Διονύσου μὲν ἐπερωτῶντος αὐτὴν εἰ φιλεῖ αὐτόν, τῆς δὲ οὕτως ἐπομνυούσης [ὥστε] μὴ μόνον τὸν Διόνυσον ἀλλὰ καὶ τοὺς παρόντας ἅπαντας συνομόσαι ἂν ἦ μὴν τὸν παῖδα καὶ τὴν παῖδα ὑπ᾿ ἀλλήλων φιλεῖσθαι. ᾿Εῴκεσαν γὰρ οὐ δεδιδαγμένοις
τὰ
σχήματα
πράττειν ἃ πάλαι ἐπεθύμουν.
ἀλλ᾿
ἐφειμένοις
Τέλος δὲ οἱ συμπόται ἰδόντες περιβεβληκότας τε ἀλλήλους καὶ ὡς εἰς εὐνὴν ἀπιόντας, οἱ μὲν ἄγαμοι γαμεῖν ἐπώμνυσαν, οἱ δὲ γεγαμηκότες ἀναβάντες ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀπήλαυνον πρὸς τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας, ὅπως τούτων τύχοιεν. Σωκράτης δὲ καὶ τῶν ἄλλων οἱ ὑπομείναντες πρὸς Λύκωνα καὶ τὸν υἱὸν σὺν Καλλίᾳ περιπατήσοντες ἀπῆλθον. Αὕτη τοῦ τότε συμποσίου κατάλυσις ἐγένετο.
Α
υτή, λοιπόν, η συζήτηση, στο σημείο τούτο, ολοκληρώθηκε. Ο Αυτόλυκος, επειδή έφτασε ο καιρός του να φύγει, σηκώθηκε, για να περπατήσει. Κι ο
Λύκων, ο πατέρας του, συνοδεύοντάς τον, στράφηκε προς το Σωκράτη και του λέει: «Σωκράτη μου, μα την Ήρα, σε θεωρώ καλοκάγαθο άνθρωπο!» Έπειτα απ’ αυτό, καταρχάς έφεραν μέσα ένα θρονί και κατόπιν, ο Συρακούσιος, μπαίνοντας κι αυτός,
έτσι
μίλησε: «Άντρες, η Αριάδνη257 εισέρχεται στο δωμάτιο, που ‘χει μαζύ με το Διόνυσο· μετά απ’ αυτό, θα μπει μέσα κι ο Διόνυσος λίγο μεθυσμένος από την παρέα των θεών και συναντώντας την, θα παίξουνε αντάμα». 257
Η Αριάδνη, γνωστή πριγκίπισσα της Μινωικής Κρήτης, δεν οφείλει την κατοπινή της φήμη μονάχα στο μίτο που χάρισε στο Θησέα για να βγει απ’ το Λαβύρινθο, μόλις εξόντωσε το Μινώταυρο στην Κνωσό. Σχετίζεται και με το θεό Διόνυσο και τη Νάξο, αλλά και με τη διάδοση της αμπελοκαλλιέργειας και της διονυσιακής λατρείας στην Ελλάδας. Με βάση, λοιπόν, όσα γράφει ο Απολλόδωρος (βλ. «Επιτομή»), η Αριάδνη ήταν η πιο διάσημη από τις κόρες του Μίνωα και της Πασιφάης (οι άλλες ήταν η τραγική Φαίδρα, που η ποίηση την παρουσιάζει ως μιαν από τις συζύγους του Θησέα, και η θεϊκή Ακάλη). Στην Κρήτη, η Αριάδνη είναι ημίθεη ηρωίδα, αφού κι ο πατέρας της κρατούσε από το Δία. Στον Όλυμπο, έγινε αργότερα αθάνατη, γυναίκα του θεού Διόνυσου. Έχει τους περισσότερους μύθους από κάθε άλλη θηλυκή μορφή της Κρητικής μυθολογίας, ενώ και σε άλλους τόπους της Ελλάδας (Νάξο, Λήμνο, Κύπρο, Άργος) εμπλέκεται σ’ ενδιαφέροντες μύθους. Η Αριάδνη ζούσε στο παλάτι του πατέρα της Μίνωα στην Κνωσό, όπου ως μεγαλύτερη κόρη του παλατιού είχε τα καθήκοντα της επικεφαλής στις εορτές που τελούσαν για να τιμήσουν τη μεγάλη θεά. Όταν ήρθε στην Κνωσό ο Θησέας οι δυο νέοι γνωρίστηκαν και ερωτεύθηκαν. Για να ξεπεράσει ο Θησέας τη δοκιμασία του Λαβύρινθου και να φονεύσει τον Μινώταυρο, τον βοήθησε η Αριάδνη με τη συμφωνία ότι θα την έπαιρνε γυναίκα του στην Αθήνα. Πραγματικά, έφυγαν μαζί από την Κνωσό για την Αθήνα. Σε μια στάση στη Νάξο ο Θησέας με εντολή των θεών εγκατέλειψε την Αριάδνη, εφόσον την προόριζαν για γυναίκα του θεού Διόνυσου. Περνώντας από τη Δήλο ο Θησέας καθιέρωσε προς τιμή της έναν κυκλικό χορό. Κατά μια παραλλαγή του μύθου, η Αριάδνη, μετά τον φόνο από τον Θησέα του αδελφού της Δευκαλίωνα, που είχε διαδεχθεί τον Μίνωα, πήρε τη βασιλική εξουσία στην Κνωσό, έκαμε ειρήνη με τον Θησέα και ένωσαν τα βασίλεια της Κρήτης και της Αθήνας. Με τον Διόνυσο η Αριάδνη έζησε για λίγο σε τόπους της Ελλάδας: στη Λήμνο η Αριάδνη γέννησε τον Θόαντα, τον Πεπάρηθο, τον Λάτραμη τον Ευανθή, τον Στάφυλο, τον Οινοπίωνα και τον Ταυρόπολη. Σύμφωνα με κάποιους μύθους, ο Διόνυσος και η Αριάδνη αναλήφθηκαν στους ουρανούς, όπου και αποθεώθηκαν στον Όλυμπο με θεϊκές τιμές.
Έπειτα, πρώτα – πρώτα, αφού κατέφτασε στολισμένη ως νύφη, η Αριάδνη καθόταν στο θρόνο. Ενώ δεν είχε φανερωθεί ακόμη ο Διόνυσος, στον αυλό παιζόταν το τραγούδι του Βάκχου. Εκεί, απέσπασε το γενικό θαυμασμό ο χοροδιδάσκαλος, γιατί μεμιάς η Αριάδνη, ακούγοντας αυτό το άσμα, έδειξε ότι εύφρανε τα σωθικά της, κάτι που μπορούσε ο καθένας να το αντιληφθεί. Και δεν πήγε να τον προϋπαντήσει, ούτε σηκώθηκε, αλλά ήταν ηλίου φαεινότερο πως μόλις και μετά βίας ηρεμούσε. Όταν, όμως, την είδε ο Διόνυσος, αφού χόρεψε και κάθισε στα γόνατά της φιλικότατα, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Αυτή προσποιούνταν τη σεμνότυφη, αλλά με φιλική διάθεση τον εναγκαλισμό ανταπέδιδε. Βλέποντάς τους, οι συμποσιαστές χειροκροτούσαν και, συνάμα, τους φώναζαν να το επαναλάβουν. Όταν, όμως, ο Διόνυσος τινάχτηκε προς τα επάνω και σήκωσε μαζύ του και την Αριάδνη, ύστερ’ απ’ αυτό γινόντουσαν, πλέον, διάφορες χορευτικές φιγούρες και σκέρτσα του ενός προς τον άλλο, που περιελάμβαναν και φιλιά και εναγκαλισμούς. Εκείνοι, λοιπόν, αντικρίζοντας, ωραίο τωόντι, αφενός, το Διόνυσο και πανέμορφη, αφετέρου, την Αριάδνη, όχι χωρατεύοντας, αλλά αληθινά ν’ ανταλλάζουν στοματικά φιλιά, όλοι ξαναμμένοι258 τους 258
Το ερωτικό πάθος των χορευτών ήταν πολύ ζωντανό, που «φλόγωσε» τους συμποσιαστές και τους «άναψε» την επιθυμία για σεξουαλική επαφή.
παρακολουθούσαν! Και πραγματικά, άκουγαν το μεν Διόνυσο να τη ρωτά εάν τον αγαπά, εκείνη δε μ’ όρκους τούτο να βεβαιώνει, ώστε όχι μονάχα ο Διόνυσος, αλλά κι όλοι οι παραβρισκόμενοι θα ορκίζονταν, επίσης, ότι αληθινά ο νεαρός και η κοπελίτσα είναι μεταξύ τους ερωτευμένοι, γιατί δεν φαίνονταν ότι είχαν τις φιγούρες δασκαλευτεί, αλλά έμοιαζαν πως αφέθηκαν να κάνουν ό,τι από καιρό λαχταρούσαν. Τέλος,
οι
συνδαιτυμόνες,
αφού
τους
είδανε
αγκαλιασμένους και να τραβούν για το κρεβάτι τους, οι άγαμοι, από τη μια, ορκιζόντουσαν ότι θα νυμφευτούν, οι νυμφευμένοι, απ’ την άλλη, αφού ανέβηκαν στα άλογα, έτρεχαν προς τις γυναίκες τους, με σκοπό να γευτούν την ίδια απόλαυση. Ο Σωκράτης, όμως, κι όσοι άλλοι έμειναν με τον Καλλία πήγανε ν’ ανταμώσουνε το Λύκωνα και το γιο του. Αυτό, λοιπόν, ήταν και το τέλος εκείνου του Συμποσίου.
Πίνακας περιεχομένων Ξενοφών ...................................................................................................................1 Βίος και έργα ............................................................................................................1 «Συμπόσιον» ........................................................................................................... 5 Εισαγωγικό Σημείωμα ........................................................................................ 5 Βιβλίο Α.............................................................................................................. 10 Βιβλίο Β.............................................................................................................. 25 Βιβλίο Γ .............................................................................................................. 48 Βιβλίο Δ.............................................................................................................. 62 Βιβλίο Ε............................................................................................................. 115 Βιβλίο ΣΤ ......................................................................................................... 124 Βιβλίο Ζ ............................................................................................................ 133 Βιβλίο Η ........................................................................................................... 139 Βιβλίο Θ ............................................................................................................172 Πίνακας περιεχομένων ............................................................................... 180