THE PRESSENT OF THE GUESTS

Page 1

1

«ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΩΝ ΜΟΥΣΑΦΙΡΗΔΩΝ» Γεώργιος Η. Ορφανός – Απτεραίος

Πρόλογος (Αφηγητής) Αφηγητής: Πολλά τ’ αφτιά μου έχουν ακουσμένα, αρκετά και τα μάτια μου ‘δωμένα μέχρι τώρα· νιος ήμουν και γέρασα, μ’ όσα έζησα, όλα, που πέρασα… Των ανθρώπων ασίγαστα τα πάθη τους οδήγησαν σε μεγάλα λάθη: Αντί για τ’ αλέτρι, με σπαθί πια ζουν, αυτό λατρεύουν μόνο και αγαπούν πολεμόχαροι μωροί αφεντάδες, που κυνηγούνε θέσεις και παράδες. Τ’ ανθρώπου το χέρι πια δε φροντίζει την ομορφιά, μοναχά να γκρεμίζει όσα οι παλιοί ‘χαν θαυμαστά χτίσει κι όση ‘χε, ναι!, συμμετρία η φύση… Και σ’ αυτή την ανεμοζάλη μέσα, χάθηκε προς τους θεούς η μπέσα, η ατόφια αγάπη κι η λατρεία, το στρατί π’ οδηγεί στην ευτυχία… Είχα στον ήλιο ορκιστεί να μην πω ποτέ παραμύθι, μα θα παραβώ τον όρκο, ένα… θάμα να σας δείξω. Του Σπιθοβόλου θα σας ιστορήσω την καλοκαγαθία και της Αγνής, π’ όταν ο Θεός έριξ’ επί της γης το βλέμμα του, απ’ όλους ξεχωρίζει κι όσα του ζητήσανε, τους δωρίζει. Τρεις αγγέλους ουρανόθεν με δώρα στέλνει στους γέροντες ο Πλάστης τώρα, τους μουσαφίρηδες να υποκριθούν, την αγάπη των ανθρώπων να ιδούν, αν τη θεί’ αξίζουν εμπιστοσύνη κι όσα Εκείνος έχει παραγγείλει…


2

Πράξη Α’ (Σπιθόβολος, Αγνή, Εύελπης, Πολύολβος, Διόδοτος) Σπιθόβολος: Την τελευταία μέρα του Κλαδευτή, στο φως με φέρν’ η μάνα μου η καλή. Σπιθοβόλο με βαφτίζουν σ’ εκκλησιά· μου δίνουν ευκές, να έχω την υγειά, να μεριάζω τη γύρω κακοψυχιά, ν’ αγαπώ ανθρώπους και πως η δουλειά δεν είναι ντροπή να καλοθυμούμαι, ήσυχος, τα βράδια, για να κοιμούμαι! Οι χρόνοι που ‘μουν παιδί περάσανε, στ’ Ολύμπου, θαρρείς, το χιόνι μοιάσανε, π’ ώσπου, ψηλά, το παλιό να λιώσει, καινούριο ‘κει θα το ξαναπλακώσει! Με χιόνι και λιοπύρι, κάθε αυγή, ξυπνιέμαι, το μεροφάι, για να βγει, και το δρόμο παίρνω για το χτήμα, μ’ ευχαριστώ στο Θεό μου το βήμα, που τα χέρια και το νου μου ‘χει καλά και στο σπίτι φέρνει πλέρια τ’ αγαθά! Με την Αγνή, την πιστή μου γυναίκα, χρόνους ζούμε μαζύ εικοσιδέκα, αγαπημένοι σε λύπες και χαρές, τι κι αν παιδιά δεν είχαμε ποτές! Μεγάλος που ‘ναι, αλήθεια, θησαυρός, της αγάπης το αναμμένο το φως! Θόρυβο στη γωνιά γρικώ του κήπου, σημάδια ξένου σ’ εμέ φτάνουν χτύπου. Αγνή: Ο Κράτιστος γαβγίζει και δεν μπορώ ποιος είναι, Σπιθόβολε, ν’ αφουγκραστώ! Σπιθόβολος: Τρία παλικάρια με βιάση περνούνε τις πόρτες· ποιόνα, τάχα, να ζητούνε; Πρώτη, ναι, ξένοι μου, σας βλέπω φορά· τ’ άγνωστο φοβάται τ’ ανθρώπ’ η καρδιά! Η σκούφια σας, ευθύς, από πούθε κρατά ξεκαθαρίστε, με λόγια ‘λικρινά… Αγνή:


3

Πείτε μας πώς οι συγγενείς κι οι φίλοι σας καλούν· και τσαμπί γλυκό σταφύλι τα σωθικά σας πολύ θα ευφραίνει, τον πόνο του κορμιού θα ξαποσταίνει. Νερό θα σας δώκω, σεις να πλυθείτε· στον ίσκιο των δέντρων ξεκουραστείτε… Τα μάτια σας ανάπαψη λαχταρούν· άλλο τα ποδάρια πια δε σας βαστούν! Σπιθόβολος: Ποιος αγέρας, λοιπόν, σ’ αυτήν σας φέρνει τη γη την απ’ ανθρώπους ξεχασμένη; Ο Θεός, απ’ όλους, εκείνος μοναχά τη θυμάται και μ’ αγάπη τη βλογά· στων μηνών τις αλλαγές, με μια ματιά, προφυλάγει από κακό τη σοδειά. Φίλους, άραγε, να σας λογαριάσω, στο σπιτικό μας μέσα να σας μπάσω; Αν φοβάστε, καθόλου μη μιλάτε· κι αν μιλήστε, διόλου μη φοβάστε… Εύελπης: Άνθρωποι, επαίτες στο σπιτικό σας ήλθαμε, δε θέλουμε το κακό σας! Δε μας αρέσουνε τα παραμύθια· μεμιάς, θα μάθετ’ όλη την αλήθεια. Πολύολβος: Πραματευτάδες όντας, ολημερίς, ολογυρνάμε οι παντέρημοι στη γης· ρούχα πουλάμε σ’ αφέντες πλουμιστά, στις κυράδες χτένες, δώρα στα παιδιά! Σπιθόβολος: Μάνα δεν έχετε, μηδέ κύρη σεις; Πηνελόπης το γυρισμό σας πιστής χάδι δεν προσμένει; Μωρά να κλαίνε, και την αγκάλη σας έχετε να θένε; Διόδοτος: Ούτε γονείς για μας, ούτε φαμελιά· με τ’ άστρα τ’ ουρανού, που λες, αγκαλιά πέφτουμε, χωρίς πνοή, κάθε βραδιά, να βρούμε, πριν φωτίσει, στράτα πλατιά… Σπιθόβολος:


4

Πώς φτάσατε μέχρι ‘δω να μου πείτε· τι σας συνέβη να μ’ αφηγηθείτε! Πολλή, μα τον Πλαστουργό, αγωνία με λιώνει, να μάθω την ιστορία… Ωστόσο, καθόλου να μην ντραπείτε· θέτε να φάτε κάτι και να πιείτε; Εύελπης: Εύελπη κάθε φίλος με φωνάζει· δεξιά μου, ο Πολύολβος συχνάζει κι ο Διόδοτος απ’ τ’ αριστερά είν’ η αγαπημένη μου συντροφιά! Πολύολβος : Κάμπους οι τρεις φίλοι και βουνοκορφές, λιόφαντες μέρες και νύχτες βροχερές, διαβαίνουμε, την πραμάτεια πουλώντας και τα μεράκια σιγοτραγουδώντας… Διόδοτος : Θα σου πούμε κείνα, που να μάθεις θες· απ’ τους δρόμους λιωμένοι, το βράδυ, χθες σ’ αυτά ζυγώσαμε τα μέρη, όπου… κλεφτών βρίσκει μας μαύρο χέρι. Την ώρα του ύπνου, μας τα πήρ’ όλα, πάμφτωχοι γυρνάμε σε ξένη χώρα! Αγνή: Γιατί δεν γυρεύετε αστυνόμους; Εύελπης: Αυτοί ξέρουν μόνον από τους νόμους όσα δεν τους περικόπτουν τους μισθούς… Διόδοτος: Κι έτσι, τους βρήκαν τα πάθη μας ψυχρούς! Με πεινασμένα ζωντανά και γυμνοί, γυρνάμε ‘δώ κακομοίρηδες κι εκεί… Σπιθόβολος: Πώς και δεν πήγατε ως την εκκλησιά, το βαγγέλιο του Θεού εάν κρατά, θα ‘χε λίγ’ ο δεσπότης να δώσει ψωμί, καλοσύνη στη… συφορά σας αυτή; Πολύολβος: Πήγαμε, μα ‘χε σε γάμο να ψάλει· και δεν ευκαιρούσε για δουλειά άλλη,


5

ιδίως, γι’ αυτή που ούτ’ έναν παρά δε θα ‘βαζε στο δικό του κορβανά… Σπιθόβολος: Κακό που σας ήβρε μέγα, παιδιά μου· μαύρισ’ απ’ τον πόνο σας η καρδιά μου! Αγνή: Άλλος σκάφτει και κλαδεύει τ’ αμπέλι κι άλλος να πίνει και να μεθά θέλει· όμοια, τους πόνους σας δε λυπήθηκαν και σαν γεράκια λαίμαργα ρίχτηκαν… Εύελπης: Το βιος όλο χάθηκε σε μια νυχτιά, οι καμήλες μας μείνανε μοναχά· οι κλέφτες με τους παράδες μακριά, ζητιάνοι για μια, γίναμ’ εμείς, μπουκιά φαΐ μαγειρευτό, για λίγο γάλα, βάσανα κερδίσαμε, να, μεγάλα! Σπιθόβολος: Αν ήμουνα νιος, θε να ‘δινα πικρά να μάθουν όσοι χέρια ‘χουν αρπαχτικά και, με προστυχιά, βουτάνε του φτωχού, το γιομάτο ίδρο μόχτο του λαού… Πολύολβος : Σπλαχνίσου μας, ψυχοπονιάρη παππού· δε μοιάζεις εσύ πονηρή αλεπού… Ο χρόνος, π’ άσπρα φέρνει σ’ όλους μαλλιά, σοφία δίνει στα δικά σου μυαλά; Αγνή: Θάρρος, γιε μου· κάμε και το σταυρό σου κι αύριο θ’ αλλάξει το ριζικό σου… Διόδοτος: Μα, γιαγιάκα, πιάνοντας το γόνυ σου, ικέτης, σαν να ‘μουνα εγγόνι σου, σύντρεξέ μου, σε θερμοπαρακαλώ· και θα το βρεις απ’ τον επόπτη θεό! Σπιθόβολος: Καλώς ορίσατε, παιδιά μου, καλώς, στο φτωχοκάλυβό μας κι ο θεός, όλους να μας φιλέψει, κάτι θα βρει! Μη στέκεστε, λοιπόν, έξω στην αυλή,


6

περάστε μέσα· μηνώ στη γυναίκα, όπου εννιά χωρούν, εκεί και δέκα, το τραπέζι για όλους μας να στρώσει, κρασί να βγάλει, ψωμί να σας δώσει, σφαχτάρι αρνί να μας προσφέρει και μελόπιτες απ’ το δικό της το χέρι… Αγνή, και τα καλά στρώματα βγάλε, φρεσκοπλυμένα σεντόνια βάλε· με το λύχνο, οδήγα τους να δούνε απόψ’ οι ξένοι πού θα κοιμηθούνε! Σ’ αυτούς πολύ δώσε νερό να πιούνε και στις καμήλες τους να δροσιστούνε… Αγνή: Τις πόρτες μου διανοίγω, με χαρά να καλοδεχτώ τούτα, ναι, τα παιδιά! Βοριά θερίζεις, αν αγέρα σπέρνεις και στο καλό, πάντα σου, καλό παίρνεις… Οι μουσαφίρηδες ό,τι λαχταρούν, άλλο μη λυπούνται πια, εδώ θα βρουν. Στα πόδια μ’ η αγάπη βάζει φτερά, είν’ ανέλπιστη, π’ ήλθατε, η χαρά · τρέχω να ετοιμάσω τα φαγητά, κλινοσκεπάσματα βγάζω πλουμιστά… Σπιθόβολος: Κι εγώ στο κατώι κινώ να πάω, καθαρά να βρω ρούχα να βαστάω· τα κουρέλια τους να πετάξουνε πια, φορέματα να ντυθούνε σκολιανά… Αν είναι και λίγα, μας συμπαθάτε· μέχρι να γυρίσω, σιμά κοπιάστε… Αγνή: Και για τις κρύες νύχτες, στον αργαλειό γιλέκο θε να τους φτιάξω υφαντό! Μη το φοβάστε καθόλου το σκυλί, έχει αθώα του λόγου του ψυχή και μιμείται στα χούγια και τους τρόπους τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους: Τους κακούς από αλάργα γαβγίζει και γιομάτος οργή τους ξωπορτίζει· στους καλούς, παιχνιδίσματα και χαρές


7

χαρίζει και συντροφιά, ώρες πολλές…


8

Πράξη Β’

(Διόδοτος, Πολύολβος, Εύελπης)

Διόδοτος: Εύελπη, φίλε μου καλέ, σκεφτικό σε βλέπω και πολύ ανησυχώ! Έθιμο πρωτόγονο των θνητών, λαίμαργα τρώγοντας, να ‘χουνε κακόν ύπνο, πονώντας να στριφογυρνάνε στα παπλώματα, να κακοπερνάνε… Μα εσύ, του θεού απεσταλμένος, δεν το νομίζω να ‘σαι προσβλημένος από τούτο το δεινό και να πονάς, στην κλίνη στραβοκέφαλος να ξαγρυπνάς; Στα προσκεφάλια, βαριόμοιρε, αυτά ο νους σου τι ‘χει στη μαύρη τη νυχτιά και καθόλου δε λέει να ‘ρηνέψει; Μολόγα, μεσονυχτίς, όσα ‘χουν κλέψει το γλυκό χαμόγελο απ’ τα χείλη και δεν μπορούν να σε θωρούν οι φίλοι… Τι τάχα την όψη σου συννεφιάζει; Τι τάχα την καρδιά σου συνταράζει; Τους γέρους, φίλε μου, μήπως φοβάσαι και δεν γαλήνεψες, μήτε κοιμάσαι; Πολύολβος: Τρία χρόνια σε ξέρω, Εύελπη, καλά· κάτι σου κατατρώγει τα σωθικά! Σε δρόμο η αποστολή μας καλό δεν είναι, σφαλισμένο το μυστικό; Ο Διόδοτος μίλησε, θαρρώ, σωστά… Τι σε βασανίζει; Μίλα τωραδά! Πες μας το, φίλε· φέρ’ το εδώ, στο φως, γι’ αυτό δεν είναι ο φίλος ο σωστός; Το φίλο στις φουρτούνες να συντρέχει και στις χαρές πάλι κοντά να τρέχει… Εύελπης: Να…, το… μυστικό μας… έφτασ’ η ώρα ν’ αποκαλυφθεί… σ’ αυτούς και… τώρα! Πολύ φοβάμαι πώς θ’ αντιδράσουνε: Από την…. ταραχή τους, θα… χάσουνε τα λογικά τους, μας διώξουν με… βρισιές


9

απ’ το σπιτικό τους μακριά και ποτές δε θα θελήσουνε για…. θεούς ξανά ν’ ακούσουνε και… σαν έρμα ξωτικά μας καταραστούνε ν’ αφανιστούμε, στο δρόμο τους να μην… ξαναβρεθούμε; Την αγάπη και την τωρινή στοργή τρέμω… μήπως σε… φρένιασμα και… οργή γυρίσουμε στων γερόντων τα … μυαλά, χωρίς να κάνουμε την …παραγγελιά του Θεού, που κατεβήκαμε στη… γη και στην παράγκα… ζυγώσαμε… αυτή! Πολύολβος: Δίκιο έχεις, πρέπει να ‘μαστε πολύ προσεχτικοί, τώρα που στο φως θα βγει ό,τι σκαρώνουμε, μη σκληρύνουμε το πνεύμα και το απομακρύνουμε της γυναίκας, μα και του Σπιθοβόλου στις πονηρές στράτες του… Διαβόλου! Καλέ φίλε, μην έχεις εσύ σκεφτεί κάτι για τη δύσκολη στιγμή αυτή, θάρρη να μας δώσει, μάλλον και λύση, και πώς θα μπορέσουμε να μας δείξει την αλήθεια, χαρτί και καλαμάρι, να πούμε, χωρίς φόβο, στο ζευγάρι; Εύελπης: Δώστε προσοχή στα λόγια μου αυτά· ίσως φέρουν για την ψυχή γιατρειά! Όπως έθιμο παλιό επιβάλλει, κλήρος όποιον μιλήσει θε να βγάλει. Με ψυχή, λοιπόν, δυνατή θα τους πει το μυστικό μας, μόλις ο ήλιος βγει· λεφτά σαν χάσεις, μικρή ‘ν’ η ζημιά σου, τρανή, όμως, σαν χαθεί τ’ όνομά σου, αλλά χαμένο θάρρος, όλα χαμένα, συφορά στον κακομοίρη εσένα! Λόγο έχοντας του Θεού γι’ ασπίδα, ποτέ κακό στη ζήση μου δεν είδα! Αρμενίζω πέλαγα φουσκωμένα· βουνά σκαρφαλώνω λευκοντυμένα· Χριστό κι Αλλάχ αγαπώντας και Δία,


10

γαλήνη, φίλοι, βρήκα, ευτυχία… Φανάρι σε νύχτες μαύρες σκοτεινές, οδηγός για μέρες χαράς και πικρές πάντα, ξάγρυπνος, στέκεται σιμά μου, πατέρας και πυξίδα, την καρδιά μου πάντοτε, χωρίς κόπο, μου φροντίζει, σωφροσύνη και υγεία χαρίζει… Διόδοτος: Ναι, στη δύναμή του πολύ πιστεύω, γι’ αυτό, και όσο ζω, θα τον λατρεύω! Αυτός πρόσταξε κι ο κόσμος εστήθη· και λεβεντιά εμφυσά στα στήθη, την καρδιά του λαού να κλονιστεί δεν αφήνει, μα μ’ αγάπη πατρική φυλάγει, νουθετεί, σφιχταγκαλιάζει, όμοια μ’ όταν άνεμος αναταράζει του δάσους τα δέντρα και κάποιο χέρι σπλαχνικό το τέλος τους δεν θα φέρει… Πολύολβος: Στων άμυαλων πολέμων το φαντάρο θωρακώνει και σώζει μπρος στο Χάρο. Τ’ άτι ποτέ δεν θυμώνει τ’ αμαξά· του χτίστη τα λιθάρια δεν χαλνά. Γλυκό κρασάκι δίνει στον τρυγητή· γη στον αγρότη χαρίζει καρπερή. Στον τσοπάνο κοπάδι φέρνει πιστό. Άκουσμα στις δοξαριές μελωδικό του βιολιτζή, μα και στον ηθοποιό το ταλέντο, κάθε του ρόλο, μικρό ή μεγάλο, με χάρη ν’ αποδίδει· στο δάσκαλο σοφία ν’ αναδίδει καθείς του λόγος μυαλωμένος και καλός. Των πάντων πάνσοφος αυτός πλαστουργός! Χωρίς πειρατές, μα με πρίμο καιρό, οι ναυτικοί μας πια στον ωκεανό! Διόδοτος: Παντού, γνώση δίνει και υπομονή ο Θεός και δεν αφήνει να χαθεί κανένας, μήτε σαν πουλί να γυρνά απ’ τη δική του διωγμένο τη φωλιά!


11

Εύελπης: Τα χρόνια τ’ αρχαία πια περάσανε, οι άνθρωποι όσα ‘πε ξεχάσανε. Τη φύση με κάθε τρόπο βρομίζουν, σκουπίδια παντού εκείνοι γιομίζουν· για τους παράδες μονάχα νοιάζονται, στους καθρέφτες τους, πια, δεν κοιτάζονται, να ιδούν πώς ο φθόνος τούς καταντά, πώς έπαψ’ ο εις τον άλλο ν’ αγαπά: Αδελφός δεν δίνει σ’ αδελφό χέρι· πισώπλατα, του καρφώνει μαχαίρι! Σαν θεριά και λύκοι, ναι!, πεινασμένοι, και στα μύρια πάθη τους βουτηγμένοι, ψυχή και το Θεό παραμελούνε, χρυσόθρονα, τώρα, μόνον ποθούνε! Το άδικο για δίκιο λογαριάζουν, με μπαμπεσιές τη γνώση ξεθρονιάζουν· λάβαρο δεν είν’ η φιλοτιμία, τώρα πια, μα η κλεψιά κι η κακία… Αλί σ’ αυτόν που προσφάγι και ψωμί δεν έχει και πέφτει σκοτάδι βαρύ επάνω του και κρύο τον πλακώνει και, μ’ απονιά, την καρδιά του ματώνει! Διόδοτος Άλλα τα δικά τους χείλη κρένουνε, μ’ άλλα, βαθιά, στην καρδιά τους έχουνε! Απ’ το στόμα, το ψέμα ξεχειλίζει κείνο και τις πεθυμιές τους ορίζει… Οι παλιές φιλίες χαθήκανε πια· «Κι άλλα θέλω, ‘ρέγομαι πιο πολλά», λένε παντού και γράφουν οι ανθρώποι· όπου κι αν πας, ασχήμυναν οι τόποι, τα χαμολούλουδα, μα και τα κρίνα χάθηκαν, σβήσαν’ όλα τ’ άνθη κείνα! Πολύολβος: Με του Προμηθέα την άγια φωτιά, αντί να ζεσταίνουνε τα σπιτικά, καίνε τα δάση και την πλάση παντού καταστρέφουν, φιλάργυροι, δίχως νου … Τα θάματα και τα λόγια του Χριστού


12

αρνιούνται και ψάχνουνε θεούς αλλού, κλέβοντας του Δία τον κεραυνό, του Βούδα κάθε λόγο ξεχνούν σοφό, του Μωϋσή τις γραφές παραβαίνουν, στο μίσος και στην κλεψιά παραβγαίνουν! Εύελπης: Βλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τη γη από τα ψηλά, φουρτούνιασ’ η ψυχή και να μη δώσει στους ανθρώπους άλλη αγάπη στοχάστηκε, μα στη ζάλη τους να τους αφήκει μέσα να χαθούν, όπως έστρωσαν όμοια να κοιμηθούν! Μα όταν ατένισε στερνή φορά την πλάση, πέφτει άξαφνα η ματιά στην Αγνή μεμιάς και στον Σπιθοβόλο, άστραψε, φώτισε το βλέμμα τ’ όλο! Χρόνοι, σαν τα πουλιά, πετούν εικοσιδέκα, π’ ο άνθρωπος με την πιστή γυναίκα δάκρυ ‘χουν στα μάτια, τον δοξολογούν, για τα γεννήματα της γης ευχαριστούν και στήριγμα για τα γερατειά ζητούν, ένα παιδί να τους χαρίσει ποθούν… Έτσι, στου Θεού τα μεγάλα μάτια κλάμα κυλά και στα χρυσά παλάτια στέλνει και τους τρεις μας, με βιάση, καλεί! Και δίνει παραγγελιά σ’ όλους σαφή: Τ’ άστρα να τους δώσουμε τ’ ουρανού στης γης τα βλαστήματα, καθάριο νου αφού έχουνε, και τη χαρά γονιών μέσα τους να φέρουμε μ’ ένα γιο αντάμα, να γεμίσουν μ’ αλαλαγμό, αναγάλλιασμα μέγα και φωτεινό τα στερνά τους, της άνοιξης λουλούδια, πρωτόφαντης, ναι!, αγάπης τραγούδια… Ξέβγιασε, καλοί μου φίλοι, πια· εμπρός! Ζύγωσε, να, ο πρεπούμενος καιρός! Άγγελοι, δεν έχουμε τη ρομφαία χρεία, με λόγια σταράτα κι ωραία, πάμε στο Σπιθοβόλο και στην Αγνή, το μυστικό μας να τους φανερωθεί…


13

Νοικοκυραίοι για μας ήταν καλοί· σε λίγο, σ’ όλους μας, όμως, θα φανεί εάν αξίζουν και συμπόνια του Θεού, να χαρούν απ’ το κλάμα ενός παιδιού… Ας ρίξουμε, φίλοι, ευθύς, το λαχνό, ποιος θα τους ξεπροβάλει το μυστικό· παραΰστερα, κι οι τρεις μας μαζύ ας κινήσουμε· κι ό,τι θέλει, ας βγει!


14

Γ’ Πράξη (Αγνή, Σπιθόβολος, Εύελπης, Διόδοτος, Πολύολβος) Αγνή: Αλλόκοτη, Σπιθόβολε, μου χαλνά την ανάπαψη ονειροφανταξιά! Σπιθόβολος: Καλύτερα κοιμήσ’ αδικημένος, παρ’ από τύψεις αισχρές γιομισμένος! Πες μου, καλή μου, ό,τι σε τυραννά, ό,τι σου πλακώνει λέγε την καρδιά… Αγνή: Αγάπη μου, χρόνια πολλά, συνήθεια, όποια μου φλογίζει φωτιά τα στήθια σε σένα, που μ’ αγαπάς, να μολογώ· στήριγμά μου ανίκητ’ απ’ τον καιρό, ακοίμητος βιγλάτορας είσαι συ της αγάπης μας, μ’ ένα γλυκό φιλί, με χάδι πάντα κι αγκάλη ανοιχτή να ‘χεις μυριάκριβή σου ανταμοιβή… Σπιθόβολος: Τι κι αν στον Άδη κατεβώ, κι αν κλείσουν τα μάτια μου, ποτέ να λησμονήσουν το κορμί και τα χάδια σου δεν μπορούν, μήτε για μιαν άλλη να σ’ απαρνηθούν… Αγνή: Ήμουν στης γης τα βάθη τα σκοτεινά, σε ακούρσευτη απ’ ανθρώπους σπηλιά. Λιοντάρι, που βρυχάται, θηλυκό και κοιμάται, σιμά του, ένα μωρό· και καθώς μέσα μου πως θα σπαράξει το παιδί έλεγα, αφού τ’ αρπάξει, ξάφνου, το θεριό μέσα στην αγκάλη στοργικά το βρέφος θε να βάλει. Μελωδικά, τότε, σ’ όλη την πλάση, νανουρίσματα αντηχούν, στα δάση, στις θάλασσες, στους καθάριους ουρανούς, λόγια γλυκά, που δεν χωρ’ ανθρώπου νους! Δεν ξέρω τι τάχα πάνε να πούνε τα όνειρα και πώς θα ‘ρμηνευτούνε· αν του λόγου σου, Σπιθόβολε, μπορείς,


15

σε παρακαλώ, πες μου, μην αρνηθείς… Σπιθόβολος: Τους ξένους, που σιμώνουν, θα ρωτήσω, τι δεν μπορώ εγώ να σ’ απαντήσω! Μουσαφιραίοι μου, ώρα σας καλή· μήπως, τώρα, κάποιος σας, τάχα, μπορεί ό,τι τούτη παιδεύει τη γυναίκα να λύσει κι από μένα για δέκα μέρες τροφές θα ‘χει σαν αντιπλερωμή και χάρη θα του χρωστώ παντοτινή; Εύελπης: Μου λύνεις, γέροντα, θαρρώ, τα χέρια, διώχνοντας όσα ο κλήρος μαχαίρια γύρω μου έλαχε, τι εγώ να πω πρέπει, να φανερώσω το κρυφό. Ευχάριστο λόγο για ευχαριστώ στη φιλοξενία θέλω να σας πω… Τ’ όνειρο, κερά, δεν είναι τυχαίο· σπουδαίο εμείς σου φέραμε νέο: Σταλμένους μας έχει τους τρεις μπιστικούς ο Θεός με νέα που δεν βάζ’ ο νους! Γερή πρέπει να ‘χεις την καρδιά σου, η ώρα να λυθούν τα όνειρά σου ζύγωσε και θάρρος να ‘χεις αρκετό, να μάθεις και ν’ ακούσεις το μυστικό! Τις δικές σου εισάκουσε προσευχές ο Ύψιστος κι ό,τι από χρόνια θες εσύ κι ο Σπιθόβολος, ένα… παιδί, θα σας… δωρίσει, τούτη δα τη στιγμή… Αγνή: Ψέματα… λες! Εσύ, μας κοροϊδεύεις! Σπιθόβολος: Με τον πόνο μας… παίζεις, μας… παιδεύεις! Διόδοτος: Πιστέψτε τον! Σας λέει την αλήθεια! Αγνή: Κι άλλοι τσαρλατάνοι ‘καψαν τα… στήθια με ψέματα, κάποτε, τα δικά μας κι οι μωροί ‘παιξαν με τα…. όνειρά μας… Πολύολβος:


16

Της ζωής…. όλες κακόψυχοι τις χαρές να γευτείτε… δε σας άφησαν… ποτές! Τώρα, τα βάσανά σας…. τελειώσανε, τα όνειρά σας τα πραγματώσανε του Θεού οι παντοδύναμες…. βουλές, π’ αφουγκράστηκε…. πολύχρονες ευχές… Σπιθόβολος: Ο χορτάτος δεν πιστεύει το κακό, που πίκρα γεμίζει τον νηστικό! Όμοια και συ, που τι τραβώ δεν ξέρεις, πώς κρένεις ότι χαρά θα μου φέρεις; Θέλω να δω και να πιάσω πεθυμώ, για να ‘ναι το θάμα τούτ’ αληθινό! Εύελπης: Παιδιού θ’ ακούγεται… γέλιο και κλάμα στο σπιτικό σας, αληθινό… θάμα! Ο Θεός… την αγάπη ξεπληρώνει, μ’ αγάπη διπλή την… ολοκληρώνει… Αγνή: Τα ευχάριστα λόγια ‘ναι μέλι, γλύκα στην ψυχή και γιατρειά στα μέλη· μα η αλήθεια μοιάζει σαν θησαυρός, ενώ σαν φωτιάς, στον αέρα, καπνός, τα λόγια του ψεύτη παντού σκορπάνε, φεύγουν, χάνονται, μακριά πετάνε… Γι’ αυτό, αλήθεια, ξένοι, σας ξορκίζω, πείτε μου κι όσα θέτε, σας χαρίζω… Σπιθόβολος: Σας είπα, θέλω ‘ποδείξεις τρανταχτές· τι δεν ήβρα, μήτ’ άκουσά μου ποτές ο άμοιρος για θεούς γαλαντόμους, που δίνουνε τα καλούδια στους ανθρώπους, αφότ’ απ’ τον μπαξέ τους ξορίσανε, τι στον Κακό τον Όφη γρικήσανε και στις θεϊκές παρακούν εντολές, σφοδρά πεθυμώντας όλες τις τρυφές, ψέμα και πλούτο να ‘χουν για θεό, θέλοντας ο ένας τ’ άλλου το κακό… Διόδοτος: Καλύτερα φτωχός και ειλικρινής,


17

παρά ζάπλουτος, ψεματάρης, θρασύς! Εύελπης: Σπιθόβολε, άκου και μη θυμώνεις· τιμάτ’ όχι ο πορθητής της πόλης, μα όποιος ψυχή και νου του κυβερνά και ο θυμός στις λάσπες δεν τον κυλά… Όποιος έχει μέσα του υπομονή, λογικός, αλλά κι αυτός, που συγκρατεί τα λόγια του, περίσσια ‘ναι γνωστικός· και το τιμόνι της ζωής του ορθός, σε φουρτούνες και γαλήνη, κυβερνά, έχοντας ακριβό χρυσό στην καρδιά! Σπιθόβολος: Ήμουνα θυμωμένος αρχικά· θαρρούσα μας πλανεύατε, όχι πια… Οι λόγοι σας το δικό μας νικάνε το δισταγμό και τα μαύρα μας πάνε τα ρούχα· τα πετάμε πια στη φωτιά, δεν έχω πεθυμιά να τα δω ξανά! Ζωή μου, φορέματα, τα γιορτινά, βγάλε στου ήλιου το φως, τα πορφυρά βάλε και συ φουστάνια, Αγνή μου! Αγαλλίασ’ απ’ τα πάθ’ η ψυχή μου, μέσα στης Υπαπαντής τη χειμωνιά, ξεπρόβαλλ’ απρόσμενη καλοκαιριά! Όπως του Οδυσσέα την καρδιά, που χτυπούσε ασίγαστα και δυνατά όταν ξαναπάτησε στην Ιθάκη την πατρώα και σιμά ‘κει, στο τζάκι, τους μνηστήρες πανούργος ξεκάνοντας, με θαλασσόδαρτα χέρια πιάνοντας και λατρεία την Πηνελόπη ξανά σφιχταγκάλιασε και λόγια τρυφερά της ψιθύρισε, απάνω στο σοφά, όμοια, τα δικά μου, ναι!, τα σωθικά έχουνε τώρα μεγάλες φτερούγες βγάλει με τις τρανές χαρές ετούτες… Αγνή: Βλογημένο μου να ‘ναι, βλογημένο το πιάσιμο του παιδιού, τι σταλμένο


18

απ’ το Θεό θα ‘ναι κι η γκαστριά μου, που κλώνο ανθίζει στα σωθικά μου… Δικό μας παιδί θε να παιχνιδίζει στην αυλή! Γελώντας θα σωγεμίζει τη φύση με λουλούδια μυρωδικά, τον ουρανό μας μ’ αστέρια φωτεινά! Τόσων χρόνων κλάματα και προσμονή με του θεού αμείβονται τη βουλή… Δικό μας… παιδί; Ένα για μας… παιδί…; Δικό μας… παιδί, που σένα θα καλεί… πατέρα καλό και λατρευτή… μάνα μένα και θα τρέχει με όλα τ’ άλλα στους δρόμους; Μαζύ τους, δίχως ζαβολιά, θα παίζει και στον κήπο σαν τον σκαφτιά τους γονείς του θα βοηθά; Σχολεία σαν πηγαίνει, αριθμούς, ιστορία θα μελετά και στην τάξη του πρωτιά θα ‘χει σε κάθε γνώση και λεβεντιά; Πολύολβος: Δε θα σκύβει σαν σκλάβος κεφάλι σ’ όλα όσα τον προστάζουν οι άλλοι· τα πολεμοχαρή αφεντικά του δε θα του μαυρίζουνε την καρδιά του! Όλοι όσοι μανιασμένοι την Αρχή ποθούνε να πάρουνε και το φλουρί την οργή του θ’ απαντάνε στους δρόμους, π’ αυτός περήφανος, πάνω στους ώμους έχοντας της αγάπης το δισάκι, θα διαβαίνει της ζωής το ρυάκι… Αγνή: Με γλυκόλογα θα τον νανουρίζω, μαζύ του θα γελώ, θα παιχνιδίζω. Το χρυσό μου γιο σε κούνια αργυρή θα ζηλέψουν σε Δύση κι Ανατολή, τι ‘πό πουρνό – πουρνό μέχρι το βράδυ θα χαίρεται με το δικό μου χάδι… Για να φυλάγεσαι από του κακού το μάτι, θα παραγγείλω τ’ αετού με μακρογίσκιωτες φτερούγες να ‘ρθει· στο αηδόνι, που ‘χει γλυκιά φωνή,


19

να σου λευτερώνει, γιε μου, την ψυχή, να χαμηλώνει κάθε βουνοκορφή θα πω και θάλασσες να γαληνεύει κι ό,τ’ αγαπάς κι αυτό να σε λατρεύει· στον ύπνο θα μηνύσω, σε περβόλια να σε πηγαίνει, με καρπούς και ρόδα... Σπιθόβολος: Ρούχα ποτέ δε θα σου λείψουν, γιε μου, μήτε τα σανδάλια, μονάκριβέ μου· μα των γονέων πάντα να θυμάσαι την ορμήνια, ήσυχος για να κοιμάσαι: Αν, κάπου, της Αγάπης σταυρωτήδες οι άνθρωποι γίνουνε, πως δεν είδες, καλέ μου, μην καμωθείς, μα το σταυρό τρέξε, σήκωσε, ακόμη κι αν τρελό σε πουν· και με μαντίλι να σκουπίσεις το μέτωπο, αίμα μην της αφήσεις!!! Μην φοβηθείς αν, γιε μου, σαν τ’ αρχαία χρόνια, ποθούν όπως τον Προμηθέα σ’ απόμακρη να σ’ αλυσοδέσουν γη κι ασύδοτοι να γλεντοκοπούν αυτοί… Μην τρομάξεις, αν μόνος σου ξεμείνεις, τις στράτες παίρνοντας της καλοσύνης… Προστάτης και φίλος σου αληθινός θα ‘ναι για σένα ο πάγκαλος Θεός… Γιε μου, δίκοπο ανθρώπων μαχαίρι δε θα σε λαβώνει, μήτε το χέρι των άπληστων ή ασύνετου πολέμου μίση θα σε σπαθίζουν, ακριβέ μου!!! Διόδοτος: Το χέρι θ’ ανοίγει σ’ όλους μ’ αλήθεια, των δειλών εμψυχώνοντας τα στήθια. Το ευθές θα ζητά κι όχι το στρεβλό, το εύμορφο θ’ αγαπά και το σωστό· όσα λέει και κάνει ευλογητά… Καμάρι για τα δικά του γονικά, να κρένει με θάρρος, πάντα, τα σωστά κι η ψυχούλα του, ποτέ, να μη λυγά… Εύελπης + Διόδοτος + Πολύολβος (μαζύ): Η αποστολή μας στη γη τελειώνει,


20

ο καιρός να φύγουμε πια ζυγώνει. Ευτυχής θα ‘ν’ ο Θεός από ψηλά, που τελέψαμε κάθε παραγγελιά· κι αμέσως, αφού χαθούμ’ από εδώ, ο Σπιθόβολος κι η Αγνή ‘χουν σωρό ετοιμασίες να ξεκινήσουνε, τι σε λίγο, παιδί θ’ αποχτήσουνε… Σπιθόβολος + Αγνή (μαζύ): Του δέντρου δεν είν’ όλα τα κλωνάρια ίδια, κάποια τα ‘χουν για καρβουνάρια κι άλλα για ‘κονίσματα στην Παναγιά· όμοια κι όλα των ανθρώπων τα παιδιά, άλλα ‘χουν μαύρα, στριμμένα τα μυαλά κι άλλα πανώρια, άκακη αγκαλιά… Μακάρι τη δύναμη να μας δώσουν θεός και αγγέλοι και ν’ αξιώσουν παιδί καλόκαρδο ν’ αναστήσουμε, καμάρι στον κόσμο να… χαρίσουμε! Θεέ, νιώθουμ’ ευτυχία μεγάλη, σαν αυτή δεν ξέρουμε ποτέ άλλη, ν’ αφουγκραστείς τη δική μας προσευχή στις μέρες τις τελευταίες στη ζωή, ελιάς συ κλωνάρι να μας χαρίσεις, θεμέλια του σπιτικού μας να χτίσεις, στης ζωής μας την κάψα δίδεις κρήνη, τ’ άρμενό μας να πλέει με γαλήνη!!! Από τα τρίσβαθα σ’ ευχαριστούμε της καρδιάς, πάντα θα δοξολογούμε τη χάρη σου και με ζήλο περισσό, κάθε μεγάλο έργο σου και μικρό…!!!


21

Επίλογος (Αφηγητής ) Αφηγητής: Αλλού, από ώρα πυκνοσκοτίζει, στο σπιτικό αυτό, λαμπροφωτίζει! Η Αγνή κι ο Σπιθόβολος χαρά τρισμέγιστη για τη θεία δωρεά έχουνε, πλέον, μέσα στα σωθικά, βλογημένη, θεόπεμπτη πυρκαγιά· έφτασ’ η ώρα, που δικό τους παιδί θα ‘χουν, πνοή να δωρίζει στη ζωή! Τα μαργαριτάρια και το χρυσάφι πάνε, καθώς λένε, αλήθεια, στράφι, αν τ’ ανθρώπου τα χείλη και τα μέλη τη γνώση και την αγάπη να θέλει, τη φρονιμάδα, μα και την ειρήνη σύμβουλος και σύντροφός τους να γίνει δεν διαλέγουν, μα συνεχώς κυνηγούν ‘φήμερα κέρδη κι αδιάκοπα πολεμούν ποιος το μάτι τ’ άλλου έξω θα βγάλει και τα ποδάρια του σε θρονί βάλει… Γερόντων τη συμβουλή αφουγκράσου, τυραννισμένου τη γνώση στοχάσου: Ποτέ σου, πιότερ’ απ’ το γείτονά σου να μην ζητά αχόρταγ’ η καρδιά σου, αλλά πάντοτε να λες «ευχαριστώ» στο θεό, γιατί κι αν σου τύχει μικρό δώρο, αυτό ‘χει αξία μεγάλη, τι απ’ τη δική του βγήκε αγκάλη! Σαν θεό αγαπάς και τους ανθρώπους, ομορφιά θα βρεις σ’ όλους, ναι!, τους τόπους· κι αν θνητός τα όνειρά σου να κόψει προσπαθεί, μη σκυθρωπιάζεις την όψη, ο Παντοκράτωρ, ψηλά ‘κει, μεριμνά, δώρα έχει για σένα… μοναδικά!


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.