Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr
Κριτική στην ταξική ανάλυση – Πώς προκύπτει η συζήτηση για την κατανάλωση ως στοιχείου ταξικής ανάλυσης; Μέρος Α΄
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr
Μπορούμε να θυμηθούμε την ανάλυση των Μαρξ και Βέμπερ για τον καπιταλισμό. Και να το συνδέσουμε με το ερώτημα της κριτικής στην ταξική ανάλυση. Η ερμηνεία του καπιταλισμού και κατ’ επέκταση των σύγχρονων κοινωνιών αποτελεί ένα διαχρονικό ερώτημα. Πώς διαμορφώνεται, ποιος είναι ο παράγοντας που συνέβαλλε στην καπιταλιστική ανάπτυξη, κ.ο.κ. αποτελούν πραγματεύσεις με πλήθος προσεγγίσεων. Αδιαμφισβήτητα, η ανάλυση των μηχανισμών του καπιταλισμού συνδέεται με τη μαρξική ανάλυση. Η νεωτερικότητα συνοδεύτηκε με την πρόοδο, τη δικαιοσύνη και την ισότητα. Ωστόσο, παρά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, οι ανισότητες και οι αδικίες παραμένουν. Η κοινωνιολογική σκέψη δεν μπορεί παρά να εστιάζει στη μελέτη των ανισοτήτων και στην προσπάθεια κριτικής ερμηνείας. Όμως κάθε κοινωνιολογική σχολή προσεγγίζει με διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία το πάντα επίκαιρο κοινωνικό φαινόμενο της ανισότητας. Ένα από τα πλέον σημαντικά εργαλεία είναι αυτό της τάξης, όπως αυτή ορίστηκε από τον ιστορικό υλισμό του Μαρξ, ενώ η θεσιακή ανάλυση της κοινωνικής στρωμάτωσης από τον Βέμπερ, επέφερε μια επιστημολογική τομή. Η μονομερής ταξική ανάλυση του Μαρξ και η τελολογική αισιόδοξη κατάληξη, αποτέλεσαν τα κρίσιμα στοιχεία για κριτική. Μία από τις σημαντικότερες, ήταν αυτή του Βέμπερ που ενώ αναγνωρίζει τον ανορθολογισμό του καπιταλισμού, ωστόσο στρέφεται σε άλλα επιστημολογικά εργαλεία για να αναλύσει την κοινωνική ιεραρχία και τις ανισότητες. Ο Μαρξ θέτει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τον φετιχιστικό και αλλοτριωτικό του χαρακτήρα ως την πραγματική βάση για την κοινωνική ερμηνείας, ενώ ο Βέμπερ, εξετάζει πλήθος παραγόντων που επενεργούν στην καπιταλιστική ανάπτυξη και που διαφοροποιούν τον δυτικό καπιταλισμό. Επιχειρήθηκε, επομένως, να ιδωθεί η ανισότητα υπό το πρίσμα της τάξης, με απαρχή το μαρξικό σχήμα, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην επιστημολογική τομή του Βέμπερ που όρισε την έννοια της θέσης. Όμως, ακόμα και ο Βέμπερ αλλά και οι επίγονοι της σκέψης και των δύο, παρά τις επιμέρους αναθεωρήσεις, διατήρησαν τη σύνδεση τάξης και θέσης. Ακολουθώντας κανείς τη διαδρομή του κοινωνιολογικού στοχασμού, διαπιστώνει τη σταδιακή απομάκρυνση από την ταξική ανάλυση, και την υιοθέτηση περισσότερο θεσιακών αναλύσεων. Σειρά παραγόντων επέδρασσαν σε αυτή τη στροφή, πολλοί εκ των οποίων αφορούν στις μεταβολές της οικονομίας και της κοινωνίας. Ιδίως η μεταπολεμική ανάπτυξη συνδέεται με τη μετάβαση από τη βιομηχανική κοινωνία, στις μεταβιομηχανικές, καταναλωτικές, παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr Ο κόσμος της εργασίας βελτιώνει τους όρους εργασίας, το βιοτικό επίπεδο, ενώ εκπροσωπείται πολιτικά από σοσιαλιστικά κόμματα. Αυτή η διάσταση εξάλλου, οδήγησε το νεομαρξιστική Έρικ Όλιν Ράιτ να ενσωματώσει στοιχεία τάξης και θέσης στην ανάλυσή του, μέσα από μια σύνθεση μαρξικής και βεμπεριανής ανάλυσης, καταλήγοντας σε μια πρόταση στρωμάτωσης δώδεκα τάξεων, αναγνωρίζοντας αντιφατικές ταξικές θέσεις που δεν μπορούν να θεωρηθούν ούτε αστική ούτε εργατική τάξη. Ταυτόχρονα, νέα πολιτικά και κινηματικά υποκείμενα έκαναν την εμφάνισή τους, όπως το φεμινιστικό, το φοιτητικό, κ.λπ που έθεταν ζητήματα ανισότητας που δεν μπορούσαν να ερμηνευτούν μονομερώς από την τάξη. Η επίδραση αυτής της κριτικής στην κοινωνιολογική σκέψη και έρευνα, οδήγησε σε μια στροφή από τη μελέτη της τάξης και της θέσης, περισσότερο σε μια πολιτισμική ερμηνεία δίνοντας εστίαση στην εμπειρία, στην ταυτότητα. Αργότερα τη δεκαετία του 1990 με την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού και την υποχώρηση των εργατικών διεκδικήσεων, υπήρξαν απόψεις όπως του Πακούλσκι και Γουότερς που υπερασπίστηκαν το τέλος των κοινωνικών τάξεων και αντιπρότειναν ότι η κοινωνική διάρθρωση δεν συντελείται πλέον μέσα από την κοινωνική σύγκρουση και τάξη, αλλά βάση μη οικονομικών στοιχείων, όπως αυτά απαντούν στη σφαίρα του πολιτισμού όπως είναι το κοινωνικό φύλο ή το κοινωνικό κεφάλαιο, η κατανάλωση. Το ζήτημα της κοινωνικής θέσης άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στους κοινωνικούς στοχαστές και στη στροφή προς τον 20ο αιώνα άρχιζαν να σχηματίζονται πλήθος θεωριών και μελετών. Ωστόσο, οι περισσότερες από αυτές εστίασαν περισσότερο στην καταναλωτική πρακτική και στο βιοτικό ύφος και λιγότερο στο αυστηρό πλαίσιο της ταξικής ανάλυσης όπως έθεσε ο Μαρξ, αλλά και ο Βέμπερ. Η ολοένα και μεγαλύτερη εμπορευματοποίηση της οικονομίας συνέβαλε στην υποχώρηση των αντικειμενικών κριτηρίων έναντι των υποκειμενικών συλλογικών ή και ατομικών καταναλωτικών πρακτικών και αυτές κατέστησαν ενδείξεις της κοινωνικής θέσης/τάξης. Εστιάζοντας στην κατανάλωση, αναρωτιέται κανείς κατά πόσο θα μπορούσε να είναι το στοιχείο μέσα από το οποίο θα αναλυθεί η κοινωνική ανισότητα, η κοινωνική σύγκρουση, ο κοινωνικός ανταγωνισμός, η κοινωνική στρωμάτωση. Εξάλλου ήδη από τις αρχές του αιώνα είχαν αρχίσει να διατυπώνονται φωνές οι οποίες διατύπωσαν επιχειρηματολογία προς αυτή τη κατεύθυνση. Υπάρχουν δύο σχολές που ασχολούνται με την καταναλωτική κοινωνία, η υλιστική κοινωνιολογική προσέγγιση που επιχειρεί να συνδέσει την κατανάλωση ως στοιχείο για ταξική στρωμάτωση, αλλά και η κριτική απέναντι στην καταναλωτική κοινωνία. Η κατανάλωση επομένως τέθηκε στο επίκεντρο ήδη από το 1899 όταν ο Θ. Βέμπλεν στη Θεωρία της Αργόσχολης Τάξης υποστήριζε ότι αυτή αποτελεί στοιχείο κοινωνικής διάκρισης. Η επιδεικτική κατανάλωση αλλά και η πνευματική εργασία έναντι της αγγαρείας αποτελούσαν πρακτικές που αφορούσαν στην κορυφή της H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr κοινωνικής πυραμίδας, ως στοιχείο διαφοροποίησης από τις έτερες κοινωνικές ομάδες. Αντίστοιχα ο Γκ. Ζίμελ το 1904 έθεσε το ζήτημα της μόδας ως παράγοντα ομοιογένειας και διάκρισης, ενώ σημείωνε ότι η μόδα ορίζεται από την ελίτ και στη συνέχεια διαπερνά τα κατώτερα στρώματα (trickledown), καθώς αυτά επιδιώκουν την απάλειψη των εξωτερικών χαρακτηριστικών που τα κατατάσσει χαμηλά στην κοινωνική ιεραρχία και ωθούνται σε μίμησης της μόδας των ελίτ. Αντίθετα ο Βέμπερ εστιάζοντας επίσης στην κατανάλωση θεωρεί ότι αρκεί ο διακριτός τρόπος ζωής για να διακρίνει κλειστές ομάδες. Ωστόσο, θεωρεί ότι αυτές αφορούν σε περισσότερο φεουδαλικές ή μονοπωλιακές οικονομίες. Διαπιστώνει, όμως ότι κίνητρο σε αυτές τις ομάδες είναι η αναγνώριση και το κύρος. Επομένως στην ΠΗ δείχνει ότι ο λιτός βίος των προτεσταντών και η ηθική της εργασίας, ως στοιχείο του τρόπου ζωής τους έχει εκλεκτική συγγένεια με τον καπιταλισμό. Βέβαια το πλέον εμβληματικό έργο που αφορά στη μελέτη της καταναλωτικής πρακτικής και συνενώνει την κατανάλωση και το γούστο με τη δομική συγκρότηση είναι η μελέτη του Π. Μπουρντιέ για τη γαλλική κοινωνία το 1970 (Διάκριση). Ο Μπουρντιέ εστίασε στο ζήτημα του γούστου κύρια στην πολιτιστική και αισθητική κατανάλωση και εν γένει στο βιοτικό ύφος (όπως η τελετουργία του κυριακάτικου τραπεζιού), εντούτοις δεν ενέταξε την καταναλωτική πρακτική σε ατομικές επιλογές, αλλά σε καθοριζόμενες, κοινωνικά υποκινούμενες «έξεις» που ανακλούν ουσιαστικά τις κοινωνικές δομές. Η έξη όταν πραγματώνεται σε πράξη αναπαράγει ουσιαστικά τον κοινωνικό χώρο, και παράλληλα συγκροτεί επιμέρους πεδία όπου εκδηλώνεται το βιοτικό ύφος, αλλά και που εξαρτάται από το σύνολο του κεφαλαίου που κατέχει κανείς, όχι μόνο οικονομικό αλλά και κοινωνικό και πολιτισμικό. Επομένως ο τρόπος που εκδηλώνεται η έξη και το γούστο μπορούν να αποτελέσουν κριτήριο ταξινόμησης των τάξεων.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr
Κριτική στην ταξική ανάλυση – Πώς προκύπτει η κριτική στην καταναλωτική κοινωνία Μέρος Β΄
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr Ενώ τη δεκαετία του 1990 θεωρήθηκε ότι η κατανάλωση και η αγορά θα συνέβαλλαν στην ευημερία (νεοφιλελευθερισμός), ωστόσο ο κοινωνικός στοχασμός είχε διατυπώσει ήδη από το μεσοπόλεμο κριτική στην καταναλωτική πρακτική. Αντίθετα από τις προσεγγίσεις μιας υλιστικής κοινωνιολογίας που επιχειρούσε μέσα από την κατανάλωση να ερμηνεύσει την κοινωνική πραγματικότητα, η πολιτισμική προσέγγιση εστιάζει στην κριτική στην κατανάλωση. Εμβληματική είναι η κριτική από τους νεομαρξιστές και κύρια από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, καθώς διατύπωσαν την άποψη ότι το γούστο, η ατομική καταναλωτική πρακτική δεν είναι τίποτα άλλο παρά αποτέλεσμα της επιβολής της μαζικής κουλτούρας που διαμορφώνει πλαστές ανάγκες. Η Χάνα Άρεντ συνδέει την κατανάλωση με την αποξένωση του ατόμου μέσα σε μια μαζική κοινωνία. Εξάλλου η Άρεντ παρατηρεί ήδη από τη δεκαετία του 1970 ότι υπάρχει υπερπαραγωγή προϊόντων, διαμορφώνοντας μια κοινωνία καταναλωτική, κατά τρόπο που καθίσταται σχεδόν συνώνυμη με την απολυταρχική κοινωνία. Η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων συνέβαλε σε μια στροφή από την κατανάλωση των προϊόντων μαζικής παραγωγής σε αναζήτηση διακριτής κατανάλωσης, ιδιαίτερα από το 1970 και εντεύθεν. Για αυτό ο Μποντριγιάρ επισημαίνει ότι η κατανάλωση διευρύνεται και στο επίπεδο των συμβόλων δημιουργώντας μια υπερπραγματικότητα που καθιστά την κατανάλωση τη μόνη γλώσσα επικοινωνίας, και μάλιστα ομοιογενοποιημένων καταναλωτικών πρακτικών λόγω της παγκοσμιοποίησης. Όμως συνάμα αναγνωρίζει ότι η άκρατη κατανάλωση οδηγεί σε νέες στρωματώσεις, όπως για παράδειγμα η κατανάλωση ποιοτικών στοιχείων όπως είναι ο καθαρός αέρας, ενώ διακρίνει μία επιλεκτική υποκατανάλωση από την ελίτ. Πλέον η κατανάλωση και το lifestyle συνέθεταν στοιχεία συγκρότησης ταυτότητας, όπως ανέφερε η κριτική του Μπροντριγιάρ, οδηγώντας σε ολοένα και μεγαλύτερο ατομικισμό αλλά και σε κοινωνικό έλεγχο μέσα από την επικυριαρχία της κατανάλωσης. Η μεν πρώτη διάσταση της ετερότητας καλύπτεται από την κατανάλωση ακόμα και συμβόλων που διαμορφώνουν μια ατομική ταυτότητα, ενώ ο κοινωνικός έλεγχος μέσα από το έωλο επιχείρημα ότι η κοινωνία της αφθονίας αποτελεί μια δημοκρατική έκφραση και πεδίο εξισωτισμού. Ωστόσο ο Μπροντριγιάρ τόνιζε ότι η κατανάλωση εκφράζει την ταξικότητα μέσω της βιοτικής ευκαιρίας και όχι του βιοτικού ύφους, καθώς η κατανάλωση έχει απωλέσει την άλλοτε έκφραση του lifestyle της ελίτ, καθώς αυτή στρέφεται ακόμα και σε υποκατανάλωση. Σε αυτή την άποψη μάλλον συνηγόρησαν οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις της κατανάλωσης από τη δεκαετία του 1980 κα ύστερα, που διαπίστωσαν ότι παρά την επίκληση στην ετερότητα, διαπιστώνεται μια καταναλωτική ομοιογένεια ανάμεσα σε ελίτ και κατώτερα στρώματα. Ειδικότερα στη δεκαετία του 1990 η θεωρία της παμφαγίας του Πέτερσον συνηγορούσε ότι η άνοδος του βιοτικού H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Κοινότητα Ι arnos.gr επιπέδου και η δυνατότητα της κοινωνικής κινητικότητας συμβάλλουν σε μια ομοιογενοποίηση του lifestyle ανάμεσα στις τάξεις. Αυτή την ομοιογένεια αποδίδει ο Ritzer με την έννοια της μακντοναλντοποίησης της κοινωνικής ζωής, που μάλιστα συνδέει με τον συνεχή εξορθολογισμό, εκσυγχρονισμό και υπολογισμό που κυριαρχεί τη δεκαετία του 1990. Η συζήτηση πλέον του κοινωνικού γίγνεσθαι μεταβαίνει στην πραγμάτευση της μετανεωτερικής κοινωνίας που αποτελεί την κοινωνία της κατανάλωσης. Ο Ζ. Μπάουμαν άσκησε σκωπτική κριτική καθώς συνέδεσε την ελευθερία με την ισχύ της καταναλωτικής πρακτικής, συνακόλουθα με τη δυνατότητα της κατανάλωσης εμπειριών, ως κριτήριο αποδοχής της κοινωνίας, ειδάλλως καθίσταται κανείς ένας απόκληρος, ένας συνεχής πλάνητας που η καταναλωτική κοινωνία της απορυθμισμένης αγοράς και της ιδιωτικοποίησης συμβάλλουν στην αναπαραγωγή των δεινών της μετανεωτερικότητας. Επομένως, η κοινωνιολογική σκέψη προσέγγισε την εμπορευματοποίηση της οικονομίας και τη σχέση της με την κοινωνία, εστιάζοντας στην κατανάλωση και στο βιοτικό ύφος ως κριτήρια ταξικής ανάλυσης. Μεταβαίνοντας σε μεταμοντέρνες αναλύσεις διαπιστώνεται μια ποικιλότητα στην ερμηνεία της ταξικής ανάλυσης, ένας πλουραλισμός για το ζήτημα της κοινωνικής στρωμάτωσης. Επομένως προκύπτει μια πολυπαραγοντική προσέγγιση που εξαρτάται κάθε φορά από το πώς συγκροτείται η αγορά και η καταναλωτική πρακτική αλλά και πως ορίζεται κάθε φορά το lifestyle. Όμως, εν γένει αυτή η ποικιλότητα στη προσέγγιση του ζητήματος της ταξικής ανάλυσης και η σύνδεση με την κατανάλωση, μάλλον δεν αποτελεί ένα σαφές αναλυτικό εργαλείο και οδηγεί σε υποκειμενικές γενικεύσεις. Έτσι η παμφαγία του Πέτερσον καταρρίπτει την επιδεικτική κατανάλωση των ελίτ του Βέμπλεν, η οποία με τη σειρά της αντιπαραβάλλεται με την υποκατανάλωση του Μπροντριγιάρ. Στο ίδιο πλαίσιο, η μίμηση δεν αποτελεί χαρακτηριστικό των κατώτερων τάξεων ( trickle down) καθώς ακόμα και μόδες του περιθωρίου καθίστανται πλέον lifestyle του κόσμου της μόδας και της ελίτ. Για αυτό πλέον οι περισσότερες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις λαμβάνουν υπόψη την κατανάλωση ως στοιχείο έρευνας αλλά κρίνουν ότι υπάρχει η ανάγκη σύνδεσής της με την ταξική ανάλυση. Επομένως, ενδεχομένως μια γόνιμη προσέγγιση να αποτελεί η διαρκής συζήτηση που πηγάζει από τη μαρξική ταξική ανάλυση, η οποία μέσα από νεομαρξιστικές προσεγγίσεις όπως του Ράιτ απομακρύνεται από τις δύο τάξεις και συμπεριλαμβάνει τις σύνθετες όψεις των σύγχρονων κοινωνιών. Αντίστοιχα, νεοβεμπεριανές προσεγγίσεις όπως των Chan & Goldthorpe, συνδυάζουν αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες, όπως ιεραρχία, θέση επάγγελμα, εκπαίδευση κ.ο.κ. Εν κατακλείδι η ζοφερή πραγματικότητα του πλούτου και της ανισότητας θα γέννα πάντα ερωτήματα για το κοινωνικό γίγνεσθαι που η ταξική ανάλυση επιβάλλει να πραγματεύεται. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr