Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Κεφάλαιο 8. Η υπέρβαση του θετικισμού. Η επιστροφή στην ιστορία της επιστήμης 8.1. Η κρίση της θετικιστικής ορθοδοξίας 109) Ποιες είναι οι βασικές επιστημολογικές παραδοχές του λογικού θετικισμού και ποια αμφισβήτηση υπέστησαν; (σελ.173) Η μεγαλύτερη επιρροή της θετικιστικής αντίληψης για την επιστήμη σημειώθηκε περί τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι λόγοι για το γεγονός αυτό ήταν τόσο εσωτερικοί, που αφορούσαν την τότε αντίληψη περί λογικής οργάνωσης της επιστημονικής έρευνας και θεωρίας, όσο και εξωτερικοί, οι οποίοι συνδέονταν με το γενικότερο πνευματικό και πολιτικό κλίμα της εποχής: Η μαθηματική αυστηρότητα και η ορθολογική αντιμετώπιση των πραγμάτων προβαλλόταν ως το μοναδικό αντίδοτο στον πολιτικό ολοκληρωτισμό που σάρωνε τότε την Ευρώπη, απόρροια της επικράτησης ενός ιδιότυπου ανορθολογικού μυστικισμού. Ωστόσο, η ριζική αλλαγή του κυρίαρχου γενικού θεωρητικού πλαισίου («παραδείγματος») των φυσικών επιστημών επέφερε σταδιακά την αμφισβήτηση του θετικισμού,
με
την
οριοθέτησή
του
και
με
την
ανάδυση
καινοφανών
επιστημολογικών θεωριών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αλλαγή αυτή οφείλεται κυρίως στην ανακάλυψη της σχετικιστικής φυσικής από τον Αϊνστάιν, καθώς και της κβαντομηχανικής. Από αυτές τις εξελίξεις στη φυσική έγινε κατανοητό ότι ο παρατηρητής δεν είναι ανεξάρτητος από τα παρατηρούμενα φαινόμενα, αλλά αλληλεπιδρά με αυτά, και ότι στο μικροεπίπεδο των υποατομικών σωματιδίων λειτουργεί η αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, σύμφωνα με την οποία ανατρέπεται η παραδοσιακή αιτιοκρατία και αναθεωρείται η δυνατότητα ασφαλών προβλέψεων για τη συμπεριφορά των στοιχειωδών σωματίων της ύλης. Βασική μεθοδολογική αρχή του θετικισμού είναι η αμφιμονοσήματη αντιστοίχιση των θεωρητικών όρων με τα δεδομένα της εμπειρίας. Η κατευθυντήρια θεωρητική υπόθεση διαθέτει νόημα, μόνο εφόσον μπορεί να επαληθευθεί από τα διαθέσιμα αισθητηριακά δεδομένα. Έτσι, η θεωρία συνοψίζει τα πορίσματα της παρατήρησης, ενώ ο βαθμός επιστημονικής αξιοπιστίας της (επαλήθευσης ή επιβεβαίωσης) εξαρτάται από τον αριθμό των πειραματικών ευρημάτων που υποστηρίζουν τις H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr προβλέψεις της θεωρίας. Άρα, η πιθανότητα ΄(probability) αλήθειας μιας θεωρητικής υπόθεσης, η οποία συνιστά «επαγωγική γενίκευση» (inductive generalization), εξαρτάται από το πλήθος των εμπειρικών μαρτυριών που παρέχουν τη δυνατότητα για την απόδοση πίστης σε αυτήν. Κατά συνέπια, το νόημα και η αλήθεια των επιστημονικών θεωριών παρέχονται από τα κάτω προς τα επάνω. Το εμπειρικό υπόστρωμα, το αποτέλεσμα της πρωτογενούς πειραματικής έρευνας, αποφαίνεται για το νόημα και την ισχύ τους. Αφετηρία της επιστημονικής έρευνας είναι πάντοτε οι «βασικές προτάσεις» (ή «προτάσεις πρωτοκόλλου» στη γλώσσα του Κάρναπ), οι οποίες καταγράφουν χωριστά σε τόπο και χρόνο τα δεδομένα της εμπειρίας. Συνεπώς, η επιστημονική έρευνα εκκινεί δίχως την υιοθέτηση της αλήθειας καμιάς εκ των προτέρων θεωρητικής υπόθεσης, άρα χωρίς την υιοθέτηση εκ των προτέρων κανενός εξηγητικού πλαισίου που αφορά τα υπό μελέτη φαινόμενα. Επίσης, κάθε θεωρητικός όρος που αξιοποιείται για την απόδοση οργανωμένης λογικής μορφής στη θεωρία πρέπει να μπορεί να μετατραπεί ή να μεταφραστεί σε όρους με σαφή εμπειρική αναφορά.
Ειδάλλως,
θεωρείται
μεταφυσικό
στοιχείο,
δίχως
αξιώσεις
επιστημονικότητας. Αυτές οι μεθοδολογικές αρχές γίνονται αντιληπτές από τον λογικό θετικισμό ως κανονιστικές, με την έννοια ότι διαμορφώνουν την επιστημονική δεοντολογία που πρέπει να τηρεί ο ερευνητής. Γίνονται αντιληπτές, όμως, και ως περιγραφικές, καθώς υποτίθεται ότι αναπαριστούν τον πραγματικό τρόπο εργασίας των επιστημόνων από την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα και εξής. Η ιδέα αυτή κατάγεται από το νευτώνειο «hypotheses non fingo» («υποθέσεις δεν κατασκευάζω»), που απαγορεύει στον επιστήμονα την εκ των προτέρων υιοθέτηση οποιασδήποτε εξηγητικής θεωρίας για τα υπό μελέτη φαινόμενα, πριν να έχει στη διάθεσή του επαρκή αριθμό εμπειρικών δεδομένων που να επιτρέπουν κάποια στέρεη εξήγησή τους. Εντούτοις, ήδη από τον Μεσοπόλεμο είχε διαπιστωθεί ότι η επιστημονική μεθοδολογία του λογικού θετικισμού μικρή σχέση είχε με την πρακτική αντίληψη των επιστημόνων για τη θεωρία. Επίσης, δεν απέδιδε την ιστορική πραγματικότητα, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η επιστημονική θεωρία και πράξη κατά τη νεωτερικότητα. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr
110) Ποιες θεμελιώδεις αδυναμίες της θετικιστικής επιστημολογίας συνέτειναν στην κρίση και στην υπέρβασή της; (σελ. 174) Ήδη από τον Μεσοπόλεμο είχε διαπιστωθεί ότι η επιστημονική μεθοδολογία του λογικού θετικισμού μικρή σχέση είχε με την πρακτική αντίληψη των επιστημόνων για τη θεωρία. Επίσης, δεν απέδιδε την ιστορική πραγματικότητα, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η επιστημονική θεωρία και πράξη κατά τη νεωτερικότητα. Τρεις υπήρξαν οι θεμελιώδεις αδυναμίες του λογικού θετικισμού που παρείχαν υποστήριξη στις προηγούμενες διαπιστώσεις, οι εξής: Α΄. Η αδυναμία του παραδοσιακού θετικιστικού επαγωγισμού (inductivism) να θεμελιώσει θετικιστικά την ορθολογικότητα, άρα και την επαληθευσιμότητα (verifiability) των καθολικών φυσικών νόμων. Αν και οι νόμοι αυτοί αποτελούν το θεμέλιο κάθε θεωρίας που στοχεύει στην αναπαράσταση της δομής του φυσικού κόσμου, εφόσον γίνει δεκτό ότι η επαλήθευσή τους συναρτάται με το εμπειρικό υπόβαθρό τους, η πιθανότητα αλήθειας ενός αναμφισβήτητου και θεμελιώδους φυσικού νόμου είναι σχεδόν μηδενική. Η αιτία είναι ότι, ενώ ένας καθολικός νόμος εξηγεί το σύνολο των φυσικών φαινομένων που εμπίπτουν στην εμβέλειά του, τόσο αυτών που έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν όσο και αυτών που προβλέπει για το μέλλον, το σύνολο των εμπειρικών στοιχείων πάνω στα οποία η επιστημονική κοινότητα στηρίζει την ισχύ του είναι πάντοτε πεπερασμένο. Ο φυσικός νόμος, με την καθολικότητα που τον διακρίνει, υποτίθεται ότι έχει εφαρμογή σε φυσικά φαινόμενα τα οποία ίσως δεν θα είναι δυνατό να παρατηρηθούν ποτέ. Άρα, η ανθρώπινη εμπειρία είναι καταδικασμένη να καλύπτει ένα απειροελάχιστο μέρος των φυσικών φαινομένων που περιγράφει και ερμηνεύει ένας φυσικός νόμος. Κατά συνέπεια, οι φυσικοί νόμοι δεν υπακούουν στο αυστηρό θετικιστικό κριτήριο απόδοσης νοήματος, δηλαδή στην επαληθευσιμότητα. Εναλλακτικά προς την απόλυτη επαλήθευση προτάθηκε η πιθανοκρατική επικύρωση (confirmation), η οποία όμως αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα με τη θετικιστική επαγωγή, την αδυναμία συλλογής του συνόλου των στοιχείων που θα επικύρωναν έναν φυσικό νόμο. Υπό την οπτική αυτή, η πίστη στην αλήθεια της επιστήμης φαίνεται ανορθολογική.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Ο επιστήμονας έχει την ικανότητα να κατασκευάζει νόμους με καθολική ισχύ, ορμώμενος από ένα ελάχιστο μέρος του όλου. Αλλά η διαδικασία αυτή δεν είναι επαγωγική. Είναι απαγωγική (deductive), με τη σημασία που της προσέδωσε ο Αμερικανός φιλόσοφος Πηρς: πρόκειται για την προσωρινή υιοθέτηση από τον επιστήμονα μιας θεωρίας καθολικής ισχύος από μεμονωμένα παρατηρησιακά δεδομένα, την οποία δεν θεωρεί αληθή αλλά ευρετικό εργαλείο για περαιτέρω πειραματική έρευνα. Το πρόβλημα αυτό συνιστά το άλυτο πρόβλημα της επαγωγής, όπως το είχε αναγνωρίσει πρώτος ο Χιουμ. Ο λογικός θετικισμός, παρά τις άοκνες προσπάθειες φιλοσόφων του βεληνεκούς ενός Κάρναπ, δεν κατόρθωσε να το λύσει. Απορρίπτοντας την προσφυγή σε ψυχολογικά μέσα (στα οποία είχε καταφύγει ο Χιουμ), υιοθετεί τελικά την επαγωγή δίχως καμία λογική αιτιολόγηση, απλώς και μόνο επειδή αρνείται να χρησιμοποιήσει εναλλακτικές επιστημονικές μεθόδους. Β΄. Η υποβάθμιση των καθαρά θεωρητικών παραδοχών μιας επιστημονικής θεωρίας, δηλαδή των θεωρητικών όρων της που δεν μπορούν να συσχετισθούν με τα αισθητηριακά δεδομένα. Υπενθυμίζεται ότι σημαντικές επιστημονικές θεωρίες, όπως η ατομική, αρχικά δεν διέθεταν καμία εμπειρική τεκμηρίωση και η ύπαρξη των ατόμων αποδείχθηκε πειραματικά πολύ αργότερα και μόνο έμμεσα. Ορισμένοι πρωτοπόροι θετικιστές, όπως ο Μαχ, είχαν αρνηθεί τη φυσική υπόσταση των ατόμων. Η άρνηση της αποδοχής καθαρά θεωρητικών όρων αναγκαίων για τη λογική συγκρότηση μιας επιστημονικής θεωρίας, αλλά τέτοιων που δεν επιδέχονται εμπειρική αναγωγή, έθετε περιορισμούς στην πρόοδο της επιστήμης. Επιπλέον, η προσπάθεια αναγωγής των θεωρητικών όρων σε παρατηρησιακά δεδομένα ουδέποτε ευοδώθηκε. Η φυσικαλιστική αυτή προκατάληψη, η θέση ότι μια επιστημονική πρόταση έχει νόημα μόνο εάν αναφέρεται άμεσα ή έμμεσα στην παρατηρημένη φυσική δομή, είχε μια ανεπιθύμητη και για τους ίδιους τους θετικιστές συνέπεια: θεωρούσε μη επιστημονικές και μεταφυσικές όχι μόνο τις προτάσεις της ιδεολογίας και της θεολογίας, αλλά και ένα ευρύ, σημαντικό σώμα επιστημονικών προτάσεων. Γ΄. Η ανεπαρκής κατανόηση της αντικειμενικότητας και της απροκαταληψίας στην επιστημονική έρευνα, μια αδυναμία με κρίσιμες επιπτώσεις όχι μόνο για τις θετικές αλλά και για τις κοινωνικές επιστήμες. Ο κλασικός θετικισμός, ακολουθώντας τον Μπέικον, δεχόταν ότι «η φύση μιλάει από μόνη της» και έργο του επιστήμονα ήταν H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr να χρησιμοποιήσει τα ευαίσθητα αισθητήριά του για να ακούσει την ιστορία της, τη «φυσική ιστορία». Με βάση αυτήν τη θέση, η παρατήρηση συνιστά μιαν απολύτως πρωτογενή διαδικασία, στην οποία εμπλέκονται μόνο οι αισθήσεις και αποκλείεται κάθε προδιάθεση του λογικού. Έτσι, αποκλείονται κάθε εκ των προτέρων υπόνοιες ή προσδοκίες σχετικά με τις επικείμενες ανακαλύψεις. Εντούτοις, υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι δυνατό καν να εκκινήσει η ερευνητική διαδικασία. Η πειραματική διαδικασία είναι αδύνατο να οργανωθεί δίχως μια προηγούμενη υπόθεση εργασίας, η οποία προσανατολίζει τον ερευνητή εκ των προτέρων ως προς το φυσικό πεδίο που πρόκειται να ερευνήσει και ως προς τις πιθανές λύσεις για το πρόβλημα που μελετά. Άρα, η επιστημονική έρευνα δεν αποτελεί παθητική πρόσληψη και καταγραφή των σημάτων που εκπέμπει η φύση, αλλά ένα ερώτημα που απευθύνεται στη φύση, το οποίο αυτή εξαναγκάζεται να απαντήσει στις συνθήκες του εργαστηρίου. Η παρατήρηση δεν αφορά ένα σύνολο εξωτερικών δεδομένων, που αναμένουν απλά τον διαχωρισμό και την καταγραφή τους στην ανθρώπινη γνώση. Αντίθετα, εξαρτάται σε κάθε βήμα, τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς την ερμηνεία των παρατηρησιακών δεδομένων, από τη θεωρία που καθοδηγεί το ερευνητικό πρόγραμμα. 111) Σε ποιες θεωρητικές παραδοχές στηρίχθηκε η υπέρβαση του θετικισμού; (σελ. 177) Η υπέρβαση του θετικισμού βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στην παραδοχή ότι η παρατήρηση δεν υποχρεώνει τον παρατηρητή να αποδεχθεί καμία συγκεκριμένη θεωρία. Για κάθε παρατηρησιακό δεδομένο μπορούν να κατασκευαστούν ποικίλα θεωρητικά σχήματα που εξηγούν τη δομή και τη λειτουργία του. Άρα, «η φωνή της φύσης» μπορεί να ακουστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Αυτό ισχύει και αντίστροφα: από κάθε εναλλακτική θεωρία εκπορεύεται ένα διαφορετικό σύνολο πειραματικών ελέγχων, που είναι δυνατό να αποφέρει διαφορετικές παρατηρήσεις. Κατά συνέπεια, ο ορισμός της παρατήρησης και ο τρόπος ερμηνείας των παρατηρησιακών δεδομένων προϋποθέτουν ένα πλήθος θεωρητικών παραδοχών. Αυτό γίνεται προφανές ήδη από το απλό γεγονός ότι, για να δηλωθεί το παρατηρούμενο, απαιτείται η χρήση της γλώσσας. Η γλώσσα προσδίδει αυτομάτως λογική οργάνωση στο άτακτο, διάσπαρτο σώμα της εμπειρίας, γιατί λειτουργεί με H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr καθολικές έννοιες, πολλές από τις οποίες μάλιστα δεν είναι εμπειρικές. Προκειμένου να κατανοηθεί και η πιο απλή εμπειρική παρατήρηση, είναι ανάγκη να προϋπάρχει η θεμελιώδης λογική κατανόηση των εννοιών διά των οποίων αυτή εγγράφεται στη γνωστική συνείδηση. Οι θέσεις αυτές ανάγονται ήδη στον Καντ, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις στη θεωρία της φυσικής, κυρίως η ανακάλυψη της αλληλεπίδρασης παρατηρητή-παρατηρουμένου από τη σχετικιστική φυσική, τις κατέστησαν εκ νέου επίκαιρες. Η αμφίδρομη σχέση θεωρίας και παρατήρησης αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς άξονες μιας νέας φιλοσοφίας της επιστήμης, που επιθυμούσε να ξεφύγει από τα μεθοδολογικά αδιέξοδα του λογικού θετικισμού. Στο δικό της ερμηνευτικό πλαίσιο ενσωμάτωνε τις διαισθητικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνικές παραμέτρους της ερευνητικής διαδικασίας, δηλαδή το τμήμα της ιστορικής πραγματικότητας της επιστήμης το οποίο είχε παραθεωρήσει ο φορμαλισμός του θετικισμού. Σταδιακά αναγνωρίστηκε η αξία της θέσης του Χάνσον, ότι η παρατήρηση είναι «διαποτισμένη από θεωρία» (theory-laden), ή του Κουάιν, ότι η θεωρία «υπο-καθορίζεται» (is under-determined) από την εμπειρία. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις τους, οι νέες αυτές επιστημολογικές προσεγγίσεις συναντήθηκαν στον κοινό στόχο της ανάδειξης της επιστήμης σε όλη την πολυδιάστατη πραγματικότητά της ως κοινωνικού και ιστορικού φαινομένου. 8.2. Η εγκατάλειψη της επαγωγής στη φιλοσοφία του Karl Popper. Η λογική πλάνη της ‘θέσης της ακολουθίας» 112) Ποια κριτική άσκησε ο Πόππερ στην επαγωγή; (σελ. 178) Ο Καρλ Πόππερ (1902-1994) υπήρξε πρωτοπόρος στην αποκήρυξη του θετικισμού και στη διακήρυξη της ανάγκης να επανατοποθετηθεί σε νέες επιστημολογικές βάσεις το επιστημονικό οικοδόμημα. Ο ίδιος είχε κάποιες φιλοσοφικές συγγένειες με τον κύκλο της Βιέννης και διατηρούσε επιστημονικό διάλογο με τον Κάρναπ. Μεταπολεμικά, ως καθηγητής στη Σχολή Οικονομικών Σπουδών του Λονδίνου (London School of Economics) ανέπτυξε μια πρωτότυπη επιστημολογική θεωρία και αναδείχθηκε σε έναν από τους κορυφαίους στοχαστές του
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr 20ού αιώνα, επηρεάζοντας τόσο της θεωρία των επιστημών όσο και την κοινωνική και πολιτική θεωρία. Ο Πόππερ εκκινεί από την παραδοχή ότι το πρόβλημα της επαγωγής, όπως το διατύπωσε ο Χιουμ, είναι άλυτο. Το εγχείρημα των παραδοσιακών θετικιστών να εδραιώσουν την πιθανότητα αλήθειας μιας θεωρητικής πρότασης στο σύνολο των εμπειρικών παρατηρήσεων που τη στηρίζουν καταλήγει πάντοτε σε αποτελέσματα με υποκειμενικό και σχετικό χαρακτήρα. Η «πρότερη πιθανότητα» (prior/anterior probability), δηλαδή ο αρχικός βαθμός αξιοπιστίας που αποδίδεται σε μια επιστημονική πρόταση, εξαρτάται αποκλειστικά από τις υποκειμενικές διαθέσεις του ερευνητή, τις οποίες τροποποιεί μερικώς μόνο η «ύστερη πιθανότητα» (posterior probability), δηλαδή το εμπειρικό αποδεικτικό υλικό που συλλέγει. Άρα, οι θεωρητικές και εξηγητικές απόπειρες των ερευνητών δεν μπορούν να επιτύχουν συναίνεση. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο των φυσικών επιστημών παραμένει ανεξήγητο. Συνεπώς, η διαδικασία της εμπειρικής επαλήθευσης δεν μπορεί να αποφέρει καθολική συμφωνία σχετικά με το κύρος των γενικών νόμων. Ενώ ο Χιουμ είχε επίγνωση της ασάφειας και της υποκειμενικότητας που είναι ενδιάθετες σε κάθε ψυχολογική ερμηνεία των φυσικών φαινομένων, ο εμπειρισμός εξαντλείται σε μια γνωσιοθεωρητική ανάλυση του υποκειμένου της γνώσης, ολισθαίνοντας στην αυθαιρεσία. Ο Χιουμ πρότεινε μια ψυχολογική λύση για το πρόβλημα της επαγωγής, αλλά οι λύσεις τέτοιου τύπου υπονομεύουν το κύρος της επιστήμης. Κατά τον Χιουμ, η αιτιακή συσχέτιση δύο φυσικών φαινομένων αποτελεί απλώς έξη του νου, αποκτημένη από την εμπειρία και την παιδεία του. Η συσχέτιση αυτή είναι αυθαίρετη και αδυνατεί να διακρίνει ανάμεσα στην αντικειμενική αιτιότητα που συνδέει δύο φυσικά φαινόμενα και στην υποκειμενική σύνδεσή τους λόγω απλής χωροχρονικής γειτνίασης, δηλαδή σύμπτωσης. Η υποκειμενική θεωρία της πιθανότητας, των προϋποθέσεων για την αποδοχή μιας πρότασης, ενέχει επίσης συχνά το λογικό παράδοξο «post hoc, ergo propter hoc» («κατόπιν αυτού, άρα εξαιτίας αυτού»). Μαγικο-θρησκευτικά τελετουργικά που επιδιώκουν την εμφάνιση ευνοϊκών φυσικών φαινομένων, αλλά και θρησκευτικές πεποιθήσεις που αφορούν την πρόκληση θαυμάτων, θα μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτήν την κατηγορία. Από την άποψη της γειτνίασης, θα μπορούσε εξίσου καλά να τους αποδοθεί αιτιολογική συσχέτιση με επιστημονικές αξιώσεις. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Οι επισημάνσεις αυτές υπονομεύουν επίσης την εργαλειακή θεώρηση της επιστήμης, στην οποία είχε καταλήξει ο νεότερος θετικισμός και σύμφωνα με την οποία ρόλος της θεωρίας είναι να συνοψίζει με τον πιο απλό και λειτουργικό τρόπο τα δεδομένα της εμπειρίας, ενώ δικαιώνεται στο μέτρο όπου είναι ικανή να προβαίνει σε ασφαλείς προβλέψεις. Όμως, αν ισχύει η άποψη του Χιουμ ότι από τη σκοπιά του υποκειμένου είναι εσφαλμένο να υποστηρίζεται ότι δύο φυσικά φαινόμενα έχουν σχέση αιτίου-αιτιατού συμβατή με τη δομή της φύσης, τότε κάθε θεωρητική σκευή που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα φυσικά φαινόμενα δεν αποτελεί παρά επινόημα της φαντασίας και της ψυχολογικής διάθεσης του ερευνητή και δεν έχει σχέση με την αντικειμενική δομή του κόσμου. Το ίδιο σύνολο εμπειρικών δεδομένων μπορεί να οργανωθεί θεωρητικά με πλειάδα τρόπων. Με εναλλακτική διατύπωση, από το ίδιο θεωρητικό υπόβαθρο μπορούν να παραχθούν διαφορετικές θεωρητικές γενικεύσεις. Τα δεδομένα της εμπειρίας δεν περιορίζουν, απλώς υπο-προσδιορίζουν τη θεωρητική φαντασία. Άρα, δεν υπάρχει καμία «ένα προς ένα» αντιστοίχιση μεταξύ εμπειρικών δεδομένων και θεωρίας και δεν αποκλείεται ούτε η πιο απίθανη ή προκλητική υπόθεση. Και ενώ αυτή η παραδοχή υπονομεύει τον θετικισμό, ο Πόππερ την ασπάζεται και την αξιοποιεί, οικοδομώντας όλη τη μεθοδολογία του πάνω σε αυτήν την ασυμβατότητα. Αν ισχύουν τα προηγούμενα, ο θετικισμός μόνο εκ των υστέρων μπορεί να αποφανθεί για το αν μια θεωρία επιτυγχάνει ασφαλείς προβλέψεις. Επειδή, μάλιστα, δεν υφίσταται καμία ασφαλής πρόβλεψη αναφορικά με το μέλλον, η ικανότητα του ερευνητή περιορίζεται στο να μαντέψει τις πιθανές εκβάσεις, οι οποίες μπορεί να συμπέσουν τυχαία με κάποια φαινόμενα που θα επικυρώνουν τη θεωρία. Αυτό όμως είναι κάτι που μπορούν να κάνουν και οι μη επιστημονικές θεωρίες, μυστικιστικές, θεολογικές ή ανορθολογικές. Αλλά και το θετικιστικό ρεύμα που τάσσεται υπέρ της πιθανοκρατικής επικύρωσης παραμένει εγκλωβισμένο στο γνωστικό υποκείμενο και στην πρόσληψη του κόσμου από αυτό. Αδυνατεί να μιλήσει για την αντικειμενική δομή του κόσμου που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα τα οποία καταγράφουν οι αισθήσεις, δεν μπορεί να εξηγήσει πειστικά την πρακτική επιτυχία των επιστημονικών θεωριών και τη διαφορά της επιστήμης από ανορθολογικές πρακτικές. Μια αρχή του Πόππερ με βαρύνουσα μεθοδολογική σημασία είναι ότι, αν μια θεωρία πρέπει οπωσδήποτε να επικυρωθεί εμπειρικά, τότε δεν υπάρχει θεωρία που να H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr μην επικυρώνεται. Οι υποστηρικτές οποιασδήποτε θεωρίας μπορούν να βρουν εμπειρικά στοιχεία υπέρ της, αν το θελήσουν πραγματικά. Επίσης, η ερμηνεία των εμπειρικών δεδομένων επηρεάζεται από τις πολιτικές, θρησκευτικές ή άλλες αντιλήψεις εκείνου που τα ερμηνεύει: αν αυτός θέλει να τα εντάξει στη θεωρία με τρόπο που να παρέχει επικύρωση στις γενικότερες ιδέες του, δεν εμποδίζεται από κανένα εμπειρικό δεδομένο να το πράξει. Όπως επισημαίνει ο Πόππερ, η αστρολογία είναι μια ψευδο-επιστήμη με εμπειρική τεκμηρίωση, ικανή να ερμηνεύσει αναδρομικά τη συμπεριφορά των ανθρώπων και να κάνει προβλέψεις. Επίσης, η θεωρητική υπόθεση ότι ο Θεός ελέγχει και κυβερνά τον κόσμο είναι επικυρώσιμη, ακριβώς επειδή οποιοδήποτε φυσικό ή κοινωνικό φαινόμενο μπορεί να της παράσχει στήριξη. Άρα, καθεαυτήν η ικανότητα μιας θεωρίας να οργανώνει τα εμπειρικά δεδομένα δεν συνηγορεί υπέρ της επιστημονικότητάς της. Το ίδιο ισχύει και για τον μαρξισμό και την ψυχανάλυση, τις δύο θεωρίες που αυτοχαρακτηρίζονταν επιστήμες και είχαν γοητεύσει τη γερμανική διανοητική πρωτοπορία στις αρχές του 20ού αιώνα. Και οι δύο είχαν την ικανότητα να προσαρμόζουν κατάλληλα τα εκάστοτε εμπειρικά δεδομένα ώστε να συνηγορούν υπέρ του κύρους τους, να αγνοούν εκείνα τα δεδομένα που δεν τις επικύρωναν ή να τροποποιούν την πραγματικότητα έτσι, ώστε να αφομοιώνουν ένα αρνητικό αποτέλεσμα δίχως να μεταβάλλουν τις θεμελιακές παραδοχές τους. Αν, λ.χ., ένας αναλυόμενος παραδεχθεί ότι ως παιδί έβλεπε σεξουαλικά τη μητέρα του, ο ψυχαναλυτής θα θεωρήσει την ομολογία του ως επαλήθευση της θεωρίας του. Αν, αντίθετα, το αρνηθεί, ο ψυχαναλυτή μπορεί πάλι να θεωρήσει την άρνηση ως μηχανισμό «αντίστασης», που επαληθεύει ή απλώς επιβεβαιώνει τις θεωρητικές υποθέσεις του. Όποια και αν είναι η απάντηση, η ψυχανάλυση διατηρεί ακέραιο το επιστημονικό κύρος της. Επομένως, η θετικιστική μεθοδολογία αδυνατεί τόσο να εξηγήσει το κύρος της επιστήμης, όσο και να διαχωρίσει την επιστημονική θεωρία από τη μεταφυσική και τη θεολογία. Ο λόγος είναι ότι διέπεται από ένα λογικό σφάλμα, την «πλάνη της θέσης της ακολουθίας» (fallacy of affirming the consequent) ενός υποθετικού συλλογισμού. Όταν επεξεργαζόμαστε την αλήθεια των προτάσεων ενός συλλογισμού, από τις οποίες η μία είναι μια θεωρητική υπόθεση και η άλλη είναι μια εμπειρική παρατήρηση, ακόμη και αν δεχθούμε ότι αληθεύουν και οι δύο, δεν δικαιούμαστε να H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr αποφανθούμε ότι όποτε ισχύει η μία ισχύει και η άλλη ή ότι συνδέονται πάντοτε αιτιακά. Η μόνη απόφανση στην οποία δικαιούμαστε να προβούμε είναι ότι υπάρχει πιθανή αιτιακή σχέση ανάμεσα στις δύο προτάσεις. Αν αποφασίσουμε να δεχθούμε ότι η εμπειρική παρατήρηση ισχύει επειδή ισχύει η θεωρητική υπόθεση, πέφτουμε στην πλάνη της θέσης της ακολουθίας. Κι αυτό, επειδή ένα αποτέλεσμα είναι δυνατό να προκύψει από μια πληθώρα άλλων αιτίων, διαφορετικών από τη συγκεκριμένη θεωρητική υπόθεση.
8.3. Η λογική του modus Tollens και η αρχή της διαψευσιμότητας. Η επιστήμη ως «διαρκής επανάσταση» και το κριτήριο διαχωρισμού από τη μεταφυσική 113) Πώς συγκροτείται η ποππεριανή αρχή της διαψευσιμότητας και ποια η σημασία της για τον τρόπο με τον οποίο βλέπει ο Πόππερ συνολικά την επιστήμη; (σελ. 182) Με δεδομένη τη λογική και πρακτική αποτυχία της μεθοδολογίας του λογικού θετικισμού, ο Πόππερ κηρύττει την οριστική εγκατάλειψη της εμπειρικής επαγωγής και της επαλήθευσης. Αντιπροτείνει τη μέθοδο της διάψευσης. Αν παρατηρηθεί ότι οι συνέπειες (συλλογιστική ακολουθία) μιας θεωρητικής υπόθεσης (συλλογιστικού λόγου) δεν πληρούνται στην πραγματικότητα, ο ερευνητής είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τη θεωρητική υπόθεση. Η διαδικασία αυτή διαφέρει από την πιθανοκρατική λογική στην οποία στηρίζεται η θετικιστική επαλήθευση. Πρόκειται για μια παραγωγική (deductive) συλλογιστική, αντίστοιχη με έναν από τους έγκυρους τρόπους κατασκευής λογικά έγκυρων (valid) επιχειρημάτων, γνωστό ως modus tollens (συλλογισμός αιρουμένης της ακολουθίας). Αν ένας συλλογιστικός λόγος συνεπάγεται μια συγκεκριμένη συλλογιστική ακολουθία (ένα εμπειρικό αποτέλεσμα), και με τον όρο ότι και τα δύο αληθεύουν, αν H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr η ακολουθία δεν παρατηρηθεί στην εμπειρική πραγματικότητα, τότε πρέπει να απορριφθεί ο συλλογιστικός λόγος. Η μέθοδος αυτή είναι επιθυμητή στην πειραματική έρευνα, γιατί αποκλείει αδιέξοδες θεωρητικές προτάσεις χάριν των οποίων θα μπορούσαν να δαπανηθούν πολύτιμος διανοητικός μόχθος και υλικοί πόροι. Μετά τη διάψευση (falsification) μιας ή περισσότερων υποθέσεων εργασίας, η διαδικασία της επιστημονικής έρευνας προχωρεί με σαφέστερους και ακριβέστερους στόχους. Αυτό επιτρέπει στον ερευνητή να υποστηρίξει όχι ότι έχει βρει την αλήθεια, αλλά ότι βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν έχοντας αποφύγει το ψεύδος. Το αρνητικό πειραματικό αποτέλεσμα, το «αντιπαράδειγμα», έχει κομβικό ρόλο. Η ανακάλυψη ενός και μόνου αντιπαραδείγματος είναι ικανή να καταρρίψει μια πρόταση καθολικής ισχύος. Η παρατήρηση του αντιπαραδείγματος είναι εφικτή στα πλαίσια των φυσικών ικανοτήτων και των τεχνικών δυνατοτήτων των ανθρώπων· το μόνο που χρειάζεται είναι να εντοπιστεί ένα και μόνο αντιπαράδειγμα. Άρα, επιστημονικότητα μπορεί να διεκδικηθεί από μια ερευνητική διαδικασία οργανωμένη με τρόπο που διευκολύνει τη διάψευση των θεωρητικών υποθέσεων. Η ορθολογικότητα της
επιστήμης έγκειται στη συστηματική προσπάθεια να
υποβληθούν οι θεωρητικές προτάσεις της στη βάσανο της παρατήρησης, με στόχο να αποκαλυφθεί το στοιχείο τους που τις φέρνει σε αντίθεση με τη δομή του κόσμου. Επομένως, η θεωρία δεν είναι αυτοσκοπός. Παρά τις ψυχολογικές ή ιδεολογικές προτιμήσεις του, ο ερευνητής είναι υποχρεωμένος να εγκαταλείψει τις θεωρητικές παραδοχές του, αφ’ ης στιγμής ανακαλυφθεί έστω ένα αντιπαράδειγμα. Η έμμονη προσκόλληση σε μια συγκεκριμένη θεωρία παρά τη συσσώρευση αρνητικών πειραματικών ευρημάτων είναι ενδεικτική όχι του επιστημονικού, αλλά του μεταφυσικού ή θεολογικού τρόπου σκέψης. Έτσι, ο Πόππερ πιστεύει ότι λύνει το πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης από τη μη επιστήμη. Η εξέταση της λογικής δομής μιας θεωρίας φανερώνει και τον βαθμό της επιστημονικότητάς της. Αν η θεωρία έχει διατυπωθεί με τρόπο που να προβάλλει τους πειραματικούς ελέγχους οι οποίοι θα επέτρεπαν τη διάψευσή της, αποτελεί ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας που υπηρετεί την προσέγγιση της αλήθειας. Αντίθετα, αν δεν υποδεικνύει τα μέσα για τη διάψευσή της, αν δηλαδή
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr είναι συμβατή με κάθε εκδοχή της αντικειμενικής δομής του κόσμου, αποτελεί μεταφυσική θεωρία, όσους επιστημονικούς όρους και αν περιέχει. Ακόμη και επιστημονικές θεωρίες που τελικά διαψεύστηκαν (όπως η θεωρία του φλογιστού για την καύση) διατηρούν την επιστημονικότητά τους, επειδή είναι διατυπωμένες με τρόπο που ευνοεί τον πειραματικό έλεγχο, άρα και τη διάψευσή τους (η θεωρία του φλογιστού διαψεύστηκε από τα πειράματα του Λαβουαζιέ), ανεξάρτητα από τον χρόνο που απαιτείται γι’ αυτήν. Αντίθετα, η αντίληψη ότι τα φυσικά ή τα κοινωνικά φαινόμενα εμπίπτουν σε νόμους αόρατους ή γνωστούς μόνο στην καθαρή νόηση δεν είναι επιστημονική, επειδή διατυπώνεται με τρόπο που αποκλείει την πειραματική διάψευσή της. Η επιστημονικότητα μιας θεωρητικής πρότασης δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη την αλήθεια της, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι παύει να θεωρείται επιστημονική. Αφθονούν τα παραδείγματα επιστημονικών θεωριών που συνέβαλαν στην πρόοδο της γνώσης, αν και οι ίδιες αποδείχθηκαν τελικά εσφαλμένες. Συνεπώς, η ορθολογικότητα μιας θεωρίας δεν συναρτάται με την αλήθεια της, η οποία άλλωστε δεν μπορεί να διαπιστωθεί τη στιγμή της διατύπωσης της θεωρίας. Η ορθολογικότητα συνδέεται με την ικανότητα της θεωρίας να προτείνει νέους τρόπου εμπλοκής του ερευνητή με τον κόσμο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει τελικά τη διάψευσή της. 114) Από ποια λογικά παράδοξα χαρακτηρίζεται η ποππεριανή επιστημολογία; (σελ. 184) Η θεωρία της διαψευσιμότητας του Πόππερ διέπεται από ορισμένα λογικά παράδοξα. Το πρώτο είναι ο κομβικός ρόλος του ψεύδους ως καταλύτη στη διαδικασία προαγωγής των επιστημονικών γνώσεων. Η επιστημονική κοινότητα οφείλει να ευνοεί την εμφάνιση καινοτόμων και ανατρεπτικών επιστημονικών θεωριών, ακόμη και αν αποδειχθούν ψευδείς, επειδή μέσω αυτών προάγεται η επιστήμη και ελέγχεται η αντοχή του θεωρητικού συστήματος που επικρατεί σε κάθε εποχή.
Αντίθετα,
ο
θετικιστικός
επαγωγισμός
ενθαρρύνει
τον
διανοητικό
κομφορμισμό, γιατί υποστηρίζει ότι επιστημονικές είναι μόνο εκείνες οι προτάσεις που είναι συμβατές με τη θεωρία η οποία διαθέτει τις περισσότερες εμπειρικές πιθανότητες. Με τον τρόπο αυτό, ο θετικισμός ευνοεί τη διατήρηση των κατεστημένων επιστημονικών προτύπων. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Κατά τον Πόππερ, προτιμότερη είναι σε κάθε περίπτωση «μια ενδιαφέρουσα, τολμηρή και πλούσια σε πληροφορίες θεωρία από μια τετριμμένη». Με τον τρόπο αυτό, η θεωρία ταυτόχρονα αναβαθμίζεται και υποβαθμίζεται. Από τη μια πλευρά, η θεωρία ενισχύεται, καθώς αποδεσμεύεται από τον υπερκαθορισμό της από τα συμβατικά, καθιερωμένα θεωρητικά υποδείγματα. καμία θεωρία δεν υποχρεώνει τον επιστήμονα να τηρήσει απαρέγκλιτα το πρόγραμμά της. Αν ίσχυε αυτό, η επιστημονική πρόοδος θα ήταν ανέφικτη και η πειραματική διαδικασία θα έφθινε, εφόσον θα κυριαρχούσε η προσπάθεια να διατηρηθούν τα παραδοσιακά επιστημονικά πρότυπα. Αλλά η επιστήμη κοιτάζει πάντοτε προς το μέλλον, το οποίο μας επιτρέπει να προβλέψουμε με βεβαιότητα ότι οι μελλοντικές επιστημονικές θεωρίες θα είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που σήμερα δεχόμαστε ως αληθείς. Πρωταρχικός στόχος της επιστημονικής έρευνας δεν είναι η επιβεβαίωση ή η επικύρωση της αλήθειας όπως γίνεται κατανοητή στο παρόν, αλλά η ανακάλυψη μιας νέας, πιο ενδιαφέρουσας αλήθειας, η οποία θα ακυρώνει την αλήθεια του παρόντος. Συνεπώς, κάθε θεωρία που θέλει να υπηρετήσει αυτήν τη δυναμική και ανατρεπτική προοπτική της γνώσης οφείλει να κινηθεί στον άξονα της αέναης αλλαγής. Ο επιστήμονας έχει το δικαίωμα να επινοεί και να οραματίζεται ριζικά νέες και εικονοκλαστικές θεωρίες για τη δομή του κόσμου. Ο θεωρητικός νους είναι απόλυτα ελεύθερος να εικοτολογεί και να φαντάζεται με τον πλέον ανατρεπτικό τρόπο, με τον όρο ότι τα θεωρητικά που κατασκευάζει μπορούν να υποστούν πειραματικό έλεγχο. Η επιστημονική θεωρία είναι μια σειρά πεπαιδευμένων και τολμηρών εικασιών (conjectures). Είναι πεπαιδευμένες, επειδή δεν αποτελούν αυθαίρετους οραματισμούς και διαισθήσεις, αλλά προκύπτουν από τη συνεχή τριβή με το υλικό της εμπειρίας και με τις άλλες επιστημονικές θεωρίες. Είναι όμως και τολμηρές, επειδή επιχειρούν να «μαντέψουν» πώς θα ήταν η πραγματικότητα αν αποφασίζαμε να τη δούμε υπό διαφορετικές γνωσιοθεωρητικές οπτικές, αν τολμούσαμε να αντιμετωπίσουμε το μέλλον όχι ως απλή συνέχεια του παρελθόντος, αλλά ως μια εκ βάθρων αναδιάρθρωσή του. Αυτές οι εικασίες υφίστανται κατόπιν τον πειραματικό έλεγχο, με τελικό στόχο την ενδεχόμενη διάψευσή τους (refutation). Αν και αυτές οι θέσεις εκβάλλουν κάθε περιορισμό από την άσκηση της επιστημονικής θεωρητικής δραστηριότητας, την ίδια στιγμή υποβαθμίζουν τη θεωρία H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr στο πλαίσιο της έρευνας, με την έννοια ότι για τον Πόππερ η θεωρία παύει να αποτελεί αυτοσκοπό. Η επιστημονική έρευνα εκκινεί πάντοτε από τη διαπίστωση ενός φυσικού ή κοινωνικού προβλήματος, δηλαδή μιας κατάστασης που αδυνατεί να εξηγήσει η ανθρώπινη διάνοια. Το αρχικό ερέθισμα για την παραγωγή γνώσης παρέχεται πάντοτε από μια δυσκολία του ανθρώπου να χειριστεί τις υλικές συνθήκες του φυσικού ή του κοινωνικού περιβάλλοντος, μια ιδέα που ανάγεται στον Αμερικανό εισηγητή του πραγματισμού, τον Πηρς. Η αντίδραση του ανθρώπου στο πρόβλημα είναι μια εικασία, η οποία αφορά τους λόγους που το προκάλεσαν και τις πιθανές λύσεις τους. Η εικασία αυτή αποτελεί μια «προσωρινή θεωρία» (tentative theory), η οποία ελέγχεται κατόπιν εμπειρικά ώστε να ανακαλυφθούν τα πιθανά σφάλματα που περιέχει. Την ίδια στιγμή, όμως, που η προσωρινή θεωρία συμβάλλει στην επίλυση του προβλήματος, ο κριτικός έλεγχός της κάνει να εμφανιστούν νέα προβλήματα τα οποία η αρχική κατάστασή μας δεν μας επέτρεπε να εννοήσουμε. Έτσι, η επιστήμη είναι μια διαρκής διαδικασία αναθεώρησης των αντιλήψεών μας για τον κόσμο, μια «διαρκής επανάσταση», όπως λέει ο Πόππερ, η οποία μπορεί να αποδοθεί σχηματικά ως εξής: Ρ1 → ΤΤ1 → ΕΕ → Ρ2 Ρ1 είναι το αρχικό πρόβλημα, ΤΤ1 είναι η προσωρινή θεωρία που το ερμηνεύει, ΕΕ είναι η προσπάθεια για απάλειψη του ψεύδους, δηλαδή η εμπειρική δοκιμασία της θεωρίας με στόχο την πιθανή διάψευσή της, και Ρ2 το νέο πρόβλημα που προκύπτει από την αντιπαραβολή της προσωρινής θεωρίας με την πραγματικότητα. Από μια τέτοια κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου προκύπτει ένα άλλο παράδοξο της επιστημολογίας του Πόππερ: η επιστημονική πρόοδος εξαρτάται από την επιλογή των επιστημονικών θεωριών με τις λιγότερες πιθανότητες επικράτησης. Κατά τον Πόππερ, βασικό κριτήριο ορθολογικότητας για μια επιστημονική θεωρία είναι το εμπειρικό υπόβαθρό της, δηλαδή ο αριθμός και το είδος των εμπειρικών προβλέψεων που συνάγονται από αυτήν. Όσο περισσότερες και πιο καινοτόμες είναι αυτές οι προβλέψεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες παρέχουν για τη διάψευση της θεωρίας μέσω του πειραματικού ελέγχου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι η θεωρία με τον υψηλότερο βαθμό διαψευσιμότητας είναι εκείνη με τον χαμηλότερο βαθμό πιθανότητας, εφόσον ο αριθμός και το είδος των προβλέψεών της επιτρέπουν μεγαλύτερο περιθώριο διαψεύσεων. Πρόκειται για εναλλακτική διατύπωση της H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr βασικής ιδέας του Πόππερ ότι επιστημονική είναι η θεωρία που παρέχει τα μέσα εξεύρεσης του αντιπαραδείγματος το οποίο θα τη διαψεύσει. 8.4. Η «αναγωγή» των θεωριών. Η αληθοφάνεια της προσωρινής θεωρίας και το ζήτημα της αντικειμενικής αλήθειας 115) Ποια ήταν η αρχική τοποθέτηση του Πόππερ στο ζήτημα της αντικειμενικής αλήθειας; (σελ. 187) Ο θετικισμός είχε ισχυριστεί ότι η επιστημονική πρόοδος συντελείται γραμμικά, με τη διαδοχή λιγότερο και περισσότερο αληθών επιστημονικών προτύπων. Τα αληθέστερα και νεότερα πρότυπα μετέφραζαν στη δική τους ορολογία τους όρους που κληρονομούσαν από τα λιγότερο αληθή προγενέστερα πρότυπα. Ο Πόππερ απορρίπτει τις θέσεις αυτές, επειδή μια τέτοια «αναγωγή» (reduction) προϋποθέτει ότι το θεωρητικό και το εμπειρικό περιεχόμενο των επιστημονικών προτύπων διέπονται από συμβατότητα, με τα προγενέστερα πρότυπα να αποτελούν υποσύνολα των μεταγενέστερων. Ωστόσο, η εξέταση της ιστορικής εξέλιξης των επιστημονικών θεωριών από τον 17ο αιώνα και εξής αποδεικνύει ότι δεν υφίσταται μια τέτοια συμβατότητα. Απεναντίας, υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ παλαιότερων και νεότερων θεωριών. Η εισαγωγή των νέων θεωριών συνεπάγεται την υιοθέτηση ριζικά νέων όρων και κατηγοριών που απουσιάζουν από τις προηγούμενες θεωρίες. Ο λόγος είναι ότι οι καινοφανείς θεωρίες δεν προσθέτουν στην αλήθεια των προηγουμένων, αλλά αποτελούν μια ριζικά νέα σύλληψη του κόσμου και εισάγουν όρους αναντίστοιχους και μη αναγνωρίσιμους στις παλαιότερες θεωρίες. Από τη νεότερη θεωρία αναδύεται και μια εντελώς νέα μορφή της πραγματικότητας. Το τυπικό παράδειγμα αυτής της ασυμβατότητας είναι η αντιπαραβολή της νευτώνειας με τη σχετικιστική φυσική. Αν όμως η πορεία των επιστημονικών θεωριών είναι μια διαδρομή όχι από λιγότερη σε περισσότερη αλήθεια, αλλά από περισσότερο σε λιγότερο ψεύδος, είναι δυνατό να υποτεθεί ότι τελικά δεν αντανακλούν την αντικειμενική δομή του κόσμου, αλλά
αποτελούν
απλώς
υποκειμενικές
και
διαισθητικές
συλλήψεις
της
πραγματικότητας. Έτσι, επαναφέρεται η εργαλειακή αντίληψη περί επιστήμης, την οποία ο Πόππερ απέρριπτε, ακριβώς λόγω του υποκειμενισμού της. Τίθεται, H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr επομένως, το ζήτημα αν η επιστημολογία του Πόππερ είναι ικανή να αποκαταστήσει έναν γνωσιολογικό ρεαλισμό, δηλαδή να υπερασπιστεί την ικανότητα της επιστήμης να αναπαριστά τον κόσμο όπως είναι στην πραγματικότητα, αντικειμενικά, πέρα από τις υποκειμενικές μας προσλήψεις του. Αρχικά ο Πόππερ απέφυγε να τοποθετηθεί στο θέμα της αλήθειας των επιστημονικών θεωριών. Κάτι τέτοιο θα τον επανέφερε στον λογισμό των πιθανοτήτων, μια θεμελιακή αρχή του θετικισμού. Έλαβε μια αρνητική θέση έναντι του προβλήματος, συμβατή με τον γενικότερο «αρνητισμό» (negativism) που χαρακτήριζε το σύστημά του σε σύγκριση με τον θετικισμό. Μια θεωρία που αντικαθιστά μια παλαιότερη, η οποία έχει διαψευσθεί, δεν είναι αληθής, αλλά «αληθοφανής». Η λογική δομή της, επειδή αντιστέκεται προς το παρόν στις απόπειρες διάψευσής της είναι εγγύτερα στην αλήθεια, αντιστοιχεί καλύτερα στην αντικειμενική δομή του κόσμου σε σύγκριση με τις διαψευσμένες θεωρίες. Επομένως, η «αληθοφάνεια» (verisimilitude) της θεωρίας εκφράζει την πληρέστερη «αρμογή» της (fit) προς την πραγματικότητα, χωρίς την οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η «επιμονή» της, δηλαδή η ικανότητά της να αντιστέκεται στις απόπειρες να διαψευσθεί με τα μέσα τα οποία η ίδια έχει άλλωστε προμηθεύσει. Οι ισχυρισμοί της επιτυχημένης θεωρίας αντιστοιχούν στα «εοικότα τοις ετύμοισιν» («όμοια με τα πραγματικά») του Ξενοφάνη, τον οποίο ο Πόππερ ξεχωρίζει ως τον πρώτο που διέγνωσε ορθά τόσο την αντικειμενικότητα της ανθρώπινης γνώσης όσο και τη διαδικασία της αέναης ανανέωσης των αντιλήψεών μας για τον κόσμο. Η ανθρώπινη γνώση κινείται σε μια διαρκή πορεία αντιστοίχισης με την αντικειμενική, την απόλυτη πραγματικότητα που κείται εκτός του γνωστικού υποκειμένου. Αλλά η σχέση αυτή είναι ασυμπτωτική, με την έννοια ότι δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε πως σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή η δομή της επιστημονικής θεωρίας αντιστοιχεί πλήρως στη δομή του κόσμου. Άρα, είναι αναμφισβήτητο ότι πέρα από την υποκειμενική «τάξη των ιδεών» (ordo idearum) υπάρχει μια αντικειμενική «τάξη πραγμάτων» (ordo rerum). Οι προτάσεις της επιστήμης αναφέρονται στη δεύτερη και ελέγχονται εν τέλει από αυτήν. Η διαπίστωση αυτή είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να υπάρχει όντως όριο ανάμεσα στην επιστημονική γνώση και στην αυθαίρετη φαντασίωση.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr 116) Ποια ήταν η τοποθέτηση του Πόππερ στο ζήτημα της αντικειμενικής αλήθειας μετά τις ανακαλύψεις του Τάρσκι; (σελ. 188) Η αρχική απροθυμία του Πόππερ να τοποθετηθεί με σαφήνεια στο ζήτημα της αντικειμενικής αλήθειας έδωσε τη θέση της σε μια συστηματικότερη ανάλυση του θέματος μετά την επιτυχημένη προσπάθεια του Πολωνού μαθηματικού Τάρσκι να αποκαταστήσει την αντιστοιχία των προτάσεων με τα πράγματα. Ο Τάρσκι αποδεικνύει ότι υπάρχει μια «μεταγλώσσα», δηλαδή μια γλώσσα ανώτερης λογικής τάξης, η οποία μας επιτρέπει να μιλάμε τόσο για τις προτάσεις της καθημερινής γλώσσας όσο και για τα πράγματα στα οποία αναφερόμαστε μέσω της καθημερινής γλώσσας. Συνεπώς, μπορούμε να κατανοήσουμε την αλήθεια ως αντιστοιχία (correspondence) λόγου και πραγμάτων. Αποδεσμευόμαστε έτσι από τους περιορισμούς της καθημερινής γλώσσας και των εννοιών της και μπορούμε να αντιληφθούμε και να εκφράσουμε την αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων. Η θεωρία του Τάρσκι, καταρρίπτοντας τη συνεκτικιστική (coherentist) θεώρηση της αλήθειας ως νοηματικής συνάφειας, αποκαθιστά το εξωτερικό, αντικειμενικό υπόβαθρο της γνώσης. Παρέχει επίσης καλύτερη δυνατότητα κατανόησης της αντιστοιχίας της επιστημονικής γλώσσας προς τα εξωγλωσσικά φυσικά αντικείμενα. Αποδεικνύεται, επιπλέον, η πλάνη της γλωσσικής μονομέρειας του Βιτγκενστάιν, σύμφωνα με τον οποίο η φιλοσοφική κατανόηση της γνώσης ανάγεται αποκλειστικά στην ανάλυση εννοιών, είτε της καθημερινής είτε της επιστημονικής γλώσσας. Ο Πόππερ θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας τα ζητήματα ορισμού και κατανόησης των γλωσσικών όρων, ενώ επισημαίνει τον κίνδυνο να μας αποπροσανατολίσουν από τον βασικό στόχο της επιστήμης, που είναι η γλωσσική έκφραση της μορφής των εξωγλωσσικών όντων. Παρά την ανακάλυψη του Τάρσκι παραμένει γεγονός ότι καμία επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει επιτύχει πλήρη αντιστοιχία προς τα πράγματα. Η επιστημονική γνώση τείνει προς αυτό το ιδεώδες, χωρίς να είναι ποτέ σε θέση μνα το πραγματώσει στην πληρότητά του. Η αλήθεια «με την απόλυτη έννοια» παραμένει ένα «κανονιστικό ιδεώδες» (regulative ideal) της πειραματικής έρευνας. Ο Πόππερ εκτιμά ότι η εκάστοτε απόσταση ανάμεσα στην καλύτερη, μη διαψευσμένη ακόμη θεωρία και στο άπειρο τέρμα του επιστημονικού λογισμού σημαίνει ότι η αρχή της διαψευσιμότητας θα ισχύει εσαεί. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr
8.8. Ομαλότητα και κρίση στην επιστήμη: Η θεωρία των «παραδειγμάτων» του T. Kuhn 117) Ποιο κοινωνικό περιεχόμενο προσέδωσε ο Τόμας Κουν στη θεωρία του των «παραδειγμάτων» και γενικότερα στην εκ μέρους του θεώρηση της επιστήμης; (σελ. 201) Ο φιλόσοφος που σήμανε την αποφασιστική στροφή στη θεώρηση της επιστήμης ως κατεξοχήν κοινωνικής δραστηριότητας, προσδιορισμένης ιστορικά, ήταν ο Τόμας Κουν (Thomas Kuhn, 1922-1996). Η επιστημολογία του ωρίμασε και διαδόθηκε κατά την ανατρεπτική δεκαετία του 1960 και άσκησε σημαντικότατη επιρροή στο σύνολο της δυτικής σκέψης των τελών του 20ού αιώνα. Η βασική προσπάθεια του Κουν ήταν να υπερφαλαγγίσει τον μέχρι τότε κυρίαρχο ελιτίστικο ορθολογισμό και να αναδείξει την επιστήμη ως μία ακόμη κοινωνική δραστηριότητα στο σύνολο των πολιτιστικών επιτευγμάτων που συνδέονται με την κοινωνική εξέλιξη. Κατά το Κουν, η άσκηση της επιστήμης συναρτάται με ένα πλέγμα κοινωνικών σχέσεων, που αφορούν μορφωτικά κριτήρια, συστήματα αξιών και διαπροσωπικές σχέσεις. Ως πολιτιστική δραστηριότητα η επιστήμη έχει ως σκοπό τον καθορισμό ενός μέρους βασικών εννοιών και ιδεών που συναπαρτίζουν τη συλλογική συνείδηση, η οποία εντάσσεται στο σύνολο των πρακτικών και των κοσμοθεωριών οι οποίες χαρακτηρίζουν την πολιτισμική κατάσταση μιας δεδομένης κοινωνίας. Έτσι θεωρούμενη, η αντικειμενικότητα ή η αξιολογική ουδετερότητα της επιστήμης συνιστά αντανάκλαση των θεσμών και των συμπεριφορών που σηματοδότησαν τη δυτική νεωτερικότητα, συμβάλλοντας στην εδραίωση αυτών των πολιτισμικών επιτευγμάτων. Από την άποψη αυτήν, το ζήτημα της αλλαγής των επιστημονικών θεωριών ή των γνώσεών μας για τον φυσικό κόσμο δεν νοείται αποκομμένο από την εξέλιξη του ευρύτερου κοινωνικού περιγύρου, καθώς η σύνδεσή του με αποκλειστικά ορθολογικές θεωρήσεις και πρακτικές έχει αποδειχθεί ανεπαρκής. Δεν πρόκειται δηλαδή απλώς για ένα ζήτημα εξακρίβωσης των πιθανοτήτων ή της αληθοφάνειας των επιστημονικών προτάσεων. Αυτή η στενή οπτική οφείλει να αντικατασταθεί από μια ευρύτερη θεώρηση, που θα εξετάζει την αλλαγή των επιστημονικών θεωριών H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr εντός της πολιτιστικής εξέλιξης, ενώ πολιτιστικοί είναι και οι παράγοντες μεταβολής τους. Η μεταβολή των επιστημονικών προτύπων, συνεπώς, βαίνει παράλληλα, αν και όχι ταυτόχρονα, με τη μεταβολή των κοινωνικών εξελίξεων. Όπως η πολιτισμική εξέλιξη χαρακτηρίζεται από τη διαδοχή εναλλακτικών κοσμοθεωρητικών και αξιολογικών συστημάτων, έτσι και η μεταβολή των επιστημονικών προτύπων συναρτάται με την εναλλαγή γενικών ερμηνευτικών σχημάτων για τον κόσμο, που το καθένα τους διαθέτει τη δική του δυναμική και μεθοδολογία, οι οποίες καθορίζουν και τη συμπεριφορά όσων εργάζονται με βάση αυτό. Γύρω από τέτοια «παραδείγματα» (paradigms) συγκροτείται η εκάστοτε επιστημονική κοινότητα. Τα «παραδείγματα» είναι στην ουσία συλλογικοί τρόποι θέασης του κόσμου από τους επιστήμονες και το καθένα αποτελεί ένα σύμπλεγμα ερμηνειών σχετικά με γενικότερες επιστημολογικές ή ειδικότερα επιστημονικές παραδοχές. Οι στάσεις αυτές δεν είναι μια εσωτερική υπόθεση της επιστημονικής κοινότητας, αλλά αντλούν από τις ιδεολογικές και μεταφυσικές πραγματώσεις που συναρτώνται με το «πνεύμα της εποχής». Τα ιστορικά παραδείγματα παρέχουν επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος: στον Μεσαίωνα η επιστημονική σκέψη ήταν απόλυτα συμβατή με το θεοκρατικό κοσμοείδωλο και τις δικές του γνωσιολογικές προτάσεις, και κάτι ανάλογο συμβαίνει σε κάθε εποχή. Τα επιστημονικά «παραδείγματα» είναι από τη φύση τους συντηρητικά, με την έννοια ότι επιχειρούν να συντηρήσουν την παραδεδομένη μεθοδολογία και τους θεσμούς που τα διέπουν και να εκπαιδεύσουν τους ερευνητές που θα ασχοληθούν με την εμπειρική μελέτη της δύσης προς κατευθύνσεις που έχουν ήδη επιλεγεί εκ των προτέρων. Κρίσιμης σημασίας είναι η επιλογή επιστημονικού προσωπικού και ο τρόπος με τον οποίο οι εκπαιδευόμενοι ερευνητές γίνονται γνώστες του περιεχομένου της επιστήμης, όπως αυτή συγκροτείται από ανθρώπους σε καίριες θέσεις (ακαδημαϊκές, κρατικές) που είναι υπεύθυνη για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. ο επίδοξος επιστήμονας καλείται να υπηρετήσει το εκάστοτε κυρίαρχο επιστημονικό πρότυπο σαν να έχει αιώνια και αυταπόδεικτη ισχύ, η οποία εκφράζει αναμφισβήτητες αλήθειες. Τα εκπαιδευτικά και επιστημονικά ιδρύματα, τα επιστημονικά περιοδικά και οι συναφείς θεσμοί επιβραβεύουν τους επιστήμονες που θα εδραιώσουν με πρωτότυπο τρόπο την ισχύ του κρατούντος «παραδείγματος», ενώ αντίθετα επιβάλλουν κυρώσεις H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr (αποκλεισμό
από
ακαδημαϊκές
θέσεις,
δημόσια
αποδοκιμασία)
σε
όσους
απομακρύνονται από αυτό. Η μηχανιστική αναπαραγωγή της δεδομένης «αλήθειας» και η άκριτη υποταγή στα κελεύσματα του παραδεδομένου «παραδείγματος» γίνονται κριτήρια ακαδημαϊκής ανάδειξης. Αυτό δεν οφείλεται σε κακή πρόθεση της κατεστημένης επιστημονικής κοινότητας, αλλά στο ότι η συλλογική συνείδηση έχει τόσο διαποτιστεί με την παραδοσιακή «αλήθεια», ώστε δεν μπορεί να διανοηθεί ότι μια μελλοντική ανακάλυψη είναι δυνατό να την ανατρέψει. Πρόκειται για την τάση αυτοσυντήρησης που χαρακτηρίζει κάθε πολιτισμικό μόρφωμα, όπως και κάθε φυσικό πλάσμα. Η επιστημονική κοινότητα αναλαμβάνει να εδραιώσει με τον πλέον προηγμένο λογικό και πειραματικό τρόπο την ευρύτερη συναίνεση γύρω από τα επιστημονικά ζητήματα, την οποία επιβάλλει το κυρίαρχο «παράδειγμα». Αποφασιστικό λόγο για τον εκάστοτε καθορισμό και τη διάχυση της επιστημονικής αλήθειας έχουν οι κάτοχοι της κοινωνικής εξουσίας, και οι ιθύνοντες της επιστημονικής κοινότητας αποτελούν τμήμα τους. 118) Πώς συντελείται η αλλαγή επιστημονικού «παραδείγματος» κατά τον Κουν; (σελ. 203) Η συντηρητική φύση των κυρίαρχων «παραδειγμάτων» και η εδραίωση της θέσης τους από την ιεραρχία της επιστημονικής κοινότητας δεν σημαίνουν ότι στα πλαίσια ενός καθοδηγητικού «παραδείγματος» είναι ανέφικτη η πρωτότυπη επιστημονική έρευνα. Κανένα «παράδειγμα», με όση συνέπεια και αν υπηρετείται, δεν μπορεί να εξαντλήσει τις λύσεις για τα διαρκώς νέα προβλήματα που παρουσιάζει στον επιστήμονα ο φυσικός κόσμος. Κάθε θεωρητική κατασκευή αντιμετωπίζει τον φυσικό κόσμο αποδίδοντάς του μια συγκεκριμένη εσωτερική συνοχή· απεναντίας, ο ίδιος ο φυσικός κόσμος μάς παρουσιάζεται μέσα από μια πληθώρα συχνά ετερόκλητων στοιχείων, των οποίων η λειτουργική συνοχή είναι προβληματική. Άρα, κάθε «παράδειγμα» λειτουργεί μάλλον κανονιστικά έναντι της φυσικής πραγματικότητας, ορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οφείλουμε να εκτιμούμε ότι λειτουργεί η φύση, σύμφωνα δηλαδή με τις θεωρητικές παραδοχές του. Η θεωρία του Κουν ενσωματώνει έτσι την εικασία του Πόππερ, εφόσον το φυσικό πρότυπο που περιγράφει εξακολουθεί να υποκαθορίζεται από την εμπειρική H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr παρατήρηση. Το «παράδειγμα» αποτελεί ένα είδος κοσμοθέασης, γιατί διατάσει τα στοιχεία της φυσικής πραγματικότητας σύμφωνα με τις θεωρητικές προτάσεις του, θέτοντας το πλαίσιο των ερμηνευτικών σχημάτων για τα φαινόμενα που δεν έχει ακόμη απορρίψει η θεωρία. Έτσι, αντίστροφα, το «παράδειγμα» υπερκαθορίζει την παρατήρηση, επειδή η επιλογή και η σημασία του υπό μελέτη εμπειρικού φαινομένου συναρτάται με την κυρίαρχη θεωρία. Επίσης, λειτουργεί ως πηγή ερευνητικών στρατηγημάτων, καθώς υποδεικνύει πειραματικές μεθόδους που αποσκοπούν στη διεύρυνση της εμπειρικής θεμελίωσης των θεωρητικών του προτάσεων, φέρνοντάς τες σε καλύτερη αρμογή (fit) με τη φυσική πραγματικότητα. Έτσι, μειώνονται σταδιακά οι αναντιστοιχίες ανάμεσα στη θεωρία και στον φυσικό κόσμο όπως αυτός είναι στην πραγματικότητα. Υπό το κυρίαρχο «παράδειγμα», ο επιστήμονας ασχολείται με την «επίλυση γρίφων» (puzzle solving), η ύπαρξη των οποίων οφείλεται στην αδυναμία του να δώσει θεωρητικές απαντήσεις σε κάθε ερώτημα που θέτει η φύση. Το επόμενο στάδιο είναι η «τακτοποίηση» ή «συμμάζεμα» (mopping up) της θεωρητικής σκευής, με στόχο να ξεπεραστούν τα προβλήματα που θέτει η εμπειρική πραγματικότητα. πρόκειται για πρωτότυπη και διεισδυτική εργασία, καθώς επιτρέπει τη διεύρυνση του εμπειρικού υποβάθρου της θεωρίας, ενώ η σημαντικότερη συμβολή της είναι η ανακάλυψη νέων, σημαντικότερων προβλημάτων σε σύγκριση με εκείνα που υπερέβη η πειραματική απόδειξη της θεωρίας. Παράλληλα συντελείται η εκπόνηση νέων πειραματικών μεθόδων που αποσκοπούν στη θεωρητική εδραίωση του «παραδείγματος. Και εδώ ο επιστήμονας διαχειρίζεται το παραδεδομένο «παράδειγμα» με καινοτόμο και πρωτότυπο τρόπο. Αλλά η πρωτοτυπία αυτή έχει όρια, επειδή κάθε «παράδειγμα» διαθέτει μια «ευρετική» (heuristic) διατυπωμένη έτσι, ώστε οι εκάστοτε νέες εμπειρικές ανακαλύψεις να μπορούν σε κάθε περίπτωση να επιβεβαιώνουν τη θεωρητική ισχύ του. Για όσο διάστημα το κυρίαρχο «παράδειγμα» παραμένει ακλόνητο, η επιστημονική εργασία που επιτελείται στο πλαίσιο του είναι επαληθευτική, αφού οι πειραματικές προτάσεις του προσθέτουν στην αληθοφάνεια των θεωρητικών. Αρχικά, τόσο οι ενδογενείς όσο και οι εξωγενείς παράγοντες (η επαλήθευση εκ μέρους των επιστημόνων και οι εγγυήσεις που παρέχει η ευρύτερη πολιτισμική συναίνεση, μέρος της οποίας είναι και το κυρίαρχο «παράδειγμα») συνεργούν για να εδραιώσουν το επικρατούν επιστημονικό πρότυπο. Η έρευνα διέρχεται μια μακρά H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr περίοδο σταθερότητας αναφορικά με τις γνώσεις μας για τον φυσικό κόσμο, την οποία ο Κουν αποκαλεί «κανονική επιστήμη» (normal science) και η οποία παρέχει την ψευδαίσθηση ότι είναι ζήτημα χρόνου να επιλυθούν τα προβλήματα που συνδέονται με τη θεωρητική συνοχή του κρατούντος «παραδείγματος». Πρόκειται, στην ουσία, για μια εποχή θεωρητικού εφησυχασμού και άκριτης πίστης στην ισχύ του. Τελικά, όμως, καθώς το συμβατικό «παράδειγμα» επιχειρεί να τεκμηριώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή λογική και πειραματική ακρίβεια τις θεωρητικές προτάσεις του, ανακαλύπτει πτυχές της πραγματικότητας που η θεωρία αδυνατεί να ερμηνεύσει. Μάλιστα, όσο συστηματικότερα είναι οργανωμένη η «κανονική επιστήμη» τόσο πιθανότερο είναι να συναντήσει «ανωμαλίες» (anomalies), καταστάσεις ασύμβατες με την κανονικότητα του «παραδείγματος». Η αντίφαση ανάμεσα στις θεωρητικές προσδοκίες και στις εμπειρικές ανακαλύψεις που υφίστανται στο πλαίσιο του κυρίαρχου «παραδείγματος» συνιστά την «ουσιώδη ένταση» (essential tension) που διέπει την άσκηση της επιστήμης εξασφαλίζοντας τη δυναμική της, εφόσον δεν μένει προσκολλημένη σε παραδεδομένες «αλήθειες», αλλά αναζητεί διαρκώς νέες μεθόδους για την πρόσληψη του φυσικού κόσμου. Ενώ αρχικά οι «ανωμαλίες» θεωρούνται αναμενόμενες, μια κατάσταση που μέλλει εν τέλει να αντιμετωπιστεί επιτυχώς στο πλαίσιο του ισχύοντος «παραδείγματος», συν τω χρόνω η ανάδυση διαρκώς νέων «ανωμαλιών» εξαναγκάζει το «παράδειγμα» αν τηρήσει αμυντική στάση. Οι παραδεδομένοι μεθοδολογικοί και επιστημολογικοί κανόνες αρχίζουν να χαλαρώνουν, ενώ σταδιακά πληθαίνουν οι επιστήμονες που τολμούν να αμφισβητήσουν το μέχρι τούδε αναμφισβήτητο «παράδειγμα» προτείνοντας ρηξικέλευθες υποθέσεις εργασίας. Τότε πλέον η «κανονική επιστήμη» βρίσκεται σε «κρίση». Η «κρίση» αυτή οδηγεί σε μια κρίση εξουσίας, με χαρακτηριστικά ανάλογα με εκείνα των πολιτικών συγκρούσεων που επιφέρουν την αλλαγή των καθεστώτων. ¨όπως τα πολιτικά καθεστώτα κλονίζονται από τη δράση φωτισμένων ανθρώπων και τη συνακόλουθη κοινωνική αναταραχή, προτού τελικά αντικατασταθούν από μια νέα τάξη κοινωνικών και πολιτικών πραγμάτων, έτσι και στην επιστήμη μια κρίσιμη μάζα πειραματικών δεδομένων καθιστά αδύνατη την εμμονή στην επιστημονική ορθοδοξία και εμφανίζεται ένα εναλλακτικό «παράδειγμα», έτοιμο να πάρει τη θέση του H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr προηγούμενου, που διατυπώνεται από ερευνητές οι οποίοι είναι έτοιμοι να καταλάβουν τη θέση των κατεστημένων προκατόχων τους στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Προτού παραδοθεί το παλαιό «παράδειγμα» μαζί με τους υποστηρικτές του, μεσολαβεί ένας «πόλεμος παραδειγμάτων» (paradigm war). Κατά τη διάρκειά του οι επιστήμονες χωρίζονται σε αντίπαλα στρατόπεδα, ώσπου το νέο «παράδειγμα» να επικρατήσει μέσω της διεξαγωγής αποφασιστικών πειραμάτων και κατόπιν της άλωσης καίριων επιστημονικών θέσεων από τους υποστηρικτές του. Πρόκειται για τη μεταβατική περίοδο της «ιδιόρρυθμης επιστήμης» (extraordinary science). Τα προηγουμένως αθέατα ή παραγνωρισμένα από το παλαιό «παράδειγμα» φαινόμενα έρχονται στο προσκήνιο και αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα κατανόηση της φυσικής πραγματικότητας. Οι «ανωμαλίες» αρχίζουν να αποτελούν τη νέα «κανονική επιστήμη». Ένα «παράδειγμα» ποτέ δεν υποκύπτει αν πρώτα δεν εμφανιστεί ο αντικαταστάτης του. Είναι μια σύγκρουση σχεδόν δαρβινικού τύπου, από την οποία επιβιώνει ο καλύτερα εξοπλισμένος, το «παράδειγμα» που εμφανίζει την καλύτερη προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον. Η πρόοδος των φυσικών μας γνώσεων διανύει τέτοιες περιόδους με χαρακτηριστικά σύγκρουσης και ανατροπής, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν «επαναστάσεις». Αν όντως το πιο κομβικό γνώρισμα της επιστήμης είναι η προοδευτικότητά της, η ικανότητά της να εξελίσσεται σε πείσμα των παραδοσιακών αυθεντιών προτείνοντας διαρκώς νέες κατανοήσεις του φυσικού κόσμου που αποκρυσταλλώνονται σε ευρύτερες κοσμοθεωρίες, η έννοια της «επανάστασης» συμβάλλει κατά πολύ στη σύλληψη αυτής της προοδευτικότητας. 119) Ποιες είναι οι επιστημονικές και κοινωνικές συνέπειες από την εναλλαγή «παραδειγμάτων» και ποια επιρροή είχε η επιστημολογία του Κουν; (σελ. 206) Η ανάδυση και κατίσχυση ενός νέου «Παραδείγματος» τροποποιεί συνολικά τη συνολική
κοσμοθέασή
μας,
τον
τρόπο
με
τον
οποίο
αντικρίζουμε
και
προσλαμβάνουμε τον κόσμο. Η πρωταρχική αλλαγή αφορά τα φαινόμενα που είμαστε διατεθειμένοι να αναγνωρίσουμε μέσα στο άπειρο των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο επιλύουμε τα σύνθετα προβλήματα που θέτει η πραγματικότητα. Η διαδικασία αυτή αντιστοιχεί στο ψυχολογικό φαινόμενο της «μορφολογικής μετατόπισης» (Gestalt shift) και H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr εξαρτάται και στην περίπτωση της επιστήμης, όπως και σε κάθε άλλο πεδίο του κοινωνικού βίου, από συγκεκριμένες πολιτιστικές επιδράσεις, αξιολογικές και ιδεολογικές προτιμήσεις, καθώς και ψυχολογικές προδιαθέσεις. Το νέο «παράδειγμα» επικρατεί όχι επειδή έχει πειστική δύναμη, αλλά επειδή εξαναγκάζει τους αντιπάλους του να το αποδεχθούν λόγω του ότι το «πνεύμα της εποχής» (Zeitgeist) και ο συσχετισμός δυνάμεων έχει μεταβληθεί σε βάρος τους. Οι πρώην αντίπαλοί του ανακαλύπτουν αιφνίδια την αλήθεια του και προσηλυτίζονται σε αυτήν όχι μέσω κάποιας ανταλλαγή ορθολογικών επιχειρημάτων, όπως υπέθετε ο θετικισμός, αλλά διά της βίαιης επιβολής του. στη διαδικασία αυτή παρεισφρέουν μεταφυσικές αντιλήψεις και ιδεολογικές σκοπιμότητες, όπως σε κάθε άλλη κοινωνική δραστηριότητα, και κάθε εγχείρημα ορθολογικού διαλόγου είναι καταδικασμένο σε αποτυχία, αφού όλοι παραμένουν αμετακίνητοι στις θέσεις τους. Αυτό οφείλεται στο ότι τα «παραδείγματα» είναι μεταξύ τους «ασύμβατα» (incompatible), επειδή κα΄θε «παράδειγμα» κατασκευάζει τη δική του γλώσσα, ορολογία και μεθοδολογία, που είναι εντελώς ξένες προς το παλαιό, καθιστώντας τη μεταξύ τους επικοινωνία ανέφικτη. Ο Κουν εκφράζει αυτήν την παραδοχή με τη θεωρία του περί «ασυμμετρίας» (incommensurability) των εναλλακτικών «παραδειγμάτων». Η ιδέα αυτή εμφανίζεται και στον Πόππερ, όμως στον Κουν δεν είναι απλώς η αντικατάσταση μια επιστημονικής εξήγησης από μιαν άλλη, αλλά μια ριζική εκ βάθρων ανατροπή της συλλογικής συνείδησης, μια κρίσιμη καμπή στην πολιτισμική εξέλιξη. Μόλις επικρατήσει το νέο «παράδειγμα», αρχίζει με τη σειρά του να μετατρέπεται σε συντηρητικό. Διαμορφώνει τη δική του επιστημονική ορθοδοξία και ισχυρίζεται ότι με βάση το ίδιο πραγματωνόταν ανέκαθεν η επιστημονική πρόοδος. Επιχειρεί, μάλιστα, να αποκαθαρθεί από το επαναστατικό παρελθόν του, υποστηρίζοντας ότι η εξέλιξη στην επιστήμη ακολουθεί πάντοτε μια γραμμική, ομαλή εξελικτική πορεία, κατά την οποία τα αληθινά στοιχεία των παλαιότερων «παραδειγμάτων» ενσωματώνονται αβίαστα στα νέα. Στην ουσία, αναπαράγει τη θετικιστική θεώρηση της επιστήμης, η οποία επικρατεί συνήθως σε συνθήκες κανονικότητας και συσκοτίζει την επαναστατική εξέλιξη των επιστημών, εφόσον ισχυρίζεται ότι αυτή είναι το κατεξοχήν προϊόν ορθολογικών προτύπων σκέψης, χωρίς αναφορά σε ιδεολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Η επιστήμη προβάλλει εκ νέου ως ένα H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr φαινόμενο αποκομμένο από την κοινωνική πραγματικότητα και υπέρτερό της. Αλλά αυτή η παραπλανητική και ελιτίστικη εικόνα για την επιστήμη υπονομεύεται από την «ουσιώδη ένταση» που κυοφορεί στα σπλάχνα της και η οποία είναι έτοιμη για μια καινούργια επιστημονική επανάσταση. Η ιστορικιστική και κοινωνιολογική επιστημολογία του Κουν επέδρασε καταλυτικά στη φιλοσοφία της επιστήμης, αναδεικνύοντας τις κοινωνικές και πολιτισμικές
παραμέτρους
της
επιστημονικής
σκέψης
και
πράξης
και
αποδεσμεύοντας τη γνωσιολογία από τους ατέρμονους και στενούς προβληματισμούς γύρω από ζητήματα τεχνικής και λογικής. Με τον τρόπο αυτό ανανέωσε την επιστημονική σκέψη συνολικά και κατέβασε την επιστήμη από τον ουράνιο θώκο της, υποδεικνύοντας την άμεση σχέση της με την πραγματική ζωή. Έτσι, έγινε ο πρώτος που έθεσε το ζήτημα του κοινωνικού ελέγχου της επιστημονικής δραστηριότητας και των παραγώγων της. 8.9. Ασυμμετρία των «παραδειγμάτων» και σχετικισμός: Οι δυσκολίες της θεωρίας του Kuhn 120) Ποια είναι τα προβληματικά σημεία της επιστημολογίας του Κουν και ποια κριτική δέχθηκαν; (σελ. 208) Παρότι η επιστημολογία του Κουν αναδεικνύει τις κοινωνικές συνιστώσες της επιστήμης και την εντάσσει στην ιστορική της διάσταση, είναι ανοικτή σε θεωρητική κριτική. Επειδή απαρνείται την ορθολογική υπόσταση και τη μεθοδολογική ιδιαιτερότητα της επιστήμης, έχει επικριθεί ότι διακινδυνεύει μια κοινωνική αναγωγή της. Η τελευταία, όμως, θα ταύτιζε την επιστήμη με οποιαδήποτε μεταφυσική ή ιδεολογία, η οποία χειρίζεται την πραγματικότητα για την επίτευξη επιβιωτικών, συναισθηματικών ή εξουσιαστικών σκοπιμοτήτων αδιαφορώντας για την αντιστοιχία της με τη δομή και τη λειτουργία του φυσικού κόσμου. Στη θεωρία του Κουν ο όρος «παράδειγμα» σημασιοδοτείται με αρκετά ασαφή τρόπο. Υπάρχουν δύο τουλάχιστον σημασίες του, μία στενή και μία ευρύτερη. Σύμφωνα με την πρώτη, το «παράδειγμα» αναφέρεται σε ένα επιστημονικό πρότυπο που συγκροτείται από θεωρητικές και πειραματικές προτάσεις περιγράφοντας και εξηγώντας τα φυσικά φαινόμενα. Σύμφωνα με τη δεύτερη, όμως, το «παράδειγμα» αναφέρεται σε ένα σύνολο ιδεολογικών ή και θρησκευτικών επιλογών που καθορίζει H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr το πλαίσιο και τη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας. Με την έννοια αυτή, η επιστημονική θεωρία θα μπορούσε να εκληφθεί απλώς ως μία ακόμη κοινωνική κατασκευή που εκφράζει με ιδιαίτερο τρόπο την κοσμοθεωρία και τα πρακτικά ενδιαφέροντα μιας ιστορικής κοινότητας, χωρίς να έχει μεγάλη σχέση με την αντικειμενική αλήθεια. Οι αρχές της θεωρούνται αληθείς, μόνο επειδή συμβαίνει να τα πιστεύει ως τέτοιες η κοινωνία την οποία εξυπηρετούν, κυρίως επειδή τις αποδέχεται η κυρίαρχη επιστημονική κοινότητα που της έχει ανατεθεί από την πολιτική εξουσία η κατασκευή μιας κοσμοθεωρίας η οποία υπηρετεί τη διαιώνιση της εξουσίας της. Οι επιστημονικές θεωρίες είναι λειτουργικές επειδή εξυπηρετούν τους επιβιωτικούς και εξουσιαστικούς σκοπούς των κυρίαρχων κοινωνικών ομάδων και εγκαταλείπονται όταν άλλες ομάδες πάρουν την εξουσία. Μια ακραία ερμηνεία της «ασυμμετρίας» (incommensurability) των «παραδειγμάτων», συμβατή με την αρχική σύλληψη της θεωρίας των επιστημονικών επαναστάσεων, θα υποστήριζε αυτήν τη θεώρηση της επιστήμης ως κοινωνικού κατασκευάσματος που έχει μικρή σχέση με την αλήθεια. Τα «παραδείγματα» δεν συνδιαλέγονται επειδή εν τέλει εκφράζουν – παρά την επιστημονική γλώσσα που χρησιμοποιούν– πιο πολύ μεταφυσικές, ιδεολογικές και πολιτιστικές θεωρήσεις παρά το θεμελιώδες αίτημα για τη γνώση της πραγματικότητας καθεαυτήν. Συνεπώς, οι θεωρητικές διαφωνίες στην επιστήμη δεν συνιστούν παρά συγκρούσεις μεταξύ ερμηνειών της πραγματικότητας. Το φυσικό υπόβαθρό τους παραμένει το ίδιο, αλλά οι επιστήμονες το βλέπουν και το ερμηνεύουν διαφορετικά. Σε αυτήν τη βάση, κανείς δεν δικαιούται να υποστηρίξει ότι μια αναπαράσταση του πραγματικού είναι αληθέστερη από μιαν άλλη. Άρα, δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίσουμε τον φυσικό κόσμο όπως είναι πραγματικά, πέρα από τους λόγους που κατασκευάζουμε γι’ αυτόν και τα διανοητικά ή συναισθηματικά ερεθίσματα που μας προκαλεί η θέασή του. Ο ίδιος ο Κουν αντιμετώπιζε ανυπέρβλητες δυσκολίες ως προς την πειστική τεκμηρίωση αυτής της θεώρησης της επιστήμης. Αυτή η «εξωτερική» (externalist) ερμηνεία της θεώρησης του Κουν, η οποία αντιμετωπίζει την επιστήμη ως δευτερογενή έκφραση εξωγενών προς την ίδια πολιτικών και κοινωνικών αναγκαιοτήτων, καταλήγει σε άκρατο σχετικισμό. Σε αυτό το πλαίσιο η «αλήθεια» είναι αυτό που εξυπηρετεί τις βλέψεις συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Αυτός ο σχετικισμός είναι το θεμελιακό μειονέκτημα κάθε H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr ιστορικιστικής φιλοσοφίας, όχι μόνο στο πεδίο της επιστήμης. Μετά το 1962 (έτος δημοσίευσης της Δομής των επιστημονικών επαναστάσεων) ο Κουν αποδύθηκε σε μια προσπάθεια να απαλλάξει την επιστημολογία του από την κατηγορία για σχετικισμό, που περιγράφει κάποιες θεσμικές πτυχές του επιστημονικού εγχειρήματος, αλλά του διαφεύγει ο μεθοδολογικός πυρήνας και η μέριμνα για αναζήτηση της αλήθειας. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι την εποχή εκείνη η κρατούσα αντίληψη της θεωρίας των «παραδειγμάτων» ήταν εκείνη μιας εξωτερικής κοινωνιολογίας της επιστήμης, με τα ανεπιθύμητα επακόλουθα που έχει πάντοτε η μετατόπιση της προβληματικής από το εσωτερικό της επιστημονικής διαδικασίας στο πολιτισμικό περιβάλλον. Με τη στενότερη έννοιά του, ο όρος «παράδειγμα» θα μπορούσε να εκληφθεί ως αυτόνομη γνωσιοθεωρητική σκευή, που ορίζει καθεαυτήν τους κανόνες που το διέπουν, με αναφορά στη δεοντολογία και στην πρακτική της εκάστοτε επιστημονικής κοινότητας, αλλά δίχως υπερκαθορισμό από τις αξιολογικές και πολιτιστικές επιλογές του κοινωνικού περιβάλλοντος. Αυτό θα επέτρεπε ίσως την εκ νέου σύνδεση της επιστημονικής πρακτικής με το ιδεώδες της αντικειμενικής αλήθειας και τον παραμερισμό των προσωπικών ιδεολογικών ή άλλων προτιμήσεων του ερευνητή εν όψει των πειραματικών ευρημάτων. Το επιστημονικό ήθος προσδιορίζεται ακριβώς από αυτήν την αμεροληψία, τόσο ως προσωπική στάση όσο και ως επιστημολογικό αίτημα, και υποχρεώνει τον επιστήμονα να εγκαταλείπει τις προσωπικές συναισθηματικές, ηθικές και πολιτικές προτιμήσεις του, όταν αντίκεινται στα δεδομένα της εμπειρίας. Από την άποψη αυτή, η επιστήμη διαχωρίζει το ευχάριστο και συμφέρον από το αληθές και δρομολογεί την έρευνα κατά τρόπο που να αποκλείει στο μέτρο του δυνατού τις επιρροές από τον εξωτερικό πολιτικο-κοινωνικό περίγυρο. Αν όμως αυτή η ερμηνεία κατέληγε, όπως είναι αναμενόμενο, σε έναν υποθετικό ή πραγματικό ρεαλισμό, τότε δεν θα μπορούσε να ευσταθεί η «ασυμμετρία» των «παραδειγμάτων», αφού θα έπρεπε να αποδεχθεί ότι υπάρχουν στοιχεία επιστημονικής μεθοδολογίας που ισχύουν πέρα και υπεράνω από κάθε ιστορικό καθορισμό. Το γεγονός αυτό θα σήμαινε ότι υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας των εναλλακτικών «παραδειγμάτων», κάτι που αποτελεί αναντίρρητη ιστορική πραγματικότητα, παρά τις ενστάσεις του Κουν περί αδυναμίας συνδιαλλαγής τους.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Συμπερασματικά, αν η προηγούμενη κριτική έχει ισχύ, η αρχική σημασία που αποδίδει ο Κουν στον αλληλοκαθορισμό επιστήμης και κοινωνικού περιβάλλοντος υποβαθμίζεται. Στην ιστορία των ιδεών συμβαίνει συχνά η αρχική και πιο ρηξικέλευθη διατύπωση μιας νέας θεωρίας να προκαλεί ζωηρές εντάσεις και να εμπλουτίζει τον προβληματισμό, παρότι μπορεί να μένει έκθετη στην κριτική. Η θεωρία των «παραδειγμάτων» του Τόμας Κουν αποτέλεσε καθεαυτήν μιαν «αλλαγή παραδείγματος» στην ιστορία των επιστημών και συμβάδισε με τον πολιτικοκοινωνικό προβληματισμό μιας ιδιαίτερα ταραγμένης αλλά και κοσμογονικής εποχής. Ωστόσο, οι υστερότερες και μετριοπαθέστερες εκδοχές της θεωρίας του απέβαλαν σταδιακά την τολμηρή αιχμή της, καθιστώντας την επί το πολύ μια παραλλαγή της ποππεριανής θεωρίας της διαψευσιμότητας. Η διαφορά είναι ότι στη θέση των μικρών επαναστάσεων επιβάλλεται μια συνολική επιστημονική επανάσταση που ορίζει τη μετάβαση από τη μια εποχή στην άλλη, με διευρυμένο ιστορικό περιεχόμενο αλλά πάντοτε νοούμενη ως αρμοδιότητα των ειδικών επιστημόνων. 8.10. Επιστροφή στην ορθολογικότητα και «εσωτερική» ανάλυση της επιστημονικής μεθόδου: Η θεωρία των ερευνητικών προγραμμάτων του Lakatos 121) Ποια κριτική ασκεί ο Λάκατος στη διαψευσιμότητα του Πόππερ και στη θεωρία των «παραδειγμάτων» του Κουν; (σελ. 211) Ο Ούγγρος φιλόσοφος Ίμρε Λάκατος (Imre Lakatos, 1922-1974) διατύπωσε μια επιστημολογική θεωρία εναλλακτική προς την ποππεριανή διαψευσιμότητα και τη θεωρία των «παραδειγμάτων» του Τόμας Κουν. Όπως και ο Κουν, ο Λάκατος εκκινεί από την ανασκευή της έμφασης του Πόππερ στο «κρίσιμο πείραμα», επειδή εκτιμά ότι δεν κατορθώνει να αναπαραστήσει ιστορικά την επιστημονική πρακτική, μια αναπαράσταση που επιτυγχάνεται, κατά τον Λάκατος, μέσω της ανάδειξης του τρόπου με τον οποίο μια θεωρία συλλαμβάνει και καθιστά κατανοητή την εναλλαγή των επιστημονικών θεωριών κατά την ιστορική τους πορεία. Ταυτόχρονα, όμως, απορρίπτει και την ιστορικιστική οπτική του Κουν, στη βάση του ότι ο μεθοδολογικός ολισμός της την καθιστά ευάλωτη σε μια ψυχολογική, υποκειμενική ερμηνεία της εναλλαγής των επιστημονικών μοντέλων. Θεωρεί την επιστημολογία των «παραδειγμάτων» «εξωτερική» (externalist) ως προς την επιστημονική πρακτική, καταλογίζοντάς της ότι εξαρτά την εναλλαγή των H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr «παραδειγμάτων» σε μεγάλο βαθμό από εξωγενείς, κοινωνικούς παράγοντες και από την υποκειμενική διάθεση των ερευνητών. Σε τελική ανάλυση, όταν ο τρόπος με τον οποίο αναδιατάσσει τον φυσικό κόσμο το νέο «παράδειγμα» φαίνεται ότι αντιστοιχεί καλύτερα στο «πνεύμα της εποχής», οι επιστήμονες προσηλυτίζονται σε αυτό. Μια τέτοια θεώρηση, όμως, υποβαθμίζει την ορθολογικότητα, που αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα του επιστημονικού έργου. Ο ορθολογισμός είναι η ειδοποιός διαφορά της επιστήμης από τις υπόλοιπες κοινωνικές δραστηριότητες και ο Λάκατος επιχειρεί να τον ανασυστήσει κατά την ανασυγκρότηση της θεωρίας της επιστήμης με τον δικό του τρόπο. 122) Πώς συγκροτεί ο Λάκατος τη θεωρία των ερευνητικών προγραμμάτων; (σελ. 211) Κατά τον Λάκατος, στη ρίζα της επιστημονικής έρευνας δεν βρίσκεται κάποιο καθολικό και αόριστο «παράδειγμα», αλλά ένα συγκεκριμένο ερευνητικό πρόγραμμα με σαφή μέθοδο και στοχοθεσία και με συγκεκριμένο προσωπικό προς διεκπεραίωσή του. Σε κάθε στιγμή της επιστημονικής εργασίας υπάρχει μια πλειάδα ερευνητικών προγραμμάτων, που το καθένα διαθέτει το δικό του φυσικό πρότυπο και τη δική του προβληματική, χωρίς να υπάρχει κατ’ ανάγκη ένα συνολικό θεωρητικό σχήμα που να τα εμπεριέχει όλα. Από την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα ο θεωρητικός πλουραλισμός είναι το κύριο χαρακτηριστικό της επιστήμης. Οι επιστήμονες που συμμετέχουν σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα είναι εκ των προτέρων δεσμευμένοι να τηρούν τις θεωρητικές προτάσεις του. Τα τυχόν αρνητικά πειραματικά ευρήματα θεωρούνται απλώς ως αποκλίσεις από τις αρχικές προβλέψεις, οι οποίες δεν υποχρεώνουν τον ερευνητή να εγκαταλείψει συλλήβδην το θεωρητικό πλαίσιο του προγράμματος. Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα σχηματίζεται και λειτουργεί μέσα σε έναν «ωκεανό ανωμαλιών». Η εμμονή του ερευνητή στις αρχικές παραδοχές δεν αποτελεί μυστικιστικό ενορατισμό, όπως υποστήριζε ο Πόππερ. Είναι θεμιτή, δεδομένης της πληθώρας των ερευνητικών προγραμμάτων που προσεγγίζουν τα ίδια προβλήματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Από την άποψη αυτή, κανένα ερευνητικό πρόγραμμα δεν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ αρχήν ως αληθές ή ψευδές, αλλά ως ένα σύστημα πειραματικών πρακτικών που προσπαθεί να επιβιώσει στον ανταγωνισμό του με άλλα. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα περιέχει δύο βασικά συστατικά: α΄) Έναν θεωρητικό πυρήνα Π (theoretical core): Πρόκειται για θεμελιώδεις, αξιωματικές παραδοχές, τις οποίες οι ερευνητές συμφωνούν εκ των προτέρων να διατηρήσουν άθικτες, ανεξάρτητα από τα πειραματικά ευρήματα που θα προκύψουν. β΄) Μια προστατευτική ζώνη (protective belt): Αυτή αποτελείται από βοηθητικές υποθέσεις μέσω των οποίων συνδέεται ο Π με τη φυσική πραγματικότητα. Αυτό που ελέγχουν τα πειράματα είναι το φυσικό πρότυπο που προκύπτει από τη σύζευξη του Π με τις βοηθητικές υποθέσεις. Η προστατευτική ζώνη αποτελείται, συνεπώς, από τους ενδεχόμενους τρόπους εφαρμογής του Π στη μελέτη του φυσικού κόσμου. κάθε ερευνητικό πρόγραμμα απαρτίζεται από μια δέσμη τέτοιων προτάσεων. Οι βοηθητικές υποθέσεις και τα πρότυπα που προκύπτουν από αυτές συνάγονται δια της «θετικής ευρετικής» (positive heuristic), η οποία αποτελεί και τον πυρήνα κάθε ερευνητικού προγράμματος. Δίχως αυτήν, κάθε επιστημονική θεωρία προσομοιάζει με μεταφυσική εποπτεία του κόσμου που δεν μπορεί να υποστηριχθεί από κανένα πειραματικό τεκμήριο. Έτσι, η θεωρία δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας τρόπος δέσμευσης του ερευνητή την ενασχόληση με τον φυσικό κόσμο. Σε συμφωνία με τη μεθοδολογία του Πόππερ, η «θετική ευρετική» οδηγεί στη διατύπωση προβλέψεων που αυξάνουν τις δυνατότητες ελέγχου των υποθέσεων και οδηγούν σε μια πληρέστερη αλήθεια. Κάθε ερευνητικό πρόγραμμα αποσκοπεί στην επίλυση προβλημάτων που θέτει η φυσική πραγματικότητα και η αξιοπιστία του ελέγχεται από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται αυτά τα προβλήματα, καθώς και από την ανακάλυψη νέων προβλημάτων που θα αποφέρουν την περαιτέρω εξέλιξη της θεωρίας. Η εμμονή στην ευρετική ως κύριο συστατικό της επιστημονικής προόδου θεωρείται η σημαντικότερη συμβολή του Λάκατος στην επιστημολογική σκέψη. 123) Σε τι συνίσταται η ορθολογικότητα και η προοδευτικότητα της θεωρίας των ερευνητικών προγραμμάτων του Λάκατος; (σελ. 213) Κατά τον Λάκατος, η «θετική ευρετική» καθορίζει την πειραματική έρευνα, όπως αυτή απορρέει από τις θεωρητικές παραδοχές ενός ερευνητικού προγράμματος. Τα ενδεχόμενα αρνητικά πειραματικά ευρήματα συνεισφέρουν στην τροποποίηση των βοηθητικών υποθέσεων που παράγουν το εξηγητικό πρότυπο το οποίο ελέγχεται από το πείραμα. Η τροποποίηση και η προσθήκη των βοηθητικών υποθέσεων που H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr περιβάλλουν τον «θεωρητικό πυρήνα» Π βρίσκεται στην καρδιά του ορθολογικού ελέγχου των φυσικών συνεπειών που απορρέουν από τον Π. Η διαδικασία αυτή θεωρείται απόλυτα θεμιτή, εφόσον οδηγεί στη διαμόρφωση νέων φυσικών προτύπων, πειραμάτων και ευρημάτων, γεγονός που αποφέρει τη διεύρυνση της εμπειρικής βάσης και την αύξηση της δυναμικής του ερευνητικού προγράμματος. Η επεξεργασία της «προστατευτικής ζώνης» (των βοηθητικών υποθέσεων) του προγράμματος μπορεί να εξακολουθήσει επ’ άπειρον. Δεν μπορεί να προαποφασιστεί το ακριβές σημείο στο οποίο η προσθήκη των βοηθητικών υποθέσεων με σκοπό να ενσωματωθούν τα αρνητικά πειραματικά ευρήματα καθίσταται αντιεπιστημονική ιδεοληψία. Η φιλοσοφική αναπαράσταση της επιστημονικής μεθοδολογίας είναι αδύνατο να θέσει εκ των προτέρων περιορισμούς στην επιστημονική πρακτική. Η φιλοσοφία αδυνατεί να θεσπίσει ορθολογικά κριτήρια για τον έλεγχο της ορθολογικότητας των επιστημόνων. Οι τελευταίοι είναι οι αποκλειστικά αρμόδιοι να αποφασίσουν αν ένα ερευνητικό πρόγραμμα χρήζει προσθήκης νέων βοηθητικών υποθέσεων ή αν έχει εξαντληθεί η δυναμική του. Εάν εκλάβουμε ως υπέρτατο κριτήριο την επιστημονική πράξη, δηλαδή την ιστορία της επιστήμης, τότε καμία θεωρητική επιλογή και κανένα πειραματικό τεκμήριο δεν μπορεί να προσδώσει «στιγμιαία ορθολογικότητα» (instant rationality) σε κανένα ερευνητικό πρόγραμμα. Η ορθολογικότητα των ερευνητικών προγραμμάτων αναπτύσσεται σταδιακά και οργανικά μέσα από την πρακτική των επιστημόνων. Οι ποικίλες επιστημονικές θεωρίες συνυπάρχουν, προτάσσοντας η καθεμία τη δική της πειραματική οπτική, ώσπου ορισμένες από αυτές να εξαντλήσουν τη δυναμική τους και να εγκαταλειφθούν. Ιστορικά, επίσης, έχει αποδειχθεί ότι ένας επιστήμονας μπορεί να συμμετέχει ταυτόχρονα σε περισσότερα από ένα ερευνητικά προγράμματα, γεγονός που αποδεικνύει, αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Κουν ότι δεν υφίσταται «ασυμμετρία» μεταξύ των διάφορων επιστημονικών προτύπων. Όσο θεμιτό είναι να υποστηρίζεται επ’ άπειρον ένα ερευνητικό πρόγραμμα παρά τις διαψεύσεις που έχει υποστεί, τόσο εφικτή είναι η αντικειμενική αξιολόγησή του. Η επιστημονική κοινότητα έχει συστήσει ειδικούς θεσμούς που μπορούν να την διεξαγάγουν (επιστημονικά συνέδρια, περιοδικά, ιδρύματα), αποτιμώντας την εγκυρότητα και την αποτελεσματικότητά του. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί στην επιστημολογία ότι ένα ερευνητικό πρόγραμμα βασισμένο στις H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr αρχές του λογικού θετικισμού ή οποιασδήποτε άλλης θεωρίας έχει εξαντλήσει τη δυναμική του και κατόπιν ανα επιχειρηθεί η αποτίμησή του μέσω αρμόδιων επιστημονικών μηχανισμών. Εκ των υστέρων, η ίδια η ιστορική πρακτική της επιστημονικής κοινότητας διαχωρίζει τα ερευνητικά προγράμματα σε «προοδευτικά» (progressive) και «εκφυλιζόμενα» (degenerating). Αυτή η αξιολόγηση αφορά πάντοτε τις δυνατότητες που παρέχει ένα ερευνητικό πρόγραμμα για αντικειμενική εμπλοκή με τον φυσικό κόσμο, τη δυνατότητα ιδίως της ευρετικής του για κατασκευή φυσικών προτύπων που διευρύνουν την πειραματική οπτική και συμβάλλουν στην ανακάλυψη νέων εμπειρικών δεδομένων, ακόμη και αν αυτά δεν μπορούν να στεγαστούν από τον «θεωρητικό πυρήνα» του. Το ζητούμενο, δηλαδή, είναι αν η ευρετική του παραμένει «θετική» ή αν έχει εξαντληθεί. Στη δεύτερη περίπτωση, το μόνο που μπορεί να κατορθώνει είναι να «σώζει τα φαινόμενα», δηλαδή να κατασκευάζει διαρκώς επί τούτου υποθέσεις ώστε να ενσωματώνει τα πειραματικά ευρήματα, αδυνατώντας όμως να προβεί σε πρωτότυπες προβλέψεις που διευρύνουν τον πειραματικό ορίζοντα. Συνεπώς, η αντικειμενική αποτίμηση της προοδευτικότητας ενός ερευνητικού προγράμματος αφορά τη θεωρητική παραγωγικότητα και το εμπειρικό περιεχόμενό του, δηλαδή από την ικανότητά του να δημιουργεί νέα θεωρητικά μοντέλα και να οργανώνει με βάση αυτά την πειραματική πρακτική. Μόνο όταν έχει εγκαταλειφθεί ένα πρόγραμμα, μπορούμε εκ των υστέρων να κρίνουμε ποιο ήταν το αποφασιστικό πείραμα που οδήγησε στην εγκατάλειψή του. Αντίθετα με τον Πόππερ, ο Λάκατος φρονεί ότι το κρίσιμο πείραμα είναι ένα εργαλείο για την κατανόηση του παρελθόντος και δεν διαδραματίζει κανέναν ρόλο στο ερευνητικό παρόν. Ακόμη και μετά το «κρίσιμο πείραμα» που ανέτρεψε την κυματική θεωρία του φωτός χάριν της σωματιδιακής, οι υποστηρικτές της πρώτης δεν την εγκατέλειψαν, λόγω του ότι δεν είχε εξαντληθεί η πειραματική δυναμική της. Αν οι υποστηρικτές ενός ερευνητικού προγράμματος εξακολουθούν να το θεωρούν λειτουργικό, δεν πρόκειται να το εγκαταλείψουν επειδή θα τους το υποδείξει κάποιο «κρίσιμο» πείραμα, όπως υποστήριζε ο Πόππερ. 124) Ποια κριτική ασκήθηκε στην επιστημολογία του Λάκατος; (σελ. 215) H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Σύμφωνα με τον Λάκατος, η θεωρία του των ερευνητικών προγραμμάτων παρέχει μια καλύτερη κατανόηση της επιστημονικής πρακτικής και της εναλλαγής των επιστημονικών θεωρητικών μοντέλων, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πολυπλοκότητα της επιστημονικής πρακτικής και αποφεύγοντας τη μονομέρεια των επιστημολογιών (του λογικού
θετικισμού,
της
απλοϊκής
διαψευσιμότητας,
της
θεωρίας
των
«παραδειγμάτων») που είτε ανάγουν την επιστήμη σε μια στείρα λογική ανάλυση είτε την εξετάζουν ως απλό προϊόν κοινωνικών διεργασιών με σχετικιστικό χαρακτήρα. Εντούτοις, η πεποίθησή του ότι η δική του επιστημολογία παρέχει ένα «μετακριτήριο» για την αποτίμηση της επιστήμης στην ιστορική εξέλιξή της ανοίγει τον δρόμο για την ιστορική κριτική και της δικής του επιστημολογίας. Ένα κομβικό ζήτημα που συνδέεται με την επιστημολογία του Λάκατος είναι αν όντως ο «θεωρητικός πυρήνας» των ερευνητικών προγραμμάτων θεωρείται αδιαμφισβήτητος από τους ερευνητές που εργάζονται στο πλαίσιό του και αν οι τροποποιήσεις που δέχεται αφορούν αποκλειστικά την «προστατευτική ζώνη» των βοηθητικών υποθέσεων. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι δεν υπάρχει καμία σαφής διάκριση μεταξύ βασικών θεωρητικών αρχών και δευτερογενών παραδοχών και ότι η προσπάθεια να ελεγχθούν πειραματικά οι δεύτερες επηρεάζει δραστικά και τις αξιωματικές αρχές. Αν ίσχυε αυτό, το οποίο πάντως χρήζει ιστορικής διερεύνησης, η θεωρία του Λάκατος θα βρισκόταν σε αναντιστοιχία με το ιστορικό υπόβαθρό της, το οποίο ο ίδιος επικαλείται. Ο ίδιος ο Λάκατος παραδέχεται την ύπαρξη μιας τέτοιας αναντιστοιχίας ανάμεσα στην ιστορική πρόοδο των επιστημών, όπως την αναπαριστά η θεωρία των ερευνητικών προγραμμάτων, και στην τρέχουσα επιστημονική πρακτική. Προτείνει, μάλιστα, να συμπεριληφθεί η «εμπειρική ιστορία» στις ερμηνευτικές αφηγήσεις, υποστηρίζοντας ότι το δικό του «μετακριτήριο» υπερτερεί, επειδή εμπεριέχει μεγαλύτερο ποσοστό ιστορικών θεωρήσεων σε σύγκριση με άλλες προσεγγίσεις της επιστήμης. Αυτός ο ισχυρισμός, ωστόσο, χρήζει καθεαυτόν ιστορικής διερεύνησης, και μάλιστα του τύπου που έχει προτείνει ο ίδιος ο Λάκατος. Αλλά και στην περίπτωση όπου ισχύει, παραμένει ανοικτό το ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στην ορθολογικότητα, όπως την ανασυγκροτεί η φιλοσοφική σκέψη, και στην πρακτική των επιστημόνων. Επειδή κάθε ερμηνευτική ανασυγκρότηση της ιστορίας της επιστήμης ενέχει ένα στοιχείο αυθαιρεσίας, το πρόβλημα του τρόπου με τον οποίο H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr βαρύνουν τα πραγματικά ιστορικά δεδομένα, δηλαδή η πρακτική των επιστημόνων, στην κατανόηση της επιστημονικής μεθόδου παραμένει άλυτο. Ωστόσο, η σκέψη του Λάκατος συνέβαλε σημαντικά στην καλύτερη θεώρηση της επιστήμης, επειδή συνδύασε το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται με τα «εσωτερικά» χαρακτηριστικά εκείνα (κυρίως την ορθολογικότητα) που τη διαφοροποιούν από κάθε άλλη πολιτισμική δραστηριότητα.
8.11. Η επιστήμη ως σύστημα εξουσίας: Η απαξίωση της ορθολογικότητας στη σκέψη του Feyerabend 125) Ποιοι θεωρητικοί λόγοι και ποιες κοινωνικές εξελίξεις ευνόησαν την απαξίωση της επιστημονικής ορθολογικότητας στη σκέψη του Φεγιεράμπεντ; (σελ. 217) Η επιστημολογία του Λάκατος επιθυμεί να συνδυάσει τα «εσωτερικά» χαρακτηριστικά της επιστήμης με την ιστορική της εξέλιξη. Ο «εσωτερικός» χαρακτήρας της (internalism) αφορά την ανάδειξη του ορθολογικού πυρήνα της, αλλά δεν λείπει από αυτήν μια ιστορικιστική αιχμή. Η τελευταία αποτελεί πάντοτε παράγοντα μιας θεώρησης της επιστήμης που ενέχει την αμφισβήτησή της ως ορθολογικής σκευής, αναδεικνύοντας αντίθετα ως φενάκη τους ισχυρισμούς περί απροκατάληπτης και αντικειμενικής προσέγγισης της αλήθειας εκ μέρους των επιστημόνων,
μακριά
από
κοινωνικούς
και
ιδεολογικούς
επηρεασμούς
ή
καταναγκασμούς. Η προσπάθεια να ενταχθεί η επιστήμη στην εξέλιξη του πολιτισμού ως μια μορφή κατανόησης του κόσμου οδηγεί αναπόδραστα στην εξέταση του αλληλοκαθορισμού της με την κοινωνική συνείδηση, κάποτε και με συγκεκριμένα συμφέροντα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι να καταστεί η επιστήμη μέσο για την ολοκληρωμένη θέσμιση της κοινωνίας, άρα όπλο στα χέρια της εκάστοτε εξουσίας. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Στο τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα η ένταξη της επιστήμης, και της επιστημονικής κοινότητας, στο κατεστημένο κοινωνικο-πολιτικό σύστημα και η λειτουργία της ως υπηρέτη της πολιτικής εξουσία, ιδίως στον αναπτυγμένο κόσμο, ολοκληρώθηκε με τη χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας από τις μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες και τις κυβερνήσεις. Έτσι, τα ερευνητικά προγράμματα που συγκέντρωναν
τις
περισσότερες
πιθανότητες
χρηματοδότησης
και
θετικής
ακαδημαϊκής αξιολόγησης ήταν εκείνα που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και την πολεμική βιομηχανία. Παράλληλα, η εξάπλωση και η εισβολή της τεχνολογίας στην καθημερινή ζωή αύξησε τις δυνατότητες ελέγχου και καταναγκασμού των ανθρώπων σε βαθμό αδιανόητο ως σήμερα. Οι συνέπειες αυτής της κατάστασης πραγμάτων ήταν αφενός η εναντίωση στην επιστήμη ως οργανωμένο κρατικό θεσμό και αφετέρου η απαξίωση της ίδιας της επιστημονικής σκέψης, που θεωρήθηκε ως απλή διανοητική έξη η οποία στερεί από τον άνθρωπο κάθε διαισθητική και ποιητική διάσταση και τον καθιστά άβουλο
ενεργούμενο
στα
χέρια
αδίστακτων
οικονομικών
και
πολιτικών
συμφερόντων. Αυτή η εναντίωση, που έχει την αφετηρία της κυρίως στη δεκαετία του 1960, επηρέασε σύντομα και την επιστημολογική σκέψη, σε συνάρτηση με την «εξωτερική» (externalist) απόπειρα ερμηνείας της επιστημονικής μεθοδολογίας που είχε επιχειρήσει ο ιστορικισμός. Η κρίση του θετικισμού, ενδογενείς και εξωγενείς προς την επιστήμη εντάσεις και το γενικότερο επαναστατικό «πνεύμα της εποχής» επέφεραν την απαξίωση της επιστημονικής σκέψης και του τεχνοκρατικού ήθους. Σημαντικότερος εκπρόσωπος αυτής της απαξίωσης υπήρξε ο Αυστριακός φιλόσοφος Πωλ Φεγιεράμπεντ (Paul Feyerabend, 1924-1994). 126) Με ποιον τρόπο κατανοεί την επιστήμη ο Φεγιεράμπεντ και ποιες είναι οι συνέπιες αυτής της κατανόησης για την κοινωνία και την ίδια την επιστήμη; (σελ. 218) Ο Φεγιεράμπεντ επηρεάστηκε αρχικά από την κριτική του Πόππερ στον θετικισμό, με ιδιαίτερη όμως έμφαση στην κατοχύρωση του ρεαλισμού ως κύριου συστατικού της επιστημονικής πρακτικής. Μια άλλη πηγή επιρροής υπήρξε η φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν, η οποία από κοινού με τη συνειδητοποίηση της αυξημένης σημασίας H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr που έχει η θεωρία για την παρατήρηση οδήγησαν τον Φεγιεράμπεντ στη διατύπωση μιας γνωσιολογίας που χαρακτηρίζεται ως «πλαισιοκρατία» (contextualism). Σύμφωνα με αυτήν, το νόημα και η αλήθεια αναδύονται εντός του πλαισίου των παραδοχών που απαρτίζουν τη συλλογική συνείδηση μιας ανθρώπινης ομάδας, μέσα σε ένα διακριτό πρότυπο ζωής, το οποίο ο Φεγιεράμπεντ ονομάζει «υπαρκτική παράδοση». Η τελική παραδοχή του Φεγιεράμπεντ είναι ότι η επιστήμη είναι απλώς μια κοινωνική δραστηριότητα ανάμεσα σε πολλές άλλες, που δεν δικαιούται να θεωρείται υπέρτερη από αυτές. Με τους δικούς της εκλεπτυσμένους τρόπους επικοινωνίας και συμπεριφοράς, διεκδικεί φορτικά και επιτακτικά το δικαίωμα στην απόλυτη αλήθεια και αποθαρρύνει όλους όσοι θα ήθελαν να ζήσουν σύμφωνα με διαφορετικά πρότυπα από εκείνα που η ίδια καταξιώνει. Εξαργυρώνει τις αξιόλογες τεχνολογικές επιτυχίες της με τη συμμετοχή της στο σύστημα εξουσίας και μετατρέπεται έτσι σε κύριο στήριγμα ενός καταπιεστικού και αλλοτριωτικού κοινωνικού μηχανισμού. Κατά συνέπεια, η επιστήμη δεν διαθέτει καμία εγγενή αξία, καμία προνομιακή σχέση με την αλήθεια, ούτε αποτελεί φορέα αξιολογικών και διανοητικών προτύπων υποχρεωτικών για όλους. Έχει, βέβαια, το δικαίωμα να συνυπάρχει με κάθε άλλο πολιτισμικό μόρφωμα (μεταφυσικό, ποιητικό, ενορατικό), αλλά με τον όρο ότι θα της αφαιρεθούν τα διανοητικά προνόμια που της έχουν παραχωρηθεί καταχρηστικά και θα πάψει η διακριτική μεταχείρισή της εκ μέρους της εξουσίας. Όπως το θεμελιακό αίτημα του 18ου αιώνα ήταν ο χωρισμός της Εκκλησίας από το κράτος, προϋπόθεση για την ελευθερία στα τέλη του 20ού αιώνα είναι ο χωρισμός της επιστήμης από το κράτος. Ο σύγχρονος άνθρωπος οφείλει να κατανοήσει ότι αρκετά από τα επιτεύγματα για τα οποία επαίρεται η δυτική επιστήμη μπορούν να επιτευχθούν και με άλλους τρόπους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εναλλακτική ιατρική των μη ευρωπαϊκών λαών. Πρακτικές όπως αυτή φανερώνουν μια πιο αρμονική συμβιωτική σχέση του ανθρώπου με τη φύση, που προάγει τη βιολογική και την ηθική ακεραιότητά του. Η τεχνολογική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος από τη δυτική επιστήμη προξενεί πολύ περισσότερα δεινά από όσα υποτίθεται ότι αντιμετωπίζει. Συμπερασματικά, το δυτικό πολιτισμικό πρότυπο, το οποίο στηρίζεται στην επιστημονική ορθολογικότητα, συνιστά πολιτισμική οπισθοδρόμηση. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Ο Φεγιεράμπεντ αρνείται επίσης στις προηγούμενες επιστημολογικές προσεγγίσεις το δικαίωμα να ισχυρίζονται ότι έχουν βρει τον φιλοσοφικό ορισμό που αποτελεί την αιτία της «προοδευτικότητας» της δυτικής επιστήμης. Καμία από τις υφιστάμενες επιστημολογίες δεν αποδίδει ικανοποιητικά την αντιφατικότητα και την πολυμέρεια της επιστημονικής διαδικασίας. Αντίθετα, κατασκευάζουν αλαζονικά ορθολογικά πρότυπα σκέψης, που επιδιώκουν την υποταγή των ερευνητών σε προδιαγεγραμμένα πρότυπα σκέψης τα οποία εξυπηρετούν τους σκοπούς της τεχνοκρατικά δομημένης εξουσίας. Σε μια κοινωνία πραγματικά ελεύθερων ανθρώπων είναι αδιανόητη η ύπαρξη θεσμών που υπηρετούν ένα μόνο φιλοσοφικό ιδεώδες, καθώς η γνώση είναι δημόσιο αγαθό και επιτήδευμα. Πάγιο ζητούμενο πρέπει να είναι η παραγωγή διαρκώς περισσότερων εναλλακτικών, ρηξικέλευθων θεωριών και κοσμοεικόνων, κάτι που δεν ευνοείται από την προσκόλληση σε μία και μόνη μεθοδολογία. Η ελεύθερη κοινωνία φιλοξενεί στους κόλπους της κάθε «υπαρκτική παράδοση», από την πλέον παραδοσιακή και παρωχημένη μέχρι την πλέον καινοφανή και ανατρεπτική. Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα να επιλέξει όποια επιθυμεί, ενώ κανείς δεν δικαιούται από τον θώκο του «καθαρού λόγου» να του υπαγορεύσει την οποιαδήποτε επιλογή. Ο πλουραλισμός των προσεγγίσεων προϋποθέτει πληθώρα μεθοδολογιών, από την πιο διαισθητική μέχρι την πιο ορθολογική. Τα αδέσμευτα άτομα είναι υπεύθυνα για την επιλογή τους, με τον όρο ότι δεν θα τους επιβληθεί άνωθεν από καμία συλλογιστική περί οικονομικής αποδοτικότητας, κοινωνικής ευταξίας ή κοινής ωφέλειας. Στις ιδέες αυτές ο Φεγιεράμπεντ αποδίδει ιστορική υπόσταση. Υποστηρίζει ότι και η ίδια η ορθολογικότητα για την οποία επαίρεται η σύγχρονη δυτική επιστήμη οικοδομήθηκε στο έδαφος μιας μεθοδολογικής πολλαπλότητας. Δεν υπήρξε ούτε απαγορευτική ούτε υποχρεωτική μέθοδος για την ανάπτυξη της νεωτερικής επιστήμης. Ακόμη και η προπαγάνδα, η άσκηση πολιτικών πιέσεων, η παραπλανητική επιχειρηματολογία ή η ύπαρξη κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων διαφορετικών από εκείνες που διέψευδε το νέο κοσμοείδωλο συνέβαλαν στην επικράτηση της νέας επιστημονικής μεθοδολογίας και στη συνολική επιστημονική πρόοδο. Σε αυτήν τη διαδικασία τα νέα πειραματικά ευρήματα και ο εμπειρικός έλεγχος των θεωρητικών υποθέσεων διαδραμάτισαν αμελητέο ρόλο, καθώς
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr υπερκαθορίστηκαν από τις «αλήθειες» που είχαν ήδη προκύψει από την ιδεολογική και πολιτιστική διαμάχη. Ο Φεγιεράμπεντ χρησιμοποιεί ως ενδεικτικό παράδειγμα αυτών των διαπιστώσεων την περίπτωση του Γαλιλαίου. Οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου, ανεπαρκείς, αποσπασματικές και ανακριβείς με τα σημερινά δεδομένα, δεν επαρκούσαν από μόνες τους για να ανατρέψουν το πτολεμαϊκό μεσαιωνικό κοσμοείδωλο, ενώ είχαν μικρότερη εξηγητική εμβέλεια από αυτό. Το νέο κοσμοείδωλο επικράτησε επειδή υποστηρίχθηκε από τις πολιτιστικές και κοινωνικές πρωτοπορίες που εξέφραζαν το μέλλον της Ευρώπης. Άρα, ο επηρεασμός από πολιτικούς παράγοντες δεν είναι πάντοτε ανασχετικός για την πρόοδο της επιστήμης. Η μόνη μέθοδος που εκφράζει με γνησιότητα την περιπέτεια της επιστημονικής εξέλιξης είναι η αρχή «όλα επιτρέπονται» (anything goes). Η μόνη επιστημολογία που είναι συμβατή με την ορμή που έχει η ανθρώπινη διάνοια να παράγει διαρκώς νέα σχήματα σκέψης είναι ο γνωσιολογικός αναρχισμός. Στο πλαίσιό του δεν αποκλείεται καμία θεωρητική αρχή, όσο ανατρεπτική ή οπισθοδρομική και αν είναι. Την αρχή αυτή ο Φεγιεράμπεντ την αντιλαμβάνεται όχι ως ένα ακόμη λογικό κριτήριο, αλλά ως κατάργηση κάθε κριτηρίου. Η μέθοδός του είναι στην ουσία μια αντι-μέθοδος, κάτι που δηλώνεται και με τον τίτλο του σημαντικότερου έργου του (Against Method). Ο μύθος, ενσωματωμένος στο παρόν της ανθρώπινης γνώσης, αποτελεί την αφετηρία για την κατάκτηση της επιστημονικής αλήθειας. Με την έννοια αυτή, ο Αριστοτέλης δεν είναι νεκρός, όπως και κανένα άλλο κοσμολογικό σχήμα της Αρχαιότητας. Στη ρίζα της σύγχρονης γνώσης βρίσκεται η αριστοτέλεια προβληματική. Η επιστήμη προήλθε από τη θρησκεία, η θρησκεία έχει επιστημονικές προεκτάσεις και εφαρμογές, ενώ η επιστήμη έχει μετατραπεί στη θρησκεία των σύγχρονων βιομηχανικών κοινωνιών. Η θεσμοθετημένη επιστημονική κοινότητα έχει γίνει το σύγχρονο ιερατείο και ο κλειστός κύκλος της κοινωνικής εξουσίας, ακριβώς όπως είχαν ζητήσει οι πρωτοπόροι του θετικισμού (λ.χ., ο Κοντ). Το μήνυμα της φιλοσοφίας του Φεγιεράμπεντ είναι η απελευθέρωση της επιστήμης (με όχημα τον επιστημολογικό αναρχισμό) και της κοινωνίας (από την επιστήμη, μέσω της κατάργησης της προνομιακής σχέσης της πολιτικής εξουσίας με την επιστήμη).
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Με τον τρόπο αυτό ο Φεγιεράμπεντ κηρύσσει το τέλος της επιστήμης όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα, αλλά και το τέλος της επιστημολογίας. Η επιστημολογία χαρακτηρίζεται συλλήβδην ως παρασιτική δραστηριότητα, η οποία είναι κενή περιεχομένου σε σχέση τόσο με την επιστήμη όσο και με τις γενικότερες κοινωνικές εξελίξεις. Ο ρόλος των ειδικών είναι καταστροφικός, επειδή μεταφέρουν και επιβάλλουν τις τεχνοκρατικές προκαταλήψεις τους σε όλες τις σφαίρες του κοινωνικού βίου. Η δραστηριότητα των επιστημόνων πρέπει να επιβλέπεται από τους πολίτες, οι οποίοι, μολονότι αδαείς σε επιστημονικά ζητήματα, διαθέτουν υπέρτερη κοινή βούληση και ενδιαφέρον για την ελευθερία. Αντί για τις ορθολογικές συζητήσεις, που υποτίθεται ότι λύνουν τα προβλήματα από σκοπιά κοινωνικά αδέσμευτη, πρέπει να αναληφθούν «λαϊκές κινητοποιήσεις» από συνασπισμούς πολιτών που θα διεκδικούν με έντονη κοινωνική δράση τα δικαιώματά τους. Η επιστημολογία του Φεγιεράμπεντ είναι εξολοκλήρου «εξωτερική» (externalist), καθώς ασχολείται αποκλειστικά με τους κοινωνικούς παράγοντες που καθιστούν την επιστήμη
όργανο
κοινωνικο-πολιτικού
καταναγκασμού.
Κάθε
προσπάθεια
«εσωτερικής» (internalist) προσέγγισης της επιστήμης καταλήγει στον ορθολογισμό, ακόμη και αν εμπεριέχει στοιχεία ιστορικής ανάλυσης, όπως η επιστημολογία του Λάκατος. Ο ιστορικισμός του Φεγιεράμπεντ καταλήγει σε μια αδιάλλακτα ανορθόλογη πρόσληψη της επιστήμης και σε έναν άκρατο σχετικισμό, καθώς από την προβληματική της εξαλείφεται ολοσχερώς το ζήτημα της αλήθειας. Καμία από τις υπάρχουσες νοοτροπίες και πρακτικές που υπάρχουν στην κοινωνία δεν έχει σαφή γνώση του κόσμου όπως πραγματικά είναι. Η κάθε μία προτάσσει τη δική της αλήθεια, η οποία ισχύει απλώς επειδή συμβαίνει να την πιστεύουν όσοι μετέχουν στον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Δεν υπάρχουν υπεριστορικά ή υπερκοινωνικά κριτήρια για να αποφασιστεί ποια κοσμοθεωρία βρίσκεται εγγύτερα στην πραγματικότητα. Η τελευταία ορίζεται πάντοτε μέσα από τις υποκειμενικές προσλήψεις της. Στη ρίζα αυτής της ιδέας βρίσκεται η άποψη ότι η παρατήρηση είναι πάντα διαποτισμένη από τη θεωρία, από την οποία πήγασαν οι αντιθετικιστικές φιλοσοφίες. Δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο για την αξιολόγηση του ανθρωπισμού και του ναζισμού· από αυτήν την άποψη οι δύο κοσμοθεωρίες είναι ισόκυρες. Η αφηρημένη επιστημολογία δεν παρέχει κανένα εφόδιο για την επιλογή της μίας από αυτές. H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr
Εκπαιδευτική Οικογένεια Ι arnos.gr Εντούτοις διαθέτουμε εργαλεία για την κριτική αποτίμησή τους. Η ιστορική ανάλυση μας διδάσκει ότι ο ανθρωπισμός είναι προτιμότερος, επειδή συμβάλλει στη συλλογική ανθρώπινη πρόοδο. Παρότι χαρακτηρίζεται από ακρότητες, η θεωρία του Φεγιεράμπεντ άσκησε σημαντική επιρροή στη σύγχρονη σκέψη. Κατόρθωσε να αναδείξει τη μετατροπή της επιστήμης σε όργανο πολιτικού και κοινωνικού καταναγκασμού, μία πτυχή που είχε συσκοτιστεί από την κατεστημένη ακαδημαϊκή επιστήμη.
H Γνώση με τρόπο απλό και κατανοητό! Σολωμού 29 Αθήνα I τηλ: 210 38 22 157 I info@arnos.gr Ι www.arnos.gr