Θροΐσματα και ψίθυροι με αλμυρές κουβέντες, Σωτήρης Κανελλόπουλος

Page 1

Θροΐςματα και ψίθυροι με αλμυρϋσ κουβϋντεσ Για να μην μϋνουν τα δϊχτυλα ανενεργϊ! Και το μυαλό τελείωσ απαθϋσ Σωτήρης Κανελλόποσλος

Παιαηό Φάιεξν 2013


Προ-λογικά Η πεξηπέηεηα αξρίλεζε κε ην γύξηζκα ηεο κίδαο ηνπ νρήκαηνο. Πεξίνδνο θαινθαηξηνύ. Τα κπάληα ηνπ ιανύ. “Μόλνλ βνπηηέο ζηε ζάιαζζα; Μόλν ην θνξκί;” Ζήιεςε ην κπαιό θαη πξόβαιε θη εθείλν ηα δηθά ηνπ. Παξέα, από θνληά, νη κεραλέο παγώκαηνο ηνπ ρξόλνπ. Ξέξεηο ηώξα πώο γίλνληαη απηά: θιηθ θαη βνπηηά. Κιηθ ε κεραλή, βνπηηέο νη ζθέςεηο. Μεηά ήξζε θαη ε θαηαγξαθή· ησλ ζθέςεσλ. Οη εηθόλεο είραλε εμαζθαιίζεη ηελ αζαλαζία πηα· κεηαγξαθή απιώο γπξεύαλ. Χξόλνο: Θνύληνο ηνπ δπν ρηιηάδεο δεθαηξία κε Σεπηέκβξε ηνπ ίδηνπ ρξόλνπ. Δέθα επηά κε δέθα ηξεηο, κέξεο νγδόληα θαη ελληά. Χώξνο: Όπνπ ΔΕΝ είλαη ε Πνύληα, αλαθέξεηαη ξεηά Κπβέξλν-Χώξνο: ν πην γλσζηόο ηεο επνρήο γηα ηελ θνηλσληθή δηθηύσζε. Καηαγξαθέο· επίζεκα ζαξάληα έμη. Καη όια απηά· “Γηα λα κελ κέλνπλ ηα δάρηπια αλελεξγά! Καη ην κπαιό ηειείσο απαζέο”.

18 . 12 . 2013

σ.χ.κ

2


Αξρίληζκα

Επάνοδος Καθόδου επιβαλλομένης ΋λα εντάξει Αδιατάρακτα Ιούνιος, 17


πηλειηά

Λίγο χρώμα μωβ με ξανθό ή πάλι κάνω λάθος στις αποχρώσεις; Ιούνιος, 18

4


εγσθεληξηζκόο;

Πειράματα να μαζέψω τον κόσμο γύρω μου.

Ιούνιος, 19

5


ιήςεηο

Πανοραμική άλλου τύπου χαμηλής ανάλυσης πλήρους αμεσότητας Σο καλύτερο μοντέλο μηχανής …

Ιούνιος, 20

6


Καηξνί

΢την επικαιρότητα. Σρικομματική…

Ιούνιος, 21

7


έλαο γιάξνο

Σο βλέμμα ασάλευτο. Σο μυαλό πολλές στροφές. Μπορεί και σαλεμένο· ποιος νοιάζεται. Πέρα μακριά,- μπορεί σε άλλο μέρος, ίσως σε άλλη εποχή,μάρτυρας… Σο ξέρει; ΢την άκρη του βράχου σταμάτησε. Σο κύμα άφρισε στα πόδια του. Να θυμήθηκε τώρα; Σα κλαμένα μάτια, τον πόνο στο στήθος από τα αναφιλητά, την απελπισία ζωγραφισμένη σε όλο το πρόσωπο… Δεν θυμάται. Δεν θέλει να θυμάται. ΋χι, δεν ήταν μάρτυρας. Αυτός ήταν. Έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος της. Ανέμελη. Ή έτσι φαινόταν. Με το κεφάλι γερμένο πίσω, τα σκούρα γυαλιά να καλύπτουν το πρόσωπο, το σώμα εκτεθειμένο στις ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου. Και στα χάδια του Γαρμπή.. ΋χι δεν θέλει να θυμάται… Άλλωστε αυτός ένα θαλασσοπούλι είναι. Ένας γλάρος. Ένας γλάρος που τον λέγανε Ορφέα; Ιούνιος, 25

8


ζπκάζαη;

Θυμάσαι; Σον χορό ξυπόλητοι πάνω στις μεγάλες πλάκες του σαλονιού; Θυμάσαι; Σο βερμούτ, τα σαρανταπεντάρια στο πικαπ, τη φωνή του Πρίσλεϋ, του Κλιφ Ρίτσαρντ, τα μπλουζ, τα πάρτυ. Θυμάσαι; ΋ταν πηγαίναμε σχολείο, τις κοπάνες, τα μικρά μυστικά των κοριτσιών, τις χοντράδες αμηχανίας των αγοριών, τις εξομολογήσεις; Θυμάσαι; Σότε, που τα καλοκαίρια η θάλασσα, παρά το ότι ήταν κοντά μας, ήταν τόσο μακριά χωρίς την άδεια των γονιών; Θυμάσαι; Σις βουτιές από την εξέδρα, τις πατητές, την πίσα που καμιά φορά κόλλαγε πάνω μας; Θυμάσαι; Σους θερινούς σινεμάδες της γειτονιάς, με τη λαϊκή απογευματινή εκάστη Παρασκευή και το αγιόκλιμα να γεμίζει με μυρουδιές τη νύχτα; Θυμάσαι; Σους τζαμπαζήδες -αρκετές φορές κι εσύ μαζί- που σκαρφάλωναν στη μάντρα ή κοίταζαν κάτω από τη σιδερένια πόρτα; Θυμάσαι; Δυο ροζ παπούτσια στην ακροθαλασσιά, με πόσες αναμνήσεις μπορούν να γεμίσουν τον χώρο…

9


Αν τα θυμάσαι, αν με θυμάσαι στην υγειά τους κάτι πιες…

Ιούνιος, 26

10


πξννξηζκόο

Ήρθε και σωριάστηκε· αμίλητη. Αδιάφορη. Μπορεί και όχι. ΢ίγουρα όμως χωρίς τα ροζ παπούτσια που φόραγε εχτές. Ίσως ο χορός να σχόλασε· για πάντα. Άναψε τσιγάρο και αφέθηκε να ταξιδεύει. Κι έμεινε το βλέμμα να πλανιέται πέρα στις θάλασσες, σε μακρινές στεριές. Κι αρχίνεψαν οι σκέψεις να πηλαλάνε άλλοτε χαρούμενες, άλλοτε στης θλίψης τις πλαγιές. Πόσοι σταθμοί, πόσα λιμάνια. Πόσες άχρηστες συναντήσεις πριν επικυρωθεί το διαβατήριο για τον τελικό προορισμό. Ση μοναξιά.

Ιούνιος, 27

11


θύθινη θαη ρξώκαηα

Απέραντη η θάλασσα. Διστακτικά τα βήματα μέχρι να χωθείς στην αγκαλιά της. Και να αφήσεις πίσω στην καυτή αμμουδιά λόγια, υποσχέσεις, κρυφές επιθυμίες. Φρώματα του καλοκαιριού, εικόνες φωτεινές. Ήχοι που πλανεύουν. Γεύσεις αλμυρές στις άκρες των χειλιών. Και σε μικρές κατακόρυφες διαδρομές κάτω από τα μάτια. “Μα και βέβαια θα… Σο έχω υποσχεθεί άλλωστε.” Πόσες υποσχέσεις δεν πήρε το θρόισμα των φύλλων… Σο αγέρι που περνούσε τυχαία εκείνη την ώρα; Πόσες υποσχέσεις δεν πνίγηκαν στης λησμοσύνης τα μαύρα νερά… Σα βήματα κίνησαν βαριά. Οι ώμοι, γερμένοι προς τα μπρος. Σο κεφάλι σχεδόν προσκυνώντας το στήθος. Οι σκιές κάλυψαν το φως, μέχρι που το νέο φως άλλαξε τις γραμμές των σκιών. Η κίνηση πιο γοργή, το κεφάλι υψωμένο να πάρει την απόστασή του, οι γερμένοι ώμοι ανοιγμένο αφήνοντας το στήθος να προταθεί. Ο χρόνος, υπαρκτός ή όχι, κάνει τη δουλειά του.

12


Σο έχεις συνειδητοποιήσει; Οι κύκλοι, όχι απαραίτητα ομόκεντροι, μήτε υποχρεωτικά ισοδιαμετρικοί, έχουν σημείο ταύτισης. Η αρχή τους, ακουμπάει πάντα στο τέλος. Και της ζωής οι κύκλοι;

Ιούνιος, 28

13


δεύηεξεο ζθέςεηο

΢υναντήθηκαν. Φρόνια στους δρόμους, στα σοκάκια· στις δύσκολες ανηφοριές· στις κακοτράχαλες κατηφόρες. ΢τα ήπια ισώματα… Σα βήματα σχεδόν πάντα συναντιώντουσαν για να φέρουν τις σκέψεις κοντά. Γύρω από ένα τραπέζι, στη γωνιά ενός δωματίου, κάτω από τη φυλλωσιά ενός δέντρου, στην άκρη του πεζοδρομίου. ΢την ξανθή αμμουδιά μιας μικρής παραλίας… Οι σκέψεις, αν και μπορούσαν κι αλλιώς, ακολουθούσαν κι ακολουθούν τις πιο πολλές φορές, τα βήματα, και κυρίως όταν έρθει ο καιρός τους να γεννήσουν τις αποφάσεις που φανερά ή άδηλα κυοφορούν. Αποφάσεις που έπρεπε να εκτελεστούν, αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν. Και μη νομίζεις. Δεν ήταν εύκολο. Καμιά απόφαση δεν ήταν εύκολη. Ακόμα και εκείνες που φαίνονταν να είναι ειλημμένες πριν τεθεί το ερώτημα, που θα τις γεννήσει. Οι σκέψεις, οι πρώτες και κυρίες, οι δεύτερες, οι πολλές φορές δεύτερες, έχουν την ιδιότητα να φωτίζουν. Να φωτίζουν όλες τις απόκρυφες γωνιές που θαμπώνει η λάμψη της πρώτης σύλληψης. Και οι δεύτερες σκέψεις, οι πολλές φορές δεύτερες σκέψεις, ήταν πάντα εκεί να φωτίζουν την άλλη πλευρά. Αυτή που η συνήθεια, το κοινώς αποδεκτό, η κυριαρχούσα αντίληψη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, συνήθως σπρώχνουν στην άκρη. Αυτήν που της

14


βάζουν και την εύκολη ταμπέλα: “ωχ αδερφέ”. Αυτή που βαθιά, πολλές φορές πολύ βαθιά-και για αυτό χρειάαζεται η πολλές φορές δεύτερη σκέψη-κρύβει τον άνθρωπο· και τις ανάγκες του. Να όμως· τα βήματα ήρθαν και πάλι κοντά. Και συναντήθηκαν. Οι αποφάσεις, που πρέπει να ληφθούν πάρθηκαν. Οι δεύτερες σκέψεις, οι πολλές φορές δεύτερες σκέψεις, θα γίνουν μετά. ΋ταν τα βήματα πάρουν τις μοναχικές τους διαδρομές. Με την ελπίδα να μην είναι αργά…

Ιούλιος, 1

15


ηξηάληα θαη έμη…

Πού πηγαίνουν τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια; Πίσω να κρυφτούν στα κατώγια της μνήμης, ή μπροστά ντυμένα στα ροζ πέπλα των αναμνήσεων; Πόση σημασία έχει όμως; Ο αριθμός, όπου και να βρίσκονται τα χρόνια που πέρασαν, δεν αλλάζει. Η μεταξύ τους απόσταση ίσως να ξεθωριάζει. Πόσο χώρο πιάνουν άραγε; Και ποιος θα καθίσει στα άδεια καθίσματα; Αλήθεια πότε σηκώθηκαν αυτοί που καθόντουσαν εκεί; Πόσο γρήγορα αλλάζουν οι πρωταγωνιστές… Κι αυτοί στο βάθος; Μήπως είναι οι ίδιοι που σηκωθηκαν από τα καθίσματα; Ποιος ξέρει; Αλλά, και να είναι “άλλοι”, τι άλλάζει; ΢το βάθος πάντα υπάρχουν αυτοί που γεμίζουν την εικόνα. Σις πιο πολλές φορές ανυποψίαστοι για το ότι τους κατα-γράφει η Ιστορία. Πρόσωπα υπαρκτά, με τη δική τους πραγματική ιστορία, αλλά όχι, δεν γράφει δεν θα γράψει μάλλον γι αυτούς η Ιστορία. Σους θέλει όμως να υπάρχουν εκεί. Να τους κατα-γράφει. ΋πως και τους “ίδιους”, αυτούς που σηκώθηκαν κι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, κι αυτούς η Ιστορία, τους ήθελε να είναι καταγραμμένοι. Κάπου στο βάθος. Με την ανωνυμία τους να γεμίζουν τη σκηνή. Βλέπεις, κι εκείνοι -όποιοι- για τους οποίους θα γράψει η 16


Ιστορία, χρωστάνε την ύπαρξή τους, σε εκείνους -κυρίως εκείνους- που “απλώς” κατα-γράφονται. Καλή η πολυλογία, αλλά απάντηση δεν ήρθε: πού πάνε τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια; Έχεις καμιά σοβαρή απάντηση;

Καβούρι, Ιούλιος, 2

17


βήκαηα

Βήματά που οδηγούν στην άκρη. Και μετά από εκεί; Η λύση; Η από-λύση; Η από-δραση; Πόσο θα ήταν βολικό. Σο απλωμένο δίχτυ που καιροφυλακτεί, μαρτυράει άλλα. Και ο ψαράς. Μισοκρυμμένος κάτω από το κύμα, -κι ας είναι αυτό ελάχιστοκάνει τη δουλειά του. Απλώνει το δίχτυ. Να πιαστεί ό,τι θελήσει, ό,τι προπαθήσει να ξεφύγει! Ααα Σα βήματα τελικά δεν σταμάτησαν στην άκρη. Ναι, αποκαλύφθηκε. ΢κοπός τους δεν ήταν η απόδραση. Για άλλα κινήθηκαν προς τα εκεί. Υτιάξανε θορύβους, γέννησαν τρόμο, προξένησαν άγχη. Για να βγουν από τις φωλιές τους κρυμμένες ψυχές. Τπάρξεις που αγνοούν τον χρόνο… Ψωωω Η ώρα, γι αυτούς που να τη μετρούν τόχουν συνήθεια και γνώση, κύλησε. Και τα κρυμμένα; Αυτά; Αυτά και η μοίρα τους! 18


΋σα φοβήθηκαν πιάστηκαν… Σα άλλα; Σα άλλα έμειναν για την επόμενη φορά. Για πιο μεγάλους θορύβους. Για μεγαλύτερο άγχος, Για ακόμα πιο μεγάλο τρόμο. Πέρα στην άκρη της ματιάς, τα πλεούμενα αρμενίζουν αμέριμνα Δίπλα, η άλλη ματιά δεν μοιάζει να έχει επίγνωση του τρόμου. Πόσα μπορεί να κατανοήσει, αν δεν είναι δικά της; Η ζωή συνεχίζει να κατρακυλάει στην αμερημνησιά της.. ΋πως πάντα και παντού συμβαίνει! ΋πως συνήθειο τόχει να πορεύεται Ιούλιος, 4

19


θαηαλόεζε

Και να μη το ήθελε, το μυαλό της ήταν κολλημένο σ‟ αυτόν. Σον περίμενε. Σης είχε υποσχεθεί ότι θα έρθει. Πόσες ελπίδες, πόσα όνειρα. Από το πρωί, δεν την κρατούσε ο τόπος. Αν και εκεί ήταν ο τόπος. Εκεί της είχε υποσχεθεί ότι θα έλθει. Και εκείνη, όταν της το ανακοίνωσε ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει με βία. Ήθελε να αγκαλιάσει όλο τον κόσμο. Να μοιραστεί τη χαρά τους με όλους γύρω της. Να μοιραστεί, αλλά μη την ξοδιάσει… Και ύστερα, πέρασαν οι ώρες. Ένα τηλεφώνημα, περισσότερο ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που δεν ήθελε να είναι αλήθεια, αλλά που συνήθως ήταν έτσι. Σόση χαρά δεν ήταν γι‟ αυτή. Δεν θα μπορούσε να ήταν αυτήν… Αυτή, από πάντα, ήταν συνηθισμένη, μαθημένη πια, σ‟ αυτό. ΢την κατάρρευση της τελευταίας στιγμής… Γιατί αφέθηκε να το πιστέψει; Αλλά έτσι δεν ήταν πάντα; Η Ελίνα αφέθηκε στη ροή το δρόμου Σουλάχιστον, οι κατιφέδες δίπλα,τής χαμογελούσαν. ΋σο κι αν εκείνη δεν τους έδινε σημασία. Εκείνοι κατανοούσαν… Βάρη, Ιούλιος, 9

20


ζπγθξνύζεηο

Απαστράπτουσα η επιφάνεια. Και στο βάθος, στο βάθος όσα ήταν από πάντα εκεί. Πάντα, όσα στο βάθος ήταν εκεί, παραμένουν. Κάποιες φορές φυσικά, δηλαδή πάντα, καθώς έτσι ορίστηκε να συμβαίνει, προστίθενται και τα νέα. ΋μως τα παλιά παραμένουν. Έστω και σαν ίχνος, που χρειάζεται το έμπειρο μάτι για να τα δει. Σο μάτι είναι πάντα έμπειρο. ΋λα στη θέση τους. ΋χι όμως όπως θα τα ήθελε. Σο καλύτερο που μπορούσε να έχει ήταν αυτό που είχε μπροστά του. Αυτό επομένως θα πρέπει να θέλει. Εξ άλλου ήταν και απόλυτα διαυγές. Σο αγέρι που φύσηξε πήρε πέρα μακρυά όλα τα ανεπιθύμητα. Ε, ναι και πολλά από τα επιθυμητά. Πώς να το σταματήσεις όμως; Σώρα όλα είναι ήσυχα. Για πολύ; Μάλλον όχι. Η, για πολύ, ησυχία δεν ήταν ποτέ καλή Άπλωσε τον νου του ράθυμα. Μπορεί να το κάνει αυτό εύκολα πια Σην ευθύνη τώρα την έχουν άλλοι. Και εκείνος; Πουθενά; Καμιά ευθύνη; Εύκολο δεν είναι αυτό; Ποιος έχει την πολυτέλεια να ζει τα εύκολα;

21


Οι ακτίνες του ήλιου κάνουν τον βυθό να στραφταλίζει, τα χρώματα παίζουν με την αρμονία, δυο χελιδόνια πέρασαν ξυστά από πάνω. Σο σώμα βάρυνε. Σο μυαλό περισσότερο. ΋λα ήταν εκεί. Και τα καινούργια έτοιμα να εισβάλουν στη σκηνή. Εκείνο το σκουπιδάκι στο μάτι, άρχισε να γίνεται ενοχλητικό. Έτσι πάντα κάνει, όταν τα παλιά συναντιούνται με τα νέα. Ιδίως όταν αρχίζει ο καυγάς της μνήμης με το όνειρο…

Ιούλιος, 10

22


ε πόξηα

Μη μιλάς στην κλειστή πόρτα. Καθώς βλέπεις λείπει και το ρόπτρο να ειδοποιήσεις ότι στέκεσαι απέξω. Μόνον άνοιξε την. Αν μπορείς. Αν μπορείς να αντέξεις αυτό που θα βρεις πίσω της. Γιατί το ξέρεις αυτό που θα βρεις. Κι ας είναι άγνωστο. Καμιά φορά, δεν φτάνει να θέλεις. Πρέπει και να μπορείς, να αντέξεις αυτό που δεν θέλεις. Μη μιλάς, μπροστά σε μια πόρτα κλειστή, αφού τα λόγια σου, εκείνα, τότε που τα είπες, τα πήρε ο αέρας Σι θα αλλάξει τώρα; Ίδιος είναι ο αέρας που φυσά. ΢φάλισε το στόμα· τον νου όμως άστον. Και να θέλεις δηλαδή, εσύ δεν μπορείς να τον εμποδίσεις. Άστον λοιπόν, να καλπάσει στις δικές του διαδρομές. Να ξεπεράσει τα όριά σου. Σο ξάφνιασμα των λόγων που εκείνος θα ποιήσει εσύ μπορείς να το δεχτείς· συνηθισμένος είσαι δα από αυτές του νου τις υπερβάσεις. Οι άλλοι όμως; 23


Γιαυτό σφάλισε το στόμα σου σαν πόρτα κλειστή. Αλλά οι πόρτες δεν φτιάχτηκαν για να ανοίγουν; ή για να κλείνουν μπήκανε στους τοίχους τάχα; Ιούλιος, 12

24


ν ιόγνο

Έμεινε εκεί παρατημένο. Καθώς δεν του έπρεπε. Πάνω από μια χτένα, και κάτι πρόχειρα διπλωμένα ρούχα, ακουμπισμένο σε μια τσάντα του μπάνιου με ξενικά γράμματα στολισμένη. Σουλάχιστον ήταν στη σκιά. ΋χι ότι κι αυτό είχε καμια σημασία. Δηλαδή ούτε και να ήταν άλλη η τύχη του, η πρόσκαιρη, ευελπιστούσε, θα είχε και πολλή σημασία. Έτσι και αλλιώς ο ίδιος ο λόγος που ήταν εκεί, δεν ήταν σοβαρός. Ούτε και ο λόγος για τον οποίο εγκαταλείφθηκε ήταν άξιος αναφοράς. Να, για το πώς φτιάχνονται τα φασολάκια πού είναι καλό να γίνουν τα μπάνια φέτος ξέρεις, για τα αρθριτικά και τ‟ άλλα, ο χρόνος δεν κάνει παιχνίδια πια α και αυτό να μη το ξεχάσεις για κείνα τα τάχα μου αστεία που λένε οι μεγάλοι για να νιώθουν ότι μεγαλώσανε, μετρώντας την αποδοχή της ευφυίας τους με τους γέλωτες της όμοιας τους παρέας. ΋χι, ο λόγος που έμεινε εκεί, παρατημένο στη σκιά, λίγα μέτρα από την γαλήνια θάλασσα, με τις δυο σελίδες, ούτε και αυτές καλά καλά διαβασμένες, δεν ήταν σοβαρός.

25


δεν ήταν σπουδαίος. Δεν ήταν καν λόγος δηλαδή. Λόγια, που τα πήρε ο αέρας, ήταν… Ιούλιος 15

26


θαζξεθηίζκαηα

Σι μπορείς να δεις μέσα σε έναν καθρέφτη; Σι βλέπεις δηλαδή; Σον δρόμο που άφησες πίσω; Περιέχει και τα όνειρα; Και δίπλα; Σην καρδιά της ζωής που πάλλεται συντονισμένη σε συμπατικές αρμονικές; Σα σύννεφα μαζεύτηκαν ξαφνικά. ΢αν κάποιο χέρι να τα κάλεσε. Μπορεί και μ‟ ένα σινιάλο Ξέρεις, σαν εκείνο τα σινιάλα που παλιότερα και πρόσφατα όμως, ορίστηκαν και γίνανε πολιτικές εξελίξεις. ΋χι, όχι. Δεν θα σου γράψω για πολιτικές και για πολιτικούς. Να έτσι το είπα. Σο θυμήθηκα, καθώς το φανάρι, μου έκανε το δικό του σινιάλο να ξεκινήσω. Κρίμα. Άλλο σκόπευα να κρατήσω στην αιωνιότητα. Ση μουντάδα του απέναντι τοπίου. Δεν πειράζει όμως. Άλλωστε ώσπου να φτάσει εδώ, θα ήταν κι αυτό ένα από τα τόσα όνειρα που έμειναν πίσω. Κουράστηκες να τα μετράς κι αυτά Ευτυχώς, μπορείς ακόμα να τα πλάθεις… Ιούλιος, 16

27


γαιάδην

Εκείνο το γαλάζιο φόρεμα πότε ήταν που το φόρεσες για πρώτη φορά; Μοιάζει με τα μάτια σου, σου είχε πει, κι εσύ τότε ήταν που γέλασες. Σο θυμάται το γέλιο σου ακόμα. Εκείνο το γέλιο που έβγαινε βαθιά μέσα από την ψυχή σου και από τότε, θα έβγαινε πολλές φορές με τόσες κι άλλες τόσες ευκαιρίες. Μόνον, εκείνο το μικρό βράχνιασμα, αυτό μάλλον δεν το πρόσεξε Πώς να φανταστεί άλλωστε τι θα μπορούσε να σημαίνει. Γαλάζιο το φόρεμα, όμοιο με τη γαλάζια διάφανη ματιά σου. Να το φοράς συχνά, σε είχε προτρέψει χωρίς να διευκρινίσει το φόρεμα, το γέλιο ή το διάφανο γαλάζιο βλέμμα σου τι; Ιούλιος, 18

28


πνηνο μέξεη;

Έτσι είχε μάθει. Να θρονιάζεται! Άπλωνε το λιπόσαρκο κορμί του στην καρέκλα, φρόντιζε μάλιστα να επεκτείνει την επικράτειά του και παραδίπλα, όπου τέλος πάντων του ήταν δυνατόν, ή τον “έπαιρνε” να το κάνει, και έτσι, από αυτή τη στάση τήραγε -καθώς έλεγε- τον κόσμο γύρω του. Δεν έφταιγε αυτός γι αυτό. Δεν έφταιγε μόνον αυτός δηλαδή. Πρωτογιός στην οικογένεια, τον είχαν το μανάρι τους. Μάνα και αδελφές. Και ο πατέρας βέβαια. Και σύμπασα η λοιπή οικογένεια από κοντά. Μη χάσουν. Η μάνα είχε φροντίσει κιόλας να του πει πως, τότε που περίμενε να τον γεννήσει, παραμονές της γέννας, είχε δει στον ύπνο της έναν ήλιο να ανατέλλει. “Θα γεννήσεις αγόρι και θα γίνει άνθρωπος πολύ σημαντικός”, της είχαν πει και κείνη κάθε που το αναθυμόταν και το διηγόνταν, δάκρυζε. Αγόρι γέννησε, αλλά το σημαντικός δεν βγήκε. Δηλαδή δεν βγήκε για κανέναν άλλον, παρεκτός για τα δικά της μάτια! Ποιας μάνας το παιδί και μάλιστα το πρωταγόρι δεν είναι το πιο σημαντικό; Μπορεί όμως και όλα αυτά να τα είχε “σκαρφιστεί” το μυαλό της. Ήταν βλέπεις και εκείνη η παράλληλη ιστορία που σερνόταν· ότι, λέει, όταν κατάλαβε πως είχε γκαστρωθεί ξανά, τρόμαξε και δεν το ήθελε, -πώς να αντέξει το τέταρτο παιδί, ύστερα από τρία κορίτσια που είχαν προηγηθεί και με τη φτώχεια, που τους έδερνε- και είχε προσπαθήσει να το ρίξει. Είχε πάρει και κάτι

29


ματζούνια, της είχε κανει και μια μαμή μιαν ένεση με ιώδιο ή κάτι τέτοιο, για να αποβάλει. Μα δεν απέβαλε· κι έμεινε με την αγωνία. Κάθε ημέρα πέθαινε η ίδια της, μέχρι να γεννηθεί το παιδί και να το δει να φαίνεται τουλάχιστον φυσιολογικό, έλεγε, σε όσους γνώριζαν το μυστικό, μ´ ένα δάκρυ, αληθινό, να χαρακώνει, το μάγουλό της. Ίσως γι αυτό έπλασε και την άλλη ιστορία, εκείνη με τον ήλιο και τα άλλα· όταν μάλιστα είδε πως ήταν και αγόρι… Μάλλον γιαυτό. Ποιος ξέρει. Ποιος ξέρει και ποια ήταν η αλήθεια. Ποιος ξέρει ποια αλήθεια ζει ο καθένας που περνάει δίπλα σου.. Και σένα πώς σου ήρθαν τώρα όλα αυτά; Ε, να σούρθαν. Καθώς είδες το πορτοκαλί του πλαστικού να καθρεφτίζεται στο διάφανο γαλάζιο, το μυαλό -σάματις ορίζεις το μυαλό και τις πιλάλες του;- έφερε μπροστά αυτή την ιστορία που είχες ακούσει να ιστορεί, εκείνος ο σαλός, ένα βράδυ σε μια ταβέρνα της Άνω πόλης, στο διάλειμμα των λυγμών ενός κλαρίνου καθώς ο ήλιος πήγαινε να βυθιστεί στην αγκαλιά του Ιονίου, ένα δειλινό κάποιου φθινοπώρου, μιας ευτυχισμένης χρονιάς…

Ιούλιος, 19

30


γηαηί ήξζεο;

Είχες πει πως δεν θα „ρθεις. Άλλωστε και εκείνος δεν σε περίμενε πια. Σο είχε πάρει απόφαση. ΢αν εκείνες τις αποφάσεις που παίρνουν οι άνθρωποι καθώς σκύβουν το κεφάλι υπήκοοι των όσων η μοίρα έχει γράψει γι αυτούς. Μα φυσικά είναι άλλο θέμα το αν έχει καμιά όρεξη η μοίρα να κάθεται να γράφει, να προγράφει πες καλύτερα τις κινήσεις και την κατάληξη -κυρίως αυτήντου κάθε ενός… (κάθε μιανού σκέφτηκε και γέλασε. Πάντα έβρισκε τρύπες η σκέψη να ξεφεύγει από τη στοχοθεσία. Σώρα γέλαγε με το μιανού…) Είναι όμως μια βολική λύση. Αφού η ειμαρμένη έφα… Είχες πει πως δεν θα έρθεις αλλά ήρθες. Και τώρα εκείνος, έκθαμβος και ενεός καθισμένος στις άκρες της θάλασσας ψάχνει να βρει αν χαίρεται ή αν, στην πραγματικότητα λυπάται

31


γιατί είχε ήδη αποδεχτεί όσα η μοίρα -ήθελε κατά βάθος να- είχε υπογράψει, και τώρα εσύ, ο ερχομός σου δηλαδή, τα ανατρέπει. Και δεν υπάρχει ένα δυνατό κύμα να τον καταπιεί… Αλήθεια, γιατί ήρθες;

Ιούλιος, 29

32


παιηλδξνκνύζεο ζθέςεηο

Προσκύνησαν πια τα κλαδιά τη γης. Μεγάλωσε όμως έτσι η σκιά, μην το υποτιμάς. Κι εσύ βρήκες χώρο να αποτραβηχτείς. Σα τζιτζίκια, όχι που δεν θα συνέχιζαν το τραγούδι τους. Ακόμα και τώρα που σου γράφω, και ενώ ο ήλιος έχει ήδη πάει να φωτίσει άλλες πολιτείες, αυτά, τα τζιτζίκια, οι τέττιγες όπως τους έλεγαν παλιά, συνεχίζουν το τραγούδι τους. Προφανώς ικανοποιημένα από την κατάσταση της στιγμής. Σης κάθε στιγμής. Γιατί αυτήν ζουν. Δεν ξέρουν αν υπάρχει ή τι σημαίνει να υπάρχει και επομένη. Οι δικές σου σκέψεις συνεχίζουν να παλινδρομούν. Αδιαλείπτως ΋πως, έτσι μαθημένες, το κάνουν χρόνια τώρα. Πότε ήταν που πάλευες με τα κύματα της καθημερινότητας, για το τι σου επιφυλάσσει το αγριεμένο αύριο; Μπορούσες, μπορείς να ξεχάσεις ή να αγνοήσεις κάτι; Πιο σωστά, έχεις το δικαίωμα; Μόνον εκείνες τις στιγμές, -κάποιες ημέρες μπορεί αυτό να διαρκεί και ώρες- εκείνες τις στιγμές, που βυθισμένος μέσα στα γαλάζια νερά, θαρρείς και δραπετεύεις από τον χρόνο. ΋πως προχτές, -αλήθεια, τι έκπληξη ήταν αυτή,- καθώς το σώμα βυθιζόταν μέσα στο νερό, σπρωγμένο από τις επιθυμίες του περίγυρου, ένιωσες να χάνεις την επαφή με την αμέσως προηγούμενη κατάσταση. Και δεν ήταν να φοβηθείς. Δεν υπήρχε λόγος να φοβηθείς κάτι. Εντυπωσιάστηκες μόνον. 33


Εντυπωσιάστηκες από τη σιγή καθώς βυθίστηκες όλος, μέσα στο νερό. Εντυπωσιάστηκες καθώς πρώτη φορά συνειδητοποίησες το πέρασμα. Ση μετάβαση από τους θόρυβους και τους ήχους, στην απόλυτη σιωπή. Αν ήταν και από το φως στο σκοτάδι, ίσως να ήταν μέχρι και τρομακτικό. Σώρα όμως, είσαι μακριά από αυτά. Καλύτερα; Μπορεί! Φειρότερα; Μπορεί! Αδιάφορα; Μπορεί! Σώρα είσαι εδώ. Κρυμμένος πίσω από τα κλαδιά να ατενίζεις ή να θυμάσαι πως ατένιζες την απεραντοσύνη της. Και να ταξιδεύεις, ή να θυμάσαι πως ταξίευες χωρίς σκοπό. Ή, τουλάχιστον, χωρίς αυτός να είναι προφανής…

Ιούλιος, 30

34


πξηλ … κεηά…

΢τους δρόμους. Πριν … μετά…. Ποιος νοιάζεται; Ο χρόνος όλα τα κάνει πριν. Και τα μετά. Μένει μόνον να δεις τις προσδοκίες να γίνονται αναμνήσεις. Και να ψάξεις αν ταιριάζουν. Αν και όποτε θελήσεις να κάνεις απολογισμούς. Γιατί μπορεί μήτε κι αυτό. Ίσως και καλύτερα. Πώς μπορείς να ζεις, αν όλες οι στιγμές είναι βουτηγμένες στις συγκρίσεις… Ή αν τις καταγράφεις, σαν τον λογιστή, στο κατάστιχό σου, με τον τέτοιο σκοπό: να κάνεις στο μέλλον τις συγκρίσεις. Λες και ξέρεις ποιο θα είναι το μέλλον! Πότε και αν θα έρθει αυτό το μέλλον. Γι αυτό σου λέω. Πριν… μετά… ποιος νοιάζεται;

Ιούλιος, 31

35


αμεδηάιπην 

Γκρίζα όλα γύρω. κι αυτό το λίγο χρώμα που ίσως να υπάρχει τίποτα κι αυτό. Κανένα χαμόγελο! ΢αν να έχει μπει προς ενίσχυση του γκρίζου. Αυτός όμως στημένος εκεί, ακίνητος. Με τον χρόνο να κυλάει στα πόδια του. Και η ζωή από κοντά κι αυτή. Άλλοτε κλεισμένη στα μεταλλικά της κουβούκλια, άλλοτε δροσερή σαν της Άνοιξης τα πρωινό αγιάζι άλλοτε όπως την βλέπουν τα μάτια όποιων θέλουν κι έχουν τη διάθεση να την κοιτάξουν. 36


Απηύδησε πια, είπε να το φωνάξει. Με λέξεις που διάλεξε να είναι, καθώς νομίζει, γλυκές. ΋πως τόσες φορές έχει ακούσει να το φωνάζουν. Δίπλα του, σε κείνο το μεγάλο κουτί, το ερμητικά κλεισμένο, έτσι κι αλλιώς, έχει μεγάλο απόθεμα φωνών. Σο δύσκολο είναι να τις ξεδιαλέξει. Πότε, ας πούμε, είναι γλυκό το σάγαπώ; Και το λουκουμάκι; γιατί δεν έχει “μου”; δεν το χώρεσε ή γιατί άλλο, ξέρει; Αύγουστος, 1

37


Παξνπιηζκνί

΋νειρα-καράβια δεμένα σε λιμάνια. ΢αν τις πεθυμιές που δεν αφέθηκαν ποτέ να αρμενήσουν. Που τους γυρίστηκε η πλάτη, γιατί δεν τις πίστεψαν ή δεν θα μπορούσε -ήταν σίγουρονα περάσουν από τις χώρες του ονείρου, στους παραδείσους των αναμνήσεων που βιώθηκαν. Παλαμάρια χοντρά περασμένα γερά γύρω από κάβους μπορεί και λεπτές κλωστές πρόχειρα περασμένες γύρω από πολύμορφες πέτρες φυτρωμένες σε έρμες παραλίες. ΢κοινιά που συγκράτησαν στη χώρα του καθώς πρέπει και της λογικής, συμπεριφορές που λίγο ήθελαν να δραπετεύσουν στους παραδείσους των ουρανών ή να καούν στις φωτιές των κολαστηρίων. Πόσα να ήταν άραγε αυτά; Ποιος κάθησε να τα μετρήσει; 38


΢ε ποιο καρνάγιο παροπλίστηκαν περιμένοντας να γίνουν σκραπ …

Αύγουστος, 2

39


Εηκαξκέλε

Από την αρχή. Με το παιχνίδι; ΢την άμμο να βάζεις θεμέλια; Να τα παρατάς για να πας παραπέρα; Σουλάχιστον υπάρχει άλλοθι. Η θάλασσα δίπλα. Και η απεραντοσύνη της. Πόσες ιστορίες έχουν γραφτεί για τα κουβαδάκια και τις παραλίες. Και τις απορρίψεις…. ΋χι, δεν θέλεις να προσθέσεις άλλη μια. ΋χι εσύ, όχι τώρα. Άλλωστε όταν θα έρθει η ώρα της, ό,τι και να κάνεις, δεν πρόκειται να την αποτρέψεις… Θα συμβεί. Κι ας μην πιστεύεις στο … κισμέτ… Αύγουστος, 5

40


δπζθνιία

E, και; Οι ημέρες περνούν. Και παίρνουν. Αν δίνουν; Μα βέβαια και δίνουν. Κι αν σου ζητήσουν τώρα να κάνεις υπολογισμό-απολογισμό; Σι πήρες (και τι έδωσες); Α, όχι δεν μπορείς. Δεν μπορείς να το κάνεις. Δεν θέλεις. Θα αδικήσεις. Μόνον το ξέρεις. Ή το ψυχανεμίζεσαι: πήρες και έδωσες. Και τούτη την ημέρα που πέρασε. Οι απολογισμοί, θα γίνουν, αν γίνουν, στην ώρα τους. Και για τους λόγους που θα θελήσεις να τους κάνεις. Για τους ίδιους λόγους που όλοι το κάνουν. Και με όσο θάρρος έχουν να το επιχειρούν. Θάρρος; Ναι θάρρος. Ο καθρέφτης όλους τους τρομάζει. Γι αυτό φροντίζουν να παραμορφώνει. Πόση αλήθεια νομίζεις μπορεί να αντέξει ο ανυποψίαστος; Αύγουστος, 7

41


αγλαληεύσ

-Παίρνεις μέρος στη διαβούλευση που γίνεται για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; -΋χι βέβαια. Και ούτε πρόκειται! Σι νόημα έχει άλλωστε; Ξέρεις πόσες φορές έχω δει εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Ξέρεις πόσες φορές έχω δει Nόμους για αποδέσμευση των απολυτήριων εξετάσεων από την εισαγωγή στα πανεπιστήμια; Ξέρεις πόσες αλλαγές (και όλα τα ίδια μένουν) έχω δει στην τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση; Ξέρεις πόσες καλές προθέσεις έχω δει να γίνονται Νόμοι; ΢την πραγματικότητα δεν υπάρχει ιδέα που να μην έχει δοκιμαστεί στην εκπαίδευση! Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Πάλι είμαστε εδώ. Γι αυτό σου λέω. ΋χι, λέω να μην … πάρω. Καλύτερα να αγναντεύω…

Αγία Μαρίνα, Αύγουστος, 8

42


γηα πάληα

καθώς οι ημέρες περνούν φάνηκες κι εσύ. ΋χι ότι δεν σε περίμενε. Ζήτημα χρόνου ήταν. Σο είχε πει εδώ και καρό: τώρα, με τις νέες συνθήκες θα αλλάξει και το τοπίο της περιοχής. Ζήτημα ημερών είναι. Και έγινε. Πόσο θα διαρκέσει; Μην είσαι αισιόδοξος. Για πάντα. ΋σο χρόνο μπορεί να χωρέσει ένα επίρρημα. Ή να οριστεί από άλλες διάρκειες. Σης συνέπειας ή της εμμονής στις επιλογές για παράδειγμα. Θα το συνηθίσει όμως. Έτσι γίνεται. ΢την αρχή ενοχλεί μετά ξενίζει κατόπιν γίνεται συνήθεια κι αν λείψει το ψάχνεις. Να δεις πώς το λένε αυτό… Προσαρμογή. Ή μήπως συμβιβασμό;

43


Ναι, έτσι θα γίνει. Έτσι γίνεται. Οι ημέρες περνούν…

Αύγουστος, 9

44


απηό θηάλεη

Να ταξιδεύεις στα όρια του ονείρου και των αναμνήσεων αυτό είναι πλούτος· κι ας μην τον εκτιμάς… Να βυθίζεσαι στην αγκαλιά των επιθυμιών και των χιλιάδων στιγμών που διάπλατα ανοίγει κι ας μην της δίνεις σημασία. Να πετάς στα πέρατα της σκέψης και στη στιγμή να είσαι πάλι πίσω, καθώς δειλιάζεις αντικρίζοντας τον εαυτό σου. Να είναι καλοκαίρι ή χειμώνας άνοιξη, φθινόπωρο ανάλογα με τι η διάθεσή σου θέλει να απολαύσει. Είναι καλοκαίρι στη θάλασσα. Αυτό, μπορεί να φτάνει…

Αύγουστος, 12

45


αξρή ηζηνξίαο

Σο παιχνίδι της ζωής κάπως έτσι αρχίζει. Μπορεί και να παραμένει το ίδιο για πάντα. Με τρύπες και χτίσματα στην άμμο και ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. ΢την πορεία πολλά μπορεί να αλλάξουν Ίσως και όλα. Η άμμος, η θάλασσα, ο αέρας το ξέρουν κι αν ρωτήσεις θα έχουν να σου πουν άπειρες ιστορίες. Και για εκείνα που άλλαξαν, και για τα άλλα, τα λιγότερα που έμειναν όπως αρχίσαν ΋λες όμως αρχίζουν το ίδιο. Ένα αγόρι ένα κορίτσι και όνειρα φτιαγμένα δίπλα στο απέραντο και άδηλο μέλλον.

Αύγουστος, 13

46


δώζε θείζε

Σακτοποιημένα, καθώς πρέπει κατά το αρμόζον και το δέον. ΢την απέναντι πλευρά του δρόμου. Από εδώ; Από εδώ κατά το δοκούν και κατά το δυνατόν. Και στη μέση η διαχωριστική γραμμή. Για να μη συντελεστεί όσμωση να μην αποκτηθεί συνάφεια· να συνεχιστεί η τάξις καθώς ορίστηκε και έγινε αποδεκτή εξ αμφοτέρων των μερών. Γραμμές και κολώνες χωρίσματα και στηρίγματα· εμπόδια· όλα για να ξεπερνιούνται. Εσύ; Θυμάσαι από ποια μεριά είσαι και πώς βρέθηκες εκεί;

Αύγοστος, 14

47


αθνύ ζη’ αιήζεηα, δελ ηνπο ελδηαθέξεηο

Κρυμμένος κάτω από φυλλωσιές μένεις αντάμα με το φυλακισμένο σου εγώ. Πόσα παρακάλια θέλεις πια για να το ελευθερώσεις; Η θάλασσα ξανοίγεται απέναντι πλατιά· κάτι σύννεφα που ήρθαν, απλώς σου χαμογέλασαν μπορεί και γιατί ψυχανεμίστηκαν τα απόνερα της ψυχής σου. Ο καιρός κυλάει ήσυχα κανονικά. Σι κι αν εσύ νιώθεις σαν να πνίγεσαι στα κύματά του; Δες την αλήθεια Δεν έχει κύματα. Εσύ τα κουβαλάς μαζί σου. Σι τάχα οδήγησε το χέρι να βγάλει έξω από την εικόνα τις φοβίες και τις χαρές ίσως, των πλαϊνών. και των απέναντι. Και των εισερχομένων; Μείνε στην κρυψώνα σου, αν αυτό είναι που ζητάς. ΢την πραγματικότητα όλοι σε παρατηρούν. ΋που κι αν είσαι. Αφού, στ‟ αλήθεια, δεν τους ενδιαφέρεις… Αύγουστος, 16

48


Αιήζεηα

Χάξε στο βάθος -του μυαλού; του ορίζοντα-; να βρεις το αναγνωρίσιμο ή τα υλικά που σου λείπουν και κατασκεύασέ το Έχεις καλή υποδομή -μπακράουντ το λένε οι γραμματιζούμενοι να έχει σχέση και με το μπακστέητζ;θα σε στηρίξει στις στιγμές της ανασφάλειας ή των μεγάλων αμφιβολιών Θα σε στηρίξει; Αλήθεια; Σο άπλετο μέσα το απέραντο έξω Σι ορίζει το μέσα και τι το έξω; Ποιο είναι η αλήθεια; Η έξω που τρέχει να συναντήσει η ματιά; Ή η άλλη, εκείνη που επιλεκτικά σεργιανάει στα σοκάκια του μυαλού; Πόσο στέρεος ο τοίχος. Αρκεί για να γίνει φραγμός; ΢τάλες χοντρές κάνουν την εμφάνιση στο μέτωπο. Η ζέστη;

49


Οι σκέψεις; Ποια αιτία τις γέννησε; Και όλα αυτά γιατί; Ποια αλήθεια θέλεις να κρύψεις; Κι από άλλους, εκτός από τον εαυτό σου; Αύγουστος, 19

50


όλεηξα…

Μιλάς; Με ποιους; Ονειρεύεσαι; Σι; Σαξίδευε. Προχώρα. Άνοιγε πόρτες, δρόμους, ορίζοντες. Πάρε το φως στα χέρια σου. Υύλαξε τις εικόνες που συναντάς στην καρδιά σου μαζί με εκείνες που ζωγραφίζεις στα καβαλέτα της ψυχής σου. Άσε το αγέρι να χαϊδέψει τις χορδές των αισθήσεών σου. δώστου τη χαρά να απαλύνει τη σκληράδα των λόγων που αιωρούνται. Γύρνα την πλάτη στην άλλη πλευρά. Αν μπορείς ΋σο μπορείς. Κι ας σε καρφώσει με το βλέμμα της πισώπλατα. Σο μέλλον είναι μπροστά μέχρι, τουλάχιστον, να γίνει κι αυτό παρελθόν. Ονειρέψου το. ΢χεδίασε το. Μη το χαρίζεις στις διαψεύσεις και στις προσδοκίες που γονάτισαν και έμειναν καταμεσίς του δρόμου

51


Προχώρα όσο μπορείς. Μπορείς. Αύγουστος, 20

52


ηξέμε κηθξέ

Σρέξε μικρέ. Σα παιχνίδια στο ακρογιάλι σε περιμένουν. Θα γίνουν μνήμες κι αυτά, μαζί με τους λουκουμάδες. Παρέα με τους ήχους και τα χρώματα που θα κουβαλάς, πολύτιμα φορτία σ‟ όλη σου την ζωή. Έτσι γίνεται πάντα. Πριν από σένα, άλλοι, πολλοί άλλοι πολλές φορές τρέξανε το ίδιο. Μπορεί τώρα να μη το θυμούνται -βλέπεις είναι πολλές οι σκοτούρες που γεμίζουν το μυαλόόμως δεν θέλει και πολύ να βυθιστούν στα πελάγη που μετά από χρόνια θα βυθίζεσαι κι εσύ. Σρέξε μικρέ. Πρόλαβε τον καιρό. Φτίσε κι εσύ τις αναμνήσεις του μέλλοντός σου. Και μη ξεχάσεις, σίγουρα δεν θα ξεχάσεις ποτέ αυτούς τους λουκουμάδες! Και τον λουκουματζή. Πόσος να σου φαίνεται άραγε; Θεόρατος; Σεράστιος;

53


Θα έχεις να τα δηγιέσαι όλ‟ αυτά σαν έρθει κι ο δικός σου ο καιρός. Ήταν ένας τεράστιος, θα λες, λουκουματζής στα κούτσικα παιδιά σου ή, γιατί όχι, και σε κείνων τα παιδιά, στων παιδιών σου τα παιδιά όταν κι εκείνα θα ζητάνε τις λιχουδιές του μέλλοντος σου του δικού τους παρόντος. -Ήταν ένας τεράστιος, θα λες, λουκουματζής με νόστιμη πεντάφρεσκη πραμάτεια και τρέχαμε κοντά του σαν “εσκαγε” τη μύτη του πρωί στην παραλία.. Σρέξε. Κι ο χρόνος τρέχει. Κι ας βρίσκεται πάντα εκεί. ΢το ίδιο μέρος. ΢α σταματημένος. Σρέξε μικρέ… Αύγουστος, 21

54


ςεπδαιήζεηεο

΋ραμα και μνήμη. Εκείνα που έζησες και αυτά που πρόκειται ή που θα ήθελες να ζήσεις. Σα μπροστά και τα πίσω. Σα επερχόμενα και τα περασμένα. Μια εικόνα δυο όψεις. Ποια είναι η μια και ποια η άλλη; Μη βιαστείς να πεις πως ξέρεις. Καλύτερα ζήτα λεπτομερειες. Βλέπεις, άλλο το να έρχεσαι ή να σε φέρνουν άλλο το να φεύγεις ή να σε διώχνουν. Και ο καιρός περνά Άλλοτε με διλήμματα άλλοτε με πεποιθήσεις. Δίχως, εντέλει, να είναι σίγουρος για την αλήθεια κανείς. Ακόμα κι όταν διαρρηγνύει τα ιμάτιά του ότι είναι ο μοναδικός κάτοχός της.

Αύγουστος, 22

55


ην κηθξό θύκα

Σο κύμα, καθώς το συνηθίζει, αγκάλιασε απαλά το ακρογιάλι. Σούτο το καλοκαίρι, όλο σχεδόν το καλοκαίρι-να δεις πράμα παράξενο- οι αέρηδες το σπρώχνουν όλο προς τα μέσα. Πού νάβρει δύναμη να βγει και να τρομάξει την άμμο της παραλίας. Πώς να θυμίσει πως όταν θυμώνει, δεν είναι να κάνεις πολλά αστεία μαζί του; Σούτο το καλοκαίρι, οι βοριάδες το σπρώχναν προς τα μέσα. Έτσι έμεινε να χαίρεται και να χαμογελά με τα παιχνίδια των μικρών. Και να διασκεδάζει με τα καμώματα των μεγάλων. “Μα δυο βήματα πιο κει, δίπλα από τον τοίχο, που πάνω του

ξεσπάμε τα αδέλφια μου κάτι μέρες του χειμώνα, όταν κανένα μάτι δεν μας βλέπει, η σκιά από τα αρμυρίκια είναι πυκνή. Φρόνια τώρα, κάθονται και ξαποσταίνουν λίγο πριν μπουν να παίξουν μαζί μας και λίγο μετά αφού δροσιστουν όλοι οι επισκέπτες. Κάτω από τη δροσιά των δέντρων. Σούτοι εδώ τι κάνουν άραγε και έφεραν όλα τους προικιά και τα μοστράρησαν μπροστά μου; Δεν ξέρουν πως λίγο αν θυμώσω, θα τα χάσου μονομιάς; Σα „φεραν για να τα δείξουν; Και; Ξέρεις πόσα τέτοια έχω φέρει στην κοιλιά της μάνας μου της θάλασσας; Και τι φταίει η καημένη η ομπρέλα και το κάθισμα με το σκιάδιο σαν, -να δεις τι θυμίζει- α ναι, αεροτομή είχα ακούσει να το λένε, και ήταν κολλημένη πάνω σε κάτι γρήγορα γυαλιστερά αμάξια. 56


΋μως έτσι είναι. ΋λα τούτα είναι εύκολο να τα αρπάξω. Να τα κάνω μια μπουκιά. Εδώ κι ο βράχος μέριασε μπροστά μου. Με τη ματαιοδοξία των ανθρώπων, δεν ξέρω τι να κάνω… Αυτήν πώς να παλέψω; Δεν βαριέσαι. Ας μείνω να τους παρατηρώ. Κι εγώ, όσο υπάρχω μαθαίνω…“ Είπε το μικρό κύμα και γύρισε χαμογελαστό προς τα πίσω. Άλλωστε έχει τόσα άλλα όμορφα πράγματα, να ασχοληθεί… Αύγουστος, 23

57


πόηε ήηαλ πνπ…

Σρέχουν οι μέρες. Περνάει ο καιρός! [Κοινότοπο αυτό, αλλά πάντα γεννάει έκπληξη· και θαυμασμό: Πότε πέρασε κιόλας ο καιρός;] Γύρισε κι ο νοτιάς. Έλειψε. ΢ε λίγο, ο κύκλος της ζωής ρέει ασταμάτητα, θα αρχίσουν επιστροφές. ΢την τάξη· του κόσμου. Μια μικρή μελαγχολία δεν μπόρεσες να την αποφύγεις ξέροντας πως τούτη είναι η τελευταία μέρα του καλοκαιριού εδώ. ΋χι ότι δεν θα ξανάρθεις. Αλλά να, έτσι που ήρθαν τα πράγματα, την επόμενη φορά θα είναι φθινόπωρο! Πότε ήταν που… “Πότε ήταν που”· εισαγωγή στιγμών μιας ολόκληρης ζωής. Μαζί τους και οι στιγμές των ονείρων, και των απολογισμών. Πότε ήταν που; Σρέχουν οι μέρες. Αν θέλεις, τρέξε και συ μαζί τους.

58


Αν πάλι δεν θέλεις, μείνε εδώ να κοιτάς. Έτσι κι αλλιώς και να μη το θέλεις, θάρθει η στιγμή, -καθώς είναι καθορισμένοπου θα βρεθείς “απέναντι”. Ξέρεις άραγε ποιο είναι το “απ‟ εδώ”; Θέλησες ποτέ να τ‟ αντικρίσεις; ΢κέψου! Περνάει ο καιρός. Ίσως είσαι ήδη απέναντι… Αύγοσυτος, 26

59


ηαμηδεύνληαο

Άσε το βλέμμα σου να ταξιδεύει κι όπου δε φτάνει αυτό άνοιξε τις πόρτες του μυαλού σου. και τα παράθυρα.

Περίσσα, Αύγουστος, 28

60


ρξεζηκνζεξία

Πόσο μακριά να φτάσεις πια; Και πριν από σένα, πόσοι άλλοι ήταν εκεί; Πόσοι, λες, ότι θα έρθουν; Είναι ώρα αυτή να κάνεις υπολογισμούς; Σι θα κερδίσεις; Κράτα τη στιγμή σαν μια ανάσα. Αυτό θα σου φανεί πιο χρήσιμο στο μέλλον. ΋σο από αυτό έχεις καπαρώσει…

Περίσσα, Αύγουστος, 29

61


θνπηνπνλεξηέο

Υεύγει ο χρόνος. Σρέχει. Ασταμάτητος Κι εσύ; Με τέτοια προβλήματα στα πόδια, εσύ πώς να τον ακολουθήσεις; Ή αυτό είναι δικαιολογία, μήπως και τον καταφέρεις να σε ξεχάσει πίσω;

62


θύθινο πνπ θιείλεη

Κοίτα να δεις πώς κύλησεν ο καιρός. Άλλαξαν όλα. Σο φως της ημέρας πρώτα πρώτα. Και τα χρώματα. Και οι άνθρωποι της ακρογιαλιάς. Λιγόστεψαν. Είναι πλέον η ώρα τού “ειδικού πληθυσμού”. Πέρα στο βάθος φάνηκαν ξανά τα ξεχασμένα βουνά. ΋χι, δεν είχαν φύγει· πού να πάνε άλλωστε; Ήρθαν όμως μπροστά. Μαζί και κάτι σύννεφα. Λες να φέρουνε βροχή; ΋ταν γεμίζει η Κούλουρη, θα βρέξει, λέγαν οι παλιοί. Να άλλαξε τώρα κι αυτό; Ο κύκλος κλείνει πια σιγά σιγά. Πάντα ο κύκλος κλείνει. Είναι άλλο αν αυτό γίνεται γρήγορα ή αργά. Είναι θέμα ακτίνας! Και γωνιακής ταχύτητας. Ή μήπως γραμμικής; Κοίτα να δεις πώς κύλησεν ο καιρός. Πήρε μαζί του και εκείνες τις μικρές πληροφορίες που σώρευες ή μόνες τους σωρεύονταν; Κι έμεινες να τα μαζεύεις· όσα απομείναν. Περιμένοντας να φτάσει κι‟ η σειρά σου.

63


Είσαι του ειδικού πληθυσμού κι εσύ! ΢επτέμβριος, 5

64


θακώκαηα…

Σο καλοκαίρι καλά κρατεί ακόμα· κι ας λέει το ημερολόγιο ΢επτέμβρης. ΢τα βράχια μικροί λιοκαμένοι εξερευνητές χτίζουν φανταστικούς κι αληθινούς κόσμους μυστηρίου. Σα άλλα, τα μεγάλα μυστήρια, είναι για τους άλλους· τους μεγάλους. ΋χι ότι κι αυτοί -οι άλλοι, οι μέγαλοι- μπορούνε να τα ξεδιαλύνουν. Άλλωστε το ξέρουν οι μικροί ομόλογοί τους: όσο οι μεγάλοι ψάχνουν, τόσο το κουβάρι τους μπερδεύεται. Μπορεί και να τους αρέσει έτσι μπερδεμένο· των άλλων, των μεγάλων, ντε. Εκείνοι όμως, δεν ανησυχούν. Ούτε και που βιάζονται. Έχουν καιρό ώσπου ναρθεί η σειρά τους να εμπλακούν στο μπλέξιμο των κουβαριών· τώρα τους αρκεί να ψάχνουνε καβούρια και καβουρομάνες κρυμμένες ανάμεσα στις πέτρες. Και την άκρια του καλοκαιριού ασυναίσθητα αναζητούν. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα βράχια, λέει, έχει πάει να κρυφτεί· κι αυτή. 65


Σουλάχιστον να την ανακαλύψουν πρώτοι, πριν τηνε βρουν οι μεγάλοι. Βλέπεις, το καλοκαίρι, είναι ό,τι έχει απομείνει στα παιδιά για να μένουν πάντα παιδιά. Κι ας λένε ή καμώνται ότι τάχα βιάζονται να μεγαλώσουν... ΢επτέμβριος, 6

66


ρακέλε έκπλεπζε

΢κέφτηκες πως αυτή θα ήταν μια καλή εικόνα για να συνοδέψει τον αριθμό της μέρας. Μετά· δεν ξέρεις τι έγινε μετά Η έμπνευση πάντως σ´ εγκατέλειψε. Έμεινε να αποφασίζει, αν θα κάνει στροφή επιτόπου ή θα προχωρήσει λίγα μέτρα πιο κάτω· στην υπόγεια διάβαση. Σο έχεις προσέξει; Σούτη η διάβαση θα μπορούσε να είναι και η κοίτη ενός ξεροπόταμου. Έτσι δεν ήταν στο ρέμα της Αγίας Κυριακής; Κι αν δεν ήταν -που σίγουρα δεν ήτανέτσι φάνταζε στα παιδικά σου μάτια Σότε που πρωτοπήγες σε κείνο το σχολείο, λίγα τετράγωνα πιο πάνω από το σπίτι. Θυμάσαι; Έδωσες κι εξετάσεις για να πας εκεί! Από τη Βου στη Γάμμα του Δημοτικού Πόσο κάνει τρία επί δώδεκα; Είχες ρωτήσει προβοκατόρικα τον Πέτρο. Σον Διευθυντή τον λέγαν Κουφογιάννη. Σην πρώτη σου δασκάλα, σε κείνο το σχολείο, τη λέγαν κυρά Λίτσα. Έτσι με το μικρό· και το κυρά. Γιατί όχι, τάχατες, κυρία; Σούτη η φυλλωσιά που κρύβει το στερέωμα ή έστω προσπαθεί να το καλύψει μοιάζει άκρια από κλαδί βασιλικού -Πόση φαντασία πρέπει νάχεις, 67


για να κάμεις τέτοιες συσχετίσεις;΢αν κι αυτό που θα κρατάει στο χέρι ο παπάς για να αγιάσει τα παιδιά πρώτη μέρα σήμερα, στις τάξεις των σχολείων. Λες αυτό να σκέφτηκες νωρίτερα όταν σκόπευες ψηλά στον ουρανό; Νάν´ αυτή η χαμένη έμπνευσή σου; Ποιος ξέρει τάχα να σου πει… Αλήθεια που πηγαίνουν οι εμπνεύσεις σαν χαθούν; Σούτο; Ξέρει να στο πει κανείς; ΢επτέμβριος, 11

68


δώξν θη αληίδσξν

Πόσο μεγάλη η λεωφόρος· πόσος κόσμος περνάει καθημερινά από εδώ. Βιαστικοί, αργόσχολοι, χασομέρηδες, άνθρωποι εργατικοί, άνθρωποι πλούσιοι, ζητιάνοι των φαναριών, μεροκαματιάρηδες, χαρούμενοι επιβάτες γρήγορων οχημάτων, στριμωγμένοι από την κρίση χαμένοι στις σκέψεις τους· μερικοί που μπορούν και απολαμβάνουν ακόμα την αγκαλιά της θάλασσας, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή τους ΢επτέμβρη μήνα… Σο κόκκινο το βλέπεις από μακριά. Σο πόδι περνάει απαλά στο φρένο. Σο όχημα υπακούει στην εντολή και στέκεται ήσυχο στη θέση του. Λιγόλεπτη αναμονή έως ότου δοθεί το σύνθημα της συνέχισης Από το ραδιόφωνο ακούγονται τραγούδια της εποχής. “Πόσο πολύ σ‟ αγάπησα,” μόλις τελείωσε για να συνεχίσει “η επιμονή σου”. Σο χέρι γυρίζει το κουμπί της έντασης. Η μελωδία πλημμυρίζει τον χώρο. -Κοίτα τούτη την πολυκατοικία στη γωνία. Σα πάνω διαμερίσματα είναι προνομιούχα. Σίποτα δεν μπορεί να περιορίσει τη θέα τους προς τη θάλασσα. -Κι αυτό εδώ, στην άλλη μεριά του δρόμιου, που παλιά ήταν εστιατόριο. Αποτυχημένη επένδυση, αλλά, αυτό δεν μειώνει τα πλεονεκτήματα της θέσης του… Σα βλέμματα περίεργα και λίγο αδιάφορα, μαζεύουν εικόνες του δρόμου και της περιοχής. ΢το μπαλκόνι της πρώτης πολυκατοικίας, η μοναχική ηλικιωμένη κυρία, μοιάζει να μετράει τον κόσμο στα πόδια της. Πόσο μικρός να της φαίνεται; Και πόσο άγνωστος; 69


Να ψάχνει κάτι; Έτσι όπως κοιτάζει αυτή κάτι τέτοιο δείχνει… Σο ρητορικό ερώτημα και η απάντηση που γεμίζουν τη σκέψη σου. Βλέμματα που συναντιώνται. Ξάφνιασμα αυτό που διέκρινες; Δεν θα το έλεγες. Μάλλον λάμψη χαράς, σου φάνηκε ότι ήταν αυτό που είδες να στολίζει τα κουρασμένα μάτια. Σα χαμόγελα αμοιβαία. Σαυτόχρονο και ένα γνέψιμο καλημέρας. Νέο χαμόγελο και από τις δύο πλευρές, φωτίζει τα πρόσωπα. Οι ρόδες κυλάνε αργά, το φανάρι αλλάζει χρώμα. Πράσινο· ώρα να συνεχίσεις το δρόμο. Ο λεβιές των ταχυτήτων κομπλάρει στην πρώτη. Σο βλέμμα στρέφεται προς το μπαλκόνι. “Καλό δρόμο” εύχονται τα μάτια του μπαλκονιού. “Και να προσέχετε”, νιώθεις να συλλαβίζουν τρυφερά τα άγνωστα χείλη. Και μετά η αναπάντεχη κίνηση! Σο λιπόσαρκο χέρι της κυρίας, με ενωνένους τον αντίχειρα τον δείκτη και τον μέσο -το βλέπεις καθαρά αυτό- σηκώνεται και σχηματίζει στον αέρα το σημείο του σταυρού. “Ο Θεός να σας προστατεύει”, είσαι σίγουρος πως ακούς. Σο όχημα παίρνει τη θέση του στη μεγάλη λεωφόρο· η αγαλλίαση τη δικής της θέση στο μέρος της καρδιάς. Πόσο μεγάλο δώρο κι αντίδωρο μαζί, για το γνέψιμο μιας απλής καλημέρας. Να είστε καλά γλυκιά μου άγνωστη Κυρία. Να είστε πάντα καλά. Ευχαριστώ! ΢επτέμβριος, 12

70


ζηηο άθξεο ηνπ κπαινύ

Και καθώς ο χρόνος διαβαίνει, έτσι που οι εποχές, τηρούν πιστά τη διαδοχή τους μένει να μαζεύονται οι εικόνες εκεί, στις άκριες του μυαλού και να τα σιγολένε. Σο ξέρουν ότι σύντομα θα κιτρινίσουν κι αυτές κι αν όχι, πάντως σίγουρα θα χάσουν τη λάμψη τους. Νόμος είναι. Νόμος όχι από τους συνηθισμένους· τους ανθρώπινους. Από τους άλλους Από αυτούς που πειθαρχούν άνθρωποι και θεοί. Που δεν μπορείς καν να σκεφτείς ότι δεν θα λειτουργήσουν. Σα σιγολένε, γιατί ξέρουν ότι πάνω τους θα χτίσουν οι άνθρωποι όνειρα· κι επιθυμίες· και πορείες για ταξίδια μακρινά. Και καθώς ο χρόνος διαβαίνει όλο και κοντοστέκεσαι μη και τον ξορκίσεις το βήμα να κοντύνει και αυτός και να σε περιμένει να πάρεις μια ακόμα ανάσα ακούγοντας ήχους του καλοκαιριού και μυρουδιές από τη γλύκα της θαλάσσης.

΢επτέμβριος, 13 71


Περιεχόμενα Αρχίνισμα................................................................................................................................ 3 πηλειηά ...................................................................................................................................... 4 εγσθεληξηζκόο;. ...................................................................................................................... 5 ιήςεηο ................................................................................................................................................. 6 Καηξνί ................................................................................................................................................. 7 έλαο γιάξνο........................................................................................................................................ 8 ζπκάζαη;...........................................................................................................................................10 πξννξηζκόο ......................................................................................................................................11 θύθινη θαη ρξώκαηα .......................................................................................................................13 δεύηεξεο ζθέςεηο.............................................................................................................................15 ηξηάληα θαη έμη… ............................................................................................................................17 βήκαηα ..............................................................................................................................................19 θαηαλόεζε .......................................................................................................................................20 ζπγθξνύζεηο.....................................................................................................................................22 ε πόξηα .............................................................................................................................................24 ν ιόγνο .............................................................................................................................................26 θαζξεθηίζκαηα ................................................................................................................................27 γαιάδην .............................................................................................................................................28 πνηνο μέξεη; ......................................................................................................................................30 γηαηί ήξζεο; ......................................................................................................................................32 παιηλδξνκνύζεο ζθέςεηο ...............................................................................................................34 πξηλ … κεηά… ................................................................................................................................35 αμεδηάιπην .......................................................................................................................................37 Παξνπιηζκνί....................................................................................................................................39 Εηκαξκέλε ........................................................................................................................................40 δπζθνιία ..........................................................................................................................................41 αγλαληεύσ ........................................................................................................................................42 γηα πάληα ..........................................................................................................................................44 απηό θηάλεη ......................................................................................................................................45 αξρή ηζηνξίαο ..................................................................................................................................46 δώζε θείζε ........................................................................................................................................47 αθνύ ζη’ αιήζεηα, δελ ηνπο ελδηαθέξεηο .....................................................................................48 Αιήζεηα ............................................................................................................................................50 όλεηξα… ...........................................................................................................................................52 ηξέμε κηθξέ ......................................................................................................................................54 ςεπδαιήζεηεο ...................................................................................................................................55 ην κηθξό θύκα..................................................................................................................................57 πόηε ήηαλ πνπ… .............................................................................................................................59

ηαμηδεύνληαο ......................................................................................................................... 60 ρξεζηκνζεξία ..................................................................................................................................61 θνπηνπνλεξηέο… ............................................................................................................................62 θύθινο πνπ θιείλεη .........................................................................................................................64 θακώκαηα… .....................................................................................................................................66 ρακέλε έκπλεπζε ............................................................................................................................68 δώξν θη αληίδσξν............................................................................................................................70 ζηηο άθξεο ηνπ κπαινύ ...................................................................................................................71

72


73


το:

Θροΐσματα και ψίθυροι με αλμυρές κουβέντες του ΢ωτήρη Κανελλόπουλου στοιχειοθετήθηκε ψηφιακά από την Ασημίνα Λαμπράκου τον Ιούνιο του 2018 τιμής και μνήμης ένεκεν από αρχείο που ο ίδιος της είχε εμπιστευθεί με ημερομηνία παράδοσης 18.12.2013

εικόνα τέλους: Δον Κιχώτης του ΢αλβαντόρ Νταλί (επιλογή της στοιχειοθέτριας)

74


75


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.