ΓΛΩΣΣΑ Β ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΘΕΜΑΤΑ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΥ
Λεξικό Συνωνύμων - Αντωνύμων
Α ΛΕΞΗ αβέβαιος
ΣΥΝΩΝΥΜΑ αμφίβολος, ασαφής, ακαθόριστος, διστακτικός παθητικός, άκριτος, αναποφάσιστος, χειραγωγημένος
ΑΝΤΩΝΥΜΑ βέβαιος, σαφής, σίγουρος, εγγυημένος αυτενεργός, σκεπτόμενος, εύστροφος, έξυπνος
αγνωσία άγονος
αμάθεια, άγνοια άκαρπος, αναποτελεσματικός, μάταιος
μάθηση, γνώση εύφορος, αποδοτικός, παραγωγικός
άγριος
ανήμερος, ακοινώνητος, αγριωπός, ήμερος, γαλήνιος, ωμός, σκληρός, θηριώδης, τραχύς εξημερωμένος, λεπτώς, καλλιεργημένος ετοιμότητα πνεύματος, νοημοσύνη βραδύνοια εκπαίδευση, διαπαιδαγώγηση, αγραμματοσύνη, αμορφωσιά, ανατροφή αμάθεια
άβουλος
αγχίνοια αγωγή αδαής
απληροφόρητος, άπειρος, άσχετος
αδήριτος
ακατανίκητος, ακαταμάχητος, επιτακτικός συνεχής, διαρκής, ασταμάτητος αξεχώριστος, δυσδιάκριτος, ανάγωγος ανήκουστος, εξωφρενικός ακλόνητος, απρόσβλητος, ατράνταχτος, ασφαλής ξαφνικός, αναπάντεχος κακός, δύσχρηστος, μαθητούδι έντονος, χτυπητός, άφθονος, πλούσιος, μεστός, πυκνός, επαρκής άτονος άκαρδος, αμείλικτος, σκληρός
αδιάκοπος αδιάκριτος αδιανόητος αδιάσειστος αδόκητος αδόκιμος αδρός
αδύναμος αδυσώπητος
Επιμέλεια: Φιλολογικό Τμήμα
ειδικός, ειδήμων, γνώστης, καταρτισμένος διακεκομμένος διακριτικός κοινότοπος, φυσικός, εύλογος σαθρός διακριτικός, εξαντλητικός, φειδωλός στιβαρός σπλαχνικός www.christodoulou-n.eu 1
ΓΛΩΣΣΑ Β ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΛΕΞΗ άεργος
ΣΥΝΩΝΥΜΑ νωθρός, οκνηρός, τεμπέλης
αθέμιτος αθυρόστομος
άνομος, παράνομος ελευθερόστομος, αυθάδης, αδιάκριτος, αναιδής, ανάγωγος επίγνωση, συναίσθηση επιφανής, φανερός ευνοϊκός, ευμενής, ευοίωνος, τυχερός κατηγορώ αιφνιδιαστικός, ξαφνικός, ανέλπιστος, απροσδόκητος, απρόοπτος, αναπάντεχος, αδόκητος ακούραστος, άοκνος, ακαταπόνητος άσπλαχνος, αναίσθητος, σκληρόκαρδος ανεξήγητος, παράδοξος, ακατάληπτος ασταμάτητος, συνεχής ολόκληρος, αβλαβής, σώος, ολοκληρωμένος άπληστος, αχόρταγος, πλεονέκτης ακατάσχετος, παράφορος, ορμητικός, ακάθεκτος, σφοδρός, βίαιος γνήσιος, άδολος, αγνός, ατόφιος, ειλικρινής, ανόθευτος, καθαρός σωστός, ορθός, εξακριβωμένος, σχολαστικός ανεμπόδιστος, ελεύθερος αλάθητος άφλεκτος, πυρίμαχος δυνατός, ρωμαλέος, εύρωστος διαδοχικός, απανωτός, επανειλημμένος ετερόθρησκος
αίσθηση αισθητός αίσιος αιτιώμαι αιφνίδιος
ακάματος άκαρδος ακατανόητος ακατάπαυστος ακέραιος ακόρεστος ακράτητος
άκρατος ακριβής ακώλυτος αλάνθαστος αλεξίπυρος άλκιμος αλλεπάλληλος αλλόθρησκος
Επιμέλεια: Φιλολογικό Τμήμα
ΑΝΤΩΝΥΜΑ διάσημος, επιφανής, δοξασμένος νόμιμος, επιτρεπτός αυτοκυρίαρχος, εγκρατής, γλυκομίλητος αφανής δυσμενής, δυσοίωνος, ατυχής, απαίσιος επαινώ προσδοκώμενος
καταπονημένος, κουρασμένος ευαίσθητος, εύσπλαχνος, μεγαλόψυχος κατανοητός, νοητός, ευνόητος παροδικός, διακεκομμένος λειψός, ανέντιμος, άτιμος κορεσμένος, χορτασμένος εγκρατής, αβρός, μειλίχιος, προσηνής νοθευμένος, ανειλικρινής ανακριβής, ψεύτικος, λανθασμένος εσφαλμένος αδύναμος, ανίσχυρος, άτονος ομόθρησκος
www.christodoulou-n.eu 2
ΓΛΩΣΣΑ Β ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΛΕΞΗ αλλόκοτος αλλοτρίωση αλώβητος αμαυρώνω αμελής αμέριστος αμερόληπτος άμεσα αμετάβλητος αμφιβάλλω
αμφιβολία αμφιλεγόμενος αμφιλογία αναβάθμιση αναβαθμός αναγκαίος
αναγνωρίζω αναγόρευση αναδιφώ αναζωπύρωση αναθεώρηση
ΣΥΝΩΝΥΜΑ ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, παράδοξος, περίεργος απομάκρυνση, μεταβολή, αποξένωση αβλαβής, ατραυμάτιστος, σώος, ακέραιος εξευτελίζω αδιάφορος ολόκληρος, αδιαίρετος, πλήρης, ακέραιος, αμοίραστος αντικειμενικός, ευθύς, απροσωπόληπτος, δίκαιος απευθείας αναλλοίωτος, ανεξίτηλος αμφισβητώ, δυσπιστώ, υποψιάζομαι, διστάζω, διαφωνώ, αμφιταλαντεύομαι, αντιτίθεμαι, διχογνωμώ αβεβαιότητα, δισταγμός, αμφιταλάντευση, καχυποψία αμφισβητούμενος αντιλογία, αμφισβήτηση, αντίρρηση, διαφωνία προβιβασμός, προαγωγή διαβάθμιση, άνοδος, αναβαθμίδα απαραίτητος, αναπόφευκτος, αναπόδραστος, υποχρεωτικός, εξαναγκαστικός, χρειαζόυμενος, απαιτούμενος θυμάμαι, παραδέχομαι, ομολογώ, επιδοκιμάζω, αποδέχομαι ανάδειξη, ανακήρυξη, εκφώνηση ψάχνω, ανιχνεύω, εξερευνώ, εξετάζω αναζωογόνηση αναπροσανατολισμός, μεταρρύθμιση
Επιμέλεια: Φιλολογικό Τμήμα
ΑΝΤΩΝΥΜΑ κυριαρχία, κατοχή, επικυριαρχία, εξαγορά λαβωμένος επιμελής μοιρασμένος, κομματιασμένος, μερισμένος μεροληπτικός, υποκειμενικός έμμεσα μεταβλητός, αλλοιωμένος συμφωνώ, παραδέχομαι, αποδέχομαι, αναγνωρίζω
βεβαιότητα, σιγουριά, πεποίθηση, θετικότητα αναμφισβήτητος συμφωνία υποβιβασμός κατηφοριά, κατέβασμα, κάθοδος εκούσιος, αβίαστος, προαιρετικός, θεληματικός
αρνιέμαι, αποποιούμαι, αποδοκιμάζω παύση, υποβιβασμός, απόλυση, καθαίρεση αδιαφορώ, εγκαταλείπω, αφήνω προσανατολισμός, στασιμότητα
www.christodoulou-n.eu 3
ΓΛΩΣΣΑ Β ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΛΕΞΗ ανακόλουθος ανακρίβεια ανάλγητος αναλλοίωτος αναλύω
αναξιοπιστία αναπάντεχος αναπόδραστος αναπτύσσω ανάριθμος ανασκευάζω αναστυλώνω ανάσχεση ανατέμνω αναχρονιστικός ανεδαφικός ανεκτός ανελέητος
ανέλπιστος ανέμελος ανένδοτος
ανεξέλεγκτος
ΣΥΝΩΝΥΜΑ αταίριαστος, ασυμβίβαστος, αντιφατικός, ασυνεπής ψέμα, λάθος ασυγκίνητος, αναίσθητος αμετάβλητος, αμετάτρεπτος, σταθερός εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, απλουστεύω, εξαρθρώνω, τεμαχίζω, εμβαθύνω, διερευνώ, ανατέμνω αφερεγγυότητα απρόσμενος, ανέλπιστος αναπόφευκτος, αναπότρεπτος αυξάνω, μεγαλώνω, απλώνω, επεκτείνω αναρίθμητος, άμετρος, αμέτρητος, αλογάριαστος αναιρώ, διαψεύδω, ανατρέπω δυναμώνω, ανασηκώνω αναχαίτηση, σταμάτημα κόβω, χαράζω παρωχημένος
ΑΝΤΩΝΥΜΑ ακόλουθος, συνεπής, σύμφωνος αλήθεια, σωστό συγκινημένος, ευαίσθητος αλλαγμένος συνθέτω, συντάσσω, οργανώνω, δομώ, συναρμολογώ, διαμορφώνω αξιοπιστία, φερεγγυότητα αναμενόμενος ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
μετρημένος, μετριοπαθής, συνετός σύγχρονος, νεοτεριστικός, μοντέρνος αβάσιμος, αστήριχτος βάσιμος υποφερτός ανυπόφορος άσπλαχνος, απάνθρωπος, σκληρός, πονόψυχος, τρυφερός, αδίσταχτος, αμείλικτος, συμπονετικός, φιλεύσπλαχνος, λυσσαλέος, αδυσώπητος, άπονος ελεήμων, καλόκαρδος, φιλάνθρωπος απροσδόκητος αναμενόμενος απροβλημάτιστος προβληματισμένος ανυποχώρητος, επίμονος, ενδοτικός, υποχωρητικός, αμετάπειστος, πεισματάρης, ανεκτικός, συναινετικός, αδιάλλακτος πρόθυμος, καλόκαρδος, μετριοπαθής ανεξακρίβωτος, ασύδοτος, εξακριβωμένος, ανεύθυνος, αναπόδεικτος αποδεδειγμένος, υπεύθυνος,
Επιμέλεια: Φιλολογικό Τμήμα
www.christodoulou-n.eu 4