H ζωή του τάμ δειγμα

Page 1

ΚΩΜΩΔΙΑ Ή ΖΩΗ

ΤΟΥ Τάμ

www.panas-te1.com

1


Ό ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Φίλοι του Τάμ

ήταν ό

Σάμης ό οποίος ήταν κουφός , δεν άκουγε

καλά . Ό γέρο τσιφλικάς , Μαρκένζης , ό οποίος σε μεγάλη ηλικία και καθώς τον αποφεύγανε οί άλλοι έκαμνε με αυτούς παρέα , ό Τάμ ήταν φυλαρούχας με λίγα λόγια τον είχαν για διάφορες δουλειές . Όποτε υπήρξε ανάγκη φώναζαν κι αυτός έσερνε κυριολεκτικά τα σανδάλια και πήγαινε . Πότε στο δάσος για να κόψει Ξύλα και με το γαϊδουράκι του να τα μεταφέρει , πότε καθαρίζοντας και σκαλίζοντας τούς μικρούς κήπους τα παρτέρια στο Δασωτό . Έτσι τότε έλεγαν τίς μικρές τοπικές Κοινωνίες , ήταν κάτι σαν χωριό , το δασωτό . Ό γάιδαρος μόλις τον έβλεπε γκάριζε , τον ήξερε , τον είχε συνηθίσει και μόλις τον έβλεπε γελούσε . Έλεγε από μέσα του , < Να , ένας σαν και μένα > . Έτσι κάπως την έβγαζε , περνούσε καλά . Πότε λοιπόν τον στέλνανε για ξύλα , πότε σε εργασίες βοηθός σε κάποιες αγγαρείες στο στήσιμο μιάς στέγασης μαζί με γυναίκες που τον πείραζαν και τον γελούσαν ήταν ντροπαλό ανθρωπάκι και να εδώ λίγο το ψάρεμα , να και μιά φρανζόλα ψωμί στα κλεφτά , πέστροφα στο τηγάνι άν τον λυπότανε κανείς . Έτσι περνούσε ή ζωή του φτωχού Τάμ . Καθώς οί απαιτήσεις δεν ήταν μεγάλες . Ό Τάμ λόγω κατάστασης , τον μείωναν δεν είχε φτάσει σε παντρειά . Καμία δεν βρέθηκε να τον αγαπήσει να τον δεχτεί στο μικρό ζεστό καλυβάκι της κι έτσι Τάμ καθόταν μες ΄ την βροχή μόνος και έρημος . Δεν είχε στήριξη από πουθενά . Έφτασε σε μεγάλη ηλικία μά δεν έβρισκε παρηγοριά κι ορισμένες φορές που το σκεφτόταν αυτό , δάκρυζε . Το μόνο που ήθελε από τον Θεούλη , το μόνο που τον ζητούσε ήταν μιά γυναίκα . Κι έναν απόγονο καλύτερα απ ΄αυτόν στα μυαλά . Όταν νύχτωνε πήγαινε και φυλούσε τούς βωμούς τα βράδια για να μήν έρθουν οί γείτονες και τα γκρεμίσουν . Έτσι ήταν το έθιμο εκείνης της εποχής , έστηνες τούς βωμούς σου και ήταν όλη ή περιοχή γύρω δική σου .

2


Έστηνες τούς βωμούς αρκετά ψηλά για να φαίνονται , έπρεπε να φυλάς όμως , να προστατεύεις την περιοχή γιατί άν σε τούς ρίχνανε οί γειτονικές φατρίες ή φυλές που κυκλοφορούσαν και προλάβαιναν να στήσουν δικούς τους βωμούς , δικαιωματικά σου έπαιρναν τη γής . Τον Τάμ τον είχαν ακριβώς γι ΄αυτό . Να φυλάει τα βράδια μες ΄ τις κρύες νύχτες για να μήν έρθει αντίπαλη ομάδα και δασωτό να τούς τα πάρει . Ό Τάμ αμέσως χτυπούσε το τύμπανο , φώναζε και χοροπηδούσε . Κι έτσι με τα ουρλιαχτά απομακρύνονταν οί εισβολείς τα βράδια . Και τα πήγαινε μιά χαρά . Τον έβλεπε ό Θεούλης από πάνω και τον χαίρονταν που ήταν καλοκάγαθο ανθρωπάκι . Ένα βράδυ λοιπόν μαζί με τους άλλους συντρόφους στη βάρδια ήταν και ό φίλος Σάμης μαζί φυσούσε έναν πολύ δυνατό άνεμο κι οί αντίπαλοι από την άλλη μεριά είχαν κρυφά μαζευτεί . Δέν τούς άκουγαν όμως , είχαν ανάψει φωτιά κρύωναν και είχαν στρωθεί όλοι κάτω . Πέσανε να κοιμηθούνε , ό Σάμης φιλούσε την πρώτη βάρδια . Ήταν κάτι σαν να άκουγε : « Παιδιά , παιδιά , κάτι ακούω ; » « Χμμ » κάνανε οί άλλοι ενοχλημένα . « Είναι ό άνεμος Σάμη , μείνε ήσυχος .» Και συνέχισαν πάλι τον ύπνο τους . Όμως ή αντίπαλη ομάδα συνέχισε να κινείται πρός το μέρος τους προς τα πάνω για να τούς αιφνιδιάσει . Πάλι του ήρθε κάτι σαν να άκουσε . « Παιδιά , παιδιά κάτι ακούω ; » Τώρα αγανακτισμένα όλοι μαζί σηκώθηκαν όμως οί αντίπαλοι αμέσως χάμω και σκορπιστήκανε . Έτσι δεν μπόρεσαν μες ΄ το σκοτάδι να διακρίνουν τίποτε . « Παράξενο » , λέγανε μεταξύ τους , « Ό Σάμης , ό κουφός να ακούει κι εμείς να μήν ακούμε τίποτα . » Και ξαναπέφτανε για ύπνο . Πάλι έρχονται οί αντίπαλοι , να τούς απειλήσουν . Θέλανε να τούς πάρουνε τα δικαιώματα . Δεν μπορούσε όμως μέσα στο σκοτάδι να διακρίνει τίποτε . « Παιδιά , παιδιά , πάλι ακούω ; » « Σώπα , σιγά κουφός όπως είσαι μήν ακούς ! » Είπαν αυτή τη φορά να τον σωπάσουν . Δέν θέλανε πιά να τούς ενοχλούνε . Τούς αγριέψανε λοιπόν για να φοβηθούνε , να μή ξυπνούνε άλλο . Ό Τάμ και ό Σάμης άρχισαν πλέον να τους βλέπουνε τίς σκιές τών αντιπάλων τόσο κοντά που είχαν φτάσει στη σκοπιά . Τώρα όμως φοβόντουσαν να φωνάξουνε καθώς τούς είχανε πάρει στα άγρια οί σύντροφοι τους . Δίσταζαν να μιλήσουν . Έτσι λοιπόν κλείσανε τα μάτια δεν λέγανε τίποτε . Σιώπησαν . Άφησαν τα πράγματα να εξελιχθούν ώς έχων κι αυτά συνδέονταν μ ΄ένα άγριο ξύλο . Το ξύλο της αρκούδας . Οί αντίπαλοι πλέον από πάνω τράβηξαν τα ρόπαλα και ετοιμάζονταν για το μεγάλο γλέντι οί φίλοι βάλανε τα χέρια από πάνω τους δεν άντεχαν πιά αυτή τη στιγμή να βλέπουν .

3


Δείχνανε να τούς αγνοούν , δυστυχώς ή ευτυχώς οί αντίπαλοι πρόσβλεπαν στούς συντρόφους επάνω . Κι ενώ κοιμόνταν τούς ξυλοκόπησαν γερά άρχισε να πέφτει αράδα το ξύλο , βρόντηξε όλος ό ντουνιάς από τούς αναστεναγμούς και το καράφλιασμα εκείνο το βράδυ . Μιά ανακούφισης σε όλην την κοιλάδα τέτοια τρομάρα δεν την είδες ξανά μέσα στόν γλυκό σου ύπνο ξαφνικά κάτι τέτοιο . Το ξύπνημα της χαράς ήταν αυτό και το ξύπνημα της χαράς . Ακολούθησε γλέντι . Μέχρι το ξημέρωμα κράτησε αυτό το βογγητό των φίλων , τόσο πολύ που δεν μπόρεσε κανένας το πρωί να σηκωθεί να σταματήσει την παράνομη κατεδάφιση του βωμού και το στήσιμο ενός νέου Ιερού στόν τόπο . Όλοι ήσαν απασχολημένοι σέρνονταν στα χώματα με τούς πόνους τους και τίς πληγές . Κάτι καρούμπαλα βγαίνανε απ ΄τα κεφάλια τους αστράφτανε μες το μεσήμερο . Αστεράκια εδώ και κεί πέρα . Ταξίδια μακρινά σε άλλους ορίζοντες μερικοί μετά το ξύλο ανακάλυψαν νέους αστερισμούς . Ή φώτισης ήταν μεγάλη . Να μήν αγνοείς ούτε τα του κουφού .

4


** Συντροφιά κατά το σούρουπο

5


ΤΑΜ ΚΑΙ ΣΑΜΗ

Μετά

από λίγο καιρό

κι αφού χάσανε άλλο τόσο την εκτίμηση στούς

φίλους . Άρχισαν να τούς διώκουνε να τούς πετούνε πέτρες τρελούς και άχρηστους να τους φωνάζουνε και να τούς επιρρίπτουν όλη την ευθύνη για το επεισόδιο . Ό καημένος Τάμ και Σάμη , τούς φορτώνονταν όλη ή ευθύνη . Σκύβανε τα κεφάλια για να γλιτώσουνε . Βάζανε το χέρι μπροστά αλλιώς θα την έτρωγαν άσχημα . Θα τραυματίζονταν , είχαν θυμώσει μαζί τους οί Δασωτιανοί . Εκείνο το βράδυ το ξύλο έπεσε πολύ κι αυτοί με κάτι γρατζουνιές την γλιτώσανε . Έτσι έμεινε κάτι σαν σημάδι προδοσίας επάνω τους . Απομακρύνθηκαν στήν κοντινή λίμνη τον γέρο τσιφλικά να βρούνε , τον Μαρκένζη , να ξεφύγουν λιγάκι . Να ψαρέψουνε με τη βάρκα του μπάς και βρούνε κανένα ψάρι . Και ήταν κατάκοποι , κουρασμένη με όλα τα τρεχάματα , τίς πέτρες και τα επεισόδια . Ό γέρο Μαρκένζης τούς υποσχέθηκε να τούς φέρει ό ίδιος ψάρια από τη λίμνη , θα τούς φιλοξενούσε μάλιστα μέχρι οί συγκάτοικοι ξεχνούσαν το επεισόδιο . Έδειχνε κάπως αγχωμένος ό γέρο σύντροφος , κάτι σαν να έκρυβε , να απέφευγε . Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να προσέχανε τον μικρό εγγονό του . Ντάμλεπ ήταν το όνομα , μέχρι να επιστρέψει από το ψάρεμα . Ήταν ασυνήθιστα φιλικός και έκανε να ευχαριστήσει τούς φίλους μας που χαίρονταν κι αυτό δεν το προσέχανε καθόλου . Χαρήκαν οί φίλοι κι έτσι συμφώνησαν όλοι μαζί , δέχτηκαν την πρόταση του γέρο τσιφλικά . « Τσάμπα φαΐ . » είπε ό Τάμ . « Και το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να προσέχουμε αυτόν , τον πιτσιρικά . Θα την αράζουμε όλη μέρα και θα πίνουμε . » απάντησε ό Σάμη . Ό γέρο τσιφλικάς , Μαρκένζης , άρπαξε το καλάμι του , τα δίχτυα του πετάχτηκε σαν νέος αθλητής στη βάρκα και γρήγορα με τα κουπιά έκανε να απομακρυνθεί . Έκανε λές και τον κυνήγαγε ό Διάβολος με δεκατρείς εθελοντές του . Ό Τάμ και ό Σάμη τον κοίταγαν , τόσο βιαστικός που ήταν . « Φαίνεται να βιάζεται να μάς ευχαριστήσει . » Είπαν μεταξύ τους .

6


« Ό γέρο τσιφλικάς ήταν πάντα ένας αξιοπρόσεκτο άτομο , κύριος . » είπε Τάμ . Ωστόσο ή βιασύνη του γέρο τσιφλικά ήτανε πολύ παράξενη . « Απλά , ένα παιδάκι τόσο δά . » χάρηκε το μικρό . Ό μικρός είχε μιά ασχημούτσικη κρύα φάτσα , έδειχνε λίγο θυμωμένος με κάτι μεγάλα δόντια σαν του σκίουρου . Μα , δεν έκαμνε να το υποτιμάς το μικρό , θύμωνε πολύ γρήγορα . Και έκανε να το χαϊδέψει ό Σάμη δείχνοντας την στοργή του . Δέν πρόσεχε όμως καλά κοίταζε κατά λάθος κατεύθυνση και έδειχνε να αγνοεί το μικρούλικο . Φαίνεται ότι αυτό δεν άρεσε , πείραξε το μικρό μας < σκίουρο > που με στόμα σαν αρπακτικό δάγκωσε σφιχτά την απλωμένη παλάμη του . « Ούι , ούι , ουί , ουί …. » μα τί πόνος ήταν αυτός , έγδαρε σχεδόν τα απαλό χεράκι του φίλου . Πόνεσε ό Σάμης κι αμέσως έτρεξε Τάμ να βοηθήσει . Έβγαλε το χέρι από το στόμα του μικρού , το λάσπωσε , το έφτυσε λιγάκι κι αμέσως κάνανε και οί δύο μαζί στήν αποθήκη για τα βότανα . Τόσο πολύ πονούσε που τον ερχότανε δάκρυα . Δάκρυα από τα μάτια και σάλιο . « Αούιι , αούι …ίί » δεν έλεγε να σταματήσει ό πόνος . Έδεσε ό Τάμ τα δάχτυλα του φίλου μέσα στο καλύβι του γέρου Μαρκένζη , έκαναν μία αλοιφή και τύλιξαν την παλάμη του καημένου . Που πόναγε . Μα δεν είχε εκτιμήσει σωστά την κατάσταση , ποιός έφταιγε .

7


Ό ΜΙΚΡΟΣ ΔΙΑΒΟΛΑΚΟΣ ΝΤΑΜΛΕΠ

Έτσι λοιπόν αποσύρθηκαν οί δύο φίλοι

πήγανε μέσα στο καλύβι του γέρου Μαρκένζη . Ό μικρός Ντάμλεπ μετά από λίγη ώρα παιχνίδι ακολούθησε . Σάν μπήκε μέσα στο καλύβι τούς είδε αγαθούς να κάθονται και να κοιτάζουν ψηλά το ταβάνι . Δέν τούς έκοψε για αρκετούς κι έτσι έβαλε πάλι κακό σκοπό στο μυαλουδάκι του . « Ού , ού , ού … » άρχισε να κλαίει . « Τί είναι , τί τρέχει ; » αυτή ταραγμένη έκαναν από πάνω . Κι ανησύχησαν . « Τί είναι , τί έχει το μικρούλικο μας ; » ρώτησαν και οί δύο έτσι αγαθοί όπως ήταν . « Μπέου , ού , ού … » συνέχισε να κλαίει . « Μάλλον θα έπεσε και θα χτύπησε ! » είπε ό Τάμ αφηρημένα . « Μπέουουου ……. » τώρα πιό δυνατά . « Το καημενούλικο , ποιος ξέρει τί είδε και τί τράβηξε για να κλαίει έτσι ; » Ήταν απαρηγόρητος ό Σάμη που κουνούσε με απόρροια τα χέρια . « Μπέε , ού , ού , μιά αρκούδα είναι εκεί έξω . » « Μιά αρκούδααα ! » Αμέσως φοβήθηκαν οί δυό φίλοι κι άρχισαν να διαφωνούν το πόσο μεγάλη ήτανε και ποιός θα έπρεπε να πάει να κοιτάξει απ ΄εξω . « Μπέε , μιά αρκούδα μεγάλη και τρανή ! » Τότε είπε ό Τάμ : « Πήγαινε εσύ να δείς απ΄ το παράθυρο . » Στόν φίλο του Σάμη , αυτός αμέσως κούνησε το κεφάλι του και συμφώνησε . Μόλις όμως δέχτηκε , τον προειδοποίησε ό μικρός Ντάμλεπ . Σάν άνοιγε το παράθυρο να κοιτάξει θα του το άρπαγε ό μεγάλος αρκούδος και θα το έτρωγε , τόσο μεγάλος ήταν . « Δίκιο έχει ό μικρός Ντάμλεπ , είναι επικίνδυνο ! » . Σκέπτονταν λοιπόν και συλλογιζόντουσαν πώς θα ξεμπερδέψουν με τη μεγάλη αρκούδα . Δέν τούς ερχότανε μα κάτι το καλό . Από το πολύ το λέγε λέγε άρχισαν να ιδρώνουν , να μή ξέρουν πώς να προχωρήσουνε . Πώς θα ξεφωρτοθούνε τον μεγάλο αρκούδο . « Πηγαίνετε από την αποβάθρα πίσω απ ΄ την ψαρόπορτα να δείτε . » Τούς βοήθησε ό μικρός Ντάμλεπ , δείχνοντας το σημείο . « Χέ , χέ » γέλασαν οί δυό φίλοι . « Λές ή αρκούδα να ξέρει από κολύμπι ; » Και έτσι ικανοποιημένοι έκαναν να αιφνιδιάσουν την αρκούδα από πίσω .

8


Σιγά σιγά από τη στενή αποβάθρα , ψιθυρίζοντας και μουρμουρίζοντας χαζά κάνανε να περάσουνε για να αιφνιδιάσουν την αρκούδα , μέρα μεσημέρι . Ό μικρός ό Ντάμλεπ βρήκε τότε την ευκαιρία , πήρε αμέσως το κουπί . Καί μικρός όπως ήταν έκανε πέρα δόθεν στα πόδια τους και τούς μπέρδευε μέχρι να χάσουνε την ισορροπία . Οί δύο ιστοροκήρυκες που θα αιφνιδιάζανε έτσι απλά μία αρκούδα . Πέσανε στα ρηχά του νερού . Μπλούμ … Κοντά στην αποβάθρα . « Χά , χά , τέτοιους βλάκες έχω καιρό να δώ . »

* Max und Moritz

Γέλασε ό μικρός Ντάμλεπ που απολάμβανε την αφέλεια , να τον εμπιστευτούνε . « Το διαβολάκι μας την έφερε , πρέπει να το προσέχουμε δεν έχει αγνές σκέψεις . » Είπαν μεταξύ τους Τάμ και Σάμη .

9


Έτσι κάθισαν οί τρείς αργότερα γύρω από το τζάκι και στέγνωσαν τα ρούχα τους . Γύρω από το τζάκι στέγνωναν , μα τώρα τον προσέχανε . Κοίταγαν πρός το μέρος του μικρού μήν το χάσουνε απ ΄ το μάτι τόσο απρόβλεπτο . Του κατέβαιναν πολύ γρήγορα οί διαβολιές , ήταν αστέρι στο να σε μπερδεύει και να σε γελάει . Σάν μουσική νότας έβλεπε τώρα τον Τάμ και Σάμη . « Τέτοιους Βλάκες θα περνάω καλά » είπε μέσα του , τούς κούρδιζε όπως ήθελε , έτοιμος για την επόμενη φάρσα . Τώρα όμως είχε κουραστεί και κοιμότανε . « Τέτοια πονηρά δεν κοιμούνται ποτέ . » είπε από εμπειρία ό σκεπτικός Σάμη . « Πρέπει να τον προσέχουμε Ή νύχτα είναι μέρα για αυτά , και ή μέρα γίνετε νύχτα άν το θελήσουν . » Συνέχισε να προειδοποιεί τον Τάμ που ασχολούταν όμως με τα ρούχα του , στο στεγνωτήρα . Και αδιαφορούσε κάπως . « Μπά , μήν τα βλέπεις τραγικά . » έλεγε , Τάμ . « Ένα μικρό παιδάκι είναι , τόσο δά . Θα του περάσει . » « Άν δεν προσέξεις καλά σου την κάνανε την ζημιά . » επαναλάμβανε ό Σάμη . Μα ό Τάμ στόν δικό του κόσμο , είχε σχεδόν ξεχάσει το περιστατικό τόσο αφηρημένος . Έκανε θόρυβο καθώς στέγνωνε και δίπλωνε τα ρούχα του στήν κρεμάστρα και το πρόσωπο του ήταν αγαθοφευγαλέα συγκεντρωμένο . Ήταν φαινόμενο , ταχείας φευγάτης Εγκεφαλικής αμνησίας . Ό μικρούλης όμως ξύπνησε από το θόρυβο του Τάμ , είδε τον στεγνωτήρα έτσι του ήρθε μία καλούτσικη ιδέα . Πώς να στεγνώσει λίγο πιό γρήγορα , τα ρούχα τών δύο φίλων . Σάμη και Τάμ στην κοσμάρα τους μισόγυμνοι γύρω από το τζάκι μιλούσαν με τον εαυτό τους . Στέγνωναν απ ΄όλα τα μέρη την γούνα τους , ή φορεσιά να λάμπει . Πάλι όπως πάντα αντιλαμβανόμενοι το άπειρο . Ξεφτέρια και οί δύο ! Φινετσάτοι ! Σαΐνια της Σγάρας και του πεταλώματος και τών δεντροκαλυβιών πιό πέρα . Τώρα όμως στεγνώνανε τα ρούχα τους ήσαν κάπως απασχολημένη , αλλιώς θα σκίζανε από παρατηρητικότητα . Έβγαλε λοιπόν ένα νόμισμα κρυφά χωρίς να το προσέξουνε , ό Ντάμλεπ . Το πέταξε πρός την πόρτα για να κάνει θόρυβο . Σαν έστρεψαν βλέμμα τους πρός κατεύθυνση έκαναν ενθουσιασμένη , συνέχισε όμως το πονηρό να κρατάει τα μάτια του κλειστά . « Ααα … επιτέλους ! Ό γέρο Μαρκένζης . » « Νάτος , επιτέλους ήρθε ! » Επέστρεψε . Χάρηκαν Τάμ και Σάμη στη στιγμή . Μαζί κάνανε πρός την πόρτα για να τον υποδεχτούνε . Περιμένανε πολύ , πέρναγε ή ώρα κι άρχισαν να ανησυχούνε . « Πάμε να δούμε ! » Είπαν με ικανοποίηση γιατί πεινούσαν .

10


Σηκώθηκε τότε πονηρά ό μικρός Ντάμλεπ να σπρώξει την κρεμάστρα . Έπεσε όμως γρήγορα ξάπλα για να κοιμηθεί να μήν τον παίρνανε χαμπάρι . Τα ρούχα άρχισαν να καίγονται και να καπνίζει το δωμάτιο . « Γρήγορα , γρήγορα , τα ρούχα καίγονται ,. Κόπηκε ή κρεμάστρα Ώχ τη συμφορά ! » Έκαναν να σώσουνε τη στολή και φορεσιά οί δύο φίλοι απεγνωσμένα αλλά αυτή είχε ήδη πάρει φωτιά , μισοκαμένα τα προλάβανε . Κάρβουνο είχαν γίνει για τα καλά , από τίς άκρες είχαν πάρει . Λυπημένοι για τη ζημιά κάνανε να τα φορέσουν . Μα άν τα φόραγε αυτά έτσι κανείς , όπως είχαν διπλώσει και μαυρίσει θα μοιάζανε σαν ταλαίπωροι ερχόμενοι της ερημιάς . Σάν τσακισμένοι από το βουνό σερνόμενη μιά βουνοπλαγιά κάτω , έτσι φαινόντουσαν τώρα οί φίλοι . Δέν είχαν όμως άλλα να φορέσουνε και τα ΄βαλανε . Μοιάζανε χάλι . « Είμαι σίγουρος πώς αυτό ο διάβολος που κοιμάται μάς έκανε ζημιά .» Παρατήρησε ό Σάμης , μά δεν μπορούσε να αποδείξει κάτι τέτοιο . Λόγω έλλειψης στοιχείων ήταν αθώο το μικρό . Καθ ΄ ολη τη διάρκεια κοιμότανε δεν υπήρχε καμία απόδειξη εναντίον του . Το καημενούλικο τώρα μόλις ξύπναγε , μόλις τώρα συνέρχονταν , μάλιστα τέντωνε και ψηλά τα χέρια . Αυτά επεσήμανε ό Τάμ που ήταν προσεχτικός λόγω έλλειψης στοιχείων ώς πρός την παρατήρηση του φίλου να το ξεφορτωθούν το συντομότερο πρίν πάθουν μεγαλύτερο κακό , αυτή την αγνοούσε . Ό Τάμ επέμενε ώς πρός το σωστό και δίκαιο . Και αυτό ακριβώς ήταν το σημείο επιλογής από το Θεό , της εκλεκτοσύνης από μεριάς ανθρώπου . Σάν τούς είδε έτσι καμουφλαρισμένους ό μικρός Ντάμλεπ , δεν κρατήθηκε άλλο . Γδαρμένοι , λερωμένη και ξετσίπωτη στη συζήτηση περί αρχών και δικαίου . Έβαλε τα γέλια . « Χά , χά , χά … τέτοιους βλάκες έχω πολύ καιρό να δώ . Χά χά …… τέτοιους βλάκες » Μόλις όμως πρόσεξε τίς φάτσες τους θυμωμένες . Έκανε να σοβαρευτεί . Άργησε ό Μαρκένζης και ή πείνα έφτασε στο αποκόρυφο , οί φίλοι μας δεν κρατιόντουσαν άλλο . Άρχισαν να ψάχνουν παντού μέσα στο καλύβι . Στίς κατσαρόλες , δοχεία μέσα στα δωμάτια πάς και έχει ξεχάσει κάτι ό Μαρκένζης όμως τίποτε , ούτε το παραμικρό ίχνος από τροφή σε όλο το καλύβι . Ό μικρός ό Ντάμλεπ τούς πρόσφερε πρόθυμα βοήθεια , τί ήτανε αυτό που γύρευαν , τι ακριβώς ζητούσαν , λές και δεν ήξερε το άτιμο . Μα αυτοί δεν δεχόντουσαν , ή βοήθεια τούς είχε γίνει φαρμάκι . Τότε σκέφτηκε να τούς γελάσει πάλι , σαν άρχισαν να μουγκρίζουν τα στομάχια τους κατάλαβε ό μικρούλης ότι ήρθε ή στιγμή να τούς αποχαιρετήσει για πάντα , το καλύτερο όπως λένε έρχεται τελευταίο . Έκανε λοιπόν πάλι να τούς πειράξει , σηκώθηκε από την καρέκλα πήγε στάθηκε στο πλευρό δίπλα ενώ αυτοί ψάχνανε .

11


Σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί την αδυναμία της στιγμής καθώς αλλιώς δεν τον έπαιρνε . « Μήπως πεινάτε ; » Ρώτησε ευγενικά . « Ναί , ναί , μήπως ξέρεις που κρύβει το καπνιστό , ό παππούς . » « Πώς , πώς ξέρω . » είπε ό μικρός σκίουρος που τα είχε όλα προμελετήσει , μέχρι την εντέλεια . « Μα πρέπει να μού υποσχεθείτε ότι δε θα το φάτε όλο . » Τούς είπε .« Βέβαια , και βέβαια δε θα το φάμε όλο , σου το υποσχόμαστε ότι θα κόψουμε ένα κομματάκι . » Κάνανε να γελάσουν το μικρό που όμως από τέτοια δεν καταλάβαινε . Άκουγε τα στομάχια τους να θορυβούν οί δυό τους να μουρμουρίζουνε πόσο εύκολο είναι να γελάει κανείς μικρά παιδάκια . Αφού τούς έβαλε για εγγύηση δήθεν τα σανδάλια , στή πραγματικότητα όμως αυτή την φορά ήθελε να μή προλάβουν να δραπετεύσουν . Γιατί τούς οδηγούσε απ ΄ευθείας στίς μελισσοφωλιές . Τίς μελισσοφωλιές του παππού φυσικά να είναι η χαρά μεγάλη . Τα σανδάλια , τους είχε πάρει τα κράταγε μή μπορέσουν να τρέξουν . Ώστε τα τσιμπήματα να είναι αλλεπάλληλα . Τόσο άτιμο . Παιχνιδιάρικο . Έτσι λοιπόν οί φίλοι μας κάνανε πρός τα ερειπωμένα υπόστεγα του μπάρμπα Μαρκένζη . Ό Σάμης είχε κακή προαίσθηση , δεν ήταν καθόλου μά καθόλου σίγουρος για το μικρό . Το είχε πάρει με κακό μάτι , μά ό Τάμ ξεχνούσε πολύ γρήγορα και κοίταζε απερίσκεπτα στο περιβάλλον . « Αυτό σίγουρα μας δουλεύει . » είπε . « Άαα …μπα , ιδέα σου . Το καημενούλικο μάς λυπήθηκε που πεινάμε . » « Μας είδε πόσο πεινάμε και λυπήθηκε . » Είπε ό διπλοαγαθιάρης ό Τάμ στον κουφό σύντροφο Σάμη . Πήγανε στα υπόστεγα , ψάχνανε παντού μά δεν βρίσκανε . Κάποιες μέλισσες πετούσαν εκεί κοντά και ή κακή προαίσθηση του Σάμη δεν έλεγε να σταματήσει . « Κάποιος αρκούδος θα κοιμάται εδώ για να μάς έχει στείλει αυτός . » Μα ό Τάμ συνέχιζε να σκύβει και να ψάχνει δεξιά και αριστερά τόσο αγαθός . Πάς και έβρισκε κάτι συνέχισε να ψάχνει , όπως πάντα ή δική του περίπτωση . Ώσπου μία σφεντόνα του μικρού Ντάμλεπ από μακριά , μία δυνατή και σφυριχτή απεκάλυψε όλο το γεγονός . Το μελισσοκομείο απέναντι ταράχτηκε , όλες οί μέλισσες μαζί παίρνοντας στροφή κάνανε προς τα πάνω . Τάμ και Σάμη πλέον κοίταζαν . Ένα σύννεφο από πάνω είχε μαζευτεί έτοιμο να τούς επιτεθεί . Οί δυό τους , το μόνο που τούς έμενε , να κοιτάζουν . Από το σόκ μιάς μείνανε έκπληκτοι και παρακολουθούσαν , της άλλης βλέπανε τίς μέλισσες να έρχονται καταπάνω . « Το΄ ξερα , το΄ ξερα , άν όχι ό αρκούδος οί μέλισσες . Αυτό το παιδί θα μας ξεκάνει . » Είπε ό Σάμη και άρχισαν να τρέχουν . Σάν δε φορούσαν όμως τα σανδάλια τους στραβοπατούσαν και σερνόντουσαν επάνω στις πέτρες . Και οί επανωτές τσιμπιές τώρα ερχόντουσαν από παντού . Αλλεπάλληλα . Δεν προλάβαιναν .

12


« Ούι , ααϊ , ούι …άαι . » ήταν το παρατράγουδο . Πόνος και τσιμπήματα . « Ούι , ααϊ , ούι …άαι . » Από παντού δεν μπορούσαν να τρέξουν , επάνω στίς μύτες τών ποδιών κουνώντας τα χέρια για να διώξουνε τίς μέλισσες . Το γέλιο και ή χαρά του μικρού Ντάμλεπ τώρα είχαν φτάσει στο απροχώρητο , ήταν ατέλειωτα . Χαίρονταν το καημενούλικο τέτοιες ευτυχής στιγμές ζούσε για πρώτη φορά . Με τίς γκάφες τών φίλων μας , συντρόφων . Έτσι με σωρό τσιμπήματα , καρφωτά , πήγανε βουτήξανε στα βαθιά του νερού για να περάσει το άθροισμα μελισσών με ένα βούισμα από πάνω . Βγήκανε σερνόμενη όλο πληγές και καρούμπαλα . Κουρελιασμένη , μαύροι στόν πόνο . Μιά τέτοια τύχη . Από τη μία γλίτωσαν το ξύλο στο βωμό . Από την άλλη όμως , ή μοίρα τους οδήγησε απ ΄ ευθείας στο στόμα ενός ΜΙΝΟR Ζιζανοθρέπτικους . Να πέσουνε όμως σε τέτοιο σκίουρο , κανείς δεν το περίμενε . Ό μικρός Ντάμλεπ έτρεξε αμέσως από κοντά σαν απλώθηκαν πάνω στήν άμμο έξω από το νερό , να ξελαχανιάσουν . Πετάχτηκε από πάνω τους , από δίπλα . « Χά … χά , τέτοιους βλάκες έχω πολύ καιρό να δώ . Χά , χά , τέτοιους βλάκες . » Έφτασε εκείνη τη στιγμή ό γέρο Μαρκένζης . Έκανε να τούς ευχαριστήσει θέλησε να τούς δώσει χαρά μά οί φίλοι μας ήταν απαρηγόρητοι . Τον ευχαρίστησαν , πήραν τα πράγματα τους και κάνανε να σωθούν όσο πιό γρήγορα γίνετε . Δεν θέλανε πιά ούτε λεπτό να μείνουνε εδώ κοντά , σε αυτό το θηρίδιο . « Παππού , παππού , τέτοιους βλάκες έχω πολύ καιρό να δώ . Παππού , παππού τέτοιους βλάκες . » Έλεγε και γελούσε ό μικρός Ντάμλεπ . Κι είναι αλήθεια . Ότι δεν είχε και τόσο άδικο , το καημενούλικο .

13


14


ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Έτσι συνέχιζε ό χορός .

Το γλέντι στο Μάκ Πε Τότ . Άντε Τάμ φώναζαν όλοι μαζί από κάτω σήκω πάνω και δείξε μας το ταλέντο σου και σηκώνονταν πάνω ό φίλος μας ό Τάμ κουνούσε τον πισινό του και σιγά σιγά κινιόταν προς το μέρος τους χοροπήδαγε σαν τρελός ό κόσμος όλο χαρά ό Τραμπουκαρούφος από πάνω χτύπαγε κι αυτός παλαμάκια , όπα όπα , έπ , έπ . Και ό Ζούσος απλά συνόδευε το τραγούδι .

«

Όπα όπα σούρλα αβάντα Όπα όπα σούρλα αβάντα Όπα σούρλα αβάντα , άντε ρε μαγκίτες κι όλος ό ντουνιάς εκεί ! Έπε έπε ρε λεβέντε Έπε έπε ρε λεβέντε Όπα σούρτα φέρτα πάρε και τη μισθωτή . Έπε ρέντε ντε σαλβέντε Όπα σούρλα βλακωθέντε Ίστα τούμπα φέρτα , άντε κιόσι και ψωμί ! Βλακωθέντε βλακωθέντε πολιτικάνοι και σαλβέντε [δημοσιογράφοι] Σούρλα μάγκα το πληθέντε Χούντα μπλόφα ψέμα Άρπα και τη πλακωτή ! » Και φώναζε το πλήθος από κάτω « Γιάσου Τάμ μάγκα , βάλε μπρός τη μηχανή , Βάλε τα γρανάζια . Να δουλεύουν . » Και συνέχιζε ό Τάμ .

«

Όπα όπα σούρλα αβάντα Όπα όπα σούρλα αβάντα Όπα σούρλα αβάντα , άντε ρε μαγκίτες κι όλος ό ντουνιάς εκεί Σηκωθέντε σηκωθέντε λαός και όλοι πληγωθέντε Κάντε τούμπα φέρτα Τόλμη Θάρρος στη στιγμή . Βλακωθέντε βλακωθέντε Πολιτικάντοι και πιασέντε

!

15


Κάντε πέρα όλοι Βίος άνθος στη στιγμή ! » Κι έτσι συνέχιζε μέχρι τα Ξημερώματα ό χορός και το τραγούδι στο Μάκ Πε Τότ.

www.panas-te1.com ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΕ ………………………………………………………………………………… Με πολύ χιούμορ

16


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.