αφιέρωμα
Νίκος Καββαδίας
μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου · 2/2003 · 7.34 €
διαβάζω Δημήτρης Καλοκύρης «Είμαι Ιάπων εντο μ ο λό γο ς αν...». Μ ιμικά Κρανάκη
Γ ενέθ λια και θάνα τος. Αλέξης Ζήρας Η Κύπ ρος προ τω ν πυλών. Βαγγέλης Πανταζής «Η ευ γ ε ν ή ς τύφλω σις». Χρήστος Χ ρυσόπουλος Η ατέλεια του μ υθ ισ τορ ήμα τος. Παράσταση Ε πικίνδυνες μ α γειρ ικ ές
437
βιβλιοπωλείον της Ε Σ Τ ΙΑ Σ Ν εες Εκδόσεις
jg|p Β 4 Γ
Τα Ε π ιγ ρ ά μ μ α τα τ ο υ Ρ ο υφ ίνο υ
L· Φρσνσουάζ Ντολχό Zepap Σεβερέν Τά Ευαγγέλιακαί ήπίστη. Ό κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς.
Π ρ ά λο γο -Τ Μ εΣ τΟ άφ ραδτ,-Σ χόλια ΤΑ Σ Ο Σ Ρς Ο Σ Σ βφ Κ αηούΜ Η ,ή ςΕΣ ΤΙΑ Σ1
info@hestia
www.hestia
τι θα βρείτε πού
No 437 · ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003 · ISSN 1106-1383
στην α γο ρ ά .....................................
15
α κ ο ής ε κ ε ί............ ...........
16
χ ω ρ ίς λ ο γ ο κ ρ ισ ία Η κύπρος προ των πυλών ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ..........................................................................................18 αυτογραφ ία Γενέθλια και θάνατος: 0 Μεταξάς κι εγώ ΜΙΜΙΚΑ ΚΡΑΝΑΚΗ......................................................................................20 μ ε α φ ο ρμ ή ένα β ιβ λ ίο «Η ευγενής μας τύφλωσις» ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ......
'.................. ........... ................. ............... ;.... 2 4
s c rip to riu m Η ατέλεια του μυθιστορήματος ΧΡΗΣΤΟΣ χρυςοπουλος..... 26 μια παράσταση Ανδρέας Στάικος, Επικίνδυνες μαγειρικές ΣΑΝΙΑ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ......................................................................................28 ξένη γ ρ α φ ή ....................................................................................................................... 3 0 0 πολέμαρχος πρόεδρος Μπους ηλιας μαγκλινης...........................................30 0 πολέμαρχος πρόεδρος Μπους No 2 ΗΛΙΑΣ μαγκλινης ................................. 31 Αμβρόσιος Μπιρς (1842-1914;) ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ...................................... 32 Ντον ΝτεΛίλΟ (1937-) ΧΡΥΣΑ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ......................................................... 33 σ ε πρώτο πρ ό σ ω π ο Δημήτρης Καλοκύρης: «Είμαι Ιάπων εντομολόγος αν ελληνικότητα σημαίνει ευσέβεια, ορθοδοξία και δαιμόνιο της φυλής» ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΚΕΦΑΛΑ..................................................................................36 μ ε νω π ό μ ε λ ά ν ι...............................................................................................................44 Συνεργάστηκαν οι: ελιςαβετ αρςενιου, θαναςης αντ. βασιλείου, γιωργος βεης, τιτιΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ, ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΜΑΛΑΦΑΝΤΗΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ, ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ, ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΠΑΣ, ΞΑΝΘΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ α φ ιέρ ω μ α Νίκος Καββαδίας (1910-1975) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ................ 70 Εισαγωγικό.............................................................................................................71 Χρονολόγίο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ..............................................................................72 0 «άλλος» Νίκος Καββαδίας Γιώργος ζεβελακης................................................ 76 «Αχ! Αυτά τα μάτια» ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ................................................................ 83 0 Ν. Καββαδίας άφησε ένα έργο προφορικό δημητρης καλοκύρης...............8 4 Από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του κόσμου θανος μικρουτςικος.......8 5 Το Μαραμπού σαν να γράφτηκε για να το εικονογραφήσω ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ................................................
87
«Φύκια και ροδάνθη - αμφίβια μοίρα» ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Α. ρηγατος............................ 88 Στεριανή ζάλη, θάνατος και ενοχή στη Βάρδια γιωργος τραπαλης ................... 98 0 Ν. Καββαδίας και οι ναρκωτικές ουσίες Φίλιππος Φίλιππου.......................1 0 5 β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ό δε λ τ ίο ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΦΗ ΑΠΑΚΗ..............................................................11 0 δ ελτίο κρ ιτικο γρα φ ία ς ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ...................................................1 1 8 ανοιχτή γ ρ αμμ ή............................................................................................................. 12 7 στο ε π ό μ ενο τεύχο ς.....................................................................................................1 2 8
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 1
Ο Ν Ι Κ Ο Σ Κ Α ΒΒΑ Δ ΙΑ Σ Σ Τ Ι Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ ΑΓΡΑ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΤΡΑΒΕΡΣΟ
Η ΑΓΡΑ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ
h ttp ://w w w .a g ra .g r
Φωκ.ανού 7, 116 35 Αθήνα Τηλ. 210-7011 461 Fax: 210-7018 649
Δ ΙΓΛ Ω ΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ σε 3 τόμους
ΑΠ Α Ν Θ ΙΣΜ Α από τα άπαντα του
Ξένος είμι καί άλλα ποιήματα
&
ORBIS UTERAE Η Κλασική Σειρά της Λογοτεχνίας
ΛΑΛΟΝ ΥΔΠΡ Νέα σειρά ποίησης
ΕΚΔΟΤΙΚΕΣ ΕΠ ΙΧΕΙΡΗ ΣΕΙΣ
Gutenberg
·
ΓΙΩΡΓΟΥ & ΚΩΣΤΑ ΔΑΡΔΑΝΟΥ
τυπωθήτω
· Σπουδή
ΔιΒότου 37, 10680 Αθήνα, χηλ. κέντρο: 2 1 0 -3 6 4 2 0 0 3 , fax: 2 10-3642030 www.dardanosnet.gr · e-mail: info0dardanosnet.gr
Το διαβάζωκαι η Επιτροπή Κριτικών (Β. Αθαναυόηουΰος, Τ. Δπμητρούλια, A. Znpos, Κ. Καρακώτια$, Ε. Κοτζιά, Μ. Oms, Β. Χατζηβασιλει απένειμαν τα Λογοτεχνικά Βραβεία ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΟΙΗΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ: Στα ξένα (Κέδροε) ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜ ΙΟΥ-Μ ΕΛΕΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ: Αστική εμπειρία και αστική ιθαγένεια τηε νεοελληνική$ θογοτεχνίαε (Σοκόληε) ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: Η βραδυπορία του καλού (Πατόκηε) ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥ ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ: Περί ορέξεωε και άδδων δεινών (Εστία)
Enions το διαβάζω και η Επιτροπή Κριτικών (Μ. Κανατσούλη, Ά. Κατσΐκη-Γκίβαλου, Μ. Κοντολέων, Μ. Ντεκάστρο, Γ. Σ. Παπαδάτοε) απένειμαν ΒΡΑΒΕΙΟ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ: Η σφεντόνα του Δαβίδ (Πατάκηε) ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΦΗΒΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΗΡΩ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΥ: Το χθεε του έρωτα (Πατάκηε)
ΓΙΝΕΤΕ ΤΩΡΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ ΣΤΟ
διαβάζω ΚΑΙ ΚΕΡΔΙΣΤΕ ΤΡΙΑ ΤΕΥΧΗ
Για ένα χρόνο (11 τεύχη - το ένα διπλό) πληρώνετε αντί 80,74 €
μόνο 58 €
.
|
■
j /
"
Σπρυδαστική: 5 3 € Βιβλιοθήκες-Ιδρΰματα: .91 €
ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ ΚΥΠΡΟΥ: Ετήσια: 9 3 €. Βιβλιοθήκες-Ιδρΰματα: 1 ^ 6 € ΕΥΡΩΠΗ: Ετήσια: 1 1 5 €. Β ιβλιοθήκες-Ιδρΰματα: 15*7 € ΑΜΕΡΙΚΗ & ΛΟΙΠΕΣ ΧΩΡΕΣ: Ετήσια: 1 1 5 $ Η Π Α |1 2 4 ,8 7 €). Β ιβλιοθήκες-Ιδρΰματα: 1 50 $ ΗΠΑ (1 6 2 ,8 8 €) Παλιά τεύχη: 7 ,3 4 €
l
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Σπάθή, Ανδρέου Μεταξά 2 6 ,1 0 6 8 1 Αθήνα, τηλ.: 2 1 0 3 3 .0 1 .2 4 1 , τηλ. & fax: 2 10 3 3 .0 1 .3 1 5
ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΑΟΤ______ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΜΙΑ ΙΔΕΑ
ΠΕΡΙ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ Ή Αντιδιαστολή, πού έπιχειρεϊ ό Κό ντογλου μεταξύ της βυζαντινής καί της δυτικής τέχνης, γίνεται μέ κριτήρια ει καστικά... μέ βάση τήν λειτουργικότη τα των ζωγραφικών λύσεων καί τήν κοινωνική άποστολή του έργου τέχνες. Πουθενά δέν ύπεισέρχεται ό έθνικισμός, ή μισαλλοδοξία καί ό φανατισμός, όπως πολλοί τον κατηγορούν... Ό Κόντογλου είναι... βαθιά ένωτικός για τον έλληνισμό καί άκόμα πιο πολύ είναι άνθρωπος πού προωθεί τήν ύγιή σχέση μας μέ τον περιβάλλοντα ήμάς γεωπολιτικό ^ώρο καί τούς άλλους πολιτισμούς πού τείνουν σήμερα να κυ ριαρχήσουν. .. Σέ μιά σύγχρονη Ελλάδα πού αγωνίζεται να βρει τό πρόσωπό της, πού ψάχνει... να διατηρήσει καί να οικο δομήσει τήν πολιτιστική της μορ^φή, ή σκέψη τού Κόντογλου είναι βοηθός πο λύτιμος. ..
Λ Ο Γ Ο Σ Κ Α Ι ΣΥ Μ Β Ο Λ Ο
'Ό ταν μελετούμε ένα πρόβλημα όλα τα βιβλία είναι ανοιχτά στο τραπέζι. Δέν ύπάρχουν παλαιά καί νέα βιβλία. ’Α ρκεί ό διάλογος των νεκρών νά οργανώνεται άπό ζωντανούς άνθρώπους. Τό παρελ θόν (κείμενα, σύμβολα) μιλά όσο τό ρωτούν ζωντανοί άνθρωποι καί άληθινοί κληρονόμοι γίνονται μόνον οί ερμηνευτές του.
__________ΠΩΛ ΡΙΚΑΙΡ Μ ΟΤΣΕΣ Έχδόαεις Άρμόζ
ΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα, Τηλ.: 210 33 04 196
Γυναίκες που δεν λύγισαν LALITA TADEMY Το συγκλονιστικό Best Seller: CANE RIVER Ένα έπος θάρρους και αντοχής αφρο-αμερικανίδων γυναικών, τεσσάρων διαδοχικών γενεών, που έζησαν στις σκοτεινές μέρες της φυλετικής ανισότητας - ένα θέμα συνταρακτικό που θα αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές κάθε αναγνώστη.
Μίρα, το λουλούδι του πολέμου ΛΑΚΗΣ ΦΟΥΡΟΥΚΛΑΣ 0 μοναχικός και ευαίσθητος Δημήτρης και η ψυχρή, εξαιτίας των όσων έζησε στον πόλεμο της Βοσνίας, Μίρα, μεταμορφώνονται μέσα από την αγάπη που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Καλούνται, να αντιμετωπίσουν και να ξεφύγουν από τον ιστό πού έπλεξε γύρω τους η μοίρα.
Είμαι κι εγώ σαν κι εσένα ΕΛΕΝΗ ΠΕΡΙΝΟΥ Μετά την επιτυχία Σαν να σε ξέρω χρόνια, η Ελένη Περινού αγγίζει ξανά τις χορδές της ευαισθησίας μας. «Ένιωσα σαν να κυλούσε μέσα σπς φλέβες μου και μου τραγουδούσε, “μη σε νοιάζει, μην πονάς, είμαι κι εγώ σαν κι εσένα. Κι άμα τα λάθη σου αγαπάς, είναι σαν ν' αγαπάς εμένα!"»
Ξεπέρασε την ενοχή & γέμισε με αγάπη Dr. JOAN BORYSENKO Η δρ. Borysenko με αυτό το βιβλίο καταφέρνει να γιατρέψει την ψυχή και την καρδιά μας. Απλό, σαφές και ευανάγνωστο, το Ξεπέρασε την Ενοχή & Γέμισε με Αγάπη, ελευθερώνει το παιδί που έχουμε μέσα μας από την ντροπή, τον φόβο, την _ ^ απαισιοδοξία, την πικρία και την ..................................................... ../Στείλτε το κουπόνι στη διεύθυνση: εχθρότητα. Ένα βιβλίο που Εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ, Ζωοδόχου Πηγής 27,106 81 Αθήνα όλοι θέλουμε να διαβάσουμε. για να ενημερώνεστε για τις εκδόσεις μας.
ωοδόχου Πηγής 27, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 210 380 5228, 210 330 0774 ιχ: 210 330 0439, http://www.dioptra.gr, E-mail: sales@ dioptra.gr
Ονοματεπώνυμο:............................................................
ΤΟ Μ ΑΣ MAN ΔΟΚΤΩΡ ΦΑΟΥΣΤΟΥΣ Η ΖΩ Η ΤΟ Υ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΜΟΥΣΟΥΡΓΟΥ Α ΝΤΡΙΑ Ν ΛΒΒΕΡΚΥΝ ΕΞΙΣΤΟ ΡΗΜ ΕΝΗ ΑΠΟ ΕΝΑ ΦΙΛΟ
,
'" ; ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ ΕΠΙΜΕΤΡΟ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΑΟΣ
ΟΛΥ ΨΥΧΟΠΑίΔΗ
0 Μαν αναμειγνύοντας τη φιλοσοφία, την ιστορία, την πολι τική και την αισθητική συνθέτει μια σπαραχτική αλληγορία της ναζιστικής Γερμανίας, μια τραγω δία για την κρίση του σύγχρονου πολιτισμού και την ήττα του ουμανισμού. Εδώ, ο διάβολος είναι μόνος, χωρίς αντίπαλο· αντίθετα από τον Φάουστ του Γκαίτε, του Μάρλοου και του Λέσσινγκ δεν βρίσκει απέναντι του άλλες δυνάμεις, θεϊκές και καλόγνωμες.
εκδόσεις ΠΟΛΙΣ ΟΜΗΡΟΥ 32, ΤΗΛ.:
36:43 382, FAX: 210 36 36 501, e-mail: polis#ath,forthnet.gr
HENRI
WEBER
οταΜίόιά \wv
Ν\ιΜιντας
για
την
fy
Τι μπορεί να σημαίνει για τους νέους σήμερα η έννοια της αριστεράς; Στο μικρό αυτό βιβλίο ο γερουσιαστής του Γαλλικού Σοσιαλι στικού Κόμματος Ανρύ Βεμπέρ εξηγεί στις κόρες του, ηλικίας 15 και 13 ετών, με παιδαγωγικό και συναρπαστικό τρόπο, ότι η διάκριση αριστεράς και δεξιάς είναι και σήμερα επίκαιρη και αναγκαία. ft& t\
εκδόσεις
Π Ο Λ ΙΣ
e-mail: polis@ath.Forthnet.gr
® ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ ιστορικός τόπος τόμος Α'
ΑΡ. Β. ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ Στη Στερεά Ελλάδα με το 1941-1945 Αημοκρατικό Στρατό, 1945-1949 Κατοχή - Δεκεμβριανά
Ε. ΒΑΓΕΝΑΣ Για μια άλλη προσέγγιση της παιδικής επιθετικότητας
Α. ΛΑΜΠΡΙΝΙΔΗΣ Το αετόπουλο ζωγραφιές: Λ. Κεπερτή
I. ΕΡΕΝΜΠΟΥΡΓΚ Το χρονικό της αντρειοσύνης
X. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΠΑΝΟΥ Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ Η Πιγκουϊνία Το δέντρο που περπάτησε και τα πιγκουϊνάκια της ζωγραφιές: Εύα Μελά
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕΒΕ Σόλιονος 130,106 81 Αθήνα, Τηλ.: 2103820835, 2103823649, Fax: 2103813354, http:/www.sep.gr, e-mail: info@sep.gr Κεντρική διάθεση: Μαυροκορδάτου 3, Τηλ.: 2103829835,2103808132, Fax: 2103829814 Βιβλιοπωλεία: 1. Αθήνα, Μαυροκορδάτου 3, Τηλ.: 2103829835,2103808132 2. Θεσσαλονίκη, Μπακατσέλου 3 & Εγνατία 65, Τηλ.: 2310283810. 3. Γιάννενα, 28ης Οκτωβρίου 19, Τηλ.: 2651038090
ΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
s k iPif TSjHW ffli
mwmm
ΜΑΡΙΕΛΑΗ
Μ Α Ρ ΙΕ Λ Α Η Σ Φ Α Κ ΙΑ Ν Α Κ Η -Μ Α Ν Ω Λ ΙΔ Ο Υ
ί-ΜΑΝΠΛΙΔΟΥ
Οι κακούργες
Στη δεκαετία του ’6ο γίνονται πρωτοσέλιδο γυναίκες με τσεμπέρια στα κεφάλια, που δολοφόνησαν τους αφέντες συζύγους τους. Κάποιες από αυτές, διηγούνται την ιστορία τους.
Λ ΙΝ Α ΣΤΕΦ ΑΝΟ Υ Παίζει με τον έρωτα, φλερτάρει με την απιστία. Τελικά, για ποια πράγματα αξίζει να ρισκάρεις στη ζωή σου;
ΧΑ ΡΗ Σ Τ Σ ΙΡ Κ ΙΝ ΙΔ Η Σ Από την Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα, οι συγκρούσεις στα Βαλκάνια συνεχίζονται. Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα.
ΚΕΔΡ®Σ! Γ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 3, ΑΘ ΗΝΑ 106 78, ΤΗΛ. 210-38.09.712,
www.kedros.gr e-mail: books@kedros.gr
Ε κδόσεις Π οιότητας
Ε
κ δ ό σ ε ις
Π
ο ιό τ η τ α ς
CLAUDE MOSSE
FRANCISCO R. ADRADOS
Καθηγήτρια Πανεπιστημίου
Επίτ. Καθηγητής του Παν/μίου Complutense της Μαδρίτης
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΝΟΣ ΜΥΘΟΥ
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΛΟΝΤΑΚΗΣ Συγγραφέας - Φιλόλογος
Λίγοι άνθρωποι έχουν εξάψει τόσο τις φα ντασίες, όσο ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Μακεδόνας που σε δέκα χρόνια, από το 334 ως το 323 π.Χ., κυρίεψε την τεράστια Περσική Αυ τοκρατορία του Δαρείου και οδήγησε το στρατό του ως τις άγνωστες όχθες του Ινδού. Άλλαξε όμως την όψη του κόσμου; Μόλις πέθανε η μυθική αυτοκρατορία του διαλύθηκε, θύμα των φιλοδοξιών των στρατηγών του. Η Κλωντ Μοσέ που έχει αφιερώσει με πάθος ολόκληρη τη ζωή της στην ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας έσκυψε πάνω στην εξέλιξη της εικόνας του Αλεξάνδρου μέσα από τους αιώνες. Από τον ένδοξο απόγονο του Δία ως τον απόλυτο μονάρχη. Μια αναγκαία ανά γνωση που υπολογίζει το φανταστικό και τη θέση του μέσα στην εξέλιξη των κοινωνιών.
Μετάφραση Alicia Villar Lecumberri Επιμέλεια Γ. Αναστασίου - Χρ. Χαραλαμπάκης
Η Ελληνική, η αρχαιότερη γλώσσα της Ευ ρώπης, έχει το προνόμιο να μιλιέται συνε χώς στον ίδο περίπου γεωγραφικό χώρο επί 4000 χρόνια και να γράφεται αδιάκοπα εδώ και 3500 χρόνια. Ο Καθηγητής Adrados παρακολουθεί την εξελικτική πορεία της ελληνικής γλώσσας από τα Ινδοευρωπαϊκά χρόνια ως τις μέ ρες μας με ελκυστικό τρόπο και βαθιά γνώση των πηγών, τις οποίες αξιοποιεί κα τά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το βιβλίο αυτό δεν ενδιαφέρει απλώς τον Έλληνα αναγνώστη, αλλά και κάθε ευρωπαίο πολί τη που θα ήθελε να ανακαλύψει τα μυστι κά της γλώσσας του μέσα από το πλήθος των ελληνικών λέξεων που διασώζονται σε πολλές ευρωπαϊκές και άλλες γλώσσες.
Ε κ δ ό σ ε ις
Π απαδημα Προσφορά στον Πολιτισμό και την Παώεία
Ιπποκράτους 8 Αθήνα Τηλ.: 210 36.27.318 www.papadimasbooks.gr e-mail: papadimas@atp.gr
Ε κ δ ό σ ε ις Π απαδημ α Προσφορά στον Πολιτισμό και την Παιδεία Ιπποκράτους 8 Αθήνα Τηλ.: 210 36.27.318 www.papadimasbooks.gr e-mail: papadimas@atp.gr
στην αγορά
ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ
1 5 .1 2 -1 4 .1 .2 0 0 3
1
Μ. ΜΕΪΜΑΡΙΔΗ
Οι μά γισ σ ες της Σμύρνης καςτανιωτης
2 Α. ΠΑΠΑΧΕΛΑΣ - Τ. ΤΕΛΛΟΓΛΟΥ Φ ά κελος 17 Νοέμβρη εστία 3
Σ. ΠΡΕΣΦΙΛΝΤ
Οι άνεμ οι του πο λέμο υ πατακης
4
0. ΕΛΥΤΗΣ
Ποίη ση ίκαρος
5
Σ. ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο <
6
Σ. ΠΡΕΣΦΙΛΝΤ
Οι πύ λες της φ ω τιάς πατακης
7 Δ. ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ Γ. Π. ΜΑΛΟΥΧΟΣ
Μια σταγόνα ιστορία πατακης Εγώ, ο Ιάκω β ος λιβανης
8
Ρ. ΓΑΛΑΝΑΚΗ
0 αιώ νας τω ν λ α β υ ρ ίν θ ω ν καςτανιωτης
9
1. ΓΙΑΛΟΜ
Όταν έ κ λ α ψ ε ο Νίτσε αγρα
ΤΖ. Ρ. Ρ. ΤΟΛΚΙΝ
0 άρχοντας τω ν δα χτ υ λ ιδ ιώ ν κέδρος
10
1. ΑΛΙΕΝΤΕ
Η πό λη τω ν θ η ρ ίω ν ωκεανιδα
ΤΖ. Κ. ΡΟΟΥΛΙΝΓΚ
0 Χάρι Πότερ και η κάμαρα με τα μυστικά ψυχογιός
Τα στοιχεία παραχώρησαν τα βιβλιοπωλεία: Αθηνά-Κορυδαλλός, Αλεξανδρής-Καλλιθέα, Βαγιονάκης-Αθήνσ, ΔιάλογοςΒύρωνας, Δωδώνη Γιάννινα, Ειρμός-Δράμα, Ελευθερουδάκης-Αθήνα, Ενδοχώρα-Αθήνα, Εστία-Αθήνα, Ευριπίδης στη Στοά-Χαλάνδρι, Ζαφειρίου-Νέα Λιόσια, Ζηριχίδης-θεσσαλονίκη, θεωρία-Ζάκυνθος, Ιανός-θεσσαλονίκη, Κουκίδα-Κόρινθος, Κρομμύδας-Χίος, Λαμπρινού-Ρέθυμνο, Libro-Αθήνα, Μιχαλάς-θεσσαλονίκη, Νέστωρ-Κατερίνη, Οιωνός-Λαμία, Όμηρος-Βόλος, Πατάκης-Αθήνα, Πειραϊκή Φωλιά-Πειραιάς, Περγαμηνή-θεσσαλονίκη, Περδικούρη-Νέα Μάκρη, Πολιτεία-Αθήνα, Το Δέντρο-Ρόδος, Φολόκας-Νέο Φάληρο, Ώρα-Τρίπολη
διαβάζω ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Γραμματεία σύνταξης: 210-33.01.239 Λογιστήριο: 210-33.01.241 Διαφημίσεις: 210-33.01.313 Συνδρομές: 210-33.01.315, 210-33.01.241 Fax: 210-33.01.315 e-mail: diavazo@ath.forthnet.gr http: www.translatio.gr./diavazo Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμαράς, Λάμπρος Κουλελής, Ηρακλής Πα παλέξης, Βάσω Σπάθή Γραμματεία σύνταξης: Ηλίας Μαγκλίνης
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Υπεύθυνη οικονομικών: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Αθανασία Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Καλλιτεχνική επιμέλεια-dtp: Μαρία Ζαχαριουδάκη (210-38.21.700, mz-dtp@otenet.gr) Επιμέλεια-διόρθωση: Λένια Μαζαράκη, Δέσποινα Ράμμου Φωτοστοιχειοθεσία: Έλλη Χατζόγλου Φιλμ-μοντάζ-εκτύηωση: Δ. Πρίφτης & Υιοί ΟΕ, Σωνιέρου 6 (210-52.32.323) Διανομή: Πρακτορείο διανομής τύπου Ευρώπη ΑΕ, Αμφιαράου 15-17 (210-51.99.900) Ιδιοκτησία: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «διαβάζω», Α. Μεταξά 26, Αθήνα 106 81, Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου», Λασσάνη 9 (2310-237.463)
ΔΙΑΒΑΖΩ 15
ακούς εκεί...
ΣΧΟΛΙΑ ΠΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
© Κάποιοι πάνε στο Κολωνάκι και πίνουν καφέ στο Ντακάπο για να δώσουν το παρών τους στους ομοίους τους- τραπεζίτες ανάκατους με mainstream δημοσιογράφους, καλλιτέχνες... 'Αλλοι είναι συγγρα φείς βιβλίων που γίνονται μπεστ σέλερ, άλλοι βραβεύονται με κάθε επισημότητα. Υπάρχουν όμως και οι παρακατιανοί, οι του περιθωρί ου, που προσπαθούν να επιβιώσουν, όπως συμβαίνει σε κάθε «ευνο μούμενη» κοινωνία. Τους κλοτσάνε, τους διώχνουν όταν τολμούν να εμφανιστούν. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν, και αφήνουν την τελευ ταία τους πνοή στους δρόμους. Η πάλη των τάξεων σ’ όλο της το με γαλείο. Γνωστά και τετριμμένα θα μας πείτε. Κι όμως. Φανταστείτε ό τι όλοι οι παραπάνω δεν είναι άνθρωποι αλλά σκύλοι. Ναι, σκύλοι. «Ο Λι και η Λου» έχουν το προβάδισμα, ως κεντρικοί ήρωες, και οι υπόλοιποι ακολουθούν την αγέλη. Η Μαργαρίτα Καραπάνου με το καινούριο μυθιστόρημά της φέρνει τα πάνω κάτω. Κανένας άνθρω πος δε χωρά στο βιβλίο της· μόνο σκύλοι. Και με το χιούμορ της, δί κοπο μαχαίρι, σπάει κόκαλα, θα κυκλοφορήσει το Μάρτιο από την «Ωκεανίδα». Ως τότε περιμένουμε. © Κυκλοφορεί ήδη στα βιβλιοπωλεία το πρώτο τεύχος και ξαφνιάζει ευχάριστα τους βιβλιόφιλους. Το εξαμηνιαίο περιοδικό που διευθύ νει η δημοσιογράφος Λώρη Κέζα (υπό τη σκέπη των εκδόσεων «Πατάκη») με τον τίτλο να ένα μήλο μάς γυρίζει πίσω στα παιδικά μας χρόνια, ανακαλώ ντας στη μνήμη μας όλες τις φράσεις των αναγνωστικών εκείνης της εποχής που σή μερα λειτουργούν ως κλισέ. Ένα απ’ αυτά τα κλισέ δανείστηκε η καλή συνάδελφος για να βαφτίσει το περιοδικό της. Κόντρα στη σοβαροφάνεια των ημερών μας, η παιγνιώ δης διάθεση του τίτλου μάς κεντρίζει το ενδιαφέρον να το ξεφυλλίσουμε. Σε ποιους α πευθύνεται; Σε νέους αναγνώστες. Ποιοι γράφουν; Νέοι συγγραφείς. Η αρχή έγινε. Πολλοί με περισσή κακεντρέχεια, θα το διαπιστώσετε συντόμως, θα προσπαθήσουν να υποβαθμίσουν την προσπάθεια. Εμείς πάντως ενθουσιαστήκαμε με την ανατρεπτική εικαστική πρόταση του νέου περιοδικού, το οποίο παντρεύει την απλότητα με την πρωτοποριακή καλαισθησία. Ευχόμαστε το «μήλο» της Λώρης να το δαγκώσουν πολλοί νέοι αναγνώστες. © Δυστυχώς δεν μπορούμε να γράψουμε τα ίδια θερμά λόγια για τη φράση, το νέο μηνιαίο περιοδικό για τα βιβλία του Νίκου Μεγαπάνου. Κυκλοφόρησαν ήδη δύο τεύχη και η αίσθηση που έχουμε είναι ότι δεν έχει βρει ακόμα το χαρακτήρα της. Επιπλέον, το σοβαρότερο, κατά την ταπεινή μας γνώμη, δεν έχει αποφασίσει σε ποιους απευθύ νεται. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να εκδίδεις ένα περιοδικό για τα βιβλία. Ειλικρινά ευ χόμαστε η φράση να... ολοκληρωθεί στα επόμενα τεύχη της. ©
Η Βουλή των Ελλήνων τίμησε πρόσφατα σε ειδική εκδήλωση στο εντευκτήριό της
τους βραβευμένους με τα Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία συγγραφείς. Άριστα έπραξε.
16 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Τους συγγραφείς οφείλει η Πολιτεία να τους έχει στα όπα όπα διότι η παρουσία τους και μόνο της προσδίδει κύρος που τόσο το έχει ανάγκη. Όμως εμείς θα μείνουμε με την εξής απορία: η Βουλή των Ελλήνων είναι πράγματι όλων των Ελλήνων; Διότι πώς να εξηγήσουμε αυτή την επιλεκτική πρόσκληση μόνο των βραβευμένων με τα Κρατικά Βραβεία συγγραφέων; Κύριοι, επιτέλους, μάθετε να σέβεστε τους θεσμούς! Κρατικούς και μη. ©
Από τους Προσανατολισμούς στα Ελεγεία της οξόπετρας, από τη Μαρία Νεφέλη
στο Φωτόδεντρο και πάλι μπρος και πάλι πίσω. Πόσο σημαντικό είναι να έχεις στα χέ ρια σου ένα τόσο δα τομίδιο με όλα τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη! Ο «Ίκαρος» έκα νε πράξη την επιθυμία του ποιητή να εκδώσει μετά το θάνατό του σ’ έναν τόμο το σύ νολο του ποιητικού του έργου. Σεβάστηκε ακόμα την επιθυμία του η έκδοση να είναι εύχρηστη και προσιτή σε όλους. Να μπαίνει δηλαδή μέσα στο σακίδιο του εκδρομέα φοιτητή, πάνω στο γραφείο με τις εκκρεμότητες, στην τσέπη του μπουφάν, στην τσά ντα... Και ιδού ένα βιβλιαράκι με την Ποίηση του Ελύτη να μας συντροφεύει, εύπλαστο και εξόχως απλό, όπως όλα τα σπουδαία πράγματα. Ο Γιάννης Η. Χάρης και η Ιουλίτα Ηλιοπούλου έκαναν το αδύνατο δυνατό. Εύγε! © Το είπε κάποτε ο Παντελής Καλιότσος σε συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη: «Ο άν θρωπος δεν φοβάται τον θάνατό του, αλλά την κηδεία του. Δηλαδή, ο θάνατος είναι μια φυσική κατάσταση, αλλά εκείνο που δεν αντέχει ο άνθρωπος είναι οι εικόνες του θανάτου του: τα κλαμένα πρόσωπα, το φέρετρο, ο λάκκος που ανοίγει, τα κυπαρίσσια. Η κηδεία είναι ο φόβος. Αν μπορούσαμε να λυτρωθούμε απ' αυτές τις εικόνες, λυτρω θήκαμε κι από τον φόβο του θανάτου».
Το χώμα που μας σκεπάζει γιατί δεν το αναφέρετε, κύριε Καλιότσο; Αυτό είναι που δεν αντέχεται... © Όταν ο Ισραηλινός συγγραφέας Αβραάμ Γεοσούα επισκέφτηκε την Ελλάδα, παρα χώρησε συνέντευξη στη Λώρη Κέζα στο Βήμα και δήλωσε μεταξύ άλλων: «Όταν λέμε για τους Παλαιστίνιους ότι πρέπει να μετακινηθούν, ένας Έλληνας μπορεί να βρίσκει α ναλογίες με την Μικρασιατική Καταστροφή. Στην περίπτωση όμως των Παλαιστινίων προσφύγων μιλάμε για μετακίνηση που δεν υπερβαίνει τα 10-15 χιλιόμετρα. Είναι τό σο μεγάλο πρόβλημα;» Ναι, είναι μεγάλο πρόβλημα, πολύ μεγαλύτερο απ' ό,τι είστε
σε θέση να φανταστείτε, κ. Γεοσούα. Ρωτήστε τους Κύπριους πρόσφυγες που το 1974 υποχρεώθηκαν διά της βίας να μετακινηθούν λίγα χιλιόμετρα από τη γη στην ο ποία γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, λίγα μόλις χιλιόμετρα νοτιότερα της «πράσινης γραμ μής» που διχοτομεί το νησί σήμερα. © Πόσο πλήττουμε μερικές Κυριακές με το ένθετο του Βήματος «βιβλία»! Αυτό το πα ρωχημένο «αφ’ υψηλού» και το «δήθεν» που διαπερνά τις σελίδες του μας αφήνει μια οσμή... καμαμπέρ. Οσμή, όχι γεύση. W
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 17
Δεν είχα δει πολλές φορές έτσι τον ουρανό της Κύπρου, χαμηλωμένο, μ' ένα γκρίζο σταχτί χρώμα που προμήνυε βροχή. Όμως, ο γεμάτος υδάτινες λακκούβες αεροδιάδρομος της Λάρνακας ήταν η πιο πειστική εισαγωγή γι' αυτή την όχι και τόσο συχνή καιρική αλλα γή τοπίου και ατμόσφαιρας. «Βρυξέλλες γίναμε!», σχολίασε μονολογώντας μισοειρωνικά ένας νεαρός μπροστά μου, υπονοώντας σίγουρα, εκτός από τη χειμωνιάτικη εικόνα της νήσου, την πολύ πρόσφατη απόφαση της Κοπεγχάγης να τη δεχτεί ως μέλος της Ευρω παϊκής Ένωσης. Είχε περάσει κοντά ένας χρόνος από το τελευταίο ταξίδι μου εδώ, μα έ-
Η Κύπρος προ των πυλών τσι κι αλλιώς η Κύπρος ήταν στους μήνες που πέρασαν ένα από τα πρώτα θέματα των ει δήσεων. Πέρα από το ότι γνωστοί και φίλοι που έκαναν τη διαδρομή Αθήνα-Λευκωσία μού μετέφεραν διαρκώς στοιχεία που πολλές φορές έφτιαχναν μια σύνθεση πολιτικών α πόψεων όχι και τόσο ταιριαστή με την εικόνα που παρουσίαζαν οι μονοδιάστατες ειδή σεις και αναλύσεις, εκπορευόμενες από το δικό μας υπουργείο Εξωτερικών, της Ζαλο κώστα και από μια μερίδα των εντύπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης που «δια μόρφωναν», περνώντας μέσα από το «εκσυγχρονιστικό» κόσκινο, τις ανταποκρίσεις από το νησί. Μισόλογα για τη διογκούμενη αντίθεση κατά του σχεδίου και πολύ περισσότερο κατά της λύσης «πακέτο» που ευαγγελιζόταν ως θεόσταλτο δώρο η οσφυοκάμπτουσα δι πλωματία μας. Μαγειρευμένη ένταση λοιπόν τις τελευταίες μέρες για την κάτι παραπάνω από βέβαιη ένταξη, αλλά και ανακούφιση που αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή η άνευ όρων παράδοση. Ο οδηγός του ταξί, ένας ορεσίβιος από την κυπριακή ενδοχώρα. Δεν υπάρχει καλύτερη παρέα για τη διαδρομή ως την πρωτεύουσα. Μου απαριθμεί με περηφάνια τα ερωτικά του κατορθώματα, τις φορές που βρέθηκε στην Αθήνα. Κάποια στιγμή δείχνει να σοβα ρεύεται. Με κοιτά πλαγίως: «Είντα λαλείς για τούτην την κακουδκιάν;» με ρωτά, εννοώ ντας μάλλον το γόρδιο δεσμό του σχεδίου Ανάν. Προσπαθώ να του απαντήσω, όχι με τη λογική του ελλαδίτη «καλαμαρά» ή των ποικίλων διεθνολόγων που επιδίδονται τον τελευ ταίο καιρό σε συνεχείς ασκήσεις επί χάρτου, διερμηνεύοντας συνήθως τις άνωθεν επιβε βλημένες πολιτικές γραμμές, αλλά έχοντας ως κρατούμενα την απόγνωση, την ανασφά λεια, την αδιέξοδη οργή ενός ολιγάριθμου λαού. Κυρίως όμως, γνωρίζοντας ότι έπειτα α πό συνεχείς εμπαιγμούς των ισχυρών, που κράτησαν σχεδόν τριάντα χρόνια, έχει αναπτυ χθεί το βίωμα μιας συλλογικής κόπωσης, ένα βίωμα που μοιραία λειαίνει τα κάποτε οξυμμένα συναισθήματα, τις ανυποχώρητες στάσεις, την περηφάνια, και ρίχνει τώρα τη σκιά του ακόμα και στις σοβαρότερες πολιτικές αποφάσεις.
18 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Και ξαφνικά καταλαβαίνω ότι αυτό.που γυρεύει από μένα ως απάντηση στο ερώτημά του δεν είναι η ενίσχυση της αβεβαιότητάς του μπροστά σ' ένα σχέδιο πολιτειακής ρύθμισης που έτσι κι αλλιώς τον εξαπατά. Η αγωνία του -όπως προσπαθεί να μου την περιγράφει, με το δικό του, χωρίς φιοριτούρες τρόπο- φαίνεται να είναι συγκεντρωμένη στο αν αυτή πρόκειται να είναι ο τελευταίος εξευτελισμός, η τελευταία υποχώρηση. Ή, μήπως, θα εί ναι μία ακόμα αναδίπλωση, στη μακρά σειρά των προηγούμενων άλλων; Καθώς πλησιά ζουμε στη Λευκωσία και ήδη η βροχή δημιουργεί μια πυκνή γάζα νερού μπροστά στο αυ τοκίνητο, τον ρωτώ με τη σειρά μου αν νομίζει ότι τα καταφέρνει η σημερινή πολιτική η γεσία της νήσου... Κουνάει το χέρι του αμήχανα, χωρίς να αποσπά το βλέμμα του από το δρόμο. Προσπαθεί να μου γυρίσει την κουβέντα αλλού, και απότομα πέφτει μια παρατεταμένη σιωπή. Κοιτάζω έξω, τις μεγάλες εκτάσεις από αυτό το ωχροκίτρινο χώμα της Κύ πρου που αν το δεις σε άλλες εποχές μοιάζει εξαιρετικά άγονο, αλλά τώρα με τις βροχές έχει αρχίσει να πρασινίζει. Σε μια στιγμή, διακρίνω στην αντίθετη πλευρά της εθνικής ο δού μια γιγάντια επιγραφή που πιάνει όλο το πλάτος της και που ασφαλώς είναι τοποθε τημένη πολύ πρόσφατα. Με δυσκολία συλλαβίζω: «Ευρώπη, σε ευχαριστούμε». Μένω για λίγο αποσβολωμένος. Τι τους παρακίνησε σ’ αυτή την τόσο κραυγαλέα έκφρα ση ευγνωμοσύνης; Η ευγένεια; Η αφέλεια; m
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 19
Σουρμελή 2 ήταν το σπίτι όπου έζησα σχεδόν όλα μου τα χρόνια πριν ξενιτευτώ, το ’45. Ήταν ιστορικός ο μακαρίτης Σουρμελής, ιστορικός των Αθηνών, λένε τα λεξικά. Του άξιζε, λοιπόν, να δώσει τ' όνομά του σ' ένα κεντρικό δρομάκι της πρωτεύουσας και να κάνω κι εγώ τώρα μια βόλτα στην παλιά του (μου) γειτονιά. Η Σουρμελή 2 ήταν σπίτι αληθινό, όχι «διαμέρισμα», σαν εκείνα όπου έμεινα αργότε ρα, στα ξένα, σοφίτες, ποντικότρυπες και τα ρέστα, όχι, ήτανε σπίτι με δυόμισι πατώ ματα, βεράντες, κήπο, γκαράζ. Αυτά, ως το '3 6-'3 7. Επειδή όμως δεν είχε καλορι φέρ, χτίσαμε στον κήπο ένα δεύτερο σπίτι, μοδέρνο, γκρεμίζοντας το γκαράζ, κι έτσι
Γενέθλια και θάνατος Ο Μεταξάς κι εγώ ο Αλέκος περίμενε στο δρόμο, μπρος στην εξώπορτα, με το πεζό (δεν ήταν τ' αυτοκί νητο πεζό, ήταν η μάρκα: Peugeot). Το άλλο, το παλιό, στην κατοχή γέμισε από διάφο ρους άστεγους των περιστάσεων. «Τι απόγινε εκείνο το δίπατο σπίτι;» με ρώτησε μισό αιώνα αργότερα ο Νίκος ο Κυριαζίδης ένα βράδυ που μας είχαν καλέσει κοινοί φίλοι. Τι έγινε; Τι άλλο; Αντιπαροχή όπως όλη η Αθήνα. Αιώνια του η μνήμη. Απέναντι απ' τη Σουρμελή 2 ήταν το «Παλλάδων Λύκειον», ιδιωτικό σχολείο, μεικτό, παρακαλώ, όπου εφοίτησα 7 ολόκληρα χρόνια, 6+1 γυμνάσιο. Ακόμα θυμάμαι τους «μεγάλους», τον Σπυρομήλιο, τον Φωτομάρα, τις δυο όμορφες κόρες του Ροζάν, τη Ρένα και τη Μάγια, και τους συμμαθητές μου, τον Παντελή Καλαμάκη, τον Ρεμαντά, τον Σαχάλα και προπάντων τη Μαρία τη Λούνερα. Μείναμε φίλες απ' την Πρώτη Δημο τικού ως τα τώρα. Αργότερα, στεγάστηκε εκεί το «Τοσίτσειον» (=Αρσάκειο Αθηνών όταν έφυγε απ' την Πανεπιστημίου) κι ύστερα, αλλαγή σκηνικού, άραξαν εκεί αστυνομικοί, οι μπουραντάδες. Στα Δεκεμβριανά του '4 4 λίγο έλειψε να καούνε όλοι εκεί μέσα, γιατί οι ελασίτες βάλανε φωτιά στο κτίριο. Στην απέναντι γωνιά ήταν η Στοά των Μασόνων και στην άλλη, Αλκιβιάδου και Σουρμε λή, έμενε ο Αλκής θρύλος και παραπέρα, στην πολυκατοικία του μπαρμπα-Γιάννη του Μακρόπουλου, Ηπείρου 17, γεννήθηκε αργότερα ο Αλέξης Πολίτης, Πίνου υιός. Η Σουρμελή ανέβαινε ως το Μουσείο αλλά από κει κι ύστερα λεγόταν οδός Αβέρωφ. Τώρα, διαβάτη που περνάς στο δρόμο τούτο, στάσου. Όχι, δεν ειν' η Κόλαση του Δάντη, μη φοβάσαι. Εδώ άρχισε κάποτε μια σπάνια φιλία
20 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
όχι σαν του Montaigne - La Boetie, μια στα τρακόσια χρόνια, όμως μπορεί και τούτη δω να τη βλογούσε ο μετρ. Εδώ έμεινε κάποτε η Ευγενία Βέη - κι έπειτα Χατζηδάκη κι ο θείος Νίκος Βέης, ο βυζαντινολόγος. Εδώ πέρναγε το π ρ ω ί τ' αμάξι του Αρσάκειου να πάρει τις μαθήτριες αυτής της συνοικίας στο Ψυχικό να πάει. Εδώ δώσαμε γνωριμιά εγώ κι η Ευγενία. Εκείνη με την μπλε ποδιά -κ α θ ' ο Διδασκαλείοκ ι εγώ φ ορούσα μαύρη, στην Έκτη Γυμνασίου.
που' ρθε στο σπίτι η Βάννα: «Τα νέα μαύρα κι άραχλα απ' την Αθήνα. Πέθανε... πέθανε η Ευγενία». Κι ακόμα ακόμα δεν
28 Ιανουάριου. Δηλαδή, παρά μία μέρα είμαι δίδυμη του Μότσαρτ. Εκείνος γεννήθηκε στις 27, Υδροχόος όπως κι εγώ, κι ο Ιούλιος Βερν κι ο Σούμπερτ κι ο Σοπέν, ο Βολταίρος, ο Μαρξ, ο Ροβεσπιέρος (ναι, ναι, ο Ροβεσπιέρος, ήταν, μάλιστα, κατά της θα νατικής ποινής) και πλήθος άλλοι που τους αγνοεί ο Καζαμίας. Είχα πει σ' ένα δυο φί λους απ' την παρέα του πανεπιστημίου να ’ρθούν σπίτι να πιούμε κανένα ποτηράκι με ταξύ μας, έτσι για το καλό, μια κι ο πατέρας μου είχε πεθάνει δυο χρόνια πριν και δεν ήμουνα για γλέντια. Ήρθε η Ρίτα η Λυμπεράκη που είχε ζήσει παιδί σε τούτο δω το σπίτι και κάτι θυμόταν από τότε, ήρθε με τον Καραπάνο, τον αρραβωνιαστικό της. Βρι σκόταν στην Αθήνα, αν κι επιστρατευμένος, φορούσε το χακί, ίσως η κυρία Παπάγου, η μητέρα της Ρίτας, θα φρόντισε να εηιστρατευθεί επιτόπου, στα μετόπισθεν, σε κανέ να Επιτελείο, θυμάμαι ένα στίχο από κείνονε: Όλ' οι φίλοι μου με λένε για τρανό και για μεγάλο όμως οι εχθροί μού λ έ ν ε :«Ποιητής και τίποτ' άλλο » Οι εχθροί μου έχουν δίκιο. «Ποιητής και τίποτ' άλλο».
Ήρθε κι ο Τάκης ο Κύρκος κι ο Κορνήλιος [Καστοριάδης], Όλοι, νομίζω, εκ περιτρο πής, είχαμε κάνει το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους, στη Γενική Ασφάλεια της Στουρνάρα («ρη», Στουρνάρη, σήμερα) και στην Ειδική της Δεριγνύ. Μετά το συμβατικό κι εορτάσιμο ευχολόγιο της ημέρας, ξαπλωμένοι στις πέτσινες πο λυθρόνες, αρχίσαμε να κουτσοπίνουμε και, όπως πάντα, να ξαναφτιάχνουμε τον κό σμο, ο καθένας, βέβαια, το δικό του, μια κι ο πόλεμος όπου να 'ναι θα τελείωνε. Κι ό πως πάντα, επικρατούσε η άποψη του Κορνήλιου που φώναζε δυνατότερα. Η συζήτη ση πήγαινε κρεσέντο, όταν άξαφνα ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο μηαρμπα-Μήτσος, α
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 21
ναστατωμένος: «Σιγότερα, παιδιά. Πέθανε ο Μεταξάς. Τώρα το είπανε στο ραδιόφω νο». Κόκαλο η παρέα. Όχουου, ορύεται πρώτος ο Καραπάνος χουφτώνοντας με το χέ ρι του το στρογγυλό του κούτελο. «Ήδε ημέρα τοις Έλλησι μεγάλων κακών άρξει», α παγγέλλει μισοαστεία ο Τάκης, αλλά «μισό» μόνο. Τώρα; Τι γίνεται; θα βαρέσει διάλυ ση το Μέτωπο της Αλβανίας. Αμ’ οι Γερμανοί; Κι οι δικοί μας οι κόκκινοι; θα ξεσηκω θεί το κάπα κάπα, θα κάνει ντου για την εξουσία, επανάσταση, θα 'χουμε εμφύλιο, παιδιά. Μιλάμε πάλι όλοι μαζί, ο καθένας το δικό του σενάριο. Πανδαιμόνιο. Ο μπαρμπα-Μήτσος φεύγει ν' ακούσει τίποτα νεότερα στο ραδιόφωνο, στο κάτω πάτωμα. Η παρέα τον έλεγε Ανρί Κατρ, γιατί θύμιζε κάπως την κομψή σιλουέτα του «καλού -βασι λιά- Henri IV», αφήνω την κοκεταρία του, μεταξωτά πουκάμισα, κάλτσες το ίδιο κ.λπ. Με λάτρευε και αμοιβαίως, αν και ξέραμε κι οι δυο πως ήταν υποκατάστατο μιας άλ λης αγάπης, της χαμένης οικογένειας, θα τα πω άλλοτε. Στην πολυθρόνα μου γλι στράω σιγά σιγά τον κατήφορο της ψυχής και της μαυρίλας. Τι ήθελε τώρα ο στρατη γός να πεθάνει χρονιάρα μέρα, να μας χαλάσει τη γιορτή; Ποιος ξέρει «τι καινούριαπράματα-θα-δείξει» ο οιωνός, τι συμφορές μάς φέρνει. Σιγά σιγά σηκώνονται κι οι άλ λοι να φύγουν. Μας διέλυσε ο θάνατος του Μεταξά. Λοιπόν, καληνύχτα. Να μας ζήσεις, χρόνια πολλά. Ματς μουτς. Ελάτε, παιδιά, ένα τελευταίο ποτηράκι. Καλά, άντε φ έρ’ το. Εβίβα, στην υγειά σου. Εμπρός, όλοι μαζί. Α-κό-μα ένα ποτηρά-α-κι Α-κό-μα ένα τραγουδά-α-κι Στον κόσμο που βρέθηκα Τα πάντα βαρέθηκα Α-γά-πες και πίκρες και φαρμά-α-κι
Τραγουδάμε χωρίς κέφι, να διώξουμε κείνο το σκελετό με το δρεπάνι που έρχεται να θερίσει τα νιάτα μας. Un instant, monsieur le bourreau. Άντε, καληνύχτα. Και του χρόνου! Και ούτως έληξεν η σεμνή αυτή εορτή. Του χρόνου; Ως αν ο δαίμων διδώ... Τι διδώ λοιπόν ο δαίμων; «Σας φέρνω αίμα, ιδρώτα και δάκρυα», είχε πει ο Churchill όταν έγινε πρωθυπουργός. Ευχαριστούμε. Μάγος είσαι; Λίγο αργότερα, στις 18 Ιουνί ου 1940, ήρθε κι η σειρά του ντε Γκολ στο Λονδίνο: «Η Γαλλία έχασε μια μάχη, μα η Γαλλία δεν έχαοε τον πόλεμο». Μπα; Τότε γιατί, στρατηγέ μου, δε σας κάλεσαν και σας στη Γιάλτα στη συμφωνία της ειρήνης, στη μοιρασιά του κόσμου; Κι όμως, πριν α κόμα μπείτε στην Ιστορία, ο Churchill στο Παρίσι το 'χε πει, «Είστε ο άνθρωπος της Μοίρας, του Πεπρωμένου», το 'πε μάλιστα γαλλικά: «L'homme du destin». Απρίλης του ’41. Πάλι αίμα και δάκρυα. Ένας περίπατος ήταν η Ελλάδα για το χιτλερι κό στρατό. Κραπ κρουπ, κραπ κρουπ. «Es-ist-so-schon S oldat zu sein, Ro-o-se Marie». Σαν τους ασπάλακες τρυπώσαμε να κρυφτούμε, να γλιτώσουμε. Λαός, λαοί α πό ασπάλακες. «Οι Γάλλοι μιλούν στους Γάλλους» έλεγε το Λονδίνο κάθε βράδυ. Οι α σπάλακες άκουγαν. Τον Μεταξά τον ξεχάσαμε. Χάθηκε κι αυτός μες στο αίμα και στα δάκρυα, ποτάμια αί μα απ' τη φοβερή ανθρωποφαγία, το παραλήρημα της Ιστορίας που δε λέει να τελειώ σει. Πάει, χάθηκε. Sic transit gloria mundi. Για Λακεδαιμονίους θα μιλάμε τώρα; Εκείνα τα παιδιά του Υδροχόου έχουνε φύγει πια, και κείνα κι άλλα πολλά. Για πού; Ποιος ξέρει. Δεν έχω πια κανένα να του πω: «θυμάσαι;» Ώσπου να πάψω κι εγώ να ρωτάω. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ Η<
22 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ^ΙΠΑΤΑΚΗ PAUL LEVINE ΝΤΟΡΑ ΤΣΙΜΠΟΐΚΗ
Αμερικανικές Ταυτότητες Η λογοτεχνική ιστορία τω ν Ηνωμένων Πολιτειών 1603-2000
Οι Αμερικανικές Ταυτότητες αποτελούν την πρώτη εμπεριστατω μένη και μεθοδική επ ι σκόπηση της φυσιογνω μίας του αμερικανικού πολιτισμού με κύριο σημείο αναφοράς τη λογοτεχνία της χώρας αυτής. Με σημείο εκκίνησης το έτος 1603, όπου τίθενται οι βάσεις της πουριτανικής σκέψης και φαντασίας, το βιβλίο χαρτογραφεί τις κυριότερες τάσεις και τα κινήματα που εμφανίστηκαν στους τρεις επ όμενου ς αιώ νες (ρομαντισμός, ρεαλι σμός, μοντερνισμός και μεταμοντερνισμός) και καταλήγει σε μια ενδελεχή παρουσίαση της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνικής σκηνής, με έμφαση στη φεμινιστική γραφή και στον εθνοτικό λόγο. Προκειμένου να αποδοθεί η πολυμορφ ία και ιδιαιτερότητα της λο γοτεχνίας αυτής, χρησιμοποιείται ένας μ εγάλος αριθμός θεωρητικών προσεγγίσεω ν, χω ρίς ωστόσο να εμποδίζεται η προσβασιμότητα του κειμένου ή να μειώ νεται η διαύγεια του επιστημονικού λόγου των συγγραφέω ν. Οι Αμερικανικές Ταυτότητες είναι ένα χρή σιμο εγχειρίδιο για τον Έ λληνα σπουδαστή και λάτρη της αμερικανικής λογοτεχνίας α λ λά και ένα απολαυστικό ανάγνω σμα για τον απλό φίλο της καλής λογοτεχνίας.
Ι
Ε
Ο
Λ
Α
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΑΤΑΚΗ www.patakis.gr
Τ Α
Β
Ι
Β
Λ
Ι
Ο
Π
Ω
Λ
Ε
Ι
Α
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΑΤΑΚΗ: ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ 65, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 210.38.11.850 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΜΜ. ΜΠΕΝΑΚΗ 16, 106 78 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 210.38.31.078 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Ν. ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΥ 122, ΤΗΛ. 2310.70.63.54-5
με αφορμή ένα βιβλίο
ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΑΝΤΑΖΗ
«Η άποψη αυτή είναι τόσο οφθαλμοφανώς εσφαλμένη, ώστε μόνον ένα εξαιρετικά καλ λιεργημένο πνεύμα δεν θα μπορούσε να το αντιληφθεί», είπε κάποτε κάποιος, από τον ο ποίο ζητώ συγγνώμη που δε θυμάμαι το όνομά του. Η φράση, όπως και ο τίτλος του παρό ντος1, δεν έχει τίποτε το προσβλητικό εναντίον των ανθρώπων της κουλτούρας. Και προπά ντων δεν εισηγείται με κανέναν τρόπο την επιστροφή στο «αλάθητο κριτήριο και το καθαρό βλέμμα του αγνού αγράμματου χειρώνακτα», που τόοο πολύ έχει λιβανίσει στο παρελθόν η (δική μου) Αριστερά - και, βεβαίως, όχι μόνο αυτή. Απλώς θέλει να επισημάνει και να τοντ·
«Η ευγενής μας τύφλωσις» σει ξανά το πώς η (επιτρεπόμενη και επιβεβλημένη) αναζήτηση και «ανάγνωση» ενός άλ λου επιπέδου πραγματικότητας, κάτω, πάνω ή πίσω από το οφθαλμοφανές, συχνά οδηγεί σε απώλεια του εδάφους, πάνω στο οποίο στηρίζεται μαζί με τον άνθρωπο του κοινού νου και εκείνος του πνευματικού κόσμου. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας απώλει ας θα μπορούσε να αναφερθεί η περίπτωση του πυρηνικού φυσικού2, ο οποίος φορούσε παπούτσια με πελώριο πέλμα, για να μην πέσει στα κενά των μοριακών χώρων. Το ότι η πραγματικότητα δεν εξαντλείται σ’ αυτό που συλλαμβάνουν άμεσα οι αισθήσεις μας (πρέπει να) το έχουν όλοι καλά κατανοήσει σε μια εποχή όπου οι πηγές ενέργειας και οι πληροφορίες βρίσκονται πέρα από το βεληνεκές τους. Η λογική μας όμως έχει διαμορ φωθεί σε επίπεδο μεσόκοσμου, είναι ένα εργαλείο πλοήγησης μόνο σ’ αυτόν. Μπαίνοντας σε άλλα επίπεδα (μεγάκοσμος και, κυρίως, μικρόκοσμος), το εργαλείο αυτό βγαίνει εκτός των φυσικών του ορίων. Η αδυναμία μας, π.χ., να κατανοήσουμε το ότι η μάζα ενός αντι κειμένου μεγαλώνει και ο όγκος του μικραίνει στο βαθμό που αυξάνεται η ταχύτητά του (θεωρία της Σχετικότητας) έχει αυτήν ακριβώς την αιτία. Εντούτοις, δεν έχουμε παρά μόνο αυτό το λογικό εργαλείο μαζί με εκείνα που αποτελούν προέκτασή του και προέκταση των αισθητηρίων μας. Πράγμα που σημαίνει πως η τελική καταφυγή και το τελικό κριτήριο βρί σκεται ακόμη στο φυσικό μεσόκοσμο που κινούμαστε. Το πρόβλημα όμως που εξετάζουμε εδώ δεν έχει τόσο να κάνει με το ότι καλούμαστε πια ολοένα και περισσότερο να βαδίζουμε σε ένα περιβάλλον που δεν το συλλαμβάνουν κατά άμεσο τρόπο τα βιολογικά μας αισθητήρια. Περισσότερο έχει να κάνει με το μεσόκοσμο μέσα στον οποίο διαμορφώθηκε το ανθρώπινο είδος. Και δεν προέρχεται από την απου σία ειδικών οργάνων διερεύνησης του κόσμου αλλά από το βασικό όργανο σύλληψής του, τον «κοινό», αν θέλετε, νου. Από την ικανότητά του να παράγει σύμβολα και νοηματικά ερ γαλεία. Το έχουμε επισημάνει και άλλοτε ότι ο κόσμος δε μας παραδίδεται ποτέ αυτούσιος. Η σύλ ληψή του γίνεται πάντα μέσω των συμβόλων. Το σύμβολα είναι οι εκπρόσωποι που οικείο
24 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ποιούνται την ιδιότητα των εκπροσωπουμένων και τείνουν διαρκώς και αυτομάτως να τους υποκαταστήσουν. Όσο το δίχτυ τους πυκνώνει τόσο αποτελεσματικότερα καλύπτει την επι φάνεια της πραγματικότητας, κάνοντάς την απρόσιτη οτο πρώτο βλέμμα. Μέσα στο νοημα τικό δίχτυ δεν έχει συλληφθεί μόνο ο φυσικός κόσμος. 'Εχει τυλιχτεί και ο ίδιος ο συμβολοποιός-παρατηρητής ως αναπόσπαστο μέρος του. Του λοιπού το οφθαλμοφανές θα πρέ πει να επανανακαλυφθεί με μία διαδικασία ανασκαφής κάτω απ’ αυτή την επιφάνεια, μία διαδικασία αποφλοίωσης του κόσμου από τα ερμηνευτικά στρώματα που τον έχουν επικά λύψει. Όσο περισσότερο καλλιεργημένος είναι κανείς τόσο περισσότερο βιώνει τον κόσμο μέσω συμβόλων, τόσο περισσότερο ζει στο δικό τους κόσμο, όπου η αισθητή πραγματικότητα τείνει να υποχωρήσει σε ένα δεύτερο επίπεδο. Για τον άνθρωπο των γραμμάτων οι θεω ρίες συχνά καταλήγουν να υποκαθιστούν τις καταστάσεις, τα βιβλία την πραγματικότητα. Εί ναι χαρακτηριστικό ότι σε πολλά συγγράμματα η πραγματικότητα δε χρησιμοποιείται για τον έλεγχο των θεωριών, αλλά ως πεδίο εφαρμογής τους. Αν η εφαρμογή δεν είναι ικανσ ποιητική, το σφάλμα βρίσκεται στην πραγματικότητα, που οφείλει πάση θυσία να συμμορ φωθεί. Το κλασικό παράδειγμα αυτής της αντιστροφής εξακολουθεί να είναι η πλατωνική (κατά τη γνώμη μας3, σωκρατική) θεωρία των Ιδεών, σύμφωνα με την οποία τα φυσικά αντικείμενα αποτελούν ατελείς απομιμήσεις των τέλειων ιδεατών τους υπερουράνιων προτύπων. Ο Πλάτων, που ξεκίνησε ορθώς ανακρούοντας αυτούς που θεωρούν πραγματικό μόνο αυτό που μπορούν «ταις χερσί ξυμπιέζειν»4, κατέληξε να θεωρεί τον κόσμο των αόρατων συμβό λων (που κατά ειρωνεία των πραγμάτων ετυμολογούσε από το «ορώ») ως το μόνο αληθινό. Στην πασίγνωστη παραβολή του σπηλαίου του, οι πραγματικοί άνθρωποι και τα φυσικά α ντικείμενα έχουν πάρει τη θέση των σκιών που χορεύουν στους τοίχους, ενώ από τη φω τεινή εστία ακτινοβολεί η πηγή της αληθινής γνώσης, αυτή που γεννάει τις ορατές εικόνες και μαζί τους τις σκιές. Με τον τρόπο αυτό ο σκιώδης κόσμος των συμβόλων εξώθησε στη σκιά του περιθωρίου το συμβολιζόμενο κόσμο. Η Εικονική Πραγματικότητα του πολιτισμού τείνει να κρύψει την πρωταρχική φυσική πραγ ματικότητα. Αυτή όμως, όσο κι αν μεταποιείται με την επέμβασή μας (εξακολουθεί να) α ποτελεί το διαρκές σταθερό έδαφος, έοτω κι αν χρησιμοποιείται μόνο σαν βάση εκτόξευ σης για τον άνθρωπο του πνεύματος, εκτόξευσης προς το παρελθόν, το μέλλον, το πέραν, το αλλού και το φανταστικό. Όσο κι αν η πνευματική καλλιέργεια αλλάζει το έδαφος του αι σθητού κόσμου, η πρώτη ύλη κάθε μεταποίησης βρίσκεται τελικά σ’ αυτόν. Δεν πρεσβεύουμε, φυσικά, την επιστροφή στην εποχή της υποτιθέμενης αθωότητας, τότε που δεν είχαμε ακόμη δοκιμάσει τον καρπό του μοιραίου Δέντρου της Γνώσης. Όμως από καιρού εις καιρόν, όταν οι νοητικές μας καταοκευές έχουν τόσο πολύ πυκνώσει ώστε να κρύβουν την πραγματικότητα, θα πρέπει να σκίζουμε το πέπλο τους για να δούμε. Όταν ο πνευματικός μας εξοπλισμός έχει γίνει δύσχρηστος και δυσβάστακτος, μια λελογισμένη σεισάχθεια που θα διώξει την «αρχαία σκουριά» δεν είναι απλώς χρήσιμη, είναι εντελώς α ναγκαία για ένα νέο πνευματικό ξεκίνημα, m ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Δανεισμένος από το βιβλίο Η ευγενής μας τύφλωσις του Γιάννη Γιαννουλόπουλου, 3η έκδ., «Βιβλιόραμμα», 2001. 2. Το μνημονεύει ο Loren Eiseley στο Πέρα από την Επιστήμη, μτφρ. Γ. Λάμψα, εκδ. «Φέξη», 1965, σ. 111. 3. Βλ. «Η θεωρία των Ιδεών και ο Σωκράτης», διαβάζω, τ. 424, Δεκ. 2001, σ. 41-2. 4. Πλάτων Σοφιστής, 247c, 246a.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 25
scriptorium
ΑΠΟ TON ΧΡΗΣΤΟ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟ
Life being a ll inclusion and confusion, and art being all discrimination and selection.
Henry James (The Spoils o f Poynton) Ξεκινώ πάντα με μια κεφαλίδα, είναι ζήτημα ουσίας. Με ρωτάτε πότε θα τελειώσω το μυθιστόρημά μου. Λοιπόν, όποιος ξεκινά να γράψει ένα μυθιστόρημα πρέπει, εν αρχή, να συμβιβαστεί με την έννοια του ελλιπούς. Δεν υπάρχει ούτε ένα μυθιστό ρημα που να έχει τελειώσει οριστικά. Ο μυθιστοριογράφος είναι ο κατεξοχήν δημι ουργός του ανολοκλήρωτου. Το έργο βρίσκεται υπό διαρκή διαμόρφωση και η έκ δοση του βιβλίου ισοδυναμεί με την τιτλοφόρηση ενός work-in-progress. Το μυθι στόρημα είναι η επινόηση της φόρμας του ημιτελούς, επειδή κάθε απόπειρα συγ-
Η ατέλεια του μυθιστορήματος απάντηση σε μια επινοημένη επιστολή γραφής, κάθε νέα επεξεργασία, κάθε γραπτή πρόταση αποτελεί η ίδια έναν εξαρ χής συνειρμό. Όχι την καταγραφή ενός συνειρμού. Κάθε πρόταση είναι μια σκέψη που απελευθερώνεται αδιαμόρφωτη και γι' αυτό (όντας απρόβλεπτη) μπορεί να καταλήξει οπουδήποτε. Έτσι λοιπόν είναι -ε ξ ορισ μού- αδύνατον να επιτευχθεί η θε ώρηση του παραδείγματος εκείνου που θα στοιχειοθετήσει τη λογοτεχνική επιδίω ξη. Γιατί αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά και ταυτοχρόνως η αντίφαση του μυθιστο ρήματος: στην ψυχή του μυθιστορήματος υπάρχει η κατασκευή. Το μυθιστόρημα συνεπάγεται την ενσυνείδητη δημιουργική πρόθεση του συγγρα φέα και, στην προσπάθεια σύλληψης του «αρχιτεκτονήματος», το στοίχημα που α ντιμετωπίζει ο δημιουργός είναι να διατηρήσει συνείδηση της στιγμής που γράφει. Έχοντας ξεπεράσει το πρώτο στάδιο της έκπληξης, όταν διαπίστωνε ενεός την πραγματικότητα της «έμπνευσης», δεν κοιτά πλέον τον εαυτό του ξαφνιασμένος α πό το γεγονός ότι γράφει. Δεν καλλιεργεί εκείνο το μυστικισμό που στην αρχή ήταν απαραίτητος για να καταστεί δυνατή η «θέαση» του λόγου. Δεν τον γοητεύει πλέον το «παγανιστικό» στοιχείο. Αυτό που τον απασχολεί τη στιγμή της σύνθεσης, τη στιγ μή της συγγραφής, είναι η διαπλοκή φαντασίας και πραγματικότητας. Αυτή η φράση εισάγει μια ανυπέρβλητη δυσκολία, επειδή είναι μάλλον ακατόρθωτο να κατανοηθούν αυτοί οι δύο χώροι, οι δύο αυτές περιοχές που οροθετούν οι λέ ξεις, ως αυτόνομα, διακριτά πεδία. Η φαντασία δεν είναι το αντίθετο της πραγματι κότητας. Η σχέση ανάμεσα στα δύο είναι σχέση ερμηνείας. Καθένα έχει φύση δυ νητική. «Είναι σχεδόν». Η φαντασία ερμηνεύει την πραγματικότητα; Πού εδρεύει η σκέψη; Η αίσθηση του πραγματικού είναι μια φαντασίωση; Ο νους που φαντάζεται επινοεί την ίδια στιγμή τον εαυτό του; Το μυθιστόρημα μοιάζει με μιγαδικό γέννημα
26 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
του φανταστικού και του αισθητού. Ίσως εδώ ακριβώς να βρίσκεται η απαραίτητη διάκριση: του πραγματικού από το αισθητό. Η ουσία του ζητήματος, υπό αυτή την έννοια, βρίσκεται ακριβώς στο ξεγέλασμα. Οι αισθήσεις ορίζουν το ενυπάρχον. Ποιο είναι λοιπόν το αντικείμενο της αντίληψης όταν το μυαλό συγκεντρώνεται στη γραπτή πρόταση: Τι είδους διαμεσολάβηση είναι αυτή; Από τι και προς τι; Αν αυτό που έχει σημασία είναι η διαπλοκή του αισθητού με το φανταστικό, τότε πώς ορίζε ται τελειωτικά η συμβίωσή τους μέσα στο μυθιστόρημα; Αυτή η σκέψη με οδηγεί στην έκπληξη του Poussin όταν αντίκρισε το γυναικείο πόδι που ξεπρόβαλε από τη γωνιά του τερατώδους πίνακα του Frenhofer στο Άγνωστο αριστούργημα του Μπαλζάκ. Πλησίασαν και σε μια γωνιά του πίνακα πρόσεξαν την άκρη ενός γυμνού ποδιού που έβγαινε μέσ ' απ ' αυτό το χάος από χρώματα, τόνους κι απροσδιόριστες χρω ματικές διαβαθμίσεις, μέσ ' απ' αυτό το είδος άμορφης ομίχλης, ένα πόδι όμως θεσπέσιο, ένα πόδι ζωντανό! Έμειναν μαρμαρωμένοι από θαυμασμό μπροστά σ ' αυτό το απόσπασμα που είχε γλιτώσει από μια απίστευ τη, από μια αργή και βαθμιαία καταστροφή. Αυτό το πόδι έμοιαζε εκ ε ί με τον κορμό κάποιας Αφροδί της από μάρμαρο της Πάρου που θα ξεπρόβαλε μ έ σ ' από τα συντρίμ μια μιας πυρπολημένης πό λης*.
Το έργο δεν καταλήγει ποτέ σε οριστική μορφή. Το έργο δεν έχει οριστικό προορισμό, θα μπορούσε να γράφεται επ' άπειρον. Το σημείο του σταματήματος είναι μια σύμβαση, θα μπορούσα να γράφω διαρκώ ς το ίδ ιο μυθιστόρημα (όπως ο Ρόμπερτ Μπέρτον ξαναέγραφε διαρκώς σε όλη του τη ζωή το ίδιο βιβλίο, την Ανατομία της μελαγχολίας), διαρ κώς προσθέτοντας, αφαιρώντας, αλλάζοντας, θα μπορούσα ακόμη να μη σταματήσω καθόλου, ούτε να πισωγυρίσ ω, θα μπορούσα να επιμηκύνω την πρώτη παράγραφο εις το διηνεκές. Υπάρχουν κά ποια ζητήματα της γραφής που, αν στρέψουμε την προσοχή μας πάνω τους, μας αποκαλύπτουν μια α προσδόκητη παραδοξότητα. Αυτά τα ερωτήματα ο ουγγραφέας τα αντιμετωπίζει με το ένστικτο, αγνο ώντας τα, σαν να υποπτεύεται ότι μπροστά τους κιν δυνεύει να παραλύσει. Γράφω τη λέξη «Τέλος», σημαίνει ότι επιλέγω να α πομακρυνθώ και όχι ότι έχω τελειώσει, m
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ * Honore de Balzac, Το άγνωστο αριστούργημα, a. 88, μτφρ. Δημήτρης Δημητριάδης, εκδόσεις «Άγρα», Αθήνα, 1983.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 27
μια παράσταση
ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΝΙΑ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗ
Το θέατρο Χ υτήριο, σε σ υμ παρ αγω γή με το ΔΗΠΕΘΕ Αγρίνιου, παρουσιάζει το πρόσφατο μυθι στόρημα του Ανδρέα Στάικου Επικίνδυνες μαγειρι κές («Άγρα»). Το έργο εκδό θη κε το 1 9 9 7 και
έκτοτε έχει μεταφραστεί σε δεκατέσσερις γλώσ σες, ενώ τον περασμένο Μάιο παρουσιάστηκε, σε μορφή θεατρικής διασκευής, στην Comedie Frangaise. Η περίπτωση του Στάικου είναι μοναδική και ιδιάζουσα στο χώρο της νεοελληνικής δραματουργίας, γιατί η θεατρικότητα της γραφής δεν εξαντλείται στη φορμαλιστική συρραφή των υφολογικών μέσων λογοτεχνίας και θεάτρου. Αντιθέτως είναι ο καρπός μιας προσωπικής, φιλοσοφικής θεώρησης, που καταγράφει στωικά τη θεατρικότητα του ανθρώπινου βίου. Ένα ερωτικό τρίγωνο σχη ματίζει τον πυρήνα της πλοκής, απελευθερώνοντας το ψέμα και την απιστία, ως τις κι νητήριες δυνάμεις των εξελίξεων. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια κλασική κωμωδία παρεξηγήσεων και παρανόησης, όπως απαντάται επί αιώνες στη δραματική παράδο ση. Τα μεταμοντέρνα αιτήματα υπερπηδούν το στόχο της απλής φάρσας και το παιχνίδι ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΪΚΟΣ, Επικίνδυνες μαγειρικές ΘΕΑΤΡΟ ΧΥΤΗΡΙΟ της πλάνης γίνεται η αμφίεση ενός βαθύτατα φιλοσοφικού θεάτρου. Για το συγγραφέα η ζωή δεν είναι παρά μια διαρκής παράσταση. Η κοινωνική συμπεριφορά μιμείται τους θεατρικούς κώδικες. Μεταμφίεση, μάσκες, εναλλαγή και ντουμπλάρισμα ρόλων συνθέτουν καθημερινές περφόρμανς. Η υπόκριση στιγματίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Αδιαμφισβήτητη απόδειξη είναι η αιώνια ισχύς και πολυμεταχείριση του ψέματος, που πυροδοτεί αυτομάτως τη θεατρικότητα των καταστάσεων. Η τέχνη του ψεύδους εντού τοις δεν κατακρίνεται ηθικολογικά, αλλά παρουσιάζεται σαν το κλειδί, προς έναν κό σμο πλασματικό, όπου οι αισθητικοί και αισθησιακοί πειραματισμοί δε γνωρίζουν φραγμούς, προσφέροντας ηδονές απεριόριστης ποικιλίας. Η δραματική γραφή γεννιέ ται επομένως από το «μεταθεατρικό στοιχείο», που είναι ριζωμένο στην αντίληψη του Στάικου. Οι ερωτικές περιπέτειες αποτελούν το ιδανικότερο πεδίο για την έκφραση αυτής της κοσμοθεωρίας, αφού πλημμυρίζονται από θεατρινίστικα παιχνιδίσματα, πα γίδες και μασκαρέματα. Η γυναίκα, διαθέτοντας μεγαλύτερο απόθεμα θεατρικότητας, είναι πάντα μαέστρος στον έρωτα, ενώ οι άντρες ενσαρκώνουν τους ακόρεστους θεα τρόφιλους, που εθίζονται απεγνωσμένα στο πρότυπο της γυναίκας-θεατρίνας. Το θεα τρικό σύμπαν του συγγραφέα εδραιώνεται από την περίτεχνη χρήση της γλώσσας. Ο λόγος αποκτά εκπληκτική ελαστικότητα, χάρη στη συσσώρευση λεπτεπίλεπτων αμφιση μιών, ακροβατικών λεκτικών αντιφάσεων, επιτηδευμένων λογοπαίγνιων. Με τρόπο ποιητικό, οι λέξεις μεταμφιέζονται, δημιουργούν νέα πραγματολογικά σχήματα, οριο θετώντας τους εύπλαστους και ρευστούς εκάστοτε «σκηνικούς χώρους» της δράσης. Στις Επικίνδυνες μαγειρικές η Νανά ακροβατεί ανάμεσα σε δύο εραστές, τον Δαμοκλή και τον Δημήτρη, εξαπατώντας τους με το επινόημα ενός τρίτου άντρα, του φανταστι
28 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
κού συζύγου της. Η πανουργία του θηλυκού εξάπτει τη μονομαχία των αντίζηλων και διευθύνει έναν αισθησιοκρατικό ανταγωνισμό, που συνδυάζει την αναμέτρηση των ε ρωτικών επιδόσεων, αλλά και των γαστρονομικών επιδεξιοτήτων. Οι «απολαύσεις του ουρανίσκου» λειτουργούν διεγερτικά για τη Νανά, άρα ο νικητής-εραστής θα πρέπει να αναδειχτεί ταυτόχρονα και σε νικητή-μάγειρα! Η σκηνοθέτις, Αθανασία Καραγιαννοηούλου, έστησε με διαύγεια και απλότητα μια καλοκουρδισμένη και αέρινη παράσταση, μονταρισμένη από απότομες εναλλαγές συναισθη μάτων και διαθέσεων. Επικεντρώθηκε στην ακριβόλογη απόδοση του κειμένου και το ε ξουσιοδότησε ως κύριο μετρονόμο του σκηνοθετικού παλμού, εστιάζοντας συνετά στη γλωσσική δυναμική του Α. Στάικου. Το μινιμαλιστικό σκηνικό του Απόστολου Βέττα, σε αυστηρό συγχρονισμό με τους κρυστάλλινους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, και η εύστοχη σημειολογικά, συνάμα λιτή, επιλογή των κοστουμιών της Έβελυν Σιούπη επι στρατεύτηκαν ακριβώς για την εξύψωση της γλώσσας σε πρωταγωνιστικό στοιχείο. Η ε πιτυχία της παράστασης, αναμφισβήτητα, οφείλεται στη δεξιοτεχνία των ηθοποιών, που επιδίδονται στο περίπλοκο εγχείρημα της διττής υπόκρισης. Γιατί τα πρόσωπα του συγ γραφέα είναι από μόνα τους «υποκριτές της ζωής». Ο ηθοποιός θα πρέπει λοιπόν να υποδυθεί εις διπλούν, παίζοντας εξίσου πειστικά απέναντι στο συνομιλητή του όσο και στο θεατή. Ο Μιχάλης Μητρούσης και η Ρουμπινή Βασιλακοπούλου έλυσαν το πρόβλη μα χτίζοντας ρόλους με έντονο στιλιζάρισμα, θεατρινίστικες πόζες, κλοουνίστικες γκριμάτσες και εξεζητημένη σωματική νευρικότητα. Έπλασαν χαρακτήρες υηερενεργητικούς, σατανικούς και πανούργους. Ο Χριστόδουλος Στυλιανού περιορίστηκε σε ηπιότε ρους τόνους, σκιαγραφώντας την ερωτική απελπισία, με ρεαλιστικότερες πινελιές. Το αποτέλεσμα πάντως αποδεικνύει ότι τα υλικά μπήκαν στις σωστές δόσεις, μαγειρεύτη καν με μαεστρία και η συνταγή πέτυχε! Ο θεατής αποχωρεί ευχάριστα κορεσμένος από τη γεύση ενός εκρηκτικού τριγώνου έρωτος, μαγειρικής και θεάτρου, m
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 29
ξένη γραφή
ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Ο πολέμαρχος πρόεδρος Μπους 0 δημοσιογράφος Μπομπ Γούντγουορντ έγινε διάσημος το 1973 όταν έφερε στο φως (μαζί με το συνάδελφό του από την Washington Post, Ουόλτερ Μπέρνσταϊν) το σκάν δαλο Ουότεργκεϊτ. Από τότε ο Γούντγουορντ έγινε τρόμος και φόβος σχε
BUSH AT W AR
δόν για κάθε Αμερικανό πρόεδρο, γι' αυτό και έβρισκε πάντα τις πόρτες του Λευκού Οίκου ανοιχτές. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Γούντγουορντ επιστρέφει με ένα νέο βιβλίο, αυτή τη φορά για το νυν πρόεδρο της Αμερικής, τον Τζορτζ Μπους το Νε ότερο. Ο τίτλος του βιβλίου είναι ενδεικτικός του κλίματος της περιόδου που διανύουμε: «Ο Μπους σε πόλεμο». Στο βιβλίο αυτό ο Αμερικανός δη μοσιογράφος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στους πρώτους τρεις μήνες
BOB w o o dw ard!
που ακολούθησαν μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Ήταν οι ενενήντα μέρες κατά τις οποίες οι ΗΠΑ ετοιμάστηκαν για τη δική τους αντεπίθεση στο Αφγανιστάν, ενώ παράλληλα προετοίμασαν
την πολεμική τους μηχανή για ένα «δεύτερο γύρο» εναντίον του Ιράκ. Την ίδια στιγμή, το βιβλίο αποτυπώνει την ατμόσφαιρα τρόμου που επικράτησε στο εσωτερικό των ΗΠΑ. 0 Γούντγουορντ, έχοντας πρόσβαση σε πρόσωπα και πράγματα όσο λίγοι άλλοι δημοΒΟΒ WOODWARD, Bush at War «SIMON & SCHUSTER », 2002. 400 p.p. σιογράφοι και αναλυτές, καταγράφει μέρα προς μέρα τις εξελίξεις στα παρασκήνια, τις κρίσιμες διαβουλεύοεις μέχρι τις τελικές αποφάσεις των αξιωματούχων του Λευ κού Οίκου, του Πενταγώνου και της CIA, με βάοη τα πρακτικά των συνελεύσεων του υ πουργικού συμβουλίου, απόρρητα αρχεία, τις πάνω από εκατό μαγνητοφωνημένες συ νεντεύξεις του (είναι χαρακτηριστικό ότι μερικές από τις πηγές του δεν τις κατονομά ζει), συν τέσσερις ώρες αποκλειστικών συνομιλιών με τον ίδιο τον πρόεδρο Μπους. Το πολιτικό σασπένς έχει την τιμητική του εδώ, αλλά «όλα τα λεφτά» είναι η προσωπο γραφία του Μπους απ' τον Γούντγουορντ. Ο τελευταίος τον παρουσιάζει ως σκληρο τράχηλο ηγέτη ο οποίος βασίζεται περισσότερο στο ένστικτό του παρά στη λογική για να πάρει αποφάσεις, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να εξαγγείλει το «Δόγμα Μπους» (επιθετική πολιτική εναντίον όλων όσοι είναι ύποπτοι υπόθαλψης τρομοκρατών, πα ντού στον κόσμο, και σε κάθε επίπεδο, από τον απλό πολίτη μέχρι τις κυβερνήσεις άλ λων κρατών), χωρίς να ενημερώσει τους στενούς συνεργάτες του. Τι λείπει από αυτό το συναρπαστικό βιβλίο; Η κριτική. 0 Γούντγουορντ καταγράφει αλ λά δεν αναλύει. Δύο τινά ισχύουν: Ή είναι επηρεασμένος από την πολεμική ατμόσφαι ρα του Λευκού Οίκου ή τα γεγονότα είναι ακόμα τόσο «ζεστά», που η εξαγωγή των συ μπερασμάτων είναι επικίνδυνη υπόθεση. Από ένα δημοσιογράφο του διαμετρήματος του Γούντγουορντ, ωστόσο, προσδοκά κανείς περισσότερα. Όπως και να 'χει, το βιβλίο του μας δείχνει ότι όσο αντιπαθής κι αν είναι ο πρόεδρος
30 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Μπους, το μεγαλύτερο σφάλμα θα είναι να μην τον πάρουμε στα σοβαρά. Όχι μόνο ως ηγέτη μιας μονοκρατορίας αλλά και ως πολιτικό νου.
ηλιας μαγκλινηε
«
Ο πολέμαρχος πρόεδρος Μπους No 2 Φαίνεται ότι στην παρούσα φάση η επίσημη Αμερική έχει ανάγκη από αγιογραφίες και όχι από γόνιμη κριτική. Δεν εξηγείται διαφορετικά η έκδοση βιβλίων όπως το Αντεπίθεση. Ο πόλεμος εναντίον της τρομοκρατίας μέσα από τον Λευκό Οίκο του Μ πους του Μ πιλ Σάμον, ανταποκριτή της εφ ημερίδας W ashington Times στο Λευκό Οίκο. Όπως και ο Γούντγουορντ, ο Σάμον μάς παρα
πέμπει στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε της 11ης Σεπτεμβρίου, μόνο που εδώ κυριαρχεί η εξιδανίκευση του προσώπου του Μπους. Αν δηλαδή το βιβλίο του Γούντγουορντ απλώς αποτυγχάνει να προχωρήσει σε μια ανάλυση όλων όσα συμβαίνουν στην Αμερική από το Σεπτέμβριο του 2 0 01 μέχρι σήμερα, το βιβλίο του Σάμον αποτελεί ένα είδος ήπιας, άτυπης προπαγάνδας της εξωτερικής πολιτικής Μπους. 0 Σάμον τον παρουσιάζει περίπου ως ήρωα, παραπέμποντας στις περιγραφές που μας είχαν συνηθίσει παλαιότεροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι για προέδρους όπως ο Ρούζβελτ, ο Αϊζενχάουερ ή ο Κένεντι. Το βιβλίο του Σάμον είναι ενδεικτικό του τι συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ, αποτυπώνει ανάγλυφα τις κυρίαρχες τάσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, ό χι από όσα μπορούμε να διαβάσουμε σε αυτό αλλά από όσα έχει αφήσει απέξω ο συγγραφέας. Στην περίπτωση του Γούντγουορντ, για παράδειγμα, που κι αυτό είναι BILL SAMMON, Fighting Back. The War on Terrorism ■ from Inside the Bush White House «REGNERY», 2002. 400 p.p. ένα βιβλίο που δεν μπαίνει στο μεδούλι των πραγμάτων, είχαμε την ευκαιρία να γίνουμε μάρτυρες των διενέξεων μεταξύ του μετριο παθούς Πάουελ και του «γερακιού» Ράμσφελντ, της νέας εποχής στη συνεργασία CIA και Πενταγώνου (με τον αρχηγό της, τον Τζορτζ Τένετ, να εκπαιδεύει μια παραστρατιωτική
ore to the
ομάδα να διεισ δύει στο Αφγανιστάν, για να προετοιμάσει την επικείμενη εισβολή) ή την ε μπιστοσύνη που δείχνει ο πρόεδρος Μπους στη σύμβουλο του Συμβουλίου Ασφαλείας Κοντολίζα Ράις. Με άλλα λόγια, χωρίς να ασκεί κριτική ή στοιχειώδη ανάλυση, η αφήγηση του Γούντγουορντ αφήνει το περιθώριο στον υπο ψια σμένο αναγνώστη να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές και να εξαγάγει τα συμπεράσματά του. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον Σάμον:
fRLDuhd
Saddam
(Win is to Irak:
|
ms
η σχεδόν μυθιστορηματική αποτύπωση ενός πολιτικού προσώπου που σε πολύ κόσμο (α-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 31
κόμα και στο εσωτερικό των ΗΠΑ) φαντάζει γραφικός μάς δίνει μια ανάγλυφη εικό να του τι θέλει η επίσημη Αμερική να περάσει προς τα. έξω, αλλά και με ποιο τρό πο: διά της οδού της συναισθηματολογίας, μια αντίληψη πραγμάτων δηλαδή που παραπέμπει στο Χόλιγουντ. Το βιβλίο του Σάμον θα το λατρέψουν οι υπερπατριώτες Αμερικανοί αλλά και οι απα νταχού αντι-Αμερικανοί, αφού θα επιβεβαιώσει με τον καλύτερο τρόπο όλες τους τις φοβίες και τα συμπλέγματα. Ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί αυτή τη στιγμή είναι μια δαιμονοποίηση της Αμερικής, η ταύτισή της με το Γ Ράιχ κ.ο.κ. Αν μη τι άλλο, το βιβλίο του Σάμον αποδεικνύει ότι ο ουσιαστικός, κριτικός λόγος έχει δύο αντιπά λους, τον αντι-αμερικανισμό και τον υπερ-αμερικανισμό, καθώς ταιριάζει απόλυτα στα γούστα των υποστηρικτών και των δύο τάσεων... ηλιας μ αγκλινης μ<
Αμβρόσιος Μπιρς 1842- ΐ 9 ΐ 4 ;,
ηπα
Ο Αμβρόσιος Μπιρς (Ambrose Gwinnett Bierce) γεννήθηκε στην πολιτεία του Οχάιο και καταγόταν από φτωχή οικογένεια γεωργών. Το 1861, μετά τη φοίτηση ενός έτους στη στρατιωτική ακαδημία, κατατάχθηκε στο στράτευμα ως εθελοντής. Συμμετείχε σε μάχες του Εμφύλιου Πολέμου, σε μία από τις οποίες σκοτώθηκαν περίπου 34 .0 00 στρατιώτες. Δύο φορές, μάλιστα, κινδύνευσε να σκοτωθεί στην προσπάθειά του να σώσει από βέβαιο θάνατο συντρόφους του, ώσπου σε μια μάχη το 1864 τραυματίστη κε σοβαρά. Χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ο Μπιρς πήγε στον αδερφό του στο Σαν Φρανσίκο, όπου άρχισε να συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά. Το 1 8 68 έγινε εκδότης στο News Letter και το 1871 το πρώτο του διήγημα «Η στοιχειωμένη κοιλάδα» δημοσιεύ
τηκε στο περιοδικό Overland Monthly. Από το 1872 έως το 1876, ο συγγραφέας έζησε στην Αγγλία και εργάστηκε σε διάφορα περιοδικά χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «ο τσουχτερός Μπιρς». Το χιούμορ του και ο οξύς τόνος των κειμένων του φάνηκαν στα δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν το 1872, με τους τίτλους: The Fiend's Delight και Nuggets and Dust Panned Out in California. Ο Μπιρς είναι γνωστός στις ΗΠΑ κυρίως
για τα διηγήματά του που έχουν ως θέμα επεισόδια από τον Εμφύλιο Πόλεμο (Civil War Stories). Σ' αυτά περιγράφονται εμπειρίες του από τον τόπο των μαχών αλλά και
από τα μετόπισθεν και καυτηριάζεται η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου, της ανθρώπι νης φύσης. Στους ήρωές του ο αναγνώστης αναγνωρίζει στοιχεία του χαρακτήρα του συγγραφέα, όπως αντικοινωνικότητα, καυστικό χιούμορ, απαισιοδοξία και μοιρολα τρία. Ο Μπιρς επισκέφτηκε το Μεξικό το 1913 για να γνωρίσει τον επαναστάτη Πάντσο Βί λα και να παρακολουθήσει από κοντά τον Εμφύλιο Πόλεμο της χώρας. Λίγο νωρίτερα διάφορες ατυχίες βρήκαν την οικογένειά του και έγινε ακόμα πιο απόμακρος και πι κρόχολος και πιθανόν να αναζήτησε την «ευθανασία», όπως έγραψε σε κάποιο γράμ μα, στο Μεξικό. Μια πράξη απελπισίας που φέρνει στο νου τους ρομαντικούς ποιητές που κι εκείνοι αναζήτησαν την προσωπική ελευθερία στη φυγή και τον «ηρωισμό». Από τότε κανείς δεν άκουσε τίποτε για τον Μπιρς, και οι συνθήκες του θανάτου του εί ναι άγνωστες. Το τέλος του αποτελεί ακόμα και σήμερα μυστήριο. Μερικοί εκτιμούν ό τι ο συγγραφέας σκοτώθηκε στην πολιορκία της πόλης Ογινάγκα τον Ιανουάριο του
32 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
1914. Να τι έγραφε στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του: «Σας αποχαιρετώ. Αν ακούσε τε ότι στέκομαι έχοντας την πλάτη μου σε πέτρινο μεξικάνικο τοίχο και ότι είμαι διά τρητος από σφαίρες, θέλω να γνωρίζετε πως είναι ωραίο πράγμα να φεύγει κανείς μ' αυτόν τον τρόπο από τη ζωή. Υπερέχει της αρρώοτιας, των γηρατειών, ή από την πτώ ση στις σκάλες της αποθήκης. Το να είναι κανείς Γκρίνγκο στο Μεξικό... ω! αυτό είναι ευθανασία!»
χρυσά ςπυροπουλου
Ντον ΝτεΛίλο
ι«
1937 -, η πα
Το όνομα του Ντον ΝτεΛίλο φέρνει στο νου οικογένειες μαφιόζων, την ταινία Νονός, ωστόσο ο συγγραφέας και η οικογένειά του δεν έχουν καμιά σχέση με τους αξιότι μους γκάνγκστερ. Γεννήθηκε οτο Μπρονξ της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε μαζί με τα υπόλοιπα αδέρφια του, που ήταν επτά, σε καθολικό περιβάλλον. Η οικογένεια ήταν δεμένη- ο νεαρός Ντον ΝτεΛίλο ασχολήθηκε με τον αθλητισμό, αλλά παρακολουθού σε και τις θρησκευτικές λειτουργίες καθώς και τις κηδείες, μια συνήθεια που του α φύπνισε την επιθυμία να κατανοήσει την ανθρώπινη κατάσταση, το παράλογο της ζω ής. Πολύ νωρίς, οε εφηβική ηλικία, διά βασε το έργο του Τζέιμς Τζόις Το πορτρέ το του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία στο ο
ποίο, όπως αργότερα σημείωνε, διέκρινε λάμψη, κάτι που τον έκανε να αισθανθεί την ομορφιά και το πάθος των λέξεων, ε νώ ένιωσε ότι η λέξη έχει ζωή και ιστο ρία. Στο γυμνάσιο έπληττε, και αργότερα δια πίστωσε ότι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η καλλιτεχνική ζωή της Νέας Υόρκης από τις πανεπιστημιακές σπουδές. Σύχναζε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης και παρα κολουθούσε κινηματογραφικές ταινίες του Φελίνι και του Γκοντάρ. Όταν το 1971 κυ κλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο Americana, ένας κριτικός στην εφημερίδα New York Times έγραψε ότι ο συγγραφέας βρίσκεται στη σκιά του Τζέιμς Τζόις, «παθιασμένος
με το στόμφο». Παρ' όλα αυτά ο ΝτεΛίλο απέδειξε με το έργο του ότι είναι από τους πιο σοβαρούς και σημαντικούς συγγραφείς του κόσμου. Η αναγνώριση ήρθε από το
ΖΥΓΟΣ '
ΝΤΟΝ: ΝΤΕΛΙΛΛΟ
ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 33
αναγνωστικό κοινό αλλά και από φορείς οι οποίοι τον τιμούν. Το 1985 τιμήθηκε με το N ational Book Award για το βιβλίο του Λευκός θόρυβος και το 1 9 9 1 με το Pen/Faulkner Award για το έργο του Μάο II, το οποίο έχει ως θέμα την τρομοκρατία. Αποφεύγει να ερμηνεύει το περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του και κάθε φορά που εκδίδεται κάποιο νιώθει πως απομακρύνεται απ' αυτό. Στην τελευταία του νουβέλα με το σκοτει νό τίτλο The Body A rtist (στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο Οι χρόνοι του σώματος, μτφρ. θωμάς Σκάσσης, «Εστία», Αθήνα, 2002 ) επιχειρεί να συ μπυκνώσει με αφαιρετικό τρόπο τις εντυπώσεις τις σχετικές με το ζήτημα του χρόνου και της παρου σίας ή απουσίας της ύπαρξης. Έργα του: Am ericana, Houghton M ifflin, 1 9 7 1 . End Zone, Houghton M ifflin, 19 72 . Great Jones Street, Houghton M ifflin, 1 9 7 3 . R atn er's Star,
Knopf, 1 9 7 6 . Players, Knopf, 1 9 7 7 . Runnin g Dog, Knopf, 1 9 7 8 . The Names, Knopf, 1982. White Noise, Viking, 1985. Libra, Viking, 1988. Maoll, Viking, 1991. Underworld, Scribner, 1997. The Body Artist, Scribner, 2001. Επίσης έχει γράψει
με το ψευδώνυμο Κλέο Μπέρντγουελ το μυθιστόρημα Amazons, Holt, Rinehart and Winston, 1980. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα εξής βιβλία: Ζυγός, μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, «Χατζηνικολή», Αθήνα, 1991. Λευκός θόρυβος, μτφρ. Πέτρος Αμπατζόγλου, «Εστία», Αθήνα, 1991. Μάο II, μτφρ. Μαρία Σκάρα, «Χατζηνικολή», Αθήνα, 1996. Τα ονόματα, μτφρ. Νινίλα Παπαγιάννη, «Εστία», Αθήνα, 19 96 . Υπόγειος κόσμος, μτφρ. Έφη Φρυδά, «Εστία», Αθήνα, 2000.
34 ΔΙΑΒΑΖΩ
χρυσά ςπυροπουλου
ι«
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Ο Ντέρβελ, πολεμιστής του βασιλιά Αρθούρου, μιλά yia τον Λάνσελοτ, τον Μέρλιν και όλους αυτούς που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του θρυλικού άρχοντά του. Η ιστορία του βασιλιά Αρθούρου ξεκινά...
-
y
βει» BOOKER 2002
a
V
t
Ένα βιβλίο-σταθμός στη σύγχρονη λογοτεχνία Η ιστορία του δεκαεξάχρονου Πι Πατέλ, που φεύγει μ ε την οικογένειά του και τα διάφορα ζώα τους από την Ινδία για τον Καναδά. Το πλοίο όμως βυθίζεται και ο Πι επιβιώνει στη σωσίβια λέμβο για 227 ημέρες παρέα με μια τίγρη.
Το βιβλίο αυτό μιλάει για τα χρόνια της εξορίας του Τρότσκι στο Μεξικό, για τη Φρίντα Κάλο, για μια ολόκληρη γενιά που σημάδεψε την Ιστορία. ❖ Commonwealth Writers Prize ❖ Saltire Society First Book Award
1 Μαυρομιχάλη 1, 106 79 Αθήνα · Πεσμαζόγλου 5 (Στοά Βιβλίου), 105 59 Αθήνα | Τηλ.: 210 33 02 234-6 Fax.: 210 33 02 098 · www.psichogios.gr E e-mail: psicho@otenet.gr
σε πρώτο πρόσωπό
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΚΕΦΑΛΑ'
Δημήτρης Καλοκύρης Η συνέντευξη που ακολουθεί αποτελεί τμήμα ενός δια λόγου με τον πολυμήχανο ποιητή, συγγραφέα, εκδότη, μεταφραστή, κριτικό της λογοτεχνίας και γραφίστα Δημήτρη Καλοκύρη, τον Οκτώβριο του 2002. Η συνέντευ ξη έγινε στο πλαίσιο της διδακτορικής μου διατριβής, η οποία αφορά τη συγκρητιστική αισθητική του Μπόρχες και την πρόσληψη και επεξεργασία της από τρεις σύγ χρονους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Καλοκύ ρης. Όταν ο τελευταίος γνωρίζει για πρώτη φορά τον Μπόρχες στα μέσα της δεκαετίας του 1970, έχοντας ήδη μαθητεύσει στην αρχαία ελληνική παρωδία, τη βυ ζαντινή ιστοριογραφία, την καβαφική ειρωνεία και τον υπερρεαλισμό, αντιλαμβάνεται ότι «ο χώρος του Φαντα στικού και ο χώρος τού Πραγματικού μπορεί να γίνει έ να και το αυτό». Παρόλο που η μπορχική επίδραση γί νεται αισθητή ήδη στον Κακό αέρα (1988), η ουσιαστι κή συνομιλία του Καλοκύρη με το έργο του Αργεντινού καθιερώνεται με την Ποικίλη ιστορία (1 9 9 1 ) και τη στροφή του ποιητή στην πεζόμορφη λογοτεχνία. Έκτοτε, ο Καλοκύρης διαγράφει ένα συνεχές και αδιάλειπτο
«Είμαι Ιάπων εντομολόγος αν ελληνικότητα σημαίνει ευσέβεια, ορθοδοξία και δαιμόνιο της φυλής» ταξίδι προς τον Εωσφόρο, «το φως του συγκρητισμού» λογοτεχνικών -και μ η - ειδών, λόγων, γλωσσών και πολιτισμών. Ουσιαστικά, η συγκρητιστική αισθητική του Καλοκύ ρη -ω ς «τεχνουργού κρατήρων»- αποδεικνύει ότι «η ελληνικότητα δεν μπορεί παρά να είναι η ελληνική (γλωσσικά και ιστορικά) εκδοχή μιας παγκόσμιας πλεύσης» σ ' έναν κόσμο ο οποίος, πολιτισμικά νοούμενος -παραφράζω τα λόγια του Γάλλου θεολόγου Alain de Lille-, είναι μια σφαίρα του οποίου η περιφέρεια είναι παντού και του οποίου το κέντρο δεν είναι πουθενά.
0 Μπόρχες είχε πει κάποτε: «το μυθιστόρημα είναι ένα είδος του οποίου η μόδα θα περάσει- αντίθετα, το διήγημα δεν πιστεύω ότι θα περάσει. Είναι πολύ πιο παλιό. Και επιπλέον, έστω και αν πάψουμε να γράφουμε διηγήματα, θα συνεχίσουμε να τα α-
36 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
φηγούμαστε. Αντίθετα, δε νομίζω ότι μπορούμε να αφηγηθούμε ένα μυθιστόρημα». Από το 19 91 και τη δημοσίευση της Ποικίλης ιστορίας, της οποίας τα κείμενα αποκαλείτε «πεζοδρόμια», έχετε δημοσιεύσει σχεδόν εξ ολοκλήρου διηγήματα. Γιατί επι λέγετε το διήγημα ανάμεσα σε τόσα άλλα λογοτεχνικά είδη και ιδιαίτερα σε μια επο χή που θα μπορούσε κάλλιστα να πάρει το χρίσμα της «εποχής του μυθιστορήμα τος»; Πώς θα σημασιοδοτούσατε έναν «εξωφρενικό» όρο όπως αυτόν της λογοτε χνίας του πεζοδρομίου υπό το πρίσμα της μπορχικής αισθητικής, η οποία από τις αρχές της δεκαετίας του 19 90 σας κατέβασε από τον Ελικώνα της ποίησης στο πε ζοδρόμιο των διηγημάτων, όπου και σας κρατά μέχρι σήμερα; Οι όροι «ποίημα», «διήγημα» ή «δοκίμιο» είναι περισσότερο φιλολογικές ταξινομήσεις που αφορούν τα εξωτερικά μάλλον χαρακτηριστικά ενός κειμένου και λιγότερο το ίδιο
σήμερα, τα περισσότερα μυθιστορήματα μοιάζουν μ ε ξεχειλ ω μ έν α διηγήματα το κείμενο. Στη δική μου περίπτωση αυτό είναι, νομίζω, αρκετά φανερό από τα πρώτα μου κιόλας κείμενα που έχουν «μεικτό» χαρακτήρα. Ήδη το βιβλίο Το πουλί και άλλα άγρια θηρία (1972) είναι αυτής της μορφής. Το ίδιο και Το νόμισμα ή Τα φανταστικά φουγάρα που ακολούθησαν. Αυτό που με έκανε τότε να τα χαρακτηρίζω «ποιήματα» ή
ταν η συντακτική δομή του λόγου, οι ξαφνικοί διασκελισμοί και η υφέρπουσα ρυθμική αγωγή που τα διαφοροποιούσε από την παρατακτική διάταξη ενός συμβατικού πεζο γραφήματος - τουλάχιστον με την αντίληψη που επικρατούσε το 1970. Κάποια κείμε να διατήρησαν τη στιχουργική ενός ελεύθερου ή ελευθεριάζοντος στίχου για να γίνονται περισσότερο ορατές ή εμφανείς οι ρυθμολογικές και συ ντακτικές μου εκείνες επιλογές. Πώς να το κάνουμε, άλλοτε θέλει να μι λήσει κανείς κι άλλοτε να τραγουδήσει. Εκφράζει όμως τα ίδια πράγματα. Όποιος προσέξει τους χαρακτηρισμούς που δίνω στα βιβλία μου θα δει ότι επιλέγω λέξεις που επιδιώκουν να καθοδηγούν τη διάθεση του ανα γνώστη χωρίς να τα εγκλείουν σε είδη: πεζοδρόμια, επιχειρήματα, διηγή σεις κ.λπ. είναι αλλοτροπικές μορφές κειμένων που μπορούν να ονομα στούν και ποιήματα ή δήγματα (δαγκωματιές) κατά περίπτωση, με σκωπτική πάντα διάθεση - όπως ο όρος «νουβέλ-βαγκ» για τα πρόσφατα Ελιξήρια της φωνής τους που κάποιος θα χαρακτήριζε «νουβέλα». Είναι εν
δεικτικό επίσης ότι τον όρο «διηγήματα» τον απέφυγα επιμελώς. Οι ταξινομήσεις αυ τές είναι περισσότερο υφολογικού παρά ειδολογικού χαρακτήρα. Κρατάω τον προσ διορισμό ποιητής-ποιήματα αρκετά κοντά στο πνεύμα του μπορχικού hacedor (ο ποιών), αλλά αποφεύγοντας όρους όπως «δημιουργίες» φερ' ειπείν, που θα ήταν μεν α κριβέστερες, έχουν πάρει όμως άλλες αποχρώσεις στο μεταξύ. Έτσι τα «πεζοδρόμια» δε με κατέβασαν από τον Ελικώνα της ποίησης ακριβώς, θα μπορούσα να τα περιγρά φω ίσως καλύτερα λέγοντας ότι τα πεζοδρόμια αυτά είναι απλώς οι τόποι των περιπα τητών ενώ οι δρόμοι είναι οι τόποι των εποχουμένων. Ούτως ή άλλως, οι δρόμοι αυτοί και τα ένθεν και ένθεν πεζοδρόμιά τους είναι διαδρομές περιφερειακές που μας ανε βοκατεβάζουν κατά βούληση στον ελικοειδή Ελικώνα. Οι φόρμες δε νομίζω ότι χρησιμεύουν παρά για να δοκιμάζουμε τις δυνάμεις μας ή τις αντοχές των άλλων. Κάποτε τα διηγήματα ήταν συμπυκνωμένα μυθιστορήματα. Σήμε
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 37
ρα, τα περιοσότερα μυθιστορήματα μοιάζουν με ξεχειλωμένα διηγήματα. Αν αυτό που θέλω να καταγράψω ολοκληρώνεται σε τρεις σελίδες, δε βρίσκω το λόγο να το τεντώ σω επειδή συμβαίνει να επικρατεί αυτή η τάση. 0 Μπόρχες μάς το έμαθε αυτό από νωρίς. Από την άλλη, όταν χρειάζεται να επεκταθεί ένα κείμενο, δε διστάζω να το κά νω. Παραπέμπω, ως παράδειγμα, στις 240 σελίδες του εκτενούς «ποιήματος-μυθιστορήματος» Ο κακός αέρας (1988) και στα Ελιξήρια της φωνής τους (1998). Δεν απο κλείονται και άλλα συνεπώς. Τον Μπόρχες απασχολούσαν ήδη από πολύ νωρίς οι έννοιες της μυθοπλασίας, της αλήθειας και της ταυτότητας. Για τον Αργεντινό, η έννοια του εαυτού και της ταυτό τητας στερούνται εσωτερικής συνέχειας καθώς αμφότερες ανήκουν στη σφαίρα της μυθοπλασίας. Αυτή η αντίληψη του Μπόρχες για την πλασματικότητα και ως εκ τού του τη συμβατικότητα και παροδικότατα κάθε είδους ταυτότητας ως αφήγησης-μυθοπλασίας έχει οδηγήσει, σύμφωνα με την Beatriz Sarlo, στη θεώρηση του μπορχικού έργου ως mise en forme των θεωρητικών και φ ιλοσοφικών προβληματισμών του μεταμοντερνισμού. Ένας από τους βασικούς του εκπροσώπους, ο Jean Fran cois Lyotard, υποστηρίζει ότι κάθε είδους πραγματικότητα δεν είναι παρά μια σύμ βαση ανάμεσα στους εκάστοτε εμπλεκομένους, μια αφήγηση που δεν είναι άλλο πα ρά ένα παιχνίδι της γλώσσας. Γιατί και πώς ο μπορχικός φακός, κατασκευασμένος στο πρώτο ήμισυ του 20ού αιώ να, χρησιμέυσε και χρησιμεύει στον άνθρωπο και συγγραφέα Δημήτρη Καλοκύρη να αντικρίσει -κ α ι να εξηγήσει;- τον κόσμο και τη λογοτεχνία του δεύτερου ήμισυ του αιώνα; Αν θεωρήσουμε ότι «ο μπορχικός φακός» είναι κατασκευασμένος με τη χειροποίητη λειαντική του Σπινόζα, θα είναι εύκολο, σχηματικά, να εννοήσουμε ότι ο Μπόρχες το πρώτο μισό του 20ού αιώνα συγκέντρωσε την ακτινοβολία αρκετών φωτεινών πηγών διαμέσου των αιώνων από τους αρχαίους Κινέζους μέχρι, ας πούμε, τον Κάφκα. Εγώ ερχόμουν από τους ελληνιστικούς χρόνους, με φιλολογικούς οδηγούς τον Καβάφη και τον Λουκιανό, και κατόπιν βρέθηκα στους Βυζαντινούς λόγιους του είδους του Φελλού, του Ευοδιανού και πολλών άλλων. Μάλλον ιστορικούς συγγραφείς, θέλω να πω, και λιγότερο λογοτέχνες. Μέσω αυτών υποψιαζόμουν ότι η Ιστορία θα μπορούσε να είναι και μια καλοστημένη φάρσα ή, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν τίποτε περισσό τερο από μια διαδοχική έκθεση προσωπικών ιδεών. Η λογοτεχνία που με ενδιέφερε έ κανε ακριβώς το ίδιο επινοώντας συνειδητά το χώρο του Φανταστικού για πεδίο δρά σης της. Και στα δύο πεδία ο χρόνος μπορούσε να γίνει πολυδιάστατος. Μια θητεία στο σουρεαλισμό με βοήθησε να ξεκινήσω προς αυτή την κατεύθυνση. Όταν ανακάλυψα τον Μπόρχες, κατάλαβα ότι ο χώρος του Φανταστικού και ο χώρος του Πραγματικού μπορεί να γίνει ένα και το αυτό μια δεδομένη, ασταθή, χρονική στιγ μή. Ο τόνος του Μπόρχες -αλλά μέσω της γλωσσικής μου αποκλειστικά παρέμβασης τόσο ως μεταφραστή όσο και ως αναγνώστη- έμεινε για μεγάλο διάστημα σφηνωμέ νος στο νου μου όπως μια μελωδία που ακούμε τυχαία και μας «κολλάει» και δε λέει να φύγει, ώσπου ξαφνικά χάνεται, και μένει η ανάμνηση του αισθήματος που μας προκαλούσε η παρουσία της. Αργότερα μπορεί να εμφανιστεί μια άλλη μελωδία στην ο ποία θα προσκολληθούμε κ.ο.κ. Κάποτε τα έλεγαν και έμμονες ιδέες όλα αυτά. Πά ντως, είναι γεγονός πως όταν βγήκε ο Μπόρχες από το μυαλό μου άρχισα να καταλα βαίνω καλύτερα τη γλώσσα μου.
38 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Πόσο εθνοκεντρικός πιστεύετε ότι υπήρξε ο νεοελληνικός λογοτεχνικός και κριτι κός λόγος ιδιαίτερα από τη δεκαετία του '3 0 και εξής και πόσο εθνοκεντρικός είναι -α ν είναι- σήμερα; Ποιος ο ρόλος του λόγου αυτού στη δημιουργία και διαιώνιση της υποτιθέμενης σχιζοφρενικής φύσης της νεοελληνικής ταυτότητας; Εν ολίγοις, πώς και σε ποιο βαθμό ο νεοελληνικός λογοτεχνικός και κριτικός λόγος προέβαλε την καθαρότητα μιας εθνικής, πολιτιστικής ταυτότητας, αποσιωπώντας τις διεργα σίες μείξης και συγκρητισμού που λαμβάνουν χώρα στη συγκρότηση εθνικών και μη ταυτοτήτων; Πώς διαλέγεται με και τι προτείνει στον αιωνόβιο λόγο περί ελληνι κότητας ο λόγος του Καλοκύρη; Επιπλέον, ποιες «πορείες εν εξελίξει» επιχείρησαν να καταγράψουν οι εκδότες και συνεργάτες του περιοδικού Χάρτης στα πέντε χρό νια της κυκλοφορίας του; Ποιες «κακοτοπιές» «χαρτογράφησαν» και ποιες πεπατημένες» προσπάθησαν να αποφύγουν, όπως δήλωσαν οι ίδιοι; Εν κατακλείδι, πόση
τα ν εο ελληνικά στερεότυπα αναδίδουν θυμαράκι της παράδοσης μοναξιά νιώθει σήμερα στην Ελλάδα ο λόγος του Καλοκύρη; Υπάρχουν άλλοι παράλ ληλοι -«παράφωνοι»- λόγοι; 0 Χάρτης, που εξέδιδα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '8 0 , είναι το περιοδικό που κατεξοχήν φιλοξένησε (με σαφή διαφοροποίηση από τα τότε περιοδικά) για πρώ τη φορά τις εκκολαπτόμενες ιδέες διανοητών όπως ο Λαμπρόπουλος, ο Δημηρούλης, ο Τζιουσδάνης ή ο Τζιόβας. Και είναι σαφές ότι ο προβληματισμός περί «ελληνικότη τας» μέσω «γενιάς του ’30» και ο συνακόλουθος «δυϊσμός» του που αναζητεί τοποθε τήσεις «με ποιους είμαστε, επιτέλους» (κάτι που ταλάνισε αρκετά και τους νεότερους των διάφορων «μεταπολεμικών» γενεών) δε μας απασχόλησε με τον τρέχοντα τρόπο, ακριβώς γιατί παραπέμπαμε σε συγγραφείς όπως ο Τζόις, ο Τζαρά, ο Κάμινγκς και, βέβαια, ο Μπόρχες, ως συνέχεια μιας γραμμής που ξεκινούσε από τα ομηρικά, περ νούσε ξώφαλτσα την τραγωδία, διέσχιζε τα ελληνιστικά έργα, κεντούσε το Βυζάντιο, τα κρητικά, βίωνε τον Καζαντζάκη, τον Εμπειρικό (και οι δύο βρίσκονταν ουσιαστικά στο περιθώριο του εγχώριου κεντρικού ρεύματος) και προχωρούσε ρουφώντας περισσότε ρο κόμικς, ροκ, παραλογοτεχνία, φωτογραφίες κ.λπ. παρά «κλασικά» αναγνώσματα και «μεγάλους στιλίστες». Πού βρισκόμαστε τώρα; Είμαστε μερικοί που διαβαζόμαστε από λίγους, ίσως γιατί το ρεύμα δε μας ευνοεί ή, μάλλον, γιατί αν μας ευνοούσε, θα μας παράσερνε εξίσου στην κυρίαρχη ροή του. Έχουμε έτσι την ευχέρεια να ασκούμε την ειρωνεία και να πε λαγοδρομούμε ανορθόδοξα στην αντίληψη περί Ιστορίας, θρησκείας, Πολιτικής, Λογο τεχνίας κ.λπ. Έχουμε την άνεση να προσπερνούμε τα «εθνικά μεγαλεία» όσο και τις «ε θνικές συμφορές», αφού οι συνομιλητές μας συμπεριλαμβάνονται και μεταξύ των ε χθρών. Δεν είμαστε οπαδοί ούτε πολίτες. Μονάχα κάτοικοι και, δυνάμει, ψηφοφόροι. Γνωρίζω τα ονόματά μας, δεν τα αναφέρω όμως μόνο και μόνο για να μη δοθεί η ει κόνα μιας ακόμα ομάδας, ενός κύκλου ή ενός θνησιγενούς μανιφέστου κ,λπ. Με κά ποιους από αυτούς είμαστε φίλοι, με κάποιους μόνο συγγενείς. Η μοναξιά που συνε πάγεται η χρήση μιας περιθωριακής γλώσοας είναι μάλλον τεχνητή, ίσως και προϊόν ραστώνης, αφού τη μια χαιρόμαστε που παίζουμε μ’ ένα τόσο πολύστροφο εργαλείο όπως η διαχρονική ελληνική και, από την άλλη, σκυθρωπάζουμε που δεν αξιωθήκαμε
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 39
να ασκηθούμε στη χρήση μιας άλλης γλώσσας που θα μας έβγαζε, ίσως, από τα όρια, όπως ο Κόνραντ, ο Ναμπόκοφ και τόσοι άλλοι (!). Με την ιδιότητά σας ως συγγραφέα, μεταφραστή και κριτικού της λογοτεχνίας, πόσο έτοιμη πιστεύετε πως είναι η νεοελληνική διανόηση να δεχθεί τη διαπολιτισμικότητα ως το νέο modus operandi της; Με άλλα λόγια, πόσο έτοιμος είναι ο νεοελληνικός λογοτεχνικός και κριτικός λόγος να αναδείξει το μεσοδιάστημα όπου συντελούνται η συνάντηση, η σύγκρουση, η μείξη και η διαρκής ανασύσταση των πολιτισμών; Πόσο έτοιμος είναι ο Έλληνας συγγραφέας και κριτικός να πριμοδοτήσει τον υβριδισμό έ ναντι της καθαρότητας εθνικών και λοιπών ταυτοτήτων σε έναν τόπο όπου, όπως πα ρατηρεί ο Δημήτρης Τζιόβας, «η ελληνικότητα ήταν πάντοτε ο δίαυλος της θεσμοποίη σης και της καθιέρωσης είτε ανθρώπων είτε ρευμάτων »; 0 ίδιος μελετητής υποστηρί ζει ότι αν ο νεοελληνισμός ιδωθεί από την οπτική του υβριδισμού και του διαλόγου, τότε «ίσως τελικά να καταφέρουμε να προχωρήσουμε πέρα από τα στερεότυπα, ίσως και πέρα από την Ακρόπολη». Πόσο έτοιμη, πιστεύετε, είναι η νεοελληνική διανόηση να προχωρήσει πέρα από τα στερεότυπα, ίσως και πέρα από την Ακρόπολη; Σκέφτομαι ότι τα νεοελληνικά στερεότυπα δεν έχουν προσεγγίσει καν την Ακρόπολη, η οποία, ως ιδεολόγημα, είναι προϊόν των φιλελλήνων, κυρίως. Τα νεοελληνικά στερεό τυπα περιφέρονται ακόμα στα Βαρδούσια του '5 0 και αναδίδουν θυμαράκι της παρά δοσης, μιας τυποποιημένης αλήστου μνήμης παράδοσης που παραπέμπει με λυγμούς σε πασχαλινούς οβελίες και αναμνήσεις της γιαγιάς. Όπως υπάρχει κι ένα ρεύμα που αγνοεί -βλακωδώ ς- την εγχώρια διαπολιτισμική παράδοση και ενστερνίζεται παραδό σεις pret-a-porter από διάφορα σημεία της Γης. Η παράδοση είναι, για μένα, απλώς μια πρώτης τάξεως διαθέσιμη ύλη προς ανακύκλωση, όπως η ιστορία, η γεωγραφία και άλλες επιστήμες. Μέσα από αυτή την κατεργασία παράγονται νέα προϊόντα που α φορούν την καθημερινή μας ζωή και, εν μέρει, το αύριο. Αν δε σπάσεις τα αβγά, δεν κάνεις ομελέτα, μην το ξεχνάμε. Έχω γράψει πως κάποτε η Ελλάδα εξακοντίστηκε στα ύψη ως Νεφελοκοκκυγία και έκτοτε, για να επιβιώσει, εναγωνίως προσπαθούμε να την επαναφέρουμε στα ανθρώπι να μέτρα. Το Βυζάντιο είναι, νομίζω, το κρίσιμο πεδίο της επαναφοράς αυτής, που θα κορυφωθεί στην εκπατρισμένη ελληνική Αναγέννηση. Αισθάνομαι όμως ότι συνειδητο ποίησα την παρουσία του προσωπικού μου Βυζαντίου όταν, περιφερόμενος στους δρόμους της Νέας Υόρκης, διέκρινα την αναλογία της μεσαιωνικής με τη σύγχρονη, περίοπτη Βασιλεύουσα. Στα βυζαντινά πράγματα πάντως, με προσέλκυσαν άλλα- και πρώτα τα ονόματα και τα σκωπτικά παρωνύμια. Πάντοτε με γοήτευαν οι σημασίες των κυρίων ονομάτων και τα φυσικά ελαττώματα που υπογράμμισε ή επινόησε υπομονετικά η παράδοση, για τους ανθρώπους που ξεπέρασαν τα μέτρα: ο Πλάτων αναφέρεται ως καμπούρης, ο Αριστο τέλης βραδύγλωσσος, ο Όμηρος τυφλός - για να περιοριστούμε στα ηχηρότερα παρα δείγματα. Τα ιδιαίτερα εξωτερικά χαρακτηριστικά πάλι κατέληγαν συχνά σε ονόματα: στη Ρώμη, Σύλλας ήταν ο χλομός, Ρούφος ο κοκκινωπός, Κλαύδιος ο κουτσός κ.λπ. Στους Αλεξανδρινούς, συναντάται ο Αντίγονος, που επονομαζόταν Γονατάς, γιατί είχε μια σιδερένια πλάκα στο πληγωμένο του γόνατο- ένας από τους Πτολεμαίους λεγόταν Λάθυρος (ο Φάβας) λόγω μιας ογκώδους κρεατοελιάς που του κοσμούσε το πρόσω πο. Σε άλλες εποχές τα ονόματα απηχούσαν αποδιδόμενες ιδιότητες: Νταραγιαβαχούς (Δαρείος) π.χ. σήμαινε Αλεξίκακος, Περιζάντα (Παρύσατις) Νεραϊδογεννημένη. Όλες
40 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
οι μυθολογίες αποτελούν ανεξάντλητα ορυχεία τέτοιων παραστατικών χαρακτηρισμών. Φτάνοντας στο Βυζάντιο, εμφανίζεται ενώπιον μας, φέρ' ειπείν, ο Τσιμισκής (αρμενικά=κοντός), ο Λάσκαρης (=δάσκαλος), ο Φελλός (=ψευδός) και ποικίλοι χρυσοφόροι Πωγωνάτοι, Κοπρώνυμοι, Τραυλοί, Μέθυσοι, Καλαφάτες, Μούρτζουφλοι, κυρίες με φλογερή ματιά (Καρβουνοψίνες) κ,λπ. Το φυσικό αρχείο τέτοιων καταχωρίσεων είναι βέβαια τα λεξικά, κυριολεκτικά «θησαυροί» λογοτεχνικών επινοήσεων. Ακολουθούν τα παραδοξολογικά κείμενα: οι ονειροκρίτες, τα χρονικά, οι βίοι αγίων, οι περιηγήσεις, τα ποικίλα απόκρυφα και, βέβαια, η Ιστορία. Αυτά τα μαθήματα παίρνω από την «ελληνικότητα» και τέτοια πάνω κάτω θέλω να μετα δώσω παρακάτω. Τα «μεγάλα αισθήματα, τα μεγάλα νοήματα» δε με αφορούν καθόλου. Χρησιμοποιώντας ένα στίχο του Μπόρχες, η Beatriz Sarlo υποστηρίζει ότι η Αργε ντινή, ένας εξ ορισμού τόπος των orillas («όχθη», «χείλος»), υπήρξε ο χώρος όπου εμφανίστηκε και αναπτύχθηκε το υβριδικό φαινόμενο «Μπόρχες». Οι orillas είναι το
U
τα «μεγάλα αισθήματα, τα μεγάλα νοήματα» δ εν μ ε αφ ορούν καθόλου
διάστημα όπου φιλοξενούνται ποικίλοι και ετερογενείς πολιτισμοί, γλώσσες και λο γοτεχνικά είδη. Η λογοτεχνία των orillas που προτείνει ο Μπόρχες δεν εγγράφει α πλώς τον (και εγγράφεται στον) υβριδικό χώρο μιας χώρας-σταυροδρομιού πολιτι σμών. Η ίδια αυτή λογοτεχνία είναι ένα υβριδικό κατασκεύασμα, αποτέλεσμα της πρόσμειξης ποικίλων ειδών λόγου και διάφορων λογοτεχνικών -κ α ι όχι μόνο- ει δών- ένα σταυροδρόμι αφηγήσεων που αιμομικτικά (ανα)παράγουν η μία την άλλη. Κυρίως, ο συγκρητιστικός λόγος του Μπόρχες είναι αποτέλεσμα της συνάντησης του φανταστικού με την ειρωνεία. Είναι ο συγκρητισμός ειδών, λόγων και πολιτι σμών ο Εωσφόρος στον οποίο έχετε βάλει και επισήμως πλώρη προσφάτως; - γιατί ανεπισήμως χρόνια τώρα τον έχετε θέσει ως Ιθάκη, θα μπορούσε ποτέ αυτός ο Εω σφόρος να είναι τελικά ο Αρχάγγελος που θα επούλωνε τον αιμορραγούντα λόγο πε ρί ελληνικότητας; Πράγματι, ο Εωσφόρος προς τον οποίο κινούμαι δεν απέχει πολύ από τις λάμψεις του συγκρητισμού, τόσο των λογοτεχνικών ειδών (στα ποιήματα και τα πεζά θα προσθέσω και τα «δοκίμια») όσο και των εθνικών ή διαγλωσσικών οριοθετήσεων. Ο πλανήτης των Ιδεών μπορεί να περιλαμβάνει κάλλιστα και υψηλή τεχνολογία, η οποία θα αποτελέσει τη μυθολογία του αύριο. Η «ελληνικότητα» δεν μπορεί παρά να είναι η ελληνική (γλωσ σικά και ιστορικά) εκδοχή μιας παγκόσμιας πλεύσης που δεν αφορά έθνη, φυλές, θρησκεύματα ή ιδιώματα αλλά το είδος μας σε σχέση με τον κόσμο που το περιβάλ λει. Όλοι συγκλίνουν σ' ένα γήινο ή ουράνιο ποταμό ή, πιο απλά, σε τεράστιες, πολυε θνικές μεγαλουπόλεις όπως είναι τα σούπερ μάρκετ που περιλαμβάνουν προϊόντα από πολλούς τόπους και πολλές εποχές. Φέτα, χαλούμι, παρμεζάνα, ένταμ, καμαμπέρ κ.λπ. Ένα υπέροχο σύνολο. Στα σύνολα κάλλιστα θάλλουν οι εθνικές ιδιαιτερότητες. Το είχε πει χρόνια τώρα ο Καβάφης: «Δεν είμαι Έλλην, ούτε φιλέλλην είμαι ελληνι κός». Όπως λέμε «παναθηναϊκός». Για όσους ελληνικότητα σημαίνει ευσέβεια, ορθοδοξία και δαιμόνιο της φυλής, εγώ εί μαι Ιάπων εντομολόγος.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 41
Έχοντας λάβει πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο για το Μουσείο των αριθμών, ποια εί ναι η γνώμη σας για τα Κρατικά Βραβεία και τα Βραβεία του διαβάζω·, Επιτελούν το σκοπό τους τα βραβευμένα βιβλία, γίνονται γνωστά σε ευρύτατο αναγνωστικό κοι νό, και ποια η σχέση τους -τηρουμένων των αναλογιών- με αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή άλλα διεθνή βραβεία; Πρέπει κάτι ν' αλλάξει, να βελτιωθεί κ.λπ.; Είμαι υπέρ των βραβείων αναφανδόν. Οι λόγοι είναι ποικίλοι. Πρώτον -είναι αυτονόη το-, τονώνουν το ηθικό του βραβευόμενου και τον δροσίζουν υλικά. Δεύτερον, κάνουν υπερήφανη τη μαμά τους και υπερήφανες μητέρες σημαίνουν καλύτερο αύριο. Τρίτον, μπορεί να μη διευρύνουν πάντα αισθητά το αναγνωστικό κοινό των συγκεκριμένων βι βλίων που βραβεύονται, αλλά τουλάχιστον επιβεβαιώνουν τις αισθητικές επιλογές και τον ενθουσιασμό των ήδη αναγνωστών τους, γεγονός το οποίο τους συσπειρώνει και τους τιμά. Με την έννοια αυτή, οι βραβεύσεις αποδίδονται συμβολικά στους συγγρα φείς ενώ ουσιαστικά οτους αναγνώοτες. Όπως το κύπελλο που παραλαμβάνει ο αρχη-
όταν βγήκε ο Μ πόρχες από το μυαλό μου άρχισα να καταλαβαίνω καλύτερα τη γλώσσα μου γός της ομάδας για λογαριαομό της κερκίδας. Τέταρτον, αποδεικνύουν ότι αθλητικοί όροι όπως το «Ευ αγωνίζεσθαι» όοο και το «Εδώ θα γίνει ο τάφος σας» είναι και στη λογοτεχνία εν ισχύι. Πέμπτον, είναι ένας πρώτης τάξεως τρόπος να φανεί το ποιόν, οι ικανότητες και οι αντιλήψεις των κρινόντων. «Κρίνε για να κριθείς». Ή, επίσης, κρίνε μήπως και διακριθείς. Τώρα, τα δικά μας βραβεία δε νομίζω ότι μπορούν να συσχετιστούν με τα ξένα αντί στοιχα, γιατί έχω την εντύπωση ότι ο Έλληνας αντιμετωπίζει πάντα με επιφύλαξη οτιδή ποτε προέρχεται από επιτροπές ή, γενικότερα, οτιδήποτε έχουν προκρίνει κάποιοι άλ λοι. Ο Έλληνας σέβεται μεν αλλά περίφρονεί ταυτόχρονα κάθε αυθεντία. Προτιμά τους αυτοδημιούργητους και, κατ' επέκταοη, θεωρεί αυτοδημιούργητους τους αυτοπροβαλλόμενους. Όπως φημολογείται ότι συμβαίνει με τους πολιτικούς, τους τραγουδιστές και τους αρχιτέκτονες, κάθε λαός εκτρέφει και τους συγγραφείς που του αξίζουν. Το τι αρέ σει στο τσιφτετέλειον πλήθος δε σημαίνει ότι καταργεί τις υπόλοιπες εκδοχές της α λήθειας. Άλλωοτε, σας θυμίζω την πρόσφατη απάντηοη γνωστού Άγγλου κριτικού ο ο ποίος είχε δημοσιεύσει έναν καταπέλτη κατά του «Χάρι Πότερ» και όταν ρωτήθηκε ει ρωνικά από δημοσιογράφο: «Μα είναι δυνατόν 30 εκατομμύρια άνθρωποι να κάνουν λάθος;» απάντησε απλά: «Ναι». Εν πάση περιπτώοει, ό,τι και να αλλάξει στις διαδικασίες ή στους θεσμούς -και είναι γεγονός ότι χρόνο με το χρόνο όλα τα καλά πηγαίνουν προς το καλύτερο- μου φαίνε ται πως η όλη ιστορία θα παραμείνει μια οχέση κλειστή έως επικίνδυνη - και για τα δύο μέρη. Μ<
* Η Ελένη Κεφάλα είναι υποψήφια διδάκτωρ Συγκριτικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ισπανικής Λογο τεχνίας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.
42 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Εκ βαθέζύν Συναντώντας τους δημιουργούς
SIG M U N D FREUD STEFAN ZW EIG
Αλληλογραφία
ΧΤΗΝ ΙΔΙΑ ΧΕΙΡΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ • • • •
•Προσωπικό ημερολόγιο J.CONRAD •.Τρεις συνομιλίες J. KEROUAC-A.GINSBERG-W.BURROUGHS -.Guy Deborg Γ.Ι.ΜΠΑΜΠΑΣΑΚΗΣ Ε. HEMINGW AY-W .FAULKNER- J.STEINBECK •Πέντε συνεντεύξεις -J.DOS PASSOS-H.MILLER
P R IN T A / Β Ι Β Λ Ι Α
Γ ΙΑ Π Α Ν Τ Α
ΛοιιΒάοδου 31-35. Αθήνα, Τηλ.: 210 6429409, Fax: 210 6411597
με νωπό μελάνι
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΝΕΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Ιστορίες καθημερινής μαγείας
Ύστερα από είκοσι σχεδόν χρόνια γόνιμης ενασχό
λησης με την ποίηση, ο Νίκος Δαββέτας καταθέτει την πρώτη πεζογραφική του δοκιμή: είκοσι δύο σύντομα διηγήματα, ιστο ρίες μιας ανάσας, που δεν ανατέμνουν την καθημερινότητά
μας, αλλά απλώς την καταγράφουν στην παραμικρή της λεπτο μέρεια, πραγματική ή φανταστική, με μια οφθαλμολάγνα όσο και ομφαλοσκοπική διάθεση σαρκαστικών και αυτοσαρκαστικών αποχρώσεων. Τα διηγήματα του Δαββέτα είναι οργανωμένα με μεγάλη ακρί βεια, στέκουν στα πόδια της πρόζας τους, αλλά διατηρούν από την ποίηση το στοιχείο της έκπληξης και της έντασης που προ κύπτει από τις απροσδόκητες και παράδοξες συνάψεις, θεματιΙστορίες μιας ανάσας αθηνα, κεδρος, 2002. ΣΕΛ. 168
κός πυρήνας όλων των διηγημάτων είναι οι σχέσεις των ανθρώπων, η υποκειμενική βίωση και η μυθοποίησή τους, έως και η φανταστική τους διάσταση. Έτσι ο ήρωας του διηγήματος «Ένα
βήμα μπροστά, δυο βήματα πίσω» παρατηρεί τις ακροβασίες του στη μαρκίζα αηό το α πέναντι άδειο διαμέρισμα· η παρουσία της μικρής Τσιγγάνας στο «Κυριακή και εξοδού χος» παραμένει υπό αμφισβήτηση- και στο «Σπίτια ερμητικά κλειστά», το εγκαταλειμμέ νο και αμπαρωμένο σπίτι γιορτάζει μονίμως, με τεθνεώτες προσκεκλημένους. Το φα νταστικό όμως αποτελεί μία μόνο από τις συνιστώσες της συλλογής, η οποία επικεντρώ νεται στην καλυμμένη πρωτοτυπία της καθημερινότητας, καθώς οι άνθρωποι αγαπιού νται, χωρίζουν, μένουν μόνοι, πληρώνουν την προσωρινή τους συντροφιά ή τη φαντάζο νται και κυρίως θυμούνται το παρελθόν και σκηνοθετούν το παρόν τους. Το υποκείμενο της πρωτοπρόσωπης σε όλα τα διηγήματα αφήγησης είναι γένους αρσε-
διηγήματα πνευματώδη και ευρηματικά, που παίζουν μ ε τις λ έξ ε ις νικού, με εξαίρεση το «Άστυ», όπου ο άντρας αφηγητής μετατρέπεται σε αποδέκτη της αφήγησης. Στα υπόλοιπα διηγήματα, ένας άντρας ανακαλεί στιγμιότυπα από το πρόσφα το ή απώτατο παρελθόν του, που εστιάζουν στο σώμα, το δικό του και του Άλλου, στην ερωτική σύζευξη, τη φαντασίωσή της, την κατάργηση και το ίχνος της στη ζωή του. Άντρας ο αφηγητής, γυναίκα πάντα το αντικείμενο της ιστορίας του: οπτασίες και ορά ματα κουρασμένης ψυχής, νεανικοί έρωτες, αλλοδαπές και ντόπιες πόρνες, σύζυγοι με τά ή άνευ τέκνων, θηλυκές μορφές της παιδικής ηλικίας, Τσιγγάνες, γυναίκες άγνωστες που περπατούν στους δρόμους. Ο αφηγητής αναμοχλεύει τις αναμνήσεις του, καθαρί ζει τα περιγράμματά τους, τις επιχρωματίζει. Η γυναικεία παρουσία, το γυναικείο κορμί ενεργοποιεί κάθε φορά τη μνήμη, επαναφέρει την ένταση των αισθήσεων, επανασυνδέ ει τον άντρα με το βαθύτερο κομμάτι της ύπαρξής του. Σημασία δεν έχει πόσο έχει χα-
44 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ρεί το γυναικείο αυτό κορμί, ούτε η πίκρα που ενδεχομένως του προκάλεσε, η οικειό τητα που εξέλιπε στην πορεία ή που δεν υπήρξε ποτέ. Σημασία έχει η γυναικεία μορφή αφεαυτή, η γυναίκα ως το άλλο μισό, επιθυμητό μαζί και άγνωστο, του άντρα, η γυναί κα ως ιδέα που ενσαρκώνεται κατά περίπτωση και κατά παράβαση των στερεοτυπικών σχημάτων. Ο αναγνώστης περιηγείται σε μια έκθεση γυναικείων πορτρέτων που τελικά αποκαλύ πτουν περισσότερο τη μορφή του ζωγράφου παρά των μοντέλων του. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί εντούτοις τη ζωντάνια των γραμμών και του χρώματος, το βάθος της προο πτικής τους. Οι εικόνες των γυναικών είναι ζωγραφισμένες μονοκοντυλιά, με μια ανάσα, κοιτάζουν κατάματα τον άλλο και διατηρούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους.
Ακόμα και όταν τα μυστικά αυτά αποκαλύπτονται και ανατρέπουν το σκηνικό, στο τέλος, συνήθως, οι γυναικείες μορφές δε φωτίζονται περισσότερο, το βλέμμα τους παραμένει
συλλογή διηγημάτων που προστίθεται στα συν της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής απροσπέλαστο. Η κοπέλα με τα μαύρα γυαλιά που είχε βασανιστεί στη δικτατορία, η Γε ωργιανή στριπτιζέζ-αρχαιολόγος που απλώνει τα «μαυροπούλια» της στην ταράτσα, η Γκρέτα με το ξανθό χνούδι και το ξαφρισμένο πορτοφόλι στην τσέπη της, οι μικρές φοι τήτριες του διπλανού διαμερίσματος, η Σόνια με τις φωτογραφίες της, η μικρή Κινέζα που ακολουθεί τον πατέρα της είναι μορφές ζωντανές όσο και αδιαφανείς, ακατανόη τες ίσως, σίγουρα νύκτιες, ποικιλοτρόπως συνδεδεμένες όλες με το σκοτάδι κυριολε κτικά και μεταφορικά. Περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη δουλειά τους, στο σκοτεινό θάλα μο όπου εμφανίζουν τις φωτογραφίες τους, στο θάνατο από όπου ανασύρονται- ζόφος των βασανιστηρίων, άβυσσος του μίσους ή της απάθειας και της αθλιότητας. Αυτό το σκοτάδι έλκει ακατανίκητα τον ήρωα και παράλληλα τον καταστρέφει, τον κα θιστά διαφανή και αναδεικνύει τις φοβίες, τις ανασφάλειές του, μεγεθύνει τις ανεπάρκειές του, παραμορφώνει το είδωλό του στους πολλαπλούς καθρέφτες του κειμένου πραγματικούς και κειμενικούς. Σαγηνευμένος, μαγεμένος από τη θηλυκή παρουσία, την ακολουθεί ακόμα και ως την άβυσσο. Συντονίζει το βήμα του με το δικό της και χάνει το δρόμο και τον εαυτό του. Και τη μέμφεται την ίδια στιγμή που την αναπολεί, διατηρεί ζωντανή την παρουσία της, την ενσωματώνει στο ζωτικό του χώρο, της επι τρέπει να τον τροποποιεί, καταργώντας τα όρια της πραγματικότητας. Είναι όμως αξιο θαύμαστη η κομψότητα με την οποία την ψέγει, τη συγκεκριμένη κάθε φορά γυναίκα και μαζί το γυναικείο φύλο στο σύνολό του, μια κομψότητα εν πολλοίς οφειλόμενη στον αυτοσαρκασμό αφενός και την καρτερική αποδοχή της νομοτέλειας των πραγμά των αφετέρου. Υπό τη σκέπη λαβάρων που ανεμίζουν στη νεότητα του ήρωα στη διάρκεια της μεταδικτατορικής νεοελληνικής κοινωνίας, τα διηγήματα του Δαββέτα, πνευματώδη και ευρη ματικά, παίζουν με τις λέξεις ακόμα και στους τίτλους τους. Ο κάθε τίτλος είναι επιλεγ μένος με μεγάλη προσοχή και παραπέμπει στο λενινισμό και στα συγγράμματά του («Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω» και «Η Τρίτη Διεθνής»), σε εμβατήρια («Η Ελλά δα ποτέ δεν πεθαίνει») και παραμύθια («0 καθρέφτης της ομορφιάς»), σε ταινίες («Σπί τια ερμητικά κλειστά»). Σύντομα όσο και ουσιαστικά, ευφάνταστα και πολυδουλεμένα για να επιτύχουν τη λάμψη του ύφους τους, τα διηγήματα του Δαββέτα στο σύνολό τους αποτελούν ένα συν στη σύγχρονη πεζογραφική παραγωγή, τιτικα δημητρουλια
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 45
Δ εσμοί αίματος, συμπλέγματα φ ρ ίκ ης
Η Σ κύλα κ α ι το κου τά βι: ενδεικτικός ο τίτλος
για μία ακραία, σκληρή, αδιανόητα βίαιη σχέση μητέρας και κό ρης. Μια μητέρα αλλόφρων, αδίστακτη, τρεκλίζοντας ανάμεσα στην παράνοια και τη μοχθηρία. Μια κόρη άβουλη και αφελής στα όρια της νοητικής υστέρησης, αλλά επίσης με ακόρεστη, διεστραμμένη σεξουαλικότητα και ένα αρρωστημένο αίσθημα ε νοχής και εγκλωβισμού. Το άνοιγμα της ιστορίας, αν μη τι άλλο, είναι εντυπωσιακό. Η πρώτη σελίδα, απόκομμα από γυναικολογική εγκυκλοπαίδεια για τις παρενέργειες του αντισυλληπτικού χαπιού, υπαινίσσεται μόνο ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, μια ανεπιθύμητη γέννηση, ένα ανεπιΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
θύμητο παιδί. Δεν είναι όμως μόνο αυτό που δηλητηριάζει το
Η σ κ ύ λ α κ α ι το κου τάβ ι
φανταχτερό και κορεσμένο από υλικές απολαύσεις κόσμο της Νάντιας Παλαιολόγου, κεντρικής ηρωίδας στο καινούριο μυθι
αθηνα, καςτανιωτης, 2002. ΣΕΛ. 360
στόρημα του Μιχάλη Μιχαηλίδη. Ύστερα από σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων ήδη από την εφηβική της ηλικία, η Νάντια διέγραψε πορεία που μόνο στην ολοκληρωτική παρακμή την κατεύθυνε. Κάθε βήμα της τη βουλιάζει περισσότερο στην α πεχθή πλευρά της ευμάρειας και των νεοπλουτίστικων ηθών. Όμως αυτό δε συμβαίνει μόνο με εκείνη. Απλώς εκείνη πρωταγωνιστεί σε μια ενορχηστρωμένη φθορά από την ο ποία κανείς δε μένει αλώβητος και προπαντός η κόρη της, η προσωποποίηση της έννοι ας του θύματος. Η Νάντια δεν κουβαλά για πολύ μόνη της το βάρος της παραφροσύνης και των μαζοχιστικών σεξουαλικών προτιμήσεων. Με δολιότητα μεταγγίζει στη Μαρίνα, την κόρη της, τους κακούς τρόπους της σε όλα τα πεδία. Την πλάθει καθ’ ομοίωση μέχρι να αποκτήσει τον τέλειο, πιστό της και πειθαρχημένο κλώνο. Ακόμη κι αν νιώθει κάπως άβολα η νεαρή Μαρίνα με την ιδιότυπη, υποβολιμαία αλλά δραστική διδασκαλία, η αντίρ ρησή της δεν αρθρώνεται ποτέ πειστικά. Η όποια παρέκκλισή της από τις μητρικές υπο δείξεις αφορά το δρόμο που επιλέγει για να βυθιστεί στη διαστροφή. Όταν πια συνειδη τοποιεί την παγίδευσή της δραπετεύει αυτοκαταστροφικά στην τρέλα. Γύρω από αυτό το δίδυμο ο Μ. Μιχαηλίδης περιστρέφει πλήθος προσώπων της μεγα λοαστικής κυρίως τάξης, που ανεξαιρέτως φέρουν σημάδια σοβαρών ψυχολογικών α σθενειών αλλά συχνά και σωματικών δυσμορφιών, χυδαιότητας, ανηθικότητας, σκαιότητας, αναλγησίας, αθεράπευτης ανίας, τρομακτικής μοναξιάς, αφειδώλευτης κακεντρέχειας και απροκάλυπτης αποτυχίας. Η πηγή του κακού είναι αστείρευτη και μολύ νει τους πάντες. Οι άνθρωποι απογυμνώνονται από κάθε εξωραϊστικό στοιχείο και φω τογραφίζονται τρομακτικά αδειασμένοι, κατάσαρκα «χαλασμένοι». Σ’ αυτό συμβάλλει σημαντικά η εμμονή του Μ. Μιχαηλίδη σε βδελυρές λεπτομέρειες ιατρικής φύσεως. Η ατελεύτητη αλυσίδα βαρβαρότητας κορυφώνεται μ ’ ένα υπέροχο ως σύλληψη τέλος, άσπλαχνα κυνικό. Γιατί όμως τόσος φόρτος; Σε καμία περίπτωση δεν ψέγουμε την προσπάθεια του Μ. Μιχαηλίδη να σκηνοθετήσει τους ήρωές του, το περιβάλλον τους, να σκιαγραφήσει σε όλο τους το εύρος την τρέλα, την κακία, τη διαστροφή, προσπάθεια που φέρει ως α ποτέλεσμα ένα πολύ σωστά και με ακρίβεια ρυθμισμένο μυθιστόρημα, από τα καλύτε ρα δείγματα σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και μοντέρνας γραφής. Η απορία αφο ρά την υπερφόρτωση του βιβλίου με αλλεπάλληλα μοτίβα αδυσώπητης βίας, ψυχολογι κής κυρίως αλλά συχνότατα και σωματικής, και ευφάνταστων σεξουαλικών παιχνιδιών ως μοναδικά μέσα αποτύπωσης και χλευασμού σύγχρονων, νοσηρών φαινομένων. Όμως η νοσηρότητα σε όλες της τις εκφάνσεις έχει ποτίσει το βιβλίο σε τέτοιο βαθμό,
46 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
που γεγονότα και πρόσωπα φαντάζουν ξένα. Η φθορά διαρρέει ταχέως και διαβρώνει τα πάντα- μια αναπότρεπτη κατάρα. Ακόμα και το νεογέννητο φέρει σημάδια αποτρό παιης παραμόρφωσης, οι δε ηλικιωμένοι περιγράφονται φρικιαστικά αποκρουστικοί. Η πεισματικά μονόπλευρη θέαση της πραγματικότητας, η επικέντρωση στην αρρωστημένη πλευρά της, η οποία ωστόσο παρουσιάζεται διογκωμένη και διαστρεβλωμένη, κου ράζει τα μέσα του Μ. Μιχαηλίδη και κάποτε η ευρηματικότητά του εξαντλείται. Δύο εί ναι τα προσφιλή του μέσα (χαίρουν ευρείας εκτιμήσεως από το σύνολο σχεδόν των νε ότερων πεζογράφων): ο ανελέητος κυνισμός και ο σαρκασμός. Οπλισμένος με αυτά, ο
υπερβολή στην υπερβολή, ο συγγρ αφ έα ς χ τίζε ι ένα συμπαγέστατο, αναπόδραστο εφ ιά λ τη συγγραφέας καταρρακώνει ανεπανόρθωτα τους ήρωές του, αν και πολλές φορές η ευφυής χρήση τους αποκαλύπτει την αδιαφιλονίκητη δεξιοτεχνία του. Τα πρόσωπα μοιάζουν με καρικατούρες εκκρεμείς και εύθρυπτες σ’ ένα απόλυτα δικό τους σύμπαν. Κι αυτό μπορεί εν μέρει να ελκύει, αλλά δεν αγγίζει σε βάθος. Οπωσδή ποτε δεν πρόκειται για βιβλίο που αρκείται στο φευγαλέο εντυπωσιασμό. Είναι πολύ πιο φιλόδοξο. Γι' αυτό και ο συγγραφέας επιμένει τόσο και κερδίζει τα περισσότερα α πό τα στοιχήματα που θέτει. Είναι στενόχωρο όμως ότι στο μυθιστόρημα το ακραίο συγχέεται κάποτε με το καλογραμμένο. Διότι ο Μ. Μιχαηλίδης γνωρίζει σαφώς τα της γραφής και φαίνεται ότι δεν έχει ανάγκη τη συσσώρευση ακροτήτων για να στηρίξει τη φρίκη που πασχίζει να μεταδώσει στον αναγνώστη του. Όταν οι εικόνες αποτροπια σμού και βαναυσότητας κάπως υποχωρούν και όταν ο ασυγκράτητος σαρκασμός μαλα κώνει σε ειρωνεία, αναδύονται πλούσιες οι αφηγηματικές δυνατότητες. Το κραυγαλέο δεν μπορεί παρά να καθηλώσει. Οι υποβλητικές σκηνές αγριότητας δεν μπορεί παρά να προκαλέσουν. Ίσως ο συγγραφέας να φοβάται πως την πώρωση και την αναισθησία μας μόνο ένα ισχυρό σοκ δύναται να θεραπεύσει. Πιθανότατα να μην είναι καν αυτή η πρόθεσή του. Υπερβολή στην υπερβολή, χτίζει ένα συμπαγέστατο, α ναπόδραστο εφιάλτη,
λιν ά πανταλεων
Παραμύθια για όλη την οικ< γένεια
Το μυθιστόρημα Εγώ Ζωή θα σε φωνάζω α
ποτελεί την πρώτη λογοτεχνική εμφάνιση της Ιωάν νας Τόμπρου (γενν. 1953, Κόρινθος). Μια ακόμα συγγραφέας που μας πηγαίνει πίσω στο χρόνο, στη δεκαετία του ’50, για να περιγράφει τα πάθη μιας πολυπρόσωπης οικογένειας σε επαρχιακή πό λη, πιθανότατα τη γενέθλιά της. Πλαίσιο της ιστο ρίας της, η μεταπολεμική Ελλάδα αλλά και τα χρό νια πριν και μετά, ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλ λον μέσα στο οποίο οι ενδοοικογενειακοί τριγμοί διογκώνονταν και ηχούσαν ανησυχητικοί. Τα γεγο IOANNA ΤΟΜΠΡΟΥ
νότα της εποχής, οπωσδήποτε παρόντα, δηλώνο
Εγώ Ζωή θα σε φωνάζω
νται, ωστόσο, μόνο παρεμπιπτόντως, καθώς το βά
ΑΘΗΝΑ, ΕΣΤΙΑ, 2002. ΣΕΛ. 252
ρος πέφτει στις περιπέτειες των προγόνων.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 47
Παρ’ όλο το πλήθος των προσώπων που περνάει από τις σελίδες του βιβλίου, η I. Τόμπρου φωτίζει τρεις κυρίως χαρακτήρες, τις δίδυμες αδερφές Φανή και Αριστέα και την παραμάνα τους Ζωή, που χαϊδευτικά αποκαλούν Ζωγούλα. Δοτική, εύχαρις, στορ γική, η Ζωγούλα αποτελεί υποδειγματικό αναπλήρωμα της ελλειμματικής μητρικής πα ρουσίας. Η μητέρα, έχοντας αφιερώσει όλες της τις φροντίδες οτο φιλάσθενο γιο της, παραμελεί τόσο τις δύο κόρες της όσο και τον εαυτό της. Η φιγούρα της χάνεται μέσα στο πολυάνθρωπο οικογενειακό περιβάλλον. Η I. Τόμπρου μάς μεταφέρει με ενάργεια τα πρώτα βήματα των δύο κοριτσιών, την αρχικά αμήχανη προσπάθειά τους να ενταχθούν στο δαιδαλώδες οικογενειακό δέντρο, αποδίδει χαλαρές καθημερινές στιγμές, ενώ εμβόλιμα στην αφήγηση παρατίθενται πολλά παραμύ θια που διηγείται κάθε βράδυ στις δίδυμες η Ζωγούλα. Η τελευταία που γνώρισε όλα τα πρόσωπα της οικογένειας έχει πολλά να θυμηθεί και τα παιδιά αντλούν άπληστα από το
μυθιστόρημα μ ε ζωντανή, μεστή γραφή και σφ ιχτοδεμένη πλοκή θησαυρό της. Γνωρίζουν συγγενικούς τους ανθρώπους, μαθαίνουν ιστορίες αποσιωπημένες, αφουγκράζονται θρύλους τρομακτικούς αλλά και παραμυθητικούς, ψηλαφούν εντέλει το παρελθόν του σπιτιού τους. Η συγγραφέας μάς παρουσιάζει την ιστορία με αποσπα σματικές εικόνες που με την αναπαράστασή τους αυτόματα χάνονται από τα μάτια μας, κα θώς τις διαδέχονται άλλες. Αυτή η χαλαρή δομή δίνει συχνά την εντύπωση ενός νωχελικού, νοσταλγικού φυλλομετρήματος οικογενειακού φωτογραφικού λευκώματος. Με σπαράγματα, λοιπόν, αληθινών γεγονότων και θρύλων που κυκλώνουν την οικογέ νεια σχηματοποιεί η I. Τόμπρου το μυθιστόρημά της. Κεντρικό ρόλο στην αφήγηση έ χουν επίσης τα όνειρα ή οι εφιάλτες που βασανίζουν, πέρα από τις τρεις πρωταγωνί στριες, όλα τα πρόσωπα του βιβλίου. Η συγγραφέας εκμεταλλεύεται αφηγηματικά τα ενύπνια κατά τρόπο συνήθη. Τα παρουσιάζει δηλαδή σαν καλούς ή κακούς οιωνούς που βραχυπρόθεσμα επαληθεύονται, καθώς και σαν ευκαιρία να ελευθερωθεί (ή να πλημμυρίσει) η ψυχή από τους μύχιους φόβους και τις ανησυχίες της. Ορισμένες περι γραφές ονείρων ανήκουν στις πολύ καλές στιγμές της συγγραφέως, όπως και κάποια από τα παραμύθια. Πρόκειται ίσως για τα πιο ελκυστικά μέρη του βιβλίου καθώς συν δυάζουν όμορφη, ζωντανή, μεστή γραφή με σφιχτοδεμένη πλοκή. Η σημαντικότερη αρετή του βιβλίου εντοπίζεται στη γλώσσα. Εμφανώς δουλεμένη, έ χει ρυθμό, κάποιες φορές παρουσιάζεται επιτηδευμένη, αλλά οπωσδήποτε αποπνέει μουσικότητα, ιδιαίτερα ευεργετική για την αφήγηση. Οι λέξεις φανερώνουν επιμελή ε πιλογή, ενώ διακρίνονται από ένα παλαιικό χρώμα, ώστε να μας μεταφέρουν το κλίμα αλλοτινών καιρών. Αυτός ο λόγος, ωστόσο, ο τόσο φροντισμένος, που κυλάει αβίαστα και κάποτε συναρπάζει, γεννάει την υποψία πως κάπου γοήτευσε επικίνδυνα και την ί δια τη συγγραφέα. Με άλλα λόγια, ενώ είναι προφανής η αφηγηματική της δεξιοτεχνία, συχνά αυτή αναιρείται από αναίτιους πλατειασμούς. Η I. Τόμπρου φαίνεται όμως ότι δεν έχει δουλέψει ανάλογα πάνω στον ίδιο το μύθο. Οι ψηφίδες κοινών οικογενειακών δραμάτων με τις οποίες επιχείρησε να συνθέσει την ιστορία της αποδείχτηκαν κάποιες φορές ανεπαρκείς για να στηρίξουν το μυθιστόρημα στο σύνολό του. Εκείνο που κρατάμε από το βιβλίο της I. Τόμπρου είναι η δύναμη και η αποτελεσματι κότατα του γλωσσικού της οργάνου, η ποικιλία και ο πλούτος των εκφραστικών της τρόπων που προοιωνίζονται μια ωριμότερη συνέχεια,
48 ΔΙΑΒΑΖΩ
λιν ά πανταλεων
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΠΟΙΗΣΗ
Το ρευστό τοπίο του έρωτα
Στο Δεύτερο σώμα του Ανδρέα Φλουράκη το (δεύτε
ρο) σώμα είναι αυτό που λείπει. Μόνο ένας εγκέφαλος διάνοι ας και μνήμης, το κεφάλι, κεκλιμένο, λιπόθυμο, παρακμιακό, σχεδόν αναίσθητο, αριοτοκρατικά αρρενωπό, υπάρχει στο ε ξώφυλλο του βιβλίου για να δηλώνει την απώλεια του σώμα τος, εκπροσωπώντας το συμβολικό μέρος της έκφρασης. Ποιήματα βινιέτες καλύπτουν τις σελίδες του μεταφέροντας μέσω της γραφής την εμπειρία λευκώματος με εικόνες ανα γεννησιακής καλαισθησίας. Ο ποιητής συνοψίζει με ελάχιστα μέσα και αφαιρετικό λεξιλόγιο την πάλη του με το θηλυκό στοιχείο της οικογενειακής και ερωτικής του προϊστορίας. Το μητρικό, προ-μητρικό, επιτακτικό και επιθυμητό αυτό θηλυκό Δεύτερο σ ώ μ α αθηνα, ανατολικός, 2002. ςελ. so
καθορίζει, καταβροχθίζει και δημιουργεί τον κόσμο καθώς τα όνειρα του αρσενικού καταγράφονται γι' αυτό. Πρόκειται για παρουσία απειλητική, παρόμοια με αυτή της γλώσσας που α
παιτεί προσφορές και θυσίες, μαρτυρά την αλήθεια, ζητάει φωνές για βορά, προκαλεί θηριωδίες. Ακόμα κι αν λείπει, υπάρχει πάντα εκεί που γράφουμε, με τον πόνο της α πώλειας και την υπόσχεση της λήθης. Αντιμέτωπο με ένα σώμα κειμένου το συμβολικό σώμα της ανθρώπινης υπόστασης του ποιητή περιβάλλεται από έναν ασταθή και ασύναπτο, ελαττωματικά κλεισμένο χώ ρο: υγρό ή ανάποδα ουράνιο, πάντως ασφυκτικά μικρό χώρο ελάχιστου δωματίου. Ένας τρόπος αναπαράστασης του σώματος είναι η διαγραφή του εντός ή πέραν του χώρου αυτού με τη συνδρομή της σημειωτικής όρασης και τον αποκλεισμό εξωγενών οπτικών. Η όραση αυτή είναι προ-οιδιπόδεια και διασπαστική. Συλλαμβάνεται από τις αισθήσεις, τις φωνές και τους ήχους πριν με απόγνωση η αυτοδυναμία του νέου σώ ματος ολοκληρωθεί. Στη συμβολική αναπαράσταση του σώματος, μέσω αφής, ακοής και γεύσης, παρεμβάλλονται πάντα μνήμες ανέκφραστες ή μεταφορικά εκφρασμένες της συνέχειάς του από το σώμα της μητέρας. Αυτές οι μνήμες φέρουν το τραύμα της αποκοπής από το μητρικό σώμα αλλά και την ηδονή της ανάμνησης της ένωσής του με αυτό. Το τραύμα βιώνεται σαν έλλειψη και α πώλεια και η επούλωσή του πραγματοποιείται με την ερωτική συνάντηση, τη μεταφυσι κή εμπειρία ένωσης με το θείο ή ακόμη και με τη γνωριμία του θανάτου. Εκεί κατα φεύγει το σώμα με τη διπλή του υπόσταση, του πόνου και της ηδονής, για τον απο κλεισμό ή την αποτροπή της μοναξιάς. Η ένωση με την αρχέτυπη γυναικεία μορφή ε πέρχεται με το φόβο. Έτσι το σώμα δεν παρατηρείται μόνο αλλά και παρατηρεί μέσω αισθήσεων άλλων από την όραση. Στα κενά που του αφήνει ο διαχωρισμός από την πρώτη γυναίκα παράγει γραφή: Απομονωμένος σε χρόνο γραμμών/Χοροπηδάς στις σειρές, πρόσωπα φτιάχνεις/ανασαίνεις σε χαρτιά/Στο τέλος την ζήτησες πίσω, ήταν αργά/Καθένας ερμητικά στον κόσμο του/Αυτή μαζί σου η μόνη, κι εσύ εδώ/Μ αθαίνεις κάπως να ζεις/στον πεταμένο χρόνο των γραμμών. Το σώμα έχει μια κρυφή ζωή και διαθέτει ιδιότητες βαρβαρότητας. Παίζοντας με το
περιθώριο, την ανατροπή και τη διαφωνία προσπαθεί να αποδώσει τις αισθήσεις, να ρίξει μια ματιά ιλίγγου στο χάος, να συλλάβει την οριακότητά του: στην ακραία στιγμή
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 49
της ένωσης δεν είναι ούτε εξωτερικό ούτε εσωτερικό, ούτε γνωστό ούτε άγνωστο. Το σώμα είναι αυτό που δε λέγεται, είναι το παρόν που διαφαίνεται στα κενά του λόγου: Και τι κοπάδια πουλιά/πολιορκούν και σβήνουνε./Κι έκρυψα και δεν έκρυψα τον πανι κό επάνω της.
Η σχηματική υπόσταση του χρόνου είναι πάντως αυτή που, παρ’ όλες τις μεταλλάξεις της, διασώζει τη συμβολική υπόσταση του οώματος της γραφής. Ο χρόνος αυτός απο δίδεται ως χαμένος και ξανακερδισμένος, εγκάρσιος και κάθετα διακοπτόμενος. Στην ενότητα που αντιστοιχεί στο χαμένο χρόνο, η αμφίβολη, αμαρτωλή σχέση με τη μητρι κή γλώσσα έχει ολοκληρωθεί όταν εμφανίζεται το φάντασμα του πατέρα. Τώρα πια η κατάκτηση της πατρικής γλώσσας είναι δυσχερής, όχι γιατί δεν υπάρχουν οι τρόποι να
ποίηση στην οποία το σώμα έ χ ε ι μια κρυφή ζωή και δ ια θ έτει ιδιότητες βαρβαρότητας γράψει κανείς, δηλαδή να μιλήσει συμβολικά, αλλά γιατί δε θέλει να το κάνει στη γρα φή αφού δεν το έκανε στην εμπειρία. Αυτό το σαββατοκύριακο ψάχνεις για να τον συ ναντήσεις ξανά./Αλλά το ξέρεις, αυτοί/δε σημειώνονται σε χάρτες/δε στρώνουν σχέ σεις σε χαρτιά.
Η προκατακλυσμιαία σχέση των φύλων και γενεών εκ νέου αναπαρίσταται με κοινό στοιχείο το φόβο. Εκείνη φοβάται την ίδια της την εσωτερική φύση, εκείνος φροντίζει να της την κρύβει. Εκείνη φοβάται το λυρισμό της, εκείνος τον επιθυμεί, τον περιποιεί ται, «κήδεται» όταν αυτή φεύγει. Αλλά και τον κρατά καλά κρυμμένο από τον ίδιο του τον εαυτό, όταν πρέπει να εκφραστεί. Η αρσενική φροντίδα και η θηλυκή γαλήνη αντιπαρατίθενται και αντιπαλεύουν εντός του κλειστού διαρκώς μεταστοιχειούμενου χώ ρου της γραφής. Από αυτόν ξεκινούν οι δρόμοι των αποχωρήσεων των αγαπημένων προσώπων και εκεί λαμβάνει χώρα επινοητικά το συμβολικό δείπνο της οικογένειας, ένα αποκρυφιστικό «μυστικό» δείπνο βοράς του σώματος και του αίματος του ποιητι κού προσώπου. Το σώμα διαμελίζεται αλχημιστικά και απλώνονται τα κομμάτια του στα πρόσωπα των σελίδων: Κι έπαιρναν απ' το σώμα μου ένα κομμάτι/σε σημασία ανάλογο/με την αξία του καθενός τους στη ζωή μου. Η διεκδίκηση αυτή της επιστρο
φής στη διάσπαση ολοκληρώνει τον κύκλο της λογοτεχνικής σύλληψής του, μνημονικής, ισχυρά οργισμένης και ερωτικής. Ο έρωτας, σαρκικός και οδυνηρά αποσπασματικός, γίνεται επικίνδυνο παιχνίδι στο χρόνο που ολοκληρώνει την αφήγησή του με γνωριμία, επαφή και χωρισμό. Ο τόπος του έρωτα φαίνεται έδαφος ασταθές. Το συνδέουν αντιθετικές δυνάμεις με την αρχή του. Από την αρχή εγκλείεται μέσα του η συνείδηση του τέλους, κι ο «έρωτας» αρχίζει με την επίγνωση της ολοκλήρωσής του. Το όριο που έβαλε να ζήσει τελικά ο ποιητής προσδιορίζεται από την οδυνηρή απόφαση να περιοριστεί στην ανδρική περιοχή, ε κτός θερμότητας υγρού, ενώ το βράδυ επανέρχονται όλα τα θηλυκά φαντάσματα, η μεγάλη αφήγηση του θανάτου του πρωτογενούς θηλυκού και του τραγουδιού του. Λυ ρικά και οδυνηρά ειρωνικό, το τραγούδι της γραφής ανατρέπει τα όρια ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς, το μοιρολόγι και το ρόχθο. Διαπνεόμενη η αίσθηση του χωρισμού με αυτή της ελευθερίας του θανάτου δημιουρ γεί τις ισχυρότερες στιγμές του βίου, άλλοτε νεορεαλιστικά σκληρές, άλλοτε υπόγεια πολιτικές, πάντως επίμονα ερωτικές. Το άλλο σώμα που ταπεινά και κάποτε διχαστικά ταυτίζεται με το ίδιο το σώμα του ποιητή αυτοδυναμείται αποσπασματικό, γιατί μόνο έ
50 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
τσι μπορεί η γλώσσα να αποκτήσει υπόσταση μέσα στον ποιητικό λόγο: Και δε θυμάμαι/τα λόγια σου/Τα ξαναφτιάχνω συνεχώς/Τα κάνω ξένα. Στην πυκνή από βλάστηση
περιοχή του λογοτεχνικού λόγου, ο ποιητής συγκεντρώνει τα λάφυρα του σώματος, κειμενικού και φυσικού, τα συντηρεί και τα φροντίζει, καταγράφει την ιστορία τους και περιγράφει τα χαμένα τους μέρη: θα είσαι πάντα ε δ ώ /θ α σου φέρνω τροφή και νερ ό /θ α αναπνέεις ξαπλωμένη/θα μυρίζω το σκοτάδι σ ου/θα του τάζω το φως/Συνθή κη επιβίωσης/ακόμα εγώ.
Ακριβώς η διάλυση και η σύληση, το χάλασμα των κειμενικών σωμάτων αποτελεί το μεγάλο δώρο που πρόσφεραν στη γραφή του Φλουράκη τα πολύμορφα, πολυσήμαντα και διαρκώς μνημονευόμενα σώματα. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο ρόλος της ποιητικής γλώσσας, η ανασύνταξη των πλέον συγκινητικά εκτρωματικών κομματιών της προσωπι κής εμπειρίας, ελιςαβετ αρςενιου
«The thing I am.»
Ουίλιαμ Σέξηιρ Εμμένοντας στα διδάγματα too Pound
«Το κέρδος είναι η πολιτικότητα της θηλυ
κότητας» (από το βιβλίο, ο. 92).
Μπορούμε άραγε να μεταφράζουμε-μεταγράφουμε-παραφράζουμε από τα κινέζικα και τα γιαπωνέ ζικα, χωρίς να γνωρίζουμε τουλάχιστον καλώς κα μία απ' αυτές τις δύο ασιατικές γλώσσες; Μπορού με δηλαδή να επινοούμε μία μεταφραστική εκδοχή όπως ενίοτε επινοούμε μνήμες; Μπορεί να γρα φτεί ένα μείζον τελεολογικό μανιφέστο σε στίχους, όπου το ποιητικό εγώ θα παραμένει διαρκώς θαμ μένο κάτω από αλλεπάλληλες προσχώσεις παρα ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΡΟΖΑΝΗΣ
θεμάτων από έργα τρίτων, αποσπασμάτων, παρα
Ezra Pound, ένας νεωτερικός Οδυσσέας
πομπών σε νεκρές γλώσσες και άλλων διακειμενι κών ή υπερκειμενικών τύπων; Είναι δυνατόν ο ποι-
ΑΘΗΝΑ, ΡΟΕΣ-ΔΟΚΙΜΙΑ, 2002. ΣΕΛ. 144 Πτής, 000 ρηξικέλευθος Κι3ΐ διορατικός κι αν είναι, να αναχθεί στις «πηγές της καθαρής ύπαρξης» των προσφιλών, προγονικών του κειμένων κι «εκεί να επιτελέσει το έργο του, μια βαθιά (δηλαδή) και αποφασιστική μεταμόρφωση στις ρίζες;» (ο. 17). Μπορεί το «έξωθεν»
του συγκινησιακού τοπίου να παραγάγει το «έσωθεν» της απόλυτης αισθητικής εμπει ρίας, χωρίς ουσιαστικές υφολογικές απώλειες; Είναι οι ιδέες, εντέλει, ως θεματολογικό φορτίο, περιττές για τις καθαρές ποιητικές καταθέσεις; 0 Ezra Pound φαίνεται να διατείνεται με το παράδειγμα των επιβλητικών, αλλά μάλλον δυσεξιχνίαστων για το ευρύ αναγνωστικό κοινό Cantos του ότι αν όλα τα παραπάνω δεν είναι ακριβώς εφικτά, ανήκουν εντούτοις στη σφαίρα των τολμηρών, σχεδόν μά ταιων αλλά ιδιαζόντως συναρπαστικών επιδιώξεων του ποιητή που σέβεται την απο στολή του. 0 ποιητής και δοκιμιογράφος Στέφανος Ροζάνης (1942), που μελετά διε ξοδικά το έργο του Pound τα τελευταία τριάντα χρόνια, ανήκει στους θεωρητικούς ε κείνους που υπερασπίζονται δυναμικά τη θεματική πολυσημία των Cantos, ανατέμνο
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 51
ντας μεθοδικά τις απώτερες σημασιολογικές προεκτάσεις τους, την ιδιόμορφη αντι-ιστορικότητα, αλλά και «την πολυγλωσσία, την πολυτυπία των επικλήσεων και τα ποικί λα ενηχήματά τους» (σ. 134).
Η σημερινή, καθ' όλα χρηστική συναγωγή πέντε δοκιμίων συνιστά έναν επαρκή οδηγό μύησης στα ενδότερα των συλλήψεων και των γενικότερων ενοράσεων του πρωτεϊκού Ezra Pound, που, αν μη τι άλλο, διείδε τις ανάγκες μιας οικουμενικής, διαρκώς ανοι χτής ποιητικής, που θα ήταν σε θέση να συνομιλεί επαρκώς με την πλούσια ελληνορωμαϊκή-σινοϊαπωνική παράδοση. Στον αντίποδα εκείνων, είτε φρονούν ότι τα Cantos λει-
άψογη συμπύκνωση του ρηματικού γίγνεσ θαι του Ε. Pound τουργούν ως Πανδέκτης ετερόκλητων γνωσιολογικών στοιχείων είτε «φοβούνται ότι συ χνά διαβάζοντάς τα αισθάνονται σαν αυτά που λέγονται να μην είναι πολύ καλύτερα απ' το τίποτα» (F. R. Leavis, σ. 23), ο δοκιμιακός λόγος του Στέφανου Ροζάνη επιχειρημα τολογεί, διαισθάνεται, ελέγχει μαρτυρίες, αποσείει κατηγορίες, αποδίδει δικαιοσύνη, συναιρεί αποδεικτικούς λόγους και εξάγει συμπεράσματα έχοντας πάντα κατά νου τη βαθύτερη κειμενική αλήθεια του κρινόμενου έργου. Ο Στέφανος Ροζάνης, ως δόκιμος ποιητής, μπορεί δηλαδή ν' ακούει όλη την κλίμακα των αποχρώσεων της ρητορικής του Pound χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς a posteriori δογματικές προαιρέσεις και κυρίως χωρίς να πάσχει από το σύνδρομο μιας ηθελημένης, παρατεταμένης παρανάγνωσης, που δικαιώνει συνήθως τις στενόκαρδες εκτιμήσεις ενός θλιβερού συρμού. Προβάλλοντας σε δύο περιπτώσεις την καταστατική άποψη του Pound, που ορίζει ότι το νόημα του ποιήματος, αναφερόμενος στη σημαδιακή Κατάη του, αναδεικνύεται μό νο «αν κάποιος έχει περιπλανυθεί μέσα σε κάποια φλέβα σκέψης» (σ. 37 και αλλού), ο συγγραφέας επικαλείται εμμέσως πλην σαφώς την ολόπλευρη συμμετοχή του αναγνώ στη σ' ένα κρίσιμο εννοιολογικό/αισθητικό παιχνίδι συνειρμών, μεταφορών, παράδο ξων αλλά λειτουργικών αλληλουχιών και κρίσιμων συνδηλώσεων, προκειμένου να εν στερνιστεί την ουσία των συναφών ποιητικών διδαγμάτων. Προσδιορίζοντας μάλιστα το στόχο του Pound ως τη «μεταμόρφωση των ψυχικών καταβολών σε δεδομένα των αι σθήσεων, που με τη σειρά τους θ ' αναβιώσουν όλη τη ροϊκότητα και την πολυσήμαντη ουσία του γεγονότος» (σ. 44), ο δοκιμιογράφος υπογραμμίζει τη θεμελιώδη προθετι-
κότητα της πολύτροπης αυτής στρατηγικής, αναθεωρώντας ταυτόχρονα συγκεχυμένες ή και παραπλανητικές ερμηνείες που κατά καιρούς απασχόλησαν την κριτική. Αναβαθμίζοντας τη μεσοπολεμική εμπειρία και προβάλλοντας το συνεπαγόμενο άγος της στη μεγάλη οθόνη του κόσμου της λογοτεχνίας, ο Pound έγραψε τη δική του Οδύσσεια, πιθανώς ανάπηρη, ίσως ατελή, βεβαίως δυσνόητη αλλά όχι άλογη, που προοιωνίζεται εκ του ασφαλούς τα μετανεωτερικά δημιουργικά δεδομένα στο χώρο της ποιητικής έκφρασης. Μέσα απ' αυτό ακριβώς το πρίσμα θεώρησης της παρακατα θήκης του Pound ο έμπειρος αναγνώστης καλείται να διεκπεραιώσει το έργο μιας καί ριας πρόσληψης. Ο Pound δεν παρέλειπε να τονίζει στους φίλους του ότι δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να γεμίζει κατά καιρούς ένα φάκελο με σημειώσεις, με σποραδικές/σπασμωδικές κα ταγραφές. Η πραγματολογία του κόσμου, όπου όλες οι λέξεις «συνεισφέρουν στο νόη μα»: η προσήλωση στο πράγμα είναι η προσήλωση στην «ιδέα» του πράγματος, θα μας διόρθωναν οι πλατωνικότεροι των ερμηνευτών του. Ο φάκελος του Pound μάς περιέ χει in globo: η δήθεν αυθαιρεσία του ήταν η πρώτιστη κειμενική του αρετή. Των πραγ
52 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
μάτων ούτως εχόντων πιστεύω ότι το βιβλίο αυτό του Στέφανου Ροζάνη συνιστά μια ά ψογη συμπύκνωση των αποφασιστικότερων σχολίων, που φύσει και θέσει εννοούν το είναι και το γίγνεσθαι του ρηματικού σύμπαντος του ποιητή από το Idaho των ΗΠΑ, που πέθανε στη Βενετία πριν από τριάντα χρόνια, αλλάζοντας στο μεταξύ τους τρό πους που γράφεται και διαβάζεται η Ποίηση, γιωργος βεης
Έ ρευνα με υποδομή
Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πλούσια σε βι βλιογραφικά δεδομένα έρευνα, που συμβάλλει στη μελέτη της εξέλιξης της νεοελληνικής παιδικής λογοτεχνίας κατά τις δύο πρώτες κρίσιμες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Πιο συγκεκριμέ να, εξετάζονται οι τάσεις της παιδικής ποίησης από το 1900 ως το 1920, μέσα από το έργο των σημαντικότερων εκπροσώ πων της, τα οποία ταξινομούνται με χρονολογική σειρά. Το έργο αποτελεί εργασία υποδομής για τη μελέτη της νεοελ ληνικής παιδικής λογοτεχνίας και είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στους μελετητές της περιόδου αυτής (φοιτητές, εκπαιδευτι κούς, φιλολόγους κ.ά.). Κωνσταντίνος δ . μαλαφαντης
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗ
Τάσεις της παιδικής λογοτεχνίας (1900-1920) - Ποίηση ΑΘΗΝΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2002. ΣΕΛ. 464
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για τον εκσυγχρονισμό της κριτικής
Η συλλογή με κριτικές και δοκίμια Η θέα πέρα
από τον ακάλυπτο του συγγραφέα, κριτικού και μεταφραστή Δη
μοσθένη Κούρτοβικ καλύπτει τη βιβλιοπαραγωγή της δεκαετίας 1992-2002 και έρχεται ως συνέχεια της συλλογής Ημεδαπή εξο ρία, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν κριτικά κείμενα της περιό δου 1986-1991. Και στα δύο βιβλία, ο Δ. Κούρτοβικ έκανε μια επιλογή από τις κατά καιρούς δημοσιευμένες κριτικές του πάνω στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, κυρίως το μυθιστόρημα. Ο Δ. Κούρτοβικ έχει κατά καιρούς ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του ελληνικού λογοτεχνικού μικρόκοσμου, ιδίως στην πρώτη φά ση της πορείας του ως κριτικού. Δεν είναι εύκολο να προσδιορί Δ ημοσθένης Κούρτοβικ
σει κανείς χρονικά αυτή την πρώτη φάση, θα μπορούσα όμως με πω ότι ξεκινά γύρω στα μέσα της δεκαετίας του '80 και λήγει κάπου στις αρχές του '90.
Η θέα πέρα από τον ακάλυπτο κάποια ασφάλεια Κριτικές και δοκίμια. 1992-2002 ΑΘΗΝΑ, ΕΣΤΙΑ, 2002. ΣΕΛ.384
Αυτή ήταν η «πολεμική» περίοδος του κριτικού Δ. Κούρτοβικ, η ο
ποία σημαδεύτηκε από τις ξαφνικές αποχωρήσεις του, αρχικά α πό την Ελευθεροτυπία. Δε θυμάμαι αν ήταν οι αποχωρήσεις αυτές εθελούσιες, ωστόσο, μέσα από την κριτική του στάση ο Δ. Κούρτοβικ έμοιαζε να επιδιώκει τις συγκρούσεις.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 53
Δεν έχει όμως και τόση σημασία καθώς αυτό που κατά κανόνα συνέβαινε ήταν η οξεία κριτική ματιά του που ενίοτε έφτανε τα όρια της εμπάθειας, να συμπεριλάβει και συγγρα φείς που είχαν πρόσβαση σε πρόσωπα και πράγματα, με αποτέλεσμα ο κριτικός να μπει στον «πάγο», όπως λέμε. Για λίγο όμως. Διότι ο Δ. Κούρτοβικ επέστρεφε, αν όχι δριμύτερος, πάντως σίγουρα προ σεκτικότερος, και ενδεχομένως ουσιαστικότερος. Έτσι εγκαινιάστηκε, τρόπον τινά, η δεύ τερη περίοδος της «ειρηνικής συνύπαρξης», την οποία καλύπτει ο παρών τόμος. Οι τόνοι έπεσαν, επικράτησε η νηφαλιότητα, χωρίς όμως να απονευρωθεί το κριτικό ένστικτο, οι ε κρήξεις του θυμικού περιορίστηκαν στα εκτός της κριτικογραφίας πεδία (όπως, για παρά δειγμα, η θεαματική αποχώρησή του από τα πάνελ της ελληνικής παρουσίας σε μία από
το αίτημα του Δ. Κούρτοβικ είναι: πρέπει να βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας. Ως κριτικοί, ω ς συγγραφ είς, ως Έ λλη νες τις εκθέσεις βιβλίου της Φρανκφούρτης) ή οε ανταλλαγή φορτισμένων επιστολών με τον Περικλή Σφυρίδη (μέσα από τις σελίδες του διαβάζω μάλιστα) ή σε ανάλογες δημόσιες φραστικές μονομαχίες με τον Τάσο Γουδέλη, όταν οι τελευταίοι δε συμπεριλήφθηκαν (με ταξύ άλλων) στον κριτικό οδηγό Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς, που επιμελήθηκε ο Δ. Κούρτοβικ, μην παραλείποντας όμως να συμπεριλάβει τον εαυτό του. Οι κακές γλώσσες λένε ότι αυτή η αλλαγή πλεύσης οφείλεται σε συμβιβασμό από φόβο μην επαναληφθούν ανάλογες, εθελούσιες ή μη, αποχωρήσεις από έντυπα και εφημερί δες. Μια άλλη «κακία» θέλει τον Δ. Κούρτοβικ να επιβάλλεται στο θυμικό του επειδή από τις αρχές του '90 και μετά έπαψε σταδιακά να αισθάνεται ανασφαλής (τουλάχιστον όσον αφορά την αποδοχή) ως λογοτέχνης. Οι καλές γλώσσες πάλι μιλούν για ωριμότητα, για μια κίνηση που είναι απόρροια ουσιαστικής αυτοκριτικής. Ενδεχομένως να ισχύουν και οι τρεις εκδοχές. Αυτό όμως που φαίνεται περισσότερο στην πράξη, και που αποκρυσταλλώνεται μέσα από αυτή τη συγκεντρωτική συλλογή, είναι η ι κανότητα να κρατούνται οι απαραίτητες ισορροπίες χωρίς όμως να γίνονται παραχωρήσεις που αφήνουν έκθετο τον κριτικό. Με άλλα λόγια, ο Δ. Κούρτοβικ ως κριτικός μετατράπηκε σε μια ήρεμη δύναμη, «εκσυγ χρονίστηκε», για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της τρέχουσας πολιτικής φιλολογίας. Πώς; Αποβάλλοντας αυτή την παρωχημένη, εδώ και χρόνια, αλλά τόσο διαδεδομένη, στη χώρα μας τουλάχιστον, εικόνα του κριτικού ως βαμπίρ που περιμένει στη γωνία το συγγραφέα για να τον κατασπαράξει. Ο Δ. Κούρτοβικ κέρδισε έδαφος ως κριτικός, ακόμα και στις πε ριπτώσεις εκείνες που οι αποτιμήσεις του έχουν αρνητικό χαρακτήρα. Και δεν απουσιά ζουν αυτές οι περιπτώσεις από τη δεύτερη περίοδο και, συνεπώς, από τον ανά χείρας τό μο. Παράδειγμα, οι σοβαρές επιφυλάξεις που εκφράζει για ένα συγγραφέα που έτυχε ευ νοϊκής υποδοχής από τους άλλους κριτικούς, τον Γιώργο Συμπάρδη, ή το γεμάτο καυστι κό χιούμορ κριτικό σημείωμα που έγραψε σε στιλ Ροϊδη για να αποδοκιμάσει το εγχείρη μα του Β. Ραπτόπουλου να γράψει κάτι σαν μια σύγχρονη Πάππισα Ιωάννα. Στέκομαι ιδιαίτερα στην αρνητική υποδοχή που ο Δ. Κούρτοβικ επιφύλαξε σε έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς μας, τον Δημήτρη Νόλλα, για το μυθιστόρημά του Ο τύμβος κοντά στη θάλασσα το 19 92 .« Πώς μπόρεσε ένας τόσο καλός λογοτέχνης να γρά ψει ένα τόσο κακό λογοτέχνημα;» αναρωτιέται στην εισαγωγή ενός κειμένου. Αν παλαιότε-
ρα οι περισσότερες από τις αρνητικές κριτικές του Δ. Κούρτοβικ προκαλούσαν το ενδια φέρον για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τη λογοτεχνία, από το 1992 προκαλούν εν-
54 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
διαφέρον για την επιχειρηματολογία τους και την απουοία εμπάθειας - ακόμα και αν δια φωνεί κανείς μαζί του, όπως, προσωπική άποψη, στην περίπτωση του Ημερολογίου 1836-2011 του Θανάση Βαλτινού. Έτσι, οι όποιες ενστάσεις στις απόψεις του περιορίζο
νται πλέον στο περιεχόμενο του κειμένου (δηλαδή στην ουσία) και όχι στο ύφος ή, πολύ περισσότερο, στο ήθος του κειμένου. Σε ό,τι αφορά το ύφος, θα έλεγα ότι ο Δ. Κούρτοβικ είναι ένας, κατά το κοινώς λεγόμενο, «διαβαστερός» κριτικός: ουδέποτε φιλολογεί, έχει συνείδηση ότι ο κριτικός δεν πρέπει να γράφει για το «σινάφι» αλλά για το ευρύ κοινό, αποσαφηνίζει ποια είναι η θέση του για το βιβλίο που κρίνει, και συνήθως η σύνοψη της πλοκής του εκάστοτε βιβλίου με το οποίο καταπιάνεται έχει εξαιρετική συμπύκνωση και ενίοτε είναι πολύ ελκυστική - περισσότερο ελκυστική, μερικές φορές, κι από το ίδιο το βιβλίο. Πάντως, η συγκεκριμένη αρνητική κριτική για το βιβλίο του Δ. Νόλλα είναι κομβικής σήμα αίας στη σκέψη του Δ. Κούρτοβικ, καθώς θίγονται ζητήματα της εντοπιότητας και της οικουμενικότητας που απασχολούν πολύ τον τελευταίο. Δύο άλλα χαρακτηριστικά παραδείγ ματα είναι οι κριτικές του για το βιβλίο του Λάκη Προγκίδη Η κατάκτησα του μυθιστορήμα τος και για το βιβλίο του Κωστή Παπαγιώργη Αλέξανδρος Αδαμάντιου Εμμανουήλ, όπου το
θέμα και των δύο είναι ο Παπαδιαμάντης - ο ευρωπαϊκός Παπαδιαμάντης για τον πρώτο, ο ελληνοκεντρικός για τον δεύτερο. Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως ο Δ. Κούρτοβικ διαφω νεί με τις διαπιστώσεις του πρώτου, αλλά τον συναρπάζει η οπτική του, ενώ μάλλον συμ φωνεί με τα συμπεράσματα του δεύτερου, του οποίου όμως η (γενικότερη) οπτική τον βρίσκει αντίθετο. Επίσης, το δίπολο οικουμενικότητα/εντοπιότητα (που είναι μια νέα μορφή συζήτησης για το παλαιό, περίφημο θέμα της «ελληνικότητας») απασχολεί τον κριτικό όχι μόνο σε μεμο νωμένες κριτικές αλλά και σε ευρύτερου ενδιαφέροντος και πιο γενικού περιεχομένου κριτικά κείμενα (π.χ., αποτίμηση της παραγωγής μιας χρονιάς) που αυτός ο τόμος συμπε ριλαμβάνει. Το γεγονός ότι τον Δ. Κούρτοβικ τον απασχολεί η γενικότερη εικόνα και κατάσταση της ελ ληνικής λογοτεχνίας αποτυπώνεται, νομίζω, και στον τίτλο του βιβλίου Η θέα πέρα από τον ακάλυπτο. Το αίτημα εδώ είναι ξεκάθαρο: να βλέπουμε πέρα από τη μύτη μας. Ως κριτι-
συγκεντρω μ ένες οι κρ ιτικ ές μιας δ εκ α ετία ς πάνω στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία κοί, ως συγγραφείς, ως Έλληνες. Στο δε πρόλογο του βιβλίου αναφέρει: «Πίστευα και πι στεύω πως η λογοτεχνική κριτική, όπως και τα έργα που κρίνει, έχει ενδιαφέρον όταν υ περβαίνει το αντικείμενό της, όταν προβάλλει ζητήματα αισθητικής σ ' έναν ευρύτερο ορί ζοντα προβληματισμού. Και τουλάχιστον ως προς αυτό, εξακολουθώ να αισθάνομαι οδυ νηρά μόνος, εξόριστος, αν όχι στον τόπο μου, πάντως στον χώρο μου». Δεν ξέρω αν πρέ
πει ή όχι να αισθάνεται μόνος ο Δ. Κούρτοβικ, καθώς έχουμε δει κατά καιρούς κριτικά ση μειώματα από τους άλλους σημαντικούς μας «μάχιμους» κριτικούς (Μ. θεοδοσοπούλου, Ε. Κοτζιά, Π. Μπουκάλα, Β. Χατζηβασιλείου κ.ά.) που κινούνται σε αυτή τη γραμμή πλεύ σης, τουλάχιστον όσον αφορά τη λειτουργία της κριτικής. Πιθανότατα όμως μόνο στον Δ. Κούρτοβικ να αποτελεί τόσο έντονο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο, στο βαθμό που να χσ ρακτηρίζει τη στάση του ως κριτικού. Βεβαίως, κάθε κριτικός έχει τις εμμονές του - όπως και κάθε συγγραφέας, όπως κάθε α ναγνώστης. 0 Δ. Κούρτοβικ δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, όπως στην περί-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 55
πτώση της σταθερά θετικής του στάσης απέναντι στις συγγραφικές επιδιώξεις του Μίμη Ανδρουλάκη ή, από την άλλη, σε ένα συγγραφέα βεληνεκούς, όπως ο Βασίλης Βασιλικός, ο οποίος όμως έχει καιρό να δώσει κάτι που να θυμίζει τον παλιό καλό του εαυτό. Είναι οι δύο περιπτώσεις που ο κριτικός μοιάζει να πιέζει τον εαυτό του να στήσει ένα θετικό κρι τικό σημείωμα, από το οποίο τελικώς απουσιάζει η ίδια η κριτική. Αν αυτό «χτυπάει» κά πως άσχημα είναι επειδή από τις θετικές κριτικές του Δ. Κούρτοβικ εν γένει, ακόμα και α πό υπερθετικές, όπως για το πολύ καλό μυθιστόρημα της Ελιάνας Χουρμουζιάδου Η ιδιαι τέρα, δε λείπει σχεδόν ποτέ το κριτικό σχόλιο, η παρατήρηση, κάποια ένσταση, ένας προ βληματισμός.
Αν κάτι λείπει από τον τόμο αυτό είναι τα κριτικά κείμενα του Δ. Κούρτοβικ πάνω σε επι στημονικά βιβλία, σε δοκίμια ιστορίας, πολιτικής σκέψης και φιλοσοφίας (όπως, π.χ., για τα βιβλία του Στέλιου Ράμφου) και, βεβαίως, πάνω στην ξένη λογοτεχνία. Ορισμένα κείμε νά του πάνω στην ξένη λογοτεχνία θα μπορούσαν να λειτουργήσουν διαλεκτικά με κάποια άλλα πάνω στην ελληνική, με άξονα πάντα την προβληματική σχετικά με τη θέση της ελλη νικής κουλτούρας και σκέψης στο διεθνές τοπίο. Ο ίδιος παραδέχεται στον πρόλογο ότι σκόπιμα άφησε έξω αυτά τα κείμενα διότι ήθελε μια πιο σφιχτή ενότητα κειμένων με απο κλειστικό θέμα την ελληνική πεζογραφία. Ίσως να έκρινε λάθος. Είπα προηγουμένως ότι από τις αρχές της δεκαετίας του '9 0 και μετά ο Δ. Κούρτοβικ παρέμεινε ένας ιδιαίτερα οξυδερκής και αιχμηρός κριτικός, αλλά έριξε κάπως τους τόνους, κίνηση από την οποία, κατά τη γνώμη μου, βγήκε κερδισμένος όχι μόνο ο ίδιος αλλά και ο κριτικός λόγος γενικά. Ωστόσο, πολλοί ισχυρίζονται ότι δεν υπάρχει ουσιαστική κριτική σή μερα στην Ελλάδα. Το λένε πολύ συχνά οι συγγραφείς που λαμβάνουν αρνητικές κριτικές, και μαζί με αυτούς οι εκδότες τους, μολονότι τα ίδια ακριβώς πρόσωπα, όταν έρθει η θε τική κριτική τελικώς, ανακαλύπτουν ως εκ θαύματος ότι υπάρχει κριτικός λόγος οτην Ελλά δα και εγκωμιάζουν τον κριτικογράφο για τη «βαθιά κριτική του ματιά». Οπότε το αίτημα του συγγραφέα-κριτικού Δ. Κούρτοβικ έρχεται ξανά στο προσκήνιο: να κοιτάμε πέρα απ' τη μύτη μας. Πέρα από τον ακάλυπτο, ηλιας μαγκλινης
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Π ερί π ο λιτισ τική ς π ο ικ ιλ ία ς
Το Ενάντια στη μέθοδο είχε
κυκλοφορήσει το 1 9 83 στη Θεσσαλονίκη σε μετάφραση Γ. Καύκαλά και Γ. Γκονταρούλη, με εισαγωγή και επιμέλεια του Γιώργου Γκονταρούλη από τις εκδόσεις «Σύγχρονα θέματα». Εκεί ο Πολ Φεγεράμπεντ, ανοίγοντας ένα διάλογο με τον Imre Lakatos, είχε υποστηρίξει ότι η επιστημονική γνώση και μέθο δος πάσχουν, καθότι η επιστήμη είναι ουσιαστικά μια αναρχική δραστηριότητα. Ο επιστημολογικός αναρχισμός που τότε υπο
στήριζε δε στρεφόταν μόνο ενάντια στα μεθοδολογικά όριαΠΩΛ Κ. ΦΕΓΕΡΑΜΠΕΝΤ
Αποχαιρετισμός στον λόγο ΜΤΦΡ.: ΠΑΡΙΣ ΜΠΟΥΡΛΑΚΗΣ ΑΘΗΝΑ, ΕΚΡΕΜΜΕΣ, 2002. ΣΕΛ. 468
56 ΔΙΑΒΑΖΩ
είχε ως αίτημα την απομάκρυνση των επιστημόνων από τα ζω τικά κέντρα της κοινωνίας. «θεω ρώ ανυπόφορη αυθάδεια να επινοώ ένα δικό μου όνειρο και να θέλω να το φέρω στους ανθρώπους» συνέχιζε στο Γ νώση για ελεύθερους ανθρώπους
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
(που κυκλοφόρησε το 1986 από τις ίδιες εκδόσεις, σε μετάφραση του Hawn Τζαβάρα). Από τη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς το 1989 εκδόθηκε το Υπερασπίζοντας τον Αριστοτέλη. Το 1994, στις 12 Φεβρουάριου, ο Φεγεράμπεντ πέθανε: ο φιλόσοφος
που τόσο εναντιώθηκε στο Λόγο και κατέγραψε όσο κανείς άλλος την κρίση του. Το 1997 κυκλοφόρησε η Αυτοβιογραφία του, το Σκοτώνοντας το χρόνο, από τις εκδόσεις «Εκκρεμές», σε μετάφραση του Γιάννη Παρασκευόπουλου. Το 2002 με το Αποχαιρετι σμός στον λόγο, από τις καλές εκδόσεις «Εκκρεμές», ολοκληρώνεται ο κύκλος μετα φράσεων στην ελληνική γλώσσα των σημαντικότερων έργων του. «Η καλύτερη εκπαίδευση», σημειώνει εδώ ο Φεγεράμπεντ, «συνίσταται στο να ανοσοποιείς τους ανθρώπους απέναντι στις συστηματικές απόπειρες για εκπαίδευση».
Το Αποχαιρετισμός στον λόγο είναι ένα βιβλίο έμπλεο οδηγιών για μια ελεύθερη κοι νωνία και μια εκ νέου καταγγελία των συνεπειών του επιστημονικού ορθολογισμού. «Τρέφω ελάχιστη συμπάθεια για τον παιδαγωγό ή τον ηθικό μεταρρυθμιστή που θεω ρ ε ί τις αξιοθρήνητες εξάρσεις του ως νέο ήλιο που φωτίζει τη ζωή εκείνων που ζουν στο σκοτάδι■ περιφρονώ τους δήθεν δασκάλους που προσπαθούν να ακονίσουν την ό-
συναρπαστικά ενορχηστρω μένη καταγγελία του μύθου της λογικής και της θεοπ οιημένης επιστήμης ρεξη των μαθητών τους μέχρις ότου αυτοί αρχίσουν να κυλιούνται στην αλήθεια σαν γουρούνια χάνοντας κάθε αυτοσεβασμό και κάθε αυτοκυριαρχία και θεωρώ ελεεινά ό λα αυτά τα υπέροχα σχέδια υποδούλωσης των ανθρώπων στο όνομα του “θεού” ή της “αλήθειας" ή της “δικαιοσύνης” ή άλλων αφαιρέσεων, ιδιαίτερα επειδή οι δράστες τους είναι υπερβολικά δειλοί για να επωμιστούν την ευθύνη για τις ιδέες αυτές και κρύβονται πίσω από την “αντικειμενικότητά" τους». Τα δοκίμια του βιβλίου, παρά την
ποικιλία ως προς τα θέματα και τις αφορμές για τις οποίες γράφτηκαν, έχουν συνεπή φιλοσοφικό στόχο. Δείχνουν τα ευεργετήματα της πολιτιστικής ποικιλίας έναντι της μο νότονης ομοιομορφίας. 0 Φεγεράμπεντ, είτε εξετάζει την ελληνική τέχνη και σκέψη εί τε υπερασπίζεται την Εκκλησία στη διαμάχη της με τον Γαλιλαίο, είτε ερευνά την εξέλι ξη της κβαντικής φυσικής είτε εκθέτει το δογματισμό του Καρλ Πόπερ ως «μικροσκοπική τουλούπα ζεστού κοπανιστού αέρα, πάνω από το θετικιστικό φλιτζάνι του τσαγιού», υποστηρίζει ότι το πλησίασμα στην ιστορία μάς εξαναγκάζει να σχετικοποιή-
σουμε όλα τα ως τώρα επιστημονικά μας πρότυπα. Η επίκληση του Λόγου, όπως επι μένει, είναι κενολογία δεδομένου ότι «πάμπολλα πράγματα επιτεύχθηκαν σε πείσμα του Λόγου, κι όχι με τη βοήθειά του». Με πλήρη καχυποψία για την εν γένει ορθολογι
κή δραστηριότητα, δεδομένων των ολέθριων συνεπειών της, προτείνει την αντικατά στασή της με μια αντίληψη περί επιστήμης που να υπάγεται στις ανάγκες των ανθρώ πων και των κοινωνιών. «Η κύρια αντίρρησή μου προς τις διανοητικές λύσεις των κοι νωνικών προβλημάτων είναι ότι αυτές ξεκινούν από ένα στενό πολιτιστικό υπόβαθρο, που του αποδίδουν καθολική εγκυρότατα και που κατόπιν χρησιμοποιούν εξουσία για να το επιβάλουν στους άλλους. Άραγε είναι εκπληκτικό το ότι δεν θέλω να έχω καμία σχέση με τέτοια ορθολογικοφασιστικά όνειρα; Βοηθώ τους ανθρώπους δεν σημαίνει τους πηγαίνω κλωτσιδόν μέχρι που να καταλήξουν στον παράδεισο κάποιου άλλου■ βοηθώ τους ανθρώπους σημαίνει προσπαθώ να εισαγάγω την αλλαγή, ως φίλος, ως πρόσωπο που μπορεί να ταυτιστεί με τη σοφία τους καθώς και με τις τρέλες τους, και που είναι αρκετά ώριμο ώστε να αφήσει αυτές τις τελευταίες να υπερισχύσουν...».
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 57
Προκλητικός, πολεμικός και με αυστηρή επιχειρηματολογία, ο Αποχαιρετισμός στον λόγο θα εξοργίσει τους επικριτές αυτού του enfant terrible της φιλοσοφίας της επιστή
μης και θα ευχαριστήσει πολλούς από αυτούς που συμφωνούν μαζί του. Ο Ζαν-Μιοέλ Μπενιέ στην Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας είχε γρά ψει για τον Φεγεράμπεντ: «... δε θα μπορούσαμε να οδηγήσουμε μακρύτερα το σχετι κισμό που, εμπνεόμενος λίγο-πολύ από τον Νίτσε, χτυπά την καμπάνα της φιλοσοφίας των επιστημών κι εξεικονίζει τον “ πόλεμο των θεών’’ που ο Μαξ Βέμπερ ανήγγειλε για τον αιώνα μας: “ Αν ό,τι δεν είναι επιστημονική αλήθεια είναι αυθαιρεσία, τότε η επι στημονική αλήθεια θα αποτελούσε αντικείμενο μιας τόσο αθεμελίωτης προτίμησης, ό σο και η αντίθετη προτίμηση για τους μύθους και τις ζωτικές αξίες” ». Γνωρίζοντας ότι στη νεωτερική Δύση πολλάκις η επιστήμη επεβλήθη διά της ισχύος και όχι διά του συλλογισμού, ο Αποχαιρετισμός στον Λόγο του Πολ Φεγεράμπεντ δε θα μπορούσε παρά να αποτελεί μια συναρπαστικά ενορχηστρωμένη καταγγελία του μύ θου της λογικής και της θεοποιημένης επιστήμης, οτη γοητεία της οποίας δύσκολα κα νείς θα μπορούσε να αντισταθεί.
θαναςηε αντ . βασιλείου
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Ζωή πριν ή μετά το θάνατο;
Στην Ελλάδα, αργά σε σχέση με άλλες χώρες-μέλη της
Ε.Ε. και της Αμερικής, η λεγάμενη κάρτα δωρητή οργάνων ή σώ ματος καθιερώθηκε -μ ε τα όποια λάθη και ατέλειες- από το 1985. 0 νέος νόμος περί μεταμοσχεύσεων ανθρώπινων ιστών και οργάνων του 1999, προκειμένου ν' αυξήοει την «εθνική» πα ραγωγή μοσχευμάτων, να συναγωνιστεί και να εναρμονιστεί με τους αντίστοιχους των χωρών-μελών της Ε.Ε., καθιέρωσε τα «ε θνικά» μητρώα δωρητών και ληπτών, ορίζοντας το μεν νεκρό σώμα των Ελλήνων «εθνικό», τα δε μοσχεύματα «εθνικό πλούτο», δίνοντας ταυτόχρονα κίνητρο στους υποψήφιους δωρητές την προτεραιότητα, αν χρειαστεί, να γίνουν λήπτες οργάνων. Όπως ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΓΑΡΟΥΦΑΛΗ Δ ώρα ζω ής μετά θάνατον Πολιτισμικές εμπειρίες ΑΘΗΝΑ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ, 2002. ΣΕΛ. 400
και να ’χει, στη χώρα μας οι δωρητές οργάνων ή οώματος απσ τελούν μια αναδυόμενη ομάδα με το χαμηλότερο ωστόσο ποσο στό στην Ε.Ε. Στην πρωτότυπη περί δώρων ζωής μετά θάνατον μελέτη της, η επίκουρος καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου 'Ελενα Παπαγαρουφάλη μελετά τους
δωρητές μέσα από κ
κόσμο των μεταμοσχεύσεων έναν κόσμο πολυπρόσωπο, διασπαρ-
μένο, αυστηρά δομημένο και ιεραρχημένο, όπου συνυπάρχουν οι δωρητές, οι λήπτες, οι οικογένειες των δύο πλευρών, γιατροί των Μονάδων Εντατικής θεραπείας, μεταμοσχευτές, ειδικοί της βιοτεχνολογίας, το νοσηλευτικό προσωπικό, ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι της υγείας κ.ά. Έναν κόσμο που αναδύεται από τον ανθρώπινο πόνο και που εντάσσεται σε έ να ευρύτατο διεθνές δίκτυο, όχι πάντα αξιοπρεπών και νόμιμων κοινωνικών σχέσεων. Μέ σα από τα πορίσματα της έρευνας, που ξεκίνησε το 1993, ο νεοπαγής θεσμός της μετσ θανάτιας δωρεάς προσεγγίζεται όχι ως αποτέλεσμα της ελεύθερης ατομικής βούλησης
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
του δωρητή, αλλά ως κοινωνική πρακτική στη βάση των ανθρωπολογικών, ιστορικών, πο λιτικών, οικονομικών και ηθικών του διαστάσεων, που αναγκαστικά σχετίζονται με την εισαγόμενη βιοϊατρική αλλά και με μια σειρά από θετικές ή αρνητικές γι’ αυτόν εμπειρίες και διαμορφωμένες στάσεις της ελληνικής κοινωνίας. Όπως φαίνεται, ο σύγχρονος Έλληνας, ενώ θέλει να επιβιώσει ως άτομο -να γίνει λήπτης οργάνων-, δεν ενδιαφέρεται για το κοινωνικό σύνολο και δε γίνεται μεταθανάτιος δωρη τής. Τι γίνεται όμως με τους δηλωμένους δωρητές; Η καλύτερη εικασία που διατυπώνει γι’ αυτούς η συγγραφέας, σε αντίθεση με τους μη δωρητές, είναι ότι οι πρώτοι ανακάλυ ψαν στο θεσμοποιημένο διαμελισμό του σώματός τους έναν από τους τρόπους να σωμα τοποιήσουν, κοινώς να δώσουν σάρκα και οστά, σε μια φανταστική, αιρετική όμως για την ελληνική κοινωνία, επιθυμία τους: να προκαθορίσουν και να ελέγξουν τις σχέσεις τους με
πρωτότυπη μ ελ έτη για τα δώρα της ζω ής μετά θάνατον τον εδώ και τον επέκεινα «κόσμο» εν ζωή και αμέσως μετά το θάνατό τους. Στην πραγμα τικότητα, λέει η Ε. Παπαγαρουφάλη, ο «άνωθεν» θεσμός της μεταθανάτιας δωρεάς και οι «κάτωθεν» υποστηρικτές του αποτελούν έξοχο παράδειγμα του γεγονότος ότι ο θάνατος και τα ιστορικά συγκεκριμένα συναισθήματα που τον χαρακτηρίζουν, ενώ θεωρούνται «αν θρώπινα», γίνονται αισθητά και ως πολιτικά. Ο έλεγχός τους από επάνω και από κάτω δε διαφέρει από τους άλλους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που προσπαθούν να δαμάσουν την ένταση ανάμεσα στο φόβο της απώλειας οποιοσδήποτε εξουσίας και την ελπίδα διατήρη σής της στο ακέραιοί Πέραν της προσφοράς ζωής, είτε συντάσσονται με την Πολιτεία είτε όχι, είτε είναι αλτρουιστικά είτε ιδιοτελή και ανομολόγητα, τα κίνητρα που ώθησαν αρκετούς να προσφέρουν τα όργανά τους μετά θάνατον φέρνουν στο νου τα λόγια του Ισμαήλ, του τολμηρού αφηγη τή στον Μόμπι-Ντικ του Herman Melville: «Πράγματα μαγευτικά με παρακινούσαν να μπαρκάρω, λαμπρή ευκαιρία για προαγωγή, φαίνεται πως ναι, μια τσακισμένη βάρκα θα με κάνει επίτιμο αθάνατο...
πάρει, στ' αλήθεια, όποιος θέλει το σώμα μου, ας το πά
ρει, λέω, δεν είμαι εγώ... γιατί ούτε ο ίδιος ο Δίας δεν μπορεί να τσακίσει την ψυχή μου».
Διαβάζοντας το βιβλίο, που συνοδεύεται από εκτενή ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, από ευρετήριο ονομάτων και ευρετήριο όρων (πράγματα σπάνια στις εκδοτικές μας ευαισθη σίες), αναρωτιέμαι μήπως πρέπει να σκεφτόμαστε πιο σοβαρά αυτά τα ζητήματα στην ε ποχή των κινδύνων που ζούμε. θαναςης αντ . βασιλείου
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ_______ Μια έκδοση διαφορετική ποίησης, ενόρασης και βιωμάτων
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΡΟΔΑΚΙΟ» Απόλλωνος 35 (Μοναστηράκι). Τηλ.: 210 3221700
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 59
ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
Νεύρωση vs. Ψ ύχωση Το βιβλίο ουνθέτουν έντεκα μελέτες του Αντρέ Γκριν, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ψυχαναλυτικά περιοδικά κατά το χρονικό διάστημα 19 71 ως 1988. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στον αναγνώστη να σχηματίσει μια περισσότερο ολοκληρωμένη εικόνα της πλούσιας σκέψης αυτού του σύγχρονου Γάλλου ψυχα ναλυτή και στοχαστή. Το ελληνικό κοινό γνώρισε το ουγγραφέα από το άρθρο του «θησεύς και Όιδίπους» που περιλαμβάνεται στον τόμο Ψυχανάλυση και αρχαία Ελλάδα (εκδόσεις «Ράππας», 1983) καθώς και με το άρθρο «Ο αναλυτής, η συμβολοποίηση και η απουσία στο ψυχολογικό πλαίσιο» (περιοδικό ΙΧΝΗ, 1992). Όσοι ασχολούνται με «τα πάθη της ψυχής» έχουν συναντήσει την ΑΝΤΡΕ ΓΚΡΙΝ
τρέλα του υστερικού, του φοβικού, του ψυχαναγκαστικού ή του
Η ιδ ιω τικ ή τρέλα . Ψυχανάλυση ψυχωτικού. Κάθε εποχή έχει τη δική της τρέλα. Στην αρχαιότητα των οριακών περιπτώσεων η μελαγχολία και η μανία απασχόλησαν ως καταστάσεις που ξένιτφρ.: θαλεια
ΛΟΓΑΡίΔΗ
αθηνα, καςτανιοτης, 2002. ςελ. 450
φευγαν από τη λογική και το μέτρο και άγγιζαν την ύβρη. Η σχίζαφρένεια αποτελεί το 19ο αιώνα τον κεντρικό άξονα των ψυχιατρι
κών αναζητήσεων. Στο γύρισμα του προηγούμενου αιώνα η υστε ρία αναζητά την επιστημονική κατανόηση. Το τέλος του 20ού αιώνα σηματοδοτείται από τις μελέτες των οριακών περιπτώσεων που κατέχουν κεντρική θέση στη σύγχρονη ψυχοπαθολογία. Φαίνεται ότι οτις μεταμοντέρνες δυτικές κοινωνίες ευνοούνται ψυχοπαθολογίες όπου ο ψυχισμός λειτουργεί στο επίπεδο της ανάγκης και της άμεσης εκφόρτιοης σε βάρος των διαδικασιών της σκέψης και της συμβολοποίησης. Η αστάθεια, η πολυμορφία και η ετερογένεια της κλινικής εικόνας καθι στούν ιδιαίτερα δύσκολη την κατανόησή τους. Η ψυχαναλυτική θεωρία κινήθηκε στο δίπολο νεύρωση-ψύχωση προκειμένου να κατανοή σει τον ανθρώπινο ψυχισμό. Η νεύρωση έγινε κατανοητή ως το αρνητικό της διαστροφής. Στις οριακές περιπτώσεις, η οδύνη δεν εκπορεύεται ούτε από τις διαδρομές της σεξουα λικότητας ούτε από τις ενορμήσεις καταστροφής στις οποίες κυριαρχεί η αποσύνδεοη. Η οδύνη εντάσσεται στην προβληματική των ορίων, εντός-εκτός, εαυτός-άλλος, έσω-έξω πραγματικότητα, φαντασιακό-πραγματικό, και βρίσκει την έκφρασή της μέσω καταστροφι κών συμπεριφορών και μέοω του σώματος. Μια εκ των υστέρων ανάγνωση της περίπτωσης του Freud «ο Άνθρωπος των Λύκων» αησ τελεί το υπόδειγμα της λειτουργίας των οριακών καταστάσεων. Ήδη ο Ferenzi, ο Balint, ο Fairbairn είχαν καταγράψει μέσα από την ψυχαναλυτική εμπειρία και πρακτική τρόπους ψυχικής λειτουργίας που δεν εντάσσονταν στις νευρώσεις. Στη Γαλλία ασχολήθηκαν ιδιαί τερα ο Μ. Bouvet (1950) και ο J. Bergeret (1970). Στην Αμερική ο Ο. Kerberg (1979) προσδιορίζει την οριακή κατάσταση ως μια παθολογία της σχέσης με το εσωτερικευμένο αντικείμενο. Η συνάντηση του Α. Γκριν με τον Ey και τον Bouvet, που υπήρξε ψυχαναλυ τής του, φαίνεται ότι επηρέασε το χώρο των αναζητήσεών του. Ο Α. Γκριν επιτυγχάνει μια δημιουργική ανάγνωση του φροϊδικού έργου και γονιμοποιεί τη γαλλική ψυχαναλυτική σκέψη με τη θεωρητική συμβολή των Άγγλων ψυχαναλυτών Βίοη και Winicott. Ο Α. Γκριν και ο J. L. Donnet ήδη από το 1973 έχουν καταγράψει τη «λευκή ψύχωση».
60 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Η ιδιωτική τρέλα (κατ' αναλογία του ιδιωτικού θεάτρου της Άννας Ο. που αναφέρεται στις Μελέτες για την υστερία, 1895) εκδηλώνεται στο πλαίσιο της αναλυτικής εργασίας της εν
δόμυχης μεταβιβαστικής σχέσης. Η ιδιωτική τρέλα «μπορεί να είναι μια τρελή γλώσσα, έ να τρελό σώμα, μια τρελή σεξουαλικότητα κ,λπ.». Ο Α. Γκριν διακρίνει την τρέλα και την ψύχωση καθώς και την τρέλα και το πάθος. Η τρέλα αποτελεί ιδιοσυστασιακό της ανθρώπινης ύπαρξης αφού είναι εγγενής της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, κινητοποιεί τις δυνάμεις του έρωτα και τις διαδικασίες σύνδεσης κυ ριαρχώντας στις καταστροφικές ενορμήσεις. Αντίθετα, η ψύχωση είναι η αντίστροφη κίνη ση· αναδύεται εκεί όπου υπερτερούν οι ενορμήσεις καταστροφής και η αποσύνδεση έρ χεται ως απάντηση θέτοντας ένα τέλος στη συνχωνευτική σχέση που υπάρχει με το πρω ταρχικό αντικείμενο. Στις οριακές περιπτώσεις η καταστροφικότητα αποτελεί αντίδραση του υποκειμένου στη σύγχυση ανάμεσα στις δικές του ενορμήσεις και τις ενορμήσεις του αντικειμένου. Το πρωταρχικό αντικείμενο, η μητέρα, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του βοηθητικού εγώ, του περιέχοντος, καθώς και του καθρέφτη, ώστε το υποκείμενο να συγκροτήσει ένα εγώ που να λειτουργεί συνθετικά και συνδετικά. Το Εγώ του βρίσκεται αντιμέτωπο με το διττό
ταξίδι στις ψ υχ ικ ές ηπείρους της νεύρω σης και των οριακών καταστάσεω ν άγχος της παρείσφρησης και του αποχωρισμού. Η προβληματική του διπλού ορίου κατέ χει κεντρική θέση στη θεωρία του Α. Γκριν. Το όριο τίθεται στη διττή διάσταση αυτής της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας και σε ό,τι αφορά την εσωτερική πραγματι κότητα το όριο μεταξύ των συστημάτων συνειδητό/προσυνειδητό-ασυνείδητο. Η διχοτόμη ση, ως ο κατεξοχήν αμυντικός μηχανισμός των οριακών ασθενών, διαπερνά όλα τα ανατι θέμενα και συμπληρωματικά ζεύγη καλό-κακό, ψυχικό-σωματικό, ευχαρίστηση-δυσαρέσκεια. Απόρροια της διχοτόμησης είναι η αδυναμία συμβολοποίησης· έτσι η ενορμητική ώση βρίσκει διέξοδο στην εκφόρτιση που επιτυγχάνεται είτε μέσω της διαδραμάτισης είτε μέσω των σωματικών αντιδράσεων. Η λειτουργία του ψυχαναλυτή στις οριακές περιπτώσεις απομακρύνεται από το επίπεδο το ερμηνευτικό και δρα στην περιοχή της αναδόμησης των κατεστραμμένων και αλλοιωμέ νων δεσμών, ώστε να ενεργοποιηθεί η λειτουργία της συμβολοποίησης προκειμένου να επανασυνδεθούν ο χώρος του συνειδητού και αυτός με τη σειρά του να επανασυνδεθεί με το ασυνείδητο μέσω της συγκρότησης του προσυνειδητού. Με αυτό τον τρόπο η ψυχανα λυτική εργασία τοποθετείται στο μεταβατικό πεδίο. Τα κείμενα του Α. Γκριν και οι προβληματισμοί του εκτείνονται πέραν της ψυχοπαθολογίας των οριακών περιπτώσεων. Ο συγγραφέας επιχειρεί να κατανοήσει με ψυχαναλυτικό τρό πο την εμφάνιση του Κακού στον κοινωνικό χώρο. Εισάγει το σχετικισμό και κλονίζει βε βαιότητες που υπόκεινται στο μηχανισμό διχοτόμησης ψυχαναλυτής-ασθενής. Ενδεχομέ νως να προξενήσει μια μικρή ανησυχία στους βολεμένους ψυχαναλυτές υποστηρίζοντας ό τι ο αναλυτής είναι δέσμιος της δικής του ψυχικής πραγματικότητας η οποία βρίσκεται σε συνάρτηση με την εικόνα της ψυχικής πραγματικότητας του ασθενούς που σχηματίζει, θε ωρώντας ότι στόχος της ψυχανάλυσης είναι η δημιουργική χρήση των τριτογενών διεργα σιών, η σκέψη του και η κλινική του εγγράφονται σε μια πορεία διαμετρικά αντίθετη από ψυχαναλυτικά ρεύματα που θέτουν ως στόχο της ανάλυσης την κοινωνική προσαρμογή του ατόμου και ενέχουν μια κανονιστική λογική.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 61
Η σκέψη του Α. Γκριν μάς ταξιδεύει στις ψυχικές ηπείρους από τη νεύρωση στις οριακές καταστάσεις διατρέχοντάς τες με τις θεωρίες του Freud, της Klein, του Lacan, του Βίοη, του Winicott. Μας μεταφέρει από τους χώρους της λογοτεχνίας στην κοινωνική πραγματι κότητα προκειμένου να κατανοήσουμε με τρόπο ψυχαναλυτικό τα όσα μας συμβαίνουν. Στο βιβλίο βρίσκουμε επίσης διάσπαρτα ψήγματα της εργασίας του για Το αρνητικό που α ποτελεί το επόμενο βιβλίο του (1993). Το αρνητικό ως προς τη διττή του υπόσταση με τις θετικές συνιστώσες (όπως η αρνητικοποίηση του πρωταρχικού αντικειμένου ως προϋπό θεση για τη δημιουργία της παράστασης) και ως προς τις αρνητικές συνιστώσες όπως στην απο-αντικειμενοποιούσα λειτουργία. Η μεταφραστική εργασία της θάλειας Λογαρίδη είναι εξαιρετική. Κατόρθωσε να αποδώ σει πληρέστατα στην ελληνική γλώσσα ένα κείμενο δύσκολο και πυκνό με την ιδιαίτερη ο ρολογία που το χαρακτηρίζει, μεταφέροντας και το ύφος του πρωτοτύπου. Μας έχει μεί νει όμως η απορία γιατί οι ξενόγλωσσοι τίτλοι μεταφράζονται στα ελληνικά μόνο μέχρι το μέσον του βιβλίου και μετά όχι. Οι πρόλογοι των Ελλήνων ψυχαναλυτών λειτουργούν συμπληρωματικά και αρκετά κατατο πιστικά για τον Έλληνα αναγνώστη. Ο μεν κ. Σ. Μητροσύλης δίνει εν συντομία τη βιογρα φία του Α. Γκριν, η δε κ. Κ. Συνοδινού παρουσιάζει συνοπτικά τη θεωρητική συμβολή του Α. Γκριν στην ψυχαναλυτική σκέψη. Παρ’ όλη τη φροντίδα, ο δαίμων του τυπογραφείου έ κανε το θαύμα του: στη σ. 31 αναφέρεται ότι η γαλλική έκδοση χρονολογείται στο 1970 αντί του ορθού 1990. ξανθή χαραλαμπουε
ΙΣΤΟΡΙΑ
Το κράτος τοιι 19 οιι αιώ ν α
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το εγχείρημα της Μαριλέ-
νας Κοππά να εξετάσει τη Βαλκανική ως μια περιφέρεια της Ευρώπης με κοινό παρελθόν και κοινό μέλλον. Η συγγραφέας επιχειρεί με εύστοχο τρόπο να σκιαγραφήσει την περιπέτεια της οικοδόμησης των βαλκανικών κρατών ως προϊόντα του ε θνικισμού αλλά και «τροφοδότες» του. Παράλληλα, παρακο λουθεί την ιδιαίτερη πορεία εκσυγχρονισμού που θα ακολου θήσει καθένα από τα βαλκανικά κράτη και τον ξεχωριστό τρό πο με τον οποίο κάθε κράτος θα αντιμετωπίσει τα προβλήμα τα της ανάπτυξης και της υπέρβασης των «αγκυλώσεων» της παράδοσης. ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΚΟΠΠΑ
Η εργασία της Μ. Κοππά, που είναι λέκτορας στο Πάντειο Πα
Η συγκρότηση των κρατών στα Βαλκάνια (19ος αιώνας).
νεπιστήμιο, αποτελεί συγκριτική μελέτη της διαδικασίας οικο δόμησης κράτους κατά το 19ο αιώνα σε τρεις χώρες, τη Σερ
Τρεις και μια περιπέτειες
βία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, διαδικασία η οποία αντιπαραβάλλεται με την αντίστοιχη ρουμανική εμπειρία. Τονίζοντας
αθηνα, α . α . λιβανης, 2002. ΣΕΛ. 416
σε κάθε περίπτωση τη μοναδικότητα της καθεμιάς ιστορικής διαδρομής, η συγγραφέας αναδεικνύει τα κοινά στοιχεία, τα κοινά διλήμματα και συ χνά τις κοινές αγκυλώσεις που χαρακτήρισαν τη δύσκολη πορεία εκσυγχρονισμού σε
62 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
αυτή την περιοχή της Ευρώπης. Στο κείμενό της εηιχειρείται η ανάδειξη της ιδιαιτερό τητας της ιστορικής διαδρομής κάθε χώρας με την εξέταση των κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών δομών, καθώς και των στρατηγικών των επιμέρους πολιτικών φορέ ων, που σε κάθε περίπτωση καθορίζονται από την περιφερειακή θέση των χωρών στο παγκόσμιο σύστημα. Η μελέτη στηρίζεται σε τρεις εύστοχες υποθέσεις εργασίας. Πρώτη υπόθεση εργασίας αποτελεί η ιδέα ότι οι σχέσεις εξουσίας στις τρεις χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγα ρία), αλλά και στη Ρουμανία, καθορίζονται από τη θέση των αντίστοιχων λαών στην ο-
συγκριτική μ ελ έτη της οικοδόμησης του κράτους κατά το 19ο αιώνα στη Σερβία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα θωμανική δομή. Δεύτερη υπόθεση εργασίας της μελέτης είναι, όπως γράφει η Μ. Κοππά, ότι «οι ολιγαρχικές βαλκανικές ελίτ στη Σερβία, στη Βουλγαρία και στην Ελλά δα, χρησιμοποιώντας εκσυγχρονιστικά συνθήματα και τους συνταγματικούς-κοινοβουλευτικούς θεσμούς, κατάφεραν να οδηγήσουν σε αποτυχία κάθε απόπειρα εγκαθίδρυ σης απολυταρχικών καθεστώτων και πέτυχαν να θεμελιώσουν ένα καθεστώς περιορι σμένου κοινοβουλευτισμού. Αυτό σε κάποιο μέτρο ισχύει και για τη Ρουμανία». Τέλος,
τρίτη υπόθεση εργασίας είναι ότι το πέρασμα από την ολιγαρχική πολιτική στην πολιτι κή των μαζών καθορίζεται από το ρόλο των αγροτών στο πολιτικό σύστημα. Ο ιδιαίτε ρος τρόπος με τον οποίο αυτοί ενσωματώνονται στο υπό οικοδόμηση κράτος καθορί ζει τη μορφή της πολιτικής πάλης που θα οδηγήσει στη μετάβαση αυτή, σημειώνει η Μ. Κοππά. Η συγγραφέας επέλεξε να μελετήσει τον τρόπο «με τον οποίο η νεωτερικότητα συναντά την ιδιαίτερη παράδοση μιας περιοχής ώστε να δώσει κάτι εντελώς νέο, έναν ιδιαίτερο, μοναδικό τύπο εκσυγχρονισμού ». Και έχει δίκιο όταν επισημαίνει ότι
δεν πρόκειται για ιστορική έρευνα, αλλά για απόπειρα συγκριτικής πολιτικής ανάλυ σης. «Για το λόγο αυτόν επιλέχτηκε μια μακρά χρονική περίοδος, ώστε να μπορούν να διαγραφούν με καθαρότητα οι βασικές τάσεις σε κάθε περίπτωση»,
ςωτηρης νταλης
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Έ νας «γνωστός άγνωστος»
Ελάχιστα γνωστός είναι στην Ελλάδα αυτός ο στοχα
στής του αναρχισμού. Ο Γκ. Λαντάουερ ανήκει στην παράδοση ΓΚΟΥΣΤΑΒ ΛΑΝΤΑΟΥΕΡ
που δημιούργησαν ο Ρουσό, ο Προυντόν και ο Κροπότκιν. Με
Το μήνυμα του Τιτανικού. Έ κκληση για σοσιαλισμό
τον τελευταίο μάλιστα είχε συναντηθεί και του αφιερώνει ένα
ΑΘΗΝΑ, ΤΡΟΠΗ, 2002. ΣΕΛ. 230 και 222
νια του.
έξοχο κείμενο όταν ο «πρίγκιπας» έκλεισε τα εβδομήντα χρό Αν και δηλωμένος αναρχικός, ασκεί σκληρή κριτική στην πρα
κτική των αναρχικών τρομοκρατών και βομβιστών, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο ιδεο λογικό έδαφος του ρωσικού μηδενισμού. Ορισμένες σκέψεις του, σε ό,τι αφορά την έ νοπλη δράση μικρών ομάδων, διατηρούν την αξία τους και σήμερα: «Η πολιτική των δολοφονικών επιθέσεων υποκρύπτει μια παθιασμένη έφεση για προβολή. Οι αναρχι-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 63
κοί θα έπρεπε να αντιληφθούν το εξής: ένας σκοπός επιτυγχάνεται μονάχα όταν το μέ σο έχει ήδη βαφτεί με το χρώμα αυτού του σκοπού».
Ο Γκ. Λαντάουερ συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής του καθώς και στην επαναστατική δυναμική που διαμορφώθηκε στη Γερμανία. Το 19 18 γίνεται μέλος του «Επαναστατικού Εργατικού Συμβουλίου της Βαυαρίας» και το 19 19 επιτε τραμμένος οε θέματα πολιτισμού στην κυβέρνηση της δημοκρατίας των συμβουλίων των εργατών και των στρατιωτών. Το πείραμα αυτό πνίγηκε στο αίμα, ενώ ο Γκ. Λαντά ουερ δολοφονήθηκε από τους αντιδραστικούς το Μάιο του 1919.
Ο «Μέτερνιχ» του 20ού αιώ να
ταςος παππας
Ο Βρετανός δημοσιογράφος Κρίστοφερ Χίτσενς σ'
αυτό το βιβλίο του σκιαγραφεί τον Χένρι Κίσινγκερ ως αισχρό εκμεταλλευτή ξένων κυβερνήσεων. Με σκληρή και ωμή γλώσ σα κατηγορεί τον Κίσινγκερ για «εγκλήματα πολέμου, για ε γκλήματα κατά της ανθρωπότητας και για σοβαρές παραβιά σεις του κοινού ή εθιμικού ή διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβα νομένου του αδικήματος της συνέργειας για διάπραξη δολο φονίας, απαγωγής και βασανιστηρίων».
Ο συγγραφέας επιχειρεί να ανασκευάσει πολλούς από τους ι σχυρισμούς του Κίσινγκερ που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Χρόνια ανανέωσης (εκδόσεις «Νέα Σύνορα», 2000). 0 Βρετα-
ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΧΙΤΣΕΝΣ Η δίκη του Χ έ ν ρ ι Κ ίσινγκερ μτφρ .: θ. γιαννακοπουλος αθηνα, εστία, 2002. ςελ. 260
νός δημοσιογράφος πιστεύει ότι ο Κίσινγκερ είχε προσωπική εμπλοκή σε φόνους αμάχων στην Ινδοκίνα και το Μπαγκλαντές καθώς και προσωπική ανάμειξη στα εσωτερικά χωρών όΠως η Χιλή και η Κύπρος, με τις οποίες οι ΗΠΑ δε βρίσκονταν σε πόλεμο. Επίσης τον κατηγορεί ότι διευκόλυνε τη γενοκτονία
στο Ανατολικό Τιμόρ. Στο έβδομο κεφάλαιο επιχειρεί να μας εξηγήσει γιατί ο Κίσινγκερ θα πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για την «αιματηρή τουρκική εισβολή στην Κύ προ». Υποστηρίζει ότι ο Κίσινγκερ γνώριζε τα πάντα και είχε προειδοποιηθεί για το επι
κείμενο πραξικόπημα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, το Μάιο του 1974, δύο μήνες πριν
ο X . Κ ίσ ινγκερ ως αισχρός εκ μ ετα λ λ ε υ τή ς ξένω ν κυβερ νή σ εω ν από το πραξικόπημα, ο Κίσινγκερ είχε λάβει σημείωμα (memorendy) από το στενό συ νεργάτη του Τόμας Μπόγιατ, ο οποίος του ανέφερε ότι η ελληνική χούντα ετοιμάζεται να χτυπήσει τον Μακάριο. 0 Μπόγιατ έγραφε στον Κίσινγκερ ότι αν δεν αποσταλεί ειδι κό μήνυμα στους Έλληνες συνταγματάρχες, αυτοί θα θεωρήσουν ότι έχουν το «πράσι νο φως» από την Ουάσινγκτον να προχωρήσουν σε πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. 0 Μπόγιατ υπογράμμιζε μάλιστα ότι τυχόν πραξικόπημα θα έδινε τη δικαιολογία που έ ψαχναν οι Τούρκοι για να εισβάλουν. Για τον Κ. Χίτσενς, ο Κίσινγκερ παρέκαμψε δημοκρατικές διαδικασίες των ΗΠΑ και χρησιμοποίησε μυστικές διόδους προκειμένου να βγει από το πολιτικό παιχνίδι ο Μα κάριος. Βέβαια παραδέχεται ότι δεν μπορεί να χρεώνονται όλα στον Κίσινγκερ ο οποί ος κληρονόμησε την επίσημη δυσαρέσκεια για τον Μακάριο. 0 Κ. Χίτσενς υποστηρίζει ότι στις περιπτώσεις της Χιλής και της Κύπρου έβγαλε στην
64 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
επιφάνεια καινούρια στοιχεία και προσπάθησε να βάλει μια σειρά στα ψέματα του Κίσινγκερ. Βέβαια, παρ' όλα τα στοιχεία, ο Κίσινγκερ ανέκαθεν υποστήριζε ότι δεν είχε καμιά συμμετοχή στα γεγονότα της Κύπρου. Μετά το πραξικόπημα η αμερικανική πρε σβεία στη Λευκωσία ήταν η μόνη που αποδέχθηκε μέλη της «κυβέρνησης του Σαμ ψών», ως «υπουργούς» - ενέργεια η οποία έμμεσα υποδήλωνε την de facto αναγνώρι ση του πραξικοπήματος. Μέσω δε του μεσάζοντος Τομ Πάππας, οι Αμερικανοί είχαν ή δη στείλει μήνυμα αναγνώρισης του πραξικοπήματος στην ελληνική χούντα. «Σε μια συνάντησή του με Κινέζους ηγέτες τον Οκτώβριο του 1974 ο Κίσινγκερ είχε δηλώσει ότι βρισκόταν στη Μόσχα όταν έγινε το πραξικόπημα στη Κύπρο, πράγμα το οποίο δεν ήταν αλήθεια, και ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν εκείνη που παρακίνησε τους Τούρκους να εισβάλουν στην Κύπρο παρ' όλο που ήταν μέλος του ΝΑΤΟ», τόνιζε ο Κ. Χίτσενς σε συνέντευξή του στα Νέα στις 24 Νοεμβρίου 2001. Από την άλλη πλευρά, ο Χένρι Κίσινγκερ αποφεύγει συστηματικά να δώσει περισσότερα στοιχεία και διευκρινίσεις. Ολόκληρη η αλήθεια για τα γεγονότα της Κύπρου δεν πρόκει ται να γίνει γνωστή εάν δεν έρθει στο φως το προσωπικό αρχείο του Κίσινγκερ. Κι αυτό θα γίνει πέντε χρόνια μετά το θάνατό του, σύμφωνα με τη ρητή δέσμευση της βιβλιοθή κης του Κογκρέσου όπου φυλάσσονται τα αρχεία του Χένρι Κίσινγκερ. ςωτηρης νταλης
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
Η πλήξη της τρέλας
0 Βάσλαβ Νιζίνσκι, ο διασημότερος χορευτής του δυτικού κό σμου, αποσύρθηκε από τη σκηνή σε ηλικία είκοσι εννιά ετών και πέρασε τα υπόλοιπα είκοσι ένα χρόνια της ζωής του παράφρων, έγκλειστος στο σανατόριο Bellevue. Το Δεκέμβριο του 1917, έξι εβδομάδες προτού κλειστεί οριστικά στο άσυλο τρελών, απομο νώνεται σε μια βίλα στο Σεν Μόριτς της Ελβετίας μαζί με τη γυ ναίκα του, τη μικρή τους κόρη και ολιγάριθμο υπηρετικό προσω πικό. Εκεί, κυριευμένος από το διαρκή φόβο ότι η γυναίκα του και ο γιατρός που τον παρακολουθούσε (ερασιτέχνης ψυχίατρος) θα τον έκλειναν σε άουλο (όπως και έκαναν), ο Νιζίνσκι βυθίζε ται στην τρέλα. Κατά τη διάρκεια των σαράντα τριών ημερών της
VASLAV NIJINSKY
Ημερολογιακά τετράδια ΜΤΦΡ.: ΝΑΤΑΣΣΑ ΧΑΣΙΟΤΗ ΑΘΗΝΑ, ΑΓΡΑ, 2002. ΣΕΛ. 400
καθόδου του γράφει ένα σπαρακτικό ημερολόγιο, που αποκαλύ πτει τη σταδιακή επιδείνωση της ασθένειάς του μέχρι την οριστι κή του εξαφάνιση μέσα στην ομίχλη της σχιζοφρένειας. Το ημερολόγιο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1936 και πολύ σύντομα απέκτησε τεράστια φήμη. Στο κείμενο (ή, για να ακριβο-
λογούμε, στον ίδιο το λόγο του Νιζίνσκι) αποδόθηκαν ιδιότητες οχεδόν αποκρυφιστικές. Χάρη σε αυτό το ημερολόγιο του 1917, ο Νιζίνσκι μεταμορφώθηκε σε μια τρελή ιδιοφυία (δίπλα στον Νίτσε και τον Αρτό). Σήμερα, μια τέτοια προσέγγιση, που αντιμετωπίζει τους ψυχικά ασθενείς ως προφήτες και το λόγο τους ως τοτεμικό απαύγασμα ενόρασης, δεν έχει πλέον θέση. Το ημερολόγιο του Β. Νιζίνσκι αποτελεί την καταγραφή μιας συνήθους περίπτωσης οχιζοφρένειας. Ανατρέχοντας στην Ταξινόμηση Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών Συμπεριφοράς του Παγκόσμι
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 65
ου Οργανισμού Υγείας, διαπιστώνουμε ότι ο λόγος του Νιζίνοκι, αν και γίνεται -περιστασιακά- ιδιαιτέρως ελκυστικός, διατηρεί τα απολύτως συνηθισμένα γνωρίσματα της σχιζο φρένειας. Ο Νιζίνοκι πολύ συχνά ακούει την ηχώ της σκέψης του: «Αισθάνομαι το χειρό γραφό μου ζωντανό» γράφει. Έχει παραληρηματικές ιδέες που αναφέρονται στο σώμα
του. Πιστεύει, για παράδειγμα, ότι οι τρίχες της μύτης του κινούνται αυτόνομα, παρά τη θέλησή του: «Ξύνω τη μύτη μου, γιατί αισθάνομαι τις τρίχες που κουνιούνται μέσα στη μύ τη μου. Έχω προσέξει ότι οι τρίχες κουνιόνταν εξαιτίας των νεύρων». Έχει επίμονες ψευ
δαισθήσεις, πιστεύει ότι τον παρακολουθούν. Στην αρχή του ημερολογίου πιστεύει ότι έχει παντρευτεί τον θεό, ενώ αργότερα ταυτίζει τον εαυτό του με τον ίδιο τον θεό. Ο λόγος του σταδιακά αποδιαρθρώνεται: «Είναι ηλίθιοι. Αυτοί είναι ηλίθιοι. Είναι κρέας. Είναι ο θά νατος. Μιλάω απλά και χωρίς τερτίπια. Δεν είμαι πίθηκος».
Η συμπεριφορά του παρουσιάζει βίαιες εξάρσεις. Σε μια περίπτωση, έσπρωξε τη γυναί κα του από τη σκάλα, ενώ εκείνη βαστούσε στην αγκαλιά της την κόρη τους. Τέτοια μα
ο παραληρηματικός λόγος ενό ς παράφρονα χορευτή νιακά ξεσπάσματα ακολουθούνται από περιόδους απάθειας. Αυτή η τεθλασμένη συναι σθηματική διαδρομή αντικατοπτρίζεται στις εγγραφές του ημερολογίου του, που όσο περνά ο χρόνος γίνεται απροσπέλαστο, α-νόητο και -σε μερικά σημεία- αποκρουστικό. Η γραφή του Νιζίνοκι φανερώνει όλη την πλήξη και την κούραση της τρέλας. Τα μακρόσυρτα παραληρήματα και οι σχοινοτενείς προτάσεις προκαλούν τις αντοχές του αναγνώ στη, με συνεχείς επαναλήψεις που είναι αδύνατον να διαβαστούν στο σύνολό τους. Στο τέλος του ημερολογίου, η γραφή του Νιζίνοκι είναι απολύτως αποδιαρθρωμένη. Είναι χα ρακτηριστικό ότι στην παρούσα έκδοση η μεταφράστρια προτίμησε, ορθά, να αφήσει τα ύστατα χωρία αμετάφραστα. Η γοητεία που συναντά κανείς στο λόγο του παράφρονα χορευτή (και υπάρχουν δεκάδες γοητευτικές ρωγμές στο κείμενο) βρίσκονται στους ευφάνταστους συνειρμούς και στις α πρόσμενες συσχετίσεις του συγχυσμένου μυαλού του, που οδηγούν τον αναγνώστη σε έ να απόγειο παραδοξολογίας: «Η γη είναι το κεφάλι του Θεού./Ο θεός είναι φωτιά μέσα στο κεφάλι./Οσο έχω μια φωτιά μέσα στο κεφάλι μου είμαι ζωντανός./Εγώ είμαι ένας σεισμός». Αυτή είναι η ρομαντική γοητεία της τρέλας.
Η θεμελιώδης συνισταμένη στη σκέψης του παραφρονούντα χορευτή είναι η αντίθεση λογικής-συναισθήματος. Ο Νιζίνοκι υπερασπίζεται με πάθος την ενόραση: «Μελετώ τη φύση με βάση το συναίσθημα» γράφει. Παράλληλα, πολεμάει την καλπάζουσα παραφροσύνη
που αισθάνεται ότι τον κυριεύει, προσπαθώντας να οικοδομήσει μια «νέα λογική». Κατα σκευάζει παράδοξα επιχειρήματα για να πείσει τον εαυτό του ότι -από τη στιγμή που μπο ρεί να κάνει «λογικούς» συλλογισμούς- δεν έχει τρελαθεί: «Ο πίθηκος είναι ζώο. Εγώ εί μαι ζώο, αλλά είμαι προικισμένος με λογικό. Πιστεύω ότι ο πίθηκος προέρχεται απ' το δέ ντρο κι ο άνθρωπος απ' τον θεό. Ο θεός δεν είναι πίθηκος. Ο άνθρωπος είναι θεός». Η
παράδοξη «λογική» του αντικατοπτρίζεται και στην ίδια τη διαδικασία γραφής του ημερολο γίου. Ο Νιζίνοκι πιστεύει ότι μόνο οι τρελοί γράφουν χωρίς λάθη. Ταυτίζει την τελειότητα με την παραφροσύνη. Έτσι, όταν γράφει, επιλέγει να κάνει λάθη, ώστε να αποδείξει ότι δεν τρελάθηκε. Εδώ, φυσικά, έγκειται η αντιφατικότητα της «λογικής» του: «Μου αρέσουν τα λάθη γιατί θέλω οι άνθρωποι να με καταλάβουν. Αν γράφω χωρίς λάθη, οι άνθρωποι θα νομίσουν ότι είμαι τρελός».
Ένα δεύτερο δίπολο που καθορίζει τη σκέψη του είναι η ισορροπία ηθικής καθαρότητας
66 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ! 2003
και αμαρτίας. Έχοντας ασπαστεί το δόγμα του Πνευματικού Πασιφισμού, του ύστερου Τολστόι, αποφεύγει να τρώει κρέας και αποστρέφεται τη σεξουαλική πράξη. Την ίδια στιγμή βασανίζεται από γενετήσιο οίστρο: «Αισθάνομαι σεξουαλική επιθυμία και φόβο» γράφει. Αυτή η σωματική και πνευματική αγωνία επανέρχεται ως επωδός ξανά και ξανά στη σκέψη του Νιζίνσκι και συχνά διαπλέκεται με ενοχές και δυσάρεστες αναμνήσεις α πό την εποχή που ο ίδιος ήταν ερωτικό αντικείμενο στα χέρια αντρών του κύκλου των Ρωσικών Μπαλέτων. Όπως είναι αναμενόμενο, ένα τέτοιο κείμενο δε θα μπορούσε να είναι συνεπές, ακόμα και στην παραδοξότητά του. Έτσι λοιπόν, υπάρχουν χωρία στα οποία ο αναγνώστης διακρί νει ολοκάθαρα τον Βάσλαβ Νιζίνσκι. Άξαφνα, μέσα στο νεφέλωμα της πρωτοπρόσωπης α φήγησης του χορευτή, ανοίγονται ξέφωτα διαύγειας. Τότε ο Νιζίνσκι μιλάει με νηφαλιότη τα για τη σχέση του με τον Ντιάγκιλεφ, διηγείται επεισόδια από την καριέρα και τη ζωή του ή περιγράφει σκηνές της καθημερινότητας στη βίλα του Σεντ Μόριτς. Αυτή είναι μια ι διαιτέρως σημαντική διάσταση του ημερολογίου επειδή, όταν πρωτοεκδόθηκε τη δεκαε τία του '30, το κείμενο λογοκρίθηκε βαρύτατα από τη Ρομόλα Νιζίνσκι (σύζυγο του Βά σλαβ), παρουσιάζοντας μια «αγιογραφία» του Νιζίνσκι. Εκείνο το λογοκριμένο κείμενο κα θόριζε -έως πολύ πρόσφατα- την εικόνα που είχαμε για το χορευτή. Η πλήρης έκδοση του ημερολογίου (την οποία ακολουθούν οι εκδόσεις «Άγρα») ήρθε μόλις το 1995. Το α ποκατεστημένο πλέον κείμενο διασαφήνισε ζητήματα όπως οι σχέσεις του Νιζίνσκι με τον Ντιάγκιλεφ, οι εμπειρίες του με πόρνες, οι διακυμάνσεις της σύντομης καριέρας του, και αποκάλυψε πλήθος μικρές λεπτομέρειες που όμως αποκτούν ενδιαφέρον ακριβώς διότι είχαν αποσιωπηθεί. Είναι μάλλον αδύνατον να μιλήσει κανείς συμπερασματικά για το ημερολόγιο του Β. Νιζίνσκι. Τέτοιου είδους κείμενα αντιστέκονται σε ολικές θεωρήσεις και η όποια γνώμη δεν μπορεί να έχει μορφή κρίσης. Ο Νιζίνσκι έγραψε το ημερολόγιο με σαφή επιδίωξη να το εκδώσει, αν και ο σκοπός που θα εξυπηρετούσε η έκδοση παραμένει νεφελώδης. Η επι θυμία του εκπληρώθηκε. Αναχωρώντας από τον κόσμο της έλλογης σκέψης, ο Νιζίνσκι ά φησε πίσω του ένα μονοπάτι λέξεων που τον ακολούθησε στο σκοτάδι. 0 αναγνώστης που θα θελήσει να ιχνηλατήσει την ίδια διαδρομή είναι νομοτελειακώς βέβαιο ότι θα εγκα ταλείψει πριν από τον τελικό προορισμό, χρηστός χρυςοπουλος
ΠΑΙΔΙΚΑ
Επιστημονική φαντασία
Ο Λουκιανός ο Σαμασατεύς θεω
ρείται από πολλούς ο πρώτος συγγραφέας ιστοριών επιστημο νικής φαντασίας. Ο ίδιος λέει κάπου ότι ο αναγνώστης δεν πρέπει να πιστέψει αυτά που γράφει. Αν αυτό συμβεί, δε θα φταίει ο συγγραφέας αλλά ο ίδιος ο αναγνώστης γιατί προει δοποιήθηκε... Ίσως θέλοντας μ' αυτό να δείξει τη δύναμη του ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Ταξίδι στο φεγγάρι
λόγου και της δημιουργικής φαντασίας αλλά και την προσπά
θεια τελικά του ανθρώπου να ξεπεράσει τις δυνάμεις του κι ε ΑΠΟΔΟΣΗ: ΚΟΣΤΑΣ ΠΟΥΛΟΣ πομένως να γνωρίσει τον εαυτό του και το σύμπαν. Το βιβλίο ΕΙΚΟΝ.: ΣΒΕΤΛΙΝ ΑΘΗΝΑ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, 2002. ΣΕΛ. 44 που παρουσιάζουμε είναι διασκευή της Αληθινής ιστορίας, ό-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 67
που ένα καράβι με ναύτες βρίσκεται στον αέρα, ταξιδεύει ως το φεγγάρι, στα νησιά των ονείρων, στη χώρα των Μακάρων, έρχεται σ' επαφή με παράξενες πόλεις και αν θρώπους, με πειρατές αλλόκοτους και με στοιχειά γεννήματα της φαντασίας. Ο Κώστας Πούλος, κλασικός πια στις μεταφορές αριστουργημάτων της λογοτεχνίας, και τούτη τη φορά πέτυχε αφενός να μην προδώσει το περιεχόμενο και το ύφος του πρωτότυπου κειμένου και αφετέρου να δώσει ένα μάλλον σύγχρονο παραμύθι με απο λαυστικό περιεχόμενο. (Για αναγνώστες από 9 ετών) γιαννης ε . παπαδατος
Κατά φ αντασίαν ασθενής
Πρόκειται για ένα βιβλίο από τα
τρία της σειράς με ήρωα τον Φώκο (τα άλλα δύο: Ο Φώκος νόμιζε ότι μισούσε το σχολείο, Ο Φώκος νόμιζε ότι ήθελε να κοιμάται με παρέα). Έχουν «στόχο» την ομαλή ψυχολογική και
κοινωνική ένταξη των παιδιών στην πραγματικότητα και στις συνθήκες της. Την απαλλαγή τους από φοβίες και εμμονές που είναι σύμφυτες με την πρώτη παιδική και σχολική ηλικία. Είναι γραμμένα με ευρηματικότητα, γνώση της παιδικής ηλι κίας και πηγαίο χιούμορ. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Φώκος, που είναι κατά φαντασίαν άρρωστος, υπερβαίνει αυτή την εμμονή όταν ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ο Φώκος νόμιζε ότι ήταν άρρωστος
γνωρίζει το... έτερόν του ήμισυ. (Γ ια αναγνώστες από 4 ετών) ΓΙΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ W
ΕΙΚΟΝ.: ΕΛΛΗ ΚΕΛΕΜΕΝΔΡΗ ΑΘΗΝΑ, ΠΑΤΑΚΗΣ, 2002. ΣΕΛ. 20
68 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΑΛΚΥΟΝΗ ΓΊΑΠΑΔΑΚΗ
Στον ίσκιο των πουλιών Είναι κάτι νύχτες, ιτον τ ’ αστέρια, κατεβαίνουνε χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι και νοτίζει την ψυχή σου. Είναι κάτι νύχτες, που όλα σιγοτραγονδούν. Ακόμα κι οι πέτρες. Και τα ξερά κλαδιά. Αυτές τις νύχτες προτιμά να σε θυμάται η μοναξιά σου. Κ ι έρχεται ακάλεστη. Χω ρίς να χτυπήσει ούτε καν την πόρτα, να ρωτήσει αν δέχεσαι επισκέψεις. Χω ρίς να κρατά η αφιλότιμη, ούτ’ ένα λουλουδάκι. Ο ύτ’ ένα γλυκό, μπας και σε ξεγελάσει. Θρονιάζεται στην ψυχή σου κι ανάβει προκλητικά το τσιγαράκι της. «Αυτάααα! Π ού είχαμε μείνει;» Σου λέει μ ’ όλο το θράσος της και σε κοιτά κατάματα. Ε ίν ’ αυτές οι νύχτες, που τ ’ άστρα κατεβαίνουν χαμηλά. Που λιώνει το φεγγάρι. Που όλα σιγοτραγουδούν. Ε ίν ’ αυτές οι νύχτες τελικά, που βλέπεις καθαρά, το χρώμα που έχουν τα μάτια της μοναξιάς. Ίδιο ακριβώς, όπως οι στάχτες από τα όνειρα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 11, 106 79 Α Θ Η Ν Α
ΤΗΛ.: 210 3601.551, 210 3390.028 - FAX: 210 3623.553 e-mail: Kalendis@ath.forthnet.gr - www.kalendis.gr
αφιέρωμα
70 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΑΠΑΛΕΞΗΣ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Το υ λ ικ ό τη ς π ο ίη σ η ς το υ Ν ίκ ο υ Κ α β β α δ ία α ν α δ ύ ε τα ι α π ό τη ν αλ μ ύ ρ α τω ν α ν ο ιχ τώ ν θ α λ α σ σ ώ ν , α π ό τα ν ε ρ ά τω ν ε ξ ω τ ικ ώ ν λ ιμ α ν ιώ ν κ α ι τις π ρ ο β λ ή τε ς το υ ς , α π ό το ν α ισ θ η σ ια σ μ ό τω ν « α μ α ρ τω λ ώ ν » γυ να ι κ ώ ν π ο υ π ω λ ο ύ ν τη σ υ ν τρ ο φ ιά το υ ς σ το υ ς ν α υ τικ ο ύ ς , σ α ν σ ω σ ίβ ιο σ το θ α λ α σ σ ο δ α ρ μ έ ν ο ν α υ α γ ό .
Νίκος Καββαδίας 1910-1975 Π ο λ ίτη ς το υ κ ό σ μ ο υ , ο « Μ α ρ α μ π ο ύ » « ξεπ α τικ ώ ν ει» τα ν τέ ρ τια κ α ι τα β ίτ σ ια τω ν α ν θ ρ ώ π ω ν το υ θ α λ α σ σ ιν ο ύ μ ό χ θ ο υ , τα σ ο υ σ ο ύ μ ια τω ν ν α ρ κ ο μ α ν ώ ν , τα μ ε θ ύ σ ια κ α ι το υ ς κ α β γ ά δ ε ς , το ν «α φ ρ ο δ ίσ ιο » π υ ρ ε τό π ο υ σ υ χ ν ά α φ ή ν ε ι π ικ ρ ή κ λ η ρ ο ν ο μ ιά ο α γ ο ρ α ίο ς , α λ λ ά π ά ν τα α ν α γ κ α ίο ς , έ ρ ω τ α ς ■ ό λ α α υ τ ά τα σ υ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ε ι, τα δ ιυ λ ίζ ε ι κ α ι τα μ ε το υ σ ιώ ν ε ι σ ε π ο ίη σ η . Π ο ίη σ η π ο υ π ρ ό σ χ η μ α έ χ ε ι τη ζ ω ή τω ν ν α υ τι κ ώ ν κ α ι τη δ ικ ή το υ γ ια να φ τ ιά ξ ε ι το ν κ ό σ μ ο τω ν π ικ ρ ώ ν π α ρ α μ υ θ ιώ ν το υ . Το α φ ιέ ρ ω μ α σ το ν Ν ίκ ο Κ α β β α δ ία ε π ιχ ε ιρ ε ί να ξ α ν α δ ε ί το ν π ο ιη τή , το έ ρ γ ο το υ κ α ι τη ν ε π ο χ ή το υ μ έ σ α α π ό τα κ ε ίμ ε ν α π ο υ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν . Έ να ε κ τ ε ν έ ς χ ρ ο ν ο λ ό γ ιο μ α ς δ ίν ε ι το σ τίγ μ α τη ς π ο ρ ε ία ς το υ, « 0 ά λ λ ο ς Κ α β β α δ ία ς » α ν ιχ ν ε ύ ε ι τη ν π ο ρ ε ία το υ π ο ιη τ ή μ έ σ α α π ό μ α ρ τ υ ρ ίε ς κ α ι ά γ ν ω σ τε ς σ το π λ α τύ κ ο ιν ό π λ η ρ ο φ ο ρ ίε ς , κ ε ίμ ε ν α για τη
Βάρδια,
το σ π ο υ δ α ίο α υ τ ό , γ ν ή σ ια μ υ θ ισ τ ο ρ η μ α τ ικ ό έ ρ γ ο ε ν ό ς
π ο ιη τή , α ν ο ίγ ο υ ν ν έ ε ς α ισ θ η τ ικ έ ς κ α ι π ρ α γ μ α τ ο λ ο γ ικ έ ς π ρ ο ο π τ ικ έ ς σ τη ν α ν ά γ ν ω σ η το υ κ α β β α δ ια κ ο ύ έ ρ γ ο υ . Τ έ λ ο ς , δ ύ ο σ υ γ γ ρ α φ ε ίς , έ ν α ς σ υ ν θ έ τ η ς κ ι έ ν α ς ζ ω γ ρ ά φ ο ς κ α τ α θ έ το υ ν τις π ρ ο σ ω π ικ έ ς το υ ς α π ό ψ ε ις γ ια τη γ ν ω ρ ιμ ία το υ ς μ ε το ν ίδ ιο το ν π ο ιη τή κ α ι, β έ β α ια , γ ια το έ ρ γ ο το υ .
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 71
αφιέρωμα του
Φίλιππου φ ιλιπ π ο υ 1 9 1 0 : Στις 11 Ιανουάριου γεννιέται ο Νίκος Καββαδίας
οτο Νικόλσκι Ουσουρίοκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη της Μαντζουρίας στην περιο χή του Χαρμπίν, κοντά στον ποταμό Ουσούρ που τότε ήταν στρατιωτική βάση. Είναι το τρίτο παιδί του Χαρίλαου και της Δωροθέας Καββαδία, το γένος Αγγελάτου. Τα άλλα δύο είναι η Ευγενία-Τζένια και ο Δημήτρης-Μίκιας. Ο πατέρας του έχει ρωσι κή υπηκοότητα και διατηρεί επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών. Παράλληλα είναι τροφοδότης του τσαρικού στρατού, στον οποίο υπηρετεί ως έφεδρος αξιωματικός. Η μητέρα του προέρχεται από εφοπλιστική οικογένεια της Κεφαλονιάς. 1 9 1 4 : Εξαιτίας της έκρυθμης κατάστασης που επικρατεί στη Μαντζουρία μετά την έκρηξη της επανάστασης στο Σετσουάν και την παραίτηση του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας (και της Μαντζουρίας) Που Γι, ο Χαρίλαος Καββαδίας εγκαταλείπει τις επιχειρήσεις του και φέρνει την οικογένειά του στην Ελλάδα με τον υπερσιβηρι-
Χρονολόγιο κό σιδηρόδρομο μέσω Τουρκίας. Εγκαθίστανται στην Άσσο και στο Φισκάρδο, στα πατρικά σπίτια, με τις γιαγιάδες και τους παππούδες. 1 9 1 5 : Η οικογένεια εγκαθίσταται στο Αργοστόλι, σ' ένα μεγάλο νοικιασμένο σπίτι. Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά, ο Νίκος και η Τζένια, γράφονται στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι». Ο πατέρας γυρίζει στη Μαντζουρία για να τακτοποιήσει τις επιχειρήσεις του. Γεννιέται ο μικρότερος γιος, ο Αργύρης. 1 9 2 0 : Ο Χαρίλαος Καββαδίας επιστρέφει στην Ελλάδα, αφού επί πολλά χρόνια α ποκλείστηκε στη Ρωσία, όπου μαινόταν η Οκτωβριανή επανάσταση και ο εμφύλιος που επακολούθησε. Εκεί διώχθηκε, φυλακίστηκε κι έχασε όλη την περιουσία του. 1 9 2 1 : Η οικογένεια μετακομίζει στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών στη Φρεαττύδα και αργότερα στην οδό Βούλγαρη 118. Ο εντεκαετής Νίκος παίρνει το βάπτισμα της θάλασσας στο επιβατηγό «Πολικός» των Αγγελάτων, ταξιδεύοντας μα ζί με τον πατέρα του που ήταν τροφοδότης. 1 9 2 2 : Στο δημοτικό της σχολής των αδελφών Μπάρδη, όπου έχει συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παπα-Πυρουνάκη, έχοντας διαβάσει την Ανθολογία του Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη και τα Ημερολόγια του Σκόκου, αρχίζει να εκδηλώνει την κλίση του προς το γράψιμο. Σκαρώνει στίχους που τους δείχνει μόνο στην αδελφή του Τζένια. Με οικονομική ενίσχυση συγγενών και φίλων εκδίδει τρία τεύχη του τε τρασέλιδου σατιρικού φυλλαδίου «Σχολικός Σάτυρος». Έρχεται σ' επαφή με πρό σφυγες της Μικρός Ασίας, όταν στο σπίτι τους νοικιάζουν ένα δωμάτιο σε μια οικο γένεια από το Τσεσμέ. 1 9 2 3 - 1 9 2 6 : Ο πατέρας πουλάει τα κοσμήματα της μητέρας για να επιβιώσει η οι κογένεια και αργότερα ανοίγει μαζί μ' έναν πρόσφυγα από τη Ρωσία ένα μπακαλικάκι στο Πασαλιμάνι. Ο μικρός Νίκος γράφει στη Διάπλαση των Παίδων με ψευδώ νυμο «Ο μικρός ποιητής». Γυμνάζεται στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά και, αφού πάρει μαθήματα πυγμαχίας, αγωνίζεται ως αθλητής του Πειραϊκού. 1 9 2 8 , 1 2 Ια νουά ριου : Δημοσιεύει στην πειραϊκή εφημερίδα Σημαία το πρώτο του
72 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ποίημα ως Πέτρος Βαλχάλας. Το τιτλοφορεί «Ο θάνατος της παιδούλας»: «Το βρά δυ πέθανε η παιδ ούλα/πούχε αρρωστήσει την αυγή./Ίσω ς η αγνή της η ψυχούλ α /μ ε τ' άστρα θέλησε να βγη/Και τώρ' αστέρι θάχη γίνει/τον ουρανό για να ομορφήνη». Τελειώνει το γυμνάσιο όπου έχει συμμαθητή το γιο του Παύλου Νιρβάνα,
τον Κώστα Αποστολίδη. 0 Νιρβάνας, που μένει στο Νέο Φάληρο, δέχεται τις συ χνές επισκέψεις του νεαρού Νίκου και γίνεται ο πρώτος του δάσκαλος στη λογοτε χνία. Δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εξαιτίας της αρρώστιας του πατέρα του αναγκάζεται να εργαστεί στο ναυτικό γραφείο του Ζωγράφου που πρακτορεύει τα καράβια των αδελφών της μητέρας του. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο πε ριοδικό Διανοούμενος. 1 9 2 9 , Οκτώβριο ς: Πεθαίνει ο Χαρίλαος Καββαδίας από καρκίνο. 0 Νίκος μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό «Άγιος Νικόλαος». Νωρίτερα είχε μπαρ κάρει και ο Αργύρης. 19 31 : Δημοσιεύει το ποίημα «Τραγούδια» στο πε ριοδικό Ναυτική Ελλάς. 1 9 32 : Δημοσιεύει στην εφημερίδα Πειραϊκόν Βή μα εντυπώσεις από τα ταξίδια του. Επίσης το αφή
γημα «Η απίστευτη περιπέτεια του λοστρόμου Νακαχαναμόκο» σε συνέχειες, κάτι που δεν ολοκλη ρώνεται γιατί η εφημερίδα διακόπτει την κυκλοφο ρία της. Στο περιοδικό του Πειραιά Ρυθμός, όπου η Τζένια Καββαδία δημοσιεύει τα διηγήματά της, υπογράφει τα πρώτα του ποιήματα ως Ν. Καββαδίας. 19 33 : Η οικογένεια εγκαθίσταται οτην Αθήνα, σε μια διώροφη μονοκατοικία της Κυψέλης στην οδό Κιμώλου 18. Τον Ιούνιο κυκλοφ ορεί η ποιητική συλλογή Μαραμπού με εισαγωγικό σημείωμα του Καίσαρα Εμμανουήλ. Το βιβλίο τυπώθηκε σε 245 αντίτυπα στο τυπογραφείο του περιοδικού Ο Κύ κλος με έξοδα του ίδιου. Ιούλιος: Κριτική του βι
Δεκαπέντε ετών, με τον Παύλο Νιρβάνα
βλίου από τον Δημήτρη Μπόγρη στη Ναυτική Ελλάδα. Δεκέμβριος: Ο Φώτος Πολί της στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Πρωία τού κάνει επαινετική κριτική, η ο ποία τον καθιερώνει. 19 38 : Δημοσιεύονται ποιήματά του στη Νέα Εστία. Ως προστάτης πολύτεκνης οικο γένειας έχει απαλλαγεί από τη στρατιωτική υπηρεσία. Ωστόσο καλείται για εκπαί δευση δύο μηνών στην Ξάνθη. 19 39 : Παίρνει το δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β' τάξεως. Η Δωροθέα Καββαδία με τους γιους της, και η Τζένια που έχει παντρευτεί τον Άγγελο Καββαδία και μένει στο Ψυχικό, μετακομίζουν και συγκατοικούν σ' ένα μεγάλο σπίτι στην οδό Αγίου Μελετίου 10. 19 40 , Οκτώβριος: Επιστρατεύεται και πηγαίνει στην Πάτρα με την ειδικότητα του ημιονηγού. Εκεί του χρεώνουν ένα μουλάρι και τον στέλνουν στο μέτωπο της Αλβα νίας με τα πόδια. 1 9 4 1 : Στο ελληνικό χωριό Κούδεσι συνεργάζεται με το περιοδικό Η Λόγχη, που
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 73
βγάζουν στρατιώτες της III Μεραρχίας, και γράφει το πεζογράφημα «Στο άλογό μου». Με την κατάρρευση του μετώπου, επιστρέφει με τα πόδια στην Αθήνα. 1 9 4 2 : Παίρνει μέρος στην Αντίσταση μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. 1 9 4 3 : Δημοσιεύει το ποίημα «Αθήνα 1943» στο παράνομο περιοδικό Πρωτοπόροι με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός. 1 9 4 4 : Μαζί με τον Βασίλη Νικολόπουλο μεταφράζει για τις εκδόσεις Καραβία το Ταξίδι του γυρισμού του Ευγένιου θ ' Νιλ. 1 9 4 5 : Δημοσιεύει στο περ ιοδικό Ελεύθερα Γράμματα τα ποιήματα «Federico
Garcia Lorca» και «Αντίσταση». Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύεται η μετάφραση του ποιήματος του Αμερικανού Φορντ Μάντοξ Φορντ «Τα παλιά σπίτια της Φλάνδρας». Γίνεται γραμματέας του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών. Οκτώβριος: Μπαρκάρει υπό πε ριοριστικούς όρους με το επιβατηγό «Κορινθία» ως δόκιμος ασυρματιστής. 1 9 4 7 , Ια ν ο υ ά ρ ιο ς : Εκδίδεται η δεύτερη ποιητική συλλογή του Πούσι και επανεκδίδεται ύστερα από δεκατέσσερα χρόνια το εξαντλημένο Μαραμπού α πό τον Θανάση Καραβία. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στη Νέα Εστία μέμφεται τον Καββαδία επειδή στα νέα του ποιήματα δεν κάνει αναφορά στο πρόσφα το δράμα του ελληνικού λαού. 1 9 4 9 : Παραλαμβάνει καθήκοντα υπεύθυνου ασυρ ματιστή στο επιβατηγό «Κυρήνεια». 1 9 5 1 - 1 9 5 2 : Αρχίζει να γράφει τη Βάρδια στο «Κυρήνεια». Την ολοκληρώνει στο «Κορινθία». 1 9 5 3 , Α π ρ ίλ ιο ς: Παίρνει το δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Α' τάξεως. 1 9 5 4 , Μ ά ρ τ ιο ς : Η Βάρδια κυκλοφ ορεί από τον Μασσαλία, 1947
Θανάση Καραβία. 1 9 5 7 : Ο αδελφός του Αργύρης, καπετάνιος σε
φορτηγά, αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του, έξω από το λιμάνι του Κόμπε της Ια πωνίας. Το γεγονός τον ταράζει και σταματάει να γράφει. 1 9 6 1 : Με τη μεσολάβηση του Αιμίλιου Χουρμούζιου, διευθυντικού στελέχους της Καθημερινής (από το 1 9 3 1 έως το 19 67 ), επανεκδίδονται το Μαραμπού και το Πούσι από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου σε ενιαία έκδοση. Τα πρώτα χρήματα
από τις πωλήσεις των βιβλίων του τα παίρνει από τον παραπάνω εκδοτικό οίκο. 1 9 6 2 : Δίνει στον Φρέντυ Γερμανό για το περιοδικό Εικόνες της Ελένης Βλάχου μια μεγάλη συνέντευξη. 1 9 6 4 : Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει στην οδό Γέλωνος 4, πίσω από την αμε ρικανική πρεσβεία. 1 9 6 5 , Μ ά ιο ς: θάνατος της Δωροθέας Καββαδία. Ο ποιητής και η αδελφή του με τακομίζουν σ' ένα διαμέρισμα της οδού Δεινοκράτους 5 στο Κολωνάκι, όπου μένει η παντρεμένη κόρη της Τζένιας, η Έλγκα. 1 9 6 6 : Γεννιέται ο Φίλιππος Χατζόπουλος, γιος της Έλγκας, στον οποίο ο ποιητής αφιερώνει αργότερα τα Παραμύθια του Φίλιππου. 1 9 6 7 , Μ ά ρ τιο ς: Δίνει συνέντευξη στα μέλη της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη
74 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Μάκη Ρηγάτο και Γιάννη Καούνη για το αριστερό περιοδικό Πανσπουδαστική. Γρά φει και αφιερώνει στους δύο φοιτητές το ποίημα «Οι σπουδαστές». 1 9 6 8 : Ύστερα από 35 χρόνια απουσίας ταξιδεύει με την Τζένια στην Κεφαλονιά. Δεκέμβριος: Γράφει τη νουβέλα Λι. 1 9 6 9 , Ια νο υά ρ ιο ς : Γράφει το πεζογράφημα Του πολέμου. Η Βάρδια μεταφράζεται στα γαλλικά από τον Μισέλ Σονιέ και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Editions Stock με τίτλο Εη hour linguant. 1 9 7 0 : 0 εφοπλιστής Γιώργος Δαλακούρας ονομάζει ένα από τα πλοία του «Μαραμπού» προς τιμήν του ποιητή. Αργότερα θα ονομά σει άλλα δύο. 1 9 7 2 : Γράφει στην Έφεσο το ποίημα «Guevara». 1 9 7 3 , Ν ο έ μ β ρ ιο ς : Ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, προσκεκλημένος του καθηγητή Κ. Μητσάκη, για να πάρει μέρος στην εκδήλωση που γίνεται προς τιμήν του στο «Λογοτεχνικό Εργαστήρι» του Σπου δαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του ε κ εί Πανεπιστημίου. Το Μ αραμπού και το Πούσι βγαίνουν σε ενιαία έκδοση από τον «Κέδρο». 1 9 7 4 : Ξεμπαρκάρει από το επιβατηγό «Ακουάριους». Δεκέμβριος: Υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του δημοψηφίσματος για το μέλλον της μοναρχίας στην Ελλάδα. 1 9 7 5 , 8 Φ ε β ρ ο υ ά ρ ιο υ , Σ ά β β α το : Το πρωί υπό σχεται στη Νανά Καλλιανέση του «Κέδρου» τα 16 ποιήματα του Τραβέρσο, θα της τα παραδώσει τη Δευτέρα. Το βράδυ δεν αισθάνεται καλά. Η Τζένια στέκεται στο πλευρό του. 10 Φεβρουάριου, Δευ τέρα: Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι» της Αθήνας. Η κηδεία του γίνεται στο Α' Νεκροταφείο. Το τελευταίο του ποίημα, το «Πικρία», με ημερο
tv Ηλία Παπαδημητρακόπουλο, 1974
μηνία 7 .2.1 97 5, τελειώνει ως εξής: «Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια/δ υο μέτρα καραβόπανο και αριστερά τιμ όνι./Μ ια μέδουσα σε αντίκρισε γαλά ζια και σιμ ώ νει/κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια». Στην ατζέντα
του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο Τραβέρσο, κάτι που δεν έγινε. «Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη/και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια./Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε», m
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Στοιχεία για το χρονολόγιο έχουν ληφθεί από το «Σύντομο βιογραφικό» που έχει γράψει η Τζέ νια Καββαδία και βρίσκεται στο βιβλίο Του πολέμου - Στο άλογό μου («Άγρα», 1987), τη μελέ τη του Τάσου Κόρφη Νίκος Καββαδίας, συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του («Κέδρος», 1978), τη βιβλιογραφία του Νίκου Καββαδία που έγραψε ο Κυριάκος Ντελόπουλος («ΕΛΙΑ», 1983) και τη μελέτη του Φίλιππου Φιλίππου Ο πολιτικός Καββαδίας («Άγρα», 1996).
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 75
αφιέρωμα του γιωργου ζεβελακη
Αν θεωρήσουμε το Παρασκήνιο ένα τηλεοπτικό πολιτιστικό πε
ριοδικό, τότε σχετίζεται με τις δραστηριότητες και τη φυσιογνωμία του διαβάζω. Έχει όπως κι αυτό διανύοει μια διαδρομή πολλών χρόνων από το 1 9 76 μέχρι σήμερα, πα ρακολουθώντας, παρουσιάζοντας και κρίνοντας πρόσωπα και γεγονότα της πνευματι κής και καλλιτεχνικής ζωής. Ασχολείται με ένα ευρύ πλαίσιο θεμάτων πέραν της βιβλιοπαραγωγής, εστιασμένο όμως στον ελληνικό χώρο. Είναι -έγινε σιγά σιγά- ένας τηλεοπτικός χρονογράφος που με ακρίβεια και ευαισθησία υπηρετεί «το αόριστο της τέχνης» παράγοντας συγχρόνως με τις εκπομπές του αυτοτελή πολιτιστικά προϊόντα υ ψηλής ποιότητας. Το διαβάζω, εκτιμώντας την προσφορά του Παρασκηνίου, άρχισε να αξιοποιεί την τηλεοπτική του ύλη -προφορικός λόγος και εικόνα- μετατρέποντας τη σε γραπτή. Σ ' αυτό το τεύχος παραθέτουμε από τα υλικά του αφιερώματος στον ποιητή Νίκο Καββαδία την αφήγηση του Γώργου Ζεβελάκη και τις παρεμβάσεις των λογοτε χνών Θανάση Βαλτινού και Δημήτρη Καλοκύρη, του συνθέτη θάνου Μικρούτσικου και του ζωγράφου Βασίλη Σπεράντζα. Υπενθυμίζουμε ότι την εκπομπή Παρασκήνιο δημι ούργησαν και διευθύνουν ο Λάκης Παπαστάθης και ο Τάκης Χατζόπουλος.
Ο «άλλος» Νίκος Καββαδίας Για τον Νίκο Καββαδία, ποιη τή με βραχύσωμο έργο, εξή ντα περίπου ποιήματα, έχουν h
iila yl
« /
kam
1(V a c u < t/ ( v
i
ir ts /h
i< M t μ ι* * * ν * / « ' ( u , „ u o tju t fc L ·
εκδοθεί πολλά βιβλία, έχουν δημοσιευτεί πολλά άρθρα και βιβλιογραφίες, έχουν οργα νωθεί πολλές εκδηλώσεις. Τα ποιήματά του μελοποιήθη καν από γνωστούς συνθέτες και αγαπήθηκαν από ένα κοι
7t>lL
l
o jf*
ty te jc fil
ίο
νό πολύ ευρύτερο από το στα θερό αναγνωστικό κοινό της ποίησης.
Ωστόσο, ο ίδιος ο Καββαδίας, ως ποιητική προσωπικότητα, όπως και το έργο του, κρύ βουν ακόμη πολλά μυστικά και αχαρτογράφητες περιοχές. Γ ενέθ λιο ς τόπος 0 Καββαδίας γεννήθηκε στις 11 Ιανουάριου 19 10 σε μια μικρή πόλη της Μαντζου ρίας κοντά στο Χαρμπίν, από Κεφαλονίτες γονείς, τη Δωροθέα και τον Χαρίλαο. Στη μηνιαία ελληνόφωνη έκδοση της Νέας Υόρκης Ατλαντίς, το Μάρτιο του 1912, ο Δημήτριος Δουκέ-
λης περιγράφει «εν ταξίδιον περιπετειώδες εις την Απωτάτην Ανατολήν κατά την αλησμόνητον εποχήν της ρωσοϊαπωνικής γιγαντομαχίας». Αναφέρεται στη γνωριμία του με τους προοδευτι κούς εμπόρους «τους τιμίως αποκτήσαντες ικανήν περιουσίαν», κυρίους Χαρίλαο και
76 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Πλάτωνα Καββαδία, που δεν είναι άλλοι από τον πατέρα και το θείο του ποιητή. Οι εφημερίδες της εποχής δίνουν την εικόνα του Χαρμπίν: *Όταν κυκλοφορεί κανείς εις τας οδούς κατά τη νύκτα και βλέπει παντού τας φωτεινός διαφημίσεις των κινηματογράφων, τα χορευτικά κέντρα, τα μπαρ, τα καφενεία και τα κα μπαρέ, νομίζει ότι ευρίσκεται εις μίαν πάλιν που πλέει εις την ευτυχίαν και της οποίας οι κάτοικοι ζουν με διασκεδάσεις, και είναι έτοιμος να συμφωνήσει με τους ταξιδιώτας που αποκαλούν το Χαρμπίν “Παρίσι της Ανατολής"". Επιστροφή στην Ελλάδα Το 1914 η μητέρα Δωροθέα με τα παιδιά της επιστρέφουν στην Ελλάδα. 0 πατέρας Χαρίλαος ακολούθησε ύστερα από επτά χρόνια, το 1921, αφού στη δίνη των πολέμων και των επαναστάσεων έχασε όλη την περιουσία του. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Ο Νίκος Καββαδίας φοίτησε στη Γαλλική Σχολή, όπου είχε συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παπα-Πυρουνάκη. Από τα μαθητικά του χρόνια αρχίζει να αποκτάει στέρεη γνώση της ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1925 -όταν ο ποιητής ήταν μόλις δεκαπέντε ετών- δημοσιεύεται στο περιοδικό Μπουκέτο στη στήλη της αλληλογραφίας η εξής απάντηση: «Νίκο Καββαδία, Πειραιά: Σας ευχαριστούμε θερμώς για την αποκάλυφιν εις βάρος του Κ. Γεωργακόπουλου, ο οποίος μας έστειλε το “Φίλημα", ποίημα του κ. Γ. Δροσίνη ως ιδικόν του, με τον τίτλον το “Κρίμα". Μας διέφυγεν εντελώς και ο κ. Γεωργακόπουλος μας την έφτιασε». Ο νεαρός Καββαδίας, λοιπόν, διάβαζε την παραδοσιακή ποίηση και εντό πισε κάτι που αγνοούσαν φτασμένοι λογοτέχνες στη σύνταξη του περιοδικού, όπως ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κλέων Παράσχος και ο Χάρης Σταματίου. Λίγο μετά αρχίζει να στέλνει σε λογοτεχνικά περιοδικά ποιήματα, με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Το 1929 ο πατέρας του αρρωσταίνει και πεθαίνει και ο νεαρός Καββαδίας, αντί για τα αμφιθέατρα της Ιατρικής, βρίσκεται ναύτης στο κατάστρωμα του φορτηγού «Άγιος Νικόλαος». Μαραμπού Το 1933, στα είκοσι τρία του χρόνια, κάνει μια εντυ πωσιακή εμφάνιση στα γράμματα με μια ποιητική συλλογή που φέρει τον παράξενο τίτλο Μαραμπού. Η άγνωστη αυτή λέξη θα σημαδέψει την πορεία του και θα τον βαφτίσει μ' ένα δεύτερο όνομα, Στο ε ξής, ο ποιητής θα αποκαλείται και Μαραμπού. Μαραμπού: εξωτικό άσχημο πουλί της Αφρικής που μοιάζει με πελαργό. 0 ίδιος δε φαίνεται να είχε συναντήσει αυτό το που λί στο φυσικό του περιβάλλον. Από πού το έμαθε; Η απάντηση ίσως να βρίσκεται οτη γνωριμία του με τη Μαρία Βοναπάρτη, σύζυγο του πρίγκιπα Γεωργίου της Κρήτης, ψυχαναλύτρια και μαθήτρια του Φρόιντ. Σύμφωνα με μαρτυρία της αδελφής του, ο ποιητής αλληλογραφούσε με τη Βοναπάρτη και την επισκε-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ο πρίγκιπας Γεώργιος και η Μαρία Βοναπάρτη ΔΙΑΒΑΖΩ 77
πτόταν στην Αντίπ όταν το καράβι του έπιανε στη Μασσαλία. Σ' ένα δοκίμιό της, λοι πόν, η Βοναπάρτη το 1926 αναφέρει το πουλί Μαραμπού ως ψυχαναλυτικό σύμβολο κι από κει, πιθανότατα, ο Καββαδίας το μετέφερε στο ποιητικό του σύμπαν. Με μια πρώτη ματιά, το ποίημα Μαραμπού αφηγείται μια απλή, σχεδόν μελοδραματική ιστορία. Ταυτόχρονα, όμως, ο Καββαδίας, με τρόπο υπόγειο και υπαινικτικό -σχεδόν μυστικό- φιλοτεχνεί την προσωπογραφία μιας δραματικής γυναικείας μορ φής. Δύο στίχοι που φιλοτεχνούν το πορτρέτο της είναι χαρακτηριστικοί: Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ, και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε. Το Ζουρνάλ είναι το δίτομο προσωπικό ημερολόγιο της Ρωσίδας ζωγρά φου Μαρίας Μπασκιρτσέφ, γνωστής και για τον άτυχο έρωτά της με τον Γκι ντε Μοπασάν. Η Αγία της Άβιλας είναι η περίφημη ανία θηρεσία των καθολικών, με τον ταραχώδη βίο, που τη μορφή της αποθανάτισαν μεγά λοι ζωγράφοι της Αναγέννησης. Την πόλη Άβιλα έχουν περιγράφει ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης, ο Μελάς κ.ά. Με τα Μαραμπού έρχεται στο προσκήνιο ο πορτρετίστας ποιητής Νίκος Καββαδίας. Από τις πολλές κριτικές που υποδέχτηκαν θετικά την πρώτη συλλογή του Ν. Καββαδία παραθέτουμε απόσπασμα από ένα μονόστηλο του Κωστή Μπαστιά στην εφημερίδα Ημερήσιος Κήρυξ (7.1.1934): «...Κάτι μου σφύριξε ο Κόντογλου και μου κέντησε την περιέργεια. Τότε τον διάβασα και χάρηκα. Το βιβλίο του δεν είνε μεγάλο, τα τραγούδια δεν είνε πολλά, παράξενα παιγνίδια και τσα κίσματα δεν έχει ο στίχος του. Έχει όμως κάτι σπουδαίο ο ποιητής των “Μαραμπού”: Έχει κέφι. Μέσα στη άνοστη, την πληκτική συνάθροισι των στιχοπλόκων, ο Καββαδίας μπαίνει με το κέφι μεθυσμένου θαλασσινού, που μόλις ξεμπαρκάρισε από πολύμηνο τα ξίδι κ' εννοεί να τα κάμη θάλασσα, να τα σπάσει. Να τα κάμη γυαλιά καρφιά πέρα για πέ ρα. Ξυπνάει λοιπόν τα αίματα κι αναταράζει τα μουχλιασμένα νερά των ψευτομπλαζέδων ποετάστρων. Και μολονότι το βιβλίο του μυρίζει ζωή, δεν τραγουδάει μόνο τα όσα έχει ζήσει ατός του, αλλά και τα όσα θα ποθούσε να ζήση και δεν το πέτυχε ακόμη. Όσα ζήσανε άλλοι θαλασσινοί κακοτράχηλοι μαντρόσκυλοι των καραβιών και των πόρτων...». Ενδιάμεσα ποιήματα Στα χρόνια που μεσολαβούν μέχρι τη δημοσίευση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του γράφει τα ποι ήματα «Καφάρ», «Coaliers» και «Μαύρη λίστα». (Τα τρία αυτά ποιήματα τοποθετήθηκαν αργότερα στο τέ λος των εκδόσεων του Μαραμπού που ακολούθη σαν). Αυτά θα αποτελόσουν τη γέφυρα για τη μετάβα ση απο τη σχεδόν ευθύγραμμη αφήγηση και την πα ραδοσιακή φόρμα σε ένα μοντερνισμό με ρίμα και με πιο έντονα δραματικά και υπαρξιακά στοιχεία. Το παρακάτω ποίημα που εντοπίσαμε στο καλό λο γοτεχνικό περιοδικό του Μεσοπολέμου Κυπριακά Γράμματα (Ιούνης, 1939), ο Νίκος Καββαδίας δεί
χνει να το έχει εμπνευστεί από την περίφημη ταινία Μασσαλία, 1946
78 ΔΙΑΒΑΖΩ
Το Αλγέρι (1937), σε σκηνοθεσία του Ζιλιέν Ντιβι-
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
βιέ, που προβαλλόταν τότε στις κινηματογραφικές αίθουσες. Είναι ένα, κατά κάποιο τρόπο, κινηματογραφικό ποίημα και δε θα μπορούοε να περιληφθεί σε καμιά από τις συλλογές του.
ΚΑΣΜ Π Α Στο μεγάλο μου φίλο Γλαύκο Αλιθέρση Τραβούσαμε με βήμ' αργό προς την Κασμπάφέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου. Το στίχο, Ποίηση, το λαμηρότερό σου δος μου για να ιστορίσω κάποια πράματα θαμπά... 0 δρόμος ανηφορικός και σκαλωτός, αρχαία γεμάτος μαγαζιά κι οπλοπωλεία. Η παραλία κάτω (ραινόταν με τα πλοία, κ ’ ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συρφετός. Μαύρες γυναίκες στολισμένες με λευκά Αλγερινές που θορυβούσαν και γελούσαν, και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά. Σπίτια παληά, δίχως παράθυρα, ψηλάκι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες πατρόνες γρηές, σαν από κόλαση βγαλμένες παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλλά. Μες σε κοιτώνες χωρισμένους σκοτεινούς απάνω σε φαρδειά και βρώμικα κρεβάτια, άσπρες και μαύρες με φριχτά και άφωτα μάτια δίχως ορίζοντες και δίχως ουρανούς. Μέσα στο νούμερο «ταλάτ» ένα λευκό κορμί γυναίκας, σ' ένα ολόμαυρο μενιέμι, στο χέρι της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι, κ' ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει παλαιικό. Με χαιρετάει με μιαν ευχήν αραβική και μου μιλεί από κάθε γλώσσα, λίγα λόγια,
που της έμαθαν μες στα ξένα καταγώγια, όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί. Όμως κρατάει μετά τα χείλη της κλειστά... «Αν μείνεις»μούπε «τ' όνομά μου μη ερωτήσεις! Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις, και των ανδρών τα μάταια λόγια, τα ζεστά..." Μείναμε δίχως να μιλάμε ως την αυγή... Κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο, και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή, και μού 'πε: «-Αν ζήσατε πολύ στους τροπικούς κι αν εδιαβάσατε παράδοξα βιβλία, μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία στους χάρτες σκύβοντας τους ΜερκατορικούςΑλλά το κύμα της θαλάσσης, των πορνών, ποιος από σας, τυφλοί, μπορεί να βλέπει; 0 μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το ακέπει και το άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών...» Εβγήκα- απ' έξω από την πόρτα της σειρά προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοικι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά. ...Και τράβηξα τρεκλίζοντας με βήμ' αργό, ώσπου έφτασα με τη βοήθεια του Κυρίου, από την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου στο ξεβαμένο μας τεράστιο (φορτηγό.
Πούσι Το 1947 εκδίδεται το Πούσι, η δεύτερη ποιητική του συλλογή, πλαισιωμέ νη εικαστικά από ξυλογραφίες του Μόραλη, του Τάσου, του Βακαλό, του Κορογιαννάκη κ.ά. Σ' αυτά τα χρόνια των έντονων συγκρούσεων και της σκληρής εμφύλιας διαμάχης, η ποίηση του Καββαδία, επειδή δεν είχε άμεσα αναγνωρίσιμα στοιχεία μιας συνθηματικής πρόζας, χαρακτηρίστηκε από κριτικούς της Αριστερός ως ποίηση της φυγής, απολιτική και αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Εύκολες ετικέτες από όσους δεν μπόρεσαν να δουν αυτό
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 79
που δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής: την αίσθηση του θαμπού σε μια αβέβαιη και ο μιχλώδη εποχή. Περ ίοδ ος σιω πής Μετά το Πούσι ακολουθεί μια μακρά περίοδος σιωπής, που διακόπτεται από την έκδο ση του μυθιστορήματος Βάρδια το 1954. Από τις κριτικές που γράφτηκαν εκείνα τα χρόνια αποσπούμε κάποιες σκέψεις του Τίμου Μαλάνου (Η Καθημερινή, 17.3.1954): ·[■■■] θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το μυθιστόρημά του αποτελείται περισσότερο από προσωπικές ιστορίες, και ότι λίγο απέχει από ένα αυτοβιογραφικό ημερολόγιο. Αλλά θα τον αδικούσαμε. Η οξύτατη παρατηρητικότητα του συγγραφέα φανερό είναι πως έχει τόσο στενά συνεργαστή με τη μνήμη του, ώστε αυτά που προσφέρει στις σελί δες του, παρ' όλο τον υποκειμενισμό τους, να παρουσιάζουν συνάμα και μια γενικώτερη αξία. Την αξία μιας επιβλητικής αποδόαεως κλιμάτων, καθώς και ανθρώπινων ψυχικών τοπίων. [...] Εκείνο που κάνει αμέσως εντύπωσι είναι το ότι κατορθώνει, μέσα σε τόσο λίγες σχετικώς σελίδες, να δώση αμέτρητα σκίτσα -περισσότερο ή λιγώτερο φιξαρισμέ να, ανάλογα με την ιδιοτροπία της μνήμης- απ' τη σκληρή πραγματικότητα των πλοίων, και ιδίως από τον κόσμο των πολύπειρων και βασανισμένων ανθρώπων της. [...] Οι ιστο ρίες και τα γεγονότα, που ο ίδιος ή τα άλλα του πρόσωπα έζησαν, είναι ανεξάντλητα. [...] Η “Βάρδια" είναι το δώρο μιας πολύτιμης θαλασσινής πείρας. Είναι ένα βιβλίο οί στρου, άκακου θυμοσοφικού κυνισμού, αλλά και βαθειάς συμπάθειας για τον άνθρωπο και τη μοίρα του». Το 1957, ο μικρότερος αδελφός του, ναυτικός κι αυτός, καπετάνιος σε φορτηγά, βά ζει τέρμα στη ζωή του μέσα στην καμπίνα του. Το 1961, από τις εκδόσεις «Γαλαξίας» της Ελένης Βλάχου, τυπώνονται μα ζί, σ' ένα καλαίσθητο τομίδιο οχήματος τσέπης, το Μαραμπού και το Πού σι. Λογοτεχνικό γεγονός της εποχής, με αλλεπάλληλες εκδόσεις. Τότε εί
ναι που ο Καββαδίας γίνεται πλέον ευρύτερα γνωστός. Τότε είναι, επίσης, που ως συνοδευτικά της φήμης του καθιερώνονται και τα στερεότυπα: ποιητής της θάλασσας, της φυγής, εξωτικός, καταραμένος. Μπορεί τα θέματά τους να κάνουν τα ποιήματα του Καββαδία να μοιάζουν με ταξιδιωτικές εντυπώσεις, με καρτ ποστάλ σταλμένες από μακρινά λιμά νια, όμως μια προσεκτική ανάγνωση αποκαλύπτει το δρόμο του ποιητή, που οδηγεί βαθιά οτο χαμό, στην περιπέτεια της ύπαρξης. Τραβέρσο Fata Morgana: οπτικό φαινόμενο, ένα είδος αντικατοπτρισμού. Έτσι τιτλοφόρησε ο ποιητής το πιο γνωστό και χαρακτηριστικό ποίημα της τρίτης συλλογής Τραβέρσο, που εκ δό θη κ ε μετά το θάνατό του. Η «Fata Morgana», ποίημα ερωτικό και αι σθησιακό, είναι μια σύνθεση τρίπτυχη, ένα σύμπαν: εισαγωγή - ο κυκλώνας - η αντινο μία. Ή αλλιώς: η συνάντηση - η αναστάτω ση - η εγκατάλειψη. Γράφτηκε τους τελευ ταίους μήνες της ζωής του, πάνω στο κα ράβι «Aquarius», και αφιερώνεται στη Θε ανώ Σουνά. Το ποίημα τελειώνει με το To «Aquarius». Φωτογραφία Βασίλη Ζεβελάκη, 1973
80 ΔΙΑΒΑΖΩ
σπαρακτικό εξομολογητικό τετράστιχο:
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη πάνω στο πράσινο πετούμενο χαλί θα μείνει ο ναύτης να μετράει τ' άσπρο χαλίκι.
m s. Aquarius lU f y n i a / . ' · Mi, tr*? 2 <rC
Am I t , ί
μ, ! 0
H
M<K^l H it * ·
Tr i s- t / q
Le r* ,
*-<Ή «f *)<* M a Oi,
ju t U*
ίο *
■ < ftu r
t ft f u v * n t
A* « ;
Λ ' t> *
a *j
Επιστολή του Ν. Καββαδία προς
o t v lu *
//Λ .»
t u m lw . Λ Oh ' Uu > l
»CC<' CUh <*-> A * · . £ * * *
tt t « v > ^ ^
Θεανώ Σουνά (περ. ΤΡΑΜ αρ. 9, Μάιος 1978)
Π ολιτικός Κ αββαδίας Ορισμένα εκτός συλλογών ποιήματα, ποιήματα-μπροσούρες όπως θα τα ονόμαζε ο ί διος, έχουν καθαρά επίκαιρο πολιτικό περιεχόμενο, και άμεση χρήση (όπως η «Αντίστα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 81
ση», οι «Σπουδαστές», στον «Τάφο του Επονίτη») και συνδέονται με τη συμμετοχή του ποιητή οτο ΕΑΜ και την ένταξή του στην Αριστερά. Στα χρόνια της δικτατορίας ένιωσε την ανάγκη να γράψει για τον Τσε Γκεβάρα. Αυτή την μπαλάντα -ελεγεία για το δολοφονημένο επανάστη-, όπου συναντιούνται ο Γκεβάρα με τον Μπολιβάρ, τον Χοσέ Μαρτί και τον Λόρκα, σκεφτόταν να την κυκλοφορήσει ως ποι ητική προκήρυξη. Αυτό δεν έγινε και, τελικά, δημοσιεύτηκε το Γενάρη του 1975, λίγες μέρες πριν από το θάνατό του, στο περιοδικό θούριος της οργάνωσης Ρήγας Φεραίος και αργότερα στη συλλογή Τραβέρσο. Στον κρίσιμο επίλογο, ό που προβάλλει ο ίδιος ο ποιητής, γίνεται φανερή η αναλο γία με στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη στο Στόχο, γραμ μένους την ίδια, περίπου, εποχή. Γράφει ο Καββαδίας: Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα κι ήθελε τόσο να του σφάλαγε τα μάτια. Γράφει ο Αναγνωστάκης: Ανάπηρος, δείξε τα χέρια οου Κρίνε για να κριθείς. Για μελοποίηση Στα μεταπολιτευτικά χρόνια ο ποιητής έμελλε να γίνει πασί γνωστος. Όσο ζούοε, όμως, δεν πρόλαβε -παρότι, σύμφω να με μαρτυρίες, το επιθυμούσε διακαώς- να ακούοει τα ποιήματά του μελοποιημένα και να χαρεί στην τεράστια ανεότερες γενιές. Κλείσιμο 0 Νίκος Καββαδίας ήταν, σύμφωνα με τον κριτικό Ανδρέα Καραντώνη, ολιγογράφος από ιδιοσυγκρασία από υψηλή απαίτηση για την τέχνη από κάπως αργοστάλακτη φλέβα από εργαστηριακή επιμονή για ένα τέλειο δούλεμα της μορφής από ουναισθηματική ειλικρίνεια (να γράφεις μόνο όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς) από νωχέλεια από επαγγελματική διάσπαση ή και από τη μονοτονία που χαρακτηρίζει τη ζωή των ναυτικών, m
82 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
αφιέρωμα του θαναςη βαλτινου Μια μέρα έφτασε ο Καββαδίας με το πλοίο στην Αλεξάνδρεια. Πή γε βρήκε τον Τσίρκα, τον πήρε και τον πήγε σε κάτι στενά, σε κάτι καταγώγια, να κάνει τα
τουάζ στο μπράτσο του, μια γοργόνα νομίζω ή κάτι τέτοιο. Την ιστορία την ξέρω από τον ί διο τον Τσίρκα, που βεβαίως δεν έκατσε, δε δέχτηκε. Είναι όμως αυτό το πράγμα με τον Καββαδία, λίγο να ζει, λίγο να σκηνοθετεί κάθε του στιγμή. ...Στη δεκαετία του '3 0 το να μιλήσει κανείς για ντρόγκα, για πυρετούς περίεργους, για α φροδίσια, για την «προστυχιά» των λιμανιών ήταν μάλλον ασυνήθιστο. Οι μούτσοι, οι νέ γροι, όλοι αυτοί παλεύουν όχι μόνο για ένα κομμάτι ψωμί αλλά και για ένα κομμάτι ψυχής. Ένα πάνθεον ταπεινών, φτωχών, καταδικασμένων, απόβλητων. Κι αυτούς ποιητικά τους καταξιώνει ο Καββαδίας, κάτι που είναι πιο μπροστά από την εποχή του.
«Αχ! Αυτά τα μάτια!» Αυτή η αμεσότητα, η βιωματική αίσθηση που αφήνει ο Καββαδίας στα ποιήματά του, πη γαίνει και στα πεζά του. Ο Καββαδίας έχει γράψει ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, τη Βάρδια. Ένα άρτιο, πολύ δυνατό πεζογραφικό έργο που ανατρέπει το γνωστό «Οι ποιητές είναι κακοί πεζονράφοι» και το ανάποδο. Οι χαρακτήρες του πάλλονται, η γλώσσα του λει
τουργεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μισέλ Πολάκ, «πάπας» της γαλλικής κριτικής, ξεχώρισε από τα βιβλία που είχαν κυκλοφορήσει μια χρονιά οτη Γαλλία, δύο ελληνικά: το ένα ήταν η Βάρδια. Αυτό δε μ' εκπλήσσει καθόλου.
0 Καββαδίας δεν ήταν πολιτικοποιημένος με τη στενή έννοια. Ένα άλλο κομμάτι της ποιη τικής του ιδιοφυίας ήταν ότι δεν τη ρητόρευσε ποτέ τη σχέση του με όλα αυτά τα θέματα που τον απασχολούοαν. Δεν το έκανε ποτέ με το βαρύγδουπο τρόπο που το έκαναν άλλοι, ταλανίζοντας τη λογοτεχνία μας. Υπάρχει τόσο πολλή σαβούρα, που πρέπει να πεταχτεί α πό πάνω μας. Όλο αυτό το σπουδαίο υλικό (πόλεμος, κατοχή, χούντα κ.τ.λ.) κακόπαθε πσ λύ. Είναι σπάνιες οι περιπτώσεις των ανθρώπων που ούτε μεταχειρίστηκαν ούτε εκμεταλ λεύτηκαν ευκαιριακά αβανταδόρικα τέτοια θέματα. 0 Καββαδίας αποτελεί εξαίρεση. Εξέφρασε έναν καίριο προβληματισμό χωρίς όμως αυτός ο προβληματισμός να είναι ορατός, θυμάμαι με πόσο ιδιαίτερο τρόπο αντιμετώπιζε τις γυναίκες. Πηγαίναμε μαζί σε ταβέρνες, με τον Τσίρκα, και συναντούσαμε φίλες μου. Συναρπαζόταν με τις κοπέλες αυτές. «Αχ! Αυ τά τα μάτια!» τους έλεγε, «θα σου φέρω απ' το επόμενο ταξίδι μου ομαράγδια». Ποτέ δεν τα 'φερνε. Η γυναίκα για τον Καββαδία ήταν ένα ζητούμενο. Πάντα. Υπήρχε ένα στοιχείο μοναξιάς στον τρόπο που τις έβλεπε. Η έλλειψη και η ανάγκη της παρουσίας της γυναί κας. Μοναξιά στα ταξίδια του και μοναξιά όταν ήταν εδώ. Μια μοναξιά με σωματικό, υλικό βάρος. Όχι μόνο αισθηματικό ή διανοητικό. Μια εποχή ήμαστε γείτονες, μέναμε στη Δεινοκράτους. Βλεπόμαστε σχεδόν κάθε βράδυ. Τρώναμε μαζί με τον Τσίρκα στην κυρά Ζωή, στο Μαύρο Γάτο και αλλού. Το 1972-74. Εί χα τότε στο σπίτι μου μια αφίσα από μια έκθεση ζωγραφικής του Δεκουλάκου. Δε ζει πια. Απεικόνιζε το γυμνό κορμό μιας γυναίκας. Ένας όλμος. Όλμος: το από αυχένος έως ι σχύων σύμπαν. Ποιητικότατος ορισμός. Την αφίσα την είχα απλωμένη πάνω σε μια κασέ λα. 0 Καββαδίας μόλις την είδε προσκύνησε ευλαβικά και τη φίλησε σαν να ήταν εικόνι σμα. Στα στήθη και στον αφαλό. Όπως κάνουν στην εκκλησία. 0 Τσίρκας πολύ τον πείρα ζε γι' αυτά του τα καμώματα, m
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 83
αφιέρωμα του δημητρη
ΚΑΛΟΚΥΡΗ 0 Νίκος Καββαδίας δεν ήθελε να μπερδεύει τη φυσική
του υπόσταοη με τη λογοτεχνική, ιδίως στο χώρο της δουλειάς. Ξέρουμε από μαρ τυρίες ότι όταν τον ρωτούσαν αν έχει σχέση με τον ποιητή, εκείνος απαντούσε ότι πρόκειται για κάποιο μακρινό ξάδελφό του. Στους ανθρώπους της δουλειάς του δεν αποκάλυπτε ποτέ την άλλη του ιδιότητα. Ο Εμπειρικός το είχε πει πολύ ωραία: Είμαστε όλοι «ναυτικοί εκ ναυτικών, ναυτικοί εξ απαλών ονύχων». Έχουμε όλοι μας αυτή τη μανία του «αλλού». Η θάλαοσα, εντέλει, είναι η ουτοπία του Καββαδία. Ο Καββαδίας άφησε ένα έργο προφορικό, κι αυτό φαίνεται περισσότερο από τις α δυναμίες της στιχουργικής του. Αν το δει κανείς με καθαρά μετρικούς όρους, θα
Ο Ν. Καββαδίας άφησε ένα έργο προφορικό διαπιστώσει ότι υπάρχουν κενά και χασμωδίες, ιδίως οτα πρώτα του βιβλία. Δεν είναι δηλαδή η τυπική στιχουργική που χρησιμοποιούσαν οι στι λίστες της εποχής. 0 στίχος του ήταν πιο ελεύ θερος, πιο χαλαρός. Στο τυπωμένο κείμενο αυ τό ίσως ενοχλεί. Όταν απαγγέλλεις ή, ακόμα κα λύτερα, τραγουδάς αυτούς τους στίχους, οι χα σμωδίες καλύπτονται. Έτσι, έχεις την εντύπωση ότι ο Καββαδίας δε γράφει τα ποιήματά του. Τα λέει. Τα συνθέτει προφορικά, με το αφτί. Και μόνο το Μαραμπού να έγραφε, θα άφηνε το στίγμα του. Γιατί ενώ είναι πολύ κοντά σε ποιητές της εποχής εκείνης όπως ο Καίσαρ Εμμανουήλ ή ο Ουράνης, ποιητές επιφανέστα τους τότε, έχει μια άλλη φρεσκάδα. Δεν έχει α καδημαϊσμό. Οι άλλοι ήταν καλλιεργημένοι και αυτό φαινόταν στα ποιήματά τους. Όταν ο Ου ράνης μιλούσε για κυρίες από την Ολλανδία ή ναυτικούς στη Μάγχη, έκανε «Λογοτεχνία». Ο Καββ αδίας ήταν εξ ορ ισ μ ού άνθ ρω π ος του πλοίου, της θάλασσας. Τα ποιήματά του είχαν λιγότερο το χαρακτήρα της Λογοτεχνίας και περισσότερο της Βιογραφίας κάποιου που ακολουθεί το νήμα που ξεκινάει από τον Οδυσσέα, δηλαδή τον ταξιδιώτη ο ο ποίος εμπλέκεται σε άπειρες περιπέτειες και διαρκώς επιστρέφει. Τα ποιήματά του έχουν υπόθεση, έχουν δράση, όπως οι μπαλάντες. Δεν είναι μόνο στοχασμός, με λαγχολία, αναπόληση καταστάσεων. Κάθε ποίημα του Καββαδία θα μπορούσε να γίνει μονόπρακτο, ταινία μικρού μήκους ή ντοκιμαντέρ. Βεβαίως και αυτό ήταν ένα επίσης επιτυχημένο λογοτεχνικό τέχνασμα, w
84 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
αφιέρωμα του θανου μ ικρουτςικου
0 Καββαδίας είναι ο ταξιδιώτης, ο ποιητής της περιπέ
τειας, του ονείρου, της φυγής από την πραγματικότητα. Πολλοί, ειδικότερα στην αρχή, τον θεωρούσαν «ναυτικό ποιητή», και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι μεγάλο λάθος. Η θάλασσα, τα καράβια, οι ναύτες μπορεί να ήταν για τον ποιητή καθημερινό βίω μα, αλλά ουσιαστικά ήταν το πεδίο πάνω στο οποίο η φαντασία του οργίαζε. Οι κριτικοί λοιπόν διέπραξαν σοβαρό λάθος θεωρώντας τον Καββαδία απλό βιογρά φο του ναυτικού επαγγέλματος, κάποιον που γράφει στίχους με ομοιοκαταληξία. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν ο Σεφέρης θεώρησε τον Καββαδία τον κα λύτερο χειριστή της ελληνικής γλώσσας.
Από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του κόσμου Και από τότε όσοι είχαν και έχουν ανοιχτά τα μάτια τους, τα αφτιά τους αλλά ακόμα περισσό τερο την καρδιά και το μυαλό τους, βλέπουν ότι πέραν της ρίμας υπάρχει ένας συναρπαοτικός εσωτερικός ρυθμός, όπως σε όλους τους μεγά λους ποιητές Έλληνες και ξένους. Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η αλληλουχία ει κόνων, μια ιδιότυπη διαδοχή συνηθισμένων και ασυνήθιστων εικόνων που δημιουργεί μια παρά ξενη αίσθηση ανατροπής της πραγματικότητας. Δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι είναι σου ρεαλιστής, αλλά σίγουρα δεν είναι ρεαλιστής ποιητής. Περισσότερο μου θυμίζει περιπτώσεις όπως του Μέτερλινγκ, ο οποίος μέσα σε ποιή ματα σχεδόν παιδικά εισάγει αναπάντεχα ένα ε φιαλτικό στοιχείο, ή της ζωγραφικής του Μαγκρίτ, όπου σ' έναν πίνακα άψογης εξπρεσιονιστικής τεχνικής ανατρέηονται οι λογικές ή οι α ναμενόμενες θέσεις και λειτουργίες των αντι κειμένων, φτάνοντας έτσι σε αποτελέσματα που δεν μπορούν να θεωρηθούν εξπρεσιονιστικά. Αν παρομοιάζαμε την ποίησή του με έναν πίνακα ζωγραφικής, αυτός ο πίνακας θα ήταν γεμάτος καράβια, ναύτες, τη θάλασσα, όλα ρεαλιστικά ζωγραφισμένα, αλλά κάποιο από τα ψάρια θα πετούσε στον αέρα. Αυτό το ψάρι δεν έβλεπαν οι κριτικοί. Αυτός όμως ο τρόπος γραφής είναι μοντέρνα ποίηση εκατό τοις εκατό. Αν ο Καββαδίας δε δούλευε στα πλοία, αν το πεδίο της ποίησής του δεν ήταν η θά λασσα, ως στοιχείο ενός σκηνικού βεβαίως, θα έβρισκε κάτι άλλο για να εκτοξεύ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 85
σει τις λέξεις και τις φράσεις του. Γιατί αυτός ο ποιητής ήταν και είναι ένας από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του κόσμου. Στη δεκαετία του '6 0 καταπιάνομαι με την ποίησή του άτεχνα και με αφέλεια. Το 1977 επανέρχομαι και το 1979 εκδίδεται ο Σταυρός του Νότου· το 1991 οι Γραμ μές των οριζόντων. Οι δουλειές αυτές -είναι πασίγνωστο- έχουν τεράστια επιτυχία.
Περνούν με άμεσο και ευθύβολο τρόπο στη νεότατη -τρίτη κατά σειρά- γενιά. Και η φόρμα των ποιημάτων του μου δίνει τη δυνατότητα ν' αλλάζω συνεχώς την αρχι κή μουσική μου σε όλες τις διαστάσεις της. Μ ελωδία, ρυθμός, ενορχήστρωση. Άλλη μια απόδειξη της αξίας της ποίησής του, καθότι συντηρητική και απλοϊκή ποί ηση ποτέ δε θα το επέτρεπε. Αλλά τι να λέμε τώρα; Τι άλλο αηέμεινε σήμερα στη σημερινή βαρβαρότητα από το «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία»; ι«
Ο Γιώργος Σεψέρης για τον Νίκο Καββαδία Σάββατο 11 Φεβρουάριου 1956. Απόγεμα ο Μαραμπού ξαφνικά: έπιασε εδώ το καράβι του■ έρχεται από την Αυστραλία. Φοράει μια μαβιά φανέλα ως το λαιμό. Δεν έχει ρούχα, παρά τα καλοκαιρινά του, λέει. Αυτός είναι ταξιδιώτης στ' αλήθεια. Μιλάει για τα νησιά Κόκο, κάτοικοι λιγότεροι από εκατό, όπου άραξαν για να νοσηλέψουν ένα θερμαστή που τον χτύπησε στο χέρι μια σταγόνα μαζούτ (μια μικρή σταγόνα, λέει, τινάζεται με τόση πίεση που μπορεί να σου κόψουν το χέρι). Είναι ένα α ξεδιάλυτο μείγμα μύθου και αλήθειας αυτός ο άνθρωπος, καθώς μιλά ψευδίζοντας ή μ ' εκείνο το συρτό τόνο απαγγελίας.
Μέρες Στ' 1951-1956, σ. 19 3
86 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
αφιέρωμα του βαςιλη ςπεραντζα Οι ναυτικοί που ταξίδευαν μαζί του τον αγαπούσαν πολύ. Ίσως γιατί καταλάβαιναν ότι τους ένιωθε κι ότι είχε αυτή την τρυφερή ψυχή. Μέσα στο σκλη
ρό περιβάλλον όπου ζούσαν ο Καββαδίας ήταν ασφαλώς μια φωτεινή αχτίδα για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Εγώ τον γνώρισα το 1954 μέσω της ανιψιός του, της 'Ελγκας. Ήμουν δεκαέξι χρόνων και δεν είχα γνώσεις για ποίηση και ζωγραφική. Η τέχνη τότε ήταν ένας κόσμος άγνω στος για μένα. Μέσω της οικογένειας Καββαδία πλησίασα αυτό το μαγικό κόσμο, θυμά μαι ότι η οικογένειά του τον έλεγε «Κόλια», κι εγώ Κόλια τον λέω μέχρι σήμερα. Ο Κόλιας με έκανε να αγαπήσω τον κόσμο της τέχνης. Οι διηγήσεις του, αν και δε θυμάμαι πια ακριβώς τι μου έλεγε, με επηρέασαν βαθιά. Τα θέματά μου στη ζωγραφική, οι πόρ-
Ο Κόλιας με έκανε να αγαπήσω τον κόσμο της τέχνης νες, τα εσωτερικά δω ματίων, σκηνές εφιαλ τικές, είναι παρμένα α πό δικά του θέματα. Συχνά ποιητές μού ζη τούν να εικονογραφή σω ποιήματά τους αλ λά δεν μπορώ, δε με σ υ γ κ ιν ε ί. Το Μ αραμ π ού όμω ς φ αίνεται
σαν να γράφτηκε για να το εικονογραφήσω εγώ. Το πνεύμα και η έκφραση του Καββα δία ταυτίστηκε με τη δική μου. Η επίδρασή του λοιπόν ήταν κατα λυτική στην κατοπινή μου εξέλιξη, όχι μόνο στην προσωπική αλλά και στην καλλιτεχνική. Δεν ξέρω αν είχε συνείδηση της επιρροής του πάνω μου, αλλά η αγάπη και η τρυφερότητα που έδειχνε για την τέχνη μου έδειχνε ότι τον συγκινούσε. Ο Καββαδίας μού γνώρισε τη μοντέρνα ζωγραφική, κυρίως μια ιδιαίτερη εκδοχή της, τη Σχολή του Παρισιού: Σουτίν, Σαγκάλ, Πάσκιν, Κίσλινγκ, Εβραίους της διασποράς που δημιούργησαν αυτή τη σχολή στο Παρίσι και που η θεματική τους (πόρνες, λιμά νια, καπηλειά) ταίριαζε με τη δική μου. Ταξίδευε συχνά στη Μασαλία και έφερνε βι βλία με τα έργα αυτών των ζωγράφων και μου τα έδειχνε. Νομίζω και το δικό του έρ γο είναι επηρεασμένο από τη ζωγραφική αυτή, m
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 87
αφιέρωμα του
Γεράσιμου Α. ρηγάτου Είναι τώρα συμπληρωμένα πενήντα χρόνια, μισός αιώνας,
από τότε που γράφτηκε η Βάρδια, το μεγαλύτερο από τα πεζογραφήματα του Νίκου Καββαδία. Πάνε σαράντα εννέα χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε η Βάρδια α πό τις εκδόσεις «Α. Καραβία» (1954). Στο διάστημα αυτό έχουν σημειωθεί τεράστιες αλλαγές σε πολλά. Κοντά σ' αυτά και στο επάγγελμα του ναυτικού. Πρόσφατα η σύγ χρονη τεχνολογία κατάργησε και τον ασύρματο των πλοίων. Έτσι η Βάρδια εκτός από την αξία του λογοτεχνικού κειμένου φορτίζεται και με την αξία της μαρτυρίας, του τεκ μηρίου, του χρονικού. «Μα», θα πει κάποιος, «είναι μαρτυρία τα δημιουργήματα της σκέψης ενός ευφάνταστου δημιουργού;» Όταν το 1967 είχα πέντε ή έξι συναντήσεις για μια συνέντευξη του Καββαδία στην τό-
«Φύκια και ροδάνθη - αμφίβια μοίρα» τε Πανσπουδαστική1 η Βάρδια ήταν, κατά κάποιο τρόπο, στην επικαιρότητα. Είχε προηγηθεί η μετά φρασή της στα γαλλικά από τον Γκι-Μισέλ Σονιέ και ένα χρόνο πριν είχε εκδοθεί από τον οίκο «Στοκ». Στη συνέντευξη εκείνη (αξιομνημόνευτη και γιατί συμπληρωνόταν με ένα ανέκδοτο ποίημα του Καβ βαδία και για άλλους λόγους2) είχαμε συζητήσει σχετικά: Ρωτήσαμε με ποιο πρόσωπο ταυτίζει τον εαυτό του. «Και με όλους -λίγο απ' όλους- και ακριβώς με κανέναν» απαντά. «Πράξεις και γεγονότα που συνέβησαν σε άλλους λέω πως έτυχαν σε μένα. Και πράξεις δικές μου τις βάζω σε άλλους. Είναι ό μως όλα τους πράματα αληθινά»3.
Η Βάρδια είναι η ιστορία ενός ταξιδιού στις μακρι νές θάλασσες της Κίνας. Είναι όμως ταυτόχρονα έ να πλήθος ταξιδιών στο χρόνο και τις μνήμες. Είναι ακόμα καταδύσεις στις ψυχές των ανθρώπων βασα νισμένων, απομονωμένων, χαμένων. Η ιστορία του Κεφαλονίτη μπάρμαν στη χώρα των Εσκιμώων και του άλλου, του αποτρελαμένου από τη μοναξιά και τη σύφιλη κτηματία στο Μπαλί. Είναι η ζωή και ο θάνατος στις θάλασσες, τα λιμάνια και τα πορνεία με μεσολαβητές την αρ ρώστια και το ατύχημα. «Μέσα σ' ένα κλίμα συντέλειας του κόσμου [...] δεν επιφυλάσ σει στον ταξιδιώτη παρά το θέαμα της ερήμωσης, της πορνείας, της σύφιλης και του θανάτου...», όπως γράφει ο Μ. Saunier στη γαλλική έκδοση της Βάρδιας*. Σκέφτομαι μάλιστα πόσο αλληλένδετα είναι μεταξύ τους και πώς το ένα συχνά οδηγεί στο άλλο. Η σ ύφ ιλη Η Βάρδια ξεκινά ακριβώς από τη σύφιλη, με την τρομαγμένη εξομολόγηση του δόκι μου της κουβέρτας στον γραμματικό του πλοίου. Αυτή η καταλυτική στιγμή εμπνέει και
88 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
το ζωγράφο Γιάννη Τοαρούχη να φιλοτεχνήσει την προμετωπίδα του βιβλίου και τέσσε ρις παραλλαγές της στο ίδιο θέμα. Αμήχανος στέκεται μπροστά στον ώριμο και πολύ πειρο ναυτικό ο έφηβος Διαμαντής: - Να... καπετά-Γεράσιμε... δεν ξέρω... μα κάτι έβγαλα. - Πού μωρέ γύφτο; - Κάτου... Σα σπυρί... μικρό... δεν πονάει... μα δεν ξέρω... - Να ξεραθείς, βρωμόσκυλο. Χτύπησε τα δυο του δάχτυλα στην κόψη του τραπεζιού. Έμεινε για λίγο χωρίς να μιλάει. Ήξεραν καλά τι φοβούνταν κι οι δυο τους. Η σύφιλη ήταν γνωστή. Είχαν προηγηθεί ε πιδημίες της στην Ευρώπη, με αρχή τη μεγάλη επιδημία του 14955. Ήδη η αρρώστια είχε και το επίσημο όνομά της από τον ποιητή Fracastorius (1930), που στο στιχούρ γημά του ονόμαζε Σύφιλο το νεαρό ποιμένα που προσβλήθηκε από την αρρώστια6. Άλλωστε τρία μόλις χρόνια πριν, στα 1527, ο Jacques de Bethercourt είχε ονομάσει αφροδίσια τα νοσήματα που μεταδίδονταν με την ερωτική πράξη. Από τότε πολύς χρό νος έχει κυλήσει. Πολλοί στρατιώτες, κατακτητές ή ελευθερωτές, είχαν δώσει και εί χαν πάρει το μικρόβιο εκείνο που αργότερα ονομάτισαν ωχρά σπειροχαίτη ή ωχρό τρε πόνημα. Πολλοί ναυτικοί είχαν μεταφέρει από και προς διάφορα λιμάνια την αρρώ
στια, πολλές γυναίκες την είχαν δεχτεί και την είχαν προσφέρει μαζί με μια πρόσκαιρη ηδονή και κάποια νομίσματα. Όλοι θύματα, ταυτόχρονα και θύτες. Το ήξεραν λοιπόν το νόσημα και αυτό φοβόταν ο νεαρός δόκιμος, αλλά και ο γραμμα τικός και ο ασυρματιστής, που περιγράφεται έμπειρος γνώστης του θέματος, όπως και πολλών άλλων. Και ως γνώστη θα τον καλέσουν: - Άντε φώναξε το μαρκονιστή. Αν κοιμάται, ξύπνα τον. Εδώ μαρκονιστής ή μαρκόνης ή ασυρματιστής είναι μία περσόνα του ίδιου του Καββαδία, όχι μόνο γιατί αυτή την ειδικότητα είχε στα πλοία, αλλά και γιατί μετά ο συγγραφέ ας τον περιγράφει με τα δικά του σωματικά γνωρίσματα και με τα δικά του «σουσού μια». Ο ασυρματιστής μ' ένα φορητό φως ανάμεσα στα σκέλια του παιδιού θα το εξε τάσει για να διαπιστώσει στ' αλήθεια τι συμβαίνει, θα τον ρωτήσει και πότε εμφάνισε το έλκος, την πληγή, θα τον ρωτήσει για άλλα συμπτώματα και θα εξετάσει ολόκληρο το σώμα για να αναζητήσει άλλες πιθανές εκδηλώσεις. Τον ενδιαφέρει προφανώς το στάδιο, αν είναι πρωτογόνος ή δευτερογόνος σύφιλη, δηλαδή αν η αρρώστια είναι στο πρώτο ή στο δεύτερο στάδιο. Από αυτό θα εξαρτηθεί η θεραπεία, όταν θα πιάσουν λι μάνι. Όσο για την τριτογόνο συφίλιδα, το τρίτο στάδιο με τις βλάβες στο κεντρικό νευ ρικό σύστημα, αυτή πια δε θεραπεύεται, αλλά ευτυχώς ήδη τη δεκαετία του '5 0 ανα φερόταν σε παλιά χρόνια περιστατικά που δεν είχαν υποβληθεί σε θεραπεία. - Πότε πήγες τελευταία φορά με γυναίκα; - Στο Αλιτζέρι, που κάναμε bunker, πάει ένας μήνας και... Σε άλλο σημείο ο γραμματικός και ο ασυρματιστής θυμούνται τη δική τους μόλυνση, σχεδόν εν γνώσει τους, αψηφώντας τις εντολές του καπετάνιου, τις προειδοποιητικές πινακίδες και τις προτροπές των γυναικών του «Στρατού της Σωτηρίας»: Και πήγαμε στις μαύρες. Στην καλαμένια καλύβα κι οι δυο. Γυμνές, με κάτι πολύχρω μα κουρέλια στα μαλλιά τους. [...] Είκοσι μέρες κατόπι, στο Μπισκάγια, φούντωσε το κακό. Είναι και τα δύο σωστά. Το πρώτο στάδιο της νόσου, το σκληρό έλκος, η εξέλκωση δηλαδή στο όργανο που αποτελεί την πύλη εισόδου του μικροβίου, εκδηλώνεται συνή θως σε διάστημα από δέκα ως σαράντα μέρες από τη μόλυνση και είναι ανώδυνο. Το υγρό που συγκεντρώνεται στο έλκος στις περιπτώσεις που δεν υποβάλλονται σε θερα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 89
πεία είναι γεμάτο απειροχαίτες και μπορεί να μεταφερθούν με τα χέρια σε άλλα μέρη του σώματος. Γι’ αυτό ο μαρκονιστής συμβουλεύει τον νέο: Μην το ψαχουλεύεις καθόλου. Βάνε μονάχα νερό κι αλάτι μ' ένα μπαμπάκι και άφηνέ το απάνου. Το βράδυ χαμομήλι ζεστό. Και πλένε καλά τα χέρια σου. Τόσο ο νεαρός δόκιμος όσο και οι μεγαλύτεροι συνάδελφοί του που τον βοηθούν στο πρόβλημά του μολύνθηκαν, κατά την αφήγηση, από μη ελεγχόμενες ιατρικά γυναίκες, από εκείνες που ελεύθερα και τελείως αυτοσχέδια ασκούσαν την πορνεία: Ποιος πήρε ποτές αρρώστια από «σπίτι»; Γ<ατί τις λένε καθαρές; Γιατί πλένουνται μόλις τελειώσουνε τη δουλειά. Και σε άλλα σημεία ο αφηγητής της ιστορίας, κάποιας ιστορίας, σε κάποια βάρδια, θυ μάται: ...την ξεχειλισμένη λεκάνη με το περμαγκανάτο, που μου θυμίζει το βυσσινί του Tiziano. [...] Και στερνά ν' ακούω κοιτάζοντας τη χαλασμένη ταπετσαρία, κρατώντας τη γαζέτα στο χέρι, ν' ακούω το σαματά που κάνει το σερβιτσάλι στα σκέλια σου.
Το περμαγκανάτο, υπερμαγκανικό κάλι, ένα βυσσινί αντισηπτικό, ήταν συνηθισμένο α ντισηπτικό των πορνείων, ενώ το σερβιτάλι είναι το κλυστήριο (κλύσμα) για κολπικές πλύσεις. Με αφορμή το απόσπασμα αυτό θέλω να θυμίσω το στίχο του Καββαδία που επανέρχεται στο ίδιο θέμα: ...το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγκανάτου...8 Είναι μια ευκαιρία να θυμίσω τις πάμπολλες αναφορές του λογοτέχνη σε ζωγράφους, σε συγκεκριμένους πίνακες και στις τεχνικές ή τις ιδιαιτερότητές τους, γεγονός που δείχνει τη βαθιά γνώση της τέχνης αλλά και τη βαθιά αισθητική παιδεία του καλλιτέ χνη. Πιστεύω πως οι αναφορές αυτές τόσο στο ποιητικό όσο και στο πεζογραφικό του έργο είναι τόσες πολλές και τόσο ουσιαστικές, που θα δικαιολογούσαν όχι απλώς ένα εμπεριστατωμένο άρθρο, αλλά ίσως μια επιστημονικότατη διατριβή. Καθώς το πλοίο ταξιδεύει μέσα στην αβάσταχτη ζέστη, τη βασανιστική υγρασία και τη φονική ομίχλη, καθένας κουβαλά το σταυρό του. Και βρίσκει το δικό του Σίμωνα για να τον ανακουφίσει από το βάρος τις τέσσερις ώρες της βάρδιας του. Η αρρώστια του νεαρού δόκιμου της κουβέρτας φαίνεται ότι προχωράει κι αυτό του είναι πολύ επώδυνο. Το πρόβλημα απασχολεί και τον γραμματικό και τον ασυρματιστή, που ξέρουν κα λύτερα την εξέλιξη της αρρώστιας. Από βάρδια σε βάρδια πληθαίνουν οι ενδείξεις: - Το κεφάλι μου, καπετά-Γέράσιμε. Πάει να σπάσει. Μου δίνει κάτι σουβλιές πόνου από το μάτι μου το δεξί. - Της ζέστης. Κι εγώ το ίδιο. Πάρε μιαν ασπιρίνη, να σου περάσει. - Πήρα τρεις από τ' απόγιομα. Τίποτα. Και κάτι άλλο. Πέφτουνε τα μαλλιά μου καθώς χτε νίζομαι. ΓΌμίζ' η χτένα. Τα ίδια θα επαναλάβει στον ασυρματιστή, σε άλλη βάρδια: - Κυρ-Νίκο... έχω πονοκέφαλο από τα χίες... πέφτουνε και τα μαλλιά μου. Λες να V από... Λίγες μέρες μετά η κατάσταση έχει επιδεινωθεί: Κάτου από τα ξανθά μαλλιά του παιδιού, που 'χαν αραιώσει, καθόταν μιαν άσπρη πιτυρίδα. - Τα ρίχνει κι η θάλασσα τα μαλλιά, Διαμαντή. Δεν το 'χεις ακούσει; Λοιπόν μια και καλή. Δεν βλέπω τίποτα που να σε κάνει να φοβάσαι. Πώς πάει το σπυρί; - Τα ίδια. Πού και πού ματώνει. Αργότερα θα προστεθούν τα αμείλικτα σημάδια της αρρώστιας και τα δερματικά εξαν θήματα. Και ο υψηλός πυρετός: Είχε κάτου από τον ιδρώτα του μετώπου του ρόδινα σημάδια. Τα ξανθά μαλλιά του είχαν αραιώσει. Το πρόσωπό του είχε μακρύνει. [...] Ο δόκιμος είχε πυρετό. Τα μηλίγγια του χτυπούσανε. Είχε το χέρι στην τσέπη του παντα-
90 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
λονιού και ψαχούλευε. Αν μπορούσε, θ' άναβε ένα σπίρτο να δει. Από χτες άρχισε να μι κραίνει. Και να πονάει. Το κακό σπυρί δεν πονάει.
Έχουμε, λοιπόν, μπει στο δεύτερο από τα τρία στάδια της νόσου5. «Αρχίζει μετά από έ ξη εβδομάδες και συνήθως μέσα σε τρεις μήνες. Εκδηλώνεται με πυρετό, χαλκόχρω μα και πολύμορφα δερματικά εξανθήματα χωρίς φαγούρα, με ιρίτιδα, αλωπεκία, βλεν νώδεις πλάκες, και διάφορους πόνους στο κεφάλι, τις αρθρώσεις και το περιόστεο», γράφουν τα ιατρικά βιβλία6. Και δεν απέχει η περιγραφή στη Βάρδια από την επίσημη ιατρική περιγραφή. Η αρρώστια είναι κατάσταση ψυχοτραυματική γι’ αυτόν που την υφίσταται και για όσους τον αγαπούν. Ακόμα κι όταν τα συμπτώματα δεν αφήνουν αμφιβολίες, όλοι θέλουν να αμ φιβάλουν. Αμφισβητούν αυτά που βλέπουν ή προσπαθούν να τους προσδώσουν άλλη ερ μηνεία. Κι εδώ οι συνάδελφοι του νεαρού, παρά τη βεβαιό τητά τους για τη διάγνωση, θέλουν να κρατούν κάποιες ελπί δες. Στη συζήτηση γραμματικού και ασυρματιστή ακούμε: - Το μεγάλο παράσημο... Από την πρώτη στιγμή σού το 'ηα. Και προχωρεί. Έχεις πενικιλίνη; -Ναι. Έπιασε να ξύνει νευρικά το κεφάλι του. - Όμως δεν κάνει να του δώσουμε τίποτα. Έχω κι εγώ μια σειρά βισμούθιο, μα δεν πρέπει. Κι αν δεν έχει τέτοι αν αρρώστια; Γ·ατρός είμαι; Με την πρώτη ένεση θα 'ναι αρνητικός, αν έχει. Μπερδεψοδουλειά. Κατάλαβες. Κι ό μως εκείνο το σημάδι. Di CasteI το λένε. Είναι φως φα νάρι. Πώς φοβάται!... Κι εγώ φοβόμουνα στην αρχή. Πως θα μου πέσ' η μύτη. - Κι εγώ πως θα στραβωθώ. Μην κοιτάς που τον αποπαίρ νω. Τον αγαπάω τον πούοτη. Κάτι ξέρει και φοβάται. Όσο για τον ίδιο τον άρρωστο, που «κάτι ξέρει και φοβά ται», προσπαθεί να βγάλει από το μυαλό του το βασανιστικό γεγονός, να αρνηθεί την παρουσία της αρρώστιας, να ερ μηνεύσει με άλλο τρόπο λογικοφανή ή έστω και εξωλογικό τα συμπτώματά του. Η ψυχολογία αναγνωρίζει ως άρνηση
Η τελευταία φωτογραφία του Νίκου Καββαδία, Ιανουάριος 1975
και ερμηνεύει αυτό τον αμυντικό μηχανισμό του εγώ απέναντι σε νοσήματα και καταστά σεις που προκαλούν ψυχική ένταση ή φόβο θανάτου: Ο Διαμαντής ξαπλωμένος στο γιατάκι του φοβάται. Είναι γιομάτος σπυριά. Να 'ναι της ζέστης; Μα ο πυρετός; Ακούει το σφύριγμα, θυμάται τη γυναίκα, το άσπρο της φόρεμα. [...] «Αν είχε τίποτα, θα μου το 'λεγε, όπως κείνη τη φορά το κορίτσι στο Lome». [...] Μπας κι είναι ψώρα! [...] Από δω και πέρα θα φυλάγομαι. [...] Κοιτάζει το ταβάνι. Είναι μια μάτιση που πάει λοξά στη λαμαρίνα. Κλείνει τα μάτια... Αν είναι τα καρφιά ζυγά, δεν έχω τίποτα. Ένα... δυο... τέσσερα... οχτώ... δώδεκα. Ζυγά. Μπας κι έκαμα λάθος... Ξαναμετράει... Δώδεκα. Σωστά. Χαμογελάει. [...] Ανεβαίνει όρθιος στο γιατάκι και μετράει πιάνοντάς τα ένα ένα με το δάχτυλό του, τα περτσίνια. Δώδεκα... Ξανά. Πέφτει ανάσκελα κι αποκοιμιέται με το φως αναμμένο. Βεβαίως η αντιμετώπιση της σύφιλης των μέσων του 20ού αιώνα δεν είναι εκείνη των αρχών του, ούτε -πολύ περισσότερο- εκείνη των προηγούμενων αιώνων. 0 φόβος για τη νόσο και διάφορες προλήψεις γι’ αυτήν παραμένουν, αλλά ήδη έχουμε φτάσει στην εποχή της πενικιλίνης. Αυτό δίνει αισιοδοξία, επιτρέπει στον άρρωστο να διατηρήσει τις ελπίδες του και να κάνει όνειρα για το μέλλον:
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 91
- Λοιπόν, τον έκοψε ο Γεράσιμος, τι θα γίνει; -Για το Διαμαντή; Να, στο πόρτο, με το φούντο, στο γιατρό. Αν είναι θετικός, θα του κά νουμε τον κώλο κόσκινο με βισμούθιο και πενικιλίνη. Έκανες καλή θεραπεία; - Ναι. Τέσσερα χρόνια όλα τα φάρμακα και φέτος οχτώ εκατομμύρια από το καινούργιο. Εσύ; - Δυο χρόνια και άταχτα. Σκέφτηκα πως θα 'ναι προτιμότερο να τρελαθεί κανείς από την αρρώστια παρά απ’ τα φάρμακα. Παράξενη αρρώστια. Όσο έχεις το σπυρί, νομίζεις πως σάπισες, πως βρωμάς, πως από ώρα σε ώρα θα σου πέσ' η μύτη. Με την πρώτη τρυπιά, μόλις σβήσει, τα ξεχνάς όλα. Κι έπειτα βασανίζεσαι για όλη σου τη ζωή. Ο παραμι κρός πονοκέφαλος, ένα μπιμπίκι, μια ζαλάδα και σε πιάνει ο φόβος για μήνες. [...] Για την τύχη μας αρρώστηοε ο Διαμαντής. Έχει πυρετό. Ποιος του 'πε να πάει να ψωνίσει μαλαφράτζα... Πάλι τυχερός τώρα με τα καινούργια φάρμακα... Στις προλήψεις αυτών που είχαν αρρωστήσει πριν από τα αντιβιοτικά περιλαμβάνονται περίεργες απόψεις, από όλο τον κόσμο. Κάποιοι πιστεύουν πως τίποτε δε σκοτώνει την αρρώστια. 'Αλλοι πως η ζέστη είναι το καλύτερο φάρμακο. Άλλοι πίνουν ως αντιση πτικό ιώδιο κι άλλοι υποβάλλονται κατά καιρούς σε νέες θεραπείες: - Εγώ πιστεύω πως τίποτα δεν τη σκοτώνει. Άκου τι μου 'πε ένας Κινέζος γιατρός μια φορά στο Τσιγκτάο. «Ξέρεις γιατί κάνουμε τα τέσσερα φάρμακα; Γm i το σκουλήκι συνηθάει το πρώτο και το τρώει. Τρώει και το δεύτερο, στο τρίτο βαροστομαχιάζει, στο τέταρτο ναρκώνεται. Όμως δεν ψοφάει. Κοιμάται». Εγώ το πιστεύω κι άσ' τους να λέ νε. Το καλύτερο φάρμακο είναι η κάψα. Για τούτο προτιμάω αράδα τα τροπικά. Είδες τους μαύρους στη Τζαμάικα, στο Port Sudan, στο Μπουσίρ; Σημαδεμένα τα ποδάρια τους μα κλειστά, ούτε μια μύτη φαγωμένη. Πεθαίνουν από γερατειά. Αράδα λοιπόν στα τροπικά. Ορισμένοι, για να έχουν εξασφαλισμένη ακόμα περισσότερη ζέστη, αν και ταξιδεύουν στα τροπικά, χρησιμοποιούν θερμοφόρες ή άλλα θερμαντικά μέσα: - Μου 'πε καπετά-Γεράσιμε, πως δεν μπορεί. Έχει μπουγιότα στο νεφρό. Να κάνεις, λέ ει, ό,τι καταλαβαίνεις και του μηνάς. - [... ] Ακολουθάει το δικό σου σύστημα στο ζήτημα της θεραπείας. Στην Ερυθρά σκεπά ζεται με κουβέρτα μάλλινη. Έχει μιαν ηλεκτρική θερμάστρα και την ανάβει ο τρικέρης, ε δώ, σε τούτες τις θάλασσες. [...] Το μάτι του μαρκονιστή έπεσε σ' ένα μπουκάλι που βρισκόταν στο κρύσταλλο πάνου απ' το λαβομάνο. Πήρε ένα ποτήρι και το γέμισε κάτου απ’ τη μέση. - Δώσε μου το ιώδιο, είπε σιγά. Ο άλλος του το 'δώσε χωρίς να μιλάει. ...δέκα ...είκοσι σταγόνες. Το νερό χρωματίστηκε. Το 'πιε μονομιάς. Η μέθοδος αυτή στηριζόταν στην αντίληψη ότι το ιώδιο, όπως και σε εξωτερική εφαρ μογή, ήταν το ίδιο αντισηπτικό και σε εσωτερική λήψη. Υπήρχε μάλιστα και ο διεθνής όρος ιωδοθεραπεία. Συχνά όμως υπήρχαν και τοξικές εκδηλώσεις, που χαρακτηρίζο νταν με τον όρο ιωδισμός. Πόση ήταν η συχνότητα της σύφιλης στον ειδικό πληθυσμό των ναυτικών: Δεν υπάρ χουν βέβαια στοιχεία για να μιλήσουμε με εγκυρότητα. Στη Βάρδια, με διάθεση όχι επιδημιολογικής καταγραφής αλλά απλής κουβέντας, οι συνομιλητές ανεβάζουν ψηλά την επίπτωσή της: ...Δεν κάνει να τον αφήσουμε. Έχει φουντώσει. Έχεις κουράγιο να πας; θα 'ναι και κολ λητικός.
- Μη στάξει... Αν ένας από τους τριαντατρείς -πόσοι είμαστε;- σου πει πως δεν την έ χει, φέρ 'τόνε να τόνε φτύσω. - Υπερβολές... - Κι όποιος δεν την έχει θα την αρπάξει απόψε...
92 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Τον περασμένον αιώνα η σπειροχαίτη θέριζε τους διπλούς απ' όσους σήμερα ο καρκί νος. Με πιο φριχτό τρόπο. Ξεχάοτηκε τώρα.
Στο πεζογράφημα αυτό του Καββαδία έχουμε και περιγραφές τριτογόνου συφίλιδας, σε άτομα που είχαν νοσήσει σε εποχές πριν από τα αντιβιοτικά, πριν ακόμα και από τα άλλα φάρμακα, ή που ζούσαν σε τόπους που δεν τους επέτρεπαν πρόσβαση σ' αυτά ή που η κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση δε βοηθούσε. Στο τρίτο στάδιο, εκτός α πό τις μόνιμες δερματικές βλάβες, αναφέρονται προσβολές των οστών, των σπλά χνων, του εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού. 0 Αλεβίζος με τα ατελείωτα χτήματα στο Μπαλί της Ινδονησίας, ...Πέντε μέρες ψυχομαχούσε και παράσταινε με τη φωνή του όλα τα θεριά και τα πετού μενα. [...] Κάνα δυο χρόνια πριν ψοφήσει, του 'χε λασκάρει. Τον είχε βαρέσει στο κεφά λι το μικρόβιο. Ντυνόταν παπάς και λιβάνιζε όλη τη νύχτα. Έψαλλε μαζί με τον παπαγά λο. Πόρνος... Άφησε στις δούλες του από εκατό λίρες και τις όρκισε να πηγαίνουν μια φορά τη βδομάδα να κατουράνε πάνω στο μνήμα του. Η Blanche, η μεγαλοπρεπής πόρνη και προαγωγός, που 'χε το σπίτι με τους καθρέφτες στη Βηρυτό, άλλο στο Χαλέπι κι ένα στη Δαμασκό [...] που τη λογαριάζανε με είκοσι χιλιάδες λίρες χρυσές, η Blanche που μπορούσε να μιλάει μέρα νύχτα χωρίς ν’ αποσταίνει, σηκώθηκε με κόπο, με σίμωσε κοντά, πολύ κο ντά, κατάφατσα, άνοιξε το στόμα της, κι έβγαλε τη γλώσσα της έξω, ό,τι απόμενε, ό,τι είχε αφήσει το ράδιο κι η αρρώστια. Υπάρχει και η τραγικότερη ακόμα περίπτωση της Πακίτας, της «Pauvre Calamite», που έκρυψε τον αφηγητή της ιστορίας, όποιος κι αν ήταν, δίπλα της, κάτω από τα σκεπάσματά της, όταν αυτός κινδύνευε να συλληφθεί για φόνο που είχε κάνει άλλος. Στο α πελπισμένο ερωτικό της σμίξιμο αυτός θα σφραγίσει με το δάκτυλό του «κάτι λείο, κρύο, μεταλλικό, σα δαχτυλίδι» που υπήρχε στο λαιμό της για να σταματήσει ένα ανα-
τριχιαστικό σφύριγμα που έβγαινε από εκεί. Σε άλλο ταξίδι, σε άλλο χρόνο θα μάθει συγκεχυμένη και παραλλαγμένη την ιστορία της οποίας την αληθινή εκδοχή ήξερε μό νο αυτός: Ο φονιάς είχε το κουράγιο να πάει μετά στην κάμαρα της Πακίτας. Ισως για να κρυφτεί. Δεν τη βρήκανε χτυπημένη, μα τα σεντόνια της και το κορμί της είχανε κάτι λεκέδες. Αί μα. Φαίνεται πως πάσχισε ο κανάγιας να της βγάλει την πλατίνα. Άκου το τέρας, κουρά γιο. Εγώ θα σιχαινόμουνα. - Ποια πλατίνα; - Η Πακίτα είχε φραγμένο λαρύγγι. ια ν' ανασαίνει της πέρασαν - Από τι αρρώστια; -Δενβρήκαν. Καρκίνο... Φθίση. - Μήπως σύφιλη; - Μπα... δε μας έμοιαζε. Ήταν καλό κορίτσι, τίμιο. Τη βίασε το κτήνος πριν φύγει. Το 'παν οι γιατροί.
Γ
Canute..
Α λ λες αρρώ σ τιες, γιατροί και φ άρ μακα Αν και η σύφιλη κρατά το μεγαλύτερο μέρος από τις ιατρικές πληροφορίες που ανιχνεύονται στη Βάρδια, δεν είναι όμως το μόνο νόσημα. Πλήθος από άλλα λοιμώδη νο σήματα βασανίζουν την κοινωνία και, βεβαίως, τη σκληρά εργαζόμενη, κάτω από ά θλιες και αντίξοες συνθήκες, τάξη των ναυτικών. Συμβάλλουν σ' αυτό και η κακή τρο φή (πολλά πλοία δεν είχαν ψυγείο αυτή την περίοδο), το ανθυγιεινό και λιγοστό νερό, η παλαιότητα των καραβιών, που ήταν γεμάτα ποντίκια, η σκληρή δουλειά που συχνά οδηγεί σε εργατικά ατυχήματα.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 93
Ο Καββαδίας αναφέρει όλα αυτά με λεπτομέρειες, μέσα από τις υποθετικές (;) συζητή σεις των ναυτικών. Διαβάστε την περιγραφή ενός φαινομενικά ασήμαντου ατυχήματος: Τα χέρια τους ήταν γιομάτα σημάδια από χτυπήματα, μαγκώματα. Σε κάποιους λείπει δά χτυλο. Το 'φαγε μακαράς, συρματόσχοινο, βίντσι. Απόμεινε χάμω ζεστό για λίγο. Η γάτα το μύρισε κι έφυγε. 0 σκύλος του καραβιού το γνώρισε και το 'γλυφέ. Το σάρωσε το τζόβενο μαζί με τ' άλλα σκουπίδια. 0 τύφος είναι ένα από τα λοιμώδη νοσήματα που αναφέρονται στη Βάρδια: Διψάω. Τι διάολο μ' έπιασε; Έτσι και τότε στο «City of Djeda». Είχε αρρωστήσει ένας τι μονιέρης από τύφο. Ανεβαίναμε από τη Bombay. Τον είχαμε απομονώσει σε μια καμπί να στην πλώρη. Δυο τζόβενα τον παραστέκανε τη νύχτα με βάρδιες. Έπιασα στις δύο τα μεσάνυχτα. Μουσώνι κατάπλωρα. Του 'καμα την καμφορά και του 'βαζα κομπρέσες με ξύδι στο κεφάλι. Ήταν ήσυχος. Πέρασε η βάρδια μου και κανείς δεν ήρθε να με ακατζάρει. [...] Άλλαξα κομπρέσα του Reginald. Το κούτελό του ήτανε παγωμένο και χαμογε λούσε με τα μάτια ορθάνοιχτα και το στόμα στραβωμένο. Και ν' άνοιγε η πόρτα, δε θα μπορούσα να βγω. Πότε μου φαινόταν πως ανοιγόκλεινε τα μάτια, πότε πως σαλεύει το στόμα του, πως κουνάει το χέρι... Οι ενέσεις της καμφοράς χρησιμοποιούνταν για καταπράυνση, ενώ ασκούσαν και διε γερτική δράση στο κέντρο της αναπνοής. Όσο για τις κομπρέσες με το ξίδι, τις έβαζαν στο μέτωπο για να πέφτει ο πυρετός, ενώ η μυρωδιά του ξιδιού δρούσε και αναληπτι κά στην αναπνοή. Κι άλλες αρρώστιες. Αρρώστιες που συνδέονται με τη φτώχεια και τις κακές υγειονο μικές συνθήκες, με το ανθυγιεινό νερό, την ακατάλληλη τροφή, το κλίμα, την έλλειψη εμβολίων. Αρρώστιες-φόβητρα, που αποδεκάτιζαν χώρες και τον κόσμο ολόκληρο: Έχω δει αρρώστους. Έχω ξενυχτήσει έξω από λεπροκομεία του Νότου, από περιχαρα κωμένα χωράφια με χολεριασμένους, Λοιμοκαθαρτήρια... Γ<α πες μου λοιπόν... Πες μου για κείνους που 'δανε πρώτη φορά στον καθρέφτη το σημάδι ανάμεσ' από τα μάτια, τις άσπρες πλάκες στον ουρανίσκο, τις κόκκινες βούλες στο στήθος... Φτάνει... Κι όταν το καράβι φτάνει στο πόρτο, ένα άθλιο λιμάνι χωρίς διευκολύνσεις, σε μια χώ ρα επαναστατημένη, ποια ματαίωση, ποια απογοήτευση, ποια απελπισία να βρίσκεις κι εκεί μια άλλη επιδημία... - Να μη κατέβει η καραντίνα. Όλο το πλήρωμα να μαζευτεί στην πρύμη για μπόλι. - Άλλος μπελάς. Βλογιά; - Όχι. Πανούκλα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πώς αντιμετώπιζαν οι ναυτικοί τα προβλήματα υγείας που τους εμφανίζονταν; Πρώτα πρώτα με τις γνώσεις κάποιων άλλων ναυτικών, πολ λές φορές με το δόγμα «ο παθός είναι και γιατρός». Συχνά είχαν, για γνωστά προβλή ματα, κάποια φάρμακα δικά τους, όπως είχαν κάποιες κούτες τσιγάρα ή ένα μπουκάλι οινοπνευματώδους ποτού: Το κρύσταλλο του λαβομάνου γιομάτο φάρμακα. Opobyl, αλάτι του Κάρλσμπαντ, Fruit Salt και lodone. - [... ] Έχεις πενικιλίνη; -Ναι. - [...] Έχω κι εγώ μια σειρά βισμούθιο. Γιατροί δεν υπήρχαν στα φορτηγά, σπάνια υπήρχαν στα ποστάλια, τα επιβατηγό πλοία. Κι αυτοί δεν ήταν οι καλύτεροι. Σε μια από τις συζητήσεις μεταξύ των ναυτικών του μυθιστορήματος του Καββαδία επισημαίνονται και τα δύο: - Δες να βάλουνε καμιά βολά γιατρούς στα φορτηγά; - Τι λες, Λινάτσα, παλάβωσες; Για να τρώνε και να κοπρίζουνε; - Να τους βλέπεις μοναχά, γίνεσαι καλά.
94 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
- Κι εγώ σου λέω πως δεν ξέρεις τι λες, απάντησε ο ξυλουργός. Έκανα με τα ποστάλια και τους είδα από κοντά. Ποιος καλός μωρέ, πάει με τα καράβια; Ο ξυλουργός μάλιστα, δηλαδή ο ανώνυμος ναυτικός τη φωνή του οποίου μεταφέρει, μετασχηματισμένη σε τέχνη, ο Καββαδίας, για να ενισχύσει την άποψή του, αφηγείται διάφορες ιστορίες που θα μπορούοαν να είναι ευτράπελες αν δεν ήταν ουχνά τραγι κές. Έτσι οι ναυτικοί των φορτηγών χωρίς την παρουσία γιατρού, αν αντιμετωπίζουν προ βλήματα που δεν ξέρουν ή αν συμβεί σοβαρό νόσημα ή ατύχημα, ζητούσαν, μέσω του ασύρματου, βοήθεια από παραπλέοντα πλοία ή από παράκτιους σταθμούς. Με βάση αυτές τις οδηγίες έκαναν και όποιους θεραπευτικούς χειρισμούς τούς ήταν εφικτοί: Πάλι ρεπόρτο... ΤΤΤ... medical advice... sailor o f twenty five... fever forty one... probably o f contageous water... any ship with doctor please advice... To πήρε το Macao. /4s".. QRX"... Στο πρώτο λιμάνι, μικρό ή μεγάλο, με ή χωρίς νοσο κομ είο , με καλούς ή κα κούς γιατρούς, ο ναυτικός μεταφερόταν, εξεταζόταν, νοσηλευόταν και ή έμενε για νοσηλεία ή έπαιρνε τη θεραπεία και συνέχιζε το ταξίδι με το υπόλοιπο πλή ρωμα. Η Βάρδια αναφέρεται και σε τέτοιες περιπτώ σεις, π.χ. στη μεταφορά και εξέταση του νεαρού δόκιμου της κουβέρτας από τον Κι νέζο γιατρό Μα Τουάν, τα χρόνια που έτρεχε η κινεζική επανάσταση. Ο γιατρός περιγράφεται καλλιεργημένος, με πίστη στις παραδοσιακές του αξίες και με παιδεία δυτι κή, με ευαισθησίες και καλλιέργεια: - Έχετε ταξιδέψει; ρώτησε ο ασυρματιστής, για να πει κάτι. - Ναι. Έμεινα δυο χρόνια στο Βερολίνο. Κατόπι πήγα στην Αγγλία, στην Αμερική για λ ί γο καιρό. - Σπουδάσατ' εκεί; - Έπρεπε. Δε γινόταν αλλιώς, είπε με πίκρα. Όμως ο παππούς μου, που 'ταν εμπειρι κός γιατρός, μπορούσε να γιατρέψει ό,τι εγώ δεν μπορώ, ούτε κι οι Ευρωπαίοι με τα καινούργια φάρμακα. Μέσα από τις (υποθετικές) συζητήσεις των δύο, ο συγγραφέας αφήνει να διαφανεί η αξιολόγησή του για τον πολιτισμό και την ιατρική άλλων τόπων, οι ιδιαιτερότητες της νοσολογίας τους, αλλά και οι βιοθεωρητικές τους αντιλήψεις10. Άλλοτε, στην πατρίδα ή μακριά από αυτή, χρειάζεται νοσηλεία στο νοσοκομείο, «χείρου χειρότερα», όπως γράφει ο Καββαδίας χρησιμοποιώντας μια καθημερινή κεφαλονίτικη έκφραση: Νοσοκομεία. Τρίτη θέση. Διάδρομοι που βρωμάνε λάντζα, τα κρεβάτια κοντά, κοντά, οι μύγες που καβαλιούνται μπροστά στους ετοιμοθάνατους. Αυτά - ή ο θάνατος στο πλοίο, που τότε συνεπαγόταν και ταφή στο κύμα, με το βασα
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 95
νισμένο κορμί κυλινδρικά τυλιγμένο σε μια λινάτσα ή σ' ένα μουσαμά. Γι’ αυτό στη Βάρδια διαβάζουμε σε πολλά σημεία πως «κάθε ναύτης έχει τον καρχαρία του», πως
«ο βυθός ανοιχτά είναι καθαρός», πως «κι αν σ' αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι που το ξέ ρεις». Το κορμί, το οτολισμένο με γοργόνες, με καραβάκια και με ροδάνθη, με χα ραγμένα ονόματα γυναικεία, στολίζεται στο τέλος με φύκια του βυθού των θαλασ σών. Έξω όμως από τα σοβαρά και επώδυνα, η Βάρδια αναφέρεται και σε ελάσσονα προ βλήματα, όπως η ναυτία, η νόσος εκείνων που ταξιδεύουν, κάποτε όχι μόνο οτη θά λασσα, αλλά και στη στεριά και στον αέρα. Δύο σελίδες αφιερώνει ο συγγραφέας στη ναυτία, αυτή την «παράξενη αρρώστια», με παρατηρήσεις του και με ιστορίες που ανακαλεί στη μνήμη: Ζαλίστηκα. Έτσι όπως τότε παιδί, που μ' έπιανε η θάλασσα. Τι άτιμο πράμα η ναυτία... Ξερατό, χολές. Γίνεσαι μπαίγνιο, κουρέλι. Τίποτ' άλλο δε σκέφτεσαι, παρά πώς θα ξε μπαρκάρεις, μόλις φτάσεις στο πρώτο λιμάνι. Έφτασες; Τα ξεχνάς όλα και ξαναφεύ γεις. Αρχίζεις να συνηθάς. Νομίζεις. Δε σε ζαλίζει πια το πότζι, μα σε χαλάει το σκα μπανέβασμα. Πάει κι αυτό. Σου μένει να συνηθίσεις τώρα όταν σκαμπανεβάρει και ποτζάρει μαζί. [...] Παράξενη αρρώστια. Φάρμακο... η στεριά. Οι κουφοί, εκείνοι που 'χουνε χάσει την όσφρηση, δε ζαλίζονται. Μήτε οι τρελοί. Τα πάθη της ψυχής τους Εκτός από τη σύφιλη, τις άλλες αρρώστιες των ναυτικών, τα ατυχήματα και τα ναυά για -μ ε ή χωρίς πνιγμούς-, η Βάρδια στέκει συχνά στα πάθη της ανθρώπινης ψυχής, όπως η κατανάλωση οινοπνεύματος, το κάπνισμα τσιγάρων και χασίς, η χρήση ναρ κωτικών ουσιών. Κι ακόμα στέκει στους «παράνομους» και αγοραίους έρωτες, τις πα ρεκκλίσεις και τις διαστροφές. Οι συζητήσεις στη βάρδια, οι εξομολογήσεις στον κίν δυνο, οι αναμνήσεις στη μοναξιά, οι φήμες, τα σχόλια ή τα κουτσομπολιά μάς αποκα λύπτουν πολλά. Ομαδικές συνευρέσεις, επαφές με τραβεστί, ιστορίες προαγωγής σε πορνεία, φετιχισμός και μια δραματική ιστορία παθητικής κτηνοβασίας που προσφέρεται ως θέαμα11 είναι μερικά από τα αναφερόμενα πάθη. Για την ανάπτυξή τους θα ήταν αναγκαίο ένα ακόμα άρθρο ανάλογο σε έκταση με τούτο. Επίκριση Είναι, λοιπόν, ένα «αμαρτωλό» βιβλίο η Βάρδια·, Είναι ένα βιβλίο «κολασμένο», με πόρνες και ναρκωτικά, με αφροδίσια και φτηνό αλκοόλ, με προαγωγούς και χαμένα κορμιά; Ήταν οι ήρωές του άνθρωποι του σκοινιού και τού παλουκιού, τυχοδιώκτες και κυνηγημένοι από τη μοίρα τους; Ήταν άνθρωποι με κώδικες ηθικής άλλους από των πολλών ανθρώπων; «θεωρώ τη Βάρδια μέγιστο μάθημα ήθους», γράφει ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος12. «Μακάρι να μπορούσε να διδαχτεί στα σχολεία». Κι ακόμα γράφει: «Πολλά μπο ρεί να λεχθούν για τη Βάρδια (και ίσως να έχουν λεχθεί μάλιστα), το πεζογράφημα του Νίκου Καββαδία. Εμένα εκείνο που με συναρπάζει, είναι το ήθος του. Η ανθρώ πινη σχέση, σε αυτό το βιβλίο, έχει μια μοναδική συνέπεια...» Ίσως γιατί η θάλασσα πιστεύεται καθαρτήρια από τα πανάρχαια χρόνια, «θάλασσα κλύζει πάντα τ' ανθρώπων κακά», όπως λέει η Ιφιγένεια στον θόα, ενώ ετοιμάζεται να καθαρίσει (και να αποκαθάρει) το ομοίωμα της Αρτέμιδας που είχε μιανθεί από τα ματωμένα χέρια του Ορέστη. «Η θάλασσα ξεπλένει όλα τα κακά των ανθρώπων»13. Αλλιώς το γράφει ο ίδιος ο Καββαδίας στο μείζον πεζογράφημά του, τη Βάρδια. Όταν
96 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ο μικρότερος από τους δυο κούληδες που μετέφεραν τον ασυρματιστή και τον δόκι μο με τα πους-πους στο γιατρό, σκέφτηκε να τους δολοφονήσουν «μονάχα γιατί είναι άσπροι», ο μεγαλύτερος (που είχε σκοτώσει «τρεις άσπρους πρόξενους οτο Πεκίνο»)
απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα: - Αν ήτανε στεριανοί, δε θ' αρνιόμουνα. - Και με τούτο; -Να... τραβάνε, καθώς εμείς, τους ανθρώπους, τραβάνε τα σίδερα πάνω στη θάλασ σα. - Με τα χέρια; - Χειρότερα... με την ψυχή τους. [«
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. Πανσπουδαστική, τχ. 53, 24.3.1967. 2. Ήταν το τελευταίο τεύχος της προδικτατορικής Πανσπουδαστικής. Κυκλοφόρησε περί τα μέ σα Απριλίου και κατά ένα άλλο μέρος της καταστράφηκε, μαζί με τα γραφεία της, τη βραδιά της δικτατορίας (21.4.1967). Η συνέντευξη αυτή αναδημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Επο χή, στα 20 χρόνια από το θάνατο του Καββαδία (1995), και στο αφιέρωμα, για τον ποιητή, του περιοδικού Νέο Επίπεδο (τχ. 27, χειμώνας ’97, ο. 19-21). Για τη συνέντευξη και την ι στορία της γράφει ο Γιάννης Καούνης στο αφιέρωμα για τον Καββαδία του ένθετου «Επτά Ημέρες» της εφημερίδας Η Καθημερινή. 3. θυμάμαι τη συγκίνησή του, όταν μου επιβεβαίωνε την ιστορία του εικοσάχρονου παλικαριού που σκότωσαν στην Ομόνοια Γερμανοί στρατιώτες, επειδή έχωσε το πιστόλι στον πισινό του στρατιώτη που τον σκαμπίλισε. Βλέπε Βάρδια, «Αγρα», Γ ανατύπωση, 1989, σ. 167. 4. Βλέπε το σημείωμα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης που αναφέρθηκε πιο πάνω. 5. R. S. Morton, Veneral Diseases Yesterday. Στο βιβλίο του VeneraI Diseases, Penguin Books, Baltimore Maryland, 1966, p.p. 19-32. 6. W. A. Newman Dorland, The American Illustrated Medical Dictionary etc., 21rst edition, Saunders Co., Philadelphia and London, 1947, reprinted Feb. 1949. 7. Για τις ναυτικές και άλλες ασυνήθιστες λέξεις που χρησιμοποιεί στο ποιητικό και πεζογραφικό του έργο ο Ν. Καββαδίας βλέπε Γ. Τράπαλη Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία, «Άγρα». 8. Γ. Ρηγάτος: Ιατρικά σχόλια για την ποίηση του Καββαδία. Στο βιβλίο Πρόσωπα και ζητήματα. Δοκίμια για την ιατρική στη λογοτεχνία. «Βήτα», 2η έκδ., Αθήνα, 1998, σ. 37-47. 9. Βλ. σ. 163 της έκδοσης που αναφέρουμε στη σημείωση 3. 10. ό.π., σ. 191-198. 11. Βλ. σχετικά και στο βιβλίο: Γ. Ρηγάτος, θεών και ανθρώπων πάθη, «Βήτα», Αθήνα, 2000. 12. Η. X. Παπαδημητρακόπουλος: «Το ήθος στη Βάρδια του Νίκου Καββαδία», Φιλολογική Κα θημερινή, 4.8.1977, και στο βιβλίο Παρακείμενα, «Κέδρος», Αθήνα, 1983, σ. 21-23. 13. Ευριπίδης: Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στ. 1.193. 14. Στη σειρά των εκδόσεων «Άγρα», εκτός από το βιβλίο του Γ. Τράπαλη που αναφέραμε (σημ. 7), κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο του Φ. Φιλίππου Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας, μία πολύ ουσιαστική και χρήσιμη δουλειά για την κατανόηση μιας ακόμα συνιστώσας του έργου του Καββαδία. Τέλος πρέπει να αναφέρουμε και τη μελέτη της Μαίρης Μικέ Η Βάρδια του Νί κου Καββαδία - Εικονογραφήσεις και μεταμορφώσεις. * ΤΤΤ, σήμα ασφαλείας. * * As, περίμενε. * * * QRX, θα σε καλέσω (ερμηνεία από τη Βάρδια, βλ. σημ. 3)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 97
αφιέρωμα του
ΓΙΩΡΓΟΥ τρ απ αλ η Για τον Νίκο Καββαδία έχουν γραφτεί πια τόσα πολλά,
που νομίζω ότι λίγα μένει να ειπωθούν στο μέλλον. Η επικείμενη μάλιστα έκδο ση από τις εκδόσεις «Άγρα» των επιστολών από και προς αυτόν πιστεύω ότι θα φωτίσει και τα όποια σκοτεινά σημεία (της ζωής του περισσότερο παρά του έρ γου του) έχουν απομείνει. Ένα θέμα που με έχει απασχολήσει σχετικά με τον Καββαδία είναι το κατά πόσο οι διάφορες ιστορίες που αφηγείται, κυρίω ς στη Βάρδια, είναι ιστορίες που τις έχει ακούσει από άλλους ή τις έχει ζήσει ο ίδιος. Κι αυτό όχι επειδή έχει ιδιαί τερη σημασία από λογοτεχνικής πλευράς, αλλά γιατί διαβλέπω μια τάση να παραβλέπονται οι «σκοτεινές» πλευρές του έργου του, που όμως αποτελούν την
Στεριανή ζάλη, θάνατος και ενοχή στη Βάρδια ουσία του, και να προβάλλονται οι συνηθισμένοι φιλολογίζοντες εξωραϊσμοί, στριφογυρίζοντας γύρω από τετριμμένα θέματα περί εξωτισμού, φυγής στη θά λασσα κ.λπ. Έχει γραφτεί κατά κόρον ότι ο Καββαδίας ήταν μεγάλος παραμυ θάς, έως και μυθομανής, ακόμη ότι όσα γράφει προέρχονται μάλλον από φιλο λογικά διαβάσματα παρά από πραγματικά βιώματα. Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι πολύ να δεχτώ αυτές τις απόψεις. Μου φαίνεται αδιανόητο να γράφει κάποιος τόσο πειστικά και φυσικά και με τόσες μικρολεπτομέρειες που όλες αντιστοι χούν στην πραγματικότητα για πράγματα που δεν έχει ζήσει ο ίδιος. Το έργο του Καββαδία έχει έντονα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό έχουν ά δικο όσοι τον κατηγόρησαν στο παρελθόν ότι καλλιέργησε μια εξωτική και ρομα ντική αντίληψη για τους ναυτικούς και δε φώτισε όπως έπρεπε τη ζωή των ναυτι κών ως εργαζομένων ή ότι δεν έστρεψε το βλέμμα του στα πολιτικά και κοινωνι κά πάθη της χώρας (Εμφύλιο, Δικτατορία). Ο Καββαδίας γράφει για πράγματα που σχετίζονται με τον ίδιο. Δεν επιχειρεί να λειτουργήσουν τα γραπτά του ως α ντανάκλαση της πραγματικότητας. Ούτε προσπαθεί με το έργο του να γίνει ο ποι ητής της ναυτοσύνης ή να προβάλει τη σκληρή ζωή των ναυτικών και των ναυτεργατών, την εκμετάλλευση, τα παιχνίδια των εταιρειών με τις ανθρώπινες ζωές, τη χρόνια ανεργία κ.λπ., παρόλο που πολλοί θα ήθελαν να το είχε κάνει. Και τα κα ράβια και τη θάλασσα δεν τα αγαπάει με τον τρόπο που υπονοεί ο πολυχρησιμοποιημένος χαρακτηρισμός «ποιητής της θάλασσας»: δεν υπάρχει πουθενά στον Καββαδία η ρομαντική και αφελής αγάπη του καθημερινού ανθρώπου για τη θά λασσα και τα ταξίδια, μια αγάπη που παραπέμπει σε καλοκαιρινές διακοπές ή ε ξωτικά ταξίδια ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε τάσεις φυγής σε μέρη άγνωστα και μακρινά. Ίσα ίσα που αυτή την αντίληψη ο ίδιος ο Καββαδίας τη σιχαινόταν. Και αισθανόταν δυσάρεστα όταν του απηύθυναν ερωτήσεις τέτοιου περιεχομέ νου: «-Πέστε μας κάτι από τα ταξίδια σας... Πόσες φορές το 'χω ακούσει... Μα γιατί; Για να σπρώχνει ο ένας τον άλλο με τον αγκώνα και να γελάτε;» (Βάρδια , σ.
100). Η αγάπη του για τη θάλασσα είναι μια αγάπη με προσωπικό, πολύ ιδιαίτε
98 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ρο περιεχόμενο και μπορεί να γίνει κατανοητό το περιεχόμενό της μόνο αν γίνει κατανοητή η αντιπάθειά του προς τη στεριά και τη ζωή των στεριανών. Η στεριά, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα των συνηθισμένων, καθημερι νών ανθρώπων, όλων ημών δηλαδή, του προκαλεί ζάλη: «Ζαλίζομαι στη στεριά. Το πιο δύσκολο ταξίδι, το πιο επικίνδυνο, το 'καμα στην άσφαλτο, από το Σύνταγ μα στην Ομόνοια. Έχω ξεράσει πάνω στο Λίβανο, όπως οι στεριανοί σε μελτέμι» (Βάρδια), ο. 99, «χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ» («Καραντί»), «Πουλιά στα ξάρτια - καραντί - στεργιανή ζάλη» («Μαρέα»). Τους στεριανούς τούς περι-
φρονεί: μια ενότητα της Βάρδιας επιγράφεται Sale s te rrie n s , δηλαδή «βρομοστεριανοί», ή, καλύτερα, όπως ο ίδιος γράφει στην αμέσως επόμενη σελίδα αυ τής της ενότητας, «κωλοστεριανοί». Αξιοσημείωτο είναι -κ α ι ως στοιχείο διακειμενικότητας- πως ο χαρακτηρισμός προέρχεται από τον Τριστάν Κορμπιέρ, Γάλ λο ποιητή από τη Βρετάνη, τον οποίο γνωρίζει καλά ο Καββαδίας (στίχους του προτάσσει ως μότο ήδη στο Μαραμπού). 0 Κορμπιέρ, με πεποιθήσεις ανάλογες με του Καββαδία, αλλά εκκεντρικός στη συμπεριφορά του (είχε κρεμάσει δίχτυα στο δω μάτιό του οτο Παρίσι και κοιμόταν σε βάρ κα), είχε απ οκαλέσ ει s ale terrien τον Ουγκό («τι καταλαβαίνεις εσύ από θάλασσα, βρομοστεριανέ;»), όταν εκείνος στο ποίημά του «Oceano ηοχ» (στα ελληνικά έχει αποδοθεί ως «Η απέρα ντη νύχτα του ωκεανού») θρήνησε ρομαντικά τους θαλασσοδαρμένους ναυτι κούς. Ως απάντηση ο Κορμπιέρ έγραψε το ποίημα «Το τέλος» («La fin») ξαναγρά φοντας τους στίχους του Ουγκό αλλαγμένους σύμφωνα με τις απόψεις του- εκεί εξυμνεί ακόμη και το θάνατο στη θάλασσα σε σχέση με το θάνατο στη στεριά, κάτι που βρίσκουμε συχνά στο έργο του Καββαδία. Η ιδιαίτερη αυτή νοηματοδότηση της αγάπης για τη θάλασσα την κάνει να διαφέρει επίσης από την αγάπη που έχουν πολλοί ναυτικοί γι’ αυτήν, που την εξωραΐζουν και την παινεύουν και της γράφουν τραγούδια. Ο Καββαδίας έχει δημιουργήσει τη δική του θάλασσα και τη δική του «θαλάσσια πανίδα», με γοργόνες που παραπέμπουν περισσότερο στη Μελουζίν των μεσαιωνικών δυτικοευρωπαϊκών θρύλων παρά στη δική μας παράδοση- με βυθούς στοιχειωμένους από πνιγμένους ναύτες, με κορίτσια παρά ξενα που «...το 'χουνε στα δίπλα ή και λοξά» («Σπουδή θαλάσσης»). Φτάνει, τέλος, να εκφράσει την περιφρόνησή του ακόμη και για τους γλάρους αποκαλώντας τους «στεριανά πουλιά»: «Λατρεύω τους γλάρους - μου ’πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι. Περήφανα που λιά. Τι λες μω ρή... Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νιώ θουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στα λιμάνια. [ . . . ] Πουλιά του προλιμένα.»
Για τον Καββαδία η στεριά είναι ένας χώρος συνδεδεμένος με τη σταθερότητα, την οικογένεια, την τακτοποιημένη και συμβατική ζωή, πράγματα που δείχνει να μην τον ενδιαφέρουν. Η θάλασσα και το καράβι είναι ο δικός του χώρος, απαλ λαγμένος από περιττές ή ανεπιθύμητες υποχρεώσεις, χωρίς τον κοινωνικό έλεγ χο και τη συμβατικότητα της καθημερινής ζωής- η αγωνία να στεριώσει, να ρι ζώσει κάπου και να νοικοκυρευτεί, μια αγωνία που βιώνουν οι στεριανοί αλλά και οι ναυτικοί που κάποια μέρα θέλουν να αράξουν στη στεριά, για τον ίδιο δεν υφίσταται. Αντιπαθεί το ναυτικό που μαζεύει λεφτά κι αποκτά περιουσία στη στεριά: «Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λ ε φ τ ά ./ Εμούτζωσε τη Θάλασσα και τηνε κατουράει.» («Θεσσαλονίκη II»). Ο δικός του χώρος είναι όλος κι όλος μια
καμπίνα και περιουσία του ο ναυτικός του σάκος. Τίποτα περισ σότερο. Είναι
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 99
προφανές ότι αυτή η αντίληψη της ζωής δεν έχει καμία σχέση με την εξιδανικευμένη εικόνα του ταξιδιού που καλλιεργεί η περί τον Καββαδία φιλολογία. Δεν έχει καμία σχέση με τα ιδανικά, τις αξίες και τις προσδοκίες των περισσότε ρων ναυτικών, οι οποίοι πιστεύουν σε αυτά που ο Καββαδίας αντιπαθούσε. Αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμη. Η απόρριψη της «στεριάς», με το περιεχόμενο που της δόθηκε παραπάνω, δεν είναι αποτέλεσμα ενός ρομαντικού τυχοδιωκτισμού (μακρινά ταξίδια, περιπέτειες, αγοραίοι έρωτες, εξωτικοί τόποι, κάτι δηλαδή που παραπέμπει σε κινηματογραφικά στερεότυπα), ούτε μιας επανα στατικής αντίδρασης στον αστικό τρόπο ζωής και στον κομφορμισμό. Δυστυχώς για όσους έχουν την τάση να εξωραΐζουν τις πράξεις των ποιητών, η απόρριψη της «στεριάς» από τον Καββαδία είναι προϊόν δικής του αδυναμίας να ζήσει και να επιβιώ σει μέσα σε αυτό το πλαίσιο ζωής, όχι γιατί δεν είχε τις δυνατότητες, αλλά γιατί είχε ιδιομορφίες χαρακτήρα και φοβόταν αυτά που οι «στεριανοί» πο θούν. «Στεριά» σημαίνει δέσμευση. Δέσμευση τοπική, ψυχική, ηθική. Δέσμευση με μια γυναίκα, με ένα σπίτι, μια οικογένεια, μια κοινότητα. Δόσιμο και ανάλωση σε αυτά. Ο Καββαδίας φοβάται τη δέσμευση, αντιδρά στη σχέση που σε κρατάει δεμένο στο λιμάνι. Λειτουργεί καλύτερα εξ αποστάσεως, επικοινω νεί πιο άνετα με μια επιστολή, με ένα αλά καρτ-ποστάλ ποίημα, με τη σύντομη επίσκεψη και τη βιαστική αναχώρηση. Γι’ αυτό φεύγει. Γι’ αυτό προτιμάει τον πληρωμένο έρωτα στα λιμάνια. Η «στεριά» είναι η σταθερή και μόνιμη σχέση. Η γυναίκα-σύζυγος. Ένας τύπος γυναίκας εξ ορισμού απορριπτέος από τον Καββαδία. Εξ ορισμού ά πιστος. Τίμιες σχέσεις υπάρχουν μόνο όταν πληρώνεις. Με την πόρνη τα πράγμα τα είναι ξεκάθαρα. Η γυναίκα για τον Καββαδία δεν έχει τίποτα το αξιέραστο ως «στεριανή». Αξίζει μόνο ως πόρνη. Με τα φτιασίδια και τα βαριά αρώματα της πόρνης. Φωτισμένη από κόκκινο φανάρι. Και μια τέτοια γυναίκα που να συνδυά ζει τα χαρακτηριστικά της πόρνης και το φευγάτο, μυστηριακό και τρομαχτικό μα ζί της θάλασσας δεν μπορεί παρά να είναι μια υβριδική γυναίκα: η καββαδιακή Γοργόνα, μια θαλάσσια πόρνη, στοιχειό και γυναίκα ταυτόχρονα- επί λέξει στο
ποίημα «Γυναίκα»: «Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι./Γιο μάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα». Όπου ροδάνθη, η συφιλιδική ροδάνθη, οι ωχρορόδι
νες κηλίδες του δεύτερου σταδίου της σύφιλης, το σήμα κατατεθέν του καββαδιακού λόγου, κυρίως στη Βάρδια και στο Τραβέρσο. Δεν είναι τυχαίο που αυτές οι εικόνες εμφανίζονται κυρίως σε αυτά τα δύο έργα και όχι τόσο συχνά στο Μ αραμηού και οτο Πούσι. Συλλογές ποιημάτων της νεό τητας τα τελευταία, περιέχουν ποίηση πιο κοντά στην αφήγηση μιας περιπέτειας (Μαραμηού) ή περιπέτειας και εναλλαγής εικόνων ανά δίστιχο (Πούσι). Από τη
δεκαετία του ’ 5 0 και μετά, το Τραβέρσο αντανακλά τον επεξεργασμένο, απο κρυσταλλωμένο πια ποιητικό κόσμο του Καββαδία. Έναν κόσμο όπου τα πρόσω πα, οι αξίες, ο χώρος έχουν πλέον πάρει την οριστική τους μορφή από ένα λιγό τερο ανασφαλή και πιο ώριμ ο δημιουργό, που πλέον ξέρει τι θέλει και πώς να πει αυτό που θέλει. «Μπορεί στους αναγνώστες το Μ αραμηού και το Πούσι να είναι πιο αγαπητές συλλογές (αυτό δείχνει η κυκλοφορία τους) σε σχέση με το Τραβέρσο, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί τα δύο πρώτα είναι πιο απλά, πιο εύληπτα. Το Τραβέρσο μοιάζει δύσκολο, δυσπρόσιτο, υποταγμένο στη μανιέρα μιας ποιη τικής τεχνικής που διαμορφώθηκε στα προηγούμενα ποιήματα, χωρίς σαφές θέ μα σε κάθε ποίημα. Όμως δεν είναι έτσι. Ο ποιητής Καββαδίας υπάρχει κατεξοχήν στο Τραβέρσο.
100 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Όλα τα στοιχεία του ποιητικού του κόσμου υπάρχουν ε κ ε ί- η συγκροτημένη πια «θαλασσινή» κοσμοθεωρία του, όπως την είδ αμε παραπάνω, υπάρχει εκεί· και μέσα από στίχους που πολλές φορές θυμίζουν έντονα τον παραληρηματικό λόγο ορισμένων ενοτήτων της Βάρδιας (εξάλλου οι περισσότεροι είναι της ίδιας πε ριόδου), προβάλλουν τα συστατικά του καββαδιακού κόσμου: η θάλασσα, το κα ράβι, οι ναυτικοί, το ναυάγιο, οι πνιγμένοι στον βυθό, ο καρχαρίας, τα λιμάνια, η πόρνη, η σύφιλη, η ενοχή, η φυγή, ο θάνατος, η σήψη, η φθορά, η δυσμορ φία και η αναπηρία, το αποκρουστικό, οι ζωγράφοι, τα αγαπημένα χρώματα...
Όσες αναφορές κάνει ο Καββαδίας σε γεγονότα της εξωτερικής πραγματικότητας, αυτές πάντα υποτάσσονται στο προσωπικό στοιχείο, είναι λεπτομέρειες ενός ζω γραφικού πίνακα του οποίου το θέμα είναι μια προσωπική του ιστορία. Στη Βάρ δια, στο τέλος του βιβλίου, παραθέτει διαλό
γους σχετικά με την ανωτερότητα της κίτρινης φυλής ή με τις τάσεις της ζωγραφικής της επο χής του, αναφέρεται σε βομβαρδισμούς (χωρίς να κατονομάζει τους αντιπάλους ή να εξηγεί για τί πολεμούν)· κι όμως αυτά δεν είναι παρά πινε λιές στην αφήγηση σχετικά με τον δόκιμο με τη σύφιλη τον οποίο οδήγησε ο ασυρματιστής Νικόλας στο γιατρό σε ένα κινέζικο λιμάνι. Οι αρρώστιες, και μάλιστα τα αφροδίσια νοσή ματα, κυρίω ς δε η σύφιλη, η σήψη και η φθο ρά, ο θάνατος (φόνος, πνιγμός, αυτοκτονία) και πάνω απ’ όλα η ενοχή που αυτά προκαλούν, κυριαρχούν στη Βάρδια αλλά και στα ποιήματά του. Η ενοχή εμφανίζεται ως κύριο στοιχείο ήδη από το «Μαραμπού», το πρώτο ποί ημα της ομότιτλης ποιητικής συλλογής του. Και μόνο η επιλογή των λέξεων εί ναι χαρακτηριστική: «πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο», «πως κά ποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο», «ζωγραφιές αισχρές», «σιχαμερά παράξενες», «τα βρωμερά, χαμένα σπίτια», «αισχρές γυναίκες», «μια αρρώστια τρομερή»... Και παρακάτω, σε άλλα ποιήματα: «πολύ έχω πλανηθεί, κ ' έχω πολύ αμαρτήσει», «Συχώρεσέ με...», «απ’ την αισχρήν δουλειά της», «ετούτο το κορ μί το τόσο αμαρτωλό» («Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου»), «αισχρό κά νοντας σχήμα» («Gabrielle Didot»), «γαλλικές φωτογραφίες αισχρές », «αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ισ το ρίες», «σκότωσα την τρυφερή πα ιδιάτικη ψυχή» («Η πλώρη μας»). Η τόσο συχνή χρήση του επιθέτου «αισχρός» σχετικά με
ό,τι αναφέρεται στο σεξ προδίδει ένα βαθύ συναίσθημα ενοχής που πηγάζει α πό την αποδοχή της ταύτισης του σεξ με την αμαρτία. Πολύ περισσότερο όταν αυτό γίνεται με πόρνες και αποτέλεσμά του είναι κάποιο αφροδίσ ιο: «φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή» («Μαραμπού»), «και κάποιο δώρο, θλιβερό (...) που μια Πωλίν μού χάρισε προχθές στα Numeros...» («Γράμμα από
τη Μαρσίλια»). Αλλά, αν η ενοχή για τον έρωτα των πορνών και τα αφροδίσια δι καιολογείται στο Μ αραμπού, στα ποιήματα της νεότητας, μια και οι νέοι είναι πάντα αυστηροί σε ηθικά θέματα και στις κατακρίσεις τους, κι όσο πιο νέοι τό σο πιο αυστηροί και απόλυτοι, αυτό δε δικαιολογείται στα μεταγενέστερα και ω ριμότερα ποιήματά του και πεζά. Και πράγματι, τόσο στο Πούσι και το Τραβέρ σο όσο και στη Βάρδια, η ενοχή πλέον δεν είναι για τον «αμαρτωλό» έρωτα, αλ
λά για το θάνατο και τη σύφιλη (η ντροπή για την αμαρτία έχει ξεπεραστεί ορι
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 101
στικά στα ποιήματα «Γυναίκα» και «Σπουδή θαλάσσης», στο Τραβέρσο, φτάνο ντας στο άλλο άκρο: «Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι./Αμαρτω λός που δε χαρ εί και που δε φταίξει» και «αμάρτημα η ντροπή»), 0 θάνατος πλανιέ
ται παντού και η σύφιλη σκορπίζει παντού μια αίσθηση φθοράς και σήψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Πούσι και το Τραβέρσο δύσκολα βρίσκει κανείς ποίημα που να μην έχει μία τουλάχιστον εικόνα φθοράς, σήψης ή θανάτου. Παραθέτω ενδεικτικά, χωρίς να αναφέρω ποιήματα που εκ του θέματός τους περιέχουν τέ τοιες εικόνες (όπως αυτά που αναφέρονται στο θάνατο του Λόρκα και του Τσε): «έχω α π ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί/χίλια μίλια π έ ρ ' α π ’ τις Εβρίδες» («Πούσι»), «Από ψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι» («Kuro siwo»), «Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένο ς/κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς», «κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς » («Εσμεράλδα»), «Σάπια βρέχόμενα, τσιμέντο και σκουριά », «Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φ ύκια./Έ τσ ι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά» («Καραντί»), «και το ζερβί σου το λειψό σά πια καβίλλια», «Γουΐλλιαμ!... Γέλα στο βυθό φ λεγματικά» («θαλάσσια πανίς»), «σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού» («Θεσσαλονίκη»), «Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου», «Κάτου στις αχτές της Α φ ρ ική ς/πάνε χρόνια τώρα που κοιμά σαι» («Σταυρός του νότου»), «μας πρόδωσε μ ’ ένα πνιγμένο του Νορόνα», «πνιγ μένο υ δαχτυλίδι» («Μαρέα»), «Και σε που σε φυτέψαμε, πα ιδί, στο Κονακρί»
(«Λύχνος του Αλαδδίνου»), «γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή», «και μεις που κάναμε πετσί την καραβίσ ια βρώμα» («Μουσώνας»), «Άσχημος εί μαι. Αμαρτωλός σε φρέσκο του Α νω νύμου,/χυμένο είναι το μάτι μου με χτύπη μα σ φυριού/το αυτί κομμένο, κι έχασα μια νύχτα τη φωνή μου » («Fresco»), «ποι ος σκύλας γιος μας μούτζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι», «ώς να μου γίνεις Μοίρα, θάνατος και Πέτρα» («Γυναίκα»), «Σε λόφ ο γιαπω νέζικο κοιμάται το στερνό»
(«Yara Yara»), «Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με α π ' τη μοράβια» («Οι εφτά νάνοι στο s /s Cyrenia»), «τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει» («Θεσσαλονίκη II»), «Τότε που πήρε ο Συμιακός βουτιά με το κεφάλι» («Cocos islands»), «Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα π ό δια /δ ύο μέτρα καραβόπανο, κι αριστερό τι μόνι» («Πικρία»).
Στη Βάρδια ειδ ικότερα βιώνεται η ενοχή από το θάνατο και τη δυστυχία που προκάλεσε ο κεντρικός ήρωας, ο ασυρματιστής Νικόλας- στη Μασσαλία προκαλεί άθελά του το θάνατο μιας νέας γυναίκας χάρη στην οποία είχε σωθεί, φρά ζοντας στο σκοτάδι την αναπνευστική δίοδο από το μεταλλικό σωληνάκι με το ο ποίο ανέπνεε. Στην Αλεξάνδρεια οδηγεί στην αυτοκτονία τη Marie Laure, κι εκεί όχι άθελά του... Υπάρχει ομοιότητα αυτής της θλιβερής ιστορίας με το θέμα του ποιήματος «Μαραμπού»: και στις δύο περιπτώσεις ο ήρωάς μας συνδέεται ερω τικά με μια γυναίκα η οποία μέσα από παιχνίδια της τύχης αποδεικνύεται πόρνη. Οι δύο ιστορίες δεν ταυτίζονται παρά μόνο στον πυρήνα τους. Αλλιώς παρουσιά ζεται η κοπέλα στο Μ αραμπού, αλλιώ ς στη Β άρδια · η αναγνώρισ η γίνεται με διαφορετικό τρόπο· και η κατάληξη διαφέρει εντελώς. Στη Βάρδια, είκοσι χρό νια μετά το Μ αραμπού, η ιστορία αυτή παρουσιάζεται ως το κρυμμένο μυστικό που βασανίζει την ψυχή του ασυρματιστή Νικόλα, ένα μυστικό που μόνο ο ίδιος του ο εαυτός, η συνείδησή του ομιλούσα τον αναγκάζει, μέσα από ένα δραματι κό, σπαρακτικό διάλογο, να ομολογήσει και να περιγράψει. Αντίστοιχη περιγρα φή για τους δισταγμούς του ποιητή να μιλήσει υπάρχει και στο Μαραμπού. Αξί ζει να διαβάσει κανείς αυτό το σημείο της Βάρδιας (σ. 1 2 6 κ. εξ.) και θα αι
102 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
σθανθεί από την ένταση του διαλόγου, τις παύσεις και τις λέξεις το ανελέητο σφυροκόπημα των τύψεων, της φωνής της συνείδησης, την αυστηρότητα της κατάκρισης, απαράλλαχτη όπως και στα πρώτα ποιήματα, είκοσι χρόνια πριν... Υπαινικτικές παραπομπές στη M arie Laure βρίσ κουμε σε διάφορα σημεία του έργου του Καββαδία, κι αυτό έχει σημασία λόγω της χρονικής απόστασης των ποιητικών συλλογών από τη Βάρδια. Η νεκρή κοπέλα μοιάζει να έχει σημαδέψει ανεξίτηλα το μυαλό και την ψυχή του ποιητή: από τη συλλογή Πούσι: «Με στά μπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σ πα νιόλα/ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;» («Θεσσαλονίκη»). Η M arie Laure «...δούλευε από εφτά χρονώ σε τσίρκο, είχε βγάλει τα πόδια της και δεν μπορούσε πια ν' ανεβαίνει στο σύρμα.» (Βάρδια, σ. 1 2 7). Από το ποίημα «Μαραμπού»: «κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,/εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη». Και αντιστοί-
χως στη Βάρδια: «Έμαθα πως έπειτα από δύο μήνες τη βρήκανε κρεμασμένη [...].
- Εσύ, γιατί δεν κρεμάστηκες; - Εγώ... Είχα κρεμαστεί κείνο το βράδυ στα σάπια δοκάρια του στάβλου. Ακόμα δεν μ ’ έχουνε κατεβάσει» (σ. 130).
Γενικότερα, η Βάρδια μοιάζει σε πολλά της σημεία να υπομνηματίζει το ποιητικό έργο και πολλοί σκοτεινοί στίχοι φωτίζονται από περιστατικά που αναφέρονται στη Βάρδια. Την ενοχή επιτείνουν κι άλλες περιπτώσεις που φαίνεται να βαραίνουν την ψυχή του ασυρματιστή: μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα από τη Μυτιλήνη (την οποία συνό δεψε στη Βηρυτό για να την παραδώσει εκεί στο θείο της) καταλήγει από αμέλειά του στο πορνείο της μεγαλύτερης πατρόνας της Βηρυτού- κάποιοι διέδωσαν ότι την πούλησε. Και η περίπτωση μιας νεαρής Σκοτσέζας που τον μπλέκει σε μια επικίνδυνη περιπέτεια στο Κολόμπο για να τη βοηθήσει να ρίξει το παιδί που κυοφορούσε. 0 ασυρματιστής είναι απολογητικός όταν μιλάει για τη «Μυτιληνιά». Όπως και σε άλλες περιπτώσεις αισθάνεται ότι άθελά του κάνει κακό. Μια Ελληνίδα γριά πόρνη η οποία μαθαίνει πού κατέληξε η κοπέλα τον καταριέται με βα ριές κατάρες. Στη δεύτερη περίπτωση αισθάνεται μαγαρισμένος και η αίσθηση της αρρώστιας, της σήψης και του θανάτου αναδύεται από την περιγραφή της πε ριπέτειας στο Κολόμπο. Κι εδώ μια γριά (σύμπτωση;) ζητιάνα σε ναό στο Κολό μπο, αφού τον βοήθησε, του λέει: «...Είσαι μαγαρισμένος... Μέχρι το θάνατο...». Οι δύο γυναίκες αναφέρονται και σε άλλα έργα. Η «Μυτιληνιά» στο Λι και η Σκο τσέζα Catherine στο Πούσι. Όλες αυτές οι διακειμ ενικές αναφορές, σε άσχετα θεματικώς κείμενα, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα πρόσωπα και οι καταστά σεις που παρουσιάζονται στη Βάρδια αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα και πε ριστατικά.. Η Βάρδια αποτελεί σπουδή πάνω στο θάνατο και την αρρώστια, σωματική και ψυχική. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Καββαδίας προτάσσει ως μότο ένα απόσπασμα α πό τη Δούκισσα του Μάλφι του Γουέμπστερ (στα αγγλικά)- το απόσπασμα αυτό, στο οποίο γίνεται αναφορά στο στραγγαλισμό της Δούκισσας και των παιδιών της (ο Καββαδίας παραλείπει το τμήμα του κειμένου που αναφέρεται στη θανά τωση των παιδιών) τελειώνει ως εξής (σε μετάφραση): «Σκέπασε το πρόσωπό της. Τα μάτια μου θαμπώνουν. Πέθανε νέα». Πρόκειται ακριβώς για μια υπόδει
ξη ανάγνωσης της Βάρδιας. Για τις δύο κοπέλες, στη Μασσαλία και την Αλεξάν δρεια, που πέθαναν νέες, που έγιναν «κρυφές πληγές».
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 103
Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο τίτλος του τρίτου μέρους της Βάρδιας: Anonim o XIV sec.: Trionfo della m orte (Ανωνύμου, 14ος αι: Ο θρίαμβος του θανάτου). Πρόκειται για αναφορά στις περίφημες νωπογραφίες του Κοιμητηρίου της Πίζας με θέμα την αντίθεση ζωής και θανάτου, με επικράτηση φυσικά του θανάτου, ζωγραφισμένες στον απόηχο της τρομερής επιδημίας πανούκλας των μέσων του 14ου αιώνα. Το αίσθημα ενοχής και η ατμόσφαιρα φθοράς και θανάτου που χαρακτηρίζουν το έργο του Καββαδία δηλώνουν πως τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αντιστοιχούν σε προσω πικά του βιώματα και δεν αποτελούν μεταφορά διηγήσεων άλλων. Άλλωστε στη Βάρδια παρατίθενται αυτούσιες διηγήσεις τρίτων, με περιεχόμενο ε ξίσου σκληρό και οδυνηρό- για τα παθήματα άλλων όμως δε δικαιολογείται να αι σθάνεται ο ίδιος ενοχή. Ασφαλώς τα παραπάνω δε σημαίνουν ότι τα περιστατικά συνέβησαν ακριβώς όπως περιγράφονται. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι η συγγραφή λειτουργεί συχνά εξαγνιστικά και πίσω από τη σύμβαση του φανταστικού, που θε ωρείται δεδομένη για τα μυθιστορήματα, μπορεί κανείς να αποκαλύψει αλήθειες που δε θα τολμούσε στην καθημερινότητα. Με άλλα λόγια, παρόλο που ο ασυρ ματιστής Νικόλας της Βάρδιας εμφανίζεται να έχει όλα τα μορφικά χαρακτηριστι κά του Καββαδία, την ίδια καταγωγή, τα περιστατικά της ζωής των γονέων του εί ναι αυτά των γονέων του Καββαδία κ.λπ., όμως ως μυθιστορηματικός ήρωας δεν ταυτίζεται με το συγγραφέα, πράγμα που επιτρέπει να μην αποδίδουμε πράξεις του κειμενικού ήρωα στο συγγραφέα. Ωστόσο, μέσα από τη μελέτη του λεξιλογί ου του Καββαδία, προκύπτει ότι ελάχιστα πρόσωπα και πράγματα είναι φανταστι κά, δημιουργήματα του συγγραφέα. Οι διηγήσεις του περιλαμβάνουν λεπτομέρει ες που αντιστοιχούν απολύτως στην πραγματικότητα. Το ζαχαροπλαστείο του Bohsali στη Βηρυτό, στο οποίο αναφέρεται ο Καββαδίας στη Βάρδια, υπάρχει α κόμη- το ίδιο και το Cafe Samaritaine στη Μασσαλία. Το μπαρ «Ρετζίνα» που α ναφέρει στο «Νέγρο θερμαστή από το Τζιμπουτί» ήταν ένα μικρό μπαρ στη Μασ σαλία όπου σύχναζαν Κορσικανοί και Ιταλοί κυρίως ναυτικοί. To Cine Cochon ή ταν ένας κινηματογράφος με έργα πορνό που λειτουργούσε το Μεσοπόλεμο στη Μασσαλία, στο Παλιό Λιμάνι. Το θέατρο Bataclan πράγματι άνοιξε στο Μπουένος Άιρες -στα 1 9 2 0 - και το μαγαζί του Simon Arzt στο Πορτ-Σάιντ ήταν ξακουστό. Τα περιστατικά του ξεθεμελιώματος από τους Γερμανούς της συνοικίας με τα πορνεία στη Μασσαλία συνέβησαν όπως ακριβώς περιγράφονται στη Βάρδια, τον Ιανουάριο του 1 9 4 3 - ανάλογη μνεία βρίσκει κανείς και στον Ζαν Ζακ Ιζζό.) Ακό μη και στο παραλήρημα και στις τολμηρές εικονιστικές συνθέσεις των ποιημάτων χρησιμοποιούνται μορφές και πράγματα από τον κόσμο της πραγματικότητας. Αυτές οι τελευταίες παρατηρήσεις από μόνες τους δεν αποδεικνύουν τίποτα, α φ ού κάθε συγγραφέας μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιήσει υπαρκτά πρόσωπα και πραγματικές καταστάσεις για να συνθέσει με αυτά ένα φανταστικό έργο, προσδίδοντάς του μάλιστα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Ωστόσο, αν συσχετι στούν με την όλη ατμόσφαιρα του συνολικού έργου του Καββαδία, με διακειμ ε νικές και εξωκειμενικές αναφορές, με τις μαρτυρίες που έχουν ανά καιρούς κα ταγράφει, με επιστολές του και με δεδομένο ότι το 1 9 5 4 που κυκλοφόρησε η Βάρδια ο ποιητής, ώριμος άντρας πια, έχοντας ξεπεράσει πλέον το φόβο της α
πόρριψης που έχει ένας νέος ποιητής και πλουσιότερος σε εμπειρ ίες και γνώ σεις, μπορεί πλέον να μιλήσει για γεγονότα της ζωής του, τότε η πιθανότητα τα περιστατικά της Βάρδιας να είναι αληθινά είναι μεγάλη. Μ
104 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
αφιέρωμα Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο [...] Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό, πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο [...]
του φ ιλ ιπ π ο υ φ ιλ ιπ π ο υ
Από την πρώτη του κιόλας ποιητική συλλογή, το Μαρα-
μπού (1 9 3 3 ), και το πρώτο ομότιτλο ποίημα που περιέχεται σε αυτήν, ο Νίκος
Καββαδίας παρουσίασε έναν καινούριο, ένα μαγικό κόσμο, στους κουρασμένους α πό την τύρβη και τη μονοτονία της πόλης αναγνώστες. Μολονότι αυτοί οι τελευταίοι
Ο Ν. Καββαδίας και οι ναρκωτικές ουσίες ήταν υποψιασμένοι για τα συμβαίνοντα στις μακρινές γωνιές του πλανή τη, η αποκάλυψη αυτού του κόσμου μέσω των στίχων του νεαρού ποιητή τούς τάραξε. Οι άγνωστοι μα υπαρ κτοί τόποι που εμφανίστηκαν ενώπιόν τους, τα λιμάνια με τα ύποπτα μπαρ, οι «αμαρτωλές» γυναίκες με τ' αφρο δίσια, οι λαθρέμποροι, οι αλκοολικοί, οι χασισοπότες, οι μαχαιροβγάλτες, με λίγα λόγια οι εν παρενθέσει άν θρωποι, τους προκάλεσαν ένα ευχάρι στο ξάφνιασμα. Ανεξάρτητα αν είχαν διαβάσει για την ύπαρξη τέτοιων ατόμων με νοσηρές έξεις στα βιβλία ξένων ποιητών, επί παραδείγματι του Σαρλ Μποντλέρ, ο εικοσιτριάχρονος με τη φρέσκια ματιά πάνω στα πράγματα, που διηγιόταν παράξενες ιστορίες, γοητευτικές σαν παραμύθια, μιλούσε τη γλώσσα τους, ήταν σάρκα από τη σάρκα τους. Αυτό τους άρεσε, γι' αυτό τον αγκάλιασαν με θέρμη. Σύντομα ο Καββαδίας δέ χτηκε το χαρακτηρισμό του poete maudit (από τον Κώστα Βάρναλη), κάτι ανακριβές στην ουσία του. Ο ναύτης-ποιητής α πείχε πολύ από το να είναι καταραμένος, αφού ούτε στο περιθ ώριο ανήκε ούτε στους αδικημένους από τη μοίρα.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 105
Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το ποίημα «Μαραμπού» το έγραψε προτού μπαρκά ρει, επομένως ήταν φύσει αδύνατον να είχε διαπράξει όλα εκείνα τα φριχτά πράγ ματα που αποδίδει στον εαυτό του. Ορισμένες, πάντως, ασωτείες τού ήταν οικείες, τις είχε κάνει ως στεριανός, όπως εξομολογείται στη Βάρδια του (με την προϋπό θεση πως οι εξομολογήσεις δε γίνονται ποιητική αδεία). Μαθητής ων, είχε ροπή προς την «αμαρτία» - πουλούσε τα βιβλία του για να αγοράσει στιγμές ηδονής στα πορνεία του Πειραιά και της Αθήνας. Μάλιστα, μη ικανοποιούμενος από τις τετριμ μένες χαρές, επιζητούσε έξτρα απολαύσεις. Κάποτε - λ έ ε ι- ακολούθησε ένα σο φέρ από τους οίκους ανοχής στο Γκάζι σ' ένα σπίτι, για να φ ουμάρουνε μαζί «προυσαλίδικο», δηλαδή το ονομαστό χασίς της Προύσας. Στις τρεις ποιητικές του συλλογές ο Καββαδίας μνημονεύει όλο το φάσμα των τοξικών/ναρκωτικών ουσιών: χασίς, μαριχουάνα, όπιο, κοκαΐνη, ηρωίνη. Άραγε τις εί χε δοκιμάσει για να προσθέσει κι άλλες εμπειρίες στο πλούσιο ενεργητικό του και να περιπλανηθεί στον ευφρόσυνο κόσμο των τεχνητών παραδείσων; Άγνωστον. Τα κατά θάλασσαν ταξίδια ίσως να καθιστούν περιττές τις διά της φαντασίας περιπλα νήσεις, όμως ουδείς μπορεί να πει με σιγουριά αν ο κάθε άνθρωπος είναι σε θέση να βάλει φρένο στην ανάγκη να ξεπεράσει τα όριά του. Ο αναγνώστης της Βάρδιας που μαθαίνει τις αδυναμίες του αφηγητή, δηλαδή του Καββαδία, ο οποίος ομολογεί πως κάπνιζε πολύ κι έπινε επίσης πολύ (στα νιάτα του), είναι πιθανό να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο ποιητής είχε δοκιμάσει - α νάμεσα στ' άλλα απαγορευμένα- και ναρκωτικές ουσίες. Σε μια συζήτηση του α συρματιστή Νικόλα -την persona του- με τον γραμματικό του «Πρωτέα», όπου διε ξάγεται ο διάλογος, εξηγεί ότι η μαριχουάνα είναι κάτι ρίζες ξερές κι ότι φουμάρεται και σε τσιμπούκι. «-Βρωμάει; -Ου!... Σαράντα γειτονιές.» Ιδού και μια συζήτηση ανάμεσα στον ίδιο ασυρματιστή και το γέρο Κεφαλονίτη Αλεβίζο: «-Φουμάρεις χασίς; -Αν λάχει δεν τ' αφήνω.»
Στα ποιήματά του ο Καββαδίας μιλάει για τα ναρκωτικά, χωρίς ν' αναφέρεται στον εαυτό του. Διαβάζουμε, λοιπόν, στο «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί»: Μου Άεγε πώς καπνίζουνε στ' Αλγέρι το χασίς και στο Άντεν, πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη. Κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει. Ο χασισοπότης και ηρωινομανής Γουίλι στις παραισθήσεις του βλέπει πως καλπά ζει πάνω στα κύματα, καβάλα σε άλογο, ενώ πίσω του τρέχουνε γοργόνες με φτε ρά. Ο ποιητής ισχυρίζεται πως του χάριζε γλυκά κι ότι τάχα του έδινε αποτρεπτικές συμβουλές του στιλ «το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει.» Γνωστού όντος ότι το χασίς -τουλάχιστον το ανόθευτο- δε σκοτώνει, να υποθέσουμε πως με αυτό τον τρόπο ή θελε να καθησυχάσει τους αναγνώστες του; Κι ακόμα να υποδηλώσει ότι αυτός δεν εγκρίνει τέτοιου είδους τέρψεις; Όταν ο νέγρος θερμαστής πεθαίνει από πυρετό - ο θάνατός του, δηλαδή, δε συνδέεται με το χασίς και την ηρωίνη-, ο ποιητής παρακαλεί το θεό των μαύρων να τον συγχωρέσει και ταυτόχρονα να του προμηθεύ σει εκεί που βρίσκεται λίγη από την «άσπρη σκόνη». Εμμέσως, λοιπόν, μας πληρο φορεί για την ευεργετική επίδραση της ηρωίνης στον ανθρώπινο οργανισμό αλλά και για το βαθμό εξάρτησης του χρήστη από αυτήν. Ο μαύρος θερμαστής ήταν προφανώς υπαρκτό πρόσωπο, σύντροφος του ποιητή σε
106 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
κάποιο καράβι. Πιθανότατα του είχε μιλήσει για τις παραισθήσεις και τα όνειρά του και μάλιστα τον είχε παρακινήσει να δοκιμάσει κι αυτός. Δεν ξέρουμε αν ο Γουίλι ή ταν εκείνος που τον μύησε στον κόσμο των ουσιών, δεν ξέρουμε καν αν ο ποιητής τις είχε δοκιμάσει, είναι όμως βέβαιο πως γνώριζε τις αρνητικές επιδράσεις τους που μπορεί να οδηγήσουν στην καταστροφή. Γράφει στο «Καφάρ»: Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά, μα τελευταία τα 'χουν κι αυτά πολύ νοθέψει. Αναρωτιόμαστε αν οι διαπιστώσεις του προέρχονται από τις προσωπικές του εμπει ρίες, αν δηλαδή του πούλησαν σκάρτο πράγμα, ή αν αντλούσε τις πληροφορίες του από ανθρώπους που είχαν πέσει θύματα αισχρών εμπόρων. Αυτό μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι ήταν απολύτως ενημερωμένος για τις παρε νέργειες των ναρκωτικών, ανάλογα με το είδος εκάστου. Στο «Black and White» εί ναι σαφής: Κρέας αλατισμένο του κουτιού. Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο, ένα μαγικό σκονάκι ξέρω τέλειο για την κόρη του ματιού. Με αφορμή το ανωτέρω τετράστιχο, ο γιατρός-συγγραφέας Γεράσιμος Α. Ρηγάτος γράφει στο βιβλίο του Πρόσωπα και ζητήματα ότι η μνεία στην κόρη του ματιού γί νεται για τη γνωστή δράση της ηρωίνης και της μύσης που προκαλεί (μύση είναι ο επιστημονικός όρος για τη σμίκρυνση της κόρης του ματιού, εξαιτίας της λήψης φαρμάκων ή ναρκωτικών ουσιών). Από τα ναρκωτικά, εκείνο που συχνότερα συναντάμε στα ποιήματα του Καββαδία είναι το χασίς, ίσως επειδή η χρήση του τότε, την εποχή της ημιπαρανομίας του, ή ταν λίαν διαδεδομένη. Διαβάζουμε στο «Cocos Islands»: Να 'χαμέ να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι, ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι. θα ναρκωνόταν ο σκόρπιός που μέσα του σαρτάρει. Η σύγκριση της πόσης χασίς με τη θεία κοινωνία -αλλιώς θεία μετάληψη του σώμα τος και του αίματος του Ιησού- άραγε δείχνει τη σπουδαιότητα που έδινε ο ποιητής στη συγκεκριμένη ουσία, η οποία συμβάλλει στη νάρκωση του εσωτερικού πόνου, της εσώτερης κάψας (του σκορπιού) που κατατρώει το ανθρώπινο κορμί; Γράφει στην «Αρμίδα»: Το πειρατικό το Captain Jimmy, που μ ' αυτό θα φύγετε και σεις, είναι φορτωμένο με χασίς κ ’ έχει τα φανάρια του στην πρύμη. Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει και με τη βοήθεια του καιρού όσο που να πάμε στο Περού το φορτίο θα το 'χουμε καπνίσει.
Οι εν λόγω στίχοι ανήκουν σ' ένα χαρούμενο ποίημα/διήγημα, όπου οι ναύτες-πειρατές διασκεδάζουν και ξεφαντώνουν καπνίζοντας το χασίς που μεταφέρει το πλοίο τους. Προτού φτάσουν στον προορισμό τους -μας λέει ο αφηγητής που συμ μετέχει στο ξεφάντωμα-, θα το 'χουν καταναλώσει όλο, αφού τους κάνει να βλέ πουν όμορφα οράματα, όπως την ξύλινη γοργόνα της πλώρης να ζωντανεύει και να πέφτει στο νερό. Τελικά, οι ήρωες αυτής της ασυνήθιστης ιστορίας, τόσο φαιδρής
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 107
που δε μοιάζει με αληθινή, αφήνουν το καράβι στην τύχη του, να πλέει ακυβέρνη το, οπότε μόλις ναυαγεί στις ξέρες, αυτοί βγαίνουν στη στεριά «σαν τέρατα βαμμέ να πορφυρά με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι». Πρόκειται για ένα οπάνιο δείγμα εύθυμης ποίησης του Καββαδία, ολίγον ανεξήγη της, αν σκεφτούμε ότι τότε που δημοσιεύτηκε (το 1947) η Ελλάδα βρισκόταν στη δίνη του Εμφύλιου Πολέμου, κάτι που πολύ είχε πληγώσει τον ποιητή. Προφανώς, γράφοντας το ποίημα ένιωθε την ανάγκη να ξεφύγει από το σκληρό κλίμα της επο χής, να διασκεδάσει ο ίδιος με τους στίχους/εικόνες που γεννούσε η αχαλίνωτη φαντασία του (εκτός βέβαια κι αν το είχε γράψει σε παλαιότερες, πιο ειδυλλιακές εποχές). Μόνο στα τελευταία του ποιήματα, τα γραμμένα προς το τέλος του βίου του, τα «Παραμύθια του Φίλιππου» — τα αφιερωμένα στον ανιψιό του Φίλιππο Χατζόπουλο-, επανέρχεται η καλή του διάθεση και το περιπαικτικό του ύφος, δείχνοντας ότι έχει ξεπεράσει πλέον τη νοσηρή ατμόσφαιρα των χρόνων του Μαραμπού και του Πούσι. Για να επανέλθουμε στις ουσίες, συχνές είναι οι αναφορές του Καββαδία και στο όπιο, το διαδεδομένο στην Κίνα, τη χώρα όπου γεννήθηκε και τη θεωρούσε δεύτε ρη πατρίδα του. Στο ποίημα «Έχω μια πίπα» διηγείται την ιστορία μιας καπνοσύριγ γας που του χάρισε ένας Δανός ναύτης. Όταν ο αφηγητής ανάβει την πίπα και κα πνίζει απομονωμένος σε κάποια γωνιά του καραβιού, εγκλωβίζεται στα πιο παρά δοξα όνειρα, ενώ ο γκρίζος καπνός σχηματίζει οπτασίες, γυναίκες και άντρες με θυσμένους, δρόμους και λιμάνια, γαλέρες και ναύτες: Σκέφτομαι: «θα 'ναι μαγική.» Μα πάλι λέω, μη φταίει ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου; Στο ποίημα «Η μαϊμού του Ινδικού Ωκεανού», αναφερόμενος σε μια μαϊμού που κα πνίζει, αποκαλύπτει πού οφείλονται οι μαγικές ιδιότητες της ανωτέρω παράξενης πίπας: Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό και το 'βγάζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου 'πε ο πουλητής ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.
Οι αναφορές του στην οπιοφαγία, στην οποία επιδίδονταν μαζικά οι εξαθλιωμένοι λαοί της Άπω Ανατολής, δείχνει πως γνώριζε καλά όλα τα σχετικά με το θέμα. Μι λώντας για όσα είδε ως απλός παρατηρητής στις κακόφημες συνοικίες του Χονγκ Κονγκ, γράφει στη Λι: Οι πλανόδιοι έμποροι πουλούσαν ανοιχτά όπιο και κοκαΐνη, καθώς θα πουλούσαν στραγάλια. Η γοητευτική μυρωδιά του όπιου σε τύλιγε σα σύννεφο. Στην ίδια νουβέλα αποκαλύπτει ότι είχε δοκιμάσει όπιο, στο βαθμό βέβαια που το κείμενό του είναι αυτοβιογραφικό, αφού δεν αποκλείεται να πρόκειται -κ ι αυτόγια προϊόν φαντασίας ή μείγμα φαντασίας και πραγματικότητας. Ο αφηγητής συζη τάει με μια μικρή Κινεζούλα, την ηρωίδα, και της εξηγεί τι είναι το χαμομήλι. Αρχί ζει η Λι: -Αν μου 'λεγες τσάι θα το παραδεχόμουνα, όμως αυτό που λες δεν το ξέρω. Δεν το 'χω μυρίσει ποτέ μου. Είναι σαν ya p'ien yen; (όπιο -Όχι. -Έχεις καπνίσει ποτέ; -Πολλές φορές. -Σ ' αρέσει; -Και ναι και όχι. Το 'χεις δοκιμάσει εσύ; -Ouou. -Τόσο μικρή; -Μια φορά το μήνα ανάβει ο παππούς και τραβάμε όλοι. -Σ ' αρέσει; -Είναι σα να ταξιδεύω. Καταλαβαίνεις; Εδώ ο αφηγητής (άραγε ο ίδιος ο ποιητής;) προβαίνει στην ομολογία ότι έχει καπνί σει πολλές φορές όπιο και (διά στόματος της Λι) υπενθυμίζει τις ευεργετικές επι
108 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
δράσεις του στο ανθρώπινο κορμί, τόσο μαγικές, που σε κάνει να ταξιδεύεις. Να υ ποθέσουμε πως κατέφευγε σ' αυτό κάθε φορά που ήθελε να πραγματοποιήσει φα νταστικά ταξίδια; Οι συνεχείς και συστηματικές αναφορές του Καββαδία στο κοινωνικό περιθώριο, η ματιά του πάνω στις σκοτεινές όψεις της ζωής, απορριπτέες από την πλειονότητα των νομοταγών και φιλήσυχων πολιτών, δε γοήτευε μόνο τους στεριανούς αλλά ε ξόργιζε κάποιους ναυτεργάτες στρατευμένους στην Αριστερά. Αυτοί έβλεπαν τη ναυτική ζωή από άλλη οπτική γωνία και μάλλον θα προτιμούσαν να παραβλέπονται όσα δε συνδέ ονται με τη μιζέρια του επαγγέλματος και τους α γώνες για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης στα καράβια. Γράφει ο ναύτης-πεζογράφος Βασί λης Λούλης στο «Μαραμπού» του - μια απάντηση στο ομώνυμο ποίημα του Καββαδία: «Πώς να μη μείνεις με το στόμα ανοιχτό; [...] Όποιος δεν ξέρει, και όλοι σας οι στεριανοί δεν ξέρετε, διαβάζοντας τον κ. Κ... με το δίκιο του θα πιστέψει πως η ζωή μας στα βαπόρια γύρω σε τρία πράγματα φέρνει βόλτα ολοένα. Ταβέρνα-ναρκωτικά-μπουρδέλο. [...] Μα αλή θεια, αυτός ο χριστιανός όλο με ανθρώπους του χασίς και της ηρωίνης του άρεσε να κουβεντιάζει; [...] Μόνο χασίς και μαριχουάνα, το μάτσο και το αγαπητιλίκι και οι παλικαριές στα καμπαρέ των λιμανιών;» Επηρεασμένος από τον Μποντλέρ, ο Καββαδίας αισθάνθηκε κι αυτός «όλη τη θανα τερή και διαβρωτική γοητεία του κακού», σημειώνει ο μελετητής του Τάσος Κορ φής. Επομένως, δεν επιχείρησε να εξωραΐσει τα ταξίδια στους ωκεανούς, ούτε να κάνει γνωστή στους αναγνώστες του την αγωνιστική πλευρά των ναυτεργατών - η προπαγάνδα μέσω της ποίησης ήταν γι' αυτόν ανεπίτρεπτη, θέλοντας να καταδείξει ορισμένα επεισόδια από τη ζωή των ναυτικών στα καράβια και τα λιμάνια, επέλεξε να περιγράψει τις γήινες απολαύσεις που απαλύνουν τη σκληρότητα της καθημερι νής βιοπάλης και ρουτίνας - πράγματα που γνώριζε καλά, αφού τα βίωνε ο ίδιος. Ο Μποντλέρ, ο οποίος έγραψε τα δοκίμια Τεχνητοί παράδεισοι (1857) και την ποι ητική συλλογή Άνθη του κακού (1857), έχοντας δεχτεί επιρροές από τον Τόμας ντε Κουίνσι, συγγραφέα του βιβλίου Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιοφάγου (1821), μίλησε για καταστάσεις που είχε βιώσει. Οπιομανής και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, ο δά σκαλος του Μποντλέρ, οπιομανής και ο Κώστας Καρυωτάκης που μετέφρασε τον Μποντλέρ. Να υποθέσουμε, για μια φορά ακόμα, πως ο Καββαδίας, ο λάτρης ό λων αυτών των γιγάντων της ποίησης, των εραστών των ηδονών, επιχείρησε να τους μιμηθεί, όχι μόνο γράφοντας μα και δοκιμάζοντας απαγορευμένες ουσίες; Ό,τι κι αν είχε συμβεί, και σε αντίθεση με τον Μποντλέρ ο οποίος είχε ισχυριστεί γραπτώς ότι «το χασίς εκμηδενίζει τη βούληση, είναι όπλο αυτοκτονίας» (παρόλο που στο ίδιο άρθρο του παραδέχτηκε πως «η ουσία αυτή δεν προξενεί κανένα κακό στο σώμα»), ο Καββαδίας δεν έγραψε σκέψεις δοκιμιακού χαρακτήρα για τις βλαβε ρές συνέπειες των ναρκωτικών ουσιών. Ίσως αυτό δε συνέβη επειδή το θεωρούσε αυτονόητο και επομένως ήταν περιττό να κάνει τον ιεροκήρυκα. Αυτός έγραφε α πλώς ποιήματα σκιαγραφώντας φιγούρες του περιθωρίου, καταγράφοντας εντυπώ σεις από τα ταξίδια του και αποτυπώνοντας βιώματα στο χαρτί - τα δικά του και των συντρόφων του. m
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 109
βιβλιογραφικό δελτίο
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΦΗ ΑΠΑΚΗ
Νο 437 · 1 -31 Δεκεμβρίου 2002
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γενικά ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ Α. Σκέψη και προοπτική. Αθήνα, Αλε ξάνδρεια, 2002. Σελ. 415. 17 ,5 0 €. ISBN 960221-238-1. DELEUSE G. 0 Σπινόζα και το πρόβλημα της έκφρα σης. Μτφρ. Φ. Σιατίτσας. Αθήνα, Κριτική, 2002. Σελ. 440. ISBN 960-218-278-4. THEUNISSEN Μ. Η έννοια της απόγνωσης. Αθήνα, Εστία, 2002. Σελ. 203. 1 0 ,4 0 €. ISBN 960-051039-3. HUSSERL Ε. Καρτεσιανοί στοχασμοί. Μτφρ. Π. Κο ντός. Αθήνα, Ροές, 2 0 0 2 . Σελ. 27 2 . 1 5 ,0 0 €. ISBN 960-283-028-χ. Αρχαία φιλοσοφία ΒΑΛΑΔΩΡΟΣ Α. Περί αρχαίας ελληνικής μυητικής δι δα σκαλίας. Αθήνα, Εκάτη, 2 0 0 2 . Σελ. 2 6 9 . 20,80 €. ISBN 960-408-004-0. Αποκρυφισμός ΚΑΤΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Τ όπ οι δύ ναμ ης . Αθήνα, Έσοπτρον, 2002. Σελ. 238. 13,00 €. ISBN 9608317-03-7. ΚΥΘΡΑΣ Δ. Τι δεν θέλουν να ξέρεις. Θεσσαλονίκη, Δήλιος, 2002. Σελ. 2 0 2 .1 0 ,0 0 €. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Εφαρμοσμένη ψυχολογία ΓΕΩΡΓΙΟΥ-ΝΙΛΣΕΝ Μ. Η τέχνη να είσαι γονιός. Αθή να, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 1 9 0 .1 1 ,4 4 €. ISBN 960-03-3392-0. BALMARY Μ. Αβελ. Μτφρ. Μ. Αβαριτσιώτη. Αθήνα, Εξάντας, 20 02 . Σελ. 42 2 . 2 0 ,0 0 €. ISBN 960256-518-7. BREUER J. - FREUD S. Μελέτες για την υστερία. Μτφρ. Α. Αναγνώστου. Αθήνα, Επίκουρος, 2002. Σελ. 412. 24,44 €. ISBN 960-7105-24-9. ΘΡΗΣΚΕΙΑ Γενικά ΜΠΕΓΖΟΣ Μ. Αμφίσημη εκκοσμίκευση. Τόμος Β'. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 2 . Σελ. 1 9 2 . 10,90 €. ISBN 960-406-251-4.
110 ΔΙΑΒΑΖΩ
BLAVATSKY Η. Ρ. Το κλειδί της θεοσοφίας. Δ' έκ δο σ η. Αθήνα, θ ε ο σ ο φ ικ έ ς Ε κδόσεις, 2 0 0 2 . Σελ. 277. 16,00 €. ISBN 960-87301-0-4. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Κοινωνιολογία ΚΟΥΚΟΥΤΣΑΚΗ Α. Χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφι λία. Αθήνα, Κριτική, 2002. Σελ. 200. ISBN 960218-724-1. ΤΟΜΑΡΑ-ΣΙΔΕΡΗ Μ. Ευεργετισμός και προσωπικό τητα. Τόμος Α '. Αθήνα, Π απαζήσ ης, 2 0 0 2 . Σελ. 2 3 6 .1 5 ,6 0 €. ISBN 960-02-1568-5. COLLINS R. Max Weber. Μτφρ. Γ. Τσέντος. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 240. 17 ,0 0 €. ISBN 96016-0535-5. Πολιτική Κριτική της εργασίας. Μτφρ. Π. Τσαχαγέας. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 2002. Σελ. 45. 3,05 €. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Το τέλος του κύκλου. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 322. 18,00 €. ISBN 960-140639-5. ΖΑΒΟΥ Σ. Τα πολιτικά κόμματα της Κύπρου στον 20ό αιώ να. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 2 . Σελ. 5 5 1 . 29,12 €. ISBN 960-03-3381-5. ΣΗΜΙΤΗΣ Κ. Για μια Ελλάδα οικονομικά ισχυρή και κοινωνικά δίκαιη . Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 2 . Σελ. 402. 26,00 €. ISBN 960-03-3202-9. ΣΗΜΙΤΗΣ Κ. Για μια ισχυρή Ελλάδα σύγχρονη και δ η μ ο κ ρ α τ ικ ή . Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 1 . Σελ. 379. 26,00 €. ISBN 960-03-3204-5. Μύθος και πραγματικότητα. Τόμος Β'. Μτφρ. X. Τσιβιτζίογλου. Αθήνα, Ιηζογνώμων, 2002. Σελ. 414. 23,48 €. ISBN 960-869-79-3-χ. WEBER Η. Μιλώντας στα παιδιά μου για την Αριστερά. Μτφρ. Ν. Μίγγα. Αθήνα, Πόλις, 2002. Σελ. 112. 9,50 €. ISBN 9608132-83-5. MOSSE C. Οι θεσμοί στην κλασική Ελλάδα. Μτφρ. Μ. Παπαηλιάδη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 222. 16,00 €. ISBN 960-375-274-6. RASHID Α. Οι ιεροί πολεμιστές του Ισλάμ. Μτφρ. Γ. Κουσουνέλος. Αθήνα, Ενάλιος, 2002. Σελ. 351. 14,56 €. ISBN 960-536-119-1. SIEDENTOP L. Δημοκρατία στην Ευρώπη. Μτφρ. Σ.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Μανδηλαρά. Αθήνα, θεμέλιο, 2 0 0 2 . Σελ. 27 8. 18,31 €. ISBN 960-310-290-3. Οικονομία ΛΑΛΙΩΤΗ Β. Η μονάδα οργάνωσης της διαχείρισης του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Αθήνα, Σάκκουλας, 2002. Σελ. 190. ISBN 960-15-0784-1. ΡΟΥΣΣΗΣ Π. Ο ασφαλιστικός θεσμός διαμέσου των αιώ νω ν. Τόμος Β'. Αθήνα, Σταμούλης, 2 0 0 2 . Σελ. 233. 49,86 €. ISBN 960-351-428-4. DRUMMOND Μ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Μέθοδοι οικονομικής α ξιολόγησης των προγραμμάτων της υγείας. Μτφρ. Ν. Ρούσσος. Αθήνα, Κριτική, 2 0 0 2 . Σελ. 4 5 6 . ISBN 960-218-267-9. Δίκαιο ΚΑΛΤΣΩΝΗΣ Δ. Το δικαστήριο από την πρωτόγονη κοινωνία στην αταξική. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2002. Σελ. 208. 10,00 €. ISBN 960-224-904-8. ΛΟΥΚΙΔΗ Μ. - ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΩΥ Β. - ΡΑΒΔΑΣ Π. Οι δί κες του λόγου. Αθήνα, Σάκκουλας, 2002. Σελ. 272. ISBN 960-15-0763-9. Κοινωνική πρόνοια Η δημόσια υγεία στην Ελλάδα. Επιμ. Γ. Δημολιάτης κ.ά. Αθήνα, θεμέλιο, 2002. Σελ. 286. 13 ,0 0 €. ISBN 960-310-289-χ. Λαογραφία ΚΑΣΣΙΟΣ Δ. Ε. Λυκοποριά Ευρωστίνης-Κορινθίας. Αθήνα, Επτάλοφος, 2002. Σελ. 46 3. ISBN 9608144-44-2. ΠΟΛΙΤΗΣ Ν. Γ. Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνι κού λαού. Αθήνα, Εκάτη, 2002. Σελ. 3 3 8 .1 2 ,4 8 €. ISBN 96 0408011-3. Εθνολογία ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗΣ Δ. Λεξικό των αρχαίων ελληνικών και περι-ελλαδικών φύλων. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος, 2002. Σελ. 287. 22,00 €. ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ Παιδαγωγική ΜΠΕΧΡΑΚΗ Κ. Σχολές γονέων. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 94. ISBN 960406-226-3. SHAPIRO S. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Απαντήσεις σε ερωτήσεις γονέων. Μτφρ. Π. Μοσχοπούλου. Αθήνα, Αγκυρα, 2002. Σελ. 253. 11,96 €. ISBN 960-234-922-0. Εκπαίδευση Ελληνική παιδαγωγική και εκπαιδευτική έρευνα. Τό μος Α'. Επιμ. Α. Παπάς κ.ά. Αθήνα, Ατραπός, 2002. Σελ. 719. 36,50 €. ISBN 960-832500-5. Το σχολείο στην τρίτη χιλιετία. Επιμ. Ζ. Μπέλλα. Αθήνα, Π.Σ.Π.Α., 2002. Σελ. 2 5 4 .1 0 ,0 0 €.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΓΛΩΣΣΑ Γενικά ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΟΝΤΟΥ Δ. Γενετική σύνταξη. Αθήνα, Ι.Τ.Β., 20 02 . Σελ. 28 5. 2 8 ,0 8 €. ISBN 960-354-126-5. ΜΠΡΙΣΙΜΗ-ΜΑΡΑΚΗ Ρ. Νεολληνική γραμματική. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 300. 2 2 ,8 8 €. ISBN 960-03-3439-0. Μ ελέτες ΚΑΡΒΕΛΑΣ Γ. Πληθυντικός ευγενείας. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2002. Σελ. 48. 5,00 €. ISBN 960-12-1113-6.
Μαθηματικά MANKIEWICZ R. Η ιστορία των μαθηματικών. Μτφρ. Λ. Καρατζάς. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2002. Σελ. 192. 29,12 €. ISBN 960-221-3306. ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Επιχειρήσεις GOLEMAN D. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. 0 νέος ηγέτης. Μτφρ. X. Ξενάκη - Μ. Κουμπαρέλη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 303. 22,90 €. ISBN 960406-273-5. ΤΕΧΝΕΣ Ζωγραφική ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ Γ. Δώματα νυκτός. Αθήνα, Ολκός, 2002. Σελ. 96. 33,00 €. ISBN 9608154-22-7. Κινηματογράφος Παντελής Βούλγαρης. Επιμ. Α. Κυριακίδης. Αθήνα, Αιγόκερως, 2002. Σελ. 2 0 6 .1 8 ,7 2 €. ISBN 9 6 0 322-178-3. Μουσική ΚΑΜΠΥΛΗΣ Π. - ΣΠΕΤΣΙΩΤΗΣ Γ. Η αόρατη ορχή στρα συνοδεύει τα τραγούδια μας. Αθήνα, Ελληνι κά Γράμματα, 2002. Σελ. 71. 8,80 €. ISBN 9 6 0 406-159-3. Φωτογραφία ΔΡΑΝΔΑΚΗ Α. Εικόνες 14ος-18ος αιώνας. Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2 0 0 2 . Σελ. 29 0 . 8 0 ,0 0 €. ISBN 8884-91-109-5. ΤΕΡΖΟΠΟΥΛΟΥ Μ. Ρόπτρα. Αθήνα, Ολκός, 2002. Σελ. 176. 44,00 €. ISBN 960815-421-5. ΦΑΪΣ Μ. Η πόλη στα γόνατα. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 115. 20,00 €. ISBN 960-16-0518-5.
ΔΙΑΒΑΖΩ 111
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ
ΚΑΡΑΤΖΑΣ Δ. Πότε μίλα πότε φίλα. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 40. 6,00 €. ISBN 960-375447-1.
Αθλητισμός ΚΑΡΔΑΙΗΣ Β. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα 1896-1906. Αθήνα, Έφεσος. Σελ. 291. 91 ,5 2 €. ISBN 960-8326-01-χ.
ΚΥΡΤΖΑΚΗ Μ. Λιγοστό και να χάνεται. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 62. ISBN 960-03-3402-1. ΛΟΪΖΙΔΗΣ Β. Κινητά μνημεία. Λευκωσία, 2 0 0 2 . Σελ. 39. ISBN 9963-8151-00.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ Τ. Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονει ρεύεται. Θεσσαλονίκη, Νέα Πορεία, 2002. Σελ. 45. ISBN 960-7786-22-χ.
Αρχαίοι συγγραφείς ΣΕΝΕΚΑΣ. Επιστολή 90. Μτφρ. Τ. Νικολαΐδης. Αθή να, Στιγμή, 2002. Σελ. 300. 22,88 €. Μ ελέτες ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ Ε. Σοφ ο κλής. Αθήνα, Σαββάλας, 2002. Σελ. 2 8 7 .1 0 ,7 0 €. ISBN 960-460-840-1. ΦΡΑΓΚΟΥΛΗΣ Α. Η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Αθήνα, Πατάκης, 20 02 . Σελ. 164. 1 2 ,0 0 €. ISBN 96016-0569-χ. ANDERSON Ε. 0 Ε πίκουρ ος στον 2 1 ο α ιώ να. Μτφρ. Δ. Γιαννόπουλος. Θεσσαλονίκη, θύραθεν, 2002. Σελ. 223. 11,60 €. ISBN 960-8097-08-8. EDWARDS Μ. Οι Αττικοί ρήτορες. Μτφρ. Δ. Σπαθάρας. Αθήνα, Ι.Τ.Β., 2 0 0 2 . Σελ. 1 2 0 . 1 0 ,4 0 €. ISBN 960-354-127-3. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Ποίηση Ανθολογία σύγχρονων Κρητών ποιητών. Επιμ. Α. Σανουδάκης. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 2 . Σελ. 361. ISBN 960-406-143-7. Τα αληθινά ομηρικά έπη. Αθήνα, Λούπινα, 20 02 . Σελ. 92. 6,24 €. ISBN 960-87397-0-5. ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ Γ. Τραγούδια του κατατρεγμού. Αθήνα, Οδός Πανός, 2 0 02 . Σελ. 46 . ISBN 960-7 71 677-9. ΓΚΑΝΑΣ Μ. Στον κόσμο του ελληνικού τραγουδιού, οφ ειλέτης. Αθήνα, Μ ελάνι, 2 0 0 2 . Σελ. 1 4 4 . 10,40 €. ISBN 960-8309-05-0. ΕΥΑΓΤΈΛΑΤΟΣ Κ. Αλέα προσομίων. Αθήνα, Απόπειρα, 2002. Σελ. 2 4 0 .1 5 ,0 0 €. ISBN 960-537-047-6. ΘΕΟΔΩΡΟΥ Ρ. Αιώρηση επί χάρτου. Αθήνα, Το Ροδακιό, 2002. Σελ. 70. 9,0 0 €. ISBN 960-736088-5. ΚΑΖΑΝΑΣ Γ. Δρασκελίζοντας τα σύνορα με Καβάφη, Σεφέρη και Ελύτη. Αθήνα, Μαυρίδης, 2002. Σελ. 159. ISBN 960-347-119-4. ΚΑΛΒΟΣ Α. Μικρές ωδές και άλλα ποιήματα. Αθήνα, Σύγχρονοι ορίζοντες, 2002. Σελ. 126. ISBN 960398-037-4.
112 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ Λ. Γιατί οι γυναίκες δεν αγαπούν τη βροχή. Αθήνα, Κέδρος, 2 0 0 2 . Σελ. 6 6 . ISBN 960-04-2116-1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΙΔΗΣ Γ. ΔΓ ωδών. Αθήνα, Μανδραγόρας, 2002. Σελ. 41. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ Σ. Του βουνού. Λευκωσία, Ακτή, 2002. Σελ. 31. ISBN 9963-592-26-0. ΠΑΣΧΑΛΗΣ Σ. Κοιτάζοντας δάση. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 48. 7,00 €. ISBN 960-375-411-0. ΠΡΑΤΙΚΑΚΗΣ Μ. Το νερό. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 80. 9,00 €. ISBN 960-375429-3. ΣΙΜΙΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Μικρές φωνές. (Χωρίς εκδοτικά στοιχεία). Σελ. 18. ΣΙΩΤΗΣ Ν. Το ηλιοστάσιο των αγγέλων. Αθήνα, Κέ δρος, 2 0 0 2 . Σελ. 73 . 7 ,5 0 €. ISBN 9 6 0 -0 4 2201-Χ. ΣΟΛΩΜΟΣ Δ. Ύμνος εις την ελευθερίαν. Αθήνα, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2002. Σελ. 91. 25,00 €. ΦΙΟΡΕΤΟΣ Ν. Ίχνη. Αθήνα, Εριφύλη, 2 0 0 2 . Σελ. 57. ISBN 960-7633-41-5. Πεζογραφία ΑΞΙΩΤΗΣ Δ. Πλωτές γυναίκες. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 438. 17,00 €. ISBN 960-04-2165-χ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ Β. Το χαλί με τις παπαρούνες. Αθήνα, Εστία, 2 0 0 2 . Σελ. 2 4 2. 1 0 ,4 0 €. ISBN 960-051035-0. ΒΑΛΤΙΝΟΣ θ. Η κάθοδος των εννιά. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2002. Σελ. 80. 7,00 €. ISBN 960-410-270-2. ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΟΣ Γ. Το κόλπο. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 256. 12,00 €. ISBN 960-04-21755. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ Β. Παρίσι-Κορυδαλλός. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 325. 17,00 €. ISBN 96514-0641-7. ΒΕΛΕΤΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Μ. Λίγο ακόμα... και θ' αγιά σουμε. Αθήνα, ΜΙνωας, 2002. Σελ. 238. ISBN 9 6 5 542-677-3. ΓΙΑΝΝΑΤΟΥ Σ. Ιστορίες για πέταμα. Αθήνα, Νεφέλη, 2002. Σελ. 146. 9,00 €. ISBN 9 6 5 2 1 1 -6 5 5 1 . ΓΙΑΝΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΥ Ρ. Οι μικρές καρδούλες ανα πνέουν, αργά σχεδόν αθόρυβα. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 136. 8,5 0 €. ISBN 960-04-2174-9.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΕΛΩΝΗΣ Α. Ιωά ννα. Αθήνα, Άγκυρα, 2 0 0 2 . Σελ. 160. 7,50 €. ISBN 960-234-923-9. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Τζο ο τρομερός. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 239. 14,56 €. ISBN 960-033344-0. ΕΛΛΗΝΑ Μ. Ριγέ ουρανός. Αθήνα, Μ εταίχμιο, 2002. Σελ. 224. 12,00 €. ISBN 960-375-399-8. ΕΠΙΣΚΟΠΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Διηγήματα. Αθήνα, Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2 0 0 2 . Σελ. 5 5 1 . 18,43 €. ISBN 960-7316-18-5. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ Α. Η κόρη των αιγών. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 212. ISBN 960-14-0623-9. ΖΑΡΚΑΔΑΚΗΣ Γ. Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστη κε. Αθήνα, Κέδρος, 20 02 . Σελ. 2 1 7. 1 2 ,0 0 €. ISBN 960-04-2172-2. ΖΑΦΕΙΡΗΣ X. Το ξενάχωμα. Αθήνα, Εξάντας, 2002. Σελ. 86. 6,00 €. ISBN 960-256-527-6. ΖΟΜΠΟΛΑΣ Τ. «Εξ οικείου σφάλματος». Αθήνα, Σύγ χρονη Εποχή, 2 0 02 . Σελ. 19 3. ISBN 960-224905-6. ΙΓΕΡΙΝΟΥ Κ. Περί ανέμων και υδάτων. Αθήνα, Ελλη νικά Γράμματα-MEGA, 2002. Σελ. 301. 13,90 €. ISBN 960-406-260-3. ΙΩΑΚΕΙΜ Β. Αιγαίο. Αθήνα, Μ εταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 88. 7,00 €. ISBN 960-375-389-0. ΙΩΑΚΕΙΜ Β. Όπλο να πιάσω δεν μπορώ, παίρνω χαρτί και γράφω... Αγρίνιο, 2002. ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ Γ. Ελληνικός θάνατος. ΙΑ' έκδοση. Αθήνα, Καστανιώτης, 20 02 . Σελ. 11 4. 7,8 0 €. ISBN 960-03-3417-χ. ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Λ. Σ. Ο φλώρος. Αθήνα, Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2002. Σελ. 193. ISBN 960-7316-19-3. ΚΑΛΠΟΥΖΟΣ Γ. Μόνο να τους άγγιζα. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 22 4 .1 0 ,0 0 €. ISBN 96004-2179-χ. ΚΟΥΝΕΝΗΣ Ν. Δημόσια εγγραφή. Αθήνα, Κοχλίας, 2002. Σελ. 208. 8,90 €. ISBN 96(18228-35-2. ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ X. Μια πύλη στη λογοτεχνία, Ηράκλειο. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 2 2 4 . 1 8 ,0 0 €. ISBN 960-375-312-2. ΜΑΛΙΩΤΗ Τ. Ο βυθός των ψυχών. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 400. 15,00 €. ISBN 960-16-0469-3. ΜΑΝΤΕΛΟΥ Ε. Πώς μετακόμισε το κομοδίνο της Χριστίνας. Αθήνα, Πατάκης, 2 0 0 2 . Σελ. 1 3 6 . 6,50 €. ISBN 960-16-0491-χ. ΜΕΤΟΧΙΤΗΣ θ . Ηθικός. Μετ. I. Πολέμης. Αθήνα, Κανάκης, 2002. Σελ. 333. 27 ,0 1 €. ISBN 9607420-18-7. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ Μ. Η σκύλα και το κουτάβι. Β' έκδοση.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 357. 17 ,6 8 €. ISBN 960-03-3228-2. ΜΟΝΟΚΡΟΥΣΟΣ Λ. Ταξιδιωτικές στιγμές. Αθήνα, Περίπλους, 2002. Σελ. 108. 5,20 €. ISBN 9608202-53-1. Μ ΠΟΥΚΟΥΒΑΛΑ-ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ I. Ασπασία. Αθήνα, Άγκυρα, 2 0 0 2 . Σελ. 27 3 . 1 2 ,0 0 €. ISBN 960234-926-3. ΝΟΥΣΚΑ Ε. Γεωμετρικά απρόοπτα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 414. ISBN 960406-168-2. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Νικόλας Σιγαλός. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 2002. Σελ. 443. 15,60 €. ISBN 960201-159-9. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ I. Μ. Αιχμάλωτοι. Αθήνα, Ι.Μ.Π., 2002. Σελ. 308. ISBN 96085963-9-4. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Α. Στο Χριστό στο κάστρο. Αθήνα, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2002. Σελ. 42. 25,00 €. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ θ. Κυνηγοί και θηράματα. Αθήνα, Ιωλκός, 2002. Σελ. 126. ISBN 960-4262505. ΠΙΠΙΝΟΥ Τ. Παλιοί γάτοι, τρυφερά ποντίκια. Αθήνα, Άγκυρα, 2 0 0 2 . Σελ. 24 4 . 1 0 ,5 0 €. ISBN 960234-912-3. ΠΙΤΕΝΗΣ Μ. Τα υγρά ίχνη της μνήμης. Αθήνα, Με ταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 4 9 6 . 1 8 ,0 0 €. ISBN 960375-388-2. ΣΙΔΕΡΗΣ X. 7 ημέρες ψέματα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα-MEGA, 2002. Σελ. 1 8 2 .1 0 ,0 0 €. ISBN 9 6 0 4 0 6 -2 5 0 6 . ΣΦΥΡΙΔΗΣ Π. Εσωτερική υπόθεση. Αθήνα, Καστα νιώτης, 2002. Σελ. 173. 9,88 €. ISBN 960-033351-3. ΣΩΤΑΚΗΣ Δ. Η πράσινη πόρτα. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 139. 9,00 €. ISBN 960375-376-9. ΤΣΙΡΚΙΝΙΔΗΣ X. Γιέλενα Απολλώνεια. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 3 7 3 .1 5 ,0 0 €. ISBN 96004-2178-1. ΧΑΡΜΠΟΥΡΗ Π. Φιλάδελφος. Μτφρ. Α. Πανσέλη νος. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 361. ISBN 96016-0525-8. Ο Καρβάλιο στην κουζίνα. Επιμ. Κ. Αράνδα. Μτφρ. X. θεοδω ροπούλου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 104. 4,00 €. ISBN 960375-371-8. ALLIENDE I. Η πόλη των θηρίων. Μτφρ. Κ. Σωτηριάδου. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2002. Σελ. 3 7 9 .1 4 ,0 0 €. ISBN 9 6 0 4 1 0 2 6 7 -2 . AXELSS0N Μ. Η μάγισσα του Απρίλη. Μτφρ. X. Σμπήλια. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 611. 2 0 ,0 0 €. ISBN 96014-0627-1. GEDGE D. Επιχείρηση μεσημβρία. Μτφρ. θ. θυμιοπο ύλο υ. Αθήνα, Τραυλός, 2 0 0 2 . Σελ. 3 6 4 . 16,55 €. ISBN 9 6 0 7 9 9 0 7 0 6 .
ΔΙΑΒΑΖΩ 113
GOULD J. Μοιραία συνάντηση. Μτφρ. Ρ. Γεωργιάδου. Αθήνα, Bell, 2002. Σελ. 384. 6,20 €. ISBN 960-450-740-0. ΘΕΡΚΑΣ X. Στρατιώτες της Σαλαμίνας. Μτφρ. Ε. Λογο θέτη. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 272. 13,00 €. ISBN 96 01 60467-7. CURLEY Μ. Οι γέφυρες του χρόνου. Μτφρ. Μ. Σκά ρα. Αθήνα, Ψυχογιός, 2002. Σελ. 344. 14,56 €. ISBN 960-274-647-5. ΚΟΜΙΝΤΑ Λ. Ένα δέμα με ονοματεπώνυμο. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 160. 6,00 €. ISBN 960-160475-8. CONNELLY Μ. Ένοχο αίμα. Μτφρ. Γ. Καστανάρας. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 524. 18,00 €. ISBN 960-14-0643-3. ΚΟΟΝΤΖ D. Μια πόρτα πριν τον Παράδειοο. Μτφρ. Ε. Οικονομοπούλου. Αθήνα, Bell, 20 02 . Σελ. 732. 8.00 €. ISBN 96 04 50736-2. LUDLUM R. Χωρίς ταυτότητα. Μτφρ. Β. Καλλιπολίτης. Αθήνα, Bell, 2002. Σελ. 448. 6,50 €. ISBN 960450-167-4. MACDONALD R. Υπόθεση Γκάλτον. Μτφρ. Ν. Ρώντα. Αθήνα, Κέδρος, 20 02 . Σελ. 360. 12 ,0 0 €. ISBN 96004-2107-2. MANKELL Η. Τα σκυλιά της Ρίγα. Μτφρ. Λ. Καλοβυρνάς. Αθήνα, Ψυχογιός, 2002. Σελ. 402. 16,54 €. ISBN 960-274-660-2. MANFREDI V. Μ. Η τελευταία λεγεώνα. Μτφρ. Ε. Κεφαλλονίτης. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 611. 21.00 €. ISBN 960-14-0640-9. ΜΕΙΝΑΡ Ν. Στο ρόγχος του ανέμου. Μτφρ. Ν. Σιδέρη. Αθήνα, Άγκυρα, 2 0 0 2 . Σελ. 11 2 . 7 ,0 0 €. ISBN 960234-924-7. ΜΠΑΝΤΑΜΙ A. Ρ. Το βήμα του ήρωα. Μτφρ. Ρ. Χάτχουτ. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 2 . Σελ. 4 0 5 . 17,68 €. ISBN 960-03-33-68-8. ΜΠΡΑΝΤΜΠΕΡΥ Μ. Στο δρόμο για το Ερμιτάζ. Μτφρ. Κ. Σχινά. Αθήνα, Πόλις, 2002. Σελ. 712. 25.00 €. ISBN 960-8132-82-7. BRIEN Ε. Ο. Άγριοι Δεκέμβρηδες. Μτφρ. Σ. Σκουλικάρη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 400. 18,00 €. ISBN 960375-379-3. ΠΑΣΟΣ Τ. Ν. Manhattan transfer. Μτφρ. Τ. Παπαϊωάννου. Αθήνα, Μ εταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 5 8 4 . 21,50 €. ISBN 960375-117-0. ΠΗΣ Β. Ν. Τα τραγούδια του Μύλου. Αθήνα, Οδός Πανός, 2002. Σελ. 86. ISBN 960-8716-79-5. ΠΟΥΙ Ζ.-Μ. Η τελευταία παγίδα. Μτφρ. Κ. Κατσουλάρης. Αθήνα, Πόλις, 2002. Σελ. 202. ISBN 9608132-68-1.
114 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΠΡΕΘΙΑΔΟ Ν. Ο εγωιστής. Μτφρ. Μ. Κωνσταντίνου. Αθήνα, Εμπειρία Εκδοτική, 2 0 0 2 . Σελ. 1 9 2 . 12,20 €. ISBN 960-8196-81-7. RAVALEC V. Δεκατρία παράξενα διηγήματα. Μτφρ. Π. Μοσχοπούλου. Αθήνα, Αστάρτη, 2002. Σελ. 261. 16,64 €. ISBN 960263-102-3. RAY Κ. Η αγάπη πάντα κερδίζει. Μτφρ. Π. Μοσχοπού λου. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2002. Σελ. 481. 16,00 €. ISBN 9 6 0 4 1 0 2 6 8 0 . RUBIN Η. Η πριγκιπέσα. Μτφρ. Μ. Χαραμή. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 2 . Σελ. 19 2. 1 1 ,4 4 €. ISBN 960-03-3376-9. SANGSUK S. Φαρμάκι. Μτφρ. Ε. Γαζής. Αθήνα, Χατζηνικολή, 2 0 0 2 . Σελ. 82 . 9 ,0 0 €. ISBN 960264-177-0. SINIAC Ρ. Κέρινες κούκλες. Μτφρ. Τ. Κωνσταντίνου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 2 8 1 . 1 3 ,5 2 €. ISBN 9 6 0 3 7 5 4 2 8 . S0LDATI Μ. Γράμματα από το Κάπρι. Μτφρ. Φ. Ζερ βού. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 397. 19,00 €. ISBN 960-16-0449-9. JAPRISOT S. Παγίδα για τη Σταχτοπούτα. Μτφρ. Ε. Λινάρδου. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 216. 9,00 €. ISBN 96004-2113-7. CHALLIS S. Κούρσα ζωής. Μτφρ. Μ. Δημητρά. Αθή να, Ωκεανίδα, 2 0 02 . Σελ. 51 0 . 1 7 ,0 1 €. ISBN 960-410-262-1. CHANDLER R. Η μικρή αδερφή. Μτφρ. Α. Καλοκύρης. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 368. 12 ,0 0 €. ISBN 960-04-2104-8. CHESSMAN Η. S. Η Λύντια Κασσάτ διαβάζει την πρωινή εφημερίδα. Μτφρ. Π. Ισμυρίδου. Αθήνα, Άγρα, 2002. Σελ. 240. 13,50 €. ISBN 960-325445-2. ΦΙΣΕΡ Τ. Η συμμορία της διανόησης. Μτφρ. Γ.-Ι. Μπαμπασάκης. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 400. 19,00 €. ISBN 960-16-0524-χ. FLEISCHHAUER W. Η γυναίκα με τα βρόχινα χέρια. Μτφρ. Ν. Φιλία. Αθήνα, Κριτική, 2002. Σελ. 421. 15.50 €. ISBN 960-218-276-8. FAULKNER W. Η βουή και η μανία. Μτφρ. Π. Μάτεσις. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 2 . Σελ. 4 1 7 . 22,88 €. ISBN 960-03-3245-2. HIGHSMITH Ρ. Αυτή η γλυκιά αρρώστια. Μτφρ. Μ. Λαϊνά. Αθήνα, Μ εταίχμιο , 2 0 0 2 . Σελ. 3 7 6 . 17.50 €. ISBN 960-375-382-3. ΧΑΜΕΤ Ν. Το γεράκι της Μάλτας. Μτφρ. Α. Αποστολίδης. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 256. 13,50 €. ISBN 960-375448x1 ΧΑΡΙΣ Τ. 5 /4 από πορτοκάλι. Μτφρ. Κ. Οικονόμου.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Αθήνα, Ψυχογιός, 2 0 0 2 . Σελ. 3 9 2 . 1 5 ,0 0 €. ISBN 960-274-665-3. Μελέτες ΚΟΥΤΡΙΑΝΟΥ Ε. Με άξονα το φως. Αθήνα, Ιδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2002. Σελ. 613. ISBN 960-7316-14-2. Δοκίμια ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ Μ. Διά γυναικός πηγάζει... Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 2002. Σελ. 1 3 6 .1 0 ,4 0 €. ISBN 960-289-066-5. ΛΕΒΕΝΤ Σ. Η πατρίδ α μου είναι υπό κατοχή. Μτφρ. Α. Αζίζ. Λευκωσία, Συμέλα, 2002. Σελ. 209. REVERTE J. Η καρδιά του Οδυσσέα. Μτφρ. Ε. Κελπερή. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 4 7 6 .1 9 ,0 0 €. ISBN 960-16-0401-4. ΦΛΩΡΕΝΣΚΥ Π. Η αντίστροφη προοπτική - Το εικο νοστάσι. Μτφρ. Σ. Γουνελάς. Αθήνα, Ίνδικτος, 2002. Σελ. 336. 22,00 €. ISBN 960-518-062-6. HUSTON Ν. Χαμένος βορράς. Μτφρ. Ε. Τσολακέλλη. Αθήνα, Άγρα, 2002. Σελ. 133. 9,50 €. ISBN 960-325-447-9. ΘΕΑΤΡΟ Έργα ΣΑΘΑΣ Κ. Ν. Κρητικόν θέατρον. Αθήνα, Καραβίας, 2002. Σελ. 467. 22,80 €. ISBN 960-258-087-9. FORNES Μ. I. Ο Δούναβης λάσπη. Μτφρ. Τ. Ράλλη. Αθήνα, Scripta, 2002. Σελ. 109. ISBN 960-790943-7. Μελέτες ΜΟΥΣΜΟΥΤΗΣ Δ. Ν. Ο Ρώμας και το θέατρο. Αθή να, Πλατύφορος, 2002. Σελ. 370. 26,00 €. ISBN 960-86183-0-2. ΙΣΤΟΡΙΑ Αρχαιολογία Δισπηλιό. Επιμ. Γ. Χουρμουζιάδης. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2002. Σελ. 348. 32,00 €. ISBN 960-12-1102-0. ΤΙΒΕΡΙΟΣ Μ. Αμπέλου παις έϋφρον οίνος. Αθήνα, Μ .Ι.Ε.Τ., 2 0 0 2 . Σελ. 57 . 1 5 ,0 0 €. ISBN 960250-250-9. ANDEL Τ. - RUNNELS C. Αρχαιολογία χωρίς σκαπά νη. Μτφρ. Ε. Σαχπέρογλου - Ε. Σταμπόγλη. Αθήνα, Καλειδοσκόπιο, 2002. Σελ. 164. 12,01 €. ISBN 960-7846-29-χ. GURVEY Ο. R. Οι Χετταίοι. Μτφρ. Δ. Παυλάκης.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Αθήνα, Οδυσσέας, 2 0 0 2 . Σελ. 26 0 . 1 3 ,5 2 €. ISBN 960-210-440-6. ΜΑΓΚΙΛΙΒΡΑΙΗ Τ. Α. Μινώταυρος. Μτφρ. Α. Κοσματόπουλος. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2002. Σελ. 640. 29,0 €. ISBN 960-410-273-7. PECRID0V - GORECKI Α. Η μόδα στην αρχαία Ελλά δα. Μτφρ. Δ. Γεωργοβασίλης - Μ. Φράιμτερ. Αθή να, Παπαδήμας, 2002. Σελ. 217. 14,67 €. ISBN 960-205-254-1. Μαρτυρίες ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Δ. Ίμβριοι - Τενέδιοι. Θεσσαλονίκη, Ερωδιός. Σελ. 25 5 .1 5 ,0 0 €. ISBN 960-7942-37-Χ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ Ε. Στη σκιά του Βενιζέλου. Μτφρ. Ε. Με λά. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2 0 0 2 . Σελ. 10 6 + φωτ. 8.00 €. ISBN 960410-269-9. ΖΑΡΙΦΗΣ Γ. Οι αναμνήσεις μου. Αθήνα, Τροχαλία, 2002. Σελ. 413. 23,00 €. ISBN 9607809-93-9. Βιογραφίες ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Ο Άκης στα όπλα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 233. 12,48 €. ISBN 960-033350-5. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Λ. Όλα είναι ένα ψέμα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 02 . Σελ. 36 2 . 1 8 ,7 2 €. ISBN 96003-3362-9. NEGRI Τ. Η ζωή μου. Μτφρ. Μ. Κουνέλη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 219. 13,00 €. ISBN 9 6 0 375-446-3. CHE. Εικόνες μιας ζωής. Επιμ. Φ. Ν. Γκαρσία - Ο. Σό λα. Μτφρ. X. θεοδωροπούλου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 232 + 1 CD. ISBN 9 6 0 375-366-1. Ελληνική ιστορία ΒΕΛΜΟΣ Ν. Παληά Αθήνα. Αθήνα, Κάκτος 2002. Σελ. 234. 41,60 €. ISBN 96 0 3 8 2 -4 8 0 1 . ΘΕΟΧΑΡΗΣ Α. Στη Στερεά Ελλάδα με το Δημοκρατι κό Στρατό 1945-1949. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2002. Σελ. 508. 26,00 €. ISBN 960224-912-9. ΡΟΥΜΠΑΝΗΣ θ. Δημοτικές εκλογές. Αθήνα, Ελληνι κά Γράμματα, 20 02 . Σελ. 15 4 + φωτ. 12 ,9 0 €. ISBN 960-406-199-2. ΣΦΥΡΟΕΡΑ Σ. Αίγινα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 387. 37,00 €. ISBN 960-406-138-0. ΦΑΛΚΕ I. Ελλάς. Μτφρ. Ν. Πολίτης. Αθήνα, Κάκτος, 2002. Σελ. 245. 52,00 €. ISBN 960-382-481-χ. Παγκόσμια ιστορία Ιστορικός Άτλας. Μτφρ. Δ. Αυγερινός. Αθήνα, Πατά κης, 2 0 0 2 . Σελ. 6 8 . 1 0 ,0 0 €. ISBN 96 0-1 60498-7. ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Δ. Στα εργαστήρια κατασκευής πο λέμων. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2002. Σελ. 133. 5.01 €. ISBN 960-224-911-0.
ΔΙΑΒΑΖΩ 115
ΣΑΚΚΑΣ Γ. Οι Άραβες στη νεότερη και σύγχρονη επο χή. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 31 9. 18 ,0 0 €. ISBN 960-160519-3. ERENBURG I. Το χρονικό της αντρειοούνης. Μτφρ. Γ. Στυλιάτης. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 2 0 0 2 . Σελ. 379. 20,00 €. ISBN 960-224-906-4. ROBERTS J. Παγκόσμια ιστορία. Τόμος Β'. Μτφρ. Τ. Παπαϊωάννου. Αθήνα, Οδυσσέας, 2002. Σελ. 764. 31,20 €. ISBN 960-210-421-χ. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ■ΤΑΞΙΔΙΑ Γεωγραφία Όλυμπος. Επιμ. Σ. Κουρουζίδης. Κατερίνη, Πιερική Αναπτυξιακή, 2 0 0 1 . Σελ. 4 1 2. 6 2 ,4 0 €. ISBN 960-87018-0-5. Ελλάδα ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ Γ. Οδοιπορικό των Σφακιών. Β' έκ δοση. Χανιά, Μίτος, 2002. Σελ. 192. ISBN 9607857-11-9. Κόσμος Μ0Ν0ΚΡ0ΥΣ0Σ Λ. Ταξιδιωτικές στιγμές. Αθήνα, Περίπλους, 2002. Σελ. 108. 5,00 €. ISBN 9608202-53-1. ΠΑΙΔΙΚΑ Γνώσεις Ο πρώτος μου Άτλας - Larousse. Μτφρ. Μ. Βενετσάνος. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 160. 19,00 €. ISBN 960-375-365-3. ΧΑΤΖΗ Γ. Δελφοί και Πυθία. Αθήνα, Εξάντας, 2002. Σελ. 69. 12, 21 €. ISBN 960-256-515-2. Ελεύθερα αναγνώσματα Χριστουγεννιάτικη ιστορία. Διασκ. Σ. Κουτσούκαλη. Αθήνα, Κέδρος, 2 0 0 2 . Σελ. 30 . 6 ,5 0 €. ISBN 960-04-2252-4. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ Κ. Ένας χιονάνθρωπος χειμώνα-καλοκαίρι. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 27. 9,40 €. ISBN 960-406-266-2. ΑΡΤΖΑΝΙΔΟΥ Ε. Φεγγαροχριστούγεννα. Αθήνα, Μί λητος, 2002. Σελ. 30. ISBN 960-8340-02-0. ΒΑΛΑΣΗ Ζ. Το ναυτάκι. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 59. ISBN 960-406-103-8. ΒΑΡΒΑΡΟΥΣΗ Λ. Προσοχή! Το πρόβατο... δαγκώ νει! Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2002. Σελ. 30. ISBN 960-412-171-5. ΒΕΛΕΤΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Μ. Ο Αϊ-Βασίλης και το στοι χειό του δάσους. Αθήνα, Μίλητος, 2002. Σελ. 30. ISBN 960-8340-01-2.
116 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΒΕΛΕΤΑ-ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ Μ. Το σκαντζοχοιράκι με τα κατσαρά μαλλιά. Αθηνά, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 22. 9,90 €. ISBN 960-393077-6. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ X. Η απέναντι μοναξιά. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 2 . Σελ. 34 . 1 0 ,9 0 €. ISBN 960-406-281-6. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΟΥ-ΣΟΥΡΕΛΗ Γ. Τα δώδεκα φεγγάρια. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 2 0 8 .1 0 ,0 0 €. ISBN 960-160548-7. ΔΙΒΑΝΗ Λ. Η ντομάτα των Χριστουγέννων. Αθήνα, Μ ελάνι, 2 0 0 2 . Σελ. 36 . 1 4 ,0 0 €. ISBN 96 083 09 04 -2. ΕΥΑΓΓΕΛΑΚΟΥ Κ. Η αγέλαστη βασίλισσα και το θυ μωμένο τόξο. Αθήνα, Πόλις, 2002. Σελ. 62. ISBN 960-8132-23-1. ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ Γ. Πεινιαουρίσματα. Αθήνα, Μελάνι, 2002. Σελ. 36. 12,60 €. ISBN 960-8309-02-6. ΚΟΚΟΡΕΛΗ Α. Το δώρο των Χριστουγέννων. Αθήνα, Μίλητος, 2002. Σελ. 32. ISBN 960-8340-03-9. ΚΥΡΔΗ Κ. ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ. Χρονοταξιδευτές στην πύλη των λεόντων. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 136. 14,00 €. ISBN 960-375-410-2. ΚΥΡΙΤΣΗ-ΤΖΙΩΤΗ I. Τα γυαλιά του φεγγαριού. Αθή να, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 28. 9,4 0 €. ISBN 960-406-268-9. ΛΙΟΝΑΚΗ Κ. Με το αριστερό φ υ σ ικ ά ! Αθήνα, Μελάνι, 2 0 0 2 . Σελ. 32 . 1 0 ,4 0 €. ISBN 96 08309-03-4. ΜΟΛΦΕΣΗ Λ. 0 Αγγελύκος και οι δύο του αδελφές. Αθήνα, Π ερίπλους, 2 0 0 2 . Σελ. 57 . 1 2 ,0 0 €. ISBN 960-8151-41-4. ΜΑΚΡΗ Α. Το μυστήριο της χαμένης μέρας. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 96. 5,90 €. ISBN 960-406-115-1. ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ Μ. Ζηλιάρικα, λαίμαργα και άλλα αινιγ ματικά ποιήματα. Αθήνα, Εστία, 20 02 . Σελ. 45. 7,28 €. ISBN 9 6 0 0 5 1 0 4 5 8 . ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ Μ. Μια ανόητη γεωγραφία. Αθήνα, Εστία, 2 0 0 2 . Σελ. 46 . 6 ,2 4 €. ISBN 960-0 51037-7. ΜΑΜΑΛΙΓΚΑ Μ. Ονειρικά, ανυπάκουα και άλλα ανήσυ χα ποιήματα. Αθήνα, Εστία, 2002. Σελ. 46. 7,28 €. ISBN 96005104Φ Χ. ΠΑΙΟΝΙΔΟΥ Ε. Τα μαγεμένα πέταλα της Μαργαρί τας. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 152. 6,0 0 €. ISBN 960-160542-8. ΠΑΝΤΕΛΗ Σ. 0 Ζόζα και οι βοηθοί του Αϊ-Βασίλη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 30. ISBN 960-405267-0.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Α. Στο Χριστό οτο Κάστρο. Απόδ. Κ. Πούλος. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2002. Σελ. 35. ISBN 960-412-178-2. ΚΑΙΣΤΝΕΡ Ε. Η συνέλευση των ζώων. Αθήνα, Πατάκης, 2 0 0 2 . Σελ. 1 2 8 . 5 ,0 0 €. ISBN 9 6 0-1 60476-6. ΚΡΕΝΣΚΙ Σ. Πώς βρήκε τη δουλειά του ο Αϊ-Βασίλης. Μτφρ. Μ. Αγγελίδου. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2002. Σελ. 35. ISBN 960-412-177-4. BARNES Ε. Τζέσικα. Μτφρ. Α. Κονταξάκη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 160. 8 ,00 €. ISBN 960375-374-2. DELERM Ρ. Τι ωραία που είναι... Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 72. 4,50 €. ISBN 960-375-351-3. OSBORNE Μ. Ρ. Ανταλίν, το πεφταστέρι. Μτφρ. Γ. Φωτιάδης. Αθήνα, Μεταίχμιο 2002. Σελ. 192. 9,00 €. ISBN 960-375-375-0. ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ Λ. Το πιθάρι. Απόδ. Κ. Πούλος. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2002. Σελ. 35. ISBN 960-412172-3. ΠΟΓΚΟΡΕΛΣΚΙ Α. Η μαγική κότα. Μτφρ. Μ. Αγγελίδου. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2 0 0 2 . Σελ. 35 . ISBN 960-412-168-5. ΡΟΜΕΪΝ Τ. Πώς να κάνεις τα μαθήματά σου χωρίς να σου έρχεται εμετός. Αθήνα, Κέδρος, 2 0 02 . Σελ. 76. 6,00 €. ISBN 960-04-2158-7. ΣΝΙΚΕΡ Λ. Η κακή αρχή. Μτφρ. X. Γιαννακοπούλου. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 2 . Σελ. 1 9 9 . 9,90 €. ISBN 960-406-186-0. ΣΝΙΚΕΡ Λ. Το δωμάτιο με τα ερπετά. Μτφρ. X. Γιαν νακοπούλου. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 234. 9,90 €. ISBN 960-406-187-9. SCHONFELDT S. G. Ορφέας και Ευρυδίκη. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 20 02 . Σελ. 35 . ISBN 960-412174-Χ. SPIRIN G. Το πουλί της φωτιάς. Μτφρ. Μ. Αγγελίδου. Αθήνα, Παπαδόπουλος, 2 0 0 2 . Σελ. 35 . ISBN 960-412-169-3. HAUFF W. Παραμύθια. Μτφρ. Λ. Παλλαντίου. Αθή
να, Καλέντης, 20 02 . Σελ. 25 2 . 1 4 ,0 0 €. ISBN 960-219-122-8. HOWARTH I. - GREEN Ρ. Ξεκλείδωσε τα μυστικά του μυαλού σου. Μτφρ. Π. Φυλακτάκη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 80. 12 ,0 0 €. ISBN 960375-167-7. ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Τεύχος 197. 6,00 €. ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ. Τεύχος 3 .1 0 ,0 0 €. ΑΝΑΠΤΥΞΗ Ε.Β.Ε.Α. Τεύχος 11. ΑΝΕΥ. Τεύχος 6. 6,00 €. ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ. Τεύχος 37. ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχος 98. 4,40 €. ΓΡΑΦΗ. Τεύχος 53-54. 8,00 €. ΔΙΑΒΑΖΩ. Μ ηνιαία ε π ιθ ε ώ ρ η σ η του β ιβ λ ίο υ . Τεύχος 436. 7,34 €. ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ. Τεύχος 18. 6,00 €. ΕΠΙΛΟΓΟΣ 2002. 12,70 €. Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΑΙΓΎΠΤΙΩΤΩΝ. Φύλλο 82. ΙΑΜΒΟΣ. Τεύχος 2. 5,00 €. ΙΘΩΜΗ. Τεύχος 47. Η ΛΕΞΗ. Τεύχος 1 7 2 .1 0 ,0 0 €. ΜΑΖΙ. Τεύχος 88. 0,12 €. ΝΑ ΕΝΑ ΜΗΛΟ. Εξαμηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 1. 4,00 €. ΤΑ ΝΕΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Τεύχος 12. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 119. 8,00 €. ΠΑΝΑΙΓΎΠΤΙΑ. Τεύχος 108. ΠΟΙΗΣΗ. Τεύχος 20. 7,35 €. ΠΡΟΘΗΚΗ. Μηνιαίο περιοδικό για το βιβλίο. Τεύχος 1. Δωρεάν. ΠΥΡΡΟΣ. Φύλλο 1 2 .1 ,4 7 €. ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ. Τεύχος 9. 3,50 €. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ. Τεύχος 81. 9,00 €. ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ. Τεύχος 66-69. 9,00 €. 0 ΤΥΠΟΣ. Τεύχος 147. 2,93 €. HIGHLIGHTS. Τεύχος 2. m
Η ταξιμόμηση των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Dewey, προσαρμοσμένο στην ελληνική βιβλιογραφία. · Το δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 117
δελτίο κριτικογραφίας
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
No 437 · 1 -31 Δεκεμβρίου 2002
Οδηνοί Μήλλας Η.: Τι πρέπει, τι δεν πρέπει: Οδηγός συμπε ριφοράς για καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις (Σ. Βανδώρος, Το Βήμα, 1.12.2002) Πολίτης Α.: Εγχειρίδιο του νεοελληνιστή (Κ. Ντελόπουλος, Η Καθημερινή, 17.12.2002) Σκουλάς Ν.: Το εγχειρίδιο του μικρού και μεσαίου ε π ιχ ειρ η μ α τία (Αλ. Κ λε ιδα ρ ά , Β ραδυνή, 21. 12.2002) ΛεΕικά Καίσης Α.: Γερμανοελληνικό λεξικό νομικής ορολο γίας (Α. Παυλάκου, Βραδυνή, 21.12.2002) Φιλοσοφία Αξελός Κ.: Η εποχή και το ύπατο διακύβευμα (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Καστοριάδης Κ.: Sujet et Verite Seminaires 19861987 (Λ. Προγκίδης, Τα Νέα, 14.12.2002) Κονδύλης Π.: Μελαγχολία και πολεμική (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Κόντος Π.: Η αριστοτελική ηθική ως οντολογία (Φ. Τερζάκης, Η Καθημερινή, 3.12.2002) Νεχαμάς Α.: Νίτσε: Η ζωή σαν λογοτεχνία (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Πλάτων: Ίω ν (Π. Τ ζαμαλίκος, Ελευθεροτυπία,
6.12.2002) Πλάτων: Ρεόντων έλεγχος (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) Γιόνας X.: Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές ει κασίες (Π. Κοντός, Νέα Εστία, 1.751) Κοντ-Σπονβίλ Α.: Μικρή πραγματεία περί μεγάλων α ρετών (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 22.12.2002) Μαρίνοφ Λ.: Πλάτωνας, όχι Πρόζακ (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Μ ιλ Τ. Σ .: Ω φ ελιμ ισ μό ς (Μ . Μ ητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Μπάρτελς Κ. (επ ιμ .): Τι είναι ο άνθρωπος; (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Ντρουά Ρ., Τονάκ Ζ. Φ. ντε: Τρελοί σαν σοφοί (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Σαρπλς Ρ.: Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί. Μια εισ αγω γή στην ελλην ισ τ ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία (Σ. Αποστολίδης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002)
118 ΔΙΑΒΑΖΩ
Σέλερ Μ.: 0 μνησίκακος άνθρωπος (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Στάινερ Τ.: Περί δυσκολίας (Β. Αθανασόπουλος, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Τόινισεν Μ.: Η έννοια της απόγνωσης (θ. Γιαλκέ τσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) θρησκεία Βακαλούδη Α.: Η γένεση του θεϊκού ανθρώπου στις αρχαίες θρησκείες (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Ματάλας Π.: Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης (Β. Καραμανωλάκης, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) π. Αλέξανδρος Σμέμαν: Ημερολόγιο 1973-1983 (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Νέα Εστία, 1.750) Μπαλμαρί Μ.: Άβελ ή το πέρασμα της Εδέμ (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) ψυχανάλυση - Ψυχολογία Πίνκερ Σ.: Η άγραφη πλάκα (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Κοινωνιολονία Λάζος Γ.: Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σ ύγχρονη Ελλάδα (Δ. Κ ο ύρ το β ικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Περαντζάκη-Καρατζόγλου I.: Κοινωνική ανομία και ναρκωτικά (Ξ. Χαραλάμπους, διαβάζω, 435) Τρουμπέτα Σ.: Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης (Τ. Παππάς, δια βάζω, 435) Γκίντενς Ά.: Ο κόσμος των ραγδαίων αλλαγών (θ. Βασιλείου, διαβάζω, 435) Κόλινς Ρ.: Μαξ Βέμπερ (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) Στέλα Τ. Α.: Όταν οι Αλβανοί ήμασταν εμείς (Ρ. Βρα νάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Πολιτική - Πολιτικές Επιστήμες Βαρβιτοιώτης I.: Οι τρεις απειλές του αιώνα (Μ. Μαζαράκης, Πολιτικά θέματα, 2 0 .1 2 .2 0 0 2 ) (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 15.12.2002) Εκδ. Καοτανιώτη: Η προοπτική του εκσυγχρονισμού
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
στην Ελλάδα (Γ. Σιακαντάρης, Ελευθεροτυπία, 6 .12.2002) Ηρακλείδης Α.: Κυπριακό. Σύγκρουση και επίλυση (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Καρκαγιάννης Α.: Τρομοκρατία και αριστέρα (Μ. Μπραουδάκη, Βραδυνή, 21.12.2002) Κολομπανί Ζ. Μ.: Είμαστε όλοι Αμερικανοί; (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Παπαθεμελής Σ.: ...Ή στραβά αρμενίζουμε (Μ. Μαζαράκης, Πολιτικά θέματα, 20.12.2002) Παπαχελάς Α., Τέλλογλου Τ.: Φάκελος 17 Νοέμβρη (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Πρετεντέρης Γ.: Η αναμέτρηση (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Τσουκαλάς Κ.: Ανα-γνώσεις (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Βεμπέρ X.: Μιλώντας στα παιδιά μου για την Αριστε ρά (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13 .12.2002) (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Γούντγουορντ Μ.: 0 Μπους στον πόλεμο (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Ζίζεκ Σ.: Μίλησε κανείς για ολοκληρωτισμό; (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 1 3 .1 2 .2 0 0 2 ) (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Μακαίσκι Γ. Β.: 0 σοσιαλισμός των διανοουμένων (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Μαρξ Κ., Ένγκελς Κ.: Κομμουνιστικό Μανιφέστο (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Σάσα Λ.: Η υπόθεση Μόρο (Σ. Τριανταφύλλου, Μα κεδονία, 1.12.2002) Σέλαρς Κ.: Η τυραννία των ανθρωπίνων δικαιωμά των (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Σκίνερ Κ.: Η Ελευθερία προτιμότερη από τον Φιλε λευθ ερ ισ μό (θ . Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Φαλάτσι 0.: Η οργή και η περηφάνια (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Χαρντ Μ., Νέγκρι Α.; Αυτοκρατορία (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 22.12.2002) Χίτσενς Κ.: Η δίκη του Χένρυ Κίσινγκερ (Μ. Μη τσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Δίκαιο Μήτρου Λ.: Το δίκαιο στην κοινωνία της πληροφό ρησης (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 22.12.2002) Οικονουία Καραγιάννης Α.: Η χαμένη αθωότητα της οικονομι κής π ο λιτική ς (I. Ν. Μ πασ κό ζο ς, Εξπρές,
22.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Κυρκιλής Δ.: Άμεσες ξένες επενδύσεις (I. Ν. Μπα σκόζος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 14.12.2002) Φίλιπς Κ.: Πλούτος και δημοκρατία (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) ΜΜΕ - Επικοινωνία Δάμπασης Γ.: Την εποχή της τηλεόρασης (Αλ. Δή μου, Ραδιοτηλεόραση, 7.12.2002) Παιδαγωγική - Εκπαίδευση Μυρογιάννη Έ.: 10 μικροί διάλογοι για ένα μουσείο (Μ. Ντεκάστρο, Το Βήμα, 1.12.2002) ΠαΤζη Λ., Καβουκόπουλος Φ.: Η γλώσσα στο σχο λείο (Γ. Καρανάσιος, Η Καθημερινή, 31.12.2002) Γουίγουεϊ Ν., Τόμσον Σ.: Εξερευνώντας τη μουσική (Μ. Ντεκάστρο, Το Βήμα, 1.12.2002) Λαονοαωία Αλεξίου Μ.: Ο τελετουργικός θρήνος στην ελληνική πα ράδ οσ η (Ν. Ντόκας, Ελευ θερ ο τυπία, 1 3 /1 2.2 00 2) Φλωράκης Α.: Κάποτε στην Τήνο (Μ. Γ. Βαρβούνης, Η Καθημερινή, 31.12.2002) Χεγκ Κ.: Σαρακατσάνικα παραμύθια (X. Κιοσσέ, Το Βήμα, 1.12.2002) Χέρτσφελντ Μ.: Πάλι δικά μας. Λαογραφία, ιδεολο γία και η διαμόρφωση της σύγχρονης Ελλάδας (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) EniPThuec Γκετζ Ν.: Το μέτρο του κόσμου/Επιχείρηση μεσημ βρία (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Λεβοντίν Ρ.: Δεν είναι απαραίτητα έτσι (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Μαόρ Ε.: Τριγωνομετρικά λουκούμια (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Μπιουκάναν Μ.: Κρίσιμη κατάσταση: πολυπλοκότητα και χάος στον ρου της Ιστορίας (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ναρλικάρ Τζ.: Τα επτά θαύματα του σύμπαντος (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 28.12.2002) Σπινέτο Ν.: Τα σύμβολα στην ιστορία του ανθρώπου (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Αρχαιολογία Παπαγγελή Κ. (επιμ.): Ελευσίνα. Ο αρχαιολογικός χώρος και το Μουσείο (X. Δημακοπούλου, Εστία, 21. 12.2002) Τιβέριος Μ.: Αμπέλου παις ευφρων οίνος (Ν. Ντό κας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002)
ΔΙΑΒΑΖΩ 119
Χουρμουζιάδης Γ. X.: Δισπηλιό - 7.500 χρόνια μετά (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Μαγκίλιβρεϊ Τζ. Α.: Μινώταυρος (X. Δημακοπούλου, Εστία, 2 8 .1 2 .2 0 0 2 ) (X. Κ ιο σ σ έ , Το Β ήμα, 29.12.2002) Τέχνεο Παπανικολάου Μ.: Ιστορία της τέχνης στην Ελλάδα (X. Δημακοπούλου, Εστία, 21.12.2002) Αρχιτεκτονική Βατόπουλος Ν.: Το πρόσωπο της Αθήνας (X. Δημα κοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Ένωσις Φίλων της Ακροπόλεως: Έγραψαν για την Ακρόπολη (Α. Παναγόπουλος, Η Καθημερινή, 3.12.2002) Κολώνας Β.: Ιταλική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνη σα, 1912 -19 43 (Ν. Βατόπουλος, Η Καθημερινή, 1 . 1 2 .2 0 0 2 ) (Γ. Ν. Μ π α σ κ ό ζο ς , Εξπρές, 1 .12.2002) Γλώσσα Ρομιγί Ζ. ντε, Βερνάν Ζ. Π.: Αγαπάμε τα αρχαία ελ ληνικά (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 21 .12.2002) Κλασική Φιλολογία - Λογοτεχνία Δημοσθένης: Κατά Φιλίππου - Ολυνθιακοί Α', Β', Γ' (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Μηλιώνης X.: Αποταμίευμα ποιητικής ύλης (Ν. Ντό κας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Νικολαϊδου Ε.: Σοφοκλής - 0 μεγάλος τραγικός (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Ξενοφών Α', Β ', Γ' (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Έντουαρντς Μ .: Οι αττικοί ρήτορες (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Μοσέ Κ.: Οι θεσμοί στην κλασική Ελλάδα (Ν. Ντό κας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Ρομιγί Ζ. ντε: 0 φόβος και η αγωνία στο θέατρο του Α ισχύλου (Ν. Ν τόκας, Ε λ ε υ θερ ο τυπία, 1 3 .1 2 .2 0 0 2 ) (Σ. Χ ρ υ σ ο σ τομ ίδη ς , αντί, 13.12.2002) Σβένμπρο Γ.: Φρασίκλεια (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) Ανθολονίε*: Λιοντάκης X. (επιμ.): Ηράκλειο (X. Δημακοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Σερέφας Σ. (επιμ.): Νέας Υόρκης το ανάγνωσμα (Β. Χατζηβασιλείου, 1.12.2002)
120 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΚάρεϊΤ.: Τα μεγάλα ρεπορτάζ (Η. Μαγκλίνης, Η Κα θημερινή, 29.12.2002) Ποίηση Αγγελίδου Κ.: Αλίανθος (Ν. Κοκκινάκη, Η Καθημερι νή, 10.12.2002) Αρδαβάνης Α.: Στο νοητό σύνορο των 160 (Τ. Δημητρούλια, διαβάζω, 435) Βαλαωρίτης Ν. (επιμ.): Αρ. Βαλαωρίτης. Ένας ρομα ντικό ς (Σ. I. Α ρ τεμ άκης, Ν α υ τ ε μ π ο ρ ικ ή , 14.12.2002) Γκόλφης Ρ.: Ποιήματα (Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Ελευ θεροτυπία, 13.12.2002) Δαράκη Ζ.: Το ακίνητο εν οδύνη (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Δημουλάς Β.: Η μάνα μου εκοιμήθη εν ειρήνη... (Δ. Κ. Μαγκλιβέρας, Πολιτικά θέματα, 13.12.2002) Ελευθερίου Μ.: Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου (Γ. Βέης, διαβάζω, 435) Ελευθερίου Μ.: Είναι άρρωστα τα τραγούδια (X. Δη μακοπούλου, Εστία, 28.12.2 00 2) (X. Ποντίδα, Τα Νέα, 14.12.2002) Ελύτης Ο.: Ποίηση (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθεροτυ πία, 1 3 .1 2 .2 0 0 2 ) (Μ . Σ α β β ίδ η ς , Το Βή μα, 22. 12.2002) Ζέρβας Γ.: Η πυξίδα της άνοιξης (Γ. Βέης, Νέα Εστία, 1.751) Καρατζάς Δ.: πότε μίλα πότε φίλα (Β. Κ. Καλαμα ράς, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Καρβέλης Τ.: Στην άβυσσο της λήθης (Β. Κ. Καλα μαράς, Ελευθεροτυπία, 13 .12.2002) (Γ. Παπακώστας, Η Καθημερινή, 3.12.2002) Κοντός Γ.: Η υποτείνουσα της σελήνης (Β. Κ. Καλα μαράς, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Κοσμόπουλος Δ.: Λατομείο (Γ. Βέης, Ελευθεροτυ πία, 6.12.2002) Κούρση Μ.: Έμεινα μέσα (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευ θεροτυπία, 13.12.2002) Λάζαρης Ν.: Το αόρατο νήμα (Γ. Σβώλος, Αυγή, 5.12.2002) Μαρκίδης Μ.: Παρά ταύτα (Μ. Φάις, Εντευκτήριο, 59) Μεγαλυνός X.: Καλοκαίρια και ενιαυτοί (Β. Κ. Καλα μαράς, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Πατρίκιος Τ.: Η πύλη των λεόντων (Β. Κ. Καλαμα ράς, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Πούλιος Λ.: Μωσαϊκό (Μ. Φάις, Εντευκτήριο, 59) Πρατικάκης Μ.: Το νερό (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθε ροτυπία, 13.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Σιώτης Ν.: Το ηλιοστάσιον των αγγέλων (Α. Ζήρας, Αυγή, 2 9 .1 2 .2 0 0 2 ) (Δ. Κ ούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Καβαλκάντι Γ.: Σονέτα και μπαλλάντες (Γ. Μπλάνας, Αυγή, 22.12.2002) Κόλεριτζ Σ. Τ.: Παγωνιά τα μεσάνυχτα (Β. Κ. Καλα μαράς, Ελευθεροτυπία, 6.12.2002) Χέλντερλιν Φ.: Ποιήματα (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθε ροτυπία, 6.12.2002) ΠεΖονοαωία Αβέρωφ Τ.: Αύγουστος (Ε. Κοτζιά, Η Καθημερινή, 15.12.2002) (Δ. Ρουμπούλα, Έθνος, 28.12.2002) (X. Λιοντάκης, Εντευκτήριο, 59) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Αθανασιάδης Κ.: Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (Μ. Πανώριος, Η Καθημερινή, 31.12.2002) Ανδρουλάκης Μ.: Τάνγκο του Τοε (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Αξιώτης Δ.: Πλωτές γυναίκες (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Αποστολίδης Α.: Λοβοτομή. Ελληνικό ταμπλόιντ (Τ. Γουδέλης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Βαλαωρίτης Ν.: Τα σπασμένα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Γαλανάκη Ρ.: 0 αιώνας των λαβυρίνθων (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Γιαννακοπούλου Ν.: Αμαρτωλέ μου άγγελε (Ε. Γκίκα, Έθνος, 1.12.2002) Γουδέλης Τ.: Η γυναίκα που μιλά (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Δαββέτας Ν.: Ιστορίες μιας ανάσας (Α. Ζήρας, Αυγή, 1.12.2002) Δάνδολος Σ.: Νάρκισσοι και κανίβαλοι (Γ. Λασκαράκη, Men, 1.12.2002) Δημητρακάκη Α.: Αντιθάλασσα (Μ. Πιμπλής, Τα Νέα, 21.12.2002) Δημητρίου Σ.: Τους τα λέει ο θεός (Α. Δήμου, Ρα διοτηλεόραση, 18.1 2.2 00 2) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Δουκίδου Λ.: Η Έλσα και οι άλλοι (Λ. Πανταλέων, διαβάζω, 435) Δούναβη Λ.: Το βυσσινί φουστάνι (Σ. Ζουμπουλάκης, Νέα Εστία, 1.751) Ζαρκαδάκης Γ.: Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστη κε (Μ. θεοδοσοπούλου, Το Βήμα, 1.12.2002) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 15.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
θλιμμένος Κ. Π.: Η γιαγιά μου τα Βαλκάνια (Λ. Κούσουλας, Νέα Εστία, 1.750) Καναβούρης Κ.: Υπόθεση ακοής (Κ. Βούλγαρης, Αντί, 13.12.2002) (Γ. X. Παπασωτηρίου, Βραδυνή, 14.12.2002) Κονομάρα Λ.: Μακάο (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθε ροτυπία, 29.12.2002) Κούλογλου Σ.: Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρο μείο (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Κουνενής Ν.: Δημόσια εγγραφή (Π. Μπουκάλας, Η Καθημερινή, 10.12.2002) Κυριλλίδης Β.: Αναστρέψιμα υλικά (Φ. Φιλίππου, διαβάζω, 435) Κωνσταντινίδου Τ.: Ανωτέρα βία (Ά. Χρονάκη, δια βάζω, 435) Κώνστας Γ.: Ενισχυτής αναμνήσεων (X. Δημακοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Λαπάτα Φ.: Οι κόρες του νερού (Τ. Βασιλειάδου, Ημερήσια, 28.12.2002) Μάντακα Μ.: Η προφητεία (Αλ. Δήμου, Ραδιοτηλεό ραση, 18.12.2002) Μάτεσις Π.: Σκοτεινός οδηγός (Γ. Βέης, Εντευκτή ριο, 59) Μιχαηλίδης Μ.: Η σκύλα και το κουτάβι (Κ. Καρακώτιας, Αυγή, 2 2 .1 2.2 00 2) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Πανσέληνος Α.: Ο κουτσός άγγελος (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Παπαδιαμάντης Α.: Χριστουγεννιάτικα διηγήματα (Σ. I. Αρτεμάκης, Ναυτεμπορική, 21.12.2002) Παπαστάθης Λ.: Η νυχτερίδα πέταξε (Η. X. Παπαδημητρακόπουλος, Ελευθεροτυπία, 6.12.2002) Παππά Λ.: Με θέα στο αθέατο (Δ. Κ. Μαγκλιβέρας, Πολιτικά θέματα, 13.12 2002) Παστάκας Σ.: Νήσος Χίος (Ν. Λάζαρης, Νέα Εστία, 1.750) Πεσμαζόγλου Β.: Αγίου Βαλεντίνου (Μ. θεοδοσο πούλου, Το Βήμα, 22 .1 2.2 00 2) (Π. Μπουκάλας, Η Καθημερινή, 10.12.2002) Πολιτοπούλου Μ.: Οίκος ενοχής (Μ. Στασινοπούλου, Εντευκτήριο, 59) Ρουσοχατζάκης Α.: Εδέμ (Ε. Κοτζιά, Η Καθημερινή, 1.12 .20 02 ) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 6.12 .20 02 ) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Στεργιόπουλος Κ.: Η κλειστή ζωή (Β. Χατζηβασιλείου, Εντευκτήριο, 59) ΣφακιανάκηςΆ.: Μπέιμπι σίτινγκ (Γ. X. Παπασωτηρί ου, Βραδυνή, 21.12.2002)
ΔΙΑΒΑΖΩ 121
Σφυρίδης Π.: Εσωτερική υπόθεση (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 13 .1 2.2 00 2) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 21.12.2002) Τσίκρας Α.: Μάτζικ, θα πει μαγεία (Φ. Φιλίππου, δια βάζω, 435) Τσιρκινίδης X.: Γιέλενα Απολλώνεια. Το κορίτσι των Βαλκα νίω ν (X. Δ ημ ακοπ ού λου , Εστία, 28.12.2002) Χαρτοματσίδης X.: Οι περιπέτειες του Μπρέγκα (Λ. Πανταλέων, διαβάζω, 435) Χατζηαναγνώστου Τ.: Πέρα απ' τη θύελλα (Α. Δή μου, Ραδιοτηλεόραση, 18.12.2002) Αλί Τ.: Στον ίσκιο της ροδιάς (Λ. Πανταλέων, διαβά ζω, 435) Απθείτα X.: Η Αριάδνη στη Νάξο (Γ. Β. Δαβός, Αυγή, 19.12.2002) Βάντεμπεργκ Φ.: Καίσαρ και Κλεοπάτρα (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Βαργκάς Φ.: Εξαφάνιση Ελληνίδας αοιδού (Γ. Κατσιαμπούρα, Αυγή, 1.12.2002) Βίλα-Μάτας Ε.: Μπάρτλεμπυ και Σία (Λ. Πανταλέων, Εντευκτήριο, 59) Βιντάλ Γ.: Η χρυοή εποχή (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Γιαλόμ Ί.: Στο ντιβάνι (X. Δημακοπούλου, Εστία, 2 8 .1 2 .2 0 0 2 ) (Κ. Σ χινά, Ε λευθεροτυπία, 20 .12 .2002 ) Γιουρσενάρ Μ.: Ο οβολός του ονείρου (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 29.12.2002) Γκάαρντερ Γ., Χαγκερούπ Κ.: Η μαγική βιβλιοθήκη (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Γκάσκελ Ε.: Χριστουγεννιάτικη θύελλα και λιακάδα (Κ. Μπλάθρας, Η Καθημερινή, 15.12.2002) Γκιο υρσέλ Ν.: Εικονογραφημένος κόσμος (Μ. Μπραουδάκη, Βραδυνή, 21.12.2002) Έλροϊ Τ.: Οι δρόμοι του δολοφόνου/Εγκλήματα κα τά συρ ρ οή ν (Τ. Γουδέλης, Ε λευθεροτυπία, 13.12.2002) Ζαπρισό Σ.: Παγίδα για τη Σταχτοπούτα (Τ. Γουδέ λης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) θέρκας X.: Στρατιώτες της Σαλαμίνας (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Κάλντεργουντ Ν.: Ο κώδικας της ανατροπής (Λ. Σταμάτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Καρντ Ό.: Εκπρόσωπος των νεκρών (Μ. Πανώριος, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Κάρτερ Σ.: 0 αυτοκράτορας του Οσιάν Παρκ (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 22.12.2002)
122 ΔΙΑΒΑΖΩ
Καστίγιο Α.: 0 διψασμένος (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) Κέρτες Ί.: Εγώ, ένας άλλος (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Κίμχι Α.: Όχι άλλα δάκρυα (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευ τος Τύπος Μήτση, 1.12.2002) Κινιάρ Π.: Οι περιπλανώμενες σκιές (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Κλάους 0.: Η θλίψη του Βελγίου (Κ. Σχινά, Ελευθε ροτυπία, 13.12.2002) Κόναν Ντόιλ Α.: Οι αναμνήσεις του Σέρλοκ Χολμς (Τ. Γουδέλης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Κόνραντ Τ.: Το πανδοχείο των δύο μαγισσών (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Κούντερα Μ.: 0 Ιάκωβος και ο αφέντης του (Μ. Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 14.12.2002) Κουτοί Τ.: Στην καρδιά της χώρας (X. Σπυροπούλου, Η Καθημερινή, 10.12.2002) Λάρσον Μ.: 0 μαγικός κύκλος των Κελτών (Α. Μα ντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Λίμα X. Λ.: Paradiso (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Λιμπέρα Α.: Η δασκάλα των γαλλικών (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 1 4 .1 2 .2 0 0 2 ) (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 1.12.2002) Λέσινγκ Ν.: 0 Μπεν στον κόσμο (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Λιόσα Μ. Β.: Η γιορτή του τράγου/Πότε πήραμε την κάτω βόλτα; (Τ. θ ε ο δ ω ρ ό π ο υ λ ο ς , Τα Νέα, 14.12.2002) Λεσάμα Λίμα X.: P a ra dis o (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυπία, 1 3 .1 2 .2 0 0 2 ) (X. Κορτάσαρ, Αυγή, 1.12.2002) Λογκότσα Ρ.: Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Λονγκ A.; Shadow Box (Γ. Ί. Μπαμπασάκης, Ελευ θεροτυπία, 6.12.2002) Λοτζ Ν.: Σκέψεις, σκέψεις (X. Σπυροπούλου, Η Κα θημερινή, 1.12.2002) Μακντόναλντ Ρ.: Υπόθεση Γκάλτον (Φ. Φιλίππου, Το Βήμα, 29.12.2002) Μαν Τ.: Δόκτωρ Φάουοτους (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) Μαρτέλ Γ.: Η ζωή του Πι (Α. Πελώνη, Τα Νέα, 1 4 .1 2 .2 0 0 2 ) (Κ. Σχινά, Ε λευθεροτυπία,
20.12.2002) Μέτερλινγκ Μ.: Επιλογή από το έργο του (Γ. Πεφάνης, Η Καθημερινή, 29.12.2002) Μισέ Αλ. Ντε: Γκαμιανί ή δύο νύχτες παραφοράς (Τ.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) (Γ. Ξενάριος, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Μίστρι Ρ.: Οικογενειακές υποθέσεις (Κ. Σχινά, Ελευ θεροτυπία, 13.12.2002) Μπάνβιλ Τ.: Η έκλειψη (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυ πία, 6.12.2002) Μπαρνς Τ.: England, England (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Μπεσόν Φ.: Όταν έφυγαν οι άντρες (Κ. Βελισσάρη, Το Βήμα, 29.12.2002) Μ πλίξεν Κ.: Άννα (Κ. Σχινά, Ελευ θερ ο τυπία, 13.12.2002) Ναμπόκοφ Β.: Λολίτα (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Ντος Πάσος Τ.: Μανχάταν Τράνσφερ (Σ. Νικολαϊδου, Τα Νέα, 28.12.2002) (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυ πία, 13.12.2002) θ ' Μ πράιενΈ.: Άγριοι Δεκέμβρηδες (Τ. Γουδέλης, Ελευθεροτυπία, 6.12.2002) Ουελμπέκ Μ.: Πλατφόρμα (Λ. Εξαρχοπούλου, δια βάζω, 435) (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) (Έ. Χουζούρη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Ουπαντγιάγι Σ.: 0 θεός κρύφτηκε στο Κατμαντού (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Παμούκ 0 .: Με λένε Κόκκινο (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Πουί Ζ. Μ.: Η τελευταία παγίδα (Τ. Γουδέλης, Ελευ θεροτυπία, 13.12.2002) Πρέσφιλντ Σ.: Άνεμοι πολέμου (X. Δημακοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Ροθ Φ.: Το ζώο που ξεψυχά (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Σάλτε Ν.: Με σκυμμένο κεφάλι (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Σινιάκ Π.: Κέρινες κούκλες (Γ. Ν. Μ πασκόζος, Εξπρές, 1.12.2002) Σούλτσε Ί.: Απλές ιστορίες (Γ. Βέης, Η Καθημερινή, 17.12.2002) Σταντάλ: Μίνα ντε Βάνγκελ. Η κάσα και ο βρυκόλακας (Ά. Καλογνωμής, διαβάζω, 435) Τζέιμς Π. Ντ.: Τεχνάσματα και επιθυμίες (Τ. Γουδέ λης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Τζοράλ Μ.: Ιστορίες μιας χαμένης εποχής (θ. Σκάσσης, Ελευθεροτυπία, 6.12.2002) Τσαβαρία Ν.: Το κόκκινο στο φτερό του παπαγάλου (Τ. Γουδέλης, Ελευθεροτυπία, 13.12.2002) Τσάγκας Ν. Μ.: Μπενζαμέν Κονστάν (Β. Κ. Καλαμα ράς, Ελευθεροτυπία, 6.12.2002) Τσάντλερ Ρ.: Η μικρή αδερφή (Τ. Γουδέλης, Ελευθε ροτυπία, 13.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
Φόκνερ Ο.: Η βουή και η μανία (Κ. Παπαγιώργης, Αθηνόραμα, 12.12.2002) Φράνζεν Τ.: Οι διορθώσεις (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 1 4 .1 2 .2 0 0 2 ) (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 2 2 .1 2 .2 0 0 2 ) (Κ. Σ χινά, Ελευ θερ ο τυπία, 13.12.2002) Χάισμιθ Π.: Αυτή η γλυκιά αρρώστια (Γ. Ν. Μπασκό ζος, Εξπρές, 1.12.2002) Χάισμιθ Π.: Το γυάλινο κελί (Τ. Γουδέλης, Ελευθε ροτυπία, 13.12.2002) Χάμετ Ν.: Το γεράκι της Μάλτας (Τ. Γουδέλης, Ελευ θεροτυπία, 1 3 .1 2 .2 0 0 2 ) (Γ. Ν. Μ πασκόζος, Εξπρές, 1.12.2002) Χάντκε Π.: Der B ild v e rlu s t Oder die Sierra de Gredos (Σ. Μοσκόβου, To Βήμα, 1.12.2002) Χιούστον N.: To τραγούδι της πεδιάδας/Το αποτύ πωμα του αγγέλου (Φ. Φιλίππου, διαβάζω, 435) Χιούστον Ν.: Χαμένος Βορράς (Σ. Παπασπύρου, Ελευθεροτυπία, 1.12.2002)
Μ ελέτες Δάλλας Γ.: Κωνσταντίνος θεοτόκης. Κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας (Γ. Κουβαράς, Η Κα θημερινή, 24.12.2002) Κοκόλης Ξ. Α.: 0 μεταφραστής Σεφέρης (Νικ. Λυκ. Φορόπουλος, διαβάζω, 435) Κωστίου Κ.: Η ποιητική της ανατροπής (Λ. Παπαλεοντίου, Εντευκτήριο, 59) Μακρής Ν.: Έρως και φιλοσοφία (Ε. Χωρεάνθη, Η Καθημερινή, 17.12.2002) Πολίτης Λ.: Οι βιβλιοκρισίες, 1926-1973. θέματα της λογοτεχνίας μας (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιοφό ρος της Κυριακής, 8.12.2002) Τσιρόπουλος Κ.: Τα δοκίμια των Ελλήνων (Γ. Κωβαίος, Η Καθημερινή, 2 4 .1 2.2 00 2) (Γ. Ν. Μπασκό ζος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 14.12.2002) Δ οκ ίιιια Αργυρίου Α.: Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του μεσοπολέμου (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Δημηρούλης Δ.: Παραλλάξ. Σύμμεικτα για τη λογοτε χνία και τη γλώσσα (Κ. Β ούλγαρης, αντί, 13.12.2002) Πολίτης Α.: Το μυθολογικό κενό. Δοκίμια και σχόλια για την ιστορία, τη φιλολογία και την ανθρωπολο γία (Α. Καλοκαιρινός, Νέα Εστία, 1.751) Στάινερ Τ.: Αξόδευτα πάθη (Σ. Ιγγλέση Μαργέλου, Νέα Εστία, 1.750)
ΔΙΑΒΑΖΩ 123
Στάινερ Τ.: Στον Πύργο του Κυανοπώγωνα (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Θέατρο Μαυρομούστακος Π.: Μολιέρος (Γ. Σαρηγιάννης, Τα Νέα, 14.12.2002) Μουσμούτης Δ.: 0 Ρώμας και το θέατρο (Μ. θεοδοσοπούλου, Το Βήμα, 29.12.2002)
ΕλεφάντηςΆ.: Minima Memorialia. Η ιστορία του παππού μου (Ε. Χοντολίδου, Εντευκτήριο, 59) Ζαχαριάς Κ.: 0 άγνωστος αντάρτης. Οδοιπορικό (Σ. Κακουριώτης, Αυγή, 12.12.2002) Ζώνα Γ.: Η ζωή με τον Πρόεδρο. Κοντά στον Πανα γιώτη Κανελλόπουλο (Ε. Ν. Μόσχου, Η Καθημερι νή, 24.12.2002) Κρίτσας Ν.: Ω! Τι ζωή! (X. Δημακοπούλου, Εστία,
21.12.2002) Ιστορία Βούλτεψης Γ.: Τζορτζ Πολκ. Χρέος για την αλήθεια (Φ. Πανταζής, Α δ έσ μευ τος Τύπος Ρίζου, 1.12.2002) Δημοσθένης: Κατά Φιλίππου Α' (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 1.12.2002) Κωφός Ε.: Η Ελλάδα και το ανατολικό ζήτημα, 1 8 7 5 - 1 8 8 1 (Β. Π εσ μαζόγλου, Τα Νέα, 28.12.2002) Ξενοφών: Ελληνικά (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 1.12.2002) Παπαγιαννάκης Ε.: Κρήτη. Η μεγάλη νύχτα, Ιούνιος 1 9 4 1 - Μάιος 1 9 4 5 (X. Δημακοπούλου, Εστία, 19.12.2002) Ρουμάνης Η.: 0 τορπιλισμός της Έλλης (X. Δημακο πούλου, Εστία, 19.12.2002) Γκοφ Ζ. λε: Οι διανοούμενοι στον Μεσαίωνα (Ν. Ε. Καραπιδάκη, Η Καθημερινή, 1 .1 2 .2 0 0 2 ) (Ρ. Μπενβενίστε, Αυγή, 22.12.2002) Μαζάουερ Μ.: Τα Βαλκάνια (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Μαζάουερ Μ.: Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου (Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομι κός Ταχυδρόμος, 21.12.2002) Μανφρέντι Β.: Ακρόπολη, η μεγάλη εποποιία της Αθήνας (Α. Π αναγόπουλος, Η Κ αθ ημ ε ρ ιν ή, 3.12.2002) Νάσιουτζικ Π.: Αμερικανικά οράματα στη Σμύρνη τον 19ο αιώ να (Κ. Παπαγιώργης, αθηνόραμα,
12.12.2002) Περίδου-Γκορέκι Α.: Η μόδα στην αρχαία Ελλάδα (Έ. Φαλίδα, Τα Νέα, 14.12.2002) Ρόγιεν Ρ., Ντερ Βεγκτ Σ.: Αστερίξ και Ιστορία (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Χόμπσμπαουμ Έ.: Ενδιαφέρουσες εποχές (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Μαρτυρίες Αποστολάτος Γ. (επιμ.): Συμπολεμιστές στο Μακεδο ν ικό Μ έτωπο (X. Δ ημ α κ οπ ού λ ου , Εστία, 19.12.2002)
124 ΔΙΑΒΑΖΩ
Ρουφογάλλη-Ρούνικ Ν.: Να γιατί... (X. Δημακοπού λου, Εστία, 28.12.2002) Χριστοδούλου Γ.: Ελ Αλαμέιν, Μέση Ανατολή, Μπάρντια. Η ιστορία ενός Αιγυπτιώτη Έλληνα στρατιώτη (X. Δημακοπούλου, Εστία, 19.12.2002) Καπισίνσκι Ρ.: Έ βενος/0 πόλεμος του ποδοσφαί ρου (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) Μιγιέ Κ.: Η σεξουαλική ζωή της Κατρίν Μ. (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Σπίλμαν Β.: 0 πιανίστας (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιο φόρος της Κυριακής, 15.12.2002)
Βενιζέλου Έ.: Στη σκιά του Βενιζέλου (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Μαλούχος Π.: Εγώ, ο Ιάκωβος (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Παπαδόπουλος Λ.: Όλα είναι ένα ψέμα (Π. Τατσό πουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Ακρόιντ Π.: Τ. Σ. Έλιοτ. Ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Βάγκνερ Γ.: Μίκης θεοδωράκης - Μια ζωή για την Ελλάδα (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Γιεβαρκόφ Α.: Κεμάλ Ατατούρκ (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Δουμάς Α.: Αλή Πασάς (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Κέρσοου 1.: Χίτλερ (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Μίλλερ Ά.: Αϊνστάιν - Πικάσο: ο χώρος, ο χρόνος (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Μουχίκα Μ.: Φρίντα (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Νέγκρι Τ.: Η ζωή μου - Από το Άλφα ως το Ωμέγα (Μ. Μητσός, Τα Νέα, 14.12.2002) (Π. Τατσόπου λος, Τα Νέα, 1.12.2002) Νιζίνσκι Β.: Ημερολογιακά τετράδια (Π. Τατσόπου λος, Τα Νέα, 14.12.2002) Όβερμπαϊ Ν.: Ερωτευμένος Αϊνστάιν (Κ. Κατσουλάρης, Το Βήμα, 29.12.2002) (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
O' ΜπράιενΈ.: Τζέιμς Τζόις. Η απόκρημνη όψη της μεγαλοφυΤας (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 1.12.2002) (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Σαλντιβάρ Ν.: Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές. Το ταξίδι στην πηγή (Π. Τ ατσ όπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Τσάρτερς Ά.: Τζακ Κέρουακ (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002) Φερναντέζ Ν.: Δικαστήριο τιμής. Η ζωή και ο θάνα τος του Τσαϊκόφσκι (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 14.12.2002)
Γκράχαμ Κ.: Χριστούγεννα στο σπίτι (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Εθνικό Ίδρυμα Κάρλο Κολόντι: Οι περιπέτειες του Πινάκιο σε κόμικς (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Ζακ Μ.: Οι γενναίοι του Ρέντγουολ (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Κέστνερ Έ.: Η συνέλευση των ζώων (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Κλοέτ Κ.: Το Γουρουνάκι-Κουμπαράς (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Κομίντα Λ.: Ένα δέμα με ονοματεπώνυμο Μικέλε Κρ ισ μ άνι (Ε. Σ αραντίτη, Ελευθερ οτυπία,
Βαλάση Ζ.: Το Ναυτάκι (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυ πία, 20.12.2002) Γιαννακοπούλου X.: Η απέναντι μοναξιά (Ε. Σαραντί τη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Δρίζου Φ.: Πελαγία - Η γοργόνα των Κυθήρων (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Εκδ. Παπαδόπουλος: Τα ωραιότερα παραμύθια της Ανατολής (Ε. Σαραντίτη, Ελευ θερ ο τυπία, 20. 12.2002) Ευαγγελάκου Κ.: Η αγέλαστη βασίλισσα και το θυ μω μένο τόξο (Ε. Κοτζιά, Η Κ α θ ημ ερ ινή, 29.12.2002) Ηλιόπουλος Β.: Ο δικός μας Άγιος Βασίλης (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ιακώβου Ά.: 0 ατρόμητος Αβέρωφ (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ιωαννίδου Ό.: Η μάγισσα Σάσα και οι μαγικοί αθλητι κ ο ί αγώνες (Ε. Σαραντίτη, Ελευθερ οτυπία, 20.12.2002) Κοντολέων Μ.: Η υφήλιος των παραμυθιών (Λ. Ψα ραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) ΛοΤζου Μ.: 0 αθάνατος γαϊδαράκος (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου Λ.: Τα τέρατα του λό φου (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ρώσση-Ζαΐρη Ρ.: Μια μαμά για μένα (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Τσιαμποκάλου Γ.: Ο κύριος Αλφάλφα (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Χατζή Γ.: Ολυμπία και Ολύμπια (Ε. Σαραντίτη, Ελευ θεροτυπία, 20.12.2002) Χατζημανώλη Ά.: Χρόνια πολλά (Ε. Σαραντίτη, Ελευ θεροτυπία, 2 0 .1 2 .2 0 0 2 ) (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ψαραύτη Λ.: Οι περιπέτειες της τεμπελοχελώνας (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002)
Λάνγκεν Α.: Χριστουγεννιάτικα γράμματα από τον Φέλιξ (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Λέβι Ν.: Το μυστικό μου ημερολόγιο (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Λελάρζ Φ.: Χριστουγεννιάτικες ιστορίες (Ει. Μπελλά, Βραδυνή, 21.12.2002) Μουρ Κ.: Η νύχτα πριν τα Χριστούγεννα (Λ. Ψαραύ τη, Τα Νέα, 14.12.2002) Μπριμπό Τ.: Το δώρο της παπλωματούς (Λ. Ψαραύ τη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ουίλσντορφ Ά.: Ποιος θα βοηθήσει τον Αϊ-Βασίλη; (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Ουίλσον Τ.: Εικονογραφημένη μαμά (Γ. Σ. Παπαδάτος, διαβάζω, 435) Πιτσόρνο Μ.: Η Λαβίνια και το μαγικό δακτυλίδι (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Ρομέν Μ .: Μαγική νύχτα (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Σαίξπηρ Ου.: Όνειρο καλοκαιρινής νυχτός - προσαρ μογή: Μ. Κ όβιλ (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Σολοτάρεφ Γ.: Φθινοπωρινές ιστορίες (Ε. Σαραντί τη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Στόνερ Α.: 0 μικρούλης Αϊ-Βασίλης (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Τάουνσον X.: 0 μπαμπάς σου και η μαμά σου (Λ. Ψαραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Τζόνσον Π.: Στο πλευρό του μπαμπά (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) ΤόμσονΈ.: Η νεράιδα Ευτυχία-Επιθυμία/Η Φιλία και το Ν ερα ϊδο σ χο λείο (Λ. Ψ αραύτη, Τα Νέα, 14.12.2002) Τουρνιέ Μ.: Ένα παιχνίδι για βασιλιάδες (Ε. Σαραντί τη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Χόροουιτς Ά.: Το μυστικό του Άγνωστου Ιππότη (Ε. Σαραντίτη, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002)
20.12.2002)
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 125
Ταξιδιωτικά ■Οδοιπορικά Δημητράκης Α.: Τα πέτρινα γεφύρια της Ελλάδας (X. Δημακοπούλου, Εστία, 2 1 .1 2 .2 0 0 2 ) (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 7.12.2002) Μονοκρούσος Λ.: Ταξιδιωτικές στιγμές (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 7.12.2002) Φυντανίδης Σ.: Απόδραση σε τέσσερις ηπείρους (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 21 .1 2 .2 0 0 2 ) (Κ. Σχινά, Ελευθεροτυπία, 20.12.2002) Μισό Α.: Εκουαδόρ. Ταξιδιωτικό ημερολόγιο (Α. Σουλογιάννη, διαβάζω, 435) Μποτόν Α. ντε: Η τέχνη του ταξιδιού (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Παζολίνι Π. Π.: Το άρωμα της Ινδίας (Μ. Πιμπλής, Τα Νέα, 28.12.2002) Φίγκες Ο.: Ο χορός της Νατάσα (Ρ. Βρανάς, Τα Νέα, 14.12.2002) Λευκώιιατα Γαλατά Π.: Μύκονος, το νησί του φωτός (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Δημητρίου Α.: Τα πέτρινα γεφύρια της Ελλάδας (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Εκδ. Αδάμ: Δ. Κοκκινίδης (Λ. Καζαντζάκη, Αυγή, 29.12.2002) Καρδάσης Β.: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα, 1 8 9 6 -1 9 0 6 (Α. Δ ήμου, Ραδιοτηλεόραση, 7.12.2002) (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Λυδάκης Σ.: Αρχαία ελληνική ζωγραφική (Π. Κατηρ μετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Μανουσάκης Σ.: Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των πό λεων (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 1 8 .1 2.2 00 2) (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Μάξιμος Π.: Γιάννης Ρήσος. Εικαστικά (Π. Κατηρμε τζή, Τα Νέα, 14.12.2002)
Μαυρομάτης Σ.: Φωτογραφίες 1975-2002. (Π. Κα τηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Μήλλας Α.: Πέρα. Το σταυροδρόμι της ρωμιοσύνης (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Μητρόπουλος Κ.: Τα καλύτερα άγρια μωρά (Π. Κα τηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Παυλόπουλος Τ.: Ταμ-ταμ (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Ριζοσπάστης: Κατοχή-Δεκεμβριανά (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 15.12.2002) Σολδάτος Γ.: Διά του κατόπτρου (Λ. Καζαντζάκη, Αυ γή, 2 2 .1 2 .2 0 0 2 ) (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Σοφιανός Δ. Ζ.: Μετέωρα (X. Δημακοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Τόπης Α.: Αλεξάνδρεια (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Τρίτση-Μουλχάουζερ Σ.: Μεσολόγγι. 0 τόπος και οι άνθρωποι (X. Δημακοπούλου, Εστία, 28.12.2002) Τσαπίλης Π. (επιμ.): Μαρία Κόλλας (Ν. Δοντάς, Η Καθημερινή, 1.12.2002) Τσούλος Π.: Ρόπτρα, θύρων απόηχοι (X. Δημακο πούλου, Εστία, 28 .1 2.2 00 2) (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002)
Φάις Μ.: Η πόλη στα γόνατα (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Αρτί-Μπερτράν Γ.: Με θέα την Ελλάδα (Ν. Βατόπουλος, Η Καθημερινή, 14.12.2002) Γκαρσία Φ., Σόλα Ό.: Τσε, εικόνες μια ζωής (Π. Κα τηρμετζή, Τα Νέα, 14.12.2002) Άρθρα - Επιφυλλίδες Πετρόπουλος Η.: 0 κουραδοκόφτης (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 14.12.2002) Μ
Στο δελτίο κριτικογραφίας περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των βιβλίων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.
126 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2003
ανοιχτή γραμμή
ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
ΠΑΤΙ «ΔΙΑΒΑΖΩ»;
«Αν ζούσαν αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι, ο Όμηρος, ο Αριστοτέλης, ο Πλούταρχος, ο Παπαδιαμάντης και τόσοι και τόσοι άλλοι, δε θα τρέχαμε να τους ακούσουμε για τα σημαντι κά πράγματα που έχουν να μας πουν; Γιατί, λοιπόν, να μη διαβάζουμε τα έργα τους;» Με αυτό τον απλό και παραστατικό τρόπο αναρωτήθηκε για την έλλειψη βιβλιοφιλίας στη χώ ρα μας ο πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωστής Στεφανόπουλος σε μια αντιπροσωπεία, που τον είχαμε επισκεφθεί επ’ ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Εκπαιδευτικών. Και βε βαίως ως λαός δεν μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι είμαστε υπερήφανοι για τον πολιτισμό των προγόνων μας -κορυφαία έκφραση της ανθρώπινης ιστορίας- όταν σήμερα εμείς δεν επιζητούμε με πάθος την πνευματική μας καλλιέργεια. Η φραστική επίκληση μιας πα λιάς αίγλης δε σημαίνει απολύτως τίποτα. Εκείνο που έχει οημασία είναι αν η σημερινή μας προσπάθεια στοχεύει και κατατείνει στην αναζήτηση των πραγματικών νοημάτων της ζωής. Και αυτό μπορεί να υπηρετηθεί με τη διαρκή, συστηματική και επίμονη περιδιάβα σή μας στα γοητευτικά πεδία της γνώσης. Στη σύγχρονη πραγματικότητα έχουμε και μια α ντίφαση ιδιαίτερα σημαντική: παρά το γεγονός της εντυπωσιακής ανάπτυξης της εκπαίδευ σής μας τις τελευταίες δεκαετίες, η σχέση μας με το αξιερώτητο και με τη βαθύτερη έν νοια της μόρφωσης παραμένει σε εκκρεμότητα. Ίσως γιατί προσεγγίζουμε την εκπαίδευ ση με τη χρησιμοθηρική ματιά της επαγγελματικής και μόνο ανέλιξής μας. Παρ’ όλα αυτά είμαι αισιόδοξος, γιατί οι νέοι μας «σκύβουν» όλο και περισσότερο στις σε λίδες των βιβλίων. Γιατί γνωρίζουν καλύτερα απ’ όλους ότι το μέλλον διαμορφώνεται στο περιεχόμενο της παιδείας και της μάθησης. Και εμείς οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε ότι επι τυγχάνουμε στο σύνθετο έργο της αγωγής όταν προάγουμε την έννοια της αρετής και ό ταν λαμπαδιάζουμε την κρυφή φλόγα της μάθησης, που έχει κάθε άνθρωπος μέσα του. Στα σχολικά μας χρόνια και στις φτωχές αγροτικές περιοχές που μεγαλώσαμε δεν είχαμε βιβλία. Βουτάγαμε τα λιγοστά βιβλία από το σχολείο και τα διαβάζαμε ξανά και ξανά, μέχρι που μαθαίναμε ολόκληρες σελίδες από τα μυθιστορήματα του Βερν και της Π. Δέλτα απέ ξω σαν ποίημα της 25ης Μαρτίου. Η ακόρεστη δίψα μάς οδηγούσε στο «δημόσιο» δρόμο, που πέρναγε το λεωφορείο της συγκοινωνίας, για να μαζέψουμε πεταμένα κομμάτια εφη μερίδας, να τα ταιριάζουμε και να τα διαβάσουμε. Διαβάζαμε για την κρίση στο Σουέζ, για τον Κένεντι, για τη ΝΑΣΑ που θα έστελνε ανθρώπους στο φεγγάρι. Δεν τα καταλαβαίναμε, αλλά τα διαβάζαμε πάλι και πάλι, γιατί βιβλία δεν υπήρχαν. Σήμερα η ίδια η χαρά αυτού του κυνηγητού με οδηγεί να μαθαίνω σχεδόν για όλα τα νέα βιβλία που γεννιούνται κάθε μέρα. Να σημειώνω ποια θα αγοράσω και ποια θα διαβάσω, με την ίδια επιμέλεια που μάζευα τις σκισμένες εφημερίδες. Γι’ αυτό κρατάω το διαβάζω του μήνα στην τσάντα μου, όχι μόνο γιατί μου δίνει το πανόραμα τόσων χιλιάδων σελίδων, αλλά και γιατί έχει τον τίτλο «διαβάζω». Γιατί αυτό το ρήμα μπορεί να δηλώνει καλύτερα α πό κάθε άλλο αντίστοιχο τη δυνατότητα ανακάλυψης του εαυτού μας... Νίκος Τσούλιας Πρόεδρος της ΟΛΜΕ
Επιστολές επίσης μπορείτε να στέλνετε στο e-mail του περιοδικού: diavazo@ath.forthnet.gr
ΦΕΒΡΟΥΡΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 127
IIII//
Η περιπέτεια της γραφής Γράφουν είκοσι πεζογράφοι και ποιητές
σε πρώτο πρόσωπο
Γιαν Μαρτέλ «Η παγκοσμιοποίηση είναι μια επικίνδυνη φαντασίωση»
επίσης θα βρείτε: αυτογραφία Δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι, ω ρ α ία μ ο υ π ο υ λ ά κ ια δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι, δ ε ν υ π ά ρ χ ε ι γ ια μ έ ν α θ ε ό ς απο τη μ ιμικά κρανακη
χωρίς λογοκρισία 0 συγγραφέας ως πριμαντόνα... απο τον αλεξη ζηρα με αφορμή ένα βιβλίο Ο ι μαρξιστικές ρίζες της ψυχανάλυσης απο τον βαγγελη πανταζη scriptorium Η απορία του Η . Π . ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟ μια παράσταση 0 Γλάρος τ ο υ Ά . Τ σ έ χ ο φ (θ έ α τ ρ ο Κ ε φ α λ λ η ν ία ς ) απο τη ςανια περδικαρη ξένη γραφή P a x A m e r ic a n a - Η C I A κ α ι οι α μ α ρ τ ίε ς τ η ς Α μ ε ρ ικ ή ς απο τον ηλια μαγκλινη Κ ι ε ν Ν γ κ ο υ γ ιέ ν , Χ ο σ έ Λ ε σ ά μ α Λ ίμ α απο τη χρυσά ςπυροπουλου
Κριτικές και παρουσιάσεις τριάντα νέων βιβλίων. Τα εμπορικότερα βιβλία του μήνα. Βιβλιογραφικό δελτίο. Κριτικογραφία κ.ά.
128 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΗΝΑΣ 2003
Δύο μεγάλοι συγγραφείς συναντιούνται στην ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΜΑΤ ΚΟΕΝ Η τ ε λ ε υ τ α ία φ ο ρά « ο υ το ν είδ α
Μετά από το Και το λίγο φως στη νύχτα φτάνει και Το βιβλιοπωλείο των κρυφών μηνυμάτων, ο βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Καναδικής Λογοτεχνίας Ματ Κοέν συγκλονίζει το αναγνω στικό κοινό με ένα μυθιστόρημα που κρίθηκε ως το καλύτερό τού. “Έ ν α βιβλίο με ιδιότροπη, παράδοξη σοφία. Ο Ματ Κοέν ζει το ταξίδι της γραφής με μονα δική πληρότητα και ένταση;” Margaret Atwood “Ο Κοέν αποδεικνύει ότι μπορεί να αναδείξει το λυρισμό στη γραφή του και πως αυτό το εξαιρετικό συγγραφικό στιλ είναι αποτέλεσμα ενός εξίσου εξαιρετικού μυαλού.” Books in Canada
ΜΟΡΙΣ ΖΕΝΕΒΟΥΑ Ο δ ολο φ όνο ς
"Πιστεύω πως είναι ο μοναδικός δολοφόνος που συνάντησα στην καριέρα μου. Δεν υπερα σπίστηκε ποτέ τον εαυτό του κι ας .ήξερε πως έπαιζε το κεφάλι του. Εγώ που τόσα χρόνια αγωνιζόμουν με τέτοιο πάθος ενάντια σε όσους είχαν σκοτώσει, δεν μπορούσα να χρησιμοποιή σω στο ελάχιστο την πείρα μου ως δικαστής για να αντιμετωπίσω αυτόν τον άνθρωπο. Τι γελοία εμπειρία και τι κίβδηλη η δικαιοσύνη που απένειμα...” Το κλασικό μυθιστόρημα του ακαδημαϊκού Μορίς Ζενεβουά για τα άδηλα της ανθρώπινης ψυχής βρίσκεται για πρώτη φορά στη διάθεση του ελληνικού κοινού. Ε Μ Π Ε ΙΡ ΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
.
Ο δολοφόνος
ΚΕΝΤΡΙΚΟ: Μεσογείων 74,115 27 Αθήνα, τηλ. 210 7777788, fax. 210 7757757, e-mail: empiria@otenet.gr ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Ζωοδ. Πηγής & Μεταξά Α. 1,106 81 ΑΘΗΝΑ, τηλ./fax. 210 3303760
ΑΡΗΣ ΣΦ ΑΚΙΑΝΑΚΗΣ Ά νο ιξε δ ικη γο ρ ικ ό γ ρ α φ είο , α λ λ ά ξέ μ ε ιν ε από υπ οθέσ εις. Π α ντρ εύτη κ ε, όμω ς του έ μ ε ιν ε το σ τεφ ά νι. Φ λ έρ τα ρ ε τη ν αγαπ ημένη τού φ ίλο υ του , μα λ ο γ ά ρ ια ζ ε χω ρίς τον ξενοδόχο.
Κάποια στιγμή ητύχη τον ευνόησε να γίνει πατέρας. Ωστόσο ε κ ε ίν ο ς π ρ ο τιμ ά ε ι το ν ιπ π όδρομο μ ε τη ν π α λιο π α ρ έα από το τσ ίρ κο το
Α Ρ Η Σ ΣΦ Α Κ ΙΑ Ν Α Κ Η Σ
Ενας άντρας ΠΟ Υ ΕΧΕΙ ΧΑΣΕΙ ΤΟ Δ Ρ Ο Μ Ο ΚΑΙ ΤΗ Ν Ψ ΥΧΗ ΤΟΥ. Υ π ά ρ χ ε ι κ ά ν ε ις ΝΑ ΤΟ Ν ΠΑΡΕΙ Α Π* ΤΟ Χ Ε Ρ Ι;
Γ Ε Ν Ν Α Δ Ι Ο Υ
3.
ι ο
6
78
Α Θ Η Ν Α ,
τ η λ . :
2 1 0 3 8 0 9 7 1 2