αφιέρωμα
Κώστας Ταχτσής ανέκδοτα κείμενα
μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου · 5/2003 · 7,34 €
διαβάζω Β ρ α σ ίδ α ς Κ α ρ α λ ή ς Μνήμη Κίμωνα Φράιερ. Μ ιμ ικ ά Κ ρα νά κη Ένα πρω ί στο Alim enta. Β α γ γ έ λ η ς Π α ν τα ζή ς Οι εφιάλτες στην εξουσία. Η λ ία ς Μ α γ κ λ ίν η ς Το σύνδρομο του Περσικού Κόλπου. Α μά ντα Μ ιχ α λ ο π ο ύ λ ο υ Γιατί σκότωσα την καλύτερη μου φίλη. Irvin Y a lo m Στο ντιβάνι.
440
βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ Ν εες Ε κδόσεις ΜΠΕΝΟΥΑ ΝΤΥΤΕΡΤΡ
Το ταξίδι στη Γαλλία (ΒΡΑΒΕΙΟ MEDICIS 2001)
Ο Λάκηε Προγκίδηε και ο Σταύροε Ζουμπουλάκηε συζητούν με τον συγγραφέα στο
ΓΑΛΛΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΑΘΗΝΩΝ Δευτέρα 26 Μαΐου 2003, ώρα 19.30'
ΠΑΠΙΝΙΑΝΟΣ
Ο δικηγόροε
Ο Κωνσταντίνοε Καραμανλήε του δίδαξε την τάξη και τη σχολαστική μελέτη. Ο Αριστοτέληε Ωνάσηε του δίδαξε τη μαγεία των διαπραγματεύσεων, αλλά και την αξία τηε «προληπτικήε νομικήε». Μια κατάθεση σπουδήε και εμπειριών από έναν επιφανή και έγκριτο νομικό.
info@hestia.gr · www.hestia.gr
τι θα βρείτε πού
No 440 · ΜΑΙΟΣ 2003 · ISSN 1106-1383
στην αγορά
15
ακούς εκεί
16
χωρίς λογοκρισία 0 πόλεμος, οι αυθόρμητοι και οι στοχαστικοί: στην ίδια αρένα! αλεηης ζηρας............................................................
18
αυτογραφία Ένα πρωί στο Alimenta μιμικά κρανακη.....................
Ιιαβάζω
με αφορμή ένα βιβλίο Οι εφιάλτες στην εξουσία ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ...........................................................................
24
scriptorium Η επινόηση συνομιλητή. Ημερολόγιο ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ.......................................................................
26 28
από ΤΟ μέλλον... ΠΑΝΟΣ φιλιππακοπουλος .
ξένη γραφή........................................................................................ 30 Το σύνδρομο του Περσικού Κόλπου ηλιας μαγκλινης ..................................... 30 Πολεμικό σχέδιο: Ιράκ! ηλιας μαγκλινης .......................................................... 31 Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941) χρυσά ςπυροπουλου..........................................32 Μάικλ Κάνιγχαμ χρυσά ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ.................................................................34 άρθρο Μνήμη Κίμωνα Φράιερ (1911-1993). Ένα κείμενο ευγνωμοσύνης ΒΡΑΣΙΔΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ.......................................................................................................36 με νωπό μ ελ ά νι..................................................................................44 Συνεργάστηκαν οι: θαναςης αντ. βασιλείου, τιτικα δημητρουλια, κώστας θεολογου, ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ, ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ, ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ, ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ, ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΠΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΔΑΤΟΣ, ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΠΑΝΝΗ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ αφιέρωμα Κώστας Ταχτσής (1927-1988) επιμελεια: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ........
76
Εισαγωγικό..........................................................................................................77 Μυθιστορηματική δεξιοτεχνία στο Τρίτο στεφάνι ΑΘΗΝΑ ΒΟΥΠΟΥΚΑ................ 78 Η τραγωδία της μικροαστικής τάξης βρασίδας καραλης
87
Ο Ταχτσής και το περιοδικό Πάλι απο το αρχείο του γιωργου ζεβελακη........96 Η ακένωτη παρουσία του Κώστα Ταχτσή θαναςης νιαρχος...........................102 Ανέκδοτη επιστολή του Κώστα Ταχτσή στον Αλέκο Φασιανό
104
Ανέκδοτο απόσπασμα από το Φοβερό βήμα ..............................
105
βιβλιογραφικό δελτίο ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΦΗ ΑΠΑΚΗ...........................................................109 δελτίο κριτικογραφίας ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ................................................ 120 στο επόμενο τεύχος.......................................................................... 128
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 1
Γ ΙΝ Ε Τ Ε Τ Ω Ρ Α Σ Υ Ν Δ Ρ Ο Μ Η Τ Ε Σ Σ Τ Ο
διαβάζω Κ Α Ι Κ Ε Ρ Δ ΙΣ Τ Ε Τ Ρ ΙΑ Τ Ε Υ Χ Η
Για ένα χρόνο (11 τεύχη - το ένα διπλό) πληρώνετε αντί 8 0,74 €
μόνο 58 €
Σπουδαστική: 53 € Βιβλιοθήκες-Ιδρύματα: 91 € ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ ΚΥΠΡΟΥ: Ετήσια: 93 €. Βιβλιοθήκες-Ιδρύματα: 12J6 € ΕΥΡΩΠΗ: Ετήσια: 115 €. Βιβλιοθήκες-Ιδρύματα: 157 € ΑΜΕΡΙΚΗ & ΛΟΙΠΕΣ ΧΩΡΕΣ: Ετήσια: 115 $ ΗΠΑ (124,87 €). Βιβλιοθήκες-Ιδρύματα: 150 $ ΗΠΑ (162,88 €) Παλιά τεύχη:
7,34 €
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Α. Σπάθή, Ανδρέου Μεταξά 2 6 ,1 0 6 81 Αθήνα, τηλ.: 210 33.01.241, τηλ. & fax: 210 33.01.315
5 J J oseph C onrad ■
3 Προσωπικό ημερολόγιο
G f u n r r r
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΤΙΝΟΣ________
ΣΤΟ ΓΕΜΙΣΜΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ "Υστερα άπό μισό αιώνα ό Δημήτρης αισθάνεται τήν άνάγκη ν’ ανοίξει τήν καρ διά του σ’ ένα στενό του φίλο μιλώντας του για μια παλιά ιστορία πού σημάδεψε ανεξί τηλα τή ζωή του. Καθώς ή άφήγηση προ χωρεί, ξεδιπλώνεται μια ζωή μοναχική, γεμάτη μόχθο καί κακουχίες πού κύλησε μέσα σέ ψαρόβαρκες, σέ ποστάλια καί σέ ποντοπόρα του έμπορικοΰ ναυτικού. Μια ζωή βασανισμένη, ένα άτέλειωτο ταξίδι, πού τό ’κάνε ακόμα πιο μακρύ ή φυλακή τού καραβιού, ή σκληρή δουλειά καί ή άγωνία τής θάλασσας.
Τυχαία, όπως όλα συνήθως συμβαίνουν στή ζωή, δυό άντρες μέ «υπερφυσικές» ιδιότητες θ’ άγαπήσουν τήν ίδια γυναίκα, ό καθένας μέ τό δικό του τρόπο. Σ ’ όλη τους τή ζωή, μέχρι τήν τελική τους άναμέτρηση, ό ένας θά γίνει ή «σκιά» τού άλλου σ’ ένα περιβάλλον βίαιο, συνωμοτι κό, πού τό μίσος σιγάζει μόνο μέ τό έγκλημα. Κι όλ’ αύτά πίσω άπ’ τό μεσαι ωνικό κάστρο τής Ρόδου, λίγο πρίν οί Ίω αννίτες ιππότες έγκαταλείψουν τό νησί.
ΜΙΧΑΗΛ ΚΟΚΚΙΝΑΡΗ
ΕΛ ΧΑΚΙΜ Ο ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ Μαυροκορδάτου 7, 106 78 Αθήνα, Τηλ.: 210 33 04 196
Μ Ε Τ Α ΙΧ Μ ΙΟ
Ε Λ Λ Η Ν Ε Σ Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ε Σ ΣΤΟ
λ ο γ ο τ ε χ ν ί α
6, 7, 8 διηγήματα Είκοσι ένας συγγραφείς και τα ισάριθμα διηγήματα τους στους τρεις αυτούς τόμους συμπληρώνουν την επιτυχημένη λογοτεχνική σειρά.
7
ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΞΙΩΤΗΣ ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΥΛΩΤΗΣ Η. X ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
ΘΟΔΩΡΗΣΓΚΟΝΗΣ ΛΙΛΥ ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΑΘΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΤΑΚΗΣ
ΝΙΚΟΣ Ν1ΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ Η κόρη του δραγουμάνου
Ο
ΚΩΣΤΑΣ ΑΡΚΟΥΔΕΑΣ ΜΗΝΑΣ ΒΙΝΤΙΑΔΗΣ ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ψυχές με στόμα
Προλόγισμα: Χριστόφορος Μηλιώνης
ΝΙΚΟΣΝΙΚΟΛΑΟΥ-ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ψυχές με στόμα Τέσσερις ιστορίες Ανθρωπιά, συγκίνηση και χιούμορ σ’ αυτή τη συλλογή διηγημάτων, με φόντο την Κύπρο του χθες και του σήμερα.
ΣΛΚΗ2ΣΣΡΕΦΛΣ ΑποστολήστηΓη
Ιστορίες γυναικών και ανδρών που ξαφνικά βλέπουν τον κόσμο να αλλάζει πρόσωπο. Μόνο και μόνο επειδή βγήκαν από το στόμα τους ή άγγιξαν τ’ αυτιά τους κάποιοι ψίθυροι.
ΣΑΚΗΣ ΣΕΡΕΦΑΣ Αποστολή στη Γη
' Λ* Στηχώρατου Νεντίμ
^
Jt*1 !ί
ΚΩΣΤΑΣ ΛΟΓΑΡΑΣ Στη χώρα του Νεντίμ μύριζε πεύκο Απ’ το Ιόνιο ως το Ικόνιο I Αποστολή στη Γη για δύο εξωγήινα πλάσματα, τα οποία φτάνουν στη Θεσσαλονίκη και ανακαλύπτουν — όλο έκπληξη— τον κόσμο των ανθρώπων.
YC
Γΐ Λ Λ
Τ Α
Χρώμα Ελλάδας και μυστικά της Ανατολής σε ένα Οδοιπορικό στις αχανείς εκτάσεις της Μεσοτουρκίας.
D I D A
Ι Π Π Π Λ
Π
A
®
ΣΥ ΓΧ ΡΟ Ν Η ΕΠΟΧΗ
Στ. Παπαγεωργάκης Η Ικαρία στη θύελλα
Κ. Καραγκιαούρης Πινελιές από την Κατοχή και την Αντίοταση
Β. Λιόγκαρης Τι είδε η Γιαομίν;
Μ. Αλειφεροποΰλου-Χαλβατζή Μάνααα...
Κ. Θεοχάρους Αυγούστα θεοδώρα Ιστορικό μυθιστόρημα
Τ. Ζόμπολας Α. Παπάκου-Λάγου «Εξ οικείοι) σφάλματος» Ανδρόνικος Α Κομνηνός ο «Φιλόλαος» Ιστορικό μυθιστόρημα
Λ. Κανέλλης Ο Αον Κιχώτης σε νέες ιτεριπέτειες
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΕΒΕ Σόλισνος 130,106 81 Αθήνα, Τηλ.: 2103820835,2103823649, Fax: 2103813354, http:/www.sep.gr, e-mail: info@sep.gr Κεντρική διάθεση: Μαυροκορδάτου 3, Τηλ.: 2103829835,2103808132, Fax: 2103829814 Βιβλιοπωλεία: 1. Αθήνα, Μαυροκορδάτου 3, Τηλ.: 2103829835,2103808132 2. Θεσσαλονίκη, Μπακατσέλου 3 & Εγνατία 65, Τηλ.: 2310283810. 3. Γιάννενα, 28ης Οκτωβρίου 19, Τηλ.: 2651038090
Ενα ξεχω ριστό μυθισ τόρ ημα
Κάιια Κιοοονέρνη 01 ΜΑΤΙΕΣ ΠΟΥ ΤΗΣ ΕΛΕΙΨΑΝ Κ Ο Ν Τ Α
Σ ΑΣ
ΣΕ
ΟΛΑ
ΤΑ
Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΟ: Μεσογείων 74 & Μιχαλακοπούλου, 115 27 Αθήνα,
τηλ.: 210 7777788, fax: 210 7757757 e-mail: empiria@otenet.gr ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Ζωοδ. Πηγής & Μεταξά Α. 1, 106 81 Αθήνα,
ιηλ,/fax: 210 3303760
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ
ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ για
αν α γ ν ώσ τ ε ς
με απ αι τήσ ε ι ς
Η πατρίδα των ονείρων τους δεν έχει σύνορα! Μ ια ιντερνασιονάλ συντροφιά που κινείται μεταξύ Ελλάδας και Αγγλίας. Οι σύγχρονοι μετανάστες του έρωτα και της πολιτικής στη νέα Ευρώπη. Ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα για την ξενιτιά, τον έρωτα, την πολιτική, τη φιλία, αλλά και
Αγάπες που φυλλορροούν ή δυναμώνουν μέσα σε δύσκολες καταστάσεις! Ο πόλεμος καταδίκασε έναν έρωτα στην προκυμαία της Σμύρνης το 1922. Η Ισμήνη φεύγει για την Ελλάδα μ ε κειμήλιο ένα δαχτυλίδι κι ένα πικρό μυστικό...
Από τη συγγραφέα της πολύκροτης βιογραφίας του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος. Η ζωή του Κωστάγγελου Αργυρίου με φόντο τη Λευκάδα και τον 20ό αιώνα της Ελλάδας και της Ευρώπης. Μ ε αγωνία και κάθαρση!
Η
Η πραγματική ιστορία της υπέροχης Αθηνάς, που ξεκίνησε αρχόντισσα από ένα ελληνικό νησί για να ταξιδέψει σε κόσμους μακρινούς και να γνωρίσει βασιλιάδες, καλλιτέχνες και τυχοδιώκτες.
Μαυρομιχάλη 1 ,1 0 6 79 Αθήνα · Πεσμαζόγλου 5 (Στοά Βιβλίου), 105 59 Αθήνα Τηλ.: 210 33 02 234-6 Fax.: 210 33 02 098 · www.psichogios.gr E e-mail: psicho@ otenet.gr
διαβάζω αφιερώματα σε συγγραφείς θ θεοτοκάς, Γ. · 137 θεοτόκης, Κ. · 92 θερβάντες, Μ. ντε · 176 Θουκυδίδης · 191
Άγρας, Τ. · 104 Αίσωπος · 167 Αλεξάνδρου, Α. · 212 Αξιώτη, Μ. · 311 Απολλιναίρ, Γκ. · 231 Αραγκόν, Λ. · 168 Αριστοτέλης · 135 Αριστοφάνης · 72 Αρτώ, Α. · 151
Ιονέσκο, Ε. · 122 Ίψεν, Ε. · 181
Β Βαλερί, Π. · 183 Βάρναλης, Κ. · 88* Βελενστινλής, Ρ. · 235 Βενέζης, Η. · 337 Βερλαίν, Π. · 378 Βερν, I. · 105 Βιάν, Μ. · 85 Βιζυηνός, Γ. · 278 Βολταίρος · 177 Βουτυράς, Δ. · 298 Βρεττάκος, Ν. · 425
Γέιτς, Ου. Μπάτλερ · 391 Γιουρσενάρ, Μ. · 81 Γκαίτε, Γ. Β. · 154 Γκράμσι, Α. · 295 Γκρην, Γκ. · 267 Γληνός, Δ. · 61* Γουλφ, Β. · 153
Δάντης · 230 Δέλτα, Π. · 300 Δημουλά, Κ. · 435 Δουμάς, Α. · 147, 431
Εγγονόπουλος, Ν. · 381 Έκο, 0. · 145 Έλιοτ, Τ. Σ. · 133 Ελυάρ, Π. · 201 Ελύτης, Οδ. · 362, 372 Εμπειρικός, Α. · 358, 421 Εξυπερύ, Α. ντε Σ. · 330 Έσσε, Ε. · 109
Ζενέ, Ζ. · 66 Ζιντ, Α. · 206 Ζολά, Ε. · 97
Κ Καβάφης, Κ. Π. · 78, 389 Καββαδίας, Ν. · 437 Καζαντζάκης, Ν. · 190, 377 Καΐρης, θ. · 106 Κάλας, Ν. · 387 Κάλβος, Α. · 140 Καμύ, Α. · 110 Καποδίστριας, I. · 275 Καραγάτσης, Μ. · 258 Καρκαβίτσας, Α. · 306 Καρούζος, Ν. · 393 Καρυωτάκης, Κ. · 157 Καστοριάδης, Κ. · 385 Κενώ, Ρ. · 320 Κέρουακ, Τζ. · 249 Κοκτώ, Ζ. · 160 Κολέτ · 313 Κονδύλης, Π. · 384 Κόντογλου, Φ. · 113 Κοραής, Α. · 82 Κούντερα, Μ. · 80* Κρίστι, Α. · 149 Κρυστάλλης, Κ. · 326 Λ Λακάν, Ζ. · 126 Λαπαθιώτης, Ν. · 95 Λεβί Στρως, Κ. · 158 Λειβαδίτης, Τ. · 228 Λεκατσάς, Π. · 166 Λιοτάρ, Ζ. Φ. · 388 Λόρκα, Φ. Γ. · 192 Λουκιανός · 102 Λουπέν, Α. · 218 Λώρενς, Ντ. X. · 132 Λωτρεαμόν · 355 Μ Μαγιακόφσκι, Β. · 121 Μαίηλερ, Ν. · 286 Μακρυγιάννης · 101 Μαλακάσης · 357
Τα τεύχη
Β
Μαν, Τ. · 90 Μαρής, Γ. · 356 Μαριβό · 257 Μάρκες, Γκ. Γκ. · 223 Μαρξ, Κ. · 83* Μίλλερ, Α. · 259 Μίλλερ, X. · 273 Μισίμα, Γ. · 253 Μολιέρος · 179 Μονταίν, Μ. ντε · 304 Μοράβια, Αλ. · 256 Μόρισον, Τ. · 406 Μούζιλ, Ρ. · 199 Μπαλζάκ, Ο. ντε · 60*, 416 Μπάροουζ, 0. · 383 Μπαρτ, Ρ. · 93 Μπατάιγ, Ζ. · 187 Μπέκετ, Σ. · 115 Μπόρχες, X. Λ. · 79 Μπρετόν, Α. · 207 Μπρεχτ, Μ. · 211 Μπωβουάρ, Σ. ντε · 136 Μυριβήλης, Σ. · 309 Μωπασάν, Γκ. ντε · 204 Ν Ναμπόκοφ, Β. · 162 Νέοι λογοτέχνες · 69, 87 Νικολαΐδης, Α. · 379 Νίτσε, Φ. · 91 Ντεκάρτ, Ρ. · 369 Ντίκενς, Κ. · 229 Ντεριντά, Ζ. · 397 Ντιντερό · 103 Ντοστογιέφσκυ, Φ. · 131 Ντυράς, Μ. · 134
Πόε, Ε. Ά. · 112 Πολίτης, Κ. · 116 Πρεβέρ, Ζ. · 73
Ράιχ, Β. · 197 Ράμφος, Σ. · 438 Ρεμπώ, Α. · 305 Ρίλκε, Ρ. Μ. · 274 Ρήσος, Γ. · 205 Ροίδης, Ε. · 96 Ρουσό, Ζ. Ζ. · 395 Ρώτας, Β. · 434
Σάνδη, Γ. · 327 Σαντ, Μ. ντε · 77 Σαρτρ, Ζ. Πωλ · 127 Σαχτούρης, Μ. · 436 Σεφέρης, Γ. · 142, 410 Σικελιανός, Α. · 424 Σιμενόν, Ζ. · 202 Σκαρίμπας, Γ. · 269 Σολωμός, Δ. · 213 Σοφοκλής · 243 Στάινμπεκ, Τ. · 173 Σταντάλ · 98
Τζέημς, X. · 260 Τζόις, Τ. · 62* Τολστόι, Λ. · 200 Τουαίν, Μ. · 252 Τουρνιέ, Μ. · 287 Τσάντλερ, Ρ. · 193 Τσέχωφ, Α. · 169 Τσίρκας, Σ. · 171
-ενόπουλος, Γ. · 265 Ο Όμηρος · 174 Όργουελ, Τζ. · 226 Ουάιλντ, Ο. · 152 Ουγκό, Β. · 111 Ουίλιαμς, Τ. · 139
Φιτζέραλντ, Φ. Σ. · 138 Φόρστερ, Ε. Μ. · 312 Φουκώ, Μ. · 125 Φλωμπέρ, Γ. · 143 Φραγκιάς Α. · 426 Φρόιντ, Σ. · 150
Παλαμάς, Κ. · 334 Πάλλης, Α. · 118 Πεντζίκης, Ν. Γ. · 407 Πάουντ, Ε. · 178 Παπαδιαμάντης, Α. · 165, 422 Παπαντωνίου, Ζ. · 285 Παραμυθάδες · 108* Πεσσόα,Φ. · 390 Πίνδαρος · 294 Πλαθ, Σ. · 396
X Χάιντεγκερ, Μ. · 161 & 399 Χάκκας, Μ. · 297 Χάμμετ, Ν. · 182 Χάρντυ, Τ. · 324 Χατζηαργύρης, Κ. · 63 Χατζής, Δ. · 180 Χατζιδάκις, Μ. · 430 Χατζόπουλος, Κ. · 319 Χέμινγουεϊ, Ε. · 159 Χιουζ, Τ. · 396
σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί.
Κυκλοφορούν από τη Λ
d io m p c i
Σ π ά ζο ν τα ς τις α λυ σ ίδ ες Ν Τ Ε ΪΒ Π Ε Λ Ζ Ε Ρ
Το συναρπαστικό τέλος της τριλογίας του Dave Pelzer
Ο Θ ε ό ς κα ι το εξελ ισ σ ό μ ε νο σόμπαν Τ Ζ Ε Ϊ Μ Σ Ρ Ε Ν Τ Φ ΙΛ Ν Τ
Ένα σημαντικό μήνυμα οραματισμου και ελπίδας για το μέλλον
Γυναίκες π ου δεν λύγισαν Λ Α Λ ΙΤ Α Τ Α Ν Τ Ε Μ Ι
Ο αγώνας των αφροαμερικανίδων γυναικών στα χρόνια της δουλείας
Ο ι πέντε π α ρ ά γοντες τη ς ευτυχία ς __________ Ζ Α Ν Σ Α Ν Τ Λ Ε Ρ
Κάντε αλλαγές και βελτιώστε τη στάση σας απέναντι στη ζωή
Είμαι κι εγώ σαν κι εσένα Ε Λ Ε Ν Η Π Ε Ρ ΙΝ Ο Υ
Ένας ξαφνικό κάλεσμα της μοίρας ενώνει δυο τελείως διαφορετικούς ανθρώπους
Ν τινα μ ό Κ ιέβ ου __________ Α Ν Τ ΙΝ Τ Ο Υ Γ Κ Α Ν
Μια θρυλική ποδοσφαιρική συνάντηση στο κέντρο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
Ζωοδόχου Πηγής 27, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 210 38 05 228, 210 33 00 774 fax: 210 33 00 439, http://www.dioptra.gr, e-mail: sales@dioptra.gr
διαβάζω α φ ιερ ώ μα τα σε θέματα
Άγιον Όρος · Αρ. 68 Αισθητισμός · Αρ. 349 Αιώνας (ο) που φεύγει · Αρ. 382 Αιώνας (ένας) συγγραφείς, 1900-2000 • Αρ. 403 Αλληλογραφία · Αρ. 170 Αμερικανική πεζογραφία (σύγχρονη) · Αρ. 237 Αμερικανοεβραίοι συγγραφείς · Αρ. 367 Αμερική των μειονοτήτων · Αρ. 394 Αναγνώσεις και κείμενα · Αρ. 234 Αναχρονισμός στον αιώνα μας · Αρ. 283 Ανθρωπολογία (κοινωνική) · Αρ. 323 Ανολοκλήρωτοι έρωτες · Αρ. 261 Αντίσταση και λογοτεχνία · Αρ. 58* Αρχαία λυρική ποίηση · Αρ. 107* Ασθένειες των συγγραφέων · Αρ. 281 Αστικό ελληνικό μυθιστόρημα · Αρ. 338 Αστυνομική λογοτεχνία · Αρ. 86 Αυτοβιογραφία · Αρ. 155 Αυτόχειρες (οι) στη λογοτεχνία · Αρ. 284 Αφήγηση και παραμύθι · Αρ. 363 Β Βιβλία για το καλοκαίρι · Αρ. 148 Βαλκάνια (εδώ είναι) · Αρ. 402 Βιβλίο και στρατός · Αρ. 146 Βιβλία Α’ εξαμήνου 1992 · Αρ. 292 Βιβλία Β’ εξαμήνου 1992 · Αρ. 303 Βιβλία Α’ εξαμήνου 1993 · Αρ. 316 Βιβλία Β' εξαμήνου 1993 · Αρ. 328 Βιβλία Α’ εξαμήνου 1994 · Αρ. 340 Βιβλία (185) που αξίζει να διαβάζετε · Αρ. 409 Βιβλίο - η αγοραστική συμπεριφορά του κοινού · Αρ. 224 Βιβλίο και εικονογράφηση · Αρ. 248 Βιβλίο και νέες τεχνολογίες · Αρ. 188 Βιβλίο και φυλακή · Αρ. 99 Βιολογία · Αρ. 203 Βυζάντιο · Αρ. 129 Βραβεία λογοτεχνίας 1995 · Αρ. 364
Βραβεία λογοτεχνίας 1995 Βραβεία λογοτεχνίας 1996 Βραβεία λογοτεχνίας 1997 Βραβεία λογοτεχνίας 1998 Βραβεία λογοτεχνίας 2000 Βραβεία λογοτεχνίας 2001 Βραβεία λογοτεχνίας 2002
· · · · · · ·
Αρ. 365 Αρ. 375 Αρ. 386 Αρ. 398 Αρ. 413 Αρ. 423 Αρ. 433
Γαλλική επανάσταση · Αρ. 216 Γαλλική ποίηση τα τελευταία 60 χρόνια • Αρ. 310 Γενιά των Μπήτνικ · Αρ. 64* Γερμανόφωνο θέατρο · Αρ. 70 Γεωπολιτική και στρατηγικές · Αρ. 331 Γλώσσα και Δημοτικό σχολείο · Αρ. 345 Γλωσσολογία · Αρ. 144 Γνωσιακές επιστήμες · Αρ. 408 Γραφές και υπογραφές γυναικών · Αρ. 401 Δ Δεκαετία του ‘60 · Αρ. 308 Διακοπές και βιβλίο · Αρ. 196 Διακοπές. Εκδότες προτείνουν 460 βιβλία · Αρ. 244 Διανοούμενοι και εξουσία · Αρ. 186 Διηγήματα (ανέκδοτα)... από το συρτάρι · Αρ. 392 Δοκίμιο · Αρ. 117
Έγκλημα - Απόπειρες ερμηνείας · Αρ. 239 Εθνικισμός · Αρ. 322 Εθνικισμός (ο) σήμερα · Αρ. 418 20ος αιώνας. Συγγραφείς και βιβλία · Αρ. 414 Εκπαίδευση - Δημόσια και ιδιωτική · Αρ. 247 Εκπαίδευσης (ψηφίδες)· Αρ. 411 Ελληνικά γράμματα στη Γερμανία · Αρ. 368 Ελληνικά μπεστ σέλερ του 1990 · Αρ. 252
Ελληνική πεζογραφία (μία συζήτηση) · Αρ. 376 Ελληνικό παραμύθι · Αρ. 130* Εξουσία και κοινωνία · Αρ. 276 Εξπρεσιονισμός · Αρ. 208 Εξωτισμός · Αρ. 314 Επιθεώρηση Τέχνης · Αρ. 67 Επικοινωνιολογία · Αρ. 348 Επιλεκτική βιβλιογραφία Χριστουγέννων · Αρ. 253 Επιλογή Βιβλίων 1986-87 · Αρ. 172 Επιστήμες (κοινωνικές) · Αρ. 222 Επιστήμες στον κόσμο μας · Αρ. 220 Επιστημονική φαντασία · Αρ. 220,432 Ερωτισμός και πορνογραφία · Αρ. 341 Ετερότητα (η) στην ελληνική λογοτεχνία • Αρ. 417 Η Ήχος (ο) της εικόνας · Αρ. 329 θ θάλασσα και ταξίδια · Αρ. 244 θέατρο (νεοελληνικό) · Αρ. 89 θέατρό και παιδί · Αρ. 214 θεολογία · Αρ. 251 Θεσσαλονίκη · Αρ. 128 θεωρία (η) του Χάους · Αρ. 409
Ιστορία νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής · Αρ. 419 Ιστορικό μυθιστόρημα · Αρ. 291 Ιταλική λογοτεχνία · Αρ. 76
κ Κινηματογράφος και ιστορία · Αρ. 266 Κινηματογράφος (θεωρία) · Αρ. 317 Κινηματογράφου (χρόνια) · Αρ. 353 Κοινωνία και κράτος · Αρ. 233 Κοινωνιολογία · Αρ. 119 Κοινωνιολογία της σύγχρονης οικογένειας · Αρ. 241 Κουλτούρα (η) της αμφισβήτησης · Αρ. 352 Κόμικς · Αρ. 217* Κριτική · Αρ. 184 Κυπριακά γράμματα · Αρ. 123*
Λ Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα • Αρ. 100 Λαϊκό τραγούδι · Αρ. 362 Λαογραφία · Αρ. 245 Λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία · Αρ. 59* Λογοτεχνία της Αργεντινής · Αρ. 315 Λογοτεχνία και ζωγραφική · Αρ. 321 Λογοτεχνία (η) και το κακό · Αρ. 289 Λογοτεχνία και κινηματογράφος · Αρ. 75 Λογοτεχνία και μετανάστευση · Αρ. 415 Λογοτεχνία και φωτογραφία · Αρ. 271 Λογοτεχνικό βιβλίο και παιδί · Αρ. 242 Μ Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας · Αρ. 194 Μεσαίωνας · Αρ. 288 Μεσοπόλεμος και πεζογραφία · Αρ. 279 Μεταμοντέρνο · Αρ. 254 Μεταπολεμική ελληνική λογοτεχνία · Αρ. 380 Μετάφραση · Αρ. 156* Μικρασιατικός ελληνισμός · Αρ. 74* Μοναξιά και λογοτεχνία · Αρ. 280 Μουσική και λογοτεχνία · Αρ. 185 Ν Νέα Υόρκη (η) στη λογοτεχνία · Αρ. 296 Νέο Μυθιστόρημα · Αρ. 189 Νέοι και λογοτεχνία · Αρ. 232 ο Οιδίπους · Αρ. 350 Οικολογία και πολιτική · Αρ. 318 Ολλανδικά γράμματα (σύγχρονα) · Αρ. 84 Ολοκαύτωμα (Ιστορία και μνήμη) · Αρ. 400 Ομοιοπαθητική · Αρ. 221 Ομοφυλοφιλία · Αρ. 246 Όνειρο (το) στη λογοτεχνία · Αρ. 240
Τα τεύχη
Β
Όραμα (το) στη λογοτεχνία · Αρ. 263 Οργισμένοι νέοι - Δεκαετία του ‘50 · Αρ. 302 Όρια (τα) του μυθιστορήματος · Αρ. 373 Όψεις του λαϊκού πολιτισμού · Αρ. 404 Π Παραλογοτεχνία · Αρ. 354 Παιδί και δημιουργικότητα · Αρ. 361 Παιδί και περιβάλλον · Αρ. 325 Παιδική λογοτεχνία (θεωρία και κριτική) · Αρ. 346 Παιδικό βιβλίο · Αρ. 94* Παιδικά βιβλία ‘86-’87 · Αρ. 180 Παιχνίδι και παιδί · Αρ. 236 Περιπέτεια (η) της γραφής · Αρ. 438 Περιπλάνηση στη λογοτεχνία · Αρ. 282 Πολιτική γελοιογραφία · Αρ. 268 Πολιτισμός και κουλτούρα · Αρ. 195 Πράγα των συγγραφέων · Αρ. 209 Πρόσωπα (τα) της ανδρογυνίας · Αρ. 429 Πρωτοπορίες και κινήματα · Αρ. 270 Πως να διαβάζουμε · Αρ. 359 Πρωτοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι · Αρ. 420 Πρωτοχρονιές του Μεσοπολέμου · Αρ. 370
Τεχνολογίες (νέες) στην εκπαίδευση · Αρ. 428 Τηλεόραση και παιδί · Αρ. 262 Τιμή και ντροπή · Αρ. 351 Τρέλα και κοινωνία · Αρ. 272 Τσιγγάνοι: Ρομ, Μανούς και Σιντέ, Καλέ · Αρ. 374 Υ Υπερρεαλισμός (ελληνικός) · Αρ. 120 Υπερρεαλισμός και έρωτας · Αρ. 335 Υπερρεαλισμού (μορφές) · Αρ. 412 Υποτροφίες συγγραφέων · Αρ. 371
Φεμινιστικό έντυπο (ελληνικό) · Αρ. 198 Φετίχ της γραφής · Αρ. 360 Φετιχισμός · Αρ. 301 Φιλέλληνες (σύγχρονοι αγγλόφωνοι) · Αρ. 164 Φιλοσοφία της ιστορίας · Αρ. 344 Φιλοσοφία και φύση · Αρ. 339 Φινλανδικά γράμματα · Αρ. 114 Φουτουρισμός · Αρ. 141 Φρόιντ (επίγονοι) · Αρ. 65*
Ραδιόφωνο και τηλεόραση · Αρ. 215 Ρεαλισμός · Αρ. 250 Ροκ · Αρ. 219 Ρομαντισμός · Αρ. 225
X Χιούμορ · Αρ. 124 Χιούμορ και παιδική λογοτεχνία · Αρ. 336 Χιπισμός · Αρ. 341 Χόλιγουντ (το) στη λογοτεχνία · Αρ. 332 Χρονογράφημα · Αρ. 293 Χωρισμός · Αρ. 366
Σενάριο (το) · Αρ. 290 Σημειωτική · Αρ. 71* Στρουκτουραλισμός · Αρ. 227* Συγκριτική λογοτεχνία · Αρ. 427 Συμβολισμός · Αρ. 333 Σχολή της Φρανκφούρτης · Αρ. 405 Σώμα (το) στο λόγο και στην τέχνη · Αρ. 307
Ψυχανάλυση (το λυκόφως) · Αρ. 264 Ψυχανάλυση και λογοτεχνία · Αρ. 163 Ψυχανάλυση και πολιτική · Αρ. 343 Ψυχανάλυση και ψυχοθεραπεία · Αρ. 342 Ψυχιατρική και ψυχανάλυση · Αρ. 210 Ψυχογλωσσολογία · Αρ. 238 Ψυχολογία (κοινωνική) · Αρ. 255
σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί.
καλοκαιρινό υστερόγραφο ^ C lx n v ίδια σειρά επίσης κυκλοφορούν:
Τα δεδομένα της ζωής μας Σκόρπιός στο συρταράκι Γράμμα από την Αλάσκα Αναφορά στον άγγελο Ανώνυμα γράμματα Αναζητώντας την ιδανική γυναίκα Φωνές στην έρημο Η ματαιοδοξία Πιο μακριά δεν γίνεται
Μ Α Ρ Λ Ε Ν Α Π Ο Λ ΙΤ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ ,.Π Ρ
στην αγορά
ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟΤΕΡΑ ΒΙΒΛΙΑ TOY I
15.03-14.04 2003
1
Σ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
Αλμπατρος ΠΑΤΑΚΗΣ
2
Α. ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Στον ίσ κιο των πουλιώ ν καλεντης Στο ντιβάνι ΑΓΡΑ
3
1. ΓΙΑΛΟΜ
4
ΓΚ. ΓΚ. ΜΑΡΚΕΣ
Ζω για να διηγούμαι λιβανης
5
Μ. ΜΕΪΜΑΡΙΔΗ
Οι μ άγισσες της Σμύρνης καςτανιωτης
6
Σ. ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Μ ην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρομείο ωκεανιδα
7
Α. ΜΙΧΑΛΟΠΟΥΛΟΥ
Γιατί σκότω σα την καλύτερό μου φίλη καςτανιωτης
8
Σ. ΠΡΕΣΦΙΛΝΤ
Ά νεμο ι πολέμου πατακης
9
1. ΓΙΑΛΟΜ
Ό ταν έκλαψ ε ο Νίτσε αγρα
10
Γ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ
0 λαβύρινθος καςτανιωτης
Κ. ΠΑΠΑΓΙΟΡΓΗΣ
Τα καπάκια καςτανιωτης
Τα στοιχεία παραχώρησαν τα βιβλιοπωλεία: Αθηνά-Κορυδαλλός, Αριστοτέλης-Αθήνα, Βαγιονάκης-Αθήνα, ΔιάλογοςΒόλος, Διάμετρος-Χαλκίδα, Δωδώνη-Γιάννινα, Ελευθερουδάκης-Αθήνα, Ενδοχώρα-Αθήνα, Εστία-Αθήνα, Θέμα-Βύρωνας, θεωρία-Ζάκυνθος, Ιανός-θεσσαλονίκη, Κεντρί-θεσσαλονίκη, Κρομμύδας-Χίος, Libro-Αθήνα, Λυχνάρι-Δράμα, Μαθέ-Καλλιθέα, Μιχαλάς-Αθήνα, Νέστωρ-Κατερίνη, Πατάκης-Αθήνα, Παράμετρος-Χολαργός, Πειραϊκή Φωλιά-Πειραιάς, Πολιτεία-Αθήνα, Πολύεδρο-Πάτρα, Σάκης-Νέα Σμύρνη, Σκαλινό-Σκιάθος, Φελούρης-Παλαιό Φάληρο, Φτούλη-Νέα Λιό σια, Φωτόδεντρο-Ηράκλειο, Ώρα-Τρίπολη
διαβάζω ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Σύνταξη: 210-33.01.313 · Λογιστήριο: 210-33.01.241 Διαφημίσεις: 210-33.01.313 Συνδρομές: 210-33.01.315, 210-33.01.241 Fax: 210-33.01.315 e-mall: diavazo@ath.forthnet.gr http: www.translatio.gr./diavazo Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Ηρακλής Παπαλέξης Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμαράς, Λάμπρος Κουλελής, Ηρακλής Πα παλέξης, Βάσω Σπάθή Γραμματεία Σύνταξης: Λίνα Πανταλέων Υπεύθυνη οικονομικών: Βάσω Σπάθή
ΜΑΙΟΣ 2003
Συνδρομές: Αθανασία Σπάθή Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Καλλιτεχνική επιμέλεια-dtp: Μαρία Ζαχαριουδάκη (210-38.21.700, mz-dtp@otenet.gr) Επιμέλεια-διόρθωση: Λένια Μαζαράκη, Δέσποινα Ράμμου Φωτοστοιχειοθεσία: Έλλη Χατζόγλου Φιλμ-μοντάζ-εκτύπωση: Δ. Πρίφτης & Υιοί ΟΕ, Σωνιέρου 6 (210-52.32.323) Διανομή: Πρακτορείο διανομής τύπου Ευρώπη ΑΕ, Αμφιαράου 15-17 (210-51.99.900) Ιδιοκτησία: Γιώργος Γαβαλάς & ΣΙΑ Ε.Ε. Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: «διαβάζω», Α. Μεταξά 26, Αθήνα 106 81, Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου», Λασσάνη 9 (2310-237.463)
ΔΙΑΒΑΖΩ
15
ακούς εκεί...
ΣΧΟΛΙΑ ΠΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
©
Το είπε κάποτε, μεταξύ άλλων, σε συνέντευξη που έδωσε η
Ζυράννα Ζατέλη στο Marie Claire: «Πήγα να δω τη μάνα μου -λ ί γο πριν πεθ ά ν ε ι- στη θεοσαλονίκη. Καθόταν στο παράθυρο και μονολογούσε κοιτώντας έξω: Τα χρόνια περνούν, οι ώρες δεν
περνούν. Καταπληκτική φράση». ©
Ποιος δε γνωρίζει τη Βρετανίδα συγγραφέα J. Κ. Rowling, τη
«μητέρα» του παγκοίνως γνωστού μυθιστορηματικού ήρωα Χάρι Πότερ (τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ψυχογιός»). Με τις περιπέτειες του μικρού της μάγου έχει ενθουσιάσει τους νεαρούς αναγνώστες όλης της υφηλίου! Πόσοι όμως γνωρίζουν πόσα χρήματα κερδίζει από τα βιβλία της και από τα δικαιώματα από τη μεταφορά τους στη μεγάλη οθόνη; Ελάχιστοι. Κι όμως, εί ναι εντυπωσιακό. Η R owling -το διαβάσαμε στη Βραδυνή- κερδί ζει έξι φορές περισσότερα από τη βασίλισσα Ελισάβετ. Μόνο για πέρυσι η εμπνευσμένη μυθοπλάστρια αποκόμισε 48 εκατομμύρια λίρες, ξεπερνώντας τα κέρδη (27 εκατ. λίρες) της παγκοσμίως ε πίσης γνωστής αοιδού Μαντόνα. © Έφυγε αναπάντεχα η φίλη του διαβάζω Νανά Ησάί'α. Ποιήτρια, πεζογράφος, μεταφράστρια, κριτικός λογοτεχνίας, ζωγράφος, η Νανά αγωνιούσε τα τελευταία χρόνια για την υποδοχή και την αποδοχή του λογοτε χνικού της έργου. Ένιωθε παραγκωνισμένη και ίσως γι’ αυτό δε χαριζόταν σε κα νένα. Διατύπωνε τις απόψεις της για τα λογοτεχνικά μας πρόσωπα και πράγματα με τόλμη και ευθύτητα, χωρίς να νοιάζεται για τις συνέπειες, θα μας λείψει, Νανά, η πληθωρική σου παρουσία. Κι όσο για το έργο σου, μην ανησυχείς, θα μείνει στην ι στορία της λογοτεχνίας. ©
Και ο ποιητής θω μάς Γκόρπας την Πρωταπριλιά, σαν να έκανε το τελευταίο
του αστείο, κλείνοντας το ένα μάτι πονηρά, αποφάσισε να μας αφήσει, να μην ξα ναμιλήσει πια. Καλέ μας φίλε θω μά, πόσο θα μας λείψει η σκληρή κριτική σου, άλλοτε δίκαια κι άλλοτε άδικη, πάντα όμως από τα βάθη της καρδιάς σου. Πόσες φορές δε μιλούσες απαξιωτικά για ανθρώπους των γραμμάτων μας, παλιούς και νεότερους, και την άλλη ακριβώς στιγμή, για να μην μπατάρει το ζύγι, έπλεκες το εγκώμιο σε κάποιους άλλους! Ήσουν ατίθασος άνθρωπος. Δε λογάριαζες ότι με τη συμπεριφορά σου ενοχλούσες τους περισσότερους, έκανες εχθρούς ανθρώπους που, αν τους έσκυβες το κεφάλι, θα σε ανέβαζαν στα ύψη. Καλά έκανες. Το κρα τούσες ψηλά και πλήρωνες καθημερινά το τίμημα. Αξιοπρεπής στη μοναξιά σου, έ ντιμος στις πεποιθήσεις σου, έδινες μαθήματα ντομπροσύνης και ανιδιοτέλειας. Εκ πεποιθήσεως αντιδιανοούμενος και αντιεξουσιαστικός, συναινούσες με το χαρα κτηρισμό «αιρετικός» που σου προσέδιδαν κάποιοι πιστεύοντας ότι «την ιστορία της λογοτεχνίας κάθε χώρας τη γράφουν οι αιρετικοί». Αγαπούσες, εκτός από την ποίη-
18 ΔΙΑΒΑΖΟ
ΜΑΙΟΣ 2003
ση το θέατρο, τον κινηματογράφο, το λαϊκό τραγούδι, τον Καραγκιόζη, τον Σπαθάρη, τον Βαμβακάρη, τον Βασίλη Ιαλέα. Δήλωνες αριστερός και αηδιασμένος με ό σα έβλεπες να συμβαίνουν γύρω σου. Διάβαζες πολλά και ποικίλα. Ντοστογιέφσκι και Μάσκα, Καβάφη και ληστρικά μυθιστορήματα, Ηρόδοτο και Καρυωτάκη, λεξικά της Πρωίας και Ελύτη. Ποτέ δεν έγραψες για κάτι που δεν ήξερες. «Ποτέ δεν έγρα ψα τίποτε για να τυπωθεί. Ποτέ δεν έγραψα τίποτε που να μην κουβαλάει ένα ρυθ μό μέσα του. Ας σκεφτόμαστε κάποιες εικόνες πανάρχαιες και, πιστεύω, του πιο μακρινού μέλλοντος: Ένα φύλλο που τρέμει με το αεράκι, ένας ήλιος που ανεβαί νει στον ουρανό, ένας ήλιος που κατεβαίνει στη θάλασσα, η καλημέρα του φίλου που την ατακάρει. Τα πάντα γύρω μας κι ανάμεαά μας ρυθμός και κίνηση, μουσι κή, σιωπή, μουσική. Το συνεχές και το απέραντο...» Γεια σου, θω μά.
©
Ενημέρωση υψηλού επιπέδου μάς προσφέρει καθημερινά το κρατικό κανάλι της
NET. Ειδικότερα στον πόλεμο εναντίον του Ιράκ οι ειδήσεις ήταν διασταυρωμένες α πό πολλές πηγές και δημοσιογραφικά πρακτορεία. Οι ανταποκριτές από τις ανηλεώς βομβαρδιζόμενες πόλεις περιέγραφαν με καθαρότητα και ακρίβεια, χωρίς υπερβο λές και λαϊκίζουσες αποχρώσεις, τα τεκταινόμενα. Και οι παρουσιαστές, με πρωτό γνωρη για τα ελληνικά τηλεοπτικά πράγματα σοβαρότητα και υπευθυνότητα, έδιναν το στίγμα του πολέμου. Η Μαρία Χούκλη και ο Παύλος Τσίμας αναδεικνύονται οι καλύτεροι παρουσιαστές ειδήσεων από καταβολής της ελληνικής τηλεόρασης. © Μοναδικό φαινόμενο στο χώρο του ελληνικού βιβλίου αποτελεί ο Νίκος θέμελης. Το μυθιστόρημά του Αναλαμπή -τελευταίο της τριλογίας- προκάλεσε, πριν κυ κλοφορήσει (21η Απριλίου) στην αγορά, πρωτοφανή ζήτηση. Οι βιβλιοπώλες των ε παρχιακών πόλεων έκαναν προπαραγγελίες και ζητούσαν από τον «Κέδρο» το νέο του μυθιστόρημα να βρίσκεται στους πάγκους των βιβλιοπωλείων την ίδια μέρα σ’ όλη την Ελλάδα. Οι παραγγελίες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ήδη την πρώτη μέ ρα η Αναλαμπή πούλησε 2 2 .0 0 0 αντίτυπα. Σήμερα που γράφονται αυτές οι γραμ μές, τα πωληθέντα βιβλία ίσως να ξεπερνούν τις 50 .0 00 . Όοο για την Αναζήτηση, έχει πουλήσει ως σήμερα 1 2 0 .0 0 0 αντίτυπα και η Ανατροπή 1 0 5 .0 0 0 . Ο Νίκος θέμελης ανέτρεψε την προκατάληψη ότι όλα τα ευπώλητα βιβλία είναι κακά βιβλία. Από το 1 9 98 τα μυθιστορήματά του βρίσκονται ανελλιπώς σε υψηλές θέσεις στις λίστες των best seller του διαβάζω. Και φυσικά, έπεται συνέχεια, w
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 17
χωρίς λογοκρισία
ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
Τέτοιοι καιροί, τέτοια λόγια! Τις τελευταίες μέρες του Μαρτίου και μπροστά στην ήδη αναμενόμενη και εύλογη προέλαση των «υπερασπιστών της δημοκρατίας» στο Ιράκ, προέκυψε για μια ακόμα φορά στα διάφορα προσκήνια των δικανικών μας α ρετών -και εδώ δεν εννοώ τίποτε περισσότερο από τα τηλεοπτικά «παράθυρα»- η ε παναφορά μιας έντονης, ενδημικής συζήτησης για το πόσο ορθή ή πόσο επηρμένη είναι η πολιτική μας σκέψη. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά. Και στην κρίση της Γι ουγκοσλαβίας, όπως και σ’ εκείνη του Αφγανιστάν, όπου η ιστορία απέδειξε για μια
Ο πόλεμος, οι αυθόρμητοι και οι στοχαστικοί: στην ίδια αρένα! ακόμα φορά τις οιονεί... αγνές προθέσεις των εκάστοτε σταυροφόρων, είχαμε ανά λογα συμπτώματα. Τους ποικίλους σαυροειδείς πολιτικούς αναλυτές οι οποίοι βγαί νουν κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο των παραθύρων κραδαίνοντας απειλητικά το δάχτυλο προς όλους όσοι δεν έχουν αντιληφθεί τη ρεαλιστική πλευρά της ζουγκλοειδούς κατάστασης που έχει να επιδείξει περήφανα ο κόσμος μας. Δηλαδή, τι μας λένε; Ότι, απλούστατα, το μέγεθος και η δύναμη του κτήνους διαμορφώνουν τους εκ των πραγμάτων κανόνες! Έ, αυτό το ξέρουμε... «Τι θέλουν κι αυτοί οι ξυπόλυτοι και αντιστέκονται;» αναρωτιόταν μπροστά μου, στο
περίπτερο της γειτονιάς, ένας δημοκρατικός πολίτης, τη στιγμή που δίπλωνε κάτω από τη μασχάλη του μια εφημερίδα της κεντρώας παρατάξεως. «Δε μας αφήνουν και μας να ησυχάσουμε», συνέχισε, κάνοντάς με να αναρωτηθώ μήπως και πίσω α
πό τις μεγάλες αντιπολεμικές συγκεντρώσεις έχει αρχίσει να ξυπνάει ο φόβος του Χατζηαβάτη για το μακρύ, τιμωρό χέρι του Πασά. Μήπως, με άλλα λόγια, όλη αυτή η διένεξη που περιστρέφεται γύρω από το αν είμαστε έθνος ορθά σκεπτομένων ή έ θνος αισθηματιών, έθνος πεζογράφων ή ποιητών, όπως είδα εμβρόντητος να αναφέρεται σε σχόλιο της Καθημερινής της Κυριακής (30 Μαρτίου), εντέλει μήπως αυ τός ο κίνδυνος του νέου εθνικού διχασμού, τον οποίο οσφραίνονται οι διάφορες Κασσάνδρες, απλώς δεν υπάρχει; Και μάλλον αυτό συμβαίνει. Οι θηριωδίες και το ξεκατίνιασμα του «The Wall» φαίνεται πως είναι γοητευτικότερα των θηριωδιών στις οποίες επιδίδονται τα αγνά αγροτόπαιδα της Αλαμπάμα και του Όρεγκον. Και, κυ ρίως, πολύ περισσότερο ασφαλή! Αλλωστε, και αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν οι εμβριθείς επικοινωνιολόγοι: κάθε θέαμα για να διατηρεί εξημμένο το ενδιαφέρον μας χρειάζεται εναλλαγές. Γιατί δεν αντιστάθηκαν οι Ιρακινοί μέχρις εσχάτων; θρη νούσαν οι σπεκουλαδόροι των διαύλων, όχι τόσο γιατί διαψεύδονταν μ ’ αυτό τον τρόπο οι βολεμένες μας ενοχές όσο γιατί διέρρεε σαν την άμμο της μεσανατολικής
18 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ερήμου η ελπίδα ενός παρατεταμένου, αιματηρού αγώνα-προσφοράς στο φιλοθεάμον κοινό. Το εκπληκτικό όμως δε βρίσκεται εδώ: αυτή είναι η πιο ορατή όψη της υποκρισίας. Βρίσκεται στο ότι περιώνυμοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι συνέπλεαν ως προς την υποστήριξη μιας εκσυγχρονιστικής ή φιλελεύθερης realpolitik, η ο ποία, ενώ αδιαφορεί κατ’ ουσίαν για την πρόδηλη ανηθικότητα του επιτιθέμενου και τις «παράπλευρες απώλειες», καταγγέλοντας τον αραβικό φονταμενταλισμό, κάνει ό τι δε βλέπει το γεγονός ότι απέναντι στη μισαλλοδοξία του καθεστώτος του Σαντάμ δεν ορθώνεται τίποτε άλλο από την παρατεταμένη, εδώ και δεκαετίες, ψύχωση μιας κοινωνίας βαθύτατα φονταμενταλιστικής και βαθύτατα ελλειμματικής ως προς τη συ νείδηση της δημοκρατίας. Αυτά, προφανώς, ως περιτύλιγμα του «προϊόντος», ως εκσυγχρονισμός και καλλωπι σμός της σταθερής και προαιώνιας βουλιμίας του εκάστοτε ισχυρού να ορίζει εκεί νος τους κανόνες της ζούγκλας. Ο φονταμενταλισμός, αγαπητοί σαυροειδείς αναλυ τές, ούτε σε χρώμα δέρματος διαφέρει ούτε μια ορισμένη θρησκεία επιλέγει ούτε βέβαια σε κάποια συγκεκριμένα γεωγραφικά σημεία εγκαθίσταται. Και σαν να μου φαίνεται πως, αν αντικαταστήσουμε τη σημερινή, προσομοιωμένη στην εικόνα της «Άγριας Δύσης» αντίληψη περί δημοκρατίας με την προσομοιωμένη στον εμπορευ ματοποιημένο χριστιανισμό αντίληψη της μεσαιωνικής Ευρώπης, τα ίδια ισχυρίζο νταν οι τότε πάπες και αυτοκράτορες, εξαπολύοντας τα στίφη των σταυροφόρων, προς την ίδια ακριβώς κατεύθυνση, m
Ε κ δ ό σ ε ις Π ο ιό τ η τ α ς ED U A R D SCH W Y ZER Κ αθηγητής Πανεπιστημίου
Η ΣΥΝΤΑΞΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Μετάφραση Γεώργιος Παπατσίμπας Δρ. Φιλολογίας Παύλος Χαιρόπουλος, Φιλόλογος Σχ. 8ο, δεμένο, σελ. 950 «Ο πρω ταρχικός στόχος του συγγραφέα είναι να ερμηνεύσει την ιστορική εξέλιξη της σύνταξης της Α ρχαίας Ελληνικής. 1 ^ ^ " " ” '”" Κ ατά κύριο λόγο ασχολείται με τη γλωσσά της κλασικής εποχής και τα πιο πολλά α πό τα παραδείγματα που δίνει προέρχονται α πό τους κλασικούς συγγραφείς. Ωστόσο πραγματεύεται εν συντομία, με παραδείγματα α πό τη λογοτεχνία και από άλλες πηγές, και ορισμένα από τα ύστερα στάδια της καθομιλουμένης, ακόμη και μέχρι τη σημερινή της εξέλιξη». W. L. Lorimer, Classical Review
«Η Σύνταξη της Αρχαίας Ελληνικής του Ε. Schwyzer είναι α πό τα πιο σπουδαία αντιπροσωπευτικά έργα στο τέρμα μιας εποχής της Ευρω παϊκής γλωσσολογίας». J. Lohmann, Gnomon
Ε
κ δ ό σ ε ις
Π απαδημ α
ΜΑΙΟΣ 2003
Προσφορά στον Πολιτισμό και την Παιδεία Ιπποκράτους 8 Αθήνα Τηλ.: 210 36.27.318 www.papadimasbooks.gr e-mail: papadimas@atp.gr
ΔΙΑΒΑΖΩ 19
Ποπό, τι ντροπή. Δε βρίσκετε; Εδώ ο κόσμος καίγεται, ο τρίτος παγκόσμιος πόλε μος άναψε και φούντωσε, αφού μήνες σερνόταν ύπουλα σαν το φίδι, κι εγώ χασο μεράω με νοσταλγίες, αυτολογίες κι άλλες πολυλογίες. Λέτε να 'ναι η απάθεια γε ροντική αρρώστια, σαν τις άλλες; θα μας έχετε, δα, υποστεί· άλλο θέμα συζήτησης απ’ τις αρρώστιες μας δεν έχουμε: με το νι και με το σίγμα. Κι όταν σώσουμε τις προσωπικές, τις δικές μας, πιάνουμε τις αρρώστιες του δεύτερου, τρίτου και νιοστού ξάδερφου, λες κι είναι το πιο τερπνόν, το πιο φαιδρόν παίγνιον συναναστρο-
Ένα πρωί στο Alimenta φών. Αμ, εκείνο το άλλο: «Στον-καιρό-μας-όλα-ήταν-καλύτερα;» - οι άνθρωποι, τα ψάρια, το γιουβέτσι, τα καρπούζια και προπάντων α, «η γενιά μας» (χμ, το τελευ ταίο συζητιέται). Έχει, βέβαια, ελαφρυντικά αυτή η ναρκισσιστική αναδρομή στο παρελθόν: μέσα στις χίλιες και μια νύχτες των γηρατειών, κάτι φωτεινό θέλουμε να ’χουμε κι εμείς πότε πότε, μια ψίχα νιάτα. Άρτον και θεάματα δε ζητούσαν οι Ρω μαίοι; Όχι βέβαια ο Νέρων, ο χορτάτος. Φωνάζαν οι πληβείοι, οι πειναλέοι. Ακόμα κι η έρημος διψάει πότε πότε για δροσιά, για πράσινο, λίγο νερό, μια όαση, θυμά μαι κάτι σχετικό που μου ’τυχε προπολεμικά, εννοώ πριν απ' τον Μπους, το θυμά μαι τώρα, περιμένοντας το επόμενο δελτίο ειδήσεων. Ήταν η εποχή που έπρεπε να γυρίσω στο Παρίσι, κι όπως κάθε χρόνο ήθελα να πά ρω κάτι από σένα, γαλανή πατρίδα, όχι χώμα ελληνικό, τίποτα καλούδια για τους ε κεί φίλους, φαγώσιμα, γλυκά κ.λπ. Άλλοτε έκανα μια βόλτα στα Χαυτεία, στον Μιχαηλίδη-και-Ναυπλιώτη όπου έβρισκες όλα τα παραδοσιακά, ως τη μέρα που αντί για μαντολάτο βρήκα το τσιμέντο της νέας οικοδομής. Γλυκό καρυδάκι με γαρίφαλο στη μέση, μαστίχα, ανθός, φράπα, κυδώνι τριφτό, κή πος από γλυκά του κουταλιού. Πού αυτά, ξέχασέ τα, τα ’φαγε η παγκοσμιοποίηση ώσπου να μας μασήσει όλους. Τριγύριζα λοιπόν τα ράφια του σούπερ μάρκετ Alimenta μήπως βρω τίποτα που να θυμίζει λουκούμι κι άξαφνα ακούω μια φωνή πίσω μου: «Με συγχωρείτε, μήπως είσθε η Μιμίκα Κρανάκη;» Γυρίζω, βλέπω μια κυρία μ' άσπρα μαλλιά να μου χαμογελάει. «Εξαρτάται», της λέω, «είναι για καλό;» (είχα μάθει απέξω την απάντηση, ήτανε του «υπόπτου», άλλοτε, όταν πήγαινε η Ασφάλεια να τον συλλάβει σπίτι του, και τον ρωτούσε μόλις έμπαινε μέσα: «Ο κύ ριος Τάδε, παρακαλώ;» «Για καλό είναι;» απαντούσε ο Τάδε). «Ναι, ναι, για καλό» απαντάει η γριά κυρία γελώντας. Είμαι η μικρότερη αδερφή της Πιπίτσας Καραμήτοα, τώρα λέγομαι Παπαδημητρίου, στο Αρσάκειο Ψυχικού, δεν ξέρω αν θυμά στε...
20 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Μου ήρθε να την αγκαλιάσω μα ντράπηκα: ήμαστε δυο γριές κυρίες που μιλούσαν στον πληθυντικό. Πώς να... - Αν θυμάμαι! Σαν να ’ταν τώρα δα. Δεν ξέρετε τι χαρά είναι για μένα. Με την Πιπίτσα ήμαστε όχι μόνο συμμαθήτριες, αλλά και συμπαίκτριες στο πρωτάθλημα του τέ νις. Και το κερδίσαμε. Πήραμε το κύπελλο για την τάξη μας, Έκτη γυμνασίου, και σε μας έδωσαν από ένα μετάλλιο στην καθεμιά, για ενθύμιο, καρφιτσωμένο στην μπλούζα. Είναι το μόνο μετάλλιο, ξέρετε, που πήρα στη ζωή μου. θυμάστε; Ήταν το 1937. - Πώς! Πώς! Και βέβαια θυμάμαι. Κοιταζόμαστε γελώντας. Άξαφνα, όπως στα φιλμ του Σπίλμπεργκ, βρεθήκαμε στον πλανήτη του Ε.Τ., οι δυο μας, μόνες, χάθηκαν και τ' Alim enta κι οι πελάτες του. Ηλικία, κι οι δυο μαζί: 30 χρόνων. Δεμένες με τις αόρατες κλωστές τις λιλιπούτειες του Γκιούλιβερ, στη χώρα του Ε.Τ., αδύνατο να χωριστούμε. Εδώ τώρα μύριζε πεύκο κι ακουγόταν από μακριά ο νεανικός ήχος της μπάλας του τένις, ήχος νο σταλγίας. θυμηθήκαμε την κυρία Συκουτρή, την Ευγενία Βέη, το καθημερινό σκορ δοστούμπι, το μεσημεριάτικο, χα, χα, χα. Αμ το περιοδικό του Αρσάκειου, όπου εί χα δημοσιεύσει, τότε, δυο κείμενα, μια... μελέτη για τον Νεύτωνα κι ένα... σονέτο. Ναι, ναι, θυμάμαι, μου 'χ ε κάνει εντύπωση. Μπα, γιατί; Έτσι μιλούσα πάντα, με δυο φωνές. «Έτσι-ήμουν-έτσι-είμαι-κι-έτσι-θα ’ μαι», σαν τον Μπιθικώτση και σαν τους μοναχούς του Θιβέτ. Γελάει ο Ε.Τ. - Πόσα χρόνια ήσαστε στο Αρσάκειο; - Ένα χρόνο. Μόνο την Έκτη γυμνασίου έκανα. - Μόνο; Δίνατε την εντύπωση παλιάς Αρσακειάδας. - Ξέρετε, είχα δώ σει εξετά σ ε ις στην Ε πιτροπή για να πάω σε δημόσιο και πέτυχα. Τότε ήτανε καλά τα δημόσια θ η λ έ ω ν . Ό μως στην έ ξοδο ηερίμεναν πάντα παρέες αγοριών. Γι' αυτό με στείλαν στο Αρσάκειο Ψυχικού που ήταν μεν αναγνωρισμένο ως δημό σιο, αλλά δεν είχε αγόρια. Για τις εξετάσεις της Επιτροπής είχα ξεκαλοκαιριάσει με τον Π α πα ρ ρ ηγό πο υλ ο , Ισ το ρία του Ελληνικού Έθνους, τόμοι
6. Και φέτος πάλι, μ' αυτόνε θα κάνω ξεκαλοκαιριό, για τις Εισαγωγικές του Πανεπιστημί ου, έτσι μου φαίνεται. Και τι μου έμεινε; Ε, ό,τι μπόρεσε. Οπωσδήποτε θυμάμαι πως κάποια φυλή Λοκρών λεγόταν -κ α ι ήτανε- «Οζόλαι». Πάλι γελάει ο Ε.Τ. Πού να ενοχλώ τώρα με τα μαθητικά μου ταξίδια. Αλλά να, με την κουβέντα, μου ξανάρχοντ' ένα ένα χρόνια περασμένα. Τέσσερις τάξεις του γυ
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 21
μνασίου ήμουν στο Παρθεναγωγείο του Εκπαιδευτικού Συνδέσμου, αυστηρό σχο λείο, πολύ αυστηρό και ηθικό. Κάναμε κι εκκλησιαστική μουσική. Αφήνω το «Πολυ χρόνιον ποιήσαι κύριος ο θεός του Βασιλέα ημών κ.λπ.». Απέναντι βρισκόταν το 8ο, νομίζω, Αστυνομικόν Τμήμα. Στη Β' γυμνασίου είχα μια συμμαθήτρια όμορφη, ζωηρή, με ξανθά μαλλιά και μαύρα μάτια. Γίναμε φίλες, μα στο 2ο τρίμηνο η Μαρί να δεν ξαναφάνηκε στην τάξη. Κάποτε έμαθα πως απήχθη από έναν αστυνομικό του Τμήματος απέναντι. Τότε ήταν πολύ της μόδας οι απαγωγές, το «απήχθη εκουσίως» που διάβαζα στις εφημερίδες. Την άλλη χρονιά τη βλέπω μια μέρα στο δρό μο, πάντα γελαστή κι όμορφη, μ ’ αγκαλιάζει και μου λέει, χτυπώντας ελαφρά την κοιλιά της που ’χε στρογγυλέψει: «Παντρεύτηκα, ξέρεις, και περιμένω και παιδί». Μ ’ όλη μου την καρδιά εύχομαι βίον ανθόσπαρτον, Μαρίνα μου, με τον αστυνόμο. Παρθεναγωγείο αυστηρό, πολύυυ ηθικό, χωρίς αγόρια. - Μπορώ να περάσω, παρακαλώ; Από πού ξεφύτρωσε πάλι αυτός ο οργισμένος πελάτης που τον εμποδίζω να περά σει; Πού βρισκόμαστε; Στον πλανήτη Μπους, μες στην πολλή συνάφεια του κό σμου. Ο Ε.Τ. κοιτάζει το ρολόι. - Ποπό! Άργησα. Ούτε κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Δεν ξέρετε πόσο χάρηκα. Ώρες θα μπορούσα να μιλάω μαζί σας. Αλλά πρέπει να γυρίσω σπίτι. Μένω εδώ κοντά, Τρίτης Σεπτεμβρίου. Μη φύγεις, Ε.Τ., μη φύγεις, θέλω να τη φιλήσω, μα πάλι δεν τολμάω, το ίδιο και κείνη, νομίζω. Σφίγγουμε τα χέρια ώρα πολλή κι ύστερα χάνεται. Αυλαία. Δε σου τελείωσα την ιστορία, Ε.Τ. Συνεχίζω εδώ-και-τώρα, στον πλανήτη Μπους. Ναι. Ήταν το μόνο μετάλλιο της ζωής μου. Την πρώτη φορά που γύρισα απ' τα ξέ να στην οδό Σουρμελή, το 19 50 , δεν το βρήκα. Χάθηκε. Έψαξα, έψαξα, τίποτα. Χάθηκε. Κάποιος θα το πέταξε ποιος ξέρει σε ποιο καλάθι αχρήστων. Όμως αυτό το κομματάκι μέταλλο ήταν ένα μέρος από μένα. Μα δε βρέθηκε κανένας, κανένας να χαρεί μαζί μου, να καμαρώσει. La solitude du coureur de fond. Να τος πάλι ο βρικόλακας. Κι η πληγή ακόμα να κλείσει. Όταν γύρισα στο Παρίσι, οριστικά πια, παρακάλεσα κάποιο φίλο στο Λονδίνο να μου αγοράσει μια ρακέτα Slajenger, την καλύτερη που θα βρει. Η ζωή συνεχίζεται, έλεγα, ε, κάπως θα 'βρισκα καιρό να παίζω τένις κι εδώ, όπως στην Αθήνα. Είχα ξεχάσει πως ο χρόνος στο Παρίσι δε φτουράει. Μια φορά μόνο έπαιξα με την και νούρια ρακέτα το Μάιο του '6 8 οτη Nanterre. Το πανεπιστήμιο είχε ένα μεγάλο α θλητικό στάδιο με πισίνα, τερέν τένις κ.λπ. Τα μαθήματα είχαν σταματήσει, δυο μή νες παρέλυσε όλη η Γαλλία. Παίξαμε λοιπόν μια μέρα ένα double, τέσσερις συνά δελφοι, και το πρωί ξύπνησα είκοσι χρόνια νεότερη. Από τότε, η ρακέτα μου περι μένει σχεδόν παρθένα, σχεδόν αθάνατη, στο βάθος μιας ντουλάπας, περιμένει να πεθάνω πρώτη. Και τη νύχτα, πότε πότε, τη νύχτα του χρόνου, ακούω στον ύπνο μου ένα περίεργο έγχορδο να παίζει πιανίσιμο, κάτι σαν πενιά, ένα ελάχιστο αχ, έ ναν ψίθυρο «άμμες ποκ' ήμες όλκιμοι νεανίαι».
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ... Μ
22 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
Ανεξιχνίαστη ψυχή Μ I'd Ι-ΣΤΟ ΡIIΜ A Έ ν α ς π λ ο ύ σ ιο ς γ ά μ ο ς , μ ια ά ν ε τ η ζω ή . Γ ια τη Μ α ρ ία ό μ ω ς, η ε υ τ υ χ ία ε ίν α ι α λ λ ο ύ . Α να ζη τά το ό ν ε ιρ ο σε μ ια α ν ε ξ ιχ ν ία σ τ η ψ υ χή . Έ ν α ς φ ό νο ς, έ ν α δ ια ζ ύ γ ιο κ ι α ν ε ίπ ω τ ε ς ε ν ο χ έ ς ε ίν α ι το τ ίμ η μ α γ ι α τ α θ ρ α ύ σ μ α τ α τ η ς ε υ τ υ χ ία ς . Σ Ε
Ο Λ Α
Τ Α
Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α
K f g g g ΕΚΔΟΣΕΙΣ M i l l ΠΑΤΑΚΗ
Ανατριχιάζω κάθε φορά που σκέφτομαι πως και εγώ φώναζα κάποτε με κοχλάζοντα ενθουσιασμό το σύνθημα «η φαντασία στην εξουσία». Ένα σύνθημα που δεν υποπτευό μαστε πόσο διπλά παραπλανητικό είναι, καθώς: α) υποκρύπτει την πεποίθηση πως η εξουσία στερείται φαντασίας, και β) εκτρέφει την αντίληψη πως η φαντασία έχει από τη φύση της απελευθερωτικό χα ρακτήρα. Αρκεί μια πρόχειρη ματιά στις εφευρέσεις που στόχευαν και στοχεύουν στην καταπίε-
Οι εφιάλτες στην εξουσία ση, το βασάνισμά, τον πόλεμο και την καταστροφή για να καταλάβει κανείς πως οι τό σο τρέχουσες αυτές αντιλήψεις απέχουν παρασάγκας από την πραγματικότητα. Το λά θος που κρύβεται πίσω τους βρίσκεται στο ότι η φαντασία καθαυτή έχει αγαθό χαρα κτήρα και πως μια απελευθέρωσή της θα σήμαινε αφάνταστα μεγαλύτερη απελευθέ ρωση του ανθρώπου. Μέρος του φανταστικού κόσμου όμως δεν είναι μόνο οι παραστάσεις ευωχίας και ευ φροσύνης. Είναι και οι εφιάλτες. Η Αποκάλυψη του Ιωάννη, π.χ., είναι μία από τις πλέ ον γνωστές εφιαλτικές φανταστικές συλλήψεις που κατατρύχουν σχεδόν 2.000 χρόνια τώρα την ανθρωπότητα. Εκείνο που λίγοι γνωρίζουν είναι πως η προφητική αυτή παρά σταση είχε την πηγή της έμπνευσής της όχι σε ένα φανταστικό μέλλον αλλά σε ένα πραγματικό παρελθόν και παρόν, τη ρωμαϊκή εξουσία εκείνης της εποχής1. Και όλοι γνωρίζουμε την ευρηματικότητα αυτής της εξουσίας στο θέμα των αγρίων διασκεδάσε ων. Φυσικά, η ευρηματικότητα αυτή δεν ήταν προνόμιο μόνο των Ρωμαίων ή μόνο της εποχής τους. Αυτό που ζει τον τελευταίο καιρό η ανθρωπότητα δεν είναι αποτέλεσμα λογικής αλλά αρρωστημένης φαντασίας. Το έναυσμα το έδωσε το χτύπημα στους δίδυμους πύργους του Μανχάταν, γεγονός που ένας Γερμανός καλλιτέχνης χαρακτήρισε «απείρως εντυ πωσιακότερο από οποιαδήποτε καλλιτεχνική σύλληψη». Έκτοτε έχει κανείς την εντύ πωση πως παρακολουθεί μία φανταστική σύγκρουση των δυνάμεων του «Καλού» και του «Κακού» -αυτό διατείνονται και οι πρωταγωνιστές-, μόνο που δυσκολεύεται να ξε χωρίσει ποιο είναι το ένα και ποιο το άλλο. Οι ίδιοι μοιάζουν σαν να αναβιώνουν τις τι τανομαχίες του Χουλκ, του Σπάιντερμαν, του Μπάτμαν και του Κάπτεν Αμέρικα, όπου οι ίδιοι υποδύονται τους ήρωες των παιδικών τους εικονογραφημένων, χρησιμοποιώ ντας όλα τα μέσα που εν τω μεταξύ μπόρεσε να επινοήσει η φαντασία των επιστημό νων. (Κάποτε θα πρέπει να μελετηθεί σε βάθος η επίδραση που είχε ο κόσμος των παιδικών παραμυθιών στις αποφάσεις των «πατεράδων» των λαών και της ιστορίας. Εί ναι γνωστό, π.χ., ότι ο Χίτλερ είχε επηρεαστεί βαθιά από τα παραμύθια με τους λύ
24 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
κους, τις μάγισσες και τους νάνους. Πολλά από τα αρχέτυπα αυτών των παραμυθιών τα μετέφερε αργότερα στην εικόνα που είχε δημιουργήσει για τους Εβραίους. Μια αντεστραμμένη εικόνα αυτού του στρεβλού φανταστικού κόσμου εφαρμόζει σήμερα το εβραϊκό λόμπι των ΗΠΑ εναντίον των Αράβων.) Είναι ένας εφιάλτης όπου πρωταγωνι στούν άνθρωποι με έμμονες ιδέες. Φυσικά η λογική δεν τους λείπει, πρόκειται όμως για μια λογική υποταγμένη στην εξυπηρέτηση των βασανιστικών φαντασιώσεών τους. Το ότι απ' αυτό κερδίζουν χρήμα ή πετρέλαιο δεν αλλάζει τη φύση των πραγμάτων. Πρέ πει επιτέλους να ξεφύγουμε από την απλοϊκή λογική πως το αποκλειστικό κριτήριο του ορθού είναι το οικονομικό. Αλλωστε ό,τι συνιστά οικονομική επιτυχία εδώ μπορεί ταυτό χρονα να σημαίνει οικονομική (και οικολογική και ανθρωπιστική κ.ο.κ.) αποτυχία αλλού. Από τη μια ο πρόεδρος της μοναδικής υπερδύναμης, ένας άνθρωπος που πέρασε από τον κόσμο των παραισθησιογόνων στον κόσμο των εμπραγματωμένων φαντασιώσεων εξουσίας, όπου αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως συνομιλητή και εκτελεστή των μύ χιων βουλήσεων του (χριστιανικού, βεβαίως) θεού - στον οποίο αφιερώνει τα πρώτα λεπτά των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου του. Και από την άλλη, ένας α πελπισμένος κόσμος που τη μόνη παρηγοριά και καταφυγή του τη βρίσκει σε μια μετα θανάτια ανταμοιβή από το θεό των μουσουλμάνων. Σ' αυτή τη σύγκρουση των «ιερών» φαντασμάτων, πώς θα μπορέσει άραγε να αποφευχθεί η αντιπαράθεση των θρησκει ών, την οποία τάχα δεν επιθυμούν; Σε καιρούς πολέμων η λογική περιορίζεται απλώς στο θλιβερό ρόλο της εξυπηρέτησης του φανατισμού, ενός φανατισμού που κινείται στον κόσμο φανταστικών παραστάσεων και οντοτήτων. Στον υπέρτατο πόλεμο του Κα λού με το Κακό, που κήρυξε ο πρόεδρος Μπους, πώς θα αποφευχθεί η διολίσθηση στην εφιαλτική σύγκρουση της Αποκάλυψης; Όταν θα δημοσιεύονται τούτες οι γραμμές, ο πόλεμος θα έχει πιθανότατα προ πολλού τελειώσει. Η ειρήνη όμως θα είναι πια πολύ δυσκολότερη, και όχι μόνο γιατί θα έχει παλαιστινοποιηθεί ένα μεγάλο τμήμα του αραβικού κόσμου: ανάμεσα -κ α ι μέσ αστους ζωντανούς θα κυκλοφορούν πολλά φαντάσματα νεκρών. Λοιπόν; «Η φαντασία στην εξουσία»; Ευχαριστούμε, δε θα πάρουμε. Είναι καλύτερα να ασκούν την εξουσία λογιστάκοι χωρίς φαντασία, που μοναδική τους φιλοδοξία θα 'χουν το νοικοκύρεμα του οίκου τους. Οι κυβερνήτες με τα «μεγάλα οράματα», που συνήθως καταλήγουν σε εφιάλτες, ας μας λείπουν. Προτιμούμε τη «φαντασία στη λο γοτεχνία» και γενικότερα τη «φαντασία στην τέχνη». Όταν αφηνιάσει και ξεφύγει απ' αυτό το χώρο, όταν δραπετεύσει από τα βιβλία και τα κάδρα, όταν εισχωρήσει στη δια κυβέρνηση, τότε μοιραία θα μετατραπεί σε εφιάλτη, m ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1. Βλ. «Ο Fr. Engels για το... 666 (ή 616;). Το βιβλίο της Αποκάλυψης», μετάφραση-σχόλια X. Ε. Μαραβέλιας, Αντί, τχ. 717, Ιούλιος 2000, ο. 50-54.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 25
ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΗΣΤΟΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟ
Αρχίζοντας να δουλεύετε, το πρώτο πουπρέπει να πετύχετε είναι η «αποσύνδεσα».
Μαξ Ζακόμπ (Συμβουλές σ ' ένα νέο ποιητή) Κυριακή 4 Απριλίου Όταν διαβάζω κάτι δικό μου που έχει γραφτεί σε παρελθόντα χρόνο, η «ματιά» μου αποδεικνύεται οξύτερη και η κατανόηση του κειμένου περισσότερο διαυγής. Ίσως αυτό που αλλά ζει να είναι η εμπιστοσύνη που δίνω τότε στην κριτική μου ικανότητα, έχοντας το άλλοθι της χρονικής απόστασης. Σε κάθε περίπτωση, η πρόσληψη του κειμένου είναι πιο πειστική, είτε οδηγεί σε αποδοχή είτε σε απόρριψη επιμέρους στοιχείων, ή και -σπανιότερα- όλου του έργου (ως επιδίωξη ή ως εκτέλεση). Η χρονική απομάκρυνση από το κείμενο δρα ως κατα-
Η επινόηση συνομιλητή
Ημερολόγιο λύτης που καθιστά δυνατή την επίτευξη ουσιαστικότερης εσωτερίκευσής του και αποτελεί α ναγκαία συνθήκη κάθε απόπειρας συγγραφής. Τρίτη 6 Απριλίου Τι είναι αυτό που αλλάζει με το πέρασμα του χρόνου; Ποια είναι η διαφορά που αυτή η αλ λαγή επιφέρει; Υποπτεύομαι ότι ανεξάρτητα από την αιτία και το χρονικό διάστημα που με σολαβεί, αυτό που αλλοιώνεται είναι το «ορόν ως», η ικανότητα του να «βλέπεις κάτι ως κά τι». To aspect seeing του Βπγκενστάιν, όταν το «βλέπω» εμπεριέχει την έννοια της κατανόη σης. Τετάρτη 7 Απριλίου Το κείμενο παραμένει αμετάβλητο, άρα αυτό που αλλάζει πρέπει να συνδέεται με την ικανό τητα του αναγνώστη (σε αυτή την περίπτωση του ίδιου του συγγραφέα) να εξαγάγει νόημα μέσα από αυτό ή να το νοηματοδοτήσει έξωθεν. Η αντίληψη του λογοτεχνικού έργου συνίσταται στο να βλέπεις τις διασυνδέσεις ανάμεσα στα συστατικά του στοιχεία, και οι αλλεπάλληλες αναγνώσεις προσφέρουν εκ νέου θέαση αυτών των διασυνδέσεων (ή εμπνέουν ολότελα καινούριες). Η ουσία, λοιπόν, του «ορόν ως» παραμένει αυτή: η οργάνωση της αντίληψης. Δευτέρα 12 Απριλίου «Το “να βλέπεις κάτι ως κάτι” δεν αποτελεί μέρος της αντίληψης. Και για τον λόγο αυτόν, εί ναι και δεν είναι όπως το κανονικό βλέπειν» (Λ. Βπγκενστάιν, Φιλοσοφικές έρευνες II, 246247). Η άποψη ότι το έργο γίνεται αντιληπτό αποκλειστικά «κατά μόνας» ως μία Gestalt, δημιουρ γώντας ένα «εσωτερικό αντικείμενο» που σχετίζεται με τον εκάστοτε αναγνώστη, μεταμορ φώνει το έργο σε μια χίμαιρα, σε ένα ασταθές, ευμετάβλητο και, γι' αυτό το λόγο, υποκει μενικό είδωλο. Αυτή η σκέψη αποδυναμώνει το έργο τέχνης. Το καθιστά «θέμα γούστου». Στην πραγματικότητα, το «να βλέπεις κάτι ως κάτι» δεν αποτελεί μέρος της αντίληψης, αλλά
26 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
είναι πάντα ένα «εξωτερικό αντικείμενο», που όμως νοηματοδοτείται από πολιτισμικά (και άρα ιστορικά) στοιχεία. «Μια εσωτερική διαδικασία έχει ανάγκη από εξωτερικά κριτήρια» (Λ. Βιτγκενστάιν, Φιλοσο φικές έρευνες I, §580).
Με τον παραπάνω τρόπο, το έργο (δηλαδή η οργάνωση της αντίληψης ως πρόσληψη αυτού) αποκτά διαπροσωπικά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να παρομοιαστούν με το Urphanomen του Γκέτε. Η προσπάθεια του συγγραφέα είναι η επιδίωξη αποκάλυψης αυτού του εσώτερου πυρήνα για κάθε έργο. Οι διαδοχικές αναγνώσεις και επεξεργασίες του έρ γου ισοδυναμούν με την έρευνα για το άνθος ενός λογοτεχνικού Urpflanze1. Τρίτη 13 Απριλίου «Η έκφραση μιας αλλαγής άποψης είναι η έκφραση μιας νέας αντίληψης και συνάμα η έκ φραση του ότι η αντίληψη αυτή είναι αμετάβλητη» (Λ. Βιτγκενστάιν, Φιλοσοφικές έρευνες II, 246-247). Ετούτη η παράδοξη -ίσως και αντιφατική σε πρώτη ανάγνωση- ρήση του Βιτγκενστάιν εκ φράζει τη διφορούμενη εμπειρία του συγγραφέα καθώς, όταν προσεγγίζει εκ νέου ένα κεί μενο, το ξάφνιασμα που αισθάνεται (και επιχειρεί να καλλιεργήσει μέσω της χρονικής από στασης) μοιάζει να τον φέρνει πιο κοντά στον πυρήνα της έκφρασής του (εκεί δηλαδή που ήθελε να βρεθεί εξαρχής). Τετάρτη 14 Απριλίου 0 αιφνιδιασμός που πολλές φορές αισθάνομαι όταν διαβάζω εκ νέου ένα κείμενο είναι συ νάρτηση της μνήμης. Όταν απομακρύνεσαι από το κείμενο, προσπα θείς να ξεχάσεις. Ο Μαξ Ζακόμπ ονομάζει αυτή την επιθυμία απώλει ας μνήμης «σιωπή». Μέσω αυτής ο συγγραφέας επιτυγχάνει μια κα τάσταση άγνοιας, που θα τον οδηγήσει στην επιδιωκόμενη έκπληξη. Παρασκευή 16 Απριλίου «Η εκδήλωση της ύψιστης άγνοιας είναι η έκπληξη. Η έκπληξη δεί χνει αγνότητα, και η αγνότητα είναι ο δρόμος για κάθε ανακάλυψη, τόσο στην τέχνη, όσο και στην επιστήμη»2 (Μαξ Ζακόμπ, Συμβουλές σ ' ένα νέο ποιητή).
Η «αγνότητα» του Μαξ Ζακόμπ ταυτίζεται με την αθωότητα του ανύ ποπτου αναγνώστη. Υπό μια έννοια, απομακρύνομαι από το έργο επι θυμώντας να βρεθώ σε αυτή τη θέση και, χωρίς να το αντιλαμβάνο μαι, αποκαλύπτω μια βαθιά επιθυμία μου που εκπληρώνεται μέσω της συγγραφής, ως έκφραση της ανάγκης για την επινόηση ενός συ νομιλητή. m
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ο Γκέτε πίστευε ότι για κάθε τύπο φυσικού φαινομένου -όπως, για παρά δειγμα, τα φυτά και τα ζώα- υποτίθεται ότι υπάρχει μία και μοναδική μορφή, το Urphanomen, του οποίου όλα τα επιμέρους δείγματα του τύπου αυτού α ποτελούν μεταμορφώσεις. Στην περίπτωση των φυτών, αυτό το πρότυπο είναι το Urpflanze, το «πρωτοφυτό». Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στην Ιταλία, ο Γκέτε έλπιζε ότι θα ανακάλυπτε το Urpflanze, που σκόπευε να χρησιμοποιεί για να επινοεί επ' άπειρον φυτά που θα μπορούσαν να υπάρχουν στην πραγ ματικότητα, ακόμα κι αν δε βρίσκονταν στη φύση. 2. Μετάφραση Αντ. Φωστιέρη. Αθήνα, «Καστανιώτης», 1984, ο. 30.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 27
από το μέλλον...
ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΝΟ ΦΙΛΙΠΠΑΚΟΠΟΥΛΟ
0 Φίλιη Ντικ δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ίσως όχι τόσο επειδή εί ναι από τους κορυφαίους συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας (που πράγματι είναι), αλλά επειδή η μάλλον απαισιόδοξη και, εν πάση περιπτώσει, όχι «εύπεπτη» θεώρηση του μέλλοντος που διακρίνει τα έργα του, βο λεύει τους επαγγελματίες «καταστροφολόγους» της εποχής μας, οι οποίοι για λόγους οικονομικούς (τηλεθέαση και αναγνωσιμότητα ΜΜΕ, εισιτήρια στον κινηματογράφο κ.λπ.) ενισχύουν το αίσθημα ανασφάλειας του κοινού για ν' αυξήσουν τα έσοδα και την επιρροή τους. Αλλά ακόμη και αυτοί που βλέπουν (εντελώς λανθασμένα) την επιστημονική φαντασία σαν ένα «απαι σιόδοξο» είδος λογοτεχνίας, ένα είδος «λογοτεχνικής Κασσάνδρας» που έχει ως στόχο την πρόβλεψη κάθε πιθανής μελλοντικής καταστροφής, βρίσκονται στο στοιχείο τους μέσα στο σκοτεινό κόσμο του έργου του Φίλιπ Ντικ και δε χάνουν ευκαιρία να το προ βάλλουν με κάθε τρόπο. Όλα αυτά δεν αναιρούν την αξία αυτού του έργου και βιβλίων σαν τη συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων, τρία από τα οποία έχουν μεταφερθεί και στον κινηματογράφο: το «Minority Report», που έχει δανείσει το όνομά του στη συγκεκριμένη συλλογή διηγη μάτων και στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το «Το θυμόP H ILIP Κ. DICK, The minority report ΑΘΗΝΑ, ΜΕΔΟΥΣΑ, 2002 μαστέ εμείς για σας», στο οποίο βασίστηκε η ταινία Ολική επαναφορά του Πολ Φερχόφεν και το «Πλαστοπροσωπία», που χρησιμέυσε ως βάση για την περσινή ταινία Διπλή ταυτότητα mu Γκάρι Φέλντερ. Βασικός άξονας της φιλοσοφίας των διηγημάτων των βι
βλίου (όπως και του έργου του Ντικ γενικότερα) είναι η άποψη ότι η πραγματικότητα δεν είναι απόλυτη αλλά σχετική και εξαρτάται από τον καθένα μας και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες βρίσκεται για το πώς τη βλέπει. Από την προσπάθεια προληπτικής καταστολής της εγκληματικότητας με πρόβλεψη του μέλλοντος και τις παρενέργειές της, που περιγράφεται στο «Minority report», μέχρι την εμφύτευση «αναμνήσεων» που περιγράφεται στο «Το θυμόμαστε εμείς για σας» και από την κατάσταση «ημιζωής» του «Τι λένε οι νεκροί» μέχρι την αναζήτηση ταυτό τητας ανάμεσα σε δύο διαφορετικά είδη του «0, να ήμουν μπλόμπελ», η πραγματικό τητα είναι εντελώς σχετική, ανάλογα με τη σκοπιά από την οποία τη βλέπει καθένας α πό τους χαρακτήρες των διηγημάτων. Η οπτική του Ντικ δεν είναι πάντα απαισιόδοξη, αν και υπάρχουν και διηγήματα όπου το τέλος δεν είναι ευχάριστο ή όπου στιγματίζο νται κάποιες πλευρές της ανθρώπινης φύσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, εναπόκειται στον αναγνώστη (με την προϋπόθεση ότι δε διακατέχεται από στερεότυπα και προκαταλήψεις) να αποφασίσει τι είναι «σωστό» (αυτή κι αν είναι σχετική έννοια) και τι όχι, τι είναι «ευχάριστο» και τι όχι, τι έπρεπε να γίνει και τι όχι. Σε κάθε περίπτωση, το βιβλίο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, το γράψιμο του Ντικ συ ναρπαστικό και «περιεκτικό» (πολύ περισσότερο αφού πρόκειται για διηγήματα, όπου ο χώρος είναι μοιραία συμπυκνωμένος) και ο αναγνώστης μπορεί να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει με την οπτική του συγγραφέα, αποκλείεται όμως να μείνει αδιάφορος. Η4
28 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Mordecai
Ο κόσμος του Μπάρνεϋ IRichler
μυθιστόρημα Μετάφραση:
Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης
Δεύτερο μυθιστόρημα του μεγάλου Καναδού συγγραφέα που εκδίδεται στα Ελληνικά μετά το Ο Σόλομον Γκάρσκυ ήταν εδώ (που κυκλο φορεί επίσης από τις εκδόσεις ΠΟΛΙΣ). Έ νας γέρος εικονοκλάστης Εβραίος παραγωγός του κινηματογράφου, λίγο πριν βυθιστεί στην άνοια λόγω της νόσου του Αλτσχάϊμερ, σπεύδει να γράψει την αυτο βιογραφία του. Περιγράφει τις φιλίες του, τα μεθύσια του, τις σεξου αλικές του εμμονές. Τρεις γυναίκες, τρία παιδιά, έντονα νεανικά χρόνια στο Παρίσι, θλιβερή μοναξιά στα γεράματα. Μ ε γενναιοδωρία, χιούμορ και επιδεξιότητα ο Ρίχλερ συνθέτει έναν ύμνο στη ζωή.
εκδόσεις : Π Ο Λ Ι Σ
ξένη γραφή
ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
Το Σύνδρομο του Περσικού Κόλπου Τώρα που ο πόλεμος τελείωσε, καλό είναι να θυμηθούμε τι έγινε δώδεκα χρόνια πριν, στον πρώτο πόλεμο στο Ιράκ, ο οποίος πέρασε στην ιστορία ως «0 πόλεμος του Κόλπου», καθώς και τις συνέπειες που είχε στους άντρες που πήραν μέρος, με τις ευ λογίες των κυβερνήσεών τους. Πραγματικά, αν η πρόσφατη σύγκρουση μας παραπέμπει στον πόλεμο του 1991, είναι περισσότερο για τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ τους και λι γότερο για τις ομοιότητάς τους: πιο σθεναρή η αντίσταση των Ιρακινών αυτή τη φορά, απέφυγαν το σχηματισμό γραμμής άμυνας στην έρημο και σε ανοι χτά πεδία (όπου γίνονταν βορά στα μαχητικά και στο πυροβολικό των Αμερι κανών το 1991) προτιμώντας το «ταμπούρωμα» μέσα σε χωριά και πόλεις, προξενώντας έτσι σημαντικές απώλειες στους εισβολείς. Και οι αμερικανικές απώλειες της «Καταιγίδας της ερήμου»; Μερικές εκατο ντάδες στρατιωτών είναι ο επίσημος αριθμός. 0 Πάτρικ Έντιγκτον όμως στο βιβλίο του Αέρια στον Πόλεμο του Κόλπου: Η απόρρητη ιστορία της συγκάλυψης του Πε νταγώνου και της CIA για το Σύνδρομο του Κόλπου μας αποκαλύπτει ότι πάνω από
10.000 βετεράνοι εκείνου του πολέμου υποφέρουν από χρόνιες ασθένειες, μερικές από αυτές θανατηφόρες και επιβλαβείς ακόμα και για τις οικογένειες και τα παιδιά τους. Το πρόβλημα έγινε γνωστό ως «Σύνδρομο του Κόλπου» και προήλθε από την έκθεση των
P A TRICK EDDINGTON, G a ssed in the Gulf: The In sid e Sto ry o f the Pentagon -CIA- Cover up o f the G ulf War Syndrome, universal publishers , 392 p.p. στρατιωτών σε χημικά αέρια που απελευθερώθηκαν είτε επειδή οι αμερικανικές βόμβες περιείχαν απεμπλουτισμένο ουράνιο είτε εξαιτίας της καταστροφής των χημικών όπλων του Σαντάμ Χουσεΐν, που είχε ως αποτέλεσμα να απελευθερωθούν δηλητηριώδη αέρια τα οποία προορίζονταν για Κούρδους και αντιφρονούντες. Οι αμερικανικές στρατιωτικές αρ χές δεν προστάτεψαν τα στρατεύματά τους και οι συνέπειες ήταν καταστροφικές. Όπως ήταν αναμενόμενο, τόσο το αμερικανικό Πεντάγωνο όσο και η διαβόητη CIA έκαναν τα πάντα για να συγκαλυφθεί το γεγονός και να θεωρηθεί ως ένα ακόμα «μετατραυματικό σύνδρομο» από το οποίο υποφέρουν, έτσι κι αλλιώς, πολλοί στρατιώτες που έχουν βρεθεί σε μάχη (σχεδόν όλοι οι βετεράνοι του Βιετνάμ υπέφεραν από αυτή τη βαρύτατη πολλές φορές ψυχική νόσο). Μέσα από την εξαντλητική μελέτη απόρρητων φακέλων, τις συνεντεύξεις με βετεράνους και την παράθεση ντοκουμέντων, ο Π. Έντιγκτον φέρνει στο φως γνωστές και άγνωστες πτυχές του πολύκροτου αυτού ζητήματος (ο ίδιος ο συγγραφέας και η γυναίκα του συνά ντησαν πολλές δυσκολίες στην πορεία των ερευνών τους, μεταξύ των οποίων προβλήματα επιβίωσης σε επαγγελματικό και οικονομικό επίπεδο). Το βιβλίο του Π. Έντιγκτον παρουσιάζει μια πολύ ζοφερή όψη της πραγματικότητας πίσω από τον πόλεμο του 1991, αφήνοντάς μας να φανταζόμαστε τι άραγε μπορεί να φέρει ο καταστροφικός πόλεμος στο Ιράκ. Δεν είναι τυχαίο ότι μεταξύ των αντιπολεμικών κινημά-
30 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
των βρισκόταν και ένα που σχηματίστηκε από αποστρατευμένους βετεράνους του πολέ μου του 1991, οι οποίοι προσπάθησαν να προειδοποιήσουν τους Αμερικανούς στρατιώ τες για το παράλογο της όλης επιχείρησης και για το μέγεθος της (αυτό)καταστροφής που θέλει να σπείρει η αμερικανική κυβέρνηση, ηλιας μαγκλινης μ
Πολεμικό σχέδιο: Ιράκ! Το βιβλίο του Μιλάν Ράι Πολεμικό σχέδιο, Ιράκ είναι μια συστηματική προσπάθεια να έρθουν στο φως όλα όσα κρύβονται πίσω από τις προθέσεις του προέδρου Μπους και της «ουράς» του, Τόνι Μπλερ, στην εκστρατεία κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. Το βιβλίο περιλαμβάνει εισαγωγή του Νόαμ Τσόμσκι κα θώς και άλλα άρθρα και δοκίμια από αναλυτές και μελετητές που είχαν πάρει θέση πάνω στα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου, όπως ο Άμπερ Άμουντσον κ.ά. Ο μύθος της αιτίας του πολέμου, δηλαδή η ύπαρξη βιο λογικών και χημικών όπλων στα χέρια του Σαντάμ (λίγο ενδιαφέρει την αγγλοαμερικανική συμμαχία αν όντως ο Σαντάμ έχει όπλα στα χέρια του - που προφανώς έχει)· ο μύθος του εκδημοκρατισμού του Ιράκ- ο μύ θος της «ανθρωπιστικής» επέμβασης· ο μύθος της διασύνδεσης του κα θαρά κοσμικού καθεστώτος του Σαντάμ με τους φονταμενταλιστές της Αλ Κάιντα και των λοιπών ισλαμικών τρομοκρατικών οργανώσεων- η μα ζική αντίδραση των λαών όλου του κόσμου ενάντια σε αυτό τον πόλεμο-εισβολή, όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά και άλλα πολλά, θίγονται σε αυτό το ιδιαίτερα ερεθιστικό βι βλίο, όχι επειδή συμφωνεί κανείς με τους συγγραφείς (με πολλούς μπορεί να δια φωνήσει) αλλά επειδή υπάρχει συστηματική, μεθοδική σκέψη και νηφαλιότητα στην άρθρωση των επιχειρημάτων.
M ILA N RAI, War Plan, Iraq
VERSO BOOKS, 252 p.p. Διαβάζοντας κανείς αυτό το επίκαιρο βιβλίο και παρακολουθώντας την καταστροφή που συντελείται στο Ιράκ δεν μπορεί να μην εξοργιστεί με την αμερικανική ηγεσία που στη βαρβαρότητα του τυραννικού καθεστώτος του Σαντάμ, αλλά και τη βαρβαρότητα του ισλαμικού φανατισμού γενικότερα, αντιπροτείνει μια άλλου τύπου βαρβαρότητα, πολύ πιο υποκριτική, πετώντας στον κάλαθο των αχρήστων όλες τις κατακτήσεις της νεωτερικότητας, τις αξίες και τις αρχές που κατόρθωσε ύστερα από το 18ο αιώνα να εδραιώ σει η Δύση. Έναν τρόπο ζωής θεμελιωμένο στην ανεκτικότητα και την ελευθερία της ε πιλογής, που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε να αντιπροτείνουμε στο σκοταδισμό του Μπιν Λάντεν και των ομοίων του. Η Αμερική του Ράμσφελντ και του Ντικ Τσένι, όμως, βρίσκεται στον αντίποδα της Αμερικής του Ουάσινγκτον και του Τζέφεροον, του Τόμας Πέιν, του Έμερσον και του θόροου, του Ουίτμαν και του Μέλβιλ, του Κάμινγκς και του Κέρουακ. Δυστυχώς αυτή είναι η Αμερική που υπερισχύει, η Αμερική που έτρεμε ο Χόθορν. Μια Αμερική που πάει να καταστρέψει ό,τι πιο ιερό ανέδειξε στα πρώτα χρόνια της ύπαρξής της ως κράτος: την ατομική ελευθερία. Βλέπει κανείς το άτομο να συντρί βεται, να παρασύρεται από αυτό τον ανεμοστρόβιλο, όταν αντικρίζει τους συντετριμμέ νους Αμερικανούς αιχμαλώτους. Είχαμε ξεχάσει ότι υπήρχαν και άτομα σε αυτή την ι στορία. Είχαμε μείνει με την εντύπωση ότι ήταν απλώς για μια απρόσωπη στρατιωτική μηχανή, σαν μια γιγανπαία ηλεκτρική σκούπα...
ΜΑΙΟΣ 2003
ηλιας μαγκλινης
\«
ΔΙΑΒΑΖΩ 31
Βίρτζίνια Γουλφ
1 8 8 2 - 1 9 4 1 , Μ . Β Ρ Ε Τ Α Ν ΙΑ
Η Βίρτζίνια Γουλφ, η σημαντική Αγγλίδα συγγραφέας, παρακολούθησε ιδιωτικά μαθήμα τα στο σπίτι της με δάσκαλο τον πατέρα της, σερ Λέσλι Στίβεν. Μετά το θάνατό του ε γκαταστάθηκε στο Λονδίνο, στην Γκόρντον Σκουέρ, και το σπίτι της έγινε το κέντρο της ομάδας Μπλούμσμπερι. Το 1912 παντρεύτηκε τον Λέοναρντ Γουλφ και ίδρυσαν μαζί το 1917 τις εκδόσεις Χόγκαρθ. Η Μέι Σίνγκλερ το 1918 στο περιοδικό The Egoist περιέγραψε πώς γράφει, και ανέφε ρε τον εσωτερικό μονόλογο (stream of consciousness), μέθοδο που στηριζόταν σε «στιγμές γεμάτες ένταση και παλμό...» Η Βίρτζίνια Γουλφ αξιοποίησε αυτή τη μέθοδο, το κέντρο της όμως υπήρξε η γυναικεία οπτική γωνία, και συνέβαλε, όπως και ο Προυστ, ο Τζέιμς Τζόις, η Ντόροθι Ρίτσαρτσον, στην ανανέωση του μυθιστορήματος. Για τη Γουλφ ισχύει ό,τι είχαν υποστηρίξει παλαιότερα ο Γουόλτερ Πέιτερ και ο Γουίλιαμ Τζέιμς, ότι δηλαδή η πραγματικότητα δεν είναι μια δεδομένη αντικειμενικότητα αλλά κά τι το οποίο το υποκείμενο αντιλαμβάνεται μέσω της συνείδησής του. Έτσι, έκτοτε στο ποιητικό, εμπειρικό μυθιστόρημα, η «συνείδηση» βρίσκεται ανάμεσα στον κόσμο και το «υποκείμενο». Μερικές φορές, λοιπόν, δημιουργείται ο ψυχολογικός ρεαλισμός ενώ άλ λοτε ο ποιητικός μονόλογος. Σύμφωνα με την άποψη της Γουλφ, ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος είναι ελεύθερος και, όπως έγραφε στο δοκίμιό της Σύγχρονο μυθιστόρημα, ο συγγραφέας είναι αποδεσμευμένος από τις παραδοσια κές μορφές του χρόνου και της πραγματικότητας και έτσι το μυθιστόρημα αποκαλύπτει το αληθινό πνεύμα της «ζω ής». Ζωή είναι, γράφει η Γουλφ, «ένα λαμπερό φωτοστέ φανο το οποίο μας περιβάλλει από την γέννηση της συνεί δησης έως το τέλος της». Και αν για τον Τζόις και τον Φόκνερ ο εσωτερικός μονόλογος ανέδειξε το χάος, το απρό βλεπτο της ζωής, για τη Β. Γουλφ η «ροή της συνείδησης» είναι μια φωνή γυναικεία, λυρική, εικαστική, η οποία κυ λάει όχι μόνο στο παρελθόν και το παρόν ή το μέλλον, αλ λά μεταβαίνει από τον έναν τόπο στον άλλο, αγγίζει διαφο ρετικούς χαρακτήρες που τις περισσότερες φορές συνδέ ονται με ένα κοινό σύμβολο: το φάρο, τα κύματα. Ο μονό λογος επιτυγχάνει κάτι περισσότερο από το να αποκαλύ πτει το «λαμπρό φωτοστέφανο» καθώς προσεγγίζει αιώ νιες αποκαλύψεις, στιγμές οράματος ή «μικρά θαύματα, ε κλάμψεις, σπίρτα, που ανάβουν απρόσμενα στο σκοτάδι». Στο μυθιστόρημά της Η κυρία Νταλογουέι ένας ήρωας πα ραδέχεται ότι «πιθανόν να μην έχει νόημα αυτός ο κό σμος» ενώ στα Κύματα η ηρωίδα αντιλαμβάνεται ότι τα άτομα που «απομακρύνονται και συσσωρεύονται, συνθέτουν αυτό το οποίο οι άνθρωποι αποκαλούν ζωή». Τα έργα της κυριαρχούνται από τον πόνο, την απώλεια, τη μελαγχολία, και θα μπορούσε να τα χαρα κτηρίσει κανείς «ελεγείες». Ελεγείες για ό,τι πέρασε και χάθηκε ή για ό,τι είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα αφανιστεί. Ο σύζυγός της, ο Λέοναρντ Γουλφ, δημοσίευσε σ' έναν τόμο αποσπάσματα από το ημερολόγιο της γυναίκας του, τα οποία αναφέρονται στη δουλειά της. Το πεντάτομο Ημερολόγιο της Βίρτζίνια Γουλφ εκδόθηκε από τον Λ. Ο. Bell. Κυκλοφόρησαν επίσης οι επιστολές της σε έξι τόμους. Ο ανιψιός της Quentin Bell
32 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
έγραψε την πληρέστερη βιογραφία της, ενώ θεωρείται καλή και η βιογραφία του Ρ. Rose, Woman o f Letters. A Life o f Virginia Woolf, 1978. Εργογραφία: The voyage out, 1915 Night and Day, 1919 (Νύχτα και μέρα) Jacob's Room, 1922 (To δωμάτιο του Ιακώβου)
Mrs. Dalloway, 1925 (Η κυρία Νταλογουέι) To the Lighthouse, 1927 (Στο φάρο) Orlando, 1928 A room o f one's own, 1929 (Ένα δικό σου δωμάτιο) The Waves, 1931 (Τα κύματα) The Years, 1937 (Τα χρόνια) Between the Acts, 1941 (Ανάμεσα σε πράξεις)
Η Γουλφ έγραψε δύο βιογραφίες: η πρώτη λέγεται Flush, 19 33 (Φλας), στην οποία αναφέρεται στη ζωή των Μπράουνινγκ μέσω των φανταστικών ι στοριών του σκύλου της Ελίζαμπεθ Μπάρετ Μπράουνινγκ, και η άλλη είναι η βιογραφία του τεχνοκριτικού Ρότζερ Φράι, 1940. Έγραψε επίσης κριτι κές και οι καλύτερες έχουν δημοσιευθεί: The Common Reader, 1925, The Common Reader. Second Series, 1932, The death o f the month,
1942, και τέλος Granite and Rainbow, 1958.
™
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα ακόλουθα βιβλία: Για την άγνοια των αρχαίων ελληνικών, μτφρ. Βάιος Λιάπης, Αθήνα, «Στιγμή», 1998 Γράμμα σ ' ένα νέο ποιητή, μτφρ. Άρης Μπερλής, Αθήνα, «Άγρα», 1997 Γυναικεία πορτραίτα, μτφρ. Δημήτρης Κωστελένος, Αθήνα, «Γλάρος», 1988 Δοκίμια, μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, Αθήνα, «Scripta», 1999 Ελλάδα και Μάης μαζί (Εγγραφές Ημερολογίου και Γράμματα), μτφρ. Μαρία Τσάτσου,
Αθήνα, «Ύψιλον», 1996 Ένα δικό σου δωμάτιο, μτφρ. Μίνα Δαλαμάγκα, Αθήνα, «Οδυσσέας», 1993 Ένα στοιχειωμένο σπίτι, μτφρ. Αλεξάνδρα Παναγή, Αθήνα, «Πατάκη», 1996 Η κυρία Νταλογουέι, μτφρ. Κωστούλα Μητροπούλου, Αθήνα, «Γαλαξίας», 19 67 και
μτφρ. Δέσποινα Κερεβάντη-Γιάννης Βαλλούρδος, Αθήνα, «Γράμματα», 1990 Λέσχη γυναικών και άλλα διηγήματα, μτφρ. Μαρία Αποστόλη, Αθήνα, «Νεφέλη», 1996 Ορλάντο, μτφρ. Αναστασία Λιναρδάκη, Αθήνα, «Αστάρτη», 1993 και μτφρ. Θανάσης Χα-
τζόπουλος, Αθήνα, «Κέδρος», 1999 Σκοτώνοντας τον άγγελο του σπιτιού, μτφρ. Τατιάνα Κωνσταντινίδου, Αθήνα, «Καστανιώ-
της», 1998 Στο φάρο, μτφρ. Άρης Μπερλής, Αθήνα, «Ύψιλον», 1995 Στοιχειωμένο σπίτι, μτφρ. Δέσποινα Κερεβάντη-Γιάννης Βαλλούρδος, Αθήνα, «Γράμμα
τα», 1987 Τα κύματα, μτφρ. Άρης Μπερλής, Αθήνα, «Ύψιλον», 1986 Τα χρόνια, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Αθήνα, «Σύγχρονη Εποχή», 1991 Το δωμάτιο του Ιακώβου, μτφρ. Δέσποινα Κερεβάντη-Γιάννης Βαλλούρδος, Αθήνα,
«Γράμματα», 1988 Τρεις γκινέες, μτφρ. Μυρτώ Αναγνωστοπούλου-Πισσαλίδου, Θεσσαλονίκη, «Μπαρμπουνάκης», χ.χ. Φλας, μτφρ. I. Ε. Βάρσος, Αθήνα, «Γνώση», 1992
ΜΑΙΟΣ 2003
χρυσά ςπυροπουλου
Μ<
ΔΙΑΒΑΖΩ 33
Μάικλ Κάνιγχαμ,
ηπα
Ο Μάικλ Κάνιγχαμ με τα τρία του βιβλία, A Home a t th e End o f the World (Ένα σπί τι στην άκρη του κόσμου), Flesh and Blood (Η ανθρώπινη φύση) και The Hours (Οι ώρες, μτφρ. Λύο Καλοβύρνας, «Λιβάνης», Αθήνα, 2000), έχει κερδίσει την αγάπη
του αναγνωστικού κοινού και το ενδιαφέρον της κριτι κής. Το τελευταίο του, μάλιστα, μυθιστόρημα, Οι ώρες, τιμήθηκε το 1 9 9 9 με το βραβείο Πούλιτζερ και πρό σφατα είδαμε την εξαιρετική κινηματογραφική του «α νάγνωση». Με ευαισθησία αλλά και δυναμισμό ο Κάνιγ χαμ συνθέτει τις λεπτές εύθραυστες σχέσεις των αν θρώπων της πόλης. Ο λόγος του είναι κοφτός και δι εισδυτικός, με αποτέλεσμα να αναδύεται ο κόσμος των ηρώων του και να περιγράφεται, χωρίς να ορίζεται η ψυχοσύνθεσή τους, η εσωτερική τους περιπέτεια, η ο ποία συναρτάται με το χρόνο, το θάνατο, τη φιλία, τον έρωτα. Στο μυθιστόρημά του Οι ώρες εμπνέεται από τη συγγραφέα Βιρτζίνια Γουλφ και από το έργο της Η κυρία Νταλογουέι και εμπ λέκει το λογοτεχνικό του
πρότυπο με δύο άλλες γυναίκες, τις οποίες συναντού με τη μία το 19 49 και την άλλη στα τέλη του 20ού αιώ να. Και οι τρεις τους έχουν ένα κοινό στοιχείο: προ σπαθούν να ζήσουν την κάθε στιγμή, να δώσουν νόημα στην καθημερινότητά τους. Η μία γράφει μυθιστορήμα τα, η άλλη μεγαλώνει παιδιά και διαβάζει λογοτεχνικά βιβλία, η τρίτη συμπαρίσταται στον ετοιμοθάνατο φίλο της και διοργανώνει πάρτι, αγο ράζει λουλούδια όπως και η μυθιστορηματική ηρωίδα της Βιρτζίνια Γουλφ, η κυρία Νταλογουέι, που αφήνει την πολιτική της καριέρα για να κλειστεί στον εαυτό της και να ζήσει με τις αναμνήσεις της. Ο συγγρα φέας υιοθετεί τον εσωτερικό μονόλογο, μέθοδο που ακολούθησε η Β. Γουλφ, και μετακινείται σε διάφορες χρονικές στιγμές, σε πρόσωπα και γεγονότα. Στην ελληνική μετάφραση, λάθη όπως: μιας θεότητας τα πάντα ορούσας (σ. 46), άρτι γεννηθείσας ζωής (σ. 146), μέλος της ομήγυρης της κηδείας (σ. 145), πρέπει να γεράσεις καλύτερα απ' αυτή την κατάντια (σ. 162), θα μπορούσαν να διορθωθούν σε μια άλλη έκδοση, χρυ σά γπυροπουλου ν<
ΤΟ
διαβάζω
σ τον κ υ β ε ρ νο χώ ρ ο
www.translatio.gr/diavazo e-maii: diavazo@ath.forthnet.gr
34 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ
ΑΡΤΟΣ ΖΩΗΣ Μπουμπουλίνας 28, 106 82 Α θήνα-Τ ηλ.: 210 8 8 2 4 5 4 7 -Fax: 210 8228791 - email: artos@otenet.gr
Η κοινωνία και το Άγιο στην ύστερη Αρχαιότητα
Η Θεολογία του εικοστού αιώνα To παρόν έργο αποτελεί
S
μια εκτενή και περιεκτική έκθεση τη ς ιστορίας τη ς καθολικής και τη ς προτεσταντικής θεολογίας στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας εντρυφεί στις σπουδαιό
τερες εκφάνσεις, στα κρίσιμα θέματα και στα κυριότερα κείμενα αυτής τη ς θεολογίας,
ΗΗ
Σ τις σελίδες του βιβλίου
Ε Η
αυτού η ανάδειξη του αγίου είναι το κυρίαρχο θέμα της θρησκευτικής
επανάστα-
σης της ύστερης Αρχαιό-
ΗΒ
τητας. Ο άγιος διαδραμά
τιζε κεντρικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο τα διάφορα κοινωνικά περιβάλλοντα α ντιμετώ πι
σκιαγραφώντας έτσι το εξαιρετικά γοητευτι
ζαν την αυξανόμενη ελευθερία και τους κινδύ
κό τη ς φάσμα.
νους που συνεπαγόταν.
Επίτομη Θεολογία της Καινής Διαθήκης Σ τη ν
I
παρούσα
Αξία πίστεως είναι είναι μόνο η αγάπη
έκδοση
Ο συγγραφέας αυτού του
παρουσιάζονται οι βασικές
βιβλίου τονίζει ότι η π ί
γνώσεις
τη ς
Θεολογίας
στη απευθύνεται κυρίως
τη ς Καινής Διαθήκης: το
προς τον ασύλληπτο χα
κήρυγμα του Ιησού, το
ρακτήρα τη ς α γά π ης του
κήρυγμα του αρχικού χρι
Θεού, η οποία είναι υπέρ
θεολογία
τερη και προηγείται τη ς
του αποστόλου Παύλου, η θεολογία τω ν συνο
δικής μας. Ά ξια πίσ τεω ς είναι μόνο η αγά
πτικώ ν Ευαγγελίω ν, η θεολογία του Ε υα γ γε
πη , όμως ισχύει και ότι δεν πρέπει και δεν
λίου και τω ν επιστολών του Ιωάννη, η απο-
επιτρέπεται να πιστεύετα ι κάτι άλλο πέρα
στολική διδασκαλία τη ς Εκκλησίας.
από την α γάπη.
στιανισμού,
η
Κ εντρική Διάθεση : ΕΚ ΔΟ ΣΕ ΙΣ ΑΡΜΟΣ Μ αυροκορδάτου 7, 106 78 Α θήνα-Τ ηλ.: 210 3304196, 210 3 8 3 0 6 0 4 -Fax: 210 3819439
άρθρο
ΤΟΥ ΒΡΑΣΙΔΑ ΚΑΡΑΛΗ Χαιρετισμός στον Γ\ώργο Μπαλούρδο
Πέρασαν κιόλας δέκα χρόνια από το θάνατο του Κίμωνα Φράιερ και κανείς δε θυμήθη κε αυτή τη μεγάλη απώλεια για τα ελληνικά γράμματα. Στο μεταξύ, το εύρος και το μέ γεθος της συνολικής του προσφοράς φαίνεται να μην έχει αξιολογηθεί ούτε από ιστορι κή ούτε από αισθητική άποψη. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν βαθύτατα στη μεγάλη προοφορά του Φράιερ ως του σημαντικότερου πρεσβευτή των ελληνικών γραμμάτων
Μνήμη Κίμωνα Φράιερ ΐ 9ΐι -1993 Ένα κείμενο ευγνωμοσύνης μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και του ανθρώπου που λειτούργησε ως γέφυρα με τη σύγχρονη λογοτεχνική κίνηση των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης για να εξα σφαλίσει τελικά μια θέση στο διεθνές στερέωμα για τα ελληνικά γράμματα. Πιστεύω μάλιστα ότι σε αυτόν, όπως και σε μια σειρά επιφανών μεταφραστών συνοδοιπόρων του, όπως τον Peter Bien, τον Philip Sherrard, τον Edmund Keely και κάποιους άλλους, χρωστάμε τη διάνοιξη της λογο τεχνικής μας παράδοσης στις προκλήσεις του παγκό σμιου πολιτισμού. Χάρη σε αυτούς πήραμε μέρος στις διαπραγματεύσεις για τη νεωτερικότητα και για τη λο γοτεχνική της έκφραση, γίναμε μέρος της νεωτερικότητας, συμμετέχοντας, σε μικρό αλλά τέλος πάντων σε κάποιο βαθμό, στις επίμονες συζητήσεις για τη ση μερινή κατάσταση του ανθρώπου. Συνάντησα τον Κίμωνα τον Απρίλιο του 19 87 , όταν ζούσε ακόμα στο δρόμο των ποιητών της δεκαετίας του '50, την οδό Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Ανάμεσά μας γεννήθηκε αμέοως μια βαθιά συμπάθεια, που ξεκινούσε για μένα από το δέος που γεννούσε μέσα μου για την πνευματώδη σοφία του και για εκείνον α πό το γεγονός ότι γνώριζα λέξεις που δεν υπήρχαν σε κανένα λεξικό. «Μα πώς ξέρεις τι σημαίνουν;» απο ρούσε. «Ρωτάω τη γιαγιά μου», απαντούσα κάτω από τα τρανταχτά γέλια του. Μετέφραζε τότε τις Τερτσίνες του Νίκου Καζαντζάκη, σε ιαμβι κό πεντάμετρο, κι έτσι περάσαμε μήνες πολλούς συζητώντας για λέξεις και έννοιες που δεν καταλάβαινε καλά. «Αυτή είναι η μεγάλη ποίηση», μου έλεγε. «Αυτή που κάνει τον α ναγνώστη να αισθάνεται λειψός». Το διαμέρισμά του ήταν γεμάτο βιβλία, που δεν ήθελε ποτέ να αποχωριστεί. Όταν μετα κόμισε στο Χαλάνδρι, τα κοιτούσε ένα ένα (ήταν ήδη πάνω από εβδομήντα) και έλεγε: «Πόλεμος και Ειρήνη, αυτό πρέπει να το ξαναδιαβάσω του χρόνου, Αναζητώντας το χα μένο χρόνο, αυτό πρέπει να το τελειώσω κάποτε, Shakespeare, αυτό το βιβλίο, ακόμα
και αν δεν το διαβάζεις, σου μιλάει πάνω στο ράφι, δεν μπορώ να το αποχωριστώ... Βί-
36 ΔΙΑΒΑΖΟ
ΜΑΙΟΣ 2003
βλος, αυτό μπορεί να φύγει, δεν κατόρθωσα άλλωστε να το διαβάσω ποτέ». «Μα πότε θα ξαναδιαβάσεις τον Τολστόι;» ρωτούσα μέσα από τη νεανική μου βιασύνη. «Μα σύντο μα», απαντούσε, «ο Τολστόι δεν μπορεί να περιμένει για πολύ». Συχνές ήταν οι συζητήσεις μας για ποιητές και για ποιο λόγο μετέφρασε Καζαντζάκη. «Μα πώς μπορεί», του έλεγα, «να μεταφράζεις Καζαντζάκη και Βαρβιτσιώτη;». Και τότε ο Κίμων απαντούσε με την πιο μειλίχια απραξία και τον πιο όμορφο αγγλισμό του: «Δεν έχει να κάνει... ο ένας λέει διαφορετικά πράγματα από τον άλλο! Η λογοτεχνία είναι μια ασκητική πάνω στην ανθρώπινη διαφορά!» «Όταν ήρθα στην Ελλάδα», μου έλεγε, «μαζί με τον James Merill το 1946 και μετά το
χωρίς τον Κ. Φράιερ, η νεοελληνική τέχνη θα είχε παραμείνει βαλκανικό φαινόμενο, επαρχιακού και συνοικιακού ενδιαφέροντος 1949, συναντήθηκα πρώτα με τους “ περιοχίτες” , τον Καραντώνη, τον Κατσίμπαλη, τον Σεφέρη, τον Γκάτσο! Όλοι μου έλεγαν τι κακός συγγραφέας και ποιητής που ήταν ο Καζαντζάκης. Μου έλεγαν να μη χάνω τον καιρό μου. Αλλά έπεοα πάνω στην Οδύσ σεια, και μόλις άρχισα να διαβάζω την πρώτη ραψωδία, είπα στον εαυτό μου ότι αυτό
ήταν ένα μεγάλο ποίημα, ένα ποίημα που μπορούσε να μου δώσει ένα σκελετό γύρω από τον οποίο να σωματώσω τη δική μου δημιουργικότητα. Ξέρεις», μου είπε κάποια αποκαλυπτική στιγμή χαμηλώνοντας τη φωνή του, «ως καλλιτέχνης έχω ένα μυστικό: ήμουνα πάντα στείρος, έπρεπε κάποιος άλλος να μου δώσει μια φόρμα για να μπορέ σω να ξανοιχτώ και να πετάξω. Αυτό έκανε ο Καζαντζάκης για μένα. Μου έδειξε τη χώρα της φαντασίας όπου έπρεπε εγώ να χτίσω το σπίτι μου. Αυτό το σπίτι υπήρξαν οι μεταφράσεις μου». Μια τέτοια ειλικρίνεια δεν είναι απλώς αφοπλιστική- ήταν ένα μάθημα ήθους και παιδεί ας. Άκουγα με έκπληξη αυτά τα τόσο στοχαστικά λόγια της προσωπικής του θητείας στο υπέρτατο κείμενο του ελληνικού 20ού αιώνα. «Ο Καζαντζάκης», συνέχιζε, «όταν τον συ νάντησα, είχε την απλότητα ενός ανθρώπου που είχε ζήσει όλες τις περιπλοκότητες της ζωής. Κάθε λόγος του ήταν σαν τους δείχτες ενός ρολογιού που για να δείξει την ώρα έχει πίσω τους περίπλοκους μηχανισμούς. Αυτό μου άρεσε στον Καζαντζάκη- ότι δε σε άφηνε ποτέ σε λίμπο. Δεν ψαχνόταν πια, δεν την έψαχνε, όπως λέει η γενιά σου. Είχε ζήσει και μάθει και μου έλεγε αυτή την κουβέντα που δεν έχω ξεχάσει ποτέ μέχρι σήμε ρα: Να παίρνεις από τον άλλο αυτό που θέλει να σου δώσει- και από κάθε ποίημα αυτό που δεν μπορεί να κρύψει. Διαφάνεια, αυτή είναι η αποστολή της τέχνης». Κοντά στον Κίμωνα μαθήτευσαν πολλοί άνθρωποι, ακόμα και όσοι τον απαρνήθηκαν αρ γότερα για διάφορους λόγους (κυρίως κοινωνικής προβολής και φοβίας για να μην τους βγει το όνομα, κατά το κοινώς λεγόμενον). Όμως ο Κίμωνας ήταν και παρέμεινε ένα παιδί της Νέας Υόρκης, ένας κοσμοπολίτης μοντερνιστής, γεμάτος περιέργεια, ερωτι σμό και κατακτητικότητα. Ήταν ένα άτομο γεμάτο από την αγωνία των μεταναστών να γί νουν αποδεκτοί, γεμάτο από την ηδυπάθεια ενός πουριτανού επικούρειου που έπρεπε να αποφεύγει τη δημόσια κριτική, γεμάτος από τη μανία του δημιουργού που κάποια στιγμή κατανόησε ότι δεν ήταν η προμηθεϊκή μεγαλοφυΐα, όπως πιστεύει κάθε ρομαντι κή νεότης. Κυριαρχική πάνω του η μορφή του πατέρα του. Μου έδειχνε συχνά τη φωτο γραφία του - μια φορά με τουρκικό φέσι, μιας και υπηρετούσε στην οθωμανική αστυνο μία στις αρχές του 20ού αιώνα.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 37
«Με έδενε και με χτυπούσε», μου είπε κάποτε. «Μια φορά, όταν είχαμε πρωτοπάει στη Νέα Υόρκη, με κλείδωσε μέσα στην ντουλάπα για δυο μέρες. Εκεί ήρθα για πρώτη φο ρά σε επαφή με τη μαγεία και τον τρόμο του σκοταδιού, σαν μια πρόγευση του θανά του. Από τότε φοβάμαι το θάνατο. Γιατί αυτό το μυαλό που έχει πλαστεί από τόσες εντυ πώσεις και εικόνες, ξάφνου θα το φάνε οι κατσαρίδες. Κοίταξε τι έχω πάνω στο γρα φείο μου- το κρανίο ενός ανθρώπου. Ξέρω τα πάντα γι' αυτόν, την οικογένειά του, τη ζωή του και πώς πέθανε μόνος στα περίχωρα της Αθήνας. Από τότε αισθάνομαι σαν τον Άμλετ· σε μόνιμη παράλυση εμπρός από τις άδειες κόγχες ενός κρανίου. Υποθέτω ότι είμαι ένας ουμανιστής του 16ου αιώνα, ένας αναγεννησιακός Έρασμος, που, όπως τον κατηγόρησε ο Λούθηρος, στέκεται πάνω στο τίποτα- έχω καταντήσει να μην πιστεύω ού τε στην οξύτητα του σκεπτικισμού μου». Κάθε μέρα με τον Κίμωνα ήταν μια νέα αποκάλυψη- για τις σχέσεις του με Αμερικανούς και Έλληνες διανοούμενους, ηθοποιούς και καλλιτέχνες, θυμόταν πάντα ένα φιλί που του είχε δώσει στα κλεφτά ο Montgomery Clift σε ένα πάρτι στη Νέα Υόρκη, μια συνά ντηση με την Djuna Branes, μια συζήτηση με τον Gore Vital (ο οποίος μιλάει με ειρω νεία και δέος για τον Κίμωνα στην αυτοβιογραφία του), με ποιητές εραστές του και τα ποιήματα που του είχαν αφιερώσει, πολιτικές συζητήσεις με τον πρόεδρο Kennedy, τον Martin Luther King. Μιλούσε σχεδόν με αυταρέσκεια γι' αυτά και με μεγάλη αγάπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. «Εμείς οι Αμερικανοί φτιάχνουμε το μέλλον», έλεγε. «Στην Ελλάδα μάς βλέπετε με περι φρόνηση και με επιφυλακτικότητα, γιατί δεν έχετε γνωρίσει τι σημαίνει να προσπαθείς να ξαναφτιάξεις τα πάντα από το μηδέν. Εμείς οι Αμερικανοί είμαστε μετανάστες- φύγα με από το μηδέν και πήγαμε στο πουθενά, χωρίς να ξέρουμε τη γλώσσα, τα έθιμα, τον τόπο. Για τούτο και δεν παγιδευτήκαμε από το τοπίο, την παράδοση, τη θρησκεία. Είμα στε μόνοι μπροστά σε μια εχθρική φύση, μια φύση γεμάτη αίμα και φόνο- κι εμείς σαν όψιμοι μετανάστες είμαστε ανυπεράσπιστοι μπροστά σε έναν πολιτισμό, τον αγγλοσαξο νικό, που μας ξεπερνούσε. Δεν το ρίξαμε όμως στα τραγούδια για τους προγόνους μας, όπως οι Έλληνες, που θεωρούν την Ακρόπολη το άλλοθι της δικής τους απραξίας. Είδα με στη γέφυρα του Μανχάταν το ρυθμό μιας νέας σχέσης με τον κόσμο, μιας νέας θρη σκευτικής διαθήκης με τη φύση, όπως μας τη δίδαξε ο Walt Whitman. Για τούτο και δε μου άρεσαν πολύ οι ποιητές του '30- δεν είχανε φόβο μέσα τους, δεν αισθάνθηκαν α νασφαλείς. Εγώ τόσο ως μετανάστης όσο και ως ομοφυλόφιλος αισθάνθηκα τον τρόμο της ανασφάλειας, σαν αφορμή δημιουργίας». Ήταν αναμφίβολα ένας πολύ ερωτικός άνθρωπος. Μου έλεγε και ταυτόχρονα μου έδει χνε χιλιάδες φωτογραφίες εραστών του απ' όλα τα μέρη της Γης. Για τον τρόπο που πή ρε την παρθενία ενός καθολικού καλόγερου στην Παταγονία της Χιλής, σε ένα παγωμέ νο μοναστήρι. «Μην ξεχνάς», μου έλεγε, «ότι το πατρικό μου όνομα είναι Καλογερόπουλος και θα ήθελα να ξέρω τι σημαίνει να είναι κάποιος καλόγερος». Για ένα διάσημο πο λιτικό της νεοελληνικής ιστορίας, που είχε τόσα hang-ups που «αισθάνθηκα λύπη γι' αυ τόν στο τέλος». Για ένα μεγάλο και αυτοδιαφημιζόμενο ετεροφυλόφιλο ποιητή της Αγγλίας που «ήταν χειρότερος από τη Μεσσαλίνα στο κρεβάτι». Για κάποιον, νεαρό τότε, νεοέλληνα συγγραφέα, που «για να του μεταφράσω τα ποιήματα στα αγγλικά μού πρόσφερε αφειδώς τις ερωτικές του υπηρεσίες». Όλα αυτά ήθελε, όπως μου έλεγε, να τα καταγράψει στην αυτοβιογραφία του, της οποίας μου διάβασε και ορισμένα κεφάλαια. Ένα από αυτά επιγραφόταν «Τα δεκατέσσερα κουμπιά» και αφορούσε τον αριθμό κου μπιών της στολής των χωροφυλάκων της δεκαετίας του '5 0 στην Ελλάδα. «Μέκκα», φώ ναζε γελώντας, «η Ελλάδα τότε για έρωτα- και πρώτοι και καλύτεροι οι στρατιώτες, οι
38 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ναυτικοί, οι αστυνομικοί και οι ποδοσφαιριστές». Πού να έχουν χαθεί άραγε αυτά τα χει ρόγραφα; θα αποτελούσαν μνημεία αυθεντικότητας σε μια κοινωνία που δεν έχει μάθει ποτέ να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Αλλά φυσικά ο Κίμωνας δε θα μείνει στην ιστορία για τα ερωτικά του, αν και σε αυτές του τις περιπέτειες πολλοί συγγραφείς οφείλουν τις διεθνείς καριέρες τους, θα μείνει για τις μεταφράσεις του, τα κριτικά του κείμενα, την εικαστική του παιδαγωγία. Είμαστε εντελώς αχάριστοι και μισαλλόδοξοι, δεν αναγνωρίζουμε, ή θέλουμε να ξεχνάμε, ότι χά ρη στις μεταφράσεις του Κίμωνα άνοιξε η διεθνής επικοινωνία της νεοελληνικής καλλι τεχνικής παραγωγής και ότι χωρίς αυτόν η νεοελληνική τέχνη θα είχε παραμείνει ένα βαλκανικό φαινόμενο, επαρχιακού και συνοικιακού ενδιαφέροντος. Είναι επίσης ενοχλη τικό να ακούει κάποιος πανεπιστημιακούς καθηγητάδες που το έπαιζαν πάντοτε εκ του ασφαλούς, με τεράστια εκδοτικά συγκροτήματα να τους υποστηρίζουν, να επικρίνουν τις μεταφράσεις του Κίμωνα (πλαστικές τις αποκάλεσε γνωστός πρωταθλητής της πνευ ματικής αφορίας), χωρίς μάλιστα να έχουν ιδέα της αγγλικής ή να έχουν ασκηθεί σε με ταφραστικές απόπειρες τέτοιου μεγέθους, αρχίζοντας μάλιστα από το μηδέν: χωρίς χρήματα, χωρίς βοήθεια και χωρίς ηθική ενθάρρυνση. Είναι επίσης ενοχλητικό να ακούς ποιητές που ευεργετήθηκαν από τον Κίμωνα να ψέγουν τις μεταφράσεις του - αγγλοαμερικάνικα αποκαλούσε υποτιμητικά την αγγλική Οδύσσεια ποιήτρια του ημί και του δήθεν, χωρίς να σκύψει πάνω από το μεταφρασμένο κείμενο για να μελετήσει την πολυτυπική ιδιόλεκτο που εισηγήθηκε εκεί ο Κίμωνας και την αισθητική της λειτουργικότητα. Οτιδήποτε μετέφραζε ο Κίμωνας τον μεταμόρφωνε ως άνθρωπο. Ο ίδιος ήταν από την ίδια φύση με τον Πρωτέα: έπαιρνε τη φωνή και τη μορφή κάθε συγγραφέα που μετέ φραζε. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι θα αποκαλούσε την αυτοβιογραφία του Οδό Χαμαιλέοντος, μια μεταφορά που πίστευε ότι του ταίριαζε και ότι τελικώς εξέφραζε τη δική
του καλλιτεχνική πράξη. Κάποτε μου είχε εμπιστευτεί ότι για να μη βγαίνει από το σπίτι, ο πατέρας του τον είχε δέσει με ένα σχοινί και μπορούσε μόνο να κινείται γύρω από α πόσταση πέντε μέτρων. «Από τότε με έπιασε το μένος της δημιουργίας», είπε. «Έπρεπε να σπάσω τα σύνορα αυτά, να νιώσω αυτά που γίνονταν έξω από το στενό μου κύκλοκαι για τούτο έπρεπε να πετάξω. Δεν είμαι από εκείνους που σκάβουν- είμαι από εκεί νους που πετούν. Έτσι πιστεύω ότι χωρίζονται οι δημιουργοί- σε εκείνους που καταδύο νται και σε εκείνους που υπερίπτανται- ο Καζαντζάκης είχε πετύχει μια θαυμάσια ισορ ροπία ανάμεσα στο κάτω και το πάνω. Εγώ», συνέχιζε, «είμαι του νέου κόσμου, για τού το και έπρεπε να πετάω, να αντικρίζω την πολυχρωμία της ζωής από πάνω, σαν ένας ζωγράφος, σαν μια φωτογραφική μηχανή. Να βλέπω όλο το σύμπαν σαν μια εικόνα και μια ατελεύτητη μεταφορά». Οι συζητήσεις μας γίνονταν κυρίως στα αγγλικά- ο Κίμων γυρνούσε στα ελληνικά μόνο για ζητήματα της καθημερινότητας. Τα αγγλικά ήταν η γλώσσα της καλλιτεχνικής πρά ξης και του προβληματισμού γύρω από αυτήν. «Δεν μπορώ να καταλάβω τι βρίσκετε εσείς οι Έλληνες στον Σολωμό», μου έλεγε κάποτε. «Είναι γεμάτος κοινοτοπίες του ρομαντισμού και χωρίς καθόλου φαντασία. Δεν μπόρεσα ποτέ να παρακολουθήσω τον Παλαμά επίσης- τον έβρισκα πάντα πολύ πεζολογικό. 0 Καβάφης είναι ο μόνος που μετράει, πριν από τους ποιητές του '50. Έχει όραμα και αυτό επιβάλλεται. Μπορείς α κόμα να νιώσεις το φόβο του γι' αυτό που έγραφε- οι σιωπές και τα χάσματα στους στίχους του καταγράφουν το ρυθμό του φόβου που αισθανόταν να τον διαπερνά κάθε φορά που έφερνε τον ιδιωτικό του κόσμο στη δημόσια προσοχή. Έτσι αισθανόμουν πάντοτε κι εγώ. Για τούτο πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης θα πρέπει να μιλάει μέσα από έ ναν καθρέφτη- γιατί τα πράγματα τα ίδια είναι τα μάτια της μέδουσας, που θα σε απο-
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 39
λιθώσουν αν δε μεσολαβεί κάτι μεταξύ σας. Αυτά τα έχω αναλύσει στο δοκίμιό μου για τα μάτια της μέδουσας». Εδώ βρίσκεται η οφειλή του Κίμωνα στον αισθητισμό της νεότητάς του και τη Νέα Υόρκη του υψηλού μοντερνισμού κατά τις δεκαετίες '3 0 και '40. Ο συγγραφέας πρέπει να χάνεται πίσω από το έργο του, να νιώθουμε την πνοή του αλλά ο ίδιος να μη φαίνεται πουθενά- να έχει το βλέμμα μιας φωτογραφικής κάμερας, τα μάτια μιας κρυφής παρου σίας. Αυτή ήταν επιγραμματικά η ποιητική του Κίμωνα· πέρα από την έντονη προσωπικό τητά του και τη φλέγόμενη ιδιοσυγκρασία του υπήρχε αυτός ο φόβος της αποκάλυψης και της εμφάνισης - εννοώ με την έννοια της φωτογραφίας: το αρνητικό να αντιστραφεί και να φανεί καθαρά το πρόσωπο. Όλη η καλλιτεχνική προσφορά του υπήρξε μια σειρά προσωπείων που τελικά γίνονταν το πρόσωπό του, μια ιδέα που τη δανείστηκε από τη μεγάλη του αγάπη, τον W. Β. Yeats. Ταυτόχρονα όμως ήθελε η παρουσία του δημιουργού να περιίπταται σαν μια άυλη αύρα γύρω από το κείμενο, να δηλώνεται από τις μουσικές συμμετρίες των φθόγγων, από την κρυφή αρμονία των αναλογιών που θεσπίζει ασυνείδητα το μέτρο και η υπονοητική ο μοιοκαταληξία. Για τον Κίμωνα οι Άγγλοι ποιητές, όπως ο John Milton, ο αγαπημένος του John Keats και φυσικά ο Yeats ήταν οι κορυφαίοι δημιουργοί αυτής της μουσικής φαντασίας που ξεπερνούσε κατά πολύ την πολύ τετριμμένη γλώσσα του Eliot, όπως έλε γε, ή την επίπλαστη ρυθμική του Dylan Thomas. «Δυστυχώς ο Eliot είναι η κυρίαρχη πα ράδοση σήμερα», μου είπε κάποτε, «κι εγώ πρέπει να τη δαμάσω για να κερδίσω την α ποδοχή και να γίνω προσιτός. Στο βάθος όμως γνωρίζω ότι παράδοση είναι αυτοί που έρχονται μετά από σένα- οι αλλαγές που έχεις φέρει εσύ στη λογοτεχνία και που φαίνο νται καθαρά μόνο μετά το θάνατό σου». Ο Κίμων θαύμαζε και εγκωμίαζε την τεχνητότητα ως αναγκαίο συστατικό του καλλιτεχνι κού έργου. «Όσο πιο απομακρυσμένο είναι ένα έργο από την καθημερινή γλώσσα και λαλιά τόσο πιο καλλιτεχνικό είναι, γιατί η προσωπικότητα του συγγραφέα δε δηλώνεται πλέον μέσα από μια ιδεολογία ή φιλοσοφία αλλά μέσα από τη μορφή του έργου τέχνης, ως παρέμβαση στην εξέλιξη της γλώσσας. Γι' αυτό μου άρεσε», έλεγε, «ο δεκαεφτασύλλαβος του Καζαντζάκη- γιατί είναι τόσο τεχνητός, τόσο ιδιόρρυθμος, τόσο υπερήφανος. Τα υπόλοιπα είναι όλα αντίτυπα του καθημερινού λόγου- αυτό είναι ένα πρωτότυπο για τον εαυτό του». Μέσα από αυτή την προοπτική μπορούμε να δούμε τη δική του μετα φραστική και καλλιτεχνική προσπάθεια: τα διάσπαρτα ποιήματά του, γεμάτα από ηδυπα θή συμβολισμό, τα εικαστικά του μελετήματα, εμπνευσμένα από τη μοντερνιστική αισθη τική της Νέας Υόρκης, το χορικό του άσμα Η Γένεσις, τόσο πρόχειρα γυρισμένο στα ελ ληνικά από τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά που δείχνει την απώτερη ποιότητα της καλλιτεχνι κής του προσπάθειας, τη δραματουργική φαντασία. Και τι βέβαια θα μπορούσε να ειπωθεί για τις μεταφράσεις του από το έργο του Σαχτούρη, του Σινόπουλου, του Ελύτη και τόσων άλλων σύγχρονών του ποιητών. Η μετάφραση κάποιων ποιημάτων του Ελύτη, ιδιαίτερα μάλιστα του Μονογράμματος και του Ήλιου του Ηλιάτορα, αποτελούν αισθητικές επιτεύξεις πρώτου μεγέθους στην αγγλική παράδοση
και δείχνουν το ακριβές εκτόπισμα του εν λόγω ποιητή. Οι αγγλικές ομοιοκαταληξίες του Φράιερ δίνουν απίστευτη φρεσκάδα και αιφνιδιαστική πολυσημία στα λεκτικά παιχνιδίσματα και τα απροσδόκητα τσακίσματα του πρωτοτύπου. Με τη μετάφραση του Μονογράμματος ο Κίμων εξωτερίκευσε όλο τον παγωμένο λυρι σμό του, όλη του την απωθημένη ευάλωτη αισθηματικότητα και δημιούργησε όχι μόνο ένα οργανικά τέλειο αγγλικό ποίημα, αλλά ένα νέο κυμάτισμά ερωτικού λόγου στα αγγλι κά. Το ίδιο συνέβη και με τις εκπληκτικές μεταγλωττίσεις του των Ερωτικών και γενικό-
40 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
τέρα των μικρών ποιημάτων του Γιάννη Ρήσου, όπου φαίνεται να βρήκε η δική του ερω τική και ποιητική ταυτότητα ένα ασφαλές καταφύγιο και ένα αίσθημα συγγένειας. Δε θα υπήρχε αρκετός χώρος για να μιλήσω εδώ για τις μεταφράσεις της Οδύσσειας, της Ασκητικής, του Βούδα, και των ανέκδοτων Τερτσίνων. Πρόκειται για ασύγκριτα επι τεύγματα, το καθένα διαφορετικό στο ξεχωριστό του είδος. Ειδικά, η μετάφραση της Ασκητικής έχει δημιουργήσει νέα θεολογικά και πολιτισμικά κεφάλαια στις σύγχρονες ε
πιστήμες του ανθρώπου, όπου η φωνή του Καζαντζάκη, τόσο άγρια και αδούλευτη, για τούτο και οντολογικά πρωτογονική, δαμασμένη από την τονική μειλιχιότητα της τέχνης του Φράιερ, έχει μετατοπιστεί σε ένα επίπεδο εσωτερικού διαλόγου με τον ιδανικό εαυ τό κάθε αναγνώστη. Στην Οδύσσεια επίσης, η επική και μακρόπνοη αφηγηματική μεγαλόνοια του Καζαντζάκη έχει θρυμματιστεί σε δραματική, λυρική και φιλική ιδιόλεκτο έ ντεχνων αποχρώσεων από τον Φράιερ, γεγονός που έχει κάνει το αγγλικό έργο πιο ευα νάγνωστο, αν και όχι αναγκαστικά καλύτερο από το πρωτότυπο. «Είναι ένα καινούριο έργο», μου έλεγε συχνά. «0 Καζαντζάκης ήταν μεγάλος αλλά εγώ, ένας νάνος πάνω στους ώμους του, για να χρησιμοποιήσω την παλιά εικόνα, μπορούσα να δω μακρύτερα. Εκείνος έβλεπε με δύναμη και μεγαλείο ολόκληρη την εικόνα, αλλά εγώ έβλεπα καθαρότερα και από μέσα τις λεπτομέρειές της». Το ίδιο θα μπορούσε μά λιστα να ειπωθεί για τη μετάφραση του Βούδα, σε συνεργασία με την Athena DallasDamis, έργο απίστευτης διαφάνειας και γλωσσικής ευφορίας στη νέα του γλώσσα. Έχο ντας διαβάσει αμέτρητες φορές το πρωτότυπο, έχεις την εντύπωση ότι ο Φράιερ μετεγκλιμάτισε δημιουργικά στην αγγλική τον αισθητικό αιφνιδιασμό που αισθάνεται οποιοσ δήποτε καλοπροαίρετος αναγνώστης μόλις πρωτοέλθει σε επαφή με το κείμενο του Καζαντζάκη. Σε επική απόσταση ο Καζαντζάκης από το θέμα του, σε λυρική βύθιση μέσα του ο Φράιερ- εκεί όπου ο Έλληνας πονάει, ο Αμερικανός οραματίζεται, όταν ο Κρητι κός βρυχάται, ο Νεοϋορκέζος απορεί. Ο Κίμων διαισθανόταν ένα μεγάλο κενό μέσα του- το κενό της απιστίας, όπως μου είχε πει κάποτε. «Έχασα τη δυνατότητα και τη δύναμη να πιστεύω», μου είχε πει, «και την α ντικατέστησα με την αναζήτηση της ομορφιάς. Για μένα η ομορφιά είναι θρησκεία και, όπως έλεγε και ο Ντοστογιέφσκι, η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Για τούτο και καταλα βαίνω απόλυτα την τραγικότητα της μαντάμ Ορτάνς στον Ζορμπά. Δε θέλει να γυρίσει πί σω το χρόνο- θέλει να είναι περιστοιχισμένη από ομορφιά, από πράγματα που δε θα α ποσυντεθούν, δε θα γεράσουν, δε θα εξανεμιστούν». «Μα δεν είναι αναπόφευκτο», του έλεγα, «δεν είναι φύση ο θάνατος;» «Όχι», φώναζε και χτυπούσε το πόδι του στο πάτω μα. «0 θάνατος είναι ατιμία, είναι ντροπή, είναι κακία. Αυτό είναι το πρόσωπο του θεού, η κακία που βγαίνει από την καταστροφή των πλασμάτων. Εγώ χάρη στον Καζαντζάκη μπόρεσα να κοιτάξω κατάματα την άβυσσο του θανάτου και να πω χωρίς φόβο σε αρνούμαι, δε σε πιστεύω. Πεθαίνω αρνούμενος το θάνατο και λευτεριά φωνάζω, αυτός ο στίχος του Δασκάλου συνοψίζει τη δική μου υπαρξιακή αγωνία. Και τι σημαίνει ελευθε ρία; Τη δύναμη του να ονειρεύεσαι και να αρνείσαι». Ήταν πραγματική μύηση να βλέπει κανείς αυτό το μικρόσωμο άνθρωπο να μιλάει με τό σο πάθος και τόση οργή, να έχει ψηλώσει ο νους του, και να καταδικάζει τον κοσμικό ρυθμό, μην έχοντας αποδεχτεί, τόσο κοντά στο τέλος του, την ανθρώπινη κατάσταση. Ο Κίμων δεν είχε αποδεχτεί τη θνητότητα, δεν είχε υποταχθεί στην αναμονή του θανάτου ως καλλιτεχνικού δρόμου. Η καλλιτεχνική πράξη ήταν άρνηση του θανάτου, ήταν μια κο ρύφωση της αγωνίας του ανθρώπου να ξεπεράσει τους περιορισμούς του και να παραμείνει ο εαυτός του για πάντα, με το όνομά του, με τη μορφή του, με τις ιδιοτροπίες του, ένα θνητό συγκρότημα, χοϊκό, εύθραυστο και ωστόσο ανέγγιχτο από το χρόνο.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΟ 41
Για τούτο ο Κίμων ήταν ένας αισθησιοκράτης, ένας άνθρωπος για τον οποίο η σκέψη ή ταν αισθητηριακό υλικό, περιχαρακωμένο από τις αισθήσεις, που δεν κατόρθωνε να αυτονομείται από τις προϋποθέσεις της. «Πνεύμα», μου έλεγε, «είναι ό,τι από τις αισθή σεις συλλαμβάνεται στη γλώσσα. Μόλις μετουσιωθεί σε γλώσσα και καταστεί σύμβολο τότε ανήκει στον πολιτισμό, στην εξωσωματική μνήμη της φυλής. Το βιβλίο είναι μια τε λετή μύησης στην αθανασία». «Μαλαρμέ», του έλεγα, «αυτό είναι Μαλαρμέ». «Είναι η μόνη αλήθεια» μου φώναζε, με ειρωνικό χαμόγελο. «Εσείς οι νέοι νομίζετε ότι υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που ζούμε σήμερα· λοιπόν, όχι. Όπως έλεγε και ο Καζαντζάκης, ε μείς σώζουμε τον θεό, εμείς σώζουμε τον πολιτισμό, εμείς σώζουμε τη ζωή. Ζωή ση μαίνει συνείδηση και αυτοσυνείδηση, σημαίνει γλώσσα και λόγος, σημαίνει εγώ υπάρχω και είμαι...» θαύμαζα πάντα αυτά τα απροσδόκητα μεταφυσικά του ξεσπάσματα εκεί που δεν το περίμενες- πολλές φορές ο Κίμων γλιστρούσε προς το ανεκδοτολογικό, το επιπόλαιο, το πικάντικο. Του άρεσε πολύ να μιλάει για τα μικρά του οκάνδαλα, κάποιον εικονικό γάμο, τα μυστικά φίλων του, τα βίτσια γνωστών του, μολονότι δεν ξέπεφτε ποτέ στον κυνισμό ή την κακοβουλία. Άλλοτε πάλι κρατούσε μια εκνευριστική απάθεια μπροστά σε μεγάλα γεγονότα, ενώ πάντοτε η τάση να διαχωρίζει τον εαυτό του από την ελληνική κοινωνία ό που ζούσε του έδινε αυτό τον αέρα του διανοούμενου εμιγκρέ, που δεν ήθελε να γίνει ένα με τους ιθαγενείς. «Είδα χθες τον προεκλογικό λόγο του Παπανδρέου στην Κρήτη», μου είπε το 1989· «τι ήταν αυτό: όλο platitudes! Πώς το λέμε αυτό στα ελληνικά: Και α πό κάτω από το μπαλκόνι χιλιάδες Κρητικοί να χειροκροτούν. Τον λυπήθηκα, γιατί έπρε πε και ο ίδιος να ένιωθε τις βλακείες που αράδιαζε...». Και συνέχιζε με την κριτική ανά λυση του Μπραμς, ενός συνθέτη που αγαπούσε πολύ, σε σύγκριση με τον Μάλερ και το φίλο του τον Leonard Bernstein από τη Νέα Υόρκη. «Γιατί δεν έχετε στην Ελλάδα μεγά λους συνθέτες;» με ρωτούοε. «Μα πώς;» έλεγα κι εγώ με την αθώα ηλιθιότητα της ηλι κίας μου: «Έχουμε τον θεοδωράκη, που έχει συνθέσει και ουμφωνίες και όπερες!» «Μα άκουσα μερικά του έργα και μου φαίνονται σαν κακουργήματα (atrocities) περισοότερο», απαντούσε. Αλλά εγώ επέμενα τότε ότι ο θεοδωράκης είναι ουνθέτης παγκό σμιου βεληνεκούς... Ο Κίμων ήξερε να υποχωρεί και, όταν έπειτα από χρόνια του εκμυστηρευόμουν ότι πι θανόν να είχε δίκιο για τον Σολωμό, για τον θεοδωράκη, για τον Σεφέρη, μου απάντη σε: «Κέρδισες ένα λάθος και πάλι- αυτή είναι η μόνη μας περιουσία στη ζωή μας!» Χωρίσαμε μετά- έφυγα από την Αθήνα, έφυγα από την πατρίδα, έφυγα από την Ευρώ πη. Τα γράμματά του έρχονταν συχνά, γεμάτα νέα, για φίλους, γεμάτα παράπονα γι' αυ τά που δεν κάναμε, γεμάτα σαρκασμό. «Άρχισες να υπογράφεις δόκτωρ τώρα», μου έ λεγε σε ένα από αυτά. «Ελπίζω να μην ξιπάστηκες από μια θέση σε ένα αποικιακό πανε πιστήμιο». «Πάλι μου αρχίζεις κουλτουριάρικες αναλύσεις: Βρασίδα, μην εξευτελίζεσαι για να παίρνεις προαγωγές...» «Το άρθρο οου για τον τάδε μου θύμιζε επικήδειο στον Δράκουλα... Ελπίζω να μη γράψεις τίποτα τέτοιο μόλις πεθάνω κι εγώ...». Πέρασαν λοιπόν δέκα χρόνια από τότε και κάθε χρόνο, με κάθε βήμα μέσα στο δάσος της τέχνης, η μορφή του Κίμωνα επέστρεφε σε κάθε επιλογή μου κυριαρχική. Ήταν έ νας μέντορας, ήθους και αξιών, ένας άνθρωπος που έκανε, κατά τον Καζαντζάκη, την αρρώοτια της υπαρξιακής του δυσφορίας αισθητικό και αισθησιακό μαργαριτάρι, κάποι ος που ήξερε να μεταφράζει τα πάντα σε μεταφορές και παρομοιώσεις, ένας αισθητής που παραπλανήθηκε ακούσια στον κόσμο των ηθικών διλημμάτων, με αποτέλεσμα να ε ξαντλήσει τη δημιουργική του ενέργεια μέσα από αναπάντητα διλήμματα και να αναβαπτίζεται στους μύθους άλλων για να ολοκληρώσει την προσωπική του μυθολογία.
42 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Ήταν όμως ένας σοφός με την αρχαία ελληνική έννοια του όρου, ένας άνθρωπος που πάλευε με τους δαίμονες και τους αγγέλους του ταυτόχρονα, αφήνοντας μνημεία του α γώνα του άρτιο κριτικό λόγο, προσωπικό ύφος, αναπάντητα ερωτηματικά. Ίσως πάλι να μην πρόλαβε να διατυπώσει το έσχατο αριστούργημά του, την αυτοβιογραφία του, όπου τα πάντα θα έπαιρναν μορφή και ουσία για να ξεπεράσουν την προσωπική του ιστορία και να ενσωματωθούν στη συλλογική αφήγηση μιας γενιάς και μιας λογοτεχνίας. Μέσα όμως από τη δημιουργική του πάλη με μεγάλα κείμενα της ελληνικής γλώσσας, διαμόρ φωσε αυτό που θα επιθυμούσε περισσότερο από καθετί άλλο- ύφος, γεμάτο σοφία και πνευματικότητα, φόβο και αναζήτηση, εμπειρίες και απορίες, ένα ύφος γεμάτο αντιφά σεις και οξύμωρα, απαύγασμα μιας πλούσιας και εξελισσόμενης ψυχής. Ήταν μόνος και φοβόταν τη μοναξιά- το ύφος του αναδύθηκε απ' όση ένταση του φόβου διοχετεύτηκε στη γλώσσα. Οι μεταφράσεις του μετατόπισαν τα έργα μιας εσωστρεφούς και κλειστής κοινωνίας στην ανοιχτή επικράτεια των κοσμοπολιτικών μεταπολιτεύσεων- άνοιξαν την ελληνική θεωρία του βίου στην επικείμενη ιδιοποίησή της από την πολυγλωσσία του παγκόσμιου ανθρώπου. Ο Κίμων πίστευε ότι υπήρχαν δυο είδη κοινού για τον καλλιτέχνη, το επαρ χιακό και το παγκόσμιο. «Ο δημιουργός απευθύνεται είτε στο χωριό του είτε στον κό σμο», μου είπε. «Στην πλειονότητά τους οι Έλληνες δημιουργοί μιλούν στο χωριό τους, δεν έχουν μια μεγάλη εικόνα του κόσμου, δεν έχουν όραμα- εγώ, συνέχιζε, προσπάθη σα να ανοίξω στον κόσμο αυτούς που μπορούσαν να ανοιχτούν. Οι δημιουργοί δεν είναι μεγάλοι ή μικροί- είναι τοπικοί ή διαπολιτισμικοί. Αν με τη μετάφραση εντάσσονται στη συλλογική παιδεία του ανθρώπου, τότε η μετάφραση υπήρξε γόνιμη, ως μεταφύτευση και μεταλαμπάδευση. Εγώ έδωσα ευκαιρίες- και η μεγαλύτερη αμαρτία είναι να μη δί νεις τη δυνατότητα σε κάποιον να ολοκληρωθεί». Πότε ένας αισθητής γίνεται ηθικός διδάχος; Όταν συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν απολαύ σεις που δε θα μπορέσει ποτέ να γευτεί, όσο και αν ζήσει. Τίποτα δεν ήταν αρκετό για τον Κίμωνα, ούτε μια ζωή απολαύσεων ούτε μια ζωή προσφοράς. «Άνθρωποι σαν κι ε μένα δεν πρέπει να πεθαίνουν ποτέ» μου έγραφε, κάνοντας παραπομπή στον Ζορμπά. Και κατά κάποιον τρόπο, εφόσον και για όσο η ελληνική εμπειρία παραμένει ενδιαφέ ρουσα, αυτή θα είναι και η μοίρα του Κίμωνα Φράιερ. m
Ε. Π. Παπανοϋτσου:
I
ε.n no«ta.
δοκίμια
ΜΑΙΟΣ 2003
εφή μ ερα
· ε π ί κ α ιρ α - α ν ε π ί κ α ιρ α
Περισσότερα άπό όγδόντα ΔΟΚΙΜΙΑ περιλαμθάνονται σ' αστούς τούς δύο καλαίσθητους τόμους. ΕΠΙΚΑΙΡΑ ΑΝΕΠΙΚΑΙΡΑ
Κείμενα διαχρονικά στά όποια ό συγγραφέας τους έχει καταγράψει τή νοοτροπία καί τή συμπεριφο ρά τού άνθρώπου. Διαβάζοντάς τα ό άναγνώστης άναρωτιέται γιατί ή ψυχή του έξακολουθεϊ νά παραμένει άρνητική καί μόνο μιά έπίπλαστη καί ύποκριτική συμπε ριφορά μέ τό πέρασμα του χρόνου έχει άποκρύ-
1, THA./FAX 210 64.61.660
ΔΙΑΒΑΖΩ 43
με νωπό μελάνι
ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΝΕΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Φιλία ή λυκοφιλία;
ΠΕΖΟΓΡΑΦ ΙΑ
Μετά την άτυπη μυθιστορηματική τριλογία, αποτελούμενη από τα βιβλία Γ'άντες (1996), Όσες φορές αντέξεις (1998) και Παλιό καιρος (2001), η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο τελευταίο της μυθι
στόρημα Γm i σκότωσα την καλύτερό μου φίλη εμφανίζεται πιο ώριμη συγγραφικά από ποτέ, θέματα που είχε αγγίξει ακροθιγώς σε προηγούμενα έργα της εδώ εξελίσσονται και αναπτύσσονται με πληρότητα και συνέπεια. Με αφορμή το ισχυρό έως αυτοκαταστροφικό δέσιμο δύο παιδικών φίλων, της Άννας και της Μα ρίας, η συγγραφέας εξετάζει τη σημασία και την αναγκαιότητα της επανάστασης τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπε δο. Αν και η Α. Μιχαλοπούλου σ’ αυτό το βιβλίο φαίνεται να ανα ΑΜΑΝΤΑ Μ IXΑΛΟΠΟΥΛΟΥ Γrατί σκότωσα την καλύτερό μου φίλη
νεώνεται θεματικά, εγκαταλείποντας τον επίμονο προβληματισμό της γύρω από τη συγγραφή, δεν απομακρύνεται από το γνώριμο ύφος της αφήγησής της. Τα γεγονότα προβάλλονται από ένα
αθηνα, καιτανιωτης, 2003. ΣΕΛ. 352 βλέμμα πεισματικά παιδικό, ακόμα και όταν έχουν περάσει αρκε
τά χρόνια από την ενηλικίωση. 0 δραματικός πυρήνας του θέμα τος καλύπτεται από ελαφρότητα και ευθυμία, επιδεικτικά επίπλαστες και εύθραυστες. Η ειρωνεία και καυστικότητα απαλύνουν τα ψυχικά ραγίσματα των δύο πρωταγωνιστριών και καθιστούν την αφήγηση ακόμα και των πλέον οδυνηρών περιστατικών απολαυστική. Η θε ματική στροφή εντοπίζεται κυρίως στον έντονο πολιτικό χαρακτήρα του βιβλίου. Η συγγρα φέας δεν είναι πια τόσο μονόπλευρα προσηλωμένη στις εσωτερικές αναζητήσεις και επι διώξεις των ηρώων της, αλλά επιχειρεί να τους δει ως οντότητες απόλυτα συναρτημένες και συχνά καθοδηγούμενες από τον κοινωνικοπολιτικό τους περίγυρο. Οι δύο ηρωίδες, συμμαθήτριες στο δημοτικό τη δεκαετία του 7 0 , μοιράζονται ένα παρό μοιο παρελθόν το οποίο νοσταλγούν σφόδρα. Η Μαρία έχει αναγκαστεί να αφήσει τη χα ρούμενη και απλή ζωή -όπως επιμένει να τη θυμάται- στην αποικιοκρατούμενη Αφρική, ενώ η Άννα νιώθει εξίσου άσχημα στην πατρίδα της, αποσπασμένη από την εκλεπτυσμένη, παρισινή ατμόσφαιρα. Το βιβλίο παρακολουθεί την τεταμένη φιλία των δύο κοριτσιών, την τρομακτική όσο και ευτράπελη εμπειρία της εφηβείας, την παράλληλη και ραγδαία ωρίμανσή τους, τις συγκρούσεις, τις εφήμερες συμφιλιώσεις, την προσπάθεια της Άννας για επιβολή και την αντίστοιχη προσπάθεια της Μαρίας για απεγκλωβισμό. Η αφήγηση ξεκινά με την τυχαία συνάντησή τους, όταν πια και οι δύο έχουν προσαρμοστεί σε αποκλίνοντες αλλά εξίσου συμβατικούς τρόπους ζωής. Το τι έχει προηγηθεί, από τα χρόνια του σχολεί ου ακόμα, το μαθαίνουμε από συνεχείς και άτακτες χρονολογικά αναδρομές της μνήμης. Αυτό το συνεχές πισωγύρισμα στο χρόνο αντανακλά αποτελεσματικά τις παλινδρομήσεις και την αμφιθυμία των δύο χαρακτήρων απέναντι στη φιλία τους, αλλά κυρίως απέναντι στην προσωπική τους ολοκλήρωση. Στην ουσία οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, πολύπλευροι στη σκιαγράφησή τους, αντιπροσω πεύουν το δίπολο δράση-αντίδραση. Η Άννα, δυναμική, ευφυής, εφευρετική, όμορφη, ατί
44 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
θαση, θρεμμένη με τα συνθήματα του Μάη του ’68, βρίσκεται συνέχεια υπ’ ατμόν, διατε θειμένη να υπερασπίσει μέχρις εσχάτων τις ιδέες της. Παρά τις μεγαλοαστικές καταβολές της προτάσσει την αταλάντευτη πίστη σε μια ιδεολογία. Η σημαντική αδυναμία της είναι ότι τα ιδεολογικά της κίνητρα παραμένουν ρευστά και συγκεχυμένα. Η Μαρία αποτελεί τη συ νέχεια, την εξέλιξη, την προέκταση της δράσης της Άννας, και συχνά την αναίρεσή της. Η πολιτική της Μαρίας αποτελεί τελικά την αντίδραση στην εξουσία της Άννας. Η επανάσταση είναι η έννοια-κλειδί του μυθιστορήματος. Παράλληλα, εξετάζονται οι δια φορετικές νοηματοδοτήσεις της πολιτικής συνειδητοποίησης σε συνάρτηση με τις εκάστσ τε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Οι ηρωίδες αποτελούν αντιπροσωπευτικά γεννήματα της
η γραφή της Α. Μ ιχαλοπούλου γοητεύει για την απλότητα και την αμεσότητα της εποχής τους, εποχής του θριάμβου της πολιτικής, και προσπαθούν να προσαρμοστούν στις μέρες μας, στην εποχή της πλήρους καταρράκωσής της. Η Άννα μεταθέτει την προ σωπική της επανάσταση στην πάλη για ένα ευρύτερο όφελος, ενώ η Μαρία αντιμετωπίζει τη συλλογική επανάσταση σε προσωπικό επίπεδο, για να αντισταθεί έμμεσα στην κυριαρ χία της Άννας. Παρά την παραπλανητική δήλωση του τίτλου η Μαρία δε «σκοτώνει» ποτέ τη φίλη της. Στο βιβλίο προέχει το «γιατί» του τίτλου. Λόγοι υπήρχαν πολλοί. Η Άννα όμως ήταν το οφθαλ μοφανές εμπόδιο, όταν στο βάθος οι αδυναμίες αφορούσαν τον εαυτό της. «Εγώ δεν εί μαι η καλύτερη φίλη του εαυτού μου» σχολιάζει πικρόχολα. Κι όταν πια η Άννα έχει εκλεί-
ψει ως εμπόδιο, αν και όχι ως εξάρτηση, της απευθύνει νοερά: «Χωρίς εσένα θα ήμουν ε πιτέλους ο άνθρωπος που ονειρευόμουν να γίνω». Η ζωγραφική είναι ο τόπος όπου στην
ουσία η Μαρία γίνεται ο εαυτός της, αλλά η δημιουργία δεν υπολογίζεται ως σοβαρή αντί δραση σ’ έναν κόσμο που εκσυγχρονίζεται ισοπεδώνοντας. Η Α. Μιχαλοπούλου, έχοντας πια απομακρυνθεί από νεωτερικές αναζητήσεις και μεταμσ ντέρνα ευρήματα, περιγράφει με τη σιγουριά του βιωμένου την περιπετειώδη συχνά ε μπλοκή ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων στην ιδιωτική πορεία του ατόμου. Παράλλη λα, είναι εμφανές πως σαρκάζει, κυρίως στη φιγούρα της υπερδραστήριας Άννας, το επι τακτικό πάντα κάλεσμα, ακόμα και στους μαλθακούς καιρούς μας, για ενεργό συμμετοχή στα παγκόσμιου ενδιαφέροντος τεκταινόμενα. Δεν έχει τόσο σημασία ένα κακοχωνεμένο ιδεολογικό υπόβαθρο όσο η ίδια η εξέγερση, η δράση. Η Α. Μιχαλοπούλου μιλάει για τους ανθρώπους της γενιάς της, ανθρώπους που βίωσαν τον απόηχο της δικτατορίας, για τις σπασμωδικές τους προσπάθειες να υψώσουν τη φωνή τους σε μια εποχή που δεν κα τανοούν, εποχή όπου η πολιτική δράση μοιάζει εξ οριομού καταδικασμένη και κενή από νόημα.«Ανυπομονούμε για κάτι που μας ξεπερνά και ώσπου να έρθει μασουλάμε λέξεις μυτερές και επικίνδυνες». Στην εποχή της παγκοομιοποίησης, όμως, η διαφοροποίηση, η
διαφύλαξη της ατομικότητας απορρέει από έναν αγώνα περισσότερο μοναχικό παρά συλ λογικό. Γι’ αυτό οι δύο πρωταγωνίστριες προβάλλουν κατά βάθος θλιμμένες και θλιβερές και οπωσδήποτε διαψευσμένες. Διότι παραπαίουν ανάμεσα σε δύο κόσμους, αλλά περισ σότερο στην Αφρική ή τη Γαλλία, ανάλογα, ζουν σε δύο χρονικές συχνότητες, αλλά περισ σότερο στο παρελθόν, και διστάζουν να αγγίξουν το παρόν, να αναλύσουν αυτό που συντελείται τώρα τόσο στη μεταξύ τους σχέση όσο και έξω από αυτή. Η φιλία τους υπήρξε ε ξαρχής φθαρτή διότι δεν άμβλυνε τις ισχυρές ιδιοσυγκρασίες τους, δε συνέκλινε καθόλου τις πορείες τους. Συνεπώς, το υλικό που χειρίζεται η συγγραφέας πέρα από επίκαιρο απσ
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 45
δεικνύεται αρκετά σοβαρό και οπωσδήποτε πολύ πιο απαιτητικό σε σχέση με προηγούμε νες θεματικές. Εντυπωσιακό είναι πως η Α. Μιχαλοπούλου το χειρίζεται θαυμάσια, χωρίς να καταφεύγει σε εκλαϊκεύσεις ή να παρασύρεται σε θρηνητικά συμπεράσματα νοσταλγκ κού χαρακτήρα. Η γραφή της γοητεύει για την απλότητα και την αμεσότητά της, εκείνο όμως που ο αναγνώστης κυρίως απολαμβάνει και σ’ αυτό το βιβλίο της Α. Μιχαλοπούλου είναι η αφο πλιστική, διάχυτη αισιοδοξία, η πεποίθηση πως το κωμικό στοιχείο παρεισφρέει καταλυτι κά στις πιο μαύρες και άχαρες εκφάνσεις της ζωής. Αυτή η ειρωνική οπτική, απαραγνώρι στο χαρακτηριστικό της συγγραφέως, ιδιαίτερα σ’ αυτό το έργο υπερβαίνει το χαριτολόγη μα και υπογραμμίζει εύστοχα την υποδόρια ζοφερότητα του θέματος, λιν ά πανταλεων
Ιστορία ενός ναυαγίου Πώς μπορείς να βγεις στ' αλήθεια έξω, χωρίς να γίνεις θύ μα μιας αβίωτης πραγματικής πραγματικότητας; Μπορείς, αλήθεια, να βγεις απ' τους ρόλους και να ζεις ιστο ρίες μακριά απ' την ιστορία τους; Είναι δυνατή η συγκρότηση μιας προσωπικότητας, χωρίς την εξέλιξη ενός ιδιοσυγκρασιακού ημερολογίου, του στοιχειώ δους εργαλείου που διαθέτουμε, για να πιστέψουμε τις ιστο ρίες που αφηγούμαστε για τη ζωή (μας); Η συγκρότηση ταυτότητας έχει να κάνει με το ξεκαθάρισμα λο γαριασμών με τη μαγική, όποια και να 'ναι, παιδική ηλικία μας. Οι ιδεολογικές και συναισθηματικές ανατροπές διαδέχονται η ΑΝΤΖΕΛΑ Δ ΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ Αντιθάλασσα αθηνα, οξυ, 2002. ΣΕΛ. 392
Μια την άλλη. Για να κατορθώσει κάποιος να διοχετεύσει «κάπου” την ενέργεια της μελαγχολίας του, πρέπει να βρει το σημείο στήριξης. Για τον Άλκη, τον αντιήρωα της Αντιθάλασοας,«η συναρμολόγηση των αναμνήσεων, οι φλόγες που συνοδεύονταν
από τον ήχο των κυμάτων και μια δυσάρεστη οσμή, που σύντομό θα μάθαινε ν' αναγνω ρίζει ως χτεσινό αλκοόλ» συνέβησαν την 27η Ιουνίου 1976. Ημερομηνία που συμβολίζει
αρχικά μια ακαθόριστη στιγμή, γύρω απ' την οποία συγκεντρώνει την προσοχή του, με μόνη βοήθεια τη φαντασία του. Το γενικό «βοήθεια, σώστε με» της ζωής του του φάνηκε να το φώναξε τότε. Ήταν πέντε χρόνων και η μητέρα του έπινε τζιν τόνικ κάθε βράδυ, διαβάζοντας ένα βιβλίο κι ακούγοντας μελαγχολικά αμερικανικά τραγούδια. Είναι η πε ρίοδος της αφής, της ξυηολυσιάς, του ευφάνταστου, της προϊστορικής του φάσης, που γι' αυτό θεωρεί κλειδί όλων των κρυμμένων συστατικών της αυτοβιογράφησής του. Ήδη στη σελίδα 19, η συγγραφέας Άντζελα Δημητρακάκη δίνει το στίγμα και της προη γούμενης δουλειάς της. Μετά τη συλλογή Το άνοιγμα της μύτης και την Ανταρκτική, βι βλία που χαρακτηρίζονται απ' το ενδιαφέρον της για την εξαφάνιση του δεσμού ανάμε σα στον κόσμο των πραγμάτων και τον κόσμο των σημείων, ο Αλκής και ίσως το άλτερ έγκο του, η Ρόη, μεταμοντέρνοι ήρωες και πρόσωπα που παλεύουν με τα κύματα στο χώρο των αντιφάσεων και του χαμένου συμβολισμού, προβαίνουν σε μια αντίδοση: σε ανταλλαγή της μόνης περιουσίας που διαθέτουν, του τρόπου που σκέφτονται τη ζωή τους. Γιατί ο Αλκής τής παρέδωσε ένα κείμενο που ξεκίνησε να γράφει το «πρώτο» κα λοκαίρι της ζωής του, την πέμπτη εποχή, που δεν είναι αυτή των Αμπορίτζιναλς της Αυστραλίας, αλλά του κομβικού σημείου της παιδικής του ηλικίας. Αυτό το κείμενο εί ναι ορφανό, μετέωρο, αποποιείται την ιστορικότητά του και παραπέμπει σ' αυτή. Απο-
46 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
τελεί μια δραματική προσπάθεια θέσπισης ενός προσωπικού συμβολισμού, μιας σημα σίας που έχει πάψει να υπάρχει σε συλλογικό επίπεδο. Έτσι, ο 'Αλκής κάνει με τη Ρόη μια κριτική του μεταμοντέρνου με τον πιο μεταμοντέρνο τρόπο. Και παίζοντας με ψευ δώνυμα, μετονομασίες, πρόσωπα που χάνονται κι εμφανίζονται αργότερα, γενικότερα με το φαινόμενο της απροσδιοριστίας κι ενός γενικότερου μπερδέματος, αναστοχάζεται πάνω στην εμφάνιση και την εξαφάνιση. Όλες οι ιστορίες έχουν πατέρα και μητέρα: του Άλκη προέρχονται απ' τον Μάη. Η κρυμμένη αναφορά στην Παραλία κάτω απ ' την άσφαλτο, περιοδικό που έβγαζε στη Φρανκφούρτη ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, παραπέμπει σε μια γενιά εξαφανισμένων. Σε αν-
υπέροχη ελεγεία για τη σχέση ενός αγοριού με τη μητέρα του θρώπους των οποίων η χρησιμότητα των ιστορικών ρόλων τους αφομοιώθηκε, κάνο ντας τη μοίρα αδυσώπητη. Αυτοί που έζησαν τη σχιζοφρένεια της πρωτοπορίας και του μοντερνισμού, απ' το φόβο της κανονικότητας και του συνηθισμένου, εκτροχιάστηκαν απ' τον ταξικό λόγο μέσα στον οποίο γεννήθηκαν. Έμειναν ηθοποιοί ενός μεταμο ντέρνου θίασου, ζώντας διαρκώς ένα λανθάνοντα χρόνο. Κι εδώ, ακριβώς, όσα θα μπορούσαμε να καταλογίσουμε σαν αρνητικά λειτουργούν και ως θετικά: οι εξαφανι σμένοι απ' την αφόρητη ανάγκη να κρυφτούν από κάποιον ή κάτι έρχονται στην επιφά νεια, όπως λέει ο Αριστοτέλης Νικολαΐδης, σαν ένα περιπλανώμενο παγόβουνο, που στέκεται σαν καρικατούρα εκείνου που πιθανά ήθελαν να αποφύγουν. Αυτή, όμως, δεν είναι σήμερα η συνταγή για τον αυτοβιογραφικό προσδιορισμό μιας προσωπικότη τας; Και πώς γίνεται οι Εξαφανισμένοι να παίζουν το ρόλο των Εξαφανισμένων; Σ' αυτό το δραματικό κρυφτό, η Ά. Δημητρακάκη απαντά πολύ νωρίς, στη σελίδα 7, πριν αρχίσει το κείμενο, με τρεις αράδες του Σλαβόι Ζίζεκ, αποδεικνύοντας ότι το πραγματικό κείμενο είναι οι ουσιαστικές εκδοχές που περιλαμβάνει η ερμηνεία του γε γονότος. 0 πραγματικός πόλεμος δε γίνεται στο πεδίο της μάχης, αλλά στο πεδίο των αφηγήσεων. Στον Εμφύλιο, τη δικτατορία, το Μάη του '68, βρίσκεται ένας κόσμος μα χητών της ζωής, οι οποίοι χάνονται μέσα στα γεγονότα. Ως Εξαφανισμένοι έρχονται μετά να δώσουν τη μάχη της προσωπικής αφήγησης. Και ξαναεμφανίζονται για να υ πάρξουν πραγματικά. Όπως στις μάχες, στα κινήματα, έτσι και στην προσωπική ζωή. Γι' αυτό το μυθιστόρημα Αντίθάλασσα της Ά. Δημητρακάκη μοιάζει να είναι το αντίστοι χο στις μέρες μας θύματα ειρήνης του Βασιλικού. Απέναντι στην επινοητικότητα του Άλκη, η Ρόη, διαβάζοντας όσα έγραψε ο φίλος της, «διέγνωσε την επιθυμία του να διαπραγματευθεί τις επιπτώσεις και λιγότερο τα γεγο νότα. Και δυστυχώς ή ευτυχώς οι επιπτώσεις, το κατακάθι των γεγονότων, δεν είναι σαν την ηχώ μιας λέξης που προφέρει κάποιος κατά λάθος. Αεν εξασθενούν χτυπώ ντας από τοίχο σε τοίχο... οι επιπτώσεις αποτελούν την ουσία, το απόσταγμα των γεγο νότων, ένα κράμα ασταθές και ενίοτε εκρηκτικό που άμα δεν προσέξεις... (σ. 19).
Μέσα σ' ένα φαινομεναλιστικό και όχι φονταμενταλιστικό κλίμα, ο Αλκής, μέσα από φαντασιώσεις, επινοήσεις και αρκετό κυνισμό, διαρρηγνύει τον επιφανειακό πραγματι σμό του και εισέρχεται στον κόσμο του βιωμένου αισθήματος για να αποσυρθεί συνει δητοποιώντας. Προχωρεί στην ωριμότητα, αξιοποιώντας το φόβο των γηρατειών των γονιών του. Ανακαλύπτει τα επεξηγηματικά σχήματα που τον βοηθούν ψυχολογικά να ξεπεράσει μια δύσκολη περίοδο της ζωής του. Και εντέλει καταφέρνει να σταματήσει
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΟ 47
τους κύκλους γύρω από ένα σημείο που δεν κατάφερνε να εντοπίσει. Σταματά, δηλα δή, την απόρριψη του κύριου στοιχείου της ζωής του. Η Αντιθάλασσα είναι μια υπέροχη ελεγεία οτη σχέση ενός αγοριού με τη μητέρα του, μια αφοπλιστική ανακάλυψη του πατέρα, μια νοσταλγική υπενθύμιση της ομορφιάς του άτακτου, της διαπραγμάτευσης με την μπαναλιτέ. Ανακαλύπτει μ' αυτό τον τρόπο ένα συγκεκριμένο Σημείο Στήριξης. Η Αντιθάλασσα μοιάζει με μια μεγάλη ταινία κι άλλοτε θυμίζει το Με κομμένη την ανά σα, άλλοτε το Ζιλ και Τζιμ, άλλοτε, κυρίως στην αρχή, την Κατάσταση των πραγμάτων. Είναι ένα εγωκεντρικό έργο, που διαπραγματεύεται το Εγώ. Χαρακτηριστικά στοιχεία
του είναι η φυγή, η νομαδική ζωή και η διαρκής μετακίνηση, η βαρεμάρα, η ναρκισσι στική και άνευρη ζωή, οι άρρωστοι χαρακτήρες μέσα στην τρελή εποχή τους, όπως θα 'λεγε ο Γκίντενς, οι αυτοαναφορικοί άνθρωποι... Όμως, το ναυάγιο που συντελείται στην Αντιθάλασσα περιστρέφεται γύρω απ' την προσωπική ζωή, που είναι πράγματι νε κρή ζώνη. ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΗΜΕΡΗΣ
Ματαιωμένη ηδονή
Ο νεαρός πεζογράφος από τη Θεσσαλονίκη με το γαλλικό ψευ δώνυμο, με αξιώσεις σύγχρονου ντε Σαντ και υπερπαραγωγή βιβλίων, υπερπαραγωγή που παρά το ασύμβατο της ηλικίας του δεν έχει φθείρει μέχρι τώρα το πάντα αξιοπρεπές αποτέ λεσμα, στο τελευταίο του βιβλίο, Ο γλύπτης του δρόμου, επι στρέφει στο προσφιλές του θέμα, τον έρωτα. Έπειτα από μία επιτυχή στροφή στο αστυνομικό μυθιστόρημα με το βιβλίο του Ανιμάλ, που κυκλοφόρησε και αυτό μέσα στο 2002, ο Αύγου
στος Κορτώ καταπιάνεται ξανά με το αντικείμενο που τον έχει ξεχωρίσει ως πεζογράφο. Σ’ αυτό το σύντομο αφήγημα ο συγγραφέας επικεντρώνεται ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ Ο γλύπτης του δρόμου αθηνα, οδος πανος, 2002. ςελ. 96
στην έντονη ερωτική διέγερση ενός ηλικιωμένου για ένα νεαρό εργάτη. Όλες οι σελίδες φιλοξενούν την απελπισμένη ταλάντευσπ του πρωταγωνιστή ανάμεσα στην ηθική ατολμία και συ στολή και τη σεξουαλική χυδαιότητα. 0 ήρωας δέχτηκε το
πρώτο κέντρισμα όταν η ασκημένη από τον πολυτάραχο ερωτικό βίο ματιά του συνά ντησε έναν καλυμμένο με μαρμαρόσκονη εργάτη να δουλεύει σκληρά τη λείανση ενός πεζοδρομίου. Από τότε η φιγούρα αυτή τον στοιχειώνει, κλασικό μοτίβο στα βιβλία του Αύ. Κορτώ. Και εδώ η πόλη, χωρίς να κατονομάζεται ευθέως, παραπέμπει στο Παρίσι. Αυτή τη φορά όμως η ταυτότητα των ηρώων δεν αποκαλύπτεται, παρά την εμμονή του συγγραφέα να βαφτίζει τα πρόσωπα με γαλλικά ονόματα και να τοποθετεί τη δράση στη γαλλική πρωτεύουσα. Τέχνασμα αποστασιοποίησης από τη θεματική και τους ήρωες ή ελάχιστος φόρος τιμής στους θαυμαστούς Γάλλους ομοτέχνους του, λίγο ενδιαφέ ρει. Προέχουν ως ασφαλέστερα κριτήρια η ποιότητα της γραφής και ο χειρισμός του θέματος. Με δεδομένο ότι τα έργα του Αύ. Κορτώ ανταποκρίνονται ικανοποιητικά και στα δύο αιτήματα, οι προσωπικές εμμονές έρχονται σε δεύτερη προτεραιότητα. Οι ακατάσχετες σεξουαλικές ορέξεις ενός γέρου, και μάλιστα ομοφυλοφιλικής φύσεως, οπωσδήποτε δεν είναι ένα θέμα ελκυστικό. Ωστόσο, παραδόξως, ο Αύ. Κορτώ δε δεί
48 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
χνει στιγμή την πρόθεση να προκαλέσει. Αυτό που περισσότερο τον απασχολεί είναι η ε σωτερική αντιπαράθεση δύο φωνών, της προτρεπτικής και της αποτρεπτικής. Στο μεγα λύτερο μέρος του βιβλίου αυτή η διαμάχη παρουσιάζεται σχεδόν απολαυστική. Πρόκει ται για μια λυγμική, εξομολογητική απολογία για τις παρεκτροπές του παρελθόντος και τις ανήθικες βλέψεις του παρόντος, όταν μέλλον δεν υφίσταται. 0 συγγραφέας όμως σε κάποιο σημείο επιλέγει ατυχώς να παραστήσει αυτή την αμφιταλάντευση και θεατρικά με μια επιδεικτική ανταλλαγή ευφυολογημάτων ανάμεσα στον «Αγνό» και το «Χυδαίο» που συγκατοικούν στον ψυχισμό του γηραιού εραστή. Ενδεικτικό της τάσης προς φλυα ρία που ο Αύ. Κορτώ, παρά την αφηγηματική του άνεση (πιθανότατα και εξαιτίας της), δεν έχει κατορθώσει να τιθασεύσει στα περισσότερα μυθιστορήματά του. Το ερέθισμα της ερωτικής συνεύρεσης υποκινεί τις ψυχικές μεταπτώσεις του ηλικιω-
ο Αύ. Κορτώ δ ίν ε ι την εντύπωση πω ς επ ιδ ιώ κ ε ι με κάθε μέσο να «ενοχλήσει» τον αναγνώστη του μένου, αλλά παράλληλα ο συγγραφέας προετοιμάζει με σαδιστική σχεδόν διάθεση το ύπουλο πλησίασμα του θανάτου. Το αν τελικά ο νεαρός θα ενδώσει ή όχι, το αν και ο ίδιος είναι εξίσου διεστραμμένος με τον πορνόγερο που ευελπιστεί να αμαυρώσει τη νεανική του αγαθότητα έχει σημασία στο μέτρο που εγείρει το αναγνωστικό ενδιαφέ ρον, αλλά μέχρι εκεί. Ο Αύ. Κορτώ σ’ αυτό το έργο αντιμετωπίζει τον έρωτα, την από λαυση της ηδονής, σαν την τελευταία επιθυμία ενός μελλοθανάτου. Γι’ αυτό και η πο λιορκία του εργάτη αναδεικνύεται σε ζωτικής σημασίας δραστηριότητα. Είναι οι ασθε νείς αναλαμπές ενός άντρα που όλη του τη ζωή πλήρωνε αδρά για να ικανοποιήσει τα σεξουαλικά του απωθημένα. Η διάχυτη σκιά της διαστροφής υπονοείται μόνο καθώς ο συγγραφέας δεν έχει την παραμικρή κριτική διάθεση απέναντι στο θέμα του. Άλλωστε η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν αφήνει περιθώρια σαρκασμού. Επιτρέπει μόνο κάποιες δηκτικές, αυτοσαρκαστικές νύξεις. Με εξεζητημένη λεπτότητα ο Αύ. Κορτώ ειρωνεύεται την παραμορφωτική ματιά του ερω τευμένου. 0 εργάτης υπό αυτό το πρίσμα μεταμορφώνεται σε γλύπτη. Η χειρωνακτική εργασία του που τον υποχρεώνει να ιδρώνει και να βρομίζει ανάγεται σε τέχνη εκλεπτυ σμένη. Το ποθητό υποκείμενο περιβάλλεται με εξωρα'ίστικές φαντασιώσεις ώστε να κα ταστεί ερωτεύσιμο. Έτσι, ο Αύ. Κορτώ υπονομεύει τον κατ’ επίφαση καθωσπρεπισμό της γεροντικής φιγούρας του και περιγράφει ένα δράμα με απροκάλυπτη διάθεση διακωμώδησης. Ο ήρωάς του επιδιώκει πεισματικά να προσδώσει στην καθαρά σεξουαλική επι θυμία αύρα αισθησιασμού, έστω και τεχνητή. Χαρακτηριστικό είναι ότι απουσιάζουν σκη νές σεξ. Πρόκειται περισσότερο για ένα εγκεφαλικό φλερτ. Η τελική προσέγγιση του νε αρού παρουσιάζεται πολύ φυσική και διακριτική, σε αντίθεση με τις υφέρπουσες, αμοι βαίες προθέσεις. Το αίσθημα της αμαρτίας σε συνάρτηση με την προχωρημένη ηλικία α ποτελούν τους κυριότερους ανασταλτικούς παράγοντες. Το σώμα όχι μόνο έχει απολέσει προ πολλού τα θέλγητρά του, αλλά η τωρινή του όψη δεν προτρέπει για σεξουαλικές πε ριπτύξεις αν δε συνοδεύονται από γερά υλικά ανταλλάγματα. Η καλοπροαίρετη ειρωνεία δε στιγματίζει, αλλά έρχεται να αλαφρώσει τον ανθρώπινο ξεπεσμό. 0 Αύ. Κορτώ, μέσα από μια απλή ερωτική ιστορία, ανατέμνει τη σκοτεινή φύση της σε ξουαλικότητας αλλά και την τραγικότητα των γηρατειών από την πλευρά του ερωτικού παροπλισμού. Η διάχυτη σεξουαλικότητα παραμένει σε επιβεβλημένη καταστολή εξαι τίας του παρηκμασμένου, ανήμπορου σώματος, του πιο αληθινού στοιχείου σ’ αυτή
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 49
την ανθρώπινη συνδιαλλαγή. Η συνάντηση ύστερα από έναν πολυσέλιδο και ψυχοφθόρο εσωτερικό μονόλογο ευοδώνεται, αλλά η κατάληξή της αποτελεί την τελευταία πινε λιά στην ολοσχερή καταστροφή του πορτρέτου του παλαίμαχου εραστή. Λίγο πριν από την υλοποίηση της ερωτικής φαντασίωσης, η πραγματικότητα επιβάλλεται με τρόπο δραματικό. Το σύμπλεγμα των εν δυνάμει εραστών τη στιγμή του ψυχορραγήματος του ενός είναι η πιο όμορφη και συνάμα σκληρή εικόνα με την οποία μας φιλοδωρεί ο συγγραφέας. Το υπαρξιακό κενό που εκδηλώνεται με τη μανιώδη πλήρωση της ηδο νής καταλήγει στον πλήρη αφανισμό της ύπαρξης. Η περιορισμένη έκταση του κειμένου αποδείχτηκε η πιο σωστή επιλογή, καθώς ανέδειξε τη συγγραφική ικανότητα του Αύ. Κορτώ χωρίς να υπερτονίσει τις αδυναμίες του λόγου του, όπως τον ανεξέλεγκτο πλατειασμό, τις φορτικές επαναλήψεις, τη συχνά πε ριττή εκζήτηση. Ο Αύ. Κορτώ είναι ένας συγγραφέας που δίνει την εντύπωση πως επι διώκει με κάθε μέσο να «ενοχλήσει» τον αναγνώστη του, να τον αφυπνίσει και να τον παρασύρει σ’ ένα νοητικό παιχνίδι. Στον κόσμο του τίποτα δεν είναι αρκετά σοβαρό ώ στε να μένει στο απυρόβλητο της διακωμώδησης. Ας θυμηθούμε τη χειμαρρώδη, ε κρηκτική αποκήρυξη της σοβαρότητας στο επίμετρο του Ανιμάλ. Υποψιαζόμαστε μόνο πως οι προοπτικές αυτής της τόσο ορμητικής πορείας διαγράφονται μάλλον περιορι σμένες αν δε συνοδεύονται από σοβαρή εργασία και επεξεργασία και επαφίενται απο κλειστικά στο αναντίρρητο συγγραφικό ταλέντο. Ακόμα κι αν διακινδυνεύουμε μια ε σφαλμένη διαπίστωση, θεωρούμε πως ο Αύ. Κορτώ δεν κατέχει ακόμα την τέχνη της συγκίνησης και της αμεσότητας, αυτή που θα καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό του αφηγηματικού του σύμπαντος. λιν ά πανταλεων
ΞΕΝΗ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Συνεχιστής μ ιας μεγάλης παράδοσης
Για άλλη μία φορά η νεοελληνική αγορά του
βιβλίου ενισχύθηκε από ένα σημαντικό τεκμήριο δημιουργικής γραφής του Ούγγρου Σάντορ Μάραϊ (1900-1989), και για άλλη μία φορά ο συγγραφέας «απέδειξε» πώς παραβιάζει αφενός τα χρονικά όρια της προσωπικής του αντοχής και, αφετέρου, τα γε ωγραφικά όρια μιας λεγάμενης «εθνικής» λογοτεχνίας. Τι εννοώ: Ο Μάραϊ ανήκει μεν, ως γνωστόν, στους σημαντικότερους συγ γραφείς της (κεντρικής, και όχι μόνο) Ευρώπης που συνεχίζουν τη μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος της στρο φής του 19ου αιώνα προς τον 20ό, έχει όμως «αποδείξει», του λάχιστον στο πλαίσιο της υποδοχής του στη νεοελληνική μετα ΣΑΝΤΟΡ Μ ΑΡΑ Ι ## παράσταση στο Μ πολτσάνο μτφρ.: μαρα Εγβγινιιογ αθηνα, οκεανιδα. 2002. ςελ. 356
φραστική αγορά, ότι διαχειρίστηκε με το δημιουργικότερο τρόπο στοιχεία που προσιδιάζουν κυρίως στη νεωτερική, γενική ή θεματική λογοτεχνία, όπως είναι π.χ. η εκτεταμένη και συχνά αποκλίνουοα χρήση της μεταφοράς, η οικονομία του εσωτερικού μο
νολόγου και η δόμηοη του κειμενικού κόσμου με βάση κεντρικά θέματα που αναπτύσσονται και οργανώνονται αφενός με μία σειρά περιφερειακών θεμά των ή μοτίβων και, αφετέρου, με μια σειρά κειμενικών προσώπων ως φορέων αυτών.
50 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Του παρόντος βιβλίου (έτος πρώτης έκδοσης 1940) προηγήθηκαν οι μεταφράσεις στην ελληνική γλώσσα των βιβλίων του Μάραϊ Στάχτες (έτος πρώτης έκδοσης 1942, έτος έκ δοσης μετάφρασης 2000) και Η κληρονομιά της Έστερ (έτος πρώτης έκδοσης 1939, έ τος έκδοσης μετάφρασης 2001). Αυτές οι μεταφράσεις αποτελούν ενδιαφέροντα τεκμήρια της διαδικασίας με την οποία ο Μάραϊ αναπτύσσει τα (κεντρικά και περιφερειακά) θέματά του με τον τρόπο της θεωρητι κής ανάλυσης ή του δοκιμίου. Η πρόσληψη της βαθύτερης σημασιολογικής δομής των δύο πρώτων μεταφράσεων (Στάχτες, Η κληρονομιά της Έστερ) οδήγησε στην αναγνώριση μιας ενδιαφέρουσας, υ πό μορφή διπτύχου, πραγματείας περί προδοσίας, όπου η εστίαση εντοπίστηκε όχι στα πραγματικά δεδομένα (το γιατί και το πώς), αλλά στην οντολογία του φαινομένου (τόσο
βιβλίο-τεκμήριο υψηλής αισθητικής και ευρηματικότητας από την πλευρά του υποκειμένου όσο και από την πλευρά του αντικειμένου), με βασι κούς δείκτες τις ανθρώπινες σχέσεις σε όλο το (ευρύτατο) φάσμα τους (εν οις η αγάπη, ο έρωτας και η φιλία) απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, και με φορείς κειμενικούς χα ρακτήρες πλησιέστερους στην εποχή μας και συγγενέστερους με τη λεγάμενη αντικει μενική πραγματικότητα. Στο παρόν βιβλίο τα πράγματα είναι περισσότερο σύνθετα: Η δομή του βιβλίου βασίζεται σε έναν κειμενικό χαρακτήρα που συγγενεύει περισσότερο με το μύθο παρά με την πραγματικότητα, τον Τζάκομο Καζανόβα, πράγμα που αναφέρει ρητά ο Μάραϊ στο υπό τύπον εισαγωγής του βιβλίου κείμενό του, και επομένως προειδο ποιεί αμέσως για το «διακειμενικό» χαρακτήρα του βιβλίου του. Μόνο σημείο επαφής του βιβλίου του Μάραϊ με το «διακείμενό» του είναι η απόδραση του Τζάκομο Καζανόβα από τη φυλακή των Πιόμπι της Βενετίας, τη νύχτα της 31ης Οκτω βρίου 1756. Ο κειμενικός κόσμος του βιβλίου, σε μια πρώτη διάσταση ανάγνωσης, εντοπίζεται στην ιταλική πόλη Μπολτσάνο, κοντά στα ιταλοαυστριακά σύνορα, αντιστοιχεί σε χρόνο οκτώ μόλις ημερών και μερικών ωρών με ιδιαίτερο όμως βάθος προσωπικού/ψυχολογικού περιεχομένου, και εστιάζεται στον Τζάκομο Καζανόβα ως κεντρικό κειμενικό χα ρακτήρα, όπως απευθύνεται στους επίσης κεντρικούς κειμενικούς χαρακτήρες: Φραντσέσκα και κόμητα της Πάρμα, και υποστηρίζεται από σειρά άλλων, περιφερειακών κειμενικών χαρακτήρων, στο κέντρο μιας πλουσιότατης τοιχογραφίας με την αίσθηση του horror vacui, με τον τρόπο του 18ου αιώνα, αλλά και με την προσωπική αισθητική του Μάραϊ. Αν ακολουθήσουμε μία περισσότερο δημιουργική διαδικασία πρόσληψης αυτού του κειμενικού συστήματος, αναγνωρίζουμε σαφέστατα ένα δοκίμιο για την αγάπη ως βασικό παρά γοντα ζωής με την έννοια της πληρότητας και της αρμονίας, τόσο από την οπτική του υπο κειμένου όσο και από την οπτική του αντικειμένου, μέσα στο πεδίο που ορίζουν το απόλυ το και το ανεκπλήρωτο ως συντεταγμένες/παράμετροι. Στοιχεία που συνθέτουν αυτό το πεδίο είναι περιφερειακά θέματα-ισοτοπίες του Μάραϊ, ό πως: έρωτας, θάνατος, μοναξιά, φιλία-ανιδιοτέλεια, υποκρισία, ανθρώπινη σοφία, χρόνοςμνήμη, ευτυχία, ματαιοδοξία, λογική και φανταστικοί φόβοι, συναισθήματα και αισθήσεις, το «πρέπει» και το «θέλω», φθόνος-ζήλια, εξαγορά και δωρεά, τιμιότητα και αξιοπρέπεια,
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 51
ηθική και κοινωνική διαφθορά, ανθρώπινοι νόμοι-δικαιοσύνη-εξουσία, πατρίδα και εξορία, και ξανά η προδοσία ως λυδία λίθος των ανθρώπινων σχέσεων. Σ' αυτό το πλαίσιο οι κειμενικοί χαρακτήρες αναδεικνύονται σε πολυσήμαντα προσωπεία, και οδηγούν στην αναγνώριση της υψηλής ρητορικής, δηλαδή της ουσίας του ύφους του Μάραϊ, με όλους τους ποικίλους παράγοντες αυτής: Καταρχήν η δομή/ροή του λόγου με την ηθική του λόγου ηρος εαυτόν, με το χαρακτήρα του σαρκασμού και του μελοδράματος, και με τις συνεχείς ανατροπές ως υπονόμευση της προσδοκίας και στη συνέχεια ως επαναφορά αυτής, τόσο από την πλευρά του ανα γνώστη όσο και από την πλευρά των κειμενικών χαρακτήρων. Σε επίρρωση των σημαινομένων υπεισέρχονται τα πραγματικά στοιχεία (pragmatics) που
ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της κεντρικής Ευρώπης αφορούν τόσο σε άλλους συγγραφείς/δημιουργούς που δηλώνουν εκλεκτικές συγγένειες και σημεία διακειμενικής αναφοράς του Μάραϊ (Οράτιος, Βοήθιος, Δάντης, Βολταίρος, Σέξπιρ, Ρακίνας, Κορνέιγ, Λαφοντέν, Μποσιέ, αλλά και Τιτσιάνο, Μιχαήλ Άγγελος, Λεονάρντο ντα Βίντσι) όσο και σε εθνικά δεδομένα (κυρίως η Βενετία, αλλά και η Ρώμη, η Φλω ρεντία, το Βατικανό σε σχέση με τον Πάπα και την Ιερά Εξέταση, καθώς και η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία και η Ελλάδα -ένας Έλληνας χαρτοπαίκτης σε ένα πανδοχείο του Μπολτσάνο-, ακόμα και η Κίνα). Κατόπιν, η μεταγλωσσική διάσταση του κειμένου ως αυτο-αναφορικότητα της γραφής και του συγγραφέα, και ως αξιοποίηση γλωσσικών στοιχείων (γράμματα του αλφαβήτου, ου σιαστικό, ρήμα, επίρρημα, αντωνυμία, σημεία στίξης, σύνταγμα, φράση, πρόταση, εκφώνημα) ως λογοτεχνικού υλικού, που τεκμηριώνει την ουσιαστική, εκ των ένδον σχέση του Μάραϊ με το εργαλείο της τέχνης του. Κυρίως τη ρητορική του Μάραϊ προσδιορίζει η ευρύτατη, συχνά αποκλίνουσα, υψηλής απ αθητικής και ευρηματικότητας, χρήση της μεταφοράς, πβ. τα ενδεικτικά: «βαθιά στη νύχτα των χρόνων» (σ. 102), «οι σιωπηλοί κήποι ήταν η νιότη» (σ. 103), «σπίτια όπου οι σοβά δες και το κύρος κομματιάζονται» (σ. 110), «η τρυφερότητά της έβγαζε έναν πικρούτσικο καπνό» (σ. 164), «ο χρόνος δεν συγχωρεί» (σ. 166), «τα σκυλιά του θανάτου τον έχουν πάρει στο κατόπι» (σ. 167), «τ' ανθρώπινα λόγια πετάνε πιο ανάλαφρα κι από τα φύλλα το φθινόπωρο» (σ. 195).
Σ' αυτό το κλίμα διατυπώνεται, και κυριαρχεί σε όλη τη διάρκεια του κειμένου, το περιε χόμενο του προσωπικού χωρόχρονου των τριών κεντρικών χαρακτήρων του βιβλίου. Τεκμήριο της υψηλής αισθητικής και της ευρηματικότητας του Μάραϊ είναι επίσης η α ξιωματική διατύπωση που προσδιορίζει ως βασικός παράγων τη ρητορική αλλά και τις νοηματικές αρχές του συγγραφέα, π.χ.: Για την αγάπη «είναι απαραίτητο ν' αγαπάμε κάποιον, διαφορετικά δεν μπορούμε να ζήσουμε» (σ. 123), «αγαπώ σημαίνει... υπηρε τώ» (σ. 252), «Σ' αγαπώ, και κατά συνέπεια σε κρίνω» (σ. 309). Για το περιεχόμενο της μνήμης «δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς απ' τις αναμνήσεις » (σ. 150), «όσο συντο μεύει ο χρόνος που μας απομένει να ζήσουμε, τόσο μακραίνει ο χρόνος που μπορού με ν' αφιερώσουμε στις αναμνήσεις και στους στοχασμούς» (σ. 195), «παραμένει η Μοναδική μόνο για όσον καιρό την καλύπτουν τα μυστηριώδη πέπλα και τα κρυφά υ φάσματα... της νοσταλγίας» (σ. 340). Για τη μοναξιά «κάθε άνθρωπος ζει μόνος, κάνει λάθη και πεθαίνει μόνος» (σ. 150). Για τους συγγραφείς «οι κακοί συγγραφείς θέλουν
52 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
να ζήσουν, οι καλοί συγγραφείς αρκούνται στο γράψιμο» (σ. 79). Για τον έρωτα «έρω τας είναι και συνενοχή και συμμαχία» (σ. 304). Για την πατρίδα «πρέπει να συγχωρού με την πατρίδα, γιατί με τον τρόπο της... έχει πάντα δίκιο... η πατρίδα είναι αιώνια, α κόμα και όταν σφάλλει» (σ. 149). Για τη χρήση της γλώσσας «στη ζωή πρέπει να χρη σιμοποιούμε τις λέξεις με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, αν θέλουμε να έχουν αξία»
(σ. 201). Για την αιωνιότητα της ύπαρξης «Ό,τι υπήρξε, υπήρξε, και μάλιστα υπάρχει και σήμερα» (σ. 203). Είναι σαφές ότι ο Μάραϊ μετέρχεται τα αποτελεσματικότερα μέσα για τη διατύπωση και την εκφορά του μηνύματος. Τα δύο στάδια μεταφοράς του πρωτότυπου κειμένου του Μάραϊ στη νεοελληνική γλώσσα, με την ενδιάμεση ιταλική μετάφραση, φαίνεται να αντιπρο σωπεύουν διαδοχικές φάσεις αισθητικής επεξεργασίας της μετάδοσης του μηνύματος ως τελικού σημασιολογικού και αισθητικού προϊόντος. Δεν έχει σημασία ότι δεν είναι δυνατόν εκ των (γλωσσικών κυρίως) πραγμάτων να κριθεί στις λεπτομέρειές της η σχέση του αρχικού πρωτοτύπου με την ελληνική μετάφρασή του. Σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι η νεοελληνική αγορά του βιβλίου έχει αποκτήσει ακό μα ένα τεκμήριο υψηλής τέχνης του λόγου, αλκηςγις ςουλοπαννη
Ανατολικά της Εδέμ
Ο Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ (Βραβείο Νόμπελ 1978) γεννήθηκε στην Πολωνία το 1904 από πατέρα ραβίνο και μητέρα κόρη ραβίνου. Προοριζόταν για ραβίνος και από νωρίς στη ζωή του ακο λούθησε την κατάλληλη μόρφωση που απαιτούσε η ραβινική ι διότητα. Τα σχέδιά του άλλαξαν όταν συνειδητοποίησε ότι η βα θύτερη κλίση του ήταν το γράψιμο, η κύρια αιτία όμως της μεγά λης αλλαγής στη ζωή του ήταν ο ερχομός των ναζί στην εξουσία. 0 Σίνγκερ εγκατέλειψε την Πολωνία το 1935 για τις ΗΠΑ, από φαση που όχι μόνο του έσωσε τη ζωή, αλλά σφράγισε και την κατοπινή του πορεία ως συγγραφέα. Εγκατεστημένος στη Νέα Υόρκη, ο Σίνγκερ δεν εγκατέλειψε τις
ΙΣΑΑΚ ΜΠΑΣΕΒΙΤΣ ΣΙΝΓΚΕΡ Στο δικαστήριο του πατέρα μου
ΑΘΗΝΑ, ΕΣΤΙΑ, 2003. ΣΕΛ. 404
παλιές του συνήθειες- κινήθηκε στους εβραϊκούς κύκλους της πόλης συνεργαζόμενος με διάφορα εβραϊκά έντυπα. Τα διηγή ματα του Σίνγκερ χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνα που διαδραματίζονται στις διάφορες εβραϊκές κοινότητες της Πολω νίας πριν από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και σε εκείνα που έχουν
ως σκηνικό τη μεταπολεμική Αμερική, κυρίως την εβραϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης, ή άλλων αμερικανικών πόλεων, όπου πρωταγωνιστούν κατά κανόνα επιζήσαντες του Ολο καυτώματος. Ο συγγραφέας καταγράφει τις ιστορίες τους, τα πάθη τους - ιδίως τα ερωτι κά τους μπερδέματα εν μέσω του πολέμου και των διώξεων. Πολύ σημαντικό είναι επίσης ότι ο Σίνγκερ δεν έπαψε ποτέ να γράφει στα γίντις, στη γλώσ σα των Ασκεναζίμ Εβραίων, αυτή με την οποία μεγάλωσε και την οποία θεωρούσε ιδιαίτε ρα πλούσια, γεμάτη χυμούς. ΓΓ αυτό και όλα τα γραπτά του χρειάστηκε να μεταφραστούν στα αγγλικά, διαδικασία που επέβλεπε ο ίδιος ο συγγραφέας. Η συλλογή διηγημάτων Στο δικαστήριο του πατέρα μου διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην πολωνική εβραϊκή κοινότητα της Βαρσοβίας, στην οποία μεγάλωσε ο συγγραφέας.
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 53
Περιγράφοντας τη ζωή στην εβραϊκή κοινότητα των αρχών του 20ού αιώνα, ο Ιίνγκερ πα ρουσιάζει μια σειρά από ήρωες οι οποίοι ζουν και κινούνται σε μια θεοσεβούμενη κοινό τητα, όπου όμως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό δεν είναι τόσο η πίστη όσο η αυστηρή τήρη ση των θρησκευτικών ιουδαϊκών νόμων και κανόνων. Από τον αρχιραβίνο πατέρα του α φηγητή, που αρνείται να κοιτάξει στα μάτια μια γυναίκα επειδή του το απαγορεύει η κατα γωγή του από θρησκευτική κόστα, μέχρι τον τελευταίο, πιο εξαθλιωμένο Εβραίο της κοι νότητας, ο οποίος ζητά την άδεια από το ραβίνο να κοιμηθεί στο μοναδικό κρεβάτι που
η ζωή στην εβραϊκή κοινότητα της Βαρσοβίας στις αρχές του 20ού αιώνα διαθέτει με την πεθαμένη γυναίκα του, επειδή αν τη βάλει στο πάτωμα θα τη φάνε τα πο ντίκια (!), οι ήρωες του Σίνγκερ λειτουργούν μόνο μέσα από πολύπλοκους κώδικες συμπε ριφοράς όπου η παραμικρή παρέκκλιση συνιστά βάναυση προσβολή των ιερών και των ό σιων του ιουδαϊσμού. Την ίδια στιγμή ισχύει μια παράδοξη ηθική που απέχει πολύ τόσο α πό τον ισλαμισμό όσο και από το χριστιανισμό. Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση της η λικιωμένης συζύγου ενός γέροντα Εβραίου, η οποία παραχωρεί με ευγένεια ψυχής τη θέ ση της στη νεαρή ερωμένη του, διότι «άντρας είναι και αφού μπορεί ακόμα να τεκνοποιή σει» είναι αμαρτία προς το θεό να μην επιτρέψει μια τέτοια ένωση.
Η κοινότητα που μας περιγράφει ο Σίνγκερ είναι στοιχειωμένη από δαίμονες και ξωτικά, πνεύματα και αγγέλους οι οποίοι κατοικούν μέσα στα σπίτια των απλών ανθρώπων ή ακό μα και μέσα σε κουφάρια νεκρών ζώων (ή, τουλάχιστον, έτσι νομίζουν, όπως στο κωμικό επεισόδιο με τις χήνες). Για την ακρίβεια, τα υπερφυσικά αυτά όντα προέρχονται απευθεί ας από τους εβραϊκούς μύθους και τη θρησκεία. Δεν είναι λαϊκοί θρύλοι ή διαδόσεις, αλ λά πλάσματα για τα οποία κάνει λόγο το Ταλμούδ και όλα τα ιερά εβραϊκά κείμενα. Αλλά και στις λίγες περιπτώσεις όπου οι χαρακτήρες είναι χριστιανοί, η καθημερινότητά τους φαίνεται να υπαγορεύεται από κάποιες ασαφείς, αόρατες δυνάμεις, όπως στην περί πτωση της Πολωνίδας πλύστρας που, παρά τις κακουχίες και την κακή της υγεία, πεθαίνει μόνο αφού έχει πλύνει όλα τα ρούχα των πελατών της. Όπως στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη (ο Κωστής Παπαγιώργης παρατήρησε στο αθηνόραμα κάποιους παραλληλισμούς, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ανάμεσα στον Έλληνα
διηγηματογράφο και τον Εβραίο συγγραφέα, κοινά σημεία και ομοιότητες οι οποίες όμως ισχύουν στα συγκεκριμένα διηγήματα και όχι οτο υπόλοιπο έργο του, στα διηγήματα της Νέας Υόρκης και στα μυθιστορήματα), έτσι και στην εβραϊκή γειτονιά του Σίνγκερ αναηλάθεται ένας κόσμος που, παρά τους στενούς ορίζοντές του, περιβάλλεται από ένα στοιχείο μυθοποίησης. Όπως σημειώνει και στον πρόλογο, ο Σίνγκερ προσπάθησε με αυτά τα κεί μενα να επιτύχει ένα συγκερασμό αυτοβιογραφίας και μυθοπλασίας. Ξεκινά από το -υπο τίθεται- στέρεο έδαφος της βιωμένης εμπειρίας για να μπολιάσει αυτό το υλικό με επι νοημένα σχήματα και μορφές. Παρότι η επινόηση έχει τον πρώτο λόγο, η ατμόσφαιρα των κειμένων αυτών σφραγίζεται από τις μνήμες και τη νοσταλγία που αισθάνεται ο συγγραφέ ας για τα χρόνια εκείνα και για εκείνο τον τόπο. Ένας τόπος που είναι ταυτισμένος μέσα του με τις μορφές των γονιών του, τον αυστηρό πατέρα ραβίνο, ο οποίος φαίνεται να είναι ένας άνθρωπος που συνδυάζει την τετράγωνη λογική με τα παράδοξα του εβραϊκού μυστικισμού, και την εξίσου ορθολογίστρια αλλά πιο ευαίσθητη μητέρα. Ουσιαστικά, ο πυρήνας του κόσμου του Σίνγκερ σε αυτά τα διηγήματα είναι το ραβινικό δικαστήριο (Μπετ Ντιν) του πατέρα του και οι περισσότερες, αν όχι όλες,
54 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
οι ιστορίες αντλούνται από τις διάφορες υποθέσεις που αναλαμβάνει ο πατέρας του. Για την ακρίβεια, το Μπετ Ντιν δεν είναι ένα δικαστήριο όπως το γνωρίζουμε στις δικές μας κοινωνίες, αλλά και συναγωγή, αναγνωστήριο ή και γραφείο του ψυχαναλυτή (όπως εύ στοχα αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου). Μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνεται φα νερό πόσο σημαντικό στοιχείο είναι στην καθημερινότητα αλλά και στην εσωτερική ζωή αυτών των ανθρώπων ο Νόμος - ο τρομακτικός Νόμος για τον οποίο έγραψε ο Κάφκα, αλλά και ο Νόμος που μετατρέπει μια κοινότητα ανθρώπων σε οργανικό σύνολο, σε ζω ντανό κομμάτι που πάλλεται διαρκώς με όλες τις αντιφάσεις και τις παραδοξότητες της αν θρώπινης ύπαρξης. Διαβάζοντας τα εκπληκτικά αυτά διηγήματα, έρχεται στο νου ένα περι στατικό που αναφέρει ο Λεβινάς στις Επτά ταλμουδικές μελέτες: η νεαρή Χάνα Άρεντ απσ καλύπτει στο ραβίνο ότι δυσκολεύεται να πιστέψει στο θεό, ότι δεν έχει πίστη. Και ποιος σας τη ζητάει;, τη ρωτά ο ραβίνος αφήνοντάς τη έκπληκτη. Και συνεχίζει: Το ζητούμενο είναι όχι να πιστεύει κανείς στο θεό, αλλά να τηρεί τους Νόμους του. Τα διηγήματα του Σίνγκερ, ακόμα και τα λιγότερο δυνατά του, διαβάζονται με μια πνοή, έ χουν κάτι εξωτικό και την ίδια στιγμή καθημερινό. Μάστορας της αφήγησης, ο Σίνγκερ ξέ ρει, σαν άλλος Τσέχοφ, πώς να ανακαλύπτει παραμύθια μέσα από τις πιο απλές, ταπεινές στιγμές του ανθρώπινου βίου, αλλά και να αναδεικνύει το παραμυθένιο μέσα στο τετριμ μένο, το πεζό, το επιφανειακό. Άψογη η μετάφραση της Ανθής Λεούση, όπως και απαραίτητο είναι το γλωσσάρι που πα ραθέτει στο τέλος του βιβλίου, ηλιας μαγκλινης
όριά της Ο Ίρβιν Γιάλομ (γενν. 1931), Αμερικανός ψυχίατρος και καθηγητής ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, συγγραφέας του σπουδαιότερου εγχειριδίου υπαρξιακής ψυχο θεραπείας, ιδιαίτερα γνωστός σήμερα και στη χώρα μας χάρη στα δύο μυθιστορηματικά του έργα Όταν έκλαψε ο Νίτσε και Στο ντιβάνι που έτυχαν παγκόσμιας αναγνώρισης, θεωρείται α
πό τους σημαντικότερους υπερασπιστές της υπαρξιακής ψυχια τρικής. Χωρίς να αποτελεί ξεχωριστή σχολή, αυτή η ψυχοθερα πευτική μέθοδος προτάσσει πάνω ακόμα από τις ορθόδοξες, οροθετημένες μεθόδους, την ανθρώπινη σχέση που σχηματίζε ται μεταξύ θεραπευτή και θεραπευόμενου, μοναδική κάθε φο IR V IN YALOM Στο ντιβάνι
ρά. Αν στο Οταν έκλαψε ο Νίτσε ο Ίρβιν Γιάλομ κατάφερε να
ΜΤΦΡ.: ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ ΑΘΗΝΑ, ΑΓΡΑ, 2002. ΣΕΛ. 512
ο Νίτσε και ο Φρόιντ, στο Ντιβάνι αποκαλύπτει την ανθρώπινη
παρουσιάσει σε ανθρώπινα μεγέθη απρόσιτους μύθους όπως διάσταση των ψυχοθεραπευτών. Ήδη στο πρώτο του βιβλίο, με πλαίσιο την πολιτισμική ατμόσφαιρα του 19ου αιώνα της Βιέ-
νης, οι συνεδρίες μεταξύ του δόκτορα Μπρόιερ και του Νίτσε έθιγαν την περιπετειώδη ίαση της απόγνωσης. Γιατρός και ασθενής διαπιστώνουν από κοινού πως οι ρόλοι τους είναι ρευστοί και υποκείμενοι σε διαρκείς ανατροπές. Η ιδιόμορφη διαδικασία που δια μείβεται μεταξύ τους παραπέμπει σε μια εμβρυακή κατάσταση της ψυχοθεραπείας, ά γνωστης επιστήμης τότε. Στο Ντιβάνι ο Γιάλομ επεκτείνει τον προβληματισμό του προηγούμενου μυθιστορήματός
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 55
του. Βριοκόμαστε πια στη σύγχρονη Καλιφόρνια, έχουν περάσει εκατό περίπου χρόνια από την ανακάλυψη της ψυχοθεραπείας η οποία έχει καθιερωθεί ως μόδα, γεγονός επι κίνδυνο τόσο για τον κλάδο της επιστήμης όσο και για τους ίδιους τους αναλυόμενους. Κεντρικοί πρωταγωνιστές του βιβλίου είναι ο ψυχίατρος Έρνεστ Λας και ο επόπτης του, επίσης ψυχίατρος, Μάρσαλ Στράιντερ, δύο χαρακτήρες εκ διαμέτρου αντίθετοι, τόσο ως ιδιοσυγκρασίες όσο και ως επαγγελματίες. Ο Έρνεστ, όπως ο ίδιος ο συγγρα φέας, τάσσεται υπέρ της υπαρξιακής θεραπείας, προσεγγίζει δηλαδή τους ασθενείς του με ευαισθησία, όντας απόλυτα ειλικρινής μαζί τους σε όλα τα στάδια της θεραπεί ας τους. Στην ουσία, υπόκειται και ο θεραπευτής σε ανάλυση καθώς καλείται να εξε-
ο Ί . Γιάλομ μιλά με τον πιο συναρπαστικό τρόπο για την ψυχοθεραπεία τάζει τις υφέρπουσες διαθέσεις του απέναντι στα προβλήματα του εκάστοτε ασθενούς του και να αναλύει τα πραγματικά κίνητρα πίσω από τις υποδείξεις του. Με άλλα λόγια, πριν προσφέρει λύσεις και απαντήσεις οφείλει να φανεί εξίσου πρόθυμος να δεχτεί α νάλογες με τον έμμεσο τρόπο που του υποδεικνύει κάθε φορά ο θεραπευόμενός του. Ακόμα και στην περίπτωση σεξουαλικών προκλήσεων από την πλευρά του ασθενούς, ο γιατρός οφείλει να εκθέσει τα βαθύτερα συναισθήματά του απέναντι στα ερωτικά ε ρεθίσματα. Στον αντίποδα όλων αυτών, ο Μάρσαλ απορρίπτει αυστηρά ό,τι υπερβαίνει ή παραβιάζει την ορθόδοξη θεραπευτική σχέση. Τους πειραματισμούς του Έρνεστ δεν τους θεωρεί μόνο παρακινδυνευμένους, αλλά και ανεπίτρεπτους. 0 Έρνεστ, ωστόσο, πιστεύοντας ακράδαντα στην αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου, επιχειρεί να την εφαρμόσει σε μία καινούρια ασθενή του, την Κάρολ, δικηγόρο στο επάγγελμα. Η τε λευταία, εκτός του ότι αποστρέφεται θανάσιμα τους ψυχίατρους λόγω πικρών εμπει ριών, έρχεται στο ιατρείο του Έρνεστ με τις χειρότερες διαθέσεις. Στόχος της είναι να αποπλανήσει τον ψυχίατρο ώστε στη συνέχεια να τον καταγγείλει για ανάρμοστη συ μπεριφορά και προφανώς να τον αφανίσει επαγγελματικά. Το μένος της εναντίον του συγκεκριμένου ψυχίατρου οφείλεται στο γεγονός ότι τον θεωρεί υπαίτιο για τη διάλυ ση του γάμου της. 0 άντρας της υπήρξε επί πενταετία ασθενής του Έρνεστ. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα συναρπαστικό και πολύ ευχάριστο στην ανάγνωση είναι, πέρα από τα ψυχικά παιχνίδια και τις αλλεπάλληλες θυμικές ταλαντώσεις, οι συ νεχείς, απροσδόκητες ανατροπές. Οι χαρακτήρες μεταβάλλονται διαρκώς και δεν είναι ποτέ αυτό που φαίνονται εξαρχής. Παράλληλα, εντυπωσιάζει το ότι προβάλλουν από λυτα πειστικοί. Και αυτό, διότι ο Γιάλομ γνωρίζει σε βάθος τις εγγενείς αντιφάσεις που ενυπάρχουν στον κάθε άνθρωπο και δε διστάζει να τις υπογραμμίσει. Η απόγνωση, αλ λά συνάμα και η δυνατότητα θεραπείας της, δεν είναι κατάρα ή προνόμιο, αντίστοιχα, μερικών μόνο, φέρεται να πρεσβεύει ο συγγραφέας. Ο άπειρος επαγγελματικά και υ περβολικά οραματιστής και ανθρωπιστής Έρνεστ όχι μόνο δεν παγιδεύεται στην πλεκτάνη της Κάρολ, αλλά κατορθώνει να της εμφυσήσει την απέραντη εμπιστοσύνη του στην ωφελιμότητα της θεραπείας. Ο στιβαρός στις πεποιθήσεις του Μάρσαλ, αταλάντευτος ως προς τις μεθόδους του και εξαιρετικός στις διαγνώσεις, αδυνατούσε να α ξιολογήσει σωστά δύο βασικές αδυναμίες του: τη φιλαργυρία και την υπέρμετρη φιλο δοξία που τον έπληξαν περισσότερο απ’ όσο μπορούσε να αντέξει. Στο χαρακτήρα της Κάρολ ωστόσο ο Γιάλομ συγκεντρώνει τις περισσότερες αντιφάσεις, αντιφάσεις που α ντανακλούν τόσο την πολυπλοκότητα της ψυχοθεραπείας όσο και τα αδιόρατα σύνορα
56 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ανάμεσα στην ειλικρινή εκμυστήρευση και το ηθελημένο, παραπλανητικό ψέμα, ανάμε σα στην ηθική και την ασυδοσία. Η Κάρολ από υστερική, αλλόφρων σύζυγος, υποδύε ται την απελπισμένη και ακόρεστη σεξουαλικά θεραπευόμενη, εν συνεχεία χάρη και στην ψυχοθεραπεία ισορροπεί συναισθηματικά, ανακαλύπτοντας τον ώριμο εαυτό της και τέλος -ίσως η απολαυστικότερη και καυστικότερη ανατροπή του μυθιστορήματοςστηρίζει ψυχολογικά τον καταρρακωμένο Μάρσαλ ως δικηγόρος του. Όλα τα πρόσωπα που περιστρέφονται σαν δορυφόροι γύρω από τους δύο ψυχίατρους, τον Έρνεστ και τον Μάρσαλ, έρχονται άλλοτε να υπονομεύσουν κι άλλοτε να αποθεώ σουν την ψυχοθεραπεία. Κάποτε το σαρκαστικό ύφος του Γιάλομ και η οξεία ειρωνεία του παραπλανούν, καθώς φαίνεται να απορρίπτουν καθολικά την ψυχοθεραπεία και τους ψυχοθεραπευτές, αλλά μαζί τους και χαρακτηριστικές πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας. Ωστόσο, το βιβλίο δεν παύει να αποτελεί ένα θερμό εγκώμιο στην επιστήμη που υπηρετεί ο συγγραφέας του. Ένα εγκώμιο όμως που δεν αποσιωπά τις ανθρώπι νες αδυναμίες θεραπευτών και θεραπευόμενων. Η εποικοδομητική συνεργασία τους μοιάζει να ξεκινά από το σημείο της αμοιβαίας παραδοχής της ατέλειας και των μικρο τήτων τους. 0 Γιάλομ διεισδύει στην ιδιωτική περιοχή όχι μόνο των ασθενών, αλλά και των γιατρών περιοχή όπου εδρεύουν οι φόβοι τους, τα άγχη τους, οι αποτυχίες τους. Εκτός γραφείου αποκαλύπτεται περίτρανα η μικρή απόσταση που χωρίζει τον ψυχίατρο από το ντιβάνι όπου βρίσκεται ο ασθενής του. Οι ασυνείδητοι συντελεστές που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά μας, οι θεμελιακοί λί θοι της ψυχανάλυσης έτσι όπως ορίστηκαν από τον Φρόιντ, η απώθηση, η αντίσταση, η μεταβίβαση, κυριαρχούν στις σελίδες του βιβλίου όχι ως θεωρητικοί όροι, αλλά ως συμπτώματα ορατά και τραγικά, πραγματικά της ανθρώπινης ύπαρξης. 0 Γιάλομ με τα
2 0 0 3 : Ετος Κ.Π Καβάφη ΕΚΑΤΟΝ Σ ΑΡΑΝΤΑ ΧΡ Ο Ν ΙΑ Α ΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΕΒΔΟΜ ΗΝΤΑ Α ΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Ανατρέξτε στα εκτενή Γράφουν οι: Αλέξανδρος Αργυρίου Γιάννης Δάλλας Δημήτρης Δασκαλόπουλος ΑλέξηςΖήρας Γιώργος Ιωάννου" Ξ. Α. Κοκόλης Renata Lavagnini Κώστας Παπαγεωργίου ;; Μιχάλης Πιερής Γ.Π. Σαββίδης
ΜΑΪΟΙ 2003
του «διαβάζω»
Φίλιπ Σέρραντ Μαρία Στασινοπούλου θύμιος Σουλογιάννης Ρίτσα Φράγκου-Κικίλια Diana Haas Νάνος Βαλαωρίτης Φίλιππος Δρακονταειδής Βρασίδας Καραλής Ντέιβιντ Κόνολι Φερεϋντούν Φαριάντ
ΔΙΑΒΑΖΩ 57
δύο του μυθιοτορήματα μίλησε με τον πιο συναρπαστικό τρόπο για την ουσιαστική φύ ση και λειτουργία της ψυχοθεραπείας, σκιαγράφησε άφοβα και με αιχμηρότατο χιού μορ το πρόσωπο των ψυχοθεραπευτών πέρα από στερεότυπα και προκαταλήψεις και δεν παρέλειψε να επισημάνει τη μέγιστη ευθύνη των ίδιων των θεραπευόμενων ως προς την αποθεραπεία τους. Με δυο λόγια, το βιβλίο πραγματεύεται από μια ειδική σκοπιά τους υπόγειους, αφανείς μηχανισμούς των ανθρώπινων σχέσεων. Ο Γιάλομ με τρόπο μαγευτικό και σαρδόνιο φαίνεται να απευθύνει μια ανοιχτή πρόσκληση για το ντιβάνι του. Ίσως μας αφορά, λινά πανταλεον
Η γυναίκα του ζωγράφου
Η Φρίντα Κάλο, διάσημη πλέον μετά το θάνατό της, σύ
ζυγος του μεγάλου ζωγράφου Διέγο Ριβέρα (ο οποίος, μαζί με τον Δαβίδ Σικέιρος και τον Κλεμέντε Ορόσκο, έδωσε τεράστια ώθηση στη μεξικανική τοιχογραφία), έχει γίνει μυθικό πρόσω πο και η πολυτάραχη ζωή της έχει εμπνεύσει πολλούς μυθιστοριογράφους. Ένας από αυτούς είναι ο Μεξικανός Κάρλος Φουέντες, που την έβαλε στο βιβλίο του Τα χρόνια με τη Λάουρα Δίας, άλλη είναι η (άγνωστης υπηκοότητας) λατινοαμερι
κανικής καταγωγής Μπάρμπαρα Μουχίκα. Η Μουχίκα, κριτι κός λογοτεχνίας, καθηγήτρια της ισπανικής γλώσσας στο Πα νεπιστήμιο της Τζορτζτάουν (άραγε της Νότιας Καρολίνας ή Μ Π ΑΡ Μ Π Α Ρ Α Μ Ο ΥΧΙΚ Α Φρίντα μτφρ.: αγοριτςα μπακοδημου αθηνα, ελληνικά γραμματα, 2002.
άλλης αΜερικανικής πολιτείας;), αρθρογράφος των εφημερίδων New York Times και Los Angeles Times, στο μυθιστόρημά της Φρίντα επιχειρεί μια λογοτεχνική αναπαράσταση του βίου της Φρίντα Κάλο με τη βοήθεια της φαντασίας της, δεδο μένου ότι αρκετά περιστατικά που αφηγείται καθώς και ορι
σμένα πρόσωπα της πλοκής είναι επινοημένα. Το βίο της εμβληματικής ζωγράφου αφηγείται η μικρότερη αδελφή της Κριστίνα, πρόσωπο υπαρ κτό, εξαρχής όμως πλασμένο από τη συγγραφέα, η οποία τη βάζει να παίζει το ρόλο του οξυδερκούς αυτόπτη μάρτυρα στη ζωή της Φρίντα. Υπάρχει μια εμφανής αντιπαλό τητα ανάμεσα στις δύο αδελφές που οτηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα, δεδομένου ότι, εκτός των άλλων, διεκδικούσαν τους ίδιους άντρες -και τον Ριβέρα-, κάτι που δια τρέχει όλες τις σελίδες του μυθιστορήματος. Η μυθιστορηματική αφήγηση της Κριστίνα αρχίζει ενώπιον ενός υποτιθέμενου ψυχιά τρου, ο οποίος της υποβάλλει ερωτήσεις κι αυτή απαντάει. Η Φρίντα -γεννήθηκε τον Ιούλιο το 1 9 0 7 -, έξυπνη, ταλαντούχα, δυναμική, τολμηρή, αθυρόστομη, ήταν κόρη ε νός Γερμανοεβραίου μετανάστη, που εγκατέλειψε τη Γερμανία για να βρει την τύχη του στο Μεξικό. Από παιδί έπασχε από πολυομυελίτιδα. Αυτό όμως δεν την εμπόδισε να είναι άριστη μαθήτρια, να ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία, τις ξένες γλώσσες, τη λο γοτεχνία και να έχει κλίση προς τη ζωγραφική. Στις σχέσεις με τ’ αγόρια ήταν πολύ τολμηρή- η τόλμη της ήταν που την ώθησε να προσεγγίσει το μαρξιστή ζωγράφο Διέγο Ριβέρα και να τον αναγκάσει να την παντρευτεί. 0 γάμος τους δεν ήταν ιδανικός, εκεί νος -υπήρξε μέγας καρδιοκατακτητής- είχε κι άλλες γυναίκες, κι η Φρίντα πήγαινε με άλλους άντρες αλλά και γυναίκες. Τσακώθηκαν, χώρισαν και ξαναπαντρεύτηκαν. Στην
58 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
πορεία της κοινής τους ζωής η Φρίντα γνώρισε διάσημα πρόσωπα της πολιτικής, της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου (Τρότσκι, Ντολόρες δελ Ρίο, Πολέτ Γκοντάρ, Αντρέ Μπρετόν), ενώ και οι δύο ήταν στρατευμένοι στις κομμουνιστικές ιδέες, για τις οποίες αγωνίστηκαν με όσα μέσα διέθεταν (πότε υπέρ του Στάλιν, πότε εναντίον του). Είναι χαρακτηριστικό πως λίγο πριν πεθάνει η Φρίντα Κάλο, ήδη σε αναπηρικό καροτσάκι, πήρε μέρος σε μια διαδήλωση εναντίον της CIA που είχε διώξει από την εξουσία τον Χακόβο Άρμπενς, το δημοφιλή πρόεδρο της Γουατεμάλας, φωνάζοντας με υψωμένη γροθιά «Αμερικάνοι! Δολοφόνοι!» Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής της Φρίντα Κάλο περνάει όλη η ιστορία του σύγ-
καλογραμμένο μυθιστόρημα, βασισμένο σ ε πληθώρα πηγών ή πληροφ οριώ ν χρονου Μεξικού. Η δικτατορία του Πορφίριο Δίας, που ανατράπηκε με την επανάστα ση του 1910, στην οποία έλαβαν μέρος οι θρυλικοί αρχηγοί Πάντσο Βίγια και Εμιλιάνο Ζαπάτα, η εξόντωση των ηγετών της επανάστασης, η κατάληψη της εξουσίας από τον Βενουστιάνο Καράνσα, η προεδρία του Λάσαρο Κάρδενας και η εθνικοποίηση των με γάλων εταιρειών, τέλος, η δολοφονία του Τρότσκι από τον πράκτορα του Στάλιν, τον Ισπανό Ραμόν Μερκαντέρ. Το μυθιστόρημα είναι καλογραμμένο και βασισμένο σε πληθώρα πηγών ή πληροφο ριών. Είναι φανερή πάντως η γυναικεία γραφή, το στιλ με τις πολλές περιγραφές και
2003: Έτος Κωστή Παλαμά Βαγγέλης Αθανασόπουλος ΑλέξηςΖήρας Κ. Γ. Κασίνης Άντα Κατσίκη-Γκίβαλου Κωνσταντίνος Δ. Μαλαφάντης Κ. Μητσάκης Ιφιγένεια Μποτουροπούλου
ΜΑΙΟΣ 2003
Απόστολος Σαχίνης
/ \,
Κώστας Στεργιόπουλος
"3|§
ΔΙΑΒΑΖΩ 59
τις λεπτομέρειες, τα άφθονα θαυμαστικά, τα καλολογικά στοιχεία και η προσπάθεια να συγκινηθεί ο αναγνώστης. Προφανώς, το βιβλίο είναι μεταφρασμένο από τα αγγλικά (κάτι που θα 'πρεπε να αναφερθεί), γι’ αυτό και κάποιες λέξεις δεν έχουν τη σωστή ισπανόφωνη προφορά και τον ανάλογο τονισμό, π.χ. διαβάζουμε Ντίας αντί Δίας, Βίλα αντί Βίγια, Σικουέιρος αντί Σικέιρος, Χουαρές αντί Χουάρες, Σοκάλο αντί Σόκαλο κ.λπ. Οι τελευταίες ώρες της Φρίντα τυλίγονται μ’ ένα πέπλο μυστηρίου, μας λέει η Μπάρμπαρα Μουχίκα. Το 1953 επιχείρησε ν’ αυτοκτονήσει, ενώ κάποιοι από τους βιογρά φους της έχουν υποστηρίξει πως ο θάνατός της το 19 54 ήταν στην πραγματικότητα αυτοκτονία. Στο μυθιστόρημα η Κριστίνα βοηθάει τη Φρίντα που βασανίζεται από πό νους να πεθάνει, δίνοντάς της σταγόνες λάβδανο. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμιά ένδειξη για το ρόλο της στο θάνατό της, κάτι που ασφαλώς δεν αλλάζει τίποτα και δεν αφαιρεί το ενδιαφέρον από το μυθιστόρημα, φ ιλ ιπ π ο ι Φίλιππου
Πρελούδιο θανάτου Ο ποιητής Τάκης Καρβέλης, μισό αιώ να και πλέον από την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμ ματα, ανελισσόμενος με συνέπεια γύρω από το ίδιο κέντρο, α ποφασίζει την ένατη για την ώρα στάση της ποιητικής διαδρο μής του. Ευρισκόμενος σε φάση δημιουργικής κορύφωσης, καταθέτει μια συλλογή με σαράντα ένα ολιγόλογα πλην περιε κτικά ποιήματα, η οποία κυκλοφορεί υπό τον τίτλο Στην άβυσ σο της λήθης. Η εργασία του Τ. Καρβέλη χωρίζεται σε δύο μέ
ρη: «Το παιχνίδι με τον εαυτό μας και τους ίσκιους» και το ο μότιτλο με τη συλλογή μέρος «Στην άβυσσο της λήθης».
ΤΑΚΗΣ ΚΑΡΒΕΛΗΣ Στην άβυσσο της λήθης
Ο χαρακτηρισμός του παρόντος βιβλίου του Τ. Καρβέλη ως συλ
ΑΘΗΝΑ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, 2002. ΣΕΛ. 64
λογής ποιημάτων δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, α
φού επί της ουσίας πρόκειται περί μιας κεντρικής ποιητικής ιδέ ας με διάφορες εκφάνσεις, περί ενός ποιήματος με παραλλαγές πάνω στο ίδιο κεντρικό θέμα: τη δίκην οδοστρωτήρα πορεία του χρόνου (που δεν είναι παρά το είδωλο του θα νάτου), που δουλεύει ακούραστος, με την αδηφάγο μηχανή του διαρκώς σε λειτουργία, ένας μύλος που αλέθει και οδηγεί τα πάντα στο επέκεινα, στο άχρονο και την ακινησία του βάθους. Ο θάνατος, εντέλει -πο υ όσο πέφτει το βράδυ/όλο και πλησιάζει-, και οι
πολύμορφες μεταμορφώσεις του, ο θάνατος με τα ποικίλα προσωπεία του, όπως εκπηγάζουν από τα αντιθετικά ζεύγη φωτός-σκιάς, φανέρωσης-απόκρυψης, μνήμης-λήθης, αισθητού-αθέατου, με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Αυτός είναι και ο κρίκος που συνέχει τα δύο μέρη του βιβλίου στα βαθύτερα στρώματά τους. Έτσι, αν ο θάνατος στο πρώτο μέ ρος προβάλλεται ως επικίνδυνο παιχνίδι ή παιχνίδι με τον εαυτό μας και τους ίσκιους, με τους ίσκιους να παραπέμπουν στα πρόσωπα που πολύ αγάπησε ή πόνεσε και χάθηκαν, στα παιδικά χρόνια και την αποστέρησή τους, στα οριστικώς απολεσθέντα της νεότητας, στις ανεπίστρεπτες μορφές εαυτού προτού τις μεταλλάξει ο γλύπτης χρόνος, στις ανεκ πλήρωτες επιθυμίες, αλλά και στη νοσταλγία για όλα αυτά- αν, επιπλέον, εκφράζεται ως απροσδιοριστία, σύγχυση και φθορά, εσωτερικό άδειασμα και αλλοτρίωση, αδιαφορία
60 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΪΟΙ 2003
και πλήξη, συνειδητοποίηση του αδιεξόδου, της ματαιότητας και του αναπόφευκτου τέ λους, λήθη ως έλλειψη μνήμης ή μνήμη αλγεινή, στο δεύτερο μέρος ο θάνατος δηλώνε ται πιο καθαρά: με τα λόγια των νεκρών μέσα από την άβυσσο της λήθης. Όσοι έχουν παρακολουθήσει την ποιητική πορεία του Τ. Καρβέλη δε θα δυσκολευτούν να αντιληφθούν και στην παρούσα κατάθεση την ευδιάκριτη και ξεχωριστή φωνή του ποι ητή, την επανατοποθέτηση των θεμάτων του, καθώς επίσης και το βήμα που κάνει μπρο στά ο δημιουργός από βιβλίο σε βιβλίο. Η εύστοχη παρατήρηση του Α. Ζήρα (στο βιβλίο του: Από το προσωπικό στο οντολογικό. Μεταβολές της ποιητικής όρασης του Τάκη Καρβέλη, «Γαβριηλίδης», Αθήνα 2002) ότι η ποίηση του Τ. Καρβέλη ως τα Ποιήματα της μι-
το β ιβ λ ίο π ρ οβ άλλει ένα εντελώ ς πρ ο σ ω π ικ ό ποιητικό σάμπαν, με θεματολογική και υφ ο λο γική ενότητα κρής Ρεζεντά (1995) «κινείται σχηματίζοντας ομόκεντρους θεματικούς κύκλους με επάλ
ληλες κοινές αναφορές» (σ. 14), ισχύει και για την εν λόγω ποιητική εργασία. Μάλιστα, το τελευταίο βιβλίο του Τ. Καρβέλη συμπυκνώνει τα χαρακτηριστικά που ανέ πτυξε ο δημιουργός στις προηγούμενες συλλογές και συνοψίζει τη θεματολογία του. Πλην όμως εδώ ο ποιητής, εκκινώντας απ' το ίδιο σημείο, χρησιμοποιεί τα θέματά του όχι για να τα επαναφέρει στην ποιητική επιφάνεια, αλλά ως μέσον, όχημα προς εσωτε ρικότερες ακόμη καταδύσεις και εμπειρίες· τουτέστιν, τα αξιοποιεί προκειμένου να βυθιστεί σε βαθύτερα στρώματα της ύπαρξης, ώστε να φτάσει στο κέντρο, δηλαδή στην αρχή. Γνωρίζει ότι η ζωή δεν είναι παρά ένας κύκλος, όπου το τέλος βρίσκεται α κριβώς δίπλα στην αρχή. Στο μυαλό μάς έρχεται ο Eliot: In my end is my beginning. Ώριμος και κατασταλαγμένος λοιπόν κοιτάζει με παρρησία τα πράγματα και δεν ενδιαφέρεται για την ορατή αλλά για την αθέατη πλευρά τους· ανταποκρίνεται στις μυστικές πτυχές τους και εμβαθύνει, προσπαθεί να εισχωρήσει στον πυρήνα τους, ώστε μέσω της γνώσης, όποια κι αν είναι αυτή, να λυτρωθεί. Γίνεται πλέον ώριμος καρπός/που ε πιστρέφει τους χυμούς του/στα γυμνά κλαδιά των δέντρων. Όλα αυτά οδηγούν στο συ
μπέρασμα ότι ο Τ. Καρβέλης ξεπερνά τον καταγγελτικό χαρακτήρα παλαιότερων συλ λογών του (π.χ. Γραφή παρανόμων, 1977) και, συνεχίζοντας την ποιητική γραμμή, ό πως αυτή χαράχτηκε στις τελευταίες συλλογές του, εδραιώνεται ως υπαρξιακός ποιη τής. Έτσι, ο έξωθεν ενεδρεύων θάνατος μεταφέρεται έσω. 0 ποιητής δεν επιχειρεί καμιά απόδραση πλέον, βιώνει ψύχραιμα την αγωνία, κοιτάζει κατάματα τον κλοιό που σφίγγει και αποδέχεται, όχι γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί, αλλά διότι έχει πλήρης πλέ ον οδηγηθεί στη γαλήνια θέα του αναπόφευκτου. Άρα, δεν κοιτάζει με τρόμο αλλά με συνείδηση και με τη λαχτάρα της γνώσης την άβυσσο της λήθης και τον καταρράχτη χρόνο, που σαν μουλάρι δε θέλει να γυρίσει πίσω. Δε βουλιάζει ωστόσο μέσα στα
πράγματα· τα παρακολουθεί, τα μελετά, στοχάζεται, συνειδητοποιεί ( Μονάχη αλήθεια ο βυθός/στη μοναξιά του αόρατος) και ελευθερώνεται. Παρατηρεί το απόμακρο φό
ντο των τεφρών φωτοσκιάσεων και ακροβατεί επιτυχώς στην ανείπωτη γραμμή/που ε νώνει το αισθητό με το αθέατο.
Τα ποιήματα του δεύτερου μέρους είναι ατιτλοφόρητα και συνδέονται μεταξύ τους, το επόμενο με το προηγούμενο, με κάποιον ίδιο ή όμοιο στίχο. Και τα δύο αυτά στοιχεία δεν είναι συμπτωματικά ή άνευ σημασίας, καθώς καταδεικνύουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση μιας συμπαγούς σύνθεσης, τα αποσπάσματα της οποίας είναι άρρηκτα δε μένα μεταξύ τους. Το δεύτερο μέρος, λοιπόν, κινούμενο στη διαχωριστική ή και ενωτι-
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 61
κή γραμμή ζωής και θανάτου, αποτελεί ξεκάθαρη νέκυια, μια κατάβαση στο χώρο των σκιών και των νεκρών, όπου και επιχειρείται κάποια διακριτική «συνομιλία» μαζί τους, με τον ποιητή να προσπαθεί να ακούσει και να μεταφέρει τα λόγια τους. Γύρω του σκιές σκιών. Σαν σ ' ένα σκοτεινό δωμάτιο. Όλοι μιλούν ψιθυριστά. Στα χείλη τους δε φτάνουν λόγια. Φθόγγων ψελλίσματα και συριγμοί μακρόσυρτοι. Κι ενώ ασίγαστος λυοσομανά ο ακοίμητος καιρός στήνουν αυτί ν' ακούσουνε το ρυθμικό κι επίμονο τικ-τακ της ζυγαριάς του χρόνου τους.
Με τη νέκυιά του ο Τ. Καρβέλης, στην αγωνιώδη προσπάθεια να εξοικειωθεί με το ε πέκεινα, καταθέτει ποίηση μεταφυσικών αποχρώσεων. Κι αυτό είναι ένα καινούριο στοιχείο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, παρόλο που τα ποιήματα του βιβλίου είναι υπαρξιακής υφής, αποπνέουν υπαρξιακή αγωνία και εκφράζουν μεταφυσικό προβληματισμό, ο ποιητής χρησιμοποιεί κατά κανόνα το τρίτο πρόσωπο και σπανίως το πρώτο. Ο Τ. Καρ βέλης επινοεί και κατασκευάζει έναν ποιητικό αφηγητή, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η persona του, έτσι ώστε, λαμβάνοντας την απαιτούμενη συναισθηματική απόσταση, να δει με καθαρότητα και ψυχραιμία τα τεκταινόμενα. Μετατρέπεται δηλα δή σε θεατή, που ταυτίζεται ωστόσο με τον πρωταγωνιστή του έργου. Ως εκ τούτου, μπορεί εξωτερικά να φαίνεται το τρίτο, πίσω όμως από αυτό λανθάνει στο βάθος το πρώτο πρόσωπο. Τα ποιήματα του Τ. Καρβέλη, εμποτισμένα με συναισθηματική υγρασία, φορτισμένα συγκινησιακά και με διάθεση εξομολογητική, παραπέμπουν στο κλίμα της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς περισσότερο, παρότι ο ποιητής ανήκει ληξιαρχικά στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Επιπλέον, αξίζει να εηισημανθεί ένας ενεργητικός και καθ’ όλα διακριτικός διάλογος με δημιουργούς που ανταποκρίνονται στην ιδιοσυγκρασία του -κάτι που παραδέχεται και ο ίδιος ο ποιητής σε αυτοαναφορικό κείμενό του-, εκμε ταλλευόμενος προφανώς και τις άλλες ιδιότητάς του, του φιλολόγου και του δοκιμιο γράφου. Το βιβλίο, απαλλαγμένο παντελώς από περιττά στοιχεία, ρητορεία και στόμφο - ο δημι ουργός ισορροπεί αποτελεσματικά μεταξύ «ευαισθησίας» και «ποιητικού ρήματος»μας προσφέρει ποιήματα πόρρω απέχοντα του μελοδραματισμού και με σωστή θερμο κρασία- η οποία θερμοκρασία, σημειωτέον, τροφοδοτείται από τη μνήμη και το παρελ θόν, δεδομένα θεμελιώδη στο έργο του, όχι αναμνηστικά ή νοσταλγικά μιας απολεσθείσας πλέον πραγματικότητας, αλλά ενεργητικά και δραστικά, απτικά και ζωοποιό, τα οποία ο δημιουργός μετασχηματίζει επιτυχώς σε λόγο. Επίσης, η συμβολιστική τα κτική του συνεχίζεται και σ' αυτό το βιβλίο, όπου προβάλλουν τα γνωστά και από τις προηγούμενες συλλογές, προσωπικά του πλέον, σύμβολα: το σκοτεινό πηγάδι και ο θαλάσσιος βυθός, παραπομπή στη σκοτεινιά της αβύσσου, στο άγνωστο επέκεινα, αλ λά και στο ασυνείδητο- το νερό και γενικότερα το υγρό στοιχείο, παραπομπή στο χρό νο και τη ροϊκότητά του- τα πουλιά με τις μαγικές τους ιδιότητες, που κινούνται ελεύ θερα μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου (πρβ. δημοτικά τραγούδια)· η πολυσημία των ήχων με τις ποικίλες αντηχήσεις τους. Ο τόνος είναι χαμηλός, σχεδόν ψιθυριστός, ενώ λανθάνει διάθεση ελεγειακή- η γλώσ-
62 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
σα είναι λιτή και γυμνή, πυκνή και ουσιώδης, ενίοτε κρυπτική και αινιγματική- ο λόγος ρηματικός, το επίθετο υποτιμημένο. Ο ενοφθαλμισμός δραματικότητας, στοχασμού και αντιλυρικών στοιχείων στο λυρικό κατά βάσιν σώμα του βιβλίου δημιουργεί έναν ιδιό τυπο, αιχμηρό και άνυδρο, λυρισμό. Η γραφή, ιδίως στο δεύτερο μέρος, ανταποκρινόμενη στην αγωνία που εκπέμπεται, γίνεται ασθματική, οι διασκελισμοί επιφέρουν πνι γηρή γεύση. Οι παρηχήσεις του σίγμα, κυρίως, προκαλούν ατμόσφαιρα συριστική, υηοδορίως εφιαλτική. Το ύφος έτσι γίνεται κοφτό και οδυνηρό. Η ατμόσφαιρα εσωτερι κής έντασης, η μουσικότητα και ο ρυθμός, καθώς και οι ελασσόνες ηχητικές κλίμα κες, συντιθέμενες από υπόκωφους ήχους, ψιθύρους και ανεπαίσθητους θορύβους, παραπέμπουν μουσικά στο nocturne, έτσι που, τηρουμένων των αναλογιών, να μπο ρούμε από μουσικής αηόψεως να χαρακτηρίσουμε τα ποιήματα του Τ. Καρβέλη ως νυ χτερινά. Το βιβλίο Στην άβυσσο της λήθης, σημαντική κατάθεση του Τ. Καρβέλη, προβάλλει έ να εντελώς προσωπικό ποιητικό σάμπαν, με θεματολογική και υφολογική ενότητα, υ παινικτική διαφάνεια και ευκρινές, συγκροτημένο και αναγνωρίσιμο ιδίωμα. Πρόκειται για βιβλίο αξιανάγνωστο, όχι μόνο διότι προάγει την ποίηση του δημιουργού του, αλλά και επειδή, επιπλέον, αποτελεί εργασία με θετικό πρόσημο στην ποιητική παραγωγή των τελευταίων χρόνων, ςταθης κουτςουνης
Δ ΟΚ Ι Μ ΙΟ
Ελληνική πεζογραφία και διεθνής πραγματικότητα
Οι δύο επιμελήτριες του τό
μου, στις σημειώσεις της εισαγωγής τους, αναφέρουν ότι το _
συνέδριο «Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία σε διεθνή προο πτική», που διοργανώθηκε από την Ελληνική Εταιρεία Αμερι κανικών Σπουδών και το Τμήμα Αγγλικών Σπουδών του ΕΚΠΑ τον Ιανουάριο του 2001, υπήρξε μόνο η αφορμή για την έκ δοση που έχουμε στα χέρια μας- υπό την έννοια ότι δε συμπε ριλαμβάνει μόνο εισηγήσεις του συνεδρίου αλλά και κείμενα ειδικά γραμμένα για τον παρόντα τόμο. Και πράγματι, πρόκει ται για ένα ευρύτερο εγχείρημα, που, συσπειρώνοντας όλους τους παράγοντες του χώρου του βιβλίου, επιχειρεί να κατα
Α. Σ Π Υ Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ θ. ΤΣΙΜΠΟΥΚΗ (ΕΠΙΜ.) Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Δ ιεθ ν είς προσανατολισμοί και διασταυρώ σεις
ΑΘΗΝΑ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, 2002. ΣΕΛ. 336
γράψει τις εξελίξεις της νεοελληνικής πεζογραφίας στην αλλη λεπίδρασή της με τη διεθνή πραγματικότητα. Τα κείμενα χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες, προφανέστατα για μεθοδολογικούς λόγους, γεγονός που δεν εμποδίζει καθό λου τον αναγνώστη να προβεί σε διαφορετικές ταξινομήσεις και αναγνώσεις - με δεδομένο μάλιστα ότι τα κείμενα φαίνο νται πραγματικά να αυτονομούνται, συνομιλούν μεταξύ τους και μας οδηγούν εντέλει σε ατραπούς πολύ πιο δύσβατες και
ενδιαφέρουσες από αυτές στις οποίες νομίζαμε ότι θα βαδίζαμε στην αρχή. Έτσι, τα περισσότερα κείμενα θα μπορούσαν άνετα να ενταχθούν σε δύο ή και στις τρεις ενό τητες, αφού στην ουσία πραγματεύονται το ίδιο ζήτημα: την πρόσληψη -ή μη πρόσλη-
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 63
ψη- της νεοελληνικής ιδιαιτερότητας από τους ξένους, ειδικότερα στις σημερινές συν θήκες παγκοσμιοποίησης. Αρχής γενομένης από την εισαγωγή των επιμελητριών, ενδιαφέρον παρουσιάζει ο χα ρακτηρισμός της αγγλόφωνης λογοτεχνίας ως μιας οιονεί literatura franca, φορέα ε νός ηγεμονικού πολιτισμού. Προς συζήτηση όμως είναι η διαπίστωση ότι η παγκοσμιο ποίηση υπονομεύει την έννοια της εθνικής λογοτεχνίας, μια άποψη που, όπως βλέπου με στη συνέχεια, έχει τους υπερασπιστές αλλά και τους πολέμιούς της. θα ακολουθή σουμε ένα διαφορετικό χωρισμό των κειμένων, με βάση εσωτερικά ως επί το πλείστον κριτήρια, σε βιωματικά, περιγραφικά και φιλολογικά, ώστε σε συνάρτηση με την αρχική τους διάκριση να καταλήξουμε ενδεχομένως σε πιο συνθετικές κρίσεις. Πρώτον, έχουμε τα «βιωματικά» κείμενα-μαρτυρίες των συγγραφέων, που κινούνται σε γενικές γραμμές ανάμεσα σε δύο πόλους: άλλοι συγγραφείς αναλύουν απλώς την ιδι αίτερη, δική τους σχέση με την Εσπερία και προσδιορίζουν κατά συνέπεια την κατ' αυ τούς ελληνικότητα του έργου τους και της νεοελληνικής λογοτεχνίας εν γένει· και άλ λοι, με αφορμή προσωπικές εμπειρίες, προβαίνουν σε καταγγελίες σχετικά με τα κα κώς κείμενα στο χώρο του βιβλίου. Και στις δύο περιπτώσεις εκπροσωπούνται όλες οι τάσεις, από τις μετριοπαθέστερες ως τις πλέον ριζοσπαστικές. Τα κείμενα λειτουρ γούν ως κάτοπτρα αυτοσυνειδησίας και καταγράφουν τις συγγραφικές νοοτροπίες που λειτουργούν καταλυτικά κατά τη συγγραφή και συμπληρωματικά κατά την πρόσληψη του έργου. Χαρακτηριστική είναι η άρνηση ή η υπεράσπιση των θεσμών, αναλόγως με την προσωπική εμπειρία του δημιουργού, ή η υποτίμηση του ελληνικού χώρου εν γένει ως υπανάπτυκτου και η καταδίκη της νεοελληνικής κριτικής στο πυρ το εξώτερον. Ορισμένοι δημιουργοί αρέσκονται πράγματι να μέμφονται για ανεπάρκεια τη νεοελλη νική κριτική, συγκρίνοντάς τη με έναν απροσδιόριστο, ξένο κριτικό λόγο, που θα επι φυλάξει προφανώς καλύτερη υποδοχή στα πονήματά τους - αν ποτέ ασχοληθεί με αυ τά, για τους ίδιους ακριβώς λόγους που αρνείται προφανώς και η εγχώρια κριτική να τα αξιολογήσει σοβαρά. Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοποθέτηση του Στρατή Χαβιαρά, ακριβώς επειδή ο εν λόγω συγγραφέας ισορροπεί ανάμεσα στην ελ ληνικότητα της καταγωγής και της ποίησής του και την αμερικανικότητα των μυθιστο ρημάτων του - και επαναπροσδιορίζει έτσι το περιεχόμενο των εν λόγω όρων. Ετη συνέχεια, έχουμε ορισμένα «περιγραφικά» υπό μία έννοια κείμενα, που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες, καταλήγουν σε χρησιμότατα και πολύ ενδιαφέροντα συμπερά-
απάνθισμα θεω ρητικώ ν κειμ ένω ν μέσα από τα οποία θίγονται μείζονα ερωτήματα σματα και διόλου δεν υπολείπονται των «φιλολογικών» κειμένων. Κατατοπιστικότατη εί ναι για παράδειγμα η ανάλυση του Ντέιβιντ Κόνολι για τις συνθήκες μετάφρασης, έκ δοσης και διακίνησης της ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό, η οποία συνοδεύεται από συγκεκριμένες εκτιμήσεις και προτάσεις για την επίλυση των σχετικών προβλημά των. Τα συγκεκριμένα παραδείγματα της καταγραφής της μεταφρασμένης νεοελληνι κής λογοτεχνίας από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας από τον Τ. Καγιαλή και ομάδα ε ρευνητών και των νεοελληνικών έργων που έχουν μεταφραστεί στην Ιταλία, μέσω του εκδοτικού οίκου Κροτσέτι ως επί το πλείστον, θέτουν τις βάσεις για την εξαγωγή γενικευτικών συμπερασμάτων όσον αφορά τον τρόπο εξαγωγής της λογοτεχνίας μας και πρόσληψής της από τους ξένους. Η συνομιλία των κειμένων μεταξύ τους αποδεικνύε-
64 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ται ιδιαιτέρως γόνιμη, αφού στην ανησυχία του Ε. Γαραντούδη για την πρόσληψη της νεοελληνικής λογοτεχνίας στην Ιταλία, εκτός του πλαισίου της παράδοσής της για πα ράδειγμα, απαντά ο Ν. Κόνολι όταν διατείνεται ότι οι ξένοι εκδότες δεν ενδιαφέρονται για ελληνικά βιβλία, για εθνικές λογοτεχνίες εν γένει, αλλά για καλά βιβλία και καλούς συγγραφείς. Τέλος, έχουμε τα «φιλολογικά», όπως θα τα λέγαμε, κείμενα, τα οποία μελετούν θεμα τικά, ειδολογικά ή και περιγραφικά τη νεοελληνική πεζογραφία, μέσα από σχήματα λι γότερο ή περισσότερο θεωρητικά, και καταλήγουν σε γενικές αποτιμήσεις, θα σταθού με στη λειτουργία της ειρωνείας, της σάτιρας και της παρωδίας στα μεταπολεμικά μυ-
πολιϊτιμη αποτίμηση του παρόντος, με κατεύθυνση στο μέλλον θιστορήματα, όπως την αναλύει ο Α. Ζήρας, ως στοιχείο υπονομευτικό του γραμμικού ρεαλισμού, το οποίο σημαίνει ενδεχομένως την αφομοίωση του κλίματος της υποψίας που επικρατεί στη Δύση, αλλά δεν αποτελεί αφεαυτό τεκμήριο εξευρωπαϊσμού - εάν και εφόσον αυτός είναι πρώτον εφικτός και κυρίως επιθυμητός. Ενώ η μετάβαση της νεοελληνικής πεζογραφίας από το μοντερνισμό στο μεταμοντερνισμό, ή απλώς σε ένα στάδιο μοντερνιστικής ωριμότητας και όξυνσης, παρουσιάζεται μέσα από μια σειρά με λέτες περιπτώσεων. Τα γενικά συμπεράσματα εντούτοις από την καταγραφή αυτή δια φορετικών τρόπων ενίοτε μας ξενίζουν: υπό ποια έννοια λόγου χάρη ο X. Μηλιώνης και ο Σ. Πλασκοβίτης εντάσσονται στο μοντερνισμό ή, έστω, αποτελούν μια ήπια πτυχή του; Μια τέτοια παραδοχή αναιρεί στην ουσία την ύπαρξη του μη μοντερνιστικού παρα δείγματος στη νεοελληνική πεζογραφία, υπονομεύοντας την ποικιλία και την πολυμορ φία της. Αντιθέτως, το σχήμα συντήρησης-παραβατικότητας, με προαπαιτούμενη την ύ παρξη πρωτομοντερνιστικών προδρόμων της σύγχρονης ελληνικής πρόζας, μάλλον ερ μηνεύει με μεγαλύτερη ακρίβεια την πορεία της πεζογραφίας μας. Οι τοπογραφίες της νεοελληνικής πεζογραφίας, όπως αποτυπώνονται στους φαντασιακούς χάρτες για τους οποίους κάνει λόγο ο Β. Καλότυχος, υποστηρίζοντας την ανα γκαιότητα ορισμού ενός αμιγώς νεοελληνικού μύθου και μιας νέας κειμενικότητας για την πεζογραφία μας, πραγματεύονται τα μείζονα ιδεολογικά διακυβεύματα της πορεί ας αυτής προς τη Δύση. Ο δεδομένος κανιβαλικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος, όπως αποτυπώνεται από τη Βιρτζίνια Γουλφ αλλά και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που συνάδει όμως με την αναμφισβήτητη λαϊκότητά του- η επιβεβαίωση της συλλογιστικής του Άουερμπαχ για την ανάγκη επικράτησης μιας καθολικής ομοιογένειας, διά της «ενοποί ησης» και της «απλοποίησης», την οποία πρόβαλε στην προσπάθειά του να κυρώσει την κοινωνική κατεύθυνση της τέχνης σε αντιπαράθεση με την εκζήτηση του μοντερνι σμού και η οποία εντέλει αναιρεί την ουσία του έργου του- ο μετέωρος διαχωρισμός ανάμεσα στο μπεστ σέλερ και το σοβαρό μυθιστόρημα και η εμφάνιση νέων παράλλη λων δικτύων εγγραφής, που στερούν από τον έντυπο λόγο την παντοδυναμία του- η α νάγκη αντίστασης στο «μεταστατικό» λόγο του σύγχρονου μυθιστορήματος με τα «ψιλά γράμματα», τη δουλειά της γραφής που αναστοχάζεται τον εαυτό της, αποτελούν καί ριες επισημάνσεις του Δ. Δημηρούλη που επιτρέπουν την εμβάθυνση και τη διεύρυνση της οπτικής υπό την οποία εξετάζεται η μυθιστορηματική παραγωγή. Η πολύ σημαντι κή παρατήρηση του Β. Λαμπρόπουλου ότι στην Ελλάδα η κριτική έπεται της λογοτε χνίας και όχι το αντίστροφο, όπως στον υπόλοιπο κόσμο, μπορεί να αποτελέσει την α φορμή για μια μεγάλη συζήτηση που επιτέλους πρέπει να ανοίξει για τη νεοελληνική
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 65
κριτική. Άλλα σημαίνοντα στοιχεία της προβληματικής του ιδίου είναι η διερεύνηση των κάθε λογής ορίων, της «μεθοριακής λογοτεχνίας» που έχει βαθιές ρίζες στην ελ ληνική γραφή και συνομιλεί με τις αντίστοιχες ξένες τάσεις, επαναπροσδιοριζόμενη και η μετα-αποικιακή κριτική του πολυπολιτισμικού πεδίου, όπου η μεθόριος ορίζεται ως χώρος σύγκρουσης και αντιπαλότητας. Ενώ προς συζήτηση τίθεται και ένας νέος ορισμός του εθνικού, που κατά τον Δ. Τζιόβα οφείλει να περιλαμβάνει μια ισχυρή εγ χώρια, διαφορετική και ιδιαίτερη πτυχή, επί ίσοις όροις συμμέτοχη στη σύνθεση της ευρωπαϊκότητας - ή της οικουμενικότητας. Ο παρών τόμος λοιπόν θέτει πολλά και μείζονα ερωτήματα, δίνει ορισμένες απαντήσεις, με τις οποίες μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει, και ανοίγει μια γόνιμη συ ζήτηση για τον προσδιορισμό της νεοελληνικής πεζογραφίας και τις διαδρομές της στον κόσμο. Επιτελεί όμως ένα επιπρόσθετο έργο: εμπλέκοντας όλους τους φορείς της λογο τεχνικής πράξης, συγγραφείς, μεταφραστές, κριτικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, αναδεικνύει ανάγλυφα, μέσα και κάτω από τις λέξεις, τα στερεότυπα, τις νοοτροπίες που τη διέπουν σήμερα στην Ελλάδα, συμβάλλοντας έτσι στη συνειδητοποίηση υπόρρητων α δυναμιών, που ελλοχεύουν κάτω από τα προφανή. Και συμβάλλουν εξίσου στη σχετική α πομόνωση που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της νεοελληνικής γραφής. Μια πολύτι μη αποτίμηση του παρόντος, με το βλέμμα στο μέλλον, τιτικα δημητρουλια
Ευκαιρία για εσω τερικό διάλογο
Σταδιακώς σάμπως να αναφαίνεται ως ένα από
τα χαρακτηριστικά πεδία της νεωτερικότητας η συνομιλία ανά μεσα οτην ψυχιατρική και την ποίηση. Η ψυχολογία αναπόφευ κτα συνδιαλέγεται με τη λογοτεχνία, αφού και οι δύο αναδύο νται μέσα από την ψυχή του δημιουργού ή του επιστήμονα. Δοκίμιο ποιητικής επιγράφει ο ποιητής και ψυχαναλυτής συγ γραφέας Θανάσης Χατζόπουλος το πόνημά του. Προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την ποίηση μέσα από α-πορίες, οι οποίες καταλήγουν ως α-πορισμοί. Διατυπώνει λοιπόν συμπυκνωμένα κομπολόγια αφ-ορισμών, που επαναπροσδιορίζουν την ποίηση τραβώντας το χαλί κάτω από τα πόδια της πραγματικότητας. Δε θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε περισσότερο: σημασία Α ναγραμματισμοί στη σ ιω π ή αθηνα, πόλις, 2002. ςελ. 164
έχει το ποίημα, όχι ο ποιητής. Αμ' έπος λοιπόν. 0 Χατζόπουλος καταθέτει τη σκέψη του και σχολιάζει τις με
θόδους της ποίησης. Περιφερική είναι η όραση του ποιητή. Από το έκκεντρο είδωλο αναδύεται η ποίηση, αφήνοντας μια απορία γι’ αυτή την «πλατωνική» προσέγγιση μέσω ειδώλων: μόνο οπτικώς προκαλείται η ποίηση; Μικρές ιστορίες που μας διαφεύγουν γίνονται αφορμές για δημιουργικές σκέψεις που διαλέγονται με την τέχνη, με τον αναγνώστη. Αν θεωρήσουμε πως καταφέρνει κάτι με αυτές τις δοκιμές του ο συγγραφέας, αυτό είναι ότι μας προκαλεί να σκεφτούμε και να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε δημιουργικά με τις απόψεις του για τη γλυπτι κή ως όριο ανάμεσα σε μάζα και μορφή, για τη μουσική ως όριο ανάμεσα σε σιωπή και ήχο, για το χιόνι ως φορέα της πνοής του θανάτου αλλά και της αναγέννησης. Δεν κρατάμε ορισμένες φράσεις, όπως «πέραν αυτών εμφιλοχωρούσε το τίποτα» (σ.
66 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
18), την οποία δεν κατανοούμε, παραβλέπουμε τη διαφωνία μας για τη σημασία του α ποσπάσματος στην ποίηση (δε θεωρούμε εύστοχη την παρομοίωση της επιλογής του νοήματος με την ανάσυρση του αρχαιολογικού θραύσματος) και για τη σύγκριση καλλι τεχνικού πατινάζ (σ. 22) με την ποίηση, όπου αφηνόμαστε εντέλει ανάμεσα στα ερεί πια (;) να στοχαστούμε- μακάρι, αλλά φευ! Η εσωτερική συνομιλία του αναγνώστη με το κείμενο των Αναγραμματισμών στη σιωπή αφενός επιβεβαιώνει τον τίτλο και αφετέ ρου αποτελεί το κέρδος για την ανάγνωση καθεαυτή. Βέβαια, η εξορθολογισμένη επιχειρηματολογία του κριτικού με τον ποιητικό δημιουρ-
ο θ. Χατζόπουλος καταθέτει τη σκέψ η του και σχολιάζει τις μεθόδους της ποίησης γό κατ' ανάγκη στέκεται άχαρη και ακίνητη ενώπιον κάθε ευαίσθητης λεκτικής χορο γραφίας του δεύτερου. Ξεχωρίσαμε ωστόσο ορισμένα ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα σχόλια, κοινωνιολογικής σύλ ληψης, όπως το «Life Style» (σ. 27), ειδικής ευαισθησίας, όπως η «Ηλικία των ερωτη μάτων» (σ. 133), έξοχης προσέγγισης του λογοτεχνικού είδους, όπως ο «Ειδοποιός α ναγνώστης» (σ. 29). Για το τελευταίο, αν μας επιτρέπεται, να συμπληρώσουμε ότι ο χρόνος δεν κυλάει μόνος στην κοίτη της λογοτεχνίας, μήτε η γραφή διαγράφει τη ροή της μόνη μες στο βέλος του χρόνου. Υπάρχει το περίπλοκο κοινωνικό περιβάλλον με όλες τις εξελίξεις (π.χ. τεχνολογικές) που συμπαρασύρουν τη «διαμόρφωση» και τη συ-
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ Έλλη Κανέλλου-Κουνάδη: Γράμμα από τη Βαγδάτη Μ Υ Θ ΙΣ Τ Ο Ρ Η Μ Α Η Μαριάννα, η ηρωίδα του βιβλίου, σε νεαρή ηλικία απαρνιέται φίλους, σπουδές και οικογενειακό περιβάλλον, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να ακολουθήσει τον αγαπημένο της στην πατρίδα του, τη Βαγδάτη, και να ζήσει σαν μουσουλμάνα. Όμως ο νόστος μπορεί να γίνει κάποτε τόσο δυνατός, που η ανάγκη της επιστροφής στη γενέθλια γη να στοιχειώσει τη ζωή ενός ξενιτεμένου. Έ να τέτοιο συναίσθημα, που παρ’ όλη την πάλη με τον εαυτό της δεν καταφέρνει να υπερνικήσει, διακατέχει την ηρωίδα και τη σπρώχνει σε τολμηρές αποφάσεις, οδυνηρές γι’ αυτήν και την οικογένειά της. Ε κ δ ό σ ε ις Μ έ δ ο υ σ α . Κ α λ λ ιδ ρ ο μ ίο υ 17, 106 80 Α θ ή ν α . Τ η λ. 21 0 -3 6 33 5 6 4 , 21 0 -3 6 34 829
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 67
νέχεια του λογοτεχνικού είδους, π.χ. χέρι, πλήκτρο, οθόνη. Όμως, μια πέτρα σε ένα «γυάλινο κομπολόι» αφορισμών του ποιητή μάς απογειώνει από το τεχνολογικά ρα γδαίο νυν στο αεί του ανθρώπου: Της πέτρας η ηθική όμοια με τη φύση της: σκληρή. Του ανθρώπου η ηθική όμοια με τη φύση του: θνητή.
Ο Θανάσης Χατζόπουλος κρατάει προσωπικές σημειώσεις για την ίδια την τέχνη της ζω ής, και αν δεν παρερμηνεύουμε εντελώς το συγγραφικό κίνητρό του, θα λέγαμε και του θανάτου. Από τη μορφή της τέχνης, ώσπου να καταστεί το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο κά ποτε πηγή, που αρδεύει στο πέρασμά του τη φύση, δηλαδή τη ζωή καθεαυτήν, μέχρι το νεοϋορκέζικο ΜοΜΑ και το γεωτροπισμό του πάπυρου, τα σκοτεινά σημεία των ποιημά των θα υγραίνουν τις εποχές του χρόνου και η ιστορία των ιδεογραμμάτων της γλώσσας θα βρίσκει τη ροή της στο όνειρο της ανθρώπινης καθημερινότητας, κόστας θεολογου
ΙΣΤΟΡΙΑ
■ Εδώ δ εν είναι παίξε γέλασε...» Ο δημοσιογράφος Robert Kaplan είναι συγγραφέ ας εννέα βιβλίων που εξετάζουν ζητήματα διεθνούς πολιτικής. Τα Φαντάσματα των Βαλκανίων έκαναν τον R. Kaplan διεθνώς γνωστό. Η συναρπαστική και συχνά ανατριχιαστική ταξιδιωτική περιγραφή του R. Kaplan αποκρυητογραφεί πλήρως τα παλαιά και αχαλίνωτα μίση των Βαλκανίων. Καθώς ο R. Kaplan ταξι δεύει στις εκκλησίες και στις καταθλιπτικές φτωχογειτονιές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της Αλβανίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, μας επιτρέπει να δούμε με ζω ντάνια την ιστορία της περιοχής μέσα από τις καθημερινές ε μπειρίες διαφορετικών κοινοτήτων. Τη δεκαετία του 1980, ο ROBERT KAPLAN Φαντάσματα των Βαλκανίω ν
R. Kaplan, με έδρα την Ελλάδα, ταξίδεψε και έστειλε ανταπο
ΜΤΦΡ.: ΝΑΝΣΥ KOYBAPAKOY ΕΠΙΜ.: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΑΡΤΑΚΗΣ ΑΘΗΝΑ, ΡΟΕΣ, 2002. ΣΕΛ. 512
πό τη Γιουγκοσλαβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Τουρ
κρίσεις για το αμερικανικό περιοδικό The Atlantic Monthly, α κία. Έζησε από κοντά την αιματοχυσία της Βοσνίας και ήταν ο πρώτος Αμερικανός συγγραφέας που επέστησε τη διεθνή προ
σοχή στις βαλκανικές εξελίξεις. Δέκα χρόνια πριν από την επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κοσσυφοπέδιο ο R. Kaplan έγραφε ως μια παραμόρφωση του χρόνου όπου ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς γίνεται η μετενσάρκωση ενός Σέρβου μάρτυρα του 14ου αιώνα, όπου ο Νικολάε Τσαουσέσκου αποκαλείται «Drac» ή «Διάβολος» και όπου η κάποτε Σοβιετι κή Ένωση αποδεικνύεται ότι αποτελεί συνέχεια της οθωμανικής αυτοκρατορίας, θυμί ζοντας Μαρκές, όπου το φανταστικό είναι μια καθημερινότητα, ο R. Kaplan εξηγεί τα προβλήματα που έχει αντιμετωπίσει κάθε πλευρά σε ολόκληρη τη διάρκεια της μακράς ιστορίας της Βαλκανικής Χερσονήσου. Ο συγγραφέας γράφει προφητικά: «Όταν έπεφτε το τείχος του Βερολίνου, το Νοέμβριο του 1989, συνέβη να βρίσκομαι στο Κόσοβο κα λύπτοντας δημοσιογραφικά κάποιες ταραχές μεταξύ Σέρβων και Αλβανών. Το μέλλον είναι στο Κόσοβο είπα στον εαυτό μου εκείνη τη νύχτα, κι όχι στο Βερολίνο». Το βιβλίο
του R. Kaplan είναι ένας γοητευτικός οδηγός των ενθοτικών και θρησκευτικών παθών της «ξεχασμένης πίσω πόρτας της Ευρώπης», ςωτηρης νταλης
68 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Δ ο υμ ά ς και ο «νέος» Σκεντέρμπεης
0 Αλή πασάς δεν ήταν άγνωστος για τον
Δουμά. Σε δύο έργα του, στον Κόμη Μοντεχρίστο και στις Πε ριπέτειες του Τζον Νταβίς συναντάμε τον απόηχο της θρυλικής
παρουσίας του. Τη δουμασική πρόληψη περί Αλή πασά την πα ρουσιάζει ολοκληρωμένα στο επίμετρό του ο Θόδωρος Κατσικάρος, μεταφραστής του έργου. Το ενδιαφέρον, όμως, με α φορμή την πρώτη παγκοσμίως έκδοση στα ελληνικά του Αλή πασά του Αλεξάνδρου Δουμά βρίσκεται στην εισαγωγή που υ
πογράφει ο Claude Schopp, ο μεγαλύτερος βιογράφος-ερευνητής της ζωής και υπεύθυνος έκδοσης δεκάδων έργων του Δουμά. Από την εισαγωγή αυτή προκύπτει το πώς ο Δουμάς α Α ΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Δ ΟΥΜ ΑΣ Αλή Πασάς
ποφάσισε να δώσει ένα ρόλο κεντρικού πλέον ήρωα στον Αλή
ΜΤΦΡ.-ΕΠΙΝΙΕΤΡΟ: θ. ΚΑΤΣΙΚΑΡΟΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: CLAUDE SCHOPP ΑΘΗΝΑ, ΕΣΤΙΑ, 2002. ΣΕΛ. 200
Στο έργο αυτό ο Δουμάς μάλλον ήθελε να δείξει ότι ο Αλή πα
πασά, τρία χρόνια σχεδόν μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα. σάς ήταν απόγονος της οικογένειας του Σκεντέρμπεη από την πλευρά της μητέρας του της Χάμκως, η οποία ήταν κόρη του
Κουρτ πασά, βεζίρη του Βερατίου, ο οποίος ήταν απόγονος του Σκεντέρμπεη, προέ δρου της ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Ο πρίγκιπας προέτρεπε τον ιδιαιτέρως επιφανή συγγραφέα Αλέξανδρο Δουμά να τεθεί επικεφαλής του αγώνα για την απελευθέρωση
της Αλβανίας, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ο νέος Σκεντέρμπε ης, υποσχόμενος μάλιστα διάφορα αξιώματα, τον καλούσε να πράξει για την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη αυτό που είχε καταφέρει στο πλευρό του Γκαριμπάλντι για το Παλέρμο και τη Νάπολη. Και ο Δουμάς, χαρακτήρας πάντα έτοιμος για μάχη ενάντια σε οποιουσδήποτε διαθέσιμους ανεμόμυλους, αισθάνθηκε ικανός να μοιραστεί το με γαλειώδες σχέδιο του πρίγκιπα και, ούτως πώς, κατέστη διαπρύσιος κήρυκας μιας αλβανοελληνικού τύπου προπαγάνδας. Πρόσφερε μάλιστα στη συμμαχία ικανή οικονομι-
ο Α. Δουμάς, άνθρωπος διαθέσιμος για μάχη ενάντια σε οποιουσδήποτε διαθέσιμους ανεμόμυλους κή βοήθεια και τη γολέτα του «Έμα», που πριν είχε προσφέρει στον Γκαριμπάλντι. Πριν όμως από οποιαδήποτε στρατιωτική ενέργεια θεώρησε, ορθώς, πως έπρεπε να προηγηθεί μια δημοσιογραφική καμπάνια στη ναπολιτάνικη γαριβαλδινή εφημερίδα L' Indipendente, όπου και άρχισε να δημοσιεύει τον Αλή πασά του, σε συνέχειες, το Νο
έμβριο και Δεκέμβριο του 1862. Το έργο παρέμεινε ημιτελές γιατί ο φερόμενος πρί γκιπας Σκεντέρμπεης δεν ήταν παρά ένας γνωστός υπόδικος, ένας απατεώνας που εξαφανίοτηκε μαζί με το ταμείο της συμμαχίας, εξαπατώντας εξίσου τον Δουμά και τον Γκαριμπάλντι. Η σοβαρή πλευρά του πράγματος, που φωτίζει το ρόλο του ρομαντισμού στις εθνικές αφηγήσεις, έχει να κάνει με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, με την εποχή δηλαδή που ο Δουμάς έγραφε τον Αλή πασά. Η παραμικρή αιτία μπορούσε να αφυπνίσει εθνικές συνειδήσεις, να ενεργοποιήσει την ανακατασκευή εθνικών θρύλων και να δημιουργήσει πατρίδες. Και βέβαια, ο ρόλος της
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 69
διανόησης υπήρξε σημαντικός στην κατασκευή ηθικών κωδικών, εικονογραφιών και «χαρτογραφήσεων» εθνικού τύπου. Μέχρι το 1860, λόγου χάρη, όταν για μας ο Δουμάς -εξαπατηθείς βεβαίω ς- επιχειρούσε ν' αποδείξει τη σταθερή κι αδιάσπαστη πα ρουσία της οικογένειας του Σκεντέρμπεη, στη Γαλλία το ένα τέταρτο του πληθυσμού δε μιλούσε καν τη γαλλική γλώσσα. Η Marianne, λόγου χάρη, ως συμβολική εικονο γραφία των Γάλλων, καθιερώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και είναι παρμένη απο τη ρομαντική νουβέλα La vie de Marianne του Μαριβό. Ο Uncle Sam ως εικονογραφία της Αμερικής καθιερώθηκε το 19ο αιώνα, ο German Mishel ως πολιτικό και κωμικό στερεότυπο του γερμανικού έθνους καθιερώθηκε την ίδια περίοδο- από το ομώνυμο δράμα του Schiller καθιερώθηκε ως σύμβολο αγώνων για την ανεξαρτησία των Ελβε τών ο θρυλικός Γουλιέλμος Τέλος κ.ο.κ. Σ' αυτήν όμως την περίοδο της συγκρότησης των ταυτοτήτων, που στη «ματοβαμμένη ορφανή του ευρωπαϊκού πολιτισμού» η ελπί δα και οι διαψεύσεις της είχαν γίνει οι καθημερινές θεότητες, ο Δουμάς -ένα διεθνές πρακτορείο ειδήσεων ο ίδιος για την εποχή του- παραλίγο να αντικαταστήσει το μνη μειώδη «Νέο Ανάχαρση» του αβά Μπαρτελεμί μ’ έναν εξίσου μνημειώδη «Νέο... Σκε ντέρμπεη». Όνειρο που κατέρευσε. Λίγο πριν όμως, το όνειρο αυτό είχε προλάβει να καθρεφτιστεί στα μάτια του συγγραφέα, αυτού του εμπόρου της ουτοπίας, του πάντα πρόθυμου να δο θεί ψυχή τε και σώματι σε κάθε τι μεγάλο, σημειώνει ο Claude SchOpp. ΘΑΝΑΣΗΣ ANT. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΔΙΚΑΙΟ
Για μια άλλη Τοπική Αυτοδιοίκηση
Την εμπειρία του από τη συμμετοχή του στην
επιστημονική Ομάδα Εργασίας της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων μεταφέρει σ' αυτή τη μελέτη ο αναπληρωτής καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Γιώργος Σωτηρέλης. Ο συγγραφέας επιτυγχάνει δύο βασικούς στόχους. Πρώτον, καταθέτει μια αναλυτική κριτική παρουσίαση του νέ ου συνταγματικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δίνο ντας ιδιαίτερη έμφαση στις νέες δυνατότητες και προοπτικές που περικλείουν οι αναθεωρημένες διατάξεις του. Δεύτερον, διατυπώνει συγκεκριμένες προτάσεις με τις οποίες επιχειρείται να δοθεί ένα γενικό περίγραμμα των θεσμικών μεταρρυθ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΩΤΗΡΕΛΗΣ Η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Προκλήσεις και προοπτικές μετά την συνταγματική αναθεώρηση
110, 2002. ΣΕΛ. 128
μίσεων που είναι αναγκαίες για την πλήρη αξιοποίηση του νέ ου συνταγματικού πλαισίου. Αφετηριακό σημείο της εργασίας του Γιώργου Σωτηρέλη είναι το οργανωτικό πλαίσιο, με ιδιαίτερη έμφαση στην αντιμετώπι ση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ως αναπόσπαστου στοιχείου του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος. Παράλληλα
προτείνεται η καθιέρωση μητροπολιτικών συνδέσμων των δή μων της πρωτεύουσας και της συμπρωτεύουσας που θα συνοδευτεί από την κατάργη ση, στις περιοχές αυτές, κάθε άλλης διοικητικής αυτοδιοικητικής δομής. Σύμφωνα με το συγγραφέα, σημαντική θεωρείται και η αποτροπή των αυθαιρεσιών και παρεκτρο-
70 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
πών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που υπονομεύουν την εφαρμογή του κράτους-δικαίου στην επικράτεια της και τραυματίζουν σοβαρά την αξιοπιστία της, ως διοικητικού και συμμετοχικού θεσμού. Οι σχετικές προτάσεις της μελέτης του Γιώργου Σωτηρέλη επι κεντρώνονται στην αναδιοργάνωση της διοικητικής εποπτείας, με την καθιέρωση, ι δίως, μιας ανεξάρτητης δημόσιας αρχής επιφορτισμένης με την άσκησή της, και στην αποκατάσταση ενός εξισορροποιητικού πλέγματος πολιτικών και κοινωνικών αντίβα ρων, που θα διασφαλίζουν και στο πεδίο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης τις εγγυήσεις της δημοκρατικής αρχής και του κοινοβουλευτικού συστήματος,
Μακρά πορεία ε ξο ικ είω ση ς
ςωτηρης νταλης
Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηριχτεί πως η ιστο
ρία του γραπτού πολιτισμού και συνεκδοχικά η ιστορία του βιβλίου συνυφαίνεται και τέμνεται με την απαρχή του έλλο γου συλλογισμού, τη συγκρότηση ατομικής και σε ευρύτερο πλαίσιο πολιτισμικής ταυτότητας, την πολιτική οργάνωση, την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, την Αναγέννηση, τη βιομηχανική επανάσταση, τη νομοθετική κατοχύρωση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τη διαμόρφωση των δημοκρατι κών κρατών, το ιδεολογικό υπόβαθρο της Γαλλικής Επανά στασης, την εξέλιξη της νεωτερικότητας. Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί πολύ προσεκτικά και με αυστηρή επιστημοF REDERIC B A R B IE R
νική τεκμηρίωση η ερεθιστική μελέτη του ιστορικού των μέ-
Ιστορία του β ιβλίου
σων Frederic Barbier, Ιστορία του βιβλίου. Ο Frederic Barbier, από τους γνωστούς οτη Γαλλία ειδικούς στον ΤΟμέα της ιστορίας των Μέσων Επικοινωνίας, τομέας
μτφρ.: μαρία παπαηλιαδη αθηνα, μεταίχμιο , 2002. ςελ. 504
που τα τελευταία χρόνια αρχίζει να εμπλουτίζεται με πολλούς τίτλους σοβαρών εγχειριδίων, είναι επίσης ο συγγραφέας (σε συνεργασία με την ερευνήτρια Catherine Bertho Lavenir) του σημαντικού βιβλίου αναφοράς Ιστορία των ΜΜΕ, από τον Ντιντερό στο Ίντερνετ («Δρομέας», 1999).
Στο ανά χείρας έργο, ο F. Barbier ερευνά εξαντλητικά τα διαδοχικά στάδια προόδου που οδήγησαν στο τετριμμένο πια έντυπο, το βιβλίο, αποδεικνύοντας πως η εφεύρε σή του υπήρξε προϊόν περίπλοκων πολιτικών, οικονομικών και πολιτιστικών διεργα σιών. Η ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου δεν είναι παρά ένας, αναντίρρητα καθοριστι κός, σταθμός σε μια μακρά πορεία ησσόνων ή μειζόνων επαναστάσεων που έθεσαν το βιβλίο στη διάθεση ενός ευρέως κοινού με σημαντικές συνέπειες τόσο σε πολιτι κό όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Η εκκοσμίκευση του βιβλίου είναι ίσως η πιο κα ταλυτική επίδραση αυτών των διαδοχικών εξελίξεων. Παράλληλα, η ακριβής αναφο ρά στην ιστορία του βιβλίου αποδεικνύεται αρκετά αποκαλυπτική για το μέλλον του, που με την εκτεταμένη σήμερα εφαρμογή των νέων μέσων επικοινωνίας φαντάζει σε ορισμένους επισφαλές και υπό απειλή. Όπως ήδη εηισημάνθηκε, ο μελετητής προχωράει με πολύ σταθερά βήματα. Κατ’ αρχάς διαιρεί τη μελέτη του σε τέσσερα μέρη, που με τη σειρά τους χωρίζονται σε
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 71
επιμέρους κεφάλαια. Στην εισαγωγή ο συγγραφέας επιχειρεί έναν ορισμό του βιβλί ου ο οποίος αντιστοιχεί σε μεγάλη προοπτική. Όπως καταλήγει: «θα συμπεριλάβουμε στον ορισμό του βιβλίου κάθε τυπωμένο αντικείμενο, ανεξαρτήτως της φύσης του, της σημασίας και της περιοδικότητάς του, καθώς και κάθε αντικείμενο που φέ ρει χειρόγραφο κείμενο και προορίζεται, έστω και εμμέσως, για κάποιας μορφής δημοσίευση ».
Στο εναρκτήριο μέρος που τιτλοφορείται «Η εποχή του χειρόγραφου», ο F. Barbier εξετάζει τις συνέπειες της επινόησης του αλφαβήτου, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως η γραφή δεν είναι ένα σύστημα που υπόκειται σε ενιαία, μονόπλευρη λογική. Ιδιαίτερα κρίσιμοι εμφανίζονται ο 4ος και ο 3ος αιώνας η.Χ., καθώς τότε σημειώθη καν σημαντικές μεταβολές, όπως η επικράτηση του ελληνικού αλφαβήτου και η ε γκαθίδρυση της αθηναϊκής δημοκρατίας, φαινόμενα με άμεσο αντίκτυπο κυρίως στον πολιτισμό της αρχαίας Ρώμης. Τότε έχουμε την εμφάνιση επαγγελμάτων που συνδέονται με το χώρο του βιβλίου, αλλά και τις πρώτες ιδιωτικές συλλογές βιβλίων που εξελίσσονται σε βιβλιοθήκες και χώρους κοινωνικής συναναστροφής. Αξιομνημόνευτες μεταστροφές είναι ακόμα η σταδιακή εγκατάλειψη κατά τον 5ο αιώ να του volumen, του κυλίνδρου δηλαδή, και η ολοένα διευρυνόμενη επικράτηση του κώδικα, προάγγελου της σημερινής μορφής του βιβλίου. Η εφεύρεση του κώδικα στάθηκε καθοριστική καθώς οδήγησε σε μια πιο ευέλικτη οργάνωση του κειμένου, στην εφαρμογή της μικρογράμματης γραφής και την παρεπόμενη κατάργηση της με γαλόφωνης ανάγνωσης. Όλες οι μεταλλαγές, που από τον 11ο αιώνα προωθούνται κυρίως από την αστική τάξη η οποία διαβλέπει στο βιβλίο στοιχεία πολιτιστικής και υπογείως πολιτικής διάκρισης, συνηγορούν στη νέα αντίληψη του βιβλίου ως συνή θους, οικείου αντικειμένου. Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται οτην «Επανάσταση του Γουτεμβέργιου». Η σπουδαιότητα της επανάστασης αυτής έγκειται πρωτίστως στο γεγονός ότι ενθάρρυνε μία και νούρια σχέση, πιο προσωπική με το γραπτό κείμενο, η οποία γέννησε την ανάγκη πνευματικότητας και οτοχασμού. Παράλληλα, όμως, άρχισαν να αναδύονται, στις πιο αναπτυγμένες περιοχές όπως είναι αναμενόμενο, καινούριες πολιτιστικές αξίες και να καθιερώνεται ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, επικεντρωμένος στο άτομο και την ευδαιμονία του, σύμφυτος με τα αρχαία πρότυπα.«Η τυπογραφία, αποτελεί ένα πρώ το δείγμα ταξικής συνείδησης, - όρο που εννοούμε εδώ ως συνειδητή ταξική αλλη λεγγύη» υποστηρίζει ο F. Barbier.
Χαρακτηριστικό της σημασίας της εφεύρεσης από τεχνολογικής πλευράς είναι ότι η τεχνική του Γουτεμβέργιου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη μέχρι τις αρχές της βιομη χανικής επανάστασης. Το 16ο αιώνα η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού ευνοεί την κυκλοφορία μεγαλύτερης ποικιλίας βιβλίων, όχι πια αποκλειστικά θρησκευτικού περιεχομένου. Η ιταλική Αναγέννηση αποτελεί έναν επιπλέον καταλυτικό παράγοντα οτην πρόοδο και ανανέωση του βιβλίου. Αξίζει να μνημονεύσουμε εδώ ένα ακόμη σχόλιο του συγγραφέα: «Βρισκόμαστε μπροστά σε φαινόμενα που εκτυλίσσονται σε μάκρος χρόνου και που η ανάλυσή τους είναι δύσκολη, καθώς μάλιστα οι διάφορες καινοτομίες, που αναπτύχθηκαν σε πάρα πολύ περιορισμένα μικροπεριβάλλοντα, διαδίδονται στα υπόλοιπα κοινωνικά στρώμα τα μόνο μέσω “διάθλασης” και σε πολύ μεγάλη χρονική περίοδο. Τρεις γενιές μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, ο πολλαπλασιασμός των βιβλίων, η νεωτερικότητα της παρουσίασής τους, οι νέοι τρόποι ανάγνωσης και πνευματικής εργασίας οδηγούν στην επιβολή του προτύπου που ο McLuhan ονόμασε “τυπογραφικό άνθρωπο”».
72 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
«Ο κόσμος του βιβλίου του Παλαιού Καθεστώτος (δεκαετία του 1520-δεκαετία του 1760)» αποτελεί το τρίτο μέρος της μελέτης όπου το κύριο φαινόμενο υπό εξέταση είναι η αστυνόμευση του βιβλίου, προπάντων στα Κράτη της Εκκλησίας στα οποία ο έλεγχος δεν προσέκρουε στα συμφέροντα της κοσμικής εξουσίας. Ακόμα και οι Με ταρρυθμιστές, με εξέχουσα μορφή τον Λούθηρο, δεν προασπίζονται την απόλυτη ε λευθερία ως προς την έκδοση και κυκλοφορία των βιβλίων. Αντιθέτως, πρεσβεύουν πως απαιτείται ο έλεγχος της παραγωγής. Το πρόβλημα της σχέσης κράτους και Εκκλησίας, που τίθεται έντονα και επιτακτικά, και η αναγωγή του βιβλίου σε μέσο μα ζικής επικοινωνίας αποτελούν τα βασικά γνωρίσματα της εποχής σε συνάρτηση με
ο F. Barbier ερευνά εξαντλητικά τα διαδοχικά στάδια προόδου που οδήγησαν στο τετριμμένο πια έντυπο, το βιβλίο την ιστορία του βιβλίου. Η άνθηση που παρατηρείται το 17ο αιώνα συνοδεύεται από σημαντικές δυσκολίες, οικονομικές κυρίως, που αφορούν την εμπορία του βιβλίου. Η εποχή του Διαφωτισμού κυοφορεί μεγάλες πνευματικές και επιστημονικές καινοτο μίες που ενθαρρύνουν τη μετάβαση σε νέες δομές κατανάλωσης και την παγίωση νέ ων θεσμών όπως τα δίκτυα διανομής, τα περιοδικά, οι βιβλιοθήκες έρευνας, τα συγ γραφικά δικαιώματα, η κριτική λογοτεχνίας. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Η δεύτερη επανάσταση του βι βλίου και η αναγωγή του σε μέσο μαζικής επικοινωνίας (περίοδος 1760-1914)» γίνε ται αναφορά στην αλματώδη άνοδο της έντυπης παραγωγής και τη ριζική αναδιάρ θρωση των τομέων διανομής και ανάγνωσης. Σχηματίζονται εθνικές, μαζικές αγορές με άμεση συνέπεια τη διάθεση του εντύπου όχι πια σε μια μειονότητα εγγράμματων, αλλά στον οιοδήποτε ενδιαφερόμενο. Το φιλολογικό πεδίο οργανώνεται με βάση δύο κεντρικές μονάδες σε συνεχή διάλογο, τον εκδότη και το κοινό. Παράλληλα, αναβαθ μίζεται ο ρόλος του συγγραφέα, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους δημοσιο γράφους και την εμπλοκή τους στα πολιτικά δρώμενα. Γίνονται επίσης σαφή τα οικο νομικά και πολιτικά οφέλη που ενυπάρχουν στο έντυπο και συνεπώς αρχίζει να επιχειρείται η χειραγώγηση των μαζών. Η εμφάνιση νέων μέσων όπως ο τηλέγραφος, το τηλέφωνο, ο κινηματογράφος εντείνουν την αντίληψη της «σχετικότητας ενός μέσου που δεν μπορεί πλέον να διεκδικήσει οποιοσδήποτε μορφής ηγεμονία». Ύστερα από μια συναρπαστική διαδρομή πέντε περίπου χιλιετιών, ο F. Barbier φτάνει
στα σημερινά δεδομένα όπου μεσουρανούν η τηλεόραση, ο υπολογιστής, το Διαδί κτυο, η ψηφιακή εικόνα, τα πολυμέσα, το ηλεκτρονικό βιβλίο του οποίου η διάδοση επίκειται, και γενικότερα το δυτικό πρότυπο, εδραιωμένο στον καπιταλισμό και τις τε χνικές καινοτομίες, με αποτέλεσμα τη μετάδοση όγκου πληροφοριών σε εξαιρετικά μεγάλη κλίμακα. Τελικά, το βιβλίο σήμερα δεν είναι πια παρά ένα από τα πολλά μέσα επικοινωνίας που έχει στη διάθεσή του ο σύγχρονος άνθρωπος για να πληροφορηθεί ή να ψυχαγω γηθεί. Αυτό οε καμία περίπτωση δεν υποβιβάζει ανησυχητικά το ρόλο του, απλώς το τοποθετεί σε άλλο, πολυπλοκότερο πλαίσιο. Όπως μας καθησυχάζει ο F. Barbier «η πλήρης ολοκλήρωση ενός συστήματος παράγει ήδη τις λογικές εκείνες που θα οδη γήσουν στην υπέρβαση και διάλυση αυτού του συστήματος - για να επαναλάβουμε μια φράση του Bernard Lepetit, κάθε ανθρώπινη κοινωνία “φτιάχνει καινούργια πράγματα με παλιά υλικά” »,
ΜΑΙΟΣ 2003
λιν ά πανταλεων
ΔΙΑΒΑΖΟ 73
ΠΑΙΔΙΚΑ
Ιστορίες Διαδικτύου
Τελευταία, παρατηρείται ότι σε πολλά βιβλία, κυρίως μεταφρα σμένα, οτη θεματολογία τους αναφέρεται ο ηλεκτρονικός υπο λογιστής. Σε ορισμένα μάλιστα αποτελεί και το αποκλειστικό πε δίο δράσης των ηρώων. Και τούτο είναι βέβαια αναπόφευκτο, αφού ο υπολογιστής έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Στο μυ θιστόρημά μας δίνεται ανάγλυφα η εικόνα του, η δυναμική του μέσα από ζοφερά στιγμιότυπα που προοιωνίζονται το τι θα επα κολουθήσει στο μέλλον. Μια ομάδα παιδιών εξιχνιάζει περίεργα συμβαίνοντα στο Διαδίκτυο. Μια απειλή που διαβάζουν και φαί νεται ως φάρσα, στην πραγματικότητα είναι μια θανατηφόρα πα γίδα για παιδιά. Ένα λιτό μυθιστόρημα που έχει περιπέτεια, α
M ICH AEL COLEMAN Σφάλμα συστήματος
γωνία, ταχύτητα στην αφήγηση και ενδιαφέρον, μιας και αποτυπώνει εικόνες του άμεσου μέλλοντος. Είναι σίγουρο ότι θα αγα πηθεί από μεγάλα παιδιά και εφήβους που χειρίζονται υπολογι
ΑΘΗΝΑ, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2002. ΣΕΛ. 152
74 ΔΙΑΒΑΖΩ
στές και όχι μόνο,
γιαννης ς . παπαδατος
m
ΜΑΙΟΣ 2003
M ik a W a l t a r i
Ιωάννης Άγγελος “...Είδατε μ ε τα ίδια σας τα μάτια πως δεν ήρθα ως καταχτητής αλλά ως ελευθερωτής, για τί θα ελευθερώσω τον ελληνικό λαό της Κωνσταντινούπολης από τη χιλιόχρονη σκλαβιά των αυτοκρατόρων και των ευγενών. Ε σείς φ ταίτε για τα βάσανα τη ς πόλης σας, που δεν πετάξατε από πάνω σας το ζυγό και δεν μ ε καλέσατε να σας ελευθερώσω. Σ ε λίγο όμως τα βάσανα θα τελειώσουν... ”
Ο Ιω άννης Ά γγ ελ ο ς είναι οι ημερολογιακές σημειώσεις ενός μυστηριώδους ξένου κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινού πολης από τους Τούρκους. Μέσα από τις σελίδες του μια φλογερή ιστορία αγάπης γεννιέται και ανθίζει ενώ συντελείται η καταστροφή του κόσμου, μια καταστροφή την οποία τα γεγονότα της δικής μας εποχής κάνουν άκρως επίκαιρη. Ο Ιω άννης Ά γγ ελ ο ς θεωρείται το καλύτερο μυθιστόρημα ενός με γάλου πεζογράφου και ένα από τα λαμπρότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο είδος του.
ΕΚΛΟΣΕΙΣ Κ Α Λ Ε Ν ΊΉ Σ
«S!0* ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 11, 106 79 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210 3601.551, 210 3390.028 - FAX: 210 3623.553 e-mail: Kalendis@ath.forthnet.gr - www.kalendis.gr
αφιέρωμα
76 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
ΜΑΙΟΣ 2003
Λίγα χρόνια πριν από τον ξαφνικό θάνατό του, ο Κώστας Ταχτσής ρωτήθηκε σε μια συ νέντευξη τι ήταν αυτό που ήθελε περισσότερο να κάνει στη ζωή του :«Τρία πράγματα: να ταξιδέψω, να κάνω έρωτα και να γράψω. Τα πρώτα δύο δεν μπορώ να πω ότι δεν τα χόρτασα, και με το παραπάνω μάλιστα. Από το τελευταίο όμως κάτι χρωστάω ακό μα». θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Κ. Ταχτσής έφυγε ξαφνικά, χωρίς να «ξεχρεώ σει». Γι' αυτό, ίσως, πολλοί τον αποκάλεσαν «συγγραφέα του ενός βιβλίου», αναφερό-
Κώστας Ταχτσής 19271988 μενοι φυσικά στο γνωστό του μυθιστόρημα Το τρίτο στεφάνι, αφήνοντας τις δύο συλ λογές διηγημάτων, Τα ρέστα και Η γιαγιά μου η Αθήνα, και την ποιητική συλλογή Κα
φενείο το Βυζάντιο στη σκιά - κάτι σαν πάρεργο που ο συγγραφέας δούλευε στο περι θώριο της συγγραφής των περιπετειών της Εκάβης και της Νίνας. 0 ίδιος είχε εξομολογηθεί ότι του ήταν αδύνατο να ξαναγράψει ένα βιβλίο σαν το Τρίτο
στεφάνι - δεν «ήθελε με τίποτα να ξαναπεράσει όσα πέρασε γράφοντάς το». Η αποκα λυπτική αυτή ομολογία, τόσο για την ίδια τη φύση της γραφής όσο και για τη στάση του Κ. Ταχτσή απέναντι της, μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: δε γράφω διότι θέλω να
ζήσω· αν γράψω, δε θα ζήσω. Κι ο Κ. Ταχτσής έζησε τη ζωή μέχρι το μεδούλι, ξόδεψε όλη του την ενέργεια, το σώμα του, όλο του το είναι, στην πιο δύσκολη τέχνη, αυτή του βίου, φτάνοντας βεβαίως μέχρι τον «πάτο». Τελικώς, δεν τον τιμώρησε το γράψιμο (που δεν του αναγνώρισε κανένα «χρέος») αλλά η ίδια η ζωή, που απαιτεί να την παρα τηρείς από κάποια απόσταση: μπορείς να κοιτάς αλλά να μην αγγίζεις. Αυτή η σχέση αγάπης/μίσους που είχε ο Κ. Ταχτσής με το γράψιμο φαίνεται να βρήκε στο τέλος της ζωής του κάποια διέξοδο στην αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε ημιτε λής μετά θάνατον, με τίτλο Το φοβερό βήμα, και που, μέσα από την αποσπασματικότητά της, αναδεικνύει αυτό το σπαρακτικό χαρακτήρα που είχε κάθε του χειρονομία, είτε προς τη λευκή σελίδα είτε προς το ίδιο του το σώμα. Δύσκολη περίπτωση, λοιπόν, ο Κ. Ταχτσής, κι ας τον λένε «συγγραφέα του ενός βιβλί ου»: Ιδανικός εκφραστής ή αιώνιος σαρκαστής των Ελλήνων μικροαστών; Οργισμένος επαναστάτης ή γραφικός, γεμάτος «κακιούλες» σχολιαστής; Καταστροφέας των ψευδαισθήσεών μας ή αυτοκαταστροφικός, ενοχικός ομοφυλόφιλος; Ίσως να ισχύουν όλα - και ακόμα περισσότερα. Στο αφιέρωμα που ακολουθεί προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε αυτή τη «δύσκολη περίπτωση» με προσεγγίσεις στο έργο του αλλά και με ανέκ δοτα, λησμονημένα κείμενα του ίδιου του Κ. Ταχτσή που αποκαλύπτουν την οξεία κρι τική του αντίληψη, την αιχμηρή του ματιά αλλά και την ατόφια αφηγηματική του φλέβα.
• Ευχαριστούμε θερμά τον Γιώργο Ζεβελάκη και τον Θανάση Νιάρχο για τη συμβολή τους στην υλοποίηση αυτού του αφιερώματος. • Οι φωτογραφίες του αφιερώματος προέρχονται από το βιβλίο του Κώστα Ταχτσή Συγγνώ μην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; (εκδόσεις Πατάκης).
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 77
αφιέρωμα ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΓΙΟΥΚΑ Το Τρίτο στεφάνι, το πρώτο και μοναδικό μυθιστόρημά του, στάθηκε αρκετό για να αναδείξει διαμιάς τον Κώστα Ταχτσή ως αληθινό δεξιοτέχνη του είδους. Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να φέρει στο φως τα δομικά χαρακτηριστικά -σ ε αφηγηματικό, υφολογικό και θεματικό επίπεδο- που στοιχειοθετούν αυτή τη δεξιοτεχνία. Μυθοπλασία μέσα στη μυθοπλασία Δύο γυναικείες φωνές στο πρώτο πρόσωπο, που αφηγούνται αλλά και σχολιάζουν τη ζωή τους, οικοδομούν όλη την αφήγηση: οι φωνές της Νίνας και της Εκάβης, των κύ ριων προσώπων του έργου. Πρώτη εμφανίζεται στο κείμενο η Νίνα, η βασική αφηγή-
Μυθιστορηματική δεξιοτεχνία στο Τρίτο στεφάνί τρία, η οποία, από τη σελίδα 64 και πέρα (μέρος πρώτο, κεφ. 5), παραχωρεί ευρύ τατα τη θέση της στη δεύτερη αφηγήτρια, την Εκάβη, που απευθύνεται πάντα στη Νίνα. Αντίθετα, δεν υπάρχει μέσα στο κείμενο αποδέκτης της αφήγησης της Νίνας, πράγμα που σημαίνει είτε ότι η τελευταία αυτή απευθύνεται σε κάποιο πρόσωπο εκτός κειμένου που παραμένει άγνωστο ως το τέλος είτε ότι πρόκειται ε δώ για έναν εσωτερικό μονόλογο της Νί νας - ένα μονόλογο όμως καλά οργανω μένο και δομημένο, όπως θα δούμε πα ρακάτω. Εξάλλου, η επιλογή της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο έχει ως συνέπεια να παρουσιάζονται τα πρόσωπα και τα γεγονότα αποκλειστικά και μόνο μέσα από την οπτι κή γωνία ή προοπτική και τη βιωματική εμπειρία των δύο αφηγητριών. Πράγματι, τα δύο «εγώ», μοναδικές πηγές εκφώνησης, αλλά και μοναδικά σημεία εστίασης, σφραγί ζουν όλο το κείμενο με τη δική τους απόλυτα υποκειμενική θεώρηση προσώπων και πραγμάτων. Επίσης, ισχύουν εδώ και οι περιορισμοί πεδίου που συνοδεύουν κατ’ ανά γκην την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο: τα δύο «εγώ» λένε μόνο ό,τι είναι σε θέση να γνωρίζουν - δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν, λόγου χάρη, την εσωτερική ζωή ή τις εν δόμυχες σκέψεις των άλλων προσώπων, σε αντίθεση με εναν αφηγητή σε τρίτο πρόσω πο που μπορεί να είναι παντογνώστης και να διαβάζει ό,τι συμβαίνει στα μύχια της ψυ χής των ηρώων του. Εκείνο που χαρακτηρίζει από την πρώτη στιγμή την αφήγηση είναι ότι τα καθαρώς αφη γηματικά μέρη περιπλέκονται στενά και αδιάλειπτα με τα συνεχή σχόλια των δύο αφηγη τριών. Δημιουργείται έτσι μια πρώτη ένταση που αρχίζει να καθηλώνει τον αναγνώστη:
78 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
η ανάγνωση εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα στη χαλάρωση, όταν ο αναγνώστης παρα κολουθεί τη ροή των γεγονότων, και την ένταση, όταν η ροή αυτή διακόπτεται από τα συνεχή, όπως είπαμε, σχόλια των δύο γυναικών2. Αλλά το καίριο γνώρισμα της αφήγησης στο Τρίτο στεφάνι με ενδιαφέρουσες αισθητικές συνέπειες είναι ότι τα δύο «εγώ» λένε μόνο ό,τι θέλουν να πουν. Δεν είναι αμινώς εξομολογητικά -μόνο κατ' επίφαση-, ούτε ανεπιφύλακτα. Η αφήγηση της Εκάβης είναι κατά βά ση γραμμική -ακολουθεί δηλαδή τη «φυσική» ροή των γεγονότων- με λίγες αναδρομές στο παρελθόν και ελάχιστα πρωθύστερα. Στη Νίνα αναθέτει ο συγγραφέας μια μοντερνιστικού τύπου αφήγηση με πλήθος αναδρομές στο παρελθόν, πρωθύστερα ή προκαταβολικές προβλέψεις μελλοντικών γεγονότων, παρεκβάσεις, παρεμ βολές κ.λπ., δημιουργώντας έτσι ένα αληθινό ζιγκ-ζαγκ ως προς τον αφηγη ματικό χρόνο. Αλλά και στη μία περίπτωση και στην άλλη -και παρά τα παιχνί δια με τον αφηγηματικό χρόνο στην περίπτωση της Νίνας- έχουμε να κάνου με με μια καλά οργανωμένη και δομημένη εκ μέρους των δύο αφηγητριών διήγηση, χωρίς παλινωδίες, και συντακτικά άψογη, με ορθή χρήση των σημεί ων στίξης και των ρημάτων -σ ε παρελθοντικό ή ενεστώτα χρόνο, ανάλογα με την περίπτωση- και χωρίς ασύνδετα, ανακόλουθα, ελλειπτικές προτάσεις, φραστικές ή νοητικές συγχύσεις, λογικά κενά, και ακόμη χωρίς συνειρμικές αναφορές (πράγμα που οδηγεί μάλλον στο συμπέρασμα ότι η αφήγηση της Νίνας δεν είναι εσωτερικός μονόλογος, τουλάχιστον όχι με την παραδεδεγμένη στη θεω ρία έννοια του όρου3). Η συγκροτημένη αυτή παρουσίαση της ιστορίας των δύο γυναικών αποτελεί μια πρώτη ένδειξη ότι δεν πρόκειται εδώ για διήγηση αυθόρμητη ή αυτοσχέδια ζόμενη, όπως θα ήταν μια αληθινή εξομολόγηση εκ βαθέων σε ένα φιλικό πρόσωπο ή εν δεχομένως στον ίδιο τον εαυτό της (στην περίπτωση της Νίνας). Επιπλέον, το κείμενο πα ρέχει και άλλες πολλές ενδείξεις, έμμεσες πλην σαφείς, ότι η διήγηση των δύο γυναικών δεν είναι εντελώς ειλικρινής: γίνεται συχνά φανερό ότι αλλοιώνουν την πραγματικότητα, και μάλιστα στα κομβικά και καίρια σημεία της ζωής τους. Όσο προχωρεί η μελέτη μας, θα αναφέρουμε αρκετά σχετικά παραδείγματα. Ας επισημάνουμε για την ώρα ότι η Νίνα, από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, μας δίνει το κλειδί για την ικανότητα της Εκά βης να μεταβάλλει την πραγματικότητα: «Η κυρα-Εκάβη τρελαινόταν να δραματοποιεί τη ζωή της» (σ. 15). Όσο για την ίδια, από την πρώτη στιγμή που ανοίγουμε το βιβλίο, η υ
περβολική έξαψή της και οι κραυγές εναντίον της κόρης της μας βάζουν σε υποψία ως προς την πραγματική υπόσταση των λεγομένων της: «Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υ ποφέρω πια!... Τι πληγή είν' αυτή που μούστειλες θέ' μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ως πότε θάμαι υπο χρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν' ακούω τη φωνή της, ως πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν' απαλλαγώ απ' αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ ' άφησε ο πατέρας της για να μ ' εκδικηθεί[...]» Με άλλα λά
για, παρουσιάζονται και τα δύο «εγώ» από την αρχή να κατασκευάζουν ή μάλλον να δια σκευάζουν, όπως θα δούμε, το μυθιστόρημα της ζωής τους. Ο αναγνώστης βρίσκεται έτσι μπροστά σε μια μυθοπλασία (και μάλιστα διπλή, της Νίνας και της Εκάβης) σε δεύτερο βαθμό, μια μυθοπλασία μέσα στη μυθοπλασία του συγγραφέα (την πρώτη στη σειρά). Όπως δείχνει το κείμενο, η μυθοπλαστική μέθοδος των δύο αφηγητριών έγκειται, καταρχήν, σε μία διπλή διαδικασία επιλογής και αποκλεισμού. Επιλέγουν ορισμένα γεγονότα της ζωής τους, ενώ αποκλείουν άλλα, τα οποία αποσιωπούν. Εν συνεχεία, η προσπάθειά τους ολοκληρώνεται με την άκρως υποκειμενική και μάλιστα παραμορφωτική αξιολόγηση των επιλεγμένων γεγονότων. Ας πάρουμε για παράδειγμα την ιστορία της κλοπής του παντατίφ
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 79
της Ελένης, κόρης της Εκάβης, από τον Δημήτρη, το γιο της (ο. 120-131). Όταν η Εκάβη διηγείται στη Νίνα το επεισόδιο αυτό, που είχε προκαλέσει τρομακτική σύγκρουση μέσα στην οικογένειά της και καλύπτει έντεκα ολόκληρες σελίδες μέσα στο κείμενο, αποκρύ πτει το γεγονός ότι η αστυνομία είχε πράγματι αποδείξει πως ο Δημήτρης ήταν ο δράστης της κλοπής (όπως αποκαλύπτει στη Νίνα πολλά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο της Εκά βης, η ίδια η Ελένη, σ. 300). Και δεν αρκείται στην αποσιώπηση, αλλά καταφέρνει, με κατάλληλους φραστικούς χειρισμούς, να μεταθέσει το βάρος της ευθύνης από τον Δημήτρη, για τον οποίο τρέφει παθολογική (και μάλιστα καταβροχθιστική) αγάπη, στην Ελένη, την σ ποία μισεί. Τα παραδείγματα που δώσαμε δεν είναι τα μόνα. Το κείμενο παραπέμπει συνε χώς υπαινικτικά στην ανειλικρίνεια ή, ακόμη περισσότερο, στην κακοπιστία των δύο αφηγητριών στη διαρκή προσπάθειά τους να αποσείσουν κάθε ευθύνη για όσα φοβερά συνέβησαν στις οικογένειές τους. Χρησιμοποιούνται προς τούτο ποικίλα μέσα, όπως: -Αντιφάσεις στις οποίες περιπίπτουν οι δύο αφηγήτριες. Π.χ., στη σελίδα 190 η Νίνα πε ριγράφει έναν καβγά με την κόρη της: «Της πατάω τότε μια στριφτή τσιμπιά, της δίνω δυο ανάποδες και της λέω: “Να! Για να μάθεις να κλωτσάς τη μάνα σου! [...] θα πάμε στο κα ταφύγιο και συ κάτσ' εδώ να ψοφήσεις να γλυτώσω επιτέλους απ' την κακή φύτρα του Φώτη!”...». Αλλά τέσσερις οελίδες παρακάτω -σελίδα 1 9 4 - δε διστάζει να πει: «Όσοι με ξέρουν καλά με θαυμάζουν για την υπομονή και την ανεκτικότητά μου. Δε μ ' αρέσει ν' αλ
λάζω πικρά λόγια. Ακόμα και την κόρη μου τη βρίζω περισσότερο με το νου μου και λιγό τερο με το στόμα μου».
- Απαξιωτικές κρίσεις των άλλων προσώπων γι' αυτές, τις οποίες αναφέρουν τα δύο «ε γώ» μόνο και μόνο για να τις αποκρούσουν αμέσως μετά και να προβάλουν τις «αρετές» τους. Π.χ., στη σελίδα 27 η Νίνα μιλάει για τη ράφτρα Ερασμία, την οποία αντιπαθεί από ζήλια, επειδή είναι ευνοούμενη της μητέρας της: «Μα για πολλούς και διαφόρους λόγους δεν της είχα δείξει ποτέ ως τότε την αντιπάθειά μου φανερά. Όχι απο υπολογισμό, όπως λέει η κοράκλα μου, επειδή μας έραβε δωρεάν, αλλ' απλούστατα γιατί δεν είχα σοβαρούς λόγους για νάρθω μαζί της σε σύγκρουση. Είμαι εκ φύσεως υπομονητική και συντηρητική στις εκδηλώσεις μου, προπάντων μ ' ανθρώπους που δεν αγαπώ. Συνήθως τους αγνοώ α
κόμα κι όταν με βλάπτουν». Ωστόσο το κείμενο αναιρεί συνεχώς αυτές τις «αρετές» της Ν ί νας, αφού ένα από τα βασικά θέματα είναι η άκρως επιθετική και εκδικητική συμπεριφο ρά της προς την κόρη της, μια συμπεριφορά που εμφανίζει η ίδια μέσα στο κείμενο. - Μαρτυρίες εηιβαρυντικές για την Εκάβη των ίδιων των παιδιών της που μεταφέρει η Νί να, π.χ. στις σελίδες 269-270 (Δημήτρης) και 300 (Πολυξένη). - Αντίθετη προσωπική εμπειρία της Νίνας για τα πρόσωπα που της είχε παρουσιάσει με αρνητικό τρόπο η Εκάβη: «Όταν την πρωταντίκρισα [την Ελένη, κόρη της Εκάβης] αισθάνθηκα το ίδιο πράμα που είχα αισθανθεί όταν γνώρισα, πολύ αργότερα, τη θεία της Αφρσ δίτη [αδερφή της Εκάβης]. Γίσ φαντάσου! σκέφτηκα. Είναι δυνατόν αυτή η ευχάριστη, συ μπαθητική γυναικούλα νάναι το τέρας που περιέγραφε η μάνα της? (σ. 302).
- Διάφορα φραστικά ή γλωσσικά και παραγλωσσικά μέσα που χρησιμοποιούν οι δύο αφηγήτριες για να αναιρέσουν ή να συγκαλύψουν την πραγματικότητα: ατελέσφορη «γυναικεί α» ρητορεία (π.χ. σ. 53: «Δενόμουνα καθόλου ψυχρή, αλλά και νάμουνα, έπρεπε να ξέρει ο παλιάνθρωπος ότι όλες οι άμαθες γυναίκες, προ πάντων όταν φτάσουν σε μια ορισμένη ηλικία χωρίς νάχουν γνωρίσει άντρα, στην αρχή είναι πάντα ψυχρές, κι από κείνον εξηρτάτο να με διδάξει» - βλ. επίσης ανάλογου τύπου επιχειρήματα της Εκάβης: σ. 125: «ακόμα κι αν υποθέσουμε...», σ. 128: «αλλ' άκόμα κι αν υποθέσουμε...», ο. 129: «ακόμα κι αν αμάρτησα...»)· ρητορικές ερωτήσεις (π.χ. σ. 9: «Ως πότε θα την έχω στην καμπούρα μου;»)·
κατάρες (π.χ. σ. 98: «Μ'ας όψεται η Φρόσω! Αυτό το κολοβό το φίδι, που να τη δω,
80 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
θέ'μου, να σέρνεται στο χώμα σα φίδι!»)· μελοδραματικές εκφράσεις (π.χ. σ. 95: «Αν όταν έμαθα τα καμώματα του πατέρα σου [...] δε σκεπτόμουνα ότι είχα παιδιά κι ότι είχα καθή κον να ζήσω για τα παιδιά μου, θάχα πάρει κι εγώ φαρμάκι, όπως η συχωρεμένη η αδερ φή μου η Ισμήνη, και θάχ' αυτοκτονήσει») που φτάνουν μέχρις υστερίας και ακολουθού
νται από αντίστοιχες χειρονομίες (π.χ. σ. 141: «Ο καβγάς με το Δημήτρη μου υπενθύμισε ζωηρότερα το καθήκον μου. Δε συγχωρούσα τον εαυτό μου για τα σκληρά λόγια που τούχα πει. Έκλαιγα και χτυπούσα το στήθος μου, κι έλεγα: “Συχώρεσέ με παιδί μου, το ξέρω πως δε φταις εσύ, εγώ φταίω, εγώ, εγώ, εγώ!"»).
Το αισθητικό αποτέλεσμα εν προκειμένω είναι να δημιουργείται μια περαιτέρω ένταση α νάμεσα στη μυθοπλασία των δύο «εγώ» και στα όσα υπαινίσσεται το κείμενο πίσω από τα λόγια τους ως προς την «αντικειμενική» αλήθεια. Η ένταση αυτή ενισχύεται και από την έ νταση που έχει ο λόγος τους (βλ. παρακάτω την παράγραφο με τίτλο «Λόγος προφορικός και γυναικείος»). Η ιστορία δύο «τεράτων» Προϊόν αυτής της μυθοπλασίας σε δεύτερο βαθμό είναι ό,τι θα μπορούσαμε να χαρακτη ρίσουμε ως ιστορία δύο «τεράτων»4 που παριστάνουν ότι δεν είναι. Η λέξη «τέρας», λέξηκλειδί, επανέρχεται με επιμονή σε όλο το κείμενο, μέσα από τα λεγάμενα της Νίνας και της Εκάβης (π.χ. σελίδες 16, 47, 50, 6 9 ,8 6 , 9 3 ,1 0 8 ,1 8 1 ,1 8 5 ,1 9 0 , 203, 212, 220, 232, 237, 238, 274, 282, 290, 302 κ.ά.). Δεν είναι τυχαία η τόσο εκτεταμένη χρήση της. Φυσικά οι δύο ηρωίδες εφαρμόζουν στους άλλους τον όρο αυτό, αντιστρέφοντας έ τσι ένα χαρακτηρισμό που τους ανήκει οτο ακέραιο. Ωστόσο η Εκάβη, σε μια και μόνο οτιγμή ειλικρίνειας, το παραδέχεται: «Έτσι αθώα ήμουνα, βρε Νίνα μου. Και τώρα κάθο μαι καμιά φορά και συλλογίζομαι πώς αλλάζει η ζωή τον άνθρωπο, πώς το αθώο εκείνο αρνί έγινε το τέρας που είμαι τώρα» (ο. 69). Η Νίνα, μολονότι μας έχει πληροφορήσει ή
δη από τη σελίδα 16 ότι η κυρα-Εκάβη «ήταν και διάβολος», σπεύδει αμέσως να την πα ρηγορήσει λέγοντάς της ότι δεν είναι τέρας, αλλά της αρέσει να παριστάνει το τέρας (ό.η.). Έχουμε εδώ μια πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας, διότι, ακριβώς, οι δύο γυ ναίκες, όπως δείχνει όλος ο βίος κι η πολιτεία τους, ενώ είναι «τέρατα», παριστάνουν ότι δεν είναι (άλλωστε αναγνωρίζονται ως αδελφές ψυχές ακριβώς στο επίπεδο αυτό). Μια σ νάλογη αντιστροφή είχε ήδη επιχειρηθεί δύο φορές από τη Νίνα, όταν αναφωνούσε μελο δραματικά, μιλώντας για την κόρη της: «Η μόνη που συμμεριζόταν και καταλάβαινε τον καημό μου και την πικρία πού 'νιωθα για την κακιά τύχη που είχα να κάνω παιδί-τέρας!...»
(σ. 16). Και παρακάτω: «...και - θ ε ' μου συχώρα με που το λέω - δε θάχα κάνει, ελπίζω, παιδί-τέρας σαν την κόρη μου!» (σ. 47). Ενώ από το κείμενο, και μάλιστα από τα ίδια τα
λεγόμενό της, συνάγεται χωρίς καμιά αμφιβολία ότι εκείνη είχε κάνει την κόρη της τέρας, έτσι όπως τη μισούσε και την καταδίωκε από την πιο τρυφερή ηλικία της. Επιμείναμε να παρουσιάζουμε τη λέξη «τέρατα» εντός εισαγωγικών, γιατί οι δύο γυναί κες, αν είναι τέρατα, είναι σίγουρα κωμικοτραγικά τέρατα. Βέβαια, από πολλές απόψεις είναι πραγματικά επίφοβες και οι συνέπειες της δράσης τους καταστροφικές. Μεταξύ άλλων, και οι δύο εξοντώνουν με το μίσος τους, κατά τη διαδικασία του διαζυγίου, τους συζύγους τους, καταστρέφουν τη ζωή των παιδιών τους (π.χ. η Εκάβη καταστρέφει έναν έναν τους έρωτες του Δημήτρη και στο τέλος γίνεται άμεσα υπαίτια για το θάνατό του) και απεργάζονται τη δυστυχία τους, εχθρεύονται τα αδέρφια τους (π.χ. η Νίνα προκαλεί έμμεσα το θάνατο του αδελφού της Ντίνου) κ.λπ. Αλλά παρουσιάζουν παράλληλα και μια καθησυχαστική καθημερινότητα - φροντίζουν υλικά τα παιδιά τους, μαγειρεύουν μούσα κά και μελιτζάνες ιμάμ-μπαϊλντί, μαντάρουν κάλτσες, τινάζουν τις κουρτίνες... Η καθημε
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 81
ρινότητα αυτή είναι συχνά κωμική ή χαρακτηριζόμενη από το στοιχείο του γκροτέσκ (η Εκάβη μάλιστα χαρακτηρίζεται στην αρχή του κειμένου -σελίδα 1 5 - και ως «παλιά τσος»), Έτσι η δράοη τους δεν αφήνεται να εξελιχθεί σε τραγωδία, αλλά συγκροτείται στα όρια της ιλαροτραγωδίας. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι προστίθεται νέα ένταση στο κείμενο από τις σχέσεις ή μάλλον τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των δύο «τεράτων» και των λοιπών προσώπων. Ο κλειστός χώρος Όαα προηγήθηκαν θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα τη δομή που αποτελεί τη βάση ή το θεμέλιο του όλου κειμένου: είναι το σχήμα του κλειστού χώρου, έκφανση του οποίου είναι και ο φαύλος κύκλος ή το φίδι που δαγκώνει την ουρά του. Σημειωτέον ότι ο όρος «φαύλος κύκλος» εμφανίζεται ρητά στο κείμενο μια φορά, στη σελίδα 187 («θα γλυτώσει [η Πολυξένη, κόρη της Εκάβης] επιτέλους απ' το φαύλο κύκλο της οικογέ νειας Λόγγου»f .
0 κλειστός χώρος εκδηλώνεται κατά βάση στο χωροχρονικό επίπεδο: 1. 0 χώρος όπου διαδραματίζεται το έργο είναι ο κλειστός χώρος του σπιτιού που συνδέ εται από τα πανάρχαια χρόνια με την οικογένεια. Στο έργο του Ταχτσή, σπίτι και οικογέ νεια είναι ο τόπος όπου ασκείται μια ιδιότυπη όσο και στείρα «μητριαρχική» εξουσία. Ιδιό τυπη, αφού στην ανδροκρατούμενη κοινωνία που περιγράφεται στο βιβλίο -είναι η ελληνι κή κοινωνία από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τη δεκαετία του '5 0, λίγο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο- αναγνωρίζεται οπωσδήποτε στον άντρα η πρωτοκαθεδρία. Στείρα, γιατί η «μητριαρχούμενη» οικογένεια παρουσιάζεται στο έργο αναρχούμενη. Οι σκοτεινές δυνά μεις του υποσυνείδητου βρίσκουν εκεί ελεύθερο πεδίο δράσης: η μητέρα όχι μόνο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει, για να τις τιθασέψει, το Κράτος και τη Βία, τα προαιώνια όπλα του πατέρα (άλλωστε οι δύο ηρωίδες-θύτες είναι ταυτόχρονα, από πολλές απόψεις, και θύματα της ανδροκρατίας), μα ούτε καν το Λόγο. Γιατί στο Τρίτο στεφάνι η μητρική εξου σία είναι άλογη. Όχι ο Λόγος, ούτε η Γνώση, μα ένα σκοτεινό ορμέμφυτο την οδηγεί, βάρ βαρο, πρωτόγονο, όπου βρίσκουν θέοη τα ανεξέλεγκτα φροϊδικά συμπλέγματα, η δεισι δαιμονία, οι σκοτεινές δοξασίες και προκαταλήψεις, ακόμα και η πίστη στη μαύρη μαγεία (βλ. π.χ. ο. 81: «Τα μάγια αυτηνής της Κίρκης τον είχαν μεταμορφώσει. [...] Μπαίνουμε μέσα, παίρνω τη λάμπα απ' την κονσόλα, βγαίνω έξω και τι να δω! Μια κότα, μαύρη σαν το χάρο, και παραγεμισμένη με κλωστές και με καρφίτσες!»). Το σπίτι εμφανίζεται έτσι
οαν ένας κλειστός και ανέλπιδος χώρος άσκησης της γυναικείας εξουσίας, όπου παρα δέρνουν δυστυχισμένα τα πρόσωπα του έργου χωρίς διαφυγή6. Προέκταση του κλειστού χώρου του σπιτιού είναι η πόλη, Θεσσαλονίκη ή Αθήνα. Μέσα στα όρια των δύο αυτών πόλεων στριφογυρίζουν τα πρόσωπα του έργου. «Η πόλις θα σε ακολουθεί». Η ύπαιθρος, στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου η δράοη μετατοπίζεται σε αυ τήν, παρουσιάζεται μόνο ως τόπος παραθεριομού και συνεπώς λειτουργεί σαν νοητή προ έκταση της πόλης. 2. Ο χρόνος της ζωής των προσώπων είναι κι αυτός κλειστός και πεπερασμένος. Και οι δύο ηρωίδες οδεύουν πρώτα προς το γήρας και μετά προς το θάνατο, υπάρχουν για το θάνατο. Το χρόνο που περνάει τον δέχονται παθητικά, σαν κάτι το μοιραίο. Δεν κάνουν τί ποτα για να του αντισταθούν διαπιστώνουν μόνο τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του (π.χ. στις σελίδες 280 και 314 η Εκάβη και η Νίνα λένε πως τα δέντρα ζουν ακόμα όταν οι άν θρωποι έχουν πια πεθάνει). Δεν έχουν καμιά εξέλιξη μέσα στο χρόνο, μένουν οι ίδιες από
82 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
την αρχή μέχρι το τέλος, ανίκανες για μεταβολή ή αντιστροφή (το Τρίτο στεφάνι είναι το α ντίθετο του μυθιστορήματος μαθητείας -Bildungsroman, roman d'apprentissage-, όπου ο ήρωας μεταβάλλεται σταδιακά, μέχρις ότου γίνει στο τέλος του βιβλίου «άλλος»). Στρι φογυρίζουν ανέλπιδα μέσα στο «ίδιο» - κανένα άνοιγμα προς το «άλλο», φιλοσοφικό, κοι νωνικό, καλλιτεχνικό, πολιτικό (βλέπε με τι περιφρόνηση αντιμετωπίζουν τους ιδεολόγους κομμουνιστές του κύκλου τους: «Μα κοντά σ ' όλα του τα ελαπώματα, μέσ' τη φυλακή αηόχτησε κι άλλο ένα: έγινε κομμουνιστής», λέει η Νίνα για τον Δημήτρη, στη σελίδα 153.
Στην επόμενη σελίδα επαναλαμβάνει σχεδόν αυτολεξεί τα ίδια για τον αδερφό της τον Ντί νο: «...δε μπορώ ίσαμε σήμερα να συγκρατήσω ένα πικρό χαμόγελο, όταν σκέπτομαι ότι κοντά σ ' όλα τ' άλλα του ελαπώματα, ήταν και κομμουνιστής»). Σε όλο το κλειστό χρονικό
σύμπαν του μυθιστορήματος μόνη εξαίρεση είναι ο Άκης, ο εγγονός της Εκάβης, στον ο ποίο ο χρόνος φέρνει ένα σωτήριο άνοιγμα προς το «άλλο», την καλλιτεχνική δημιουργία. Το κλείσιμο του χώρου και του χρόνου υπερπροσδιορίζεται μέσα στο κείμενο ως εξής: 1. Μακροκειμενικά, από το κλείσιμο της αφηγηματικής κατασκευής. Πράγματι, η αφήγη ση (ως πράξη του αφηγείσθαι) αρχίζει χρονικά σε ένα σήμερα («Έτσι άρχισ' ο καβγάς μας σήμερα», σ. 14) και τελειώνει κυκλικά πάλι σε ένα σήμερα, το ίδιο με το πρώτο («“θα ψο φήσεις!" μου λέει σήμερα το έκτρωμα του Φώτη», σ. 314). Το αφηγηματικό παρόν κλεί
νει σαν κύκλος, σφραγίζοντας ανέκκλητα την ιστορία των δύο γυναικών. Ως προς τη Νίνα, ο κύκλος της αφήγησης που κλείνει εκεί ακριβώς όπου άρχισε συμβολίζει το οριστικό α διέξοδο της ζωής της: η μυθοπλασία δεν της χρησιμεύει πια σε τίποτα, δεν θα μηορέοει ποτέ να ξεφύγει από τον απογοητευτικό τρίτο γάμο της με το Θόδωρο, γιο της Εκάβης, και ιδίως από το μίσος της για την κόρη της που στρέφεται σαν μπούμερανγκ εναντίον της. Όσο για την Εκάβη, η αφήγησή της σταματάει όταν πλησιάζει γι' αυτήν η στιγμή της σ λήθειας, όταν την ξεπερνούν αμετάκλητα τα γεγονότα (πεθαίνει ο Δημήτρης, χάνει κάθε ελπίδα να αποσπάσει τον Άκη από την κόρη της) και δεν έχει πια νόημα να τα διαπλάθει κατά το δοκούν. Εν πάση περιπτώσει, οι στιγμές αλήθειας της Εκάβης είναι εκτός της αφηγήσεώς της, η Νίνα είναι τώρα αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που την αφορούν. Μαζί με τη μυθοπλασία της Εκάβης, τελειώνει και η ζωή της μέσα στο κενό και την ερη μιά που η ίδια δημιούργησε γύρω της. Και επειδή είναι κέντρο του σύμπαντος, παύει να υ πάρχει και ο θεός όταν η αντικειμενική πραγματικότητα της γίνεται ολωσδιόλου ενάντια. Να τι λέει στη Νίνα λίγο πριν από το θάνατό της: «Έκανε ένα μορφασμό ανυπομονησίας, μούπιασε το χέρι και με τράβηξε κοντά της σα νάθελε να μου πει ένα μυστικό στ' αφτί. “Νίνα”... “Σ ' ακούω”, της λέω. - “Νίνα... δεν υπάρχει θεός!"» (σ. 287).
2. Μικροκειμενικά, από τα δομικά αμετάβλητα (invariants structured) του λόγου που εκφέρουν οι δύο αφηγήτριες-ηρωίδες, δηλαδή από τον «κλειστό» χαρακτήρα του. Πράγματι, ο λόγος αυτός βασίζεται καταρχήν στο δομικό αμετάβλητο του «κλισέ». Και τα δύο «εγώ» χρησιμοποιούν κατά κόρον νεκρές, λεξικοποιημένες μεταφορές, άφθο να κλισέ, που λειτουργούν στο κείμενο ως μια περαιτέρω παραπομπή στον κλειστό, κυκλικό κόσμο μέσα στον οποίο ζουν οι δύο αφηγήτριες. Την ίδια ακριβώς λειτουργία επιτελεί και η χρήση στερεότυπων εκφράσεων που είναι συνήθως παγιωμένες εκφρά σεις στη νεοελληνική, προερχόμενες από προγενέστερα στάδια της ελληνικής γλώσ σας (π.χ. αρχαία ρητά από την κλασική ή ελληνιστική ελληνική γλώσσα, εκφράσεις της Παλαιός ή Καινής Διαθήκης κ.λπ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση έχουμε αναφορά σε ένα διακείμενο, το οποίο είναι προβλέψιμο και συνεπώς κλειστό, εφόσον τα κείμε να είναι γνωστά και δεν ανανεώνονται. Αλλά και η «γυναικεία» γλώσσα (βλ. επόμενη παράγραφο) που χρησιμοποιούν οι δύο αφηγήτριες τις περιορίζει και αυτή μέσα σε έ
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΟ 83
ναν κλειστό γυναικείο χώρο. Ο «κλειστός» χαρακτήρας του λόγου τους επιτείνεται και από το γεγονός ότι δεν είναι ικανές να φτιάξουν, και δε φτιάχνουν ποτέ, ζωντανές, δη μιουργικές μεταφορές που θα ήταν ένα άνοιγμα στον κόσμο, θα παρατηρήσουμε, τέλος, ότι ήδη ο τίτλος του έργου, Το τρίτο στεφάνι, εμπεριέχει την εικόνα του κλειστού και κυκλικού χώρου. Και ναι μεν σε ένα πρώτο επίπεδο πρό κειται εδώ για μια μετωνυμία που σημαίνει το γάμο, αλλά η επιλογή από το συγγραφέα της έκφρασης «τρίτο στεφάνι» αντί «τρίτος γάμος» παραπέμπει οπωσδήποτε στην εικό να του κλειστού και του κυκλικού. Φρονούμε, συνεπώς, ότι ο τίτλος είναι μεταφορική παράσταση της δομής του κειμένου (mise en abyme). Η άποψη αυτή ενισχύεται και α πό το ότι το «στεφάνι» είναι «τρίτο», διότι η Νίνα έχει κάνει τρεις γόμους, έχει εξαντλή σει δηλαδή το ανώτατο όριο, αφού η ορθόδοξη εκκλησία δεν επέτρεπε (και δεν επι τρέπει μέχρι σήμερα) τον τέταρτο γάμο7 και άρα έχει κλειστεί σε αδιέξοδο (παρά τον ευσεβή πόθο της στην κατάληξη του έργου: «Μ' αν, ο μη γένοιτο, πάθει κι αυτός [ο Θόδωρος] τίποτα, κι επιτρέψουν οι παπάδες, όπως άκουαα, και τέταρτο γάμο, είμ ' ι κανή να πάρω και τέταρτο άντρα», ο. 315). Λόγος προφορικός και γυναικείος Ο λόγος που εκφέρουν οι δύο ηρωίδες φέρει έντονα τα χαρακτηριστικά του προφορι κού λόγου: επιφωνήματα, αναφωνήσεις, επικλήσεις, ρητορικές ερωτήσεις, συναισθη ματικές αποστροφές, ονοματοποιίες, πλούσιο υβρεολόγιο, άφθονες κατάρες, ευχές, παροιμίες... Ο προφορικός αυτός λόγος παρουσιάζει ένταση, άκρα ένταση. Οι δύο φωνές μιλούν, βέβαια, και μάλιστα με μεγάλη ευφράδεια, αλλά συχνά κραυγάζουν, τσιρίζουν ή ουρλιάζουν. Η ένταση επιτείνεται και από μια μεγάλη θεατρικότητα, την ο ποία εκφράζουν τα πολυάριθμα παραγλωσσικά στοιχεία που συνοδεύουν το λόγο: περιγράφονται στο κείμενο χειρονομίες, μορφασμοί, ακόμη και χειροδικίες. Ιδιάζον χα ρακτηριστικό του λόγου αυτού είναι ότι έχει όλα τα γνωρίσματα που παραδοσιακά απο δίδονται στο «γυναικείο» λόγο. Ακόμα και οι καθαρευουσιάνικες εκφράσεις που αφθονούν στο κείμενο και οι οποίες χρησιμοποιούνταν τον καιρό εκείνο και από άντρες, ε δώ παίρνουν «γυναικείο» χαρακτήρα, καθώς ενισχύονται από καθαρά γυναικείες χειρο νομίες, αναφωνήσεις, κατάρες ή ευχές. Είναι, φρονούμε, μοναδική περίπτωση τόσο ε κτεταμένου και επίμονου «γυναικείου» λόγου στα ελληνικά γράμματα. Το γκροτέσκ Το στοιχείο του γκροτέσκ, αλλά και του σαρκασμού, υπεραφθονεί μέσα στο κείμενο. Ο Ταχτσής χρησιμοποιεί τα στοιχεία αυτά (μέσα από το στόμα των δύο γυναικών, φυσι κά) όχι μόνο για να διασκεδάσει τον αναγνώστη (π.χ. ο. 114), αλλά πολύ περισσότερο για να αποδυναμώσει συστηματικά, με τη διακωμώδησή της, την κάθε «ιερή» στιγμή που «κατ' αντικειμενική κρίση» θα έπρεπε να προκαλέσει στα πρόσωπα του έργου και στον αναγνώστη κάποιο δέος, κάποια ανάταση ή έξαρση. Π.χ. κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και κωμικοτραγικές κατάρες της Ερασμίας (ο. 194), θάνατος του Αντώνη και μπογιά Άρτι για τα μαύρα της Νίνας (ο. 230), πανηγυρισμός για τη νίκη στην Κορυτσά και εφαψίας που παρενοχλεί τη Νίνα (ο. 212), θάνατος του δικτάτορα Μεταξά και αλάτι στον καφέ της Νίνας (ο. 215). Πυκνή πλοκή, λιτή περιγραφή Τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο: η ένταση στο κείμενο ενισχύεται και από μια άλλη τεχνι κή που βάζει σε ενέργεια ο Ταχτσής: πυκνή πλοκή, αλλά λιτή και μάλιστα εντελώς ελ
84 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
λειπτική πολλές φορές περιγραφή. Η πλοκή είναι πυκνή και σφιχτοδεμένη και ο ρυθ μός γοργός, γιατί λείπουν οι επιβραδυντικές του ρυθμού περιγραφές8. Ο συγγραφέας συγκεντρώνει όλη του την ένταση στην πλοκή, χωρίς ωστόσο να στηρίζεται σε εντυπω σιακά ή απίθανα «μυθιστορηματικά» γεγονότα, μα σε επεισόδια εντελώς καθημερινά. Από αυτή την καθημερινότητα των επεισοδίων ξεπηδάει αβίαστη μια έντονη δραματικότητα. Αντίθετα, η περιγραφή είναι ελλειπτική. Δεν υπάρχει ούτε περιγραφή του χώ ρου (ντεκόρ) ούτε περιγραφή των προσώπων (πορτρέτα). Μόνο αποσπασματικές περι γραφές, σκόρπιες πινελιές εδώ κι εκεί, λίγες μα ικανές για να ανακαλέσουν στη μνή μη τον παλιό αθηναϊκό περίγυρο και τις ανθρώπινες φιγούρες μέσα σε αυτόν. Π.χ., οι δύο Καρυάτιδες στην αυλή του πατρικού σπιτιού της Εκάβης στους Αγίους Ασωμάτους (σ. 69). Δύο σφίγγες με κάκτους στην είσοδο του σπιτιού της Φρόσως στο παλιό Κολωνάκι (σ. 148). Το κομό με τις άδειες οβίδες του Μιλτιάδη στο σπίτι της Εκάβης στο Μεταξουργείο (σ. 66). Οι βελουδένιες κουρτίνες της σάλας στο σπίτι της Νίνας (σ. 17). Οι τούφες των μαλλιών της Εκάβης σαν λεπτά μπερδεμένα σύρματα (σ. 278). Η Ελένη με ένα γελοίο καπέλο στο κεφάλι (σ. 112). Ο Δημήτρης, παιδί, με τα ναυτικά (σ. 98). Οι «χειλάρες» του Θόδωρου (σ. 302). Εν κατακλείδι Το Τρίτο στεφάνι είναι ένα μυθιστόρημα πολλαπλών εντάσεων που καθηλώνουν τον α ναγνώστη. Οι παράγοντες οι οποίοι, όπως είδαμε, δημιουργούν τις εντάσεις αυτές λει τουργούν, στο επίπεδο πρόσληψης του κειμένου, ως σήματα που προσανατολίζουν τον αναγνώστη και τον καλούν σε μια δημιουργική, διπλή ανάγνωση: ο αναγνώστης δεν αργεί να αναγνωρίσει το κείμενο που έχει στα χέρια του ως ειρωνικό ή αντιφραστικό9 και, μην αρκούμενος στην κατά γράμμα ανάγνωση, αναζητεί (και τελικά ανακα λύπτει) πίσω από τον κόσμο που δημιουργεί η προοπτική ή οπτική γωνία εκφοράς των δύο αφηγηματικών «εγώ» έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό ή και εκ διαμέτρου αντίθετο με εκείνον της επιφάνειας του κειμένου. Αυτή η διαφορά ή αντίθεση των δύο «κό σμων» επιτείνεται και από την απουσία ενότητας στο επίπεδο του τόνου του κειμένου: το έργο είναι αξεδιάλυτα τραγικό και κωμικό μαζί, μια μυθιστορηματική ιλαροτραγωδία που μεταφέρει την «ιλαροτραγωδία» της κατά Ταχτσήν οικογένειας10.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. «Ερμής», Αθήνα, 1977, σ. 315. 2. Για τη χαλάρωση που συνδέεται με την αφήγηση ή διήγηση και την ένταση που συνδέεται με το σχόλιο, βλ. Harald Weinrich, Le Temps, «Seuil», Παρίσι, 1973, σ. 30-35. 3. Για το θέμα αυτό, βλ. Dorrit Cohn, La transparence interieure, «Seuil», coll. Poetique, Παρί σι, 1981, σ. 245-300. 4. Σε επίρρωση του ισχυρισμού μας, θα ανατρέξουμε σε ένα άλλο κείμενο του Ταχτσή, στο διή γημα «Η γιαγιά μου η Αθήνα», που περιλαμβάνεται στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων («Ερμής», Αθήνα, 1990), όπου ο συγγραφέας αναφέρει ρητά ότι, από μερικές απόψεις, η γιαγιά του ήταν έ να τέρας και τον βασάνισε πολύ τον καιρό που ήταν παιδί κι ύστερα έφηβος. Είναι γνωστό ότι πολλά από τα πρόσωπα και τα επεισόδια στο Τρίτο στεφάνι είναι παρμένα από την πραγματική ζωή του συγγραφέα, και ότι προπάντων η γιαγιά του αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία του προσώπου της Εκάβης. Βλ. και «Μια συνέντευξη», ό.π., σ. 155-197. Η συνέντευξη αυτή είχε δη μοσιευτεί αρχικά, σε πιο περιορισμένη μορφή, στο περιοδικό διαβάζω (τχ. 3-4, Μάιος-Οκτώβριος 1976). 5. Τον ίδιο χαρακτηρισμό του φαύλου κύκλου χρησιμοποιεί ο Ταχτσής μιλώντας για την οικογέ-
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 85
νειά του και στο αυτοβιογραφικό διήγημα «Η πρώτη εικόνα», που περιλαμβάνεται στη συλλογή Τα ρέστα («Ερμής», Αθήνα, 1977, σ. 174). 6. Πάνω σ' αυτό ο Ταχτσής εκφράζεται και «θεωρητικότερα», οτην «Πρώτη εικόνα»: «Στη δική μου [οικογένεια] πάντως, οι γυναίκες καθόντουσαν στο σπίτι σαν τις αράχνες πίσω απ' τα δίχτυα τους, και περίμεναν νάρθουν τα ελαφρόμυαλα αρσενικά για να τα καταβροχθίσουν. [...] Το αποτέ λεσμα ήταν πως η σχέση τους έπαιρνε έναν οξύ σαδομαζοχιστικό χαρακτήρα, δημιουργούσε έ ναν φαύλο κύκλο, που μόνον ο τελειωτικός, φυσικός θάνατος μπορούσε να κλείσει. [...] Οι γυναί κες άφηναν τους άντρες να παίζουν το ρόλο του αφέντη. Αλλά πάντα μ ' ένα κρυφό, ειρωνικό χα μόγελο. Τα σκήπτρα της εξουσίας τα κρατούσαν εκείνες» (ό.π., σ. 173-174). 7. Υπενθυμίζουμε ότι την εποχή στην οποία αναφέρεται το Τρίτο στεφάνι δεν είχε εισαχθεί ακό μη στην Ελλάδα ο θεσμός του πολιτικού γάμου. 0 γάμος ήταν αποκλειστικά θρησκευτικός. 8. Για την επιβράδυνση που φέρνει στο ρυθμό της διήγησης η χρήση της περιγραφής, βλ. Gerard Genette, «Discours du recit», in Figures III, «Seuil», Παρίσι, 1972. 9. Ένα περίφημο, όσο και επίκαιρο στις μέρες μας, παράδειγμα αντίφρασης είναι ο εναρκτήριος στίχος του μύθου του Λαφοντέν για το λύκο και το αρνί:«La raison du plus fort est toujours la meilleure» (To δίκαιο του ισχυρότερου είναι πάντα το καλύτερο). 10. Πρβλ. και το ακόλουθο απόσπασμα από την «Πρώτη εικόνα»: «Οι δύο-τρεις άντρες, πούχουν κάποια θέση στις αναμνήσεις μου -εκτός απ' τον πατέρα μου, που αποτελεί ιδιαίτερη περίπτω ση- ήταν όλοι τους κομπάρσοι στην ιλαροτραγωδία που είναι σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια: άβουλα, κωμικοτραγικά θύματα της κανιβαλιστικής αγάπης των γυναικών, ή του διαβρωτικού μί σους των» (ό.π., σ. 171). Μ4
Κ Υ Κ Λ
Ο
Φ
Ο
Ρ
Ε
Ι
ΔΙΟΝ. ΚΩΣΤΙΔΗΣ Η ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΕ (Μυθιστόρημα) ...Το δρομολόγιο της κοινωνίας μας από το μεσοπό λεμο ως την απελευθέρωση αναπαράγει ο συγγρα φέας. Ένα δρομολόγιο συναρπαστικό... Επενδύο ντας σε πρόσωπα οικεία της καθημερινής ζωής στη συμπρωτεύουσα, δίνει την περιπετειώδη εξέλιξη της οικογένειας, των σχέσεων, των αγώνων, της α νάπαυσης, της οδύνης και των ελπίδων που θερμαναν τους μέσους ανθρώπους του τόπου μας. Ο μύ θος του είναι ταυτισμένος με την πραγματικότητα και τον ξετυλίγει με δεξιοτεχνία γνήσιου μάστορα της λογοτεχνίας... ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ Απογευματινή, 4 Φεβρουάριου 1989 ...Ο συγγραφέας μέσα από ήρωες αληθινούς και ο λοζώντανους περιγράφει την παλικαριά και την περιπέτεια των απλών ανθρώπων... τις αντιδρά σεις τους, τις εσωτερικές διαδικασίες, την πίστη τους σ' ένα καινούριο κόσμο, τους οραματισμούς
που δεν έγιναν πραγματικότητα. Η αφήγησή του έχει δύναμη και αμεσότητα. Ζεις τα γεγονότα και τους ήρωες μαζί του. Ζεις την κακή εποχή και Βυ θίζεσαι σε κάποιους Βαθύτερους προβληματι σμούς... Το έργο συγκινεί και προβληματίζει. Όλα αυτά τα στοιχεία τού δίνουν μια ενότητα, μια στε ρεότητα που σε προέκταση γίνεται εποικοδομητι κή προσέγγιση σε μια οριακή περίοδο του νεοελ ληνικού Βίου... ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΓΑΜΕΛΟΣ Ελευθεροτυπία, 31 Μαΐου 1989 ...Ένα μυθιστόρημα-μαρτυρία ταραγμένων νεοελλη νικών καιρών μάς χάρισε ο στοχαστής φίλος Διον. Κωστίδης. Σταθερή διαγραφή χαρακτήρων, εξαίρε τη αποτύπωση της καθημερινότητας, σεμνότητα γραφής και απέραντη συγκινητική ανθρωπιά... ΚΩΣΤΑΣ ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΣ Ευθύνη, Ιούλιος 1989
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΙΤΣΙΛΟΣ, Σοφοκλέους 4 Αθήνα. Τηλ. 210 3211237 I ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
αφιέρωμα του βρασίδα
ΚΑΡΑΛΗ Διάβασα το Τρίτο στεφάνι, όπως και οι περισσότεροι της γε
νιάς μου, μετά το 1974, όταν η μεταπολίτευση στην Ελλάδα υποσχόταν μια ριζική α νακαίνιση της ζωής και της σκέψης. Το διάβασα μαζί με το Διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή, το Κράτος και επανάσταση του Λένιν, το Λογοτεχνία και επανάσταση του Τρότσκι, το Άκου, ανθρωπάκο του Βίλχεμ Ράιχ και φυσικά το Love Story του Eric Segal, με την πεποίθηση ότι επρόκειτο για αντιστασιακό βιβλίο. Κατά κάποιο παρά δοξο τρόπο, δεν μπορούσα να βρω τίποτε αντιστασιακό ή αντιεξουσιαστικό μέσα του, σε σημείο που δε με συγκίνησε καθόλου και δε νομίζω ότι έφτασα τότε στην τελευταία του σελίδα. Ώσπου, πολλά χρόνια μετά, ζώντας στο Σίδνεϊ, ανακάλυψα με ενδιαφέρον ότι ο Ταχτσής ζούσε στην ίδια περιοχή όπου έμενα κι εγώ και ότι δούλευε στο ίδιο τετράγω νο όπου αγόραζα τα βιβλία μου κατά τις δύο παραμονές του στην Ωκεανία. Έτυχε
Η τραγωδία της μικροαστικής τάξης μάλιστα να συναντήσω μερ ικο ύς αν θρώπους που τον γνώρισαν- τον Μανό λη Λάσκαρη για παράδειγμα, σύντροφο του Patrick White για πενήντα χρόνια, ο οποίος μου έδωσε μερικές χαρακτηρι στικές λεπτομέρειες ιδιαίτερα από τη δεύ τερ η π α ρ α μ ο ν ή του στο Σ ίδ ν ε ϊ (1960-62). «Ήρχετο», μου είπε κάποτε με τη γοη τευτική του αλεξανδρινή διάλεκτο, «Κυ ριακήν απογευματινήν διά να μας απαγ γείλει σελίδας από κάποιο σύγγραμμά του. Αυτό που διάβαζε ήτο ένα ακατάπαυστον κουσκουσελιόν ανάμεσα σε μπουγαδόνερα. Ο Πάτρικ κατέφευγε εις το επά νω δωμάτιο διά να μην τον συναντά. Μα και εγώ εκαθόμην από ευγένεια και ήκουον όλον αυτό το μονόλογο συγκαταβατικώς, μαζί με όλα όσα μου εδιηγείτο παρεκβατικώς διά τας περιπέτειας του εις τα δημόσια ουρητήρια. Ημείς της Αλεξανδρείας, και ειδικώς εκ της τάξεώς μου, δεν αρεσκόμεθα εις παρόμοιας μυθιστορίας των λαϊκών τάξεων - και προσωπικώς επειδή ήμην ταγμένος εις τον Πάτρικ δεν με ενδιέφερε να γνωρίζω τι έκανε δημοσίως με αγνώστους περαστικούς. Φρικτόν... χωρίς αξιοπρέ πειαν, χωρίς αυτοσεβασμόν, χωρίς τσίπα... Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να αγα πήσει ούτε και το σαρκίον του! Όσον διά το εν λόγω σύγγραμμά του απουσίαζεν το ή θος και η ανάταση- δεν υπήρχε πνεύμα, αν μου επιτρέπετε, κύριε Καραλή μου - εν ολίγοις, ήτο ανυπόφορον- μου υπενθύμιζε την Ευδοκία του Αριστείδου Κυριάκού, λαϊ κόν ανάγνωσμα το οποίο είχα διαβάσει πριν συναντήσω τον Πάτρικ εν Αλεξανδρεία. Μίαν ημέραν λοιπόν, όταν ετόλμησα να του είπω ότι δεν μου ήρεσεν, απάντησε με θρασύτητα: “ και τι καταλαβαίνεις εσύ από λογοτεχνία” συνοδεύοντας αυτήν την ποτα-
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 87
πή έκφραση με χυδαίες εκφράσεις περί τα ερωτικά μου. Αλλά εγώ τον Πάτρικ τον α γαπούσα και θυσίασα την οικογένεια και την πατρίδα μου δΓ αυτόν δεν ήμην του δρόμου σαν κι ελόγου του!» Μολονότι εγώ δεν ήμουν της Αλεξανδρείας αλλά της Δραπετσώνας, είχα επίσης την ί δια εντύπωση για το βιβλίο- ήταν ανοικονόμητο, φλύαρο, χωρίς συγγραφικό ήθος, ένα μυθιστόρημα που αντέγραφε την ιστορία, που μιμούνταν την ανθρώπινη φωνή, ένα κείμενο που χρησιμοποιούσε τη λογοτεχνική σημασία για να μιλήσει για το τίποτα. Με λίγα λόγια, ήταν ένα βιβλίο που ταίριαζε στη μεταπολεμική και μεταπολιτευτική Ελλά δα, ένα βιβλίο που κατέγραψε με τον οδυνηρότερο τρόπο την ασημία, την αλαλία και την υπαρξιακή διάλυση του ελληνικού λόγου μέσα από μια γοητευτική παρουσίαση του μικροαστισμού ως της κατεξοχήν νεοελληνικής ιδεολογίας. Το Τρίτο στεφάνι, μαζί με τη μυθολογία του συγγραφέα του, ήταν το δημιούργημα μιας ψευδούς συλλογικής συ νείδησης και μιας ρητορικής του θύματος και της αυτοθυματοποίησης που κυριάρχη σε και κυριαρχεί στην ελληνική πραγματικότητα μέχρι σήμερα. Εξάλλου, εμείς προερ χόμαστε από τη μικροαστική τάξη και δε χρειαζόμαστε να τη βρούμε μπροστά μας και ως λογοτεχνία- το βιβλίο δεν έδινε καμιά διάσταση εξόδου, ένα δισταγμό, μια ρωγμή απ’ όπου να εισερχόταν το όνειρο μιας νέας ζωής, ούτε καν η αίσθηση μιας ομορφιάς που να προξενούσε κάποια υπαρξιακή δυσφορία γι’ αυτά που βλέπαμε γύρω μας. Πέρα μάλιστα από το να θεωρηθεί κείμενο κοινωνικής απελευθέρωσης περί τα ερω τικά ή ακόμα και περί τα κοινωνικά, όπως παρουσιάστηκε μετά το 1974, το βιβλίο έ πεσε θύμα του συγγραφέα του, για την ακρίβεια φυλακίστηκε από την ανικανότητα του Ταχτσή να αποσυσχετίσει τον εαυτό του από αυτό κι επομένως από την αδυναμία του κειμένου να αυτονομηθεί. Ακόμα και η αναπαράσταση της ομοφυλοφιλίας είχε ε κείνο το μειωτικό τόνο της μεμψιμοιρίας και του παράπονου (χαρακτηριστικό άλλω στε όλης της μίζερης παραγωγής του 19 50 και του 19 60 στην Ελλάδα) που έδινε την εντύπωση ενός διχασμένου εαυτού: όσο περισσότερο κυνηγούσαν το φαλλό άλ λων αντρών οι αρσενικοί χαρακτήρες του τόσο πιο πολύ έχαναν την επαφή με το δικό τους σώμα και ευνουχίζονταν. Για να αρχίσουμε από αυτό, ο Ταχτσής φαίνεται, σε αυτό το βιβλίο τουλάχιστον, να α ποδέχεται την αστυνομική αντίληψη της ομοφυλοφιλίας ως διαρκούς αρπακτικότητας εναντίον ανυποψίαστων ετεροφυλόφιλων αντρών καθ’ οδόν προς τον παράδεισο της οικογενειακής τους ευτυχίας. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την επιτυχία του βιβλίου- όλοι αυτοδικαιώνονται στις σελίδες του εφόσον τα θύματα είναι εκ φύσεως θύματα και οι θύτες εκ φύσεως θύτες. Όταν όμως ο Τσίρκας παρουσιάζει την Έμμα να ψάχνει να βρει τον «τερατώδη ανδρισμό» του Αδάμ, παρουσιάζει ένα άτομο χωρίς συμπλέγματα και φοβίες- της αρέσει και το κάνει, ο χαρακτήρας αρτιώνεται μέσα από το πάθος της αναζήτησης, ακόμα και από την απόρριψη αυτού που πραγματικά αγαπάει. Κανέ νας χαρακτήρας του Ταχτσή δεν κάνει κάτι τέτοιο- όλοι ηδονίζονται με την απραξία τους. Δε βυθίζονται στα πάθη τους, δε μαίνονται, δεν ξεπερνούν τους περιορισμούς τους ή δε βουλιάζουν αβοήθητοι μέσα σε αυτούς, βασανισμένοι από την ακμή ή την παρακμή τους, όπως κάνουν λόγου χάρη η Έμμα Μποβαρί ή η Μαντάμ Ορτάνς. Αντί θετα, παρουσιάζονται υποτονικοί, άψυχοι, χωρίς εσωτερική ζωή και φυσικά χωρίς σύμβολα αυτοαναγνώρισης. Η τακτική αυτή προϋποθέτει μια βαθύτατα εσωτερικευμένη μειονεξία για τη συγκε κριμένη ερωτική συμπεριφορά- πίσω της μάλιστα λανθάνει η αντίληψη ότι ο ερωτικός προσανατολισμός κάποιου καθορίζει και την ταυτότητά του, τον εαυτό του, το είναι του. Αυτή η παράδοξη προνομιοποίηση του ομοερωτισμού δε συμβαίνει φυσικά και
88ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
με την ετεροφυλοφιλία: δε σκεφτόμαστε ποτέ λόγου χάρη ότι η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη είναι ετεροφυλόφιλη επειδή ακριβώς είναι ο εαυτός της- δε σκεφτό μαστε καν ότι είναι φόνισσα γιατί κάτι σημαντικότερο γίνεται μέσα της που ξεπερνάει τις πράξεις της. Οι ετεροφυλόφιλοι μπορεί να είναι και άλλα πράγματα, να γεύονται και άλλες ηδονές, να αισθάνονται, να κάνουν μοιραία έργα, να συγκρούονται με τη μοίρα τους. Οι ομοφυλόφιλοι του Ταχτσή όμως δεν μπορούν τίποτε- το μόνο που θέ λουν είναι να βρουν ένα φαλλό, απρόσωπο, τεράστιο και οε στύση ατέρμονη για να αισθανθούν ότι υπάρχουν- δεν αρρωσταίνουν ποτέ, δε βασανίζονται από διλήμματα, δεν πτοούνται από τις προκαταλήψεις, δεν έχουν ηθικές τύψεις. Έχουν εθνικό καθή κον να φαλλοδιφούν. Ο Ταχτσής γράφει ομοφυλόφιλες Φαβιόλες και αροενικές Γενοβέφες που υποφέρουν όχι επειδή τυχαίνει κάποτε να σκεφτούν, να ονειρευτούν, να παραληρήσουν ή να αγαπήσουν, αλλά γιατί έχασαν τη χρυσή ευκαιρία να αποπλανή σουν το μπακαλόπαιδο, το χασάπη και τον ταχυδρόμο της γειτονιάς. Το Τρίτο στεφάνι υπήρξε το καλύτερο δείγμα λογοτεχνικής γραφής που δεν έδινε μια διάσταση του μέλλοντος μέσα στο διανοητικό ορίζοντα μιας εσωστρεφούς και κλει στοφοβικής νοοτροπίας. Ήταν και είναι το πλέον μονοδιάστατο βιβλίο της νεοελληνι κής γραφής- περισσότερο μονοδιάστατο από τα κείμενα του Δημοσθένη Βουτυρά, του Πέτρου Πικρού ή του Κώστα Παρορίτη, τα οποία, ενόσω τα διαβάζεις, δίνουν την εντύπωση μιας κρυμμένης ή απωθημένης δεύτερης πλοκής, που ενώ δεν επονομά ζεται, λειτουργεί σαν ένα υποδόριο μουσικό μοτίβο. Δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τον Ταχτσή και το Τρίτο στεφάνι: είναι αυτό που διαβάζεις. Τίποτε δεν υπονοείται ούτε ακούγεται στο βάθος, τίποτε δεν κρύβεται ή συμπεραίνεται. Η φωνή της αφηγήτριας διαλύει κάθε άλλη φωνή- είναι μια μονοτροπική α φήγηση που δεν αφήνει τη φαντασία του αναγνώστη να συμπληρώσει τα κενά, να συνά ψει σχέσεις και να προσθέσει τη δική του συμμετοχή στα αφηγούμενα. Επιπλέον η αφηγήτρια δεν ήταν μια μικροαστή που μιλούσε για τον εαυτό της- ήταν μια μικροαστή που μιλούσε στον εαυτό της, που συνεχώς χαμογελούσε με αυταρέσκεια στον καθρέφτη της χωρίς να λέει τίποτε για τον καθρέφτη τον ίδιο. Επρόκειτο λοιπόν για ένα λαϊκό μυθιστό ρημα, σαν εκείνα του Αριστείδου Κυριάκού, το οποίο άνοιξε το δρόμο για τα Βαμμένα κόκκινα μαλλιά, τον Ιούδα που φιλούσε υπέροχα και για τόσα άλλα αναγνώσματα που
λαμπρύνουν τη νεοελληνική βιομηχανία παραγωγής αριστουργημάτων σήμερα. Αυτό άλλωστε εξηγεί και την επιτυχία του βιβλίου στην Ελλάδα και την αποτυχία του στο εξωτερικό: τέτοιες συνοικιακές φωνές έχουν απήχηση σε γειτονιές αλλά όχι σε πολιτείες και κοινωνίες που έχουν ριχτεί σε διαρκή επαναδιαπραγμάτευση των χαρα κτηριστικών τους και οι οποίες στο κάτω κάτω έχουν τα δικά τους αντίστοιχα αναγνώ σματα για τις γραφικές γειτονιές τους. Έχουμε μάλιστα την αφέλεια να πιστεύουμε ότι τα καλά βιβλία γράφονται από καλούς συγγραφείς ή ακόμα και από έξυπνους ανθρώ πους. Τίποτε μακρύτερα της αλήθειας από αυτό. Πολλά καλά βιβλία γράφονται από αν θρώπους χωρίς αίσθηση του ωραίου ή συνείδηση του τι πράττουν μέσα από τη γραφή. Ο Ταχτσής θα πρέπει να θεωρηθεί ίσως ο αφελέστατος των νεοελλήνων συγγραφέ ων, όχι με την έννοια της παπαδιαμαντικής αφέλειας, αλλά με εκείνη που αναφέρεται σε ένα ανυποψίαστο άτομο που δεν αντιλήφθηκε τη σημασία που έχει για μια κοινω νία και για μια κοινότητα αναγνωστών το γράψιμο ή τη σπουδαιότητα που μπορεί να λάβει η παρουσία ενός λογοτέχνη για τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτογνωσία μιας κοινωνίας. Σε ένα πιο σύνθετο επίπεδο, δεν μπορούσε μάλιστα να κατανοήσει τη θέ ση του λογοτεχνικού βιβλίου μέσα στο σύστημα εξουσίας της κοινωνίας του και ταυ τόχρονα τη χρήση του κάθε βιβλίου από την εκάστοτε ηγεμονεύουσα δύναμη.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 89
Ο συσχετισμός του μάλιστα με τον Παπαδιαμάντη είναι εντελώς άστοχος και αδικεί υ περβολικά τον Σκιαθίτη. 0 Παπαδιαμάντης γράφει επειδή πιστεύει, η πίστη δίνει στα ασύμπτωτα και ασυναφή συμβάντα των διηγημάτων του ένα ενοποιητικό μοτίβο που τα συμπαρουσιάζει σαν ενότητα και σαν ολότητα. 0 Πεντζίκης παρατηρεί ότι ο Παπαδιαμάντης ήταν ο πρώτος συγγραφέας που έγραψε διηγήματα χωρίς υπόθεση και ι στορία. Ο Ταχτσής όμως έχει μια ιστορία- συνήθως μάλιστα μπλέκει και άλλες ιστο ρίες στην αφήγησή του και με την εξαίρεση κάποιων διηγημάτων του (από Τα ρέστα και Η γιαγιά μου η Αθήνα) εγκαταλείπεται σε μια επαναληπτικότητα που αφαιρεί κάθε ίχνος συγγραφικής αθωότητας από το τελικό του κείμ ενο. Όμως, η καρδιά του Ανδρέα Αγγελάκη, του πρώτου που διατύπωσε την ιδέα μιας συγγένειας με τον Παπαδιαμάντη, ήταν πολύ μεγάλη κι ήθελε να δώσει στον Ταχτσή μια απυρόβλητη θέση μέ σα στο πλέγμα μιας συγγένειας που θα τον δικαίωνε, προστατεύοντας έτσι αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε αποκλίνοντα ερωτισμό. Φευ, κατά την κινεζική παροιμία, τίποτα δεν μπορεί να βγάλει κανένα πλάσμα από την τροχιά του- ακόμα και αν αποκλίνεις, δε σημαίνει ότι δε θα συγκλίνεις κάπου. Μα ας ξεκινήσουμε από τον άνθρωπο. Εμείς μεγαλώσαμε κάτω από τη σκιά του Ταχτσή- η γενιά του '80, όπως τη χαρακτήρι σε ο ίδιος, αντιλήφθηκε τον κόσμο την εποχή που πέθαναν οι δύο σημαντικότεροι συγ γραφείς που έζησαν και έγραψαν για κοσμοϊστορικά γεγονότα, ο Στρατής Τσίρκας και ο Δημήτρης Χατζής. Αυτοί ήταν παράλληλα και οι τελευταίοι Έλληνες συγγραφείς που εξέ θεταν σύγχρονες προβληματικές λόγου και μυθοποιίας στα ελληνικά, μέχρι τη διάλυση της γραφής από την αρχαιολογίζουσα επαναφορά του ιστορικού μυθιστορήματος, μέσα από μια αίσθηση του αφηγηματικού χρόνου βγαλμένου από τις σελίδες των εφημερί δων και τη μετάφρασή του σε τηλεοπτικές εικόνες. Με την αποχώρηση αυτών των δύο συγγραφέων, που έκαναν τόσο απαιτητική την πράξη της ανάγνωσης, το πεδίο απελευ θερώθηκε για κάθε λογής φυσιογνωμίες που έκαναν θέαμα τον εαυτό τους. 0 Ταχτσής ήταν ο πρωταγωνιστής της στάσης η τέχνη για χάρη του καλλιτέχνη- ήταν διεκδικητικός και επιθετικός, χωρίς ενδοιασμούς και ταυτόχρονα μαινόμενος χωρίς σκοπό. Μέσα στο πνεύμα του εύκολου λαϊκισμού που κυριαρχούσε μετά το 1974 και ιδιαίτερα μετά το 1981, ήταν το απαραίτητο και αναγκαίο πρόσωπο για να διατυπώ σει το νέο τύπο ανθρώπου που γεννιόταν μέσα από τη δικτατορία- τον αριβίστα, τον ιδεοθήρα, τον καταναλωτή. Ήταν το πρόσωπο που μπορούσε να παίξει σε πολλά ταμπλό, γιατί ήταν αδίστακτος, γραφικός και ταυτόχρονα ικανοποιούσε την ευθιξία της ι θύνουσας τάξης, με την οποία συναγελαζόταν, να δηλώνει απελευθερωμένη περί τα ερωτικά. Είχε τέλος μια μοναδική και αξιοθαύμαστη ικανότητα: να κονιορτοποιεί και να εξαπλουστεύει προβλήματα που είχαν ταλανίσει γενιές ανθρώπων, όπως επίσης και μερικά από τα μεγαλύτερα πνεύματα των αιώνων. Αυτή η ικανότητά του συνδυαζόταν με μια ευχέρεια στην πνευματώδη έκφραση και μια άνεση στην έκδοση ετυμηγοριών που μερικές από αυτές θα πρέπει, ομολογουμένως, να μείνουν κλασικές στα νέα ελληνικά. Αναμφίβολα ήταν εύστροφος, αλλά δε φαίνεται να τον απασχολούσαν σοβαρά αυτά που έλεγε ή τον ρωτούσαν. Οι δημοσιογράφοι και τα περιοδικά που τόσο πολλαπλασιάστηκαν μετά το 1974 χρειάζονταν εικόνες και φω νές- βρήκαν λοιπόν στον Ταχτσή αυτό που οι Γάλλοι προσφυέστατα αποκαλούν haute vulgarization - έναν υψηλού επιπέδου εκχυδαϊσμό των μεγάλων ζητημάτων, πράγμα
που σήμαινε κοφτές και κομψές φράσεις, που μπορούσαν να απομνημονευτούν και να γίνουν συνθήματα, σε μια εποχή άλλωστε μεγαλωμένη από σλόγκαν κάθε είδους. Η λειτουργία του Ταχτσή ως δημόσιου προσώπου υπήρξε αναμφίβολα καταλυτική για
90 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
να καταστούν ορισμένα ζητήματα περί τα ερωτικά προφανή και ορατά μέσα σε μια κοινωνία που απέφευγε πάντα την κυριολεξία. Αυτό δε σήμαινε βεβαίως τη λύση των εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Λόγω της προσωπικότητάς του ο Ταχτσής είχε την τάση να κλασματοποιεί το πρόβλημα, να το προσωποποιεί, να το περιστρέφει γύρω από τον ίδιο, παραμερίζοντας και αγνοώντας τελείως τις προεκτάσεις που είχε μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινωνία και κάτω από μια ειδική συγκυρία. Αυτό εξηγεί και τη μανία του να τα βάζει με τους πάντες, χωρίς να τους αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό. Για παράδειγμα, να κατηγορεί τον Λουκά θεοδωρακόπουλο, χωρίς να βλέπει την ηρωική αυταπάρνηση και τη διανοητική εμβέλεια του ανθρώπου- να μυκτηρίζει τον Γιάννη Τσαρούχη, ένα στοχαστή πολιτισμού με διαχρονική σοφία- να απορρίπτει τον Καζαντζάκη επειδή απλώς ήταν καλύτερος συγγραφέας και διαβαζόταν περισσότερο. Ο κατάλογος θα μπορούσε να μεγαλώσει, ιδιαίτερα αν μιλήσουμε για τα καλλιτεχνικά. Η τάση αυτή υποδεικνύει την τρομακτική ψυχολογική του ανάγκη να παραδίδεται αμα χητί στη γοητεία των γεγονότων, χωρίς να διαισθάνεται τα συμβολικά πεδία μέσα από τα οποία βιώνουμε και μιλάμε για τις εμπειρίες μας. Η βεβαιότητά του ότι «είμαι αυτό που είμαι» δίνει την ψευδαίσθηση ενός συμπαγούς, ολοκληρωμένου εαυτού που βλέπει, κρίνει και αποφθέγγεται μέσα από ένα χώρο σταθερών και εδραίων απόψεων. Όμως οι αντιφάσεις είναι τόσο πολλές, ιδιαίτερα αν κάποιος κοιτάξει τις συνεντεύξεις του -πολλές από αυτές μέσα σε διάστημα λίγων μηνών-, ώστε θα πρέπει να υποθέσουμε ένα είδος στιγμιαίας συνείδησης χωρίς μνή μη για να κατανοήσουμε αυτό που θέλει να υποδείξει με τις εν πολλοίς επιπόλαιες θέσεις του. Ο Ταχτσής εκφράζει πέρα από κάθε άλλο νεοέλληνα συγγραφέα την πολι τισμικά διαμορφωμένη στάση ζωής τού να μη νοιάζεσαι για τις συνέπειες των λόγων και των έργων σου, τη στάση τού να ζεις σε μια αυτάρεσκη ικανοποίηση γι’ αυτό που είσαι και σε μια αδιάφορη αυτάρκεια απέναντι στους άλλους. Με τον Ταχτσή η ρητορική της επίρριψης ευθυνών σε άλλους και της απόσεισης ευ θυνών από το άτομο πήρε στα ελληνικά την πλέον διαυγή και για τούτο επιτυχημένη της διατύπωση. Αυτό άλλωστε εξηγεί την τεχνική των προσωπείων που διακήρυττε ό τι είχε υιοθετήσει- την ιδέα ότι ο καταδιωκόμενος υπάρχει επειδή καταδιώκεται και ότι η σεξουαλικότητα εκφράζεται μέσα από ένα διαρκές κυνήγι εραστών. Αυτές δεν είναι απλώς δηλώσεις ανικανοποίητου ερωτισμού αλλά προτάσεις ανοργασμικής πρό ζας, μιας πεζογραφίας που δεν ικανοποιείται από το θέμα της και η οποία κατά συνέ πεια δε βρίσκει το ύφος της. Είναι γραμμένη μόνο και μόνο για να σοκάρει, για να γαργαλήσει ή για να ενοχλήσει- ποτέ για την ικανοποίηση που δίνει η ίδια της η πραγ μάτωση ή για την ευχαρίστηση που προσφέρει η ανάγνωση - για να μη μιλήσουμε για την υπαρξιακή λειτουργία της, διότι θα μπαίναμε σε χωράφια άλλων, όπου δεν υπάρ χει περίπτωση να συναντήσουμε τον Ταχτσή. Όταν πέθανε, ήταν λυπηρό να βλέπει κάποιος την ταχύτητα με την οποία ξεχάστηκε. Ένας super star των μέσων επικοινωνίας διαλύθηκε πίσω από την ομίχλη ενός προ σωπικού θρύλου που μέχρι σήμερα σκεπάζει το έργο του, το οποίο, παρά τις διάφο ρες προσεγγίσεις του, παραμένει ατελέσφορο, κρυπτικό και άγονο, εφόσον οι λογό τυποι και οι σημασιοδοτήσεις του χρειάζονταν την προσωπικότητα και τη δημόσια ει κόνα του για να μιλήσουν και να μεταδοθούν. Ακόμα και ο τρόπος θανάτου του, που θα μπορούσε να τον μυστικοποιήσει για πάντα μεταμορφώνοντάς τον σε ένα ναρκισ σιστικό Ορφέα, μοιάζει σαν κακοστημένο τέχνασμα. Μεταμφιεσμένος ακόμα και τό τε: αυτό πια δεν ήταν δολοφονία- ήταν σκηνοθεσία κινηματογραφική: Ο κατήφορος του Γιάννη Δαλιανίδη.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 91
Τώρα πλέον μας δίνεται η ευκαιρία, απελευθερωμένοι από την προσωπικότητα και τη σαγήνη της, να εισέλθουμε σε ένα διάλογο με το έργο του για να κατανοήσουμε ποι ος κόσμος συγκροτείται μέσα του, με ποιον τρόπο και τελικά για ποιο λόγο, ή με ποιο λόγο. Η προσωπικότητα είναι φυσικά πάντα εκεί, αλλά όπως και κάθε άνθρωπος είναι μια σύνθετη μονάδα που χρειάζεται τη φασματοσκόπησή της, ένα πυκνό νεφέ λωμα που πρέπει να προσεγγίσουμε διακριτικά για να κατανοήσουμε τη σύστασή του. Ο Ταχτσής, παρά την ελαφρότητά του, αποκαλύπτει τον κεντρικό συμβολικό λόγο της μεταπολεμικής κοινωνίας σε αντίθεση με άλλους συγγραφείς- ίσως μάλιστα η έλλει ψη σοβαρότητας και η απουσία βάθους να τον βοήθησε να καταστρώσει αυτό το πλαίσιο αναφορών αποσβέσεως νοήματος. Το έργο του μοιάζει σαν ένα κάδρο απ’ ό που απουσιάζει ο πίνακας, είναι ένα είδος προλεταριακού μπαρόκ, που το χρυσό και περίτεχνο πλαίσιο μιας εικόνας έχει μεγαλύτερη αξία από την ίδια την αναπαράοταση. Το κύριο πρόβλημα της γραφής του ήταν η ιστορία αλλά όχι η ιστορικότητα των αν θ ρώπων η ιστορία όμως ως θέαμα και ανέκδοτο, μια ιστορία η οποία δεν τον άγγιξε και δεν τον πλήγωσε και την οποία δεν υποπτεύθηκε, εφόσον ιστορία σημαίνει εξιοτόρηση της αυτογνωσίας που προκύπτει μέσα από την εμπειρία των γεγονότων. Η ι στορία συνδέεται με την αυτοσυνειδησία του αυτόβουλου υποκείμενου που λέει «ε γώ» και εκπροσωπεί μια τάση, ένα στρώμα, μια παρέα. Την έλλειψη και την απουσία αυτής της εκπροσώπησης βλέπουμε να παρουσιάζει ο Ταχτσής: το αυτοκαλυπτόμενο υποκείμενο, τον άκεντρο εαυτό, που ψάχνει να καλύψει την υποτιθέμενη έλλειψή του με μια μανία ερωτικών περιπετειών και μια μονολογική γλωσσόρροια που τελικώς χά νει τη σημασιοδοτική της ενέργεια. Αυτό μάλιστα οφείλεται στην κλασματοποίηση της προσωπικότητας, το σπάσιμο των δεσμών μεταξύ εμπειρίας και έννοιας, που στον Ταχτσή οφείλεται στη σεξουαλική συμπεριφορά. Ένας πρόωρα χαμένος θεωρητικός της ερωτικής επιθυμίας, ο Guy Hocquenghem, μίλησε για το «μηχανικό σκόρπισμα» του ομοφυλόφιλου αρσενικού μέσα από διαρκείς σεξουαλικές επαφές επειδή, όπως δήλωνε, έτσι ξεπερνιέται η ενοχοποίηση και η απώθηση της επιθυμίας, ενώ παράλλη λα εξωτερικεύεται και ολοκληρώνεται η πολυμορφία του ερωτικού ενστίκτου. Αυτό σημαίνει φυσικά ότι η κοινωνία θα πρέπει, σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, να εξε λιχθεί σε ένα ανοιχτό όργιο, που δεν ξέρεις ποιον και φυσικά ποια συμπεριλαμβάνειλόγου χάρη, τη μητέρα και τον πατέρα καθενός, δηλαδή τη διάλυση κάθε κώδικα συμβολικής επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Το ανοιχτό όργιο όμως εδώ περι λαμβάνει μόνο ένα άτομο, είναι ουσιαστικά μια ενδοβολή του ερωτικού αντικειμένου, μια ναρκισσιστική μετατόπιση, όπου το μόνο αντικείμενο του πόθου που ψάχνεται εί ναι ο ίδιος ο φαλλός του μειονεκτικού αρσενικού, η επιθυμία να καταβροχθίσει τον ί διο του τον ανδρισμό, να τον αναγεννήσει, να τον επιβάλει. Για έναν τέτοιο ναρκισσι στικό ερωτισμό μιλάνε τα έργα του Ταχτσή- έναν ερωτισμό χωρίς τη διάσταση του άλ λου, μονοσήμαντου και μονόπλευρου- όχι σκοτεινού όπως του Λόρκα ή σαρκολατρικού όπως του Ζενέ - αλλά για τον ερωτισμό ενός ανθρώπου άβουλου και έρμαιου των συνθηκών, ενός ερωτισμού χωρίς σώμα, εντελώς εικονικού και φαντασιακού, βγαλμένου μέσα από τις ταινίες του ’50 και τα τραγούδια του Καζαντζίδη. Ψυχαναλυτικά ο Ταχτσής παρουσιάζει το συγγραφέα ως συλλογικό ευνουχιστή της κοινότητάς του- επιπλέον αναπτύσσει την πράξη της γραφής ως εκδίκηση εναντίον μιας πραγματικότητας η οποία του πρόσφερε ως μόνη αφετηρία το μικρό και εύ θραυστο σώμα του, ένα σώμα που το μισούσε και το χρειαζόταν, ένα σώμα που το ποθούσε και εκείνο τον πρόδιδε. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι λογότυποι που χρησιμοποιεί ο Ταχτσής όταν μιλάει για το σώμα και μάλιστα το ανδρικό είναι στερεό
92 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
τυπες εκφράσεις που πρέπει να έχει δανειστεί από κόμικ ή μυθιστορήματα του Οικο γενειακού θησαυρού· οι άντρες έχουν αρχαίο ελληνικό κεφάλι και αγαλματένιο σώμα
και, φυσικά, όλοι τους τεράστιο πέος που δεν ξέρουν τι να το κάνουν. Ο Ταχτσής μι σεί το ανδρικό σώμα, το αφανίζει κάτω από στερεότυπα κλισέ, το μετατρέπει σε μια φαντασίωση, χωρίς προσωπική ιστορία. Έτσι όλοι οι χαρακτήρες του στερούνται σημείων αναφοράς, τελετών του ανήκειν, πράξεων δεσμευτικού μίσους ή ριψοκίνδυνων παθών. Σε αυτή λοιπόν την απεικόνιση του απρόσωπου ατόμου, του ατόμου χωρίς ιδιότητες, βρίσκεται πιστεύουμε και η ση μασία του έργου του Ταχτσή. Διότι αυτό το ενεργούμενο αυτόματο υπήρξε παράγωγο των θεμελίων και των δομών του νεοελληνικού κράτους. Πρόκειται για το υποκείμε νο που έχει χάσει τον έλεγχο της γλώσσας του και επομένως το συνδετικό ιστό του ε αυτού του, μέσα από την εσωτερίκευση της κατωτερότητάς του, της μοιρολατρίας και της ευνουχισμένης παρουσίας του. Επιστρέφουμε λοιπόν και πάλι στην ηρωοποίηση της μικροαστικής τάξης από τον Τα χτσή. Το πρόβλημα με τη μικροαστική τάξη βεβαίως είναι η αποδοχή της θέσης της ως το τελευταίο σκαλοπάτι της κοινωνίας. Η αποδοχή, με άλλα λόγια, μιας κοινωνίας όπου τα άτομα είναι δέσμια ταξικών δομών και αμετακίνητων θέσεων. Η εσωτερίκευ ση μιας κατωτερότητας που δεν είναι μόνο υλική αλλά και διανοητική. Αυτή η τάξη δεν μπορεί να έχει αίσθηση του τραγικού, όπως διαρκώς επαναλαμβάνει ο Ταχτσής, διότι έχει συναίσθηση της θέσης της ως υποταγμένης εαυτότητας. Στο επίπεδο της α ναπαράστασης όμως το πρόβλημα παίρνει μιαν επιπλέον διάσταση- τι αναπαρίσταται: η θέση ή η συνείδηση των μελών της. Όλα αυτά είναι ίσως κάπως θεωρητικά και δεν μπορεί παρά να είναι θεωρητικά αν θέλουμε να στοχαζόμαστε πάνω στην εμπειρ ία- στο πλέον άμεσο επίπεδο της γρα φής ο Ταχτσής μάς δίνει έναν κόσμο που αυνανίζεται μέσα στη μακαριότητα της κα τωτερότητάς του, έναν κόσμο που απολαμβάνει την υποδεέστερη θέση του, μια θέση διαρκούς υποταγής σε ένα αόρατο σύστημα σχέσεων που διαμορφώνουν τον ανθρώ πινο χαρακτήρα, σχέσεις οι οποίες παραμένουν για πάντα έξω από το γνωστικό πεδίο των χαρακτήρων. Αυτή η μικροαστική νοοτροπία ενός εξαθλιωμένου μικρόκοσμου αποτελεί κατά τον Ταχτσή την κυρίαρχη εικόνα του σύγχρονου ελληνισμού- όλη η γραφή του βρίσκεται συμπυκνωμένη στους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη - χωρίς μάλιστα τη σωματική ανακούφιση της απόλυτης απελπισίας που αναδίδει το εν λόγω άσμα. Μέσα όμως α πό μια ερμηνεία της αναπαράστασης θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι δηλώνει αυτή η εικόνα. Μιζέρια και διαρκές άχρονο παρόν, μια ζωική αφωνία μπροστά στη μοίρα, μια δουλοπρεπή υποταγή σε ένα νόμο που διαρκώς αλλοιώνει την προσωπικό τητα του ανθρώπου. Και κατ’ αντίθεση, καμιά αγωνία, δυσφορία, αναζήτηση, καμιά α νάγκη για βαοανισμό της συνείδησης γιατί τα πράγματα είναι έτσι όπως είναι, καμιά διερώτηση για το γιατί είμαι έτσι όπως είμαι. Αυτή η αποκαρδιωτική «ζωή εν τάφω» είναι το χαρακτηριστικό κείμενο της γραφής του Ταχτσή- όχι μια στωική άφεση, μια εγκατάλειψη εμπρός στις υπέρτερες δυνά μεις της ιστορίας και τις θελήσεις των άλλων. Ούτε καν μια πικρία, μια κατάρα, κά ποια βλαστήμια, απευθυνόμενη στο μεγάλο διαφθορέα της ανθρώπινης ευτυχίας, στον κακεργέτη του εφιάλτη της ιστορίας. Τίποτε από αυτά δεν εμφανίζεται στο έρ γο του. Μόνο μια ζωώδης εαυτολαγνεία, μια μονόδρομη ικανοποίηση, μια αντιανθρωπιστική εξάλειψη του εαυτού μπροστά στο χορτασμένο στομάχι ή το φαλλό που εκσπερματώνει.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 93
Αυτό είναι το πλέγμα σχέσεων που απεικονίζει η σχέση Νίνας και Εκάβης. Οι χαρα κτήρες του δεν έχουν την επίγνωση ότι υπάρχουν ούτε ως λογοτεχνικές επίνοιες. Ζουν μια θεατρική παράσταση (όπως παρατηρούσε ο Αλέξανδρος Σχινάς, το Τρίτο στεφάνι είναι ένας ασύμμετρος μονόλογος-παρωδία του μονολόγου της Μόλλυ από
τον Τζέιμς Τζόις), χωρίς μάλιστα να γνωρίζουν το σκηνοθέτη της. Είναι ενεργούμενα αυτόματα, άψυχα και άβουλα, συμπηγμένα γύρω από γλωσσικά στερεότυπα και συ νοικιακές λογοτυπίες που μιμούνται τη γραφή, όπως η Αλίκη Βουγιουκλάκη μιμού νταν την ηθοποιό, ακόμα και όταν δεν έπαιζε, σύμφωνα με την Έλλη Λαμπέτη. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα έργο χωρίς ήθος, που δεν αποκαλύπτει, αλλά διαρκώς αποκρύπτει ένα ασυνείδητο σωματικό δράμα, το γεγονός ότι ο συγγραφέας του δεν ήθελε να είναι αυτό που είναι. Δεν πρέπει φυσικά να ξεπέσουμε εδώ στην πλάνη του βιογραφισμού και να μιλήσουμε για τον παρενδυματισμό του Ταχτσή. Αν γουστά ρεις κάτι, μαγκιά σου, κατά το κοινώς λεγόμενον. Γιατί όμως κάποιος να ξεχνάει το σώμα του και να υποδύεται κάποιον άλλο; Δεν εννοούμε απλώς γιατί ένας άντρας ντύνεται γυναίκα, αφού και ο Ιούλιος Καίσαρας στις υψηλότερες στιγμές του έκανε το ίδιο, εφόσον μάλιστα το φύλο είναι και αυτό μια συλλογική θεατρική παράσταση με συγκεκριμένο κοινό και ειδικά εκπαιδευμένους παραλήπτες. Υπάρχει ωστόσο έ να πρόβλημα αυτοκατανόησης που ενδιαφέρει εδώ και όχι κανένα δίλημμα ηθικής τάξεως. (Ποια στάση είναι άλλωστε ηθικά γενναιότερη απ’ το να αλλάζεις σκόπιμα τις προσδοκίες του κοπαδιού σου για το μεγαλύτερο όργανο εξουσίας του, το φαλ λό;) Τα ερωτήματα λοιπόν αφορούν τον ίδιο: τι ήθελε να είναι; Πώς ήθελε να είναι; Πώς ήθελε να τον βλέπουν; Τελικώς ήταν ή έγινε ποτέ αυτό που ήθελε να είναι; Το άτομο μπορεί λοιπόν να κλείσει εδώ, αναπάντητο, αινιγματικό, ρευστό. Ας περάσου με στο έργο. Ανέφερα προηγουμένως ότι θα αποφύγουμε συστηματικά την πλάνη του βιογραφισμού και των εύκολων φροϊδικών ερμηνειών. Τι διαβάζουμε λοιπόν στα γραπτά του; Ποιες ιστορίες, τι είδους ιδιολέκτους αυτές περιεγγράφουν και, τέλος, ποιες στιγ μές χρόνου αποτυπώνουν; Προσπαθούμε εδώ να καλύψουμε τόσο μορφολογικές μέριμνες όσο και μυθοποιητικές διαδικασίες και να αντικρίσουμε το συγγραφέα ως μυθοπλαστική ολότητα. Μέσα από αυτή την ολότητα μπορούμε τελικά να πούμε ότι αναδύεται ή συγκροτείται ένας μυθικός κόσμος λόγου και κινήτρων, που εξεικονίζει το όραμα ζωής ενός ανθρώπου. Υπάρχει μόνο ένα κέντρο στην αφήγηση του Ταχτσή, είτε στο μυθιστόρημα είτε στα διηγήματά του, μια παμφάγα και ενιαία συνείδηση, ένας παντεπόπτης αφηγητής, που συγκροτεί εικόνες εμπειριών. Φυσικά όλοι σχεδόν οι συγγραφείς έχουν το εγώ τους ως οπτική στιγμή που διαρθρώνει τον κόσμο. Ο Καζαντζάκης, λόγου χάρη, έχει ουσιαστικά μόνο έναν ήρωα στα μυθιστορήματά του- όπως και ο Χατζής ή ο Πεντζίκης. Όλοι όμως, ακόμα και ο Βουτυράς, αναπτύσσουν δυνατότητες υπαρκτικές αυ τού του μοναδικού λογοτύπου- ο Καπετάν Μιχάλης είναι ο ίδιος χαρακτήρας όπως και ο Χριστός- αλλά τι διαφορά στα συγκείμενα και τις προβληματικές τους! Ο ένας βρίσκεται αντιμέτωπος με την παράλογη σιωπή της φύσης και τη λανθάνουσα ε χθρότητα του πολιτισμού ενώ ο άλλος βρίσκεται σε έναν πόλεμο με τον εσωτερικό του κόσμο, διχασμένος, αυτοκαταργούμενος, ψάχνοντας να διαπλάσει το πρόσωπό του μέσα από τη συλλογική μνήμη των άλλων. Ακόμα και ο ήρωας του θεοτοκά στους Ασθενείς και οδοιπόρους έχει τη δύναμη να μας ξαφνιάσει- στο δεύτερο μέ ρος του μυθιστορήματος βρίσκεται αλλού και μιλάει από αλλού, ανατρέποντας αυτό που είχε συγκροτήσει στο πρώτο.
94 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Οι χαρακτήρες του Ταχτσή δεν είναι μόνο ο Ταχτσής ο ίδιος- είναι ακίνητοι, σπουδές νεκρής φύσης, δεν έχουν εσωτερική ζωή, δε διαθέτουν τη διάσταση του βάθους σε οποιαδήποτε μορφή της. Ακόμα και στο Η γιαγιά μου η Αθήνα που θα περιμέναμε κάτι προσωπικό, τέλος πάντων, διαβάζουμε τις ίδιες περιπέτειες, την ίδια σκηνοθε σία, τον ίδιο χρόνο. Ακόμα και όταν μιλάει για τον ομοφυλόφιλο χαρακτήρα, το τρικέφαλο τέρας, «ομοφυλόφιλος, ναρκομανής, κομμουνιστής», τι μαθαίνουμε για τον εσωτερικό κόομο αυτού του τέρατος; Τίποτε. Από το μονοκόκαλο Καζαντζάκη ωστό σο έχουμε τον Παναγιώταρο στο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, όπου η απεικόνιση του απόλυτου κακού, ως συνεχής υπαρξιακή άρνηση της καλοσύνης, δίνει μια διά σταση απροσδόκητης αλήθειας στο χαρακτήρα του. Το τρικέφαλο τέρας αγοράζει ναρκωτικά, αλλά δε μαθαίνουμε τι κάνει με αυτά, πώς βασανίζεται για να πάρει τη δόση του, τον πόνο της σύριγγας, την ηδονική παραίσθηση των παραδείσων της αυ τολήθης, τον πονοκέφαλο και τον εμετό της επόμενης μέρας. Τίποτε απ’ όλα αυτάούτε τέλος πάντων και τι αισθάνθηκε αφού αποπλάνησε τον άντρα της αδερφής του. Το σαγηνευτικό θέμα της αιμομιξίας, που θα μπορούσε εδώ να πάρει μια μοναδική έκφραση, διαλύεται πίσω από το πικάντικο, το γραφικό, το πιπεράτο, αφού, ως γνω στόν, ο μόνος λόγος να αποπλανήσεις το γαμπρό σου θα ήταν για να αισθανθείς στο πέος του την υγρότητα του αιδοίου της αδερφής σου. Όλες αυτές οι απούσες υπομνήσεις, τα άγονα χάσματα, μπορούν φυσικά να ιδω θούν στην αυτοβιογραφία του Ταχτσή, υπό το βαρύγδουτο τίτλο Το φοβερό βήμα. Παρά τον ενδιαφέροντα πρόλογο του Α. Ταβουλάρη, δε διαβάζουμε εκεί τίποτε που να εξηγεί τον άνθρωπο και τις αντιδράσεις του, ούτε μια στιγμή στοχασμού πάνω στην εμπειρία και το σώμα του, τις ελλείψεις και τις αρετές του. Δεν αυτοβιογραφείται εκεί ο Ταχτσής- θεατρίζει τα φρονήματά του, για να θυμηθούμε τον I. Πολυλά, αναπαριστώντας και επομένως διαμορφώνοντας έναν ήσσονα εαυτό, με ήσσονες προσδοκίες και σε ήσσονα γλώσσα. Τέτοια αναπαράσταση του ίδιου του του εαυτού παρουσιάζει ένα βίο ανεξέταστο και αβασάνιστο, ένα άτομο που δεν έχει εσωτερικεύσει την ίδια του την εμπειρία, εγκαταλείποντας το θέμα του σε ένα περιστασιακό σχόλιο πάνω σε μια μονοδιάστατη εικόνα. Τέτοιος ουδέτερος βίος δε βοηθά καθό λου τους χαρακτήρες του να υπάρξουν, να αποκτήσουν διαστάσεις, πραγματικότητα - ούτε ακόμα και αν θέλουμε τη λογοτεχνία να αρθρώνει τύπους απόλυτης τεχνητότητας, αφού εξ ορισμού αυτό δε βρίσκεται στον ορίζοντα της τέχνης του Ταχτσή. Παρά τον έντεχνο νατουραλισμό της, η γραφή του Ταχτσή είναι αχρονική και αντι-ιστορική, με τον ιστορικό ενεστώτα του αστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα να δια μορφώνει την αφηγηματική ροή και τη διήγηση να αρθρώνεται γύρω από λογότυπους χωρίς ιστορικότητα. Είναι μια τέχνη ασύμβολη και ουδέτερη, αντισωματική και επομέ νως αντιπνευματική, που δεν εκφράζει τη διάλυση της ατομικής συνείδησης αλλά την καθιερώνει ως συνθήκη υπαρκτική. Για τούτο, όπως δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία στη ζωή της μικροαστικής τάξης, δεν μπορεί και να υπάρξει στο έργο του, απ’ όπου απουσιάζουν οι θεμελιώδεις συγκρούσεις και ελλείπουν οι εναντιοδρομίες μιας πολι τισμένης συνείδησης. Σε τι διαφέρει η γραφή του από το Τουμπεκίτου Πέτρου Πι κρού ή ακόμα και Τα παιδιά της πιάτσας του Ν. Τσιφόρου; Στο ότι αυτή ουσιαστικά κολακεύει και προωθεί το εξουσιαστικό σύστημα αξιών μιας συγκεκριμένης κοινωνι κής δομής, αντικαθιστώντας την άρνηση του Πικρού με την παθητική αδιαφορία και την αφέλεια του Τσιφόρου με τον ιδεολογικό κομφορμισμό. Homo alalus είναι η ει κόνα του ανθρώπου που αποτυπώνει ο Ταχτσής- αν αυτό είναι ή όχι αισθητικό δημι ούργημα, ανήκει στην κοινωνιολογία του γούστου κάθε εποχής να αποφασιστεί. m
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 95
αφιέρωμα (από το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη) Το 1 9 75 ανατυπώθηκαν τα έξι τεύχη του πε ριοδικού Πάλι που είχε κυκλοφορήσει την διετία 1964-1966 αφήνοντας εποχή με το πρωτοποριακό, για την εποχή, ύφος και περιεχόμενο που το χαρακτήριζαν. Η ανατύ πωση έγινε από την έκδοση του περιοδικού Σήμα που διηύθυνε ο Νίκος Παπαδάκης, σε χίλια αριθμημένα αντίτυπα, και με την άδεια των Νάνου Βαλαωρίτη, Κώστα Ταχτσή, Δημήτρη Πουλικάκου και Πάνου Κουτρουμπούση. Οι τέσσερις αυτές φιγούρες που ηγήθηκαν της έκδοσης του Πάλι δημοσίευσαν τότε στην ειδική αυτή έκδοση από ένα κείμενο ο καθένας, στο οποίο αναφέρονταν στο Πά
λι και στα τεκταινόμενα γύρω από το σύντομο, αλλά σημαντικό βίο του περιοδικού. Το διαβάζω αναδημοσιεύει το κείμενο του Κώστα Ταχτσή, έτσι όπως το «αλίευσε» από το αρχείο του Γώργου Ζεβελάκη, στο οποίο ο πρόωρα χαμένος συγγραφέας αναφέρε-
Ο Ταχτσής και το περιοδικό Πάλι ται, με το γνωστό, γλαφυρό τρόπο, στη δική του ιστορία στο Πάλι, στις έριδες και τις διχόνοιες που είχε με αρκετούς από τους συνεργάτες και άλλες προσω πικότητες των γραμμάτων κατά τις δεκα ετίες του '5 0 και του '60, αναβιώνοντας μια ολόκληρη εποχή, γεμάτη ελπίδες και πνευματική ανησυχία, λίγο πριν από την έλευση των τανκς...
Έφηβος, και πολύ πριν αρχίσω να γρά φω εκείνα τα τόσο αμφισβητούμενα ποιήματά μου, είχα γράψει κάμποσο διηγή ματα, αλλ' αν υπάρχουν πουθενά τίποτα χειρόγραφα -κ ι εύχομαι ειλικρινά να μην υ πάρχουν- δεν τα 'χω εγώ. Τα 'σκισα, τα πέταξα, και τα ξέχασα. Μέχρι σημείου που, όταν μετά τη δημοσίευση του Τρίτου Στεφανιού μου 'καναν μερικοί τη φυσική ερώτηοη αν είχα γράψει ποτέ διηγήματα, είχ' απαντήσει, θυμάμαι, πως όχι, ποτέ. Τέλη του '63, πήρα, στη Νέα Υόρκη, ένα γράμμα απ' το Νάνο Βαλαωρίτη. Μου ανάγγελνε την απόφαση μιας μικρής ομάδας φίλων να εκδόσουν ένα περιοδικό με τον αρ κετά περίεργο, για να μην πω απόκρυφο τίτλο «ΠΑΛΙ», θα το θεωρούσαν, έγραφε, τι μή τους αν τους έστελνα να δημοσιεύοουν κάτι δικό μου. Είχα μερικές σημειώσεις -που αποτέλεσαν λίγο αργότερα την «Πρώτη Εικόνα»- αλλά τίποτ' άλλο. Έκατσα λοιπόν αμέσως μπροστά στη γραφομηχανή μου, και, μέσα σ' έν' απόγεμα, έγραψα το ουσιαστικά πρώτο μου διήγημα, «Τα Ρέστα», που 'μελλε να δόσει πολλά χρόνια αργότερα τον τίτλο στην ομώνυμη συλλογή. Το ταχυδρόμησα αμέσως, βάζοντας μέσ' το φάκελλο κι ένα πεντοδόλλαρο. Η απάντηση του Νάνου ήταν ενθουσιώδης και μ' έκανε να ξαναστρωθώ στο γράψιμο.
96 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
Δε θα 'τανε λοιπόν υπερβολή αν έλεγα ότι στο «ΠΑΛΙ» οφείλω εν μέρει έστω κι αυτά τα λίγα διηγήματα που 'χω γράψει έκτοτε. Αλλ' η οφειλή μου στο «ΠΑΛΙ» δεν εξαντλείται εδώ. Όταν το φθινόπωρο του ’6 4 γύρι σα στην Ελλάδα (ήταν η εποχή που ο Μίνως Αργυράκης και η Έμυ, στην προσπάθειά τους να ξαναζήσουν κάτι απ' την ατμόσφαιρα του Γκρήνουΐτς Βίλλατζ, εγκαινίαζαν την εκπόρνευση της Πλάκας), χάρη στο «ΠΑΛΙ» είχα την τύχη να βρεθώ σε μια μικρή συ ντροφιά που με δέχτηκε αμέσως σα να 'μουνα απ' την αρχή ένα αυτονόητο κι αναπό σπαστο μέλος της. Τώρα πρέπει να πω ότι ήμουνα ανέκαθεν, από ιδιοσυγκρασία και πεποίθηση, μοναχοπερπατητής, ότι ποτέ μου δεν πίστεψα σε κλίκες, οργανώσεις, κόμ ματα, την Ακαδημία Αθηνών, τη Μασονική Στοά, την Αθηναϊκή Λέσχη, τους Συλλόγους λογοτεχνών ή ό,τι άλλο. Αλλ' η συντροφιά του «ΠΑΛΙ» είχε τούτο το καλό: μου επέτρε πε να 'μαι μοναχοπερπατητής, και συγχρόνως ν' ανήκω τέλος πάντων κι εγώ κάπου, κάτι διόλου ευκαταφρόνητο την εποχή εκείνη που το επίσημο ή ανεπίσημο πνευματικό κατεστημένο όλων των ιδεολογικών ή άλλων αποχρώσεων μ' αγνοούσε ή μ' υπονό μευε συστηματικά. (Τα πράγματα δεν άλλαξαν πολύ ακόμα κι όταν οι «ΕΠΟΧΕΣ» δημο σίευσαν ένα διήγημά μου κι ύστερα ένα δεύτερο -κάτι που ενώ για μένα ήταν απλώς μια πράξη επιβεβαίωσης της ανεξαρτησίας μου απ' οποιαδήποτε κλίκα, ακόμα και του «ΠΑΛΙ», η συντροφιά του «ΠΑΛΙ» είδε μ' ένα πικρόξυνο χαμόγελο σαν ένα πρώτο βήμα προσχώρησής μου στο στρατόπεδο του «εχθρού»- ας είναι.) Ποιοι ήταν τα μέλη της συντροφιάς του «ΠΑΛΙ»; Ήταν τα μόνιμα, τα περιστασιακά, τ' αντεπιστέλλοντα, και τ' αφανή. Τα μόνιμα: ο Νάνος, στο σπίτι του οποίου γινόντουσαν κι όλες μας οι συγκεντρώσεις, ο συχωρεμένος ο Μακρής, όποτε κατάφερνε να ξεκολλή σει απ' τις καρέκλες του «Βυζαντίου» ή του «Μπόκολα». Η Μαντώ Αραβαντινού, ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Παναγιώτης Κουτρουμπούσης, κι' ο Τάσος Δενέγρης. Τα περιστασιακά, μερικά απ' τα οποία σύνδεσαν τ' όνομά τους άρρηκτα με το «ΠΑΛΙ»: ο ζω γράφος Αλέξης Ακριθάκης, που 'μελλε να 'χει τόσο λαμπρό μέλλον, ο Νίκος Στάγκος, μεταφραστής, φευ, αργότερα του Ρίτσου, ο Γιώργος Μαρής κ.ά. Τ' αντεπιστέλλοντα: δυο-τρεις ξένοι, κι ένας μεγάλος έλληνας της διασποράς, ο Νικόλαος Κόλας. Και τ' α φανή; Ήταν ο Αντρέ Μπρετόν, του οποίου ο Νάνος θεωρούσε τον εαυτό του αντιπρό σωπο εν Ελλάδι όπως ο Πάπας τον εαυτό του εκπρόσωπο του θεού επί της Γης· ο Αντρέας Εμπειρικός, υπό την αιγίδα του οποίου είχε τεθεί κατά κάποιο τρόπο απ' την αρχή το «ΠΑΛΙ»· ο Εγγονόπουλος, που θαυμάζαμε όλοι ανεπιφύλακτα- και ο Παπατσώνης που θαύμαζε μόνον ο Νάνος. Τέλος, υπήρχαν οι συμπαθούντες, φίλοι ή γνωστοί του ενός ή του άλλου από μας, που υποστήριξαν το «ΠΑΛΙ» ηθικά ή υλικά. Υπήρχαν δύο ποιητές που θαυμάζαμε, όλοι μας, νομίζω, ο Σεφέρης κι ο Γκάτσος. Αλλ' ο Γκάτσος είχε πάψει προ πολλού να γράφει, κι ο Σεφέρης -αλλ' οι λόγοι θα μπορούσαν ν' αποτελέσουν το θέμα μιας ολόκληρης μονογραφίας- δεν έδοσε συνεργασία παρά μό νο προς το τέλος. Αυτοί ήταν οι φίλοι. Ποιοι ήταν οι «εχθροί»; Εχθροί ήταν όλοι οι άλλοι, όσοι είχαν κατά τη γνώμη μας ακαδημαϊκή ή συμβατική νοοτροπία, κι ή δεν υπήρχαν για μας καθόλου, ή υπήρχαν μόνο και μόνο σα στόχοι για τα βέλη μας. Ποιοι ήταν αυτοί, φαίνεται καθα ρά στα σημειώματα που γράψαμε εναντίον τους εγώ κι ο Νάνος. Α, ναι, είχαμε κι' έ ναν εχθρό που εμείς όμως θεωρούσαμε φίλο - τον αγαπημένο Αλέκο Φασιανό, που 'χε κυκλοφορήσει τευχίδιον με τον τίτλο Τ' ΑΝΑΠΑΛΙ, στο οποίο, σατίριζε, προς γενι κήν θυμηδίαν, αγρίως τη Μαντώ Αραβαντινού. Υπάρχει όμως και μια περίπτωση bona fide φίλου και συνεργάτη του «ΠΑΛΙ», στην ο ποία θέλω ν' αναφερθώ διεξοδικά, επειδή νομίζω ότι ήταν η πιο θεαματική κι εκείνη
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 97
που, εξαιτίας του σάλου και των ποικίλων αντιδράσεων που δημιούργησε, δίνει εκ των υστέρων στον σημερινό αναγνώστη μια γεύση της ατμόσφαιρας που επικρατούσε στη συντροφιά. Είναι η περίπτωση του 'Αλεκ Σχινά. Είναι μια ιστορία που αν δεν επωφελη θώ της ευκαιρίας να διηγηθώ τώρα, δεν θα διηγηθώ ποτέ. Τον Άλεκ Σχινά τον ήξερα από την εποχή της Κηφισιάς (1948-51). Μέναμε στην ίδια γειτονιά. Νεαρός ή έστω επίδοξος ποιητής, είχα πάει κάμποσες φορές στο σπίτι του, ό που, τις Κυριακές τ' απόγεμα, μαζευόταν ένα πλήθος ανθρώπων: ποιητές, σχεδόν ποιη τές, παραλίγο ποιητές, διόλου ποιητές, κατά φαντασίαν ποιητές, διανοούμενοι, ψευτοδιανοούμενοι, συγγραφείς που δεν είχαν γράψει ποτέ τους τίποτα, causeurs που είχαν ή δεν είχαν τίποτα να πουν, αριστεροί που ήταν αστοί ως το κόκκαλο, αναρχικοί, ψευτοαναρχικοί, κρυπτοφασίστες, αναρχοφασίστες, αργόσχολοι, και κάμποσες κοπέλλες, που 'παιζαν το ρόλο του φιλοθεάμονος κοινού, του ακροατηρίου ή απλώς του κύπελλου που προσφερόταν στον «καλύτερο». Ήταν μια σκοτεινή εποχή, μια συγκεχυμένη ε ποχή, μια εποχή δύσκολης και βηματιστής ανάρρωσης ύστερ' από δυο μεγάλες αρρώστειες, το Δεύτερο και τον Εμφύλιο Πόλεμο. Αλλ' αν είμασταν όλοι ανεξίτηλα σημαδεμέ νοι στα παιδικά κι εφηβικά μας χρόνια απ' τις δυο αυτές αρρώστιες, κανείς, εξόν κι αν με γελάει τόσο η μνήμη μου, δε μιλούσε ή δεν αναφερόταν έστω κι έμμεσα σ' αυτές. Οι καιροί ήταν ακόμα χαλεποί, κι η Κηφισιά διόλου το είδος του περίχωρου που ενεθάρρυνε τη σοβαρή συζήτηση. Τι κάναμε; Ή μάλλον τι κάνανε; Μα - παίζανε. Παίζανε τις «δίκες». Ήταν κάτι που ξανάζησα έντονα διαβάζοντας, αργότερα, την εφιαλτική νου βέλα του Μουζίλ «Ο Νεαρός Τέρλες». Έμπαινες ανύποπτα στο σπίτι του Άλεκ και χαιρετούσες όλους τους παριστάμενους ε γκάρδια. Οσμιζόσουνα βέβαια κάτι απειλητικό στην ατμόσφαιρα, μα το απέδιδες στην επιφυλακτικότητα που ήταν φυσικό να νιώθουν απέναντι σ' έναν «καινούργιο». Και ξαφνι κά άρχιζε η επίθεση, μια προσυμφωνημένη, σύντονη επίθεση. Σ' άφην' ο ένας, σ' έηιαν' ο άλλος. Σε χτυπούσαν σα σάκκο πυγμαχίας. Με λόγια, εννοείται. Αλλά με λόγια που ήταν σα γροθιές, και σε ζάλιζαν περισσότερο από αληθινές γροθιές. Περιττό να πω, θα το μαντέψατε κιόλας, με πέρασαν και μένα από μια τέτοια «δίκη». Αλλά κατάλαβα αμέσως το παιχνίδι τους, κι αμύνθηκα. Και τι καλύτερη άμυνα απ' την ε πίθεση; Έτσι είσαστε ρουφιάνοι; σκέφτηκα. θα σας κανονίσω εγώ. Κάτι μου 'πε, θυμά μαι, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που θαυμάζω τώρα τόσο πολύ, και του απάντησα: «Άσε μ' ήσυχο σε παρακαλώ, εμένα δε μ' ενδιαφέρουν οι αναγνωστάκηδες, μ' ενδιαφέρου νε οι αναγνώστες». Δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο απόν' α δηκτικό λογοπαίγνιο. Τέλος πάντων, μ' «αθώωσαν» - και δεν ξαναπάτησα ποτέ το πόδι μου στου Σχινά, εκτός από μια φορά, χρόνια αργότερα. Ένα βράδι, περνώντας, είδα φως. Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε, κι όταν μ' είδε, έβαλε το δάχτυλο στο στόμα και μου 'πε, έλα μέσα, αλλά να μη μιλήσεις, ο Ρένος μού διαβάζει το νέο του μυθιστόρημα. Μπήκα μέσα κι έκατσα. Ο Ρένος συνέχισε το διάβασμα στο σημείο που είχε σταματήσει. Υπέμεινα μια ή δυο σε λίδες. Ύστερα χωρίς να πω λέξη, σηκώθηκα και, πατώντας ειρωνικά στις μύτες των πο διών μου, βγήκα απ' το σπίτι. Από τότε δεν είχα ξαναδεί τον Αλεκ. Αλλά την άνοιξη του '6 5 έφτασε απ' τη Γερμανία στην Αθήνα, κι εισέβαλε σα σίφουνας στο «ΠΑΛΙ». Τι ήταν όλη αυτή η ιστορία που για ένα μήνα μάς κράτησε σε συνεχή αναστά τωση; Ο Άλεκ έδοσε στο Νάνο μια πολυσέλιδη συνεργασία που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2-3. Πολυσέλιδη και πολύμορφη. Ήταν, πρώτον, η επιστολή του προς «Παλινιστάς» «Αλέξανδρος Παλινισταίς ευ ποιείν». Ήταν γραμμένη, όπως θα δει ο αναγνώστης, σε γλώσσα -και τι καλά φιλολογικά ελληνικά ήξερε ο άθλιος!- που θύμιζε την ψευτοκλασικίζουσα των βυζαντινών λογιών. Βερμπαλισμός, αλλά τι εκπληκτικός βερμπαλισμός! Να τι
98 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
έλεγε για μένα αναφερόμενος στο διήγημα «Τα Ρέστα». «Ουκ έλαττον ηδομένω εστί μοι και εκθύμως επαινώ το του τρισκαταστεφούς Κωνσταντίνου Ταχτσή διηγημάτιον, εν ω μετά περισσής ευμηχανίας επάδονται μειρακιώδεις υπαλαί υπομνήσεις». Ως εδώ πάει καλά. Ακολουθούσαν όμως κάτι άλλα κείμενα: παρωδίες γνωστών ποιημά των (Ακούσε τ' απόκοσμο εθνικό β ιο λ ί κ.τλ.), ένα «ημερολόγιο», «σημειώσεις», και δείγ ματα ενός νέου ποιητικού -ισμού, τ ο υ υ π ε ρ λ ε ξ ι σ μ ο ύ , χειρόγραφα, υποτίθεται, ε
νός αείμνηστου και αειμακάριστου Ελευθερίου Δούγια. Σημειώνω για τον σημερινό νέο αναγνώστη, ότι όλ' αυτά γινόντουσαν τη χρονιά της Αποστασίας, ούτε δυο χρόνια απ' το πραξικόπημα που χωρίς άλλο την ίδια εκείνη στιγμή προετοίμαζε πυρετωδώς ο Παπαδόπουλος και η μεγάλη «θεία». Και σημειώνω ακόμα ότι στο ίδιο τεύχος εγώ είχα δόσει για δημοσίευση το μικρό δοκίμιο για τα Ρεμπέτικα, που ήταν βέβαια κάτι εκ διαμέτρου αντίθετο προς το πνεύμα του Σχινά. Αλλά τέλος πάντων, στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια ενδιαφέρουσα ποιητική πράξη, στη χειρότερη μια ακόμα φάρσα από κείνες που τ' άρεσε να σκαρώνει στο Βαρβάκειο, και θα περνούσε λίγο-πολύ απαρατήρητη ή τουλάχιστο δε θα 'χε τη συνέχεια που είχε, αν δεν είχε μεσολαβήσει κάτι, κι αυτό το κάτι ήταν η πρόσφατη τότε δημοσίευση απ' τον ποιητή και ψυχίατρο ΝικολαΤδη μιας «υπερλεξιστικής» ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η Πείρα και η Πυρά». Ο Νικολαΐδης λοιπόν συγχίστηκε, κι έγραψε ένα γράμμα στα «Νέα» στο οποίο αμφισβητούσε τη γνησιότητα των χειρογράφων και την ύπαρξη του Ελευθερίου Δούγια. Γιατί αν βέβαια ο Δούγιας ήταν υπαρκτό πρόσωπο και τα 'χε γράψει όλ' αυτά εικοσιπέντε χρόνια πριν, τότε ο καημένος ο Νικολαΐδης δε μπορούσε, αλίμσ νο, να 'ναι, όπως είχε φιλοδοξήσει, ο πρώτος υπερλεξιστής έλληνας ποιητής! Το γράμμα του δημοσιεύτηκε, ο Σχινάς απάντησε ρίχνοντας μπαρούτι στη φωτιά, ο Νικολαΐδης ξανάγραψε κατηγορώντας τον για νεκροφιλία ή κάτι τέτοιο. Οι «Παλινιστές» συνεδρίασαν κατ' επανάληψη για ν' αποφασίσουν πώς θ' αντιδράσουν. Οι θυελλώδεις συζητήσεις που 'γιναν οτην κρεβατοκάμαρα-στούντιο του Νάνου, θα μείνουν δυστυχώς για πάντα στην πιο σκοτεινή κι απρόσιτη γωνιά της μνήμης. Το μόνο που συγκρατεί κα νείς σ' αυτές τις περιπτώσεις είναι μια φράση, μια εικόνα, κάτι απ' την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. ΚΓ η ατμόσφαιρα αυτή ήταν αλάνθαστα παρανοϊκή, και θύμιζε πολύ τις «δίκες» της Κηφισιάς. Το ντεκόρ του χώρου την τόνιζε ακόμα περισσότερο. Το δωμά τιο του Νάνου ήταν γεμάτο αντικείμενα που, αθώα καθαυτά ή όχι, του 'διναν όψη ερ γαστηρίου κάποιου αστρομάντη ή αλχημιστή σ' αναζήτηση του μυστικού της ζωής: κοχύλια, θαλασσόξυλα για τα οποία είχαν σπάσει Κύριος οίδε πόσα κύμματα σε κάποια αμμουδιά, κομμάτια από ορυκτά που θύμιζαν φιλοσοφικές λίθους, λυχνάρια που θύμι ζαν το λύχνο του Άλαντιν, μαγικά καθρεφτάκια, πολύχρωμα κομπολόγια, χαϊμαλιά, ματόχαντρες και κομματάκια από αρχαία βάζα, χνουδωτά ξερολούλουδα ή όστρακα που
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 99
έμοιαζαν με γυναικεία αιδοία, πίνακες της γυναίκας του της Μαρίας που θύμιζαν πρω τόγονες θεότητες των Ερυθρόδερμων ή των Ινδών με πολλά μάτια και πολλά χέρια, σφραγιδόλιθοι των Φιλικών του '2 1 -όταν οι «ελεύθεροι» αυτοί τέκτονες ήταν προο δευτικοί κι όχι, όπως στις μέρες μας, ζηλωτές του πιο αντιδραστικού παπαδοπούλειου ελληνοχριστιανισμού- και, τέλος πάντων, ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, α, ναι, και μια τράπουλα του Ταρώ, που, όλα μαζί, σου 'φερναν στο νου κάθε λογής Ερμητι σμό ή Μαύρη Μαγεία. θα πω αμέσως ότι δε μ' άρεσαν τα ποιήματα του Νικολαΐδη, που 'μοιαζαν λίγο με μαγνη τοσκοπημένους μονόλογους των ασθενών του. Αλλά τον ίδιο τον έβρισκα συμπαθητικό, και, ξέροντας τι ήταν ικανός να κάνει ο Άλεκ, ένιωθα για τον καημένο τον ψυχίατρο-ποιητή και λίγο οίκτο. Έκλινα λοιπόν υπέρ της δικής του εκδοχής, ότι δηλαδή ο Δούγιας ήταν πλάσμα της νοσηρής φαντασίας του Άλεκ. ΚΓ όμως όλοι με βεβαίωναν ότι ο Δούγιας εί χε ζήσει, ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο, κι ότι ήταν μάλιστα γείτονάς μας την εποχή της Κη φισιάς! (Τι δίκιο που είχαν!). Εγώ εξακολούθησα ν' αμφιβάλω. Άρχισα να θυμώνω. Κι' ό ταν, απάνω στη συζήτηση, έμαθα για πρώτη φορά ότι κι' ο τίτλος του περιοδικού, δηλα δή η λέξη «ΠΑΛΙ», δε σήμαινε καθόλου αυτό που νόμιζα και που θα καταλάβαινε ο οποι οσδήποτε αμύητος, κοινός θνητός, αλλ' ότι ήταν σανσκριτικός όρος που σήμαινε δεν ξέ ρω κι εγώ τι διάβολο, τότε πια έγινα θηρίο, κι απείλησα να γράψω εγώ γράμμα στα «Νέ α» και να τους εκθέτω όλους. Είχα δίκιο; Είχα άδικο; Ας κρίνει ο σημερινός νέος αναγνώστης ανάλογα με το χιούμορ που διαθέτει και τις κλίσεις του. Η αλήθεια είναι ότι ο Μακρής, στο έξοχο προοίμιο του πρώτου τεύχους (που είχε γράψει κατά τη συνήθειά του ανώνυμα), είχε μιλήσει για την α πόλυτη περιφρόνηση που νιώθαν οι «Παλινιστές» για κάθε σχηματικό esprit de serieux, αλλ’ υπήρχαν, γαμώτο, και όρια! Σε μια στιγμή που εμένα μ' απασχολούσαν όλο και πιο πιεστικά τα κοινωνικο-πολιτικά προβλήματα -χωρίς βέβαια να πάψω να νιώθω απέχθεια για κάθε λογής πολιτική καπηλεία (βλέπε σημείωμά μου με τίτλο «Βασιλικές Φωτογρα φίες»)- οι άνθρωποι αυτοί που αγαπούσα και, ελπίζω, μ' αγαπούσαν, ερμήνευαν κάπως πολύ αυθαίρετα αυτήν την κατά τ' άλλα νόμιμη περιφρόνηση για κάθε σχηματικό esprit de serieux, και μετέβαλλαν το «ΠΑΛΙ» από «πεδίο ελεύθερων αναζητήσεων κτλ.,» σε παλκοσένικο μιας σαχλής φαρσοκωμωδίας και λεξιστικών ή υπερλεξιστικών ακροβατισμών. Να μην τα πολυλογώ, έγιναν ομηρικοί καβγάδες, αποκαλύφθηκε ότι Σχινάς και Δούγιας ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο -αλλά ποιος, θε' μου, έχει μόνον ένα πρόσωπο αν αξίζει κάτι;- ο ταλαίπωρος Νικολαίδης ένιωσε δικαιωμένος -αλλά τι άσκοπη δικαίωση!- ο σά λος κόπασε, κι' ο Άλεκ αφού κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Αναφορά Περιπτώσεων», έφυ γε για τη Γερμανία, όπου, αν είχε αμαρτήσει ποτέ, εξιλεώθηκε με το παραπάνω αγωνιζόμενος γενναία κατά της Απριλιανής δικτατορίας. Αυτή ήταν ή πρώτη θύελλα που παραλίγο να καταποντίσει το κοίλο πλοίο του «ΠΑΛΙ». Τη δεύτερη τη δημιούργησα εγώ, και να πώς. Το καλοκαίρι του '6 5 ο Νάνος έφυγε για το Παρίσι, εξουσιοδοτώντας με να βγάλω μόνος μου το τεύχος 4. Σημειώνω ότι το καλοκαί ρι εκείνο, για να ζήσω, έκανα τον ξεναγό, ξεθεονόμουνα στη δουλειά, έλειπα τις περισ σότερες μέρες της βδομάδας απ' την Αθήνα. Στο λίγο ελεύθερο χρόνο που μου 'μενε για ν' αναπαυθώ, έπρεπε να βλέπω συνεργάτες του περιοδικού, να τρέχω στο τυπογρα φείο, ν' αγοράζω χαρτί, κτλ. κτλ. Σημειώνω ακόμα ότι ο τυπογράφος βιαζόταν συνεχώς, γιατί δεν διέθετε πολύ μέταλλο - αμέσως μετά τη στοιχειοθέτηση, έπρεπε να γίνουν διορθώσεις, και τύπωμα. Ε, λοιπόν, αναζήτησα τον Εμπειρικό να διορθώσει το τυπογρα φικό του δοκίμιο, κι έλειπε εξοχή στη Γλυφάδα, κι ακόμα κι αν γνώριζα πού έμενε, δεν είχα, διάβολε, καιρό να τρέχω στη Γλυφάδα. Του Παπατσώνη το κουδούνι το χτύπησα
100 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
μια φορά με βαρειά καρδιά, και δεν απάντησε κανείς. Όσο για τον Τσαρούχη, του πήγα το τυπογραφικό δοκίμιο του κειμένου του, και του 'δοσα δυο-τρεις ώρες να του ρίξει μια ματιά. Ζήτησε δυο-τρεις μέρες. Έφυγα βρίζοντας. Διόρθωσα μόνος μου και των τριών τα τυπογραφικά δοκίμια. Και, φυσικά, μου ξέφυγανλάθη, στα οποία προστέθηκαν και τα τυ πογραφικά λάθη μετά τη διόρθωση. Γράφε λοιπόν τρεις εχθροί. Ο τέταρτος ήταν η Μα ντώ Αραβαντινού. Τη Μαντώ Αραβαντινού, που είχε εμφανιστεί όψιμα στα Γράμματα με τη «Γραφή Α’», την ήξερα από παλιά εξ όψεως -σαν ηθοποιό και σα θαμώνα του «Μπραζίλιαν» που σου μι λούσε στρίβοντας μόνο το κεφάλι της προς το μέρος σου κι' υποστήριζε ότι το μέλλον α νήκει στον αφηρημένο κινηματογράφο- την εποχή εκείνη είχαμε δει την «Έκλιψη» τον Αντονιόνι. Σ' αυτό το φανατικά αβανγκαρντίστικο πνεύμα, η Μαντώ είχε επιχειρήσει με λι γότερο γαλλικά και περισσότερο θάρρος μια μικρή μετάφραση απ' το έργο του Κλωντ Σι μόν. Στο σχετικό σημείωμα για τους συνεργάτες του «ΠΑΛΙ» είχε γραφτεί ότι ήταν η πρώ τη φορά -άλλη πρωτιά!- που μεταφραζόταν Κλωντ Σιμόν εν Ελλάδι. Ε, λοιπόν, δεν ήταν. Κλωντ Σιμόν είχε μεταφράσει δυο χρόνια πριν η Νόρα Αναγνωστάκη. θεώρησα λοιπόν, σαν υπεύθυνος για το τεύχος 4, στοιχειώδες καθήκον μας να κάνουμε μια μικρή επανόρ θωση, και ζήτησα απ' τη Μαντώ να γράψει δυο λόγια. Μου απάντησε: «Αυτό δε θα το 'κάνε ούτε ο Σεφέρης!» - που δεν ήταν άλλωστε αλήθεια. Επί πλέον, χολωμένη που ο Νάνος δεν είχε αναθέσει σ' αυτήν την έκδοση του τεύχους 4, αρνιόταν να μου δόσει τον κατάλογο των συνδρομητών. Έγραψα λοιπόν κι εγώ το σημείωμα που θα διαβάσετε στη σελ. 78 του τεύχους 4. Φαντάζεται κανείς τι έγινε όταν γύρισε ο Νάνος απ' το Παρίσι! Χολωμένος κι αυτός που 'χα κάνει μερικές φραστικές διορθώσεις στο δικό του κείμενο, δημοσίευσε τα περιβόη τα «Παροράματα του ΠΑΛΙ 4» στο τεύχος 5, που όμως, όποιος έχει την υπομονή, γιατί ε γώ δεν την έχω, να διαβάσει προσεκτικά, θα δει ότι θα δικαιολογούσαν με τη σειρά τους μια ολόκληρη σελίδα με Errata Erratorum! Σ' ένα πράμα μόνο είχε απόλυτο δίκιο να με μέμφεται ο Νάνος: την εικονογράφηση. Εκτός απ' την εικόνα με τον «Πόλεμο των Γεώ μηλων», οι τρεις άλλες (του Καρρά, του Μιγάδη, του Μακρουλάκη) αποτελούσαν ξένο σώμα μέσα στο τεύχος, κι είναι κρίμα που ο Νάνος δεν το ανάφερε κι αυτό σαν ένα ακό μα παρόραμα εκ μέρους μου, το μόνο για το οποίο λυπάμαι τώρα ειλικρινά. Τέλος πάντων με την έκδοση του τεύχους 6 είχαν καταλαγιάσει κάπως τα πνεύματα χω ρίς να 'χουν επουλωθεί εντελώς τα τραύματα. (Ο Εμπειρικός μ' έλεγε τώρα περιφρονητι κά «μπεστ-σέλλερ», ο Τσαρούχης ισχυριζόταν ότι είχα γράψει την «Πρώτη Εικόνα» κατ' α πομίμηση του δικού του αυτοβιογραφικού δοκιμίου, ενώ η πικρή αλήθεια για τον μαιτρ ήταν ότι την είχα γράψει στην Ν. Υόρκη, η Μαντώ Αραβαντινού πρότεινε ένα έβδομο τεύ χος «χωρίς αηδίες» όπως το κομμάτι μου για τα Ρεμπέτικα, κ.ο.κ.). Κι όμως, το ΠΑΛΙ θα εξακολουθούσε να βγαίνει για κάμποσο καιρό, γιατί είχε πολλά να πει. Αλλ' ήρθε η 21 Απριλίου και τα σάρωσε όλα. Φίλοι κι εχθροί σκορπίσανε σ' όλη τη Γη - ένας απ' αυ τούς, ο Μακρής, μας άφησε για πάντα. Μερικοί εχθροί έγιναν φίλοι, άλλοι έμειναν και θα μείνουν για πάντα εχθροί. Αν ήταν στο χέρι μου, σ' αυτούς ακριβώς θ' αφιέρωνα τώ ρα αυτόν τον τόμο - καγχάζοντας. Κώστας Ταχτσής, Ιούλιος 1975 Μ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ Στο κείμενο του Κ. Ταχτσή έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 101
αφιέρωμα του θαναςη νιαρχου 'Οοο
ζούσε ο Κώστας Ταχτσής (δολοφονήθηκε, όπως είναι γνωστό,
τον Αύγουστο του 1988, σε ηλικία 61 ετών) είχε δημοσιεύσει ένα μόνο βιβλίο με εξομολογητικά και δοκιμιακού τύπου κείμενα, το περίφημο Η γιαγιά μου η Αθήνα. Ένα βιβλίο που δεν αγοράστηκε και, επομένως, δε διαβάστηκε όοο Το τρίτο στεφάνι, ο χρόνος όμως που μεσολάβησε από την κυκλοφορία του έδωσε στη Γ αγιά μου την Αθήνα, καλλιτεχνικά, μια θέση ισότιμη, περίπου, με εκείνη του πασίγνωστου και μοναδικού, άλλωστε, μυθιστο ρήματος ηου έγραψε ο Κώστας Ταχτσής. Αποτελεί η «τοποθέτηση» αυτή μια δικαιολογία ώστε στα δεκαπέντε χρόνια που έχουν κυλήσει από το 1988 ως σήμερα να έχουν δημοσι ευτεί τρεις τόμοι με κείμενα αντίστοιχα με εκείνα της Γ ·αγιάς μου της Αθήνας, όπως είναι τα Από τη χαμηλή σκοπιά, Συγνώμη, εσείς δεν είστε ο κύριος Ταχτσής;, Ένας Έλληνας δράκος στο Λονδίνο.
Η ακένωτη παρουσία του Κώστα Ταχτσή θα αναρωτηθεί δηλαδή κανείς: ένα βιβλίο στα εξή ντα ένα χρόνια και τρία βιβλία στα δεκαπέντε, όταν μάλιστα για τα τρία τελευταία δεν είχαμε τη σύμφωνη γνώμη του Κώστα Ταχτσή; Αναρωτιέμαι προσωπικά για όλα αυτά στο βαθμό που το κάνει κάθε αναγνώ στης, καθώς είχα την ευθύνη για τη συγκέντρωση και την ταξινόμηση του υλικού των τριών αυτών μεταθα νάτιων βιβλίων του (δε μνημονεύω το Φοβερό βήμα, γιατί το βιβλίο αυτό χάριν του αφηγηματικού χαρακτή ρα του τοποθετείται σαφώς σε άλλη κατηγορία). Ποι ος ήταν ο λόγος ώστε κάθε δημοσιευμένο σε περισ δικό και εφημερίδα κείμενο του Κώστα Ταχτσή, είτε εκτεταμένο σχόλιο ήταν αυτό, συνέντευξη ή επιστο λή, σχέδιο αφηγήματος ή ανολοκλήρωτη εξομολόγη σή του, να τα συγκεντρώσουμε σε τρεις τόμους με τίτλους μάλιστα που ο ίδιος ο Ταχτσής ούτε καν είχε φανταστεί. Η εξήγηση είναι απλή και αυτονόητη: άλ λη είναι η σχέση μας με ένα συγγραφέα και το έργο του όσο ζει και άλλη γίνεται η σχέση αυτή εφόσον ο συγγραφέας αυτός έχει πεθάνει. Όντας ο Κώστας Τα χτσής όσο ζούσε ένα «αυθόρμητο» σημείο αναφοράς, και μάλιστα μιας ανοιχτά επιθετικής παρέμβασης στα πνευματικά και κοινωνικά «δρώμενα», αναγνωρίζουμε την αποκαλυπτική πρόθεσή του να λειτουργεί εξίσου ερεθιστικά στα χρόνια μας. Έστω κι αν η πρόθεση αυτή σχετίζεται με πρόσωπα και γεγονότα που έχει (δικαιολογημένα) συρρικνωθεί η σημασία τους, η απουσία συγγραφέων σήμερα που να καταγγέλουν άφοβα συμπεριφορές ή να «ε κτίθενται» χωρίς να λογαριάζουν το προσωπικό κόστος δημιουργεί με την εκταμίευση των κειμένων του Ταχτσή μια αίσθηση πολύτιμης διαρκούς εμπροσθοφυλακής. Επιπλέον ο Ταχτσής δεν αντιδρούσε και δε διαμαρτυρόταν μόνο όταν θιγόταν ο ίδιος προ-
102 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΪΟΙ 2003
σωπικά. Διατηρούσε μια προσωπική οχέση με ό,τι ανήκουστο συνέβαινε στον κόσμο, για να μην προσθέσουμε ότι στη δεύτερη περίπτωση η αντίδρασή του ήταν συνήθως πιο βί αιη. Όσο κι αν έγραφε τα κείμενά του με το ενδιαφέρον του να εστιάζεται στην «ίντριγκα» και τις περιπέτειες των ανθρώπων που εμπλέκονταν σ' αυτή, είχε βαθιά συνείδηση των μηχανισμών που δημιουργούν τις επιμέρους συγκρούσεις και με μια αιφνίδια, συνήθως, αποστροφή εξέπληττε τον αναγνώστη για το πόσο βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο ήταν. Όσο κι αν διατηρούσε τεράστιες προσωπικές φιλοδοξίες, ως πολίτης διαμαρτυρόταν με την ένταση του «χαμένου» μέσα στην ανώνυμη μάζα ανθρώπου. Επειδή είχε «κινδυνεύσει» χάρις στις ερωτικές του επιλογές, η μαρτυρία του για πολιτικά και κοινωνικά «εγκλήματα» δεν απέπνεε σε καμιά περίπτωση την ασφάλεια των λόγων ενός δήθεν υποψιασμένου αλτ λά στην πραγματικότητα βολεμένου διανοούμενου. Σε τελευταία ανάλυση ήταν από τους τελευταίους συγγραφείς που μ' ένα κείμενό του ελάχιστων λέξεων προκαλούσε έντονες συζητήσεις, δημιουργώντας ταυτόχρονα ένα βαθύριζο αίσθημα νοσταλγίας για κάθε μελ λοντική ανάμνηση του κειμένου αυτού και του γεγονότος που το είχε εμπνεύσει. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι ο Κώστας Ταχτσής είχε κατορθώσει, για όση «κοινή συνείδη ση» τον παρακολουθούσε, να διαχωρίσει τη συγγραφική «ηθική» από την τρέχουσα καθη μερινή αντίστοιχη δική του ηθική. Όσο ακριβός απαιτούσε ν' αντιμετωπίζεται όταν εκφρα ζόταν ως συγγραφέας τόσο λυσασμένα καθημερινός και ενίοτε φτηνός ήθελε να υπο γραμμίζεται στις καθημερινές του δοσοληψίες. Έμοιαζε ν' επιδιώκει να μένουν οι άλλοι ά ναυδοι με μια συμπεριφορά που μπορούσε να γνωρίσει τις πιο απροσδόκητες και ακραίες όψεις, χωρίς η «ταπεινή» να υπονομεύει την «αγγελική» ή η «αγοραία» την «πνευματική». Ζητούσε να επιβάλει ένα δικό του νόμο ώστε η ζούγκλα να μπορεί να γίνει αξιοβίωτη χά ρις στη μαγεία της σκοτεινής της πλευράς. Με τα κείμενά του υπηρέτησε με τρόπο συ γκλονιστικό, χάρις στην παρρησία και την παιδικότητά του, αυτό το ακανθώδες «ιδανικό», ενώ δυστυχώς η ζωή του θυσιάστηκε στην πλευρά της ζούγκλας που η ύπαρξή της προϋ ποθέτει και το τίμημα που απαιτεί να της καταβάλλεται: την απώλεια, m
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 103
αφιέρωμα Αγαπημένε Αλέκο, Έλαβα το -χωρίς ημερομηνία- γράμμα σου και χάρηκα ή μάλλον το χάρηκα, όσο εσύ λυπήθηκες που δεν έβαλα τα σχέδιά σου στα ποιήματα. Αλλ’ ο μόνος ένοχος είσ’ εσύ: κάθε φορά που σου ζητάω κάτι, επιστρατεύεις το «στυλάκι» σου αδιαφορώντας εντε λώς για την ουσία. Μου δίνεις ή εντελώς ακατάλληλα πράματα ή δυο-τρία όμοια μετα ξύ τους. Καμιά αντίρρηση να βάλω τον πισινό που μου ’δωσες λ.χ., μα που, φως φα νάρι, είναι πρόχειρα αντιγραμμένο απ’ το ήδη υπάρχον έργο -έχω το P.D.A. Το μόνο ενδιαφέρον και χρησιμοποιήσιμο σχέδιο ήταν η σελήνη, έτσι, ελεύθερα καμωμένη, κάτι ανάμεσα σε μέδουσα και καλαμαράκι. Όλα τ' άλλα όμως ήταν κάτω του μέτριου. Έτσι, προτίμησα κι εγώ μια σμίκρυνση του εξώφυλλου της πρώτης έκδοσης -έτσι κι
Ανέκδοτη επιστολή του Κώστα Ταχτσή στον Αλέκο Φασιανό αλλιώς η παρούσα έκδοση δε διεκδικεί πρωτοτυπίες, έχει ιστορική μάλλον σημασία. Όσο για τα ίδια τα ποιήματα, ασφαλώς δεν είναι τόσο κακά όσο λέω -απλώς δίνω ακό μα μια ευκαιρία στους «ειδικούς» ν’ αποφανθούν. Πάντως, ο Αργυρίου δεν περιέλαβε ούτ’ εμένα, ούτε τον Ιωάννου στην ανθολογία του ανάμεσα στους ποιητές της γενιάς του’5 0 - σου λέει: εσείς είσαστε πλούσιοι σαν πεζογράφοι, είν’ ανάγκη τώρα να φάτε και το ψωμί των ποιητών; Επανέρχομαι στο θέμα των εξώφυλλων: το σχέδιο για τα Ρέ στα είναι αθλιότερο παρά ποτέ -έτσι όπως το «διόρθωσα», και η αίτηση για ένα σχέδιο
της προκοπής γι’ αυτή την πολύπαθη συλλογή διηγημάτων εξακολουθεί να εκκρεμεί. 0 Τσαρούχης -δυο μέρες μετά τη δήλωσή του στο πρωτοχρονιάτικο πάρτυ του Κουτσίνα ότι δεν μπορεί να μείνει κάτω απ’ την ίδια στέγη με μένα- έπεσε κι έσπασε τα μού τρα του, κι είναι στο ΚΑΤ. Κατόπιν επιμόνων πιέσεων μερικών κοινών φίλων και γνω στών, του έστειλα λουλούδια με μια κάρτα στην οποία του εύχομαι να γίνει γρήγορα καλά, κι ας με βρίζει... θυμάσαι το Ρωμαίο Ζουλούμη, μια απ’ τις πιο φαρμακερές γλώσσες της Αθήνας; Πέθανε τις προάλλες τη στιγμή που περνούσε τον έλεγχο διαβατηρίων για να πάει στη Ν. Υόρκη. Η μοίρα του είχε αποφασίσει να τον ταξιδέψει αλλού. Η βαλίτσα του πάντως εί χε ήδη φορτωθεί, κι έφτασε στον προορισμό της... Οι ομοφυλόφιλοι με κατηγορούν ότι υπεραμύνομαι των βιβλίων του Πετρόπουλου ε πειδή είμαι φίλος του -πήγα βλέπεις στη δίκη- και δεν εγκρίνω τα δικά τους. Στο με ταξύ μου κάνουν ηλίθιες ερωτήσεις: «Γιατί περιγράφετε στο Τ. Σ. τον ομοφιλόφιλο Ντίνο με τόσο μελανά χρώματα και τον προσπερνάτε τόσο γρήγορα;» θα μου πεις τώρα, σάμπως δε σου λέω κι εγώ συνεχώς «κάνε λίγο μικρότερη τη μύτη;» Αν και δεν είναι βέβαιο το ίδιο, αλλ’ ακριβώς το ανάποδο. Οι δικές μου μύτες είναι κανονικές κι αυτοί οι ανόητοι θέλουν να τις μεγαλώσω... Ίσως επειδή λέγεται ότι - κ.τ,λ. Ελπίζω το καλοκαίρι -αν είμαστε καλά- να ’ρθεις στο Πήλιο. Σε φιλώ πολύ Μ
104 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
αφιέρωμα Ο Κώστας Ταχτσής έγραφε και ξαναέγραφε τα κείμενά του πολλές φορές. Δεν έκανε απλώς διορθώσεις στο ήδη υπάρχον δακτυλόγραφο αλλά ξανάρχιζε από την αρχή. Σε μια τέτοια ε ξαντλητική επεξεργασία υπέβαλε το Τρίτο στεφάνι και κάμποοα διηγήματά του - όπως επί σης και την αυτοβιογραφία του, Το φοβερό βήμα, που παρέμεινε ημιτελής. 0 πρόωρος και τραγικός θάνατός του, δεν του επέτρεψε να την ολοκληρώσει. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά το υλικό που είχε προλάβει να ολοκληρώσει, φαίνεται ότι είχε καταλήξει σε μια τελική μορφή, στην οποία βασίστηκε εξάλλου και η έκδοση του βιβλίου στον «Εξάντα». Ως γνωστόν, την έκδοση αυτή, και την τελική επεξεργασία του ογκώδους υλικού, εηιμελήθηκε ο Θανάσης Νιάρχος μετά το θάνατο του συγγραφέα. Στα χέρια του όμως έπε σαν και δακτυλόγραφα εκδοχών του βιβλίου που ο Κ. Ταχτσής δεν είχε συμπεριλάβει.
Ανέκδοτο απόσπασμα από το Φοβερό βήμα Το παρακάτω απόσπασμα ο Κ. Ταχτσής δεν το άφησε να «δει» το φως της δημοσιότη τας. Βεβαίως, υπάρχουν κάποια κοινά ση μεία με το εκδοθέν κείμενο: ο παρατηρητι κός αναγνώστης θα διακρίνει κάποιες ομοι ότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα, διαβάζο ντας από τη μέση περίπου της σελίδας 32 της έκδοσης του «Εξάντα», και συγκεκριμέ να από το σημείο όπου ο Ταχτσής γράφει: «Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέ ρι» κ.λπ. Παρότι οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο κείμενα δεν είναι λίγες, από ένα σημείο κι έπειτα το κείμενο που παραθέ τουμε δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με αυτό που έφτασε στην τυπωμένη σελίδα. Το πρώτο που παρατηρεί κανείς όταν διαβάζει αντικριστά τις δύο αυτές εκδοχές είναι, πρώ τον: ότι ο Ταχτσής πιθανότατα να θεώρησε ότι φλυαρούσε πολύ και αποφάσισε να περικό ψει δραστικά το υλικό του για να επιτύχει μια όσο το δυνατόν καλύτερη οικονομία λόγου. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει σε ορισμένα σημεία η οπτική γωνία του αφηγητή: στο αντίστοιχο απόσπασμα του «επίσημου» Φοβερού βήματος, η αφήγηση είναι ξεκάθαρα πρωτοπρόοωπη. Στο αδημοσίευτο απόσπασμα που δημοσιεύουμε για πρώτη φο ρά βλέπουμε να επεμβαίνει στα πράγματα ένας δευτεροπρόσωπος αφηγητής, σαν ο μονό λογος του συγγραφέα να μεταλλάσσεται σε έναν άτυπο διάλογο - μεταξύ ποιων όμως; Ποι ος (ή ποια;) είναι αυτός (αυτή;) που λέει «...είπε μια μέρα σε μια φίλη της η μάνα σου...» ή «Η κυρία μαμά σου είναι στο πλαϊνό δωμάτιο και σιδερώνει...» Πιθανότατα να μην πρόκειται για πραγματικό διάλογο αλλά για έναν εσωτερικό διάλογο που κάνει ο συγγραφέας με τον ε αυτό του για να δώσει έναν αέρα χιούμορ και ειρωνείας, κάτι που συναντάμε, τηρουμένων των αναλογιών, και στο Τρίτο στεφάνι. Φαίνεται, πόντιος, ότι ο συγγραφέας δεν είχε καταλή
ΜΑΪΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 105
ξει ως προς την τελική αφηγηματική οδό που θα ακολουθούσε και, από αυτή την άποψη, το παρακάτω απόσπασμα έχει την αξία ότι μας φέρνει στα άδυτα του «συγγραφικού εργαστηρί ου» του Κώστα Ταχτσή. απο
το αρχείο του θαναςη νιαρχου ...Ανέβηκα στην πιπεριά να κόψω ένα πιπέρι, κι όταν
τσακιζότανε η πιπεριά κι έκοβε το χεράκι του παιδιού, έλεγα το τσαμένο. Εδώ τραγούδησα και το πρώτο μου τραγούδι, τη Ραμόνα, Μαμόνα, έλεγα, Μαμόνα, πού είσαι τακι μακιά μ' ένα μορφασμό σα να την είχα χάσει εγώ. θα γίνει αυτός παιδί μου ένας θεατρίνος, είπε μια μέρα σε μια φίλη της η μάνα σου, κι εγώ το μετέφερα νοερά στο πρώτο πρόσωπο, εί πα θα γίνω εγώ παιδί μου ένας θεατρίνος... Πίσω απ' αυτή τη σιδεριά ένιωθα λίγο και σαν τον κατάδικο του τραγουδιού που έλεγε ο θείος Γιάννης, πίσω απ' τα σίδερα, στης φυλα κής το βάθος, ακοέται κάποιο δειλινό και τα λοιπά, μα με προστάτευε όμως κι από τους ε χθρούς, από τους Τούρκους που θα 'ρχόντουσαν να με κάνουν κομματάκια με τα γιαταγά νια τους, απ' τους χαχάμηδες που θα με βάζαν στα βελόνια να μου πιουν το αίμα μου, κι α πό τη γύφτισσα που θα μ’ έκλεβε και θα με πούλαγε σ' άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά - αν δεν έτρωγα και την τελευταία κουταλιά της φαρίν-λακτέ με την οποία με μπούκωναν Κι ε γώ τέτοιος μαλάκας ήμουνα, δεν ήθελα άλλο μπαμπά κι άλλη μαμά. Αλλά αυτή η προστα σία δεν ίσχυε στον ύπνο μου, και, το πιο περίεργο απ' όλα, δεν ίσχυε παρά μόνο στην πε ρίπτωση της γύφτισσας. Η γύφτισσα αυτή είναι ο μόνιμος εφιάλτης μου. Κάθομαι κατάχα μα σε μια κουβέρτα -όπως και στον ξύπνιο μου- και παίζω μ' ένα αυτοκινητάκι και μια μι κρή ομπρέλα που (......μπεμπέλα, κι όχι, μη με διακόπτεις, δεν ζωγραφίζω την πλάκα με το κοντύλι και με το σφουγγάρι αλλ' αυτή ήταν δική σου, κάθομαι κατάχαμα και βλέπω τη γύφτισσα να κοντοστέκεται έξω στο δρόμο, να ζυγώνει το παράθυρο και να με καρφώνει με το βάσκανό της μάτι, ύστερα περνάει σαν αγερικό τη σιδεριά κι έρχεται καταπάνω μου, μόνο που κάθε βήμα της κρατάει πολλή ώρα, μακραίνοντας και την αγωνία μου. Η κυρία μαμά σου είναι στο πλαϊνό δωμάτιο και σιδερώνει, μα δε γυρίζει ούτε τόσο δα το κεφάλι της να δει ότι πάν’ να κλέψουν το παιδί της, δεν τη νοιάζει, φωνάζω βοήθεια, βοήθεια, μα η φωνή μου πνίγεται στο λαρύγγι μου, δε βγαίνει, η γύφτισσα είναι τώρα από πάνω μου, α πλώνει το χέρι της να μ' αγγίξει - και ξυπνάω κλαίγοντας... Τώρα η μαμά αφήνει το σιδέ ρωμα, έρχεται και τον σηκώνει απ' το κρεβατάκι του, τον παίρνει στην αγκαλιά της και τον καθησυχάζει. Της λέω η γύφτισσα, η γύφτισσα, και κλαίω μ' αναφιλητά, κι αυτή γελάει και μου λέει βλέπεις τι παθαίνουν τα παιδάκια όταν δεν ακούνε τη μαμά τους; Δεν την ένοιαζε σου λέω αν μ' έπαιρνε η γύφτισσα, δε μ' ήθελε, και μια φορά που είχαν μαλώσει, ξέσπασε πάνω μου και μου 'πε δεν ήτανε να ψόφαγες και συ όπως το πρώτο να 'μουνα τώρα ελεύ θερη; Το πρώτο τους παιδί είχε πεθάνει καν δυο, καν τριώ μερώ όπως έλεγε η γιαγιά, ίσαίσα που προλάβανε να το μυρώσει ο παπάς για να μην πάει εντελώς αβάφτιστο. Δε μ' ήθε λε ούτε όταν βγαίνανε τα βράδια έξω. Στο σινεμά τρόμαζα απ' τις εικόνες που 'βλεπα, έ βαζα τα κλάματα και τη ρεζίλευα στον κόσμο. Φαντάσου, από τότε έλεγε πως τη ρεζίλευα, τις δικές της τις πομπές δεν τις έβλεπε, το κλάμα μου της έφταιγε, κι όταν καθόμασταν στο καφενείο πλάι στο Λευκό Πύργο και το γραμμόφωνο έπαιζε το μια βραδιά στο Μοντεκάρλο αγκαλιασμένοι κι οι δυο, και φυσούσε η αύρα απ' το Θερμαϊκό, και γεμάτος ευτυχία έβγαζα τα πέδιλά μου και περπατούσα με τις άσπρες κάλτσες πάνω στα χαλίκια περήφα νος που μπορούσα πια να στέκομαι στα πόδια μου, αυτός γελούσε, με καμάρωνε, μα εκεί νη θύμωνε, του 'λεγε εγώ πλένω τις κάλτσες του και δε θα μου τον κάνεις σαν τα μούτρα σου, γύριζαν στο σπίτι αμίλητοι, κι από τότε, κάθε φορά που θέλανε να βγουν περίπατο τα βράδια, ερχόνταν η Μανιά στο σπίτι και με φυλούσε ώσπου να γυρίσουν, μα η μάνα σου ούτε αυτή την ήθελε, ήταν μια θειά του, αλλ' η μάνα σου έλεγε πως στα νειάτα του την κα-
106 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
βαλούσε για να τον χαρτζιλικώνει, ουνεννοήθηκαν λοιπόν με το ζευγάρι που 'μενε στο επά νω πάτωμα, και μ' έβαζαν να κοιμηθώ με τα παιδιά τους, δυο αγόρια έντεκα, δώδεκα χρονώ, μα σε μένα φυσικά φαινόντουσαν μεγάλοι, και μόλις έκλεινε η πόρτα του δωματίου, μόλις πάντως έκλεισε το βράδι εκείνο που θυμάμαι πιο ζωηρά, αρχίσανε οι μάγκες να με παίζουν οα μπάλα, να με γαργαλάνε, να μου παίζουν το τσουτσούνι μου, να με βάζουνε να κάνω κωλοτούμπες, πρώτη φορά ένιωθα τέτοια ευτυχία, θα 'θελα να μην τέλειωνε ποτέ το γλυκό αυτό παιχνίδι, το κατάφερες κι αυτό είπα με το νου μου, μα τον άφησα να συνεχίσει, αλλ' αυτά τα γομάρια, άντρες βλέπεις, σε λίγο βαρεθήκανε, μ' ανάψανε καλά-καλά, κι ύ στερα τράβηξε καθένας το σεντόνι απ’ τη μεριά του και το ρίξανε στον ύπνο, έμεινα μόνος μου, μετέωρος, ξεσκέπαστο ανάμεσά τους, η φλόγα της καντήλας μπρος στο εικονοστάσι τους τρεμόπαιζε, χόρευαν σκιές στους τοίχους, μ' έπιασε πανικός, πήγα, με έντονη την αί σθηση πως έκανα κάτι απαγορευμένο, να στριμωχτά» κοντά σ' αυτόν που ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου, έβγαλε ένα βογγητό και γύρισε απ' την άλλη πάντα, τσούλησα στα κλε φτά ως την πλάτη τ' αλλουνού κι έβαλα το μπράτσο μου γύρω από τη μέση του, αυτός με σκούντησε, τραβήχτηκε, στο τέλος πρέπει να με πήρε και μένα ο ύπνος, αλλά θυμάμαι ότι, όσο κράτησε η επαφή με τα ζεστά κορμιά τους, ένιωσα μια γλυκειά ανατριχίλα, κάτι σα μέ θη, αυτή ήταν η πρώτη μου ερωτική εμπειρία, που όπως βλέπεις δεν έχει καμιά σχέση με τις σαχλαμάρες που 'χεις γράψει εσύ, πως τάχα έπαιζα με τ' αχαμνό του πατέρα μου σα να 'ταν κουδουνίστρα, σα δε ντράπηκες καημένε, αλλά πάντα τέτοιος ήσουν, πάντα σ' άρεσε να διαστρέφεις την πραγματικότητα... Ποια πραγματικότητα, είπα με το νου μου, ακούγοντάς τον. Αυτή θα μπορούσε να συνοψι στεί και με λίγα λόγια ως εξής: παντρεύτηκαν με προξενιά. Η μαμά δεν είχε κλείσει ακόμα τα δεκάξη. Πήγαινε ακόμα στο σχολείο, στο αμερικάνικο παρθεναγωγείο όπως έλεγε η γιαγιά. 0 πατέρας μας ήταν τριανταεφτά χρονώ. Και τους δυο τους παντρέψαν οι γονείς τους για να τους ξεφορτωθούν. Τη μάνα μου επειδή ήταν ατίθαση, δε δεχότανε ούτε κου βέντα απ' τη μητρυιά της, τον πατέρα μας με την ελπίδα πως θα μαζευόταν απ' τους δρό μους, θα 'κόβε τα ξενύχτια, τις πουτάνες, το πιοτό. Φυσικά, γι' αυτόν μια δεκαεξάχρονη παρθένα ήταν δώρο εκ θεού. Για κείνην αποδείχτηκε ένα άλλο είδους κάτεργο. Τρία βρά δια έκανε ώσπου να με καταφέρει, μου 'πε μ' ένα ελαφρώς φιλάρεσκο μειδίαμα μόλις πέρσι, σε μια απ' τις τελευταίες, έτσι κι αλλιώς ανέκαθεν σπάνιες καλές στιγμές μας. Ίσως όχι εντελώς τυχαία, ο πρώτος καρπός αυτής της ένωσης βγήκε τζούφιος. Το πρώτο τους παιδί, που ήταν αγόρι, πέθανε πράγματι δυο ημερών, κι έχω σκεφτεί πολλές φορές πως θα 'χε εξελιχτεί η ζωή μου -κι η δική του- αν είχαμε έναν μεγαλύτερο αδερφό και δε νιώ θαμε πως είχαμε τα πρωτοτόκια εξ υποκλοπής. Τέλος πάντων, τα δύο πρώτα χρόνια τον α νέχτηκε. Αλλ' όσο άρχισε να ωριμάζει και να συνειδητοποιεί το λάθος που είχε κάνει, άρχι σαν να τσακώνονται, δεν τον άφηνε να την αγγίξει. Οι σχέσεις τους, τεταμένες ήδη απ το θάνατο του πατέρα της που ως τότε τους βοηθούσε οικονομικά, έφτασαν τώρα στο απρο χώρητο. Γιατί ο μπαμπάς το 'ρίξε πάλι στα ξενύχτια, και ξόδευε ό,τι έβγαζε στις πουτάνες, στο πιοτό και οτο χαοίσι, που όχι μόνο δεν είχε απαγορευτεί ακόμα τότε, αλλά γνώριζε νέα έξαρση με την άφιξη των προσφύγων της Μικρός Ασίας. Σύμφωνα με τις διηγήσεις της γιαγιάς, η μαμά με πήρε τότε και καταφύγαμε στο σπίτι κάποιας φίλης της. Ο μπαμπάς πή γαινε μεθυσμένος έξω απ' το σπίτι της γιαγιάς και ζητούσε τη γυναίκα του. Έγινε κάποιο οικογενειακό συμβούλιο. Τον έβαλαν να υποσχεθεί πως δε θα ξαναγγίξει ούτε πιοτό ούτε χασίσι. Ο παπούς ο Κωνσταντίνος, για να τον βοηθήσει να κρατήσει την υπόσχεσή του, τους έπιασε ένα πιο μεγάλο και ωραίο σπίτι στην οδό Αξά-Μετζήτ, πλήρωσε προκαταβολι κά τα νοίκια μιας χρονιάς, του 'δώσε και πενήντα χρυσά φλουριά, κι έτσι ξανάσμιξαν. Λίγο αργότερα η μαμά ξανάμεινε έγκυος, m
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 107
ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. ΝΙΑΡΧΟΣ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΕΡΖΑΚΗ Ό Τερζάκης, κατά τόν Νιάρχο, καί κατ’ έμενα, ξεφεύγει άπό τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις προοδευτικού - άπολιτικού, θρησκευόμενου άθεου κτλ., γιατί ήταν ξένος μέ τη ν περιρρέουσα άτμόσφαιρα, είτε γενιά τοϋ ’30 λεγόταν αύτή, είτε μετακατοχική λογοτεχνία, είτε παγκοσμιοποιημένη σκέψη ή έλληνοκεντρική. Ό Τερζάκης, όπως καί ή γενέτειρά του, τό Ναύπλιο, κράτησε στη ζωή καί τό έργο του τήν άρχοντιά του έλληνικοϋ βασιλείου, χωρίς νά έκχωρηθεΐ ποτέ στους γκάγκαρους της αθηναϊκής σκηνής. Π αρώ ν διό τι άποτραβηγμένος, ευαίσθητος διότι ολιγαρκής, σκεπτικιστής διότι παθιασμένος, άποτελεί τήν έξαίρεση τοϋ κανόνα. Καί ό Ν ιάρχος αυτή τήν έξαίρεση έπισημαίνει καί μάς πείθει γι’ αυτήν. ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ, «ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ», 19/1/03 Ό Τερζάκης κρίνει καί συχνά δικάζει τήν τάξη του, τήν άσπκή τάξη, απαγορεύοντας σιίς Συμπληγάδες τής δημοσιότητας νά τόν φθείρουν. Ή ακένωτη παιδεία του βαπτίζεται στόν ουμανιστικό προβληματισμό ένός Καμυ, στίς πολλαπλές, άντιφατικές όψεις των φαινομένων, στήν άκοίμητη στοχαστικότητα γιά όσα δραματικά «πώς» καί «γιατί» μάς θέτει ή Σφίγγα. Μ αχητικός καί νηφάλιος, άνεκποίητος καί άφυπνιστικός, διαλεκτικός, διαλλακτικός καί ακέραιος, διδακτικός καί διδασκόμενος ά π’ τά ίδια του τά έρωτήματα, κέρδισε τίς άπόκρημνες τραγικές κορυφές γιά χάρ η τή ς δικής μας συ νείδησης, μένοντας ό ίδιος πάντα, ώς άτομο, στους μετριόφρονες πρόποδες. Μέ τή γνώση, τή βαθύνοια καί τήν ά γάπη πού έχει γράψει αύτό τό μικρό βιβλίοκιβωτός, ό Ν ιάρχος άς είναι βέβαιος πώ ς ό ’Ά γγελός μας τοϋ έχει ήδη άκουμπήσει άνωθεν οτόν ώμο π ατρική φτερούγα ευλογίας. ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, «ΤΑ ΝΕΑ», 21-22/12/02 Γράφτηκε πώς τά κείμενα τοϋ Νιάρχου άφοροϋν τόν στοχαστή Τ ερζάκη, έμείς πι στεύουμε πώς άναφέρονται καί στόν άνθρωπο, όπως ήρθε κοντά του, άρχικά, μέ τά δοκιμιακά κείμενά του, καί αργότερα, μέ τή δημόσια στάση του. Σέ ένα άπό τά παλαιότερα κείμενά του, στόν άφιερωματικό τόμο σιά «Τετράδια Ευθύ νης» γιά τά έβδομηντάχρονα τοϋ συγγραφέα, τό 1977, σχολιάζει τόν τρόπο τής γρ α φ ή ς τοϋ έπιφυλλιδογράφου Τερζάκη· υποδειγματικά πυκνός καί σαφής, απευθύνεται στόν αναγνώστη ώς συνομιλητή. Δύο χρόνια αργότερα, στή νεκρολογία τοϋ Τ ερζάκη, πού αναλαμ βάνει νά γράψει γιά τήν έτήσια έκδοση, τό «Χρονικό», εύστοχα παρατηρεί πώς ή έμφυτη ευγένεια τοϋ Τερζάκη τόν καθιστούσε «έναν άντιτρομοκράτη διανοούμενο», πού έπειθε χωρίς τίς σωτηριολογικές άκρότητες πού έπεκράτησαν στή συνέχεια. ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, «Η ΕΠΟΧΗ», 23/2/03
βιβλιογραφικό δελτίο
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΦΗ ΑΠΑΚΗ
Νο 440 · 1 -31 Μαρτίου 2003
Γ Ε Ν ΙΚ Α Ε Ρ Γ Α
Φ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
Βιβλιοθηκονομία 0ΙΚ0Ν0ΜΑΚ0Σ Κ. Προλεγόμενα στην κριτική έκδο ση των Αλεξκραρμάκων του Νικάνδρου. Αθήναι, Ακαδημία Αθηνών, 2 0 0 2 . Σελ. 26 2 . 1 2 ,4 8 €. ISBN 960-406-008-1. Λεξικά ΤΣΑΚΝΙΑΣ Γ. Λεξικό (αντι)τρομοκρατικό. Αθήνα, Στιγμή, 2002. Σελ. 91. 7,28 €. Εκδοτική διαχείριση Εκδοτικά προβλήματα και απορίες. Αθήνα, Σπουδα στήριο Νέου Ελληνισμού, 2002. Σελ. 316. 22,88 €. ISBN 960-320-149-9.
Εφαρμοσμένη ψυχολογία Η ψυχανάλυση στον 21ο αιώνα. Επιμ. Γ. Βασλαματζής κ.ά. Αθήνα, Παπαζήσης, 20 03 . Σελ. 355. 18,72 €. ISBN 960-02-1625-8. ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ Σ. Οι αταίριαστοι 2. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 3 . Σελ. 63 . 4 ,4 0 €. ISBN 960406-304-9. ΜΕΝΤΖΟΣ Σ. Υστερία. Μετ. I. Βαρτζόπουλος. Αθή να, Καστανιώτης, 2003. Σελ. 1 8 2 .1 6 ,6 4 €. ISBN 960-03-3277-0. ΣΑΜΑΡΤΖΗ Σ. Αντίληψη, κατανόηση και κατασκευή του χρόνου. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 3 . Σελ. 270. 20,80 €. ISBN 960-03-3457-9. GRAY J. Οι γυναίκες είναι από την Αφροδίτη. Μετ. Φ. Πανταζή. Αθήνα, Φυτράκης, 2003. Σελ. 125. 7,00 €. ISBN 960-535-253-2. ELLIS A. - HARPER R. Σταματήστε να καταστρέφετε τη σχέση σας. Μετ. Γ. Μ παρ ου ξής. Αθήνα, Αλκυών, 20 03 . Σελ. 27 7. 1 0 ,0 0 €. ISBN 960-
Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ Γενικά ΜΑΔΙΑΣ Μ. Ταοϊσμός. Αθήνα, Δωδώνη, 2002. Σελ. 1 7 0 .1 2 .4 8 €. ISBN 960-385-152-3. ΜΑΤΙΑΤΟΣ Η. Φιλοσοφία, φυσική και κοσμολογία. Αθήνα, Δωδώνη, 2002. Σελ. 1 2 2 .1 0 ,4 0 €. ISBN 960-385-153-1. KANT I. Κριτική της κριτικής δύναμης. Μετ. Κ. Ανδρουλιδάκης. Αθήνα, Ιδεόγραμμα, 2002. Σελ. 478. 30,52 €. ISBN 960-7158-18-0. COSSUTTA F. Η φιλοσοφία και πώς τη διαβάζουμε. Μετ. Δ. Κωστελένος. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 350. 23,00 €. ISBN 960-16-0181-3. ΣΑΛΟΜΟΝ Ζ.-Ζ. Επιβιώνοντας της επιστήμης. Μετ. Α. Τριανταφυλλοπούλου. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 2003. Σελ. 5 1 9 .1 7 ,0 0 €. ISBN 960-7458-56-7. SCHOPENHAUER Α. Εριστική διαλεκτική. Μετ. θ. Λουπασάκης. Αθήνα, Prints, 2 0 0 3 . Σελ. 14 2. 12.48 €. ISBN 960-7408-74-8. SCHOPENHAUER Α. Τα πάθη του κόσμου. Μετ. Η. Ν ικολούδης. Αθήνα, Prints, 2 0 0 3 . Σελ. 20 9 . 14,56 €. ISBN 960-7408-59-4. FEARN Ν. 0 Ζήνωνος και η χελώνα. Μετ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 306. 14,00 €. ISBN 960-14-0684-0. Αποκρυφισμός ΑΞΙΩΤΗΣ θ. Ατλαντίδα. Αθήναι, Γεωργιάδης, 2002. Σελ. 431. 18,72 €. ISBN 960-316-171-3.
ΜΑΙΟΣ 2003
326-084-3. LASARUS A. - LASARUS C. Άμεσες λύσεις στην τρέ λα της καθημερινότητας. Μετ. Μ. Κόφφα. Αθήνα, Έσοπτρον, 2003. Σελ. 220. 12,50 €. ISBN 9608317-09-6. BORYSENKO J. Ξεπέρασε την ενοχή και γέμισε με αγάπη. Μετ. Κ. Οικονόμου. Αθήνα, Διόπτρα, 2003. Σελ. 3 2 0 .1 4 ,0 0 €. ISBN 960-364-209-6. ΝΤΟΛΤΟ Φ. - ΣΕΒΕΡΕΝ Ζ. Τα Ευαγγέλια και η πίστη. Μετ. Ε. Κούκη. Αθήνα, Εστία, 20 02 . Σελ. 454. 20,80 €. ISBN 960-05-1046-6. DUFFELL Ν. - L0VENDAL Η. Διατηρήστε ζωντανή τη σχέση σας. Μετ. Ε. Μπουκαούρη. Αθήνα, Κριτική, 2003. Σελ. 255. 15,50 €. ISBN 960-218-298-9. Θ Ρ Η Σ Κ Ε ΙΑ Γενικά Απόκρυφα Ευαγγέλια. Τόμος Α'. Μετ. θ . Γεωργιάδης. Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2 0 0 2 . Σελ. 207. 8,50 €. ISBN 960-398-069-2. ΓΑΡΙΤΣΗΣ Γ. Όρασις αοράτου. Θήρα, θεσβίτης, 2002. Σελ. 147. 7,00 €. ISBN 960-87217-2-5.
ΔΙΑΒΑΖΩ 109
ΓΙΑΧΑΝΑΤΖΗΣ Γ. θρησκευτικός μισογυνισμός. Ραφήνα, Αλμπουρο, 2002. Σελ. 259. 17,68 €. ISBN 960-87524-0-χ. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Η. Γ. Γλωσσικές και εκκλησιαστικές με ταρρυθμίσεις στη Βουλγαρία τον 14ο αιώνα. Θεσ σαλονίκη, University Studio Press, 20 02 . Σελ. 180. 20,00 €. ISBN 960-12-1086-5. ΣΚΟΥΡΤΗΣ I. Ανέκδοτο κατάστιχο της αλληλογρα φίας του Πολυανής Παρθενίου (1900). Θεσσαλο νίκη, University Studio Press, 2002. Σελ. 405. 28.00 €. ISBN 960-12-1131-4. WILSON P. L. To βιβλίο των αγγέλων. Μετ. Α. Σιδέρη. Αθήνα, Αγρα, 2002. Σελ. 190. 35,00 €. ISBN 960-325-462-2. GIBELLINI R. Η θεολογία του 20ού αιώνα. Μετ. Π. Υφαντής. Αθήνα, Αρτος Ζωής, 2002. Σελ. 736. 45.00 €. ISBN 960-8053-16-1. ROSE S. Η ψυχή μετά τον θάνατο. Μετ. Π. Τσουροπλή. Αθήνα, Μ υριόβιβλος, 2 0 0 3 . Σελ. 4 1 9 . 15.00 €. ISBN 960-87579-0-8. Μυθολογία MEURGER Μ. Η άγνωστη ιστορία των δράκων. Μετ. Ν. Μάρκου. Θεσσαλονίκη, Αρχέτυπο, 2003. Σελ. 298. 15,20 €. ISBN 960-7928-94-6. Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ Κοινωνιολογία LEVI-STRAUSS C. Από το μέλι στη στάχτη. Τόμος Β'. Μετ. Μ. Λώμη. Αθήνα, Αρσενίδης, 2002. Σελ. 547. 31,20 €. ISBN 960-253-084-7. Πολιτική Αντιαμερικανισμός. Μετ. Α. Κεραμίδα. Αθήνα, Πατάκης, 2 0 02 . Σελ. 33 9. 1 9 ,0 1 €. ISBN 960-160588-6. Κείμενα και ντοκουμέντα των Ένοπλων Προλεταρια κών Πυρήνων. Αθήνα, Parabellum, 20 02 . Σελ. 175. 8,32 €. Μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκο σμιοποίησης. Επιμ. X. Κάλλιας κ.ά. Αθήνα, Πατάκης, 2 0 03 . Σελ. 39 9 . 2 5 ,0 0 €. ISBN 960-160666-1. Νέες μορφές τρομοκρατίας. Αθήνα, Παπαζήσης, 2003. Σελ. 104. 5,20 €. ISBN 960-02-1635-5. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Επιμ. Σ. Ντάλης. Αθή να, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 325. 16,64 €. ISBN 960-02-1627-4. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Π. Το μέλλον της Ευρώπης και η συνο χή του ευρωπαϊκού χώρου. Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 215. 23,92 €. ISBN 960-02-1638-χ.
110 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ Κ. - ΚΑΤΣΙΟΣ Σ. Διεθνείς οργανισμοί. Αθήνα, Παπαζήσης, 20 02 . Σελ. 48 0. 23 ,9 2 €. ISBN 960-02-1622-3. ΚΩΝΣΤΑΣ Δ. Διπλωματία και πολιτική. Αθήνα, Λιβάνης, 2 0 0 2 . Σελ. 37 3 . 1 8 ,0 0 €. ISBN 960-140663-8. ΠΡΕΤΕΝΤΕΡΗΣ Γ. Η αναμέτρηση. Αθήνα, Εστία, 2002. Σελ. 141. 8,32 €. ISBN 960-05-1053-9. ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Το καθεστώς των νησίδων στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Αθήνα, Εστία, 2002. Σελ. 5 3 .1 0 .4 0 €. ISBN 960-05-1057-1. ΣΤΟΦΟΡΟΠΟΥΛΟΣ θ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Το Κυπριακό Ζή τημα. Αθήνα, Σιδέρης, 20 02 . Σελ. 71. 5 ,00 €. ISBN 960-08-0270-χ. ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Δ. Οι πολιτικές σκευωρίες κατά των Οικολόγων Εναλλακτικών. Αθήνα, Οικολογικό Πολιτικό Αρχείο, 2002. Σελ. 238. 15,60 €. ISBN 960-92009-0-7. QUINE W. V. - ULLIAN J. S. 0 ιστός της πεποίθη σης. Μετ. Ε. Αγαλόπουλου. Αθήνα, Leader Books, 2002. Σελ. 154. ISBN 960-7901-37-1. MULLER Ρ. - SUREL Υ. Η ανάλυση των πολιτικών του κράτους. Μετ. Δ. Παπαδοπούλου - Μ. Φύλλα. Αθήνα, Τυπωθήτω, 2 0 0 2 . Σελ. 23 1 . 1 2 ,0 0 €. ISBN 960-402-072-2. BARROT J. Φασισμός/αντκρασιομός. Μετ. Ν. Αλεξί ου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 2 0 0 2 . Σελ. 79. 4,58 €. BIN S. Η ολοκλήρωση της τέχνης του πολέμου. Μετ. Κ. Γεωργαντάς. Θεσσαλονίκη, Βάνιας, 2002. Σελ. 2 2 0 .1 3 ,5 2 €. ISBN 960-288-096-1. BRZEZINSKI Ζ. Η γεωστρατηγική τριάδα. Μετ. X. Μεντζαλίρα. Αθήνα, Ευρασία, 20 02 . Σελ. 185. 16,59 €. ISBN 960-8187-03-6. BRUCKNER Ρ. Η μιζέρια του πλούτου. Μετ. Λ. Αβαγιανού. Αθήνα, Αστάρτη, 2002. Σελ. 278. 16,64 €. ISBN 960-263-106-6. STONE W. - SCHAFFNER Ρ. Πολιτική ψυχολογία. Μετ. Δ. Μαρκουλής. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 447. 31,90 €. ISBN 960-406-106-2. CHOMSKY Ν. - HITCHENS C. Η μεγάλη διαμάχη. Μετ. Ρ. Γεωργιάδου. Πειραιάς, Ελάτη, 2002. Σελ. 92. 7,49 €. ISBN 960-86784-9-8. CHOMSKY Ν. Μοιραίο τρίγωνο. Μετ. Δ. Βουβάλη. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 811. 30,00 €. ISBN 960-14-0650-6. FOA V. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Η σιω πή των κομμουνιστών. Μετ. Α. Σολάρο. Αθήνα, Φιλίστωρ, 2 0 0 2 . Σελ. 1 7 2 .1 0 .4 0 €. ISBN 960-369-068-6.
ΜΑΙΟΣ 2003
Οικονομία Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. Επιμ. Β. Κρεμμυδάς. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α. - Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 2002. Σελ. 173. 3 5 ,0 0 €. ISBN 9608452-93-7. ΒΑΡΒΑΡΕΣΟΣ Κ. Έκθεσις επί του οικονομικού προ βλήματος της Ελλάδος. Αθήνα, Σαββάλας, 2002. Σελ. 515. 34,70 €. ISBN 960-460-858-4. ΞΑΝΘΑΚΗΣ Μ. Δομή και μικροδομή της ελληνικής κεφαλαιαγοράς. Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 462. 24,44 €. ISBN 960-02-1626-6. Μέσα Μ αζικής Επικοινωνίας Οι ειδήσεις του πολέμου και ο πόλεμος κατά της είδηοης. Επιμ. Β. Βογιατζή. Αθήνα, ΙΜ Δ Α - Λιβάνης, 2002. Σελ. 283. 25,00 €. ISBN 960-14-0670-0. Εθνολογία ΜΠΟΥΖΑ-ΓΙΑΝΝΗ X. Βλάχικη ζωή και γλώσσα. Αθή να, Ευρωπαϊκή Έκφραση, 2002. Σελ. 3 6 3 .1 8 ,7 2 €. ISBN 960-87485-0-χ. Λαογραφία ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ X. Παραμύθια της Θράκης. Τόμος Β'. Αθήνα, 2002. Σελ. 1 4 5 .1 1 ,4 4 €. ΖΑΜΠΟΥΝΗΣ X. Savoir vivre. Αθήνα, Φ ερενίκη, 2002. Σελ. 436. 24,00 €. ISBN 960-7952-15-4. ΛΟΥΚΑΤΟΣ Δ. Λαογραφικά σύμμεικτα Παξών. Αθή να, Ακαδημία Αθηνών, 2002. Σελ. 246. 20,80 €. ISBN 960-404-005-7. ΜΕΡΑΚΛΗΣ Μ.-ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ Μ. Τα παραμύθια της Σάμου. Τόμοι Α '+Β '+ Γ . Αθήνα, 2002. Σελ. 978. 4 4,72 €. ISBN Set 960-7813-14-6. Οικολογία ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Η «εξ ουκ όντων» δημιουργία και το οικολογικό ζήτημα. Πάτρα, 2 0 0 3 . Σελ. 87. 8,10 €. ISBN 960-90505-6-5. Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η 100 χρόνια από την ίδρυση Διδασκαλείου στην Κρή τη. Επιμ. Α. Χουρδάκης κ.ά. Ρέθυμνο, 2002. Σελ. 233. 30,00 €. ISBN 960-8325-17-χ. Μέτρηση και αξιολόγηση της επίδοσης για τη δια σφάλιση της επιτυχίας. Τόμος Α’ . Επιμ.-μετ. Ε. Κολιάδης. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 20 02 . Σελ. 219. 23,00 €. ISBN 960-406-309-χ. ΑΔΑΜΟΥ Μ. Το εκπαιδευτικό σύστημα στην υπηρε σία του εθνικού κράτους. Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 623. 26,00 €. ISBN 960-02-1601-0. ΑΝΑΓΝΟΣΤΟΠΟΥΛΟΥ Δ. Λογοτεχνική πρόσληψη στην προσχολική και πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
ΜΑΙΟΣ 2003
Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 2 2 4 .1 6 ,0 0 €. ISBN 960-16-0616-5. ΓΚΕΝΑΚΟΥ Ζ. Η ποίηση του λαού και ο παιδικός λό γος. Αθήνα, Πατάκης, 2003. Σελ. 340. 24,00 €. ISBN 960-16-0639-4. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Π. Σχολική παιδαγωγική. Τόμος Α'. Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 435. 22,88 €. ISBN 960-02-16-09-6. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ Κ. Η παιδεία εν Ελλάδι. Αθήνα, Ελληνι κά Γράμματα, 20 02 . Σελ. 250. ISBN 960-406305-7. ΚΟΛΙΑΔΗΣ Ε. Γνωστική ψυχολογία. Τόμος Δ'. Αθή να, 2002. Σελ. 638. 42,00 €. ISBN 960-850853-3. ΜΑΓΝΗΣΑΛΗΣ Κ. Δημιουργική σκέψη. Αθήνα, Ελλη νικά Γράμματα, 2003. Σελ. 492. 24,90 €. ISBN 960-406-317-0. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ-ΝΟΥΑΡΟΣ Α. Η δομή ενός ελληνικού μύθου. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 0 3 . Σελ. 148. 12,48 €. ISBN 960-03-3435-8. ΞΑΝΘΑΚΟΥ Γ. - ΚΑΪΛΑ Μ. Το δημιουργικής επίλυσης πρόβλημα. Αθήνα, Ατραπός, 2 0 0 2 . Σελ. 24 2 . 30,00 €. ISBN 960-8325-14-5. ΓΛΩΣΣΑ Γενικά ΑΝΔΡΕΟΥ Γ. Γλώσσα. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 214. ISBN 960-406-259-χ. ΕΞΑΡΧΟΣ Γ. Ποντέα ντι Άρτα. Λάρισα, 2002. Σελ. 191. 15,60 €. ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΣ Ε. Κυθηραϊκά επώνυμα. Αθήνα, 2002. Σελ. 809. 26,00 €. ISBN 960-86108-8-5. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ Α.-Φ. Όψεις της γλώσσας. Αθήνα, Νή σος, 2 0 0 2 . Σελ. 2 6 8 . 1 5 ,0 0 € . ISBN 9 6 0 87114-9-5. Γενικά ACKERMAN. Η ιστορία των αισθήσεων. Συναισθη σία. Μετ. Π. Μοσχοπούλου. Αθήνα, Περίπλους, 2002. Σελ. 40. 6,00 €. ISBN 960-8202-02-7. Φ Υ Σ ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ Αστρονομία PETRIDES S. The Orphic hymns. Vol. 1. Athens, 2002. Pag. 430. 52,00 €. ISBN 960-90347-3-8. Φυσική BODANIS D. Η βιογραφία της πιο διάσημης εξίσω σης στον κόσμο. Μετ. Α. Αλαβάνου. Αθήνα, Λιβά-
ΔΙΑΒΑΖΩ 111
νης, 2 0 0 3 . Σελ. 4 7 4 . 1 6 ,0 0 €. ISBN 960-140683-2. Βιολογία JORDAN Β. Οι απατεώνες της γενετικής. Μετ. Π. Παπαβασιλείου. Αθήνα, Δίαυλος, 2002. Σελ. 220. 15,19 €. ISBN 960-531-147-χ. Ε Φ Α Ρ Μ Ο Σ Μ Ε Ν Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ Ιατρική ΚΡΕΑΤΣΑΣ Γ. Σεξουαλική αγωγή και οι σχέσεις των δύο φύλων. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003. Σελ. 2 8 7 .1 9 ,9 0 €. ISBN 960-406-318-9. ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ Μ. Πολιτισμός και ψυχιατρική. Αθήνα, Παπαζήσης, 2 0 0 3 . Σελ. 6 4 0 . 3 3 ,2 8 €. ISBN 960-02-1621-5. ΠΑΞΙΜΑΔΑΣ Σ. Λημνία γη. Αθήνα, Ελληνικά Γράμμα τα, 2 0 0 2 . Σελ. 24 7 . 1 6 ,9 0 €. ISBN 960-406307-3. ΠΑΡΑΚΕΛΣΟΣ. Ο λαβύρινθος των πλανημένων για τρών. Μετ. Γ. Παπαδόπουλος. Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. Σελ. 157. 8,84 €. ISBN 960-02-1602-9. BENJAMIN Η. Οδηγός φυσικής θεραπευτικής. Μετ. Κ. Δόλκας - Γ. Κυπραίος. Αθήνα, Διόπτρα, 2002. Σελ. 652. 20,00 €. ISBN 960-364-015-8. CHUNCAI Ζ. Η κλασική ιατρική του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Μετ. Κ. Χαλμούκου. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 223. 12,00 €. ISBN 960-04-2051-3. Τεχνολογία ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Σ. - ΧΑΤΖΗΠΕΡΗΣ Ν. Εισαγωγή στην πληροφορική και τη χρήση υπολογιστή. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2002. Σελ. 312. 16,00 €. ISBN 960375-461-7. Οικιακή οικονομία Ζυμαρικά. Μικρομαγειρέματα. Αθήνα, Μοντέρνοι Καιροί, 2003. Σελ. 38. ISBN 960-397-587-2. ΤΣΙΓΩΝΙΑ-ΕΥΛΟΓΙΑ Α. Η αισθητική επιστήμη αρωγός στην ψυχική υγεία. Αθήνα, Παπαζήσης, 20 02 . Σελ. 78. 4,68 €. ISBN 960-02-1617-7. ΤΣΙΓΩΝΙΑ-ΕΥΛΟΓΙΑ Α. Προσωπολογία. Αθήνα, Παπα ζήσης, 20 02 . Σελ. 158. 8 ,84 €. ISBN 960-021618-5. Επιχειρήσεις Ο M a c h ia v e lli στο σύγχρονο m a rk e tin g και management. Επιμ. F. Harris κ.ά. Αθήνα, Περίπλους, 2 0 0 2 . Σελ. 4 5 4 . 3 1 ,2 0 €. ISBN 96 08151-87-2. BECKWITH Η. Πώς να πουλάτε υπηρεσίες. Μετ. Β. Μουζοπούλου. Αθήνα, Κριτική, 2003. Σελ. 208. 19,00 €. ISBN 960-218-288-1.
112 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΤΕΧΝΕΣ Λευκώματα ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ Γ. Ιερά Μονή Εσφιγμένου. Οίτυλο, 2002. Σελ. 81. 35,23 €. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ Κ. Μέσα από την Ελλάδα. Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Σελ. 117. 20,80 €. ISBN 96003-3473-0. ZIMBARDO X. Από τη ζωή του Αγίου Όρους. Αθήνα, Βιβλιόραμα, 2 0 0 3 . Σελ. 12 8 . 3 9 ,5 2 €. ISBN 960-8087-19-9. Αρχιτεκτονική Τοπίο εκμοντερνισμού. Επιμ. Γ. Αίσωπος - Γ. Σημαιοφορίδης. Αθήνα, Metapolis Press, 2002. Σελ. 144. 23,42 €. ISBN 960-7424-34-4. ΤΟΥΡΝΙΚΙΩΤΗΣ Π. Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρ χιτεκτονικής. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2 0 0 2 . Σελ. 298. 22,88 €. ISBN 960-221-245-4. Πολεοδομία ΜΑΡΜΑΡΑΣ Ε. Β. Σχεδιασμός και οικιστικός χώρος. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 2 . Σελ. 3 9 1 . ISBN 960-406-150-χ. Ζωγραφική ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ X. Είδωλα καμόντων. Αθήνα, Μεταίχ μιο, 20 02 . Σελ. 152. 3 6 ,4 0 €. ISBN 960-375471-4. Κινηματογράφος ΑΚΤΣΟΓΛΟΥ Μ. Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αθήνα, Αιγόκερως, 2003. Σελ. 191. 10,40 €. ISBN 960-322174-0. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ Γ. Αντρέι Ταρκόφσκι. Αθήνα, Αιγόκερως, 20 03 . Σελ. 131. 8 ,3 2 €. ISBN 960-322173-2. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Ν. 0 χαμένος τα παίρνει όλα. Αθήνα, Αιγόκερως, 2003. Σελ. 142. 7,28 €. ISBN 960322-182-1. Fritz Lang. Επιμ. Ν. Σαββάτης. Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Σελ. 395. 46,80 €. ISBN 960-03-3479-χ. Φωτογραφία Πάτρα, μια πόλη στη φωτογραφία. Αθήνα, Μεταίχ μιο, 20 03 . Σελ. 104. 2 2 ,0 0 €. ISBN 960-375483-8. ΑΝΤΩΝΑΤΟΥ Ε. - MAUZY Μ. Φωτογραφικά πανορά ματα της Ελλάδας. Αθήνα, Ποταμός, 2002. Σελ. 146. 82,00 €. ISBN 960-7563-83-2. ΜΠΑΡΔΑΝΗΣ Μ. Μετ’ έρωτος την φύσιν. Αθήνα, Ατραπός, 2003. Σελ. 201. 45 ,0 0 €. ISBN 9608325-15-3. BOISSONNAS Η.-Ρ. Μ ικρά Ασία 1 9 2 1 . Αθήνα,
ΜΑΙΟΣ 2003
Ι.Μ.Ε. - Μουσείο Μπενάκη. Σελ. 360. 6 5 ,0 0 €. ISBN 960-7957-18-0. ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ Μ. Μίμης Πλέοσας. Αθήνα, Άγκυρα, 2002. Σελ. 222. Φωτ. 1 CD. 33,00 €. ISBN 960934-980-8. ΚΑΛΥΒΙΩΤΗΣ Α. Σμύρνη. Αθήνα, Music Corner/Τήνελλα, 2 0 0 2 . Σελ. 2 0 2 + 1 CD. 2 2 ,0 0 €. ISBN 960-87541-0-0. ΚΟΥΝΑΔΗΣ Π. Εις ανάμνησιν στιγμών ελκυστικών. Τόμος Β '. Αθήνα, Κατάρτι, 2 0 0 3 . Σελ. 5 2 4 . 45.00 €. ISBN 960-87434-2-2. ΛΕΟΥΣΗ Λ. Ιστορία της ελληνικής μουσικής. Αθήνα, Άγκυρα, 20 03 . Σελ. 427+1CD. 2 3 ,0 0 €. ISBN 960-234-986-7. ΠΕΤΡΙΔΗΣ Γ. - ΖΟΥΓΡΗΣ Κ. Τα τραγούδια του αιώνα. Αθήνα, Ανατολικός, 2 0 02 . Σελ. 55 3 . 3 1 ,2 0 €. ISBN 960-8429-38-2. Ε Ν Α Σ Χ Ο Λ Η Σ Ε ΙΣ Γενικά STILWELL Α. Τεχνικές επιβίωσης. Αθήνα, Βασδέκης, 2002. Σελ. 192. 18,31 €. ISBN 960-827303-χ. Αθλητισμός Μόνο για άνδρες. Επιμ. θ. Νιάρχος. Αθήνα, Καστανιώτης, 2002. Σελ. 164. 31,20 €. ISBN 960-033421-8. ΟΙΚΟΝΟΜΟΠΟΥΛΟΣ Δ. Π. Ολυμπιονίκες στην αρ χαία Ελλάδα. Αθήνα, Βιβλιογονία, 2 0 0 3 . Σελ. 160. ISBN 960-7078-45-χ. ΣΑΡΓΚΑΝΗΣ Ν. Ιστορίες σε τίτλους. Αθήνα, Ελληνι κά Γράμματα, 20 03 . Σελ. 119. 1 5 ,0 0 €. ISBN 960-406-327-8. ΛΑΝΤΡΙ Φ. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μετ. Ν. Οικονομοπούλου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 20 03 . Σελ. 112. 10.00 €. ISBN 960-375-367-χ. Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ ΙΑ Αρχαίοι συγγραφείς Τα επιγράμματα του Ρουφίνου. Μετ. Τ. Ρούσσος. Αθήνα, Εστία, 2003. Σελ. 91. 7,28 €. ISBN 96005-1059-8. ΑΡΤΕΜΙΔΩΡΟΣ. Ονειροκριτικά. Μετ. Μ. Μαυρουδή. Αθήνα, Ιστός, 20 02 . Σελ. 32 5 . 2 0 ,8 0 €. ISBN 960-320-123-5. ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΛΙΚΑΡΝΑΣΣΕΥΣ. Άπαντα. Τόμος ΙΣΤ'
ΜΑΙΟΣ 2003
Αθήνα, Κάκτος, 2003. Σελ. 277. 12,48 €. ISBN 960-352-944-3. ΟΝΑΣΑΝΔΡΟΣ. Άπαντα. Αθήνα, Κάκτος, 2002. Σελ. 181. 8,32 €. ISBN 960-382-488-7. ΟΡΦΙΚΑ. Τόμοι 1 ,2 ,3 ,4 . Αθήνα, Κάκτος, 20 03 . Σελ.284+422+430+262. 12,48+15,60+15,60+ 12,48 €. Μ ελέτες ΖΕΡΒΟΥ Α. Το παιχνίδι της ποιητικής δημιουργίας στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Αθήνα, Ι.Τ.Β., 2003. Σελ. 317. ISBN 960-354-132-χ. ΜΑΝΑΚΙΔΟΥ Φ. Στρατηγικές της Οδύσσειας. Θεσσα λονίκη, University Studio Press, 2002. Σελ. 390. 26,00 €. ISBN 960-12-1122-5. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Α. Θουκυδίδης. Αθήνα, Αίολος, 2002. Σελ. 2 3 7 .1 8 ,0 0 €. ISBN 960-521-131-9. Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ Γενικά «Στρατός περνούσε...» στη νεοελληνική λογοτεχνία. Επιμ. Ε. Χουζούρη. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003. Σελ. 432. 19,00 €. ISBN 960-375-441-2. ΔΗΜΑΣ Π. Τα ποιήματα και τα διηγήματα. Β' έκδο ση. Αθήνα, Σοκόλης, 2 0 0 2 . Σελ. 88 . 8 ,3 2 €. ISBN 960-8264Ό7-3. ΚΑΛΑΣ Ν. Δεκαέξι γαλλικά ποιήματα και αλληλογρα φία με τον Ουίλλιαμ Κάρλος Ουίλλιαμς. Μετ. Σ. Αργυρόπουλος - Β. Κολοκοτρώνη. Αθήνα, Ύψιλον, 2002. Σελ. 185. 15,08 €. ISBN 960-17-0084-6. Ποίηση Ανθολογία ιαπωνικής ποίησης. Μετ. Γ. Λειβαδάς. Αθήνα, Ροές, 20 02 . Σελ. 18 7. 1 3 ,5 2 €. ISBN 960-283-149-9. ΑΝΔΡΙΤΣΑΝΟΥ Δ. Ντελλαγράτσια. Αθήνα, Το Ροδακιό, 20 02 . Σελ. 57. 1 0 ,4 0 €. ISBN 960-736093-1. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ Τ. Όμως το χιόνι πάντα μένει. Αθή να, Ίνδικτος, 2002. Σελ. 79. 12,00 €. ISBN 960518-129-0. ΓΑΣΠΑΡΗΣ Α. Ποιήματα. Ρέθυμνο, 2002. Σελ. 79. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ Ε. Από μακρύ ταξίδι. Αθήνα, Δό μος, 2002. Σελ. 37. ISBN 960-353-109-χ. ΓΚΙΚΑ Ε. Άβυσοος, άλγος, άλμα, αρχίζω... Αθήνα, Άγκυρα, 2002. Σελ. 99. 8,50 €. ISBN 960-234975-1. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Μ. Π. Προς εαυτόν και αλλήλους. Αθήνα, Δ ρόμων, 2 0 0 2 . Σελ. 6 6 . ISBN 9 6 0 87099-5-4.
ΔΙΑΒΑΖΩ 113
ΖΗΚΑΣ Γ. Ποιήματα. Σκόπελος, Νησίδες, 20 02 . Σελ. 40. 6,24 €. ISBN 960-8263-06-9. ΚΑΡΑΤΖΑΣ Δ. Πότε μίλα πότε φίλα. Αθήνα, Μεταίχ μιο, 2002. Σελ. 34. ISBN 960-375-447-1. ΚΟΛΟΣΙΑΤΟΥ Φ. Σα να συνέβη. Αθήνα, Ομπρέλα, 2002. Σελ. 62. ISBN 960-87440-1-6. ΜΙΩΝΗΣ Α. Νωχελική αντίδραση. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 63. ISBN 960-14-0617-4. ΜΥΛΩΝΑ-ΚΕΠΕΤΖΗ Ε. Συνωμοτικά. Αθήνα, Δέλεαρ, 2002. Σελ. 74. ISBN 960-87241-1-2. ΠΟΥΡΓΟΥΡΗΣ Μ. Του μύθου και της αρμύρας. Αθή να, Δωδώνη, 2002. Σελ. 50. 5,20 €. ISBN 960385-148-5. ΣΤΑΥΡΑΚΗ Φ. Ανακωχή στο χρόνο. Αθήνα, Δωδώνη, 2002. Σελ. 39. 7,28 €. ISBN 960-385-164-7. ΦΩΚΑΣ Ν. Ποιητικές συλλογές 1954-2000. Αθήνα, Ύψιλον, 2002. Σελ. 424. 19,76 €. ISBN 960-170094-3. Πεζογραφία Ελληνικά παραμύθια με ανεξιχνίαστες γριές. Επιλο γή: Α. Στρουμπούλη. Αθήνα, Απόπειρα, 2 0 0 2 . Σελ. 143. 9,15 €. ISBN 960-7034-051-4. «Εν Δωδεκανήσω...». Αθήνα, Κέδρος, 20 02 . Σελ. 357. 17,00 €. ISBN 960-04-2199-4. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ X. Ταξίδι σε δίσεκτο αιώνα. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 373. 17 ,0 0 €. ISBN 96016-0598-3. ΑΡΝΑΟΥΤΗΣ Ν. Ο μύθος στο κορμί της. Αθήνα, Σύγ χρονοι Ορίζοντες, 2 0 0 2 . Σελ. 2 4 8 . 1 1 ,0 0 €. ISBN 960-398-064-1. ΒΕΝΑΡΔΟΣ Π. Φλογόδεντρο. Αθήνα, Ποντίκι, 2002. Σελ. 2 3 0 .1 2 ,0 0 €. ΓΙΑΝΝΙΣΗΣ Α. Περί θανάτου και άλλων ασθενειών. Αθήνα, Τυπωθήτω, 2 0 0 2 . Σελ. 1 2 3 . 6 ,0 0 €. ISBN 960402-034-χ. ΓΙΟΒΑΝΝΑ. Γενέθλια στο μετρό. Αθήνα, Πατάκης, 2003. Σελ. 98. 8,00 €. ISBN 960-16-0644-0. ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗΣ Β. Βέβηλη πτήση. Αθήνα, Μεταίχ μιο, 20 03 . Σελ. 21 4. 13 ,0 0 €. ISBN 960-375498-6. ΓΟΝΤΙΚΑΣ Α. Έρωτας και πόλεμος. Αθήνα, Σοκόλης, 2002. Σελ. 269. 16,64 €. ISBN 960-826405-7. ΔΑΜΤΣΑΣ Σ. Το λοξό βλέμμα των αετών. Αθήνα, Κο χλίας, 2 0 0 2 . Σελ. 4 2 8 . 1 6 ,9 0 €. ISBN 96 08228-37-9. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Μ. Π. Κατά συρροήν... Αθήνα, Δρό μων, 2002. Σελ. 364. ISBN 960-87099-6-2. ΔΕΛΗΣΑΒΒΑΣ Μ. Π. Σε ανύποπτο χρόνο. Αθήνα, Δρόμων, 2002. Σελ. 321. ISBN 960-87099-9-7.
114 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΟΥΑΤΖΗΣ Γ. Προς δέκα επιστολή. Αθήνα, Κάκτος, 2003. Σελ. 91. 10,40 €. ISBN 960-382-491-7. ΖΑΚΑΡΗΣ Σ. Αμέσως τώρα πια. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 205. 10,00 €. ISBN 960-14-0689-1. ΖΙΩΤΗΣ Γ. Πρώτο ταξίδι. Αθήνα, Εμπειρία Εκδοτική, 2003. Σελ. 175. 12,20 €. ISBN 960-417-009-0. ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ Σ. Το κουτί της αγάπης. Αθήνα, Λιβάνης, 2002. Σελ. 540. 18,00 €. ISBN 960-140686-7. ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ Α. Η Λυγερή. Ο ζητιάνος. Αθήνα. Μο ντέρνοι Καιροί, 2002. Σελ. 444. ISBN 960-397554-0. ΚΟΝΙΔΑΡΗ Ε. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Syber stories. Αθήνα, Με ταίχμιο, 2003. Σελ. 128. 9,00 €. ISBN 960-375506-0. ΚΟΡΤΩ Α. 0 γιος της Τζοκόντα. Αθήνα, Εξάντας, 2003. Σελ. 84. 6,50 €. ISBN 960-256-540-3. ΚΟΥΣΚΟΛΕΚΑ Ν. Στη σκόνη των αστεριών. Αθήνα, Λιβάνης, 20 02 . Σελ. 281. 1 2 ,0 0 €. ISBN 96014-0667-0. ΚΥΡΙΑΖΗΣ X. Η απόσταση του μαζί. Αθήνα, Κάκτος, 2002. Σελ. 135. 9,36 €. ISBN 960-382-487-9. ΜΠΑΖΟΣ Α. Η φουρκέτα. Αθήνα, 2002. Σελ. 124. 14,05 €. ΝΙΚΟΛΟΥΔΗ Ε. Η πέτρα. Αθήνα, Κοχλίας, 20 02 . Σελ. 149. 8,90 €. ISBN 960-8228-40-9. ΠΑΠΑΔΑΚΗ Α. Στον ίσκιο των πουλιών. Αθήνα, Καλέντης, 2003. Σελ. 381. ISBN 960-219-129-5. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Δ. Η έλευσις της θεάς. Αθήνα, Αεροπός, 2002. Σελ. 93. 8,32 €. ISBN 960-828605-0. ΠΕΡΙΝΟΥ Ε. Είμαι κι εγώ σαν κι εσένα. Αθήνα, Διό πτρα, 2003. Σελ. 188. 13,00 €. ISBN 960-364216-9. ΠΙΚΗ Μ. Τα απαγορευμένα θα τα λέμε τη νύχτα. Αθήνα, Φυτράκης, 2 0 0 2 . Σελ. 2 4 0 . 1 5 ,0 0 €. ISBN 960-535-260-5. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ Δ. Η τελευταία Κυριακή. Αθήνα, Δωδώνη, 2002. Σελ. 265. 15 ,6 0 €. ISBN 960385-158-2. ΣΠΑΝΔΩΝΗΣ Γ. Ο ταξιδιώτης της γνώσης. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 344. 15 ,0 0 €. ISBN 96016-0511-8. ΣΤΑΣΙΝΟΣ Κ. Επιστροφή στην αθωότητα. Αθήνα, 2002. Σελ. 254. 12,48 €. ISBN 960-92044-0-6. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Σ. Τα ήθελε όλα δικά του. Αθήνα, Γκοβόστης, 2002. Σελ. 127. ISBN 960-270-898-0. ΣΩΤΗΡΧΟΣ Π. Χίλιες μέρες δίχως ήλιο. Αθήνα, Αρμός, 2002. Σελ. 3 5 5 .1 4 ,0 0 €. ISBN 960-527242-3.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΤΣΙΚΛΗΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ. Περιμένοντας τη βροχή. Αθή να, Κέδρος, 2 0 0 2 . Σελ. 2 7 1 . 1 2 ,0 0 €. ISBN 960-04-2203-6. ΤΟΡΟΣΗ Ε. Η μπαλάντα των πορτοκαλιών. Αθήνα, Εξάντας, 2 0 0 2 . Σελ. 19 0 . 9 ,0 0 €. ISBN 960256-530-6. ΧΩΡΕΑΝΘΗ Ε. Γυναίκες σε υαλοπωλείο. Αθήνα, Φυτράκης, 2 0 0 2 . Σελ. 26 7 . 1 4 ,0 0 €. ISBN 960535-268-0. ABAGNALE F. - REDDING S. Πιάσε με αν μπορείς. Μετ. Π. Ισμυρίδου. Αθήνα, Bell, 2003. Σελ. 352. 6,30 €. ISBN 960-450-748-6. ABECASSIS Ε. Κουμράν. Απόδ. Α. Κατράκη. Αθήνα, Κέδρος, 2002. Σελ. 4 1 4 .1 6 ,0 1 €. ISBN 960-042013-0. ASBURY Η. Οι συμμορίες της Νέας Υόρκης. Μετ. Γ. Τζήμας. Αθήνα, Μ εταίχμιο, 2 0 0 3 . Σελ. 5 5 2 . 21.00 €. ISBN 960-375-450-1. VISCOGLIOSI F. Ο Πασάς. Μετ. Ν. Κουλούρης. Αθή να, Μεταίχμιο, 20 03 . Σελ. 20 0. 1 3 ,0 0 €. ISBN 960-375-166-9. WINTON Τ. Οι καβαλάρηδες. Μετ. Γ. Αρβανίτη. Αθή να, Οδυσσέας, 2002. Σελ. 38 1. 1 6 ,6 4 €. ISBN 960-210-446-5. GRISHAM J. Η πρόσκληση. Μετ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα, Bell, 2003. Σελ. 416. 6,50 €. ISBN 960450-744-3. JACQUES Β. Οι ναυαγοί του ιπτάμενου Ολλανδού. Μετ. Μ. Σκάρα. Αθήνα, Ψυχογιός, 2 0 0 3 . Σελ. 3 6 8 .1 5 .0 0 €. ISBN 960-274-662-9. GENEV0IX Μ. Ο δολοφόνος. Μετ. Μ. Βλάχου. Αθή να, Εμπειρία Εκδοτική, 2003. Σελ. 2 1 7 .1 3 ,4 0 €. ISBN 960-417-011-2. CAMILLERI Α. Τριάντα ημέρες με τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο. Μετ. Φ. Ζερβού. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 522. 18,00 €. ISBN 960-16-0623-8. KHADRA Υ. 0 σχιζοφρενής με το νυστέρι. Μετ. Ε. Μπομπολέση. Αθήνα, Καστανιώτης, 2 0 03 . Σελ. 132. 10,40 €. ISBN 960-03-3466-8. ΚΕΜΠ Π. Το άρωμα MUSC. Μετ. Α. Πασχαλίδου. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 143. 8,5 0 €. ISBN 960-16-0634-3. KING S. Όλα είναι δυνατά. Μετ. Μ. Μακρόπουλος. Αθήνα, Bell, 2003. Σελ. 608. 7,50 €. ISBN 960450-745-1. CLARKE L. 0 Πάρσιφαλ και η ουράνια λίθος. Μετ. Μ. Σταυροπούλου. Θ εσ σ αλονίκη, Αρχέτυπο, 2003. Σελ. 284. 13,80 €. ISBN 960-7928-95-4. COHEN Μ. Η τελευταία φορά που τον είδα. Μετ. Π.
ΜΑΪΟΣ 2003
Κουμούτση. Αθήνα, Εμπειρία Εκδοτική, 2 0 0 3 . Σελ. 270. 12,80 €. ISBN 960417-006-6. CORNWELL Β. 0 βασιλιάς του χειμώνα. Μετ. Ρ. Χατχούτ. Αθήνα, Ψυχογιός, 20 03 . Σελ. 554. 20 ,0 0 €. ISBN 960-274-632-7. LUCA Ε. D. Τρία άλογα. Μετ. Μ. Σπυριδοπούλου. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2002. Σελ. 142. 10 ,4 0 €. ISBN 960-221-246-2. ΜΑΖΖΑΝΤΙΝΙ Μ. Μείνε ακίνητη. Μετ. Α. Παπασταύρου. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2003. Σελ. 3 7 8 .1 5 ,0 0 €. ISBN 960-410-284-2. MAILER Ν. Αρχαία δειλινά. Μετ. X. Σακελλαροπούλου. Αθήνα, Λιβάνης, 2003. Σελ. 890. 22 ,0 0 €. ISBN 960-14-0679-4. MISTRI R. Οικογενειακές υποθέσεις. Μετ. Τ. Σπερελάκη. Αθήνα, Ενάλιος, 2003. Σελ. 564. 20,80 €. ISBN 960-536-122-1. ΜΟΙΧ Υ. Λιποτάκτης του έρωτα. Μετ. Σ. Πούλκου. Αθήνα, Εμπειρία Εκδοτική, 2 0 0 3 . Σελ. 2 1 8 . 12,20 €. ISBN 960-417-0074. BEGLEY L. Σχετικά με τον Σμιντ. Μετ. Μ. Αλεβίζου. Αθήνα, Κοχλίας, 2003. Σελ. 335. 14,90 €. ISBN 960-8228-41-7. BENMALEK Α. Οι φωτιές των αστεριών ανάβουν κά θε νύχτα. Μετ. Β. Κοκκίνου. Αθήνα, Ψυχογιός, 2003. Σελ. 339. 4,00 €. ISBN 960-274-643-2. BENIOFF D. Η 25η ώρα. Μετ. Ό. Αβραμίδης. Αθή να, Καλέντης/Μαλλιάρης, 2002. Σελ. 2 4 1 .1 2 ,4 8 €. ISBN 960-219-128-7. BINCHY Μ. Κόκκινο φτερό. Μετ. Κ. Λαϊνά. Αθήνα, Bell, 2 0 0 3 . Σελ. 70 4. 7 ,6 0 €. ISBN 960-450747-8. ΜΠΡΑΝΤΛΕΙ Μ. Οι ομίχλες της Άβαλον. Τόμοι Α'+Β'+ Γ'+Δ'. Μετ. Ζ. Λούβαρης. Αθήνα, Κέδρος, 2003. Σελ. 37 6+344+328+360. 14,00 € (ο κά θε τόμος). NGUYEN Κ. Τα κεντήματα. Μετ. Α. Εμμανουήλ. Αθή να, Ωκεανίδα, 20 03 . Σελ. 47 7 . 1 7 ,0 0 €. ISBN 960-410-2834. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ. Ένα γλυκό κορίτσι. Μετ. Β. Ντινόπουλος. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2 0 0 2 . Σελ. 13 7. 8,00 €. ISBN 960410-071-8. ΟΖΙΜΙΤΣ Ν. Το σπίτι. Μετ. Κ. Τσαούσης. Αθήνα, Ευρασία, 2 0 0 2 . Σελ. 1 3 5 . 1 1 ,5 0 €. ISBN 96 081 87 -04 4. OBERLE G. Στο λαβύρινθο της Ανατολής. Μετ. Α. Κέλλη. Αθήνα, Μίνωας, 2003. Σελ. 165. 10 ,0 0 €. ISBN 960-542-648-χ. ΟΥΖΟΥΝΕΡ Μ. Το βαλς της Μεσογείου. Μετ. θ. Ζα-
ΔΙΑΒΑΖΩ 115
ράγκαλης. Αθήνα, Ψυχογιός, 2 0 0 3 . Σελ. 48 8. 19,50 €. ISBN 960-274-635-1. PAVIZ Μ. Το λεξικό των Χαζάρων. Μετ. Λ. Χατζηπροδρομίδης. Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Σελ. 383. 18,72 €. ISBN 960-03-3461-7. PATTERSON J. Οι δολοφόνοι της νύχτας. Μετ. X. Σπυριδάκη. Αθήνα, Bell, 2003. Σελ. 416. 6,40 €. ISBN 960-450-746-χ. RHAIS Ε. Η κόρη του Ελεάζαρ. Μετ. Μ. Πλακούλα. Αθήνα, Φυτράκης, 2 0 0 2 . Σελ. 4 1 4 . 1 4 ,0 0 €. ISBN 960-535-285-0. REYES Υ. Πίσω από την πόρτα. Μετ. Μ. Σκάρα. Αθήνα, Σέλας, 2002. Σελ. 372. 15 ,0 0 €. ISBN 960-7246-58-6. ΡΟΜΠΕΡΤΣ Κ. Πορφυρός Ιούλης. Μετ. Κ. Κοντολέ ων. Αθήνα, Ψυχογιός, 2003. Σελ. 432. 18,00 €. ISBN 960-274-687-4. SALVATORE R. Η θάλασσα των σπαθιών. Μετ. Σ. Αγάπιος. Αθήνα, Anubis, 2003. Σελ. 383. 12,50 €. ISBN 960-306-381-9. SCHWAIGER Β. Γλυκός πειρασμός... σχεδόν αμαρ τία! Μετ. Ν. Φίλια. Αθήνα, Εμπειρία Εκδοτική, 2003. Σελ. 2 8 6 .1 3 ,8 0 €. ISBN 960-417-012-0. ΣΙΝΓΚΕΡ I. Στο δικαστήριο του πατέρα μου. Μετ. Α. Λεούση. Αθήνα, Εστία, 2003. Σελ. 4 0 3 .1 6 ,6 4 €. ISBN 960-05-1058-χ. SMITH W. Δύο για την κόλαση. Μετ. Μ. Χρόνης. Αθήνα, Bell, 2003. Σελ. 512. 7,00 €. ISBN 960450-744-3. SCHMITTER Ε. Κυρία Σαρτόρις. Μετ. Μ. Ζαχαρά του. Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2002. Σελ. 168. 11,44 €. ISBN 960-221-247-0. TARTT D. Ο μικρός φίλος. Μετ. X. Σακελλαροπούλου. Αθήνα, Λιβάνης, 2003. Σελ. 967. 20,00 €. ISBN 960-14-0682-4. JANICOT S. Της αγάπης όνειρο. Μετ. Π. Μοσχοπούλου. Αθήνα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2 0 0 2 . Σελ. 253. 12,00 €. ISBN 960-398-072-2. THOMSON R. Το βιβλίο των αποκαλύψεων. Μετ. X. Χρυσόπουλος. Αθήνα, Περίπλους, 2 0 0 2 . Σελ. 344. 19,24 €. ISBN 960-8202-46-9. ΤΟΥΡΑΝ Τ. Τα μάτια του λύκου. Αθήνα, Καστανιώ της, 2 0 0 3 . Σελ. 2 6 1. 1 2 ,4 3 €. ISBN 960-033464-1. CHAVARRIA D. Το κόκκινο στο φτερό του παπαγά λου. Μετ. Κ. Ηλιόπουλος. Αθήνα, Opera, 2002. Σελ. 410. 18,72 €. ISBN 960-707S-82-7. FIELDING Η. Ω, τι υπέροχος κόσμος. Μετ. Α. Εμμα νουήλ. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2003. Σελ. 502. 18,00 €. ISBN 960-410-281-8.
116 ΔΙΑΒΑΖΩ
FRANZEN J. Οι διορθώσεις. Μετ. Α. Εμμανουήλ. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2 0 0 2 . Σελ. 7 6 4 . 2 5 ,0 0 €. ISBN 960-410-272-9. HUIZING Κ. Ο βιβλιοφάγος. Μετ. X. Ντρέκου. Αθή να, Εμπειρία Εκδοτική, 2003. Σελ. 1 8 6 .1 6 ,5 0 €. ISBN 960-417-005-8. Μ ελέτες ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ Ε. Αναζητώντας το χαμένο ευρωπαϊκό πολιτισμό. Τόμος Α'. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 279. 22,00 €. ISBN 960-16-0459-6. KPIKOY-DAVIS Κ. Κολόκες. Μετ. Τ. Μόζερ. Αθήνα, Ιδεόγραμμα, 2 0 0 2 . Σελ. 3 0 4 . 1 5 ,2 6 €. ISBN 960-7158-14-8. ΚΡΟΝΤΗΡΗ Τ. Ο Σαίξπηρ, η αναγέννηση κι εμείς. Θεσσαλονίκη, U niversity Studio Press, 2 0 02 . Σελ. 251. 13,00 €. ISBN 960-12-1135-7. ΜΗΛΙΩΝΗΣ X. Το διήγημα. Αθήνα, Σαββάλας, 2002. Σελ. 149. 8,70 €. ISBN 960-460-711-1. ΠΑΓΑΝΟΣ Γ. Μοντερνισμός και πρωτοπορίες. Αθή να, Σαββάλας, 2 0 0 3 . Σελ. 18 7. 7 ,7 0 €. ISBN 960-460-710-3. ΠΑΝΑΡΕΤΟΥ Α. Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία. Αθήνα, Σαββάλας, 2002. Σελ. 119. 7,70 €. ISBN 960-460-779-0. ΠΕΣΚΕΝΤΗ Μ. θεωρία της λογοτεχνίας. Αθήνα Σαβ βάλας, 2003. Σελ. 138. 7,70 €. ISBN 960-460893-2. ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ Τ. Οι μικρές ιστορίες κατά την εικοσαε τία 1970-1990. Αθήνα, Καστανιώτης, 2003. Σελ. 267. 17,68 €. ISBN 960-03-3436-6. LEVINE Ρ. - ΤΣΙΜΠΟΥΚΗ Ν. Αμερικανικές ταυτότη τες. Μετ. Α. Γαλέος. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 390. 32,00 €. ISBN 960-16-0622-χ. Δοκίμια ΓΙΑΝΝΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Ο λαμπερός κόσμος των ΜΜΕ. Αθήνα, Ύψιλον, 2002. Σελ. 107. 8,8 4 €. ISBN 960-17-0093-5. ΛΑΓΚΟΥΒΑΡΔΟΣ Μ. Η μοναξιά της νυχτερινής σκο πιάς. Αθήνα, Εκδόσεις των Φίλων, 2 0 0 2 . Σελ. 1 8 7 .1 0 ,4 0 €. ISBN 960-289-067-3. ΜΟΣΧΟΣ Ε. Ν. Παλαμικές σπουδές. Αθήνα, Ιδρυμα Κωστή Παλαμά, 2 0 0 2 . Σελ. 2 9 0 . ISBN 96 07106-05-9. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Α. Ελληνική αρχαιογνωσία. Αθήνα, Αίολος, 2 0 0 2 . Σελ. 17 9. 1 6 ,0 0 €. ISBN 960521-130-0. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ θ. 0 θεός μου ο αλλοδαπός. Αθή να, Ακρίτας, 2002. Σελ. 64. 5,72 €. ISBN 960328-196-4.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ θ . Αναγραμματισμοί στη σιωπή. Αθήνα, Πόλις, 2 0 02 . Σελ. 15 9. 1 4 ,0 0 €. ISBN 960-8132-79-7. WILDE Ο. Η σημασία τού να μην κάνεις τίποτα. Μετ. Ν. Δαβανέλλος. Αθήνα, Περίπλους, 2 0 0 2 . Σελ. 204. 17,68 €. ISBN 960-8151-24-4. ΘΕΑΤΡΟ Γενικά ΓΚΟΒΑΣ Ν. Για ένα νεανικό δημιουργικό θέατρο. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2 0 0 3 . Σελ. 2 1 0 . 2 0 ,0 0 €. ISBN 960-375-459-5. ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Μ. Μ ιμήσεις πράξεων. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 20 02 . Σελ. 19 7. 1 3 ,9 0 €. ISBN 960-406-119-4. NOVARINA V. Γράμμα στους ηθοποιούς. Μετ. Β. Παπαβασιλείου. Αθήνα, Άγρα, 20 03 . Σελ. 125. 9.00 €. ISBN 960-325-467-3. Έργα ΜΕΤΑΞΑ-ΠΑΞΙΝΟΥ Μ. Τρινολίνο και Βαλταμόρα. Αθήνα, Κατάρτι, 2 0 0 2 . Σελ. 6 2 . ISBN 9 6 0 86921-9-9. ADAM0V Α. Η παρωδία. Μετ. Α. Αλεξάνδρου. Αθή να, Ύψιλον, 20 02 . Σελ. 84. 9,5 7 €. ISBN 96017-0096-χ. GOETHE J. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Φάουστ. Μετ. Σ. Ευαγγελάτος κ.ά. Πάτρα, ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, 2 0 0 2 . Σελ. 1 1 1 .1 0 ,4 0 €. ISBN 960-86794-3-5. ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ. Κάιν. Μετ. Ε. Αναστασάκη. Αθήνα, Όμβρος-Τετρακτύς, 2 0 0 2 . Σελ. 2 2 6 . 4 3 ,0 0 €. ISBN 960-8086-52-3. ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ Ημερολόγια ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ Γ. Η μερολόγιον πολέμω ν 1 9 1 7 1941. Αθήναι, 2002. Σελ. 1 6 7 .1 4 ,0 0 €. Αρχαιολογία Μνημεία της Μαγνησίας. Βόλος, 20 02 . Σελ. 238. 20.00 €. ISBN 960-86742-7-1. DICKINSON Ο. Αιγαίο, εποχή του χαλκού. Αθήνα, Ι.Τ.Β., 2003. Σελ. 473. 41 ,6 0 €. ISBN 960-354134-6. Μ αρτυρίες ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ-ΜΕΛΚΙΑΔΕΣ Β. 0 πιο σκληρός μυς είναι η καρδιά. Αθήνα, Δωδώνη, 2003. Σελ. 3 1 9 .1 7 ,6 8 €. ISBN 960-385-168-χ. ΚΟΚΟΒΛΗΣ Ν. - ΚΟΚΟΒΛΗ Α. Άλλος δρόμος δεν υ
ΜΑΙΟΣ 2003
πήρχε. Αθήνα, Πολύτυηο, 2002. Σελ. 594. 21,84 €. ISBN 960-87402-0-7. ΚΟΜΗΣ Γ. Ο Πειραιάς και οι άνθρωποί του (19012001). Αθήνα, Ιωλκός, 2002. Σελ. 3 5 8 .1 6 ,0 0 €. ISBN 960-426-274-2. ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗ Ε. Σκόρπια φύλλα. Αθήνα, Πελα σγός, 2002. Σελ. 247. 12,48 €. ISBN 960-522160-8. ΜΠΑΛΛΗ Α. Κάποιες δασκάλες κάποτε. Αθήνα, Πε λασγός, 2002. Σελ. 201. 9,36 €. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ Δ. Αναδρομή στα γεγονότα 19312 0 0 0 και στο ρόλο του ΚΚΕ. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2002. Σελ. 419. 19,90 €. ISBN 960406-314-6. ΣΙΝΟΥ Κ. Μορφές τρεμάμενες. Αθήνα, Κέδρος, 2003. Σελ. 376. 16,00 €. ISBN 960-04-2203-6. ΨΑΘΑΣ Δ. Αντίσταση. Αθήνα, Ψαθά, 2 0 0 2 . Σελ. 276. 15,20 €. ISBN 960-7572-28-9. ΝΙΛΣΕΝ Τ. Παγιδευμένη στον πάγο. Μετ. Β. Βασβίκης - Ε. Χριστοπούλου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003. Σελ. 524. 21,00 €. ISBN 960-375-384-χ. ΦΑΝΤΑΤΣΙΝΙ Ο. Τώρα πια ... είναι αργά. Αθήνα, Αρχείο Κοινωνικών Αγώνων. Σελ. 76. 5,20 €. Βιογραφίες KIPLING R. Κάτι από τη ζωή μου. Μετ. Σ. Παυλίδου. Αθήνα, Printa, 20 02 . Σελ. 23 8. 1 5 ,6 0 €. ISBN 960-7408-67-5. POSELLI G. 0 Vitaliano Poselli της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη, U niversity Studio Press, 2 0 0 2 . Σελ. 175. 20,00 €. ISBN 960-12-1141-1. HESS W. R. Ο πατέρας μου Ρούντολφ Έςς. Μετ. Α. Πατσούμη-H effernan. Αθήνα, Δωδώνη, 2 0 0 2 . Σελ. 488. 31,20 €. ISBN 960-385-165-5. Ελληνική Ιστορία Η Σπάρτη ανάμεσα σε τρεις αιώνες. 18 34 -20 02 . Επιμ. Φ. Λάδης. Αθήνα, Δήμος Σπαρτιατών-Μνήμες, 2 0 0 2 . Σελ. 3 1 7 . 5 2 ,0 0 € . ISBN 9 6 0 86130-4-3. ΔΟΥΚΑΣ Κ. 1 1 .0 0 0 χρόνια θαλασσοκρατία των Ελλήνων. Αθήναι, Ελεύθερη Σκέψις, 20 03 . Σελ. 252. 57,20 €. ISBN 960-7931-91-2. ΚΥΡΙΑΖΗΣ Δ. 19 40-1950. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 20 02 . Σελ. 565+φωτ. 26 ,0 0 €. ISBN 960-2086904. ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ X. Η στάση της Ρωσίας στον πόλεμο της Κρήτης ( 1 6 4 5 -1 6 6 9 ) . Θ εσ σ α λονίκη, University Studio Press, 2002. Σελ. 408. 37,01 €. ISBN 96012-11-08-χ. ΜΑΡΑΓΚΟΣ Ν. Αδικαίωτη θυσία. Αθήνα, Αλφειός, 2002. Σελ. 446. 20,00 €. ISBN 96086147-5-9.
ΔΙΑΒΑΖΟ 117
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΑΣ Ε. Νικόλαος Γαλάτης ο Φιλικός. Αθή να, Κέδρος, 2 0 0 2 . Σελ. 2 7 4 . 1 5 ,0 0 €. ISBN 960-04-2189-7. ΣΑΚΚΕΤΟΣ Α. Οι δολοφόνοι της ιστορίας. Θεσσαλο νίκη, Λιακόπουλος, 2 0 0 2 . Σελ. 5 4 2 2 9 ,1 2 €. ISBN 960-91839-2-1. ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ X. Ιστορία του Ποντιακού Ελληνι σμού. Ρ έκδοση. Αθήνα, Λιβάνης, 2 0 0 2 . Σελ. 380. 50,00 €. ISBN 960-14-0678-6. ΣΤΙΝΑΣ Α. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Σελίδες από την πρώιμη ιστο ρία του ελληνικού λαϊκού κινήματος, Αθήνα, Ελεύ θερος Τύπος, 2002. Σελ. 96. 5,41 €.
Καραγεώργη-Γυφτοδήμου. Αθήνα, Προσκήνιο, 2003. Σελ. 1 8 4 .1 3 ,7 4 €. ISBN 960-8318-00-9. SMITH Μ. Το όραμα της Ιωνίας. Μετ. Λ. Κάσδαγλη. Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2002. Σελ. 679. 32,00 €. ISBN 960-250-249-5. THOMPSON Ρ. Φωνές από το παρελθόν. Μετ. Ρ. Μπούσχοτεν - Ν. Ποταμιάνος. Αθήνα, Πλέθρον, 2002. Σελ. 418. 21,00 €. ISBN 960-348-127-0. TOYNBEE A. Το Δυτικό Ζήτημα μεταξύ Ελλάδας και Τ ο υ ρ κ ία ς . Μετ. Π. Πάρτσος. Θ εσ σ αλονίκη, University Studio Press, 2003. Σελ. 427. 35,00 €. ISBN 960-12-1145-4.
BURKERT W. Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός. Μετ. Α. Λογιάκη. Β' έκδο σ η. Αθήνα, Π απαδήμας, 20 03 . Σελ. 30 6+ εικ. 1 6 ,7 9 €. ISBN 960-206461-7. Παγκόσμια Ιστορία
FAURE Ρ. Η καθημερινή ζωή στην Κρήτη τη Μινωική εποχή. Μετ. Ε. Αγγέλου. Αθήνα, Παπαδήμας, 2 0 0 2 . Σελ. 4 1 0+ εικ. 1 6 ,1 0 €. ISBN 960-205438-2.
Βυζάντιο, Βενετία. Επιμ. X. Μ αλτέζου - Ρ. Schreiner. Βενετία, Ε.Ι.Β.Μ .Σ .Β ., 2 0 0 2 . Σελ. 572. 41 ,6 0 €. ISBN 960-7743-22-9. Κύπρος-Βενετία. Εηιμ. X. Μαλτέζου. Βενετία, 2002. Σελ. 370+εικ. 41,60 €. ISBN 960-7743-23-7. ΚΑΜΠΟΥΡΑΚΗΣ Δ. Μια σταγόνα ιστορία. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 422. 16 ,0 0 €. ISBN 960-160621-1. ΜΠΑΡΜΠΗΣ Κ. Εικοστός αιώνας. Αθήνα, Πελασγός, 2002. Σελ. 464. 26,00 €. ISBN 960-522-163-2. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Δ. Συρία. Αθήνα, Ε π ικοινω νίες, 2002. Σελ. 183. 15,00 €. ISBN 960-7882-16-4. ΡΟΔΑΚΗΣ Π. Η ιστορία του Πόντου. Τόμος Α'. Αθή να, Γόρδιος, 2 0 0 3 . Σελ. 3 5 9 . 1 8 ,7 2 €. ISBN 960-7083-56-3. ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ I. Ρωμιοσύνη. Γ' έκδοση. Θεσσαλονί κη, Πουρνάρας, 2002. Σελ. 411. 26,00 €. ISBN 960-242-144-4. ΣΑΒΒΙΔΗΣ Α. Δοκίμια Οθωμανικής ιστορίας. Αθήνα, Παπαζήσης, 2 0 0 2 . Σελ. 2 8 5 . 1 8 ,7 2 €. ISBN 960-02-1612-6. ΣΠΑΝΔΩΝΗ Ε. - ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Το βιβλίο του 2002. Αθήνα, Πατάκης, 2002. Σελ. 183. 12,00 €. ISBN 960-16-0637-8.
Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
CR0UTIER Α. Χαρέμι. Μετ. Α. Εμμανουήλ. Αθήνα, Ωκεανίδα, 2002. Σελ. 247. 32 ,0 0 €. ISBN 960410-274-5. LEWIS Β. Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας. Τό μος Β'. Μετ. Σ. Παπαγεωργίου. Αθήνα, Παπαζή σης, 2 0 0 2 . Σελ. 3 5 7. 1 7 ,6 8 €. ISBN 960-021595-2. MESZAROS I. Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Μετ. Μ.
118 ΔΙΑΒΑΖΩ
Ελλάδα ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ Γ. Οδοιπορικό των Σφακιών. Β' έκ δοση. Ρέθυμνο, Μίτος, 2002. Σελ. 192. 8,80 €. ISBN 960-7857-11-9. ΣΤΑΥΡΟ ΠΟΥΛΟΣ Α. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Οι δρόμοι του νε ρού. Αθήνα, Αρμός, 2002. Σελ. 56. 8,00 €. ISBN 960-527-248-2. Κόσμος GREENWALD J. Αναζητώντας τον Βούδα. Μετ. Ρ. Παπαδάκη. Αθήνα, Οξύ, 2003. Σελ. 185. 10,00 €. ISBN 960-8324-03-3. CAREY Ρ. Σίδνεϊ. Μετ. Σ. Σκουλικάρη. Αθήνα, Με ταίχμιο, 2 0 0 2 . Σελ. 27 5 . 1 7 ,0 0 €. ISBN 960375-415-3. Π Α ΙΔ ΙΚ Α Ελεύθερα αναγνώσματα Οι πιο ωραίες ιστορίες για το Πάσχα. Αθήνα, Μίνωας, 2003. Σελ. 6 4 .1 2 ,9 0 €. ISBN 960-542-705-2. ΑΥΤΖΗΣ Μ. Η μαμά πάει σχολείο. Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2 0 0 3 . Σελ. 80 . 5 ,9 0 €. ISBN 960406-277-8. ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΔΟΥ Ε. Η Λουλού και η έκρηξη του η φαιστείου. Αθήνα, Κέδρος, 2003. Σελ. 40. 9,00 €. ISBN 960-04-2226-5. ΜΥΛΩΝΑ Φ. Το μαγικό κουμπί. Αθήνα, Μικρή Μίλη τος, 2003. Σελ. 48. ISBN 960-8340-10-1. ΠΑΡΑΣΧΟΥ Σ. Βαλεντινάκι μου. Αθήνα, Μικρή Μίλη τος, 2003. Σελ. 22. 9,36 €. ISBN 960-8340-12-8.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ Ε. Ένα χελωνάκι χωρίς καβούκι. Αθή να, Ελληνικά Γράμματα, 2003. Σελ. 32. 9,90 €. ISBN 960-406-280-8. ΣΤΑΘΑΤΟΥ Φ. Αλέξανδρος και Δάφνη. Αθήνα, Μίνωας, 2003. Σελ. 160. 6,90 €. ISBN 960-542-70S6. ΣΤΑΘΑΤΟΥ Φ. Παπαφλέσσας. Αθήνα, Μ ίνωας, 2003. Σελ. 48. 10,00 €. ISBN 960-542-708-7. ΤΑΣΑΚΟΥ Τ. 0 κόκκινος γίγαντας. Αθήνα, Κέδρος, 2003. Σελ. 33. 9,00 €. ISBN 960-04-2156-0. ΚΟΛΟΝΤΙ Κ. Πινάκιο. Αθήνα, Μοντέρνοι Καιροί, 2002. Σελ. 40. ISBN 960-397-553-2. MARTIN Ρ. Χανς, το καλύτερο τέρας του κόσμου. Μετ. Α. Πασιά. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003. Σελ. 96. 10.00 €. ISBN 960-375-418-8. BATTUT Ε. Πόλεμος χωρίς αιτία. Μετ. Ε. Παπαγεωργίου. Αθήνα, Μεταίχμιο, 2003. Σελ. 40. 12,00 €. ISBN 960-375-104-9. ΝΤΙΚΕΝΣ Τ. Όλιβερ Τουίστ. Μετ. Τ. Γαλάτουλα. Αθή να, Μοντέρνοι Καιροί, 2 0 0 3 . Σελ. 2 3 6 . ISBN 960-397-539-7. Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α Η ΑΙΠΝΑΙΑ. Τεύχος 6 .1 0 ,4 0 €. ΑΝΑΛΟΓΙΟΝ. Τεύχος 4 .1 0 ,0 0 €. ΑΝΑΠΤΥΞΗ. ΕΒΕΑ. Τεύχος 2. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ. Τεύχος 1 .0 0 1 .1 ,0 0 €. ΑΝΤΙΤΕΤΡΑΔΙΑ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ. Τεύχος 63-64. 4.00 €. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ. Τεύχος 31. Δωρεάν. ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. Τεύχος 34. ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΥΔΡΟΓΕΙΟΣ. Τεύχος 1. 9,00 €. ΓΙΑΤΙ. Τεύχος 331. 2,05 €. ΓΡΑΦΗ. Τεύχος 55. 4,00 €. ΔΑΙΔΑΛΟΣ. Τεύχος 2. 3,00 €. Η ΔΕΞΑΜΕΝΗ. Τεύχος 11.
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ. Τεύχος 20. 9,88 €. ΔΙΑΒΑΖΩ. Μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 439. 7,34 €. ΕΛΛΗΝΙΚΑ. Τόμος 52, τεύχος 2 .1 1 ,4 9 €. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΓΛΩΣΣΑ. Τεύχος 7. 4,00 €. ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΠΑΝΘΕΟΝ. Τεύχος 19. 6,00 €. ΕΛΛΟΠΙΑ. Τεύχος 64. 5,00 €. ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ. Τεύχος 47-48. 6,00 €. ΕΝΔΟΧΩΡΑ. Τεύχος 84. 3,00 €. ΕΡΕΥΝΑ. Φύλλο 37. 4,40 €. ΕΥΘΥΝΗ. Τεύχος 375. 3,50 €. ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ. Τεύχος 47. 5,00 €. ΗΛΙΟΣ. Τεύχος 5. ΘΗΤΕΙΑ. Τεύχος 94. ΙΧΝΕΥΤΗΣ. Τεύχος 5. 30,00 €. ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ 2 0 0 2 .1 0 ,4 0 €. Η ΚΙΝΣΤΕΡΝΑ. Τεύχος 1-2. Η ΛΕΞΗ. Τεύχος 173. 4,00 €. ΜΟΝΟΚΕΡΩΣ. Τεύχος 12. 5,00 €. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΑ. Τόμος ΙΒ' 25,00 €. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχος 538. 2,93 €. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 1.754. 8,00 €. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 120. 8,00 €. ΟΜΠΡΕΛΑ. Τεύχος 60. 6,00 €. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Τεύχος 6. 9,36 €. ΠΑΝΤΑΧΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑ. Τεύχος 1. 7,00 €. ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Τεύχος 51. 9,00 €. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ. Τεύχος 149. ΠΟΛΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΟ. Τεύχος 1 .1 0 ,0 0 €. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Τεύχος 57. 4,16 €. ΣΥΝΑΞΗ. Τεύχος 85. 6,00 €. ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 1. 14,00 €. Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Τεύχος 9. 0,10 €. ΧΡΟΝΙΚΑ. Τεύχη 1 1 ,1 2 . EURO MAGAZINE. Τεύχος 5. 4,80 €. POESIA. No 169. 5,00 €. m
Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης Dewey, προσαρμοσμένο στην ελληνική βιβλιογραφία. · Το δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνεργασία του βιβλιοπωλείου της «Εστίας».
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 119
δελτίο κριτικογραφίας
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΙ
No 440 « 1 -31 Μαρτίου 2003
Οδηνοί Εκδόσεις Μέντικουμ: Οδηγός σύγχρονης θεραπευτι κής (X. Δημακοπούλου, Εστία, 13.3.2003) Ζαμπούνης X.: Σαβουάρ βιβρ (θ. Νιάρχος, Τα Νέα, 29.3.2003) Μιλιάς Σ.: Επιστολάριον ήτε Επιστολικός Χαρακτήρ (Δ. Χουλιαράκης, Το Βήμα, 23.3.2003)
Καλογερόπουλος Τ.: Λεξικό της Ελληνικής Μουσι κής (Γ. Μονεμβασίτης, Το Βήμα, 23.3.2003) Κουρμούλης Γ. I.: Αντίστροφον Λεξικόν της Νέας Ελληνικής (X. Δημακοπούλου, Εστία, 20.3.2003) Λωρέντης Ν.: Λεξικόν των αρχαίων μυθολογικών, ι στορικών και γεωγραφικών κυρίων ονομάτων (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Τσακνιάς Γ. & Ε.: Λεξικό (Αντι)τρομοκρατικό, χρηστι κό και ευσύνοπτο (Δ. Μ ητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) (Σ. Μπουρνάζος, Αυγή, 9.3.2003) Φιλοσοωία Δεσποτόπουλος Κ.: Φ ιλοσοφία και θεω ρία του πολιτισμού (I. Καλογεράκος, Η Κ αθημερινή, 25.3.2003) Κικέρων: Όταν σκέφτομαι τον θάνατο (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 22.3.2003) Μουρελάτος Φ.: Οδοί της γνώσης και της πλάνης. Λόγος και εικόνα στα αποσπάσματα του Παρμενί δη (Φ. Τερζάκης, Ελευθεροτυπία, 21.3.2003) Μπαγιόνας A. Κ.: Ελευθερία και δουλεία (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 16.3.2003) Παράκελσος: Ο λαβύρινθος των πλανημένων για τρών (Δ. Μ α γ κλιβέρ ας , Π ολιτικά θέμ ατα, 14.3.2003) Πολίτης Λ.: Μεταβυζαντινή φιλοσοφία (Ε. Κούκκου, Η Καθημερινή, 25.3.2003) Βέμπερ Μ.: θεω ρία της θρησκευτικής αρνησικοσμίας. Ενδιάμεση θεώρηση (X. Δημακοπούλου, Εστία, 8 .3 .2 0 0 3 ) (Τ. Πεχλιβανίδης, Το Βήμα, 16.3.2003) Βίτγκεντσταϊν Λ.: Περί τέχνης και αισθητικής (Σ. Μοσχονάς, Η Καθημερινή, 4.3.2003) Ντεριντά Ζ.: Απροϋπόθετο ή κυριαρχία. Το πανεπι στήμιο στα σύνορα της Ευρώπης (Α. Σπυροπούλου, Η Καθημερινή, 30.3.2003)
120 ΔΙΑΒΑΖΩ
Σοπενχάουερ Α.: Τα πάθη του κόσμου (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Φουκώ Μ.: Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ, που έσφαξα τη μη τέρα μου, την αδερφή μου και τον αδερφό μου (Κ. Κ ο ντολέω ν, Α δ έσ μευ τος Τύπος Μήτση, 9.3.2003) θρησκεία Μαραθευτής Μ.: Οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας_στην Κύπρο (Δ. Κ. Μαγκλιβέρας, Πολιτικά θέ ματα, 28.3.2003) Μαράς Α.: Το πρόσωπο του Χριστού σε φιλοσόφους και απολογητές (X. Δ ημ ακ ο π ο ύ λ ο υ , Εστία, 8.3.2003) Κάρπεντερ'Ε.: Παγανισμός και χριστιανική θρησκεία (X. Δημακοπούλου, Εστία, 8.3.2003) Ψυχιατρική ■ Ψυχανάλυση Λειβαδίτης Μ.: Πολιτισμός και ψυχιατρική (Α. Δή μου, Ραδιοτηλεόραση, 1.3.2003) Ντολτό Φ.: Τα Ευαγγέλια και η πίστη. Ο κίνδυνος μιας ψυχαναλυτικής ματιάς (Ε. Γκίκα, Έθνος, 2.3.2003) (X. Δημακοπούλου, Εστία, 8.3.2003) Ωλανιέ Π.: Η βία της ερμηνείας (Α. Καλογνωμής, διαβάζω, 438) Κοινωνιολογία Λάζος Γ.: Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στη σύγχρονη Ελλάδα (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 8.3.2003) Μάτσα Κ.: Ψάξαμε ανθρώπους και βρήκαμε σκιές (θ. Βασιλείου, διαβάζω, 438) Γκλκ Τζ.: Fstr (The Acce le ra tio n o f J ust About Anything) (Ν. Σιώτης, To Βήμα, 16.3.2003) Μισέλ Ζ. Κ.: Η εκπαίδευση της αμάθειας (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Πολιτική ■ Πολιτικές E m om uec Βαρβιτσιώτης I.: Οι τρεις απειλές του αιώνα (Σ. Ντάλης, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 8.3.2003) Γρίβας Κ.: Αντί-Φάκελος 17Ν (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) Εμμανουηλίδης Μ.: 0 ελληνικός τροτσκισμός και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (Α. Κακολύρη, Αυγή, 13.3.2003)
ΜΑΙΟΣ 2003
Εναλλακτικές εκδόσεις: Εβραίοι εναντίον του Σιωνι σμού (Κ. Παπαγιώργης, Αθηνόραμα, 13.3.2003) Καρκαγιάννης Α.: Τρομοκρατία και αριστερά (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15 .3 .20 03 ) (Σ. Παπασπηλιόπουλος, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Κασιμέρης Γ.: Η επαναστατική οργάνωση 17 Νοέμ βρη (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 1 5 .3 .2 0 0 3 ) (Σ. Παπασπηλιόπουλος, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Κεντρωτής Κ., Κάτσιος Σ.: Διεθνείς οργανισμοί. Ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη (Α. Παύλου, Η Βραδυνή, 8.3.2003)
Κώνστας Δ.: Διπλωματία και πολιτική (Σ. Ντάλης, Οι κονομικός Ταχυδρόμος, 29 .3.2003) Λαμπρόπουλος Β.: Πάτμου και Δαμάρεως γωνία (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) Μπακογιάννης Ν.: Εντολή άνωθεν: Δολοφονήστε τον Παύλο Μ πακογιάννη (Α. Κακολύρ η, Αυγή, 13.3.2003) (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) Παντελίδου-Μαλούτα Μ.: Το φύλο της δημοκρατίας: Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα (Δ. Σωτηρόπουλος, Το Βήμα, 23.3.2003) Παππάς Τ.: 17 Νοέμβρη. Από το μύθο στην πραγμα τικότητα (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 1 5 .3 .2 0 0 3 ) (Σ. Παπασπηλιόπουλος, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Παπαχελάς Α., Τέλλογλου Τ.: Φάκελος 17 Νοέμβρη (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3 .20 03 ) (Σ. Παπα σπηλιόπουλος, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Πρετεντέρης Γ.: Η αναμέτρηση. Ζωή και θάνατος της 1 7 Ν οέμβρη (Δ. Μ ητρ όπ ου λος, Τα Νέα, 15 .3.2003) (Σ. Παπασπηλιόπουλος, Ελευθεροτυ πία, 7.3.2003) Γκέλνερ Έ .: Ε θ νικισ μ ό ς (Γ. Β. Δ άβος, Αυγή, 6 .3.2 00 3) (Σ. Ντάλης, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 15.3.2003) Κέιγκαν Ρ.: Of Paradise and Power (Α. Παπαρσένος, To Βήμα, 23.3.2003) ΚόουενΤ.: Creative Destruction. How Globalization is Changing th e World’s Cultures (Ν. Σιώτης, To Βήμα, 9.3.2003)
Μεΐνό Z., Μερλόπουλος Π., Νοταράς Γ.: Οι πολιτι κές δυνάμεις στην Ελλάδα/δύο τόμοι (Σ. Ντάλης, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 22 .3.2003) (Α. Πανταζόηουλος, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003)
Νύε Τ.: The Paradox o f American Power. Why th e World’s only superpower (Σ. Ντάλης, Ελευθεροτυ πία, 7.3.2003)
Ραμονέ I.: Πόλεμοι του 21ου αιώνα (θ. Γιαλκέτσης, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003)
ΜΑΙΟΣ 2003
Τοντ Ε.: Μετά την αυτοκρατορία (Μ. Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 30.3.2003) Χαρντ Μ., Νέγκρι Α.: Αυτοκρατορία (Μ. Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 30.3.2003) Δίκαιο Μήτρου Λ.: Το Δίκαιο στην κοινωνία της πληροφο ρίας (θ. Παπαχρίστου, Τα Νέα, 8.3.2003) Οικονοιιία Αρχανιωτάκης Γ.: Επαγγελματική μίσθωση (X. Δημακοπούλου, Εστία, 27.3.2003) Αργείτης Γ.: Παγκοσμιοποίηση, ΟΝΕ και οικονομική προσαρμογή (I. Ν. Μπασκόζος, Οικονομικός Ταχυ δρόμος, 1 5 .3 .2 0 0 3 ) (Α. Παύλου, Η Βραδυνή, 8.3.2003) Γεωργίου Ά.: Διεθνή λογιστικά πρότυπα (X. Δημακοπούλου, Εστία, 27.3.2003) Ζέπος Κ. (επιμ .): Το μέλλον της Ευρώπης και η Τουρκία (Σ. Ντάλης, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 1.3.2003) Κουμάνης Σ.: Η μη εκπλήρωση της Ενοχικής Σύμβα σης (X. Δημακοπούλου, Εστία, 27.3.2003) Μακρυγιωργάκης Μ.: Περιπτωσιολογικές διερευνήσεις εταιρικών θεμάτων (X. Δημακοπούλου, Εστία, 27.3.2003) Μ αλινδρέτου Β.: Σύγχρονα χρηματοοικονομικά προϊόντα (Δ. Μ αγκλιβέρας, Πολιτικά θέματα, 14.3.2003) Ξανθάκης Μ.: Δομή και μικροδομή της ελληνικής κεφαλαιαγοράς (Δ. Μαγκλιβέρας, Πολιτικά θέμα τα, 1 4 .3 .2 0 0 3 ) (I. Ν. Μπασκόζος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 22.3.2003) Πελαγίδης θ.: Κατατονική οικονομία. Δοκίμια για τη στασιμότητα στη διεθνή και ευρωπαϊκή οικονομία (Ν. Κεράνης, Το Βήμα, 23.3.2003) Τσουλφίδης Λ.: Οικονομική ιστορία της Ελλάδας (Ν. Κεράνης, Το Βήμα, 1 6 .3 .2 0 0 3 ) (I. Ν. Μπασκό ζος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 22.3.2003) Χριστοφάκης Μ.: Τοπική ανάπτυξη και περιφερεια κή πολιτική (X. Δημακοπούλου, Εστία, 27 .3.2003) ΜακΚάν Φ.: Αστική και περιφερειακή οικονομική (I. Ν. Μ π α σ κ ό ζο ς , Ο ικ ο ν ο μ ικ ό ς Τ αχυδρόμος, 1.3.2003) Φιτουσί Ζ. Π.: Για να μπορούμε να επιλέγουμε. Για τον δημοκρατικό έλεγχο της ευρωπαϊκής νομισμα τική ς ε ξ ο υ σ ία ς (Ν. Κ ερ άνη ς, Το Βή μα, 30.3 .20 03 ) Χάρις Φ., Λ ο κ Ά ., Ριζ Π.: 0 Μακιαβέλι, το μάρκε τινγκ και το μάνατζμεντ (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόρα ση, 22.3.2003)
ΔΙΑΒΑΖΩ 121
Οικολογία - Περιβάλλον Ευθυμιόπουλος Η., Μοδινός Μ. (επιμ.): Παγκοσμιο ποίηση και περιβάλλον (Τ. Νικολόπουλος, Το Βή
Χατζηνικολάου Ν.: Από τον Μολιέρο στον Γκόγια (Ν. Δασκαλοθανάσης, Το Βήμα, 16.3.2003)
μα, 9.3.2003)
Βαρνάβα-Σκούρα Τ., Βεργίδης Δ.: Προγράμματα για τη σχολική επιτυχία (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003)
Γεωργίου-Νίλσεν Μ.: Η τέχνη να είσαι γονιός (Κ. Κο ντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) Σαπίρο Σ., Σκινούλις Κ.: Απαντήσεις σε ερωτήσεις γονέων (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) Μ.Μ.Ε. Ρόμπινς Κ., Ουέμπστερ Φ.: Η εποχή του τεχνοπολιτισμού (Μ. Τζιαντζή, Η Καθημερινή, 4.3.2003) Λαονοαωία Κιουρτσάκης Γ.: Το πρόβλημα της παράδοσης (Κ. Βούλγαρης, Αυγή, 30.3.2003) Ρουσουνέλος Δ.: Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο. Γεύ σεις θυσίας (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 30.3.2003) Λαονοαιοία Μαγκίλιβρεϊ Τζ.: Μινώταυρος, ο σερ Άρθουρ Έβανς και η αρχαιολογία του μινωικού μύθου (Ν. Αξαρλής, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Αρχαιολογία Χουρμουζιάδης Γ. X. (επιμ.): Δισπηλιό, 7.500 χρό
Αρχιτεκτονική Τουρνικιώτης Π.: Ιστοριογραφία της μοντέρνας αρχι τεκτονικής (Α. Γιακουμάτος, Το Βήμα, 16.3.2003) Χλέπα Ε.-Ά.: Μεσσήνη. Το Αρτεμίσιο και οι Οίκοι της δυτικής πτέρυγας του Ασκληπιείου (Μ. θερμού, Το Βήμα, 23.3.2003) Φλελ Σ.: Scandinavian Design (Τ. Μακρά, Το Βήμα, 16.3.2003) Γλώσσα Καραβά-Γαλάνη Μ.: Η ελληνική γλώσσα μητέρα των γλωσσών του κόσμου (X. Δημακοηούλου, Εστία, 20.3.2003) Τοκατλίδου Β.: Γλώσσα, επικοινωνία και γλωσσική εκπαίδευση (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Μπράουνινγκ Ρ.: Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα (X. Δημακοηούλου, Εστία, 20.3.2003) Χούμπερτ Τζ.: Συντακτικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης (X. Δημακοηούλου, Εστία, 20.3.2003) Αδράδος Φ.: Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (Ν. Ντόκας, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Κλασική Φ ιλολογία - Λογοτεχνία Άλμπρεχτ Μ. φον: Ιστορία της ρωμαϊκής λογοτε χνίας (Β. Φυντίκογλου, Το Βήμα, 30.3.2003) Μενάνδρου: Γνώμαι μονόστιχοι (Σ. Αποστολίδης, Ελευθεροτυπία, 21.3.2003) Ρούσσος Τ. (επιμ.): Τα επιγράμματα του Ρουφίνου (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 23.3 .20 03 ) (Δ. Χουλιαράκης, Το Βήμα, 23.3.2003)
νια μετά (X. Κιοσσέ, Το Βήμα, 9.3.2003) Επιστήαες Γρηγοράκης Δ.: Διατροφή και σκλήρυνση κατά πλά κας (X. Δημακοηούλου, Εστία, 13.3.2003) Κατσιλάμπρος Ν. Λ., Τσίγκος Κ.: Παχυσαρκία (X. Δημακοπούλου, Εστία, 1 3 .3 .20 03 ) (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 23.3.2003) Κουμαντάκη-Μαθιουδάκη Ε.: Μυκητιακές λοιμώξεις του δέρματος (X. Δημακοηούλου, Εστία, 13.3.2003) Ζάιτ Σ.: Εσωτερική όραση (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 23.3.2003) Λεπάζ Κ.: Εμμηνόπαυση. Χαρείτε τη νέα χρυσή ηλι κία (X. Δημακοηούλου, Εστία, 13.3.2003)
122 ΔΙΑΒΑΖΩ
Ανθολογίες Γεωργουσόηουλος Κ. (επιμ.): «Εν Δωδεκανήσω...» 20 σύγχρονοι Δωδεκανήσιοι πεζογράφοι (Μ. θεοδοσοπούλου, Το Βήμα, 9.3.2003) Φάις Μ. (επιμ.): Μοναχικά ανδρόγυνα (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 15.3.2003) Χουζούρη Έ.: «Στρατός περνούσε...», στη νεοελλη νική λογοτεχνία (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 22 .3 .20 03 ) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Ποίηση Αρανίτσης Ε.: Καλοκαίρι στον σκληρό δίσκο (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 21.3.2003)
ΜΑΙΟΣ 2003
Δουατζής Γ., Αμάραντος Μ.: Προς Δέκα επιστολή (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 8.3.2 00 3) Καβάφης Κ. Π.: Άπαντα τα δημοσιευμένα ποιήματα (Κ. Γ. Παπαγεωργίου, Ελευθεροτυπία, 14 .3.2003) Καρβέλης Τ.: Στην άβυσσο της λήθης (Γ. Κουβαράς, Αυγή, 2.3.2 00 3) Κολοκοτρώνης Ν.: Ο δρόμος του ήλιου (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 16.3 .20 03 ) Μερακλής Μ. Γ. (επιμ.): Γ. Σαραντάρης. Γιατί τον εί χαμε λησμονήσει (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιοφόρος της Κυριακής, 23 .3 .20 03 )
Γούτας Π.: Κ. Το ίδιο έργο της ζωής μου (Κ. Καλημέρης, διαβάζω, 438) Γρηγοράκης Γ.: Η συνωμοσία των αγγέλων (Μ. Πα νώριος, διαβάζω, 438) Δαββέτας Δ.: 0 ιδανικός έρωτας (Ε. Γκίκα, Έθνος, 16 .3 .20 03 ) Δαββέτας Ν.: Ιστορία μιας ανάσας (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16 .3 .20 03 ) Καλαμβρέζος Δ.: Μόσχα-Νέα Υόρκη, ο αντεστραμμένος κόσ μος (Μ . Π ανώ ρ ιος, Η Κ αθ ημ ερ ινή, 30 .3 .20 03 )
Παμπούδη Π.: Ποιήματα 19 71 -19 93 (Γ. Βέης, δια βάζω, 438)
Καλογερόπουλος Λ. Σ.: Ο Φλώρος (Μ. θεο δο σ ο πούλου, Το Βήμα, 16 .3 .20 03 )
Παπαγεωργίου Κ. Γ.: Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (Η. Κεφάλας, Αυγή, 30 .3 .20 03 )
Κανέλλου-Κουνάδη Έ.: Γράμμα από τη Βαγδάτη (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 30 .3 .20 03 )
Πασχάλης Σ.: Κοιτάζοντας δάση (Β. Καραλής, δια βάζω, 438)
Καραπάνου Μ .: Λι και Λου (Μ . Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 22 .3 .20 03 )
Πατρίκιος Τ.: Η πύλη των λεόντων (Ε. Κοτζιά, Η Κα θημερινή, 30 .3 .20 03 )
Καρκαβίτσας Α.: Η Λυγερή/ο Ζητιάνος (Γ. Ν. Μπα σκόζος, Εξπρές, 9.3.2 00 3)
Πετούσης Γ.: Νήσος τις εν κινδύνω (Σ. I. Αρτεμάκης, Ναυτεμπορική, 2 9 .3 .20 03 )
Κούλογλου Σ.: Μην πας ποτέ μόνος στο ταχυδρο μείο (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 9.3.2 00 3)
Π ρα τικά κης Μ .: Το νερ ό (Η . Κ ε φ ά λ α ς , Α υγή, 16 .3 .20 03 ) Έλιοτ Τ. Σ.: Ποιήματα (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθερο τυπία, 21.3 .20 03 ) Ουόλς: Ποιήματα και αφορισμοί (Β. Κ. Καλαμαράς, Ελευθεροτυπία, 2 1 .3 .20 03 ) Χο Λ.: Ο δαίμονας στον καθρέφτη (Β. Κ. Καλαμα ράς, Ελευθεροτυπία, 2 1 .3 .2 0 0 3 ) (Δ. Χουλιαράκης, Το Βήμα, 30 .3 .20 03 ) Πεζονοαωία Αξιώτης Δ.: Πλωτές γυναίκες (Μ. Μπραουδάκης, Η Βραδυνή, 8.3.2 00 3) Αποστολίδης Τ.: Δεκαπέντε ιστορίες (Τ. Χατζητάτσης, Αυγή, 2.3.2 00 3) Α ρ κο υ δ έα ς Κ .: 0 πειρα τή ς (Ε. Γ κ ίκ α , Έθνος, 30 .3 .20 03 ) Αρνέλλος Α.: Μια παρτίδα σκάκι (Λ. Πανταλέων, δια βάζω, 438) Γαλανάκη Ρ.: 0 αιώνας των λαβυρίνθων (Ά. Σουλογιάννη, διαβάζω, 438) Γιαννουσοπούλου Ρ.: Οι μικρές καρδούλες αναπνέ ουν αργά, σχεδόν αθόρυβα (Μ. θεοδοσοπούλου, Το Βήμα, 9.3.2 00 3)
Κουσαθανάς Π.: Παραμιλητά Α' και Β' (X. Σπυροπούλου, Η Καθημερινή, 23 .3 .20 03 ) Κώτσιας Τ.: Τα εφτά παράθυρα (Μ. θεοδοσοπού λου, Το Βήμα, 30 .3 .20 03 ) Λύρη Ν.: Οι εθελοντές (Δ. Κ ούρτοβικ, Τα Νέα, 8 .3.2 00 3) Μάντακα Μ.: Η Προφητεία (Ε. Μόσχος, Το Βήμα, 9.3.2 00 3) Μιχαλοπούλου Α.: Γιατί σκότωσα την καλύτερό μου φίλη (Ε. Γκίκα, Έθνος, 2 3 .3 .2 0 0 3 ) (Λ. Κέζα, Το Βήμα, 2 3 .3 .2 0 0 3 ) (Ε. Κοτζιά, Η Καθημερινή, 1 6 .3 .2 0 0 3 ) (Γ. Ν. Μ π α σ κ ό ζο ς , Ε ξπρές, 9 . 3 .2 0 0 3 ) (Γ. X. Π α π α σ ω τ η ρ ίο υ , Β ρ α δ υν ή , 29 .3 .20 03 )
Μονιούδης Π.: Πάγος (Κ. Καρακώτιας, Ελευθεροτυ πία, 14.3 .20 03 ) Ντελόπουλος Κ.: Ο Άκης στα όπλα (Α. Παναρέτου, Το Βήμα, 16.3 .20 03 ) Σούμπερτ Μ.: Κλαμπ Κυλικείο (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 23 .3 .20 03 ) Σωτάκης Δ.: Η πράσινη πόρτα (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 2.3.2 00 3)
Γκουρογιάννης Β.: Βέβηλη πτήση (Μ. Χαρτουλάρη, Τα Νέα, 15.3 .20 03 )
Τριανταφύλλου Σ.: Άλμηατρος (Ε. Κοτζιά, Η Καθημε ρινή, 2 3 .3 .20 03 ) (Γ. X. Παπασωτηρίου, Η Βραδυ νή, 1 5 .3 .2 0 0 3 ) (Μ . Χ α ρ τ ο υλ ά ρ η, Τα Ν έα, 1.3.2 00 3)
Γουδέλης Τ.: Η γυναίκα που μιλά (Δ. Κωστίδης, δια βάζω, 438)
Χειμωνάς θ .: Ανεξιχνίαστη ψυχή (Μ. Πιμπλής, Τα Νέα, 22 .3 .20 03 )
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 123
Αμανίτι Ν.: Εγώ δεν φοβάμαι (Λ. Κέζα, Το Βήμα, 9.3.2003) Αμπακασίς Ε.: Κουμράν. Το χαμένο χειρόγραφο της Νεκρός θάλασσας (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 9.3.2003) Γιάλομ Ί.: Στο ντιβάνι (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 16.3.2003) Γκάιτε Κ. Μ.: Η επιστροφή (Κ. Κοντολέων, Αδέ σμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) Ζακ Μ.: Οι ναυαγοί του ιπτάμενου Ολλανδού (Κ. Κο ντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) θέρκας X.: Στρατιώτες της Σαλαμίνας (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 22.3.2003) Ιζζό Ζ. Κ.: 0 ήλιος των μελλοθανάτων (Λ. Κέζα, Το Βήμα, 30.3.2003) Κάνιγχαμ Μ.: Οι ώρες (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιο φόρος της Κυριακής, 30.3.2003) (Σ. ΝικολαΤδου, Τα Νέα, 22.3.2003) (Γ. X. Παπασωτηρίου, Η Βραδυνή, 8.3.2003) Κεμπ Π.: Το άρωμα «Μασκ» (Μ. Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 9.3.2003) Κέρτες Ί.: Εγώ, ένας άλλος (Η. Μαγκλίνης, διαβά ζω, 4 3 8 ) (Ν. Μ πακουνάκης, Echo an d A rtis, 1.3.2003) Κινγκ Σ.: Όλα είναι δυνατά (Μ. Μαρκουλή, Τα Νέα, 15.3.2003) Κρούμεϊ Ά.: Η αρχή του Ντ’ Αλαμπέρ (Δ. Κούρτοβικ, Τα Νέα, 1.3.2003) Λιτλ Μ.: Οι αγνοημένοι (Δ. Μουρατίδης, Νέο Βήμα, 27.3.2003) Μαδρίδ X.: Τίποτα δεν γίνεται (Φ. Φιλίππου, Το Βή μα, 16.3.2003) Μάνκελ X.: Τα σκυλιά της Ρίγα (Γ. Κατσιαμπούρα, Αυγή, 16.3.2003) Μαχφούζ Ν.: Αγάπη κάτω απ’ τη βροχή (X. Ποντίδα, Τα Νέα, 15.3.2003) Μέιλερ Ν.: Οι στρατιές της νύχτας (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 29.3.2003) Μούλις X.: Ζίγκφριντ, ο γιος του κτήνους (Π. Τατσό πουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) Μονταλμπάν Μ. Β.: Ο μικρός αδελφός (Φ. Φιλίπ που, Το Βήμα, 16.3.2003) Μπαλζάκ 0. ντε: Ελ Βερδούγο (Μ. Τσάτσου, Η Κα θημερινή, 25.3.2003) Μπεσόν Φ.: Όταν έφυγαν οι άντρες (Η. Μαγκλίνης, Η Καθημερινή, 9.3.2003) Μπισμούτ Ν.: Οι πιστοί σύζυγοι δεν γίνονται είδηση (Α. Μαντόγλου, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Μπράντμπερι Μ.: Στο δρόμο για το Ερμιτάζ (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 2.3.2 00 3) (Α. Παπαδοπούλου, Το Βήμα, 23.3.2003)
124 ΔΙΑΒΑΖΩ
Μπρόουντι Μ.: Η κολυμβήτρια (Δ. I. Μουρατίδης, Νέο Βήμα, 6.3.2003) Νάραγιαν Ρ. Κ.: 0 Σουάμι και οι φίλοι (Κ. Κοντολέ ων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) ΟυάιλντΌ.: Η σημασία του να μην κάνεις τίποτα (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 1.3.2003) (Κ. Κοντολέ ων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 23.3.2003) (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 23.3.2003) Όουτς Τ. Κ.: Οικογένεια Μαλβέινι (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 30.3.2003) Πέρεθ-Ρεβέρτ Α.: Ο ναυτικός χάρτης (Φ. Φιλίππου, Το Βήμα, 9.3.2003) Π αμούκ Ο.: Με λένε Κό κκινο (Δ. Ρουμπούλα, Έθνος, 29.3.2003) Πλαθ Σ.: Ο γερο-πανικός και η Βίβλος των ονείρων (Σ. ΝικολαΤδου, Τα Νέα, 8.3.2003) (Σ. Παπασπύρου, Ελευθεροτυπία, 2.3.2003) Πρέσφιλντ Σ.: Άνεμοι πολέμου (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 1.3.2003) ΣέμπολντΆ.: Παραδεισένια οστά (Σ. ΝικολαΤδου, Τα Νέα, 29.3.2003) Σιμενόν Ζ.: 0 Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη (Φ. Φιλίπ που, Το Βήμα, 23.3.2003) Σ ιμ όν Κ.: Η ακακία (Λ. Τ σ ιρ ιμ ώ κ ο υ , Το Βήμα, 30 .3 .20 03 ) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 7 .3 .2 0 0 3 ) (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 16.3.2003) Σίνγκερ I. Μ.: Στο δικαστήριο του πατέρα μου (Ρ. Γεωργακοπούλου, Τα Νέα, 2 9 .3 .20 03 ) (Π. Κρημνιώτη, Αυγή, 6.3.2003) (Ειρ. Μπέλλα, Η Βραδυνή, 1 .3 .2 0 0 3 ) (Κ. Παπαγιώργης, αθηνόραμα, 13.3.2003) Ταμάρο Σ.: Χαρτοφοβία (Μ. Ντεκάστρο, Το Βήμα, 30.3.2003) Ταρτ Ν.: Ο μικρός φίλος (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 23.3.2003) Τόμσον Ρ.: Το βιβλίο των αποκαλύψεων (Ν. Αλμπανόπουλος, Ηπειρωτικός Αγών, 13.3.2003) Τσιρέσι Ρ.: Κάποιος να μ’ αγαπάει (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 9.3.2003) Φρέντρικσον Μ.: Το ημερολόγιο των τεσσάρων επο χών (Ε. Γκίκα, Έθνος, 9.3.2003) (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 30.3.2003) Χάμετ Ν.: Το γεράκι της Μάλτας (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Χάντρα Γ.: Ο σχιζοφρενής με το νυστέρι (Β. Πεσμαζόγλου, Τα Νέα, 29.3.2003) M s Aetec Αναστασάτος Ν., Κουρουζίδης Σ.: Ουτοπία. Μεγά
ΜΑΙΟΣ 2003
λος Αδελφός ή Λύτρωση (Π. Σ. Σκορδάς, Αντί, 7.3.2003) Αργυρίου Α.: Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του Μεσοπολέμου (θ. Μαρκόπουλος, Αντί, 7.3.2003) Γκενάκου Ζ.: Η ποίηση του λαού και ο παιδικός λό γος (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 8.3.2003) Δάλλας Γ.: Σκαπτή ύλη (Π. Κ ρ η μνιώ τη , Αυγή, 13.3 .20 03 ) (Γ. Παπαθεοδώρου, Αυγή, 9.3.2003) Ζήρας Α.: Από το προσωπικό στο οντολογικό. Μετα βολές της ποιητικής όρασης του Τάκη Καρβέλη (Γ. Κουβαράς, Αυγή, 2.3.2003) ΓκότκινΤζ.: Existential America (Ν. Τσιμπούκη, Το Βήμα, 23.3 .20 03 ) Ταντί Ζ.: Η κριτική της λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα (Β. Αθανασόπουλος, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003)
Έκδοση του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού (Μ. θεοδοσοπούλου, Εποχή, 30.3.2003) Κούρτοβικ Δ.: Η θέα πέρα α π ’ τον ακάλυπτο (Π. Κρημνιώτη, Αυγή, 13.3.2003) Μαστροδημήτρης Π.: Η παρουσία των κειμένων. Ερμηνευτικές και ιστορικές αναγνώσεις έργων της ν ε ο ε λλη νική ς λογοτεχνίας (Α. Ζ ήρ ας, Αυγή, 16.3.2003) Πλατής Ν.: Γενειάδος εγκώμιον (Μ. θεοδοσοπού λου, Εποχή, 9.3.2003) Βιντάλ Γ.: Διαρκής πόλεμος για διαρκή ειρήνη (Τ. θεοδωρόπουλος, Τα Νέα, 22.3.2003) Λανγκ Ά.: Πώς να αποτύχετε στη λογοτεχνία (Γ. Βαϊλάκης, διαβάζω, 438) Μαν Τ.: Δοκίμιο για τον Σίλλερ (X. Χρυσόπουλος, διαβάζω, 438) Μπερλίν Α.: Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας (Β. Μουρδουκούτας, Η Καθημερινή, 2.3.2003) θέατοο Γράμματός θ.: Το ελληνικό θέατρο στον 20ό αιώνα (Γ. Παπαδάτος, διαβάζω, 438) Πούχνερ Β.: Ο Γεώργιος Βιζυηνός και το αρχαίο θέ ατρο (Γ. Πεφάνης, Η Καθημερινή, 30 .3.2003)
Αντωνίου Δ.: Τα προγράμματα της Μέσης Εκπαίδευ σης, 1 8 33 -19 29 /Η εκπαίδευση κατά την Ελληνι κή Επανάσταση, 18 21 -18 27 (X. Δημακοπούλου, Εοτία, 29.3.2003) Γούναρης Β.: Εγνωσμένων κοινωνικών φρονημάτων (Π. Βόγλης, Αυγή, 16.3.2003)
ΜΑΙΟΣ 2003
Διαμαντούρος Ν.: Οι απαρχές της συγκρότησης σύγ χρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828 (Π. Στά θης, Ελευθεροτυπία, 21.3 .20 03 ) Δρουσιώτης Μ.: ΕΟΚΑ Β' και ΣΙΑ. Το ελληνικό παρα κράτος στην Κ ύπρο/1974. Το άγνωστο παρασκή νιο της τουρκικής εισβολής (Β. Καραμανωλάκης, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) θεοδωρακόπουλος I. Ν.: Το Εικοσιένα και ο σύγ χρονος ελληνισμός (Σ. I. Αρτεμάκης, Ναυτεμπορι κή, 22.3.2003) Ελεφάντης Ά.: Μας πήραν την Αθήνα... ξαναδιαβά ζοντας μερικά σημεία της ιστορίας, 1 9 4 1 -19 50 (Σ. Καλύβας, Το Βήμα, 9.3.2003) Λεονταρίτης Γ.: Ο Ηλίας Τσιριμώκος και η πορεία του Σοσιαλισμού, 19 54-1967 (X. Δημακοπούλου, Εστία, 8.3.2003) Κορδώσης Μ.: Το Βυζάντιο και ο δρόμος προς την Ανατολή (Μ . Α λ ε ξ ιά δ η ς , Η Κ α θ η μ ε ρ ιν ή , 18.3.2003) Κυριαζής Δ.: 1940-1950. Η δεκαετία που συγκλόνι σε τη χώρα (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 2.3.2003) Κυρτάτας Δ.: Κατακτώντας την αρχαιότητα (Β. Λιάπης, Η Καθημερινή, 2.3.2003) Μήλλας Η.: Τι πρέπει - τι δεν πρέπει. Οδηγός συ μπεριφοράς για καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέ σεις (Α. Ηρακλείδης, Ελευθεροτυπία, 7.3.2003) Μωραίτίνης Πατριαρχέας Ε.: Νικόλαος Γαλάτης ο Φι λικός (Μ. θεοδοσοπούλου, Το Βήμα, 23.3.2003) Νάσιουτζικ Π.: Αμερικανικά οράματα στη Σμύρνη τον 19ο αιώνα (θ. Βερέμης, Αντί, 21 .3.2003) (Σ. Κακουριώτης, Αυγή, 27.3 .20 03 ) Παπαδριανός I.: Οι Έλληνες της Σερβίας 18ος-20ός αι. (X. Δημακοπούλου, Εστία, 22.3.2003) Προκ-Παναγούλιας Α.: Όσοι δε γύρισαν από το μέ τωπο (X. Δημακοπούλου, Εστία, 15.3.2003) Φιλίππου Φ.: Η ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (X. Δημακοπούλου, Εστία, 1 5 .3 .2 0 0 3 ) (Κ. Κ ο ντολέω ν, Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς Τύπος Μ ήτση, 16.3.2003) Χατζόπουλος Δ.: Ο τελευταίος Βενετο-Οθωμανικός Πόλεμος, 1 7 14 -17 18 (X. Δημακοπούλου, Εστία, 15.3.2003) Άζμπερι X.: Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Π. Τατσόηουλος, Esquire, 1.3.2003) Άκερμαν Ν.: Η ιστορία των αισθήσεων. Όσφρηση (Μ. Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 9.3.2003) Βιντάλ-Νακέ Π.: Πέρα από την αρχαία ελληνική δη μοκρατία (Α. Π αναγόπουλος, Η Κ αθ ημ ερ ινή, 4.3.2003)
ΔΙΑΒΑΖΩ 125
Έρβινγκ Ν.: Ο πόλεμος του Χίτλερ (Σ. Κασιμάτης, Το Βήμα, 30.3.2003) Ευγενίδης Τζ.: M id d le s e x (Γ. Τ ριανταφύλλου, Status, 1.3.2003) Καμπ Λ. Σ.: Η δόξα του υπήρξε (Μ. Πανώριος, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Κέιμεν X.: Πρώιμη νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 9.3.2003) Κρουτιέ Α.: Χαρέμι. Ο κόσμος πίσω από το πέπλο (Μ. Παπαγιαννίδου, Το Βήμα, 23.3.2003) Μοσέ Κ.: Αλέξανδρος, το πεπρωμένο ενός μύθου (X. Δημακοπούλου, Εστία, 8.3.2003) (Μ. Στεφανίδης, Αντί, 7.3.2003) Μπόμπιτ Φ.: The Shield o f Achilles (Φ. Δ. Δρακονταειδής, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Μπούρνοβα Ε.: Από τις Νέες Κυδωνίες στο Δήμο Αι γάλεω. Η συγκρότηση μιας πόλης στον 20ό αιώνα (Κ. Καρακώτιας, Αυγή, 16.3.2003) Μπροντέλ Φ.: Γραμματική των πολιτισμών (Σ. Μαρκέτος, Τα Νέα, 8.3.2003) Ντέιβις Χάνσον Β.: Σφαγή και πολιτισμός (Ν. Κυριαζής, διαβάζω, 438) Ριστελχούμπερ Ρ.: Ιστορία των βαλκανικών λαών (I. Ν. Μ πασ κό ζο ς , Ο ικ ο ν ο μ ικ ό ς Ταχυδρόμος, 8.3.2003) Σβαν Γ. X.: Η καταραμένη χαρά (Δ. Κόκορης, Αντί, 7.3.2003) Φορέ Π.: Η καθημερινή ζωή στη Μινωική εποχή (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 2.3.2003) Χάφτον Ό.: Ιστορία των γυναικών στην Ευρώπη, 1 5 0 0 - 1 8 0 0 (Ρ. Γ εω ρ γα κ οπ ού λ ου , Τα Νέα, 2 2 .3 .2 0 0 3 ) (Μ. Π α π αγ ιαννίδ ου , Το Βήμα, 16.3.2003) Χέριν Τ.: Γυναίκες στην πορφύρα (X. Δημακοπού λου, Εστία, 22.3.2003) M nom oiec Αναγνωστόπουλος-Μελκιάδες Β.: Ο πιο σκληρός μυς είναι η καρδιά (Δ. Μητρόπουλος, Τα Νέα, 15.3.2003) Βερνίκος Γ.: Όταν θέλαμε να αλλάξουμε την Ελλάδα (Ε. Κοτζιά, Η Καθημερινή, 9.3.2003) (Γ. Ν. Μπα σκόζος, Εξπρές, 30.3.2003) Δαρβέρης Τ.: Μια ιστορία της νύκτας, 1967-74 (Γ. Κολοβός, Η Καθημερινή, 2.3.2003) Μαλούχος Γ. (επιμ.): Εγώ, ο Ιάκωβος (X. Δημακο πούλου, Εστία, 8.3.2003) Μπισκίνης I.: Βιετνάμ. Ο πόλεμος που δεν γράφτη κε (Η. Μαγκλίνης, Η Καθημερινή, 16.3.2003) Καπισίνσκι Ρ.: 0 πόλεμος του ποδοσφαίρ ου (Ν.
126 ΔΙΑΒΑΖΩ
Αλμπανόπουλος, Ηπειρωτικός Αγών, 6 .3 .2 0 0 3 ) (Κ. Κ ο ντολέω ν, Α δ έσ μευ τος Τύπος Μ ήτση, 16.3.2003) Νίλσεν Τ.: Παγιδευμένη στον πάγο (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 23.3.2003) Σπίλμαν Β.: Ο πιανίστας (Π. Κρημνιώτη, Αυγή, 6.3.2003) Χόπκινς Τ.: Τα Ημερολόγια της Ταγγέρης (Μ. Πιμπλής, Τα Νέα, 1.3.2003) Βιογραφίες - Α υτοβιογραφίες Δασκαλόπουλος Δ., Στασινοπούλου Μ.: Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευθεροτυπία, 14.3.2003) Εσενόζ Ζ.: Ζερόμ Λεντόν (Β. Χατζηβασιλείου, Ελευ θεροτυπία, 9.3.2003) Κάρτερ Μ.: Άντονι Μπλαντ (Μ. Καραβία, Το Βήμα, 30.3.2003) Κίπλινγκ Ρ.: Κάτι από τη ζωή μου (Τ. Γουδέλης, Ελευθεροτυπία, 21.3.2003) (Π. Τατσόπουλος, Τα Νέα, 8.3.2003) Κρίστι Α.: Η αυτοβιογραφία μου (Δ. Ρουμπούλα, Έθνος, 1.3.2003) Μάρκες Γκ. Γκ.: Ζω για να τη διηγούμαι (Μ. Πιμπλής, Τα Νέα, 8.3.2003) (Δ. Ρουμπούλα, Έθνος, 15.3.2003) Όβερμποϊ Ν.: Ο ερωτευμένος Αϊνστάιν (Α. Ελληνούδη, Ριζοσπάστης, 9.3.2003) Σταχ Ρ.: Κάφκα. Τα χρόνια των αποφάσεων (Λ. Καζαντζάκη, Αυγή, 2.3.2003) Τρουαγιά Α.: Μαρίνα Τσβετάγιεβα. Η αιώνια επαναοτάτρια (Δ. Ρουμπούλα, Έθνος, 29.3.2003) Παιδικά - ΕωηΒικά Βαλάση Ζ.: Το ναυτάκι (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3.2003) Βαλάση Ζ.: Ο βασιλιάς και το αηδόνι (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 23.3.2003) Μπουλώτης X.: Ο καλός μάγος Λελουμπλίν μετακο μίζει στην Αθήνα (Μ. Φ ωτακέλη, Μ ακεδονία, 16.3.2003) Πατεράκη Γ.: Βίλμα. Το κορίτσι-αίνιγμα (Δ. Μαγκλιβέρας, Πολιτικά θέματα, 14.3.2003) Συγγραφείς του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βι βλίου: Ιστορίες που γράφει η ζωή (Γ. Παηαδάτος, διαβάζω, 438) Βιβέ-Ρεμί Α.: Τα ταξίδια του Οδυσσέα (Μ. Ντεκάοτρο, Το Βήμα, 9.3.2003) Μπατούτ Ε.: Πόλεμος χωρίς αιτία (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 23.3.2003)
ΜΑΙΟΣ 2003
Πιτσόρνο Μ.: Η Λαβίνια και το μαγικό δακτυλίδι (Κ. Κ ο ντολέω ν, Α δ έ σ μ ε υ τ ο ς Τύπος Μ ήτση, 23 .3.2003) Ταϊιδιωτικά - Οδοιπορικά Καραβία Μ.: Λαϊκή Κίνα (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευ τος Τύπος Μήτση, 23 .3.2003) Κροντηρά Λ.: Ελάτε να παίξουμε... μέσα στο χρόνο (Μ. Ντεκάστρο, Το Βήμα, 16.3.2003) Κύρδη Κ., Σπανέλλη Τ., Τσιαγκάνη Ν.: Χρονοταξιδευτές στην Πύλη των Λεόντων (Μ. Ντεκάστρο, Το Βήμα, 16.3.2003) Μαντάς Σ., Χαμάκος θ.: Η σκάλα του Βραδέτου (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 9.3.2003) Μαρμαράς Μ.: Ταξίδια στη Μεσόγειο (Γ. Μ. Σαρηγιάννης, Η Καθημερινή, 23 .3.2003) Σαραντάκης Π., Πετρούλια Ν.: Αρκαδία. Οι τόποι και οι δρόμοι του νερού (Μ. Τσάτσου, Η Καθημερινή, 16.3.2003) Φυντανίδης Σ.: Απόδραση σε τέσσερις ηπείρους (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 8.3.2 00 3) Ψιλάκης Ν.: Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρή της (Π. Κατηρμετζή, Τα Νέα, 8.3.2 00 3) Κούπερ Μ.: Χρυσάφι. Το κυνήγι του θησαυρού μέ σα στους α ιώ ν ε ς (Μ . Ν τεκάστρο, Το Β ή μα, 16.3.2003) Νοργκάι Τζ., Κόμπερν Μη.: Αγγίζοντας την ψυχή του πατέρα μου (Ν. Αλμπανόπουλος, Η πειρωτικός Αγών, 2 0 .3 .2 0 0 3 ) (Φ. Φ ιλίπ π π ο υ , Το Βήμα, 30.3 .20 03 ) Ρεβέρτε X.: Η καρδιά του Οδυσσέα. Ταξίδι στα βά θη του ελληνισμού (Δ. I. Μουρατίδης, Νέο Βήμα, 13.3.2003)
Σεφέρης Γ., Αποστολίδης Γ.: Αλληλογραφία 193119 45 (Μ. Στασινοπούλου, Αυγή, 30 .3.2003) Μαν Τ., Έσσε Έ.: Αλληλογραφία 19 10 -19 55 (Γ. X. Παπασωτηρίου, Η Βραδυνή, 1.3.2003)
Λευκώ υατα Εκδόσεις Ποταμός: Ελληνικά Φωτογραφικά Πανορά ματα (Γ. Επτακοίλη, Η Καθημερινή, 9.3.2003) Μπαλάφας Κ.: Τα αντίρροπα ρεύματα του Αχελώου/Μετέωρα/Φ ωτογραφικές μνήμες από τη σύγ χρο νη Ελλάδα (Ν. Κ α σ σ ια ν ο ύ , Το Β ή μα, 9.3.2003) Πετρίδης Π.: Γαμήλιο άλμπουμ (Α. Μοσχόβη, Το Βή μα, 9.3.2003) Ρεντζής θ .: Ορώμενα. Τιμή στον Αριστοτέλη (Δ. Χουλιαράκης, Το Βήμα, 9.3.2 00 3) Γκαρσία Φ., Σόλα Ό. (επιμ.): Τσε. Εικόνες μιας ζω ής (Γ. Κορδομενίδης, Αγγελιοφόρος της Κυρια κής, 9.3.2003) Λαντρί Φ.: Οι Ολυμπιακοί Αγώνες (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 16.3 .20 03 ) KivnuaTovoamoc Δημόπουλος Μ., Σαββάτης Ν. (επιμ.): Φριτζ Λανγκ (Σ. Ροζάνης, Αυγή, 2.3.2003) Σαββάτης Ν. (επιμ.): Φριτζ Λανγκ (Π. Κάγιος, Τα Νέα, 1.3.2003) Μ ουσική Καλυβιώτης Α.: Αμανέδες και οπερέτες στην Γιαούρ Ιζμίρ (Γ. Λεμονή, Δίφωνο, 1.3.2003) Λεούση Λ.: Ιστορία της ελληνικής μουσικής (Γ. Ν. Μπασκόζος, Εξπρές, 2.3.2003) Ρίμσκι-Κόρσακοφ Ν.: Οι βάσεις της ενορχήστρωσης (Ν. Δοντάς, Η Καθημερινή, 30.3 .20 03 ) Κόιιικ Χέντερσον Μ.: Η Μ ικρή Λουλού (Κ. Κοντολέων, Αδέσμευτος Τύπος Μήτση, 3 0 .3 .2 0 0 3 ) (Δ. Χουλιαράκης, Το Βήμα, 16.3 .20 03 ) Διατροωή Σ ιμ οπ ού λου Α ., Ρ όμπινσ ον Τ.: Η δίαιτα Ωμέγα (Α. Δήμου, Ραδιοτηλεόραση, 1 5 .3 .20 03 ) (Π. Ζωιόπουλος, Το Βήμα, 30 .3 .20 03 ) Μ<
Στο δελτίο κριτικογραφίας περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.
ΜΑΙΟΣ 2003
ΔΙΑΒΑΖΩ 127
στο επόμενο τεύχος
►Η
ΙΟΥΝΙΟΣ 2003
αφιέρωμα στον
Κωστή Παπαγιώργη (αποκλειστική συνέντευξη)
επίσης θα βρείτε: αυτογραφία Nos an c etre s les G a ulo is... α π ο τη μ ιμ ικά κρανακη χω ρίς λογοκρισία Μ ήπω ς ο παλίμπαις κύριος Πάβελ Κόχουτ είναι μια κάποια λύση; απο τον αλεξη ζηρα με α φορμή ένα βιβλίο Η κρυφ ή ιστορία της ανθρωπότητας απο τον βαγτέλη πανταζη scriptorium 0 καθρέφτης του Μ ποντλέρ απο τον χρηστό χρυςοπουλο ξένη γραφή Η μοναξιά της υπερδύναμης απο τον ηλια μαγκλινη Τζορτζ Έλιοτ-Λούις Γκουτισόλο απο τη χρυσά ςπυροπουλου από το μ έλλον Philip Κ. D ick: Ασύνδετος χρόνος απο τον πανο φιλιππακοπουλο Κριτικές και παρουσιάσεις 30 νέω ν βιβλίω ν. Τα εμ Βιβλιογραφικό δελτίο. Κριτικογραφία κ.ά.
128 ΔΙΑΒΑΖΩ
ΜΑΙΟΣ 2003
ΕΜΠΕΙΡΙΑ
ΚΕΝΤΡΙΚΟ: Μεσογείων 74,115 27 Αθήνα, τηλ. 210 7777788, fax. 210 7757757, e-mail: empiria@otenet.gr
ΕΚΔΟΤΙΚΗ
ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΗΜΑ: Ζωοδ. Πηγής & Μεταξά Α. 1,106 81 Αθήνα, τηλ./fax. 210 3303760
ΑΛΚΗ ΖΕΗ Η ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΚΑΙ 01 ΑΡΑΧΝΕΣ ΤΗΣ
Ένα τρυφερό μυθιστόρημα για την εφηβεία, για δύσκολα ταξίδια και το θαύμα της αγάπης.
ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΤΕΡΣΕΝ 2004
Γ. ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 3, 106 78 ΑΘΗΝΑ τηλ: 2103809712, 2103802007
www.kedros.gr / books@kedros.gr
Β Ρ Α Β Ε ΙΟ ΤΟΥ ΚΥΚΛΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ