Λ
Ι
Μ
Μ
Β
Μ Η Ν ΙΑ ΙΑ Ε ΠΙΘ ΕΩ ΡΗ ΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒ Λ ΙΟ Υ Φ ΑΡΙΘ . 25 Φ ΔΡΧ. 80
Οι π εζο γρά φ ο ι T cyU fijm m x , Ή κρίση τού πολιτικού -βιβλίου ~ • ’Από τή ν ισ τορία τη ς κρ ιτική ς τού έντυπ ου λόγου • Δύο «διαφορετικοί» ισ το ρ ικο ί k · "Ε νας σ υγγραφ έας τής Κ κουρ ελιά ρ ικη ς σημαίας ■ Ε - Β Κ Ρ ερ ιο δ ικό «Ό Διόνυσος» ■ Τά best-seller τού μήνα Β Ν « ρ νό κο θ ή κη συγγραφέων» ν % ϋ Μ ίνου Ά ργυρ ά κη %
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
«ΣΥΛΛΟΓΗ»
ΝΑΝΝΑΡΗ 35 Κ. ΠΑΤΗΣΙΑ Α Θ Η Ν Α . ΤΗΑ. 8310403 - 8310419
ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΑΑΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
ΒΑΓΓΕΑΗΣ ΙΠ Α Ν Ν Ο Υ
1
ή « τ ρ έ λ α » ττου κ α ί ε ι «μνήμες σπαρακτικές τώ ν φοβερών καιρών τής άδερφοσφαγής Μ υθισ τόρημα. Σελίδες 327
2 «ή ά λ ω σ η τ ω ν χ ε λ ι δ ό ν ι α * ν » «οί αγώνες τής νεολαίας στή διάρκεια τής δικτατορίας τώ ν συνταγματαρχώ ν. Μ υθισ τόρημα άποστασιοποιημένο άπό τά γεγονότα χωρίς πρόθεση εκμετάλλευσης τώ ν πρώ τω ν ήμερών τής άπελευθέρωσης. Σελίδες 226.
3
ΜΟΛΙΣ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ
Βαγγέλη
Ίωάννου
ΗΤΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΠΑΣΧΑ Μ Υ Θ ΙΣΤ Ο Ρ Η Μ Α . ΣΕΑΙΔΕΣ 194
ΣΕ ΟΛ Α ΤΑ Β ΙΒ ΛΙΟ Π Ω ΛΕΙΑ
Φ θινοπω ρινή προσφορά των Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Ν Ε Γ Ν Α Τ ΙΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
g£>
S ^ S o ir i K 5 5 C S <c Π
Α. ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ:
Ρόλαντ Μπάρτ: Μάθημα Ζούζαν Ζόντακ: Ή Αισθητική τής Σιωπής
-
P^N
Χατζηδάκι: ’Ακρυλικά (β' έκδοση)
Ε Κ ΔΟ Σ Ε ΙΣ ΕΓΝ Α ΤΙΑ Ά λ . Δ ελμ ο ύ ζο υ 7, Θ εσσαλονίκη, τηλ. 265.985 Μ αυρομιχάλη 9, ΑΘΗΝΑ
Γραφτείτε συνδρομητές Ε σ ω τερ ικ ο ύ 'Απλή ( 6 τευ χώ ν ) : 450 δρχ. » (12 τευ χώ ν ) : 800 δρχ.
Σ π ουδ α σ τική * ( 6 τευ χ ώ ν): 400 δρχ. » (12 τευ χ ώ ν): 700 δρχ.
’Ο ργανισ μώ ν, Τραπεζώ ν, Ιδ ρ υ μ ά τ ω ν (12 τευ χώ ν): 1500 δρχ.
Ε ξω τερ ικ ο ύ Κύπρος Εύρώπη ’Αφρική ’Αμερική Αύστραλία
'Απλή (6 τευ χ ώ ν ): Δ ολ. Η.Π.Α » » (12 τευ χώ ν ): » » Σ π ο υδ α σ τικ ή * (6 τευ χώ ν ): » » (12 τευ χ ώ ν ): » * Σχολών Β ιβ λ ιο θ η κ ώ ν (12 τευ χώ ν ): » * Ιδ ρ υ μ ά τ ω ν • Οί σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί άνώτατης έκπαίδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπίας τής σπουδαστι κής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
14 26 13 23
16 29 15 27
18 32 16 29
20 36 18 33
23 43 22 40
34
38
42
47
56
’ Ε μβ ά σ μ α τα σ τή δ ιε ύ θ υ ν σ η : Ζωή Τ ζιρ α λ ίδ ο υ π ε ρ ιο δ ικ ό «Διαβάζω » 'Ο μ ή ρ ο υ 34 ’Α θ ή ν α (135)
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή άπλών τευ χ ώ ν : 80 δρχ. Τιμή διπλών τευ χ ώ ν : 130 δρχ. Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Τώρα καί σε τόμους Κ υκλοφ ο ρού ν ο ί τό μ ο ι: 1/1976-77 (τεύ χ η 1-9): 800 δρχ.* 2/1978 (τεύ χ η 10-15): 600 δρχ.* 3/1979Α (τεύ χ η 16-21): 600 δρχ.*
‘Σέ σπουδαστές έκπτωση 15%
Ζητήστε τούς τόμους τού «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, ζητήστε νά σάς τούς στείλουμε μέ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους πληρώνοντας μόνο τή βιβλιοδεσία (140 δρχ. γιά τόν α' τόμο, 120 δρχ. γιά τούς ύπόλοιπους).
U
Γραφεία: Όμηρου 34, ’Αθήνα (135), τηλ. 360-3011. Διεύθυνση: Περ. Άθανασόπουλος. Σύνταξη: Γιώργος Γαλάντης, Νίκος Λαμπρόπουλος, Παύλος Πέζαρος, Βασίλης Τσάμης, Ντορίνα Τσοτσορον. Διαχείρηση: Ηρακλής Παπαλέξης. Σελιδοποίηση: Φούλη Καρύδα - Στααινάκη. Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης. Στοιχειοθεσία: Φωτρόν Α.Ε., Συγγροϋ 194, τηλ. 951-5078. ’Εκτύπωση: Βαλασάκης - Άγγελής Ο.Ε., Ταύρου 21, τηλ. 346-6927.Διαχωρισμός διαφανείων: Δ. Π. Άγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 3244-325. Βιβλιοδεσία: Χρονόπουλος - Παλοϋμπη & Σία, Σουρή 17, τηλ. 5721-685. Διανομή: Νέον Πρακτορείον Τύπου.
f ltin
Τεύχος 25 Νοέμβριος 1979
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
5
ΔΙΑΛΟΓΟΙ Γράφουν οΐ I. ’Αναστασίου, Δ. Σέμπος, Γ. Λεωτσάκος, Δ. Δούκαρης, Τ. Καρβέλης καί Α. ’Αργυρίου Τιμή: Λρχ. 80
Έξώφιιλλο Γιώργου Γαλάντη
ΧΡΟΝΙΚΑ ΕΚΔΟΤΙΚΑ: Οι προσεχείς έκδόσεις — Ή αγορά τοΰ βιβλίου ΓΕΓΟΝΟΤΑ: Οΐ Έλληνες ύποψήφιοι γιά τό βραβείο Άντερσεν — Τό άρχεϊο Νάνι στήν ’Εθνική Βιβλιοθήκη — Έ νας συγγραφέ ας τής κουρελιάρικης σημαίας ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: Σταθμοί στήν ιστορία τοΰ βιβλίου — Μαθητής καί βιβλίο πρίν άπό 70 χρόνια — ’Ανακοινώσεις ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ: ’Ανταπόκριση άπό τή Φρανκφούρτη τοΰ Θεόδωρου Γεωργίου γιά τό καινούριο μυθιστόρημα τοΰ Η. Boll ΤΑ ΠΑΛΙΑ: 'Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος γράφει γιά τό «Διόνυσο» καί τό Γιάννη Καμπύση ΧΙΟΥΜΟΡ: Σκίτσο τοΰ Μίνου Άργυράκη
15 17 21 22 24 27
ΑΡΘΡΑ Κεντρική διάθεση: «ΔιΙβάξω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 360-3011 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά & Σία ~ ~ 78 Τηλ. 279-720, 268-940 Πειραιάς: Βιβλιοπωλείο ’Α λέξη Μυλωνά ’Αφεντούλη 4 Τηλ. 4511-673 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνδρέου & Σία Ρηγάνης 64 Λευκωσία
Παναγιώτης Χρ. Νοΰτσος: Ά πό τήν ιστορία τής κριτικής τοΰ έντυπου λόγου Βασίλης Φίλιας: Ή κρίση τοΰ πολιτικοΰ βιβλίου
30 28
ΟΔΗΓΟΙ Φίλιππος Δρακονταειδής: Δύο «διαφορετικοί» ιστορικοί Κώστας Γ. Παπαγεωργίου: Σχέδιο γιά μιά εισαγωγή στή μεσοπολεμική πεζογραφία
36 40
ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ό Γιώργος Δ. Κοντογιώργης ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ό Νίκος Ζαλαώρας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οΐ Άλέξ. ’Αργυρίου, Μιχαήλ Μήτρας, Άγγελος Βαμβακινός καί I. Βασιλείου ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ό Σπύρος Τσακνιάς
61 63 66 76
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
80
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
85
® ”ΔΩΔΩΝΗ„ ^ ® Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΟ - Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ ®
1. Ασκληπιού 3, ΤΗΛ. 3613.029 - 3637.973. 2. Ίπποκράτους 17, ΤΗΛ. 3630.312, ΑΘΗΝΑ.
♦ ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
♦ Π Α ΓΚ Ο ΣΜ ΙΟ Θ Ε Α ΤΡ Ο
Καμύ: ΚΑΛΛΙΓΟΥΛΑΣ Λόρκα: ΤΑ ΜΑΤΙΑΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ Μπί κετ: 0, ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΟΛΟΙ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ "Αλμπυ: Ισορροπία τρόμου Άνούϊγ: Μήδεια-Ίεζαβέλ Αραμπάλ: Νεκροταφείο Αυτοκινήτων Μπρέχτ: Μάνα κουράγιο ΖενέιΟί νέγροι Στρίντμπεργκ: Τό Πάοχα - Ό Παρίας Κοκτώ: Δαιμόνια μηχανή Σώ: Ό άνθρωπος καί τά όπλα Ντύρρενμαιτ: Ή έπιστροφή τής γηραιός κυρίας ΙψενιΟί μνηστήρες τού θρόνου, κ.ΰ.
/ / /
,,,m “ « ’'noUKU
/1 /‘ / 1 /
1
I / / I /
Πόε: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ Ζίντ: ΟΙ ΚΙΒΔΗΛΟΠΟΙΟΙ Τσέχωφ: ΝΟΥΒΕΛΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ Μπωντλαίρ: ΗΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΞΕΓΥΜΝΩΜΕΝΗ Οργουελ: ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΜΑ ν* Λάξνες: ΤΟΦΩΣΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Τζέϊμς: ΗΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ ΚΑΣΑΜΑΣΣΙΜΑ # Μωπασσάν: 0 ΠΑΝΙΚΟΣ §] / Φιτζέραλντ: ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ WA / 1 Μαρλώ:0 ΛΑΖΑΡΟΣ Μ Πιραντέλλο: 0 ΜΑΚΑΡΙΤΗΣ Μ ΜΑΤΙΑΣ ΠΑΣΚΑΛ # /
1
Μ Μ
/ /
+ 50 τόμοι σέ όπλή καί πολυτελή βιβλιοδεσία τής «ΔΩΔΩΝΗΣ·.
♦ Φ ΙΛ Ο ΣΟ Φ ΙΑ -Ψ Υ Χ Ο Λ Ο ΓΙΑ Αξελοϋ: ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Βόλ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ Γιάσπερς: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Γκαοσέτι ΗΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΩΝ ΜΑΖΩΝ Δημαρα: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΤΗΣ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗΣ Κάντ: ΔΟΚΙΜΙΑ Κρότσε: ΚΕΙΜΕΝΑ Κίρκεργκωρ: Η ΕΝΟΙΑΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ ■------Μαλεβίτση: ΗΦΙΛΟΣΟΦΙΑΤΟΥ ΧΑΪΝΤΕΓΚΕΡ/ «·»___■■■..... Μαλεβιτση: ΤΟΑΝΘΙΣΜΕΝΟΔΕΝΤΡΟ / ^Ί Μαρσέλ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΕΧΕΙΝ / / Μπιτσάκπ: ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ / KA, EJHAl / Μποχένσκι: ΙΣΤΟΡΙΑΤΗΣΣΥΓΧΡΟΝΗΣ / Λρ0/γ0 ί / Μπρετόν: ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΤΟΥ / ___ / ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ / / Παβλώφ: ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΑΝΑΚΛΑΣΗΣ/ Παπανούτοου: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ - ΛΟΓΙΚΗ / 0 ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΗΑΡΕΤΗ - ΠΡΑ/ / ΚΤΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - - ------ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΠΥΓΜΗΣ - ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ' ΒΙΩΜΑ ΣΤΟΝΠΛΑΤΩΝΑ κ.ά. Χάίντεγκερ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ Χάίντεγκερ: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ
ΛΙΝΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ♦ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
|§Ρ
Βιβλίο Πρώτο ΠΡΙΝΑΠΟΤΗΝ ΑΛΩΣΗ Βιβλίο Δεύτερο ΜΕΤΑ ΤΗΝΑΛΩΣΗ Βιβλίο Τρίτο ΚΡΗΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥΔΕΚΑΤΟΥ ΕΒΔΟΜΟΥΑΙΩΝΑ Βιβλίο Τέταρτο ΟΙ ΦΑΝΑΡΙΩΤΕΣ ΚΑΙ ΗΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ Βιβλίο Πέμπτο 0 ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΕΦΤΑΝΗΣΙΩΤΕΣ Βιβλίο Έκτο 0 ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ Βιβλίο Έβδομο ΚΑΒΑΦΗΣ, ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΗΠΟΙΗΣΗ ΩΣΤΟ 1930 Βιβλίο Ογδοο Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1930 ΚΑΙ 0 ΣΕΦΕΡΗΣ
χρονική της διαδρομή μέ μίά υπεύθυνη. / ένιαία. ιστορικά διαρθρωμένη καί μεθοδικά / ^
#01 έκδόσεις «Δωδώνη»στήν προοπάθειάτουςνάπαρομοιάσουν στόέλληνικόάναγνωστικό κοινό κείμενα Τών μεγαλύτερων σύγχρονων φιλοσόφων, κυκλοφορούν ήδη 40 καλαίσθητουςτόμους-ζητήστετους.
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΥΓΕΝΙΚΟΤΕΡΟ ΔΩΡΟ / ΧΑΡΙΣΤΕ TO
I
7 J
προλεγόμενα Ή ζωή καί ό θάνατος τών πνευματικών άνθρώπων Β λ έ π ο υ μ ε άπ’ τ ή ν π ό ρ τα πού ά ν ο ιξ ε ό Ν ίκ ο ς Π ο υ λ α ν τζά ς κ αί χ ά θ η κ ε πίσω τ η ς τ ό Ζ ά ν -Λ ο υ ί Μ πορύ, τ ό Μ α γ ια κ ό φ σ κ η , τό ν Κ α ρυ ω τάκη , δ λ ο υ ς α ύ τ ο ύ ς τ ο ύ ς έπ ώ ν υ μ ο υς κ α ί ά ν ώ ν υ μ ο υ ς πού δ ιά λ ε ξ α ν τ ό θ ά ν α το άπ’ τή ζω ή. Καί κ α τ α λ α β α ίν ο υ μ ε ξα φ ν ικ ά , α ύ τ ό πού β λ έπ α μ ε κ α ί δ έ ν τ ό ά ν α γ ν ω ρ ίζ α μ ε : Π όσο έ κ τ ε θ ε ιμ έ ν ο ι ε ίν α ι σ τό ν κ ίν δ υ ν ο τ ή ς κ α θ η μ ε ρ ιν ή ς έ σ ω τε ρ ικ ή ς φ θ ο ρ ά ς ο ί π ν ε υ μ α τ ικ ο ί άνθρω ποι. Ε ίν α ι φ υ σ ικ ό . Μ έσ α τ ο υ ς π α ίζο ν τα ι γ ιά δ ε ύ τ ε ρ η φ ο ρ ά τά δ ρ ά μ α τα τ ο ύ κ όσ μου κ α ί ο ί σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις το υ ζ η τ ά ν ε λ ύ σ η πριν έ ρ θ ε ι ή ώ ρα νά λ υ θ ο ύ ν σ τό ν έξω κόσ μο. Ή ψυχή τ ο υ ς γ ίν ε τ α ι π εδ ίο μ ά χ η ς δπου δ ια σ τα υ ρ ώ ν ο ν τα ι κ α ί δ ιε κ δ ικ ο ϋ ν μ ε ρ ίδ ιο ή δ η μ ιο υ ρ γ ία κ α ί ή κ α τα σ τρ ο φ ή . Δ έ ν μπ ο ρ ο ύ μ ε β έ β α ια νά ο δ η γ η θ ο ύ μ ε σ τό σ υ μπ έρ ασ μα πώς ε ίν α ι στή φ ύ σ η τ ή ς π ν ε υ μ α τ ικ ή ς ζω ής νά έ ξ α σ θ ε ν ε ϊ τ ο ύ ς άνθρώ πο υς. Πώς θά μ π ο ρο ύ σ α μ ε ν ά δ ε χ τ ο ύ μ ε κ ά τ ι τ έ τ ο ιο γ ιά μιά λ ε ιτ ο υ ρ γ ία σ τή ν όπ οια κ α τ α φ ε ύ γ ο υ μ ε γ ιά νά σ υ ν ε ιδ η το π ο ιή σ ο υ μ ε τ ο ύ ς ν ό μ ο υ ς πού δ ιέ π ο υ ν τή ζω ή, γ ιά νά ά π ε λ ε υ θ ε ρ ω θ ο ύ μ ε άπό τ ίς κ ά θ ε ε ίδ ο υ ς δ ο υ λ ε ίε ς μας, γ ιά ν ά γ ίν ο υ μ ε κ υ ρ ία ρ χ ο ι τ ή ς ζω ής μας; Μ ιά δ ια δ ικ α σ ία ά ν α κ α λ ύ ψ εω ν πού έ ν δ υ ν α μ ώ ν ο υ ν κ α ί ά π ελ ευ θε ρ ώ ν ο υ ν τ ό ν άνθρω πο θά π ε ρ ίμ ε ν ε κ α ν ε ίς νά ε ίν α ι ή π ν ε υ μ α τικ ή ζω ή. Πώς δμω ς τ ό τ ε γ ιν ό μ α σ τ ε μ ά ρ τυ ρ ε ς π εριπ τώ σ εω ν, δπου άνθ ρω π οι π ρ ο χ ω ρ η μ έν η ς σ υ ν ε ιδ η το π ο ίη σ η ς σ υ ν τ ρ ίβ ο ν τα ι κάτω άπ’ τ ό β ά ρ ος τώ ν ά ν α κ α λ ύ ψ εώ ν τ ο υ ς ; Κάποια ά ν τίφ α σ η φ α ν ε ρ ώ ν ε τ α ι έδώ. Μήπω ς λ οιπ ό ν ύ π ά ρ χ ει κάπ ο ιο λ ά θ ο ς σ τό ν τρ ό π ο πού σ κ ε φ τ ό μ α σ τε ; Μήπω ς δ η λ α δ ή ή π ροσ οχή μας ε ίν α ι ύ π ερ β ο λ ικ ά άπ ορροφ η μ έ ν η σ τή ν έ ρ μ η ν ε ία τώ ν ά δ ιεξ ό δ ω ν , παρά σ τή ν ά ν α ζή τη σ η , τ ή ν έ π ε ξε ρ γ α σ ία κ α ί τ ή μ ε θ ό δ ε υ σ η τώ ν δ ιε ξ ό δ ω ν ; Μ ιά τ έ τ ο ιο υ ε ίδ ο υ ς έπ ιλ ο γ ή μ έσ α μ α ς σ υ ν τ ε λ ε ϊτ α ι κ α ί μ έσ α μας έ π ισ τ ρ έ φ ο υ ν ο ί σ υ ν έ π ε ιέ ς τη ς . Νά, λ οιπ ό ν, πού δ ,τ ι ώ ς τώ ρ α φ α ιν ό τ α ν ά ν ε ξ ά ρ τ η τ ο άπό τή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή ζω ή, α ύ σ τη ρ ά ιδ ιω τικ ό θ έ μ α τώ ν άνθρώ πων τ ή ς σ κ έψ η ς, ή έ σ ω τε ρ ικ ή τ ο υ ς δ ύ ν α μ η , ή έ σ ω τε ρ ικ ή τ ο υ ς στάσ η, ή έ σ ω τε ρ ικ ή τ ο υ ς ά τμ ό σ φ α ιρ α , ίσ ω ς κ α τ έ χ ε ι έ ν α ρ ό λ ο ρ υ θ μ ισ τή έ κ ε ΐ πού δ ια σ τ α υ ρ ώ ν ο ν τ α ι δ η μ ιο υ ρ γ ία κ α ί κ α τα σ τρ ο φ ή , ζωή κ αί θά ν α το ς . Ε ίν α ι ά ν ά γ κ η λ οιπ ό ν π λάι α τ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς π ρ ο β λ η μ α τισ μ ο ύ ς μας νά ά ν α ζη τ ή σ ο υ μ ε π οιά ε ίν α ι ή ρ ίζ α τ ή ς ά δ υ ν α μ ία ς μας. Γιά νά δ ρ ο υ μ ε τ ή ν ά ν τίφ α σ η ν ά σ υ νυ π ά ρ χ ο υ ν π ν ε υ μ α τ ικ ο ί δ η μ ιο υ ρ γ ο ί κα ί κ α τα σ τρ ο φ ή . Κα ί νά δ ώ σ ο υ μ ε σ τή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή δ ρ α σ τη ρ ιό τη τα τ ή ν ο λ ο κλήρ ω σ η πού τ ή ς τ α ιρ ιά ζ ε ι. ’Α λ λ ιώ τικ α δ σο ώ ρ α ϊε ς κ αί ύ ψ η λ έ ς κ ι ά ν ε ίν α ι ο ί σ υ λ λ ή ψ εις μας, τ ί ά λ λ ο θά κ α τ α φ έ ρ ν ο υ μ ε άπ’ τ ό νά ο ν ε ιρ ε υ ό μ α σ τ ε κ α ί νά π ικ ρ α ιν ό μ α σ τε άπό τ ίς δ ια ψ ε ύ σ ε ις τώ ν ό ν ε ίρ ω ν μας;
διάλογοι "Ολα τά γράμματα, πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται χωρίς περικοπές. (Στά ύπόλοιπα φροντίζουμε νά άπαντάμε προσωπικά.) ΠαρακαλοΟνται όμως οί άναγνώστες που μάς γράφουν, νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. Υπενθυμίζουμε ότι γιά νά δημοσιευθεϊ ένα γράμμα, πρέπει νά ’χ ει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον έξι έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
Β ιβλιοθήκες χω ρίς βιβλιοθη κάριους Κύριε Διευθυντή, Στό τελευταίο τεύχος τού «Διαβάζω» είδα ένα σημείωμα μέ τόν τίτλο «Βιβλιοθηκάριοι χωρίς βιβλιο θήκες». Πολύ χάρηκα πού θίγετε τό θέμα αύτό καί πολύ λυπήθηκα γιατί μιά καλή άρχή πού έγινε γιά τή βιβλιοθηκονομία στόν τόπο μας τήν άφησαν νά πάθει μαρασμό καί ν’ άποτύχει. Λυπήθηκα άκόμα γιατί κι έγώ είχα φροντίσει νά Ιδρυθεί ή σχολή αύτή. "Ομως αύτό δέν είναι παράξενο, γιατί στόν τόπο μας ύπάρχει άκόμη ή άντίληψη δτι οί βιβλιοθήκες είναι άποθήκες βιβλίων όπου μπορούν νά διορίσουν βιβλιοθηκάριο όποιονδήποτε, δίχως είδική μόρφωση. "Ετσι ό τίτλος σας θά ’πρεπε ν’ άντιστραφεϊ καί νά γράψετε «Βιβλιοθήκες χωρίς βιβλιοθηκάριους». 'Υπήρχε μιά σχολή βιβλιοθηκονομίας τής ΧΕΝ στήν ’Αθήνα, ένώ σ’ δλες τίς χώρες, καί στίς γειτονικές μας άκόμη, ύπάρχουν πανεπιστημιακές σχολές βιβλιοθη κονομίας πού δίνουν πτυχίο καί master’s καί διδακτο ρικό δίπλωμα. "Ετσι έκεϊ είναι άδιανόητο νά διορισθεϊ κάποιος βιβλιοθηκάριος δίχως είδικό δίπλωμα. Καί μέ τήν έξειδίκευση τών βιβλιοθηκών καί τής έπιστήμης τής βιβλιοθηκονομίας, έπιστήμονες διαφόρων ειδικο τήτων, άφοϋ πάρουν τό πτυχίο τους, σπουδάζουν κατόπι βιβλιοθηκονομία, γιατί μιά βιβλιοθήκη δέν μπορεί νά έξυπηρετηθεϊ παρά άπό είδικούς έπιστήμο νες, άφοϋ άποχτήσουν ειδικές γνώσεις βιβλιοθηκονο μίας. Αύτά έφαρμόζονται στίς άλλες χώρες έδώ καί πολλές δεκαετίες καί στόν τόπο μας τά λέμε καί τά έπαναλαμβάνουμε δίχως νά τά άκούει κανείς. Ό ειδικευμένος βιβλιοθηκάριος είναι σύμβουλος τού άναγνώστη καί τόν καθοδηγεί στή μελέτη του καί ή όργανωμένη βιβλιοθήκη μέ τά λημματικά δελτία της είναι όδηγός τού μελετητή γιά τήν έρευνά του. Τέτοια πράματα στή χώρα μας είναι άγνωστα· μπορεί νά έφαρμόζονται σέ έλάχιστες βιβλιοθήκες δπου ύπάρχει είδικευμένο προσωπικό. "Ας περιμείνουμε μήπως κάποιος καταλάβει τή σημασία τών άξιων τού όνόματός τους βιβλιοθηκών καί τών άπαραίτητων γι’ αύτές βιβλιοθηκάριων μέ σπουδές καί έπιστημοσύνη, καί φροντίσει ν’ άποχτήσουμε τούς τελευταίους μέ τήν ίδρυση σχολής βιβλι οθηκονομίας σ’ ένα άπό τά πανεπιστήμια. "Ωσπου ν’ άρχίσουμε όμως, χάνεται άδικα πολύτιμος καιρός πού δέν μπορεί νά ξανακερδηθεϊ. Μέ τιμή Γ.Ε. ’Αναστασίου καθηγητής Άριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης
6
Τό πολιτικό βιβλίο καί ή πτώση του Αγαπητό «Διαβάζω», 'Η άπάντηση στά έρωτήματά σας γιά τήν πτώση τού πολιτικού βιβλίου είναι, κατά τή γνώμη μου, Τό έλληνικό κοινό ήταν, έπί πολλά χρόνια, στερη μένο άπό πολιτικές πληροφορίες, πού πάντοτε τό ένδιέφεραν ζωηρά. Οί άναδρομές, μετά τό 1974, στήν πρόσφατη καί παλαιότερη πολιτική ιστορία άπό τίς έφημερίδες — δχι πάντοτε άντικειμενικές — δέν ήταν άρκετές νά καλύψουν τά ένδιαφέροντά του. Γι’ αύτό κατάφευγε στό πολιτικό βιβλίο, πού τού συμπλήρωνε τά κενά. Σήμερα ό άναγνώστης μιας ή δύο έφημερίδων τήν ήμέρα καί όρισμένων περιοδικών κατατοπίζεται έγκαι ρα γιά όσα γίνονται στή χώρα μας καί στίς άλλες χώρες. Τό πολιτικό βιβλίο δέν τού είναι άπαραίτητο. Δέν συμφωνώ μέ τήν άποψη δτι άπουσιάζουν πρόσφατα σοβαρά πολιτικά γεγονότα καί λείπει ή προοπτική ή προετοιμασία άνάλογων μελλοντικών. "Ισα-ϊσα οί πιό βαθιές έξελίξεις βρίσκονται μπροστά μας. Ή στροφή πρός τή λογοτεχνία είναι ένα εύχάριστο γεγονός καί φανερώνει τήν αιώνια καί άκατάλυτη άξια της. ’Αλλά, κατά τή γνώμη μου, δέ σημαίνει τήν παραίτηση άπό πολιτικές λύσεις, πού είναι καί θά είναι πάντοτε, είτε τό θέλουμε είτε δχι, άποφασιστικές γιά τή ζωή τών άνθρώπων. "Ισως στό τελευταίο έρώτημά σας νά πρέπει νά δοθεί καταφατική άπάντηση: Πρόκειται πράγματι γιά έπιστροφή στά παλιά έπίπεδα. Μέ πολλή έκτίμηση καί άγάπη στό ώραίο περιοδικό σας Δημ. Σέμπος 'Ιπποκράτους 142 ’Αθήνα
Γιά τό Β υλερμόζ καί τή ν Ισ το ρ ία του ’Αγαπητό «Διαβάζω», ’Επειδή πιστεύω δτι τό σημείωμα τού πάντα άγαπητοϋ κ. Μάρκου Φ. Δραγούμη γιά τή μετάφρασή μου τού Α’ τόμου τής «Ιστορίας τής Μουσικής» τού Έμίλ Βυλερμόζ (έκδ. «Υποδομή», ’Αθήνα 1979), μέ τίτλο «Συζητήσιμες άπόψεις γιά τή δυτική μουσική», στό
τεύχος σου άρ. 23 (σελ. 62-63), έκτός άπό τά άλλα, πού χρειάζονται δευτερολογία, δημιουργεί έμμεσα καί όρισμένα ζητήματα κριτικής μεθόδου καί δεοντο λογίας, σέ παρακαλώ νά φιλοξενήσεις τίς παρακάτω παρατηρήσεις μου. Ή α' παράγραφος τού κειμένου τού κ. Μ.Φ.Δ. θυμίζει τό γαλλικό «όπου ζητά συγγνώμη κατήγορό τόν έαυτό του» — qui s’excuse, s'accuse! Πρός θεού, έγώ δέ θά τού καταλόγιζα προθέσεις σάν κι αύτές πού Ισως φοβάται πώς θά τού άπέδιδαν. ’Απαντώντας δμως ατό κείμενό του, δέ γίνεται νά μήν τό δώ άπό μιά γ ε ν ικ ό τ ε ρ η , κάθε άλλο παρά προσωπική, σκοπιά. Λειτουργώντας πάντα κριτικά, δέν μπορώ νά μήν έπισημάνω δτι σέ γενικές γραμμές άκολουθεϊ τήν ίδια διαδικασία πού ό κ. Μ.Φ.Δ., σχολιάζοντας («Καθημερι νή», 30.1.77) τό έργο ζωής τού Φοίβου Άνωγειανάκη «'Ελληνικά Λαϊκά Μουσικά "Οργανα» άλλά έν μέρει καί τό βιβλίο τού Γιάννη Ίωαννίδη «Μουσική» (βλ. Μ.Φ.Δ., «’Ανάμεσα σ’ άλλα σημεία καί τέρατα», μουσι κή σελίδα «Πρωινής», 8.3.79), δείχνει νά προτιμά. "Ομως, έγώ έχω πολύ λιγότερες ψυχολογικές άναστολές στό νά πώ ξεκάθαρα άτι μέ τή μέθοδο αύτή δέ συμφωνώ παρ’ δ,τι ό κ. Μ.Φ.Δ. νά πει τή γνώμη του γιά τό Βυλερμόζ ή γιά μένα —1000% σεβαστή δποια καί νά ’ναι. Τό ’καμα δά καί στήν έπιφυλλίδα μου γιά τό βιβλίο τού Φ. Άνωγειανάκη («Βήμα», 2.4.77) καί... νά μέ συμπαθά όπως τόν συμπαθώ! ”Ας δούμε λοιπόν τή «μέθοδο» (χαρακτηριστική πιά όσο κι ένα δακτυλικό άποτύπωμα) στό άνά χειρας κείμενό του —άνάλογα λειτουργεί καί στ’ άλλα. Άπό τή μία πλευρά άφθονα έπίθετα άφοριστικά (κατά Βυλερμόζ κυρίως) ή λίγο... κοσμικά έγκωμιαστικά — καί στις δυό περιπτώσεις όμως άτεκμηρίωτα. Πράγμα πού έρχεται σ’ άντίθεση μέ τήν άλλη πλευρά, τό σκέλος «έμβρίθεια» ή «σχολαστικός» έλεγχος τής λεπτομέρειας. "Ομως τά άτεκμηρίωτα, λίγο βιαστικά (έτσι δείχνουν) καί «γιά-νά-μή-φανοϋμε-άγενεϊς» πε ταμένα έπίθετα, σέ σ υ νδ υα σ μό μέ τήν «έμβρίθεια» ύπό κρίση βιβλίο —τού Άνωγειανάκη, τού Βυλερμόζ, άκόμη καί τού Ίωαννίδη ή όποιου άλλου. Πού ένας κριτικός έχει πρώτιστο καθήκον νά περιγράφει όσο θέλει συνοπτικά, άλλά ίσο μερ ώ ς. Πράγμα πού ό κ. Μ.Φ.Δ. δέν κάνει, στις περισσότερες τών περιπτώ"Αν μιλούσα έδώ γιά κάποιο ψυχολογικό του κίνη τρο, αύτό θά ήταν μόνο ή ύπέρμετρη άγάπη του γιά τόν Μπερλιόζ —όλες οί εύκαιρίες τού φαίνονται καλές γιά νά τή διατρανώσει: τή συμμερίζομαι, δίχως δμως... φετιχιστικές προεκτάσεις! Ξεκινά άπ’ αύτήν καί, άθελά του, πέφτει στό άμάρτημα τής... αύθαιρεσίας πού καταλογίζει στό συγγραφέα. "Ολη ή β’ παρά γραφος πυροδοτήθηκε φανερά (γιά όποιον ξέρει τόν κ. Μ.Φ.Δ.) άπό τίς άπόψεις Βυλερμόζ γιά τόν Μπερλι όζ. Έδώ δμως ό κ. Μ.Φ.Δ., άσφαλώς άθελά του, διαπράττει άπέναντί μου κάτι πού ένας τρίτος (όχι έγώ, τόν βεβαιώνω) θά χαρακτήριζε ϊσως σάν ο ύ σ ι α σ τικ ή παράλειψη. Αποσιωπά τό ότι στόν έκτενέστατο πρόλογό μου, πού παρακάτω χαρακτηρίζει «με στό», έχω φροντίσει διά μακρών νά μήν παραδώσω τόν άναγνώστη άνυποψίαστο σέ δ,τι θά μπορούσε νά θεωρήσει ύπερβολές ύποκειμενισμοϋ τού συγγρα
φέα. Ό Βυλερμόζ δέν είναι άπ’ έκείνους πού μπορείς νά πάρεις άψήφιστα, ίδίω ς όταν διαφωνείς μαζί τους: άκόμη κι όταν πέφτουν έξω, όσα λένε έχουν κάποια βάση. Ή άναζήτησή της είναι χρέος τού Καί είναι περίεργο τό ότι ό κ. Μ.Φ.Δ. άπορρίπτοντας σχεδόν άφοριστικά τό Βυλερμόζ (δικαίωμά του, φυσικά!) παραλείπει ν’ άσχοληθεϊ μ’ αύτό πού άντιπροσωπεύει στό χώρο τής γαλλικής καί εύρωπάίκής κριτικής —μέ τά όποια του «σύν» καί «πλήν». (Βέβαια στήν α’ παράγραφο κάτι λέει γιά «τό μέσο γάλλο πού τόν θαυμάζει», άλλά κάποια άλλη διατύπωση θά ήταν προτιμότερη —αύτή σηκώνει πολλή συζήτηση, όχι τής παρούσης.) Κι δμως ό πρόλογός μου τού δίνει όλα τά σχετικά στοιχεία γιά μιά τέτοια τοποθέτηση! "Ετσι άπλώς λέει ότι τό βιβλίο, γιά τό όποιο πουθενά δέν άναφέρεται ότι είναι... γιά ώδεϊα ή σχολειά, «δέν είναι γιά πέταμα» (!) καί ότι περιέχει «άρκετές έμπνευσμένες κι άξιόλογες σελίδες» μέ τίς όποιες όμως δέν άσχολεΐται διεξοδικότερα, όπως θά είχε ύποχρέωση. "Αν δμως κατηγορεί τό Βυλερμόζ γιά τήν «άνεξήγητη» έχθρα του πρός τόν Μπερλιόζ κ.τ.λ., δέν πρέπει κι ό ίδιος νά έλέγξει τουλάχιστον κάπως, άν όχι τήν «άπογοήτευσή» του, σίγουρα τή «δυσφορία» καί τόν «έκνευρισμό» του; 'Ωστόσο, δποτε τό κάνει, κατά κανόνα άναφέρεται συνοπτικότατα σέ δ,τι άποτελεί ούσία καί στόχο τής έκδοσης. Άπό τίς 213 ύποσημειώσεις καί 3 έντός κειμένου παρεμβολές μου στόν Α’ τόμο, σωστό μικρό έγκυκλοπαιδικό λεξικό προσώπων καί πραγμάτων πού, άπ’ όσο ξέρω, πρώτη φορά έκδίδεται στήν 'Ελλά δα, άπομονώνει... 5 μόνο! Πρώτα δμως θ’ άσχοληθώ μέ μιά συγκεκριμένη μομφή του κατά τού Βυλερμόζ. Τόν κατηγορεί γιά «άπίστευτη έλαφρότητα» στήν κατάρτιση τού καταλόγου τών μεγάλων ’Ιταλών τής Αναγέννησης (έχοντας δουλέψει τό κείμενο... κάπως περισσότερο άπό τόν κ. Μ.Φ.Δ., διατηρώ έπιφυλάξεις γιά τό χαρακτηρισμό, άλλ’ άς είναι!) άπό τόν όποιο παραλείφθηκαν οί Άντρέα καί Τζιοβάννι Γκαμπριέλλι. Δέ σκέφτηκε πώς άν πράγματι είχε γίνει κάτι τέτοιο, τό κενό θά είχα συμπληρώσει έγώ, όπως έκαμα καί γιά τόν Παϊζιέλλο καί τόν Τσιμαρόζα; Ή παράλειψη δμως ύπάρχει. Δέ φταίμε δμως μήτε ό Βυλερμόζ μήτε έγώ άλλά... ό δαίμονας τού τυπογραφείου! "Αν, όπως καλά θά ’κάνε κρίνοντας μιά μετάφραση, άνάτρεχε καί στό πρωτότυπο (σίγουρα τότε θά έβλεπε καί τήν έλληνική έκδοση μέ τελείως άλλο μάτι!), θά διαπίστωνε πώς οί Γκαμπριέλλι άναφέρονται στις σελ. 67 καί 112 τής γαλλικής έκδοσης. Κι άφοϋ θέλει νά είναι τόσο λεπτο λόγος, πώς δέν παρατήρησε ότι ό Τζιοβάννι Γκαμπριέλλι άναφέρεται στή σελ. 141 τής έλληνικής έκδοσης, έστω καί σά δάσκαλος τού Sch0tz; "Ολα αύτά δέν θά έπρεπε νά τόν κάμουν τουλάχιστο προσεκτικότερο; Περνώ όμως στις ύποσημειώσεις: 1) Είναι άνακριβής καί παραπλανητική ή έκφραση «έπιχειρείται νά καθοριστεί χωρίς έπιτυχία» γιά τή χρονολογία σ ύ ν θ εσ η ς (όχι... συγγραφής, κ. συνά δελφε!) τού «Στάμπατ Μάτερ» τού Περγκολέζι. Οί πηγές μου (άναφέρω τίς κυριότερες στήν άρχή τού βιβλίου) δέν ήταν έδώ τό λεξικό τού Groves άλλά: α) ή ίδια ή παρτιτούρα τού έργου, έκδ. Eulenburg ύπ’ άρ. 48Θ1, μέ πρόλογο τού περίφημου ’Άλφρεντ ’Άινσταϊν
(Μόναχο, Μάης 1927), πού άναφέρεται έκτενέστατα στή χρονολόγηση καταλήγοντας: «Συνεπώς μπορού με νά θεωρήσουμε δεδομένο δτι ό Περγκολέζι ξεκίνη σε τό 1735 γιά τή Ρώμη παίρνοντας αυτή τήν παραγγε λία μαζί του, άλλ’ είναι άμφίβολο άν τήν είχε άρχίσει πρίν τελικά άποτραβηχτεί ατό φραγκισκανικό μονα στήρι τού Ποτσουόλι, τό 1736». β) Ή μεγάλη γερμανι κή μουσική εγκυκλοπαίδεια MGG (τόμ. 10, στήλη 1053) άναφέρει μέ έκδηλη έπιφύλαξη τις γνώμες τών Ch. Boyer καί Villarosa, άπό τίς όποιες εικάζεται δτι τό έργο γράφτηκε τό 1736. ’Αντί λοιπόν, σέ μιά έκδοση συνοπτική νά παραθέσω δλα αυτά, γράφω άπλώς: «Στάμπατ Μάτερ» (χρονολ.;) Δέχομαι ότι ίσως ήμουν πιό εύστοχος γράφοντας (1736;). Ποϋθε δμως συνάγει ό κ. Μ.Φ.Δ. δτι «έπιχειρεϊται νά καθοριστεί χωρίς έπιτυχία ή χρονολογία»; 2) Ή ύποσημ. άρ. 4, σελ. 198, άναφέρεται στά παρισινά Concerts Spirituels (Συναυλίες θρησκευτι κής Μουσικής). Γράφω δτι «είχαν άποσπάσει άπό τή Βασιλική ’Ακαδημία Μουσικής τό προνόμιο τής διορ γάνωσης τέτοιων συναυλιών 35 μέρες τής χρονιάς πού ή τελευταία άργοϋσε έξαιτίας κάποιας θρησκευ τικής γιορτής». Φανερό δτι πρόκειται γιά άργίες σκόρ πιες μές στό χρόνο! Πού είδε ό κ. Μ.Φ.Δ. τήν «παρατεταμένη θρησκευτική γιορτή πού χαρακτηρίζεται άόριστα σάν κάποια» κ.τ.λ.; Τόν παραπέμπτω στήν πηγή μου, τό λήμμα Concert (συναυλία) τού λεξικού «Scien ce de la Musique» τού Marc Honegger, έκδ. Bordas, Παρίσι 1976, τόμ. A', σελ. 237! 3) Ύποσημ. 14, σελ. 267. Φυσικά δέ θ’ άράδιαζα δλη τήν ύπόθεση τού «Τριστάνου» σέ μιά ύποσημείωση! Ή διατύπωσή μου έχει ώς έξης: Οί δυό ήρωες «μή βρίσκοντας άλλη διέξοδο στήν άγάπη τους άποφασίζουν ν’ αύτοκτονήσουν». Είναι περίπου άνάλογη μ’ έκείνη τής 9ης έκδ. τού Oxford Companion to Music, σελ. 1046: «Ή Ίζόλδη άποφασίζει τώρα πώς τό δηλη τήριο είναι τό μόνο φάρμακο γιά ένα άπελπισμένο πάθος καί ό Τριστάνος σ υ μ φ ω ν εί νά συμμεριστεί τό χαμό της». 4) Ύποσημ. σελ. 287 γιά τόν Μπερλιόζ. Παραπέμπω ξανά τόν κ. Μ.Φ.Δ. στήν εγκυκλοπαίδεια MGG, τόμ. Α', στήλη 1754. Ό κατάλογος έργων Μπερλιόζ άρχίζει μέ τίς εισαγωγές τού συνθέτη, δπως τίς άναφέρω κι έγώ. Δέ συγκαταριθμοϋνται σέ συνοπτικούς καταλόγους οί εισαγωγές σκηνικών δημιουργιών (πόσο μάλλον σέ ύποσημειώσεις!) πού άναφέρονται σέ χωριστή ένότητα. Ό συγγραφέας άναφέρει καί τά δυό τά έργα στό κείμενό του, καί τό 19ο αιώνα οί περιοσότερες όπερες άρχιζαν μέ μιά εισαγωγή ή πρελούντιο! Ναί, 1840 γράφτηκε ή «Νεκρώσιμη καί Θριαμβευτική Συμφωνία» — 1847 είναι ή χρονολογία τής α' έκδ. (Brandus). Στόν κατάλογο τής MGG, 21/2 στήλες χωρίς παράγραφο, μέ στοιχεία μικροσκοπικά, οί δυό χρονολογίες βρίσκον ται ή μιά κάτω άπό τήν άλλη. Κι δταν έπί ένα χρόνο σού ’χουν βγει τά μάτια πάνω σέ τέτοια κείμενα... "Οσο γιά τή χρονολογία τής «Τρικυμίας» πού δίνει ό κ. Μ.Φ.Δ. άναφέρομαισαφέστατα στόν κατάλογο τής MGG, δπου τό έργο άναφέρεται άχρονολόγητο: «(έγκυκλοπαίδεια MGG, άχρονολ.)»! Τέλος, τό άν τρεις ηχογραφήσεις είναι άρκετές γιά νά θεωρηθεί ένα έργο «έλάχιστα» ή «άρκετά» γνωστό, αύτό είναι ζήτη μα προσωπικής έκτίμησης. Τί μένει λοιπόν άπό τήν τόσο άνισης «έμβρίθειας» κριτική τού φίλτατου, πάντα, κ. Μ.Φ.Δ. πού τόσο μόχθησε νά βρει λάθη (Ιδίως αύτά) καί στόν Άνωγειανάκη καί στόν Ίωαννίδη καί σέ μένα; 1) Ή έπισήμανση τού λάθους τού Βυλερμόζ γιά τόν τόπο θανάτου τού Βικτόρια. 2) Ή διόρθωση τής χρονολογίας σύνθεσης τής μπερλιοζικής συμφωνίας. Α ύτά μόνο! Κι άπ’ έκεϊ καί πέρα: 3) 0 ί προφορές δύο όνομάτων — Μπρανγκαϊνε καί δχι Μπράνγκαινε, Λελιό καί δχι
Λέλιο— έν τάξει! 4) Ή πληροφορία γιά τά «Χριστού γεννα» τού Άντάμ —έτσι δπως τόν άναφέρει ό κ. Δ. γίνεται άμέσως φανερό δτι πρόκειται γιά μιά άπό τίς τόσο γνωστές έκείνες συνθέσεις, ώστε ό δημιουργός τους πολλές φορές νά μήν άναφέρεται ή νά ξεχνιέται! 5) Μερικά τυπογραφικά «ήμαρτημένα» πού είχαμε έπισημάνει κι έμείς καί πού άσφαλώς θά διορθωθούν στό Β’. Γιά δλ’ αύτά τά παραπάνω καί μόνο, είλικρινά εύχαριστώ θερμά τόν κ. Μ.Φ.Δ. ’Αλλά καί κάθε άλλος θά τού παρατηρούσε δτι αύτής τής κατηγορίας καί έκτασης λάθη ή «λάθη», δπως κι ό ίδιος ξέρει, βρί σκονται άκόμη καί στις μεγαλύτερες καί εγκυρότερες διεθνείς εγκυκλοπαίδειες ή συγγράμματα μέ τά όποια άσχολοϋνται όλόκληρα ινστιτούτα μέ καλοπληρωμέ νους έπιστήμονες πού έχουν στή διάθεσή τους τού ’Αβραάμ καί τού ’Ισαάκ (πού λέει ό λόγος) τά βιβλιο γραφικά άγαθά. Δέν έχει παρά νά ρίξει μιά ματιά στά συμπληρώματα τού Groves καί τής MGG. ’Ενώ έμείς ... ξέρει πολύ καλά κάτω άπό ποιές συνθήκες δουλεύου με. Αύτά. Μέ τιμή Γιώργος Λεωτσάκος
Ή νεοτερ ικ ή (μοντέρνα) έλληνική ποίηση Αγαπητοί φίλοι, Στήν άρτια στατιστικώς μελέτη τού Άλέξ. ’Αργυρί ου («Διαβάζω», άρ. 22) έχει εισχωρήσει ένα (ύποθέτω τυπογραφικό) μικρό λάθος. Καί λέω «τυπογραφικό λάθος» γιατί μού είναι άδύνατο νά φανταστώ πώς ό Άλέξ. ’Αργυρίου, τόσο καλός στίς στατιστικές τού «μπετόν άρμέ» καί τών ποιητικών συλλογών, θά ήταν δυνατό νά κάνει ό ίδιος παρόμοιο λάθος: Ό Θ.Δ. Φραγκόπουλος δ έν γεννήθηκε τό 1924 άλλά ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα. Αρμόδιος γιά τήν άκρίβεια είναι βέβαια ό ίδιος ό Φραγκόπουλος. Αλλά δλοι γνωρίζομε πώς δ έν γεννήθηκε τό 1924. "Οπως δλοι γνωρίζομε πώς ό Τάκης Σινόπουλος γεννήθηκε τό 1916. Γιατί αύτή ή κοκεταρία τής άπόκρυψης τής ήλικίας τού φίλου μας ποιητή; Τό μόνο άμετακίνητο στή ζωή μας είναι ή μέρα τής γέννησής μας. "Οσο πιό γρήγορα τό καταλάβομε, τόσο λιγότερο άνόητοι γινόμαστε... Φιλικά Δημήτρης Δούκαρης Πανεπιστημίου 56 Αθήνα (142) ’Αγαπητό «Διαβάζω», Ό Άλέξ. Αργυρίου δημοσίευσε στό 22 τεύχος σου τό πρώτο σκέλος μιάς έργασίας του, πού άφορά στήν έπιλογή ποιητών τού μεσοπολέμου καί τής μεταπολε μικής περιόδου, μέ τόν τίτλο «Σχέδιο γιά μιά συγκριτι κή τής μοντέρνας έλληνικής ποίησης». Στά δσα έκθέτει, θά ήθελα νά προσθέσω κι έγώ μερικές παρατηρή σεις. Θ’ άρχίσω πρώτα μέ παρατηρήσεις πού έχουν σχέση μέ τή χρήση όρισμένων δρων κι έπειτα θά προχωρήσω στήν κριτική τών πιό βασικών του άπόψεων. Κι άρχίζω πρώτα άπό τόν τίτλο τής έργασίας: Ό άναγνώστης διαβάζει «γιά μιά συγκριτική». Ή χρήση τού θηλυκού τού έπιθέτου, κατά παράλειψη ένός ούσιαστικοϋ, δέν είναι άσυνήθιστη στήν έλληνική γλώσσα. Στόν Πλάτωνα (Πολιτ. 282 β) χρησιμοποιείται ό δρος κατά παράλειψη τού ούσιαστικοϋ «τέχνη» καί
τους. "Ωπως είναι φανερό, ή ύπόθεση μετατρέπεται σέ άκροαματική διαδικασία δικαστηρίων. "Οποιος δια θέτει περισσότερους μάρτυρες (άποψεύγω τόν δρο ψευδομάρτυρες), έστω κι ένα, αύτός έπιπλέει κι άποφεύγει τήν καταδίκη! Ρωτώ δμως: Δείχνουν δλα αυτά διάθεση άντικειμενική καί σοβαρότητα; Γιά νά μήν προσθέσω πώς είναι καί μιά τορπίλλη στόν κατάλογο τών ποιητών πού συνέταξε ό Α.Α. Δέν νομίζω, έπίσης, πώς είναι σοβαρός λόγος παράλειψης ποιητών πού σώπασαν γιά πολύ ή έμφανίστηκαν μετά τό 1974. Τό χρονικό όριο θά μπορούσε νά σμικρυνθεϊ. 'Ως πρός τή χρήση τών όρων πρώτη καί δεύτερη μεταπολεμική γενιά, θά ήθελα νά παρατηρήσω τά έξης: Μήπως θά ήταν πιό σκόπιμο νά χρησιμοποιή σουμε τόν δρο «κατοχική γενιά» ή «γενιά τής κατο χής», γιά όσους ήταν σέ ήλικία στήν όποια μπορούσαν νά δεχτούν τήν επίδρασή της καί νά διαμορφώσουν άνεξίτηλα τόν κόσμο τών βιωμάτων τους; Γιατί αύτοί νά λέγονται μεταπολεμικοί ποιητές, άφοϋ οί ρίζες τους κι ή πρώτη ύλη τής ποίησής τους βρίσκονται στήν Κατοχή; "Επειτα άλλο πόλεμος κι άλλο κατοχή. Ό πόλεμος είναι συνήθως κάτι μακρινό (λ.χ. ό έλληνοϊταλικός στήν ’Αλβανία) καί τόν ζοϋν δσοι μετέχουν σ’ αύτόν. Ή κατοχή είναι κάτι συνεχώς παρόν, πού κάθε μέρα σέ διαμορφώνει. "Οσο γι’ αύτούς πού άνδρώθηκαν μετά τήν Κατοχή, μπορεί νά διαιρεθούν σέ δύο κατηγορίες: α) σ’ αύτούς πού έζησαν τίς μέρες τού έμφύλιου καί β) σ’ αύτούς πού έζησαν τίς έπιπτώσεις του. Προτείνω λοιπόν τούς δρους:1) γενιά τής Κατο χής, 2) πρώτη μετακατοχική (ή μεταπολεμική) γενιά καί 3) δεύτερη μετακατοχική γενιά. Εύχαριστώντας γιά τή φιλοξενία Τάκης Καρβέλης
Τά γράμματα τών κ.κ. Δημήτρη Δούκαρη καί Τάκη Καρβέλη τά θέσαμε ύπόψη τού κ. Άλ. ’Αργυρίου, ό όποιος μάς έστειλε τήν έξης άπάντηση: Σκέφτηκα πολύ τόν τρόπο τής άπάντησής μου στά δυό γράμματα πού έλαβε τό «Διαβάζω» σχετικά μέ τό κείμενό μου, όχι έπειδή έμμεσα τό ύπονομεύουν (ό καθένας έχει τό δικαίωμα νά κρίνει, νά κατακρίνει καί νά άμφισβητεϊ), δσο γιατί δέν θέλω μιά συζήτηση έπάνω σέ ένα πεδίο πού δέν έχομε άκόμη συνθετικές έργασίες, καί συνεπώς κάθε άποψη πού διατυπώνεται φαίνεται (ή καί είναι) αύθαίρετη, νά πάρει τό χαρα κτήρα τής άντιδικίας. Τού άντιλόγου, ναί. Μέ τήν έννοια δτι κάθε λόγος προϋποθέτει τόν άντίλογό του. Παίρνω λοιπόν ώς δεδομένο δτι τά δύο γράμματα άποτελοϋν έναν άντίλογο στό δικό μου λόγο καί θεωρώ δτι όφείλω νά άπαντήσω. ’Αρχίζω μέ μιά πληροφορία, άφοϋ βλέπω δτι χρειά ζεται νά δοθεί: Τό «Σχέδιό» μου προέκυψε άπό τή συγκριτική μελέτη τών έργων τών νεοτερικών («μον τέρνων») έλλήνων ποιητών πού έμφανίστηκαν τό χρο νικό διάστημα 1920 έως 1974. Τό νόμιζα δτι ήταν προφανές άφοϋ ρητά δηλωνόταν στις σσ. 51-52 (κυρί ως τελευταία παράγραφος) καί έμμεσα έβγαινε άπό πολλά άλλα σημεία, μερικά άπό τά όποία έδιναν τά στατιστικά δεδομένα πού τόσο ένόχλησαν τουλάχι στον ένα εύαίσθητο ποιητή. Τό σύνολο τής έργασίας μου είχε παραδοθεί στόν έκδότη άπό τό Μάρτιο τού 1977, άλλά ή μορφή τής έκδοσης (εικονογράφηση, ντοκουμέντα έποχής κλπ.) ύπήρξε ό κύριος λόγος πού καθυστέρησε τόσο νά έμφανιστεϊ. Δέν θά σκε πτόμουν νά φέρω σέ δημοσιότητα τό «Σχέδιό» μου, άν δέν έπρόκειτο νά κυκλοφορήσει σχεδόν ταυτόχρονα ό τόμος μέ τούς ποιητές τού πρώτου κύκλου, καί άν δέν νόμιζα δτι θά ήταν χρήσιμο νά δείξω τούς άξονες 10
τού συνόλου τής δουλειάς μου, ένώ συγχρόνως μέ τόν πρώτο τόμο θά φαινόντουσαν άμεσα οί έφαρμογές τών θεωρήσεων μου. Συνεπώς (άπαντώ πρώτα στό γράμμα τού ποιητή Δημήτρη Δούκαρη), δέν ύπήρχε λόγος νά άποκρύψω χρονολογίες γεννήσεως ή νά τίς άλλοιώσω. 'Ωστόσο μέ τήν εύκαιρία αύτή σπεύδω νά δηλώσω δτι τά πραγματικά στοιχεία πού παραθέτω γιά δλους τούς ποιητές πού περιλαμβάνω, τόσο στό «Σχέδιο» (περιλη πτικά) δσο καί ατούς τόμους (άναλυτικά), τά έχω άπό τούς ίδιους τούς ποιητές, όσους τουλάχιστον είχαν τήν καλοσύνη νά άπαντήσουν σέ ένα έκτενές έρωτηματολόγιο πού τούς έθεσα. Πάντως, άπ’ δσο μπορώ νά κρίνω, βασικές άπομακρύνσεις άπό τήν πραγματική ήλικία τών ποιητών πού άναφέρω δέν πρέπει νά έχομε. Στό κάτω τής γραφής άς μείνει αύτή ή ύψηλής άκρίβειας έρευνα γιά τούς μελλοντικούς φιλόλογους, πού θά άσχοληθοϋν μέ δσους ποιητές άντέξουν στή δοκιμασία τού χρόνου. Πρός τό παρόν, ένα ή δύο χρόνια δέν έχουν μεγάλη σημασία. Καί μιά πού τό έφερε ό λόγος, μού έρχονται πρόχειρα στή μνήμη δύο άντίθετα παραδείγματα. Τό 1ο: Ό Κ. Βάρναλης, πού δήλωνε καλοπροαίρετα δτι γεννήθηκε τό 1884 καί δταν βρήκε τό βαφτιστικό του τό διόρθωσε σέ 1883. Τό 2ο: Ό Ναπολέων Λαπαθιώτης, πού έδωσε ώς χρονολογία γεννήσεώς του τό 1893 (στήν άνθολογία «Οί νέοι», 1922, έπιμέλεια Τέλ. ’Άγρα, έκδ. Έλευθερουδάκη) καί είχε γεννηθεί τό 1888. (Δηλαδή, δταν ήταν 34 έτών δήλωνε 29.) Αύτή, άληθινά, ήταν κοκεταρία μέ τά δλα της: Απόκρυψη πέντε χρόνων. Πράγματι λοιπόν ό Θ.Δ. Φραγκόπουλος γεννήθηκε τό 1923 καί δχι τό ’24 πού γράφω στό «Σχέδιο». 'Όσο γιά τόν Τάκη Σινόπουλο, γεννήθηκε τό 1917 (καί δχι τό 1916 πού λέει ό Δ.Δ.) κι αύτό τό ξέρω έδώ καί 30 χρόνια, δπως έδώ καί 33 χρόνια ξέρω δτι ό Δημ. Δούκαρης γεννήθηκε τό 1925, δπως έδώ καί 34 χρόνια ξέρω δτι ό Μ. Κατσαρός γεννήθηκε τό 1919. Συνεπώς τά λάθη πού έπισημαίνει ό Δ.Δ. είναι δικά μου καί όφείλονται σέ λάθη άντιγραφής. ”Αρα μπορεί νά κοιμάται ήσυχος ό Δημήτρης Δούκαρης, πού ένα δοκίμιό του τό τιτλοφορεί sine ira et studio, δτι ή «μελέτη» μου ούτε καί στατισπκώς είναι άρτια. ’Απαντώ τώρα στό γράμμα τού Τάκη Καρβέλη. Ό δικός μου τίτλος ήταν «Σχέδιο γιά μιά συγκριτι κή μελέτη τής νεοτερικής έλληνικής ποίησης». Παρά κληση τού περιοδικού ήταν νά άλλάξω τό «νεοτερική» μέ τό «μοντέρνα», ώστε νά είναι κατανοητός ό τίτλος σέ δλο τό κοινό πού άπευθύνεται τό «Δ.» Μολονότι ό δρος «μοντέρνος» γιά τή «νέα μας ποίηση» (δπως λέγεται συνήθως) δέν άνταποκρίνεται στή σημερινή πραγματικότητα, έφόσον ή «νέα» μας ποίηση έχει πίσω της μιά παράδοση πέντε δεκαετιών, δπως καί δτι «μοντέρνοι» μπορούν νά χαρακτηριστούν καί κάποιοι άπ’ δσους έμειναν πιστοί στήν τονική ποίηση, προτί μησα νά συμμορφωθώ πρός τήν ύπόδειξη τού «Δ.», άφοϋ μέσα στό κείμενό μου τό ζήτημα διευκρινιζό ταν. "Ετσι έφυγε τό νεοτερική καί άντικαταστάθηκε μέ τό μοντέρνα, καί έτσι άναγράφεται ό τίτλος στά περιεχόμενα τού «Δ.», τ. 22, σελ. 3. Άπό τόν τίτλο τής μελέτης, σ. 28, έφυγε τό: μελέτη. Δέν νομίζω δτι ή άντίφαση τής σ. 3 μέ τή σ. 28 πρέπει νά άποδοθεί σέ κάτι άλλο παρά σέ τυπογραφικό λάθος. [Σημ. Συντ.: Ό συνεργάτης μας έχει δίκιο. Ή άφαίρεση τής λέξης «μελέτη» όφείλεται σέ άβλεψία κατά τό στάδιο τοϋ μοντάζ], ’Ανεξάρτητα τώρα άπό τό λάθος, άναρωτιέμαι γιατί νά μάς φοβίζει ένας νεολογισμός. ΟΙ φίλοι μας οί Γάλλοι, κυρίως, μάς έχουν έξοικειώσει μέ τούς πολ λούς δρους πού έχουν θέσει τά τελευταία χρόνια σέ κυκλοφορία. "Αν μάς διευκολύνει στή δουλειά μας
ένας νέος όρος, πού θά μάς δώσει τή δυνατότητα νά κάνομε διακρίσεις καί νά συλλάβομε άποχρώσεις πού οί προηγούμενες διερευνήσεις δέν είχαν θίξει, γιατί νά μήν τό κάνομε; Εξάλλου οί νεολογισμοί έχουν κι αύτοί τή μοίρα τους. Μερικοί υιοθετούνται καί μερικοί χάνονται πρίν στεγνώσει τό μελάνι τους. Πάντως άν ήθελα νά χρησιμοποιήσω ειδικά αύτόν τό νεολογισμό, θά τόν έγραφα έτσι; συν-κριτική, καί θά ήταν τότε, νομίζω, τό πράγμα σαφές. Τόν όρο «προσωδιακή», ώς γενικό προσδιορισμό τόσο τής άρχαίας μας ποίησης όσο καί τής μεταγενέ στερης τονικής, τόν είχα προτείνει σέ ένα κείμενό μου πού ή άρχή του δημοσιεύτηκε στή «Φιλολογική Καθημερινή» (8/3/79) καί βασιζόμουν στήν άντίληψη ότι τόσο ή «προσωδιακή» ποίηση όσο καί ή «τονική» στηρίζονται στή «μουσική» έκτίμηση τής γλώσσας, καί ή μετρική τους είχε ώς κοινό χαρακτηριστικό τά σταθερά έπαναλαμβανόμενα μοτίβα. Λάθος μου πού θεώρησα ότι πολλοί άναγνώστες τού «Δ.», καί ιδίως έκλεκτοί συνεργάτες του, άγνοοϋσαν τήν άναπτυγμένη μορφή τής άποψής μου, πού όλη τώρα ύπάρχει σέ βιβλίο. Καί μεγαλύτερο λάθος μου πού σέ μιά παρά γραφο τού «Σχεδίου» μου στό «Δ.» νόμισα πώς μπο ρούσα νά συνοψίσω μιά άποψη. Γιατί παίρνω τόν όρο «προσωδιακή» καί τόν γενι κεύω; Μά δέν πήραμε ήδη άπό τήν άρχαία μετρική τά: ίαμβος, άνάπαιστος, τροχαίος, κλπ. καταχρηστικά καί γιά τήν «τονική» στιχουργική; Εξάλλου οί ξένοι δέν χρησιμοποιούν τόν όρο προσωδία καί γιά τίς δικές τους στιχουργικές, πού επίσης είναι «τονικές»; 'Ομο λογώ τήν άμαρτία μου: θεωρώ τό χαρακτηρισμό «τονι κή» ιδιαίτερα άτυχή, διότι περιορίζει τήν έννοια τής λέξεως τόνος, πού είναι εύρύτερη (καί έτσι έχει περάσει στόν καθημερινό λόγο), στή γραμματική της μόνο έκδοχή (τόνος-τονισμός). Γιατί έπομένως νά διστάζομε, στό όνομα τής καθιερωμένης ώς τώρα χρήσεώς του, νά γενικεύσομε έναν όρο πού μάς δίνει μάλιστα παραστατικά τόν «μελωδικό» χαρακτήρα τού ποιητικού λόγου (άρχαίου καί μεταγενέστερου), έναν όρο πού μάς τόν δανείστηκαν καί οί ξένοι καί μπορεί νά θεωρηθεί διεθνής; Δέν θά συνεχίσω άνοίγοντας τά λεξικά μας (μολο νότι τά άνοιξα) καί διότι αύτή είναι δουλειά των φιλόλογων καί διότι μιά διερεύνηση τού θέματος αύτοϋ δέν έχει τή θέση του έδώ. Γιά τή λέξη συγγραφέας πού χρησιμοποιώ προκειμένου γιά ποιητές, πάλι δέ θά πιάσω τά λεξικά (μολο νότι δέν είναι δυσμενή), ούτε θά έπικαλεσθώ τό ότι τό χρησιμοποιώ γιά ποιητές πού οί περισσότεροι (καί προπαντός οί πιό άξιόλογοι) είναι καί συγγραφείς, μέ τήν έννοια πού θέλει ό Τ. Καρβ. Ή λέξη συγγραφέας, όπως ξέρομε καί οί μή φιλόλογοι, προέρχεται άπό τό γράφω-γραφή. Ό προβληματισμός γιά τή γραφή έξάλλου, πού άρχισε έδώ καί μερικές δεκαετίες, μέ τά άνοίγματα τής νέας γλωσσολογίας, τή σημειολογία, τόν στρουκτουραλισμό (έχει ήδη περάσει σ’ έμάς — σοβαρά ή άδέξια είναι άλλο θέμα), έπιτρέπει καί δικαιολογεί, νομίζω, τή χρήση ένός γενικού όρου (έστω κι άν άκόμη ήταν έτσι ώς τώρα, όπως έπιμένει ό Τ. Καρβ.) πού νά περιλαμβάνει ποιητές, πεζογράφους, δοκιμιογράφους, ιστορικούς κλπ., πού όλων τους ή δραστηριότητα παραπέμπει στήν έννοια γραφή. (Βλ. καί: Τάκη Σινόπουλου: ’Απόψεις περί κριτικής. «Χρονι κό ’73», ιδίως σ. 15, στήλ. β'.) Περνάω στό τέλος τής έπιστολής τού Τ. Καρβ. γιά νά τελειώσω μέ τά γενικά. Προτείνει άντί τών διαιρέ σεων πού κάνω (πρώτη καί δεύτερη μεταπολεμική γενιά) νά γίνουν οί διαιρέσεις: κατοχική γενιά, πρώτη μετακατοχική καί δεύτερη μετακατοχική. Ό όρος γενιά έχει κακοπάθει στόν τόπο μας. Μερικοί τόν μεταχειρίζονται έντελώς σχηματικά, μέ
δεκαετίες. Γενιά τού 20, τού 30, τού 40, τού 50, τού 60, καί τώρα τού 70. Σέ λίγο άς έτοιμαζόμαστε νά ύποδεχτούμε καί τή γενιά τού 80. Ό χωρισμός αύτός, περασμένος άπό τούς δημοσιολόγους, πού έξετάζουν τά πρόσφατα πολιτικά γεγονότα μέ δεκαετίες, φοβά μαι ότι θά είναι άχρηστος άκόμη καί στό πεδίο αύτό, όταν τά γεγονότα Ιδωθούν αύριο μέ Ιστορική προοπτι κή. Στή λογοτεχνία πάντως δέν βρίσκω νά έχει νόημα. "Εγραψα ήδη τή γνώμη μου γιά ποιούς λόγους καί μέ τί έπιφυλάξεις έκανα τίς διαιρέσεις μου, καί πόσο οί όποιες σχηματικές τομές (άκόμη καί οί πιό έπιτυχείς) χρειάζεται νά συνοδεύονται μέ διορθώσεις, ώστε νά περιορίζεται κατά τό δυνατόν ή ίσοπεδωτική τους τάση. Τό βρίσκω περιττό καί κουραστικό, γιά τούς άλλους, νά τά έπαναλάβω. Προχωρώ. ’Εκείνο πού μέ παραξενεύει είναι ή άποψη τού Τ. Καρβ. γιά τό νόημα τής λέξης πόλεμος. Διότι σέ ποιοϋ τή συνείδηση τό «μεταπολεμική γενιά» μπορεί νά παραπέμπει μόνο στόν άλβανικό πόλεμο καί στό μέτωπό του; Γιά ποιόν, στήν εικόνα πού έχει σχηματίσει γιά τόν Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, δέν συμπεριλαμβάνονται τά γεγονότα τής κατεχόμενης Εύρώπης, τά στρατόπεδα συγκεντρώσεως, οί γενοκτονίες, όπως καί τά κινήματα άντιστάσεως πού άναπτύχθηκαν στις περισσότερες χώρες; Ποιοϋ άλλου πολέμου τό «μέτωπο» είχε τόση έκταση; Κατά τά άλλα έχω νά παρατηρήσω ότι οί διαιρέσεις πού κάνει ένας μελετητής είναι προσωπική του ύπόθεση καί εύθύνη καί, πρός θεού, δέν άποκλείουν άλλες διαιρέσεις ένός άλλου μελετητή. ’Εκείνο πού δέν βρίσκω νά έχει νόημα είναι οί πολλοί κατακερματισμοί, άπως είπα προηγουμένως γιά τίς κατά δεκαετίες διαιρέσεις. Καί δταν χρησιμο ποιούμε τόν δρο «γενιά» μπορούμε νά μήν άκολουθοϋμε άπολύτως τόν Άλμπέρ Τιμποντέ πού πηγαίνει σέ διαιρέσεις σύμφωνα μέ τήν καθιερωμένη άντίλη ψη, 30 μέ 35 χρόνια (άν καί ό ίδιος τό παραβιάζει, δταν τό καλεϊ ή περίπτωση, προτείνοντας ένδιάμεσες γε νιές), όφείλομε δμως, πιστεύω, νά άναφερόμαστε πάντοτε σέ άλλαγή κλίματος καί όχι ήμερομηνίας. Δέν Ισχυρίζομαι δτι οί τρόποι προσέγγισης τής λογοτεχνίας πού έπιχειρώ είναι οί μόνοι δυνατοί. Απλώς αύτούς άποδέχομαι καί τούς άκολουθώ δσο ξέρω καί δσο μπορώ. Τί άποτελέσματα προκύπτουν άπό τή δουλειά μου, είναι ένα πρόβλημα πού λύνεται άπό τούς άλλους. Καί άποτελεί δικαίωμά τους, πού κανείς δέν μπορεί νά τούς τό άφαιρέσει. Περισσότερο βέβαια έγώ, καί δέν έδειξα ποτέ νά είχα ούτε κάν τή διάθεση. ’Επιτέλους προτάσεις κάνω, δέν έχω τήν άφέλεια νά νομίζω 0Tt νομοθετώ. Τά κείμενά μου είναι γεμάτα «ύποθέσεις» καί άναπτύσσω τή σκέψη μου σέ διάλογο μέ ύπαρκτές καί πιθανές άντιρρήσεις, πού τό θεωρώ τουλάχιστον άδικο νά κατηγορηθώ γιά άξιωματικό ύφος, πού τό άπεχθάνομαι βαθύτατα. "Αν μοϋ επιτρέ πεται ένας αύτοχαρακτηρισμός: σκέπτομαι άμφιβάλλοντας. Καί αύτό πίστευα δτι, γιά τούς έπαρκεΐς άναγνώστες, είναι άρκετά φανερό. ’Ακόμη δμως ένα γενικό έπάνω στό ζήτημα πού θέτει προτελευταίο ό Τ. Καρβ., παραπέμποντας στή σ. 40 τού «Σχεδίου» μου. Γιά τήν κριτική μας, ούτε μιά ούτε δυό φορές έγραψα πώς είναι ό άσθενής κρίκος τής πνευματικής μας ζωής. Καί έχω προσπαθήσει νά άναπτύξω τούς λόγους πού κατά τή γνώμη μου παρουσιάζεται αύτό τό φαινόμενο. Άκόμη καί στό κείμενό μου τού «Δ.», τ. 22, άναφέρομαι σέ «λάθη τής κριτικής» (δ' δρος, σ. 30, α’ στήλη, κάτω) γιά «πλάνες» της, γιά «ήθελημένη πλαστογράφηση» καί γιά «έλλείψεις» της (σ. 29, στήλ. β', παρ. 4). Μπορεί άκόμη νά παρατηρήσει κανείς δτι στόν κατάλογο τών κριτικών (πού γράφω δτι έλαβα ύπόψη μου) λείπουν όνόματα πού πιστεύω (καθαρά
προσωπικό κριτήριο) ότι δέν χάνομε τίποτε άν τούς παραμερίσομε. ‘Ωστόσο παρόλες τίς ένστάσεις μας γιά τήν κριτική μας, έστω καί περιθωριακή, έστω καί έστω καί (κάποτε) ύποπτη, υπάρχει στή διάθεσή μας. Καί προσφέρεται, γιά τίς μελέτες μας, ένας όγκος κριτικής δουλειάς. Νά τόν άγνοήσομε; Δέν τό κρίνω φρόνιμο. Πολύ περισσότερο πού άρκετές κριτικές είναι καί άξιόπιστες καί σοβαρές έργασίες. Έν πόση περιπτώσει διατήρησα τό δικαίωμα (πάλι προσωπικό κριτήριο) νά τίς διαβάσω καί νά τίς έρμηνεύσω. Τό γράφω καθαρά στή σ. 40, στήλ. «Γ, προτελευταία παράγραφος. "Αν τώρα μέ τίς κρίσεις/μαρτυρίες κάποιων κρι τικών πρόσθεσα στόν κατάλογο ποιητές πού μπορού σαν νά έπικαλεσθοΰν τίς «περγαμηνές» τους αύτές (ένώ οί παραλειπόμενοι μπορούν νά έπιστρατεύσουν τά νεύρα τους —κάποιοι δίκαια, οί περισσότεροι άδικα, όσο κρίνω), γιατί έτσι νά μήν τίθενται ύπό κρίση καί κάποιες έπιλογές κάποιων κριτικών, όταν οί καλοί (λίγοι συνήθως) καί άπαιτητικοί (άκόμη λιγότεροι) άναγνώστες τής ποίησης βεβαιωθούν (διαβάζοντας μιά ικανή έπιλογή ποιημάτων αύτών τών ποιητών), ότι κακώς τούς έπέλεξα στό όνομα κρίσεων ένδεχομένως άδιάβλητων, μάλλον όμως μέ έλαττωματικά αισθητικά κριτήρια, μέ παραδοσιακή αισθητική παιδεία; Γιατί θεωρεί ό Τ. Καρβ. ότι όσους παραλείπω τούς «καταδικάζω», μοϋ φαίνεται ύπερβολή καί δέν τήν άποδέχομαι. Γιά όνομα τού θεού, δέν άπονέμω διπλώ ματα ποιητών. Αύτά τά άπονέμει ό χρόνος (μερικοί σύγχρονοι άπλώς τό ψυχανεμίζονται), καί γιά νά έπαναλάβω ένα σκληρό (άλλά δίκαιο) λόγο, στόν πίνακα τών συγγραφέων μπαίνει κανείς όριστικά μετά τό θάνατό του καί μάλιστα ύστερα άπό 10 ή 20 ή 30 χρόνια, όπως θύμισε ό καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης τήν κρίση αύτή τού κοινωνιολόγου τής λογοτεχνίας Ρ. Escarpit. Ζωντανός μπορεί νά γίνεις άκαδημαϊκός. Τό όριο 1974 πού έθεσα γιά μιά δουλειά πού παρέδωσα στόν έκδότη τό 1977, πιστεύω πώς είναι καί μικρό ώς όριο άσφαλείας. Τήν παράλειψη τών ποιητών πού σώπασαν ή πα ρουσίασαν λίγη ποιητική έργασία έκανα, διότι δέν μέ ένδιέφερε νά καταρτίσω μιά άνθολογία καλών ποιημά των, άλλά θέλησα νά δώσω τή διαμόρφωση καί τήν εξέλιξη τής νεοτερικής ποιητικής μας γλώσσας. Καί είδα ότι αύτό δέν μπορούσε νά διαπιστωθεί μέ τό νά παραθέσω πολλούς ποιητές μέ δυό τρία ποιήματα γιά τούς περισσότερους. "Ετσι έκρινα προτιμότερο νά περιορίσω τούς ποιητές καί νά αύξήσω τά ποιήματά τους, ώστε νά φαίνεται καί μέσα σέ κάθε ποιητή ή εξέλιξή του: "Ετσι μοϋ χρειάζονταν ποιητές πού νά έχουν «έργο έν προόδω». "Αν λίγοι ή πολλοί δέν άντέξουν σ’ αύτή τήν ποσοτική δοκιμασία, θά είναι καί μιά έπιβεβαίωση ότι ποιητές δέν είναι όλοι όσοι έχουν μεγάλο όγκο έργου. Καί άκόμη οί κριτικοί πού τούς ξεχώρισαν δέν έκριναν σωστά. Δέν θέλω νά ξαναγρά ψω συνοπτικά όσα λέω στό τελευταίο κεφάλαιο τού «Σχεδίου» μου πού τιτλοφορείται «Οί ποιητές καί τό έργο τους». Έδώ μπορώ νά τονίσω ότι ή έπιλογή τών άντιπροσωπευτικών ποιημάτων τών ποιητών δέν συμ πίπτει άναγκαστικά μέ τήν έπιλογή τών καλυτέρων ποιημάτων τους (όπως κάνουν οί άνθολογίες). Αύτή ή διαφορά συνιστά καί τήν ειδοποιό διαφορά τής έπιλογής μου ποιητών καί ποιημάτων τους. Καί έκεϊ θά κριθεί νομίζω ή μερική ή όλική έπιτυχία ή άποτυχία τής δουλειάς μου. 'Ωστόσο άς έπαναλάβω τήν άποψη ότι καί οί έλάσσονες ποιητές, έκτός τού ότι προετοιμάζουν τούς μείζονες, όπως ύποστήριξε ό "Ελιοτ, συμπληρώ νουν τό φάσμα τής ποιητικής παραγωγής μιας έποχής. Εικονογραφούν καί οί έλάσσονες ένα μέρος τής
πραγματικότητας τής έποχής τους, πού άπουσιάζει καί άπό τούς καλύτερους μείζονες. Καί είναι πολύ πιθανόν κάποιοι άπό τούς θεωρούμενους σήμερα ώς έλάσσονες νά καταταγοϋν στά έπόμενα χρόνια στούς μείζονες. Πάμε παρακάτω. Παρατηρώ ότι άπό τό σύνολο τών άπόψεων πού ύπάρχουν στό «Σχέδιό» μου στό «Δ.» (έκτός άπό τά προηγούμενα, κυρίως φιλολογικά καί γραμματολογικά) ό Τ. Καρβ. περιορίζει τίς έπικρίσεις του στούς έξι όρους έπιλογής τών ποιητών πού δίνω στήν 5 (άς τήν πούμε) ύποδιαίρεση. θά πήγαινε πολύ νά ύποθέσω ότι γιά όλα (ή σχεδόν) τά άλλα συμφωνεί. "Ομως έπειδή μόνο σέ αύτά άναφέρεται, άπαντώ καί έγώ σ’ αύτά μέ τή σειρά πού έκείνος άκολούθησε. Καί μιά πού τά δυό γράμματα θά δημοσιευτούν μαζί, δέν έπαναλαμβάνω όσα ό Τ. Καρβ. άντιγράφει άπό τό «Σχέδιό» μου. 'Ως πρός τίς άντιρρήσεις του τώρα γιά τόν α' όρο τής έπιλογής μου, θά μπορούσα νά άπαντήσω 0Tt τό πρόβλημα ένός μελετητή τής έλληνικής ποίησης τού 1880 δέν είναι δικό μου πρόβλημα ή νά τόν ρωτήσω κι έγώ μέ τή σειρά μου: ποιόν άντίστοιχο τού Άνδρ. Κάλβου νομίζει ότι παρέλειψα; ’Αλλά τέτοιες άπαντήσεις μπορεί νά θεωρηθούν ώς ύπεκφυγές ή ότι συνιστοϋν άντεπίθεση. ’Απαντώ λοιπόν ούσιαστικά, όπως νομίζω, καί όπως τό είχα άντιμετωπίσει. Τό νόημα τής ένστασης έξάλλου, άπ’ ό,τι καταλα βαίνω, τού Τ. Καρβ. είναι πώς ό όρος αύτός πού έθεσα δέν ισχύει γενικά. "Οτι δέν μπορούμε νά τόν έφαρμόσομε σ’ όλη τή νεοελληνική ποίηση. 'Ομολογώ ότι δέν μέ άπασχόλησε ή γενίκευσή του. ’Ερευνούσα μιά συγκεκριμένη περίοδο καί ένα συγκεκριμένο κύκλω μα ποιητών. Κι έπειδή γιά τήν περίπτωση αύτή δέν έχομε μελέτες καί συνολικές θεωρήσεις, πιστεύω ότι κάθε προσπάθεια άξιολόγησης κινδυνεύει νά φαίνε ται (περισσότερο άπ’ ό,τι ίσως θά είναι) αύθαίρετη. Μέ τή σκέψη αύτή προτίμησα νά συγκεντρώσω τό ύλικό όχι σύμφωνα μέ τίς δικές μου έκτιμήσεις, άλλά έτσι ώστε νά είναι σ’ ένα βαθμό «άντικειμενικό». Δέν ξέρω πόσο άντικειμενικό μπορούν νά θεωρηθούν αύτά τά 6 κριτήρια πού άναφέρω. Τό ότι όμως τά άναφέρω (ένώ μπορούσα νά τά άποσιωπήσω) δείχνει νομίζω τήν πρόθεσή μου νά τά θέσω καί αύτά σέ όρους συζήτη σης. θά ήταν λάθος νά νομιστεϊ ότι τά θεωρώ ώς «άπόλυτα όπλα». Άπλώς αύτά θεώρησα ώς άσφαλιστικές δικλείδες. Δέ μοϋ πέρασε άπό τό μυαλό ότι ένας άλλος μελετητής δέ θά μπορούσε νά βρει άλλα ή νά τά τροποποιήσει ή καί νά τά άνατρέψει. Τώρα, γιά νά άπαντήσω στήν έρώτηση τού Τ. Καρβ. άν τήρησα τόν όρο α', άπαντώ: Ναί. Μόνο πού ό όρος αύτός άποτελεϊ γιά μένα άναγκαία άλλά όχι Ικανή συνθήκη πού λέμε στά μαθηματικά. Καί έδώ μπαίνει στή μέση ό στ' όρος μου. (θά μιλήσω γι’ αύτόν στή σειρά του.) θά γίνω συγκεκριμένος καί θά άναφερθώ σέ άνθρώπους πού δέν μπορούν νά σηκωθούν άπό τόν τάφο καί νά διαμαρτυρηθοϋν. Γιά ζωντανούς θά ήταν σκληρό. Παράλειψα αίφνης τόν Πάνο Σπάλα, παρότι έβλεπα πώς είχε παραπάνω άπό 2 εύνοϊκές κριτικές (είχα γράψει τίς άντιρρήσεις μου, γιά τή δουλειά του, όσο ζοϋσε), διότι θεωρώ ότι ούτε μέ τούς τονικούς στίχους του ούτε μέ τούς έλεύθερους μπόρεσε, όσο καταλάβαινα, νά φτάσει σέ ένα άποτέλεσμα άκόμη καί άπλώς άνεκτό. ’Έκρινα έπίσης ότιτά κριτικά σημειώματα πού είχαν γραφεί γι’ αύτόν ήταν ή φιλικά ή ύποπτα ή άνεπαρκή. (Νά γιατί γράφω: διάβα σα τίς κριτικές, πού σημαίνει: τίς ζύγισα.) Τά δυσμενή σχόλια, προφανώς μέ εύνοούσαν. Γιά τόν β' όρο. Δέν ισχυρίζομαι ότι καί οί 109 ποιητές πού έπέλεξα έχουν παίξει ρόλο στή διαμόρ φωση τής νεοτερικής μας ποίησης. ’Άλλοι τοποθετή θηκαν γιατί Ικανοποιούν κατά τή γνώμη μου τόν α' ή
περιορίσω τά όνόματα σέ φίλους, ή σχεδόν, γιατί ό σκοπός μου δέν είναι νά δυσαρεστώ άνθρώπους. Ή σιωπή σ’ αύτές τίς περιπτώσεις είναι «αγαθή» πράξη καί έμμεση κρίση. Παραμέρισα τίς ποιητικές δοκιμές τοϋ Στρατή Τσίρκα, τοϋ Γιώργου Ίωάννου, του Κώστα Ταχτσή, γιατί θεωρώ δτι ποσοτικά καί προπαντός ποιοτικά δέν συγκρίνονται μέ τό μείζονος σημασίας πεζογραφικό τους έργο. Καί οί έξαιρέσεις: θεωρώ δτι καί ό ’Άρης ’Αλεξάνδρου καί ό ’Αριστοτέλης Νικολαίδης είναι καί πεζογράφοι καί ποιητές, ή, τό λιγότερο, καί οί δύο αύτές συγγγραφές τους μπορούν νά τε θούν σέ δρους συζήτησης. Τέλειωσα, καί δίκαια θά άγανακτεί τό επιτελείο τοϋ «Διαβάζω» πού τό έβαλα σέ μπελάδες. Ά ν τώρα έκτός άπό έκτενής, ή σχοινοτενής, ύπήρξα καί έπαρκής, είναι άλλο θέμα. Μερικές έπαναλήψεις ήταν μοιραίες, γιατί άκολούθησα τή σειρά πού έπέλεξε ό Τάκης Καρβέλης. Κάτι ήξερε περισσότερο ό Σεφέρης, πού τό διάλογο γιά τήν ποίηση, τόν έφερε τελικά σέ Άλέξ. ’Αργυρίου Υ.Γ. (10.10.79). ‘Η καθυστέρηση τής δημοσίευσης των έπιστολών μού έπιτρέπει νά κάνω καί τήν άκόλουθη συμπλήρωση. Στό περιοδικό «Ελληνικά», τόμος 30ός,
ΝΕΟΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
965-1980
τεύχ. 2ο (1977-1978), πού κυκλοφόρησε τελευταία, δημοσιεύεται τό άνέκδοτο κείμενο τοϋ Κ.Π. Καβάφη «Ή συνάντησις τών φωνηέντων έν τή προσωδία», σχολιασμένο άπό τόν Γ. Κεχαγιόγλου. Ό τίτλος τού κειμένου, πού βρίσκεται στό άρχεϊο Καβάφη, άναφέρθηκε γιά πρώτη φορά άπό τόν Γ.Π. Σαββίδη τό 1964 (περ. «’Εποχές», τ. 18, Όκτ. 1964, σ. 57, σημ. 11) ώς «Ή συνάντησις τών φωνηέντων έν τή στιχουργία». Τό λάθος «άπό παραδρομή», σημειώνει ό Γ. Κεχαγιόγλου. Περίεργη μού φαίνεται αύτή ή παραδρομή, καί μάλι στα σέ τίτλο, άπό έναν ιδιαίτερα εύσυνείδητο καί προσεκτικό φιλόλογο. ’Αλλά ό Γ.Π. Σαββίδης βρίσκε ται στήν ’Αμερική καί δέν είναι εύκολο νά μάθομε άν ήταν παραδρομή, ή σκόπιμη «διόρθωσή» του, γιά νά μή γεννήσει ό τίτλος μόνος του τήν παρανόηση δτι ό Καβάφης άσχολήθηκε μέ τήν άρχαία προσωδία καί δχι μέ τήν «προσωδία» στή νεότερη μετρική. ’Εν πόση περιπτώσει ό Καβάφης, στό κείμενό του αύτό, γραμ μένο στίς άρχές τοϋ αιώνα, μελετά τήν «προσωδία» στήν «τονική» ποίηση. Μέσα στό κείμενο, ό Κ.Π.Κ. άναφερόμενος στούς Ζαλοκώστα, Παπαρρηγόπουλο, Καρασούτσα καί άντικρούοντας τόν Πολυλά γράφει σ’ ένα σημείο: «Αύτοί οί άνθρωποι ήσαν πολυμαθείς, ήσαν καλλιτέχναι, ήσαν γνώσται τής άρχαίας έλληνικής προσωδίας καί ξένων προσωδιών».
ΤΑΣΟΥ ΑΝΘΟΥΛΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΛΕΣΗΣ ΖΗΡΑΣ
Δοκιμές έντοπισμοδ καί Ανάλυσης προβλημάτων τής παιδείας μας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
14
Χ ΡΟΝΙΚΑ Επιμέλεια: 'Ελένη Γαλάνη
ΕΚΔΟΤΙΚΑ "Οσο προχωρούμε πρός τό χειμώνα τόσο πληθαίνουν οί καινούριες έκδόσεις· ιδιαίτερα στό χώρο τής λογοτεχνίας, πού φα ίνετα ι ό τι θά είναι φέτος ή χρυσή έποχή της.
Πολλά λοιπόν καί ενδιαφέροντα λογοτεχνι κά βιβλία έτοιμάζονται νά κυκλοφορήσουν αυ τό τό μήνα. Στό χώρο τής πεζογραφίας πρόκει ται νά έκδοθεϊ ό τέταρτος καί τελευταίος τόμος τού έργου τής Μαρίας Ίορδανίδου μέ τίτλο «Στοΰ κύκλου τά γυρίσματα» ('Εστία), τό μυθιστόρημα «Ή αρχαία σκουριά» τής Μάρως Δούκα (Κέδρος), «Τό συρματόπλεγμα» τού Σπύρου Πλασκοβίτη (Κέδρος), δύο τόμοι μέ τά καλύτερα διηγήματα τού Μάρκ Τουαίν μέ τίτλο «Διηγήματα» (Γράμματα), τό μυθιστόρημα «Ρω γμές» τής Γαλάτειας Σαράντη (Εστία), οί «Αλ λόκοτες ιστορίες», ένας τόμος μέ τά άντιπρο-
σωπευτικότερα διηγήματα τού ’Έντγκαρ ’Άλαν Πόε (Γράμματα), τά «Διηγήματα» τού Δ. Βικέλα (Εστία), «Ή τελευταία νύχτα τής γής» τού Πέτρου Χάρη (Εστία) καί ένα βιβλίο πού έγρα ψαν άπό κοινού οί συγγραφείς Η. Βενέζης, Σ. Μυριβήλης, Μ. Καραγάτσης καί Α. Τερζάκης μέ τίτλο «Τό μυθιστόρημα τών τεσσάρων» Στήν ποίηση θά προστεθούν τά βιβλία: «Γρα φή τυφλού» τού Γιάννη Ρίτσου (Κέδρος), «Στά μισά τού πλοίου» τού Κ. Στεργιόπουλου, «Μα θήματα εύθανασίας» τού Τ. Λειβαδίτη, καί οί ποιητικές συλλογές τής Μαρίας Λαϊνά μέ τίτλο
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Τό Σ ε π τέ μ β ρ ιο α γ ο ρ ά σ τη κ α ν π ερ ισ σ ό τερ ο τά έ ξ η ς β ιβ λ ία : 1. Β α σ ίλη Β α σ ιλ ικ ο ύ : 'Η φ λ ό γ α τ ή ς άγ ά π η ς (Κ ά κ το ς ) 2. Μ α ρ ία ς Ί ο ρ δ α ν ίδ ο υ : Λ ω ξά ν τρ α (Ε σ τ ία ) 3. Μ ε ν έ λ α ο υ Λ ο υ ν τέ μ η : 'Έ ν α π α ιδ ί μ ε τ ρ ά ε ι τ ’ ά σ τρ α (Δ ω ρικ ός) 4. Δ η μ ή τρ η Χ α τζή . 'Η θ η τ ε ία (Κ ε ίμ εν α ) 5. Β α σ ίλη Β α σ ιλ ικ ο ύ : Τ ό τ ε λ ε υ τ α ίο ά ν τ ίο (Φ ιλιπ π ότης) 6. Α ιλ ή ς Ζ ω γρ ά φ ο υ : ’ Ε π ά γ γ ελ μ α π ό ρνη (’Α σ τέ ρ ι) 7. Μ α ρ ία ς Ί ο ρ δ α ν ίδ ο υ : Δ ια κ ο π έ ς σ τ ό ν Κ α ύκ α σ ο (Ε σ τ ία ) 8. Μ α ρ ία ς Ί ο ρ δ α ν ίδ ο υ : Σά ν τά τ ρ ε λ ά π ο υ λ ιά (Ε σ τ ία ) 9. Σ ιμ ό ν ν τ έ Μ π ω β ο υάρ: Τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο φ ύ λ ο (Γ λ ά ρ ο ς ) 10. Ό δ υ σ σ έ α ς Έ λ ύ τ η ς (’Ά κ μ ω ν ) 11. Ν ίκο υ Κ α ζα ν τ ζά κ η : Ό Χ ρ ισ τ ό ς ξ α ν α σ τα υ ρ ώ ν ε τ α ι (Κ α ζ α ν τζ ά κ η ) 12. Ζ ά ν -Λ ο υ ΐ Μ π ορ ύ: Σ τό φ ώ ς τ ή ς μ έ ρ α ς (Δ έκ α ) Ό πίνακας αύτός καταρτίστηκε μέ βάση τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν τά έξης 20 βιβλιοπωλεία άπ’ όλη τήν Ελλάδα: X. Άθανασόπουλος, Ν. Μπουφίδου 25, Λιβαδιά » Άντιπαράλληλα, Σόλωνος 138, 'Αθήνα 0 Β.
Βαφειάδης, Έλ. Βενιζέλου 37α, Κομοτηνή 0 Βέγας, Ίπποκράτους 4, ’Αθήνα 0 Gazette, Σόλωνος 30, ’Αθήνα 0 Δ. Δημακαράκος, Πατησίων 32, ’Αθήνα 0 Διάλογος, Τσιμισκή 126, Θεσσαλονίκη 0 ’Εκδοτική ’Ομάδα, Πλάτωνος 4, Θεσσαλονίκη · Ένδοχώρα, Σόλωνος 62, ’Αθήνα 0 'Εστία, Σόλωνος 60, ’Αθήνα 0 ΥίοίΚαρανίκα, Κεντρικής 126, Βέροια 0 Μ. Καρδαμίτσας, Ίπποκράτους 8, ’Αθήνα 0 Α. Κουτσοβίτης, Γκόρτσογλου 41, Σπάρτη 0 I. Μιχαλόπουλος, Έρμου 75, Θεσσαλονίκη 0 Νώε, Μπουμπουλίνας 48, Πειραιάς 0 Press-Τύπος, Τσιμισκή 104, Θεσσαλονίκη 0 Ρόμβος, Καψάλη 6, ’Αθήνα 0 I, Σιδέρης, Σταδίου 44α, ’Αθήνα 0 Συνεργατική, Σίνα 7, ’αθήνα 0 Χνάρι, Κιάφας 5, ’Αθήνα.
15
ΕΚΔΟΤΙΚΑ «Ποιήματα» καί τής Ιωάννας Φιλιππίδου μέ τίτλο έπίσης «Ποιήματα» (Κέδρος). Τίς λογοτεχνικές εκδόσεις συμπληρώνουν άκόμα τό βιβλίο «Σαράντα τρεις άνέκδοτες επιστολές του Κ. Καβάφη», τίς όποιες ό ποιη τής έστειλε στόν κριτικό τής έποχής Γιώργο Βαγιάνο κατακρίνοντας τό λογοτεχνικό κατε στημένο τής 'Ελλάδας (Εστία), «’Αντίθεση καί σύνθεση στόν Γιάννη Ρίτσο» τοϋ Πήτερ Μπήαν (Κέδρος), «Τά δοκίμια» τοϋ Πάνου Θασίτη, καί σέ δεύτερη έκδοση τό δοκίμιο «Ή ιδεολογία λειτουργία τής έλληνικής ήθογραφίας» τοϋ Μάριο Βίττι (Κέδρος). Ετοιμάζονται έπίσης νά κυκλοφορήσουν άρκετά θεατρικά έργα έλλήνων συγγραφέων, δπως ή «Κοινή λογική» τοϋ Γιώργου Μανιώτη, τά «'Έντεκα μονόπρακτα» τοϋ Γιώργου Σκούρτη, τό «Μουσική γιά μιά άναχώρηση» τής Κωστούλας Μητροπούλου, καί «Ή κυρία τοϋ τραί νου» καί ό «Πάτερ Συναίσιος» τοϋ Γιάννη Σκαρίμπα (Κέδρος). Γιά τούς φίλους τής τέχνης πρόκειται νά κυκλοφορήσουν αύτό τό μήνα άξιόλογα βιβλία. Είναι ή «Ιστορία τής μοντέρνας γλυπτικής» τοϋ Χέρμπερτ Ρήντ (Υποδομή), ή «Ιστορία τοϋ έλληνικοϋ κινηματογράφου» τοϋ Γιάννη Σολδάτου, πού άναφέρονται άναλυτικά στίς δρα στηριότητες τοϋ έλληνικοϋ κινηματογράφου άπό τό 1906 μέχρι σήμερα (Νεφέλη), ή «Ιστο ρία τοϋ θεάτρου» τής άγγλίδας Φίλις Χάρτνολ (Υποδομή) καί ή «Ιστορία τής δυτικής άρχιτεκτονικής» τοϋ Ρόμπερτ Φίρνορ Τζόρνταν ('Υποδομή). Στό χώρο τοϋ πολιτικού βιβλίου έτοιμάζεται τό χρονικό «Ό δρόμος τοϋ κόκκινου προλετά ριου» πού άναφέρεται στήν καθημερινή ζωή τοϋ σοβιετικού πολίτη. Τό βιβλίο αύτό γράφτη κε άπό ένα ζευγάρι Γάλλων, τόν Ζάν καί τήν Νίνα Κεχαγιάν, μέλη τοϋ Κ.Κ.Γ. οί όποιοι έργάστηκαν στό σοβιετικό πρακτορείο τύπου Νοβόστι καί έζησαν τό σοσιαλισμό τής ΕΣΣΔ (Νεφέ λη). ’Επίσης θά κυκλοφορήσει ένας τόμος μέ τίτλο «Παναγιώτης Κανελλόπουλος - συνομιλί
Κ Ο ΥΤΟ ΥΖΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ
ες καί άρθρα» τοϋ Στέλιου Άρτεμάκη (Εστία) καί τό «Ημερολόγιο έξορίας» τής Ειρήνης Παπαδημητρίου-Μαυρουδή (Κέδρος). Γιά τούς μικρούς άναγνώστες έτοιμάζονται τά έξης βιβλία: Μία άκόμα συλλογή διηγημά των τοϋ Σπύρου Τσίρου μέ τίτλο «Ή αύλή μέ τά γεράνια», πού ό αφηγηματικός της χρόνος εντάσσεται στήν παραμυθένια πλέον έποχή τής περασμένης εικοσαετίας (Κέδρος), «'Έξι παραμύθια» τοϋ Μάνου Κοντολέοντος (Εστία), «Ό θησαυρός τής Τροίας» τής Νίτσας Τζόρτζογλου (Κέδρος), «Ριχάρδος ό Λεοντόκαρδος» τοϋ ’Ιάκωβου Κριθανιώτη (Εστία), «'Η Όνείρω» τής Μάρως Λοΐζου (Κέδρος), «Στήν πρώτη γραμμή» τοϋ Δημήτρη Μανθόπουλου (Εστία), «Ό πετούμενος κήπος» τής Άθηνάς Παπαδάκη (Κέδρος), «’Αγώνες στήν ’Ολυμπία» τής "Ελλης ’Έκμε (Εστία) καί μία έκδοση τής Οϋνισεφ, «Τά παιδιά τοϋ κόσμου», πού κυκλοφορεί μέ άφορμή τό Διεθνές ’Έτος τοϋ Παιδιού (Κέδρος). Στό χώρο τής ψυχολογίας θά κυκλοφορήσει τό βιβλίο «Προβλήματα γενετικής ψυχολογίας» τοϋ Ζάν Πιαζέ (Υποδομή) καί τό βιβλίο «Οί 4 βασικές έννοιες τής ψυχανάλυσης» τοϋ Ζάκ Λακάν, στή σειρά «προβλήματα τοϋ καιρού μας» (Ράππας). ’Ακόμη ετοιμάζονται τά βιβλία «Μυθολογί ες» καί «Μάθημα» τοϋ Ρολάν Μπάρτ (Ράππας), ό γ' τόμος τής «Ιστορίας τής Σοβιετικής "Ενω σης» τοϋ Ε.Χ. Κάρρ (Υποδομή), «Ή καθημερινή ζωή στό σύγχρονο κόσμο» (Ράππας) καί «Τό αίμα» τοϋ Δρ. ’Έρλυ Χάκετ (Ράππας). Τέλος, άπό τίς έκδόσεις «Κέδρος» έτοιμάζονται τά άκόλουθα άφιερώματα: «’Αφιέρωμα τών Γάλλων γιά τήν Ελλάδα» τοϋ Ροζέ Μιλλιέξ τό όποιο κυκλοφόρησε τό Μάιο στά γαλλικά άπό τό Γαλλικό ’Ινστιτούτο τής ’Αθήνας έν όψει τοϋ ταξιδιού τοϋ προέδρου τής Δημοκρατίας κ. Κ. Τσάτσου στή γαλλική πρωτεύουσα. ’Επίσης ένα άφιέρωμα στό Στρατή Τσίρκα γιά τήν τριλο γία του, πού θά περιλαμβάνει κριτικές καί μελέτες, καί «Ή παλιά ’Αθήνα», άφιέρωμα στό Στρατή Δούκα.
ΜΙΑ ΦΑΣΟΑΙΑ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Σας τό συστήνουμε...
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Οί έ λ λ η ν ε ς ύπ ο ψ ή φ ιο ι γιά τό Β ρ α β είο 'Ά ν τ ε ρ σ ε ν Τά βιβλία τής ’Άλκης Γουλιμή κυκλοφορούν άπό τόν έκδοτικό οίκο «Έλευθερουδάκη». 'Ο Παύλος Βαλασάκης είναι ζωγράφος καί παράλληλα συγγραφέας παιδικών βιβλίων. Μέ τήν εικονογράφηση τού παιδικού βιβλίου άρχι σε νά άσχολεϊται άπό τό 1961 καί μέχρι σήμερα έχει εικονογραφήσει πάνω άπό 100 βιβλία γιά παιδιά καί γιά λογαριασμό διαφόρων έκδοτικών οίκων. Τά βιβλία πού έχει γράψει καί εικονο γραφήσει ό ίδιος είναι: «Τό παλιό σπίτι», «Μιά Κυριακή μέ τήν οικογένεια Νοτίδη», «Διηγήμα τα», «Οί μύθοι τού Αισώπου», «Οί 12 άθλοι τού 'Ηρακλή», «Ό Ίάσωνας καί τό χρυσόμαλλο δέρας» καί «Ό Μίδας». Στά βιβλία αύτά ύπάρχει μιά άρμονία άνάμεσα στό λόγο καί τήν εικόνα. Οί συχνά όλοσέλιδες εικόνες του περι γράφουν πολύ πιστά πρόσωπα καί καταστάσεις πού άναφέρονται στό κείμενο, προσελκύοντας δχι μόνο τόν μικρό άλλά καί τόν μεγάλο άναγνώστη. Τά βιβλία τού Π. Βαλασάκη κυκλοφο ρούν άπό τίς εκδόσεις «Λύχνος» καί «Έλευθερουδάκη». “Αλκή Γουλιμή Δύο γνωστοί καί άγαπητοί — ιδιαίτερα στό παιδικό άναγνωστικό κοινό— “Ελληνες διεκδικοϋν φέτος τό διεθνούς κύρους βραβείο ’Ά ν τερσεν, πού άπονέμεται κάθε δύο χρόνια. Είναι ή γνωστή συγγραφέας παιδικών βιβλίων Ά λκη Γουλιμή, γιά τήν προσφορά της στην έλληνική παιδική λογοτεχνία, καί ό ζωγράφος καί συγ γραφέας Παύλος Βαλασάκης, γιά τό σύνολο τού είκονογραφικού του έργου σέ παιδικά βιβλία. Τίς ύποψηφίότητες έχει ύποβάλει ό Κύκλος 'Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, πού άποτελεί παράρτημα τού Διεθνούς ’Οργανισμού Βιβλίου γιά τή Νεότητ^. Τό έργο τής ’’Αλκής Γουλιμή στήν παιδική λογοτεχνία περιλαμβάνει μυθιστορήματα, διη γήματα, μεταφράσεις κ.ά. Τά βιβλία της είναι τά έξης: «Τό ξυστικό τού κόκκινου σπιτιού», «Ή άκατάδεχτη πεταλούδα», «Ό χαμένος θη σαυρός», «Οί δυό άγκυρες», «Οί τρεις φίλοι», «Ό κήπος τού Άγγελάκη», «Ό μυστηριώδης έπισκέπτης», *Ή άργοναυτική εκστρατεία», «Τά άγρια ζώα καί τά παιδιά τους», «Ό χρυσα φένιος κρίνος», «Τά παραμύθια τής μανούλας» καί «Περσέας».
Χαρακτηριστικό σκίτσο τοϋ Παύλου Βαλασάκη
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Τό ά ρ χ είο Ν άνι σ τή ν Ε θ ν ικ ή Β ιβ λ ιο θ ή κ η Τό τμήμα Χειρογράφων καί Όμοιοτύπων τής ’Εθνικής Βιβλιοθήκης άπέκτησε τό άρχειο του Άντόνιο Νάνι, ό όποιος υπήρξε προβλεπτής του Μορέως στό διάστημα 1702-1705. Τό άρχείο άγοράστηκε μέ άπόφαση τοϋ ύπουργείου Πολιτισμού άπό τόν παγκοσμίου φήμης οικο «Η.Ρ. Κράους». Τά έγγραφα πού ύπάρχουν στό άρχείο (περισσότερες άπό 5.500 επιστολές) θεωρούν ται σημαντική ιστορική πηγή γιά τήν περίοδο τής βενετοκρατίας στήν Πελοπόννησο καί προσφέρουν πολύτιμα στοιχεία (όνοματολογικά, δημογραφικά, ιστορικά, άρχαιολογικά, έκκλησιαστικής ιστορίας, φιλολογικά, διπλωμα τικά). Τό άρχείο άποτελεϊται άπό 48 όγκώδεις τό μους, οί όποιοι περιλαμβάνουν έκθέσεις τοϋ Α. Νάνι πρός τόν δόγη τής Βενετίας, έγγραφα τού προβλεπτού τού Μορέως πρός τούς διοικητές τών έπαρχιών τής Πελοποννήσου καί τούς
κατοίκους της, πρωτότυπα ιταλικά έγγραφα, πατριαρχικά σιγίλλια (κυρίως τοϋ πατριάρχη Γαβριήλ) καί πρωτότυπα τουρκικά έγγραφα. Σέ ιδιαίτερο τόμο φυλάγονται οί έκθέσεις τού διαδόχου τοϋ Α. Νάνι, ’Άντζελο ’Έμο, προβλεπτοϋ τοϋ Μορέως στό διάστημα 1705-1708. Τά περισσότερα άπό τά έγγραφα τού πασά τής Ναυπάκτου Μεχμέτ πρός τόν Α. Νάνι είναι συνταγμένα στήν έλληνική. Μέρος τοϋ άρχείου άποτελεϊται άπό καταγραφές περιουσιών τών κατοίκων τής Πελοποννήσου κατά έπαρχίες (Κορίνθου, ’Άργους, Τριπολιτσάς, ’Αρκαδί ας, Άνδρούσης, Λεονταρίου, Καρυταίνης, Φα ναριού, Ναβαρίνου, Μεθώνης, Μάνης, Μονεμβασιάς, Μυστρά, Καλαβρύτων, Βοστίτσης, Πατρών καί Γαστούνης). Οί καταγραφές αύτές, πού συμπληρώνονται καί μέ φορολογικές ση μειώσεις, παρέχουν πολύτιμες δημογραφικές πληροφορίες.
'Έ ν α ς σ υ γ γ ρ α φ έα ς τή ς κ ο υ ρ ε λ ιά ρ ικ η ς σ η μ α ία ς Τήν έπιτυχίας τής «Λωξάντρας» —τοϋ μπέστ σέλλερ τής φετινής χρονιάς— ένδέχεται νά συναγωνιστεί ή καί νά έπισκιάσει ένα έξίσου πρωτότυπο καί άπολαυστικό βιβλίο. Πρόκειται γιά τό «Ημερολόγιο ένός ποινικού κρατού μενου», πού άναφέρεται στήν πολυτάραχη ζωή ένός ποινικού κατάδικου, τοϋ Εύάγγελου Μπα λέρμα, καί περιγράφει όχι μόνο τίς περιπέτειες τοϋ ήρωα άλλά καί τής χώρας μας στίς τελευ ταίες δεκαετίες. Τό βιβλίο γράφτηκε στίς άρχές τής έφταετίας, δταν ό συγγραφέας —ήρωας τού βιβλίου— βρισκόταν στή φυλακή έκτί όντας ποινή 15χρονης κάθειρξης. Γραμμένο μέ έπιδεξιότητα πού θά τή ζήλευε άκόμα κι ένας φτασμένος συγγραφέας, τό βιβλίο ζωντανεύει στίς 2.500 περίπου χειρόγραφες σελίδες τετραδίου τήν παράνομη δράση τού Εύάγγελου Μπαλέρμα, πού άρχίζει άπό τή νεανική του σχεδόν ήλικία μέ πράξεις άνυπακοής καί βίας, όλοκληρώνεται στήν περίοδο τής Κατοχής μέ κλοπές εις βά 18
ρος κυρίως τών Γερμανών καί έπεκτείνεται σ’ δλη τή διάρκεια τού έμφυλίου πολέμου. Ό άτίθασος χαρακτήρας τοϋ ήρωα δέν άφήνει περιθώρια γιά συμβιβασμούς. Τό άναπτυγμένο συναίσθημα τής άτομικής άνεξαρτησίας τόν φέρνει, παιδί άκόμα, σέ ρήξη μέ τούς γονείς του καί τό σχολείο καί τοϋ δίνει τήν πρώτη έμπειρία τής φυλακής. ’Αλλά καί στή δουλειά δέν συμμορφώνεται. Δημιουργεί έπεισόδια, τσακώνεται μέ συναδέλ φους του καί συνεχώς τόν διώχνουν. Υπηρετεί στό στρατό άλλά κι έκεΐ είναι πάντα τό σκάνΠλούσια λοιπόν σέ πειθαρχικές ποινές ή στρατιωτική του θητεία, δέν θά είχε λήξει μέχρι σήμερα —όπως λέει ό ίδιος— άν δέν μεσολαβούσε ό πόλεμος. Κι αύτό όχι μόνο γιατί τό Ε.Μ. είναι φύσει έπιθετικός άλλά καί έπειδή έχει σχηματίσει μιά περίεργη άντίληψη περί άνδρισμοϋ συνδυασμένη μέ μιά ύπερευαισθησία γύρω άπό τήν έννοια τοϋ δικαίου τής
ΓΕΓΟΝΟΤΑ Αμεσης, έστω καί βίαιης Ανταπόδοσης. Ή ούσιαστική του δράση ώς κλέφτη άρχίζει τήν περίοδο τής Κατοχής μέ τις κλοπές λάστι χων αύτοκινήτων άπό τίς γερμανικές μονάδες. Γιά τίς κλοπές του αύτές θά φυλακιστεί άλλεπάλληλα καί μάλιστα θά βρεθεί κατηγο ρούμενος σέ γερμανικό στρατοδικείο. Είναι άφάνταστα εύρηματική ή στάση του άπέναντι στούς ναζί, πού δπως λέει ό ίδιος τούς έτρεμε: «Τρεις μήνες μάς κράτησαν άκόμη στίς φυλα κές τής Βουλιαγμένης ώσπου μάς ήρθε ή κλή ση καί πήγαμε στό Στρατοδικείο, στήν πλατεία τού άγιου Γεωργίου Καρύτση. Μάς φώναξαν τά όνόματά μας νά καθήσουμε στό έδώλιο τού κατηγορουμένου. Μπαίνοντας μέσα στήν αί θουσα τού δικαστηρίου κάθομαι προσοχή καί φωνάζω μέ δυνατή φωνή Χάι Χίτλερ, σηκώνον τας καί τό χέρι μου σά Γερμανός, όπότε πετάχτηκαν δλοι τους άπό τήν έδρα σάν έλατήρια καί μέ μέ μιά φωνή φωνάξανε κι αυτοί Χάι Χίτλερ. "’Ό χι”, λέω κι έγώ μέσα μου, “Αν τολμάτε μή σηκώνεστε, θά σάς κάνω κι έγώ γυμνάσια καί θά σάς πιάσω καί κορόιδα” ». Μετά τήν Απελευθέρωση θά τόν βρούμε μαυραγορίτη, μέλος όμάδας διαρρηκτών, άλλά καί μέλος τού ΕΑΜ, στό όποιο μάλιστα όργανώνεται μέ πολύ παράδοξο καί άποκαλυπτικό τρόπο: «Καθόμουνα ένα βράδυ μέ τόν Κώστα καί τά πίναμε, μπαίνει μέσα ένα περίπολο τού ΕΑΜ, άριστεράς παρατάξεως, μέ έπικεφαλής ένα λοχαγό. Μάς πλησιάζει καί “εϊσαστε σέ καμιά οργάνωση;” μάς ρωτάει. “ ’Ό χι” τού λέμε “έμεΐς δέν ξέρουμε άπό όργανώσεις, διότι ήμασταν (τού λέμε ψέματα) στίς φυλακές τής Αίγίνης γερμανοκρατούμενοι καί τό σκάσαμε πρό όλίγων ήμερών” , “τότε”, γυρίζει καί μάς λέει, "έλάτε άμα θέλετε νά όργανωθεϊτε σ’ έμάς γιά νά μάς βοηθήσετε” ». Μιά κλοπή σέ έγγλέζικο γκαράζ θά τόν όδηγήσει στά Γιούρα μαζί μέ άλλους πολιτι κούς κρατούμενους. Ή παραμονή του έκει καί ή έπαφή του μέ τούς πολιτικούς, χωρίς νά τού Αλλοιώσει τό αίσθημα τής άνεξαρτησίας του, τόν ώθεϊ στό νά άντιληφθεϊ, μέ τή διαίσθηση καί μόνο, τήν ύπαρξη ένός Απάνθρωπου μηχα νισμού. Ό συγγραφέας δέν τοποθετείται πουθενά πολιτικά. Ό ίδιος Αναφέρει στό βιβλίο δτι «έμεΐς ήμασταν καμπίσιες Αλεπούδες, καί ή σημαία μας ήταν Ανεξάρτητη, ή λεγάμενη κου ρελιάρα, δέν Ανήκαμε τουτέστιν σέ κανένα». ’Εκφράζει όμως τίς άπόψεις του γιά τό κίνημα καί τόν έμφύλιο μέ Αντικειμενικότητα, καί οί σκηνές πού περιγράφει άπό τίς έμπειρίες του μέ τούς πολιτικούς κρατούμενους έντυπωσιάζουν τόν Αναγνώστη γιά τή σαφήνεια Καί τήν περιεκτικότητα τής γραφής του:
Ό Β. Μπαλέρμας πριν άπό 17 χρόνια «’Εκεί στή Χαλκίδα μάς είχανε Ανακατεμέ νους τούς ποινικούς μέ τούς πολιτικούς- ήταν τόν καιρό πού ό άνταρτοπόλεμος εύρίσκετο στήν άκμή του καί είχαν συλλάβει καί είχαν φέρει μερικούς Αντάρτες καί γενομένης συζητήσεως μέ έναν άντάρτη πού θά ήταν καμιά τριανταριά χρονών τόν ρώτησα άν έχει σκοτώ σει κανέναν κι αύτός μοϋ διηγήθηκε τό έξής γεγονός: 'Ό τι μία ήμέρα έπιασαν ένα φορτηγό αύτοκίνητο μαζί μέ τόν ιδιοκτήτη καί τόν σωφέρ του καί συμφωνήσανε οί Αντάρτες νά κρατήσουν δμηρο τό σωφέρ μέ τό αύτοκίνητο καί τό αφεντικό νά τό άφήσουν νά φύγει άπό τίς Λιβανάτες τής ’Αττικής πού τούς είχαν πιάσει καί νά πάει στή Χαλκίδα νά τούς φέρει δυναμίτες καί νά άφηναν τότε ελεύθερο τό σωφέρ καί τό αύτοκίνητο, είδαλλιώς θά τόν σκότωναν καί τό αύτοκίνητο θά τό έκαιγαν, άλλά δέν ήρθε, όπότε σκοτώσαμε τό σωφέρ καί κάψαμε τό αύτοκίνητο. "Αύτό είναι τό μόνο μου έγκλημα” λέει τελειώνοντας. “Καί γιατί τόν σκότωσες;” τόν ρωτάω. “Διότι μέ διέταξαν οί άνώτεροί μου καί δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά”, μοϋ λέει. “Τόσο έξυπνοι ήσα στε” τού λέω κι έγώ τότε "πού Αφήσατε τό Αφεντικό καί κρατήσατε τό σκύλο, ένώ άμα κρατάγατε τό Αφεντικό καί διώχνατε τό σκύλο αύτός θά πήγαινε στή Χαλκίδα καί θά γύριζε γιά τ’ Αφεντικό του, γιατί τό Αφεντικό άπό 19
ΓΕΓΟΝΟΤΑ σκύλους καί σκλάβους βρίσκει πολλούς, άλλα μέ κάτι τέτοιες κουταμάρες τά κάνατε μούσκε μα”. Τσαντίστηκε ό λεβέντης μέ αύτά πού τού είπα, "φασίστας είσαι κι έσύ” , γυρίζει καί μοϋ λέει, όπότε, "ναί ρέ” τού λέω, “άμα σάς λέμε τήν άλήθεια πού θά γλίτωνε ό άνθρωπος είμα στε φασίστες, πρέπει νά σάς πούμε ψέματα, ότι καλά κάνατε, γιά νά είμαστε έντάξει”. Καί ώς φαίνεται ό λεβέντης θά μίλησε γι’ αύτή μας τήν κουβέντα καί στούς άλλους κι αύτοί μοϋ κήρυ ξαν τόν πόλεμο, ώσπου μιά μέρα βρήκαν άφορμή ότι ένα σπουργιτάκι δικό μου πού τό είχα έξημερώσει τούς κουτσουλάει, κι ένας άπ’ αύτούς, πού μάλιστα έτυχε έκείνη τήν ώρα νά τόν δώ, τό σκότωσε. 'Αρπάζω τότε κι έγώ ένα κομμάτι σανίδα τού κρεβατιού καί τού σπάω τό κεφάλι· προλαβαίνουν οί φύλακες, μέ παίρνουν καί μέ πάνε σέ μιά άλλη άκτίνα, πιό έκπληκτική άκόμη, στήν όποια ήταν καμιά εικοσαριά κρα τούμενοι γιά διάφορα παραπτώματα καί παρίσταναν όλοι τόν ύπερεθνικόφρονα, άλλά κι έκεϊ πολύ γρήγορα βρήκα τό μπελά μου, διότι ένα πρωί, δέν είχε άκόμα βγει ό ήλιος, πήραν έναν άριστερό κρατούμενο, Νικόλαο Νάστα όνόματι, άπό τή Χαλκίδα, καταδικασμένο εις θάνατον καί τόν έκτέλεσαν. ’Άρχισαν τότε όλοι τίς έπικρίσεις γιά τόν σκοτωμένο, ότι καλά τούς κάνουνε, καί ποιός τούς είπε νά βγούνε στά βουνά καί άλλα τέτοια, όπότε σάν άνθρω πος κι έγώ καί σάν κατάδικος “δέν πάει ρέ παιδιά” τούς λέω “νά κατηγορούμε τώρα έναν σκοτωμένο πού ήταν κατάδικος σάν κι έμάς, έστω άπό όποια πλευρά καί νά ’ναι” . “Τί λές ρέ”, μού λένε κάνα δυό, “ποιός τούς είπε νά βγούνε στό βουνό καί νά μή κάτσουν στά σπίτια τους”, τσαντίστηκα κι έγώ καί “νά” τούς λέω “έσεϊς πού παρασταίνετε τόν έθνικόφρονα, πού πηγαίνετε στό σπίτι τού καθενός, τόν δέρνετε μέχρι θανάτου, τού βιάζετε τή γυναί κα ή τό παιδί του, τού κλέβετε δ,τι λεφτά έχει καί καμιά φορά τού βάζετε καί καμιά προκήρυ ξη στήν τσέπη καί τόν σκοτώνετε, άτι δήθεν είναι άριστερός. Μαθαίνοντας ύστερα οί άλλοι πού ήταν ήσυχοι στό σπιτάκι τους τό τί έπαθε ό τάδε, γιά νά μή πάθουνε τίποτα τά ίδια κι αύτοί προλαβαίνανε καί πιάνανε τά βουνά. Τούς πιό πολλούς άπό σάς σάς έχει κλείσει μέσα ή άστυνομία γι’ αύτή τή δουλειά” , καί μερικοί άκούγοντας αύτά έγιναν έξω φρενών, ήταν βλέπεις πλιατσικαδόροι καί τούς κακοφάνηκε, κι ένας γύρισε καί μοϋ είπε άτι είμαι κι έγώ κουμμουνιστής καί γι’ αύτό τούς ύποστηρίζω. "Γιατί ρέ”, τού λέω τότε, "πρέπει νά πώ ψέμα τα αύτά πού σάς συμφέρει γιά νά είμαι κι έγώ έθνικόφρων σάν κι έσάς;” Καί σηκώνεται ένας άπό τούς δυό αύτούς γιά νά μέ χτυπήσει μέ τή γροθιά του άλλά προλαβαίνω καί σκύβω, πηδάω
άπάνω στό παράθυρο, σπάζω τό τζάμι, άρπάζω ένα κομμάτι στά χέρια καί άρχίζω νά τούς βρίζω. ’Έγινε φασαρία μεγάλη μέχρι πού πήρε χαμπάρι ή ύπηρεσία τής φυλακής καί ήρθαν καί μάς χώρισαν. Έν συνεχεία μέ πήραν μέ τά ρούχα μου καί μέ πήγαν στό πειθαρχείο άλλά γιά μιά μόνον ήμέρα, διότι αδέιασαν στόν επάνω όροφο ένα θάλαμο καί μάς μάζεψαν όλους τούς ποινικούς έκεϊ μέσα, γιατί στήν πραγματικότητα ήμασταν όλοι άνεξάρτητοι τής κουρελιάρικης σημαίας, άσχετο άν μερικοί παρίσταναν τόν έθνικόφρονα γιά νά κρύβουν τίς πουστιές τους.» Συνολικά ό Εύάγγελος Μπαλέρμας έχει καταδικαστεί 11 φορές καί έχει άποδράσει 10. Ή πρώτη άπόδραση έγινε άπό τήν Κομαντατούρ καί ή τελευταία του δίκη τούς πρώτους μήνες τής έφταετίας, στήν όποια καταδικάστη κε σέ 15 χρόνια κάθειρξη. Αιτία τής καταδίκης ήταν μιά άπόπειρα κλοπής άρχαιολογικών άντικειμένων άπό τό μουσείο τού Βόλου. Αύτή ή άπόπειρα έγινε, όπως ύποστηρίζει ό ίδιος, παρά τή θέλησή του, σάν μιά πράξη άπελπισίας απέναντι στίς δυσκολίες πού άντιμετώπιζε γιά νά ζήσει ήρεμα μέ τήν οϊκογένειά του. Άπό τή φυλακή βγήκε πρίν άπό ένα περίπου χρόνο. Άπό τότε εργάζεται σάν έλαιοχρωματιστής, έχει δικό του αύτοκίνητο καί ζεί λίγοπολύ μιά άστική ζωή. ’Έγραψε τό βιβλίο γιά νά άπασχολεϊται μέ κάτι στή φυλακή, χωρίς τή φιλοδοξία νά τό έκδώσει. Σ’ αύτό παρακινήθη κε άπό διάφορους πολιτικούς κρατούμενους τής έφταετίας, οί όποιοι έκτίμησαν τήν άξια τών γραπτών του. Τό βιβλίο του θά κυκλοφορήσει στό τέλος τού χρόνου άπό τίς έκδόσεις «Κέδρος», μέ έπιμέλεια κειμένου τού Κ.Γ. Παπαγεωργίου.
Κάθε μήνα ατά βιβλιοπωλεία καί σ’ άλα τά περίπτερα στήν Αθήνα καί τήν έπαρχία
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ & ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ • Διευθύνεται άπό συντακτική έπιτροπή • Εξήντα πέντε τακτικοί συνεργάτες πανεπιστημιακοί καί είδικοί έρευνητές ΓΡΑΦΕΙΑ: ΑΙΟΛΟΥ43. ΤΗΛ. 3250058
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Σταθμοί στήν ιστορία τού βιβλίου ’Αξίζει, πιστεύουμε, νά γίνει μιά άναφορά στους σημαντικότερους άπό τούς σταθμούς στήν ιστορία τού βιβλίου. Οί ήμερομηνίες πού παραθέτουμε σφράγισαν τήν πορεία τού βιβλί ου καί έπέδρασαν σημαντικά στήν εξέλιξή του. Συγκεκριμένα: Τό 4245 π.Χ. εμφανίζεται στήν Αίγυπτο τό πρώτο εικονογραφημένο ήμερολόγιο καί τό 2000 ιδρύεται ή πρώτη βιβλιοθήκη τού κόσμου, ή βιβλιοθήκη τής Νινευή (μέ πήλι νες πλάκες). Τό 700 άρχίζει στήν ’Αθήνα ή καταγραφή τής Ίλιάδας καί τής ’Οδύσσειας καί τό 560 όλοκληρώνεται ή καταγραφή τών ομηρικών έπών. Τό 330 ό Λυκούργος ιδρύει τήν πρώτη δημόσια βιβλιοθήκη στήν ’Αθήνα, ένώ είκοσι πέντε χρό νια άργότερα, τό 305, ιδρύεται ή περίφημη ’Αλεξανδρινή Βιβλιοθήκη. Ή εφεύρεση τού χαρτιού γίνεται τό 105 π.Χ. άπό τόν Τσ’ αί-Λούν, άλλά τό πρώτο βιβλίο στόν κόσμο τυπώνεται (μέ ξυλογραφική εκτύπωση) τό 868 μ.Χ. στήν Κίνα. 'Η έκτύπωση μέ μεταλλι κά κινητά στοιχεία γίνεται άπό τόν Γουτεμβέργιο μόλις τό 1436. "Οπως είναι γνωστό, τό πρώτο έλληνικό βιβλίο τυπώνεται στήν ’Ιταλία τό 1476. Τό 1796 έμφανίζεται στή Γερμανία ή τέχνη τής λιθογραφίας καί τό 1812 τίθεται σέ λειτουργία τό πρώτο ήμικυλινδρικό πιεστήριο. Τό πρώτο τυπογραφείο στήν Ελλάδα τό φέρνει στήν Καλαμάτα ό Δ. Ύψηλάντης τό 1821. Στά 1845 έκδίδεται τό πρώτο έλληνικό βιβλιογραφι κό βιβλίο. Τό 1866 στήν ’Αγγλία τίθεται σέ λειτουργία τό πρώτο περιστροφικό πιεστήριο. Τό 1884 έμφανίζεται στίς ΗΠΑ ή λινοτυπία καί τό 1887 ή μονοτυπία. Τέλος, τό 1904 πραγματοποιείται ή πρώτη έκτύπωση δφφσετ.
Μ αθητής καί βιβλίο πρίν άπό 70 χρ ό νια Τό 1909, μέλος τού ’Εκπαιδευτικού 'Ομίλου έπισκέφθηκε κάποιο επαρχιακό δημοτικό σχο λείο. ’Εκεί, ένας μικρός μαθητής τού έδωσε τά «Νεοελληνικά άναγνώσματα» τής τάξης του, όπου στό πρώτο φύλλο τού βιβλίου είχε γράψει σέ μέτριους δεκαπεντασύλλαβους καί σέ με τριότερη ορθογραφία τά έξής άπολαυστικά:
«”Α δέν βαστο βαρέθηκα θά τό τινάξω κάτο/ θάρι ψω τό βιβίον μου στης θάλασσας τόν πάτω/δέν ιποφέρω τι μαμά προΐ ναμε ξιπνάϊ καί να με λέγη διάβασε καί παϊναι στό σχολείω. / Άκούσ έκεΐ κατάστασις άκούσ έκεϊ κακία· / νά μέ παραφορτώνουνε σέ τέτοια ήλικία». Τό περιστατικό αύτό καί τό... ποίημα δημοσιεύ ονται στό περιοδικό τής έποχής εκείνης «Δελ τίο τού ’Εκπαιδευτικού Όμίλου» Β' (1912), σελ. 282.
ΑΝΑΚΟΙΝΩ ΣΕΙΣ Στίς 12 Νοεμβρίου άρχίζει στήν Κέρκυρα ή λειτουργία τοϋ Κέντρου Μεταφράσεως καί Διερμηνείας, τό όποιο ιδρύθηκε πρίν άπό δύο χρόνια μέ σκοπό τήν εκπαί δευση μεταφραστών καί διερμηνέων. Τό ΚΕΜΕΔΙ άποτελεϊται άπό δύο σχολές — τή σχολή Μεταφρα στών καί τή σχολή Διερμηνέων — καθώς καί τή Μεταφραστική Υπηρεσία. Ή διάρκεια τών σπουδών σέ κάθε σχολή είναι διετής. Στίς σχολές τού ΚΕΜΕΔΙ γίνονται δεκτοί —ύστερα άπό έξετάσεις— πτυχιοϋχοι έλληνικών ή ξένων ΑΕΙ οί όποιοι γνωρίζουν τέλεια τά έλληνικό καί δύο άπό τίς ξένες γλώσσες πού διδά σκονται στό ΚΕΜΕΔΙ, δηλαδή άγγλικά, γαλλικά καί γερμανικά. • 'Ιδρύθηκε στήν ’Αθήνα ’Ινστιτούτο "Ερευνας Υπαρξι ακής Φιλοσοφίας (Άριστοτέλους 63 καί Ίουλιανού), στό όποιο θά πραγματοποιούνται ελεύθερες φιλοσο φικές συζητήσεις καί σεμινάρια μέ είσοδο έλεύθερη. Οί ένδιαφερόμενοι όμιλητές καί άκροατές μπορεί νά έρχονται σ’ έπαφή μέ τόν ύπεύθυνο ύπαρξιαστή λογοτέχνη Γιώργο Βλαχοδημητράκο κάθε Τρίτη καί Πέμπτη 7-9 μ.μ. • Μέ άπόφαση τοϋ ύπουργοϋ ’Εθνικής Παιδείας καί Θρησκευμάτων προκηρύχθηκε διαγωνισμός γιά τή συγγραφή δύο διδακτικών βιβλίων τής Α τάξης Λυκεί ου: α) θρησκευτικών καί β) μουσικής. Οί συγγραφείς τών βιβλίων πρέπει νά ύποβάλουν, μέ αίτηση, τά έργα τους σέ 6 δακτυλογραφημένα άντίτυπα στό Υπου ργείο ’Εθνικής Παιδείας καί Θρησκευμάτων, Δ/ση ’Εφαρμογής Προγραμμάτων Μ.Ε., Τμήμα Διδακτικών Βιβλίων (Έρμοϋ 15). Οί ένδιαφερόμενοι μπορούν νά βροϋν περισσότερες πληροφορίες στό ΦΕΚ 607/ 12.7.79 (τεύχος Β ).
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τό κα ινο ύ ρ ιο
μ υθ ισ τόρ η μ α
τού Η. Boll ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ, ’Οκτώβριος. Τόν Αύγουστο κυκλοφόρησε τό καινούριο μυθιστόρημα τού Heinrich Boll «Προστατευτική πολιορκία» (Fursorgliche Belagerung) άπό τόν γερμανικό εκδο τικό οίκο Kiepenheuer und Witsch (Κολωνία). Τούτες οί παρατηρήσεις άναφέρονται μόνο στήν προβληματική τού μυθιστορήματος καί δέν εξετάζουν προβλήματα ύφους, γραφής ή άπόδοσης τού ίδιου τού μυθιστορήματος. ’Επι χειρούν μιά άνάλυση τού μύθου καί όχι μιά έρμηνεία ή κριτική τού μυθιστορήματος. Τό μυθιστόρημα «Προστατευτική πολιορ-
Χάινριχ Μπέλ κία» άναφέρεται σ’ ένα πρόβλημα πού θά μπο ρούσαμε πολύ σχηματικά νά τό όνομάσουμε νόημα καί ύπαρξη τής μεταπολεμικής γερμανι κής κοινωνίας. Ή σύγχρονη γερμανική κοινω νία είναι άνίκανη νά βιώσει καί νά επεξεργαστεί τή μνήμη τού παρελθόντος της καί άνήμπορη νά συνειδητοποιήσει τή φυσιογνωμία της. ’Εξα κολουθεί νά είναι ντυμένη μέ τό πένθος καί παραμένει άμετάθετη στή θλίψη της. Άναζητάει τή νομιμοποίηση τής ύπαρξής της στό μύθο τής τρομοκρατίας. 'Η διαλεκτική της μπορεί νά είναι μόνο άρνητική καί ή λογική της στηρίζε ται στήν άντίφαση. Χαρακτηριστικός έκπρόσωπος τούτης τής κοινωνίας είναι ό Fritz Tolm, κεντρικός ήρωας τού μυθιστορήματος. ’Ανήκει στή μεγαλοαστι
κή τάξη τής γερμανικής κοινωνίας καί ζεί μέ τήν οίκογένειά του, τή γυναίκα του καί τά τέσσερα παιδιά του, στόν πύργο του, σέ μιά περιοχή κοντά στήν Κολωνία. ’Αντιλαμβάνεται ότι γιά νά προστατεύσει τήν έξουσία του έχει άνάγκη άπό μηχανισμούς άσφαλείας. Έδώ δια κρίνουμε τήν άδυναμία τής γερμανικής κοινω νίας νά συνειδητοποιήσει τή φυσιογνωμία της μετά τήν τραγική έμπειρία τού ναζισμού. Τελι κά οί μηχανισμοί άσφαλείας φέρνουν τό άντίθετο άπό τό έπιδιωκόμενο άποτέλεσμα: ό Fritz Tolm βιώνει τήν άγωνία. ’Αρχίζει νά ύποψιάζεται τούς φίλους του καί τούς συναδέλφους του, νά ύποπτεύεται τούς συγγενείς του, άκόμη καί τά ίδια τά παιδιά του. Τά παιδιά του, ή νεότερη γενιά των Γερμα νών, ζώντας στόν άσφυκτικό κλοιό τού φόβου καί τού άγχους τού πατέρα τους, συνειδητο ποιούν τήν άνεδαφικότητά τους, μόνο πού είναι κι αύτά άνίκανα νά τή διασώσουν. Ό Boll παραδέχεται δτι ή άρνητική διαλεκτική τής άστικής κοινωνίας ύπερισχύει τής μεταφυσι κής σχέσης άνάμεσα στόν άνθρωπο καί τό έγώ του. ’Έτσι οί προσπάθειες των Rolf καί Heinri ch, πού άντιπροσωπεύουν τή μιά άπό τίς δύο μορφές άρνησης τού κόσμου τού Tolm, άποτυγχάνουν. Ή πράξη τους δέν τούς όδηγεΐ στόν ύπέρτατο βαθμό τής συνειδητότητας. Τά περιθώρια άναζήτησης τού έγώ περιορίζονται στόν κοινωνικό χώρο. Μιά πιό ριζοσπαστική άρνηση τούτου τού κόσμου ύποδηλώνουν οί πράξεις τών Veronica καί Bewerloh. Τό άποτέ λεσμα είναι νά άναδιπλωθεϊ ή γερμανική κοινω νία στή θλίψη της καί ό κόσμος τού Tolm νά άναζητήσει τή νομιμοποίησή του στό μύθο τής τρομοκρατίας. Ό κόσμος τού Tolm χαρακτηρίζεται άπό «άποκλεισμό, χάος καί διάλυση» καί ή μεταπο λεμική γερμανική κοινωνία βαθαίνει τό χάσμα άνάμεσα στό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο. Ό μύθος τής τρομοκρατίας συντηρεί καί ενισχύει τή διάσπαση τού ύποκειμένου άπό τό άντικείμενο, τής σκέψης άπό τήν πράξη. Ό κόσμος τού Tolm, ένας κόσμος πού άρνείται έπίμονα τήν έργασία τού πένθους (Trauerarbeit), παρα κμάζει. Ό φίλος τού Tolm Kortschede αύτοκτονεϊ καί τό άποχαιρετιστήριο γράμμα του είναι ένα ντοκουμέντο τής άρνητικότητας (Negativi-
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ tat) τής άστικής κοινωνίας. Ό Fritz Tolm δμως, άντί νά παραβρεθεΐ στήν κηδεία τού φίλου του Kortschede, πηγαίνει στήν κηδεία τού τρομοκράτη Bewerloh. ΖεΙ ώς τίς έσχατες συνέπειες του τόν έξορθολογισμένο παραλογισμό τοϋ κράτους πού ό 'ίδιος δημι ούργησε καί συνειδητοποιεί δτι «δέν μπορεί νά ζήσει κανείς σ’ αύτό τό κράτος». ’Από τούτο τό σημείο άρχίζει καί ό όπτιμισμός τοϋ Boll. ’Έτσι ό Fritz Tolm έπιστρέφοντας άπό τήν κηδεία τοϋ Bewerloh άπευθύνεται στή γυναίκα του: «Κέττυ» λέει «πρέπει νά σοϋ πώ κάτι· ξέρεις δτι πάντοτε σ’ άγαποϋσα. Καί κάτι άκόμη πρέπει νά μάθεις. “Οτι πρέπει νά έρθει ένας σοσιαλισμός, πρέπει νά νικήσει...» Γιά νά κατανοήσει κανείς τήν έρμηνεία τοϋ προβλήματος τής μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας, πού προτείνει ό Boll, είναι άπαραίτητο νά δει τό ίδιο τό μυθιστόρημα ώς προϊόν τούτης τής ίδιας τής κοινωνίας. ’Έτσι μπορεί νά καταλάβει, δτι καί ό όπτιμισμός τοϋ Boll δέν είναι τίποτε περισσότερο άπό μιά κραυγή άπόγνωσης γεμάτη άπό «ψυχική διάθεση μόνιμης αισιοδοξίας γιά τήν κατάσταση τής άστικής κοινωνίας». (Μέ τό τελευταίο παραφράζω τήν πρόταση: «ψυχική διάθεση μόνιμης άπελπισίας γιά τήν κατάσταση τοϋ κόσμου», μέ τήν όποια, ώς γνωστόν, χαρακτηρίζεται ή στάση τής γερ μανικής άστικής διανόησης στά χρόνια πρίν άπό τόν α' παγκόσμιο πόλεμο.) Μιά κριτική προσέγγιση τοϋ όπτιμιστικοϋ στοιχείου, πού είναι κυρίαρχο στό μύθο, φέρνει στήν επιφά νεια τό πρόβλημα τών όρίων καί των δυνατοτή των τοϋ ίδιου τοϋ μυθιστορήματος. "Ενα τέ τοιο δμως πρόβλημα είναι άντικείμενο έρμηνείας ή κριτικής τοϋ μυθιστορήματος καί έτσι δέν μπορεί νά άντιμετωπιστεϊ στά πλαίσια τού της τής άνάλυσης.
ΔΗ Μ Η ΤΡΗ ΣΕΜ Π Ο Υ Η Μ ΠΟ ΡΑ
Κρίσεις άναγνω στω ν: — ’Ά ρ τ ιο λ ο γ ο τε χ ν ικ ό έ ρ γ ο , τέ λ ε ιο α ν θ ρ ώ π ιν ο μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α , κ α θ α ρ ή δ η μ ο τικ ή γλώ σ σα.
— Γλαφ υρή αφ ή γη σ η , δ υνα τ ή π ε ρ ιγ ρ α φ ή , ζω ν τ α ν ό ς δ ιά λ ο γ ο ς .
— Μ ύ θ ο ς , π λ ο κ ή , ψ υ χ ο λ ο γ ία ε ν τυ π ω σ ιά ζ ο υ ν .
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
— Τό κλείνεις μ όνο σ άν φ τ ά σ εις σ τή ν τ ε λ ε υ τ α ία τ ο υ σ ελίδ α.
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΔΩΔΩΝΗ ’Ασκληπιού 3, ’Αθήνα
23
ΤΑ ΠΑΛΙΑ
«Ό Δ ιόνυσος» (1901-1902) καί ό Γιάννης Καμπύσης ΤΟ περιοδικό «Ό Διόνυσος», πού έμφανίζεται άκριβώς πάνω στό γύρισμα τού αιώνα, δέν είναι παρά μιά συνέχιση τού προγράμματος καί τών πνευματικών άναζητήσεων τής «Τέχνης», πού είχε σταματήσει νά έκδίδεται δυό χρόνια πριν. Τυπικά ή σκυτάλη περνάει στά χέρια τού Δημήτρη Χατζόπουλου καί τού Γιάννη Καμπύση, πού έμψανίζονται ώς έκδοτες. Στήν ούσία τά πρά γματα δέν άλλάζουν. Ή πυξίδα δείχνει πάντα πρός τίς λογοτεχνίες τής βόρειας Εύρώπης (κείμενα Νίτσε, Γκαϊτε, Γκεόργκε, Ίψεν, Μαίτερλινγκ, Μπγιόρνσον, Ρόντεμπαχ, Στρίντμπεργκ, Μπράντες, Χάμσουν, Γκόρκι, Χόφμανσταλ συνωθοϋνται στίς σελίδες τού περιο δικού) καί ό έτοιμοθάνατος πυρετός τού Καμ πύση όλο άνεβαίνει, καθώς πλησιάζει τό τέλος του. Ή όλιγόμηνη ζωή τού «Διόνυσου», άπό τόν Αύγουστο τού 1901 έως τό Μάη τού 1902 (συνολικά 10 τεύχη πού συγκροτούν δύο τό μους), είναι συνυφασμένη μέ τούς τελευταίους μήνες τής ζωής τού Καμπύση «Ό Διόνυσος», πού δέν διστάζει άπό τό δεύτερο τεύχος του νά αύτοχαρακτηριστεϊ ώς «τό μεγαλύτερον περιοδικόν τής Ανατολής», συγκεντρώνει καί έλληνικές, καθόλου εύκαταφρόνητες, συνεργασίες. Πέρα άπό τά κείμενα ή τά μεταφράσματα τού Κ. Χατζόπουλου (μέ τό ψευδώνυμο Πέτρος Βασιλικός), τού Δ. Χατζό πουλου (Μποέμ) καί τού Γιάννη Καμπύση, πού επιμένει νά γράφει τό μικρό του όνομα μέ ένα «ν», θά συναντήσουμε στίς σελίδες τού περιο δικού τά όνόματα τού Κ. Θεοτόκη, Α. Καρκαβίτσα, Κωστή Παλαμά, Α. Παπαδιαμάντη (μέ τόν διάλογο Πόσις καί Δάμαρ), Λάμπρου Πορφύρα, I. Γρυπάρη, Α. Προβελέγγιου. ’Ιδιαίτερα θά πρέπει νά μνημονευτούν: τά Προλεγόμενα τού Ίάκ. Πολυλά (τεύχος 5), ό Προμηθεύς Δεσμώ της τού Αισχύλου σέ μετάφραση Γ. Καλοσγούρου (τ. 7, 8 καί 9), τό ’Εγκώμιο Οϋγου Φώσκολου τού Σολωμού (τ. 8, 9 καί 10) σέ μετάφραση τού Γ. Λαμπελέτ, άνέκδοτη έπιστολή τού I. Βηλαρά «περί γλώσσης» (τ. 9), άπό χειρόγραφο τού άρχείου Βλαχογιάννη. Τέλος, γιά λόγους ιστορικής προοπτικής, ύπενθυμίζω ότι στον «Διόνυσο» δημοσίευσε τούς πρώτους, άδέξιους στίχους του ένας πρω τοφανέρωτος ποιητής, πού μετά άπό λίγα χρό νια θ’ άρχίσει ν’ άνεβαίνει, γιά νά καταλάβει 24
τελικά μιά άπό τίς πρώτες θέσεις τής νεοελλη νικής ποίησης. ’Από τίς σελίδες άλληλογραφίας παραθέτω αύτούσιο τό άκόλουθο άνοιχτό γράμμα (τεύχος 10, σελ. 316): «’Άγγελον Σικελιανόν. ’Ενταύθα. Σάς τά έπεστρέψαμεν ταχυδρομικώς. Οί “ Νέες Συμφωνίες” είναι άτυχέσταται. Φλυαρία άντιποιητική είς βάρος τού Μπετόβεν. “Ομως τρία τετράστιχα, τά τελευ ταία, είναι άρκετά καλά. Αλλά ένας στίχος θέλει διόρθωμα γιά νά τόν δημοσιεύσωμεν. Βάζετε τήν λέξη άχτίδα χωρίς καμία έσωτερική άνάγκη, γιά νά ομοιοκαταληκτήσει μέ τήν Λή δα. "Αν σάς ένοχλεϊ ή ομοιοκαταληξία, τότε πετάχτε την. Τό ίδιο συνέβη, ώς ένθυμείσθε, καί είς τήν 3η ballade πού σάς έδημοσιεύσαμε. Είς τό χειρόγραφό σας πού μάς έφέρατε — ήμεΐς δέν σάς έζητήσαμε στίχους, γιατί ούτε σάς έγνωρίζαμε, όπως σάς είπαμε καί ένώπιον τού κ. Κακλαμάνου πρό ήμερών— είχατε: “Πέφτει τό φώς· άκούγεται ώσαννά ... Τό φάν τασμα δέν είναι πουθενά” . Σάς παρετηρήσαμεν φιλικώς ότι αύτό τό ώσαννά πρέπει νά φύγει καί τό έβγάλατε, όπως φαίνεται είς τήν σελ. 212 τού Διονύσου, όπου έδημοσιεύθη διορθωμένος παρ’ ύμών ό στίχος: “ Πέφτει τό φώς· καί είν’ όλα φωτεινά” . "Αν δέν τό ένθυμεϊσθε κι αύτό, περάστε νά σάς δείξωμε τό χειρό γραφό σας. Μάς γράφετε ότι γνωρίζετε τήν σκληρότητα. Τό γράμμα πού έδημοσιεύσατε έπεισε καί ήμάς καί άλλους, οί όποιοι μέ χαράν των είδαν ένα νέο ν ν’ άρχίζει ίσως νά γράφει κάτι τέλος πάντων, ότι αύτήν τήν Θεάν δέν τήν συνηθίσατε άκόμα, άφού δέν άγαπάτε τήν ειλι κρίνειαν καί τήν άλήθ'ειαν, γράψαντες ότι ήμεΐς σάς έζητήσαμεν ποιήματα. Έάν σάς έγνωρίζα με κι ήξεύραμεν ότι είχατε τά ποιήματα πού σάς έδημοσιεύσαμε, βεβαίως θά σάς τά έζητούσαμε. “Οπως ζητούμε άπό καθένα ό όποιος ήμπορεϊ νά μάς δώσει κάτι ύποφερτόν καί ύποσχόμενον». Τίς συμβουλές αύτές πρός τόν Σικελιανό ύπογράφει ό Μ[ποέμ], Τό γράμμα πού άναφέρεται πιό πάνω, δημοσίευσε ό ποιητής στήν έφ. Νέον ’Άστυ (βλ. βιβλιογραφία Σικελιανοϋ τού Γ.Κ. Κατσίμπαλη, τόν άριθ. 198). Προσωπικά προτιμώ νά άπομακρυνθούμε άπό τίς σχολαστι κές αύτές παραπομπές καί νά κρατήσουμε τό ρηξικέλευθο πρόσταγμα: «’Ά ν σάς ένοχλεϊ ή
ΤΑ ΠΑΛΙΑ όμοιοκαταληξία, τότε πετάχτε την». Στήν πνευ ματική Ελλάδα τού 1902 αυτή ή φράση πρέπει νά ήχεί σάν άδικαιολόγητη άνορθοδοξία. Μετά άπό τρεις συναπτές δεκαετίες, ή ποιητική πρω τοπορία τοϋ τόπου μας, διασχίζοντας άλλα μονοπάτια, θά υπακούσει στή λησμονημένη συμβουλή τοϋ Μποέμ. • Οί δυό έκδοτες τοϋ «Διόνυσου» είναι συνο μήλικοι. Γεννημένοι στά 1872, δέν έχουν συμ πληρώσει τά τριάντα τους χρόνια δταν κυκλο φορούν τό περιοδικό. Ό Δημήτρης Χατζόπουλος, σπουδασμένος κι αύτός στή Γερμανία, σπατάλησε τό ταλέντο του στή δημοσιογραφία καί γύρισε σ’ δλη τήν Ελλάδα γράφοντας ταξιδιωτικές έντυπώσεις. Λέγεται δτι έγραφε 3 καί 4 χρονογραφήματα τήν ήμέρα γιά περιοδι κά καί έφημερίδες. Κατέχει, δίκαια, μιάν Αξιό λογη θέση στό χρονογράφημα, είδος πού άνάδειξε άληθινούς μαστόρους. Τά μαχητικά άρ θρα του στό «Διόνυσο» δείχνουν άνθρωπο συγκροτημένο, μυαλό θετικό, πού μπορεί νά έκτιμήσει καθαρά τίς καταστάσεις. 'Η παρατή ρηση πού γράφτηκε στό θάνατό του (1936) διατηρεί καί σήμερα άκέραια τήν άξια της: «Οί άνταποκρίσεις του άπό τή Γερμανία καί οί φυσιολατρικές σελίδες του, δλες έκεϊνες οί περιγραφές τοϋ έλληνικοϋ τοπίου, οί λυρικοί ένθουσιασμοί καί ή εκπληκτική άντοχή τοϋ "Πεζοπόρου” στά κατσάβραχα, δέ θά ξεχαστοϋν εύκολα. Θά μείνουν ύλικό πού θά έκτιμηθεΐ καλλίτερα, δταν ταχτοποιηθεί μέ στοργή καί μέ γνώση. Πάντα δμως θά ύπάρχει μιά άπορία, πού θά κάνει διατακτικό τόν προσεχτι κό έκτιμητή τών άγώνων του: πώς αύτός ό άνθρωπος, προικισμένος μέ τόσες ικανότητες καί άνήσυχος δσο λίγοι σύγχρονοί του, πώς δέν κατώρθωσε νά δώσει έργο στέρεο, άξιο νά πάρει θέση ξεχωριστή στά έλληνικά γράμματα. Ξεκίνησε γιά πολύ μακριά. Δέν έφτασε οϋτε στή μέση τοϋ δρόμου του». (Π. Χάρης, έπιθανάτιο άρθρο στή Νέα Εστία, Τόμ. 20, 1/10/1936, σελ. 1375). Ή περίπτωση τοϋ Γιάννη Καμπύση είναι πολύ πιό ένδιαφέρουσα. Θά έλεγα συναρπαστι κή. ’Ό χι τόσο σάν άποτέλεσμα, σάν τελειωμένο καί δικαιωμένο έργο, δσο σάν σπάνιο δείγμα πού μπορεί νά τροφοδοτήσει πολλές σκέψεις. Οϋτε τριάντα δέν στάθηκαν τά χρόνια τής ζωής του (1872-1901). "Οσο κι άν οί β;ογράφοι τοποθετούν στήν πρώιμη νεότητά του τίς πρώ τες συγγραφικές του άπόπειρες, μέ πολλή γενναιοδωρία μπορούμε νά τοϋ άναγνωρίσουμε μιά δεκαετία μόλις λογοτεχνικού βίου. Στά άσφυκτικά χρονικά πλαίσια αύτής τής δεκαετί ας σπούδασε νομικά (δσο κι άν ό τίτλος είναι τυπικός, καί μάλιστα γιά λογοτέχνη, δέν πρέπει
0 ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΝ
Εξώφυλλο ένός τεύχους του περιοδικού «Ό Διά να ξεχνάμε δτι έλάχιστοι νέοι έφταναν τότε μέχρι τίς πανεπιστημιακές αίθουσες), έμαθε ξένες γλώσσες, ταξίδεψε στή Γερμανία, έγρα ψε διηγήματα, ποιήματα, άρθρα, θέατρο, μετέ φρασε ξένα μεγάλα όνόματα (είναι ό πρώτος έλληνας μεταφραστής τής «Δεσποινίδας Τζούλια» τοϋ Στρίντμπεργκ καί τής «Πανούκλας στό Μπέργκαμο» τοϋ Γιάκοψεν). Τέλος, συμμετέχει ένεργά στήν έκδοση τής «Τέχνης» καί έμφανίζεται ώς συνεκδότης στό «Διόνυσο». Ή σχετικά πρόσφατη έκδοση τών 'Απάντων του άπό τό Γ. Βαλέτα, πού οί άναστολές τής δικτατορίας τοϋ ’67 τήν έκαναν νά κυκλοφορή σει μόλις τό 1972, άκριβώς στά έκατό χρόνια άπό τή γέννηση τοϋ Καμπύση, φέρνει στό φώς τό λησμονημένο πεζό του «’Οχτροί καί φίλοι». Γραμμένο στά 1894 καί δημοσιευμένο σέ συνέ χειες στήν έλληνογαλλική έφημερίδα Monde
ΤΑ ΠΑΛΙΑ Hellenique τού 1909, παρέμενε άγνωστο καί δέν τό περιλαμβάνει οϋτε ό Κατσίμπαλης στή βιβλιογραφία Καμπύση. Ό 'ίδιος ό συγγραφέας τό χαρακτηρίζει «χωριάτικη νουβέλα» καί, φυ σικά, δέν πρόλαβε ή δέν θέλησε νά τό έκδώσει σέ ξεχωριστό βιβλίο. Παρά τίς κάποιες άδεξιότητες στή γραφή καί τή βιασμένη πλοκή του τό «’Οχτροί καί φίλοι» διεκδικεΐ μιάν άναγνώριση προδρομικοΰ πεζογραφήματος, άν σκεφτοϋμε τή χρονολογία γραφής του καί τίς γενικότερες συνθήκες τής πεζογραφίας μας κατά τά τέλη του περασμένου αιώνα. Μ’ άλλα λόγια, θέλω νά πώ πώς, έάν ό Μ. Vitti ξανατυπώσει τό πολύτιμο βιβλίο του «ΊΗ ιδεολογική λειτουργία τής έλληνικής ήθογραφίας» (1974), ή εικόνα πού θά μάς προσφέρει θά είναι λειψή χωρίς ένα κεφάλαιο άφιερωμένο στό πεζογράφημα αύτό τού Καμ πύση. Άπ’ αύτή τήν παρατήρηση ξεκινάει μιά άλλη προβληματική: Ποιά τύχη έπιφυλάσσει ή φιλολογική έρευνα γιά τούς «ήσσονες» λογο τέχνες μας; Τούς κατατάξαμε σέ μιά τρίτη ή πέμπτη σειρά άξιολογική καί έφησυχάζουμε; Μήπως θά πρέπει κάποια στιγμή νά άναθεωρήσουμε τίς άμετακίνητες άπόψεις μας, πού συν τηρούνται βολικά έπί δεκαετίες όλόκληρες; Μήπως πρέπει νά ξανασκύψουμε στά σχεδόν άγνωστα αύτά έργα, γιά νά άποφανθοϋμε άν είναι ή όχι άγνοημένα; Ό Καμπύσης, βέβαια, δέν είναι ό συγγραφέας τών άρτιων έργων, ούτε ό συνθέτης τού ύποδειγματικού κειμέ νου. Κουβαλάει όμως μέσα του μιάν όρμή, ένα μοναδικό πάθος δημιουργίας, ταράζει τά τέλ ματα, σέ ύποχρεώνει νά τόν προσέξεις. Είναι μιά ένσαρκωμένη άγωνία, δχι γιά θέματα ύπαρξιακά (ή έποχή τού 1900 δέν άναγνωρίζει τέτοι ες πολυτέλειες), άλλά γιά τήν προκοπή καί τήν άνύψωση τής πνευματικής ζωής τού τόπου του. Είναι, πάνω άπ’ όλα, μιά άφορμή γιά γόνιμους συσχετισμούς. Πέρασε άπό τήν έπο χή του μέ δλη τή βιαιότητα τού πάθους. ’Άφη σε ίχνη. Δέν μπορώ νά πώ ότι άδικήθηκε ιδιαί τερα άπό τούς μεταγενέστερους. Μιά ένδειξη δικαιοσύνης είναι τό γεγονός ότι άξιώθηκε μιά βιβλιογραφία του άπό τόν Κατσίμπαλη καί μιά καθυστερημένη έστω άναστήλωση τού έργου του άπό τόν ένθουσιώδη πάντα καί έγκωμιαστικό πάντα Γ. Βαλέτα. ’Αλλά καί ή ψυχραιμότερη κριτική χαρακτήρισε «τό μάτι τού Δράκοντα» σάν «ένα μικρό άριστούργημα». Κιάκόμη άξίζει κανείς νά συμβουλευτεί τήν έργασία τού Ξενόπουλου πάνω στό έργο του (περ. Παναθήναια, 1902), τά δσα έγραψε καί είπε στόν θάνατό του ό Παλαμάς (σήμερα στά "Απαντα Παλαμά, τόμ. 6, σελ. 400-408), τήν άποτίμηση πού έπιχείρησε ό Κ. Χατζόπουλος (περ. Διόνυσος) καί τό άφιέρωμα τής Νέας 'Εστίας (15.11.1951) δπου ξεχω ρίζει ή μελέτη τού Ι.Μ. Παναγιωτοπούλου «Ή 26
μνήμη τού Καμπύση» ( = Τά Πρόσωπα καί τά Κείμενα, τόμ. ΣΤ’, σελ. 183-189). Γράφει ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: «Ή μνήμη τού Καμπύση μάς είναι πολύτιμη. ’Ό χι γιά δ,τι ό λιγόζωος πεζογράφος, ποιητής καί δραματογράφος μπό ρεσε νά πραγματώσει. Πολύ περισσότερο γιά δ,τι αύτός ό καχεκτικός, ό άρρωστος κι ό άνάποδος σέ πολλά άντιπροσωπεύει σέ άνησυχία πνεύματος, σέ πλησμονή ψυχής καί σέ μεγαλότολμη πρόθεση [...] Ό Καμπύσης είναι μιά μεγάλη φλόγα, πού άναπήδησε ξαφνικά μέσ’ άπό στάχτες σωρούς καί ξοδεύτηκε μονο μιάς. Είναι μιά ένταση. Τίποτε άλλο. Καί άπό μιάν άλλη πλευρά, μιά διαμαρτυρία. Είναι ό άνθρωπος τού νεοελληνικού ’Ενενήντα έφτά, πού κατέχει τή συνείδηση τού όλόγυρα ξεπε σμού, πού τόν στενεύει ό τόπος, πού σιχαίνεται τή μικρόχαρη πολυπραγμοσύνη, τήν άνεδαφική περισσολογία, πού σιχαίνεται τούς πάντες καί τά πάντα, τό τέλμα μιάς ζωής πλασμένης γιά βατράχους, δχι γι’ άνθρώπους, καί πού σηκώνει τό κορμί του όλόρθο, γιά νά έκφράσει τήν άηδία του καί γιά νά δείξει τούς δρόμους πού πρέπει ν’ άκολουθήσει ή γενιά πού έρχε ται, άν έπιθυμεϊ νά προκόψει. Είν’ ένας ν έ ο ς άνθρωπος, σπαρακτικά καί άπελπισμένα νέος». Θά πρότεινα νά ξαναδιαβάσουμε τόν Καμπύ ση. ’Αρχίζοντας άπό τά «Γερμανικά γράμματά» του καί προχωρώντας στά λιγοστά διηγήματα πού έγραψε. Δέν πρόκειται νά καταλήξουμε σέ έντυπωσιακές άνακατατάξεις, οϋτε νά τόν φέ ρουμε στήν πρώτη σειρά, σπρώχνοντας άλλους πρός τό βάθος. ’Ά ν θέλουμε νά λειτουργεί δυναμικά, ή άπλώς νά λειτουργεί ή λογοτεχνι κή μας παράδοση, είμαστε ύποχρεωμένοι νά δουλεύουμε πάνω σέ τέτοιες άναθεωρήσεις. Συμβουλεύτηκα τρεις Ιστορίες τής λογοτεχνί ας μας, πού είχα πρόχειρες, γιά νά διαπιστώσω τήν «τελεσίδικη» άπόφαση τών ιστορικών μας. (Ή άμετροέπεια πού διακρίνει τήν 'Ιστορία τού Κορδάτου, μέ ύποχρέωσε νά μή τήν λάβω ύπόψη σάν συγκριτικό στοιχείο.) Ό Κ. Θ. Δημαράς άφιερώνει μιά σειρά στόν Καμπύση. Ό Vitti τόν μνημονεύει συμπτωματικά. Ό Λ. Πολίτης τού παραχωρεί μιά παράγραφο, άλλά μόνο γιά τά θεατρικά του έργα. (Γιά τά θεατρικά τού Καμπύση βλ. τό άρθρο τού Γ. Σιδέρη, Τά ‘Ελλη νικά ’Έργα. Ή παρουσία τους στή «Νέα Σκηνή», περ. Θέατρο, Μάρτιος 1962, σελ. 15-25, καί τό βιβλίο τής Μυρτώς Μαυρίκου-Άναγνώστου, Ό Κ. Χρηστομάνος καί ή Νέα Σκηνή, Φέξης 1964.) Αναρωτιέται κανείς, πόση άπ’ τή φλόγα τού Καμπύση μπορεί νά χωρέσει σέ λίγες σειρές... ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
27
Βασίλης Φιλίας
Ή κρίση τοΰ πολιτικοί) βιβλίου Σε μιά πρώτη επιφανειακή προσέγγιση θά έλεγε κανείς δτι στήν Ε λλάδα με τούς αναλογικά καί συγκριτικά με άλλες χώρες πολύ μεγάλους αριθμούς ανθρώπων με δίπλωμα άνώτατης σχολής καί τούς εκατό χιλιάδες φοιτητές, είναι εκπληκτικό καί ανεξήγητο δτι τό βιβλίο γενικά κυκλοφορεί τόσο λίγο. Κι δμως δέν είναι ούτε εκπληκτικό ούτε ανεξήγητο, καί θά ήταν χρήσιμο νά ξεκινήσουμε άπό αυτό τό «προδικαστικό» κατά κάποιον τρόπο ζήτημα πρίν νά επιχειρήσουμε τήν ερμηνεία τής παρατηρούμενης σήμερα κάμψης στήν κυκλοφορία δχι μόνο τοΰ πολίτικου, αλλά γενικότερα τοΰ βιβλίου κοινωνικοΰ προβληματισμού. Είναι αναμφισβήτητο δτι σέ σχέση μέ τήν τυπική μέση μορφωτική στάθμη τοΰ Έ λληνα ή κυκλοφορία όλων των βιβλίων γ ε ν ι κ ά μόνο σάν κωμική μπορεί νά χαρακτηριστεί. "Οταν στή Ρουμανία ένα σημαντικό μετα φρασμένο λογοτεχνικό βιβλίο (π.χ. Μάρκες: Εκατό χρόνια μοναξιάς) πουλάει πάνω άπό διακόσιες χιλιάδες αντίτυπα καί στό ’Ισραήλ ή κυκλοφορία ενός μέσης αξίας ίσραηλινοϋ μυθιστορήματος υπερβαίνει σ’ έναν πληθυ σμό τεσσάρων έκατομμυρίων τά 39.000 αντί τυπα, ένα καί μόνο συμπέρασμα υπάρχει: Ό Έ λληνας γενικά δέν διαβάζει. Αύτή είναι ή θεμελιακή διαπίστωση. Δέν διαβάζει ούτε κάν έφημερίδες, γι’ αυτό άλλωστε καί ή κυκλοφορία των έφημερίδων είναι συγκριτι κά μέ τά διεθνή έπίπεδα ανησυχητικά χαμηλή. Τό καλό βιβλίο δ λ ω ν τ ω ν κ α τ η γ ο ρ ι ώ ν στήν Ε λλάδα είναι δυστυχώς υπόθεση μιας περιορισμένης «ελίτ» ή όποια είναι ζήτημα άν υπερβαίνει τούς 20.000 ανθρώ πους, τό ύπόλοιπο άγοραστικό, δ χ ι ά ν α γ ν ω σ τ ικ ό , κοινό συγκροτείται γιά κάθε βιβλίο τυχαία καί ευκαιριακά άπό άτομα πού αγοράζουν βιβλία γιά νά μπορούν — γιά λόγους έπαγγελματικούς κατά βάση— νά έπιδείξουν μιά βιβλιοθήκη γοήτρου, πού λειτουργεί παράλληλα σάν ένα είδος πιστο ποιητικού «άνωτέρων» ένδιαφερόντων καί «υψηλού» προβληματισμού. Γιατί δέν διαβάζει ό Έλληνας; Μεγάλο 28
θέμα, πού προτείνω νά άποτελέσει ένα απο κλειστικό άντικείμενο συζήτησης σ’ ένα ειδι κό αφιέρωμα τοΰ «Διαβάζω». ’Ενδεικτικά, καί χωρίς νά επιχειρήσω μιά ανάλυση τών λόγων σέ βάθος, άναφέρω σάν κύριες αιτίες: π ρ ώ τ ο , τόν έπιδερμικό, προχειρολογικό, ανεδαφικό καί πρίν άπ’ δλα ταπεινωτικά χρησιμοθηρικό, στήν άνεπάρκειά του χαρα κτήρα τής μόρφωσης πού παρέχεται σ’ δλα τά έπίπεδα τής έλληνικής παιδείας· δ ε ύ τ ε ρο, τήν άπουσία μιας λειτουργικής παρου σίας τοΰ γραπτού λόγου στήν ελληνική παράδοση, πού αναπληρωνόταν ασφαλώς σέ σημαντικό βαθμό άπό ισχυρότατα στοιχεία ζωντανής καί προφορικής κουλτούρας δσο ή κοινωνία μας ήταν βασικά άγροτική, δχι δμως καί σήμερα, πού βρισκόμαστε μπροστά σέ μιά ολοκληρωτική σχεδόν καθίζηση τής ζωής τής ύπαίθρου πρός όφελος μιας καθο λικής «άστικοποίησης» · τ ρ ί τ ο , τήν έπικράτηση, γιά λόγους οίκονομικο-κοινωνικούς, μικροαστικών άντιλήψεων καί προτύπων ζωής σ’ δλη τήν κλίμακα, γεγονός πού σημαί νει προσαρμογή «πρός τά κάτω» καί μιά «πρακτικιστική» καί χυδαία ωφελιμιστική τοποθέτηση άπέναντι σ’ δλες τίς έκφράσεις τής ζωής· τ έ τ α ρ τ ο , τήν υποβαθμιστική άπό πνευματική άποψη λειτουργία τών Μέ σων Μαζικής ’Επικοινωνίας καί τής μεγαλύ τερης μερίδας τοΰ Τύπου· καί π έ μ π τ ο , τή συνθηματολογική καί «κλισαρισμένη» άντιμετώπιση δλων τών προβλημάτων άπό τίς
ηγεσίες δλων των κατηγοριών: πνευματικές, πολιτικές, επαγγελματικές. Τί σημαίνουν πρακτικά αύτές οί διαπι στώσεις; Σημαίνουν δτι ή έλληνική κοινωνι κή πραγματικότητα δχι μόνο δέν «παράγει» άλλά καί απομονώνει καί έξουθενώνει τόν τύπο έκεϊνο του σκεπτόμενου ανθρώπου πού έχει μιά σχέση «πρόκλησης καί ανταπόκρι σης» μέ τό βιβλίο ποιότητας. Ό μορφωμένος νεοέλληνας «ντρεσάρεται», στην καλύτερη περίπτωση, νά είναι συλλέκτης άνεπεξέργαστων πληροφοριών καί τίποτα περισσότερο. 'Επομένως δέν μπορεί νά είναι ή σημερινή κυκλοφοριακή κάμψη τοΰ πολιτικού βιβλίου περιστασιακή, άλλά περιστασιακή ήταν ή άνοδος πού παρατηρήθηκε στά τελευταία χρόνια τής δικτατορίας καί τά πρώτα τής μεταπολίτευσης. Ή άνοδος αυτή πρέπει, νο μίζω, νά συνδεθεί μέ τρεις παράγοντες: α) ένα γενικότερο κλίμα πολιτικής άποπαθητικοποίησης καί αντίστοιχης τόνωσης τοΰ πο λιτικού ενδιαφέροντος στή φάση αυτή · β)μιά εντονότερη κινητοποίηση, συμμετοχή καί ένταξη νεότερων κυρίως ανθρώπων στά πολιτικά πράγματα καί τίς λειτουργίες τών οργανώσεων καί τών κομμάτων· καί γ) τή διάχυτη προσδοκία εισόδου σέ μιά διαδικα σία αλλαγής τών δομών τής έλληνικής κοι νωνίας καί τής πολιτικής λειτουργίας, πού ήρθε πρόσκαιρα νά κλονίσει τό παραδοσια κό αίσθημα τοΰ μέσου Έ λληνα δτι «τίποτα δέν γίνεται» —αίσθημα άνημποριάς καί παραίτησης μέ τό όποιο μόνιμα καί σέ μεγά λο βαθμό σκόπιμα έχει γαλουχηθεΐ. Στή βάση αυτών τών τριών παραγόντων είχε αρχίσει νά διαμορφώνεται ένα εύρύτερο κοινό πολιτικά άνήσυχων καί μέ διάθεση ενεργοποίησης ανθρώπων, τό όποιο δμως βαθμιαία «προσγειώθηκε άνώμαλα» συνει δητοποιώντας τή φαύλη άνακύκλωση στήν πορεία τών πολιτικών πραγμάτων τής χώ ρας. Σ’ αυτό πρέπει νά προστεθεί ή έκδοτική «πανσπερμία», δπου κυριολεκτικά ό καθέ νας έξέδιδε — συνήθως κακήν κακώς — δ,τι προλάβαινε, καί τό γεγονός δτι άπουσιάζουν σ’ δλη τή γραμμή βασικά βιβλία ύποδομής καί αναφοράς, πού θά έδιναν στό μέσο μορφωμένο έστω αναγνώστη έναν κάποιο μίτο τής ’Αριάδνης μέσα από τόν έκδοτικό κυκεώνα, καί ιδιαίτερα τίς συγχύσεις πού προκαλοΰσαν ιδέες καί αναλύσεις ένός επι πέδου πού γιά πρώτη φορά προσφερόταν στήν Ελλάδα. Στοιχεία απογοήτευσης καί κόπωσης, έπομένως, σέ συνδυασμό μέ μιά τάση πολιτικο-ιδεολογικής «ρετσετολογίας» καί συνθηματολογίας, πού χαρακτηρίζει
συνήθως τά κόμματα, τά όποια διευκολύ νουν καί ύποδαυλίζουν μέ τόν τρόπο αυτό τήν παραδοσιακά θεμελιωμένη πνευματική οκνηρία τοΰ μέσου μορφωμένου 'Έλληνα, εμπόδισαν τό περιστασιακό αυτό εύρύτερο κοινό νά διαμορφωθεί σέ σταθερό άναγνωστικό κοινό τοΰ βιβλίου κοινωνικού προβλη ματισμού, ώστε νά δημιουργηθοΰν προϋπο θέσεις γιά παραπέρα αναπαραγωγή καί δι εύρυνσή του. Είναι φανερό δτι μέ τούς δρους αύτούς λειτούργησαν μηχανισμοί «κορε σμού» τής οπωσδήποτε περιορισμένης αγο ράς πολιτικού βιβλίου ποιότητας καί δτι ή μερίδα τοΰ περιστασιακοΰ αύτοΰ άναγνωστικοΰ κοινού, πού «περισώθηκε» καί δέν έπαψε εντελώς νά διαβάζει, στρέφεται πρός αναζητήσεις υποκειμενικού χαρακτήρα, πού ικανοποιούνται μέ τό λογοτεχνικό καί τό ψυχολογικό βιβλίο, τό όποιο ακριβώς γι’ αύτό σημειώνει άνοδο. Δέν υπάρχει άμφιβολία δτι τό κενό πού δημιουργείται δέν μπορεί νά καλυφθεί άπό τήν αναγνωστική «έλίτ», ή όποια άλλωστε συναπαρτίζεται άπό κατηγορίες άναγνωστών πού μοιράζονται σέ δλα τά είδη τοΰ βιβλίου ποιότητας. Ποιά θά μπορούσε νά είναι ή θεραπεία; Σαφώς, μεγαλύτερη έκλεκτικότητα καί συ στηματικότητα στή δραστηριότητα τών εκ δοτικών οίκων, ή όποια δμως δέν θά οδηγή σει σέ αξιόλογους καρπούς άν τά προοδευτι κά πολιτικά κόμματα δέν άφήσουν ελεύθερο τό διάλογο καί τή σκέψη, ώστε νά ύπάρξει αδέσμευτος προβληματισμός, πού μόνο τό βιβλίο καί τό περιοδικό επιπέδου καί δχι τό κομματικό έντυπο μπορεί νά ικανοποιήσουν. Ή πανεπιστημιακή διδασκαλία έξάλλου, ακόμα καί στίς κοινωνικές έπιστήμες, είναι κατά κανόνα ακαδημαϊκή καί δέν δίνει παρά έλάχιστα ερεθίσματα, γεγονός τό όποιο δέν μπορεί ν’ αγνοηθεί στήν εκτίμηση τής κατά στασης. Σέ κάθε περίπτωση ή προσωπική μου έκτίμηση-θέλω νά πιστεύω ρεαλιστική καί δχι έκφραση απαισιοδοξίας— είναι δτι ή κρίση τοΰ πολιτικού βιβλίου θά βαθύνει ακόμα περισσότερο καί θά είναι μακρόχρο νη. ’Ακριβώς γι’ αύτό, πιστεύω δτι οί σοβα ροί εκδοτικοί οίκοι θά πρέπει νά «περά σουν» τόν κοινωνικό προβληματισμό καί μέσα άπό τήν έκδοση τού λογοτεχνικού έκείνου βιβλίου ποιότητας πού βάζει κοινωνικοπολιτικά έρωτήματα καί δέν θά εξαντλείται σέ όμφαλοσκοπικές αύτοερωτικές «άναζητήσεις».
Π αναγιώτης Χρ. Νοΰτσος
’Από την ιστορία τής κριτικής Στην έποχή μας ή τεχνολογική πρόοδος δεν Αχρήστεψε τό βιβλίο, άλλά συνέτεινε στήν πολλαπλή βελτίωσή του. Βέβαια, μέ τήν καθιέρωση τοΰ αυτοματισμοί στή συλλογή, τήν επεξεργασία καί τή διάδοση των «πληροφοριών» πρόβαλε καί τό έρώτημα γιά τόν ενδεχόμενο τερματισμό τής ιστορικής αποστολής τοΰ έντυπου λόγου.1 Στή χαρακτηριστική προτίμηση τοΰ «τεχνοπολιτικοΰ λόγου»2 —άν ονομά σουμε έτσι τό είδος τής έπικοινωνίας που χρησιμοποιεί σήμερα ή τεχνοκρατική κοινωνία— νά «μιλάει» μέ εικόνες, ένυπάρχει ή πρόθεσή του ν’ άποδεσμευθεϊ άπό τή γραπτή του παρουσίαση (τουλάχιστον μέ τή γνωστή παραδοσιακή του λει τουργία). Ή έννοιολογική σκέψη, δπως παρατηρού σε ό κριτικός τοΰ «μονοδιάστατου ανθρώ που»,3 υπήρξε ή δυνατότητα καί ή δύναμη τοΰ γραπτοΰ λόγου, ένώ ή «γλωσσική» συμ περιφορά των «mass-media» καλλιεργεί μέ τήν αμεσότητα των εικόνων ένα άντικριτικό καί άντιδιαλεκτικό κλίμα στίς άνθρώπινες σχέσεις. Βέβαια ό Marcuse θεωρεί υπεύθυνη γι’ αυτή τήν παρεκτροπή τήν ανεξέλεγκτη πορεία τής τεχνικής, χωρίς νά εξηγεί μέ ποιόν τρόπο τήν εκμεταλλεύονται οί κατε στημένες κοινωνικές δυνάμεις καί τή μετα τρέπουν σέ δργανο γιά τήν κοινωνικοπολιτική τους έπιβολή. 'Η άπόπειρα νά «ξορκίσου με» τόν τεχνικό πολιτισμό, γιά νά σταματή σει έτσι τήν αύτόνομη έξέλιξή του, παραγνω ρίζει τό γεγονός πώς τό γιγαντισμό των παραγωγικών μέσων επικαλούνται έκείνοι πού άρνοΰνται νά συζητήσουν τή φυσιολογι κή τους διαδοχή καί ένοχοποιοΰν τήν τεχνι κή πού άδιάκοπα δέν τούς ύπακούει. Ή μηχανή δέν κάνει τοΰ κεφαλιού της, άλλά τή χρησιμοποιούν αυθαίρετα δσοι τήν έλέγΤΗταν δμως αυτονόητη αύτή ή διαπίστω ση, δταν στό χώρο τής δυτικής Ευρώπης ή εμφάνιση νέων παραγωγικών δυνάμεων προοιώνιζε τήν επικράτηση τής αστικής τά ξης; Ειδικότερα, ή εφεύρεση τής τυπογραφί 30
ας μέ ποιόν τρόπο κατανοήθηκε στή συμβο λή της γιά τή διαμόρφωση τών νέων κοινωνι κών συνθηκών; Στόχος αυτής τής έργασίας είναι νά παρουσιάσει τόν αντίκτυπο τής τυπογραφίας στά κύρια σημεία τών θεωρή σεων τοΰ Bacon καί τοΰ Rousseau (ώς ενδει κτικές στιγμές τοΰ προβληματισμού πού κυ οφορήθηκε μέ τήν άλματώδη πρόοδο τοΰ έντυπου λόγου). •
Ό Francis Bacon (1561-1626) εκπροσω πεί μιά μεταβατική κατάσταση τής ’Αγγλίας πού οί ιστορικοί τή συνδέουν μέ τήν «κρίση τής αριστοκρατίας».4 Μέ τή διακυβέρνηση τών Tudors είχαν τεθεί κιόλας οί βάσεις γιά τήν εμφάνιση τών πρώιμων αστικών σχέσεων τής παραγωγής: στό έσωτερικό μέ τίς Ανα γκαστικές «περιφράξεις» (πού οδήγησαν στή μαζική παραγωγή τοΰ μαλλιού) καί στό εξωτερικό μέ τή μεγιστοποίηση τοΰ υπερ πόντιου εμπορίου (μετά τήν καταστροφή τής «άνίκητης» ισπανικής αρμάδας τό 1588 αρ χίζει ή θαλασσοκρατορία τής «άπιστης Ά λ βιώνας»). Ό λόρδος τοΰ Verulam, ΰστερα άπό μιά άτυχη στιγμή τής πολιτικής του σταδιοδρομίας, Απομονώθηκε στά κτήματά του γιά ν’ αφιερωθεί στή συγγραφή. Σύμφω να, δμως, μέ τό σύγχρονό του άνατόμο W. Harvey εξακολουθούσε νά γράφει τά φιλο-
τού έντυπου λόγου σοφικά του έργα σάν «Lord Chancelor».5 Τό 1620 δημοσιεύτηκε τό «Νέο όργανό» πού προτείνει τήν καθιέρωση τής επαγωγι κής μεθοδολογίας στίς φυσικές επιστήμες, άφοΰ ή αριστοτελική «απαγωγή» (μέ τίς μεσαιωνικές της παραποιήσεις) είχε καρπο φορήσει μόνο αρνητικά. Ή εμπειρική παρα τήρηση καί τό πείραμα μπορεί νά έπαληθεύσουν τήν επιστημονική θεωρία καί νά τή μετασχηματίσουν σέ πράξη. Μέ τήν τελευ ταία — καί οχι μέ τή σχολαστική κενολογία — θά οίκοδομηθεϊ τό «imperium hominis».6 Στά χρόνια τού Bacon είχαν κιόλας κωδικοποιηθεϊ οί καινούριες τεχνικές επιτεύξεις, άφοΰ ή τεχνολογική πρόοδος θεωρήθηκε μιά άπό τίς βασικότερες κατακτήσεις τής νεόδ μητης άστικής κοινωνίας. Έ τσι ό Le Roy επισημαίνει πώς ήρθαν στό φώς «νέες θ ά λασσες, νέες χώρες, νέοι τρόποι των άνθρώπων, ήθη, νόμοι, συνήθειες, νέες εφευρέσεις, δπως είναι ή τυπογραφία, τό κανόνι καί ή πυξίδα».7 Ό Bacon συνυπογράφει αύτό τόν κατάλογο τού γάλλου ιστορικού καί προσθέ τει πώς ή τριάδα τών έφευρέσεων «άλλαξε τή μορφή τών πραγμάτων καί τήν κατάσταση τού κόσμου».8 Ή «ars imprimendi», ειδικό τερα, είχε τήν καθοριστική της επίδραση στό χώρο τών γραμμάτων. Ό άγγλος φιλόσοφος δέν παραλείπει νά σταθμίσει τίς επαναστα τικές συνέπειες πού είχε γιά τή δική του καί γιά τήν κατοπινή εποχή ή τυπογραφία, άν συνυπολογίσουμε έδώ ορισμένες κεντρικές του άπόψεις. Τή δυνατότητα νά γράφουν ολοι καί νά ελέγχουν ένα τυπωμένο κείμενο —πού ξε φεύγει πιά άπό ένα περιορισμένο κύκλο άγοραστών καί μελετητών, δπως συνέβαινε μέ τά λίγα καί άκριβοπληρωμένα χειρόγρα φα τών μοναστηριών καί τών παλατιών— τή μεταφράζει ό συγγραφέας τού «Νέου οργά νου» σέ χτύπημα έναντίον τής αυθεντίας. Ή
«auctoritas», μέ τήν υπέρμετρη «λατρεία τής άρχαιότητας»,9 ευδοκιμούσε καί στά χρόνια τού Bacon μέ τή μορφή τού άριστοτελικοΰ σχολαστικισμού. Γιά τόν ιδρυτή τού Λυκεί ου, τό «δικτάτορα τών σχολαστικών»,10 θά γράψει πώς «εξουσιάζει μέ οθωμανικό τρό πο»,11 δίνοντας έτσι τήν ευκαιρία στό Γαλι λαίο νά συμπληρώσει πώς κι ό «’Αριστοτέ λης ήταν ένας άνθρωπος πού έβλεπε μέ τά μάτια, άκουγε μέ τ’ αυτιά καί σκεφτόταν μέ τό μυαλό».12 Τό κοινό συμπέρασμα τού άγγλου φιλόσοφου καί τού ίταλού επιστήμονα υπήρξε ή ριζοσπαστική πρόταση πώς ή «άλήθεια είναι κόρη τού χρόνου».13 ’Επίσης τήν άποφασιστική σημασία τής μαζικής παραγωγής τού έντυπου λόγου προύποθέτει ή πασίγνωστη βακωνική εξίσω ση τής «γνώσης» μέ τή «δύναμη».14 Ό σ ο περισσότερο ό άνθρωπος γνωρίζει, τόσο περισσότερο οί δυνάμεις του πολλαπλασιάζονται καί βελτιώνονται. ’Ιδιαίτερα τό «βι βλίο τής φύσης»15 παραμένει άνοιχτό περιμένοντας έκείνους πού ξέρουν νά τό μελετή σουν. Βέβαια, ή ελευθερία τής έρευνας (καί συνακόλουθα τής γραπτής άνακοίνωσης τών πορισμάτων της) άποτελεϊ τό θεμέλιο τής ευγονίας της: μόνο έτσι ή επιστήμη άπό νοητική κατασκευή γίνεται άποδοτική πρά ξη καί δημόσιο άγαθό. "Ετσι ό Bacon συνη γορεί γιά τή «διπλή άλήθεια»,16 γιά τήν αυτονόμηση δηλαδή τού φιλοσοφικού καί τού έπιστημονικού λόγου άπό τήν κηδεμονία τής θρησκευτικής πίστης (πού στίς καθολι κές χώρες τής Ευρώπης μέ τόν «Index» τών άπαγορευμένων βιβλίων επιχείρησε νά τιθασεύσει τήν κυκλοφορία τών άνατρεπτικών ιδεών). Βέβαια, ό λόρδος τού Verulam μέ τήν κριτική τών «ειδώλων»17 θέλησε ν’ αποσα φηνίσει τίς αιτίες πού θολώνουν τό άνθρώπινο πνεύμα καί εμποδίζουν τήν ορθότητα 31
Φράνσίς Μπέικον
της επιστημονικής γνώσης. Δεν είχε τήν πρόθεση νά συγκροτήσει μιά «κριτική τής ιδεολογίας» (Ideologiekritik) πού θά μελε τούσε τήν κοινωνική καταγωγή καί άποστολή των γνώσεων πού άποκτάει ό άνθρωπος. Γι’ αυτό άποφαίνεται πώς «μόνο στό χώρο τής γνώσης ύπάρχει ή αληθινή δημοκρατί α»,18 χωρίς δηλαδή νά διαβλέπει τή δημιουρ γική επίδραση των ιδεών στό σχηματισμό μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μ’ αυτό τό πρίσμα ερμηνεύεται ίσως καί ή πίστη τού Bacon πώς ή λατινική είναι «καθολική γλώσσα» πού θά «διαρκοΰσε δσο υπάρχουν βιβλία».19 Ή αριστοκρατική αύτή έπιμονή σ’ ένα αμίλητο γραφειοκρατικό γλωσσικό όρ γανό παραγνώριζε τή θετική συμβολή τής τυπογραφίας στήν καλλιέργεια τών εθνικών γλωσσών καί στήν επανατοποθέτηση, μέ βά ση τά νέα δεδομένα, τού προβλήματος τής παγκόσμιας πνευματικής επικοινωνίας. • Ό Jean-Jacques Rousseau (1712-1778) συμμετέχει στίς διεργασίες τού Διαφωτι σμού, άν καί τόν διακρίνει μιά έκκεντρικότητα στή συμπεριφορά καί τή σκέψη. Ό ίδιος έλεγε πώς είναι «μοναχικός»20 άναζητητής τής αλήθειας, μετά τήν άνοιχτή σύγ κρουση μέ τούς «Εγκυκλοπαιδιστές»21 πού 32
χρησιμοποιούν, δπως νόμιζε, μιά προκρούστεια τακτική στήν προσπάθειά τους νά συμβιβάσουν τά πάντα μέ τήν a priori σύλλη ψη τών φιλοσοφικών τους συστημάτων. Σ’ αντίθεση μέ τούς «εχθρούς τής κοινής γνώ μης»,22 πού κυνηγούν κάθε μορφή νεωτερι σμού, δήλωνε πώς είναι «απλός άνθρωπος, φίλος τής αλήθειας, αμερόληπτος καί χωρίς σύστημα».23 'Η ρουσωική «Πραγματεία γιά τίς έπιστήμες καί τίς τέχνες» έπεσε βαρύγδουπα στίς συζητήσεις τών παρισινών διανοουμέ νων, πού άντέδρασαν μέ έπικριτικές έπιστολές στό μηνιάτικο «Mercure de France». Στό βραβευμένο έργο από τήν ’Ακαδημία τής Dijon (στόν ετήσιο διαγωνισμό της μέ θέμα: «Ή ανακαίνιση τών επιστημών καί τών τε χνών έχει συντελέσει στόν εξαγνισμό τών ήθών;») ό γαλλόφωνος συγγραφέας αντιμε τωπίζει εντελώς αρνητικά τήν επίδραση τής έπιστήμης καί τής τεχνικής στήν ηθική βελτί ωση τών ανθρώπων. “Ισως μ’ αύτή τήν άπο ψη νά μήν καταδίκαζε τό μέλλον τών παρα γωγικών μέσων, δπως τήν ερμήνευσαν οί συντηρητικοί κύκλοι τής Παλινόρθωσης, άλ λα τίς παραδοσιακές δυνάμεις πού τίς έκμεταλλεύτηκαν, μέ αποτέλεσμα νά μήν αποδώ σουν ακόμη τίς άναμενόμενες κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις. Τό πρότυπο τού Rousseau φαίνεται πώς ήταν οί «Περσικές επιστολές» (1721) τού Montesquieu, πού τόν θεωρούσε «έξοχο» καί «μοναδικό»,24 καί ιδιαίτερα οί θέσεις τού «Rhedi» γιά τήν καλλιέργεια τών επιστημών καί τών τεχνών στήν Εύρώπη. Σ’ ένα του γράμμα άρχίζει μέ τήν έξιχνίαση τού κατα στρεπτικού τους ρόλου καί συνεχίζει μέ τήν υπόμνηση πώς ή έφεύρεση τού κανονιού «άφαίρεσε τήν ελευθερία άπό τούς εύρωπαϊκούς λαούς· γιατί οί ηγεμόνες τους (...) συντηρούν πολυάριθμο τακτικό στρατό γιά νά καταπιέζουν τούς υπηκόους τους».25 Τήν ύποψία του γιά τίς επικίνδυνες προοπτικές τού εφευρετικού πνεύματος («Πάντα τρέμω μήπως τελικά έρθει στό φώς κανένα φοβερό όπλο μέ τό όποιο θά χάνονται οί άνθρωποι καί θά σβήνονται οί λαοί»)26 διαδέχεται ή αναφορά στά «παιδιά τού Μωάμεθ» πού μάς «ξαναθυμίζουν κάθε φορά τήν άπλότητα τού παλιού καιρού καί τή γαλήνη πού βασίλευε στήν καρδιά τών προγόνων μας».27 Ό Rousseau συχνά καταφεύγει στήν ιστο ρία —άσχετα άν, μερικές φορές, τήν παραμορφώνει— γιά νά ύποστηρίξει μιά παρόμοια αντίληψη. Γι’ αύτόν ό Προμηθέας είναι ό «εχθρός τής ήσυχίας τών άνθρώ-
πων»,28 άφοΰ έδωσε στους θνητούς τά μέσα γιά την καταστροφή τους. ’Έτσι εύχεται: «Παντοδύναμε Θεέ, λύτρωσέ μας άπό τό φως καί τίς ολέθριες τέχνες των πατέρων μας καί φέρε μας τήν άγνοια, την αθωότητα καί τή φτώχεια».29 Ειδικά γιά τήν τυπογραφία, μέ μιά σωκρατική αντιπάθεια πρός τό γρα πτό λόγο, έχει τή γνώμη πώς είναι υπεύθυνη γιά τίς «φοβερές αναταραχές», πού συγκλό νισαν τόν κόσμο, ύποδείχνοντας πώς θά πρέπει νά άπαγορευθεΐ αύτή ή «φοβερή τέχνη».30 Ό ίδιος δμως εξακολουθούσε νά γράφει καί νά τυπώνει τά βιβλία του, μέ κίνδυνο μάλιστα τής ζωής του, δπως συνέβη μέ τήν καταδίκη τού «Αιμίλιου» άπό τό γαλλικό κοινοβούλιο.31 Ό πρωταγωνιστής των παιδαγωγικών του ιδεών μαθαίνει δ,τι τού προσφέρουν τά ίδια τά πράγματα καί δχι δ,τι διαβάζει στά βιβλία, πού αποτελούν «τά όργανα τής δυστυχίας τών παιδιών».32 Οί πραγματικές καταστάσεις τής ζωής μπο ρούν νά επιταχύνουν τήν εξέλιξη τής συνεί δησης, πού μιλάει τή γλώσσα τών «αιώνιων νόμων»,33 καί δχι τά άψυχα κείμενα πού «διαιωνίζουν τίς επικίνδυνες φαντασιώσεις τού Hobbes καί τού Spinoza»34 (πού οί νομικές τους θεωρήσεις δικαιώνουν τελικά τήν απολυταρχία). Τί σήμαινε δμως ή ρουσωική πρόταση γιά τό ξαναγύρισμα στή φύση; Ή ταν ή αφελής πίστη ένός ρομαντικού πού ήθελε νά ξανα ζήσει τή φυσική άπλότητα: 'Όπως εξηγούσε ό Rousseau στό τέλος τής ζωής του, «συγκρίνοντας τό συμβατικό μέ τό φυσικό άνθρωπο, έδειξα πώς ή πραγματική πηγή τής άθλιότητας βρίσκεται στήν υποθετική τελειοποίηση τού πρώτου».35 Ό «φυσικός άνθρωπος» αποτελούσε τήν πρόκληση γιά νά συνειδητο ποιήσει ή εποχή τού Διαφωτισμού πώς δέν ήταν καθόλου φυσική, πώς ικανοποιούσε ελάχιστα τίς ανάγκες τού πραγματικού άνθρώπου. Ό Rousseau, σ’ αύτό τό σημείο, διέκρινε πού μπορούσε νά όδηγήσει ή γνώ ση) δταν ύπηρετεϊ τυφλά τή δύναμη, δταν οί διανοούμενοι γίνονται υποχείρια τής κρατι κής έξουσίας. Λεν είναι παράξενο, τόνιζε, πού ό «πρίγκιπας τής ευφράδειας έγινε ύπα τος τής Ρώμης» (Cicero) καί ό «μεγαλύτερος φιλόσοφος πρωθυπουργός τής ’Αγγλίας»36 (Bacon).
Ή συμβολή τού συγγραφέα τού «Κοινω νικού συμβολαίου» στήν ιδεολογική προ ετοιμασία τής γαλλικής επανάστασης
είναι αναντίρρητη. Πρόλαβε μάλιστα νά πληροφορηθεΐ τήν αμερικανική διακήρυξη τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου (Virginia, 1766), πού μέ ξεχωριστό άρθρο έκανε άποδεκτό πώς «ή ελευθερία τού τύπου είναι μιά άπό τίς μεγαλύτερες λεωφόρους τής ελευθε ρίας καί δέν περιορίζεται παρά μόνο άπό δεσποτική κυβέρνηση».37 Μιά τέτοια περί πτωση υπήρξε γιά πολλούς ή αυταρχική διακυβέρνηση τού Ναπολέοντα, δταν π.χ. τά ’βάζε μέ τούς «ίδεολόγους» γιατί μεταχειρί ζονταν «μιά σκοτεινή μεταφυσική» καί δχι «τή γνώση τής άνθρώπινης καρδιάς» καί τά «μαθήματα τής ιστορίας».38 Ό στρατηλάτης τών επαναστατικών ιδεών στήν Ευρώπη είχε παρατηρήσει, μέ άλλη άφορμή, πώς τά «κα νόνια γκρέμισαν τή φεουδαρχία, τό μελάνι θά διαλύσει τή σύγχρονη κοινωνία».39 Λίγο νωρίτερα, ό Condorcet, πού συμμε τείχε στήν κατάληψη τής Βαστίλλης καί στή νομοθετική κατοχύρωση τών άστικών σχέσε ων τής συμπεριφοράς τών ελεύθερων γάλλων πολιτών, θεώρησε τήν τυπογραφία ξε χωριστό γεγονός πού σημαδεύει τό τέλος τής έβδομης καί τήν έναρξη τής δγδοης εποχής (τήν ’Αναγέννηση, σύμφωνα μέ τό γενικό πίνακα τών δέκα σταδίων πού διανύει ή παγκόσμια ιστορία).40 Ό έντυπος λόγος μπορεί νά «χύσει ένα άδέσμευτο καί καθαρό φώς»41 σ’ δλα τά γεγονότα τής φυσικής καί τής ιστορικής πραγματικότητας. ’Αναμφίβο λα, στόν «αιώνα τών φώτων», μέ κεντρική άπαίτηση τό «sapere aude», ή άποστολή τών
διανοουμένων καί των γραπτών φορέων των ιδεών τους γνώρισε μιά εξαιρετική τιμή. Τόσο που ό Hegel εφτασε στό σημείο νά γράψει πώς «τώρα ήρθε ή στιγμή πού ό
άνθρωπος αναγνωρίζει δτι ή νόηση πρέπει νά κυβερνάει τόν πνευματικό κόσμο. “Ηταν μιά λαμπρή άνατολή του ήλιου».42
Σημειώσεις: 1. Δές τις έργασίες τον συλλογικού τόμον: Am Ende des Buchzeitalters? (έκδ. W. Adrian, Trier 1968). 2. Πρβ. Παν. X. Νούτσου, Ή γλωσσική δοκιμασία της Δύσης (Γιάννινα 1973), σ. 9-11. 3. Η. Marcuse. Der eindimensionale Mensch (1964. μτφρ. A. Schmidt. Neuwied-Berlin 19686). σ. 114, 4. Δές L. Stones, The Crisis of the Aristocracy, 15881641 (Oxford 1965), o. 746 κκ. 5. Παράθεμα τού 5. Aubrey, «Brief Lives», Between the Years 1669 and 1696, τ. I. (έκδ. A. Clark, Oxford 1968), σ. 299. 6. Bacon, Novum Organum (1620), 1. I, aph. CXXIX, The Works, έκδ. J. Spedding κ.ά., τ. I (London 1858), σ. 222. 7. L. Le Roy, De la Vicissitude ou Variete des Choses en V Univers (Paris 1577), σ. 98/99. Πρβ. J. Bodin, Methodus ad facilem historiarum cognitionem (1566, Aalen 1967: 1650), σ. 322/23. 8. Bacon (1620), 1. I, aph. CXXIX (σ. 222). 9. Bacon (1620), 1. I. aph. LXXXIV (σ. 190). 10. Bacon (1620), 1. I, aph. LX III (σ. 174). 11. Bacon, De dignitate et augmentis scientiarum (1623), 1. Ill, c. IV, Works, τ. I, o. 563. 12. II Saggiatore (1623), Opere (έκδ. A. Favaro), τ. VI (Firenze 1894), σ. 538. 13. Bacon (1620), 1. I, aph. LXXXIV (σ. 191) και Galilei, II Saggiatore, σ. 44. 14. Bacon (1620), 1. I, aph. I l l (σ. 157). 15. Bacon (1620), Αφιέρ. (σ. 123). 16. Bacon (1620), 1. I. aph. CXXIX (σ. 223). 17. Bacon (1620), 1.1, aph. XXXIV (σ. 163 κκ.). 18. Bacon, Valerius Terminus (1603), Works, τ. Ill, σ. 227. 19. Bacon, Essays, Epistle Dedicatory (1625), Works, τ .VI, σ. 373. 20. Rousseau, Emile (1762), OEuvres completes (έκδ. B'. Gagnebin - M. Raymond), τ. IV (Paris 1969), o. 348.
21. Rousseau, Discours sur les sciences et les arts (1750), OEuvres, τ. I l l (1964), σ. 5, τοΰ ίδιου, tmile, σ. 530, 568, τοΰ ίδιου, Confessions (1770), OEuvres, τ. I (1959), σ. 435 κκ. 22. Rousseau, Discours, σ. 19. Πρβ. τοΰ ίδιου, Nouvelle Heloise (1761), OEuvres, τ. II (1964), σ. 692. 23. Rousseau, JSmile, σ. 348 καί 264, 526. 24. Rousseau, fimile, σ. 850/51 καί 836· πρβ. τοΰ ίδιου, Discours sur Τ inegalite (1754), τ. Ill, σ. 182. 25. Montesquieu, Lettres persanes (1721), OEuvres com pletes (έκδ. R. Caillois), τ. I (Paris 1949), σ. 286. Πρβ. τοΰ ίδιου, Mes Pensees, OEuvres, τ. I, σ. 1206/7, 1342. 26. Lettres persanes, σ. 287. 27. Lettres persanes, σ. 287. 28. Rousseau, Discours, σ. 17. 29. Rousseau, Discours, o. 28. 30. Rousseau, Discours, σ. 28 (σημ.). 31. Πρβ. Rousseau, Lettres a Chr. De Beaumont (1762), OEuvres, τ. IV, σ. 929. 32. Rousseau, JSmile, o. 357. 33. Rouseau, tmile, σ. 857. 34. Rousseau, Discours, a. 28. 35. Rousseau, Confessions, a. 388. 36. Rousseau, Discours, a. 29. 37. Παράθεμα τού Σ. Πεπονή, Ή μεγάλη έπικοινωνία (Αθήνα 1974), σ. 28. 38. Παράθεμα τον Η. Barth, Wahrheit und Ideologic (1945, Frankfurt a. M. 1974), σ. 27, 292. 39. Napoleon, Pensees (Paris 1913), σ. 43. gres de Γ esprit humain (1793, έκδ. O.H. Prior—Y. Belaval, Paris 1970), σ. 104 κκ., 116 κκ. 41. Condorcet, Esquisse, σ. 119. 42. Hegel, Vorlesungen iiber die Philosophic der Geschichte (1822), Samtliche Werke (έκδ. H. Glockner), τ. 11 (Stuttgart 1949), σ. 558.
πολιορκία τεύ χ ο ς 7 σ υ νερ γά ζο ν τα ι Γ. Βαρβέρης, Β. Βασιλικός, Δ. Δούκαρης, Γ.Κ. Καραβασίλης, Φ. Κονδύλης, Γ. Μαρκόπουλος, Δ. Νόλλας, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Λ. ΧατζοπούλουΚαραβία, Ά ρ . Χιόνης κ.ά.
Ε κδόσ εις
σίσυφος Χαριλάου Τρικούπη 60 τηλ. 3636248 Κυκλοφορεί:
Ιράν: ο αδύνατος κρ ίκο ς Μέσα στο μήνα:
Γένια του ’70
Κ οινωνική, ιστορική και πολίτικη ανά λυση, γραμμένη απο την ομάδα «Behrang» (ομάδα Ιρανων και Γάλλων αγωνιστών), δίνει τις βαθύτερες αιτίες της επαναστατικής διαδικασίας του 1978-79, καταγράφει τα γεγονότα, σκιαγραφεί τις σημερινές αντιθέσεις.
α
. τόμος: Π ο ίη σ η
Β. τόμος: Π εζός λόγος Κριτική αποτίμηση —ανθολό γηση
Γιώ ρ γο ς Π α να γιώ το υ Ετοιμάζονται:
α) Agnes Heller: Έ νστικτο, επιθετικότητα και χαρα κτήρας. Εισαγωγή σε μια κοινωνι κή, μαρξιστική ανθρωπολογία. β) Benjamin Coriat: Το Εργαστήρι και ο Χρονομέτρης. Μελέτη πάνω στον Φορντισμο, τον Ταιηλορισμο και τη μαζική παραγω γή. 35
Φ ίλιππος Δρακονταειδής
Δύο «διαφορετικοί» ιστορικοί Υ πάρχει μιά κατηγορία ιστορικών ποΰ σωματικά σχεδόν συνδέεται με τόν τόπο πού μελετάει. Θά κατατάσσαμε αυτούς τούς ιστορικούς στό χώρο τών λογίων, γιά τόν πρόσθετο λόγο δτι τά κείμενά τους δεν είναι ιστορικές διατριβές, ξερά μελετήματα, αλλά έχουν μιά λογοτεχνική («ποιητική» σχεδόν) χροιά, αποτέλεσμα παιδείας, δχι συγκεκριμένης μόρφωσης, αλλά γνώσης πού πηγάζει καί συγκροτείται από τό σεβασμό πρός τόν τόπο πού αποτελεί τό αντικείμενο τής έρευνας.
Αυτός ό ίδιος σεβασμός έξαλλου δίνει μιά τιμιότητα στό αποτέλεσμα, δσα μεθοδολογι κά έλαττώματα κι αν βρίσκουν έκεΐνοι ποΰ προσδιορίζουν τό αποτέλεσμα άπό τή μέθο δο. Θά λέγαμε μάλιστα δτι ό επαρκής ανα γνώστης μπορεί νά παραβλέψει αυτά τά έλαττώματα, έπειδή ό ίδιος είναι ικανός νά βγάλει συμπεράσματα, αλλά ταυτόχρονα νά συμπληρώσει, δσα έλλιπή βρίσκει, άπό άλλες εργασίες. Πρόσθετο χαρακτηριστικό αΰτών τών ιστορικών είναι δτι ό τόπος ποΰ ζοϋν καί τό θέμα ποΰ πραγματεύονται γι’ αυτό τόν τόπο σέ συγκεκριμένη ιστορική του περίοδο, απο τελούν παρόν. Μέ άλλα λόγια, τό αντικείμε νο έμφανίζεται σάν σημερινό κι ό χρόνος είναι ένεστώς. Μέσα σέ αυτό τό πλαίσιο, αυτοί οί ιστορικοί γράφουν (καί ζοϋν) σάν νά συμμετέχουν, όπότε δεν είναι σπάνιες οί λυρικές έξάρσεις, άλλά καί τά ξεσπάσματα οργής κι οί δυνατοί χαρακτηρισμοί, ποΰ άμετάκλητα ορίζουν τά πρόσωπα τών δρώ μενων. Μπορεί νά πεϊ κανείς δτι πρόκειται γι’ αφέλεια, αρκεί δμως νά προσθέσει δτι ή αφέλεια αΰτή είναι πηγαία κι ανθρώπινη, άπό την άποψη δτι ό ιστορικός βλέπει πώς τά πράγματα θά μπορούσαν νά είχαν γίνει διαφορετικά καί νά είχαν συνεπώς εύνοϊκή έξέλιξη, άν ό κόκκος τής άμμου στήν ουρή 36
θρα του Καίσαρα, μέ τή μορφή κάποιου προδότη (π.χ. τοΰ Μπαρότση στήν πτώση του Χάνδακα τής Κρήτης) ή μέ τήν παρεμβο λή κάποιας φυσικής καταστροφής (π.χ. ό σεισμός τοΰ 1953 στή Ζάκυνθο), δέν είχαν ανατρέψει τήν κατάσταση. Στήν ουσία, οί ιστορικοί αύτοί είναι άφηγητές, δταν ασχολούνται μέ τά γεγονότα, ή σχολιαστές (μέ τήν έννοια τοΰ compilateur), δταν άσχολοΰνται μέ τίς έξηγήσεις, καί δέν μπορεί κανείς νά τοΰς ζητήσει συνθέσεις καί προεκτάσεις καί συγκρίσεις. Προσφέρουν πηγές, έν αναμονή τοΰ ίστορικοΰ ή τοΰ κοινωνιολόγου, ποΰ θά κάμει τή συνθετική έργασία. Συνήθως οί άνθρωποι αυτοί ζοΰν στήν επαρχία κι είναι ή πολιτιστική άπόδειξη ζωής τής έπαρχίας ή βρίσκονται σέ μιά μεγάλη πόλη (στήν πρωτεύουσα κυρίως), έσωτερικοί μετανάστες, μέ χαίνουσα τήν πληγή τής άγάπης τους γιά τόν μικρό τους τόπο. Καί πρέπει νά σκεφτοΰμε πώς ή ζωή αΰτών τών ανθρώπων αναλώνεται σέ μελέτη κι αναδίφηση, ποΰ συμβάδίζει μέ τή φτώ χεια, τήν έλλειψη αναγνώρισης καί στοιχειώ δους βοήθειας, έτσι ποΰ ρημαγμένοι καί μέ τήν πίκρα τής ματαιότητας τοΰ μόχθου τους απέρχονται άπό τόν μάταιο τοΰτο κόσμο. Τό τραγικό μάλιστα τής ιστορίας είναι δτι τίς περισσότερες φορές ύφίστανται πολιτικές
πιέσεις καί καταδιώξεις, όχι μόνο γιατί τά παρελθόντα κρίνουν καί καταδικάζουν πολ λούς άπό τούς ισχυρούς τής στιγμής, αλλά καί γιατί ή πνευματική τους άκεραιότητα τούς κάνει πολιτικά διαβλητούς. Τό αστείο είναι δτι στίς διώξεις συμμετέχει καμιά φορά κι ή εκκλησία, λές καί δέν βλέπει τό πρόσω πό της. Μόνη πιθανή σωτηρία (πού φτάνει τήν ύστατη στιγμή συνήθως) είναι κάποιος μαικήνας, ιδιώτης ή φωτισμένη δημοτική αρχή, οπότε τά πράγματα μπαλώνονται καί μέ ήσυχη συνείδηση λέμε πώς ε π ι τ έ λ ο υ ς ύπήρξε δ ικ α ίω σ η . ’Αφορμή γι’ αυτές τίς γενικεύσεις (τά παραδείγματα, παλιά καί νέα, βρίθουν γύρω μας), μας έδωσαν δύο «Ιστορικά» βιβλία: τού Νίκου Σταυρινίδη «Ή τελευταία περίο δος τής πολιορκίας τού Μεγάλου Κάστρου» (Ηράκλειο 1979, σ. 154) καί του Ντίνου Κονόμου «Ζάκυνθος, Καστρόλοφος καί Αίγιαλός» (’Αθήνα 1979, σ. 303, πρώτος τόμος μιας σχεδιαζόμενης δωδεκάτομης ιστορίας τής Ζακύνθου). Καί τά δύο αύτά βιβλία εντάσσονται στά δσα γράψαμε πιό πάνω, έπιπλέον δμως κυριαρχούνται άπό πάθος γιά στάθμιση μιας αλήθειας πού πεισματικά ξεφεύγει. Έ τσι, αν δλ’ αύτά δέν έχουν πεί σει, τότε θά λέγαμε πώς αυτό καί μόνο τό πάθος άρκεΐ γιά νά συστήσει κανείς νά διαβαστούν. ’Αποτελούν κι οί συγγραφείς τους στοι χεία έπαλήθευσης δσων είπαμε; Ό Ν. Σταυρινίδης είναι σήμερα 84 χρόνων. Γεννήθηκε τό 1895 σ’ ένα χωριό τού Τσεσμέ καί τό 1930 ήρθε στήν Κρήτη. Πέρ’ άπό τό βιβλίο γιά τήν
πολιορκία τού Μεγάλου Κάστρου (τού Χάν δακα), έχει γράψει τό τρίτομο ιστορικό έργο «Καπετάν Κόρακας» (1971, ’72, ’74) καί πλήθος άρθρα σε περιοδικά τής Κρήτης γιά σημαντικά ιστορικά θέματα. "Ομως τό έργο τής ζωής του είναι ή μετάφραση των τουρκι κών άρχείων τής Κρήτης, πού βρίσκονται στή Βικελαία Βιβλιοθήκη τού Ηρακλείου. Μέχρι σήμερα, έχουν έκδοθεϊ, μέ τήν ουσια στική συμβολή τού Δήμου Ηρακλείου, τρεις τόμοι (1975, ’76, ’78), δπου περιλαμβάνον ται πάνω άπό τρεις χιλιάδες έγγραφα τής περιόδου 1657-1715 καί καλύπτουν τήν κοι νωνική, θρησκευτική καί πολιτική ζωή τού νησιού. Αυτή ή δουλειά κρατάει σαράντα χρόνια, κι ό Ν. Σταυρινίδης συνεχίζει, σ’ ένα δωματιάκι τής Βικελαίας, χωρίς φώς κι άέρα, χωρίς θέρμανση τό χειμώνα, τριγυρισμένος άπό «σκωληκόβρωτα» χαρτιά, πού τίπο τα δέν προστατεύει άπό τή φωτιά ή τήν κλοπή κι δπου ποντικοί καί κατσαρίδες έχουν φτιάξει τίς φωλιές τους. Ό Ν. Σταυρι νίδης δέν έχει βοηθό, ούτε βρίσκεται τουρκολόγος, ώστε νά έξασφαλιστεΐ ή συνέχεια τού μεταφραστικού έργου. Μήπως δμως είναι βέβαιο πώς ό Ντ. Κονόμος θά τελειώσει τή δωδεκάτομη ιστο ρία τής Ζακύνθου; Έ χει περάσει τά εξήντα κι είναι άρρωστος. Ποιος είναι ό Ντ. Κονό μος; "Ισως δέν υπάρχει στόν τόπο μας ιστο ρικός πολυγραφότερος άπό αυτόν. Καί σε δ,τι άφορά τήν ιστορία τής Έπτανήσου γενίτ κά καί τής Ζακύνθου ειδικότερα, δέν υπάρ χει άλλος πού νά έχει προσφέρει περισσότε ρα. Μπορεί ό Δέ Βιάζης ή ό Χιώτης ή ό
Νικόλαος Σταυρινίδης
Ντίνος Κονόμος 37
Ζώης νά έκαμαν τήν άρχή (στον περασμένο αιώνα καί στίς άρχές τοΰ δικοϋ μας), ό Ντ. Κονόμος δμως ξεκαθάρισε, τεκμηρίωσε κι όργάνωσε τό υλικό, προχώρησε μάλιστα σέ κάποιες συνθέσεις. Βέβαια, ή ιστορία τής Επτάνησου δέν έχει άκόμα γραφτεί κι έτσι δέν έχουμε τήν «έπτανησιακή διάσταση» των γεγονότων καί των τάσεων πού εντάσσονται σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο ένετικό κι εύρωπαϊκό, όπότε ή σύγχρονη ιστορία μας θά συμπληρωνόταν οπωσδήποτε καί θά έβρισκε κάποιες άλλες διαστάσεις της καί κάποιες άλλες έξηγήσεις γιά οσα έγιναν καί γίνονται (βλ. σχετικά τό άρθρο τοΰ Γ. Γιαννουλόπουλου στήν έφημερίδα «Τό Βήμα» στίς 15.7.79 μέ τίτλο «Ή ελληνική αυτοκρατορία τής Βρετανίας»). Μέ τόν πρώτο τόμο τής Ιστορί
ας τής Ζακύνθου, ό Ντ. Κονόμος σκοπεύει νά καλύψει μέρος αύτοΰ τοΰ κενοΰ. Καί μεγαλόπρεπα μάλιστα, σ’ ένα είδος δοξαστι κού. Είναι δύσκολο νά φανταστούμε τό σύν ολο, πράγμα πού θά βοηθούσε ν’ άπαντηθούν έρωτηματικά πού ξεπετιοΰνται σ’ έτοΰτο τόν πρώτο τόμο. Δικαιολογημένη λοιπόν ή άνυπομονησία γιά τή συνέχεια. Καί δέν πρέπει νά παραλείψουμε νά ση μειώσουμε (καί γιά τά δύο βιβλία πού άναφέραμε) τή σωστή χρήση τής ζωντανής γλώσ σας, σέ άντίθεση μέ κάτι κατασκευάσματα ειδημόνων πού, ξερά κι άνήλιαγα, δυσκοίλια καί περιπεπλεγμένα, μάλλον άπωθοΰν παρά καλούν.
άπό τίς εκδόσεις ΤΕΚΜΗΡΙΟ ΣΤΕΛΙΟΥ ΦΩΚΟΥ
ΚΩΣΤΑΣ
ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ
εισαγωγή στη ζωή κ α ί τό έργο του
ΚΩΣΤΑ ΠΑΡΟΡΙΤΗ
ΟΙ Δ Υ Ο
ΔΡΟΜΟΙ
μυθιστόρημα
Κεντρική διάθεση: ΤΕΚΜΗΡΙΟ - Ζωοδόχου Πηγής 17 - Τηλ. 6448510
38
..'Ιστορία τή$ μβυσικηβ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΟΙΧΤΗ ΓΩΝΙΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΑΘΗΝΑ: ΠΛΕΘΡΟΝ Ε.Π.Ε. ΤΟΣΙΤΣΑ 1α ΤΗΛ. 8834692
39
Κώστας Γ. Παπαγεωργίου
Σχέδιο γιά μιά εισαγωγή στη μεσοπολεμική πεζογραφία ή
π ώ ς ά ν ο ιξε τό π α ρ ά θ υ ρ ο π ρ ό ς τό Α ιγ α ίο Όποιαδήποτε απόπειρα νά μιλήσει κανείς γιά συγγραφείς όπως ό Στρατής Μυριβήλης, ό Ή λίας Βενέζης καί ό Στρατής Δούκας, χωρίς προηγουμένως νά έπιχειρηθεΐ μιά ιστορική αναδρομή σε κάπου τέσσερις δεκαετίες πρίν απ’ αυτή πού οί παραπάνω συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν, θά έμοιαζε μέ μιά έπικίνδυνη καί, τό σπουδαιότερο, άσκοπη άκροβασία. Ή ιστορική αυτή αναδρομή απαιτεί τήν κατάστρωση ένός χρονοδιαγράμματος, μέσα στά πλαίσια τοϋ όποιου πρέπει νά εντοπι στούν τά χρονικά σημεία πού θά υποδηλώ νουν τό καθένα τό άντίστοιχό του γεγονός ή τήν κατάσταση πού ύπήρξε καθοριστική στή ' Τό κείμενο αυτή άποτελεί σχέδιο εισαγωγής αέ μιά σειρά ραδιοφωνικών έκπομπών πού άκούστηκαν στή σειρά «Μορφές καί τάσεις στή σύγχρονη έλληνική πεζο γραφία» τον Α ' προγράμματος τής ΕΡΤ (καλοκαίρι φδινόπωρο ’78), καί πού είχαν σάν κύριο δέμα τό έργο των Στρατή Μυριβήλη, Ήλία Βενέζη, Στρατή Δούκα καί Φώτη Κόντογλου. Οί πολλές κοινοτοπίες πού όπωσδήποτε τό χαραχτηρίζουν — άκόμη καί μετά τήν έπεξεργασία πού νπέστη γιά νά δημοσιευτεί έδώ — άς άποδοδοϋν ατό γεγονός δτι γράφτηκε μέ τήν πρόδεση νά παρακινήσει τό ένδιαφέρον —γύρω Από ζητήματα λογοτεχνίας— ένός Ακροαματικού κοινού, στήν πλειονότητά του άνεπαρκώς ή καί καδόλου πληροφορημένου. 40
διαμόρφωση τού κοινωνικοϊστορικοΰ καί πολιτιστικού χώρου όχι μόνο τής Ελλάδας αλλά καί τού ελληνισμού γενικότερα. Μόνο ένα τέτοιο χρονοδιάγραμμα, πού ή άπαρχή των χρονικών του πλαισίων δέν μπορεί νά οριστεί πιό δώ από τά 1880, θά επιτρέψει νά έχουμε μιά όπωσδήποτε άμυδρή άλλά πάν τως κατατοπιστική εικόνα των διαδικασιών εκείνων πού διαμόρφωσαν τίς εθνικές μας τύχες καί, κατ’ επέκταση, τήν οπτική γωνία άπ’ όπου ή λογοτεχνία θεάται τό αντικείμενό της, άλλά καί τό αντικείμενό της τό ίδιο. • Ή έμμονή όλων σχεδόν τών παρεμφερών, μέ τή δική μας, προσπαθειών στή δεκαετία τού 1880 κρίνεται, προκαταβολικά, εύλογη, δεδομένου ότι κατ’ αυτή συντελέστηκε τό οριακό γιά τά γράμματά μας γεγονός τής
εμφάνισης μιας ολόκληρης γενιάς πού συνύφανε τίς προϋποθέσεις —άν όχι όλες πάντως τίς βασικότερες— γιά την έναρξη της δημι ουργικής φάσης τής νεοελληνικής πεζογρα φίας καί λογοτεχνίας γενικότερα. ’Επικεφαλής αυτής τής γενιάς —του 1880— υπήρξαν τρεις πολύ σημαντικές προσωπικότητες, μέ διαφορετική έκφανση στή δραστηριότητά της ή καθεμιά: ό Νικό λαος Πολίτης, ό Γιάννης Ψυχάρης καί ό Κωστής Παλαμάς. Εύλογα θά μπορούσε νά προβληθεί ότι κανείς από την τριανδρία δέν ανήκει στόν αμιγή χώρο τής πεζογραφίας· ό Πολίτης ύπήρξε ό θεμελιωτής τής λαογραφίας, ό Ψυχάρης γλωσσολόγος —άφοΰ τά πεζά του δέν αξιώθηκαν τελικά νά ένσωματωθοϋν στό σώμα τής πεζογραφίας μας σάν αμιγή πεζο γραφήματα καί θεωρήθηκαν κυρίως σάν πεδία έφαρμογής τών σχετικών μέ τή γλώσσα απόψεων τοΰ δημιουργού τους—, ένώ ό Παλαμάς ήταν ποιητής. Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι καί οί τρεις αυτοί, στά πλαίσια καί στήν έκταση τής δικής του δημιουργικής εμβέλειας ό καθέ νας, συνετέλεσαν στό νά κοιταχθεΐ κατά πρόσωπο ή εθνική αλήθεια καί νά προωθη θεί στό σωστό, κατά τό δυνατό, δρόμο, όσο κι άν έπανειλημμένα αργότερα παλινδρόμη σε στά γνωστά ολέθρια καλούπια της, μέ φυσιολογικό αποκορύφωμα τή Μικρασιατι κή Καταστροφή. Ή ταν πραγματικά ή πρώτη φορά, μετά τό Διονύσιο Σολωμό, πού ζητήματα μικρότε ρου οπωσδήποτε κοινωνικού εκτοπίσματος, όπως λ.χ. τό γλωσσικό, καί στενότερου, του λάχιστον ποσοτικά, ενδιαφέροντος, έπαιρ ναν ή έτειναν νά πάρουν διαστάσεις εθνικών προβλημάτων, στήν έκταση πού συμπλέκον ταν μέ άλλα προβλήματα, κοινωνικοπολιτικά, μετατιθέμενα έτσι σέ χώρους όλοένα ευρύτερου καί ζωτικότερου ενδιαφέροντος. Κι ένώ μέχρι τότε θεωρούντο ξεκομμένα καί άποσπασμένα από τήν προβληματική πού δέσποζε στόν περιβάλλοντα χώρο τους, πα ρουσιάζονται ξαφνικά, παράλληλα μέ ένα πλήθος άλλων συμβάντων, μέ ίστορικοκοινωνική ώς επί τό πλεΐστον βαρύτητα, εισδύ ουν καί κατακορυφώνονται στήν ατομική καί στήν κοινωνική συνείδηση τών περισσό τερων προοδευτικών πνευμάτων τής έποχής.
Γύρω στά 1880 συμβαίνουν πολλές ιστο ρικές, κοινωνικές, συνειδησιακές, συναισθη ματικές καί πολιτιστικές μετατοπίσεις καί μεταπτώσεις. Τό ζήτημα όμως είναι άν καί κατά πόσο αύτές ακριβώς οι μετατοπίσεις καί μεταπτώσεις εισχώρησαν σάν έκμεταλλεύσιμος πυρήνας καί κάτω άπό ποιό πρί σμα αντιμετωπίστηκαν άπό τή χρονικά άντίστοιχα δη μιουργούμενη πεζογραφία- καί άν ναί, τότε πώς μπορεί νά έντοπίσει κανείς αύτή τήν εισχώρηση. Έ χει έπισημανθεΐ ότι άπό τά 1875, μαζί μέ τίς πολύμορφα νέες συνθήκες πού είχαν αρχίσει νά έμφανίζονται στήν ελληνική κοι νωνία καί συνεπώς στή λογοτεχνία, παράλ ληλα άρχισαν νά εισβάλλουν στόν ελληνικό χώρο διάφορες θεωρίες, κοινωνικής κυρίως υφής, πού, όσο κι άν χαραχτηρίζονται σήμε ρα σάν ένας άπλός άπόηχος μιας άσυστηματοποίητης καί σχεδόν τυχαίας εισβολής ιδεο λογικών ρευμάτων καί τάσεων τής Δύσης (ενδεικτικά άναφέρεται ό αγγλικός φαβιανισμός, ό γαλλικός σοσιαλισμός καί ό ιταλικός αναρχισμός), διαμόρφωσαν εντούτοις κά ποιες προϋποθέσεις, άν όχι γιά τίποτ’ άλλο, τουλάχιστο γιά έναν εμβρυώδη έστω κοινω νικό προβληματισμό. Στήν εικοσαετία εξάλλου ανάμεσα 1880 καί 1900 προέκυψαν πολλά ζητήματα καί προβλήματα πού προσφέρονταν γιά βαθιά καί πολυδιάστατα καθοριστική βίωση τών συνειδήσεων, τόσο άπό κοινωνικοϊστορική όσο καί άπό καθαρά πνευματική άποψη. • Στά 1888 έκδίδεται τό «Ταξίδι» τοΰ Ψυχάρη, πού, όσο κι άν δέν θεωρείται σήμερα πιά σάν ένα άμιγές πεζογραφικό δημιούργη μα, τάραξε συθέμελα τή γαλήνη τής ώς τότε ναρκισσευόμενης πεζογραφίας μας, πού άρκεΐτο σέ μιά κατά κόρον έκμετάλλευση μεμο νωμένων ήρωικών περιστατικών τής επανά στασης τοΰ ’21, έμφαντικά επιδιδόμενη στήν ήθογραφία καί στήν άναπαράσταση μιας άπατηλής πραγματικότητας, αύτή τής ζωής τών άπλοπονήρων χωρικών, όπως πολύ χαραχτηριστικά έγραψε ό Παλαμάς. Στά 1896 έκδίδεται ή πρώτη συλλογή μέ νεοελληνικά διηγήματα, μερικά άπό τά όποια ξεφεύγουν έν μέρει άπό τόν άσφυκτικό κλοιό τής μέχρι τότε παγιωμένης σχεδόν στείρας ήθογραφικής καί κατά βάθος ώραιοποιητικής τάσης, πού, πολύ συχνά, έπικά-
λυπτε έναν έντονο μυστικιστικό μεγαλοϊδεα τισμό καί εναν άγονο 8σο καί άνούσιο πα τριωτισμό. Διακρίνονται άρκετά συχνά, έδώ κι έκεΐ, τά σπέρματα μιας κάποιας ρεαλιστι κής πρόθεσης, διαμέσου τών όποιων τό ει δυλλιακό βαυκάλισμα τείνει ν’ άντικατασταθεΐ από τήν έμπρόθετη κάποτε τάση τοΰ συγγραφέα νά φτάσει καί ως αύτήν άκόμη τήν κοινωνική καταγγελία, κάτι ποΰ μόνο διάσπαρτα καί χωρίς συνέχεια είχε έπιτευχθεϊ μέχρι τότε στό «Θάνο Βλέκα» τοΰ Παύλου Καλλιγα, στό «Λουκή Λάρα» τοΰ Δημητρίου Βικέλα, μέ τό Ροΐδη καί ίσως έν μέρει μέ τό Βιζυηνό, πού μέ τή συχνά αύτοβιογραφική γραφή του θά μπορούσε νά θεωρηθεί σάν ό μακρινός πρόγονος τών νεότερων πεζογράφων μας Κώστα Ταχτσή, Γιώργου Ίωάννου καί Τόλη Καζαντζή. Στά 1897 έρχεται ή ταπεινωτική ήττα άπό τούς Τούρκους. Τό γεγονός αύτό, δσο σπα ραχτικά όλέθριο καί άν υπήρξε γιά τή νεότε ρη ιστορική μας πορεία, άποτέλεσε, θά μπο ρούσε νά ισχυριστεί κανείς, τό κύριο έναυσμα γιά μιά έθνική συσπείρωση, άσχετο κάτω άπό τί, καί μιά κοινωνική ανασυγκρό τηση, πού μέ τή σειρά της όδήγησε σέ μιά κατάσταση τέτοια, ώστε νά μπορούμε νά πούμε δτι γύρω στά 1900 υπήρχε μιά κατά κάποιο τρόπο, υποτυπώδης έστω, άστική τάξη. "Ολα τά παραπάνω αναμφίβολα σημαντι κά γεγονότα είναι άλήθεια πώς πολύ λίγο συνέβαλαν, κατά τήν εικοσαετία πού άναφέραμε, στή διαμόρφωση καί έμφάνιση μιας νέας προβληματικής καί ένός νέου έκφραστικοΰ τρόπου στήν πεζογραφία, πού, δσο κι άν άρχίζουν νά διαφαίνονται σ’ αύτήν τά ϊχνη μιας κάποιας κοινωνικότροπης συνειδητοποίησης, σπάνια ωστόσο κατορθώνει νά διασπάσει τά στενά δσο καί συμπαγή δρια τής άφελοΰς ήθογραφίας. • Επιβάλλεται στή συνέχεια νά βρεθεί ποιοι ήταν οί παράγοντες έκεΐνοι πού καθή λωσαν τήν πεζογραφία μας στίς καθαρά ήθογραφικές της ρίζες, πού κατέληξαν νά είναι καί τά δεσμά της· άκόμη: νά χαραχτηριστοΰν αύτοί οί παράγοντες. Ή άπόπειρα νά δοθούν οί άπαντήσεις στά άμέσως παραπάνω έρωτήματα κρίνεται άναγκαία έκτος τών άλλων καί γιά τό λόγο δτι αύτοί άκριβώς οί έρευνητέοι παράγοντες είναι έκεΐνοι πού διαμόρφωσαν τήν άτμόσφαιρα καί τά πλαίσια μέσα στά όποια ύποστασιοποιήθηκε ή συγγραφική ιδιοσυγ κρασία, καθώς καί ή έν γένει ύφή τών 42
κοινωνικών καί προσωπικών προσβάσεων τών συγγραφέων πού άποτελοΰν καί τό άντικείμενο τής έρευνάς μας: τοΰ Μυριβήλη, τοΰ Βενέζη καί τοΰ Δούκα. Ή χρονική έξάλλου περίοδος τούς διαμορφωτικούς παράγοντες τής όποιας θά έπιχειρήσουμε νά έντοπίσουμε καί, κατά τό δυνατό, νά ερμηνεύσουμε, έκτος πού άποτελεϊ τόν ιστορικό, κοινωνικό, θεματογραφικό καί συναισθηματικό χώρο μέσα στόν όποιο κινήθηκαν καί έξέφρασαν οί παραπάνω τρεις συγγραφείς, είναι παράλληλα αύτή ή ίδια πού στά σπλάχνα της πήρε ύπόσταση καί σχήμα ή ύφολογική, θεματολογική καί έκφραστική έν γένει κληρονομιά πού έπί πολλά χρόνια άργότερα θά παρέχει τά έφόδια άλλά καί τήν έπιζήμια συμβολή της μέχρι τούς πεζογράφους πού άποκαλοΰμε τής γε νιάς τοΰ ’30. • Βασικός παράγοντας-συντελεστής τής ήδη όμολογημένης πραγματικότητας είναι αύτός πού κιόλας έπισημάνθηκε σάν όφειλόμενος στό γεγονός δτι γύρω στά 1875 είχαν άρχίσει νά εισβάλλουν στήν Ελλάδα έτοιμα τά προϊόντα τής ευρωπαϊκής σκέψης. Ό λόγος είναι δτι τά προϊόντα αύτά μεταφυτεύθηκαν τελικά σέ ένα έδαφος —τό έλληνικό— πού δέν κάλυπτε ούτε τίς στοι χειωδέστερες προϋποθέσεις γιά μιά έπωφελή καλλιέργειά τους. Καλά καλά δέν είχαν κατανοηθεϊ ούτε κάν οί ιστορικές άνάγκες καί σκοπιμότητες πού γέννησαν αύτά τά προϊόντα, έκφραζόμενες κιόλας άπ’ αύτά. Οί ξένες ιδέες εισβάλλουν στήν Ελλάδα δχι μέ τή μορφή συγκροτημένων ιδεολογικών συστημάτων άλλά σάν άφηρημένα ιδεογράμ ματα, άόριστα σχηματοποιημένα, κάτι πού πρέπει κυρίως ν’ άποδοθεϊ στό δτι άπουσίαζαν όλότελα τά άντίστοιχα αύτών τών ιδεών σημεία έφαρμογής καί βαθύτερου προβλη ματισμού, δεδομένου δτι προϋπέθεταν —οί ιδέες— μιά προχωρημένη κοινωνική, ιστορι κή, πολιτική καί πολιτιστική ζύμωση, πού τή συγκεκριμένη στιγμή άπουσίαζε τελείως άπό τήν Ελλάδα. ’Αποτέλεσμα: Ό λ α τά είσαγόμενα ιδεο γράμματα, άπομονωμένα άπό τή γύρω τους πραγματικότητα, μεταβάλλονταν σέ άπολιθωμένα συστήματα κούφιων έννοιολογικά ιδεών, μή βρίσκοντας πουθενά κανένα ζωτι κό σημείο άναφοράς ή έφαρμογής τους. ’Ακόμη, άσκήθηκε ολέθρια επίδραση, ιδι αίτερα στό έπίπεδο εκείνο πού διαμορφώ νονταν οί άτομικές ή κοινωνικές συνειδή σεις, συντελώντας έτσι στή δημιουργία ένός
κοινωνικού προβληματισμού, όταν αύτός δεν απούσιαζε εντελώς, ξένου πρός τήν έλληνική πραγματικότητα. Είδαλλιώς, όλες οΐ ξένες ιδεολογίες, περνώντας στά στενά —είναι ή αλήθεια— δρια τοΰ νεοελληνικού κράτους, συρρικνώνονταν σέ έναν στείρο έθνικισμό πού συνέθλιβε όποιαδήποτε προσπάθεια γιά κάθε σωστή καί γόνιμη ένέργεια στόν τομέα τής σκέψης, σ’ δλο τό τελευταίο τέταρτο τοΰ περασμένου αιώνα, μέχρι τό 1897. • ’Από τά 1897 ίσαμε τά 1922 τό έθνικιστικό πνεύμα λειτούργησε σάν τό μοναδικό σημείο κοινής άναφοράς καί συσπείρωσης δλων των δυνάμεων, άπό τίς πιό συντηρητι κές ώς τίς πιό προοδευτικές· άπ’ αύτή τήν άποψη θά μπορούσε νά ισχυριστεί κανείς, έστω μέ κάποιες έπιφυλάξεις, δτι ή συμβολή του είχε καί έλάχιστες θετικές αποχρώσεις. Σ’ αυτήν άκριβώς τήν έν μέρει θετική συμβο λή τοΰ εθνικιστικού πνεύματος στή διαδικα σία τοΰ ίστορικοκοινωνικοΰ γίγνεσθαι οφεί λεται καί τό γεγονός πού διαπιστώθηκε ήδη, δτι δηλαδή γύρω στά 1900 έντοπίζεται εύκο λα ή ύπαρξη μιάς νεόκοπης γιά τά εδώ δεδομένα τάξης, της άστικής, μέ τήν έννοια δτι ή τάξη αύτή είχε, στό βαθμό βέβαια πού τής τό έπέτρεπαν οί άντικειμενικές συνθή κες, συνειδητοποιήσει τό ρόλο της τόσο στόν κοινωνικοπολιτικό δσο καί στόν πολιτιστικό τομέα. Ύ π’ αύτές τίς συνθήκες καί αφού προη γουμένως έκπληρώθηκαν κάποιες στοιχειω δώς άπαραίτητες προϋποθέσεις πού λίγο πρίν δέ μπορούσε νά γίνει ούτε λόγος γι’ αύτές, άρχίζει νά δημιουργείται ή άνάγκη νά εκφραστεί αύτή άκριβώς ή νέα πραγματικό τητα μέ τόν άντίστοιχο εκφραστικό της τρό
πο: τήν πεζογραφία καί ειδικότερα τό μυθι στόρημα, τό κατεξοχήν έκφραστικό μέσο μιάς άστικοποιημένης έποχής. Στά 1903 ό Ψυχάρης δήλωνε δτι ένας λαός άρχίζει νά μπαίνει στήν κρίσιμη ώρα τής ιστορίας του άπό τή στιγμή πού αισθάνε ται τήν άνάγκη νά γράψει πεζά. Παράλληλα, μέ τό «Ταξίδι» του, πού έκδόθηκε πέντε χρόνια πρίν, τό 1888, ό δημοτικισμός σάν κίνημα έχει ήδη αρχίσει νά δραστηριοποιεί ται σέ περισσότερο πρακτικούς χώρους. Στά 1905 δημιουργείται ή έταιρεία «’Εθνική Γλώσσα» καί στά 1910 ό «’Εκπαι δευτικός Ό μιλος» καί ή «Φοιτητική Συν τροφιά», πού μέ τό σύνθημα «έθνική γλώσ σα καί έθνική έκπαίδευση» συμμετέχουν ένεργά στήν άναθεωρητική κίνηση τοΰ Βενιζέλου καί συμβάλλουν στή μεταρρύθμιση τοΰ 1917, μέ τήν όποια καθιερώθηκε ή δημοτική γλώσσα στή στοιχειώδη έκπαί δευση. Μόνο έτσι γονιμοποιήθηκε τό έδαφος, ώστε νά μπορέσει νά δημιουργηθεί ό πρώτος ολοκληρωμένος πεζογραφικός κύκλος, ό όποιος άποτέλεσε τήν άπαρχή μιάς συγκρο τημένης πεζογραφικής παράδοσης, δπου εί ναι σήμερα ύποχρεωμένος νά καταφεύγει κανείς, προκειμένου νά τεκμηριώσει ιστορι κά καί θεωρητικά τήν όποιαδήποτε προσπάθειά του νά έρευνήσει τό σώμα τής συγκαιρι νής μας πεζογραφίας. Κύρια πρόσωπα πού μέ τό έργο τους σχημάτισαν τόν κύκλο αύτό τής νεοελληνικής πεζογραφικής μας παρά δοσης ύπήρξαν οί Κονδυλάκης, Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Παπαδιαμάντης, Ξενόπουλος, Χρηστομάνος καί άλλοι. Βέβαια, άν άφαιρέσει κανείς άπό τούς παραπάνω συγγραφείς τούς δύο τελευταίους 43
—Ξενόπουλο καί Χρηστομάνο—, δλοι οί άλλοι, μέ τό μεγαλύτερο τουλάχιστο μέρος τοϋ έργου τους, κινήθηκαν στό χώρο τής ήθογραφίας· εύκολα έντούτοις διακρίνει κανείς δτι έχει άρχίσει νά τούς άπασχολεΐ καί νά τούς προβληματίζει, ποιόν λίγο ποιόν πολύ, ή αίτιακή σχέση πού υπάρχει άνάμεσα στό διαδραματιζόμενο —μέσα στό συγκεκριμένο κάθε φορά έργο τους— συμ βάν καί στό δημιουργημένο στά πλαίσια τής μυθιστορίας τους περιβάλλον, πού, άλλοτε λιγότερο άλλοτε περισσότερο, αντικατόπτρι ζε τη γύρω τους πραγματικότητα. "Οσο δη λαδή κι άν τά θεματικά τους πρότυπα πηγά ζουν στήν πλειονότητά τους ακόμη από τή βαριά κληρονομιά τής ηθογραφικής παρά δοσης, πράγμα πού οπωσδήποτε επενεργεί αρνητικά καί ανασταλτικά στή δημιουργία καί στήν έκφραση ενός άμιγοϋς κοινωνικού προβληματισμού, παρόλ’ αυτά βλέπει κανείς τώρα πιά νά προβάλλεται ένα στοιχείο πού κρίνεται πολύ ούσιαστικό καί πού πρίν δέν ύπήρχε: τό ψυχογραφικό. Αύτό άκριβώς τό στοιχείο, τό ψυχογραφι κό, είναι αναμφισβήτητο γεγονός δτι δέν μπορεί παρά νά είναι στενότατα συναρτημένο, φανερά ή δχι άδιάφορο, καί μέ άλλους διάφορους έξωγενεΐς παράγοντες, κοινωνικοϊστορικούς ώς επί τό πλεΐστον, ώστε νά είναι σέ θέση νά συμβάλλει στή δημιουργία κάποιων προϋποθέσεων άπαραίτητων γιά τήν έμφάνιση καί τήν ενεργοποίηση λογής ρεαλιστικών τάσεων στήν πεζογραφία. Μ’ δλο πού οί ρεαλιστικές αύτές τάσεις άργη σαν νά ύλοποιηθοΰν συστηματικά (πρώτος ό Μυριβήλης κατάφερε μιά έν μέρει ύλοποίησή τους στή «Ζωή έν τάφω», ήταν αναμφίβο λα ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα, ένα ούσιαστικό κέρδος. • Προσεγγίζοντας δμως τήν περίοδο πού μάς αφορά άμεσα, αύτή δηλαδή πού στά πλαίσιά της δημιούργησαν οί Μυριβήλης, Βενέζης καί Δούκας, απαιτείται προηγουμέ νως νά μάς άπασχολήσει, έστω περιδιαβαστικά, ένας άκόμη παράγοντας πού έπαιξε τεράστιο καί πρωταρχικό ρόλο δχι μόνο στή διαμόρφωση τής πεζογραφίας, αλλά καί όλόκληρης τής πολιτιστικής μας πραγ ματικότητας · τέτοιος παράγοντας υπήρξε τό δλο γλωσσικό μας ζήτημα, δπως αύτό παλιν δρόμησε έπί αιώνες ολόκληρους· εκφράστη κε κατά τόν πιό δραστικό καί συνάμα τραγι κό τρόπο στό «Διάλογο» τού Σολωμοΰ καί άρχισε ύστερα νά παίρνει τίς διαστάσεις ένός τεράστιου ογκόλιθου, μέ συχνές καί 44
σημαντικά βαρύνουσες επιπτώσεις πέρα από τόν πολιτιστικό καί σ’ αύτόν άκόμη τόν κοινωνικό, αλλά καί στενότατα πολιτικό χώρο. Βέβαια, δέν είναι δυνατό νά έξαντληθεϊ έδώ, ούτε κάν περιληπτικά, ή ιστορική έξέλιξη τοϋ γλωσσικού ζητήματος, γιατί, κάτι τέτοιο, εκτός πού θά άπαιτοΰσε τεράστιο χρόνο καί τόπο, θά μάς οδηγούσε καί έξω από τά δρια τής έρευνάς μας. Τό θέμα πού μάς αφορά στήν προκειμένη περίπτωση είναι δχι τό γλωσσικό ζήτημα στήν ιστορική του διαδικασία, αλλά, κυρίως, τό πώς άκριβώς είχε διαμορφωθεί μιά συγκεκριμένη στιγμή, μέσα από συνεχείς σκοπέλους, άγώνες καί παλινδρομήσεις τού γλωσσικού ζητήματος, τό συγκεκριμένο γλωσσικό ύλικό μέ τό όποιο οί πεζογράφοι πού παρουσιάστηκαν στίς αρχές τού αιώνα πού διανύουμε καί μέχρι τά 1930 ήταν υποχρεωμένοι νά κάνουν τή δου λειά τους. Μέ άλλα λόγια, μάς ένδιαφέρει νά δούμε κάτω από ποιές συνθήκες αύτό τό ύλικό σχηματίσθηκε, ποιές διαμάχες, ποιά χαραχτηριστικά στοιχεία τοϋ προσέδωσαν καί τί κληρονομικά βάρη τό έπιφόρτισαν αύτές όί διαμάχες, πού έγιναν έχοντας σάν αντικείμε νο αύτό τό ίδιο, καθώς καί άνάμεσα σέ ποιούς πόλους τό ύλικό αύτό διακινήθηκε κατά τήν περίοδο τής σχηματοποίησής του. 'Απλοποιώντας κατ’ ανάγκη τά πράγμα τα, θά μπορούσε νά πεϊ κανείς δτι τό γλωσ σικό μας ζήτημα κινήθηκε άνάμεσα σέ δύο κυρίως πόλους· τών καθαρευουσιάνων καί τών δημοτικιστών. Ή ύπαρξη αύτών τών δύο πόλων, άνάμεσα τούς όποιους παλιν δρόμησε έπί πολλές δεκαετίες τό'τόσο ση μαντικό γιά τή διαμόρφωση όλόκληρης έν γένει τής πολιτιστικής μας ζωής ζήτημα, καθώς καί ή άναγκαστική συσπείρωση σέ έναν άπ’ αύτούς τούς δύο πόλους όλων τών άλλων μικρότερων καί έπιμέρους εστιών πού υπήρξαν κατά καιρούς, δπως ήταν έπόμενο συνετέλεσε στή δημιουργία μιάς άκρως ίδιάζουσας κατάστασης καί στό νά άποχτήσει μιά ιδιαιτερότητα άξιοσημείωτη ή έλληνική πεζογραφία, συγκρινόμενη μέ αύτήν άλλων χωρών. ’Από τή μιά μεριά οί καθαρευουσιάνοι. Αύτοί πού έννοοΰσε ό Σολωμός δταν έλεγε δτι «μοϋ π ονεΐ ή ψυχή μου ■ οί δικοί μας χύνουν τό αίμα τους άποκάτου άπό τό σταυ ρό, γιά νά μάς κάνουν έλεύϋερους, καί τούτος, καί δσοι τοϋ ομοιάζουν, πολεμούν, γ ι’ άνταμοιβή, νά τούς σηκώσουν τή γλώσ σα». Είχαν τήν τάση νά θεωρούν καί νά
καταδικάζουν σάν μιξοβάρβαρη τή δημοτι κή γλώσσα, μονοπωλώντας ταυτόχρονα καί τήν έλληνικότητα δχι μόνο στό γλωσσικό έπίπεδο αλλά καί σέ άλλους χώρους καθαρά κοινωνικής υφής, άντιμετωπίζοντας τους δημοτικιστές με τρόπο ώστε νά αφήνουν νά διαφανεΐ, έντέχνως αλλά μέ αρκετή σαφή νεια, δτι μιά ένδεχόμενη επικράτηση των άπόψεών τους θά περιέκλειε κάποιους κίν δυνους γενικότερους, πού δεν θά αφορού σαν μόνο τό γλωσσικό ζήτημα καθεαυτό αλλά καί τούς θεσμούς πού εδραίωναν κι αυτήν ακόμη τήν καθεστηκυία τάξη. Γιά τή μονοπωλημένη από μέρους των καθαρευουσιάνων έλληνικότητα μίλησε καί ό Γιώργος Σεφέρης στό «Διάλογο πάνω στήν ποίηση» πού είχε στά 1938 μέ τόν Κωνσταν τίνο Τσάτσο: «(■■■) Ο ί καθαρευουσιάνοι—έγραφε— δέ γύρευαν τίποτε άλλο ■ έλληνικότητα ζητού σαν. Μ έ επιμονή, μέ τό πάθος, μέ τόν κόπο καί τό μόχθο, προσπαθούσαν νά καθαρί σουν τό έθνος άπό τά στίγματα τού βαρβαρισμοϋ καί ελπίζανε πώς σιγά σιγά θά φτά σουνε στη γλώσσα καί στήν τέχνη τού Σ οφο κλή καί τού Πλάτωνα. ’Α ξιος ό μισθός τους! Χαλάσανε καί στερέψανε τίς καλύτερες πη γές τού έλληνισμοϋ. Σταματώ σέ τούτο τό παράδειγμα, γιά νά μήν άναφέρω τά άπειρα άλλα, τίς άπειρες κ αί πολύ βλαβερές άκρισίες πού ειπώθηκαν γιά χάρη τής έλληνικότητας.» Ά π ό τήν άλλη μεριά οί δημοτικιστές. Μέλη αύτοί ενός ζωντανού οργανισμού καί δχι ένός άπό πολύ καιρό νεκρού καί ταριχευμένου, δπως ήταν ό οργανισμός τής κα θαρεύουσας, ήταν φυσικό νά έρχονται πολύ συχνά κάποτε σέ συγκρούσεις καί διαφωνίες μεταξύ τους, δημιουργώντας έτσι μιά κατά σταση πού δπως καί νά τό κάνουμε άνέστειλε τήν εύόδωση τής προσπάθειάς τους νά κάνουν νά έπικρατήσει ή γλώσσα πού πί στευαν σάν τή μόνη άνταποκρινόμενη στις σύγχρονες συνθήκες καί στήν ευαισθησία τού έθνους. Παράλληλα, μέ τίς μεταξύ τους συγκρούσεις καί διαφωνίες έδιναν λαβές καί επιχειρήματα καί σ’ αυτούς άκόμη τούς αντι πάλους τους. Πάντως, άπ’ δλα τά σφάλματα πού διέπραξαν οί δημοτικιστές κατά τή διάρκεια τού αγώνα τους, καί πού δέν είναι τού παρόντος νά συζητηθούν ή νά αναλυθούν, σάν τό πιό βασικό θά πρέπει νά θεωρηθεί, τώρα, έκ των ύστέρων κρίνοντας τά πράγμα τα, ή ύπερβολική έμμονή πού έπέδειξαν οί περισσότεροι άπ’ αυτούς στόν άπόλυτο δρό
μο πού είχε χαράξει ό Ψυχάρης. Έμμονή επιζήμια σέ τελευταία άνάλυση, &ν σκεφτεϊ κανείς δτι λίγο πιό κεΐ, έλάχιστα πιό πίσω, υπήρχε μιά γλώσσα έτοιμη πού περίμενε ν’ άνοίξει τούς κόρφους της καί νά δείξει τήν ώριμότητα καί τόν πλούτο της: ή γλώσσα τού Σολωμού. Γιά νά μή μπορέσει τελικά ούτε ό Ψυχάρης νά προσφέρει δσα θά μπορούσε άκόμη, άναμφισβήτητα, νά προσφέρει, τή στιγμή πού καί ή άναφορά τού όνόματός του προκαλοΰσε τίς έντονες άντιδράσεις των καθαρευουσιάνων, ούτε καί ό Σολωμός βέ βαια, άφοΰ παρέμεινε σχεδόν στήν άφάνεια σέ δλη τή διάρκεια τής έντασης τής δια μάχης. • Συμπέρασμα: Ή διαμάχη άπό πολύ νωρίς είχε ξεπεράσει τά πλαίσια τού προβλήματος τού ίδιου πού τή γέννησε, τού γλωσσικού. Συχνά τό κέντρο βάρους της μετατοπίστηκε στό έπίπεδο ένός άνώφελου —άν δχι έπιβλαβοΰς— προσωπικού άνταγωνισμοΰ, άφήνοντας άγγιχτο ένα τεράστιο ζήτημα πού έχασκε σάν άνοιχτή πληγή · αυτό τής γλώσ σας σά μέσο καθημερινής επικοινωνίας καί, κατ’ έπέκταση, σάν δργανο εκφραστικό στήν πεζογραφία, καί βέβαια στήν ποίηση. 'Ηταν λοιπόν φυσικό, οί πεζογράφοι πού ήδη άναφέρθηκαν σάν οί συντελεστές τού πρώτου ολοκληρωμένου κύκλου τής πεζογραφικής μας παράδοσης, άντιμέτωποι μέ τόν υπερφίαλο ελληνοκεντρισμό των καθαρολόγων-καθαρευουσιάνων κι έχοντας νιώ σει βαθιά τόν οριστικό θάνατο τής καθαρεύ ουσας, νά στρέφουν τήν προσπάθειά τους στό νά συγκροτήσουν τό κύριο σώμα τής γλώσσας τους άπό οποίες πηγές ήταν ζωντα νές άλλά καί πιό πρόσφορες έκείνη τή συγκε κριμένη στιγμή. Ύ π’ αυτές τίς συνθήκες καί δεδομένου δτι δέν υπήρχε διαμορφωμένη τήν περίοδο πού μάς άφορά —άρχές τού αιώνα— παράδοση πεζογραφική, φυσικό ήταν ή προσοχή των πεζογράφων τής εποχής νά στραφεί σέ περι οχές καί πηγές πού παρουσίαζαν τεράστιο ενδιαφέρον άλλά άνήκαν σέ άλλες εκφραστι κές μορφές: Τέτοιες πηγές παρείχαν τό κρητικό θέατρο, τό δημοτικό τραγούδι καί ό Σολωμός. Ή καταφυγή των πεζογράφων σέ χώρους ειδολογικά διαφορετικούς, πού τό γλωσσικό τους δργανο προϋπέθετε άλλη ευαισθησία καί παρεχόταν σέ διαφορετικά φορτισμένες εκφραστικές άνάγκες, πραγματικά καθόρισε τελεσίδικα τό μέλλον τής νεοελληνικής πεζο γραφίας. 45
Ή πραγματικότητα αύτή, δσο κι αν τή δεδομένη στιγμή έπιβαλλόταν σάν ή μόνη διέξοδος άπό την εκφραστική στόμωση πού είχε προκαλέσει ή καθαρεύουσα, δέν ήταν τελικά, ούτε μπορούσε άλλωστε νά είναι, άμοιρη συνεπειών, σ’ όλόκληρη τήν κατοπι νή έξέλιξη τής πεζογραφίας. Ή σύμφωνα μέ τά παραπάνω αμιγής ποι ητική καταγωγή της πεζογραφικής γλώσσας συνετέλεσε τά μέγιστα τόσο στόν καθορισμό τού θεματογραφικοΰ υλικού στήν πεζογρα φία δσο καί στή συναισθηματική φόρτιση αύτοΰ τού υλικού. Ό ύπερβολικός συναισθηματισμός, κύριο χαραχτηριστικό άλλά καί ανασταλτικό γιά τήν έξέλιξη τού είδους στοιχείο, έπιτάθηκε ακόμη περισσότερο άπό τή μακροχρόνια καί σχεδόν άποκλειστική ενασχόληση τής πεζο γραφίας μέ τήν ήθογραφία, ένασχόληση στήν παράταση τής όποιας συνέβαλε κατά ένα μεγάλο ποσοστό καί ή ποιητική καταγω γή τού γλωσσικού οργάνου. Ή ποιητική καταγωγή τού γλωσσικού ορ γάνου τής πεζογραφίας, άπό τή μιά, καί ή πολύχρονη λειτουργία τής τελευταίας στό χώρο τής ήθογραφίας, άπό τήν άλλη, είχαν σάν άποτέλεσμα τή δημιουργία ένός εδά φους πρόσφορου γιά τή μονόπλευρη άνάπτυξη ένός πρωτόγονου συναισθηματισμού, πού, άν έξαιρέσει κανείς τήν ήθογραφία τού Κωνσταντίνου Θεοτόκη, εύκολα γίνεται κατανοητό γιατί άνθισε στήν Ε λλάδα καί διατηρήθηκε έπί πολλά χρόνια μιά γλώσσα πού κυρίως προσφερόταν γιά τήν έκφραση μονοδιάστατα συναισθηματικών καταστά σεων, τελείως άνίκανη νά διεισδύσει καί νά έκφράσει καυτές κοινωνικές καί ιστορικές πραγματικότητες. • Καί φτάνουμε, παρακάμπτοντας γιά λό γους συντομίας τόν Βαλκανικό καί τόν Α' Παγκόσμιο πόλεμο, στήν άπό πολλές άπόψεις σημαδιακή δσο καί μοιραία γιά ολόκλη ρο τόν έλληνισμό χρονιά, τό 1922, πού δίχως τήν έλευσή της μοΰ είναι πραγματικά δύσκο λο νά σκεφτώ κατά πόσο θά μπορούσαμε νά κάνουμε λόγο γιά συγγραφείς δπως είναι ό Μυριβήλης, ό Βενέζης, ό Δούκας καί τόσοι άλλοι, γιά νά μήν έπεκταθώ καί στό χώρο τής ποίησης, ή, άλλιώς, θά ήταν πολύ δύσκο λο νά φανταστεί κανείς πώς θά διαμορφω νόταν όλόκληρη ή πεζογραφία μας δίχως τή διάρθρωση τής γενιάς τού ’30. Στά 1922 συντελέστηκε μιά καταστροφή πολύ πιό βίαιη καί πολύ πιό οδυνηρή άπ’ αύτήν τού 1897, δσο κι άν προκλήθηκε, θά 46
έλεγε κανείς, φυσιολογικά, σάν ένα άναμενόμενο —κυριολεκτικά— έπιστέγασμα μιας όλόκληρης σειράς σφαλμάτων σέ πολλά επί πεδα καί σέ διαφορετικούς τομείς- στόν πολιτικό, στό στρατιωτικό καί στό διπλωμα τικό. Ή τομή —τό χάσμα σωστότερα— πού άνοιξε ή καταστροφή τού 1922 στή νεοελλη νική ιστορία ύπήρξε βαθύτατη, ή πιό βαθιά μετά άπ’ αύτήν τής έπανάστασης τού ’21, καθώς ένάμισι εκατομμύριο Έλληνες ξερι ζώνονται καί μετακινούνται άπό τή Μικρά ’Ασία πρός τίς βόρειες έπαρχίες τής χώρας, ένώ παράλληλα εξακόσιες χιλιάδες μωαμε θανοί έγκαταλείπουν τή Μακεδονία. Ή σύζευξη τών κοινωνικών δυνάμεων πού είχε κατά κάποιον τρόπο έπιτευχθεί μετά τήν ήττα τού 1897 κάτω άπό τό λάβαρο τής Μεγάλης ’Ιδέας καί πού είχε σάν έπακόλουθο μιά κοινωνική άνασυγκρότηση, παύει πιά νά ύφίσταται- άποσυντίθεται καί τήν ύποκαθιστά μιά ολοένα έξαπλωνόμενη, σάν κηλίδα, όξύτατη έθνική, ήθική καί πνευμα τική κρίση, ένώ τήν οριστικά καί άμετάκλητα έκθρονισμένη Μεγάλη ’Ιδέα διαδέχεται ένα βαθύ ιδεολογικό κενό καί μιά δυσπιστία άπέναντι σέ κάθε λογής ιδεολογία. Ειδικά γιά τόν άντίχτυπο πού ή κατα στροφή τού ’22 είχε στό χώρο τής λογοτεχνί ας, δπως πολύ εύστοχα σημειώνει ό Κ.Θ. Δημαράς, «ή μικρασιατική καταστροφή —τή— βρήκε στήν πιό αχάριστη ώρα μιας όδννηρής έφηβείας. Λ έν ύπάρχονν πιά καί δέν ύπάρχονν άκόμη έξωπνευματικά κίνη τρα ικανά νά συντηρήσουν τήν έμπνευση τών νέων. Τά ιστορικά όνειρα τοϋ έλληνισμοϋ φαίνεται νά έχουν πραγματοποιηθεί. Τό πα τριωτικό καί πολιτικό ιδανικό πού έδρεψε τίς προηγούμενες γενιές δέν θερμαίνει πιά τήν ψυχή τών νέων, άφοΰ έπαψε νά παρου σιάζεται σάν αίτημα. Ή ψυχική αύτή πτώση παρασύρει καί άλλα αντίστοιχα Ιδανικά, καί συγκεκριμένα τό γλωσσικό, πού έμενε πάντα δεμένο μέ τήν εθνική συνείδηση». Τό 1922 δμως δέν πρέπει νά κοιταχθεί μόνο άπό τήν άρνητική του πλευρά, μ’ δλες τίς συγκλονιστικά τραγικές διαστάσεις πού είχε σ’ όλόκληρη τή σύγχρονη ιστορία μας. Τήν άπώλεια τού κοινού ιδανικού πού έκπροσωπούσε τό λάβαρο τής Μεγάλης ’Ιδέας καί τή δημογραφική συστολή —άφοΰ βέβαια πρώτα πέρασε μιά περίοδος μέ δυσκολίες υπέρογκες συνειδητοποίησης καί άναπροσαρμογής στή νέα πραγματικότητα πού δημιουργήθηκε— άκολούθησε ή συγκρότη ση μιας έθνικής όμοιογένειας μέσα στήν
πανάρχαια δσο καί στενόχωρη κοιτίδα τοΰ έλληνισμοΰ. Αυτή ακριβώς ή όμολογημένη εθνική όμοιογένεια, έχοντας ένσωματώσει, κατά τρόπο ουσιαστικό, άνομοιογενή, ώς πρός τήν καταγωγή τους, πνεύματα, συνετέλεσε στό νά διασταλεΐ τό καταθλιπτικό καί στενά τοπικιστικό πνεύμα πού μέχρι τότε διακατεί χε καί χαραχτήριζε τόν έλληνισμό καί νά έπεκταθεΐ, ανανεωμένο τώρα πιά, σέ χώρους πολύ περισσότερο πολυδιάστατους καί ευ ρύτερους, πνευματικά καί κοινωνιολογικά. ’Έτσι, άπό τό 1922 καί ύστερα συναντού με στή λογοτεχνία μας δλο καί περισσότε ρους πεζογράφους καί ποιητές μικρασιατι κής, κωσταντινοπολίτικης καί νησιώτικης καταγωγής, κάτι πού έκ των πραγμάτων συνεπάγεται μιά βαθμιαία μετατόπιση, συν αισθηματική, συγκινησιακή άλλά καί κυριο λεκτικά τοπική, στήν πεζογραφία καί στήν ποίηση. «Ή ’Ελλάδα, ή πριν άπό τό 1923 —γράφει ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος— μας φαίνεται στενόχωρη, καί σέ όρισμένες πολυ σήμαντες περιπτώσεις, στενοκέφαλη καί στε νόκαρδη. (...) Ό βίος παρουσιάζεται οργα νωμένος μέ μιά μίζερη, μικρονοικοκυρίστικη λογική, μέ τή φοβερή λογική τοΰ δύο κ αί δύο κάνουν τέσσερα. Ύ στερα άπό τό 1923, κι άφοΰ ξεπεραστήκανε ο ί πρώτες δυσχέρειες κι έπεσαν ο ί μεσότοιχοι, κι άρχισε ουσιαστι κότερα νά συντελεϊται ή αφομοίωση των νεοφερμένων μέ τούς παλιούς κατοίκους, νιώσαμε δλοι μας, πώς κάποιος άλλος αέρας είχε φυσήσει. Ή μεγάλη “μετοικεσία”, ό ξεριζωμός καί τό ξαναφύτεμα στό άρχέγονο πάτριο έδαφος, δέν άλλαξαν μονάχα τήν έδώ κοινωνική σύνδεση, δέν έδωσαν μονάχα ένα πλούσιο, φανταχτερό καί ζωντανό χρώμα στήν καϋημερινή ζωή, μά συνετέλεσαν καί μιά ψυχική καί πνευματική μετατροπή, πού βρήκε καί στην τέχνη τοΰ λόγου τήν αρμό δια, συχνά, έκφρασή της.» «Ε μείς ο ί γηγενείς —σημειώνει κάπου αλλού πάλι ό Παναγιωτόπουλος— είδαμε τήν πρώτη στιγμή μονάχα τά δυσάρεστα τής κοινωνικής άναταραχής, τ’ άξιοϋρήνητα σα ρίδια πού σκόρπισε ό άφιλάνΰρωπος σίφου να στά τρίστρατα, τά ξεβράσματα τής θύελ λας καί τ’ αποκαΐδια.(...) Μά σάν πέρασε ή φουρτούνα, τό καινούργιο κρασί, πού έπεσε άφϋονο καί βιαστικό στό παλιό ποτήρι, ξεκαϋάρισε καί τό χαρήκαμε, έπάνω άπό τά κατακάϋια του, λαμπικαρισμένο καί κατά φωτο στόν ήλιο. Ή Ά ίλήνα, πνευματική πρωτεύουσα τοΰ έλληνισμοΰ, διατηρούσε
άκόμα στό είναι της ολάκερο κάποια σημά δια τοΰ όπισ&οδρομικοϋ φαναριωτισμοϋ καί φοβερά δυσκολευόταν νά ζήσει εύρύτερα τά κοινωνικά προβλήματα τής έποχής. Ε τσι τής χρειάστηκε, υστέρα άπό τόν πρώτο ξαναγεννημό, συντελεσμένο μέ τό “Ταξίδι” τοΰ Ψυχάρη καί τή δικαίωση τής Εφτανησιακής παράδοσης, ένας δεύτερος ξαναγεννημός, πού είχε διπλό χαραχτήρα: άπό τή μιά μεριά μιά ζεστότερη έπαφή μέ τό Β υζάντιο καί τήν ’Α νατολή, δχι πιά μέ τό σχηματικό φαναραυ τισμό τοΰ περασμένου αιώνα ■ κι άπό τήν άλλη μεριά, μέ τό κοσμοπολιτικότερο πνεύ μα πού κόμιζαν στή γενέτειρα ο ί πανάρχαιοι άποικοι, πού κάτω άπό άπόφυγην ιστορική άνάγκη είχανε γίνει έποικοι.» • Σ’ αυτή τή νεόκοπη ιστορική πραγματικό τητα, δπως πολύ παραστατικά δόθηκε στά παραπάνω αποσπάσματα, δπως ήταν καί φυσικό άλλωστε, οί πνευματικοί εκπρόσω ποι τής παραδομένής μά καί προδομένης πιά πίστης άρχισαν νά χάνουν άν δχι δλη πάντως τό μεγαλύτερο μέρος τής επιβολής πού άσκοΰσαν στόν πολιτιστικό καί ειδικότερα στό λογοτεχνικό χώρο, άφοΰ οί άξιες πού πρέσβευαν είχανε τώρα οριστικά καταλυθεΐ καί διασκορπιστεί σέ ένα σωρό ιδεολογικά χρώματα ή άποχρώσεις, παρατάξεις ή ομά δες, ενώ τή θέση τους έρχονταν σιγά σιγά καί καταλάμβαναν φυσικά καί άδιαφιλονίκητα άλλοι, νεότεροι συγγραφείς, πού δλα τά τραγικά γεγονότα πού οδήγησαν μέ μαθημα τική άκρίβεια στήν καταστροφή τοΰ ’22 άλλά καί τό ίδιο τό ’22, μέ τήν τεράστια καί μεγαλειώδη καταστροφική του λάμψη, τά είχαν βιώσει μέ τόν πιό άμεσο τρόπο, άλλοι βρισκόμενοι στήν εφηβική καί άλλοι στήν πρώτη μετεφηβική τους ήλικία. Κι άκόμη έχοντας χάσει, άπ’ αυτήν άκριβώς τή βίωση καί διαμέσου αυτής, τήν πίστη τους σέ όποιοδήποτε ιδανικό· καί έχοντας διαμορ φώσει μιά νέα θεώρηση κι αισθητική τών πραγμάτων, βασισμένη σ’ ένα χαώδη ψυχι σμό, υπαγορευμένη δχι τόσο άπό μιάν άντίστοιχη, στέρεα δομημένη γνωσιολογία καί κοσμοθεωρία, δσο άπό μιάν υπέρμετρα επι θετική καί πολύ συχνά εμπαθή άντιμετώπιση δλων τών μέχρι τότε φορέων καί έκφραστών τών καταποντισμένων ιδανικών. Ε γώ ’μαι ή Τέχνη τών μωρών, τών τσαρλα τάνων, ή Τέχνη τών μοιχών καί τών ευνούχων, ή πουλημένη, ή άτιμασμένη, λέει στά 1922 ό Κώστας Βάρναλης. Καί ό Γιώργος Θεοτοκάς γράφει στό «’Ελεύθερο 47
πνεΰμα» του, πού άπό πολλούς θεωρήθηκε σάν τό μανιφέστο τής γενιάς του, αύτής τοϋ ’30, δχι δίχως κάποια χαιρέκακη έπιθετικότητα: «Ο ί πρεσβύτεροί μας βουλίαξαν ατό λιμάνι τής Σμύρνης δχι μόνο τίς δυνάμεις τους, άλλά καί τά Ιδανικά τους, καί την αυτοπεποίθησή τους». Στήν ίδια γενιά άναφερόμενος καί ό Δημήτρης Μορτόγιας, αυτός ό τόσο πρόωρα χαμένος μελετητής, τής καταλογίζει δτι έπέδέιξε κάποιον ύπερβάλλοντα ζήλο στό νά μετρήσει τήν ιστορία δλης τής ανθρωπότη τας μέ τά μέτρα τής μικρασιατικής ήττας, πράγμα πού είχε σάν άποτέλεσμα ή φθορά καί έφημερότητα νά θεωρηθούν — μέσα στό έργο των εκπροσώπων αύτής τής γενιάς— σάν τά βασικά χαραχτηριστικά γνωρίσματα τού είναι. Καί πραγματικά είναι γεγονός δτι κάπως έτσι έγινε · άπ’ αυτήν δμως άκριβώς τή στάση θεώρησης καί καταμέτρησης τών πραγμάτων, καθώς υπήρξε στενότατα συνυφασμένη μέ τήν άποψη δτι τό άτομο είναι έξ όρισμοϋ διαζευγμένο άπό τήν κοινωνία, καί συνεπώς χρέος τού λογοτέχνη είναι νά κρα τήσει τήν τέχνη του μακριά άπό τήν κακή καί άπάνθρωπη κοινωνική πραγματικότητα —αφού μόνο έξω απ’ αυτή καί τούς λογής πολυάριθμους καταναγκασμούς πού συνε πάγεται μπορεί κάποια στιγμή νά έπαληθεύσει τή βαθύτερη ουσία του. "Οπως είναι άκόμη γεγονός δτι άπ’ αυτή τή δεοντολογία, τήν τόσο έμφανώς καθοριστική τής μεσοπολεμικής λογοτεχνίας, δημιουργήθηκε μιά καινούρια όπτική, κάτω άπό τήν όποια σημασιοδοτεΐται, τόσο στήν πεζογραφία δσο καί στήν ποίηση, γιά πρώτη φορά, τό Αιγαίο. «Τό άνοιγμα τοϋ αίγαιοπελαγίτικου παράθυρου —γράφει ό Mario Vitti— είναι άποτέλεσμα μετασχηματισμών πολύ πιό σύν θετων άπό ένα δημογραφικό φαινόμενο, ώστε, οποίος έχει υπόψη του καί δσα ειπώ θηκαν γιά Καρυωτακισμό, Σεφέρη καί Έ λύ τη, μπορεί μόνος του νά άναλογιστεϊ τίς διαστάσεις του. Έ να ς σημαντικός συντελε στής σ’ αύτή τή θέα είναι ή παρουσία τοϋ Κόντογλου, τοϋ Σεφέρη, γιά νά μήν άναφέρω παρά ονόματα ανθρώπων πού ταξίδεψαν πρός τή Λύση καί έγκαίρως ξανάδαν μέ μάτια γεμάτα ξένες παραστάσεις τό δικό τόπο, τήν ’Ιωνία, άκολουθώντας έτσι μιά διαδικασία διαφοροποίησης ώς πρός τίς Ιδι ότητες αύτοϋ τοϋ έπί μέρους έλληνισμοϋ.» Χαραχτηριστικά είναι καί τά δσα ό Σεφέρης είπε αποτεινόμενος σέ παιδιά, σέ μιά ομιλία του στό Κάιρο στά 1941, τονίζοντας 48
ανάμεσα στ’ άλλα καί τά εξής: «(...) °Ομως, γύρω στά 1930, τά πράγματα άλλάζουν. ’Εκείνο πού χαραχτηρίζει τίς άναξητήσεις τών νέων, είναι ένα είδος νησιώτικης ιδιοσυγκρασίας. Ο ί όρίζοντες πλα ταίνουν. Τά σκονισμένα δρομάκια καί οί κάμαρες μένουν πίσω. Τό Α ιγα ίο μέ τά νησιά του, ή θαλασσινή μ υθολογία, τό ταξίδι πρός δλες τίς κατευθύνσεις, είναι πράγματα πού [τούς] συγκινοϋν καί πού προσπαθούν νά έκφράσουν.» Σ’ αύτό τό κλίμα, δπως είναι διαμορφω μένο κάτω άπό τό ύπέρογκο βάρος δλων τών κοινωνικοϊστορικών συνιστωσών πού έκτέθηκαν κατά τό συντομότερο δυνατό τρόπο, μέ επίκεντρο πάντα τήν καταστροφή τού 1922, πρωτοπαρουσιάζονται καί έρχονται νά καταθέσουν τό έργο τους οί τρεις συγγρα φείς πού θά μάς άπασχολήσουν: Ό Στρατής Μυριβήλης, ό ’Ηλίας Βενέζης καί ό Στρατής Δούκας. Νησιώτες καί Μικρασιάτες καί οί τρεις, μέ έντονα, άλλος πιό λίγο άλλος πιό πολύ, τά περισσότερα άπό τά δσα γνωρίσμα τα έπισημάνθηκαν σάν τά χαραχτηριστικά ολόκληρης τής μεσοπολεμικής περιόδου, στά πλαίσια τής οποίας καί οί συγγραφείς αύτοί εντάσσονται.
Σ τρ α τή ς Μ υριβήλης Ό Στρατής Μυριβήλης γεννήθηκε στή Σκαμνιά τής Μυτιλήνης στά 1892 καί γιά ένα άρκετό χρονικό διάστημα έζησε στό Ά ιβα λί τής Μικράς ’Ασίας. Παρακάμπτοντας τά μικρά τομίδια πού έξέδωσε στή Μυτιλήνη, τίς «Κόκκινες ιστο ρίες», στά 1914, καί τά «Διηγήματα», στά 1928, τό βιβλίο μέ τό όποιο καθιερώνεται σάν ό κατεξοχήν πεζογράφος τής γενιάς τού ’30 είναι ή «Ζωή έν τάφω», πού πρωτοκυκλοφόρησε στά 1923 στή Λέσβο καί ξανατυπώθηκε ξανακοιταγμένο στήν ’Αθήνα τό 1930, άποκτώντας διαστάσεις φιλολογικού γεγονότος, γιά νά πάρει τήν οριστική του μορφή στήν τρίτη του έκδοση, πού έγινε τό 1932. 'Η «Ζωή έν τάφω» άποτελείται άπό μιά σειρά άφηγηματικές ενότητες πού είχαν άρχίσει νά γράφονται άπό τόν καιρό τού μακε δονικού μετώπου, δπου ό συγγραφέας είχε πάρει μέρος, εκφράζοντας σ’ αυτές τίς πολε μικές του εμπειρίες, καί, παράλληλα, κα θρεφτίζοντας τό γενικότερο άντιπολεμικό πνεΰμα καί ιδεολογικό χάσμα πού επακο λούθησαν στήν Ελλάδα μετά τήν καταστρο
φή τοΰ ’22, σ’ άντίθεση μέ δ,τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη, πού αυτά ακριβώς τά συμπτώματα φανερώθηκαν — εντονότερα ίσως— άμέσως μετά τη λήξη τοΰ Α' μεγάλου πολέμου. “Α ς προστεθεί στό σημείο αυτό ή ιδιορρυθμία πού χαραχτήριζε τό εδώ αντι πολεμικό πνεύμα, έξαιτίας κυρίως των ελλι πών ίστορικοκοινωνικών καί ιδεολογικών έξελίξεων, πράγμα πού συνετέλεσε ώστε, στά στεγανά δρια ενός αντιπολεμικού πνεύμα τος, νά σφυρηλατηθοϋν λογής άνεδαφικές αντιλήψεις, διακρινόμενες άπό μιάν έντονη τάση ν’ άντιπαρατεθοΰν απλώς στίς οπωσ δήποτε απάνθρωπες συνθήκες τοΰ πολέμου, άλλά χωρίς καμιάν αίτιακή δέση μεταξύ τους, ξεκομμένες άπό τήν Ιστορία καί κατα ξιωμένες μόνο συναισθηματικά. ’Έτσι, ό πόλεμος στή «Ζωή έν τάφω» αντιμετωπίζεται δχι σάν ένα πολυδιάστατο άπό ιστορική κφί κοινωνική άποψη γεγονός, υπαγμένο —στά μέτρα βέβαια πού θά έπέτρεπε κάτι τέτοιο αυτό τοϋτο τό μυθιστορη ματικό είδος— στήν οπτική μιας διαλεκτικής ιστορικής θεώρησης, άλλά σάν έκφραση μιας a priori ύπάρχουσας άπάνθρωπης τάσης τοΰ ανθρώπου, πού ό συγγραφέας άντιπαραθέτει δχι στήν ύπαρξη άλλά στήν ενόραση μιάς άλλης, αυθαίρετα θεωρημένης, ειρηνικής καί φιλάνθρωπης πραγματικότητας. Καί δλ’ αύτά διαμέσου τής εξίσου αυθαίρετης αφύ πνισης τών άνθρώπινων ιδεωδών καί τής αόριστης, σχεδόν μηδενιστικής, ανάγκης γιά άγάπη, στά πλαίσια μιάς δντως ρεαλιστικά περιγραφόμενης καταστροφικής δίνης τού πολέμου. Ή συναισθηματικά καθοδηγούμενη έναλλακτική μετακίνηση τού Μυριβήλη ανάμεσα σέ δυό άντιτιθέμενους πόλους, τοΰ πολέμου άπό τή μιά καί τής ειρήνης άπό τήν άλλη, μετακίνηση πού.άκολουθεΐται άπό τήν αυτο τελή μετατόπιση τής οπτικής του άπό τήν πιό μακάβρια καί άπάνθρωπη πολεμική σκηνή στήν πιό έντονα λυρική καί φορτισμένη συν αισθηματικά περιγραφή στιγμών ειρήνης, είναι αύτή πού ώθησε τούς περισσότερους άπ’ δσους άσχολήθηκαν μέ τό έργο του νά έπισημάνουν σ’ αύτό τήν ύπαρξη δύο στοι χείων πολύ χαράχτηριστικών, πού, είτε συν υπάρχουν διατηρώντας τήν αύτοτέλειά τους, είτε άντιδιαστέλλονται καί άντιπαρατάσσονται μεμονωμένα καί αυθύπαρκτα μέσα στόν άφηγηματικό του λόγο. Τά στοιχεία αύτά είναι ό λυρισμός καί ό ρεαλισμός. «’Έχω τήν έντύπωση —παρατηρεί ό Μ. Vitti— ότι μέ ρεαλισμό άπό τή μιά πλευρά καί μέ λυρισμό άπό τήν άλλη, ο ί κριτικοί
έννοοϋν δύο άντίϋετους τρόπους μέθεξης τοΰ Μυριβήλη στά άντικείμενα πού μετατρέ πει σέ άφηγηματική ουσία: τρόποι αντίθετοι πού προκαλοϋνται άπό αισ&ήματα έλξης καί απώθησης, έπιδοκιμασίας κ αί άποδοκιμασίας, έξύμνησης καί καταδίκης ■όλα αίσϋήματα έντονης ψυχικής καί διανοητικής μέθε ξης, πού δραματοποιοϋν τό πεζογραφικό ύλικό. Πρόκειται δηλαδή γιά μιά διάθεση πού βρίσκεται έκτεϋειμένη σέ έρεϋίσματα συγκινησιακής φύσης.» Ή αισθητά διαζευκτική σχέση τών δύο παραπάνω στοιχείων πού έπισημάνθηκαν στή «Ζωή έν τάφο)» —τοΰ ρεαλισμού καί τού λυρισμού— μαζί μέ ένα άκόμη, δπως είναι αύτό τής κάποτε ώραιοπαθητικής, ίσως ύπέρ τό δέον, εκμετάλλευσης τής δημοτικής γλώσ σας, μπορεί νά πει κανείς δτι άποτελοΰν τά κύρια γνωρισματικά στοιχεία πού σημαδεύ ουν καί ολόκληρη τή μετέπειτα πεζογραφική παραγωγή τοΰ Μυριβήλη. “Αξια νά μνημονευθεΐ είναι ή όξυδερκής άποψη τοΰ Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου γιά τό Μυριβήλη, άπ’ άφορμή τή «Ζοιή έν τάφω»: «(...) Ξαναγυρίζει —λέει— όλοένα στίς άρχαΐες πηγές γιά νά β ρ ει τόν εαυτό του καί τούς άλλους άκέραιους, άκομμάτιαστους, “συμπαγείς”, μονάδες φυσικές, πού όλοένα βρίσκονται σέ άδιάσπαστη άνταπόκριση μέ τή φύση, πού μέ τό νόμο της ποϋοϋν νά πορεύονται καί νά μοιάζουν σάν ξεστρατι49
σμένοι ανάμεσα στόν πολιτισμό καί στην πολυτάραχη του περιπέτεια.» ’Ά ξια νά μνημονευθεΐ, γιατί είναι γεγονός ότι τόσο γιά τό Μυριβήλη, όσο καί γιά τούς υπόλοιπους συγγραφείς πού μας Αφορούν — Βενέζη καί Δούκα, άλλά καί γιά όλους λίγο πολύ τούς συγγραφείς τοϋ μεσοπολέμου— ό πολιτισμός είναι ή προσωποποίηση τού απάνθρωπου κακού. Ή σκληρή πείρα τού πολέμου πού οί περισσότεροι άπ’ αυτούς βίωσαν —πρώτα τού βαλκανικού, ύστερα τού Πρώτου παγκόσμιου καί τέλος τής κατα στροφής τού ’22— θεωρήθηκε καί Αντιμετω πίστηκε πίσω από ένα μηδενιστικό πρίσμα πού ό ίδιος ό πόλεμος καί ή συναφής μέ αυτόν διαδικασία είχε δημιουργήσει, σά νά ήταν αύτός —ό πόλεμος— ή βασική έκφρα ση, τό μοναδικό σύμπτωμα τού πολιτισμού έν γένει. Ή διαπίστωση αύτή, όσο δικαιολογημένη κι αν υπήρξε στή βάση της, διογκωμένη συναισθηματικά, οδηγούσε στήν απόλυτη άρνηση ολόκληρου τού πολιτισμικού σώμα τος. Καί ή φύση θεωρήθηκε ύπ’ αυτές τίς συνθήκες σάν τό μοναδικό καταφύγιο τού Ανθρώπου, έχοντας άπωλέσει τήν πολυδιά στατη υπόστασή της καί άντιμετωπισμένη σάν ένας πόλος απόλυτα άντιτιθέμενος στόν
άλλο, πού εκπροσωπούσε ό πολιτισμός, αύτή ή παραφωνία μέσα στό θαύμα τής φύσης. Ή φύση στή «Ζωή έν τάφω» είναι αιώνια ένώ οί άνθρωποι διαβαίνουν, καί ή ανθρω πότητα δέν είναι παρά ένας εφιάλτης μολυ σματικός τού μεγαλείου τής δημιουργίας. "Οσο γιά τήν ιστορία, αύτή μεταβάλλεται σέ μιά υπόθεση πού ξετυλίγεται ανεξάρτητα άπ’ τόν άνθρώπινο παράγοντα, σέ ένα στρο βιλισμό μεταφυσικό πού ύποκινοΰν Ανεξή γητοι τυφώνες. Ή ιστορία άλλο δέν κάνει — ούτε μπορεί νά κάνει— Από τό νά στρεβλώ νει τήν Αγαθή φύση τού Ανθρώπου. Τό Αντιπολεμικό πνεύμα τού Μυριβήλη μεταβάλλεται έτσι σέ Αντίσταση κατά τού πολιτισμού. Κι αύτό ήταν κάτι πού στάθηκε συχνά εμπόδιο στήν πρόθεσή του ν’ Ασκήσει κοινωνική κριτική —όταν ύπόφωσκε μιά τέτοια πρόθεση— τουλάχιστο στά μέτρα πού άσκησε παρόμοια κριτική ό δάσκαλός του ό Καρκαβίτσας. • Ή «Δασκάλα μέ τά χρυσά μάτια» είναι ένα μυθιστόρημα μέ τό όποιο μπορεί νά πει κανείς ότι ό Μυριβήλης ολοκληρώνει — τουλάχιστο σέ πρώτη φάση— τό συγγραφικό του πρόσωπο. Ά ν ή «Ζωή έν τάφω» είναι ένα βιβλίο τού πολέμου, ή «Δασκάλα μέ τά
Στρατής Μ υριβήλης ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ: Κόκκινες ιστορίες, Μυτιλήνη 1914, — Ή ζωή έν τάφω, Μυτιλήνη 1923 (β' έκδοση ’Αθήνα 1930 καί τρίτη καί τελειωτική έκδοση 1932, γιά ν’ ακολουθήσουν καί πολλές άλλες, άναπλασσόμενες), — Διηγήματα, Μυτιλήνη 1928, — Ή δασκάλα μέ τά χρυσά μάτια, ’Αθήνα 1933, — Τό πράσινο βιβλίο (διηγ.), ’Αθήνα 1935, — Τό γαλάζιο βιβλίο (διηγ.), ’Αθήνα 1939, — Ό ’Αργοναύτης (παιδ. μυθ.), ’Αθήνα 1936, — Το τραγούδι της γης (ποιήματα), ’Αθήνα 1937, — Μικρές φωτιές (ποιήματα καί τραγούδια), ’Αθήνα 1942, — Ό Βασίλης ’Α ρ βανίτης (νουβέλα), 1943 — Τά Παγανά (νου βέλα) 1945, — Ό Πάν (νουβέλα) 1946, — Παναγιά ή Γοργόνα (μυθ.) 1953, — Τό κόκκι νο βιβλίο (διηγ.) 1953, — ’Α π’ τήν Ελλάδα (ταξιδ.) 1958, — Τό βυσσινί βιβλίο (διηγ.) 1959 κ.α.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ, (έπιλογή): Γρ. Ξενόπουλος: Τό λογοτεχνικό 1928, περ. «Νέα Εστία», 15 Ίαν. 1929. Γ. Κοτζιούλας: Σ. Μυριβήλης καί ή πολεμική λογοτεχνία, ’Αθήνα 1931. 0 . Ηΰδης: Τό πράσινο βιβλίο, περ. «Νέα Γράμματα», Ίαν. 1936. Π. Χάρης: Τό γαλάζιο βιβλίο, περ. «Ν.Ε.», τ.
27, 1940. Τ. Άγρας: Μικρές φωτιές, περ. «Ν.Ε.», τ. 34, 1943. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: τά πρόσωπα καί τά κείμενα,Τ· Β', 1943. Α. Καραντώνης: Ξαναδιαβάζοντας τή «Ζωή έν τάφω», περ. «Άγγλοελληνική ’Επιθεώρη ση», σελ. 175, Αύγ. 1946. Σ. Τσίρκας: Ό κ. Μυριβήλης, περ. «’Αλεξαν δρινή Λογοτεχνία», σελ. 89, 1948. Α. Σαχίνης: Τό πολεμικό μυθιστόρημα, περ. «Άγγλοελληνική ’Επιθεώρηση», σελ. 289, 1951. Γ. Χατζίνης: Τό κόκκινο βιβλίο, περ. «Ν.Ε.», τόμ. 53, 1953. Σ. Μαζαράκη: Ό Μυριβήλης κι εγώ, Η ρ ά κλειο, 1959. Α. Καραντώνης: Ή πεζογραφία του Μυριβή λη, έφ. «Καθημερινή», 28 Φεβρ. 1960. Α. Μιραμπέλ: Στρατής Μυριβήλης, περ. «Ν.Ε.», τόμ. 70, 1961. Μ. Vitti: Ό Βασίλης ό ’Αρβανίτης, ΝΕΒ, Έρμης, 1971. Μ. Vitti: Ή ιδεολογική λειτουργία τής έλληνικής ήϋογραφίας, Κείμενα, 1974, σελ. 87 κ.έ.
χρυσά μάτια» είναι τό βιβλίο τής ειρήνης· συγκεκριμένα τής αμέσως μεταπολεμικής ειρήνης. Ή μετάβαση τοϋ ήρωά του, Λεωνή Δρίβα, άπό τό χώρο τοΰ πολέμου στό χώρο τής εν ειρήνη επιβίωσης, πού όπως είναι φυσικό προδικάζει σκληρή αναδημιουργική προσ πάθεια, περιορίζεται στά στενά πλαίσια ε νός ειδυλλίου ανάμεσα στό Λεωνή καί στή γυναίκα τοΰ σκοτωμένου συμπολεμιστή του, τή Σαπφώ Νοταρά. Κι έκεΐ πού θά περίμενε κανείς νά αντιμετωπίσει τό δράμα τής συνειδητοποίησης τοϋ όξύτατου μεταπολεμικού κοινωνικού προβλήματος —άπό μέρους τοΰ Λεωνή— αυτή σταματά στά όρια τής ατομι κής του ύπαρξης, έξαμβλυνόμενη άπό μιά κακώς έννοούμενη ανθρώπινη αγάπη. Ό μύθος στή «Δασκάλα» είναι αλήθεια δτι απαιτούσε τελείως διαφορετικές προϋ ποθέσεις άπό έκεϊνες τής «Ζωής εν τάφω» — πού ήταν γραμμένη στήν άπλή μορφή τής σέ πρώτο πρόσωπο άφήγησης— προϋποθέσεις πού φαίνεται δτι ό Μυριβήλης δέν κάλυπτε στό βαθμό πού χρειαζόταν· κι αύτό δέν πέρασε άπαρατήρητο σέ δσους άσχολήθηκαν μέ τό έργο του. «(...) ή τεχνική τοϋ συγγραφέα —διαπιστώνει ό Κ.Θ. Δημαράς— δταν ξε περνάει τις πιό άπλές μορφές τον λόγου, την άφήγηση στό πρώτο πρόσωπο, ή τό διήγημα, χάνει τή δεξιότητά της, άδυνατίζοντας αντί στοιχα τό έργο», ενώ τά ίδια σχεδόν διαπι στώνει καί ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος: « Υ π ά ρ χ ε ι—λέει— κάποιο ξέφτισμα υστέρα άπό τή “Ζωή έν τάφω”. Κάτι σάν επανάλη ψη έδώ κι έκεΐ καί κάτι σά φλυαρία καί κάτι σάν άπελπισμένη προσπάθεια νά δεθ εί ένας μύθος, παραγεμισμένος μέ λογής παραπλη ρωματικά στοιχεία (...) Πασκίζοντας νά ορ γανώσει ένα άφήγημα σέ συνθετικά πλαίσια, ξεπέρασε (...) τή δύναμή τον. Μ ας έκανε κιόλας νά αισθανθούμε, πώς ό λυρικός τον ρεαλισμός, πού είναι τό κύριο γνώρισμα τής πεζογραφίας του, μπορεί ν ’ άποσυντεθεϊ σέ δύο στοιχεία: τήν άγάπη τοϋ λυρικοϋ λόγου καί τήν ικανότητα τής ήθογραφίας, έννοημένης όχι στά λαογραφικά, μά πάντα στά στενότερα ειδολογικά συστατικά της». Βέβαια δέν πρέπει νά παραβλεφθεϊ τό πόσο πιό γυμνασμένο είναι στή «Δασκάλα» τό γλωσσικό του δργανο, καθώς καί πόσο εξακολουθεί νά είναι μοναδικός στήν πα ρουσίαση σκηνών τοϋ πολέμου άλλά καί άλλων πού εκτυλίσσονται μέσα σ’ αυτόν, κατά τρόπο έκπληκτικά ρεαλιστικό.
Μετά τή «Ζωή έν τάφω» καί τή «Δασκάλα μέ τά χρυσά μάτια» ή «Παναγιά ή Γοργόνα» είναι τό τρίτο μέ μυθιστορηματική μορφή βιβλίο τοΰ Μυριβήλη, δπου περιγράφεται τό φριχτό δράμα τής προσφυγιάς ■τό ξερίζωμά της άπό τά χώματα τής ’Ανατολής καί ό άγώνας της νά δημιουργήσει μιά καινούρια ζωή στήν πανάρχαια κοιτίδα τοΰ έλληνισμού. «Ό τα ν κοιτάξουμε όλη τή διαδρομή τοϋ Μυριβήλη στό χώρο τής λαϊκής έμπειρίας, πού έχει γιά κατάληξη τό “Ή Π αναγιά ή Γοργόνα”, μπορούμε καί νά πιστέψουμε ότι σ’ αύτό τό λαϊκό στόχο έτεινε άνέκαθεν, καί ότι, έπομένως, τά άντιπολεμικά φονντώματα καί τά ρεαλιστικά ξεσπάσματα δέν ήταν άλλο παρά επεισοδιακές έκδηλώσεις πού παρεμπόδιζαν τήν ολοκλήρωση τής πραγμα τικής του φύσης.» Μέ τό βιβλίο του αύτό ό Μυριβήλης, άν δέν διευρύνει τόν κατακτημένο πιά εκφρα στικό καί μυθολογικό του χώρο, δείχνει εντούτοις δτι επιστρέφει στίς γόνιμες γι’ αυτόν τόν ίδιο καί γιά τό έργο του ολόκληρο ρίζες. «Μέ τό θαυμάσιο αυτό πεζογράφημά του —γράφει ό Ά ντρέας Καραντώνης— ό Μ υρι βήλης μετουσίωσε ένα ρυθμό καθολικό τής ελληνικής ζωής, ένα ρυθμό πού πάει καί πέρα άπό τά τοπικά όρια. Πάει νά σμίξει μέ τόν παγκόσμιο. Έδώ πιά δέν πρόκειται γιά ένα συγκεκριμένο ειδύλλιο τοΰ τάδε μέ τήν τάδε. (...) Έδώ έκφράζεται, κινιέται, μουρ μουρίζει, τραγουδά, βαρνβογκάει, ξεσπά, χαλά καί χαλιέται, ό “καημός τής Ρωμιοσύνης”, ό καθαυτό λαϊκός καημός.» • Μετά τά παραπάνω τρία μυθιστορήματα τοΰ Μυριβήλη, έξέχουσα θέση στό έργο του κατέχει «Ό Βασίλης ό ’Αρβανίτης», πού ό ίδιος χαραχτήρισε σά νουβέλα. Πρωτοδημοσιεύτηκε στά 1934 στήν «Πρωία», ξαναδουλεύτηκε γιά νά περιληφθεϊ στό «Γαλάζιο βιβλίο» καί όριστικοποιήθηκε στήν αυτοτελή του έκδοση τοΰ 1943. «Σ’ αυτή τήν τελευταία καί αύξημένη έκδοση —γράφει ό Μ. Vitti— όχι μόνο τονώνονται καί χαρακτηρίζονται μ έ μεγαλύ τερη άκρίβεια τά λαϊκά στοιχεία λόγου, σ’ ένα στυλιζάρισμα πού προκαλεϊ τό θαυμα σμό, άλλά έρχονται νά προστεθούν καί νέα διακοσμητικά υλικά πού συμπληρώνουν τό λαϊκό χαρακτήρα τοΰ άφηγήματος.» Είναι πολλές οί άπόψεις πού διατυπώθη καν γιά τό «Βασίλη τόν ’Αρβανίτη». Τόν είπαν άντιπροσωπευτικό τύπο τής ρωμιοσύ 51
νης, σύμπλεγμα των αρνητικών ιδιοτήτων καί τής βιολογικής ρωμαλεότητας τής ρά τσας. Κατάλοιπο τής άρχέγονης ληστρικής ψυχολογίας, άντιφέγγισμα τοΰ άρματολισμοΰ καί των ορεσίβιων παλικαριών. Τόν παρομοίασαν με τό Μήτρο τόν Ρουμελιώτη τοΰ Παλαμά, μέχρι καί μέ τά «Μεγάλα χρόνια» τοΰ Βλαχογιάννη βρήκαν νά έχει συγγένειες. Καί ή αλήθεια είναι πώς, πρά γματι, ό «Βασίλης ό ’Αρβανίτης» είναι 6λ’ αύτά μαζί, αλλά είναι καί κάτι άλλο: είναι ή προσωποποίηση ενός μηδενιστικοΰ συμβό λου —ανεξάρτητα μέ τήν άρτια λογοτεχνική του ύποστασιοποίηση— στενότατα συναρτημένου μέ τό βασικό γνώρισμα ολόκληρης τής μεσοπολεμικής περιόδου · μέ τόν άκρατο μηδενισμό καί μέ τόν ομότροπο άντίποδά του: τόν άχαλίνιυτο ήδονισμό.
’Αναφορικά μέ τό θέμα άν πραγματικά ανήκει ό Μυριβήλης στή γενιά που άποκαλοΰμε τοΰ ’30 — όσο κι άν από πολλούς θεωρείται ώς ό αντιπροσωπευτικότερος πεζογράφος αυτής τής γενιάς— οί απόψεις διίστανται. Πρώτος ό Α. Καραντώνης διατύ πωσε τή γνώμη δτι: «τό Μ υρφήλη συνηθίσαμε ν ’ άποκαλοϋμε συγγραφέα της γενιάς τον ’30. Μ άλλον όμως πώς δεν άνήκει στό ϋφος καί στίς κύριες απαιτήσεις της λογοτεχνικής αυτής γενιάς, όσο κι αν τό κυρίως δημιουργικό του έργο συμπορεύεται μέ τά έργα τής γενιάς αυτής. Τό μόνο ίσως πού θά μπορούσαμε νά πούμε είναι πώς τό πνευματικό κλίμα τής γενιάς τοΰ ’30 στάθηκε ένας ευνοϊκός όρος γιά τήν πλουσιότερη άνθηση καί τήν πλατύτερη διά δοση τον έργου τον». Ό μω ς, άν ή γνώμη τοΰ Καραντώνη δτι τό κλίμα πού διαμόρφωσε ή γενιά τοΰ '30 στάθηκε ευνοϊκό γιά τή διάδοση τοΰ έργου τοΰ Μυριβήλη εύσταθεΐ, έντούτοις, ώς πρός τό άν συμπορεύτηκε χρονολογικά μέ τούς πεζογράφους αυτής τής γενιάς, θά μπορούσε ν’ άντιτάξει κανείς ορισμένα πραγματικά περιστατικά, έν μέρει ανατρεπτικά αυτής τής άποψης: τό δτι λ.χ. είχε ήδη στά 1915 δημοσιεύσει ένα από τά πιό ένδιαφέροντα αντιπολεμικά διηγήματά του, τό «’Εθελοντι κό», ενώ τό διήγημα «Κιλκίς», πρωτοδημοσιευμένο τό 1914 στό περιοδικό «Χαραυγή», τό συμπεριέλαβε στίς «Κόκκινες ιστορίες», πού έξέδωσε στά 1915. Σέ δλ’ αύτά άς προστεθεί καί ή γενικότερη τάση του νά κρατηθεί δσο πιό δυνατά μπορούσε από τήν παράδοση πού δημιούργησαν ό Παπαδια52
μάντης καί ό Καρκαβίτσας, παράδοση πού διατήρησε καί συνέχισε μέ εύλάβεια ώς τό τέλος —δπως φαίνεται άλλωστε καί άπό τήν «Παναγιά τή Γοργόνα» καί τό «Βασίλη τόν ’Αρβανίτη»— καί πού τόν κράτησε τελικά έξω άπό τίς βλέψεις καί τίς ανησυχίες τών πεζογράφων καί τών ποιητών τής γενιάς τοΰ ’30, δπως τουλάχιστον αυτές διατυπώθηκαν άπό τό Γιώργο Θεοτοκά στό «’Ελεύθερο πνεύμα» του, στά 1929. ’Ενδεικτική είναι καί ή γνώμη πού διατυπώνει γι’ αύτόν ό Θεόδωρος Ξύδης στά 1935, στό κατεξοχήν δργανο αυτής τής γενιάς, στά «Νέα Γράμμα τα»: «Παλιά γραφική ψυχή καί ποιητική φυσιογνωμία τής ειδυλλιακής Ελλάδας, περνάει όμαλά άπό τή φρίκη τής ανθρωπο σφαγής στή θεία γαλήνη τής έπαρχιακής ζωής».
Ή λ ία ς Βενέζης Ό Ή λίας Βενέζης γεννήθηκε στό Ά ιβα λί τό 1904, ήταν δηλαδή νεότερος τοΰ Μυριβή λη κατά δώδεκα χρόνια. Στά 1914 άνώμαλες περιστάσεις άνάγκασαν τήν οίκογένειά του νά καταφύγει στή Μυτιλήνη, άφήνοντας τόν πατέρα του καί μιά άπό τίς άδερφές του στήν Ανατολή. Στά 1919, μετά τήν άνακωχή, επιστρέφουν στό πατρικό σπίτι, στό Ά ιβαλί, μέχρι τά 1922, όπόταν μέ τήν καταστροφή γυρίζει δλη ή οικογένεια στή Μυτιλήνη, εκτός άπό τήν Ήλία, πού πιάστηκε αιχμάλω τος άπό τούς Τούρκους καί στάλθηκε στά εργατικά τάγματα. «’Εμένα —λέει ό ίδιος— μέ πήρανε οί τοϋρκοι σκλάβο καί μέ βάλανε στά έργατικά τάγματα. Ε κ εί έμεινα δεκατέσσερις μήνες, δουλεύοντας σέ δρόμους, σέ φορτηγά βα γό νια, σέ τσιφλίκια, σέ χτίσιμο σπιτιών καί σ ’ ένα σωρό άλλες σκληρές δουλειές, πολλές φορές κινδύνεψα τή ζωή μου καί ύπόφερα όσα σπάνια μπορεί νά τύχονν σ ’ ένα παιδί. Λευτερώθηκα στό τέλος τρϋ 1923 καί βρήκα τούς δικούς μου στή Μυτιλήνη.» Καρπός αυτής τής εμπειρίας του υπήρξε καί τό πρώτο του μυθιστόρημα, τό «Νούμε ρο 31-328», πού έκδόθηκε στά 1931. Πριν άπ’ αύτό είχε έκδώσει έναν τόμο μέ διηγήμα τα, μέ τόν τίτλο «Μανώλης Αέκας». Τό «Νούμερο 31-328», είναι τό ίδιο νού μερο πού έφερνε ό Βενέζης στούς δεκατέσσε ρις μήνες τής αιχμαλωσίας του στά έργατικά τάγματα · γράφτηκε, κατά πληροφορία τοΰ ίδιου, γιά πρώτη φορά τό 1924, ενόσω δηλα
δή τό βίωμα έξακολουθοΰσε νά επενεργεί άμεσα στό σώμα του καί στήν ψυχή του, μην έχοντας προλάβει ακόμη νά ύποστεϊ τίς δια δικασίες τοΰ χρόνου καί τής μνήμης. « Ό έχϋρός είχε κατεβεϊ στην πόλη μας, τό Ά ιβ α λ ί—- λέει κάπου στήν αρχή τοΰ βιβλίου του. Κ α ί στό λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με άμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή. Τό σάπιο εμπόρευμα —τά παιδάκια κ ’ ο ί γυναίκες— θά μπαρκέρναν γιά τήν Ελλάδα. Μ ά οί άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαρανταπέντε χρονώ, θά φ εϋγαν γιά τό εσωτερικό, σκλάβοι στά εργατικά τάγματα.» Ά νάμεσά τους κι ό Βενέζης μέ τό νούμερο 31 -328, ρίχνεται σε κάποιο άπό τά τάγματα γιά νά ύποστεϊ δοκιμασίες καί μαρτύρια απροσμέτρητα. «Έ χουν νά λένε —γράφει στόν πρόλογο τής β' έκδοσης αύτοΰ τοΰ βιβλίου του— πώς κανένας πόνος δέν μπορεί νά είναι ισοδύ ναμος μέ τόν ηθικό πόνο. Α ύτά τά λένε ο ί σοφοί καί τά βιβλία. °Ομως, άν βγεις στά τρίστρατα καί ρωτήσεις τούς μάρτυρες, αυ τούς πού τά κορμιά τους βασανίστηκαν ένώ πάνω τους σαλάγιζε ό θάνατος, — καί είναι τόσο εύκολο νά τούς βρεις, ή έποχή μας φρόντισε καί γέμισε τόν κόσμο,— άν τούς ρωτήσεις, θά μάθεις πώς τίποτα, τίποτα δέν υπάρχει πιό βα θύ καί πιό ιερό άπό ένα σώμα πού βασανίζεται». Καί λίγο πιό κάτω: «Έδώ μέσα δέν υπάρχει ψυχή, δέν ύπάρχει π ερι θώριο γιά ταξίδι σέ χώρους μεταφυσικής». Ή άφήγηση στό «Νούμερο 31-328» γίνε ται σέ πρώτο πρόσωπο, άπό τόν ίδιο τό συγγραφέα-αύτόπτη μάρτυρα τών δσων καταγράφει (όχι περιγράφει), καί γι’ αυτό Μ περίμενε κανείς μιά πέρα άπό κάθε φιλολογική έμφαση καί λογοτεχνική προσ ποίηση νατουραλιστική καταγραφή τών σκληρών καί απάνθρωπων βιωμάτων του. Γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι έχει νά κάνει μέ μιά πραγματικότητα παρουσιασμένη κατά τρόπο αναμφίβολα μεταφυσικό, πλαι σιωμένη άπό άναρίθμητα καί έντονα λυρικά στοιχεία καί ποιητική διάθεση, άκόμη κι όταν οί περιστάσεις όχι μόνο δέν έπιτρέπουν κάτι τέτοιο άλλά καί τό άποδιώχνουν πει σματικά. « Ά π ό τό «Νούμερο 31-3 2 8 » —σημειώνει ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος— ή πεζογραφία τοΰ Βενέζη θά μπορούσε νά ξεκινήσει καί νά οργανω θεί ρεαλιστικά. Μά καί μέσα στις στενά πραγματιστικές σελίδες του ό προσε χτικός άναγνώστης θά ξεχωρίσει κάτι σάν τρεμούλιασμα λυρικής διάθεσης, πού ή στυ γνή πραγματικότητα δέν τήν αφήνει νά ξα-
νασάνει καί ν ’ άπλωθεϊ. Ά π ό τό τρεμούλια σμα τούτο βγήκαν τά ύπόλοιπα βιβλία τοΰ πεζογράφου, είρηνεμένου πιά, μά καί πλημ μυρισμένου πάντα άπό τούς στεναγμούς τής φουρτούνας πού πέρασε.» Ή πρόθεση τοΰ Βενέζη νά έκφράσει τά βιώματά του έξω άπό κάθε λογής μεταφυσι κή προσέκρουσε τελικά στό μεταφυσικό του δέος καί σ’ ένα αίσθημα πανθεϊστικής άγάπης πού τόν διέκρινε, άκόμη καί στίς πιό σκληρές καί άπάνθρωπες άφηγηματικές στι γμές του. Γιά πρόσκρουση τής πραγματικότητας πάνω στή φιλολογία κάνει λόγο καί ό Μ. Vitti, άφοΰ ή τόσο καυτή καί τόσο άμεση έμπειρία του θά μπορούσε νά δοθεί μέ μιά γραφή εξίσου άμεση καί καυτή, άπαλλαγμένη άπό κάθε είδους λυρισμό καί ώραιοποίηση, κάτι δηλαδή πού πέτυχε ό Στρατής Δούκας στήν «'Ιστορία ενός αιχμαλώτου». Ή συναισθηματική του όμως φύση καί γενι κά όλη ή βιοσοφία του δέν τόν ωθούν παρά σ’ ένα αίσθημα συμπόνιας καί σέ μιά κάποτε παράλογη εγκαρτέρηση τοΰ πεπρωμένου. «(...) Μ προς στό ύλικό τής ώμής βία ς — σημειώνει πάλι ό Μ. Vitti— δέν μπορεί νά μήν κάνει, άρκετά συχνά, μιάν άναμέτρηση τής έμπειρίας αυτής μέ τή φιλολογία, μέ τήν όποια είχε διαποτιστεί πριν άπό τή μεγάλη δοκιμασία», εννοώντας προφανώς ότι άποκλειστικό ίσως αίτιο τών όμολογημένων ήδη 53
συναισθηματικών του παλινδρομήσεων, έστω καί μπρος σε μιά τόσο σκληρή καί βίαιη εμπειρία που πάει νά έκφράσει στό «Νούμε ρο 31-328», υπήρξε ή πριν άπό τήν έκφρασμένη έμπειρία παιδεία του, καθώς καί ή θητεία πού είχε κοντά σέ πεξογράφους ικα νούς ν5 ασκήσουν απάνω του επιρροές ισχυ ρότατες, μόλο πού ύπήρξαν διαφορετικής μέ τή δική του ιδιοσυγκρασίας. "Οτι δηλαδή δεν πρέπει νά περάσει άπαρατήρητο τό γε γονός πώς ό Βενέζης, άπό τό 1921 μέχρι πού πιάστηκε αιχμάλωτος, σ’ ένα διάστημα πού κρίνεται έκ τών ύστέρων σημαντικό, άφοΰ μέσα σ’ αυτό δημιουργήθηκαν πολλές καί ίσως καθοριστικές τής συγγραφικής του λει τουργίας προϋποθέσεις —διάστημα κατά τό όποιο δημοσίευσε τά πρώτα του διηγήματα στό «Λόγο» τής Κωνσταντινούπολης—, ζοΰσε πλάι στόν Κόντογλου καί δεχόταν, έτσι νέος πού ήταν, παθητικά σχεδόν, τή γοητεία πού έντονα θά ασκούσε έπάνω του ή ζεστή άνθρώπινη ψυχή καί τό άνήσυχο πνεύμα τοΰ τελευταίου. "Αλλο τό ζήτημα άν διάφοροι παράγοντες σύμφυτοι τής ιδιοσυγκρασίας τοΰ Βενέζη, τόν έμπόδισαν στό νά καταφέρει νά διακρίνει στήν κουρσάρικη καί ιδιόρρυ θμη γραφή τοΰ Κόντογλου τά στοιχεία εκεί να πού θά μπορούσαν νά λειτουργήσουν καί στό δικό του λόγο κατά τρόπο θετικό. Κι έτσι δέν κατόρθωσε νά προχωρήσει πέρα άπό τήν άστραφτερή επιφάνεια τής κουρσά ρικης περιπέτειας καί νά διεισδύσει στό βάθος της, ώστε νά έκτιμήσει καί στή .συνέ χεια νά καλλιεργήσει ένα ύφος άπλό, όπως αυτό πού θά ταίριαζε προκειμένου νά ένεργοποιήσει πραγματικά καί αισθητικά ένα υλικό δπως αύτό τοΰ «Νούμερου». Καί τό άποτέλεσμα-αυτής.τής άδυναμίας του ήταν νά μή μπορέσει νά παραμερίσει ούτε νά έλαττώσει τήν παρουσία τοΰ άφηγητή μέσα στό έργο του, μιά παρουσία φιλολογική καί πάντα αισθητή άπό τόν άναγνώστη. «Τό Νούμερο 31-328 —σημείωνε στά 1943 ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος— είν ’ ενα σπαραχτικό, άπεριόριστα κονεμένο καί συν άμα άπεριόριστα καλοπροαίρετο βιβλίο, ένα κομμάτι ζωής Ανόθευτο, πού κάποτε, ώστόσο, πρέπει νά τό ξαναγράψει ό Βενέζης ■ νά τοΰ στρογγυλέψει τη φράση, γιά νά τοΰ δώσει τήν άκέραια λογοτεχνική άρετή, χωρίς βέβαια νά νοθέψει τά γνήσια, τά όλότελα αύτοβιογραφικά τον συστατικά.» Κι άκόμη: «Ή πραγματικότητα δέν πρέπει νά πειραχτεϊ. Μά τό ύφος μπορεί στ’ άδύνατα σημά δια του νά δουλευτεί. Π ολλές φορές μικρά 54
διορθώματα άποκατασταίνουν τήν άπαραίτητη ισορροπία.» • Ά π ό τό ίδιο έντονα συναισθηματικό κλί μα, καθώς καί μέσα άπό μιά ίσως ύπέρ τό δέον λυρική διάθεση, βγήκε καί τό επόμενο βιβλίο τοΰ Βενέζη, ή «Γαλήνη». Προλογί ζοντας ό ίδιος τήν τρίτη έκδοση αύτοΰ τοΰ βιβλίου, σημείωνε κάποιες σκέψεις του πολύ ενδεικτικές τόσο τοΰ τρόπου τής μυθιστορη ματικής του λειτουργίας δσο καί τοΰ ιδιαίτε ρου ψυχισμοΰ πού τόν διέκρινε πάντα σάν συγγραφέα: «’Α π ό μιάν άποψη — έγραφε — τό βιβλίο αύτό ζεΐ τήν ιστορία τον μέσα στό κλίμα πού τον πρέπει. Υ πά ρχει φαίνεται καί γιά τά πράγματα μιά μοίρα ■ δχι μονάχα γιά τούς Ανθρώπους. Ή τύχη άκόμα τό ήθελε τό τελευταίο έλληνικό μυθιστόρημα πού βγήκε όταν έκλεινε ή περίοδος τοΰ μεσοπολέμου, νά μήν είναι ένα βιβλίο γιά τή χαρά τοΰ κόσμου. ’Έτσι, οι σελίδες τής “Γαλήνης” δέν απιστούν στήν Ατμόσφαιρα τής έποχής μας καί στήν ιστορία τοΰ τόπον μας. Α έν άπιστοϋν καί στήν ιστορία τών παιδικών χρό νων καί τής νεότητάς μας. Είμαστε ένας αληθινά κονεμένος, πολυβασανισμένος, πολνπικραμένος λαός. Έ χουμε πίσω μας, έχου με μέσα μας καί μάς παρακολουθούν αύτοί οί αιώνες τής Ανήκουστης όδύνης μας (...) ’Α π ό αύτή τή γή, Από αυτή τή μοίρα έρχόμαστε: Ά π ό ένα τέτιο κλίμα έρχεται ή “Γαλήνη”, ένα Από τά πικρά βιβλία τής γενιάς μας.» Στή «Γαλήνη» ό Βενέζης δείχνει νά είναι πιά είρηνεμένος, σέ σχέση μέ τήν κατάσταση στήν όποια βρισκόταν δταν έγραφε τό «Νού μερο». Καί οπωσδήποτε γεμάτος άπό πικρές μνήμες καί στεναγμούς ένός κακοΰ πού έχει πιά περάσει, άλλά πάντα παρόντος. Υ π ά ρ χει κι έδώ ένας άφηγητής, πού, μέ όργανωμένους τούς εκφραστικούς του τρόπους, επι χειρεί νά περιγράψει τό ξερίζωμα ένός όλόκληρου λαοΰ άπό τά μικρασιατικά παράλια, καθώς καί τήν υπεράνθρωπη προσπάθεια πού ό λαός αύτός καταβάλλει γιά νά στεριώ σει στό πάτριο έδαφος καί νά φτιάξει μιά καινούρια ζωή. Ά π ό τό πρώτο κιόλας κεφά λαιο τοΰ βιβλίου μάς πληροφορεί πώς ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες τής Α να τ ο λής, καλοκαίρι τοΰ 1923, γυρεύουν τή νέα τους πατρίδα στήν ερημιά τής Άναβύσσου: «Ή ιστορία αύτή — γράφει — Αρχίζει τόν ’Ιούλιο τού 1923. Ά νάβυσσος είναι ένα έρη μο μέρος παραθαλάσσιο, στόν κόρφο τού Σαρωνικοϋ, πάνω-κάτω δέκα μίλια π ρίν Απ’
τό Σούνιο. Κ ανένας δημόσιος δρόμος δέ βγάζει σ ’ έκεΐνο τό μέρος. "Ολοι ο ί δρόμοι τραβούν πίσω ά π ’ τούς μικρούς λόφ ους πού κλείνουν την άγονη γη τού τόπου, όπου οδοιπόρος δέ θά β ρ ει δέντρο μήτε ένα. Σχίνα μονάχα βρίσκονται, άγκάθια, βούρλα καί άμμος.» «Ή “Γαλήνη”, —γράφει ό Γιάννης Χα τζίνης— δέν άποτελεΐ παρά ένα σταθμό ενδιάμεσο, άνάμεσα στήν τραγικότητα τού προηγούμενου βιβλίου τού Βενέζη, τού “Νούμερου 31-3 2 8 ”, καί στήν άγγελικότητα τού άμέσως έπόμενον, τής “Α ιολικής γή ς”. "Ενα σταϋμό πού μπορεί νά ληφ θεί μέ τή σημασία μιας καινούργιας άσκησης, μέ τήν όποια ό πεζογράφος δείχνει νά κατακτά τούς πατροπαράδοτους νόμους τού μυθιστο ρήματος, δεδομένου δτι τό “Ν ούμερο” δέν προϋπέθετε κανενός είδους προετοιμασία, ούτε καί προηγούμενη κατάκτηση των εξω τερικών, τουλάχιστον, μυθιστορηματικών στοιχείων ή άσκηση μορφικών μέσων, παρά μόνο άσκηση τής ψυχής.» ”Αλλο τό ζήτημα άν ή κατάκτηση πού δεχόμαστε πώς πραγματοποίησε μέ τή «Γα λήνη», δπως άποδείχτηκε άλλωστε έκ των ύστερων, δέν τού ήταν απολύτως άναγκαία γιά τή μετέπειτα μυθιστορηματική του πο ρεία, χωρίς αύτό νά σημαίνει δτι ή «Γαλήνη» άποτελεΐ παρέκκλιση από τό θεματικό καί συνακόλουθα χρονικό διάγραμμα του Βενέζη · άφενόςγιατί δέν είχε καμιά απολύ τως υποχρέωση νά τηρήσει τή χρονική σειρά των βιωμάτων του στή μυθιστορηματική τους έκδοχή καί άφετέρου γιατί, δπως πρόκυψε άπό τά ίδια τά πράγματα, έπρεπε πρώτα νά δημιουργήσει, μέσω τής «Γαλή νης», ένα διέξοδο στήν πίκρα καί στίς σκλη ρές επιφανειακές ή άπωθημένες του μνήμες, ώστε νά μπορέσει νά φθάσει στήν ατμόσφαι ρα τής «Αιολικής γής», κατά τρόπο δσο τό δυνατό φυσικό καί άβίαστο. Επιχειρώντας ένα είδος έρευνας, νά δια πιστωθεί τί ήταν αύτό πού έπεδίωξε ό Βενέζης μέ τή «Γαλήνη» καί τί τελικά κατάφερε, διαπιστώνει κανείς δτι, δπως άκριβώς καί στό «Νούμερο», έτσι κι εδώ, ύπάρχει μιά φανερή αντίφαση άνάμεσα στήν άρχική του πρόθεση καί στό άποτέλεσμα. Βασική αιτία αυτής τής άντίφασης υπήρξε ό βαθύτερος ψυχισμός τού ίδιου τού Βενέζη, πού τόν οδήγησε στό νά κινείται διαρκώς διχαζόμε νος άνάμεσα στήν πραγματικότητα τής ζωής άπό τή μιά καί στή βαθιά φιλολογίζουσα τάση του άπό τήν άλλη, πού, σέ συνδυασμό μέ τόν άκρατο συναισθηματισμό του, τόν
έμπόδισε, πολύ συχνά, νά ξεχωρίσει τό πρα γματικό του βίωμα άπό τή φιλολογική καί κάποτε ονειρική του υπόσταση ή διάσταση · άκόμη φαίνεται πώς φταίει καί ή γενικότερη τάση του νά μετουσιώνει, έστω κι άν κάτι τέτοιο δέν ένδείκνυται, τήν πραγματικότητα σέ ονειρική ή μεταφυσική κατάσταση. Ή «Γαλήνη» λέει ό ίδιος σέ κάποιο σημεί ωμά του —ύπόδειξη γιά τό πώς θά έπρεπε νά εικονογραφηθεί τό έργο— «δέν είναι ρεαλιστικό μυθιστόρημα. Μολονότι περι γράφει γεγονότα πραγματικά καί μολονότι στηρίζεται στά πράγματα, ξεφεύγει διαρκώς άπό τήν τυραννία τους, άφαιρώντας τό υλι κό τους βάρος καί μεταφέροντας τήν κίνηση τού μύθου σ ’ ένα έπίπεδο, δπου τό παιχνίδι τής φαντασίας έχει πολύ νά κάνει». Γιά τό ίδιο βιβλίο γράφοντας καί ό Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος σημειώνει δτι «τό βίωμα είναι πιά
Ή λία ς Βενέζης ΕΡΓΟ ΓΡΑΦΙΑ Μανώλης Λέκας (διηγ.) 1928,— Τό Νούμερο 31-328, 1931, — Γαλήνη (μυθ.) 1939, — Αιγαίο (διηγ.) 1941, — Αιολική γη (μυθ.) 1943, — ’Ανεμοι (διηγ.) 1944, — "Ωρα πολέ μου (διηγ.) 1946, — Φθινόπωρο στήν ’Ιταλία
(ταξιδ.) 1950, — Έξοδος (χρονικό τής κατο χής) 1950,— ’Ωκεανός (μνϋ.) 1956, ’Αμερικα νική γη (ταξιδ.) 1955, — ’Αργοναύτες ( 1961) ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (έπιλογή): Α. Καμπάνης: Τό νούμερο, περ. «Εργασία», 12 Ίαν. 1932. Μ. Σκουλούδης: Ή λ. Βενέζης, περ. «Νεοελλη νικά Γράμματα», 13 Όκτ. 1935. Ν. Λαπαθιώτης: Γαλήνη, περ. «Ν. Εστία», τόμ. 27, 1940. Γ. Χατζίνης: Αιολική γή, περ. «Ν.Ε.», τόμ. 36, σελ. 859. I. Μ. Παναγιωτόπουλος: Ήλ. Βενέζης, περ. «Γράμματα», 1943. Μ. Καραγάτσης: Ό έρωτας στό νεοελληνικό μυθιστόρημα, έφ. «Πρωία», 17 Φεβρ. 1943. Α. Καραντώνης: Ήλίας Βενέζης, περ. «Άγγλοελληνική ’Επιθεώρηση», σελ. 316, Δεκ. 1946. Ρ. Άποστολίδης: Ήλ. Βενέζης, περ. «Τά Νέα Ελληνικά», Μάιος 1952. Γ. Χατζίνης: ’Αμερικανική γή, περ. «Ν.Ε.», 1 Μαρτ. 1955. Α. Σαχίνης: Ό ’Ωκεανός, έφ. «Έθνος», 17 Ίαν. 1957. ’Αφιέρωμα «Νέας Εστίας», Χριστούγεννα 1974. Μ. Vitti: Ή γενιά τού τριάντα, εκδόσεις 'Ερ μής, 1977, σελ. 249 κ.έ.
55
κατασταλαγμένο, κάπως ξεθωριασμένο καί δχι πέρα γιά πέρα άτομικό. Έ πειτα, ενώ στήν αρχή ή κίνηση της ομάδας κατέχει τό πρώτο επίπεδο καί σκεπάζει την πρόθεση τοϋ πεζογράφου, δσο προχωρούν ο ί σελίδες, τόσο διαγράφονται τά κύρια πρόσωπα, ξε χωρίζουν ανάμεσα στό πλήθος, προβάλλουν μ ’ έξουσιαστική Απαίτηση την Ατομική τους περιπέτεια καί, στό τέλος, κυριαρχούν πέρα γιά πέρα, μέ Αποτέλεσμα τό μυθιστόρημα νά φαίνεται νά ξεφεύγει Απ’ τήν τροχιά του. (...) Ή λιτότητα έξάλλου τοϋ ύφους πέφτει έδώ κι έκεΐ στήν Ασημαντολογία. Κ α ί ή παρεμβο λή Αποσπασμάτων Από κείμενα καί φαντα στικών διαλόγων Ανάμεσα σέ προσωποποιημένα Αντικείμενα, νοθεύει μέ φιλολογικές προϋποθέσεις καί κατασκευές τήν Απλότητα τοϋ λόγου». • Μετά τό «Νούμερο 31-328» καί τή «Γαλή νη», άφόΰ μεσολάβησε τό «Αιγαίο», ένας τόμος μέ διηγήματα στά όποια συναντά κα νείς συμπυκνωμένη τήν ικανότητα τοϋ Βενέζη νά ύποκαθιστά τήν πραγματικότητα μέ τή φαντασία καί τή μαγεία, φτάνουμε στήν «Αιολική γή», μέ τήν όποια κλείνει —θεματικά— ό κύκλος πού άνοιξε τό «Νούμερο» · παράλληλα, έχοντας εκτονω θεί, κατά τό δυνατό, μέ τή μεσολάβηση τής «Γαλήνης», από τό ύπέρογκο βάρος πού ασκούσαν επάνω του οί απάνθρωπες μνήμες καί εμπειρίες του, κατορθώνει νά τονίσει έντεχνα τίς άρετές καί νά περιορίσει τά έλαττώματά του. Στήν «Αιολική γή» αναδύονται αδιάκοπα τρυφερές μνήμες άπό τήν παιδική του ηλι κία, στιγματισμένες βαθύτατα άπό μιά έντο νη συγκίνηση καί άπό μιάν άθεράπευτη νοσταλγία των ειδυλλιακών στιγμών καί τών άγαπημένων προσώπων πού πλαισίωναν τίς στιγμές αύτές, στήν πρίν άπό τό ’22 παιδική ηλικία τού συγγραφέα. Θά μπορούσε νά πει κανείς δτι τό θέμα τής «Αιολικής γής» προσφέρεται στόν υπερ ευαίσθητο ψυχισμό τού Βενέξη καί τόν βοηθεΐ ν’ άναπτύξει καίρια καί ίσοζυγιασμένα τή συγκίνηση τής άνάμνησης καί τήν πίκρα τού ξεριζωμού. Βρήκε μέ άλλα λόγια σ’ αυτό τό βιβλίο τό πρόσφορο έδαφος γιά μιά σωστή καί ταιριασμένη πραγματοποίηση τής ικανότητάς του νά κινείται άμφίδρομα άνάμεσα στό όνειρο καί στήν πραγματικότητα. Καί είναι ίσως μιά άπό τίς έλάχιστες φορές πού ό Βενέζης κατορθώνει νά σταθεί μακριά άπό κάθε λογής μελοδραματοποιητικό κίν δυνο, όσο κι άν τό θέμα του προσφερόταν 56
γιά κάτι τέτοιο, καθώς ή παιδική καί καθόλα άγγελική άτμόσφαιρα τού βιβλίου ήταν οπωσδήποτε έπιδεχτική σέ παρόμοιες έκτροπές πρός άσκοπες αισθηματολογίες. • Τήν «Αιολική γή» άκολουθεΐ τό χρονικό τής κατοχής «’Έξοδος». «Ή μετάβαση άπό τή “Γαλήνη” στήν Αιολική γή ” —παρατηρεί ό Γ. Χατζίνης— σχηματίζει μιά καμπύλη, πού στήν Αλλη της άκρη συναντού με τήν “Έ ξο δ ο ”. Τό μυθιστόρημα αύτό, στό όποιο ένεργοϋν ώμότερες έξωτερικές δυνά μεις, θά μπορούσαν νά μάς τό παρουσιάσουν σά μιά καινούρια, περισσότερο μυθιστορη ματική έκδοση τοϋ “Νούμερου 31-328”». "Ο,τι διαφοροποιεί αυτά τά δύο βιβλία — τό «Νούμερο» καί τήν «Έ ξοδο»— είναι τό γεγονός ότι τό «Νούμερο» άναφέρεται σέ μιά πραγματικότητα όχι βιωμένη άπό τό σημερινό άναγνώστη, πού μόνο μέσα άπό τήν ιστορία καί άπό τό ιστορικό ή αύτοβιογραφικό μυθιστόρημα θά μπορούσε ενδεχο μένως κατά τρόπο έμμεσο νά γνωρίσει. Ή «Έ ξοδος» άντίθετα άναφέρεται σέ μιά πιό πρόσφατη πραγματικότητα, κι εκτός αύτοΰ διαδραματισμένη στά εδώ τοπικά πλαίσια. ’Ακόμη ή «’Έξοδος» πληροί περισσότερο τίς προϋποθέσεις ενός μυθιστορήματος, μόλο πού, όπως καί τό «Νούμερο», άποτελεϊ στήν ουσία ένα ιστορικό ντοκουμέντο. ’Ίσως γιατί τή λυρική περιγραφή έχει ύποκαταστήσει τώρα ό διάλογος καί ή κοφτή, λαχανιαστή φράση, χωρίς αύτό νά σημαίνει ότι άπουσιάζουν τά γνώριμα χαραχτηριστικά τού Βενέζη· ό υπερβολικός συναισθηματισμός καί οί κάποτε έξωπραγματικές συμπτώσεις. Τιτλοφορώντας «Έ ξοδο» τό μυθιστόρη μά του αύτό ό Βενέζης είναι φανερό ότι έχει στό νού του μιά άλλη έξοδο · αύτήν τού ’22, θέλοντας ίσως νά ύποδηλώσει μ’ αύτό τόν τρόπο τό καινούριο ξεσπίτωμα τών Ελλή νων τής Μακεδονίας καί τής Θράκης. «Παρακολουθεί πάλι — γράφει ό Πέτρος Χάρης— κυνηγημένους Έλληνες, πού κοπά δια κοπάδια κατεβαίνουν άπό τή βόρεια Ε λλάδα γιά νά καταλήξουν στήν ’Α θήναπερνάει μα ζί τους άπό τόπους καί θρύλους έλληνικούς —Δελφοί, Θήβα, Κιθαιρώνας, Α ντιγόνη, Ο ΐδίπους— δένει παλιές τραγω δίες καί νέες συμφορές, σημαδεύει χωρίς νά παρασύρεται σέ ακαιρους πατριωτισμούς, τήν ένότητα καί τή διάρκεια τοϋ έλληνισμοϋ καί διηγείται τώρα δχι στόν τόνο τοϋ “Νούμερου” Αλλά μέ φωνή μαλακιά, καί μέ μιά διάθεση λυρική, πού τοϋ έχει γίνει Αφη γηματικός τρόπος Από τίς σελίδες τής “Α ίο-
λικής γη ς”.» Πρέπει πάντως νά παρατηρηθεί σ’ αύτό τό σημείο δτι ή ονομασία πού δίνει στίς ήρωίδες τού βιβλίου του αύτοΰ ό Βενέζης, χρησιμοποιώντας ονόματα ελληνικών πόλε ων, εκτός πού δεν κρίνεται αντικειμενικά απαραίτητη προκειμένου νά λειτουργήσει δραστικά ό οποίος έπιδιωκόμενος συμβολι σμός, συντελεί στην υπερφόρτιση ενός στοι χείου μελοδραματικού καί άδυνατίζει τό κείμενο από τή δραματικότητα πού πιθανόν νά είχε υπό άλλες συνθήκες, δίνοντάς του διαστάσεις μιάς ρηχά δραματικής πατριδο γνωσίας. Γενικά, θά μπορούσε δίκαια ίσως νά υπο στηρίξει κανείς δτι ή «Έ ξοδος» δεν άνήκει στίς πιό δημιουργικές στιγμές τού Βενέζη. Τό δέσιμο των καταστάσεων καί των γεγονό των γίνεται κατά κάποιον τρόπο έπίπλαστο. Καί οί «συμπτώσεις» μέσα σ’ αύτήν είναι τόσες πολλές πού δημιουργούν στόν καλο προαίρετο αναγνώστη έρωτηματικά γιά τό ποσοστό τής άλήθειας ή τής αληθοφάνειας πού κρύβονται πίσω άπ’ αυτές. Σκέφτεται κανείς πώς πιθανόν τά δσα βιώματα έξέφρασε στό «Νούμερο 31-328», καί, ακόμη γενι κότερα, ό απόηχος τής καταστροφής τού ’22, άποτελέσανε τόν καταλύτη δχι μόνο γιά την δλη μυθιστορηματική του λειτουργία καί διεργασία αλλά καί γι’ αυτή τή δεκτικότητά του άπέναντι σέ κάθε είδους καινούρια εμ πειρία, δπως ήταν αυτή τής Κατοχής.
Σ τρ α τή ς Λ ο υκά ς ”Αν ήταν θεμιτό νά γίνει λόγος γιά μιά τριλογία πού δμως θ ’ απαρτιζόταν από τρία βιβλία γραμμένα άπό τρεις διαφορετικούς συγγραφείς καί συνδεόμενα μεταξύ τους — ανεξάρτητα άπό τίς διαφοροποιημένες έπιμέρους ιστορικές αναφορές τους— άπό μιά ομοιογενή εκφραστική τεχνική, αυτή τής αύτοβιογραφούμενης έμπειρίας, τότε αναμφι σβήτητα θά τοποθετούσαμε κοντά κοντά τή «Ζωή έν τάφω», τό «Νούμερο 31-328» καί τήν «Ιστορία ένός αιχμαλώτου», τού Στρατή Δούκα. Γιατί είναι γεγονός δτι καί τά τρία αύτά βιβλία, άνεξάρτητα —πάντα— άπό τίς ουσιαστικότατες έπιμέρους διαφορές τους, έντάσσονται στίς επιδιώξεις τριών πεζογράφων ν’ αποδώσουν τήν προσωπική καί συνά μα σκληρή εμπειρία τους τού πολέμου μέ τρόπο δσο τό δυνατό πιό άπλό καί πίσω άπό τήν όπτική γωνία τής άποκλειστικά δικής τους βίωσης τών δσων καταγράφουν. Ή
Στρατής Δούχας
ιδιότητά τους εξάλλου, πλήν αύτής τού συγ γραφέα, καί τού αύτόπτη μάρτυρα-άφηγητή, συντελεί ώστε νά είναι ή άφήγηση καθεαυτή άνεπίδεκτη όποιασδήποτε άλλης μυθιστορη ματικής διαδικασίας, εκτός άπό τήν σέ πρώ το πρόσωπο έκφραση (M.Vitti). • Ό Στρατής Δούκας γεννήθηκε στά 1895 στά Μοσχονήσια τής Μικρασίας. Μέ τήν κήρυξη τού Α' παγκοσμίου πολέμου άναγκάστηκε νά διακόψει τίς σπουδές του καί άφού έπισκέφτηκε τό "Αγιο Ό ρ ο ς καί τή Λέσβο, δπου καταγίνηκε μέ λαογραφικές μελέτες, κατατάχθηκε ύστερα εθελοντής στήν ’Εθνική "Αμυνα καί υπηρέτησε πρώτα σάν απλός στρατιώτης καί ύστερα σάν άξιωματικός. Μετά τή Μικρασιατική Καταστρο φή καί τήν άποστράτευσή του, στά 1923, έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον γιά τή μεταφύτευση στήν Ε λλάδα τών άνατολίτικων βιοτεχνι ών καί συγκεκριμένα γιά τήν άγγειοπλαστική τής Κιουτάχειας καί τήν άνατολίτικη ταπητουργία. Τόν Όκτώβρη τής ίδιας χρο νιάς οργάνωσε έκθεση στήν οποία συμπεριέ λαβε, έκτος άπό άντίστοιχα τού ένδιαφέροντός του δείγματα-άντικείμενα, καί πίνακες τού Φώτη Κόντογλου. Στά 1924, πάλι μέτόν Κόντογλου, οργάνωσε στή Θεσσαλονίκη έκ θεση μέ έργα τού Παπαλουκά καί άμέσιυς μετά πήγε στή Μυτιλήνη, δπου μαζί μέ τό Μυριβήλη καί άλλους φίλους ίδρυσαν τό
«Σύλλογο Μουσικών Τεχνών». Στά 1929 δημοσίευσε τήν «'Ιστορία ένός αιχμαλώτου», πού ήταν αρκετή γιά νά καταξιωθεί σάν ένας άπό τούς πιό σημαντικούς πεζογράφους τής γενιάς του. Στην «'Ιστορία ένός αιχμαλώτου» δεν έχουν θέση τά δσα σάν αρνητικά στοιχεία σημειώθηκαν γιά τά άλλα δύο όμοειδή μέ αύτό βιβλία: τή «Ζωή έν τάφω» καί τό «Νούμερο 31-328». Έδώ δεν υπάρχει που θενά καμιά απολύτως επέμβαση λογής φιλο λογικών τάσεων καί προθέσεων έκ μέρους του άφηγητή, ικανών νά διασπάσουν μέ τόν ένα ή τόν άλλο τρόπο τήν αφηγηματική του ροή. Πουθενά ανώφελες ώραιολογίες καί κούφιοι συναισθηματισμοί. Ή «'Ιστορία έ νός αιχμαλώτου» άποτελεΐ τήν άμεση κατα γραφή μιας άποκλειστικά ατομικής περιπέ τειας ένός άνθρώπου-αίχμαλώτου, δοσμένη στό στοιχειωδέστερο δυνατό στάδιο τής γραφτής έκφρασης. «Εΐναί μιά τραγωδία σέ άφηγημαηκή πρόζα —παρατηρεί ό Δημήτρης Ραφτόπουλος— δπον ο ί άριστοτελικοί νόμοι της
Στρατής Δούκας ΕΡΓΟΓΡΑΦ1Α: ’Ιστορία ένός αιχμαλώτου (άφήγ.) α' έκδοση 1929, — Εις έαυτόν (1930), — Τό είκονογραφικό έπος τής ’Ανατολικής Εκκλησίας(1948), — Γιαννούλης Χαλεπός, Νέα βιογραφικά (1952), — Γιαννούλης Χαλεπός, κατάλογος των έργων του (1962), — Γράμματα καί συνο μιλίες ( 1965), — Ό ζωγράφος Σπόρος Παπαλουκάς( 1966),— Ό βίος ένός άγιου, Γιαννού λης Χαλεπός (1967), — 'Οδοιπόρος (1968), — Υποδέσεις καί λύσεις (1970), — Δεσμός (1970), — Ό μικρός αδελφός (1972), — Μαρ τυρίες καί κρίσεις (1972), — ’Ενώτια (1974)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (επιλογή): Φώτος Πολίτης: «'Ιστορία ένός αιχμαλώτου», έφ. «Ελεύθερο Βήμα», 10.5.29. Φώτης Κόντογλου: «'Ιστορία ένός αιχμαλώ του», περ. «Ελληνικά Γράμματα». 4.5.29 Φ. Γιοφύλλης: «Ιστορία ένός αιχμαλώτου», περ. «Πρωτοπορία», ’Ιούλιος 1929. Γ. Βαβόπουλος: «Ιστορία ένός αιχμαλώτου», έφ. «Μακεδονία», 26.10.1929. Α. Σαχίνης: «Ιστορία ένός αιχμαλώτου», περ. «Άγγλοελληνική ’Επιθεώρηση», Δεκ. 1954. Δ. Ραυτόπουλος: Ο ί ιδέες καί τά έργα, 1965, σελ. 82. Γ. Ίωάννου: Γιά τόν «αιχμάλωτο» τοΰ Δούκα, περ. «Τομές», τ.6, Νοέμβρης 1976. Περιοδικό «Τομές», «’Αφιέρωμα στόν Στρατή Δούκα», τ. 6, Νοέμβρης 1976.
58
ένότητας τον χώρου καί τοΰ χρόνον, μετατί θενται σέ μιά μεγαλύτερη κλίμακα, άφοϋ πρόκειται γιά άφήγημα. Ό συγγραφέας δέν έπέτρεψε έδώ τούς πειρασμούς τής δεξιοτεχνίας. Τό στοιχείο δμωςπού κάνει τό άφήγη μα νά συγγενεύει ιδεολογικά περισσότερο μέ τήν τραγωδία είναι ή λυτρωτική τον λειτουρ γία, ή κάθαρση των παθών μέ τό φόβο καί τόν έλεο, πραγματωμένη άξια.» 'Η «'Ιστορία ένός αιχμαλώτου» είναι ή ιστορία ένός άνθρώπου πού κατόρθωσε νά έπιζήσει κάτω άπό τίς πραγματικά πολύ σκληρές συνθήκες τής αιχμαλωσίας του — τοΰ Νικόλα Καζάκογλου— δπως αυτός τήν άφηγήθηκε στό Δούκα. Είναι δμως πολύ δύσκολο, άν δχι ακατόρθωτο, νά διακρίνει κανείς τό που άρχίζει καί ποϋ σταματά ή συμβολή τοΰ τελευταίου στήν δλη αφήγηση, καθώς καί ποιά ακριβώς υπήρξε ή πρόθεσή του, δπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ό Μ. Vitti, νά διασώσει εύσπλαχνικά τή μνήμη τοϋ έθνικοϋ δράματος, είτε (...) νά προμηθέψει στή γενιά ένα δείγμα ά γνον προφορικού λόγον. Πάντως, δπως καί νά έχει τό πράγμα, ή υπόσταση τοΰ άφηγητή δέν προβάλλεται σέ κανένα σημείο τής άφήγησης άτομικά · άντίθετα άναδύεται άπό τήν ουσία τών άφηγούμενων γεγονότων, έχοντας άποκτήσει διαστάσεις άνθρώπου συλλογικοΰ. Κι ό έκφραζόμενος πόνος καί δλη ή πίκρα τής αιχμαλωσίας δέν είναι πλέον μόνο τοΰ άφη γητή άλλά πολλών άνθρώπων μαζί, δλων δσων είχαν τήν ίδια μ’ αύτόν μοίρα καί τούς όποιους έκπροσωπεΐ σάν ό κορυφαίος τοΰ χοροΰ. Ή τραγωδία τοΰ Νικόλα Καζάκογλου είναι ή τραγωδία δλων τών αιχμαλώτων τής Μικράς ’Ασίας: «Στήν καταστροφή τής Σμύρνης—άρχίζει τό βιβλίο— βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στή Πούντα. Μ έσ’ ά π ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κ ι ’έ μεινα στήν Τουρκία αιχμά λωτος. Μεσημέρι πιάστηκα μα ζί μέ άλλους. Βράδιασε καί τά περίπολο άκόμα κουβα λούσαν τούς άντρες ατούς στρατώνες. Κοντά μεσάνυχτα, δπως είμαστε ό ένας κολλητά στόν άλλο, μπήκε ή φρουρά κι άρχισαν νά μάς χτυπούν, δπου εϋρισκαν μέ ξύλα, καί νά κλωτσοπατοϋν δσους κάθονταν χάμω, γόνα μέ γόνα. Τέλος, πήραν δσους ήθελαν κι έφ υγαν βλαστημώντας. ’Ε μείς φοβηθήκαμε πώς θά μάς χαλάσουν δλους. "Ενας γραμμα τικός, πού ’χ ε τό γραφείο του πλάι στήν πόρτα μάς ακούσε πού μιλούσαμε λυπητερά καί μάς έκανε νόημα νά τόν πλησιάσουμε: Σάν έρχονται, μάς λέει, καί σάς φωνάζουν,
έσεϊς τραβηχτείτε μέσα. Κ α ί τό λόγο μου φυλάχτε τον καλά, έξω μην τόν δώσετε. ’Α πό κείνο τό βράδυ, κάθε νύχτα, έπαιρναν ά π ’ τούς θαλάμους. Κ ι έμείς π ’ άκούγαμε τούς πυροβολισμούς, άπό τό Κ ατιφέ-Καλεσί, λέ γαμε: “Σκοποβολή κάνουνε”». Ή «'Ιστορία ενός αιχμαλώτου» καί τό «Νούμερο 31-328» είναι δύο παρεμφερή άπό θεματική άποψη βιβλία, δεδομένου δτι άναφέρονται στήν ίδια έπάνω κάτω εμπειρία δύο διαφορετικών ανθρώπων, τήν ίδια χρο νική περίοδο, καί διαφοροποιούνται μόνο στίς έπιμέρους συνθήκες κάτω άπό τίς όποι ες εξελίχθηκε ή προσωπική περιπέτεια του καθένα· είναι κατά συνέπεια δύο βιβλία πρόσφορα νά τά συγκρίνει κανείς καί νά καταλάβει τί σημαίνει όμαδικότητα ψυχής άπό τή μιά καί φιλολογική πρόθεση άπό τήν άλλη. Στήν «Ιστορία ένός αιχμαλώτου» δια μέσου τής άφήγησης τού Καζάκογλου προ βάλλεται τό δράμα τής αιχμαλωσίας των προσφύγων καί γενικότερα τής προσφυγιάς.
Στό «Νούμερο 31-328», δ,τι κυρίως προβάλ λεται είναι ή προσωπική περιπέτεια τού Ή λία Βενέζη καί πολύ ύστερότερα μπορεί κάποιος νά εικάσει τήν τύχη των άνθρώπων πού είχαν τήν ίδια μέ τό συγγραφέα μοίρα. Τέλος άξίζει νά μνημονευθεΐ μιά άποψη πού ό ίδιος ό Βενέξης είχε έκφράσει στά 1929, άναφερόμενος στήν «'Ιστορία ένός αιχμαλώτου»: « Ό Δούκας —έλεγε— έχει καταργήσει εντελώς τήν παρομοίωση κι έκα νε περίφημα ■ σήμερα δέν μπορούμε πιά νά ικανοποιηθούμε μέ άπλές μεταφορές». Τό κατά πόσο τώρα ό ίδιος κατόρθωσε νά πετύχει δ,τι έπιδοκίμαζε στόν Δούκα στό «Νούμερο», σέ ένα βιβλίο δηλαδή πού, δπως καί τό άλλο, άποτελοΰσε τήν καταγραφή μιας άμεσης δσο καί καυτής έμπειρίας, αυτό άς τό κρίνει ό άναγνώστης.
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Τ Α Μ Α Σ Ο Σ
ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ
1) W . MASTERS - V . J O H N S O N
2) R. L IN D N E R
Ο ΔΕΣΜ Ο Σ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗ Σ
Η ΩΡΑ ΤΩ Ν Π ΕΝΗΝΤΑ ΛΕΠΤΩΝ (Μιά άπό τίς πιό φημισμένες ψυχα ναλυτικές έργαοίες τής έποχής μας)
(Μιά νέα θεώρηση τής σεξουαλικό τητας καί τής άμοιβαίας δέσμευσης)
Μ ό νο σ τή ν ’Α μ ερ ικ ή μ έ χ ρ ι σή μ ερα 3 5 εκ δ ό σ εις 2.000.000 ά ντίτυπ α
ΕΚΔ Ο ΣΕΙΣ Τ Α Μ Α ΣΟ Σ Τηλ. 3625464
Χαρ. Τρικούττη 13 - 4ος όροφος
59
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ
ΘΕΑΤΡΟ
ΒΙΒΑ ΑΣΠΑΣΙΑ
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
Ο
01 ΧΤΙ ΣΤΕΣ
ϋ ΑΛΕΕΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
α ν τιπ ο ίη σ ίς
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΟΙ ΧΤΙΣΤΕΣ ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΣ Ο ΛΟΥΠΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΗ ΑΡΧΗΣ
ΓΙΩΡΓΗΣ ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ
Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ
ΘΕΑΤΡΟ ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ ΘΕΑΤΡΟ Τομ. Α καί Β
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ
ΚΕΔΡΟΣ
Πανεπιστημίου 44 - Τηλ. 3615.783
επιλογή Στις σελίδες πού άκολουϋοϋν ο ί συνεργάτες τού «Διαβάζω» παρουσιάζουν μερικά από τά πιό ένδιαφέροντα βιβλία πού κυκλοφόρησαν τούς τελευταίους μήνες.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
μοναδικό δείγμα πολιτικής ευθυκρισίας Κ.Ι. ΔΕΣΠΟΤΟΠΟΥΛΟΥ: Θέματα 'Ιστορίας καί Πολιτικής, σειρά II. Παπαζήσης, Άάήνα,
ΤΟ βιβλίο «Θέματα 'Ιστορίας καί Πολιτικής» τοϋ πρύτανη τής Παντείου Α.Σ.Π.Ε. κ.Κ.Ι. Δεσποτόπουλου έρχεται νά συμπληρώσει τόν όμότιτλο τόμο πού δημοσιεύτηκε τό 197Τ. Καί ή β' αύτη σειρά άποτελεϊται άπό άρθρα καί λόγους, έπιφυλλίδες, προτάσεις καί σχόλια πού ύπαγορεύτηκαν «είτε άπό αύθόρμητη άντίδραση πρός κάποιο γεγονός, είτε ώς άπόκριση άπλώς σέ όρισμένη πρόσκληση, ή καί γιά εκπλήρωση καθήκοντος ύπηρεσιακοΰ» (σ. 7). 'Οπωσδήποτε άνάμεσά τους, άλλά καί άνάμεσα στή β' καί τήν α' σειρά «ύπάρχει αξιολογική συνοχή άναμφίβολη». "Οπως έπίσης είναι αναμφι σβήτητο δτι ό β' τόμος, μέ τήν ευρύτητα τής θεματικής καί τό βαθυστόχαστο τής συγγραφής, καθώς καλύπτει σημεία έπικαιρικά τής δημόσιας ζωής τής χώρας, άποτελεϊ ένα ισχυρό καί μοναδι κό σέ πρωτοτυπία πεδίο περισυλλογής καί προ βληματισμού. Στό πρώτο μέρος τοϋ βιβλίου («Ά ρθρα καί Λόγοι») προτάσσεται μιά «ύποδειγματική Ιστορι κή τοποθέτηση»2 γιά τήν 28η ’Οκτωβρίου 1940. Μέ τό κείμενο αύτό —πού αποτελεί τόν πανηγυρι κό πού έκφώνησε ώς πρύτανης τής Παντείου, στήν καθιερωμένη έκδήλωση τής Σχολής, στις 26/10/ 1978— ό συγγραφέας θέλει νά έπισημάνει πώς, άπό μιά γνήσια επίγνωση τού έξαίσιου θαύματος, ή 28η ’Οκτωβρίου έχει γίνει «θέσμιο ήθικό των Ελλήνων», καί νά τιμήσει τή «μνήμη των ήρώων» πού όρθωσαν τήν 'Ελλάδα «φρουρό τής παναν θρώπινης έλευθερίας» (σ. 11).
Ειδικά γιά τήν 'Ελλάδα ό συγγραφέας έπισημαίνει δτι ή εισβολή τοϋ Άξονα ήρθε σέ μιά στιγμή πού τό έθνος, μή έχοντας άκόμα συνέλθει άπό τούς πολέμους τών έτών 1916-1922 καί άπό τό συγκλονισμό τής Μικρασιατικής Καταστροφής, είχε περιαχθεί, άπό τόν Αύγουστο 1936, σέ κατά σταση πολιτικής δουλείας. 'Ωστόσο ή «βαθιά διάσταση τοϋ λαού πρός τήν κυβέρνηση τής χώ ρας» δέν έμπόδισε ή έθνική όμοφροσύνη νά είναι «άνεξαίρετη, χωρίς καμιά διαφωνία καί τών πιό άντίθετων» πρός τό καθεστώς, καί τών πιό σκλη ρά διωγμένων άπό αύτό, πολιτών ή κομμάτων (σ. 15). Ή σωστική έκείνη, γιά τήν άνθρωπότητα, ήρωική άντίσταση τού έλληνικοΰ στρατού είχε καί τό ήθικά ισάξιό της έπακόλουθο, τή μοναδική, γιά τήν Εύρώπη, άντίσταση τού λαού στά στρατεύμα τα κατοχής. Μιά άντίσταση δμως πού ή τραγωδία τού έμφυλίου πολέμου έμπόδισε νά πάρει «τήν κορυφαία θέση», πλάι στό έπος τοϋ ’40, στήν ιστορική μνήμη τοϋ έθνους. Ό τίτλος τοϋ έπόμενου κειμένου «Αιγαίου ιθαγένεια», άπαντάει στήν ούσία τοϋ θέματος καί στις «άμετροέπειες συμμάχων καί ισχυρισμούς γειτόνων άπίθανης προκλητικότητας» πού άντλοϋν έπιχειρήματα είτε «άπό τήν άμαρτωλή γεω πολιτική θεωρία τών πρώτων χρόνων τοϋ αιώνα μας είτε άπό τό νεόκοπο δίκαιο τών θαλασσών, αύθαίρετα έξάλλου έφαρμοσμένη καί ερμηνευμέ νο πρός τό συμφέρον τους» (σ. 25). ’Αντίκρυ στή γεωπολιτική θεωρία, πού τόσα δεινά έπεσώρευσε στήν άνθρωπότητα καί «πού άρχήθεν έπασχε άπό βάναυση μονομέρεια» (σ. 26), ό συγγραφέας προτάσσει «τό έθνικό φρόνημα τών πληθυσμών» καί τήν ιστορία, τήν «πολιτισμι κά σημαντική ιστορία τών έδαφών». Γιά τόν Έλληνα, ή έξάσκηση τής μνήμης στίς παραστάσεις πού συνθέτουν τήν «άθανασία» τής ιστορικής του ταυτότητας είναι ξέχωρα σημαντική. Ή «μνήμη ’Ιωνίας» (σ. 31) άνταποκρίνεται άκριβώς σ’ άύτό τό έπικαιρικό καθήκον ένός σύντομου άπολογισμοϋ-φόρου τιμής στή «χαμένη πατρίδα». Παράλληλα, ή εμπλοκή μας στή δραματική καθημερινότητα τής διεθνούς σκηνής, έπιβάλλει αυτογνωσία, άλλά καί μεθοδική άξιοποίηση τής δύναμης καί τών δυνατοτήτων τής χώρας, ύπευθυνότητα άλλά καί έπαγρύπνηση μπροστά στή σκη νοθεσία τής ιστορίας πού στήνεται άπό τούς συμμάχους, μ’ επικεφαλής τήν κυβέρνηση τών ΗΠΑ καί τήν Τουρκία. Πρός τά εκεί στοχεύουν τά 61
Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος
άρθρα «'Υπομνήσεις καί παραινέσεις» καί «Σκέ ψεις γιά τήν έλληνική πολιτική». Στό πρώτο, ό συγγραφέας προβαίνει σέ έναν έντυπωσιακό παραλληλισμό των συγκυριών τής πολιτικής πού όδήγησαν, άντίστοιχα, στίς καταστροφές τοϋ 1922 καί τοϋ 1974. Καί έπισημαίνει τίς Αδυναμίες καί τίς Αμετροέπειες τών έλλήνων πολιτικών καί τής έλληνικής πολιτικής, πού είναι «σέ μέγα βαθμό άνησυχητική» (σ. 34). Στό δεύτερο, χαράσσει τίς προτεραιότητες τής έλληνικής πολιτικής καί προ βάλλει, μέ τεκμηριωμένα έπιχειρήματα, τούς λό γους πού τό προβάδισμα τής έξωτερικής πολιτικής έχει δραματική σημασία, όχι μόνο γιά τήν έδαφική άκεραιότητα καί τήν Ανεξαρτησία τής χώρας άλλά καί γιά τή διαμόρφωση τής έσωτερικής της πολιτι κής. Τό κύριο, ωστόσο, είναι «πάντοτε νά υπάρχει* κυβέρνηση μέ ήθική έγρήγορση καί πολιτική όρθροφροσύνη καί νά υπάρχει άντιπολίτευση μέ ισάξια ήθική έξαρση καί πολιτική άρετή καί οί ένοπλες δυνάμεις νά έχουν ένστερνισθεϊ τό άρχαϊο έλληνικό αίτημα τής άπροφάσιστης ύποταγής στή νόμιμη πολιτική έξουσία, καί αρα στίς άποφάσεις τοϋ κυρίαρχου λαοϋ, πού έμπιστεύεται μέ τή συνταγματική διαδικασία τήν άσκηση τής έξουσίας νόμιμα στούς έκλεκτούς έκπροσώπους του» (σ. 42). Τά τέσσερα έπόμενα κείμενα είναι άφιερωμένα σέ «πρόσωπα μέ ϋψιστο δυναμισμό καί ένάρετο ήθος»:3 Στόν ’Αριστοτέλη, πρώτον αύτό, τόν «άκάματο ήρωα τοϋ πνεύματος» μέ τήν άδιάκοπη παγκόσμια άκτινοβολία, γιά τή συμβολή του στίς πολιτικές έπιστήμες. Στό Γεώργιο Καρτάλη, τόν πολιτικό πού «είχε τήν ικανότητα νά έπινοεΐ, τή δεξιότητα νά παρουσιάζει καί τό κύρος νά έπιβάλλει τήν όρθή λύση τών πολιτικών προβλημά 62
των» (σ. 52). Καί τέλος, στόν Παναγιώτη Γιωτόπουλο, τόν άνιδιοτελή τύπο τοϋ πρωτοπόρου δια νοούμενου, πού, άποτραβηγμένος άπό τόν «άπολαυστικόν βίον», άλλά άγωνιστικά έπιστρατευμένος στό κοινωνικό καί πολιτικό χρέος, έταξε τή ζωή του στήν ύπηρεσία τής δικαιοσύνης, τής έλευθερίας καί τής φιλαλληλίας (σ. 53-55). Στό β' μέρος τοϋ βιβλίου, τίς «’Επιφυλλίδες», περιέχονται Αναλύσεις καί τοποθετήσεις τοϋ συγ γραφέα: 1) Γιά τήν έπιστήμη καί τήν ήθική, άπό τήν άποψη τής προόδου, δπου έπιχειρεϊται έπιτυχώς ή σημασιοδοσία τής έννοιας τής προόδου σέ σχέση μέ τό πρόβλημα τής έπιστήμης καί τής τεχνικής έξέλιξης καί προβάλλεται Ανάγλυφα ή σημαντικότητα (καί ή δεκτικότητα γιά «πρόοδο») τής ήθικής, τό σύνολο τών Αξιών πού βιώνονται άπό κάθε άνθρωπο χωριστά, «σέ Αντίθεση πρός τήν ειδίκευ ση όλίγων Ανθρώπων σέ κάθε μιά “τών άλλων τεχνών» (σ. 64). 2) Γιά τό πρόβλημα τής έλευθερίας καί τοϋ σοσιαλισμού, δπως άλληλοεμπλέκονται κρίσιμα, άπό τή φύση τους, Αντιθετικά κατά τούς μέν, συγκερασματικά κατά τό συγγραφέα, στήν έποχή μας. ’Αφορμή γιά τή διατύπωση τών σκέψεων καί τών θέσεων τοϋ καθηγητή Κ. I. Δεσποτόπουλου, άποτέλεσε ό δημιουργικός διάλογος πού άνοιξε σχετικό άρθρο στό «Βήμα» (21/8/77) τού καθηγη τή Γ. Κουμάντου. Γιά τήν όρθή, Ακέραιη, λύση τοϋ κοινωνικού προβλήματος, συνοψίζει ό συγγραφέ ας, «χρειάζεται μόνο τό Αδιάκοπο, ήθικοπολιτικό, πολυάνθρωπο άθλημα, πού είναι ή έφαρμογή τής διανεμητικής δικαιοσύνης καί ό συντονιστικός σχεδιασμός τής οικονομικής δράσης τών Ανθρώ πων, κάτι πού έχει έξάλλου προϋπόθεση τήν κατάργηση τής Ατομικής ιδιοκτησίας ώς θεσμού ρυθμιστικού τής οικονομίας. Στή νεωτερική όρολογία, ή έφαρμογή τής διανεμητικής δικαιοσύνης μέ σύνδρομο τόν συντονιστικό αύτό σχεδίασμά, λέγεται σοσιαλισμός» (σ. 71). "Ομως δέν Αρκεί μόνον ό σοσιαλισμός. Προϋ ποτίθεται καί ή «οικουμενική σοσιαλιστική πολι τεία», ή Αλλιώς ή «Ακέραιη, όρθή, έπίλυση τοϋ πολιτικοϋ προβλήματος, δηλαδή (ή) έγκαθίδρυση πολιτικής έξουσίας μέ οικουμενική Αρμοδιότητα καί δύναμη έπιβολής καί μέ εύθύνη καί μέριμνα γιά τό “ζήν” καί τό “εύ ζήν” τοϋ συνόλου τών άνθρώπων τής γής» (σ. 73). 3) Γιά τήν Αφάνταστη σημασία καί Απειλή τής τεχνολογίας, ιδιαίτερα μέ τή μορφή τής Ατομικής ένέργειας, γιά τήν έξέλιξη τού Ανθρώπινου γέ νους. Ό καθηγητής Κ.Ι. Δεσποτόπουλος δέχεται δτι ό «κίνδυνος έκρήξεως “Ατομικού πολέμου” δέν φαίνεται νά ύπάρχει» (σ. 77). Όμως δέν παύει νά είναι πραγματικός ό κίνδυνος «έκ τής προπαρασκευής ... δηλαδή έκ τών δοκιμαστικών έκρήξεων τών πυρηνικών βομβών καί είσέτι έκ τών έργαστηριακών έρευνών πρός έφεύρεσιν νέων, Απολύτως καταστροφικών, όπλων», άλλά καί άπό τή χρησιμοποίηση τής Ατομικής ένέργειας γιά ειρηνικούς μόνον σκοπούς. 4) Ύπό τίς συνθήκες αυτές καί μέ τή σημερι-
νή πολιτική διάρθρωση καί πολιτιστική υπόστα ση της Ανθρωπότητας, ό καθηγ. Κ.Δ., δταν καλεί ται νά απαντήσει γιά τήν πνευματική άποστολή είτε συμβολή τοΰ νεοελληνισμοϋ στό σύγχρονο κόσμο, διαπιστώνει τήν ανυπαρξία κάθε δυνατό τητας —τουλάχιστο ύπό τό σημερινό (1962) ιστο ρικό του μέγεθος καί οϊκονομικοπολιτικό δυναμι σμό— νά συμβάλει στή σύγχρονη Ιστορία τοΰ κόσμου. Ή στάση αύτή δεν παραγνωρίζει τίς έπιτεύξεις καί τίς πνευματικές καταβολές, «μεστές άπό άξιες μοναδικές» (σ. 91), τοΰ νεοελληνισμοϋ, ούτε σημαίνει «ήττοπάθεια είτε Απαισιοδοξία εϊτε Αδιαφορία γιά τά πεπρωμένα τής ζωής τοΰ έλληνικοΰ έθνους» (σ. 92). Απορρέει μάλλον άπό τήν πεποίθηση δτι ύπό τά δεδομένα τής παγκόσμιας πραγματικότητας «κύριος στόχος σήμερα τής έθνικής πολιτικής πρέπει νά είναι ή συντήρηση τοΰ έθνους· δεύτερος στόχος καί ή δποια τυχόν συμβολή του σέ ύπερεθνικό πεδίο» (σ. 92). Στό τρίτο μέρος τοΰ βιβλίου περιέχονται «προ τάσεις καί σχόλια» πού διατύπωσε ό συγγραφέας σέ διάφορες στιγμές τής δημόσιας ζωής τής χώρας. Άναφέρομε τίς προτάσεις του γιά βελτίωση τοΰ έκλογικοϋ συστήματος, πού δέν μπορεί παρά νά βασίζεται στήν «Απλή Αναλογική», Αναθεωρημένη ώς πρός όρισμένα σημεία της, ώστε νά διαφυλα χθεί καλύτερα ή κυριαρχία τοΰ λαοΰ καί συγχρό νως νά έπιτευχθεϊ ή Ανάδειξη Αξιων Αντιπροσώ πων του (σ. 97). Τήν προβληματική γιά τήν Ισοτιμία άνόρών καί γυναικών, πού τόν όδήγησε, Ανάμεσα στά Αλλα, στή διατύπωση ένός καινοτόμου, καί σέ εύρωπαϊκή κλίμακα γνωστού, συστή ματος επωνύμου.* Τά σχόλια πού δημοσίευσε στά «Νέα» (23/8/79) πάνω στό έπίμαχο νομοσχέδιο τοΰ ύπουργείου Παιδείας, πού κατέληξε στό «γνωστό» νόμο τοΰ κράτους. Τήν έπιστολήάπάντηση στόν καθηγ. ”Αγγ. Άγγελόπουλο γιά τή σύγχρονη έπιστήμη (σ. 117), τόν «έλεγχο» τής καταδίκης σέ θάνατο τών πρωταιτίων τής 21ης ’Απριλίου καί τόν έπιστημονικά εύπρεπή διάλογο μέ τόν καθηγ. Γ. Κουμάντο, πάνω στό πρόβλημα τής κατάργησης τής θανατικής ποινής στήν Ελλά δα. Τέλος, μιά έπιστολή πού φωτίζει τήν υπόθεση τοΰ διαβήματος Καρτάλη πρός τόν Άλ. Παπάγο γιά τό θέμα τής Μακρονήσου καί ενα σημείωμα «γιά τήν ύστεροφημία τοΰ Καποδίστρια». Τά «Θέματα 'Ιστορίας καί Πολιτικής» τοΰ καθηγ. Κ. Δεσποτόπουλου, παρουσιάζουν, κατά τή γνώμη μας, μιά πρωτοτυπία καί ένα δυναμισμό ούσιαστικό, πού τά προικίζουν μέ μιά έπικαιρική λειτουργικότητα, διάρκεια καί σημασία. Γεγονός πού παρότρυνε, νομίζομε, τό συγγραφέα νά Απευ θύνει τό βιβλίο αύτό «ιδιαίτερα στούς νέους γιά νά συμβάλει θετικά... σέ Αναζωπύρωση τής ήθικής εύαισθησίας τους καί σέ καλλιέργεια τής πολιτι κής εύθυκρισίας τους». Νομιμοποιείται Αλλωστε καί τυπικά, άφοΰ έμπρακτα, μέ τή θητεία του στήν Πάντειο, Απέδειξε τό ένδιαφέρον του γιά τούς νέους. Τό Απευθύνει, έπίσης, στούς ύπεύθυνους γιά τή δημόσια ζωή τής χώρας —πολύτιμο βοήθη μα, μέ τίς προοπτικές έξωτερικής ή έσωτερικής πολιτικής πού έκθέτει ή μέ τίς συγκεκριμένες
προτάσεις του γιά βελτιώσεις θεσμών. Θά έπρεπε, λέμε, νά Απευθύνονταν καί σ’ δλους έκείνους πού έπιζητοΰν ένα ύπόδειγμα, ή μιά εύκαιρία γιά θήτευση στή νεοελληνική γλώσσα. Γ .Κ Σημειώσεις: 1. Βλ. την παρουσίασή μας στό «’Αντί», τεϋχ. 108/23-92. Ό Θ. Δ. Φραγκόπουλος, στήν «Καθημερινή», 21/6/79. 3. Θ.Δ· Φραγκόπουλος, δπ. παρ. 4. Βλ. τή γαλλική «Revue Trimestrielle de Droit Civil», 1969.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
δημιουργός αυταπάτης καί μαζικοί} κονφορμισμοΰ ΖΑΝΚΑΖΝΕΒ: Ό άνθρωπος τηλεθεατής. Μετ. Ναταλίας Γκούφα. Πύλη, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 272.
ΕΝΑ βιβλίο γιά τήν τηλεόραση Αποτελεί σίγουρα φαινόμενο γιά τά έκδοτικά πράγματα τοΰ τόπου μας. Παρά τίς Αντιρρήσεις στή συγκεκριμένη έπιλογή τοΰ έργου τοΰ Καζνέβ, οί Απόψεις τοΰ τεχνοκράτη-έπαγγελματία-είδικοΰ είναι κάποιας Αξίας γιά κάθε Ανήσυχο άνθρωπο καί ιδιαίτερα τηλεθεατή. Ή τηλεόραση-μηχάνημα, είτε τό θέλουν οί Απολογητές της είτε δέν τό θέλουν οί έπικριτές της, είναι σήμερα πανταχοΰ παρούσα. Γιά τούς πρώτους δργανο ψυχαγωγίας καί σχετικής ένημέρωσης, γιά τούς δεύτερους, τό έλάχιστο, «μέσο» μαζικής Αποβλάκωσης καί Αποπροσανατολισμού. Ποιοι βρίσκονται κοντότερα στήν πραγματικότη τα; ”Ας γυρίσουμε δμως στό βιβλίο τοΰ Κ. Καμιά Αμφισβήτηση τών δομών καί τών συστη μάτων έλέγχου-διοίκησης Απ’ τό συγγραφέα, πού κατατάσσει τά σύγχρονα συστήματα σέ τρεις κα τηγορίες; τό κρατικό-μονοπωλιακό, τοΰ Ανταγω νισμού τών Ιδιωτικών έμπορικών έπιχειρήσεων καί τό μικτό Απ’ τά παραπάνω δύο. Ό ίδιος άναζητά στήν TV «μιά ισορρόπηση, άνάμεσα στην άμιλλα καί τή συνθετική κρυστάλλωση τών πολλών Απόψεων, άνάμεσα στόν έλενϋερο άνταγωνισμό καί τή μονο
63
πωλιακή οργάνωση, ευνοϊκή γιά εύτυχή συνάντη ση μεταξύ τοϋ ταλέντου των δημιουργών καί των ιδανικών τών τηλεθεατών» (σ. 62).
Γιά τόν άνθρωπο τηλεθεατή, αύτόν πού κάθε ται άναπαυτικά μπροστά στη συσκευή του, καί ή κυβέρνηση πού διάλεξε ή δεν διάλεξε, οί ιδιωτικές έπιχειρήσεις, οί διαφημιστές, μιά χούφτα έπαγγελματιών δημοσιογράφων τοϋ συμπεριφέρονται σάν νά πρόκειται γιά «άνήλικο, ανίκανο νά σκεφτεΐ, νά εκτιμήσει, νά έπιλέξει»' ό Κ. άθώα απορεί: «Είναι εύκολο νά Ισχυρίζεσαι δτι ή τηλεόραση πρέπει νά ύπάρχει γιά τούς τηλεθεατές ή νά δημιουργείται από αΰτούς, αλλά ποιοι είναι αυτοί οί τηλεθεατές; Είναι κάτι διάφορο από τό κοινό πού έχουμε κατά νοϋ όταν δημιουργούμε προ γράμματα; Τό γνωρίζουμε, παρακολουθώντας τίς αντιδράσεις του σέ δεδομένα προγράμματα καί ποιες θά ήταν αυτές, άν τοϋ παρουσίαζαν κάτι άλλο;» (σ. 62)
Καί παρακάτω γίνεται κατηγορηματικός: «Τό πρόβλημα της συμμετοχής τοϋ κοινού στις έκπομπές παραμένει πρακτικά άλυτο καί δέν μπο ρεί παρά νά όδηγήσει σέ άδιέξοδα καί αυταπάτες (...) Ή άλήθεια είναι πώς τό κοινό πρέπει νά αισθάνεται δτι (τό πρόγραμμα της τηλεόρασης) τό άφορά, νά έχει τήν εντύπωση δτι είναι παρόν από τήν άλλη μεριά τής όθόνης (π.χ. στρογγυλά τραπέ ζια, τηλεοπτικά παιχνίδια κλπ. στην έλληνική TV). Ή τηλεόραση πουλά αυταπάτες. Πρέπει νά καταβάλλει τήν προσπάθεια ώστε νά προσφέρει τήν υπέρτατη αύταπάτη τής συμμετοχής πού —στήν ούσία— είναι άδύνατη» (σ. 174 καί 176).
Γιά τόν Κ. «ή έπίδραση τών μέσων μαζικής ένημέρωσης γίνεται διαδικασία κοινωνικής προσ αρμογής» (σ. 162). Κι αν γίνεται μέ τό άκαταμά χητο έπιχείρημα «ν' άρέσω σέ δλους», δέν όδηγεϊ παρά στή μαζικοποίηση, στήν όμοιομορφία καί στόν κονφορμισμό, πού ένας άνθρωπιστής τής παράδοσης δπως ό Κ. τό βρίσκει αυτονόητο άλλά διστάζει άνοιχτά νά τό όμολογήσει. ’Αποδεχόμενος δτι ύπάρχει πρόβλημα γιά τόν τηλεθεατή έπιλογής τών χρήσιμων μηνυμάτων, ό Κ. ύποστηρίζει πώς «ή έπικοινωνία τείνει νά μεταβληθεί στήν τέχνη τοϋ άπομονώνουμαι γιά νά βρώ τόν εαυτό μου» (σ. 79).
Ποιος, επομένως, είναι ό ρόλος τής τηλεόρασης καί πώς βλέπει τό κοινό της; Διαβάζουμε: «Σωστός είναι ό Ισχυρισμός δτι ή κοινωνική δομή τοϋ σύγχρονου πολιτισμού είναι μέ τέτοιο τρόπο θεμελιωμένη, πού τό μεγαλύτερο ποσοστό τών ανθρώπων στερείται άπό ικανοποιήσεις καί από σημαντικές υλικές άπολαυές (...) μέ άποτέλεσμα αύτή ή κατάσταση νά δημιουργεί ένα σύστημα ικανοποιήσεων γιά αντιστάθμισμα, τήν ταύτιση μέ τίς βεντέτες, τι/ φυγή, πού έπιτρέπουν οί τηλεοπτι κές έκπομπές. Δηλαδή, ή τηλεόραση άνταποκρίνεται σέ μιάν άνάγκη τής βιομηχανικής κοινωνίας, πού χωρίς αύτή δύσκολα θά μπορούσε νά πραγμα τοποιηθεί ή ολοκλήρωση (;) —ιδιαίτερα— τών λιγότερο οικονομικά εύνοούμενων άτόμων (...) οί 64
λειτουργίες τής T V μέ τόν ένα ή μέ τόν Άλλο τρόπο εξηγούνται άπό κάποια άνάγκη νά τοποθετήσει κανείς τόν Άνθρωπο σέ σχέση μέ τήν ίδια τή μοίρα τής ζωής του (...) Τούτο σημαίνει δτι προσπαθείς νά πετύχεις μιάν έξισορρόπηση δσο τό δυνατόν περισσότερο ικανοποιητική ή —άκόμη κα λύτερα— νά πραγματοποιήσεις μιά σύνθεση, Ανά μεσα στήν άνάγκη νά περιοριστεί κανείς μέσα στή μοίρα του καί στήν άνάγκη τοϋ νά ξεφύγει άπό αύτή. Αύτό πού οί μύθοι καί οί τελετουργίες πετύχαιναν μέ τή θεοποίηση, ή τηλεόραση κυρίως τό πετυχαίνει μέ τή μετάθεση άπό τήν πραγματι κότητα στό θέαμα» (σ. 83-88).
“Αραγε σέ τί διαφέρει ή τηλεόραση άπό μιά νέα θρησκεία, πού εύνοεϊ τόν κοινωνικό κονφορμισμό, άπό τό δπιο τοϋ λαού πού τόν ναρκώνει, τόν άποχαυνώνει καί τόν άλλοτριώνει τεμαχίζοντάς τον άνάμεσα στό πραγματικό καί τό μή πραγμαΚαί τί γίνεται μέ τό ρόλο της στήν έξάπλωση τής βίας; Ό Κ. άμφιταλαντεύεται. Στήν άρχή λέει «δτι τά θεάματα βίας ρυθμίζουν τήν έπιθετικότητα, τήν έκτονώνουν ή τήν τονώνουν μέ τρόπο συντηρητικό...» (σ. 101) άλλά κατόπιν έπισημαίνει δτι ή έκθεση τής βίας στήν τηλεόραση «είναι δυνατόν νά συνεργήσει ώστε ή κοινωνία νά κατα στεί άναίσθητη κι άδιάφορη μπροστά στή βία, πού τότε θά γίνεται εύκολότερα άποδεκτή» (σ. 108). Πάντως γεγονός παραμένει δτι ή τηλεόραση «δίνει μεγαλύτερη θέση στό άπρόβλεπτο καί τό άσυνήθιστο, παρά στό τρεχάμενο καί τό φυσικό. Μιά εικόνα καταστροφής άπό τά συμβαίνοντα στόν κόσμο είναι τό ύπ’ άριθμόν 1 προβαλλόμενο γεγονός» (σ. 113).! Τό πρόβλημα τής φυγής τοϋ τηλεθεατή —«έπιθυμεί νά τόν καταστήσουν εύτυχή άποκοιμίζοντάς τον ή νά τόν ξυπνήσουν γιά νά τοϋ δείξουν δτι είναι δυστυχής;»— άναλύεται μέ ένδιαφέροντα τρόπο άπό τόν Κ.: «Έμπορος αύταπάτης ή κατακλυσμός κατα στροφών, ή μικρή όθόνη βοηθάει, τελικά, τόν άνθρωπο νά ξεφύγει άπό τόν έαυτό του (...) κι αύτό συμβαίνει γιατί μέ τήν παθητική παράσταση ξεφεύγουμε άπό τόν έαυτό μας, άπό τό περιβάλ λον μας, καί μετασταθμεύουμε σ’ έναν άλλο κό σμο, έκεί δπου δλα είναι πιθανά, δπου δλα έξελίσσονται χωρίς τήν έπέμβασή μας (...) Ή T V σέ τούτο διαφέρει άπό τόν κινηματογράφο, γιατί μάς δίνει τή δυνατότητα φυγής, ένώ μάς άφήνει μέσα στό σπίτι μας (...) Ή συλλογική μετάδοση μέσω τής γραφής (βιβλία, έφημερίδες) τοποθετείται στό έσωτερικό τοϋ κόσμου πού ό δέκτης (άναγνώστης) κυριαρχεί, γιατί γυρίζει τίς σελίδες κατά τή θέλη σή του, άποσαφηνίζει γρήγορα ή άργά, σταματάει, ξαναγυρίζει πίσω άν θέλει. Τό ραδιόφωνο έπιβάλλοντας ένα συνεχές πρόγραμμα πού έξελίσσεται έξω άπό τόν κόσμο τοϋ κοινού έπιτρέπει τή συμμετοχή μέ τό παιχνίδι τής φαντασίας, μέ εικό νες δημιουργούμενες άπό τούς ήχους πού παράγει τό μηχάνημα» (σ. 130-138).
Ό Κ. έπίσης έξετάζει στό βιβλίο του τήν
τοποθέτηση τής τηλεόρασης στά πλαίσια τής οικο νομίας, τήν έπίδρασή της στή διαμόρφωση μιας νέας λογοτεχνίας, τήν έπιρροή της στην πολιτική. Τέλος, άναφέρει τίς καινούριες τεχνικές στήν όπτικοακουστική, τά βιντεογράμματα καί τήν ένσύρματη τηλεόραση. Καταλήγει μέ τήν ακόλουθη πρόβλεψη (σ. 265): «Ό τηλεθεατής δέν θά είναι πιά ένα στερεότυ πο, ί'να ρομπότ, ενα προϊόν σειράς, άλλα πραγμα τικά ένα άτομο πού χρησιμοποιεί, κατά τή διάθε σή του, ένα όργανο μέ πολλαπλά άποτελέσματα, τό όποιο του έπιτρέπει νά συναντήσει τήν κοινό τητα της γειτονιάς του, ν’ άνοίξει ενα παράθυρο στή ζωή των περιθωριακών όμάδων, νά γνωρίσει τήν πραγματική ζωή του περιβάλλοντος του, ή νά ζήσει μέσα στή σφαιρική κοινωνία, μέσα στό απέραντο σόμπαν, δπως ένας πληροφορημένος μάρτυρας ή καί άκόμη —τό πιθανότερο καί τό συχνότερο— νά ξεκουραστεί, νά ξεφύγει άπό τίς καθημερινές έννοιες, έμπλουτίζοντας ταυτόχρονα τό μυαλό του, ικανοποιώντας τό καλλιτεχνικό του συναίσθημα, ή καί νά άφεθεΐ νά παρασυρθεί άπό μία θέληση έξωτερική άπό τή δική του, δηλαδή τή θέληση των άνθρώπων τής τηλεόρασης πού παρά γουν γιά τήν κοινωνία ένα σύνθετο πρόγραμμα».
Παρά τίς σημαντικές δυνατότητες τής μετα
1. Μωρίς Μασινό: «Ή μηχανή τής άποβλάκωσης», Le Monde Diplomatique, Φεβρουάριος 1979, No 299, σ. 18. 2. 3Αρκετοί έρευνητές ύποστηρίζουν, άντίθετα, δτι ή τηλεόραση αυξάνει τίς νευρώσεις καί την έπιθετικότητα των παιδιών καί δτι ή πολύωρη καθήλωση μπροστά στή συσκευή προκαλεϊ βίαιες άντιδράσεις κι όχι τό
φράστριας, ή γλώσσα τοΰ έλληνικοϋ κειμένου δέν ικανοποιεί. Μικτή, περισπούδαστη, ψυχρή, ή γλώσσα της δέν τραβάει τόν άναγνώστη. Μέ ύπερ βολικά ζωηρά χρώματα ό τηλεθεατής τοΰ έξωφύλλου τοΰ Δημήτρη ’Αρβανίτη. Τό θετικό τής γνωριμίας τοΰ έργου τοΰ Καζνέβ βρίσκεται σέ πολλές έπισημάνσεις του —είτε λέ γονται είτε άποσιωποΰνται— πάνω στήν πραγμα τικότητα τοΰ ρόλου τής τηλεόρασης, όργάνου άναπαραγωγής τοΰ κοινωνικού status quo καί των πολιτιστικών προτύπων του. Ό άναγνώστης κα λείται ν’ άντιμετωπίσει κριτικά τό θέμα καί νά τό τοποθετήσει στό πλαίσιο τοΰ συνόλου των κοινωνικών-πολιτικών-πολιτιστικών δεδομένων τοΰ τό που καί τής έποχής του. Στήν Ελλάδα μιά τέτοια σφαιρική άνάλυση τοΰ φαινομένου τηλεόραση καί γενικότερα των λεγομένων «μέσων έπικοινωνίας» δέν εχει άκόμα γίνει— γεγονός πού δέν βοηθά στήν εξαγωγή κάποιων άμερόληπτων συμπερα σμάτων. Γιά τοΰτο βιβλία δπως τοΰ Κ., μέ τή συγκεκριμένη πείρα καί παρατηρήσεις, άποτελοΰν ερέθισμα γιά προβληματισμό σέ βάθος καί υποδο μή σέ μιά άναζήτηση ένός άλλου ρόλου γιά τήν τηλεόραση στόν ουσιώδη μετασχηματισμό τής κοι νωνίας. ΝΙΚΟΣ ΖΑΛΑΩΡΑΣ
έργο της οTV, ναρκωτικό;» καταλήγει ατό συμπέρα σμα, μετά άπό έρευνες σέ παιδιά τής προσχολικής ήλικίας στις ΗΠΑ, δτι ή τηλεόραση τούς προκαλεϊ σημαντικές διαταραχές στήν άνάπτυξη καί δραστηριό τητα τοΰ έγκεφάλου τους. Στήν ’Αμερική, κατά μέσο δρο, τά παιδιά αύτά βλέπουν 54 ώρες τήν έβδομάδα τηλεόραση! (Le Monde Diplomatique, Μάιος 1979, No
UABM B Μή χ ά σ ε τε τό τ ε ύ χ ο ς 26 Κ υκ λοφ ορεί τή ν 1η Δ εκεμ β ρίο υ
• Ξ α ν α δ ια β ά ζ ο ν τα ς τ ό ν Θ ε ρ β ά ν τ ε ς κα ί τ ό ν «Δόν Κιχώ τη» τ ο υ • Ό ’Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς Κ ο τ ζ ιά ς μ ιλ ά ε ι γιά τ ό έρ γ ο το υ • Ή β ιβ λ ιο γ ρ ά φ η σ η τώ ν έλ λ η ν ικ ώ ν π ερ ιο δ ικ ώ ν τ ο ϋ 19ου αιώ να • Τ ό έ ρ γ ο τ ο ϋ Λ άμπ ρου Π ο ρ φ ύ ρ α • Μ ε τ α φ ρ α σ τικ έ ς τ ά σ ε ις
65
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ή άνοδος μιας δικτατορίας καί ή παρακμή μιας ιδεολογίας ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΟΤΖΙΑ: Άντιποίηαις άρχής. Μυθιστόρημα. Κέδρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 292.
ΤΟ δτι τά νέα μυθιστορήματα, που καταργούν πολλές άπό τίς βασικές συμβάσεις της παραδοσια κής πεζογραφίας, γεννούν προβλήματα στήν άνάγνωση καί τήν προσπέλασή τους είναι γεγονός. Δέν είναι μόνο γιατί προσκρούουν στή φυσιολογι κή άδράνεια τοϋ άναγνώστη, πού έθισμένος στήν όμαλή άφηγηματική ροή δυσκολεύεται νά παρα κολουθήσει έναν μαιανδρικό λόγο, αλλά διότι προϋποθέτουν κάποιες προσλαμβάνουσες παρα στάσεις πού πρέπει νά έπιστρατεύσει ό άναγνώ στη ς ώστε νά μπορέσει νά άναπαραχθεΐ στή συνεί δησή του ό κόσμος πού περιέχεται σέ ένα συγκε κριμένο μυθιστόρημα. Κι όμως αύτές άκριβώς οί προσλαμβάνουσες παραστάσεις δέν λείπουν άπό ένα σύγχρονο άναγνώστη. Εκείνο πού τού λείπει ένδεχομένως είναι ή Ικανότητα νά άφεθεϊ στή νέα μυθιστορηματική γραφή, χωρίς άναστολές, προ καταλήψεις καί πείσματα, έτσι πού νά λειτουργή σουν οί άφηγηματικές «ειδήσεις» μέσα του. Δέν μπορεί νά ισχυριστεί κανείς ότι οί δυσκολίες αύτές ύπερνικώνται εύκολα. Πολύ περισσότερο έπειδή τά μυθιστορήματα πού έχουν γραφεί στόν τόπο μας μέ νέους έκφραστικούς τρόπους είναι άκόμη λίγα, αν καί μερικά τουλάχιστον άπό τά λίγα αύτά έχουν σπάσει τό φράγμα τού περιορισμένου άναγνωστικοΰ κοινού. Είναι όμως καιρός νά ύπερνικηθοΰν αύτές οί δυσκολίες καί νά εξοικειωθεί μέ αύτές ό άναγνώστης, διότι τό νέο μυθιστόρημα δέν γεννήθηκε άπό ιδιοτροπία λίγων ή πολλών ευφάν ταστων συγγραφέων άλλά προέκυψε ώς άναγκαϊος όρος τής αύξησης τής έποπτείας τοϋ σύγχρονου άνθρώπου καί ώς άμφισβήτηση τής δυνατότητας νά δοθεί ή «άλήθεια» πού δέν υπάρχει άντικειμενικά ή δέν είναι άποτελεσματική, άν δίδεται ώς μασημένη τροφή, καί πού πάντως διαστρεβλώνε ται μέ τήν ίδεοποίησή της. ”Αν είναι σωστό ότι κάθε έποχή ζητά τήν έκφρασή της καί αύτή ή έκφραση συμπίπτει μέ τό βαθμό συνείδησης τής εποχής, οί νέοι μυθιστοριογράφοι, έχοντας βιώσει όλες τίς μεταλλαγές μιας πολύπλοκης προβληματι κής, τήν έκφράζουν έπειδή άνατράφηκαν μαζί της. Δέν είναι παρά ή πολυμέρεια τής πραγματι κότητας πού έγινε καί πολυμέρεια τοϋ μυθιστορή ματος. Ή κατάργηση τοϋ μύθου μέ σαφές περί γραμμα πού είχαμε στό παραδοσιακό μυθιστόρη 66
μα, κάποτε καί ή κατάργηση κάθε μύθου, προέκυ ψε άναγκαΐα άπό τήν αίσθηση (δέν λέω: άντίληψη) ότι ή άφαίρεση ένός μέρους άπό τό σύνολο καί τό ϊδωμα τοϋ μέρους ώς αύτοτελοϋς (έστω καί έκλεγμένου ώστε νά είναι άντιπροσωπευτικό) όπως καί ή άναζήτηση (άπό τούς παλιούς πεζογράφους), τής ψυχολογικής συνέπειας των έκδηλώσεων των ήρώων τους, δέν συνέπιπτε τώρα πιά μέ τήν εικόνα πού έχομε των φαινομένων καί των σημασιών τους. Επίσης ό σκεπτικισμός τοϋ νέου άναγνώστη, καί κατά συνέπεια τής νέας κριτικής, πού όδήγησε στήν άμφισβήτηση τής αύθεντίας τοϋ συγγραφέα, κατέληξε στήν έξέταση τών σχέσεων συγγραφέα-άφηγητή-ήρωα, άπ όπου μελετήθηκε ή σχετικότητα τής όπτικής γωνίας τού συγγραφέα καί τοϋ μηνύματός του έτσι πού τό έργο νά άποκτήσει τίς πραγματικές του διαστάσεις. Ή βιωματική άλήθεια τοϋ συγγραφέα μεταφράζεται ώς κατάθεσή του, τήν όποια καί είσπράττομε, διατηρώντας όλη μας τήν άπόσταση καί τίς έπιφυλάξεις. Τό πράγμα φαίνεται νά καταλήγει στήν κατάργηση τοϋ συγγραφέα. ’Αλλά μάλλον πρόκει ται γιά κατάργηση τοϋ κακοΰ συγγραφέα, πού δέν έχει συλλάβει ότι στό μυθιστόρημα ή πραγματικό τητα δέν δηλώνεται μέ ιδέες άλλά μέ λέξεις πού τήν άναπαράγουν, καί όλη ή σοφία ένός συγγρα φέα κρίνεται άπό τήν έκφραστική όργάνωση τοϋ ύλικοΰ του, ή όποια συνιστά τήν πειστικότητα τοϋ κειμένου του. Δέν θέλει καί πολλά ό δύσπιστος άναγνώστης γιά νά νομίσει πώς όσα είπα προηγουμένως άποβλέπουν στό νά κατατάξουν τό έκτο μυθιστόρημα τοϋ Αλεξάνδρου Κοτζιά «Άντιποίησις άρχής» στά δύσκολα τού είδους, καί ότι σκοπεύουν νά τό ύπερασπιστοϋν. Ά ν όμως ένα κριτικό σημείωμα άρκοΰσε γιά νά άναδείξει ένα συγγραφέα καί έναν τρόπο γραφής, θά είχαμε ήδη γεμίσει μέ διασημότητες· καί δέ συμβαίνει δυστυχώς ή εύτυχώς. Μαρτυρώ πάντως, γιά τούς λιγότερο δύσπι στους, ότι μέ τό σημείωμά μου αύτό θά έπιχειρήσω νά δώσω έναν τρόπο άνάγνωσης τοϋ συγκεκριμέ νου αυτού έργου, πού δέν είναι καί ό μοναδικός. Ή «Άντιποίησις άρχής» προκάλεσε ήδη μερι κά ευνοϊκά σχόλια, ένα εύστοχο σημείωμα τοϋ Σπ. Τσακνιά καί ένα έκτενές δοκίμιο τοϋ Παύλου Ζάννα, πού ας ελπίσομε δτι παρά τήν έκτασή του (100 χειρόγραφες σελίδες) θά βγει σύντομα στή δημοσιότητα.1 Καί εύχομαι αύτή ή πρόκληση τοϋ Π. Ζάννα, μιάς άναλυτικής καί συνθετικής άνάδειξης ένός σύγχρονου έλληνικού μυθιστορήμα τος, καμωμένη σύμφωνα μέ τίς νέες έκτιμήσεις τής μυθιστορηματικής γραφής, νά άποτελέσει καλό έρέθισμα γιά άνάλογες μελέτες. Διότι υπάρχουν μερικά έλληνικά μυθιστορήματα πού άντέχουν σέ ένα τέτοιο δομικό έλεγχο, καί πού ή συγκριτική τους άνάδειξη θά βοηθήσει ένα ευρύτερο κοινό νά ξεφύγει άπό τή γραμμική άνάγνωση. Ό Αλέξανδρος Κοτξιάς, κατ’ έξοχήν πολιτικο ποιημένος μυθιστοριογράφος άπό τήν άρχή τής 1. Παρακαλώ νά ληφθεϊ ύπόψη δτι γνώριζα τό δοκίμιο τοϋ Π. Ζάννα, πριν νά γράφω τό δικό μου κριτικό σημείωμα. Τό συνιστώ καί πιστεύω πώς θά γίνει σημείο άναφοράς.
συγγραφικής του ζωής (1953), άλλά χωρίς συγκε κριμένη πολιτική καί ιδεολογική ένταξη, πέτυχε νά μείνει έξω καί άπό την κόλαση καί άπό τόν παράδεισο. Μέ τό «Άντιποίησις αρχής» προσθέ τει ακόμη ένα βαρΰ καί πολύτιμο κρίκο στό έργο του. Τό νέο του μυθιστόρημα, γραμμένο σέ τρίτο πρόσωπο, έξαφανίζει μολαταύτα τόν άφηγητή πού άναλαμβάνει τό ρόλο τού μυθιστορηματικού του ήρωα. Υιοθετώντας δμως τη μυθιστορηματική αύτή σύμβαση, νά άνάγει τίς πράξεις, τίς σκέψεις καί τίς άναμνήσεις τού ήρωά του (πού προφανώς πραγματοποιούνται σέ πρώτο πρόσωπο) σέ τρίτο πρόσωπο, διατηρεί μιά μικρή άλλά ευκρινή άπόσταση άφηγητή καί ήρωα, έτσι ώστε ό λόγος τού μυθιστορήματος νά μήν έχει τό χαρακτήρα τής έξομολόγησης, καί νά μήν καταντά μονοσήμαντος. Μολαταύτα δέν συνάντησα σέ δλο τό έργο σημεία πού νά μπορούν νά άποδοθοΰν σέ παρατηρήσεις τού άφηγητή καί δχι τού ήρωα, έστω κι αν αύτό, τίς λίγες φορές πού φαίνεται νά συμβαίνει, δια σκεδάζεται μέ συγγραφικά τεχνάσματα, νόμιμα φυσικά. Ό πω ς έπίσης πάντοτε είναι ό ήρωας πού σκέπτεται, έστω καί &ν ή σκέψη του υπερβαίνει τίς δυνατότητές του. (Πάντως βρίσκεται μέσα στίς δυνατότητες τού συνώνυμου καί συνεπώνυμου σπουδασμένου έξαδέλφου του, τίς όποιες μπορεί κανείς νά υποθέσει δτι ό Μ. μεταφράζει καί άποστηθίζει.) Επιμένω σ’ αύτή τή μή-ταύτιση καί ταύτιση ήρωα καί άφηγητή, γιατί άλλιώς κινδυ νεύομε νά κάνομε λανθασμένη άνάγνωση. Βλέπω, άκούω, μαθαίνω, δπως καί ό άφηγητής, μόνο δσα θέλει νά άνακοινώσει ό ήρωας. Άλλά καιρός νά τού άποδώσομε τό δνομά του, πρίν τού τό άφαιρέσει ό ξάδερφός του, καί τό curriculum vitae του,
γιά νά τόν άκολουθήσομε άνετα στό δρομολόγιό του. ’Ονομάζεται Μενέλαος (χαϊδευτικά Μένιος) Κατσαντώνης τού ’Αθανασίου. Γεννήθηκε τό 1925 στόν Μελιγαλά (άμεση παραπομπή στήν «πηγάδα» του) άπό οικογένεια πολιτικών νταήδων (κωσταντινικοί, έπίστρατοι), πέφτει άπό δέν τρο σέ παιδική ηλικία (τήν ώρα πού άφοσιωμένος έκοβε μέ ξυραφάκι τά κεφάλια τών έντόμων) καί μένει μέ έλαττωματικό πόδι. Δέν κατορθώνει νά τελειώσει τό γυμνάσιο καί θαυμάζει τόν ξάδερφο πού έπαιρνε εύκολα καί γρήγορα τά γράμματα. Τό κόψιμο τών κεφαλιών τών έντόμων δέν οφείλεται σέ παιδική κακία ή περιέργεια, άλλά σέ κληρονο μική προδιάθεση. Ό παππούς του (ληστεία μετά φόνου) καρατομήθηκε στό Παλαμήδι, άλλά μυθο ποιήθηκε. «Τόν τραγούδησε» «ή άνθρωπότητα», δηλαδή ό Μελιγαλάς (άναγωγή στή μονάδα). ’Αλ λά καί τό ένδοξο καί ήρωικό έπώνυμο μέ τό όποιο γεννήθηκε (καμάρι του καί περηφάνεια του): Κατσαντώνης, έπαιξε ρόλο στή διαμόρφωσή του. (Ή άγνοια τής άρχαίας μας γραμματείας —ή έκπαίδευση τού Μελιγαλά δέ δούλευε σωστά;— ύπήρξε πιθανώς ό λόγος πού δέν έπαιξε ρόλο καί τό μικρό του δνομα, Μενέλαος. Άλλιώς θά είχαμε καί άναγωγές στήν Ίλιάδα).2 Στά 17 του χρόνια 2. Εκτός αν — δική μας ύπόάεση — συνδυάσομε τήν ότταγωγή της ώραίας 'Ελένης του Μενελάου μέ τίς έπτά άποδράσεις της «άπιστης» Βούλας, μέσα σέ 15 χρόνια πού συζεΐ ό Μένιος μαζί της, έχοντας έγκαταλείψει τή γυναίκα του Κούλα, «καμπουρίτσα» καί «χριατιανή τρομοκράτισσα». Στενεμένος ώατόσο άνάμεσα σέ πολλές γυναίκες, κόρες, κάποια στιγμή πού καρφώνει, στοχάζεται: «Κούλα, Σούλα, Ρούλα, Βούλα, τόν κομ ματιάσανε». 67
ύπηρετεϊ τους ’Ιταλούς. Στά 48 του, μέσα στη δικτατορία, τόν βρίσκομε νά υπηρετεί τήν ΕΣΑ. Στά ενδιάμεσα έχει υπηρετήσει δλα τά ζακόνια άλλά καί «τοϋ ’χουνε ρίξει ξύλο δλα τά ζακόνια». ’Επάγγελμα καί νοοτροπία καταδότη. Δεν ξέρεις ώς πού φτάνει ή νοοτροπία καί πού Αρχίζει τό έπάγγελμα. Τό μάτι του τά πιάνει δλα καί έτσι τά μαθαίνομε. Τό αύτί του, άδυνατισμένο, πιάνει μόνο τούς υψηλούς τόνους. Έτσι δέν μαθαίνομε τούς ψιθυρισμούς. Τό παρελθόν του, καλά έγγεγραμμένο στή μνήμη του, Ενοχο ή μή, τό μαρτυράει ό ίδιος. Δέν Εχει νά φοβηθεί τίποτε, άφοϋ τό πλούσιο ποινικό μητρώο του είναι γνωστό καί στις άσφάλειες, χωρίς ή ύπαρξή του νά δημιουργεί κώλυμα στή χρησιμοποίησή του. Ή ηθική τής ’Εξουσίας (τή γράφω μέ κεφαλαία, δπως καί ό συγγραφέας) καί κατά συνέπεια τών φορέων πού τή συντηρούν, δέν έπιτρέπει παράβαση τών θε σμών (προσωρινών καί πανάρχαιων) πού ή ίδια άποδέχεται. Έτσι δταν ό Μένιος παραβιάζει τούς νόμους (διαρρήξεις, πλαστογραφίες, Εμπρησμοί, σωματεμπορίες) τόν δικάζει καί τόν καταδικάζει μέ άδέκαστη αύστηρότητα, χωρίς νά τά ίσοψηφίζει μέ τίς πολύτιμες ύπηρεσίες του. Ή πρόωρη διακοπή τής φυλάκισής του κάθε φορά δέν πρέπει νά άποδοθεΐ σέ ιδιαίτερη μεταχείριση ή εύνοια τής ’Εξουσίας πρός τό πρόσωπό του, άφοϋ οί άμνηστεύσεις στις κατά καιρούς Εθνικές Επετείους βρίσκονται μέσα στό συνηθισμένο πρόγραμμα (φυσικά ώς πρός τούς ποινικούς). "Οπως καί ή Εκ νέου χρησιμοποίησή του. ’Επάγγελμα άσκεί ό άνθρωπος, τίμιο καί χρήσιμο, άφοϋ κρίνεται άξιος νά πληρώνεται άπό τό βαλάντιο τής ’Εξουσίας. 'Ωστόσο καί ό Μένιος Εχει μιά ήθική πού τήν Επαγγέλλεται. Τριάντα χρόνια «δέν τράβηξε (μέ τό ύπηρεσιακό του) πιστόλι» (κατά δήλωσή του), παρόλο πού ό Εγγλέζος δίοπος τό Δεκέμβρη τού Εμαθε καλή σκοποβολή.3 Αύτός άρκεΐται στις καταδόσεις μέ ήσυχη τή συνείδηση, ύπηρετεϊ τό Εθνος. ’Από κεϊ καί πέρα δ,τι κάνει ή ’Εξουσία, δικός της λογαριασμός. Αυτή ξέρει καί κρίνει καί άποφασίζει. Ό Μένιος είναι ό τύπος τοϋ καθαρού χαφιέ (δπως λέμε: καθαρή ποίηση). Ά ν ή ήθική του παρουσιάζει άνακολουθίες καί χάσματα είναι διότι, ύπηρετώντας τήν ’Εξουσία, πού είναι μιά άπρόσωπη δύναμη, άκολουθεϊ καί τίς διακυμάν σεις της. Διαμορφωμένος καί διαμορφωνόμενος μέσα στις άλλαγές (’Ιταλοί, Γερμανοί, ’Εγγλέζοι, Κράτος τής Δεξιάς, Άμερικάνοι, Συνταγματάρ χες)4 άφομοιώνει καί κορφολογά τά κοινά σημεία τής στρατηγικής τους καί τών ιδεολογικών τους Εκφράσεων, άλλά καί παρατηρώντας τίς διαφορές τής τακτικής τους άναπτύσσει Ενα χρήσιμο (γιά τόν Εαυτό του) σκεπτικισμό καί Εναν άμοραλισμό 3. Κουτσός είσαι, κουλός δέν είσαι, τοϋ λέει κυνικά καί περιφρονητικά ό έγγλέξος δίοπος, δταν ό Μ. προσπα θεί νά άποφύγει τήν έπιστράτευση, προτιμώντας τά άνώδυνα. 4. Ενδεικτικό της νοοτροπίας τοϋ Μ. είναι τό δτι καί τούς άντάρτες, δταν πέφτει στά χέρια τους, τούς άντιμετωπίζει ώς ’Εξουσία καί μέ τήν έπαγγελματική του ιδιότητα (καταδότης), ή όποια έκτιμάται πάντως μέ περιφρόνηση. 68
πού είναι άντανάκλαση τοϋ άμοραλισμοϋ τής ’Εξουσίας. Βλέποντας τό παιχνίδι τής ’Εξουσίας καί Εκτιμώντας τή σοφία της, καταλαβαίνει δτι Εχει τά περιθώρια νά παίξει κι αύτός τό παιχνίδι του γιά δικό του δφελος. Συνεπώς ποιά είναι ή ’Αρχή καί ποιος προβαίνει σέ «’Αντιποίηση άρχής»; Ό Μένιος καί ή ’Εξουσία καταλήγουν ταυτότητα. Κι Εδώ φτάσαμε στό κρίσιμο σημείο: Ά ν θελήσομε νά βρούμε τά στοιχεία πού καθι στούν τό Μένιο μυθιστορηματικό πρόσωπο, θά διαπιστώσομε δτι δέν ύπάρχουν. Είναι άπλώς Ενα άτομο πού τό παρελθόν του καί ή νοοτροπία του Εγγυώνται τή χρησιμοποίησή του άπό τήν ’Εξου σία. Ή άθέατη πλευρά του, πού θά μάς παραμείνει άγνωστη ώς τό τέλος, δέ μάς γεννά κανένα αίσθημα στέρησης ή Ελλειψης. Καί δέν είναι πιστεύω άπό άπέχθεια στό βρώμικο ποιόν του, άλλά μάς γίνεται άδιάφορη ή ψυχολογική του ύπόσταση. Ό συγγραφέας πέτυχε νά μάς δώσει δχι Ενα πρόσωπο άλλά Ενα τυπικό άρχέτυπο τής ’Εξουσίας. Ά ς τό Ερευνήσομε πιό συγκεκριμένα. Ή συμπεριφορά τού Μένιου άντιστοιχεί στήν ιδεολογία του. Άλλά ή ιδεολογία του αυτή είναι σύμμετρη μέ τήν ιδεολογία πού κυκλοφόρησε τό Σύστημα (μέ κεφαλαίο) τό όποιο ύπέρκειται τής ’Εξουσίας (δεύτερο κεφάλαιο, γιά νά συμπληρω θεί ή εικόνα κάθε καταπιεστικού κράτους, ύπαρκτοΰ καί προβλεπόμενου), ή όποια τό διασφαλί ζει, τό συντηρεί καί άποβλέπει στό νά τό διαιωνίσει. Τό δτι μέσα σ’ αύτές τίς διαδικασίες τά μέσα καταντούν άδιάφορα, προκύπτει ώς φυσικό Επα κόλουθο. Ό Μένιος δέν είναι Ενας χωλός διάβο λος παρά Ενας φτωχός κακομοίρης καί πανάθλιος πού δέν διάλεξε μόνος του νά παίξει τό ρόλο τοϋ χαφιέ. Ά λλοι (πού συνεχώς άλλάζουν) τόν διάλε ξαν Επειδή ήταν κατάλληλος. Άλλά ούτε καί γιά τή διαμόρφωσή του εύθύνεται. Τό οικογενειακό του δέντρο (πού τά πλοκάμια του άνιχνεύονται στήν τουρκοκρατία) καί τό οικογενειακό του περι βάλλον (ληστές, μαχαιροβγάλτες καί πολιτικοί τραμπούκοι) Εδρασαν Επάνω του ώς καταλύτες. Μέ τέτοια άρχική ταχύτητα ή τροχιά του Εχει προδιαγράφει. Δέν είναι ή πρόθεσή μου νά τόν άθωώσω άλλά νά άποδώσω τά τού Καίσαρος στόν Καίσαρα. (’Ενδεικτικό είναι δτι τό μότο τού μυθιστορήματος είναι: τά τού Καίσαρος.) Μέ τέτοια καισαρική τομή βγαίνει δτι ό βαθύτερος πρωταγωνιστής τοϋ μυθιστορήματος είναι ή ’Εξουσία καί οί Εναλλασσόμενοι φορείς της. Παρακολουθούμε τά συμπτώματά της, δσα Ερχον ται άμεσα ή Εμμεσα στήν Επιφάνεια, ύποθέτομε τήν άμφίσημη λογική της, Ενώ οί Επιτελικοί της χάρτες, καταστρωμένοι σέ μυστικά γραφεία (πού Ενδεχομένως βρίσκονται σέ άκαθόριστα κέντρα), παραμένουν (γιά τό Μένιο, γιά τόν άφηγητή, γιά μάς) άγνωστα. Κατά τήν άνάγνωση τοϋ κειμένου, καί μετά, διατηρούμε τίς ίδιες άπορίες πού είχαμε καί πριν, οί όποιες άπορρέουν άπό τήν άγνοιά μας τής άθέατης δψης τής ’Εξουσίας. Δέν πρέπει νά είναι χωρίς σημασία δτι ό δούλος της Μένιος, πιό κοντά στις Εκβολές τής Πηγής, Εχει Εντονη τήν αίσθηση τής μπόχας. Λίγο πιό μακριά νά σταθού με (καί στεκόμαστε, στατιστικά οί περισσότεροι),
δπως αίφνης ό καλοπροαίρετος καθηγητής Γιαννέλης5 (βομβιστής στή δικτατορία που τόν συνέλα βε), δέν τήν αισθανόμαστε. Οί άνοχές τοΰ Συστή ματος («ό Σοπέν δέν είναι άκόμη άντεθνικός» σελ. 210, καί σέ περίοδο γύψινης προστασίας) είναι μεγάλες, δσο δέν θίγεται —ή άχίλλειος πτέρνα της. “Αν ή υπόθεσή μου αύτή έχει βάση, μπορούμε νά διαβάσομε τό Μένιο Κατσαντώνη δχι ώς μυθι στορηματικό ηρώα άλλά ώς τυπικό μοντέλο των ύπηρετών τού Συστήματος, πού άναπαράγει τόν κυνισμό του. Κανένα μέρος άπό τό ήθικό του όπλοστάσιο δέν τού άνήκει προσωπικά, δέν άποτελεί δική του κατάκτηση. Τά βρίσκει καί τά παίρνει δλα έτοιμα. Ή άμεση δμως καταγγελία τής ’Εξουσίας μπο ρούσε νά στοιχειοθετήσει ένα πολιτικό δοκίμιο μέ άμφισβητήσιμη άποτελεσματικότητα, ένα μελέτημα πού ή σχετικότητα των ήθικών του κατηγοριών θά μείωνε τήν έμβέλειά του, ή ένα προγραμματικό μυθιστόρημα πού θά καταποντιζόταν στήν έμφα σή του. Δέν άνήκει στίς ύποχρεώσεις τής κριτικής ή άναζήτηση των προσταδίων πού διέτρεξε ένας δημιουργός μέχρις δτου φτάσει στήν όριστική άποκρυστάλλωση τοΰ έργου του. Ή κριτική άρχίζει μέ τήν άνιδιοτελή άνάγνωση ένός κειμένου, άπ’ δπου καί άσυναίσθητα βαθμολογείται ή άξια του, καθώς πιστοποιείται άμεσα ή λειτουργικότητα του, καί ύστερα γεννιέται ή άνάγκη τής άναζήτησης των λόγων πού κατέστησαν ένα συγκεκριμένο κείμενο καλλιτεχνικό γεγονός. Κι έδώ, τό ιδιαίτερα εύστοχο άποτέλεσμα στό «Άντιποίησις άρχής», οί κειμενικά πραγματοποι ημένες άναδείξεις τών καταστάσεων, ή ύπαρξη πολλών στρωμάτων πού ύπόκεινται κάτω άπό τή ρητή έπιφάνεια τής γραφής, προκαλεϊ τήν κριτική περιέργεια στόν καθορισμό τών αιτίων. Ή μετά θεση τής προσοχής τοΰ άναγνώστη άπό τόν πυρή να τού κακού στήν περιφέρειά του (πού άπό συγγραφικό ένστικτο συνέλαβε τήν άνάγκη καί τή σημασία της ό ’Αλέξανδρος Κοτζιάς) όδήγησε σέ μιά σειρά άπό συνέπειες: ’Αποφεύγεται ή ρητο ρεία τής καταγγελίας, πού παραπέμπεται στήν κρίση τού άναγνώστη. Διασκεδάζεται κάθε δυνα τότητα άναγωγής σέ θεωρητικά σχήματα πού θά μετέβαλαν τό μυθιστόρημα σέ άνιαρή έκθεση. 'Η ύπαρξη έπίσης ένός καί μόνο φορέα τής διήγησης, καί ή έξάρτηση τής διήγησης άπό τήν παρατηρητικότητά του, άπό τή συνειρμική άφύπνιση τής μνήμης του, νομιμοποιεί καλλιτεχνικά καί ικανοποιεί ψυχολογικά τήν κατασπορά σέ δλο τό μήκος τού κειμένου πλήθος μικρών περιστατι κών, τά όποια συγκεντρωμένα θά ήταν δυσβάσταται: Άπό τό γιατρό Γιαννέλη, πού ή γυναίκα του διαμαρτυρόμενη τοΰ λέει: «... καί τόν Χίμλερ ϋά γιάτρευες γιά νά συνεχίσει ύγιής νά φουρνίζει», ή όποια ατό τέλος κι αύτή, όταν καταλαβαίνει ότι ό Μ. ϋά πεϋάνει, τοΰ χαρίζει ένα κομπολόι. Καί άπό τόν Καπετάν Φωτιά, πρωτοπαλίκαρο τοΰ Καπετάν Περδί κι), πού τόν κοιτάζει «αάν άνελέητος έπίτροπος στρα τοδικείου έστω καί λόγω περιστάσεων άπότακτος», πού ένώ ζεπροβοδίζοντάς τον τοΰ λέει: «... δά σοΰ καπαρώσω άμαξα μέ τέσσερα άλογα», δηλ. νεκροφόρα, δτανόΜ. σκοντάφτει φιδυρίζει: «πρόσεχε, λακούβα».
χτα καί, έξαιτίας τής αίχμηρότητάς τους, ύποπτης προέλευσης καί πρόθεσης γιά έναν ψυχρό παρα τηρητή. Έτσι δμως πού παρουσιάζονται κατεσπαρμένα (καί Απαλλαγμένα άπό τήν ήθική τους έκτίμηση) άπορροφώνται σταδιακά, σέ άνεκτές δόσεις γιά τό στομάχι μας, καί ή μετάβασή μας άπό τό άνώδυνο στό οδυνηρό έρχεται Απροειδο ποίητα, μέ συνέπεια νά κατακυρώνεται μέσα μας. “Αν συμφωνήσομε δτι ή τελευταία δικτατορία έφερε στήν έπιφάνεια τίς δυνάμεις πού έτρεφαν μέ τήν έγκριση καί τήν άνοχή της τήν ’Εξουσία (καί πού τό Σύστημα γιά λόγους προνοίας καί αύτοσυντήρησης δέν είχε λόγους νά τίς φανερώσει), ή άνοδος, παρά τή θέλησή της, στό προσκήνιο τών «χαμάληδων» της, έκανε ώστε νά καταστεί δυνατή ή άκτινογράφηση δχι άπλώς μιας έπταετίας άλλά μιας όλόκληρης τριακονταετίας. ’Επιπλέον, τό όριακό τριήμερο τής έξέγερσης τού Πολυτεχνείου, άπό τή μιά μεριά στέρησε τούς Σφετεριστές άπό τήν ιεραποστολική τους μυθολογία (πού έστησαν ώς άφελή μετάφραση τής τρέχουσας ιδεολογίας), ένώ άναγκάστηκαν νά δημοσιοποιήσουν τά μέσα πού χρησιμοποιούσαν στά δεσμωτήρια, νά έκθέσουν τή χυδαιότητα τους στήν κοινή θέα, καί άπό τήν άλλη μεριά έδειξε τήν έμβέλειά πού μπορεί νά έχει ή έκφραση ένός άταπείνωτου φρονήματος. Τό θέμα άπό δώ καί πέρα, γιά νά κρατηθεί σέ σοβαρό επίπεδο, πρέπει νά άναχθεί ή στή σφαίρα τής κοινωνιολογίας ή τής νηφάλιας πολιτικής έκτίμησης. Γιά νά περάσει στό πεδίο τής λογοτεχνίας άπαιτεϊ καί άνιδιοτέλεια ταπεινοφροσύνης. ’Αλ λιώς μετατρέπεται σέ τυμπανοκρουσία καί σέ είσπραξη εύκολων χειροκροτημάτων. Ό ’Αλέξαν δρος Κοτζιάς ώς άτομο βρέθηκε έξω άπό τό Πολυτεχνείο. Ώ ς συγγραφέας (ό όποιος στηρίζει τό μυθιστορηματικό του έργο στίς βιωματικές του καταβολές) κράτησε φρόνιμα τήν άπόστασή του καί άπέδωσε τήν εικόνα καί τόν ήχο τών γεγονό των, μέ τρόπο πού δχι μόνο δέν άκυρώνονται άλλά φέρονται χωρίς ύπερβολή πρός τή μνημείωσή τους. Καί ιδού πώς: Τά γεγονότα είναι σέ δλους μας άρκετά ή πολύ γνωστά καί έξαντλημένα ώς πληροφοριακό υλικό. Ό άπόηχός τους, πού συν τηρείται στή μνήμη μας, δρά ώς μυθοποιητικός πόλος, ένώ οί έρμηνείες πού τά συνοδεύουν, μεταβαλλόμενες σέ άκαδημαϊκές σπουδές, τείνουν νά τά καταστήσουν ιστορικό παράδειγμα. Συνε πώς κάθε προσπάθεια άμεσης άναπαραγωγής τους κινδυνεύει νά έκληφθεί (άλλά καί νά είναι) κακό άντίγραφο τού άρχέτυπού του, καθώς προσ κρούει στήν αίσθησή μας. Στό «Άντιποίησις άρ χής» ή φωνή τοΰ Πολυτεχνείου, πού άκούγεται στά χειρουργικά τραπέζια τής ’Εξουσίας καί στά καταγώγια τού ύποκόσμου της, περικομμένη καί έξω άπό τό περιβάλλον της, συνοδευμένη μέ σχό λια υβριστικά καί περιφρονητικά (σέ μιά γλώσσα χυδαία καί, μέ τήν τυποποιημένη μορφή της, Ανίκανη νά δράσει καταλυτικά), χάνει τό ρητορι κό της στοιχείο καί τή νεανική της έμφαση, άποδραματοποιεΐται καί, ώς ουδέτερα πιά καταγραμ μένος λόγος, ξανακερδίζει τή χαμένη του αύθεντικότητα. Είναι τόσα πολλά τά τελούμενα στήν περιφέ 69
ρεια καί πού συγκλίνουν στό κέντρο (ποΰ ώστόσο διακριτικά δεν υπογραμμίζεται καί σκόπιμα δεν ένοχοποιεΐται, σάν νά μην είναι τό τελικά υπεύθυ νο) καί δεδομένου δτι τό κείμενο όλόκληρο συγ κροτείται από τά περιφερειακά αύτά στοιχεία, ή παράλειψή τους έλαττώνει τή συνολική εικόνα πού έχομε άπό τήν ανάγνωση. Γιά λόγους οικονο μίας όμως θά περιοριστώ εδώ σέ μερικές μικρές άναφορές χωρίς νά τίς άναπτύξω αλλά άπλώς γιά νά τίς έπισημάνω. Ό θαυμασμός τού Μένιου συγκεντρώνεται σέ τρία πρόσωπα πού ή μοίρα τους καί οί ίκανότητές τους τά προόριζαν γιά τά ύψηλά πόστα. Ό ένας είναι ό Χαμάλης, παρατσούκλι πού κόλλησαν στόν δικτάτορα οί «λοχαγίσκοι» πού ένίστανται στά πολιτικά του ανοίγματα. Περνάει άπλώς σάν δνομα, δέν έμφανίζεται στό μυθιστόρημα (δπως καί ό πρωθυπουργός του, «ό πιθηκάνθρωπος τού δά σους». Περίεργο: Ό συγγραφέας δέν μάς δηλώνει: κάθε όμοιότητα μέ πραγματικά πρόσωπα είναι συμπτωματική), ύποθέτομε, μαζί μέ τό Μένιο, κάποια στιγμή δτι άπειλεΐ τηλεφωνικά τό λοχαγό. Τό άλλο πρόσωπο είναι ό ξάδερφος τοΰ Μένιου, μέ τό «πολιτικό κριτήριο», τό διαπραγματευτικό του δαιμόνιο (βάζει πάντως μπροστά τό Μένιο γιά νά κρατάει τά μπόσικα- «άδικα θά μέ χαλάσουν οί ψυχικές έπιστήμες, ξάδερφε» σ. 115) καί πού ή άλματική του άνοδος (άπό τό Κατσιπόδι στό Σικάγο —παραπομπή στό διεθνή ύπόκοσμο καί στήν παραγωγή πρακτόρων-πρεσβευτών;) αυξά νει συνεχώς τό θαυμασμό τού Μένιου. Τρίτο σημαντικό πρόσωπο είναι ό λοχαγός, έτσι ανώνυ μος στήν άρχή, παίρνει τό δνομά του άργότερα: Κυριάκος. Είναι ή νέα Εξουσία πού άνέρχεται. Κατά τόν ξάδερφο, πού εκτιμά πολιτικά (καί δχι μέ «στρατιωτική λογική») τά πράγματα, είναι «κομπλεξικός όλιγοφρενής». «Νά καταλάβει ό ήλίθιος δτι ένα καλοστημένο δημοκρατικό προσω πείο μάς έπιτρέπει θηριώδη τρομοκρατία». «Μέ τήν άστυνομία, χωρίς τά τάνκς θά συνετίσω τούς ταραξίες». Κατά τό Μένιο, πού βλέπει έμπειρικά, τά πράγματα φαίνονται άλλιώς: «Τά τεθωρακι σμένα... τό άκρον άωτον της Εξουσία... ώστόσο κι άπό αύτό τό άκρον άωτον άνώτερος ό λοχαγός». Στήν κρίσιμη στιγμή, ό Μένιος διαπιστώνει δτι αύτή τή φορά ό ξάδερφος έπεσε έξω: «δέν άλυσοδένονται (τά τάνκς) μωρέ ξέδερφε καί σέ νουθε τούσα εγώ είσμάτην... δέν άλυσοδένονται έφόσον τό πρόσταξε δ παλιο-Κυριάκος... άκου πώς κα τρακυλάνε... τά σιδερένια βόδια κι’ άς φαφλατίζει άσταμάτητα τό κωλοράδιο αδέρφια άγωνιστεΐτε &ς τό πρωί ΰά νικήσουμε ζήτω ή δημοκρατία ζήτω ή έλενϋερία άρχίδια φαφλατίζουν τά σκατόπαιδα άφοΰ τά σιδερένια βόδια φτάσανε μαρσάρουνε τά σίδερα στήν άσφαλτο... ούρλιάζουνε στήν άσφαλ το κάτω άπό τήν ταράτσα οί χεμαγγιόροι άιντσβάιν-ράους έξω ώρέ π α ν τ ί δ ο ι μουσκέτ φουζιλίρεν στό ζιντάνι ούρλιάζει ό χεμαγγιόρος Οΰρλιχ μέ ίοβόλον δμμα τσουρμπελετόν μουσκέτ κι άς τόν περικαλάνε άπό τό ράδιο τ’ άναρχοσκατόπαιδα αδέρφια μας στρατιώτες, αδέρφια μας στρατιώτες, αδέρφια μας στρατιώτες» (σ. 274). ’Αλλά πρέπει νά τελειώσω, αφήνοντας έξω καί πολλά άλλα πρόσωπα (δπως αίφνης τό σκουπιδιά ρη Θωμά Χεμαγγιόρο —τό δνομα, παραφθορά 70
άπό τό χέρ μαγιόρ— πρόσωπο παράλογο, μεγαλομανές, μέ τό «μεγαλείο» του, καμωμένο άπό άντιγραφές/μιμήσεις καί γελοιοποιήσεις δλων τών κατά καιρούς έξουσιών, καί πού τό ίδιο παράλογα καί άδικαιολόγητα θά φάει τό ξύλο του άπό τήν ΕΣΑ, χωρίς ή ταπείνωσή του αύτή νά τόν κάνει νά άποβάλει άπό τήν αίσθησή του δτι έπιτελεί ύψηλή άποστολή)6 καί θά περιοριστώ σέ λίγα λόγια γιά τή γραφή τοΰ μυθιστορήματος. Στό έκτενές παρά θεμα πού έβαλα άπό τό βιβλίο παρατηρούμε δτι ύπάρχουν τυπικά τρία έπίπεδα. Τό κύριο είναι ή λογική τού Μένιου Κατσαντώνη. Μέσα της παρεμ βαίνει ή φωνή τοΰ Πολυτεχνείου (πρώτη καί τρίτη ύπογράμμιση). ’Ενδιάμεσα παρεμβαίνει (δεύτερη ύπογράμμιση) σπάραγμα άπό τό έργο τού Κ. Ράμφου: Ό Κ α τσ α ν τώ ν η ς, κ λ έ φ τ ικ ο ν έ π ε ισ ό δ ιο ν ή Ε λ λ η ν ικ ό ν μ υ θ ισ τό ρ η μ α , ένα βιβλίο πού έχει σουφρώσει ό Μένιος στήν κατοχή άπό ένα γυμνάσιο (λίγο πριν τόν βγάλουν μέ κουκούλα οί Γερμανοί γιά νά καταδώσει δσους ήξερε στό μπλόκο τής Κοκκινιάς), έκτοτε τό είχε διαβάσει μπορεί καί 160 φορές, καί πού τόν συνδέει ιστορικά μέ τήν τουρκοκρατία. ’Αλλά ό Κατσαντώνης έκείνος έχει καί τόν καταδότη του: τόν Καρδερίνη. Παρατσούκλι πού θά δώσει στόν Μένιο πρώτος ό Καπετάν Περδίκης, δταν τού πέφτει στά χέρια του, καί ό όποιος πρέπει νά ξέρει τό μυθιστόρημα τοΰ Ράμφου (πού δούλεψε ώς λαϊκό άνάγνωσμα παρά τή λόγια προέλευσή του). Τό «πολύ έμορφο αύτό έλληνικό μυθιστόρημα», (Κατσαντώνης γιά Κατσαντώνη), θά άναπτύξει γλωσσικά τό Μένιο, άλλά καί ταυτόχρονα, οί λοξές άφομοιώσεις άπό τό γερμανικό καί τό άγγλικό λεξιλόγιο θά δουλέψουν μέ τόν τρόπο τους, ένώ ή τελική ένταξή του στό «Σώμα», καί ή επίσης λοξή άπορρόφηση της γραφειοκρατικής του γλώσ σας σύν τό ύβρεολόγιό της [γιά τίς άνάγκες τής συμπεριφοράς τής ύπηρεσίας πρός τούς ποινι κούς, συνεπώς λογικά άντλημένο (λεξιλόγιούβρεολόγιο) άπό τό όπλοστάσιο τού ύπόκοσμου], μορφώνουν τελικά τό λεξιλόγιο τού ΜένιουΚαρδερίνη, πού τό άναλαμβάνει ό άφηγητής καί πού γιά μάς, μετά τίς γλωσσικές παραφράσεις τής δικτατορίας πού ύποστήκαμε, μοιάζει νά είναι ή γλώσσα τής δικτατορίας. Νομίζω δτι ή φαντασία άκόμη καί ένός πολύ καλού μυθιστοριογράφου δέν θά μπορούσε νά δημιουργήσει ένα τέτοιο γλωσσικό ιδίωμα, άν δέν είχε μεσολαβήσει ή γλωσσολογική σύγχυση τών πρωταγωνιστών τής δικτατορίας. Τό κάτι παραπάνω άπό ιδιοφυές κατόρθωμα στό «Άντιποίησις άρχής» είναι δτι κατέστησε τόν γλωσσικό αύτό κώδικα καλλιτεχνι κά ικανό νά άναπαράγει τά ιδεολογικά του συμφραζόμενα. ΑΛΕΞ. ΑΡΓΥΡΙΟΥ 6. ’Αναφέρω έπίσης, έστω σέ σημείωση, τόν ϋανμασμό τοΰ Μένιου γιά τόν δάρτη Γκόγκο, πού βασανίζοντας τή Σούλα (τό μόνο άδιάφορο πολιτικά παιδί τοΰ Μ.), τήν έρωτεύεται, καί πού ό Μ., ξέροντας δτι ό Γκόγκος άνήκει σέ πλούσια άγροτική οικογένεια, θέλει νά τοΰ τήν προξενέψει. Στό μεταξύ τοΰ τρακάρει τσιγάρα, τοΰ κλέβει τόν άναπτήρα καί τον ζητάει δανεικά λεφτά, πού ό άλλος τά δίνει εύχαρίστως, έλπίζοντας στό ευτυχές γεγονός. Τόν μπερδεύει τό ξύλο πού τής έδωσε, άλλά ήταν κατ’ έντολήν.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
μιά σύγχρονη ελληνική «βίβλος» ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ: ΟΙ χτίστες. Κέδρος, Ά&ήνα, 1979. Σελ. 64.
Ο Γιώργος Χειμώνας άνήκει χωρίς άμφιβολία στήν όλιγάριθμη όμάδα τών συγγραφέων πού κυριολεκτικά άνανέωσαν τή νεοελληνική πεζο γραφία — μαζί μέ τόν Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη καί τόν Άλεξ. Σχινά. (Γιά ν’ άναφέρει κανείς τούς βασικότερους.) Ή άνανέωση πού πραγματοποίησαν οί συγγρα φείς αύτοί, διαφοροποιείται, φυσικά, μέσα άπ’ τό προσωπικό έργο τού καθένα. 'Υπάρχουν κυρίως διαφορετικές άφετηρίες, άλλά καί προδιαθέσεις —ιδεολογικές καί αισθητικές. Ωστόσο τούς καθο ρίζει ένα κοινό χαρακτηριστικό: καί οί τρεις διατυπώνουν μέ τή γραφή τους τήν έπιθυμία νά ’ρθουν σέ «ρήξη» μέ τή συμβατική μορφή πεζογραφικής τεχνικής τοΰ καιρού τους. Χάρη σ’ αύτούς τούς συγγραφείς, ή νεότερη πεζογραφία μας «κέρδισε» τό χαμένο έδαφος έναντι τής νεότερης ποίησή μας, πού πολύ νωρίτε ρα (καί συστηματικότερα) έκδήλωσε τή ριζοσπατικότητά της. Κι άκόμα: μέ τούς πεζογράφους αύτούς άνοιξε ένας «δρόμος», δημιουργήθηκε μιά μικρή άλλά ισχυρή «παράδοση», τής όποιας τήν εύεργετική έπίδραση εύκολα κανείς έπισημαίνει στό έργο τών νεότερων (ή καί νεότατων) πεζογράφων μας. Καί δέν είναι τυχαίο δτι άπ’ τούς συγγραφείς αύτούς ό Γιώργος Χειμώνας μοιάζει νά είναι ό περισσότερο προσφερόμενος γιά γόνι μες μαθητείες, άλλά καί γιά εύκολους μανιεριΌ Γιώργος Χειμώνας πρωτοεμφανίσθηκε τό 1960 μέ τό βιβλίο «Πεισίστρατος». ’Ακολούθησαν ή «’Εκδρομή» (1964) καί τό «Μυθιστόρημα» (1966). Στά τρία αύτά βιβλία όλοκληρώνεται ή πρώτη φάση τής πεζογραφίας τοΰ Γ.Χ. ’Από βιβλίο σέ βιβλίο, έπισημαίνεται ή όλοένα καί περισσότερο συστηματική όργάνωση τού τρόπου μέ τόν όποιο άμφισβητεϊται ή συμβατική τεχνική τής πεζογραφίας. Τά στερεά δεδομένα τής άφηγηματικής μυθοπλασίας, σπάζουν. ’Ετσι οί «ήρωες» μένουν μετέωροι καί άνασφαλείς. Ή άνασφάλειά τους γίνεται πηγή φόβου. Κάτι άναπόφευκτο πρό κειται νά τούς συμβεϊ, πολύ σύντομα. ΓΓ αύτό πρέπει νά προλάβουν. Νά προλάβουν τί; Καί νά τό προλάβουν πώς; Αυτός ό πανικός, αυτή ή βιασύνη τοΰ νά πραγματοποιηθεί κάτι άμεσα καί γρήγορα, γιατί ή «καταστροφή» έπίκειται, φέρνει συνήθως τό άντί-
Γιωργος Χειμώνας
θετό άποτέλεσμα. Πράξεις, χειρονομίες, αισθή σεις, έκφράσεις, καί πάνω άπ’ δλα λέξεις, μένουν άνολοκλήρωτα. Ή έρωτική περιοχή τής άνθρώπινης έμπειρίας, είναι φυσικό νά έμφανίζει πρώτη τά «σημάδια» αυτής τής κατάστασης. ’Επαφές διακόπτονται αι φνίδια. Συμπτώματα άμνησίας παρουσιάζονται, σέ παράφορους έραστές καί σέ στενά συνδεδεμένα οικογενειακά μέλη. Τό αίσθημα τοΰ χρόνου άλλοιώνεται. Κάτι πού μπορεί νά συμβεϊ ύστερα άπό μιά πυκνή πτώση χιονιού ή στό μεσημέρι μιας ιδιαίτερα ζεστής καλοκαιρινής μέρας. Αύτό τό σιωπηρό (άλλά καί θορυβώδες ταυτόχρονα) κενό. ’Απέναντι σ’ δλη αύτή τήν άλλοίωση, οί «ήρωες» τών πεζογραφημάτων τοΰ Γ.Χ. είναι έπόμενο νά άντιδροΰν μ’ ένα «λόγο» πού συχνά μοιάζει μέ «τρομώδες παραλήρημα». Ένας τέτοιος «λόγος» δέν ύπακούει σέ κανόνες τής γραμματικής καί τοΰ συντακτικού. Καί ή λογοτεχνία πού ύπηρετεϊ αύτόν τό «λόγο», δέν μπορεί παρά νά είναι άνατρεπτική. Κι αύτό πρέπει νά τό άναγνωρίσουμε στόν Γ.Χ.. Ή λογοτεχνία του είναι «έσωτερικά» άνορθόδοξη καί κατά συνέπεια καί «έξωτερικά» δεί χνει σάν τέτοια. (Αύτό ας θεωρηθεί αιχμή γιά τούς μεταγενέστερους «έξωτερικούς» άπομιμητές τοΰ Γ.Χ.) Μετά τά τρία βιβλία πού προαναφέρθηκαν, θά άκολουθήσουν: «Ό γιατρός Ίνεότης» (1971), «Ό γάμος» (1974), «Ό άδελφός» (1975) καί τό πρόσ φατο «Οί χτίστες» (1979). Μέ τά βιβλία αύτά παρατηρεί κανείς μιά «μετατόπιση» τοΰ χώρου, τόν όποιο περιγράφει ή πεζογραφία τοΰ Γ.Χ. ”Αν στήν προηγούμενη φάση ό χώρος ήταν πιό κλει στός, δηλαδή ιδιωτικός, τώρα άνοίγει, γίνεται περισσότερο δημόσιος. ’Εδώ οί αίτιες καί τά συμπτώματα τής άπειλής καί τών καταστροφών διευκρινίζονται -—ώς ένα σημείο, βέβαια. Οί «διευκρινίσεις» αύτές φωτίζουν περισσότε ρο τή σκηνή, άποκαλύπτουν ιδιότητες καί ρόλους τών προσώπων, χαρακτηριστικά τών σχέσεών τους —τών μεταξύ τους, άλλά κι έκείνων πού δείχνουν έξαρτημένες άπό άντικειμενικότερους (καί άνεξέλεγκτους) παράγοντες. 71
Ωστόσο καί σ’ αυτή τή νέα φάση, ή γραφή τοΰ Γ.Χ. εξακολουθεί νά είναι άφαιρετική, ύπαινικτική καί τελετουργική (ritual). Τό τελευταίο μάλιστα στοιχείο τώρα παρουσιάζεται ιδιαίτερα ένισχυμένο, καθώς, δπως προαναφέρθηκε, ό χώρος έγινε πιό δημόσιος καί ή «τελετή» άποτελεί άναπόσπαστο τμήμα τής δράσης: «[...] φάνηκαν τότε μεγάλες κι άκανόνιστες πέτρες πνεύματος [...] δυσκίνητες καί χαμένες σάν τούς μετεωρίτες κι άπό τήν σφιχτή ζωή τους. ’Έβγαζαν ένα φως σάν φωνή καί σκεπασμένες μέ αιωνόβια βρύα πού ϋά έπιζήσουν καί πάνω τους γυαλίζουν κολλημένες τρέμουν άκίνητες μικρές πρωτόγονες ζωές καί παράσιτες κι άνάμεσά τους άραιός χυμός χωρίς καμιά ζωή. Άπό ένα άνοιγμα φυσά ένας κρύος χρόνος [...] Άρπαχτικές άλήϋειες όμως τά μάτια μου τά έσωσα καί ζώ μέ τις άπέραντες εικόνες...»
(«Ό γάμος», σελ. 19) Στά βιβλία τής περιόδου αυτής, ή άπειλή μοιά ζει νά προέρχεται άπό ένα είδος έξουσίας, πού μέ τούς πολύπλοκους μηχανισμούς της, άποξηραίνει τήν πράσινη χλόη τής ζωής, άδιαφορώντας κυνικά γιά τίς καταστρεπτικές συνέπειες μιας τέτοιας στρατηγικής. Φυσικά δέν είναι καθόλου δύσκολο, άν θά πρέπει όπωσδήποτε ό άναγνώστης τής πεζογρα φίας τοΰ Γ.Χ. νά άποκωδικοποιήσει τά σύμβολα, νά έντοπιστοΰν οί συγκεκριμένες άναφορές: ή αύταρχικότητα τής πολιτικής έξουσίας, ή στειρότητα τής γραφειοκρατικής κοινωνικής όργάνωσης, οί δεσμεύσεις τής κυρίαρχης ήθικής, καί άκόμα τά πιεστικά οικολογικά προβλήματα, οί συνέπειες τής τεχνολογικής ύπερανάπτυξης, κ.ο.κ. Στό πιό πρόσφατο βιβλίο του, «Οί χτίστες» (1979), ό Γ.Χ., άνοίγοντας άκόμα περισσότερο τό χώρο τής έποπτείας του, τόν άνάγει στό, κυριολε κτικά, έϋνικό έπίπεδο —σέ πείσμα δλων τών «άμαρτιών» πού φέρει ό βαθύτατα παρεξηγημένος αύτός χαρακτηρισμός. «Κρύπτες άϋέατου λαού έβγαινε μιά βοή. Θο λές φωνές άπό τραγούδια βαφτισιών άλλά σά νά βαφτίζονταν νεκροί άντί παιδιά κι ίκ εΐ άνάμεσα έκατοικοϋσε ένα κλάμα καί γυάλιζαν μεγάλα μά τια γυναικών πού ξαφνικά βουβάϋηκαν καϋώς σκότωναν. Ά δι απέραστος έκεΐνος ό χώρος άνάμε σα στούς άνϋρώπους καί στοιβαγμένος. Άπό τό βάϋος αύτών τών άνϋρώπων έπρόβαλαν οί όραματισμένοι. Πιό ϋαρραλέοι πλησίαζαν τήν άκρη τού νερού τό ψηλαφάν εύλαβικά μέ τίς παλάμες. Τό μελετούν μέ έκεΐνα τά άρχαΐα μάτια τών τρελών κι άπάγγελναν όρισμούς γιά τό νερό».
(«Οί χτίστες», σελ. 10) Οί «Χτίστες» τοΰ Γ.Χ. συνδυάζουν δυό ιδιότη τες πού δταν συνυπάρχουν προσδίδουν στά έργα τέχνης τό χαρακτήρα τοΰ «κλασικοΰ» —μέ τήν πιό αύθεντική σημασία τοΰ δρου. Έχουμε νά κάνουμε μ’ ένα κείμενο πού είναι «μοντέρνο» καί ταυτό χρονα διαβάζεται σάν άρχαϊο παλίμψηστο. Κάτω άπό έπάλληλα «στρώματα» γραφής, ένας έλληνας συγγραφέας τοΰ 1979, ξαναβρίσκει τόν χαμένο όμφάλιο λώρο τοΰ έλληνισμοΰ (άρχαϊοι μύθοι, 72
Ομηρικά έπη, τραγικοί ποιητές, βυζαντινά συνα ξάρια, δημοτικά τραγούδια, Σολωμός) καί τόν έπανασυνδέει μέ τόν σημερινό έλληνικό «κόσμο». Αυτό τόν «κόσμο» πού συνθλίβεται κάπου άνάμε σα στίς υψικαμίνους τής Χαλυβουργικής καί στις έξόδους τής υπόγειας 'Ομόνοιας, στίς κουζίνες τών τουριστικών συγκροτημάτων καί στούς στα θμούς τών ύπεραστικών λεωφορείων, στίς κυρια κάτικες δημοτικές πλατείες καί στά λαϊκά σινεμά, στίς έργατικές πολυκατοικίες καί στίς κερκίδες τών γηπέδων, στούς διαδρόμους τών δημοσίων υπηρεσιών καί στά τραίνα έξωτερικοΰ, στά μηνύ ματα τών ραδιοπειρατών καί στίς τηλεοπτικές συσκευές τών άγροτικών καφενείων... "Ολος αύτός ό «κόσμος» (δσο κι άν φαίνεται έκ πρώτης άπόψεως παράδοξο) έχει «μνημειωθεΐ» μέσα στόν (ποιητικό) λόγο τών «Χτιστών» τοΰ Γ.Χ., ένός βιβλίου πού παρέχει δλα τά έχέγγυα τοΰ δημοφιλούς λαϊκοΰ άναγνώσματος —μέ τή βασική βέβαια προϋπόθεση δτι ή κοινωνία μέσα στήν όποια δημιουργεϊται, λειτουργεί σωστά. Κι αν κάτι τέτοιο δέν μπορεί νά ίσχύσει γιά τή σημερινή έλληνική κοινωνία, αύτό δέν μπορεί νά μάς έμποδίσει νά όραματιζόμαστε ένα άπώτερο μέλλον, δταν βιβλία σάν τούς «Χτίστες» τοΰ Γ.Χ. θά μπορούν νά όλοκληρώνουν φυσιολογικά τόν προ ορισμό τους: καί νά γίνονται «κτήμα ές άεί τοΰ «Ο Ι ΧΤΙΣΤΕΣ. Ένας λαός έφάνηκε σάν τούς δωριείς. Τελευταίο έϋνος άνϋρώπων πέρασε τόν όρίζοντα καί παρουσιάστηκε [...] Ή χώρα αυτή ρημάχτηκε καί κάλεσαν τούς χτίστες γιά νά ξανα χτιστεί. Πόσος καιρός έπέρασε άπό τό νερό,"Ησυχα ρώτησε ό κήρυκας. Έγειρε κι έκοιμήϋη».
(Οί χτίστες», σελ. 57) ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΡΑΣ
άντρέας σκαμπαρδώνης Ο Μ ΑΡΞΙΣΜ Ο Σ ΚΑΙ Ο Α Ν ΤΙΜ Α Ρ ΞΙΣΜ Ο Σ ΓΙΑ ΤΟ Κ Ο ΙΝΩ ΝΙΚΟ ΓΙΓΝΕΣΘ ΑΙ ΣΗΜΕΡΑ σ. 384
δρχ. 200
άντρέας σκαμπαρδώνης κώστας τζανης ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜ ΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ σ. 160
δρχ. 100
Σ ’ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
τό άγχος τού άνθρώπου στην αναζήτηση τής ελευθερίας του ΤΣΕΖΑΡΕ ΠΑΒΕΖΕ: Ό σύντροφος. Μετ. Αίας Άλεξιάδου. Όδυσσέας, Ά&ήνα, 1979. Σελ. 192.
Ο Τσέζαρε Παβέζε γεννήθηκε στις 9 Σεπτέμβρη 1908 στό Σάντο Στέφανο Μπέλμπο άπό γονείς μικροαστούς. Έχασε πρόωρα τόν πατέρα του καί τήν άνατροφή του τήν άνάλαβε άποκλειστικά ή μητέρα του. Τό 1930-34 γράφει τά πρώτα του δοκίμια πάνω στό έργο μερικών μελετητών πού είχε ήδη μεταφράσει ή πού θά μετάφραζε άργότερα (Lewis, Andersen, Melville, Dos Passo, Faulkner). To 1936 βγαίνει τό πρώτο του βιβλίο, ή συλλογή ποιημάτων «Lavorare stanca». Στά 1936-38 γράφει τό μεγαλύτερο μέρος τών διηγημάτων πού έκδόθηκαν μέ τό γενικό τίτλο «Notte di festa» (Νύχτα γιορτής) καί τά πρώτα σύντομα μυθιστορήματα: «II carcere» (Ή φυλα κή), «Paesi tuoi», «La bella estate» (Έ να ώραΐο καλοκαίρι, μεταφρασμένο καί στά έλληνικά) κι άκόμα «La spiaggia» (Ή άκροθαλασσιά). Τό 1947-48 βγαίνει τό «La casa in collina» (Τό σπίτι στό λόφο) καί ή ποιητική συλλογή «Verra la morte e avra i tuoi occhi» (Θά ’ρθει ό θάνατος καί θά ’χει τά δικά σου μάτια). Τόν ίδιο χρόνο βραβεύεται μέ τό βραβείο Strega γιά τό «II compagno» καί τό 1950 πάλι μέ τό ίδιο βραβείο γιά τή διηγηματική τριλογία «La bella estate» (1940), «II diavolo sulle colline» (Ό διάβολος στούς λόφους/ 1948, μεταφρασμένο στά έλληνικά άπό τόν ’Αλέ ξανδρο Κοτζιά) καί «Tra donne sole» (Κοπέλες μόνες/1949, μεταφρασμένο στά έλληνικά άπό τό Στρατή Τσίρκα). Τέλος, τό 1949 έκδίδεται τό μυθιστόρημά του «La luna e i falo». Μέ ήμερομηνία 27 Μαΐου 1950 ό Τσ. Π. έγραφε στό προσωπικό του ήμερολόγιο: «ΟΙ ευτυχισμένες μέρες τοϋ 48-49 άνήκουν πιά στό παρελ&όν... Τώρα βρίσκομαι στό χάος- στο χάζομαι τήν Ανικανότητά μου, τή νιώθω στά κόκαλά μου ■ στρατεύτηκα στόν πολιτικό άγώνα πού μέ συντρίβει: ή Απάντηση είναι μία: αυτοκτο νία» (MB, σελ. 359).
’Ακολουθεί ή είδηση της αυτοκτονίας του σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στίς 27 Αύγούστου 1950. «Ό Σύντροφος», τό τέταρτο έργο τού Παβέζε πού μεταφράζεται στά έλληνικά, έκδόθηκε στό Τορίνο τό 1947 καί θεωρείται άπό τά πιό άξιόλο-
Τσέζαρε Παβέζε
γα πολιτικά του έργα. Διαιρείται κάπως σχηματι κά σέ 22 κεφάλαια (11 διαδραματίζονται στή Ρώμη καί 11 στό Τορίνο) άκολουθώντας σχεδόν μιά κάποια άντιπαράθεση μεταξύ τους. Ή κάθοδος τοΰ πρωταγωνιστή στή Ρώμη μοιά ζει μ’ ένα πήδημα ποιότητας δπου ώριμάζει ή γνωριμία μέ τόν ίδιο του τόν έαυτό καί ή συνειδητοποίηση τής πραγματικότητας. Ή Ρώμη δέν άντιπροσωπεύει τό τέρμα, άλλά μιά διάβαση θά ’λεγα. Τό έργο πράγματι τελειώνει μέ τό γυρισμό τοΰ πρωταγωνιστή στό Τορίνο. Ό Πάμπλο, κιθαροπαίχτης στίς ταβέρνες τής έπαρχίας τοΰ Τορίνου, έρωτεύεται τή Λίντα, πρώ ην άρραβωνιαστικιά τοΰ φίλου του Άμέλιο· ό τελευταίος είναι κατάκοιτος, ΰστερα άπό ένα άτύχημα μέ μοτοσυκλέτα, συνεπεία τοΰ όποιου μένει παράλυτος στά κάτω άκρα. Μέ συντροφιά τή Λίντα, ό Πάμπλο έρχεται σ’ έπαφή μέ πρωτοπορι ακούς άνθρώπους, πρόσωπα δμως ύποπτα καί μίζερα, μέ παρασκηνιακή δραστηριότητα στούς θεατρικούς καί καλλιτεχνικούς κύκλους. ’Ανάμε σα σ’ αύτά είναι καί ό θεατρικός έπιχειρηματίας Λουμπράνι, πού ή Λίντα τοΰ έπιβάλλει τήν άσφυκτική της παρουσία, μέ τή δικαιολογία νά τόν βοηθήσει γιά τήν ύπογραφή κάποιου συμβολαίου. Σέ μιά έκδρομή ώς τή Τζένοβα συναντούν τόν καμπούρη Καρλέττο, πού είναι κι αύτός ήθοποιός καί πού δέν άργεϊ νά πιάσει φιλία μέ τόν Πάμπλο. Ό τελευταίος, άφοΰ άπορρίπτει τήν ιδέα νά δου λέψει στό καπνοπωλείο τής μητέρας του, γιά νά μή χάσει τήν άνεξαρτησία του, άναζητά μιά μόνιμη άπασχόληση σά μαθητευόμενος μηχανικός. Στό τέλος, άπογοητευμένος άπό τή συμπεριφορά τής 73
Λίντα κι ένοχλημένος άπό τίς συχνές άπουσίες της, παίρνει τήν άπόφαση νά την έγκαταλείψει καί νά εγκατασταθεί στή Ρώμη. Φτάνει νύχτα πάνω σέ ένα φορτηγό μέ συντροφιά τόν Καρλέττο. Έδώ συνειδητοποιεί τίς συνθήκες τής ιταλικής ζωής κάτω άπ’ τό φασισμό καί άνακαλύπτει μέ τήν πάροδο τοϋ χρόνου καί μέσω τής έπαφής του μέ τη νέα προλεταριακή ή «λαϊκή» πραγματικότητα τίς θετικές διαστάσεις τής άντίστασης κατά τοΰ καθε στώτος, κι άκόμα τήν ταξική αλληλεγγύη. ’Αλλά τό έρέθισμα τό πλέον δραστικό που προσδιορίζει τή στράτευσή του στόν πολιτικό άγώνα, στέκεται ή άνάγνωση μερικών άπαγορευμένων βιβλίων. «... Μερικά ήταν στά γαλλικά καί σ’ άλλες γλώσσες. Τά πάταξα τήν άλλη μέρα κιόλας άπ’ τή γέφυρα. Τά ιταλικά δμως τά κράτησα. Έγραφαν γιά τόν πόλεμο τοΰ Ί5, τήν ιστορία τοϋ φασιστι κού κόμματος καί τήν πορεία στή Ρώμη. Έβλεπες πώς ήταν μαζί οί σοσιαλιστές, καί δλοι οί άλλοι, άγρότες, έργάτες, έργάτες μετάλλου, όμάδες δρά σης...» (σελ. 131)
Τώρα ό Πάμπλο πετυχαίνει νά ’ρθει σ’ έπαφή μέ άλλους συντρόφους καί συμμετέχει μαζί τους στήν παράνομη προπαγάνδα. Γνωρίζεται μέ τόν Σκάρπα —έπιζήσας άπ’ τόν πόλεμο τής ’Ισπανίας καί καταζητούμενος μαζί— προσφέροντάς του φιλοξενία μέ συνέπεια νά συλληφθεΐ ό ίδιος καί τό σπίτι του άνω-κάτω. ’Από έλλειψη άποδεικτικών στοιχείων ό Πάμπλο άφήνεται έλεύθερος, ένώ ό Σκάρπα καί οί άλλοι σύντροφοι μένουν μέσα. Μέσα άπό τή συνομιλία άνάμεσα στόν Πάμπλο καί τόν Σκάρπα ό Παβέζε πασχίζει νά καταγγείλει καί νά καταδικάσει τήν κυρίαρχη άστική τάξη γιά τίς κοινωνικοπολιτικές της έπιβουλές καί τίς σχέ σεις της μέ τή φασιστική ιδεολογία. ’Ακόμα ό συγγραφέας, μέσα άπ’ τή μορφή τοΰ Σκάρπα, έκφράζει τά συμπλέγματα ένοχής καί κατωτερότη τας τών διανοουμένων τής άριστεράς στά μάτια τής έργατικής τάξης. Στις σελίδες 159-160 διαβάζουμε: «...Άν πράγματι ήσουν φοιτητής» τόν ρώτησα «καί ό πατέρας σου ήταν ένας άστός, πώς γίνεται νά δουλεύεις μ’ έμάς; Γιατί άναγκάστηκες νά τό σκάσεις; Δέ σέ συμφέρει ό φασισμός στήν ’Ιταλί α;» — «Όλες οί τάξεις έχουν τούς τρελούς τους» είπε έκεϊνος... «Γιά ν’ άλλάξουν τά πράγματα χρειάζονται τρελοί. Ά ναρωτήϋηκες ποτέ σου τί σημαίνει ένας τρελός σ’ αύτό τόν κόσμο;» Μετά συνέχισε: — «Ένα πράγμα θέλω νά σοϋ πώ» μοΰ έκανε. «Υπάρχει μιά καί μόνη διαφορά άνάμεσα σ’ έμένα καί σ’ έσένα: αύτό πού σ’ έμένα στοίχισε ιδρώτα, γιά νά πάρω τήν άπόφασή μου, καί βιβλία καί χτυποκάρδια, εσύ κι ή τάξη σου τό έχετε ατό αίμα σας. Σάς φαίνεται έντελώς φυσικό». — «Στάϋηκε δύσκολο νά βρώ τούς συντρόφους». — «Καί γιατί τούς έψαξες; Περίμενες τίποτα; Τούς άναζήτησες άπό ένστιχτο». — «Λίγα βιβλία θά ήθελα νά διαβάσω. "Αν κάπο τε τά σχολεία θά είναι γιά μάς...» — «Δέν κερδίζεις πολλά μέ τά βιβλία. Στήν ’Ισπα 74
νία είδα διανοούμενους νά κάνουν τίς ίδιες κου ταμάρες μέ τούς άλλους. Αύτό πού μετράει είναι τό ένστιχτο της τάξης».
"Οχι τυχαία λοιπόν στό «Σύντροφο» ό Τσ. Π. έπιμένει γιά τό ρόλο τών έφημερίδων καί τών βιβλίων ώς όργάνων κουλτούρας πού οί έργάτες πρέπει νά κατακτήσουν άν θέλουν νά άντιπαλέψουν τήν άστική όλιγαρχία. «Αλλά τά θέμα τής μόρφωσης μ’ άπασχολοϋσε άπό καιρό. Γιά νά καταλάβεις τί γίνεται, πρέπει νά μελετήσεις — όχι έκεϊνες τίς άνοησίες πού μάς μά&αιναν στό σχολειό, άλλά πώς διαβάζεται μιά έφημερίδα, τί πράγμα είναι ή δουλειά, ποιός έξουσιάζει τόν κόσμο. Θά ’πρεπε νά μορφωθούμε γιά νά μπορούμε νά κάνουμε καί χωρίς τούς μορφωμένους. Γιά νά μή μάς πιάνουν κορόιδα...» (σελ. 119)
Σέ τούτο τό μυθιστόρημα, μολονότι πρόκειται γιά πολιτικό έργο, είναι άδιάλλειπτη ή παρουσία, δπως καί σ’ δλη τή λογοτεχνική δημιουργία τοϋ συγγραφέα, τής δραματικής σύγκρουσης άνάμεσα στή λαχτάρα έπικοινωνίας καί τήν τάση καταφυ γής στήν άτομική ψυχολογική σφαίρα, στήν προσ ωπική μοναξιά. «Καθώς μιλούσε κατάλαβα πώς ήμουνα μόνος. Τό συνειδητοποίησα ξαφνικά καί ήμουνα σχεδόν εύτυχισμένος».
ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΑΜΒΑΚΙΝΟΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
διαμάντι ενός άλλου κόσμου ΕΡΡΙΚΟΥ ΧΑΪΝΕ: Ταξιδιωτικές εικόνες. Μετ. Ι.Ν. Γρυπάρη. Ήριδανός, Ά&ήνα. Σελ. 176.
ΟΠΟΙΟΣ δέν ξέρει πόσο έμπνευσμένος ποιητής καί πνευματώδης συγγραφέας, πόσο μεγάλος καί μοναδικός καί ποιά θέση κατέχει στή γερμανική ρομαντική λογοτεχνία ό Ερρίκος Χάινε (17971855) θά περιμένει, ίσως, νά βρει στίς «Ταξιδιωτι κές εικόνες» περιγραφές, έντυπώσεις καί πληρο φορίες άπό τίς χώρες πού έκεϊνος γνώρισε, δπως συχνά δίνονται στήν ταξιδιωτική λογοτεχνία. ’Αλ λά τό βιβλίο αύτό, πού θεωρείται άπό τά αρι στουργήματα στήν τέχνη τής πεζογραφίας, είναι κάτι άλλο έντελώς διαφορετικό. Ξέρουμε πώς έχει μεταφραστεί σέ πολλές ξένες γλώσσες καί είναι γνωστό σέ δλο τόν κόσμο. Ό Χάινε, πριν άπό τίς «Ταξιδιωτικές εικόνες», πού έγραψε σέ ήλικία 29 έτών, είχε έκδώσει τήν πρώτη του ποιητική συλλογή μέ τόν τίτλο «Ποιή ματα», τίς τραγωδίες «Άλμανσώρ» καί «Γουλιέλμος Ράτκλιφ» καί τό περίφημο «Λυρικό ιντερμέ τζο». Τά χρόνια έκεϊνα ή ζωή του ήταν εύχάριστη καί χαρούμενη. Δέν είχε άρχίσει, άκόμα, νά γίνε ται δραματική άπό βασανιστική άρρώστια κι άλ λες δυσάρεστες περιπέτειες, πού τόν ταλαιπώρη σαν μαρτυρικά στά τελευταία χρόνια τής ζωής Δέν είναι ό καλλιτέχνης φωτογράφος πού δίνει καθαρές καί μέ άκριβή άπόδοση φωτογραφίες. Ούτε ό ζωγράφος πού άντιγράφει πιστά τή φύση. Είναι ό δημιουργός, ό συνθέτης. Παρουσιάζει μέ χάρη, μέ πνευματική φρεσκάδα, μέ άφταστο ρο μαντισμό άλλά καί μέ λεπτή, κάποτε καί μέ άρκετά πικρή, σάτιρα καί ειρωνεία, δσα βλέπουν τά μάτια του, δσα όραματίζεται μέ τήν άσυγκράτητη φανΧρησιμοποιεΐ παράξενες παρομοιώσεις, τολμη ρούς συμβολισμούς καί άλληγορίες, εικόνες πού δέν έχουν καμιά σχέση μέ τήν πραγματικότητα, γιά νά δώσει τόν ιδιαίτερο χαρακτήρα τους, τή βαθύτερη ύπαρξή τους, τό άληθινό νόημά τους. Μεταμορφώνει μέ δικό του τρόπο καί μέ δικές του έμπνεύσεις πρόσωπα καί γεγονότα, δπως αύτός νομίζει πώς θά τά έκφράσει καί θά τά παρουσιά σει πιό παραστατικά καί έντυπωσιακά, άνάλογα μέ τίς προσωπικές του συμπάθειες ή άντιπάθειες. Στήν άρχή τοΰ βιβλίου μιλάει γιά τίς σχολικές του άναμνήσεις, γιά τήν Γοτίγγη (Γκέτεγκεν) καί τό πανεπιστήμιό της, γιά τίς έκδρομές του μέ
φοιτητές στά γύρω βουνά. Γι' αύτόν τά άνώμαλα ρήματα ήταν φοβερά δύσκολα καί διαφέρουν άπό τά όμαλά, πώς έξαιτίας των έτρωγε ξυλιές. Μπρο στά σ’ έναν ’Εσταυρωμένο λέει: «Φτωχέ Θεέ μου πόσο σέ βασάνισαν καί σένα. Κάμε, Θεέ μου, άν είναι στό χέρι σου, νά κρατήσω στό κεφάλι μου τά άνώμαλα». Γιά τά έλληνικά, πού πολύ τόν στενο χώρησαν, νομίζει πώς δέν είχαν άδικο οί μοναχοί τοΰ μεσαίωνα, πού ισχυρίζονταν πώς είναι έφεύρεση τοΰ διαβόλου. Δέν διστάζει νά παρομοιάσει τούς παλιούς πανεπιστημιακούς καθηγητές μέ τίς πυραμίδες τής Αίγύπτου. Μέ μόνη διαφορά πώς «σ’ αύτές τίς πανεπιστημιακές πυραμίδες κανένας θησαυρός σοφίας δέν είναι μέσα». Στήν παιδική ήλικία, λέει, κάθε τι έχει τήν άξια του, άργότερα δμως ένεργοΰμε μέ υπολογισμό. ’Ανταλλάσσουμε τό καθαρό χρυσάφι τής άμεσης έποπτείας μέ τό «χαρτονόμι σμα» τής σοφίας τών βιβλίων. Ή ζωή μας κερδίζει σέ έκταση έκεΐνο πού χάνει σέ βάθος. Δέν παρα λείπει νά πει γιά τή Γοτίγγη πώς είναι δμορφη πόλη, μά ποτέ δέν άρέσει τόσο, δσο δταν τή βλέπει κανείς μέ γυρισμένη τήν πλάτη. Θαυμάζει μ’ ένθουσιασμό τή φύση. Τήν παρα δέχεται σάν μεγάλο ποιητή, γιατί «ή θέα της έπενεργεΐ σάν καταπραϋντικό στό σώμα καί στήν ψυχή τοΰ άνθρώπου». Τά δέντρα μιλάνε, οί άκτίνες τοΰ ήλιου τραγουδάνε, τά λουλούδια τών λιβαδιών χορεύουν, ό γαλανός ουρανός άγκαλιάζει καί γλυκοφιλεΐ τήν πράσινη γή. Τά έλατα πού βογγάνε τόν νιώθουν, παραμερίζουν τά κλαδιά τους, τά κινοΰν έπάνω καί κάτω, σάν βουβοί άνθρωποι πού φανερώνουν τήν καρδιά τους μέ τά χέρια τους... Ό ταν ό ήλιος βυθίζεται στή θάλασ 75
σα καί ή μεγάλη νύχτα άνεβαίνει με τά έρωτιάρικά της μάτια, οί βραδινές αύρες πέφτουν πάνω στό στήθος του σάν χαϊδιάρικα κορίτσια. Τά άστρα τοϋ γνέφουν καί πετάει ψηλά πάνω άπό τή μικρή γή καί τίς μικρές σκέψεις των άνθρώπων... Δέν άφήνει ποτέ τήν ευκαιρία νά ύμνήσει τή γυναίκα, νά έκδηλώσει δλο τό πάθος του άλλά καί τή ρομαντική του διάθεση γι’ αύτή. Ό ταν άντίκρισε τήν ’Αφροδίτη τών Μεδίκων, έπεσε στά πόδια της θεάς της ώραιότητας. «Τά μάτια του ήπιαν μαγεμένα τίς άρμονίες καί τίς αιώνιες χάριτες τής ούράνιας μορφής της». Μερικές χαρακτηριστικές φράσεις του: «Κάθε γυναίκα είναι γιά μένα ένας κόσμος πού μοΰ χαρίζουν. Κολυμπώ μέσα στίς μαγικές μελωδίες τοΰ προσώπου της. Μέ μιά μόνο ματιά μου μπορώ νά τήν άπολαύσω περισσότερο, παρά άλλοι μέ δλα τους τά μέλη καί σ’ δλη τή διάρκεια τής ζωής τους. Κάθε στιγμή είναι γιά μένα αιωνιότητα». «Θεέ μου! μέσα σ’ αύτά τά μάτια ήτανε δλη ή εύτυχία τής γής κι ένας όλάκερος ούρανός. Θά μπορούσα νά πεθάνω άπό εύτυ χία, κοιτάζοντας τά μάτια έκεϊνα». Πιστεύει στά δνειρα καί τά παραμύθια. «Ή ζωή είναι τόσο θεότρελα γλυκιά, είναι τό όνειρο ένός πιωμένου θεού». Ζούσε μέσα στό όνειρο τής περασμένης νύχτας. «Ό γαλάζιος μεταξωτός θόλος τού ουρανού ήταν τόσο διαφανής, ώστε μπο ρούσε νά δει κανείς βαθιά ώς τά "Αγια τών 'Αγίων, δπου οί άγγελοι κάθονται στά πόδια τού 'Ομολογεί πώς άγάπησε διαδοχικά μιά ωραία μαρμάρινη θεά, πεταγμένη σ’ έναν κήπο, μιά φθισική νέα γυναίκα, μιά πεθαμένη. Πιό πολλά λέει γιά τή «ματμαζέλ Λωράνς», μιά όμορφη φτωχή παιδούλα, πού ό χορός της στούς δρόμους τοΰ Λονδίνου «έκανε λόγο γιά πράματα πολύ θλιβερά καί μαύρα». "Οταν τήν ξαναβρήκε στό Παρίσι, έπειτα άπό χρόνια, ήταν μεγάλη κυρία μέ άμάξια καί λακέδες, άλλά δχι ευτυχισμένη. Μιλώντας γιά τούς Ροσσίνι, Μπελίνι, Παγκανίνι, πού τούς είχε γνωρίσει, λέει γιά τόν τελευταίο: «Έπαιζε βιολί, κι ήτανε σά νά κρεμόταν όλόκληρη ή δημιουργία άπό τά μάγια τών τόνων του. Μιά μουσική, πού δμοια δέν άκούν άνθρώπου αύτιά ποτέ. Μιά μουσική πού μονάχα μπορεί νά όνειρευτεί μιά καρδιά, δταν τή νύχτα άναπαύεται στής πολυαγαπημένης τό στήθος». Μά ή μουσική πού μαγεύει, πού γοητεύει, δέ βγαίνει μονάχα άπό τό βιολί. "Ισως κάτι παρό μοιο, τήν ίδια συγκίνηση κι εύχαρίστηση, μπορούν νά νιώσουν δσοι διαβάσουν τό πεζογράφημα «Τα ξιδιωτικές εικόνες» τοΰ ποιητή ’Ερρίκου Χάινε. Ό ,τ ι καί νά γράψει ένας άληθινός ποιητής, είναι ποίημα... I. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
76
Μ ΕΛΕΤΕΣ
ή περιπέτεια τοΰ σύγχρονου ευρωπαϊκού πνεύματος ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ: Θεωρία μορφών. Πλέ&ρον, Άβήνα, 1978. Σελ. 184.
ΓΙΑ τόν Άλέξη Ζήρα, ή μελέτη τής λογοτεχνίας, ντόπιας καί ξένης, δέ μοιάζει νά είναι έρασιτεχνικό πάρεργο. Φαίνεται πώς άποτελεί σκοπό ζωής. Αυτό μαρτυρεί ή πυκνή καί άδιάλειπτη παρουσία του στίς έπάλξεις τού κριτικού λόγου, παρ’ δλες τίς δυσχέρειες ή καί τίς ένδεχόμενες θυσίες πού προϋποθέτει στίς μέρες μας μιά τέτοια θητεία. Ή προαναφερθείσα μαρτυρία ένισχύεται άπό τήν πρόσφατη έκδοση σέ βιβλίο, έξι μελετημάτων του πάνω σέ σημαντικούς συγγραφείς τοΰ αιώνα μας. Τήν έπισήμανση αύτής τής ένδελέχειας —άνεξάρτητα άπό πιθανές διαφωνίες καί πρίν άπό κάθε άξιολόγηση— τή θεωρώ έπιβεβλημένη καί σκόπιμη σέ μιάν έποχή πανθομολογούμενης κριτικής ύποθερμίας πού, βέβαια, δέν τή θερα πεύουν οί διαπιστώσεις, οί μεμψιμοιρίες καί οί καταγγελίες. Τά αίτια τής κρίσης τής έλληνικής λογοτεχνικής κριτικής —φαίνεται πώς πρόκειται γιά έθνικό άποκλειστικά φαινόμενο, σέ άντίθεση μέ τή σημειούμενη άνθηση τών κριτικών μελετών στόν ευρω παϊκό χώρο— είναι πολλά καί ποικίλα. ’Από τή βαθύτερη διασάλευση τών κριτηρίων, άπότοκο ένός κλονισμού τών άξιών καί τών ιδεολογικών μορφωμάτων μιας ταχύρρυθμα καί άρρυθμα μετασχηματιζόμενης κοινωνίας, ώς τή δραματική μεταβολή τών πολιτιστικών θεσμών καί έθίμων, παράγωγο τής ίδιας κοινωνικής διεργασίας πού, στόν τομέα πού μάς ένδιαφέρει, όδηγεί ραγδαία στήν ύποκατάσταση τής κριτικής λειτουργίας άπό τούς μηχανισμούς τής δημοσιότητας, μέ τή δική τους νομοτέλεια καί τό δικό τους άξιολογικό σύστημα. Στήν έξαιρετικά συνοπτική καί έλλειπτική αύτή ύπόμνηση τών αιτίων τής κακοδαιμονίας, άς συνυπολογιστεί καί ή έκπαιδευτική μας άνεπάρκεια. Ή κατάσταση τής πνευματικής σκευής πού άπαιτεϊται γιά τήν άσκηση τής λογοτεχνικής κριτικής, έξακολουθεί νά παραμένει ύπόθεση άτομικής πρωτοβουλίας καί προσωπικού μόχθου. Είμαστε πάντα θλιβερά αύτοδίδακτοι. Ή διαπί στωση γίνεται έξαιρετικά όδυνηρή σέ μιάν έποχή
έκρηξης των γνώσεων. Ό τρόπος άνάγνωσης των λογοτεχνικών κειμένων έχει ύποστεί έπαναστατικές μεταβολές στις δύο τελευταίες δεκαετίες. Μέ τη συμβολή σειράς έπιστημονικών κλάδων καί θεωρητικών σχολών, άναπτύσσονται μεθοδολογι κά δργανα διερεύνησης τών λογοτεχνικών κειμέ νων πού φέρνουν στην έπιφάνεια δψεις δυσπρόσι τες στην παραδοσιακή μας προσέγγιση. Μπροστά σέ μιά τέτοια έκρηξη ό αύτοδίδακτος νιώθει άμηχανία καί δέος. ’Εξάλλου, στις δυσχέρειες πού άντιμετωπίζει σήμερα ό κριτικός στόν τόπο μας, &ς προστεθεί καί τό άρνητικό κλίμα πού κυριαρ χεί μέσα στούς κόλπους τής πνευματικής κοινότη τας. Πρόσφατη σφυγμομέτρηση τής καλλιτεχνικής καί λογοτεχνικής κοινής γνώμης, ύπό μορφήν συνεντεύξεων σέ άπογευματινή έφημερίδα, έφερε στήν έπιφάνεια δυσπιστίες καί έπιφυλάξεις δχι άπέναντι στή συγκεκριμένη κατάσταση —πού θά ήταν ένδεχομένως εΰλογες— άλλά σ’ αύτό τούτο τό ρόλο τής κριτικής λειτουργίας. Μέσα σ’ αύτές τίς συνθήκες, ή άφοσίωση ένός νέου άνθρώπου στή διακονία τού κριτικού λόγου καί στή συστη ματική μελέτη τής λογοτεχνίας συνιστά περίπτωση αυτόχρημα άξιοπρόσεκτη. Ή «Θεωρία μορφών» είναι μιά άπόπειρα δια λόγου τού έλληνα μελετητή μέ έναν άμερικανό καί πέντε δυτικοευρωπαίους συγγραφείς πού τό έργο τους καί ή προσωπικότητά τους συνέβαλαν στό σχηματισμό τής πνευματικής φυσιογνωμίας τού αιώνα μας. Ή έκφορά τών όνομάτων τους καί μόνο άρκεϊ, νομίζω, γιά νά άντιληφθεϊ ό άναγνώστης τό έπίπεδο σκόπευσης τού έλληνα κριτικού: Άντρέ Ζίντ, Φράντς Κάφκα, Έρνεστ Χεμινγουαίη, Άντρέ Μαλρώ, Άλμπέρ Καμύ, Ζάν Πώλ Σάρτρ. Ή άπόπειρα ένός τέτοιου διαλόγου δέν μπορεί παρά νά είναι εύπρόσδεκτη. Ή ξένη λογο τεχνία, έτσι κι άλλιώς, εισβάλλει στά γράμματά μας καί σέ μεγάλο βαθμό τά διαμορφώνει. Σπα σμωδικά έστω, άμέθοδα, άνοργάνωτα, πρωθύστε ρα, τά ξένα πεζογραφήματα, κατά κύριο λόγο μεταφράζονται καί εισρέουν μέσα στό κυκλοφοριακό σύστημα τής λογοτεχνικής μας ζωής. Μπολιά ζουν τά πνευματικά μας ένδιαφέροντα, τροφοδο τούν τόν προβληματισμό μας, έπηρεάζουν τούς έκφραστικούς μας τρόπους. Ή διαδικασία αύτή έπιτελεΐται συνήθως έρήμην τής κριτικής μας λειτουργίας. Είναι αυτονόητο πώς μιά τέτοια λειτουργία δέν ίσοδυναμεϊ μέ έλεγχο καί δέν πρέπει νά νοείται σάν ένα είδος διαβατηρίου γιά νά διέλθουν τά πνευματικά μας σύνορα συγγρα φείς μέ παγκόσμια καταξίωση. 'Ορίζεται καλύτε ρα σάν συμβολή στή διαδικασία άφομοίωσης καί σάν όφειλόμενη άνταπόκριση σέ έρεθίσματα πού έκπέμπουν άλλα πολιτιστικά κέντρα, μέ διαφορε τική ύποδομή, άλλη παράδοση, διάφορες κοινωνι κές συνθήκες. Μιά άνταπόκριση χωρίς έπαρχιωτικά συμπλέγματα καί άνεδαφικές έθνικές άλαζονεϊες. Νοείται άκόμα σάν ευκαιρία μαθητείας καί έκγύμνασης τών άνώριμων κριτικών μας δυνάμε ων σέ ένα χώρο στόν όποιο ή άφθονία καί ή υψηλή στάθμη κριτικού λόγου δρούν ταυτόχρονα σάν βοήθημα, σάν κίνητρο καί σάν μέτρο αύτοαποτί-
Άλέξης Ζήρας
μησης. Σέ κάθε περίπτωση πάντως δρούν πρός τήν κατεύθυνση τής διάρρηξης τού κλοιού τής ένοριακής μας αύτάρκειας. Είναι φανερό, έλπίζω, πώς δσα προηγήθηκαν άποτελούν προσωπικές έκτιμήσεις γιά τήν έξ άντικειμένου σημασία τής άναμέτρησης τών κριτικών μας δυνάμεων μέ τήν ξένη λογοτεχνία. Οί ύποκειμενικές προθέσεις τού συγγραφέα τής «Θεωρίας μορφών» δηλώνονται μέ σαφήνεια στόν πρόλογο τού βιβλίου. Τά μελετήματα γράφτηκαν εις έξόφλησιν συναλλαγματικών ύπογεγραμμένων σέ χρόνο άνύποπτο. ’Αφετηρία τους τά έφηβικά καί νεανικά άναγνώσματα καί ή άνεξίτηλη γοητεία τους πού διαπερνά τά φίλτρα καί τής πιό αυστη ρής κριτικής θεώρησης. Στόχος τους ό διάλογος μέ «συγγραφείς πού έχουν συλλάβει καίρια όρισμένα άπό τά έρωτήματα πού έθεσε κατά τό παρελθόν ό άνθρωπος καί πού έξακολουθεϊ νά τά θέτει έφόσον οί δοθεϊσες άπαντήσεις δέν είναι ικανοποιητι κές. Συμβιβασμός μέ τόν κόσμο ή έξέγερση; Κατά φαση καί παραδοχή τής μοίρας ως δύναμης άπόλυτης ή άρνηση τού άνθρώπου νά έτεροκαθορίζεται καί πίστη οτι οί τύχες του είναι άποτέλεσμα τής δικής του θέλησης;» Τά έρωτήματα αύτά άντιμετωπίζονται άπό συγκεκριμένους συγγραφείς πού ζούν μέσα σέ ένα όρισμένο πλέγμα ίστορικών, κοινωνικοπολιτικών καί πολιτισμικών συντεταγμένων. Ή δύση λυγίζει κάτω άπό τό άσήκωτο φορτίο τής ιστορικής της παράδοσης καί τής πολιτιστικής της κληρονομιάς. Οί θεοί της έχουν πρό πολλοΰ πεθάνει καί ό όρθός λόγος της νοσεί βαρύτατα. Ή έκτρωματική όρθολογοποίηση τής παραγωγής καί τής τεχνολογίας της δέν μπορεί νά συγκαλύψει τή θεμελιακή άνορθολογικότητα τής κοινωνικής της διάρθρωσης ούτε νά άπαλείψει τήν αίσθηση τού παράλογου τής ύπαρξης πού διακατέχει τά μέλη τών κοινωνι ών της. Τό πρόβλημα γιά μιά μεγάλη μερίδα τών 77
διανοουμένων της δεν τίθεται πιά στή βάση των δυνατοτήτων μετατροπής τοΰ κοινωνικού συστή ματος ή των μορφών που μπορεί νά πάρουν οί πιθανές μετατροπές. Ό λες οΐ προτάσεις πού τρο φοδότησαν τίς έλπίδες καί τά δράματα των άμέσως προηγουμένων αιώνων, έστω καί διαμετρικά άντίθετες, στηρίχτηκαν στήν ίδια —σιωπηρά ή άνοιχτά παραδεκτή— προϋπόθεση: στήν έγκυρότητα τοΰ όρθοϋ λόγου. Οί διαψεύσεις, άπό κάθε πλευρά, πού έπισώρευσαν οί ιστορικές έμπειρίες, όδήγησαν στήν άμφιβολία γιά τήν έγκυρότητα αυτής τής παραδοχής. Τό άνθρώπινο πνεύμα νιώ θει μετέωρο. Κλήρος του γίνεται ή άνασφάλεια, τό άγχος, ή άγωνιώδης άναζήτηση. Ή άνθρώπινη μοίρα ζητά τόν έπανακαθορισμό της καί ή άνθρώ πινη δράση τήν έδρα τής ήθικής της δικαίωσης. Ή condition humaine γίνεται τό έπίκεντρο τοΰ προ βληματισμού τής εύρωπαϊκής λογοτεχνίας μέ δρους πού άπέχουν έλάχιστα άπό τούς προβλημα τισμούς πού συντελοΰνται στό χώρο τής φιλοσοφί ας καί τής θεωρίας. "Οπως παρατηρεί ό Άλέξης Ζήρας, τά θεσμοθετημένα δρια πού χωρίζουν τό βίωμα άπό τή σκέψη έχουν καταργηθεΐ· ή εύρωπαϊκή κοινωνία χρησιμοποιεί σάν διαύλους τούς λογοτέχνες της καί καταθέτει μέσω αύτών τά στοιχεία τής ταυτότητάς της. "Αλλωστε, οί περισ σότεροι άπό τούς κρινόμενους συγγραφείς,
Οΐ β ιβλιοπώλες μπορούν νά προμηθεύονται άντίτυπα τοΰ βιβλίου άπό τά γρ α φ εία τοϋ περιοδικού «Ταχυδρόμος» (Λέκκα 23-25, ’Αθή να Τ .Τ. 125. Τ ηλ. 3237282)
78
παράλληλα μέ τό καθαυτό λογοτεχνικό έργο τους, πού άποτελεϊ τό άντικείμενο έρευνας τοϋ έλληνα κριτικού, έχουν νά έπιδείξουν καί τό έπιβλητικό δοκιμιογραφικό ή θεωρητικό τους corpus, πού μαρτυρεί τήν έπίμονη καί έπίπονη θητεία τους στήν υπηρεσία τοϋ συστηματικού στοχασμού. Ή άνίχνευση τών καθοριστικών ιδεών πού περιέχονται στό έργο τών έξι συγγραφέων, άποτελεϊ ταυτό χρονα μιάν ευσύνοπτη έξιστόρηση τής συναρπα στικής περιπέτειας τοΰ εύρωπαϊκοΰ πνεύματος μέσα στόν κόσμο τής άπουσίας τοϋ Θεού καί τής άφασίας τής 'Ιστορίας. Ή ψευδαίσθηση τής άσφάλειας πού πρόσφεραν τά μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα τοϋ παρελ θόντος είναι άπρόσιτη πολυτέλεια γιά τά άπελπισμένα τέκνα τοϋ εικοστού αιώνα. Φαινόμενα πού βρίσκονται πέρα άπό τήν ικανότητα τοΰ άνθρώπου νά τά έννοήσει, κρίνεται πώς ώθοΰνται στή λειτουργία τους άπό μία δύναμη, ένα λόγο, πού ή βουλή του παραμένει άπόρρητη γιά τό πεπερασμέ νο τής νόησής του. Ή άδυναμία είσδύσεως στήν πλοκή αύτής τής λειτουργίας, παρά τίς ένδεχόμενες άλλά άκαρπες προσπάθειες, δέ βαρύνει τό λόγο πού κινεί τά φαινόμενα —ό όποιος άλλωστε είναι πάντα πρόσφορος στή διερεύνηση— άλλά τόν άνθρωπο πού είναι όλοκληρωτικά ύπεύθυνος γιά τό άτελέσφορο τών δοκιμών του. Αυτή ή άδυναμία τοΰ άνθρώπου δημιουργεί σ’ αύτόν ένοχή, ό έξω άπό τήν έποπτεία του λόγος τόν περιγελά, τόν έλκει, τόν προσκαλεϊ σέ άγώνα. Ό άγώνας —διαπιστώνει μέ πικρή άξιοπρέπεια ό Κάφκα— όδηγεϊ στήν όλοκληρωτική συντριβή τοΰ άνθρώπου, παρ’ δτι αύτός δέν παύει νά έλπίζει στήν άποκάλυψη κάποιας έστω πτυχής τής κοσμι κής ούσίας (σ.38). Λιγότερο μεταφυσικός καί περισσότερο «σωματικός» ό Ζίντ, όρίζει γιά τούς ήρωές του έναν έσωτερικό θεσμό σέ άντικατάσταση τών έξωγενών, έναν κανόνα ό όποιος θέτει τό άτομο ύπό διαρκή διαθεσιμότητα καί άνάλωση, σέ μιά άτελεύτητη άποστασία τοϋ παρόντος άπέναντι στό παρελθόν. Νά γνωρίζει κανείς τά πάντα γιά νά μήν έχει άνάγκη ούδενός, νά κατέχει κανείς τό άπαν γιά νά μή διαχέεται πουθενά, νά μήν υπα κούει σέ όποιονδήποτε κανόνα γιά νά μπορεί νά ξεφεύγει γρήγορα καί άπό τήν ίδια τή δράση του, νά ύπάρχει σέ μιά κατάσταση άέναης διαθεσιμό τητας χωρίς νά πιέζει τή δράση του πρός ένα όρισμένο σκοπό, νά παραμένει βαθιά έλεύθερος γιά νά άπολαμβάνει τή γεύση τοϋ άπρόοπτου (σ. 28). Ή άπουσία κάποιου τελικού σκοπού άνιχνεύεται καί μέσα στό έργο τοϋ Χεμινγουαίη. Ωστόσο αύτή ή άπουσία δέν έπηρεάζει τή δράση τών ήρώων του. Αισιόδοξοι στό έπακρο καί μέ άπόλυτη πίστη στό φαινόμενο τής άνθρώπινης ζωής, άπωθούν τήν προοπτική τοΰ μέλλοντος ώστε νά βιώσουν πληρέστερα τή διάρκεια τοϋ παρόντος. Αύτό πού τούς άπασχολεϊ δέν είναι οί άποκρίσεις στά έρωτήματα περί τοΰ δντος καί τής σημασία του, έρωτήματα πού θέτει ό φιλοσοφικός στοχα σμός. Παρομοίως δέν τούς ένδιαφέρει ή κοινωνική κατάσταση, ή δυνατότητα μιας πιθανής άλλαγής της καί ή έρμηνεία τών σχέσεων άνθρώπου καί
κόσμου. Σέ μιά διαρκή κινητικότητα, οί μορφές τού Χεμινγουαίη, Αναλώνονται μέχρι τέλους στη δράση, καί έπομένως δέν έχουν τό χρόνο νά σκεφθοϋν, διότι ή σκέψη όδηγεΐ Αν δχι στην κατάλυση πάντως στην άποδυνάμωση τής δράσης (σ. 66). Ή δράση, γιά τόν Μαλρώ, χρησιμεύει στό βαθμό πού είναι Απόλυτη έμπραγμάτωση τής σκέ ψης, Αποδίδοντας στη ζωή τό ηθικό της νόημα. ’Απαιτείται μιά πλήρης συμμετοχή στό γεγονός, διότι μέσω αύτοϋ Αποκαλύπτεται ή βασική condi tio τοΰ Ανθρώπου Απέναντι στή μοίρα, τό δέ γεγονός λαμβάνει τίς όριακές διαστάσεις του έκεϊ δπου συμπλέκονται ή ζωή καί ό θάνατος: στόν πόλεμο ή τήν έπανάσταση. Τί Αξίζει, Αραγε, μιά σκέψη γιά τήν όποια δέν είναι έτοιμος ό Ανθρωπος νά πεθάνει; (σ. 88) «Δέν είδα ποτέ κανέναν νά πεθαίνει γιά τό όντολογικό έπιχείρημα, θά πει ό Καμύ. Τό έάν ή γή γυρίζει γύρω από τόν ήλιο ή ό ήλιος γύρω άπό τή γή, δέν έχει κατά βάθος σημασία. Είναι μιά άπορία μάταιη. ’Α ντίθετα, παρατηρώ δτι πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν γιατί πιστεύουν πώς ή ζωή δέν άξίζει τόν κόπο νά τή ζεϊ κανείς. Βλέπω άλλους νά σκοτώνονται, παραόόξως, γιά ιδέες ή αύταπάτες πού τούς παρέχουν μιά δικαιολογία νά ζοϋν. Συμπεραίνω λοιπόν δτι τό νόημα τής ζωής είναι τό σπουδαιότερο άπό τά έρωτήματα» (σ. 123).
'Ωστόσο, οί έλάχιστα ήρωες των έργων τοΰ Καμύ, ουδέποτε διαθέσιμοι σέ περιπέτειες πού έχουν ώς αύτοσκοπό τή δράση, Αναζητούν άπλώς τή δικαίωση τής καθημερινής ζωής τους. Ή δύνα μή τους, δπως καί τού Σίσυφου, πού Αποτελεί τό σύμβολο τού Απελπισμένου Ανθρώπου τής έποχής μας, έγκειται στήν Αξιοπρεπή παραδοχή τού παράλογου έργου πού έχουν Αναλάβει. Σύμφωνα μέ μιά παράδοξη διαλεκτική, στήν παραδοχή τού παράλογου βρίσκεται ή ούσία τής Ανθρώπινης εξέγερσης. 'Ο Σάρτρ έξάλλου δέν Απορρίπτει τήν έμπλοκή. ’Αντίθετα, ή έμπλοκή καθίσταται ύποχρεωτική, διότι Αλλως τό Ατομο κινδυνεύει νά μετεωρίζεται σέ ίδεοκρατικά σχήματα καί νά μήν Αναλαμβάνει, έτσι, καμία ύπεύθυνη θέση. Ό σκε πτικισμός Αφαιρεϊ άπό τόν Ανθρωπο τή δυνατότη τα τής έκλογής, καί ή έκλογή καί μόνο μπορεί νά δημιουργήσει τό αίσθημα τής εύθύνης (σ. 171). Ή εύθύνη δέν παύει νά βαρύνει τόν Ανθρωπο. ’Εκλέ γοντας αύτό ή έκεϊνο, τήν έλευθερία ή τήν ύποτέλεια, είναι υπεύθυνος γιά τήν έκλογή του. Φαινο μενικά βέβαια ή έκλογή πραγματοποιείται σύμφω να μέ ορισμένες προϋποθέσεις, συνδέεται μέ τήν προοπτική μιας δυνατότητας νά έπιτευχθεί αύτό ή τό Αλλο. ’Εντούτοις, στήν πραγματικότητα, ένα πράγμα είναι Αδύνατο: τό νά μήν έκλέξουμε. Τό Ατομο έχει πάντοτε τήν ικανότητα νά έπιλέγει, Αλλά καί στήν περίπτωση πού θεωρεί δτι δέν έχει έπιλέξει, Ακόμα καί τότε έχει κάνει τήν έκλογή του· έστω καί Αρνητικά. Έπομένως, καθίσταται Αδύνατη ή διαφύλαξή του στό καθεστώς μιάς Απεριόριστης έλευθερίας, είναι ύποχρεωμένο νά δράσει, μέ Αλλα λόγια νά Αναλάβει τίς Αντίστοιχες εύθύνες του (σ. 160).
Ή προβληματική πού έδώ σκιαγραφεΐται Απο σπασματικά, στή «Θεωρία μορφών» έκτίθεται μέ πληρότητα καί σαφήνεια. Στό ένεργητικό τού μελετητή έγγράφεται όπωσδήποτε ή στιλπνή καί διαυγής γλώσσα του καί ή μεθοδικότητά του στήν Ανάπτυξη τών Εδεών των συγγραφέων πού τόν Απασχολούν. Περισσότερη τόλμη γιά μιά κριτική θεώρηση αυτών τών ιδεών θά προσέδιδε στά έξι δοκίμια τή διάσταση τού διαλόγου πού φαίνεται νά φιλοδόξησε ό συγγραφέας μά τελικά Αναχαίτι σε. ΟΕ Αναστολές, φυσικά, είναι εύνόητες. Αύτό πού δυσκολεύομαι νά κατανοήσω είναι ή όλοσχερής παράκαμψη τών προβλημάτων μορφής πού είναι συνδεδεμένα μέ τό μυθιστορηματικό έργο τών ύπό μελέτην συγγραφέων. “Αν μιά τέτοια διερεύνηση ήταν έξω Από τούς στόχους τοΰ μελε τητή, τότε ό τίτλος τού βιβλίου του Αποβαίνει παραπλανητικός. Καί ό Αναγνώστης μένει μέ ένα αίσθημα διαψευσμένης προσδοκίας τουλάχιστον δσον Αφορά συγγραφείς δπως ό Κάφκα καί ό Καμύ, ή γραφή τών όποιων έπαναστατικοποιεϊ τή μορφολογία τού σύγχρονου μυθιστορήματος, καί είναι Αρρηκτα συνδεδεμένη μέ τό πλέγμα τών ιδεών τους. Ό Αναγνώστης έξάλλου Αποζημιώνε ται γενναιόδωρα Από τήν έπίμονη Ανίχνευση τού μίτου αύτών τών ιδεών καί Από τή συστηματική καί περιεκτική έκθεσή τους. ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ
παράρτημα Λόγω πληϋώρας ϋλης, τό «Πα ράρτημα» αύτοϋ τον τεύχους ϋά δημοσιευτεί τόν έπόμενο μήνα (τεύχο ς 2 6 )
79
κριτικογραφία Στήν κριτικογραφία αύτοϋ τοϋ τεύχους περιλαμβάνονται βιβλιοκριτικές που δημο σιεύτηκαν τόν ’Ιούλιο στόν ήμερήσιο τύπο Ά ϋη να ς καί Θεσσαλονίκης. Π εριλαμβάνον
ται, έπίσης, καί κριτικές δημοσιευμένες στόν περιοδικό καί επαρχιακό τύπο, δσες φυσικά φρόντισαν νά μάς στείλουν ο ί συντάκτες τους. (’Επιμέλεια: Κατερίνα Παπαλιβερίου)
θρησκεία Dupuis C.F.: Ερμηνεία τοϋ μύθου τοϋ Ήλιου πού λατρεύτηκε με τό δνομα τοϋ Χρίστου (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7)
Φιλοσοφία-Ψυχολογία-Άποκρυφισμός ’Αρεοπαγίτης Διονύσιος: Περί θείων όνομάτων (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Wittgenstein Ludwig: Tractatus logico-philosophicus (Άλ. Ζήρας, Διαβάζω, άρ. 22) Δαμασκηνός ’Ιωάννης: Διαλεκτικά (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Λαίνγκ Ρόναλντ: Σχιζοφρένεια καί οικογένεια (Διαβάζω, άρ. 22) Μακρής Νίκος: Τά μεταφυσικά θεμέλια τής μυστικής (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Μάρξ Κάρλ: Κριτική στήν έγελιανή φιλοσοφία τοϋ κράτους καί τοϋ δικαίου (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Farrington Benjamin: Τό πιστεύω τοϋ ’Επίκουρου (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7)
Κοινωνικές έπιστήμες Guerin Daniel: Ό άναρχισμός (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Δεσποτόπουλος Κ.Ι.: Θέματα Ιστορίας καί Πολιτικής (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία) Δημοκρατική Ένωση Νέων Γυναικών: Ή γυναίκα καί τά μέσα μαζικής ένημέρωσης (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Ζαχαρέας Αϊμ.: Ό στρατηγικός-πολιτικός προγραμματισμός τής οικονομίας (Μάριος Νικολινάκος, ’Αντί, άρ. 129) Θεοχάρης Ρηγίνος Δ.: Ιστορία τής οικονομικής άναλύσεως (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Ίωακειμίδης Π.Κ.: Οί σχέσεις Έλλάδος-ΕΟΚ-ΗΠΑ (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Καλούδης Θ. — Χαραλαμπόπουλος X.: Λεξικό τής ΕΟΚ (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Καζνέβ Ζάν: Ό άνθρωπος τηλεθεατής (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 27/7) Κόντι Λάουρα: Τί είναι ή οικολογία (Διαβάζω, άρ. 22) Λεβεντογιάννης Γιώργος: Προβλήματα έλευθεροτυπίας (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 3/7) Λεβεντογιάννης Γιώργος: Προβλήματα έλευθεροτυπίας (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 573) Λούξεμπουργκ Ρόζα: Τί ζητάει ό Σπάρτακος (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 13/7) Μπακούνιν Μισέλ: Κρατισμός καί ’Αναρχία (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 27/7) Μπρέχτ Μπέρτολτ: Γιά τή φιλοσοφία καί τό μαρξισμό (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Μπωβουάρ Σιμόν Ντέ: Τό δεύτερο φύλο (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Νικολαΐδου Μάγδα: Ή γυναίκα στήν Ελλάδα, δουλειά καί χειραφέτηση (Π. Ρυλμόν, Οικονομικός Ταχυδρόμος, άρ. 28/1314) Palloix Christian: Ή διεθνοποίηση τοϋ κεφαλαίου (Μιχ. Παπαγιαννάκης, Διαβάζω, άρ. 22) Πιπερόπουλος Γ.Π.: Εισαγωγή εις τήν κοινωνιολογία (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Σκαμπαρδώνης Άντρέας: 'Ο μαρξισμός καί ό άντιμαρξισμός γιά τό κοινωνικό γίγνεσθαι (Α. Παπανδρόπουλος, Οικονομικός Ταχυδρόμος, άρ. 28/1314) Στεφανίδης Δημοσθένης Σ.: 'Η θέσις τής Ελλάδος έναντι τής ΕΟΚ (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Τασσόπουλος Τάκης: Ελληνική βιομηχανία (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Τζίκα-Χατζοπούλου Αλίκη: Ή προδικαστική παραπομπή ένώπιον τοϋ Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών 80
Κοινοτήτων (Δ.Σ., Οικονομικός Ταχυδρόμος, άρ. 28/1314) Τσιριντάνης ’Αλέξανδρος Ν.: ’Εμείς οί Έλληνες (’Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 3/7) Χιωτάκης Γιάννης: Πολιτικές θύελλες (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Χότζα Έμβέρ: Ή γιουγκοσλαυϊκή αυτοδιαχείριση (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 13/7)
Εκπαίδευση Γιαννάκης Θωμάς Βασ.: Τά παιχνίδια στήν ’Αττική (Κ.Π., Συμβολή, άρ. 4) Καρζής €>.: Τηλεόραση καί Παιδεία (Κ.Π., Καθημερινή, 26/7) Ραυτογιάννης Κ.: Κυκλοφοριακή αγωγή γιά παιδιά (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7)
Λαογραφία Αΐκατερινίδης Γεώργιος Ν.: Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Άνίτσας Κώστας: ’Ανθρώπινες ρίζες—Πήλιο, Ζαγορά, Χορευτό (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 7/7) Βουρνάς Τ.—Γαρίδη Ε.: Ή παράδοση καί ή έπιβίωσή της στό σημερινό πολιτισμό μας (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 570) Γκίκας Γιάννης Π.: Κάστρα τού θρύλου καί της ιστορίας (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 31/5) Καμηλάκης Παναγ. I.: Λαογραφική καί γλωσσική βιβλιογραφία Καρπάθου καί Κάσου των Δωδεκα νήσων (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Οικονόμου Φώτιος Γ.: Ή Θεσπρωτία άπό των άρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των ήμερων ήμών (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 7/7) Πετρόπουλος Ήλίας: 'Υπόκοσμος καί καραγκιόζης (Μ.Γ. Μερακλής, Διαβάζω, άρ. 22) Σκιαδάς Τάσος I.: Ό ναός τού 'Αγίου Νικολάου στό Γαλαξίδι (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 5/7)
Γλώοοα Ζευγώλης Γ.Δ.: ’Αρχαία έλληνικά θέματα (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 19/7) Λαμπράκης Γιάννης: Γλωσσικές καί λεξικολογικές άσκήσεις (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 19/7) Μαραγκάκης Έμμ.: Συντακτικό τής άρχαίας έλληνικής γλώσσας (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 19/7) Μαραγκάκης Έμμ.: Συντακτικό τής άρχαίας έλληνικής γλώσσας (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Νεοελληνική Γραμματική (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 21/7) Ταχύρρυθμη γλωσσομάθεια (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7)
Τ έχνες Γιά τήν ειρήνη—Πρώτη έξόρμηση ζωγραφικής στούς τοίχους τής ’Αθήνας (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυ πία, 19/7) Έλύτης Όδυσσέας: 'Ο ζωγράφος Θεόφιλος (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 14/7) Σπαθάρης Σ.: ’Απομνημονεύματα καί ή Τέχνη τού Καραγκιόζη (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 25/7) Χατζηφώτης Ι.Μ.: Φώτιος Κόντογλου (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 14/7) Χίλ ’Άντριαν: Μαθήματα ζωγραφικής (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7)
Κλασική παιδεία ’Αντωνίου Δ.: Κείμενα γιά τή φιλία (X. Σακελλαρίου, Καθημερινή, 19/7) Βερνάν Ζάν-Πιέρ—Βιντάλ-Νακέ Πιέρ: Μύθος καί τραγωδία στήν άρχαία Έλάδα (Γ. Γιατρομανωλάκης, Διαβάζω, άρ, 22) Κακίσης Σ.: ’Αλκαίος (Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Καθημερινή, 5/7) Σκιαδάς ’Αριστόξενος: ’Αρχαϊκός λυρισμός (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7)
81
Ποίηοη Άναγνωστάκης Μανώλης: Τό περιθώριο 68-69 (Γ. Ματζουράνης, Αύγή, 8/7) Άναγνωστάκης Μανώλης: Τό περιθώριο 68-69 (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Βασιλείου I.: ’Ασιατικά ποιήματα (Α. Περνάρης, Ό ’Αγών, 8/7) Βασιλικός Βασίλης: Τά ποιήματα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Γαβαλάς Δημήτρης: Ή πάλη μέ τό άρρητο (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Γαλανάκη-Βουρλέκη Άντ.: Τό μεγάλο ποτάμι (Κ. Άνδρονίκας, Ριζοσπάστης, 19/7) Γαρδικιώτη-Κοΐνη Κατερίνα: Τρίτο καλοκαίρι (Θ.Μ. Πολίτης, «’Ελεύθερος», έφημ. ’Αγρίνιου, 13/7) Γεωργοβασίλης Γιάγκος: Ό ταν ή Γή τρέμει (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Γιαβρής "Αρης: Ποιήματα (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 15/7) Γκανάς Μιχάλης: ’Ακάθιστος Δεΐπνος (Γ. Παναγιώτου, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Γκούμα ’Αλίκη: 'Υπεραστικά ή Περαστικά (Φ.Κ. Μπουμπουλίδης, ’Ελεύθερος Κόσμος, 7/7) Δέλφης Φοίβος: Άθηνά σκεπτομένη (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) ’Εμπειρικός Άνδρέας: Ένδοχώρα (Κ. Μαυρουδής, Αύγή, 29/7) ’Εμπειρικός Άνδρέας: 'Υψικάμινος (Κ. Μαυρουδής, Αύγή, 29/7) Ίωαννίδης Ίάσων: Μοίρα καί διέξοδος (Κ. Άνδρονίκας, Ριζοσπάστης, 19/7) Καλού Στεφανία: Αντίφαση αιώνα (Θ.Μ. Πολίτης, «’Ελεύθερος», έφημ. Αγρίνιου, 23/7) Κανίνια Έριφύλλη: Παραλλαγές στήν Αντιγόνη (Σπ. Κατσίμης, Καθημερινή, 5/7) Καραθανάσης Αθανάσιος (έπιμ.): Ά νθη εύλαβείας (Στ. Ε. Κακλαμάνης, Διαβάζω, άρ. 22) Καρποντίδης Μιχάλης Δ.: Εύθυμηγορία (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Κιτσίκης Δημήτρης: Όμφαλός (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Λάζαρης Νίκος: Δάσος των έκρήξεων (Ά . Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Λιοντάκης Χριστόφορος: Τό υπόγειο γκαράζ (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Νιάρχος Θανάσης: Έρως Έρωτας (Γιάννης Βαρβέρης, Καθημερινή, 12/7) Νιάρχος Θανάσης—Φωστιέρης Α. (έπιμ.): Ποίηση 78 (Διαβάζω, άρ. 22) Παναγουλόπουλος Γιώργος: "Ο,τι δέν είπα (Γ. Παναγιώτου, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Παπανικολάου Κώστας Θ.: Ήλιολόγιο (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Στάγκος Νίκος: Ποιήματα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Στογιαννίδης Γ.Ξ.: ’Εσωτερική έπένδυση (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Σφυρίδης Περικλής: Αντιπαροχή (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Φίλη Χριστίνα: Τοπία μνήμης (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Φραντζή Άντεια: Ή περιπέτεια μιας περιγραφής (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 573) Ψαράς ’Ιάκωβος: Μνήμες (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6)
Πεζογραφία Άθανασόπουλος Π.: Ροντάρισμα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Βαβούρης Σταύρος: Έν έρημίαις καί σκολιαΐς (Μ. Παπαδοπούλου, Τά Νέα, 7/7) Βάγιάν Ροζέ: Παράξενο παιγνίδι (Γ. Ματζουράνης, Αύγή, 13/7) Βαλτινός Θανάσης: Τρία έλληνικά μονόπρακτα (Mario Vitti, Τό Βήμα, 29/7) Βαλτινός Θανάσης: Τρία έλληνικά μονόπρακτα (Βασ. Ραφαηλίδης, Διαβάζω, άρ. 22) Βασιλικός Βασίλης: Foco d’Amor (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Γκόρκι Μαξίμ: Τά παιδικά χρόνια (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 28/7) Γρηγορίου Μιχάλης: Ή προσαρμογή (Άλ. Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Δημητριάδης Δημήτρης: Πεθαίνω σά χώρα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Δούκα Μάρω: Αρχαία σκουριά (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 570) ’Εμπειρικός Άνδρέας: Γραπτά ή προσωπική μυθολογία (Κ. Μαυρουδής, Αύγή, 29/7) “Ιλφ Ίλία-Πετρόφ Γεβγκένι: Τό χρυσό μοσχάρι (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Καλιότσος Παντελής: Δεκεμβριανή νύχτα (Γ.Δ. Παγανός, Διαβάζω, άρ. 22) Καρούσου Δέσπω: Έ να κορίτσι μεγαλώνει (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 12/7) Κομνηνού ’Ελισάβετ: Μονή Μεταμορφώσεως (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 12/7) Κονδύλης Φώντας: Τριήμερο στά κάγκελλα (Ά . Ζήρας, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Κοτζιάς Αλέξανδρος: Άντιποίησις άρχής (Σπ. Τσακνιάς, Καθημερινή, 12/7) Κουμανταρέας Μένης: Τό κουρείο (Άλ. Ζήρας, Αντί, άρ. 130) Κουτήφαρη-Φρανζέσκου Άργυρούλα: Μιά ματιά στούς άνθρώπους (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Λάγκε Έρση: Οΐ κληρονόμοι (Σωτ. Τσαμπηράς, Καθημερινή, 12/7) Λουΐς Πιέρ: Ή γυναίκα καί τό νευρόσπαστο (Κ.Π., Καθημερινή, 5/7) Μεϊμαρίδης Γιώργος Τ.: Ό κύρ Γεωργάκης Έφέντης (Διαβάζω, άρ. 22) Μπέλ Χάινριχ: Ό κλόουν (Διαβάζω, άρ. 22) Μωπασάν Γκύ Ντέ: Ό πανικός (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7)
82
Ντίκενς Τσάρλς: Δύσκολα χρόνια (Κ.Π., Συμβολή, άρ. 4) Παπαπέτρος Άνάστος: Χίλιους μήνες ... (Σπ. Κατσίμης, Καθημερινή, 19/7) Πόε Έντγκαρ ’Άλαν: Ή αφήγηση τού Ά ρθουρ Γκόρντον Πύμ άπό τό Ναντάκετ (Δ. Σιατόπουλος, Ή Βραδυνή, 31/7) Πύρπασος Χρηστός: Τόν καιρό τής μπομπότας (Θ.Μ. Πολίτης, «’Ελεύθερος», έφημ. ’Αγρίνιου, 24/7) Σπανός Γιάννης: Κυπριακή Λογοτεχνία — Α' 1000-1917. (Δ. Σιατόπουλος, Ή Βραδυνή, 17/7) Σταφυλάς Μιχάλης: Άνθρωποι γι’ άντιπαράσταση (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Σταφυλάς Μιχάλης: Άνθρωποι γι’ άντιπαράσταση (Θ.Μ. Πολίτης, «’Ελεύθερος», έφημ. Αγρίνιου, 8/7) Τολστόι Λέων: Κάτια (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Τολστόι Λέων: Ό θάνατος τοΰ Ίβάν ’Ίλιτς (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Τσιτσιπής Δημήτρης: ’Ανθρωπιά καί μνήμη (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Χατζηδάκης Κώστας: Cafe Βυζάντιο (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Χειμώνας Γιώργος: Οί χτίστες (Τ. Λειβαδίτης, Αύγή, 15/7)
Δοκίμια-Μελέτες-Κριτική-Χιοΰμορ Άγγέλογλου Άλκης: Σημειώσεις στά περιθώρια (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 17/7) 'Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών: 70 χρόνια τοΰ Γιάννη Ρίτσου (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 20/7) Κακριδής Ι.Θ.: Οΐ αρχαίοι Έλληνες στή Νεοελληνική Παράδοση (Ε. Ζωγράφου, Ριζοσπάστης, 4/7) Καραντώνης Άντρέας: Φυσιογνωμίες Γ' Ξένη Λογοτεχνία (Τ. Μενδράκος, Διαβάζω, άρ. 22) Κριαράς Έμμ.: Φιλολογικά μελετήματα 19ος αιώνας (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 570) Μητρόπουλος Κώστας: Τά σεξουαλικά (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Μπατάιγ Ζώρζ: Ή λογοτεχνία καί τό κακό (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 20/7) Nadeau Maurice: Ιστορία τοΰ σουρρεαλισμοΰ (Άγγ. Βαλσαμίδης, Διαβάζω, άρ. 22) Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.: Ή ηθική τοΰ συμφέροντος (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 31/7) Παπαδόπουλος Άντώνης: Εισαγωγή στήν ποίηση τοΰ Μ. Άναγνωστάκη (Γ. Παναγιώτου, Παραλλάξ, άρ. 5-6) Παπακωνσταντίνου Δ.Κ.: Κριτική τοΰ βιβλίου (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 17/7) Τζαρά Τριστάν: Ό ύπερρεαλισμός καί δ μεταπόλεμος (Εύ. Άρανίτσης, Πρωινή, 13/7) Φράιερ Κίμων: Ά ξιον έστί τό τίμημα (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 570) Φράιερ Κίμων: Τοπίο θανάτου (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 570)
Θέατρο Κάρτερ Γιώργος: Θεατρική θεώρηση (Δ. Σιατ., Ή Βραδυνή, 31/7) Κορρές Μανώλης: Οικος εύγηρίας ή εύτυχισμένη δύσις (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 573) Πιραντέλλο Λουίτζι: Απόψε αυτοσχεδιάζουμε (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Σαραντής Γιώργης: Τό εμβατήριο τοΰ Ρακόσκυ (Νάσος Νικόπουλος, Αύγή, 22/7)
Παιδικά Άναγνωστάκη-Τζαβάρα ’Ελευθερία: Χαμόγελα ειρήνης (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Άναγνωστάκη-Τζαβάρα ’Ελευθερία: Χαμόγελα ειρήνης (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπάστης, 6/7) Βουρβούλη Νίκη: Γύρω-γύρω δλοι στή μέση ή Χαρά (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπάστης, 6/7) Κοντολέων Μάνος: Κάποτε στήν Ποντικούπολη (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Κουρουνιώτης Νίκος: Έκθέσεις-σχέδια-ποιήματα καί ένα παραμύθι γιά τή μοναξιά τοΰ Θεοΰ (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Λίντγκρεν Άστριντ: Ό Μικές μές στή σουπιέρα (Βίτω Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 5/7) Λίντγκρεν Άστριντ: Τό πανηγύρι τοΰ Μικέ (Βίτω Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 5/7) Λίντγκρεν Άστριντ: Ό Μικές ξανάρχεται (Βίτω Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 5/7) Μάστορη Βούλα: Έ να γεμάτο μέλια χεράκι (Βίτω Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 5/7) Παμπούδη Παυλίνα: Δεκαπεντέμισι κάπως περίεργα παραμύθια (Διαβάζω, άρ. 22) Τζώρτζογλου Νίτσα: Ό ταν όργίζεται ή γη (Βίτω Άγγελοπούλου, Καθημερινή, 5/7) Τροεπόλσκυ Γαβριήλ: Ό άσπρος Μπίμ μέ τό μαύρο άφτί (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπάστης, 20/7) Χατζοπούλου-Καραβία Λεία: Τά παιδιά τής Έστρέδα Νάδα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 19/7) Χορτιάτη Θέτη: Τά μήλα, τά φύλλα (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπάστης, 6/7) Χορτιάτη Θέτη: Κούνια-Μπέλα (Ζ. Βαλάση, Ριζοσπάστης, 6/7)
83
Ίοτορία-Βιογραφίες-Μαρτυρίες ’Αναγνώστου Εύάγγελος: Ημερολόγιο (Γ. Ματζουράνης, Αυγή, 8/7) ’Ανταίος Πέτρος: 'Ηρωική πορεία, ταξιαρχία άοπλων Ρούμελης (Γ. Ματζουράνης, Αυγή, 13/7) Άσδραχάς Σπόρος (είσαγωγή-έπιμέλεια κειμένων): Ή οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στά χρόνια τής οθωμανικής κυριαρχίας 15ος-19ος αιώνας (Τ. Μενδράκος, 'Ιστορία, άρ. 133) Άσδραχάς Σπύρος (είσαγωγή-έπιμέλεια κειμένων): Ή οικονομική δομή τών βαλκανικών χωρών στά χρόνια τής όθωμανικής κυριαρχίας 15ος-19ος αιώνας (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 17/7) Βεργόπουλος Κώστας: Τό άγροτικό ζήτημα στήν Ελλάδα (Κ.Π., Συμβολή, άρ. 4) Βογιάζος Άντ.: Σοσιαλισμός καί κουλτούρα (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Δέλτα Π.Σ.: ’Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος (Φούλα Χατζιδάκη, Διαβάζω, άρ. 22) Ή Ρωσία σήμερα — Άναλύσεις-Ντοκουμέντα-Ύλικά (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 573) 'Ιστορία τοϋ 'Ελληνικού Έθνους (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 31/7) 'Ιστορία τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (μετάφρ. Ντ. Σαούλ) (Τ. Μενδράκος, 'Ιστορία, άρ. 133) 'Ιστορία τής Βυζαντινής Αύτοκρατορίας (μετάφρ. Ντ. Σαούλ) (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 17/7) Καραγιώργος Κώστας: Ή Ρούμελη στίς φλόγες (Κ.Ι. Τσαούσης, ’Ελευθεροτυπία, 5/7) Κόκκινης Σπύρος: Τά μουσεία τής Ελλάδος (Κ.Θ. Δημαράς, Τό Βήμα, 20/7) Κονόμος Ντίνος: Ζάκυνθος (Φ.Ν. Κλεάνθης, Τά Νέα, 7/7) Λιναρδάτος Σπύρος: ’Από τόν έμφύλιο στή Χούντα, τόμος Γ' (Γ. Μητραλιάς, Οικονομικός Ταχυδρόμος, άρ. 27/1313) Μανούσακας Γιάννης: Ό χαλασμός (Άλ. Ζήρας, Καθημερινή, 26/7) Μαρξισμός καί Δυτική κοινωνία—Συγκριτική εγκυκλοπαίδεια (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 24/7) Μπένγκτσον Χέρμαν: 'Ιστορία τής άρχαίας 'Ελλάδος (Άγγ. Φουριώτης, Άκρόπολις, 17/7) Μπένγκτσον Χέρμαν: 'Ιστορία τής άρχαίας Ελλάδος (Τ. Μενδράκος, 'Ιστορία, άρ. 133) Ρούκουνας ’Εμμανουήλ: ’Εξωτερική πολιτική 1914-1923 (Δ. Σταμέλος, ’Ελευθεροτυπία, 12/7) Ψυρούκης Νίκος: Ή ένταξη τής Ελλάδας στήν ΕΟΚ καί ό άλλος δρόμος (Τ. Μενδράκος, ’Επίκαιρα, άρ. 573)
ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ ΓΑΝΙΑΡΗ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΟΥ 16 (ΣΤΟΑ) ΣΕΙΡΕΣ Π ΡΟΤΥΠΗΣ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑΣ Σ Ε ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ.
ΣΕΙΡΑ: ΤΑ^ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΚΑ 1. Γ. ΣΕΦΕΡΗ: Η ΣΤΕΡΝΑ (Σέ δέρμα - έξαντλήθηκε)
2. ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑ ΦΕΩΝ (Σέ νφασμα - έξαντλήθηκε)
3. ΑΥΤΟΓΡΑΦΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑ ΦΕΩΝ (Σέ δέρμα - λίγα άντίτυπα)
ΣΕΙΡΑ: ΤΑ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΑ Θ. Β. Γ. Λ.
84
ΑΠΑΡΤΗΣ \ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΗΣ \ ΣΠΥΡΟΠΟΥΑΟΣ / ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ/
έτοιμάζονται
%5t*“
gj f
\M
W
\m
I
R
R M J 7J3Τσιλιγκίρογλου Ί Π
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΡΙΘ. 25 Συντάσαεται μέ τήν πολύτιμη συνεργασία τον βιβλιοπωλείου τής «Εστίας»
• Ή ταξινόμηση των βιβλίων γίνεται μέ βάση τό
γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης προσαρμο σμένο στήν έλληνική βιβλιογραφία.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
• Σέ κά&ε κατηγορία βιβλίων προηγούνται άλφαβητι-
κά οι Μλληνες συγγραφείς καί άκολον&ονν οί ξένοι.
• Ή κατάταξη των ξένων συγγραφέων γίνεται σύμφω
να μέ τό έλληνικό άλφάβητο. • Στήν κατηγορία των περιοδικών δέν περιλαμβάνον
ται έντυπα πού έκδίδονται δύο ή περισσότερες φορές τό μήνα. • Τά έκδοτικά στοιχεία κάύε βιβλίου άναγράφονται
όπως τά παραδίνει ό έκδότης. • Γιά τήν άκόμη μεγαλύτερη πληρότητα τού Δελτίου
κάϋε έκδότης άς μάς στέλνει τά πλήρη βιβλιογραφικαταχωρηϋοϋν όπωσδήποτε.
ΜΑΚΡΗΣ ΝΙΚΟΣ. Τά μεταφυσικά θεμέλια τής μυστικής. Δοκίμιο ύπερβατικοΰ ρεαλισμού. Συν τροφιά, ’Αθήνα. Σελ. 184. Δρχ. 200. ΜΠΑΡΟΥΤΑΣ ΚΩΣΤΑΣ. Συγκινησιακό, λογικό, διανοητικό. Τρεις μελέτες γιά τήν τέχνη. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 116. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Δημόκριτος. Ό φιλόσοφος καί ό φυσιοδίφης, ό θεωρητικός τής δημοκρατίας. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 304. Δρχ. 350. SARTRE JEAN-PAUL. Τό είναι καί τό μηδέν. Δοκίμιο φαινομενολογικής όντολογίας. Εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Κωστή Παπαγιώργη. Τόμος Α'. Φιλοσοφία-Πηγές, άριθ. 25. Παπαζήσης, ’Αθήνα. Σελ. 336. Δρχ. 300.
ΛΕΞΙΚΑ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ DELICOSTOPOULOS ATHAN. J. Quick greek for tourists and students - businessmen - scientists marines - NATO forces - Common Market diplomats. ”Αλφα - Δέλτα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 120. Ή Σερβοκροατική. ’Επιμέλεια ’Αθανάσιου Α. Άγγελόπουλου. Συνεργασία Α. Μπίντα — Μ. Μυλωνίδου — Σ. Ούζούνη — I. Σιβρόπουλου. Άλτιντξής, Θεσσαλονίκη, 1979. Σελ. 420. Δρχ. 400.
ΙΜΒΡΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ό ψυχισμός καί ή παβλοφική διδασκαλία. Σειρά II. Μελέτες Κέντρου Μαρξιστικών ’Ερευνών, άριθ. 5. Σύγχρονη ’Επο χή, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 96. ΦΑΡΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ. Ό Διάλογος. ’Αρχές καί μέθοδοι. Ψυχολογία - Ποιμαντική, άριθ. 1. ’Ακρί τας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 152. Δρχ. 140. ΓΙΟΥΝΓΚ ΚΑΡΑ. Οί βάσεις τής άναλυτικής ψυ χολογίας. Πέντε διαλέξεις του 1935 στήν ’Αγγλία. Μετ. Σταύρου Καμπουρίδη. Άναγνωστίδης, ’Αθήνα. Σελ. 240. Δρχ. 200.
ΜΟΥΣΕΙΑ
JUNG CARL GUSTAV. Ψυχολογία καί θρη σκεία. Μετ. Έλ. Σταματοπούλου. Άρίων, ’Αθήνα. Σελ. 98. Δρχ. 100.
Κέρκυρα καί τό άρχαιολογικό της μουσείο. Κείμε νο Αγγέλου Χωρέμη. Thera, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 80. Δρχ. 200.
ΜΙΛΛΕΡ ΤΖΩΡΤΖ Α. Ψυχολογία. Ή έπιστήμη τής πνευματικής ζωής. Μιά έκλεκτική έπιλογή δημιουργών και κειμένων, άπό τόν περίφημο πει ραματιστή καί θεωρητικό Τξ. Μίλλερ στην προσ πάθεια νά έξηγηθεΐ ή γέννηση κι ή έξέλιξη τής 85
'E “
έπιστήμης καί ψυχολογίας. Μετ. Ελένης Σταματοπούλου. Άρίων, ’Αθήνα. Σελ. 444. Δρχ. 350. ΜΙΤΣΕΛ ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ. Σχιζοφρένεια καί κοι νωνία. Μετ. Θ. Χατξητσομπάνη. Δανία, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 160. Ό άνθρωπος καί τά σύμβολά του. Σύλληψη καί έκτέλεση Κάρλ Γιούνγκ καί Μ.Λ. φόν Φράντς — Γιόξεφ Χέντερσον — Γιολάντ Γιακόμπι — Άνιέλα Ζαφφέ. Μετ. ’Αντιγόνης Χατξηθεοδώρου. Άρσενίδης, ’Αθήνα. Σελ. 324. Δρχ. 1200. ΠΑΥΛΩΦ I. Θεωρία των Αντανακλαστικών. Μετ. Έβελίνας Χατξηδάκη. Κοροντξής, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 304. Δρχ. 250. ΡΑΙΧ ΒΙΛΧΕΛΜ. Ή λειτουργία τοΰ όργασμοϋ. Σέξ - οικονομικά προβλήματα βιολογικής ένεργείας. Μετ. Έλ. Ταμβάκη. Δίδυμοι, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 432. Δρχ. 300.
δικαίωμα νά είσαι όμοφυλόφιλος. ’Απόδοση στά έλληνικά Πέτρου Παπαδόπουλου. Πρέπει νά Ξέ ρω, Αριθ. 1. Δέκα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 180. ΜΠΩΒΟΥΑΡ ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ. Τό δεύτερο φύλο. Μετ. Κυριάκου Σιμόπουλου. ’Επιμέλεια ’Απόστο λου Χρυσόπουλου. ’Ανθρωπιστικές ’Επιστήμες, Αριθ. 3. Γλάρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 744. Δρχ. 500. ΣΚΩΤ ΤΖΩΡΤΖ ΡΥΛΕΫ. ’Ερωτική καί σεξουαλι κή συμπεριφορά. Μετ. Άνδρέα Κοντοσιανοΰ. Β' έκδοση. Σχέσεις των δύο Φύλων, Αριθ. 3. Θυμάρι, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 148. Δρχ. 120. SHEDD CHARLIE W. Γράμματα στήν Κατερίνα. Μετάφραση Από τό Αμερικάνικο κείμενο Δημήτρη Κ. Κόκκινου. Γάμος - Οικογένεια, Αριθ. 1. ’Ακρί τας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 160. Δρχ. 160.
ΦΡΟΫΝΤ — ΜΠΡΟΫΕΡ. Ψυχολογία. Μελέτες περί ύστερίας. Μετ. Ελένης Ταμβάκη. Άρίων, ’Αθήνα. Σελ. 420. Δρχ. 300.
The child in the world of tomorrow. A window into the future. General editor Spyros Doxiadis. Exe cutive editor Jaqueline Tyrwhitt. Associate editor Sheena Nakou. Pergamon press, 1979. Σελ. xxiv + 552.
ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
WEISS JESS Ε. Τό πέρασμα. Ό θάνατος δέν είναι τό τέλος. Μετ. Ά . Στεφάνου. Διόπτρα, ’Αθήνα. Σελ. 128.
ΒΑΚΑΛΙΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Ή έπιστημονικοτεχνική έπανάσταση, ό σοσιαλισμός καί ό Ανθρω πος. Σκέψεις γιά μιά νέα θεωρητική σύλληψη. Θεμέλιο, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 160. Δρχ. 140.
ΡΑΜΠΑ ΛΟΜΠΣΑΝ. Πιστεύω. Μετ. Ά . Άιδίνη. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 184. Δρχ. 180.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΜΙΧΑΗΛ Ε. Αίμα καί δόξα. Τήνος, ’Αθήνα. Σελ. 184. Δρχ. 100. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Θέματα έκκλησιαστικής ιστορίας. Μετ. Παναγιώτη Κ. Πάλλη. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1979. Σελ. 366. Δρχ. 300.
Ή 'Ελλάδα στή Γαλλία. Ό πρόεδρος τής έλληνικής δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος έπισκέπτεται έπίσημα τό Παρίσι, 23-28 ’Απριλίου 1979. Κείμενα: Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Έσταίν — Κωνσταν τίνου Τσάτσου — Ραιημόν Μπάρ — Ζάκ Σιράκ — Σάμς ’Ελντίν Έλ - Βακίλ — Άμαντού - Μαχτάρ Μ’ Μπόου — Άλαίν Περφίτ — Ζάν Φουραστιέ — Έλέν Άρβελέρ — Όλιβιέ Ρεβώ ντ’ Άλλον — Φρανσουά Γκρό. Μετ. Θανάση Θ. Νιάρχου. Κεί μενα τής Μεθορίου, Αριθ. 3. Ευθύνη, Αθήνα, 1979. Σελ. 138. Δρχ. 150. ΚΑΛΟΓΕΡΑΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Ή Εύρώπη καί ή Βουλή της. Τό εύρωπαϊκό κοινοβούλιο ώς κοινοτικό δργανο καί ώς θεσμός τής πολιτικής Ευρώπης. Gutenberg, Αθήνα, 1979. Σελ. 248. Δρχ. 250.
ΚΟΙΝΩΝΙΟΑΟΓΙΑ
ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ. Ελλάς καί Εύρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης. ’Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 1979. Σελ. 80. Δρχ. 100.
ΜΑΤΛΑΡ ΑΡΜΑΝ — ΝΤΟΡΦΜΑΝ ΑΡΙΕΛ. Ντόναλντ, ό Απατεώνας. Μετ. Αγνής Ζακοπούλου — Νάντιας Τσαούλα. Θεώρηση κειμένου Μπάμπη Λυκούδη. "Υψιλον / Βιβλία, Αριθ. 1. Ύψιλον, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 224. Δρχ. 200.
ΝΙΚΗΤΑΣ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΣ Σ. ’Εξεγέρσεις - κι νήματα - έπαναστάσεις. Ανατομία. *0 ρόλος τών διεθνών όργανισμών: Ο.Η.Ε. Ό καταστατικός χάρτης τοΰ Ο.Η.Ε. Εύρ/κό κοινοβούλιο - Συμβού λιο Εύρ. — Ν.Α.Τ.Ο. — Σ. Βαρσοβίας — Ε.Ο.Κ. — ΚΟΜΕΚΟΝ — Ο.Ο.Σ.Α. — Ο.Π.Ε.Κ. — ΣΙΑ — ΚΑ-ΓΚΕ-ΜΠΕ. Οί οικουμενικές διακηρύξεις
ΜΠΟΡΥ ΖΑΝ-ΛΟΥΪ. Στό φώς τής μέρας. Τό 86
των δικαιωμάτων των άνθρώπου καί τού παιδιού. Εταιρεία Ελλήνων Δημοσιολόγων, ’Αθήνα. Σελ. 276. Δρχ. 220. ΣΗΜΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ή δομική άντιπολίτευση. Καστανιώτης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 96. Δρχ. 80. ΜΑΡΞ ΚΑΡΑ — ΕΝΓΚΕΛΣ ΦΡΙΝΤΡΙΧ. Κομ μουνιστικό μανιφέστο. Κόμιξ τοϋ Ρό Μαρτσενάρο. ’Αθήνα. Σελ. 104. Δρχ. 150. ΜΠΟΥΡΝΤΕ ΥΒΟΝ — ΓΚΡΑΜΣΙ ANTONIO — ΛΕΦΕΒΡ ΑΝΡΥ — ΛΑΠΑΣΑΝΤ ΖΩΡΖ — ΣΑΠΥΪ ΡΟΜΠΕΡ. Ά ρθρα γιά τήν αυτοδιαχείριση. Μετ. Δημήτρη Βεργίδη. ’Ανδρομέδα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 96. Δρχ. 70. ΠΟΝΟΜΑΡΙΟΦ ΜΠ. Ν. Ό μαρξισμός - λενινι σμός άκατανίκητη διδασκαλία. Σύγχρονη ’Εποχή, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 104.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Γ.Δ. Μακροοικονομική θεω ρία. Τόμος Α': Νεοκλασσική θεωρία άπασχολήσεως, εισοδήματος καί τιμών. Καραμπερόπουλος, Πειραιάς, 1979. Σελ. xviii + 170. Δρχ. 350.
ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. Ή φορο λογία εισοδήματος καί ή φορολογία κύκλου έργασιών. Καραμπερόπουλος, Πειραιάς, 1979. Σελ. 232. Δρχ. 300. OPPERMANN THOMAS — ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ ΠΕ ΛΑΓΙΟΣ Κ. I. Μελέται κοινοτικού εύρωπαϊκοΰ δικαίου, λαμβανομένης ύπ’ οψιν καί της έντάξεως τής Ελλάδος εις τήν ΕΟΚ. II. Tubinger Europa Colloquium περί της διενεργείας άμέσων έκλογών διά τό ευρωπαϊκόν κοινοβούλιον. Δημοσιεύματα τής Όμάδος ’Ερευνών διά τό Διεθνές, τό Εύρωπαϊκόν Δίκαιον καί τήν Διοίκησιν τοϋ Πανεπι στημίου τής Τυβίγγης, άριθ. 1. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 220. Δρχ. 400.
ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ VICTOROFF DAVID. Ψυχοκοινωνιολογικά τής διαφήμισης. Μετ. Σπ. Γεωργαντά — Γιάννη Πίσση. Νέα Δημοσιότης, Πάτρα, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 250.
ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΑΡΑΡΓΥΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Β. ’Αριθμητική Α' δημοτικού. Τόμος Α': Οί άριθμοί 1 έως 10. Μπογιάτης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 120. Δρχ. 200.
ΤΡΟΦΙΜΑ ΜΠΑΖΑΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ά ν ξέραμε τί τρώμε.. Πρόλογος Νίκου Ζακόπουλου. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 200.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ. Οΐ γύφτοι καί τό δημοτικό μας τραγούδι. Άτέρμων, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 96. Δρχ. 50. ΠΑΡΑΣΧΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΦΩΚΑΕΥΣ. Ή Παν δώρα. Συλλογή έκ τών νεωτέρων καί ήδυτέρων έξωτερικών μελών. Τόμοι 2. — ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΞ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΟΣ. Ευτέρπη. Πατριαρχικόν τού Γένους Τυπογραφεϊον, έν Κωνσταντινουπόλει, Α' 1843-Β' 1846. Κουλτούρα, άριθ. 22. Κουλτούρα, ’Αθήνα. Σελ. 352. Δρχ. 600. ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ. Ό τούρκικος καφές έν Έλλάδι. Γράμματα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 88. Δρχ. 70.
ΔΙΑΣΤΗΜΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ VELIKOVSKY IMMANUEL. Κόσμοι σέ σύγ κρουση. Μετ. Κ. Σπανδώνη — Γιαν. Σπανδώνη. Πατούχα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 536. Δρχ. 400. JASTROW ROBERT. Μέχρι νά πεθάνει ό ήλιος. Μετ. Ντίνου Γαρουφαλιά. Κρόνος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 208. Δρχ. 220.
ΔΕΝΔΡΟΚΟΜΙΑ ΜΟΛΥΒΔΑ ΤΙΤΙΚΑ Ν. Πρακτικός κηπουρός δενδροκόμος. Ό έρασιτεχνικός λαχανόκηπος. Παροτξάκης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 224. Δρχ. 200.
87
ΒΙΟΛΟΓΙΑ
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ΓΚΙΤΤΕΛΣΟΝ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ. Βιορυθμοί. Μιά προσωπική έπιστήμη. Μετ. Ε. Φριλίγγου. Κάκτος, Αθήνα, 1979. Σελ. 320. Δρχ. 280.
ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ Κ. Σύγχρονη έλληνική αρχιτεκτονική. "Ανθρωπος + Χώρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 200. Δρχ. 500.
ΚΛΑΪΝ-ΓΚΡΑΜΠΕΡ ΤΖΩΡΤΖΙΑ — ΓΚΡΑΜΠΕΡ ΜΠΕΝΖΑΜΙΝ. Όργασμός τής γυναίκας. 'Οδηγός στή σεξουαλική ικανοποίηση. Μετ. Δημήτρη Κωστελένου. Μετάφραση περιλήψεων - άγωγής Τάσω Γαϊτάνη. Θεώρηση Θάνου Γραμμένου. Γ' έκδοση θεωρημένη καί βελτιωμένη. Θυμάρι, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 344. Δρχ. 280.
KITSIKI PANAGOPOYLOS ΒΕΑΤΑ. Cistercian and mendicant monasteries in medieval Greece. The University of Chicago Press, Chicago, 1979. Σελ. xxii + 198.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΙΑΤΡΙΚΗ ΛΟΥΡΟΣ Ν.Κ. — ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ Κ.Ν. Δυό για τροί θυμούνται. Μαρτυρίες, άριθ. 1. Φιλιππότης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 128. Δρχ. 200. LAWSON ALETHEA. Πώς νά καταπολεμήσετε τό άγχος χωρίς φάρμακα. Μετ. Ά . Χιόνη. Διό πτρα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 176. Δρχ. 200.
POPESCU-VILCEA G. Ό Έρωτόκριτος τού λο γοθέτη Petrache. Μετάφραση - παρουσίαση Δημήτρη Δεληγιάννη. Νέα Σύνορα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 104. Δρχ. 700.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ. Ή έλληνική δια νόηση στόν κινηματογράφο. Μελέτη. Διογένης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 50.
ΤΕΧΝΗ 64 χαλκογραφίες άπότήν Ελλάδα τού 1840-1890. Συλλέκτης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 136. Δρχ. 450. ΦΛΕΣΣΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. ’Ιδέες καί δημιουργοί. Κώστας Άξελός — Κώστας Γαβράς — Όδυσσέας Έλΰτης — Μίκης Θεοδωράκης — Μιχάλης Κακογιάννης — ’Ιάκωβος Καμπανέλλης — Ύβ Μοντάν — Τξόαν Μπαέξ — Μίσα Μπαρίσνικωφ — Γρή γορης Μπιθικώτσης — Μπόμπ Ντάλαν. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 116. Δρχ. 130.
Τό μοντάζ στόν κινηματογράφο καί τήν τηλεόρα ση. ’Απόψεις καθηγητών κινηματογραφικών σχο λών τής Εύρώπης, μελών τού Cilect. (’Από τά πρακτικά συνεδρίων τού Cilect). Μετάφραση έπιμέλεια Μαρίας Μπάκα - Σταυράκου. Σταυράκου, ’Αθήνα. Σελ. 48. Δρχ. 60.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. Γιά τήν έλληνική μου σική. Β' έκδοση. Πλειάς, ’Αθήνα. Σελ. 280. Δρχ. 250.
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ ΑΥΜΟΝΙΝΟ CARLO. Κυριαρχία καί ύποτέλεια. Ή έξέλιξη τής μοντέρνας πόλης. Εισαγωγή έπιμέλεια - μετάφραση Παντελή Γ. Λαξαρίδη. Ή Ζωή μέσα στό Χώρο, άριθ. 3. Νέα Σύνορα, ’Αθή να, 1979. Σελ. 208. Δρχ. 250. 88
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΑΛΑΦΟΥΖΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ. Ή τέχνη τής χαλ κοπλαστικής. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 120. Δρχ. 450.
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
50 χρόνια βαλκανικοί άγώνες στίβου. Συνεργά στηκαν: Γιάννης Διακογιάννης — Χρηστός Άθανασόπουλος — Γιώργος Κωνσταντόπουλος. Κά κτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 176. Δρχ. 400.
ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Φόνοι στή Σπάρτη (Ά γις Δ'). Μυθιστορηματική βιογραφία. "Ελληνες Πεζογράφοι, άριθ. 5. Φιλιππότης, ’Αθή να, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 200.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Καφενεΐον «Έμιγκρέκ» (Ό άγιος Κλαύδιος). Δεκέμβρης ’67 - Μάης ’68. Πλειάς, ’Αθήνα. Σελ. 128. Δρχ. 130. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. ’Εκτός των τειχών. Πλειάς, ’Αθήνα. Σελ. 256. Δρχ. 250.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ. Δειπνοσοφισταί. Εισαγωγή - μετά φραση - σχόλια Εύάγγ. Φωτιάδη. ’Επιμέλεια έκ δοσης Εύάγγελου Παπανούτσου. Βιβλιοθήκη ’Αρ χαίων Συγγραφέων, άριθ. 74. Ζαχαροπούλου, ’Αθήνα. Σελ. 256. Δρχ. 150.
ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ό ένας καί ό άλλος. Γαλαξίας, άριθ. 18. Έρμείας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 152. Δρχ. 200. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ή πρώτη νύχτα καί άλλα διηγήματα. Πλέθρον, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 112. Δρχ. 120.
ΑΛΚΑΙΟΣ. "Απαντα. Εισαγωγή - μετάφραση σχόλια Παναγή Λεκατσά. ’Επιμέλεια έκδοσης Γιάννη Κορδάτου. ΑΙΛΙΑΝΟΣ. Ποικίλη ιστορία. Εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια Στ. Άλεξιάδη. ’Επιμέλεια έκδοσης Γιάννη Κορδάτου. Βιβλιοθή κη ’Αρχαίων Συγγραφέων, άριθ. 75. Ζαχαροπούλου, ’Αθήνα. Σελ. [xxxvi + 162] + 104. Δρχ. 150.
ΚΑΤΣΑΡΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Οί συλλέκται τής Μονόχρα. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 164. Δρχ. 200.
ΑΣΠΡΟΥΛΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ν. Νόμοι καί άρχοντες σέ σχέση μέ τό παιδευτικό πρόβλημα στόν Πλάτωνα. Διατριβή έπί διδακτορία. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 96. Δρχ. 200.
ΚΟΡΩΝΑΙΟΣ-ΠΟΥΛΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Άντιθύελλα. Χρονικό. Νέα Σύνορα, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 88. Δρχ. 100.
ΦΑΡΙΝΓΚΤΟΝ ΒΕΝΙΑΜΙΝ. Το πιστεύω του Επίκουρου. Μετ. Πολύκαρπου Πολυκάρπου. Κάλβος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 160.
ΠΟΙΗΣΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΑΝΩΛΗΣ. Τό περιθώριο ’68-’69. Πλειάς, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 48. Δρχ. 70.
ΚΟΛΛΑΤΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ή Γαλλία τού Ζισκάρ. Έρμείας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 200.
ΝΑΚΟΥ ΛΙΛΙΚΑ. Ή κυρία Ντορεμί. Δωρικός, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 208. Δρχ: 140. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΑΣΟΣ. Σέ φυσικό μέγεθος. Κέ δρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 112. Δρχ. 120. ΠΑΓΤΖΙΛΟΓΛΟΥ ΜΙΛΤΟΣ. Νύχτα καί κατα χνιά. Διηγήματα καί μαρτυρίες άπό τήν έθνική μας άντίσταση 1941-1949. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 136. Δρχ. 120. ΠΑΓΓΑΓΙΩΡΓΙΟΥ ΝΑΠ. Τό μάγο σπίτι. Μυθι στόρημα. Β' έκδοση σέ νέα γραφή. Κισσός, ’Αθή να, 1979. Σελ. 216. Δρχ. 280.
ΓΚΑΝΤΖΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. ’Αποκαθήλωση στά θρύψαλα τοϋ φεγγαριού. Πλέθρον, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 56. Δρχ. 80.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Βόρειο μέτω πο. Εξάντας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 304. Δρχ. 300.
ΚΑΪΣΙΔΗΣ ΠΑΝΟΣ. Έρως ανίκατε! Σελ. 32.
ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Οί δύο δρόμοι. Πέλλα, ’Αθήνα. Σελ. 250. Δρχ. 140.
ΣΩΦΡΟΝΙΑΔΗΣ Σ. Στοχασμοί καί ρυθμοί. ’Αθή να, 1979. Σελ. 96. Δρχ. 150.
ΡΟΔΟΠΟΥΛΟΥ ΣΟΥΛΑ. Δύσκολοι καιροί. Μυ θιστορηματικό χρονικό άπό τό χώρο τής παιδείας. Δρυμός, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 150.
POE EDGAR ALLAN. Τό κοράκι. Μετ. Γιάννη Β. Ίωαννίδη. Σχέδια-έπιμέλεια Λεωνίδα Χρηστάκη. 'Ολόκληρο τό κείμενο στήν άγγλική γλώσσα. Β' έκδοση. Ίδεοδρόμιο, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 32. Δρχ. 30.
ΣΦΑΕΛΛΟΣ ΚΑΛ. Α. Σύμβολα καί γεγονότα. Διηγήματα. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 176. Δρχ. 200. ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΑΒΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ. Χίλιες καί μιά νύχτες. Τόμος Ζ': Ό μαγικός λύχνος τού
89
Άλαντίν. Μετάφραση άπό τά άραβικά Κ. Τρικογλίδη. Ήριδανός, ’Αθήνα. Σελ. 244. Δρχ. 330. ΑΧΤΜΑΤΟΦ ΤΣΙΝΓΚΙΖ. Πρόσωπο μέ πρόσωπο. Μετ. Μ. Χαλαύτρη. Κοροντζής, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 80. Δρχ. 70. ΑΣΙΜΩΦ ΙΣΑΑΚ. ’Επιχείρηση: ’Αφροδίτη. Μετ. Δ. Μαυρογένη. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 200. Δρχ. 200. ΑΣΙΜΩΦ ΙΣΑΑΚ. Τό τέλος τής αιωνιότητας. Μετ. Ά . Μιαούλη. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 224. Δρχ. 220. ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. Ή μικρή μας πόλη. Μετ. Κοραλίας Μάκρη. Κοροντζής, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 72. ΚΛΑΡΚ ΑΡΘΟΥΡ. Τό γαιοφώς. Μετ. Σ. Πανούση. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 184. Δρχ. 200. ΚΡΙΣΤΟΦΕΡ ΤΖΩΝ. Οί δαίμονες. Μετ. Τ. Καββαδία. Κάκτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 244. ΠΕΛΤΕΓΙΑΝ ΣΕΡΚΟ. Σούκ. 'Ιστορικό άφήγημα. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 608. Δρχ. 320. ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ΛΟΥΙΤΖΙ. Ό μακαρίτης Ματτία Πασκάλ. Μετ. Βιολέττας Σωτηροπούλου-Καρύδη. Κλασική Λογοτεχνία, άριθ. 10. Δωδώνη, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 224. Δρχ. 300.
ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Ή άφηγηματική πε ζογραφία τοϋ Πέτρου Χάρη. ’Ανάτυπο άπό τό περιοδικό «Παρνασσός», τομ. κα', άριθ. 2. ’Αθή να, 1979. Σελ. 48. Δρχ. 50. GAUTHIER-SYNODINOS FRANCO ISE. L’univers des images dans 1’oeuvre poetique de Karyotakis. Κέδρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 120. Δρχ. 150.
ΘΕΑΤΡΟ ΖΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Ίουλιανός ό όραματιστής. Δωδώνη, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 128. Δρχ. 120. ΚΟΡΡΕΣ ΜΑΝΩΛΗΣ Α. Οίκος ευγηρίας «Ή ευτυχισμένη δύσις». Σάτιρα. Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο, άριθ. 24. Κέδρος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 148. Δρχ. 150. ΠΑΝΑΓΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ή γέφυρα. Δράμα σέ τρεις πράξεις. Διογένης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 56. Δρχ. 80. ΠΡΟΒΕΛΕΓΓΙΟΣ ΑΡΙΣΤΟΜΕΝΗΣ. Ή κόρη τής Λήμνου. ’Ανακοίνωση Κώστα Βαλέτα. Πηγή, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 56. Δρχ. 80.
JAMES HENRY. Ντέιζυ Μίλλερ - Τά χαρτιά τού "Ασπερν. Μετ. Κοσμά Πολίτη. Β' έκδοση. Πλέθρον, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 228. Δρχ. 250.
ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. Παράδοξοι άνθρωποι. Μετ. ’Αποστόλη ’Ελευθερίου. Κοροντζής, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 112. Δρχ. 80.
ΤΟΛΣΤΟΗ ΛΕΩΝ. Ό Ποληκούσκα. Μετάφραση άπ’ τά ρωσικά Κοραλίας Μακρή. Κοροντζής, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 80. Δρχ. 70.
ΙΨΕΝ ΕΡΡΙΚΟΣ. Ή κωμωδία τοϋ έρωτα. Μετ. Άντρέα Καραντώνη. Θέατρο, άριθ. 2. Νικόδημος, ’Αθήνα. Σελ. 184. Δρχ. 200.
ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ΦΡΑΝΣΙΣ ΣΚΩΤ. Διηγήματα. Μετ. Στέφανου Ροζάνη. Πρόλογος Πάνου Καραβία. Κλασική Λογοτεχνία, άριθ. 9. Δωδώνη, ’Αθή να, 1979. Σελ. 160. Δρχ. 200.
ΜΠΡΕΧΤ ΜΠΕΡΤΟΛΤ. Μικρό δργανο γιά τό θέατρο. Μετ. Δημήτρη Μυράτ. Β' έκδοση. Πλειάς, ’Αθήνα. Σελ. 136. Δρχ. 130. ΣΑΙΞΠΗΡ ΟΥΪΛΛΙΑΜ. ’Αντώνιος καί Κλεοπά τρα. Τραγωδία. Μετ. Μιχάλη Κακογιάννη. Κά κτος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 144. Δρχ. 150.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΒΡΑΝΟΣ ΙΩ. 'Υπόθεση Ν. Καζαντζάκη. Τά υπέρ καί τά κατά. Θεσσαλονίκη, 1979. Σελ. 324. Δρχ. 500.
π λ ι * τιν- A 11 ν Ι ΛΙ ^ Λ -------------------
ΚΕΡΑΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Δοκιμές. Πάνω στήν τέχνη, στήν πολιτική καί στόν έρωτα. Δελφύς, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 80.
ΑΡΓΥΡΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Μ. Διηγήματα καί ποίηση γιά μικρούς καί μεγάλους. Πειραιάς, 1979. Σελ. 160. Δρχ. 150.
ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ ΖΗΣΙΜΟΣ. Οΐ Ρωμιές (ο altra cosa). Δόμος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 40. Δρχ. 200.
ΜΠΟΣΝΑΚΙΔΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ. Τά παιδιά τήςγής. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 80. Δρχ. 150.
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π.Δ. Έλληνες λόγιοι (ΙΕ' - ΙΘ' αίώνες). Μελέτες καί κείμενα. Τόμος Α'. Καρδαμίτσας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 224. Δρχ. 360.
ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ ΑΥΓΗ. Οί θαυμάσιες ήλιαχτίδες κι αλλα παραμύθια. Σύγχρονη ’Εποχή, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 48.
90
ΠΑΠΑΚΟΥ ΑΥΓΗ. Τό μυστικό τού πατέρα. 'Ελληνική Βιβλιοθήκη, άριθ. 14. Ρέκου, Θεσσαλο νίκη, 1979. Σελ. 144.
ΜΑΡΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Α. Λέων Τρότσκυ (Τό κόκκινο λιοντάρι). Ό φλογερός καί πολιτικά μεγαλοφυής έπαναστάτης. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 372. Δρχ. 200.
Χειροτεχνήματα. Κατασκευές γιά παιδιά. Πήγα σος, ’Αθήνα. Σελ. 126. Δρχ. 200.
Ό ’Εθνάρχης Μακάριος. Σελ. 132. Δρχ. 400.
ΚΑΡΟΛ ΛΙΟΥΙΣ. Μές στόν καθρέφτη καί τί βρήκε ή ’Αλίκη έκεϊ. Μετ. Σωτήρη Κακίση. Σχέδια Sir John Tenniel. Ύψιλον / Βιβλία, άριθ. 2. Ύψιλον, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 200.
ΧΩΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΘ. Παναγιώτης Παπαζαφειρόπουλος. Ίερεύς καί σχολάρχης Βυτίνης (1819-1908). Παπαζήσης, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 152. Δρχ. 150.
ΚΡΟΥΣ ΤΖΕΪΜΣ. Ό άιτός καί τό περιστέρι. Μετ. Ρένας Καρθαίου. Ψυχογιός, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 132. Δρχ. 140.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ - ΤΑΞΙΔΙΑ
ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΣ ΣΠ. Π. Ιστορία Άλή Πασά τοϋ Τεπελενλή. Κουσουλινός, ’Αθήνα 1895. Τόμοι 2. Πυρρός, ’Αθήνα, 1979. Σελ. [οστ’ + 276] + [332 + 2 χάρτες].
ΒΙΚΕΛΑΣ Δ. ’Από Νικοπόλεως εις ’Ολυμπίαν. Έπιστολαί πρός φίλον. ’Αθήνα, 1886. Σύλλογος πρός Διάδοσιν ’Ωφελίμων Βιβλίων, άριθ. 2. ’Αθή να, 1979. Σελ. 112. Δρχ. 70.
ΒΕΗ ΜΑΙΡΗ Ν. Τά άνέκδοτα αύθεντικά έγγραφα περί τών ταραχών στό «Μπούρτζι». ’Από τήν άνακοίνωση στό Α' Συνέδριο Άργολικών Σπου δών, 1976. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 12. Δρχ. 70.
Ταξίδια στήν 'Ελλάδα, 1979 - 80. ’Ετήσιος τουρι στικός όδηγός. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 338 + 10 χάρτες. Δρχ. 150.
ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. ’Εθνισμός καί οικο νομική άνάπτυξη. Ή Ελλάδα στό μεσοπόλεμο. Εξάντας, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 256. Δρχ. 220.
ΧΑΤΖΗΓΑΚΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Ημερολόγιο Κίνας 1978. Ταξιδιωτικές καί πολιτικές έντυπώσεις. ’Εμπειρία άπό τόν άνθρώπινο, κοινωνικό καί πολιτικό παράγοντα στά πλαίσια μιας έπίσημης άποστολής. ’Αθήνα, 1979. Σελ. 240. Δρχ. 300.
ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΦΟΙΒΟΣ Ν. Οί πρωθυπουργοί τής Ελλάδας (1828 - 1978). Ά πό τόν Καποδίστρια μέχρι σήμερα. Τόμοι 3. Νεόκοσμος, Αθήνα, 1979. Σελ. 404 + 390 + 346.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΦΛΟΥΝΤΖΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Άκροναυπλία καί άκροναυπλιώτες, 1937-1943. Θεμέλιο, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 560. Δρχ. 450. ΚΕΜΑΛ ΟΡΧΑΝ. Τριάμιση χρόνια φυλακή μέ τόν Ναξίμ Χικμέτ. Εισαγωγή - μετάφραση άπό τά τούρκικα Στέλιος Μαγιόπουλος. ’Αθήνα. Σελ. 140. Δρχ. 100.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΚΕΛΑΣ Δ. Ή ζωή μου. Παιδικοί άναμνήσεις νεανικοί χρόνοι. ’Αθήνα, 1908. Σύλλογος πρός Διάδοσιν ’Ωφελίμων Βιβλίων, άριθ. 1. ’Αθήνα. Σελ. 444. Δρχ. 100. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΝΩΝΤΑΣ. Κωνσταντίνος Δαβάκης. Δρυς τοϋ Ταϋγέτου, άετός της Πίνδου. Πατσιλινάκος, ’Αθήνα, 1979. Σελ. 384. Δρχ. 500.
Ή πάλη γιά τό Κόμμα τής Προλεταριακής ’Επα νάστασης. Κείμενα άπό τήν ιστορία τοϋ έργατικοΰ κινήματος. Β' έκδοση. Πρωτοποριακή Βιβλιοθή κη, Αθήνα, 1979. Σελ. 88. Δρχ. 60. ΘΩΜΑΪΔΗΣ ΞΕΝΟΦΩΝ. Ό πληθωρισμός στήν άρχαιότητα. (Άπό 500 π.Χ. μέχρι τόν Μ. Κων σταντίνο 337 μ.Χ.). Αθήνα, 1979. Σελ. 40. Δρχ. 90. ΣΙΒΕΤΙΔΗΣ ΜΑΞΙΜΟΣ. Ή μάχη τής Κρήτης συνεχίζεται. Κέδρος, Αθήνα, 1979. Σελ. 192. Δρχ. 200. ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ ΑΝΤΡΕΑΣ — ΤΖΑΝΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Στρατηγικά ζητήματα τής έπανάστασης στήν 'Ελλάδα. Έργα καί ήμέρες τοϋ δεξιού καί «άριστεροΰ» όπορτουνισμοΰ. Αθήνα, 1979. Σελ. 160. Δρχ. 100. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΥ-ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΕΛΕ ΝΗ. Αρχαία Αρκαδία. Θεοί-μουσική. Αθήνα, 1979. Σελ. 228. Δρχ. 300. ΡΑΝΣΙΜΑΝ ΣΤΗΒΕΝ. Ή μεγάλη εκκλησία έν αιχμαλωσία. Τόμοι Α+Β. Μέρος Β': Ή έκκλησία στήν έξουσία τών ’Οθωμανών Σουλτάνων. Μετ. Νικολ. Κ. Παπαρρόδου. Σημειώσεις-έπιλογή εικόνων-λεζάντες Μιχ. Μπεργαδή. Μπεργαδής, Α θή να, 1979. Σελ. 336 + 408.
91
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
δικό. 'Ιστορία - λαογραφία - τουρισμός - κριτική λόγος - τέχνες. Τεύχος 21. ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ. Φαντασμαγορικά κόμιξ. Μηνι αίο περιοδικό. Τεύχος 16. Δρχ. 30.
Ή οικονομική δομή των βαλκανικών χωρών στά χρόνια τής οθωμανικής κυριαρχίας ιε'-ιθ’ αΐ. Εισαγωγή - έπιλογή κειμένων Σπύρου I. Άσδραχά. Μέλισσα, ‘Αθήνα, 1979. Σελ. 764. Δρχ. 1200.
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Περιοδικό τής Κ.Ε. τού Κ.Κ.Ε. έσ. Τεύχος 28-29. Δρχ. 40. ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Δελτίο τής Νέας Δημοκρατίας. Τεύχος 29. Δρχ. 20.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΙΟΛΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. Δίμηνη έπιθεώρηση τής λεσβιακής τέχνης. Τεύχος 51-52. Δρχ. 70. ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ). Τριμηνιαίο περιοδικό χριστιανικού προβληματι σμού. Τεύχος 771. Δρχ, 10. ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη έπιθεώρηση πολιτικοΰκοινωνικοΰ καί πολιτιστικού προβληματισμού. Τεύχος 51. Δρχ. 30. U.F.O. - ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ. Στό κατώφλι τής κοσμικής έπαφής. Μηνιαίο περιοδικό οΰφολογίας. Τεύχος 9. Δρχ. 50. Δελτίον τής Χριστιανικής ’Αρχαιολογικής 'Εται ρείας. Περίοδος Δ' - Τόμος Θ' (1977 - 1979). Δρχ. 1100.
ΔΕΛΤΙΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΩΝ ΒΟ ΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ. Μηνιαία έκδοση. Τεύχος 8/ 164. Δωρεάν.
ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ. Λογοτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 293-295. Δρχ. 75. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Μηνιαία έκδο ση προβληματισμού καί πληροφόρησης. Τεύχος 4. Δρχ. 50. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία έπιθεώρηση. Τεύχος 28. Δρχ. 60. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΥΝΑΙΚΑ. Δίμηνο περιοδικό. Τεύ χος 9. Δρχ. 20. ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ. Μηνιαίο περιοδικό γιά συλλέκτες καί φιλότεχνους. Τεύχος 54. Δρχ. 40. ΣΥΜΒΟΛΗ. Περιοδική έκδοση ’Επιμορφωτικού Συλλόγου Παιανίας. Τεύχος 4. Δρχ. 35. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ. Τεύχος 22. Δρχ. 35. ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ. Περιοδική έκδοση τής Πανελλήνιας Πολιτιστικής Κίνησης. Τεύχος 2. Δρχ. 30.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ. Τεύχος 12. Δρχ. 20.
ΤΖΑΖ. Τρίμηνο μουσικό περιοδικό. Τεύχος 7. Δρχ. 40.
ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Μηνιαίο περιοδικό φιλοσοφίας καί παιδείας. Τεύχος 38. Δρχ. 150.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Πεζό - ποίηση - κριτική. Δίμηνη περιοδική έκδοση λογοτεχνίας. Τεύχος 9. Δρχ. 40.
ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματι σμού. Τεύχος 93. Δρχ. 40.
ΤΟΜΕΣ. Στή σκέψη - στά γράμματα - στις τέχνες. Τεύχος 52. Δρχ. 150.
ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗ ΔΟΜΗΣΗ. Μηνιαία τεχνική έπιθεώρηση. Τεύχος 2. Δρχ. 80.
ΤΟ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Μηνιαίο περιοδικό έπιστήμης καί έρευνας. Τεύχος 20. Δρχ.
ΖΥΓΟΣ. Διμηνιαίο περιοδικό τέχνης. Τεύχος 36. Δρχ. 150. ’Ηπειρωτικό ήμερολόγιο. Τόμος Α'. Εταιρεία ’Ηπειρωτικών Μελετών, ’Ιωάννινα, 1979. Δρχ. 400. Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΕΚΠΑΤΡΙΣΜΕΝΩΝ. Μηνιαία έκδοση τής Κ.Ε.Π.Π.Ε. Περίοδος Β'. Τεύχος 45-46. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδικό ιστορικής ύλης. Τεύχος 134. Δρχ. 50. ΚΑΜΕΙΡΟΣ. Τριμηνιαίο δωδεκανησιακό περιο
92
ΤΡΙΦΥΛΛΙΑΚΗ ΕΣΤΙΑ. Δίμηνη περιοδική έκδο ση τού Συλλόγου Κυπαρισσιών «Ή ’Αρκαδία». Τεύχος 28. Δρχ. 50. ΥΔΡΙΑ. Τεύχος 24. Δρχ. 80. MODERN GREEK SOCIETY. A social science newsletter. Vol. vi/ n. 2.
#
Εκδόσεις τού Μορφωτικού Ιδρύματος τής Εθνικής Τραπέζης
Εκδόσεις τής Εθνικής Τραττέζης
Botsford Δ Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία
Φοίβου Άνωγειανόκη, 'Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (25 X 30), σσ. 400, είκ. έγχρ. 154, Α/Μ 103 Δρχ. 1.800 Μονόλη Χστζηδάκη, Εικόνες τής Πάτμου (25 X 30). σσ. 205. είκ. έγχρ. 84, Α/Μ 123 Δρχ. 2.200 * Μονή Σταυρονικήτα (Ίοτορία-ΕίκόνεςΧρυσοκεντήματα)
Gustave Giotz, Ή έλληνική »πόλις* Μετ. Αγνή Σακελλαρίου Βάσου Καραγιώργη, Αρχαία Κύπρος - Από τή Νεολιθική έποχή ώς τό τέλος τής Ρωμαϊκής (17 X 24), σσ. 151 + πίν., εικ. έγχρ. 21, Α/Μ 250 Δρχ. 250 Elpidio Mioni, Εισαγωγή στήν'Ελληνική Παλαιογραφία Μετ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης K.J. Dover, Ή Κωμωδία τού Αριστοφάνη Μετ. Φόνης I. Κακριδής (14 X 21), 00. 349 Δρχ. 300 Werner Jaeger, Δημοσθένης - Διαμόρφωση καί έξέλιξη τής πολιτικής του Μετ. Δέσποινα Καρπούζα-Καρασάββα (14 X21), 00. 306 Δρχ. 300 I. θ. Κοκριβή, ΟΙ άρχαϊοι Έλληνες στή νεοελληνική λαϊκή παράδοση ΔημητρΙου Σ. Λουκάτου, Εισαγωγή στήν έλληνική Λαογρ&φία (β’ έκδ.) (14 X 21),σσ.351
Δρχ. 300
* Νεολιθική Ελλάς (25 X30), σσ. 356, είκ. έγχρ. 162, Α/Μ 86 * Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία (1453-1BS0) (25 X 30), σσ. 510. είκ. έγχρ. 152. Α/Μ 120 * Λεύκωμα ·Έλ Γκρέκα» 26 έγχρωμοι πίν. 40 χ 50 έκ.
Δρχ. 1.500 Δρχ. 1.800 Δρχ. 1.000
Χειρ Παναγιώτη Ζωγράφου - Εικονογραφία του ’21) 24 έγχρωμοι πίν. 40 χ 50 έκ. Δρχ. 1.000 * Κύπρος ’74 - Τό άλλο πρόσωπο τής Αφροδίτης (21 X28), σσ. 277, είκ. έγχρ. 164, Α/Μ 79 Δρχ. 500 Μνήμη Ίωάννη-Γαβριήλ Έυνάρδου (1775-1863) (17 X24), σσ. 141, είκ. έγχρ. 16, Α/Μ 20 Δρχ. 250 ΟΔΗΓΟΙ (εικονογραφημένοι): Αττική - 'Από τήν Προϊστορική ώς τή Ρωμαϊκή περίοδο (13 X21), σσ. 78
Δρχ. 150
Πωλοϋνται σέ όλα τά βιβλιοπωλεία Κεντρική Διάθεση: Πλατεία Μητροπόλεως 3, 2ος όροφος (τηλ. 32.21.337) Πρατήριο: Εθνική Τράπεζα, Καρ. Σερβίας 2 (Πλατεία Συντάγματος) Τά έσοδα άπό τίς πωλήσεις διατίθενται γιά πολιτιστικούς σκοπούς Σημείωση: Τά βιβλιοδετημένα άντίτι
INTERNATIONAL CORP OWNERS AGENTS MANAGERS 1® i 23 AKTI MIAOULI PIRAEUS 9, GREECE Tel: 4110511 (6 lines) Telex:21.2423 ALLS GR Cables: ALLIED SHIP PIRAEUS JV 19