*
εκδόσεις «νεα σύνορα» ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
Christa Wolf: ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
όΡ
Ένα βιβλίο-σταθμός στη νέα γερμανική λογοτεχνία
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ - ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Α.Α. ΛΙΒΑΝΗ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ»» ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΤΗΛ. 3610589-3600398
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488
Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ
Τεύχος 138 26 Φεβρουάριου 1986 Τιμή: Δρχ. 200
Εκδότης: Άννα Πετρίδου Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Μαρία Στασινοπούλου, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Διαφάνειες εξωφύλλου: Δ. Π. Αγγελής, Πειραιώς 1, τηλ. 32.44.325 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ; 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 .Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κστζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλη:· ΙΙ'ΐταθανασόπουλος, Υμηττού 219 s Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
Προλεγόμενα Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Έρευνα: Παράγοντες και αιτίες της φθοράς και της καταστροφής του βιβλιακού υλικού. (Γράφει ο Β.Ι. Πελτίλογλου)
2 4 5
Α Φ ΙΕ ΡΩ Μ Α
Χρονολόγιο Φ. Σκοττ και Ζέλντα Φιτζέραλντ Μάλκολμ Κάουλυ: Η ρομαντική ιστορία του χρήματος Στέφανος Ροζάνης: Επιστροφή από την εξορία Επιστολή του Θ.Σ. Έλιοτ στον Σ. Φιτζέραλντ Μάρκους Μπιούλεϋ: Μία ηρωική προσωποποίηση του αμερικανι κού ρομαντικού μύθου Άρθουρ Μίζνερ: «Τρυφερή είναι η νύχτα» Τζον Ντος Πάσσος: «Ο τελευταίος Μεγιστάνας: Η απαρχή ενός πραγματικά μεγαλόπρεπου ύφους» Ελένη Κονδύλη: Φ.Σ. Φιτζέραλντ, αυτοτελείς εκδόσεις στην Ελλά δα
14 22 29 33 34 38 47 51
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΑΙΔΙΚΑ: Γράφει ο Μάνος Κοντολέων ΔΟΚΙΜΙΟ: Γράφει ο Βαγγέλης Κάσσος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Γιώργος Βέης και Χρίστος Παπαγεωργίου . r, ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφουν οι Μαρία Μεντζελοπούλου, Δ.Ι. Λόίζος και ο Χρήστος Λάζος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Διαμαντής Μπασάντης
53 54 56 62 68
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι: Βάϊος Παγκουρέλης, Γ. Καραβασίλης και ο Αντώνης Δελώνης
55
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Τένεση Ουίλιαμς
ΧΡΟΝΙΚΑ Ο ΦΠΑ στο διάβασμα «Έμαθα ότι το υπουργείο Οικο νομικών της Ελλάδος μελετά την εισαγωγή τόυ Φόρου Προστιθέ μενης Αξίας (ΦΠΑ) στα βιβλία από το 1986 ή από το 1987. Θα ήθελα, αν επιτρέπετε, να σας επιστήσω την προσοχή στην πε ρίπτωση του βιβλίου το οποίο απολαμβάνει προνομιακής μεταχειρίσεως στις χώρες της ΕΟΚ, καθώς και στις μη κοινοτικές χώ ρες». Έτσι ξεκινάει το γράμμα που έστειλε ο γενικός γραμματέας της Διεθνούς Ένωσης Εκδοτών κ. Τζ. Α. Κουτσούμωφ προς την υπουργό Πολιτισμού-Επιστημών Μελίνα Μερκούρη, μετά την απόφαση της κυβέρνησης να συμπεριλάβει το βιβλίο στα είδη στα οποία θα επιβληθεί το Φ.Π.Α. (Φόρος Προστιθέμενης Αξίας). Και συνεχίζει ο κος Κουτσούμωφ, στο γράμμα του στην κα υπουργό: «Οι Ευρωπαίοι υπουργοί Πολι τισμού συμφώνησαν ομοφώνως, όταν συζήτησαν το θέμα στις 23 Μαΐου 1985, ότι για το βιβλίο θα υπάρξει ειδική μεταχείριση. Η Ευρωπαϊκή Σύσκεψη για το Βι βλίο, που έγινε στην Αρλ της Γαλλίας τον περασμένο Ιούνιο, αποφάσισε, εξάλλου, την ανά πτυξη μιας ευρωπαϊκής κοινής πολιτικής σε πολιτιστικά θέματα και στο βιβλίο. Σε δήλωσή του για την 35η επέτειο της Συμφω νίας της Φλωρεντίας, ο γενικός διευθυντής της Ουνέσκο, κ. Αμάντου-Μαχτάρ Μπόου, ανα φέρθηκε ειδικά στη συμβολή του βιβλίου όσον αφορά την προώ θηση της παιδείας, της επιστή μης και του πολιτισμού. Ζήτησε απ' όλες τις χώρες να αναγνωρί σουν το σημείο αυτό και να αγω νιστούν για να μειώσουν ή και να εξαλείψουν τελείως τους φ ό ρους στο βιβλίο, ή ακόμα και να αποφύγουν την επιβολή παρο μοίων φόρων. Τα κράτη της ΕΟΚ συνειδητο ποίησαν ότι η επιβολή φόρων στο βιβλίο είναι επιζήμια για
προ λεγο μένα τους εκδότες και τους βιβλιοπώ λες και εις βάρος του αναγνωστι κού κοινού. Με δεδομένο τούτο, οι ενδιαφερόμενες χώρες βρή καν διαφόρους τρόπους για να χειριστούν το βιβλίο σαν ειδική περίπτωση. Στη Βρετανία, η προοπτική φορολόγησης του βι βλίου απορρίφθηκε επανειλημ μένους από το Κοινοβούλιο (και από βουλευτές όλων των πολιτι κών κομμάτων), καθώς και από το αναγνωστικό κοινό, τους εκ παιδευτικούς και τους βιβλιοπώ λες, με το σκεπτικό ότι η ζημία θα ήταν μεγαλύτερη από τα κέρ δη. Το πρόβλημα αντιμετωπίστη κε με την κατάργηση κάθε φ ό ρου στο βιβλίο. Η Ιρλανδία επέλεξε επίσης να μη φορολογήσει το βιβλίο, καταργώντας μάλιστα έναν φόρο 10%, όταν συνειδητο ποίησε ότι είχε καταστροφικά αποτελέσματα στους συγγρα φείς, αναγνωστικό κοινό, εκδό τε ς και βιβλιοπώλες. Για να εν θαρρύνει την ανάγνωση η Ιταλία αποφάσισε πριν από τρία χρόνια να μειώσει τη φορολογία των βι βλίων από 6 σε 2%. Η Πορτογα λία πρόσφατα επέλεξε να μην φορολογήσει το βιβλίο, όπως συνέβαινε και πριν από την είσοδό της στην ΕΟΚ. Στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι το μισό από ό,τι στην Γερμανία και την Ολλανδία και πολύ λιγότερο από ό,τι στην Ιτα λία. Για να αλλάξει η κατάσταση, η εύκολη πρόσβαση στο βιβλίο πρέπει να επιτευχθεί με κάθε τρόπο. Τίποτε δεν θα ήταν π ε ρισσότερο επιζήμιο, όσον αφορά το στόχο αυτό, από την εισαγωγή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο βιβλίο. Σε μια εποχή όπου η εκπαίδευση, οι νέες τεχνολογίες
και η επικοινωνία, είναι τα ση μαντικότερα παραγωγικά αγαθά του μέλλοντος, είναι κεφαλαιώ δους σημασίας, ο βασικός φο ρέας των αξιών αυτών να μείνει αφορολόγητος. Ελπίζουμε ειλικρινώς ότι η Ελ λάδα θα παραμείνει “χώρα του βιβλίου” και στο μέλλον θα γίνει ακόμα περισσότερο. Ειλικρινώς, δικός σας» Παραθέσαμε όλη την επιστολή του κ. Κουτσούμωφ για να πληροφορηθούμε τι γίνεται στις άλ λες χώρες της κοινότητας για το βιβλίο. Αν σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο είναι το τελευταίο προϊόν που αγοράζει ο Έλληνας και επομέ νως το πρώτο που θα απαρνηθεί στις δύσκολες οικονομικές μέ ρες, αν το επιβαρύνουμε π ε ρισσότερο τι θα γίνει; Αν η κυ βέρνηση θέλει να βοηθήσει το βιβλίο και το διάβασμα -μ α θέ λει;- ας του χαρίσει το προνόμιο να εξαιρεθεί από τον ΦΠΑ.
Θα υπάρξουν ξανά; Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εκδο τών Βιβλιοχαρτοπωλών πιστεύ οντας στη δύναμη της τηλεόρα σης για τη διάδοση του βιβλίου, έστειλε υπόμνημα προς τον πρόεδρο του Δ.Σ. της ΕΡΤ-1 κ. Χαλκιαδάκη και τον γενικό γραμ ματέα κ. Δαρδανό, στο οποίο υπάρχουν συγκεκριμένες και εν διαφέρουσες προτάσεις για την καλύτερη αντιμετώπιση του βι βλίου από τις κάμερες της ΕΡΤ1. Μετά από παρατηρήσεις που γίνονται, στο έγγραφο της Π.Ο.Ε.Β. για τις εκπομπές με θέ μα το βιβλίο που ήδη προβάλ λονται από την ΕΡΤ-1 και οι οποίες μάλλον αφορμή έχουν το βιβλίο κι όχι στόχο, διατυπώνουν μια ενδιαφέρουσα πρόταση για ένα πρόγραμμα ειδικό για το βι βλίο. Εμείς σας μεταφέρουμε την πρόταση όπως τη διαβάσαμε στο όργανο της Π.Ο.Ε.Β., αν και
χρονικα/3 έχουμε κάποιες επιφυλάξεις για το αν το προτεινόμενο σχέδιο θα δημιουργήσει καινούριους ανα γνώστες. [,..]«Προτε(νουμε τη δημιουρ γία εβδομαδιαίας ή δεκαπενθή μερης εκπομπής μισής ώρας με καθαρά προπαγανδιστικό χαρα κτήρα για τη διάδοση του βι βλίου στη χώρα μας. Η εκπομπή αυτή ταυτόχρονα θα προβάλλει και αιτήματα των εκδοτών και των εργαζομένων εν γένει στο κύκλωμα παραγωγή-διάθεσηβιβλίο. Η εκπομπή αυτή προτείνουμε να αποτελείται από τα εξής επιμέρους μέρη: 1. 6' ταχύτατη συνέντευξη με τα best sellers της εβδομάδας ή του δεκαπενθήμερου. 2. 6' κίνηση του βιβλίου, κάλυψη της δραστηριότητας των εκδοτι κών οίκων. 3. 6' έρευνα στο μεγάλο πρό βλημα της διάθεσης του προϊόντος/βιβλίο/ο ρόλος των διαφό ρων φορέων - επαφή αναγνώστη και βιβλίου - κύκλωμα διανομής δια της τηλεοπτικής ο δ ο ύ - μέ θοδος ερεύνης και βελτίωσης των όρων διάθεσης του βιβλίου στον ελληνικό λαό. 4. 3' κουίζ γνώσεων ειδικά δια μορφωμένο από ειδικούς επιστή μονες ώστε το ζητούμενο να εί ναι η αύξηση του ποσοστού γνώ σης των τίτλων βιβλίων για κάθε θέμα από τους Έλληνες. Σε κα μιά περίπτωση κλασικό παιχνίδι εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. 5. 6' μικρό πορτρέτο του συγ γραφέα της εβδομάδας ή του δε καπενθημέρου.
6.
Κλείσιμο της εκπομπής.
Στο έγγραφο περιλαμβάνονται ξέχωρες προτάσεις για ημίωρη εκπομπή για το παιδικό βιβλίο και για τις νέες εκδόσεις που θα μεταδίδονται από τα δελτία ειδή σεων της ΕΡΤ-1 και της ΕΡΤ-2. Μάθαμε ότι ήδη εισακούσθηκε μια από τις προτάσεις του Δ.Σ. της Π.Ο.Ε.Β. και εντάχθηκε στο δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ-2 δελ τίο για τις Νέες Εκδόσεις. Την παρουσίαση έχει αναλάβει ο δη μοσιογράφος Νίκος Λαγκαϋινός, γνωστός κι από άλλες πολιτιστι κές εκπομπές και διευθυντής του επιτυχημένου θεατρικού πε ριοδικού «Δρώμενα».
«Εστία»: 100 χρόνια Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ένα βιβλιοπωλείο και πνευματικό στέκι της Αθήνας άλλαζε γειτονιά και μεταφερόταν από την οδό Σταδίου στη Σόλωνος. Παλιότεροι αλλά και νεότε ροι Αθηναίοι είχαν συνδέσει το πέρασμά τους από τη Σταδίου με μια μικρή στάση στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου για να κοιτάξουν τις καινούριες εκδόσεις αλλά και στο βάθος του καταστήματος μήπως διακρίνουν κάποιον συγ γραφέα ή άλλον πνευματικό δη μιουργό. Ό ταν λοιπόν ακούστη κε η είδηση της μεταφοράς, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ένιωσαν να ξεριζώνεται μια όαση από το κέν τρο της Αθήνας. Μεγαλύτερη νο σταλγία θα συνόδευαν αυτά τα λόγια μας αν το καινούριο στέκι της «Εστίας» - γ ι’ αυτό το βιβλιο
πωλείο πρόκειται- δεν συνέχιζε ανανεωμένο την επιτυχημένη πορεία του στον εκδοτικό χώρο του τόπου μας: Μια πορεία που ξεκίνησε το 1885 από τον Γεώρ γιο Κασδόνη, που ήταν και εκδό της του περιοδικού «Εστία», και συνεχίστηκε με τον Ιωάννη Κολλάρο μέχρι το 1925- ακολούθησε ο Κωνσταντίνος Σαραντόπουλος για 50 χρόνια και το 1975 την «Εστία» ανέλαβε η σημερινή εκδότρια κα Μάνια Καραίτίδη. Πα ράλληλα, το 1927, το περιοδικό «Εστία» επανακυκλοφόρησε με νέα μορφή και τίτλο, ως «Νέα Εστία» με διευθυντή τον Γρηγόρη Ξενόπουλο μέχρι το 1933. Από το 1950 η «Νέα Εστία» διευ θύνεται από τον ακαδημαϊκό Πέ τρο Χάρη που έχει και την οικο νομική διαχείριση. Δε θα μπορούσαμε να κλείσουμε αυτό το σημείωμα χωρίς να σταθούμε στους ανθρώπους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο βιβλιοπωλείο και την ίδια του τη διευθύντρια. Όλοι τους έχουν βοηθήσει το «Διαβάζω», οι πρώ τοι με την παροχή στοιχείων για τη σύνταξη του βιβλιογραφικού δελτίου και με πληροφορίες για εκδοτικά θέματα η δεύτερη, με την ανυστεροβουλία της και την αντικειμενική της κρίση, το πε ριοδικό κι εμάς τους ίδιους, θα μπορούσαμε να γράψουμε κι άλ λα πολλά για την κα Καραίτίδη αλλά η σεμνότητά της δεν θα μας το επέτρεπε. Εμείς τους ευ χαριστούμε, και τους ευχόμαστε να συνεχίσουν τη σημαντική προσφορά τους στο βιβλίο και τα ελληνικά γράμματα.
Α λέξη ς Π α νσ έλη νος ΙΣΤΟΡΙΕΣΜΕΣΚΥΛΟΥΣ
Η Μ ΕΓΑΛΗ ΠΟΜΠΗ Έ να μυθιστόρημα σαν κόμικ Έ να κόμικ σαν μυθιστόρημα ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΣΚΥΛΟΥΣ (3η έκδοση)
ψ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ]
22 Ιανουάριου έως 4 Φεβρουάριου 1986
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε γα λύτερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε ρίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (**) και το τελε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ) .
ΒΙΒΛΙΑ 1. X. Μίσσιου:... Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα) 2. Φ. Γερμανού: Σαμ (Κάκτος) 3. Ο. Εκο: Το άνομα του ρόδου (Γνώση) 4. Γ. Σεφέρη: Πολιτικά ημερολόγιο, 2ος τόμος (Ίκαρος)
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που α ναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκ είν α τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του λάχιστον βιβλιοπώλες. Οσο για το ενδιαφέρον και την π οιότητά των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είνα ι να συμβου λ ε ύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής».
8 1 i 1 s I 8 3 j * ίI 1 1 3 ί 1j I ί ί I 1ί ϊ ί I ί 77 * <
<
..
Λ
Λ
Λ
Λ .. Λ .. Λ
*· Λ
Λ
··
5. Κυρ: Για ακόμη καλύτερες νύχτες (Κάκτος)
*·
.. *
6. Μ. Ντυράς: Οδύνη (Εξάντας) 7. Σ. Σινιορέ: Αντίο Βολόντια (Εξάντας) Β. Αποκάλυψη Ιωάννη (Ύψιλον)
*
Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 4300 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 4100 δρχ. 15 τευχών 2800 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 2500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 5100 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 55 δολ. (ΗΠΑ)- Σπουδαστική 25 τευχών 51 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 36 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 34 δολ. Κύπρος 25 τευχών 48 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 44 δολ. Κύπρος 15 τευχών 32 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 30 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική
25 τευχών 61 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 58 δολ. 15 τευχών 40 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 38 δολ.
Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών
Ευρώπη: 63 δολ. .Κύπρος: 56 δολ. Αμερική κλπ. 70 δολ. Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 200 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.
χρονικά/'5
Παράγοντες και αιτίες της φθοράς και της καταστροφής του βιβλιακού υλικού
Τους παράγοντες και τα αίτια των φθορών και των αλλοιώσεων του βιβλιακού υλικού μπορούμε να τους διαιρέσουμε και να τους κατατάξουμε σε τρεις κα τηγορίες: α) τους βιολογικούς, β) τους χημικοφυσικούς και γ) το ανθρώπινο περιβάλλον και τα φυσικά φαινόμενα. Α) Βιολογικοί παράγοντες: Τους βιολογικούς παράγοντες τους διαιρούμε σε δύο: α) τους μικροβιολογικούς και β) τους καθαρά βιολογικούς. α) Μ ικροβιολογικοί Η μικροβιολογία είναι η επιστήμη που μελετά τους μικροοργανισμούς, τους αόρατους αυτούς εχθρούς του βιβλίου, αλλά και του ανθρώπου.
Οι μικροοργανισμοί είναι άσπονδοι εχθροί του βι βλίου. Έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσονται και στις πλέον αντίθετες κλιματολογικές συνθήκες. Αναπτύσσονται και σε περιοχές με πολικό ψύχος, καθώς και σε περιοχές πολύ θερμές, μέχρι και 80C - 90c . Είναι αναερόθιοι και αερόβιοι. Προσβάλλουν το χαρτί και τρέφονται από αυτό, όπως και από την περγαμηνή, το δέρμα, το ξύλο, το κερί, τις πλαστι κές ουσίες, τις κόλλες. Οι μικροοργανισμοί που προσβάλλουν το χαρτί είναι: α) τα βακτήρια, β) οι στρεπτομύκητες και γ)
6/χρονικα δος του μικροοργανισμού, που προσέβαλε το χαρ τί, την περγαμηνή, το δέρμα. Οι μικροοργανισμοί προξενούν μεγάλες ζημίες στο χαρτί και σε άλλα βιβλιακά υλικά και μετά διά φορα ένζυμα και οξέα, που εκκρίουν, όπως Οξέα: Κιρικόν οξύ, γαλακτικόν οξύ, Ένζυμα: cellulasi, proteasi, tannasi, τα οποία προσβάλλουν τα υλικά με βάση την πρωτεΐνη. Φθείρουν τις ίνες της κυτταρί νης, του κολλαγόνου. Αποσυνθέτουν την κυτταρί νη, χνουδοποιούν το χαρτί, λεπτύνουν την περγα μηνή. Χνουδοποιούν και το δέρμα, το οποίον και αποχρωματίζουν. Η μελάνη αποχρωματίζεται, κυ ρίως η μελάνη με φυτική προέλευση, όπως η μελά νη των χειρογράφων. Το ΡΗ (μονάδα μέτρησης της οξύτητας του χαρτιού, του δέρματος) κατέρχεται.
Βιβλίο αποσυντεθειμένο κατόπιν προσβολής από διάφορους μικροοργανισμούς της ομάδας «ασκομυκήτων» χαι ιδιαίτερα από το Aspergillus niger
οι μύκητες, τα μανιταροειδή. Υπάρχουν περίπου 100 είδη μύκητων και ένας άπειρος αριθμός βακτη ρίων και σχυζομύκητων. Με την προσβολή των μι κροοργανισμών το χαρτί χάνει την αρχική του στε ρεότητα και χνουδοποιείται- λαμβάνει διάφορα χρώματα και υποβαθμίζεται η σύνθεση της κυτταρί νης. Χάνει τις μηχανικές του ιδιότητες και γίνεται εύθραυστο, διότι διασπάται ο πολυμερισμός της κυτταρίνης. Ενίοτε δημιουργούνται στο χαρτί πο λύχρωμοι λεκέδες, που είναι δηλωτικά σημεία της παρουσίας και της προσβολής μικροοργανισμών. Κάθε είδος μικροοργανισμού έχει το δικό του χα ρακτηριστικό χρώμα. Έχουμε λεκέδες χρώματος καφέ, πράσινου, κίτρινου, ροζέ, κόκκινου, μαύρου, γκρίζου ή χρώματος ανάμεικτου, όπως κόκκινου και πράσινου, κίτρινου και πράσινου κ.ά. Οι λεκέδες αυτοί οφείλονται στις χρωστικές ουσίες, τις οποίες εκκρίουν οι μικροοργανισμοί στη διάρκεια της ανά πτυξής τους. Πολλές φορές καθιστούν τη γραφή δυσανάγνωστη, είναι δε ανεξίτηλοι. Οι λεκέδες εξαρτώνται και από την καλή ή κακή ποιότητα της ύλης, δηλ. του χαρτιού, της περγαμηνής, του δέρ ματος, καθώς και από την παρουσία άλλων μικρο βίων, από τις κλιματολογικές συνθήκες, την οξίδωση ή την αλκαλικότητα της ύλης κλπ. Για τούτο μό νο με μικροβιολογικές εξετάσεις και αναλύσεις μπορούμε να διαγνώσουμε την κατηγορία και το εί
β) Καθαρά β ιολογικοί παράγοντες Η καταστροφή και η φθορά, η μόλυνση, τις οποίες προκαλούν τα διάφορα έντομα στο βιβλιακό υλικό, έχουν παρατηρηθεί ήδη από την αρχαιότητα. Τα έντομα τα οποία προσβάλλουν το βιβλιακό υλικό κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες: α) Τα έν τομα τα οποία έχουν το habitat τους μέσα στο βι βλίο. Τα έντομα αυτά αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται μέσα στο θιλίο, β) Τα έντομα τα οποία έχουν το habitat τους έξω από το βιβλίο. Είναι έντομα-επισκέπτες, όπως η κατσαρίδα. Τα έντομα εισέρχονται στη βιβλιοθήκη με διάφο ρους τρόπους. Εισέρχονται με τη βοήθεια της σκό νης· μεταδίδονται από τα ρούχα των αναγνωστών και τα εισερχόμενα παλαιά βιβλία και έπιπλα που εισάγονται στη βιβλιοθήκη. Εισέρχονται επίσης από τα ανοικτά παράθυρα κλπ. Παρετηρήθη ότι τα ξυλοφάγα και τα θιβλιοφάγα έντομα αγαπούν να ζούν μέσα στις φωλιές των περιστεριών. Τα έντομα που εισέρχονται στο χώρο της βιβλιο θήκης για να πολλαπλασιασθούν και να αναπτυ χθούν χρειάζονται και τις κατάλληλες συνθήκες, τις οποίες εάν δεν βρουν δεν αναπτύσσονται και παραμένουν σε λανθάνουσα κατάσταση, παραμέ νουν ανενεργό. Υπάρχουν γύρω στα 100-150 είδη βιθλιοφάγων εντόμων. Μεταξύ αυτών μόλις μία μι κρή ομάδα, αποτελούμενη από 20-30 το πολύ κατη γορίες και είδη, είναι η πλέον καταστροφική και επικίνδυνη. Κάθε χώρα έχει τα δικά της δεδομένα. Η μεγαλύτερη κατηγορία είναι των Κολεοπτέρων. Μετά έρχονται τα Lepitoderma, τα Psocoptera, τα Blattodea, τα Thynasura ή Dyct'optera, την οικογένεια των Anobidae, Ptinidae, Lathrididae, Cryptophagidae κ.ά. Δεν είναι βέβαια δυνατό να αναφερθούμε, στη σύντομη αυτή έκθεση, αναλυτικά στους παθογόνους αυτούς παράγοντες. Τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα έντομα παραμένουν μόνιμα στις βιβλιοθήκες και είναι σε θέση, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, να επιφέ ρουν μεγάλες καταστροφές στο απροστάτευτο 'βι βλιακό υλικό. Τρέφονται με το χαρτί, την περγαμη νή, το δέρμα, την κόλλα, κυρίως την αλευρόκολλα ή τη ζελατινόκολλα κλπ. Υποδεικνύεται συνήθως, σαν ιδανικές τιμές θερ μοκρασίας μέσα στις βιβλιοθήκες και τα βιβλιοστάσια, οι 18° - 20oC και σαν ιδανικές τιμές υγρασίας οι 50% - 65%.U.R. Οι συνθήκες αυτές προσφέρονται για την ανάπτυξη πολλών εντόμων, όχι όμως καί των μικροοργανισμών. Όταν οι συνθήκες αυτές
χρονικα/7
ί <? ν & ψ £ ά & $ , ί Ρ„,ω ». t a O r t o ^ M
? , ^ 4 s r A
» £
^ ;
La cHifedecKhabitants ^ « « e n c o r e ptHW-ipcs de la b k irie: « droit 1 airs haut*jufticfc», que pout , premiers 4m j* a icurs jufticwWa .. * *
sF d « places iuida qui
^
e , pour ic paceage dcs beftuux. a » » ', que fe* iubkams ic fen*: fours»* au dgneur hiairfcr qui ic percok, « «
,ΊΙ a abandenble, ne pwi done P<«* j*
Urillette du
arpartiem pies; e lk c ti emtcremcm : J u M: t:. li.i m - c . ii.r I'art. 8> dv N or-
Δεξιά: Urillette paniceum, έντομο βιβλιοφάγο, από τα πολνσυναντονμενα στις βιβλιοθήκες. Κάτω: βιβλίο κατεστραμμένο από Ανόβια
δεν αλλάζουν, είναι σταθερές, τότε παρατηρούμε μ(α διαταραχή στον κύκλο πολλαπλασιασμού και της ανάπτυξης των εντόμων. Τα έντομα αναπτύσ σονται γρηγορότερα στα βιβλιοστάσια και στις απο θήκες των βιβλιοθηκών, ενώ στα αναγνωστήρια, όπου διακινούνται περισσότερο τα βιβλία, ανα πτύσσονται σε περιορισμένη κλίμακα. Από τα πλέον καταστροφικά έντομα και τα πλέον πολυσύχναστα στη βιβλιοθήκη, αναφέρω ενδεικτι κά τα παρακάτω: α)7ο Stegobium Paniceum: Το έντομο αυτό τρέφ ε ται με την αλευρόκολλα των παλαιών βιβλίων με προϊόντα φυτικής και ζωικής προέλευσης. Παρατηρείται συχνά στα χειρόγραφα. Καταστρέφουν τη δερμάτινη βιβλιοδεσία καθώς και τα πρώτα και τε λευταία φύλλα του βιβλίου. Δεν εισχωρούν σ’ όλο το σώμα του βιβλίου. Εισέρχονται από τη ράχη της στάχωσης, όπως όλα τα έντομα. Όλη η διαδικασία του πολλαπλασιασμού και της ανάπτυξής του γίνε ται μέσα στο βιβλίο. β) Άλλο φθοροποιό έντομο είναι το Anobium Domesticum. Καταστρέφει το ξύλο της βιβλιοδεσίας. Ανοίγει μεγάλες τρύπες και πολλές στη ράχη της στάχωσης, κυρίως των δερμάτινων βιβλιοδεσιών. Παρατηρείται επίσης και σε βιβλιοδεσίες βελούδι νες και μεταξωτές. Σκάπτουν μεγάλες γαλαρίες κα τά μήκος και βάθος του βιβλίου και το καταντούν μία πραγματική δαντέλα. Καταστροφικόν είναι και το Xestobium, το οποίο σκάπτει βαθιές σήραγγες κατά μήκος, βάθος και πλάτος του βιβλίου, του οποίου τα φύλλα συχνότα τα γίνονται αχρησιμοποίητα και δυσανάγνωστα. Οι Δερμέστιδες προκαλούν επίσης μεγάλες ζη μιές στα βιβλία. Καταστρέφουν κυρίως το δέρμα. Ανοίγουν μικρές στρογγυλές τρύπες στη βιβλιοδε σία. Γνωστό σε όλους μας είναι το Lepisma, χρυσόψαρον. Είναι έντομο νυκτόβιο. Παρατηρείται μεταξύ των σελίδων του βιβλίου. Τρέφεται από το χαρτί, το
Παράγοντες που ευνοούν την προσβολή του βιβλιακού υλικού από τους μικροοργανισμούς και τα έντομα Οι παράγοντες που ευνοούν τη χημικοβιολογική καταστροφή και φθορά του βιβλιακού υλικού και την ανάπτυξη των μικροοργανισμών και των εντό μων είναι οι παρακάτω: Α) Σκόνη: Η σκόνη είναι «η πανταχού παρούσα και τα πάντα καλύπτουσα» φίλη των βιβλίων, των βιβλιοθηκών. Είναι, χημικώς εξεταζομένη, μία ετε ρογενής μεταβλητή σύνθεση. Περιέχει διάφορα χη μικά σωματίδια διάφορου χαρακτήρα, φύσης και προέλευσης. Η σύνθεσή της εμπλουτίζεται στις βιομηχανικές περιοχές και πολυκατοικημένες πε ριοχές. Είναι καθαρότερη στην ύπαιθρο, όπου υπάρχει πράσινο, μακριά από τις πόλεις. Η σκόνη περιέχει αυγά εντόμων, νύμφες, σπέρματα μι κροοργανισμών, τα οποία και μεταφέρει και εναπο θέτει πάνω στα βιβλία, στα ράφια και λοιπά έπιπλα της βιβλιοθήκης. Πολλοί από τους μικροοργανι σμούς είναι παθογόνοι και για τον άνθρωπο. Οι βι βλιοθηκάριοι συχνά πάσχουν από δερματικές αρρώστοιες όπως φαγούρες, εκζέματα, κοκκινίλες, αλλεργικές παθήσεις κλπ. Σε περιοχές όπου ο βαθ μός ρύπανσης είναι υψηλός, η σκόνη είναι ιδιαίτε ρα καταστροφική. Σε πολλές βιβλιοθήκες, που ευρίσκονται σε μολυσμένες περιοχές, με υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, παρατηρείται ένα είδος σκόνης λιπαρής και μαύρης, η οποία δύσκολα κα θαρίζεται και '-ξαλείφεται. Δεν χνουδοποιείται. Κολλά στα χέρια. Είναι η χημικά μολυσμένη σκόνη, που είναι πολύ βλαβερή για το χαρτί, το δέρμα, την περγαμηνή. σπάγγο, το ύφασμα, την κόλλα με βάση το άμυλο. Δημιουργούν επιφανειακές φθορές. Χαρακτηριστι κές φθορές προξενούν στη ράχη της στάχωσης. Πολύ καταστροφικοί είναι και οι Τερμίτες. Ο πολλαπλασιασμός των εντόμων γίνεται κυρίως την Άνοιξη οπότε και πρέπει να απολυμάνουμε τις βιβλιοθήκες και τις βιβλιακές συλλογές. Η επιστήμη καταβάλλει σήμερα έντονες προσπά θειες για να κατασκευάσει ένα νέο είδος χαρτιού μακράς διάρκειας, το οποίον θα διατηρεί τις μηχα νικές του ιδιότητες για πολύ καιρό, και δεν θα απο χρωματίζεται, θα είναι δε σε θέση θα έχει τη δυνα τότητα να ανθίσταται στις προσβολές των παθογόνων παραγόντων, των εντόμων και των μικροοργα νισμών, χρησιμοποιώντας διάφορες χημικές ουσίες, όπως εντομοκτόνα. Οι μέχρι σήμερα όμως προσπά θειες δεν είχαν θετικά αποτελέσματα. Τα έντομα πριν θανατωθούν από τα εντομοκτόνα καταστρέ φουν το χαρτί. Απ’ όλα όσα έχουν αναφερθεί στις πιο πάνω πα ραγράφους, γίνεται αντιληπτός ο ρόλος που δια δραματίζουν οι βιολογικοί παράγοντες στην κατα στροφή του βιβλιακού υλικού. Για τούτο οι υπεύθυ νοι των βιβλιοθηκών πρέπει να συνεργάζονται στε νά με ειδικούς επιστήμονες βιολόγους, ώστε έγκαι ρα και αποτελεσματικά να προλαμβάνουν τις διά φορες καταστροφές.
Lepisma saccharina,
χρονικα/9 Β) Αερισμός. Ο ορθός και ο ικανός αερισμός εί ναι πολύ σημαντικός για την υγιεινή των βιβλιοθη κών. Η έλλειψη αερισμού δημιουργεί αρκετά προ βλήματα στο χώρο των βιβλιοθηκών. Σε υγρές πε ριοχές και με έλλειψη καλού αερισμού παρατηρού με συμπυκνώσεις της υγρασίας, καθώς και επικάθηση της σκόνης. Δημιουργείται έτσι μία πολύ βλαβε ρή κατάστασης. Η εισπνοή από τους υπάλλήλους της βλαβερής αυτής σκόνης προξενεί μεγάλες φθορές στον οργανισμό τους. Γ) Φωτισμός: Ο υπερβολικός φωτισμός, τεχνητός ή φυσικός, φθείρει το βιβλιακό υλικό, καθώς και ο υποφωτισμός. Το έντονο ηλιακό φως και ο έντονος τεχνητός φωτισμός, κυρίως οι λαμπτήρες πυρακτώσεως, οι κοινές δηλ. λάμπες, που είναι πηγές θερ μότητας, προξενούν υποβάθμιση (degradation) της κυτταρίνης. Κυρίως βλάπτουν το χαρτί, και μάλιστα της κακής ποιότητας σύγχρονο χαρτί, διότι με τις οξιδώσεις διαφόρων φαινολικών συστατικών του χαρτιού, όπως της ξύλινης (lignine), το χαρτί κιτρινί ζει. Στην κιτρινίλα αυτή διαδραματίζει μεγάλο ρόλο και το οξυγόνο της ατμόσφαιρας. Το χαρτί ξηραίνε ται, πολλές δε φορές το χαρτί σπάζει με το απλό φυλλομέτρημα των σελίδων. Ζημίες προκαλούνται και στη μελάνη τόσο των χειρογράφων όσο και στη σύγχρονη, που περιέχει πολλές συνθετικές ουσίες, μάλιστα όταν τα βιβλία εκτίθενται για πολύ καιρό στο έντονο φως, σε υψηλής έντασης φως. Η πα ρουσία βασικών ή αλκαλικών αλάτων και άλλων χη μικών ουσιών επιβραδύνει τη βλαβερή επίδραση του έντονου φωτισμού. Με την παρουσία του οξυ γόνου της ατμόσφαιρας προκαλείται φωτοοξίδωση των χημικών σιιστπτικών του χαρτιού Δ) Κ λψ ατολογικές συνθήκες: Οι μη ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, οι μη κανονικές τιμές υγρα σίας και θερμοκρασίας, παίζουν έναν σπουδαίο ρό λο στη φθορά του βιβλίου, η οποία δεν παρουσιάζε ται, δεν εμφανίζεται αμέσως, γι’ αυτό πολλοί εξαπατούνται από την εξωτερική εμφάνιση του βι βλίου. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε π.χ. πόση πο σότητα νερού έχει το συγκεκριμένο χαρτί στη συγ κεκριμένη στιγμή που το κοιτάζουμε; Ό χι βέβαια με την απλή παρατήρηση. Χρειαζόμασθε ειδικές μετρήσεις. Μπορούμε όμως να γνωρίζουμε την ιδα νική ποσότητα νερού, που πρέπει να έχει το χαρτί, η περγαμηνή, το δέρμα, σε συγκεκριμένη τιμή υγρασίας και θερμοκρασίας. Κάθε υλικό πρέπει να έχει μία ορισμένη ποσότητα νερού, που ισοδύναμε! με το 10% του συνολικού του βάρους. Ανάλογα με τις τιμές υγρασίας και θερμοκρασίας η ποσότητα αυτή αυξάνεται ή μειώνεται. Οι μη κανονικές, μη ιδανικές κλιματολογικές συν θήκες του χώρου της βιβλιοθήκης αποβαίνουν αι τίες, που ευνοούν την προσβολή των βιβλίων από τους παθογόνους παράγοντες. Οι συχνές αυξο μειώσεις των τιμών υγρασίας και θερμοκρασίας αποβαίνουν σε βάρος των μηχανικών ιδιοτήτων του υλικού. α) Θερμοκρασία: Η πλειονότητα των βιθλιοφάγων και ξυλοφάγων εντόμων, για να αναπαραχθούν και να αποβούν ζημιογόνοι για το βιβλίο χρειάζον ται μία σχετική θερμοκρασία, πάνω από 22°C, και μάλιστα μεταξύ 22°C - 30°4C. Οι τιμές αυτές είναι περισσότερο πρόσφοροι όταν έχουμε συγχρόνως και υψηλή υγρασία. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι
Ράχη βιβλίου διάτρητη από Ανόβια
υπάρχουν πολέμιοι ζωντανοί οργανισμοί του βι βλιακού υλικού οι οποίοι ζούνε και κάτω από το 0°, αλλά και πάνω από τους 30°C, π.χ. ορισμένα έντομα της κατηγορίας των Anobidae και Cerambici, Cladosporium και Sporotrichum. Η μεγάλη και η υψηλή θερμοκρασία προξενεί ζη μίες στην περγαμηνή, την οποία αποξηραίνει και την σκληραίνει. Η περγαμηνή χάνει ποσότητα νε ρού, χάνει την πλαστικότητά της και σπάζει εύκολα, συρρικνώνεται. Η συρρίκνωση αποβαίνει τραγικότε ρη όταν έχουμε έγχρωμες απεικονίσεις, μινιατού ρες. Η περγαμηνή είναι πολύ υγροσκοπική, απορροφά εύκολα μεγάλη ποσότητα νερού, αλλά και χάνει εύκολα την ποσότητα αυτή του νερού. β) Υγρασία: Η υγρασία είναι ένας παράγοντας τον οποίον οι υπεύθυνοι της βιβλιοθήκης πρέπει να προσέχουν πάρα πολύ, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η βι-
10/χρονικα
Χαρακτηριστική περίπτωση αποσννθέσεως και φθοράς τον χαρτιι
βλιοθήκη ευρίσκεται κοντά σε περιοχές υγρές, κοντά στη θάλασσα, περισσότερο δε όταν ευρίσκεται σε περιοχές υγρές και μολυσμένες ατμοσφαιρι κά. Η ρύθμιση της υγρασίας είναι πρωτεύον θέμα για κάθε θιβλιοφύλακα. Η συμπύκνωση της υγρα σίας, κυρίως σε μολυσμένες βιομηχανικές περιοχές πρέπει να αποφεύγεται με κάθε θυσία, διότι περιέ χει περισσότερα οξέα, όπως θειϊκόν οξύ, το οποίον είναι οξύ αδιάλυτο και μόνιμο, όταν επικαθήσει στα βιβλία. Η διάβρωση και η καταστροφή, τις οποίες προξε νεί η υγρασία διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: α) Διάβρωση χημικο-φυσική: Τόσο το χαρτί όσο και η περγαμηνή, αλλά κυρίως η περγαμηνή, είναι υλικά υγροσκοπικά. Ό ταν ευρεθούν σε περιβάλλον πολύ υγρό υφίστανται υδρόλυση. Οι ίνες της κυτ ταρίνης υποδιαιρούνται σε μικρότερες, σπάζουν οι ενώσεις του υδρογόνου. Το χαρτί γίνεται «άπια στο» σε προχωρημένο δε στάδιο καταντά μία μαλακή μάζα. Δίδει την εντύπωση αποξηραμένου χαρτο πολτού (carta feltrosa). Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται συχνά στα τέσσερα άκρα των σελίδων του βι βλίου. Η περγαμηνή, όπως έχω αναφέρει, είναι περισσό τερον υγροσκοπική. Καθίσταται γλοιώδης όταν απορροφά πολύ νερό, πάνω από την κανονική πο σότητα. Το βιβλιακόν υλικό όταν ευρίσκεται σε υγρό περιβάλλον, υφίσταται διαστολές και αλλοιώ νονται οι διαστάσεις του. Με τις συνεχείς διαστο λές αλλά και συστολές, το βιβλίο φθείρεται. Πολ λές φορές παρατηρούμε τις σελίδες του βιβλίου, το δέρμα ή την περγαμηνή της βιβλιοδεσίας να έχουν λάβει μία κυματοειδή μορφή. Τούτο οφείλε ται στις συχνές ακανόνιστες διαστολές και συστο λές. Όταν η περγαμηνή απορροφήσει πολύ νερό, όπως είπα, καθίσταται γλοιώδης, οι πόροι της διαστέλλονται και στο διάκενο που δημιουργείται ει σχωρούν, εμφωλεύουν και αναπτύσσονται οι διά
Τ ό την υγρασία
φοροι μικροοργανισμοί, οι οποίοι αποκαλύπτονται μετά από την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστή ματος. Η μελάνη των χειρογράφων οξιδώνεται εύκολα, κυρίως η μελάνη του τύπου ferrogallico, η μελάνη που περιέχει άλατα σιδήρου, θειϊκό σίδηρο ή θειϊκό χαλκό. Το βιβλιακό υλικό χρειάζεται μία κανονική ποσό τητα νερού. Όταν η ποσότητα αυτή είναι κάτω του κανονικού τότε το υλικό μας αποξηραίνεται. Οι αποξηραμένες κόλλες πέφτουν, οι βιβλιοδεσίες αποκολλούνται. Σε περίπτωση αποξηραμένου δέρ ματος, όταν μάλιστα έχει σχισίματα, αυτά ανοίγουν περισσότερο. Μεγάλες ζημίες υφίστανται οι μικρο γραφίες, σε μινιατούρες χειρογράφων. β) Διάβρωση βιολογική: Η υψηλή υγρασία απο βαίνει, γίνεται αφορμή ανάπτυξης των μικροοργα νισμών. Όπως κάθε ζών οργανισμός, έτσι και οι μι κροοργανισμοί χρειάζονται μία συγκεκριμένη ποσό τητα νερού για τον πολλαπλασιασμό τους. Οι μι κροοργανισμοί δραστηριοποιούνται όταν η υγρασία υπερβεί την τιμή των 65/U.R. και η θερμοκρασία τους 22°C. Υπάρχουν, όμως, και έντομα, όπως τα anobidae και lictydi τα οποία ζουν και στις προτεινόμενες ως ιδανικές τιμές υγρασίας και θερμοκρα σίας, παραμένουν όμως σε λανθάνουσα κατάσταση, σε κατάσταση ανενεργή. Η καταστροφική δράσις τους αναχαιτίζεται και επιβραδύνεται με τη σταθε ρή διατήρηση των ιδανικών τιμών (18C - 20C) και (50% - 65% U.R.). Σε πολλές βιβλιοθήκες ευρίσκουμε χειρόγραφα και παλαιά έντυπα που διατηρούνται σε καλή κατά σταση το χαρτί τους είναι καλό, παρά τις αντίθετες κλιματολογικές συνθήκες. Αυτό οφείλεται στην κα λή ποιότητα του χαρτιού, της περγαμηνής. Δεν υπάρχει χαρτί, κυρίως μετά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνος, το οποίο να μην παρουσιάζει ίχνη αποσύνθεσης, οξίδωσης, να μη παρουσιάζει χημικοβιολογικές φθορές και αλλοιώσεις. Τα παλαιά και
χρονικα/11 χειροποίητα χαρτιά, που κατασκευάζονται από ρά κη λίνου ή βάμθακος ή άλλων ομοειδών φυτών, και που δεν περιείχαν ρετσινώδεις ουσίες, τις οποίες έχουν τα νεότερα, τα από ξυλοπολτό κατασκευαζόμενα, είναι ανθεκτικότερα. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι αυτά είναι και άτρωτα αθάνατα. Η βιομηχανοποίηση του χαρτιού επέφερε ποικί λες καταστροφές, κυρίως με την παρουσία της Ξυλίνης (lignine), η οποία είναι ένα συστατικό της σελλουλόζης, που δυστυχώς δεν μπορούμε να εξουδε τερώσουμε, παρ’ όλες τις προσπάθειες των ειδι κών. Τα χαρτιά, που περιέχουν Ξυλίνη είναι πε ρισσότερο υγροσκοπικά. Ό ταν έχουμε υψηλή υγρασία, τότε τα σύγχρονα χαρτιά οξιδώνονται γρηγορότερα. Επάνω στο δέρμα αναπτύσσεται ενί οτε μία χλωρίδα. Συνήθως παρουσιάζεται όταν το δέρμα έχει απορροφήσει πολύ νερό. Η φθορά του δέρματος εξαρτάται από την καλή ή κακή ποιότητα της βυρσοδεψίας, από τις ουσίες δηλ. που χρησιμο ποιήθηκαν.
Χημικές φθορές του βιβλιακού υλικού. Οξίδωση. Οι χημικές φθορές του βιβλιακού υλικού είναι πολύ σημαντικές. Το χαρτί χημικώς εξεταζόμενο είναι ένα πολυσακχαρώδες, το οποίον αποτελείται από άτομα αμυλοσακχάρου, σε διάφορους τύπους ενώσεως και διαφορετικού μήκους, όλα εξαρτώμενα από το φυτό, από το οποίο κατασκευάζεται το χαρ τί. Είναι πολύμερο της σελλουλόζης. Περιέχει εκτός από τη σελλουλόζη και διάφορα άλλα συστα τικά, όπως σύνθετα Αζώτου, παράγωγα πρωτεϊνών, Ξυλίνη, τα νεότερα, Κάλλιο κ.ά. Στη σύνθεση, στην ενότητα των ινών της κυττα ρίνης, στο μήκος των ινών αυτών και στο βαθμό του πολυμερισμού οφείλεται η παγιότητα και οι κα λές μηχανικές ιδιότητες του χαρτιού. Στα ίδια αίτια οφείλεται και ο βαθμός της υγροσκοπικότητάς του. Η υγροσκοπικότητα της περγαμηνής οφείλεται Καταστραμμένος πάπυρος
Περγιμιηνό φύλλο χειρογράφου διάτρητο από την οξιόωμένη
στην καλή ή κακή κατασκευή της, στην ποσότητα του ασβέστιου που περιέχει. Ό πω ς όλα τα πολύμερα, έτσι και τα άτομα της κυτταρίνης μπορούν να διασπασθούν σε μικρότε ρα, μειώνεται έτσι ο πολυμερισμός των ινών της κυτταρίνης. Τα ισχυρά οξέα έχουν τη δυνατότητα να καταστρέφουν την κυτταρίνη, με το φαινόμενο της υδρόλυσης να απομακρύνουν τα άτομα του αμυλοζακχάρου μεταξύ τους. Περισσότερο βλαβε ρά είναι τα αδιάλυτα οξέα και τα μόνιμα, τα οποία επικάθηνται στο χαρτί, η δε διάβρωσή τους είναι συνεχής και ισχυρότερη από αυτή των διαλυτών οξέων. Ένα μόνιμο και αδιάλυτο οξύ, το οποίο δημιουργείται από την παρουσία του θειώδους ανυδρίτη και του οξυγόνου, στις μολυσμένες κυρίως περιοχές, είναι το θεϊίκόν οξύ. Η Ξυλίνη, την οποία περιέχουν τα νεότερα χρονικώς χαρτιά, γίνεται αι τία μεγαλύτερης διάβρωσης. Η Ξυλίνη είναι αστα θής και η σύνθεσή της οξιδωμένη· δημιουργεί ένα σκούρο χρώμα. Σε προηγούμενο δε στάδιο οξίδωσης το χαρτί θρυμματίζεται. Στις περιπτώσεις αυ τές έχομε ολική οξίδωση του χαρτιού. Έχομε δύο κατηγορίες οξιδώσεων: α) την εσω τε ρική οξίδωση: Οφείλεται στα υλικά, στο νερό, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του χαρτιού, §) την εξω τερική οξίδωση: Οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο περιβάλλον, τη μολυσμένη ατμόσφαιρα, το οξυγόνο, το έντονο ηλιακό φως, την υγρασία. Υπάρχει στενή σχέση και αλληλοσυμβολή μεταξύ της εσωτερικής και της εξωτερικής οξίδωσης. Η πρώτη προϋποθέτει τη δεύτερη. Η παρουσία όξινων ακαθαρσιών, η όξινη σκόνη, οι οποίες παρατηρούν ται σε ρυπαρές και μολυσμένες περιοχές υποβοη θούν κατά πολύ την εξωτερική οξίδωση.
12/χρονικα χαρτιού και της περγαμηνής. Ένεκα τούτου πολλοί επιστήμονες αντιτίθενται στη συνεχή έκθεση των χειρογράφων, αλλά και των εντύπων γενικά, σε υψηλού μήκους φωτεινές ακτίνες, π.χ. στις ακτίνες του φωτοτυπικού μηχανήματος. Οι μικρού μήκους ακτίνες είναι περισσότερον βλαβερές από τις μακρού μήκους ακτίνες. (Κάτω από 360-400 ΝΜ είναι πολύ πιο επικίνδυνες από τις ακτίνες 400-720 ΝΜ). δ) Η μόλυνση της ατμόσφαιρας: Βλάπτει τη μελάνη με τη δημιουργία θειϊκού οξέως. Β) Συστα τικά της μελάνης: α) Η φύση των συστα τικών, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παρα σκευή της μελάνης, β) Η ποσότητα των μεταλλικών αλάτων, γ) Οι διάφορες οργανικές ουσίες, που προέρχονται από την αποσύνθεση των μικροοργα νισμών. Κατά καιρούς στη Δύση, κυρίως κατά τη διάρκεια του XIX αι„ για να έχει η μελάνη έντονο μαύρο χρώμα πρόσθετον θειϊκόν οξύ ή χλώριον. δ) Η ύλη επάνω στην οποία υπάρχει η γραφή· η καλή ή η κακή ποιότητα της ύλης. Σνριακό χειρόγραφο καταστραμμένο από την οξιδωμένη μελάνη
Φθορές και αλλοιώσεις της μελάνης χειρογράφων Τα διάφορα παθογόνα αίτια καταστρέφουν και τη μελάνη, ιδιαίτερα δε τη μελάνη των χειρογράφων. Ορισμένες μελάνες αποχρωματίζονται σχεδόν τε λείως. Τα μεταλλικά άλατα που περιέχουν, με τη συμβολή διαφόρων αιτίων, διαλύονται, παραμένει δε ένα ίχνος μελάνης, η οποία μόλις και μετά βίας διαβάζεται. Το φαινόμενο οφείλεται στη δημιουρ γία «ανθρακοφαινολικών» οξέων. Ά λλες κιτρινί ζουν, άλλες κοκκινίζουν. Παρατηρούμε συχνά τη μερική οξίδωση. Δηλ. έχομε οξίδωση μόνο της με λάνης και σαν συνέπεια τη διάτρηση του χαρτιού στα σημεία γραφής. Ενίοτε μας λείπει το χαρτί στα σημεία όπου υπάρχει γραφή, ενώ το υπόλοιπο χαρ τί είναι ακέραιο. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στην περγαμηνή. Οι κυριότεροι παράγοντες της φθοράς, του απο χρωματισμού της μελάνης είναι οι εξής: Α) Το περιβάλλον, α) Το οξυγόνο, που υπάρχει στην ατμόσφαιρα, με τη βοήθεια της υγρασίας προκαλεί την οξίδωση των οργανικών ουσιών. Είναι κύ ριος παράγοντας αποχρωματισμού. Το οξυγόνο προκαλεί επίσης τον αποχρωματισμό και των χρω μάτων και της μελάνης με βάση τα «colorants triphenylmethaniques». β) Η υγρασία: Το νερό σεμμετέχει στη διαδικασία του αποχρωματισμού, σαν χημικός παράγοντας δια της υδρόλυσης. Είναι ο παράγον τας ρυθμιστής της πυκνότητας του οξυγόνου στο χαρτί. Η υγρασία προκαλεί, δια της υδρόλυσης της μελάνης, την δημιουργία του θειϊκου οξέως. γ) Το φως: Το χαρτί, η περγαμηνή, το δέρμα, η μελάνη περιέχουν διάφορες οργανικές ουσίες, οι οποίες είναι ευαίσθητες στο φως και κυρίως στις υπεριώ δεις ακτίνες, οι οποίες δημιουργούν φωτοχημικές αποσυνθέσεις, που έχουν σαν συνέπεια τον απο χρωματισμό της μελάνης και την εξασθένιση του
Γ) Το ανθρώπινο περιβάλλον: Μία από τις αιτίες καταστροφής του βιβλιακού υλικού είναι και ο αν θρώπινος παράγοντας. Πολλές φθορές, οφείλονται στην άγνοια ή στην αμέλεια του ανθρώπου, του υπεύθυνου βιβλιοφύλακα. Πολύμορφοι και πολυ ποίκιλοι είναι επίσης οι παθογόνοι παράγοντες, οφειλόμενοι στον άνθρωπο. Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να συναριθμήσουμε και τα φυσικά φαι νόμενα, όπως η πυρκαϊά, ο σεισμός, η πλημμύρα κλπ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΩ. ΠΕΛΤΙΚΟΓΛΟΥ Περγαμηνός κώδικας, μισοκαμένος, ανασυρθείς από την
Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ Η Γερτρούόη Στάιν είχε πει στον Έρνεστ Χέμινγκονέη «είμαστε όλοι μία χαμένη γενιά» και ο Χέμινγκονέη χρησιμοποίησε τη φράση στην προμετωπίδα τον πρώτον τον μνθιστορήματος. Είναι αλήθεια ότι οι μεγάλοι αμερικανόί πεζογράφοι τον μεσοπολέμον είχαν πολλά κοινά και αποτελούν μία σπάνια περίπτωση όπον μπορεί η κριτική να σνμπεριλάδει τόσονς πολλούς λογοτέχνες. Αμέσως μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και πριν βγάλονν ακόμη τη στολή, εμφανίζονται ένας ένας στα γράμματα, ο Σκοττ Φιτζέραλντ, ο Έρνεστ Χέμινγκονέη, ο Θόρντον Ονάιλντερ, ο Τζων Ντος Πάσσος, ο Τόμας Γονλφ και κατακτούν αντόματα το ενρύ κοινό. Τα γραπτά τονς καινοτομούν στις ιδέες και τη μορφή, εξάλλον οι περισσότεροι προτιμούν να ζονν στην Ενρώπη διατηρώντας στενή επαφή με τα πρωτοποριακά ρεύματα. Ο Σκοττ Φιτζέραλντ ξεκίνησε σαν κήρνκας μιας εποχής φιλελεύθερης και πλούσιας και κατέληξε τραχειοτόμος της. Η ζωή τον, ίσως περισσότερο κι από τονς άλλονς της γενιάς τον, εμφανίζει τεράστιες δραματικές όννατότητες και, όχι σπάνια, έπεσε θύμα σκανδαλοθηρίας. Δεν είναι λίγοι όσοι θνμούνται πιο εύκολα τον αλκοολικό Φιτζέραλντ από τον Γκάτσμπν και αντό μπορούμε να το αποδώσονμε στο πόσο σκίασε ο σνγγραφέας το έργο τον και ώθησε στη βιαστική μεταθανάτια απόρριψή τον από την κριτική. Φνσικά δεν χρειάστηκε πάνω από μία δεκαετία για να αντιμετωπιστεί και πάλι με σοβαρότητα και να κερδίσει την περίοπτη θέση τον στην παγκόσμια λογοτεχνία. Η αθανασία τον, όπως και των άλλων της χαμένης γενιάς, δεν ήρθε παρά να αποδείξει πόσο ειλικρινείς ήταν οι προθέσεις τον και σε πόσο σταθερές βάσεις στήριζε την προσπάθειά τον. Στο αφιέρωμα πον ακολονθεί δόθηκε περισσότερο έμφαση στη μνθ ιστοριογραφία τον Φιτζέραλντ μόνο από έλλειψη χώρον. Για τη σχέση τον Φιτζέραλντ με τον κινηματογράφο νπάρχει κείμενο τον Ολιβιέ Κοντ στο τεύχος 75 τον «Διαβάζω» (10.8.83, σελ. 31-35). Εξαιτίας των κατά καιρούς διαφορετικών μεταφράσεων των έργων, η σύνταξη θεώρησε φρόνιμο να μεταφράσει τονς τίτλονς των έργων εκ νέον, προσεγγίζοντας το πρωτότνπο, ώστε να γεφνρώνεται έτσι η δημιονργικότητα των μεταφραστών. Η γραφή «Σκοττ» με όνο «τ», θεωρήθηκε σκόπιμη για να αποφεύγεται σύγχνση με το νπαρκτό αγγλοσαξονικό επώννμο «Σκοτ». Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Φαίδωνος Ταμβακάκης
14/αφιερωμα
Φαίδωνας Ταμβακάκης
1896
Χρονολόγιο Φ. Σκοττ και Ζέλντα Φιτζέραλντ
Στις 24 Σεπτεμβρίου, γεννιέται ο Φράνσις Σκοττ Κη Φιτζέραλντ, γιος του Έντουαρντ και της Μόλλη, το γένος Μακουίλαν, κόρης του εύπορου έμπορου Φίλιπ Φράνσις Μακουίλαν, στην πόλη Σαιν Πωλ της Μινεσότα. Ο Έντουαρντ Φιτζέραλντ ήταν δισέγγονος του αδερφού του Φράνσις Σκοττ Κη, περίφημου δικηγόρου και συγγραφέα, ο οποίος μεταξύ άλλων έγραψε και τους στίχους του αμερικανικού εθνικού ύμνου. Ο Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ (ΦΣΦ.), ακολουθεί δύο αδελφές οι οποίες πέθαναν σε επιδημία, λίγο πριν τη γέννηση του.
Η οικογένεια μετοικεί στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης. Μετά το κλείσιμο της επιχείρησής του, ο Έντουαρντ Φιτζέραλντ εργάζεται ως πωλητής για την Πρόκτερ και Γκαμπλ.
1899 21 Ιουλίου. Γέννηση του Έρνεστ Χέμινγκουέη.
1900 Τον Ιανουάριο γεννιέται μία αδερφή του ΦΣΦ που ζει μόνο μια ώρα. Στις 24 Ιουλίου γεννιέται η Ζέλντα Σέιερ, κόρη του Δικαστή και της Μίννη Σέιερ, στο Μοντγκόμερυ της Αλαμπάμα. Κατάγεται από μεγάλη οικογένεια του Νότου που έχει περιπέσει στα μεσαία οικονομικά στρώματα. Είναι το έκτο παιδί των Σέιερ.
1901 Η οικογένεια μετοικεί στις Συρακούσες. Τον Ιανουάριο γεννιέται η αδελφή του Άνναμπελ.
1903 Η οικογένεια επιστρέφει στο Μπάφαλο. Στο σχολείο ο ΦΣΦ δείχνει να αποφεύγει τα αθλήματα και να προτιμά να περνά τις ώρες του στη Δημοτική Βιβλιοθήκη.
1908 Ο πατέρας του συγγραφέα απολύεται από την Πρόκτερ και Γκαμπλ, το πρώτο του παιδικό τραύμα όπως αναγνωρίζει αργότερα. Έκτοτε ζουν από τα εισοδήματα της μητέρας. Νιώθει απογοήτευση από τους γονείς του. Ο πατέρας του είναι συντριμμένος, η μητέρα ίου επειδή είναι εκκεντρική δέχεται συχνά το χλευασμό της πόλης. Διαδίδει ότι είναι νόθο παιδί
Ο Σ. Φιτζέραλντ με τον πατέρα τι
αφιερωμα/15 που αφέθηκε στην πόρτα των γονέων του σε ένα καλάθι με τη σημείωση ότι ανήκει στον βασιλικό οίκο των Στιούαρτ. Εγγράφεται στην Ακαδημία του Σαιν Πωλ, ένα καλό ιδιωτικό· σχολείο.
1909 Αρχίζει να δημοσιεύει στο σχολικό περιοδικό. Η πρώτη του παρουσίαση γίνεται με το αστυνομικό διήγημα «Το μυστήριο της υποθήκης του Ραίημοντ». Στα επόμενα δύο χρόνια δημοσίευσε άλλες τρεις ιστορίες.
1911 Εγγράφεται στο Νιούμαν, καθολικό κολέγιο της υψηλής κοινωνίας. Το Νιούμαν της εποχής έχει παραβληθεί με το Κλόνγκοους Γουντ του Δουβλίνου, όπου φοίτησαν ο Τζέημς Τζόυς και άλλοι πολλοί, λιγότερο γνωστοί, άνθρωποι των γραμμάτων και του θεάτρου. Αρχικά γίνεται αντιπαθής με την επιδειξιομανία του, αργότερα καθυποτάσσεται στο σύνολο. Αποκτά μία θρησκευτική ευαισθησία που θα τον ακολουθεί πάντοτε. Επισκέπτεται τακτικά τη Νέα Υόρκη και γνωρίζεται με τη μουσική κωμωδία της εποχής.
1912 Γνωρίζεται με τον πατέρα Σιγκούρνεϋ Φαίυ, αργότερα λυκειάρχη του Νιούμαν, με τον οποίο έχει συζητήσεις εκ βαθέων, τις οποίες περιγράφει στο «Αυτή η πλευρά του Παραδείσου». Ο πατήρ Ντάρσυ του βιβλίου είναι βασισμένος στον πατέρα Φαίυ. Έχει ορισμένες αθλητικές επιτυχίες με την ποδοσφαιρική ομάδα του σχολείου. Βρίσκει το χρόνο να γράψει τρία διηγήματα που δημοσιεύονται στο σχολικό έντυπο.
«Η πρώτη μου παιδιάστικη αγάπη για τον εαυτό μου, η πίστη μου ότι ποτέ δεν θα πεθάνω όπως οι άλλοι και ότι δεν ήμουν γιος των γονιών μου αλλά γιος βασιλιά, ενός βασι λιά που κυριαρχούσε της οικουμέ- ^ νης.» («Το σπίτι του συγγραφέα») «Τίποτα δεν με ενδιέφερε ώς τη Δευτέρα και όταν στο διάλειμμα, ένα μεγάλο πακέτο από αντίτυπα παραδόθηκε στον υπεύθυνο ήμουν τόσο συγκινημένος που χοροπη δούσα στο θρανίο μουρμουρίζον τας «Έφτασαν! Έφτασαν!» μέχρι να με κοιτάει όλο το σχολείο απο ρημένο. Διάβασα το διήγημά μου τουλάχιστον έξι φορές και όλη τη μέρα χαζολογούσα στους διαδρό μους μετρώντας αυτούς που το διά βαζαν και προσπαθώντας να ρω τάω αδιάφορα τους άλλους αν το είχαν διαβάσει.» «Πίστευα ότι έπρεπε να διαπρέψω, ακόμα και στα μάτια των άλλων. Πρώτα: Σωματικά... Δεύτερο: Κοι νωνικά... Τρίτο: Πνευματικά...».
1913 Συμμετέχει στον θεατρικό όμιλο του σχολείου, παίζοντας στο «Ημέρωμα της στρίγγλας» και σε ένα μονόπρακτο. Γίνεται δεκτός από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον. Το καλοκαίρι πρ ν πάει στο Πανεπιστήμιο γράφει τον «Δειλό», θεατρικό έργο με θέμα τον εμφύλιο που ανεβάζεται με επιτυχία από έναν σχολικό θεατρικό όμιλο. Στο Πρίνστον θεωρείται αρκετά μικρόσωμος για να περιληφθεί στην πρώτη ομάδα του ποδοσφαίρου. Το γεγονός τον πληγώνει και αναθεωρεί τους στόχους του. Διαλέγει να διαπρέψει στο χιουμοριστικό φύλλο «ο Τίγρης» και στον όμιλο μουσικής κωμωδίας «Τρίγωνο».
1914 Βομβαρδίζει τον «Τίγρη» με εύθυμα στιχάκια και πετυχαίνει να δημοσιευθούν ορισμένα. Το «Τρίγωνο» απορρίπτει τις πρώτες του απόπειρες. Δεν ασχολείται καθόλου με τα μαθήματα. Καταφέρνει μετά βίας να μην απορριφθεί στο πρώτο έτος. Το Μάιο γίνεται δεκτή μια μουσική κωμωδία του από το «Τρίγωνο». Το έργο με τον τίτλο «Πνεύματα και Οινοπνεύματα» ανεβάζεται το καλοκαίρι και συγκεντρώνει εγκωμιαστικές κριτικές από τον τοπικό τύπο. Το «Τρίγωνο» περιοδεύει το Δεκέμβριο με το έργο του «Φι! Φι! Φάι-Φάι!» και οι κριτικοί τον αναφέρουν έτοιμο «να πάρει τη θέση του ανάμεσα στους ευφυέστερους συγγραφείς στίχων της
Ο Σ.Φ. 15 χρονών
«Η επιτυχία με το “Τρίγωνο” ήταν ό,τι χειρότερο μπορούσε να μου συμβεί. Όσο δεν με ξέρει κανείς είμαι συμπαθητικό ανθρωπάκι αλ λά δώσε μου λίγη δημοτικότητα και φουσκώνω σα δηλητηριώδης βά τραχος.»
16/αφιερωμα Αμερικής». Γνωρίζει τη Τζινέβρα Κινγκ, δεκαεξάχρονη καλλονή καλής οικογένειας που θα αποτελέσει το πρότυπο για τις περισσότερες ηρωίδες του, όπως την Ιζαμπέλ του «Αυτή η πλευρά του Παραδείσου» και την Τζόζεφιν. Ο έρωτός του θα διαρκέσει πολλά χρόνια.
1915 Διατηρεί πυκνή αλληλογραφία με την Τζινέβρα. Διαβάζει Έρνεστ Ντάουσον και Όσκαρ Ουάιλντ. Έρχεται σε επαφή με τον Έντμουντ Ουίλσον, αρχισυντάκτη του εξαιρετικά σοβαρού λογοτεχνικού περιοδικού του Πρίνστον «Nassau Literary». Έως τότε θεωρούσε το περιοδικό «πέντε άνθρωποι που για να δουν τα γραπτά τους τυπωμένα, ανέχονται να ακούνε τα χειρόγραφα ό ένας του άλλου». Ο Ουίλσον τον ωθεί να διαβάσει πρωτοποριακούς συγγραφείς και συμβολιστές ποιητές. Το Δεκέμβριο αφήνει το Πρίνστον για λόγους υγείας, μία υποτιθέμενη ελονοσία που αργότερα πίστευε ότι ήταν φυματίωση, κυρίως όμως λόγω κακής βαθμολογίας.
1916 Έχοντας περάσει εννέα μήνες στο σπίτι του, επιστρέφει το Σεπτέμβριο για να επαναλάβει το τρίτο έτος. Η Τζινέβρα τον εγκαταλείπει οπότε γράφει: «τα φτωχά αγόρια δεν πρέπει να σκέφτονται να παντρευτούν πλούσια κορίτσια». Ο Ουίλσον εισάγει τους όρους «σεξ», «σοσιαλισμός», «νεύρωση» στο «Nassau Literary». Ο ΦΣΦ γράφει δέκα ποιήματα για το περιοδικό και μεταφράζει ποιήματα του Βερλαίν. Μελετάει Κητς, Σουίνμπερν, Ρούπερτ Μπρουκ. Δημοσιεύει και πεζά με ■ψευδώνυμο.
1917 Λόγω της βαθμολογίας του δεν του επιτρέπεται να συμμετέχει στους ομίλους. Δημοσιεύει διηγήματα στο «Nassau Literary». Τον Απρίλιο η Αμερική κηρύσσει πόλεμο στη Γερμανία. Ο ΦΣΦ καλείται να υπηρετήσει τον Οκτώβριο, οπότε εγκαταλείπει το Πρίνστον για πάντα. Παρουσιάζεται το Νοέμβριο στο Φορτ Λέβενουέρθ του Κάνσας, για τρίμηνη εκπαίδευση αξιωματικού. Λοχαγός του είναι ο Ά ικ Αϊζενχάουερ. Στο στρατόπεδο για να σκοτώσει την πλήξη αρχίζει να γράφει ένα μυθιστόρημα. Γράφει πυρετωδώς πιστεύοντας ότι σύντομα θα σκοτωθεί.
1918 Το Μάρτιο στέλνει το τελικό χειρόγραφο του «Ρομαντικός Εγωιστής» στον Σέην Λέσλη, που το διορθώνει και το παραδίδει στον εκδοτικό οίκο Σκρίμπνερς με την παράκληση να φυλαχθεί όποια κι αν είναι η γνώμη τους. Στις 15 Μαρτίου αποσπάται στο Καμπ Τέηλορ, κοντά στο Λούισβιλ του Κεντάκυ. Τον Ιούνιο μετατίθεται στο Καμπ Σέρινταν της Αλαμπάμα. Από εκεί ως υπολοχαγός εκδράμει τακτικά στο γειτονικό Μοντγκόμερυ όπου γνωρίζεται με τη Ζέλντα. Η Ζέλντα ήταν ένα ανυπότακτο πλάσμα με τάσεις φυγής, τολμηρή, που συχνά σόκαρε τη μικρή πολιτεία του Νότου. Συνδέονται αμέσως και οι γονείς της δέχονται με ικανοποίηση τον όμορφο ευγενικό αξιωματικό. Στην υπηρεσία του δημιουργεί προβλήματα. Δείχνει αυτοθυσία για τους
Τζινέβρα Κινγκ
«Χρόνια αργότερα συνειδητοποίη σα ότι η αποτυχία μου ως “φυσιο γνωμία” στο Πανεπιστήμιο, δεν με έβλαψε - αντί να υπηρετώ σε επι τροπές, ρίχτηκα στην ποίηση. Ό ταν συνέλαβα περί τίνος επρόκειτο, αποφάσισα να μάθω να γρά φω. Βασιζόμενος στην αρχή του Σω πως “όταν δεν έχεις αυτό που σου αρέσει, καλύτερα να σου αρέ σει αυτό που έχεις” , ήταν τυχερό μου, όσο κι αν όμως εκείνη τη στιγ μή ήταν σκληρό και πικρό, να ξέρω ότι η καριέρα μου του ηγέτη είχε τελειώσει.» (Σημειώσεις για το «Ο Τελευταίος Μεγιστάνας») «Σχετικά με το στρατό ας μην έχου με ούτε τραγωδίες ούτε ηρωισμούς, τα αντιπαθώ και τα δύο. Πήγα τε λείως ψύχραιμα και δε νιώθω τα: “Δίνω το γιο μου στην πατρίδα κλπ. κλπ.” γιατί απλώς πήγα καθα ρά για κοινωνικούς λόγους... Για έναν εξαιρετικά απαισιόδοξο άν θρωπο, το να βρίσκεται σε κίνδυνο δεν είναι καταπιεστικό. Ποτέ δεν υπήρξα πιο κεφάτος.» (Γράμμα στη μητέρα του)
αφιερωμα/17 στρατιώτες του αλλά εμφανίζεται ιδιαίτερα σκληρός όταν πρόκειται να επιβάλλει την πειθαρχία. Τον Αύγουστο ο Σκρίμπνερς του επιστρέφει το μυθιστόρημα, με επαινετικά σχόλια και προτάσεις για τη βελτίωσή του. Στα μέσα Οκτωβρίου μία διορθωμένη έκδοση του «Ρομαντικός Εγωιστής» επιστρέφει. Παρά τον ενθουσιασμό του Μάξουελ Πέρκινς, νεαρού στελέχους του οίκου, το βιβλίο απορρίπτεται. Μετατίθεται στο Βορρά, αλλά δεν στέλνεται στην Ευρώπη.
1919 Απολύεται το Φεβρουάριο και εγκαθίσταται αμέσως στη Νέα Υόρκη. Ζητά τη Ζέλντα σε γάμο, αλλά εκείνη αρνείται ώσπου να βεβαιωθεί ότι μπορεί να τη συντηρεί. Δεν βρίσκει δουλειά σε εφημερίδα, αλλά κατορθώνει να προσληφθεί σε διαφημιστική εταιρία. Η δουλειά τον κουράζει και η απόσταση από τη Ζέλντα τον βασανίζει. Τα χειρόγραφά του επιστρέφονται από τα περιοδικά. Αρχίζει να πίνει. Τον Ιούνιο εγκαταλείπει τη διαφημιστική εταιρία. Την 1η Ιουλίου εφαρμόζεται η ποτοαπαγόρευση. Χωρίζει με τη Ζέλντα και επιστρέφει στο Σαιν Πωλ να ξαναγράψει το μυθιστόρημά του. Το στέλνει πάλι στον Σκρίμπνερς το Σεπτέμβριο, όπου τελικά γίνεται αποδεκτό. Το Νοέμβριο η Ζέλντα δέχεται να παντρευτούν.
1920 Στις 26 Μαρτίου κυκλοφορεί το «Αυτή η πλευρά του Παραδείσου». Ο γάμος του με τη Ζέλντα τελέστηκε στις 3 Απριλίου. Η κριτική καλωσορίζει το βιβλίο με ενδιαφέρον, οι πωλήσεις είναι υψηλές (44.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο) και οι Φιτζέραλντ διασκεδάζουν τη Νέα Υόρκη με την εκκεντρικότητά τους. Δεκαοκτώ διηγήματα και άρθρα του δημοσιεύονται σε περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και εφημερίδες. Ή δη πληρώνονται αρκετά καλά, για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, και επιτρέπουν στο ζεύγος να ξοδεύει αλόγιστα. Το καλοκαίρι αρχίζει να γράφει ένα νέο μυθιστόρημα.
1921 Τα κείμενά του βρίσκονται σε ζήτηση και όπως οι ανάγκες του ζεύγους είναι πολλές αναγκάζεται να παράγει διηγήματα ασταμάτητα. Προτιμούν να κατοικούν σε ξενοδοχεία επειδή κανείς τους δεν ενδιαφέρεται να συντηρεί ένα σπίτι. Τον Απρίλιο τελειώνει το μυθιστόρημά του και η Ζέλντα μένει έγκυος. Αποφασίζουν να αφήσουν τη Νέα Υόρκη των πάρτυ και της μέθης και να ταξιδέψουν στην Ευρώπη. Επισκέπτονται την Αγγλία, τη Γαλλία και την Ιταλία. Τον Αύγουστο ο Σκρίμπνερς κυκλοφορεί μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Άσωτοι και Φιλόσοφοι». Επιστρέφουν στο Σαιν Πωλ θριαμβευτές, όπου τον Οκτώβριο γεννιέται η κόρη τους, Σκόττη.
1922 Τα έξοδά τους καλύπτονται από προκαταβολές που χορηγεί ο Σκρίμπνερς. Συνεχίζει τις διορθώσεις του «Οι ωραίοι και καταραμένοι», το οποίο κυκλοφορεί το Μάρτιο και δέχεται καλές κριτικές αλλά οι πωλήσεις (43.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο) δεν τον ικανοποιούν. Κυκλοφορεί η συλλογή
Η Ζέλντα το 1918
«Το βιβλίο είναι τόσο διαφορετικό που είναι δύσκολο να προφητεύσει κανείς αν θα πουλήσει, αλλά συμ φωνούμε όλοι να το υποστηρίξου με.» (Γράμμα του Μαξ Πέρκινς) «Πρόκειται για την πιο απαίσια ιστορία που έχω γράψει. Είναι φρικτή!.. Σε παρακαλώ -και το εν νοώ- μη την προσφέρεις στο Post... Προτιμώ να πάρω $1000 από κά ποιο ασήμαντο έντυπο, από το να πάρω τα διπλά και να τη βλέπω.» (Γράμμα στον Χάρολντ Όμπερ) Ο Σ.Φ. το 1918
18/αφιερωμα διηγημάτων «Ιστορίες της εποχής της Τζαζ» που περιλαμβάνει τα «Ένα διαμάντι μεγάλο σαν το Ριτς», «Τζεμάινα», «Η ράχη της καμήλας». Μαζί με τη Ζέλντα απασχολούν συχνά τις κοσμικές στήλες με μικροσκάνδαλα. Κάνει παρέα με τον Ρινγκ Λάρντνερ.
1923 Συνεχίζουν την ανέμελη ζωή που χρηματοδοτούν τα διηγήματά του. Τον Ιούλιο αρχίζει νέο μυθιστόρημα. Πουλάει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του «Αυτή η πλευρά του Παραδείσου», αλλά αρνείται πρόταση να πρωταγωνιστήσει ο ίδιος. Ύστερα από πολλές απορρίψεις, το θεατρικό του «Το φυτό, ή από Πρόεδρος ταχυδρόμος» ανεβαίνει το Νοέμβριο στο Ατλάντικ Σίτυ. Ο ΦΣΦ θέλει να το σταματήσει απογοητευμένος, αλλά ούτως ή άλλως το έργο αποτυγχάνει και κατεβαίνει άδοξα. Κυκλοφορεί πάντως σε βιβλίο.
1924 Τον Απρίλιο φθάνουν στην Υέρ και ταξιδεύουν στη Γαλλική Ριβιέρα προσπαθώντας να βρουν ένα μέρος που να συνδυάζει χαμηλό κόστος ζωής και ήσυχο περιβάλλον για να μπορέσει ο ΦΣΦ να τελειώσει το μυθιστόρημα. Τον Ιούνιο εγκαθίστανται στο Σαιν Ραφαέλ. Ενώ ο ΦΣΦ γράφει, η Ζέλντα αναπτύσσει ένα αίσθημα με τον πιλότο του γαλλικού ναυτικού Εντουάρ Ζοζάν. Η ιστορία ξεκαθαρίζει τον Ιούλιο αλλά οι σχέσεις της Ζέλντα με τον Σκοττ θα διατηρήσουν στο εξής μία ψυχρότητα. «Ο Μέγας Γκάτσμπυ» ολοκληρώνεται και στέλνεται στον Σκρίμπνερς τον Οκτώβριο. Ο ΦΣΦ είναι ενθουσιασμένος με το αποτέλεσμα. Επιστρέφουν στη Νέα Υόρκη. Δημοσιεύει σε περιοδικά εννέα άρθρα και οκτώ διηγήματα.
1925 «Ο Μέγας Γκάτσμπυ» κυκλοφορεί τον Απρίλιο και παίρνει εγκωμιαστικές κριτικές, οι οποίες μιλούν για τη μεταμόρφωση του παιδιού θαύματος σε ώριμο καλλιτέχνη. Καταξιωμένοι συγγραφείς όπως η Ουίλλα Κάθερ, η Ήντιθ Ουώρτον, η Γερτρούδη Στάιν και ο Θ.Σ. Έλιοτ, του γράφουν εκφράζοντας το θαυμασμό τους. Οι πωλήσεις του βιβλίου απογοητεύουν τον ΦΣΦ (22.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο). Το Μάιο επιστρέφουν στο Παρίσι. Εκεί ο ΦΣΦ αναζητεί και βρίσκει τον Έρνεοτ Χέμινγκουέη. Έχοντας διαβάσει μερικά διηγήματά του σε περιοδικά τον αποκαλεί «πραγματικό συγγραφέα». Γίνονται στενοί φίλοι. Ο ΦΣΦ θαυμάζει τον Χέμινγκουέη που απαρνήθηκε τη δημοσιογραφία για να γράψει αντιεμπορική λογοτεχνία. Τον Αύγουστο μένουν στη Ριβιέρα με τους Μέρφυ, ζευγάρι πλούσιων αμερικανών φιλότεχνων που συγκεντρώνει γύρω του την αφρόκρεμα της παγκόσμιας τέχνης.
1926 «Ο Μέγας Γκάτσμπυ» μεταφέρεται με επιτυχία στο Μπρόντγουέη. Την ίδια εποχή γίνεται η πρώτη του μεταφορά στον κινηματογράφο. Κυκλοφορεί η συλλογή των διηγημάτων του «Οι θλιμμένοι νεαροί» που περιλαμβάνει «το Πλουσιόπαιδο». Από το Φεβρουάριο του 1926 ώς τον Ιούνιο του 1927 δεν γράφει ούτε ένα διήγημα, αν και ορισμένα παλαιότερά του δημοσιεύονται σε περιοδικά. Τον Ιούνιο
Ο Σ.Φ. και η Ζέλντα στο Μοντγκόμερν το 1921
«Δεν ελπίζω να έχω την ίδια προ σωπική επαφή με το κοινό που είχε ο «Παράδεισος». Η μόνη μου ελπί δα είναι να με αγκαλιάσει η πνευ ματική ελίτ και να επιβληθώ στο κοινό όπως ο Κόνραντ.» '*'·»
(Γράμμα στον Μαξ Πέρκινς)
«Τα χασομέρια μου τελείωσαν νιώθω σα να σπατάλησα το 1922 και το 1923». (μόλις τελείωσε το «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ»
«Αυτό το πράγμα, η τόση προσπά θεια και αυτό το αποτέλεσμα με έκαναν πιο σκληρό και τώρα πι στεύω ότι είμαι πολύ καλύτερος από όλους τους νέους αμερικανούς (συγγραφείς) χωρίς εξαίρεση.» (Γράμμα στον Μαξ Πέρκινς) «Θα ήθελα να ήμουν πάλι είκοσι δύο, με όλες τις θεατρικές και απο λαυστικές μιζέριες μου. Θυμάσαι που έλεγα ότι ήθελα να πεθάνω στα τριάντα - λοιπόν, είμαι είκοσι εννέα και αυτή η προοπτική ακόμα μου αρέσει. Η δουλειά μου είναι το μόνο που με ευχαριστεί - και βέ βαια να είμαι λίγο μεθυσμένος και γι’ αυτές τις δύο απολαύσεις πληρώνω ακριβά με πνευματικούς και σωματικούς πονοκεφάλους.» (Γράμμα στον Μαξ Πέρκινς)
αφιερωμα/19 πηγαίνουν στο Παρίσι για να εγχειριστεί η Ζέλντα. Αμέσως μετά επιστρέφουν στην Αντίμπ. Η ώς τώρα περιστασιακή μέθη του έχει πάρει διαστάσεις αλκοολισμού και προκαλεί διαμάχες και παρεξηγήσεις με το περιβάλλον του. Η ζωή τους εξακολουθεί ανέμελη σαν καρναβάλι. Κυκλοφορεί το μυθιστόρημα του Χέμινγκουέη «Ο ήλιος δεν δύει μόνο».
1927 Πηγαίνουν στο Χόλιγουντ για να γράψει ένα σενάριο για τη Γιουνάιτεντ Άρτιστς. Στους τρεις μήνες της παραμονής τους εκεί, γνωρίζεται με όλους τους μεγιστάνες και τους αστέρες. Πλέκεται ένα πλατωνικό ειδύλλιο με τη Λόις Μοράν η οποία τον θέλει για πρωταγωνιστή σε μία ταινία της. Η Λόις Μοράν γίνεται το πρότυπο για τη Ρόζμαρυ Χόυτ του «Τρυφερή είναι η νύκτα». Ο ΦΣΦ δεν εκτιμά τον κινηματογραφικό κόσμο κι όταν το σενάριό του απορρίπτεται αποσύρεται με τη Ζέλντα στο Έλερσλη, μία έπαυλη στο Ντελαουέρ, για να ετοιμάσει το νέο του μυθιστόρημα. Εξακολουθεί να πίνει πολύ.
1928 Το Μάρτιο αρχίζει να γράφει αυτοβιογραφική σειρά διηγημάτων, με ήρωα τον Μπάζιλ Ντιούκ Λη, την οποία τελειώνει το Φεβρουάριο του 1929. Περνούν το καλοκαίρι στο Παρίσι όπου γνωρίζει τον Τζέημς Τζόυς. Επιστρέφουν το Σεπτέμβριο στη Νέα Υόρκη χωρίς να έχει τελειώσει το μυθιστόρημα.
1929 Κυκλοφορεί το «Αποχαιρετισμός στα όπλα» του Χέμινγκουέη. Την άνοιξη φθάνουν στην Ιταλία και επιστρέφουν στη Γαλλική Ριβιέρα. Τον Οκτώβριο μεταφέρονται στο Παρίσι. Στη Νέα Υόρκη γίνεται το κραχ αλλά έχει τόσα προσωπικά προβλήματα που δεν τον αγγίζει. Οι φίλοι του τον θεωρούν ανυπόφορο εξαιτίας του αλκοόλ. Ο Χέμινγκουέη έχει πετύχει εμπορικά και οι σχέσεις τους ψυχραίνουν. Η Ζέλντα, ύστερα από ετών προσπάθειες να αναπτύξει δικά της ταλέντα, τον ανταγωνίζεται διαρκώς και αφοσιώνεται σε μια μάταιη προσπάθεια να γίνει πρώτη χορεύτρια.
1930 Το Φεβρουάριο ταξιδεύουν στη Βόρειο Αφρική. Στην επιστροφή τους η Ζέλντα παθαίνει ψυχική κρίση και περιθάλπεται σε νοσοκομείο του Παρισιού. Το Μάιο βγαίνει αλλά λίγες μέρες αργότερα παθαίνει άλλη κρίση και στέλνεται στην Ελβετία σε ειδι: ή κλινική. Ο ί ΣΦ στέλνει τρία διηγήματά της στον Πέρκινς παρακαλώντας να δημοσιευθούν. Ο γιατρός της του επιτρέπει να τη δει πρώτη φορά το Σεπτέμβριο. Δημοσιεύεται η σειρά διηγημάτων του με ηρωίδα την Τζόζεφιν, στο «Post». Γράφει διηγήματα ασταμάτητα για να καλύπτει τα νοσήλεια της Ζέλντα.
1931 Τον Ιανουάριο πεθαίνει ο Έντουαρντ Φ'υιζέραλντ και ο ΦΣΦ πηγαίνει στην Αμερική για την κηδεία. Δημοσιεύεται το «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα». Τον Ιούνιο η κατάσταση της^ Ζέλντα καλυτερεύει και ταξιδεύουν μαζί στο Αννεσύ. Το Σεπτέμβριο επιστρέφουν μαζί στην Αμερική. Η Νέα Υόρκη της
Έρνεστ Χέμινγκουέη
«Είδα ότι το μυθιστόρημα... υπο τασσόταν σε μία μηχανολογική... τέχνη... είχα το συναίσθημα ότι ο ομίλων κινηματογράφος θα έκανε και τον πιο δημοφιλή συγγραφέα να δείχνει τόσο απαρχαιωμένος όσο οι βουβές ταινίες.» (Στο «Εύθραυστο» για την ταινία «Μπεν Χουρ») «Μιλώ με το κύρος της αποτυ χίας... ο Έρνεστ με το κύρος της επιτυχίας. Δεν μπορούμε να καθήσουμε στο ίδιο τραπέζι ξανά.»
Η μικρή Σκόττη μ^Ίη.. γιαγιά και τον παππού
20/αφιερωμα κρίσης τούς φαίνεται στοιχειωμένη. Καλείται στο Χόλιγουντ να γράψει ένα σενάριο το οποίο πάλι απορρίπτεται. Γνωρίζεται με τον Έρβιν Θάλμπεργκ, το πρότυπο για τον Μόνροου Σταρ του «Ο τελευταίος Μεγιστάνας». Το Νοέμβριο πεθαίνει ο πατέρας της Ζέλντα.
«Μ’ αρέσει ν’ ανεβαίνω στη σκεπή και να κουνάω το άδειο μου πιστό λι και να φωνάζω “Ποιος είναι εκεί;” σα να είχα δική μου συμμο ρία. Αλλά είμαι, μυστικά πάντα, ο φυγάς εγκληματίας.»
1932
(Γράμμα της Ζέλντα στον Φ.Σ.Φ. από την κλινική, μετά το θάνατο του πατέρα της).
Η Ζέλντα καταρρέει και πάλι και μπαίνει σε κλινική της Βαλτιμόρης το Φεβρουάριο. Εκεί γράφει το μυθιστόρημα «Χαρίστε μου το βαλς» στη διάρκεια ενός μηνός και με την ενθάρρυνση του ψυχιάτρου της. Το βιβλίο θυμίζει έντονα το «Τρυφερή είναι η νύκτα» του οποίου τα χειρόγραφα είχε διαβάσει η Ζέλντα. Ο ΦΣΦ είναι έξαλλος και πιστεύει ότι η έκδοση του βιβλίου θα είναι η «ταφόπετρά τους». Ο Σκρίμπνερς δέχεται να το εκδώσει το φθινόπωρο. Την άνοιξη νοικιάζει το «La Paix», ένα βικτωριανό σπίτι κοντά στην κλινική, όπου θα περάσει με την κόρη του στιγμές γαλήνης και δημιουργίας. Δημοσιεύει πάντα τα διηγήματα που του επιτρέπουν να ζει, μεταξύ αυτών και το «Ακάλυπτη επιταγή».
1933 Η πνευματική κατάσταση του ΦΣΦ δεν βοηθάει στην καλυτέρευση της Ζέλντα. Τον Ιούνιο η Ζέλντα βάζει κατά λάθος φωτιά στο «La Paix». Το «Τρυφερή είναι η νύκτα» τελειώνει τον Οκτώβριο και δημοσιεύεται σε συνέχειες στο «Scribner’s Magazine». Οι οικονομικές δυσκολίες τον αναγκάζουν να δανειστεί από τη μητέρα του. Πηγαίνουν στις Βερμούδες με τη Ζέλντα για τα Χριστούγεννα αλλά το ταξίδι είναι αποτυχία, με τον ΦΣΦ να παθαίνει πλευρίτιδα. Στα τέλη Δεκεμβρίου η Ζέλντα καταρρέει και πάλι.
1934 Η Ζέλντα σε κλινική, ο ίδιος με πολλά προβλήματα υγείας νοσηλεύεται συχνά σε κλινικές. Τον Απρίλιο κυκλοφορεί το «Τρυφερή είναι η νύκτα» το οποίο η κριτική δέχεται αδιάφορα. Οι πωλήσεις (13.000 αντίτυπα) απογοητεύουν βαθιά τον ΦΣΦ. Από αντίδραση αρχίζει να γράφει το «Ο Κόμης του Σκότους» μεσαιωνική ιστορία με ήρωα βασισμένο στον Έρνεστ Χέμινγκουέη τον οποίο αποκαλεί «τον πραγματικά μοντέρνο άνθρωπο». Το μυθιστόρημα δε τελείωσε αλλά η αποτυχία του κάνει φανερό το πόσο σημασία είχε για τον ΦΣΦ να γράφει για βιώματά του. Σε μία προσπάθεια να συμμετάσχει πάλι στη ζωή, αρχίζει μια ερωτική ιστορία που αποτυγχάνει.
«Είμαι περήφανη για το μυθιστό ρημά μου, αλλά μετά βίας ελέγχω τον εαυτό μου να γράψει. Θα σου αρέσει - είναι εμφανώς 6cole Φιτζέραλντ, αν και είναι πιο εκστατι κό από τα δικά σου.» (Γράμμα της Ζέλντα στον Φ.Σ.Φ. από την κλινική).
«Ξέχνα την προσωπική σου τραγω δία... Βλέπεις, φίλε, δεν είσαι τρα γικός ήρωας. Ούτε εγώ είμαι. Ό ,τι είμαστε όλο κι όλο είναι συγγρα φείς και πρέπει νά γράφουμε. Από όλους τους ανθρώπους εσύ χρειά ζεσαι περισσότερη πειθαρχία· και πας και παντρεύεσαι κάποια που ζηλεύει τη δουλειά σου, σε αντα γωνίζεται και σε καταστρέφει... Είσαι δυο φορές καλύτερος τώρα απ’ ό,τι ήσουν όταν νόμιζες πως εί σαι υπέροχος... Το μόνο που χρειάζεσαι είναι να γράψεις ειλικρινά και να μη νοιάζεσαι για την τύχη των γραπτών σου.» (Γράμμα του Ε. Χέμινγκουαίη στον Φ.Σ.Φ., 28 Μαΐου 1934).
1935 Κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων «Πένθιμο Εγερτήριο» που περιλαμβάνει τις ιστορίες του Μπάζιλ Ντιούκ Λη, τις ιστορίες της Τζόζεφιν, και το «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα». Η υγεία του εξακολουθεί να είναι προβληματική, παθαίνει κύρωση του ήπατος και το Μάιο φυματίωση. Πιστεύει ότι έχει φτάσει στο στάδιο της συναισθηματικής χρεωκοπίας.
1936 Τα προβλήματα υγείας καί'η οικονομική στενότητα συνεχίζονται. Το Σεπτέμβριο πεθαίνει η μητέρα του και κληρονομεί ένα μικρό ποσό.
«Κάθησα στο ιατρείο ενός σπου δαίου γιατρού και άκουσα μια βα ρυσήμαντη φράση... είχα καλή ασφάλεια και ούτως ή άλλως υπήρ ξα πάντα μέτριος στη φροντίδα των πραγμάτων που είχα στα χέρια μου, ακόμη και του ταλέντου μου.» («Η Κατάρρευση»)
αφιερωμα/21
1937 Ύστερα από προσπάθειες να βρει δουλειά στο Χόλιγουντ, κλείνει συμβόλαιο με τη MGM τον Απρίλιο. Εργάζεται σε διάφορα σενάρια και στο «Τρεις σύντροφοι» (1938), το μόνο που γυρίστηκε ταινία και φέρει το όνομά του. Ενώ αρχικά μετέχει στην κοινωνική ζωή του Χόλιγουντ, αργότερα απομονώνεται, στηριζόμενος στη Σήλα Γκράχαμ. Η Σήλα Γκράχαμ, αγγλίδα, πετυχημένη δημοσιογράφος, ερωτεύεται τον ΦΣΦ, διαλύει τον αρραβώνα της και προσπαθεί να τον σταματήσει από το ποτό. Υπήρξε το πρότυπο για την Κάθλην Μουρ του «Ο τελευταίος Μεγιστάνας».
1938 Τον Απρίλιο το σενάριό του «Απιστία» κόβεται από την λογοκρισία. Η Σήλα του βρίσκει ένα σπίτι στην παραλία του Μαλιμπού αλλά τον Οκτώβριο μετακομίζει στό Ενσίνο. Η Σκόττη γίνεται δεκτή στο Κολέγιο Βασάρ και ο πατέρας της τη συμβουλεύει, όπως πάντα, για το τι να κάνει. Ο ΦΣΦ ζει με την αγωνία μήπως η κόρη του κάποτε φτάσει στη δική του «συναισθηματική χρεωκοπία».
1939 Προσλαμβάνεται για να βελτιώσει το σενάριο του «Ό σα παίρνει ο άνεμος». Τον Απρίλιο αποπειράται να αρχίσει νέο μυθιστόρημα, αλλά συνεχείς καυγάδες με τη Σήλα τον στέλνουν σε ταξίδι στην Κούβα με τη Ζέλντα. Επιστρέφει στη Σήλα και δουλεύει για τη Γιουνάιτεντ Άρτιστς. Κλείνει συμβόλαιο για το «Τελευταίος Μεγιστάνας». Από τον Ιούλιο ώς το θάνατό του γράφει εικοσιτρία διηγήματα. Τα δεκαεπτά ανήκουν στη σειρά του Πατ Χόμπυ (κυκλοφόρησαν σε τόμο το 1962) που παρωδούν τη ζωή του στο Χόλιγουντ.
1940 Σταματάει τελείως να πίνει τον Ιανουάριο και εργάζεται με ζήλο στο μυθιστόρημα. Τον Απρίλιο πουλάει τα κινηματογραφικά δικαιώματα του «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα» για 200 δολάρια, έργο που τελικά γυρίζεται το 1954. Στα τέλη Ιουνίου ολοκληρώνει το «Κοσμοπόλιταν», το τελευταίο του σενάριο που δεν γυρίζεται μεν αλλά θεωρείται μετά το θάνατό του «το καλύτερο σενάριο που έχω δει ποτέ» (Λέστερ Κόουαν). Ύστερα από δύο καρδιακές προσβολές πεθαίνει στις 21 Δεκεμβρίου στα χέρια της Σήλα Γκράχαμ. Έ χει μόλις τελειώσει το έκτο κεφάλαιο του «Ο τελευταίος Μεγιστάνας». Κηδεύτηκε απλά στο νεκροταφείο της Ρόκβιλ με την παρουσία φίλων και συγγενών. Ο τύπος ειρωνεύτηκε τη λογοτεχνική του παραγωγή θεωρώντας τον ευκαιριακό χρονογράφο παρελθούσης εποχής.
Σκόττη Φιτζέραλντ
«Δεν πιστεύω να γράφω γράμματα για πολλά χρόνια και θα ήθελα να διαβάσεις αυτό το γράμμα δύο φο ρές... Δεν συνειδητοποιείς πως αυ τό που κάνω εδώ τώρα, είναι η τε λευταία κουρασμένη προσπάθεια ενός ανθρώπου που κάποτε έκανε κάτι ευγενέστερο και καλύτερο». (Γράμμα στη Σκόττη) «Άκου! Άρχισα να γράφω κάτι που ίσως είναι υπέροχο, και θα αφοσιωθώ σ’ αυτό για τέσσερις ή έξι μήνες. Μπορεί να μη βγάλουμε λεφτά αλλά-θα βγάλουμε τα έξοδά μας και είναι η πρώτη δουλειά που κάνω με αγάπη από την «Απιστία» ώς σήμερα... Τέλος πάντων, είμαι πάλι ζωντανός...» (Γράμμα στη Σκόττη, Οκτώβριος 1939) «Τα βιβλία σου" στο γραφείο και μερικά χωρίς νά ’χουν τελειώσει, ένα χάος το μυαλό σου πετάχτηκε στο τίποτα απ’ τη μεγάλη καθαρί στρια των πεπρωμένων.» (Σημείωμα λίγο πριν πεθάνει)
1941 Κυκλοφορεί ο «Τελευταίος Μεγιστάνας», ημιτελής, σε επιμέλεια Έντμουντ Ουίλσον.
1947 Στις 11 Μαρτίου, το Νοσοκομείο Χάιλαντ έπιασε φωτιά και η Ζέλντα, παγιδευμένη στον τελευταίο όροφο, κάηκε ζωντανή. Βρίσκεται στον ίδιο τάφο με τον Φιτζέραλντ, στο Ρόκβιλ.
«Ο Σκοττ υπήρξε θαρραλέος και πιστός σε μένα και τη Σκόττη και ήταν τόσο αφοσιωμένος φίλος, που είμαι σίγουρη ότι θα επιβραβευτεί και θα έχει καλή τύχη η μνήμη (Γράμμα της Ζέλντα στον Μαξ Πέρκινς)
22/αφιερωμα
Μάλκολμ Κάουλυ
Η ρομαντική ιστορία του χρήματος Το «Λυτή η Πλευρά τον Παραδείσου», που δημοσιεύθηκε στα τέλη Μαρτίου του 1920, είναι κάτι μεταξύ μυθιστορήματος κι απομνημονευμάτων. Ο συγγραφέας βά ζει μέσα σ’ αυτό δείγματα απ’ όλα τα είδη τον λόγου με τα οποία είχε καταπιαστεί μέχρι τότε -διηγήματα, δοκίμια, ποιήματα, πεζά ποιήματα, σκετς, διαλόγους- εν τάσσοντας επίσης μέσα και τον εαυτό του, αφότου προήχθη κοινωνικά. Ο ήρωας, ο Έιμορν Μπλαίην, αντί να είναι ο φτωχός συγγενής, δηλώνεται ως κληρονόμος εκατομμυρίων, και μοιάζει και μιλά σαν τον Φιτζέραλντ, διαβάζει τα ίδια βιβλία (που μνημονεύονται σε πολλά μέρη του έργου) κι ερωτεύεται τα ίδια κορίτσια. Το κύριο θέμα, όπου υπάρχουν βέβαια συχνές παρεκβάσεις, είναι πως ο Έιμορυ αγω νίζεται ν’ αποκτήσει αυτογνωσία και. ν’ αποβάλει τα επαρχιώτικα πρότυπα όπως αυτό υπαγορεύεται από τα μέλη των ιδιωτικών κλαμπ στο Πρίνστον. «Ξέρω τον εαυτό μου», λέει στο τέλος, «αλλ’ αυτό είν’ όλο». Ο Φιτζέραλντ δίνει την οριστική εντύπωσή του γι’ αυτό το έργο το 1938, όταν γράφει στον Μαξ Πέρκινς: «Νομίζω ότι είναι ένα από τα πιο αστεία βιβλία'από την εποχή του “Ντόριαν Γκρέυ”, έτσι όπως το βλέπω τώρα εντελώς ψεύτικο, κι όμως, εδώ κι εκεί, βρίσκω σελίδες που είναι πολύ αληθινές και πολύ ζωντανές». ΜΕΡΙΚΕΣ απ’ αυτές τις ζωντανές σελίδες είν’ εκείνες που αναφέρονται στις εκλογές των ιδιω τικών κλαμπς, στον καβγά του με την πρώτη του αγάπη, την Ιζαμπέλ -ο Φιτζέραλντ ήταν πάντα καλός στην περιγραφή καβγάδων- στο φλερτάρισμα της Ρόζαλιντ Κόνατζ και στο μεθύσι του Έιμορυ για τρεις συνεχείς εβδομάδες όταν τον έδιωξε η Ρόζαλιντ. Αν και διακρίνεται η ψεύτι κη πλευρά.του έργου και κάποια τάση μιμητι σμού άλλων προτύπων, αποδεικνύεται κι εδώ ότι ο Φιτζέραλντ ξεκινά προικισμένος με άνετο αφη γηματικό ύφος, πλούσια εικονοπλασία, αίσθηση του χιούμορ και καλό αυτί στους διαλόγους. Το καλό του όμως είναι ότι εισάγει μια διαφορο ποίηση των μέχρι τότε προτύπων. «Να μια και νούρια γενιά», φαίνεται να λέει ο Φιτζέραλντ ή ο ήρωάς του -δεν ξεκαθαρίζεται ποιος- στο τε λευταίο κεφάλαιο, «που κραυγάζει με παλιές φωνές, πιστεύοντας στα παλιά δόγματα και ονει ροπολώντας μέρα και νύχτα. Μια γενιά προορι σμένη να ζήσει κι αυτή κάποτε την αναστάτωση του έρωτα και της δόξας, αλλά και καταδικα σμένη να ζήσει τον τρόμο της φτώχειας και τη
λατρεία της επιτυχίας. Μια γενιά που βρήκε όλους τους θεούς νεκρούς, όλους τους πολέμους τελειωμένους, όλες τις ανθρώπινες πίστεις κλονι σμένες». Με τέτοια ενεργητικότητα και αθωότη τα μιλούσε ο Φιτζέραλντ (ή ο ήρωάς του) για τους συγχρόνους του, κι αυτοί αναγνώριζαν τη φωνή εκείνη σα δική τους, ενώ οι μεγαλύτεροι άκουγαν σιωπηλοί. Ξαφνικά τα περιοδικά φάνηκαν πρόθυμα να δημοσιεύουν κείμενα του Φιτζέραλντ και διατε θειμένα να πληρώνουν μεγάλα ποσά γι’ αυτά. Έτσι, το 1919 κέρδισε 879 δολάρια από τα γρα ψίματά του και το 1920 κέρδισε 18.850 δολάρια, αλλά πάλι καταφερε να λήξει η χρονιά με χρέη. Η γρήγορη επιτυχία και ο τρόπος που ξόδευε πρέπει να προστεθεί στα χαρακτηριστικά του που τον έκαναν αληθινό εκπρόσωπο της γενιάς του. Και ο Φιτζέραλντ είχε αρχίσει να πιστεύει σοβαρά στην ιδιότητά του αυτή του εκπροσώ που, γιατί καταλάβαινε πως όταν έγραφε τ’ αλη θινά του όνειρα, τις ατυχίες του και τα επιτεύγματά του, οι άλλοι αναγνώριζαν τον εαυτό τους μέσα στα κείμενά του.
αφιερωμα/23 Γεγονός όμως είναι πως ο Φιτζέραλντ δεν ήταν «αντιπροσωπευτικός» τύπος της εποχής του, ούτε καμιάς άλλης εποχής. Έζησε σκληρά όσο λίγοι άνθρωποι κι έκανε πραγματικότητα τα όνειρά του με πρωτοφανή ένταση συναισθήμα τος. Τα όνειρά του αυτά δεν ήταν καθόλου ασυ νήθιστα: στην αρχή ήταν να γίνει αστέρι του πο δοσφαίρου και αριστούχος στο κολέγιό του, να γίνει ήρωας σε κάποιο πεδίο μάχης, να επιτύχει ως έμπορος και να έχει το καλύτερο κορίτσι. Ή ταν τα κοινότατα οράματα που είχαν πολλοί νέοι της ηλικίας και της τάξης του, ειδικά εκεί νοι που προσπαθούσαν να πετύχουν στον εμπο ρικό τομέα- και ο Φιτζέραλντ συγγένευε πιο πο λύ μ’ αυτούς παρά με τους περισσότερους σοβα ρούς συγγραφείς της γενιάς του. Το μόνο που τον έκανε να ξεχωρίζει από τους φιλόδοξους αυ τούς νέους του εμπορίου ήταν το συναίσθημα που φόρτιζε τα όνειρά του και η ειλικρίνεια με την οποία δήλωνε τα όνειρα αυτά. Με τη σπάνια ευαισθησία του έκανε τους αναγνώστες του να πιστεύουν στη μοναδικότητα του κόσμου που ζούσαν. Αργότερα θα γράψει, σε τρίτο πρόσω πο, ότι αισθανόταν ευγνώμων στην εποχή της Τζαζ γιαί «τον ανάθρεψε, τον κολάκεψε και του χάρισε πιο πολλά χρήματα απ’ όσα ονειρευόταν, μόνο και μόνο για να λέει στον κόσμο πως αι σθανόταν όπως ακριβώς κι αυτοί». Ο Σκοττ έλεγε επίσης ότι στην εποχή του «η Αμερική ζούσε το μεγαλύτερο και πιο φανταχτερό πανηγύρι της ιστορίας της, για το οποίο πολ λά μπορούσαν να γραφτούν». Ακόμα και σήμερα πολλά μπορούν να γραφτούν υπό το φως της δι κής μας εποχής, που είναι πολύ περίεργη για κά θε τι της δεκαετίας του ’20, αλλά συνήθως την κρίνει λάθος. Αυτό το «πιο φανταχτερό πανηγύ ρι» της αμερικάνικης ιστορίας υπήρξε επίσης και ως ηθική επανάσταση και κάτω απ’ αυτή την επανάσταση γίναν και πολλές κοινωνικές ανακα τατάξεις. Η δεκαετία αυτή είναι η εποχή που ο πουριτανισμός δέχεται επιθέσεις και η προτεσταντική εκκλησία χάνει την κυρίαρχη θέση της. Ή ταν η εποχή που η χώρα έπαψε να είναι Αγ γλική και Σκοτσέζικη και τα παιδιά των μετανα στών κινούνταν να καταλάβουν θέσεις στην εθνι κή ζωή. ΗΤΑΝ Η ΕΠΟΧΗ που η αμερικάνικη κουλτού ρα μετατράπηκε από αγροτική σε αστική και που η Νέα Υόρκη έδινε τα κοινωνικά πρότυπα όλης της χώρας, αν και τα δικά της κοινωνικά πρότυ πα της τα είχαν δώσει άνθρωποι σαν τη Ζέλντά και τον Σκοττ που είχαν φτάσει εκεί από τις επαρχίες του Νότου και της Δύσης. Στην πραγματικότητα, η δεκαετία του ’20 ήταν η εποχή που ένας νέος ηθικός κώδικας της παρα γωγής -με αποταμιεύσεις και προσωπικές θυσίες να μαζευτεί κεφάλαιο για νέες επιχειρήσεις- δη-
Σ. Φιτζέραλντ
μιούργησε άλλο νέο ηθικό κώδικα, της κατανά λωσης, που απορροφούσε μέσω της αγοράς τα αγαθά της παραγωγής. Αντί να παροτρύνονται οι άνθρωποι να αποταμιεύουν, παρασύρονταν όλο και πιο πολύ, με χιλιάδες τρόπους, ν’ αγο ράζουν, να διασκεδάζουν, να χρησιμοποιούν ελάχιστα τα πράγματα και να τα πετάνε για ν’ αγοράσουν πιο σύγχρονα. Αποτέλεσμα υπήρξε να παράγονται και να καταναλίσκονται ή πετιούνται όλο και περισσότερα πράγματα και, επομένως, τα χρήματα να κερδίζονται, να χά νονται ή να δανείζονται πολύ ευκολότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Η προνοητικότητα ήταν εντε λώς εκτός μόδας. «Η εποχή της τζαζ», έλεγε ο Φιτζέραλντ, «είχε αποδυθεί σ’ έναν αγώνα ταχύ τητας με ανταγωνιστή τον εαυτό της, όπου κάθε τόσο υπήρχαν σταθμοί ανεφοδιασμού γεμάτοι λεφτά. Ακόμα κι αν κήρυσσες πτώχευση, δεν ανησυχούσες για λεφτά, γιατί υπήρχαν σε μεγά λη αφθονία γύρω σου».
24/αφιερωμα Οι νέοι και οι νέες του ’20 έδειχναν μιαν αλό γιστη εμπιστοσύνη όχι μόνο για τα οικονομικά τους, αλλά και για τη ζωή γενικότερα. Κι αυτό, λόγω του παρελθόντος τους: είχαν μεγαλώσει στα χρόνια που οι αμερικανοί μεσοαστοί διάβα ζαν Χέρμπερτ Σπένσερ και πίστευαν στο δόγμα της αυτόματης κοινωνικής εξέλιξης. Οι αρχές του εικοστού αιώνα φαίνονταν να επιβεβαιώ νουν το δόγμα αυτό. Τα πράγματα καλυτέρευαν κάθε χρόνο: μεγαλύτερη παραγωγή σιταριού και σιδήρου, περισσότερες σιδηροδρομικές γραμμές, περισσότερα κέρδη, πιο συχνή η κατάρριψη των ρεκόρ, νέες πόλεις χτίζονταν κι όλες οι πόλεις αναπτύσσονταν σε μιαν εποχή που όλη η υφήλιος ζούσε πλούσια και συνετά με στόχο την παγκόσμια ειρήνη· και όλα αυτά τα θαυμαστά αποτελέσματα φαινόταν τότε ότι ξεκινούσαν από την επιθυμία κάθε ανθρώπου να αναζητά τα δι κά του προσωπικά ενδιαφέροντα. Μετά το 1914 η αντίληψη της αυτόματης προόδου πήρε ξανά τη θέση της στο δημόσιο αίσθημα. Οι νέοι και οι νέες της εποχής του Φιτζέραλντ, ανεξάρτητα από το πόσο επαναστάτημένοι ή κυνικοί ήταν, εξακολουθούσαν να είναι προσκολημμένοι στην αντίληψη των παιδικών τους χρόνων ότι ο κό σμος θα βελτιωνόταν χωρίς τη βοήθειά τους· αυ τός ήταν άλλωστε και ένας από τους λόγους που οι περισσότεροι βαριόντουσαν στην ιδέα και μό νο της επιδίωξης του κοινού καλού. Βυθισμένοι στις προσωπικές τους περιπέτειες δεν αντιλαμ βάνονταν τους κινδύνους που δημιουργούσαν μόνοι τους, γιατί κατά βάθος πίστευαν ότι όλα θα τέλειωναν καλά. Το υπόδειγμα καλής ζωής γι’ αυτούς ήταν μάλλον απλοϊκό και έτεινε προς το απολίτιστο. Απορρίπτοντας οτιδήποτε άλλο, οι υπερασπι στές της νέας γενιάς υμνούσαν τις απλές εμπει ρίες του ανθρώπου: αγάπη, ταξίδια, φαί και πιοτό. «Αθάνατο μεθύσι», θα γράψει ο Τόμας Γουλφ σ’ ένα του μυθιστόρημα, διακόπτοντας τις περιπέτειες του ήρωά του, «τι αντάλλαγμα μπορούμε να πληρώσουμε, ποιο τραγούδι να τραγουδήσουμε, ποια προσευχή να πούμε για να εκφράσουμε τη χαρά, την ευγνωμοσύνη και την αγάπη που εμείς, μεγαλωμένοι σ’ εποχές πείνας της Αμερικής, οφείλουμε στο αλκοόλ;... Μας ήρ θες μαζί με τη μουσική, την ποίηση και τον άγριο ρυθμό όταν ήμαστε εικοσάρηδες, όταν γυρνούσαμε με τα ποδήλατα το βράδυ μέσα από τους φεγγαρόφωτους δρόμους της Βοστώνης κι ακούγαμε το φίλο μας, το σύντροφό μας και το νεαρό συνάδελφό μας να φωνάζουν μέσα στη σι γαλιά της πλατείας: «Είσαι ποιητής κι ο κόσμος σου ανήκει». Κι άλλοι εκτός από τον Γουλφ άκουσαν τη φωνή να επαναλαμβάνει: «Είσαι ποιητής» και βιάστηκαν ν’ απολαύσουν τον κό σμο που τους προσφερόταν σαν δώρο γενεθλίων, ταξιδεύοντας, αγαπώντας, τρώγοντας, πίνοντας,
χορεύοντας όλη τη νύχτα και γράφοντας με ειλι κρίνεια για το επόμενο πρωί. Όλοι αναγνώρι ζαν την ανάγκη να είναι ειλικρινείς, ακόμα κι αν αυτό πείραζε την οικογένεια και τους φίλους τους ή, πιο πολύ ακόμα, εκείνους τους ίδιους. Κάθε πράξη θεωριόταν εκείνο τον καιρό συγχωρητέα και ίσως θαυμαστή, αν εκείνος που την έκανε, έλεγε την αλήθεια χωρίς ούτε να υπερηφανεύεται ούτε να ντρέπεται. ΤΟ ΑΡΣΕΝΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ της δεκαετίας του ’20 ήταν εκείνο που ο Φιτζέραλντ ονόμαζε «το παλιό όνειρο να είναι ολοκληρωμένος άντρας όπως τον φαντάστηκαν ο Γκαίτενο Μπάυρον και ο Σω μαζί, εμπλουτισμένος με λίγη χλιδή, δηλα δή ένας συνδυασμός του Τζ. Π. Μόργκαν, του Τόφαμ Μπόκλερκ και του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης». Ολοκληρωμένος άντρας ήταν εκεί νος που τα «έκανε όλα», καλά και κακά, εκείνος που συνειδητοποιούσε τις δυνατότητες της φύ σης του και, επομένως, αποκτούσε και σοφία. Ολοκληρωμένος άντρας ήταν εκείνος που ακο λουθούσε τον κανόνα του Ραμπελαί «Fais ce que voudras», «Κάνε αυτό που θα θελήσεις». Αλλά ο κανόνας αυτός έκρυβε μέσα του το δεύτερο επι τακτικό καθήκον, που ακουγόταν σαν ηχώ: «θα θελήσεις», να έχεις δηλαδή τη θέληση να το κά νεις. Για να θαυμάζεται ένας νεαρός του ’20 έπρεπε να «θέλει» οτιδήποτε και έπρεπε ακόμα να έχει αρκετή ενεργητικότητα και τόλμη για να φέρει σε πέρας τις στιγμιαίες επιθυμίες του. Ζούσαν την κάθε στιγμή μ’ εκείνο που ονόμαζαν «πλήρη άγνοια των συνεπειών». Όπω ς είπε τότε ο Φιτζέραλντ, «έπιναν κοκτέηλ πριν από τα γεύ ματα σαν Αμερικανοί, κρασί και κονιάκ σαν Γάλλοι, μπύρα σαν Γερμανοί, ουίσκυ με σόδα σαν Εγγλέζοι... αυτό το απαίσιο μείγμα που έμοιαζε με γιγάντιο κοκτέηλ μέσα σ’ έναν εφιάλ τη». Όμως η δεκαετία του ’20 δεν ήταν τόσο η επο χή του ποτού, όσο η «εποχή της Τζαζ», κατά τον Φιτζέραλντ που διεκδικεί την πατρότητα του όρου. Η ΤΖΑΖ ΕΚΡΥΒΕ μέσα ττιγ ένα συνεχές μήνυμα αλλαγής, συγκίνησης και αγριας φυγής μαζί μ’ έναν τόνο λύπης, αλλά πάντα με την υπόσχεση κάποιας απόλαυσης γύρω στο τέλος της επόμε νης εβδομάδας, ίσως τα μεσάνυχτα, σε μια μακρινή χώρα. Οι νέοι άκουγαν το μήνυμα και το ακολουθούσαν παντού, έμπαιναν μέσα σε κάθε πόρτα, ακόμα και σε κείνη που οδηγούσε σε κεί νο που, για τους αμερικανούς της εποχής, ονο μαζόταν κόσμος της τέχνης. Χόρευαν πολύ, έπι ναν πολύ, αλλά και δούλευαν με την ίδια από γνωση. Δούλευαν να ανέλθουν, να κερδίσουν κοινωνική αναγνώριση, να πουλήσουν, να δια φημίσουν, να οργανώσουν, να εφεύρουν μηχανή
αφιερωμα/25 ματα και να δημιουργήσουν αθάνατα έργα λογο τεχνίας. Τα πρώτα δέκα χρόνια, μέχρι να χάσουν την αρχική ζωντάνια τους, έδωσαν καινούριο ρυθμό στην αμερικάνικη ζωή. Ο Φιτζέραλντ όχι μόνο ήταν χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του κλίματος της εποχής, αλλά έφτασε να πιστεύει πως είχε συντελέσει σ’ αυτό εγκαινιάζοντας ένα είδος συμπεριφοράς που ακολουθούσαν οι νεότεροί του. Ό τι το πρότυπο αυτό ήταν επικίνδυνο, αυτό το αναγνώριζε σχε δόν απ’ την αρχή. «Αν επέδρασα έστω και λίγο στη συμπεριφορά της σύγχρονης αμερικανίδας κοπέλας, τότε σίγουρα έκανα πολύ πρόχειρη δουλειά», γράφει σ’ ένα γράμμα του το 1925. Σ’ ένα σημειωματάριό του παρατηρεί πως κάποια συγγενής του αισθανόταν ακόμα τρακ τη δεκαε τία του ’30. «Δεν υπάρχει αμφιβολία», προσθέ τει, ότι αρχικά προσπάθησε να ταυτιστεί με με ρικά ανώριμα και ατυχή γραφτά μου, γι’ αυτό έχω ιδιαίτερη αδυναμία στη X., όπως έχουμε σε κάποιον που έχασε το χέρι ή το πόδι του υπηρε τώντας μας». Ό ταν ζούσε στο La Paix, ένα ξύλι νο καφέ περίπτερο βικτωριανού ρυθμού σε μια έκταση τριάντα εκταρίων κοντά στη Βαλτιμόρη, ένας μεθυσμένος νέος έφτασε παραπατώντας στην πόρτα του και είπε: «Έπρεπε να σας δω. Νιώθω να σας οφείλω πιο πολλά απ’ όσα μπορώ να πω. Νιώθω να διαμορφώσατε τη ζωή μου». Δεν ήταν ο νέος -που αργότερα έγινε ευρύτατα γνωστός μυθιστοριογράφος και αλκοολικός- το πραγματικό θύμα της ικανότητας του Φιτζέραλντ να δημιουργεί χαρακτήρες, ήταν πιο πολύ απ’ όλους ο ίδιος ο Φιτζέραλντ. «Μερικές φο ρές», θα πει σε κάποιον άλλο νυχτερινό επισκέ πτη του, «δεν ξέρω αν η Ζέλντα κι εγώ είμαστε αληθινοί ή ήρωες κάποιου απ’ τα βιβλία μου». Αυτά γινόντουσαν την άνοιξη του 1933, λίγες εβδομάδες αφότου έκλεισαν όλες οι τράπεζες της χώρας. Και τότε έμοιαζε σαν όλη η γενιά του ’20 να νικήθηκε από τη ζωή αλλ’ όμως, παρ’ όλη την ήττα τους, ο Σκοττ και η Ζέλντα εξακολουθού σαν να είναι τα πρότυπά τους. Ο ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ ζούσε τις μεγάλες στιγμές του και τις ξαναζούσε όταν τις κατέγραφε αλλά πα ράλληλα στεκόταν μακριά απ’ αυτές και ψυχρά υπολόγιζε τις αιτίες και τις συνέπειές τους. Αυτή είναι η διττή ικανότητά του και το κυριότερο χα ρακτηριστικό του ως συγγραφέα. Πήρε μέρος στα όργια της εποχής του αλλα κρυφά κράτησε μια πιο απόμακρη θέση, θεωρώντας τον εαυτό του σα φτωχό που ζούσε ανάμεσα σ’ εκατομμυ ριούχους, σα σκυθρωπό χωριάτη ανάμεσα σ’ ευγενείς. Έλεγε ότι το κυριότερο ατού του ήταν «η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυο γενεές», την προπολεμική και τη μεταπολεμική. Πάντα καλλιεργούσε ένα διπλό όραμα. Στα έργα του προσπαθούσε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στη
ΟΣ.Φ . αριστερά, πρωτοετής στο Πρίνοτον.
λαμπερή ζωή των ιδιωτικών κλαμπ του Πρίνστον, της βόρειας ακτής του Λονγκ Άιλαντ, του Χόλιγουντ και της Ριβιέρα- περιέβαλε τους ήρωές του με μιαν αχλύ θαυμασμού και ταυτό χρονα προσπαθούσε να διαλύσει αυτή την αχλύ. Ήθελε να ξέρει «πού νερώνεται το γάλα και πού νοθεύεται η ζάχαρη, πού το στρας πέρασε για διαμάντι και ο στόκος για πέτρα». Όλο του το έργο είναι σα να περιγράφει μια χορευτική εσπε ρίδα στην οποία κατάκτησε, όπως κάποτε έγρα ψε, το ωραιότερο κορίτσι: Ήταν μια ορχήστρα - η Μπίγκο Μπαγκό Που έπαιξε για μας ένα ταγκό Και χειροκρότησ’ όλο το μιλιούνι Το γλυκό της πρόσωπο και το νέο μου κο στούμι και την ίδια στιγμή στεκόταν έξω από την αίθου σα χορού, ένα μικρό αγόρι από τη Δύση με τη μύτη κολλημένη στο τζάμι, που αναρωτιόταν πό σο έκανε το εισιτήριο και ποιος πλήρωσε την ορ χήστρα. ΤΟ ΔΡΑΜΑ που παρακολούθησε αλλά και στο οποίο τελικά συμμετείχε ως πρωταγωνιστής, ήταν το ηθικό δράμα που οδηγεί σε ανταμοιβή ή τιμωρία. «Μερικές φορές θα ήθελα να έχω πάει προς εκείνη την κατεύθυνση», γράφει σ’ ένα γράμμα του που μιλά για τη μουσική κωμωδία, και αναφέρει τον Κόουλ Πόρτερ και τους Ρότζερς και Χαρτ, «αλλά νομίζω ότι κατά βάθος είμαι πολύ ηθικολόγος και μ’ αρέσει να κάνω κή
26/αφιερωμα ρυγμα στους ανθρώπους μ’ έναν ευρέως αποδε κτό τρόπο, παρά να τους διασκεδάζω». Η ηθική που ήθελε να κηρύξει είναι πολύ απλή και εν ταγμένη μέσα στη γενική σύγχυση της εποχής του. Οι τέσσερις κύριες αρετές της ήταν: Παρα γωγικότητα, Πειθαρχία, Υπευθυνότητα (με την έννοια της ανταπόκρισης στις κοινωνικές και οι κονομικές υποχρεώσεις) και Ωριμότητα (με την έννοια να περιμένει κανείς ελάχιστα από τη ζωή, αλλά να συνεχίζει τις προσπάθειές του). Έτσι, τα διηγήματά του γινόντουσαν κατά κάποιον τρόπο μύθοι και για τις αρετές που είχαν ή δεν είχαν οι ήρωές του στο τέλος ανταμείβονταν ή τιμωρούνταν. Το κυριότερο χαρακτηριστικό των ηρώων του ήταν τα όνειρά τους, που μπορεί να ήταν συχνά κοινά ή φτηνά, όμως πάντα ο Φιτζέραλντ κατάφερνε να τα ντύνει με μιαν ατμόσφαιρα μυστη ρίου. Οι μεγάλες του σκηνές μοιάζουν με τη μου σική: μερικές φορές η μουσική από μιαν απόμα κρη αίθουσα χορού, άλλες που κάποιος γ ρ υ λ ί ζει ένα γερμανικό ταγκό, άλλες που ο αέρας ■ψι θυρίζει μέσα στα φύλλα, φορές τέλος η άκαμπτη μουσική της καρδιάς. Όπου δεν υπήρχε μουσι κή, υπήρχαν τουλάχιστον σφυροκοπήματα ρυθ μών: «ο γρήγορος μητροπολιτικός ρυθμός της πόλης γιά γέννηση κι αγάπη και θάνατο που γέμιζέ με όνειρα το απερίγραπτο». «Ο ρυθμός του Σαββατοκύριακου με τη γέννησή του, την ευθυ μία του και το προδιαγραμμένο τέλος του». «Το δυναμικό, φωτισμένο ύφος της Νέας Υόρκης, που είναι σα γρήγορος βηματισμός ψηλού άν τρα». Το όνειρο του ώριμου Φιτζέραλντ, όταν πια είχε ξεπεράσει την επιθυμία να ξεχωρίσει στο κολέγιο, μπορεί να πει κανείς ότι μοιάζει με τη μουσική, ίσως με την ημιτελή συμφωνία: Να γίνει ένας μεγάλος συγγραφέας, ειδικά κάποιος που θα πρόσφερε στην αμερικάνικη κοινωνία της εποχής του ό,τι ο Τουργκένιεφ, για παρά δειγμα, πρόσφερε στο παλιό ρώσικο καθεστώς. ΥΠΗΡΧΕ ΕΝΑΣ ΤΟΜΕΑΣ που ο Φιτζέραλντ, καθώς μάλιστα θεωρούσε τον εαυτό του εκ πρόσωπο της εποχής του, διέφερε από τους πε ρισσότερους σοβαρούς συγγραφείς: Πάντα αι σθανόταν πιο κοντά στους συμμαθητές του στο κολέγιο, που προσπαθούσαν να επιβιώσουν στον κόσμο των μπίζνες, και γοητευόταν κι εκείνος από τον τρόπο που κερδίζονταν και χάνονταν τα χρήματα. Ο νεαρός επιχειρηματίας της εποχής του, πιο πολύ απ’ ό,τι μεταγενέστερων εποχών, είχε μάθει να μετράει την επιτυχία, την αποτυ χία, ώς και την αρετή, με το χρήμα. Είχαν μάθει στο σχολείο και στο κατηχητικό ότι η αρετή επι βραβεύεται με χρήματα και η κακία τιμωρείται με την απώλεια χρημάτων· γι’ αυτό, σκοπός τους μοναδικός ήταν να κερδίσουν πολλά και γρήγο ρα. Κι όμως, τα χρήματα ήταν μόνο ένα συμβα τικό ανεπαρκές σύμβολο των όσων ονειρεύονταν
να κερδίσουν. Οι καλύτεροι απ’ αυτούς ήταν σαν τον Γκάτσμπυ που «είχε καποια αυξημένη ευαισθησία στις υποσχέσεις της ζωής», ή έμοια ζαν μ’ έναν άλλον ήρωα του Φιτζέραλντ, τον Ντέξτερ Γκρην στο «Χειμερινά Όνειρα», που «δεν ήθελε να έχει σχέση με λαμπερά πράγματα και λαμπερούς ανθρώπους, ήθελε να έχει δικά του τα λαμπερά πράγματα». Το αληθινό τους όνειρο ήταν να πετύχουν μια νέα κατάσταση για τον εαυτό τους, να ανέλθουν ψηλότερα στη μυ στηριώδη ιεραρχία των ανθρώπινων αξιών. Και οι σοβαροί συγγραφείς ονειρεύονταν να ανέβουν ψηλότερα αλλά -με εξαίρεση τον Φιτζέραλντπίστευαν ότι το κυνήγι του χρήματος ήταν ο πιο λαθεμένος τρόπος. Αγαπούσαν τό χρήμα όταν τους ερχόταν ως δώρο ή δωρεά ή προκαταβολή από τον εκδότη τους. Θα τους άρεσε επίσης να τα συνόδευε ένα βραβείο, υπήρχαν όμως τόσο λίγα στη δεκαετία του ’20. Και βέβαια φοβόν τουσαν τα πολύ υψηλά εισοδήματα, γιατί αυτά σήμαιναν υποχρεώσεις, πολύ χαμένο χρόνο σε άσχετη εργασία, ακριβές συνήθειες που θα τους ωθούσαν στην προσπάθεια απόκτησης περισσό τερων χρημάτων, με λίγα λόγια μια σειρά διαδι κασιών που είναι εντελώς εχθρικές με την τέχνη. «Αν θέλεις να καταστρέψεις ένα συγγραφέα», άκουσα μερικούς απ’ αυτούς να λένε, «δώσε του ένα συμβόλαιο για ένα μεγάλο περιοδικό ή μια δουλειά με χιλιάδες δολάρια το μήνα». Πολλοί απ’ αυτούς προσπάθησαν να κρατήσουν την ανε ξαρτησία τους κερδίζοντας απλώς όσα τους έφταναν για να ζήσουν και να γράψουν και μό νο λίγοι θεώρησαν τους εαυτούς τους ήρωες της φτώχειας και της αποτυχίας. «Τώρα μπορώ να γράψω», είπε ο Φώκνερ, όταν απορρίφθηκε το τρίτο μυθιστόρημά του και νόμισε ότι κανένας δε θα δεχόταν πια να δημοσιεύσει τίποτα. Ο ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ βυθίστηκε και παρέμεινε μέσα στον επιχειρηματικό κόσμο. Αυτόν τον κόσμο που συναντάμε και στα έργα του, που κι αυτά είναι ένα είδος επιχείρησης, αφού οι αφηγήσεις τους είναι για τους αναγνώστες τους η συνέχεια του λαβυρίνθου των περιοδικών που πουλιούν ται στα περίπτερα. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ του από τους αναγνώστες του γράφοντας πρωτο ποριακή πρόζα, ή αρνούμενος να πει μιαν απλοϊκή ιστορία. Η αυθεντικότητά του βρίσκε ται μάλλον στο κλίμα, στο θέμα και τη φαντασία παρά στη δομή των έργων του, κι αυτό φαίνεαι περισσότερο στα μυθιστορήματά του παρά στα διηγήματά του, που είναι συχνά πολύ καλά. Αν και δεν του άρεσε να γράφει επί πληρωμή στα περιοδικά -ή το απεχθανόταν κάποια πλευρά του εαυτού του- το έκανε με μεγάλη φιλοτιμία γιατί του απέφερε πολλά χρήματα που δεν μπο ρούσε να κερδίσει αλλιώς, και τα χρήματα πάν τα τα θεωρούσε αναγκαία για τον αυτοσεβασμό του.
αφιερωμα/27 ΤΟΥ ΑΡΕΣΕ να υπολογίζει τη ζωτικότητα και το ταλέντο του με οικονομικούς όρους, γι’ αυτό και όταν τη διετία 1935-1936 προσωρινώς χάθη καν και τα δυο, θεώρησε το γεγονός ένα είδος πνευματικής χρεοκοπίας. Έγραφε τότε: (οι υπο γραμμίσεις δικές μας) «Άρχισα να καταλαβαίνω πως για δυο χρόνια έκανα αναλήψεις από κατα θέσεις που δεν υπήρχαν και ότι τελικά είχα βάλει ενέχυρο τον εαυτό μου σωματικά και πνευματι κά». Αλλού γράφει: «Όταν ο ουρανός έκρυψε τον ήλιο την περασμένη άνοιξη, στην αρχή δεν το συνδύασα με ό,τι είχε συμβεί δεκαπέντε είκο σι χρόνια πριν. Βαθμιαία όμως μου ήρθε στο μυαλό η παλιά οικογενειακή ιστορία, ο περιορι σμός από παντού, σα να καιγόταν το κερί κι από τις δυο άκρες· απαιτούσα πολλά από τις φυσικές δυνατότητές μου που δεν έλεγχα, όπως κάποιος που κάνει από την τράπεζά του αναλήψεις χωρίς αντίκρυσμα... Υπήρχαν πολλά κίβδηλα νομίσμα τα γύρω που θα μπορούσα να τα χρησιμοποιήσω αντί γι’ αυτά [τα συναισθήματα που είχε χάσει] και ήξερα μάλιστα πού μπορούσα να τα βρω αγοράζοντας μια δεκάρα το δολάριο». «Πού ήταν η ρωγμή», αναρωτιέται ο Φιτζέραλντ, «απ’ όπου χωρίς να το ξέρω χάνονται ο ενθουσιασμός και η ζωτικότητά μου σταθερά και πριν την ώρα τους;» Η ζωτικότητα ήταν γι’ αυ τόν κάτι ρευστό και την παρομοίαζε με το χρή μα, που ήταν επίσης ρευστό. Άλλωστε είχε αλ λάξει η νοοτροπία που υπήρχε πριν τον Α' Παγ κόσμιο Πόλεμο, όταν ο κόσμος μάζευε χρήματα «πετραδάκι-πετραδάκι», αντί να τα ξοδεύει αλό γιστα, και ο εκατομμυριούχος στα σατιρικά πε ριοδικά ονομαζόταν «κ. Πετραδάκης». Κατά τη θεωρία του Φρόυντ, που βασίζεται σε παρατη ρήσεις των χαρακτήρων του 19ου αιώνα, τα χρή ματα είναι στερεό, χρυσός ή ασήμι, και το προϊόν του σώματος που παράγουν τα χρήματα είναι το περίττωμα. Ά ρα, το κυνήγι του χρήμα τος ως αυτοσκοπός, γεννάται ως επιθυμία από τον ερεθισμό του πρωκτού, και ο Φρόυντ υπο στηρίζει πως ο μίζερος άνθρωπος είναι πάντα και δυσκοίλιος. Αμφιβάλλω αν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι έχουν παρατηρήσει πως το χρήμα χάνει την παλιά συμβολική του αξία και πως τείνει να ταυτιστεί στο αμερικάνικο υποσυνείδητο με προϊόντα του σώματος, όπως τα ούρα, το αίμα, το σπέρμα ή το γάλα. Ο Φιτζέραλντ πίστευε στις εφήμερες αξίες πε ρισσότερο απ’ ό,τι οι περισσότεροι επαγγελματίες ψυχολόγοι. Χρησιμοποιεί τα σύγχρονό του σχήματα λόγου σε πολλά προσωπικά γραπτά του, όπως φαίνεται και από το ποίημα «Του Απρίλη μας γράμμα», που έγραψε σε ελεύθερο στίχο κατά τη διάρκεια της «χρεωκοπίας του». Στο τέλος καταλήγει: «Ρώτησα πολλά αισθήματά μου -εκατόν
Σ. Φιτζέραλντ
είκοσι διηγήματα. Η τιμή ήταν υψηλή, πε ρίπου όση του Κίπλινγκ, γιατί στο καθένα υπήρχε μια σταγόνα από κάτι -όχι αίμα, όχι δάκρυ, όχι το σπέρμα μου- μια σταγό να από ολόκληρον εμένα σε κάθε διήγημα, ό,τι περισσότερο είχα να δώσω. Παν’ όμως όλα αυτά τώρα κι είμαι σαν εσένα. Κάποτε το φιαλίδιο ήταν γεμάτο, να το μπουκαλάκι που μέσα του αδειάστηκε. Αλλά για στάσου, να μια σταγόνα... Ό χι, λάθος, ήταν το φως που έπεφτε απ’ το πλάι». Θα παρατηρήσουμε ότι αυτό το «κάτι» που ήταν πιο ακριβό κι από το αίμα, τα δάκρυα, το σπέρμα, είχε αντίκρυσμα σε χρήμα και πουλιό ταν στα περιοδικά στην τιμή των έργων του Κίπλινγκ. Ό ταν λοιπόν του έλειψε, ο Φιτζέραλντ δεν μπορούσε πια να γράφει καλοπληρωμένες ιστορίες, γι’ αυτό ταύτισε τη συναισθηματική με την πνευματική χρεωκοπία. Εκείνη τη μαύρη χρονιά του 1936 κέρδιζε ελάχιστα χρήματα και χρωστούσε πάνω από 40.000 δολάρια, αλλά κρα τούσε αναλυτική κατάσταση των χρεών του, από τα οποία ξεπλήρωσε αργότερα τα πιο πολλά, ζώντας συγκρατημένα ακόμα και τους μήνες που ο μισθός του στο Χόλιγουντ ήταν πολύ υψηλός. Ίσως ποτέ να μη θεωρήθηκε απόλυτα αξιόχρεος, αλλά οι οικονομικές του υποχρεώσεις στο τέλος της ζωής του δεν ήταν πολύ πιεστικές, χώρια που έβγαζε πολύ καλή δουλειά. Γράφοντας για τη ρομαντική ιστορία του χρή ματος, όπως έκανε στα περισσότερα μυθιστορή ματα και διηγήματά του, κατέγραφε όχι μόνο μιαν αγαπημένη του πραγματικότητα, αλλά κι αυτό που κατά τη γνώμη του υπήρξε και η κυριότερη πραγματικότητα του καιρού του. «Οι
28/αψιερωμα Αμερικανοί», έγραφε, «έπρεπε να γεννιούνται με ΤΑ ΑΝΑΜΕΙΚΤΑ συναισθήματά του για τους πτερύγια, όπως τα ψάρια, και ίσως γεννήθηκαν, πολύ πλούσιους, που περιέχουν περιέργεια και θαυμασμό, αλλά και δυσπιστία γι’ αυτούς, απο ίσως το χρήμα να είναι ένα είδος πτερυγίων». Μια από τις παρατηρήσεις του για τον εαυτό καλύπτονται στα κύρια θέματα των περισσότε του έχει συχνά απασχολήσει τους κριτικούς: ρων διηγημάτων του. Φυσικά, υπάρχουν στα έρ «Βασικά, είμαι μαρξιστής». Ποτέ του δεν υπήρξε γα του και περιγραφές άλλων καταστάσεων, που μαρξιστής, με την οποιαδήποτε έννοια του όρου δεν αφορούν κατευθείαν στις σχέσεις μεταξύ των που δίνουν οι ίδιοι οι μαρξιστές ή και οι οπαδοί κοινωνικών τάξεων. Έγραψε για το πρόβλημα άλλων θεωριών. Είναι αλήθεια ότι είχε διαβάσει που έχει ο καθένας να προσαρμοστεί στη ζωή, πολύ το «Κεφάλαιο» και εντυπωσιάστηκε από το που το θεωρούσε πολύ δύσκολο, ειδικά για τις «τρομερό σημείο», όπως το αποκάλεσε, που ανα τόσο αυτοσυγκρατημένες αμερικανίδες. Έγραψε φερόταν στην «Εργάσιμη Ημέρα», όμως τίποτα για τη συμπεριφορά των κοριτσόπουλων, των δεν έμεινε μέσα του από την πίστη του Μαρξ στη κομπιναδόρων, των άφραγκων. Έγραψε με θελ κτικό τρόπο για την παιδική του ηλικία. Έγρα χρησιμότητα του προλεταριάτου. Η αντίληψή του για την προλεταριακή ζωή εί ψε για το ξανασμίξιμο χωρισμένων ζευγαριών, ναι μόνον ό,τι μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη για την αντίθεση βορρά και νότου στον τρόπο του από το παρελθόν του. Φαίνεται να αναφέρε- ζωής, για τους αμερικανούς που αισθάνονται ται σ’ αυτή σε μερικά διηγήματά του, κυρίως στα διαλυμένοι στην Ευρώπη, για τους αυτοβασανι«Χειμερινά Όνειρα» και το «Σύντομη Επιστρο σμούς των ταλαντούχων αλκοολικών, και στα φή», όταν μιλάει για την παραποτάμια περιοχή πιο πρόσφατα έργα του -όπως κυρίως στον «Τε του Σαιν Πωλ, που μαραζώνει στη σκιά των με λευταίο Μεγιστάνα»- έδειξε το θαυμασμό του γάλων σπιτιών της Λεωφόρου Σάμιτ· περιγρά για τους εμπνευσμένους «μαστόρούς», όπως π.χ. φει τη συνοικία σα μια σιδερένια σκάρα από τους χειρούργους εγκεφάλου και τους σκηνοθέ φτωχόδρομους, όπου μικρόσωμοι ή αθλητικοί τες. Όμως πολλά από τα διηγήματά του, κυρίως νεαροί χαζεύουν μπροστά στα γραφεία στοιχη τα πρώτα, ξεκινούν με το ίδιο σχεδόν θέμα: ένας μάτων, ενώ το δέρμα τους φωτίζεται από τα δυ ανερχόμενος νέος της μεσαίας τάξης, ερωτεύεται νατά νέον. Στο «Μεγάλο Γκάτσμπυ» θα πρέπει μια πάμπλουτη κοπέλα. (Μερικές φορές η οικο να είχε στο μυαλό του τα κατώτερα στρώματα γένεια της κοπέλας είναι από το Νότο, και τότε της αμερικάνικης κοινωνίας, όταν περιγράφει τη δεν χρειάζεται να είναι τόσο πλούσια, αφού εκεί σταχτιά κοιλάδα ανάμεσα στο Γουέστ Εγκ και τη η υψηλή κοινωνική θέση δεν συνεπάγεται και Νέα Υόρκη. «Ένα φανταστικό αγρόκτημα», τ’ μεγάλα πλούτη). Απ’ αυτό το σημείο και πέρα, η ιστορία μπο ονομάζει, «όπου οι στάχτες πληθαίνουν όπως το στάρι και γίνονται βουνά και λόφοι και αλλόκο ρεί να εξελιχθεί με πολλούς τρόπους. Ο ήρωας τοι κήποι, όπου οι στάχτες παίρνουν το σχήμα μπορεί να παντρευτεί την κοπέλα, αλλά μόνον των σπιτιών και των καμινάδων και του καπνού όταν αυτή χάσει την περιουσία της ή (όπως στην που ανεβαίνει και, τέλος, με μια υπερβατική «Ένδειξη» και στην «Κοινή Λογική») όταν'κα προσπάθεια, των ανθρώπων που κινούνται αό ταφέρει να έχει μεγαλύτερα απ’ αυτή εισοδήμα ριστα και πάντοτε σαν έτοιμοι να καταρρεύσουν τα. Μπορεί να χάσει την κοπέλα (όπως στα μέσα στον σκονισμένο αέρα». Ένας από τους «Χειμερινά Όνειρα») και να τη θυμάται για πρώτους τίτλους που είχε διάλέξει για αυτό το πάντα με λαχτάρα για τις παλιές του φιλοδοξίες. μυθιστόρημα ήταν «Ανάμεσα σε Στάχτες κι Εκα Στο «Γαμήλιο Πάρτυ» παραδέχεται ότι έχασε, τομμυριούχους», σαν να έβαζε αντικρυστά αυτές γιατί αναγκάζεται ν’αναγνωρίσει την ηθική υπε τις δυο καταστάσεις, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε ροχή του πλούσιου που παντρεύτηκε τελικά η και την άβυσσό που τις χωρίζει. Ο Τομ Μπιου- κοπέλα. Στο «Περισσότερο από ένα σπιτάκι μό κάναν, ο σκληρός εκατομμυριούχος, βρίσκει νο» καταλαβαίνει ότι η κοπέλα είναι εγωίστρια ερωμένη από τη σταχτιά κοιλάδα. και κενή και παντρεύεται την καλή αδελφή της. Στα διηγήματα του Φιτζέραλντ δεν υπάρχει Στο «Η ακάλυπτη επιταγή» παντρεύεται την αληθινός ανταγωνισμός μεταξύ του σταχτόγκρι- ήσυχη ξαδέλφη της Έλεν Μορτμέην. Υπάρχει ζου προλεταριάτου και της μπουρζουαζίας. Αν όμως και κάποια άλλη ανάπτυξη του θέματος, τίθετα, υπάρχει ένας άλλος ανταγωνισμός που ο αυτή ακριβώς που δείχνει τα διφορούμενα συ Φιτζέραλντ θα πρέπει να θεώρησε κάποτε καθα ναισθήματα που έτρεφε προς τους πολύ πλού ρά μαρξιστικό: Είναι η μάχη του πλούτου ως σιους: Ο ανερχόμενος νέος κερδίζει το πλούσιο ρευστού εισοδήματος και του πλούτου ως κληρο κορίτσι και μετά καταστρέφεται από τον πλούτο νομημένης περιουσίας, ή μάλλον -επειδή ο Φι- ή τους συγγενείς της. τζέραλν? δεν είναι δοκιμιογράφος αλλά διηγηματογράφος- η ιστορία ενός άντρα και μιας γυ ναίκας ως εκπροσώπων της νέας και της παλιάς τάξης του πλούτου. Α πόδοση: Ερρίκος Μπελιές
αφιερωμα/29
Στέφανος Ροζάνης
Επιστροφή από την εξορία Μια ανάγνωση τον «Ξαναγνρίζοντας στη Βαβυλώνα» Το «Ξαναγνρίζοντας στη Βαβυλώνα» του Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ είναι η σκλη ρότερη ίσως ομολογία της αυτογνωσίας τον μεγάλου αθώου αμερικανικού ονείρου, που το μεγαλείο του υπήρξε η εσωτερική του λάμψη, «κάτι μέσα στην καρδιά».1 Μιας αυτογνωσίας, ωστόσο, άχρηστης και γι’ αυτό μάταιης για τη χαμένη μεσοπολεμική γενεά, αφού η προοπτική της διαμορφώνεται τώρα με το θάνατο μέσα στα σχέδιά της για το μέλλον, εκεί που άλλοτε, στα πρώτα σφριγηλά χρόνια τον πολύ χρωμου κόσμον της ο θάνατος όεν ήταν μέσα στα σχέδια, δεν σήμαινε τίποτε περισσότερο από την αθωότητα μιας ζωής που τελειώνει έχοντας βιώσει κάθε στιγ μή της με τέλεια ένταση, και το μέλλον όεν ήταν παρά το ίδιο το παρόν της στιγ μής, το βιωμένο ως αιωνιότητα, ως αρχή και τέλος του μεγαλείου. ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ θάνατος του Γκάτσμπυ στο «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» είναι η κατάληξη της μοιραίας του ζωής, μια στιγμή ανάμεσα σε άλλες, πάντως μια στιγμή αθωότητας που εξα γνίζει την ήδη αθώα προσήλωσή του στο όνειρο του εσωτερικού του μεγαλείου. Ο θάνατος που παραμονεύει τη ζωή του Τσάρλυ Γουέηλς στο «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα» είναι ένας διαρκής θάνατος που σέρνεται μέσα στα ερείπια του τώρα και του ύστερα, ξεγυμνωμένος από το μεγαλείο, μακριά από την αθωότητα, με την ενο χή του παρελθόντος και το άγχος του μέλλοντος
Ο
να καταστρέφουν και την τελευταία ικμάδα του καταξοδεμένου ονείρου. « Ό χι μόνον ανήγγειλα τη γέννηση των ψευ δαισθήσεων της νιότης μου στο Αυτή η πλευρά του Παραδείσου», γράφει με σπαρακτική ειλι κρίνεια ο Φιτζέραλντ σε γράμμα του, με ημερο μηνία Ιούλιος 1939, προς τον Kenneth Littauer, «αλλά και πολύ περισσότερο το θάνατό τους σε μερικά από τα τελευταία μου διηγήματα στο «Ποστ» όπως στο Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώ να».2 Τα πολύχρωμα οράματα της νιότης, η αθωότη
30/αφιερωμα τα του μεγάλου ονείρου που ο Φιτζέραλντ μοι ραζότανε, με όλη τη χαμένη γενεά του μεσοπολέ μου με γενναιότητα και ασυγκράτητο ενθουσια σμό, κοιταγμένα από την απόσταση του «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα» μεταστρέφονται σε ψευδαισθήσεις, ενώ ο θάνατος των ψευδαισθή σεων για τον απελπισμένο συγγραφέα φαίνεται να είναι πλέον η μοναδική αιτιολογία που μπο ρεί να ψελλίσει μπροστά στην ηθική χρεωκοπία του ονείρου του, μπροστά στο τελειωτικό χτύπη μα της ματαιωμένης του αθωότητας. Η απόσταση που χωρίζει το «Αυτή η Πλευρά του Παραδείσου» (1920) από το «Ξαναγυρίζοντας στη Βαβυλώνα» (1931) δεν προϋποθέτει μια διαδικασία ωρίμανσης και φθοράς του ονείρου. Αντίθετα την αποκλείει, αφού η συναισθηματική και ψυχική ωρίμανση και φθορά ούτε στο «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» (1925) αλλά ούτε και στο «Τρυφερή είναι η Νύχτα» (1934) είναι ορατές. Ωστόσο, η Βαβυλώνα έρχεται αιφνίδια. Είναι μια «ανάπηρη» αυτογνωσία που συντελείται σαν λάμψη αστραπής, σαν απρόβλεπτη ισχυρή δόνη ση που σωριάζει σε ερείπια αυτό που ζει ακόμη με όλο του το μεγαλείο άφθαρτο μέσα στο νου, πριν προλάβει να διαβρωθεί από την έγερση μιας συνείδησης άλλης για τον κόσμο και για τα πράγματα του ονείρου. Τσάρλυ Γουέηλς ξαναγυρίζει στο Παρίσι της αθωότητάς του. Μα ο ίδιος δεν είναι πια αθώος και το Παρίσι δεν μπορεί πια να φι λοξενήσει την αλλοτινή λάμψη της αμόλυντης ψυχής του, το παραλήρημα της γενεάς, τη βίωση της ζωής και του θανάτου ως στιγμών ισοσθενών, γεμάτων βουή και πάθος, έρωτα της στιγ μής και έρωτα της αιωνιότητάς της. Το Παρίσι της αθωότητας το βαραίνει απελπιστικά το άγ χος της ηθικής αυτογνωσίας, μια κατακλυσμιαία καταστροφή· πάνω του επικάθεται η ψυχική Βα βυλώνα, όχι ως αλληγορία της βιβλικής της διά στασης, αλλά ως τελειωτική ήττα ενός εσωτερι κού τοπίου που δεν στάθηκε ικανό να αντέξει τον ισχυρότατο κλυδωνισμό της παρουσίας μιας άτεγκτης και χωρίς έλεος πραγματικότητας. Ο Τσάρλυ Γουέηλς θα κόψει το ποτό, ξαναγυρίζοντας άτη Βαβυλώνα του. Θα κόψει, δηλαδή, κάτω από την αφόρητη πίεση ενός εξωτερικού καταναγκασμού τον ομφάλιο λώρο που τον συν δέει με το όνειρό του -χωρίς όμως ούτε στιγμή να το προδώσει. Η απελπισία του είναι μετέωρη: «δεν μπορεί να αποφύγει τις Ερινύες του παρελ θόντος, και το μόνο που του μένει είναι να μάθει να τις αντιμετωπίζει με κάποια αξιοπρέπεια»,3 μα συγχρόνως δεν γίνεται να αρνηθεί τις Ερινύες του. Εξόριστος μέσα στο αστραφτερό του όνει ρο, ξαναγυρίζει από την εξορία μέσα σε έναν κό σμο ο οποίος δεν τον αΑοδέχεται, έναν κόσμο δύσκολο τον οποίο ο ίδιος δεν τον πιστεύει, αλ
Ο
λά που μάταια προσπαθεί να τον πείσει για την αθωότητά του, για την ανεπανάληπτη λαμπρότη τα και τη μεγαλοσύνη των προθέσεών του. Έτσι, μέσα σ’ αυτή τη μετέωρη απελπισία της επιστρο φής του στη Βαβυλώνα μπορούμε πράγματι να «διαβάσουμε» το χρονικό όσων γυρίζουν από την εξορία.4 Ωστόσο, το σημαντικότερο γεγονός που καθορίζει τελικά την ψυχική του στάση απέ ναντι στον κόσμο και στον εαυτό του φαίνεται να είναι ότι η ίδια αυτή επιστροφή του από την εξορία του ονείρου τρέπεται, μέσω μιας έντονης εσωτερικής αμφισημίας, σε μια καινούρια εξο ρία, μια εξορία μέσα στην εξορία, την οποία εκείνος τουλάχιστον ούτε για μια στιγμή δεν είχε φαντασθεί: «τώρα ήταν ένας βασιλιάς εξορισμέ νος μέσα σ’ αυτό που εντέλει υπήρξε η δεύτερη πράξη [του δράματος] στην οποία βρέθηκε μό νος, πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό του για μια επιβίωση που ούτε είχε επιθυμήσει ούτε είχε φαντασθεί πως θα μπορούσε να είναι τόσο σκλη ρή και, σε τελευταία ανάλυση, τόσο γόνιμη».5 Η ικανοποίηση του βίτσιου και της σπατάλης ήταν ολότελα παιδιάστικη και ξαφνικά κατάλαβε την έννοια της λέξης «άσωτεία» -να ασωτεύεις στον ελαφρόν αέρα · να φτιάχνεις τίποτε από το κάτι. Στις μικρές ώρες της νύχτας κάθε κίνηση από το ένα μέρος στο άλλο ήταν ένα τεράστιο ανθρώπινο σάλτο, πλήρωνες όλο και περισσότερα για νά ’χεις το προνόμιο να κινείσαι όλο και πιο αργά. Θυμήθηκε τα χιλιάδες φράγκα που έδωσε σε μιαν ορχήστρα, για να του παίξουν ένα μονάχα κομμάτι, τα εκατοντάδες φράγκα που πέταξε σε κάποιον θυρωρό για να του φωνάξει ένα ταξί. Όμως, δεν είχαν δοθεί για το τίποτε. Είχαν δοθεί, ακόμα και τα πιο παράλογα σπαταλημένα ποσά, σαν μια προσφορά στο πεπρωμένο για να μπορεί αυτός να μη θυμάται όσα άξιζε πιο πολύ να θυμάται [...] 6 Η έλξη του πλούτου και της σπατάλης ήταν ένα στοιχείο, από τα ισχυρότερα ίσως, που κυ ριαρχούσε μέσα στο φάσμα της λαμπρότητας που καταύγαζε την αθωότητα του αμερικανικού ονείρου της χαμένης μεσοπολεμικής γενεάς. Η σαγήνη όμως αυτή δεν είχε ποτέ το υλικό βάρος ή την ηθική διάσταση που θα την ωθούσε να το ποθετηθεί κριτικά απέναντι σε έναν κόσμο κοι νωνικών αντιθέσεων, ο οποίος άλλωστε της ήταν απελπιστικά ξένος. Η σαγήνη του πλούτου ήταν πράγματι μια προσφορά στο πεπρωμένο, μα πά νω από όλα ήταν η ακόρεστη δίψα να πληρωθεί το όνειρο στην υψηλότερη τιμή του, μια τελε τουργική σχεδόν θυσία για να κερδηθεί μια στιγ μή ζωής μοναδική στην έντασή της, στο βάθος
αφιερωμα/31 της και στη διάρκειά της. Ο πλούτος ούτε ένοχος ήταν, ούτε αθώος. Δεν είχε καταγωγή, όπως δεν είχε και μέλλον να υπηρετήσει. Και το ψέμα του πλούτου ήταν το ίδιο στα χείλη των φτωχών και στα χείλη των πλουσίων. Για τον ήρωα της χαμέ νης γενεάς το μόνο που απέμενε ήταν να τοποθε τήσει τον εαυτό του έξω από τις ψευδαισθήσεις «εκείνων που φωτίζουν τόσο τον κόσμο», έτσι ώστε να μη νοιάζεται «πια αν είναι κάτι αληθινό ή ψεύτικο, όσο στολίζεται με το φωτοστέφανο της δόξας».7 Αυτό το φωτοστέφανο της δόξας εί ναι που πληρώνεται με την υψηλότερη τιμή. Και δεν είναι ούτε αληθινό ούτε ψεύτικο. Οι φτωχοί δεν το αφορούν, όπως δεν το αφορούν και οι πλούσιοι. Ο καθένας πληρώνει το τίμημά του, αρκεί το φωτοστέφανο της δόξας να λάμπει στο στερέωμα, να διαρκεί για πάντα μέσα στην ψυ
χή·
Δεν υπάρχουν τύποι, πληθυντικοί αριθμοί. Υπάρχει ένα πλουσιόπαιδο και τούτη εδώ είναι η δική του ιστορία και όχι του αδελφού του. Πέρασα όλη μου τη ζωή ανάμεσα στ’ αδέλφια τον, όμως τούτος εδώ υπήρξε φίλος μου. Εξάλλου, εάν έγραφα για τ ’ αδέλφια του θα έπρεπε ν’ αρχίσω καταρρίπτοντας όλα τα ψέματα που οι φτωχοί έχουνε πει για τους πλούσιους και που οι πλούσιοι έχουνε πει για τον εαυτό τους -με τέτοια σωρεία διαστρεβλώσεων μας έχουν γεμίσει, έτσι ώστε όταν μας πέφτει στο χέρι κάποιο βιβλίο για τους πλούσιους, ένα ένστικτο μέσα μας μας προετοιμάζει για απιθανότητες. Αφού ακόμα και αυτοί που προικισμένοι με ευφυΐα και χωρίς πάθος απεικονίζουν τη ζωή, έχουν καταντήσει τη χώρα των πλουσίων απίθανη όσο και μια χώρα παραμυθιού [...] Ο μόνος δυνατός τρόπος για να περιγράφω τον νεαρό Άνσον Χάντερ, είναι να τον πλησιάσω ωσάν να επρόκειτο περί ενός κατοίκου ξένης χώρας και να επιμείνω με γαϊδουρινή επιμονή στην άποψή μου. Έτσι και για ένα δευτερόλεπτο υιοθετήσω τη δική τον άποψη πάω χαμένος - δε θα είχα τίποτε άλλο να επιδείξω παρεκτός μια αλλοπρόσαλλη κινηματογραφική ταινία.8 Θεατής του δράματος στην αμφίθυμη σχέση ;ου με τον πλούτο και τους ανθρώπους του, ο ιεσοπολεμικός ήρωας επιμένει πεισματικά σ’ <Αυτή την Πλευρά του Παραδείσου», χωρίς ευ θύνη άλλη παρά μονάχα τη δίψα του να κατα'ράψει τις στιγμές της δόξας και του μεγαλείου, to πάθος που φλογίζει μια ζωή δοσμένη στην πεηπέτεια της ύπαρξής της, στο έσχατο εκείνο
Η Ζέλντα και ο Σκοττ Φιτζέραλντ στη Ριβιέρα το 1926
όριο του βίου που τον δονεί και τον μαγεύει. Κι όμως, επιστρέφοντας στη Βαβυλώνα του, ο Τσάρλυ Γουέηλς νιώθει να τον βαραίνει το αβά σταχτο φορτίο, όχι τόσο της σπαταλημένης του ζωής, όσο μιας πιεστικής συνείδησης ότι οφείλει να ανατρέξει στο παρελθόν του, να διατρέξει τις στιγμές του περασμένου βίου του επιχειρώντας να αυτοβιογραφηθεί με τους όρους που ο δύσκο λος, ο πάντα ακατανόητος, κόσμος επιβάλλει - σ’ αυτόν, έναν αμετανόητο του ονείρου. Έτσι, η αυτογνωσία του βυθίζεται στην ενοχή του ξοδεμένου πλούτου και η λαμπρότητα, που ήταν «κάτι μέσα στην καρδιά», πρέπει τώρα να βγει έξω από το προστατευτικό της περίβλημα και να αιτιολογήσει μιαν, ανύπαρκτη άλλωστε, καταγωγή, ή τις οδυνηρές συνέπειες της ιστ<Μρβ»ς της, για τις οποίες όμως ούτε για μια σ τιγ^ ήρωας αισθάνεται υπαίτιος.
32/αφιερωμα ΨΥΧΙΚΗ διάσχιση του Τσάρλυ Γουέηλς ανάμεσα στην εκβιαστική ενοχή που του θέτει η αναγκαστική του επαφή με τον ξένο κό σμο της πραγματικότητας και στην εμμονή του να μην αποδέχεται τους όρους αυτής της ενοχής, συνιστά την τραγικότητα της αδιέξοδης απολο γίας του. Απολογείται για την «ασωτεία», τη σπατάλη του βίου του και προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του (και μαζί το περιβάλλον του) πως δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια αντίδραση παι διάστικη. Και ενώ ομολογεί πως όλα αυτά δεν είχαν γίνει «για το τίποτε», πως πράγματι σήμαιναν μια τραγική προσφορά στο πεπρωμένο, σπεύδει να τους προσδώσει ένα περιεχόμενο που να ανταποκρίνεται στην ιδέα που οι άλλοι (αυ τός ο κόσμος της πραγματικότητας, ο δύσκολος και ακατανόητος) είναι πρόθυμοι να αποδε χθούν: πως όλα αυτά έγιναν όχι για να δικαιω θεί η φαντασιακή ύπαρξη, όχι για να πληρωθεί το πεπρωμένο στην υψηλότερη τιμή του, αλλά για να ξεχνά ο ίδιος τις κοινωνικές επιβολές, τους ηθικούς κανόνες, που ωστόσο θέλει να πεί σει πως τους αποδέχεται ως αξίες, ως modus νϊvendi -«να μη θυμάται όσα τώρα πάντοτε θα θυ μόταν- το παιδί του που του το έχουν πάρει από τον έλεγχό του, τη γυναίκα του που δραπέτευσε για κάποιον τάφο στο Βερμόντ».9 Η αθωότητα έχει υποστεί τη σκληρότερη διά ψευσή της μέσα στον κόσμο της ενοχής. Ο φαντασιακός παράδεισος της ασωτείας δεν μπορεί να αρνηθεί την πραγματικότητα, τη βίαιη κατα στολή του ονείρου από την ηθική και συναισθη ματική χρεωκοπία του κόσμου γύρω του. Πρέπει κι αυτός να χρεωκοπήσει: «ο πλούτος δεν είναι πια αθώος, η Αμερική δεν είναι πια αθώα, το Κορίτσι που είναι η ψυχή και του πλούτου και της Αμερικής, γίνεται καταστροφικό και διε φθαρμένο».19 Μέσα σ’ αυτή την ψυχική διάσχιση, η ανάμνη ση της μοιραίας στιγμής που ο έρωτας με τη γυ ναίκα του τσακίζεται για την πιο ασήμαντη, γε λοία αφορμή προξενεί στον Τσάρλυ Γουέηλς αφάνταστη οδύνη. Ό χ ι διότι αποδέχεται την ενοχή που προσπαθούν οι άλλοι να του εμβάλ λουν για το θάνατό της. Μα διότι γνωρίζει βα θιά μέσα του πως το «χρυσό κορίτσι» που έλαμ πε στα σφριγηλά χρόνια της ακμής του ονείρου του σαν «είδωλο χρυσό»,11 η Νταίζη του Μεγά λου Γκάτσμπυ (προσωποποίηση της αμερικανι κής αθωότητας) που «θέλγει τους εραστές της με μια φωνή γεμάτη χρήμα»,12 μεταμορφώνεται εν τός του σε σκοτεινό καταστροφέα, σε σκοτεινή πλευρά της ίδιας του της ζωής, χάνοντας τη λάμ ψη του χρυσού της, την ίδια στιγμή που ο κό σμος ανατρέπεται: ο πλούτος δεν είναι αθώος, το ονειρικό κορίτσι είναι υστερικό και διεφθαρ μένο. Ο Τσάρλυ Γουέηλς αισθάνεται τώρα ότι είναι
Η
αυτός ο ίδιος το μοναδικό θύμα της διάψευσής του, πως είναι αυτός που «συντρίφτηκε και οδη γήθηκε από τον φαντασιακό συναισθηματικό παράδεισο του παντρεμένου έρωτα στο μοναχικό καταφύγιο του αρσενικού, στον αντι-παράδεισο της αλόγιστης μέθης».13 Κι έτσι, ενώ η αθωότητά του συντρίβεται από τα στοιχεία του ίδιου του του κόσμου, προσπα θεί απεγνωσμένα να ξαναγυρίσει στο παρελθόν του, στη Βαβυλώνα του, προσποιούμενος πως αποδέχεται την ενοχή. Το μόνο που θυμούνται οι άλλοι -που θέλουν να θυμούνται- είναι μια νύ χτα καταστροφής. Πρέπει, λοιπόν, κι αυτός έτσι να τη θυμηθεί, σα νύχτα καταστροφής και όχι σαν προσφορά στο πεπρωμένο. Πρέπει έτσι να τη θυμηθεί, αν και ο φαντασιακός του κόσμος (η έσχατη αλήθεια του) εξεγείρεται και επικαλείται τη δική του εκδοχή: Ό ταν επέστρεψε μονάχος γύρισε το κλειδί στην κλειδαριά έξαλλος από θυμό. Πώς θα μπορούσε να ξέρει πως εκείνη θά φτάνε μόνη της μια ώρα αργότερα, πως θά ’χε χιονοθύελλα και κείνη θα περιπλανιότανε με τις παντόφλες της, τόσο ήτανε συγχυσμένη που δεν κατάφερε να βρει ταξί; Κι ύστερα όσα εγίνανε, από θαύμα γλίτωσε την πνευμονία, κι όλη η φρίκη που ακολούθησε. «Συμφιλιωθήκανε», μα αυτό ήταν η αρχή του τέλους, και η,Μάριον, που τα είχε δει με τα μάτια της και που φανταζότανε πως ήταν κι αυτή μια από τις πολλές σκηνές στο μαρτυροδρόμιο της αδελφής της, ποτέ της δεν ξέχασε.14 Αμέσως μετά, ο Τσάρλυ Γουέηλς θα θυμηθεί το «χρυσό κορίτσι», με τον δικό του παλιό τρό πο, θα τη φέρει κοντά του και θ’ αρχίσει να της μιλάει, μέχρι που η εντύπωση να γίνει στο μυαλό του ένα με τον συγχυσμένο κόσμο του, μια διαρκώς κινούμενη εικόνα. Οι άλλοι είναι καμωμένοι από ένα υλικό αλ λιώτικο, για να φαντάζονται μαρτυροδρόμια και να μην ξεχνούν. Εκείνος ξέρει πως τα μαρτυρο δρόμια είναι αποκυήματα μιας πραγματικότητας ξένης, πως δεν υπήρξανε ποτέ μέσα στη λαμπρό τητα της αθωότητας, μέσα στο ασυμβίβαστο όνειρο της πολύχρωμης ζωής. Αυτό που ξέρει με βεβαιότητα είναι πως το «χρυσό κορίτσι» χάθηκε για πάντα μαζί με την αθωότητα και όχι επειδή εκείνος ή το κοινό τους όραμα (η ασωτεία της ψυχής) είχε κάτι κακό, μα επειδή η χαμένη αθωότητα έκανε το «χρυσό κορίτσι» να χάσει τη φωνή του, να γίνει κάτι άλλο, καταστροφικό και απόμακρο, και να τριγυρίζει στους δρόμους με μια χιονοθύελλα ανύπαρκτη. Διότι (έτσι απλά) η χιονοθύελλα δεν έμπαινε στα σχέδια για το μέλ
αψιερωμα/33 λον, το μέλλον των σφριγηλών χρόνων δεν γνώ ριζε το χιόνι. Το χιόνι δεν υπήρχε: διότι το χιόνι τον είκοσι εννιά <5εν ήτανε πραγματικό χιόνι. Α ν δεν ήθελες να είναι χιόνι, δεν είχες παρά να δώσεις μερικά χρήματα,15 Σημειώσεις 1. Splendor is something in the heart. Για μια γενική χαρακτη ρολογία του μεσοπολέμου, 6λ. την εργασία μου «Οι πνευ ματικοί προσανατολισμοί του μεσοπολέμου», στο βιβλίο μου Δοκίμια· Κριτικής, εκδ. Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 1976, σ.σ. 88-98. Ακόμη, 6λ. Ρένας ΚοσσέρηΣτέφανου Ροζάνη: Πρόλογος στο βιβλίο του Πάνου Καραβία Η νύχια με τα πολύχρωμα φώτα, εκδ. «Βάκων», Αθήνα 1976, Β' έκδοση, σ.σ. 13-27. Ιδιαίτερα για το έργο του Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ, βλ. Πάνου Καραβία: «Ξαναγΰρισμα στο Φιτζέραλντ», στην έκδοση: Φιτζέραλντ: Διηγήματα, εκδ. «Δωδώνη», μετ. Στέφ. Ροζάνη, Αθήνα 1979, σ.σ. 9-28. 2. The Letters of F. Scott Fitzgerald, Edited by Andrew Tur nbull, Penguin Books, σ. 609. 3. Charles E. Shain: Φ. Σκωττ Φιτζέραλντ, στο βιβλίο των Young και Shain: Έρνεστ Χέμινγχγουαίη - Φ. Σκωττ Φι-
Η Βαβυλώνα σταματάει εδώ, το ίδιο αιφνίδια όσο αιφνίδια εμφανίσθηκε μέσα στο αδιέξοδο της επιστροφής από μια εξορία σε μιαν άλλη. Μετά, ο Ντικ Ντάιβερ του «Τρυφερή είναι η Νύ χτα» θα ξαναγυρίσει στην εξορία του ονείρου του, για να χαθεί μέσα στη νύχτα.
τζέραλντ, εκδ. Μ. Πεχλιβανίδης, χ.χ, απόδοση Βασ. Λ. Καζαντζή, σ. 114. 4. Βλ. Leslie A. Fiedler: Waiting for the End, Penguin Books, σ. 34. 5. Andrei Le Vot: F. Scott Fitzgerald, a Biography, Translated from the French by William Byron, Penguin Books, a. XIV. 6. F. Scott Fitzgerald: Babylon Revisited. 7. Από γράμμα του Φιτζέραλντ, που αναφέρει ο Charles Ε. Shain, ό.π., σ. 106. 8. Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Το Πλουοιόπαιόο, μετ. Μένης Κουμανταρέας, εκδ. «Οδυσσέας», Αθήνα 1980, σ.σ 16-17. 9. F. Scott Fitzgerald: Babylon Revisited. 10. Leslie A. Fiedler: Love and Death in the American Novel, Revised Edition, Penguin Books, σ. 313. 11. Leslie A. Fiedler: ό.π., σ. 313. 12. Leslie A. Fiedler: ό.π., σ. 312. 13. Leslie A. Fiedler: ό.π., σ. 314. 14. F. Scott Fitzgerald: Babylon Revisited. 15. F. Scott Fitzgerald: Babylon Revisited.
Ε πιστολή του Θ . Σ . Έ λιοτ γ ια τον «Μ εγάλο Γκάτσμπυ» ΑΠΟ: Θ. Σ. Έλιοτ και Γκουάιερ Ε.Π.Ε. Εκδοτική Ράσσελ Σκουαίρ 24 Λονδίνο W.C. 1 31 Δεκεμβρίου 1925 Κο Σκοττ Φιτζέραλντ ε/φ Τσάρλς Σκρίμπνερ και Υιοί Νέα Υόρκη Αγαπητέ κ. Σκοττ Φιτζέραλντ, Το βιβλίο σας «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» με τη γοητευτική και συγκινητική αφιέρωση έφτασε το ίδιο πρωί που έφευγα βιαστικά για ένα ταξίδι στη θάλασσα που μου συμβούλεψε ο γιατρός μου. Φυσικό ήταν να τ’ αφήσω και να το διαβά σω μερικές μέρες αργότερα όταν επέστρεψα. Το έχω όμως διαβάσει μέχρι τώρα τρεις φορές. Και δεν είμαι στο ελάχιστο επηρεασμένος από την
παρατήρησή σας για μένα, όταν λέω ότι μου κί νησε το ενδιαφέρον και με ερέθισε περισσότερο απ’ οποιοδήποτε αγγλικό ή αμερικάνικο μυθι στόρημα έχω δει τα τελευταία χρόνια. Όταν θα έχω περισσότερο χρόνο, θα ήθελα να σας γράψω πιο αναλυτικά και να σας πω γιατί ακριβώς θεωρώ ότι είναι ένα τόσο σημαντικό βι βλίο. Μ’ άλλα λόγια, μου φαίνεται σαν το πρώτο βήμα που έχει κάνει το αμερικανικό μυθιστόρη μα από την εποχή του Χένρυ Τζαίημς... Αλήθεια, αν είχατε ποτέ διηγήματα που νομί ζετε ότι θα ταίριαζαν στο «Κριτήριον», θα ήθελα να με αφήνατε να τα δω. Με πολλές ευχαριστίες, παραμένω, Ειλικρινά δικός σας, Θ. Σ. Έλιοτ Υ.Γ. Κατά σύμπτωση ο Γκίλμπερτ Σελντς, στην ανταπόκρισή του από τη Νέα Υόρκη στις 14 Ιανουάριου για το «Κριτήριον», επέλεξε το βι βλίο σας για ιδιαιτέρα μνεία.
34/αφιερωμα
Μάριους Μπιούλεϋ
Μία ηρωική προσωποποίηση του αμερικανού ρομαντικού μύθου Ο «Μεγάλος Γκάτσμπυ» είναι μια εξερεύνηση μέσα στο αμερικανικό όνειρο, όπως αυτό εμφανίζεται σε μια φαύλη εποχή, και είναι συγχρόνως μια προσπάθεια να αρθεί το αόρατο σύνορο που χωρίζει την πραγματικότητα από την ψευδαίσθηση. Οι ψευδαισθήσεις δείχνουν πιο πραγματικές από την ίδια την πραγματικότητα. Ενσαρκωμένες από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες του έργου, απειλούν να εισβά λουν και να καταλάβουν όλη την εικόνα. ΠΟ την άλλη μεριά, την πραγματικότητα ενσαρκώνει ο Γκάτσμπυ: καθώς αυτός αντιτίθεται στις σκληρές, απτές παραισθήσεις, η πραγματικότητα γίνεται υπόθεση του πνεύματος, μία υπόσχεση μάλλον παρά πραγματοποίηση του οράματος, μια πίστη στις φευγαλέες αλλ’ άπια στες δυνατότητες της ζωής. Στην Αμερική του Γκάτσμπυ η πραγματικότητα δεν ορίζεται αφ’ εαυτής. Είναι άναρθρη και εξουδετερωμένη. Ο Νικ Κάραγουέη, φίλος του Γκάτσμπυ και αφη γητής στο βιβιλίο του Φιτζέραλντ, λέει για τον Γκάτσμπυ:
Α
«Μέσα από τα λόγια του, ακόμα και μέσα από την τρομακτική του συναισθηματικότητα, έβλεπα να μου θυμίζει κάτι - έναν ασύλληπτο ρυθμό, ένα κομμάτι από μια χαμένη λέξη που είχα ακούσει χρόνια πριν. Για μια στιγμή κάποια φράση προσ πάθησε να πάρει μορφή στο στόμα μου και τα χείλη μου χωρίστηκαν σαν του μουγγού, σαν να υπήρχε πολλή προσπά θεια πάνω τους κι όχι απλά μια μικρή ανάσα έκπληκτου αέρα. Αλλά ήχος δε βγήκε, κι ό,τι είχα σχεδόν θυμηθεί, έμεινε ανέκφραστο για πάντα». Δεν είναι το εξεζητημένο είδος γραφής που χειρονομεί με τεχνητή σπουδαιότητα. Είναι μια υποβλητική και ακριβής περιγραφή αυτού του ανόσιου και άγριου παράδοξου στο οποίο οι συνθήκες της αμερικανικής ιστορίας έχουν κατα δικάσει τη μεγαλοσύνη της φιλοδοξίας και του
οράματος να αναλίσκεται μέσα στην καταισχύνη και τη σιωπή. Αλλά η πραγματικότητα δεν έχει εντελώς χαθεί. Το κείμενο τελειώνει με τη λύ τρωση του ανθρώπινου πνεύματος που, αν και ζει μέσα στην αγριότητα των ψευδαισθήσεων, αποδεσμεύεται από τη φτήνια και τη χυδαιότητα που το περιβάλλουν. Στο μυθιστόρημα αυτό οι ψευδαισθήσεις είναι γνωστές και τελικά καταδι κάζονται από την απόλυτη ικανοποίηση που δεί χνουν όταν είναι ο πραγματικός εαυτός τους. Από την άλλη, η πραγματικότητα βρίσκεται στην ενέργεια που εκλύει η αντίσταση του πνεύματος, που μπορεί βέβαια να μη φαίνεται καθόλου ότι είναι αντίσταση, ούτε όμως υποκύπτει στις αυ ταπάτες ούτε και τις ανέχεται όταν αυτές αποκα λύπτονται. Ίσως εδώ δεν έχουμε τίποτ’ άλλο πα ρά την οριστική απαλλαγή από το μίασμα, κάτι που ορίζει τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανά του. Ο Γκάτσμπυ δεν τα καταφέρνει ποτέ να δει καθαρά την υποκρισία του κόσμου, αλλά και των ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Έ να από τα βασικά χαρακτηριστικά του ρομαντικού αμε ρικάνικου οράματός του είναι ότι δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει. Κι όμως συνδυάζει τις αυταπάτες που τρέφει, με την πίστη που ο ίδιος διαθέτει κι έτσι ανακαλύπτει τις προεξάρχουσες αρετές που κρύβει η απάτη του σακατεμένου κό σμου του. «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» είναι η Έ ξο δος στην τραγωδία του αμερικάνικου οράματος, ενός οράματος που παραμένει ανέγγιχτο από τις διαβαθμίσεις των αξιών που δημιούργησε η ζωή σε μια κοινωνία καθαρά παραδοσιακή. Ο Φιτζέραλντ ξέρει ότι θα μπορούσε εύκολα να καταδι
Ό «Μεγάλος Γκάτσμπυ» με τη Μία Φάρροου ·,
κάσει τις ψευδαισθήσεις επικαλούμενος εκείνες .ακριβώς τις αξίες, όμως αυτό θα σήμαινε ότι σκοτώνει την πραγματικότητα που βρίσκεται πο λύ πιο πέρα από τις αξίες αυτές και που γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω αυτών. Για παράδειγμα, ο Φιτζέραλντ σίγουρα κατα λαβαίνει την εσφαλμένη ρομαντική αντίληψη του Γκάτσμπυ για τα πλούτη. Αλλά δεν είναι εκεί το πρόβλημα. Γι’ αυτό βυθίζει τον Γκάτσμπυ μέσα στα πλούτη, σαν ένα ρομαντικό βάπτισμα μέσα στην επιθυμία να δει την πραγματικότητα, που επίμονα του ξεφεύγει. Είναι σαν ένας απολίτι στος νησιώτης που ξαφνικά δέχτηκε την επιφοίτητη στου Αγίου Πνεύματος και ξεπέρασε στις προσευχές του το μικρό φετίχ στο οποίο πίστευε. Η σκηνή που ο Γκάτσμπυ δείχνει μια στίβα ωραία πουκάμισα από το εξωτερικό στη Νταίζη και τον Νικ, έχει λεχθεί ότι δείχνει την αποτυχία του Γκάτσμπυ -και φυσικά του Φιτζέραλντστην εκτίμηση των αξιών. Στην πραγματικότητα όμως τα πουκάμισα αυτά είναι σκεύη μυσταγω γίας και είναι φανερό ότι ο Γκάτσμπυ τα δείχνει, όχι με ματαιοδοξία ή υπερηφάνεια, αλλά με ευ λαβική ταπεινοφροσύνη που πηγάζει από κά ποιο εσωτερικό άπιαστο όραμα, προς το οποίο προσπαθεί να φτάσει με τον μόνο τρόπο που ξέ ρει. Στο δοκίμιό του «Μύθοι για Υλιστές» ο Jac ques Barzun γράφει ότι τα πρόσωπα, είτε στη ζωή είτε στα μυθιστορήματα, απαιτούν έναν «μυθικό» χαρακτήρα, αφού ενσαρκώνουν φιλο δοξίες, πεπρωμένα, συμπεριφορές χαρακτηριστι κές ενός ή μιας ομάδας ατόμων. Με την έννοια αυτή και ο Γκάτσμπυ είναι «μυθικός» χαρακτή ρας και καμιά άλλη λέξη δεν θα τον όριζε καλύ τερα. Είναι η ενσάρκωση (όπως τον αναφέρει και ο Φιτζέραλντ στην αρχή του βιβλίου) της σύγκρουσης μεταξύ ψευδαίσθησης και πραγμα τικότητας στην καρδιά της αμερικάνικης ζωής· επιπλέον όμως είναι και η ηρωική προσωποποίη
ση του ρομαντικού αμερικάνου ήρωα, του γνή σιου κληρονόμου του αμερικάνικου ονείρου. «Υπήρχε πάνω του κάτι το έξοχο», λέει ο Νικ Κάραγουέη, και η λέξη «έξοχος» -αν και μόδας του 1920- ντύνει τον Γκάτσμπυ με μια αρχέτυπη αμερικάνικη χάρη. ΓΚΑΤΣΜΠΥ, λόγω των πολλών ιδιότυπων επιστρωμάτων του χαρακτήρα του, δε θα μιαθεί ποτέ από το άγγιγμα της πραγματικότη τας. Ο Φιτζέραλντ τον φαντάστηκε με χαρακτή ρα που διέθετε την υψηλή ευπρέπεια των ανα γεννησιακών θεατρικών έργων: γιατί αν και οι γονείς του ήταν ανήμποροι, αποτυχημένοι χωρι κοί, ο Γκάτσμπυ «ξεπήδησε από την πλατωνική αντίληψη του εαυτού του. Ήταν Υιός Θεού -μια φράση που αν σημαίνει κάτι σημαίνει μόνον αυ τά- που ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του, να υπηρετεί το αχανές, χυδαίο, επιτηδευμέ νο κάλλος». Ο Φιτζέραλντ έπλασε τον Γκάτσμπυ νά έχει αίσθηση των επιλογών του· αλλά το κάλλος που υποτίθεται ότι ήταν μέσα στη φύση του να υπη ρετεί, είχε ήδη προδοθεί από την ιστορία. Ακό μα και μέσα στο μαραμένο επίγειο παράδεισο του Γουέστ Εγκ, στο Λονγκ Άιλαντ, ο Γκάτσμπυ έφερε πάνω του τα σημάδια της καταγωγής του. Ή ταν ένα είδος μεταμφιεσμένου εξόριστου Ευγενή. Τον καταλαβαίνουμε από το παρουσιαστικό του και από τον ευπρεπή τρόπο της ομιλίας του. Ακόμα και τα ρούχα του αγγίζουν τα όρια της φαντασίας: «Ο Γκάτσμπυ, με λευκό φανελένιο κοστούμι, ασημί πουκάμισο και χρυσή γρα βάτα...» Υπάρχει κάτι δογματικά ολύμπιο στο συνδυασμό αυτό. Μετά το θάνατο του Γκά τσμπυ, όταν ο γερο-πατέρας του απαρηγόρητος ταξιδεύει ανατολικά για την κηδεία, νομίζει κα νείς ότι είναι ο καλοκάγαθος βοσκός που κάποτε βρήκε ένα μωρό σε μια παγωμένη βουνοπλαγιά. Μέχρι τώρα όμως μιλούσα με γενικότητες.
Ο
36/αφιερωμα Ό λα τα στοιχεία που συνιστούν το χαρακτήρα του μπορούμε να τα μελετήσουμε από κοντά στην περιγραφή του πάρτυ του Γκάτσμπυ στο οποίο (ας εξαιρέσουμε εδώ το τέλος του πρώτου κεφαλαίου που θ’ αναφερθώ αργότερα) τον συ ναντάμε για πρώτη φορά. Αργότερα θα δούμε ότι ήταν προικισμένος με «την υποψία της απόρριψης της πραγματικότητας, την αντίληψη ότι η γη είναι στερεωμένη επάνω στο φτερό μιας νεράιδας». Ο Φιτζέραλντ δεν μας αφήνει να γνωρίσουμε πρόσωπο με πρόσωπο τον Γκά τσμπυ, προτού ολοκληρώσει την περιγραφή για τον φανταστικό κόσμο των οραμάτων του, γιατί αυτό είναι και το σπουδαιότερο στοιχείο που πρέπει να δούμε στον Γκάτσμπυ. «Τις νύχτες του καλοκαιριού ακουγόταν μουσική από το σπίτι του γείτσνά μου. Στον γαλάζιο κήπο του αγόρια και κορί τσια πηγαινοέρχονταν σαν πεταλουδίτσες μέσα σε ψιθύρους, σαμπάνια κι αστέρια. Τ’ απογεύματα με την παλίρροια παρακο λουθούσα τους καλεσμένους του να βου τάνε από την εξέδρα ή να κάνουν ηλιοθε ραπεία ξαπλωμένοι στη ζεστή άμμο, ενώ τα δύο πλοιάριά του έσκιζαν τα νερά του Σάουντ μεταφέροντας υδροπλάνα μέσα σε καταρράχτες αφρού. Τα Σαββατοκύριακα η Ρολλς Ρόυς του γινόταν λεωφορείο που πηγαινοέφερνε τον κόσμο στα πάρτυ από τις εννιά το πρωί μέχρι αργά τα μεσάνυ χτα, και το φορτηγάκι του άρχιζε τις τρε χάλες σα ζωηρός κίτρινος κοριός για να προλάβει όλα τα τρένα. Τις Δευτέρες, οχτώ υπηρέτες μαζί μ’ έναν έξτρα κηπου ρό δούλευαν σκληρά με πανιά, βούρτσες, σφυριά και κλαδευτήρια για ν’ αποκατα στήσουν τις χτεσινοβραδινές καταστρο φές». Η νοσταλγική ποιητική περιγραφή, που μπορεί να κάνει κάποιον να περιμένει και πιο σοβαρό υλικό, είναι φυσικά παραπλανητική. Ο Γκά τσμπυ πρέπει να περάσει τη δοκιμασία, δηλαδή να ξεχωρίσει την απατηλή σκόνη που σήκωσαν τα όνειρά του από τα πραγματικά του όνειρα: πρέπει να βρει τα σημεία υπεροχής, απ’ όπου ξε κινώντας θα εντοπίσει τις δυνατότητες και τις ευθύνες της ζωής. Αλλά η «ανείπωτη κακογου στιά» του κόσμου όπου βρέθηκε ο Γκάτσμπυ εί ναι ο μοιραίος ανασταλτικός παράγοντας. Ακό μα και στην παράγραφο που αναφέρω παραπά νω, βλέπουμε πόσο λανθασμένα έχει «εντοπίσει» τα πράγματα: οι δυνατότητες της ζωής εκφρά ζονται μόνο με υλικά μέσα. Κι όμως, απ’ αυτό τον κατάλογο των πολυτελών πραγμάτων -πλοιάρια, Ρολλς Ρόυς, υδροπλάνα, ιδιωτικές παραλίες, εξέδρες για βουτιές- το όραμα του Γκάτσμπυ διατηρεί το γιγάντιο φανταστικό πα
ράστημά του. Επιβάλλει στους καλεσμένους του ένα ρυθμό, που αυτοί αποδέχονται σύμφωνα με τις δικές τους κακόγουστες αυταπάτες, χωρίς, δηλαδή να καταλαβαίνουν τι τον κάνει να τους προσφέρει τη φιλοξενία του μέσα σ’ αυτά τα αμύθητα πλούτη. Έρχονται για τα Σαββατοκύ ριακά τους εδώ, ακριβώς όπως ο Τζωρτζ Ντέην, στο έργο του Χένρυ Τζαίημς «Το καλό μεγάλο μέρος», κατέφυγε στα όνειρά του. Αλλά το απο τέλεσμα δεν είναι το ίδιο: «Τις Δευτέρες, οχτώ υπηρέτες μαζί μ ’ έναν έξτρα κηπουρό δούλευαν σκληρά με πανιά, βούρτσες, σφυριά και κλαδευ τήρια ν’ αποκαταστήσουν τις χτεσινοβραδινές καταστροφές». Αυτή είναι η σημαντικότερη πρό ταση στην παράγραφο και, παρά τον παραμυθέ νιο τόνο της, έχει μια πικρή ειρωνεία που τείνει προς το τραγικό. Και τι υπέροχη η λεπτομέρεια του έξτρα κηπουρού -σα νά ’χαν οι καλεσμένοι του Γκάτσμπυ διαταράξει την ηρεμία της φύσης. Δείχνει πόσο εύθραυστα πράγματα είναι οι πε ταλουδίτσες κι οι σαμπάνιες και οι γαλάζιοι κή ποι που περιγράφονταν πριν. Ι μυθικοί χαρακτήρες είναι απρόσωποι. Δεν υπάρχει διάκριση μεταξύ της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής τους. Επειδή η ύπαρξή τους ανήκει στον καθένα, δεν μπορούν να έχουν μυστικά και κρυφές γωνιές, όπου θα είναι δυνα τό να ξεκουραστούν έστω και για λίγο απαρατή ρητοι. ΓΓ αυτό στέκουν σε περίοπη θέση σαν υπόδειγμα λατρευτικό, για να επιβλέπουν και να καθοδηγούν όλο το γένος. Ο «μυθικός» χαρα κτήρας δεν είναι δυνατόν να κάνει αλλιώς από την εντύπωση που έχει δημιουργήσει η ύπαρξή του, δηλαδή δεν μπορεί να πάψει συνειδητά (κι επομένως δημόσια), να μοιράζεται τη ζωή του μ’ όλα τα άτομα της ομάδας ή της φυλής του. Ο Γκάτσμπυ είναι «μυθικός» χαρακτήρας υπό την έννοια ότι δεν έχει ιδιωτική ζωή ούτε ενδιαφέ ρον για το προσωπικό του πεπρωμένο και την ευτυχία του ως ατόμου σε μια κοινωνία. Υπερ βατικά ίσως αγγίζει τη φαντασία μας, όμως στην πραγματικότητα -που είναι ο κόσμος του ρεαλι στικού μυθιστορήματος- ούτε καν την περιέργειά μας δεν διεγείρει. Και στο επίπεδο αυτό βλέπουμε ότι ακόμα και η ερωτική του περιπέ τεια με τη Νταίζη είναι «ευκολοφτιαγμένη», ένα φανταχτερό επίστρωμα χωρίς ενδιαφέρον. Όμως ο ίδιος ο Γκάτσμπυ δε βγαίνει καθόλου μειωμένος απ’ αυτή την ερωτική ιστορία που εί ναι στην ουσία της ασήμαντη: το ανάστημά του όπως βλέπουμε μεγαλώνει, παίρνει διαστάσεις ήρωα. Θα πρέπει σίγουρα ν’ αναρωτηθούμε πώς ο Φιτζέραλντ πέτυχε ένα τέτοιο κατόρθωμα. Η Νταίζη Μπιουκάναν υπάρχει ως χαρακτή ρας σε δύο επίπεδα του μυθιστορήματος. Το ένα είναι αυτό που φαίνεται, και το άλλο το επίπεδο του οράματος που ο Γκάτσμπυ δημιούργησε γι’
Ο
αφιερωμα/37 αυτή. Ακόμα και οι θαυμαστές του Φιτζέραλντ βρίσκουν ότι η Νταίζη δεν είναι παρά ένα καλό -α ν και κουτούτσικο- κοριτσάκι· όμως ο Φιτζέραλντ ήξερε ότι το πρότυπο των αμερικανών, στην πιο εκφυλισμένη του μορφή, δεν διαφέρει από το πρότυπο μιας άβγαλτης δεσποινιδούλας: η μακάβρια κενότητα. Και το ξέρει αυτό ο συγ γραφέας, όταν εξηγεί τι μπορεί να προσφέρει η Νταίζη σε μιαν ανθρώπινη σχέση. Σ’ ένα από τα πάρτυ του Γκάτσμπυ -όπου η Νταίζη φέρνει και τον άντρα της Τομ Μπιουκάναν- ο Γκάτσμπυ τους δείχνει ένα ζευγάρι ανάμεσα στους άλλους καλεσμένους: «Ίσως γνωρίζετε εκείνη την κυρία», είπε ο Γκάτσμπυ κι έδειξε μια εντυπωσιακή γυ ναίκα που καθόταν ποζάτη κάτω από μια δαμασκηνιά. Ο Τομ και η Νταίζη κοίτα ξαν μ’ εκείνο το περίεργο συναίσθημα που έχει κανείς άμα βλέπει μπροστά του μια μεγάλη διασημότητα του κινηματογράφου. «Είναι υπέροχη», είπε η Νταίζη. «Ο άντρας που σκύβει πάνω της είναι ο σκηνοθέτης της». Επιφανειακά η σκηνή δείχνει πολύ «πολιτισμέ νη», κάτι σαν πίνακας του Μανέ. Αλλά αν κοι τάξουμε καλύτερα το κείμενο θα δούμε ότι είναι εκτός πραγματικότητας, δηλαδή η σταρ κι ο σκηνοθέτης δεν μπορούν να γίνουν πιο πραγμα τικοί παρά μόνον προβάροντας μία σκηνή. Αμέ σως μετά, την προσοχή μας τραβούν άλλες σκη νές από το πάρτυ, αλλά ξαναγυρνώντας άξαφνα δυο σελίδες μετά, στο ίδιο ζευγάρι, ο Φιτζέραλντ καταφέρνει να μας δώσει την εντύπωση της στατικής -ή τουλάχιστον σταματημένηςδράσης. Έχουμε εδώ την εντύπωση πως αν προ χωρούσαμε πέρα από τη λευκή δαμασκηνιά θα βλέπαμε το πίσω μέρος ενός σκηνικού: «Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι ότι στεκόμουν με τη Νταίζη και παρακο λουθούσαμε το σκηνοθέτη και τη Σταρ. Βρισκόντουσαν ακόμα κάτω από τη δαμα σκηνιά και τα πρόσωπά τους ήταν πολύ κοντά, μια χλωμή αχτίδα φεγγαριού χω ρούσε ίσα ίσα ανάμεσά τους. Μου φάνηκε ότι όλο το βράδυ εκείνος έσκυβε προς εκείνη για να την προσεγγίσει και, καθώς ακόμα κοιτούσα, έγειρε ελάχιστα ακόμα και τη φίλησε στο μάγουλο. «Μ’ αρέσει», είπε η Νταίζη. «Είναι υπέρο
χη»·
Όμως όλα τ’ άλλα την ενόχλησαν, γιατί δεν επρόκειτο για χειρονομία αλλά για εκ δήλωση συναισθήματος». Στη Νταίζη αρέσει η ηθοποιός γιατί δεν έχει
υπόσταση. Είναι απλά και μόνο κάτι μη πραγμα τικό, όπως ακριβώς και η εικόνα της στην οθό νη, κάτι ολότελα ξεχωριστό από την κουραστική καθημερινή πραγματικότητα. Ά ρα , η παράγρα φος αυτή είναι και η εξομολόγηση της πίστης της Νταίζη, όπου ανακοινώνει ποια είναι τα προσω πικά της κριτήρια για την ανθρώπινη συμπερι φορά και τ’ ανθρώπινα συναισθήματα. Ο Φιτζέραλντ περιγράφει την κενότητα του χαρακτήρα της Νταίζη -κενότητα που βλέπουμε να παγιώνε ται σε τερατώδη αδιαφορία καθώς η ιστορία προχωρεί- με λεπτότητα, βαθιά κριτική σκέψη και εικονοπλαστική δύναμη σπάνια για τη σύγ χρονη αμερικάνικη λογοτεχνία. Και το περίεργο είναι ότι του καταλογίζουν πως παραδόθηκε σ’ αυτά τα ίδια τα πράγματα που ο «Μεγάλος Γκά τσμπυ» τόσο αποτελεσματικά καταδικάζει. ΙΔΑΜΕ πως το μεγαλύτερο επίτευγμα του μυθιστορήματος είναι ότι καταφέρνει, αν και ζωντανεύει ποιητικά κατά κάποιον τρόπο το παλιό όνειρο, να ασκήσει στο ίδιο αυτό όνειρο τη δριμύτερη κριτική που έχει γίνει στην αμερι κάνικη λογοτεχνία. Το εκπληκτικό είναι ότι η κριτική αυτή -η λέξη «κατηγορία» ίσως ταίριαζε καλύτερα εδώ- γίνεται αναπόσπαστο μέρος των τιμών που αποδίδονται στον ήρωα. Ο Γκάτσμπυ, ο «μυθικός» χαρακτήρας μας, αποκαλύπτεται σε όλον τον ανώριμο ρομαντισμό του. Η αβέβαιη προσπάθειά του να κρατηθεί από κοινωνικές κι ανθρώπινες αξίες, η έλλειψη κριτικού μυαλού κι αυτογνωσίας, η τύφλωσή του στις παγίδες που του στήνονται μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία, όλα αυτά καταδείχνονται στο κείμενο με σπάνια σιγουριά και κατανόηση. Και βέβαια, η βάση των ελαττωμάτων αυτών είναι η καλοσύνη και η πίστη του Γκάτσμπυ στη ζωή, η επίμονη επιθυ μία του να πραγματοποιήσει όλες τις πιθανές δυνατότητες της ύπαρξής του, η πίστη του ότι μπορεί να δημιουργήσει έναν επίγειο παράδεισο με κατοίκους μόνο Μπιουκάναν. Το μεγάλο μυ στικό της επιτυχίας του Φιτζέραλντ είναι ότι υποδηλώνει πως αυτά τα φοβερά ελαττώματα δεν είναι μόνον ατομικά του Γκάτσμπυ, αλλά συμφυή των σύγχρονων εκδηλώσεων του αμερι κάνικου οράματος. Ενός οράματος αναμφίβολα θαυμαστού, αλλά ανόητα απροστάτευτου, μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία που εξίσου εκπρο σωπούν ο Τομ και η Νταίζη. Τα ελαττώματα του Γκάτσμπυ τον οδηγούν στον τραγικό θάνατό του -ένα θάνατο τόσο σωματικό όσο και πνευματι κό. Αλλά το σημαντικότερο ερώτημα του «Μεγά λου Γκάτσμπυ» είναι το πού οδήγησαν την Αμε ρική τα ελαττώματα αυτά.
Ε
Απόδοση: Ερρίκος Μπελιές
38/αφιερωμα
«Τρυφερή είναι η νύχτα»· Ο Φιτζέραλντ περίμενε την έκδοση του «Τρυφερή είναι η νύχτα» με τη συνηθισμέ νη του αγωνία. Τώρα ανησυχούσε όχι μόνο για τις πωλήσεις και τα χρήματα, αλλά και για το ηθικό του, την ικανότητά του να συνεχίσει ως συγγραφέας, γι’ αυτό και ονόμασε το βιβλίο «Διαθήκη της Πίστης» του. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε πεισματικά σίγουρος ότι το «Τρυφερή είναι η νύχτα» υπήρξε το καλύτερό του βιβλίο, άποψη που πολλοί καλοί κριτικοί υποστήριξαν αργότερα. ΜΩΣ, αν και τόσο πολύ υπολόγιζε ο Φιτζέραλντ στο βιβλίο αυτό για ν’ ανανεώσει την πίστη του στον εαυτό του, η υποδοχή που του έγινε ήταν εντυπωσιακά κακή. Οι κριτικοί, με το ένα τους αυτί στυλωμένο στα λογοτεχνικά κουτσομπολιά για τον «πορωμένο» Φιτζέραλντ, ήταν ιδιαίτερα αδιάφοροι ή εχθρικοί. Έκριναν το βιβλίο ως «κάποιο μάλλον εκνευριστικό τύπο chic», ενώ άλλοι είπαν ότι ήταν «έξυπνο, επιφα νειακά, αλλά [δεν ήταν] ώριμο έργο» πιστεύον τας ότι «ο σύγχρονος του Φιτζέραλντ S.V. Benet στο “Η κόρη του Τζαίημς Σορ”, πετυχαίνει τους στόχους του καλύτερα.»2 Επιπλέον, του Χεμινγκουέη του φάνηκε ότι ο Φιτζέραλντ είχε πάρει στραβό δρόμο ως συγγρα φέας και του το είπε σ’ ένα σκληρό γράμμα («Δεν ξέρεις», λέει ο Ντικ Ντάιβερ, «ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για τον κόσμο;») Ο Χεμινγκουέη ενοχλήθηκε από τη μίξη πραγματικών και φανταστικών στοιχείων στους Μέρφυ: η απόδοση των συναισθημάτων παρακμής του ίδιου του Φιτζέραλντ δια του στόματος του Ντικ Ντάιβερ -που εξωτερικά έμοιαζε στον Τζέραλντ
Ο
Μέρφυ- ήταν μια πολύ επικίνδυνη αυτοκατα στροφή. Και του έγραψε: «Ξέχνα το προσωπικό σου δράμα. Όλοι είμαστε από την αρχή παραπονούμενοι. Όμως, όταν σού ’ρθει το διαβολεμένο το ' χτύπημα, χρησιμοποίησέ το, μην προσ παθείς να ξεγελάσεις... Και τώρα, δεν θα σε αδικούσα αν ξέσπαγες εναντίον μου. Ο Χριστός είναι υπέρμαχος για να διδάσκει τους ανθρώπους πώς να γρά φουν, να ζουν, να πεθαίνουν κτλ. Εσύ, όμως, δεν είσαι τραγική προσωπικότητα. Ούτε κι εγώ είμαι. Εμείς είμαστε όλο κι όλο συγγραφείς και το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να γράφουμε. Απ’ όλους τους ανθρώπους στη γη, εσύ χρειαζόσουν περισσότερη πειθαρχία στη δουλειά σου, αντί να παντρευτείς κά ποια που ζηλεύει τη δουλειά σου αυτή, και θέλει να σε συναγωνιστεί και να σε καταστρέφει. Βέβαια, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά κι εγώ πέρασα τη Ζέλ-
αψιερωμα/39 ντα για τρελή την πρώτη φορά που την είδα, αλλά και συ τότε έκανες την κατά σταση πιο δύσκολη με το να είσαι .ερω τευμένος μαζί της, τέτοιος αλλόκοτος άν θρωπος είσαι. Δεν είσαι όμως πιο αλλό κοτος από τον Τζόυς και τους πιο πολ λούς καλούς συγγραφείς... Τώρα είσαι πολύ καλύτερος από την εποχή που εσύ νόμιζες ότι ήσουν υπέροχος... Και το μό νο που χρειάζεσαι είναι να γράψεις αλη θινά κι όχι μόνο να νοιάζεσαι για την τύ χη των έργων σου».3 Αυτό το γράμμα πλήγωσε τον Φιτζέραλντ, που όμως απάντησε με χιούμορ και σεμνότητα: «...Μπορεί να έχεις απόλυτο δίκιο [όσον αφορά στους Μέρφυ] γιατί εφάρμοσες την ιδέα μου ει δικά στο μυαλό κάποιου και όχι στο συναίσθημα που θα του προκαλούσε».4 Αλλά ο Φιτζέραλντ ήταν στο βάθος του τόσο πεπεισμένος ότι ποτέ του δεν έγραφε καλά, εκτός αν έβλεπε ότι το γράψιμό του έμοιαζε με κάποιου που θαύμαζε. Αυτό έγινε και με τους Μέρφυ (για όποιον μπο ρούσε να τους αναγνωρίσει) και ο ίδιος ο Τζέραλντ Μέρφυ του έγραψε αργότερα: «Ξέρω πως όλα όσα έγραψες στο “Τρυφερή είναι η νύχτα” είναι αληθινά. Όμως μόνο το φανταστικό μέρος του βιβλίου -το μη πραγματικό- είναι ωραίο και έχει δομή».5 Ο Χεμινγκουέη μέσα στην ανησυχία του να βοηθήσει τον Φιτζέραλντ, έκανε μάλλον άδικη εκτίμηση του βιβλίου, γι’ αυτό κι ένα χρόνο αρ γότερα γράφει στον Πέρκινς: «Το παράξενο εί ναι ότι όσο ξαναδιαβάζεις το “Τρυφερή είναι η νύχτα” , σου φαίνεται όλο και καλύτερο».6 Και άρχισε να ξαναγράφει στον Φιτζέραλντ στο πα λιό φιλικό ύφος: «Αν πραγματικά αισθάνεσαι απαίσια, κάνε μια καλή ασφάλεια κι εγώ θα φρον τίσω να σκοτωθείς... και θα σου γράψω μια υπέροχη νεκρολογία... και θα μπο ρούμε να πάρουμε το σηκώτι σου να το χαρίσουμε στο μουσείο του Πρίνστον, την καρδιά σου στο ξενοδοχείο Πλάζα, τον ένα πνεύμονά σου στον Μαξ Πέρκινς και τον άλλον στον Τζωρτζ X. Λόριμερ... και θα βάλουμε τον Μακ Λης να σου γράψει ένα Μυστικιστικό Ποίημα που θα διαβαστεί στο Καθολικό σχολείο (το Νιούμαν;) που πήγαινες. Μήπως θά ’θελες να σου γράψω εγώ τώρα ένα μυ στικιστικό ποίημα; Για να δούμε».7 Η ατυχία για τον Φιτζέραλντ ήταν πως την εποχή που χρειαζόταν κουράγιο περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή του, τόσο οι κριτι κοί όσο και ο συγγραφέας που θαύμαζε, μίλησαν άσχημα για το βιβλίο του.
Ό χ ι πως το «Τρυφερή είναι η νύχτα» δεν είχε τα σφάλματά του ή πως ο ίδιος ο Φιτζέραλντ δεν είδε αργότερα μερικά. Όμως είχε τους λόγους του όταν φόρτιζε το υλικό του τόσο πολύ. Γρά φει ο Μπίσοπ: «Το “Τρυφερή είναι η νύχτα” αποσκοπούσε σε κάτι σαν το Vanity Fair. To δραματικό μυθιστόρημα όμως έχει στην πραγμα τικότητα τελείως διαφορετικούς στόχους από το φιλοσοφικό ή αυτό που σήμερα ονομάζουμε ψυ χολογικό μυθιστόρημα». Ο Φιτζέραλντ ήξερε ότι προσπαθώντας να γράψει φιλοσοφικό κι όχι δραματικό μυθιστόρημα έκανε λάθος επιλογή. Επίσης ήξερε ότι οι συχνές μεταβολές απόψεων μπέρδευαν τον αναγνώστη και ότι η έμφαση που δινόταν στις απόψεις της Ρόζμαρυ Χόιτ στο Βι βλίο I μπορούσαν να παραπλανήσουν το κοινό που να νόμιζε ότι αυτή είναι η κεντρική ηρωίδα του έργου. Αυτή η τελευταία δυσκολία τον βα σάνισε τόσο που τελικά πείσθηκε να δώσει την ιστορία με καθαρά χρονολογική σειρά, παρά ν’ αρχίσει με τις εντυπώσεις της Ρόζμαρυ για τους Ντάιβερ, ούτως ώστε ο αναγνώστης να μη γνωρί σει τη Ρόζμαρυ και τις απόψεις της προτού ο Ντικ και η Νικόλ μπουν στο μυαλό του ως οι κεντρικοί ήρωες. Το 1936, όταν η Σύγχρονη Βι βλιοθήκη θέλησε να ξαναεκδώσει το βιβλίο, ο Φιτζέραλντ είχε σκεφτεί γι’ αυτή την ανακατα νομή της ύλης του βιβλίου· όταν πέθανε, βρέθη κε ανάμεσα στ’ άλλα βιβλία του κι ένα αντίτυπο του «Τρυφερή είναι η νύχτα», όπου είχε κάνει όλες τις αλλαγές που νόμιζε με τη σημείωση «Αυτή είναι η τελική μορφή του έργου, όπως θα την ήθελα». ΜΩΣ οι αλλαγές αυτές μπορεί από τη μια ν’ αποφεύγαν τη σύγχυση του αναγνώστη στην αρχή του βιβλίου για το πρόσωπο της Ρόζ μαρυ, από την άλλη όμως έλειπε η έκ.,ληξη, αφού πολύ γρήγορα εξηγείται τι κρύβεται κάτω απ’ αυτή την επιφανειακή θαυμάσια ζωή που ο Ντικ επινοεί όλο και περισσότερο. Επιπλέον, αν οι μεταπηδήσεις από τη μία χρονική στιγμή στην άλλη μπορεί να θεωρηθούν ότι μπλέκουν τον αναγνώστη, ταυτόχρονα όμως είναι και πολύ αποτελεσματικές· ας θυμηθούμε το σημείο όπου ο Φιτζέραλντ γεφυρώνει χρονικά το κενό μεταξύ της Νικόλ που παντρεύτηκε τον Ντικ το Σεπτέμ βρη του 1917 και της Νικόλ έξι χρόνια αργότερα που βλέπει η Ρόζμαρυ στην παραλία στην αρχή του μυθιστορήματος. Το βιβλίο τέτοια ακριβώς στοιχεία χρειαζόταν περισσότερα. Η αποτυχία να καταδείξει στον αναγνώστη το πέρασμα του χρόνου και τις μεταβολές των χαρακτήρων στο τελευταίο μέρος είναι από τα κυριότερα μειονε κτήματα, γιατί ο Φιτζέραλντ «ζούσε μάλλον τα ατομικά χαρακτηριστικά του βιβλίου και όχι το βιβλίο στο σύνολό του»9 όταν το έγραφε. Επίσης ήξερε ότι δεν κατάφερε να σκιαγραφή-
Ο
40/αφ'ερωμα σει καθαρά το χαρακτήρα του Ντικ. «-Δεν κατάφερα, όπως βλέπω εκ των υστέρων, να δώσω στο χαρακτήρα ‘του Ντικ τη συνοχή που ήθελα... Αναρωτιέμαι τι στα κομμάτια σκεφτότανε την ώρα εκείνη ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε Άμλετ. Μου φαίνεται πως τον ακούω να λέει: ‘Τού ’στρίψε του ανθρώπου” (Πάντοτε βρίσκουμε με γάλη παρηγοριά στον Σαίξπηρ)».10 Εάν το «Τρυφερή είναι η νύχτα» απέτυχε να σκιαγραφήσει πλήρως τον κεντρικό ήρωα και αν η δομή του έργου πλήττεται γιατί δεν λύνει το πρόβλημα της χρονικά λογικής αφήγησης, υπάρ χει το ελαφρυντικό ότι αυτά γίναν από την επι θυμία του Φιτζέραλντ να γράψει ένα μυθιστόρη μα που φιλοδοξούσε πολλά. Τα μειονεκτήματα του βιβλίου είναι ασήμαντα μπροστά στη συγ κροτημένη πλοκή, στο σίγουρο γλωσσικό ιδίωμα, στην οξυδερκή εμβάθυνση -όχι μονάχα σε μία τάξη ανθρώπων, όπως νόμισαν πολλοί κριτικοί, αλλά σε όλη την ανθρώπινη συμπεριφορά. Παρ’ όλα του τα μειονεκτήματα, είναι το καλύτερο και σοβαρότερο μυθιστόρημα του Φιτζέραλντ. Απ’ όσα ξέρουμε σχετικά με το μυθιστόρημα αυτό, ο Φιτζέραλντ το ξεκίνησε, όπως έκανε πάντα, από ένα ενδιαφέρον για συγκεκριμένους ανθρώπους και συγκεκριμένους τόπους. Θα πρέ πει επίσης να πίστεψε ότι οι εκτιμήσεις του για τις εμπειρίες των ανθρώπων αυτών ήταν σωστές, ότι κατάλαβε πως σ’ αυτούς ειδικά, αλλά και στην εποχή τους γενικότερα «τα πράγματα γινόντουσαν όλο και πιο αδύναμα, καθώς οι αιώ νιες ανθρώπινες αξίες προσπαθούσαν να καλύψουν τον διογκωμένο πια κόσμο».11 Για να γρά ψει ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα ο Φιτζέραλντ χρειαζόταν μία λογική διάταξη των συναισθημά των του και κατόπιν προσεκτική διανομή τους μέσα στη δομή του έργου, για να δειχθεί πως κα θένα από τα στοιχεία που πίεζαν τον Ντικ Ντάιβερ συνεισέφερε στην καταστροφή του. Κι όμως, αυτή η λογική διάταξη δεν πέτυχε απόλυτα παρά μόνο στο Βιβλίο I. Στο βιβλίο αυτό κάθε λεπτομέρεια τονίζει τη στειρότητα και τη νεκρίλα του κόσμου που διά λεξε ο Ντικ, μ’ έναν δραματικό τρόπο, γιατί η Ρόζμαρυ δείχνει μόλις να καταλαβαίνει τι σημαί νουν όλα αυτά. Ο Κάμπιον κουνάει το μονόκλ του στον Ρόγιαλ Ντάμφρυ και λέει «Λοιπόν, Ρόγιαλ, μην είσαι τόσο απαίσιος με τις λέξεις»· η Βάιολετ Μακ Κίσκο εξηγεί ότι το μυθιστόρημα του Μακ Κίσκο είναι «πάνω στην ιδέα του “Οδυσσέα” του Τζόυς. Μόνο που αντί για είκο σι τέσσερις ώρες, ο άντρας μου μιλάει για εκατό χρόνια. Παίρνει έναν παρακμασμένο γάλλο γερο-αριστοκράτη και τον βάζει σε αντιπαράθεση με τη μηχανική εποχή». Απ’ αυτή τη σαπίλα και την επιτήδευση θα ξεπεταχτεί η μικρή ομάδα που ο Ντικ μαζεύει γύρω του χωρίς κόπο, με τη φυσική κοινωνικότητά του, το «τέχνασμα της
καρδιάς» του. Και μέσα από το θαυμασμό της Ρόζμαρυ για την ευφυία και τη χάρη αυτών των ανθρώπων, πιάνουμε πότε πότε μια αμυδρή στιγμιαία εμφάνιση της απελπισίας που κρύβε ται από κάτω. «-Ξέρεις τι ώρα είναι», ρωτάει η Ρόζμαρυ. «-Περίπου μιάμιση», λέει ο Ντικ. Κοί ταξαν και οι δύο προς τη θάλασσα για λίγο. «-Δεν είναι κακή ώρα», είπε ο Ντικ Ντάιβερ. «Εννοώ, δεν είναι και η χειρότερη ώρα «,ης ημέ ρας». Ή στο σημείο που η Μαίρη Νορθ λέει: «-Σκεφτόμουνα πως μέχρι τα δεκαοχτώ τίποτα δ μετράει». «-Σωστά», συμφώνησε ο Έϊμπ, «αλλά και μετά το ίδιο συμβαίνει». Ό λα αυτά τα στοι χεία αναφέρονται με τόσες λεπτομέρειες και τό σες αναφορές, έτσι ώστε κάθε εκδήλωση των αν θρώπων που μιλάνε να είναι και η αποκάλυψη των εκτιμήσεων του Φιτζέραλντ για την κοινω νία του: «Οι δύο νεαροί διαβάζουνε μαζί τον Οδηγό Καλής Συμπεριφοράς», λέει ο Ντικ όταν περνάει μπροστά από τον Κάμπιον και τον Ντάμφρυ στην παραλία. «-Συνδυάζει την εξυ πνάδα και την ποιότητα», παρατηρεί ο Έϊμπ. Κι έτσι γνωρίζουμε τη δήθεν «ευγενική καταγωγή» και την εσωγενή παρθενικότητα της αριστοκρα τίας του Σικάγου στα πρόσωπα των Γουόρεν, που φαίνονται ακόμα χειρότερα -γιατί δείχνον ται πιο κραυγαλέα απ’ ό,τι στη Βρετανία- στους Κάμπιον και στη Λαίδη Καρολάιν ΣίμπλεϋΜπήαρς. Κι ακόμα, υπάρχει η παθητική ανησυ χία των Μακ Κίσκος να μαθαίνουν πρώτοι «ό,τι κάθε έξυπνος άνθρωπος πρέπει να ξέρει», ο καλ λιεργημένος αναρχικός μηδενισμός του Τόμμυ Μπάρμπαν, προς τον οποίο στρέφεται η Νικόλ όταν ξαναβρίσκει τον εαυτό της, και η ελεγχόμε νη απελπισία και τάση για αυτοκαταστροφή του Έιμπ Νορθ, που είναι σαν προοίμιο της πα ράλληλης καταστροφής του Ντικ Ντάιβερ. Αυ τός είναι ο κόσμος όπου τα πρόσωπα είναι ελεύ θερα να διαλέξουν εκείνο που θα ήθελαν να εί ναι, και διαλέγουν με έλλειψη οποιοσδήποτε φαντασίας, ο κόσμος που θα συρρικνωθεί και θα μείνουν μόνον οι διεφθαρμένοι και οι ανόητοι. Αν και η διορατικότητα του Φιτζέραλντ για τον κόσμο δεν φαίνεται καλά στο υπόλοιπο βι βλίο, εδώ μας στήνει θαυμάσια το σκηνικό· να δείξει την παρακμή μιας ολόκληρης κοινωνίας: «Κοίταξε εκείνο το ποταμάκι», λέει ο Ντικ καθώς στέκεται σ’ ένα από τα πεδία μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέ μου. «Θα το περάσουμε σε δυο λεπτά. Κι όμως οι Βρετανοί κάναν ένα μήνα να το πατήσουν -μια ολόκληρη αυτοκρατορία να περπατάει τόσο αργά, οι μπροστινοί να πεθαίνουνε κι οι πίσω να σπρώχνουν προς τα μπρος. Και μια άλλη αυτοκρα τορία οπισθοχωρούσε πολύ αργά, μερι κές ίντσες τη μέρα, αφήνοντας εκατομ-
αφιερωμα/41 μύρια νεκρούς σα ματωμένα χαλίκια. Κανένας Ευρωπαίος απ’ αυτή τη γενιά δεν θα το ξανατολμήσει αυτό... Αυτό το εί δος μάχης ήταν εφεύρεση του Λούις Κάρολ και του Ιούλιου Βερν... Ένας ολόκληρος αιώ νας μεσοαστικής αγάπης ξο δεύτηκε εδώ». ΤΟ κέντρο αυτής της περι Σ γραφής για την κατάρρευ ση μιας ολόκληρης κοινωνίας στέκεται ο Ντικ Ντάιβερ ζων τανός -ενώ η κοινωνία όχι- με την κληρονομιά του παρελθόν τος όπως του τη μετέδωσε ο πατέρας του με τις λέξεις λά ένστικτα, τιμή, ευγένεια, θάρρος». Αυτή κατά τον Φιτζέραλντ ήταν και η δική του κληρονομιά, όπως φαίνεται και από την περιγραφή για τον πα τέρα του. Όσο συχνά κι αν αποτύγχανε, πάντα προσπα θούσε να τιμήσει αυτή την κλη ρονομιά· γι’ αυτό, οι τρόποι του Ντικ Ντάιβερ, που είναι «το τέχνασμα της καρδιάς» εί ναι και δικοί του. Κι όμως, κα νένας δεν πρόσεξε πόσο ση μαντικό υπήρξε αυτό για τον Η οικογένεια Φιτζέραλντ στη Γαλλία, Χριστούγεννα 1925 ίδιο τον Φιτζέραλντ. Ο Φιτζέραλντ ήταν άνθρωπος με μεγάλη υπε «της παλαιός σχολής» στο θέμα αυτό. «Οι τρό ρηφάνεια και ισχυρότατο συναίσθημα προσωπι ποι του ήταν σωστά ευγενικοί. Και η παραμικρή κής αξιοπρέπειας, που πίστευε ότι οι τρόποι κα- χάρη στη συμπεριφορά του φαίνεται να του ήταν θενός εκφράζουν το αυτοσεβασμό του και τον αναγκαία. Δεν είχε τίποτα τεμπέλικο ή απερι σεβασμό του για τους άλλους. Οι συχνές παρε ποίητο στα λόγια του και τις χειρονομίες του».13 κτροπές του μας κάνουν να ξεχνάμε πόσο είχε Αυτοί του οι τρόποι δεν ήταν μόνο πράξεις ή προσπαθήσει να έχει τρόπους ακόμα και όταν απλή συνήθεια· ήταν η έκφραση μιας βαθύτερης έπινε. Ο Τζέημς Θέρμπερ, που τον Απρίλιο του συμπεριφοράς. Έγραφε στην κόρη του κάποτε: 1934 πέρασε ένα ολόκληρο βράδυ με τον Φιτζέ- «Η γενιά μου των ριζοσπαστών και κατεδαφιραλντ -μια κακή στιγμή στη ζωή του Φιτζέ- στών δεν κατάφερε να βρει τίποτα καινούριο ν’ ραλντ- παρατηρεί: «Ο Σκοττ Φιτζέραλντ που αντικαταστήσει τις παλιές αρετές της εργασίας εγώ συνάντησα ήταν ήσυχος, ευχάριστος και κα και του θάρρους και τις παλιές χάρες της ευγέ θόλου δύσκολος... Ο ένας από τους τέσσερις νειας και της αβροφροσύνης». «Μια τεράστια πέντε διαπρεπείς συγγραφείς αυτής της τρελής κοινωνική επιτυχία», όπως της έγραψε σε μία δεκαετίας που έχουμε πιει μαζί για ένα ολόκλη άλλη περίσταση, μεταφράζοντας τις δικές του ρο βράδυ και είναι καλότροπος, καθόλου εριστι προθέσεις στα μέτρα της, «είναι όταν μία όμορ κός και ήσυχος».12 Ίσως ο Φιτζέραλντ να νόμισε φη κοπέλα συμπεριφέρεται με την επιφυλακτικόότι ο κόσμος συγχωρεί τις αταξίες μερικών δι τητα μιας ασήμαντης». Μέχρι το τέλος της ζωής καιολογώντας τις σαν καλαμπούρια, όμως ήταν του η αίσθηση της πραγματικής αξιοπρέπειας έτοιμος ν’ απολογηθεί με τιμιότητα όταν καταλά και η μέριμνά του για τους άλλους εκφραζόταν βαινε ότι η κακή του συμπεριφορά είχε πειράξει με τυπική συμπεριφορά που όταν τη διέκρινε η κάποιον. Άλλωστε, όσο μεγάλωνε (και όλο και ζωντάνια του, όπως συνηθέστατα γινόταν, του περισσότερο δεν πίστευε στις άμεσες αντιδρά προσέδιδε μεγάλη διακριτικότητα και κατανόη σεις) ένιωθε σημαντικότερους τους καλούς τρό ση για τους άλλους, στους οποίους αυτά όλα πους. Το 1929 μάλιστα είχε φτάσει να θεωρείται φαίνονταν μοναδικά. Είναι χαρακτηριστική η
42/αφιερωμα περιγραφή της Σήλα Γκράχαμ για την εντύπωση που της έκανε η συμπεριφορά του και ο καλός τρόπος που μεταχειριζόταν με τους ανθρώ πους.14 Με τον καιρό όμως -κυρίως τη δεκαετία του τριάντα- άρχισε να καταλαβαίνει ότι η έκφραση μιας τέτοιας κατανόησης ήταν άχρηστη και ίσως χωρίς σημασία· ο κόσμος του ’30 ζει σε μια μόνι μη κατανάλωση συναισθηματικής ενέργειας, όπου ο Φιτζέραλντ δεν έχει τίποτα να προσφέ ρει. «Κάποτε πίστευα στη φιλία», θα γράψει στο τέλος περίπου της ζωής του, «πίστευα ότι μπο ρούσα (ίσως όχι πάντα) να κάνω τους ανθρώ πους ευτυχισμένους, κι αυτό ήταν για μένα πιο σημαντικό απ’ οτιδήποτε. Σήμερα, κι αυτό ακό μα μου φαίνεται φτηνό, ένα μάταιο σόου».15 Κα τά τον ίδιο τρόπο αισθάνεται και ο Ντικ Ντάιβερ ότι η κοινωνία του ζει βασισμένη σε παλιές ηθικές παρακαταθήκες, όταν νιώθει «όλη την ωριμότητα της παλιάς Αμερικής» και μετά «σχε δόν με προσπάθεια... γυρνά πίσω στις δύο γυ ναίκες [τη Νικόλ και τη Ρόζμαρυ] στο τραπέζι και βλέπει τον νέο κόσμο στον οποίο αυτές πι στεύουν», το ίδιο αισθάνεται όταν στο Γκστάαντ «ξεκουραζόταν και νόμιζε ότι ο κόσμος ξαναφτιάχτηκε από τους γκριζομάλληδες της χρυσής δεκαετίας του ’90» και «για μια στιγμή αισθάνθηκε πως βρισκόντουσαν σ’ ένα καράβι κι η στε ριά ήταν ακριβώς μπροστά τους» και πιο πολύ απ’ όλα όταν θυμάται «τον πατέρα [του] που ήταν σίγουρος γι’ αυτό που ήταν». Είναι η ίδια αυτή καλοσύνη και κατανόηση της κληρονομιάς του που κάνει τον Ντικ Ντάιβερ ν’ αφοσιωθεί στο καθήκον της αναζωογόνη σης της θνήσκουσας κοινωνίας του. «Τους έδινε πίσω τον ίδιο τους τον εαυτό, θαμπωμένο από τους συμβιβασμούς ποιος ξέρει πόσων χρόνων». Κάποιος πιο σκληρός και λιγότερο συναισθημα τικός ίσως τά ’χε παρατήσει, αλλά ο Ντικ «προσ παθώντας να είναι γενναίος κι ευγενικός... ήθε λε, πιο πολύ απ’ όλα, να τον αγαπούν». Πολλές πιέσεις δέχεται: τη δύναμη των χρημά των της Νικόλ- την επιθυμία -γιατί αγαπούσε τη Νικόλ μέχρι που αυτή έγινε «η ξηρασία του μυε λού των οστών του»- ν’ αφήσει το γιατρό και τον ψυχίατρο να μπερδευτούν το βάρος της συνηθι σμένης ακαταστασίας που έχει η κοινωνία του. Όμως καμία από τις πιέσεις αυτές δεν είναι η αιτία της ήττας του, γιατί αυτό που τελικά τον καταστρέφει είναι η συναισθηματική χρεωκοπία του. Ο Ντικ ξοδεύει τη συναισθηματική του ενέργεια, που είναι η πηγή της δύναμής του, για τους άλλους. «Τον φαντάστηκα», λέει ο Φιτζέραλντ, «ως homme epuisd κι όχι homme man que».16 ΚΡΙΒΩΣ επειδή ο Φιτζέραλντ φαντάστηκε τον Ντικ ως home epuis6, το «Τρυφερή είναι η νύχτα» είναι η πρώτη εξερεύνησή του στα πι
Α
στεύω του. Ήταν άνθρωπος που τίποτα δεν υπήρχε μέσα του ή γύρω του, αν δεν το αισθανό ταν πολύ δυνατά. Ό πω ς ο Τρόιλος του Σαίξπηρ, η φύση του τον κάνει να πιστεύει ότι η αξία βρίσκεται στη θέληση να τη δεχτείς και όχι στην ίδια την αξία του πράγματος. Και πάλι όπως ο Τρόιλος, δοκιμάστηκε συναισθηματικά και κατέ ληξε στην τραγωδία λόγω των πιστεύω του, γιατί η ύπαρξή του ήταν συνυφασμένη μ’ αυτά. Το παρελθόν γι’ αυτόν είχε ειδική αξία· «η τρομερή πόρτα στο παρελθόν», έλεγε, «που πρέ πει όλοι μας να διαβούμε». Και το παρελθόν ονομάζεται «τρομερό» επειδή είναι ο ίδιος του ο εαυτός, είναι αυτό που για χάρη του σπατάλησε ανέκκλητα όλη του τη δύναμη. Αναφέρει για τον κεντρικό ήρωα μιας από τις ιστορίες που έγραφε όταν δούλευε το «Τρυφερή είναι η νύχτα»: «Είχε πρόσφατα καταλάβει ότι η ζωή δεν ήταν πάντα πρόοδος, ούτε αναζήτηση νέων οριζόντων ούτε φυγή. Οι Γκούνθερ ήταν κομμάτι του εαυτού του· ποτέ δε θα μπορούσε να προσφέρει σε νέους φίλους αυτά που κάποτε πρόσφερε στους Γκούν θερ. Κι αν η ανάμνησή τους έσβηνε, σίγουρα θα έσβηνε και κάτι μέσα του».17 Ο Φιτζέραλντ άρχισε να φοβάται την εξασθέ νηση της συναισθηματικής και της πνευματικής του δύναμης, μια οριστική «αλλοίωση της ενεργητικόιητάς του». Ίσως η ιδέα αυτή να του ήρθε μετά την τραγωδία της Ζέλντα, γιατί πρώτη φορά τη συναντάμε σε μιαν ιστορία που έγραψε την εποχή ακριβώς που προσπαθούσε να κατα λάβει τι ακριβώς συνέβη στη Ζέλντα- η ιστορία ονομάζεται «Αισθηματική Χρεωκοπία». Η Τζόζεφιν συναντά κάποτε τον «έρωτα της ζωής της» κι ανακαλύπτει πως, επειδή είχε τόσο άσωτα σπαταλήσει τα αισθήματά της στην πρώτη της νιότη, τώρα «δεν αισθανόταν τίποτα απολύτως». Σ’ ένα σημείο βλέπουμε: «- Όταν με φίλησες», του λέει, «μου ερχόταν να γελάσω». «Την αήδια ζε όταν το ομολόγησε, αλλά ένα ξέσπασμα απελ πισμένης εσωτερικής ειλικρίνειας την έκανε να συνεχίσει». Μπορεί το παράδειγμα από την ιστο ρία της Τζόζεφιν για τα αισθήματα του Φιτζέραλντ να φανεί ασήμαντο- όμως τα αισθήματα αυτά καθ’ αυτά δεν είναι καθόλου ασήμαντα. Είναι τα ίδια που κυριαρχούν στον Ντικ Ντάιβερ όταν, στο τέλος τού «Τρυφερή είναι η νύ χτα», κάνει μια τελική προσπάθεια να ξαναγίνει τρυφερός όπως παλιά με τη Μαίρη Νορθ: «Όμως το παλιό εσωτερικό γέλιο είχε αρχίσει μέσα του και ήξερε ότι δεν μπορούσε να το συγκρατήσει άλλο». Την ιδέα της πιθανής εξάντλησης του συναι σθήματος, ο Φιτζέραλντ την είχε συλλάβει σαν να ήταν ένα ορισμένο ποσόν, σαν μια κατάθεση στην τράπεζα. Κάνεις ανάληψη απ’ αυτό το πο σόν μέχρι που λίγο λίγο το ξοδεύεις και βρίσκε σαι συναισθηματικά χρεωκοπημένος. «Δεν είμαι
αφιερωμα/43 σπουδαίος άνδρας», έγραφε στην κόρη του στο τέλος της ζωής του, «αλλά μερικές φορές νομίζω ότι, αντικειμενικά να το πάρουμε, και η ποιότηfa του ταλέντου μου και όσα θυσίασα για να διατηρήσω την αξία του, έχουν μιαν επική μεγα λοπρέπεια. Τέλος πάντων, καμιά φορά παρηγοριέμαι με τέτοιες αυταπάτες». Του έγινε τελικά συνήθεια να βλέπει τη ζωή των άλλων μόνον υπό το φως των δικών του συναισθημάτων. Ο παλαί μαχος Ρόμπερτ Ε. Λη ήταν κατά τη γνώμη του χρεοκοπημένος συναισθηματικά. Κι ο πατέρας του φαινόταν μια χαρακτηριστική περίπτωση. Ήμουν δέκα ή έντεκα χρονών όταν ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο και το σήκωσε η μητέρα μου. Δεν κατάλαβα τι είπε αλλά αμέσως αισθάνθηκα ότι κά ποια συμφορά μας είχε βρει. Η μητέρα μου είχε δώσει λίγο πριν ένα τάλληρο να πάω στην πισίνα. Της έδωσα πίσω το νό μισμα. Ήξερα ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί και ότι ίσως δεν έπρεπε να μου το είχε δώσει. Τότε άρχισα να προσεύχομαι: «Θεέ μου», έλεγα, «μη μας αφήσεις να κατα λήξουμε στο φτωχοκομείο· σε παρακα λώ, μη μας αφήσεις να καταλήξουμε στο φτωχοκομείο». Λίγο αργότερα γύρισε στο σπίτι και ο πατέρας. Είχα δίκιο. Εί χε μείνει χωρίς δουλειά. Το πρωί είχε φύγει ως συνήθως, ένας σχετικά νέος άντρας γεμάτος δύναμη κι εμπιστοσύνη. Το βράδυ που γύρισε ήταν κυριολεκτικά τσακισμένος. Είχε χάσει την τόλμη του και μαζί το σκοπό της ζωής του. Από τότε έζησε αποτυχημένος μέχρι που πέθανε.18 Σε στιγμές σοβαρής ηθικής κρίσης έβλεπε και τον εαυτό του χρεωκοπημένο συναισθηματικά. Γράφει στην «Κατάρρευση»: Άρχισα να καταλαβαίνω ότι εδώ και δυο χρόνια η ζωή μου αντλούσε δύναμη από ξένες πηγές, ότι είχα βάλει υποθήκη ολόκληρο τον εαυτό μου, σωματικά και πνευματικά. Τι άξιζε το μικρό δώρο της ακμής που είχα σε σύγκριση μ’ αυτό. Κι όμως, κάποτε είχα κι εγώ υπερηφάνεια για τους σκοπούς μου και εμπιστοσύνη στην ανεξαρτησία μου. Αυτό το κατάλαβα τα δύο τελευταία χρόνια... είχα ξεκόψει από τα πράγματα που αγαπούσα και κάθε πράξη μου, από το πρωινό βούρτσισμα των δοντιών ώς τη βραδυνή έξοδο για φαγητό μ’ ένα φί λο, γινόταν με προσπάθεια. Είδα ότι για πολύν καιρό τώρα δεν μου άρεσε τίποτα,
Η Ζέλντα και ο Σκοττ πηγαίνοντας στην παράσταση τον έργου «.Δείπνο στις οκτώ»
κι εύρισκα απλώς προφάσεις για τις προτιμήσεις μου. Είδα επίσης ότι ακόμα κι η αγάπη μου για τους πολύ κοντινούς μου ήταν απλώς μια προσπάθεια να τους αγαπήσω, και ότι η σχέση μου με διάφο ρους ανθρώπους -έναν εκδότη, έναν πε ρίπτερά, ένα παιδάκι, ένα φίλο- ήταν μόνον αυτό που θυμόμουν από παλιά ότι έπρεπε να κάνω.19 Και συνεχίζει μιλώντας ειδικότερα για: στέρηση Κι ένδεια χωρίς καθόλου περιουσία Αφυδάτωση του αισθητού κόσμου Εκκένωση του κόσμου της φαντασίας Αχρηστία του κόσμου του πνεύματος 20 που δείχνουν την τωρινή του κατάσταση, και παρατηρεί: «Όλα μάλλον απάνθρωπα και υπο σιτισμένα, έτσι δεν είναι; Λοιπόν, παιδιά, ιδού
44/αφιερωμα το πραγματικό σημείο της ρωγμής». Τέλος, θυ μάται τον Ά γιο Ιωάννη του Σταυρού (ή ίσως θυ μάται ότι ο Έλιοτ τον είχε θυμηθεί) και σκέφτε ται αυτό που στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» ονομάζει ειρωνικά “ωραίο, λυπημένο βαλσάκι” , τόσο δη μοφιλές όταν ο Γκάτσμπυ έδινε όλα του τα πάρτυ και καταλήγει: «Στις τρεις τα ξημερώματα ένα ξεχασμένο δέμα έχει την ίδια τραγική σημα σία με μια καταδικαστική σε θάνατο απόφαση, και ίαση δεν υπάρχει- στη μαύρη νύχτα της ψυ χής είναι πάντα τρεις τα ξημερώματα, κάθε μέρα και περισσότερο».21 Μέσα στο μυαλό του υπάρχει πάντα η παρο μοίωση των συναισθημάτων με τα χρήματα που τελειώνουν. Άλλωστε, γιατί όταν ο πατέρας του «είχε χάσει το σκοπό της ζωής του», εκείνος θυ μόταν το τάλληρο; γιατί αφού δεν κατάλαβε το τηλεφώνημα της μητέρας του, προσευχόταν το ενδεκάχρονο παιδί να μην καταλήξουν στο φτω χοκομείο; Κάπου, βαθιά στη φαντασία του, τα ανάμικτα συναισθήματα που είχε για τα πλούτη έμπλεκαν με τα συναισθήματά του για την από λαυση της ζωτικότητας και το φόβο της απώλειάς της. Ν το ταλέντο του εξαρτιόταν από τη ζωτι κότητά του, τότε μπορούμε να πούμε ότι στα «λαϊκά» γραπτά του ξόδεψε κάτι πιο πολύτι μο από το χρόνο του. «Τα λίγα που κατάφερα», γράφει στην κόρη του, «είναι αποτέλεσμα επίμο νης εργασίας, αλλά όταν τελείωσα τον “Μεγάλο Γκάτσμπυ” είπα: Τώρα νομίζω πως βρήκα το δρόμο μου, από δω και πέρα αυτό έρχεται πρώ το. Να το άμεσο καθήκον μου, χωρίς αυτό είμαι ένα τίποτα». Ήξερε λοιπόν πολύ καλά ότι δεν κατάφερνε ν’ ακολουθήσει το “δρόμο που βρή κε” και η γνώση αυτή στοίχειωνε το σκοτάδι μέ σα του τις νύχτες: «Τις νεκρές ώρες της νύχτας... βλέπω τον αληθινό τρόμο να βγαίνει από τις στέ γες, κι από τις κόρνες των ταξί που μοιάζουνε με κουκουβάγιες, κι από τη στριγγή μονωδία του γλετζέ που έρχεται από μακριά. Τρόμος και σπατάλη -Σπατάλη και τρόμος- ό,τι θα μπορού σα νά ’χα κάνει χάθηκε, σπαταλήθηκε, έφυγε, διαλύθηκε, ασύλληπτο τώρα πια... Ο τρόμος έρ χεται τώρα σαν καταιγίδα...».22 Έτσι, όταν άρχισε να γράφει το «Τρυφερή εί ναι η νύχτα», βασανιζόταν από την ιδέα της συ ναισθηματικής χρεωκοπίας, την οποία κι έκανε κεντρική ιδέα της ιστορίας του Ντικ Ντάιβερ. Ο Ντικ υποχωρεί στις πιέσεις του κόσμου μόνον αφού η αργή αναπόφευκτη νέκρωση μέσα του έχει ολοκληρωθεί. Η «κάκωση της ζωτικότητας» είναι η καρδιά του προβλήματος και ο Φιτζέραλντ το εξετάζει με κάθε λεπτομέρεια. Στην αρ χή του έργου ο Ντικ βρίσκεται στα πρόθυρα της εξόντωσης και διατηρεί την αυτοπειθαρχία και τη γοητεία του με μεγάλο κόπο. «- Ακόυσες μή
Α
πως ότι άρχισα να χειροτερεύω;» ρωτάει αργότε ρα τη Ρόζμαρυ. «- Ό χι, βέβαια», του απαντάει. Αλλ’ αυτός τη διαψεύδει: «- Κι όμως, είναι αλή θεια. Η αλλαγή έχει αρχίσει εδώ και καιρό, αλλά στην αρχή δε φαινόταν. Οι τρόποι παραμένουν αναλλοίωτοι για λίγο ακόμη από τότε που το ηθικό σπάει». Ό σο το συναισθηματικό του από θεμα μειώνεται, τόσο φαίνονται πιο πολύ τα ρήγματα στην τάξη που είχε επιβάλλει στον εαυ τό του. Και κατ’ αρχήν ο έρωτάς του για τη Ρόζ μαρυ. Αμέσως μετά την παράδοσή του σ’ αυτή την εσωτερική παρόρμηση, θ’ αρχίσει μια περίο δος τρομερής, ανεξέλεγκτης παιδικής ζήλιας: «Σε πειράζει να κατεβάσω την κουρτίνα;» «Κατέβασέ την, έχει πολύ φως». Και ο Ντικ είναι σα χαμένος. Ήξερε ότι αυτό που έκανε τώρα ήταν μια αποτελεσματική στροφή στη ζωή του -έξω απ’ ό,τι είχε κάνει πριν... Αλλά... η συμπεριφορά του δεν αποτελούσε παρά την προβολή μιας θαμμένης πραγματικό τητας... ήταν αναγκασμένος να περπα τάει ή να στέκεται με το μανίκι του που καμίσου ώς τον καρπό και το μανίκι του σακακιού σαν βαλβίδα πάνω από το μα νίκι του πουκαμίσου, το κολάρο σαν καλούπι στο λαιμό του, τα κόκκινα μαλλιά του καλοκουρεμένα και στο χέρι το μι κρό χαρτοφύλακα, ίδιος δανδής... Ο Ντικ πλήρωνε φόρο υποτελείας για πράγματα αξέχαστα, ανεξαγόραστα, ανεξομολόγητα. Έβλεπε ότι... «αν ξοδέψεις τη ζωή σου τρέ φοντας τα συναισθήματα και τη ματαιοδοξία των άλλων, φτάνεις να μην εκτιμάς τίποτα πάνω τους». «Ήταν σα χαμένος, δεν μπορούσε να ξε χωρίσει την ώρα, τη μέρα, τη βδομάδα, το μήνα ή το χρόνο... Μεταξύ της ώρας που βρήκε τη Νικόλ σε μια πέτρα στη λίμνη της Ζυρίχης και της στιγμής που συναντήθηκε με τη Ρόζμαρυ, όλα εί χαν αμβλυνθεί». Από δω και πέρα η αυτοπει θαρχία του θρυμματίζεται μέχρι να καταστραφεί ο ίδιος εντελώς. Στην αρχή ο κλονισμός του δεί χνει σαν ένα τυχαίο, ασυνάρτητο συναίσθημα: παρατηρεί μια όμορφη κοπέλα στο Γκστάαντ και της κολλάει, τον γοητεύει μια άγνωστη στο Ίνσμπρουκ. («Ερωτευόταν κάθε όμορφη κοπέλα που έβλεπε μπροστά του»). Όλες οι θαμμένες μέσα του απόψεις για τον κόσμο έρχονταν στην επιφάνεια με πικρά λόγια, όπως στο νεαρό Εγ γλέζο στο Γκστάαντ, στη Μαίρη Νορθ («-Έχεις γίνει τόσο απαίσια ανιαρή, Μαίρη»), στη Λαίδη Κάρολαϊν. Τώρα αρχίζει να πίνει χωρίς μέτρο, σε μιαν αδέξια προσπάθεια ν’ αντιδράσει. Η συναισθηματική φόρτιση που έδινε σημασία κι αυτοπειθαρχία στη ζωή του είχε σχεδόν εξα-
αφιερωμα/45 φανιστεί, η δε απώλεια πειθαρχίας συνεπαγόταν και απώλεια της υπερηφάνειας του. Τώρα πια είναι ένας κούφιος άνθρωπος, όπως ο Έιμπ Νορθ, που λέει με πίκρα στο τέλος: «Κουρασμέ νος από φίλους. Το θέμα είναι να έχεις συκο φάντες». Έτσι συνέβη με τον Ντικ. Ο Φιτζέραλντ περιγράφει την κατάσταση αυτή, από προσωπική του πείρα, με κλινική ακρίβεια στο «Pasting It Together», όπου γράφει: «Το ερώτη μα ήταν πώς και γιατί είχα αλλάξει, πού βρισκό ταν η ρωγμή από την οποία -χωρίς εγώ να το ξέρω1- διέρρεε η ενεργητικότητα και ο ενθουσια σμός μου, σταθερά και πριν της ώρας τους». Και, όπως ο Ντικ, όταν ανακάλυψε την αιτία, αποφάσισε να περιορίσει τις απώλειές του. Η απόφαση μού έφτιαξε μάλλον το κέ φι... Αισθάνθηκα σαν εκείνους τους άντρες με τα χάντρινα μάτια από το Γκρέητ Νεκ που έβλεπα στο τρένο καθημερινά επί δεκαπέντε χρόνια... Τώρα ήμουν ένας από αυτούς, κάποιος που με χαλαρωμέ να μέλη έλεγε: - «Συγνώμη, αλλά η δουλειά είναι δου λειά», ή - «Έπρεπε να το σκεφτείτε αυτό πριν μπείτε στον κόπο», ή - «Δεν είμαι το αρμόδιο πρόσωπο». Κι ένα χαμόγελο - α , θα έφτιαχνα κι ένα χαμόγελο. Ακόμα προσπαθώ να το κατα φέρω. Πρέπει να είναι συνδυασμός χα μόγελων, κάτι μεταξύ διευθυντή ξενοδο χείου, γριάς κοινωνικής νυφίτσας, γυ μνασιάρχη την ημέρα υποδοχής γονέων, · μαύρου οδηγού ασανσέρ, ομοφυλόφιλου που παίρνει πόζα, παραγωγού που πετυ χαίνει πρώτη ύλη σε μισή τιμή, έμπειρης νοσοκόμας που πάει σε καινούρια δου λειά, πόρνης στην πρώτη της γυμνή φω τογραφία... και φυσικά μ’ εκείνη τη λαμ περή αχτίδα της άδολης ευγένειας που έχουν στα χείλη από την Ουάσιγκτσν μέ χρι το Μπέβερλυ Χιλς όλοι όσοι προσ παθούν να επιβιώσουν με την παλιοφά τσα τους». Και καταλήγει, ίσως θυμούμενος τα λόγια του Χεμινγκουέη (Εμείς είμαστε όλο κι όλο συγγρα φείς), με τη φράση: «τελικά, έγινα μόνο συγγρα φέας». 3 Ακριβώς κατά τον ίδιο τρόπο, ο Ντικ Ντάιβερ γίνεται μόνο γιατρός. ΙΑ χρόνια ο Ντικ άφηνε να αδειάζει όλη του η ενεργητικότητα και η φαντασία προσπα θώντας να φτιάξει έναν καλύτερο κόσμο για τους ανθρώπους, πάνω απ’ όλα για τη Νικόλ. Για έξι ολόκληρα χρόνια, όταν αυτή «ούρλιαζε
Γ
με τόση εγκατάλειψη που οι δυνατότεροι τόνοι της φωνής της παράπαιαν και σπάγαν: “Κάποτε σκέψου πως όλοι σαπίζουμε και οι στάχτες των παιδιών σαπίζουν σε κάθε κουτί που ανοίγω. Τι βρώμα!” » κι έπειτα τον παρακαλούσε να τη βοη θήσει, αυτός της απαντούσε πως «θα ξανάφτιαχνε τον κόσμο για χάρη της». Η Νικόλ έζησε σ’ αυτό τον κόσμο μέχρι που η προσωπικότητά της ξανάγινε συμπαγής όπως πριν, τέτοια που ο Ντικ Ντάιβερ δεν την είχε γνωρίσει ποτέ' ο ρό λος της Ουόρεν που «καλωσόριζε την αναρχία του εραστή της» του Τόμμυ Μπάρμπαν, που την δίδαξε πώς να αντικρίζει τη Ρόζμαρυ άνετα και να μιλάει «με τη φωνή του παππού της», αργά, καθαρά, προσβλητικά. Τη στιγμή που η Νικόλ έχει ξαναβρεί τις δυνάμεις της και μπορεί να φύ γει από τον κόσμο του Ντικ, ο Ντικ έχει φτάσει στο τέλος της δύναμής του. Για μια στιγμή σκέ πτεται να παρασύρει τη Νικόλ στην καταστρο φή, αλλά τελικά την παραχωρεί μόνος του στον Τόμμυ: Το πρόσωπό του, ωχρό στο φως που οι λευκές μικρές σταγόνες σκόρπιζαν στο λαμπερό ουρανό, δεν είχε κανένα σημάδι ενόχλησης όπως εκείνη περίμενε. Σαν να ήταν μάλιστα και λίγο απόμακρος· τα μάτια του στυλώθηκαν αργά πάνω της, όπως πάνω στο πιόνι του σκακιού που πρέπει να παίξει. Το ίδιο αργά την έπια-
46/αφιερωμα σε από το μπράτσο και την έφερε κοντά - «Με κατάστρεψες, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε ήπια. «Τότε είμαστε κι οι δυο καταστραμμένοι. Γι’ αυτό-». Αλλά καθώς η Νικόλ σκέφτεται «τι να γίνει, ας πεθάνω μαζί του, απροσδόκητα ο Ντικ την άφησε και της γύρισε την πλάτη αναστενάζον τας». Με τη θέλησή του της λύνει τα δεσμά κι έπειτα την παρατηρεί που αγωνίζεται να ελευθε ρωθεί “από την παλιά ύπνωση της ευφυΐας του” . Ό ταν τα κατάφερε, έφυγε· κι ο Ντικ περίμενε «μέχρι να χαθεί από τα μάτια του. Έπειτα έγει ρε το κεφάλι του πάνω στη γέφυρα. Η υπόθεση είχε τελειώσει. Ο δόκτωρ Ντάιβερ ήταν ελεύθε ρος. Η φρικτή ειρωνεία ήταν πως όλα όσα είχε
αρνηθεί να εξετάσει σαν επαγγελματικές περι πτώσεις, αποδείχτηκαν ότι αυτό μόνον ήταν. Η υπόθεση είχε κλείσει». ΗΜπέημπη Ουόρεν, που από την αρχή είχε σκεφτεί ότι τα εκατομμύρια των Γουόρεν απλώς εξαγόραζαν ένα γιατρό για τη Νικόλ, εκφωνεί εξ ονόματος όλων τον επιτά φιο του Ντικ: «Γι’ αυτό είχε σπουδάσει». Το πεδίο δράσης στο «Τρυφερή είναι η νύχτα» είναι τέτοιο που, παρ’ όλα τα μειονεκτήματα του βιβλίου, η «φιλοσοφική» του επιρροή είναι αξέ χαστη. «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ», που η τέλεια δομή του ακολουθεί όλους τους κανόνες ενός δραματικού μυθιστορήματος, φαίνεται μπροστά του στεγνός κι απλοϊκός. Απόδοση: Ερρίκος Μπελιές
Σ ημειώ σεις 1. Από το βιβλίο «The Far Side of Paradise», Βοστώνη 1965, (Harighton Mifflin). 2. Οι κριτικές που παρατίθενται ανήκουν στους: Peter Quennell, New Statesman and Nation, 28 Απριλίου 1934, J. Do nald Adams, New York Times, 15 Απριλίου 1934 και Amy Loveman, Saturday Review o f Literature, 7 Απριλίου 1934. 3. Επιστολή του Χέμινγκουέη στον Φ.Σ.Φ., 28 Μαίου 1934. 4. Επιστολή του Φ.Σ.Φ. στον Χέμινγκουέη, 1 Ιουνίου 1934. 5. Επιστολή του Τζέραλντ Μέρφυ στον Φ.Σ.Φ., 31 Δεκεμ βρίου 1935. 6. Αναφέρεται σε επιστολή του Πέρκινς προς τον Φ.Σ.Φ., 8 Απριλίου 1935. Ο Χέμινγκουέη την έγραψε ευθέως στον Φ.Σ.Φ. στις 16 Δεκεμβρίου, 1935. 7. Επιστολή του Χέμινγκουέη στον Φ.Σ.Φ., 21 Δεκεμβρίου 1935. 8. Αναφέρεται στο δαιδαλώδες μυθιστόρημα του θάκερυ. 9. Αναφέρεται σε επιστολή του Φ.Σ.Φ., στον Πέρκινς. 10. Επιστολή του Φ.Σ.Φ. στην κυρία Έντουιν Μ. Τζαρέτ, 17 Φεβρουαρίου 1938.
11. Στο διήγημα «Απόηχοι της γενιάς της τζαζ», στη συλλογή «Κατάρρευση». 12. Από το «Scott in Thorns», The Reporter, 17 Απριλίου 1951, σελ. 36. 13. Morsley Callaghan, «That Summer in Paris», o. 150. 14. Στο βιβλίο της Sheilah Graham, «Beloved Infidel», σελ. 177-79. 15. Επιστολή του Φ.Σ.Φ. στον Μάξουελ Πέρκινς, 20 Μαίου 1940. 16. Επιστολή του Φ.Σ.Φ. στον Χέμινγκουέη, 12 Μαρτίου 1934. 17. Από το διήγημα «More than just a House», δημοσ. στο Sa turday Evening Post, 24 Ιουνίου 1933. 18. Από το άρθρο του Michel Mok, «The Other Side of Paradi se», στο New York Post, 25 Σεπτεμβρίου 1936. 19. Από το διήγημα «Κατάρρευση», στην ομώνυμη συλλογή. 20. Θ.Σ. Έλιοτ, «Burnt Norton». 21. Βλέπε σημ. 19. 22. Από το διήγημα «Sleeping and Waking» στη συλλογή «Κα τάρρευση». 23. Από το «Pasting It Together» στη συλλογή «Κατάρρευση».
Η. Καζάν, σκηνοθέτης της ταινίας «Ο τελευταίος των Μεγιστάνων»
Τζον Ντος Πάσσος
«Ο Τ ελευ τα ίο ς Μ εγισ τά να ς: η α π α ρ χή ε ν ό ς π ρ α γ μ α τ ικ ά μ ε γ α λ ό π ρ ε π ο υ ύ φ ο υ ς» Οι αναφορές τον τύπου σχετικά με τον πρόωρο θάνατο τον Φιτζέραλντ δημιούργησαν στον αναγνώστη το ίδιο περίεργο συναίσθημα που θα είχε αν, μιλώντας για ένα συγκεκριμένο θέμα επί μία ώρα με κάποιον, συνειδητοποιούσε ξαφνικά ότι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος είχαν καταλάβει στο ελάχιστο για ποιο θέμα συζητούσαν. Οι κύριοι που έγραφαν τα κείμενα αυτά προφανώς γνώριζαν τι σημαίνει να γράφεις στην αγγλική γλώσσα, κι επομένως θα πρέπει να ήξεραν και να τα διαβάσουν. Όμως, αφού διάλεξαν να βγάζουν το ψωμί τους ως κριτικοί της δουλειάς άλλων, δεν θα έπρεπε να μας παρέχουν και κάπο α διαβεβαίωση ότι ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν τα στοιχεία που συνιστούν την τέχνη του γραψίματος; Αν δεν υπάρχουν ορισμένα σταθερά στοιχεία, δεν είναι δυνατό να γίνει κριτική. Δε χρειάζεται νομίζω να τονίσω ότι ένα καλο γραμμένο βιβλίο είναι πάντα ένα καλογραμμένο βιβλίο, είτε γράφτηκε στην εποχή του Λουδοβί κου του 8ου ή του Ιωσήφ Στάλιν, είτε στον τοίχο του τάφου κάποιου αιγυπτιου φαραώ. Έ να βι βλίο ποιότητας αποσπάται από την εποχή του, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει αυτή τη συγκεκριμένην εποχή. Δεν θα είχα καμιά αντίρρηση με όποιο κριτικό εξέταζε τη δουλειά του Σκοττ Φιτζέραλντ και δήλωνε ότι κατά τη γνώμη του δεν κατάφερνε να αποσπασθεί από την εποχή του. Η απάντησή μου θα ήταν ότι απλά εγώ έχω διαγο-
ρετική γνώμη. Το παράξενο με τα άρθρα που γράφτηκαν για το θάνατο του Φιτζέραλντ είναι ότι εκείνοι που τα έγραψαν φαίνεται ότι δεν αι σθάνονται την ανάγκη να διαβάσουν τα βιβλία του- το μόνο που χρειάστηκαν για να τα ρίξουν με το φτυάρι στη φωτιά ήταν η ετικέτα ότι γρά φτηκαν σε μιαν άλλη εποχή, παρωχημένη σήμε ρα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι κύ ριοι αυτοί δεν είχαν άλλα σταθερά στοιχεία να κρίνουν τα βιβλία παρά μονάχα τη μόδα, έτσι όπως παρουσιάζεται στις βιτρίνες της 5ης Λεω φόρου. Σημαίνει ότι, όταν έγραφαν κριτική για
48/αφιερωμα λογοτεχνία, το μόνο που είχαν στο μυαλό τους ήταν ο τόκος που εισπράττεται από ένα βιβλίο που κυκλοφορεί, και όχι από το αιώνιό του κε φάλαιο. Όποιος δηλώνει ότι βγάζει το ψωμί του ως κριτικός και γράφει για τον Σκοττ Φιτζέραλντ χωρίς ν’ αναφέρει καν τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ», δείχνει ότι δεν ξέρει καθόλου τη δου λειά του. Κάποιος που γράφει για τη ζωή ενός τόσο σημαντικού συγγραφέα, όπως είναι ο δη μιουργός του «Μεγάλου Γκάτσμπυ», με ορολο γία που θυμίζει κριτική για τα φετινά γυναικεία καπέλα, δείχνει να μην έχει πάρει είδηση για όλη την ιστορία· αυτό το είδος κριτικής, όμως, προκαλεί φρίκη σε όποιον ενδιαφέρεται πραγματικά για τη λογοτεχνία. Ευτυχώς που σώζονται μερι κά κομμάτια από το τελευταίο του μυθιστόρημα, αποστομωτικά γι’ αυτές τις σαχλαμάρες. Η διασημότητα πέθανε. Ο μυθιστοριογράφος ζει. ΙΝΑΙ τραγικό που ο Φιτζέραλντ δεν έζησε για να τελειώσει το «Ο Τελευταίος Μεγι στάνας». Αλλά κι έτσι όπως είναι, προαισθάνο μαι πως θ’ αποδειχθεί ένα από τα λογοτεχνικά κομμάτια που εμφανίζονται κατά καιρούς στο ρεύμα της κουλτούρας κι αλλάζουν ριζικά την πορεία των μελλοντικών γεγονότων. Το μοναδι κό επίτευγμα αυτού του μυθιστορήματος, που έχουμε μόνο την αρχή του, είναι ότι για πρώτη φορά ο συγγραφέας κατάφερε να δώσει με σα φήνεια την αμετακίνητη ηθική συμπεριφορά που πρέπει να έχουμε προς τον κόσμο που ζούμε και προς τα προσωρινά στοιχεία, που είναι η βάση κάθε δυνατού διανοήματος. Ένα γερά αγκυρο βολημένο ηθικό στοιχείο είναι κάτι που τα αμε ρικανικά γράμματα αναζητούν για παραπάνω από μισόν αιώνα. Οι πιο πολλοί συγγραφείς μας στο παρελθόν παρασύρθηκαν από διάφορους τύπους ηθικής. Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς του 19ου αιώνα πιά στηκαν στα δίχτυα του κόμπλεξ κοσμικότητας της εποχής που ήταν χειρότερο στις επαρχίες της Αμερικής απ’ ό,τι στο νησί του Κουήν Γκράντυ. Μετά την πετυχημένη επανάσταση των ρεαλι στών υπό τον Ντράιζερ, το πρόβλημα άλλαξε μορφή, παρέμεινε όμως εξίσου οξύ. Κάθε νέος αμερικανός που ήθελε να γράψει ένα βιβλίο είχε να τα βάλει με το κοινό αφενός - η σάρκα και ο διάβολος μαζί - και αφετέρου με τις αρτηριο σκληρωτικές σχολές των διανοουμένων που εί χαν σε υπόληψη μόνο τους ευρωπαίους μεγάλους - εκείνους που έγιναν προτομές - και με πα ράλληλες πουριτανικές ιδέες. Σήμερα υπάρχει το λαϊκό μυθιστόρημα, με το εύκολο κέρδος σαν σε ρουλέτα, αλλά και οι εκκεντρικές φιλοδοξίες των μακρυμάλληδων αγοριών και των κοντοκουρεμέ νων κοριτσιών που, σύμφωνα με το συρμό της εποχής, ζουν με -ισμούς, ρώσικο τσάι κι αψέντι και μικρά περιοδικά με στιχάκια. Όποιος έπια-
Ε
σε μολύβι να γεμίσει το χαρτί, τα τελευταία είκο σι χρόνια, καθημερινά ταλανιζότανε: vq κάνει «καλό γράψιμο» που θα ικανοποιούσε τη συνεί δησή του, ή «φτηνό» γράψιμο που θα γέμιζε το πορτοφόλι του. Και αφού τα κριτήρια αξίας ενός έργου δεν υπήρξαν ποτέ σταθερά, συχνά ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει ποιο έργο ήταν ποιο. Γι’ αυτό και οι πιο πολλοί πιστοί μαθητές της μοναχικής Μούσας έδειξαν μια τάση να καβαλικέψουν και τα δυο άλογα συγχρόνως, ή τουλάχι στον διαδοχικά. Αυτή η , προσπάθεια είχε ως αποτέλεσμα την αποτυχία και στα δύο είδη και προκάλεσε φοβερούς ηθικούς παροξυσμούς και πνευματική συσκότιση. Ένα μεγάλο μέρος της ζωής του Φιτζέραλντ έγινε κόλαση απ’ αυτό το είδος της σχιζοφρένιας, που καταλήγει να είναι παράλυση της θέλησης και όλων των λειτουρ γιών του σώματος και του μυαλού. Κανένα έργο, είτε προοριζόταν να γίνει χαρτοπολτός είτε να μείνει στους αιώνες, δεν πέτυχε, αν ο συγγρα φέας του είχε μυαλό διχασμένο. Για να γεννηθεί ένα σωστό πράγμα, όσο καθημερινό και να εί ναι, απαιτείται συνδυασμένη προσπάθεια με όλη την καρδιά και όλο το μυαλό. Η αγωνιώδης προσπάθεια των διχασμένων προσωπικοτήτων να επιβληθούν στο γράψιμό τους κατέληξε στο ακόλουθο αποτέλεσμα: από την πλευρά των κερ δών να αναζητείται ένα χωλό ενδιαφέρον για κάθε ταπεινό γούστο και προκατάληψη· από την πλευρά των αγγέλων να γίνεται το έργο μια στεί ρα «συλλεκτική» άποψη, μία «καλή γραφή», όπως τα κρασιά στις κάβες και οι παλιές αποι κιακές πολυθρόνες, να γίνεται δηλαδή συντελε στής της άνεσης των εγγράμματων πλουσίων. ΝΑΣ λόγος γι’ αυτόν τον περίεργο δυϊσμό και τη συνεπαγόμενη αποτυχία όσων προσ πάθησαν να κάνουν λογοτεχνία στη χώρα μας, είναι ότι ελάχιστοι έχουμε σκεφτεί κατά βάθος ποιο κοινό θα διαβάσει τα γραπτά μας. Οι πιο πολλοί από μας ξεκινήσαμε με μια θολή γνώση των καλύτερων συγγραφέων του παρελθόντος, που ίσως αποτέλεσε το ιδεατό σκηνικό μας. Σ’ αυτό οι μαρξιστές προσθέσανε την εικόνα των στρατιωτών του προλεταριάτου, που θα διαβά ζουν τα βιβλία μας καθισμένοι γύρω από τη φω τιά του στρατοπέδου. Αλλά καθώς τα χρόνια περνάνε, τόσο η αριστοκρατική αντίληψη του 18ου αιώνα για τα γράμματα, όσο και τα όνειρα για μια παγκόσμια Πρωτομαγιά υποχωρούν όλο και πιο πολύ, δίνοντας τη θέση τους στις καθη μερινές αλήθειες. Μόνον οι απαιτήσεις των εκ δοτών μαζικής κυκλοφορίας περιοδικών με εισόσημα βασισμένο στις διαφημίσεις έχουν μείνει αρκετά σταθερές - όπως ακριβώς σταθερές έχουν μείνει και οι τιμές των πορνείων του Χόλιγουντ - όπου οι παλαίμαχοι συγγενείς, αφού πρώτα ξαλάφρωσαν τη συνείδησή τους με μερι
Ε
αφιερωμα/49 κές φαρισαϊκές παρατηρήσεις, εκφράζοντας ό,τι αυτοί οι χώροι ονομάζουν «ειλικρίνεια», μετά κάναν πολλά λεφτά βάζοντας το μυαλό τους να δουλέψει και να παίξει μ’ αυτό που το γούστο του μέσου ανθρώπου είναι κάθε στιγμή έτοιμο να πληρώσει τοις μετρητοίς. Αυτή η κατάσταση υπάρχει όχι λόγω της φυσι κής φθοράς των μυαλωμένων ανθρώπων - μια τέτοια θέση θέλουν να μας κάνουν να πιστέψου με - αλλά λόγω του γεγονότος ότι τόσο στην ει ρήνη όσο και στον πόλεμο οι βιομηχανικές τεχνι κές αναστάτωσαν τον κόσμο. Οι συγγραφείς βρί σκονται σήμερα μπροστά στο νέο πρόβλημα της αγραμματοσύνης· πριν πενήντα χρόνια, ή μάθαι νες να διαβάζεις και να γράφεις καλά, ή δεν μά θαινες καθόλου. Η συνεχής ανάγνωση της Αγίας Γραφής από χιλιάδες χαμηλές οικογένειες κρά τησε αρκετά γερά το έδαφος κάτω από τα πόδια της λογοτεχνίας και γενικότερα της αγγλικής γλώσσας. Η ποικιλία ειδών γραφής, η δυσκολία των εννοιών και η ποικιλία των ηθικών επιπέ δων, που περιέχει αυτή η Σύνοψη του εβραϊκού πνεύματος, απαιτούσαν, για να διαβαστούν και να εξηγηθούν στα παιδιά, μια κάποια πνευματι κή ενάργεια. Η ανάγνωση της Αγίας Γραφής έγι νε στις φτωχότερες τάξεις το υπόβαθρο της κουλτούρας τους, ακριβώς, όπως η μελέτη των αρχαίων Ελληνικών και των Λατινικών έγινε το υπόβαθρο των παιδιών των πλουσίων. Ένα μυαλό εξοικειωμένο με την Παλαιά και την Και νή Διαθήκη εύκολα εν συνεχεία παραδεχόταν τον Σαίξπηρ κι όλα τα είδη της βικτωριανής γραφής: ποίηση, μυθιστόρημα, ιστορικό κι επι στημονικό δοκίμιο. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι λαοί δεν έχουν τέτοια κοινή κλασική παιδεία. Το υπόβαθρό τους είναι η οπτικοακουστική κουλ τούρα του κινηματογράφου και όχι πια των γραμμάτων. Πάνω από το υπόβαθρο αυτό εμφα νίζονται όλες οι διαβαθμίσεις της αγραμματοσύ νης: από εκείνους που έμαθαν γράμματα στο σχολείο αλλά σήμερα δύσκολα διαβάζουν ώς και τους υπότιτλους στις ταινίες, και τους άλλους που με τη βοήθεια των φωτογραφιών μισοκαταλαβαίνουν τους τίτλους των εφημερίδων, έως τα αρκετά εκατομμύρια εγγραμμάτων που διαβά ζουν το Saturday Evening Post και το Reader’ s Digest και καταλαβαίνουν τα πάντα. Αυτή είναι η πραγματική αλήθεια. Κάθε στατιστική έρευνα στη χώρα έδειξε συγκλονιστικά στοιχεία. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μειώνεται, και μάλι στα με ταχύτατο ρυθμό, ο αριθμός των Αμερικα νών που μπορεί άνετα να διαβάσει μια σελίδα γραμμένη για πνευματικό επίπεδο υψηλότερο του δωδεκάχρονου παιδιού. Μια ασαφής συνειδητοποίηση αυτής της κατάστασης είναι νομίζω και ο λόγος που έκανε το έδαφος να τρέμει κάτω από τα πόδια πολλών ευφυών ανθρώπων, εκεί νων που μέσα στο νεανικό ενθουσιασμό τους
Ο Ρ. ντε Νίρο σε σκηνή τον έργου «b τελευταίος των μεγεστά-
αποφάσισαν να γίνουν συγγραφείς. Οι παλαιές αξίες δεν φαίνονται πια αληθινές στα γρήγορα μυαλά του άστατου αιώνα μας. Λογοτεχνία, αλ λά για ποιον; αναρωτιούνται. Είναι, λοιπόν, φυ σικό να στραφούν στις εύκολα ικανοποιούμενες απαιτήσεις της ευρύτερης αγοράς και στο είδος της φήμης που, μπορεί να μην είναι αθάνατη, όμως μοιράζεται στο δρόμο με τη σέσουλα. Σκοττ Φιτζέραλντ ήταν ένας από τους εφευρέτες αυτού του είδους της φήμης. Και ως άνθρωπος, καταστράφηκε τραγικά από την ίδια του την εφεύρεση. Ο θρίαμβός του είναι ότι ως συγγραφέας κατάφερε στον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» και περισσότερο στον «Τελευταίο Μεγι στάνα» να συγκολλήσει τα δύο αντίρροπα άκρα, να συγχωνεύσιι τον ευσυνείδητο εργάτη, που κανένας δημιουργικός άνθρωπος δεν μπορεί να σκοτώσει μέσα του, με τον διάσημο συγγραφέα που έκανε λεφτά στοχεύοντας σε ιστορίες για δωδεκάχρονους. Στον «Τελευταίο Μεγιστάνα» μάλιστα δείχνει να έχει ντύσει με αρκετή ανθρώ πινη αξιοπρέπεια ώς και τις μαστροπείες του Χόλιγουντ. Εκεί απέδειξε ότι έγραφε όχι για τους βαθυστόχαστους ούτε και για τους αγράμ ματους, αλλά για οποιονδήποτε είχε τόσες γνώ σεις αγγλικών για να διαβάσει τη σελίδα ενός μυθιστορήματος. Ο Σταρ, ο διευθυντής μιας κινηματογραφικής εταιρείας του Χόλλυγουντ, που είναι ο κεντρικός ήρωας, περιγράφεται με τρυφερότητα και συγ
Ο
50/αφιερωμα χρόνως με αδιαφορία. Αυτό το είδος περιγρα φής είναι σίγουρα ένα βήμα μπροστά σε σχέση με ανάλογες περιγραφές χαρακτήρων σε όλα τα μυ θιστορήματα μετά τον Ντράιζερ και τον Φρανκ Νόρρις. Δεν υπάρχει ίχνος φθόνου αλλά ούτε και κολακείας για τον ήρωα. Ο Φιτζέραλντ γρά φει για τον Σταρ, όχι όπως θα έγραφε ένας φτω χός για έναν πλούσιο και δυνατό, ούτε όπως το ανίκανο απομεινάρι κάποιας παλιάς αμερικάνι κης οικογένειας που κοροϊδεύει τον νεόπλουτο εβραίο. Γράφει ψύχραιμα, όπως γράφει κανείς για κάποιον ίσο του που τον ξέρει και τον κατα λαβαίνει. Από την αρχή συντίθεται ένα πλαίσιο που προσπαθεί να ελκύσει την ειλικρινή κατα νόηση για κάθε μεγιστάνα του Χόλιγουντ, αλλά και για κείνους που εργάζονται εκεί στο σύνολό τους, ακόμα και για όσους ζουν στα σκονισμένα, καυτά από τον ήλιο σπιτάκια του Λος Άντζελες. Μέσα στο πλαίσιο αυτό οι πράξεις και οι χειρο νομίες περιγράφονται χωρίς πάθος, σ’ ένα απρό σωπο κλίμα κοινής ανθρωπιάς. Το πλαίσιο κοινής ανθρωπιάς είναι το μεγαλύ τερο επίτευγμα και η μεγαλύτερη χρησιμότητμ της συγγραφής, κάτι που σ’ άλλους καιρούς και άλλους τόπους ονομαζόταν «μεγαλοπρεπές». Για να το πετύχει κανείς απαιτούνται όχι μόνον ικα νότητες στα εργαλεία της δουλειάς, αλλά και με ρικά βασικά στοιχεία κρίσης, αυτά που ονομά ζονται «ηθικά». Το θέμα του «Τελευταίου Μεγι
στάνα», το Χόλιγουντ, είναι προφανώς το ση μαντικότερο αλλά και το δυσκολότερο θέμα που πρέπει ν’ αντιμετωπίσει η εποχή μας. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτό το ονειρικό κλίμα που γίνε ται κτήμα καθενός, με εισιτήριο λίγα σεντς, είναι το υπόβαθρο της κουλτούρας που γεννιέται σή μερα. Στο τέλος της γεμάτης ευτυχίες αλλά και καταστροφές ζωής του, ο Σκοττ Φιτζέραλντ προσπάθησε τόσο επιτυχημένα να μας δώσει ένα σημαντικότατο έργο, κι αυτό τον αναδεικνύει στον πρώτης τάξεως μυθιστοριογράφο που οι φίλοι του πίστευαν ότι είναι. Στο «Ο Τελευταίος Μεγιστάνας» κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύ νολο ανθρώπων ιδωμένων σφαιρικά, κι όχι δο λερά φωτισμένων μόνον από πάνω ή μόνον από κάτω. «Ο Μεγάλος Γκάτσμπυ» παραμένει ένα πολύ καλό δείγμα γραφής και απόψεων, όμως στα κομμάτια του «Τελευταίου Μεγιστάνα» βλέ πουμε να διαμορφώνεται ένα πραγματικά μεγα λόπρεπο στυλ. Ακόμα κι έτσι ημιτελή όπως είνα. τα κομμμάτια αυτά, πιστεύω ότι είναι σε θέση 1’ ανεβάσουν το επίπεδο της αμερικανικής μυθι στοριογραφίας, ακριβώς όπως τα λευκά διαστή ματα που χώριζαν τους στίχους του Μάρλοου σ· στροφές ανέβασαν το επίπεδο της ελισαβετιανής στιχοποιίας. Απόδοση: Ερρίκος Μπελιές
Φ.Σ. Φιτζέραλντ Δώθε από τον παράδεισο
ΗΡΙΔΑΝΟΣ
Ο τελευταίος μεγιστάνας Φ.Σ. Φιτζέραλντ • Μτφρ.: Σπάρτη Γεροδήμου
Τρυφερή είναι η νύχτα • Φ.Σ. Φιτζέραλντ Μτφρ.: Μίνα Ζωγράφου
Δώθε από τον παράδεισο • Φ.Σ. Φιτζέραλντ • Μτφρ.: Σπάρτη Γεροδήμου
Η ΡΙΔ Α Ν Ο Σ Ασκληπιού 1, Αθήνα, τηλ. 36.17.942
αφιερωμα/51
Ελένη Κονδύλη
Φράνσις Σκοττ Φιτζέραλντ Αυτοτελείς εκδόσεις στην Ελλάδα 1. F. Scott Fitzgerald. Γ κ ά τ α μ π ν ο μ έ γ α ς . Μυθιστόρη μα. Μετάφραση Μάνθου Κρίσπη. Οι φίλοι της λο γοτεχνίας. Αθήνα, 1955. 20 X 14, σελ. 143. Το εξώ φυλλο φιλοτέχνησε ο Γ. Βακαλό. 2. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Τ ρ υ φ ε ρ ή ε ί ν α ι η ν ύ χ τ α I . Με τάφραση Μίνας Ζωγράφου. Γαλαξίας. Αθήνα, 1961. 19X12, σελ. 164. 2α. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Τ ρ υ φ ε ρ ή ε ί ν α ι η ν ύ χ τ α I I . Μετάφραση Μίνας Ζωγράφου. Γαλαξίας. Αθήνα, 1961. 19 X 12, σελ. 200. 26. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Τ ρ υ φ ε ρ ή ε ί ν α ι η ν ύ χ τ α I I I . Μετάφραση Μίνας Ζωγράφου. Γαλαξίας. Αθήνα, 1961. 19 X 12, σελ. 142. Σελ. 121-136: «Συμπλήρωμα», της Μίνας Ζωγρά φου: - Τα χειρόγραφα του «Τρυφερή είναι η νύ χτα» - 1. Βάντα Μπρήστεντ. 2. Ο κύριος Ιρβ. Σελ. 137-141: «Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ», της Μίνας Ζωγράφου. 3. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Τ ρ υ φ ε ρ ή ε ί ν α ι η ν ύ χ τ α . Με τάφραση Μίνας Ζωγράφου. Γαλαξίας. Έκδοση δεύτερη σε έναν τόμο. Αθήνα, 1966. 19X12, σελ. 415. Σελ. 395-410: «Συμπλήρωμα», της Μίνας Ζωγρά φου: « Τα χειρόγραφα του «Τρυφερή είναι η νύ χτα» - 1. Βάντα Μπρήστεντ. 2. Ο κύριος Ιρβ. Σελ. 411-415: «Επιλεγόμενα στον Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ», της Μίνας Ζωγράφου. 4. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο Μ έ γ α ς Γ χ ά τ σ μ π υ . Μετά φραση Νίκου Μπακόλα. Πάπυρος Πρεςς. Αθήνα, 1971. (Σειρά Ξένης Λογοτεχνία). 17 X 11, σελ. 184. 5. Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο υ π έ ρ ο χ ο ς Γ χ ά τ σ μ π υ . Μετά φραση Αννίκας Φερτάκη. Εκδ. Αγκύρας. Αθήνα, 1974. (Σειρά: Βιβλία τσέπης, αρ. 210). 19 X 12, σελ. 168. 6. F. Scott Fitzgerald. Ο Μ ε γ ά λ ο ς Γ χ ά τ σ μ π υ . Μετά φραση Ιωάννας Χατζηνικολή. Ερμείας - Χατζηνικολή. Αθήνα, 1974. 20 X 13,5, σελ. 149. 7. Φ. Σκωτ Φιτζέραλντ. Δ ώ θ ε α π ’ τ ο ν Π α ρ ά δ ε ισ ο . Μετάφραση Σπάρτης Γεροδήμου. Ηριδανός, Αθή να, [1977]. 21 X 14, σελ. 350. Σελ. 299-305: Σημειώσεις. Σελ. 309-323: Τ ο Δ ώ θ ε α π ’ τ ο ν Π α ρ ά δ ε ισ ο κ α ι η Κ ρ ι τ ι κ ή (Charles Ε. Shain: Ένα τραγούδι δημοφιλές αλλά τέλειο - Ed
mund Wilson: Νεύμα μιας ακαθόριστης επανάστα σης - Arthur Mizener: Η αίσθηση της συμμετοχής Henry Dan Piper: Οι πολλά υποσχόμενοι). Σελ. 327-342: Τ ο Δ ώ θ ε α π ’ τ ο ν Π α ρ ά δ ε ισ ο σ τ η ν α λ λ η λ ο γ ρ α φ ία τ ο υ Φ . Σ κ ω τ Φ ιτ ζ έ ρ α λ ν τ . Σελ. 343-350: Χρονολόγιο της ζωής και του έργου του. 8. Φράνσις Σκωτ Φιτζέραλντ. Δ ιη γ ή μ α τ α . Μετάφρα ση Στέφανου Ροζάνη. Πρόλογος Πάνου Καραβία. Δωδώνη. Αθήνα, 1977. (Σειρά: Κλασικό Λογοτε χνία 9). 24 X 17, σελ. 154. Σελ. 9-28: προλογίζει ο Πάνος Καραβίας. 9. Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ. Τ ο π λ ο υ σ ιό π α ιό ο . Με τάφραση Μένη Κουμανταρέα. Οδυσσέας. Αθήνα, 1980. (Σειρά: Οδύσσεια). 20,5 X 13, σελ. 90. Σελ. 7-13: «Μια εξομολόγηση αντί προλόγου» του Μένη Κουμανταρέα. 10. Φ. Σκωτ Φιτζέραλντ. Τ ρ υ φ ε ρ ή ε ί ν α ι η ν ύ χ τ α . Με• τάφραση Μίνας Ζωγράφου. Ηριδανός. Αθήνα, [1980], 21 X 14,5, σελ. 463. 11. Φ. Σκωτ Φιτζέραλντ. Ο Τ ε λ ε υ τ α ίο ς Μ ε γ ισ τ ά ν α ς . Μετάφραση και επιμέλεια Σπάρτης Γεροδήμου. Ηριδανός, Αθήνα [1980], 21 X 14, σελ. 252. Σελ. 5-178: κείμενο. Σελ. 179-222: Σημειώσεις του Σκωτ Φιτζέραλντ για τον Τελευταίο Μεγιστάνα. Σελ. 225-248: Ο Τελευταίος Μεγιστάνας και η Κρι τική (Arthur Mizener: Η Ωριμότητα του Σκωτ Φιτζέραλντ - James Ε. Miller J.R.: Δημιουργία). Σελ. 249-252: Σημειώσεις. 12. Σκοτ Φιτζέραλντ. Η χ α μ έ ν η δ ε κ α ε τ ία . Διηγήματα. Μετάφραση Φώντα Κονδύλη. Εκδ. Καστανιώτη. Αθήνα, 1982. 21 X 14, σελ. 184. 13. Φ. Σκοττ Φιτζέραλντ. Ο Π α ρ ά δ ε ισ ο ς τ ο υ Π α τ Χ ό μ π υ . Εισαγωγή - Μετάφραση Φαίδωνα Ταμβακάκη. Οδός Πανός. Αθήνα, 1985. 16,5 X 12, σελ. 173. Σελ. 7-16: «Η διπλή όραση», του Φαίδωνα Ταμβακάκη. (στις σελίδες 9, 11 και 13 φωτογραφίες του Φ.Σ. Φιτζέραλντ). 14. Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ. Ο Μ ε γ ά λ ο ς Γ χ ά τ σ μ π υ . Με τάφραση Δ.Π. Κωστελένου. Γκοβόστης χ.χ. (Σει ρά: Τα λογοτεχνικά τετράδια). 20 X 16, σελ. 188.
a
V λ
jr
ανοίξαμε το πιο όμορφο βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, έχουμε ό,τι βιβλίο φ α ντα σ τείτε, θαυμάσιες κάρτες και περιοδικά, ένα ν αναπαυτικό κ αναπέ, κερνάμε καφέ, χαρίζουμε αφ ίοες και οας δίνουμε φ ανταστικές ιδέες για δώρα. ό
γνωριστούμε
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ Χαρ. Τρικούπη 6-10 (είσοδος και από στοά Χατζηχρήστου) Μέσα στο εμπρρικό κέντρο ATRIUM (ΙΣΟΓΕΙΟ) ΤΗΛ. 3623144
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή η περιπέτεια της κάθε μέρας Κ Ο Λ Ε Τ Β ΙΒ ΙΕ : Το σπιτικό μας. Μ ετ.: Ελένη Κόκκου. Αθήνα, Κ έ δρος, 1985.
Λένε -στην Ελλάδα, μάλιστα, το λένε πολύ συχνά και με ιδιαίτερη έμφαση- πως ένα βασικό, σχεδόν απαραίτητο, στοιχείο κάθε λο γοτεχνικού έργου που απευθύνεται στα παιδιά είναι η περιπέτεια. Μέσα από αυτή θα κερδίσουμε το ενδιαφέρον του ανήλικου ανα γνώστη, με τη βοήθειά της θα τον κάνουμε να γίνει εραστής της τέχνης του Λόγου. Δεν τολμώ ν’ αμφισβητήσω μια τέ τοια άποψη. Θά ’λεγα, μάλιστα, πως συμφωνώ, φτάνει μονάχα να μη θεωρηθεί σαν απαράβατος κα νόνας. Δε θέλω, δηλαδή, να θυσιά ζεται στο όνομα της περιπέτειας, μήτε η αλήθεια, μήτε η πλαστικότη τα της γλώσσας, μήτε η τρυφεράδα των μικρών καθημερινών γεγονό των. Προχωρώ δε ακόμα πιο πολύ τη σκέψη μου και λέω πως αν αυτά τα τρία στοιχεία υπάρχουν, τότε και χωρίς καθόλου περιπέτεια, χω ρίς ουσιώδη δράση, μπορούμε να κερδίσουμε το ενδιαφέρον του ανή λικου αναγνώστη και συνάμα -α υ τό είναι το ουσιώδες- να τον μυή σουμε στη μαγεία και στην αξία της καθαρής Τέχνης. Απόδειξη όλων αυτών αποτελεί το βιβλίο της Κολέτ Βιβιέ «Το σπι τικό μας», που το μετέφρασε από τα γαλλικά με αξιόλογη επιτυχία, η Ελένη Κόκκου. Δεν είναι το βιβλίο αυτό, κάτι που θα το λέγαμε «ση μαντικό μυθιστόρημα». Ούτε κεί μενο επαναστατικών αντιλήψεων. Αντίθετα, έχει αρκετά συντηρητικά στοιχεία, τόσο στις απόψεις του, όσο και στους τύπους του. Αν μου
επιτρεπόταν η χρησιμοποίηση του όρου «ρομάντζο» για την παιδική λογοτεχνία, έτσι θα το χαρακτήρι ζα. Και θα θεωρούσα τα μυθιστο ρήματα της Άννας-Μαρίας Σελίνκο, σαν τα ενήλικα αδέλφια του. Είναι όμως ένα κείμενο ιδιαίτε ρα αξιόλογο. Γιατί έχει μια καθα ρότητα στις προθέσεις του, μια αμεσότητα στην περιγραφή των τύ πων του, μια τολμηρή αδιαφορία απέναντι στην εκτός καθημερινότη τας δράση. Δομικά έχει τη μορφή ενός ημερ λόγιου, που το κρατά ένα κορίτσι έντεκα χρονών. Η συγγραφέας προσπαθεί μέσα από τα μάτια αυ τού του κοριτσιού και με τη δική του γραφή, να περιγράφει την ιστορία μιας μέσης γαλλικής εργα τικής οικογένειας της εποχής μας. Κι επειδή, βέβαια, τα μέλη μιας τέ τοιας οικογένειας ούτε ιστορία γράφουν, ούτε σημαντικές περιπέ τειες ζουν, το βάρος της αφήγησης πέφτει στην περιγραφή των καθη μερινών γεγονότων και στην ανά πτυξη των χαρακτήρων που τα ζουν. Γεγονότα που ξεκινούν από το καθημερινό φαγητό και κατα-
λήγουν σε οικογενειακά προβλήμα τα. Χαρακτήρες που περιλαμβά νουν μητέρες, δασκάλες, ασήμαν τους μουσικούς, εσωστρεφείς θείες και εγωκεντρικούς εφήβους. Η ημερολογιακή μορφή προσδί δει στο κείμενο μια αξιοσημείωτη ροή, αλλά δεν είναι αυτό που κάνει το βιβλίο να έχει ενδιαφέρον. Του το χαρίζουν τα πρόσωπα που κι νούνται στις σελίδες του. Ό λα δο σμένα χωρίς παρωπίδες, με κυκλικότητα, με τρυφερό πάθος. Κι αν εξαιρέσει κανείς την κά ποια ανακολουθία που υπάρχει με ταξύ της ηλικίας της ηρωίδας και του τρόπου με τον οποίο εκφράζε ται και δρα, όπως, ακόμα, αν εξαι ρέσει την ιδεολογική συντηρητικότητα, που ίσως να δικαιολογείται από μια προσπάθεια ρεαλιστικής απεικόνισης, αν κανείς, λοιπόν, κάνει αυτές τις εξαιρέσεις, τότε θα μπορεί άφοβα να δηλώσει πως «Το σπιτικό μας» είναι ένα βιβλίο από αυτά που δεν φτάνουν στις κορυ φές, αλλά που στηρίζουν το οικο δόμημα της λογοτεχνικής δημιουρ γίας. Και που το μέγιστο προσόν τους είναι πως μας γνωρίζουν τον άνθρωπο, πως μας φιλιώνουν με την ομορφιά της καθημερινότητας, πως μας κάνουν να ψάχνουμε για την ευτυχία μας όχι στα υψηλά, μή τε στα χαμηλά, μα εκεί ακριβώς που μας φτάνει το ύψος μας - στο δικό μας το μπόι. ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
54/οδηγος
η ποίηση, ένα ακόμη μαρτύριο της ύπαρξης ΒΥΡΩ ΝΑ γ ια
Λ ΕΟ φΤΑ ΡΗ :
τ η ν π ο ίη σ η . Α θ ή ν α ,
Δ ο κ ίμ ια 'Ε ρ α σ μ ο ς ,
1985. Σ ε λ . 62.
Ο κ. Λεοντάρης ξεχωρίζει τα προβλήματα της ποίησης από τα προβλήματα για την ποίηση και πιστεύει ότι ο βαθύτερος λόγος για την ποίηση ακούγεται πια από μέσα της. «Η θεωρητική προ βληματική ήταν μια προβληματική για την ποίηση έξω απ’ την ποίηση - τώρα υπάρχει μια προβληματική της ποίησης μέσα στην ποίηση - μια ποιητική προβληματική», σημειώνει ο κ. Λεοντάρης.
Έχει μήπως άδικο, όταν παρα τηρεί ότι «κακή ποίηση» είναι κάτι το σπάνιο σήμερα, μια και η ποίη ση μπορεί να είναι λογοπαίγνιο, κήρυγμα, πολιτική, ιστορία ή, το πολύ, «χιούμορ» και «παράλογη ποίηση» - δηλαδή ε φ η ρ μ ο σ μ έ ν η
Μολονότι η αντίληψη αυτή μοιάζει να είναι πολύ σχηματική και να αδικεί αρκετούς «ενορατικούς» θεωρητικούς -ανάμεσά τους, πρώ τον και καλύτερο τον Μπλανσόανταποκρίνεται στην πραγματικό τητα, μια και, τα τελευταία χρόνια, τα πιο ουσιαστικά πράγματα για την ποίηση μας τα έχουν πει οι ίδιοι οι ποιητές. Η ποίηση είναι ένα αδιέξοδο και όχι μια διέξοδος, καθώς πιστευό ταν παλιότερα. Από τη στιγμή που ο ποιητής αποφασίζει να κινηθεί -δεν έχει σημασία ποια θα είναι η φορά της κίνησής του- μέσα σ’ αυ τό το αδιέξοδο, αποφασίζει και να συγκρουστεί με την «ποιητική μοί ρα» (condition poetique) που του ορίζει ανέκαθεν η θεωρία. Η σύγκρουση αρχίζει από την ώρα που ο ποιητής λέει: «αυτό που μου συμβαίνει δεν μπορώ να το πω με (την) ποίηση...» Η θεωρία θα είναι πάλι έτοιμη να στραφεί και να του προσάψει την κατηγο ρία ότι βρίσκεται σε «διάσταση» με την πραγματικότητα. Αυτό όμως -παρατηρεί ο κ. Λεοντάρης- δεν αποτελεί κανόνα, προνόμιο ή εύσημο του ποιητή μό νο. Και σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί πια το ειδικό πρόβλημά του. Στο πεδίο της ποιητικής πρά ξης, η διάσταση αυτή του ποιητή με την πραγματικότητα έχει βιωθεί από τον πρώτο σε ό,τι πιο ουσια
π ο ίη σ η ;
στικό και σπαραχτικό έχει. Ο ποιητής αρνείται να κατανοή σει την πραγματικότητα, αρνείται να συνειδητοποιήσει την ανθρώπι νη εμπειρία. Αυτή είναι η ουσία της ποιητικής λειτουργίας, αυτός είναι ο κλήρος του ποιητή, επιση μαίνει ο κ. Λεοντάρης. Συνεπώς, το πρόβλημα του ποιη τή δεν είναι η «διάστασή» του με τον κόσμο. Το πρόβλημα του ποιη τή δημιουργείται από την ώρα που αυτή η «διάσταση» αρχίζει να με ταμορφώνεται σε (αρνητική) έντα ξη. Και η ένταξη αρχίζει από τη στιγμή που η γλώσσα του ποιητή γίνεται κοινόχρηστη, από τη στιγμή που ο ποιητής αρχίζει να εκλαϊκεύ ει και να εκλαϊκεύεται εν ονόματι μιας μαζοχιστικής σχέσης του με το «κοινό» και σύμφωνα με τις τρέ χουσες επιταγές, των μορφών της υπερδομής. Δεν απομένει, λοιπόν, για τον ποιητή καμιά γλώσσα; Ό χ ι - απαντά ο κ. Λεονάρης-, όταν ο ποιητής δέχεται να κάνει την ποίηση συνείδηση, χάνει τη γλώσσα του. Μπορεί μια παρόμοια απάντηση να πάσχει από υπερβολική αυστη ρότητα, έχει όμως άδικο ο κ. Λεον τάρης όταν παρατηρεί ότι η ποίηση μπορεί να υπάρχει και να είναι ανεκτή σήμερα μ’ όλες τις άλλες εκ δοχές της, εκτός από κείνην που συνιστά την ουσία της;
Καθώς όμως παρατηρεί στο δο κίμιό του για τον Καρυωτάκη ο κ. Λεοντάρης, η αληθινή ποίηση δεν είναι σωτηρία, κάθαρση, παρηγο ριά, ξόρκι, αλλά είναι το αδιέξοδό της, ψυχική πραγματικότητα που δεν επιδέχεται οργάνωση. Συνεπής σ’ αυτή την αντίληψη, ο κ. Λεοντάρης επιχειρεί, σ’ ένα άλ λο, πολύ ενδιαφέρον, δοκίμιο του βιβλίου, να αντικρούσει την άποψη που αποδίδει τις αιτίες της κρίσης της σύγχρονης ποίησης στο γεγονός ότι η ποίηση έχασε και χάνει το μεταφυσικό-θρησκευτικό χαρακτήρα της. Ο κ. Λεοντάρης πιστεύει ότι ακριβώς αυτό το ξεστράτισμα είναι που αποτελεί τη μόνη δυνατότητα και το περιεχόμενο της τέχνης ανέ καθεν και σήμερα. Η τέχνη, παρα τηρεί ο δοκιμιογράφος, ήταν πάν τοτε η έκφραση αυτής της διάστα σης του ανθρώπου προς το μεταφυ σικό του κέντρο και ήταν τέχνη ακριβώς με το να εκφράζει αυτή τη διάσταση. Η τέχνη προέρχεται μόνο από την ποιητική βίωση και δεν έχει καμιά σχέση ούτε με τη μυστική βίωση (δηλ. την κατάνυξη αντίκρυ σ’ ένα μυθικό, θρησκευτικό ή ιδεο λογικό υπερεγώ) ούτε με τη θρη σκευτική βίωση (την αφοσίωση και προσαρμογή στις συμπεριφορές μιας ομάδας που συνδέεται με κά ποιο υπερεγώ) ούτε, ασφαλώς, με
οδηγος/55 την πρακτική βίωση (την ψυχρή συναλλαγή με θεσμούς που υπηρε τούν κάποιο υπερεγώ). Η ποιητική βίωση πηγάζει από την αδιάκοπη αμηχανία μπροστά σε κάθε θεσμό και σε κάθε υπερεγώ. Δεν είναι παρά ένας μετεωρισμός. Γι’ αυτό και η ποίηση, καθώς ση μειώνει στο επόμενο δοκίμιο ο κ. Λεοντάρης, δεν είναι παρά μια συμφορά πάνω στις άλλες συμφο ρές μας, ένα ακόμη μαρτύριο της ύπαρξης. Η μόνη λύτρωση που γνωρίζει ο ποιητής είναι η έμπνευση, μια σπά νια λοιπόν συνθήκη. Ύστερα, ξα ναπέφτει στη συμφορά, στο ποιητι κό άλγος. Είναι, βέβαια, κάπως δύσκολο το να πεισθεί κανείς ότι η έμπνευ ση είναι επαναβίωση στιγμών έντο νης προσήλωσης στα ερωτικά είδω λα της εφηβικής ηλικίας. Ήδη η λέξη «προσήλωση» μοιάζει τόσο ξένη μέσα στην ποιητική βίωση, όπως μας την παρουσιάζει ο κ. Λεοντάρης. Δεν υπονοεί τάχα εδώ την επιστροφή σε ένα είδος αρχέγονου προτύπου; Είναι όμως η έμπνευση επιστρο φή; Δεν είναι η ξαφνική απόφαση του Ορφέα να κοιτάξει την Ευρυ δίκη στο σκοτάδι (στο παρελθόν) που τον καταδικάζει στη μοναξιά του φωτός; Ο ποιητής προχωράει στην έμ πνευση, αποδεσμευμένος από το παρελθόν, γοητευμένος από την απουσία του χρόνου, καθώς θα έλεγε ο Μπλανσό. Στα υπόλοιπα δοκίμια του βι βλίου, ο κ. Λεοντάρης εξετάζει με
ρικές ακόμη μορφές νοθείας που παραμονεύουν, από μέσα ή απ’ έξω, την ποιητική εμπειρία. Εκείνο που διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας όλα τα κείμενα του βιβλίου είναι πως η ομιλία ανήκει στον ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη και όχι στον κριτικό. Η γραφή του είναι εξαιρετικά ερεθισμένη (με την έννοια της ευαι σθησίας) και αποφασισμένη να ει σχωρήσει ίσαμε την καρδιά της κά θε μόλυνσης που απειλεί το ποιητι κό φαινόμενο. Ο κ. Λεοντάρης μας είχε συνηθί σει σ’ ένα λόγο, είτε ποιητικό είτε δοκιμιακό, εξοπλισμένο μ’ ένα πο λύ στέρεο υλικό, καμωμένο από κάποια συμπαγή «βεβαιότητα». Τώρα ο λόγος του πιέζεται από κάποιο μυστικό πυρετό, από ένα παλλόμενο άγχος, από μια οργή. Είναι ακριβώς ο λόγος αυτού που αποφάσισε να αποκαλύψει τις πιο λεπτές δολοπλοκίες, που αγωνίζε ται να βρει τα πιο παραστατικά επιχειρήματα και που φοβάται διαρκώς, μήπως λησμονήσει κά ποια σημαντική λεπτομέρεια. Καθώς είναι φυσικό, οι λεπτομέ ρειες που λησμονούνται είναι πολ λές, αλλά είναι πολλές και οι λε πτομέρειες που θίγονται. Κι αυτό δεν είναι καθόλου συνηθισμένο. Οι περισσότεροι ποιητές, στις μέρες μας, ικανοποιούνται με τις γενικότητες. Και γι’ αυτό γίνονται οι ηθικοί αυτουργοί των ποικίλων παραχαράξεων της ποιητικής λει τουργίας. ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΣΣΟΣ
πλαίσιο Θ ΑΝΟ Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ ΙΝ ΙΔ Η :
Οι
μεταμορφώσεις στην ποίηση τον Λίίλτον Σαχτούρη. Α θ ή ν α , Ν εφ έλ η , 1985. Σ ελ . 81.
Η «σπάνια» (με την ερμηνεία της λέξης να αναφέρεται στην αξία και όχι στη συχνότητα) ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, αναπόφευκτα προσφέρει πάμπολλα ερεθίσματα έρευνας και ανάλυσης στους μελετητές. Κι ένα τέτοιο ερέθισμα είναι και οι «μεταμορφώσεις» (αλλαγές, δηλαδή, υπόστασης και δράσης έμβιων, κυρίως, και πραγμάτων), που απαντιόνται στα ποιήματά του και πλάθουν ιδιαίτερες εικόνες, ιδέες και φαντασιώσεις στον αναγνώστη. Αυτές, λοιπόν, τις «μεταμορφώσεις» αναζητά και επισημαίνει (χωρίς καμιά σχεδόν διάθεση ερμηνείας) ο Θάνος Κωνσταντινίδης στο βιβλίο του, δημιουργώντας έτσι το υπόβαθρο για την περαιτέρω μελετητική επεξεργασία τους. Μ ΙΧ Α Λ Η Ν ΙΚ Ο Λ Α Ο Υ :
ΑΕΗ. Για το λαό ή για τα μονοπώλια. Α θ ή ν α , Σ ύ γχ ρ ο ν η Ε π ο χ ή , 1985. Σ ελ . 247.
•Λ'ύΟΓΛς ?
'
f
ΦΩΛΙΑ ΣΤΟ ΙΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΗΜΙΟΡΟΦΟ
ΒΙΒΛΙΟΥ
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ 25-29 ΣΤΟΑ ο 3201703-3229560 ΑΘΗΝΑ 10564
ΟΣΟ επιδεινώνεται η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τόσο διευρύνεται το ενδιαφέρον γύρω από εκδόσεις που θίγουν ειδικότερα ή γενικότερα θέματά της. Ένα τέτοιο θέμα, αναμφισβήτητα, είναι η ηλεκτρική ενέργεια και το «κόστος» της πάνω στο λαό και ακριβώς την πολιτική της ΔΕΗ, (αρχίζοντας από την ίδια την παραγωγή και καταλήγοντας στη διάθεση και κοστολόγηση, με όλα τα ενδιάμεσα επίπεδα της διαδικασίας) εξετάζει αναλυτικά τούτη η μελέτη. Η
56/οδηγος
απ’ τις δημόσιες εξομολογήσεις στην αυτοκτονία: η τραγική ζωή της Πλαθ Σ Υ Λ Β ΙΑ
Π Λ Α Θ : Ο Γ υ ά λ ιν ο ς Κ ώ
δω ν.
Μ ετά φ ρα σ η
τσ α .
Α θήνα,
Γ ι ά ν ν α ς Ν ικ ο λ ί-
Α ίο λ ο ς ,
1984.
Σ ελ.
256.
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστώνη της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ το 1932. Ο πατέρας της ήταν γερμανικής καταγωγής, οπα δός των ναζιστικών θεωριών κι η μητέρα της αυστροεβραία. Απο φοίτησε απ’ το αριστοκρατικό Κολέγιο Σμιθ και το 1955 κέρδισε μια υποτροφία Φουλμπράιτ για το Κολέγιο Νιούμαν, στο Καίμπριτζ. Στην Αγγλία γνώρισε τον ποιητή Τεντ Χιουζ, τον οποίο παντρεύτηκε το 1956. Επέστρεψε στην Αμερική και δίδαξε στο Κολέγιο Σμιθ για ένα χρόνο (1957-1958). Το ζευγάρι ξαναπήγε στην Αγγλία, όπου, το 1960, εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή της Πλαθ με τίτλο «Ο Κολοσσός». Με το ψευδώνυμο Βικτώρια Λουκάς δημοσιεύτηκε, το 1963, το μυθιστόρημά της «Ο Γυάλινος Κώδων», στις εκδόσεις Heinemann. Στις 11 Φεβρουάριου της ίδιας χρονιάς η Σύλβια Πλαθ αυτοκτόνησε, έχοντας ήδη αποκτή σει δύο παιδιά. Η νευρική κρίση που πέρασε το καλοκαίρι του 1954, στα είκοσι δύο χρόνια της, την οδήγησε στην πρώ τη απόπειρα αυτοκτονίας, με υπνωτικά χάπια. Τότε τη βοήθησε να συνέλθει, υλικά και ηθικά, η μυθιστοριογράφος Ό λιβ Χίντιγκς Πράουτυ, που είχε ήδη υποστεί προηγουμένως και η ίδια μια θερα πεία ψυχικής επιπλοκής. Αυτές ακριβώς τις εμπειρίες, μεγεθυμέ νες, θα καταγράψει αργότερα στον «Γυάλινο Κώδωνα». Το φθινόπωρο του 1962 προσπαθεί να αυτοκτονήσει με αυτοκίνητο, αλλάζοντας σκόπιμα πορεία, χωρίς τελικά να το καταφέρει. Δύο τρία χρόνια πριν το θάνατό της, γράφει τα πε ρισσότερα ποιήματά της, που θα εκδοθούν μεταθανάτια, ενσωματω μένα στις συλλογές, που επιμελήθηκε ο Τεντ Χιουζ, «Ariel» (1965) καί «Crossing the Water» (1971). Έ να ακόμα βιβλίο, το «Winter Trees» με ανέκδοτα ποιήματα κα θώς και το θεατρικό της έργο
«Three Women» εκδόθηκαν την ίδια περίοδο. Η συγκεντρωτική έκ δοση του ποιητικού της έργου, κα τά αυστηρή χρονολογική σειρά, έγινε απ’ τις εκδόσεις Harper and Row, στη Νέα Υόρκη, το 1981, με φροντίδα του Τεντ Χιουζ, που προλογίζει το βιβλίο, παρέχοντας πολλά χρήσιμα βιογραφικά στοι χεία. Η Σύλβια Πλαθ υπήρξε φίλη της ποιήτριας A w Σέξτον (1928-1974) και μαθήτρια του Ρόμπερτ Λόουελ (1917-1978), η ποιητική συλλογή του οποίου «Μελέτες ζωής» (1959) εγκαινιάζει επίσημα την «εξομολογητική ποίηση», ανανεώνοντας έτσι την αμερικανική ποιητική γραφή σε μεγάλο βαθμό, αφήνοντας πίσω του γόνιμο έδαφος για πολλαπλές αναπαραγωγές, διασταυρώσεις κι ανανεώσεις. Ο ίδιος ο Λόουελ θα γράψει αργότερα, προλογίζοντας την αμερικάνικη έκδοση του «Ariel», στα 1966: «Θ’ άξιζε, ερευ νώντας το παρελθόν, να αντιλη-
φθούμε ότι το μυστικό της τελικής, οριακής, θυσίας της Σύλβια Πλαθ είναι κρυμμένο κάπου ανάμεσα στις αναστολές και στις ευγένειες της πρώτης της υπερβολικής δει λίας. Δεν ήταν ποτέ «μαθήτριά» μου, αλλά για ένα διάστημα δύο μηνών, εφτά χρόνια πριν, ερχόταν και παρακολουθούσε το σεμινάριό μου για την ποίηση στο Πανεπιστή μιο της Βοστώνης. Τη διακρίνω αχνά, απέναντι απ’ τον λαμπερό ουρανό ενός μεγάλου παράθυρου, χωρίς θέα, εκτός κι αν έκανες έτσι κι έσκυβες να κοιτάξεις κάτω, στον περιφερειακό δρόμο της πόλης, τους τσιμεντένιους, ηττημένους σταθμούς βενζίνης, τους χτισμέ νους με κίτρινα τούβλα, πού ’ταν τετράγωνοι, σαν κουτιά για χάπια. Είχε ένα λύγισμα ιτιάς καθώς περ πατούσε, με χαμηλή μέση, οι αγκώ νες αιχμηροί, νευρική, γέλαγε νευ ρικά, χαριτωμένη - ήταν μια έντο νη λαμπερή προσωπικότητα, που τη διαπερνούσε μια έντονη ανάγκη αυτοσυγκράτησης. [...]. Μας είχε παρουσιάσει τότε τα ποιήματά της που αργότερα, λιγότερο ή περισσό τερο διασκευασμένα, ενσωματώθη καν στον «Κολοσσό», το πρώτο της βιβλίο. Ήταν σοβαρά, οι στροφές τους μαρτυρούσαν μιαν εξαιρετική πείρα και διέθεταν τα πειστήρια ενός ταλέντου που μπορούσε να αναπαραστήσει τη θλίψη της πα λίρροιας της Μασαχουσέτης: A Mongrel working his legs to a gallop / Hustles the gull flock to flap off the sand-spit». Δύο είναι τα μεγάλα, σχετικά πρόσφατα, κινήματα της λογοτε
οδηγος/57 χνίας των ΗΠΑ, απ’ τα μέσα του αιώνα μας ώς τις μέρες μας: το Νεοτεριστικό και το Μετανεοτεριστικό (πρβλ. επίσης τις ενδιαφέ ρουσες απόψεις του ανθολόγου, κριτικού, ποιητή κι εκδότη Α. Πούλεν τζούνιορ, που μιλάει για modernist και contemporary poetry, αντιδιαστέλλλοντας αρκετά αδρά τη μία απ’ την άλλη, στη μελέτη που παρατίθεται στο τέλος του βι βλίου του Contemporary American Poetry (1985, σελ. 685 επ.). Στην πρώτη κατηγορία συγκαταλέγονται ποιητές σαν τον Ρόμπερτ Λόουελ και τον Ρόμπερτ Ντάνκαν, που θεωρούνται κατευθείαν απόγονοι του Πάουντ και του Έλιοτ, αλλά κι αρκετοί άλλοι, που μεθοδικά εν διαφέρθηκαν για την αποτύπωση των παράλογων πλευρών της ζωής, χρησιμοποιώντας, σαν καθαρόαι μοι στυλίστες που είναι, τη δύναμη της ευκίνητης φαντασίας τους, τον εκλεπτυσμένο καλοασκημένο λόγο τους και την εντονότατα ρεαλιστι κή τεχνοτροπία τους. Είναι οι ποιητές που καθιέρωσαν καινού ριους ρυθμούς στην αμερικανική ποίηση και μας άφησαν σαφώς κα θαρότερα μοντέλα. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν κυρίως οι δη μιουργοί που θέλησαν να φέρουν στο φως της μέρας μιαν άλλη σκλη ρή, απροσδόκητη πραγματικότητα. Τους τράβηξαν οι άσημες, οι απλούστατες στιγμές της καθημερι νής ζωής. Μέσα απ’ αυτές θέλησαν να γνωρίσουν τα βαθύτερα αίτια της κοινωνικής συμπεριφοράς. Και φυσικά, με τη μέθοδο αυτή, θέλη σαν να γνωρίσουν το δικό τους αυ θεντικό πρόσωπο. Ο σημαντικότε ρος ποιητής της ομάδας αυτής, κα τά γενική ομολογία, είναι ο Τζων Άσμπερυ, γεννημένος το 1927. Η ποιητική συλλογή «Ariel» κα θιερώνει μεταθανάτια τη Σύλβια Πλαθ σαν μια ιδιοφυή, πρωτότυπη «εξομολογητική» ποιήτρια, που συγγενεύει αρκετά με τους ποιητές της πρώτης κατηγορίας, δημιουρ γώντας, βέβαια, με τον δικό της ακαταμάχητο τρόπο, πολλές ποιη τικές πολυπρισματικές μορφές, που θα επεξεργαστούν αργότερα μερι κοί ποιητές της δεύτερης κατηγο ρίας. Η ποίησή της είναι η ποίηση των άκρων. Τα αδιέξοδα, οι αυτα πάτες, οι πικρές πλάνες μιας ζωής, η ανελέητη μαζικοποίηση των πάν των, η αδιαφορία, οι ίντριγκες των επιδερμικών ερωτικών σχέσεων, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι του μέσου αν θρώπου της καθημερινότητας είναι
μερικά απ’ τα μοτίβα της. Κι άλ λοι, κατά καιρούς, έχουν χρησιμο ποιήσει ανάλογο υλικό στην τέχνη τους. Μόνο που το έργο της Σύλβια Πλαθ δεν είναι απλώς μια λεπτομε ρής, στυλιζαρισμένη αναφορά στις ψυχικές περιπέτειές της και στις πολλαπλές συναισθηματικές ανα κατατάξεις της, που φτάναν μέχρι τα έσχατα όρια της ηθικής εξάν τλησης. Είναι το ίδιο το πρόβλημα, μια ακέραιη, πλήρης ψυχογραφία της, μ’ όλες τις αποχρώσεις και τις ανα βαθμίσεις, που χαρακτηρίζουν κά τι ανάλογο. Η κριτική ήδη έχει μι λήσει για μιαν «εγκληματική τέχνη» που άσκησε με επιτυχία η Πλαθ. Ειπώθηκε μάλιστα πως, μετά τη δημοσίευση του «Κολοσσού» δεν απέμενε στην Πλαθ παρά η αυτο κτονία... Ό σο κι αν ακούγεται εφιαλτικό κάτι τέτοιο, τα γεγονότα που ακολούθησαν την εμφάνιση του πρώτου της ποιητικού βιβλίου αλλά και του ψευδεπίγραφου πρω ταρχικού «Γυάλινου Κώδωνα», τη συγκεκριμένη αυτή κριτική τη δι καίωσαν απόλυτα. Η γραφή της Πλαθ είναι μια γραφή αυτοκτόνου, μιας διαρκώς πάσχουσας γυναίκας, που η αγάπη κι η λύτρωση του έρωτα ή κι αυτής ακόμα της ποίη σης είναι χαμένα παιχνίδια, απ’ την αρχή σχεδόν. Δεν υπάρχει αμε ρικάνικο όνειρο καν, για την Πλαθ. Κυνήγι της μάταιας επιτυ χίας μόνο. Λουστραρισμένα συναι σθήματα χύδην, παντού. Αυτά είδε η Πλαθ. Και μ’ αυτά γέμισε τις πράγματι μεστές, αυτοβιογραφικές σελίδες του «Γυάλινου Κώδωνα». Το μυθιστόρημα αυτό είναι η ανάπτυξη σε πεζό λόγο πολλών κα ταστάσεων που δεν πρόλαβαν να τροφοδοτήσουν κάποιες πιθανές μελλοντικές ποιητικές συνθέσεις ή απλούστατα κατεγράφησαν και πάλι σε κάποια ποιήματα. Στον «Γυάλινο Κώδωνα» έχουμε να κά νουμε με μια ποιήτρια που γράφει μυθιστόρημα. Εξ ου κι οι πυκνές, μουσικές φράσεις. Οι συνηχήσεις, οι συνιζήσεις, οι εσωτερικές ομοιοκαταληξίες μέσα στις μικροπερίοδες φράσεις, οι ποικίλες εντο νότατες αντιθέσεις, ο ερμητισμός κι ο λακωνισμός - που απ’ τη φύση τους είναι ποιητικά στοιχεία. Ο συνειρμός επίσης κι η πρωθύστερη αφήγηση, η τεχνική του in media res και το πικρόχολο νεοτεριστικό στοιχείο του χιούμορ, που το βλέ πουμε το ίδιο έντονο σ’ ένα μυθι στόρημα, τον «Καλό Στρατιώτη»,
οποία, παρότι προέρχεται από έναν συγκεκριμένο ιδεολογικο-πολιτικό χώρο (του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών και -σε επέκταση- του ΚΚΕ) είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική για τον κάθε πολίτη αυτού του ΒΑΪΟΣ ΠΑΓΚΟΥΡΕΛΗΣ Μ Α Ρ ΙΑ Σ Τ Σ Α Τ Σ Ο Υ :
Τα σημεία. Α θ ή ν α , Ά γ ρ α , 1985. Σ ε λ . 53.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗ έκπληξη είναι η τρίτη συλλογή της Μαρίας Τσάτσου. Ένας γνήσιος μετα-υπερρεαλιστικός άνεμος διατρέχει «Τα σημεία» απ’ άκρου σ’ άκρον που εκπέμπει άφθονες μνήμες, αιχμηρή αίσθηση ζωής και φυσικά σαρκασμό. Να ένα δείγμα: «Παρασέρνονταν και οι νόμοι σ’ έναν ανέκφραστο και ανείπωτο χορό - γύρω του που μ’ έκανε ν’ αναφωνήσω - ότι είναι όντως μυστήριο ο γάμος ο γάμος σ’ οποιονδήποτε συνδυασμό γεύσεων ακροαμάτων ψηλαφήσεων και οσμών... έτσι χυμένος στο ποτήρι μου γίνεσαι τερψιλαρύγγιο κράμα - δεμένος στο χέρι μου στυλό μελανιού-κρήδεμνο ιδιόρρυθμο στην κεφαλή μου... (τα ποιήματά μου είναι τα σχόλια μιας σφοδρής σιωπής και αβάσταχτης. Υπογραμμίζουν την απουσία, το αλεπάλληλο πολλαπλασιαζόμενο μηδέν της υπάρξεώς μου. Την κονιορτοποιημένη ερωτική επιθυμία μου που βάρβαρα ξοδεύω σε λεωφορεία γραφεία και σε συνάλλαγμα)». Ζ Α Φ Ε ΙΡ Η Σ Τ Α Λ ΙΟ Υ :
Η νί'χτα κ α ι η οργή. Α θ ή ν α , 1985. Σ ε λ . 176.
ΠΑΛΙΑ και καινούρια διηγήματα απαρτίζουν το τελευταίο βιβλίο του Στάλιου, που φέτος συμπληρώνει σαράντα χρόνια επίσημης και
58/οδηγος του άγνωστου στην Ελλάδα, εκκεν τρικού συγγραφέα του μεσοπολέ μου, προσωπικού φίλου του Πάουντ, Φορντ Μάντοξ Φόρντ, στις σελίδες του οποίου υπάρχουν πολλά στοιχεία που ανιχνεύονται εύκολα και στις περιγραφές των αλλεπάλληλων νευρωτικών κατα στάσεων, που αρθρώνουν την αφή γηση στον «Γυάλινο Κώδωνα». Στα είκοσι κεφάλαια του μάλλον σύντομου αυτού μυθιστορήματος παρακολουθούμε κάποιες κρίσιμες φάσεις απ’ την προσωπική ζωή της Έστερ Γκρίνγουντ, που είναι το προσωπείο της ίδιας της Πλαθ, κα θώς δοκιμάζει την εμπειρία της κα λοκαιρινής εργασίας της στη Νέα Υόρκη, για λογαριασμό του περιο δικού Ladies’ Day, την επιτροφή της στο μεγαλύτερο σχολείο για κο ρίτσια στη Νέα Αγγλία, την από πειρα αυτοκτονίας, τη νοσηλεία της σ’ ένα εφιαλτικό ίδρυμα, τη με ταφορά της σε μια πολύ καλύτερη ιδιωτική κλινική και την επάνοδό της στη ζωή των «φυσιολογικών ανθρώπων». Στο τέλος μοιάζει σαν ένα επιδιορθωμένο λάστιχο αυτο κινήτου: «patched, retreated, and approved for the road»: μπαλωμέ νη, σολιασμένη, έτοιμη για το δρό μο... Η στυφή γεύση του τελευταί
ου κεφαλαίου θα προοιωνίσει και την επερχόμενη αυτοκαταστροφή της ίδιας της ποιήτριας, που αν και θέλησε να ξορκίσει τις μνήμες των προηγούμενων παθών της σε διά φορα κρεβάτια νοσοκομείων και ξενοδοχείων, η ίδια ή φορά των περιστάσεων την έκαναν να λυγίσει στα τριάντα ένα της μόλις χρόνια: «Θα ξαναρχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει, Έστερ», είχε πει μ’ ένα γλυκό χαμόγελο μάρτυρα. «Θα πούμε πως όλα αυτά ήταν ένα κακό όνειρο. Ένα κακό όνειρο. ΓΓ αυ τόν που βρίσκεται κάτω από τον γυάλινο κώδωνα, άδειος κι απο κλεισμένος σαν νεκρό μωρό, ο ίδιος ο κόσμος είναι ένα κακό όνει ρο. Ένα κακό όνειρο. Τα θυμό μουν όλα. Θυμόμουν τα πτώματα και τη Ντορίν και το διήγημα με τη συκιά και το διαμάντι του Μάρκο και το ναύτη της Κόμονγουελθ Άβενιου και την αλλήθωρη νοσο κόμα του δόκτορα Γκόρντον και το σπασμένο θερμόμετρο και το νέγρο με τα δύο είδη φασόλια και τα εί κοσι κιλά που πήρα απ’ την ινσου λίνη και το βράχο που πρόβαλλε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα σαν γκρίζο κρανίο. Μπορεί η λήθη να τα μούδιαζε και να τα σκέπαζε σαν άσπρο χιόνι. Ήταν όμως ένα κομ
μάτι απ’ τον εαυτό μου. Ήταν το τοπίο μου».2 Και το τοπίο αυτό θα καταδιώ ξει ώς το τέλος την ταραγμένη, αλ λά βαθύτατα καλλιτεχνική φύση της Σύλβια Πλαθ. Στις σελίδες του «Γυάλινου Κώδωνα» ο παραμορ φωτικός φακός της ποιήτριας θα κάνει τα λαμπερά δόντια μιας γνω στής της να φαντάζουν σαν ταφό πλακες, τα κεφάλια των θεατών που παρακολουθούν μια ταινία να μοιάζουν μ’ ένα πλήθος από ηλί θιους σεληνιακούς εγκέφαλους, ενώ κάποιοι άλλοι θα της θυμίζουν ζώα, κυρίως κότες και σκύλους. Η ακριβολογία που χαρακτηρίζει τις περιγραφές της, η δεξιοτεχνία της στη λεπτομερή καταγραφή των νευ ρωτικών στιγμών της ηρωίδας, οι τολμηρές μεταφορές της, ο κλαυσίγελως που διαποτίζει τά πάντα, η ειρωνεία που φτάνει ώς τον αυτο σαρκασμό κάποιου που πεθαίνει αργά, έχοντας σώας τας φρένας, από μια σκοτεινή, ανίατη αρρώ στια, δίνουν στο πεζογράφημα αυ τό τις αρετές που χαρακτηρίζουν την προχωρημένη πεζογραφία. Βέβαια στον «Γυάλινο Κώδωνα» δεν έχουμε να κάνουμε με τον κα θολικό ήρωα-σύμβολο, που πρωτα γωνιστεί στα περισσότερα ποιήμα-
ΑΠΑΝΤΑ ΜΑΞΙΜ ΓΚΟΡΚΥ σε 10 τόμους
Ο Selected Stories © Foma Gordeyev ©Mother O Plays ©The lifeof Matvei Kozhemyakin
Θ Tales of Italy. Childhood
Ο My Apprenticeship.My Universities. © The Artamonors © Literary Portraits © On Literature
Στην Σύγχρονη Εποχή θα βρείτε κλασσική ρωσσική λογοτεχνία και σύγχρονη σοβιετική σε επιμελημένες εκδόσεις στα αγγλικά. ΑΚΟΜΑ το μηνιάτικο περιοδικό SOVIET LITERATURE στα αγγλικά και γαλλικά της Ένωσης Συγγραφέων της Σοβιετικής Ένωσης.
I υυγχρονη εποχή_
οδηγος/L·? τα της Πλαθ, εκεί όπου το προσω πικό πάθος ανάγεται ευθέως στη σφαίρα του παγκόσμιου πόνου, της πανανθρώπινης οδύνης, όπως άλ λωστε συνειδητά επιδίωκε η ίδια η ποιήτρια της «Λαίδης Λάζαρος» σ’ όλο το έργο της: «Νομίζω πως η προσωπική εμπειρία δε θά ’πρεπε νά ’ναι ένα είδος κλειστό κουτί ή μια ναρκισσευόμενη εμπειρία που καθρεφτίζει τον εαυτό της. Πι στεύω πως πρέπει νά ’ναι σχετική με γενικές καταστάσεις όπως η Χι ροσίμα και το Νταχάου...». Ο «Γυάλινος Κώδωνας» είναι το πιο προσωπικό έργο της Πλαθ. Γι’ αυ τό και το πιο μονοσήμαντο, το πιο κλειστό. Έ να μυθιστόρημα, που παρά τις όποιες καλειδοσκοπικές αναπτύξεις του, είναι περιορισμένο σε ατομικά, οδυνηρά βιώματα ενός προσώπου που δεν ζει παρά στο σκοτάδι του τραγικού του ερμητι σμού. Κι όλα αυτά δίνονται σοφά, με μεράκι και με υψηλό γούστο: «Ένιωθα σαν άλογο κούρσας σ’ έναν κόσμο χωρίς πίστες ιπποδρο μιών ή σαν ποδοσφαιριστής, πρω ταθλητής στο κολέγιο, που έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπος με τη Γουόλ Στριτ και το σοβαρό ντύσιμο· το δοξασμένο παρελθόν του έχει στριμωχτεί μέσα σ’ ένα μικρό χρυσό κύ πελλο πάνω στο τζάκι του σαλο νιού με μια ημερομηνία χαραγμένη πάνω του, σαν επιγραφή ταφόπε τρας». Δυστυχώς η μετάφραση που μας προτείνει η κυρία Γιάννα Νικολίτσα είναι μια βάναυση παραχάρα ξη του πρωτότυπου. Ασφαλώς θα μπορούσα να συγχωρέσω ελεύθερες αποδόσεις, μικροπαρανσήσεις, που δεν αλλοιώνουν το πνεύμα του αγ γλικού κειμένου. Κι άλλες συνα φείς ελευθεριότητες. Ό χ ι όμως να μεταφράζει τον αριθμό nineteen της φράσης «after nineteen years of running», που είναι σημαδιακή, γιατί είναι η μόνη που αναφέρεται άμεσα στην ηλικία της ηρωίδας, έτσι αυθαίρετα ως «αφού είχα κυ νηγήσει επί είκοσι εννέα! χρόνια τους καλούς βαθμούς...» σελ. 33. Αυτόματα λοιπόν η Έστερ στην ελληνική έκδοση είναι γερασμένη κατά δέκα ολόκληρα χρόνια. Υπάρχουν δεκάδες ανάλογα λάθη. Και παραλείψεις λέξεων, φράσεων, ακόμα κι αυτούσιων παραγράφων. Για παράδειγμα, στη σελίδα 29, έχουν παραλειφθεί αδικαιολόγητα πέντε γραμμές απ’ το πρωτότυπο. Λείπει επίσης, η σημαντική μαρτυ ρία «all these years», απ’ την προ
τελευταία γραμμή, στη σελίδα 65. Η συντριπτικότερη, πάντως, από δειξη της βιασύνης, με την οποία κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Αίο λος» την επιπόλαια κι άκριτη αυτή μετάφραση, δίνεται στη σελίδα 70, όπου δεν βγαίνει νόημα, γιατί έχουν «ξεχαστεί» είκοσι ολόκληρες αράδες! Κι αυτά ενώ περιγράφεται ένα ιδιαίτερα κρίσιμο περιστατικό για την Πλαθ: ο τοκετός μιας άγνωστης... Κατά τα άλλα η μετά φραση είναι άκαμπτη. Αβασάνιστα γίνονται κατά λέξεις αποδόσεις, τα λεξικά χρησιμοποιούνται, όπως φαίνεται, σπανίως, οι ιδιωματισμοί χάνονται και στο τέλος μένει εκείνη η γνωστή πικρία που μας καταλαμ βάνει, όταν έχουμε να κάνουμε με μια σειρά από βιαιοπραγίες πάνω στο σώμα της γλώσσας μας. Για έναν υπερευαίσθητο, ντελικάτο δη μιουργό, που είχε πάθος για τη σω στή λέξη στη σωστή θέση, που κατάφερνε να αναπαράγει τη μια λέ ξη μέσα απ’ την αμέσως προηγού μενη, όπως ήταν η Σύλβια Πλαθ, θα όφειλε κανείς να επιδείξει πε ρισσότερο σεβασμό. Κρίμα... Γενικά πρόκειται για μια μετά φραση που έχει μια πολύ μακρινή, σχεδόν ανύπαρκτη, σχέση με το πρωτότυπο. Ο φιλότιμος αναγνώ στης, που ξεγελάστηκε διαβάζοντάς την, καλείται να καταγγείλει τις βαριές μεταφραστικές αμαρτίες στους φίλους του. Αν μάλιστα ξέ ρει αγγλικά, ας απολαύσει το πρω τότυπο, εντρυφώντας στο αυθεντι κό κείμενο του αράγιστου, τελικά, «Γυάλινου Κώδωνα». Οι άλλοι ας περιμένουν μια τιμιότερη απόπει ρα... Ο επίλογος του κ. Γιάννη Πα τσάκα είναι κατατοπιστικός. Δεν του λείπουν όμως οι επαναλήψεις, οι ακυριολεξίες κι οι βαρβαρισμοί του είδους: στη διαδικασία αυτή, τα αντικείμενα, των οποίων χρησι μοποιεί ένα πλήθος...» (σελ. 252). Σημειώσεις
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
1. Το κείμενο το αποδίδω εδώ ελεύθε ρα. Οι στίχοι που παραθέτει ο Ρ. Λόυελ, σε μετάφραση της Νανάς Hoata, έχουν ως εξής: «Ένας σκύ λος γυμνάζοντας τα πόδια του σε γκάλοπ / Εκβιάζοντας ένα κοπάδι γλάρων ν’ ανατιναχτεί στην άμμο». 2. Παρατίθεται, σκόπιμα, η μετάφραση της κας Γιάννας Νικολίτσα. Επίσης, όλες οι άλλες παραπομπές που ακο λουθούν, είναι επίσης παρμένες απ’ την κρινόμενη ελληνική έκδοση του «Γυάλινου Κώδωνα».
Π πολυποίκιλης λογοτεχνικής δραστηριότητας. Και εδώ, αυτός ο πολυταξιδεμένος και, πιστεύουμε, υποτιμημένος συγγραφέας, μας μεταδίδει μια βαθιά γνώση ζωής μές από τις μαγευτικές ξεναγήσεις του σε πολλές ηπείρους της γης, μας υπενθυμίζει ότι παντού και πάντα ο άνθρωπος μένει ίδιος απέναντι στον έρωτα, στα μίση, στους αγώνες για τη λευτεριά, στο πεπρωμένο του, αλλά και πώς οι λεπτομέρειες και οι παραλλαγές των αντιδράσεων του απέναντι στα παραπάνω και σε πολλά άλλα θέματα διαφοροποιούνται ανάλογα με το περιβάλλον και τις παραδόσεις μέσα στις οποίες ζει. Από τα διηγήματα, που όλα δίνονται μες από ένα μεστό, δοκιμασμένο ύφος και κερδίζουν σε συγκίνηση και επικοινωνία του αναγνώστη με τον συγγραφέα, αποσπούμε: «Το πορτρέτο», «Ο Αλής», «Η άγνωστη αδερφή», «Θλίψη», «Ο περιπλανώμενος», «Νέμεση». ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗΣ
Π Λ Α ΙΣ ΙΟ ΓΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ Α Λ Κ Η Σ ΓΟ Υ Λ ΙΜ Η : Η αόρατη σελίδα. Αθήνα, Ελενθερονόάκης, 1985. Σελ. 370.
ΕΝΑ μυθιστόρημα-ποταμός, από αυτά που έχουν όλα τα στοιχεία του κλασικού: άψογη τεχνική, αίσθηση του μέτρου, τέλεια διαφραφή χαρακτήρων, πλοκή, περιπέτεια. Η γνωστή συγγραφέας, με παράδοση στο
60/οδηγος
μνήμες καθρέφτης αβέβαιης δεκαετίας Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Φ Ο Ρ Ο Υ Μ Η Λ ΙΩ Ν Η : Κ α λαμάς
και
Α χέρο ντα ς.
Α θήνα,
Σ τ ιγ μ ή , 1 9 8 5 . Σ ε λ . 1 3 5 .
1. Η μεταπολεμική πεζογραφία (σε μεγάλο βαθμό και η ποίηση), ασπάζεται σχεδόν με κατάνυξη, πυροδοτεί έστω μυθοποιώντας πολλών ειδών εξάρσεις, που πρέπει να έχουν συνέχεια ή που η συνέχειά τους δεν πρέπει να αποκοπεί παντελώς και ακουμπά με ιδιαίτερη έκκριση συναισθημάτων, (σ’) ένα κομμάτι του ύποπτα ανελέητου χρόνου, που άφησε στον τόπο μας μια χροιά ιστορικής ασάφειας και μια όψη οδυνηρού και καθολικού ολέθρου. 2. Ό σο κι αν συχνά προβλημα 3. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο συγ τιζόμαστε για την, από ιστορικό γραφέας, ενώ δουλεύει πάνω σε σημείο εκκίνησης, «διδακτική» πα συγκεκριμένες χωροχρονικές πηγές ράμετρο της λογοτεχνίας, στηρί απ’ τις οποίες αντλεί όλο το ύλικό ζοντας μια δειλή αντίρρηση στο γε του, ενώ διυλίζει αντίρροπες κατα γονός ότι η τέχνη δεν προπορεύε στάσεις που έλαβαν χώρα στα ίδια ται αλλά ακολουθεί, δεν δρα αλλά επίπεδα και υπέπεσαν στο οπτικό διαπιστώνει, δεν ενεργεί αλλά πλη και συναισθηματικό του πεδίο και ροφορεί, (άρα οι παγίδες είναι σα ενώ φυσικότατα δεν αρνείται να φείς και ορατές), για έργα όπως το διαλέξει σαν μέσο τη λεωφόρο του συνολικό του Χριστόφορου Μηθρύλου για τη μεταφορά τους στο λιώνη που ίσως επιδέχονταν μια χαρτί, υπερτονίζει τη σημασία του τέτοια ιδιότητα, η εκδοχή αυτή ατομικού-ανώνυμου πάθους, στη σχεδόν μηδενίζεται για τρεις του χαώδη εκείνη περίοδο. Και αμφι λάχιστον λόγους. Ο πρώτος έχει σβητεί, με τη μετατροπή τής τότε άμεση σχέση με την ψυχογραφική ανθρωπογεωγραφικής δοκιμασίας (που υπερσκελίζει οποιαδήποτε σ’ ένα τραυματικό παρόν, κάθε άλλη), ποιότητα της βιωματικής προοπτική που θα τον έσπρωχνε γραφής. Ο δεύτερος είναι ότι συν απλά και μόνο προς μια γενικότερη δεόμενη η προσωπική εμπειρία με αναζήτηση πραγματικών μεγεθών τα διχασμένα από άποψη εκτιμή που θα μπορούσαν να στοιχειοθε σεων συλλογικά δρώμενα, παράγετήσουν μια ιστορική αλήθεια. ται ένα αποτέλεσμα που όχι μόνο 4. Τα διηγήματα της τελευταίας δεν ενδιαφέρεται ή επιμένει να λει συλλογής του Χ.Μ. έρχονται ως τουργήσει ως «φορέας γνώσεων», αυταπόδειχτη συνέχεια μιας εικοαλλά το αντίθετο δίνει το έναυσμα σιπεντάχρονης διαδρομής που κι για μια πιο ολοκληρωμένη και ανε νητήριος μοχλός της υπήρξε η μνή κτίμητη ανταλλαγή ανθρώπινων μη και ο συνειρμός, εγκεφαλικές ταυτοτήτων. Και ο τρίτος λόγος εί λειτουργίες σταθερά δημιουργικές ναι ότι μια κάποια «ουδετερότητα» όταν στέκονται συνάμα και ακρο που επιδιώκει και επιδεικνύει τόσο γωνιαίοι λίθ^ι στη μετάπλαση της το έργο όσο και ο συγγραφέας όταν ζωής σε τέχνη. Το παρόν δεν είναι αυτοβιογραφείται και πάλι δεν τίποτα περισσότερο από το μίτο συμπλέει με την αποσπασματική της Αριάδνης, απ’ την αρχή ενός και αποστασιοποιημένη πένα του χρήσιμου κουβαριού που, ενώ θα ερευνητή, αλλά γίνεται αιτία μιας ξετυλίγεται μετρώντας τις δεκαε ενδιάμεσης, στην απλοποιημένη τίες αντίστροφα, θα φτάνει πάντα διάταξη: «καλοί-κακοί» και αντιστο τέλος του, που θα ορίζεται απ’ στρόφως, τρίτης κριτικής ματιάς. έναν ψυχικό πυθμένα γεμάτο από
άτακτες εικόνες δύσκολων χρόνων, απ’ ένα πηγάΛ έτοιμο να δροσίσει με το νερό της σκέψης και των ορα μάτων οποιονδήποτε αναζητεί, απ’ ένα σωρό υλικά αντικείμενα και ανθρώπινες φιγούρες, από μια απί θανα μεγάλη δοσοληψία αισθημά των, από μια καταρρακτώδη σύν δεση με το τοπίο. Το παρόν δεν αν τέχει, απέναντι στην ώριμη όσο και πλούσια θύμηση του συγγραφέα, σε κανενός είδους σύγκριση με τη ματωμένη δεκαετία τουλάχιστον στη δημιουργική του ώρα, όσο κι αν μερικά διηγήματα στο «Καλαμάς και Αχέροντας» συμπλέουν με άλλους πολιτικο-ιστορικούς και λογοτεχνικούς σταθμούς. Και δεν είναι φυσικά άσχετο το γεγονός ότι οι κάποιες μικρότερης εμβέλειας λογοτεχνικές στιγμές που συναν τιόνται κυρίως στο μοναδικό μυθι στόρημα «Δυτική συνοικία», είναι ακριβώς εκείνες που ωθούν το συγ γραφέα να διαδραματίσει έναν (όπως θά λεγαν πολλοί) πιο σύγ χρονο ρόλο. Αφού έτσι βγαίνει αυ τόματα από το λατομείο της μνή μης, που σαν οικείος, προσωπικός και εύπλαστος χώρος, προσφέρει μετά την ανάλογη εκμετάλλευση, τα πολύτιμα αγαθά του. Η μνήμη λοιπόν τροφοδότησε και τροφοδο τεί ακόμη με αρκετή επάρκεια, ένα ολόκληρο έργο, η αξία του οποίου κύρια στις αριστουργηματικές του πλευρές, διευρύνει κατά πολύ τα όρια των ερευνητικών πεδίων της σύγχρονης πεζογραφίας. 5, Η, σε ορισμένες περιπτώσε ορμητικότητα των εικόνων που εξέρχονται σχεδόν βίαια βρίσκον τας διέξοδο και η, σε άλλες αντί στροφα περιστάσεις, χρήσιμη χαλι ναγώγηση παραστάσεων που επι δέχονται μια πιο συγκροτημένη αλ λά και συγκρατημένη ερμηνεία, θα έμεναν μάλλον μια απόπειρα πε ριορισμένης ακτίνας όπως συνήθως
οδηγος/61 συμβαίνει, αν ο συγγραφέας δεν εί έχει σχεδόν εκλείψει, έτσι ώστε το χε ταυτόχρονα καταχτήσει, όλα αυ στοιχείο αυτό να γίνεται ένα απ’ τα τά τα χρόνια, έναν γνήσιο τρόπο σπουδαιότερα πλεονεκτήματα του εκφοράς, με τον οποίο τρυπάει και έργου. Από την αποτύπωση του διαπερνά, διοχετεύοντας τα μηνύ φυσικού τοπίου που σε πολλές πε καλό Παιδικό Βιβλίο, ματα και τις πιο δύσκολες πνευμα ριπτώσεις έχει κινηματογραφική συμπυκνώνει εδώ την πρόσφατη τικές και συναισθηματικές αντι δυναμική, φανερώνεται τόσο η με περιπέτεια της Κύπρου και τη στάσεις. Ο λόγος πεντακάθαρα γάλη αγάπη και το δέσιμο του συγ δίνει σε πρώτο πρόσωπο, μέσα λαϊκός, απαλλαγμένος από κάθε γραφέα με την ιδιαίτερη πατρίδα από τα βιώματα ενός αγοριού, νεοαστική συνδρομή, πλουσιότατος του όσο και η συμβολική διάσταση χαρτογραφώντας συγχρόνως τα σε λέξεις φορτωμένες με την αγνό που απέκτησαν εκείνα τα χρόνια όνειρα και τις ελπίδες ενός τητα της μη σημερινής χρησιμο χωριά ολόκληρα, ποτάμια, βουνά, λαού. Ωραία η εικονογράφηση ποίησής τους, κομμένος σε φράσεις δάση, γέφυρες. Εμβαθύνοντας ο των Α. Μενδρινού και Μ. με μια εκπλήσσουσα συνοχή, ικα δημιουργός με την αναλυτική διεΧατζηχάννα, σε παραδοσιακά νός να αναπαριστά με την ευκολία ρεύνηση των ανθρώπινων χαρα πρότυπα. αλλά και με τη συνέπεια φακού, κτήρων που είχαν κάποια συμμετο ακόμη και αντιδράσεις με ευάλωτη χή στα γεγονότα ή που δέχονταν ΕΛ ΕΝ Η Σ εσωτερικότητα, πολύτιμος διεκπετον αντίκτυπο της διαμετρικά αντί Β Α Λ Α Β Α Ν Η : Σας το ραιωτής της πλοκής και του μύθου θετης δράσης, ξεδιπλώνει ένα αρ I είπα: Α εν υπάρχουν έτσι ώστε να μη συναντάει κανείς κετά ενδεικτικό φάσμα ψυχολογι ι δράκοι! Α θ ή ν α , Γ ν ώ σ η , αξεπέραστα εμπόδια στην, προς κών αναφορών. Μέσα απ’ τις κα ! 1 9 8 5 . Σ ε λ . 1 8 . αυτά, πρόσβασή του, άλλοτε συγ τατοπιστικές περιγραφές, παρακο κινησιακός, άλλοτε μελαγχολικός, λουθούμε παράλληλα με τους μύ ΚΥΡΙΑΡΧΟ στοιχείο η εικόνα, άλλοτε καταθλιπτικός, άλλοτε σαρ θους το μέγεθος της καταστροφής, γεμάτη χιούμορ και χρώματα, καστικός, πανέτοιμος να καταγρά την ατέλειωτη περιπλάνηση των αναδεικνύει μέσα από ένα λιτό ψει το ατομικό ή συλλογικό ξέσπα αστέγων, το κλείσιμο των σχολείων κείμενο τον κύριο στόχο: την σμα προσαρμοσμένος σαν ένας τε και την αποκοπή απ’ τη μάθηση, το απομυθοποίηση της έννοιας ράστιος καθρέφτης απέναντι στο ρόλο ορισμένων που εκμεταλεύτη«δράκος» -όποια ερμηνεία κι πολιτικοκοινωνικό και ψυχοβιωκαν τις περιστάσεις σε βάρος των αν δοθεί σ’ αυτή, παραδοσιακή ματικό γίγνεσθαι, τέλος σωστή και υπολοίπων, την ανάπτυξη συντρο ή σύγχρονη- και την εξοικείωση πετυχημένη δοκιμή αναβίωσης πα φικών σχέσεων μέσα στην κοινή του παιδιού μ’ αυτή. Σίγουρα, ραδοσιακών και κληρονομημένων μοίρα και την καταλυτική παρου χρειάζεται αποκαλυπτικός σχημάτων δηλαδή κάτι παραπάνω σία και επίδραση της παράδοσης, διάλογος μάνας (ή νηπιαγωγού) από χρήσιμη για το γλωσσικό μέ πάνω στον τότε τρόπο ζωής μιας και παιδιού για να φανεί ρος της πολιτισμικής μας ζωής. Ο ελληνικής περιοχής με πολύ έντονο χρήσιμο το βιβλίο. λόγος του Χριστόφορου Μηλιώνη, και ιδιάζον τοπικό χρώμα. Η εκτε μετά απ’ τη σχεδόν πλημμυρισμένη νής, ενδιαφέρουσα όσο και λεπτο H . C . A N D E R S E N : Το με εντυπώσεις και γραφικά αποτυ μερειακή παράθεση όλων αυτών των Αηδόνι - Η Τοσοδούλα πώματα λειτουργία της μνήμης, στοιχείων, βοηθάει στην καλύτερη - Ο Χοιροβοσκός. αναλαμβάνει αριστοτεχνικά να με προσαρμογή του αναγνώστη στις Α θ ή να , Ά μ μ ο ς, 1984. ταφέρει τόσο το κλίμα όσο και την συνθήκες της συγκεκριμένης δεκαε ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης και τίας και πέρα απ’ τη λογοτεχνική ΤΡΙΑ από τα γνωστά καθοριστικής για το πρόσωπο του ιδιαιτερότητα που σκιρτάει, γίνε παραμύθια του μεγάλου Δανού νεότερου ελληνισμού δεκαετίας, ται αντικείμενο ευρύτερης λαογραπαραμυθά. Σε τρεις πολύ πιστοποιώντας πάνω απ’ όλα τη φικής, ανθρωπολογικής και κοινω προσεγμένες εκδόσεις (εξαίρετη μεγάλη αρχή της λαϊκής ετοιμότη νιολογικής έρευνας. εικονογράφηση από τη Λίζμπεθ τας, ενεργητικότητας και έμπνευ 7. Ο Χριστόφορος Μηλιώνης εί Ζβέργκερ, διάσημη σης, σε κάθε εσωτερική κοινωνική ναι ένας από τους ελάχιστους πεεικονογράφο παιδικών βιβλίων, διαμόρφωση. ζογράφους της δεκαετίας του ’60 χαρτί πολυτελείας, θαυμάσια 6. Όμως το σημείο της γραφήςπου παραμένει πιστός στη στενότη μετάφραση από τ’ αγγλικά της τα και ανελαστικότητα της φόρμας Δημ. Σίμου), οι οποίες του Χ.Μ. που πραγματικά αξίζει του διηγήματος. Στηριζόμενος ξεπερνούν τις συνηθισμένες πλατύτερης προσοχής γιατί από κει πάντα, όπως άλλωστε και ο Δ. Χα εκδόσεις παραμυθιών στη χώρα εκμαιεύεται χωρίς μεγάλη προ τζής, στη λαϊκή ηθογραφία και μας. Παραμύθια τα οποία σπάθεια, μια πλειάδα αντιλήψεων καλλιεργώντας θέματα και μορφές έχουν τα στοιχεία εκείνα που και απόψεων, είναι η εκπληκτικής με όπλο την πολύτιμη εκφραστική αναδεικνύουν το είδος σε γεύσης περιγραφή (όχι μόνο εξωτε του κατάκτηση, προσθέτει ανεκτί υψηλό λογοτεχνικό έργο και ρική) ζώντων υπάρξεων, υλικών μητα σύμβολα στη λογοτεχνική μας αντικειμένων, φυσικού τοπίου και μας κάνουν να μελαγχολούμε ευαισθησία. Με το βιβλίο «Καλαγια τα παραμύθια που αλληλοσυγκρουόμενων καταστά μάς και Αχέροντας», συμπληρώνει γράφονται από σύγχρονους σεων. Η περιγραφή, μια από τις ένα σημαντικό, διηγηματογραφικό «παραμυθάδες του γραφείου». θετικές παρακαταθήκες των πεζοκαι προσωπικό έργο που ασφαλώς γράφων του μεσοπολέμου, έστω κι είναι η τρανότερη απόδειξη της συ αν τις περισσότερες φορές ήταν νετής θητείας στο είδος. ΑΝΤΩΝΗΣ ΔΕΛΩΝΗΣ ντυμένη με τις αστικές προκαταλή ψεις, στη σύγχρονη πεζογραφία ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
62/οδηγος
οι άλλες εικόνες ενός μύθου Λ Ι Ζ Α Σ Μ Ι Χ Ε Λ Η : Π λ ά κ α . Ι σ τ ο ρ ι κ ή μ ν ή μ η κ α ι Μ υ θ ο π λ α σ ία . Α θ ή ν α , Γ ν ώ σ η , 1985. Σ ε λ ίδ ε ς 2 64.
Η Λίζα Μιχελή γεννήθηκε στη Μυτιλήνη αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, καθώς επίσης και στη Σχολή Ξεναγών. Εργάζεται ως ξεναγός και εκτός από συγγραφέας, είναι μεταφράστρια και ποιήτρια. Το βιβλίο της για την Πλάκα είναι το δεύτερο που γράφει σχετικά με την Αθήνα- το πρώτο αναφερόταν συγκεκριμένα στην περιοχή του Μοναστηρακιού. Έχουμε και πάλι μπροστά μας μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση που επιτυγχάνει τον συγγραφικό συνδυασμό της επιστημονικής ερευνητικότητας και υπευθυνότη τας με τη δροσιά και τη ζωντάνια της παρουσίασης της ξεναγού. Είναι φανερή η φροντίδα που έχει δοθεί σ’ αυτή την έκδοση, ξε κινώντας ακόμα και από το χρώμα της ώχρας του εξωφύλλου. Το χρώ μα αυτό, όπως λέγει και η ίδια η συγγραφέας, επιλέχθηκε επίτηδες μια και είναι το χρώμα των σπιτιών της περιοχής στην οποία αναφέρεται. Η εικονογράφηση πάλι του εξωφύλλου με το μνημείο του Λυσικράτους, το γνωστό σαν «Φανάρι του Διογένους», δείχνει το σύμ βολο της Πλάκας αφού η περιοχή που έφερε αυτό το όνομα, περιορί ζονταν ακριβώς γύρω από αυτό το μνημείο, για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Ο υπότιτλος του εξω φύλλου, «Ιστορική Μνήμη και Μυ θοπλασία», έχει με την σειρά του στόχο να μας κάνει να αντιληφθούμε τη συγγραφική αντίθεση και διαφοροποίηση της Λίζας Μιχελή από τα κείμενα που αναφέρονται στην Πλάκα του 19ου ή και των αρχών του 20ου αιώνα, αποδίδον τας μια σχεδόν ψεύτικη (εξ ου και «Μυθοπλασία») και ρομαντική ει κόνα της περιοχής με γαζίες, αυ λές, όμορφες κοπέλες κλπ. Η συγγραφέας επιδιώκει και επι τυγχάνει να εικονογραφήσει -γιατί πράγματι κάθε ενότητ» φέρνει
μπροστά μας ολοζώντανη την εικό να της κάθε εποχής- την ιστορική εξέλιξη ταυτόχρονα με την καθημε ρινή ζωή της περιοχής διαμέσου των αιώνιον, ξεκινώντας από τον ΙΕ' αιώνα και φθάνοντας μέχρι τις ημέρες μας. Δε ζητά να παρουσιά σει την αρχιτεκτονική όψη της Πλάκας, αλλά να προσθέσει ένα έργο στην ελάχιστη βιβλιογραφία μιας περιοχής που αποτελεί μια οι κιστική μονάδα ικανή να προσφέ ρει δείγματα των διάφορων μορ φών της ζωής της Αθήνας. Και πο λύ σωστά θεωρεί η συγγραφέας το αντικείμενο του βιβλίου της όχι μό νο ως ένα χώρο που συνοψίζει την ιστορία της Αθήνας αλλά και ως τον κρίκο σύνδεσης, με το παρελ θόν. Συγκεκριμένα και σαφή παρα δείγματα το αποδεικνύουν. Πρόλογος και επίλογος του βι βλίου είναι δύο φωτογραφικά σύ νολα. Η πρώτη ομάδα φωτογρα φιών συνοδεύεται από γκραβούρες παλαιότερων εποχών, ενώ εξαιρε τικά επιλεγμένες -και πολλές από αυτές ανέκδοτες- γκραβούρες διανθίζουν όλο το κείμενο που διαιρείται σε δεκατέσσερα κεφά λαια. Προηγείται μια εισαγωγή με συγκεκριμένα στατιστικά και τοπο γραφικά στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τα τοπωνύμια της πε ριοχής. Οι τίτλοι των κεφαλαίων που ακολουθούν, προέρχονται από χειρόγραφα της εκάστοτε εποχής στην οποία και αναφέρεται κάθε κεφάλαιο. Κατ’ αυτό τον τρόπο η
Αθήνα, 1843, γύρω απ’ το μνημείο τον Λ νσικράτους
οδηγος/63
τήζ
ΚΑΤΡΙΝ Κ ΛΕΜ ΑΝ
της Πλάκας πίσω περιγραφή γίνεται ακόμη πιο ζων τανή καθώς μεταφερόμεθα στην Αθήνα της εποχής στην οποία αναφέρεται η ενότητα. Το βιβλίο συ χνά εμπλουτίζεται με αποσπάσμα τα κειμένων που αντιστοιχούν στην εκάστοτε περίοδο που περιγράφει η Λ ίζα Μιχελή. Είναι πολύ πιθανό το μέγεθος του βιβλίου να προκαλέσει εντύπωση κι ίσως ακόμα δέος στον αναγνώστη. Κι όμως, αποδεικνύεται τελικά ότι η ανάγνωσή του κυλά πολύ γρήγορα, καθώς διευκο λύνεται από δύο παράγοντες, τις πολλές μικρές παραγράφους που δίνουν τη δυνατότητα ανάπαυλας, και τα μεγάλα στοιχεία που ξεκου ράζουν το μάτι. Μια εξαιρετικά πλούσια βιβλιο γραφία που συνοδεύεται από έναν κατάλογο των εικονογραφικών πη γών συμπληρώνουν το τόσο υπεύ θυνα γραμμένο αυτό βιβλίο και πα ράλληλα αποτελούν ένα σημαντικό βοήθημα για όποιον ερευνητή θέλει να ασχοληθεί με το ίδιο θέμα. Ξεκινά λοιπόν την παρουσίαση του θέματός της από τον ΙΕ' και ΙΣΤ' αιώνα δίνοντάς μας την εικό να που είχαν σχηματίσει οι Ευρω παίοι της εποχής για την πόλη της Αθήνας και προχωρεί στα χρόνια του Morosini, παραθέτοντας ένα σχετικά άγνωστο απόσπασμα από την αλληλογραφία ενός γερμανού μισθοφόρου αξιωματικού· από σπασμα αρκετά παραστατικό ανα φορικά με τις συνθήκες ζωής των κατακτητών της εποχής εκείνης. Προχωρώντας στον ΙΖ' αιώνα έχουμε στοιχεία των απογραφών καθώς και των υποδιαιρέσεων της πόλης μέχρι και τον ΙΘ' αιώνα. Κατά διαστήματα το κείμενο δια τρέχει τους αιώνες, προχωρά μέχρι
τον ΙΘ' και ύστερα γυρνά πάλι π ί σω. Πρόκειται για μια συγγραφική ανάγκη που θα βοηθήσει τον ανα γνώστη να αποκτήσει ένα μέτρο σύγκρισης μεταξύ των στοιχείων και των πληροφοριών που του παραθέτονται. Στο δεύτερο κεφά λαιο, εμφανίζεται και ο προβλημα τισμός σχετικά με την έννοια και την εμφάνιση του ονόματος «Πλά κα» όπως επίσης και το ιστορικό του τελευταίου ακέραια σωζόμενου χορηγικού μνημείου, του Μνημείου του Λυσικράτους. Το τρίτο κεφά λαιο αρχίζει με μια φράση από ένα προικοσύμφωνο, εισάγσντάς μας κατ’ αυτό τον τρόπο στην καθημε ρινή ζωή των Αθηναίων του ΙΖ', ΙΗ' και των αρχών του ΙΘ' αιώνα, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται οι γλωσσικοί τους ιδιωματισμοί. Μας παραθέτονται στοιχεία για την προίκα, τις οικονομικές σχέ σεις μεταξύ των συζύγων, την εν δυμασία που αποτελούσε και στοι χείο συστατικό κοινωνικών και τα ξικών διακρίσεων, τη σημασία που είχε ο γάμος για τη γυναίκα της εποχής καθώς και για τις δεισιδαι μονίες ή τα έθιμα που τον συνό δευαν. Κι ακόμη ένα πολύ σημαν τικό στοιχείο είναι η παρουσίαση του αθηναϊκού σπιτιού της εποχής και οι αφάνταστα μεγάλες ομοιότη τες που παρουσίαζε με το αρχαιοελληνικό σπίτι. Η τέταρτη ενότητα αναφέρεται στην κοινωνική και οικονομική ορ γάνωση της Α θήνας της οθωμανι κής εποχής, την πολεοδομία, την αρχιτεκτονική και τα προβλήματα ύδρευσης. Οι επιδημίες και οι επι πτώσεις τους πάνω στον αθηναϊκό πληθυσμό είναι ένα ιστορικό φαι νόμενο που έπαιζε σημαντικό ρόλο
Ή «Χιουρρέμ» είναι ένα κάλεσμα γιά ένα πραγματι κό ταξίδι μέσα στό χρόνο, γιά μιά γιορτή τής φαντα σίας καί τών αισθήσεων. Σ’ αυτό τό αΐσθαντικό μυ θιστόρημα ζοΰμε μαζί με τους ήρωές του τόν έρωτα πού δέν μπόρεσαν νά χαροΰν παρά μόνο στά όνειρά τους, τόν έσωτερικό πόνο, τή βουβή, βίαιη καί φλογερή έξέγερση πού συγκλονίζει τό είναι τους.
ΕΝ Α ΣΥΓΚΛ ΟΝΙΣΤΙΚΟ Μ Υ Θ ΙΣΤΟ ΡΗ Μ Α
Ε κ δ ό σ εις Ν ΕΦ ΕΛ Η Μ αυρομιχάλη 9, ’Αθήνα Τηλ. 3607744 - 3604793
64/οδηγος
μέσα στους αιώνες. Η πέμπτη ενό τητα αναφέρεται στις άπειρες μι κρές και μεγάλες εκκλησίες και μο ναστήρια της Πλάκας και την τύχη τους, κλείνοντας μ’ έναν πραγματι κά πολύ ωραίο και ενδιαφέροντα επίλογο. Πρόκειται για μοναδικά σχέδια από κατεδαφισμένες τώρα πια εκκλησίες της περιοχής και τον εικονογραφικό τους διάκοσμο. Έ γιναν από τον γάλλο αρχιτέκτο να Ρ. Durand και χρονολογούνται μεταξύ του 1839 και του 1843. Σε άμεση σχέση με την εκκλησία ήταν φυσικά η Παιδεία στην οποία και αναφέρεται η έκτη ενότητα. Εδώ παρατηρεί κανείς με έκπληξη ότι η σκληρή και βίαιη συμπεριφορά προς τα παιδιά δεν είναι ένα στοι χείο χαρακτηριστικό της εποχής του Ντίκενς ούτε παρουσιάστηκε μόνο στην Αγγλία της Βικτωριανής ' εποχής, καθώς ένα αληθινά αποκα λυπτικό κείμενο του τέλους του ΙΗ' αιώνα μας αναφέρει τη χρήση του φάλαγγα στα ελληνικά σχολεία. Ακολουθεί στο έβδομο κεφάλαιο η επανάσταση του 1821 και το ξα ναζωντάνεμα της πόλης μέχρι την ανακατάληψή της από τον Κιουταχή το 1826, παράλληλα με την εμ φάνιση του στεγαστικού προβλή ματος καθώς πολλά σπίτια έχουν καταστραφεί. Στο όγδοο κεφάλαιο έχουμε μια ελεύθερη πια Αθήνα με έντονα, όμως, στεγαστικά προβλή ματα όπως και προβλήματα προσ τασίας του αρχαιολογικού της πλούτου. Θετικό πάντως είναι το γεγονός ότι υπήρξε πραγματικά έγ καιρη συ ^ειδητοποίηση και μέρι μνα, αναφορικά με την αρχαιολο
γική αξία και προστασία της πε ριοχής αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, ό μως, η γενική κατάσταση γίνεται όλο και πιο περίπλοκη καθώς η π ό λη παραδίδεται στους βαυαρούς, γίνονται καινούρια ρυμοτομικά σχέδια από τους Κλεάνθη και Schaubert και παρατηρούνται έντο νες αντιδράσεις λόγω της μεταφο ράς της πρωτεύουσας από το Ναύ πλιο. Στο ένατο κεφάλαιο έχουμε πια την Αθήνα όχι μόνο πρωτεύου σα αλλά και επίκεντρο του ενδια φέροντος του δυτικού κόσμου. Ανάπτυξη της κοσμικής κίνησης, συγκέντρωση των μεγαλοαστικών σπιτιών στα πιο σημαντικά σημεία της Πλάκας, δημιουργία του Πανε πιστημίου, κατάργηση της βασι λείας του Ό θω να, οδομαχίες του 1863, τα γνωστά «Ιουνικά», που όπως πολύ σωστά επισημαίνει η συγγραφέας, «αποτελούν και την τελευταία συμμετοχή της Πλάκας σε σημαντικά δημόσια γεγονότα» μέχρι το 1944. Μια ευκαιρία ανάπαυλας πάλι
του δέκατου κεφαλαίου όπου πα ρουσιάζεται η διαβίωση των Αθη ναίων, το παζάρι, οι τιμές των τρο φίμων, οι πλανόδιοι πωλητές, ο Καραγκιόζης. Και καταλήγει με τον αποκλεισμό του 1854 που έφερε και την τελευταία μεγάλη επιδημία, εκείνη της χολέρας. Η Αθηναϊκή Αποκριά, ένα άλλο συστατικό στοιχείο της ζωής της πόλης, περιγράφεται στο ενδέκατο κεφάλαιο άλλοτε σαν λαϊκή εκδήλωση, κάπο τε σαν έντεχνο δημιούργημα ή σαν ευκαιρία για πολιτική σάτιρα, ενώ φωτογραφίες από ζωγραφιστά τα βάνια και από σιδεριές αθηναϊκών σπιτιών καθώς και αρχιτεκτονικά σχέδια από προσόψεις σπιτιών της Πλάκας παρεμβάλλονται στην ενό τητα που ακολουθεί και που αφο ρά φυσικά το νεοκλασικό κίνημα στην αρχιτεκτονική και την εμφά νισή του στον ελληνικό χώρο.
Εκτός όμως, από την καθαρά αστική όψη της Πλάκας, υπάρχει και μια άλλη πλευρά, που απηχεί την αρχιτεκτονική των νησιών του Αιγαίου κι αυτή είναι τα Αναφιώτικα, οι «Μαύρες Πέτρες», που ανοικοδομήθηκαν από εργάτες που έφθασαν από τη Νάξο, την Τήνο ή την Ά ν δ ρ ο , ή και απι άλλα νησιά για καλύτερο μεροκάματο με την ευκαιρία της δημιουργίας της και νούριας πρωτεύουσας. Η έλξη που είχαν τα Αναφιώτικα στους δια νοουμένους, ήταν ήδη έντονη από τον περασμένο αιώνα, γεγονός που αποδεικνύεται και από τα κείμενα. Και καταλήγουμε στο τελευταίο κεφάλαιο που έχει και τον χαρα κτηριστικό τίτλο «Μυθοπλασία». Η Πλάκα αποτελεί πλέον πλαίσιο και αντικείμενο ρομαντικών μυθιστο ρημάτων, αλλοιωμένο συχνά από προσωπικά βιώματα των συγγρα φέων. Κάποτε, όμως, αρχίζει η ηλεκτροδότησή της, δημιουργούνται τα πρώτα κέντρα διασκέδασης, ταβέρνες γίνονται «στέκια» δια νοουμένων και δημοσιογράφων στις αρχές του 20ου αιώνα κάι η Πλάκα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο των ποιητών και των μυθιστοριογράφων ακόμη και σ’ αυτόν τον εικοστό αιώνα. Και η Λίζα Μιχελή κλείνει το ωραίο βιβλίο της, με τη φιγούρα ενός μοναχικού Αναφιώτη και ένα ερωτηματικό για μια ιστορική συ νοικία και το ρόλο της μέσα σε μια πόλη τεσσάρων εκατομμυρίων. Πρόκειται οπωσδήποτε για ένα βι βλίο που δεν αφορά όσους ζητούν τη φυγή και το όνειρο μέσα από τις ρομαντικές εικόνες ενός μύθου, αλ λά εκείνους που θέλουν να δουν την περιοχή μέσα από ένα άλλο πρίσμα. ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
’C C j c B’
οδηγος/65
Από τις
μαρτυρία για έναν σκοτεινό θάνατο
νί*°
ΔΗΜ ΗΤΡΗ
ΣΤΑ Μ ΕΛ Ο Υ.
να το ς
Κ α ρ α ϊσ κ ά κ η .
το ν
Ο
θά
Α θήνα,
Ε σ τ ία , 1 9 8 5 . Σ ε λ . 1 7 4 .
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ κυκλοφορεί
ΣΚΟΤ ΦΙΤΖΕΡΑΛΝΤ
Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΦΩΝΤΑΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Ο «γιος της καλόγριας», όπως τον φώναζαν υποτιμητικά οι εχθροί του, συγκίνησε πολύ τους συγχρόνους του αλλά και τους ιστορι κούς της επανάστασης με την ανδρεία του και τον άδοξο θάνατό του στο Φάληρο την Άνοιξη του 1827. Ο μύθος του ηρώα όμως, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το άδοξο τέλος του Καραϊσκάκη σε μια μικροσυμπλοκή. Ποιος θα τολμούσε να σηκώσει τα όπλα του εναντίον αυτού που ο θρύλος τον είχε κάνει άτρωτο; Μήπως κά ποιος που ήθελε να τον δολοφονήσει; Αυτό το ερώτημα ταλανίζει μέχρι σήμερα τους μελετητές της ζωής του Καραϊσκάκη. Η υποψία αυτή δεν είναι καινού ρια. Α πό τη στιγμή που χτυπήθηκε ο Καραϊσκάκης στις 22 Απριλίου 1827 (π.ημ.) άρχισαν να διατυπώ νονται και οι πρώτες υπόνοιες από αυτούς που έζησαν κοντά του. Ό λ ες αυτές οι απόψεις βρίσκονται συγκεντρωμένες στο βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου, ο οποίος τις εξε τάζει διεξοδικά για να ανακαλύ ψει, όπως γράφει στον υπότιτλο, αν ο θάνατος του Καραϊσκάκη ήταν «συμπτωματικό γεγονός ή ορ γανωμένη δολοφονία». Ο Δ. Σταμέλος, σαν ερασιτέχνης ιστορικός, δεν έχει αποφύγει ορι σμένα λάθη τεχνικής υφής. Παρα θέτει συνεχώς αποσπάσματα από τις πηγές του με εμβόλιμες δικές του επεξηγήσεις. Η κουραστική αυτή μέθοδος για τον αναγνώστη θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν χρησιμοποιούσε δικά του λόγια με βιβλιογραφικές παραπομπές και, όπου ήταν αναγκαίο, μικρά απο σπάσματα από τις πηγές. Ο συγγραφέας μας παραθέτει ελ ληνικές πηγές από συναγωνιστές του Καραϊσκάκη, προσπαθώντας να αποδείξει ότι ο τελευταίος δο λοφονήθηκε από τους Ά γγλους στρατιωτικούς Ρ. Τσωρτς και Α .θ . Κόχραν μετά από προμελετημένο σχέδιο (σ. 92-94). Τα στοιχεία
όμως που παραθέτει (σ. 94-98) δεν είναι αρκετά για να ανατρέψουν την μέχρι τώρα επικρατούσα άπο ψη για το θάνατο του Καραϊσκάκη. Η μόνη ίσως ισχυρή μαρτυρία είναι του I. Σταυριανού ο οποίος είδε τον πυροβολισμό από το ελληνικό στρατόπεδο αλλά αυτό δεν συνηγο ρεί απολύτως στην τεκμηρίωση της εκδοχής του συγγραφέα (σ. 99102). Ο Δημήτρης Φωτιάδης έχει ήδη πρώτος υποστηρίξει σχέδιο δο λοφονίας με υπαίτιο τον Α λέξαν δρο Μαυροκορδάτο ( Κ α ρ α ϊσ κ ά χ η ς , Αθήνα: 1957) αλλά λείπουν και από τη δική του μελέτη τα επί σημα έγγραφα να μας επιβεβαιώ σουν το γεγονός. Μια και μόνη ου σιαστική μαρτυρία για ένα τόσο σοβαρό γεγονός δεν είναι αρκετή. Η υπόθεση του Δ . Σταμέλου αποδυναμώνεται ακόμα από το γε γονός ότι δεν έχει ερευνηθεί ξενό γλωσση βιβλιογραφία καί πηγές που ίσως να ενίσχυαν ή να απέρριπταν την αρχική θέση του συγγρα φέα. Λείπουν τα απομνημονεύματα του Τζωρτζ Κόχραν, ανιψιού και υπασπιστή του Α .-Θ . Κόχραν, κα θώς και γνωστές βιογραφίες του τελευταίου και του Τσωρτς. Ακόμα λείπουν σημαντικά έργα γνωστών ξένων ιστορικών όπως του Ντάγκλας Ντάκιν, ο οποίος στο βιβλίο
Στον Σκοτ Φιτζέραλυτ, όπως σε κά θε μεγαλοφυή συγγραφέα, υπήρχε κάτι το προφητικό. Έδωσε έυα όνο μα σε μια εποχή —την εποχή της τζαζ — που την έζησε ολόκληρη και την είδε να γίνεται παρανάλωμα του εαυτού της. Ό πω ς έγραψαν και με τά το θάνατό του: «Ήταν καλύτε ρος απ’ όσο ο ίδιος γνώριζε γιατί, στην πραγματικότητα, και με την κυριολεκτική σημασία του όρου, ε πινόησε μια “γενιά”... Θα μπορούσε να την έχει ερμηνεύσει, και μάλιστα καθοδηγήσει, καθώς οι άνθρωποι της γενιάς αυτής είδαν να απειλείται με καταστροφή μια διαφορετική και ευγενέστερη ελευθερία». Η Χαμένη Δεκαετία ανήκει στα κείμενά του που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε αυτοβιογραφικά.
ΖΗΤΗΣΤΕ ΤΟ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
66/οδηγος του
Ο
Α γώ να ς τω ν
Ελλήνω ν
γ ια
Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1983, σ. 255-267, εκφέρει μια άλλη άποψη. Η υπόθεση οχι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε, είναι μεν πιθανή αλλά δεν έχουν έρθει ακό μα στο φως αδιάσειστα στοιχεία για τους ενόχους και την αιτία [Ηλίας Παπαθανασόπουλος, Ι σ τ ο ρ ί α αρ. 60, (Ιούνιος 1973): 11-147], τ η ν Α ν ε ξ α ρ τ η σ ία ,
v s *°
Παρόμοια επιφυλακτική άποψη εκφέρει και ο Οδυσσέας Δημητρακόπουλος στην Ι σ τ ο ρ ία τ ο ν Ε λ λ η ν ι κ ο ύ Έ θ ν ο υ ς , Ι Β \ σ. 447-452. Παρόλα αυτά πρέπει να αναγνω ρίσει κανείς ότι ο Δ .Σ. έφερε σε πέρας το δύσκολο έργο της συγκέν τρωσης των ελληνικών πηγών γύρω από το θάνατο του Καραϊσκάκη. Α ν υπήρχε όμως και μια παράλλη
λη έρευνα στις ξένες πηγές θα είχα με μια πιο εξισορροπημένη μελέτη, με όλα τα ερωτηματικά και τις αμ φιβολίες του ιστορικού. Α ξίζει όμως κανείς να διαβάσει το βιβλίο αυτό για να πάρει μια γεύση των γεγονότων της εποχής του ελληνι κού αγώνα για την ανεξαρτησία. Δ .Ι ΛΟΪΖΟΣ
μαρξιστική θεώρηση μιας θρυλικής ,γ\Ν φυσιογνωμίας ΔΗ Μ Η ΤΡΗ Φ ίλ ι π π ο ς
Β '
I. ο
Τ Σ ΙΜ Π Ο Υ Κ ΙΔ Η : Μ α κ εό ώ ν
και
ισ τ ο ρ ικ ό ς τ ο υ ρ ό λ ο ς . Α θ ή ν α ,
ο
Πα·
π α ό ή μα ς, 1985. Σ ελ . 326.
Τι είναι ο ελληνισμός στην πραγματικότητα; Ένας μύθος που επι βεβαιώνεται, ένας θρύλος που αιωρείται στο κενό και κάποια στιγμή προσγειώνεται και υλοποιείται. Και αυτό ισχύει κυρίως για την αρχαία Ελλάδα, που ελκύει το ενδιαφέρον χιλιάδων μελε τητών. Τι θα ήταν ο Όμηρος ακόμα, χωρίς την πίστη του Σλήμαν που τον μετέτρεψε από μυθική μορφή, στον ποιητικό καταγραφέα ενός υπέροχου έπους; Τι θα ήταν η Μινωική αυτοκρατορία χωρίς τον Έβανς; Οι Μυκήνες, το Άργος, η Θήβα, η Πέλλα, πρόσφατα. Και τελικά αυτή η ανακάλυψη των βασιλικών τάφων στη Βεργίνα από τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο; Ο Ελληνισμός σιγά σιγά από την μυθική περίοδο πέρασε στην ιστο ρική του υπόσταση και το ίδιο έγι νε με τον Φίλιππο Β', πατέρα του Αλεξάνδρου, που ο ιστορικός του ρόλος ήταν παραμερισμένος και ανεξιχνίαστος. Καλά καλά δεν γνωρίζαμε αν πράγματι υπήρξε και κατά πόσο ήταν αληθινές οι ιστο ρίες που τον αφορούσαν. Σιγά σιγά όμως, με κόπο, μόχθο και επιμονή, η προσωπικότητα του Φιλίππου Β' αναδύθηκε από τα ιστορικά σκοτάδια και συγκεκριμε νοποιήθηκε στη μορφή του μονάρ χη εκείνου, που ίδρυσε το πρώτο ελληνικό κράτος -έστω και με τη β ία - που προετοίμασε την περσική κατάκτηση και έδωσε στον κόσμο μια γιγάντια φυσιογνωμία: τον γιο του Αλέξανδρο τον Μέγα, κατα-
κτητή, στρατηλάτη, εκπολιτιστή και ημίθεο. Γιατί ο Αλέξανδρος δεν έπεσε από τον ουρανό· υλο ποιήθηκε από σπέρμα ανδρός, που η πίστη του στα πεπρωμένα του Ελληνισμού ήταν πίστη ζωής. Εμ ποτίστηκε ο Α λέξανδρος και ανα τράφηκε και συνέβαλε στην υλο ποίηση αυτής της πίστης, που κύ ριος φορέας της ήταν ο πατέρας του Φίλιππος ο Β'. Ό τ α ν στα πεδία μαχών, το άν θος των Ελλήνων μαραινόταν, και η μακεδονική φάλαγγα συνέτριβε τον θηβαϊκό ιερό λόχο ή τους γεν ναίους Α θηναίους, μέσα από το καθαγιασμένο αίμα που κυλούσε και πάλι για ελευθερία, βλάστησε το λουλούδι του ονείρου: η κατά κτηση της Α σίας, η εξάπλωση του πολιτισμού, η δημιουργία της
διαρκέστερης αυτοκρατορίας στην ανθρώπινη ιστορία, αυτοκρατο ρίας σφραγισμένης από την ελληνι κότητα του δημιουργού της, που ίχνη της, στοιχεία και αποδείξεις έρχονται συνέχεια στο φως (όπως λ.χ. για το ελληνο-βακτριανό κρά τος στο Α φγανιστάν). Στον γνωστό ιστορικό και καθη γητή Δημήτρη Τσιμπουκίδη χρω στάμε πολλά, αφού η τριλογία του: Α λέξανδρος ο Μακεδών, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου και Φί λιππος Β' ο Μακεδών, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο, μια συνολική ματιά πάνω σε μια περίοδο 300 χρόνων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, από το 400-100 π.Χ . πε ρίπου, κυρίως του Μακεδονικού κράτους και της Μακεδονικής δυ ναστείας. Με το νέο αυτό βιβλίο η μαρξιστική έρευνα και ανάλυση της περιόδου ολοκληρώνεται κατά τη γνώμη μου, αφού έχουν πλέον διαγράφει, εντοπιστεί, αναλυθεί και ντοκουμενταριστεί όλες οι πα ράμετροι της ιστορικής έρευνας. Φυσικά όμως το έργο από μόνο του είναι μια πλήρης και αυτοτελής με λέτη που έχει πολλά να προσφέρει. Αποτελείται από 13 κεφάλαια, επί λογο, σημειώσεις και βιβλιογρα φίες εκτεταμένες, που καλύπτει τό
οδηγος/67 σο τις μαρξιστικές πηγές όσο τις ελληνικές και δυτικοευρωπαϊκές. Το δεύτερο κεφάλαιο, «Κριτική θεώρηση της αρχαίας ιστοριογρα φίας για την εποχή του Φιλίππου Β '», είναι από τα ωραιότερα του βιβλίου και μαζί με το πρώτο, «Μια ματιά στην ιστορία του προ βλήματος» συνθέτουν μια σόνολη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε η προσωπικότητα του Φιλίππου Β' από τους αρχαίους και τους σύγ χρονους ιστορικούς. Εδώ οι πηγές αναλύονται, τέμνονται οι κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες, μέσα από τις οποίες σχηματοποιήθηκαν οι αντιθέσεις ή οι συναινέσεις προς το έργο του Φιλίππου Β' από τους υπόλοιπους Έλληνες. Πράγμα που γίνεται ακόμα πιο κατανοητό στο πολύ αξιόλογο κεφάλαιο: «Η Μα κεδονία του Φίλιππου και η Αθήνα του Δημοσθένη», όπου γίνεται φα νερός ο αγώνας ανάμεσα σε δύο αντίθετες απόψεις και ιδεολογίες: Μ οναρχίας-Δημοκρατίας. Ο συγ γραφέας δεν πέφτει στο σφάλμα να καταδικάσει ή όχι τον Φίλιππο. Ό μω ς μελετά τη στάση του και την εξηγεί δίχως τις φιοριτούρες της ιδεαλιστικής σχολής, και πολύ σω στά άλλωστε, αφού οι πρωταγωνι στές των αγώνων εκείνων βίωναν την ιστορία και δεν είχαν τη δυνα τότητα να αναλύσουν ή να προβλέψουν τις συνέπειες των πράξεών τους. Στα κεφάλαια 4, 5, 6, 7, 8, μελετούνται και αναλύονται οι κοινω νικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επέβαλαν και δια μόρφωσαν την ανάρρηση του Φι
λίππου στην εξουσία, την εδραίωσή του σ’ αυτή, τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του, που μετέτρε ψαν τη μακεδονική φάλαγγα σε αξιόλογο μάχιμο σώμα στρατού, τη νομισματική πολιτική του, την κοινωνικοπολιτική σκέψη του 4ου π .Χ . αιώνα και τέλος το ρόλο που διαδραμάτισε η ρητορική στο όρα μα του πανελληνισμού. Πιστεύω ότι κάτι θα έλειπε από την ιστορία της περιόδου χωρίς το βιβλίο αυτό, τουλάχιστον αυτή την εντύπωση σχημάτισα μετά την ανά γνωσή του. Εδώ, δυστυχώς, δεν μπορώ να πω περισσότερα, αφού σκοπός μου δεν είναι να επισημάνω λάθη ή παραλείψεις -άλλωστε δεν είναι αυτός πάντοτε ο στόχος της κριτικής- αλλά να κατατοπίσω τον αναγνώστη για κάποιο αξιόλο γο βιβλίο που μας αφορά ως λαό και ως ιστορική εθνότητα. Θέλω να ευχαριστήσω τον συγγραφέα για τις πληροφορίες που μου έδωσε στην τόσο ενδιαφέρουσα συζήτησή μας και πιστεύω ότι έχω συλλάβει το «ειδέναι» του βιβλίου, δηλαδή το όραμα στο οποίο εντάσσει το έρ γο του, σε συνεχή σχέση πάντοτε με τα δύο άλλα, που ανέφερα. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ
Σημ.: Ο εκδοτικός οίκος Ν. Παπαδήμας, που κυκλοφόρησε το βιβλίο του κ. Δ. Τσιμπουκίδη, έχει τυπώσει ένα τε τρασέλιδο, στο οποίο γίνεται εκτενέστε ρη κριτική και ανάλυση του βιβλίου από τη σοβιετική ιστορικό I. Πριλούτσκαγια, και το οποίο διανέμει δωρεάν. Εί ναι αρκετά ενδιαφέρον και το συνιστώ.
Λ. Φ. ΙΛΙΤΣΕΦ Π. Ν. ΦΕΝΤΟΣΕΓΙΕΦ (της Ακαδημίας επιστημών της ΕΣΣΔ)
ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ
* • Πρόλογος στην Ελληνική έκδοση: Ευτόχη Μπιτσάκη. • Πλήρης θεώρηση των κειμένων από εκλεκτούς έλληνες ειδικούς. • Συμπληρώματα και προσθήκες από ' Ελληνες επιστήμονες πάνω σε 6,τι αφορά στην Ελλάδα, ώστε το έργο να εξασφαλίζει μοναδική πληρότητα και εγκυρότητα. • Το δεύτερο συνθετικό του τίτλου «Εγκυκλοπαιδικό» κυριολεκτεί: Για όλα τα θέματα εκτίθενται όλες οι α πόψεις. Για πρώτη φορά ένα λεξικό για όλες τις ιδέες, για όλες τις θεω ρίες, κατευθύνσεις, ρεύματα. • Οι συγγραφείς του -300 ρώσσοι, 20 ' Ελληνες περίπου- μας δηλώνουν: την έγκυρότητά του. • Οι πάνω από 2500 σελίδες του έρ γου δηλώνουν: την πληρότητά τομ. • ’Ενα έργο απαραίτητος σύμβουλος για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. • ’Ενα έργο οδηγός για το φοιτητή.
* Στο τ. 136, στη στήλη των διαλόγων, υπάρχει μία επι στολή που από απροσεξία μας φέρει λανθασμένη υπογραφή· το ίδιο ισχύει και για την απάντηση που αφορά την επιστολή αυτή. Σημειώνουμε λοιπόν ότι πρόκειται για τον κύριο Ρόη Παπαγγέλου κι όχι την κ. Ρόη Παπαγγέλου όπως λανθασμένα αναγράφεται. Ζητάμε ειλικρινά συγνώμη.
Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος Ζωοδ. Πηγής 24 Αθήνα 106.81 τηλ. 36.36.482 - 360.54.51
68/οδηγος
Φ
στους αοράτους κύκλους της μέρας ΝΑΣΟ Υ
ΒΑ ΓΕΝ Α :
π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α .
Π ο ίη σ η
Α θήνα,
;
Σ τ ιγ μ ή ,
1 985. Σ ε λ . 48.
Οι πόλεις αφήνουν περίεργα ίχνη στη ζωή των ανθρώπων και των βιβλίων. Ξεκινούν λαμπερές και μεγάλες, μοναχικές και βιαστικές, και καταλήγουν ν’ απομείνουν στο χρόνο μια λέξη. Πάνω σ’ αυτή τη λέξη ξαναρχίζουμε να δημιουργούμε, χρόνια μετά, την πόλη, τους δρόμους, τις πλατείες, τα πρόσωπα. Η πόλη κρατάει την πρώτη λέξη και εκείνη την αίσθηση όταν την πρωτοαντικρύσαμε. Και ίσως κάτι ακόμα που ποτέ μας δεν μάθαμε. Αυτές οι σκέψεις μαζί με τις ιστορίες των αόρατων πόλεων του Ίταλο Καλβίνο ξετυλίχτηκαν κατ’ ευθείαν στη σκέψη μου την πρώτη φορά που μου διάβασαν αποσπά σματα από την «Ποίηση και Πραγ ματικότητα» του Νάσου Βαγενά. Ο ποιητής σκιαγραφεί την ποίηση. Περικυκλώνει το αντικείμενό του όπως ο Ίταλο Καλβίνο περικύκλω νε από διαφορετικές πλευρές τις πόλεις του. Ο Ίταλο Καλβίνο το ποθέτησε τις αόρατες πόλεις του στο κέντρο ενός κύκλου και κινή θηκε στην περιφέρεια, στοχεύον τας κάθε φοά και μια άλλη ιδιότη τα, κάθε φορά καί μια άλλη οπτική γωνία τους. Οι πόλεις και η μνήμη, οι πόλεις και η επιθυμία, οι πόλεις και τα σημάδια. Αόρατες πόλεις όπως η ροή της ίδιας της ποίησης. Πόλεις ζωντανές όσο η ανθρώπινη εμπειρία, πόλεις γεμάτες θαύματα όπως η ίδια η ζωή: «μπορεί ο Κουμπλάι Χαν να μην πιστεύει ό,τι του λέει ο Μάρκο Πόλο... καθώς ο νεαρός Βενετσιάνος περιγράφει τις πολιτείες που γνώρισε... δεν παύει όμως να ακούει με προσοχή και πε ριέργεια».1 Οι πόλεις είναι το άλλοθι του Μάρκο Πόλο, του Ίταλο Καλβίνο. Θέλει μ’ αυτές να περικυκλώσει την επιθυμία, τη γνώση, την εμ πειρία, το παρελθόν «γιατί το πα ρελθόν του ταξιδιώτη αλλάζει σύμ φωνα με την διαδρομή που ακο λούθησε για να φτάσει στο τέλος».2
Ναι λοιπόν, τούτες οι πόλεις φτιάχτηκαν μόνο και μόνο για να κεντηθούν γύρω τους οι ιστορίες τους, για να περικυκλώσουν την ποίηση και την επιθυμία του δη μιουργού τους. Το ίδιο συμβαίνει συνειδητά ή ασυνείδητα και στο δοκιμιακού χαρακτήρα ποιητικό βιβλίο του Νάσου Βαγενά «Ποίηση και πραγματικότητα». Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το πρώτο σημείο, το σημείο εκκίνησης του Βαγενά δεν είναι η τεχνική του Καλβίνο, αλλά η προδιάθεσή του για την ίδια την ποίηση. Είναι ο έρωτας των αισθη μάτων και των λέξεων. Λέξεις επι λεγμένες από την ίδια την ποιητική εμπειρία του και αισθήματα δια μορφωμένα μέσα από την τροχιά της ίδιας της ζωής. Δένουν αυτά τα στοιχεία γύρω από ένα δοκιμιακό στίγμα και εικονογραφούν μια κί νηση κυκλική, μια κίνηση περικύ κλωσης του αντικειμένου της ποιη τικής λειτουργίας. Ο ποιητής σε κάθε στόχευση στέκεται και σε δια φορετική θέση πάνω στη νοητή πε ριφέρεια του κύκλου. Κάθε φορά και από άλλη γωνία η στόχευση, κάθε φορά και με άλλο φίλτρο, κά θε φορά στοιχηματίζοντας και σε άλλη ιδιότητα του αντικειμένου του. Μια κίνηση που έχει να κάνει με την κινηματογραφική εμπειρία. Φυσικά δεν είναι τυχαίο πως ο Βαγενάς δεν ξεκινά από την ίδια την τεχνική, αλλα τη δημιουργεί στην
πορεία διάταξης του ίδιου του υλι κού του. Γιατί ξεκινά εμφανώς α πό το υλικό της ίδιας της ποίησης, τις λέξεις «λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες που ενώνουν το ένα μισό της πόλης με το άλλο μισό».3 Είναι η ίδια η ποιητική εμπειρία του δο κιμιογράφου το αρχικό σημείο, η εκκίνησή του. Στο προηγούμενο δοκιμιακού χαρακτήρα ποιητικό βιβλίο του, ο Βαγενάς είχε περιλανηθεί στους δαιδάλους της ποίησης, στις α σπρόμαυρες τροχιές που τέμνουν τη λειτουργία του ίδιου του ποιητι κού λόγου, γράφοντας ταυτόχρονα ένα δοκίμιο για την ίδια την ποίη ση με ποιητικό τρόπο. Μιλάμε για τον «Λαβύρινθο της Σιωπής». Τώ ρα έρχεται να διατρέξει μια άλλη διαδρομή. Κρατάει κάποια ποιητι κά στοιχεία (λιγότερα εκ πρώτης όψεως από τα ποιητικά στοιχεία του Λαβύρινθου) και προχώρα στην πολλαπλή οπτική του αντικει μένου της ποίησης. Αυτή η περικύ κλωση είναι από μόνη της ποιητι κή. Α ν προσθέσουμε και τον μη καθορισμό με απόλυτα κριτήρια του στόχου, τότε έχουμε μια εν δυ νάμει ποιητική πραγματικότητα. Ο ποιητής απλώς δίνει την εικόνα που έχει ήδη ξαναδώσει στον Λα βύρινθο όταν έλεγε πως «το κάθε τι κινείται προς το κέντρο. Το κέντρο μετακινείται συνεχώς».4 Περικυκλώνει λοιπόν ένα αόρατο ουσια στικά κέντρο, έναν μη ορατό στό χο. Η ποίηση από 17 διαφορετικές γωνίες-στοχεύσεις. Πίσω από τα σκηνικά η βαθιά εμπειρία μιας δια δρομής. Οι 17 στοχεύσεις δεν απο κλείουν μια αυριανή τους διεύρυν ση στις 25 ή στις 32. Το κέντρο και η περιφέρεια του κύκλου δεν απο κλείουν την αναζήτηση εδώ. Αντί θετα την προϋποθέτουν. Ο ποιητής
οδηγος/69 προϋπάρχει του δοκιμιογράφου. Πίσω λοιπόν από το βιβλίο του Καλβίνο και το βιβλίο του Βαγενά δεν είναι τούτη η κοινή κυκλική κί νηση ούτε η κινηματογραφική τους κίνηση, αλλά είναι η ίδια η ποίηση σαν τελική αναφορά, η ίδια βαθιά εμπειρία του ανθρώπου διαφορετι κά μετασχηματισμένη στον καθένα. Ποίηση και ιστορία, ποίηση και μοναξιά, ποίηση και γλώσσα, ποίη ση και ανάγνωση, ποίηση και κοι νός άνθρωπος, ποίηση και πραγμα τικότητα... Το εύρος των αναζητή σεων καθορίζεται από τις ίδιες τις ανάγκες του ποιητή. Οι διαδρομές τους ανάλογες με τις δικές του και οι αντιθέσεις τους ανάλογες με τις αντιθέσεις τις ίδιας της ζωής. Εί ναι και αυτό ένα ακόμα σημάδι ότι ο ποιητής προϋπάρχει. Είναι και αυτό ένα σημάδι της ταυτότητας, της κοινής ποιητικής αφετηρίας των πόλεων του Καλβίνο και της ποίησης του Βαγενά. Έ τσι μπορεί να ορίζει ο ποιητής ότι «η ποίηση εκφράζει... την αιώνια επιθυμία του ανθρώπου να υπερβεί την κα θημερινή του κατάσταση, να βιώσει την ιδανική πραγματικότητα».*12345 Ενώ σε προηγούμενη σελίδα έχει ήδη διαπιστώσει κάποια πεπερα σμένα όρια αυτής της εμπειρίας καθώς διαπιστώνει με μοναδικό τρόπο πως «η ποίηση δεν προοδεύ ει. Απλώς αλλάζει πρόσωπο. Ή , αν προοδεύει, δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Γιατί η ποίηση
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΕΡΚΥΡΑ1ΩΝ ΙΙΟΙΗΤΩΝ ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΙ (1944-1984)
δεν είναι ένα ποιητικό κείμενο, αλλα αυτό που αισθανόμαστε όταν διαβάζουμε ένα ποιητικό κείμενο. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε την ποίηση της εποχής μας με την ποίη ση μιας άλλης εποχής, γιατί δεν ξέ ρουμε τι αισθάνονταν από τα ποιή ματα της εποχής τους οι άνθρωποι της άλλης εποχής. Αυτό που ονο μάζουμε ποίηση μιας άλλης εποχής είναι τα ποιήματα της άλλης επο χής όπως τα αισθανόμαστε στην εποχή μας. Με άλλα λόγια είναι ποίηση της εποχής μας».6 Με αυτή την τελευταία διαπί στωση ο ποιητής γεφυρώνει με λέ ξεις το σήμερα με το χτες και με το α νοιο. Δίνει ζωτικό χώρο ύπαρξης μέοα στην εποχή μας όλων των εποχών, χωρίς να αποκλείει προη γούμενα και επόμενα, κατανοών τας τα μικρά και τα μεγάλα, κατα νοώντας τα αισθήματα κάθε επο χής και μην αποκλείοντας συνάμα προς χάρη τους τη σημερινή επο χή, έτσι όπως την αισθανόμαστε. Δίνει έτσι και ένα τέλος στο μύθο των μεγάλων και μικρών εποχών, δίνει ένα τέλος στο μύθο των κει μένων που γυρεύουν να υπάρξουν αφ’ εαυτών. Ο ποιητής ανιχνεύει την ποιητική σαν πρωταρχική λει τουργία που συντελείται μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο. Δίνει έτσι χώρο για όλες τις μορφές ποίησης που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος. Δη μιουργός απλά ενός συναισθήμα τος, μιας αίσθησης, μιας σκέψης,
αφήνει ανοιχτές τόσες εκδοχές όσες και τα ποιήματά του. Η κατάθεσή του, η ποίησή του συνεχίζει....
Κάποιο πρωινό βρίσκεσαι μόνος στην έξοδο μιας μεγάλης λεωφόρου σε μια ολοκαίνουρια πολιτεία. Ο δρόμος (υποθέσατε πως την έλεγαν Ράμπλας) οδηγεί στην θάλασσα, οδηγεί σε δεκάδες χαρούμενους μπόμπιρες που τρέχουν γελώντας σε μιαν όμορφη και άγνωστη γλώσ σα γεμάτη λαμπερά θήτα, τραγου διστά ρο, βαθιά χι. Μέσα σου χι λιάδες ναυαγημένα καράβια. Τα ποιήματα έχουν μια παράξενη λει τουργία μέσα μας ανακαλώντας το ένα το άλλο, η μια εικόνα την άλ λη, ένα α δ ιά κ ο π ο τ ρ έ ξ ι μ ο σ τ ο υ ς α ό ρ α τ ο υ ς κ ύ κ λ ο υ ς μ ια ς
ΔΙΑΜ ΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ Σ η μ ε ιώ σ ε ις
1. Ίταλο Καλβίνο: «Οι αόρατες πό2. Ίταλο Καλβίνο: «Οι αόρατες πό λεις». 3. Νασου Βαγενά: «Τα γόνατα της Ρω ξάνης». 4. Νάσου Βαγενά: «Ο λαβύρινθος της σιωπής». 5. Νάσου Βαγενά: «Ποίηση και πραγμα τικότητα». 6. Νάσου Βαγενά: «Ποίηση και πραγ ματικότητα».
Α Ν ΤΩ Ν Η ΚΑΛΦΑ
πρ ω ταθλητές μ ικ ρ ώ ν απ οστά σεω ν ΠΟΡΕΙΑ ΑΘΗΝΑ 1985
«ΠΟΡΦΥΡΑΣ»
ζω ντα νής
μ έ ρ α ς ...
Κεντρική διάθεση: Δ ιονύσιος Πομώνης Ζαλόγγου 1, Τηλ. 36.20.889
εκδόαεις που συμβάλλουν στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου μας ^ΒΒΒΗΒΒΙ Ini ΒΒΒΗΒΒ1ΗΓ
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Δ1ΒΛΙΤΟ Επιμέλεια:
22 Ιανουαρίου4 Φεβρουάριου 5
βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 138 gL, • '/'ο
Β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ό
Δ ε λ τ ίο
σ υ ν-
λη νες
τ ά σ σ ε τ α ι μ ε τ η ν π ο λ ύ τ ιμ η σ υ ν ε ρ γ α σ ία
το ν
« Ε σ τ ία ς » ,
β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο υ τη
π ρ ο σ ω π ικ ό
δ ιε ύ θ υ ν σ η
το ν
ο π ο ίο ν
τη ς
•
Σε
σ την
κάθε
ακολου
λ η ν ικ ό α λ φ ά β η τ ο . * Σ τ η ν κ α τ η γ ο ρ ί α τ ω ν π ε ρ ιο δ ικ ώ ν
Η τ α ξ ιν ό μ η σ η τ ω ν β ι β λ ί ω ν γ ί ν ε τ α ι μ ε β ά σ η το γ ν ω σ τό Δ ε κ α δ ικ ό Σ ύ σ τ η μ α Τ α ξ ιν ό μ η σ η ς , π ρ ο σ α ρ μο σμένο γ ρ α φ ία .
και
Η κ α τά τα ξη τω ν ξ έν ω ν σ υ γγ ρ α φ έ ω ν γ ίν ε τ α ι σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο ε λ
ε υ χ α ρ ι
σ το ύ μ ε θ ερ μ ά .
•
σ υ γ γ ρ α φ ε ίς
θ ο ύ ν ο ι ξ έ ν ο ι.
•
κ α ι το
ε λ λ η ν ικ ή
β ιβ λ ιο
δ ε ν π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι ε β δ ο μ α δ ι α ία έ ν τ υ π α .
»
Γ ια τ η ν α κ ό μ η μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η π λ η ρότητα
το ν
Δ ε λ τ ί ο υ ,· π α ρ α κ α -
λο ύ ντα ι ο ι εκ δ ό τες να μ α ς σ τέλ κ α τ η γ ο ρ ία
β ιβ λ ίω ν
π ρ ο η γ ο ύ ν τ α ι α λ φ α β η τ ικ ά ο ι έ λ -
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ν ο υ ν έ 'γ κ α ιρ α τ ι ς κ α ιν ο ύ ρ ιε ς ε κ δ ό σ ε ις τ ο υ ς .
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ. Επετηρίδα έτους 1982-1983. Λευκωσία, 1985. Σελ. 95.
σχολικού
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΛΕΥΚ Ω Μ Α ΤΑ Έκθεοη βιβλίου. «Η Θεσσαλονίκη στο βιβλίο». Κατά λογος. Θεσσαλονίκη, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1985. Σελ. 117.
Πανοραμική άποψις των Αθηνών. Αθήναι, Πανόρα μα, 1985. Δρχ. 2.500.
ΕΓΚ Υ Κ ΛΟ Π ΑΙΔΕΙΕΣ
________
ΖΑΓΚΛΑΒΗΡΑΣ ΝΙΚΟΣ Α. Εγκυκλοπαίδεια της αρ χαίας και νεώτερης σοφίας. Αθήνα, 1985. Σελ. 459. Δρχ. 3.000.
ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΒΛΑΧΟΣ (ΑΡΧΙΜ.).' Οσμή γνώσεως. Κατερίνη, Τέρτιος, 1985. Σελ. 245. Δρ·(. 600.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
72/δελτιο ΜΑΥΡΟΜΑΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β. Η γιορτή των Χρι στουγέννων. Κατερίνη, Τέρτιος, 1985. Σελ. 475. Δρχ. 1000.
ΕΦΑΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ
ΚΟΙΝ Ω Ν ΙΟ ΛΟΓΙA Α ΒΔΕ Λ Α ΕΦΗ - ΨΑΡΡΑ ΑΓΓΕΛΙΚΑ. Ο φεμινισμός στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 544. Δρχ. 1.300. ΛΑΓΑΚΟΥ ΝΕΛΛΗ Β. Κοινωνική αγωγή. Ανθρώπι νες σχέσεις. Α θήνα, 1985. Σελ. 69. Δρχ. 300.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ Ε.Ν. Συμβίωση χωρίς μέλλον. Ηρά κλειο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1985. Σελ. 92. Δρχ. 300.
Υ ΓΙΕ ΙΝ Η CLARK LINDA. Φυσικές θεραπείες για κοινές αρρώ στιες. Τ. Β' Αθήνα, Διόπτρα, 1985. Μετ. Γ. Μπαρουξής. Σελ. 350. Δρχ. 450.
ΦΙΛΙΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ I. Κοινωνία και εξουσία στην Ελ λάδα. Αθήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 191. ΜΑΡΞ ΚΑΡΑ - ΕΝΓΚΕΛΣ ΦΡΙΝΤΡΙΧ. Η επιστήμη της κοινωνίας. Εισ. - επιλ. - μετ. Θανάσης Καλόμαλος. Αθήνα, Στοχαστής, 1985. Σελ. 223. Δρχ. 450.
Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. Αποκατάσταση ιστο ρικών αληθειών. Αθήνα, 1985. Σελ. 45. Δρχ. 150.
Ε Π ΙΧΕΙΡΗ ΣΕΙΣ ΝΑΛΠΑΝΤΟΓΛΟΥ - ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ ΦΩΤΕΙΝΗ. Δακτυλογραφία. Α θήνα, Gutenberg, 1985. Σελ. 74. Δρχ. 1.200.
ΤΕΧΝΕΣ
ΔΑΜΒΟΥΝΕΛΗ ΕΛΕΝΗ. Πολιτικοί παράμετροι. Η τρομοκρατία ως νέα ομιλία. Α θήνα, 1986. Σελ. 36. ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Τέχνη και εξουσία. Α θήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 225. Δρχ. 600.
Ο ΙΚΟ ΝΟ Μ ΙΑ ΥΦΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Ν. Ο προγραμματι σμός του τομέα υγείας στην Ελλάδα. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1985. Σελ. 484.
ΓΕΝΙΚΑ ΚΟΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ. Το παιδί στη νεοελληνική τέ χνη. (1833-1922). Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 262. Δρχ. 1.400. ΜΟΥΡΙΚΗ ΝΤΟΥΛΑ. Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου. Τόμοι Α '-Β '. Αθήνα, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1985. Σελ. 303 + 343. Δρχ. 8000.
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΦΕΤΣΗ ΑΝ ΝΑ . Η ποιητική της σιωπής στη ζω γραφική του Σόρογκα. Α θήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 180.
ΑΣΤΡΟΝΟΜ ΙΑ ΚΑΠΡΑΝΙΔΗΣ Σ. Ο κομήτης του Halley. Αθήνα, Κύ κλος και Αρκάδι, 1985. Σελ. 127. Δρχ. 240.
Μ Ο Υ ΣΙΚ Η ΚΑΛΟΓΕΡΙΔΗΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ ΕΜΜ. Κρητική μου
δελτιο/73 σική (1). Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου, 1985. Σελ. 33. Δρχ. 700.
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΒΑΛΟΥΚΟΣ ΣΤΑΘΗΣ - ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΣΙ ΛΗΣ. Το φιλμ νουάρ. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1985. Σε) 255. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΡΗΣ. Μάρλον Μπράντο. Κινηματο γραφικό Αρχείο, αριθ. 23. Αθήνα, Αιγόκερως, 1985. Σελ. 91. Δρχ. 200. RAINER WERNER FASSBINDER. Μετ. Ναταλία Παπαγιαννοπούλου. Αθήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 267. Δρχ. 400.
Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 3ης Ετήσιας Συνάντησης του τμήματος γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστη μίου Θεσσαλονίκης. 26-28 Απριλίου 1982. Θεσσαλονί κη, 1985. Σελ. 542. /ΣΑΚΡΙΤΣΗ - ΚΑΤΣΙΑΝΑΚΗ ΧΡΥΣ. Μερικά διορ θωτικά <~η «οικογενειακά μας ονόματα του Μ. Τριανταφυλλίδη». Ανάτ. από το «Λεξικογραφικόν Δελτίον, Τ. ΙΕ' Αθήνα, 1985. Σελ. 271-277. ΧΑΤΖΗΣΑΒΒΙΔΗΣ ΣΩΦΡΩΝΗΣ Α. Φωνολογική ανάλυση της ποντιακής διαλέκτου, θεοσαλονίκη, 1985. Σελ. 196.
ΧΙΟΥΜ ΟΡ
ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το θαύμα!! Αθήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 157. Δρχ. 700. ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ποιος τρίτος δρόμος; Αθήνα, Καστανιώτης, 1985. Σελ. 158. Δρχ. 740. ΜΙΤ1ΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ό σα παίρνει ο άνεμος της αλ λαγής. Αθήνα, Βασδέκης, 1985. Δρχ. 400. MALLET PAT. Τα μικρά πράσινα ανθρωπάκια. Αθή να, Μαμούθ comix, 1985. Δρχ. 380.
Ο ΙΚ ΙΑ Κ Η ΟΙΚΟΝΟΜΕ VOGUE. Ομορφιά και προσωπικότητα. M u. Λίλη Γιαλέσσα-Λεοντίδη. Αθήνα, Φυτράκης. 19V5. Σελ. 225. Δρχ. 2.800.
27 ΧΡΟΝΙΑ ΕΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Με χιλιάδες βιβλία ιοτορικά, λογοτεχνικά, πολιτικά, οικονομικά, λε7 κό κ.ά. από 30 δραχμέν
μπαρμ πουν A
im
Αρισιοτίλους-Ι*· γνοτίας 150
ΤΟ ΚΑΤΩΙ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αρ.στοτέλους6*Τηλ. 27.18.53
ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ Καρόλου Ντηλ 3*Trpi. 23.97.46 Το μοναδικό παιδικό βιβλιοπωλείο
ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΜΠΑΡΜΠΟΥΝΑΚΗΣ
74/δελτιο
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΕΖΟΓΡΑΦ ΙΑ
Π Ο ΙΗ ΣΗ
ΒΛΑΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο. Αθήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 85. Δρχ. 400. ΠΑΛΙΝΗΣ Ι.Γ. Πριν από τον τρίτο παγκόσμιο πόλε μο. Αθήνα, Γραμμή, 1985. Σελ. 335. Δρχ. 500.
ΑΡΦΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Βράδυ στο σπίτι. Πάτρα, Πα ράθυρο, 1985. Σελ. 31.
ΔΗΜΟ ΥΛΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ. Οδός Ευθύνης, Β'. Ποιή ματα. Αθήνα, 1985. Σελ. 78.
ΔΑΜΙΑΝΙΔΗ ΑΝΝΑ. Σκεύος ηδονής. Διηγήματα. Αθήνα, συντεχνία, 1985. Σελ. 70. Δρχ. 250. ΚΑΨΑΣΚΗΣ ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πίσω από το χαμόγελο. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Νεφέλη, 1985. Σελ. 184. Δρχ. 400. ΛΑΪΝΑ ΜΑΡΙΑ. Ο κλόουν. Αθήνα, στιγμή, 1985. Σελ. 45. Δρχ. 160.
ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ενικού αριθμού. Αθή να, 1985. Σελ. 54.
ΜΑΝΤΕΛΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Όνειρα με κέρδη και ζη μιές. Αθήνα, Δωδώνη, 1985. Σελ. 262. Δρχ. 500.
ΚΑΜΑΡΙΝΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ενδόμυχα. Ποιήματα. Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1985. Σελ. 61.
ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΟΣΜΑΣ. Εκάτη. Αθήνα, Ερμής, 1985. Σελ. 385. Δρχ. 550.
ΚΕΡΑΣΙΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Η σκιά μου σαν σώμα. Αθήνα, Πλέθρσν, 1985. Σελ. 44. Δρχ. 150.
ΧΑΤΖΗΑΔΑΜΟΣ ΑΝΤΗΣ. Σκνιπόγιακ, Θεσσαλονί κη, Α.Σ.Ε., 1985. Σελ. 117. Ανθολογία ρώσικης κλασικής πεζογραφίας. Τόμος Α'. Μετ. Λάμπρος Πέτσινης. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 389. Δρχ. 900 ΓΚΟΡΝΤΙΜΕΡ ΝΑΝΤΙΝ. Η κόρη του Μπέρτζερ. Μετ. Α. Δημητριάδου. - Β. Τράπαλη. Αθήνα, Οδυσσέας, 1985. Σελ. 444. Δρχ. 650.
ΑΣΛΑΝΙΑΗΣ Ε.Γ. Αντίδωρον φόνου. Αθήνα, Κέ δρος, 1985. Σελ. 49. Δρχ. 350. ΒΟΤΣΗ ΟΛΓΑ. Πήλινο σχήμα. Αθήνα, Αστρολάβος/ Ευθύνη, 1985. Σελ. 110.
ΛΑΓΑΚΟΥ ΝΕΛΛΗ Β. Παιδιά του παγκόσμιου χάρ τη. Αθήνα, Σοκόλης, 1984. Σελ. 60. Δρχ. 200. ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ - ΤΣΕΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Απ’ τον απέραντο κήπο. Αθήνα, 1986. Σελ. 55. ΜΕΣΕΜΒΡΙΝΟΣ. Επιστροφή στη μεσημβρία Β'. Θεσ σαλονίκη, Τα τετράδια του Ρήγα, 1985. Σελ. 72. ΝΑΟΥΜΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΘ. Σιωπηλά σήμαντρα. Αθήνα, Όμβρος, 1985. Σελ. 31. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ ΠΑΝΟΣ Ν. Σκοπευτήριο. Αθή να, Θουκιδίδης, 1985. Σελ. 41. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ένα καλοκαίρι γιομάτο ει δήσεις. Ποιήματα. Αθήνα, «Δωδεκάτη Ώρα», 1985. Σελ. 37. ΠΕΡΡΑΚΗ ΕΛΛΗ. Έγχρωμη διαφάνεια. Αθήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 43. Δρχ. 150. ΡΙΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο βυθός μου τα πράγματα. Πάροδος/ποίηση, 1985. Σελ. 23. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Τ’ αγνό τραγούδι. Ποίηση. Κυπριακή Βασική Βιβλιοθήκη, αριθ. 10. Λευκωσία, 1985. Σελ. 40. ΤΖΑΝΕΤΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Όσο ακούω σε χρώμα. Αθήνα, Πλέθρον, 1985. Σελ. 43. ΤΣΙΑΤΤΑΛΑ - ΨΩΜΑ ΓΑΒΡΙΕΛΛΑ. Ποιήματα. Λευκωσία, 1985. Σελ. 45. ΤΣΙΚΡΙΤΣΗ-ΚΑΤΣΙΑΝΑΚΗ ΧΡΥΣ. 1980-1984. Αθήνα, 1985. Σελ. 77.
Ενδοτρόπια.
ΛΩΤΡΕΑΜΟΝ. Τα άσματα του Μαλντορόρ. Μετ. Γιάννης Ευαγγελίδης. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1985. Σελ. 180. Δρχ. 450.
ΓΟΥΕΣΤ ΜΩΡΙΣ. Οι γελωτοποιοί του Θεού. Μετ. Γιούρι Κοβαλένκο. Αθήνα, Άγκυρα, 1985. Σελ. 374. Δρχ. 450. ΜΠΑΛΖΑΚ. Οι χωριάτες. Μετ. Ε. Στεφανάκη. Αθή να, Γκοβόστης. Σελ. 373. ΜΠΕΛ ΧΑΪΝΡΙΧ. Ο σύντροφος με τα μακριά μαλλιά. Μετ. Λεωνίδας Καρατζάς. Αθήνα, γράμματα, 1985. Σελ. 175. Δρχ. 500. ΜΠΟΛΝΤΟΥΪΝ ΤΖΕΪΜΣ. Το δωμάτιο του Τζοβάνι. Μετ. Καίτη Οικονόμου. Αθήνα, Οδυσσέας, 1985. Σελ. 227. Δρχ. 350. Σ1ΝΙΟΡΕ ΣΙΜΟΝ. Αντίο Βολόντια. Μυθιστόρημα. Μετ. Μαργαρίτα Μαντά. Αθήνα, Εξάντας, 1985. Σελ. 559. Δρχ. 1.000. ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ΤΖΩΝ. Η σύντομη βασιλεία του Πιπίνου. Μετ. Αλκμήνη Πάκα. Θεσσαλονίκη, Παρατηρη τής, 1985. Σελ. 183. Δρχ. 300. ΣΤΑΝΤΑΛ. Ιταλικά χρονικά. Τόμος Α'. Η ηγουμένη του Κάστρο. Μετ. Ελένη Αστεριού. Αθήνα, Θεωρία, 1985. Σελ. 186. Δρχ. 400. ΤΖΟ ΚΟΥΟ ΜΟΝ. Τα παιδικά μου χρόνια. Μετ. Κ. Κισκίνη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1985. Σελ. 169. Δρχ. 300.
ΧΟΡΒΑΤ ΕΝΤΕΝ ΦΟΝ. .Ένα παιδί του καιρού μας. Νορβηγοί ποιητές 1900-1985. Εισ.-μετ. Γιώργος Χ ρ ι-. Μυθιστόρημα. Μετ. Αιμιλία Μανούση. Αθήνα, Γνώ στογιάννης. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 157. Δρχ. 300. ση, 1985. Σελ. 123.
δελτιο/75
ΗΜ ΕΡΟΛΟΓΙΑ ΣΕΦΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Πολιτικό ημερολόγιο Β'. 19451947, 1949, 1952. Αθήνα. Ίκαρος, 1985. Σελ. 238. Δρχ. 1.000.
Μ ΕΛΕΤΕΣ ΑθΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ. Η θεωρία και η πράξη της αφηγηματικής τέχνης του Φώτη Κόντογλου. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1985. Σελ. 181. Δρχ. 570. ΤΟΥΝΤΑ ΜΑΡΙΚΑ. Η δίκη του Φλωμπέρ. Αθήνα, Πολύτυπο, 1985. Σελ. 155. Δρχ. 400. ΠΡΟΥΣΤ ΜΑΡΣΕΑ. Διαβάζοντας. Μετ. Π. Παπαδόπουλος- Κ. Τσιταράκης. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 88. Δρχ. 350.
Δ Ο Κ ΙΜ ΙΑ
Βιβλία της Κωστοΰλας Μητροπούλου στο Γκοβόστη
• • • • • • • •
Όσκαρ Η εκτέλεση Τελευταία παράσταση Νταλίκα Περιθωριακοί Πολιτείες και άνθρωποι Περιθωριακή ζωή Αλφαβητάριο
Σολωμού 12, 106 83 Αθήνα. Τηλ.: 36.15.433-36.22.251-36.25.677
ΤΣΟΧΑΣ ΚΩΣΤΑΣ Α θ. Περιδιαβάζοντας το «συνειδέναι»... του ωραίου και της τέχνης. Αθήνα, Λύχνος, 1985. Σελ. 91. Δρχ. 450.
Έ να βιβλίο για το Στρατό
ΘΕΑΤΡΟ ΓΕΝΙΚΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ ΠΑΝΟΣ Ν. Επίτομη ιστορία παγκόσμιου θεάτρου. Αθήνα, Σχολή Σταυράκου, 1985. Σελ. 155.
ΕΡΓΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. «Ο A, ο Β και ο Γ». Αθήνα, Πατάκης, 1986. Σελ. 79.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΑ πωλείται σε όλα τα βιβλιοπωλεία LOWITH KARL. Το νόημα της ιστορίας. Μετ. Μά-
76/δελτιο ριος Μαρκίδης - Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 340.
ΤΑΞΙΔΙΑ
Α ΡΧΑΙΟ Λ Ο ΓΙΑ ΚΟΣΜΟΣ ΜΟΡΤΖΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ανασκαφή Βρυσών Κυδωνιάς. Το ελληνικό ιερό Α στον Καστέλο. Αθήνα, Απόδειξις, 1985. Σελ. 136 + εικόνες. Δρχ. 2.500.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Σοσιαλιστική Γερμα νία. Ταξιδιωτικό. Αθήνα, Δίφρος, 1985. Σελ. 283. Δρχ. 600.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΒΡΑΝΑ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ. Επιθεώρηση... καψοΰρα μου! Αθήνα, Γλάρος, 1985. Σελ. 543. Δρχ. ΉΚΧ). ΓΑΡΔΙΚΑΣ Κ.Δ. Χρονικό ενός αγιάτρευτου... γιρτρού. Αθήνα, 1985. Σελ. 457. Δρχ. 1.000. ΓΚΙΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ο άλλος Καραμανλής. Αθήνα, Νάστος, 1986. Σελ. 270. Δρχ. 800. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΡ. Απομνημο νεύματα μιας μακράς ζωής. 1852-1932. Αθήνα, Καραβίας, 1985. Σελ. 361. Δρχ. 1.000. ΜΑΝΙΑΤΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Από γενιά σε γενιά. Αθή να, Εστία, 1985. Σελ. 344. Δρχ. 500. ΜΥΡΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. Η αντίσταση της αγάπης. Θεσσαλονίκη, 1985. Σελ. 406. Δρχ. 600. Τα κατεχόμενα Γυμνάσιά μας. Κύπρος, Γυμνάσιο Παλουριώτισσας. Σελ. 227. Καρλ Μαρξ. Βιογραφία εικονογραφημένη. Μετ. Γιάν νης Βούλγαρης. Αθήνα, Θεμέλιο, 1985. Δρχ. 3.200. ΦΕΡΝΑΝΤΕΖ ΝΤΟΜΙΝ1Κ. Εγώ ο Πιέρ Πάολο στα χέρια του Αγγέλου. Μετ. Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Αθήνα, Αστάρτη, 1985. Σελ. 555. Δρχ. 1.200.
Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΙΚΕΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ. Περί βυζαντινών. Μελέτη. Αθήνα, Καραβίας, 1985. (Φωτοανατύπωση). Σελ. 148. Δρχ. 350. ΔΕΡΕΧΑΝΗ ΕΥΓΕΝΙΑ Β. Το όρος Λύκαιο και οι αρ χαίοι αρκάδες. Αθήνα, 1985. Σελ. 237. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ. Χρονικό του Γαλαξειδιού. Αθήνα, Ακρίτας, 1985. Σελ. 95. Δρχ. 300. ΚΡΑΝΤΟΝΕΛΛΗ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Ιστορία της πειρα τείας. Στους πρώτους χρόνους της τουρκοκρατίας. 139-1538. Αθήνα, Εστία, 1985. Σελ. 473. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. Ιστορικές γραμμές. Τόμος Β': Βυζάντιο. Λάρισα, 1985. Σελ. 369. Δρχ. 600. ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Τ. Μεταφράσεις τούρκι κων ιστορικών εγγράφων αφορώντων εις την ιστορίαν της Κρήτης. Τόμος Ε '. Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου, 1985. Σελ. 271. Δρχ. 1.000.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ ΔΟΗΙΑΔΗ-ΤΡΙΠ ΑΝΘΗ. Θέλω να μου χαρίσεις κάτι. Εικ. Αλέξης Κυριτσόπουλος. Αθήνα, Ά γρα, 1985. Δρχ. 450.
Α Θ ΛΗ ΤΙΣΜ Ο Σ ΜΠΡΑΟΥΝ ΝΤΙΝΤΙΕ. Το ποδόσφαιρο. Μετ. Δημήτρης Ζαπώνης. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1985. Σελ. 36. ΝΤΕΦΛΑΣΙΕ ΑΛΕΝ. Το τένις. Μετ. Νατάσα Μανάς. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1985. Σελ. 36.
ΘΕΑΤΡΟ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Ανεβάζουμε ένα έργο; Τρία μονόπρακτα για έφηβους. Αθήνα, Γνώση, 1985. Σελ. 100.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Τεύχος 27. Δρχ. 150. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 309. Δρχ. 70. ΑΡΧΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ. Περιοδική έκ δοση της Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών. Τόμος Ζ'. Δρχ. 700. ΑΤΡΑΠΟΣ. Περιοδικό φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής Ρεθύμνου Κρήτης. Τεύχος 3-4. ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ. Τεύχος 9. ΓΛΩΣΣΑ. Περιοδική έκδοση γλωσσικής παιδείας. Τεύχος 10. Δρχ. 250. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 938. Δρχ. 150.
δελτιο/77 ΔΑΥΛΟΣ. Τεύχος 49. Δρχ. 180. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΥΜΗΤΤΟΥ - ΧΑΡΑΥ ΓΗΣ. Φύλλα 7, 8. Δρχ. 20. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 136. Δρχ. 200. ΔΡΩΜΕΝΑ. Δίμηνο θεατρικό περιοδικό. Τεύχος 10/ 11. Δρχ. 300. ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό εκπαι δευτικού και κοινωνικού προβληματισμού. Τεύχος 2. - Δρχ. 250. ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ. Τεύχος 8. ΕΚΤΟΣ. Το περιοδικό για νέους. Τεύχος 1. Δρχ. 150. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Φύλλο 68. ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Τεύχος 47. Δρχ. 100. ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Τεύχος 58/1985. ΕΥΒΟΪΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ. Φύλλο 39 ΘΟΥΡΙΟΣ. Κεντρικό όργανο της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος. Τεύχος 201. Δρχ. 60. ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Τεύχος 23. Δρχ. 250. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 51. Δρχ. 180. ΤΟ ΜΑΤΣΑΚΟΝΙ. Ταξικός μπούσουλας των ναυτών. Φύλλο 32. Δρχ. 1. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΣΕΡΡΩΝ. Φύλλο 44. Δρχ. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ. Διμηνιαία εφημερίδα ενημέρωσης. Φύλλο 17. Δρχ. 20. ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ. Δεκαπενθήμερη εφημερίδα Κεφαλονιάς - Ιθάκης. Φύλλο 5. Δρχ. 20. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. Επιθεώρηση προ βληματισμού για οργάνωση και διοίκηση. Τεύχος 22. Δρχ. 200. ΠΑΙΔΙ. Περιοδική ενημερωτική έκδοση. Τεύχος 10. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 906. Δρχ. 150. Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μηνιάτικη έκδοση γνώμης Ν. Κο ζάνης. Φύλλο 14. ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ. Τεύχος 8. ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 82. Δ οχ. 230. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Τεύχος 25. Δρχ. 200. ΣΥΛΛΟΓΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες και φιλότεχνους. Τεύχος 28. Δρχ. 150. ΤΡΙΓΩΝΟ. Περιοδική έκδοση λόγου και τέχνης. Δρχ. 600. ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τεύχος 42. Δρχ. 250. GOOD MORNING. Διμηνιαίο δίγλωσσο περιοδικό. Τεύχος 1.
η νέα
ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ .
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΑΜ Π Ο Υ ΝΙΝΤΑΛ
• Ηλίας Ευθυμιόπουλος: Ηγενεαλογία του τρόμου. • Αχιλέας Φακατσέλης: Οι πυρηνικές βάσεις στην Ελλάδα. • Θανάσης ΒαλαβανΙδης: Βιολογικός πόλεμος. • Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος: Τα άγνωστα ελ ληνικά βουνά. • Γιώργος Σαμιώτης: Το μήνυμα του Greenham Com mon. • Μιχάλης Μοδινάς: Οδοιπορικό στη χειμερινή Γαλ λία. • Γιώργος Νάθαινας: Το τραμ μπορεί να επανέλθει. • Αλέξανδρος Γεωργόπουλος: Το άνοιγμα του σχο λείου στη ζωή. • Γιώργος Ευτυχίδης: δέντρα ανθεκτικά στη ρύπανση. • Μάρω Καραμάνη: υπερασπίζοντας τις αλεπούδες στην Αγγλία. • θωμάς Κουτρούμπας: η λιμνοθάλασσα του Αιτωλικού. • Κίμων Χατζημπίρος: η ανακύκλωση των υλικών. • Μιχάλης Μοδινάς: οι βροχές ξανάρθαν στην Αφρι κή. λΑ Νέα Οικολογία, Μανρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80
78/δελτιο 15 Ιανουαρίου28 Ιανουάριου 1986
κ ρ ιτ ικ ο γ ρ α φ ία
Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
Σ τ η ν Κ ρ ιτ ι κ ο γ ρ α φ ί α π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι ό λ ε ς ο ι ε π ώ ν υ μ ε ς β ι β λ ι ο κ ρ ι τ ι κ έ ς κ α ι β ιβ λ ι ο π α ρ ο υ σ ι ά σ ε ι ς τ ω ν ε λ λ η ν ι κ ώ ν ε κ δ ό σ ε ω ν π ο υ δ η μ ο σ ιε ύ ο ν τ α ι σ τ ο ν η μ ε ρ ή σ ιο α θ η ν α ϊκ ό τ ύ π ο . Π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι, ε π ίσ η ς , κ α ι κ ρ ι τ ι κ έ ς δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ε ς σ τ ο ν π ε ρ ι ο δ ι κ ό κ α ι ε π α ρ χ ια κ ό τ ύ π ο , ό σ ε ς φ υ σ ικ ά φ ρ ο ν τ ίζ ο υ ν ν α μ α ς σ τ έ λ ν ο υ ν ο ι σ υ ν τ ά κ τ ε ς τ ο υ ς . Γ ι α κ ά θ ε β ι β λ ί ο σ η μ ε ιώ ν ο ν τ α ι, μ έ σ α σ ε π α ρ έ ν θ ε σ η : τ ο ό ν ο μ α τ ο υ κ ρ ιτ ι κ ο ύ κ α ι ο τ ί τ λ ο ς τ ο υ ε ν τ ύ π ο υ ( β λ . Υ π ό μ ν η μ α ) , κ α θ ώ ς κ α ι η η μ έ ρ α δ η μ ο σ ίε υ σ η ς τ η ς κ ρ ιτ ικ ή ς , α ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια ε φ η μ ε ρ ίδ α , ή ο α ρ ιθ μ ό ς έ κ δ ο σ η ς , α ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια π ε ρ ιο δ ικ ό έ ν τ υ π ο .
ΚΡΙΤΙΚΟΙ Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κσνιδάρης ΓΠ: Γ. Παναγιώτου ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βθλάση ΘΠ: θ . Μ. Πολίτης ΘΥ: θ . Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρονικάς ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΔ: Κ. θ . Δημαράς ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου
ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειδαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΓ: Ελεύθερη Γνώμη ΕΙ: Εικόνες Ε θ: 'Εθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
Εγκυκλοπαίδειες
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεσν ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης Π θ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΠ: Σπουδές ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΟ: Τομές ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Ελληνική εκπαιδευτική εγκυκλοπαίδεια (ΚΝ, ΚΑ, 23/1), (Ν. Αντύπας, Κέρδος, 26/1)
Ζηγκλαβήρας Ν.: Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας και νεότερης σοφίας (ΚΝ, ΚΑ, 16/1) Kirk G.S.: Ηράκλειτος (X. Ντουνιά, ΑΝ, 308) Λιστάρ Ζ.Φ.: Φαινομενολογία (ΘΥ, ΕΙ, 15/1)
Τύπος
θρησκεία
Κομίνης Λ.: Η κρίση του ελληνικού τύπου (Τ. Ψαράκης, ΕΝΑ, 23/1)
Η Καινή Διαθήκη (Κ. Χωρεάνθης, ΔΙ, 135)
Πολιτική
Φιλοσοφία Βενιαμίν Λέοβιος (πρακτικά Συμποσίου) (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/
1)
Meney Ρ.: Τάιγκα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1) Τσαουσέσκου Ν.: Το δικαίωμα στη ζωή, δικαίωμα στην ειρήνη (ΑΦ, ΑΚ, 28/1)
δελτιο/79 Οικολογία Κανελλόπουλος Α.: Οικονομία και οικονομική του περιβάλ λοντος (ΓΜ, ΟΤ, 23/1)
Εκπαίδευση - Σχολικά Βοηθήματα Δημολιάτης Γ.: (Αντί) παιδαγωγικό πανόραμα (ΒΠ, ΔΙ, 135) Σταυρίδης Μ.: Μουσικό Εργαστήρι (ΘΥ, ΕΙ, 22/1)
Τεχνολογία Ελληνικό γλωσσάριο πληροφορικής (ΛΑ, ΠΕ, 82) Νικολινάκος Γ.Π.: Ανάλυση και σχεδίαση συστημάτων επε ξεργασίας με υπολογιστές στοιχείων πληροφοριών (ΛΑ, ΠΕ, 82)
Διαιτητική Παρουλάκη I. - Παρουλάκης Μ.: Η σωστή διατροφή (ΘΥ, ΕΙ, 15/1) Νόελ Α. - Τριμπόν Φ.: Καθημερινή διαιτητική (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1)
Τέχνες Επαγγέλματα που χάνονται (ΒΠ, ΔΙ, 135) Ζαμβακέλλης Π.: Εισαγωγή στη Βυζαντινή ζωγραφική (Δ. Δελής, ΡΙ, 26/1) θεοφάνους Κ.: Η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984 (ΚΣ, ΝΕ, 16/1) Κούρια Α.: Το παιδί στη νεοελληνική τέχνη (ΚΣ, ΝΕ, 16/1) (ΚΤ, Ε θ , 15/1), (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 23/1) Λοϊζίδη Ν.: Ο Υπερρεαλισμός στη νεοελληνική τέχνη (ΚΣ, ΝΕ, 16/1) Ραυτόπουλος Δ.: Τέχνη και Εξουσία (ΠΚ, ΑΥ, 19/1) Ροζάκος Ν.: Το νεοελληνικό λαϊκό θέατρο στην Αμερική 19031950 (ΚΝ, ΚΑ, 16/1) Χαριάτη-Σισμάνη Κ.: Μαθητεύοντας κοντά στον Μπουζιάνη (ΚΣ, ΝΕ, 16/1) Χρήστου X.: Το αρχοντικό της αγροτικής τράπεζας (ΚΣ, ΝΕ, 16/1), (ΚΝ, ΚΑ, 23/1) Arecco S.: Θόδωρος Αγγελόπουλος (ΒΠ, ΔΙ, 135)
Αθλητισμός Το βιβλίο των κανονισμών (ΚΤ, Ε θ , 15/1)
Λογοτεχν ία-Γενικά Ιδίοις αναλώμασιν (X. Ντουνιά, ΑΝ, 308)
Κλασική φιλολογία Γιουρσενάρ Μ.: Το στεφάνι και η λύρα (Τ. Ψαράκης, ΕΝΑ, 23/1)
Ποίηση Βαβούρης Σ.: Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα (Ελ. Γ., ΚΑ, 23/1) Βενέτης θ .: Τα προσωπεία (Φ. Μούλιος, ΑΥ, 16/1) Γιαννάκη - Παπαστυλιανού Κ.: Ψηλάφισμα της αιωνιότητας (Κ.Π.Μ., ΔΑ, 49) Διαμαντοπούλου Α.: Τα θαμπά είδωλα (Σ. Κόκκινης, ΡΙ, 26/1) Ευσταθιάδης Γ.: Ενικού αριθμού (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Καπασκέλη Ε.: Αναζητήσεις (ΘΥ, ΕΙ, 15/1) Κατράκης Π.: Εικσνοστάσιο (Ε.Γ.Ρ., ΔΑ, 49) Λαϊνά Μ.: Δικό της (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Λιόση I.: Poesie noir (Κ.Π.Μ., ΔΑ, 49) Μαγγανάρης A.: Libido (ΘΠ, ΕΣ, 535) Μαραθάκης Μ.: Μαζάνθρωπος (Κ.Π.Μ., ΔΑ, 49) Μερκενίδου Ε.: Η νοσταλγία (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Μίσσιος Κ.: (Επιμ) 44 ποιητικές φωνές από τη Λέσβο (Α.Κ., ΡΙ, 26/1)_
Μουντές Μ.: Η αντοχή των υλικών (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1) Νικορέτζος Δ.: Οδοιπορία στη σιωπή (Κ. Μιχαήλ, ΔΑ, 49) Ντάνου Ε.: Μολυβιές (Κ.Π.Μ., ΔΑ, 49) Ντουφεξής Σ.: Μετα-χρονικά (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Παπαχρήστου-Πάνου Ε.: Του βιβλικού αμπελώνος οι βότρυες (Κ.Π.Μ., ΔΑ, 49) Σκουρσγιάννης Γ.: Εμπλοκή (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Φράγκου Β.: Και το θέρος ετελεύτα (Σ. Κοκκίνης, ΡΙ, 26/1) Καγιάμ Ο.: Ρουμπαγιάτ (ΚΤ, Ε θ , 26/1) Πάρρα Ν.: Ποιήματα και αντιποιήματα (ΚΤ, Ε θ, 22/1)
Πεζογραφία Αγγελόπουλος Μ.: Ό λα στο φως (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Αξιώτης Δ.: (επιμ.) Καβαλιώτες πεζογράφοι (ΑΚ, ΡΙ, 26/1) Αρβανιτάκης Α.: Μόνα Λίζα (ΜΚ, ΔΙ, 135) Βαλτινός θ .: Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (ΚΤ, Ε θ , 15/1) Βλάχου Ν.: Ο βιασμός (Ε.Γ.Ρ., ΔΑ., 49) Γεωργούτσος Κ.: Ο Περίανδρος και το σύννεφο (Φ. Μούλιος, ΑΥ, 16/1) Δρακονταειδής Φ.: Η διπλωματούχος του πιάνου (ΚΤ, Ε θ, 15/1) Καλιότσος Π.: Το συμπόσιο (Κ. Κορόβηλας, ΚΑ, 16/1) Μεγαπάνου Α.: Καλλίστη (Α. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 16/1) Μπινιάρης Γ.: Λάσπη (ΑΦ, ΑΚ, 18/1) Νιρβάνας Π.: Έγκλημα στο Ψυχικό (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Παπαδάτου Β.: Πού είναι το ξίφος σου Αηδία; (ΒΠ, ΔΙ, 135) Παπαδιαμάντης Α.: Άπαντα, τόμ. Δ ' (ΚΝ, ΚΑ, 23/1) Παπακυριάκης Γ.: Ο τυφλός ταξιδιώτης (ΣΤ, ΕΛ, 16/1) (ΚΤ, Ε θ , 22/1) Περδίκης Γ.: Ήμεροι θάνατοι (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Ρηγόπουλος Α.: Ο δειλός (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1) Τσουκαλάς Γ.: Κουρασμένος από τον έρωτα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 19/1) Φραγκιάς Α.: Το πλήθος (ΣΤ, ΕΛ, 16/1) Χουλιαράς Ν.: Ζωή την άλλη φορά (ΘΥ, ΕΙ, 15/1) Agueen Μ.: Μια ιστορία με κοκαίνη (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1) Αντρεζέφσκι Γ.: Στάχτες και διαμάντια (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 19/1) Γκόρντιμερ Ν.: Η κόρη του Μπέρτζερ (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Γκρην Γ.: Ο 1ος άνθρωπος (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 19/1) Γουκ X.: Πόλεμος και αναμνήσεις (Θ.Π., ΟΤ, 23/1) Λόουρυ Μ.: Το ρολόι φάντασμα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/1) Πούζο Μ.: Ο Σικελός (Ν. Αντύπας, Κέρδος, 26/1) Σάσα Λ.: Η εξαφάνιση του Μαγιοράνα (ΒΠ, ΔΙ, 135) Φερέιρα Β.: Σύντομη χαρά (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Φράνσις Κ.: Νυχτερινός ουρανός (Θ.Π., ΟΤ, 23/1)
Μελέτες Βαγενάς Ν.: Ποίηση και πραγματικότητα (Ε. Κοτζιά, ΚΑ, 23/
1)
Δημητριάδης Δ.: Η απόρρητη αλήθεια του κόσμου (ΒΧ, ΑΥ, 21/1) Κορέλας X.: Αισθητική της πεζογραφίας (ΣΤ, ΕΛ, 16/1) Παπαίωάννου Μ.Μ.; Κ. Βάρναλης (Κ. Καραχάλιος, ΡΙ, 19/1)
Παιδικά Ιωαννίδης Ι.Δ.: Χωρίς κοτσάνι (θ. Καραγιάννης, Δημοκρατι κή Πορεία Υμηττού, 7). Παλαιολάγου-Πετρώνδα Ε.: Στο κάστρο της νεράιδας μουσι κής (ΖΒ, ΡΙ, 26/1) Παπαθωμοπούλου Κ.: Μότζαρτ (ΖΒ, ΡΙ, 26/1) Τριβιζάς Ε.: 1) Ο Κροκόδειλος που πήγε στον οδντογιατρό 2) Το απίθανο τσίρκο του Μανώλη (θ. Καραγιάννης, Δημοκρα τική Πορεία Υμηττού, 7) Ψαραύτη Λ.: Ανάσες και ψίθυροι του δάσους (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 23/1) Άντερσεν Χ.Κ.: Η τοσοδούλα (ΘΥ, ΕΙ, 22/1) Bruel C.-Bozellec Α.: Η ιστορία της Λιλής που είχε ίσκιο αγο ριού (Α. Δελώνης, ΔΙ, 135) Ντε Σούζα Κ.: Παιδικός οδηγός για γνωριμία με τη μουσική (ΖΒ, ΡΙ, 26/1)
80/μικρες αγγελίες Ιστορία
Μαρτυρίες - Βιογραφίες - Απομνημονεύματα
Κουζινόπουλος Σ.: Ελευθερία (ΚΤ, ΕΘ, 22/1) Μιχελή Λ.: Πλάκα (ΚΝ, ΚΑ, 16/1) Μπούτσκας Α.: Η φραγκοκρατία στην Ηλεία (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 23/1)
Βλάχος Α.: Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης (ΣΤ, ΕΛ, 16/1), (ΑΦ, ΑΚ, 25/1) Βρανά Σ.: Επιθεώρηση Καψούρα μου (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 19/1) Δραγούμης I.: Φύλλα ημερολογίου (ΚΣ, ΝΕ, 25/1) Σακελλαρίου X.: Μ. Παπαμαύρος (ΣΤ, ΕΛ, 16/1) Σεφέρης Γ.: Πολιτικό Ημερολόγιο Β' (ΚΣ. ΝΕ, 25/1)
Νικολακόπουλος Η.: Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 1946-1964 (ΒΠ, ΒΙ, 135) Σταμέλος Δ.: Ο θάνατος του Καραϊσκάκη (Η. Τσατσόμοιρος, ΔΑ, 49)
Αρχαιολογία Boardman J.: Αθηναϊκά ερυθρόμορφα αγγεία (ΛΑ, ΠΕ, 82)
Χαρατσής I.: 1023 αξιωματικοί και 22 κινήματα (ΚΝ, ΚΑ, 16/
1)
Beaud Μ.: Ιστορία του σοσιαλισμού (Π. Λινάρδος-Ρολμάν, ΟΤ, 16/1) Rostovtzeff Μ.: Ρωμαϊκή ιστορία (Α. Χανιώτης, ΔΙ, 135)
Περιοδικά Νέα Οικολογία (Ν. Αντύπας, Κέρδος, 26/1) Τα εκπαιδευτικά (ΣΤ, ΕΛ, 16/1)
μικρές αγγελίες ΔΥΑΡΙ ζητώ στο κέντρο του ΠΕΙΡΑΙΑ ή στις περιοχές Καστέλλα, Τουρκολίμανο, Προφ. Ηλία, Φρεαττύδα, Πειραϊκή. Έ ξι νοίκια μπροστά. Τηλ.: 36.42.789 (πρωϊνά) και 45.34.033 (απογ.). Δώρο, σ’ όποιον μ’ εξυπηρετή σει, μια συνδρομή 25 τευχών στο «Διαβάζω».
ΕΜΠΕΙΡΟΣ μεταφραστής, πτυχιούχος Πανεπιστημίου με προϋπηρεσία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αναλαμβάνει μεταφράσεις λο γοτεχνικών, νομικών, ιατρικών και τεχνικών κειμένων από τα γαλλικά και αγγλικά. Πληρο φορίες: Τ.Θ. 10622, 54110 Θεσ σαλονίκη. Τηλ: 031/622140.
ΖΗΤΩ (αγορά ή ανταλλαγή): 1/ ΔΙΑΠΛΑΝΗΤΙΚΑ, ΠΑΡΑ ΞΕΝΑ κλπ παλαιά κόμικς 2/ ΒΙΒΛΙΑ του «Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βι βλίων» 3/ 4 ΤΙΤΛΟΥΣ εκδόσεων Σιδέρη του Ιουλίου Βερν 4/ ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ υλικό από το φοιτητικό κίνημα και τις ορ γανώσεις νεολαίας 1970-1981. Τηλ.: 20.15.756. Δημήτρης.
ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΕΝΑΣ ΣΤΑΘΜΟΣ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΣ της Ελένης Βοΐσκου. (30 χρόνια από το θάνατό του). Έρευνα με άγνωστα στοιχεία και κείμε να, ένα ντοκουμέντο για τον μεγάλο στοχαστή και πρωτοπό ρο συγραφέα. Σελ. 496 και 28 εικόνες, δρχ. 700. Κεντρική διάθεση: Βιβλιοφιλία, Μαυρομηχάλη 7. Τηλ: 36.14.332. ΤΡΙΑΡΙ διαμέρισμα για κατοι κία ψάχνω εναγωνίως στις πε ριοχές: Ν. Κόσμο, Καλλιθέα, Κουκάκι, Δάφνη, Ηλιούπολη, Ν. Σμύρνη, Αμφιθέα, Π. Φά ληρο. Τηλ.: 32.34.270. Υ.Σ. Δώρο σε όποιον με διευ κολύνει μια σειρά από τα βι βλία των εκδόσεων «Καλέντης».
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ ιδιαίτερα μαθήματα παραδίδει στον Πει ραιά καθηγητής με φροντιστη ριακή πείρα. Τηλ.: 45.34.033 (4-6 μ.μ.). ΡΑΔΙΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ αυ τοκινήτου PIONEER ΚΕΗ9000 άθικτο, αξίας 140.000 δρχ., πωλείται 100.000 δρχ. Τηλ.: 36.42.789 (πρωινά 10-12). ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ - ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ κέντρο δέχεται μαθητές. Τηλ.: 81.32.262
ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΣ μαθηματι κών παραδίδει μαθήματα. Αρ κετή πείρα και λογικές τιμές. Τηλ.: 72.46.228, 20.10.563.
Κάθε λέξη στις μικρές αγγελίες στοιχίζει 20 δραχμές
ΜΑΡΙΟΥ ΧΛΚΚΛ
Μάριος Χάκκας
ΑΠΑΝΤΑ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΥΦΕΚΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ
Το κοινόβιο
Ο Μπιντές
Τυφεκιοφόρος του εχθρού
ΜΑΡΙΟΣ ΧΑΚΚΑΣ
ένοχή Ενοχή (ΘΕΑΤΡΙΚΟ)
Ε Κ ΔΟ Σ Ε ΙΣ A ΚΕΔΡΟΣ W
Συμπληρώστε τη σειρά των αφιερωμάτων του
ΔΙΑΒΑΖΩ
Αντίσταση και Λ ογοτεχνία (No 58) Λ ατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μ παλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέημς Τζόυς (No 62) Κιόστας Χ ατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθειόρηση Τέχνης (No 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) * Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μ ικροασιατικός ελληνισμός (No 74) Λ ογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μ πόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μ αργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Α δαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μ πορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κιόστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμαν Μαν (No 90) Φ ρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μ παρτ (No 93) Π αιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λ απαθιιότης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97)
Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μ ακρϋγιάννης (No 101) Λ ουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Ά γ ρ α ς (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θ εόφιλος Καΐρης (No 106) Α ρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Ά ντερσεν (No 108) Έ ρ μ α ν Έ σσε (No 109) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (No 111) Έ ντγκα ρ Ά λ α ν Πόε (No 112) Φιότης Κόντογλου (No 113) Φ ιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κ οινω νιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Β λαντιμίρ Μ αγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κ υπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λ ακάν (No 126) Ζ αν-Π ω λ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Β υζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Αώρενς (No 132) Τ.Σ. Έ λ ιοτ (No 133) Μ αργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μ πωβουάρ (No 136) Γιώργος Θ εοτοκάς (No 137)
...οκό ϊχο ΐ'ν Γ;«ντ/.,|(Ιπ
Α. Μ εταξά 26 - 10681 Α θήνα - τηλ. 36.40.488 - 36.40.487