Τεύχος 157

Page 1

+r

7V

* y p U l4 r 2 " ί^ ν

|κές τάσεις χρονη ελληνική

διπλό τεύχος ΑΡΙΘ. 157 · 17.12.86 · ΔΡΧ. 400

^



τα βιβηία της «γνώσης» ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ Το Ονομα του Ρόδου

Επιμύθιο στο Ονομα.του Ρόδου

...«Ο Μεφιστοφελής, αν θυμάστε, προσέφερε στον δύσπιστο Φάουστ ένα βιβλίο που περιείχε τα πάντα, ο κύριος Έ κο κάνει περίπου την ίδια προσφορά σε όλους μας, με μια πολύ πιο λογι­ κή τιμή».

...«Πιστεύω όγι για ν' αφηγηθείς, πρέπει πρώτ απ' όλα να κατασκευάσεις έναν κόσμο, όσο το δυ­ νατόν πιο εμπλουτισμένο ώς τις έσχατες λεπτομέρειες... Η ιδέα του Ονόματος του Ρόδου μου ήρθε σχε­ δόν τυχαία και μου άρεσε, διότι το ρόδο είναι ένα συμβολικό σχήμα, τόσο βεβαρημένο με νοήμα­ τα που δεν του έχει απομείνει πια σχεδόν κανέ­ να: μυστικό ρόδο και το ρόδο έζησε όσα ζουντα ρόδα, ο πόλεμος των δύο ρόδων, ένα ρόδο εί­ ναι ένα ρόδο είναι ένα ρόδο είναι ένα ρόδο, ο ροδόσταυρος, ευχαριστώ για τα υπέροχα ρόδα, δροσερό και μυρωμένο ρόδο...

Books and Bookmen

...«το μυθιστόρημα αυτό ανήκει στην κατηγορία των φιλοσοφικών αφηγημάτων του Βολταίρου... Με τη διασκεδαστική αμφίεση μιας λόγιας μυθι­ στορίας, αποτελεί μια έντονη ικεσία για ελευθε­ ρία, μετριοπάθεια και σοφία».

L’ Express

Ουμπέρτο Εκο

«Καθηλωτικό, έντονα ελκυστικό και ύπουλα α­ νάλογο με την εποχή μας».

La Repubblica

Σ Υ Ν Τ Ο Μ Α ΚΥΚΛΟ Φ ΟΡΟΥΝ • κήνσορες και Θεράποντες • Ο Υπεράνθρωπος των Μαζών • πραγματεία Γενικής Σημειωτικής

· Ανοιχτό Εργο · Απούσα Δομή · Από την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας

εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση: Ζωοδόχου Πηγής 29,106 81 Αθήνα, τηλ. 362.0941 - 362.1194 - 778.6441



r

ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΟ ΤΜΗΜΑ

Λ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΤΟ ΤΕΛΕΙΟ ΤΟ ΑΣΧΗΜΟ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟ ΤΡΑΠΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΩΜΙΚΟ;

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΦΥΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ; ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ, Η ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΑ ΔΙΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΧΑΡΑ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΠΟΛΑΥΣΗ; ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΝ ΤΟΣΟ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΟΣΟ ΚΑΙ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΑΠΟΛΑΜΒΑΝΟΥΝ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΥΤΑ. ΒΟΗΘΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΣΟΥΜΕ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ. ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΠΩΣ ΝΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΟΥΜΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΩΡΑΙΟΥ.

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΠΕΙΡΑΙΑΣ: Ηρώων Πολυτεχνείου 46 - τηλ. 4127967 . ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ: Αριστοτέλους 7 - τηλ. 261069 ΓΙΑΝΝΕΝΑ: 28ης Οκτωβρίου 19 - τηλ. 38090 ΗΡΑΚΛΕΙΟ: Σμύρνης 27 - τηλ. 224335 ' ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΥ 3 ΤΗΛ. 3629.814 - 3629.835 ΠΑΤΡΑ: Ζαΐμη 35 - τηλ. 221491

ι βιβλιοπωλείο

; ϋυγχρονη εποχή_


0 HAERTPCiniROS παρατηρητής Τ α καλύτερα βιβλία γ ια κομπιούτερς που ενη μ ερ ώ νουν-εκ πα ιδεύου ν-ψ υχαγω γού ν

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ Το α λφ άβητο

Για να μ ά θ ετ ε τ ο ν AMSTRAD

Μεθοδολογία Προγραμματισμού με τη γλώοσα

FORTRAN

BEST SELLER για δύο χρόνια ατην Αμερική, το βιβλίο αυτό προσφέρει ό,τι ακριβώς χρειά­ ζεται ένας αρχάριος: Βήμα-βήμα, απο την στιγμή που ανάβει τον υπολογιστή του μέ­ χρι να αρχίσει να επικοινωνεί μαζί του περιγράφονται ανα­ λυτικά όλες οι διαδικασίες. Το βιβλίο αυτό αποφεύγει την τεχνική ορολογία και είναι γραμμένο από δύο γυναίκες συγγραφείς με μεγάλη πείρα ατα μαθήματα για computers.

«Με το βιβλίο αυτό, δημιουργείται μια νέα γενιά χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών» Αυτό ήταν ένα από τα πολλά διθυραμβικά σχόλια του αγγλι­ κού τύπου μόλις πρωτοκυκλοφόρησε ατην Αγγλία το βιβλίο αυτό, από το γνωστό για τα επιμελημένα βιβλία του εκδο­ τικό οίκο SUNSHINE. Οι συγγραφείς του έχουν γρά­ ψει δεκάδες βιβλία για ηλεκ­ τρονικούς υπολογιοτές.

Η γλώοσα FORTRAN που είναι από τις πιο παληές γλώσσες προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών απέδειξε οτην πράξη ότι αντέχει στον χρόνο. Κατάφερε να ανανεώνεται συ­ νεχώς και δίκαια θεωρείται σήμερα ίσως η καλύτερη γλώσ­ σα για τους μηχανικούς. 0 συγγραφέας Αλ. Καράκος είναι αναλυτής ηλεκτρονικών υπολογιστών και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Κυκλοφορούν επίσης σε δεύτερη έκδοση τα εξαντλημένα

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ν,ΑΘΗΝΑ:«Π ΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ»,ΔΙΔΟΤΟΥ 39, ΤΗΛ. 3600658,3608527 'ΘΕΣίΚΗ: «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ»,ΑΛ. ΣΤΑΥΡΟΥ 15.ΤΗΛ 927685,935920


κυκλοφορεί η πρώτη

εγκυκλοπαίδεια, πληροφ ορική*! Η Εγκυκλοπαίδεια Πληροφορικής & Τεχνολογίας Υπολογιστών είναι ένα πολύτιμο έργο για όλους όσους θέλουν να ενημερωθούν yu την Πληροφορική και τις Νέες Τεχνολογίες όπως επίσης και για όλους όσους σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν τον υπολογιστή στη δουλειά τους. Πάνω από 100 Ελληνες επιστήμονες, ερευνητές, καθηγητές Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, διακεκριμένοι επαγγελματίες, μηχανικοί, εκπαιδευτικοί, νομικοί και δημοσιογράφοι εξηγούν μέσα c 5 τόμους και εκατοντάδες λήμματα όλα γύρω από τους υπολογιστές και τις εφαρμογές της πληροφορικής.

Απευθύνεται σε: • όσους πρέπει να χρησιμοποήαουν τον Υπολογιστή σαν εργαλείο στη δουλειά (στελέχη Δημοσίου, Επιχέιρήοεαν και Οργανισμών) • όσους διδάσκονται ή θα διδαχθούν την Πληροφορική (μαθητές, σπουδαστές, φοιτητές) • όσους χρειάζονται ένα πλήρες και έγκυρο έργο αναφοράς (επιστήμονες και επαγγελματίες της Πληροφορικής) ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗΝ • όσους είναι «ανήσυχοι γύρα από ΤΕΤΑΡΤΗ 26 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΙ τις Νέες Τεχνολογίες (όλους τους γονει ΚΑΘΕ ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΟΡΟΙ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ

> g Juuναεγγρο»υουνδροοιτηςOT|vΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣI

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΗ _ ΤΑΧΥΔ. ΚΟΔ | | | | | | ™ ταχυδρομική επιταγήαξίας-------------------------------- Δρ ΕΚΔΟΣΕΙΣNEQNΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΝΕΠΕ.. ΣτουρΜρο23.Αίήνο10βΜ.Τηλ:36451Μ·3642979


ΣΥΓΧΡΟΝΗ Ο ι ΕΠΟΧΗ Άννα Ζάγχαρς Ιστορίες του χτες

Ν έες εκδόσεις Δ Ε Κ Ε Μ Β Ρ Η Σ ’86

Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η Λ Ο ΓΟ Τ Ε Χ Ν ΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ. Κ. Παρορίτης. ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜ ΟΙ. Κ. Παρορίτης. NO ΠΑΣΑΡΑΝ. Τσερμέγκας - Τσφμιράκης. Μ ΝΗ Μ ΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Θ. Πανάγος. ΤΥΜ ΠΑΝΑ ΤΟΥ 1909. Η. Λεφούσης. ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Τ. =ανθόπουλος. ΔΙΗ ΓΗ Μ ΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜ Ο Κ ΡΑΤ ΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟ. Συλλογή • Η ΣΦΗΓΚΟΦΩΛΙΑ. Δ. Ραβάνη - Ρεντή. • Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ - Επιλογή. • • • • • • •

Π Α Γ Κ Ο Σ Μ ΙΑ Λ Ο ΓΟ Τ Ε Χ Ν ΙΑ • • • • •

ΑΔΕΛΦΗ ΚΑΡΙ. Τέοντορ Ντραϊζερ. Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ. Μανουελ Κοφίνιο ΦΩΣ Α Ν Α Μ ΕΣΑ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ. Χόρχε Μοντέζ. Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ. Αλεξάντερ Φοντέγιεφ. Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΕΛΟΣ. 2 τόμοι. Αλμπερτ

Μαλτς.

Μπέρτολτ Μπρέχτ Για

• Φ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ - Δυο νουβέλες. • ΑΝΘΟ ΛΟΓΙΑ ΑΜ Ε Ρ ΙΚΑ Ν ΙΚΗ Σ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Συλλογή. • Π Ο ΙΗ Μ Α Τ Α Μ ΠΡ ΕΧΤ . Μετάφραση Νάντια Βαλα-

βάνη.

ζην τέχνη

Π Α ΙΔ ΙΚ Α

και ζην πολιτική

• ΕΝΑΣ ΓΕΛΩΤΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΚΛΑΜΑΤΑ. Ελένη ΠριόΣύγχρονη Εποχή

e

βολου.

• ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΕΞΟΧΗΣ. Μαρίτσα. • ΑΟΡΑΤΕΣ ΦΩΝΕΣ. Μαρία Σφακιανοπούλου. • Ε Ν Α Π ΙΑ Ν Ο Μ Ε ΦΤΕΡΑ. I. Καρατζαφέρη.

Σε πρώτο πρόσωπο

Εκδόσεις Ζ αλόγγου 11 106 81 Αθήνα. Τηλ. 3640 713, 3623 649


■ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ - ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1986· ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ - Σόλωνος 76, τηλ. 36.29.923

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ

ΙΟΑΝ Ρ. COULIANO

ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ ΚΑΙ Η ΑΥΡΑ

Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας για το 1985 ΣΕ ΠΡΩΤΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΕ ΧΙΛΙΑ ΜΟΝΟ ΑΝΤΙΤΥΠΑ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΑ. ΠΟΙΗΣΗΣ

ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ Hpaieyt* m·

EUsvss

ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ


TO ΔΕΝΤΡΟ ΠΕΤΡΟΣ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΓ * ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ * ΜΑΡΩ ΔΟΓΚΑ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ * ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΛΙΟΤΣΟΣ ΜΑΡΓ. ΚΑΡΑΠΑΝΟΤ ΑΑΕΞ. ΚΟΤΖΙΑΣ ΜΑΡΓ. ΛΓΜΠΕΡΑΚΗ ΑΡΙΣΤ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΑΕΞ. ΣΧΙΝΑΣ

ΝΙΚΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ

Γλώσσα ΜΙ

ΚΑΙΗ ΤΣΙΤΣΕΛΗ ΝΙΚΟΣ Χ Ο ΪΛΙΑΡΑΣ ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΑ ΗΣΑΪΑ

ΜΕΝΗΣ ΚΟΓΜΑΝΤΑΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤ. ΜΗΛΙΩΝΗΣ ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ ΤΑΧΤΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

νεοελληνική έκφραση

ΑΑΕΞ. ΙΣΑΡΗΣ

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΘΕΟΔΩΡΟΓ ΡΟΓΛΑ ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ

38 ποιητές καί πεζογράφοι μιλούν καί γράφουν γιά τή γλώσσα ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ * ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ * ΔΙΟ ΝΪΣΗ Σ ΜΕΝΙΔΗΣ ΑΛΟΗ ΣΙΔΕΡΗ * ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΓΛΟΣ * Ν .Δ . ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΓΛΟΣ ΣΠΓΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ * ΝΙΚΟΣ ΦΩΚΑΣ * ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΓΝΕΛΑΣ ΣΠΓΡΟΣ ΗΛΙΟΠΟΪΛΟΣ * ΒΙΚΤΩΡ ΙΒΑΝΟΒΙΤΣ

αφιέρωμα

27


• ΠΑΤΡΙΚ ΖΥΣΚΙΝΤ Το άρωμα • ΓΚΡΑΧΑΜ ΓΚΡΗΝ Μονσινιόρ Κιχότης Ουσία και βάθος Οι Θεατρίνοι Ο δέκατος άνθρωπος • ΣΟΛ ΜΠΕΛΟΟΥ Ενας ανήσυχος Δεκέμβρης • ΣΟΥΣΑΚΟΥ ΕΝΤΟ Οι Σαμουράι • ΜΠΕΡΝΑΡΝΤ ΜΑΛΑΜΟΥΝΤ Η τελευταία χάρη • ΣΟΛ ΣΤΑΪΝ 'Α λλοι άνθρωποι • ΜΥΡΙΕΛ ΣΠΑΡΚ Μια εχέμυθη γραμματέας • ΜΙΧΑΕΛ ΕΝΤΕ Ιστορία χωρίς τέλος ΗΜόμο • ΟΥΙΛΙΑΜ ΓΚΟΛΝΤΙΝΓΚ Ελεύθερη πτώση • ΝΟΡΤΡΟΥΝΤ ΜΠΟΓΚΕ ■ΕΡΛΙ Ενάντια στον άνεμο

ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΛΑΣΙΚΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ

ΜΕΓΑΛΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ I ^υ*^λοφορούν''Ί

I ν«α Πρώτη φορο\

1^>ν Ελλάδα!W

►ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΜΩΡΙΑΚ Οι οχιές ►ΒΙΚΥ ΜΠΑΟΥΜ Γκραντ Οτέλ ►ΑΛΑΙΝ-ΦΟΥΡΝΙΕ Ο Μεγάλος Μωλν ►ΑΝΑΤΟΛ ΦΡΑΝΣ Το έγκλημα του Συλβέοτρου Μποννάρ ►ΤΖΟΖΕΦ ΚΡΟΝΙΝ Το κάστρο ►ΑΝΤΡΕ ΖΙΝΤ Ποιμενική συμφωνία ►ΑΝΤΟΥΑΝ ΝΤΕ ΣΕΝΤ - ΕΞΙΠΕΡΙ Ο μικρός πρίγκιπας Γη των ανθρώπων Νυκτερινή πτήση

Υπάρχουν και «δεμένα» σε υπερπολυτελή Βιβλιοδεσία.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Μ Α Υ Ρ Ο Μ ΙΧ Α Λ Η 1 - 106 79 Α Θ Η Ν Α ΤΗΛ.: 3602535 - 3618654

Για αναγνώστες με απαιτήσεις


Λίζα Μιχελή ΨΕΥΔΕΠΙΓΡΑΦΑ (ποιήματα)

ΣΟΝΕΤΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΕΡΩΤΑ και άλλα

8 ΣΟΝΕΤΑ Για πρώτη φ ορ ά συγκεντρωμένα σ’ ένα βιβλίο παρουσιάζονται όλα τα γνωστά μέχρι σήμερα σονέτα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα με σ χέδια του ίδιου.

Έμμα Σάντος

Φρανσουάζ Σαγκάν

Ο Σαρτρ

Ιζαμπέλ Αλιένχε

ΣΚΟΤΩΣΑ ΤΗΝ EMMA ΣΑΝΤΟΣ

ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ

για τον ΣΑΡΤΡ

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ

ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ

Λίζα Μιχελή ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ Απ’ το Σταροπάζαρο στο Γιουσουρούμ

Κυκλοφορεί σε β ' έκδοση Νατάλια Γκίνσμπουργκ Η ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ

Κ Υ Κ ΛΟ Φ Ο ΡΗ ΣΕ ΕΚ Δ Ο ΣΕΙΣ Ω Κ ΕΑ Ν ΙΔΑ Ε .Π .Ε . Χαρ. Τρικούπη 49 -

Τηλ. 3627.341-3606.137


ΜΕΔΟΥΣΑ

Ο

Ι ΕΠΤΑ ΓΟΤΘΙΚΕΣ ΙΣΤΟ ΡΙΕΣ, παρόλο που είναι ουσιαστικά το πρώτο έργο της Κάρεν Μπλίξεν, την έκανε αμέσως αγαπητή στο αναγνωστικό κοινό, μα και σε πολλούς σύγχρονους συγγραφείς από το

Hemingway ως τον Julio Cortazar. Είναι αδύνατο να συνοψίσει κανείς αυτό το βιβλίο με την μαγική ατμόσφαιρα, τις μεταμορφώσεις, τις μονομαχίες, τα φαντάσματα και τους ρομαντικούς έρωτες. Η κάθε ιστορία εμπεριέχει άλλες μικρότερες, που φωτίζουν, προωθούν και ολοκληρώνουν την πλοκή, όπως και στις Χίλιες και Μια Νύχτες και παρόλο που είναι αυτοτελής συνθέτει με τις υπόλοιπες ένα οργανικό σύνολο. Η σύνδεση των ιστοριών διακρίνεται κυρίως στην ανάπτυξη των θεμάτων που γίνεται με συνεχείς παραλλαγές, μεταθέσεις και αναστροφές όπως στις Φούγκες του Μπαχ. Πρόκειται για ένα ιλιγγιώδες παιχνίδι, που οι πόλοι του είναι η Αλήθεια και το Ψ έμα, η Πραγματικότητα και η Φαντασία, η Ζωή και η Τέχνη. Αυτό όμως που κυριαρχεί είναι η ακατανίκητη γοητεία τους, γοητεία τόσο έντονη ώστε η Carson McCullers έγραψε κάποτε: «Αν ήθελα να ξεφύγω απ' τη ζωή μου, θα βυθιζόμουν γ ι’ άλλη μια φορά στις Ε πτά Γοτθικές Ιστορίες.»

Κεντρική διάθεση: Δ. Μαραθιάς, Ζαλλόγγου 1, τηλ. 36 20 889 ----------------------------1ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ-ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ &ΣΙΑ Ε.Ε., ΣΟΛΟΝΟΣ 114 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 36 45 822]



Χαρίστε στα παιδιά σας , αυτό που πραγματικά τους αξίζει

• Οι ιστορίες μιας αυτόματης γιαγιάς Νπμίτερ Ινκιόφ

• Νεανικό ημερολόγιο με σταγόνες νεοελληνικής ποίησης • Η χρονιά μου... με αυτοκόλλητα (ημερολόγιο για παιδιά 6-12 ετών)

• Λαογραφικό ημερολόγιο

• 0 κύριος των ελεφάντων Ρενέ Γκιγιό

• Ο Αντώνης και η Κουκιδίτσα Έριχ Καίστνερ

• Ο Παρασκευάς ή η Μισέλ Τουρνιέ

• Ο μικρός αδελφός Λότη Πέτροβιτς Ανδρουτοοπούλου

STAYTOKOMiiL

• Και άλλα 15 βιβλία πλουτίζουν τη σειρά μας.

ις τ ο ρ ιε *

ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ • Η κυρία Κλοκλό στο σουπερμάρκετ • Η κυρία Κλοκλό μαγειρεύει • Η κυρία Κλοκλό στολίζεται • Η κυρία Κλοκλό διαβάζει Τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, αντικαθιστώντας ης εικόνες με ανη'σιοιχες αυτοκόλλητες λέξεις.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΠΑΤΑΚΗ Σύγχρονα βιβλία με σεβασμό στην υπεύθυνη γνώση ΝΜΗΤΑΡΑ 3,10ό 78ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 36.38.362


■Χαρίστε βιβλία Το βιβλίο είναι το καλύτερο δώρο ΝΕΑΝ ΙΚΗ ΒΙΒ Λ ΙΟ Θ Η Κ Η Επιλεγμένα βιβλία για παιδιά και νέους 1. Έλλη Αλεξίου Ρωτώ και μαθαίνω ......................... 2. Ζωρζ Σαντ Ιστορία ενός ςγαθούλη .................. 3. Φώντας Λάδης Άλκης ο ψεύτης............................. 4. Τξων Στάινμπεκ Το κόκκινο αλογάκι . . . .................. 5. Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Ιόλη, ΠΤη νύχΤα που ξεχείλισε το ποτάμι ...................................... 6. Βίκτωρ Ουγκιό Απ’όσα έχω δει ............................. 7. Όσκαρ Ουάιλντ Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας.............. 8. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ο μικρός περιηγητής Α '.................. 9. Σοφία Μαυροειδή-Παπυ Ο μικρός περιηγητής Β' . 10. Σοφία Μαυροειδή-Παπα Ο μικρός περιηγητής Γ " .................. Και οι τρεις τόμοι . ...................... 11. Μάνος Κοντολέων ΟΕέαπότ’άστρα ......................... 12. Νίτσα Τξώρτξογλου Ο χρυσός δαρεικός ........................ 13. Χέντρικ Βαν Λουν Η ιστορία της ανθρωπότητας ......... 14. Αθηνά Παπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ευρώπη) 15. Αθηνά Παπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία) 16. Μαρία Μιχαήλ-Δέδε Ινδιάνικοι θρύλοι ........................... 17. Όσκαρ Ουάιλντ Το φάντασμα του Κάντερβιλ........... 18. Τξακ Λόντον Αγάπη για τη ζωή........................... 19. Αλέξανδρος Δουμάς Ιστορία ενός καρυοθραύστη ........... 20. Αλφόνς Ντωντέ ΟΤαρταρέντηςΤαρσσκόν............. 21. Ιφιγένεια Αλμπανοπούλου Χόπιτι-Χοπ.................................... 22. Τζακ Λόντον Πειρατικές ιστορίες ........................ 23. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Απίθανες ιστορίες ......................... 24. Κατερίνα Γλυκοφρύδη Μελήσιππος.................................. 25. Νικολάι Βορόνοβ Το κυνήγι των περιστερών............. 26. Λίτσα Ψαραύτη Στα βήματα του Σαμοθήριου........... 27. Αννα Γκρέτα Βίνμπεργκ Μια Πέμπτη του Οκτώβρη............... 28. Νικολάι Βορόνοβ Μάσα, ένα σύγχρονο κορίτσι ......... 29. Νίτσα Τξώρτξογλου Το τσίρκο της Ίρμας ...................... 30. Ρόμπερτ Αούις Στήβενσον Το νησί των θησαυρών .................. 31. Αλέξανδρος Δουμάς Η μαύρη τουλίπα ...........................

700 300 300 400 400 500 400 500

buu 1300 400 400 800 400 400 300 400 400 400 400 300 400 400 600 400 400 450 400 400 600 600

32. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Μύθοι και θρύλοι της Ρώμης........... 33. Κάρολος Ντίκενς Χριστουγεννιάτικη ιστορία ............. 34. Μαρία Μιχαήλ-Δέδε Θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας 35. Ελλη Αλεξίου Μύθοι του Αισώπου....................... 36. Χάρης Σακελλαρίου Η φωτιά που δε σβήνει.................... 37. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Το ωραιότερο διήγημα του κόσμου ·· 38. Ανατόλι Αλέξιν Η τρελή Ευδοκία ........................... 39. Νίτσα Τξώρτξογλου ΣΟΣ —Κίνδυνος........................... 40. Ντίνος Δημόπουλος Ο μαστρο-Πολύξερος κι η παλιοπαρέα του........................ 41.1. Δ. Ιωαννίδης Τα τρία παιδιά ............................... 42.1. Δ. Ιωαννίδης Το άσπρο άλογο ........................... 43.1. Δ. Ιωαννίδης Ένα καράβι στη βιτρίνα ................ 44.1. Δ. Ιωαννίδης Η ιστορία με το γαλάζιο μολύβι....... 45. Ότφριντ Πρόισλερ Ο Νερουλίνος, το πνεύμα της λίμνης 46. ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Ιστορίες των δερβισάδων ............... 47. Ανατόλι Αλέξιν Τηλεφωνήστε κι ελάτε.................... 18. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Η εταιρεία Στάλκι & Σία ................. 49. Έρνεστ Χεμινγουέι Ο γέρος και η θάλασσα.................. 50. Άντον Τσέχωφ Αστείες ιστορίες............................. 51. Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Ο κήπος με τ’αγάλματα ................ 52. Ειρήνη Μάρρα Μια ιστορία για δύο ........................ 53. Σοφία Φίλντιση Ορέστης.............: ......................... 54. Χάρης Σακελλαρίου Διηγήματα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων ---55. Τξ. Μιντ Φόκνερ Μούνφλιτ (Τομυστήριο του θρυλικού διαμαντιού) ......................... 56. Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα Στη χώρα των Φαραώ .................... 57. Κίρα Σίνου — Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου Το χέρι στο βυθό ........................... 58. Άλμπερτ Διχάνοφ Η έκλειψη του ήλιου........................ 59. Ιβάν Τουργκένιεφ Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού............. 60. ΜαρκΤουέιν Οι περιπέτειες του Χακ Φ ιν ............. 61. Χάρης Σακελλαρίου Ο Σπιθοβολάκης ...........................

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ζ Π Ο Δ . ΠΗΓΗΣ 3. Α Θ Η Ν Α 142 ΤΗΑ. 3603234

500 400 400 400 400 400 400 400 400 400 400 400 400 300 400 400 70S 400 400 300 400 400 700 600 400 400 400 400 700 300



τα τραμ

7ΓΟΥΨϊΓΑΜί.

ΓΙΑΝΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Ο ΤΡΥΠΙΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

1986

το

ΝΕΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΑΠΟ ΣΗΜΕΡΑ Σ’ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΖΗΤΕΙΣΤΕ ΤΟ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α Θ ΗΝ Α

me


ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ

Α. Μέταξα 26, Αθήνα - 106 81 Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Μάριος Βερέττας και Χρήστος Λάζος ΕΡΕΥΝΑ: Νεολογικές τάσεις στη σύγχρονη ελληνική (Γράφει η 'Αλκηστις Χιδίρογλου-Ζαχαριάδη)

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

Τεύχος 157

Τιμή: Δρχ. 400

Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση ΕΠΕ,

Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889

26

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

17 Δεκεμβρίου 1986

Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333

18 20 24

Κώστας Χωρεάνθης: Χρσνολόγιο Κ.Γ. Καρυωτάκη Γεωργία Δάλκου: Ο Καρυωτάκης και η εποχή του Κώστας Στεργιόπουλος: Η μαρτυρία της μορφής στην ποίηση του Καρυωτάκη Ελ. Πολίτου-Μαρμαρινού: Οι τολμηροί διασκελισμοί του Καρυω­ τάκη προς το μέλλον Αθανάσιος Γκότοβος: Μια προσέγγιση στο ποίημα του Κ.Γ. Κα­ ρυωτάκη: «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζσν» Hero Hokwerda: Ελεγεία ή σάτιρες; Peter Mackridge: Ζητήματα ύψους και ύφους στην ποίηση του Κα­ ρυωτάκη Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος: Δομές αντίθεσης στην ποίηση του Καρυωτάκη Κώστας Χωρεάνθης: Ο «καθωσπρεπισμός» της ποίησης και ο Κα­ ρυωτάκης Δημήτρης Τζιόβας: Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στο μοντερνισμό Ζ.Ι. Σιαφλέκης: Η «Δεσποινίς Bovary», μια διακειμενική ανάγνω­ ση Έρη Σταυροπούλου: Κ. Χατζόπουλου, «Το όνειρο της Κλάρας» Κ. Καρυωτάκη, «Δεσποινίς Bovary»: Παράλληλα κείμενα Αλεξ. Αργυρίου: Ο κριτικός λόγος του Κ.Γ. Καρυωτάκη Γρηγόρης Πασχαλίδης: Ο θάνατος του συγγραφέα και η αυτοκτο­ νία της κριτικής Συνοπτική βιβλιογραφία Κ. Καρυωτάκη

40 45 51 62 70 74 79 83 91 100 108 113 118 125 132

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Κιμουρτζής ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Αθ. Βαλαβανίδης ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Μάνος Κοντολέων ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Γράφει ο Κοσμάς Μεγαλομμάτης

133 138 141 143 145

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Αντ. Παπαϊωάννου και Χρίστος Παπαγεωργίου

135

ΔΕΛΤΙΟ Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

151

ΚΡΙΤΊΚΟΓΡΑΦΙΑ

157

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα στον Κλωντ Λέβι - Στρως


19 Νοεμβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 1986

1. Γ. Τσαρόύχη: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης) 2. Φ. Γερμανού: Η Εκτέλεση (Κάκτος)

1

*

Λ

Λ Λ Λ

..

| Σύγχρονη Εποχή - Αθ.

α> <

1 Ραγιάς - Θεσ.

Γρηγόρης-Αθ.

Βαγιονάκης - Αθ.

ΒΙΒΛΙΑ

| Κατώι του βιβλίου - θεσ. | Κοτζιά - Θεσ. | Λέσχη του βιβλίου - Αθ. | Μεθενίτης - Πάτρα | Μποστανόγλου - Πειραιάς

Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο του­ λάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβου­ λεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής».

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό­ τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ’ όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε­ ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα­ τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις με­ γαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις αστε­ ρίσκους (*\), το αμέσως μετά με δύο (**) και το τελευταίο με έναν (* ).

1Δοκιμάκης - Ηράκλειο | Δωδώνη - Αθ. IΕλευθερουδάκης - Αθ. | Ενδοχώρα - Αθ.

Η Α Γ Ο Ρ Α Τ Ο Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ]

CD <

I

***

ϊ. Κυρ: Ελούντα καλεί Αστέρα OVER (Κάκτος)

Λ

4. Α. Βλάχου: Μια φορά κι ένα καιρό ένας διπλωμάτης 4ος τόμος (Εστία) 5. Μ. Κούντερα: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι (Εστία) 6. Γ. Ιωάννου: Ο τρύπιος δρόμος (Καστανιώτης) Στο βιβλιοπωλείο Γρηγόρης - Αθήνα: Τζων Λε Καρέ: Μια μικρή πόλις στη Γερμανία (Γρηγόρης). Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρο­ νη Εποχή - Αθήνα το βιβλίο του Χέλμοντ Βεκ: Αξιολόγηση και βαθμολόγηση (Σύγχρονη Εποχή).

Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 4300 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 4100 δρχ. 15 τευχών 2800 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 2500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 5100 δρχ.

Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 55 δολ. (ΗΠΑ)— Σπουδαστική 25 τευχών 51 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 36 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 34 δολ. Κύπρος 25 τευχών 48 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 44 δολ. Κύπρος 15 τευχών 32 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 30 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική 25 τευχών 61 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 58 δολ. 15 τευχών 40 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχώγ 38 δολ.

Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 63 δολ. Κύπρος: 56 δολ. Αμερική κλπ. 70 δολ.

Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765

Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 200 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.



ΧΡΟΝΙΚΑ

Π ροσφορά εικόνες ΞΕΡΕΤΕ την ανώνυμη εταιρεία Δρ. Δ. Α. ΔΕΛΗΣ; θ α μπορούσα­ τε, δίκαια, να αναρωτηθείτε, γιατί αναφερόμαστε σ’ αυτήν και μάλι­ στα από τούτη δω τη στήλη. Το ίδιο αναρωτηθήκαμε και εμείς όταν λάβαμε την πρόσκλησή της για να παραβρεθούμε σε μια συνέντευξη Τύπου. Λοιπόν, η απορία μας λύ­ θηκε όταν φτάσαμε στα γραφεία της και πληροφορηθήκαμε ότι η εν λόγω εταιρεία έκλεινε τα 40 χρόνια από την ίδρυσή της και για να εορ­ τάσει το γεγονός κυκλοφόρησε πο­ λυτελέστατη έκδοση με «ΕΙΚΟ­ ΝΕΣ». Αυτός άλλωστε είναι και ο τίτλος του τόμου που προσφέρθηκε στους καλεσμένους με 370 εικόνες του 15ου-18ου αιώνα οι οποίες δη­ μοσιεύονται πρώτη φορά και ανή­ κουν στη συλλογή του Δημητρίου Οικονομόπουλου. Η έρευνα, μελέτη και ταξινόμηση του υλικού οφείλε­ ται στην αρχαιολόγο Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη στην οποία ανήκει και η εισαγωγή του βιβλίου. Στην αρτιότητα της έκδοσης συνέβαλαν ο ζωγράφος Τάκης Κατσουλίδης, οι φωτογράφοι Μάκης Σκιαδαρέστης και Γιώργος Μπαλής και από μέρους της «Ελκα-Ασπιώτη» την εκτυπωτική φροντίδα είχε η Αφρο­ δίτη Παπαστεφάνου. Οι σελίδες της κριτικής μας έχουν το λόγο. Εμείς από αυτό το χώρο θέλουμε να επαινέσουμε θερμά την πρωτο­ βουλία των υπεύθυνων της Δρ. Δ.Α. Δελής Α.Ε. όταν μάλιστα πα­ ρόμοιους εορτασμούς επετειών οι εορταζόμενοι στοχεύουν μόνο στη δημοσίευση των φωτογραφιών τους σε δημοκρατικο-κοσμικά περιοδι­ κά. Συγχαρητήρια ακόμα πρέπει να δώσουμε και στον οργανωτή της συνέντευξης Τύπου που έγινε για

προ λεγο μένα την παρουσίαση του βιβλίου. Φιλό­ ξενη και σεμνή, είχε τα χαρακτηρι­ στικά του οργανωτή της Τάκη Ψαράκη - μοναδικού στην οργάνωστ τέτοιου είδους εκδηλώσεων.

Μ ε πρόσωπο στην τέχνη και στη ζωή ΜΙΑ και μιλάμε για τον Τάκη Ψαράκη θ’ άξιζε να αναφερθούμε στη στήλη του «Πρόσωπα στην τέχνη και στη ζωή» με σχόλια και ειδή­ σεις από το χώρο των γραμμάτων και της τέχνης. Λιγόλογα, περιε­ κτικά, καίρια, με προσωπική ματιά και βαθιά γνώση για πρόσωπα και πράγματα, αποκαλύπτουν το σπά­ νιο δημοσιογραφικό ήθος του συ­ ντάκτη τους, θ ’ άξιζε να διαβα­ στούν από πολλούς που γράφουν

σε εφημερίδες, περιοδικά και εκ­ φωνούν στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο ώστε να αποφεύγουν τις αοριστίες, τα εξυπνακίστικα α­ στεία και τα αυτοσχεδιαστικά τους ελληνικά. Μόνο που παρασυρθήκαμε και δεν σας αναφέραμε ότι η στήλη αυ­ τή περιλαμβάνεται μαζί με πολλές άλλες στο περιοδικό «ΕΠΙΛΟ­ ΓΈΣ». Το εύχρηστο, επίκαιρο και με ποικιλία θεμάτων περιοδικό εί­ ναι γεμάτο με πολύχρωμες εικόνες και σκίτσα, έχει μια θαυμάσια αι­ σθητική που δεν προκαλεί. Διαβάζεται όλο και οφείλει πολ­ λά για τη φυσιογνωμία του στην πολυτάλαντη Αλεξάνδρα Φιάδα.

ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ τα προγράμ­ ματα των θεάτρων μας να παραμέ­ νουν σταθερά προσκολημμένα στο χαμηλό τους επίπεδο. Κι όταν αυτά αφορούν επιθεωρήσεις ή ελληνικές κωμωδίες μπορούμε νά ’μαστέ ανε­ κτικοί. Όμως στη φετινή θεατρική σαιζόν κατά την οποία πρωτοπαρουσιάζονται αρκετοί ξένοι συγ­ γραφείς στον τόπο μας, έχουμε την ανάγκη να πληροφορηθούμε κάτι ουσιαστικό για τη ζωή τους και το έργο τους. Όμως μάταια ξεφυλλί­ ζουμε τις σελίδες των προγραμμά­ των μήπως ανακαλύψου με κάτω από κάποια διαφήμιση μια πληρο­ φορία. Οι απαιτήσεις για σωστά προγράμματα αυξάνονται όταν αυ­ τά πουλιούνται σε θεατρικά σχήμα­ τα με μακροχρόνια παράδοση και αναγνώριση από το κοινό και την πολιτεία.


χρονικα/21 Η Ε Ρ Τ -2 και το βιβλίο ΓΙΑ πρώτη φορά η ΕΡΤ-2 αποφά­ σισε να εντάξει στο τηλεοπτικό της πρόγραμμα μια ολιγόλεπτη εκπο­ μπή για το βιβλίο. Η συχνότητά της είναι δεκαπενθήμερη, ημέρα προ­ βολής της η Τρίτη, ώρα της η δεκάτη βραδινή και τίτλος της «Στις προθήκες των βιβλιοπωλείων». Θε­ τική η πρωτοβουλία των υπευθύ­ νων του καναλιού να παραχωρή­ σουν επιτέλους λίγα λεπτά στο αδι­ κημένο -από τα μέσα ενημέρωσηςβιβλίο. Με μία αυστηρή ματιά έχουμε να παρατηρήσουμε ότι η εκ­ πομπή στην πρώτη της έξοδο δεν είχε κατασταλάξει στα μέσα και στους τρόπους που θα διοχέτευε το μήνυμά της. Η δεύτερη εκπομπή ήταν αρκετά καλύτερη και είμαστε σίγουροι ότι σύντομα θα βρει τη φυσιογνωμία της, Άλλωστε το με­ ράκι και η αγάπη των δημιουργών της (Κώστας. Χριστοφιλόπουλος και Νίκος Χουρβάκης) μας εγγυώνται καλύτερα αποτελέσματα. Θα θέλαμε να προειδοποιήσουμε τους υπεύθυνους του σταθμού να μην αποφασίσουν να σταματήσουν

την εκπομπή (που δεν το ευχόμα­ στε) προβάλλοντας τις πιο κάτω δι­ καιολογίες: περιορισμένη ακροα­ ματικότητα (το βιβλίο δεν είναι πο­ δόσφαιρο ούτε “Δυναστεία”). Πε­ ριορισμένη επιλογή προσώπων και βιβλίων (μέσα στις πρώτες εκπομ­ πές δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν όλοι οι Έλληνες που γράφουν βι­ βλία). Έλλειψη αξιόλογων βιβλίων και συγγραφέων (αν σας το πει κά­ ποιος σύμβουλός σας που γράφει βιβλία μην τον πιστέψετε, υπάρ­ χουν και καλά βιβλία και αξιόλο­ γοι συγγραφείς).

φεία μας. Το εξώφυλλο, η σελιδο­ ποίηση, η εικονογράφηση είναι υψηλού επιπέδου. Όμως οι καλές εντυπώσεις σταματούν όταν διαβά­ ζεις ένα κείμενο για τον Μολιέρο με υπογραφή Ρότζερ Μιλιέξ. Δεν είναι πολλοί οι Γάλλοι που έχουν συνδέσει το όνομά τους με τη σύγ­ χρονη ιστορία του τόπου μας, ώστε να θέλουμε να βρετανοποιήσουμε τον Ροζέ σε Ρότζερ. Εκτός αν υπάρχει Άγγλος μελετητής του Μολιέρου, που λέγεται Ρότζερ Μιλιέξ, οπότε του ζητάμε συγνώμη που δεν τον ξέρουμε.

Συνεχείς διαδρομές

Τι Ροζέ, τι Ρότζερ ΔΕΝ μπορεί παρά να θαυμάσει κα­ νείς το πρόγραμμα για τις εκδηλώ­ σεις του Δήμου Θεσσαλονίκης «Δημήτρια», που έφτασ- στα γρα­

ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ στο χώρο της παιδι­ κής λογοτεχνίας υποσχέθηκε ότι θα διανύει το περιοδικό «Διαδρομές», στον πρώτο του τεύχος, και τώρα που έφτασε στο τέταρτο τεύχος του διαπιστώνουμε ότι τήρησε την υπό­ σχεσή του και είναι τακτικό και συνεπές στα δρομολόγιά του. Οι οδηγοί του είναι όλοι εκλεκτοί συγ­ γραφείς και μελετητές του παιδι­ κού βιβλίου που φρόντισαν να το γεμίσουν με πολύ ενδιαφέρον φορ­ τίο (πολλές βιβλιοπαρουσιάσεις βι-

Τα ποιητικά β'βλία του Γιάννη Βαρβέρη στις εκδόσεις Ύψιλον


22/χρονικα

Ν ΙΚ Ο Σ Χ Ο Υ Λ ΙΑ ΡΑ Σ

βλίων για παιδιά, συνεντεύξεις, άρθρα, έρευνας και σχόλια). Τους ευχόμαστε αντοχή, κουράγιο και να βλέπουμε το περιοδικό τους να αυξάνει τις διαδρομές του.

Τα βιβλία του Γέρον ΟΙ κριτικές αξιολογήσεις ζωγραφι­ κών έργων δεν εμπίπτουν στις αρ­ μοδιότητες της στήλης. Όμως οι αναφορές σε εκδόσεις που παρου­ σιάζουν έργα ζωγράφων είναι μέσα στις αρμοδιότητές μας. Λοιπόν, θα σας μιλήσουμε για δυο πολύ ενδια­ φέρουσες εκδόσεις που καταγρά­ φουν το έργο και την καλλιτεχνική πορεία του Δημήτρη Γέρου. Το πρώτο και το πιο πρόσφατο είναι ο κατάλογος της τελευταίας του έκ­ θεσης στο Μουσείο Μπόρχουμ και περιλαμβάνει εκτός από τα 37 του έργα, παλιά και καινούρια, εργοβιογραφικό, ποιήματα και φωτο­ γραφίες του. Ο κατάλογος αυτός είναι υποδειγματικός και ταυτό­ χρονα αντιπροσωπευτικός της καλ­ λιτεχνικής φυσιογνωμίας του ζω­ γράφου. Εκδόθηκε με σκοπό την πώλησή του στην έκθεση στο Μπόρχουμ και πουλήθηκε σε πε­ ριορισμένα μόνο αντίτυπα σε βι­ βλιοπωλεία της Αθήνας και δεν ξέ­ ρουμε αν θα προλάβετε κάποιο απ’ αυτά. Η άλλη έκδοση, για τον ίδιο ζωγράφο, είναι παλιότερη με κύρια χαρακτηριστικά της την κομψότη­ τα, και τη θαυμάσια χρωματική απόδοση των έργων ακόμη συμ­ πληρώνεται και με πολλά αναλυτι­ κά κείμενα για τον σουρεαλιστή ζωγράφο και ανήκει στις εκδόσεις Φαρκύς. Για να μην απογοητεύ­ σουμε τους ενδεχόμενους αγορα­ στές, τους πληροφορούμε ότι αυτή η έκδοση υπάρχει στα βιβλιοπω­ λεία.

Ζω ή, τή ν ά λλη φορά Σ</ράντα σ /κ ο κ /

Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Ν Ε Φ Ε Λ Η Μ α υ ρ ο μ ιχ ά λ η 9, Ά Ο ή νο Τ η λ . 3 6 .0 7 .7 4 4 -3 6 .0 4 .7 9 3

Σεμινάριο παιδικής λογοτεχνίας στην Καρδίτσα ΥΠΟ την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και του Δήμου Καρδί­ τσας, οργανώθηκε από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, στην Καρδίτσα, στις 15 και 16 τον Νοέμβρη 1986, σεμινάριο με γενικό θέμα: «Η παιδική λογοτεχνία και το μικρό παιδί». Ειδικότερα θέμα­ τα που εξέτασε ήταν: «Η ποίηση στο Νηπιαγωγείο», «Το παιδί της

προσχολικής ηλικίας και μαρφές παραμυθιού», «Το παιχνίδι στην παιδική Λογοτεχνία», «Το μικρό παιδί, ο συγγραφέας και η σύγχρο­ νη πραγματικότητα», «Το έντεχνο παραμύθι» κ.ά. Εισηγητές ήταν: Οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Ηρακλής Καλλέργης και η κυρία Μαρία Μιράσγεζη, ο πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού/ Νεανικού Βιβλίου κ. Δ. Θεοδούλου και οι καθηγήτριες νηπιαγω­ γείου κ.κ. Κούλα ΚουλουμπήΠαπαπετροπούλου και Έλλη Βασιλειάδου. Μίλησαν επίσης οι συγ­ γραφείς: Μαρία Γουμενοπούλου, Γαλάτεια Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Ζωή Κανάβα, Μάρω Λοίζου και Ευγενία Φακίνου, οι εικονογράφοι Άννα Μενδρινού και Τζώρτζης Παρμενίδης, καθώς και οι Κύπριες συγγραφείς Κίκα Πουλχερίου και Τζένη Μυλωνά. Το σεμινάριο παρακολούθησαν πολλοί εκπαιδευτικοί, συγγραφείς, παιδαγωγοί, σπουδαστές και γο­ νείς.

Ψήφισμα ΟΙ φορείς και δημιουργοί του βι­ βλίου συγκεντρώθηκαν την Παρα­ σκευή 14/11/86 στα γραφεία της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, ύστερα από πρόσκληση της Πανελ­ λήνιας Ομοσπονδίας ΕκδοτώνΒιβλιοπωλών για να ενημερωθούν για τους κινδύνους που αντιμετω­ πίζει το βιβλίο. Οι ομιλητές αναφέρθηκαν στις πρόσθετες δυσκολίες που δημιουργούνται για το βιβλίο με την εισα­ γωγή του Φ.Π.Α. και την ανάγκη άμεσης στήριξής του από την πολι­ τεία για να μπορέσει να προσφέρει τις αναμφισβήτητες υπηρεσίες του στον ελληνικό λαό. Αποφάσισαν τέλος, ομόφωνα, να ζητήσουν από την κυβέρνηση, 1) αναστολή εφαρμογής του Φ.Π.Α. για ένα χρόνο. 2) Στο νεοεισαγόμενο Φ.Π.Α. να καθιερώσει για το βιβλίο, σ’ όλες τις διαδικασίες πα­ ραγωγής και διακίνησής του (χαρ­ τί, στοιχειοθεσία, φιλμς, εκτύπω­ ση, βιβλιοδεσία κλπ.) μηδενικό συντελεστή. 3) Στους φορείς του βιβλίου που προσφέρουν απλόχερα τις υπηρεσίες τους για τη στήριξή του, να οριστούν δίκαιοι συντελε­ στές φορολογίας εισοδήματος α) για τους εκδότες 60% στον τζίρο τους και β) για τους βιβλιοπώλες 80% στον τζίρο τους.


Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του

ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέιμς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Άγιον Όρος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μπαρτ (No 93) Παιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροΐδης (No %) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μακρυγιάννης (No 101) Λουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Άγρας (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καίρης (No 106)

Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Άντερσεν (No 108) Έρμαν Έσσε (No 109) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (No 111) Έντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κυπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λακάν (No 126) Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Βυζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Λώρενς (No 132) Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) Τένεση Ουίλιαμς (No 139) Ανδρέας Κάλβος (No 140) Φουτουρισμός (No 141) Γιώργος Σεφέρης (No 142) Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) Γλωσσολογία (No 144) Ουμπέρτο Έκο (No 145) Βιβλίο και στρατός (No 146) Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) Άγκαθα Κρίστι (No 149) Φρόυντ (No 150) Αντονέν Αρτώ (No 151) Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) Γ.Β. Γκαίτε (No 154) Αυτοβιογραφία (No 155) Μετάφραση (No 156) Κώστας Καρυωτάκης (No 157)

Α. Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


24/χρονικα

δ ιά λ ογο ι Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά σιο «Διαβάζω» και που παρουσία>, κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, δημοσιεύονται ε . ολε κλήρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε απόσπασμα; κά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά-

Ιερή Ε|έτί» τη 1986: καλλιμάρμαρη και χαμογελαστή

φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώνουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πόντιος, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.

Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνές Συμπόσιο με θέμα: «Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότη­ τας», στο οποίο είχαν προσκληθεί πολλοί Έλληνες και ξένοι ιστορι­ Είναι έγκλημα να γράφει, κανείς βι­ κοί και συγγραφείς. Οργανωτής του Συμποσίου ήταν η Εταιρεία βλία με θέμα τη στρατιωτική αυ­ Μελέτης Νέου Ελληνισμού με τη θαιρεσία, τις συνθήκες διαβίωσης συνεργασία του υφυπουργείου των στρατιωτών, τα αίτια για τις Νέας Γενιάς και Αθλητισμού (υφυ­ αυτοκτονίες των φαντάρων, και ει­ πουργός τότε ο Κώστας Λαλιώτης). δικά για το καθεστώς που επικρα­ Η όλη υπόθεση ονομάσθηκε «Ιστο­ τούσε στους στρατώνες κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας; ρικό Αρχείο της Ελληνικής Νεο­ λαίας» και την Επιτροπή αποτε­ Φαίνεται ότι είναι, γιατί διαφο­ λούσαν (και αποτελούν ακόμα) οι ρετικά δεν εξηγείται η τετράωρη «προκαταρκτική εξέτασή» μου, ιστορικοί Σπύρος I. Αδραχάς, Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Φίλιπ­ στις 21/11/1986, στο καινούριο κτί­ ριο της Γενικής Ασφάλειας, στη πος Ηλιού, Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης. Λεωφόρο Αλεξάνδρας, από έναν χαμογελαστό και ευγενέστατο υπαΟι στόχοι του ερευνητικού προ­ στυνόμο, κατά εντολή εισαγγελέα, γράμματος ήταν ευρείς και περι­ Αθήνα 22/11/1986 λάμβαναν: ύστερα από διάβημα -όπως είπετου υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Α. Ανίχνευση και συγκρότηση πλη­ Μάριος Βερέττας Το βιβλίο μου «Ο πολιτισμός των Συγγραφέας ροφοριακών συνόλων. στρατοπέδων», (Εκδόσεις Ωρόρα, Β. Εργασίες υποδομής Μαυρομιχάλη 11), δημοσιευμένο Γ. Έρευνες ιστοριογραφικού επι­ στα 1984, κυκλοφόρησε επί δυο Το Ιστορικό Αρχείο πέδου χρόνια ελεύθερο, καταγγέλλοντας Δ. Πολιτισμική Πολιτική τους μηχανισμούς της οργανωμένης της Ελληνικής Ε. Οργάνωση των Ερευνών. βίας, της στρατοκρατίας, του αυ- Νεολαίας Το πρόγραμμα ήταν ένα εμπνευ­ ταρχισμού, παράλληλα με δεκάδες σμένο σχέδιο για μια πλήρη κατα­ άλλα βιβλία, κινηματογραφικές Αγαπητό «Διαβάζω» γραφή όλων των στοιχείων που ταινίες και τηλεοπτικές σειρές με αφορούν την Ελληνική Νεολαία το ίδιο θέμα. Στον τόπο αυτό κάθε ωραία και και το σύνολο των εκδηλώσεων Κι όμως, στις 21/11/86, υποχρεώ­ σοβαρή προσπάθεια έχει την κακή της. (Για περισσότερες λεπτομέ­ θηκα επί τέσσερις ώρες να δώσω τύχη να μένει στα αζήτητα. Οι με­ ρειες πρέπει να αναγνωσθεί το λόγο για το βιβλίο μου και να γαλόσχημοι κριτικοί των απαντα­ φυλλάδιο με τους στόχους του απαντήσω «τι εννοώ» με τις διάφο­ χού εντύπων -περιοδικών και ημε­ ερευνητικού προγράμματος). Στο ρες «υπογραμμισμένες» (από κά­ ρήσιου τύπου συλλήβδην- όπως γί­ Συνέδριο εκείνο μίλησαν πάνω από ποιο άγνωστο χέρι) φράσεις. Λυ­ νεται συνήθως, περί άλλων τυρβά­ 40 σύνεδροι, έγιναν αρκετές πα­ πάμαι, αλλά ομολογώ ότι ένιωσα ζουν. Αν επρόκειτο για τίποτα ρεμβάσεις και αξιόλογες συζητή­ κάπως σαν... Γαλιλαίος! σουξεδάκια περί το ρεμπέτικο, ή τη σεις. Μετά από δυο χρόνια ταλαι­ Γιατί όλα αυτά; Στο όνομα της νομενκλατούρα ή περί το σεξουαλι­ πωρίας τυπώθηκαν και κυκλοφό­ ελευθερίας του λόγου, της Δημο­ κόν ή έστω περί Ρωχάμη κάτι θα ρησαν τα Πρακτικά του Συμποσίου κρατίας, των νόμων και των θε­ / εκαταδέχοντο να γράψουν. Τι να σε δυο μεγάλους τόμους (722 σελ.), σμών της Πολιτείας; γράψουν όμως για κάτι τόσο σοβα­ τόσο ελληνικά όσο και γαλλικά. Αμφιβάλλω. ρό και βαρύ, όπως λ.χ. Τη συγκρό­ Παράλληλα η επιτροπή είχε ήδη Είμαι σίγουρος ότι οι παλιοί και τηση του αρχείου της ελληνικής αναθέσει σε ιστορικούς-ερευνητές γνωστοί σκοτεινοί μηχανισμοί έβα­ νεολαίας και την καταγραφή) της διάφορες εργασίες για ολοκλήρω­ λαν και πάλι στο στόχαστρο τον ιστορίας της! ση. Οι εργασίες αυτές πρώτα προαιώνιο εχθρό τους: το βιβλίο. Οι γραμμές αυτές έχουν την αι­ τείνονται από τους συγγραφείς Όπως και να έχει το πράγμα, προς την επιτροπή κι αν εγκριτία τους. πληροφορώ τους συναδέλφους Πριν δυο χρόνια περίπου, οτις 1- θούν, οφείλουν μέσα σ’ ένα χρόνο συγγραφείς, λογοτέχνες, σεναριο­ 5 Οκτωβρίου 1984 έλαβε χώρα, στο να έχουν ετοιμαστεί. Έτσι, μαζί με γράφους, σκηνοθέτες, δημοσιογρά­ φους, και όλους όσους έχουν ασχο­ ληθεί δημόσια με το θέμα «Στρα­ τός», ότι όταν θα κληθούν να πε­ ράσουν για τον ίδιο λόγο από την Ασφάλεια, το καινούριο της κτίριο λάμπει από καθαριότητα, τη διακόσμησή του εξασφαλίζουν υπέρο­ χα μάρμαρα, κι ότι οι αστυνομικοί τούς υποδέχονται με ευγενικά χα­ μόγελα κερνώντας μάλιστα και κα­ φέ. Μπορούν να είναι σίγουροι ότι τα λεφτά των φορολογουμένων έπιασαν τόπο. Σήμερα η Ασφά­ λεια, καλλιμάρμαρη και χαμογελα­ στή, είναι και πάλι έτοιμη να υπο­ δεχθεί τους... παλιούς της φίλους, τους εκπροσώπους του πνευματι­ κού κόσμου της χώρας!


χρονικα/25 τα πρακτικά δόθηκαν και οι πρώ­ τοι αυτοί τόμοι που έχουν γενικό τίτλο: Ιστορικό Αρχείο της Ελληνι­ κής Νεολαίας (Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς): Οι τρεις πρώτοι τόμοι έχουν τους εξής τίτλους: 1. Πρακτικά του Συμποσίου. 2. Σιδηρούλα Ζιώγου-Καραστεργίου, Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα (1830-1893). 3. Γιώργος Παπαγεωργίου, Η μα­ θητεία στα επαγγέλματα (16ος-20ος at). 4. Ματούλα Τομαρά-Σιδέρη, Νί­ κος Σιδέρης, Συγκρότηση και δια­ δοχή των γενεών στην Ελλαδα του 19ου αιώνα! Η όημογραφική τύχη της νεότητας. Ό λα τα έργα είναι εκδομένα μέ­ σα στο 1986. Και φτάνω στο θλιβερό και εξοργιστικό φαινόμενο που με πα­ ρακίνησε στο παρόν σχέδιο. Στη

συνέντευξη που δόθηκε προς τους δημοσιογράφους (και τους συνέ­ δρους) και αφού μοιράστηκαν οι αντίστοιχοι τόμοι, η επιτροπή ανέ­ φερε όλα τα σχετικά που είχαν γί­ νει στο μεταξύ και ζήτησε από τους δημοσιογράφους να παρουσιάσουν το θέμα στις εφημερίδες τους και να βοηθήσουν έτσι την όλη προσ­ πάθεια. Περίπου τα ίδια είπε και ο νέος υφυπουργός Γιώργος Παπανδρέου που έκανε και την επίσημη παρουσίαση του θέματος. Το απο­ τέλεσμα ήταν από τους τριάντα και πλέον δημοσιογράφους εφημερί­ δων και περιοδικών να γράψει μό­ νο η «Αυγή»! Μιλάμε για μια συλλογική προσ­ πάθεια που εμπεριέχει πολύ κόπο και άγχος, με δεδομένη τη μη οικο­ νομική ανταμοιβή των μοχθούντων, και τέλος για μια από τις πιο σημαντικές απόπειρες καταγραφής ενός πλάνου για την ιστορία του παρελθόντος της ελληνικής νεο­

λαίας. Τη θλιβερότητα του φαινο­ μένου δεν μπορώ να την εξηγήσω. Ίσως θα έπρεπε κάποιος να ξαναπεί στους δημοσιογράφους ότι πρέ­ πει να ενημερώνουν το κοινό για κάθε θέμα που αφορά την εμπέδω­ ση των γνώσεων για έναν τόσο σο­ βαρό τομέα όπως είναι η ελληνική νεολαία. Μήπως όμως χρειαζόταν καμιά λαϊκή τραγουδίστρια για να τους ενθουσιάσει; αφού φαίνεται ότι κάπου εκεί εξαντλείται και το ενδιαφέρον τους; Ας μην αναρωτιόμαστε λοιπόν γιατί πάμε κατά διαόλου σ’ αυτόν τον τόπο, ούτε για το ποιοι φταίνε. Ποιοι διαμορφώνουν το δημόσιο αίσθημα, το επηρεάζουν, το καθο­ δηγούν, το διαπλάθουν.... Εμείς πάντως (όλοι όσοι συμβάλ­ λουμε στην προσπάθεια αυτή) δεν φταίμε. Με εκτίμηση Χρήστος Δ. Λάζος

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Τ 03Ο ο ΤΕΥΧΟΣ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΟ-ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ • II. ΙΙαπαδοπούλου: Αλλαγές στην ταξική διάρ­ θρωση της ελληνικής κοινωνίας • Αλ. Αάγκα - Λ. Αποστολίδη: Η εργατική τάξη στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Μοναστηριού και Αδριανούπολης την περίοδο 1908-1918 • Γ. Μουτάφη: Μία ταξική προσέγγιση στην κοι­ νωνική ιστορίας της Σμύρνης ( 1850-1910) • Στ. Βασιλείου: Το εργατικό εισόδημα στις μι­ κρές επιχειρήσεις σε συνθήκες μονοπωλιακής εκμετάλλευσης • Λ. Λημητούλη: Νεοσυντηρητισμός: Οικονομι­ κή θεωρία και πολιτική , • Μ. Λσημακοπούλου: Τα σχέδια της ΕΟΚ για την υποταγή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Περιέχει ακόμα άλλα άρθρα, σχόλια, επιστημονική κίνηση, βιβλιοκρισίες κ.λ.π. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ: Αβίρωφ 26 10433 Αθήνα τηλ. 8219.600


26/χρονικα

Άλκηστις Χιδίρογλου-Ζαχαριάδη

Νεολογικές τάσεις στη σύγχρονη ελληνική σκίτσο Μυρτώ Πισπινή

Η συχνή επικοινω νία μεταξύ γλωσσικών κοινοτήτων είναι όπω ς έχει διαπιστω θεί, κύρια αιτία «μεταβολών» γλωσσικών συστημάτων. Με τον όρο «μεταβολή» εννοούμε, στην προκειμένη περίπτωση, τις δάνειες λέξεις του ενός συστήματος στο άλλο, από τη στιγμή που μια γλώσσα Α («γλώσσα-δέκτης») χρησιμοποιεί λέξη μιας γλώσσας Β («γλώσσα-δότης»), την οποία η Α δεν κατείχε. Η δάνεια λέξη περνάει από τη γλώσσα Β στη γλώσσα Α επ’ ευκαιρία πολιτικώ ν, οικονομικών, τεχνικών, πολιτιστικώ ν ανταλλαγών και άλλων γεγονότων σημαντικών ή μη, κι ακόμη μέσω μεταφραστώ ν.1 Πρόκειται για ένα φαινόμενό καθαρά κοινωνιογλωσσικό. Ο L. Guilbert υποστηρίξει ότι το δάνειο είναι «φαινόμενο γλωσσικό η μελέτη του οποίου είναι αλληλένδετη με την ιστορία διαμόρφωσης μιας γλώσσας».2 Δεδομένου ότι σπανιότατα ένας λαός μπόρεσε να αναπτύξει πολιτισμό αποκλειστικά δικό του, οι γλωσσικές αλληλεπιδράσεις είναι αναπόφευκτες. Το φαινόμενο της γλωσσικής αλληλεπίδρασης είναι συνεπώς παγκόσμιο κα ι αφορά και την ελληνική. ΣΤΟΧΟΣ της μελέτης αυτής είναι μια συγχρονι­ κής εξέταση της νεοελληνικής, δειγματοληπτικού χαρακτήρα, ως προς την εισβολή νέων ξενό­ γλωσσων λέξεων, σαν συνέπεια της κολοσσιαίας ανάπτυξης της τεχνικής καθώς και της αύξησης υλικών και ανθρωπίνων ανταλλαγών η μελέτη αφορά αποκλειστικά την παρατήρηση ετερό­ γλωσσων και όχι ομόγλωσσων δανείων που μπο­ ρούν να εξυπηρετούν στον εμπλουτισμό και στην σναπλήρωση κενών στο γλωσσικό μας σύστημα και συγκεκριμένα στο λεξιλογικό. Ωστόσο ο εμ­ πλουτισμός δεν είναι απαραίτητα η μοναδική αι­ τία λεξιλογικών εισβολών. Διάφοροι είναι οι λό-*6 1. Για το θέμα βλ. α) L. Guilbert «La creativite lexicale». La neologie par emprunt Paris. Larousse 1975. σσ. 89-102. 6) H. Mitterand «Les mots frangais». Les elements etrangers. Paris, P.U.F. 1972, σσ. 68-74.

γοι που συντελούν στην αθρόα δανειοληψία ό­ πως σνομπισμός, βιασύνη συγγραφική κ.ά. Για το θέμα αυτό ο Ε. Κριαράς γράφει: «Προκειμένου για τις λέξεις αυτές έχουμε καθήκον να μην τις δεχόμαστε ανεξέλεγκτα. Ό ταν είναι δυνατόν να μεταφραστούν με επιτυχία στη γλώσσα μας, δεν πρέπει να παραλείπουμε να το κάνουμε. Ό ταν αυτό δεν είναι κατορθωτό, μπορούμε να τις προσαρμόζουμε στη φωνητική μας και στο κλιτικό μας σύστημα. Απαράλλακτες όπως απα­ ντούν στην ξένη γλώσσα δεν πρέπει, νομίζω, με κανένα τρόπο να τις μεταχειριζόμαστε».3 Ο Γ. Καλιόρης που θεωρεί εξαιρετικά επικίνδυνο το 2. «L’ emprunt est un phenomene linguistique dont P 6tude va de pair avec Γ histoire de la formation d’ une langue»- L. Guilbert «La creativite lecixale», Paris, Larousse 1975, σ. 46. 3. Ε. Κριαράς «Η σημερινή μας γλώσσα». Μαλλιάρης-Παιδεία. 1984, σ. 46.


χρονικα/27 φαινόμενο δανεισμού παρατηρεί: «... η σχέση της γλώσσας μας με τις ξένες αποδεικνύεται συν­ τριπτικά ετεροβαρής, ξεπερνώντας πλέον κατά πολύ τις ισορροπημένες ανταλλαγές και αλληλε­ πιδράσεις που προσπορίζουν αμοιβαίο πλουτι­ σμό, και εν πάση περιπτώσει αποβαίνει πολύ πιο άνιση σε βάρος μας συγκριτικά με το παρελθόν». Και αμέσως παρακάτω: «... όλο και περισσότε­ ροι θεράποντες του λόγου και της γραφίδος θεω­ ρούν πρέπον να διανθίζουν τη γλώσσα τους γελοιοπρεπώς με ποικίλους ξενισμούς...».4 Η έρευνα αποβλέπει αρχικά στην καταγραφή δανείων που έχουν επισημανθεί στον γραπτό κα­ θημερινό Τύπο και στα οποία αναγνωρίζουμε μια φωνολογική, μορφο-συντακτική και ορθο­ γραφική δομή διαφορετική από την ελληνική (κομπιούτερ, απαρτχάιντ, γκαγκ κ.ά.) και εν συ­ νεχεία σε μια ποσοστιαία παρουσίαση κατά προέλευση (αγγλο-αμερικανική, γαλλική, κ.λπ.). Το φαινόμενο της δανειοληψίας έχει απασχο­ λήσει τους μελετητές των γλωσσικών μας πραγ­ μάτων. Έτσι το 1930, ο Α. Παπαδόπουλος συλ­ λέγει σε μελέτη του λέξεις και φράσεις γαλλικής που έχουν εισβάλει στην ελληνική γλώσσα.56Στα «Άπαντα» του Μ. Τριανταφυλλίδη τίθεται το ζήτημα των ξενισμών, ιδιαίτερα στο κείμενο «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;».6 Το 1976 η Β. Τοκατλίδου θίγει το θέμα των δανείων σε εισήγηση συμποσίου αφιερωμένο στα «Προβλήματα της δημοτικής γλώσσας».7 Το 1984 ο Γ. Καλιόρης επιχειρεί μια ταξινόμη­ ση δανείων της νεοελληνικής τονίζοντας σε όλη τη μελέτη την περίοδο κάμψεως που διέρχεται η ελληνική.8 Ο Ε. Κριαράς σε δημοσιεύματά του αντιμετωπίζει το πρόβλημα της μεταγραφής στη γλώσσα μας ορισμένων ξένων λέξεων που απαν­ τούν μεταγραμμένες στη σημερινή καθημερινή χρήση.9 Ακόμη στο πρώτο τμήμα του τόμου του «Η σημερινή μας γλώσσα» αναφερόμενος σε θέ­ ματα της κοινής σήμερα γραπτής γλώσσας, ασχολείται με το πρόβλημα λέξεων με ξενική προέ­ λευση.10 Ως πιο πρακτική μέθοδο για την επισήμανση δανείων επιλέξαμε την αποδελτίωση υλικού που βασίζεται στη συλλογή καθημερινού γραπτού Τύπου γενικής πληροφόρησης καθότι είναι το εί­ δος του λόγου που θεωρείται ως το πιο συχνό μέσο εισβολής δανείων.11 4. Γ. Καλιόρης «Ο γλωσσικός αφελληνισμός», Πολύτυπο, Αθήνα 1984, σ. 17. 5. Α. Παπαδόπουλος «Οι γαλλισμοί της ελληνικής γλώσσας». Αθήνα, αριθ. 42, σσ. 3-33. 6. Μ. Τριανταφυλλίδης «Ξενηλασία ή ισοτέλεια;» Άπαντα, τόμ. Α ' Θεσ/νίκη 1963. 7. Β. Τοκατλίδου «Προβλήματα ορολογίας και δα­ νείων». Τέχνη, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 59-63. 8. Γ. Καλιόρης «Ο γλωσσικός αφελληνισμός». Πολύτυπο, Αθήνα 1984.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε με βάση το υλικό που προσέφεραν τρεις ημερήσιες εφημερίδες. Έτσι η συλλογή δεν είναι εξαντλητική αλλά μό­ νο δειγματοληπτική και «επιλεκτική».12 Όσον αφορά την έκταση του υλικού πιστεύοντας ότι ορισμένα γεγονότα θα μπορούσαν να φορτίσουν το λεξιλόγιο ενός συγκεκριμένου τομέα («πληρο­ φορική», «πολιτική», κ.α.) εις βάρος κάποιου άλλου, κρίναμε αναγκαίο να προβούμε σε έναν προσωρινό και όχι οριστικό καθορισμό της έκτασής του, όπως σε ένα διάστημα 8 ημερών από 7.8.85 έως 14.8.85. Στην περίπτωση κατά την οποία, στο τέλος της πρώτης «μερίδας» εξα­ κολουθούσε ο εμπλουτισμός του πίνακα δα­ νείων, θα έπρεπε να ακολουθήσει μια δεύτερη κ.ο.κ. Ωστόσο η έρευνα διακόπηκε στο τέλος της 7ης ημέρας, δεδομένου ότι ο εμπλουτισμός στα­ μάτησε στο σημείο αυτό. Έτσι όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, η πρώτη «μερίδα» συνίσταται σε 17 φύλλα:

1. Πίνακας φύλλων «Βασικού Δείγματος» Ημερομηνία έκδοσης 7.8.85 8.8.85 9.8.85 10.8.85 11.8,85 12.8.85 13.8.85

Φύλλο Αυγή Βήμα Καθημερινή Αυγή Βήμα Καθημερινή Αυγή Βήμα Καθημερινή Αυγή Βήμα Καθημερινή Αυγή Βήμα

Αριθ. Φ. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 - 11 12 13 14

-

Αυγή Βήμα Καθημερινή

15 16 17

9. Ε. Κριαράς «Η μεταγραφή ξένων ονομάτων». Δια­ βάζω, αριθ. 141,9.4.86. Ε. Κριαράς «Η μεταγραφή των αρχαιοελληνικών και των ξένων κύριων ονομάτων». Πρίσμα, αριθ. 3, 1981. 10. Ε. Κριαράς «Η σημερινή μας γλώσσα» Ξένες λέ­ ξεις, σ. 45-48. 11. «... la voie de Γ emprunt la plus frequente est celle de la presse», L. Guilbert, «La creativite lexicale», Larousse 1975, σ. 96.


28/χρονικα Χρησιμοποιώντας ως πρότυπο τη διαδικασία λεξιλογικής έρευνας του R. Galisson1213 προσθέ­ σαμε στην πρώτη «μερίδα», δηλ. στο «βασικό δείγμα» (6chantillon de base) το «δείγμα επάρ­ κειας» (echantillon de saturation) με κύριους στό­ χους: - την επαλήθευση εγκυρότητας του «βασικού δείγματος», - την επαλήθευση σταθερότητας των δανείων λέξεων του «βασικού δείγματος» και - τον πιθανό εμπλουτισμό του πίνακα. Για το σκοπό αυτό επεξεργαστήκαμε τρεις ημερήσιες εφημερίδες κατά τη διάρκεια πέντε ημερών, σε διαφορετικές περιόδους επικαιρότητας, δηλαδή τρεις και οκτώ μήνες μετά το τελευ­ ταίο φύλλο του βασικού δείγματος (29-30.10.85 & 7-9.3.86). .

3. Ποσοτική σύνθεση συνολικού υλικού Συν. αρ. φ.

Ημερομηνία έκδοσης

1. Βασικό Δείγμα 2. Δείγμα επάρκειας

Υλικό

17 10

από 7.8.85 ως 13.8.85 από 29.10.85 ως 30.10.85 & από 7.3.86 ως 9.3.86

Σύνολο

27

Το «δείγμα επάρκειας» αντιπροσωπ ει, όπως φαίνεται από τον παρακάτω πίνακα, το V2 του συνολικού υλικού, αναλογία αρκετή για την κά­ λυψη των συγκεκριμένων στόχων μας.

Η αποδοχή νεολογισμών από δάνεια διενεργήθηκε βάσει τεσσάρων έγκυρων λεξικών της σύγ­ χρονης ελληνικής: - το «Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελλη­ νικής»1415 - το «Βασικό Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελλη­ νικής Γλώσσας»13 - το «Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής»16 - το «Αντιλεξικό»17 Το μέτρο βοήθησε στην αποφυγή κάθε υποκει­ μενικού κριτηρίου. Αποδελτιώθηκαν έτσι, μόνο οι ξενόγλωσσες λέξεις που δεν εμφανίζονται σε κανένα από τα παραπάνω λεξικά.1® Σχετικά με τη μέθοδο ταξινόμησης, θεωρήσαμε αναγκαία την εφαρμογή δύο διαφορετικών κρι­ τηρίων -στατιστικό και αλφαβητικό.19 Έτσι το ίδιο υλικό καταγράφηκε σε δύο πίνακες (βλ. π. 4 και 5). Στον αλφαβητικό, η δάνεια λέξη συνοδεύεται από 3 στοιχεία: το πρώτο, παραπέμπει στην προέλευση (γαλ., αμερικαν.) το δεύτερο στον το­ μέα (αθλητισμός, μουσική κ.ά.) και το τρίτο στη συχνότητα. Η ορθογραφία του συγγραφέα δια­ τηρήθηκε πιστά (κεφαλαία, λατινική γραφή, ει­ σαγωγικά σημεία κ.ά.). Οι διάφοροι τύποι των δάνειων στην περίπτωση των ονομάτων συγκε­ ντρώθηκαν κάτω από την ονομαστική του ενικού ή το α' ενικό της οριστικής, στην περίπτωση των ρημάτων. Τα επίθετα, που εμφανίζονται σε πολύ μικρότερο ποσοστό όπως αναφέρεται και παρα­ κάτω, συγκεντρώθηκαν κάτω από την ονομαστι­ κή ενικού στο γένος που συναντήθηκαν. Στον στατιστικό πίνακα, εκτός της συχνότη­ τας, το δεύτερο στοιχείο, παραπέμπει στην «κα-

12. Γι’ αυτόν τον τύπο υλικού βλ. R. Galisson/D. Coste «Dictionnaire de Didactique des Langues», Cor­ pus, Hachette 1976 o. 131-2. 13. R. Galisson «Lexicologie et enseignement des Lan­ gues». Hachette, 1979. 14. «Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής» του Ν.Μ. Ανδριώτη, Έκδοση 1983. 15. «Βασικό Ερμηνευτικό Λεξικό της Νεοελληνικής γλώσσας» του Ν. Βαρμάζη, Έκδοση 1983 , 35.000 λήμματα. 16. «Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής» του Η.Ι. Καμπάνα, Έκδοση 1982, 40.000 λήμματα.

17. «Αντιλεξικό» του Θ. Βοσταντζόγλου, Αθήνα 1986. 18. Η κάθε δάνεια λέξη αποδελτιώθηκε σε καρτέλα όπου αναγράφησαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τη μετέπειτα ταξινόμησή τους όπως: ημερομη­ νία εμφάνισης στον Τύπο, ονομασία φύλλου, σελί­ δα, στήλη, τομέας (οικονομία, πολιτική, τέχνες...) προέλευση δανείου (αγγλ., γαλ., κ.ά.), γένος, όταν πρόκειται για ουσιαστικό και αριθμός. 19. Ο αλφαβητικός πίνακας θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση: - για τη σύνταξη στατιστικού πίνακα - για τη σύνταξη ποσοστιαίου πίνακα δανείων κα­ τά τομέα καθώς καί κατά προέλευση.

2.

Πίνακας φύλλων «Δείγματος Επάρκειας»

Ημερομηνία έκδοσης 29.10.85 30.10.85

7.3.86 8.3.86 9.3.86

Φύλλο

Αριθ. Φ.

Μεσημβρινή Ελευθεροτυπία Μεσημβρινή Ελευθεροτυπία Αυγή

1 2 3 4 5

Μεσημβρινή Ελευθεροτυπία Μεσημβρινή Ελευθεροτυπία Ελευθεροτυπία

6 7 8 9 10


χρονικα/29 τανομή» (distribution). Τα δύο αυτά κριτήρια -συχνότητα και κατανομή- μας δίνουν τη δυνα­ τότητα επισήμανσης των πιο συχνών αλλά συγ­ χρόνως και των πιο ευρέως κατανεμημένων ξε­ νόγλωσσων λέξεων. Ενώ ο αλφαβητικός πίνακας παρουσιάζει αποσύνδεση των λεξιλογικών ενο­ τήτων -computer (home), computer (personal), κομπιούτερ (οθόνη) κ.ά.- ο στατιστικός ανασυγ­ κροτεί τις ενότητες καταλήγοντας σε πίνακα μορφών και εννοιών και όχι σημείων όπως συμ­ βαίνει στην περίπτωση του πίνακα 4. Κατά την ανασυγκρότηση, τα παράγωγα της δάνειας λέξης συγκεντρώνονται κάτω από τη «λέξη-βάση» (computer).

Το ποσοστό αγγλο-αμερικανικών δανείων κατέ­ χει την πιο υψηλή θέση -66,66%- ενώ το ποσο­ στό δανείων γαλλικής προέλευσης κατέχει μόνο το 18,39% του συνόλου. Αναφερόμενος στην υπεροχή αυτή ο Γ. Καλιόρης παρατηρεί: «Αυτή τη στιγμή ένας καταιγιστικός και ακατάσχετος αγγλολεβαντινισμός, όπως προσφυώς τον έχουν χαρακτηρίσει, εκτοπίζει τον παλιό φραγκολεβαντινισμό...».*20 Δειγματοληπτική έρευνα σε δάνειες λέξεις που αρχίζουν από το γράμμα Α στο «Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής» του Ν.Π. Ανδριώτη, μας έδωσε τα εξής ποσοστά: 38,15% δά­ νεια τουρκικής προέλευσης, 30,26% γαλλικής προέλευσης, 28,94% ιταλικής προέλευσης· ελά­ χιστα είναι τα δάνεια γερμανικής, ενώ κανένα δάνειο αγγλο-αμερικανικής προέλευσης δεν έχει καταγραφεί. Διαπιστώνουμε έτσι ότι το ξενό­ γλωσσο φαινόμενο στη γλώσσα μας δεν είναι πρόσφατο- έχουν ωστόσο μεταβληθεί οι τάσεις δανειοληψίας της σύγχρονης ελληνικής. Από τους παραπάνω πίνακες επιβεβαιώνεται ότι οι άλλες γλώσσες (ισπανική, γερμανική κ.ά.) εισβάλλουν πολύ λιγότερο στο γλωσσικό μας σύ­ στημα, για λόγους κυρίως πολιτικούς και οικο­ νομικούς. Η αθρόα λεξιλογική εισβολή αγγλοαμερικανικών δανείων εξηγείται αν λάβουμε υπόψη τη στενή πολιτική και οικονομική εξάρ­

τηση της χώρας μας από τις χώρες αυτές, μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο. Την τελευταία ιδίως δεκαετία με την έκρηξη της νέας τεχνολογικής επανάστασης (πληροφορικής, μικροηλεκτρονικής, βιοτεχνολογίας κ.ά.), που κοιτίδα έχει τις Η.Π.Α., παρατηρήθηκε νέα εισροή ξενόγλωσ­ σων στοιχείων που ανήκουν σε διάφορα σημασιολογικά πεδία. Πολλά προφανώς κίνητρα συντελούν στην ει­ σβολή αυτή, που ως επί το πλείστον έχουν σχέση με το βαθμό ιδεολογικής συναίνεσης της δανει­ ζόμενης χώρας στα πρότυπα της δανειστικής. Μπορούμε έτσι να αναφέρουμε: α. την περίπτω­ ση των «θαυμαστών» του αμερικάνικου τρόπου ζωής που ανήκουν συνήθως σε εύπορα κοινωνι­ κά στρώματα και που πιστεύουν ότι η χρήση ξέ­ νης λέξης παρασημαίνεται ψυχολογικά από την ίδια της την προέλευση, παρέχοντας περισσότε­ ρη αξιοπιστία στο συνομιλητή (μήτινγκ, κόμπανι, μπίζνες, κ.ά.). Ό πω ς τονίζει και ο Μ. Πλωρίτης σε εισήγησή του: «Οι ανώτερες τάξεις περιφρονούν την ελληνική γλώσσα γενικά».21 Για τις τάξεις αυτές η γλώσσα θα λέγαμε ότι θεωρεί­ ται ως ένά από τα «σύμβολα-αντικείμεναεμφάνιση, γλώσσα, συνήθειες, κ.ά.» -ανάλογα με αυτά που οι Hal et al. αναφέρουν στη μελέτη τους «Subculture, Culture and Class».22 β. τους δημοσιογράφους, μεταφραστές, που συχνά χρη­ σιμοποιούν όρους πολιτικούς, οικονομικούς κ.ά. που αντίστοιχοί τους δεν υπάρχουν στην ελληνι­ κή (απαρτχάιντ, αντι-ντάμπιγκ, κ.ά.). γ. το πλα­ τύ κοινό που ερχόμενο σε επαφή με το πλήθος τουριστών διαφόρων γλωσσικών κοινοτήτων στη χώρα μας, είναι ευάλωτο στις ξένες λέξεις και ιδιαίτερα της αγγλικής που έχει καθιερωθεί ως το αποκλειστικό μέσο επικοινωνίας· έτσι στον τουριστικό ιδίως χώρο εισβάλλουν λέξεις και εκ­ φράσεις όπως «μπαγκαλόους», «κάμπινγκ», «τράνζιτ», κ.ά. Στο ίδιο κοινό είναι σκόπιμο να αναφερθεί ακόμη η κοινωνικοπολιτιστική πίεση του αμερικάνικου κινηματογράφου και της αμε­ ρικάνικης μουσικής, ισχυροί φορείς αμερικάνι­ κου λεξιλογίου (γκεστ σταρ, σόου, κ.ά.). δ. τους επιστήμονες που συχνά ενημερώνονται στην αγ­ γλική όσο οι ειδικότητές τους είναι αμερικανικής προέλευσης, ε. τους τεχνικούς που η καθημερινή τριβή τους με μηχανήματα αμερικανικής κατα­ σκευής, συνοδευόμενα από αντίστοιχα προγράμ­ ματα, επιβάλλει τη χρήση αμερικάνικης ορολο­ γίας (σόφτουερ, κομπιούτερ κ.ά.) στ. τους δια­ φημιστές υλικών κατανάλωσης που συχνά περι­ βάλλουν τα προϊόντα με λέξεις αμερικάνικης προέλευσης (μπλου-τζην, σέρβις, ουίσκι, σετ,

20. Βλ. Γ. Καλιόρης «Ο γλωσσικός αφελληνισμός» σ. 74. 21. Βλ. Μ. Πλωρίτης «Η δημοτική στη δημοσιογρα-

φία», Συμπόσιο για τη Δημοτική γλώσσα, Εκδ. ΑΤΙ, 1975. 22, Hall et al. «Subculture, Culture and Class», Resistance Through R .uals, Hutchinson, 1976.

Συμπεράσματα Σύμφωνα με τους παραπάνω πίνακες διαπι­ στώνουμε: I. Υπεροχή δανείων αγλλοαμεριχανιχής προέλευσης


30/χρονικα σπρέι). Για την περίπτωση αυτή όπως και για την προηγούμενη, ο Γ. Μπαμπινιώτης γράφει: «Βεβαίως όπως όλες οι σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες, βομβαρδίζεται (η σύγχρονη Ν.Κ.) τε­ λευταίως από πολλές ξένες -αγγλικές κυρίως λέ­ ξεις που εισάγουν η διαφήμιση και η σύγχρονη τεχνολογία».2324ζ. τους δημοσιογράφους αθλητι­ κού Τύπου, που όπως είναι αυτονόητο, οι λεξι­ λογικές τους επιλογές σ’ αυτόν κυρίως το χώρο, απορρέουν από το γεγονός ότι πρόκειται για αθλήματα -και ιδιαίτερα το ποδόσφαιρο- που τις ρίζες τους έχουν στη Μ. Βρετανία (γκολκήπερ, οφσάιντ, κ.ά.). Αντίθετα, σε άλλα αθλήμα­ τα, παρατηρείται η επιρροή του αμερικάνικου γοήτρου (τζόγκινγκ, μπέιζ-μπολ, κ.ά.). Σχετικά με τις δάνειες λέξεις γαλλικής προέ­ λευσης, εκτός από την εισβολή οικονομικοπολιτικών όρων, αναφέρουμε την περίπτωση α. των ανθρώπων των τεχνών στους οποίους έχει κατά κάποιο τρόπο επιβληθεί το σχετικό με τις τέχνες λεξιλόγιο· είναι γεγονός ότι αυτές έχουν φτάσει τόσο υψηλά στη δανειστική χώρα ώστε έχει περάσει διεθνώς και συνεπώς και στη χώρα μας η αντίστοιχη ορολογία (κομεντί, φιλμνουάρ, γκρο-πλαν, μοντάζ κ.ά.). 6. των οπαδών της ευρωπαϊκής μόδας και ιδιαίτερα της γαλλι­ κής, που έχουν υιοθετήσει όρους όπως «μπου­ τίκ», «μαιτρ», κ.ά. δεδομένου ότι η χώρα θεω­ ρείται πρωτοπόρος στον τομέα.

γλωσσικό σύστημα. Η χρήση τους στη γλώσσα έχει στόχο αποκλειστικά ονομαστικό· ονομάζο­ νται κυρίως πράγματα και έννοιες. Ελάχιστα εί­ ναι τα ρήματα, τα επίθετα και τα επιρρήματα που παράγονται από τα δάνεια ουσιαστικά. Αυ­ τό σημαίνει ότι το συντακτικό σύστημα της γλώσσας δεν θίγεται καθόλου στο επίπεδο της φράσης. Πρόκειται κατά την άποψη του L. Guilbert για μια συνήθη στάση της δανειζόμενης γλωσσικής κοινότητας απέναντι στη δανειστική κυρίαρχη γλώσσα, με κύριο μέλημά της την προστασία και την επιβίωση του γλωσσικού της συστήματος.25

Το μεγαλύτερο ποσοστό δανείων ανήκει στην κατηγορία των ουσιαστικών, πράγμα που υπο­ γραμμίζει τον ευκαιριακό τους χαρακτήρα στο

ΑΥΤΕΣ είναι σε γενικές γραμμές οι κυριότερες νεολογικές τάσεις στη γλώσσα μας. Δεν είναι δυ­ νατό να γνωρίζουμε από τώρα αν οι νεολογισμοί αυτοί ανήκουν στο λόγο (parole) ή έχουν περά­ σει ήδη στη γλώσσα (langue). Η συχνή παρουσία τους για πολλούς από αυτούς σε τίτλους άρ­ θρων, διαφημίσεις, μικρές αγγελίες, αποδεικνύει ότι πρόκειται για λεξιλογικές δημιουργίες που πρώτα απ’ όλα ανήκουν στο λόγο. Για ορισμένα από τα παραπάνω δάνεια, σύμβολα της τεχνολο­ γικής εξέλιξης όπως π.χ. computer, video κ.ά. παρατηρείται ιδιαίτερα υψηλός βαθμός συχνότη­ τας γιατί η πραγματικότητα πάνω στην οποία αναφέρονται βρίσκεται στο πρώτο πλάνο της επικαιρότητας. Καμία πρόβλεψη δεν μπορεί βέ­ βαια να γίνει και γι’ αυτές τις περιπτώσεις δα­ νείων. Είναι πιθανό μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα να περάσουν στο παθητικό μέρος του λεξιλογίου. Παρ’ όλα αυτά ορισμένα μορφοσυντακτικά κριτήρια μάς οδηγούν στο ερώτημα αν ένα μικρό ποσοστό δανείων λέξεων δεν έχει ήδη ενσωματωθεί με το ελληνικό λεξιλόγιο. Συγκε­ κριμένα πρόκειται για α) τις δάνειες λέξεις που λειτουργούν σαν δεύτερο στοιχείο σύνθεσης σε συνδυασμό με λέξεις ελληνικές όπως αεροπανώ, προσωπικός κομπιούτερ, σέρβις νερού κ.ά. 6) τις δάνειες λέξεις που αποτελούν τη βάση για την παραγωγή νεολογισμού σύμφωνα με το μορφοσυντακτικό ελληνικό σύστημα όπως: πλουρα­ λισμός, ρεβανσιστικός, σηριαλάκι, κ.ά.26 Ασχο­ λούμενος με το θέμα παραγώγων ο Ε. Κριαράς γράφει: «Πρέπει πάντως να έχομε υπόψη μας ότι μια ξένη λέξη μένει πραγματικώς ξένη μόνον όταν δεν μπορεί να ενταχθεί στο κλιτικό σύστη­ μα της γλώσσας που τη δέχεται. Αν απεναντίας εντάσσεται και δίνει μάλιστα και παράγωγα, η λέξη αυτή πολιτογραφείται και αποκτά σχεδόν τα ίδια δικαιώματα, ακόμη και με αντίστοιχες

23. Γ. Μπαμπινιώτης «Νεοελληνική Κοινή», εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1979. 24. Η ταξινόμηση δανείων σε τομείς είναι συχνά αυ­ θαίρετη· ορισμένα από αυτά θα μπορούσαν να με­ ταβιβαστούν από τον έναν τομέα στον άλλο ή να

ταξινομηθούν συγχρόνως σε πολλούς. 25. L. Guilbert «La creativite lexicale», σ. 99. 26. Για το θέμα αυτό 6λ. Β. Τοκατλίδου «Προβλήματα ορολογίας και δανείων» Τέχνη, Θεσ/νίκη 1976, σσ. 59-63.

II. Υπεροχή δανείων σχετικών με τομείς γενικού ενδιαφέροντος. Οι ξενόγλωσσες λέξεις που βρίσκουν απήχηση στον καθημερινό Τύπο ανήκουν σε διάφορα σημασιολογικά πεδία. Διακρίνουμε ωστόσο περιο­ ρισμένο αριθμό δανείων σε επιστημονικούς το­ μείς σε αντίθεση με αυτά που έχουν σχέση με το­ μείς ενδιαφέροντος που διεγείρουν την περιέρ­ γεια του αναγνωστικού κοινού όπως: «ελεύθερος χρόνος» (θεάματα, τουρισμός, αθλητισμός, κ.ά.) -τράβελερ τσεκ, τζάμπο, οβερμπούκινγκ, βίντεο, τζόγκινγκ κ.ά.- «πληροφορική»-κομπιούτερ, ho­ me computer, προσωπικός κομπιούτερ, «οικονο­ μία» -ιιάνατζερ, μάρκετινγκ, μπαράζ, ντάμπινγκ. III. Υπεροχή ουσιαστικών.


χρονικα/31 ελληνικές λέξεις.27 Την ίδια άποψη συναντάμε και στο έργο του Γ. Παρλαμά «Από τη ζωή των λέξεων». Από τη στιγμή που μια ξένη λέξη θα κλιθεί ελληνικά, ή θα παραγάγει μια άλλη σύμ­ φωνα με τους ελληνικούς νόμους (π.χ. καπουθιάζω) αποκτά την ελληνική ιθαγένεια.28 Είναι γενική η διαπίστωση ότι «το ποσοστό των ξένων λέξεων που επιβιώνουν είναι αρκετά χαμηλό. Οι περισσότερες έρχονται και φεύγουν όπως η μόδα»® και αυτό συμβαίνει ως επί το πλείστον διότι δεν παρουσιάζουν καμία ομοιό­ τητα με τη μορφολογική και φωνολογική δομή του γλωσσικού συστήματος της δανειζόμενης χώ­ ρας. Ωστόσο και μόνο το γεγονός της μεταβίβα­ σής τους από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αρκεί για να ανησυχήσει τους θερμούς υποστηρικτές

της καθαρότητας της γλώσσας μας. Η αποδοχή τους από το κοινό εξαρτάται αναμφισβήτητα από πολλούς παράγοντες· το κοινό μπορεί να δε­ χτεί μια καινούρια λέξη α) είτε γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχη στη γλώσσα του (σέρφινγκ, βίντεο, μπούμερανγκ, σήριαλ κ.ά.) β) είτε γιατί η ξένη λέξη αποδιδόμενη στην ελληνική δεν καλύπτει απόλυτα τη σημασία της («μπρέκφαστ» αντί του «πρωινό», «μπουτίκ» αντί του «κατάστημα», «μάρκετινγκ» αντί του «εμπορία» κ.ά.) γ) είτε ακόμη για λόγους οικονομίας της γλώσσας («ντράιβ-ιν» αντί του «κινηματογράφος αυτοκι­ νήτων», «duty-free» αντί του «κατάστημα αφο­ ρολόγητων ειδών» κ.ά.).

27. Ε. Κριαράς, «Η σημερινή μας γλώσσα», σ. 48. 28. Μ.Γ. Παρλαμάς «Από τη ζωή των λέξεων» Εκδ.

29.

□ Δόμος, 1986. Η. Mitterand «Les mots frai^ais» P.U.F. Paris 1972, Les elements etrangers, σσ. 68-79.

4. Αλφαβητικός πίνακας δανείων λέξεων Βραχυγραφίες όρων

Προέλευση

ΑΑ (αγγλο-αμερικανικός) ΑΦ (αφρικάνερ.) Γ (γαλλικός) ΓΕΡ (γερμανικός) ΙΑΠ (ιαπωνικός) ΙΣΠ (ισπανικός) IT (ιταλικός) Λ (λατινικός) Ν (νορβηγικός) Π (πορτογαλικός) Ρ (ρωσικός) Ε (ελληνικός) Σ (σύνθετος) ΠΑ (παράγωγος)

Τομέας

ΑΘ (αθλητισμός) Ε (εκπαίδευση) ΕΝ (ενέργεια) ΘΕ (θέατρο) Κ (κοινωνία) ΚΕ (κοινωνικο-επαγγελματική ζωή) ΚΘ (καθημερινή ζωή) ΚΤ (κινηματογράφος/τηλεόραση) Μ(μόδα) ΜΟΥ (μουσική) ΜΕ (μέσα επικοινωνίας) ΝΑΥ (ναυτικό) ΟΙΚ (οικονομία) Π (πολιτική) ΠΛ (πληροφορική) Τ (τουρισμός) ΤΕ (τεχνολογία) Φ (φιλοσοφία) X (χορός)

I


32/χρονικα

Δάνειες λέξεις αεροπανώ αιρ-κοντίσιόν «άναλογκ» (συστήματα) «αντι-ντάμπιγκ» άουτ αουτσάιντερ απαρτχάιντ «αροντισμάν» βίντεο/video βιντεοδίσκος βιντεοκάμερα βιντεοκασέτα βιντεοκλάμπ βίντεο κλιπ βιντεομανής βιντεοθεατής βιντεομαθήματα βιντεοταινία βιταλιστικός γκαγκ γκαλά «γκάλοπ»/γκάλοπ γκεστ σταρ γκολκήπερ «γκόσπελ» (συναυλία) γκράφικς «γκραν-πρι» γκραν-μετρ . greek art γουίντ-σέρφινγκ γκρο-πλαν εστέτ ετάπ εφφέ (οπτικό) θρίλερ/«θρίλερ» (πολιτικό) investment tax credit ινστρούχτορας «καμικάζι» κάμερα βίντεο κάμπινγκ capital spending καφετέρια-μπαρ κλοουνερί «κολεκτίβα» κομισιόν κόμπακτ ντισκ «κόμπανι» κομπιούτερ/computer κομπιούτερ (προσωπικός) computer (personal) κομπιούτερ (μικρός) computer (home) computer (home)

Προέλευση

Τομέας

Ε + Γ -Σ ΑΑ ΑΑ Ε + Α Α -Σ ΑΑ ΑΑ ΑΦ Γ ΑΑ Α Α + Ε -Σ ΑΑ Α Α + ΙΤ -Σ ΑΑ ΑΑ Α Α + Ε -Σ Α Α + Ε -Σ Α Α + Ε -Σ Α Α + Ε -Σ Γ + Ε -Π Α ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ Γ ΑΑ ΑΑ Γ Γ Γ Γ ΑΑ ΑΑ Λ + Ε -Π Α ΙΑΠ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΙΣ Π +Α Α -Σ Γ IT Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ

ΚΕ ΚΘ ΠΛ ΟΙΚ ΑΘ ΑΘ Π ΚΘ ΚΤ ΚΤ ΚΤ ΚΤ ΚΤ ΚΤ ΚΤ ΚΤ Ε ΚΤ φ ΚΤ ΜΟΥ ΚΘ ΚΤ ΑΘ ΜΟΥ

ΑΑ ΑΑ ΑΑ

ΠΛ ΠΛ ΠΛ

ΑΘ ΑΘ Τ ΑΘ ΚΤ ΘΕ ΑΘ ΘΕ Π ΟΙΚ Π ΚΘ ΚΤ Τ ΟΙΚ ΚΘ ΘΕ Π Π ΜΟΥ ΟΙΚ ΠΛ ΠΛ

Συχνότητα 6 1 5 2 2 1 15 1 18 1 1 4 3 2 1 1 2 1 1 1 2 10 3 9 1 1 2 1 1 1 1 1 4 2 2 1 1 2 3 7 1 1 1 1 1 1 1 44 9 2 1 2


χρονικα/33 κομπιούτερ (μεγάλος) κομπιούτερ (κύριος) «κόντεκ» κονφορμισμός κρεπερί (μπαρ) κρις-κραφτ κώουτς «λάιβ» (εμφάνιση) λάινσμαν λέιζερ λίμπερο μάνατζμεντ «μάρκετινγκ»/μάρκετιγκ μετρ μήτιγκ μίνι-επανάσταση μίνι-σειρά μιούζικαλ μιούζικ χωλ μοντάζ μοντάρω μοντελίστ μούβι κάμερα μπαγκαλόους μπακ (ακραίος/πλάγιος) «μπαράζ» «μπέιμπι ράλλυ» μπεστ σέλερ/best seller black matrix (οθόνη) μπίζνες «business clothes» μπλούζμεν μπλου-τζήν bonus-malus (σύστημα) μπούμεραγκ μπουτίκ/boutique μπρέκφαστ μπρέικντανς μπουφάν ντεμαράζ ντεμπουτάρω «ντεμπυτάντ» ντεφορμέ disign ντισκοτέκ ντόπιγκ κοντρόλ ντράγκστορ ντράιβ-ιν duty free overbooking/Λθβερμπούκιγκ» «οντισιόν»/ωντισιόν οπερατέρ ουέστερν/γουέστερν ουέστερν-σπαγγέτι «UF0»/UF0/0Y<l>0 «UFO» (εγκατάσταση)

ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ + Ε -Π Α Α Α + Γ -Σ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ IT ΑΑ ΑΑ Γ ΑΑ Α Α + Ε -Σ Α Α + Ε -Σ ΑΑ ΑΑ Γ Γ + Ε -Π Α Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Λ ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ Γ Γ Γ + Ε -Π Α Γ Γ ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ

ΠΛ ΠΛ ΠΛ Π ΚΘ Τ ΑΘ ΚΤ ΑΘ ΜΟΥ ΑΘ ΟΙΚ ΟΙΚ Μ ΟΙΚ ΚΕ ΚΤ ΜΟΥ ΜΟΥ ΚΤ ΚΤ Μ ΚΤ τ ΑΘ ΟΙΚ ΑΘ ΚΘ ΚΤ ΟΙΚ Μ ΜΟΥ Μ ΟΙΚ ΟΙΚ Μ ΚΘ X Μ ΑΘ ΚΤ ΚΤ ΑΘ ΚΘ X ΑΘ ΚΘ ΚΤ Τ Τ ΜΟΥ XT ΚΤ ΚΤ ΤΕ ΤΕ

1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 3 3 7 2 3 2 1 4 4 2 1 2 1 3 2 2 2 5 1 1 1 1 1 1 3 4 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 1 4 2 1 2 1 10 2


34/χρονικα «UFO» (καταστήματα) οφσάιντ/οφ-σάιντ «πανκ» πανώ παρόλα παρτεναίρ πιάνο-μπαρ-ρεστωράν πασαρέλα perplexed and bewildered «πιτσαρία» πικετοφορία πλαίυ-μέικερ πλαίυ-οφφς πλακάτ «πλατφόρμα» «πλατώ» πλέι-μπακ πλουραλισμός πλουραλιστικός ποπ πορτ-μπαγκάζ πρες-ρουμ πρες κόμφερανς ράλλυ-σπριντ rate or return ρεβανσιστική (αφίσα) ρέκορντμαν ρελάνς ρεσεψιόν ρεσεψιονίστ «ρημέικ»/ρεμέηκ ριφιφί/«ριφιφί» «σαβουάρ βιβρ» «σαϊτσήιν» σασπένς σέντερ-φορ σέντερ-μπακ σέντρα self-service σέρβις ουίσκι σέρβις (παγωτού) σέρβις (νερού) σέρβις (πάστας) σέρβις/service «σερί» σέρφιγκ σετ σιγκλ σήριαλ/«σήριαλ» σηριαλάκι σιρκουί σκιφ σκόρερ σκοράρω σκοράρισμα «σκραπ»

ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ ΓΓ

Γ ΓΓ+ΑΑ+Γ-Σ IT ΑΑ IT Α Α + Ε -Σ ΑΑ ΑΑ Γ

ΑΑ Γ ΑΑ Γ + Ε -Π Α Γ + Ε -Π Α ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ +Ε -Π Α ΑΑ Γ Γ Γ

ΑΑ IT Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Α Α + Ε -Π Α ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Α Α + Ε -Π Α Γ ΑΑ ΑΑ Α Α + Ε -Π Α Α Α + Ε -Π Α ΑΑ

ΤΕ ΑΘ Κ ΚΕ Π ΑΘ ΚΘ Μ ΚΘ ΚΘ ΚΕ ΑΘ ΑΘ ΚΕ Π ΚΘ Π Π ΜΟΥ ΑΥ ΚΕ ΚΕ ΑΥ ΟΙΚ Π ΑΘ Π

Τ Τ κτ κτ

ΚΘ Τ ΚΤ ΑΘ ΑΘ ΑΘ ΚΘ ΚΘ ΚΘ ΚΘ ΚΘ ΑΥ ΑΘ ΑΘ ΑΘ ΜΟΥ ΚΤ ΚΤ ΑΘ ΑΘ ΑΘ ΑΘ ΑΘ ΝΑΥ

2 4 1 3 1 3 1 1 1 1 2 1 1 1 3 1 1 2 1 4 1 6 1 1 1 1 4 1 3 2 3 3 1 1 1 1 3 2 1 1 1 1 1 3 1 3 1 1

14 1 3 1

7 1 1 1


χρονικα/35 σλάλομ σλόγκαν/«σλόγκαν» σνακς «σόουλ» (συναυλία) «σούζα» σούπερ/«σούπερ» (βενζίνη) «σούπερ Άσσο» «σούπερ αυξήσεις» σούπερ-μάρκετ σούπερ σταρ «σόφτουερ» «σποτ» σπρέϋ σπρι.ντ star system «στάτους» στέησον βάγκον στηπλ στόππερ stranger στρες συνθεσάιζερ σώου σωουγούμαν «σώουμαν» «σώου-μπίζνες» «τάιμ άουτ» «τατεμάε» τέλεξ/«τέλεξ» «τηνέητζερ» τζάμπο/«τζάμπο» jewel «τζετ σετ» τζόγκιγκ «check-in» τσις-μπούργκερ Τι-βι/T.V. T.V. βίντεο «τοπ» «τουρ» τράβελερ τσεκ τράνζιτ «τσεκ-απ» (οικονομίας) φάϊγ φερστ λαίηντυ φερστ πολίτης «φιέστα» «φιλμ νουάρ» φιναλίστ φίφτυ-φίφτυ φιξιόν φορ φόρουμ/«φόρου μ»/ΦΟΡΟ ΥΜ χαφ «χον» «χούλιγκανς»

Ν ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΓΓ Λ Λ + Ε -Σ Λ + Ε -Σ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Λ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΙΑΠ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Art. ΑΑ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ ΑΑ ΑΑ ΑΑ Γ ΑΑ Α Α + Ε -Σ ΓΓ Γ Γ ΑΑ Γ ΑΑ Λ ΑΑ ΙΑΠ ΑΑ

ΑΘ ΚΘ ΚΘ ΜΟΥ ΚΘ ΕΝ ΑΘ ΟΙΚ ΚΘ ΚΤ ΠΛ ΚΤ ΚΘ ΑΘ ΚΤ Π ΚΘ ΑΘ ΑΘ Τ ΚΘ ΜΟΥ X X X X ΑΘ ΚΕ ΜΕ Κ Τ Τ ΚΕ ΑΘ Τ ΚΘ ΚΤ ΚΤ ΚΤ

τ τ τ

ΟΙΚ Μ ΚΕ ΚΕ ΚΕ ΚΤ ΑΘ ΑΘ ΚΤ ΑΘ Π ΑΘ ΚΕ Κ

1 1 1 1 1 15 1 1 5 1 4 6 1 2 1 1 1 3 3 1 1 4 2 1 1 1 1 2 14 1 8 1 1 2 2 1 3 1 1 1 1 3 3 1 1 1 3 1 1 2 ϊ 1 19 3 2 1


36/χρονικα 5. Στατιστικός πίνακας δανείων λέξεων Ταξινόμηση

Δάνειες λέξεις

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 Π 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46 47 48 49 50 51 52

κομπιούτερ βίντεο φόρουμ απαρτχάιντ σούπερ σήριαλ τέλεξ UFO γκάλοπ γκολκήπερ τζάμπο κάμπιγκ μάρκετιγκ σκόρερ αεροπανώ πρες-ρουμ σποτ άναλογκ (σύστημα) σούπερ-μάρκετ μπεστ σέλερ φάουλ ετάπ μιούζικαλ μιούζικ χωλ μπουτίκ οβερμπούκιγκ οφσάιντ ποπ ρέκορντμαν σόφτγουερ συνθεσάιζερ αμπαλάζ γκεστ σταρ κόντρα λίβιγκ ρουμ λίμπερο μάνατζμεντ μήτιγκ μπαγκαλόους μπεϊζμπωλίστας μπούμεραγκ πανώ παρτεναίρ πλατφόρμα ρεσεψιόν ρημέικ ριφιφί σέντερ-μπακ σέρβις σέρφιγκ σιρκουί σλόγκαν

Συχνότητα

Κατανομή

60 34 19 15 15 14 14 12 10 9 8 7 7 7 6 6 6 5 5 5 5 4 4 4 4 4 4 4 4 4 4 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3 3

32 29 9 13 8 13 9 9 5 8 5 4 4 5 3 6 4 2 5 2 5 2 2 3 4 2 4 4 3 4 3 3 2 3 1 2 3 2 1 2 3 3 3 2 2 3 2 3 3 2 3 3


χρονικα/37 53 54 55 56 57 58 59 60 61 62 63 64 65 66 67 68 69 70 71 72 73 74 75 76 77 78 79 80 81 82 83 84 85 86 87

στηπλ στόππερ Τ ι - β ι /Τ .ν .

τράνζιτ τσεκ-απ (οικονομίας) φιέστα χαφ αντι-ντάμπιγκ άουτ γκαλά γκραν-πρι εφφέ (οπτικό) θρίλερ (πολιτικό) κομεντί μετρ μίνι-επανάσταση μοντάζ μοντελίστ μπακ (ακραίος/πλάγιος) μπαράζ μπέιμπυ ράλλυ ντεκόρ οντισιόν ουέστερν πικετοφορία πλουραλισμός ρεσεψιονίστ σέντρα σπριντ σώου τατεμάε τζόγκιγκ chek-in φίφτυ-φίφτυ «χον» 5α. Ποσοστιαία παρουσίαση στατιστικού πίνακα.

ΑΓΓΛΟ-ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ 66,66%

3 3 3 3 3 3 3 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2

3 3 3 3 2 3 3 1 2 1 2 2 2 2 2 2 2 2 2 2 1 2 2 2 2 2 2 2 2 2 1 2 2 1 1


4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γεννάδιον 3 - τη λ. 36.02.007 Γά πεζογραφήματα τοϋ

7~7/4ΛΝ

Η Ρ ΙΤ Σ Ο Υ

ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΟ ΑΝΩΝΥΜΩΝ ΑΓΙΩΝ

Μέ τό τελευταίο βιβλίο ολοκληρώνεται ή έννεαλογία: 1. ’Αρίοστος ό Προσεχτικός άφηγεϊται στιγμές τον βίον τον καί τον ύπνον τον. 2. Τί παράξενα πράματα. 3. Μέ τό σκούντημα τον άγκώνα. 4. Ίσω ς νά ’ναι κι έτσι.

5. 6. 7. 8. 9.

'Ο γέροντας μέ τούς χαρταϊτούς. Ό χ ι μονάχα για σένα. Σφραγισμένα μ’ ένα χαμόγελο. Λιγοσιεύονν οί ερωτήσεις. Ό ’Αρίοστος άρνεϊται νά γίνει "Αγιος.


Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

«Μόνο μ π ορ εί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι οι ονειροπόλοι στίχοι μας να μείνουνε, καθώς τα περιστέρια που σκορπούν οι να υ α γο ί στην τύχη κι όταν φέρνουν το μήνυμα, δεν είναι πια καιρός.» Τα περιστέρια που σκόρπισε ο ποιητής γράφοντας τους στίχους του εξακολουθούν και φέρνουν τα μηνύματά του. Η απήχηση της ποίησης του Καρυωτάκη στους σύγχρονους Έ λληνες και ιδιαίτερα στους νέους, αποδεικνύει ότι όσα ενόχλησαν τον ποιητή και όσα μέσα από το έργο του αμφισβητήθηκαν εξακολουθούν, σε μεγά λο ποσοστό, να ενοχλούν και να αμφισβητούνται μέχρι τις μέρες μας. Συμπληρώνονται φέτος 90 χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και 58 από την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα, πόλη που συνδέθηκε με το όνομά του σαν σύμβολο της επαρχιακής συμβατικής ζωής. Ωστόσο, παρά την τεράστια απήχηση της καρυωτακικής ποίησης, το έργο -α υ τ ο ύ σ ιο - δεν έγινε αντικείμενο αντίστοιχων ερευνών και αναλύσεων όπως το έργο άλλων μεγάλω ν ποιητών, ίσως για τί ακόμη και τους μελετητές του απασχόλησαν σε μεγάλο βαθμό τα αίτια και οι λ όγοι του θανάτου του. Έτσι λοιπόν, το αφιέρωμα του «Διαβάζω» επιθυμώντας να συμβάλει στη μελέτη και ανάλυση του έργου του, αποτελείται κυρίως από άρθρα που επιχειρούν καινούριες αναγνώσεις και κριτικές προσεγγίσεις της δημιουργίας του. Ευχαριστούμε θερμά: τους οργανωτές του Συμπόσιου Καρυωτάκη, τον κ. Λάμπρο Κωστακιώτη για το δανεισμό σπάνιου αρχειακού υλικού και την κα Γεωργία Δάλκου για την προσφορά αδημοσίευτων φωτογραφιών.

Επιμέλεια αφιερώματος: Γιώργος Γαλάντης


40/αψιερωμα

Κώστας Χωρεάνθης

Χρονολόγιο Κ. Γ. Καρυωτάκη 1896 Οκτώβριος, 30, Γεννιέται στην Τρίπολη ο Κώστας Καρυωτάκης, δευτερότοκο παιδί του Γεωργίου Καρυωτάκη, νομομηχανικού, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη. Το πρώτο παιδί είναι η αδελφή του Νίτσα. Αργότερα (1899) θ’ αποχτήσει και αδελφό, τον Θάνο. 1909 Ο Καρυωτάκης στην Αθήνα με την οικογένειά του, όπου μένει ώς το 1911. Εξαιτίας της εργασίας του πατέρα του, πήγε, μι­ κρός, σε πολλά μέρη: Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Πάτρα, Καλαμάτα. Έτσι οι εγκύκλιες σπουδές του ήταν ακατάστατες. Μολαταύτα είχε μεγάλη επίδοση στα μαθήματα και στις ξένες γλώσσες, ιδίως στα γαλλικά. 1912 Γράφει τα πρώτα του ποιήματα και τα στέλνει σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής («Παρνασσός» «Ελλάς»). Ώ ς τότε η καλλιτεχνική του παρόρμηση έβρισκε διέξοδο στη ζωγραφική (σκίτσο), που θα τη συντηρήσει ώς το τέλος. Από τα ξαδέρφια του είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο με τον συνθέτη Θεόδωρο Δ. Κα­ ρυωτάκη και τον ζωγράφο Κώστα Δ. Καρυωτάκη. 1913 Αποφοιτά από το Γυμνάσιο Χανίων, όπου είχε μετατεθεί ο πα­ τέρας του από το 1911. Συνεχίζει να στέλνει συνεργασίες στα

Στο σπίτι που γεννήθηκε ο Καρνωτάκης ο πόνος των πραγμάτων, ευδιάκριτος, ανακαλεί στη μνήμη των ευαίσθητων αν­ θρώπων κάποιους στίχους. Οι άλλοι, περνούν απλώς μπροστά από ένα σπίτι που καταρρέει θήραμα της μπουλντό­ ζας που καραδοκεί.

ναι άνθρωποι που την κακή την ώρα την έχουν μέσα τους. Τώρα η βραδιά, γλυκιά που φτάνει, θα μου γλυκάνει και την καρδιά. Κλαίοντας θα πω: « Άστρα μου αστράκια, τ’ άλλα παιδιάκια

Ο νέος ήταν κακοφτιαγμένος, c να ’πασχεν από γεροντίαση, το


αφιερωμα/41 έντυπα του κέντρου. Στέλνει ανταποκρίσεις από τα Χανιά στην «Ελλάδα». Συνδέεται με την Ά ννα Σκορδύλη, κόρη φιλικής οικογένειας. Ο δεσμός αυτός θα διακοπεί προς το τέλος του χρόνου αυτού. Θα ξαναζωντανέψει όμως πάλι και θα συνεχι­ στεί ώς το 1922 περίπου. Σεπτέμβριος. Εγγράφεται στη Νομική Αθηνών. 1914 Συνεχίζει τη συνεργασία του με τα περιοδικά και τις εφημερί­ δες. Σεπτέμβριος. Επιστρέφει από τα Χανιά στην Αθήνα. Μένει μό­ νος του, σε ξεχωριστό δωμάτιο, στη Νεάπολη. Γράμματα της Ά ννας Σκορδύλη από τα Χανιά.

πρόσωπό του μάλιστα με κάτι ρυτίδες του ’δίνε αυτήν την έκφραση. Τα κόκαλά του ήταν τόσο λεπτά, που μ’ ένα απλό σφίξιμό του ’σπάσε κάποτε ένας συμμαθητής το βραχίονα. Λιγομίλητος και ντροπαλός κι ακόμα μικρόσωμος και χλωμός, προξενούσε... την εντύπωση παιδιού μ’ ευφυία όχι τόσο εξαιρετική... (Σακελλαριάδης, Β XXV και XI).

1915 Διάφορα ποιήματά του δημοσιεύονται σε περιοδικά και εφη­ μερίδες. Φιλία με τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη. Ιούνιος. Στα Χανιά, για διακοπές. 1916 Ιανουάριος, 3. Σε φιλολογική συγκέντρωση του συλλόγου «Αρ­ μονία» (που τον αποτελούσαν κυρίως φοιτητές) απαγγέλλει τρία ποιήματά του, με προφανή αποτυχία. Μάρτιος, 23. Διάλεξή του στην αίθουσα του συλλόγου εμποροϋπαλλήλων για τον παρνασσιακό ποιητή Ζοζέ Μαρία Ντε Ερεντιά. Νοέμβριος. Κατατάσσεται μαζί με τον Σακελλαριάδη στη Φοι­ τητική φάλαγγα. Ο πατέρας του απολύεται (προσωρινά) ως αντιβενιζελικός. 1917 Αλληλογραφεί (στα γαλλικά) με την αδερφή του. Δεκέμβριος. Παίρνει το πτυχίο της Νομικής με βαθμό «λίαν καλώς». 1918 Επισκέπτεται τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Η καταδίωξη τον συλλαμβάνει ως ανυπότακτο. Κατατάσσεται στο στρατό. Παίρνει αναρρωτική άδεια. Πηγαίνει στην Έδεσσα και κατε­ βαίνει στην Αθήνα, όπου εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου. Παίρνει αναστολή της στρατιωτικής θη­ τείας. Γράφει τα πρώτα του ποιήματα που θα περιληφθούν στην πρώτη του συλλογή. 1919 Ιανουάριος. Πρώτη συνεργασία με το «Νουμά». - Ά δεια δικη­ γόρου. Ανοίγει δικό του δικηγορικό γραφείο, χωρίς όμως επι­ τυχία, στην οδό Φαβιέρου. Φεβρουάριος. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Ο Πόνος τον Ανθρώπου και των Πραγμάτων. Ξανά στο στρατό. Μάρτιος. Εξώδικη πρόσκληση στο «Νουμά» με απαίτηση αναγγελίας της συλλογής. Ιούνιος. «Φιλολογικό» επεισόδιο με τον Παύλο Νιρβάνα εξαιτίας μιας φάρσας του Καρυωτάκη σε βάρος κάποιου γνωστού του. Σεπτέμβριος. Εκδίδει με το φίλο του Ά γη Λεβέντη το σατιρικό

Ο Κ. στρατιώτης το 1919-20

Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη. Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία με το Μαρή και με τον Παναγιώτη. Δ ε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμον». Ό λο εμονρμονριζε: «Κυρ Δεκα­ νέα, άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».


42/αφιερωμα (εβδομαδιαίο) περιοδικό «Γάμπα». Κυκλοφόρησε μόνο σε εξι τεύχη, γιατί το απαγόρευσε η αστυνομία. Στο περιοδικό συνερ­ γάστηκαν ανάμεσα σ’ άλλους, ο Π. Ταγκόπουλος και ο Σπ. Παναγιωτόπουλος. Οκτώβριος, 28. Διορίζεται ως «υπουργικός γραμματεύς» α'στη νομαρχία Θεσσαλονίκης (όπου θα παραμείνει ώς το Φεβρουά­ ριο του 1920). 1920 Συνεργασίες στο «Νουμά». Μάιος, 30. Παίρνει το Β' Βραβείο στο «Φιλαδέλφειο διαγωνι­ σμό» για την (ανέκδοτη) συλλογή του Τραγούδια της Πατρί­ δας. Το βραβείο το παίρνει ως αντιπρόσωπός του ο Σακελλαριάδης, γιατί ο Καρυωτάκης βρισκόταν, άρρωστος, στο Στ' Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Ιούνιος. Απαλλάσσεται οριστικά από τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις «κριθείς ανίκανος». Αύγουστος. Γράφει ένα μονόπρακτο με τον τίτλο Ο Άρρω­

Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο μονότονη κι ελεεινή από όσο επίστευα και από όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με, Χαρίλαε, κλαίγε με, παιδί μου. Αρχίζω να βλαστημώ τη στιγμή που αποφάσιζα να φύγω απ’ αυτού. Γράψε μου πολλά, γράψε μου έτσι που να νομίσω για λίγο πως είμαστε μαζί και πως ακώ να μιλάς γρονθοκοπώντας τον αέρα με τις χειρονομίες σου. (Γράμμα του Καρυωτάκη στον Σακελλαριάδη).

στος.

Νοέμβριος. Μετατίθεται στη νομαρχία Άρτης, όπου μάλιστα διετέλεσε έναν καιρό «νομαρχεύων». Συνεργασίες στο «Νου­ μά». Δεκέμβριος. Η Μαρία Πολυδούρη, νομαρχιακή υπάλληλος, μετατίθεται από τη νομαρχία Μεσσηνίας στη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. 1921

Σεπτέμβριος. Δημοσιεύει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή Νη­ πενθή. Μετατίθεται στη νομαρχία Κυκλάδων. Δεκέμβριος. Μετατίθεται στη νομαρχία Αττικοβοιωτίας. Γρά­ φει με τον Σακελλαριάδη την επιθεώρηση Πελ-Μελ. Τη μουσική της γράφει ο Θεόδωρος Καρυωτάκης. 1922 Ποίηματά του σε παιδικά περιοδικά και σε άλλα. Η Μαρία Πολυδούρη ερωτεύεται τον Καρυωτάκη με πάθος. Ο ποιητής ωστόσο συνεχίζει το δεσμό του με την 'Αννα Σκορδύλη. Από την Καλαμάτα, όπου έχει πάει με άδεια ενός μηνός, η Πολυ­ δούρη του γράφει γράμματα γεμάτα απελπισμένη αγάπη. Ο Καρυωτάκης της απαντά και φαίνεται ν’ ανταποκρίνεται στην αγάπη της. Αύγουστος. Περνάει εξετάσεις στον Άρειο Πάγο με βαθμό «λίαν καλώς». Οκτώβριος, 12. Η Πολυδούρη του προτείνει να «ζήσουν μαζί» και καταστρώνει σχέδιο για ν’ αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της επιβίωσής τους. - Ο Καρυωτάκης αρχίζει να γράφει γαλλι­ κούς στίχους. 1923 Συνεργασίες στο «Νουμά» και άλλα περιοδικά. Γράφει την πρώτη μορφή του ποιήματος Ωχρά σπειροχαίτη με τίτλο Τρα­ γούδι παραφροσύνης. Από δω η εντύπωση ότι ο ποιητής έπασχε από ανίατο αφροδίσιο νόσημα. - Κάνει μοναχικούς μακρι­ νούς περιπάτους. Καλοκαίρι. Η Πολυδούρη του γράφει να πάει να την δει στο Μαρούσι, όπου βρίσκεται για ανάρρωση από υπερκόπωση και αδενοπάθεια. - Ο Καρυωτάκης παραιτείται από το υπουργείο

Μαρία Πολυδούρη

Τον αγαπώ... Τον αγαπώ, καμία αμφιβολία πια. 'Ο,τι νιώθω σιμά του κι ό,τι δοκιμάζω μακριά του το γνωρίζω για πρώτη φορά. Δεν μιλώ εντούτοις, υποφέρω και υποφέρει κι εκείνος, αλλά έτσι πρέπει να γίνει. Πρέπει να υποφέρω, να πονέσω, να κλάψω για να εξιλεωθώ. Δέχτηκα εκείνη τη βραδιά τη μυστική του εξομολόγηση με τόση αδιαφορία φαινομενική, θυμάμαι, που του συνέστησα γαλήνη!... Τώρα υποφέρω τρομερά... με νιώθει Τάκη μου λατρεμένε! άσε στην αγκαλιά μου το βάρος του πόνου σου, είμαι δυνατή... σ’ αγαπώ και θα το βαστάξω... τη θυσία που μου ζητάς να εξιλεώσω στα μάτια σου τη Γυναίκα σού την προσφέρω...


αφιερωμα/43 Εσωτερικών και διορίζεται (στις 26 Σεπτεμβρίου) στην Κεντρι­ κή Υπηρεσία του υπουργείου Προνοίας, για να εξασφαλίσει μόνιμη εγκατάσταση και διαμονή στην Αθήνα. 1924 Φεβρουάριος. Συνεργάζεται στο μηνιαίο λογοτεχνικό περιοδι­ κό «Εμείς» (κυκλοφόρησαν μόνο δύο τεύχη). Δημοσιεύεται σ’ αυτό το ποίημα Ένα σπιτάκι, που ο ποιητής θ’ αφιερώσει στην Πολυδούρη στα «Ελεγεία και Σάτιρες». Μάρτιος. Στο «Εμείς», νεκρολογία του Καρυωτάκη για τον φί­ λο του ποιητή Ιωσήφ Ραυτόπουλο. Ταξιδεύει στη Γερμανία, αφού προηγουμένως μείνει για λίγο στη Νάπολη, τη Ρώμη και τη Βενετία. Σκέφτεται να παραιτηθεί από δημόσιος υπάλληλος και ν’ ανοίξει παραγγελιοδοχικό γραφείο. Γνωρίζεται με τον Άγρα. Οκτώβριος, 13. Η Πολυδούρη «απηλλάγη της υπηρεσίας δια την μη εύορκον και μη ακριβή εκπλήρωσιν των υπηρεσιακών καθηκόντων της και αναξιοπρεπή συμπεριφοράν». Αρραβωνιάζεται με τον Αριστοτέλη Γεωργίου. 1925 Ιούνιος, 15. Η Πολυδούρη γράφει στον Καρυωτάκη απελπι­ σμένα. Το φθινόπωρο θα διαλύσει τον αρραβώνα της και θα φύγει για το Παρίσι, αφού εγκαταλείψει τις σπουδές της στο πανεπιστήμιο. Προηγουμένως φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. - Ο Καρυωτάκης ψυχραίνεται με τον Μαλακάση. Αύγουστος, 6. Ο ποιητής τοποθετείται στο Τμήμα Υγιεινής του υπουργείου Προνοίας. Η Πολυδούρη προσβάλλεται από φυματίωση. 1926 Οκτώβριος. Ο Καρυωτάκης παίρνει αναρρωτική άδεια σαρά­ ντα πέντε ημερών και ταξιδεύει στη Ρουμανία με τον Θ.Δ. Κα­ ρυωτάκη. Δεκέμβριος. Ο Καρυωτάκης τοποθετείται στο Τμήμα Αγα­ θοεργών Ιδρυμάτων του υπουργείου. - Η Πολυδούρη νοση­ λεύεται στο νοσοκομείο Charity του Παρισιού. 1927 Μάιος. Ο ποιητής παρακολουθεί τις «Δελφικές Εορτές» που είχαν οργανωθεί από τους Σικελιανούς. Σε γράμμα του στον Σακελλαριάδη εκφράζει τη σκέψη του να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Ιούλιος. Προτείνει στον I. Μ. Παναγιωτόπουλο να μεσολαβή­ σει στον εκδότη Μιχ. Ζηκάκη για την έκδοση της συλλογής του «Ελεγεία και Σάτιρες». Ο εκδότης αρνείται να την εκδώσει και ο Καρυωτάκης απογοητεύεται. Εκμυστηρεύεται στον Ι.Μ.Π. ότι αυτή θα είναι η τελευταία του συλλογή. Προς το τέλος του μήνα, υπογράφει συμβόλαιο με τον εκδότη Ι.Α. Ράλλη, που αναλαμβάνει να εκδώσει τη συλλογή, αλλά «προς ενίσχυσιν της εκδόσεως ο κ. Καρυωτάκης δανείζει εις την εταιρείαν δραχ. τρεις χιλιάδας (3.000)». Αύγουστος. Παίρνει δεκαήμερη άδεια και πηγαίνει στη Δημητσάνα, όπου βρίσκεται ο φίλος του Σακελλαριάδης. Εκεί ξε-

Ρίχνω τη ζωή μου στα πόδια σου και συχώρεσέ με, αν άνθρωπος όπως είμαι, πονώ... πονώ πολύ μπροστά σου... (Ημερολόγιο Πολυδούρη, Μενδράκος, 338,340).

Ω Βενετία, πόλις από χρυσάφι κι από σμάλτο, στη λαμπρότητα της Αόριατικής, Μέγα Κανάλι, Γέφυρα των Στεναγ­ μών, Ριάλτο, ω θύμηση ανεξάλειπτη μιας εκθαμ­ βωτικής νύχτας... κορόνα

Ή ταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση· τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρύ θυ μίας... Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική -και απλή... Γελούσε συχνά, δηλαδή μάλλον χαμογελούσε συχνά· μα -παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! (Τέλλος Ά γρας, ο Καρυωτάκης και οι «Σάτιρες», 1935).

Όλοι μαζί κινούμε συρφετός, γυρεύοντας ομοιοκαταληξία. Μια τόσο ευγενικιά φάοδοξία έγινε της ζωής μας ο σκοπός. Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,

δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας για να τιτλοφορούμενα ποιητές.


44/αφιερωμα διαλέγει τα ποιήματα της συλλογής που πρόκειται να εκδώσει. Δεκέμβριος, 5. Με διαταγή που υπογράφει ο υπουργός Πρό­ νοιας, της οικουμενικής κυβέρνησης Ζαίμη, Μ. Κύρκος, επι­ βάλλεται στον Καρυωτάκη «η ποινή του προστίμου ίσου προς το ήμισυ των μηνιαίων αποδοχών» για αδίκημα που δεν κατο­ νομάζεται στην απόφαση. Προς το τέλος πιθανώς του μήνα, κυκλοφορεί η (τελευταία του) συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες». Δεν είναι ίσως, συμπτωματικό το γεγονός ότι την απολογία του, που είχε σχέση με την ποινή που του επιβλήθηκε, την ακολουθεί η επιστολή του στον Μαλακάση, με την οποία του ζητά συγνώμη για το Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον. Η επιστολή μπορεί να είναι αποτέλε­ σμα εξαναγκασμού. - Ο ποιητής έρχεται σε σύγκρουση με τους ανωτέρους του στο υπουργείο. Η συνδικαλιστική του δράση ενοχλεί και μηχανεύονται τρόπους να τον εξουδετερώσουν. Μετακινείται στο Τμήμα Λοιμωδών Νόσων. 1928 Ιανουάριος. Η σύγκρουσή του με τους προϊσταμένους του φτά­ νει σε αποκορύφωση. Συκοφαντείται στους υπόλοιπους υπαλ­ λήλους. Δεν διστάζει ν’ αποκαλύψει καταχρήσεις του ίδιου του υπουργού. Αποσπάται στη νομαρχία Αχαϊοήλιδος (Πάτρα). Φεβρουάριος, 14. Αναλαμβάνει τα καθήκοντά του στη νέα του θέση. Με ολιγοήμερη άδεια γυρίζει στην Αθήνα. Σκέφτεται να γίνει ασυρματιστής ή να εγγραφεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, για να διοριστεί ως καθηγητής. Απρίλιος. Η Πολυδούρη επιστρέφει στην Αθήνα και εισάγεται στο «Σωτηρία». - Ο Καρυωτάκης παίρνει άδεια ενός μηνός και πηγαίνει στο Παρίσι. Μάιος, 5. Επανέρχεται στη θέση του στο υπουργείο «ως ληξάσης της παρά τη Νομαρχία Αχαϊοήλιδος αποσπάσεως». - Επι­ σκέπτεται την Πολυδούρη στο «Σωτηρία». Η συνάντησή τους είναι τυπική, χωρίς εγκαρδιότητα. Φαίνεται σα να δυσπιστούν ο ένας προς τον άλλο. Ιούνιος, 20. Αναλαμβάνει υπηρεσία στη νομαρχία Πρεβέζης. Η απόφαση για τη μετάθεσή του έχει ημερομηνία 21-4-1928 και η ανακοίνωση 26-5-1928. Γράμμα στον πατέρα του, όπου διεκτραγωδεί την κατάσταση που αντιμετωπίζει στη νέα του θέση. Ύστερ’ από λίγες μέρες γράφει στην Πολυδούρη ένα μάλλον τυπικό γράμμα. Γράφει ακόμα στον ξάδερφό του και τον αδελ­ φό του. - Ελπίζει σε απόσπαση στην Αθήνα. Ιούλιος. Γράφει γράμματα στους δικούς του. Ελπίζει σ’ επαφή με την Αθήνα με αναρρωτική άδεια. Προτείνει στον Θ.Δ. Καρυωτάκη να διοργανώσει ένα ταξίδι ώς την Πρέβεζα, με όλους τους οικείους τους. Ιούλιος, 20. Πηγαίνει στη θάλασσα, νύχτα, και πέφτει για να πνιγεί. Ύστερ’ από προσπάθεια δέκα ωρών, τα κύματα τον βγάζουν στη στεριά ζωντανόν. Ιούλιος, 21. Επιστρέφει, πρωί, στο σπίτι του. Το μεσημέρι βγαίνει, ντυμένος με το κοστούμι του και το ψαθάκι του και αγοράζει ένα πιστόλι. Πηγαίνει και κάθεται σε παραλιακό κα­ φενείο, όπου μένει περίπου τρεις ώρες. Γράφει ένα σημείωμα (που βρέθηκε ύστερα στην τσέπη του). Κατά τις 5 το απόγεμα. πληρώνει και φεύγει. Πηγαίνει στην παραλία. Ξαπλώνεται και πιέζει τη σκανδάλη του πιστολιού στο μέρος της καρδιάς.

Ίππους δεν επιδαίνονσι, αμή την εξουσίαν και του λαού τον τράχηλον...

Την τρίτη συλλογή του έλεγε να την εκδώσει χωρίς τίτλο με μια νεκροκεφαλή στο ξώφυλλο και δυο κόκαλα ‘χιαστί’ κάτω απ’ αυτήν και με την ακόλουθη λεζάντα: Με το Μηδέν και το Άπειρο/ να συμφιλιωθούμε. Εσχεδίασε μάλιστα ο ίδιος το σκίτσο. (Σακελλαριάδης, Β X XXIX)

Αλλά τι λέγω; Θρήνησε, θρήνησε την πατρίδα, νεκρόν όπου σκυλεύουν αλλοφρονούντα τέκνα της. Δεν είναι πια τραγούδι αυτό, δεν είναι αχός ανθρώπινος. Ακούγεται να φτάνει σαν τελευταία κραυγή, στα βάθη της νυχτός, κάποιον πόχει πεθάνει.

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο ελάττωμά μου στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ... Κάθεπραγματικότης μού είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο, σαν ήρθε, τον δέχουμαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιο. όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία... Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος τώρα για ένα ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δύστυχους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέρφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά... (Από το σημείωμα του Καρυωτάκη, Σακελλαριάδης, Β LXII).


αφιερωμα/45

Γεωονια Δάλκου

Ο Καρυωτάκη ς και η εποχή του Ο Κ. και ο Ν. Καράκαλος στο Π. Φάληρο (17-4·’25)

Απαραίτητη πια στις αποσκευές της λογοτεχνικής κριτικής η γνώση τον κοινώνικοπολιτικού χώρου μέσα στον οποίο κινήθηκε ο δημιουργός, ακόμα κι αν οι αναφορές στο έργο του τελευταίου δεν παραπέμπουν άμεσα στα δρώμενα του καιρού του. Οι πληροφορίες που προσφέρει ο μόχθος του ιστορικού ή του ιστοριοδίφη περιορίζουν την αυθαιρεσία του ερμηνευτή, που στηριζόμενος μόνο στην ευαισθησία του ή τα προσωπικά βιώματά του, φυσικό είναι πολλές φορές να οδηγείται στους ολισθηρούς δρόμους μιας χωρίς όρια υποκειμενικότητας, όπου το πνεύμα και οι προθέσεις του δημιουργού, ανίσχυρες να αμυνθούν, βιάζονται. Αυτό δεν σημαίνει, πάντως, πως βρέθηκε η λυδία λίθος για το γνήσιο ή μη μιας ερμηνείας, αφού είναι γνωστό πόσοι απροσδιόριστοι παράγοντες λειτουργούν κατά την ώρα της δημιουργίας. 'Ηδη ο ίδιος ο δημιουργός αισθάνεται τις πιο πολλές φορές αμήχανος ν’ ανακαλέσει στη μνήμη του τις συνθήκες που πυροδότησαν την έμπνευση, να εντοπίσει τους κόμπους-σταθμούς της συνειρμικής λειτουργίας, να ψαύσει τους τύπους των ήλων του υποσυνείδητου. Πολύ πιο δυσχερής επομένως εμφανίζεται η θέση του ερμηνευτή, που ακόμα και η αποσπασματική πληροφόρηση που διαθέτει σχετικά με το θέμα, έχει περάσει πολλές φορές μέσα από την υποκειμενικότητα κάποιου πληροφοριοδότη, στον οποίο αν δοθεί απόλυτη εμπιστοσύνη, είναι πολύ πιθανό να προκόψουν παρερμηνείες κάθε λογής. ΧΕΤΙΚΑ με τον Καρυωτάκη, η πληροφόρη­ ση του είδους που προαναφέρθηκε, είναι Σ υπεύθυνη για τη δημιουργία μιας διαστρεβλωμέ­ νης εικόνας για τον ποιητή και για την κατεύ­ θυνση που είχε πάρει για πολύ καιρό η ερμηνεία του έργου του. Σε πολλές δηλαδή, παγιώθηκε η αντίληψη πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μεμο­ νωμένη περίπτωση, όπου οι προσωπικές περιπέ­ τειες και τα ψυχικά τραύματα παίζουν καθορι­ στικό ρόλο -α ν όχι το μοναδικό- οπότε η ψυχα­ νάλυση είναι η αρμόζουσα ερμηνευτική μέθοδος, 1. Καρυωτάκη «Μικρή απολογία». Δημοσιεύτηκε στα «Ελλη­ νικά Γράμματα» (Β, 5, 15-2-28) και σ’ αυτήν απαντάει στα

με αποτέλεσμα να χάνει το έργο μεγάλο μέρος από τη δυναμικότητά του. Κι αν αλήθευε, βέβαια, ο χαρακτηρισμός «αυτοέγκλειστος» που αποδόθηκε στον Καρυωτάκη, θα είχε μια ισχυρή βάση αυτή η ερμηνεία. Όμως τα γεγονότα δεν πείθουν πως ο χαρακτηρισμός είναι ιδιαίτερα εύστοχος και πως οι αντιδράσεις του ποιητή κι ο πεσιμιστικός χαρακτήρας του έργου του πηγάζουν αποκλειστικά από την ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του. Ο ίδιος,1 πάντως, αποδίδει την απαισιοδοξία του στην επικριτικά σχόλια του Β. Ρώτα για τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».


46/αφιερωμα πραγματικότητα της εποχής του, μιαν εποχή δύ­ σκολη που κατέρριψε μύθους, διέψευσε οράμα­ τα, στένεψε τους ορίζοντες, συρρίκνωσε απελπι­ στικά τις ελπίδες. Στο μεταξύ δύο παγκόσμιων πολέμων διάστημα, με τις πληγές από τον πρώτο ανοιχτές και με την αγωνία διάχυτη για το νέο που ερχόταν, εύθραυστη δεν εμφανιζόταν μόνο η ειρήνη του κόσμου αλλά και της ψυχής των αν­ θρώπων. Στην Ελλάδα, ειδικότερα, τα χρόνια αυτά μπορούν να πάρουν άνετα την επωνυμία του θυελλώδους και η ξερή καταγραφή των όσων συνταρακτικών συνέβησαν τότε θα υπερέβαινε κατά πολύ τα στενά όρια ενός άρθρου. Γι’ αυτό θα θίξουμε απλώς στη συνέχεια, μερικά απ’ αυτά, εκείνα που φαίνεται να επηρεάζουν πιο άμεσα τη ζωή του ποιητή που μας ενδιαφέρει. Το 1896 -ο χρόνος γέννησης του Καρυωτάκημπορεί να χαρακτηρισθεί σαν χρόνος ορόσημο· τελειώνει μ’ αυτόν η μακάρια εποχή των αυτα­ πατών, που γνωρίζουν μάλιστα τώρα μια τελευ­ ταία έκτακτη έξαρση, με τους Ολυμπιακούς της Αθήνας, πριν πάρουν την οδυνηρή κατιούσα το 1897. Η «πατριωτική μηχανή» μπορεί να φάνηκε προς στιγμήν δικαιωμένη στο πρόσωπο ενός νε­ ρουλά από το Μαρούσι, αλλά αντιμετώπισε πε­ ριδεής μιαν άλλη πραγματικότητα στη Μελούνα. Κι ενώ η Ελλάδα αναζητάει στη συνέχεια το πρόσωπό της στους βάλτους της Μακεδονίας, ή στους δρόμους της Αθήνας ματώνοντας για το γλωσσικό, ο Καρυωτάκης γεύεται τον πλάνητα βίο του Δημόσιου Υπάλληλου πατέρα του και δεν προλαβαίνει να δεθεί μ’ έναν τόπο, με μια ιδιαίτερη πατρίδα, που θα μπορούσε ίσως να γεννήσει κάποιες τρυφερές νοσταλγίες στα χρό­ νια της ωριμότητάς του. Οι σταθμοί αυτού του οδοιπορικού αδιάφοροι: Τρίπολη, Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Πάτρα, Καλαμάτα, Αθήνα, Χανιά. ΑΠΟΥ στο μεταξύ, εν έτει 1909, με την επανάσταση στο Γουδί ανοίγει μια νέα πε­ ρίοδος για την ελληνική Ιστορία· η ελληνική αστική τάξη αναλαμβάνει τις τύχες της χώρας στα χέρια της, σχεδιάζοντας μια αναδιοργάνωση κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι επιδιώξεις της και πολύ περισσότερο η εφαρμογή τους δεν είναι τέ­ τοιας μορφής ώστε να ταράξουν πολλά από τα λιμνάζοντα ύδατα. Οπωσδήποτε πάντως δεν έβγαλαν την ελληνική εκπαίδευση από το τέλμα της, το οποίο γεύεται ο Καρυωτάκης από του πέμπτου έτους της ηλικίας του συμπεπληρωμένου -ως νόμος όριζε- μέχρι το Δεκέμβριο του 1917, οπότε δίνει την νενομισμένην επί πτυχίω δοκιμασίαν. Οι χαρακτηρισμοί που δίνονται από τους ίδιους τους ιθύνοντες της εποχής για την 1η βαθ­ μίδα της εκπαίδευσης («πτώμα άψυχον», «πνευ­ ματικόν νεκροταφείον», «Σαχάρα κενολογίας

Κ

και λεξιθηρίας») μπορούν ν’ αποδοθούν και στις άλλες βαθμίδες χωρίς να βιαστεί η ιστορική αλή­ θεια. Έ να ελάχιστο δείγμα, μόνο, για να πάρου­ με μια ιδέα του είδους της μόρφωσης που παρέ­ χεται. Ο αδιάψευστος μάρτυρας λέγεται αναγνωσματάριον της Β' τάξεως Ιω. Κοφινιώτου, όπου επί των φύλλων κελαηδούν πτηνά, φύονται χαμαίμηλα και μήκωνες, γεωργοί τραγωδούντες μεταβαίνουν εις τας αγροτικός εργασίας, πεδιά­ δες τερπναί μινυρίζουν κοινή ευχήν εκτενή εις τον Πλάστην παράλληλα δίνονται πληροφορίες του τύπου: «το γάλα είναι λευκόν», «τα πτηνά έχουσι δύο ώτα, αλλά είνε εσκεπασμένα από πτί­ λα», «η φωνή του όνου λέγεται ογκηθμός», ενώ με τρόπο μονότονο και ελάχιστα ελκυστικό προ­ βάλλει παντού το πρόσωπο ενός θεού που υπεν­ θυμίζει καθήκοντα και τα ανάλογα επιτίμια για τον παραβάτη. Αλλά και η κοινή μοίρα, ο θάνα­ τος, κάνει συχνή την παρουσία του για να τονί­ σει τη ματαιότητα των εγκοσμίων:

Μέγας, πλούσιος ή ισχυρός, και συμετ’ολίγον θα κείσαι μαραμμένος ως ψύλλον κι ωχρός. Σαν μοναδικός τρόπος για να παρατείνει κα­ νείς τη ζωή του, προβάλλεται η πειθαρχία:

Αν υπακούης θα σωθής πειθάρχει, ίνα ζήσης. υπάκουε και ζήθι. Στη δεύτερη βαθμίδα της εκπαίδευσης το εν­ διαφέρον στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στο γλωσσικό θέμα, και τα Αρχαία Ελληνικά κατέ­ χουν αυτοδικαίως τη μερίδα του λέοντος. Ο αυταρχισμός βασιλεύει στις σχολικές αίθουσες και στο προαύλιο η δύναμη του ισχυροτέρου. Η εξόρμηση του 1912-13 βρίσκει τον Καρυωτάκη στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Οι επιτυχίες του πολέμου αναπτερώνουν το ηθικό της Ελλάδας κι οι μεγάλες λέξεις ανεμίζουν πάλι περήφανες στον αέρα: «Η φυλή η μηδέποτε νεκρωθείσα ανετινάχθη αίφνης εκ της μακραίωνος νάρκης ακμαία. Το Αρχαίον Πνεύμα των Λιό­ ντων και των Κυνεγείρων έζη και παρώθει και ανέπνεεν ακόμη. Οι Αρχαίοι Θεοί ουδέποτε ενεκρώθησαν εν τη Ελληνική ψυχή. Η νεωτέρα θεότης ενήργησεν ως να ήθελε να βρσντοφωνήσει προς ολόκληρον τον κόσμον: “Είσθε μεγάλοι! Παραμείνατε τοιούτοι. Σας αξίζει” . Αφηρέσαμεν τον λεοντήν των ψωραλέων! Συνετρίψαμεν την δυναμιν των δολοφόνων! Και απεκαθάραμεν άπαξ ακόμη από τας ακάνθας και τον βόρβορον της βαρβαρότητος την μεγάλην λεωφόρον του πολιτισμού».2 2. Ηλία I. Οικονομοπούλου «Ιστορία του Ελληνοβουλγαρικοΰ πολέμου» σελ. 3-4.


αφιερωμα/47 Τρία πεζά του Καρυωτάκη δημοσιευμένα το 1913 έχουν γεννηθεί απ’ αυτό τον ενθουσιασμό που διέτρεχε την Ελλάδα· στα πρωτόλεια ποιή­ ματα όμως της ίδιας περιόδου, δεν ηχούν παιά­ νες, αλλά ήχοι πένθιμοι, εικόνες φθινοπωρινές, αγάπες συνήθως προδομένες. Μούσα του, η Ά ν ­ να Σκορδίλη.

απαισιοδοξία του δεν είναι έκφραση μιας sui ge­ neris διάθεσης. Απλώς, όσοι θεώρησαν τις κραυ­ γές του θεατρινισμό, δεν διέκριναν τη γνησιότη­ τά τους και τον μπέρδεψαν μ’ εκείνους τους μπλαζέ τύπους της Αθήνας -που «φαίνονται ότι διαρκώς πλήττουν, ενώ το πολύ πολύ εγλέντησαν»- τους οποίους σατιρίζει η επιθεώρηση «Ξιφίρ Φαλέρ»3 στη δεύτερη πράξη:

Ο Σεπτέμβρη του 1913, ο Καρυωτάκης γρά­ φεται στα Νομικά με τη φιλοδοξία να γίνει ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών· πριν λίγες μέρες έχει υπογραφεί η συνθήκη του Βουκουρεστίου που διπλάσιασε την Ελλάδα και μαζί τη φόρα της Μεγάλης Ιδέας. Θα ήταν παράτολμο βέβαια να συνδυάσουμε την επιλογή της συγκε­ κριμένης Σχολής με το κλίμα των ημερών. Γιατί, εκτός των άλλων, τις νομικές σπουδές επιλέγει το 50% των σπουδαστών της Ανώτατης Εκπαί­ δευσης, που βλέπει πως, για τους απόφοιτους της Σχολής, ευοίωνες ανοίγονται οι προοπτικές της σταδιοδρόμησης στις κρατικές υπηρεσίες· η αίγλη δε που περιέβαλλε το επάγγελμα αυτό, πα­ ρόλο που είχε αρχίσει να μειώνεται στις αρχές του αιώνα, εξακολουθούσε να επηρεάζει πολλών τις αποφάσεις. Ένα χρόνο μετά, το 1914, πριν η δολοφονία στο Σεράγεβο φέρει την έκρηξη, η Ελλάδα εξα­ κολουθεί να ζει στην ατμόσφαιρα του πρόσφα­ του θριάμβου· η Αγια-Σοφιά έχει για τα καλά θρονιαστεί στα όνειρα των Ελλήνων κι ο Κα­ ρυωτάκης γράφει το «Μαρμαρωμένο Βασιλιά», ένα από τα ελάχιστα πατριωτικά του ποιήματα. Το ηθικό του, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι υψηλό, η φοιτητική ζωή κυλάει ανέμελη, οι διασκεδάσεις νι οι Υοροί και τα ανάλαφρα θεάματα δίνουν και παίρνουν στην Αθήνα, ενώ για τον Καρυωτάκη υπάρχει επιπλέον μια κοπέλα στην Κρήτη, ευ­ νοϊκός αποδέκτης αισθημάτων τρυφερών και ποιημάτων ελαφρά μελαγχολικών. Είναι μια ανάπαυλα σύντομη πριν από τη θύελλα, τις κυβερνητικές κρίσεις, τις οξύτατες πολιτικές αντιπαραθέσεις, το διχασμό. Στις τα­ ραγμένες εποχές, οι ενθουσιασμοί είναι ολιγοφλεγείς, οι μεταπτώσεις απότομες, οι βαθιές αι­ τίες από ελάχιστους ορατές και τα φαινόμενα που απατούν συνήθως άγουν και φέρουν τους ανθρώπους. Η προσχώρηση του Καρυωτάκη στη φοιτητική φάλαγγα στα 1916 και η σε σύντομο διάστημα αποχώρησή του μπορεί να κατανοηθεί αν ενταχθεί μέσα σ’ αυτό το κλίμα. Ήδη είναι 20 χρονών κι οι πρώτοι έντονοι προβληματισμοί κι αναζητήσεις οδηγούν στη διακοπή -για μια διε­ τία τουλάχιστον- της προηγούμενης συχνής εμ­ φάνισης στίχων του στον περιοδικό Τύπο. Είναι φανερό πως αρχίζει για τον Καρυωτάκη μια πο­ ρεία διαφορετική, όχι πάντως του απομονωτι­ σμού και της μη συμμετοχής· τα γεγονότα και το έργο της ωριμότητάς του θ’ αποδείξουν ότι η

Εμπούχτησα τας ηόονάς τον κόσμον κάτι καινούριο όοςμου. Όλα μου φαίνονται μπετίζ ( = ανοησίες) και πιολνγκνμπρ (πένθιμα) κι από τον τά­ φο. Όταν κανείς έτσι γλεντήση μον ντιε! πώς έχει κονρασθή. Τον κόσμο του ’ρχεται ν’αφήση ν’αυτόχειριασθή.

Τ

ΛΛΑ δεν είναι μόνο οι κριτικοί που πά­ σχουν πολλές φορές από έλλειψη διορατι­ κότητας· ακόμα και πολλοί από εκείνους που υποτίθεται πως χρησιμοποιούν σοβαρές μεθό­ δους επιστημονικής ανάλυσης, πολλές φορές πέ­ φτουν έξω μ’ αυτή την εποχή. Κι επιχειρώντας μια κατάταξη των ιδεολογιών και των τάσεων σε λίστες του τύπου άσπρο-μαύρο, βλέπουν πολλές πράξεις, αποφάσεις, διακηρύξεις, εντάξεις, στά­ σεις, το λιγότερο αντιφατικές. Στον πολύ κόσμο ωστόσο έχει περάσει το απλοϊκό σχήμα: Βενιζελικός = προοδευτικός, Κωνσταντινικός = συν­ τηρητικός. Αν ακολουθήσουμε αυτή τη λογική, τότε θα πρέπει κανονικά να εκπλαγούμε με τα λόγια του Ρέπουλη που θεώρησε πως οι προστάτιδες δυνάμεις είχαν ηθικήν υποχρέωσιν να επέμβουν στην Ελλάδα το 1916, ν’ αποκλείσουν τουτέστιν για μια διετία τη χώρα και να ταλαι­ πωρήσουν άγρια μ’ αυτή την άγια πράξη ένα λαό που η εμπειρία του απ’ αυτή την πείνα είναι οδυνηρότερη κι απ’ αυτή της γερμανικής κατο­ χής. Μια γεύση της αγωνίας εκείνης για εξεύρε­ ση τροφής μπορούμε να πάρουμε από τα γράμ­ ματα που στέλνει ο Καρυωτάκης στην αδερφή του· η κατάσταση θα ήταν πραγματικά τραγική, αν αληθεύει η πληροφορία πως το 1916 ο πατέ­ ρας του είχε χάσει τη θέση του για πολιτικούς λόγους. Και γιατί να μην αληθεύει... Οι απολύ­ σεις δημοσίων υπαλλήλων δεν ήταν εξαιρετικό φαινόμενο αλλά πράξη ρουτίνας. Ο Βενιζέλος π.χ. στηριζόμενος στη λεγάμενη Βουλή των Λα­ ζάρων απέλυσε 6.500 δημόσιους υπάλληλους και 2.300 αξιωματικούς για να εκκαθαρίσει τον κρα­ τικό μηχανισμό από τα φιλοβασιλικά στοιχεία. Κι η παταγώδης αποτυχία του στις εκλογές του 1920, λίγες μέρες μόλις μετά την περιφανή συν-

Α

3.

<<Η Αθηναϊκή Επιθεώρηση» εκδ. Ερμής, Τ. Α3, σελ. 407. Η επιθεώρηση αυτή παίχτηκε το 1916.


48/αφιερωμα θήκη των Σεβρών, δεν ήταν μια περίπτυστος ετυμηγορία ενός αγνώμονος λαού, αλλά έκφραση της -για πολλούς λόγους- δυσφορίας και της κούρασης από έναν πόλεμο που η συνθήκη κρα­ τούσε πάλι ανοιχτό. Ο Καρυωτάκης -με πρόσ­ φατη και την προσωπική του εμπειρία από το στρατό- είναι ευαίσθητος δέκτης αυτού του μη­ νύματος και το μεταφέρει στο «Μιχαλιό», που δημοσιεύεται το 1919, τον ίδιο χρόνο εκδίδεται «ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων» κι αρχίζει η δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία του ποιητή. Οι πρώτες εντυπώσεις από το χώρο δου­ λειάς δεν είναι ενθαρρυντικές, κι ο «Γραφιάς» -δημοσιευμένος το 1920- τις δίνει ξεκάθαρα. Το ποίημα αυτό συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Νηπενθή» που βγαίνει τον επόμενο χρόνο. Σ’ αυτή τη συλλογή ο Καρυωτάκης από τους πρώτους κιόλας στίχους προσπαθεί να αποτρέ­ ψει μια παρεξήγηση: οι στίχοι του δεν είναι λε­ κτικά παιχνίδια σε φόντο ελαφρώς γκρίζο, αλλά είναι παιδιά από το αίμα του, κομμάτια από την καρδιά του, ατόφια δάκρυα των ματιών του, που προχωρούν μαζί του και ταυτίζονται με τη μοίρα του· κι η μοίρα του είναι να σκοντάφτει στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων. Αυτή η επίγνωση πως ανήκει στους τρελούς με τα ωραία όνειρα που οι λογικοί θα αποποιούνται, δεν τον αποτρέπει ωστόσο από την προσπάθεια για δρά­ ση μέσα στον κόσμο των λογικών, μέσα στους καθορισμένους από τα πριν όρους. Ό λες του όμως οι προσπάθειες ναυάγησαν οικτρά. Ίσως γιατί ο ίδιος ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος, ίσως γιατί ο κόσμος ήταν τόσο στενός. ΠΡΩΤΗ αποτυχημένη προσπάθεια έχει σχέση με το χώρο της καλλιτεχνικής δη­ Η μιουργίας, ένα χώρο που ο Καρυωτάκης τον αι­ σθανόταν ασφυκτικό. Αλλά μαζί του συμφωνεί κι όλη η ομάδα του περιοδικού «Εμείς» που βγή­ κε θαρρετά το 1924 να διακηρύξει την αντίθεσή της στις κλίκες, στα παράσιτα, στη μονοτονία και τους κλειστούς ορίζοντες της πνευματικής ζωής. Είναι εξοργιστικό για τον Καρυωτάκη να βαραίνει στην εκτίμηση ο κύριος Μαλακάσης των κοσμικών συγκεντρώσεων, να χορηγείται πλουσιοπάροχα, από τους μέντορες και τους κήνσορες, η χαρά της καταξίωσης στις Κλεαρέτες Μαλάμου, να διυλίζεται μέσα σε τέτοιο ορυ­ μαγδό του εξωτερικού κόσμου η καθαρότητα της γλώσσας κι ο ίδιος να κατηγορείται πως από βαριεστημάρα και τεμπελιά αδιαφορεί για κάτι που η γενιά του Παλαμά είχε κάνει σκοπό τηι ζωής της. Δεν έχει βέβαια την ψευδαίσθηση πως η ποίηση τάχα θ’ αλλάξει τον κόσμο· ο κόσμος μϊ χάχανα κρατά το ίσο στους πόδες και τα ποιητι κά μέτρα κι οι τάφοι των ποιητών χορταριάζουν γρήγορα. Η ποίηση δεν είναι καν ούτε καταφύ­ γιο, όταν είναι το «καταφύγιο που φθονούμε».

Κι ο άλλος χώρος, της εργασίας, αποδείχνεται άβολος, αποπνιχτικός.- Οι αρνητικές πλευρές της δημοσιοϋπαλληλίας επισημαίνονται σε μια σειρά από κείμενα4 ποιητικά και πεζά, όπου τονίζεται προπάντων η διαβρωτική για την προσωπικότη­ τα του ατόμου δράση της. Μέσα στα δημόσια γραφεία επιπλέον θάλλει η κενότητα των λέξεων, η τραγελαφικότητα των αποφάσεων, η αδηφάγος βουλιμία των επιτηδείων. Η ανάδειξη ή απλώς η επιβίωση του υπάλληλου δεν εξαρτάται από την ικανότητα και την ευσυνειδησία του αλλά από το είδος των σχέσεων που έχει με τους ισχυρούς της ημέρας. Οι «πελατειακές» σχέσεις δηλαδή, με τους κομματάρχες βρίσκονταν ακόμη σε πλήρη ισχύ, και πολλές φορές παραβιαζόταν στην πρά­ ξη η διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος της Β' Αναθεωρητικής Βουλής, που όριζε ότι «οι διοικητικοί υπάλληλοι εισί μόνιμοι». Το συμπέ­ ρασμα που βγάζει ο Καρυωτάκης είναι πως για να επιζήσει κανείς όλων των καταστάσεων πρέ­ πει να είναι αρκετά παλιάνθρωπος και να έχει εύκαμπτο τον αυχένα. Πριν εκστομίσει το «Κα­ νάγιες!» στην «Κάθαρσι», έχει περάσει όλα τα στάδια που οδηγούν στην έκρηξη, έχει τη δική του πικρή πείρα. Οι πειθαρχικές τιμωρίες, η απόσπαση στην Πάτρα, η μετάθεση στην Πρέβε­ ζα, οι απογοητεύσεις από το συνδικαλιστικό κί­ νημα, τον φορτώνουν απογοήτευση κι ανίσχυρη οργή. Κανείς δεν μπορεί να πει πως δεν προσπά­ θησε· υπάρχει, αν μη τι άλλο, η περίπτωση του συνδικαλισμού, όπου αναμίχθηκε με ζήλο αξιο­ σημείωτο: κάνει προτάσεις, μετέχει σ’ επιτροπές, συντάσσει κείμενα, γράφει άρθρα, καταγγέλλει. Δεν περιορίζεται στην οικονομικού περιεχομέ­ νου αιτηματολογία, αλλά υπερασπίζεται και το δικαίωμα της απεργίας που οι νόμοι το απαγο­ ρεύουν ρητά, βλέπει λύσεις στην αλλαγή του ύφους και του ήθους της εξουσίας και στη σω­ στότερη οργάνωση των υπηρεσιών. Όμως το δη­ μοσιοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα βρί­ σκεται ακόμα στη νηπιακή του ηλικία· μόλις στις αρχές του 1928 αποκτά το δημοσιογραφικό του όργανο, τη «Δημοσιοϋπαλληλική» της οποίας ο Καρυωτάκης χρηματίζει συνεργάτης. Στα άρθρα αυτής της εφημερίδας, αλλά και στου υπόλοιπου αθηναϊκού Τύπου, διαπιστώνει κανείς και σήμε­ ρα το ποιας απογοήτευσης πρόξενος θα πρέπει να έγινε, για κάθε ευαίσθητο άνθρωπο, ο εκφυ­ λισμός της όλης υπόθεσης που ξεκίνησαν αγωνι­ στικά οι Δ.Υ. για να βελτιώσουν τις συνθήκες εργασίας τους. Είναι ένα δράμα που βρίθει προ­ δοσιών, υπαναχωρήσεων, παρασπονδιών, διώ­ ξεων. Δημοσιοϋπαλληλικό συμπλέει και συμ­ στην αρθρογραφία και την ειδηΤ Οπλέκεται 4. «Γραφιάς», «Σάββατο βράδυ», «Μίσθια δουλειά», «Δημό­ σιοι Υπάλληλοι», «Καλός Υπάλληλος», «Κάθαρσις».


αψιερωμα/49

Πρέβεζα

σεογραφία των εφημερίδων και μ’ ένα άλλο οξύτατο πρόβλημα που προέκυψε μετά τη Μικρα­ σιατική καταστροφή: την αποκατάσταση των προσφύγων. Εκείνη η πληγή, που είχε ανοίξει με το σπάσιμο του μετώπου, πυορροούσε και γέμιζε την Ελλάδα αναθυμιάσεις. Ό λα τα αρνητικά συμπτώματα βγαίνουν τώρα στο φως κι έχει κα­ νένας την εντύπωση πως τίποτα δεν έχει μείνει όρθιο. Ο Καρυωτάκης δίνει την πολιτική και κοινωνική διάσταση του συγκεκριμένου θέματος στην ωδή «Εις Ανδρέαν Κάλβον» και την αν­ θρώπινη στο «Ένας πρακτικός θάνατος». Αλλά και όλη η Συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», που βγαίνει στα τέλη του 1927, είναι σφραγισμένη από τη μετά την καταστροφή απογοήτευση. Βλέπει να έχουν σαρωθεί από το χείμαρρο του ταραγμένου αιώνος όλα τα ιδανικά: Η Ελευθε­ ρία σύρεται δούλη στρατώνος στην Ελλάδα κι εξαγοράζεται αντί πινακίου φακής στα χρηματι­ στήρια του καπιταλιστικού κόσμου. Η αξία άν­ θρωπος εξευτελίζεται κι η παλιανθρωπιά υπο­ δύεται την εντιμότητα μ’ επιτυχία μπροστά στα όμματα ενός απαθούς λαού, με παρειάν αναί-

σθητον εις τους κολάφους. Η Ελλάδα ματην επι­ καλείται τα αρχαία κλέη· αυτά δεν αναδίδουν ζωή, είναι ερείπια, πάνω στα οποία οι κινημα­ τίες, οι ρήτορες των καφενείων, οι πάγκαλοι, σωριάζουν κι άλλα. Οι λέξεις, κούφιες, άσαρ­ κες, προσπαθούν απελπισμένα να κρύψουν με κουρέλια τη γύμνια τους, όμως εκπέμπονται τήδε κακείσε μήπως και καλύψουν το κενό των πρά­ ξεων. ΗΜΑ κατατεθέν της όλης κατάστασης οι λε­ ροί ασήμαντοι δρόμοι της «Πρέβεζας» με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους, όπου ανενόχλητος σουλατσάρει ο θάνατος. Ένας θάνατος, όμως, μια απραξία, που δεν ήταν αποκλειστικό «προ­ νόμιο» της Πρέβεζας ή της ελληνικής επαρχίας. Ό σοι είδαν την πνιγηρή ατμόσφαιρα της επαρ­ χίας να παίζει καθοριστικό ρόλο στην εθελούσια έξοδο του Καρυωτάκη, κάνουν λάθος· ήδη, νω­ ρίτερα, είχε φτάσει από εκατό δρόμους τα όρια της σιγής...

Σ

Σε πείσμα μερικών κριτικών που πρόβλεπαν πως ζωή και τις αντιξοότητές της. Γι’ αυτούς τους ρομαντικούς προπάντων, κι όχι για τους ο Καρυωτάκης θα θαφτεί κάπου σε μια σελίδα των Ιστοριών της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το αυστηρούς αναλυτές, δημοσιεύεται το παρακάτω κείμενο. Δεν φέρνει σημαντικά πράγματα σε ενδιαφέρον για τον ποιητή κρατήθηκε φως, δεν είναι ντοκουμέντο ικανό ν’ ανατρέψει αδιάπτωτο, μπορεί και διαρκώς αυξανόμενο. Υπάρχει μάλιστα μια μερίδα εραστών του έργου θεωρίες και υποθέσεις, να δημιουργήσει αίσθηση. Είναι ένα έγγραφο όμοιο με χιλιάδες του που έχει μια τέτοια οικειότητα μ’ αυτό και άλλα, συνταγμένο με το ίδιο τυπικό, μόνο που οι το δημιουργό του, ώστε, θα τολμούσα να πω, αισθάνεται την ανάγκη να τον υπερασπιστεί σαν συμβαλλόμενοι εδώ είναι οι γονείς του ποιητή. δικό του άνθρωπο που βάλλεται ακόμα από τη


50/αφιερωμα

ΕΝ ΤΡΙΠΟΛΕΙ σήμερον την29ην τουμηνός Οκτωβρίου του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού τετάρτου έτους ημέρανΣάββατον ενώπιον εμού του κατοικούντος και εδρεύοντος εν τη πόλει ταύτηΣυμβολαιογράφου Τριπόλεως Κων. Σ. Σκάγιαννη και εν τη ενταύθα κατά την συνοικίανΔημητσανίτικα κειμένη οικία του Ευθυμίου Καρακάλου όπου προσκληθείςμετέβην, ενεφανίσθησαν αφ’ενόςμεν οΠαντολέωνΑθ. Σκάγιανης καθηγητής ΔημήτριοςΑθ. ΣκάγιανηςΔικηγόρος και ΚατήγκωΑθ. ΣκάγιανηΔεσποινίς κάτοικοι Τριπόλεως αφ’ετέρου δε οΓεώργιος Κ. Καρυωτάκης Μηχανικός κάτοικος Κιάτου της Κορινθίας ως εκτης υπηρεσίας του δε νυν κάτοικος Κυπαρισίας και διαμένων προσωρινώς ενταύθα γνωστοίμοι και μη εξαιρετέοι και επί παρουσία των προσληφθέντων δύο ενηλίκων μαρτύρων γνωστώνμοι πολιτών Ελλήνων και μη εξαιρετέωνΔημ. Κωνσταντινοπούλου Δικηγόρου και Δημ. Δημητρακοπούλου Νομαρχιακού γραμματέως κατοίκου Τριπόλεως εζήτησαν την σύνταξιν του παρόντος εγγράφου ειπόντεςμοι να εκθέσωτα εξής. Ότι ο Γεώργιος Καρυωτάκης συνεφώνησεμετά των συμβαλλομένων του ΠαντολέοντοςΔημητρίου και ΚατήγκωςΑθ. Σκάγιανη ίναλάβη ωςσύζυγόν του την τελευταίαν ταύτην ΚατήγκωΑθ. Σκάγιανη ερχομένων αμφοτέρων εις πρώτον και νόμιμονγάμον τελεσθησόμενον σήμερον κατά τους θείους και ιερούς κανόνας τηςΑνατολικής Ορθοδόξου και Αποστολικής του Χριστού ημών εκκλησίας ωςπροίκα δ’υποσχέθησαν να παραδώσωσι προς τον ειρημένονμελλόγαμβρον Καρυωτάκν και την αδελφήν των Κατήγκωμελλόνυμφον τριάκοντα χιλιάδας δραχμάς μ . ρητάς εξ ων παρέδωκαν σήμερον προς τονμελλόγαμβρον Καρυωτάκην οι αδελφοί Παντολέων και ΔημήτριοςΑθ. Σκάγιανης τας είκοσι χιλιάδας ούτος δε ο Καρυωτάκης ομολογεί ότι παρέλαβεν αυτός προηγουμένως ας οι αδελφοίΣκάγιανη κατέβαλον εξ ιδίων αντί δε των υπολοίπων δέκα χιλιάδων δραχμών οι αυτοί αδελφοί Παντολέων και ΔημήτριοςΑθ. Σκάγιανη παραχωρούσι και μεταβιβάζουσι την κατοχήν νομήν και κυριότητα δυο συνεχομένων εργαστηρίων των κειμένωνεντός της Τριπόλεως του ομωνύμουΔήμου εις θέσιν παλαιά κρεοπωλεία συνορευόμενα γύροθενμε ΙωάννηνΧατζήιωάννου, Δημόσιον δρόμονΔημ. Τσίπωρανκαι Γεώργιον Βελμήν, Γεώργιον Τζιαβάραν και Ιω. Χαντζήιωάννου, ταύτα δε παραχωρούσι και μεταβιβάζουσι προς αυτόν ελεύθεραπαντός βάρουςχρέους προσημειώσεως υποθήκηςκαι οιασδήποτε άλλης υποχρεώσεωςήεκνικήσεωςτρίτουμε το δικαίωμα ίνα εντός διετίας από σήμερον οι αδελφοί ούτοι Σκάγιανη δύνανται νακαταβάλλωσι τας δέκα ταύτας χιλιάδας δραχμάς προς τον Γεωργ. Κ. Καρυωτάκην οπότε ταμαγαζεία ταύτα επανέρχονται αυτοδικαίωςεις την κατοχήν νομήνκαι κυριότητα των αδελφών τούτωνΣκάγιαννη. Εάν δε ο Γεώργ. Καρυωτάκης εντός της άνωπροθεσμίας των δυο ετώνμετά προηγουμένην ειδοποίησιν προς τους αδελφούς Παντολέοντακαι Δημ. Αθ. Σκάγιανη πωλήση εις ολιγωτέραν τιμήν των δέκα χιλιάδων δραχμών ταμαγαζεία ταύτα υποχρεούνται οι αδελφοίΣκάγιανη να συμπληρώσουν το υπόλοιπον. Ταύταδε απεδέξαντο οΓεωργ. Κ. Καρυωτάκης προς ον οι αδελφοίΣκάγιανη παρέδωκαν και ούτος ομολογεί ότι παρέλαβε παρ’αυτών ωςπροίκα και διάφορα τιμαλφή αντικείμενα ωςκαι ρουχισμόν εκτιμηθέντα από κοινού και εκ συμφώνου παρ’αυτών αντί δραχμών επτά χιλιάδων πεντακοσίων ανερχομένης ούτωτης αξίας της όλης προικός δια την ανάλωσιν του"χαρτοσήμου εις δραχμάς τριάκοντα επτά χιλιάδας πεντακοσίας. Ηδε ΚατήγκωΑθ. Σκάγιανημένουσαλίαν ευχαριστημένη και ικανοποιημένη εκ της ανωτέρω ■'όςην τη έδωκαν οι αδελφοί της Παντολέων και ΔημήτριοςΑθ. Σκάγιανη παραιτείται πάσης απαιτήσεωςκαι αξιώσεωςεπί της πατρικής της κληρονομιάςυπέρ αυτών. Μετά ταύτα τοις υπέμνησα τας διατάξεις του περί Μεταγραφής Νόμου και τας ωςεκ της παραλήψεώς των συνέπειας. Ταύτα συνομολογησάντων και αποδεξαμένων των συμβληθέντων γέγονε τάδε και αναγνωσθέν προσηκόντως εις επήκοονπάντων υπογράφεται παρ’όλων. □


αφιερωμα/51

Κώστας Στεργιόπουλος

Η μαρτυρία της μορφής στην ποίηση του Καρυωτάκη Ο Κ. φοιτητής, το 1915 ή 1916

Η μορφή και, γενικότερα, η καλλιτεχνική υπόσταση της ποίησης του Κ.Γ. Καρυωτάκη υπήρξαν, τα σημεία όπου κυρίως στήριξαν οι επικριτές του τα επιχειρήματά τους, για να μειώσουν ή και ν’ αρνηθούν την ποιητική του αξία. Όσο ζούσε, οι επικρίσεις εντοπίζονταν προπάντων στην απελπισία και στο μηδενισμό του. Έφτασαν ακόμα και να επαινούν την τεχνική του, μόνο και μόνο για να του αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια και να καταδικάσουν τη μελαγχολία και την απαισιοδοξία του.1 Μα ύστερα απ’ την αυτοκτονία και τη ραγδαία επέκταση της φήμης του, τέτοιου είδους κατηγορίες δεν ξανακούστηκαν. Και δεν ακούστηκαν καλά-καλά, για ένα μεγάλο διάστημα, ούτε και σοβαρές ή τουλάχιστον υπολογίσιμες αντιρρήσεις. Δέκα χρόνια όμως αργότερα, όταν πρωτοκυκλοφόρησε η έκδοση των «Απάντων» του από τον Χ.Γ. Σακελλαριάδη2, νέο κύμα επικρίσεων ξεσηκώθηκε, με κύριο στόχο αυτή τη φορά τη μορφή και την αξία του την καλλιτεχνική. 1. Κοίτα και την κριτική του Β. Ρώτα για τα «Ελεγεία χαι Σάτιρες»· περιοό. «Ελληνικά Γράμματα», τόμος Β', αριθ. 5, 15 Φεβρ. 1928, σ. 182. [Τώρα και Γ.Π. Σαββίδης: «Ο Καρυωτάχης χαι οι χριτιχοί τον» (1919-1928)· περιοδ.

2.

«Νέα Εστία», τόμος 90, τεύχος 1065, 15 Νοεμβρίου 1971, σ. 1580, απ’ όπου και σε ανάτυπο.] Κ.Γ. Καρυωτάκη: «Άπαντα». Έμμετρα και πεζά. [Επιμέ­ λεια: Χ.Γ. Σακελλαριάδη.] Αθήνα 1938.


52/αφιερωμα Πρώτος έδωσε το σύνθημα ο Κ.Θ. Δημαράς, μ’ ένα άρθρο στο «Ελεύθερον Βήμα», όπου όχι μο­ νάχα αρνείται πως ο Καρυωτάκης ήταν αξιόλο­ γος ποιητής, αλλά και απερίφραστα δηλώνει ότι, κατά τη δική του άποψη, «δέν ήταν κάν ποιητής, στήν πλήρη σημασία πού μπορούμε νά δώσουμε στή λέξι», ομολογώντας ότι ποτέ δεν κατάφερε να βρει «ούτε ένα στίχο του ποτισμένον μέ τήν θεία έκείνη ούσία πού έξαϋλώνει τόν λόγο γιά νό­ τον κάνη ποίησι. Ή σκέψι, ό στοχασμός, ή παρατήρησι μάς δίδονται ώμά, μέ μιά ψυχρότητα έργαστηριακή, πού καμμιά πνοή -έμπνοή- δέν ήρθε νά τήν ταράξη». Κατά τη γνώμη του, ο Κα­ ρυωτάκης μας συγκινεί, «άλλά όχι αισθητικά· ό πόνος τού άνθρώπου, ό ειλικρινής, μάς συγκινεί μέσα στό έργο του· μάς συγκινούν αύτά πού λέει, ό άνθρωπος πού διαφαίνεται μέσα άπό αύτά πού λέει, άλλά καμμιά μέθη ποιητική δέν μάς δίνει τό διάβασμα τών στίχων του. Ματαίως θά προσπαθήση κανείς νά άνιχνεύση ποίησι -αγνή καθώς τή λένε- μέσα στούς στίχους αύτούς». Τέλος, θεωρεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικό, ότι από τους κριτικούς του (εντελώς κακόπιστο τούτο το τε­ λευταίο) «κανείς δέν μάς μιλεϊ γιά ποίησι. Μι­ λούν γιά θέματα, Ιδέες, διαθέσεις, άλλά πάντοτε λείπει τό κεφάλαιο έκεϊνο πού θά μιλούσε άπλώς γιά τήν ποίησι μέσα στό έργο».3 Τις απόψεις του Δημαρά βγήκε αμέσως να ενισχύσει ο Γιώργος Θεοτοκάς, συντονισμένος πά­ νω στην ίδια γραμμή. Κατά τον Θεοτοκά, ο Κα­ ρυωτάκης «ώς άνθρωπος, ή μάλλον ώς θύμα, άγαπήθηκε πολύ, μέσα άπό τό έργο του, άπό πλήθος νέων [...] Μιά όλόκληρη νεολαία τόν ήρωοποίησε σωστά ή άδικα, τόν έκανε σύμβολο τής δικής της ιδιωτικής ζωής». Εντούτοις, ο ίδιος πιστεύει, «δτι ή δημιουργική του πνοή ειτανε λιγοστή κι’ ή καλλιέργειά του άκόμα λιγώτερη. Μελετώντας τον μέ ψύχραιμο μάτι, είμαστε ύποχρεωμένοι νά παραδεχτούμε ότι δέν έγραψε ούτε ένα άληθινά καλό ποίημα». Αναγνωρίζει, βέβαια, πως «έχει άσφαλώς κι’ ό Καρυωτάκης άρκετές εύτυχισμένες στιγμές, όπου τόν αισθάνε­ σαι δτι χτυπά τά φτερά του μέ όρμή καί κοντεύει νά πετάξει. Άλλά τά φτερά του δέν άντέχουν πολλή ώρα. Τό άποτέλεσμα είναι άδύνατο, χα­ λαρό καί σέ πολλά σημεία χαλασμένο». Για τού­ το, δε θεωρεί σωστή τη γνώμη, «ότι αύτός εϊταν 3. «Κ.Γ. Καρυωτάκης»■ εφημ. «Ελεύθερον Βήμα», 21 Φε6ρ. 1938. [Το ίδιο και Γιάννη Γουδέλη: «Ανθολογία της σύγ­ χρονης κριτικής». Δίφρος, Αθήνα 1959, σσ. 226-228.] 4. «Κ.Γ. Καρυωτάκης»· περιοδ. «Νεοελληνικά Γράμματα», 19 Μαρτίου 1938, σσ. 1 και 2 .' 5. Κοίτα και την παλαιότερη επιφυλλίδα του για τα «Ελεγεία και Σάτιρες»: «'Ενας νέος λυρικός»· εφημ. «Η Βραδυνή», 2 Ιουλίου 1928. Την αναδημοσιεύει με ορισμένες προσθή­ κες και στο μεταγενέστερο άρθρο του (όπου και στην επό­ μενη υποσ.), για ν’ ανακαλέσει στη συνέχεια όσα έγραψε τότε. 6. «Ο Καρυωτάκης, διανοούμενος και ποιητής»■ εφημ. «Η Καθημερινή», 14 και 28· Μαρτίου 1938. Τα αποσπάσματα από τις νεότερες απόψεις του στη δεύτερη συνέχεια.

ό σπουδαιότερος ποιητής, ό κατ’ έξοχήν ποιητής τής γενεάς του», πιστεύοντας ότι στην ίδια γε­ νεά, «άν ψάξουμε μέ προσοχή, θά βρούμε, νομί­ ζω, τρεις ή τέσσερις, ίσως καί περισσότερους ποιητές, πού χωρίς νά κάνουν σχολή είναι άσφα­ λώς καλύτεροι καλλιτέχνες άπ’ αύτόν».45 Ταυτόχρονα με τον Θεοτοκά, στη χορεία των αρνητών του Καρυωτάκη ήρθε να προστεθεί κι ο Φάνης Μιχαλόπουλος, και να του αρνηθεί ακό­ μα και ιδιότητες που ο ίδιος είχε άλλοτε υπερτο­ νίσει.5 Σύμφωνα με τις νεότερες απόψεις του, ο Καρυωτάκης «δέν είναι ποιητής αύθόρμητος. [...] "Οταν προσέξουμε βαθύτερα, όταν σπάσου­ με τό κέλυφος τής πόζας του, δέν θά βρούμε πα­ ρά τήν έκζήτηση, τό περίτεχνο, πού δέν κατορ­ θώνει νά φθάση καί πού όμως έπιζητάει [...] Ό Καρυωτάκης δέν είναι καθόλου πλαστικός ή μουσικός ποιητής. Δέν άφήνει μουσική ή πλα­ στική χωρητικότητα στόν άναγνώστη του. Ε ί ­ ν α ι π ε ζ ο γ ρ ά φ ο ς . Χωρίς έξαρση, χωρίς πνοή». Κι εκτός απ’ όσα άλλα μειονεκτήματα του καταμαρτυρεί, βρίσκει κι ότι «τό μεγαλύτερο μέρος τού έργου του παρουσιάζει άνωμαλίες μορφικές. ’Επικρατεί κι’ ιδίως στά τελευταία του μιά τεχνική ά ν α ρ χ ί α».6 Αλλά κι ο Μήτσος Παπανικολάου, που μαζί με μερικούς ακόμα -κατά πολύ θερμότερους, βέ­ βαια, θαυμαστές του ποιητή από κείνον- είχε αναλάβει τότε την υπεράσπιση του Καρυωτάκη, μοιάζει να τον υπερασπίζεται με μισό στόμα, κρίνοντάς τον με τα μέτρα του δικού του αισθη­ τισμού και με τις αξιώσεις ενός πιστού της «κα­ θαρής ποίησης». Έτσι, αν και παραδέχεται, ότι «αύτό πού σώζει τόν Καρυωτάκη καί τό έργο του είναι ή τεχνική του, άπόλυτα προσωπική αύτή, πρωτότυπη κι’ ιδιόρρυθμη», πιο κάτω ση­ μειώνει, πως «ίσως στόν Καρυωτάκη νά μήν ύπάρχει ό πυκνός καί συνεχής έκεϊνος λυρισμός, ό ήλεκτρισμός τού ποιήματος, πού μεταμορφώνει τίς λέξεις»,7 και περισσότερο φαίνεται να επιμέ­ νει σε κάποιες προηγούμενες παρατηρήσεις του· ότι δηλαδή ο Καρυωτάκης, «ποιητής μέ σπου­ δαία χαρίσματα, βρισκόταν, όταν πέθανε τόσο νέος, στήν περίοδο τού σχηματισμού πού περ­ νάει κάθε ποιητής. Δέν είχε κατορθώσει άκόμα νά βρει τόν έαυτό του καί πάλευε μ’ άγωνία νά τόν άνακαλύψει μέσ’ άπ’ τούς ξένους ποιητές».8 7. «Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ο ποιητής μιας γενεάς»· περιοδ. «Νεοελληνικά Γράμματα», 26 Μαρτίου 1938, σ. 5. [Τώρα και Μήτσος Παπανικολάου: «Κριτικά». Επιμέλεια: Τάσου Κόρφη. Πρόσπερος, Αθήνα 1980, σσ. 63 και 65.] 8. «Ζύλ Λαφόργκ», Β'· περιοδ. «Νεοελληνικά Γράμματα», 13 Νοεμβρ. 1937, σ. 5 [Τώρα και «Κριτικά», σ. 35].- Τις ίδιες παρατηρήσεις επαναλαμβάνει αργότερα και στο άρθρο για τον Καρυωτάκη, προσθέτοντας για τα τελευταία του ποιήματα, ιδίως για την «Αισιοδοξία», ότι εκεί «υπάρχει > πιά ό πυκνός λυρισμός [...], γιατί, δσο προχωρούσε μέσα στήν ποίηση, έκανε λαμπρές άνακαλύψεις, πού θά τόν όδηγοϋσαν ίσως μιά μέρα στή λύτρωση μέ τό λυρισμό. Μά αύτός προτίμησε τή λίτρωση μέ τό θάνατο». (Όπου και στην υποσ. 7, σ. 11. [Και «Κριτικά», σ. 66.])


αφιερωμα/53 Ό λα αυτά, όσο κι αν μας φαίνονται σήμερα ασύστατα και αστήρικτα με την πρώτη ματιά, έχουνε κάποια βάση, που δικαιώνει τελικά τον ποιητή κι από την άποψη την αισθητική. Πριν ο Δημαράς θεωρήσει «ιδιαιτέρως χαρακτηριστική» την αποσιώπηση από μέρους των κριτικών τού θέματος της ποιητικής μορφής, ο Κλέων Παρά­ σχος είχε μιλήσει κιόλας θερμά για τη μορφή και την τεχνική,910*κι ο Τέλλος Ά γρας είχε κάνει υπο­ δειγματική μορφολογική ανάλυση κι είχε ση­ μειώσει (το αναφέρει, άλλωστε, ,κι ο ίδιος ο Δη­ μαράς στη συνέχεια του άρθρου του) πως «μέσα στή μορφολογία τού έργου του ό Καρυωτάκης άναπαρήγαγε κι’ άναπαράστησε τήν ψυχική του περιπέτεια. "Ο,τι ύπήρξεν ή Μοίρα γι’ αυτόν, τέ­ τοια Μοίρα ύπήρξε κι’ αυτός γιά τό έ ρ γ ο τ ο υ » , συμπληρώνοντας πιο κάτω, ότι όπως «άπό τήν ά π ο τ υ χ ί α τής ζωής έβγήκεν ή ρευστότης τής ποιητικής μορφής», παρόμοια κι «άπό τή σύγκρουση, τήν ή τ τ α καί τήν ά ν α τ ρ ο π ή , βγαίνει τό ά ν α π ο δ ο γ ύ ρ ι σ μ α τ ή ς μ ο ρ φ ή ς , ή ά τ α κ τ η μ ο ρ φ ή » . 0 Γιατί αυτή η μορφή στον Καρυωτάκη έρχεται σαν φυ­ σικό επακόλουθο του περιεχομένου, που η υπε­ ροχή του είναι τόση, ώστε, κατά κάποιον τρόπο, θαρρείς και κερδίζει την έκφρασή του εκβιάζοντάς την. Τέτοιους εκβιασμούς, τέτοια κατά κράτος επι­ βολή της βαθύτερης ουσίας πάνω φτη μορφή δε θα συναντήσουμε και πιο πριν στη νεοελληνική ποιητική παράδοση. Ό σες επικρίσεις ακούστη­ καν για την καλλιτεχνική υπόσταση του καρυωτακικού έργου ξεκινούν από την παλιά αντίληψη για το ωραίο ποίημα ή, το πολύ, προχωρούν ώς τα πρότυπα και τα συνθήματα της «καθαρής ποίησης», χωρίς να λαβαίνουν υπ’ όψη τους ότι η ουσία στην ποίηση, όπως και σε κάθε καλλιτε­ χνική έκφραση, έχει άμεσο αντίχτυπο στη μορ­ φή. Κι η ουσία του Καρυωτάκη σημειώνει μια στροφή στο στατικό παραδοσιακό περιεχόμενο εκ διαμέτρου αντίθετη προς τις ακίνητες φόρμες του παραδοσιακού φορμαλισμού και του παλιού αισθητισμού. Γι’ αυτό κι η επίδρασή της στη μορφή, στην περίπτωσή του, είναι δ υ ν α μ ι κ ή . Μια ισχυρότερη δύναμη εξαναγκάζει τους στίχους ν’ αποκρυσταλλωθούν σ’ αυτό το εξωτε­ ρικό σχήμα, για να εκφράσουν κάποια εσώτερη αναστάτωση, που φυσά από μέσα και τους δια­

τρέχει. Πρόκειται για ένα περιεχόμενο εκρηκτι­ κό, έτοιμο κάθε στιγμή να σκάσει και να διαλύ­ σει τις ίσαμε τότε καθιερωμένες φόρμες, αλλά που δε φτάνει ώς την τελική έκρηξη, μόνο σα­ λεύει ανήσυχο, ξεκλειδώνοντας λίγο-λίγο τα σχήματα, δίχως να τα χαλάει ολότελα και δίχως ποτέ να ησυχάζει, για να μπορέσει ο ποιητής να σκαλίσει με την άνεσή του το κομψοτέχνημα. Όλη τούτη η άμπωτη και η παλίρροια, όλος αυτός ο κοχλασμός του βάθους έχει έκδηλα απο­ τυπωθεί και στην επιφάνεια. Στίχοι σπασμωδικοί, αδιάκοποι διασκελισμοί και παρατονισμοί, κι εναλλαγές μέτρων, και κατάργηση της τομής και της μετρικής ακολουθίας, όσο η εσωτερική κρίση επιδεινώνεται, όλο και συχνότερα κάνουν την εμφάνισή τους και διατρέχουν τη μορφή, ώστε να μπορούμε να πούμε, ότι ο Καρυωτάκης -με την εξαίρεση, βέβαια, του Καβάφη και του Παπατσώνη- ανοίγει πολύ πιο σίγουρα το δρό­ μο, απ’ οποιονδήποτε προηγούμενο ή σύγχρονό του, προς τους νέους εκφραστικούς τρόπους. Ο ποιητής δημιουργεί μια ανανεωμένη έκφραση, για ν’ ανταπεξέλθει στην εσωτερική του πίεση, μεταφέροντας στους στίχους του τη μέσα και τη γύρω του πραγματικότητα κατ’ ευθείαν όπως την πιάνει το μάτι του κι όπως τη μεταπλάθει η καλ­ λιτεχνική του συνείδηση. Και πολύ σωστά το ση­ μείωσε ο Τίμος Μαλάνος, ανακρούοντας τις επι­ κρίσεις του Δημαρά, πως «όχι μόνο δέν έχει καμμιάν άπολύτως σχέση μέ τήν άγνή ποίηση, μά τουναντίον εργάστηκε καί μέ διαφορετικήν δλως διόλου άντίληψη». Για τούτο κι «ή κάπως χαλα­ ρή τεχνική τού στίχου του ταιριάζει περισσότερο στή φωνή του, κ’ εΐνε μ’ αυτή πού στό ποίημα του μέσα διατηρείται δλο έκεϊνο τό ρίγος τής όδύνης. Ό Καρυωτάκης έμπνέεται άπό τή ζωή του ρεαλιστικά, δεμένος μέ τό σώμα του, κι’ όταν άκόμη όνειρεύεται. Κ’ είνε αύτό άκριβώς τό πλήγωμα τό έξακολουθητικό τής αίσθαντικότητάς του, πού άντιστέκεται τελικά σέ κάθε πρό­ θεση άγνής ποιήσεως».11 Το ποίημα του Καρυωτάκη οικοδομείται γύρω από ένα άπιαστο μουσικό κέντρο, που περικλείνει το πρώτο σκίρτημα της έμπνευσης και δένει αρμονικά τα μέρη με το όλο, σάμπως ο ποιητής να συνέλαβε μονομιάς το σύνολο, να το άκουσε μέσα στη φαντασία του και να πραγματοποίησε, με βάση μια ορισμένη μουσική κλίμακα, την ανά-

9. «Κώστας Καρυωτάκης»■ όπου και οιην υποσ. 2, σσ. LXXI και LXXXIV. [Το ίδιο νωρίτερα: περιοδ. «Νέα Εστία», τόμος Δ ', τεύχη 17-41 και 18-42, 1 Σεπτ. και 15 Σεπτ. 1928, σσ. 780 και 836-837 και Κλ. Παράσχου: «Δέκα Έλ­ ληνες Λυρικοί», Αθ. 1937· 6' έκδ. με τροποποιήσεις Φέ­ ξης, Αθ. 1962.] 10. «Ο Καρυωτάκης και οι "Σάτιρες”»· όπου και στην υποσ. 2, σσ. CXVI και CXXII1. [Νωρίτερα, με τίτλο «Καρυωτά­ κης», περιοδ. «Νέα Ζωή» (Αθηνών), Μάρτιος 1934, όπου

η πρώτη μόνο συνέχεια. Ολόκληρο στο περιοδ. «Τα Νέα Γράμματα», τεύχος 12, Δεκέμβρης 1935. Τώρα και Τέλλος Ά γρας: «Κριτικά», τόμος Β'. Φιλολογική επιμέλεια: Κώ­ στας Στεργιόπουλος. Ερμής, Αθ. 1981, σσ. 209 και 216.] 11. Τίμου Μαλάνου: «Κριτικά Δοκίμια». Αλεξάντρεια 1940, σσ. 192 και 196-197. [Τώρα, με κάποιες φραστικές τροπο­ ποιήσεις, και Τίμος Μαλάνος: «Η δύναμη των αισθητικών συγκινήσεων». Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθ. 1984, σσ. 35 και 38.]


54/αφιερωμα πτύξη και τη σύνθεση των επί μέρους.12 Γι’ αυτό τα ποιήματα του στη βαθύτερη εσωτερική τους διάσταση στηρίζονται σε έδαφος αφηρημένο και στόχο τους έχουν τη μορφοποίηση των διακυ­ μάνσεων του ταραγμένου εσωτερικού του χώ­ ρου. Με τέτοιες προϋποθέσεις, η εικόνα κι η πλαστική αναπαράσταση του κόσμου, το ιδανικό δηλαδή της κλασικής τέχνης, δεν μπορεί παρά ν’ απουσιάζουν απ’ το έργο του, κι αν δεν απου­ σιάζουν εντελώς, πάντως βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα.13 Η φαντασία του, καθώς το έδειξε με συγκεκριμένα παραδείγματα ο Άγρας, εμφανί­ ζεται «ταραγμένη καί, τρόπον τινά, διάτρητη. Οί ποιητικές του εικόνες πάνε κι’ έρχονται, σαλεύ­ ουν, μένουν στή μέση, κάποτε αναποδογυρίζο­ νται. [...] Έ τσι πάντα- οί προσφιλέστερές του έποπτεΐες είναι οί άκουστικές [...] Ή οπτική του έποπτεία εϊν’ άδειανή καί συγκεχυμένη».14 Εντούτοις, και η μορφή του έργου παρουσιά­ ζει τις ίδιες αντιθέσεις με το περιεχόμενο και τον εσωτερικό διχασμό του ποιητή. Από τη μια, η ποίησή του, όπως διαμορφώνεται οριστικά με την τρίτη του συλλογή, είναι λόγος, και μάλιστα συχνά λόγος με ξαφνικές αναφωνήσεις, με ρητο­ ρικές αποστροφές, με κραυγές και πεισιθάνατη μεγαληγορία· από την άλλη, γίνεται διακριτικός συναισθηματικός τόνος, εμποτισμένος με τη με­ λαγχολία του χαμηλόφωνου λυρισμού. Την ίδια στιγμή που καταφεύγει στις μεταφορές, τις πα­ ρομοιώσεις και τα παλιά σχήματα, φτάνει πα­ ράλληλα ώς τη χαλάρωση του λογικού συνειρ­ μού, προαναγγέλλοντας την εκφραστική τόλμη της νεότερης ποίησης. Κατά τον ίδιο τρόπο, από τον λυρισμό και τη ρομαντική φρασεολογία πη­ δάει ταυτόχρονα στον ρεαλισμό και τη σάτιρα, αποσπώντας κομμάτια από τον κόσμο του συ­ γκεκριμένου και της γύρω πρεγματικότητας, που πέφτουν σα νησίδες μέσα cr ,| θάλασσα του αφηρημένου. Και δεν είχε κε ΐόλου άδικο ο Πάνος Καραβίας, όταν παρατηρούσε πως «ό Καρυωτάκης στέκεται στο μεταίχμιο, άνάμεσα σέ δυό έποχές καί άνάμεσα σέ δυό τρόπους ποιητικούς: άπό τή μιά μεριά, έβγαινε όλόκληρος άπό τόν

γαλλικό συμβολισμό καί μετασυμβολισμό κι άπό τόν τόνο τής “παρακμής” -πού όμως γρήγορα τόν ύπερκέρασε- κι άπό τήν άλλη, συναντούσε πρωτοποριακά τίς νέες μορφές πού άνέβαζαν τό καθημερινό λεκτικό, τό πεζολογικό στοιχείο κ’ έφερναν τήν άφαίρεση καί όνειρικά συστατικά σά νέους παράγοντες στή σύγχρονη ποιητική έκ­ φραση».15 Οπωσδήποτε, το βέβαιο είναι, πως δεν ήταν δυνατόν να γίνει «poete formiste», ούτε να μείνει μέσα στα όρια της «καθαρής ποίησης». Κι αν ώς ένα σημείο το επιδίωξε, αργότερα στράφηκε σε διαφορετικούς στόχους. Στη νεκρολογία του για τον Ιωσήφ Ραφτόπουλο βλέπουμε ποια βαρύτητα έδινε στην παρουσία του βιωματικού, του συναι­ σθηματικού και του δραματικού στοιχείου και πόσο θεωρούσε την ειλικρίνεια και την αυθορμησία απαραίτητες προϋποθέσεις για τη διάρ­ κεια ενός έργου. Η προσωπική του τραγωδία, εξ άλλου, τον οδηγούσε μοιραία προς την άμεση και την απαλλαγμένη από περιττά στολίδια έκ­ φραση. Μα τούτο δε σημαίνει και πως παραμε­ λούσε τη μορφή. Μπορεί να ξεκίναγε από θέσεις αντίθετες με τη μορφοδοξία μερικών της γενιάς του, αλλά η καλλιτεχνική του συνείδηση δεν έπαυε να λειτουργεί και να τον κρατάει άγρυπνο και για τη μορφική αρτιότητα των ποιημάτων του. Ο Σακελλαριάδης μας λέει, πως «οί δικοί του, πολλές φορές, τόν άκουγαν πριν φέξει νά κόβει βόλτες στήν κάμαρά του, προσπαθώντας νά δώσει κατάλληλη μορφή στήν έμπνευσή του».16 Κι ο ίδιος ο ποιητής σε όσα γράφει στα «Ελληνικά Γράμματα», για τη γνωστή αρνητική κριτική του Β. Ρώτα, τονίζει αρκετά τη σημασία που είχε γι’ αυτόν η καλλιτεχνική αξία του ποιή­ ματος, παρατηρώντας ότι «ό κ. Ρώτας, σέ δυό όλόκληρες σελίδες, δέ μάς είπε ούτε τό στοιχειω­ δέστερο: Είναι, δηλαδή, ή δέν είναι ποιήματα τά “’Ελεγεία καί Σάτιρες” ; Ά ν , κατά τύχην, συμ­ βαίνει τό πρώτο, έγώ είμαι εύχαριστημένος».17 Την αυξημένη καλλιτεχνική του συνείδηση δεί­ χνει κι η αυστηρή επιλογή που έκανε ταξινομώ­ ντας και συνθέτοντας το υλικό των συλλογών

νά είναι πενιχρά καί ό χειρισμός των κάπως άδέξιος. 'Ισως νά είναι κάποτε αισθητή καί ή σχεδόν παντελής ϊλ12. Κι ο Πάνος Καραβίας παρατήρησε σχετικά, πως «ίιπάρχει, λειψις εικόνων άπό τό έργον του. Τά μειονεκτήματα αύτά, στά ποιήματα τής τελείωσής του, μιά μυστηριώδης, άκριδι’ έμέ τούλάχιστον, στερούνται σημασίας, άφοϋ ό ποιη­ 6ής Ισορροπία άνάμεσα στό πάθος καί στήν τέχνη, μιά τής, καί μέ τά όλίγα μέσα πού διαθέτει, Επιτυγχάνει δ,τι συμμετρία άνάμεσα στήν έσωτερική έμπειρία καί στήν θέλει νά έπιτύχη: μάς συγκινεϊ». (Εφημ. «Πρωτεύουσα», διάρθρωση καί τόν ρυθμό τής ποιητικής μορφής, κι άκρι22 Σεπτεμβρίου 1921. [Τώρα και στο «Ο Καρνωτάκης και 6ώς, αΰτή ή ισορροπία κι αυτή ή συμμετρία είναι πού βε­ οι κριτικοί τον»· όπου και στην υποσ. 1, σσ. 1572-1573.]) βαιώνουν τήν αυθεντικότητα τού Καρυωτάκη καί δίνουν Αργότερα, ο Παράσχος αντιμετώπισε πολύ πιο σωστά το στήν ποίηση τής τελευταίας περιόδου του τή δύναμη νά θέμα της μορφής στον Καρυωτάκη. (Κοίτα όπου και στην γοητεύει καί νά συγκινεϊ.» (Πάνου Καραβία: «Πάθος γρα­ υποσ. 9.) φής και τα τοπία». Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» [Αθ. 14. Ό που και στην υποσ. 10, σσ. CXXV, CXVI1 και CXVIII. 1970], σσ. 56-57. [Τώρα και Πάνου Καραβία: «Οκτώ μορ­ [Και «Κριτικά» Β', σσ. 217, 210 και 211.] φές». Ίκαρος, Αθ. 1979, σ. 133.]) 15. Ό που και στην υποσ. 12, σ. 47. [Και «Οκτώ μορφές», σσ. 13. ’ Το είχε προσέξει κι ο Κλέων Παράσχος, απ’ τα «Νηπενθή» 124-125.] ακόμα, και στην κριτική του για τη συλλογή αυτή σημειώ­ 16. «Κ.Γ. Καρνωτάκης»· όπου και στην υποσ. 2, σ. ΧΧΧΧΙΙΙ. νει, πως «ίσως τά'Επίθετα τού κ. Καρυωτάκη νά είναι πο­ 17. Περιοδ. «Ελληνικά Γράμματα», τόμος Β'. αριθ. 7, 15 λύ κοινά, ή έκφρασίς του νά στερήται χρώματος, πρωτο­ Μαρτίου 1928, σ. 276. Κοίτα το ίδιο όπου και στην υποσ. τυπίας καί δυνάμεως, ίσως τά μορφικά του έν γένει μέσα 18, τόμος Α, σσ. 219-220.


αφιερωμα/55

Αν αφήσουμε κατά μέρος τα αποκηρυγμένα κι απ’ τον ίδιο τον ποιητή «Νεανικά», όπου η μια αδεξιότητα συναγωνίζεται την άλλη κι οι λιγο­ στές παραλλαγές των διπλών και τριπλών κάπο­ τε δημοσιεύσεων στα λαϊκά περιοδικά δεν αντι­ προσωπεύουν καμιά σειρά χρονολογική, θα δια­

πιστώσουμε ότι από την πρώτη του συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919) ο Καρυωτάκης ξέρει να επισημαίνει τ’ αδύνατα σημεία και να τα ενισχύει. Ο Σακελλαριάδης λέει, πως η «Μυγδαλιά», δημοσιευμένη στο βι­ βλίο με χρονολογία 1918, είχε γραφτεί από το 1916, «κατόπιν όμως τής έδωκε τήν τελειωτική της μορφή»,19 αλλά δε σώθηκε κανένα τεκμήριο της πρώτης εκείνης γραφής. Στο ποίημα «Θά­ λασσα», ανάμεσα στην τρίτη και την τέταρτη στροφή, όπως προκύπτει από παλαιότερο χειρό­ γραφο, χαρισμένο στο φίλο του Ν. Καράκαλο, υπήρχαν άλλες τρεις στροφές, που σωστά τις αφαίρεσε κατόπιν. Πραγματικά, όχι μόνον είναι οι πιο χαλαρές κι οι πιο αδέξιες, μα κι εντελώς περιττές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Σακελλαριάδη, στο παλαιότερο αυτό χειρόγραφο το ποίημα τέλειωνε με μια στροφή, την προτε­ λευταία, αρκετά παραλλαγμένη τώρα στην τελι­ κή μορφή, ενώ η τελευταία του ποιήματος δεν υπήρχε. ° Επίσης, η « Άνοιξη» στην πρώτη μορ­ φή της είχε τίτλο «Ο πόνος του πράσινου», κι άρχιζε με το στίχο: «Στό γέρο κήπο μοϋ μιλεϊ μιά νέα μελαγχολία». Στη συλλογή ο ποιητής έχει αλλάξει τον τίτλο, κι έχει κάνει διόρθωση του στίχου κατά τρόπο που ν’ αφήνει την εντύπωση της πρώτης αυθόρμητης γραφής: «Στόν κήπο άπόψε μοϋ μιλεϊ μιά νέα μελαγχολία». Αργότε­ ρα, μετά την έκδοση της συλλογής, επιχείρησε κι άλλες αλλαγές, τόσο στο παραπάνω ποίημα όσο και σε τρία ακόμα του πρώτου βιβλίου του, όταν ξαναδημοσιεύτηκαν στον «Έσπερο» της Σύρου,, όχι όμως παντού το ίδιο πετυχημένες.21 Πιο εύστοχες και πιο ουσιαστικές είναι όσες διορθώσεις κάνει στα τυπωμένα έπειτα από δυο χρόνια «Νηπενθή» (1921), οπότε και ή τεχνική του είχε προχωρήσει-αρκετά. Στο ποίημα «Ευγέ­ νεια» ο τέταρτος στίχος της πρώτης στροφής, στην αρχική του μορφή στον «Νουμά», ήταν: «Πικροί κι άν είναι οί χρόνοι». Στη συλλογή τον αλλάζει: «Πικροί όταν έλθουν χρόνοι». Ο δεύτε­ ρος της τρίτης στροφής ήταν: «καί κράτα τό πο­ τήρι», αλλά τό «καί» δεν του φαίνεται να τονίζει την αντίθεση. Τον αλλάζει: «Λέγε στούς θεούς “νά σβήσω!” / μ ά κράτα τό ποτήρι». Στο τέλος του ίδιου εξάστιχου., εκτός απ’ το «καί», υπήρχε κι η λέξη «άγαπώντας». Βλέπει όμως πως δεν εκ­ φράζει ακριβώς ό,τι θέλει να πει, δεν εκφράζει κυρίως αρκετά την αντίθετη στάση με όσα συμ­ βουλεύει ο προηγούμενος στίχος, κι αντί «καί λέγε το άγαπώντας», διορθώνει «μά λέγε το γε­ λώντας».22

18. Κ.Γ. Καρυωτάκη: «Άπαντα τα Ευρισκόμενα». Φιλολογική επιμέλεια: Γ.Π. Σαββίδη. Τόμος Α ', Αθ. 1965 και τόμος Β', Αθ. 1966. [Στη συνέχεια, όλες οι αναφορές στην τελευ­ ταία τούτη έκδοση σημειώνονται συντομογραφικά: Ευριακ. Α ' και Ευρισκ. Β'.] 19. Ό που και στην υποσ. 2, σ. 2.

20. Ό που και στην υποσ. 2, σ. 16. Κοίτα και Ευρισκ. Α', σ. 206, όπου αναδημοσιεύονται οι τρεις στροφές κι οι πληρο­ φορίες του Σακελλαριάδη. 21. Κοίτα και Ευρισκ. Α', σ. 205. 22. Κοίτα και Ευρισκ. Α', σ. 209. Δες και την οριστική μορφή όλου του ποιήματος στις σσ. 37-38.'

του, ενώ οι μεταφράσεις του μαρτυρούν κατά τρόπο άσφαλτο το καλλιτεχνικό του αισθητήριο και τον τεχνικό εξοπλισμό του. Το πιο αδιάψευ­ στο όμως δείγμα για τις δυνατότητες του στην τεχνική μας δίνουν τα ίδια του τα ποιήματα κι οι διάφορες φάσεις της επεξεργασίας τους, όπως μπορούμε πια να τις δούμε καθαρά, ύστερα απ’ την έκδοση των «Ευρισκομένων» του από τον Γ.Π. Σαββίδη,18 συγκρίνοντας τις παραλλαγές των προηγούμενων δημοσιεύσεων στα περιοδικά και τις φωτοτυπίες μερικών παλαιότερων χειρο­ γράφων με την οριστική μορφή των ποιημάτων στις συλλογές. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγκρι­ σης δεν είναι μόνο διαφωτιστικό· είναι απροσ­ δόκητα αποκαλυπτικό, ακόμα και για τους πιο διορατικούς, και για τους θερμότερους υποστηρικτές της ποίησης του Καρυωτάκη. Άλλοι, με αρτιότερο εξοπλισμό στην τεχνική από κείνον, με ακονισμένη διαίσθηση και με φή­ μη λεπτότερου τεχνίτη και αισθητικού, δου­ λεύοντας και διορθώνοντας τα ποιήματά τους, όχι σπάνια τόυς έχουν πειράξει κάτι απ’ την ψυ­ χή τους, κάποτε τα έχουν βαρύνει με διακοσμητικές προσθήκες ή έχουν αλλάξει άστοχα λέξεις κι εκφράσεις, με αποτέλεσμα να τα χαλάσουν και, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, να τα κάνουν χει­ ρότερα και από καθαρά τεχνική άποψη. Ο Καρυωτάκης, πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε, τα κάνει καλύτερα και τεχνικότερα. Δεν τους αφαιρεί το άπιαστο εκείνο σκίρτημα, που είναι η ποιητική τους πνοή κι η παρθενική τους ψυχή. Αντίθετα, το τονίζει και το φανερώνει, αποκρυστάλλώνοντάς το. Σα να μην μπόρεσε μέσα στη σύγχυση και στο νεφέλωμα της πρώτης έμπνευσης να ξε­ καθαρίσει παντού το βάθος της ουσίας, κι ύστε­ ρα απ’ την επίμονη προσπάθεια, ύστερα απ’ τη βίωση και της μορφής, όταν πια το ποίημα περι­ χαρακώθηκε στα καθορισμένα του όρια, ν’ άστραψε στο νου του η κατάλληλη λέξη, ο κα­ τάλληλος στίχος, ή κι ολόκληρη η στροφή, και να τα αποτύπωσε οριστικά και τελεσίδικα. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, προσεκτικά τη σταδιακή τούτη επεξεργασία, που αποτελεί και την καλύτερη μαρτυρία.


56/αφιερωμα Τέτοιες μικρές -κ ι ωστόσο αριστοτεχνικέςεπεμβάσεις υπάρχουν κι άλλες στα «Νηπενθή». Αλλά να και μερικά παραδείγματα με ριζικότε­ ρες αναθεωρήσεις. Στο «Δον Κιχώτες», στην πρώτη μορφή στον «Νουμά», η τρίτη στροφή ήταν:

’Έτσι &ς τό θέλει ό θερβαντές. ’Εγώ τούς εί­ δα, μέσα στην ιστορία μιας Ζωής, τούς μανιακούς ιπ­ πότες άποσταμένοι νά σταθούν κ.τ.λ. Μα του φαίνεται άτονη κι αδέξια σ’ ορισμένες εκφράσεις. Γι’ αυτό στο βιβλίο την αλλάζει, την ξεκαθαρίζει νοηματικά, ενισχύοντας παράλληλα το νόημα και με ισχυρότερους ηχητικούς τονι­ σμούς:

ούν. Αντιλαμβάνεται, πως η αναφορά του ονό­ ματος (πρόκειται για τον Σακελλαριάδη) δίνει στο ποίημα πολύ ιδιωτικό χαρακτήρα. Αλλάζει, λοιπόν, και τους στίχους και τον τίτλο, για να γενικεύσει κάπως, αντικαθιστώντας το όνομα με το κατάλληλο για κάθε όμοια περίπτωση «φίλε», πλουτίζοντάς τους με μια πρόσθετη σημασία (ότι η καρδιά του «σά νά έγέρασε»), βγαλμένη πιθα­ νότατα από την ανάγκη της νέας ομοιοκαταλη­ ξίας, και τονίζοντας με κάποιο εκβιασμό στην εσωτερική συνίζηση τη λέξη με το βαρύτερο νόη­ μα («τελείωσεν», αντί για το στιχουργικά απλούστερο «τέλειωσεν» ή και «τελείωσε η», χωρίς το ν, οπότε η συνίζηση θα γινόταν εξωτερικά με λιγότερη έμφαση):

Φίλε, ή καρδιάμου τώρα σά νά έγέρασε. Τελείωσεν ή ζωήμου τής ’Αθήνας, πού όμοια γλυκά καί μέ τό γλέντι έπέρασε.24 Έτσι άν τό θέλει ό Θερβαντές, έγώτούς εί­ δα, μέσα Από τις πιο εμπνευσμένες διορθώσεις αποτε­ στην μίαν Ανάλγητη Ζωή, τον λεί και το θαυμάσιο «φινάλε» στο «Αφιέρωμα», ’Ονείρου τούς ιππότες όσο κι αν η τελευταία στροφή του, όπως κι ολό­ άναντρα νά π ε ζ έ ψ ο υ ν ε κ.τ.λ. κληρο άλλωστε, αφήνει την εντύπωση πως βγήκε

Ακόμα πιο αδύνατη βρίσκει την -αφελέστατη, άλλωστε,- τελευταία στροφή, με τα «χαντάκια» και τα «πουλάκια»: νΐραόιαστά τούς είδα έγώ, πεσμένους στά χαντάκια, ξαρμάτωτοι νά ηλιάζουνε τήν άνοιχτή πληγή τους, κι Ακούοντας πόσον άπαλά λαλούνε τά που­ λάκια, νά κλαινε μάταια πού έζησαν στόν κόσμο τή ζωή τους... Και την αντικαθιστά, κυριολεκτικά μεταμορφώνοντάς την:

Τούς είδα πίσω νά ’ρθουνε -παράφρονες, ώραϊοι ρηγάδες πού έπολέμησαν γι’άνύπαρχτο βασίλειοκαί σάν πορφύρα νιώθοντας χλεναστικιά πώς ρέει, -τήν άνοιχτή νά δείξουνε μάταιη πληγή στόν ν ήλιο!23 Επίσης, το «Σε παλαιό συμφοιτητή» στην πρώ­ τη του μορφή στον «Νουμά» είχε τίτλο «Αφιερω­ μένο», κι άρχιζε με τους στίχους: Φοβάμαι πώς έτέλειωσε, Χαρίλαε, γιάμένανε ή ζωήμας τής ’Αθήνας, πού όμοια γλυκά καί μέ τό γλέντι έκύλαε.

με μια πνοή. Κι είναι η διόρθωση αυτή που αξιοποιεί το ποίημα και το μετατρέπει σε μια απ’ τις καλύτερες ακέραιες μονάδες μέσα στα «Νηπεν­ θή». Κι ωστόσο, πρόκειται για επέμβαση πιθα­ νότατα της τελευταίας στιγμής, όταν ήδη ο ποιη­ τής το είχε πια καθαρογράψει για δημοσίευση, αν κρίνουμε απ’ το αυτόγραφο που βρήκε ο Χ.Λ. Καράογλου στο αρχείο του περιοδικού «Μού­ σα», όπου πρωτοδημοσιεύτηκε. Να πώς ήταν αρχικά η τελική στροφή στο καθαρογραμμένο χειρόγραφο:

Ήπεταλούδα πάντα θά πετάξη άφίνοντας στά δάχτυλα τή γύρη. Θρόισμα τό άντίο, τό χέρι σουμετάξι, κ’έχάθηκες. Τά ρόδαμου είχαν γύρει γιατί ’χε ή πεταλούδαμου πετάξει. Και να πώς μεταμορφώθηκε με την αντικατάστα­ ση των δύο τελευταίων στίχων, που τους έχει διαγράψει και τους έχει προσθέσει διορθωμέ­ νους στο πλάι:

Ή πεταλούδα πάντα θά πετάξει Αφήνοντας στά δάχτυλα τή γύρη. Θρόισμα τό άντίο, τό χέρι σουμετάξι, κι έχάθηκες. ’Από τό παραθύρι ή πεταλούδα πάντα θάπετάξει.,.26

Οι τρεις πρώτοι αυτοί στίχοι δεν τον ικανοποι­

Κατά τον ίδιο τρόπο που διορθώνει και μεταπλάθει, ξέρει και να προσθέτει, όπου το σύνολο απαιτεί κάποια προσθήκη για την αρχιτεκτονική του ολοκλήρωση. Το «Ύπνος» στην πρώτη του

23. Κοίτα και Ενρισχ. Α \ σ. 210. Και οριστική μορφή όλου του ποιήματος, σ. 39. 24. Κοίτα και Ενρισχ. Α ', σ. 211. Και το ποίημα στη σ. 49.

25. Κοίτα και Χ.Λ. Καράογλου: «Τρία νέα αντέγραφα τον Κ.Γ. Καρνωτάκη»· περιοδ. «Διαγώνιος» (θεσ/νίκης), τεύ­ χος 7, Ιανουάριος - Απρίλιος 1981, σσ. 93 και 95. 26. Evoujx. Λ ', α. 75.


αφιερωμα/57 μορφή στο «Λόγο» της Πόλης δημοσιεύτηκε χω­ ρίς τους τρεις πρώτους στίχους. Άρχιζε δηλαδή με τον τέταρτο: «Γλυκά θά κοιμηθούμε σάν παι­ δάκια / γλυκά. Κι άπάνωθέ μας» κ.τ.λ. Με την αρχή αυτή το ποίημα έμοιαζε ακέφαλο, σα να λέγονταν κι άλλα πιο πάνω και να παραλείφθηκαν από το τυπογραφείο. Ξαναδημοσιεύοντάς το όμως στη συλλογή, κάνει την προσθήκη των τριών πρώτων στίχων:

Θάμάς δοθεί τό χάρισμα καί ήμοίρα νά πάμε νάπεθάνονμε μιά νύχτα ατό πράσινο άκρογιάλι τής πατρίδας; Γλυκά θά κοιμηθούμε σάν παιδάκια κ.τ.λ.2728 Σ’ όλα τα «Νηπενθή» η τελική μορφή εμφανί­ ζεται καλύτερη από την πρώτη, σ’ όσες τουλάχι­ στον περιπτώσεις οι προηγούμενες δημοσιεύσεις ή τα αυτόγραφα μας επιτρέπουν τη σύγκριση. Ελάχιστες φορές ο ποιητής επεμβαίνει άστοχα, και σε καμιά σχεδόν απ’ αυτές δεν αλλάζει το ποίημα στο πολύ χειρότερο. Ίσως να μη διαλέγει πάντα την τελειότερη παραλλαγή, μα ούτε και τότε φτάνει στο σημείο να το χαλάσει, γιατί η εκλογή του, από μιαν άλλη άποψη, μπορεί να θεωρηθεί και πάλι εύστοχη. Το σονέτο «Αθήνα», έξαφνα, στη δεύτερη δημοσίευσή του στον «Λό­ γο» της Πόλης, που κατά τον Σαββίδη «παρου­ σιάζει μιά μορφή τού ποιήματος προφανώς προ­ γενέστερη» από την πρώτη στον «Νουμά», έχει διαφορετική διάταξη στίχων. Οι δυο τελευταίοι της πρώτης στροφής βρίσκονται τελευταίοι στη δεύτερη, κι οι δυο τελευταίοι της δεύτερης τε­ λευταίοι στην πρώτη. Με τη διάταξη αυτή τα τε­ τράστιχα του σονέτου κλείνουν επιγραμματικό­ τερα. Γίνεται δηλαδή μια πρώτη παρουσίαση του θέματος, ένα σταμάτημα, για ν’ ακολουθήσει η ολοκλήρωσή του με τα εξάστιχα. Με την τροπο­ ποίηση, ωστόσο, που έκανε αργότερα στην ορι­ στική μορφή, συγκεντρώνει στο πρώτο τετράστι­ χο όλη τη γ ε ν ι κ ή θ έ α του ποιήματος, κι από το δεύτερο αρχίζει να εντοπίζεται στα πιο συγ­ κεκριμένα και στα επί μέρους: στα σπίτια, στην Ακρόπολη, στο πέρα τοπίο, συνεχίζοντας την ανάπτυξη κατά τον ίδιο τρόπο και στα εξάστιχα. Έτσι, αν χάνει το σονέτο από μια πλευρά, κερ­ δίζει από μιαν άλλη.29 Διαφωτιστικότερα και πιο άφθονα είναι τα στοιχεία που έχουμε από την επεξεργασία των ποιημάτων της τρίτης συλλογής «Ελεγείακαι Σάτιρςς» (1927). Οι πρώτες μορφές εδώ κι οι πα­ ραλλαγές μας δίνουν την ευκαιρία να παρακο­ λουθήσουμε πώς φτάνει το ποίημα ν’ αποκρυ­ σταλλωθεί και να γίνει όπως το ξέρουμε, όχι μό­ νο ύστερα από μικρές προσθαφαιρέσεις και τρο­ ποποιήσεις στίχων, μα ύστερα από ριζικές επεμ­ 27. Κοίτα .και Ενριοκ. Α ', σ. 212. Δες κι ολόκληρο το ποίημα στην τελική του μορφή, σσ. 73-74. 28. Ενριοκ. Α ', σ. 212. Δες και το ποίημα, σ. 62.

βάσεις. Τα διάφορα αυτά στάδια της επεξεργα­ σίας μάς δείχνουν πόσο ο ποιητής είχε την αί­ σθηση του περιττού και πόσο καλά ήξερε να στή­ νει αρχιτεκτονικά το σύνολο και να το συνθέτει, ξεκινώντας από την ατελέστατη κάποτε πρώτη μορφή, για να το κάνει αγνώριστο στην τελευ­ ταία. Μας δείχνουν ακόμα, ότι η ωριμότητα της τρίτης συλλογής δεν αποτελεί μονάχα ωριμότητα ουσίας, αλλά παράλληλα και ωριμότητα τεχνι­ κής. Η τεχνική του ωριμάζει μαζί με το περιεχό­ μενό του ή, πιο σωστά, ωριμάζει η τεχνική του πείρα και η γνώση των τεχνικών μέσων. Απόδει­ ξη, ότι κάποια από τα αντιπροσωπευτικότερα κομμάτια του τελευταίου του βιβλίου παρουσιά­ ζουν σ’ ορισμένα σημεία στην πρώτη τους γραφή ατέλειες πρωτόπειρου στιχουργού. Ας πάρουμε για δείγμα μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματα του Καρυωτάκη. Και, πρώταπρώτα, την «Υστεροφημία». Στο ποίημα αυτό, χάρη στο αυτόγραφο με την αρχική μορφή, που βρέθηκε στα χαρτιά της Πολυδούρη, και στη δεύτερη μορφή τη δημοσιευμένη στη «Μούσα», μπορούμε να δούμε πώς πέφτει το μάτι του στα κύρια μειονεκτήματα και πώς ύστερα δίνει το τε­ λικό χρώμα, διορθώνοντας τις λεπτομέρειες. Ορίστε αμέσως το φωτοτυπημένο αντίγραφο, σε πιστή αντιγραφή, μεταφερμένο από τη σελίδα 4 του Β' τόμου των «Ευρισκομένων». Από κάτω, έχει ημερομηνία 28-4-922, και στη θέση του τί­ τλου υπάρχει γαλλικά η διευκρίνηση μάλλον: «Sans titre», γραμμένη, καθώς σωστά υποθέτει κι ο Σαββίδης, «άπό τρίτο χέρι»30 -ίσως από το χέ­ ρι της Πολυδούρη- και διαγραμμένη με μολύβι. Φαίνεται, ότι ο ποιητής είχε αφήσει το ποίημα στην αρχή χωρίς τίτλο ή δεν μπορούσε να τον βρει. Επίσης διαγραμμένη, πιθανότατα από τον ίδιο τον Καρυωτάκη με μελάνι, είναι η τρίτη στροφή, που τελικά την αφαίρεσέ:

Τό θάνατόμας χρειάζεται ή άμετρη γύρωφύ­ ση. Τονέ ζητούν τά πορφυρά στόματα των άνθών. “Αν έρθη πάλιν ή *Ανοιξη, πάλι θά μάς άφίση, κ’ύστερα πιάμήτε σκιές δέν είμαστε σκιών. Τό θάνατό μας καρτερεί τό λαμπρό φως τού ήλιου. Τέτια θά δούμε άκόμημιά δύση θριαμβική, κ’ ύστερα πιά δέν είμαστε, στά βράδια τού ’Απριλίου, μήτε ή χρυσή πού χάνεται σκόνη τού δρόμου έκεϊ. 29. Κοίτα και τις προηγούμενες μορφές κι άλλων ποιημάτων, που δεν εξετάζονται,εδώ. (Ενριοκ. Α', σσ. 209-216.) 30. Ενριοκ. Β', σσ. 253-254.


58/αφιερωμα

"Αν τή ζωή περνούσαμε την ίδια έχοντας άτι, ή άρρωστημένα γέρναμε παιδιά τον ρεμβα­ σμόν, φεύγονμε δίχως απ’ έδώνάχονμε πάιρει κάτι, ούτε καί την ένθύμηση τονμάταιον έρχομοϋ. Μόνο μπορεί νά μείνονμε κατόπι μας οί στί­ χοι, οι όνειροπόλοι στίχοι μας νάμείνοννε, καθώς τά περιστέρια πού σκορπούν οί ναναγοί στην τύχη κι δταν φέρνονν τό μήννμα, δέν είναι πιά καιρός. Δημοσιεύοντας για πρώτη φορά το ποίημα στη «Μούσα»,31 το τιτλοφορεί με την αρχή του πρώ­ του στίχου: «Το θάνατό μας χρειάζεται...», χα­ ρακτηριστικό και τούτο της αμηχανίας του και της δυστοκίας του στους τίτλους, κι αφαιρεί την περιττή τρίτη στροφή. Με την αφαίρεση αυτή, αμέσως το σύνολο αναπνέει από το φόρτο της ασημαντολογίας και της κοινοτοπίας, που δεν έπαιρναν καμιά διόρθωση, αφού κανένας σχεδόν από τους τέσσερις στίχους της στροφής δεν είχε τίποτα να προσθέσει. Απόμεναν, ωστόσο, οι δύο χαλαροί κι αδέξια διατυπωμένοι τελευταίοι στί­ χοι του δεύτερου τετράστιχου:

κ’ ύστερα πιά δέν είμαστε, ατά βράδια τού Απρίλιον, μήτε ή χρνσή πού χάνεται σκόνη τον δρόμον έκεί, και τους μεταπλάθει αριστοτεχνικά, με την κα­ τάργηση της τομής στον ένά και την εναργέστερη μεταφορική διατύπωση του νοήματος στον άλλο:

κι ύστερα φεύγονμεν άπό τά βράδια τού ’Απρίλιον, ατά σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει. Η διόρθωση τούτη έχει κάτι από την παρθενικότητα, όπως θα έλεγε ο Valery, των «δοσμένων στίχων» («vers donnes»),32 καθώς η καταργημένη τομή του δεκαπεντασύλλαβου ρίχνει το βάρος του τονισμού στο «φεύγουμεν», συμπαρασύροντας όλες τις άλλες λέξεις σε μια δίχως κανένα σταμάτημα ροή, κι είναι σα να «φεύγουμε» στ’ αλήθεια. Τέλος, στο δεύτερο στίχο της τελευ­ ταίας στροφής, το «οί όνειροπόλοι στίχοι μας», ίσως επειδή του φαίνεται πολύ γλυκερό κι έξω απ’ τον πραγματισμό και την πικρή διάθεση των ποιημάτων του αυτής της περιόδου, το κάνει «οί άρρωστοι μόνο στίχοι μας». Εντούτοις, στην' οριστική μορφή βρίσκει ,υ πρέπει κι άλλα ν’ αλλαχτούν.33 Δεν τον ικανο­ 31. Κ οία και Ευρισκ. A ', c. 7.17 32. «Deux sortes de vers: les vers d o n n έ s cl les vers calcu16s». (Paul Valery: «Oeuvres» Bibliotheque de la Pldiade,

ποιεί ούτε το «οί άρρωστοι μόνο στίχοι μας», και το διορθώνει, αφαιρώντας κάθε χαρακτηρισμό, με το πιο τελεσίδικο: «δέκα μονάχα στίχοι μας>:ν Πιο κάτω, στον τελευταίο στίχο, το «κι δταν φέρνουν το μήνυμα» το αλλάζει «κι δταν φ έ ­ ρ ο υ ν » . Ο Αόριστος είναι πιο αόριστος απ’ τον Ενεστώτα, και τα περιστέρια θα φ έ ρ ο υ ν ίσως το μήνυμα κάποτε. Δεν είναι τόσο σίγουρο ότι το φ έ ρ ν ο υ ν πάντα. Παρόμοια την προσοχή του τραβάει κι ο δεύτερος στίχος της πρώτης στρο­ φής: «Τονέ ζητούν τά πορφυρά στόματα τών άνθών». Πιθανότατα, τον ενοχλεί ότι αρχίζει μ’ εκείνο το «τονέ». Κι έπειτα, έτσι ασύνδετος, ύστερα απ’ τον επίσης ασύνδετο κι άνεξάρτητο πρώτο, μοιάζει ουδέτερος και ξένος, και το τε­ τράστιχο δε δένεται αρκετά. Τον συνδέει λοιπόν με τον προηγούμενο:

Τό θάνατόμας χρειάζεται ή άμετρη γύρωφύ­ ση καίτόν ζητούν τά πορφνρά στόματα τών άνθών. Με την τελευταία αυτή διόρθωση, θα πίστευε κανείς, πως η επεξεργασία του ποιήματος έχει τελειώσει. Μα όχι. Πρώτο της συλλογής, με τέ­ τοιο προγραμματικό περιεχόμενο, δεν μπορούσε να μείνει ατιτλοφόρητο, ούτε να τιτλοφορηθεί, όπως άλλα, με την αρχή του πρώτου στίχου. Έπρεπε να βρεθεί κι ένας τίτλος μονολεκτικός, που να βγαίνει μέσα απ’ το πικρό του καταστά­ λαγμα και να του δίνει κάποια μεγαλύτερη βα­ ρύτητα, και τον επινοεί: «Υστεροφημία». Έχει μείνει, ωστόσο, και κάτι ακόμα, μια ανεπαίσθη­ τη λεπτομέρεια. Εμείς, όσο κι αν διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε τους στίχους, δεν τη βλέπουμε. Αλλά το μάτι του ποιητή -ή, καλύτερα, το αυτί του- την ανακαλύπτει, κι αντικαθιστά το «είμα­ στε» του τελευταίου στίχου της πρώτης στροφής με το ψυχρότερο σε τόνο και πιο επίσημο «εϊμεθα», δίνοντας στο ποίημα την τελική μορφή και το τελικό του χρώμα:

ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ34 Τό θάνατόμας χρειάζεται ή άμετρη γύρωφύ­ ση καί τόν ζητούν τά πορφνρά στόματα τών άνθών. "Αν έρθει πάλιν ή άνοιξη, πάλι θά μάς άφήσει, κι ύστερα πιάμήτε σκιές δέν εϊμεθα σκιών. Τό θάνατό μας καρτερεί τό λαμπρό φώς τού ήλιον. Τέτοια θά δούμε ακόμημιά δύση θριαμβική, Paris 1960, τόμος II, ο. 551.) 33. Κοίτα όπου και στην υποσ. 31. 34. Ενρισκ. Α ', σ. 99.


αφιερωμα/59

κι ΰστερα φεύγουμεν άπό τά βράδια τοϋ 'Απριλίου, στά σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεϊ. Μόνο μπορεί νά μείνουνε κατόπι μας οί στί-. χοι, δέκαμονάχα στίχοι μας νάμείνουνε, καθώς τά περιστέρια πού σκορπούν οί ναυαγοί στην τύχη, κι δταν φέρουν τό μήνυμα δέν είναι πιά καιρός. Ο ψυχρός και πιο επίσημος τόνος, με τους ισχυρούς δραματικούς τονισμούς και τις λέξεις τις δανεισμένες από την καθαρεύουσα είναι ο χαρακτηριστικός τόνος των «Ελεγείων». Να όμως, που η γενική αυτή εντύπωση, το χ ρ ώ μ α των ποιημάτων, έχει συχνά προκύψει κι από επεξεργασία- επεξεργασία όχι εγκεφαλικά τεχνι­ κή, μα τεχνικά δημιουργική, πράμα που σημαί­ νει, ότι ο ποιητής είχε στόχο του ένα ορισμένο αισθητικό ιδεώδες, σύμφωνο με την προσωπική του αντίληψη για την ποίηση. Ήδη, πιο πάνω, είδαμε πώς το «είμαστε» γίνηκε «είμεθα». Στο ατιτλοφόρητο «Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ...», ξαναδουλεύοντας τους αδύνατους στίχους, τους διορθώνει χρωματίζοντάς τους κατά τον ίδιο τρόπο. Πρώτα απ’ όλα, αφαιρεί εντελώς τον τί­ τλο «Spleen» της πρώτης και της δεύτερης δημο­ σίευσης, που απηχούσε το νοσηρό αισθητισμό των «ομοτέχνων». Στην τελική του μορφή το προτιμάει, καθώς και τόσα άλλα, χωρίς κανένα τίτλο. Έτσι του φαίνεται πιο άμεσο, πιο γυμνό και πιο αστόλιστο. Ύστερα, στρέφει την προσο­ χή του στους δυο τελευταίους στίχους του πρώ­ του τετράστιχου. Στην πρώτη δημοσίευση στη «Μούσα» ήταν: «Στήν γην ούτε αδερφός πιά δέ μάς έμεινε, ούτε φίλος / κι ήρθαμε τότε σέρνο­ ντας τήν αίωνία πληγή». Στη δεύτερη δημοσίευ­ ση στις «Φιλολογικές Σπίθες» επιχειρεί να βελ­ τιώσει τον πρώτο: «Ούτε άδερφός μαζί μας πιά δέν έμεινε, ούτε φίλος».35 Αισθάνεται, ωστόσο, ότι το ποίημα σ’ εκείνο το σημείο εξακολουθεί να θέλει διόρθωμα, και στη συλλογή τούς πα­ ρουσιάζει με την τελική τους διατύπωση:

τυλίγεται απ’ τον πρώτο, για να ολοκληρωθεί στο τέλος του δεύτερου, ενώ ταυτόχρονα βρί­ σκουν το αυθεντικό τους χρώμα: το ψυχρό και επίσημο που βγαίνει απ’ το «άπομακρύνθηκεν», λέξη μεγάλη, αλύγιστη μέσα στην επισημότητά της, όπως κι ο ποιητής μένει αλύγιστος από αξιοπρέπεια μέσα στην απόγνωσή του, και σε τόνο «καθαρεύοντα», ανάλογο με την «αίωνία πληγή». Το ίδιο χαρακτηριστική και πετυχημένη είναι κι η διόρθωση του άτεχνου κι αδέξια δια­ τυπωμένου στην αρχική του μορφή τελευταίου στίχου της επόμενης στροφής. Στην πρώτη και στη δεύτερη δημοσίευση του ποιήματος ήταν: «κι όταν μιλούμε, άπό μακριά ή φωνή μας φτάνει άχός». Στην τελική μορφή τον αποσυνδέει από τον προηγούμενο, τον αφήνει ν’ ακουστεί μόνος του επιγραμματικά, αντικαθιστώντας το περιττό κι αυτονόητο πρώτο ρήμα μ’ ένα επίθετο εναρ­ μονισμένο πάνω στη χρωματική κλίμακα της κα­ θαρεύουσας και ρίχνοντας όλο το βάρος του το­ νισμού στη νέα τούτη λέξη:

νιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, πού έβάρυνε, σάν ξένο, υπόκωφος άπόμακριά ή φωνήμας φτάνει άχός. Ας δούμε όμως τώρα και πώς αναδιαρθρώνει με την επεξεργασία ένα άτεχνο αρχικά ποίημα, όταν κυρίως πάσχει από έλλειψη σωστής κατα­ νομής του δυναμικού των στροφών του, πώς το ανασυνθέτει και το πυκνώνει, αφαιρώντας ό,τι θεωρεί περιττό και μετακινώντας τα τετράστιχα, έτσι ώστε η ανάπτυξή του να προχωρεί, να κορυφώνεται και να κλείνει κανονικά. Το «Φύγε, η καρδιάμου νοσταλγεί...» στην πρώτη του δημο­ σίευση στη «Μούσα»36 εμφανίζεται με την ακό­ λουθη διάταξη στροφών και μ’ ένα τετράστιχο παραπάνω:

ΦΥΓΕ, ΗΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΛΓΕΙ... Φύγε, ή καρδιάμου νοσταλγεί τήν άπειρη γα­ λήνη! Ταράζει καί ή ανάσα σου τάμαύρα τής Στυ, , / ~ γός νερά, πούμέ πηγαίνουν, δπως είμαι ναυαγός, εκεί, στό απόλυτο Μηδέν, στήν Απεραντοσύ­ νη. Φύγε κι άσε με μοναχό, πού βλέπω νά πλη­ θαίνει απάνω ή νύχτα, καί βαθιά νά γίνονται τά χάη. Ούτε τού πόνου ή αίσθηση σέ λίγο πιά δέμέ-

"Οταν άπομακρύνθηκεν ό τελευταίος μας φίλος, ήρθαμε άγάλι σέρνοντας τήν αίωνία πληγή. Το εύρημα είναι το « ά π ο μ α κ ρ ύ ν θ η κ ε ν » και η μετατροπή της σύνταξης από «κατά παράταξιν» σε «καθ’ υπόταξιν». Με τον τρόπο αυτό, αποκτούν κι οι δυο στίχοι πιο αργό περπάτημα, γίνονται πιο βραδυκίνητοι και πιο σύμφωνοι με την απελπισία και την κόπωση που θέλουν να εκφράσουν, καθώς το νόημά τους αρχίζει να ξε35. Κοίτα και Ευρισκ. Α ', σσ. 223-224. Δες και την οριστική

36.

μορφή στη σ. 103. Κοίτα και Ενρισκ. Α', σ. 22'·.


60/αφιερωμα

κι είμαι όάνθος πού φνλλορροεϊ στό χέρι σου καί πάει. Φύγε καθώς τά χρόνια κείνα έφύγανε, πού μόνον μιά λέξη σου ήταν, στή ζωή, γιά μένα σάν παιάνας. Τώρα τά χείλημου διψούν τό φίλημα τήςμά­ νας, τής μάνας γής, καί άνοίγονται στό γέλιο τών αιώνων. Φύγε, γιατίμέ παίρνουνε τά 8γρά σου φωτει­ νά μάτια, κι δμως -άλίμονον!- έδόθηκα ατά έρέ6η. Νύχτα θανάτου γύρωμου, φύγε παντοτινά, μόνο τό άπόλυτο Μηδέν ή Αγάπη σοϋ γυρεύ­ ει... Ξανακοιτάζοντάς το, πριν το συμπεριλάβει στη συλλογή, βλέπει ότι το τελευταίο τετράστιχο όχι μόνο δεν προσθέτει τίποτα, αλλά με την πα­ ρουσία του αραιώνει τη δραματική πυκνότητα. Λοιπόν, το αφαιρεί. Ωστόσο, και πάλι κάτι δεν πάει καλά. Το ποίημα μοιάζει να τελειώνει απ’ την πρώτη του στροφή, και στη συνέχεια, ύστερα μάλιστα κι απ’ την αφαίρεση της τελευταίας, μέ­ νει χωρίς τέλος. Ό σα λέγονται, εξ άλλου, στη δεύτερη και στην τρίτη αντιπροσωπεύουν μια κατάσταση προγενέστερη ως προς την κλιμάκω­ ση των συναισθημάτων και των εννοιών. Τα νε­ ρά της Στυγός, το απόλυτο Μηδέν, η Απεραντο­ σύνη είναι η κατάληξη, ένα τέλος που δεν παίρ­ νει άλλη συνέχεια, ενώ η ανάπτυξη ξετυλίγεται κανονικότερα, αν αρχίσουμε το διάβασμα απ’ τη δεύτερη στροφή. Έτσι, πραγματικά, το ποίημα «αρχίζει»· με το επόμενο τετράστιχο, κορυφώνεται και «γεμίζει»· με τη μετακίνηση της πρώτης στροφής στο τέλος, οδηγείται στη λύση του και κλείνει:

ΦΥΓΕ, ΗΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΝΟΣΤΑΛΓΕΙ..}1 Φύγε κι άσε με μοναχό, πού βλέπω νά πλη­ θαίνει άπάνω ή νύχτα, καί βαθιά νά γίνονται τά χάη. Ούτε τού πόνου ή αίσθηση σέ λίγο πιά δέ μέ­ νει, κι είμαι όάνθοςπού φνλλορροεϊ στό χέρι σου καί πάει. 37. Ενρισκ. Α ', σ. 105. 38. Κοίτα και τις προηγούμενες μορφές κι άλλων ποιημάτων αυτής της συλλογής, που δεν εξετάζονται εδώ, όπως του *Επιστροφή», του ατιτλοφόρητου «Όλα τα πράγματά μου...», του «Ωχρά σπειροχαίτη» και ιδίως του «Ο Μιχα-

Φύγε καθώς τά χρόνια κείνα έφύγανε, πού μόνον μιά λέξη σου ήταν, στή ζωή, γιά μένα σάν παιάνας. Τώρα τά χείλη μου διψούν τό φίλημα τήςμά­ νας, τής μάνας γής, καί Ανοίγονται στό γέλιο τών αιώνων. Φύγε, ήκαρδιάμου νοσταλγεί τήν άπειρη γα­ λήνη! Ταράζει καί ή Ανάσα σου τάμαύρα τής Στυ­ γός νερά, πούμέ πηγαίνουν, δπως είμαι ναυαγός, έκεϊ, στό άπόλυτο Μηδέν, στήν ’Απεραντοσύ­ νη. Η επεξεργασία θα μπορούσε να είχε σταματή­ σει ώς εκεί. Μα ο ποιητής έχει κάτι ακόμα να διορθώσει. Στον τρίτο στίχο του πρώτου με τη νέα διάταξη τετράστιχου: «ούτε τού πόνου ή αί­ σθηση» κ.τ.λ. το «αίσθηση» δεν του αρέσει· το κάνει «θύμηση». Τέλος, στον επόμενο: «κι είμαι ό άνθος πού φυλλορροεϊ» κ.τ.λ. αφαιρεί το άρ­ θρο και μετατρέπει το «άνθος» σε «άνθος»: «κι είμαι άνθος πού φυλλορροεϊ» κ.τ.λ. Με την τε­ λευταία τούτη διόρθωση, ο στίχος, από κλειστός και μάλλον άτονος, ανοίγει απροσδόκητα κι αποκτά κραυγή μέσα απ’ τη συνίζηση, καθώς όλο το βάρος του τονισμού πέφτει στο α:

Ούτε τού πόνου ή θύμηση σέ λίγο πιά δέ μέ­ νει, κι είμαι άνθος που φυλλορροεϊ στό χέρι σου καί πάει. ★ ★ ★ Σ ’ όλες τις διορθώσεις στα «Ελεγεία και Σάτι­ στα τελευταία του κείμενα ο ποιητής επιδιώκει την έμφαση, την οξύτερη διατύπωση και τους ισχυρότερους τονισμούς, και παντού οι επεμβάσεις του βελτιώνουν σταθερά τις προη­ γούμενες μορφές, αφήνοντας την εντύπωση της πρώτης αυθόρμητης γραφής. 8 Η μετρική ανατα­ ραχή, από την άλλη μεριά, της τρίτης αυτής συλ­ λογής και των τελευταίων ποιημάτων οδηγεί και μορφολογικά την ποίησή του από τον ελάσσονα στον μείζονα τόνο, και τη μετατρέπει από χαμη­ λόφωνα συναισθηματική σε ποίηση κραυγής. Γιατί ο μείζων τόνος στον Καρυωτάκη δεν είναι τόσο τα θέματα -ή, τουλάχιστον, μόνο τα θέμα­ τα - όσο η έμφαση κι η αμεσότητα, οι συσπάσεις της αγωνίας που μεταγγίζει στο στίχο του, κα­

ρες» και

λιάς» (Ενρισκ. Α ', σσ. 223, 224, 229 και 230). Δες και τα αυτόγραφα του «Αισιοδοξία» και του «Πρέβεζα» στο τέ­ λος του Β' τόμου, καθώς και τις «Σημειώσεις» του Σαββίδη για-τα δυο τούτα ποιήματα (Ενρισκ. Β', σσ. 225-226 και 227-228.)


αφιερωμα/61 θώς τον σπρώχνει το πάθος και επείγεται να εκ­ φραστεί -κ ι αυτό φορτίζει την έκφρασή του με ισχυρούς τονισμούς:

μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα νά ρί­ χνωπίσω («Τελευταίο ταξίδι».)

εΐδα τη σκιά. (Από ατιτλοφόρητο «Επρόδωσαν την αρετή»)

Τί νέοι πού φτάσαμεν έόώ, στό έρμο νησί, στό χείλος τοϋ κόσμου . (Ατιτλοφόρητο)39

υπόκωφος απόμακριά ή φωνήμας φτάνει αχός (Από το ατιτλοφόρητο «Τι νέοι που φτάσαμεν...».)

Άνοιξα τίς άραχνιάσμένες κάμαρες. Καμία ελπίς. ’Απ’τό παράθυρο, τού τελευταίου δια­ βάτη

Έχεις την εντύπωση, ότι βρίσκεται τόσο κοντά «στό χείλος», που από στιγμή σε στιγμή θα γκρε­ μιστεί. Απ’ όλα αυτά, τελικά, γίνεται φανερό, πως ο Καρυωτάκης, κι όταν ακόμα διορθώνει τα ποιήματά του, τα προσαρμόζει σε μια αισθητική γραμμή, που αποτελεί στην ουσία της την αναζή­ τηση μιας δυναμικότερης και αμεσότερης εκφρα­ στικής, διανθισμένης εδώ κι εκεί με τους ψυ­ χρούς τόνους και τις αποχρώσεις της καθαρεύ­ ουσας. Αν, σύμφωνα με τα παλιά κριτήρια, πα­ ρουσιάζει ανωμαλίες μορφικές, και στα ποιήμα­ τα της τελευταίας περιόδου επικρατεί, όπως πα­ ρατήρησε ο Φάνης Μιχαλόπουλος, «μια τεχνική α ν α ρ χ ί α » , 40 τούτο οφείλεται στο ότι εκφρά­ ζεται με τρόπους ανανεωμένους και κατά βάση διαφορετικούς στο περιεχόμενό τους από την ώς τότε καθιερωμένη ποιητική παράδοση, που φυ­ σικό ήταν να προκαλέσουν την αντίδραση όσων είχαν ανατραφεί με τις παλιές αισθητικές αντι­ λήψεις. Έτσι, ό,τι του καταμαρτυρούν για μειο­ νέκτημα δε σημαίνει αμέλεια της μορφής και τε­ χνική ανωμαλία, αλλά αντιπροσωπεύει την α­ παρχή μιας νέας όρασης και μιας νέας αισθητι­ κής αντίληψης για την ποίηση, που βγαίνει αβίαστα μέσα απ’ την ίδια την ουσία και τη βαθύτερη φύση του έργου του.41

39. Ό λα τα παραπάνω παραδείγματα, καθώς και τα αμέσως προηγούμενα, είναι από τα «Ελεγεία και Σάτιρες» (Ενρισκ. Α'). 40. Ό που και στην υποσ. 6. 41. Κι ο Βάσος Βαρίκας έχει παρατηρήσει σχετικά: «Ά ν ό στίχος τού Καρυωτάκη έμφανίζεται αισθητικά άρτιος, πλούσιος σέ τονικές άποχρώσεις, μέ μιά σπάνια έκφραστι-

κότητα, χωρίς καμμιά έπιτήδέυση καί περιττά στολίδια, αύτό δέν είναι άποτέλεσμα τής τήρησης των κανάνων τής παράδοσης, άλλά τό άντίθετο: τής Απελευθέρωσής του άπό τήν τυραννία της.» (Βάσσος Βαρίκας: «Κ.Γ. Καρνωτάκης (Το δράμα μιας γενηάς)». Εκδόσεις Γκοβόστη [Αθ. 1938], σ. 60. [Τώρα και Βάσος Βαρίκας: «Κώστας Βάρναλης - Κώστας Καρυωτάκης». Πλέθρον, Αθήνα 1978, σ. 146.])

Τόσο πολύ τά σώματα κουράστηκαν, που έλύγισαν, έκόπηκαν στά δύο («Ηλύσια».)

είσαι ό άγγελος τής φθοράς, ό κύριος τοϋ θανάτου, (Από το ατιτλοφόρητο «Τι να σου πω, φθινόπω­ ρο...».)

Ατίθασα μέλη, διαφανή ρούχα, γλοιώδη στόματα υποκριτικά, («Αποστροφή».)

Ταυτόχρονα, τους στίχους ξεκλειδώνουν οι συ­ χνοί διασκελισμοί, δίνοντας τους μια εκφραστι­ κή σπασμωδικότητα:

Τά σώματα κυλούν χάμου, συσπείρονται στρεβλωμένα («Ηλύσια»)

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες (Ατιτλοφόρητο)

ΟΧΙ ΦΠΑ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ!


62/αφιερωμα

Ελ. Πολίτου - Μαρμαρινού ^

Οι τολμηροί διασκελισμοί του Καρυωτάκη προς το μέλλον

ΜΜ

(Η λ ε ιτ ο υ ρ γ ία τω ν μ ετ ρ ικ ώ ν π α ύ σ ε ω ν )*

H

ισομέγεθα και ισοδύναμα με τα προβλήματα της ποιητικής πνοής.

I

KSIl*SWIf/RI

Κ.Γ. Καρυωτάκης: Χαρακτικό του Γ. Βαρλάμον

|

/.

Η παύση στη γλώσσα

|

Η παύση, η στιγμιαία δηλαδή διακοπή του προφορικού λόγου, αφορά καταρχήν τη φυσιο­ λογία της ομιλίας, αφού ικανοποιεί την ανάγκη του ομιλητή να c αματήσει κάπου το λόγο του για να πάρει αναπνοή. Γρήγορα όμως η ανάγκη αυτή για αναπνοή ενσωματώθηκε στη διαδικα­ σία παραγωγής προτάσεων,*1 οπότε η παύση απόκτησε και γλωσσική λειτουργία με το να συν­

* Ανακοίνωση στο πρόσφατο επιστημονικό Συμπόσιο για τον Κώστα Καρυωτάκη που οργάνωσαν το Φιλολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και ο Δήμος Πρέβεζας (Πρέβεζα, 11-14 Σεπτεμβρίου 1986). 1. J.A. Fodor, T.G. Bevcr, M.F. Garrett, The Psychology of Language. An Introduction to Psycholinguistics and Gene-

τελεί στην κατάτμηση της γραμμικής διαδοχής των ήχων σε ομάδες, έτσι ώστε να αναδύεται κά­ θε φορά και μια διαφορετική σημασία:

Θαμμένη//, θα/ΙμένειΙΙ

για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα από τον Καβάφη (Ηπόλις). Συνήθως όμως οι παύσεις ορίζουν τις νοηματι­ κές ενότητες πέρα από τη λέξη, συμβάλλοντας σημαντικά στη σημασιολογική συγκρότηση του λόγου.2 Έτσι η παύση χωρίζει π.χ. τη μια πρό­ ταση από την άλλη: rative Grammar, Mcgraw - Hill Book Company, New York [1974], a. 425. - 2. Πρ6λ. Μ. Σετάτου, «Παύσεις και προσωδιακά στοιχεία στην Κοινή Νεοελληνική», Μελέτες για την ελληνική γλώσ­ σα. Πρακτικά της 3ης ετήσιας συνάντησης του Τμήματος Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 26-28 Απριλίου 1982, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 203, 204.


αφιερωμα/63

Γύρισε στο σπίτι // και μελέτησε ταμαθήματά του την πρόταση που έπιτελεί γραμματική λειτουρ­ γία σε σχέση με το λοιπό εκφώνημα (π.χ. το υπο­ κείμενο από το ρήμα):

Ταπαιδιά που βλέπουν πολλές ώρες τηλεόρα­ ση II δεν έχουν συνήθως καλές επιδόσεις στο σχολείο. ή ακόμα η παύση χωρίζει τον επιρρηματικό προσδιορισμό από το ρήμα:

Τα τελευταία δέκα χρόνια II ο ρυθμός της ζωήςμας άλλαξε πολύ, κ.ο.κ.3 Η γλώσσα δηλαδή, προκειμένου να εξασφαλί­ σει την καλύτερη δυνατή επικοινωνία, κάνοντας χρήση και στην περίπτωση αυτή μιας μορφής πλεονασμού, πρόσθεσε στη νοηματική δομή του λόγου, η οποία εξασφαλίζεται με τη σύνταξη, και μιαν άλλη παράλληλη δομή, την ηχητική, που με τις παύσεις συμβάλλει στην ολοκλήρωση μιας νοηματικής ενότητας, πριν από τη μετάβα­ σή μας σε μιαν άλλη.

Στον πεζό τώρα λόγο, ο οποίος κατά τεκμήριο αποτελεί την πιο σύμφωνη με τους κανόνες του συστήματος χρήση της γλώσσας, οι φωνητικές παύσεις συμπίπτουν συστηματικά με τις νοημα­ τικές. Διαπιστώνουμε δηλαδή στον πεζό λόγο την ύπαρξη και διατήρηση ενός φωνητικούσημασιολογικού παραλληλισμού, αυστηρού μά­ λιστα, αφού σέβεται και την «ποσοτική» αντι­ στοιχία ανάμεσα στις νοηματικές και τις φωνητι­ κές παύσεις: Ό σο μεγαλύτερη είναι η ανεξαρτη­ σία ανάμεσα στα νοηματικά σύνολα, τόσο μεγα­ λύτερη είναι και η παύση που παρεμβάλλεται και αντίστροφα. Στο γραπτό πεζό λόγο, το κείμενο, το φαινό­ μενο αυτό παριστάνεται οπτικά με το κενό (π.χ. λευκή σελίδα ή λευκός χώρος ανάμεσα στα κεφά­ λαια, στις παραγράφους, στις περιόδους, στις λέξεις) και επιπλέον, στα πλαίσια της πρότασης, με την τελεία, την άνω τελεία και το κόμμα. Τα τρία αυτά σημεία στίξης, τα οποία ως σημεία παύσης έχουν κύρια αποστολή «τη σήμανση δια­ φόρων σημασιοσυντακτικών σχέσεων της δομής 3. Για τη σε συνδυασμό με άλλα προσωδιακά στοιχεία (τό­ νος, επιτονισμός κλπ.) συμβολή των παύσεων στη δομή της πρότασης 6λ. αναλυτικά Μ. Σετάτου, «Παύσεις και προσωδιακά στοιχεία στην Κοινή Νεοελληνική», όπ. παρ. σσ. 207-212. 4. Γ. Μπαμπινιώτη, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, Αθήνα 1984, σ. 206, 208. 5. Σε ποιήματα βέβαια γραμμένα σε στροφές (κανονικές ισό-

του κειμένου», διακρίνονται από τα «μελωδικά» σημεία στίξης (ερωτηματικό, θαυμαστικό κλπ.) των οποίων η λειτουργία συνίσταται στο «σχο­ λιασμό των γραφομένων».4 ^

3. Η παύση στον έμμετρο λόγο

|

Ας δούμε τώρα τι είναι η παύση και πώς λει­ τουργεί στο ποιητικό κείμενο. Ο στίχος βέβαια, ως λόγος, έχει τις νοηματικές του παύσεις. Αυτές δηλώνονται κατά βάση με τις τελείες και τα κόμματα. Παράλληλα όμως έχει και τις δικές του παύσεις, τις μετρικές, που απο­ τελούν στοιχείο της ηχητικής του δομής. Οι με­ τρικές αυτές παύσεις, διαφορετικής διάρκειας, άρα και σπουδαιότητας, συμπίπτουν με το τέλος του ποδός, το τέλος του ημιστίχιου και το τέλος του στίχου. Από αυτές η μεγαλύτερη και σημαν­ τικότερη είναι η παύση στο τέλος του στίχου και αυτή θα μας απασχολήσει παρακάτω.5 Ο έμμετρος λοιπόν στίχος, που οργανώνεται ηχητικά και με την ισοσυλλαβία και με το μέτρο και συχνά και με την ομοιοκαταληξία, ηχητικά μέσα δηλαδή με τα οποία αποκλίνει αισθητά και διαφοροποιείται από τον πεζό λόγο, φαίνεται ότι χρησιμοποιεί τις παύσεις κατά μάλλον ορθό­ δοξο τρόπο. Το νόημα συνήθως ολοκληρώνεται, περισσότερο ή λιγότερο, με το τέλος του στίχου και έτσι η μετρική παύση τοποθετείται ανάμεσα σε συντακτικές ομάδες που έχουν ανεξαρτησία μεταξύ τους, έστω καί σχετική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το τέλος του στίχου, η μετρική παύ­ ση, να συμπίπτει συχνά με κόμμα και όχι σπάνια με τελεία - όταν μάλιστα πρόκειται για τον τε­ λευταίο στίχο στροφής - με κάποια δηλαδή και οπτικά σημειούμενη νοηματική παύση. Πραγμα­ τικά στα ποιήματα παραδοσιακής μορφής, η στί­ ξη ακολουθεί τους κανόνες και έχει τη συχνότη­ τα της στίξης του πεζού λόγου, πολύ περισσότε­ ρο σε σύγκριση με ό,τι συμβαίνει στη μοντέρνα ποίηση.6 Βέβαια καί στον έμμετρο λόγο έχουμε το φαι­ νόμενο του διασκελισμού, κατά το οποίο η νοη­ ματική παύση δεν συμπίπτει με τη μετρική, με αποτέλεσμα η φράση ή η πρόταση που έχει αρχί­ σει στον πρώτο στίχο να υπερβαίνει τα όρια του στίχου και να ολοκληρώνεται στον επόμενο. Ωστόσο το φαινόμενο αυτό και σπάνιο είναι, σε σχέση με τις περιπτώσεις που ο στίχος σέβεται στιχες ή όχι) μεγαλύτερης διάρκειας είναι η παύση στο τέ­ λος της στροφής. Η περίπτωση όμως αυτή δεν εξετάζεται εδώ γιατί η μη σύμπτωση της νοηματικής παύσης με το τέλος της στροφής είναι φαινόμενο πολύ σπάνιο στον Καρυωτάκη (και γενικά) αλλά και γιατί επιπλέον η λειτουρ­ γία της είναι εντελώς ανάλογη με τη λειτουργία της αποκλίνουσας παύσης στο τέλος του στίχου. 6. Πρβλ. G.W. Turner, Stylistics, Penguin Books [1973], σ. 41.


64/αφιερωμα τον φωνητικό-σημασιολογικό παραλληλισμό, και ■ψεγάδι του στίχου θεωρείται.7

1 4^Ι^παύση^ στον Καρνωτάκη | Ο Καρυωτάκης τώρα, για να έρθουμε και στον ποιητή μας, τελειώνει τους στίχους του με εντε­ λώς απροσδόκητο και ιδιόμορφο τρόπο. Οι δια­ σκελισμοί του μας αναγκάζουν να περνάμε διαρκώς στον επόμενο στίχο για να ολοκληρώ­ σουμε το νόημα, πράγμα που σημαίνει ότι ο τρό­ πος που χρησιμοποιεί τις παύσεις του είναι τολ­ μηρός, από την άποψη ότι διαφέρει έντονα από τον τρόπο που τις χρησιμοποιεί όχι μόνον ο πε­ ζός λόγος αλλά και ο έμμετρος, στον οποίο όμως φαίνεται ότι γράφει. Το γεγονός αυτό με έκανε να υποθέσω ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ιδιαίτερο, ίσως και ειδοποιό, χαρακτηριστικό του στίχου του και με ώθησε να ερευνήσω προς την κατεύθυνση αυτή, να εξετάσω δηλαδή και από την άποψη της συχνότητας και κυρίως από την άποψη της λειτουργίας το φαινόμενο της αποκλίνουσας παύσης στην ποίησή του. Και αποκλίνονσες παυσεις θεώρησα ακριβώς τις πε­ ριπτώσεις εκείνες όπου η μετρική παύση δεν συμπίπτει με τη νοηματική και επομένως, για να αποκαταστήσουμε τη συντακτική συνοχή των ομάδων που διασπώνται και να ολοκληρώσουμε το νόημα, είναι ανάγκη να περνάμε με διασκελι­ σμό στον επόμενο στίχο και να τοποθετούμε την παύση μετά την πρώτη ή τις πρώτες λέξεις του -σπανιότατα στο τέλος του β' στίχου, εκτός αν είναι λιγοσύλλαβος. Τα συνοπτικά ευρήματα αυ­ τής της έρευνας, που επιβεβαίωσαν, όπως ελπί­ ζω τουλάχιστον ότι θα φανεί, την αρχική μου υπόθεση, καθώς και τα συμπεράσματα που προ­ κύπτουν δημοσιεύονται τώρα. Από έλλειψη ωστόσο χώρου δεν δίνονται εδώ τα στατιστικά στοιχεία (πίνακες κ.λπ.) που συγ­ κεντρώθηκαν από τη διερεύνηση της ποσοτικής πλευράς του φαινομένου στον Καρυωτάκη. Μπορώ όμως να συνοψίσω τα συμπεράσματα στα οποία οδήγησαν τα στατιστικά αυτά στοι­ χεία ως ακολούθως: α) Η συχνότητα με την οποία απαντά η αποκλίνουσα παύση στον Καρυωτάκη βαίνει σταθε­ ρά και σημαντικά αυξανόμενη από συλλογή σε συλλογή. β) Η διαφορά συχνότητας του φαινομένου που παρατηρείται ανάμεσα στον Καρυωτάκη και 7. Πρβλ. Γιάννη Α. Σαραλή, Νεοελληνική μετρική, έκδοση Δ ', Βιβλιοπωλείον της Εστίας, [Αθήνα χ.χρ. έκδ.], σσ. 127-128. Για την παύση και τις λοιπές ηχητικές αποκλίσεις του ποιητικού λόγου 6λ. αναλυτικότερα Ελένης ΠολίτουΜαρμαρινού, «Ποίηση κατ γλώσσα». Ανάτυπο από τον τόμο Μνήμη Γεωργίου I. Κουρμούλη, Αθήναι 1982, σσ.

άλλους ποιητές και συγκεκριμένα τον Παλαμά, τον Μελαχρινό, τον Σικελιανό, τον Καβάφη, τον Ά γρα, τον Λαπαθιώτη, τον Σεφέρη και τον I^/.l ■η <■: ίτ.,πικά σημαντική, δηλαδή συ­ στηματική και υΛ. ν *' 5 . Η λειτουργία της αποκλίνουσας παύσης στον Καρυωτάκη Ας περάσουμε τώρα στην επισήμανση των επιμέρους λειτουργιών της αποκλίνουσας παύσης στην ποίηση του Καρυωτάκη. Γενικά πάντως η λειτουργία των παύσεων αυτών στον Καρυωτά­ κη μπορεί να διακριθεί σε μετρική και σημαοιο-

λογική. 5.1.

Μετρική λειτουργία

Η μετρική λειτουργία εξυπηρετεί μόνο το μέ­ τρο, την ομοιοκαταληξία, το ρυθμό κλπ., η χρή­ ση δηλαδή αυτής της παύσης δεν έχει επιπτώσεις στο σημασιολογικό επίπεδο, σ’ αυτό που ονομά­ ζουμε γενικά «περιεχόμενο» του ποιήματος. Η λειτουργία βέβαια αυτή εξακολουθεί να υπάρχει παίζοντας όμως δευτερεύοντα ρόλο σε όλες τις περιπτώσεις αποκλίνουσας παύσης, δηλαδή και σε εκείνες στις οποίες επισημαίνεται επιπλέον και σημασιολογική λειτουργία. Ας δούμε ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγ­ μα μετρικής λειτουργίας: Γιά δές ή πεταλούδα πώς άγγίζει // τό ρόδο· έτσι άλαφρά καί τό φιλί μου στό ρόδινο σου στόμα θά ζυγίζει. (Νεανικά, Μην κλαϊς, Β 175).8 α) Με την παραπάνω παύση επιτυγχάνεται ασφαλώς η ισοσυλλαβία των στίχων 1-2 και εξυ­ πηρετείται η ομοιοκαταληξία άγγίζει-ζυγίζει. β) Επιπλέον όμως η ισχυρή σημασιολογική παύση μετά το ρόδο, που δηλώνεται με την άνω τελεία, επιτρέπει να τονιστεί έντονα η μονή συλ­ λαβή έ(τσι), πράγμα που σπάει την τονική μονο­ τονία και κάνει τον ιαμβικό εντεκασύλλαβο μουσικότερο. Αυτό επιτυγχάνεται με μια φαινομενι­ κή αλλαγή μέτρου, αφού μετά την άνω τελεία δί­ νεται η εντύπωση ότι το μέτρο αλλάζει από ιαμ­ βικό στον πρώτο στίχο μέχρι και το ρόδο σε δα­ κτυλικό, με την παρεμβολή δύο δακτύλων: 8.

Για τις παραπομπές χρησιμοποιήθηκε η δίτομη έκδοσ Κ.Γ. Καρυωτάκη, 'Απαντα τα Ευρισκόμενα. Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, Εκδοτική Ερμής, τόμ. Α-Β, Αθήνα 1983-84. Με απλά δηλώνονται οι τίτλοι των συλλο­ γών (ή ενοτήτων), με πλάγια οι τίτλοι των ποιημάτων, τα γράμματα Α-Β παραπέμπουν στους τόμους της έκδοσης και οι αριθμοί στις σελίδες.


αφιερωμα/65 Γ ια

δες / η πε / ταλου / δα πως / αγγι / ξει

το ρο / δο7/ ε τσι αλα / φρα και το / φιλί / μου. Την αλλαγή αυτή του μέτρου ονομάζω φαινο­ μενική, γιατί μπορούμε αγνοώντας τη νοηματική παύση μετά το ρόδο να μετρήσουμε και τον β' στίχο με κανονικούς ίαμβους όπως και τον α': το ρο / δο έτσι α / λαφρα / και το / φιλί / μου 5.2.

Σημασιολογική λειτουργία

Ονομάζω σημασιολογική τη λειτουργία μιας αποκλίνουσας παύσης αν με τη χρήση της επέρ­ χονται αλλαγές στα σημαινόμενα του ποιήματος, αν με άλλα λόγια έρχονται στην επιφάνεια δευ­ τερογενείς σημασίες που πλουτίζουν το περιεχό­ μενο. Η λειτουργία αυτή αφορά και τη μικροδομή, τις σχέσεις δηλαδή που αναπτύσσονται στα όρια της πρότασης, αλλά και τη μακροδομή, δη­ λαδή το ποιητικό κείμενο.9 Τη σημασιολογική λειτουργία μπορεί να την αντιληφθεί κανείς μόνον αν διαβάσει το στίχο σταματώντας στο τέλος του, σεβόμενος δηλαδή τη μετρική παύση, και όχι με διασκελισμό. Πώς όμως πρέπει να διαβάζονται στην πραγματικό­ τητα οι στίχοι αυτοί; Υπάρχουν καταρχήν δύο δυνατότητες: α) Διαβάζουμε κατά νόημα, με διασκελισμό, οπότε σεβόμαστε τη σύνταξη αλλά βέβαια προδί­ δουμε το στίχο, σεβόμαστε τη γλώσσα γενικά αλ­ λά προδίδουμε την ειδική ποιητική γλώσσα. Με ποιο όμως δικαίωμα μια διαφορετική μορφή λό­ γου, το στίχο, ο οποίος έχει τη δική του ηχητική οργάνωση, εμείς τον διαβάζουμε σαν πρόζα; β) Διαβάζουμε κατά στίχο, σεβόμενοι το μέ­ τρο και την παύση, αλλά τότε το νόημα μένει με­ τέωρο. Στην περίπτωση αυτή σεβόμαστε την ποίηση αλλά προδίδουμε τη γλώσσα. Ωστόσο το πρόβλημα δεν είναι ανυπέρβλητο όπως ίσως φαίνεται σε πρώτη ματιά. Κι όπως ο ποιητής αποκλίνει βέβαια από τη γλώσσασύστημα χωρίς όμως και να την καταργεί, γιατί τότε θα είχε κόψει κάθε οδό επικοινωνίας, έτσι και ο αναγνώστης του δεν χρειάζεται στη συγκε­ κριμένη περίπτωση να επιλέξει τον έναν ή τον άλλο τρόπο απαγγελίας, απορρίπτοντας τον έτε­ ρο περίπου ως αντιφατικό. Είναι αρκετό να δια­ βάσει σταματώντας τόσο μόνο στο τέλος του α' στίχου, όσο είναι αρκετό για να φανεί η διελκυ­ 9. Για τις έννοιες αυτές 6λ. Γ. Μπαμπινιώτη, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, όπ.παρ. σ. 24. 10. Με ενδιαφέρον και ευχαρίστηση παρατήρησα ότι έτσι ακριβώς διάβαζε τους στίχους με διασκελισμό ο Κώστας Στεργιόπουλος -ποιητής βέβαια ο ίδιος- στην εναρκτήρια ομιλία του στο Συμπόσιο της Πρέβεζας. 11. Οι επιμέρους κατηγορίες της σημασιολογικής λειτουργίας

στίνδα μέτρου-σύνταξης, χωρίς να καθυστερήσει για πολύ την ολοκλήρωση του νοήματος.101Η μι­ κρή όμως αυτή καθυστέρηση είναι αρκετή για να φανερώσει ότι χωρίς τη βιασύνη του διασκελι­ σμού το νόημα συχνά όχι μόνο δεν είναι άπιαστο αλλά και πλουτίζεται με μια δευτερογενή σημα­ σία, μιαν άλλη απόχρωση, πολλές φορές εξαιρε­ τικά ενδιαφέρουσα, που κυριολεκτικά θα πήγαι­ νε χαμένη αν διαβάζαμε μόνο με το διασκελισμό και συγκρατούσαμε μόνο το νόημά του. Αυτό που θέλω να γίνει σαφές εδώ είναι ότι με τον τρόπο ανάγνωσης που προτείνω δεν εξοστρακίζεται ούτε και απορρίπτεται το νόημα που βγαί­ νει με το διασκελισμό -αυτό υπάρχει έτσι κι αλ­ λιώς και γίνεται αντιληπτό αμέσως και από όλους- αλλά μόνον ότι το νόημα αυτό βαθαίνει, αφού η ηχητική μονάδα του στίχου με την παύση γίνεται σημαίνον που παραπέμπει σε νέο σημαινόμενο, στο οποίο η μετρική παύση συμπίπτει και πάλι με τη νοηματική -μιαν άλλη νοηματική. Με τη σημασιολογική λοιπόν λειτουργία της αποκλίνουσας παύσης στον Καρυωτάκη δή­ μιου ργείται:

5.2.1. Οπτική εικόνα,11 με την έννοια ότι ο στί­ χος με την παύση του συνδηλώνει και οπτικά αυ­ τά που λέει: Γιά δές ή πεταλούδα πώς άγγίζει // τό ρόδο· έτσι αλαφρά καί τό φιλί μου στό ρόδινο σου στόμα θά ζυγίζει. Το απαλό, προσεχτικό, αλαφρό άρα αργό άγ­ γιγμα της πεταλούδας στο ρόδο εικονίζεται με την καθυστερημένη, λόγω παύσης, μετάβασή μας από το ρήμα στο αντικείμενό του. Έ να δεύτερο παράδειγμα: Είσαι, ψυχή μου, ή κόρη πού τή σβήνει ολοένα κάποιος έρωτας πικρός, πού λησμονήθηκε κοιτώντας πρός // τά περασμένα, κι έτσι θ’ άπομείνει. (Νηπενθή, Ή ψυχήμου 3, Α 72) Με το προς πριν από την παύση, χωρίς το συμπλήρωμά του, χωρίς δηλ. τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, μαζί με την εικόνα της κόρης που κοιτάζει προς τα περασμένα, προβάλλεται σαν σε δεύτερο πλάνο και η εικόνα της κόρης που κοιτάζει απλανώς κι έτσι μάλιστα «θ’ απομείνει», σαν απολιθωμένη. της παύσης είναι αρκετά συμβατικές όπως όλες οι ταξινο­ μήσεις. Ούτε είναι βέβαιο ότι οι συνοδευτικοί υπότιτλοι είναι πάντα επιτυχημένοι. Άλλωστε η ποίηση αντιστέκε­ ται γενικά σε τέτοιου είδους αναδημιουργικές προταξινομημένες εμπειρίες (Π.χ. το πρώτο παράδειγμα που κατα­ τάσσω ως «ειρωνεία» -ΟΙ Δόν Κιχώτες κλπ.- μπορεί συγ­ χρόνως να λειτουργήσει και ως «γενίκευση» και ως «συμ­ φυρμός σημασιών» κ.ο.κ.).


66/αφιερωμα

5.2.2. Επίταση της σημασίας, με την εμφαντική επανάληψη στην πραγματικότητα του σημασιολογικού περιεχομένου μιας λέξης, αφού η ίδια αυτή λέξη μπορεί να επιτελέσει δύο συγχρόνως συντακτικές λειτουργίες: Γλυκά θά κοιμηθούμε σάν παιδάκια // γλυκά. Κι άπάνωθέ μας θέ νά φεύγουν, (Νηπενθή, Ύπνος, Α, 73) Η λέξη «γλυκά» του β' στίχου μπορεί να λει­ τουργήσει και ως επιθετικός προσδιορισμός στο «παιδάκια» (με το διασκελισμό) και ως επανά­ ληψη του αρχικού επιρρήματος του α' στίχου (με την παύση).

5.2.3. Ειρωνείαόχι μόνο σε σχέση με τα λεγάμε­ να αλλά και σε σχέση με τον αφελή αναγνώστη. Τα φανερά με το διασκελισμό λόγια του ποιητή δεν πρέπει κανείς να τα πάρει στα σοβαρά, μια και το νόημά τους υπονομεύεται από την υιοθέ­ τηση, με την παύση, μιας εντελώς αντίθετης στά­ σης: Οί Δόν Κιχώτες πάνε όμπρός καί βλέπουνε ως τήν άκρη //τοΰ κονταριού πού έκρέμασαν σημαία τους τήν ’Ιδέα. Κοντόφθαλμοι όραματιστές, §να δέν έχουν δάκρυ (...) (Νηπενθή, Δόν Κιχώτες, Α 39)

Στο παράδειγμα αυτό όσα πληροφορηθήκαμε με το διασκελισμό ανατρέπονται ειρωνικά με το νόημα που αποκτά ο πρώτος στίχος, αν τον δια­ βάσουμε με παύση. Ενώ δηλαδή με το πρώτο διάβασμα καταλαβαίνουμε ότι οι Δον Κιχώτες βλέπουν μόνον ώς την άκρη του κονταριού τους, όχι παραπέρα από τη μύτη τους, το νόημα του α' στίχου ανατρέπει και μάλιστα με τρόπο ειρωνικό αυτήν την πληροφορία, μια και οι Δον Κιχώτες βλέπουν ώς την άκρη π.χ. του κόσμου, του ορί­ ζοντα κλπ. Στο σημείο αυτό μάλιστα υπάρχει ακριβής αντιστοιχία με την πραγματικότητα: Οι Δον Κιχώτες βλέπουν μόνον ώς την άκρη του κονταριού τους, οι ίδιοι όμως πιστεύουν ότι βλέ­ πουν μακρύτερα από όλους. Ή μήπως πράγματι βλέπουν; Και η ειρωνεία του Καρυωτάκη ποιον έχει στο στόχαστρο; Τους Δον Κιχώτες, που ωστόσο ο ίδιος αμέσως πιο κάτω αποκαλεί κο­ ντόφθαλμους όραματιστές, συμπυκνώνοντας αυ­ τή τη φορά σε ένα οξύμωρο τα δύο σημαινόμενα που προκύπτουν με το διασκελισμό και την παύ­ ση, ή τους «ανοιχτομάτες» συνανθρώπους τους που τους θεωρούν κοντόφθαλμους; Ή μήπως ει­ ρωνεύεται τους αφελείς αναγνώστες του που νο­ μίζουν ότι και ο ίδιος θεωρεί τους Δον Κιχώτες κοντόφθαλμους; Ας δούμε ένα ακόμα παράδειγμα ειρωνείας: 12. Γ. Μπαμπινιώτη, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, όπ. παρ. σ. 214 όπου γίνεται ακριβώς λόγος για την προσδοκία συ-

Στό ταβάνι βλέπω τούς γύψους. Μαίανδροι στό χορό τους μέ τραβάνε. Ή εύτυχία μου, σκέπτομαι, θά ’ναι // ζήτημα ύψους. (Ελεγεία καί Σάτιρες, Εμβατήριο πένθιμο... Α 165) Στο παράδειγμα αυτό τα πράγματα λειτουρ­ γούν αντίστροφα. Η ειρωνεία είναι φανερή σε πρώτο επίπεδο, με το διασκελισμό, και αίρεται με την παύση. Μπορούμε μάλιστα να πούμε ότι σε πρώτο επίπεδο έχουμε δύο απανωτές ειρωνι­ κές εκδοχές. Πιο συγκεκριμένα, με τους δύο πρώτους στίχους έχει δημιουργηθεί στον ανα­ γνώστη θετική ατμόσφαιρα αναμονής για κάτι ευχάριστο. Αυτό ανατρέπεται ειρωνικά με τον τρίτο και τον τέταρτο στίχο, αν τους διαβάσουμε μαζί, με διασκελισμό, αφού μ’ αυτούς προβάλλε­ ται σαφώς και αμέσως η τραγική ιδέα της αυτο­ κτονίας, οπότε βέβαια και η ευτυχία πρέπει να ερμηνευθεί ειρωνικά. Αν όμως διαβάσουμε τον γ ' στίχο με παύση, ως κατηγορηματική δηλαδή διαβεβαίωση, τότε η ειρωνεία εξαφανίζεται και σε σχέση με τα προηγούμενα και σε σχέση με το πραγματικό περιεχόμενο της λέξης ευτυχία, που τώρα πλέον πρέπει να νοηθεί κυριολεκτικά. Η αυτοκτονία, στην περίπτωση αυτή, είναι πραγ­ ματική ευτυχία.

5.2.4. Ερμηνεία, αιτιολόγηση όσων εννοούνται, αν διαβάσουμε με διασκελισμό.

Μάς διώχνουνε τά πράγματα, κι ή ποίησις // είναι τό καταφύγιο πού φθονούμε. (Ελεγεία καί Σάτιρες, Είμαστε κάτι... Α 129) Διαβάζοντας με διασκελισμό κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις: α) Μας διώχνουν τα πράγματα β) Η ποίηση είναι το καταφύγιό μας γ) Το καταφύγιο αυτό (κατά παράδοξο τρό­ πο) το φθονούμε. Αν διαβάσουμε όμως με την παύση, η τελευ­ ταία παράδοξη διαπίστωση αιτιολογείται: Μας διώχνουνε τα πράγματα κι η ποίησις // Το καταφύγιό μας αυτό, την ποίηση, το φθονού­ με, γιατί μας διώχνει και αυτή, όπως μας διώ­ χνουν και τα πράγματα. Αν τώρα το δευτερογε­ νές αυτό νόημα το δούμε σε σχέση με το «συγκε­ κριμένο συγκείμενο, τα δεδομένα συμφραζόμενά»12 του, σε σχέση δηλαδή με το όλο ποίημα, αντιλαμβανόμαστε επιπλέον γιατί και πώς η ποίηση μας «διώχνει»: δεν μας κρατάει κοντά της και δεν μας «χρίζει» ποιητές, γιατί είμαστε ποιητικά αναποτελεσματικοί, αφού: νοχής και συνεκτικότητας που γεννά στον αναγνώστη το λογοτεχνικό κείμενο.


αφιερωμα/67 Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Ό άνεμος, δταν περνάει, στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει στις χορδές πού κρέμονται σάν καδένες.

5.2.5. Πολυσημία, με την έννοια ότι με την παύ­ ση ο κάθε στίχος αποκτά δικό του ολοκληρωμένο νόημα και αυτό παράλληλα με το νόημα που αποκομίζουμε διαβάζοντας με διασκελισμό: κι από την άλλη πλάστιγγα νά βροντήσω κάτου, μισητό σκήνωμα, θανάτου // άθυρμα, συντριμμένο βάζον, εγώ, κύμβαλον άλαλάζον (Ελεγεία καί Σάτιρες, Μικρή ασυμφωνία... Α 163) α) Διαβάζοντας με διασκελισμό: μισητό σκή­ νωμα, θανάτου άθυρμα,... β) Διαβάζοντας με παύση: μισητό σκήνωμα θανάτου, άθυρμα, συντριμμένο βάζον... Στη δεύτερη αυτή περίπτωση μάλιστα, η λέξη σκήνωμα συνάπτεται και συντακτικά με τη γενι­ κή θανάτου, με την οποία άλλωστε συγγενεύει σημασιολογικά, ενώ παράλληλα ερμηνεύεται ικανοποιητικά ο επιθετικός προσδιορισμός μιση­ τό·. το σκήνωμα του θανάτου είναι συνήθως μι­ σητό, ενώ δεν είναι αναγκαστικά μισητό το κάθε σκήνωμα γενικά.

5.2.6. Συμφυρμός σημασιών. Αντίθετα προς τις δύο τελευταίες περιπτώσεις παύσεων που μπο­ ρούν να θεωρηθούν διευκρινιστικές της σημα­ σίας, η λειτουργία ορισμένων άλλων παύσεων στον Καρυωτάκη συνίσταται στη δημιουργία συμφυρμού των σημαινομένων. Το νόημα του πρώτου στίχου είναι περισσότερο ή λιγότερο ανολοκλήρωτο, με αποτέλεσμα η παύση να δη­ μιουργεί αίσθημα αναμονής και δισταγμού ως προς την τελική έκβαση, μια φευγαλέα ευκαιρία προβληματισμού κατά την οποία η σκέψη του αναγνώστη τείνει να συμπληρώσει το κενό κατά το δοκούν ή κατά προσδοκία. Ο συμφυρμός προέρχεται ακριβώς από το γεγονός ότι, ενώ με το διασκελισμό οι προσδοκίες μας ανατρέπονται ή έστω τροποποιούνται, η αρχική εντύπωση πα­ ραμένει ζωηρή και αναπόφευκτα ενσωματώνεται στο όλο νόημα. Έτσι στο παράδειγμα:

ανήκουν στο παρελθόν. Με το διασκελισμό η πληροφορία αυτή ανατρέπεται εντελώς: «Φύ­ γαν» οι ξανθές ελπίδες για κάποιους μελλοντι­ κούς έρωτες. Αλλά όχι μόνον αυτό. Καθώς η πρώτη εγγραφή παραμένει, εννοούμε συγχρόνως ότι είχαν φύγει και οι έρωτες του παρελθόντος, πράγμα που καθιστά μοιραίως προκαθορισμένη και κάθε μελλοντική εξέλιξη: και οι ελπίδες για μελλοντικούς έρωτες «φύγαν» όπως ακριβώς εί­ χαν φύγει και οι έρωτες του παρελθόντος. Ένα ακόμη παράδειγμα: Τότε λοιπόν άδέσποτο θ’ άφήσω νά βουίζει τό τραγούδι άπάνωθέ μου. Τά χάχανα τού κόσμου καί τού ανέμου // τό σφύριγμα, θά τού κρατούν τόν ίσο. (Ελεγεία καί Σάτιρες, Δικαίωσις, A 167) Περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί με τα χά­ χανα του κόσμου και του ανέμου σε σχέση με το τραγούδι. Τελικά πρόκειται μόνο για τα χάχανα του κόσμου και του ανέμου το σφύριγμα. Το σφύριγμα όμως αυτό έχει μια για πάντα σφραγι­ στεί από τα χάχανα του κόσμου, δεν νοείται πια παρά ως αντίλαλος που επαναλαμβάνει και πολ­ λαπλασιάζει και παρατείνει τα χάχανα του κό­ σμου.

5.2.7. Γενίκευση. Στην περίπτωση αυτή συμβαί­ νει το εξής: Αν από τη μια μεριά διαβάσουμε με διασκελισμό ακολουθώντας τη σύνταξη, εννοού­ με κάτι το πολύ ειδικό και συγκεκριμένο. Αν όμως από την άλλη διαβάσουμε κάνοντας μια στιγμιαία διακοπή του λόγου στο τέλος του α' στίχου, τότε αυτό το ειδικό γενικεύεται και γίνε­ ται καθολικότερο: Παλιό ή ψυχή μου γράμμα είναι κι έγράφη // σέ μιά παρθένα ώραία - ευγενική παρθένα - πού γιά λύπη ερωτική τό μοναστήρι έδιάλεξεν, έτάφη. (Νηπενθή, Ή ψυχή μου 1, Α 70) Η ψυχή μου είναι όχι απλώς ένα γράμμα που γράφτηκε σε μια συγκεκριμένη παρθένα - άρα μπορεί ίσως να ξαναγραφεί σε μιαν άλλη - αλλά ένα γράμμα που γράφτηκε γενικά, τελείωσε και δεν πρόκειται ή δεν μπορεί να ξαναγραφεί πια. Έ να άλλο παράδειγμα:

’Αντίο! ’Αντίο! μέ τά ούρανιά μάτια σας καί μέ βιόλες στό λαιμό, έφύγατε, ξανθές II έρώτων νέων έλπίδες. (Νηπενθή, Στροφές 9, A 58)

Δέν είναι πιά τραγούδι αύτό, δέν είναι άχός // άνθρώπινος. Άκούγεται νά φτάνει σάν τελευταία κραυγή στά βάθη τής νυχτός, κάποιου πόχει πεθάνει. (Ελεγεία καί Σάτιρες, Κριτική, Α 117)

Ώ ς τον γ' στίχο αναδεύονται κάποιες προσδο­ κίες μας με βάση τις οποίες σχηματίζουμε την ε­ ντύπωση ότι κάποιος αποχαιρετά κάποιες ξαν­ θές, γυναίκες προφανώς, που «φύγαν» και άρα

Το τραγούδι όχι μόνο δεν είναι πια ήχος που βγαίνει από άνθρωπο, αλλά και δεν είναι καν ήχος, οποιοσδήποτε, προερχόμενος από ο,τιδήποτε άλλο. Άλλωστε και η κραυγή με την οποία


68/αφιερωμα παρομοιάζεται ο ήχος αυτός βγαίνει από κά­ ποιον που δεν είναι πια άνθρωπος, αφού έχει ήδη πεθάνει. Και ένα τελευταίο δείγμα γενίκευσης: Ά ν τουλάχιστον μέσα στούς άνθρώπους // αυτούς, ένας έπέθαινε άπό άηδία... Σιωπηλοί, θλιμμένοι, μέ σεμνούς τρόπους, θά διασκεδάζαμε όλοι στήν κηδεία. (Τελευταία Ποιήματα, Πρέβεζα, Β 17) Θα υπήρχε ελπίδα να διασκεδάζαμε αν πέθαινε κάποιος από τους συγκεκριμένους αυτούς αν­ θρώπους, τους κατοίκους της Πρέβεζας. Αλλά όχι μόνον αυτό. Θα διασκεδάζαμε ακόμα κι αν πέθαινε κάποιος ανάμεσα σ’ όλους τους κατοί­ κους της γης. Όμως κατά παράδοξο τρόπο ο θά­ νατος αυτός δεν φαίνεται να συμβαίνει! Μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι στο σημείο αυτό ο ποιητής εκφράζει μια απόλυτα αρνητική στάση γιατί, αφού πρώτα εκμηδένισε όλες τις εκδηλώ­ σεις της ζωής (θάνατος είναι οι κάργες, οι γυναί­ κες που αγαπιούνται, οι ασήμαντοι δρόμοι, ο ελαιώνας, η θάλασσα, ο ήλιος, ο αστυνόμος, τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι κλπ.), καταργεί τελι­ κά και τη δυνατότητα αναίρεσής της: οι άνθρω­ ποι δεν πεθαίνουν γιατί απλούστατα δεν έχουν ζήσει.

6. Συμπεράσματα Μετά την ανάλυση των παραπάνω περιπτώ­ σεων αποκλίνουσας παύσης στον Καρυωτάκη, νομίζω πως μπορούμε να καταλήξουμε σε ορι­ σμένα συμπεράσματα σε σχέση πρώτα με την ποίησή του:

6.1. Η χρήση της τολμηρής αυτής παύσης με τις πολλαπλές, όπως είδαμε, επιπτώσεις της στο νόημα του ποιήματος συμβάλλει, στο ποσοστό βέβαια που της αναλογεί, στη διαμόρφωση του γενικότερου χαρακτήρα του έργου του Καρυω­ τάκη. Επίκαιρες είναι στο σημείο αυτό οι οξυ­ δερκείς παρατηρήσεις του Άγρα: «Τέτοια είναι λοιπόν η ποιητική του φαντα­ σία. Αναπαράσταση της ψυχολογίας του. Τα­ ραγμένη και, τρόπον τινά, διάτρητη. Οι ποιητι­ κές του εικόνες πάνε κι έρχονται, σαλεύουν, μέ­ νουν στη μέση, κάποτε αναποδογυρίζονται. Εκεί που προχωρεί αρκετά, νομίζεις ότι σταματά και στοχάζεται: Να τα ρίξωχάμω; να τα σπάσωόλα; Απάνω σ’ ό,τι συναρμολόγησε κι έδεσε, φυσά ο ίδιος ένα πνεύμα ακαταστασίας και διαψεύσεως, ένα πνεύμα μεταμέλειας και μηδενισμού, που κάνει να τρέμουν τα κατασκευάσματά του. Τη 13. Τέλλου Άγρα, Κριτικά. Δεύτερος τόμος, Ποιητικά πρό­ σωπα και κείμενα. Φιλολογική (..αμέλεια Κώστα Στεργιό-

λογική τους είν’ έτοιμος να τη χαλάσει κάθε στιγμή, με τη σκληρότητα και με τη σάτιρα».13

6.2. Σε σχέση με τη στιχουργική η πολυλειτουργική αυτή παύση συμβάλλει, και πάλι στο ποσο­ στό που της αναλογεί, στη διαμόρφωση του ειδι­ κού χαρακτήρα του καρυωτακικού στίχου. Ο Άγρας και πάλι έχει πολύ εύστοχα παρατηρήσει ήδη από το 1935: «Τα ποιήματά του είναι καμωμένα σε στροφές που φαίνονται τύπου κανονικού: ισόστιχες μετα­ ξύ των, με ομοιοκαταληξίες. Όμως, αν κοιτάξου­ με ολίγο πιο προσεχτικά, τι ελευθερία, τι ακατα­ στασία, και αναρχία! Αν δεν έγραψε σε vers libre, έγραψε όμως τον vers libere ο Καρυωτάκης, μ’ ελευθεριότητες που δεν είχεν αποτολμήσει κα­ νείς στη ελληνική ποίηση». Μια εξειδικευμένη μορφή τέτοιας ακριβώς στιχουργικής ελευθεριότητας είναι και το φαινό­ μενο που μας απασχόλησε. Με την τελευταία όμως παρατήρηση του Ά γρα συμφωνούν και τα γενικότερα συμπεράσματά μας που αφορούν στην εξέλιξη, από την άποψη της στιχουργικής, της νεοελληνικής ποίη­ σης μετά τον Καρυωτάκη. 6.3. Με την αποκλίνουσα παύση και τους συνα­ κόλουθους διασκελισμούς ο Καρυωτάκης απε­ λευθέρωσε πράγματι το στίχο από τον ασφυκτι­ κό κλοιό της ισοσυλλαβίας και άνοιξε στη νεοελ­ ληνική ποίηση το δρόμο για τον ελεύθερο από πλευράς αριθμού συλλαβών στίχο. Βέβαια, κα­ θώς στην τέχνη δεν υπάρχουν φαινόμενα παρθε­ νογένεσης, θα πρέπει και στην περίπτωση αυτή να είναι ανιχνεύσιμη, και πράγματι είναι, μια σχέση οφειλής του προς Έλληνες και ξένους ποιητές. Όμως, όσο κι αν δεν είναι ο πρώτος ούτε και ο μόνος που οργανώνει μ’ αυτόν τον τρόπο τους στίχους του, είναι ο πιο τολμηρός ίσως και ο πιο αποτελεσματικός. Γιατί το κομ­ μάτι με το διασκελισμό μπορούσε είτε να προσ­ τεθεί στον α' ή στο β' στίχο, οπότε έχουμε δύο ανισοσύλλαβους στίχους, είτε να αποσπαστεί και να αποτελέσει ένα ξεχωριστό ενδιάμεσο μικρό στίχο, οπότε έχουμε τρεις ανισοσύλλαβους στί­ χους. Έτσι οι δυο πρώτοι στίχοι από το παρα­ κάτω τετράστιχο μπορούν να διασπαστούν ως εξής: Ά λογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετοϋνε // οί σκέψεις τώρα, φεύγοντας τή μάστιγα τού λό­ γου. Κι είμαι ένας κλόουν τραγικός, πού οί άνθρωποι θά δούνε νά παίζει, νά συντρίβεται με τήν όπλή τού άλο­ γου. 14.

πουλου, Ερμής, Αθήνα 1981, σ. 217. Τέλλου Ά γρα, Κριτικά, όπ. παρ. σ. 217.


αψιερωμα/69

α) Ά λογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετοϋνε οί σκέψεις τώρα, φεύγοντας τη μάστιγα τού λόγου.

β) Ά λογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε οί σκέψεις τώρα, φεύγοντας τή μά­ στιγα τού λόγου. γ) Ά λογα μαύρα, θίασος ιπποδρομίου, πετούνε οί σκέψεις τώρα, φεύγοντας τή μάστιγα τού λόγου. Και στις τρεις περιπτώσεις η ισοσυλλαβία, ας μου επιτραπεί η έκφραση, πάει περίπατο συμπαρασύροντας μάλιστα και την ομοιοκαταληξία και ανοίγοντας γόνιμες προοπτικές μεγάλης ρυθ­ μικής ποικιλίας από ρτίχο σε στίχο.

6.4. Το

γεγονός ότι σε ορισμένες περιπτώσεις (και συγκεκριμένα στα παραδείγματα 5.2.4 και 5.2.5) για να αποκαταστήσουμε το νόημα, δια­ βάζοντας με παύση, αναγκαστήκαμε να παρα­ λείψουμε τη στήξη, δείχνει ότι η ειδική αυτή χρήση της παύσης δημιουργεί προϋποθέσεις ευ­ νοϊκές για την αστιξία, φαινόμενο γενικευμένο στη μοντέρνα, όπως τη λέμε, ποίηση, και το οποίο «αποτελεί, από σημειολογικής πλευράς, αύξηση της πολυσημίας του λόγου».1

6.5. Παρατηρούμε τέλος ότι στον ελεύθερο στίχο 15. Γ. Μπαμπινιώτη, Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, όπ. παρ. σ. 209.

η αποκλίνουσα παύση χρησιμοποιείται όχι μόνο με μεγαλύτερη συχνότητα αλλά και με μεγαλύτε­ ρη ένταση, αφού ο στίχος τελειώνει ακόμα και σε λέξεις με έκθλιψη (που δηλώνει ακριβώς τη μη διακοπή του λόγου) ή και στη μέση λέξεων. Το πράγμα είναι εκ πρώτης όψεως δυσερμήνευτο, μια και ο ελεύθερος στίχος είναι ελεύθερος να σταματήσει εκεί που ολοκληρώνεται ένα νόημα, έχοντας υπερβεί τους περιορισμούς της ισοσυλλαβίας και της ομοιοκαταληξίας. Για ποιο λόγο λοιπόν οι ποιητές που γράφουν σε ελεύθερο στί­ χο κάνουν τόσο συνειδητή χρήση της παύσης; Πιστεύω για δυο λόγους: α) Μετρικούς, εφόσον η παύση κανονίζει το μήκος του στίχου οπότε με την ακινητοποίηση ορισμένων τόνων σε συγκε­ κριμένες θέσεις γίνεται δυνατό να εμφανιστεί ο ρυθμός στο εσωτερικό της ηχητικής μονάδας που δημιουργείται. Και είναι σήμερα γενικά αποδε­ κτό ότι ο «ελεύθερος» στίχος δεν είναι καθόλου αποδεσμευμένος από την έννοια του ρυθμού.16 β) Σημασιολογικούς, αφού η αποκλίνουσα παύ­ ση ανασύρει στην επιφάνεια δευτερογενείς ση­ μασίες που εμπλουτίζουν το νοηματικό περιεχό­ μενο του ποιήματος. Είδαμε όμως ότι αυτές ακριβώς είναι και οι λειτουργίες της αποκλίνουσας παύσης στον Καρυ'ωτάκη, ο οποίος έτσι αποδείχνεται και ως προς το σημείο αυτό πρωτοπόρος.

□ 16. Βλ. Charles Ο. Hartman, Free Verse, An Essay on Proso­ dy, Princeton University Press, Princeton, New Jersey [1980], oo. 10-28.

ΣΥΓΧΡΟ ΝΗ m ΕΠΟΧΗ Κυκλοφόρησε

Αντώ νη Μ άρταλη: Σ Υ Ν Ε Χ Ε ΙΑ

συνέχεια

«Τα βιβλία του είναι εκδοτικά γ ε­ γονότα, είναι'κυψέλες, αν θέλε­ τε, είναι μικρά εργαστήρια, όπου ακούγονται μέσα τους οι κραδα­ σμοί της νιότης, οι ανασασμοί των καιρών. Οι στίχοι... είναι η ­ χηρά μηνύματα του σημερινού βίου, είναι φωνές και απόηχοι αυ­ τού του καιρού, είναι το παρόν και το αύριο». - Ηλίας Λεφούσης. «Είναι από το υς στίχους που α­ γαπώ. Της ζωής και του ανθρώ­ που, πάθους...» Θοδόσης Πιερίδης.


70/αφιερωμα

Μια προσέγγιση στο ποίημα του Κ. Γ. Καρυωτάκη:

«Μικρή ασυμφωνία εις Λ μείζον» «Α! Κύριε, κύριε Μαλακάση ποιος θα βρεθεί ναμας δικάσει, μικρόν εμέ κι εσάςμεγάλο, ίδια τον έναν και τον άλλο; Τους τρόπους, το παράστημά σας, το θελκτικόμειδίαμά σας, το monocle που σας βοηθάει να βλέπετεμόνο στο πλάι και μόνο αυτούς να χαιρετάτε όσοι μοιάζουν αριστοκράται, την περιποιημένη φάτσα, την υπεροπτική γκριμάτσα από τημιαμεριά να βάλει της ζυγαριάς, κι από την άλλη πλάστιγγα να βροντήσωκάτου, μισητό σκήνωμα, θανάτου άθυρμα, συντριμμένο βάζον, εγώ, κύμβαλον αλαλάζον. Α! κύριε κύριε Μαλακάση, ποιος τελευταίος θα γελάσει;» (Κ.Γ.Καρυωτάκη, «Άπαντα τα ευρισκόμενα», Επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, εκδ. Ερμής, 1979, Τ. Α', σ. 163) Ο ποίημα που αποτελείται από είκοσι εννεασυλλαβους με ζευγαρωτή ομοιοκαταλη­ ξία στίχους, περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ελε­ γεία και Σάτιρες», 1927, και γράφτηκε με αφορ­ μή τη συμπεριφορά του Μαλακάση, ο οποίος το 1925, μετά από μια διάλεξη που έδωσε στο Βασι­ λικό Θέατρο για τον Jean Moreas, «προσποιήθη-

Τ

κε», όπως νόμισε ο Καρυωτάκης, ότι δεν τον εί­ δε, όταν ο ποιητής πλησίασε μαζί με άλλους για να τον συγχαρεί. Η ποιητική αντίδραση του Κα­ ρυωτάκη στην παραπάνω συμπεριφορά δημο­ σιεύτηκε με την εξής υποσημείωση: «Οι στίχοι

αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δε θαμπο-


αφιερωμα/71

ρονσε κανείς να παραγνωρίσει το σημαντικό έρ­ γο»,1αναγνώριση που στόχευε να μετριάσει την πικρία του Μαλακάση. Η διάκριση του κοσμι­ κού κυρίου από τον ποιητή Μαλακάση αποτελεί σοβαρή ένδειξη ασυνέπειας-ασυμφωνίας, για την οποία γίνεται λόγος στον τίτλο του ποιήμα­ τος. Η εκτίμηση του Καρυωτάκη προς τον ποιητή Μαλακάση, εκτός από την παραπάνω ομολογία, είναι μαρτυρημένη και γνωστή και από αλλού: πολύ νωρίτερα από το 1925 του είχε αφιερώσει το ποίημα «Γυρισμός», ένα από τα βραβευμένα του στον «Φιλαδέλφειο» διαγωνισμό, που δημο­ σιεύτηκε στο «Νουμά» το 1920.12 Η εκτίμηση φαί­ νεται ακόμη και από την αφιέρωση ολόκληρου του τομιδίου «Φιλολογικές σπίθες» αρ. 1. Επρόκειτο για μια μικρή ποιητική και λογοτεχνική ανθολογία νέων της φιλολογικής οργάνωσης «Η Σπίθα» και ήταν αφιερωμένο «στον ποιητή Μα­ λακάση, από σεβασμό και εκτίμηση».34Στο τομί­ διο αυτό περιλαμβανόταν και το ποίημα του Κα­ ρυωτάκη [Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ] με τίτλο «Spleen». ^ Ο σεβασμός και η εκτίμηση του Καρυωτάκη στον Μαλακάση ίσως να είχαν αποτελέσει το υπόβαθρο κάποιων προσδοκιών ότι ο φτασμένος ποιητής και λόγιος Μαλακάσης θα καταδεχόταν να δεχτεί τα συγχαρητήρια του μικρού και άση­ μου τότε, του ποιητικού νεοσσού, Καρυωτάκη («Μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλον», γράφει) και να γέμισε στη συνέχεια πίκρα τον ποιητή, ο οποίος αναζητούσε εναγώνια στήριγμα, έδαφος για να πατήσει και να στεριώσει. Έτσι, η διάψευση των προσδοκιών γέμισε τον Καρυωτάκη απογοήτευ­ ση και πίκρα. Αντίδραση σ’ αυτήν την «αχαρι­ στία» του Μαλακάση αποτέλεσαν οι είκοσι σαρ­ καστικοί εννεασύλλαβοι με τον ευρηματικό τίτλο «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον». Στο ποίημα αυτό χρησιμοποιώντας έξοχα τις αντιθέσεις μικρός - μεγάλος, μορφή - περιεχόμε­ νο, φαινόμενο - ουσία, «συμφωνία - ασυμφω­ νία», ο Καρυωτάκης κατορθώνει να εκφράσει ανάγλυφα, ακόμη και σε επίπεδο μορφής την εις Α μείζον ασυμφωνία μορφής και περιεχομένου, φαινομένου και ουσίας, κοσμικού κυρίου και ποιητή και να καταγγείλει στην ατομική περί­ πτωση του ποιητικού του ινδάλματος ολόκληρη τάξη ανθρώπων και τις φενακισμένες ιδέες τους, γράφοντας μια από τις πιο λεπτές και καυστικές του σάτιρες. Γρήγορα ο ίδιος μετάνιωσε γι’ αυτή την σε προσωπικό επίπεδο «επίθεσή» του και με γράμ­ 1. 6λ. Κ.Γ. Καρυωτάκη, «Άπαντα τα ευρισκόμενα», Επιμέ­ λεια Γ.Π. Σαββίδη, εκδ. Ερμής, 1979, τ. Α ' σ. 232. 2. 6λ. Περιοδ. «Νουμάς», ΙΖ' 706, 17 Οκτωβρίου 1920, σ. 241. 3. 6λ. εκδόσεις «Σπίθας» αρ. 1 , Πειραιάς 1923, σ. 25. 4. ό.π.

μα του στον Μαλακάση, με ημερομηνία 22-111927, έδωσε κάποιες «εξηγήσεις» και ζήτησε συ­ γνώμη για το φέρσιμό του:

«Σεβαστέ μου Κύριε, Θα εδιαβάσατε ίσως ένα ποίημάμου αναφερόμενο σε σας και γραμμένο σε ύφος κάπως ασύνηθες. Είναι μια τρέλα στην οποίαμε παρέσυραν κυ­ ρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας. Λυπούμαι ειλικρινώς γιατί παρέβλεψα το σε­ βασμό που ώφειλα στο πρόσωπό σας. Ελπίζω ότι θα εγελάσατε με την απροσδόκητον αυτή και αβλαβή επίθεση, την οποία πάντως σας παρακαλώ ναμου συγχωρήσετε. Με εξαιρετική τιμή Κ.Γ. Καρυωτάκης» 22-11-1927 Παρά ταύτα η, κατά τον ποιητή, «απροσδόκη­ τη και αβλαβής επίθεση», δεν πρέπει να ήταν και τόσο αβλαβής για τον «κοσμικό κύριο» Μαλακά­ ση, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από το γε­ γονός ότι ο ίδιος είχε μαζί του την επιστολή του Καρυώτάκη και την έδειχνε, όταν γινόταν λόγος για το περιστατικό στα φιλολογικά και τα κοσμι­ κά σαλόνια της εποχής, όπως γράφει ο Μιχ. Περάνθης.5 Σύμφωνα με τον Σακελλαριάδη, ο Καρυωτά­ κης ζήτησε συγνώμη και προφορικά από τον Μαλακάση, σε μια συνάντηση που είχε μαζί του το Μάη του 1928, λίγο πριν φύγει για την Πρέβεζα.6 ... Αυτά ως συμφραζόμενα του ποιήματος. Σ δούμε τώρα από κοντά το ποίημα. Πρώτος ο Ά γρας, όπως γράφει ο Σαββίδης,7 επισήμανε την ιδιορρυθμία του τίτλου και την ερμήνευσε ως οφειλόμενη στις ομοιοκαταλη­ ξίες του ποιήματος, που όλες αρχίζουν από τονούμενο α εξαιτίας, προφανώς του ονόματος Μαλακάσης, με το οποίο καταλήγει ο πρώτος στίχος. Την άποψη του Ά γρ α φαίνεται να ενισχύει και ο ίδιος ο ποιητής με το γράμμα του στον Μα­ λακάση, όπου δικαιολογείται: «Είναι μια τρέλα

Α

στην οποίαμε παρέσυραν κυρίως οι δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας». Επισημαίνω το «κυρίως»

που αφήνει ανοιχτό το πρόβλημα για διερεύνηση. Το γράμμα του Καρυωτάκη στον Μαλακάση δημοσιεύτηκε από τον Θ. Ξύδη στη «Νέα Εστία» το 1943,9 πολύ αργότερα από τη μελέτη του Ά γρα. Ξέρουμε επίσης, χάρη στον Σαββίδη, ότι 5.

6λ. Μιχ. Περάνθη, «Ποιητική Ανθολογία», εκδ. Χιωτέλλη, χ.χ. τ.Γ', σ. 61, σημείωση. 6. 6λ. ό.π. σημ. 1. 7. 6λ. ό.π. 8. 6λ. ε.π. το γράμμα του Καρυωτάκη. 9 6λ. περ. «Νέα Εστία», τ.ΙΖ ', τχ. 384, 1-6-1943, σ. 658.


72/αφιερωμα το γράμμα, που φωτοτυπία του δημοσιεύτηκε στον «Ταχυδρόμο»,101πέρασε στον Σαββίδη από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, στον οποίο το είχε χα­ ρίσει ο Μαλακάσης. Η παρατήρηση λοιπόν του Ά γρα δεν πρέπει να ξεκινάει από την «ομολο­ γία» του Καρυωτάκη για τις «δυνατότητες της ομοιοκαταληξίας» -δικαιολογία κατά τη γνώμη μου- εκτός κι αν ο Ά γρας είχε διαβάσει το γράμμα. Πόσο ικανοποιητική όμως και επαρκής είναι η ερμηνεία του τίτλου, που συμπυκνώνει έξοχα ολόκληρο το ποίημα, από την «ομολογία» του Καρυωτάκη, και κυρίως από την παρατήρηση του Άγρα; Το ποίημα με τη βοήθεια μιας τελείας και ενός ερωτηματικού, διαμελίζεται σε τρεις περιόδους που αποτελούνται από 4,14, και 2 στίχους αντί­ στοιχα. Η δεύτερη περίοδος, που αποτελεί το κύριο μέρος του ποιήματος, εξαρτάται νοηματι­ κά από την πρώτη: είναι υποτεταγμένος λόγος και ανάπτυγμα-επεξήγηση-αναλυτική περιγραφή της διαδικασίας δίκης-στάθμισης, που επιζητείται από τον ποιητή στον πρόλογο. Η στάθμιση, δεν χωράει αμφιβολία, παραπέμπει στην τυφλή και αδέκαστη απροσωπόληπτη Θέμιδα με τη γνωστή της ζυγαριά και παράλληλα στην υστε­ ροφημία που ακολουθεί την απόδοση δικαιοσύ­ νης: δικαίωση ή καταδίκη, που δεν είναι άλλο από νίκη ή ήττα σ’ έναν αγώνα-δοκίμι. Από τους 14 στίχους που αφιερώνει ο ποιητής στη διαδικασία στάθμισης, οι περισσότεροι, οι δέκα, αφορούν τον «μεγάλο» αντίδικο, τα «χαρί­ σματα» του Μαλακάση, στίχοι 5-14, που μπαί­ νουν όλα μαζί σ’ ένα δίσκο. Οι υπόλοιποι στίχοι, μόνο τέσσερις, αφορούν τις «αδυναμίες», τα «μειονεκτήματα» του «μικρού» Καρυωτάκη, μπαίνουν στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς και πα­ ράλληλα δίνουν και το αποτέλεσμα της ζύγισηςδίκης: «Κι από την άλλη/πλάστιγγα να βροντήσω

κάτον,/μισητό σκήνωμα, θανάτου/άθυρμα, συντριμμένο βάζον /εγώ κύμβαλον αλαλάζον» (στ.

14-18). Κι όμως, τα λίγα αυτά και «μειωτικά» για τον ίδιο στοιχεία, σε αντίθεση με τα τόσα «χαρίσματα» του Μαλακάση, στα οποία ειρωνι­ κά αναφέρεται απαριθμώντας τα, κάνουν την πλάστιγγα να γείρει προς το μέρος του και μάλι­ στα βίαια: «να βροντήσω κάτου». Το αποτέλε­ σμα υποδηλώνεται και από την τελευταία λέξη, κατάληξη της διαδικασίας κρίσης: «αλαλάζον». Το ποίημα ολοκληρώνεται με την τελευταία ερωτηματική πρόταση, στ. 19-20, ρητορική ερώτηση-αποστροφή, που συγκαλύπτει δύσκολα την προσποιητή άγνοια του Καρυωτάκη. Έχουμε λοιπόν την αναζήτηση του κριτή, που 10. βλ. περ. «Ο Ταχυδρόμος», 19-7-1958, σ. 22. 11. Η συμπεριφορά του Καρυωτάκη προς τον Μαλακάση νο­ μίζω πως θα πρέπει να συσχετιστεί με τη μεταχείριση που

υποδηλωτικά είναι ο ίδιος ο ποιητής, μια πράξη στάθμισης δυο κατ’ αρχήν άνισων μεγεθών, και ένα απροσδόκητο αποτέλεσμα, που διαψεύδει τις «νόμιμες» προσδοκίες μας με μια αντιστροφή, ένα μετασχηματισμό των «αξιών-μεγεθών», που καταλήγει με την ανάδειξη του μικρού σε μεγά­ λο, του νεκρού σε ζωντανό, του βάρους σε ελα­ φρότητα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια (ασυμ­ φωνία) αναντιστοιχία μορφής-περιεχομένου που ανιχνεύεται και σε επίπεδο μορφής: 10 στίχοι - 4 στίχοι, και υποδηλώνεται με τη φράση «ποιος τε­ λευταίος θα γελάσει» που κρύβει τη βεβαιότητα πως αυτός θα είναι ο ποιητής. Πρόκειται για μια έκδηλη ανισότητα των δυο μεγεθών σε βάρος-ουσία, που δεν αποκαλύπτε­ ται ούτε συστοιχεί με τα φαινόμενα (τα φαινόμε­ να απατούν). Από το ένα μέρος οι επίπλαστοι τρόποι συμπεριφοράς του «μεγάλου» και από την άλλη, η ειλικρίνεια και η μηδαμινότητα του «μικρού». Κι όλα αυτά γραμμένα σε στίχους που έχουν ομοιοκαταληξία σε α (ηχητική απόδοση ευφορίας-γέλιου). Αν όμως η ομοιοκαταληξία σε α με την ομόηχη επανάληψή της υποστασιώνει ηχητικά μια απόλυτη «συμφωνία» στο επίπεδο των φωνημάτων, το νόημα του ποιήματος, αντί­ θετα, δίνει τη ριζική διαφωνία του ποιητή και την ανισότητα των δυο συγκρινόμενων μεγεθών, που αποβαίνει τελικά υπέρ του γράφοντος. Έτσι σε επίπεδο βάθους έχουμε την α σ υ μ φ ω ν ί α , που ενώ ονομάζεται «μικρή», όπως αυτοαποκαλείται και ο γράφων, αναδεικνύεται έντεχνα σε μεγάλη, «εις Α μείζον». Παρόλο που ο όρος εί­ ναι δανεισμένος από τη μουσική ορολογία, εδώ φαίνεται να παραπέμπει σε αυτό που καθημερι­ νά λέμε, όταν θέλουμε να τονίσουμε το πρώτο φώνημα του όρου που εκφέρουμε, δηλ. να υπο­ γραμμίσουμε. Πρόκειται λοιπόν για μια συμφω­ νία με Α κεφαλαίο, που προκύπτει από την αντι­ στροφή των «αξιών» «μεγάλος Μαλακάσης» «μικρός Καρυωτάκης», υπέρ του ποιητή. Γι’ αυ­ τό και το «Α μείζον» του τίτλου δεν σχετίζεται τόσο, ή καθόλου ίσως, με τις ομοιοκαταληξίες που αρχίζουν από -α, αλλά με το κεφαλαίο (μεί­ ζον) Α, του οποίου η σημασία επιτείνεται κι από το θαυμαστικό που ακολουθεί, της πρώτης και της τελευταίας ερωτηματικής πρότασης (στ. 1, 19). Η συμφωνία εντοπίζεται ακόμα και στη στί­ ξη· οι προτάσεις δεν είναι καθαρά ερωτηματικές ούτε καθαρά απορηματικές. Έτσι, η ερώτηση υπονομεύεται και η απάντηση (το αποτέλεσμα της δίκης-στάθμισης), που υπονοείται στην εισα­ γωγική πρόταση, προδικάζεται με τη διατύπωση της τελευταίας, που βασίζεται στο λαϊκό γνωμικό «γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος», ο ίδιος επιφύλαξε στον Νιρβάνα απαντώντας, ως «κακοή­ θης φαρσέρ», σε χρονογράφημά τον.' Βλ ό.π. σημ. 1, τ.Β',


αψιερωμα/73 που στο ποίημα φαίνεται καθαρά σχεδόν πως αυτός για τον ποιητή, θα είναι ο ίδιος.12 ΠΟΤΕΛΕΣΜΑ: το κεφαλαίο Α με το θαυ­ μαστικό, που ακούγεται ως επιθυμία ανα­ Α μέτρησης στην πρώτη πρόταση και σαρκαστικά στο τέλος του ποιήματος, συμπυκνώνει ηχητικά την ουσία της αντίθεσης του ποιητή προς το «ήθος» του επίκομψου κυρίου και καταγγέλλει κυρίως την ανειλικρίνεια και την πλαστότητα, την κουφότητα της αστικής έπαρσης. Είναι το προκαταβολικό σκωπτικό χάχανο-δικαίωση που

12. Τη φράση αυτή χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης καταφατικά στην επιθεώρηση «Πελ-Μελ», όπου οι «Σουφραζέτες» εκ­ φράζουν περίπου την ίδια άποψη ως εξής: «Όλοι με μας αν κοροϊδεύουν,/και διαρκώς αν σατιρίζουν/την ευγενή μας την ιδέα,/θάρθει μια μέρα που θα μάθουν/ότι καλύτε­ ρα γελάει/όποιος γελάει τελευταία» (Βλ. ό.π. σημ. 1, Β' ο. 133).

κουρελιάζει με τη διπλή επίκληση τον τίτλο «Κύ­ ριε, κύριε»13 και μετατρέπει τη μικρή ασυμφωνία σε ασυμφωνία με Α κεφαλαίο. Το συνέδριο αυτό, που γίνεται ύστερα από 58 χρόνια στη μοιραία για τον ποιητή Πρέβεζα, αποτελεί επιβεβαίωση του προφητικού υπαινιγ­ μού με τον οποίο τελειώνει το ποίημα που είδα­ με: «Α! κύριε, κύριε Μαλακάση/ποιος τελευταίος θαγελάσει;» Μόνο που το γέλιο, παρά τα χρόνια που πέρασαν και παρά τη δικαίωση του «μι­ κρού» και παραπονεμένου Καρυωτάκη, ηχεί ακόμα μακάβριο...

13.

Η φράση «Κύριε, κύριε» σε συνδυασμό με το υποδηλούμενο μεγαλείο, το απρόσιτο και την ακαταδεξία του Μαλακάση που αποφεύγει να στραφεί και να ιδεί τον «μικρό» Καρυωτάκη, φέρνει στο νου μου τη γνωστή επίκληση του εκκλησιαστικού ύμνου: «Κύριε κύριε, επίβλεψον εξ ουρα­ νού και ίδε κλπ.», σε τόνο ειρωνικό, φυσικά.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΠΟΔΟΜΗ • 2.400 λήμματα 372 εικόνες • ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες, θεωρητικοί της τέχνης, περιοδικά, ομάδες, κινήματα τεχνικές, υλικά, κ.λπ. • από τη Μινωική τέχνη και την τέχνη της Αρχαίας Αιγύπτου ώς την Bad Art της δεκαετίας του 1980 • Μετάφραση: Ανδρέας Παππάς • Σύμβουλος Έκδοσης: Αλέξανδρος Ξύδης

- 3ης Σεπτεμβρίου 22 - τηλ. 5234790


74/αφιερωμα —

H e ro H o k w erd a* Κ. Γ. Κ Α Ρ Υ Ω Τ Α Κ Η

Ε λεγεία ή σάτιρες;

ΕΛΕΓΕΙΑ Κ ΑΙ Σ Α Τ Ι Ρ Ε Σ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ "Α θ Η Ν Α„ A · 1. Ρ Α Λ Λ Η Σ & Σ ΙΑ ΑΘΗΝΑΙ ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ 6 19 2 7

Κάτω από τούτο τον κάπως παραπλανητικό τίτλο, θα ήθελα στην ανακοίνω σή μου να ασχοληθώ με το χαρακτήρα των καρυωτακικών Σατιρών, δηλαδή τα ποιήματα που με αυτό τον τίτλο περιλήφτηκαν από τον Καρνωτάκη στην τελευταία του συλλογή. Θέλω να περιοριστώ, όσο γίνεται, σε όσα εκφ ράζουν τα ίδια τα κείμενα των ποιημάτων, και δεν αναφέρομαι στους ψ υχολογικούς ή κοινω νικούς π αράγοντες που μ π ο ρ εί να δημιούργησαν τα ποιήματα. λογοτεχνικό είδος «σάτιρα» απαντάει με Τ Οπολλές και διάφορες μορφές και χρησιμο­ ποιεί πολλά και διάφορα μέσα, έτσι ώστε κα­ ταντάει δύσκολο να βρούμε έναν ορισμό που να τα καλύψει όλα. Από το τομίδιο «Σάτιρα» στη σειρά «Η γλώσσα της κριτικής», θα περίμενε κα­ νείς έστω και μια προσπάθεια για ορισμό, αλλά κι εκεί δεν βρίσκει κανείς παρά, διάσπαρτα, ένα σωρό χαρακτηρισμούς, από τους οποίους θα σας ανθολογήσω μερικούς: ο σατιρικός «έχει έντονη συνείδηση των ανοησιών και των ελαττωμάτων των συνανθρώπων του», είναι «σαν να καταδι­ κάζει πολύ εύκολα», αποβλέπει «στη διόρθωση των ελαττωμάτων», θέλει «να θεραπεύσει και ν’ αναμορφώσει», είναι «ένα είδος αστυνόμου της ηθικής», η σάτιρα είναι «η υπεράσπιση της αλή­ θειας» και είναι «ο μόνος τρόμος της ανοησίας, της διαφθοράς και της αναίδειας», είναι «φρου­ ρός ιδανικών» και έχει «έντονη συνείδηση της διαφοράς ανάμεσα στο πώς είναι τα πράγματα

Ο Hero Hokwerda διδάσκει νεοελληνική γλώσσα και λογοτε­ χνία στο Πανεπιστήμιο τον Groningen της Ολλανδίας και παράλληλα μεταφράζει νεοελληνική λογοτεχνία στα ολλανδι­ κά. Έχει ασχοληθεί επαναλειμμένα με το έργο του Καρνω­ τάκη: «Katyotakis and Katharevousa», στο περιοδικό Byzanti­ ne and Modern Greek Studies, 6, 1980, σσ. 109-130, καθώς

και πως θα ’πρεπε να είναι»· ο σατιρικός έχει «το ένστικτο για διαμαρτυρία» και «κοιτάζει γύ­ ρω του και δεν αντέχει», η σάτιρα είναι «μια ενασχόληση με τα κοινά, που προτρέπει (άλ­ λους) να διορθώσουν τον κόσμο», και, για να τε­ λειώνουμε με το πιο λακωνικό· «η σάτιρα πάντο­ τε έχει ένα θύμα, πάντοτε επικρίνει». Α π’ όλ’ αυτά θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στον εξής ορισμό: με βάση κάποια στέρεη ηθική αξία, η σάτιρα επικρίνει κάποιο πρόσωπο ή κά­ ποια κατάσταση, που δεν ανταποκρίνεται στην αξία αυτή. Θα μπορούσαμε να αποσαφηνίσουμε τον ορισμό ως εξής: πρώτον, η ηθική αξία που αποτελεί τη βάση της σάτιρας, πολλές φορές ή ίσως και συνήθως δεν εκφράζεται ρητά στο κεί­ μενο, μπορεί όμως να την καταλάβει κανείς έμ­ μεσα με κάποιο τρόπο. Δεύτερον, το θύμα, ή η κατάσταση που επικρίνεται, είναι κάποιος ή κά­ τι έξω από τον ίδιο τον σατιρικό, ο σατιρικός παίρνει θέση εναντίον του. Και τρίτον, πίσω απ’

και μεταφράσεις από 25 ποιήματα του Καρνωτάκη, με μέτρο και ομοιοκαταληξία, και από μερικά πεζά, στο λογοτεχνικό περιοδικό De tweede tonde («Ο δεύτερος γύρος», όηλ. η με­ τάφραση ως «δεύτερος γύρος» ενός κειμένου) στο Άμστερ­ νταμ, συνοδέ υμένες από μια εισαγωγή στο έργο και τη ζωή του ποιητή (άνοιξη 1985).


όλ’ αυτά συνήθως αντιλαμβάνεται κανείς την προϋπόθεση ότι υπάρχει κάποια θεραπεία, κά­ ποιος τρόπος διόρθωσης. Ο ορισμός μας αυτός είναι πολύ περιορισμένος για να συμπεριλαμβά­ νει όλες τις μορφές της λογοτεχνικής σάτιρας, ιδιαίτερα του δικού μας αιώνα· καλύπτει όμως αυτό που οι περισσότεροι συνήθως έχουν υπόψη τους όταν ακούνε για σάτιρα, και είναι η παρα­ δοσιακή μορφή. Θα μπορούσαμε να την ονομά­ σουμε διδακτική σάτιρα, είτε ηθικοδιδακτική εί­ τε κοινωνικοδιδακτική. Θα ήθελα τώρα να κοιτάξω ποιες από τις δε­ καέξι Σάτιρες του Καρυωτάκη ανήκουν αποκλει­ στικά και χωρίς αμφιβολία σ’ αυτή την κατηγο­ ρία· για να το δούμε αυτό, πρέπει στην κάθε Σά­ τιρα να εξετάσουμε τι ακριβώς σατιρίξει και ποιον σατιρίξει. Στην πρώτη ομάδα μας, όπου δηλαδή η οργή ή ο πόνος του ποιητή στρέφεται αποκλειστικά ενάντια σε κάτι ή σε κάποιον, ανήκουν έξι από τις δεκαέξι Σάτιρες του Καρυωτάκη: «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Δημόσιοι υπάλληλοι», «Ο Μιχαλιός»,"'«Δελφική Εορτή», «Η πεδιάς και το νεκροταφείον» και «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον». Με αφορμή την ωδή «Εις Ανδρέάν Κάλβον», ο Καρυωτάκης μερικές φορές μας παρουσιάζεται σαν κοινωνικός επαναστάτης, αλλά καλό είναι να αναρωτηθούμε λίγο ποιοι ακριβώς στηλι­ τεύονται στο ποίημα και για ποια συμπεριφορά. Στις πρώτες στροφές ανυμνούνται οι αγώνες του Εικοσιένα, όπου τα όπλα εξυπηρετούσαν το ιδα­ νικό της ελευθερίας. Στην έβδομη και τις επόμε­ νες στροφές αντιπαρατίθενται οι ήρωες της επο­ χής της Μικρασιατικής Καταστροφής και οι οποίοι ύστερα εξευτελίζονται χρησιμοποιώντας τη δύναμη των όπλων τους όχι για κανένα ιδανι­ κό, παρά για το παιχνίδι της εξουσίας. Η εκτε­ ταμένη παρομοίωση με τα μερμήγκια στη δέκατη και ενδέκατη στροφή ευνοεί την περισσότερο γενικευμένη ερμηνεία της εκμετάλλευσης και της ταξικής πάλης, αλλά κι εδώ το θέμα είναι μάλ­ λον ο χορός της εξουσίας. Το βάρος της παρο­ μοίωσης πέφτει στην επόμενη στροφή, με το παι­ δάκι που είναι έτοιμο να τους χαλάσει το παιχνί­ δι, χωρίς εκείνοι να το αντιλαμβάνονται - σε τι όμως παραπέμπει το παιδάκι; Τα θύματά τους, δηλαδή ο λαός, δεν μπορεί να είναι, γιατί στη συνέχεια βλέπουμε ότι από το λαό ο ποιητής δεν περιμένει τίποτα. Δεν μπορούμε εδώ παρά να θυμηθούμε το τελευταίο από τα Ελεγεία, λίγες σελίδες πιο μπροστά, το γνωστό δίστιχο «Φθο­ ρά»: «Στην άμμο τα έργα στήνονται των ανθρώ­ πων // και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι». Ο λαός και οι μάζες από τις τελευταίες τρεις στροφές συνήθως συνδυάζονται και γίνονται οι λαϊκές μάζες από την αριστερή συνθηματολογία,

αφιερωμα/75 και αποτελούν έτσι έναν πονοκέφαλο για τους ερμηνευτές· στην περισσότερο περιορισμένη και συγκεκριμένη ερμηνεία που εκθέσαμε εδώ, ο λαός και οι μάζες δεν αντιπαραθέτονται στην κυρίαρχη τάξη γενικά, αλλά στη διεο;ραμμένη στρατιωτική ηγεσία, που παραβλέπει τη θέληση των πολιτών - οι οποίοι όμως είναι, ο καθένας τους, πολύ απασχολημένοι με τα δικά τους συμ­ φέροντα για να αντιδράσουν. Ό σ ο συγκεκριμένη ή γενικευμένη ερμηνεία και να δίνει κανείς στο «Εις Ανδρέαν Κάλβον», σίγουρα είναι η πιο οξεία από τις εξωστρεφείς Σάτιρες του Καρυωτάκη. Αν και ο ίδιος ο Καρυωτάκης ήταν δημόσιος υπάλληλος, και πέρασε αρκετά δεινά μ’ αυτή του την ιδιότητα, όπως ξέρουμε πια από το βιβλίο της Γεωργίας Δάλκου, το ποίημα «Δημόσιοι υπάλληλοι» δεν αναφέρεται σε εξαιρετικές κατα­ στάσεις, που άλλωστε στην περίπτωση του Κα­ ρυωτάκη χρονολογούνται ύστερα από τη γραφή του ποιήματος, αλλά αφορά την υπαλληλική ζωή καθεαυτή, γενικά, όπως είναι στην καθημερινή ρουτίνα. Το ποίημα «Ο Μιχαλιός» ταιριάζει στην αντιμιλιταριστική ατμόσφαιρα που ακολούθησε και στην Ελλάδα τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αν και είναι δύσκολο να καθορίσει κανείς ακρι­ βώς το στόχο του ποιήματος. Στο «Δελφική Εορτή» μάλλον δεν σατιρίζεται τόσο η προσπάθεια του Σικελιανού ή η ίδια η παράσταση, όσο η φευγαλέα ανταπόκριση που είχε στο μοντέρνο κοινό. «Η πεδιάς και το νεκροταφείον» αρχίζει σαν ελεγείο, αλλά αυτό σαν λογοτεχνικό τέχνασμα, για να «χτυπήσει» πιο εύστοχα η σατιρική κατα­ κλείδα. Η «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» σατιρίξει, αρκετά αθώα πιστεύω, την κοσμική συμπεριφο­ ρά του κυρίου Μαλακάση. Στους στίχους 16-18 βρίσκονται μερικοί χαρακτηρισμοί που αφορούν τον ίδιο τον Καρυωτάκη - «μισητό σκήνωμα, θα­ νάτου / άθυρμα, συντριμμένο βάζον, / εγώ, κύμβαλον αλαλάζον» - αλλά αυτά είναι η γνώμη που έχει ο Μαλακάσης για τον Καρυωτάκη, όπως ο τελευταίος μας παρουσιάζει στο ποίημα ότι εκεί­ νος την εκφράζει με την υπεροπτική συ­ μπεριφορά του. Και στη συνέχεια το ποίημα διαψεύδει τους χαρακτηρισμούς, επειδή ο Καρυωτά :ης θα βγει κερδισμένος από την κρίση της ζυ­ γαριάς, εις βάρος του άλλου, με όλη τη βαρύτητά του. Τα έξι ποιήματα στα οποία αναφερθήκαμε, αποτελούν την πρώτη, πιο παραδοσιακή ομάδα που διακρίνουμε στις Σάτιρες του Καρυωτάκη, που την ονομάσαμε ηθικοδιδακτική ή κοινωνικοδιδακτική. Οι έντεκα συνεργασίες στο βιβλίο «Σάτιρα και


76/αφιερωμα πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα, από τον Σολωμό ώς τον Σεφέρη», δεν περιέχουν πολλές συστημα­ τικές προσεγγίσεις της έννοιας «σάτιρα», που να καλΰψουν όλο το φαινόμενο· οι περισσότεροι με­ λετητές αρκούνται σε χαρακτηρισμούς που απο­ βλέπουν ιδιαίτερα στο συγγραφέα που διαπραγ­ ματεύονται, και πρέπει να έχουμε επίσης υπόψη μας ότι το θέμα ήταν «Σάτιρα και πολιτική», και όχι η σάτιρα γενικά. Όσο πρόκειται στο βιβλίο αυτό για σατιρικούς του περασμένου αιώνα, οι χαρακτηρισμοί μένουν μέσα στα όρια που καθο­ ρίσαμε μέχρι τώρα, δηλαδή η ηθική αξία, η επί­ θεση σε κάποιο θύμα και η δυνατότητα της διόρ­ θωσης. Οι μελετητές που αναφέρονται στη σάτι­ ρα του εικοστού αιώνα, από τον Παλαμά, τον Βάρναλη, τον Καρυωτάκη και τον Σεφέρη, είναι αναγκασμένοι να διευρύνουν την έννοια της σά­ τιρας, επειδή στους ποιητές αυτούς η σάτιρά πολλές φορές στοχεύει λιγότερο ή περισσότερο και στον ίδιο τον ποιητή και στη δική του ύπαρ­ ξη. Το τελευταίο κείμενο, από τον Δημαρά, δο­ κιμάζει κάπως να συστηματοποιήσει την έννοια της σάτιρας. Βασικά στοιχεία της προσέγγισής του της σάτιρας είναι ο πόνος και η οργή, η οποία μπορεί να γίνει'και εχθρότητα και μίσος, πίσω από την οποία όμως κρύβεται πάντα μια αγάπη και κάποιο ιδανικό· ο σατιρικός σηκώνε­ ται να πολεμήσει για να καταλύσει τα στοιχεία εκείνα που δεν επιτρέπουν να ανθήσει η αγάπη του. Ακολουθεί μια διάκριση σε κοινωνική σάτι­ ρα και ατομική σάτιρα- η κοινωνική σάτιρα συν­ δέεται με «κάποιο συλλογικό, κάποιο κοινωνικό σώμα», προέρχεται από τη «θεώρηση ενός σώμα­ τος συλλογικού», ενώ η ατομική σάτιρα προέρχε­ ται «από μια έντονη προσωπικότητα διαμαρτυρόμενη απέναντι σε κάποια συλλογικά φαινόμε­ να», όπως π.χ. στην περίπτωση του Παλαμά, του Καρυωτάκη και του Σεφέρη. Ζήτημα όμως είναι αν ο όρος ατομική σάτιρα, μαζί με τις επεξηγήσεις, καλύπτουν όλα τα στοι­ χεία της σάτιρας του Καρυωτάκη. Θα ήθελα τώ­ ρα να κοιτάξω μερικές από τις Σάτιρες του, που αποτελούν μια δεύτερη και μεταβατική ομάδα, όπου, μαζί με την εξωστρεφή σάτιρα, συνυπάρ­ χουν και στοιχεία που αφορούν την ύπαρξη του ίδιου του ποιητή· εννοώ τα πέντε ποιήματα «Στο άγαλμα της Ελευθερίας», «Αποστροφή», «Όλοι μαζί», «Υποθήκαι» και «Δυστυχία». Η πρώτη και δεύτερη στροφή τού «Στο άγαλ­ μα της Ελευθερίας» είναι μια σάτιρα μέσα στα όρια της πρώτης ομάδας και στοχεύει στην υπο­ κρισία του ιδανικού της ελευθερίας και στην κα­ τάπτωση της ανώτερης αξίας που είναι αυτή, για χάρη των συμφερόντων. Από το «του αιώνα μας» στη δεύτερη στροφή, φαίνεται ότι σε παλιότερες εποχές η κατάσταση πρέπει να ήταν καλύ­ τερη. Το «οι γενεές», από την ίδια στροφή, υπο­ βάλλει την πιθανότητα μιας διόρθωσης, κάποτε,

αν και δεν μπορούμε να το συμπεράνουμε με ασφάλεια- μπορεί εδώ να πρόκειται για μελλον­ τικές γενεές που ξουν στην ίδια κατάντια με μας και που απλώς θα διαπιστώσουν την κατάντια του δικού μας αιώνα. Η τρίτη στροφή όμως έχει ελεγειακό χαρακτήρα· θρηνούνται εκείνοι που ζούνε μόνο με τη νοσταλγία της ελευθερίας, σαν νεκροί, και, αν και ο ποιητής μιλάει μόνο για άλλους, ύστερα από τα Ελεγεία του δεν μπορού­ με εδώ παρά να σκεφτούμε και τον ίδιο τον ποιητή. Για το ποίημα «Αποστροφή» έχουμε αντιληφθεί πια ότι εδώ δεν υπάρχει μισογυνισμός, επειδή δεν συμπεριλαμβάνονται όλες οι γυναί­ κες, χωρίς διάκριση, αλλά μόνο όσες παρουσιά­ ζουν τη συμπεριφορά που σατιρίζεται, έτσι ώστε φανταζόμαστε τον Καρυωτάκη κιόλας πρόδρομο του φεμινισμού. Αυτό όμως που μας ενδιαφέρει εδώ είναι κάτι άλλο- η σάτιρα του ποιήματος κατευθύνεται βέβαια προς τα έξω, σε μνθρώπους και καταστάσεις έξω από τον ποιητή, καί έτσι ανήκει το ποίημα στην πρώτη ομάδα. Υπάρχει όμως και το «φθονώ την τύχη σας» στην αρχή, και το «ανυποψίαστα, μηδενικά πλάσματα, και γ ι ’ α υ τό , π ρ ο ν ο μ ι ο ύ χ α . . . » στο τέλος· μέσα στο ποίημα, ο φθόνος ενδέχεται να είναι μόνο μια ειρωνική, σατιρική υπερβολή, που δεν πρέπει δηλαδή να την πάρουμε τοις μετρητοίς. Από τη συνανάγνωση όμως του ποιήματος, οπωσδήποτε με τα Ελεγεία, αλλά και με άλλες Σάτιρες, φτάνουμε να υποπτευτούμε στο φθόνο και μια δόση αλήθειας και ειλικρίνειας· ότι ο ποιητής φθονεί πραγματικά την ανιδεότητα, επειδή η μοίρα αυτουνού που «διορά» είναι αβάσταχτη. Ένας τρόπος φυγής δηλαδή από την πραγματικότητα, που τη βλέπουμε και στο «Ωχρά σπειροχαίτη». Το ποίημα «Όλοι μαζί» σατιρίζει το τεχνητό παιχνίδι με τα αισθήματα, το ψεύτικο της ποίη­ σης και την υπεροψία και τις ψευδαισθήσεις των ποιητών - ποιανών ποιητών όμως; Σε ποιους στοχεύει η σάτιρα; «Ό λοι μαζί» και «εμείς» εί­ ναι το υποκείμενο του ποιήματος και μάλλον εν­ νοούνται οι συμβολιστές ποιητές, αν διαβάζουμε την τέταρτη στροφή σαν μια γελοιογραφία της συμβολιστικής αντίληψης της ποίησης (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού, ή πάντως στη Γαλ­ λία· τις γέφυρες, κάτω από τις οποίες ξενυχτούν οι ποιητές, τις φανταζόμαστε μάλλον στο Παρίσι παρά στην Αθήνα). Πάντως ο στόχος του ποιή­ ματος είναι βέβαια και οι άλλοι, αλλά και η ποιητική υπόσταση του ίδιου του ποιητή, η οποία, άλλοτε ήταν το μόνο στήριγμα που του εί­ χε απομείνει. Ό πω ς το «Αποστροφή» δεν αναφέρεται σε όλες τις γυναίκες γενικά, έτσι συνηθίζουμε πια να λέμε ότι και το «Υποθήκαι» στοχεύει μόνο σε όσους ανθρώπους παρουσιάζουν τη συμπεριφο­


αφιερωμα/77 ρά που περιγράψεται στο ποίημα. Πρέπει να ομολογήσω όμως ότι εδώ η διάκριση δεν μου φαίνεται και τόσο πειστική- το ποίημα θα μπο­ ρούσε και να αναφέρεται σε όλους τους ανθρώ­ πους, αλλά μόνο τη στιγμή που θέλουν το κακό, οπότε η κατηγορία για μισανθρωπισμό, σ’ αυτό το ποίημα, δεν μου φαίνεται και τόσο παράται­ ρη. Η ουσία του ποιήματος όμως βρίσκεται στη συμβουλή που παρέχει και στην οποία παραπέμ­ πει και ο τίτλος- η συμβουλή για υποταγή, για αποτράβηγμα, με άλλα λόγια για φυγή, όχι πια σαν λύση μιας συγκεκριμένης κατάστασης αλλά σαν στάση ζωής —του άλλου ποιητή, που είναι ο δέκτης της συμβουλής, αλλά και πάλι μας είναι δύσκολο να μην έχουμε υπόψη μας και τον ίδιο τον δημιουργό του ποιήματος. Στο ποίημα «Δυστυχία», η πρώτη στροφή στη­ λιτεύει την κατάντια του κόσμου και ανήκει στην ατμόσφαιρα της σάτιρας όπως την καθορίσαμε στην πρώτη ομάδα. Στη δεύτερη στροφή όμως, η κατηγορία συμπυκνώνεται σε μια κραυγή προ­ σωπικού άγχους, και στην τελευταία στροφή αυ­ τό το άγχος δεν φαίνεται πια να έχει κάποια συ­ γκεκριμένη αφορμή αλλά παίρνει αποχρώσεις μεταφυσικές, υπαρξιακές. Η μεταβολή που γίνε­ ται από την πρώτη στη δεύτερη στροφή παρου­ σιάζει αρκετές ομοιότητες με αυτό που γίνεται στο «Άγαλμα της Ελευθερίας»· στην τρίτη στρο­ φή όμως, η «Δυστυχία» προχωράει πιο πέρα και πλησιάζει αυτές τις Σάτιρες του Καρυωτάκη που θα συζητήσουμε παρακάτω. Έτσι φτάσαμε στην τρίτη ομάδα που διακρίνω στις Σάτιρες του Καρυωτάκη, για την οποία μας απόμειναν τα ποιήματα «Ωχρά σπειροχαίτη», «Σταδιοδρομία», «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», «Ιδανικοί αυτόχειρες» και «Δικαίω­ ση». Στο «Ωχρά σπειροχαίτη» δεν σατιρίζεται ένα καθορισμένο πρόσωπο ή μια συγκεκριμένη κατά­ σταση. Η τρέλα που κρύβει την πραγματικότητα από τον ποιητή, στις τρεις μεσαίες στροφές, ανυ­ μνείται ως κάτι επιθυμητό και έτσι δεν μπορούμε ούτε να μιλήσουμε, στην πρώτη και την τελευ­ ταία στροφή, για κατηγορίες ενάντια στη γυναί­ κα που προκάλεσε τη μετάβαση στην καινούρια κατάσταση. Μέσα από τον ύμνο στην Τρέλα αν­ τιλαμβανόμαστε βέβαια την κριτική της ζωής, που έχει, φαίνεται, μια τέτοια ποιότητα ώστε να προτιμάται η φυγή στην τρέλα, αλλά η ζωή εδώ δεν καθορίζεται σε τόπους και χρόνους - «η πλάση Του»· ο ποιητής αρνιέται εδώ την ανθρώ­ πινη ύπαρξη καθεαυτή και έτσι πλησιάζει το ποίημα στην ατμόσφαιρα των Ελεγείων. Τη «Σταδιοδρομία» θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε μια «αυτοσάτιρα», αλλά κι εδώ πρέ­ πει να αναρωτηθούμε με βάση ποια αξία ασκεί­ ται η σάτιρα και ποια διέξοδος υπονοείται. Πι­ στεύω ότι θα δούμε τότε ότι το ποίημα είναι μάλ­

λον ένα παράπονο, σαρκαστικό βέβαια, για την ποίηση, που δεν ήταν απλώς μια από τις ενασχο­ λήσεις του ποιητή, αλλά το βασικό στήριγμα της ανθρώπινης ύπαρξής του, και που τώρα τον εγ­ καταλείπει κι αυτή και δεν στηρίζει πια την ύπαρξή του. Στο «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο», όπως και στην «Ωχρά σπειροχαίτη», δεν επικρί­ νεται μια κάπως συγκεκριμένη κατάσταση, με βάση κάποια ηθική αξία, αλλά, ιδιαίτερα στην τέταρτη στροφή, η ανθρώπινη ύπαρξη καθεαυτή, και επίσης δεν υποβάλλεται καμία ενδεχόμενη καλύτερη κατάσταση, μόνο επαινείται η φυγή, και τούτη τη φορά η πιο οριστική φυγή που νοεί­ ται, η αυτοκτονία. Μόνο στην τελευταία στροφή θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε μια πιο συγκεκριμένη αιχμή προς τα έξω- «Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι, / πολύ θ’ αρέσω», ακούγεται ως μια σάτιρα εκ των προτέρων για την υστεροφημία του ποιητή, που σε μεγάλο μέρος βασίζεται στην αυτοκτονία του, και μ’ αυτό τον τρόπο θα μας συμπεριλάμβανε κι εμάς η σάτιρα, που κουβαληθήκαμε εδώ στην Πρέβεζα για ένα συμπόσιο για τον ίδιο. Το «Ιδανικοί αυτόχειρες» διαβάζεται μέχρι τον τελευταίο στίχο σαν ένα ελεγείο, αλλά πάλι αυτό αποτελεί ένα λογοτεχνικό τέχνασμα για να «χτυπήσει» καλύτερα ο τελευταίος στίχος. Ό πω ς είναι το ποίημα, σατιρίζει βέβαια μια κατάστα­ ση, μια ανθρώπινη συμπεριφορά έξω από τον ποιητή, αλλά με βάση ποια ηθική αξία; Ό τι κα­ λύτερα να αφήσουν την πόζα της αυτοκτονίας και να συνεχίζουν να ζουν χωρίς αυτή; Ή μάλ­ λον ότι πρέπει κανείς να το πάρει απόφαση πια και να κάνει πράξη την πόζα; Και χωρίς να ξέ­ ραμε όσα ακολούθησαν, καταλαβαίνουμε μάλλον το δεύτερο από την τοποθέτηση του ποιήματος μετά το «Εμβατήριο» και πριν από τη «Δικαίωσι», και επίσης διαβάζουμε το ποίημα όχι σαν μια νηφάλια συμβουλή σε κάποιους άλλους, πα­ ρά σαν μια κραυγή στον εαυτό του- είναι, όπως ειπώθηκε, σαν να αποκλείει εδώ την τελευταία διέξοδο από την υτοκτονία. Το τελευταίο ποίημα από τις Σάτιρες, «Δικαίωσις», μας παρουσιάζει την ώρα του θανάτου που έχει προετοιμαστεί στα δύο προηγούμενα ποιήματα:«Τότε λοιπόν...». Σάτιρα που απευθύ­ νεται σε κάποιον ή σε κάτι έξω από τον ποιητή δεν βρίσκουμε εδώ, ούτε καμιά ένδειξη για το πώς θα έπρεπε να είναι: μόνο αυτοσαρκασμός, που αρνιέται κάθε αξία της ύπαρξής του. Αν και τα τρία τελευταία ποιήματα του Κα­ ρυωτάκη, του 1928, δεν φέρουν καμιά ένδειξη από τον ποιητή, μπορούμε να τα θεωρήσουμε ωςφυσική προέκταση της τρίτης ομάδας που διακρίναμε στις Σάτιρες του, οπωσδήποτε το «Αι­ σιοδοξία» και «Ό ταν κατέβουμε». Το ποίημα «Πρέβεζα», έτσι όπως είναι το κείμενο, θα μπο-


78/αφιερωμα ρούσε να ανήκει και στην πρώτη ομάδα· σατιρίζει μια λίγο πολύ συγκεκριμένη κατάσταση, που βέβαια δεν είναι μόνο της Πρέβεζας, αλλά γενι­ κά της επαρχίας (όπως πρέπει να ήταν και ο τίτ­ λος του ποιήματος) και επίσης αφήνει στον ανα­ γνώστη τη δυνατότητα, έμμεσα βέβαια, να φα­ νταστεί μια καλύτερη κατάσταση που μπορεί να υπάρχει αλλού, χωρίς την πλήξη κ.τλ. της επαρ­ χίας. Δεν είναι τόσο από το ίδιο το κείμενο του ποιήματος, όσο από τη συνανάγνωση με τα άλλα ποιήματα του Καρυωτάκη, και ακόμα πιο πολύ από τη γνώση που έχει ο αναγνώστης από τα γε­ γονότα που γέννησαν το ποίημα και που το επα­ κολούθησαν, ότι το «Πρέβεζα» αποκτάει τη βα­ ριά υπαρξιακή φόρτιση που βρίσκουμε στις τε­ λευταίες Σάτιρές του. Από την τρίτη ομάδα των καρυωτακικών Σατιρών έχω πει μερικές φορές ότι πλησιάζουν τα Ελεγεία του- παρόμοια έχουν ειπωθεί και από

δώρα ιδανικα για φίλους που εκτιμάτε ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΡΑΜΠΑΒΙΛΑ _ πορείες μες άπό τούνελ — άνθρωποι στή θάλασσα! ψ- κλεφτοφάναρα στήν άναστρη νύχτα

καί τό σπαρταριστό θρίλερ

ΔΙΑΘΕΣΗ: ΤΗΛ. 3623113 Θεσσαλονίκη: τηλ. 237463

άλλους, και από τον Στεργιόπουλο, στις «Επι­ δράσεις» του. Τα ποιήματα αυτά αναφέρονται περισσότερο ή και αποκλειστικά στο εγώ του ποιητή και όχι τόσο σε μια λίγο πολύ συγκεκρι­ μένη αφορμή έξω από τον ποιητή. Αν καυτηριά­ ζεται κάτι στα ποιήματα αυτά, είναι η όλη ύπαρ­ ξή του και η όλη ανθρώπινη ύπαρξη, και έτσι θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε υπαρξιακές σάτι­ ρες. Στα Ελεγεία του ο Καρυωτάκης επίσης αρνιέται την ανθρώπινη ύπαρξη, και υπάρχουν αρκε­ τά απ’ αυτά που δεν απέχουν πολύ από τις υπαρξιακές Σάτιρές του: η «Επιστροφή», όπου η επιστροφή στη φύση αρκετά αναπάντεχα συντελείται με το θάνατο, η «Μίσθια δουλειά», «Άλο­ γα μαύρα», «Την ώρα αυτή» με το γέλιο του ποιητή που μοιάζει με το γέλιο στο «Δικαίωσις», οπωσδήποτε το «Κριτική», το «Παιδικό», «Είμα­ στε κάτι...», «Ανδρείκελα», «Τάφοι» και «Φθο­ ρά». Αυτό όμως που διαχωρίζει αυτά τα Ελεγεία από τις Σάτιρες που ονομάσαμε υπαρξιακές, εί­ ναι το στοιχείο του χιούμορ. Ό πω ς λέει κι ο Πα­ τρίκιος, ο Καρυωτάκης είναι από τους λίγους Έλληνες ποιητές που διαθέτουν πραγματικό χιούμορ, και μιλάμε εδώ βέβαια για το χιούμορ που διαβρώνει και τον ίδιο τον ποιητή, το σαρ­ καστικό χιούμορ, στην περίπτωση του Καρυωτά­ κη ο καγχασμός κι ο κλαυσίγελως· αυτό το στοι­ χείο λείπει από τα Ελεγεία που ανέφερα. Έτσι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την τρίτη ομάδα που διακρίναμε στις Σάτιρες, αντί για «υπαρξια­ κές σάτιρες», «σαρκαστικά ελεγεία», όπου το σαρκαστικό δηλώνει το στοιχείο του χιούμορ, και ελεγείο την ενασχόληση με το εγώ, με τη δική του ανθρώπινη ύπαρξη. Ο τίτλος, όπως είναι, θα μπορούσε να ερμη­ νευτεί σαν ισχυρισμός ότι μερικές σάτιρες δεν εί­ ναι άλλο παρά ελεγεία, αλλά όπως αποδείχτηκε τώρα, υπάρχει πραγματικά ένα όριο ανάμεσα στα δύο είδη, τουλάχιστο όπως απαντάτε στον Καρυωτάκη. Η έννοια όμως, του ελεγείου μας βοήθησε να καθορίσουμε, καλύτερα το χαρακτή­ ρα των Σατιρών του Καρυωτάκη, όπου διακρίναμε από τη μία πλευρά τις ηθικές και κοινωνικοδιδακτικές σάτιρες και από την άλλη τις υπαρξιακές σάτιρες, ή ίσως «σαρκαστικά ελε­ γεία». Ανάμεσα στις δύο ομάδες βρίσκονται με­ ρικές Σάτιρες που περιέχουν στοιχεία και από τις δύο- είτε βρίσκονται πιο κοντά στην πρώτη ομάδα, είτε πλησιάζουν την τρίτη. Και, για να τελειώνω, θα ήθελα να προσθέσω ότι μάλλον δεν είναι τυχαίο το ότι, για να περά­ σουν τα ελληνικά σύνορα μεταμφιεσμένα στα ολ­ λανδικά, από τις σάτιρες προτιμήθηκαν οι έξι υπαρξιακές σάτιρες και τα τρία τελευταία ποιή­ ματα, συν τρεις σάτιρες από τη μεταβατική ομά­ δα («Αποστροφή», «Όλοι μαζί» και «Υποθήκαι») και μόνο μία από την πρώτη ομάδα («Ο Μιχαλιός»).


αφιερωμα/79

P e te r M ackridge,

Ζητήματα ύψους και ύφους στην ποίηση του Καρυωτάκη Το σπίτι πον γεννήθηκε ο Καρυωτάκης

Η λογοτεχνική σταδιοδρομία τον Καρυωτάκη εξελίχθηκε σε μια κρίσιμη περίοδο της ελληνικής ποίησης καθώς, με το καταλάγιασμα τον πρώτου δημοτικιστικον ενθουσιασμού, η ποίηση άρχιζε ν ’ αφήνει πίσω τη γοητεία τον δημοτικού τραγουδιού, και μ α ζ ί τους ποιητές που είχαν προσκολληθεί σ’ αυτό, όπως ο Σολωμός, ο Βαλαωρίτης, ο Π αλαμάς και ο Σικελιανός, και τραβούσε προς νέους ορίζοντες. Ο προσανατολισμός της παλιάς ποίησης ήταν αγροτικός, και το ύφος της προσπαθούσε να μιμηθεί το τραγούδι -ιδιαίτερα το άγραφο δημοτικό τραγούδι.

ΟΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ και ο Καβάφης ήταν οι πρώ­ τοι Έλληνες ποιητές (ύστερα από τους καθαρο­ λόγους ελεγειακούς όπως ο Δημ. Παπαρρηγόπουλος) που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την ύπαιθρο και την παραδοσιακή αγροτική ζωή -ήταν ποιητές των πόλεων, που έβλεπαν την ποίηση ως γραπτό είδος, και ήξεραν ότι έπρεπε να βρουν ένα καινούριο ύφος που θα ταίριαζε με τον προσανατολισμό τους αυτό. Σκοπός της ανα­ κοίνωσής μου, λοιπόν, είναι να παρακολουθήσω

τον Καρυωτάκη στην αναζήτησή του για ένα ύφος που θα απομακρυνόταν από την πεπατημένη των τετριμμένων ποιητικών τρόπων- να τον παρακολουθήσω στο πέρασμά του από το λυρι­ σμό στην ειρωνεία. ΟΙ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΤΕΣ είχαν εμπιστοσύνη στη φυσικότητα και την αυθεντικότητα του προφορι­ κού λόγου, ο οποίος αντιπροσώπευε «το πνεύμα που ζωοποιεί», σε αντιδιαστολή προς «το γράμ­


80/αφιερωμα μα που σκοτώνει». Είναι γνωστός ο συχνός χα­ ρακτηρισμός των ποιημάτων του Παλαμά από τον ίδιο τον ποιητή ως «τραγούδια». Βρίσκουμε τον ίδιο χαρακτηρισμό και στον Σικελιανό, ο οποίος υπερηφανευόταν για τη μέθεξή του στη ζωή του λαού. Απεναντίας ο Καρυωτάκης ήταν ποιητής μονήρης, αποξενωμένος από το λαό. Εί­ χε ανάγκη να βρει ένα ρόλο σε μια λογοτεχνική κοινότητα όπου η προφορική παράδοση είχε την πρωτοκαθεδρία. Ο Καρυωτάκης ήταν ποιητής του βιβλίου, ο οποίος αντλούσε την έμπνευσή του λιγότερο από τον προφορικό λόγο και πε­ ρισσότερο από τη γραπτή παράδοση. Είχε όμως τύψεις γι’ αυτό, και γενικά (όπως λίγο αργότερα κι ο Σεφέρης) έπασχε από την αγωνία του γρα­ ψίματος. Το δίλημμά του μπορεί να συνοψιστεί στην εξής διαπίστωση: ότι ήταν ένας λόγιος ποιητής που δυσπιστούσε προς την αποτελεσματικότητα και την αυθεντικότητα του λόγου, και ιδιαίτερα του γραπτού λόγου. ΗΔΗ από το πρώτο-πρώτο ποίημα της πρώτης του συλλογής, το οποίο τιτλοφορείται χαρακτη­ ριστικά «Θάνατοι» (3),1 παρατηρούμε αυτούς τους δύο διχασμούς, πρώτον ανάμεσα στον κό­ σμο των αισθήσεων και το λόγο (στη σειρά «χε­ ράκια», «ματάκια», «στόματα» και «λόγος»), και δεύτερον ανάμεσα στον προφορικό και τον γρα­ πτό λόγο: «ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στό­ ματα, / και τον καημό δεν είπατε που γράφω» -ο ποιητής γράφει, ό,τι το στόμα δεν μπορεί να πει. Την ίδια στιγμή όμως τα εξωτερικά χαρακτηρι­ στικά αυτού του ποιήματος το καθιστούν λυρικό -δηλαδή τραγουδιστό-, ιδίως οι συχνές επανα­ λήψεις και οι εύκολες ρίμες (μη μας διαφεύγει όμως ότι εδώ το «γράφω» ομοιοκαταληκτεί με τον «τάφο»). Και πάλι στο «Gala» (4): «τη λέξη τη λυπητερή θα βρω / που ακόμα δεν ειπώθη» -εδώ εκφράζει τον πόθο του για κάτι το καινού­ ριο και μόνιμο σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν τα δίδυμα αδέλφια, ο Χρόνος και η Φθορά, κι όπου όλα οδηγούν στο θάνατο, και αυτό το μόνι­ μο πρέπει οπωσδήποτε να είναι κάτι το γραπτό. Ο μέλλοντας και η προστακτική είναι χαρακτη­ ριστικά της πρώτης εποχής του Καρυωτάκη -της εποχής δηλ. πριν από τα Ελεγεία και Σάτιρες: τέτοιες φράσεις καθιστούν αυτά τα ποιήματα «ποιήματα ποιητικής» (για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Γιώργου Σαββίδη). ΣΤΗΝ πρώτη περίοδό του, λοιπόν, ο τόνος που κυριαρχεί είναι ο συμβατικός λυρικός ποιη­ τικός τόνος των νεοσυμβολιστών δημοτικιστών, 1. Οι αριθμοί σε παρένθεση παραπέμπουν στις σχετικές σελί­ δες του τόμου Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και πεζά (επι­ μέλεια Γ.Π. Σαβδίδης), Αθήνα 1972, 2. Σύμφωνα με τους πίνακες του Μ. Peri (Πίνακας λέξεων Κα­ ρυωτάκη, Πάδοβα 1983, σ. 120 και 131), ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί τις λέξεις μελαγχολία και μελαγχολικός 4 φο-

όπου η έκφραση της μελαγχολίας και της νο­ σταλγίας είναι υπερβολικά ρητή. Οι ίδιες οι λέ­ ξεις μελαγχολία και νοσταλγία αναφέρονται κάμποσες φορές στο έργο του12 και τα ποιήματα αυτής της περιόδου είναι γεμάτα από πόνους, δάκρυα, λύπες: όλα τα φαινόμενα είναι ωχρά, χλωμά, θαμπά, και όλα σβήνουν. Νιώθει γερασμένος, ή και πεθαμένος κιόλας, και ενώ όλα όσα βλέπει γύρω του τώρα είναι πένθιμα και θα­ νάσιμα, στο μυαλό του τριγυρνούν οι θύμησες για τα περασμένα. Τόσο νεκρός έχει γίνει μάλι­ στα, που ούτε τα δάκρυα τώρα πια δε φανερώ­ νουν καμιά γνήσια οδύνη: «δακρύζεις που δε μπορείς να κλάψεις όπως πρώτα» («Νοσταλγία» [8])· ΚΑΜΙΑ φορά, από αδυναμία να δημιουργή­ σει έναν δικό του τόνο, ο Καρυωτάκης μιμείται άλλους ποιητές, χωρίς όμως -σ ’ αυτό το στάδιονα το κάνει με συνειδητή ειρωνεία. Η αίσθησή του ότι είναι ξενιτεμένος από μια πατρίδα που δεν τη γνώρισε ποτέ έξω από τα όνειρα -«μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια / μ’ ένα χρυσόνειρο δετή» («Θάλασσα» [14])- τον οδηγεί να νοσταλγήσει, κατά τρόπον κρυσταλλι­ κόν, «τα κορίτσια του χωριού μας» («Ύπνος» [47]), ενώ, απ’ όσο ξέρω, ο Καρυωτάκης ποτέ δεν έζησε σε χωριό. Βρίσκουμε και σικελιανικούς απόηχους στο ποίημα «Γυρισμός» (20) (ακόμα κι ο τίτλος μας θυμίζει «Αλαφροΐσκιωτο», και το μετρικό σχήμα είναι το ίδιο που χρη­ σιμοποιεί ο λαόπνευστος Σικελιανός σε μερικά ποιήματα της «Αφροδίτης Ουρανίας» (16+7 συλλαβές).3 Σ’ αυτό το ποίημα ο Καρυωτάκης απευθύνεται στο Σαρωνικό και τελειώνει με την επίκληση: «χώμα, ουρανέ και θάλασσα της Αττι­ κής, που σας χρωστώ / τα πάντα, το Τραγούδι!» (με κεφαλαίο Τ και θαυμαστικό! -βλέπουμε κα­ θαρά την αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτό το ποίημα και την ειρωνική «Δελφική γιορτή» [108]), όπου «Lorgnons, Kodaks, operateurs» δίνουν «γραφι­ κότατο τόνο» «στου Προμηθέα τον πόνο»). Ό τα ν επιχειρείται ν’ απευθύνει ένα σονέτο στην Αθήνα, μιμείται τον ισόθεο Παλαμά των Ιάμβων και Αναπαίστων, χρησιμοποιώντας σύνθετες λέ­ ξεις όπως πρωταστέρι, ροδονυφούλες και αεροχτυπώντας. Τέλος, ακόμα στα Ελεγεία, βρίσκου­ με μια ψεύτικη επίκληση στη Βενετία [81] άλα Στέφανο Κουμανούδη, στο οποίο αραδιάζει όλα τα γνωστά τοπωνύμια και τελειώνει με το θαυ­ μάσιο επιφώνημα: «Ω αιωνία παράδοση του κάλλους και πηγή!».

3.

ρές, νοσταλγία και νοσταλγικός 6 φορές και νοσταλγώ 7 φορές. Ο κ. Σαββίδης μου υπενθυμίζει ότι αυτό αποτελεί και ένα αγαπημένο μετρικό σχήμα του Μαλακάση. Πραγματικά εμ­ φανίζεται σε επτά ποιήματα στις συλλογές Πεπρωμένα (1909), Ασφόδελοι (1918) και Τα ΜεΟολογγίτικα (1920).


αφιερωμα/81 ΤΟ σονέτο είναι ένας χαρακτηριστικός τρόπος του Καρυωτάκη: υπάρχουν 14 στο έργο του, αν μέτρησα καλά και αν συμπεριλάβουμε και τα τρία μινισονέτα της «Ηρωικής τριλογίας», που σημειώνουν τη μετάβαση από τα «Ελεγεία» στις «Σάτιρες» (και που ίσως αποτελούν ειρωνικό σχόλιο στα ποιήματα του Παλαμά με τον ίδιο τίτλο, αφιερωμένα στην Τραγωδία, στον Ibsen, και στον Garibaldi, τα οποία δημοσίευσε στο τέ­ λος της ηρωικής Φλογέρας). Το σονέτο είναι από τα πιο δυσκολοκατόρθωτα είδη του ποιητικού λόγου, και το περίπλοκο μετρικό του σχήμα το απομακρύνει αισθητά από την καθημερινή ομι­ λία. Μερικά από τα σονέτα του Καρυωτάκη μαρτυρούν μια επίπονη φροντίδα για τη μορφή, όχι μόνο στις περίτεχνες ρίμες, που μας θυμίζουν τα σονέτα του Μαβίλη, αλλά και γενικά στο παί­ ξιμο των ήχων, όπως στο γνωστό του ποίημα «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες [κιθάρες]» (87). Τέτοιες τεχνοτροπίες, που διαφοροποιούν τον ποιητικό λόγο από τη «φυσική» χρήση της γλώσ­ σας, υπογραμμίζουν την κατακλείδα του ποιή­ ματος, δηλαδή: «Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις / είναι το καταφύγιο που φθονού­ με».

τους στίχους: «είμαι γι’ αυτούς ανίδεος ρήγας που / έχασε την αγάπη του λαού του». Αλλού πάλι («Κι αν έσβησε σαν ίσκιος» [53] δυσπιστεί προς την αποτελεσματικότητα της ποίησης: «Το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι / κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί». Βέβαια ο ποιητήςδημόσιος υπάλληλος (όπως και ο Καβάφης) δεν μπορεί να χωρίσει τις δυο ιδιότητές του. Έτσι, η «μίσθια δουλειά» και οι «σωροί χαρτιών» (73) δεν περιορίζονται στο υπηρεσιακό του γραφείο, αλλά τον κάνουν να πιστεύει ότι αυτός και οι ομότεχνοί του είναι ανδρείκελα «από χαρτί πλα­ σμένα» (89) και έχουν «χάρτινη καρδιά» (103). Τελικά, όλα τα βιβλία του κόσμου δεν αξίζουν μια ώρα αγάπης αυθεντικής, «μιαν ώρα που πε­ ράσαμε μαζί» (66). Ο λόγος είναι προβληματι­ κός: ο Καρυωτάκης μιλάει για «τη μάστιγα του λόγου» και παρομοιάζει τον εαυτό του με «ένα κλόουν τραγικό που [...] συντρίβεται με την οπλή του αλόγου» (74) -ούτε ο λόγος ούτε το άλογο λοιπόν είναι ακίνδυνα.

Έ ν α βιβ λίο γ ια το στρατό Ο ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ είναι από τους πρώτους Νεοέλληνες ποιητές που γράφουν με θέμα τα ποιήματα και τους ποιητές. Στο πρώτο ποίημα των «Νηπενθών», με τίτλο «Οι στίχοι μου» (19), ο Καρυωτάκης, με τις πλούσιες ρίμες και την προσήλωσή του στους στίχους και τα λόγια, το­ νίζει την τεχνητότητα των όσων γράφει. Πολλές φορές συνειδητοποιεί ότι το γράψιμο είναι όχι μόνο μια φυγή, αλλά μια τελείως ψεύτικη δρα­ στηριότητα. Έτσι γράφει (στις «Στροφές, 1» [31]): «Είκοσι χρόνια παίζοντας / αντί χαρτιά βι­ βλία, / είκοσι χρόνια παίζοντας, / έχασα τη ζωή». Η αντίθετη γράψιμο-ζωή εμφανίζεται ακόμα πιο καθαρά στο ποίημα «Γραφιάς» (37), όπου και το τραπέζι στο οποίο είναι σκυμμένος αντιπαρατίθεται προς την ελευθερία του δρό­ μου. Και στο «Η ψυχή μου, 1» (44) η ψυχή του είναι ένα (νεκρό;) γράμμα που εγράφη σε μια παρθένα που ετάφη (πάλι η ίδια ομοιοκαταληξία-συνδυασμός γράφω-τάφο). Ακόμα όταν μεμψιμοιρεί για «ψεύτικα αισθήματα», το κάνει σε δακτύλους, ενώ στο ίδιο ποίημα («Πολύμνια» [24]), εκφράζει την επιθυμία του ν’ αγαπήσει τη Μούσα και να βρει «τη βασίλισσα / λέξη του κό­ σμου». ΕΝΩ στην «Υστεροφημία» (63) παρηγοριέται με την πεποίθησή του στην ποίηση, και γράφει ότι «Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στί­ χοι, / δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε», κά­ ποτε («Οι στίχοι μου» [19]) διαπιστώνουμε την αποξένωση του ποιητή κι από τους ίδιους του

Γ' ΕΚΔΟΣΗ


82/αφιερωμα ΩΣ ΕΔΩ φαίνεται ότι κυριαρχούν στην ποίη­ ση του Καρυωτάκη δύο αλληλοσυγκρουόμενες επιθυμίες: (α) η γλώσσα να υπερβεί τα όρια του αισθητού κόσμου για να βρει το Άπειρο, και (β) ο ίδιος ο ποιητής να υπερβεί τη γλώσσα για να βρει μια πραγματικότητα πίσω από τις λέξεις. Το δεύτερο αίτημα γίνεται εξαιρετικά προβλη­ ματικό, καθώς ο Καρυωτάκης δεν είναι βέβαιος για την ύπαρξη αυτής της πραγματικότητας και, για να επικοινωνήσει μαζί της, αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει τις λέξεις, που είναι ήδη αναξιό­ πιστες. ΟΙ «ΣΑΤΙΡΕΣ» αποτελούν το αποκορύφωμα της προσπάθειας του Καρυωτάκη να βρει ένα καινούριο ύφος που θα τον αποδεσμεύσει από το κυνήγι για το ψεύτικο -ή οπωσδήποτε ξοφλημένο- «υψηλό». Ήδη σε προηγούμενα ποιήματα ποιητικής είχε παροτρύνει τον εαυτό του να κά­ νει αυτό που εφάρμοζε μόνο στις «Σάτιρες». Στην «Ευγένεια» (21), π.χ., προστάζει τον εαυτό του, σε μια φράση που θα μπορούσε να σταθεί ως μότο για τις «Σάτιρες»: «Λέγε στους θεούς ‘να σβήσω!’ / μα λέγε το γελώντας», και ύστερα από ένα δεύτερο πρόσταγμα: «κάνε τον πόνο σου άρπα/και πέ τόνε τραγούδι», τελειώνει με μιαν επιστροφή στους πρώτους στίχους: «γέλασε και σβήσου». ΣΤΑ Ελεγεία και Σάτιρες, ο Καρυωτάκης κά­ νει επιτέλους ένα σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο «υψηλό» και το «ταπεινό». Στις «Σάτιρες» χρη­ σιμοποιεί τις ποιητικές συμβάσεις με συνειδητό και αυτοαναφορικό τρόπο, μετατρέποντας τις αδυναμίες τους σε προτερήματα. Έτσι, στο πρώτο ποίημα, «Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» (98), χρησιμοποιεί τις ρίμες-καλαμπούρια για σαρκαστικούς και ειρω­ νικούς σκοπούς: «οι Αμερικάνοι» ομοιοκαταλη­ κτούν με το «πόσα δολάρια κάνει», ενώ «οι εβραίοι» ομοιοκαταληκτούν με «τα χρέη». Στη συνέχεια αφιερώνει σονέτο στους δημόσιους υπαλλήλους (που αντικρίζουν κι αυτοί τα «λευ­ κά χαρτιά» όπου πρόκειται να κάνουν την «αλ­ ληλογραφία» τους [104]) σαν χτυπητή αντίθεση προς την παράδοση του σονέτου, το οποίο συ­ σχετίζουμε συνήθως με ποιήματα στη Λάουρα του Πετράρχη ή για τη «σκοτεινή κυρία» του Σαίξπηρ. Έτσι, το κενό που έχει διαβλέψει ο Καρυωτάκης ανάμεσα στο λόγο και το νόημα, ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο και το αναφερόμενο, φαίνεται τώρα καθαρά και απροσχημάτιστα και γεμίζει με ειρωνεία. Τώρα εκμεταλλεύεται και τις ρητορικές συμβάσεις: ενώ στα «Ελεγεία» γράφει μια σοβαροφανή «Επίκλη­ ση» (92) στη «Ζοφερή Νύχτα» (με κεφαλαίο Ν), τώρα γράφει μιαν «Αποστροφή» (102), ο τίτλος της οποίας περιέχει τη διπλή σημασία της σιχα­ μάρας και της επίκλησης (προς τις «ημιπαρθέ-

νες»), συνδυάζοντας έτσι την καθημερινή και τη ρητορική (μεταγλωσσική) έννοια της λέξης. Ενώ προηγουμένως είχε αρκεστεί με μιμήσεις, τώρα καταβροχθίζει τους προγενέστερους ποιητές και τους εκμεταλλεύεται, βάζοντάς τους να δουλέ­ ψουν για λογαριασμό του. Έτσι γράφει μια ει­ ρωνική παρωδία (pastiche) του Κάλβου (99), στην οποία τονίζει το χάσμα που χωρίζει τα υψηλά φρονήματα του πατριωτικού ποιητή από τον χαμερπή κόσμο του σημερινού γραφιά. ΑΚΟΜΑ και στις «Σάτιρες» όμως, διστάζει να παραδεχτεί ότι ο λόγος δεν μπορεί να σημαί­ νει ότι οι λέξεις δεν αναφέρονται στα πράγματα. Στο ποίημα που αρχίζει «Επρόδωσαν την αρετή» (109) περιγράφει τον εαυτό του να φωνάζει τη λέξη «Δυστυχία!» (ενώ στην πραγματικότητα τη γράφει) και συνεχίζει: «Η φριχτή λέξη με φωτιά στον ουρανόν εγράφη! [...]/ επιγραφή την έχουνε τα σπίτια κι είναι τάφοι» (πάλι παρατηρούμε την επιμονή του στην ίδια ομοιοκαταληξία εγράφητάφοί) -τον πόνο του επιθυμεί να γράψει με πύ­ ρινα γράμματα στον ουρανό πάνω ψηλά από την πολιτεία, αλλά δεν γράφει παρά μια λέξη. ΤΟ «Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο» (113) δεν αποτελεί μόνο την ειρωνική έκφραση ενός πόθου για αυτοκτονία, αλλά και την ειλι­ κρινή έκφραση της διαπίστωσης ότι η ευτυχία του -δηλαδή η επιτυχία του ως ποιητή- είναι «ζήτημα ύψους», το οποίο σημαίνει, σε περίπτω­ ση κατακόρυφης πτώσης, και ζήτημα «βάθους» -με τη ρητορική έννοια των όρων. Η ευτυχία του δεν βρίσκεται στο «ύψος» του Λογγίνου, ούτε στη «μουσική μανία» του Πλάτωνα, ούτε στις υψιπέτες εμπνεύσεις ενός Παλαμά ή ενός Σικελιανού. Δεν είναι προορισμένος να χριστεί ο με­ γαλόψυχος και μεγαλοφυής ραψωδός όπως φι­ λοδοξούσαν να γίνουν οι υψίνοες προηγούμενοι του ποιητές. Κάθε άλλο, η επιτυχία του βρίσκε­ ται στην «ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος», δηλαδή έξω από όλα τα γνωστά ως τώρα ύφη: μόλις την έσχατη εκείνη ώρα της αυτοκτονίας δέχεται το δίδαγμά της. Αυτή ακριβώς η τέχνη θα τον κάνει «πολύ ν’ αρέσει». ΕΤΣΙ στη σχεδόν μεταθανάτια «Αισιοδοξία» (139) το υψηλό περιορίζεται στις περιγραφές του μη πραγματικού, αυτού που απουσιάζει: «Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση μ’ αυτοκρατο­ ρ ιώ ν εξάρτηση πρωινού θριάμβου», ενώ στην πραγματικότητα «έχουμε φτάσει/ [...] στα όρια της σιγής». Ό λα μπορούμε να τα πούμε με τα λόγια, φτάνει να μην έχουμε την ψευδαίσθηση ότι έχουν καμία ουσιαστική έννοια. Κι έτσι, «ας τραγουδήσουμε -το τραγούδι να μοιάσει/ νικητή­ ριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής»: το τραγούδι μπορεί να μοιάζει, αλλά δεν μπορεί να είναι τί­ ποτε άλλο παρά τραγούδι.


αφιερωμα/83

I Ερατοσθένης Γ.

Καψωμένος

Δομές αντίθεσης στην ποίηση του Καρυωτάκη Ο προσεκτικός μελετητής μ π ορ εί εύκολα να διακρίνει στο έργο του Καρυωτάκη μ ια ν ασυνήθιστα πυκνή -γ ια προσωπικό ποιητή- χρήση των αντιθετικών σχημάτων.1 Το φαινόμενο δεν έχει μελετηθεί αυτόνομα κι ωστόσο αντιπροσω πεύει -ό π ω ς θα φ α νεί παρακάτω - ένα διακριτικό χαρακτηριστικό που ξεπερνά το επίπεδο της στυλιστικής ιδιοτυπίας και ο δη γεί στην αποκάλυψη των βαθύτερων σημασιοδοτικών μηχανισμώ ν της ποίησης του Η χρήση των σχημάτων αυτών εκτείνεται από την απλή παράθεση αντιθετικών ζευγών ή προ­ τάσεων, του τύπου:

ένα πρωί, ένα δείλι (Νηπενθή: Ευγένεια, 21.22)2

τα φίλα και τα ενάντια (Νηπενθή: Πεθαίνοντας, 40.10)

και θα γελώκαι θε να κλαίω

ώς τη σύζευξη των αντιθέτων σε αντιφατικές εκ­ φράσεις:

είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή (ΠΑΠ: Νύχτα, 11 επιγραφή)

κι αν οι Μπωντλαίρ εζήσανε νεκροί (Νηπενθή: Μ παλάντα..., 27.10)

είναι το καταφύγιο που φθονούμε

(Νηπενθή: Το φεγγαράκι απόψε, 36.19)

(Ελεγεία II: Είμαστε κάτι, 87.13-14)

1. Χρήση που μόνο ίσως στην περίπτωση του Σεφέρη και των ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς βρίσκει κανείς ανάλογά της. 2. Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση: Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Αθήνα, Ερ­

μής, 1977. Ο πρώτος αριθμός δηλώνει τη σελίδα, ο δεύτε­ ρος το στίχο. Χρησιμοποιούμε τις ακόλουθες συντομογραφίες: Ποιήματα και Πεζά για την παραπάνω έκδοση, ΠΑΠ: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων, ΤΚ: Τα Τελευταία Κείμενα, Παραλ.: Παραλειπόμενα.


84/αφιερωμα Αφετέρου καλύπτει τόσο επιμέρους εικόνες και σημασιακές ενότητες, όπως:

Είναι η ζωή, θα λέω, το φέρετρο όπου λύπη, χαρά τελειώνουμε του ανθρώπου. (Νηπενθή: Δέντρο, 28.5-6) όσο και τον θεματικό και σημασιακό άξονα ολό­ κληρων ποιημάτων. Από την τελευταία αυτή πε­ ρίπτωση, που αντιπροσωπεύει μεγάλο αριθμό κειμένων, ας σταθούμε σ’ ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο ποίημα «Γραφιάς», που ακο­ λουθεί, η αντιθετική οργάνωση υπογραμμίζεται με τη χρήση της παρένθεσης, που περικλείει σε κάθε στροφή τον ένα από τους δύο πόλους της αντίθεσης:

Από τα θεματικά περιεχόμενα προκύπτει λοιπόν μια πρώτη βασική διχοτομία εντός/εκτός, προς την οποία συναρτούνται, σε «υποταξική» σχέση, δυο άλλες: αφενός η διχοτομία εγκλεισμός!ελευ­ θερία (που υποβάλλεται από τον προσδιορισμό «ελεύθερα» του δεύτερου πόλου) και αφετέρου η διχοτομία ποιητικό εγώ/ήλιος-ζωή (που αντι­ στοιχεί στα υποκείμενα των δύο πόλων). Η κατάσταση του ποιητικού εγώ ορίζεται από τα ομόλογα συντάγματα: - Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός... ξανά/στο αχάριστο τραπέζι - Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή/στη σκόνη τω χαρτιώ μου - Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο

νους...

Η σημασιακή συγγένεια των παραπάνω συνταγ­

συνιστά μια παραδειγματική σειρά που Οι ώρεςμ’εχλώμιαναν, γυρτόςπου βρέθη­ μάτων εκφράζει -με περισσότητα- μια κατάσταση δυ­ κα ξανά σφορίας, η οποία αντιπαρατίθεται στην κατά­ στο αχάριστο τραπέζι. σταση ευφορίας που κυριαρχεί στον άλλο πόλο (Απ’·τ’ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντι­ («εκτός»), όπως προκύπτει από την παραδειγμα­ κρινά τική συνάφεια των αντίστοιχων συνταγμάτων: ο ήλιος γλιστράει και παίζει). - Α π’ τ’ ανοιχτό παράθυρο... αντικρινάΙο Διπλώνοντας το στήθοςμου, γυρεύω ανα­ ήλιος γλιστράει και παίζει πνοή - Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή!στα ελεύθερα του δρόμου. στη σκόνη τωχαρτιώμου. (Σφύζει γλυκά κι ακούγεται χιλιόφωνα η Ακόμη, εφόσον ο πόλος «εκτός» συνάπτεται με ζωή τον ήλιο και τη ζωή, ο πόλος «εντός» (άρα και η στα ελεύθερα του δρόμου). συνθήκη που βιώνει το ποιητικό εγώ) συνάπτεται με το σκοτάδι (ημίφως κλειστού χώρου) και Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο το θάνατο (: στ. 12: «σε τάφο»), Ολεοκληρο λοι­ νους, πόν το ποίημα οργανώνεται πάνω σε μια ιεραρ­ χημένη σειρά αντιθετικών σχέσεων, που με την όμως ακόμη γράφω. (Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους ακραία τελική αντίθεση ζωή/θάνατος υποδηλώ­ φωτεινούς. νει μια αγεφύρωτη ρήξη ανάμεσα στους δύο πό­ λους: Σα να ’χουν βγει σε τάφο). (Νηπενθή: Γραφιάς, 37)3 Παρατηρούμε ότι η οργάνωση κάθε στροφής βασίζεται στην ασύνδεση παράταξη δυο ισοδύ­ ναμων περιόδων, που αντιστοιχούν σε δυο αντιπαρατιθέμενους θεματικούς πόλους. Η αντίθεση δεν δηλώνεται με συντακτικό σημάδι- αναδείχνεται με την επανάληψη του σχήματος και την πε­ ρίσσεια των εκατέρωθεν ομοειδών όρων, που επιβάλλουν μια κάθετη ή «παραδειγματική», όπως λέμε, ανάγνωση του κειμένου. Ο ένας θε­ ματικός πόλος αναφέρεται σ’ έναν κλειστό χώρο («εντός»), όπου τοποθετείται το ποιητικό εγώ, συντακτικό υποκείμενο των ρημάτων (α' πρόσω­ πο). Ο άλλος πόλος αναφέρεται σ’ ένα «εκτός», στα «ελεύθερα του δρόμου», με συντακτικά υπο­ κείμενα, διαδοχικά, τον «ήλιο» και τη «ζωή». 3. Την ίδια τεχνική ακολουθεί και στο ποίημα «Ηλυσια» ! (Ελεγεία II, 82). Πρβλ. και «Μίσθια δουλειά» (Ελεγεία I, 73).

εντός/εκτός εγκλεισμός/ελευθερία σκοτάδι/φως δυσφορία/ευφορία θάνατος/ζωή. Η πλασματική εξάλλου σύζευξη των δύο πό­ λων (βάζο-δίπλα μου: εντός/κρίνοι φωτεινοί: εκτός) στους τελευταίους στίχους αναδείχνει το ασυμβίβαστο, μέσα στο οποίο έχει παγιδευτεί το ποιητικό υποκείμενο:

Στο βάζο ξέρωδίπλαμου δυο κρίνους φω­ τεινούς. Σα να ’χουν βγει σε τάφο. Η δύσφορη κατάσταση του υποκειμένου συν­ δέεται, όπως υποδηλώνει ο τίτλος («Γραφιάς»), με την υπαλληλική γραφειοκρατία, συνθήκη που ανάγεται στην κοινωνική περιοχή. Από την άλλη


αφιερωμα/85 μεριά, τα στοιχεία του έξω χώρου (ήλιος που παίζει, ζωή που σφύζει κι ακούγεται χιλιόφωνα, κρίνοι φωτεινοί) παραπέμπουν στη φυσική πε­ ριοχή. Το ασυμβίβαστο των ακραίων όρων απο­ τελεί τη δομική έκφραση (όπως το ασύνδετο τη συντακτική και η παρένθεση την αντίστοιχη οπτική παράσταση) της αποξένωσης και απομό­ νωσης του υποκειμένου από τη φυσική ζωή. Έτσι, ο κοινός σημασιακός άξονας που δια­ περνά όλες τις επιμέρους αντιθέσεις είναι τελικά η θεμελιακή «ισοτοπία» κοινωνία/φύση, που προσδιορίζεται από τις αντιθετικές ταυτότητες: κοινωνία= εγκλεισμός-σκοτάδι-όυσφορία-

θάνατος/φύση=ελευθερία-φως-ευφορία-ζωή.

Μια αξιολογική ισοτοπία που με τη σειρά της σημασιοδοτεί την κατάσταση του ποιητικού υπο­ κειμένου ως αδιέξοδη. Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα απλό παιχνίδι αντιθέσεων, που εξαντλείται στην ένταση και παραστατικότητα του λόγου. Η αντιθετική οργά­ νωση των περιεχομένων σε επίπεδο επιφάνειας αντιστοιχεί σε μια αξιολογική διχοτομία βάθους, που αποκαλύπτει καίριες πλευρές της βιοθεωρίάς του ποιητή. Η διαπίστωση αυτή δικαιώνει μιαν αυτόνομη εξέταση των αντιθετικών σχημάτων και της λει­ τουργίας τους μέσα στην ποίηση του Καρυωτάκη. Ο περιορισμένος χρόνος της εισήγησης δεν επιτρέπει βέβαια μια εξαντλητική τυπολογία των αντιθετικών σχημάτων, που οι συνταγματικές και παραδειγματικές τους εκφράσεις εκτείνονται σε πολλά επίπεδα. Θα αρκεστούμε στις πιο πυ­ κνές, δηλ. στις παραδειγματικά δεσπόζουσες εκ­ φράσεις του φαινομένου· οι οποίες ωστόσο φτά­ νουν να καλύψουν το σκοπό μας, που είναι να υποδείξομε ένα σημαντικό πεδίο έρευνας για ένα κλειδί για τη συστηματική προσέγγιση του καρυωτακικού έργου. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι το φαινόμενο που μας απασχολεί υποτάσσεται συ­ νολικά σε μια συνεπή εξελικτική γραμμή από τις πρώτες ώς τις ύστερες συλλογές. Ωστόσο, παρά τις εξαιρέσεις και τις παλινδρο­ μήσεις, μπορεί κανείς να διακρίνει μια σταδιακή διαφοροποίηση στον κύριο όγκο των αντιθετι­ κών σχημάτων, που προχωρεί παράλληλα προς την εξέλιξη της τέχνης του ποιητή και αποβαίνει πολλαπλά σημαίνουσα. Αφετηρία αυτής της εξέλιξης είναι ένα είδος αντιθέσεων σημασιακής κατηγορίας, που χαρα­ κτηρίζουν τις πρώτες συλλογές, ιδιαίτερα τον «Πόνο των πραμάτων» και εν μέρει τα «Νηπεν­ θή». Η αντιθετική σχέση οικοδομείται πάνω στη ριζική διαφορά που παρουσιάζει η οπτική του ποιητή από την εμπειρική ή καθιερωμένη αντίλη­ ψη και γνώση του κόσμου: αντίθεση υποκειμενι­ κού!αντικειμενικού. Η εικόνα βασίζεται σε μια

υπαινικτική αντίθεση, που βγαίνει στην επιφά­ νεια καθώς συγκρούεται το αίσθημα του ανα­ γνώστη με την ποιητική έκφραση, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, φαντάζει αντιφατική. Καλό παράδειγμα είναι ο ίδιος ο τίτλος της ενό­ τητας «Ο πόνος των πραμάτων». Τα πράματα προσδιορίζονται στην κοινή αντί­ ληψη από την κατηγορία του άψυχου και τη συ­ νακόλουθη έλλειψη αισθημάτων. Ο ποιητής τούς αποδίδει μια ιδιότητα των εμψύχων (αίσθημα πόνου) υπερβαίνοντας την εμπειρική γνώση. Η σύζευξη των αντιφατικών -με το κριτήριο της εμπειρίας- όρων παράγει μια ορισμένη ένταση, που δίνει στην εικόνα τη δραστικότητά της. Στον ίδιο τύπο είναι μια σειρά αντιθετικών σχημάτων που το θεματικό τους περιεχόμενο αν­ τλείται από τον κόσμο των πραγμάτων:

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους κι αυτοί λένε πως έτριξεδε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται μελλοντικούς θανάτους. (ΠΑΠ: Νύχτα, 11.12-16). Εδώ έχομε επάλληλες αντιθέσεις. Η πρώτη, ομοειδής με την προηγούμενη, αποδίδει συμπε­ ριφορά έμψυχου στο άψυχο: τρίξιμο άψυχου= σαρκασμός έμψυχου. Η δεύτερη -ενισχυμένη από ένα σχήμα θέσηςάρσης (λένε - δε λεν), που υπαινίσσεται την αν­ τίθεση άγνοια/γνώση, συμπληρώνει το νόημα, μεταφέροντας την αντιθετική σχέση στην ανθρώ­ πινη μοίρα: (τωρινή) ερωτική χαρά/μελλοντικοί θάνατοι ανυποψίαστη απόλαυση (άγνοια)/επερχόμενη συμφορά (γνώση). Αλλά τα πιο χαρακτηριστικά σχήματα αυτής της περιόδου αφορούν εικόνες αντλημένες από τη φυσική περιοχή. Η αντίθεση δημιουργείται από τη σύγκρουση της οπτικής του ποιητή όχι μόνο προς την εμπειρική γνώση αλλά και προς την καθιερωμένη παράδοση των φυσικών συμβο­ λισμών:

κι ημυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων (ΠΑΠ: Νύχτα, 11.7) στον κήπομας αρρώστησεν ο Μάρτης (Νηπενθή: Πάρε τα δώρα, 39.3)

Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντρο­ στοιχίας


86/αφιερωμα

οι πιπεριέςκαι σέρνονται τα πράσιναμαλ­ την πρώτη αυτή περίοδο θα μπορούσε να οριστεί λιά τους. ως ένας ιμπρεσιονιστικός συμβολισμός του συ­ Οι δυολατάνιες ύψωσανμες στην απελπι- ναισθήματος. σιά τους Στο σημασιακό επίπεδο, ο κοινός παρονομα­ τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος με­ στής όλων των αντιθετικών σχημάτων αυτού του λαγχολίας τύπου είναι η προβολή μέσα από τη φύση και τα πράγματα μιας συναισθηματικής κατάστασης (ΠΑΠ: Άνοιξη, 10.9-12).4 δυσφορίας, σε αντιπαράθεση προς την ευφορία Στα παραπάνω παραδείγματα αναιρείται η καθιερωμένη αντίληψη της φύσης ως προτύπου ομορφιάς, ζωικού σφρίγους, χαράς. Στο τελευ­ ταίο παράδειγμα, η κατάληξη «κήπος μελαγχο­ λίας» αντιπαρατίθεται υπαινικτικά στον «κήποπαράδεισο» ως περιοχή ευδαιμονικής πληρότη­ τας, ενώ με τον τίτλο του ποιήματος «Άνοιξη» αναδείχνεται και οξύνεται η αντίθεση της ποιη­ τικής εικόνας προς την καθιερωμένη συμβολική της φύσης. Ο τίτλος συνοδεύεται από μια σχολιαστική επιγραφή: « Έτσι τους βλέπω εγώτους κήπους». Το σχόλιο αυτό παραπέμπει αρκετά ευδιάκρι­ τα σε μια ιμπρεσιονιστική οπτική και τεχνική. Ό πω ς είναι γνωστό, ο ιμπρεσιονιστής καλλιτέ­ χνης αποβλέπει όχι να αναπαραστήσει το αντι­ κείμενό του στην εμπειρική και καθιερωμένη εκ­ δοχή του, αλλά να αποδώσει τις προσωπικές ε­ ντυπώσεις που του προκαλούν τα εξωτερικά ερε­ θίσματα. Μια εκδοχή του συμβολισμού αφετέρου είναι η έκφραση συναισθημάτων και ιδεών μέσα από μια συγκεκριμένη εικονοποιίά, στη βάση μιας υποκειμενικής συστοιχίας ανάμεσα στο συναί­ σθημα και στην εικόνα. Σύμφωνα με έναν γνω­ στό ορισμό του Mallarme, συμβολισμός είναι η τέχνη να διαλέγεις ένα αντικείμενο για ν’ απο­ στάξεις απ’ αυτό μια ψυχική κατάσταση.5 Τα θλιμμένα και πένθιμα τοπία των συμβολιστών στοχεύουν να μεταδώσουν στον αναγνώστη την ψυχική διάθεση του ποιητή, χωρίς αυτή η πρόθε­ ση να δηλώνεται ρητά. Η επιγραφή «έτσι τους βλέπω εγώ τους κή­ πους» υποδηλώνει, αντίστοιχα* μια προβολή των συναισθημάτων του Καρυωτάκη στη φύση και στα πράγματα, προβολή στην οποία στηρίζει την εικονοποιίά του, Η αξιοποίηση της αντίθεσης ανάμεσα στην υποκειμενική και την εμπειρική εκδοχή του κόσμου, που δίνει ένταση και δραστικότητα στην εικόνα, είναι το διακριτικό γνώ­ ρισμα της τέχνης του αυτής της περιόδου. Τα αντιθετικά σχήματα συνδέονται λοιπόν με την ποιητική τεχνική του Καρυωτάκη, που για 4. Πρβλ. ΠΑΠ: Gala, 4.7-8, Νοσταλγία, 8.13, Αγάπη, 9,2, Άνοιξη, 10,4/5-8, Νύχτα, 12.25-26, Νηπενθή: Πεθαίνοντας, 40,1, Η ψυχή μου (2), 45,4, Εσπέρα, 51,8-10/14/15, Μοναξιά, 52.2. ' 5. Oeuvres Completes de Mallarme, avec la collaboration de

με την οποία συνδέεται η εμπειρική αντίληψη και η καθιερωμένη σημασιοδότηση της ίδιας πε­ ριοχής. Η πληθωρική εκδήλωση αυτής της δυ­ σφορίας, στο μέτρο που εκφράζει την απόλυτη προτεραιότητα του υποκειμενικού παράγοντα, προδίνει τη ρομαντική της πηγή. Έχομε λοιπόν μια στάση αμφισβήτησης των καθιερωμένων σημασιοδοτήσεων, που απορρέει από ένα καθολικά ανικανοποίητο αίσθημα, από μια διάσταση ανάμεσα στον υποκείμενο και στον αντικείμενο κόσμο. Από τη συλλογή «Νηπενθή» και ώς τα «Ελε­ γεία» αναπτύσσονται και κυριαρχούν σταδιακά μια κατηγορία σχημάτων που μεταθέτουν τον άξονα της αντίθεσης από τη σχέση υποκειμενικού/αντικειμενικού στη σχέση φαινομένου!ου­

σίας.

Ο άξονας αυτός συγκροτείται από μια σειρά ομοειδών αντιθέσεων που θεματικά αντιπαραθέτουν ένα άχαρο και δυστυχισμένο παρόν με ένα ευτυχισμένο παρελθόν, την πεζή καθημερινότητα με τη νοσταλγική αναπόληση των περασμένων, τη στυγνή πραγματικότητα με το άπιαστο όνει­ ρο, ένα εδώ-τώρα δυσφορίας με ένα άλλοτε^ αλλού ευφορίας:

Τώραμακραίνουνε πύργοι, παλάτια. Κλαίνεμου οι θύμησες κλαίνε ταμάτια. Τώρα θανάσιμη νύχταμε ζώνει. Μέσαμου ογκώνονται οι άφραστοι πόνοι Πόσο τ’ανέβασμα του άχαρου δρόμου! Στρέφωκοιτάζοντας προς τ’ όνειρόμου: μόλις και φαίνονται οι άσπρες εικόνες, Τ’άνθη, χαμόγελα μες στους χειμώνες (Νηπενθή: Δρόμος, 42.1-8/13-20).6 6.

G. Jean-Aubry, Paris, Bibl, de la Pleiade, 1945, σ. 869. Πρβλ. Νηπενθή: Σε παλαιό συμφοιτητή, 30, Στροφές (9 35, Πεθαίνοντας, 40, Μόνο, 41, Η ψυχή μου (1-3), 44-46, Ύπνος, 47, Αφιέρωμα, 48, Μοναξιά, 52, Κι αν έσβησε σαν ίσκιος, 53, Του αδελφού μου, 54. Ελεγεία I: Ο κήπος είμαι, 64, Ό λα τα πράγματά μου, 66, Οι αγάπες, 75.


αφιερωμα/87 Μέσα από την περίσσεια τέτοιων αντιθέσεων σχηματίζεται αναγωγικά και αποκρυσταλλώνε­ ται ποιητικά μια διχοτομία ανάμεσα σ’ έναν κό­ σμο απατηλό και νόθο, που ταυτίζεται με το εδώ, το τώρα και το φαινόμενο και σ’ έναν κό­ σμο αυθεντικό, ιδεατό, πέρα και πίσω απ’ τα φαινόμενα, που ταυτίζεται με το άλλοτε, το αλ­ λού, το επέκεινα, το όνειρο, με την αθέατη ουσία του κόσμου. Η διχοτομία αυτή υποστηρίζεται με μια δια­ φοροποίηση τής ποιητικής γραφής προς μια εικονοποιία πιο αφηρημένη και υποβλητική, που κυμαίνεται ανάμεσα στο αισθητό και στο φευγα­ λέο, στο υλικό και στο άυλο, στη σκιά και στο φως, στο πραγματικό και στο ονειρικό, στο πε­ περασμένο και στο άπειρο, αναδείχνοντας τη μουσική διάσταση του λόγου:

Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα... Ησκέψημου νοσταλγικά ενυχτώθη στον κήπο στη λιμνούλβ. και στη σέρα, που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι κι επέθαινε στα τζάμια πάνωημέρα. Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα... Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει με μοχθηρή σπουδήμοίρα-μητέρα) Έτσι προχθές ήτανγλυκιάη εσπέρα... (Νηπενθή: Εσπέρα, 51.1-11).

larme.7 Μια πορεία που ο Καρυωτάκης θα μπο­ ρούσε να την προσεγγίσει μέσα από κάθε ειδική ανθολογία ή εγχειρίδιο για το συμβολισμό. Ό πω ς ο Baudelaire στα «Άνθη του Κακού» (εισαγωγική ενότητα), έτσι και ο Καρυωτάκης εκφράζει την άρνησή του απέναντι στη στυγνή πραγματικότητα με την καταφυγή στην αναπό­ ληση των περασμένων και κατεξοχήν στον παρά­ δεισο των παιδικών χρόνων, που αποτελεί μια εκδοχή του ιδανικού κόσμου.8 Στη συνέχεια προχωρεί, μέσα από την αξονική αντίθεση φαινόμενο/ουσία, στην αναζήτηση ενός ιδεατού κόσμου, που -όπως και στον Baudelai­ re- εμφανίζεται σε δύο εκδοχές: τη θετική, μιας ιδανικής υπερβατικής πραγματικότητας, και την αρνητική, του άγνωστου, του ερέβους, του αι­ νιγματικού χάους. Στον Καρυωτάκη η πρώτη εκδοχή έχει περιο­ ρισμένη αντιπροσώπευση. Μέσα σ’ ένα θεματικό πλαίσιο φυγής-αναζήτησης, μορφοποιείται σε αντιθέσεις όπως εδώ!επέκεινα, γη/ουρανός, νό-

θο/αυθεντικό, αδιέξοδο/λύτρωση: Θέλωνα φύγωπια από δω, θέλωνα φύγω πέρα σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο, θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα, απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο. (Ελεγεία I: Θέλω να φύγω... 79.1-4).

Σκλάβο πουλί, τ’ ανώφελα πηγαίνω σέρ­ νοντας φτερά και δε θα ιδώτους ουρανούς που νοσταλ­ γώποτέ μου

Η διχοτομία που επισημάναμε παραπάνω, σε συνδυασμό με την επιδίωξη της μουσικής υποβο­ λής, κατάλληλης να.υπηρετήσει την αίσθηση του μυστηρίου και του άφατου που συνδέεται με τη σύλληψη μιας πέρα απ’ τα φαινόμενα ονειρικής ή ιδεατής πραγματικότητας, μας οδηγεί κατευ­ θείαν στη συμβολιστική θεωρία και τεχνική και ιδιαίτερα στην ιδεαλιστική εκδοχή της, στον λε­ γόμενο «υπερβατικό συμβολισμό», που έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά. Αναγνωρίζομε μάλιστα και μια ειδικότερη αναλογία ανάμεσα στην εξέλιξη του Καρυωτάκη (με κριτήριο τις δεσπόζουσες αντιθετικές φόρ­ μες) και στην πορεία που ακολούθησε ο γαλλι­ κός συμβολισμός, κυρίως με τους εξέχοντες εκ­ προσώπους του, από τον Baudelaire ώς τον Mal-

Αντίθετα, η δεύτερη εκδοχή αναπτύσσεται σε πολλές παραλλαγές και ορίζει τη δεσπόζουσα οπτική στα Ελεγεία (πρώτη και δεύτερη σειρά). Μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης αντίθεσης φαινόμενο/ουσία, ο ποιητής αποκαλύπτει ότι ακόμα και θετικές εκδοχές της εμπειρικής πραγματικό­ τητας, που τροφοδοτούν ψευδαισθήσεις διαφυ­ γής στο ιδανικό, κρύβουν μια ουσία σκοτεινή, δυσοίωνη, απειλητική, την άβυσσο, το χάος και το θάνατο. Έτσι, η αναζήτηση υπερβατικών ερεισμάτων που να εξισορροπούν την ευτέλεια της καθημερινότητας παραμερίζεται από μιαν ανέλπιδη γνώση, που οδηγεί στη συνείδηση του

7. Δύσκολα θ’ αναγνώριζε κανείς αντιστοιχίες ανάμεσα στον Καρυωτάκη και στον Vatery, εκτός και αν συσχέτιζε, σ’ ένα πολύ γενικό επίπεδο, το πέρασμα του Καρυωτάκη στο ρεαλισμό των Σατιρών και στα πεζά της τελευταίας περιό­ δου με την επιστροφή του Val6ry από την αφηρημένη σκέ­ ψη και τη διανοητική ποίηση στην πραγματικότητα του κόσμου και των αισθήσεων (μετά το 1912) και με την τελι-

κή στροφή του στον πεζό λόγο (μετά το 1922). 8. Βλ. λ.χ. Νηπενθή: Τώρα που μήτε ο έρωτας, 49.9-16, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου το θέμοΓ του ευτυχισμέ­ νου παρελθόντος μετασχηματίζεται από νοσταλγία ευδαι­ μονίας (παραδείγματα σημ. 6) σε νοσταλγία ιδανικού. 9. Βλ. και Νηπενθή: Τώρα που μήτε ο έρωτας, 49.17-24, Κι αν έσβησε σαν ίσκιος, 53.9-12, Ελεγεία II: Ηλύσια, 82.512. Πρβλ. Ώ Βενετία, 81.9-12.

(Ελεγεία I: Επιστροφή, 68.3-4).9


88/αφιερωμα μάταιου, στην απόρριψη κάθε ψευδοϋποκατάστατου, στην πλήρη απόγνωση. Η φάση αυτή εκφράζεται μέσα από αντιθετι­ κές και αντιφατικές φόρμες, όπως λαμπρή επι

φάνεια!σκοτεινό βάθος, σύνδεσμος/ρήξη, προο δοκία/εξαπάτηση, αντίσταση!παραίτηση: Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών. Το θάνατό μας καρτερεί το λαμπρό φως τον ήλιον..

στους μεγάλους- υπερβατικού συμβολιστή. Η πιο ευδιάκριτη απήχηση αναγνωρίζεται στη χαρακτηριστική αντίθεση Μηδέν!Άπειρο. Ό ­ πως είναι γνωστό, ο Mallarme διερευνώντας λ ιγικά το πρόβλημα της φύσης του ιδεατού κό­ σμου, κατέληξε ότι πέρα από τον αντικειμενικό κόσμο δεν υπάρχει παρά το απόλυτο κενό. «Το Τίποτε που είναι η αλήθεια». Μεταγενέστερα, κάτω από την επίδραση του Hegel, καταλήγει στη φόρμουλα ότι ο ιδεατός κόσμος βρίσκεται κρυμμένος στο κενό ή αλλιώς, ότι «το άπειρο περιέχεται μέσα στο μηδέν».12 Τη φόρμουλα αυτή αναπαράγει ποιητικά ο Καρυωτάκης στο δίστιχο:

(Ελεγεία I: Υστεροφημία, 68.1-2/5). «Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε». Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος με το οποίο -κατά τις πληροφορίες του Σακελλατου κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε ριάδησκόπευε να επιγράψει την τρίτη του συλ­ από τη γη! λογή.13 Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας Το ίδιο αντιθετικό σχήμα θα επαναληφθεί πα­ φίλος, στο ποίημα «Φύγε η καρδιά μου νο­ ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πλη­ ραλλαγμένο σταλγεί», σε συνδυασμό με τις αντιθέσεις: δεγή. σμοί/ρήξη, πόνος/γαλήνη, μνήμηίλήθη, άλλοτε! τώρα, ζωή/θάνατος: (Ελεγεία I: Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, 67.1-4).101 Φύγε, η καρδιάμου νοσταλγεί την άπειρη γαλήνη! Κορύφωση σ’ αυτή την πορεία θα μπορούσε Ταράζει κι η ανάσα σου τα μαύρα της να θεωρηθεί η παραδοχή του Κοσμικού Τίποτε, Στυγός του Απόλυτου Μηδενός, που συνδέεται με τη συ­ νερά, πουμε πηγαίνουν, όπως είμαι ναυα­ νείδηση της τραγικότητας του κόσμου και τη συ­ γός νακόλουθη οριστική επιλογή του θανάτου έναντι εκεί στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντο­ της ζωής: σύνη. Ζοφερή Νύχτα, ξέρω, με πλησιάζεις. (Ελεγεία I: ό.π., 63.9-12). Με ζητούνε τα νύχια σου. Στα χνότα σου βλέπωπου ωχριούν άνθη και φώτα. Η φάση αυτή θα μπορούσε να ονομαστεί, κατ’ Στ’απλωμένα φτερά σουμε σκεπάζεις. αναλογία προς την προηγούμενη, υπερβατικός συμβολισμός της ουσίας. Το πάθος όχι, το ίνδαλμά τουμόνον, Στις Σάτιρες, τα αντιθετικά σχήματα τροφο­ ή τη γαλήνη, θέλων’αντικρίσω δοτούνται από την κοινωνική περιοχή, τη σύγ­ μια φορά. Κι ύστερα πάρε με πίσω χρονη ή την ιστορική πραγματικότητα. Αναπακαι καλά τύλιξέμε, ωΝύχτα αιώνων! ριστούν όχι πλέον υποκειμενικά αλλά αντικειμε­ (Ελεγεία II: Επίκλησις, 92.1-4/13-16).11 Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατάληξη αυτή, που σημαδεύει και το τέλος της συμβολιστικής επίδρασης του Καρυωτάκη, συνδέεται με απηχή­ σεις του Mallarme, του τελευταίου -ανάμεσα 10. Βλ. και Ελεγεία I: Τελευταίο ταξίδι, 65, Ελεγεία II: Τι να σου πω, φθινόπωρο, 90, Νηπενθή: Γυρισμός, 20.3-4. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκει και το θέμα που αναπτύσσει τη διπλή όψη της γυναίκας (ιδανικό κάλλος/κενότητα, αφοσίωση/προδοσία, έρωτας/θάνατος). Βλ. Παραλ.: Varium et mutabile, 171, Σάτιρες: Αποστροφή, 102, Ωχρά σπειροχαίτη, 107. 11. Βλ. και Ελεγεία I: Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί, 69, Μια

νικά προβλήματα, κοινωνικού ή ιδεολογικού χα­ ρακτήρα. Και στο μέτρο που, ανατέμνοντας την επιφάνεια της κοινωνικής ζωής, αναδείχνουν τις ενυπάρχουσες συγκρούσεις, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ρεαλιστικές αντιθέσεις. Εδώ, οι αξονικές αντιθέσεις του ποιήματος σκιά, 71, Ελεγεία II: Ποια θέληση θεού, 88. 12. Βλ. Ch. Chadwick, Συμβολισμός, μετάφρ. Στ. Αλεξοπούλου, Αθήνα, Ερμής: Η Γλώσσα της Κιριτικής, αρ. 16, 1978, σ. 57. 13. Μαζί με ένα ταυτόσημο σκίτσο που σχεδίασε ο ίδιος και που παρίστανε νεκροκεφαλή (: το Μηδέν)με δυο διασταυ­ ρούμενα κόκαλα σε σχήμα X (: το Άπειρο), κατά το σχό­ λιο του Γ.Π. Σαββίδη: Ποιήματα και Πεζά, σ. 62.


αψιερωμα/89 έχουν πάντοτε τη μορφή της αντίφασης. Οργα­ νώνονται σε δύο επίπεδα σημασίας, όπου το δεύτερο, ευρύτερο, υπερκαθορίζει το πρώτο. Η ένταση που δημιουργείται ανάμεσα στα δυο επί­ πεδα συνιστά την ποιητική ειρωνεία. Συγκεκρι­ μένα, το δεύτερο επίπεδο αναδύεται είτε μέσα από διαδοχικούς υπαινιγμούς, ομοειδείς παρα­ δειγματικά:

Ηευτυχίαμου, σκέπτομαι, θα ’ναι ζήτημα ύψους, Έτσι, με πλαίσιο γύρωτο ταβάνι πολύ θ’ αρέσω.

ΓΕΩΡΓΙΑ ΑΑΛΚΟΥ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ ΕΞ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΤΕΘΕΙΣ ΕΙΣ ΠΡΕΒΕΖΑΝ ΕΣΧΑΤΩΣ...

(Σάτιρες: Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο, 113.3-4/19-20). είτε με ένα τελικό σχόλιο:

«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», πως θ’αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος. (Σάτιρες: Ιδανικοί αυτόχειρες, 114.19-20). Το δεύτερο επίπεδο υποβάλλει έμμεσα μια αξιολογία (που εκφράζει την οπτική γωνία του ποιητή) η οποία λειτουργεί υπονομευτικά επι­ βάλλοντας, σε αντιπαράθεση με τα περιεχόμενα του α' επιπέδου, μια συνολική ανασημασιοδότηση του πρώτου επιπέδου. Οι δεσπόζουσες αντιφάσεις αυτής της περιό­ δου είναι: ηθικές αξίες!εμπορευματικές αξίες,

κρατική εξουσίαΙυπήκοος, γραφειοκρατία!υπάλ­ ληλος, στρατιωτική εξουσία!φαντάρος, κοινωνι­ κή σύμβασηίγνησιότητα, πλαστό!αυθεντικό, οι Οποίες ανάγονται από τη μια στο σχήμα επιφάνεια/βάθος, που αναδείχνει μια εγγενή ασυνέ­ πεια και υποκρισία, που είναι το αντικείμενο της πικρής σάτιρας· από την άλλη, στη σύνθετη δομή σημασίας: άτομο/κοινωνία = ζωή/θάνατος, που συνοψίζει το αδιέξοδο βιοθεωρητικό σχήμα της τελευταία περιόδου του Καρυωτάκη.14 Μέσα στα πλαίσια του ρεαλισμού, που χαρα­ κτηρίζει τη γραφή και τη θεματική αυτής της πε­ ριόδου, το αδιέξοδο, η ματαιότητα και ο θάνα­ τος προβάλλονται τώρα όχι ως υποκειμενικές εκτιμήσεις, όπως στη συμβολιστική νεορομαντική περίοδο, αλλά ως η αδήριτη αναγκαιότητα μιας πραγματικότητας κοινωνικής, μέσα στην οποία το άτομο είναι παγιδευμένο και αδύναμο να· αντιδράσει, δηλ. καταδικασμένο. Έτσι τα κείμενα της περιόδου αυτής έρχονται κατά κά­ ποιο τρόπο να προσκομίσουν τα αντικειμενικά τεκμήρια που δικαιώνουν τη βιοθεωρία ολόκλη­ ρου του καρυωτακικού έργου. 14. Οι αντιθέσεις αυτές καλύπτουν το σύνολο περίπου των ποιημάτων της συλλογής (Σάτιρες, 98-115).

Ο Καρυωτάκης ήταν πράγματι ένας αυτοέγκλειστος άνθρωπος που δεν τον άγγιξαν τα προβλήματα και τα αιτήματα του καιρού του; Η Γεωργία Δάλκου, παρουσιάζοντας συγκεντρωμένα γνωστά και άγνωστα στοιχεία που αφορούν τη δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία και τη συνδικαλιστική δράση του ποιητή, στρέφει την προσοχή του αναγνώστη σε μια σημαντική πλευρά της ζωής του Καρυωτάκη, που δεν έχει διερευνηθεί όσο έπρεπε, κλονίζοντας τις ευρύτατα διαδεδομένες απόψεις κι αποκαλύπτοντας μια «άλλη διάσταση» του μεγάλου ποιητή. Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Κ Α Σ Τ Α Ν ΙΩ Τ Η _______ Ζωοδ. Πηγής 3.106 78 Αθήνα * 360.32.34, 360.13.31


90/αφιερωμα Μ’ αυτή την έννοια ακεραιώνεται το έργο ως στάση ζωής και ο ποιητής φτάνει φυσιολογικά «στα όρια της σιγής» (ΤΠ: Αισιοδοξία, 139.20). Τα αντιθετικά σχήματα του καρυωτακικού έρ­ γου ιδιαίτερα στα Ελεγεία και Σάτιρες, έχουν ένα δεσπόζον χαρακτηριστικό: τη συντριπτική προτεραιότητα της αντίφασης, που οφείλεται στη σύζευξη ακραίων αντιθετικών όρων, λογικά ασυμβίβαστων:

εζήσανε νεκροί (Νηπενθή:

Μπαλάντα

στους άδοξους ποιητές..., 27.10)

παράξενο παιδάκι γερασμένο (Νηπενθή: Του αδελφού μου, 54.3)

στο απόλυτο Μηδέν, στηνΑπεραντοσύνη (Ελεγεία I: Φύγε... 69.12)

κι ο ήλιος θάνατοςμες στους θανάτους (ΤΠ: Πρέβεζα, 141,8)

Ψ Ε'να uuli> σύγχρονο' βνθιστόρημα

Αναλύοντας τις παραπάνω αντιφατικές εκφρά­ σεις παρατηρούμε ότι σε όλες τις περιπτώσεις αναιρούνται οι αντιθετικές ταυτότητες μέσα από τις οποίες παράγεται η σημασία των αντίστοιχων όρων: ζωή=κίνηση-ύπαρξη/θάνατος=ακινησίαανυπαρξία παιδάκι=αρχή ζωής/γέρος=τέλος ζωής απόλυτο Μηδέν= κενό από καθετί/Απεραντοσύνη=πληρότητα που περιλαμβάνει τα πάντα ήλιος= ζωή/σκοτάδι= θάνατος. Με τη σύζευξή τους αποδιαρθρώνεται ο σημασιοδοτικός μηχανισμός της γλώσσας, μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσεγγίζει το φαινομενο­ λογικό συνεχές, διακρίνει τα πράγματα, οργανώ­ νει τον κόσμο που τον περιβάλλει, πετυχαίνει την επικοινωνία, οικοδομεί την κοινωνική ζωή. Γι’ αυτό και σε κάθε οργανωμένη κοινωνία, σε κάθε περίοδο πολιτισμικής ακμής, ισχύει απαρά­ βατα η αρχή της μη σύζευξης των αντιθέτων. Ό ταν ο Καρυωτάκης θεμελιώνει την ποιητική του έκφραση της τελευταίας περιόδου στην αντί­ θετη αρχή, της μη διάζευξης των αντιθέτων,15 κάνει στο επίπεδο του λόγου μια ανάλογα ανα­ τρεπτική πράξη με την αυτοκτονία του· βάνει βόμβα στα θεμέλια του συστήματος. Ό πως, με άλλο τρόπο αλλά για αντίστοιχους λόγους, το επιχείρησαν οι υπερρεαλιστές. Ταυτόχρονα α­ ναιρεί την αρχή της αντίθεσης που υπήρξε η βά­ ση του σημασιοδοτικού συστήματος της ποίησής του στις προηγούμενες περιόδους. Καταστρέφει τον ίδιο το λόγο του και φτάνει, από έναν άλλο δρόμο, στα όρια της σιγής. Η αρχή της μη διάζευξης των αντιθέτων χαρα­ κτηρίζει εποχές κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης. Ο Καρυωτάκης καθιερώνοντάς την μέσα στη νεοελληνική ποίηση εκφράζει αυθεντικά την κρίση της εποχής του και ταυτόχρονα ανοίγει, στο πεδίο της ποίησης, μέσα από την αντιστοι­ χία: κρίση πολιτισμού=κρίση του λόγου, το δρό­ μο προς το μοντερνισμό. Θα τον ακολουθήσει ο τραγικός Σεφέρης και αργότερα, σε μια νέα επο­ χή κρίσης, οι συγγραφείς της πρώτης μεταπολε­ μικής γενιάς.16

I

15. A.J. Greimas, Semantique Structurale, Paris, Larousse, 1966, σ. 170, 212-13, 224-25, 231-33. Του ίδιου, Elements pour une theorie de Γ interpretation du recit mythique: περ. Communications 8, 1966), o. 50-58. Πρβλ. Μιχ. Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μετάφρ. Γ. Σπα­ νός, Αθήνα, Πλέθρον: Θεωρία λογοτεχνίας και κριτικής, 1980, σ. 264-271. 16. Βλ. σχετικά Ε.Γ. Καψωμένου, Σεφέρη «Μυθιστόρημα, Γ'». Δομική ανάλυση: περ. Κώδικας/Code I (1978), 1, σ. 66-75. Του ίδιου, Η διχοτομία «φύση/πολιτισμός» ως κριτήριο οριοθέτησης της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς: περ. Σπείρα 2-3 (Φθιν.-Χειμ. 1984), σ. 113-32.


αφιερωμα/91

Κώστας Χωρεάνθης

Ο «καθωσπρεπισμός» της ποίησης

και ο Καρυωτάκης ΟΝΤΕΥΟΥΝ να κλείσουν εξήντα χρόνια από τότε που το κατεστημένο μιας ποιητι­ κής αναξιοπρέπειας κλονίστηκε από τον πυρο­ βολισμό που ένας ποιητής έριξε πάνω του. Η σφαίρα, βέβαια, βρήκε τη δική του καρδιά, ωστόσο από κει και πέρα η ποίηση έγινε πιο σο­ βαρή και πιο στοχαστική: άρχισε ν’ αγγίζει το χνουδωτό φως των πραγμάτων, να βλέπει εκεί μέσα την «ομορφιά», και το «τραγούδι» της να

Κ

δέχεται και τις παραφωνίες μιας αλύτρωτης πραγματικότητας. Ώ ς τότε την πραγματικότητα αυτήν την αγνοούσε και την προσπερνούσε με μιαν υπεροψία περιχαρακωμένη στην αντίληψη ενός κοινού που έβλεπε (ή ήθελε) τον ποιητή να μην είναι «εκ του κόσμου τούτου», αλλά να φέρ­ νει σ’ αυτόν τον κόσμο το δικό του όραμα πα­ σπαλισμένο από τις συμβατικότητες ενός γλωσ­ σικού κώδικα και τις συμφωνίες ενός αποδεκτού


92/αφιερωμα

Ο ΠΟΝΟΣ T o y *N © ?n n o y ΚΛΙΤΩΝ ΠΡΑΜΑΤΩΝ

ποιητικού σχήματος, που η ψυχαγωγική του σκοπιμότητα ήταν εμφανής.1 Αυτά τα δύο στοι­ χεία που δέσποζαν στην αισθητική αποτίμηση των ποιητικών μορφών, η «ομορφιά» και το «τραγούδι», είναι χαρακτηριστικά της αντιμετώ­ πισης εκείνων των ακαταστάλαχτων καιρών. Η χώρα, αφού έζησε για πολύ μέσα σε πολιτικές και κοινωνικές αναστατώσεις, προχωρούσε στην έξοδο του κορυφαίου της δράματος, της μικρα­ σιατικής καταστροφής, για να μπει σ’ έναν άλλο κύκλο εσωτερικών αναστατώσεων, που δεν είχαν άλλο σκοπό παρά τη διατήρηση ενός απαρασά­ λευτου δουλοπαροικιακού καθεστώτος, που το εξέφραζε και το εκπροσωπούσε η κρατική εξου­ σία, μέσ’ από τον ιδεαλισμό της τάξης που τα συμφέροντά της εξυπηρετούσε. Ο ιδεαλισμός αυτός -κυρίαρχο στοιχείο της πολιτικής και πνευματικής ζωής ώς τον δεύτερο παγκόσμιο πό­ λεμο- ήταν η κύρια αιτία αλλά και η απαραίτητη προϋπόθεση για τη δημιουργία πνευματικής ζωής που εκτρεφόταν από αλλότριους και μετα­ φυσικούς χώρους, μακριά από την πεζότητα και την ασκήμια της πραγματικότητας. Η ασκήμια ωστόσο και η πραγματικότητα αυτή συντηρούν­ ταν εσκεμμένα και μεθοδικά για να διαιωνίζεται 1. Αυτό που λέει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ για το θέατρο, ότι εί­ ναι «ζωντανές απεικονίσεις παραδομένων ή φανταστικών γεγονότων που συνέβησαν σε ανθρώπους, με σκοπό την ψυχαγωγία» (6λ. Μπ. Μπρεχτ, «Μικρό “Όργανον” για το θέατρο», περ. «Θέατρο», τεύχ. 1 (1961), σελ. 17), μπορεί αβίαστα να μεταφερθεί στο χώρο της ποίησης -η ποίηση εξάλλου είναι βασική προϋπόθεση του θεατρικού λόγου. Η «ψυχαγωγία» εδώ έχει έναν κοινωνικό προορισμό τε­ λείως διαφορετικόν απ’ αυτόν που είχε η ποίηση της επο­ χής για την οποία γίνεται λόγος. Στην περίπτωση του Μπρεχτ, η ψυχαγωγία είναι ένα πλέγμα εκδηλώσεων και σχέσεων αρκετά διερευνημένο και διευρημένο σε χώρους που αναφέρσνται σε μια διαλεκτική αποσαφηνισμένη. Στην περίπτωση της ποίησής μας η «αποστασιοποίησή» γί­ νεται τόσο ανάμεσα στον ποιητή και στην ποίησή του όσο

αυτό το καθεστώς εξυπηρέτησης. Η «θλίψη», η «μελαγχολία», η «απογοήτευση», η «μοναξιά», όλες αυτές οι σταθερές της συμβατικής ποιητικής έκφρασης, εκεί έχουν την αφετηρία τους ή την αιτία της δημιουργίας τους. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το δουλοπαροικιακό κα­ θεστώς, όπου η ολιγαρχική «ησυχία» συνιστούσε τη νομιμοφροσύνη του πολίτη και ήταν το κλειδί για κάθε επιτυχία σε ατομικό επίπεδο, γιατί το συλλογικό συμφέρον και το κοινό καλό -στην ουσιαστική τους σημασία- ήταν ακόμα πράγμα­ τα που δεν μετρούσαν, οι αγώνες, που τον επικό τους χαρακτήρα δεν αποτύπωσε ακόμα κανένα ισάξιο λογοτεχνικό έργο, έφεραν έκτοτε καρπο­ φόρα αποτελέσματα σ’ όλα τα επίπεδα: κοινωνι­ κό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, πνευμα­ τικό και μπορούμε σήμερα, και μ’ όλες τις αρνη­ τικές παρεμβολές του καθεστώτος, που συνεχίζει με ένα ένδυμα ανοχής απέναντι στον πολίτη την ίδια πολιτική, να πούμε ότι έχουμε, αν όχι τίποτ’ άλλο, τη δύναμη (ή την ευχέρεια) να δούμε τα πράγματα καταπρόσωπο και να τα περιγράφου­ με με τ’ όνομά τους. Αντίθετα, σ’ εκείνη την επο­ χή του νεορομαντισμού,2 θεωρούνταν περίπου ασέλγεια πάνω στο σώμα της ποίησης να ονομά­ σεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους -αν βέβαια κανείς ονόμαζε κάποια πράγματα: η ποίηση ήταν γεμάτη από κείνη την «αστική» μελαγχολία ενός συμβατικού κόσμου κι από τη νοηματική θολούρα (αοριστία, precision), που στις καλύτε­ ρες περιπτώσεις λογαριαζόταν ως δυσκολία ή σκοτεινιά (obscurite) της ποίησης, ήταν γεμάτη ακόμα κι από την ανειλικρίνεια των πολλών ποιητών. Κατοχυρωμένοι -μόνο αυτοί- μέσα στα νόμιμα τείχη της δημοτικής, δεν έβλεπαν τίποτ’ άλλο παρά τον δικό τους κόσμο - αν τον έβλεπαν κι αυτόν. Κι εδώ δεν θέλω να πω ότι οι ποιητές εκείνοι -ιδιαίτερα της λεγάμενης δεύτερης αθη­ ναϊκής σχολής- δεν έδωσαν ωραία πράγματα· ακριβώς επειδή αυτά που έδωσαν ήταν «ωραία», ίσως σήμερα να μην απολαμβάνουν την εκτίμησή μας. Γιατί τελικά η ποίησή τους, στο σύνολό της, είναι μια φυγή απ’ αυτή την πραγματικότητα, που η εικόνα της είναι καταθλιπτικά ζοφερή, εί­ ναι μια καταφυγή σ’ έναν ουτοπικό χώρο, όπου

2.

και ανάμεσα στο κοινό και στην ποίηση αυτή. Βλ. την καίρια παρατήρηση τσυ Καβάφη στον θεοτοκά για τους ποιητές εκείνου του καιρού, όταν ο τελευταίος τον συνάντησε στην Αθήνα το 1932: «Είναι ρομαντικοί! Ρομαντικοί! Ρομαντικοί!». Αξίζει να μεταφερθεί εδώ και το σχόλιο του Θεοτικά: «Χρησιμοποιούσε το επίθετο αυτό με την αυστηρά λογοτεχνική έννοιά του και μου φάνηκι ότι υπονοούσε περίπου τα εξής: “Πώς δεν το βλέπεις Πώς δεν το μαντεύεις; Πώς δεν καταλαβαίνεις τη δική μοι σημασία εν αντιθέσει προς τους άλλους;» Ίσως γελιούμαι με την ερμηνεία που δίνω στα λόγια του, αλλά είμαι από­ λυτα βέβαιος τουλάχιστον για ένα πράγμα, ότι το επίθετο “ρομαντικός” , στο στόμα του Καβάφη, δεν ήταν έπαινος» (Γιώργου θεοτοκά, Πνευματική πορεία, Αθήνα [χ.χρ.],


αψιερωμα/93 πιστευόταν πως εκεί μέσα με το τραγούδι3 απο­ καλυπτόταν η ομορφιά. Ο κοινωνικός προορι­ σμός της ποίησης ήταν προφανής: ήθελε ν’ ανε­ βάσει τον αναγνώστη, το κοινό, σ’ ένα άλλο επί­ πεδο απ’ αυτό που ζούσε, προσφέροντάς του όμως το «νηπενθές» όχι μέσ’ από τα πράγματα, αλλά μακριά κμι πάνω απ’ αυτά. Έτσι η μορφή της ποίησης -το ένδυμα των ιδεών4- ήταν αλφαδιασμένο πάνω στην παραδομένη στιχουργική νομιμοφροσύνη, που από τα υστεροβυζαντινά χρόνια είχε αποκτήσει την εγκυρότητα της χρη­ σικτησίας -α ς ήταν, ως σχήμα, αλλότριο προς την ουσιαστική παράδοση της ελληνικής μετρι­ κής και στιχουργικής.5*Βέβαια, οι ποιητές εκεί­ νοι, μέσα σ’ αυτά τα παραδομένα και νόμιμα στιχουργικά σχήματα, βρήκαν τρόπους -με τη μουσική έννοια- να σπάσουν την αυστηρότητα που οι κανόνες απαιτούσαν και προδιέγραφαν και σίγουρα τα επιτεύγματά τους, πάντα μέσα στα δοσμένα πλαίσια του προορισμού της ποίη­ σης για κείνη την εποχή, ήταν πολλές φορές αξιόλογα -και σήμερα ακόμα, που τα σχήματα αυτά δεν λειτουργούν, αγγίζουν όμως κάποτε τις αναδύσεις ενός εδαφικού μας υποστρώματος. ΠΗΡΧΕ λοιπόν μια «ποιητική» θεώρηση του κόσμου πολύ αόριστη και βουκολική, περίπου ειδυλλιακή μέσα στην απραξία της και το εκφραστικό ένδυμα αυτής της ποίησης κοβό­ ταν πάνω στις προκαταλήψεις ενός γλωσσικού κινήματος, που δεν παραδεχόταν οποιαδήποτε λέξη ή μορφή λέξης ερχόταν από το χώρο της λο­

Υ

3. Την ποίηση την έβλεπαν ή την ήθελαν «τραγούδι». Ο Κωστής Παλαμάς, οξυδερκής κριτικός, στο κλασικό του έργο ' «Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου, Η ποιητική μου», Α ', εν Αθήναις 1933, συχνά-πυκνά χρησιμοποιεί τον όρο «τραγούδι» αντί για τους όρους «ποίημα» ή «ποίηση», 6λ. λ.χ. σελ. 109, «χαρακτηρισμός του τραγουδιού μου από τρίτους», σελ. 111, «μ’ όλ’ αυτά το τραγούδι μου καθορι­ σμένο», σελ. 114, «το καιρικό στοιχείο στο τραγούδι μου», σελ. 139, «αντίθετα με τον πεσιμισμό των κασσιανικών τραγουδιών, τα τραγούδια τα τυρταϊκά κι εκείνα του ποιητικού συγκρητισμού...», σελ. 177, το κεφάλαιο επι­ γράφεται «Ο ποιητής και το τραγούδι του». Στη σελ. 165 γράφει: «Και για να ψάξω τολμηρότερα, στην ουσία της ποιητικής τέχνης, ίσως δεν είναι περιττό να θέσω εδώ ένα κομμάτι από το ατέλειωτο ακόμα βιβλίο μου “Τα πρώτα χρόνια, Τα χρόνια μου και τα χαρ-ιά μου” . Γράφω εκεί: “Μα ο ποιητής, καλά τον είπαν, ο ποιητής είν’ έν’ αηδόνι. Τίποτε περισσότερο”». Και στη σελ. 187, φιλοσοφώντας πάνω στην ποίηση και προσπαθώντας να δώσει έναν ορι­ σμό, γράφει: «Αλλά η Ποίηση δε βρίσκεται αποκλειστικά στην ουσία της. Δείχνει κατ’ εξοχήν την παράστασή της. Είναι μορφή». Και λίγο παρακάτω: «Από καιρό μου στα­ ματά η σκέψη σε βραχύλογου ορισμό της ποιητικής τέχνης· εύρημά μου: Η ποίηση είναι λόγος που πάει να γίνει τρα­ γούδι». Και σχετικά με την «ομορφιά» (το ωραίο δηλαδή, ως φιλοσοφική έννοια ή αισθητική αξία), γράφει, σελ. 99: «Άλλο ομορφιά στη φύση κι άλλο ομορφιά στην τέ­ χνη. Μάλιστα υπάρχουν καλολόγοι που φρονούν πως μό­ νο τ’ όνομα έχουν κοινό οι δυο τούτες όλως διόλου διαφο­ ρετικές ιδέες και πως μάλιστα το κοινό τούτο όνομα “ομορφιά” για δυο πράγματα που είναι άμοιαστα σε πολ­ λά, δίνει αφορμές σε σύγχυση και σε θολώματα».

γιοσύνης, από τον αστικό χώρο μιας έστω και ευθυγραμμισμένης παιδείας, γιατί θα διατάρασσε έτσι τη συμπαγή μορφή ενός γλωσσικού ταμ­ πού. Έλειπε μ’ άλλα λόγια η γλώσσα της κοινω­ νικής πραγματικότητας, ένας κώδικας, που, τό­ σο στα αστικά κέντρα όσο και στην ύπαιθρο -σε πολύ λιγότερο ποσοστό, βέβαια- λειτουργούσε και ήταν μια πραγματικότητα γλωσσική. Ο ποιη­ τής αναζητούσε την «ποιητική» λέξη -την πεζή, την τρεχάμενη της καθημερινής πραγματικότη­ τας και της επικοινωνίας την παραμέριζε με βδε­ λυγμία. Φοβόταν μήπως έτσι μολύνει την ποίησή του με πράγματα αλλότρια και την κατεβάσει στό επίπεδο της πεζότητας. Έτσι, η ποιητική λέ­ ξη είχε περιβληθεί με το φωτοστέφανο της κοι­ νής αποδοχής και υπήρχε, εν πάση περιπτώσει, μια περιοχή, απ’ όπου αντλούσαν αυτό το λεξι­ λόγιο, καθορισμένη και περιγεγραμμένη από τη χρήση και καθιερωμένη από την παράδοση. Και, βέβαια, δεν λέει· κανείς ότι μια τέτοια χρήση έβλαψε την ποίηση, αυτή καθαυτή. Νομίζω, α­ ντίθετα, πως την ωφέλησε, γιατί τελικά η ποίηση πραγματοποιεί μια μετάθεση και το ζητούμενο -α ν υπάρχει- είναι η ποιότητα των εκφραστικών μέσων που πραγματοποιούν αυτή τη μετάθεση. Όμως, πίσω από τις λέξεις, πίσω από τις ρημα­ τικές φράσεις, έχει κανείς τη στοιχειώδη απαί­ τηση να δει κάποιους σπονδύλους που συγκρα­ τούν και συγκροτούν το ποιητικό οικοδόμημα. Κι αυτοί οι σπόνδυλοι δεν είναι παρά τα στοι­ χεία μιας πραγματικότητας ιστορικής, κοινωνι­ κής, πολιτικής ή ό,τι άλλο, είναι μ’ άλλα λόγια η 4. Τελικά, αυτή η καίρια μεταφορά ενός ρομαντικού σατιριστή, του Αλέξανδρου Σούτσου, για την εκφραστική μορφή των ιδεών, είναι από τα επιτυχέστερα εφευρήματα μιας γλώσσας που δε μας έχει συνηθίσει (στην ποιητική της μορφή) σε οριστικές διατυπώσεις. Η λειτουργία του σχή­ ματος αυτού απέκτησε διαχρονική αξία. 5. Το θέμα της μετρικής και της στιχουργίας -πράγματα εξάλλου απόλυτα συναρτημένα- είναι, φυσικά, τεράστιο. Εδώ εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η χρήση στιχουργικών μορφών και μέτρων ξένων προς την ελληνική παράδο­ ση. Αν εξαιρέσουμε τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, που είναι συνέχεια (ή εξέλιξη) του τροχαϊκού ή ιαμβικού τε­ τράμετρου (6λ. Κρουμβάχερ, Ιστορία της Βυζαντινής λο­ γοτεχνίας κατά μετάφρασιν Γεωργίου Σωτηριάδου, τ.Β', εν Αθήναις 1900, σελ. 490 κ.έ.), και είναι ο καθαυτό εθνι­ κός μας στίχος, τόσοι άλλοι στίχοι και μέτρα, καθώς και η ομοιοκαταληξία, έρχονται από τη Δύση, όπως εξάλλου και πολύ μέρος από το περιεχόμενο της ποίησης. 6. 'Οτι η παιδεία της εποχής εκείνης ήταν αρνητική, είναι πράγμα αποδεκτό απ’ όλους σήμερα, ιδιαίτερα στο ζήτη­ μα της διδασκαλίας της γλώσσας, που ήταν ξένη προς το ζωντανό αίσθημα, βλ. σχετικά την πρόσφατη έκδοση των εκπαιδευτικών απάντων του Μίλτσυ Κουντουρά, που ο επιμελητής έχει δώσει τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Κλείστε τα σχολειά» (τ.Α '-Β', Αθήνα 1985), και ιδιαίτερα το άρ­ θρο «Το εκπαιδευτικό ξεχαρβάλωμα», Α ', σελ. 21 κ.ε. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε κανείς εύκολα να διαγράψει μιαν ολόκληρη γραμματεία της λόγιας γλώσσας κι ακόμα δεν μπορεί κανείς σοβαρά σκεπτόμενος ν’ αγνοήσει τον όγκο της αρχαίας και αρχαιόγλωσσης γραμματείας. Αυτά τα πράγματα λειτουργούν (σε επώνυμο πάντα επίπεδο) όταν κανείς θέλει να εκφράσει το ενδιάθετό του.


94/αφιερωμα αλήθεια της ποίησης και η συνέπειά της, η ηθική της. Είναι η γνησιότητα του ενδιαθέτου απέναν­ τι στους ερεθισμούς του εξωτερικού κόσμου. Κι αυτοί οι σπόνδυλοι έλειψαν από την ποίηση εκείνης της εποχής. Ν θέλουμε τώρα να μιλήσουμε για το περιε­ Α χόμενο της ποίησης εκείνης της συγκεκρι­ μένης εποχής, θα πρέπει να το συναρτήσουμε με τη μορφή της. Γιατί, στην περιοχή της τέχνης και της έκφρασής της, το περιεχόμενο είναι συχνά ο τρόπος που εκφράζεται ο δημιουργός, ή, αντίθε­ τα, η ουσία ταυτίζεται με την τεχνική. Το θέμα, για τον καλλιτέχνη, ή είναι δοσμένο a priori ή είναι ταυτισμένο (σύγχρονο) με την έκφρασή του. Στην πρώτη περίπτωση η λεξιλογική του επιλογή (τα εκφραστικά του μέσα) καθορίζει ώς ένα σημείο και τη μορφή του δημιουργήματος του, κι αυτή ώς ένα σημείο πάλι είναι επιλεγμένη από μια σειρά σταθερά σχήματα που προσφέρει η παράδοση και η χρήση. Στη δεύτερη περίπτω­ ση, το θέμα, που είναι άμεση βιωματική κατά­ σταση, εκφράζεται μ’ έναν τρόπο συμφυή μ’ αυ­ τό σε ελεύθερες λεξιλογικές επιλογές και σε μορ­ φές που σχηματοποιούνται ταυτόχρονα με την εκφραστική προσπάθεια, την παρουσίαση των ιδεών. Στους ποιητές εκείνης της εποχής λει­ τουργούσε το πρώτο πλαίσιο θεμάτων περισσό­ τερο, κι αυτό ήταν φυσικό, αφού έπρεπε ο ποιη­ τής, σύμφωνα με την καλλιτεχνική αντίληψη της εποχής, να καταφύγει στον «ποιητικό» χώρο από την ασκήμια και τη λάσπη της πραγματικότητας. Αυτά ήταν τα κριτήρια και γι’ αυτά τα κριτήρια γίνεται λόγος εδώ. Δεν κρίνουμε τους ποιητές ούτε τους αποτιμούμε με τα δικά μας κριτήρια -θ α είμαστε, το λιγότερο, άδικοι. Εκείνο που έχει σημασία είναι αν η ποίηση εκείνη βρίσκει σήμερα ανταπόκριση στον ψυχισμό μας, που έχει -δεν αξιολογώ τώρα το γεγονός- μπολιαστεί από τόσα ετερογενή στοιχεία και έχει διαμορφωθεί σ’ ένα δέκτη πραγμάτων και ιδεών, που το φάσμα τους είναι όχι μόνο απερίγραπτο αλλά και παμμέγεθες, έχουμε έναν οικουμενισμό, που επηρεά­ ζει τις αντιλήψεις, τις θέσεις αλλά και την ίδια μας την προσωπική στάση, την καθαυτό ιδιωτι­ κή, απέναντι στον κόσμο και τους ορισμούς του. Από την άποψη αυτή νομίζω πως εκείνο που 7. Αυτό εκφράζει ποιητικά ο Ελύτης, όταν «συνισχά» τη μνημόνευση των ονομάτων (και των έργων) των δύο κορυ­ φαίων της λογοτεχνίας μας: του Σολωμού και του Παπαδιαμάντη: Ό που και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί, όπου και να θολώνει ο νους σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η λαλιά που δεν ξέρει από" ψέμα θ’ αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.

βρίσκει -και θα βρίσκει - ανταπόκριση είναι αυ­ τό που έχει τη σφραγίδα της γνησιότητας, περιέ­ χει μ’ άλλα λόγια εκείνη την αλήθεια που, σαν σπονδυλική στήλη, κρατάει ορθό το σώμα της ποίησης.7 Έτσι, ο «καθωσπρεπισμός» της ποίησης επι­ βεβαιώνεται από το θέμα, που έπρεπε ν’ αντλεί­ ται από την παραδομένη και χρηστική παρακα­ ταθήκη των θεματικών περιοχών και οπωσδήπο­ τε δεν έθιγε την πραγματικότητα,8 από το φόβο μήπως η ποίηση κατεβεί και μολυνθεί από τις λάσπες ενός κατεστημένου αποδεκτού στην αθλιότητά του και απαρασάλευτου στη μεταφυ­ σική του θεώρηση ως αντίξοη «μοίρα», από τη λέξη, που έπρεπε να είναι «ποιητική» και να μην ασχημίζει το συμπαγές ομοίωμα της εκφραστι­ κής, τη μορφή, που ήταν οικεία συναναστροφή, τις ιδέες, που έστω και μέσα στις συμβατικές σι­ δηροτροχιές, εκφράζονταν μ’ έναν τρόπο ορθο­ λογιστικό, τη συνειρμική ακολουθία στην ανά­ πτυξη του θέματος, από το ίδιο το ποίημα, τέ­ λος, που έπρεπε να είναι «τραγούδι». Ό λ ’ αυτά συνιστούσαν μια σύμβαση ανάμεσα στους ποιη­ τές και το κοινό και μ’ αυτήν λειτουργούσε η ποίηση. Βέβαια, θ’ αντιτείνει ίσως κάποιος, πως αυτή η λειτουργία συνέχιζε την πανάρχαια πα­ ράδοση των αοιδών και των μελικών ποιητών, των χορικών και των δραματικών. Και, βέβαια, ως λειτουργία έχει -και θα έχει, όσο η ποίηση φυτρώνει σε τούτη τη γη- αυτή τη σχέση, όμως μέσα στο κέλυφος αυτό της αμοιβαιότητας υπήρ­ χε στην αρχαιότητα ένα περιεχόμενο ζωτικό, μέ­ σα από το κουκούλι της νεότερης σύμβασης η χρυσαλλίδα πετούσε σε αλλότριους χώρους. Κι αν θέλουμε ακόμα να μιλήσουμε διαφορετι­ κά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίηση εκεί­ νης της εποχής δεν συνιστά μια στάση ζωής των ποιητών: γράφουν για να δώσουν στο κοινό αυ­ τό που επιθυμεί να διαβάσει, αυτό που έχει χά­ σει μέσ’ από την αστική διάθλαση που βλέπει τη ζωή. Και οι ποιητές, ποιος λίγο ποιος πολύ, εί­ ναι πρόθυμοι ν’ ανταποκριθούν σ’ αυτό το αίτη­ μα. Τα πρότυπα είναι ήδη προσιτά: η Γαλλία εί­ ναι η πνευματική μητρόπολη της ελληνικής καλ­ λιτεχνικής έκφρασης, όπως είναι και μητρόπολη των πνευματικών επαρχιών της υπόλοιπης Ευ­ ρώπης. Και μεταφέρονται από το κλίμα εκείνο 8.

Η μαρτυρία του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου σχετικά με τη αντιμετώπιση της συλλογής του Καρυωτάκη «Ελεγεία και Σάτιρες» από τον εκδότη Μιχαήλ Σ. Ζηκάκη είναι χαρα­ κτηριστική και για την αντιμετώπιση της ποίησης γενικά από την εποχή: «Αυτά δεν είναι ποιήματα», μου αποκρίθηκε [ο Παναγιωτόπουλος είχε αναλάβει να δείξει τα ποιήματα του Καρυωτάκη στον εκδότη]. «Εγώ το θέλω το ποίημα να ’ναι τραγούδι, να ’χει λίγο χωριό μέσα, κανα βοσκόπουλο, καμιά φλογέρα. Ο απαυτός σου [ο φίλος σου, ο «δικός σου», θα λέγαμε σήμερα] μου φαίνεται πως είναι τρελός» (Τα πρόσωπα και τα κείμενα, Ε ', Αθήνα 1948, σελ. 109).


αφιερωμα/95 προβληματισμοί ξένοι προς τα ελληνικά πράγμα­ τα και διαμορφώνεται ένας ψυχισμός μπολια­ σμένος από στοιχεία που δεν ενσωματώνονται εύκολα. Ωστόσο, αυτό γίνεται με τον καιρό κα­ θεστώς, γιατί η ανασφάλεια και η συμπλεγματι­ κή συμπεριφορά του Έ λληνα θεωρεί περίπου αυθεντία καθετί το ξένο. Ο «καθωσπρεπισμός» της ποίησης δεν είναι μόνο ένα άψογο ένδυμα, έχει και τα διαπιστευτήρια μιας μεγάλης πνευ­ ματικής δύναμης και με τον τρόπο αυτό δεν αμ­ φισβητείται ως καθιέρωση και ως αποδοχή. Έ τσι, το πολυσυζητημένο θέμα του λυρισμού, νομίζω πως πρέπει να τοποθετηθεί σ’ άλλη βάση και να μελετηθεί μ’ άλλα κριτήρια, γιατί ο λυρι­ σμός είναι πράγμα διαχρονικό και δεν είναι επικαιρικό στοιχείο μιας στιγμής. Και είναι βέβαια η έκφραση των παρορμήσεων και των ανησυχιών του ατόμου, αλλά το άτομο στην περίπτωση αυτή γίνεται η συνισταμένη ενός συνόλου, εκφράζει μέσ’ από τη δική του ψυχοστασία τα κινήματα του συνόλου στην «πραγματικήν και φανταστήν οικουμένην».9 Ο λυρισμός είναι η ψυχική εκείνη κίνηση που ξεκινά από το άτομο καθώς αντιμε­ τωπίζει την κοινότητα περνώντας μέσ’ από τις διασκεπτικές έλικες του κόσμου του, φτάνει στο πλήθος να ξαναγυρίζει στο άτομο μέσ’ από τους κραδασμούς της συναισθηματικής του ανάλυσης -«πρώ τα πρέπει με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά να αισθανθεί θερμά ό ,τ ι,ο νους συνέλαβε».101Και οι ποιητές εκείνοι -όπω ς και οι σημερινοί στην πλειοψηφία τους- είχαν συστραφεί αποκλειστικά γύρω στον εαυτό τους και σε πρώτο πρόσωπο εξέφραζαν αυτά που αποτελούσαν τη σχηματοποιημένη ποίησή τους. Ο λυρισμός τους λοιπόν δεν περιείχε το κυριότερο στοιχείο της σύστασής του, την ομαδική α­ ντανάκλαση. Α υτός είναι ο λόγος που έγινε το εντρύφημα μιας ορισμένης κοινωνικής ομάδας, που έβλεπε στην ποίηση αυτή την προέκταση της συμβατικότητάς της σ’ ένα επίπεδο πνευματικό, και βρήκε ακόμα ανταπόκριση σε μεμονωμένα άτομα σε υστερότερους καιρούς, όταν η δύναμη της αδράνειας παρέσυρε προς τα πίσω αυτούς που βρέθηκαν στην αρχή του σχηματισμού μιας άλλης αντιμετώπισης, που από το παρελθόν έπαιρνε όποιο παραμόνιμο στήριγμα, περιεχόταν σ’ αυτό για να βαδίσει μπροστά. 9. Ανδρέας Κάλβος, Επισημείωσις, Λ (6λ. Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, κριτική έκδοση Filippo Maria Pontani, Αθήνα 1970, σελ. 173). 10. Διονύσιος Σολωμός (Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα τα ευ­ ρισκόμενα, προλεγόμενα Ιακώβου Πολυλά, εκδίδσνται δαπάνη Αντωνίου Τερξάκη, εν Κερκύρα, Τυπογραφείσν Ερμής Αντωνίου Τερξάκη, 1859, σελ. η'). 11. Η ίδια η λέξη “πράγματα” έχει στην ποίησή του κάποια συχνότητα κι αυτό δεν είναι τυχαίο: «Ο Πόνος του Αν­ θρώπου και των Πραμάτων» (τίτλος της πρώτης του συλ­ λογής, και παραλλαγή του στο στίχο του πρώτου ποιήμα­ τος αυτής της συλλογής: τον Πόνο των Πραμάτων και του

ΣΤΟΣΟ τα πράγματα, όσο περνούσε ο και­ ρός, φωτίζονταν όλο και με σκληρότερο φως και απαιτούσαν την έκφρασή τους μεσ’ από την πνευματική καταξίωση της ανθρώπινης δρα­ στηριότητας. Οι ποιητές έμεναν όμως με το πρό­ σωπο «απεστραμμένο» από την πρόκληση και την πρόσκλησή τους. Κι έπρεπε να συμβεί το χει­ ρότερο ώς τότε κακό για τους ανθρώπους, ο δεύ­ τερος παγκόσμιος πόλεμος, για να μπορέσουν, επιτέλους -κ α ι πάλι, όχι όλοι- να δουν. Ώ ς τό­ τε, όσοι είχαν την τόλμη, ν ’ αντικρίσουν κατα­ πρόσω πο τα πράγματα και να τα εκφράσουν -κ ι αυτοί ήταν ελάχιστοι- αντιμετωπίζονταν με σκε­ πτικισμό και με χλεύη. Ο Καρυωτάκης ήταν αυτός που είδε τα πράγ­ ματα κατάματα και τα περιέγραψε με τ’ όνομά τους.11 Η ποίησή του λοιπόν περιέχει στοιχεία που συνιστούν μιαν ιδιαιτερότητα κι ακόμα τα στοι­ χεία αυτά περικλείνουν μια δυναμική που δίνει την ένταση της διάρκειας σ’ αυτή την ολιγόσωμη ποίηση -είν α ι η δυναμική και η ένταση των πραγμάτων. Και η ιδιαιτερότητα αυτή παρου­ σιάζεται με τα μέσα που ο ποιητής μεταχειρίζε­ ται για ν ’ αποτυπώσει το ενδιάθετό του: τα εκ­ φραστικά του μέσα. Η γλώσσα του Καρυωτάκη -κ ι αυτό συμβαίνει κυρίως στην τρίτη και τελευταία του συλλογήπεριέχει αρκετές ανορθοδοξίες και, οπωσδήπο­ τε, είναι ένα ρήγμα στο συμπαγές γλωσσικό κα­ τεστημένο που είχε ώς τότε εγκαθιδρυθεί και εί­ χε γίνει αποδεκτό για την περιοχή της ποίησης. Υ πάρχουν στην ποίηση αυτή, στην εκφραστική αυτή, αρκετές λέξεις, μορφές λέξεων και εκφρά­ σεις που έρχονται από το χώρο της λογιοσύνης: κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών - στο χείλος - την αιώνια πληγή - η πνοή του Σεπτεμ­ βρίου - που μόνον (επίρρημα) - της Στυγός έχει αρπάσει - μίσθια δουλειά - θίασος ιπποδρο­ μίου - τη μάστιγα του λόγου - έκπληκτα μάτια τους - το πρόσχημα του βίου σου - θα παρομοιωθείς - επιπόλαιη και συμβατική χαρά - στην ωρυγή του ανέμου - χαρά και ικανοποίησις να μένει - πόλις από χρυσάφι... - μιας εκθαμβωτικής/νύχτας - που περιπάτησα - εφήμερος η λύπη μας - ω αιωνία παράδοση του κάλλους - τα σώ­ ματα... συσπείρονται - η σκέψις, τα ποιήματα -

Ω

Ανθρώπου) - Ό λα τα πράγματά μου αναθυμούνται/μιαν ώρα που περάσαμε μαζί - Σαν όνειρο μου φαίνονται απα­ λό και να μιλούνε/έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμουω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός/πόνος μας για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα... Δεν κάνω εδώ, σ’ αυτή τη μελέτη, αναφορά στον Καβάφη, που χωρίς δισταγμό θα μπορούσε κανείς να παραλληλίσει την ποιητική του, τη σάτιρα, την ειρωνεία και το σαρκασμό του με τα αντίστοι­ χα του Καρυωτάκη, μια και ο Καβάφης βρίσκεται, ποιητι­ κά, έξω από τον ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή, κι ακό­ μα η ποίησή του δεν είχε βρει μια θέση σ’ αυτόν, μόνο αρνητικά και χλευαστικά, στο σύνολό τους, τη δέχονται οι φορείς της ποιητικής εξουσίας.


96/αφιερωμα ως τα θεμέλια φρίττει - διάχυτες αισθήσεις - στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις - κι η ποίησις - ολοένα πιο φριχτό μας περιβάλλει - χωρίς έρμα - ανδρείκελα - κι η νεότης - έννοια αφηρημένη - ο πραγματικός μας πόνος - τα ψυχρά άν­ θη του νου - γίγας, αυτοκρατορικό φάσμα - στο δρόμο της πικρίας και της περισυλλογής - ήρθα να εγκαταλειφθώ - επίκλησις (τίτλος) - βλέπω που ωχριούν - το ίνδαλμά του μόνον - οι άνθρω­ ποι με τα έξαλλα πρόσωπα - στην άκρη του χεί­ λους. Τα δείγματα είναι από το πρώτο μέρος της συλλογής, τα «Ελεγεία»: στο δεύτερο μέρος (εξαιρώ την «Ηρωική τριλογία»), τις «Σάτιρες», η χρήση παρόμοιων λέξεων και λεκτικών μορ­ φών και εκφράσεων είναι πολύ πυκνή -μάλιστα ολόκληρη σάτιρα, η «Εις Α νδρέαν Κ άλβον»,12 είναι γραμμένη με λόγιες λέξεις και εκφράσεις στη συντριπτική τους πλειοψηφία κι αυτό, πέρ’ από τη συνειδητή μίμηση του ύφους, της στιχουργικής και της γλώσσας του «μεγάλου Ζακυνθίου», συνιστά μιαν εκφραστική διέξοδο του ποιητή αρκετά οικεία στην ψυχοσυστασία του και στο ενδιάθετό του. Α υτό λοιπόν το μπόλιασμα ενός ανοίκειου γλωσσικού μέσου στην ποίη­ ση εκείνων των χρόνων, που ξένισε τους κριτι­ κούς και τους ποιητές κι έσκισε μ’ έναν τρόπο αυθάδη το ένδυμα του καθωσπρεπισμού, δεν πρέπει να εκληφθεί ως μια ιδιοτροπία ποιητική ή ως ένας εκκεντρισμός, που ενδεχομένως σκό­ πευε να εντυπωσιάσει και να εκπλήξει. Ο Καρυωτάκης ήταν δημόσιος υπάλληλος (με εισαγω­ γικά ή χωρίς, δεν έχει να κάμει) και οι λέξεις της δημοσιοϋπαλληλικής γλώσσας με την άκαμπτη καθαρεύουσά της, κουδούνιζαν στ’ αυτιά του καθημερινά με την ηχηρή τους κενότητα.13 Α υ ­ τός ήταν ο κόσμος του, μέσα σ’ αυτόν ζούσε και μ’ αυτόν ζυμωνόταν, και η εκφραστική του ο ι­ κουμένη θεμελιώθηκε πάνω σ’ αυτόν τον κόσμο: ήταν ο αστικός κόσμος στην τυπική του λειτουρ­ γία και μορφή, τη γραφειοκρατική περιχαράκω­ ση των συμφερόντων του. Α υτός ο κλειστός π ε ­ ρίγυρος ήταν μια ασφυκτική πραγματικότητα για τον ποιητή, που με οδύνη βαθιά νοσταλγεί την επαφή της φύσης, όπως δείχνει στο ποίημά

του «Επιστροφή», μια επαφή που την ταυτίζει στο τέλος με το «αναπάντεχο τέλος του μάταιου δρόμου» του.

12. Ανεξήγητα, ο Γιώργος Σεφέρής χαρακτηρίζει το ποίημα αυτό του Καρυωτάκη «χρονογράφημα»: «Ωστόσο από τον Παλαμά ώς τον Καρυωτάκη, που δανείστηκε τη στιχουργική του Κάλβου για να φτιάξει ένα χρονογράφημα...» (Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Γ' έκδοση, τόμος πρώτος, Ίκαρος 1974, σελ. 180). 13. Το ίδιο συνέβη και στον Καβάφη, που ζούσε σ’ ένα γλωσ­ σικό περιβάλλον μπολιασμένο κατά μεγάλο μέρος από τη λόγια γλώσσα των υπηρεσιών και της εμπορικής συναλλα­ γής· 14. Η σάτιρα του Παλαμά νομίζω βρίσκεται κοντότερα σ’ αυ­ τήν του Καρυωτάκη απ’ οποιαδήποτε άλλη. Δεν θέλω να πω ότι ο Καρυωτάκης επηρεάστηκε απ’ αυτήν, όμως κά­ ποια στοιχεία, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η πικρία, πάντα στις κοινωνικές τους και όχι στις προσωπικές τους δια-

στάσεις, είναι κοινά και στους δυο ποιητές. Η σάτιρα του Βάρναλη είναι οπωσδήποτε διαφορετικό πράγμα κι αυτό έχει, νομίζω, έγκαιρα επισημανθεί (6λ. Σάτιρα και πολιτι­ κή στη νεώτερη Ελλάδα, έκδ. Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1979, σελ. 263). Ούτε, φυσικά, έχει καμιά σχέση με τη «σάτυρα» του Σουρή, ένα περισσότερο με του Λασκαράτου ή του Σολωμού. 15. ΓΓ αυτήν, 6λ. το αξιόλογο βιβλίο της Γεωργίας Δάλκου, Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης, Δημόσιος υπάλλη­ λος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, Αθήνα 1986, με τεκμήρια αυτής της υπαλληλικής συνέπειας και ευσυνειδησίας. 16. Από την αρχή ακόμα της ποιητικής του παρουσίας. Δεν είναι τυχαίος έτσι ο τίτλος της πρώτης του συλλογής: «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων» (1919).

Π ’ την άλλη, η σάτιρά του, σε αντίθεση με τη σάτιρα του Παλαμά, που γράφτηκε για να στηλιτεύσει, να σωφρονήσει και να διδάξει, χωρίς να συνιστά μια στάση ζωής,14 για τον Κα­ ρυωτάκη ήταν μια ζωτική μέθεξη στα πράγματα, ήταν το βίωμα που τον κυρίευε υπαρξιακά. Για τον Καρυωτάκη η ποίησή του, όπως εκφράστηκε και σχηματοποιήθηκε, ήταν μια στάση ζωής - ε ί ­ χε την αλήθεια της, την ηθική και τη συνέπειά της, όπως εξάλλου και η δημοσιοϋπαλληλική του ζω ή,15 όπως και όλη του η ζωή: στην ιδιοσυγ­ κρασία του την ποιητική δεν είχαν θέση οι συμ­ βατικότητες και οι ανειλικρινείς μελαγχολίες ενός ποιητικού καθωσπρεπισμού, και όπως έβλε­ πε και ζούσε την πραγματικότητα και την εξέφρασε, ήταν φυσικό -διαφορετικά θα πρόδιδε τον εαυτό το υ - να μεταχειριστεί στην ποίησή του και ανάλογες λέξεις και εκφράσεις. Έ τσι, οι λε­ ξιλογικές του επιλογές ανταποκρίνονται στην ει­ λικρίνεια της ποιητικής του και στη γνησιότητα της στάσης του απέναντι στα πράγματα.16 Αυτό ο ποιητής το τονίζει και το εκφράζει με σαφή­ νεια στο ποίημά του «Οι στίχοι μου», το πρώτο ποίημα της συλλογής «Νηπενθή», που είναι, κα­ τά κάποιο τρόπο ποίημα «προγραμματικό», κι α π’ την άλλη μ’ αυτό αντιθέτει την ποίησή του στο ποιητικό κατεστημένο του καιρού του:

Α

Δικά μου οι Στίχοι, α π’ το αίμα μου παι­ διά. Μ ιλούνε, μα τα λόγια σαν κομμάτια τα δίνω από την ίδια μου καρδιά, σα δάκρυα τους τα δίνω από τα μάτια. Η γνησιότητα αυτή -μ α ζί φυσικά με την ποιητι­ κή δύναμη που διέθετε- φωτίζει τα πράγματα και τα ανεβάζει στην περιοχή του διαρκούς ψυ­ χολογικού γεγονότος. Κι ο ποιητής είναι άκαμ­ πτος στην ειλικρίνειά του, είναι εχθρός κάθε συμβατικότητας και κάθε είδους ψευτιάς, μέσα σε μια κοινωνία, που είχε θεμελιωθεί πάνω «στο


αφιερωμα/97 δόλο και στην απάτη», πάνω στην εκμετάλλευση, και είχε θέσει τον εκχρηματισμό ως ύψιστο ιδανικό («με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος») -είνα ι η κοινωνία της αστικής φ ΰ -, λής, που τρέφεται με τις σάρκες εκείνων που δεν αλφαδιάζονται στους συμβιβασμούς της. Η με­ γαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι ο αυτοχειρια­ σμός του. Τα πεζολογικά λοιπόν, στοιχεία της γλώσσας του Καρυωτάκή, οι αντιποιητικές λέξεις, που ενόχλησαν τόσο τα ευαίσθητα αυτιά μιας λυρι­ κής αβρότητας, που το περιεχόμενό της ήταν ένας αχνός -κ α ι, ίσως, ενοχλούν ακόμα- σφράγι­ σαν τόσο τα ποιητικά όσο και τα γλωσσικά μας πεπρωμένα. Και είναι σίγουρα αλήθεια ότι στην ποίηση δεν υπάρχει μια εξελικτική πρόοδος, όπως υπάρχει και στην επιστήμη και στην τεχνο­ λογία - ο 'Ομηρος, ο πρώτος ποιητής του κόσμου μας χρονολογικά, είναι και ο πρώτος ποιητικάωστόσο, παρατηρεί κανείς ότι η εκφραστική, που «γεύεται της αειζώου πόας» των πραγμάτων ενέχει και τη δύναμη της αντοχής και της παρα­ δοχής σε κάθε εποχή. Είναι η ποίηση που προ­ βληματίζει κι ας μην έχει δυσκολίες πρόσβασης. Η ποίηση του Καρυωτάκή, που ξένισε την εποχή του, προβληματίζει σήμερα, κι αν περιέχει κά­ ποιες δυσκολίες, αυτό περισσότερο οφείλεται στον ψυχισμό που περικλείνει, παρά στους ποιη­ τικούς ορίζοντες που ανοίγει. Το έργο του, που ενόσω ο ποιητής ζούσε, πέρασε, αν όχι απαρα­ τήρητο, χωρίς την απήχηση που περίμενε, και που οι περισσότεροι κράτησαν απέναντι του στάση αρνητική -κ ι αυτό τον βάραινε επιπλέον με πικρία και απογοήτευση πρώτου βαθμού17σήμερα έχει γίνει αντικείμενο πολλών μελετών και διαβάζεται, κυρίως από τους νέους, γιατί η ποίησή του περιέχει την αντίσταση των πραγμά­ των. Η ειλικρίνεια και συνέπεια του Καρυωτάκή που δεν μπόρεσαν να συγχωρήσουν οι σύγχρονοί του, ήταν λοιπόν στάση ζωής και η ποίησή του έκφραση αυτής της στάσης, που έφτανε, για την εποχή του, ώς τα ακρότατα όριά της. Έτσι μόνο μπορούμε να εξηγήσουμε τη χρήση των πεζολογικών στοιχείων και των «αντιποιητικών» λέ­ ξεων και εκφράσεων (να εξηγήσουμε μόνο, γιατί η δικαίωσή τούς έχει καθιερωθεί), κι έτσι ακόμα μπορούμε να εξηγήσουμε και την τόλμη του να ενσωματώσει στους στίχους του ξένες λέξεις, και μάλιστα με λατινικά στοιχεία τις περισσότερες: κλόουν, ντάνσιγκ, Dorian Gray, «Valenzia», Lor17. Βλ. σχετικά Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ό.π., σελ. 109 κ.έ.: «Η' ωχροπράσινη μάσκα του αλαφροκυμάτισε, σα να τον συγκίνησε κατάβαθα το καινούριο τούτο χτύπημα. Και τό ’νιωσα, πως δε στάθμιζε την αρνητική απόκριση στη σω­ στή της αξία μα την πρόσθετε στις εναντιότητες και τους απελπισμούς, που με τόση απλοχεριά του είχε ίσαμε τότε προσφέρει η επαφή του με τον ολόγυρα κόσμο».

β

Νέες Εκδόσεις . &(οφάνψ Δ. Χατζψηφανί&ψ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

(1821-1986)

ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 τηλ. 36.27.318


98/αφιερωμα gnons, Kodaks, operateurs, monocle, και αν δεν κάνω λάθος, νομίζω πως είναι ο πρώτος που το τολμάει αυτό, μέσα σε μια ποίηση οπωσδήποτε σοβαρή.18 Κι ακόμα έτσι μπορούμε να εξηγήσου­ με και το πολυσχολιασμένο σπάσιμο της μετρι­ κής αρμονίας και της τονικής διαδοχής, σε στί­ χους που αρθρώνονται πάνω σε παραδομένα σχήματα (παίρνω τυχαία: Έ χω κάτι σπασμένα φτερά - νερά που με πηγαίνουν όπως είμαι ναυαγός19 - ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα/των καλών ανθρώπων τη συντροφιά - στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις - στο ταβάνι βλέπω τους γύψους - σύμβολα ζωής υπερτέρας - βλέ­ πουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα).

ακατάδεχτη στάση απέναντι στους «καλούς αν­ θρώπους», τους απλοϊκούς και τους ανυποψ ία­ στους, τους ανώνυμους πολίτες, που, -φυσικά, δεν είχαν καμιά επικοινωνία με την ποίηση και καμιά μέθεξη στην ποιητική ή όποια άλλη «αγω­ νία», και είναι παντελώς ξένοι προς τον πνευμα­ τικό χώρο, όπου κινούνται τα ποιήματα. Προε­ κτείνοντας κανείς αυτή την ιδέα στην κοινωνική της διάσταση, θα μπορούσε να φτάσει στο συμ­ πέρασμα ότι η εικόνα του ποιητή που είχε -κ αι έχει εν μέρει- ο πολύς λαός, βλέποντάς τον με κάποια συγκαταβατική ειρωνεία και θεωρώντας τον λίγο «λοξό», είναι αποτέλεσμα αυτής της ανειλικρίνειας και του αριστοκρατισμού.

ΣΤΕ τα ρήγματα που ο Καρυωτάκης έφερε στο ποιητικό κατεστημένο της εποχής του ήταν πολλαπλά. Κι αυτό, κι αν ακόμα δεν γινό­ ταν συνειδητά, μια και, όπως καταδείχθηκε ώς τώρα, συνιστούσε για τον ποιητή μια βαθιά βιω­ ματική κατάσταση, ταυτίζοντας την ποίησή του με τον «πόνο του Ανθρώπου και των Πραμά­ των», ωστόσο η απέχθειά του προς την αποδεκτή σύμβαση της ποιητικής ατμοσφαίρας εκδηλωνό­ ταν με κάθε τρόπο. Και η ποιητική αντίθεσή του προς αυτήν εκφράστηκε με τη σάτιρά του « Ό λο ι μαζί...», όπου δίνει την εικόνα αυτής της συμβα­ τικότητας μ’ έναν τρόπο καίριο και οριστικό -κ α ι, βέβαια, η χρησιμοποίηση του πρώτου πλη­ θυντικού προσώπου, έτσι που ο ποιητής να περι­ λαμβάνει και τον εαυτό του μέσα στο «συρφετό», επιτείνει την ειρωνεία και το σαρκασμό. Οι «ποιητές» έχουν ως σκοπό της ζωής τους την κα­ τασκευή μιας εξωτερικής μορφής στην ποίηση, χωρίς ουσιαστικά αντικρίσματα, όπως απαιτού­ σαν οι καιροί, τραμπαλίζονταν ανάμεσα και πά­ νω σε ηχηρές λέξεις, που δεν ανταποκρίνονταν στα αισθήματά τους -η καρδιά τους χαρακτηρί­ ζεται «χάρτινη»- η δημοσίευση των ποιημάτων τους αποτελούσε ένα είδος αυτοκαθιέρωσης και πάνω σ’ αυτήν εξέτρεφαν τη ματαιοδοξία τους. Τους διέκρινε μια εξεζητημένη εμφάνιση και μια

Για να ξαναγυρίσουμε στο ποίημα, οι «ποιη­ τές» θεωρούν τον εαυτό τους ένα μοναδικό είδος πάνω στη γη και, φυσικά, είναι οι μόνοι που επικοινωνούν με τα πλάσματα του θεού και γι’ αυτό δεν πατούν πάνω σε τούτη τη γη, την τα­ λαιπωρημένη και μουντζουρωμένη από την ασκήμια και τη λάσπη της πραγματικότητας, αλ­ λά ανεβαίνουν «στ’ άστρα τ’ ουρανού». Οι «ποιητές», τέλος, αντί να κοιτάξουν την αιτία της αποτυχίας τους στην ίδια την αναξιότητά τους, την αποδίδουν σε στοιχεία εξωτερικά -το «γνώθι σαυτόν» είναι πολύ δύσκολη κατόρθωση κι ένα περισσότερο από κείνους που άγγιξαν, έστω και φευγαλέα και απατηλά, μια πρόσκαιρην αιωνιότητα φήμης. Α ν το ποίημα «Ό λο ι μαζί...» σατιρίζει μια ποίηση συμβατική και ανειλικρινή, και δίνει τις νύξεις για τη συγκρότηση μιας ποιητικής σε και­ ρούς που μια εσκεμμένη «αφέλεια» δεν έκανε λό­ γο για την ποίηση μέσω των ποιημάτων, ο Κα­ ρυωτάκης προχώρησε ακόμα περισσότερο στη χλεύη αυτού του ποιητικού κατεστημένου. Στη γνωστή σάτιρά του «Μικρή ασυμφωνία εις A μείζον», στόχος είναι ο Μαλακάσης, ο καθαυτό συμβατικός ποιητής20 και εκπρόσωπος τυπικός αυτής της ασυνέπειας, όπου η ποίησή του δεν στοιχειοθετεί μια στάση ζωής, αλλά τρέφεται με αλλότρια νεφελώματα μιας μεταφυσικής θλίψης

Ω

18. Δε λησμονώ, βέβαια, πως η «σάτυρα» του Σουρή χρησιμο­ ποιεί κάποιες φορές ξένες λέξεις ή εκφράσεις, ωστόσο αυ­ τές έχουν εκεί μια δημοσιογραφική σκοπιμότητα, ούτε, φυσικά, την άφθονη χρήση τους από το Σολωμό στα σατι­ ρικά του ποιήματα, ενδεχομένως και άλλες παρόμοιες πε­ ριπτώσεις, που γίνεται χρήση τους. Στη λυρική ποίηση, τη σοβαρή, κάτι τέτοιο θα ’ταν ακατανόητο. 19. Ο στίχος έχει κάποιον απόηχο από το «Μεθυσμένο καρά­ βι» του Rimbaud. Θ’ άξιζε μια μελέτη για τις ξένες επι­ δράσεις στον Καρυωτάκη. Ήδη, οι μεταφράσεις του δί­ νουν κάποια στηρίγματα -είναι οι προεκτάσεις των δικών του ποιητικών ανησυχιών και της δικής του στάσης και ηθικής.

20.

Μπορεί ο Καρυωτάκης να ζήτησε συγνώμη από τον Μαλα κάση (6λ. Κ.Γ. Καρυωτάκη, Άπαντα τα ευρισκόμενα, φι­ λολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη, τόμος πρώτος, Αθήνα 1965, σελ. 232), ωστόσο στο γράμμα που του έστειλε (δη­ μοσιευμένο στη «Νέα Εστία», ΙΖ', 384 [1943]), διαφαίνεται μια ειρωνική διάθεση και απηχεί το κλίμα του ποιήμα­ τος «Όλοι μαζί...», τουλάχιστον σ’ αυτό το σημείο: «Εί­ ναι μια τρέλα στην οποία με παρέσυραν κυρίως οι δυνατό­ τητες της ομοιοκαταληξίας» -«γυρεύοντας ομοιοκαταλη­ ξία». Εν πάση περιπτώσει, το ποίημα απευθύνεται στον Μαλακάση ως επώνυμο ποιητή, εκπρόσωπο μιας ποιητι­ κής θέσης.


αφιερωμα/99 και μιας «εκτός κόσμου» μελαγχολίας.21 Έ μμεσα ο Καρυωτάκης σατιρίζει στο πρόσω πο του Μαλακάση όλη αυτή την ποίηση, που είναι πραγμα­ τικά μια «ασυμφωνία» προς τη δική του ποιητι­ κή κατόρθωση, ηθική και συνέπεια, και με τρό­ πο μοναδικό διαγράψει τα στοιχεία εκείνα που τυνιστούσαν αυτή την ασυνέπεια: τους τρόπους, co παράστημα, το θελκτικό μειδίαμα, το μονόκλ, την υπεροψ ία, την αριστοκρατική προτίμηση, ό λ’ αυτά, σηματοδοτούν έναν κόσμο που δεν έχει καμιά σχέση με το περιεχόμενο μιας ποίησης που θέλει να παρουσιάζεται τραγική ή δραματική, που εκτρέφεται με τη σκηνοθετημένη λύπη και την εφευρημένη αδικία, με μιαν αγω νία που δεν είχε αντικρίσματα, μια και ο Μ αλακάσης ήταν ήδη καθιερωμένος ποιητής,22 μέσα σε κείνα τα πλαίσια του κοινωνικού περίγυρου, που η σάτι­ ρα του Καρυωτάκη αντιπαραθέτει στη δική του αναξιότητα και ασημαντότητα. Ό π ω ς στο προη­ γούμενο ποίημα, η χρήση του πρώτου πληθυντι­ κού προσώπου επιτείνει τα σατιρικά στοιχεία, αφού ο λόγος είναι για ένα σύνολο ποιητών, έτσι κι εδώ, η χρήση του πρώτου ενικού προσώπου αντιθέτει στο τεντωμένο σκοινί της ειρωνείας και του σαρκασμού τους δύο κόσμους, αφού πρόκειται για ένα πρόσω πο και μάλιστα επώνυ­ μο. Οι στόχοι και στο ένα ποίημα και στο άλλο είναι κοινοί: η εμφάνιση, το παράστημα, ο αρι­ στοκρατισμός, η καθιέρωση. Ωστόσο η ερώτηση που τίθεται στην αρχή του ποιήματος και επανα­ λαμβάνεται καίρια παραλλαγμένη στο τέλος, δεί­ χνει πως ο Καρυωτάκης είχε συναίσθηση της υπεροχής της δικής του ποίησης - ό σ ο και αν η εποχή του τον αγνόησε, πιστεύω πως στο βάθος της θησαυρισμένης του πικρίας είχε τη βεβαιότη­ τα πως η ποίησή του θα επιζήσει. Το φως των πραγμάτων, που η ποιητική του εκφραστική ανέδειξε, ήταν ένα επαρκές έρεισμα για να ταξι­ δέψει χωρίς να ναυαγήσει στο πέλαγο του χρό­ νου. Α ν, όπω ς λέει ο Κάλβος, «ευρίσκεται/μετά τον θάνατόν [μας]/γλυκυτέρα ζωή», ασφαλώς ο Καρυωτάκης θα γελά με το πικρό του χαμόγελο προς τον ομότεχνό του, που ενόσω ζούσε είχε περιβληθεί με τόση φήμη. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ δεν γνώρισε τη φήμη που ονειρευόταν για τον εαυτό του ενόσω ζού ­ σε. Ο τόπος μας, σαν τον Κρόνο που καταπίνει τα ίδια του τα παιδιά, χωνεύει μέσα στις συσπά­ σ εις της αδιαφορίας του πολλά από κείνα που θα τον βοηθούσαν να βρει το αληθινό του πρό­ σωπο. Η συμβατικότητα πληρώνεται με αιμάτινες πορφύρες, και ο κόσμος μας, χωρίς ν α το κα­ ταλαβαίνει, φτωχαίνει αφάνταστα. Ό τ α ν α να­ καλύψει -κ α ι το ανακαλύπτει πάντα α ρ γά - πως αυτό που χάθηκε ήταν πολύτιμο, έχει τις ανώ φε­ λες τύψεις του. Και ύστερα, η συμβατικότητα συνεχίζει, με ανανεωμένο ένδυμα, την καθημερι­

Ο

νή της διάβρωση. Ύ στερ’ από τον Καρυωτάκη, η ποίηση ακούμπησε στην ύλη των πραγμάτων και τράφηκε αρ­ κετά α π ’ αυτήν. Η αυτοχειρία ενός ανθρώπου, ενός ποιητή, δεν είναι μικρό πράγμα. Η ποίηση των πραγμάτων είναι η μόνη που ζει...

□ 21. Ο Καρυωτάκης είχε ήδη αφιερώσει, το 1920, το ποίημά του «Γυρισμάς», δημοσιευμένο στο «Νουμά» (ΙΖ \ 706, 1920) στον Μαλακάση. Αυτό δεν εμποδίζει να είδε τον ποιητή αυτόν και την όλη ποιητική κατάσταση γενικά, με διαφορετικό μάτι ύστερ’ από οχτώ χρόνια -πράγμα για τον Καρυωτάκη πολύ πιθανό. Βλ. και την κρίση του Ζα­ χαρία Παπαντωνίου για τα αντίφωνα του Μαλακάση, που θα μπορούσε να επεκταθεί και στις προηγούμενες και επό­ μενες συλλογές του: «Τα “Αντίφωνα” έχουν επιδέξια στι­ χουργία, ηχηρή ομοιοκαταληξία [«γυρεύοντας ομοιοκατα­ ληξία»] και μελωδική φράση. Ό λα όμως αυτά τα επιφα­ νειακά θέλγητρα γίνονται καπνός και χάνονται μόλις θελήσουμε να ιδούμε τι συμβαίνει μέσα στο έργο [«αλλάζου­ με με ήχους και συλλαβές/τα αισθήματα στη χάρτινη καρ­ διά μας»]» (Ζαχαρία Λ. Παπαντωνίου, Κριτικά, [Αθήνα], 1966, σελ. 67). 22. Νέοι του αφιέρωναν ποιήματά τους (μαζί και ο Καρυωτά­ κης), βλ. σχετικά, Γ.Κ. Καρυωτάκη, Ά παντα τα ευρισκό­ μενα, ό.π., σελ. 223-224. 23. Ωδή ενάτη [IX], «Εις Ελευθερίαν», γ'.

URI EISENZWE1G G. Κ. CHESTERTON

Α Ν Α Τ Ο Μ ΙΑ

RAYMOND CHANDLER BERTOLT BRECHT EDMUND WILSON

TO Y Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΚ Ο Υ

W.H. AUDEN SOMERSET MAUGHAM

Μ Υ Θ 1Σ Τ Ο -

TZVETAN TODOROV MAXIM GORKI mary

ΡΗΜ ΑΤΟΣ

McCarthy

GEORGE ORWELL SIEGFRIED KRACAUER WALTER BENJAMIN MARSHALL McLUHAN ERNST BLOCH JORGE LUIS BORGES

ΑΓΡΑ


100/αφιερωμα

Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στο μοντερνισμό Ο Κ. στρατιώτης. Σχέδιο Τ. Σιόέρη

ΘΕΜ ΕΛΙΩΔΗΣ αρχή της λογοτεχνικής μας ιστορίας ήταν και παραμένει γενεαλο­ γική. Κάθε λογοτεχνική γενιά υποτίθεται ότι προκύπτει είτε θετικά είτε αποθετικά από την προηγούμενη, εξασφαλίζοντας μια φαινομενική οργανική εξέλιξη και ομοιογένεια. Οι κοινές εμ­ πειρίες και οι συνομήλικοι οραματισμοί δεν συν­ ταυτίζουν απλώς το >ς λογοτέχνες μας γενεαλογιία αλλά χρωματίζουν βιολογικά και ντετερμινιστικά την ελληνική ιστορία της λογοτεχνίας. Έ τσι, ελάχιστες είναι όι αναφορές σε κινήματα και σχολές, αφού τα πάντα εξομοιώνονται από τη μυθολογία του βιώματος και το ιδεώδες της αδιάσπαστης παράδοσης. Και όταν ακόμη αυτή

η γραμμή φαίνεται να σπάζει, αποκαθίσταται με όρους όπως “ανανεωμένη παράδοση”1 ώστε να συμπεριλαμβάνονται και οι αιρετικοί της ποίη­ σής μας: Καβάφης και Καρυωτάκης και να μην παραβιάζεται η οργανικότητα της συνέχειας. Για να ξεφύγουμε κάπως α π’ αυτό το γενεαλο­ γικό ντετερμινισμό και τις καθιερωμένες ερμη­ νείες της ποίησης του Καρυωτάκη θα πρότεινα να δούμε την ελληνική ποίηση του εικοστού αιώ­ να μέσα από το πρίσμα της αντίθεσης που στοι­ χειοθετούν οι έννοιες μοντερνισμός και πρωτο­ πορία (avant-garde).12 Ά λλοτε αυτοί οι δύο όροι χρησιμοποιήθηκαν εναλλακτικά για να εκφράσουν τις νεοτεριστικές τάσεις της σύγχρονης τέ-

1. Τον όρο “ανανεωμένη παράδοση” εισάγει'ο Κ. Στεργιόπουλος για να χαρακτηρίσει την ποίηση του Καβάφη, του Καρυωτάκη και άλλων ποιητών του μεσοπολέμου στον τέ­ ταρτο τόμο της ανθολογίας Η ελληνική ποίηση, Αθήνα: Σοκόλης 1980. 2. Παραθέτω εδώ μερικές μελέτες για την καλλιτεχνική πρω­ τοπορία (avant-garde) και, τις ποικίλες αποχρώσεις της. (Vter Burger, Theorie der Avantgarde, Frankfurt am Main: Suhrkamp 1974, Matei Calinescu, Faces o f Modernity: Avant-garde, Decadence, Kitsch, Bloomington: Indiana

Univ. Press 1977, Richard Gilman, ‘The Idea of the Avantgarde’, Partisan Review, 39, 3, (Summer 1972), 382-396, Rosalind Krauss, The Originality o f the Avant-Garde and Other Modernist Myths, The M.I.T. Press 1985, Renato Poggioli, The Theory o f the Avant-Garde, μετ. από τα ιτα­ λικά, Ν. York: Harper & Row 1971, George Rochberg, “The Avant-Garde and the Aesthetics of Survival”, New Literary History, 3, 1 (Autumn 1971), 71-92, Miklos Szabolsci, “Avant-Garde, Neo-Avant-Garde, Modernism: Que­ stions and Suggestions”, New Literary History, 3, 1 (Au­ tumn 1971), 49-70.

Η


αφιερωμα/101 χνης και λογοτεχνίας και άλλοτε προτιμήθηκε ο ένας απ’ αυτούς, ενώ ο άλλος αγνοήθηκε. Α ν και οι δύο όροι αναφέρονται χρονικά στην ίδια πε­ ρίοδο είναι μεθοδολογικά χρήσιμο να καθορί­ σουμε τι διακρίνει τους μοντερνιστές συγγραφείς από τους πρωτοποριακούς για να περιορίσουμε τη συζήτησή μας μόνο στη λογοτεχνία. Πρόσφα­ τα, ο Charles Russell επιχείρησε μια τέτοια διά­ κριση, υποστηρίζοντας ότι μολονότι και οι μεν και οι δε στηρίζονται στην αίσθηση της νεοτερικότητας, οι πρωτοποριακοί συγγραφείς είναι πε­ ρισσότερο ριζοσπαστικοί και νιχιλιστές στην απόρριψη των κοινωνικών αξιών και των αισθη­ τικών πρακτικών των προγενέστερων αλλά και των συγχρόνων.3 Στους πρωτοποριακούς κατατάσσει τον Rim­ baud, τον Apollinaire, τους φουτουριστές, τους ντανταϊστές, τους υπερρεαλιστές, τον Brecht και τους μεταμοντερνιστές, θεωρώντας ως κοινά γνωρίσματά τους την κριτική στάση απέναντι στις κοινωνικές και αισθητικές αξίες και την επι­ θυμία για ένα νέο πιο ριζοσπαστικό ρόλο του καλλιτέχνη στην κοινωνία, υποστηρίζοντας ότι οι απαρχές της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας ανά­ γονται στην αναγνώριση της προβληματικής σχέ­ σης ανάμεσα στο συγγραφέα και τη σύγχρονη κοινωνία. Αντίθετα, οι μοντερνιστές είναι πιο συντηρητικοί και προσπαθούν να διατηρήσουν την παράδοση της υψηλής τέχνης που θα υπερβεί ή θ’ αναστείλλει την κοινωνική και ιστορική διά­ βρωση. Μοντερνιστές όπως ο Mallarme, ο Eliot, ο Pound, ο Musil, ο Valery, ο Gide αποφεύγουν ή εξοβελίζουν τις κοινωνικές διαστάσεις από το έργο τους και γι’ αυτό αρκετοί απ’ αυτούς υπήρ­ ξαν συντηρητικοί, ή ακόμη και αντιδραστικοί στις πολιτικές τους πεποιθήσεις. Προσκολλημμένοι στο ιδεώδες της αυτόνομης και ουδέτερης τέ­ χνης απέρριπταν την ιδέα της κοινωνικής και πολιτικής δράσης γιατί κάτι τέτοιο θα τους απο­ μάκρυνε από τις ηθικές, αισθητικές και πνευμα­ τικές αξίες της υψηλής τέχνης και κουλτούρας που ασπάζονταν. Ό ,τ ι ενώνει το μοντερνισμό με την πρωτοπο­ ρία και τα καθιστά χρονικά παράλληλα ρεύματα είναι η καταγωγή τους από το συμβολισμό και η αίσθηση της νεοτερικότητας ορμώμενη από τη δήλωση του Baudelaire: «Το ωραίο είναι πάντο­ τε κάτι το απροσδόκητο». Ό ,τ ι τους διαφορο­ ποιεί είναι οι κοινωνικές και αισθητικές τους αντιλήψεις. Και τα δύο ρεύματα ασκούν κριτική

3. Charles Russell, Poets, Prophets, and Revolutionaries.· The literary avant-garde from Rimbaud through postmodernism, N. York: Oxford Univ. Press 1985, o.ix. 4. Η διάκριση που επιχειρώ σ’ αυτή την εργασία δεν αναιρεί την καρυωτακική επίδραση στην ποίηση του Σεφέρη που αρκετοί κριτικοί έχουν ήδη επισημάνει (6λ. Γ.Π. Σαββίδης, ’Ό Καρυωτάκης ανάμεσά μας ή Τι απέγινε εκείνο το μακρύ ποδάρι;” στο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και /Ζέ­

στην αστική κοινωνία, οι μοντερνιστές όμως εμ­ φανίζονται αρκετά διατακτικοί και εσωστρεφείς. Εκθειάζοντας και αναζητώντας την τάξη -α ι ­ σθητική και πολιτική- καταφεύγουν συχνά στο μύθο με την ελπίδα ότι θα τιθασεύσουν το χάος και θα οργανώσουν την ασυναρτησία της κοινω­ νικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό ελληνι­ κό παράδειγμα το Μυθιστόρημα του Σεφέρη όπου η ιστορία αντιπροσωπεύει τη χαώδη αβε­ βαιότητα, ενώ ο μύθος την’άχρονη τάξη και την υπόσχεση για κάποια διέξοδο από τη ματαιότη­ τα. ΕΒΑΙΑ τέτοιες διακρίσεις είναι συμβατικέ; αλλά χρήσιμες, αν θέλουμε να τις εφαρμό­ σουμε έστω και δοκιμαστικά στην ελληνική ποίη ση του εικοστού αιώνα και να δούμε τις σχέσεΐι και τις αγχιστείες της ποίησης του Καρυωτάκη Κατεξοχήν μοντερνιστής Έλληνας ποιητής μπο­ ρεί να θεωρηθεί ο Σεφέρης4*και λιγότερο ο Ελύτης. Αναφέρονται και οι δυο τους στο ελληνικό παρελθόν, στο κλασικό κυρίως ο πρώτος, στο βυζαντινό και νεοελληνικό ο δεύτερος και φιλο­ δόξησαν να γράψουν ποίηση γεμάτη ελληνικότη­ τα, νεοτεριστική, ερμητική αλλά όχι προκλητική. Α πό την άλλη πλευρά ως πρωτοποριακοί ποιη­ τές μας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και οι υπερρεαλιστές. Κανένας τους δεν λάτρεψε την ελληνική παρά­ δοση και οι πνευματικές τους συνδιαλέξεις είναι κυρίως με ευρωπαϊκά ρεύματα και ποιητές. Στον Καρυωτάκη ιδιαίτερα, δεν βρίσκουμε καμία αναφορά σε ελληνικούς μύθους ή στο ελληνικό παρελθόν ακόμη και η λέξη Νηπενθή, ο τίτλος της δεύτερης συλλογής του, δεν προέρχεται από τον Ό μηρο όπως θα περίμενε κανείς αλλά μάλ­ λον από τον Baudelaire. Αλλά και στην ποιητική συμπεριφορά και νοοτροπία, οι ομοιότητες ανάμεσα στον Καβάφη και τον Καρυωτάκη είναι έκδηλες. Και για τους δύο η ποίηση είναι το νηπενθές φάρμακο,6 η αναζήτηση της λύτρωσης μέσα από την αυτοαναφορική εσωτερικότητα που τους απαλλάσσει από τη διδακτική ρητορεία και τα συλλογικά οράμα­ τα. Α ν η επώδυνη ιδιώτευση τους χαρακτηρίζει και τους συσχετίζει, η ροπή προς την πεζολογική απλότητα τους φέρνει ακόμη πλησιέστερα. Ό ,τ ι εκδηλώνεται καθαρά στην πορεία του Καρυωτά­ κη είναι η τάση του να καταργήσει την ποιητική επιτήδευση και το υψιπετές της ύφος συγχέοντας

Β

5. 6.

ζά, Αθήνα: Ερμής 1972, σσ. λβ'-μθ'). Κ. Στερχιόπουλου, Οι επιδράσεις στο έργο τον Καρυωτά­ κη, Αθήνα: Σοκόλης 1972, σσ. 52-53. Βλ. τους στίχους του Καβάφη από το ποίημά του: Μελά·' χολία του Ιάσωνος Κλεάνδρον ποιητού εν Κομμαγηνη 595 Μ.Χ. Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήαεως, που κάμνοννε -για λίγο- να μην νοιώθεται η πληγή.


102/αφιερωμα τα όρια ποίησης και πρόζας. Εξάλλου και οι δύο δεν υπήρξαν δεξιοτέχνες λαξευτές του στίχου αλλά θιασώτες της στιχουργικής ανταρσίας και της μετρικής ασυνέπειας. Εκτός όμως απ’ αυτές τις υπόγειες συγγένειες ανάμεσα στους Έλληνες πρωτοποριακούς ποιητές διαπιστώνουμε και κά­ ποια αμοιβαία αναγνώριση. Ο Καβάφης αναγνωρίζεται και μελετάται από τους μεσοπολεμικούς ποιητές (Ά γρ α ς) -τη γενιά του Καρυωτάκη- που, κατά τη φράση του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, ήταν προορισμένη να τον καταλάβει.7 Οι υπερρεαλιστές ποιητές μας επί­ σης αναγνώρισαν τον Καρυωτάκη. «Η ζωή και ο θάνατος των ποιητών» του Εγγονόπουλου, απο­ πνέει κάποια αίσθηση Καρυωτακισμού αφού ο Καρυωτάκης ήταν ίσως ο πρώτος που μίλησε για το θάνατο των ποιητών. Και τα πεζά ποιήματα του Εμπειρικού φαίνονται ν ’ ακουμπούν σ’ αυ­ τόν κι αυτή η οφειλή αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον Εμπειρικό στο μνημόσυνο πεζό του ποίημα « Ό τα ν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες» που κλείνει επιγραμματικά και επαινετικά:

Μια τέτοια διάκριση ανάμεσα σε μοντερνιστές και πρωτοποριακούς ποιητές9 όσο και αν φαίνε­ ται σχηματική μπορεί να μας βοηθήσει να συνει­ δητοποιήσουμε την αξονική θέση του Καρυωτά­ κη στην ελληνική ποίηση, όταν διαγράφουμε την εξέλιξη και άλλων ποιητών όπως ο Ρίτσος, που ξεκινάει από τον Καρυωτάκη και το Μ αγιακόφσκι των πρώτων συλλογών του και καταλήγει στον Σεφέρη101 και τη μυθολογία της Τέταρτης

Διάστασης περνώντας έτσι από την πρωτοπορία σ’ έναν ήπιο και όψιμο μοντερνισμό. Οι μοντερνιστές παρά την εγκεφαλικότητα και την ερμητικότητα της ποίησής τους καθιερώνο­ νται σχετικά εύκολα, οι πρωτοποριακοί όμως για αρκετό καιρό παραμερίζονται, αγνοούνται ή ωθούνται στην αφάνεια. Ο Σεφέρης και ο Ελύτης έγιναν εθνικοί ποιητές γιατί εκφράζονταν με τη συλλογική φωνή του έθνους και τον πληθυντι­ κό της ελληνικότητας. Ο Καβάφης, ο Καρυωτά­ κης και οι υπερρεαλιστές δεινοπάθησαν αρκετά γιατί έγραφαν στον ενικό του περιθωρίου ή απο­ τύπωναν τα σκιρτήματα του υποσυνείδητου. Ο Καρυωτάκης ιδιαίτερα αποτέλεσε το στόχο της κριτικής που εστίασε το ενδιαφέρον της στη δή­ θεν προβληματική προσωπικότητά του γιατί αυ­ τός ήταν ένας από τους τρόπους για να δικαιο­ λογηθεί και να εξουδετερωθεί ο “ανώμαλος” , ανησυχητικός χαρακτήρας της ποίησής του. Ελάχιστοι προσπάθησαν να κρίνουν την ποίησή του με λογοτεχνικά-αισθητικά κριτήρια ενώ οι περισσότεροι επιχείρησαν να την υπονομεύσουν με βιογραφικές,11 ψυχαναλυτικές12 ή ιδεολογι­ κές13 προσεγγίσεις κι αυτό δείχνει πως η ποίηση του Καρυωτάκη αντιπροσώπευε γι’ αυτούς κά­ ποια απειλή. Αντιδρώντας στον Καρυωτακισμό η λεγάμενη γενιά του ’30 δεν διαφωνούσε απλώς με τη μοι­ ρολατρική απαισιοδοξία που αντιπροσώπευε ο όρος, αλλά με την τάση να γίνει η ποίηση πιο ριζοσπαστική και πολιτική. Ο αφορισμός του Κ.Θ. Δηααρά ότι ο Καρυωτάκης δεν ήταν καν ποιητής1^ αποσκοπούσε στο ν ’ αναχαιτίσει την επίδραση του Καρυωτάκη στους νεότερους και να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία της δικής

7. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Τα Πρόσωπα και τα ΚείμεναΚ.Π. Καβάφης, 4, Αθήνα: Αετός 1946, σ. 13. 8. Ανδρέας Εμπειρικός, Οχτάνα, Αθήνα: Ίκαρος 1980, σ. 66. 9. Ο Δ. Νικολαρείζης προλέγει κατά κάποιο τρόπο τις δια­ κρίσεις μου όταν γράφει: «Δυο είναι οι επιρροές που εκ­ πορεύτηκαν από την κίνηση του συμβολισμού: η μια του ελάσσσνος κι η άλλη του μείζονος τόνου· η πρώτη κατάγε­ ται από τον Λαφόργκ -και είναι μια παράδοση που εύκο­ λα εκφυλίζεται σε ελεγειακή θρηνωδία· η δεύτερη από το Μαλλαρμέ- και είναι μια παράδοση μεγάλων αγώνων για μια συμπυκνωμένη, υποβλητική, σοφά σχεδιασμένη και άφθαρτη ποίηση. Και οι δυο αυτές επιρροές έγιναν αισθη­ τές στην πρώτη μεταπολεμική ελληνική γενεά: η μια στον Κ. Καρυωτάκη, που το έργο του μοιάζει να το απειλεί φι­ λολογικός θάνατος, και η άλλη στον Γιώργο Σεφέρη, που άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική ποίηση και είναι σή­ μερα μια από τις κεντρικές μορφές της». (Δοκίμια Κριτι­ κής, Αθήνα: Φέξης 1962, σ. 210). 10. Ανάλογα αλλά διεξοδικότερα διαγράφει την πορεία του Ρίτσου ο Ν. Φωκάς στα Επιχειρήματα για τη Γλώσσα και τη Λογοτεχνία, Αθήνα: Εστία 1982, σσ. 74-87. 11. Βιογραφικο-ψυχοαναλυτική είναι η αφετηρία της Λ. Ζω­ γράφου στη μελέτη της Κώστας Καρνωτάκης-Μαρία Πολνόονρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Αθήνα: Γνώση 31981 (’1977). 12. Βλ. Τ. Μαλάνος, Ένας Ηγησιακός-Σνμβολή στη μελέτη τον Καρυωτάκη, Αλεξάνδρεια 1938.

13. Ο πρώτος που επιχείρησε διεξοδική μελέτη του Καρυωτά­ κη από μαρξιστική-κοινωνιολογική προοπτική ήταν ο Β. Βαρίκας το 1938 (Βλ. Κ. Βάρναλης-Κ. Καρυωτάκης, Αθή­ να: Πλέθρον 21978). Αργότερα σε μια συζήτηση στην Επι­ θεώρηση Τέχνης ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ο Τ. Βουρνάς και ο Μ. Αυγέρης προσεγγίζοντας πάλι μαρξιστικά τον Κα­ ρυωτάκη έβλεπαν την ποίησή του ως εκδήλωση της αστι­ κής παρακμής ενώ ο Μ. Λαμπρίδης τον θεωρούσε ως κρι­ τή της τάξης του. (Βλ. Μ.Μ. Παπαϊωάννου, “Φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση’*, Επιθεώρη­ ση Τέχνης, τ. Α ', αρ. 2. Φεβρ. 1955, σσ. 83-92 (Μανόλης Λαμπρίδης, ‘II gran rifiuto’, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.Β ', αρ. 7, Ιούλιος 1955, σσ. 29-42). Τάσος Βουρνάς, “Φαινόμενα ‘διαλεκτικού’ εκλεκτισμού”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ.Β', αρ. 8, Αύγ. 1955, σσ. 120-125 και Μάρκος Αυγέρης, “Θεωρία και κριτική: ο πεσιμισμός στην ελληνική ποίη­ ση”, Επιθεώρηση Τέχνης, τ. Τ', αρ. 13, Ιαν. 1956 σσ. 4-17. Για τις πρώτες κριτικές εκτιμήσεις της ποίησης του Κα­ ρυωτάκη βλ. Γ.Π. Σαββίδης, “Ο Καρυωτάκης και οι κρι­ τικοί του”, Νέα Εστία, 1971, τόμ. 90, αρ. 1065, σσ. 15681590 και D. Tziovas, The nationism o f the Demoticists and its impact on their literary theory (1888-1930), Amsterdam: A.M. Hakkert 1986, σσ. 180-182. 14. «Ο Καρυωτάκης δεν ήταν μεγάλος ποιητής· καλά-καλά εγώ πιστεύω πως δεν ήταν καν ποιητής, στην πλήρη σημα­ σία που μπορούμε να δώσουμε στη λέξη» (Κ.Θ. Δημαράς, Ελεύθερον Βήμα, 21 Φεβρουάριου 1938, αναδ. στο Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, όπ. παρ., σ. 220).

«Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις-ειναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης»8


αφιερωμα/103 του ποιητικής γενιάς. Α ν λάβουμε επίσης υπόψη τη νεανική δυσπιστία του Σεφέρη και του Θ εοτοκά15 απέναντι στον Καβάφη, θα καταλάβουμε πως ο συντηρητικός μοντερνισμός αυτής της γε­ νιάς αισθάνονταν ανασφαλής, ιδιαίτερα στο ξε­ κίνημά του, απέναντι στην πρωτοποριακή πρό­ κληση του Καρυωτάκη, του Καβάφη ή ακόμη και των υπερρεαλιστών. Ο Καρυωτάκης δεν ήταν διόλου ελληνοπρεπής, κάτι που φυσικά ενοχλούσε όσους εξέθρεψαν και πίστεψαν στο δόγμα της ελληνικότητας. Ό χ ι μόνο αποβάλλει την ελληνική εικονοποιία από την ποίησή του αλλά αρνείται και τον ελληνικό χώρο γράφοντας ποιήματα για τη Βενετία ή κάνοντας υποθέσεις φυγής. Ά ς υποθέσουμε πώς είμαστε έκειπέρα, σέ χώρες άγνωστες τής Δύσης, τοϋ Βορρά(Α ισιοδοξία) Θέλω νά φ ύγω πιά άπό δώ, θέλω νά φύγω πέρα, σέ κάποιο τόπο Αγνώριστο κ α ί νέο, θέλω νά γίνω μ ιά χρυσή σκόνη μές στόν αιθέ­ ρα, άπλό στοιχείο, έλεύθερο, γενναίο. (Θέλω νά φύγω πιά άπό δώ ...) Ά λλοτε πάλι παραδέχεται σχετλιαστικά ότι θα παραμείνει δέσμιος των ίδιων τόπων και δεν θα ιδεί ό,τι νοστάλγησε. "Εγώ δέν έπλανήθηκα σέ δάση άπάρθενα, βουερά, μηδέ ή ριπή μ ’ έχτύπησε τοϋ ώκεανείου Ανέ­ μου. Σ κλάβο πουλί, τ’ Ανώφελα πηγαίνω σέρνο­ ντας φτερά κ α ί δέ θά ίδώ τούς ούρα νούς π ο ύ νοσταλγώ, ποτέ μου. (Ε πιστροφ ή)

στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι»,17 οι άλλοι κατέφευγαν στη σιωπή της γραφής και την αυτοαναφορικότητα. Η φυσικότητα δεν έλκυε ιδιαίτερα τον Καρυωτάκη και τα ποιήματά του εκτός από τις σάτιρες δεν δακτυλοδεικτούν τον έξω κόσμο. Η ποιητική τους γλώσσα ακυρώνει τη σχέση λέξης-πράγματος και η αναφορική της αξία εκμηδενίζεται. Ο τεχνητός εσωτερικός διά­ κοσμος και η μελαγχολία του κήπου αντικαθι­ στούν τη λαμπρότητα της φύσης. Η εξωτερική πραγματικότητα ενδίδει στην εσωτερική εμπει­ ρία και η ποιητική πράξη αποβαίνει αδυσώπητα αυτο-αναλυτική, καταλήγοντας στην επώδυνη εσωστρέφεια: «δικοί μου οι στίχοι από το αίμα μου παιδιά». Ο Καρυωτάκης δυσπιστεί προς το πραγματικό και το συγκεκριμένο και αυτό φαίνεται και στην ασάφεια της εικονοποιίας του, που τη διαπίστω­ σε αρκετά νωρίς ο Ά γ ρ α ς .18 Η έλλειψη αναφορικότητας και η απροσδιοριστία καθιστούν το ποιήματά του μια αδιάκοπη κίνηση προς κάτι το ασύλληπτο, σημαίνοντα ανύπαρκτων σημαινόμενω ν που αρνούνται να ορίσουν τη λογοτεχνία ως επικοινωνιακή πράξη. Η επανάληψη εικόνων και η απροσδιοριστία των λέξεων (Π οια θέληση θεού, Είμαστε κάτι) καταργούν τη μοναδικότητα της ύπαρξης. Το υποκείμενο θραυσματοποιείται, διαχέεται, ανακαλύπτει το εσωτερικό του κενό. Η προσπάθεια αυτο-ορισμού καταλήγει σε μια παρωδία της οντολογίας, σε μια δήλωση άγνοιας και σύγχυσης: «Είμαστε κάτι διάχυτες αισθή­ σεις». Η μη πραγμάτωη του εγώ ή η αποσύνθεση του υποκειμένου που άλλοτε κατακερματίζεται και άλλοτε παρουσιάζεται κενό από ύπαρξη και πρωτοβουλία, είναι από τα νεοτεριστικά στοι­ χεία στον Καρυωτάκη. Χαρακτηριστικές είναι οι δύο στροφές από το ποίημά του Ανδρείκελα. Σ ά νά μ ήν ήρθαμε ποτέ σ ’ αυτή τή γη, σά νά μ ένουμε Ακόμη στήν Ανυπαρξία. Σ κοτάδι γύρω δίχως μιά μαρμαρυγή. *Α νθρω ποι στών άλλων μ όνο τή φαντασία.

Ν Α άλλο στοιχείο που διακρίνει τον Κα­ ρυωτάκη και τους άλλους πρωτοποριακούς ποιητές από τους Έ λληνες μοντερνιστές είναι η γλωσσική τους ανορθοδοξία. Α ρνούνται να υιο­ θετήσουν τη λυρικότητα και την ασφάλεια της δημοτικής και αγω νίζονται να διαμορφώσουν το δικό τους προσωπικό ιδίωμα. Α ν ο Σεφέρης προτιμούσε τη φυσικότητα της φωνής16 και «μια

Ε

15. Ο Γ. Θεοτοκάς στο δοκίμιο του “Ο Σεφέρης όπως τον γνώρισα” γράφει για τις φιλολογικές τους προτιμήσεις: «Σεβόμασταν την παράδοση του Σολωμού και του Παλαμά και στεκόμασταν επιφυλακτικοί και δύσπιστοι απέναν­ τι στον Καβάφη και τον Καρυωτάκη» (Γιώργος θεοτοκάς & Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1930-1966), επιμ. Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα: Ερμής 1975, σ. 14). 16. «Η ποίηση είναι λογοτεχνία προφορική» τονίζει ο Σεφέρης στην ‘Εισαγωγή στον Θ.Σ. Έ λιοτζ Δοκιμές, 1, Αθήνα: Ίκαρος 31974, σ. 33. 17. Ο τελευταίος στίχος από το ποίημά του Κυριακή στις Ση­ μειώσεις για μια Εβδομάδα’.

Ά π ό χα ρτί πλασμένα κι Από δισταγμό Ανδρείκελα, στής Μ οίρας τά δυό τυφλά χ έ­ ρια, χορεύουμε, δεχόμαστε τόν έμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ ’ Αστέρια. 18.

Τ. Ά γρας, “Ο Καρυωτάκης και οι ‘Σάτιρες’ ” αία Κριτι­ κά, επιμ. Κ. Στεργιόπουλος, τόμ. 2, Αθήνα: Ερμής 1981. σ. 209. Βέβαια ο Ά γρας φαίνεται ν’ αντιφάσκει υποστηρί­ ζοντας από τη μια το νεοασιικό ρεαλισμό του Καρυωτάκη και από την άλλη ότι δεν υπάρχει κάτι το υλικό και χειρο­ πιαστό στην ποίησή του. Μια τέτοια όμως αντίφαση μπο­ ρεί να εξηγηθεί αν ιδωθούν αυτά τα δύο γνωρίσματα μέσα από το σχήμα των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν την ποίηση του Καρυωτάκη και ενταχθούν μέσα στη γενικότε­ ρη κριτική που ασκεί στην έννοια και την ‘ουσία’ της πραγματικότητας.


104/αφιερωμα ΡΑΓΜΑΤΙ, τα κείμενα πρωτοποριακών συγγραφέων εμπερικλείουν διασπαστικές αντιθέσεις ανάμεσα στο λογικό και το παράλογο, την επαναστατική πράξη και το ουτοπικό όρα­ μα, το αδυσώπητο παρόν και το φανταστικό μέλ­ λον, την άρνηση και τη δημιουργία. Ανάλογες αντιθετικές τάσεις είναι έκδηλες και στην ποίηση του Καρυωτάκη μόνο που δεν μπορούν να συμ­ πιεστούν και να υπαχθούν στην αντίθεση ΖωήΘάνατος, που για ορισμένους μελετητές του υποβαθρώνει όλα σχεδόν τα ποιήματά του. Για παράδειγμα σε αρκετά ποιήματα των Νηπενθών, η αντίθεση που υποδηλώνεται ανάμεσα στη σκληρή λογική της ζωής και το απραγματοποίη­ το όνειρο ερμηνεύθηκε ως αντίθεση Ζωής και Θανάτου, ενώ πρόκειται κυρίως για αντίθεση Θάνατοι. πραγματικού και ουτοπικού. Ο Καρυωτάκης, ώ, πού ’χατε πολλά νά είπεϊτε, στόματα, ωστόσο, δεν ταυτίζεται πάντοτε με το ουτοπικό κι ό λόγος σάς έδιάλεξε γιά τάφο, και το ονειρώδες, καταδικάζοντας τον σκληρό ώ, πού ’χατε πολλά νά είπεϊτε, στόματα, πραγματισμό του παρόντος, ούτε η διάθεσή του καί τόν καημό δέν είπατε πού γράφωείναι αποκλειστικά ηττοπαθής και πεσσιμιστική. Συχνά επιδεικνύει έναν απροσδόκητο, κυνικό μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου σκεπτικισμό που θα τον διαπιστώσουμε αν ξα­ τόν πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου, ναδιαβάσουμε τους Δον Κιχώτες και τους Ποιη­ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου τές, ποιήματα με έντονη την αντίθεση πραγματι­ τόν Πόνο τών Πραμάτων καί τοϋ ’Ανθρώπου. κού και ιδεατού. Οι Δον Κιχώτες δημοσιεύτηκαν στο Νουμά Ο πρωτοποριακός ποιητής, σύμφωνα με το Russell, υποφέρει από ένα αγωνιακό δίλημμα.1902 στις 11 Ιουλίου 1920 και φαίνεται ν ’ αποτελούν ένα είδος απάντησης στο ποίημα του Ουράνη Παγιδευμένος ανάμεσα στις αντίθετες παρορμήΔον Κιχώτης που είχε δημοσιευτεί και αυτό στο σεις της άρνησης και της δημιουργίας, ανάμεσα Νουμά στις 20 Ιουνίου 1920. Ο Καρυωτάκης άλ­ στην απάρνηση του παρόντος και στην επιθυμία λωστε σ’ αυτό το ποίημα υιοθετεί το δεκαπεντα­ για το μέλλον, αναγνωρίζει ότι είναι εγκλωβι­ σύλλαβο του Ουράνη, κάτι που είναι γενικά σμένος στο παρόν που αρνείται και αναπόφευ­ ασυνήθιστο στην ποίησή του, για να σατιρίσει κτα πρέπει να θυσιαστεί για το μέλλον που θα μέσα από τον υποτιθέμενο εθνικό στίχο την επακολουθήσει. Στην ποίηση του Καρυωτάκη ηρωική σύλληψη του κόσμου. Για να δείξει μάλι­ αυτό το δίλημμα προσπαθεί να βρει τη λύση του στα πως το ποίημά του αποτελεί υστερόγραφο σ’ με τη σταδιακή μετάβαση από την εσωστρέφεια αυτό του Ουράνη, αρχίζει τους Δον Κιχώτες παστην εξωστρέφεια. Η άρνηση του κόσμου εκδη­ ραλλάσσοντας ελαφρά τον τελευταίο στίχο του λώνεται αρχικά ως αίτημα φυγής που βαθμιαία ποιήματος του Ουράνη. μεταβάλλεται σε σάτιρα και κριτική με αποτέλε­ Το ποίημα μπορεί να χωριστεί σε δύο ενότητες σμα η ποίησή του να βασίζεται σε ριζικές αντι­ με δύο στροφές η κάθε μία. Η πρώτη ενότητα θέσεις: ανάμεσα σ’ αυτό που αρνείται και σ’ αυ­ παρουσιάζει τον Δ ον Κιχώτη ιδεαλιστικά και τό που οραματίζεται ή ποθεί. Α ν εξαιρέσουμε ρομαντικά, όπως τον είδαν ο Θερβάντες και ο λίγα ποιήματά του (όπως για παράδειγμα την Αγάπη και την Εσπέρα), τα περισσότερα είναι Ουράνης, ενώ στη δεύτερη ο Καρυωτάκης απο­ μυθοποιεί έντεχνα και ειρωνικά αυτή την εικόνα γραμμένα είτε σε μελλοντικό είτε σε παροντικό υπογραμμίζοντας τη δική του προσωπική ερμη­ χρόνο υπογραμμίζοντας και ενισχύοντας ως λυ­ νεία: τρωτικές διεξόδους την ουτοπική ονειροπόληση στις δύο πρώτες συλλογές και το σαρκασμό του "Ετσι &ν τό θέλει ό Θερβαντές -Ιγώ τούς εί­ παρόντος στην τελευταία. Φαινομενικά βέβαια, δα, μέσα υπάρχει κάποιο χάσμα ανάμεσα στις δύο πρώτες στην μίαν άνάλγητη Ζωή, τοϋ ’Ονείρου τούς συλλογές και στην τελευταία, η αντιθετική όμως ιππότες δομή των ποιημάτων του Καρυωτάκη, ακόμη και Σ’ αυτό το ποίημα οι αντιθέσεις δεν είναι απλώς των πεζών, δείχνει ότι υπάρχει κάποια αρραγής εμφανείς αλλά αντιπροσωπεύονται και από λέτεχνοτροπία που τα συνδέει.

Ωστόσο ο Καρυωτάκης δεν ενθαρρύνει την απραξία ή την παραίτηση αλλά υπογραμμίζει τη σχετικότητα, το εφήμερο της εμπειρίας και την αναζήτηση. Δεν υπόσχεται ούτε προφητεύει αλ­ λά βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση ανησυ­ χίας, άγχους και σκεπτικισμού. Δεν γράφει ποίηση για να εκφράσει την πεισιθάνατη διάθε­ σή του, όπως έχει υποστηριχθεί, αλλά για να αρ­ θρώσει το εσωτερικό του άγχος ως έναν τρόπο άμυνας απέναντι στην κοινωνική πίεση. Αυτή την εκφραστική του αγωνία μαζί με την προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή του κοινού τη διαπιστώνουμε στην επανάληψη του ρήματος «λέω» στο ποίημά του Ζωές καθώς και στις δύο τελευταίες στροφές του πρώτου του ποιήματος

19. C. Russell, όπ. παρ., ο. 38. 20. Με άξονα την αντίθεση Ζωή-Θάνατος μελετά και αναλύει

Π

την ποίηση του Καρυωτάκη ο J. Colyvas στην ανέκδοτη εργασία του Meaning and Form in K. Karyotakis’ poetry and prose (University of Birmingham 1980).


αφιερωμα/105 ξεις γραμμένες με κεφαλαία γράμματα.

Ιδέα vs Λογική Ζωή vs Όνειρο Εντούτοις αυτό που αποκομίζει κανείς από το ποίημα δεν είναι το συμπέρασμα ότι ο ηρωισμός είναι γελοίος και η ηττοπάθεια ηρωική αλλά την αίσθηση ότι ο ποιητής αποστασιοποιείται ειρω­ νικά από την απλοϊκότητα τέτοιων αντιθέσεων. ΑΤΙ ανάλογο παρατηρούμε και στους Ποιη­ τές που ορίζονται μάλλον ρομαντικά και παρομοιάζονται ειρωνικά με “ανθάκια χλωμά” δηλώνοντας έτσι την εύθραυστη λεπτότητά τους απέναντι στη μοχθηρία των ανθρώπων. Το ποίη­ μα πράγματι τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στο πραγματικό και το ιδεώδες αλλά και πάλι ο Καρυωτάκης δεν εμφανίζεται ηττοπαθής αλλά γε­ μάτος επίγνωση. Δεν ταυτίζεται με τους ποιητές αλλά απευθύνεται σ’ αυτούς με κάποια δόση ει­ ρωνείας21 και κάποια απόσταση, χωρίς να κλεί­ νει ούτε προς το πραγματικό ούτε προς το ιδεώ­ δες. Προτείνοντας μια επανεκτίμηση της θέσης και του ρόλου του ποιητή στην κοινωνία, ο Καρυωτάκης δεν θεωρεί τον εαυτό του ρομαντικό, ιδεαλιστή ποιητή -έ ν α λεπταίσθητο ά νθ ο ς- αλλά έναν άδοξο στιχουργό, όπως φαίνεται στη Μπα­ λάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων που ακολουθεί. Υπάρχει τελικά σ’ αυτά τα ποιήματα μια ειρωνική ουδετερότητα και είναι αυτή η λανθάνουσα και διακριτική ειρωνεία της δεύτερης συλλογής που εξωτερικεύεται σατιρικά στα Ελε­ γεία και Σάτιρες και εξηγεί τα υποτιθέμενα άλ­ ματα στην ποίησή του. Α ν και στα νεανικά του ποιήματα ο Καρυωτάκης επιδεικνύει απόλυτη συμμόρφωση στα ιδανι­ κά της θρησκείας και της πατρίδας22 στα μεταγε­ νέστερό του αμφισβητεί την ηγεμονικότητα του ποιητή. Δεν τον θέλει άκριτο και επηρμένο υμνητή αλλά αμείλικτο κριτή και γι’ αυτό άλλω­ στε δεν ανακηρύχθηκε ποτέ εθνικός ποιητής. Αυτό όμως το στοιχείο τον τοποθετεί στους πρω­ τοποριακούς ποιητές που αρνούνται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης, κοινωνικής αξίας ή πολιτικής ιδεολογίας που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική τους ελευθερία. Αυτή την αναρχική διάθεση αυτο-απελευθέρωσης, ο Καρυωτάκης την εκφράζει στις Στροφές επιγραμ­ ματικά.

Κ

Ά π ’ δλα θέλω έλεύτερος νά πλέω ατά χάη τοϋ κόσμου. Η έννοια της αυτο-απελευθέρωσης -αισθητικής, 21. Η ειρωνεία του Καρυωτάκη είναι έκδηλη και στον τίτλο της ενότητας των Νηπενθών ‘Πληγωμένοι θεοί’. Αν και οι ποιητές εξομοιώνονται με θεούς, ταυτόχρονα εμφανίζο­ νται ευάλωτοι και ανθρώπινοι με το επίθετο ‘πληγωιιένοι’.

προσωπικής και πολιτικής- είναι και η γενε­ σιουργός αρχή του εκάστοτε πρωτοποριακού έρ­ γου αλλά και ο σκοπός για τον οποίο το έργο μάχεται. Στα πλαίσια αυτής της απελευθέρωσης έγκειται και η κριτική της αυτάρεσκης πόζα ς των ποιητών και ο επαναπροσδιορισμός του κοι­ νωνικού τους ρόλου, που στην περίπτωση του Καρυωτάκη αποκαλύπτει μια ασυνήθιστη αυτοε­ πίγνωση, ιδιαίτερα στη σάτιρα Μικρή ασυμφω­

νία εις Α μείζον. "Λ! κύριε, κύριε Μαλακάση, ποιος θά βρεθεί νά μάς δικάσει, μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο, ίδια τόν ένα καί τόν άλλο; Τέτοια αυτοαναφορικότητα ήταν πράγματι πρω­ τόγνωρη στην ελληνική ποίηση, με εξαίρεση ίσως τον Καβάφη αλλά όχι σε σχέση με τον Παλαμά που στα Σατιρικά Γυμνάσματα εξακολουθεί να βλέπει τον ποιητή ως εθνικό κήνσορα και διδά­ χο. Α ν και η ποίηση του Καρυωτάκη δίνει την ε­ ντύπωση ότι πάσχει από κάποια μελαγχολική ενδοστρέφεια, εντούτοις σε αρκετά ποιήματα όπως

Ό λοι μαζί, Σταδιοδρομία, Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον, θίγεται το θέμα της σχέσης του ποιητή με την κοινωνία. Και σε άλλα ποιήματα το ίδιο θέμα τίθεται έμμεσα αλλά καίρια. Συγκεκριμένα στο Είς Άνδρέαν Κάλβον παρωδεί τον ρητορικό έπαινο και την εθνική κομπορρημοσύνη των ποιητών, ενώ στο Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο διακωμωδεί τη ρομαντική αντίληψη της αυτοκτονίας ως καλλιτεχνιού επιτεύγματος, ομο­ λογώντας παρενθετικά:

(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος, πόσο αργά δέχομαι τό δίδαγμά σου!) Ό π ω ς κάθε πρωτοποριακός ποιητής, ο Καρυωτάκης φιλοδοξεί να μεταμορφώσει τον κοινωνικό ρόλο της ποίησης προσδίδοντάς της βαθμιαία μια ζωτική ενεργητικότητα που δεν μπορεί να εκτιμηθεί με αισθητικά κριτήρια. Εξάλλου δεν εξιδανικεύει τη λογοτεχνία ούτε τον ενδιαφέρει η εκφραστική πρωτοτυπία εφόσον ενσωματώνει τις μεταφράσεις του στις ποιητικές του συλλογές και οικειοποιείται ανενδοίαστα τις πηγές του.22 Κ ρίνοντμς την ποίηση με βάση τη σατιρική της δραστικότητα και την κοινωνική της απήχηση, ο Καρυωτάκης βάλλει έμμεσα εναντίον της παρα­ δοσιακής αισθητικής και του θεσμού της λογοτε­ χνίας και ένας τέτοιος συλλογισμός μας αναγκά­ ζει αναπόφευκτα να επαναπροσδιορίσουμε ακριβέστερα τον γενικότερο στόχο της σάτιράς 22. Βλ. τα ποιήματα Μαρμαρωμένε Βασιλιά, Θεία Ζωγραφιά, Στο Σταυρό, Ανάσταση. 23. Βλ. Κ. Στεργιόπουλου, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, όπ. παρ.


106/αφιερωμα Ο Τ. Ά γρ α ς στην καίρια μελέτη του διέκρινε τέσσερις θεματικούς κύκλους στη σάτιρα του Καρυωτάκη: 1. τον γραφειοκρατικό ρεαλισμό 2. τον φιλολογικό ρεαλισμό 3. τη μισανθρωπία και το μισογυνισμό και 4. την πολιτική σάτιρα.24 Ή δη ο Γ. Σαββίδης έχει εκφράσει αμφιβολίες για τη μισανθρωπία και το μισογυνισμό του Κα­ ρυωτάκη25 και αξίζει να επανεξετάσουμε αυτές τις διακρίσεις του Ά γ ρ α και κυρίως τη στάση του Καρυωτάκη απέναντι στις γυναίκες. Στη νεανική του ποίηση ο Καρυωτάκης μετεωρίζεται ανάμεσα σε μια ρομαντική σύλληψη της γυναί­ κας και στην αντιμετώπισή της ως σκεύους ηδο­ νής. Στις επόμενες συλλογές όμως, η γυναικεία παρουσία σχεδόν εκλείπει για να επανεμφανι­ στεί στις σάτιρες και ιδιαίτερα στο γνωστό ποίη­ μα Αποστροφή, όπου ο Καρυωτάκης ψέγει τον υποκριτικό ρόλο των γυναικών. Αυτή η σάτιρα έδωσε την αφορμή για να χαρακτηρισθεί ο Κα­ ρυωτάκης μισογύνης. Α ν διαβάσουμε, ωστόσο, το ποίημα προσεκτικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι η κριτική του δεν έχει στόχο τις γυναίκες καθεαυτές αλλά τους κοινωνικούς ρόλους και τα υποκριτικά προσωπεία που αναγκάζονται να υποδυθούν.

ΣΤΟΧΟΣ της σάτιρας του Καρυωτάκη δεν είναι τα άτομα αλλά οι κοινωνικοί ρόλοι και θεσμοί που ρυθμίζουν ή αλλοτριώνουν τη συμπεριφορά τους. Γι’ αυτό αν θα θέλαμε να κα­ θορίσουμε τον χαρακτήρα και το γενικότερο στόχο της σάτιράς του θα έλεγα πως αυτός είναι θεσμικός, γιατί παρωδεί και σατιρίζει τη θεσμι­ κή κοινωνία και τα αδιέξοδα που δημιουργεί: δημοσιοϋπαλληλική ανία {Δημόσιοι υπάλληλοι), στρατιωτική αναλγησία (Ο Μιχαλιός), υποκριτι­ κή ηθικολογία {Αποστροφή, Ωχρά σπειροχαίτη), πολιτική δημαγωγία (Στο άγαλμα της Ελευθε­ ρίας που φωτίζει τον Κόσμο) και λογοτεχνική ρητορεία και ανεδαφικότητα {Εις Ανόρέαν Κάλ-

Ο

του σχεδόν συνομηλίκου του Βάρναλη, αντιπρο­ σωπεύουν το τέλος της χρυσής εποχής της ελλη­ νικής σάτιρας.26 Έ νας αιώνας περίπου α π ί την ίδρυση του ελληνικού κράτους με αξιοσημείωτη άνθιση του σατιρικού λόγου κλείνει οριστικά με αυτούς τους δύο. Έκτοτε οι σατιρικές εφημερί­ δες και τα περιοδικά, όπως ο Ραμπαγάς ή ο Ρωμηός, σχεδόν εξαφανίζονται και οι ποιητές μας δεν διευθύνουν πλέον περιοδικά σαν τη Γάμπα, όπως έκανε ο Καρυωτάκης, ούτε γράφουν επι­ θεωρήσεις.27 Από το ’30 και μετέπειτα η σάτιρα στην Ελλάδα βρίσκεται σε ύφεση, γιατί κυριαρ­ χεί ο σοβαρός και συντηρητικός μοντερνισμός της γενιάς του ’30. «Η ελληνική ποιητική σάτι­ ρα», επισημαίνει ο Γ. Σαββίδης, «μετά τον Κα­ ρυωτάκη, ανανεώθηκε πραγματικά μόνο σε επί­ πεδο παραλογοτεχνικό: από τον Μποστ και τον Διονύση Σαββόπουλο».28 Πού οφείλεται όμως η εξάντληση της ποιητικής σάτιρας μετά το ’30; Μία εξήγηση θα μπορούσε ν ’ αναζητηθεί στην κοινωνική θέση του λογοτέχνη και στις δημο­ σιοϋπαλληλικές δεσμεύσεις του29 που καθιστού­ σαν τη σάτιρα έναν από τους λιγότερο οδυνη­ ρούς και επικίνδυνους τρόπους για να εκφράσει κανείς τις τυχόν κοινωνικές, πολιτικές ή ιδιωτι­ κές του διαφωνίες με το κατεστημένο. Με τη γε­ νιά του ’30 όμως ο αντιπροσωπευτικός τύπος του λογοτέχνη γίνεται ο εύπορος αστός που ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσε τη σάτιρα για να βάλει εναντίον της καθεστηκυίας τάξης του. Έ τσι η σάτιρα παροπλίζεται και υποκαθίσταται από τη σοβαρότητα της παράδοσης και το ιδεολόγημα της ελληνικότητας και αυτό είχε ως συνέπεια πρωτοποριακοί ποιητές όπως ο Καρυωτάκης να παραγκωνιστούν.

Α ν τώρα εξετάσουμε ιστορικά τη σάτιρα του Καρυωτάκη θα παρατηρήσουμε ότι μαζί με αυτή

Το ότι οι κριτικοί δεν συμφιλιώθηκαν για αρ­ κετά χρόνια36 με τον Καρυωτάκη δεν οφείλο­ νταν, νομίζω, στο μελαγχολικό και πεισιθάνατο χαρακτήρα της ποίησής του αλλά στη δυσκολία τους να δεχτούν τις πολιτικές και αισθητικές διαστάσεις της ποίησής του.31 Η πρωτοποριακή πρόκληση του Καρυωτάκη έγκειται στο ότι αρνείται τα κυριότερα γνωρίσματα της παραδοσια­ κής τέχνης: τη φαινομενική αυτάρκεια, την

24. Βλ. Άγρας, όπ. παρ., σσ. 200-221. 25. Γ.Π. Σαββίδης, Ό σατιρικός Καρυωτάκης’, Εφήμερον Σπέρμα (1973-1978), Αθήνα: Ερμής 1978, σσ. 272-4. 26. Συχνά η σάτιρα του Καρυωτάκη συσχετίστηκε και αντιπαραβλήθηκε μ’ αυτή του Βάρναλη. Βλ. Γ.Π. Σαββίδης, όπ. παρ., σ. 267 και Τ. Πατρίκιος ‘Κώστας Καρυωτάκης’ στο Σάτιρα και Πολιτική στη Νεώτερη Ελλάδα, Αθήνα: Εται­ ρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παι­ δείας 1979, σσ. 260-263. 27. Ο Καρυωτάκης έγραψε μαζί με το φίλο και βιογράφο του X. Σακελλαριάδη την επιθεώρηση Πελ-Μελ που δεν παί­ χτηκε όμως ποτέ. 28. Γ.Π. Σαββίδης, όπ. παρ., σ. 265. 29. Βλ. Κ. Στεργιόπουλου, Ο Τέλλος Άγρας και το πνεύμα

της παρακμής, Αθήνα: Βάκων 21967 (1962), σ. 18. 30. Μια διατακτική στροφή στη στάση των κριτικών απέναντι στον Καρυωτάκη αντιπροσωπεύει το άρθρο του Αλ. Αρ­ γυρίου Άναψηλάφηση του Καρυωτάκη’ εφ. Το Βήμα, 20.11.1971. Είχε, ωστόσο, προηγηθεί το άρθρο του Γ. Δάλλα Ή διάρκεια του Καρυωτάκη’, Ενόοχώρα, αο. 3435, Γιάννινα 1965, σσ. 106-116. 31. Σύμφωνα με το Β. Λεοντάρη ο Καρυωτάκης «γίνεται ο πρώτος βλάσφημος στην ελληνική ποίηση και ο πρώτος βλάσφημος κριτικός της» γιατί μ’ αυτόν η νεοελληνική ποίηση συναντά για πρώτη φορά το αδιέξοδό της και συ­ ζητά τόσο πολύ τον εαυτό της, ώστε τα ποιήματά του να συνιστούν «δοκίμια αυτογνωσίας της ποιητικής λειτουρ­ γίας» (Βλ. Βύρων Λεοντάρης, ‘Θέσεις για τον Καρυωτά­ κη’, Σημειώσεις, 1973, σσ. 71-77).

6ον).


αφιερωμα/107 άχρονη πληρότητα και την αποδέσμευση του έρ­ γου τέχνης από πραγματιστικές και ιδεολογικές προκαταλήψεις. Εάν οι μοντερνιστές, έλληνες και ξένοι, μάχονταν να δημιουργήσουν αρι­ στουργήματα με τα οποία η ατομική αισθητική όραση θα υπερέβαινε χωροχρονικούς περιορι­ σμούς, οι πρωτοποριακοί ποιητές συνηχούσαν και συνηχούν με τη φράση του Artaud: « Ό χ ι πια άλλα αριστουργήματα». Κι απ’ αυτή την άποψη ο Καρυωτάκης συγκαταλέγεται στην πρωτοπο­

ρία και όχι στο μοντερνισμό όντας ένας από τους πιο πολιτικούς ποιητές μας, αν όχι ο πιο πολιτι­ κός και ο ελάχιστα αριστουργηματικός.32

□ 32.

Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος εύστοχα παρατηρεί ότι ο σκο­ πός του Καρυωτάκη «δεν είναι η συντέλεοη ενός έργου, είναι η έκφραση σα μια λύτρωση περισιατική» (“Κ.Γ. Κα­ ρυωτάκης” στο Τα Πρόσωπα και, ϊα Κείμενα, Ε ', Αθήνα: Αετός 1949, σ. 147).

ΣΤΕΦΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Βιώματα και μνήμες από τα πυρπολημένα χρόνια του πολέμου, της κατοχής και του Δεκέμβρη

Δεκαεπτά σκληρά όσο και ευτράπελα διηγήματα που θυμίζουν τους δικτάτορες της επταετίας (ετοιμάζεται η β' έκδοση)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΔΩΝΗ»


108/αφιερωμα

Ζ.Ι. Σιαφλέκης

Η «Δεσποινίς Bovary», μια

διακειμενική ανάγνωση 5

Α ν δεχτούμε ότι η διακειμενική λειτουργία είναι ένας καθοριστικός παράγοντας στη διαδικασία της λογοτεχνικής παραγωγής, θα πρέπει να γίνει εξίσου αποδεκτό πως η λειτουργία αυτή δεν πραγματοποιείται παρά μόνο μέσα από την ανάγνωση και πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου.*1 Π ράγματι θεωρώντας τη διακειμενικότητα σαν τη λειτουργία απορρόφησης και μετασχηματισμού ενός ή περισσοτέρων κειμένων από ένα άλλο -π ρά γμ α το οποίο σε μερικές στιγμές της ιστορίας της λογοτεχνίας σημαδεύει και τάσεις-, θα πρέπει απαραιτήτως να δεχθούμε πως μόνο μέσα από μια ενεργητική ή κριτική ανάγνωση είναι δυνατόν νο αναδειχθούν και ίσως να αξιολογηθούν αισθητικά τα ερείσματα, αλλά και οι προεκτάσεις του λογοτεχνικού κειμένου μέσα στη γενική ιστορία της λογοτεχνίας. * Ανακοίνωση που έγινε στο «Επιστημονικό Συμπόσιο για τον Κ.Γ. Καρυωτάχη». Φιλολογικό Τμήμα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων - Δήμος Πρέβεζας, 11 - 1 4 Σεπτεμβρίου 1986, Πρέβεζα. 1. Για την έννοια της διακειμενικότητας (intertexualite), βλ. κυρίως Julia Kristeva, La Evolution du langage poetique, Paris, Seuil, 1974, σελ. 60 και της ίδιας Σημειωτική, re-

cherches pour une semanalyse, Paris, Seuil, (coll. Points) 1969, oo. 103-105, 245-254 και 271-273. Για τις έννοιες τηι πρόσληψης και ανάλυσης καθώς και τη θέση του αναγνώ στη απέναντι στο λογοτεχνικό κείμενο, 6λ. Wolfgang Iser The Implied Reader, The Johns Hopkins University Press 1974, σσ. 274-294.


αφιερωμα/109

ανάγνωση είναι δυο διαδικασίες συμπλη­ ρωματικές, στο βαθμό που η βαρύτητα στην προσέγγιση του λογοτεχνικού φαινομένου δίνε­ ται περισσότερο στο κείμενο και τον αναγνώστη, περιορίζοντας έτσι τη μονοκρατορία του συγ­ γραφέα πάνω στο κείμενο και μειώνοντας συνα­ κόλουθα τις ανάλογες παγίδες για τον ερευνητή. Τόσο ο Μ. Bakhtine όσο και οι W. Iser και Η. -R. Jauss, επεσήμαναν ο καθένας με διαφορετικό τρόπο, από τη μια πλευρά τον πολυφωνικό χα­ ρακτήρα του λογοτεχνικού κειμένου, κι από την άλλη το γεγονός του διαρκούς διαλόγου του κει­ μένου με άλλα τόσο προγενέστερα όσο και μετα­ γενέστερό του. Με τον τρόπο αυτό συνδέεται η εσωτερική πολυφωνία της γραφής με τον εξωτε­ ρικό διάλογο, παραγόμενο μέσω της ανάγνωσης. Για τον Bakhtine η πολυφωνία του λογοτεχνικού κειμένου βρίσκεται μέσα στο λόγο κι όχι μέσα στη γλώσσα, και είναι εκεί που θα πρέπει να αναζητηθούν οι κάθε είδους σχέσεις του με τη λογοτεχνική ιστορία. Οι σχέσεις αυτές μπορεί να είναι θεματικές, σημασιολογικές, υφολογικές, και όπως το γράφει ο ίδιος έχουν: «μια βαθύτα­ τη ιδιαιτερότητα και δεν μπορούν να εννοηθούν ως σχέσεις λογικές ή γλωσσολογικές ή ψ υχολογι­ κές, ή μηχανικές (...) αλλά πρόκειται για έναν ιδιαίτερο τύπο σημαντικών σχέσεων, των οποίων τα μέλη πρέπει να είναι αποκλειστικά εκφωνήματα, πίσω από τα οποία βρίσκονται πραγματι­ κά ή υποθετικά υποκείμενα».2 Είναι μέσα από αυτές τις πολυφωνικές ή διαλογικές σχέσεις που καθορίζεται και τεκμηριώ­ νεται η όποια εξέλιξη του είδους ή της τεχνοτρο­ πίας, αφού, σύμφωνα με τον Jauss ο εξελικτικός χαρακτήρας και η ιστορική σπουδαιότητα ενός λογοτεχνικού φαινομένου καθορίζονται βασικά από το βαθμό νεοτερισμού που περικλείει το έρ­ γο τέχνης - μ’ άλλα λόγια αν προσλαμβάνεται σε αντίθεση με άλλα έργα.3 Οι παραπάνω υποθέσεις έρευνας μπορούν να γίνουν ένα καλό σημείο αφετηρίας για την προ­ σέγγισή μας στο κείμενο του Καρυωτάκη. Η «Δεσποινίς Bovary», όπως είναι γνωστό, εί­ ναι ένα πεζό δύο μόλις σελίδων και αποτελεί μέ­ ρος της ενότητας με τίτλο «Τρεις μεγάλες χαρές». Το κύριο χαρακτηριστικό του, που ταυτόχρονα αποτελεί ένα πρόβλημα κατάταξης, είναι ο αφη­ γηματικός χαρακτήρας, που όμως από μόνος του δεν επαρκεί για να ενταχθεί το κείμενο στην κα­ τηγορία ούτε του πεζού ποιήματος (poeme en

prose), αλλά ούτε βέβαια και του διηγήματος, ή έστω του μικρού διηγήματος.4 Το κείμενο ωστό­ σο είναι δομημένο με τους κανόνες της παραδο­ σιακής αφήγησης και η πρώτη ανάγνωση που θα επιχειρήσουμε στοχεύει στην ανάδειξη της αφη­ γηματικής δομής του. Οι δύο χρόνοι αφήγησης είναι το χαρακτηρι­ στικό στοιχείο της δομής του κειμένου, όπως και η χρήση ενός σταθερού αφηγητή ή μιας συγκε­ κριμένης οπτικής γωνίας. Παρόλο που η αφήγη­ ση εκτυλίσσεται σε τρίτο πρόσωπο, ο αναγνώ­ στης έχει την αίσθηση ότι η «ιστορία» αποτελεί μέρος της βιογραφίας του αφηγητή, που στην προκειμένη περίπτωση δεν δηλώνεται με κανένα τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος της «ιστορίας» δια­ δραματίζεται στον παρόντα χρόνο αφήγησης και μόνο ένα πολύ μικρό τμήμα της εντάσσεται στον πριν από την αφήγηση χρόνο, υπό μορφήν ανά­ ληψης, που εξιστορεί σε οκτώ γραμμές την παι­ δική ηλικία της ηρωίδας.5 Η σχεδόν ολοκληρωτική ένταξη της «ιστορίας» στον παρόντα χρόνο αφήγησης ενισχύει την αξιοπιστία του αφηγούμενου γεγονότος αφού η χρονική αμεσότητα συνδέεται εδώ στενά με την έννοια του ρεαλισμού. Πράγματι η άμεση αίσθη­ ση των συμβαινόντων καλλιεργείται στον ανα­ γνώστη μέσα από μια όσο γίνεται «αντικειμενι­ κή» άναπαράσταση της πραγματικότητας. Στη διαδικασία αυτή παίζει καθοριστικό ρόλο η στα­ θερή χρήση της ίδιας οπτικής γωνίας, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον αφηγητή να απο­ φεύγει την ταύτισή του με το συγγραφέα ή την ηρωίδα της «ιστορίας». Αυτή η απόσταση εξάλ­ λου είναι νομίζω το στοιχείο εκείνο που πρέπει να μας κάνει να προβληματιστούμε πάνω στη δομή του κειμένου αυτού. Η απουσία διαλόγου και η συνεχής αφηγηματική ροή των γεγονότων μέσα από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, μας δημιουργούν την ψευδή ίσως εντύπωση ότι το κείμενο αυτό παρουσιάζει συγγένειες με την τε­ χνική του εσωτερικού μονόλογου.6 Α πό την άλλη πλευρά, η εμμονή στο πρόσωπο της ηρωίδας, και η δημιουργία μιας ιστορίας γύ­ ρω από το πρόσωπό της, καθώς και κάθε· άλλης σχετικής μ’ αυτό πληροφορίας, μας υποχρεώ­ νουν να θεωρήσουμε το όλο κείμενο σαν μια εστίαση στο πρόσωπο της ηρωίδας. Κάτι τέτοιο βεβαίως θα προϋπέθετε την ένταξη του παραπά­ νω γεγονότος σε μια ευρύτερη αφηγηματική δο­ μή, ένα μυθιστόρημα π.χ. ή ένα εκτεταμένο διή­ γημα. Αλλά η μορφή με την οποία μας παρου-

2. Βλ Tzvetan Todorov, Mikhail Bakhtine le principe dialogique, Paris, Seuil, 1981, σελ. 96. 3. Pour une esthetique de la reception, Paris, Gallimard, 1978, σελ. 65. 4. ΓΙρβ. H.-F. Imbert, De la nouvelle au roman court, στον τόμο Orientation de Recherches et Methodcs en litterature generate et comparee, Montpellier, 1980, σσ. 13-16.

5. Για τη σχετική ορολογία πρ6. «Discouers du recit» στο όέrard Genette, Figures III, Paris, Seuil, 1972. Ανάληψη: αναδρομική αναφορά σ’ ένα παρελθοντικό συμβάν. 6. Δεν πιστεύω πως οι πληροφορίες, που αφορούν το άλλο πρόσωπο της ιστορίας, και που δίνονται ελλειπτικά από τον αφηγητή, συνιστούν αλλαγή στην οπτική γωνία. Η ηρωίδα παραμένει στο κέντρο της εστίασης ως το τέλος του κειμένου.

Θ

Α έλεγα μάλιστα πως διακειμενικότητα και


110/αψιερωμα σιάζεται το κείμενο αυτό είναι αρκετά περιορι­ στική για την οριστική αφηγηματολογική εκτίμη­ ση και κατάταξη της δομής του. Θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ωστόσο ότι η έκπληξη του αναγνώστη, και κατά συνέπεια η λειτουργία του κειμένου, βασίζεται στην αρχή: ένα μεγάλο σε σημασία γεγονός διηγημένο στο μικρότερο δυνα­ τό χώρο, μια αρχή που επιβεβαιώνεται σταθερά από τον Βοκάκκιο ώς τις μέρες μας. Α ΠΟΣΤΑΣΗ ανάμεσα στον αφηγητή και τον συγγραφέα είναι ανάλογη μ’ αυτήν ανάμεσα στον αφηγητή και τον αναγνώστη. Ο αφηγητής δεν παρεμβάλλει καμία προσωπική γνώμη ή άποψη, γεγονός που έχει χαρακτηριστεί σαν προσπάθεια χειραγώγησης του αναγνώστη, και που είναι ένα χαρακτηριστικό τόσο του ελ­ ληνικού όσο και του ξένου ρεαλισμού. Σε αντίθεση με τις λεπτομέρειες της αφήγησης του παρόντα χρόνου αφήγησης, οι πληροφορίες του πριν από την αφήγηση χρόνου αποδίδονται αποσπασματικά και υπαινικτικά. Καταρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αλλαγή στο χρόνο αφήγησης γίνεται σε μια στιγμή «κορύφωσης» της πλοκής, και σημασιοδοτεί την πρώτη και τε­ λευταία βέβαια εγκατάλειψη της πραγματικότη­ τας. Ο ρεαλισμός του παρόντα χρόνου αφήγησης αμφισβητείται εδώ, καθώς εμφανίζονται στοι­ χεία μιας άλλης πραγματικότητας, εντελώς βιωμένης υποκειμενικά. Η ονειρική αυτή κατάσταση επιτείνεται και εξηγείται αρκετά ικανοποιητικά από το επικείμενο σχόλιο του αφηγητή: «Είχε την εντύπωση ότι κάπου αλλού συνέβαινε αυτή η φριχτή ιστορία, κι έκλεισε τα μάτια της.»7 Αυτό το ρήγμα στη ρεαλιστική αφήγηση, απο­ τελεί, όπως θα δούμε πιο κάτω, ένα από τα κλει­ διά για την κατανόηση του κειμένου αυτού. Η παιδική ηλικία της ηρωίδας λειτουργεί έτσι σα μια εξωδιηγηματική αναφορά. Ωστόσο η απο­ σπασματικότητα της γραφής εξισορροπεί με ακρίβεια τη ρεαλιστική πυκνότητα του παρόντα χρόνου αφήγησης, ενώ ταυτόχρονα ανοίγει το κείμενο σε μια μοντερνιστική προοπτική, δίνοντάς του τη δυνατότητα να ενταχθεί, μέσω του ονείρου και των συνακόλουθων καταστάσεων, στο ήδη εκδηλωμένο στην Ευρώπη υπερρεαλιστι­ κό κίνημα.

Η

Η συγκριτική έρευνα έδειξε με συνέπεια μέχρι τώρα τόσο τις ξένες πηγές των «Τελευταίων κει­ μένων» του ποιητή όσο και τις επιδράσεις που άσκησε στους μεταγενεστέρους του έλληνες ομό­ τεχνους. Είναι σημαντικές πράγματι οι παρατη­ 7. Κ.Γ. Καρυωτάχης, Ποιήματα χαι Πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ερμής, 1972, σελ. 154. 8. Πρβλ. Κώστα Στεργιόπουλου, Οι επιδράσεις στο έργο τον Καρνωτάχη, Αθήνα, Σοκόλης, 1972 και Κ.Γ. Κμρυωτάχης, Ποιήματα χαι πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, ό.π.

ρήσεις του Κώστα Στεργιόπουλου σε ό,τι αφορά τους συσχετισμούς ανάμεσα στο κείμενο του Καρυωτάκη και σε αντίστοιχα των Flaubert, Baude­ laire και Poe, αλλά και εξίσου αποκαλυπτικές οι επισημάνσεις του Γιώργου Σαββίδη αναφορικά με την απήχηση του Καρυωτάκη τόσο στους υπερρεαλιστές όσο και στους μεταπολεμικούς ποιητές μας.8 Ωστόσο, για να ολοκληρωθεί το puzzle της λο­ γοτεχνικής ιστορίας, θα πρέπει η Δεσποινίς Bo­ vary να διαβαστεί όχι απλώς σαν ένα κείμενο που επισφραγίζει μια παράδοση, αλλά, όπως εί­ πα ήδη, σαν μια πρόδρομη μορφή μοντερνισμού. Πράγματι, τόσο τα στοιχεία πλοκής όσο και τα στοιχεία ύφους του κειμένου παραπέμπουν ευ­ θέως σ’ αυτό που οι γάλλοι υπερρεαλιστές ονό­ μαζαν αντικειμενικό τυχαίο και που αναδείχθηκε σε μια από τις κύριες τεχνικές, μαζί με την αυτόματη γραφή και το μαύρο χιούμορ, της υπερρεαλιστικής δημιουργίας. Α ς μην ξεχνάμε όμως τη χρονολογική σειρά. Ή δη οι Baudelaire και Poe θεωρούνται από τον Αντρέ Μπρετόν στο Πρώτο Μανιφέστο (1924) ως πρόδρομοι των υπερρεαλιστών.9*Οι αλλόκοτες ιστορίες του αμερικανού συγγραφέα και οι φανερές επιδράσεις που άσκησε στο γάλλο ποιητή των «Μικρών πε­ ζών ποιημάτων» είναι γνωστή. Οι γάλλοι υπερ­ ρεαλιστές βασίζουν το αντικειμενικό τυχαίο πά­ νω στην κληρονομημένη πρακτική των λογικά οργανωμένων τυχαίων συναντήσεων, μ’ ερωτικό συνήθως περιεχόμενο. Τόσο Ο χωρικός των Παρισίων του Αραγκόν όσο και η Νάντια του Μπρετόν είναι κείμενα όπου η υπερπραγματικότητα δημιουργείται από την παρεμβολή μέσα στην κανονική ροή της αφήγησης γεγονότων εκτάκτων κι αληθοφανών. Ό π ω ς γράφει ο Μπρετόν: «Πρόκειται για γεγονότα εσωτερικής αξίας που πιθανώς λίγο μπορεί κανείς ν α τα έχει κάτω από τον έλεγχό του αλλά που με τον απροσδόκητο έντονα συμπτωματικό χαρακτήρα τους, και το είδος συνειρμών ιδεών υπόπτων που διεγείρουν, είναι κάποιος τρόπος να σας κάνουν να περάσετε από το νήμα της Παρθένου στον ιστό της Αράχνης [...] ακόμα κι αν έχουν το χα­ ρακτήρα της καθαρής διαπιστώσεως, παρουσιά­ ζουν κάθε φορά όλα τα φαινόμενα ενός σήματος, χωρίς να μπορούμε να πούμε πραγματικά για ποιο σήμα...». ΥΤΑ τα γεγονότα εσωτερικής αξίας αντι­ προσωπεύουν την εσωτερική ζωή του γράφοντος υποκειμένου, η οποία αναδεικνύεται αιφνιδιαστικά μέσα από μια φαινομενικά απρό-

Α 9.

10.

εισαγωγή, σσ. ιγ' - ξη'. Αντρέ Μπρετόν, Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, Δωδών Αθήνα 1972, σελ. 30. Ανδρέας Μπρετόν, Ναντιά, Ύψιλον, Αθήνα, 1981, σε 18.


αφιερωμα/111 σκοπτη ροή αφήγησης. Στην περίπτωση της Δε­ σποινίδας Bovary η συνάντηση και η ερωτική πράξης της ηρωίδας με τον ανώνυμο εραστή της είναι το δεσπόζον γεγονός της πλοκής, που γίνε­ ται χάρη στους αναχρονισμούς της αφήγησης, το σημείο σύγκλισης ανάμεσα στην εσωτερική και εξωτερική πραγματικότητα του λογοτεχνικού κειμένου. Μιλώ για σημείο σύγκλισης κι όχι για ξεπέρασμα της πραγματικότητας, κι ακόμη λιγό­ τερο για υπερπραγματικότητα που είναι αυστη­ ρά λανθάνουσα στο κείμενο του Καρυωτάκη. Είναι λοιπόν, σε επίπεδο ύφους που θα πρέπει να αναζητηθεί η διακειμενική σχέση που συνδέει το Δεσποινίς Bovary με τη Νάντια του Μπρετόν, ένα κείμενο που εκδόθηκε στα 1928, χρονιά του θανάτου του έλληνα ποιητή. Η σύγκριση των κειμένων δεν αποβλέπει παρά στο να δείξει τις συγγένειες στη χρήση της συγκεκριμένης τεχνι­ κής. Στον Καρυωτάκη: «Στη μέση της γιορτής προχωρούσε αργά. Καθώς όλοι βιάζονταν γύρω της, ήταν σαν ένα μαύρο στίγμα σε πανί κινηματογράφου. Συντροφιές από νέους περνούσαν. Ά λλο ι την έβλεπαν κι εξακολουθούσαν το δρόμο τους, άλλοι της εσφύριζαν ένα κομπλιμέντο, άλλοι της έλεγαν διατακτικά μια φράση περιμένοντας απάντηση. Ό π ο υ ο συνωστισμός ήταν μεγαλύτερος, η τόλμη ελευθερώνονταν και δεν αρκούσαν τα λόγια. Κάποιος εστάθηκε γελώντας μπροστά της, πρόσωπο με πρόσωπο, ώρα πολλή. Ναύτες επέρασαν δίπλα, κι όλοι επρόσεξαν να τη σπρώξουν. Κάτι σκοτεινοί τύποι την ακολουθούσαν βήμα προς βήμα. Έ νιω θε τον εαυτό της κέντρο όλου αυτού του πλανοδίου ερωτισμού. Χωρίς να το καταλαβαίνει, επηρεάζοταν από την άγρια θέληση τόσων ανδρών. Εκνευρισμένη ακόμη από το θόρυβο, τη ζέστη και την προσπάθεια να προχωρεί, στάθηκε σ’ ένα κύκλο ανθρώπων. Σε λίγο κάποιος ήρθε σιμά της. Δ εν τον έβλεπε, αισθάνονταν όμως να σφίγγεται ολοένα πάνω της. Έπεφτε απότομα, ύστερα έμενε ακίνητος, ύστερα πάλι πλησίαζε, ακριβώς όπως ο λεπτοδείχτης, στα μεγάλα ρολόγια του δρόμου, προχωρεί με αραιά πηδήματα προς τον ωροδείχτη.»11 Και στον Breton: «Στις 4 του περασμένου Οκτωβρίου, στο τέλος κάποιου απομεσήμερου τελείως άγονου και θλιβερού, όπως ξέρω να περνώ μόνο εγώ, βρισκόμουν στην οδό Lafayette: αφού σταμάτησα μερικά λεπτά μπροστά στην προθήκη του βιβλιοπωλείου της Humanite κι απόχτησα το τελευταίο έργο του Trotsky, χωρίς σκοπό εξακολουθούσα να βαδίζω κατά

την Ό περα. Τα γραφεία, τα εργαστήρια άρχιζαν να αδειάζουν, στα κτίρια από πάνω ως κάτω οι πόρτες έκλειναν, κάποιοι άνθρωποι στο πεζοδρόμιο αντάλλασσαν χειραψίες, και πάντως αρχίζει να υπάρχει περισσότερος κόσμος. Χωρίς να θέλω παρατηρούσα πρόσωπα, παράξενα ντυσίματα, βαδίσματα. Τί να τα λέμε, ακόμα δεν ήταν αυτοί που θα τους βρίσκαμε έτοιμους να κάνουν την Επανάσταση. Μόλις είχα διασχίσει το σταυροδρόμι εκείνο που ξεχνάω ή αγνοώ τ’ όνομά του, εκεί μπροστά σε κάποια εκκλησία. Ξαφνικά, ίσως ακόμα καμιά δεκαριά βήματα μακριά μου, καθώς ερχότανε από αντίθετη κατεύθυνση, είδα να ’ρχεται μια νέα γυναίκα, πολύ φτωχικά ντυμένη, που κι αυτή με βλέπει ή μ’ είδε. Περπατάει με το κεφάλι ψηλά, αντίθετα μ’ όλους τους άλλους περαστικούς. Τόσο ανάλαφρη, που μόλις αγγίζει το έδαφος βαδίζοντας. Έ να αδιόρατο χαμόγελο πλανιέται στο πρόσωπό της ίσως. Περίεργα βαμμένη, σαν κάποιος ν ’ άρχισε απ’ τα μάτια της και να μην είχε τον καιρό να τελειώσει, αλλά οι γύροι των ματιών νά ’ναι τόσο μαύροι για μια ξανθή. Οι γύροι, καθόλου τα βλέφαρα (μια τέτοια λάμψη επιτυγχάνεται, και επιτυγχάνεται μόνο όταν δεν περνάει κανείς με επιμέλεια το κραγιόνι κάτω α π’ το βλέφαρο. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσομε, μ’ αυτή την ευκαιρία, ότι η Blanche Derval, στο ρόλο της Solange, ακόμα κι αν την έβλεπε κανείς από πολύ κοντά, δεν φαινότανε καθόλου μακιγιαρισμένη. Πρέπει να πούμε πως αυτό που μόλις και μετά βίας επιτρέπεται στο δρόμο αλλά επιβάλλεται στο θέατρο δεν αξίζει στα μάτια μου παρά μόνον τόσο όσο ξεπερνάει αυτό που απαγορεύεται στη μια περίπτωση και επιβάλλεται στην άλλη; Ίσως). Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοια μάτια. Χωρίς δισταγμό απευθύνω το λόγο στην άγνωστη, περιμένοντας εξάλλου το παραδέχομαι, το χειρότερο. Χαμογελάει αλλά πολύ μυστηριωδώς, και θα μπορούσα να πω, σαν να ’ξερε τι κάνει, ενώ εγώ τότε δεν θα μπορούσα να πιστέψω τίποτα.»1112 Στα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται σαφής νομίζω η διαφορά στην αφηγούμενη αρχή και συνακόλουθα στην οπτική γωνία. Ωστόσο πι­ στεύω πως αυτή ακριβώς η διαφορά είναι εκείντ που κάνει να αναδειχθεί περισσότερο ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας των παραπάνω κειμένων. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι είναι μέσο

11. Κ.Γ. Καρυωτάκης..., ό.π., σελ. 153. 12. Ναντιά, ό.π., σσ. 59-60.


112/αφιερωμα από το αντικειμενικό τυχαίο που παράγεται και το στοιχείο του θαυμαστού (merveilleux), που διευρύνει και συμπληρώνει την τεχνική αυτή. Και στα δύο κείμενα το στοιχείο αυτό δηλώνεται από την, έστω και πρόσκαιρη, αμφισβήτηση της πραγματικότητας. Η αναλυτικότητα της γραφής του Μπρετόν παραπέμπει άμεσα στο Mademoiselle Bistouri του Baudelaire, το οποίο έχει ήδη συσχετισθεί με το κείμενο του Καρυωτάκη. 13rΣτην περίπτωση της Νάντια ο αναγνώστης έλκεται από το αντικείμε­ νο της πλοκής χάρη στα εξωαφηγηματικά σχόλια του συγγραφέα. Ο άνθρωπος μέσα στο πλήθος, ή καλύτερα το σβήσιμο του εγώ, είναι η κυρίαρχη κατάσταση που υποβάλλεται μέσα από τα κείμε­ να αυτά. Η τυχαία συνάντηση, ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, είναι η αφορμή για ενδοσκόπηση του υποκειμένου, λειτουργία θεμε­ λιακή για την υπερρεαλιστική δημιουργία. Α τελευταία κείμενα» του Καρυωτάκη χα­ ρακτηρίζονται γενικά από μια έντονη ενδοσκοπική διάθεση. Ωστόσο οι «Τρεις μεγάλες χα­ ρές» είναι οι πλέον άρτιες αφηγηματολογικά ιστορίες, όπου η επεξεργασία και ανάδειξη του εσωτερικού χάους είναι η επιτυχέστερη. Αυτή ακριβώς η αρτιότητα είναι εκείνη που κάνει το Δεσποινίς Μποδαρύ να απέχει αρκετά από τον περιρρέοντα εμπρεσιονισμό των πεζώ ν ποιημά­ των εν γένει και να εγγράφεται στον επερχόμενο μοντερνισμό. Είναι η πλέον αληθοφανής ιστο­ ρία, όπου οι τυχαίες συναντήσεις γίνονται, κατά την έκφραση του Μπρετόν, γεγονότα-γκρεμοί, όπου δεν υπάρχει κατάκτηση αλλά κτήση, όπου η αντικειμενικότητα του τυχαίου ορίζεται σαν «σύμπτωση ανάμεσα σε μια εξωτερική αναγκαιό-

Τ

από Tfc εκδόσεις NTlDW lOiMH

τητα και μια εσωτερική σκοπιμότητα». Ο ίδιος ο Μπρετόν στον ορισμό του αντικειμενικού τυχαί­ ου προσπάθησε να συνδυάσει την παραπάνω πρόταση με την ψυχαναλυτική εμπειρία του Freud, γράφοντας ότι το «τυχαίο είναι η μορφή εκδηλώσεως μιας εξωτερικής αναγκαιότητας, που ανοίγει ένα δρόμο στο ανθρώπινο ασυνείδη­ το».14 Συγκρίνοντας πάλι τα δύο κείμενα παρατη­ ρούμε ότι στον Καρυωτάκη η αντικειμενικότητα της τυχαίας συνάντησης προετοιμάζεται με την αποφυγή κάθε εξωδιηγηματικού σχολίου, ενώ το αντίθετο συμβαίνει στον Μπρετόν. Στη Νάντια η ιστορία εκτείνεται σε μεγαλύτερη έκταση, πράγ­ μα που δίνει τη δυνατότητα στον συγγραφέα να κάνει την αφήγηση περισσότερο σύνθετη και επι­ τηδευμένη. Αντίθετα, στον Καρυωτάκη η μικρή έκταση του κειμένου φορτίζει πολλαπλάσια τον αναγνώστη, δημιουργώντας μια εκρηκτική αί­ σθηση. Αλλά είναι νομίζω στη λύση της πλοκής που οι προαναφερμένες προϋποθέσεις του αντικειμενι­ κού τυχαίου εκπληρώνονται. Η λογοτεχνική πραγματικότητα της Δεσποινίδας Μποδαρύ γί­ νεται ο χώρος πραγματοποίησης των φαντασμά­ των του αφηγητή. Η κατάσταση της ηρωίδας που μεταβάλλεται, πηγαίνοντας από τη στέρηση στην πληρότητα και την ευτυχία, απελευθερώνει στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας όλες εκείνες τις δυνάμεις που παρέμειναν ανέκφραστες. Η λύση της πλοκής γίνεται λοιπόν ο θρίαμβος της εσωτε­ ρικής σκοπιμότητας που συντελείται χάρη σε μια εξωτερική αναγκαιότητα. Έ χει σημασία ότι αυτή η τόσο σημαντική λει­ τουργία τελείται μέσα στον αυστηρά κλειστό και ταυτόχρονα διαρκώς ανανεούμενο χώρο του λο­ γοτεχνικού κειμένου. Τα «Τελευταία κείμενα» του ποιητή είναι, όπως παρατηρεί ο Κ. Στεργιόπουλος, «σχεδόν αυτούσια κομμάτια απ’ το σώ­ μα του και τη ζωή του».15 Η Δεσποινίς Μποδαρύ ωστόσο λειτουργεί περισσότερο χάρη στον ανα­ γνώστη και λιγότερο, κατά τη γνώμη μου, χάρη στο συγγραφέα. Η σύνδεσή της με την Νάντια του Μπρετόν είναι δυνατό και θεμιτό να σημα­ τοδοτήσει μια σειρά άλλων παράλληλων ανα­ γνώσεων και ταυτόχρονα να πραγματοποιήσει το αίτημα του Jauss για μια ενεργητική πρόσληψη του συγγραφέα, στο βαθμό που «το επερχόμενο έργο μπορεί να λύσει προβλήματα ηθικά και μορφικά που τέθηκαν από το προηγούμενο και με τη σειρά του να θέσει νέα».16 13. Βλ. Κώστα Στεργιόπουλσυ, Οι επιδράσεις στο έργο τον Καρυωτάκη, ό.π., σελ. 201. 14. Ανδρέας Μπρετόν, Ο τρελός έρως, Αθήνα, Ύψιλον, 1980, σελ. 33. 15. Οι επιδράσεις..., ό.π., σελ. 208. 16. H.-R. Jauss, Pour une eslhetique de la reception, ό.π., σελ.


αφιέρωμα/ 7 υ

Έρη Σταυροπούλου —

Κ.Χατζόπονλον, «Το όνειρο της Κλάρας» -

------------------------

--------------------------

Κ. Καρνωτάκη, «Δεσποινίς Bovary»: παράλληλα κείμενα Χ α ρισ μένο στη Σ έντα Κ. Χ α τζο π ο νλ ο ν -Δ ρ ίβ α

Μ ε την παράλληλη ανάγνωση των δύο αυτών κειμένων, που επιχειρώ, ανιχνεύεται μια σειρά από ομοιότητες, που επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει ανάμεσά τους μια βαθύτερη αναλογία και συγγένεια στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το κοινό στη λογοτεχνία θέμα του καταπιεσμένου ερωτισμού.1 1. Ανακοίνωση στο «Επιστημονικό συμπόσιο για τον Κώστα Καρυωτάκη», που οργανώθηκε από το Δήμο Πρέβεζας και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στην Πρέβεζα, στις 11-14 Σεπτεμβρίου 1986. Δημοσιεύεται εδώ με μικρές αλλαγές και προσθήκες. Για την ολοκλήρωση της εργασίας μου πο­

λύ χρήσιμες υπήρξαν οι συζητήσεις με τον συνάδελφο και φίλο Στέφανο Διαλησμά και τη φίλη διδάκτορα Θεανώ Μιχαηλίδου. Συμβουλεύτηκα ακόμη την ανέκδοτη εργα­ σία (Μ. Lit.) του Ιωακείμ Κολοβά Meaning and Form in Κ. Karyotakis' Poetry and Prose.


114/αψιερωμα ΤΟ « Ονειρο της Κλάρας», πρωτοδημοσιευμένο το 1913 στο Εθνικό Ημερολόγιο Κωνσταντίνον Σκόκον με την ένδειξη «Μ όναχο 1912»,2*είναι το Μοναδικό πεζό του Χατζόπουλου, που δεν πα­ ραπέμπει άμεσα ή έμμεσα στην ελληνική επαρ­ χία. Ο χώρος, όπως περιγράφεται, θυμίζει τοπία της βόρειας Ευρώπης. Ούτε και το όνομα της ηρωίδας φαίνεται να είναι ελληνικό. Η εξέταση της γυναικείας ψυχολογίας είναι ένα από τα βα­ σικά θέματα της πεζογραφίας του Χ ατζόπουλου, αλλά αυτό είναι το μοναδικό πεζό του στο οποίο η ιστορία προκαλεί τελικά τρόμο στους αναγνώ­ στες και όπου η υποβολή δεν δημιουργεί το αί­ σθημα της θλίψης αλλά της φρίκης. Σημειώνω ακόμη ότι «Το όνειρο της Κλάρας μαζί με το λί­ γο προγενέστερο «Η αδερφή» προαναγγέλλουν τη στροφή του συγγραφέα στο συμβολισμό και τη σύνθεση του Φθινόπωρου. Η «Δεσποινίς Bovary» ανήκει στα τελευταία κείμενα του Καρυωτάκη. Αποτελεί το τρίτο μέ­ ρος του τρίπτυχου με τον γενικό τίτλο «Τρεις με­ γάλες χαρές». Γράφτηκε πιθανότατα τον Ιανουά­ ριο του 1928 και πρωτοδημοσιεύτηκε μετά το θά­ νατο του συγγραφέα, το 1929, στη Νέα Εστία} Τα τρία πεζά που αποτελούν το τρίπτυχο είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους, με «μοναδικό», όπως γράφει ο Κώστας Στεργιόπουλος, «συνδετικό κρίκο το γεγονός ότι και στις τρεις περιπτώσεις τα πρόσωπα καταλήγουν σε μια αμφίβολης ποιό­ τητας και διάρκειας χαρά, στηριγμένη πάνω σ’ ένα δραματικό περιστατικό ή σε μια ψευδαίσθη­ ση ευτυχίας».4 Η «Δεσποινίς Bovary» φαίνεται να έχει κά­ ποια σχέση με το αμέσως προηγούμενο πεζό, που έχει τίτλο «Έ νας πρακτικός θάνατος». Αυτά τα δύο είναι τα μόνα πεζογραφήματα του Καρυω­ τάκη που έχουν ως ηρωίδες γυναίκες και τις πα­ ρουσιάζουν σε δυο οριακές στιγμές της ζωής τους: στη γνωριμία με τον σωματικό έρωτα τη μία και στο θάνατο του παιδιού της την άλλη. «Οι τρεις μεγάλες χαρές» περιλαμβάνουν τα περισσότερο αφηγηματικά ολοκληρωμένα από τα πεζά του, εκείνα μάλιστα που δεν έχουν εξομολογητικό τόνο και δεν μοιάζουν να προέρχο­ νται από προσωπικές εμπειρίες, όπως τα «Ο κή­ πος της αχαριστίας», «Φυγή», «Το εγκώμιο της θαλάσσης» και «Κάθαρσις». Ειδικότερα το «Δεσποινίς Bovary», που μπο­ ρεί, πιστεύω, να θεωρηθεί άρτιο διήγημα, συγ­ κεντρώνει πολλά από τα θεματικά χαρακτηριστι­ κά τού έργου του: αταίριαστη ερωτική ένωση, χωρίς βαθύτερο αίσθημα παρά μόνο το ένστικτο, 2. Κωσταντίνος Χατζόπουλος, «Το όνειρο της Κλάρας.; Εθνικόν Ημερολόγιον Κωνστ. Φ. Σχόκον του έτους 1913 ο. 92-95. Για το κείμενο αυτό παραπέμπω στην έκδοσή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Άπαντα. Πεζά II. Ίκαρο: Αθήνα 1957, σ. 241-244, όπου όμως έχει μικρές αλλαγέ απο την πρώτη δημοσίευση.

μια γυναικεία μορφή σκιαγραφημένη από τι σκοπιά του λεγάμενου «μισογυνισμού» του, κλί μα νοσηρότητας και ηττοπάθειας. Οπωσδήποτ το τολμηρό θέμα αλλά και η ρεαλιστική και ταυ τόχρονα ποιητική του απόδοση συνέβαλαν στ< να γίνει ένα από τα πιο γνωστά πεζά του Κα ρυωτάκη. Οι ομοιότητες, που παρουσιάζουν τα δύο αυ τά πεζογραφήματα, είναι θεματικές, μορφολογι κές και ψυχογραφικές: ΗΡΩΙΔΑ των δύο είναι μια στερημένη ερωτικά γυναίκα. Στο διήγημα του Χατζόπουλου, η Κλά­ ρα ζει μια μοναχική ζωή και ονειρεύεται διαρκώς ρομαντικές περιπέτειες με νέους. Ένας άντρας αρχίζει να την παρακολουθεί και συναν­ τιούνται αρκετές φορές στο πάρκο χωρίς να μι­ λούν. Έ να βράδυ ο άγνωστος της αποκαλύπτει ότι του θυμίζει μια κοπέλα, που αγαπούσε και σκότωσε, και της ζητά να τον αγαπήσει και νο πεθάνει κι αυτή. Η Κλάρα τρομάζει κι ο άντρας φεύγει, αλλά το επόμενο βράδυ η γυναίκα πη­ γαίνει πάλι στο πάρκο χωρίς και η ίδια να ξέρει τι ζητά. Στο πεζό του Καρυωτάκη, η ηρωίδα βρίσκεται σε μια υπαίθρια γιορτή, όπου γίνεται το επίκεντρο των ανδρικών πειραγμάτων. Παρα­ συρμένη, ακολουθεί τον τολμηρότερο από τους θαυμαστές της, έναν αλήτη, και σχεδόν χωρίς να καταλαβαίνει τι κάνει, ενώνεται ερωτικά μαζί του. ★

ΚΑΙ τα δύο έργα είναι σύντομα. Μικρότερο σε έκταση είναι το «Δεσποινίς Bovary», στο οποίο υπάρχει και ενότητα χρόνου, τόπου και δράσης. Στο «'Ονειρο της Κλάρας» η υπόθεση ξετυλίγε­ ται σε περισσότερες από μία ημέρες, αλλά ο Χατζόπουλος «παραλείπει» ό,τι δεν σχετίζεται άμε­ σα με την ιστορία του. Έ τσι, οι δύο βασικές σκηνές του, της γνωριμίας και της περιγραφής του φόνου, αντιστοιχούν στις δύο βασικές σκη­ νές του άλλου πεζού, της γνωριμίας και της ερω­ τικής πράξης, που, όπως θα δούμε, ισοδυναμεί με θανάτωση.

Η ΑΦΗΓΗΣΗ και στα δύο κείμενα γίνεται στο τρίτο πρόσωπο από έναν απρόσωπο αφηγητή, που παοακολουθεί την κεντρική ηρωίδα. Η σύνθεση και η οικονομία των σκηνών τους 3. Για το κείμενο παραπέμπω στην έκδοση: Κ.Γ. Καρυωτά­ κη, Άπαντα τα Ενρισχόμενα. Φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. Τόμος Β'. Αθήνα 1966, σ. 35-38. 4. Κώστας Στεργιόπουλος, «Το πεζό έργο του Καρυωτάκη», Νέα Εστία, τόμ. 90, τεύχ. 1065 (15.11.1971, Αφιέρωμα στον Κ.Γ. Καρυωτάκη), σ. 1528.


αφιερωμα/115 φαίνεται να ακολουθεί τις οδηγίες που δίνει ο Edgar Allan Poe στο άρθρο του «The Philosophy of Composition»: ενότητα στη σύνθεση, μία και μοναδική εντύπωση, συντομία, αίνιγμα, απροσ­ δόκητο τέλος.5 Α πό την άποψη αυτή ένα χαρα­ κτηριστικό της πλοκής για το διήγημα του Χατζόπουλου είναι η υποψ ία για το τι πρόκειται να επακολουθήσει, ενώ για το πεζό του Καρυωτάκη η έκπληξη γι’ αυτό που έγινε. Η υπόμνηση του Poe δεν είναι αυθαίρετη. Ο Καρυωτάκης είχε, στα 1920, «πραγματική ψύχω­ ση με τον Poe», που τον διάβαζε σε γαλλική με­ τάφραση.6 Ά λλω στε, την ίδια χρονιά, δημοσίευ­ σε το πεζό «Το Καύκαλο», που παρουσιάζει άμεσα τα ίχνη της μαθητείας του στον Αμερικα­ νό συγγραφέα. Ως προς τον Χ ατζόπουλο, αρκεί ίσως η υπόμνηση ότι ο Poe, μέσω του Baudelaire, επηρέασε αρκετά τους συμβολιστές. Στο σημείο αυτό, χρειάζεται να γίνει λόγος για μια διαφορά, που ωστόσο δεν δημιουργεί -κ α ι οπωσδήποτε δεν αυξάνει - την απόσταση ανάμε­ σα στα δύο κείμενα. Το πεζό του Χατζόπουλου είναι καθαρά συμβολιστικό, ενώ του Καρυωτάκη έχει πολλά στοιχεία ωμού ρεαλισμού. Αλλά το στοιχείο της υποβολής, που δημιουργεί και στα δύο μια εξωπραγματική ατμόσφαιρα, μαζί με την ποιητικότητα του λόγου και στο «Δεσποινίς Bobary»,7 που προέρχεται επίσης από τη θητεία του Καρυωτάκη στο συμβολισμό, αμβλύνουν κά­ ποιες υφολογικές διαφορές και δημιουργούν μια ενιαία εντύπωση, κοινή στα δύο κείμενα. ★

ΥΠΑΡΧΕΙ αοριστία ως προς τον τόπο και το χρόνο, που προεκτείνεται, όπως προανέφερα, σε έναν εξωπραγματικό, ονειρικό χρόνο... Και οι δύο ιστορίες ξετυλίγονται μέσα στη νύχτα: ώς το ξημέρωμα στον Καρυωτάκη ή σε αλλεπάλληλα βράδια στον Χατζόπουλο. ★

Η ΗΡΩ ΙΔΑ του Καρυωτάκη ενεργεί «χωρίς να το καταλαβαίνει», είναι «μουδιασμένη, εκμηδε­ νισμένη, κλείνει τα μάτια» και περνούν μπροστά της «εικόνες παιδικών αναμνήσεων». Ακόμη «έχει την εντύπωση ότι κάπου αλλού συμβαίνει αυτή η φριχτή ιστορία» και «κοιτάζει γύρω έκ­ πληκτη». Η ηρωίδα του Χ ατζόπουλου «κοιτάζει αμίλη­ τη κι ασάλευτη σα βυθισμένη σε όραμα», «μένει 5. Edgar Allan Poe, Poems and Essays. Introduction by An­ drew Lang. Every mail's Library, Dutton: New York 1979, p. 163-177. Και η μετάφραση: Edgar Allan Poe, Ποίηση και φαντασία. Επιλογή Αλέξης Ζήρας. Πλέθρον, Αθήνα 1982, σ. 91-102, όπου «Η φιλοσοφία της συνθέσεως». 6. Για την επίδραση του Poe στον Καρυωτάκη 6λ. Κώστας

σιωπηλή, συλλογισμένη όλη την ημέρα, σα να ονειρεύεται και να περιμένει μόνο νά ’ρθει το βράδυ», και τελικά «της φάνηκε πως άκουσε να σβήνει σαν αποπίσω της, σαν από μακριά ή κο­ ντά, ή σαν απομέσα της μονάχα ένα μακρύ, τρικυμιστό, χαχανιστό άγριο γέλιο».

Ο ΙΔΙΟΣ αριθμός προσώπων κάνει τις ίδιες πράξεις. Αυτά είναι: η κεντρική ηρωίδα και ο εφήμερος ερωτικός της σύντροφος, που εναλλάσ­ σονται σε ρόλους παθητικούς και ενεργητικούς, η μητέρα της -μοναδικό πρόσωπο που υπενθυμί­ ζει το σχήμα της οικογένειας- και οι άλλοι: οι συντρόφισσες της Κλάρας, στις οποίες αφηγείται ψεύτικες ερωτικές ιστορίες, που φλέγεται να επαληθευτούν, και οι «συντροφιές από νέους», που περιβάλλουν τη δεσποινίδα Bovary, και των οποίω ν ο «πλανόδιος ερωτισμός» και η «άγρια θέληση» την επηρεάζουν και την ωθούν στην ερωτική ένωση.

ΕΝΩ η γυναίκα επιζητεί και προκαλεί τη σχέση και στις δύο ιστορίες, εμφανίζεται ως θύμα και ο άντρας ως θύτης. Στο « Ό νειρ ο της Κλάρας», ο ήρωας περιγρά­ φει πώς σκότωσε την κοπέλα, που ήταν έτοιμη να του δοθεί: «τά μάτια της, τα μικρά τα μάτια της ανοίξανε πλατιά στο χάος, τεντωθήκανε πόρτες ορθάνοιχτες στην άβυσσο· σαν πλάκες σμάλτο ασπροφεγγίσαν τ’ άχρωμα τα μάτια, σαν αιμοστάλαχτα ρουμπίνια αστράψαν τ’ άλαμπα τα μάτια. Τρόμαξα και της σκέπασα το πρόσω­ πο. Έ βλεπα μόνο το γυμνό κορμί. Π αίζανε φέγ­ γη χλωμοκίτρινα, αχνορόδινα κι αυτού». Στο «Δεσποινίς Bovary», η ερωτική πράξη περιγράφεται αντίστοιχα σαν αιματηρή θυσία, ή σαν έγκλημα: η γυναίκα είναι τελείως άβουλη, κλείνει τα μάτια κι αφήνεται σαν νεκρή, τα φιλιά του άντρα «σφραγίζουν αιματηρά τους ώμους, τα χείλη, το αγνό μέτωπο», τέλος, το γυμνό σώμα της «λάμπει σαν άστρο». Οι αναλογίες ανάμεσα στις δύο περιγραφές είναι ολοφάνερες. Οι διαφορές που παρουσιάζουν τα κείμενα, τόσο στην εξέλιξη της υπόθεσης όσο και στην ψυχογράφηση της κεντρικής ηρωίδας, πιστεύω ότι οφείλονται όχι μόνο στις διαφορές των συγ­ γραφέων αλλά και στη μεγάλη αλλαγή των κοι-

7.

Στεργιόπουλος, Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη. Εκδόσεις «Σοκόλης», Αθήνα 1972. «Δείγμα ενός άγριου ποιητικού ρεαλισμού και αισθησια­ σμού, που άξαφνα γίνεται απόλυτη ποίηση», χαρακτηρί­ ζει το πεζό αυτό ο Αντρέας Καραντώνης, Από τον Σολω­ μό ώς τον Μυρνβήλη. Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», Αθήνα 1969, σ. 308.


116/αφιερωμα νωνικών συνθηκών, που συνέβη στο χρονικό διάστημα που χωρίζει τα δύο κείμενα. Το 1912, η ηρωίδα του Χατζόπουλου δεν θα μπορούσε, πιθανόν, να εκφράσει πιο ελεύθερα τον καταπιε­ σμένο ερωτισμό της, αλλά 16 χρόνια αργότερα, μετά τον Α ' παγκόσμιο πόλεμο και τη Μικρασια­ τική καταστροφή, οι σχετικές περιγραφές επι­ τρεπόταν να είναι αρκετά πιο τολμηρές. Ο Καρυωτάκης αφαιρεί από την ηρωίδα του κάθε ατομικό χαρακτηριστικό. Δεν της δίνει καν όνομα, παρά μόνο στον τίτλο, όπου της δανείζει το επώνυμο ενός μυθιστορηματικού προσώπου. Φορτίζει έτσι το πεζό του με την υπόμνηση του ιδαίτερου ψυχισμού της ηρωίδας του Flaubert, ενώ παράλληλα αντιδιαστέλλει το γαλλικό Mada­ me με το ελληνικό Δεσποινίς (με όλα όσα μπορεί να σημαίνει η αλλαγή αυτή των επιθέτων). Α λλά και οι άντρες της ιστορίας αυτής τη βλέπουν μό­ νο σαν ένα σώμα, ποΐ) «σπρώχνουν» ή «ακουμπούν». Α ντίστοιχα και ο ήρωας παρουσιάζεται όχι ως άτομο αλλά ως εκπρόσωπος του φύλου του. Η δεσποινίς Bovary αποδέχεται τυχαία, «τυφλά» την πρόσκληση του τολμηρότερου από τους πλανόδιους θαυμαστές της. Ακόμη, η μονα­ δική απόπειρα διαλόγου στο κείμενο γίνεται με τη μονολεκτική φράση «εδώ», που λέει ο άντρας όταν ορίζει τον τόπο που θα σταθούν. Αντίθετα ο Χ ατζόπουλος, μερικά χρόνια νω ­ ρίτερα, παρουσιάζει τον δικό του ήρωα να απευθύνει για πρώτη φορά το λόγο στην Κλάρα για ν α ρωτήσει το όνομά της. Εκτός από όνομα η Κλάρα έχει και κάποια χαρακτηριστικά, που προσδιορίζουν ότι είναι άσχημη. Έ χει μάλιστα δώσει συγκεκριμένη μορφή στον άντρα που ονει­ ρεύεται: «ξένος με μελαψή θωριά από μακρυσμένον τόπο».

*

Η ΔΙΑΣΤΑ ΣΗ ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις ονειροπολήσεις των ηρωίδων είναι άλλο ένα κοινό χαρακτηριστικό των κειμένων αυτών. Και οι δύο δεν αντιλαμβάνονται διόλου ποιο εί­ να ι το αντικείμενο των πόθων τους. Η Κλάρα, με την ισχυρή καταφατική φράση: «ήταν εκείνος», αναγνω ρίζει στον άγνωστο που την παρακολου­ θεί, τον πρίγκιπα των ονείρων της. Η δ. Bovary, μόλις βλέπει τον αλήτη, αναρωτιέται: «ήταν λοι­ π όν ο Έρως;» (Αξιοπρόσεκτες είναι οι ομοιότη­ τες και οι διαφορές των δύο αυτών προτάσεων με τις οποίες γίνεται η «αναγνώριση» του ά­ ντρα). Λ ίγο παρακάτω, στο ίδιο πεζό, η μορφή του άγνωστου μεταβάλλεται σε ένα είδος αρχέτυ­ που: «η σιλουέτα του, με τα παλιά, σχισμένα ?ούχα, καθώς επήγαινε κουτσαίνοντας λίγο, είχε <άποιον αλλιώτικο, βιβλικό χαρακτήρα».

ΕΙΝΑΙ φανερό και στα δύο κείμενα ότι το βάρος δεν πέφτει στην ιστορία, που αποτελεί μια εξε­ ζητημένη περίπτωση, όσο στην ψυχογράφηση της κεντρικής ηρωίδας, στην οποία οι συγγρα­ φείς βλέπουν όχι το άτομο αλλά τη γυναίκα, που προσπαθεί να ζήσει τον έρωτα μέσα σ’ έναν τρο­ μακτικό και καταπιεστικό κόσμο. Ο άντρας πα ­ ρακολουθεί τη γυναίκα όπως ένα θηρίο τη λεία του. Αλλά και η γυναίκα αποδέχεται αυτή τη σχέση, η Κλάρα μάλιστα οδηγεί τον ήρωα στο χώρο που αυτή διαλέγει. Έ χει ιδιαίτερη σημα­ σία το ότι και οι δύο ιστορίες ξετυλίγονται στο ύπαιθρο, σε έναν κήπο ή στην εξοχή και όχι στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Το σπίτι παρουσιάζεται σαν ένας κλειστός χώρος, όπου ζει η μητέρα, και η ηρωίδα σαν φυλακισμένη αναγκάζεται να τη συντροφεύει. Στο θέμα αυτό μπορεί να υπάρ­ χουν οι εξής ερμηνείες: είτε οι συγγραφείς θέ­ λουν να δείξουν τον πρωτογονισμό της ερωτικής πράξης μέσα στη φύση, είτε να παρουσιάσουν μια σχέση έξω από τους κοινωνικούς φραγμούς, ή και τα δύο. Η σύγκρουση της γυναίκας με τις κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες, που καθορίζουν το ρόλο της, φαίνεται πολύ καθαρά στο πεζό του Καρυωτάκη, ιδιαίτερα όταν η ηρωίδα αναλογίζεται τη ζωή της. Φαίνεται ακόμη και με την αναφορά στη Madame Bovary, για να υπενθυμί­ σει το έργο που έδωσε το όνομα στο «σύνδρομο του μποβαρισμού», δηλαδή στο ανικανοποίητο των ανθρώπων, που τα μικροαστικά τους ιδεώδη δεν συμβιβάζονται με την πραγματικότητα. Αλλά και ο Χ ατζόπουλος, που παρουσιάζει την Κλάρα να ονειρεύεται έναν πρίγκιπα, χωρίς να σταθμίζει την ασχήμια της και την ασημαντότητα της καθημερινής της ζωής, για να την προσ­ γειώσει στην πραγματικότητα με τον πιο τραγικό τρόπο, δείχνει μιαν άλλη όψη αυτού του κοινω­ νικού περίγυρου, που πιέζει τη γυναίκα να βρει έναν άντρα αλλά παράλληλα της καλλιεργεί χι­ μαιρικές βλέψεις. Ό λ α αυτά γίνονται ακόμη κα­ θαρότερα αν συνεκτιμήσουμε ότι στο συγγραφι­ κό παρελθόν του Χατζόπουλου υπάρχουν η Αγά­ πη στο χωριό και Ο Πύργος τον ακροπόταμον, όπου το ίδιο πρόβλημα εξετάζεται στις συνθήκες της χωριάτικης κοινωνίας.

ΚΑΙ τα δύο πεζά δημιουργούν στον αναγνώστη ένα αίσθημα φόβου και κυρίως μιαν εντύπωση νοσηρότητας, καθώς οι ηρωίδες τους έλκονται και ενδίδουν σε κάποιον που τους είναι απωθη­ τικός, ενώ παράλληλα δεν έχουν επίγνωση του κινδύνου που διατρέχουν. Α υτό είναι ένα στοι­ χείο που, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, έμεινε ανεκμετάλλευτο από τους Έλληνες συγγραφείς, ενώ παρουσιάζεται συχνά στους ξένους συμβολι-


αφιέρωμα/ ί ϊ 7 στες. Θεωρώ πολύ διαφορετικό το είδος του ωμού ρεαλισμού, που έδωσε επίσης περιγραφές βίαιης και αταίραστης ερωτικής ένωσης, για πα ­ ράδειγμα στα πεζογραφήματα του Καραγάτση, γιατί σ’ αυτά παρουσιάζεται ως κίνητρο το α ν­ τρικό πάθος, το οικονομικό συμφέρον, η εκδίκη­ ση ή ο υπολογισμός, στοιχεία που λείπουν εντε­ λώς από τα κείμενα που εξετάζω.8 Το γεγονός ότι ο Χ ατζόπουλος, σχεδιάζοντας την παράξενη ιστορία της Κλάρας, την τοποθέ­ τησε έξω από τον ελληνικό χώρο και ο Καρυωτάκης συνέδεσε την ηρωίδα του με το γαλλικό μυθιστόρημα, πιστεύω ότι δείχνει πόσο «ξένες» θεωρούσαν τις υποθέσεις αυτές για την Ελλάδα.

ΜΕ Ο ΛΑ αυτά τα κοινά στοιχεία θέλησα να επισημάνω την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο κείμε­ να , που οπωσδήποτε δεν είναι τυχαία, αν λά­ βουμε υπόψη ότι ο Καρυωτάκης είχε επιλέξει και αναδημοσιεύσει το «Ό νειρο της Κλάρας» στη «Γάμπα», το περιοδικό που εξέδωσε το 1919 μαζί με τον φίλο του Ά γ η Λεβέντη.9 Δεν φαίνεται να υπάρχει ένα έργο, που να χρησιμέυσε ως κοινό πρότυπο και στα δύο π εζο­ γραφήματα. Έ γινε λόγος για τη Madame Βοναry, που επηρέασε τον Καρυωτάκη·10*το έργο αυ­ τό πιθανότατα γνώριζε και ο Χ ατζόπουλος.11 Ο τελευταίος είχε ακόμη υπόψη του τη Δεσποινίδα Τζονλια του Strindberg,12 που δίνει ακριβώς την 8. Από την άποψη αυτή θεωρώ ότι μόνο εξωτερικές ομοιότη­ τες και όχι εσωτερικές αναλογίες σαν αυτές που ανιχνεΰω εδώ, έχει η παραλλαγή της «Δεσποινίδας Bovary», που χρησιμοποίησε ο Καραγάτσης στη Χίμαιρα και στη Μεγά­ λη Χίμαιρα. Για την επισήμανση της ομοιότητας 6λ. Στεγιόπουλος, ό.π., σ. 1529. 9. Κ.Χ., «Το όνειρο της Κλάρας», Η Γάμπα, έτ ς Ιον, αρ. 5,6.10.1919, σ. 1-2. Την πληροφορία αυτή ·>στώ στον καθηγητή Γ.Π. Σαββίδη, τον οποίο και ευχαριστώ θερμά. 10. Το πεζό του Καρυωτάκη αποτελεί μια περίπτωση «επανατονισμού» της Madame Bovary. Για τον 1 ο βλ. Μιχαήλ

Λ .

ί |· | Ξ Ι

εικόνα του παιχνιδιού ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό και την πίεση του κοινωνικού πε­ ριβάλλοντος, που οδηγεί τη γυναίκα στην αυτο­ κτονία. Αλλά οι ομοιότητες και οι αναλογίες ανάμεσα στα πεζά που εξετάζω, πηγάζουν ;. ρισσότερο από μια κοινή άποψη για το θέμα τους παρά από επίδραση. 'Αλλωστε, στα τελευταία κείμενα του Καρυω­ τάκη μπορούμε να βρούμε κι άλλες αναλογίά- κ εικόνες και θέματα των συμβολιστικών πεζών του Χ ατζόπουλου. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Πρέβεζα» προβάλλει, σαρκάζοντας σπαρακτι­ κά, όλα εκείνα τα στοιχεία, που ο Χατζόπουλος παρουσιάζει στο «Φθινόπωρο», να χαρακτηρί­ ζουν μιαν ελληνική επαρχία: τις αρχές του τόπου - το νομάρχη, τους αξιωματικούς του στρατού, τον αστυνόμο-, την άφιξη του πλοίου που απ ο­ τελεί σημαντικό γεγονός, το αίσθημα της ανυ­ παρξίας και του θανάτου, που αντανακλά πα­ ντού γύρω, ακόμη και μια κηδεία, που μπορεί να μεταβληθεί σε διασκέδαση «με σεμνούς τρό­ πους». Ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο θέμα: η πλή­ ξη και η φθορά της επαρχιακής ζωής στους αν­ θρώπους που δεν είναι δεμένοι με τη γη. Αυτό είναι άλλο ένα κοινό στοιχείο των δύο λογοτε­ χνών, που αντιμετώπισαν στο έργο τους κριτικά την ελληνική πραγματικότητα, αν και απο δια­ φορετική οπτική γωνία.

□ Μπαχτίν, Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής. Μετά­ φραση: Γιώργος Σπανός. Πλέθρον, Αθήνα 1980, σ. 302306. 11. Το 1914 ο Χατζόπουλος είχε εκφραστεί πολύ επαινετικά για τα έργα του Flaubert, με αφορμή τη μετάφραση από τον Κ. Βάρναλη του Πειρασμού του Αγίου Αντωνίου. Βλ. Κωσταντίνος Χατζόπουλος, «Ποιητική τέχνη. Φλωμπέρ», Νέα Ζωή, τόμ. IX (1914), σ. 321. 12. Αύγουστος Στρίντμπεργ. «Η δεσποινίδα Τζούλια», νατουραλιστική τραγωδία μεταφερμένη στο Ελληνικό από το Γιάνη Α. Καμπύοη, Η Τέχνη, αρ. 10-11, ΑύγουστοςΣεπτέμβριος 1899, σ. 241-270.

1 I

ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ φ θ η ν ά Π Ο Λ Υ φ θ η ν ά β ιβ λ ία Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ιε ς μ ισ ο τ ιμ ή ς Ε υ κ ο λ ίε ς π λ η ρ ω μ ή ς

1 Μ Π Ο Σ Ί Ά Ν Ο Γ Λ Ο Τ - Γ ΙΑ Τ Ο Φ Θ Η Ν Ο Β Ι Β Λ Ι Ο Κ Ο Λ Ο Κ Ο Τ Ρ Ω Ν Η 9 ^ Π Ε ΙΡ Α ΙΑ Σ Τ Η Λ . 4112258


118/αψιερωμα

Αλεξ. Αργυρίου

του Κ.Γ. Καρυωτάκη Ο κριτικός λόγος ^

κ*Λ*

J^^fywTj

V

ν

ί^ θ ^ Ο ; !

Ικί^ν» yC

>Λη

,

<*>*

1 ' U > (Y

*»ιί

v Λ

A

V C V ^ '*

λ

, C

t ,‘j &s

Ι· λ ^ *Λ

4·:

v

^ * ^ ν ν .|(Γ θ ΐΥ , Γ*Λ

\*V<VvoO j 7 v

·*Λ\^ν

^

rO

'^ iV vjV w *

iJ ii'*

ts")

"ι- ίρ^Μ-lU w '»

WO

«k' u / v!

ir<\vic.r- j ,

^

v >Vv

v ' ■ f f t ' ^ 'W v i a,

.· „

CNV

i*i‘> j * ' ^

ί Π)^ Λ '5

<">

<ό

„V u «*ίΟν* r Λ '■

v vV X y.^ V v yA A.

' ' V rwV

,

yu/(Vo

a'i

c^

S

Λ*

lN ^ J v f y w ^

<V / Λ

να v 'rjei'rfVv

Γν< Λ

i

4juS \A

( ^ \A

V

V

Λ

\A y \ *

Χειρόγραφο Κ.Γ. Καρυωτάκη

Με ποια έννοια μιλώ για κριτικό λόγο ενός ποιητή που δεν έχει καθαυτό ν τικό έργο; Ή μά λλον το κριτικό τον έργο περιορίζεται σε όσα έβαλε στα Παραλειπόμενα» ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης: Έ να σημείωμα για τον Ιωσήφ φτόπονλο, ένα για την παράσταση τον Προμηθέως Δεσμώτου, στους Δελφούς, μια απάντηση στην κριτική που τον έκανε ο Βασίλης Ρώτας. Κ αι θέλω να προσθέσω ακόμη μ ια επιστολή στον Πέτρο Χ άρη για την τελευταία Νύχτα της Γης» του, που βρίσκομε στο Σχεδίασμα Χ ρονολογίας του Κ.Γ. Καρυωτάκη των Γ.Π. Σαββίόη και Ν.Μ . Χατζηδάκη. Τα ο λίγα ετούτα σημειώματα είναι μ ά λλον αντιδράσεις παρά ουσιαστικά κριτικά σχόλια. Α ν μάλιστα τα σνγκρίνομε με τα σχόλια των λ ίγο νεότερων τον: Τέλλο 'Αγρα, J.M. Π αναγιω τόπουλο, Μήτσο Π απανικολάον, οι οποίοι ταυτόχρονα μ ε το ποιητικό τους έργο παρουσ ιά ζουν από τότε και αρκετό κριτικό έργο φαίνεται η διαφορά. Για να συντομεύω, όπως οφείλω, έρχεται λογικό να πιστέψομε τον Ά γ ρ α ο οποίος, αν θυμάμαι καλά, υποστήριζε ότι ο Καρυωτάκης δεν έγραφ ε παρά μόνο ποιήματα, όεν διάβαζε παρά μόνο ποιήματα.


2στόσο αν δεν έχει κριτικό έργο ο Καρυωτάκης Γεν σημαίνει ότι δεν έχει και κριτικό στοχασμό, [ου να του μόρφωσε μια αισθητική αντίληψη, ’ην απάντηση για το κατά πόσον το ποιητικό ργο του Καρυωτάκη έχει γραφεί -τουλάχιστον ιπό μια χρονική στιγμή και έπειτα— κάτω απο ιια ολοκληρωμένη αισθητική αντίληψη, μπορούιε να την πάρουμε από τις εσωτερικές καταθέ­ τεις που ανασύρομε από το ίδιο το έργο του. \π ό τη δική μου πλευρά θέλω να κοιτάξω το ιοιητικό του έργο ως “φορτίο σημασιών” από >που μπορεί να διαπιστωθεί αν εκεί βρίσκεται εγγεγραμμένος ένας κριτικός λόγος. Α ν δηλαδή ;ο ποιητικό σύμπαν του Καρυωτάκη είναι συγ­ κροτημένο από ένα άθροισμα παρατηρήσεων, χπό άτακτα και τυχαία φαινόμενα, ή, (όπως θα •πιχειρήσω να υποστηρίξω), αποτελείται τουλά­ χιστον από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, από αντιπαράθεση φαινομένων, και κριτική τους ανάδειξη, η οποία συνιστά μια αντίληψη και χιάση ζωής. Να το πω αλλιώς: Ο ποιητικός λό/ος του Καρυωτάκη, στην ώριμη φάση του, δεν είναι “αθώος” -ενώ ξεκίνησε έτσι, όπως και των άλλων συνοδοιπόρων του. Ο Τέλλος Ά γ ρ α ς το­ ποθετούσε, παίζοντας, τον Καρυωτάκη στην Κό­ λαση, συντροφιά με τον Παλαμά, και τον Καβάφη, τον Βιγιόν, τον Χάινε, τον Μποντλέρ, τον Λεοπάρντι, και τον Φώσκολο (περ. Ο κύκλος, Ιούλ. 1933 σ. 220). Α ν, για να συνεχίσω το παιχνίδι του Αγρα ο Καρυωτάκης βρέθηκε στην Κόλαση, μάλλον πρέ­ πει να βρισκόταν προηγουμένως σε Παράδεισο, από όπου ον εξεδίωξε η “Γνώση” . Στον Π αρά­ δεισο πρέπει να κατοικούσε πριν ακόμη από τη\ πρώτη συλλογή ποιημάτων του το 1919 («Ο πό­ νος του α θρώπου και των πραμάτων»). Ωστόσο δεν βρισκόμαστε ακόμη εδώ στην Κόλαση Η ζωή είναι ανεκτή· Ο φωτισμός της είναι γκρίζοςκυρίαρχο συναίσθημα: η μελαγχολία. Πρόκειται για ποιήματα και καταστάσεις που ανταποκρίνονται στη νεαρή ηλικία του Καρυωτάκη. Τσ 1916 που γράφεται η «Μυγδαλιά», το προτιμότε­ ρο ποίημα της συλλογής κατά τις διερευνήσεις του Γ.Π. Σαββίδη, ο ποιητής είναι 20 χρονών. Και το 1919 που βγαίνει το βιβλίο του, 23 χρό­ νων. Ό μω ς μια σύγκριση του επιπέδου των ποιημάτων αυτών με τα ποιήματα, του κατά τρία χρόνια νεότερού του Τέλλου Ά γ ρ α , της ίδιας εποχής, που βρίσκονται στα «Τα Βουκολικά και τα Εγκώμια» (1917-1924), υπολογίζω ότι θα μας έδινε χρήσιμες πληροφορίες για τις προϋποθέ­ σεις τους στο ξεκίνημά τους και τις εμπειρίες τους. Ίσως έτσι εντοπίζαμε κάποια κοινά ση­ μεία, τα οποία στα αμέσως προσεχή χρόνια έχουν εξαφανιστεί, καθώς στον Καρυωτάκη αρ­ χίζει η ανάπτυξη ενός κριτικού λόγου που ούτε στην ποίηση του Ά γ ρ α ούτε του Παναγιωτόπουλου, και του Π απανικολάου θα συμβεί.

αφιερωμα/119 Κριτικός λόγος όμως, ως προς τι; Ποιο είναι το αντικείμενο irr, κριτικής του Καρυωτάκ.; Πού προβληματίζεται; Σε ποιο χώρο κειτιιι το πρόβλημα που τον απασχολώ ; Στον μεταφυσικ / οντολογικό; Στον βιοτικό χώρο ή στον κοινών κό; Επίσης: Ποιο είναι το σημείο αναφοράς· Το άτομό του; Το περιβάλλον του: Φιλικό; Μιας κοινότητας; Ας το ερευνήσουμε μέσα στην ποίη­ σή του Στη συλλογή του Νηπενθή (1921) παρατηρού­ με σύάηση του ποιητικού του ορίζοντα, πιο άνε­ τη στιχουργία και μια οικονομία του λόγου. Ωστόσο, απλή ένδειξη αν θέλετε, η βράβευση ποιημάτων της συλλογής αυτής το 1920 στον Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό -π ο υ οι πληροφορημένοι σνομπάρουν (μαρτυρία Τ. Ά γ ρ α )- φανερώνει ότι ο ποιητικός λόγος του Καρυωτάκη, τότε ακό­ μη, εγγράφεται στα εσκαμμένα. Θα αντιγράψω πάντως μερικούς ενδεικτικούς στίχους ή τμήμα­ τα: Α νθάκια μ ου χλωμά / βιολέτες κι ανεμώνες / αρ­ γυρή δροσοαιαλίδα (Ποιητές, σ. 26) μαραίνονται οι Βερλαίν / νοσταλγικά εγώ κλαίω (σ. 27) Τριγύ­ ρω θά ’ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας - και θά ’να ι το τραγούδι μου σαν κλάμα (σ. 36) για το χαμό της νιότης (σ. 32) Η νύχτα μας εχώρισεν από όσους αγαπάμε (σ. 33) (Στο βάζο ξέρω δί­ πλα μ ου δυο κρίνους φωτεινούς (σ. 37) Στον κή­ πο μας αρρώστησεν ο Μάρτης / έχω κόψει - το ρόδο στο παράθυρο (σ. 39) Οι ελπίδες και τα ρό­ δα να μαδήσουν I για πάντα να χαθούνε τόσοι φ ίλοι (Μόνο σ. 41) Μ όνος απόμεινα - κι έρημος πάω / Α εροσαλεύοννε κρίνοι και χέρια. - ' Η λιοι τα πρόσωπα - μάτια τ’ αστέρια (α. 42). Ή για να πάμε στην κατηγορία των στοχα­ σμών: (σ. 48) Μια πεταλούδα επέταγε και την ακολουθούσα (σ. 49) Πρώτη αγαπούλα, και να κρατάει άνθος τ’ όνειρό μου / (σ. 50) το λουλούδι - στον κήπο της καρδιάς μου (σ. 53) τα ονείρατα στα χέρια μ ου εσκορπίσαν 1 και τά ’δωκα ροδόφυλλα, του ανέμου (Του αδελφού μου, σ. 54) Η παράθεση αυτή που έκανα δεν είχε κανένα χαρακτήρα αξιολογικό. Θέλησα μόνο να δείξω ότι στα Νηπενθή μόλις απέχομε από μια καθιε­ ρωμένη ευαισθησία, από κοινούς τόπους, από κοινόχρηστες παραστάσεις. Να επαναλάβω: μό­ λις απέχουμε. Και είναι θέμα να αποφασίσομε ποιο βαραίνει περισσότερο το: απέχουμε ή το: μόλις. Ή δη όμως, από το 1933, στον Αγρα συναντά­ με την πρώτη αξιολόγηση. Ο τίτλος της μελέτης 1 1 Οι παραπομπές στην έκδοση: Κ.Γ. Καρυωτάκης. Ποιήμα­ τα και πεζά, επιμέλεια Γ.Π. Σαδβίδης, 1972.


120/αφιερωμα του, ήταν: Ο Καρνωτάχης και οι «Σάτιρες». Ωστόσο πραγματικά αναφέρεται στα Ελεγεία και Σάτιρες, ενώ θίγονται λίγο τα Νηπενθή. Υποθέτω όμως ότι με τον τίτλο του ο Τ. Ά γρ α ς αξιολογούσε, δίνοντας προτεραιότητα στις «Σά­ τιρες». Ας προχωρήσουμε την έρευνα. Να λάβουμε όμως υπόψη ότι, εξακριβωμένα, 11 ποιήματα από την πρώτη και δεύτερη σειρά των «Ελεγείων» είναι δημοσιευμένα ή γραμμένα το 1922 και 1923, και δυο στις «Σάτιρες» («Ωχρά σπειροχαίτη» 1923 και ο «Μιχαλιός» 1919), συ­ νεπώς πολύ κοντά στο βιωματικό και αισθητικό πεδίο των «Νηπενθών». Πιο εύκολα μπορούμε να το αντιληφθούμε στο «Τελευταίο ταξίδι» που αρχίζει:

Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στον απείρου και στης ννχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα! (σελ. 65) Και πιο δύσκολα, γιατί αρχίζουν να μπαίνουν κάποια άλλα σύμβολα, στο:

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί στο χείλος του κόσμον, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη! (σ. 67)

η στην «Υστεροφημία» (σ. 63) της οποίας την πρώτη μορφή γράφει το 1922, κι όμως παρου­ σιάζεται αρκετά μέσα στο τελευταίο ψυχικό κλί­ μα - κι ίσως γι’ αυτό τοποθετήθηκε πρώτο στα «Ελεγεία». Θέλω πάντως να προσέξομε δυο διαφορές της πρώτης από την οριστική γραφή της «Υστεροφη­ μίας». Το είμαστε (4ος στίχος) έγινε τελικά είμεθα και το οι ονειροπόλοι στίχοι μας έγινε: δέκα μο­

νάχα στίχοι μας. Αλλά και βέβαια ολόκληρο το τετράστιχο το οποίο αφαιρέθηκε2 που επέτρεπε ώστε το ποίημα αντί να δένεται με τα προηγούμενα, να προσχω­ ρεί στα επόμενα. Διαλέγω πάλι για να δούμε πού βρισκόμαστε, μερικούς στίχους:

με το χρυσό χαμόγελο του μαραμ-νον ^ ύου ( 68) 2. Βλέπε οπισθόφυλλο της έκδοσης 1972 στη- οποία αναφέρο-

κι είμαι άνθος που φυλλορροεί στο χέρι σου και πάει (69)

Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη (70)

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα (71)

όπως το ροδοπέταλο, που θύελλα έχει αρπάσει (72)

φοβισμένα σπουργίτια τα μάτια τους τα χρυσά πού ’ναι τώρα φθινόπωρα, πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση; πόύ οι νυχτιές με τον άπειρον, έναστρο ουρανό, τα τραγούδια στο κύμα; (75)

τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη ψιθυρίζει και μένει, (80)

Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα είδα το βράδυ αυτό (83) Πλάι όμως, σε αυτά τα σημεία αναφοράς που παραπέμπουν σε καθαρά παραδοσιακά καλλιτε­ χνικά πεδία, μέσα στην πρώτη και τη δεύτερη σειρά των «Ελεγείων» έχομε και ολόκληρα ποιή­ ματα, στα οποία η μετάβαση σε άλλο γένος είναι σαφής. Ό πω ς συγκεκριμένα τα ποιήματα: « Ό λα τα πράγματά μου έμειναν όπως» (66), «Θέλω να φύγω πια από δω» (79), «Ω, Βενετία» (81), «Ηλύσια» (σ. 82), «Είμαστε κάτι...» (87), «Ποια θέληση θεού...» (88), «Τι να σου πω, φθινόπω­ ρο» (σ. 90), «Επίκλησις» (σ. 92), «Ό τα ν άνθη εδένατε....» (σ. 93),. Σ’ αυτά όμως, η ασέβεια της παράθεσης σπα­ ραγμάτων που έκανα προηγουμένως, δεν θα απέδιδε. Δίνω λοιπόν ένα ολόκληρο:

Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει, το πρόσχημα τον βίου σου, και θ’ απογυ­ μνωθείς. Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς, που το χειμώνα απάντησε στον δρόμον εκεί τη μέση. Κι αφού πια τότε θα ’ναι αργά νέες χίμαι­ ρες να πλάσεις ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά θ’ ανοίξεις το παράθυρο για τελευταία φορά κι όλη τη ζωή κοιτάζοντας ήρεμα θα γελάσεις. (76)


αφιερωμα/121 Θα προσέξατε ότι τα υπόλοιπα της προηγού­ μενης φάσης (δαφνόφυλλο, δέντρο, φύλλωμα) υπάρχουν, αλλά έχουν υποσκαφθεί. Ό π ω ς έχει υποσκαφθεί και η στιχουργία. Σε ένα οχτάστιχο, με 14σύλλαβους και 15σύλλαβους ιαμβικούς στί­ χους, ο έκτος στίχος είναι μετρικά ασαφής. Ξα­ νακούστε τον:

Λ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ 3 ? Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007

ή ακόμη μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά Για να περιοριστώ όμως στο θέμα μου: Έ χει αρχίζει να γίνεται ο Καρυωτάκης κριτικός ως προς τα γύρω του φαινόμενα· να τα σχολιάζει. Ν α τους δίνει χαρακτηριστισμούς:

Το πρόσχημα του βίου σου. Εκείνο που μπορείς να κάνεις / «να πλάσεις» / είναι:

νέες χίμαιρες μια επιπόλαιη και συμβατική χαρά Για να καταλήξεις:

ήρεμα να γελάσεις Δηλαδή, ο βίος, η ζωή, ο άνθρωπος που είναι δέντρο δίχως φύλλωμα («ντυμένος» μ’ ένα ξερό δαφνόφυλλο όπου το ντύσιμο γίνεται με ένδυμα: νέες χίμαιρες) δεν συνιστούν παρά αστειότητες. Βρισκόμαστε άραγε από τότε στην αμφισβήτηση της ζωής; Και με ποια κριτήρια γίνεται αυτή η αμφισβήτηση; Ωστόσο, η ύπαρξη ενός παιδιού μπορεί να προξενήσει μια «Ωδή» η οποία τε­ λειώνει:

Ευτυχίζω σε σένα τις ερχόμενες τύχες την άγνοια του κόσμου, το χαμόγελο που είχες, ω άγγελε παραστάτη ω παρήγορο φως μου! (85) Ό σ ο μπορώ να καταλάβω, σαφή'απάντηση για τους λόγους της αμφισβήτησης δεν παίρνομε από τα «Ελεγεία». Α ς δούμε αν παίρνομε από τις «Σάτιρες» που εισάγονται με το ποίημα «Στο Ά γα λ μ α της Ελευθερίας που φωτίζει τον κό­ σμο». Ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης στη φράση: «Το φως σου, χωρίς να καίει» υποσημειώνει: «Πιθανή αναφορά σ’ το Φως που καίει του Βάρναλη (1922). Με περισσότερο λάσκο (που μάλλον ανεχόμα­ στε σε έναν κριτικό), ισχυρίζομαι ότι υπάρχ ν ελάχιστες πιθανότητες: η σχεδόν ταυτότητι ης έκφρασης να είναι τυχαία, πολύ περισσότερο ιν

Αντρέας Φραγκιάς

ΤΟ ΠΛΗΘΟΣ 2 Το πλήθος των ανθρώπων και των καθημε­ ρινών καταστάσεων είναι ο πρωταγωνιστής. Ίσως αυτό που παρακολουθούμε και μετέ­ χουμε να είναι μέρος μιας γιγαντιαίας πα­ ράστασης. Ό σ ο ι όμως ζουν μέσα σ’ αυτή πάσχουν αληθινά. Οι παράδοξες και ταυτό­ χρονα οικείες καταστάσεις που περιέχονται σ’ αυτό το βιβλίο συνοψ ίζουν τον παραλογισμό της τελευταίας τριακονταετίας στη χώ­ ρα μας. Και όχι μόνο


7Ζ ϊ/α φ ιε ρ α ψ α

συνυπολογίσομε την απήχηση και το κύρος που είχε εκείνα τα χρόνια το έργο του Βάρναλη -κ α ­ θώς επίσης και το ότι βρισκόταν σε διάσταση με τα άλλα έργα που γράφονταν. Ακόμη να υπολογίσομε ότι το Φως που καίει προηγείται στο είδος της Σάτιρας, μιας σάτιρας επί σκηνής, ενώ τα Σ ατιρικά Γυμνάσματα του Παλαμά και το πνεύμα που έκανε την επανάστα­ ση στο Γουδί, μετά πλέον τη Μικρασιατική Κα­ ταστροφή, είχαν περάσει οριστικά στην Ιστορία. Ενώ όμως το Φως που καίει είναι έργο με “θέ­ ση” , βασίζεται σε μια πίστη, έχει τις βεβαιότητές του, το φως είναι πραγματικό φως (δεν ταυτολο­ γώ), ο Καρυωτάκης μοιάζει να αντιπροτείνει: στο Φως που καίει: το Φως που τυφλώνει. Με αυτή την έννοια και το «Φως που τυφλώ­ νει» είναι ποίηση με θέση. Είναι μια παρέμβαση του Καρυωτάκη σ’ ένα μείζον θέμα: Την Ελευθε— ρία. Ό χ ι για να γράψει τον Ύ μνο της αλλά για να επισημάνει τη φαλκίδευσή της. Το Ά γα λ μ α , αυτό το παρόμοιο με το πορτρέτο του Dorian Gray, δεν είναι η Ελευθερία· την υποδύεται για να μπορεί να τυφλώνει. Έ τσι ο λαός γίνεται «λαός Μ ουνούχων», για να ξαναθυμηθούμε τον Βάρναλη - εδώ: «πεταλούδες χρυσές» (πεταλού­ δες που καίγονται στο φως). Και οι δυο πάντως εκφράσεις δηλώνουν την αχρηστία και την ανευθυνότητα. Με τις δυο πρώτες εξάστιχες στροφές του ποιήματος η Ελευθερία και το Ά γα λ μ α , που τη συμβολίζει, πάνε μαζί. Το άγαλμα και η ελευθε­ ρία: λογαριάζεται η αξία τους από το λαό, αγο­ ράζεται από εμπόρους, κονσόρτσια κι εβραίους νοήματα που προϋποθέτουν: ενσάρκωση της ελευθερίας. Η ελευθερία είναι το “είδωλό” της το άγαλμα. Έ τσι η ελευθερία μπορεί να γίνεται “πουλημένη” , “ατιμασμένη” , όπως θα το έλεγε ο Βάρναλης. Αλλά στο τρίτο εξάστιχο του ποιήμα­ τος παρουσιάζεται όχι πια το “είδωλο” αλλά το “ίνδαλμα” της ελευθερίας, η ιδέα της, να το πούμε με πλατωνική ορολογία, καθώς το ρήμα που χρησιμοποιεί ο Καρυωτάκης («νοσταλγού­ νε») παραπέμπει σε κάποιο παρελθόν που τη γέν­ νησε ως απόλυτη ιδέα, το “αρχέτυπό” της και συνεπώς αυτό το καθαρό νόημά της: νοσταλγού­ νε οι άνθρωποι - ή μάλλον: αλίμονο όσοι άνθρω­ ποι ανήκουν στην αγαθή μερίδα της ζωής των οποίων: μοίρα τους είναι ο θάνατος, με την έν­ νοια της “απουσίας” τους από το “προσκήνιο” , όπου οι αξίες εξαγοράζονται. Για να φύγω από αυτή τη λογική κατάστρωση που μάλλον εγκλωβίζει το ποίημα, ας προσέξομε τα ρήματα των δυο πρώτων στροφών: σχίζει / δαγκάνει / καίει / τυφλώνει / λ ο γα ρ ιά ­ ζουν / κάνει (=κοστίζει) αγοράσουν / είναι /διαβάσουν / παρομοιάσουν/ Ρήματα που μας παραπέμπουν σε έννοιες αγο­ ράς, συναλλαγής, αφού και τα δυο άλλα ρήματα

( διαβάσουν / παρομοιάσουν ) έχουν μέσα στο ποίημα αξιολογική δράση. Βρισκόμαστε συνε­ πώς σε ένα επίπεδο ρεαλιστικό, αλλά και επι­ πλέον υπάρχει μια παρέμβαση στην πραγματικό­ τητα. Α πό το σύνολό της επιλέγεται εκείνο που βοηθά να ζωγραφιστεί η εικόνα ενός βρόμικου κόσμου. Ε ίναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη πολλές οι αμαρτίες... Ωστόσο, αν η ελευθερία είναι “αίτημα” για τον Καρυωτάκη (έστω και για όσους ως «έπαθλο του αγώνος» προσδέχονται τη λύπη», και «μο­ χθούνε») δε άρχει διεκδίκησή της. Δεν νομί­ ζω ότι οι δυο υπ > ες λέξεις που βλέπομε: «αγώ­ νος» και «μοχθούνε- - από το μόχθος - έχουν πολιτική διάσταση, εφόσον οι τυχόν διεκδικητές είναι: νεκροί που η καθιέρωσις τους λ είπει Οι >ς ενώ δ. ελπίζει και δεν διεκδικεί: χαρ α κ ν.,μ ζει, δ. ..τώνει και στιγματίζει, όπως για ια όσα συμοαίνουν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή: ούτω την χώραν νέμεται η στρατιά της ήττης, του λα ού την απόφασίν άτεγκτον, φοβεράν, περιφρονούσα (σ. 101, στ. 61-65) Μήπως όμως πρέπει να κάνομε τη διάκριση “λαού” και “μαζών” για να μη θεωρήσομε ως αντίφαση τη μεθεπόμενη στροφή: Μικράν, μικράν, κατάπτυστον ψυχήν έχουν αι μάζαι ιόιοτελή καρδίαν και παρειάν αναίσθητον εις τους κολάφους (σ. 101, στ. 71-75) δηλαδή, για να απλοποιήσω: λαός: που παίρνει άτεγκτον φοβεράν απόφαση και μάζα: με ιδιοτελή καρδία και παρειάν αναίσθητο ως τους κολά­ φους; Ωστόσο ένα υποσύνολο αυτού του λαού μπο­ ρεί να δείχνει (αλλά και να έχει) ευαισθησίες: Έ νας λυγμ ός εκίνηαε τ’ απίθανα αυτά πλήθη (σ. 108, στ. 5) ακούγοντας Αισχύλο. Νομίζω ότι μπορούμε να υποστηρίξομε ότι τέ­ τοιες απόλυτες, κατά έναν τρόπο, θέσεις, προέρ-


αφιερωμα/123 χονται τόσο από προσωπικές εμπειρίες όσο και από γενικότερες εποπτείες. Γι’ αυτό ίσως και κα­ ταλήγουν: ακλόνητες πεποιθήσεις όσο επαλη­ θεύονται από νέες εμπειρίες. Η πρόθεση να τις αντικρούσομε συγκεκριμένα και σε προσωπικό επίπεδο, περιέχει περισσότερη αφέλεια από όση υπερβολή συγκεντρώνουν τέτοιας λογής εκφάν­ σεις. Σημασία έχει να παρακολουθήσουμε τη συ­ νέπεια τους. Τα μοτίβα που επανέρχονται. Ό πω ς:

Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς μπορούνε με χίλιους τρόπους [...] όταν οι άνθρωποι θέλουν το κακό του δίνουν όψη ν’ αρέσει. του δίνουν λόγια χρυσά, που νικούν με την πειθώ, με το ψέμα, [...]

(σ. 106, στ. 1, 2, 11-14)

Άσε τα γύναια και το μαστροπό Λαό σου, Ρώμε Φιλύρα (σ. 106, στ. 21, 22)

Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι. Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος

Ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυ* λαία - ω, κωμωδία! - το θάμπωμα, τ’ όνειρο, την αχλύ.

Και αυτά από ποίημα ήδη του 1923 -ενταγμέ­ νο πάντως στις «Σάτιρες». Α ς το υπογραμμίσω επειδή έχει σημασία πού μπαίνει το παρένθετο ουσιαστικά τετράστιχο αυτό: Στο «Ωχρά σπειρο­ χαίτη». Ίσως δεν θα χρειάζεται να υποστηρίξω πως από ό,τι βρίσκομε στην ποίηση τον Καρυω­ τάκη ο Θεός δεν είναι άλλο παρά: Φύση, Μοίρα, Σύμπτωση. Δηλαδή ο Θεός μπαίνει μέσα στις αμφισβητήσεις, στα χλευαζόμενα, καθώς συστε­ γάζεται ως “πολιτευτής” , έχοντας τους οπαδούς του: να «παίζουν cricket» στον Παράδεισό του ως αμοιβή για τη φρόνησή τους. Επειδή όμως ο χρόνος μου τελειώνει χωρίς να έχουν εξαντληθεί τα στοιχεία, θα συμπληρώσω με ένα ακόμα που νομίζω δείχνει ότι αλλιώς λει­ τουργεί ως λόγιος και αλλιώς ως ποιητής (Η διά­ κρισή μου είναι χρηστική). Ο Καρυωτάκης παρακολουθεί την παράσταση του «Προμηθέα Δεσμώτη» στις «Δελφικές εορ­ τές» των Σικελιανών και γράφει ένα κριτικό ση­ μείωμα θετικό στην όλη προσπάθεια στο περιο­ δικό Αλεξανδρινή Τέχνη (Α ', 9, Αύγ. 1927) το οποίο τελειώνει:

(σ. 109, στ. 1,2)

Τα χάχανα του κόσμου3 (σ! 115, στ. 3) Δεν ξέρω αν η κατηγορηματική του κρίση για την ανθρώπινη θηριωδία χρεώνεται, κατά τον Καρυωτάκη, στην Πολιτεία, το Κράτος, τον Κα­ πιταλισμό ή κάπου ανάλογα, ή στην ανθρώπινη Μοίρα, τον Θεό, ο οποίος: έφτιαξε έναν κόσμο που δεν είναι παρά «φρικαλέα κωμωδία» και που από καλή πρόθεση βρήκε τη διέξοδο, για να ανεχθούμε τον κόσμο του, να μας προσφέρει: τις ψευδαισθήσεις, ώστε να μας φαίνεται ωραίος αυτός ο κατά βάθος αστείος κόσμος. Ή επειδή θα προτιμάτε από τη “φρικαλέα” ανάλυση που σας έκανα, τον ίδιο τον Καρυωτά­ κη, ακούστε το λόγο του:

Μια κωμωδία η πλάση Του σαν είναι φρι­ καλέα, Εκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή.

3. Ας μαζέψουμε λοιπόν τις ύποπτες λέξεις, άνθρωποι, λαός, μάζες, κόσμος κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε το νοηματι­ κό τους περιεχόμενο στην ποίηση του Καρυωτάκη.

σας π εριμ ένουν a m βιΐ ΓΓ)|ΑΡΙΙΤΟΤΕΛΟΥΧ 4. ΤΗΛ. 228 Θ82 ΕΓΜΑΤΙΑ150, ΤΗΛ. 235 916

■ το μοναδικό παιδικό βιβλιοπωλι

Με βιβλία, χιλιάδες βιβλία γιασας και τα παιδιά σας από 30 δρχ. Εγκυκλοπαίδειες, παιδικές και μεγάλες,με τις καλύτερες τιμές. 28 ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΕΓΑΛΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ


124/αφιερωμα «Σε δύο ή τρία σημεία ησθάνετο κανείς μιαν απόλυτον έκσταση, κάτι σαν πνοή αθανασίας, το θείο εκείνο ρίγος που εξι­ λεώνει την καθημερινή ασχήμια και δι­ καιολογεί την ύπαρξη» (σ. 180). Τώρα η σύγκριση της θέσης αυτής με την άπο­ ψη που βρίσκομε στο ποίημα φανερώνει την αλ­ λαγή οπτικής γωνίας: Ο λόγιος από εκεί, ο ποιη­ τής από δω: ΔΕΛΦΙΚΗ ΕΟΡΤΗ

Στους Δελφούς εμετρήθηκε το πνεύμα δυο Ελλά­ δων Ο Αισχύλος πάλι εξύπνησε την ηχώ των Φαιόριάδων Lorgnons, Kodaks, operateurs, στον Προμηθέα τον πόνο έδωσαν ιδιαίτερο γραφικότατο τόνο. Ένας λυγμός εκίνησε τ’ απίθανα αυτά πλήθη. Κι όταν, χωρίς να πέσει αυλαία, η ομήγυρις διελύθη τίποτε δεν ετάρασσε την ιερή εκεί πέρα σιγή. Κάποιος γυπαετός έσχισε τον αιθέρα... Θα χρειαζόταν να περάσομε στους άλλους στόχους της κριτικής του Καρυωτάκη, τα άλλα του αδιέξοδα: τις γυναίκες, τους δημόσιους υπάλληλους και τους ποιητές, που επίσης δεν έχουν καλύτερη υποδοχή. Σε ποια όμως σειρά αυτά μπαίνουν στην αξιολογική του κλίμακα; Δεν νομίζω ότι μας δίνονται ασφαλή στοιχεία. Η ποίηση και οι ποιητές στους οποίους αυτοσυμπεριλαμβάνεται; Έ νας «συρφετός» που πάει «γυ­ ρεύοντας ομοιοκαταληξία». Ενδεχομένως εδώ παίζεται ένα μεγαλύτερο δράμα από όσο η απουσία της (σε άγνωστες χώρες) τρυφερός λαί­ δης, που θα έδιωχνε τους υπηρέτες της. Ή , πά­ λι, δεν ξέρω. Το πράγμα μπορεί να παίζεται κυ­ ρίως με αυτά τα δύο αδιέξοδα, εφόσον οι φίλοι, ή τα φίλια πρόσωπα, κουτσά στραβά συντρο­ φεύουν. Δεν θα είχε νόημα να προβώ σε μια περίληψη των θέσεων του Καρυωτάκη, που θα τις φτώχαι­ νε. Μπορεί ίσως να πει κανείς ότι το πρόβλημά του δεν είναι μεταφυσικό. Δ εν δ έχε,,.ι το παρόν δεν ελπίζει σε μετά. Δεν απορεί για το φαινόμε­ νο της ύπαρξης καθεαυτό. Το πρόβλημά του εί­ ναι μάλλον βιοτικό. Παίζεται επάνω στα θέματα της καθημερινότητας και των ανθρώπινων σχέ­ σεων. Η άρνησή του δεν είναι αφηρημένη και αόριστη. Παρατηρεί, συλλέγει και κρίνει φαινό­ μενα. Και προχωρεί ψηλαφητά Το σημείο και η γωνία της σ. όπευσής του εί­ ναι αποφασισμένα προσωπικά. Σχηματίζουν τις θεωρήσεις του. Δεν αντλούνται όμως από μια θεωρία ώστε να παρουσιάζουν και αντικειμενικά

-αποδεκτά ίσως- σημεία και να μην έχουν ασυ­ νέπειες. Οι θεωρίες του Καρυωτάκη δεν συνιστούν κλειστά συστήματα. Βέβαια, το φαινόμενο “ζωή” αντιμετωπίζεται μέσα στην κοινωνία όπου και διαπιστώνεται η διαστρέβλωσή της. Οι κοινωνίες που κατοικούνται από ανθρώπουςλύκους δούλους, ανεύθυνους. Με αυτούς τους όρους -π ο υ βρίσκονται έξω από την ανθρώπινη βούληση- η ζωή κατάντησε ένα γεγονός α-νόητο, κρίση που επιβεβαιώνεται από το ότι οι ψευδαι­ σθήσεις είναι αναγκαίες -ό χ ι απαραιτήτως και ικανές- για να την καταστήσουν ανεκτή- παρέχοντάς της νόημα, ενώ δεν υπάρχει παρά το κε­ νό. Η άρση των ψευδαισθήσεων, η άρνηση της αποδοχής των διαγραφομένων λύσεων, οδηγεί μοιραία στην άβυσσο. Και η διαδρομή προς την άβυσσο είναι μια δραματική περιπέτεια. Ό πω ς σιγά σιγά ανέβαινε την κλίμακα η ποίηση του Καρυωτάκη, παίρνοντας δραματική διάσταση. Δ εν είναι το εφήμερον της ζωής που είδε ο Καρυωτάκης. Το εφήμερον της τέχνης. Ό λ ο ι οι ποιητές της πλειάδας της «Μούσας» αυτό έκα­ ναν. Ίσως μάλιστα πιο τεχνικά. Ο Ά γ ρ α ς τιτλο­ φόρησε τα ποιήματα της τελευταίας δεκαπενταε­ τίας της ζωής του, «Τριαντάφυλλα μιανής ημέ­ ρας». Ο Καρυωτάκης δεν αρνήθηκε τη ζωή επει­ δή υπάρχει ο θάνατος. Ο Καρυωτάκης είδε το α-νόητό της. Το άσκο­ πο της. Με αυτή την εμπειρία / αίσθηση εκφρα­ ζόταν και οδηγήθηκε στο “απόλυτο μηδέν” . Με κριτική διαδικασία. Ό τα ν άλλοι, τα ίδια χρό­ νια, έβρισκαν διέξοδο στο πολιτικό πεδίο και ανάμεσά τους κάποιοι:

επέσανε θύματα σε άνιση μάχη κι αγώνα ο Καρυωτάκης, για δικό του λογαριασμό, διαπί­ στωνε

επέσαμε θύματα εξιλαστήρια του περιβάλλοντος της εποχής Χωρίς να θέλω να επέμβω στον ακήρυκτο, αλ­ λά σκληρό, έκτοτε, πόλεμο των δυο αυτών επιλο­ γών, στάσεων ζωής, αναρωτιέμαι, πηγαίνοντας πιο κοντά στο θέμα που μας απασχο ?ί, αν ισχύει ή διαψεύστηκε η προοπτική του Κ ιρυω τάκη

Α Κύριε Κύριε Μαλακάση ποιος τελευταίος θα γελάσει και μήπως επιβιώνουν όσοι τραγούδησαν ή τρα­ γουδούν ακόμη υμνώντας:

τα μα/Χιά της φαλακρής Στρατονίκης


αφιερωμα/125

Γ ρ η γ ό ρ η ς Π α σ χ α λ ίδ η ς

Ο θάνατος του συγγραφέα και η αυτοκτονία της κριτικής Στην προτομή, χαραγμένες αυτές οι λέξεις: «Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε». Η τύχη αυτού του αιτήματος ανεξερεύνητη. Εκείνο που σίγουρα διαπιστώνει κανείς είναι πως η προτομή δεν κατάφερε να συμφιλιωθεί με τον συγκεκρι­ μένο χώρο· έχει μέχρι τώρα μετακομίσει τρεις φορές. Πάντα άβολος αυτός ο Καρυωτάκης...

Σκοπός μ ου δεν είναι να προσφέρω μια, μερική ή συνολική, ερμηνεία της ποίησης του Καρυωτάκη, αλλά να επισημάνω, περιγράφω και αναλύσω τους συγκεκριμένους τρόπους, τις σ υλλογιστικές και στρατηγικές μέσω των οποίω ν η κριτική έχει προσεγγίσει και ερμηνεύσει αυτή την ποίηση. Πιο συγκεκριμένα, δεν αναφέρομαι στη «στάση» ή «αντιμετώπιση» της κριτικής, ούτε αξιολογώ το κατά πόσο καλή ή κακή ήταν αυτή, αλλά προσπαθώ να δια-κρίνω την κριτική χειρονομία τη στιγμή πο υ πα ράγει από τη μια, ένα έργο, ένα συγγρα φ έα και μια εποχή ως μια ενιαία εκφραστική-οργανική ενότητα, και από την άλλη την ίδια τη νομιμότητα και λειτουργία της ως κριτικό λόγο.


126/αφιερωμα ΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ αυτή τη στιγμή ή το στίγ­ μα της κριτικής του Καρυωτάκη, ανακαλύ­ πτουμε ότι οι συντεταγμένες του ορίζονται σε σχέση με ένα άλλο στίγμα, εκείνο με το οποίο η κριτική σημάδεψε και μαζί όρισε το αντικείμενό της: τον Καρυωτάκη, την ποίησή του και το πε­ ριβάλλον του. Α υτό το άλλο στίγμα δεν είναι π α­ ρά η αυτοκτονία του Καρυωτάκη, κι είναι αυτή συνεπώς, που δίνει και το στίγμα της ίδιας της κριτικής του. Η πράξη του σημαδέματος σημα­ δεύει εξίσου το αντικείμενο και το δράστη της. Η κεντρικότητα αλλά και το είδος της σημα­ σίας που έχει αποδοθεί στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη από την κριτική του, διαφαίνονται και στο ότι αυτό το Συμπόσιο γίνεται στην Πρέ­ βεζα, στον τόπο της αυτοκτονίας του κι όχι, λό­ γου χάριν, στην Τρίπολη ή στην Αθήνα, όπου γεννιέται και ανδρώνεται αντίστοιχα. Καλούμα­ στε λοιπόν, να ξαναδιαβάσουμε και να επανερ­ μηνεύσουμε την ποίηση του Καρυωτάκη στον τό­ πο της αυτοκτονίας, στον κοινό, δηλαδή, τόπο των προηγούμενων αναγνώσεων και ερμηνειών του, εκείνον τον κοινό τόπο που έχει αποτελέσει τον κυριολεκτικό και ουσιαστικό τόπο της εξο­ ρίας του, όχι πλέον ως υπαλλήλου, αλλά ως ποιητή. Πράγματι, η κριτική, εξορίζοντας τον ποιητή στον «τόπο» της αυτοκτονίας, περιορίζει και οριοθετεί την ανάγνωση και ερμηνεία της ποίησής του, μετατρέποντας την ύστατη στιγμή της ζωής του σε ένα είδος αντεστραμμένης «πρω­ ταρχικής σκηνής», δηλαδή, σε μια ερμηνευτική κατακλείδα όχι για ό,τι ακολουθεί -όπω ς την ορίζει ο Φ ρόυντ- αλλά για ό,τι έχει προηγηθεί. Αλλά ας δούμε αναλυτικότερα, πώς ακριβώς σημασιοδοτείται και χρησιμοποιείται το γεγονός της αυτοκτονίας από τους κριτικούς του. Ο Τ. Α γρας, σε ένα κείμενο που έγραψε επί τη αναγγελία της αυτοκτονίας του Καρυωτάκη, διατείνεται ότι «μετρώντας τη Ζωή με το μέτρο της Ποιήσεως, κι από την άποψη της Ποιήσεως», η αυτοκτονία του Καρυωτάκη δεν έχει άλλη «αυ­ τοτελή σημασία» παρά μόνον εκείνη της «κύρω­ σης» του έργου του, δίνοντάς του «το χρίσμα του Αληθινού». Σε αυτή την κρίση του 'Α γρα, πρωτοδιατυπώνεται ξεκάθαρα η συλλογιστική που τροφοδοτεί και χαρακτηρίζει όλη τη μετέπειτα κριτική του Καρυωτάκη. Αυτή η συλλογιστική συνίσταται στο ότι η ζωή και το έργο του ποιητή αποτελούν μια άρρηκτη ενότητα, ή όπως λέει αλ­ λού ο 'Αγρας, «ζωή και τέχνη γίνονται ένα... μα­ ζί αρχίζουν, προχωρούν και τελειώνουν».12 Σ’

Στη βάση αυτού του κριτήριου της ειλικρί­ νειας, η αυτοκτονία του Καρυωτάκη μετατρέπεται σε «ύστατη ποιητική χειρονομία του»4 και η εξέλιξη της ποίησής του σε πορεία μιας ανίατης και θανατηφόρου νόσου. Έ τσι, το έργο, η ζωή και η αυτοκτονία του Καρυωτάκη ενοποιούνται στα πλαίσια ενός βιοποιητικού αφηγήματος, όπου η αυτοκτονία αποτελεί το «τελευταίο του ποίημα» και τα ποιήματά του, τα στάδια της προετοιμασίας, τη διαδικασία της δέσης που θα βρει στην αυτοκτονία τη «φυσική»5 και «αναπόφευκτή»6 της λύση.7 Αλλά πού βασίζεται αυτή η αντίληψη για την ταύτιση και εκφραστική ενότητα ζωής/έργου κα­ θώς και το επακόλουθο κριτήριο της ειλικρί­ νειας; Για τους κριτικούς, η ποίηση του Καρυω­ τάκη είναι μια «φανερή αυτοβιογραφία», μία εκ βάθους «εξομολόγηση»,8 που «αποκαλύπτει κάτι από το βαθύτερο εγώ του ποιητή»,9 έτσι ώστε και αυτοί οι ήρωές του, δεν είναι παρά πιστές αντανακλάσεις των δικών του ψυχολογικών κα­ ταστάσεων.10 Η ποίηση του Καρυωτάκη γίνεται έτσι ένας «δραματικός μονόλογος»,11 η εκφώνηση-αγόρευση ενός εμπειρικά δεδομένου -ή υπο­ νοούμενου- Εγώ, που δεν είναι παρά η Φωνή του ποιητή τη στιγμή που κοινωνεί άμεσα και διάφανα τις ιδέες/συναισθήματά του. Αυτή η εγγαστριμυθική αντίληψη της ποίησης, για την οποία το κείμενο είναι το φερέφωνο του συγγρα­ φέα, καθώς και η συνακόλουθη θεώρηση της ποιητικής γλώσσας ως το διαφανές διάμεσο των προθέσεων/διαθέσεών του, αποτελούν τα θεμέ­ λια της κριτικής παράδοσης που σήμερα αποκαλείται «εκφραστικός ρεαλισμός».12 Αυτή η κριτι­ κή παράδοση, που ξεκινώντας από την πρώτη συστηματική διατύπωσή της στις ρομαντικές θεωρίες των αρχών του 19ου αιώνα, κυριαρχεί στη διεθνή κριτική σκηνή μέχρι και τα μέσα του αιώνα μας, χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τον Abrams, από τρεις κύριες ερμηνευτικές στρατη-

1. 2. 3. 4. 5. 6.

7. «Εστί δε πάσης τραγωδίας το μεν δέσις το δε λΰσις». Αρι­ στοτέλης, Ποιητική, 14556, 25. 8. Μαλάνος (1938) σ. 122. 9. Παράσχος (1921) σ. 1571. 10. Στεργιόπουλος (1971) σ. 1523. 11. Μαλάνος (1943) σ. 240. 12. Belsey, σ. 7-14.

Α

Τ. Ά γρας (1928) σ. 244-5. Τ. Ά γρας (1938) σ. 194. Βαρίκας (19386) ο. 116, 142, Στεργιόπουλος (1982) σ. 159. Σαδβίδης (1965) σ. 195. Παναγιωτόπουλος (1946) σ. 116. Ά γρας (1928) σ. 245.

αυτή την άρρηκτη ενότητα, η ζωή και το έργο ή ο άνθρωπος και η ποίηση, βρίσκονται σε μια σχέση αμοιβαίου ορισμού και έκφρασης. Επομέ­ νως, η ποίηση κρίνεται ως προς την πιστότητά της σε σχέση με τη ζωή και αντίστροφα. Έτσι, για την κριτική, η αυτοκτονία βεβαιώνει αυτή την πιστότητα, πιστοποιεί το γνήσιο της γραφής και της υπογραφής, απονέμοντας στον Καρυω­ τάκη και την ποίησή του τον τίτλο της Ειλικρί­ νειας.3


αφιερωμα/127 γικές: πρώτο, συναγωγή του συγγραφέα στη βά­ ση του έργου του, δεύτερο, εξήγηση του έργου σε σχέση με το συγγραφέα και τρίτο, ταύτιση των αισθητικών με τις ψυχολογικές ιδιορρυθμίες του συγγραφέα. Έχοντας ήδη επισημάνει την εφαρμογή της πρώτης, στη βάση της ποίησης ως «αυτοβιογραφίας», θα εξετάσω τώρα τον τρόπο με τον οποίο έχουν εφαρμοστεί οι υπόλοιπες δύο. Το κεντρικό, κοινό χαρακτηριστικό αυτών των δύο είναι ότι εκλαμβάνουν τη ζωή του ποιη­ τή ως ένα είδος μεταγλώσσας σε σχέση με την ποίησή του. Μ’ άλλα λόγια, η ζωή διαυγάζει, επεξηγεί και μεθερμηνεύει την ποίηση ή όπως λέει ο Herder «η ζωή ενός συγγραφέα είναι το καλύτερο σχόλιο των γραπτών του, δεδομένης της ειλικρίνειάς του».1314 Στην περίπτωση του Καρυωτάκη, η κριτική ακολουθεί πιστά αυτή την προγραμματική για τον «εκφραστικό ρεαλισμό» ρήση του Herder, από τη μια αναγορεύοντας, όπως είδαμε, την αυτοκτονία του σε ερμηνευτική «κατακλείδα»15 της «ειλικρινούς» ποίησής του, κι από την άλλη σε δύο ξεχωριστές αλλά και πα­ ράλληλες κριτικές ενέργειες. Η πρώτη, αφορά την ερμηνεία της ποίησης του Καρυωτάκη στη βάση της ψυχοπαθολογίας του. Στα πλαίσια αυτής της ερμηνευτικής στρατηγι­ κής, η ποίηση του Καρυωτάκη αποτελεί όχι μόνο μια εκμυστήρευση, αλλά επιπλέον, μια όμορφη και μαζί πιστά κατοπτρική ως προς την ψυχο­ σύνθεσή του ή επιφάνεια. Έ τσι το ύφος του ε­ κλαμβάνεται ως «ιδιορρυθμία ψυχικού κλίματος (που) δεν πηγάζει από φιλολογικές προϋποθέ­ σεις»16 και ως μια «αναπαράσταση της ψυχολο­ γίας του».17 Με άλλα λόγια, το ύφος του Καρυω­ τάκη είναι η εικόνα της ψυχής του. Ο Μαλάνος αναφέρει τις επιφυλάξεις του για την ψυχοβιογραφική μέθοδο, την οποία όμως θεωρεί αναγκαία για «νοσηρές περιπτώσεις»18 όπως αυτή του Καρυωτάκη. Πράγματι, η έννοια της νοσηρότητας είναι η έννοια-κλειδί, πάνω στην οποία βασίζονται, άμεσα ή έμμεσα, οι ψυχοβιογραφικές κρίσεις όλων των άλλων κριτι­ κών. Η ποικιλία των νοσογραφικών μεταφορών/ κατηγοριών που χρησιμοποιούν είναι εντυπω­ σιακή. Κάποιοι διαπιστώνουν «υποχονδριασμό»,19 όλοι σχεδόν μελαγχολία και εγωπάθεια, ενώ αρκετοί φθάνουν να διαγνώσουν ψυχασθέ13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22.

Abrams, σ. 227. Παρατίθεται όπ.π., σ. 236. Μαλάνος (1938) σ. 119. Παναγιωτόπουλος (1946) σ. 158, επίσης 6λ. Ρώτας (1928) σ. 187. Ά γρας (1938) σ. 215. Μαλάνος (1938) σ. 89. Ρώτας (1928) σ. 187. Χονδρογιάννης (1938) σ. 234, Βουρνάς (1955) σ. 256, Καραντώνης (1969) σ. 305 Παναγιωτόπουλος (1946) σ. 118. Αυγέρης (1956) σ. 258, Στεργιόπουλος (1982) σ. 143. Vitti (1971) σ. 318.

νε„α,20 θανατοφιλία,21 ψυχικό μαρασμό,22 νεύ­ ρωση και δαιμονισμένο πνεύμα. Η ίδια η ποιη­ τική δραστηριότητα του Καρυωτάκη οφείλεται κατά τον Βαρίκα, σε ένα καθοριστικό «παιδικό ψυχικό τρύμα»,24 και κατά τον Μαλάνο, σε ψυ­ χαναγκαστικούς παράγοντες.25 Αλλά ο Μαλά­ νος, καταστρατηγώντας κι αυτή την ψυχοβιο­ γραφική μέθοδό του, φθάνει να διαπιστώνει «χαμηλή φλόγα ζωής και αδύνατη κράση»26 και τελικά την καταλυτική επίδραση της ωχράς σπει­ ροχαίτης που «από αρρώστια του σώματος έχει μεταδοθεί και στην ψυχή του αγιάτρευτα».27 Έ τσι διατυπώνει ξεκάθαρα την ψυχοσωματική σύνδεση που στους περισσότερους κριτικούς απλά υπονοείται. Η ψυχογραφική διάθεση μερι­ κών κριτικών τούς οδηγεί ακόμα και στην ανα­ βίωση της φυσιογνωμικής του Κικέρωνα και του Lombroso, καθώς αυτοί ανακαλύπτουν τον ψυ­ χισμό του Καρυωτάκη στη φυσιογνωμία του.28 ΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ αυτή την πρώτη κριτική ενέργεια, παρατηρούμε ότι χαρακτηρίζεται από την παθολογικοποίηση της γραφής μέσω της ψυχοπαθολογικοποίησης του συγγραφέα. Η ανάγνωση μετατρέπεται σε διάγνωση, η ποίηση σε κλινική εικόνα, το ύφος σε σύμπτωμα. Ανάμε­ σα στο σώμα της γραφής, την ψυχή - καί για αρ­ κετούς και το σώμα- του Καρυωτάκη, εγκαθι­ δρύεται η συνάφεια μιας παθολογίας που επι­ τυγχάνεται με την ασυγκράτητη κίνηση μιας ολοποιητικής μεταφοροποίησης: το καθένα από αυ­ τά τα τρία λειτουργεί διαδοχικά ως μια μεταφο­ ρά για τα υπόλοιπα. Η δεύτερη κριτική ενέργεια που θέτει τη ζωή του Καρυωτάκη σε μια μεταγλωσσική σχέση με την ποίησή του, αφορά την έκδοση των «Απά­ ντων των Ευρισκομένων».29 Εδώ, σύμφωνα με τον εκδότη τους, δύο ενότητες -τα Παραλειπόμε­ να και τα Νεανικά- είναι «ενδιαφέροντα κυρίως από γραμματολογική και ψυχογραφική άπο­ ψη»30 και είναι απαραίτητα «για κάθε σοβαρό μελετητή του έργου και της προσωπικότητας του Καρυωτάκη»31 στο μέτρο που «συμπληρώνουν την εικόνα του λογοτέχνη και του ανθρώπου»32 που μας δίνει η ήδη εκδοθείσα ποίησή του. Από την άλλη, το Σχεδίασμα Χρονογραφίας, που συ­ νοδεύει την έκδοση, είναι «ένας δείκτης του πλή-

Σ

23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32.

Καραντώνης (1969) σ. 305. Βαρίκας (19386) σ. 119. Μαλάνος (1938) σ. 108 και 111, επίσης 6λ. Σακελλαριάδης (1974). όπ.π. σ. 97. όπ.π., σ. 114, επίσης 6λ. Στεργιόπουλος (1982). Ά γρας (1938) σ. 194, Ουράνης (1928) σ. 230, Παναγιωτόπουλος (1946) σ. 108-110. «Ά παντα τα Ευρισκόμενα», Αθήνα 1956 (Α ' τόμ.), 1966 (Β' τόμ), φιλολ. επιμ. Γ.Π. Σαββίόης. όπ.π., (1966) σ. 218, 219. όπ.π., σ. 234. όπ.π., σ. .'


128/αφιερωμα θους των κενών ή σκοτεινών σημείων που υπάρ­ χουν... στην ιστορία του ανθρώπου, του δημό­ σιου υπάλληλου και του λογοτέχνη, από τα οποία το κυριότερο... είναι τα αίτια και η αφορ­ μή της αυτοκτονίας του»33. Έτσι, αν και αυτά τα «κενά ή σκοτεινά σημεία» είναι λιγότερα από εκείνα της προηγούμενης έκδοσης των Απάν­ των,34 η «οριστική βιογραφία» και η «αρτίωση» των Απάντων εναπόκειται στις «επερχόμενες γε­ νεές».35 Σε αυτές τις κρίσεις του επιμελητή των Απάντων, βρίσκουμε όχι μόνο μια ξεκάθαρη διατύπωση της ψυχοβιογραφικής προσέγγισης στην ποίηση του Καρυωτάκη, αλλά και το ανα­ πόφευκτο αδιέξοδο της αντίληψης που προτάσ­ σει την άρρηκτη εκφραστική ενότητα έργου/ανθρώπου. Η προσπάθεια για την απόδειξή της στη βάση της ποίησης, οδηγεί στη διαπίστωση ότι αυτή είναι ελλειμματική και έτσι αρχίζει η αναζήτηση του συμπληρώματος της. Αλλά κι αυ­ τό το συμπλήρωμά της -τα Παραλειπόμενα, τα βιογραφικά στοιχεία- αποδεικνύεται με τη σειρά του ελλειμματικό κι έτσι η επίτευξη της πληρότη­ τας συνεχώς αναβάλλεται. Συνεπώς, η ποιητική παραγωγή καταδικάζεται σε μια αέναη ελλειμματικότητα και οι αναγνώστες-μελετητές της, σε μια διαρκή αναζήτηση των συμπληρωμάτων της.36 Σε αυτή την αναζήτηση, το ποιητικό δεδο­ μένο υποσκελίζεται από το ιδιωτικό ανεπίδοτο, το ανέκδοτο, το χαμένο και επαφίεται στο οποιοδήποτε μελλοντικό εύρημα. «Ά παντα τα ευρισκόμενα» είναι λοιπόν ταυτόχρονα η εικόνα, η αναπαράσταση της ολότητας έργου/ανθρώπου, αλλά και «όσα έχουν βρεθεί», μια ελλειμματική ολότητα. Παρά όμως αυτή την έμμεση παραδοχή της ελλειμματικότητας της ποίησης του Καρυω­ τάκη, η κριτική τονίζει, όπως είδαμε, την ολο­ κλήρωσή της με την αυτοκτονία του, θεωρώντας αδιανόητη τη συνέχισή της ακόμα και στο ενδε­ χόμενο της επιβίωσής του.37 Αν και η κριτική φαίνεται να μη φοβάται τις αντιφάσεις, ωστόσο όπου τις συναντά φροντίζει να τις απαλείφει. Έ τσι ο Βαρίκας, ενώ παρατη­ ρεί την αντιφατικότητα και το ασύνδετο της ποιητικής παραγωγής του Καρυωτάκη, σπεύδει να τονίσει ότι η «ενότητα υπάρχει» ανεξάρτητα της αντίληψής μας.38 Την εντοπίζει στο, συχνά

33. 34. 35. 36. 37. 38. 39. 40. 41. 42.

όπ.π., σ. 219. όπ.π., σ. 222. όπ.π., σ. 222-3. Το πρότυπο του κριτικού-ντετέκτιβ το δίνει ο Μαλάνος (1938) σ. 92-3. Ά γρας (1938) σ. 195 και Μαλάνος (1938) σ. 119. Βαρίκας (19386) σ. 147. όπ.π., σ. 147 και Σαββίδης (1965) σ. 195. όπ.π., σ. 115. Θεοτοκάς (1938). σ. 225. Η μοναδική κριτική αντιμετώπι­ ση του θέματος της «αντιπροσωπευτικότητας» του Κα­ ρυωτάκη που βρίσκουμε είναι ο Αργυρίου (1978) σ. 276-7. Βαρίκας (1938α)..

χρησιμοποιούμενο, εξελικτικό μοντέλο της «προοδευτικής ωρίμανσης»,39που υπογραμμί­ ζοντας τη συνέχεια, τη μη-αντιφατικότητα και τη συνεκτικότητα της ποιητικής παραγωγής του Καρυωτάκη, τη μετατρέπει σε μια οργανική ενό­ τητα, ένα σώμα αντίστοιχο και παρόμοιο με το σώμα του συγγραφέα του. Συνεπώς, είναι η ίδια η αρχή της ταύτισης Έργου/Ανθρώπου που οδη­ γεί την κριτική στην αντίφαση να διαπιστώνει τη μια στιγμή ελλειμματικότητα και την άλλη, πλη­ ρότητα και ενότητα. Το τελευταίο θέμα που θα ήθελα να εξετάσω είναι ο τρόπος με τον οποίο η κριτική συνδέει και ερμηνεύει τον Καρυωτάκη σε σχέση με το ιστορικό περιβάλλον του. Για την πλειοψηφία των κριτικών του, ο Καρυωτάκης είναι ο καλύ­ τερος αντιπρόσωπος της μεταπολεμικής γενιάς ή εποχής, στο βαθμό που αυτές χαρακτηρίζονται από την ψυχολογία της ήττας και της παρακμής που επέβαλλε το βίωμα της Μικρασιατικής κα­ ταστροφής και του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέ­ μου. Έτσι, ο Καρυωτάκης θεωρείται ότι «αποτυπώνει την άρρωστη ψυχολογία της εποχής»,40 ότι «αντιπροσωπεύει τη ψυχική κρίση»41 της, ότι «συμβολίζει»,42 «αντικαθρεφτίζει»43 και «εκφρά­ ζει το Είναι»44 της γενιάς του, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που και το επιθανάτιο σημείωμά του δεν είναι παρά η «διαθήκη της».45 Για τον Παναγιωτόπουλο, ο Καρυωτάκης είναι σε τέτοιο ση­ μείο «χαρισματικός δέκτης και εκφραστής της εποχής του»46 που, δεδομένης της κατανόησης της εποχής του, αποτελεί «ένα φαινόμενο ολότελα φυσικό και αναπότρεπτο».47 Από την άλλη, για κάποιους κριτικούς που χρησιμοποιούν μαρξιστικό λεξιλόγιο, ο Καρυω­ τάκης όχι μόνο αντιπροσωπεύει και εκφράζει τη μεταπολεμική κρίση της μικροαστικής ιδεολο­ γίας,48 αλλά επιπλέον αποτελεί «το οργανικό σύμπτωμα της μικροαστικής τάξης»,49 είναι «ση­ μαδεμένος με τα στίγματα της χρεωκοπίας»50 του αστικού κόσμου, και η ποίησή του συνίσταται σε μια «κατευθείαν προβολή της απαγκίστρωσής του από τον κοινωνικό κορμό, του αρρωστημένου ψυχισμού του».51 Ό πω ς βλέπουμε, και για τις δύο αυτές ομάδες κριτικών, η ποίηση και η ψυχοσύνθεση του Κα43. Καραντώνης (1935) σ. 479. 44. Βαρίκας (19386) σ. 134, επίσης βλ. Δημαράς (1938) σ. 222 και (1948) σ. 248 Καραντώνης (1935) σ. 479. 45. Vitti (1971) σ. 318. 46. Παναγιωτόπουλος (1946) σ. 116, 131. 47. όπ.π., σ. 131. 48. Παπαϊωάννσυ (1955), σ. 245, Αυγέρης (1956) σ. 258. 49. Παπαϊωάννου (1955) σ. 246. 50. Αυγέρης (1956) σ. 259. 51. Βουρνάς (1955) σ. 256. Ο Λαμπρίδης (1955) αν και διαφο­ ροποιείται από την υπόλοιπη «αριστερή» κριτική ως προς την άποψη της ιδεολογίας του Καρυωτάκη, ωστόσο, η με­ θοδολογία του είναι η ίδια: η εκφραστική-ανακλαστική αντίληψη της ιδεολογίας.


αφιερωμα/129 ρυωτάκη, συνδέονται με την ψυχολογία μιας εποχής/γενιάς ή την ιδεοσύνθεση μιας τάξης, με έναν τρόπο απλό, άμέσο, ανακλαστικό. Στα πλαίσια αυτής της ανακλαστικής σχέσης, όχι μό­ νο επαναλαμβάνεται η αρχή της εκφραστικής ενότητας έργου/ανθρώπου, αλλά και διευρύνεται άστε να συμπεριλάβει ένα νέο όρο: το ιστορικό περιβάλλον. Η κριτική λοιπόν, ακολουθώντας τον «εκφραστικό ρεαλισμό» σε ακόμα ένα βασι­ κό αξίωμά του, εκλαμβάνει το έργο ως τον «κα­ θρέφτη» της αλήθειας όχι μόνο του συγγραφέα αλλά και του ιστορικού περιβάλλοντος του. Με τη διευρυμένη εκφραστική ενότητα Έργο/ Άνθρωπος/Περιβάλλον, το σύμπτωμα από ποιητικό-ψυχικό, γίνεται τώρα και κοινωνικό-ιδεολογικό. Η νοσηρότητα γίνεται και κοινωνικήιδεολογική.52 Η μεταφορικότητα του συμπτώμα­ τος -δηλαδή η κινητικότητα του αλλά και η ικα­ νότητά του, ως μεταφορά, για νοηματική συμπύ­ κνωση- επεκτείνεται και γενικεύεται. Στη ροή του κριτικού λόγου, το σύμπτωμα γίνεται διαδο­ χικά ποιητικό-ψυχικό-κοινωνικό-ιδεολογικό, παρουσιάζοντας ,έτσι τη σχέση ποίησης-ψυχήςκοινωνίας-ιδεολογίας, ως ένα δίκτυο γενικευμένης ανταλλαγής, όπου το γενικό ισοδύναμο είναι το Σύμπτωμα. Το σώμα του ποιητή, ως φορέας αυτού του τρισδιάστατου συμπτώματος, γίνεται έτσι παρόμοιο με το θεϊκό, τρισυπόστατο μαζί και ενιαίο. Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι λοι­ πόν από τη μια συμπτωματική μιας ψυχοπαθο­ λογίας και μιας κοινωνικής/ιδεολογικής συγκυ­ ρίας κι από την άλλη, το ίδιο το σύμπτωμα αυ­ τών των δύο. Είναι δηλαδή, ταυτόχρονα το απο­ τέλεσμα και η αποκάλυψη των αιτιών της και συνεπώς διαυγής, οφθαλμοφανής. Έτσι, για την κριτική, η ποίηση του Καρυωτάκη, είναι αυθερμήνεντη, χαρακτηριζόμενη από την προφάνεια των σημασιών της και τη διαφάνεια των διαθέ­ σεων και προθέσεων του συγγραφέα της.53 Αλλά αν είναι έτσι, τότε, η ποίηση του Καρυωτάκη δεν χρειάζεται μελετητές ή κριτικούς παρά μόνο θεατές-παρατηρητές. Η κριτική θέτει έτσι εαυ­ τόν σε διαθεσιμότητα, αυτο-αχρηστεύεται, ή, θα μπορούσαμε να πούμε, επαναλαμβάνει την χει­ ρονομία του Καρυωτάκη: αυτοκτονεί. Μη θέλοντας να καταχραστώ το χρόνο που

52. Με την εφεύρεση του Καρυωτακισμού, αυτή η νοσηρότη­ τα, γίνεται ιός και επιδημία, που η κριτική θεωρεί καθή­ κον της να απομονώσει, ορίσει και θεραπεύσει. 53. Είναι ενδεικτικό ότι οι περισσότεροι κριτικοί, προσεγγί­ ζουν την ποίηση του Καρυωτάκη, βασιζόμενοι στη συστη­ ματική παράθεση, παράφραση και ρητορική αύξηση των στίχων του. Χρησιμοποιούμενη, με αυτόν τον αυτοαποδεικτικό τρόπο, η ποιητική εκφορά εξομοιώνεται με την κοινή, κυριολεκτική γλώσσα και μετατρέπεται σε «δή­ λωση», ταυτόχρονα δηλαδή θέση, ανακοίνωση και αποκά­ λυψη, φανέρωμα. 54. Ως προς αυτό διαφωνώ με την εκτίμηση του Β. Λεοντάρη -ίσως του πλέον αξιόλογου κριτικού του Καρυωτάκη- ότι

μου έχει δοθεί, αλλά ούτε και τη σκοπιμότητα της εισήγησής μου, θα ολοκληρώσω με τις εξής σύντομες επισημάνσεις:

ΙΑ σχεδόν 50 χρόνια τώρα, η κριτική αρνείται να ενταφιάσει τον Καρυωτάκη, όπως ακριβώς κάνει η εκκλησία με τους αυτόχειρες. Και ενώ για την τελευταία η αυτοκτονία ισοδυναμεί με ύβρη, για την κριτική, αποτελεί μια αφορμή και μια πρόκληση για μια εντυπωσιακών διαστάσεων προσπάθεια για την ερμηνεία και διαλεύκανσή της.54 Μετατρέποντας έτσι το πτώ­ μα σε σύμπτωμα, η κριτική κρατάει τον Καρυω­ τάκη ζωντανό, μετέωρο μεταξύ ζωής και αυτο­ κτονίας, σε μια διαρκή αναστολή θανάτου. Η αυτοκτονία γίνεται έτσι, όχι ο τρόπος που διάλε­ ξε ο Καρυωτάκης να πεθάνει, αλλά ο τρόπος που διάλεξε η κριτική για να τον κρατήσει ζων­ τανό. Και τον κρατάει ζωντανό με το να τον εκλαμβάνει ως την αρχή της εκφραστικήςοργανικής ενότητας του έργου του, ως μια αέναη παρουσία-βούληση που κυριαρχεί και ορίζει κά­ θε στιγμή το νόημα της ποίησής του. Ό πω ς εί­ δαμε, αυτή η αρχή οδηγεί την κριτική στην αντί­ φαση να διαπιστώνει ταυτόχρονα πληρότητα και ελλειμματικότητα, διαφάνεια και αδιαφάνεια, και έτσι να θέτει το ζήτημα είτε της αυτοαχρήστευσής της, είτε της μετατροπής της σε κά­ τι άλλο: σε εξερεύνηση/ανακάλυψη νέων μυστικών/χαμένων στοιχείων από τη ζωή του Καρυω­ τάκη. Από την άλλη, για όσο καιρό η κριτική «κρατάει ζωντανό» με αυτόν τον τρόπο το συγ­ γραφέα, εξασφαλίζει και τη δική της επιβίωση ως ο μόνος έγκυρος διερμηνευτής των διαθέσεων/προθέσεών του και συνεπώς ως χορηγός της «μοναδικής αλήθειας» του έργου του. Αρνούμενη έτσι η κριτική να αυτο-ορισθεί ως μια συγκεκριμένη διεργασία που προσφέρει απλά μια ιδιαίτερη ερμηνεία του έργου και συγκαλύ­ πτοντας τα θεμελιακά αξιώματά της πίσω από το πρόσχημα της προφάνειας, μετατρέπεται ουσια­ στικά σε μια Υπο-κριτική. Είναι σε άμεση αντί­ θεση με αυτή τη λογική και υπο-κριτική, που η

Γ

η κριτική «απώθησε» την αυτοκτονία του Καρυωτάκη. Ο Θεοτοκάς (1938) και ο Σεφέρης (Δοκιμές, Α ') φαίνεται να ξεφεύγουν από τον κανόνα, αρνούμενοι κάθε σημασία/ εστίαση στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη (σ. 223 και σ. 84 αντίστοιχα). Ωστόσο, επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όταν την «ξορκίζουν» ή προσπαθούν να την εξηγήσουν σε σχέ­ ση με την ποίηση του Καρυωτάκη (σ. 226 και σ. 437 αντί­ στοιχα). Η προσπάθεια των κριτικών να «εξηγήσουν» την αυτοκτονία του Καρυωτάκη εικονογραφείται θεαματικά στην περίπτωση του Βαρίκα, που κατασκευάζει μια ολό­ κληρη κοινωνιο-ψυχολογική θεωρία, εμφανώς κατά τα πρότυπα του «Ο Πολιτισμός πηγή δυστυχίας» του Φρόυντ.


130/αφιερωμα σύγχρονη κριτική ξεκινάει με τη διακήρυξη του «θανάτου του συγγραφέα»,'5 αποδεσμεύοντας έτσι τη ριζική πολυσημία του κειμένου από την κηδεμονία της συγγραφικής πρόθεσης/παρουσίας και του υπο-κριτικού πληρεξούσιοί της. ΑΝ λοιπόν ο συγγραφέας «αυτοκτονεί» τη στιγμή που εκφέρει το έργο του και είναι «νεκρός», δηλαδή ριζικά απών, σε σχέση με την ανάγνωση και ερμηνεία του, τι νόημα μπορεί να έχει για μας σήμερα, η πραγματική του αυτοκτο­ νία; Δεν νομίζω ότι η απάντηση είναι να την ξεχάσουμε και να φανταστούμε τον Καρυωτάκη να πεθαίνει έναν άλλο «φυσιολογικό» θάνατο, όπως μας προτείνει ο επιμελητής των Απάντων του.

Ε

Αντίθετα, νομίζω ότι η αυτοκτονία, όπως και όλη η περίπτωση Καρυωτάκη είναι οριακή για τη νεοελληνική κριτική στο μέτρο που μπορεί, όπως ελπίζω να έχω δείξει, να ιστορήσει μια ολόκληρη κριτική παράδοση. Έχει γίνει, ελπί­ ζω, επίσης σαφές, ότι είναι καιρός να μελετή­ σουμε και να διαγράψουμε τη γενεαλογία του νεοελληνικού κριτικού λόγου, πέρα από τις εύ­ κολες και απλουστευτικές κατηγορίες των γε­ νιών και των ιδεολογικών ομαδοποιήσεων, στη βάση των ουσιαστικών έλλογων επιλογών, κανό­ νων και κανονικοτήτων που παράγουν κάθε φο­ ρά ένα ιδιαίτερο αληθειακό καθεστώς.

55. Barthes, επίσης βλ. Foucault. 56 Σαββίδης (1972) σ. ιη \ Αυτή η πρόσκληση για λήθη ή εθε­ λοτυφλία, αντιφάσκει με την αμέσως προηγούμενη ευχή του Γ. Σαββίδη για μια κριτική αποτίμηση του έργου του Καρυωτάκη, που θα ξεκινάει με το «ταχύ και τελειωτικό κλείσιμο του “φακέλλου Καρυωτάκη” (εννοώντας) εκείνο

το δυσπερίγραπτο συνονθύλευμα διογραφικών στοιχείων, αστυνομικού ρεπορτάζ, κλινικού κουτσομπολιού και συναξαρίστικων ανέκδοτων...». Κι αυτό γιατί μια τέτοια κριτική αποτίμηση δεν προϋποθέτει απλά το «κλείσιμο του Καρυωτάκη», αλλά κύρια την κριτική αντιμετώπιση των μεθόδων και των αντιλήψεων, που είναι οι ουσιαστι­ κοί συγγραφείς και συμπιλητές αυτού του φακέλου.

Ά γρας, Τ.: «Κ. Γ. Καρυωτάκης», Κριτικά Β', Ερμής 1981 (1928) «Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», σε Σαββίδη, 1978, (1938). Αργυρίου, Α.: «Ο Καρυωτάκης και η εποχή μας», σε Σαββίδη, 1978, (1978). Αυγέρης, Μ.: «Θεωρία και κριτική: Ο πεσσιμισμός στην ελληνική ποίηση», σε Σαββίδη, 1978, (1956). Βαρίκας, Β.: «Κ.Γ. Καρυωτάκης», Νεοελληνική Λογοτεχνία, τεύχ. 3, 1938α Κ. Καρυωτά­ κης: Το δράμα μιας γενιάς, Πλέθρον, 1978, (1938)β. Η Μεταπολεμική μας Λογο­ τεχνία, Πλέθρον, 1979, (1939). Vitti, Μ.: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτε­ χνίας, Οδυσσέας, 1971.

Βουρνάς, Τ.: «Φαινόμενα διαλεκτικού εκλεκτισμού», σε Σαββίδη, 1978, (1955). Δημαράς, Κ.Θ.: Βιβλιοκρισία «Απάντων» Κα­ ρυωτάκη (έκδ. 1938) και Βαρίκα (1938) β σε Σαββίδη, 1978, (1938). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, 1975, (1948). Θεοτοκάς, Γ.: Βιβλιοκρισία «Απάντων» Καρυω­ τάκη (έκδ. 1938), σε Σαββίδη, 1978, (1938). Καραβίας,Π.: «Ο Καρυωτάκης Σήμερα», Ν. Εστία, Αφιέρωμα στον Κ. Καρυωτάκη, τόμ 90, τεύχ. 1065, 1971. Καραντώνης, Α.: «Η επίδραση του Καρυωτάκη στους νέους», Νέα Γράμματα, χρ. Α', αριθ. 9, Σεπτ. 1935. «Τα Πεζά του Κα­ ρυωτάκη», Νεοελληνική Λογοτεχνία, τεύχ. 3, 1938. «Ο Καρυωτάκης και η εποχή μας» από τον Σολωμό στον Μυριβήλη, Εστία, 1969. Λαμπρίδης, Μ.: «II grand rifiuto», σε Σαββίδη, 1978, (1955). Λεοντάρης, Β.: «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», σε Σαββίδη, 1978, (1973). Μαλάνος, Τ.: «Κ. Καρυωτάκης-Ένας Ηγησιακός», Βάρναλης-Αυγέρης-Καρυωτάκης, Καστανιώτης, 1983, (1938). «Είναι ποιη­ τής ο Καρυωτάκης;», σε Σαββίδη, 1978, (1943).


αφιερωμα/131 Μιχαλόπουλος, Φ.: «Ένας νέος λυρικός», Ν. Εστία, Αφιέρωμα στον Κ. Καρυωτάκη 1971, (1928). Ουράνης, Κ.: «Ο ποιητής που αυτοκτόνησε», Δικοί μας και Ξένοι II, Εστία, (1928). Παναγιωτόπουλος, Ι.Μ.: «Η τραγωδία της Μο­ ναξιάς», «Τα πρόσωπα και τα Κείμενα», τόμ. Ε ', Οι εκδόσεις των Φίλων, 1983, (1946). Παπαϊωάννου, Μ.Μ.: «Φαινόμενα ακμής και παρακμής στη νεοελληνική ποίηση», σε Σαββίδη, 1978, (1955). Παράσχος, Κ.: «Οι νέοι μας ποιηταί», Ν'. Εστία, Αφιέρωμα στον Κ.Κ., 1971, (1921) «Ένας αντιπροσωπευτικός λυρικός», ό.π., (1928). Πολίτης, Λ.: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτε­ χνίας, Μ.Ι.Ε.Τ:, 1973. Ρώτας, Β.: Βιβλιοκρισία για «Ελεγείες και Σάτι­ ρες», σε Σαββίδη, 1978, (1928). Σαββίδης, Γ.Π.: Σημειώσεις στα «Άπαντα», A ' τόμος 1965, Β' τόμος 1966 «Ο Καρυωτάκης ανάμεσά μας»: εισαγωγή στο «Ποιή­ ματα και Πεζά», Ερμής, 1978, (1972). Σακελλαριάδης, Χ.Γ.: «Ο Καρυωτάκης διευθυ­ ντής σατιρικού περιοδικού», Ν. Εστία, τόμ. 96, τεύχ. 1138, 1974. Σεφέρης, Γ.: Δοκιμές (1936-47), Α ', Ίκαρος. Στεργιόπουλος, Κ.: «Το πεζό έργο του Καρυω­ τάκη», Ν. Εστία, Αφιέρωμα στον Κ.Κ. «Ο Καρυωτάκης ποιητής του καιρού του και του καιρού μας», Περιδιαβάζοντας, Κέ­ δρος, 1982. Χονδρογιάννης, Γ.: Απάντησε σε Δημαρά (1938) και Θεοτοκά (1938), σε Σαββίδη 1978, (1938). [Η δεύτερη, εντός παρενθέσεων ημερομηνία, δηλώνει ημερομη­ νία αρχικής έκδοσης}.

Abrams, Μ.Η.: The Mirror and the Lamp; Ox­ ford Univ. Press, 1971. Barthes, R.: «The death of the author», ImageMusic-Text, Fontana, 1977. Belsey, C.: Critical Practice, Methuen, 1980. Foucault, M.: «What is an author?» Language, Counter-Memory, Practice, Blackwell, 1977.

Α Ρ ΙΣ Τ Ο Τ Ε Λ Ο Υ Σ 7 Θ ΕΣ Σ Α Λ Ο Ν ΙΚ Η


132/αφιερωμι*

Συνοπτική Βιβλιογραφία Κώστα Καρυωτάκη A ' Εκδόσεις Έργων Κ. Καρυωτάκη Κ.Γ. Καρυωτάκη: Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων. Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς/το μάτι ανοιγοκλεί προτού δα­ κρύσει...Κ.Γ.Κ., Αθήνα, 1919. Κ.Γ. Καρυωτάκη: Νηπενθή. Ποιήματα βραβευ­ μένα στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό, Αθή­ να, 1921. Κ.Γ. Καρυωτάκη: Ελεγεία και Σάτιρες. Εκδοτι­ κή εταιρεία «Αθηνά» Α.Ι. Ράλλης και Σία, Αθήνα. Ευριπίδου 6.1927. Κ.Γ. Καρυωτάκη: Άπαντα έμμετρα και πεζά [επιμέλεια Χαρ. Σακελλαριάδη], «Γκοβόστης», [Αθήνα], 1938. Κ.Γ. Καρυωτάκη: Άπαντα τα ευρισκόμενα. Φι­ λολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη. Τόμος πρώτος, Αθήνα, 1965. Τόμος δεύτερος, Αθήνα, 1966. Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ποιήματα και πεζά. Επιμέ­ λεια Γ.Π. Σαββίδης < Νέα Ελληνική Βι­ βλιοθήκη > Εκδοτική Ερμής, Αθήνα, 1972 [31975], Κ.Γ. Καρυωτάκης: Ποιήματα και πεζά. Επιμέ­ λεια Γ.Π. Σαββίδης < Νέα Ελληνική Βι­ βλιοθήκη > Εκδοτική Ερμής, Αθήνα, 1979 [71983].

Β Β ι β λ ί α και χωριστές εκδόσεις για τον Καρυωτάκη Βάσος Βαρίκας: «Κ.Γ. Καρυωτάκης, Το δρά­ μα μίας γενιάς». Εκδόσεις Γκοβόστη <Αθήνα 1938>. [Το ίδιο και Βάσος Βαρίκας: «Κώστας Βάρναλης - Κώστας Καρυωτάκης». Πλέθρον, Αθήνα 1978.] Αγγέλου Βογάσαρη: «Ένας άνθρωπος, μια ζωή, ένας θάνατος: Κώστας Καρυωτάκης». Αθή­ να 1968. Frangoise Gauthier-Synodinos: «V univers des images dans V oeuvre poetique de JCaryotakis». Editions Kedros < Αθήνα 1979>. Γεωργία Δάλκου: «Κωνσταντίνος Γεωργίου Καρυωτάκης. Δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως». Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1986. Τίμου Μαλάνου: «Ένας Ηγησιακός». Συμβο­ λή στη μελέτη του Καρυωτάκη. Αλεξάντρεια 1938.

«C.G. Caryotakis (1896-1928). Forme poetique et ordre social». These pour le doctorat de III cy­ cle. Presentee par: C. Papazoglou. Universite de la Sorbonne Nouvelle, Paris III. Αηηέε 1983. Massimo Peri: «Sul linguaggio di Kariotakis». Universita di Padova Istituto di studi Bijantini e Neogreci diretto da Filippo Maria Pontani, Quademi 5, MCMLXXII [1972].- Και: Univerita di Padova. Studi Bijantini e Neogreci. Diretti da Fi­ lippo Maria Pontani. «Πίνακας λέξεων του Κα­ ρυωτάκη». Επιμέλεια: Massimo Peri. Liviana Editrice in Padova, 1983. Γ.Π. Σαββίδης: «Μια εκλογή στο έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη» και «Ο Καρυωτάκης και οι κριτικοί του (1919-1928)». Ανάτυπο από το περιοδ. «Νέα Εστία», τόμος 90, τεύχος 1065, 15 Νοεμβρίου 1971. Αθήνα 1971. Κώστα Στεργιόπουλου: «Οι επιδράσεις στο έρ­ γο του Καρυωτάκη». Διδακτορική διατριβή. Εκ­ δόσεις Σοκόλης, Αθήνα 1972. Βασ.[ω] Τοκατλίδου: «Οι μεταφράσεις του Καρυωτάκη, ένταξή τους στο ποιητικό πρωτότυ­ πο έργο των συλλογών του». Διδακτορική δια­ τριβή. Θεσσαλονίκη 1978. Πέτρου Χάρη: «Κ.Γ. Καρυωτάκης, ο ποιητής της μεταπολεμικής αγωνίας». Εκδοτ. Οίκος Παρθενών, Αθήναι 1943. [Διάλεξη που έγινε στο θέατρο Κυβέλης την άνοιξη του 1943 και κυκλο­ φόρησε χωριστά στη σειρά «Σύγχρονοι Έλληνες ποιητές». Το ίδιό, με ελαφρές φραστικές τροπο­ ποιήσεις, μαζί με άλλα δοκίμια και μελετήματα, και Πέτρου Χάρη: «Όταν η ζωή γίνεται όνειρο», α' έκδ. 1945' β' έκδ. Δίφρος 1957.]

Γ - Αφιερώματα Περιοδ. «Γράμματα και Τέχνες», τεύχος 41, Ιούνιος-Ιούλιος 1985. Περιοδ. «Ελληνική Επιθεώρησις», έτος ΚΓ', τεύχος 268, Μάρτιος 1930. [Σελίδες αφιερωμένες στον Καρυωτάκη.] Περιοδ. «Νέα Εστία», τόμος Δ ', τεύχος 16-40, 15 Αυγούστου 1928. [Σελίδες αφιερωμένες στον Καρυωτάκη. - Και: Αφιέρωμα στον Κ.Γ. Κα­ ρυωτάκη· τόμος 90, τεύχος 1065, 15 Νοεμβρίου 1971. Περιοδ. «Καινούρια Εποχή», Καλοκαίρι 1958. [Σελίδες αφιερωμένες στον Καρυωτάκη.]


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

επιλογή Ολοκληρωμένη ενατένιση των αμυντικών προβλημάτων ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΜ ΥΝΤΙΚΑ ΠΡΟ­ ΒΛΗΜΑΤΑ. Επιμέλεια έκδοσης: Γιάννης Βαληνάκης-Πάρις Κίτσος. Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1986. Σελ. 336.

Το Ελληνικό Ινστιτούτο Διεθνών και Στρατηγικών Ερευνών, ένα περίπου χρόνο μετά την ίδρυσή του -γενέθλια στιγμή του ο Απρίλιος του 1985- δραστηριοποιείται και εκδοτικά, σε μία προσπάθεια εκπλήρωσης των σκοπών του. Ασφαλώς, η επιδο­ κιμασία που αποσπά το ερευνητικό κέντρο για το κενό που πληροί, δεν μπορεί παρά να μετατεθεί και στο βιβλίο που εκδί'δει. Πολλαπλασιασμένη μάλιστα, εξαιτίας του γεγονότος ότι το συλλογικό αυτό εκπόνημα δεν αρκείται στην πρωτοτυπία που του παρέχει ο απεριδιάβαστος χώρος στον οποίο κινείται, αλ­ λά προσφέρει μία ολοκληρωμένη ενατένιση των αμυντικών μας προβλημάτων. Η συλλογή αυτή άρθρων, αποτελείται από πέντε μέρη, καθένα από τα οποία είναι και ένα διεθνοστρατηγικό ζήτημα που συγκεντρώνει το ελληνικό ενδιαφέρον. Αξιοπαρατή­ ρητο το προτέρημα του βιβλίου, να δίνει στον αναγνώστη την εγγύηση για την αντικειμενικότητά του, την πολυφωνία. Έτσι, την κάθε προ­ βληματική εξετάζουν δύο συγγρα­ φείς, μέσα από το αυτόνομο πρί­ σμα του ο καθένας. Αλληλοσυμπληρώνονται μεταξύ τους σε στοι­ χεία, διευρύνσεις και προσωπικές αξιολογήσεις, με μοναδικό αλλά και αναπόφευκτο υποκειμενικό στοιχείο ότι είναι όλοι Έλληνες. Αυτό τους κάνει να προσπαθούν να αφουγκρασθούν τις αμυντικές επιταγές της χώρας μας, αποφεύγοντας πάντως, στο μέτρο του δυ­

νατού, τις παγιδεύσεις σε εθελότυφλες συναισθηματικότητες. Το πρώτο μέρος της μελέτης, προσπαθεί να αποδώσει στον γεω­ πολιτικό ελληνικό χώρο τη σημερι­ νή του αξία. Η προσέγγιση είναι δίπλευρη. Ο Γιάννης Βαληνάκης δίνει το στίγμα της έννοιας της στρατηγικής σημασίας, αλλά και τη διαχρονική εξέλιξή της αναφορικά με τον ελληνικό χώρο («κλασική» στρατηγική σημασία του, νέες δια­ στάσεις, διαφαινόμενες εξελίξεις), ενώ ο Αντώνης Μπερεδήμας εστιά­ ζει το βλέμμα του σε μία από τις ενδεικτικότερες παραμέτρους της αξίας του ελληνικού χώρου, το εν­ διαφέρον της Αμερικής για τις βά­ σεις της στο έδαφός μας. Αξιος επισήμανσης είναι ο διο­ ρατικός διαχωρισμός της στρατηγι­

κής αξίας της Ελλάδας για τη Δύ­ ση, σε θετική και αρνητική, που επιχειρεί ο Γ. Βαληνάκης. Κατα­ φέρνει με τον τρόπο αυτό, να πε­ ράσει πίσω από τις ορατές παρού­ σες συνθήκες, στις αδιόρατες ανα­ τροπές που θα γνώριζε το διεθνές σύστημα στην περίπτωση που η Ελ­ λάδα έπαυε να ανήκει στη δυτική συμμαχία. Καίρια είναι και τα προγνωστικά σημεία που μας δίνει, για το ευνοϊκό πλαίσιο στο οποίο προβλέπεται να κινηθεί η συγκυρία και που μπορούν με επιδέξιους χει­ ρισμούς να αναχθούν σε διπλωμα­ τικές επιτυχίες της χώρας μας. Προεξάρχοντα απ’ αυτά, η σύμ­ πτωση των απόψεων της Ελλάδας για εξοπλισμό των νησιών με τους νέους εξοπλιστικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, τα σοβιετικά ενδιαφέ­ ροντα στην περιοχή μας, η πιθανό­ τατη αναβάθμιση που μπορεί να γνωρίσει το Ιόνιο στη σύμπτωση με την αλλαγή κυβερνήτη στην Αλβα­ νία και τη χρήση γιουγκοσλαβικών λιμανιών από τον σοβιετικό στόλο. Αντίθετα, δυσοίωνη πρόβλεψη αποτελεί η διαρροή στρατηγικής αξίας από τη βάση της Σούδας προς τη σχεδιαζόμενη ναυτική βά­ ση της Αμερικής στην Τουρκία, απέναντι από τα Δωδεκάνησα. Με ευχαρίστηση θα βλέπαμε, η περιε-


134/οδηγος κτική αυτή παρουσίαση, να παίρ­ νει υπόψη της και έναν άλλο διαμορφωτικό παράγοντα της αξίας μιας χώρας στο παγκόσμιο στερέω­ μα: τη γεωοικονομία. Χωρίς να εγκρίνεται η μονολιθικότητα προς τον άκριτο οικονομισμό, ωστόσο οι οικονομικές δυνατότητες μιας χώ­ ρας συμπληρώνουν την εικόνα για τη διπλωματική της ευελιξία. Βε­ βαίως, εδώ εκφράζουμε μιαν απλή ευχή, αφού σαν παρατήρηση δεν ευσταθεί αν αναλογισθούμε τα στε­ νά όρια στα οποία επιβαλλόταν να κινηθεί ο συγγραφέας, εξαιτίας του· ότι ήταν επιφορτισμένος με μία μό­ νο επιμέρους θεματική ενός ολό­ κληρου βιβλίου. Η ειδική αξία της Ελλάδας, εξαιτίας των αμερικανικών βά­ σεων, μας αναλύεται από τον Α. Μπερεδήμα. Μας παρέχει ο συγ­ γραφέας αρχικά, το ιστορικό του φαινομένου των στρατιωτικών βά­ σεων και προσδιορίζει τους παρά­ γοντες για τους οποίους γνώρισε μια νέα άνθηση στη δεκαετία 19701980 (ανάγκη για τηλεπικοινωνια­ κές βάσεις και βάσεις ηλεκτρονικής κατασκοπείας, νέος ανταγωνισμός εξοπλισμών, ανάπτυξη του σοβιετι­ κού πολεμικού ναυτικού, προσπορισμός οικονομικών ωφελειών για χώρες του Τρίτου Κόσμου από την εγκατάστασή τους στα εδάφη τους). Ακόμα, η παρουσίαση αυτή περιέχει αναλυτικά όλες τις αμερι-

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

από τις εκδόσεις ΙΤΓΟΥΝΤΟτΤΛΗ

κανικές και νατοϊκές βάσεις και διευκολύνσεις στην Ελλάδα, καθώς και το ιστορικό πλαίσιο που τις θε­ σμοθέτησε (Συμφωνία Οκτωβρίου 1953) αλλά και αυτό που τις διατη­ ρεί (Συμφωνία Σεπτεμβρίου 1983). Με σαφήνεια και πληρότητα, κα­ λύπτονται και τα ζητήματα λει­ τουργίας των βάσεων (διοίκηση, εσωτερικός έλεγχος, έλεγχο,ς εξωτε­ ρικών δραστηριοτήτων, πρόβλημα ετεροδικίας, εργασιακές σχέσεις). Μικρή σε έκταση, αλλά μεστή σε περιεχόμενο μνεία, κάνει ο συγ­ γραφέας και για δύο άλλα ζητήμα­ τα. Πρώτα στη διατήρηση της ανα­ λογίας 7 προς 10 σε στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλά­ δα και την Τουρκία. Ανάγει το βά­ θος του προβληματισμού, από το επιφανειακό ποσοτικό στοιχείο, στο ποιοτικό και δείχνει πόσο ση­ μαντική είναι η διατήρηση της ανα­ λογίας και στις δύο υποστάσεις της. Έπειτα, ασχολείται με τη λε­ πτομέρεια της διατύπωσης της συμ­ φωνίας απομάκρυνσης των βάσεων και τονίζει ότι η απαιτούμενη με­ σολάβηση γραπτής προειδοποίη­ σης, πέντε μήνες πριν τη λήξη της συμφωνίας, μπορεί να εξυπηρετή­ σει την παράταση της παραμονής τους. Η αμφίπλευρη συμμετοχή των δύο γειτόνων, Ελλάδας και Τουρ­ κίας, στο ατλαντικό σύμφωνο, εί­ ναι μία ιδιομορφία στις σχέσεις τους, που πρέπει να υπολογίζεται όταν ερμηνεύουμε τα φαινόμενα διαπραγματευτικής ενίσχυσης της καθεμιάς, σε δεδομένα χρονικά ση­ μεία. Με τη συμμετοχή αυτή, ασχολείται το δεύτερο μέρος του βι­ βλίου. Ο Γιάννης Ρουμπάτης, που πα­ ρουσιάζει τις ελληνονατοϊκές σχέ­ σεις, ξεκινά την ανάλυσή του από την αρχή του νήματος, την ένταξη της χώρας μας στη Συμμαχία (1952). Περιγράφει, λοιπόν, μία προς μία τις προσπάθειες και τις εξελίξεις, παράλληλα και με την προηγηθείσα τουρκική αίτηση έν­ ταξης. Καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η αδιαχώριστη αντιμετώπιση των δύο αιτήσεων, μαζί με την τουρκική επιμονή και την ελληνική συγκαταβατικότητα, επηρέασαν σε κάποιο βαθμό τις κατοπινές συμπε­ ριφορές του ΝΑΤΟ. Έτσι, η Τουρ­ κία απέσπασε το χαρακτηρισμό της συγκριτικά «σημαντικότερης», ενώ η Ελλάδα της «πιο πειθήνιας». Την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ και τις εκκρεμό­

τητες που δημιούργησε, όταν η ίδια κυβέρνηση ζήτησε την επανασύνδε­ σή της, τα καταγράφει ο συγγρα­ φέας στη συνέχεια. Τέλος, μας ενη­ μερώνει για τα νέα στρατηγικά δόγματα του ΝΑΤΟ και τις ευέλπιδες προοπτικές που αυτά διαμορ­ φώνουν για την εξυπηρέτηση των εθνικών μας συμφερόντων. Εφάμιλλη σε πληρότητα με την παρουσίαση της ελληνικής συμμε­ τοχής στο.ΝΑΤΟ, του Γ. Ρουμπάτη, είναι και η αντίστοιχη της τουρκικής, από τον Πάρι Κίτσο. Εδώ, αρχικά μας παρέχεται από το συγγραφέα, μια ανάλυση των πα­ ραδοσιακών επιχειρημάτων που εξυψώνουν την Τουρκία στη δυτι­ κή εικόνα για τη Ν.Α. Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, αλλά και μία παράθεση χρονολογικών το­ μών, μέσα από τις οποίες φασματοσκοπείται η διακυμαινόμενη υπακοή της Τουρκίας στις συμμαχικές επιταγές. Μεγάλο μέρος της πα­ ρουσίασης αφιερώνεται μετά, γιο την περιγραφή του πυρηνικού ρό­ λου της Τουρκίας. Αφού παρατε­ θούν στοιχεία για τον πυρηνικό οπλισμό της μέχρι το 1983, αλλά και ανάλυση των νέων όπλων που αντικατέστησαν ή είναι σχεδιασμέ­ νο να αντικαταστήσουν τα πεπα­ λαιωμένα, το ενδιαφέρον της μελέ­ της αποσπούν οι αναβαθμιστικέτ για την Τουρκία νατοϊκές πυρηνι­ κές επιλογές. Ο συγγραφέας αντι­ μετωπίζει δύο ακόμη επίκαιρα ερωτηματικά. 'Το ένα αφορά την εγκατάσταση ή όχι πυραύλων μέ­ σου βεληνεκούς στην Τουρκία (η θέση είναι του ΝΑΤΟ, η αντίθεση της Τουρκίας). Το άλλο, σχετίζεται με την ενίσχυση του οπλοστασίου της Τουρκίας με χημικά όπλα (συναινούν εδώ οι δηλώσεις Ρότζερς, με τις τουρκικές κινητοποιήσεις ακόμα και σε αυτόνομο επίπεδο). Πρόσφορο έδαφος βρίσκει ο συγ­ γραφέας στο σημείο αυτό, για να μας ενημερώσει σχετικά με τις «χη­ μικές στρατηγικές» αλλά και τα εί­ δη των χημικών όπλων, πλαταίνον­ τας έτσι τη διάσταση του κειμένου του και την ευχάριστη έκπληξη που δοκιμάζει ο αναγνώστης. Την επι­ κίνδυνη για το συσχετισμό δυνά­ μεων Ελλάδας-Τουρκίας συμμετο­ χική δραστηριότητα της Τουρκίας στα προηγμένα συμβατικά σχέδια της Ατλαντικής συμμαχίας, όπως αυτά τα καταρτίζει η εμμονή των δυτικών στρατηγικών αναλυτών στο δόγμα Wohlstetter, αλλά και την αυθαίρετη τουρκική ερμηνεία


οδηγος/135 της συμφωνίας Ρότζερς, που υπο­ βοηθά την ελεγκτική, της εξάπλωση στο χώρο των Αιγαιακών νησιών, τα τονίζει και τα στηλιτεύει ο συγ­ γραφέας αμέσως μετά. Περισσότε­ ρο όμως, μάχεται και αμφισβητεί επιχειρηματολογώντας, την εικόνα της Τουρκίας ως φερέγγυου υπερα­ σπιστή των νατοϊκών συμφερόντων στην τουρκοσοβιετική συνοριακή ζώνη και στα Στενά. Με γεγονοντολογία αντλημένη μέσα από τις ει­ δικές σχέσεις Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης και μέσα από τις παρεκ­ κλίσεις της Τουρκίας από την Ατ­ λαντική στρατηγική, αποδεικνύει τη γειτονική μας χώρα, περισσότε­ ρο «πιστή» στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, παρά στα νατοϊκά κελεύσματα όπως θέλει να πα­ ρουσιάζεται. Το επόμενο μέρος του βιβλίου, το καλύπτουν με τις επαινετές προσπάθειές τους να παρουσιά­ σουν το ζήτημα της Βαλκανικής Αποπυρηνικοποιημένης Ζώνης (ΒΑΖ) και τις στρατηγικές εξελί­ ξεις στην περιοχή, ο Νίκος Ανδρι­ κός και ο Κώστας Ιορδανίδης. Ο πρώτος από τους δύο συγγρα­ φείς, τονίζει τη στρατηγική σημα­ σία του χώρου της χερσονήσου και στη συνέχεια καταγράφει τα ιστο­ ρικά εκείνα σημεία, που σηματοδό­ τησαν την εξέλιξη της ιδέας για απαλλαγή του χώρου από τον πυ­ ρηνικό κίνδυνο. Ιδιαίτερα υπο­ γραμμίζει την τρίπτυχη σημασία της υλοποίησης της ΒΑΖ (πολιτι­ κή, στρατηγική και οικονομική). Με τα δεδομένα του προβλήματος, όπως αυτά ανέκυψαν ύστερα από τις διασκέψεις της Αθήνας (Ιαν. και Φεβρ. 1984) και με τις προσπά­ θειες της παρούσας ελληνικής κυ­ βέρνησης να ενσαρκώσει τον ειρη­ νόφιλο ρόλο ενός σύγχρονου, κρα­ τικού πλέον Δικαιόπολι, κλείνει την παρουσίαση της θεματικής του. Ισοστάθμισμα στη διακριτική, αλλά πάντως εύκολα διευρυνόμενη τοποθέτηση του συγγραφέα, απο­ τελεί η διαπραγμάτευση του ίδιου θέματος από τον Κ. Ιορδανίδη. Σε ένα κείμενο, με εξίσου εύκολα ανα­ γνωριζόμενη την αντίθετη από το προηγούμενο προέλευση της οπτι­ κής του, επιχειρείται αρχικά μία ιστορική αναδρομή από τη γέννηση της ιδέας της ΒΑΖ (Πρωτοβουλία Ρουμανίας 1957). Κατόπιν, περιγράφονται οι ενδιάμεσες προσπά­ θειες με την έντονη σοβιετική εμ­ πλοκή στο θέμα και τέλος, οι δια­ σκέψεις της Αθήνας -τελευταία

εξέλιξη στο εγχείρημα. Προσπα­ θώντας να αξιολογήσει την πιθανό­ τητα εκπλήρωσης του ειρηνικού στόχου, ο συγγραφέας διαβλέπει τις δυσκολίες που αναφύονται μέ­ σα από τη στρατηγική «κλιμακωτής ανταπόδοσης», που αποτελεί τη διάδοχη επιλογή του ΝΑΤΟ στην«ανταπόδοση μαζικών αντιποί­ νων», αλλά και μέσα από την αντί­ δραση του Συμφώνου της Βαρσο­ βίας με τη δημιουργία των «Επιχει­ ρησιακών Ομάδων Ελιγμού». Η ανάλυση ολοκληρώνεται με πρωτό­ τυπα στοιχεία για τα υπάρχοντα πυρηνικά συστήματα στη Βαλκανι­ κή, με μία ιδιαίτερη εξέταση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Βουλ­ γαρίας και της Ρουμανίας και τέ­ λος με μία παράθεση στοιχείων, σχετικά με τις συμβατικές δυνάμεις των Βαλκανικών χωρών, όπως αυ­ τές παρουσιάζονται μέσα από τη συνολική εκτίμηση: χώρες ΝΑΪΟχώρες Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το τέταρίτο μέρος του βιβλίου, περιβάλλεται από την αίγλη της εξέτασης ενός καθοριστικού για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις «μέλλο­ ντος προβλήματος». Η αναφορά στις πυρηνικές επιλογές της Τουρ­ κίας που κάνει ο Θανάσης Πλατιάς και στις αντίστοιχες της Ελλάδας που δίνει ο Κώστας Τσίπης, δεν θα μπορούσαν παρά να έχουν έντονο το χρώμα της προγνωστικής προσ­ πάθειας. Η ανίχνευση της προδιάθεσης της Τουρκίας για παραγωγή πυρη­ νικών όπλων, μέσα από δεκατρείς παράγοντες που περιέχει η βιβλιο­ γραφία των διεθνών σχέσεων, οδη­ γεί τον Θ. Πλατιά στο συμπέρασμα ότι αυτή κυμαίνεται σε μέτριο βαθ­ μό. Όμως ο συνυπολογισμός και επτά από τους κυριότερους απο­ τρεπτικούς παράγοντες, δείχνουν την Τουρκία σε ακόμα διλημματικότερη θέση. Εναλλακτική λύση για την Τουρκία, μας παρουσιάζει ο συγγραφέας την «πυρηνική επι­ λογή», το πρόγραμμα δηλαδή πα­ ραγωγής πυρηνικής ενέργειας που, εκτός από το οικονομικό όφελος, μπορεί μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο να δώσει έτοιμα πυρηνικά όπλα. Τα πλεονεκτήματα αυτής της επιλογής, απαριθμώνται και πιστο­ ποιούν ότι είναι η πιο συμφέρουσα και συνεπώς αναμενόμενη συμπερι­ φορά από την Τουρκία.. Από τις πιθανές μεθοδεύσεις για εφαρμογή του προγράμματος πυρηνικού εξο­ πλισμού, ο συγγραφέας διακρίνει

πλαίσιο ΚΩΣΤΑ ΡΙΖΑΚΗ: Ο βυθός μου τα πράγματα. Λαμία, Πάροδος 7985 Σελ. 24. ΜΙΑ νέα πολύ σημαντική ποιητική φωνή αποκαλύπτει η μικρή ποιητική συλλογή του Κώστα Ριζάκη «Ο βυθός μου τα πράγματα». Μια φωνή που «έχει το ράγισμα απύθμενου βυθού»· μια ποίηση που διαπερνά την όψη, το επιστητό των πραγμάτων για να οδηγήσει στο βάθος, το βυθό τους. Εκεί που η ανακάλυψη της ουσίας τους μεταλλάσσει την απόγνωση σε λύτρωση. «Αν μπορείτε αγαπήστε τα (πράγματα)... αν αντέχετε ψαύστε με τρυφερόν στο βυθό τους». Στην πορεία για το βυθό των πραγμάτων ο ποιητής πετά από πάνω τους κάθε επίκτητο φλοιό, τα ξεφλουδίζει σιγά-σιγά για να φτάσει στην αλήθεια τους εκείνη που του προκαλεί ΐήν πραγματική συγκίνηση νου τον κινεί ποιητικά και του αποκαλύπτει και τον δικό του βυθό. Το εικονολογικό φορτίο των λέξεων που επιλέγει είναι κυρίως το σκοτάδι -με χρώμα το σκοτάδι- η νύχτα, το χώμα, ο βυθός. Απαισιόδοξη ποίηση ίσως να σκεφτεί κάποιος. Ό χι Είναι το πρώτο βήμα μιας διπλής πορείας. «Κάποτε η ανακύκλωση τελειώνει» κι από το λυμφατικό και τρεμοσβήνον φως που αλλοιώνει την όψη των πραγμάτων ο ποιητής θα φτάσει στο βυθό τους, στην ουσία τους εκεί μόνο θα βρει στέρεο έδαφος απ’ όπου θα εκτιναχθεί προς το αληθινό φως, θα κάνει δηλαδή το δεύτερο βήμα. Και η, πραγματικά αξιόλογη, γραφή του Κώστα Ριζάκη μας προδιαθέτει σίγουρα για πολύ σπουδαία βήματα. ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


136/οδηγος σαν επικρατέστερη την απόκτηση «ευαίσθητης τεχνολογίας» στη «γκρίζα αγορά» και τη δημιουργία ενεργειακού πυρηνικού προγράμ­ ματος με ταυτόχρονη στρατιωτική χρησιμότητα και αντιοικονομική υφή για να επιτρέπει την πραγμα­ τοποίηση παραβάσεων. Το ουσια­ στικότερο ερώτημα της προβλημα­ τικής, η ύπαρξη ή όχι των προϋπο­ θέσεων για κατασκευή πυρηνικών όπλων στην τρίπλευρη διάστασή τους (αποθέματα ουρανίου, τεχνο­ λογική υποδομή, εγκαταστάσεις παραγωγής εμπλουτισμένου ουρα­ νίου ή πλουτωνίου) βρίσκει εδώ διεξοδική απάντηση: η Τουρκία πληροί τις δύο πρώτες, αλλά και για την τρίτη έχει έτοιμες λύσεις όπως πιστοποιούν οι πληροφορίες για πυρηνικές συναλλαγές με την Αγγλία, τον Καναδά, τη Δ. Γερμα­ νία και το Πακιστάν. Με τα συμπερασματικά-ανακεφαλαιωτικά σχό­ λια και το κατατμημένο σε δύο χρονικές περιόδους προγνωστικό σημείωμα, κλείνει η παρουσίαση του θέματος. Ιδιαίτερα περιγραφι­ κός, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας μεταφράζει τον πίνα­ κα πιθανών σεναρίων, στηριγμένο σε τέσσερις παράγοντες δραστι­ κούς στην πυρηνική συμπεριφορά. Ο πίνακας αυτός, εκπέμπει μηνύ­

των εξορύξεων, της αγοράς προηγ­ μένης τεχνολογίας, του έμψυχου υλικού, των εγκαταστάσεων, υπο­ λογίζει επίσης και το κέρδος που θα διαφύγει από τις πολιτικές κυ­ ρώσεις οικονομικού περιεχομένου, από την καθυστέρηση της εκβιομη­ χάνισης της χώρας, από τα αυξημέ­ να μέτρα ασφάλειας (αύξηση συμ­ βατικού εξοπλισμού) που θα πρέ­ πει να λάβει μέχρι την τελική από­ κτηση των όπλων και από τη δαπά­ νη σε ξένο συνάλλαγμα. Αξιολο­ γώντας τη χρησιμότητα που θα είχε στο παρόν η όλη κινητοποίηση, το­ ποθετείται αποθαρρυντικά. Αντί­ θετα όμως διάκειται, ως προς την ταχύρρυθμη τεχνολογική έρευνα που την αναγορεύει σε ενδυναμω­ τικό παράγοντα της εθνικής μας ασφάλειας.

ματα ανησυχίας για την Ελλάδα, καθώς καταλογίζει στην Τουρκία πρόθεση και δυνατότητα δημιουρ­ γίας της πυρηνικής επιλογής, στόχο υλοποιήσιμο μέχρι το τέλος του 20ού αι. Τα καθησυχαστικά βραχυ­ χρόνια (1986-1990) αναμενόμενα, τα τροποποιεί για τα αμέσως επό­ μενα χρόνια η δυνατότητα μετα­ τροπής, μέσα σε ένα μόνο χρόνο, της εφικτής για την Τουρκία πυρη­ νικής επιλογής σε πυρηνική οπλική παραγωγή. Σε πνεύμα ανάλογο συνεχίζει ο Κ. Τσίπης και εξετάζει ποιες συν­ θήκες θα μπορούσαν να ευνοήσουν την απόκτηση ατομικού οπλοστα­ σίου από την Ελλάδα. Ακολουθεί μια διερεύνηση των τρόπων, με τους οποίους η Ελλάδα θα μπορού­ σε να αποκτήσει πυρηνικά όπλα και το πόρισμά της, ότι μόνη πρα­ κτική μέθοδος είναι η παραγωγή πυρηνικών κεφαλών από ουράνιο είτε πλουτώνιο. Στο υπολογιστικό, καθαρά οικονομικό μέρος της κο­ στολόγησης ενός προγράμματος παραγωγής πυρηνικών όπλων από τη χώρα μας, ο συγγραφέας κάνει μία διττή προσπάθεια να προβλέψει το έξοδο στην απτή αλλά και στην έμμεση έκφρασή του. Έτσι, εκτός από το οικονομικό βάρος

Στις πολυάριθμες αρετές του βι­ βλίου, αξίζει να προσμετρηθεί και η ενασχόλησή του με ένα ακόμα θέ­ μα επίκαιρο: τους στρατηγικούς συσχετισμούς του Περσικού Κόλ­ που με την Αν. Μεσόγειο. Συγγρα­ φείς της ανάλυσης αυτής, είναι ο Γιώργος Τσιτσόπουλος και ο Θάνος Βερέμης, που επιμεριστικά εξε­ τάζουν ο πρώτος την αμερικανική Δύναμη Ταχείας Επέμβασης (ΔΤΕ) και ο δεύτερος τις τουρκικές ανα-

Λ. Φ. ΙΛΙΤΣΕΦ Π. Ν. ΦΕΝΤΟΣΕΓΙΕΦ (της Ακαδημίας επιστημών της ΕΣΣΔ)

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ

• Πρόλογος στην Ελληνική έκδοση: Ευτύχη Μπιτσάκη. • Πλήρης θεώρηση των κειμένων από εκλεκτούς έλληνες ειδικούς. • Συμπληρώματα και προιΛήκες από ’Ελληνες επιστήμονες πάνω σε ό.π αφορά στην Ελλάδα, ώστε το έργο να εξασφαλίζει μοναδική πληρότητα και εγκυρότητά. • Το δεύτερο συνθετικό του τίτλου «Εγκυκλοπαιδικό» κυριολεκτεί: Για όλα τα θέματα εκτίθενται όλες οι α-

ε κ δ ο σ ε ις Ζωοδότου Πηγής 24

πάψεις. Για πρώτη φορά ένα λεξικό για όλες τις ιδέες, για όλες πς θεωρΐες, κατευθύνσεις, ρεύματα, · Οι συγγραφείς του -300 ρώσσα, 20 ' Ελληνες περίπου- μας δηλώνουν: την εγκυρότητά του. · Οι πάνω από 2500 σελίδες του έργου δηλώνουν: την πληρότητά του. · Ένα έργο απαραίτητος σύμβουλος για κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο. · Ένα έργο οδηγός για το φοιτητή,

K .K a n o n o u r lo c

106 81 Αθήνα

Τηλ. 36.36.482 - 360.54.51


οδηγος/137 Ακόμα, ο συγγραφέας χαρτογρα­ φεί τους δύο πιθανούς δρόμους κα­ θόδου της Σοβιετικής Ένωσης προς τον Κόλπο και σημειώνει τις αδυναμίες της ΔΤΕ (έλλειψη απο­ κλειστικά δικών της δυνάμεων, χρονικές καθυστερήσεις μετάβα­ σης, ευμετάβλητη στάση των χω­ ρών που αποθηκεύουν το υλικό της υποδομής). Κι ενώ όλα αυτά δεί­ χνουν ξέμακρα από τα ενδιαφέρον­ τα της Αν. Μεσογείου, το τελευ­ ταίο μέρος της παρουσίασης ανα­ λαμβάνει ακριβώς να συνδυάσει τη δράση της ΔΤΕ, με την ανάγκη της για ευμενή αντιμετώπιση από τουρ­ κικής πλευράς της χρήσης των βά­ σεων στο έδαφος της και με τα νέα στρατιωτικά έργα στο κατεχόμενο κυπριακό έδαφος. Οι συνέπειες από αμφότερους τους συσχετι­ σμούς, δεν μπορούν προσωρινά να αλλοιωθούν από την ουσιαστική, ζητήσεις νέων ρόλων στην περιφέ­ ρεια που ασφαλώς περικλείει τον Περσικό. Οι οικονομικοί λόγοι, που θερ­ μαίνουν το παγκόσμιο ενδιαφέρον για την περιοχή και οι ιστορικοί που συνοψίζονται στις ανατροπές του 1979 (ισλαμική επανάσταση στο Ιράν και σοβιετική επέμβαση στο Αφγανιστάν) και που προκάλεσαν αναστάτωση στις χώρες του δυτικού κόσμου, συνιστούν την εύ­ στοχη εισαγωγή του Γ. Τσιτσόπουλου. Το ίδιο εύστοχες, είναι και οι διεισδύσεις του στην ανησυχημένη δυτική ψυχολογία. Διακρίνει το φόβο του αλυσιδωτού επεκτατι­ σμού των θρησκευτικών επαναστά­ σεων στις γειτονικές χώρες με το Ιράν, την αγωνία από την ολοένα αυξανόμενη σοβιετική παρουσία και επιρροή στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου και την εκτίμηση ότι τα επικίνδυνα μειούμενα πετρελαϊ­ κά αποθέματα της Σοβιετικής Ένωσης πιθανότατα θα της ανα­ ζωπυρώσουν τις ανάγκες για πρόσ­ βαση στον Κόλπο. Απόληξη, με καθοριστική παράμετρο τη διστακτικότητα των Αμερικανών για μα­ κρινές επιχειρήσεις μετά την εμπει­ ρία του Βιετνάμ, υπήρξε η σύσταση της ΔΤΕ. Πλήρης και παραστατική είναι η απαρίθμηση των δυνάμεών της. Το ίδιο και ο γεωγραφικός εν­ τοπισμός των χωρών που διευκολύ­ νουν την υποδομή της, αποθη­ κεύοντας στρατιωτικό υλικό. Ό λα τα κενά καλύπτονται καθώς κατα­ γράφονται και οι εγκατεστημένες στην περιοχή σοβιετικές δυνάμεις.

αλλά παραγνωρισμένη από τους αμερικανούς ανάγκη και της ελλη­ νικής συναίνεσης για την επιτυχία των επιχειρήσεων της ΔΤΕ. Ιδιαίτερος τόνος χαρακτηρίζει το κείμενο του Θ. Βερέμη. Η προη­ γούμενη θητεία του στον ιστορικό χώρο, μεταφέρεται διακριτικά σ’ αυτή του την παρουσίαση, προσδίδοντάς της μία άλλη διάσταση, με τελικό κερδισμένο τον αναγνώστη. Έτσι, όχι μόνο επισημαίνει τον επαναπροσδιορισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που τον χα­ ρακτηρίζει η αποφυγή μόνιμων δε­ σμεύσεων, αλλά και τον αντιπαραβάλλει με την αντίθετη μεταπολεμι­ κή τυφλή υπακοή στη Δύση. Ό χι μόνο αναλύει την τουρκική προ­ σέγγιση με την ισλαμική οικογένεια και τα ποικιλόμορφα οφέλη που αποφέρει γι’ αυτήν, αλλά τονίζει και τη διάσταση της επιλογής αυ­ τής από τις κληροδοτημένες κεμαλικές εντολές. Μεγάλης σημασίας για την Τουρκία παρατηρεί ότι εί­ ναι η παράταση της περσοιρακινής κρίσης, καθώς της ανυ­ ψώνει το ρόλο στην περιοχή, κάνοντάς τον ρυθμιστικό. Σε γνώριμο χώρο κινούμενος στη συνέχεια ο συγγραφέας (έχει εξετάσει το ρόλο του ελληνικού στρατού στην πολι­ τική), δεν δυσκολεύεται να επιλέξει καίρια σημεία για να μας πλη­ ροφορήσει σχετικά με τη συμμετο­ χή των Τούρκων στρατιωτικών στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής, ασχολούμενος και με τις ρίζες του θέματος. Ακόμα, περιγράφει το πλέγμα των αμερικανικών βάσεων στην Τουρκία και τις διεθνείς δια­ συνδέσεις της γειτονικής μας χώ­ ρας, που της χαρίζουν πολυαριθμότερη και βαρύτερη υποστήριξη απ’ όση παρέχεται προς την Ελλά­ δα. Ολοκληρώνει τέλος την παρου­ σίασή του, γνωμοδοτώντας ότι η προοπτική της επιστροφής της Τουρκίας στον κοινοβουλευτισμό θα άρει τις ηθικές αναστολές της Δύσης για στρατιωτική ενδυνάμω­ σή της, με επιζήμιες φυσικά συνέ­ πειες για τη δική μας χώρα. Τελευταία προσφορά του βι­ βλίου, αποτελούν οι διαφάνειες από τις πιο πρόσφατες διεθνείς εξελίξεις που αφορούν τα ελληνικά αμυντικά προβλήματα και που προβάλλουν οι δύο επιμελητές της έκδοσης, ο Γιάννης Βαληνάκης και ο Πάρις Κίτσος, παίρνοντας τελευ­ ταίοι το λόγο. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΠΠΑ: Λόγια πού θυμούνται την αφετηρία τους. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 44. Η ΙΔΕΑ για να γραφτεί το ποιητικό αυτό βιβλίο ήταν όπως σημειώνει ο ίδιος ο Δ.Π., τρία προγενέστερα έργα σύγχρονων δημιουργών. Έτσι το κέντρο βάρους των ποιημάτων, διαφεύγει της καθαρής αυτοδυναμίας του συγγραφέα και ελίσσεται με άξονα πάντα το ερωτικό θέμα προς άλλες διευθύνσεις που άπτονται της δανειοδότησης αυτούσιων στίχων ή απλώς λέξεων. Ο χαρακτηριστικός τίτλος του έργου και οι σημειώσεις του Δ.Π., έρχονται αρωγοί σε μια δημιουργία με ανοικτές τις πύλες της προς το προσωπικό ή κοινωνικό γίγνεσθαι και έτσι ουδετεροποιείται η αξία των ευρηματικών συμπερασμάτων. Επιγραμματικά πρόκειται για μια άσκηση με κύριο συστατικό προτάσεις άλλων που ενσωματώνονται μ’ έναν τρόπο αρκετά ενδεικτικό της πολύχρονης θητείας του ποιητή στα γράμματα.

ΑΙΜ ΙΛΙΟΥ ΓΑΣΠΑΡΗ: Βάδισμα στην ευθεία. Αθήνα, Πλέθρο, 1986. Σελ·. 103. ΤΟ κύριο χαρακτηριστικό που ξεπηδάει από την πρώτη ποιητική συλλογή του Α.Γ. είναι η σφαιρικότητα με την οποία ο ποιητής αντιμετωπίζει το πολυσύνθετο φαινόμενο που λέγεται στρατός. Με ευαισθησία και σωστή χρήση των μέσων που διαθέτει, αναπλάθει ένα θέμα, αρκετά δουλεμένο κι από άλλους συγγραφείς, αλλά με μια ευχέρεια μοναδική και σχεδόν


138/οδηγος

η οικολογική διάσταση της ανάπτυξης στις χώρες του Τρίτου Κόσμου Μ ΙΧΑΛΗ ΜΟΔΙΝΟΥ: Μύθοι της ανάπτυξης στους τροπικούς. Οικογεωγραφία. Α θή να ,Σ τοχα στής, 1986. Σελ. 209.

Με το βιβλίο του Μ. Μοδινού οι εκδόσεις «Στοχαστής» ανοί­ γουν μια ενδιαφέρουσα σειρά βιβλίων με θέματα που άμεσα ή έμμεσα σχετίζονται με την οικολογία και τη μεγάλη σημασία της που απόκτησε πρόσφατα για μια σφαιρική κατανόηση των προβλημάτων ανάπτυξης σε αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη μας. Ο Μ.Μ. (εκδότης του περιοδικού Νέα Οικολογία) συγκεντρώνει στις εννέα μελέτες του βιβλίου του τις προσωπικές εμπειρίες και τις γνώσεις που άντλησε από γνωστά επιστημονικά βιβλία και περιοδικά για τις ραγδαίες μεταβολές που συνέβησαν στις κοινωνίες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής. Τις επιπτώσεις της αναπτυξιακής διαδι­ κασίας που διαπερνούν τα τελευταία χρόνια τις ευαίσθητες αυ­ τές περιοχές και τις κοινωνικές και οικολογικές καταστροφές που τις συνοδέυσαν με την αλόγιστη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών τους. Ό πω ς επισημαίνει και ο συγγρα­ φέας στην εισαγωγή του: «...Τέλος σ’ αυτά τα χρόνια η σχέση ΦύσηςΠολιτισμού ανεδείχθη ως το κυρίαρχο ζήτημα. Έγινε δηλαδή προφανές ότι δεν αρκούσε η ανά-' λύση της κοινωνίας μας για να κα­ τανοήσουμε τις κοσμογονικές αλ­ λαγές που συνέβαιναν γύρω μας. Ταυτόχρονα, οι φυσικές επιστήμες είχαν απομονωθεί μέσα στο δοκι­ μαστικό τους σωλήνα και η επιστή­ μη είχε μεταβληθεί σε «παίγνιον δι’ ολίγους» μέσώ μιας διαδικασίας προϊούσας εξειδίκευσης. Η οικολο­ γική προβληματική ήρθε λοιπόν να επανεπικαιροποιήσει τη σχέση με­ ταξύ της φύσης και της κοινωνίας, μεταθέτοντας τις νοητές γραμμές του προβληματισμού. Η κριτική της ανάπτυξης απέκτησε σταδιακά δραματική επικαιρότητα. Ήταν ορατές πλέον οι μη αντιστρεπτές επιπτώσεις της στα οικοσυστήματα ή αλλιώς, οι εξωτερικές της επιβα­ ρύνσεις. Ήταν ορατή ακόμή η αποσύνθεση των κοινωνικών σχέ­ σεων που επέφερε και -το κυριότε-

ρο- η ανικανότητα που επέβαλε στις τοπικές κοινωνίες για διαχεί­ ριση του περιβάλλοντος τους». Η κριτική της ανάπτυξης και των νέων τεχνολογιών βρίσκεται στην απαρχή της οικολογικής σκέψης της εποχής μας. Οι φυσικές επιστή­ μες μπόρεσαν να ερμηνεύσουν τους νόμους της φυσικής, της. χημείας και της βιολογίας και να εφεύρουν νέα ανθεκτικά υλικά, αλλά απομο­ νωμένες από το κοινωνικό τους πλαίσιο και προσκολλημένες στην αλυσίδα της βιομηχανικής παρα­ γωγής και τους κανόνες της αγοράς δημιούργησαν πρόσθετα προβλή­ ματα ενώ διατείνονταν ότι δουλεύ­ ουν για την «απελευθέρωση του ανθρώπου». Ιδιαίτερα αποκαρδιω­ τική ήταν η χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών και μεγάλης κλίμακας εκμηχάνιση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, με ανάλογης κλίμακας οικολογικές καταστρο­ φές, αντίθεση υπαίθρου και πό­ λεων και τελικά επιδείνωση των οι-

κονομιών τους. Η Σαχάρα είναι ο ιδανικός τό­ πος για να αρχίσει να περιγράφει κανείς τους τροπικούς. Οι νομάδες της Σαχάρας και ο θαυμαστός τρό­ πος προσαρμογής της ζωής τους μέσα στο «εχθρικό» περιβάλλον της ερήμου φέρνει στο μυαλό μας τους δικούς μας Σαρακατσαναίους της Ηπείρου και της Θράκης ή τους κτηνοτρόφους των Κούρδικων χω­ ριών, που τόσο θαυμάσια παρου­ σίασε ο Γκιουνέι στο έργο του «Το Κοπάδι». Η ασκητική ζωή τους και οι συνεχείς μετακινήσεις για ανεύ­ ρεση τροφής στα βοοειδή και γιδο­ πρόβατα ή για εμπορικούς σκο­ πούς είναι ένας τρόπος ζωής που τείνει να εκλείψει. Ωστόσο, αποτε­ λεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα προσαρμογής ενός πολιτισμού σ’ ένα περιβάλλον που είχε πολύ λίγα να προσφέρει, χωρίς όμως να προκαλέσει την αλλοίωσή του. Και όπως σημειώνει ο Μ.Μ. «...αν και οι κοινωνίες αυτές θεωρούνται από πολλούς σαν ένας “αναχρονισμός” , έχουν πολλά να μας διδάξουν σε μια εποχή όπου η αλλαγή, η μετα­ τροπή, η κατάρριψη όλων των φυ­ σικών δεδομένων είναι η κύρια μέ­ ριμνα της αυτονομημένης τεχνολο­ γίας» (σ. 27). Το Σαχέλ, αυτή η δραματική περιοχή της Αφρικής που μπήκε πρόσφατα στο λεξιλόγιό μας, συ­ νώνυμη με την πείνα εκατομμυρίων ανθρώπων και την πολύχρονη α­ νομβρία, υπόκειται δραματικές με­ ταβολές στην οργάνωση παραγω­ γής και εμπορίου. Οι τοπικές κοι­ νωνίες σιγά-σιγά εξαθλιώνονται και εξαφανίζονται, καθώς τα οικο­ συστήματα είναι αρκετά ευπαθή για να διατηρήσουν μονοκαλλιέρ-


οδηγος/139 γειες και μεγάλα κοπάδια ζώων. Η πείνα και οι λιμοί ήταν η συνέπεια της «ανάπτυξης» σ’ ένα διεθνές πα­ ραγωγικό σύστημα που δεν άφησε περιθώρια επιλογών στις νομαδι­ κές φυλές, παρέχοντάς τους πα­ ράλληλα την κατάλληλη τεχνολογία για μια «μεγιστοποίηση» της περι­ βαλλοντικής καταστροφής» (σ. 52). Η Αιθιοπία και η Κένυα είναι δύο κοινωνίες που εξελίχθηκαν με διαφορετικές προτεραιότητες, πα­ ρόλα αυτά αντιμετωπίζουν ορισμέ­ να κοινά κοινωνικά και οικολογικά προβλήματα. Οι πληθυσμιάκές πιέ­ σεις και τα φαινόμενα δραματικών οικολογικών καταστροφών έφεραν στην Αιθιοπία λοιμό και μετακίνη­ ση σε καταυλισμούς σωτηρίας εκα­ τοντάδων χιλιάδων πεινασμένων νομάδων. Η ξηρασία όπως φαίνε­ ται δεν ήταν το κυρίως πρόβλημα και η αρχική επιτυχία της επανά­ στασης των νεαρών αξιωματικών του Ντεργκ δεν μπόρεσε να αντιμε­ τωπίσει την πορεία της φτωχότερης χώρας της Αφρικής προς ένα νέο λοιμό, ακόμη πιο καταστρεπτικό από αυτόν της δεκαετίας του ’70 που έγινε αιτία ανατροπής του Χαϊλέ Σελασιέ. Ο πόλεμος της Ερυθραίας συνεχίζεται ακόμη και σήμερα για να υπενθυμίζει τον εθνικιστικό αυταρχισμό των νέων κυβερνώντων. Εκείνο που δεσπόζει στην Κένυα είναι τα εθνικά πάρκα. Τα πάρκα αυτά μπορούν να προσφέρουν ένα ανεπανάληπτο θέαμα της άγριας φύσης «εν δράσει» για τον τουρί­ στα της Ευρώπης και της Β. Αμερι­ κής, αλλά η μεταπολεμική ανάπτυ­ ξη της Κένυας δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες του αυξα­ νόμενου πληθυσμού της. Η ανά­ πτυξη της γεωργίας στηρίχθηκε σε εύθραυστα εδάφη και τα δάση, που αποτελούσαν άλλοτε αστείρευτη πηγή για την επιβίωση του πληθυ­ σμού, υποχωρούν κι αυτά. Ό πω ς αναφέρει επιγραμματικά ο Μ.Μ.: «...Η πολιτική των εθνι­ κών πάρκων υπήρξε η αιχμή της σύγχρονης αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας και η εικόνα της προς τα έξω» (σ. 71), και πιο κάτω «...Γιατί μέσα στη διαδικασία του σχεδιασμού λησμονιέται συχνά ο κοινωνι­ κός παράγων ως εξισορροπιστικό στοιχείο των φυσικών οικοσυστη­ μάτων. Σκέφτομαι ότι μόνο η από­ δοση των πάρκων στις τοπικές φυ­ λές και η εγκαθίδρυση μιας κατά το δυνατόν ευρείας γκάμας δρα­ στηριοτήτων μπορεί να επανασυμ­

φιλιώσει τον άνθρωπό με το περι­ βάλλον του» (σ. 76). Η Αφρική δεν είναι η μόνη ήπει­ ρος με σημαντικά οικολογικά προ­ βλήματα και πολιτικές «ανάπτυ­ ξης» που επέφεραν την επιδείνωση των οικονομικών και κοινωνικών δομών. Μια σειρά από χώρες της Ασίας, όπως Ινδία, Ινδονησία, Φι­ λιππίνες, Πακιστάν, κ.λπ. εισπράτ­ τουν τώρα την αλόγιστη εκμετάλ­ λευση των πλουτοπαραγωγικών τους πηγών και την αδιαφορία για τα ευαίσθητα οικοσυστήματα. Αλ­ λά οι χώρες της Λατινικής Αμερι­ κής αποτελούν το πιο σημαντικό παράδειγμα καταστροφής του πε­ ριβάλλοντος με την επιβολή της εκ­ μηχάνισης της γεωργίας και των μονοκαλλιεργείων σε εύθραυστα εδάφη, ενώ συγχρόνως οι προσδο­ κίες από τη γοργή εκβιομηχάνιση οδήγησαν σε υπερχρέωση. Η Βραζιλία και η αδιαπέραστη ζούγκλα του Αμαζόνιου είναι μια άλλη ιστορία εκμετάλλευσης ενός αχανούς οικοσυστήματος, του τρο­ πικού δάσους, από τον 15ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας. Στην αρχή ήταν η συλλογή φαρμακευτικών φυτών και κόκκινης φυτικής βαφής, μετά καύσιμα για τα ορυχεία χρυσού, ακολούθησαν οι ζαχαρο­ φυτείες και η εκτατική κτηνοτρο­ φία. Η παραγωγή καφέ, από το 1850, και ο πυρετός του καουτσούκ αργότερα είχε ως αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή και την καταστρο­ φή μεγάλων εκτάσεων γόνιμων εδαφών. Ό ταν οι τιμές των προϊόντων αυτών έπεσαν στην παγκόσμια αγορά, τεράστιες ποσό­ τητες έπρεπε να καταστραφούν, ενώ το ισοζύγιο των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας επιδεινώ­ θηκε σημαντικά. Στη Βραζιλία, όπως και σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου, εκείνο που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη είναι η διαρκώς επιδεινούμενη αν­ τίθεση πόλης και υπαίθρου, που οξύνεται ακόμη πιο θεαματικά με την εκβιομηχάνιση των τελευταίων δεκαετιών. Πέρα όμως από τη ραγδαία εκ­ βιομηχάνιση, άρχισε από το 1964 η επίσημη πολιτική της «αποικιοποίησης του δάσους» για το εκτο­ πισμένο αγροτικό και αστικό προ­ λεταριάτο, ως μια διέξοδος στα δεινά οικονομικά προβλήματα της χώρας. Η πολιτική αυτή οδήγησε σύντομα σε τεράστιας κλίμακας καταστροφές του Αμαζόνιου, και ιδιαίτερα του τροπικού δάσους

καινούρια. Η μορφική ισοδυναμία των ποιημάτων, είναι μια αλυσίδα από κρίκους, που πρέπει να συνυπάρξει κανείς προκειμένου να γίνει κοινωνός της ουσίας που διαθέτει. Τέλος, η κοφτή φράση που ξεκινά απ’ την αρχή και καταλήγει με το πέρας του βιβλίου, είναι η συνιστώσα ενός ύφους νευρώδους και μάλλον λαχανιαστού. Ικανού δηλαδή να μεταδώσει στον αναγνώστη όλη εκείνη τη μοναξιά, που τέτοιες καταστάσεις όπως ο στρατός, κυοφορούν.

ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΙΡΟΦΥΛΛΑ: Γιαννούλης Χαλεπάς. Ο ευαίσθητος κι αγαθός Τήνιος καλλιτέχνης. Αθήνα, Φιλιππότης, 1986. Σελ. 79. •Η συγκλονιστική μορφή του Έλληνα· γλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά, αναπαριστάται μέσα από τη μυθιστορηματική βιογραφία του Γ.Κ., έτσι ώστε το βιβλίο αυτό να σηματοδοτεί κατάλληλα μια συγγραφική ενέργεια πολύ ενδιαφέρουσα. Το γλαφυρό και συγχρόνως δημοσιογραφικό ύφος με το οποίο ο συγγραφέας ξαναθυμίζει τα καίρια σημεία μιας βίωσης τραγικής είναι αρκετό και σίγουρο για να μιλήσει και να εμφυσήσει την ιδέα για μια πιο γόνιμη επαφή με το έργο του. Οι συνταρακτικές στιγμές που πέρασαν απ’ τους ώμους και την ψυχή του μεγάλου γλύπτη, δίνονται μ’ έναν τρόπο ελκυστικό γι’ αυτό και το έργο μοιάζει περισσότερο με πολυσήμαντη έρευνα, παρά με φιλολογική απεικόνιση κάποιας προσωπικότητας.


140/οδηγος βροχής, από την αποψίλωση και τη διάβρωση του εδάφους. Οι υπεραι­ σιόδοξες προοπτικές για το αχανές αλλά ευαίσθητο δάσος διαψεύστηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα και ο εξωτερικός δανεισμός ·έφερε τη χώρα στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Η Κολομβία και το Μεξικό είναι δύο άλλες κλασικές περιπτώσεις χωρών της Λατινικής Αμερικής με σημαντικά προβλήματα φτώχειας, υπερπληθυσμού, εξωτερικού χρέ­ ους και οικολογικών καταστρο­ φών. Στις χώρες αυτές «...η ύπαι­ θρος αιμορραγεί καθημερινά κα­ θώς οι πόλεις φουσκώνουν σαν κα­ κοήθεις όγκοι» (σ. 148). Οι τενεκεδουπόλεις επεκτείνονται τελετουρ­ γικά γύρω από τους ουρανοξύστες των πόλεων, γεμίζοντας καθημερι­ νά με καταστραμένους χωρικούς (εκχερσώσεις ευαίσθητων εδαφών και διάβρωση εδαφών μετά από εν­ τατικές μονοκαλλιέργειες) και το άνεργο προλεταριάτο της αποτυχη­ μένης εκβιομηχάνισης και της πτώ­ σης των τιμών του πετρελαίου. Χώ­ ρες γεωργικές, που στο παρελθόν κατάφερναν να εκτρέφουν ανεκτά τους πληθυσμούς τους, τώρα α­ ναγκάζονται να εισάγουν τρόφιμα, καθώς η εκβιομηχάνιση κατέστρε­ ψε την αγροτική βάση των τοπικών κοινωνιών. Το αναπτυξιακό θαύμα του Με­ ξικού τις τελευταίες δεκαετίες, με τις τεράστιες επενδύσεις για την άντληση πετρελαίου και τη στροφή της γεωργικής παραγωγής σε εξα­

γώγιμα προϊόντα για να εισρεύσει το δυσεύρετο συνάλλαγμα, είχε ένα τεράστιο κόστος για τη χώρα. Πρόσφατα το Μεξικό έγινε η μεγα­ λύτερη οφειλέτρια χώρα στον κό­ σμο μετά τη Βραζιλία. Και τελευταία η Κούβα. Η Κού­ βα της επανάστασης, του Τσε Γκεβάρα και του Κάστρο, αυτή η νησί­ δα του σοσιαλισμού μέσα σε μια Λατινική Αμερική της «εξωστρεφούς» ανάπτυξης και των τερά­ στιων οικολογικών καταστροφών. Εδώ όμως έχουμε μια άλλη ιστο­ ρία. Ό πω ς σωστά υπογραμμίζει ο Μ.Μ. «...Αν η Κούβα σήμερα κα­ ταφέρνει να προσφέρει ένα παρά­ δειγμα έλλειψης κοινωνικών ανισο­ τήτων, το παρελθόν της μαρτυρεί για ένα επίπεδο ζωής σαφώς υψη­ λότερο από το παρόν της και το παρόν άλλων, εκβιομηχανισμένων χωρών. Μήπως λοιπόν η “παρα­ δειγματική” κουβανέζικη επανά­ σταση δεν έγινε τόσο εξαιτίας μιας υποτιθέμενης γενικευμένης εξα­ θλίωσης των μαζών, όσο λόγώ ακριβώς της ύπαρξης μιας ισχυρής, μεσαίας τάξης που επιζητούσε την είσοδο στη σύγχρονη εποχή; Το ερώτημα επιδέχεται μάλλον κατα­ φατική απάντηση...» (σ. 191). Το πρόσφατο παράδειγμα της Νικα­ ράγουας είναι αρκετά εμφανές, και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει από την πίεση των ΗΠΑ με την εγ­ κληματική χρηματοδότηση των «κόντρας».

ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΜΟΠΡΑΣΙΑ ΣΠΑΝΙΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ 27 επιλεγμένοι ελληνικοί τίτλοι της περιόδου 1776-1845 μεταξύ των οποίων: Μοναδικό κοραϊκό φυλλάδιο. Ο Συναξαριστής του Οσ. Νικοδήμου (1819). Δ. Γαλανού, Μεταφράσεις έργων ινδικής φιλοσοφίας (1845). περιοδικό ‘Συλλογές’ Νοεμβρίου. (Λήξη 30.12)

Μετά από τη λύση πολλών προ­ τεραιοτήτων της λαϊκής βάσης, η χώρα προσπαθεί να ξεπεράσει το ρομαντικό στάδιο της επανάστασης και να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες-και τις νέες ανάγκες του κό­ σμου. «Πρόκειται για μια κοινωνία όπου η ισότητα μέσα στη στέρηση δεν αντισταθμίζει τις αντικειμενι­ κές, συχνά ανυπέρβλητες δυσκο­ λίες της καθημερινότητας» (σ. 195). Αλλά η Κούβα έχει σημαντικά και δύσκολα προβλήματα ακόμη να λύ­ σει. Η υπερχρέωσή της στη Σ. Ένωση είναι η κληρονομιά της πο­ λιτικής της για μια καθαρά εξαγωγική παραγωγή και απαραίτητο κε­ φαλαιουχικό εξοπλισμό μιας ανά­ πτυξης που δεν πέτυχε ποτέ το πλάνο της. Το βιβλίο του Μ.Μ. είναι από τις λίγες μελέτες στον ελληνικό χώ­ ρο που προσπαθεί με συγκροτημέ­ νο και διεπιστημονικό τρόπο να παρουσιάσει τις συνέπειες της εξωστρεφούς ανάπτυξης των χωρών του Τρίτου Κόσμου. Το-κατορθώ­ νει με προσωπικές εμπειρίες από επισκέψεις στις χώρες αυτές και με μια διορατικότητα που, ξεπερνώντας τις επίσημες στατιστικές και απλουστεύσεις, διεισδύει στην ου­ σία των κοινωνικών και οικονομι­ κών προβλημάτων που συνέβησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Η διάσταση της οικολογικής προοπτικής και των .τεράστιων κα­ ταστροφών από αλόγιστη εκμετάλ­ λευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών είναι ασφαλώς και τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα των περι­ γραφών για κάθε χώρα και περί­ πτωση οικοσυστήματος. Αλλά το πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι απομυθοποιεί καταστά­ σεις και εξελίξεις που είχαν επί χρόνια περιβληθεί με ένα οικονομίστικο πέπλο και αρκετόν πολιτικό βερμπαλισμό. Το βιβλίο του Μ.Μ. προσφέρει παράλληλα περιγραφές τοπίων και ανθρώπων με ποικιλία και κοινω­ νιολογική παρατήρηση. Ακόμη και τα στατιστικά στοιχεία που παρα­ θέτει δεν είναι βαρετά και τοποθε­ τημένα μέσα σε λεπτομερείς πίνα­ κες αλλά με διδακτικό και διερευ­ νητικό τρόπο. Έ να βιβλίο που χρειάζεται να διαβαστεί για τους ενδιαφερομένους με την οικογεωγραφία και τα διεθνή οικολογικά προβλήματα, αλλά όχι μόνο από αυτούς. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΒΑΛΑΒΑΝΙΔΗΣ


οδηγος/141

floe#»

ενα κρυστάλλινο μαγικό λεξικογράφημα y

ΚΩΣΤΑ ΛΑ Χ Α : Μετείκασμα-Μεταίσθημα. Αθήνα, ΎψιλονΙβιβλία, 1986. Σελ. 88.

Έ να συνεχές γίγνεσθαι εικόνων και λέξεων, τραγουδιών και ανέμων, χρωμάτων και ήχων, εννοιών αποσπασματικών και μη, που μεταπηδούν από τον ιστορικό χρόνο στον αϊστορικό, σαν τα νερά που φιλτράρονται μέσα από τα διάφορα υπόγεια πετρώματα και ξεπηδούν ως κρυστάλλινες και δροσερές πηγές, έτσι ξετυλίγεται και το αφήγημα αυτό, χωρίς ανάσα, χωρίς διακοπή, ξετυλίγεται, λέω: και μακραίνει - μιας και το «λέω» είναι τό ρήμα που επαναλαμβάνεται συνέχεια, ο συγγραφέας θέλει να πείσει ότι μιλά πλάι στο αυτί μας και πρέπει να προ­ σέχουμε, να μην ξεφεύγει η προσοχή μας αλλού, ενώ αυτό ακριβώς γίνεται, προσέχουμε κι απορροφούμαστε εντελώς- μα­ κραίνει, λοιπόν, το αφήγημα από την αιφνίδια εισβολή του Χαράλαμπου -«τις ο Χάμπον;» διερωτάται συνέχεια το αφήγη­ μα, ενώ ο Χάμπον είναι η μυθολογία όλου του κόσμου-, του Χαράλαμπου που διαβάζει τα θαύματα του κόσμου μέσα από τον καθρέφτη της μνήμης, της γνώσης και της φαντασίας, τα εκθέτει με τον γενικευμένο πόνο της φθοράς, με το πνεύμα της άυλης ομορφιάς, αναλυμένα, αποκομμένα από κάθε σχέση χώ­ ρου και χρόνου -τουλάχιστον τις περισσότερες φορές- «αχνι­ σμένα από την ανάσα του αιώνιου», καθώς λέει ο Ρίτσος, και φτάνει το περί ου ο λόγος αφήγημα, ξεπεταγόμενο έξω από το βιβλίο, στο επιτηδευμένο, γραφικό και αρκετά κατατοπιστικό βιογραφικό σημείωμα του εξωφύλλου, έτσι που σε καμιά περί­ πτωση να μην αναρωτηθεί ο αναγνώστης «τις ο Λαχάς». Παρασυρθήκαμε, βέβαια, από το ύφος και τον ασταμάτητο τρόπο αφήγησης του Λαχά, αλλά έτσι ακριβώς συμβαίνουν τα πράγματα μέσα στο θαυμαστό «Μετείκασμα». Διαχέεται μια αίσθηση μεταλλαγ­ μένης ομορφιάς κάτω από μια αό­ ριστη υφή παράπονου, αγάπης και φόβου, κάτω από μια διάσταση αγνώστων συνειρμών, καθώς η διαδρομή-διαρροή του λόγου, χω­ ρίς συγκεκριμένη υπόθεση παρά με υπαινικτικά ιστορικά σχήματα, φέρνει στην επιφάνεια και μέσα από ωραίες επινοήσεις σχημάτων

ό,τι υπερούσιο και φωτεινό διέφυ­ γε μέσα από τη σκόνη του χρόνου. «... όπως το αίμα που ξεραίνε­ ται πάνω στο χώμα και το σκε­ πάζει άλλο χώμα κι έρχεται ύστερα βροχή από τη Δοϊράνη και κάνει αδιόρατα τα μονοπά­ τια κι αδιάβατα, έτσι και τα κυ­ κλοτερή τοπία προπαντός του ■Καμπερλί και των Κρουσίων, να μεγαλώνουν -αχ, βρε Χάμ πο - να μεγαλώνουν αενάως ως άλλες Κορδιλιέρες Άνδεις, τα καθ’ ημάς Κερδύλλια που

ΠΙΤΣΑΣ ΣΩ ΤΗΡΑΚΟ Υ:

Ο Αντώνης δε θα σκολάσει απόψε. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 126. Η ρεαλιστική γραφή με την οποία η Π.Σ. προσπαθεί να θέσει ένα ακόμη ερωτηματικό στην εργασιακή συμπεριφορά, είναι ο πιο σίγουρος δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση. Γιατί ο πραγματικός μύθος, που εξελίσσεται σε μια εποχή δύσκολων περιστάσεων για την εργατική τάξη, βάζει τα θεμέλια για οργανωμένη αντίσταση, με ουσιαστική συμμετοχή της γυναικείας δύναμης και αυταπάρνησης. Το μάτι της συγγραφέως που έζησε τα γεγονότα από κοντά, συμπυκνώνει την έπαρσή του γύρω από τη γυναίκα-μητέρα που υφίσταται την καταπίεση και την εκμετάλλευση της κοινωνικής ανισότητας. Έ να αρκετά καλό χρονικό που περνάει τα μηνύματά του όσο το δυνατόν πιο προσεκτικά, θίγοντας ταυτόχρονα το θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης που ξεριζώνει κύρια τους εργάτες. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


142/οδηγος λένε, διαστελλόμενα να εναλλάσσονται με ζωντανή σάρκα, σαρξ εκ της σαρκός κυοφορείται σε τόπους χλοε­ ρούς όπου δεντρογαλιές και βερβερίτσες και γουλιανοί τε­ τράπαχοι από τη λίμνη της Κερ­ κίνης και άξιος καρπός κοιλίας και αίμα εκ του αίματος να εκτινάσσεται σε μυστικές αρ­ τηρίες ανεξιχνίαστων λαβυρίν­ θων...... Αυτό το ξανακοίτάγμα προς τα πίσω, η μ ε τ α ί σ θ η σ η των πραγμάτων καθώς μέσω της μνήμης συνειδητοποιείται ξανά η προέλευ­ σή των ως προς το χώρο και το χρόνο, η μεταλλαγή των από την άλλη γνώση, την ιστορική πλέον και την αισθητική, μ ε τ ε ι κ ά ζ ε ι προς άλλες κατευθύνσεις κάθε δια­ δικασία αποτίμησής των, ανακαλύ­ πτει νέες έδρες στη θέαση του πο­ λυεδρικού πρίσματος της γενικευμένης και ιδεατής, ίσως, ομορφιάς του κόσμου. Πέρα από αυτό, ο Λαχάς ξαφ­ νιάζει με τη δύναμη των μετερχομένων εικόνων. Ό σο αόριστο, κατά

κάποιο τρόπο, είναι ολόκληρο το αφήγημα, τόσο δυνατό και ρωμα­ λέο παρουσιάζεται στα επί μέρους κείμενα, στις μικρές παραγράφους, όπου το σφρίγος των λέξεων, η δροσιά της γραφής και η σπιρτάδα του πνεύματος τονίζουν τη γενική στερεότητα της διατύπωσης. Η γλώσσα διαθέτει μια απαράμιλλη «υγιεινή» και ευρωστία. Ζωντανή, πάλλουσα, ελίσσεται αυτοδύναμη μέσα από κάθε ανεπαίσθητη αλλα­ γή ύφους, τόσο στην αστική έκφρα­ ση, όσο και στη λαϊκή. «... την άραξα στο γαλακτοζαχαροπλαστείο της γωνίας, ρί­ χνω τα μελοβούτυρα, πλακώνω ύστερα και τρεις τουλούμπες με καϊμάκι, βγάζω τσιγάρα να κα­ πνίσω και καπνίζω, κάνω στα σβέλτα ένα κρακ κρακ κρακ κρακ ενώνοντας τα δάχτυλά μου και μ ' αρέσει, ας λεν οι άλ­ λοι ότι είναι αγενές, βρε δε γαμείς ψηλά καπέλα, και παρακο­ λουθώ το δρόμο και αυτούς που με κοιτάζουνε απ’ έξω κι έρχεται νύχτα, Σαββατόβραδο απόψε κι η ώρα γύρω στις εν­

νιά θα έφτασαν και οι εφημερί δες...». Οι μέρες και οι νύχτες, λοιπόν, εναλλάσσονται, ό χρόνος κυλά παρασύροντας μαζί του και το λόγο, ουσία κι αυτός του ατελεύτητου και συνεχούς, η αφήγηση διακλαδίζεται σε αναρίθμητους γεωγρα­ φικούς χώρους, αλλά συνεπαίρνεται και κυριώς αλλοιώνεται συναι­ σθηματικά όταν αναφέρεται στους γύρω από τη Θεσσαλονίκη τόπους και μάλιστα τους προς βορράν. Αναμέλπεται η γραφή ως δέηση ευ­ λαβών προσκυνητών πάνω από τα θρυλικά τοπία του Μέσκου και αποκρυσταλλώνεται μέσα στη φύση του χώρου, στο αίμα του λόγου, σαν ανεπανόρθωτο λυρικό πέτρω­ μα. Μετείκασμα, μεταίσθημα κι ένα κρυστάλλινο, διάφανο, μαγικό λεξικογράφημα, όπου καθρεφτί­ ζονται μέσα του τα υψηλά και επώδυνα συναισθήματα που στοιχειώ­ νουν και ουσιαστικοποιούν ηθικά και αισθητικά το πέρασμα των σκοτεινών αιώνων. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ


οδηγος/143

πορεία

HARRY MATHEWS

ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ

ιος ίχνη ΜΗΤΣΟΫ ΚΑΣΟΛΑ: Το σάπιο νε­ ρό. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 260.

Αν η εσωτερική μετανάστευση ήταν - και είναι; - ένα ελληνικό πρόβλημα με κοινωνικο-οικονομικές βάσεις, το αντίστοιχο πρόβλημα της - σε ατομικό επίπεδο - κοινωνικής αλλοτρίωσης, έχει βάσεις όχι μόνο κοινωνικο-οικονομικές, μα και κάποιες άλλες που προεκτείνονται μέχρι τον πυρήνα της ψυχής, είναι δηλαδή, βάσεις υπαρξιακού επιπέδου. Τα δυο προβλήματα, από ένα σημείο και μετά, συνδέονται και μορφοποιούνται πά­ νω στην ταυτότητα ομάδων και ατόμων που αναγκάζονται να υποστούν τον τραυματισμό του ονείρου και τη διάψευση των οραματισμών τους. Ο μόνος τρόπος αποφυγής της πλή­ ρους υποταγής και υποδούλωσης είναι η αναγνώριση της ατομικής καταγωγής και η επιστροφή στη δι­ καιοσύνη και τη γαλήνη της φύσης. Ναι, της φύσης, μιας και οι πόλεις ως δημιουργήματα αλλοτριωμένων εγκεφάλων, επαυξάνουν την ισοπέδωση και συντηρούν τον αποπρο­ σανατολισμό. Κάπως έτσι - σύντομα διατυπω­ μένος - είναι ο άξονας πάνω στον οποίο ο Μήτσος Κασόλας θέλησε να στηρίξει την ανάπτυξη ενός μυ­ θιστορήματος. Άξονας ιδιαίτερα ενδιαφέροντος ως προς τις κατευ­ θύνσεις του και έντονα επισφαλής ως προς τη μετουσίωση του σε μυ­ θιστορηματική οντότητα. Ο στόχος μιας κριτικής προσέγ­ γισης είναι όχι η επιβεβαίωση ή μη του ενδιαφέροντος, μα η ανίχνευση του τρόπου υλοποίησης της μετου­ σίωσης. Ανιχνεύοντας, λοιπόν, τη μυθι­ στορηματική οντότητα του «Σά­ πιου νερού», επιβεβαιώνουμε την Επισφαλή της ενσάρκωση. Επισφα­ λή με την έννοια πως και θετικά σήματα εκτελεί, μα και αρνητικά. Ας δούμε τα πρώτα. Ο Μ.Κ. προσπαθεί να δημιουρ­ γήσει μια πρωτότυπη δομή στο έρ­ γο του. Και το καταφέρνει. Άλλω­ στε η πρωτοτυπία ήταν ένα από τα στοιχεία που χαρακτήριζαν και το

πρώτο του μυθιστόρημα, τον «Πρίγκηπα». Μόνο που εκεί το ασυνήθιστο στόχευε στη φύση του ίδιου του μύθου και όχι στη δομική υπόσταση της αφηγηματικής μορ­ φής. Αντίθετα, το «Σάπιο νερό», χωρίς ν’ αγνοεί την πρωτότυπη πλοκή - ρίχνει το βάρος του στην αναζήτηση νέων δομικών ρυθμών. Μέσα στις σελίδες του υπάρχουν - και συμπορεύονται - τα πρόσωπα του μυθιστορήματος, μαζί με τον δημιουργό τους, μα και τον ανα­ γνώστη τους. Η ανεξαρτησία των μεν προς τον δε, αντιστρέφεται - ή, έστω, αμφισβητείται. Και η ροή των γεγονότων ακο­ λουθεί άλλοτε μια κανονική - χρο­ νική - αφήγηση, άλλοτε όμως υπερπηδά τις συμβάσεις του χρό­ νου και τις δεσμεύσεις των παρα­ δοσιακών κανόνων αφήγησης. Στοιχεία που έχουν όχι μόνο ένα αυταπόδεικτο ενδιαφέρον, μα και εκφράζουν την αγωνία του συγ­ γραφέα ν’ ανακατατάξει νέους δρόμους μυθιστορηματικής κατα­ γραφής. Βέβαια, οι νέοι αυτοί τρό­ ποι στοχεύουν στα σημεία μιας επι­ φάνειας· όχι κάποιου βάθους. Η πρόταση τοι Μ.Κ. δεν αφορά άλ­ λες οράσει ιδεολογικών συνθέ­ σεων, μα δο. ς διαφορετικών υπο­ στάσεων. Έστω κι έτσι, όμως, το πείραμα έχει το ενδιαφέρον του, γι’ αυτό


144/οδηγος και προσμετράται στα θετικά βή­ ματα της επισφαλούς πορείας. Ό πω ς το ίδιο θετικά - και εντο­ νότερα σίγουρα - είναι όσα έχει κανείς να παρατηρήσει σχετικά με τη λογοτεχνική επιδεξιότητα του Μ.Κ. Είναι μια δυναμική παρου­ σία με ελεγχόμενη τεχνική και ευέ­ λικτη υπόσταση. Την ίδια αφηγη­ ματική ευχέρεια είχαμε αναγνωρί­ σει και στον «Πρίγκηπα». Θά ’λεγα, όμως, πως στο «Σάπιο νερό» αυτή η ευχέρεια παρουσιάζεται εν­ δυναμωμένη καθώς η λιτότητα στην περιγραφή αυξάνει τις δια­ στάσεις της. Όμως, κάποτε, η ευκολία αφή­ γησης - μαζί με την ανεύρεση νέων δομών - επιφέρει τον κίνδυνο της δικτατορίας της φόρμας. Φοβάμαι πως ο Μ.Κ. δέχτηκε τους εξαναγκασμούς της και τις δε­ σμεύσεις της. Έτσι, η ροή μιας πρωτότυπης εξιστόρησης τον παρέσυρε σε μια μη ελεγχόμενη δημιουργία προσώ­ πων και συνθηκών. Η ζωντάνια αμφοτέρων παραμέ­ νει μόνο σε ό,τι αφορά τη γλωσσι­ κή τους ενσάρκωση. Ό χ ι και την αντίστοιχη ψυχολογική, μα και ιδεολογική τους. Αλλά μιας και αναφέραμε τη γλωσσική υπόσταση των ηρώων του Μ. Κ., ας εντοπίσουμε το γεγο­

νός πως η άνεσή της συνοδεύεται και από μια λαϊκότροπη χυδαιότη­ τα. Θα πρέπει αυτή η μορφή έκ­ φρασης να είναι συνειδητή επιλογή του συγγραφέα (έτσι κι αλλιώς ο Κασόλας ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που η ρεαλιστική έκφρα­ ση είναι ένα από τα εφόδια που επιζητούν να κατέχουν). Όμως ο αναγνώστης υφίσταται την κατα­ πίεση μιας εκφυλισμένης έκφρασης που, σίγουρα, το μέγεθός της είναι υπέρ το δέον μεγάλο. Όσον αφορά την ψυχολογική οντότητα των ηρώων του «Σάπιου νερού», αυτοί κινούνται μονόπλευ­ ρα - πιο σωστά, προσχεδιασμένα. Δεν αναπνέουν, μα πάλλονται στους ρυθμούς ενός προαποφασι­ σμένου στόχου. Και η περιπλοκότητά τους - όταν και όπου συναντάται - δεν είναι παρά μια εκκεντρικότητα. Στην ουσία είναι κά­ ποια ανδρείκελα που όσο κι αν ο δημιουργός τους συνδιαλέγεται μα­ ζί τους, στην πραγματικότητα τα έχει καταδικάσει στο ρόλο μιας μαριονέτας. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηρί­ σει -και να αναγνώσει- κανείς, το μονοδιάστατο του πατέραταγματάρχη και της γυναίκας του; Ο τόσο χοντροφτιαγμένα ένοχος μιλιταρισμός, δεν έχει προ πολλού ξεπέσει; Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσει

τους εκπροσώπους του κεφαλαίου, που κινούνται δίχως παρεκκλίσεις ανάμεσα σε ίντριγκες, ανθρωποφάγες ορέξεις και αμοραλιστικούς ξε­ πεσμούς; Μια τέτοιου είδους κριτι­ κή των κεφαλαιούχων δεν έχει, πια, αχρηστευθεί; Πώς αλλιώς -παρά μόνο σαν μο­ νοσήμαντο σύμβολο- μπορεί κανείς να δει την καλοσύνη εκείνου που συνειδητοποιεί το αδιέξοδο της πό­ λης και σώνεται επιστρέφοντας στη μητέρα φύση; Πώς αλλιώς -παρά μόνο σαν εγ­ κεφαλικό κατασκεύασμα- να πλη­ σιάσει την πανέμορφη γυναίκα με το τραυματικό παρελθόν, τα συμβι­ βασμένα όνειρα, την εκδικητική μανία, τη διάθεση αυτοκαταστρο­ φής και το τετελεσμένο μέλλον; Και ποιοι, τελικά, είναι οι δρό­ μοι που επικοινωνεί κανείς με το κεντρικό πρόσωπό -έναν επανα­ στάτη που προσπαθεί να είναι αναρχικός, μα στην ουσία το μόνο που καταφέρνει είναι να έχει λαν­ θασμένους στόχους, γεμάτους με σεξουαλικά οράματα, μελλοδραματικούς πλουτισμούς και γλωσσικές βλασφημίες; Το πολύπλοκο και πολυσήμαντο στις σχέσεις ανθρώπων, συνθηκών και παρορμήσεων, μοιάζει ν’ αγνοείται από τον Μ.Κ. Κι έτσι έχουμε ένα έργο τραγικά άνισο. Η προσπάθεια ανανέωσης γραφής και δομής, πυρπολείται από τη μονοκόμματη ανάπτυξη των προσώπων. Κι ακόμα η περίεργη εμμονή του συγγραφέα σε μια γλώσσα με κυρίαρχα στοιχεία λαϊ­ κότροπων βαρβαρισμών, μετατρέ­ πουν την αναμφισβήτητη λογοτε­ χνική δεινότητα, σε πομπό απώθη­ σης. Ο Μ. Κ. παρασύρεται από το ίδιο το όργανο που διαθέτει στα χέρια του, παρασύρεται από την άνεση με την οποία το χειρίζεται και μετατρέπει αυτό το όργανο -εννοώ τη γραφή- σε εικονογραφικό συμβάν, σε ηθογραφικό οικοδό­ μημα. Το «Σάπιο νερό» δείχνει να δια­ γράφει μια πορεία, στο χώρο της σύγχρονης ελληνικής μυθιστορίας, που δεν έχει την ικανότητα να χα­ ράξει τα ίχνη της. Ίσως γιατί έχει ντύσει με ρούχα εκρηκτικού μο­ ντερνισμού, ένα κορμί τόσο τελεσί­ δικα γερασμένο. Μ’ άλλα λόγια, υπέκυψε στο περίβλημα και βίασε την ψυχή. ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ


οδηγος/145

ο ελληνισμός στον Ευφράτη ΠΟΛΥΜΝΙΑΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ: Στο σύνορο του Ευφράτη. Αθήνα, Δόμος, 1985. Σελ. 117.

Συχνά εγείρεται ο λόγος για τον μικρασιατικό και ποντιακό ελληνισμό. Στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχουν προσφερθεί αρκετά βιβλία σχετικά με τη μικρασιατική καταστροφή, τις ελ­ ληνοτουρκικές σχέσεις ή έστω την ιστορία και τη ζωή των Ελ­ λήνων της Σμύρνης και του Πόντου. Σχετικά ελάχιστα έχουν γίνει γνωστά ή δημοσιευθεί για τον ελληνισμό της Καππαδο­ κίας. Όμως ο βυζαντινός ελληνισμός και ο πρόγονός του, ο αλεξανδρινός ελληνισμός δεν περιορίστηκαν δυτικά της Σεβα­ στείας και της Καισαρείας: ένας μακραίωνος ελληνισμός υπάρ­ χει ακόμη στον Ευφράτη! Ασφαλώς πρέπει να σηκώσουμε το ψιλό, αραχνοΰφαντο πέπλο των ση­ μερινών συνόρων, τα οποία χρονο­ λογούνται από το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας και αιτιο­ λογούνται από την εισαγωγή της ιδεολογίας του εθνικισμού στην πε­ ριοχή , για να προσεγγίσουμε το γεω­ γραφικό χώρο και να τον συλλάβουμε σαν ενότητα. Όταν περάσουμε λοιπόν τον Ταύρο και τον Αντίταυρο, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα ανατολικά της Καισάρειας, φθάνουμε στη Μελιτηνή, όπου τοποθετείται το μέσο βυζαντινό όριο: η Κόκκινη Μηλιά. Εκεί κοντά είναι ο Ευφράτης, μετά τον οποίο ανοίγονται οι μεγάλες πε­ διάδες της βόρειας Μεσοποταμίας, η οποία κλείνει από βορρά χάρη στις ανατολικές προεκτάσεις του Αντίταυρου. Οι βόρειες μεσοποταμιακές πεδιάδες προεκτείνονται δυτικά του Ευφράτη μέχρι τα βουνά του Λιβά­ νου και του Αντιλιβάνου και τις βό­ ρειες προεκτάσεις τους, οι οποίες απολήγουν στα δυτικά σημεία του Αντιταύρου.

Ένας ολόκληρος κόσμος ζει εκεί με τις έντονες αναμνήσεις ενός πα­ ρελθόντος, μέσα στο οποίο συχνά βρίσκονται ελληνικές ή ελληνοειδείς συντεταγμένες. Ο χώρος φθάνει μέ­ χρι τη συροαραβική έρημο προς νό­ το και μέχρι τον ατίθασο, ορμητικό Τίγρη προς ανατολάς. Από κει και πέρα σηκώνονται τα εκπληκτικά άγρια βουνά της Αδιαβηνής (Βό­ ρειος Ζάγροςε. Ο γηγενής πληθυσμός, όταν οι Έλληνες πέρασαν την Ισσό, δεν θύ­ μιζε τίποτα από την παλαιά ασσυριακή δόξα: έξαφνα, αινιγματικά και ακατάληπτα, μετά την πτώση της Νινευή (612), ούτε ασσυριακά γράφονται πια, ούτε Ασσύριους μπορεί κάποιος να συναντήσει στη Μέση Ανατολή! Κατά τη σύντομη νεοβαβυλωνιακή και διαρκέστερη αχαιμενιδική παρουσία, οι Αραμαίοι, παλαιοί κάτοικοι των δυτικών άκρων της ασσυριακής αυτοκρατο­ ρίας (μετά το 1100), πληθύνονται και μεταβάλλονται σε πληθυσμιακή πλειοψηφία των αυτοκρατοριών: οι Βαβυλώνιοι, οι Φοίνικες, οι ύστεροι

Χιττίτες, οι Ιουδαίοι εξαραμαίζονται. Ενώ τα πρώτα αχαιμειδικά κεί­ μενα γράφονται με σφηνοειδείς χα­ ρακτήρες σε τρεις γλώσσες για επί­ δειξη γλωσσομάθειας (σε περσικά βαβυλωνιακά και στα ήδη νεκρ^ ελαμικά), οι τετράγωνοι χαρακτή­ ρες της αλφαβητικής αραμαϊκής γραφής γίνονται αποδεκτοί στα περσικάτου τέλους του 4ου αιώνα! Σ’ αυτόν τον κόσμο έρχονται να εμπλακούν «Αλέξανδρος και οι Έ λ­ ληνες πλην Λακεδαιμονίων», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σταματή­ σουν εδώ, ή ότι δεν υπάρχει ο ελλη­ νισμός στα Σούσα, στην Περσέπολη, στη Γεδρωσία, στον Ινδό, στη Βα­ κτριανή! Απλά δεν μας απασχολεί στα πλαίσια της συγκεκριμένης βι­ βλιοκρισίας. Οι Έλληνες κυριαρχούν σύντο­ μα: τα ελληνικά δεν είναι μόνον η γλώσσα των Σελευκιδών αλλά και διαφόρων άλλων μικρών βασιλείων, τα οποία διασπώνται στη συνέχεια! Αυτό δείχνει ότι υπήρχε δυνατότη­ τα, προεργασία και κατάλληλο υπέ­ δαφος. Υπήρξε αναμφίβολα σημαν­ τική η συμβολή του ίδιου του Μεγά­ λου Στρατηλάτη στο έργο της δια­ σύνδεσης: έδειξε αμετακίνητα μια διάθεση αποδοχής της ιδεολογίας του Πνεύματος και της κολοσσιαίας πολιτισμικής προσφοράς της Ανα­ τολής. Όμως, οι βαθύτεροι λόγοι οφείλονται στο ότι οι Έλληνες και η Ανατολή είχαν υποστεί μια εξέλιξη ώστε να δεχθούν πολλά πράγματα από κοινού. Στη διάθεση του τερά­ στιου και μεγαλειώδους, οι Έλλη­ νες προσέθεσαν την ευλυγισία και την αισθητική τελειότητα. Στην παγκόσμια αντήχηση και κυριαρχία ενός θεού, στην από τα τέλη του 8ου αιώνα μέσα σε διαφορετικούς λαούς ανερχόμενη μονοθεϊστική ιδεολογία και στην υποτίμηση των πολλών μι­ κρών θεών των διαφόρων εθνών, οι Έλληνες προσέθεσαν τον «Άγνω­ στο Θεό», τον Πλάτωνα, τον Αρι­ στοτέλη και -σαν νεότεροι- την αμ­ φισβήτηση. Στην έννοια ενός κράτους-κόσμου, ήδη αναπτυγμένη από τον Ασσουρμπανιπάλ κατά τον 7ο αιώνα, οι Έλληνες είχαν προσχωρή­ σει αποδεχόμενοι τους Μακεδόνες. Πολλοί παραλληλισμοί έγιναν τότε (Ασσουρμπανιπάλ και Αλέξανδρος είχαν ξοδεύσει αρκετό χρονικό διά­ στημα στην πολιορκία της Τύρου), ενώ οι Έλληνες ασχολήθηκαν ιδιαί­ τερα με την κυριαρχική φυσιογνω­ μία του μεγάλου ασσύριου αυτοκράτορα, τον οποίο είχε υμνήσει και η ισραηλιτική βιβλική παράδοση.1


146/οδηγος Μια άνοδος της ηλιακής λατρείας και ιδεολογίας, η οποία είχε αρχίσει στην Ασσυρία του τέλους του 8ου αιώνα με την ανεικονική παράσταση του θεού Ασσούρ εν είδει πτερωτού ηλίου, φέρνει πιο κοντά τους Πέρσες και τους Έλληνες του 3ου αιώ­ να: ένας παλιός περσικός θεός ινδι­ κής προέλευσης, ο Μίθρας, προε­ λαύνει στην κατάκτηση της Δύσης! Ο Μίθρας, ετήσια αναγεννώμενος θεός, αυτό το «παιδίσν νέσν ο προαιώνων θεός», θεός «συμβολαίου» και θεός «εθνών», σύμφωνα με διά­ φορες περσικές ωδές,2 παίρνει δια­ στάσεις ηλιακού θεού απαιτούντος ζωδιακούς συμβολισμούς και αρμο­ νική αναλογία ισημεριών και ηλιο­ τροπίων. Ο Μίθρας θα πάρει ωστό­ σο και άλλες μορφές, οι οποίες θα του επιτρέψουν να υπεισέλθει σε πολλούς συγκρητισμούς, όπως σε μυστήρια της Ίσιδος και του Οσίριδος, της Κυβέλης, της Αστάρτης και άλλων θεοτήτων. Μια μορφή Μίθρα-μεσάζοντος μεταξύ θεού και ανθρώπων, θα προσλάβει πολλά χα­ ρακτηριστικά ενός γνωστού μεταγε­ νέστερου θεού: θα είναι θεός «τρισμεγέθης», ένας και «τριπλάσιος» ταυτόχρονα, θα γεννηθεί άμωμος (από πέτρα: «genitrix petra», ή δέν­ δρο), θα παραθέσει ένα «Μύστικό Γεύμα» και θα θυσιασθεί (προσφέροντας το σώμα του, το οποίο συμ­ βολίζεται στο κομμάτι κρέατος του δολοφονημένου από τον ίδιο ταύ­ ρου, και το αίμα του) για να αναληφθεί στους Ουρανούς. Το μιθραϊκό τυπικό είναι το ίδιο με αυτό του χρι­ στιανισμού του 4ου αιώνα, όταν το ' μήνυμα του Ιησού έχει πλέον χαθεί: Ο Μίθρας γεννιόταν π.χ. στις 25 Δε­ κεμβρίου (!) και τότε εορταζόταν στην Παλμύρα και στη Δούρα Ευρωπό. Πολλά χριστολογικά προβλήμα­ τα, στρεφόμενα κύρια γύρω από το αδύνατο των δύο φύσεων (θεϊκής και ανθρώπινης) και θελήσεων σε ένα συγκεκριμένο άτομο τη δεδομέ­ νη στιγμή, θα διαχωρίσουν το χώρο αυτό από το Βυζάντιο της Καππα­ δοκίας και της Δύσης. Εδώ θα κυ­ ριαρχήσουν οι νεστοριανικές και οι μονοφυσιτικές απόψεις. Μεγάλα θρησκευτικά κέντρα θα αναδειχθούν η Έδεσσα Οσροηνής, η Νίσιβις, η Έμεσσα, η Αντιόχεια, η Μάργδις και η Δαμασκός. Όλος ο χώρος θα προσχωρήσει ακαριαία στο Ισλάμ μαζί με την Κεντρική και Νότια Μεσοποταμία, το περσικό οροπέ­ διο, τη Γη Χαναάν και την Αίγυπτο.

Ό χ ι μόνον οι ανατολικοί χριστιανοί δεν ανέχονταν τη βυζαντινή φορο­ λογία και κρατική διοίκηση αλλά και η νοητική μεθοδολογία, η οποία τους διέκρινε και τους οδήγησε στις μονοφυσιτικές ιδεολογίες, διαφο­ ροποιήθηκε απόλυτα από την επι­ κρατούσα στο Βυζάντιο, όπου η πλατωνική-αριστοτελική νόηση είχε εξοβελίσει την παραδοσιακή ανατο­ λική. Ό λο αυτό το πλούσιο παρελθόν ζει ακόμη και σήμερα. Σ’ αυτό μας ξεναγεί το έξοχο βιβλίο της Πολύ­ μνιας Αθανασιάδη (Στο σύνορο τον Ευφράτη, εκδ. Δόμος, 1985,117σ.). Πρόκειται για ένα λογοτεχνικό κεί­ μενο, το οποίο παίρνοντας τη μορφή περιηγητικής αφήγησης παρουσιά­ ζει νοοτροπία, ιδεολογίες και ση­ μαντικές στιγμές αυτού του χώρου. Είναι αξιοθαύμαστο και στις τρεις διαστάσεις του. Η κατάληξη του όλου έργου στην «Ανανεωμένη πα­ ράδοση», όπου τον κορμό δίνουν οι καλές μεταφράσεις των dogus, του Ισμαήλ Εμρέ, είναι η κορύφωση του λογοτεχνικού ύφους και της ποιητικότητας του όλου κειμένου. Μία πο­ λύ καλή βιβλιογραφική κάλυψη -σε επίπεδο πηγών και σύγχρονης επι­ στημονικής αρθρογραφίας- διακρίνεται και, αν το λογοτεχνικό ύφος δεν το απαγόρευε, θα υπήρχαν πολ­ λές σημειώσεις και βιβλιογραφικές αναφορές. Η περιηγητική διάσταση είναι ιδιαίτερα άξια επαίνων, πολύ περισσότερο από άτομο, το οποίο έχει ζήσει στο χώρο αυτό, όπως ο υποφαινόμενος, και προσέξει τη σωστή τοπογραφική κατάταξη των κεφαλαίων. Το εισαγωγικό σημείωμα, σύντο­ μο και ουσιαστικό, ξεκαθαρίζει ένα σημείο αρκετά προβληματικό για τον κάθε σύγχρονο δυτικό περιηγη­ τή: «Τέτοιες διασταυρώσεις δεν ανταποκρίνονται άμεσα στις αισθητι­ κές απαιτήσεις του δυτικού ανθρώ­ που». Αυτή είναι μία διαπίστωση της διαφοράς των δύο πολιτισμικών συνόλων (Ανατολή/Δύση), η οποία κανονικά θα έπρεπε να είναι a priori αποδεκτή από κάθε σύγχρονο μελε­ τητή ή διανοούμενο: εδώ δεν ισχύουν τα δυτικά «μέτρα και σταθ­ μά». Αναπόφευκτα δεν μπορούμε ούτε να κρίνουμε, ούτε να καταλά­ βουμε έναν εντελώς διαφορετικό κό­ σμο, εάν προσπαθούμε να τον προ­ σαρμόσουμε σε ανύπαρκτες γι’ αυ­ τόν αξίες: ο Ανατολίτης βλέπει «τον πολιτιστικό επαρχιωτισμό του Ευ­ ρωπαίου» σαν τρέλα.3 Έ να ταξίδι μέσα στο χώρο και το

χρόνο ξεκινάει αναγκαστικά από την «κακοδαίμονα πόλιν»: την Αντι­ όχεια. Ανάμεσα στις τόσες Αντιό­ χειες είναι η μόνη, της οποίας η διευ­ κρίνιση «η επί του Ορόντη» είχε προ πολλού παύσει να είναι αναγκαία! Το όλο κεφάλαιο θα μπορούσε να συμπληρωθεί με το Χαλέπι και το Χομς (Έμεσσα), επίσης σημαντικά κέντρα των ορεινών προεκτάσεων του Λιβάνου και του Αντιλιβάνου. Θα προχωρήσουμε στις «πολι­ τείες των καραβανιών»: την Παλμύ­ ρα και τη Δούρα Ευρωπό. Όσο πιο ανατολικά προχωρούμε, τόσο τα κε­ φάλαια γίνονται πιο μακροσκελή! Ίσως περισσότερο από οπουδή­ ποτε αλλού, εδώ χρειαζόταν μια αναφορά στο παλαιότερο μεσοποταμιανό πολιτισμικό υπόστρωμα χι­ λιετηρίδων: ούτε οι Αραμαίοι, ούτε οι Έλληνες έμειναν ανεπηρέαστοι. Θα διασυνδέαμε έτσι καλύτερα τις πολλαπλές επιδράσεις και θα κατα­ λαβαίναμε ότι «Δούρα» είναι η ελληνοποίηση του παλαιού ασσυριακού «Ντουρ» (:κάστρο, φρούριο) και ότι ο «Αβώρας» προέρχεται από το παμπάλαιο παλιό ασσυριακό «Χαμπούρ», ακόμη εν χρήσει στα αραβικά, τα κουρδικά, τα συριακά, τα περσικά και τα τουρκικά. Ο μέ­ σος Ευφράτης (ασσυριακά Πουραττού, αραβικά Αλ-Φουράτ), πριν γί­ νει ακριτικό όριο ερήμου, ήταν η πε­ ριοχή των καταπράσινων βασιλείων του Μάρι και της Έμπλα! Το κεφάλαιο «Μεθόριος» είναι αναμφίβολα χρήσιμο στο να δώσει γενικές ανθρωπογεωγραφικές πα­ ρατηρήσεις για τις εκτάσεις της βό­ ρειας Μεσοποταμίας αλλά οι ανα­ φορές του Δάρα, της Αναστασιόπολης και του Κιφά θα έπρεπε να το­ ποθετηθούν στο κεφάλαιο του συνό­ ρου της Χριστιανοσύνης, όπου φυ­ σιολογικά εντάσσονται. Τα δύο επόμενα κεφάλια «Οσροηνή» και «Σύνορο της Χριστιανοσύ­ νης» είναι τα πιο ζωντανά και πιο εναργή τμήματα του όλου βιβλίου. Είναι προφανώς το σημείο των βα­ θύτερων και ευρυτέρων γνώσεων της συγγραφέως. Αυτό έχει σαν συ­ νέπεια να απευθύνεται το κείμενο -στο γνωσιολογικό του επίπεδοστους ειδικούς και να πλησιάζει τον μέσο αναγνώστη μόνο με το λογοτε­ χνικό ύφος. Θα χρειαζόταν ίσως πε­ ρισσότερη επεξήγηση σε ορισμένα σημεία. Τα συριακά είναι η επισεσυρμένη γραφή των ύστερων αραμαϊκών και από αυτά προέρχεται η αραβική γραφή, αλλά δεν έχουν κα­ μία σχέση με τα «συριακά αραβικά»,


οδηγος/147 αραβική διάλεκτο και επίσημη γλώσσα της σημερινής Συρίας. Ουρχόη, Ούρφα ή Έδεσσα Οσροηνής, ή όπως αλλιώς, η πόλη αυτή δεν προϋπήρχε του Χαρράν και η παράδοση του αγιασμού των υδάτων δεν είναι μόνο χριστιανική και μουσουλμανι­ κή άποψη: άλλωστε ο όλος χώρος της Οσροηνής ονομαζόταν από πο­ λύ παλιά «Χαρράν» (ασσυριακά: «Ματ Χαρράνου»): κι όχι μόνον η έκταση των ερειπίων του Παραδεισένιου τζαμιού σήμερα. Η Οσροηνή φθάνει μέχρι τα βου­ νά της Κομμαγηνής και το Νέμρουτ Νταγ, «όρος των εθνών», όπου σε υψόμετρο 2.150 μ., στην κορυφή του βουνού, ο Αντίοχος Α ' Κομμαγηνής ανήγειρε τρία ιερά σε ανάλογες (βό­ ρεια, ανατολική και δυτική) εξέ­ δρες. Η'όλη κατασκευή έγινε σε ελά­ χιστα χρόνια και εγκαινιάσθηκε στις 6 Ιουλίου 62 π.Χ. Το μεγαλειώδες του έργου γίνεται αντιληπτό από την απουσία κοιτασμάτων μαρμάρου σε μεγάλη ακτίνα, από το υψόμετρο και από το μεγαλιθικό των 21 μαρ­ μάρινων αγαλμάτων (7 ανά εξέδρα). Η μιθραϊκή ιδεολογία τιμούσε τα αγάλματα4 του Ηρακλή-Αρτάγνη5, του Δία-Ορομάζδη,6 του Αντίοχου Α ' Κομμαγηνής, της ΤύχηςΚομμαγηνής7 και του ΑπόλλωναΜίθρα-Ερμή-Ήλιου. Οι καθισιές μορφές στην αρχική τους θέση (οι χριστιανοί του 4ου αιώνα κατέστρε­ ψαν τον μιθραϊκό ιερό αυτό χώρο) έφθαναν 11-12 μ. ύψος (!) και «εφρουρούντο» από δύο γυπαετούς. Μία αναφορά στο Νέμρουτ Νταγ των ελληνικών επιγραφών του Α^τίοχου Α ' «φιλορωμαίου και φιλέλληνος» θα έδινε στον αναγνώστη πιο ζωηρή την αίσθηση «του τυπικού της λατρείας του Μίθρα» και θα έφερνε υπό συζήτηση την πρόταση του Γρηγορίου Ναζιανζηνού να θεωρηθεί το υψιπετές ιερό σαν όγδοο θαύμα! Στην αστρολατρεία του Sumatar και στην αστρονομία του Παραδεισένιου τζαμιού και των τριγύρω σχολών θα έπρεπε να δοθεί η κατα­ γωγή: το πανάρχαιο κέντρο του Σιν (ασσυριακού θεού της Σελήνης) υπήρξε για χιλιετηρίδες ένα κέντρο εξουσίας στις διάφορες φάσεις της μεσοποταμιακής ιστορίας. Ο ίδιος ο Ασσουρμπανιπάλ είχε τοποθετήσει εδώ σαν Μέγα Αρχιερέα του Σιν έναν αδελφό του! Δεν ήταν μόνος ο Κράσσος και ο Ιουλιανός, στους οποίους η μοίρα δεν στάθηκε ευνοϊκή: χειρότερα από όλ/υΐΓ ο Βαλεριανός ηττήθηκε και

συνελήφθη εδώ (260) από τον Σαπούρ Α '. ΜεταφέρθηΛε στη Νότια Υπερτιγριανή μαζί με ολόκληρες ρωμαϊκές στρατιές αιχμάλωτες, όπου εχρησίμευσαν στην ανέγερση γεφυρών® και στη συνέχεια οδηγή­ θηκαν στο οροπέδιο, για να παρα­ σταθεί ο μόνος ρωμαίος αυτοκράτορας αιχμάλωτος γονατιστός μπρο­ στά στον έφιππο Σασσανίδη, το Νακς-ε Ρουστάμ.9 Η Ούρφα σήμερα δεν χάνει σε τί­ ποτα από την πολλαπλότητα, η οποία τη διέκρινε: η γλωσσική «Ελ­ βετία της Μέσης Ανατολής» είναι ο χώρος, όπου Κούρδοι, Άραβες και Τούρκοι αναμειγνύονται και συνω­ στίζονται, χωρίς «μισαλλοδοξία». Η Ά μιδα (Dinarbakir) ανήκει μάλλον στο «Σύνορο της χριστιανο­ σύνης» παρά στην «Οσροηνή». Στο έξοχο αυτό κεφάλαιο πρέπει να πα­ ρατηρήσουμε το αμφίβολο του τίτ­ λου: υποτίθεται ότι πέρα από την περιοχή του Τουρ Αμπντίν, του «Ό ρους των Πιστών», πέρα από το όριο του Τίγρη, δεν υπάρχουν ή δεν υπήρξαν χριστιανικοί πληθυσμοί. Αυτό είναι λάθος. Για πολλούς αιώ­ νες μετά την άφιξη του Ισλάμ οι Νε­ στοριανοί (αυτοαποκλημένοι λαθε­ μένα «Ασσύριοι» ή «ατουρί» στη γλώσσα τους)10 εδημιούργησαν ένα σημαντικό θρησκευτικό κέντρο νό­ τια της λίμνης Βαν. Εκεί ήταν τα όρια μεταξύ αρμενικού και «ασσυριακού» χριστιανισμού. Τα φοβερά βουνά, νότια της Βαν, ανατολικά από το Τζίζρε11 και μέχρι ιη λίμνη Ουρουμίγιε,12 είχαν δημιουργήσει

ένα απροσπέλαστο οχυρό των Νε στοριανών. Στην περιοχή της Τζού λαμεργκ (ή σήμερα Χακκιάρι) βρι σκόταν το ίδιο το νεστοριανό πσ τριαρχείο: στο Κουτσάνους. Στην πόλη Ουρουμίγιε υπήρχαν, όπως και σήμερα άλλωστε, πολλοί νεστο­ ριανοί. Ακόμη και σήμερα μεταξύ Τζίζρε, Χακκιάρι και Ουρουμίγιε υπάρχουν μερικές εκατοντάδες νε­ στοριανοί, όπως και στις εκτάσει c μεταξύ Χακκιάρι, Μπασκαλέ κά Βαν. Οι περισσότεροι, όπως και Πατριαρχείο, έφυγαν προς νότο γ ρω στο 1914 λόγω πολλών συγκρί­ σεων και αψιμαχιών. Έφθασαν σχώρο του βόρειου Ιράκ (Λμαντίγκαι στη ΒΔ Περσία (Ουρουμίγι όπου ακόμη και σήμερα παρα· νουν. Επειδή στην Περσία (Ουρο· μίγιε) δεν υπέστησαν έκτοτε διω ■ μούς, σήμερα είναι πολυάριθμο Πρέπει να συμπληρώσουμε για τη περιοχή του ΝΑ άκρου της σημερνής Τουρκίάς ότι οι κουρδικοί πλη θυσμοί, οι οποίοι σήμερα διαβιούν εκεί, έφθασαν μετά την αναχώρηση των «ασσυριών», για να καλύψουν το κενό. Ωστόσο χριστιανικοί πλη­ θυσμοί υπήρχαν ανέκαθεν στη Με­ σοποταμία (Βαγδάτη-Βασόρα) και στη Νότια Υπερτιγριανή (Ελυμαΐδα, Σουσιανή),· όπου στον «Κήπο του Ευτυχισμένου»13, κοτά στα Σούσα, υπήρχε ένα μεγάλο ζωροαστρικό κέντρο αστρονομίας.14 Εκεί κατέφυγαν πολλοί νεστοριανοί στο μισά του 5ου αιώνα, όταν έκλεισε η μεγάλη «Σχολή της Έδεσσας» στην Οσροηνή. Από κει οι νεστοριανοί;

Πολλές-ηολλές ευχές στον καδένα ξεχωριστά και σε όλους μαζί τους 127.495 αναγνώστες μας του 1986 και καλή χρονιά!

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ


148/οδηγος διέσχισαν τις ακτές του Περσικού Κόλπου και τη Γεδρωσία για να φθάσουν στην Ινδία, όπου στο Μαλαμπάρ υπάρχουν ακόμη και σήμε­ ρα. Ακόμη περισσότερο, όσοι διέ­ σχισαν διαγώνια το οροπέδιο, έφθασαν στα υψίπεδα της Κεντρι­ κής Ασίας, τη Μογγολία και την Κί­ να: όσους απογόνους τους συνάντη­ σε ο Μάρκο Πόλο και μίλησε για «χριστιανούς ιδιαίτερου τυπικού» θεωρούμε νεστοριανούς επίσης. Σή­ μερα υπάρχουν ακόμη χριστιανοί στην Κίνα. Το «σύνορο» του χρι­ στιανισμού δεν είναι (ούτε υπήρξε ποτέ) ο Τίγρης! Μέσα στο κεφάλαιο αυτό μπορεί να σημειωθεί μία περίεργη παρεξή­ γηση (σ. 95). Κανένας «κατακερμα­ τισμός» δεν «προοιωνίστηκε» από τον Αλέξανδρο, ούτε «ήρθε μόνο με την αραβική κατάκτηση». Ο «ανατολικομεσογειακός» (καλύτερα: με­ σανατολικός) χώρος δεν είχε ωστό­ σο «μείνει ενιαίος για τέσσερις χι­ λιάδες χρόνια». Η διαφορά σκέψης και μεθοδολογίας νόησης μεταξύ «Δύσης και Ανατολής»15 ήταν ανύ­ παρκτη την εποχή των αιγαιακών, μινωικών, μυκηναϊκών, ομηρικών και αρχαϊκών βασιλείων. Η βαθύτα­ τη αυτή διαφορά και σχάση προκλήθηκε από τους κορυφαίους φιλοσό­ φους Πλάτωνα και Αριστοτέλη και προσφέροντας έναν διαφορετικό τρόπο και πλαίσιο συν (και δια) λο­ γισμού χρωμάτισε τις μεταγενέστε­ ρες αντιπαραθέσεις ΣασσανιδώνΡώμης, Ιουδαίων-Ρώμης, πρώιμου χριστιανισμού-Ρώμης, αρειανισμού και νεστοριανισμού -Κωνσταντι­ νούπολης, Ισλάμ-Βυζαντίου, φθάνοντας στις μέρες μας σαν -γενικά μιλώντας- διαφορά «Δύσης»«Ανατολής». Ασφαλώς «ο συριακός χριστιανι-

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Έσδρας, Δ, 10. 2. Μ. Vermaseren, Mithra, 6d. Sequoia, 1960, p. 13. 3. A ' Κορινθίους, Γ, 19. 4. Στην ίδια σε όλες τις εξέδρες τοποθε­ τημένα από δεξιά προς αριστερά. 5. Ελληνοποιημένου ονόματος του ομό­ λογου περσικού θεού Βεραθράγνα. 6. Εξελληνισμένου ονόματος περσικού θεού Άχουρα-Μαζντά. 7. Συγκρητισμός των δύο θεοτήτων με ανάλογα ευνοϊκά αποτελέσματα για την περιοχή.

σμός περιχαρακωνότανε για πάντα από τα δύο ορόσημα, Αλέξανδρος και Μωάμεθ». Η μεγάλη κυριαρχική μορφή του δυτικού στρατηλάτη, οποίος προσχώρησε στην Ανατολή, έμεινε έντονα αποτυπωμένη στις ανατολικές παραδόσεις. Χωρίς να είναι υπερβολή, σήμερα ακόμη ο Μεγαλέξανδρος θαυμάζεται πε­ ρισσότερο στη Μέση Ανατολή παρά στην Ελλάδα! Και μία προαγωγή θρησκευτικού περιεχομένου: ο «Τζουλ-Καρνάυν», ο «δικέρατος»16 είναι το μόνο εξωβιβλικό πρόσωπο, το οποίο αναφέρεται θετικά μέσα στο Κοράνι,17 ακριβώς όπως ο Ασσουρμπανιπάλ18 μέσα στην Παλαιά Διαθήκη! Ο μεγάλος κατακτητής έθεσε τις βάσεις της σωτηρίας του λαού του φθάνοντας μέχρι τον Γιατζούτζ και το Ματζούτζ19 και κτί­ ζοντας στο απώτατο εκείνο όριο του πολιτισμού το τείχος, το οποίο ακό­ μη προστατεύει τους συμπατριώτες του. Λίγο πιο κάτω (σ. 96-97), μέσα σε μία εκπληκτική λιτότητα δίνεται η ίδια η ιστορία της Μέσης Ανατολής: «Έτσι, και στο ασημότερο τζαμί, οι πιστοί του θα πούνε πάντα στον επι­ σκέπτη πως στα παλιά χρόνια εδώ έστεκε εκκλησιά και πιο παλιά ακό­ μα ειδώλολατρικός ναός». Μετά την εκλογή ενός περιούσιου λαού και την αποστολή του Μωϋσή προς αυ­ τόν, μετά την αποδοχή του κηρύγμα­ τος του Ιωνά από τον βασιλιά (Σαργώνα) και τους πολίτες της Νινευή και ταυτόχρονη σωτηρία τους, το μήνυμα του Ιησού προς τα έθνη ήταν το «επόμενο βήμα». Η αλλοίωση αυ­ τού του μηνύματος από τα έθνη κα­ τέστησε αναγκαία την άφιξη του Ισ­ λάμ*1234567”και του Μωάμεθ. Το Ισλάμ δεν παύει να είναι η «τελευταία» και «τελική» θρησκεία: όχι «ες αεί» αλ­

λά μέχρι του Πληρώματος του Χρό­ νου, συγκεκριμένης και αναμενόμε­ νης από τους τρεις μονοθεϊσμούς στιγμής εμφάνισης της πιο κυριαρ­ χικής φυσιογνωμίας της ιστορίας του ανθρώπου: του Μεσσία (για τους εβραίους), ή του Χριστού (για τους χριστιανούς), ή του Δωδεκά­ του Ιμάμη (για τους μουσουλμά­ νους). Σαγηνευτικό και γοητευτικό το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη δεν παύει να αφήνει στον μέσο ανα­ γνώστη μία απολύτως ορθή εντύπω­ ση της καταλυτικής και εκπληκτικής εσωτερικής δύναμης του χώρου της Μέσης Ανατολής. Ο χώρος αυτός, γεμάτος προβλήματα, συγκρούσεις και πολέμους, έχει τον δικό του «εαυτό»; είναι αδύνατο όχι να λύ­ σουμε αλλά ακόμη και να κατανοή­ σουμε ποιες δυνατότηες εξόδου ή επίλυσης μπορούν να υπάρχουν, εάν επιμένουμε σε μία επιχειρηματολο­ γία ή εικοτολογία ξένου ως προς το χώρο χαρακτήρα. Η πραγματική δύ­ ναμη της Μέσης Ανατολής είναι πο­ λύ πιο μακριά από τη shuttle diplo­ macy, από τις τιμές πετρελαίου, τις εθνικιστικές εκρήξεις, τα στρατιω­ τικά πραξικοπήματα, τις κοινοβου­ λευτικές εικόνες και τις μαρξιστικές αναλύσεις. Μένοντας σ’ αυτή την επιφάνεια μοιάζουμε με μαθητευόμενους μάγους και εμπλεκόμαστε με ανεξέλγκτες δυνάμεις, χωρίς να αν­ τιλαμβανόμαστε πού μπορούμε να οδηγηθούμε. Όμως οι μαθητευόμενοι μάγοι πρέπει να προχωρήσουν στη μύησή τους, για να μεταβληθούν σε εταίρους ή διδασκάλους -κυ­ ρίαρχους του παιχνιδιού: σ’ αυτή τη μύηση θα χρειασθούν και το βι­ βλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη, «Στο σύνορο του Ευφράτη».

8. Γέφυρα Μπαμπόλ (αρχαία περσικά Πάι-Πολ) κοντά στα Σούσα, στη ση­ μερινή πόλη του Ντεξφούλ. 9. 7 χμ. ΒΔ της Περσέπολης. 10. Αυτή είναι μία νεοαραμαϊκή διάλε­ κτος συγγενής των συριακών. 11. Τουρκικό όνομα πολίχνης παρα­ φθαρμένο από το αραβικό «τξαζίρε», το οποίο σημαίνει ταυτόχρονα «νησί» και «Μεσοποταμία». 12. Όνομα το οποίο σημαίνει κυριολε­ κτικά «χώρος, όπου δεν υπάρχουν Ρωμαίοι» (δηλ. Βυζαντινοί). 13. Περσικά «Τζοντ-ε Σαπούρ» και συριακά «Μπετ-Λεπέτ». 14. Περσικά «σεταρέ-σινασί». 15. Αυτή δεν είναι μόνο σύγχρονο φαινό­

μενο ή απόρροια της εμφάνισης του Ισλάμ. 16. Επίθετο, το οποίο αποδίδεται στον Ισκάντερ (αραβικό όνομα του Αλέ­ ξανδρου). 17. Κοράνι, κεφ. 18, «Το σπήλαιο», στιχ. 86-98. 18. «Ασενάφαρ, ο τίμιος βασιλεύς»: Έ σ­ δρας, Δ, 10. 19. Όπως θαυμάσια περιγράφεται όχι μόνον από το Κοράνι αλλά και από τον Φερντοουσί, εθνικό πέρση ποιη­ τή, (ΙΟος-ΙΙος αι.) στο «Σαχναμέ ('Επος των βασιλέων), κεφ. 20, τμ. 4. 20. Μόνης θρησκείας της οποίας το όνο­ μα το ίδιο δίνεται μέσα στο ιερό βι­ βλίο της.

ΚΟΣΜΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΜΑΤΗΣ


οδηγος/149

μια θάλασσα ενώνει πολιτισμούς Economies Mediterranienes: Equilibres et Intercommunications ΧΙΙΙέX IX έ. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Ερευνών, 1985-1986. 2 τόμοι.

Η Μεσόγειος υπήρξε κοιτίδα πολιτισμών από τα αρχαία χρό­ νια. Οι Σουμέριοι, οι Ασσύριοι, οι Βαβυλώνιοι* οι Αιγύπτιοι, οι Έλληνες, οι Φοίνικες και οι Ρωμαίοι είναι μερικοί από τους λαούς που ανέπτυξαν την πολιτιστική τους παράδοση γύρω από τη λεκάνη'της Μεσογείου. Ο Μεσαίωνας φέρνει στη μνήμη τους Βυζαντινούς και τους Άραβες καθώς και τις περιοχές της Ν. Ευρώπης τη σημερινή Ιταλία, τη Γαλλία, και την Ισπανία. Πολλοί μελετητές έχουν ασχοληθεί με την περιοχή έχοντας ο καθένας σαν επίκεντρο μια χώρα ή μια συγκυρία γεγονότων. Ο Φερνάντ Μπρωντέλ, σε δυο ογκώδεις τόμους, περιέγραψε τόν «Μεσογειακό Κόσμο» κατά τα μέσα του Που αιώνα. Ο Γάλλος ιστορικός, μέλος της Σχολής των Annales, έθεσε τα θε­ μέλια ενός μεγαλόπνοου εγχειρή­ ματος: να μπορέσει η ιστορική έρευνα να εξετάσει την πολιτική, οικονομική, κοινωνική και πολιτι­ στική κατάσταση των λαών που έζησαν γύρω από τις ακτές της Με­ σογείου θαλάσσης κατά τους νεότε­ ρους χρόνους. Με αυτό το σκεπτι­ κό, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε στα μέσα Σεπτεμβρίου 1983 στην Αθή­ να, η 2η Παγκόσμια Συνάντηση Ιστορικών με θέμα: «Μεσογειακές Οικονομίες: Ευστάθειες και Εν­ δοεπικοινωνίες - 13ος με 19ος αιώ­ νας». Η συνάντηση διήρκεσε επτά μέρες και η έκδοση των πρακτικών της ολοκληρώθηκε φέτος σε δυο τόμους. Θα ήταν αδύνατον να επιχειρηθεί μια κριτική ανάλυση όλων των ανακοινώσεων, αφενός διότι θα απαιτούνταν πολλές σελίδες αλλά και άφετέρου διότι ο υποφαινόμε­ νος δεν είναι ειδικός σε όλη την ιστορική περίοδο των έξι αιώνων που καλύπτουν οι ανακοινώσεις. Έτσι θα αρκεστούμε σε μια παρου­ σίαση των ενοτήτων που απετέλεσαν τον κορμό της συνάντησης και σε γενικότερες παρατηρήσεις.

Οι διοργανωτές πέτυχαν στην προσπάθειά τους να καλύψουν από πλευράς θεματολογίας των ανακοι­ νώσεων, όσο το δυνατόν μεγαλύτε­ ρο γεωγραφικό χώρο. Έτσι, υπάρ­ χουν εργασίες που αναφέρονται στην Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλ­ λία ακόμα και στην Αλγερία αλλά το κύριο βάρος της συνάντησης φέ­ ρουν οι μελέτες με θέμα τον Βαλ­ κανικό χώρο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ανακοινώσεις τυπώθηκαν στη γλώσσα που χρησι­ μοποίησε ο ομιλητής. Έτσι, οι πε­ ρισσότερες είναι γραμμένες στη γαλλική γλώσσα, λίγες στην αγγλι­ κή, και μερικές στην ιταλική (στην ανάγνωση των τελευταίων βοήθησε ο φίλος Γιώργος Γραικός). Ολόκληρη η περίοδος από τον 13ο μέχρι τον 19ο αιώνα χωρίζεται σε μεγάλες θεματικές ενότητες. Μια γενική εισήγηση προτάσσεται κάθε ενότητας. Η πρώτη μεγάλη ενότητα αναφέρεται στο εμπόριο, και τη διακίνησή του με πλωτά μέ­ σα στην Ανατολική Μεσόγειο. Ει­ δικοί επιστήμονες εξετάζουν το εμ­ πόριο της Κρήτης, τις συντροφιές, τις μετοχικές εταιρείες· τους διά­ φορους επώνυμους εμπορικούς οί­ κους και τους μεγαλέμπορους που

έδρασαν κατά τους τελευταίους αιώνες. Σημαντικές θεωρούνται οι δραστηριότητες των Ολλανδών και του Ιταλού έμπορου Δ. Περούλι. Μέσα από τη δραστηριότητα του τελευταίου εξετάζονται οι εμπορι­ κές σχέσεις της Γαληνοτάτης Δημο­ κρατίας της Βενετίας κατά τα μέσα του 18ου αιώνα. Μελετάται ακόμα και το εμπόριο σημαντικών πόλεων όπως της Σμύρνης και της Ραγούσας (σημερινό Ντουμπρόβνικ Γιουγκοσλαβίας), το οποίο εκ των πραγμάτων είναι συνδεδεμένο με την ανάπτυξη της ναυτιλίας και των παρεμφερών επαγγελμάτων. Η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει εργασίες σχετικές με το χρήμα και τα μέσα πληρωμών και πίστεως. Ο αναγνώστης κατατοπίζεται στον κυκεώνα των διαφόρων νομισμά­ των που κυκλοφόρησαν, των ισοτι­ μιών τους και της περιεκτικότητάς

ΤΖΟ Ν ΦΟ ΡΝ Τ

Π ο ύ Ε ίν α ι Π ό ρ ν η

ΕΚ ΔΟ Σ Ε ΙΣ Ν Ε Φ Ε Λ Η Μ α υ ρ ο μ ιχ ά λ η 9 ’Α θήνα Τηλ.' 3607744


150/οδηγος ιούς σε πολύτιμα μέταλλα. Ακόμα ινεται αναφορά στις πηγές πολύ­ αιμων μετάλλων από την προσφορά των οποίων καθορίζονταν και η ανταλλακτική αξία των νομισμά­ των. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του εμπορικού οίκου των αδελφών Γερούση από τη Σμύρνη οι οποίοι έδρασαν την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα. Μι τους εμπορικούς σταθμούς τους >την Ερμούπολη, στην Πάτρα και με την έδρα τους στην Τεργέστη, οι αδελφοί Γερούση είχαν σαν κύρια δραστηριότητα την εμπορία και την ανταλλαγή νομισμάτων. Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στους κινδύνους που διέτρεχε το εμπόριο από τους πειρατές που λυ­ μαίνονταν το χώρο της Μεσογείου. Σημαντικές πληροφορίες για το πό50 εμπόδιζαν οι κουρσάροι τη διε­ ξαγωγή του εμπορίου της Α. Μεσοίου με τη Δ. Μεσόγειο καθώς και τό των παραλίων της Ν. Ευρώ­ πης με τα παράλια της Β. Αφρικής παραθέτονται σε αυτή την ενότητα. Ακόμα, γίνεται ανα- oyu στην ασφάλιση των πλοίων κατά της πειρατείας. Ο πρώτος τόμος κλεί­ νει με την παράθεση των παρατη­ ρήσεων κατά τη συζήτηση που επα­ κολούθησε. Το πρώτο μέρος του δεύτερου τόμου αφιερώνεται στο σημαντικό πρόβλημα της αγροτικής παραγω­

γής και του αγροτικού πλεονάσμα­ τος. Γίνεται αναφορά στους διάφο­ ρους φόρους που επιβλήθηκαν κα­ τά καιρούς στην Οθωμανική Αυτο­ κρατορία καθώς και στο κόστος επίγειας μεταφοράς εμπορευμάτων στα Βαλκάνια. Αρκετές μελέτες ασχολούνται με το εμπόριο των Παραδουνάβιων περιοχών καθώς και της Ισπανίας. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως συγκεντρώνεται στην ανακοίνωση για τη νοσηρότη­ τα στον Ελλαδικό χώρο από τον 17ο ώς τον 19ο αιώνα με κυριότερο αίτιο την πανώλη. Στο δεύτερο μέρος επεξηγούνται η οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας με χαρακτηριστικό παρά­ δειγμα αυτό του Κρανιδίου κατά τον 19ο αιώνα. Στι συνέχεια μελετούνται η ελληνική βιομηχανία και ναυτιλία μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της λειτουργίας του κεφα­ λαίου στην Ελλάδα τον περασμένο αιώνα. Πολύ ενδιαφέρουσες είναι οι μελέτες που αναφέρονται στα χρόνια της ίδρυσης και λειτουργίας της Εθνικής Τράπεζας της Ελλά­ δος, καθώς και στην τραπεζική πο­ λιτική γενικότερα. 'Αλλες εργασίες έχουν σαν θέμα τους την τεχνολο­ γία, τις τιμές και τα ημερομίσθια κατά τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο δεύτερος τόμος κλείνει με μια γενι­ κότερη αναφορά στην επίδραση του καπιταλισμού στις αστικές πα­

Γνωρίσατε τον έλληνικό πολι­ τισμό μέ τις έκδόσεις ποιότητος

ΠΑΠΑΑΗΜΑ πού τιμούν τά έλληνικά γράμματα και συμ­ βάλλουν στήν ανάπτυξη των κλασσικών σπου­ δών στην πατρίδα μας.

Κάθε βιβλίο από τις εκδόσεις ΠΑΠΑΑΗΜΑ

είναι τό πολυτιμότερο ΔΩΡΟ ΙΠΠΟΚΡ ΑΤΟΥΣ 8

- ΑΘΗΝΑΙ - ΤΗΛ.36-27-318

ραδοσιακές δομές στην Αλγερία. Η 2η Παγκόσμια Συνάντηση Ιστορικών και η συγκέντρωση των ανακοινώσεων σε δυο ογκώδεις τόμους, δείχνει το τεράστιο ενδια­ φέρον των μελετητών για τις κοινωνικο-οικονομικές δομές και την επίδρασή τους στο ιστορικό γίγνε­ σθαι. Δείχνει ακόμα τις αξιέπαινες προσπάθει ς φορέων όπως η Εθνι­ κή Τράπεζα και το Κέντρο Νεοελ­ ληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών για την ανά­ πτυξη της οικονομικής και κοινω­ νικής ιστορίας στην Ελλάδα. Σιγά σιγά πληθαίνουν οι Έλλη­ νες ιστορικοί που προσανατολίζο­ νται στη «νέα ιστορία» δομών και θεσμών. Ευχής έργο θα ήταν να δημιουργούνταν κι ένα τμήμα ιστο­ ρίας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυ­ πα σε κάποιο ελληνικό Α.Ε.Ι, αν και πολλές ελπίδες στηρίζονται στο Τμήμα Ιστορίας της Κέρκυρας. Ευελπιστούμε ότι η έκδοση των πρακτικών της συνάντησης θα δώ­ σει την κατάλληλη ώθηση και θα αποτελέσει κίνητρο για να αντιληφθεί η πολιτεία πόσο σημαντικό εί­ ναι για ένα έθνος η μελέτη της νεό­ τερης ιστορίας του σε όλους τους τομείς: πολιτική, οικονομία, κοι­ νωνία, πολιτισμός. Δ.Γ ΛΟΪΖΟΣ


ΔΕΛΤΙΟ 12 Νοεμβρίου 25 Νοεμβρίου 1986

βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 157

• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται με την πολύτιμη συνερ­ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίον ευχαρι­ στούμε θερμά. » Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα· Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο­ γραφία. * Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΚΕΡΑΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. Εισαγωγή στη φιλοσο­ φία της εργασίας. Αθήνα, Σάκκουλας, 1986. Σελ. 87. Δρχ. 500.

ληνες συγγραφείς και ακολου­ θούν οι ξένοι. * Η κατάταξη των ξένων συγγρα­ φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ­ ληνικό αλφάβητο. * Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι­ αία έντυπα. * Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη­ ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ­ δόσεις τους.

VINAYAK KRISNA GOKAK. Ο ερχομός του Σρι Σάτνα Σάϊ Μπαμπά. Μετ. Αναστασία Ταμπούρλου. Αθήνα, 1986. Σελ. 46. Δρχ. 200.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΝΙΚΟΣ. Η αναπαράσταση. Ψυχανα­ λυτικό δοκίμιο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 199. Δρχ. 700

ΚΑΛΤΕΝΜΑΡΚ ΜΑΞ. Ο Λάο Τσε και ο Ταοϊσμός. Μετ. Φιλήμων. Π. Ρώσσης. Αθήνα, Πύρινος Κόσμος, 1986. Σελ. 244. Δρχ. 800.

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

KRISHNAMURTI. Ημερολόγιο. Μετ. Γιώργος Μαυιογιάννης. Αθήνα, Διάγραμμα, 1986. Σελ. 156. Δρχ. 550. 1ΑΝΤΜΑΣΑΜΠΑΒΑ. Θιβετιανή Βίβλος της Μεγά­ λης Απελευθέρωσης. Αθήνα, Πνευματικός Ήλιος, 986. Σελ. 109. Δρχ. 350. ’ΡΙ ΣΑΤΥΑ ΣΑΪ ΜΠΑΜΠΑ. Αγάπη. Μετ. Αναστα­ σία Τ«ιεπούολου. Αθήνα, 1986. Σελ. 79. Δρχ. 300.

ΓΕΝΙΚΑ ΑΓΙΟΣ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ. Κανονισμός του ορθοδόξου μοναχικού βίου. Άγιον Όρος, 1986. Σελ. 342. Δρχ. 800.


152/δελτίο ΒΛΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ Σ. (ΑΡΧΙΜ.) Παρακλητικά. Σχόλια σε αποστολικοΰς λόγους. Κατερίνη, Τέρτιος, 1986. Σελ. 230. Δρχ. 650. ΓΕΩΡΓΙΟΣ. (ΑΡΧΙΜ. ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΣ). Το έργο των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και το μήνυμά τους προς τους σύγχρονους ορθόδοξους λαούς. Αθήνα, Μή­ νυμα. Σελ. 47. Δρχ. 150. PLACIDE DESEILLE (ΑΡΧΙΜ.). Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία Μετ. Συμεών Κούτσας. Αθήνα, Ακρί­ τας, 1986. Σελ. 168. Δρχ. 450.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΓΕΝΙΚΑ ΝΤΕΜΠΟΡ ΓΚΥ. Η κοινωνία του θεάματος. Μετ. Π. Τσαχαγέας - Ν. Β. Αλεξίου. Αθήνα, Ελεύθερος Τύ­ πος, 1986. Σελ. 160. Δρχ. 400.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΣ. Δύο κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού. Αθήνα, 1986. Σελ. 162. Δρχ. 800. ΚΥΒΕΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Φυλετικές θεωρίες. Αθήνα, Ελεύθερη Σκέψις, 1986. Σελ. 45. Δρχ. 150. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. ΠΑΣΟΚ. 5 χρόνια. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1986. Σελ. 495. Δρχ. 900.

ΓΟΥΙΝ MAPI. Τηλεόραση. Ένας ξένος στο σπίτι. Μετ. Π. Τσαλίκη. Αθήνα, Ακρίτας, 1986. Σελ. 216. Δρχ. 550.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΒΛΑΧΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Χωριάτικα βρωμόλογα. Αθή­ να, Κείμενα, 1986. Σελ. 52. Δρχ. 200. ΚΑΛΟΠΙΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Επισκόπηση των ορχεοειδών της Κρήτης. Αθήνα, Μουσείο Κρητικής Εθνολο­ γίας, 1986. Σελ. 29. Δρχ. 300. ΜΕΡΑΚΛΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Γ. Ελληνική λαογραφία. Ήθη και έθιμα. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 206. Δρχ. 650. Νερόμυλοι δυτικής Μεσαράς Κρήτης. Φυσικό οικοσύ­ στημα και υδάτινο δυναμικό. Αθήνα, Μουσείο Κρητι­ κής Εθνολογίας, 1986. Σελ. 79. Δρχ. 450 Πρακτικά του Πρώτου Συμποσίου Κυπριακής Λαο­ γραφίας. Λεμεσός, 20-25 Μαίου 1978. Λευκωσία, Κέντρον Επιστημονικών Ερευνών, 1985. Σελ. 246. Δρχ. 1600.

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Η φύση γύρω μας. Αθή­ να, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσεως. Σελ. 61. Δρχ. 300.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ-ΠΑΙΔ/ΓΙΚΗ

ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. Κείμενα αμφι­ σβήτησης. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 96. Δρχ. 350. JACQUARD ROLAND. Οι μυστικοί φάκελοι της τρομοκρατίας. Μετ. Βαγγέλης Γαζής. Αθήνα, Ροές, 1985. Σελ. 353. Δρχ. 350.

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΜΟΝΤΕΣΣΟΡΙ ΜΑΡΙΑ. Παιδαγωγικό μανιφέστο. Μετ. Μαρίνα Λώμη. Αθήνα, Γλάρος, 1986. Σελ. 141. Δρχ. 300.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ HAYEK FRIEDRICH. Ο δρόμος προς τη δουλεία. Προλ. επιμ. Γιάννης Λούλης. Αθήνα, Κ.Π.Ε.Ε., 1985. Σελ. 332. Δρχ. 1200.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Για μια δημοκρατική ραδιοτηλεόραση. Αθήνα, Σύγ­ χρονη εποχή, 1986. Σελ. 194. Δρχ. 350.

ΘΕΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΦΥΣΙΚΗ ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ενέργεια φως. Κύματα ή σωματίδια; Μετ. Γ. Μπαρουξής. Αθήνα, Κουτσουμπός, 1986. Σελ. 186. Δρχ. 700.


δελτιο/153 ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Κβαντική θεωρία. Κβαντική θεωρία του ατόμου. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα, Κουτσουμπός, 1986. Σελ. 215. Δρχ. 700.

ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΡΩΤΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ. Πώς ακούμε μουσική. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 246. Δρχ. 1000.

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΙΑΤΡΙΚΗ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ Ν. - ΚΕΛΕΡΜΕΝΟΣ Ν. Καρδιά και καρδιακές παθήσεις. Αθήνα, Μορφωτική Εταιρεία, 1986. Σελ. 159. Δρχ. 500.

ΤΕΧΝΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ ΜΑΡΤΙΝ. Η προέλευση του έργου τέ­ χνης. Εισ. - μετ. - δχολ. Γιάννης Τζαβάρας. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 153. Δρχ. 600.

ΣΤΕΠΟΒΟΙ ΠΑΒΕΛ. Αθλητισμός. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 167. Δρχ. 250.

ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ INNES CLIVE. Κάκτοι και άλλα παχύφυτα. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα, Κουτσουμπός, 1986. Σελ. 118. Δρχ. 550. GROUNOS ROGER. Το πρακτικό κλάδεμα. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα, Κουτσουμπός, 1986. Σελ. 144. Δρχ. 550. WRIGHT R.C.M. Πόλλαπλασιάστε εύκολα τα φυτά σας. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθήνα, Κουτσουμπός, 1986. Σελ. 137. Δρχ. 550.

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Περιστεριώνες της Τήνου. Αθήνα, 1986. Σελ. 32. Δρχ. 1800.

ΓΛΩΣΣΑ

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΓΕΝΙΚΑ

ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΜΑΝΟΣ. Απόστολος Γιαγιάννος. Αθήνα, ύψιλον/βιβλία, 1986. Σελ.^ 62. Δρχ. 500.

ΤΟΚΑΤΛΙΔΟΥ ΒΑΣΩ. Εισαγωγή στη διδακτική των ζωντανών γλωσσών. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 160. Δρχ. 550.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΟΔΩΡΟΣ. Ο Μελισσοκόμος. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 63. Δρχ. 300. ΔΙΖΙΚΙΡΙΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Λεξικό αισθητικών και τε­ χνικών όρων του κινηματογράφου. Τόμος Β'. Αθήνα, Αιγόκερως, 1985. Σελ. 239. Δρχ. 700.

ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

FIELD SYD. Το σενάριο. Η τέχνη και η τεχνική. Μετ. Πολύκαρπος Πολυκάρπου. Αθήνα, Κάλβος, 1986. Σελ. 266. Δρχ. 500.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ. Αλεξάνδρου ανάβασις Εισ. - μετ. - σημ. Θεόδωρος X. Σαρικάκης. Αθήνα, Κέντρον Εκδόσεως


154/δελτιο Έργων Ελλήνων Συγγραφέων, 1986. Σελ. 399. Δρχ. 750.

ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Λαζαρίνες. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 220. Δρχ.. 600.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΣΑΜΑΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Ανθρώπινο χρέος. Αναμνή­ σεις απ’ τη ζωή μόυ. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 331. Δρχ. 500.

ΡΟΔΑΚΗΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ. Στον ίσκιο του θανάτου. Κι άλλα διηγήματα. Αθήνα, Λίνος. Σελ. 182. Δρχ. 400.

ZOGRAFOU MINA. Amazous. In Homer and Hesiod. Athens, EOS, 1986. Σελ.*232. Δρχ. 500.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΣΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ. Ο έγχρωμος στυλογράφος. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 145. Δρχ, 500. ΚΡΑΝΙΔΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ο μικρός μας κόσμος. Αθή­ να, 1986. Σελ. 70. Δρχ. 600. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο αδόκητος χρόνος. Αθή­ να, Αστρολάβος/Χυθύνη, 1986. Σελ. 43. Δρχ. 200. ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ. Το φως που βλέπουμε τώρα. Αθήνα, στιγμή, 1986. Σελ. 54. Δρχ. 270. ΤΣΙΡΟΓΙΑΝΝΗ ΜΑΓΔΑ. Περιοχή. Αθήνα, Ζώδιο, 1986. Σελ. 20. Δρχ. 250. ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η Βερενίκη των ψιμυθίων. Αθήνα, Ωρίων, 1986. Σελ. 51. Δρχ. 300.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΒΑΤΣΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η άβυσσος. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 104. Δρχ. 400. ΓΑΛΑΙΟΣ ΣΠΥΡΟΣ. Σενάριο σε δύο διαστάσεις. Αθήνα, Βιβλιοθήκη, 1§86. Σελ. 258. Δρχ. 550. ΓΟΝΑΤΑΣ Ε.Χ. Ο φιλόξενος καρδινάλιος Αθήνα, στιγμή, 1986. Σελ. 70. Δρχ. 400. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝ ΟΠΟΥ ΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ιωνικός νόστος. Αθήνα, Κανελλόπουλος. Σελ. 141. Δρχ. 400. ΚΑΪΑΦΑ ΜΑΡΟΥΛΑ. Ο κόσμος βαριέται να διαβά­ ζει θλιβερές ιστορίες. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 68. Δρχ. 400.

ΣΚΑΛΙΩΡΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Ο Βασίλης και το τετράδιο με τα μυστικά του. Αθήνα, Ερμής, 1986. Σελ. 179. Δρχ. 450. ΑΛΛΕΝ ΜΑΡΣΕΛ-ΣΟΥΒΕΣΤΡ ΠΙΕΡ. Φαντομάς. Μετ. Γεωργία Μουρδουκούτα, Αθήνα, Ερατώ, 1986. Σελ. 477. Δρχ. 750. WHARTON WILLIAM. Μπέρντυ ο άνθρωπος πουλί. Μετ. Γιάννης Κωστόπουλος. Αθήνα. Aquarius, 1986. Σελ. 253. Δρχ. 600. ΓΟΥΕΣΤ ΝΑΘΑΝΑΕΛ. Το άγριο Χόλιγουντ. Μετ. 500° Χάτχ° υτ' Αθιίνα’ Ασχόρτη, 1986. Σελ. 190. Δρχ. ΕΣΤΡΑΖΟΥΛΑΣ ΕΝΡΙΚΟ. Οι φωτιές του παραδεί­ σου. Μετ. Έλλη Νεζερίτη. Αθήνα, Εκάτη, 1986. Σελ. 194. Δρχ. 600. ΚΡΙΣΤΙ ΑΓΚΑΘΑ. Η τελευταία επαφή. Μετ. Βαγγέ­ λης Κούρτης. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986, Σελ. 56. Δρχ. 200. MAN ΧΑΪΝΡΙΧ. Έ νας αργοπορημένος έρωτας. Μετ. Ιάκωβος Κοπερτί. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 224. Δρχ. 350. BRINK ANDRE. Λένε πως θα βρέξει. Μετ. Τάκης Κίρκης. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1986. Σελ. 417. Δον. 1000.

ΜΩΡΙΕ ΔΑΦΝΗ ΝΤΥ. Στην όχθη της γαλάζιας λί­ μνης. Μυθιστόρημα. Μετ. Πότης Στρατίκης. Αθήνα, Σακαλής. Σελ. 396. Δρχ. 600. ΜΟΥΖΙΛ ΡΟΜΠΕΡΤ. Δεσμοί. Μετ. Γιώργος Κεντρωτής. Αθήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ. 167. Δρχ. 500. ΤΣΑΝΤΛΕΡ ΡΕΗΜΟΝΤ. Ο βασιλιάς φορούσε κίτρι­ να. Μετ. Ελένη Αθανασοπούλου. Αθήνα, γράμματα, 1986. Σελ. 190. Δρχ. 450. TOURNIER MICHEL. Γκασπάρ, Μελχιόρ και Βαλτάσαρ. Μετ. Λήδα Παλλάντιου. Αθήνα, Εξάντας, 1986 Σελ. 280. Δρχ. 900. HIGHSMITH PATRICIA. Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ. Μετ. Έφη Φρυδά. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986 Σελ. 280. Δρχ. 600.

ΛΑΔΙΑ ΕΛΕΝΗ. Ο λεοντόμορφος. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 217. Δρχ. 420.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΛΕΠΙΔΗΣ ΚΛΕΜΑΝ. Οι ελιές της Μακεδονίας. Ανα­ τολίτικο παραμύθι. Μετ. Ά γκύ Συντέτα. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 172. Δρχ. 420.

ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ένας διάλογος για τον άνθρωπο. Αθήνα, Οι Εκδόσεις των Φίλων, 1986 Σελ. 53. Δρχ. 300.

Ό ρτσ’ αλα μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην πα­ λιά Μύκονο. Επιμ. Π. Κυνσαθανάς. Μύκονος, Δήμος Μυκονίων, 1986. Σελ. 468. Δρχ. 2500.

ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ. Η κρίση και η κατα­ στολή. Κριτικά δοκίμια. Αθήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ 188. Δρχ. 450.


δελτι ο/155 ΔΑΝΙΗΛ ΓΙΩΡΓΟΣ. Αίγλη και άγχος. Το έργο του Νίκου Καχτίτση 1926-1970. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 103. Δρχ. 280. MAPΑΣ ΣΤΑΘΗΣ. Κώστας Βάρναλης. Ιδεολογία και ποίηση. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 199. Δρχ. 600. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΕΥΗ. Μύθοι και λογοτεχνία. Αθήνα, χ.χ. Σελ. 111. Δρχ. 400. ΜΟΥΤΑΦΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η κόκκινη γραμμή του Νί­ κου Καζαντζάκη. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφι­ λων, 1986. Σελ. 183. Δρχ. 500. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥΝΗΣ ΠΑΝΟΣ I. Γιάννης Σκαρίμπας. Αθήνα, Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1986. Σελ. 99. Δρχ. 400. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Ν.Δ. Μινύρισμα πτηνού χειμαζομένου. Φιλολογικά στον Παπαδιαμάντη. Αθή­ να, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 185. Δρχ. 600.

ΜΠΑΡΤΖΙΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. Εξήντα χρόνια κομ­ μουνιστής. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986: Σελ. 427. Δρχ. 800. ΠΑΣΧΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Αξέχαστη Αντίσταση. Αθήνα, 1986. Σελ. 223. Δρχ. 400. ΣΔΡΑΚΑΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Δ. Η ζωή μου. Θεσσαλονί­ κη, 1986. Σελ. 209. Δρχ. 600. ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Αγαθόν το εξομολογείσθαι. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 299. Δρχ. 1200. ΑΡΤΩ ΑΝΤΟΝΕΝ. Βαν Γκογκ ο αυτόχειρας της κοι­ νωνίας. Μετ. Δέσποινα Ψάλλη. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 93. Δρχ. 250.

η νέα

ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ.

ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΓΑ ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 26, Δ ΕΚΕΜ ΒΡΙΟ Σ 1986 KROETZ FRANTZ XAVER. Τέσσερα μονόπρακτα. Εισ.-μετ. Σωτηρία Ματζίρη. Αθήνα, Ηριδανός, 1985. Σελ. 138. Δρχ. 500.

ΕΡΕΥΝΑ_____________________________ • Μιχάλης Μοδινός: Η Χάλκη είναι ιδέα - και μόνο. • Δημήτρης Κωστόπουλος: Σχόλιο για ένα χα­ μένο πολιτισμό.

ΜΕΛΕΤΕΣ

ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ___________________ ■

ΣΠΑΘΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ο διαφωτισμός και το νεοελ­ ληνικό θέατρο. Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 1986. Σελ. 259. Δρχ. 1200.

• Ηλίας Ευθυμιόπουλος: ο θάνατος του Ρήνου • (Πολιτ(ο)ικολόγος: Σκάνδαλα, ΚΚΕεσ., Πρά­ σινοι Ευρωβουλευτές στην Αθήνα, Καίσιο στο στάρι. ______

ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΚΟ

-

• Στέλιος Καφαντάρης: Το μετρό επί θύραις

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑ___________________ _ • Ιωάννα Κιούση: Οι ανθρώπινες απώλειες από το Τσερνομπίλ. ΦΥΣΗ__________

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ Ν. - ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΓΓΕΛΟΣ Π. Αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Αθήνα, Κείμενα, 1986. Σελ. 198. Δρχ. 1500.

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ΦΡΕΝΤΎ. Η εκτέλεση. Ο έρωτας και ο θάνατος του Ίωνα Δραγούμη. Αθήνα, Κάκτος, 1986. Σελ. 269. Δρχ. 600.

,

• Μωρίς Σουτίφ: Οι δαίμονες των νησιών Γκαλαπάγκος. • Σίσσυ Χατζηλάκου: Στις Πρέσπες ούτε εκα­ τό αηδόνια δεν φέρνουν την άνοιξη. ΔΙΑΛΟΓΟΣ__________ • Γ.Α. Παπαδόπουλος: Νέες απόψεις για την πρόβλεψη των σεισμών. • Γεώργιος Κουμάντος: Γύρω από ορισμένες θέσεις της πολιτικής οικολογίας. • Γιώργος Σφήκας: Τι είδους ανάπτυξη στον Αώο; Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80, τπλ. 3619837


156/δελτιο HAMMOND NICHOLAS. Περιπέτεια με τους αντάρ­ τες. 1943-44. Μετ. Γιάννης Λάμψας. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Σελ. 218. Δρχ. 700.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

μνάσια και λύκεια. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 127. Δρχ. 500.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓ. Το αληθινό ’21. Τόμος Β'. Αθήνα, 1987. Σελ. 566. Δρχ. 2000.

ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ. Δίμηνη έκδοση Τέχνης του Πρόσπερου. Τεύχος 6. Δρχ. 100.

ΖΙΑΓΚΟΣ ΝΙΚ. Γ. Νέες σελίδες από τον Εμφύλιο Πό­ λεμο 1945-1949. Τόμοι A ' + Β'. Αθήνα, Σοκόλης, 1986. Σελ. 632. Δρχ. 2300.

ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 332. Δρχ. 100.

ΛΑΖΑΡΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. Πολιτική ιστορία της Πά­ τρας. Τόμος Β'. Αθήνα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1986. Σελ. 438. Δρχ. 1200. ΠΑΤΣΟΥΡΑΚΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ I. «Ο Ηρακλής δεν εί­ ναι μύθος». Πειραιάς, 1986. Σελ. 64. Δρχ. 500. ΤΖΙΝΙΚΟΥ-ΚΑΚΟΥΛΗ ΑΘΗΝΑ. Η μακεδόνισσα στο θρύλο και στην ιστορία. (1453-1940 μ.Χ.). Θεσσα­ λονίκη, 1985. Σελ. 501. Δρχ. 2000. NEVGEBAVER Ο. Οι θετικές επιστήμες στην αρ­ χαιότητα. Μετ. X. Ζερμπίνη - I. Αρζόγλου. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1986. Σελ. 292. Δρχ. 900.

ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 959. Δρχ. 170. ΔΑΥΛΟΣ. Τεύχος 59. Δρχ. 180. ΔΕΛΤΙΟ ΣΒΒΕ. Μηνιαία έκδοση του Συνδέσμου Βιο­ μηχανιών Βορείου Ελλάδος. Τεύχος 7-8-9. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 154. Δρχ. 200. ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ. Δίμηνη έκ­ δοση. Τεύχος 36. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΠΙΣΤΗ. Περιοδικό της χριστιανι­ κής αλήθειας. Τεύχος 3. Δρχ. 125. ΗΧΟΣ ΚΑΙ Hi-Fi. Τεύχος 164. Δρχ. 200. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση Εταιρείας Ιατρικών Σπου­ δών. Τόμος 50, τεύχος 1.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ GEORGHALLIDES G.S. Cyprus and the governorship of Sir Ronald Storrs. Nicosia, 1985. Σελ. 745. Δρχ. 3000.

ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Μηνιαίο περιο­ δικό. Τεύχος 28. Δρχ. 250. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Τεύχος 221. Δρχ. 300. ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 66. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Τεύχος 27. Δρχ. 250.

ΠΑΙΔΙΚΑ

ΟΘΟΝΗ. Δίμηνο κινηματογραφικό περιοδικό θεω­ ρίας / κριτικής. Τεύχος 26. Δρχ. 200. ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 11. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείφ δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 867. Δρχ. 170.

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Μηνιαίο πολιτικό περιοδι­ κό. Τεύχος 117. Δρχ. 300. ΠΟΡΦΥΡΑΣ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 37. Δρχ.

ΖΕΗ ΑΛΚΗ. Μια Κυριακή του Απρίλη. Β' έκδοση. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 46. Δρχ. 350. ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΘΕΤΗ. Παιχνιδόλεξα. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 63. Δρχ. 350. ΚΟΡΣΟΥΝΟΦ ΙΡΙΝΑ. Η Γιάγκα και ο νάνος με το φλάουτο. Μετ. Σοφία Κασσελάκη. Αθήνα, Λωτός, 1986. Σελ. 54. Δρχ. 350.

ΡΟΔΙΑΚΑ. Περιοδικό λόγου και τέχνης. Τεύχος 1. Δρχ. 250. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Δίμηνη επιθεώρηση εκ­ παιδευτικών θεμάτων. Τεύχος 30. Δρχ. 250. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες. Τεύχος 71. Δρχ. 100. ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ. Τεύχος 44. Δρχ. 160.

ΘΕΑΤΡΟ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ. Τριμηνιαία έκδοση του Συλλόγου Αποφοίτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστη­ μίου Θεσσαλονίκης. Τεύχος 45. Δρχ. 250.

ΑΓΓΕΛΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Σχολικό θέατρο για γυ­

ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανο του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου της Ελλάδος. Τεύχος 90.


δελτιο/157 7 Νοεμβρίου 20 Νοεμβρίου 1986

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη

Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμέ­ νες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (6λ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

—-τ---------------------------------------------- Υ π ό μ ν η μ α -------------------------------------------------- ---ΚΡΙΤΙΚΟΙ Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: θ . Μ. Πολίτης ΘΥ: θ . Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος

ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή ΓΙ: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΙ: Εικόνες ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδομη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερησία ΗΧ: Ή χος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματά ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Γενικά έργα

Ψυχολογία

Το Ελληνικό βιβλίο 1476-1830 (Ε. Κοτζιά, ΚΑ, 20/11) Κατάλογος μικρογραφιών βυζαντινών εγγράφων (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 15/11)

Σανζέ Ζ. Π.: Ο νευρωνικός άνθρωπος (ΚΤ, ΕΘ, 12/11)

θρησκεία

Παυλόπουλος Π.: Εισοδηματικά (ΠΑ, ΟΤ, 20/11)

Καρανικόλας Π.: Κλεις Πρακτικών και κειμένων των τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων της αδιαιρέτου Εκκλησίας (Σ. Αλεξίου, ΚΑ, 13/11)

Λαμπρόπουλου Β.: Η φιλοσοφία των φύλων (ΑΦ, ΑΚ, 15/11)

Οικονομία

Κοινωνιολογία


158/δελτιο Macpherson C.B.: Ατομικισμός και ιδιοκτησία (Μ. Αγγελίδης, ΔΙ, 155) Ντεμπόρ Γ.:. Η κοινωνία του θεάματος (ΕΑ, ΕΛ, 7/11)

Πολιτική Βαληνάκης Γ. - Κίτσος Π.: Ελληνικά αμυντικά προβλήματα (I. Κίννας, ΟΤ, 13/11) Κουκουλές Γ. - Τζαννετάκος Β.: Συνδικαλιστικό κίνημα 19811986 (ΚΣ, ΝΕ, 15/11) (Ν. Ντόκας, Ε λ , 9/11) Jacquard R.: Οι μυστικοί φάκελοι της τρομοκρατίας (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 15/11) Tatu Μ.: Εκείνοι κι εμείς (Ε. Αποστολάκη, TV3, 14/11)

Λαογραφία Ακαρνανικά Παραμύθια (ΣΚ, ΕΛ, 7/11) Ο Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός (Σ.Κ, ΕΛ, 7/11) Πέτρης Γ .:0 Καραγκιόζης. Δοκίμια. (ΚΤ, Ε θ , 16/11)

Εκπαίδευση Κουντουράς Μ.: Κλείστε τα σχολεία (Φ. Κακριδής, Βήμα, 16/ 11) Μπαλτάς X.: Εκθέσεις σύγχρονου προβληματισμού (Ε. Απο­ στολάκη, TV3, 14ΐΐ) Τάτσης Μ.: Η διδασκαλία της κοινωνιολογικής θεωρίας (Α θ , ΗΜ, 15/11)

Ιατρική Βλάχος Π.: Δηλητηριάσεις (Ε. Αποστολάκη, TV3, 14/11) Γιώτης Α.: Τα παιδικά ατυχήματα και η πρόληψή τους (Ε. Αποστολάκη, TV3, 14/11) Μπερδέλης Κ.: Ο γιατρός μεταξύ μας (Ε. Αποστολάκη, TV3, 14ΐΐ) Clark L.: Πώς να προστατευτείτε από τη ραδιενέργεια (Ε. Αποστολάκη, TV3, 14/11)

Τέχνες

Τριβυζάς Σ.: Βίος ασωμάτων (ΚΤ, ΕΘ, 19/11) Χριστοδουλάκης X.: Επί γης ειρήνη (A, ΡΙ, 9/11) Αλιγκιέρι Ν.: Κόλαση (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1422) Γκαρθία-Λόρκα Φ.: Σονέτα του σκοτεινού Έρωτα (ΧΝ, ΑΝ, 7/11) Λωτρεαμόν.: Τα άσματα του Μαλντορόρ (ΘΥ, ΕΙ, 19/11)

Πεζογραφία Αξιώτη Μ.: Το σπίτι μου (ΚΣ, ΝΕ, 8/11) Γεράνης Σ.: Ένας ευαίσθητος μποξέρ που έγινε φύλακας (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1422) Γονατάς Ε.Χ.: Ο φιλόξενος Καρδινάλιος (ΚΤ, ΕΘ, 19/11) Ιερωνυμίδη Λ.: Κι αυτός από τη φυλή των ανθρώπων (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1422) Καλογήρου Γ.: Τα κουμπιά της Αλέξαινας (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση, 16/11) Καντάς Κ.: Ματωμένα δάκρυα (ΚΤ, ΕΘ,' 12/11) Μοσκόβης Β.: Το μεθυσμένο παιδί (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1422) Παπαϊωάννου Ε.Γ.: Η τελευταία στροφή (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1422) Περδίκης Γ.: Ήμεροι θάνατοι (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1245) Ρασούλης Μ.: Ο μεγάλος αιρετικός (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση, 16/11) Σάρτας Α.: Ροκ μυθιστόρημα (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση, 16/11) Σπανδωνής Γ.: Γραικός (Γ. Μενδράκος, ΠΗ, 14/11) Σωτηράκου Π.: Ο Αντώνης δε θα σκολάσει απόψε (ΘΥ, ΕΙ, 19/11) Αιμέ Μ.: Ο δρόμος χωρίς όνομα (Δ. Κούρτοβικ, Σχολιαστής, 44) Βερν I.: Από τη γη στη σελήνη (X. Σακελλαρίου, ΠΗ, 14/11) Βιλλαρδουίνος Γ.: Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης (ΝΥ, CO, Νοεμ. ’86) Λερού Γ.:.Το μυστήριο του κίτρινου δωματίου (ΚΤ, ΕΘ, 19/11) Λιπάτοβ Β.: Υπόθεση Στολέτοφ (Α.Κ, ΡΙ, 9/11) Μούζιλ Ρ.: Δεσμοί (Ε. Αποστολάκη, TV3, 7/11) Σάμπατο Ε.: Περί ηρώων και τάφων (Δ. Κούρτοβικ, Σχολια­ στής, 44) Σκόρσα Μ.: Ο ακίνητος χορός (NY, CO, Νόεμ. ’86)

Μελέτες Ελληνική μυθολογία. Θησέας (Μ. Βερέττας, ΔΙ, 155) ΚΥΡ.: Ελούντα καλεί Αστέρα (ΚΤ, ΕΟ, 19/11) Μακρής Κ.: 1) Επιδράσεις του νεοκλασικισμού στην ελληνική λαϊκή τέχνη 2) Οι τοιχογραφίες των σπιτιών της ΕράτυραςΣέλιτζας (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 155) Μπαλτογιάννη Χρυσάνθη (Επιμ.) Εικόνες. Δ. Οικονομόπουλου (Π. Κατ., ΑΥ, 12/11) Παναγιωτάκης Ν.: Η κρητική περίοδος της ζωής του Δ. Θεοτοκόπουλου (Ν. Γιανναδάκης, ΚΑ, 20/11) Σώχος Α.: Η λαϊκή τέχνη στην Τήνο (Ε. Αποστολάκη, TV3, 7/11)

Ψυχαγωγία Σιατέρας Τ.: Το σκάκι (Ε. Αποστολάκη, TV3, 7Ϊ1) Pritchard Ε.: Το σκάκι για όλους (Ε. Αποστολάκη, TV3, 7 ΐΐ)

Κλασική Φιλολογία Ορφικοί Ύμνοι (Ε. Χατζηανέστης, ΝΣ, 1424)

Ποίηση Ανδρίτσος Θ.: Τα ελάχιστα (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 155) Βανέζη Β.: Επειδή... (Ν. Γιανναδάκης, ΚΑ, 20/11) Ευσταθιάδης Γ.: Ενικού αριθμού (Δ. Μενίδης, ΠΗ, 14/11) Κουτσοχέρας Γ.: Η πορεία των κρίνων (ΚΤ, ΕΘ, 12/11) Μέσκος Μ.: Στον Ίσκιο της γης (Η. Κεφάλας, ΔΙ, 155) Πολίτης Ν.: Ά δεια Οφθαλμοφορίας (Ε. Χουζούρη, ΠΗ, 14/ 11) Σχιζάκης Κ.: Ιχνογραφίες της ενάστρου νυχτός (Ν. Γιανναδά­ κης, ΚΑ. 20/11)

Αθανασόπουλος Β.: Η θεωρία και η πράξη της αφηγηματικής τέχνης του Φώτη Κόντογλου (Γ. Καραβασίλης, ΔΙ, 155) Αλεξίου Σ.: Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της (Ν. Γιαννα­ δάκης, ΚΑ, 20/11) Κεχαγιόγλου Γ.: «Ο Έρωτας στα χιόνια» του Α. Παπαδιαμάντη (Κ. Χωρεάνθης, ΔΙ, 155) Μάρας Σ.: Κ. Βάρναλης (Κ, ΡΙ, 9/11) Παπαδάκης Ν.Α.: Τέσσερις μορφές της λογοτεχνίας μας (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1242) Περιγραφή του Γ. Σεφέρη (ΑΘ, ΗΜ, 15/11) Πλασκοβίτης Σ.: Η πεζογραφία του ήθους (ΣΤ, ΕΛ, 13/11) . Σαββίδης Γ.Π.: Μικρά Καβαφικά A ' (Κ. Προύσης, ΝΣ, 1245)

Δοκίμια Δεσποτόπουλος Κ.Ι.: Δοκίμια (Δ.Κ. Παπακωνσταντίνου, ΝΣ, 1243) Πικιώνης Δ.: Κείμενα (Μ. Στασινοπούλου, Βήμα, 9/11) Πολιτάρχης Γ.Μ.: Μακρυνή πορεία (Β. Μάργαρης, ΚΑ, 13/11) Τσαρούχης Γ.: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (ΘΥ, ΕΙ, 12/11) (ΣΤ, ΕΛ, 13/11) (ΚΣ, ΝΕ, 15/11) (Α. Κυριαζάνος, ΜΙΑ, 12/11) (ΑΘ, ΗΜ, 15/11) Τσιρόπουλος Κ.: Παιδεία Ελευθερίας (Κ. Γάλλος, ΔΙ, 155)

Παιδικά Βακάλη-Συρογιαννοπούλου Φ.: Σαπερλίμπο. (Θ. Καραγιάννης, ΠΗ, 14/11) Κροντηρά Λ.: Γνωριμία με το Εθνικό Αρχαιολογικό μουσείο ( θ . Καραγιάννης, ΠΗ, 14/11)


δελτιο/159 Μαρίνος Γ.: Αχ! Ειρήνη (Θ. Καραγιάννης, ΠΗ, 14/11) Μαυρίδης Μ.: Ψηφόπετρες (Δ.Κ. Παπακωνσταντίνου, ΝΣ, 1243) Πατεράκη Γ.: 'Ενα παιδί κατακτά τη νίκη (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1243) Κέτε Ο.: Παιδικές ιστορίες από τον άλλο κόσμο (Δ. Δελώνης, ΔΙ, 155) Langfield Ρ.: Μαθαίνω να παίζω σκάκι (Ε. Αποστολάκη, TV 3, 7/11) Λιόσα Μ.: Η θεία Χοΰλια κι ο γραφιάς (Ε. Αποστολάκη, TV 3, 14/11) Όλφρεϊ Κ.: Ο Λάμπης και το κόκκινο καΐκι (Ε. Αποστολάκη, TV 3, 7/11) Παουστόφσκι Κ.: Καλοκαιριάτικες μέρες (Α. Λελώνης, ΔΙ, 155) Ροντάρι Τ.: Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη (Θ. Καραγιάννης, ΠΗ, 14/11)

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

θεατρικά έργα Μητροπούλου Κ.: 6 ρόλοι για σολίστες (Γ. Γιάνναρης, Εξόρ­ μηση, 9/11)

Ιστορία Δετοράκης Θ.: Ιστορία της Κρήτης (Ν. Γιανναδάκης, ΚΑ, 20/ 11) Κολοκοτρώνης Θ.: Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής (ΠΚ, ΑΥ, 16/11) Παπαγεωργίου Σ.: Η στρατιωτική πολιτική του Καποδίστρια (X. Λάζος, ΔΙ, 155) Ροδάκης Λ. - Γραμμένος Μ.: Η έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμ­ βριανά (ΚΤ, ΕΘ, 19/11) Σεβαστάκης Α.: Δίκαιο και Δικαστική Εξουσία στη Σάμο 1550-1912 (ΣΤ, ΕΛ, 13/11) Τερζάκης Α.: Η ελληνική εποποιία 1940-1941 (ΘΠ, ΕΣ, 571) Μπεναρόγια Α.: Η πρώτη σταδιοδρομία του Ελληνικού Προ­ λεταριάτου (ΚΣ, ΝΕ, 15/11)

Βιογραφίες - Μαρτυρίες Αντωνίου Τ.: Δόκτωρ Βλαχοΰστου (ΠΑ, ΟΤ, 20/11) Αργυρής Α.Μ.: Ο σαμποτέρ φάντασμα (ΑΦ, ΑΚ, 8/11) Αργυρίου-Κυρίτση Σ.: Γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού (Δ. . Κούρτοβικ, Σχολιαστής, 44) Βαλσαμάκης Π.: Η πολιτεία δίχως φως (ΚΣ, ΝΕ, 8/11) Γερμανός Φ.: Η εκτέλεση (X. Χατζηεμμανουήλ, Η εβδόμη, 16/ Π) Καιροφύλλας Γ.: 1) Αυτοί οι ωραίοι τρελοί (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 15/11) 2) Γ. Χαλεπάς (ΘΥ, ΕΙ, 19/11) Κιτρομηλίδης Π.: Ιώσηπος Μοισιόδαξ (Κ. Προύσης, ΝΣ, 14 24) Ουσταμπασίδης ΚΑ.: Τζένη φον Βεστιφάλεν - Μαρξ (ΒΧ, ΑΥ, 9/11) Πετσάλης-Διομήδης Θ.: Διαφάνειες. Τ.β' (ΚΣ, ΝΕ, 8/11) Φυτσιλής Β.: Βαγγελίτσα Κουσιάντζα (Μ.Γ. Μερακλής, ΠΗ, 15/11) Φωτιάδης Δ.: Ενθυμήματα τ' γ (ΚΣ, ΝΕ, 8/11) Ζακάρ Ρ.: Φρόυντ (NY, CO, Νοεμ. ’86)

Ταξιδιωτικά Κατράκης Π.: Ταξιδεύοντας στη Σοβιετική Ένωση (Ε.Ν. Μό­ σχος, ΝΣ, 1243) Λάγκε Ε.: Αλλάχ Ακμπάρ (ΚΣ, ΝΕ, 8/11) Ροδοπούλου Σ.: Με τους γλάρους (Ε. Μπουξάλη, ΚΑ, 13/11)

Περιοδικές εκδόσεις Εκπαιδευτικά (ΑΘ, ΗΜ, 15/11) θερβάντες (ΧΝ, ΑΝ, 7/11)

ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ζ.Π. ΒΟΥΑΓΙΕ Ράιχ: Τρόπος Χρήσης ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ Νόβα Εξπρές ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΡΟΝΤΙΓΚΑΝ Ο Γουίλλαρντ και τα Τρόπαια του Μπόουλινγκ ΜΠΟΜΥ ΜΠΑΟΥΜΑΝ Πώς Άρχισαν Ό λα: Η ιστορία ενός νεαρού προλετάριου που έγινε αντάρ­ της πόλης ΑΛΝΤΟΥΣ ΧΑΞΛΕΥ Πάνω στην Ψυχεδελική Εμπειρία

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ • ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΛΟΓΗ • ΧΑΜΗΛΕΣ ΤΙΜΕΣ Ζωοδόχου Πηγής 17, Αθήνα 106 81 τηλ.: 3 6 3 9 9 8 0-3602040


160/μ ικ ρ ες α γγελίες

μικρές αγγελίας ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΜΟΠΡΑ­ ΣΙΑ ΣΠΑΝΙΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ. 27 επι­ λεγμένοι ελληνικοί τίτλοι της πε­ ριόδου 1776-1845, μεταξύ των οποίων: Μοναδικό κοραϊκό φυλλά­ διο. Ο Συναξαριστής του Οσίου Νικοδήμου (1819). Δ. Γαλανού, με­ ταφράσεις έργων ινδικής φιλοσο­ φίας (1845). Περιοδικό «Συλλογές» Νοεμβρίου.

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ στα Εξάρχεια γραφείο 80 μ2 Α ' ορόφου. Ενιαίος χώρος, W.C. κουζινάκι. 32.000 δρχ. το μήνα. Τηλ.: 36.25.179 και 36.03.687. ΠΩΛΕΙΤΑΙ, δυάρι 56τ.μ., α ' όρ., περιοχή Πολύγωνο Ευελπίδων (Λ. Τσαλδάρη 5-7) κατάλληλο και για επαγγελματική στέγη. Πληρ. τηλ.: 64.10.867.

ΓΑΛΛΙΚΑ κατ’ οίκον από έμ­ πειρο καθηγητή με σπουδές στο Παρίσι. Τηλ.: 95.63.484.

ΤΑΪ-ΤΖΙ κινέζικη ενεργειακή γυμναστική για όλες τις ηλι­ κίες· δίνει ζωτικότητα, υγεία, δύναμη καλλιεργεί την αρμονι­ κή κίνηση. Τηλ.: 89.44.314. - 57 μ. μ.

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, σε 110 χρυσό­ δετους τόμους (1968-1985) διατίθε­ ται αντί 50.000 δρχ. Τηλ.: 93.34.328 βράδυ. ΙΣΠΑΝΙΚΑ: ιδιαίτερα μαθήματα από ισπανόφωνο. Τηλ.: 69.17.694.

ΑΓΟΡΑΖΩ 3άρι ή 4άρι από 3ο όροφο και άνω -κατά προτίμη­ ση ρετιρέ- στον ΠΕΙΡΑΙΑ. Τηλ.: 36.40.488 πρωινά και 46.15.223 απογεύματα. ★

ΠΩΛΕΙΤΑΙ πλήρης σειρά και μεμονωμένα τεύχη από το πε­ ριοδικό ΕΠΟΧΕΣ. Τηλ.: 32.15.699, 7.30-2.30 π.μ. και 25.16.725, 4-10 μ.<·..

ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΟΣ μαθηματι­ κός παραδίδει μαθήματα σε μαθητές γυμνασίου, λυκείου και δέσμης. Τηλ. 20.25.087 και 36.42.281.

Α Π Ο ΣΕΝΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Κυ­ κλοφορούν ΠΕΝΤΕ βιβλία της Φανής Γκούμα. Γραμμένα από την Αποκάλυψη του ΕΝΑ. 1) «0 = 1» 2) «Αντικρύζοντας η Ιδέα την Ύλη» 3) «Η Βιογραφία του Θ εαν­ θρώπου του Εαυτού Σου» 4) «Πανανθρώπινη Συγκέν­ τρωση» 5) «Νεο Μεταθανάτιο Φως στη Γη» Πληροφορίες: 64.48.039 ★ ΑΝ σας ενδιαφέρει η άποψη της ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΑΣ για τις σημαντικές σας αποφάσεις, για να βοηθηθείτε στη βαθύτερη κατανόηση του εαυτού σας, για την κατάστρωση του ΩΡΟ­ ΣΚΟΠΙΟΥ, πληροφορίεςμαθήματα στο Βαγγέλη Μυλω­ νά. Τηλ.: 36.06.684.


ΕΚ ΔΟ ΣΕΙΣ Κ Ε ΔΡΟ Σ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007

Μίκης Θεοδωράκης ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ Η πορεία του Μίκη προς τη Μουσική. Μια συναρπαστική κατάδυση στο χρόνο και στις μνήμες του. Παιδικά χρόνια, εφηβεία, Κατοχή. Γεγονότα και συναισθήματα που τον συγκλόνισαν και τον διαμόρφωσαν σ’ αυτό που είναι σήμερα στον κόσμο της Μουσικής. Κυκλοφόρησε ο 2ος τόμος

Μένης Κονμανταρέας Η ΦΑΝΕΛΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΝΙΑ Ο Βασίλης Σερέτης - αυτός που αργότερα ονόμασαν Μπιλ φεύγει μια ζωή κυνηγημένος από τη μια πόλη στην άλλη. Ατίθασος, άπιστος, εγωιστής. Έ νας άνθρωπος μέσα στο πλήθος και γι’ αυτό μοναχικός. «Η Φανέλα με το εννιά» ιστορία ενός ανθρώπου που απ’ τα είκοσι ως τα είκοσι τρία του μεσουρανεί μέσα κι έξω από τα γήπεδα - είναι το ένατο βιβλίο του συγγραφέα της «Βιοτεχνίας Υαλικών».

Μαρία Παπαδημητρίου

ΕΙΡΗΝΗ «Ειρήνη», ένα μυθιστόρημα, στην Ανατολική Μεσόγειο, το μεσαίωνα. Λ Η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος και ο έρωτας, ο έρωτας και η ελευθερία: μια πορεία παλιά όσο και ο κόσμος, σύγχρονη όσο και ο καυτός ήλιος.

Δήμητρα Πέτρονλα ΠΟΥ ’ΝΑΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ ΜΩΡΗ; Η φοβερή εποχή της προετοιμασίας ενός εμφύλιου πόλεμου, όπως ακριβώς την έζησε ένα παιδί τριάμισι χρόνων. Το παιδί αυτό δεν είχε συναίσθηση της πραγματικότητας. Για χρόνια κρατούσε τις εικόνες χωριστά από τις έννοιες. Ώ σπου κάποτε τις ένωσε για να συνειδητοποιήσει με φρίκη πως ήτανε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας της ίδιας του της μάνας, των αδερφάδων του και άλλων συγγενών του.


ΛΙΑΒΑΖΩ

Ζητήστε

τις έξι καλαίσθητες θήκες σε μαύρο

και κόκκινο χρώμα, του δεκαπενθήμερου Δ ΙΑ Β Α Ζ Ω , από τα γραφεία του περιοδικού μας. •ά 26 - 106 81 Α θ ή να . ΐ η λ . 36.4(1.488 - 36.40.487 - 36.42.789


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.