Τεύχος 162

Page 1

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΙ

ΑΡΙΘ. 162 · 25.2.87 ΔΡΧ250


...Τ ο πτώ μ α στην μ πα νιέρ α ήτα ν ενός ψ ηλού , γεροδεμένου π εν η ντά ρ η ' π υ κν ά κα τσ αρ ά μ αλλιά, έντονα χα ρ α κτη ρ ισ τικά , μαύρα μ ά τια κ α ι μεγάλη μ ύτη ... ...Σ το νεκρό πρόσ ω π ο, ένα κομ ψ ό ζευ γά ρ ι γυ α λ ιά π ερ ιέπ α ιζα ν το θάνατο (με μ ια γκροτέσ κα λεπτότητα)· η φ ίνα χρυσή αλυσ ίδα κου λου ρ ιαζόταν πά νω στο γυ μ νό του σ τήθος. Ο ι γά μ π ες του τεντω μένες κ α ι άκαμπτες* τα χέρ ια του απ λω μ ένα κοντά στο σ ώ μ α ... ...Ο λόρδος Π ήτερ σήκωσε ένα α π ό τα χέρ ια του νεκρού, κοίτα ξε την πα λά μ η , κά πω ς συνοφρυω μένος, κ α ι αναρω τήθηκε: Π οιος ν α ’ν α ι;...

ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: Σόλωνος 94 Τηλ. 36.44.409 ■ 36.17.791


------- ΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥΣ-------ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ ______ ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ_______ Επιλεγμένα βιβλία για παιδιά και νέους λεξίου

32. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Ζ Ω Ο Δ . ΠΗΓΗΣ 3. ΑΘ Η Ν Α 142 ΤΗΛ. 3603234


ΔΙΑΒΑΖΩ Μην ξεχνάτε τις συνεντεύξεις με τους: Μένη Κουμανταρέα (No I)* Γιώργο Ιωάννου (No 9)* Διονύοη Σαδόόπουλο (No ΙΟ)* Γαδριήλ Πεντζίκη (No II)* Ιακωόο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σβοριόνο (No 18) Μέντη Μ ποσταντζόγλου (No 19) Νίκο Πουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κοτζιά(Ν ο 28) Στρατή Τσίρκα (No 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) Ά λκη Ζέη (No 33) Γιάννη Τσαρούχη (No 42) Τάκη Σινόπουλο (No 46) Νίκο Καρούζο (No 48) Κ. Θ. Δημαρά (No 53) Διόώ Σωτηρίου (No 58) Κυριάκο Σιμόπουλο (No 59) Κώστα Ζουράρη (No 60) Σπύρό Ασδραχά (No 61) Εμμανουήλ Κ ριαρά (No 62) Αλ. Φ ιλιππόπουλο (No 63) Καίη Τσιτσέλη ί \ 'ο 64) Πέτρο Αμπατ^ογλου (No 67) Γιάννη Δ ου' χζή (No 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μ ιλλιέξ (No 71) Αιλίκα Νάκου (No 72) Γκόργη Γιατρομανωλάκη (No 73) Στρατή Δούκα (No 74) Φρέντυ Γερμανό (No 77) Νάνο Βαλαωρίτη (No 79) Γιοιργο Χειμωνά (No 80) Μαντιό Αραβαντινού (No 81) Τάσο Βουρνά (No 82) Σταύρο Βαόούρη (No 85) Ασημάκη Πανσέληνο (No 88) Κώστα Μ ητρύπουλο (No 89)

Λο. Νικολαίδη (No 90) Δημήτρη Χριστοδούλου (No 92) Αντώνη Σαμαράκη (No 93) Κυρ (No 95) Νικηφόρο Βρεττάκο (No 97) Γιάννη Μ ανούσακα (No 99) Ανάστο Π απαπέτρου (No 99) Αλέξη Σεβαστάκη (No 99) Μ πουκουβάλα-Αναγνώστου (No 100) Φ ίλιππο Δρακονταειδή (No 102) Νάοο Δετζώρτζη (No 104) (No 136) Τάσο Α θανασιάδη (No 105) Jean-M arie Drot (No 107) Λ ίζμπεθ Ζβέργκερ (No 108) Θ. Πετσάλη-Διομήδη (No 109) Ιωάννη Κακριδή (No 110) Σπύρο Πλασκοβίτη (No 112) Τάκη Βαρόιτσαότη (No 115) Θανάση Βαλτινό (No 116) Γιάννη Δάλλα (No 117) Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (No 118) Δημήτρη Τσαούση (No 119) Γιώργο Κατσίμπαλη (No 121) Ιωάννα Κ αρατζαφέρη (No 122) Κώστα Μόντη (No 123) Παναγιώ τη Π απαδούκα (No 124) Αλέκο Σακελλάριο (No 124) Μ ανόλη Α νδρόνικο (No 125) Γ. Θ. Β αφόπουλο (No 126) Ναταλί Σαρότ (No 129) Δημήτρη Μ αρωνίτη (No 130) Δημήτρη Π απαδίτσα (No 133) Νίκο Χουλιαρά (No 137) Ελένη Βακαλό (No 139) Χρήστο Γιανναρά (No 144) Ουμπέρτο Έ κ ο (No 145)

* Ι α τγι'/.Ί ι <■«ι»||«ΐ(ίινοντ((ΐ μι («ιτιοίοκι) ι/ο ι-ν ι 'siivt>.i |Oh .


Μ Ε Δ Ο Υ ΣΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΒΙΒΛΙΩΝ

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ \ ΣΤΟΝ ΥΠΟΝΟΜΟΙ

Η γνωστή ταινία του ΜΠΕΝΕΖ τώρα και σε βιβλίο ----------------------------1 ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤ0Σ-Π!Τ0ΥΡ0Π0ΥΛ0Σ 6 ΣίΑ Ε £. Σ0Λ0Ν0Ζ 114 ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ. 36 45 8221-----------------------------


ΑΦΙΕΡΩΜΑ

• Αμβρακικός κόλπος:. ανάγκη για πολύ­ πλευρη αντιμετώπιση Θύμιος Παπαγιάννης, Λευτέρης Παπαγιαννάκης, Δημήτρης Παπάίωάννου, Φώ­ της Περγαντής. ΦΥΣΗ

• Το αγριόγιδο των ελληνικών βουνών. Βα­ σίλης Χατζηρβασάνης, Τριαντάφυλλος Αδαμακόπουλος. ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

• Το πράσινο στις πόλεις. Θανάσης Καραμέρης ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

• Η νεολαία και το κοινωνικά αποδεκτό. Τό­ μος Τοίχε

ΣΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 28, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1987 ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΤΡΙΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

• Δυτική Γερμανία: νέα χρώματα ή νέοι και­ ροί; Βασίλης Γιόκαρης

• Οι τενεκεδουπόλεις της Βομβάης. Μιχά­

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ

• Κρίση του καπιταλισμού ή κρίση της ανά­ πτυξης; Μιχάλης Μοδινός

• Πως να κατασκευάσετε έναν «υδραυλικό κριό». Κώστας Καρατζόγλου

λης Μοδινός

Η συγκλονιστική μαρτυρία του Γερμανού δη­ μοσιογράφου Giinter Wallraff που εργάστηκε δύο χρόνια στα εργοστάσια, εταιρείες κ.ά. της Δυτ. Γερμανίας, σαν Τούρκος μετανά­ στης.

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ «ΠΡΟΟΔΟΣ.» ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΔΙΑΝΟΜΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ Α. ΚΩΣΤΑΜΠΑΡΗΣ ΚΙ ΣΙΑ Ο.Ε. ΖΑΛΟΓΓΟΥ 6, ΑΘΗΝΑ 10678 Τηλ. 36.21.001 - 36.30.889


ΔΙΑΒΑΖΩ Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΚΑ

Τεύχος 162

η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Δημήτρης Τολιάς και Θανάσης Καλόμαλος ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Το Μουσείο Καζαντζάκη. Γράφει η Ζερμαίν Μαμαλάκη

25 Φεβρουάριου 1987 Τιμή: Δρχ. 250 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333

ΕΠΕ,

Φωτογ ραφίσε ις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς

6 7 9

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Χρονολόγιο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ Ζυλ Μπαρμπεντέτ: Μεταξύ εξορίας και παρωδίας Ζωρζ Νιβά: Τα πρώτα βήματα της Λολίτας Ζαν Γκατενιό: Ανάμεσα στην Αλίκη και στη Λολίτα Μωρίς Κουτυριέ: Το φαινόμενο Λολίτα Μαρσελέν Πλεϊνέ: Ο καθηγητής Ναμπόκοφ Σιμόν Καρλίνσκυ: Τα ρώσικα παιχνίδια Δημήτρης Μανώλ&ς: Βιβλιογραφία Β. Ναμπόκοφ

16 21 29 32 35 39 42 47

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: Γράφει ο Νίκος Μακρής ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΤΕΧΝΕΣ: Γράφει η Μαρία Μεντζελοπούλου ΠΟΙΗΣΗ: .Γράφουν οι Ελένη Χωρεάνθη, Γιώργος Βέης, Στέλιος Γεράνης και Ελένη Λαδιά ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφουν οι Χρήστος Λάζος και ο Δ. I. Λοίζος ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Χρίστος Παπαγεωργίου

49 51 58 61 68 70 51

Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπου Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

73

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

78

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα: ψυχανάλυση και λογοτεχνία


Η Α ΓΟ Ρ Α ΤΟ Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ

28 Ιανουάριου έως 10 Φεβρουάριου 1987

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπ ορικό­ τερ α βιβ λία ενό ς δεκαπ ενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα σ το ιχ εία που μας παραχώρησαν δ εκαπ έντε βιβλιοπώ λες απ' όλη τη ν Ελλάδα, δηλώ νοντας ο κα θένα ς τους τα τρ ία βιβλία που είχ αν τις πε­ ρ ισ σ ό τερ ες πωλήσεις στο βιβλιοπω λείο του κα­ τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε ­ γ α λύ τερ ες πωλήσεις ση μειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε­ ρ ίσκους (,**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο (**) και το τελ ε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ).

Επειδή όμως είν α ι τεχ νικά αδύ να το να δ η μ οσ ιεύ ο νται όλα τα βιβλία που α ναφ έρο υ ν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας π εριλαμβάνει τελικ ά εκ είν α τα βιβλία που δηλώ θηκαν από δύο το υ ­ λά χ ισ τον βιβλιοπώλες. Ό σο για το εν δ ια φ έρ ο ν και τη ν π οιότη τα των βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είν α ι να σ υμβ ου­ λ ε ύ εσ τε τις σ ελ ίδες τη ς «Επιλογής».

Β ΙΒ Λ ΙΑ

3. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Ψυχογιός)

S. G. Wallraff: Στο περιθώριο (Στάχυ)

Συνδρομές εσωτερικού

25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχώ ν 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.

Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκώ ν Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Α μ ερ ική κλπ. 85 δολ.

Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κύπρος 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχώ ν 54 δολ. Κύρπος 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχώ ν 37 δολ. Α μ ερ ική - Αυσ τραλία - Ασία - Αφρική

25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.

Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765

Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.


χρονικα/7

Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο εν­ διαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γρά­ φουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώ­ νουν το πλήρες ονοματεπώνυμο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντιος, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.

«Μια άλλη άποψη»

Αθήνα, 9/12/86 Αγαπητέ κ. διευθυντή, Έπειτα από πολλή σκέψη και ακόμη πολύ περισσότερη ανησυ­ χία για τον σκοπό αυτής μου της ενέργειας, πήρα την απόφαση να γράψω αυτή την μικρή επιστολή, πρώτα-πρώτα για να εκφράσω τα συγχαρητήριά μου για το πολύ καλό, άψογο θα μπορούσα να πω, αποτέλεσμα της προσπάθειας όλων εκείνων που συντελούν στην έκδοση αυτού του περιοδι­ κού και κατά δεύτερο λόγο για να διατυπώσω ορισμένες προσω­ πικές θέσεις, σχετικά με το άρ­ θρο του κ. Θανάση Καλόμαλου υπό τον τίτλο: «Δημόσια επίδειξη μετάφρασης» (αρ. τεύχους 156). Πριν συνεχίσω, θα επιθυμούσα να διευκρινίσω ότι όλα όσα ακο­ λουθούν δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο αξιολόγηση - βαθ­ μολόγηση - κριτική της μετάφρα­ σης του κ. Καλόμαλου. Είμαι ένας απλός φοιτητής στο τρίτο έτος της Αγγλικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, στο μεταφραστικό τμήμα (transla­ tion course) και παίρνω όλο το θάρρος να παρουσιάσω τις δικές μου σκέψεις και εναλλακτικές «λύσεις» πάνω στους λίγους σω­ στούς στίχους. Θα ήθελα να το­ νίσω εδώ ότι διάβασα το άρθρο μέχρι εκεί όπου ο κ. Καλόμαλος ήταν έτοιμος να δώσει το τελικό αποτέλεσμα. Εκεί σταμάτησα και άρχισα τις δικές μου σκέψεις.

δ ιά λ ο γ ο ι

Αρχίζοντας από τον τίτλο, του προσδίδω την ίδια μετάφραση· (με ελάχιστες υποψίες ή εσ/κές διαφωνίες για την ορθότητά του). Ακολουθεί το όνομα με λα­ τινικά στοιχεία (η χρήση λατινι­ κών στοιχείων για τα ονόματα συγγραφέων και λοιπά, πιστεύω ότι είναι κάτι που επιβάλλεται γιατί είναι πολύ λυπηρό το σύνηθες φαινόμενο ο καθένας να προφέρει ένα όνομα ανάλογα με τα προσωπικά του γούστα). Αρχίζω το ποίημα μεταφράζοντς το «Let us go then» σε «Ας πηγαίνουμε λοιπόν» θεωρώντας το πιο σωστό ν ’ αρχίσουμε δηλώ­ νοντας έντονα κάποια κίνηση που είναι διάχυτη σ’ όλο το ποίη­ μα (οι εναλλαγές των εικόνων έχουν φοβερή κινητικότητα-ταχύτητα). Για το «evening» δέχο­ μαι τη συλλογιστική του κ. Θ.Κ. και το μεταφράζω «σούρουπο». Τώρα όμως αρχίζουν οι αντιθέ­ σεις μου: το «spead out against the sky» το μεταφράζω: «θ’ αρχί­ ζει να κρύβει τον ουρανό». Η λύ­ ση του κυρίου Θ.Κ. δεν μου χτυ ­ πάει τόσο όμοφρα (το παραδέχε­ ται και ο ίδιος), και θεωρώ πως το ρήμα «κρύβει» υποδηλώνει ολο­ φάνερα (τι αντίθεση αλήθεια!!) πως ό ουρανός «υποχωρεί» χά­ νεται από την πίεση του σούρου­ που που τον σκεπάζει, είναι μια λέξη με αρκετή δυναμική και έ ­ νταση. Προχωρώ πιο κάτω: «Like a patient etherired upon a table» σαν άρρωστος ναρκωμένος πάνω σε κρεβάτι. Προτιμώ το «άρρω­ στος» από το τυπικό «ασθενής»· η λέξη «ναρκωμένος» μου φαίνε­ ται περισσότερο ποιητική παρά το «χλωροφορμισμένος» (θυμίζει κάτι το ιατρικό σε διάλεξη λέκτο­

ρα που αποδέχεται τη δημοτική, έστω και κακοποιημένη μόνο και μόνο για να δηλώσει προοδευτι­ κός και όχι «σκοταδιστής»). Συνεχίζω μεταφράζοντας το «Let us go» σε «Ας βαδίσωμε» ακολουθώντας το ίδιο στυλ, αποφ εύγοντας όμως τη μονοτονία (όσο και αν στο πρωτότυπο χρη­ σιμοποιείται η ίδια φράση. Πι­ στεύω πως ο Eliot, πάντα σε κάθε στίχο του προσπαθεί να είναι διαφορετικός από τον προηγού­ μενο). To «through certain» το με­ ταφράζω σε «μέσα από κάποι­ ους» το «διαμέσου» μου φαίνε­ ται πως δεν υποδηλώνει όσο θά 'πρεπε το πέρασμα από κάποια σοκάκια. Άλλωστε και στην κα­ θημερινή ομιλία για τέτοιες περι­ στάσεις χρησιμοποιείται το «μέ­ σα»... Ό σον αφορά το «uttering retreats» το αποδίδω ως «μουρμουριστές υπεκφυγές». Εδώ η διαφορά μου βρίσκεται περισσό­ τερο στο «υπαναχωρήσεις», ό­ που θεωρώ ότι το «υπεκφυγές» δείχνει (τονίζει) πιο πολύ το γ ε ­ γονός ότι ο ποιητής βρίσκεται σε μια εσωτερική σύγκρουση και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του και τις πράξεις του, ακριβώς επειδή ενεργεί αντίθετα απ’ τα πραγματικά του πιστεύω. To «restless nights» το αποδίδω σε «ατέλειωτα ξενύχτια». Το «ξά­ γρυπνων ολονυχτιών» θυμίζει έ­ ντονα θρησκευτική προσήλωση, κάτι το οποίο ο ποιητής δεν θέ­ λει να δείξει και απόδειξη γ ι’ αυ­ τό είναι οι αμέσως παρακάτω στί­ χοι: «In one-night cheap hotels» «κάποιων άθλιων ξενοδοχείων της μιας νύχτας». Η μετάφραση αυτή πιστεύω ότι αποδίδει το μουντό κλίμα της εξαθλίωσης και


8/χρονικα της ανηθικότητας που τόσο πα­ ραστατικά προβάλλεται μέσα απ’ αυτούς τους στίχους. To «Saw­ dust restaurants, with oystershells» - «ψαροκουτουκιών στρωμένων πριονίδι». Συνεχίζεται το ίδιο βα­ ρύ αποπνικτικό κλίμα που μόνο σε πραγματικά κουτούκια συνα­ ντά κανείς. «Streets that follow like a tedious argument» - «Δρόμοι που μακραίνουν ωσάν ανιαρό επιχείρημα». Προσπαθώ να δη­ λώσω τη μονοτονία και την πλή­ ξη που προκαλούν αυτοί οι δρό­ μοι οι οποίοι όπως ακριβώς και «ένα ανιαρό επιχείρημα» δεν οδηγούν πουθενά. «Insidious intent» - «απατηλής πρόθεσης» - εδώ η διαφορά δεν είναι μεγάλη με το «σατανικές» του κ. Θ.Κ., γιατί το «σατανικές» προσδίδει στην όλη φράση κάτι το «απατηλό». Και η μετέπειτα διαφορά μου στέκεται σε λεκτικό επίπεδο. Αντί για «αναπόφευκτο ερώτη­ μα» - «αφόρητο δίλημμα» (πιο τραγικό για να τονιστεί η ένταση της φράσης)». «Oh don’t ask what is it?, (Let us go and make our visit» - Ω! Μη ρωτάς τι είναι! Ας προχωρήσου­

με, έχουμε μια επίσκεψη να κά­ νουμε». Κλείνω πάλι με το ίδιο ύφος και προσπαθώ να περάσω το κείμενο μέσα απ’ όλη την τρι­ κυμία, στα ήρεμα νερά, στην πε­ ζή πραγματικότητα, που παραλί­ γο να ξεχάσουμε μέσα σ’ αυτή την παραζάλη. Η καθημερινότη­ τα, η «όμορφη, η «πολύχρωμη» παρουσιάζεται μπροστά μας και σιγά-σιγά σβήνει το μουντό που μόλις πριν λίγο συναντήσαμε. ...Ας π ηγαίνουμε λοιπόν, εσύ κι εγώ, ό τα ν το σούρουπο θ ’ αρχίζει να κρύβει τον ουρανό σαν άρρωστος ναρκωμένος πάνω σε κρεβάτιΑς βαδίσουμε, μέσα από κάποι­ ους μισο-ερημω μένους δρόμους τ ις μ ουρ μουρ ιστές υπεκφυγές, ατέλειω τω ν ξενυχτιώ ν κάποιων άθλιων ξενοδοχείων τη ς μ ιας νύχτας και ψαροκουτουκιών στρωμένων πριονίδι: Δρόμοι που μακραίνουν ωσάν ανιαρό επιχείρημα μ ιας απατηλής πρόθεσης που σ ' ο δ η γ εί σ' έν α αφόρητο δ ί­ λημμα...

Ω ! Μη ρωτάς τι είν α ι! Ας προχωρήσουμε, έχουμε μια επίσκεψη να κάνουμε...

Κλείνοντας, θά ’θελα να τονί­ σω πόσο, για το μεταφραστή (ή για μένα τουλάχιστον), μετράει η ψυχολογική κατάσταση του ποιητή-συγγραφέα όταν αυτός δη­ μιουργεί, γι’ αυτό πιστεύω ότι ο μεταφραστής είναι αναγκαίο να προσαρμοστεί στα ψυχολογικά δεδομένα του κειμένου, να κατα­ νοήσει και την παραμικρή πνοή του δημιουργού και έτσι ζώντας τις εμπειρίες αυτές να κατσλήξει σε αποτέλεσμα αντάξιο του πρω­ τοτύπου. Προσωπικά δεν γνωρίζω αν κατάφερα κάτι τέτοιο· μου λείπει η πείρα ίσως, μα σίγουρα όχι η ευ­ αισθησία. Μα μπορώ τουλάχιστον να υπερηφανεύομαι ότι προσπά­ θησα, μιας και πιστεύω ότι τόσο για το μεταφραστή όσο και για τον κάθε άνθρωπο, η ειλικρινής προσπάθεια αξίζει περισσότερο από το οποιοδήποτε αποτέλε­ σμα, είτε καλό, είτε κακό θα είναι αυτό. Τολιάς Δημήτρης

Και η απάντηση Πρόθεσή μου δεν είναι να κρί­ νω τη μετάφραση του κ. Τολιά, ούτε να υπεραμυνθώ της δικής μου (καίτοι μπορώ να πω ότι βρί­ σκω κάνα δυό επιλογές του πολύ καλές, τόσο που ευχαρίστως θα τις υποκαθιστούσα στις δικές μου)! Θέλω μόνο να παρατηρήσω ότι ο τίτλος του είναι ατυχής διό­ τι δεν προσφέρει «Μια άλλη άπο­ ψη» για τη μεταφραστική δου­ λειά, αλλά μια άλλη μετάφραση για τους 12 στίχους που είχα πά­ ρει για παράδειγμα. Δεν λέει μά­ λιστα αν συμφωνεί ή όχι με την προβληματική μου περί τη μέθο­ δο. Και με την ευκαιρία, μια παρα­ τήρηση: Ένα πολύ τρεχούμενο λάθος είναι όταν στρίβουμε τη φράση στην ονομαστική ανεπί­ τρεπτα, όπως π.χ. «η παρέμβαση της Δικαιοσύνης, ως η μία από τις τρεις κρατικές εξουσίες». Και στη μετάφραση του κ. Τολιά, όταν επιλέγει «μέσα από... δρό­ μους» θα έπρεπε να συνεχίσει «δρόμους που μακραίνουν...». Θανάσης Καλόμαλος


χρονικα/9

Η Οδύσσεια ενός Μουσείου Τυ Μουσείο στους «Βαρβάρους»

*Γο συνέδριο για τη«Σημασία τον Μυθιστορηματικού Έργου του Ν Καζαντζάκη» έγινε στις 15 και 16 Νοεμβρίου στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου στο Ηράκλειο, Κρήτης. Μετείχαν ακαδημαϊκοί, καθηγητές πανεπιστημίου, συγγραφείς, κριτικοί κ.ά.: Κων. Ρωμαίος, Ευάγ. Μουτσόπουλος, Κ. Γεωργουσόπουλος, Δημ. Γιάκος. Γ. Κουμάκης, Ζερμαίν Μαμαλάκη, Νέστορας Μάτσας, Μιχ. Μερακλής, Κ. Μητσάκης, Γ. Παπαϊωάννου, Κλ. Πρίφτη, Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Πυρουνάκης, Δημ. Σιατόπουλος, Γ. Σταματίου, Μαίρη Σταύρου, Βασ. Φιλίας, Ιωαν. Χάντζου. Εξέτασαν, ο καθένας σύμφωνα με την ειδικότητά του: φιλοσοφία, λαϊκός πολιτισμός, θεατρικοί πυρήνες κλπ., το έργο του κλασικού πια δημιουργού μας. Η υπέρμετρη φυσιογνωμία του έπιασε τις «τέσσερις γωνιές» του κόσμου για ν’ αφυπνίσει τους αναγνώστες σε περίπου 48 χώρες.


10/χρονικα Παρούσα, ζωντανή κι ακούραστη, η εμπνευσμένη σύντροφός του Ελένη Καζαντζάκη. Οργανωτές του συνεδρίου: ο Γιώργος Ανεμογιάννης, ιδρυτής του Μουσείου Καζαντζάκη και γνωστός σκηνο­ γράφος κι ο Θρασ. Σταύρου, πρόεδρος του ιδρύ­ ματος, μόνιμος υφυπουργός Προεδρίας Κύπρου. Νιώθει σαν προσκυνητής όποιος προχωρεί να γνωρίσει τις ρίζες του Ν. Καζαντζάκη στο χωριό του «Βάρβαροι» και στο Μουσείο που το δη­ μιούργησε με πίστη κι αγάπη ο Γ. Ανεμογιάννης. Ο πλούτος κι η ποικιλία των εκθεμάτων όσο κι η καλαισθησία με την οποία παρουσιάζονται, όλη η ατμόσφαιρα του χώρου που περιβάλλει θά ’λεγε κανείς με χαρά τον Τιτάνα του Λόγου, φανε­ ρώνουν την αδιάκοπη φροντίδα, το μεράκι και την αυτοθυσία -για να πούμε τη σωστή λέξη— του Γ. Ανεμογιάννη που δώρισε το σπίτι του γι’ αυτόν το σκοπό. Απ’ τον ίδιον μαθαίνουμε όλο τ’ οδοιπορικό που οδήγησε στη δημιουργία του Μουσείου. Λέει ο κ. Ανεμογιάννης: «Ο Καζαντζάκης, όχι μόνο δεν αρνήθηκε τον τόπο της κα­ ταγωγής του -εκεί που παιδί κυνηγιόταν με τ’ άλλα παιδιά- μα αντίθετα τον επισημαίνει με κάθε ευκαιρία. Μάλιστα στην εξομολογητική του “Αναφορά στον Γκρέκο” αναφέρει: Το σόι του κυρού μου αποσέρνει από ένα χωριό δυο ώρες δρόμο από το Μεγάλο Κάστρο, που το λεν “Βαρβάρους” . Το ίδιο αυτό χωριό είναι και ο τόπος της καταγωγής του δικού μου πατέρα. Οι προπαππούδες μου ήσαν Βαρβαρινοί, με πε­ ριουσία σε αγροκτήματα κι ένα διώροφο σπίτι στο κεντρικότερο σημείο, αγορασμένο από τους Τούρκους το 1835. Τις οικογένειες Καζαντζάκη Ανεμογιάννη έφερε κοντύτερα ένα προξενιό. Η Καλλιρόη Καζαντζάκη, πρώτη εξαδέλφη του Καπετάν Μιχάλη, πατέρα του Ν. Καζαντζάκη, παντρεύτηκε τον Εμμ. Φιόρο, παππού του πατέ­ ρα μου από τη μεριά της μητέρας του. Ποια ήταν η μπερδεμένη συγγένεια ανάμεσα στα παιδιά των δύο οικογενειών, νομίζω ούτε τα ίδια καλά-καλά δεν ξεκαθάρισαν. Γι’ αυτό σ’ ένα γράμμα τού 1937 ο Ν. Καζαντζάκης αποκαλεί τον Αντώνη Ανεμογιάννη “ανιψιό και μπάρμπα”. Το σπίτι μας στους Βαρβάρους κάμποσες φο­ ρές φιλοξένησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του τον Καζαντζάκη στο χωριό, μια και στο δικό του που βρισκόταν δίπλα, κατοικούσαν μόνιμα δυο μακρινές συγγένισσές του. Ό ταν το 1975 απόκτησα την πλήρη κυριότητα στο διώροφο αυτό οίκημα, η ανεκπλήρωτη επι­ θυμία του Καζαντζάκη ξανάρθε στο μυαλό μου γιατί στη διαθήκη του -αφού το δικό του σπίτι έχει πουληθεί-, ζητάει τη μεταφορά των προσω­ πικών του αντικειμένων, γραφείο κλπ, σε μια αί­ θουσα της Εταιρείας Ιστορικών Σπουδών ΚρήΕπάνω: Κοστούμια παραστάσεων έργων του Ν. Καζαντζάκη. Κάτω: Το εσωτερικό του Μουσείου


χρονικα/11 της. Μου παρουσιαζόταν η ευκαιρία, τολμηρή και φιλόδοξη, να ιδρύσω το Μουσείο Νίκου Καζαντζάκη. Τα τυπικά δεν παρουσίασαν δυσκολίες. Αυτές άρχισαν να διαφαίνονται όταν αποφάσισα ν’ ασχοληθ ) προσωπικά με τη συγκέντρωση κάθε είδους καζαντζακικού υλικού. Στα κατάλοιπα του πατέρα μου είχα βρει από χρόνια, σε ξύλινο κουτί με την ένδειξη Ν.Κ. Μ.Κ., επιστολές του Καζάντζάκη, μαθητικά τε­ τράδια, λευκώματα, προσωπικά είδη και περιου­ σιακά στοιχεία του Μιχαήλ Καζαντζάκη. Ήταν μια βάση. Ξεκίνησα με τη φροντίδα να συ­ γκεντρωθούν οι πρώτες εκδόσεις των βιβλίων του ποιητή της “Οδύσσειας” και κείμενα που πρωτοδημοσίευσε σε περιοδικό κι εφημερίδες... Άντλησα κάθε σχετική πληροφορία από το βι­ βλίο του Παντελή Πρεβελάκη: “400 γράμματα του Καζαντζάκη στον Πρεβελάκη” κι από τη Βι­ βλιογραφία του Κατσίμπαλη για τον Καζαντζά­ κη. Κι άρχισα πρώτα να ρωτώ φίλους και φίλους των φίλων, ύστερα να ερευνώ παλαιοβιβλιοπω­ λεία, αρχεία, βιβλιοθήκες γνωστών κι αγνώστων. Σαν πρώτα αποτελέσματα, τα φύλλα του “Νουμά” διαδέχονταν την “Πινακοθήκη” , το “Δελτίο του Εκπαιδευτικού Ομίλου” και τεύχη των “Παναθηναίων” . Το ψάξιμο συνεχιζόταν για μήνες με την επιμονή που πρέπει να χαρακτηρίζει πα­ θιασμένους συλλέκτες και με το ακατάβλητο πεί­ σμα όσων θέλουν να πετύχουν ένα σκοπό. Ανα­ σκαλεύτηκαν μπαούλα και κασέλες, άδειασαν σεντούκια και κιβώτια, ψάχτηκαν πατάρια και υπόγεια. Φίλοι, άγνωστοι και γνωστοί, πρόσφεραν με γενναιοδωρία ή με ανταλλάγματα. Λίγες οι εξαιρέσεις: όσοι αδιαφόρησαν ή δεν πίστεψαν πως ένα μουσείο αντάξιο του Καζαντζάκη μπο­ ρούσε μια μέρα να γίνει τόπος προσκυνήματος. Τότε συνέχισα και στο εξωτερικό. Οι αναζητήσεις μου στις χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής, βόρειας και νότιας, είχαν δύο στόχους: Τα μεταφρασμένα βιβλία του Καζαντζάκη στις πολλαπλές εκδόσεις τους και υλικό από τις παραστάσεις των θεατρικών ή θεατροποιημένων έργων του». Και τονίζει ο κ. Ανεμογιάννης πως η ανεύρεση ντοκουμέντων από τα πέρατα του κόσμου ήταν ευκολότερη παρά εδώ στη χώρα μας! Αναφέρει για παράδειγμα, μερικές θερμές επιστολές που μαρτυρούν τον ενθουσιασμό που συνάντησε η προσπάθειά του στους ξένους είτε ανήκουν στον τομέα της τέχνης και των γραμμάτων είτε ακόμα χωρίς να έχουν ιδιαίτερη σχέση με τούτο το χώ­ ρο. Γράφει από το Κίεβο, η Τατιάνα Τσερνίσοβα: «Με συγκίνηση και θαυμασμό διαβάσαμε για την ευγενική σας προσπάθεια. Τόσο εγώ όσο κι ο σύζυγός μου Ανδρέας Μπελέτσκη, γνωστός στη χώρα μας ελληνιστής, θεωρούμε ιερό μας καθή­ κον να σας στείλουμε όσες μεταφράσεις από το


12/χρονικα έργο του Καζαντζάκη στις ντόπιες γλώσσες θα βρούμε...». Από την Ιαπωνία, ο βιετναμέζος βουδιστής καλόγηρος Νγκουγιέν Χιέου γράφει: «Θεωρώ καθήκον μου ν’ αναζητήσω σ’ όλον τον κόσμο τις μεταφράσεις στα βιετναμέζικα... Παρακαλώ δε­ χθείτε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη μου...». Και συνεχίζει ο κ. Ανεμογιάννης την εξιστόρηση της «Οδύσσειάς του»: «Βρέθηκα λοιπόν ν’ αλληλογραφώ με τη Βιβλιοθήκη Μιασνικιάν της Δημοκρατίας της Αρμενίας, με τη Βιβλιοθήκη Ξένης Λογοτεχνίας της Μόσχας, τη Βιβλιοθήκη ντε λ’Αρσενάλ του Παρισιού, με τα Υπουργεία Πολιτισμού της Βουλγαρίας και της Ρωσίας, με τον πρόεδρο του συνδικάτου των Γάλλων Σκηνο­ γράφων, με καθηγητές αμερικανικών πανεπιστη­ μίων, με γενικούς διευθυντές κρατικών θεάτρων, με το Ράις Μουσέουμ του Μάνχαϊμ, με τον ελβετό ζωγράφο Έρνι, με βιβλιοπωλεία ειδικευμένα σε δυσεύρετες εκδόσεις, με εκδοτικούς οίκους, με τους μεταφραστές του Καζαντζάκη, με πανε­ πιστημιακές σχολές νεοελληνικών σπουδών, με διακεκριμένους έλληνες του εξωτερικού και με τόσους άλλους που η αρίθμησή τους θα συγκρο­ τούσε έναν ατελείωτο κατάλογο. Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό: μέρα με τη μέρα, χρόνο με χρόνο, σχηματίστηκε μια μοναδική συλλογή. Ανάλογες ενέργειες έφεραν στα χέρια μου υλι­ κό από τις παραστάσεις των θεατρικών έργων του Καζαντζάκη, καθώς και των έργων που έγι­ ναν από διασκευές μυθιστορημάτων του για το θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο, την τη­ λεόραση.» Εκτός από την καταπληκτική προσπάθεια για τη συγκρότηση του Μουσείου, η αφήγηση του Γ. Ανεμογιάννη δείχνει ανάγλυφα την οικουμενική απήχηση που είχε το έργο του Καζαντζάκη σε όλους τους τομείς της σκέψης και της τέχνης. Το πώς έπιασε αυτός ο δυναμικός συγγραφέας μας τον παλμό του ανθρώπου σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης. Μας είπε ακόμα ο Γ. Ανεμογιάννης: «Η πολύ­ τιμη ηθική συμπαράσταση της Ελένης Καζαν­ τζάκη μου προμήθευσε έναν κατάλογο, που με τον καιρό συμπλήρωσα από διασταυρούμενες πληροφορίες για τα έργα που παραστάθηκαν στα θέατρα όλου του κόσμου. Σ’ αυτό με βοήθη­ σε και το Ελληνικό Κέντρο Θεάτρου. Κι έτσι ήρ­ θα σ’ επαφή με παραγωγούς Ευρώπης κι Αμερι­ κής, από Όσλο μέχρι Σάο Πάολο, από Μπουένος Ά ϊρες μέχρι Γκέτεμποργκ, από Λευκωσία μέχρι Λονδίνο, από Βιέννη μέχρι τις Ανατολικές χώρες, από Ζυρίχη μέχρι Νέα Υόρκη, κλπ. Κο­ ντεύουν τις 3.000 τα γράμματα που ταχυδρόμησα σ’ Ανατολή και Δύση!» Το Μουσείο εμφανίζεται σαν επιβλητικό μέγα­

ρο, στο κέντρο, θα λέγαμε, στην καρδιά του χω­ ριού. Περιβάλλεται από καλαίσθητες ταράτσες φτιαγμένες προνοητικά για να επιτρέψουν υπαί­ θριες παραστάσεις των θεατρικών έργων του Καζαντζάκη. Και στην είσοδο μέσα, τον επισκέ­ πτη υποδέχονται επιβλητικές κούκλες ντυμένες με τα κοστούμια από διάφορες παραστάσεις των έργων του. Στο διάδρομο, δεξιά, απέναντι στο γραφείο, μια συγκινητική νότα: οι φωτογραφίες της οικογένειας Ανεμογιάννη και το συμφωνητι­ κό της αγοράς αυτού του σπιτιού από τους Τούρκους το 1835! Στη διπλανή αίθουσα, όπου αντικρίζουμε τα βιβλία του μεγάλου συγγραφέα σ’ όλες τις γλώσσες που μεταφράστηκε (48), μια οθόνη όπου προβάλλεται μια καλαίσθητη ταινία βγαλμένη με βάση τις φωτογραφίες και τα ντο­ κουμέντα απ’ τη ζωή και το έργο του. Στις άλλες αίθουσες, κάτω κι απάνω, εκτός από τις εκδό­ σεις των έργων του στα ελληνικά, φωτογραφίες, γράμματα, δημοσιεύματα σε περιοδικά, αφίσες και προγράμματα απ’ όλες τις θεατρικές παρα­ στάσεις των έργων του ανά τον κόσμο. Αυτά αποτελούν το φανερό αποτέλεσμα της υπεράνθρωπης προσπάθειας του Γ. Ανεμογιάννη. Η κρυφή πλευρά της εργασίας βρίσκεται στα ράφια του γραφείου: μέσα στα μεγάλα ντοσιέ όπου με επιμονή καταχωρίζει όλες τις κριτικές και τα σχόλια σχετικά με το έργο του Καζαντζά­ κη σ’ όλο τον κόσμο. Υπάρχει και το οπτικοακουστικό τμήμα με μαγνητοταινίες, βιντεοκασέ­ τες με εκπομπές των έργων του στο ραδιόφωνο ή τηλεοπτικές παραγωγές εδώ και στο εξωτερικό, ενώ σε άλλες ο συγγραφέας αναλύει τα κείμενά του. Οτιδήποτε στην υψήλιο έχει σχέση με τον με-


χρονικα/13

γάλο δημιουργό, κάποτε ο Γ. Ανεμογιάννης που κρατάει εκεί τη «φλόγα αναμμένη» με θρησκευτι­ κή ευλάβεια, θα το ανακαλύψει και θα το κυνη­ γήσει να το βάλει στο Μουσείο. «Τώρα, συμπεραίνει ο Γ. Ανεμογιάννης, που ανιστορώ τα όσα μεσολάβησαν για να πάρει σχήμα, μορφή και υπόσταση, το τολμηρό, φιλό­ δοξο όνειρό μου, χωρίς αμφιβολία δεν ανέφερα, όπως θα το ήθελα, όλους τους έλληνες και ξέ­ νους, ανθρώπους με τόσο διαφορετικά φυλετικά γνωρίσματα, από τους οποίους, άλλοι με γνώση κι άλλοι συμπτωματικά, άλλοι σχετικοί κι άλλοι άσχετοι στο χώρο της λογοτεχνίας, παραστάθη­ καν στον αγώνα και την αγωνία να συγκεντρω­ θεί η σπάνια συλλογή που συγκροτεί το μουσείο. Σ’ αυτούς χρωστά την ύπαρξή του το Μουσείο Καζαντζάκη, που είναι δημιούργημα θαυμα­ σμού, σεβασμού και άπειρης αγάπης, προσπά­ θεια να φέρει τον Καζαντζάκη, όπως τό ’θέλε, στις ρίζες του σογιού του.

Τον Ιούλιο του 1940 έγραφε στον πατέρα μου: “Ποτέ δε θα ξεχάσω τις μέρες που πέρασα στις ρίζες του σογιού μας στους Βαρβάρους και μα­ κάρι ν’ αληθέψει το προαίσθημά σου πως μετά τριάντα χρόνια θά ’ρθω να φουμαίρνω μαζί σου ναργιλέ στους Βαρβάρους και να επιστρέψω στο πατρικό χώμα, το χώμα που μου μπιστέφτηκε.” Από τις 27 Ιουνίου 1983, το Μουσείο Νίκον Καζαντζάκη έγινε τόπος προσκυνήματος. Σ’ αυ­ τό πλανάται η σκιά του και ο κάθε επισκέπτης διαπιστώνει το μέγεθος της αξίας, τη μοναδικό­ τητα, την οικουμενικότητα του Νίκου Καζαντζά­ κη, που είχε βάλει σκοπό της ζωής του να φτάσει εκεί που δεν μπορεί να φτάσει. Να μεγαλώσει πάνω από το μπόι του!» _________

ΖΕΡΜΑΙΝ ΜΑΜΑΛΑΚΗ

* Ο Γ. Ανεμογιάννης βραβεύτηκε πρόσφατα από την Ακαδημία Αθηνών, για την προσφορά του στο Μου­ σείο Καζαντζάκη.



ΚΑΑΝΤΙΛΙΙΙ» Ν ΑΛΙΠ Ο ΚΟ Φ ■Si εχωριστή φυσιογνωμία της σύγχρονης λογοτεχνίας ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ έγινε γνωστός σε παγκόσμια κλίμακα με το μυθιστόρημά του Λολίτα. Βιβλίο που όεν άφησε ασυγκίνητο ούτε και το ελληνικό κοινό, με αποτέλεσμα να γίνουν πολλαπλές μεταφράσεις του έργου σε διάφορους εκδοτικούς οίκους, αλλά και να γίνει ένα από τα πρώτα best-seller στην Ελλάδα (η εμφάνιση της «Λολίτας» ταυτίζεται με την εμφάνιση του όρου best-seller στη χώρα μας). Όμως ο Ναμπόκοφ έγραφε και ποίηση και μελέτες και άλλα μυθιστορήματα, ίσως και αξιολογότερα από τη Λολίτα -όπως υποστηρίζουν ορισμένοι κριτικοί-, που δεν έγιναν γνωστά στον τόπο μας. Τα τελευταία χρόνια οι μελετητές της σύγχρονης λογοτεχνίας επιστρέφουν στο έργο του Ναμπόκοφ με διάθεση καθολικής επανεξέτασής του, θεματικής και μορφικής. Ανακαλύπτοντας πως η πρόωρη μεγαλοφυία του Ναμπόκοφ έγκειται στο ότι παρώδησε όλα μας τα φλερτ, κι ιδιαίτερα τα πιο παράλογα, με την Ιστορία, τις Ουτοπίες, την Ψυχολογία, τα Μεγάλα Αισθήματα, τα μυθιστορήματα αγάπης ή τελικά, τα μεγάλα μας ταμπού. Κι αυτή η έλλειψη σεβασμού του Ναμπόκοφ για τις «μεγάλες ιδέες», στοιχειώδες συστατικό της δημιουργίας του, αντανακλάται και στο άγριο χιούμορ του, στην ποιητική του πρόζα που κάποτε φτάνει στο λυρισμό, στο γκροτέσκο του... Έχοντας προκαλέσει ήδη πολλές και αντίθετες αντιδράσεις, ο συγγραφέας που σόκαρε με τη θεματική του, που γοήτευσε με την πολυγλωσσία του και την αφομοίωση στο έργο του όλων σχεδόν των μυθιστορηματικών μορφών, που υπερασπίστηκε με σθένος την αυτάρκεια της τέχνης και του κόσμου της -ο Σαρτρ έλεγε γι’ αυτόν πως «δεν ανήκει σε καμία κοινωνία», ψέγοντάς τον γι’ αυτό- απασχολεί λοιπόν και πάλι σήμερα τη σύγχρονη κριτική. Το αφιέρωμά μας, ας γίνει η αφορμή να ξαναδιαβαστεί ο Ναμπόκοφ και στη χώρα μας, αλλά κι ένα ερέθισμα για τους έλληνες εκδότες να μεταφέρουν στα ελληνικά όσα από τα έργα του όεν έχουν δει ακόμα το φως της εκδοτικής μας αγοράς.


16/αφιερω μα

Χρονολόγιο

ΚΑΑΝΤΙΛΙΙΙ» ΚΑΑΙΠΟΚΟΨ 1899 Γεννιέται στις 24 του Απρίλη, στο 41 της οδού Μορσόσκαγια στο Σαιν Πέτερσμπουργκ, ο Βλαντιμίρ Βλαντιμίροβιτς Ναμπόκοφ, παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Βλαντιμίρ Ντμίτριεβιτς Ναμπόκοφ, ήταν ένας αγγλόφιλος, φιλελεύθερος νομικός. Αντίθετος στον τσάρο κι ένας από τους ιδρυτές του Δημοκρατικού Συνταγματικού Κόμματος, υπήρξε μέλος του πρώτου Κοινοβουλίου, διαμαρτυρήθηκε ενάντια στη διάλυσή του και φυλακίστηκε στα 1906. Μετά τη φυλάκισή του είναι ένας από τους συντάκτες του Retch (Ρετς), μιας φιλελεύθερης εφημερίδας. Στα 1917 συμμετέχει στην προσωρινή κυβέρνηση του Κερένσκι. Μητέρα του ήταν η Έλενα Ιβάνοβνα, το γένος Ρουκαβίχνικοφ.

1900 Γεννιέται ο Σεργκέι, ο πρώτος αδελφός του Ναμπόκοφ (πεθαίνει στα 1945 σ’ ένα ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Η είδηση του θανάτου του θα συγκλονίσει βαθιά τον Ναμπόκοφ, όπως ο ίδιος το υπογραμμίζει σ’ ένα του γράμμα στον Έντμουντ Γουίλσον).

Ο Ναμπόκοφ ενός έτους


αφιερω μα/17

1901 Η Έλενα Ναμπόκοφ φέρνει τους δυο νεαρούς γιους της στη Γαλλία, στην περιοχή Πω, στο κτήμα του αδερφού της Βασίλι, του «θείου Ρούκα». Αυτός ο κοσμοπολίτης θείος που μιλούσε «ένα κράμα από γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά» ( Άλλες όχθες, Autres rivages), αφήνει (όταν πεθαίνει) στα 1916, μια τεράστια περιουσία στον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, που ποτέ δεν θα την εκμεταλλευτεί. «Η περιφρόνησή μου για τον εμιγκρέ που “μισεί τους κόκκινους” γιατί του έκλεψαν τα χρήματα και τη γη του, είναι απόλυτη. Η νοσταλγία που όλα αυτά τα τελευταία χρόνια τρέφω είναι το υπερτροφικό αίσθημα πως έχασα τα παιδικά μου χρόνια και όχι η θλίψη γιατί έχασα χαρτονομίσματα».

1902 Έρχεται η πρώτη αγγλίδα γκουβερνάντα, η δεσποινίς Ρέιτσελ Χόουμ (Rachel Home).

1903 Γεννιέται η πρώτη του αδελφή, η Όλγα. Ο Ναμπόκοφ ανάγει, στο βιβλίο Άλλες όχθες στα 1903, τις πρώτες θύμησες της παιδικής του ηλικίας στο χτήμα Βύρα, ένα από τα τρία χτήματα, μαζί με το Μπάτοβο και Ροζντέστβενο, όπου οι Ναμπόκοφ περνούσαν το καλοκαίρι.

1905 Έρχεται η «Δεσποινίς», η ελβετίδα γκουβερνάντα που κατάγεται από τη Λωζάννη, η οποία θα μείνει κοντά στους Ναμπόκοφ ώς τα 1912.

1906 Γεννιέται η δεύτερη αδελφή του, η Έλενα.

1911 Γεννιέται ο δεύτερος αδελφός του, ο Κύριλλος (πέθανε στο Μόναχο το 1964).

1914 Ενδιαφέρεται για τις πεταλούδες και καταβροχθίζει όλα τα συγγράμματα λεπιδοπτερολογίας, από «δέκα χρονών ήδη»· συνθέτει το πρώτο του ποίημα.

1916 Μικρός τόμος με εξήντα εφτά ποιήματα, που εκδίδεται με έξοδα του συγγραφέα στο Σαιν Πέτερσμπουργκ.

1917-18 Ο πατέρας του εκλέγεται στο Κοινοβούλιο. Στο τέλος του 1917, καταφεύγει στην Κριμαία, κοντά στη Γιάλτα.

1919 Το Μάρτη, φεύγει για την Κωνσταντινούπολη, έπειτα για το Λονδίνο, εξόριστος. Τη στιγμή που η οικογένεια Ναμπόκοφ εγκαθίσταται τελικά στο Βερολίνο, ο Βλαντιμίρ κι ο Σεργκά Ναμπόκοφ μπαίνουν στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ (στο Τρίνιτυ Κόλετζ).

1919-22 Ο πατέρας του εκδίδει μια ρώσικη εμιγκρέδικη εφημερίδα (Roul), στην οποία ο Ναμπόκοφ θα δημοσιεύσει, με το ψευδώνυμο Σιρίν (Sirine) -για να διαχωρίσει τη θέση του από τα πολιτικά γραφτά του πατέρα του-, τα πρώτα του πεζά κείμενα και μεταφράσεις άγγλων και γάλλων ποιητών.


18/αφιερωμα

1922 Ο πατέρας του δολοφονείται από δύο ακροδεξιούς τρομοκράτες στη διάρκεια μιας πολιτικής συνέλευσης, τη στιγμή που προσπαθούσε να προστατεύσει τον Milioukov (Μιλιούκοφ).

1923 Ο Ναμπόκοφ, αφού τέλειωσε τις σπουδές του στο Καίμπριτζ, έρχεται να εγκατασταθεί στο Βερολίνο όπου παραδίδει μαθήματα αγγλικών, γαλλικών και τένις. Εκείνη τη χρονιά δημοσιεύει μια ρώσικη μετάφραση του βιβλίου «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του Λιούις Κάρολ.

1925 Παντρεύεται τη Βέρα Εβσέεβνα Σλόνιμ, στην οποία θα είναι αφιερωμένα όλα του τα βιβλία.

1926 Μάσενκα (Machenka), το πρώτο ρώσικο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

1928 Βαλές, ντάμα, ρήγας (Roi, dame, valet).

1930 Η υπεράσπιση Λουζίν (La defense Loujine). Συλλογή νουβελών και ποιημάτων. Έπειτα, εκδίδεται το Le Guetteur.

1932 Το κατόρθωμα (V exploit).

1933 Σκοτεινό δωμάτιο (Chambre Obscure).

1934 Γεννιέται ο μοναδικός του γιος Ντμίτρι, που μετέφρασε στ’ αγγλικά ένα μεγάλο μέρος του ρώσικου έργου του, κάνοντας παράλληλα καριέρα σαν τραγουδιστής της όπερας.

1936 Η περιφρόνηση (La miprise!Despair), Πρόκληση σε τιμωρία (Invitation au supplice) το οποίο βγήκε σε συνέχειες και συγκεντρώθηκε σ’ έναν τόμο στα 1938.

1937 Καταφεύγει στο Παρίσι εξαιτίας του κινδύνου του ναζισμού και του ότι η γυναίκα του ήταν εβραϊκής καταγωγής. Συνεργάζεται στο NRF. Συναντά τον Πωλάν (Paulhan) και τον Τζόυς (Joyce). Γράφει στα γαλλικά ένα δοκίμιο για τον Πούσκιν.

1938 Γράφει δύο θεατρικά έργα που παίζονται στα ρώσικα στο Παρίσι. Το γεγονός (L ’ ivinement) και Η ανακάλυψη του βαλς (U invention du valse).

1939 Γράφει στα γαλλικά το μοναδικό δημοσιευμένο πεζό του: Η δεσποινίς Ο (Mademoiselle Ο).

1940 Οι Ναμπόκοφ φεύγουν για την Αμερική με το πλοίο «Champlain». Μελετά τα λεπιδόπτερα στο Μουσείο της


αφιερωμα/19 Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. Από το 1920, χρονολογία της πρώτης επιστημονικής του δημοσίευσές στ’ αγγλικά πάνω στις πεταλούδες στο The Entomologist, ο Ναμπόκοφ δεν σταμάτησε να ενδιαφέρεται γι’ αυτήν την επιστήμη που, ουσιαστικά, τη θεωρεί σαν τέχνη. Συναντά τον Έντμουντ Γουίλσον που παρουσιάζει τον Ναμπόκοφ στο New Yorker. Αυτή η λογοτεχνική φιλία διαγράφεται μέσα από την αλληλογραφία Ναμπόκοφ/Γουίλσον που δημοσιεύτηκε στα 1978 στις Ηνωμένες Πολιτείες (Harper and Row).

1941 Δημοσιεύει το πρώτο αγγλικό του μυθιστόρημα (που το είχε γράψει τρία χρόνια νωρίτερα στο Παρίσι): Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ (La vraie vie de Sebastian Knight).

1942 Διορίζεται ερευνητής στο μουσείο της συγκριτικής ζωολογίας στο Χάρβαρντ και διδάσκει τρεις μέρες την εβδομάδα ρώσικη λογοτεχνία στο Γουέλσλυ Κόλετζ (Wellesley College).

1944 Εκδίδει ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Γκόγκολ.

1945 Παίρνει την αμερικανική ιθαγένεια.

1947 Δημοσιεύει το «Κλίση στ’ αριστερά» (Bend sinister!Bisure ά senestre).

1948 Διορίζεται καθηγητής της ρώσικης και ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Κόρνελ (Cornell) στην Ιθάκη, την πολιτεία της Νέας Υόρκης.

1951 Αποφασιστική ένδειξη (Conclusive evidence).

1955 Αφού το αρνήθηκαν τέσσερις αμερικανοί εκδότες, το αγγλικό χειρόγραφο της Λολίτας εκόίδεται πρώτα στο Παρίσι από την Ολύμπια Πρες στα 1955. Πολλές απαγορεύσεις πώλησης. Φημισμένο άρθρο του Γκράχαμ Γκρην. Στα 1957 δημοσιεύεται ένα απόσπασμα της Λολίτας συνοδευμένο από έναν επίλογο του Ναμπόκοφ στο Anchor Review. Τελικά βγαίνει στις εκδόσεις Putnam’ s (Πούτναμς) στο 1958. Έχει αμέσως επιτυχία μπεστ-σέλερ. Ο Κιούμπρικ θα το κινηματογραφήσει.

1957 Pnine.

1960 Εγκαθίσταται στο Παλάς του Μοντραί (οι αδελφές του μένουν στη Γενεύη και ο γιος του σπουδάζει τραγούδι στο Μιλάνο).

1962 Χλωμή φλόγα (Feupale). Ο Ναμπόκοφ είναι στο εξώφυλλο του Newsweek όταν βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες η Λολίτα του Κιούμπρικ.


20/αφιερωμα

1964 Το ίδρυμα Bollingen εκδίδει τους τέσσερις τόμους της αγγλικής του μετάφρασης του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν, που συνοδεύεται από εκτενή σχόλια. Αρχίζει μια περίφημη πολεμική με τον Έντμουντ Γουίλσον σχετικά μ’ αυτή τη μετάφραση.

1966 Λόγος, Μνήμη: Μια αναθεωρημένη βιογραφία. Νέα έκδοση επαυξημένη του έργου που δημοσιεύτηκε στα 1951 και χρησιμοποιήθηκε για τη γαλλική μετάφραση του Autres Rivages (Άλλες όχθες).

1967 Τα πρώτα σημαντικά κριτικά έργα. Του Πέιτζ Στέινερ Διέξοδος στην Αισθητική(Escape into Aesthetics), του Άντριου Φηλντ Η ζωή του στην τέχνη (His life in Art).

1969 To αριστούργημα Ά ν τa. To περιοδικό Time αφιερώνει το εξώφυλλο στον Νάμποκοφ με τίτλο: «Η νουβέλα είναι μια χαρά και ζωντανή στην Αντίπερα όχθη (Antiterra)».

1973 Μια ρωσίόα καλλονή. Ρώσικες νουβέλες του συγγραφέα μεταφρασμένες στα αγγλικά. Εκδίδονται οι Ισχυρογνωμοσννες, βιβλίο του με συνεντεύξεις.

1974 Δημοσιεύεται το σενάριο της Λολίτας, που το είχε γράψει για τον Κούμπρικ, ο οποίος όμως δεν το χρησιμοποίησε. Εκδίδεται το τελευταίο του μυθιστόρημα Κοίτα, κοίτα τους αρλεκίνους! (Regarde, regarde les arlequins!)

1975 Η εξολόθρευση των τυράννων (V extermination des tyrans), ρώσικες νουβέλες.

1978 Λεπτομέρειες ενός δύοντος ήλιου (Ditails d’un soleil couchant), ρώσικες νουβέλες.

1977 Ο Ναμπόκοφ πεθαίνει στις 2 του Ιούλη, στο Μοντραί και θάβεται στο Clarens (Κλάρενς).

Magazine Litteraire Μ ετάφραση: Τ ιτίκα Δ ημητρούλια

9

l/


αφιερωμα/21

Τα παιχνίδια και οι πονηριές ενός συγγραφέα που ενσαρκώνει την υπέροχη πεμπτουσία των τριών μεγάλων παραδόσεων του ευρωπαϊκού πνεύματος.

Q Ναμπόκοφ μόλις ξεπρόβαλε σαν συγγραφέας, φαινόταν προορισμέ­ νος να παραμείνει ένας παράξενος :ύπος που δύσκολα κατατάσσεται σε τρεις λογο­ τεχνίες: την αγγλο-αμερικανική, τη ρωσική (της εξορίας) και τη γαλλική (ως προς τις επιρροές). Η δυσχέρεια της κατάταξης αποτελεί δύσκολη υπόθεση για όποιον θέλει να αγκαλιάσει τρεις μυθιστορηματικές παραδόσεις και δύο γλώσσες. Διότι αμέσως οι ζηλόφθονοι επικαλούνται προ­ βλήματα ταυτότητας. Μερικοί ψευτοειδήμονες ψιθυρίζουν ότι το να ανήκεις σε τρεις παραδό­ σεις είναι σαν να μην ανήκεις σε καμία· οι ελεγ­ κτές προβάλλουν προσχήματα «αδείας» (λες και η φιλολοφία χρειάζεται διαβατήριο)· τέλος κάτι γραμματικοί που διαβάζουν μόνο γοαμματικές, διαβεβαιώνουν ότι νιώθουν αναστατωμένοι όπως και τότε που ο Conrad πέρασε τις περίφη­ μες εξετάσεις του. Ό πω ς είναι φανερό, οι μυθι­ στορηματικές μεταθέσεις ήταν τόσο πολλές στον

αιώνα μας (και κυρίως κατά το δεύτερό του ήμισυ) ώστε ξεπρόβαλε μια πραγματική λογοτεχνία της εξορίας. Δύο από τα αναμφισβήτητα αρι­ στουργήματα των νεότερων χρόνων, ο «Οδυσσέας» του Joyce και η «Λολίτα» του Ναμπόκοφ (που πρωτοεμφανίστηκαν στην εξορία, στο Πα­ ρίσι) έδειξαν ότι έχει δυνατότητες ένα μυθιστό­ ρημα χωρίς σύνορα, που βρίσκεται έξω από τον ακαδημαϊκό κλοιό της παράδοσης και από την πνικτική επέμβαση της πρωτοπορίας -της πρω­ τοπορίας trash- όπως την έλεγε ο Vadim Me Nab. Και πραγματικά ο Ναμπόκοφ ενσαρκώνει το απάνθισμα των τριών μεγάλων παραδόσεων του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος, τον μοναδικό και ακαταμάχητο συνδυασμό τους ακόμη κι αν τους απευθύνει μια εντυπωσιακή «μούτζα». Διό­ τι ο Ναμπόκοφ, όπως και ο Joyce, καί ίσως πε­ ρισσότερο από αυτόν, μετέτρεψε το μυθιστόρημα-παρωδία σε πραγματικό αριστοτέχνημα. Για πολύ καιρό πιστεύτηκε ότι η λογοτεχνία


22/αφιερωμα είχε σαν υποσυνείδητο σκοπό να εκφράσει μια καλλιέργεια ακριβή, μοναδική και ικανή να α­ νταγωνιστεί όλες τις άλλες. Εκτός άπό μερικές εξαιρέσεις, όπου η καλλιέργεια ξεπερνά τα σύ­ νορα των κρατών, κάθε μεγόιλη μυθιστορηματική παράδοση φαινόταν ότι επρόκειτο να ευημερήσει στον τομέα της. Τον 19ο αιώνα, όταν το μυ­ θιστόρημα δεν ήταν παρά ένα είδος, αγγλικό, γαλλικό και ρωσικό (με αυτή τη σειρά), η κατα­ νομή της εργασίας γινόταν ως εξής: στους Ά γ ­ γλους, η ύλη καθώς και η δράση και η δύναμη της πλοκής· στους Γάλλους, η εύρεση της κα­ τάλληλης λέξης και της ακριβής διατύπωσης, στους Ρώσους η εκμάθηση των πολυπλοκοτήτων της ευαισθησίας. Ο Dickens σκοτωνόταν στη δουλειά για να θρέψει τους πολυάριθμους απο­ γόνους του, ο Flaubert έφτυνε αίμα για ευτελείς εγωιστικούς λόγους· ο Tolstoi επρόκειτο να απο­ φασίσει προς το τέλος της ζωής του να προσφερθεί σαν θύμα στους αγράμματους χωρικούς του. Λίγο πολύ αυτή η λαϊκή εικόνα κυκλοφόρησε μέ­ χρι σήμερα. Ήδη η κατάργηση κάθε ρώσικης αυθεντικής λογοτεχνίας τροποποίησε αισθητά τα δεδομένα του προβλήματος· η ηχηρά αποτυχία της στρατευμένης λογοτεχνίας, των μυθιστορημάτων που υποστηρίζουν ορισμένες θέσεις (και των ιδεολο­ γιών, που έχουν αναλάβει να επαγρυπνούν, σαν τις ευσεβείς εστιάδες, πάνω στην καλλιτεχνική αλήθεια, από τις αρχές της δεκαετίας του 20) και τέλος, οι απογοητεύσεις που προέκυψαν από έναν υπερβολικό φορμαλισμό (που μοιάζει σήμε­ ρα με ένα παλιό τσουβάλι με κόκαλα) μπορού­ σαν να τροφοδοτήσουν κάποιο φόβο ως προς «το μέλλον» του μυθιστορήματος. Η επαρχιακή αντίληψη της λογοτεχνίας χειροτερεύει τα πράγ­ ματα. Ενώ οι Άγγλοι εξακολουθούν να κλείνονται μέσα στην παράδοση - έστω κι αν στολίζεται με κάποιο άρωμα χαμένης αυτοκρατορίας - οι Γάλλοι εξακολουθούν να έχουν πρωτοποριακές ανησυχίες. Και οι Αμερικανοί που έχουν απο­ στερηθεί το αλκοολούχο ποτό που τους πρόσφερε ένας Faulkner ή ένας Hemingway, εξακολου­ θούν νά βάλλουν κατά των ηπειρωτικών μας βιαιοπραγιών, ή κάτι καλύτερο ακόμα, τις κρα­ τούν σε απόσταση. Εδώ η ορμητικότητά τους -που γνώρισε ώρες δόξας- εξακολουθεί να προκαλεί τρόμο. Αλλά αν κάνει κανένας συγγρα­ φέας ότι βγαίνει από τη σειρά, ή από μια πλειο­ ψηφική παράδοση, τότε αμέσως προκαλεί υπο­ ψίες. Αμέσως ζητούνε από τον παραβάτη τα χαρτιά του. Φαίνεται ήδη ύποπτο το να ξεστρα­ τίζει ένας αμερικανός συγγραφέας (που είναι επιπλέον και Ρώσος εξόριστος) και να απομα­ κρύνεται από τον ίσιο δρόμο του αμερικανικού ρεαλισμού. Αλλά σάμπως ο Proust δεν φάνηκε ύποπτος στους σουρεαλιστές κι αργότερα στον Gide (που διάλεξε τη μεταμέλεια) και τέλος στον

Sartre; Στον Sartre αυτόν που γύρεψε απελπι­ σμένος να ανακαλύψει στο πρόσωπο του Ναμπόκοφ έναν επαναστατημένο και δεν τον βρήκε και απεφάσισε ότι ο Ναμπόκοφ όπως άλλωστε και ο Proust, είχε κάτι το εξωπραγματικό και το παρηκμασμένο. Αλλά ας τα φορτώσουμε όλα αυτά στο σχέδιο Marschall κι ας μη τα συζητάμε πια. Ο Ναμπόκοφ δεν έκανε ποτέ αυτό που κάνουν τόσοι συγγραφείς όταν χώνονται σε μια ξένη λο­ γοτεχνία, χωρίς να γνωρίζουν ούτε μια λέξη της γλώσσας και εκδηλώνουν το ενδιαφέρον τους για τον τάδε συγγραφέα σε συνάρτηση μιας εθνι­ κής θεωρητικής διαμάχης. Πρώτα, ο Ναμπόκοφ, έγραφε και μιλούσε τρεις γλώσσες, όπως ελάχι­ στοι άλλοι, και ακόμη αν και μεταχειρίστηκε τα γαλλικά για σύντομο διάστημα, η λαμπρή του απόδοση δεν μας απαγορεύει να υποθέσουμε ότι μπορούσε να γίνει εξίσου καλός συγγραφέας στη γαλλική γλώσσα. Αλλά από τη μια οι περιστά­ σεις, από την άλλη η μυθιστορηματική κατεύθυν­ ση που διάλεξε προς μια λογοτεχνία της παρω­ δίας που δεν έχει αντίστοιχο στο γαλλικό μυθι­ στόρημα, ώθησαν τα πράγματα αλλού. Έγινε λοιπόν συγχρόνως ο μεγαλύτερος ρώσος μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα κι ένας από τους πιο σημαντικούς αμερικανούς μυθιστοριογράφους. Και αυτό έγινε εν μέρει, διότι δεν μοιάζει με κανένα ρώσο ούτε αμερικανό ή αγγλόφωνο μυθιστοριογράφο. Κι όμως, αν δεν είχε αποφα­ σίσει γύρω στα σαράντα να ανταλλάξει «το φυ­ σικό του ιδίωμα» με μια αγγλική γλώσσα αντικα­ τάστασης, ο Ναμπόκοφ θα είχε δείξει μόνο τη μια όψη του εξαιρετικού ταλέντου που διαθέτει για παρωδία. Με άλλα λόγια, δεν θα ήταν αυτός ο Ναμπόκοφ ο συγγραφέας που έδωσε στην εξο­ ρία μια δύναμη χλευασμού και που κατάλαβε ότι ο εξόριστος του 20ού αιώνα παρουσίαζε μια πα­ ράξενη ομοιότητα με τον Τυχοδιώκτη και με τον περιπλανώμενο Ιππότη του 17ου αιώνα. Ναμπόκοφ είναι κατά κάποιο τρόπο η επα­ ναφορά στο παρόν του Cervantes. Ένας άνθρω­ πος αποκομμένος από τις ρίζες του, δεν είναι τί­ ποτε άλλο από ένα πλάσμα διχασμένο ανάμεσα στη λογική και την έμμονη ιδέα, ένα πλάσμα που έχει μέσα του εικόνες περισσότερο δυνατές παρά πραγματικές και ο οποίος αμφιβάλλει στο τέλος για την ταυτότητά του; Ό λα τα πρόσωπα του Ναμπόκοφ τέτοια είναι. Και ενώ κυνηγούν απρόσητες Δουλτσινέες, ο κόσμος ολόκληρος καταρρέει κάτω από τα βήματά τους και παρα­ χωρεί τη θέση του σε μια ορφθαλμαπάτη. Σε μια σειρά μαθημάτων που έδωσε πάνω στον Δον Κιχώτη (το 1951 στο πανεπιστήμιο Cornell) ο Ναμ­ πόκοφ σημείωσε ότι το αριστούργημα του Cer­ vantes εκδόθηκε τον ίδιο καιρό με τον «Βασιλιά Ληρ» του Shakespeare και θεωρεί σπουδαίο αλ-


αφιερωμα/23 λά παράξενο που δυο μεγαλοφυΐες που είχαν φτάσει στο ζενίθ της τέχνης τους, διάλεξαν να παρουσιάσουν δύο τραγικούς ήρωες τελείως τρε­ λούς και αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση του δυστυχισμένου βασιλιά Αηρ («Νιώθω ότι δεν βρίσκομαι σε τέλεια πνευματική κατάσταση», πράξη 4, σκηνή 7), ο Ναμπόκοφ καταλήγει λέ­ γοντας ότι στο κάτω-κάτω της γραφής η εποχή που γέννησε αυτά τα δύο τέρατα δεν ήταν λιγό­ τερο τερατώδης απ’ αυτόν. Βρισκόμενος σε κάποια λέσχη εξόριστων ρώσων, ο Ναμπόκοφ θα ένιωθε εξίσου άνετα όσο και ο Joyce μέσα σ’ ένα καθολικό οικοτροφείο. Η επιλογή μιας γλώσσας έξω από τη μητρική του υπήρξε απελευθερωτική. Αλλά από πού προέρ­ χεται αυτή η δύναμη η χλευαστική που νιώθει κανείς στα βιβλία του; Μήπως είναι γι’ αυτόν το μόνο μέσο για να μην καταστήσει πιο τραγικό ακόμη, κάτι που είναι ήδη αρκετά τραγικό; Ποτέ δεν βρίσκει κανείς στον Ναμπόκοφ ύφος μεμψίμοιρο όπως σε τόσους άλλους συγγραφείς με ιδιομορφίες, που μπορούν να σας κάνουν να πιστέψετε ότι η εξορία είναι χειρότερη από το Goulag. Σίγουρα ο Ναμπόκοφ βρήκε στην κού­ νια του όλα τα γλωσσικά μέσα της εξορίας: «θρεμμένους με αγγλικά και γαλλικά» (σας ευχα­ ριστούμε Miss Hunt, Miss Rachel και Mademoi­ selle για ό,τι κάνατε) είχε κιόλας γευτεί το άρω­ μα της τυχοδιωκτικής εξορίας, πριν να αφήσει τη χώρα του για καλά. Και καταλαβαίνουμε για­ τί μπόρεσε να πει: «Η ευτυχισμένη μου εξορία άρχισε την ημέρα της γέννησής μου» (“ Άλλες Παραλίες”). Στο επίκεντρο της τέχνης της παρω­ δίας, έτσι όπως τη συνέλαβαν ο Joyce και ο Ναμ­ πόκοφ στον αιώνα μας, υπάρχει βέβαια το θέμα της πραγματικότητας και -για τον Ναμπόκοφ»- η άρνηση των σφαλερών ψευδαισθήσεων του πα­ ραδοσιακού ρεαλισμού. Η πραγματικότητα είναι μια μάσκα, γράφει στο βιβλίο του πάνω στον Gogol, ανανεώνοντας τη διάκριση που έκανε ο Baudelaire (και αργότερα ο Mallarme στη διαμά­

χη του με τον Zola και τον νατουραλισμό) ανά­ μεσα σ’ αυτούς που έχουν φαντασία και στους αυτοκαλούμένους ρεαλιστές, ανάμεσα στο φαν­ τασιόπληκτο που λέει: «Θέλω να φωταγωγήσω τα πράγματα» και τον ρεαλιστή, τον θετικιστή που λέει: «Θέλω να παραστήσω τα πράγματα, έτσι όπως είναι ή όπως θα ήταν...». Η διάκριση αυτή που δεν γέρασε κατά το ελάχιστο, είναι βα­ σική για να καταλάβουμε τον παρωδιακό τρόπο με τον οποίο βλέπει την πραγματικότητα ο Ναμ­ πόκοφ. Κατ’ αυτόν η πραγματικότητα είναι το «συνηθισμένο επίθετο, η μέση συγκίνηση» και αυτή η πραγματικότητα των γενικών ιδεών τού φαίνεται κατώτερη από αυτή που ανακαλύπτει ο καλλιτέχνης. Οι φαντασμαγορικοί κόσμοι της Ada, θα είχαν γίνει ποτέ εφικτοί για ένα συγ­ γραφέα που δεν θα είχε τη βεβαιότητα ότι περι­ βάλλεται από «αντικείμενα που είναι λίγο πολύ φαντάσματα;». Ό πω ς το λέει ο Van Veen στο


24/αψιερωμα έργο Ada: «Είμαστε απλώς οι επισκέπτες και οι ερευνητές ενός κόσμου πραγματικά παράξενου». Εάν στο τελευταίο του μεγάλο ρωσικό μυθι­ στόρημα που τιτλοφορείται «Don» ο Fedor, νεα­ ρός ρώσος συγγραφέας αυτοεξόριστος στο Βερο­ λίνο, επιτρέπει στο συγγραφέα να κανονίσει αι­ ματηρούς λογαριασμούς με τον κοινωνικό ρωσι­ κό ρεαλισμό και ιδίως με τον Tchernychevski, εί­ ναι γιατί ο Ναμπόκοφ, έβλεπε πραγματικά σ’ αυτόν τον νατουραλισμό κοινωνικής λειτουργού (που βρίθει σήμερα), έναν εχθρό που έπρεπε να καταρρίψει. Αυτός ο νατουραλισμός είναι φανε­ ρά ο λεβέντης πρόγονος των οπαδών της «αντι­ κειμενικότητας», «του αληθινού» και του βιωμένου (ύστατη ανοστιά) στο σύγχρονο μυθιστόρη­ μα. Αλλά η νοσταλγία της εξορίας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με κακόγουστη πραγματικότητα ή με την απάτη του πραγματικού. Ο Ναμπόκοφ ποτέ δεν επιζήτησε να ξαναφτιάξει πιστά ένα χαμένο παρελθόν. Εξορισμένος από έναν ΐίόσμο που είχε πάψει να υπάρχει γι’ αυτόν (εκτός από τις αναμνήσεις του), στον οποίο η ιστορία ανέ­ καθεν φάνηκε ότι έπαιξε άσχημα παιχνίδια, πολ­ λαπλασιάζοντας τις εξορίες (μετά τη Ρωσία στη Γερμανία, έπειτα στη Γαλλία, στις Η.Π.Α. και «η ρόδινη εξορία» στην Ελβετία) είχε χωρίς αμ­ φιβολία όλους τους βιογραφικούς λόγους να βά­ λει κάτι άλλο από πραγματικότητα στα βιβλία του: η δολοφονία του πατέρα του στο Βερολίνο από ρώσους υπερσυντηρητικούς, η εξαφάνιση του αδελφού του Serguei σ’ ένα στρατόπεδο να­ ζί, η δραπέτευση από την Γερμανία εξαιτίας του ναζισμού, καθώς επίσης επειδή η γυναίκα του ήταν εβραϊκής καταγωγής. Αλλά μπόρεσε να μαντέψει, ενάντια όλων, το τρομερό ψέμα της Ιστορίας και των νεότερων χρόνων κατάλαβε πολύ γρήγορα επίσης ότι αν οι καλύτερες επανα­ στάσεις γίνονται στο χαρτί, ορισμένες είναι άχρηστες. Να γιατί ο Ναμπόκοφ έμεινε έξω από τη διπλή δικτατορία του «αληθινού ρεαλισμού» και εκμοντερνισμού κάθε εδάφους που μονοπώλησε μια καλή μερίδα της λογοτεχνίας. Το μόνο στοι­ χείο της σημερινής εποχής που θέλησε να απο­ κτήσει, ήταν ακριβώς να μη φαίνεται υπερβολι­ κά μοντέρνος. Διότι κατά τη γνώμη του, η φαν­ τασία πρέπει πριν απ’ όλα να ασχολείται με το να παράγει «παραμύθια με νεράιδες»,' Ο εκπατρισμός τον οδηγούσε λοιπόν στην πα­ ρωδία, με την ίδια λογική και ασφαλή τροχιά που οδηγούσε τον Humbert-Humbert με δυνατή έλξη προς την Lolita. Ό λα τα εκπατρισμένα πρόσωπα που περιγράφει ο Ναμπόκοφ (ο Loujin6, ο Martin στο «Κατόρθωμα», ο HumbertHumbert, αυτός ο μπάσταρδος ο γάλλος «προϊόν μιας μεγάλης ποικιλίας γονιδίων από διάφορες ράτσες», ή ο καθηγητάκος Pnine) βρίσκονται στο

επίκεντρο της διάταξης που ακολουθεί στην πα­ ρωδία. Αν έχει τόσο πολύ καλλιεργήσει αυτή τη λογο­ τεχνική φλέβα που τόσο λίγο έχει καλλιεργηθεί από τους συγγραφείς, είναι επίσης γιατί με την εξαφάνιση του πραγματικού ρεαλισμού, η λογο­ τεχνία γίνεται αληθινή πηγή της φιλολογίας. ^ ια να εγκαταστησει τα κΟλπα του και τις ρη­ τορικές μεταφορές που αποτελούν παγίδες, χρη­ σιμοποίησε το δρόμο που είχαν ανοίξει ο Law­ rence Sterne και το έργο του Tristram Shandy που ήταν φυσικά γι’ αυτόν χρυσωρυχείο. Ο Go­ gol, έναν αιώνα πριν από τον Ναμπόκοφ, είχε ήδη υποστεί την επιρροή αυτού του κειμένου που μοιάζει με σημερινό, όπου ο συγγραφέας εμ­ φανίζεται συνεχώς στον αναγνώστη σαν ένας παντοδύναμος μάγος που κάνει ψευδοθαύματα. Στο κείμενο αυτό η χρήση του πραγματικού και του μη πραγματικού είναι πάντοτε απροσδόκητη και επικρατεί ασέβεια προς τη διήγηση. Ο Sterne είναι εκείνος που εφεύρε τις καθυστερήσεις της πλοκής και τις παρεκβάσεις (τις οποίες αποκαλεί «ήλιο της λογοτεχνίας, φως και ψυχή της ανά­ γνωσης»). Μια τέτοια λογοτεχνία προϋποθέτει αγάπη για το παιχνίδι. Ό λα τα λογικά πνεύματα προτιμούν τους παιχνιδιάρικους συνδυασμούς από τις υπερβολικά σοβαρές παρατηρήσεις. Και ο Ναμπόκοφ σαν λεπιδοπτεριστής και σκακιστής που είναι δεν μπορούσε παρά να χαιρόταν όταν θύμιζε (στον αναγνώστη του) ότι ο συγγραφέας είναι ο ανώτατος δικτάτορας των κοροϊδευτικών του δημιουργημάτων και όχι η ντροπαλή αντα­ νάκλασή τους. Ό πω ς στο σκάκι πρέπει να υπάρχουν δύο παίκτες, έτσι για να επινοήσεις ένα μυθιστόρημα-παρωδία χρειάζονται πρόσω­ πα που να διατηρούν με τον αναγνώστη μια διαρκή σχέση, τις περισσότερες φορές πρόκειται για αφηγητές λίγο πεισματάρηδες που απευθύ­ νονται σ’ αυτόν λένοντας, όπως ο Humbert: «Αναγνώστη, αδελφέ μου» (Reader, Bruder). Εκείνος που γράφει παρωδία δεν πιστεύει πως μπορεί κανείς να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον αναγνώστη. Να έχει άδικο αλήθεια; Αυτή η αν­ τίληψη που μεταβάλλει τον συγγραφέα σε δη­ μιουργό υπεύθυνο για τις πράξεις του μόνο απέ­ ναντι στους συναδέλφους του, αποκλείει κάθε καθοδήγηση του υποσυνείδητου που ξαποστέλνεται στην περίπτωση του Ναμπόκοφ στα άδυτα του μοντερνισμού. Επειδή η περίφημη απόρριψη που εξέφρασε «για τον βαθιά μεσαιωνικό κόσμο του Freud» συνδυάζεται με την άρνησή του για «τη μυθιστορηματική κοινωνιολογία». Ο Ναμπό­ κοφ χτυπάει συνεχώς τα δύο αυτά απαίσια τέρα­ τα. Η σκηνή της αυτοανάλυσης του HumbertHumbert θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας το ίδιο έντονψ όσο είναι και η σκηνή που περί-

1


αφιερωμα/25

γράφει το αγροτικό πανηγύρι στη «Madame Bo­ vary» του Flaubert. Ο Ναμπόκοφ ποτέ δεν έκανε την απερισκεψία να ανοίξει πόλεμο ενάντια στην ψυχολογία ή «στην ψυχική ζωή», μη σταματάμε τώρα στις λέξεις. Πιστεύει ότι όλα τα μυθιστο­ ρήματα είναι ψυχολογικά και ώς ένα σημείο αυτοβιογραφικά. Ας μην καθόμαστε τώρα ν’ ανοί­ γουμε πληγές γύρω από την ιδέα της ψυχολο­ γίας. Ο Ναμπόκοφ από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να συμφιλιώσει τη Nathalie Sarraute και τη «Σχολή του βλέμματος». Η παρωδία, όπως εξηγεί ο αφηγητής του έρ­ γου «Η πραγματική ζωή του Sebastian Knight», είναι «ένας βατήρας που μας επιτρέπει να φτά­ σουμε στο κατακόρυφο των πραγματικών συγκι­ νήσεων». Ό χ ι μόνο η παρωδία δεν είναι, κατά τον Ναμπόκοφ, απομίμηση ή «collage» όπως πι­ στεύεται, αλλά ούτε αφορμή για σάτιρα («Η σά­ τιρα είναι ένα μάθημα, η παρωδία είναι ένα παι­ χνίδι» λέει ο ίδιος)· είναι στην πραγματικότητα μια συνεχής ανανεωμένη πηγή γέλιου και εξυ­ πνάδας λόγω των αμέτρητων επιπέδων ανάγνω­ σης που προσφέρει στον αναγνώστη ή μάλλον στους αναγνώστες, γιατί η παρωδία προϋποθέτει

ότι υπάρχουν όλων των ειδών αναγνώστες και ανάγνώσεις. Είτε πρόκειται για αναγνώσεις λό­ γιες, αισθητικές ή για χιουμοριστικά αναγνώ­ σματα, το μυθιστόρημα παρωδία προσφέρει τις πολυάριθμες υπηρεσίες του όπως η ουρά του πα­ γωνιού όταν την ανοίγει σαν βεντάλια. Γι’ αυτό μπορεί κανείς να είναι βέβαιος από τις πρώτες κιόλας σελίδες της «Λολίτα» ότι ο φίλος της πορ­ νογραφίας θα βρει μέσα στο έργο πράγματα που ο δανδής ή ο λόγιος μόλις που θα τα προσέξουν. Παρωδία του είδους, παρωδία του συγγραφέα , και του ύφους, παρωδία του εαυτού του, κάθε μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ είναι λίγο απ’ όλα αυτά συγχρόνως. Εάν η αστυνομική πλοκή είναι στο επίκεντρο του «Sebastian Knight» και της «Παρεξήγησης» (Despair), εάν συγχέεται μέσα στην «Ωχρή Φωτιά» με μια παρωδία της πανεπι­ στημιακής εργασίας επάνω σ’ ένα έργο τέχνης (που κι αυτό είναι παρωδία) ανακαλύπτει κανείς χωρίς δυσκολία ότι η «Λολίτα» είναι μια πολύ­ μορφη παρωδία (του κλασικού αισθηματικού μυθιστορήματος, του μοντέρνου ερωτικού μυθι­ στορήματος, της ψυχανάλυσης κ.τλ.) ή ότι η «Πρόσκληση σε βασανιστήριο» (ο τίτλος αυτός είναι κάπως τίτλος-βαλίτσα διότι είναι παρμένος από το ποίημα του Baudelaire που αναφέρεται στο «Lolita et Ada», «Πρόσκληση σε ταξίδι») αποτελεί κι αυτό επίσης παρωδία του ουτοπιστικού μυθιστορήματος. Οι συγγραφείς στους οποί­ ους κάνει παρωδίες δεν είναι πάντοτε εκείνοι που προτιμά ο Ναμπόκοφ. Έτσι ο Merimee (με την «Κάρμεν») εμφανίζεται συχνά στη «Λολίτα», όπου επίσης δεν δυσκολεύεται κανείς να ανακα­ λύψει μερικές ύπουλες νύξεις στον Dostoievski, που δεν τον πολυχωνεύει ο Ναμπόκοφ· όμως οι αγαπημένοι συγγραφείς του Ναμπόκοφ έχουν την τύχη, πού και πού, να διασχίζουν τα βιβλία


26/αφιερωμα του. Εκτός από το ιερό πάνθεο του Ναμπόκοφ για το ρωσικό τομέα (Gogol, Pouckine, Tolstoi αλλά και ο Tchekhov) ή για επιφανείς άγγλους συγγραφείς (ο Shakespeare είναι απανταχού πα­ ρών, έτσι στο «Μάγο» το νυμφίδιο συγκρίνεται με την Cordelia, τη συναισθηματική κόρη του βασιλιά Ληρ), θα βρει κανείς μια άφθονη πηγή αναφορών σχετικές με τη γαλλική λογοτεχνία. Η «Λολίτα» είναι άλλωστε ένα βιβλίο που αναφέρεται συνέχεια σε γάλλους συγγραφείς. Εάν ο Humbert-Humbert έγραψε ένα βιβλίο που ονο­ μάζεται «Ουράνιο Τόξο» Rainbow (το οποίο με την αμερικανική προφορά ακούγεται Rimbaud) είναι ασφαλώς γιατί ο Ναμπόκοφ αγαπά τον ποιητή αυτόν. Έ να από τα ποιήματα του Rim­ baud «Το μεθυσμένο καράβι» που το μετέφρασε ο Ναμπόκοφ στα ρωσικά το 1928, για το βερολινέζικο περιοδικό Roul, αναφέρεται κατ’ επανά­ ληψη στη «Λολίτα» (και στο έργο «ο Μάγος» και μόνο η χρήση της λέξης Behemot με την οποία συγκρίνεται η μέλλουσα σύζυγος του πρωταγω­ νιστή φαίνεται να είναι απόηχος ενός στίχου του ίδιου ποιήματος: «Η ερωτική ορμή των Behemots1 και των πυκνών Maelstroms2». Το ότι οι εκφράσεις όπως «Τα παθήματα του Swann» διασταυρώνονται με εκφράσεις όπως «τα σατωβριανδίστικα δέντρα) (που διαφαίνονται στη «Atala»), το ότι ένα κουνούπι φέρει μέσα στην Ada το όνομα «Chateaubriand», επειδή ο συγ­ γραφέας ανακάλυψε ότι στα γαλλικά η λέξη έν­ τομο (insecte) αποτελεί αναγραμματισμό της λέ­ ξης αιμομειξία (inceste) και διότι υπενθυμίζει έτσι έμμεσα την παράξενη σχέση που ένωνε τον γάλλο συγγραφέα με την αδελφή του Luale, όλα αυτά φανερώνουν ποιος είναι ο νέος τύπος ανά­ γνωσης που μας προτείνεται. Παιχνίδι πίστας, παιχνίδι επιτραπέζιο, παρέα με τον συγγραφέα που διευθύνει το παιχνίδι μέσα σ’ ένα δάσος από σύμβολα, σ’ ένα δίκτυο από υπαινιγμούς και χρησιμοποιώντας ένα κουτί γεμάτο από απρό­ σμενα αστεία και από λογογράφους λίγο πολύ μπερδεμένους που πρέπει να λύσεις. Έτσι η «Λί­ μνη Winning, ripple 585, Vico Press» θα πρέπει να ομολογήσει το πραγματικό της όνομα (Finne­ gans Wake). Από το έργο του Defense Loujine (που προσφέρει συναρπαστικό παραλληλισμό με το «Through the looking glass» του Lewis Caroll που ονομάζω πάντοτε Lewis Caroll-Caroll» λέει ο Ναμπόκοφ γιατί υπήρξε ο πρώτος HumbertHumbert) ο Ναμπόκοφ κινεί τους ήρωές του στη μεγάλη σκακιέρα της ζωής σαν να ήσαν ανδρεί­ κελα που τα κρατά από τη μια κλωστή, ενώ ο αναγνώστης γυρεύει να βρει την άλλη. Ό πω ς τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα είναι πάντοτε όμοια, προσφέροντας μόνο διαφορετικούς συνδυα­ σμούς, έτσι και τα πρόσωπα του Ναμπόκοφ φαί­ νονται καταδικασμένα να αναπαράγονται μετα­ ξύ τους σαν σε περιβάλλον υπεραιμομεικτικό.

Έτσι η Λολίτα δεν είναι παρά η περιφερόμενη στα βιβλία του Ναμπόκοφ εικόνα της Magola, της Machenka, της Sonia, της Zina και ακόμη της μικρής Ada. Επανάληψη μιας έμμονης εικόνας, μιμητισμός, παρουσία διασκεδαστική ή γελοία ενός ομοιώματος, είναι τα υλικά μιας φιλολογι­ κής παραγωγής που μαθαίνει να ανακυκλώνει τόσο τις δικές της εφευρέσεις όσο και τις καλύτε­ ρες εικόνες της μυθιστορηματικής παράδοσης. Μέχρι τον Ναμπόκοφ η χρήση της παρωδίας ήταν προπαντός πρόφαση για δυσνόητο διά­ γραμμα με λογοπαίγνια. Με τον Ναμπόκοφ και τους ξενιτεμένους του ήρωες που αντικαθιστούν τον τυχοδιωκτισμό με κάποιο είδος φανταστικού σημερινού τουρισμού (ανακάλυψη της Ευρώπης από τον Loujine, της Αμερικής από τον Hum­ bert, ταξίδι μέσα στο χρόνο στην Ada όπως σ’ ένα απίθανο μηχάνημα από τον H.G Wells), το μυθιστόρημα-παρωδία κατάφερε να φτάσει σ’ ένα είδος ωριμότητας που δεν είχε ποτέ πετύχει προηγουμένως. Διότι ο Ναμπόκοφ έστησε, μέσα στα βιβλία του, κάτι καθρέφτες όπου διακρίνει κανείς συγχρόνως ό,τι μονιμότερο παρήγαγε η μυθιστορηματική παράδοση και όσα μπορεί να ελπίζει ο μοντερνισμός πως θ’ αλλάξει. Η «Loli­ ta» και η «Ada» είναι τέλεια παραδείγματα παρωδιακών παραλλαγών. Έτσι η Λολίτα μπορεί να βλέπει χωρίς να ντρέπεται τη μεγάλη της αδελφή Madame Bovary, διότι της μοιάζει. Αυτή η βαρετή Emma και αυτός ο χαζός Charles έγι­ ναν πρωταγωνιστές μιας θαυμάσιας παρωδίας των ρομαντικών κακόγουστων εικονογραφιών και χρωστάμε χίλια ευχαριστώ στον Φλωμπέρ που τους περιέλουσε τόσο αριστοτεχνικά με βι­ τριόλι· έτσι και ο Ναμπόκοφ κατάφερε να περι­ γράφει αυτή την τσαχπίνα Lolita και τον κατεχόμενο από σεξουαλική μονομανία Humbert όπως τους άξιζε βάζοντάς τους στο κέντρο της παρω­ δίας ενός ερωτικού μυθιστορήματος που προκαλεί σκάνδαλο. Ι ^ ά θ ε μεγαλοφυής συγγραφέας ένιωσε κάποια μέρα την ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσε να επιτύ­ χει περιγράφοντας ένα θέμα διαστροφής ή ένα απαγορευμένο θέμα. Τον 19ο αιώνα, τα δύο με­ γάλα μυθιστορήματα, η Madame Bovary και η Anna Karenina, που επέκριναν τον αστικό έρω­ τα, βασίστηκαν εντελώς πάνω στην ιδέα του τα­ μπού της μοιχείας. Ο Ναμπόκοφ προτείνοντας στους σημερινούς του αναγνώστες να ανταλλά­ ξουν ένα ταμπού, που έχει γίνει γελοίο με το πέ­ ρασμα του χρόνου, με ένα ταμπού πιο φιλόδοξο -αλλά τόσο ρομαντικό! «Πού είστε Byron και Chateaubriand;», φαίνεται να μουρμουρίζει ο Ναμπόκοφ -ο συγγραφέας της Ada και συνεπώς του μεγάλου μυθιστορήματος πάνω στην αιμομειξία, κατόρθωσε να επινοήσει μια νέα πα-


αφιερωμα/27

ραλλαγή του ερωτικού ρομαντικού μυθιστορή­ ματος. Στη «Lolita» ο ίδιος αντικειμενικός σκο­ πός επιτυγχάνεται με μέσα ακόμη πιο προκλητι­ κά, καθόσον μια διαστροφή (η παιδοφιλία) επι­ δρά πάνω στο ταμπού (την αιμομειξία) με τρόπο καθοριστικό. Και αν η ακολασία τιμωρείται στην αρχή με τον πρόλογο του ψυχολόγου John Ray, και τέλος με τη δολοφονία του Quitty, όμως η αρετή δεν την γλιτώνει απόλυτα. Πράγματι, η Lolita δεν παραδίδεται στην αποδοκιμασία κα­ μιάς ηθικής που θα μπορούσε να την περιέχει εν­ δεχόμενα το βιβλίο, πράγμα όμως που θα την προσανατόλιζε προς τον υπερβολικό συναισθη­ ματισμό. Με το να μη δικαιολογεί ούτε τον ψυχολόγο, ούτε «την ψυχολογική περίπτωση» του Humbert-Humbert, ο Ναμπόκοφ έκανε σωστό κατόρθωμα, διότι έγραψε ένα μυθιστόρημα με ψυχολογικό θέμα και με έντονη ηθική ουσία και υπόσταση, χωρίς να περιγράψει κανένα ψυχολο­ γικό ή ηθικό βλέμμα που να είναι έξω από τα

πρόσωπά του, και αυτό συμβαίνει διότι ένας συγγραφέας δεν μπορεί να είναι βασικά ηθικο­ λόγος. Το μυθιστόρημα-παρωδία δεν έχει να προτείνει κανένα αντίδοτο για να θεραπεύσει την πληθώρα της πραγματικότητας (και της μυ­ θιστορηματικής αλήθειας). Δεν έχει τίποτα να προσφέρει για να καταπολεμήσει «το γράψιμο κακής ποιότητας» που είναι ίδιον της εποχής του, την ασθένεια αυτή του στυλογράφου που παρακινεί τους αδαείς να γράφουν επάνω σε όλα και σ’ ό,τι τους κατέβει· είναι προτιμότερο να μαϊμουδίζει, να μιμείται, να σατιρίζει, να συγ­ κρίνει όσα γράφονται κάτω από τα βλέμματά του. Νομίζω ότι το μυθιστόρημα-παρωδία θα γί­ νει όλο και περισσότερο κάτι σαν ελιξίριο της αλήθειας στη λογοτεχνία. Η αλήθεια είναι ότι διακινδυνεύει λιγότερο και δεν προσπαθεί να κατασπαταλήσει τα μέσα που χρησιμοποιεί ακατάπαυστα. Κι αυτό συμβαίνει διότι το μεγάλο προνόμιο που κατέχει το μυθιστόρημα-παρωδία


28/αφιερωμα σε σύγκριση με όλα τα άλλα μυθιστορηματικά εί­ δη -που συνεχίζουν και θα εξακολουθήσουν ακόμη να κάνουν τη μικρή τους, μέτρια, έντιμη και καμιά φορά άριστη καριέρα τους- είναι ότι μπορούν να ξέρουν ανά πάσα στιγμή πού βρί­ σκονται σε σχέση με μια λογοτεχνία που ήδη υπάρχει, μια λογοτεχνία απτή που μπορούν να την ξεφυλλίζουν, και όχι σε σχέση με ένα υποτι­ θέμενο απόλυτο. Τι απομένει τώρα απ’ αυτό το χημικό μελάνι τους δεκαετίας του ’60 που απέ­ βλεπε μόνο να διασπάσει τη γενική αποδοχή με την οποία αντιμετώπιζαν την παράδοση χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι κι αυτή με τη σειρά της θα γινόταν πιο αρτηριοσκληρωτικά ακαδημαϊκή ακόμα κι από την παλιά παράδοση; Π ο ι ο ς είναι λοιπόν αυτός ο συγγραφέας που συνιστούσε «να διαβάζουμε με τη σπονδυλική στήλη και όχι με τον εγκέφαλο;» και που ονει­ ρευόταν να χρωματίσει τα αινίγματά του «με κομψές λύσεις». Ο ρόλος που αναθέτει στις εικό­ νες ο Ναμπόκοφ είναι τόσο σημαντικός, τόσο καθοριστικός, ώστε κάθε γνώμη πάνω στην τέ­ χνη της παρωδίας πρέπει να τις υπολογίσει: «Ανακάλυψα μέσα στη φύση τις μη ωφελιμιστι­ κές απολαύσεις που γύρευα στην τέχνη. Και η μία και η άλλη ήταν μορφή μαγείας και τέχνα­ σμα», γράφει στο έργο του «Άλλες Ακτές». Εάν μερικοί για να γελάσουν θέλησαν να το εξηγήσουν με το «πώς η αγάπη για τις πεταλού­ δες οδηγεί κατ’ ευθείαν στη λογοτεχνία», δεν παύει όμως να αποτελεί αλήθεια το ότι οι εικό­ νες σε μικρογραφία που βρίσκονται στα μυθι­ στορήματα του Ναμπόκοφ δημιουργούν μια πραγματική πνοή ανάμεσα στα γλωσσικά παιχνιδίσματα· φαίνονται σαν να είναι μια μοναδική συνομιλία στα μυθιστορήματα καθώς και διάλο­ γος του συγραφές με τον ίδιο του τον εαυτό. Απ’ αυτές τις τόσο χαρακτηριστικές γλωσσικές μετα­ φορές που μοιάζουν με «πιρουέτες», αναγνωρί­ ζεται αμέσως το σήμα κατατεθέν του Ναμπόκοφ. Η πρώτη καλλιτεχνική κλίση αυτού του αντιρρεαλιστή ήταν να γίνει ζωγράφος· στα μυθιστορήματά του η ζωγραφική γίνεται με αιχμηρές σημειώσεις, με εκπληκτικές μεταμορφώσεις, και προσφέρει πάντοτε κρυφές συνενοχές με τα πρό­ σωπα. Ας θυμηθούμε π.χ. την περιγραφή της βλάστησης μέσα στο δάσος, εκείνου του δενδροφυτεμένου μονοπατιού στον πίνακα που βρίσκε­ ται στο παιδικό δωμάτιο (στο έργο του «Κατόρ­ θωμα»), εκείνη του δημόσιου κήπου όπου αλη­ τεύει ο ατρόμητος Humbert, ακόμη και το δασοφυτεμένο κτήμα του Ardism - αυτού του αιμομεικτικού καρπού των ερώτων του Ναμπόκοφ για τον Mansfield Park και τη νοσταλγία που είχε για το κτήμα του Vyra: η ίδια αυτή εικόνα κα­ ταντά στο τέλος να εκδηλώνει μια τραγελαφική

αφθονία, λες και είχε σαν αποστολή να καλύψει τη χυδαία όψη της αλήθειας. Παρατηρήστε την τόλμη των λέξεων (για προσπαθήστε να μετα­ φράσετε τη λέξη girlini£re αυτή τη χυμώδη και τόσο περιεκτική γαλλοαγγλική λέξη), την τόλμη των γλωσσικών μεταφορών (πώς να ξεχάσει κα­ νείς τη φράση εκείνη που έβαλε ο Ναμπόκοφ στο στόμα του Kinbote σχετικά με το αριστούργημα του Proust: Έ να όνειρο σπαραγγοφάγου χωρίς καμιά σχέση με ανθρώπους που μπορείς να τους συναναστραφείς μέσα σε μια ιστορική Γαλλία) ή την τόλμη των εικόνων. Το μυθιστόρημαπαρωδία του Ναμπόκοφ αποτελεί φίλτρο ιδιαί­ τερα απαιτητικό και απατηλό που καθιστά αμφισβητήσιμη την κάθε ερμηνεία. Αυτό συμβαίνει γιατί ο Ναμπόκοφ τοποθέτησε νάρκες παντού. Έ να λογοτεχνικό έργο που δεν περιέχει ούτε φι­ λοσοφικό μήνυμα ούτε πραγματικά ρεαλιστικό υλικό προσεγγίζεται πολύ δύσκολα με μια πρώτη επαφή, κυρίως εάν εσκεμμένα σε κάνει να γελάς ή αν προκαλεί ανεξέλεγκτες συσπάσεις της σπον­ δυλικής στήλης. Αυτό συμβαίνει διότι εμποδίζει ή καθυστερεί κάθε σχόλιο πάνω σ’ ένα έργο φαν­ τασίας, πράγμα που εύχεται ένας μάγος. Κι όμως μερικοί ασυλλόγιστοι αναγνώστες κινδυ­ νεύουν να συμπεριφερθούν όπως ο Kinbot απέ­ ναντι στον Ναμπόκοφ. Μια άλλη απόδειξη της απόλυτης επιτυχίας της τέχνης του Ναμπόκοφ είναι ότι μερικά από τα πρόσωπα που έπλασε άρχισαν να υπάρχουν (αυτό είναι το όνειρο του κάθε μυθιστοριογράφου). Και όπως εσείς δια­ σταυρωθήκατε κάποια μέρα εκνευρισμού με εκείνη τη φρικτή Mme Verdurin (του Προυστ), ή με αυτόν τον Rubempre τον πληρωμένο εραστή, εκείνη τη στιγμή ήρθε η Λολίτα να καθίσει πλάι σας ακολουθούμενη σε κάποια απόσταση από μια ύποπτη σκιά. Μήπως ήταν ο Charles Kinbo­ te; Αλλά τον έχετε καθηγητή σας στη λογοτεχνία! Για θυμηθείτε: έβρισκε κάτω από κάθε στίχο του Rimbaud ολόκληρες αγκαλιές από φαλλούς. Ό σ ο για τον οίκο Ardis3. Μα μόλις του στείλατε το καινούριο σας βιβλίο. Και καταλήγετε να διερωτάσθε μήπως η αληθινή εκδίκηση της φαντα­ σίας επάνω στην πραγματικότητα συνίσταται -αφού στην αρχή φάνηκε ψεύτικη- στο να φαν­ τάζει τελικά αληθοφανής.

Μ ετάφραση από τα γαλλικά: Μ αρίνα Φ ανιουδάκη 1 1. Φανταστικό ζώο ή δαίμων, πνεύμα του κακού. 2. Επικίνδυνο θαλάσσιο ρεύμα. 3. Ardis είναι πράγματι ένας εκδοτικός οίκος που βρίσκεται στο Ann Arbou. Ιδρύθηκε από τον Carl Proffer ένα φίλο του Ναμπόκοφ και δημοσίευσε κυρίως έργα του Ναμπόκοφ στα ρωσικά και εκδίδει πολλά έργα γύρω από τις διάφορες σλάβικες λογοτεχνίες.


αφιερωμα/29

Ζωρζ Νιβά

Τα πρώτα βήματα της Λολίτας

Η ανακάλυψη -στο ρώσικο πρωτό­ τυπο, έπειτα στη μετάφραση που πρόσφατα έκανε ο Grilles Barbedette (Ζυλ Μπαρμπεντέτ)- της νουβέλας Ο Μάγος, προσφέρει μια παράξενη και περίπλοκη ευχαρί­ στηση σ’ αυτόν που διάβασε μόλις βγήκε σε γαλ­ λική μετάφραση -δηλαδή στα 1959- το μυθιστό­ ρημα Λολίτα και πολύ περισσότερο αφού είχα ανατρέξει στο μεταξύ στο αγγλικό πρωτότυπο του μυθιστορήματος (που η έκδοσή του, πρώτα στο Παρίσι, έπειτα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ύστερα στο Λονδίνο -εξαιτίας ενός καινούριου νόμου περί λογοκρισίας- υπήρξε τόσο ταραχώ­ δης) κι επίσης στη ρώσικη μετάφραση που έκανε ο ίδιος ο συγγραφέας κι εκδόθηκε στα 1967: δια­ βολικά περίπλοκη πορεία ενός κειμένου που εί­ ναι εντελώς μέσα στα πλαίσια των σοφιστικέ

παιχνιδιών που αγαπάει ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ. Ο επίλογος που έγραψε στο Παλέρμο, στα 1965, για τη ρώσικη έκδοση της Λολίτας, περιέ­ χει έναν γλωσσολογικό προβληματισμό πάνω στην επιστροφή αυτού του κειμένου στα ρώσικα: «Οι κινήσεις του κορμιού, οι μορφασμοί, τα το­ πία, η απάθεια των δέντρων, οι μυρωδιές, οι βροχές, οι αναλυτές και λαμπερές αποχρώσεις της φύσης, όλη η τρυφεράδα του ανθρώπινου (όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό!), αλλά και όλη η χωριατιά, η χοντροκοπιά, η σαρκώδης ξαδιαντροπιά, περνάνε στα ρώσικα το ίδιο καλά αν όχι και καλύτερα, όπως και στ’ αγγλικά. Αλ­ λά τα λεπτά -τόσο χαρακτηριστικά της αγγλι­ κής- ανομολόγητα, η ποίηση της σκέψηξ, οι στιγμιαίες αντηχήσεις ανάμεσα στις πιο αφηρη-


30/αφιερωμα μένες έννοιες, το πλήθος των μονοσύλλαβων επι­ κή και ποιητική νουβέλα, όπου όλα βρίσκονται θέτων, όλα αυτά, όπως και ό,τι αναφέρεται στην σε κατάσταση λαμπρότητας. Η μεγαλοπρεπής τεχνική, στις μόδες, στον αθλητισμό, στις φυσι­ ηχητική ενορχήστρωση της φράσης στα ρώσικα, κές επιστήμες και στα αντι-φυσικά πάθη - μοιά­ οι ομοιοκαταληξίες και οι παρηχήσεις της, οι ζει στα ρώσικα χοντροκομμένο, φλύαρο, και συ­ αστερισμοί των παιχνιδιών με τη μορφή, κάνουν χνά απωθητικό από άποψη ύφους και ρυθμού. τον Μάγο μια άξια «τελευταία λέξη» του ΝαμπόΑυτή η παραφωνία αντανακλά τη θεμελιώδη κοφ στα ρώσικα. Ο Μάγος είναι πιο πολύ ένας διαφορά, σε ιστορικό επίπεδο, ανάμεσα στη ρώ- ονειροπόλος παρά ένας διεφθαρμένος, ο οποίος σικη λογοτεχνική γλώσσα, ακόμα χλωρή και ονειρεύεται να ζήσει σ’ ένα «αιώνιο παιδικό δω­ φρέσκια και την αγγλική γλώσσα, που είναι ώρι­ μάτιο» πάνω σε «μαξιλάρια ευτυχίας», μέσα σε μη σαν ένα σύκο που τρίζει από παντού. Ανάμε­ μια σύγχυση των ηλικιών και των φύλων που θα σα σ’ έναν ευφυή έφηβο, αλλά ακατέργαστο ακό­ τον έφερνε πίσω στον Παράδεισο. Η αρχική μα, και κάποτε αποτρόπαιο λόγω του κακού σκηνή, όπου διακρίνει σ’ έναν παρισινό κήπο γούστου, και σε μια διαμορφωμένη ευφυία που την ιδανική παιδούλα, είναι μια σκηνή μαγική. συνδυάζει μέσα της εφεδρείες ποικίλης επιστή­ 'Αλλωστε, μαζεύει κάτω από το παγκάκι ένα νομης και μια ολοκληρωτική ελευθερία του πνεύ­ μισματάκι που θα είναι το χαϊμαλί: το ξαναβρί­ ματος. Ελευθερία του πνεύματος! Ολάκερη η σκει τυχαία τη μέρα που η μητέρα του παιδιού ανάσα της ανθρωπότητας βρίσκεται στην ένωση -την οποία στο μεταξύ έχει παντρευτεί για να αυτών των δύο λέξεων». Θα πρέπει να διαβά­ πλησιάσει το αγαπημένο κοριτσάκι- πεθαίνει σουμε και να ξαναδιαβάσουμε τον Μάγο, στο στο νοσοκομείο και που το δάχτυλο του Θεού φως αυτού του ωραίου μυθιστορήματος. Γιατί ο μοιάζει επιτέλους να του δείχνει την είσοδο του Μάγος είναι ο ρώσικος πυρήνας της Λολίτας, ο Παραδείσου. Τη θεμελιωμένη και μεγαλόπρεπη κρυμμένος πυρήνας, χαμένος έπειτα, που ξαναθεατρικότητα της νουβέλας σίγουρα την ξανα­ βρέθηκε σήμερα. Στον επίλογο του 1956, ο Ναμβρίσκουμε στο μυθιστόρημα, είναι όμως αποδυ­ πόκοφ εμπιστεύοταν στον αναγνώστη πως το ναμωμένη από τη μακριά μυθιστορηματική πο­ πρώτο ρίγος της Λολίτας του είχε έρθει στα ρεία. Εδώ, η αυλαία ανοίγει σε μια πραγματική 1939, όταν έμαθε πως για πρώτη φορά ένας με­ μαγική σκηνή, που προφανώς υπαινίσσεται τη γάλος πίθηκος του Βοτανικού Κήπου είχε φτιά­ μαγεία του πόθου. Έ να πλήθος διακριτικών εν­ ξει ένα σχέδιο και πως αυτό το σχέδιο παρίστανε δείξεων επιτείνει αυτήν την ατμόσφαιρα της μα­ «τα σίδερα του κλουβιού του φτωχού ζώου». γείας. Το ημερολόγιο, με ημερομηνία 32 του μή­ «Δεν υπήρχε κανένας συγκεκριμένος δεσμός να, παραπέμπει στο Ημερολόγιο ενός τρελού του ανάμεσα στο σοκ που ένιωσα τότε και τις σκέ­ Γκόγκολ. Η αγωνία του ήρωα μπροστά στο συ­ ψεις που αυτό έβαλε σε κίνηση. Αυτές τουλάχι­ ζυγικό καθήκον, που δίχως φρόνηση επωμίστη­ στον μεταφράστηκαν σε μια νουβέλα τριάντα πε­ κε, τον μεταβάλλει σ’ έναν μικροσκοπικό Γκιούρίπου σελίδων, που υπήρξε το πρωτότυπο της . λιβερ στη χώρα των γιγαντισσών τη στιγμή που Λολίτας. Γράφτηκε στα ρώσικα, όπως κι όλα τα το δίχως λεπτοδείχτες ρολόι που φοράει στον μυθιστορήματα που έγραψα από τα 1924». καρπό, που τόσο εξάπτει την περιέργεια της μι­ Το σχέδιο του ίδιου του του κλουβιού, από κρούλας νεράιδας με τα πατίνια και που το βγά­ τον μεγάλο πίθηκο του Βοτανικού Κήπου, δήλω­ ζει από το χέρι του, σαν αγκίδα από το μάτι του, νε την αιχμαλωσία του ανθρώπινου πιθήκου μέ­ την εξαιρετική στιγμή της τελικής μαγείας, είναι σα σ’ ένα κλουβί συμβάσεων; Στο κλουβί της ψυ­ ο χρόνος πράγματι σταματημένος στο δωμάτιο χικής οδύνης; Ή μήπως το πρώτο σχεδίασμα της του ανώνυμου ξενοδοχείου όπου ο μάγος περνά ελευθερίας του από έναν ακόμα πολύ αδέξιο μά­ και ξαναπερνά το μαγικό ραβδί του (ή τη βέργα γο; Ο Μάγος διαβάστηκε σε τέσσερις ρώσους φί­ του) πάνω απ’ το κοιμισμένο κορμί του παιδιού, λους ένα βράδυ του 1940, στο Παρίσι· ο ένας που μοιάζει να το μετρά σε σχέση μ’ αυτό το ήταν ο μεγάλος μυθιστοριογράφος Μαρκ Αντάσκήπτρο... νοφ, ο άλλος ο δοκιμιογράφος Φονταμίνσκι χάθηκε, αναστήθηκε με τη μορφή της Λολίτας, έπειτα ξαναβρέθηκε κι επιτέλους σήμερα εκδόH διήγηση σταματά εκείνη τη στιγμή σ’ ένα θηκε, χάρη στο γιο του συγγραφέα, που έγραψε κοιμισμένο ταμπλό βιβάν, ασυνήθιστα ακινητοκι έναν επίλογο. ποιημένο, σαν σε πίνακα του Balthus. Ο πόθος δεν θα γεννήσει άραγε, ή μάλλον δεν θ’ αποβάλει; Το ερμητικό και λατρεμένο κορμί γλιστρά αναγωγή από τη Λολίτα στον Μάγο, είναι η σαν έμβρυο από τη μήτρα του ονείρου. Και ξαφ­ αναγωγή από το αμερικάνικο μυθιστόρημα, με νικά το ρήγμα, τα ορθάνοιχτα μάτια του κορι­ τη δυνατή σατιρική του φλέβα, το παροδικό και τσιού, η ασταμάτητη κραυγή, το ξεσήκωμα των μυσταγωγικό του ταξίδι από μοτέλ σε μοτέλ και επικριτών στον πελιδνό διάδρομο του ξενοδοχεί­ τον καθυστερημένο του επίλογο, σε μια λακωνι­ ου κι η τρελαμένη φυγή του μάγου κάτω από

Η


αφιερω μα/31 τους τροχούς ενός ασήκωτου βάρους στο δρόμο που περνά δίπλα από το κτίριο...

I I Λολίτα, το θυμόμαστε, είναι το ημερολόγιο του Humbert Humbert (Ουμπέρ Ουμπέρ), που γράφτηκε στη φυλακή πριν από την εκτέλεσή του. Εδώ, μόνο ο πρόλογος είναι γραμμένος σε πρώτο πρόσωπο, ύστερα περνάμε στο απρόσωπο τού εν δράσει μαγικού. Σ’ αυτόν όμως τον πρό­ λογο ξαναβρίσκουμε σχεδόν τον καγχασμό του ανθρώπου στο ντοστογιεφσκικό υπόγειο, όταν κοιτιέται στον καθρέφτη (στο κεφ. 17 της Λολίτας ο Ου. Ου. γράφει: «Ξάφνου, κύριοι δικα­ στές, ένιωσα ν’ ανοίγει σαν ένας ήλιος τρομερός και μακρινός, ένα ντοστογιεφσκικό χαμόγελο κά­ τω από το σπασμό που μου βασάνιζε τα χείλη»). Το φορτηγό του Μάγον, με το μούγκρισμα που τρομοκρατεί, θα το ξαναβρούμε στη Λολίτα, όπως και την κεντρική μηχανορραφία του γάμου με την παραπονιάρα δέσποινα νύμφη -για να πλησιάσει καλύτερα το νυμφίδιο- κι επίσης τη σκηνή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, πολλαπλασιασμένη στο άπειρο στο μυθιστόρημα... Ας θυ­ μηθούμε το πρώτο ξενοδοχείο της μακράς φυγής προς τα μπρος του Ουμπέρ με τη μικρή του λεία, αυτό το ξενοδοχείο των Μαγεμένων Κυνηγών, όπου «όταν ο κατακλυσμός σώπασε πια, όταν οι μαγεμένοι κυνηγοί αποκοιμήθηκαν, τότε, κάτω από το παράθυρο της αγρύπνιας μου, στα δυτι­ κά του νυχτοφύλακά μου, η λεωφόρος εκφυλί­ στηκε σ’ ένα απαίσιο λούνα-παρκ και λυμαίνον­ ταν από κυκλώπεια φορτηγά, που μούγκριζαν μέσα στη βροχή και τον άνεμο της νύχτας.»I

I I αναγνώστης του Μάγου, ξέρει άραγε, ξανα­ διαβάζοντας τη Λολίτα, πως αυτά τα κυκλώπεια φορτηγά δεν είναι μόνο τα τέρατα που συνοδεύ­ ουν τον μακρύ αυτοκινητιστικό περίπλου της μι­ κρής αιχμάλωτης και του πατέρα-εραστή της, αλλά και τα οχήματα θανάτου του ήρωα; Τη σκηνή όπου το κοριτσάκι ανοίγει τα μάτια και βλέπει με τρόμο τη σκηνή της «σεξουαλικής» μαγείας στην οποία επιδίδεται ο μάγος και πα­ τριός της, όχι απλά την ξαναβρίσκουμε στη Λ ο­ λίτα («Είχα την απαίσια αίσθηση πως ήταν εντε­ λώς ξύπνια και πως θα ξεσπούσε σε ουρλιαχτά στην παραμικρή επαφή με το αίσχος μου») αλλά παραπέμπει σε μια αρχέτυπη σκηνή στον Ντοστογιέφσκι, όπου το κοιμισμένο θύμα επιβλέπει το βιαστή, και που τόσο πολύ είχε συγκλονίσει τον Αντρέ Ζιντ όταν ανακάλυψε τον Αιώνιο σύ­ ζυγο. Ξέρουμε μέχρι ποιου σημείου ο Ναμπόκοφ σιχαινόταν τον Ντοστογιέφσκι, τον οποίο πραγ­ ματικά εκτελεί στο Μάθημά του στο Πανεπιστή­ μιο Κόρνολ. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας απα­

γορέψει να δούμε τα παραπατήματα της συμπε­ ριφοράς που δανείστηκε από αυτόν. Το συνεχές παιχνίδι του Ναμπόκοφ με τους προγενέστερούς του, τους κρυμμένους διαδρό­ μους, τους λάθος δρόμους, τους πολύ προφανείς δρόμους που διασταυρώνονται στο έργο του (έτσι, στη Λολίτα, η αναφορά στη Φυλακισμένη του Προυστ είναι σαφής, το παιχνίδι όμως με την πλοκή του Ευγένιου Ονέγκιν του Πούσκιν είναι κρυφό- η Λολίτα ωστόσο που διώχνει τον Ου.Ου. μετά τη φυγή και το γάμο της, είναι η Τατιάνα που διώχνει τον Ευγένιο), τα ξαναβρί­ σκουμε στο Μάγο. Κι ας μας επιτραπεί, σαν συ­ μπέρασμα, να σημειώσουμε μια απ’ αυτές τις αναφορές τις κρυμμένες, γιατί ίσως δίνει ένα ποιητικό κλειδί τόσο του Μάγου όσο και της Λολίτας.

H Ουμπέρ Ουμπέρ γράφει στο κεφάλαιο 28 του μυθιστορήματος: «Τα νεύρα μου κρέμονταν από μια κλωστή. Αν μια χορδή βιολιού μπορεί να υποφέρει, ήμουνα εκείνη η χορδή». Έ να πολύ γνωστό ποίημα του συμβολιστή ποιητή Ιννοκέντι Αννένοκι, «Το δο­ ξάρι κι οι χορδές», που χρονολογείται από τα 1910, είναι αφιερωμένο στην οδύνη των χορδών του βιολιού. Το δοξάρι ξαναβρίσκει τις χορδές και μετά από μια νύχτα έρωτα, σωπαίνει. «Κι αυτό για κείνες ήταν οδύνη/ αυτό που στους αν­ θρώπους έμοιαζε μουσική». Η σύγκριση βρίσκε­ ται στο Μάγο, που ονειρεύεται τους γάμους του δοξαριού και των χορδών. Δηλαδή του πόθου και της ομορφιάς, της τρέλας και της αθωότη­ τας: του μαγικού κόσμου και της τέχνης... Αντιστικτικά προς αυτήν την οδυνηρή μαγεία, τα παράδοξα και υπερβολικά θέματα ορίζουν τον κρύο, αδηφάγο κι απωθητικό κόσμο της κα­ θημερινής ζωής και των σαρκοβόρων δεσποινών. Η φαντασία του τιμωρημένου ήρωα «σταματά λοιπόν σε συρματοπλέγματα». Λογοπαίγνια και γρήγορα ξεμασκαρέματα σε στυλ Τολστόι, ση­ μειώνουν την υποκρισία αυτού του κόσμου των «γιγαντισσών». Αλλά όταν φαίνεται η μικρή νε­ ράιδα πάνω στα πατίνια της, κουτσαίνοντας πά­ νω στα χαλίκια της αλέας που τινάζονται, δεν βλέπουμε τίποτ’ άλλο εκτός από το «γιαπωνέζι­ κο βήμα» αυτής της μικρής μαγικής γκέισας... κι είμαστε μέσα στο μη πραγματικό θέατρο του πό­ θου -κ αι του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ.

Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια


32/αφιερωμα

Ζαν Γκατενιό

<% ϋ 5>

Ανάμεσα στην Αλίκη

και στη Λολίτα Υπάρχει μιά βαθιά συγγένεια ανάμεσα στον Μάγο και στον άνθρωπο-που-τον τραβοΰσαν-τα κοριτσάκια, που ο Λιούις Κάρολ ενσάρκωσε. Στα 1923 ο Ναμπόκοφ δημοσιεύει μια μετάφραση στα ρωσικά της Α λί­ κης στη χώρα των θαυμάτων, και την υπογράφει Β. Σιρίν - όπως θα κάνει δεκαέξι-δεκαεφτά χρόνια αργότερα και με το Μάγο. Δεν ξέρω αν είναι φρόνιμο να μη δώσω σημασία στη σιωπηλή προειδοποίηση του γιου του Ντμίτρι, που δηλώνει σ’ αυτόν τον μακρύ επίλογο πως δεν θα διακινδυνεύσει να σχολιάσει το εν­ διαφέρον του πατέρα του για τον Λιούις Κάρολ, αλλά θα προσπαθήσω να το κάνω, περιοριζόμε-

νος στο όσο αυτές οι σελίδες μας επιτρέπουν - ή> μας επιβάλλουν - να διαβάσουμε. Θα μπορούσαν ωστόσο - κι ίσως και να τό ’καναν - να πιάσουν το ίδιο λαυράκι όταν δημο­ σιεύτηκε η Λολίτα. Όμως, στα 1955, όταν το βι-βλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά, η καινούρια μό­ δα του Κάρολ ήταν ακόμα στα σπάργανα στις αγγγλοσαξονικές χώρες. Επιπλέον, ο εκπληκτι­ κός οίστρος της Λολίτας, η παραφορά - που αποτελεί το πιο ουσιώδες για μένα στίγμα της, δεν μπορεί φυσικά να ξυπνήσει στον «μέσο»


αφιερωμα/33 αναγνώστη αναμνήσεις («λογοτεχνικές») του Αιούις Κάρολ. Βέβαια, για τους καρολικούς, η επινόηση του όρου «νυμφίδιο» από τον Ναμπόκοφ, δεν θα μπορούσε να μη φέρνει στο νου τις «φιλεναδούλες» του αιδεσιμότατου Dodgson (Ντόντγκσον). Και πολύ περισσότερο όταν διαβάζουν αυτό το κομμάτι όπου ο «Ου.Ου» υπογραμμίζει το εύ­ θραυστο της κατάστασης της παιδούλας: «Τό ’ξέρα πως θα έμενα για πάντα ερωτευμένος με τη Λολίτα, ήξερα όμως κιόλας πως δεν θά ’μενε για πάντα η ίδια Λολίτα. Θά ’κλείνε τα δεκατρία την 1η του Γενάρη. Σε δύο χρόνια περίπου, θα στα­ ματούσε να είναι νυμφίδιο για να γίνει μια “κο­ πέλα” κι έπειτα, τί αίσχος, “φοιτήτρια”». Κομμάτι που μπορούμε να το δούμε σε σχέση μ’ εκείνη τη δήλωση του Αιούις Κάρολ, ή λόγου χάρη μ’ αυτήν εδώ, που τις συνοψίζει όλες: «Σχεδόν εννιά στις δέκα παιδικές μου φιλίες ναυαγούν την κρίσιμη στιγμή που “το ποτάμι χύ­ νεται στον μεγάλο ποταμό” , κι οι κάποτε τόσο αγαπημένες φίλες γίνονται σχέσεις δίχως ενδια­ φέρον, που δεν έχω καμιά διάθεση να ξαναδώ». Ό λα όμως, στον τόνο, αντιτάσσουν τον «Ου. Ου» στον Κάρολ: Ο «Ου.Ου» παρόλη τήν απελ­ πισία που συχνά αναδύεται μέσα από τη διήγησή του είναι γενικά περήφανος για τη διαφορά του, γνωρίζοντας πως οι σπανιότατες χαρές που μπο­ ρεί να του δώσει αντισταθμίζουν τις (αμέτρητες) απογοητεύσεις με τις οποίες τον φέρνει αντιμέ­ τωπο. Πώς να φανταστούμε πως ο Κάρολ, πάντα αυστηρός, ειλικρινά σεμνός και αυστηρών αρ­ χών, θα μπορούσε να ευχαριστιέται, δηλαδή ν’ αναρωτιέται για τα γούστα, για τα οποία άλλω­ στε αρνήθηκε (σχεδόν) πάντα να σκεφθεί πως θα μπορούσαν να είναι ύποπτα;

Α

ν όμως η Λολίτα «ανέκρινε» κάθε καρολικό, δίχως όμως και να τον πείθει για την πιθανή σύνδεση Κάρολ-Ναμπόκοφ, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά με το Μάγο. Και πρώτον μορφικά: παρόλα τα εκτενή κομμάτια σε πρώτο πρόσωπο - κατάλοιπο μιας αρχικής επιλογής στη συνέχεια; - ο Μάγος είναι μια κλασική διήγηση σε τρίτο πρόσωπο, όπου ο συγγραφέας αναλύει κι εξηγεί όσο μιλάει. Έτσι αποδυναμώνεται κα­ τά πολύ κάθε κίνδυνος συγκίνησης όπως και του αντίθετού της: του χιούμορ, της ειρωνείας. Ό χ ι εντελώς βέβαια: κάποια λογοπαίγνια, κάποιες έκφρασεις όπου νιώθεις να προβάλλει μια «δι­ πλή σημασία», όπως λένε οι Άγγλοι· όπως μ’ αυτήν τη σύντομη παρεμβαλλόμενη φράση στον εσωτερικό μονόλογο που ανοίγει τη νουβέλα: «Αισθάνομαι άνετα με τα παιδιά γενικά, κι εντε­ λώς απλά». Στο σύνολό του, όμως, το κείμενο είναι σ’ έναν ουδέτερο τόνο, που το φέρνει κον­ τά στις σημειώσεις που αποδίδονται γενικά στο

συγγραφέα οι οποίες υπογραμμίζουν τη «μελαγ­ χολία» της κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ήρωας, και τη γλυκόπικρη τονικότητα που προέρχεται απ’ αυτές τις συναντήσεις, που απο­ τυχαίνουν εννιά στις δέκα φορές. Ή ακόμα, α­ ντίθετα με τα προηγούμενα παιχνίδια με τις λέ­ ξεις, κοινά τόσο στον Ναμπόκοφ όσο και στον Κάρολ, σαν κι αυτό της «μαύρης σαλάτας που καταφροχθίζει ένα πράσινι κουνέλι», που πα­ ρεμβάλλεται άλλωστε, σαν αντίδοτο, σ’ ένα χω­ ρίο φορτισμένο με πάθος.

Ι^ α ρ ο λ ικ ή πάντα κι αυτή η ισχυρή εκλεκτικότητα που οδηγεί το Μάγο να προσδιορίσει πως δεν τον τραβάνε ανεξαιρέτως όλα τα κοριτσά­ κια: «Ενεργώ κάνοντας λεπτές επιλογές· όλες οι μαθητριούλες που περνάνε στο δρόμο μου δεν με τραβάμε, αντίθετα». Ο Κάρολ, έγραφε σ’ ένα φί­ λο του: «Ένας φίλος από την Οξφόρδη μού ’γράψε: “Πρέπει να σας φέρω το αγοράκι μου που θέλει να σας δει” . Του απάντησα: “προς Θεού όχι” ή κάτι τέτοιο: μού ’γράψε απαντών­ τας μου πως όταν πήρε το γράμμα μου δεν πί­ στευε στα μάτια του. Πίστευε πως τρελαινόμου­ να για όλα τα παιδιά. Δεν είμαι όμως παμφάγο αα\ γουρούνι. Κοιτάζω και διαλέγω». Ακόμα πιο καρολικό μου φαίνεται το ότι ο ήρωας του Μάγου ζει, κι έχει συνείδηση πως ζει, μια τραγωδία. Θα πείτε, ουδεμία σχέση με τον Κάρολ, που άλλωστε ποτέ δεν δημιούργησε ένα πρόσωπο που να ενδιαφέρεται για μικρά κορί­ τσια. Δηλαδή.... Είχα την ευκαιρία να υπογραμ­ μίσω, σ’ ένα άλλο κείμενο, στο οποίο ας μου επιτραπεί ν’ αναφερθώ, πως τα γούστα κι η μορφή σεξουαλικότητας που χαρακτηρίζουν τον Κά­ ρολ, σε έκδηλη σύγκρουση μ’ ένα ισχυρό ηθικό και θρησκευτικό αίσθημα, τον οδηγούσαν να κρύψει, κάτω από λόγους ηθικολόγους και ψευδο-αισθητικούς, μια έλξη που δεν θα μπορούσε να παραδεχτεί ούτε για τον ίδιο του τον ευατό, δίχως σοβαρούς κινδύνους για την ισορροπία του. Έτσι, λόγου χάρη, εξηγείται η σημασία του όριου ηλικίας, έπειτα απ’ το οποίο ένα κοριτσά­ κι δεν είναι πια «ενδιαφέρον»: Ο Κάρολ μπο­ ρούσε να πει και να σκεφτεί, πως να φιλήσει, να χαϊδέψει ή να φωτογραφίσει γυμνό ένα κοριτσά­ κι εφτά χρονών δεν είναι καθόλου ένοχο, αλλά από τα δεκατρία-δεκατέσσερα κι έπειτα, πώς να σταθεί μια παρόμοια συλλογιστική; Α π’ όπου μια ένταση, μια συγκίνηση πάντα σιωπηρή, της οποίας τούτη ή η άλλη σημείωση στο Ημερολό­ γιο, αυτή η αληθινή κραυγή αγάπης που απευθύ­ νεται σ’ ένα κοριτσάκι που τον ξεχνά, δείχνει κατά περίπτωση την πραγματικότητα και τη σφοδρότητά της. Εξηγήστε μου πώς θα μπορέσω να διασκεδάσω στο Sandown, όταν δεν θά ’στε πια εκεί; Πώς θα μπορέσω να περπατήσω ολομό-


34/αφιερω μα

ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ ΤΉΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ

ο Μ α ν ώ λη ς Μ ττα ρ μ π ο υ ν ά κ η ς κ α ι ο ι σ υ ν ε ρ γ ά τε ς το υ ο α ς π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν σ τα β ιβ λ ιο π ω λ ε ία ΛΡ1ΣΤΟΤΕΛΟΥΣ 4. ΤΜΛ. 228 682 ΕΓΜΑΤΙΑ150. ιΗΛ. 235916

to μοναδικό παιδικό βιβλιοπωλι Με βιβλία, χιλιάδες βιβλία για σας και τα καιδιά σας από 30 δρχ. Εγκυκλοπαίδειες, παιδικές και μεγάλες,με τις καλύτερες τιμές.

I I I I

ναχος στην παραλία; Πώς θα μπορέσω να καθί­ σω ολομόναχος σ’ αυτά τα ξύλινα σκαλιά; Αλή­ θεια, σας βεβαιώνω, αφού δεν θα μπορώ ποτέ να μείνω μόνος δίχως εσάς, θα πρέπει να ξανάρθετε...». Αν εκφράσω διαφορετικά, με κίνδυνο να τη συστηματοποιήσω, τη συγγένεια που νιώθω ανά­ μεσα στο πρόσωπο που δημιούργησε ο «Βλαντιμίρ Σιρίν» κι αυτό το πρόσωπο που ο Κάρολ που τον τραβούσαν τα κοριτσάκια - τελικά συνέ­ θεσε, θα πω πως κι οι δύο δεν τα πάνε καθόλου καλά με τον εαυτό τους, σε πείσμα, ή εξαιτίας, ακριβώς, μιας κάποιας διαύγειας που τους κάνει να βλέπουν το ανέφικτο κάθε αρμονικής, σεβα­ στής και χρόνιας λύσης. (Ο Κάρολ σ’ ένα άλλο του γράμμα έγραφε: «Προφανώς, δεν υπάρχει καμία δυνατή αρμονία ανάμεσα στο μυαλό ενός γέρου κι ενός παιδιού, αλλά αυτή η λίγη που υπάρχει είναι ηδονική κι υγιής, τουλάχιστον έτσι πιστεύω», διατύπωση όπου το τελικό «τουλάχι­ στον έτσι πιστεύω» απαγορεύει να θεωρήσουμε το «μυαλό» στον αντίποδα του γράμματος). Οι διαφορές, που είναι ολοφάνερες, δεν κατα­ στρέφουν αυτή τη βαθιά συγγένεια: αν ο Μάγος τελικά αυτοκτονεί, το κάνει γιατί μέσα στη γύ­ μνια και την τραχύτητα του θεάματος (και της γλώσσας) που παρουσιάζει, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει τον (πνευματικό) θάνατο του κορι­ τσιού που θέλει ν ’ αποπλανήσει. Μη έχοντας πο­ τέ σπρώξει ώς εκεί τα πράγματα ο Κάρολ, μπό­ ρεσε ν’ αντιμετωπίσει μια κατάσταση το ίδιο ανυπόφορη. Αποτυγχάνουν όμως κι οι δύο, αναγκαία, αναπόφευκτα, όπως το δείχνει για τον Κάρολ επαρκώς το παράδειγμα της σχέσης του με την Αλις Λίντελ. Έ να τελευταίο σημείο: δεν υπάρχει ούτε στα χωρία που ανέφερα, ούτε στο υπόλοιπο αυτής της μεγάλης νουβέλας, ευθέως απότιση φόρου τι­ μής από τον Ναμπόκοφ προς τον Κάρολ. Θα μου επιτραπεί όμως, ελπίζω, να δω ένα κλείσιμο του ματιού, στην εικόνα της γλυκόπικρης ειρωνείας που σημείωσα, στον ίδιο τον τίτλο της νουβέλας: ο ήρωάς του είνα, οτιδήποτε άλλο εκτός από μά­ γος, ο Κάρολ όμως, αυτός, που περηφανευόταν πως μπορούσε «αν το ήθελα, να συνδεθώ κάθε μέρα με καινούριες ομάδες παιδιών» και που όν­ τως τα γοήτευε όπως γοήτεψε αυτόν η Αλις ένα ωραίο απόγευμα του 1864, είναι πράγματι, γι’ αυτόν τον εραστή των μικρών κοριτσιών, ο Μάγος-υπόδειγμα.

□ Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια * Διευθυντής του Βιβλίου του υ- ουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας. Καθηγητής της αγγλικής ριλολογίας στο πανεπιστή μιο Paris VIII, συγγραφέας, του βιβλίου Lewis Carol!, εκβ Seuil.


αφ ιερ ω μ α /3 5

Μωρις Κουτυριέ

Το φαινόμενο Λολίτα


36/αφιερωμα Ο Ναμπόκοφ δεν μπορούσε να υπο­ φέρει να γίνεται λόγος, σχετικά μ’ αυτόν, για επίδραση. Έτσι, επέπληξε με αυστηρότητα τους κριτικούς που είχαν το θράσος α χαρακτηρίσουν ορισμένα του μυθι­ στορήματα -ιδιαίτερα το Πρόσκληση σε τιμωρία και το Κλίση στ’ αριστερά - ως «καφκικά», θεω­ ρώντας πως κάθε αναφορά του είδους ήταν υπο­ τιμητική γι’ αυτόν. Αυτός ο αριστοκράτης της γραφής, λέξη που ανάμεσα στις άλλες απεχθανόταν, καθώς είπε σε μια του συνέντευξη, δεν ανε­ χόταν να σείουν κάποιοι πάνω από το κεφάλι του τη γεμάτη αστέρια σημαία μιας καθιερωμέ­ νης διασημότητας, ακόμα κι αν επρόκειτο για τους αγαπημένους του συγγραφείς. Μάλλον δεν θα επιδοκίμαζε ούτε και την επίκληση της επί­ δρασή τους στους συγχρόνους του και στις μελ­ λοντικές γενιές, καθώς ήταν σίγουρος πως κάθε συγγραφέας άξιζε περισσότερο για την προσωπι­ κή του μεγαλοφυία παρά για την ικανότητά του να ξεσηκώνει αντίζηλους ή να προκαλεί μόδες. Δέκα χρόνια όμως μετά το θάνατό του, πρέπει πράγματι να παραδεχτούμε πως το πέρασμά του από την αμερικάνικη λογοτεχνία, αν και φευγα­ λέο, άφησε βαθιά και ίσως μόνιμα σημάδια. Αρ­ κεί ν’ ανοίξουμε, για να πεισθούμε, τα κριτικά έργα ή τα περιοδικά τα αφιερωμένα στο σύγχρο­ νο αμερικάνικο φανταστικό: Ο Ναμπόκοφ είναι ίσως ο συγγραφέας που αναφέρεται πιο συχνά απ’ όλους, όταν γίνεται λόγος γι’ αυτήν την εξαι­ ρετική αμερικάνικη λογοτεχνική αναγέννηση; που ο Ihab Hassan χαρακτηρίζει ώς «μεταμον­ τέρνα» και που ανοίγεται από τον Τζων Μπαρτ ώς τον Ντόναλντ Μπάρτελμ, από τον Ρόμπερτ Κούβερ ώς τον Γουίλιαμ Γκας, τον Τζων Χόουκς και τον Γκίλμπερτ Σορεντίνο στον Ντον Ντε Λίλο, ή απ’ τον Στάνλεϊ Έλκιν ώς τον Τόμας Πίντσον. Ο τελευταίος, επί τη ευκαιρία, ήταν φοιτη­ τής του στο Κόρνελ. Βέβαια, θα ήταν απρέπεια να θεωρήσουμε τον Ναμπόκοφ δάσκαλο στη γραφή αυτών των πολύ ταλαντούχων συγγρα­ φέων, ακόμα κι αν κάποιοι, όπως ο Σορεντίνο, δεν δίστασαν να τον αντιγράψουν. Αντί γι’ αυτό όμως, μπορούμε να τον θεωρήσουμε, μαζί με τον Μπόρχες κύρια, σαν ένα είδος υποδείγματος, κάπως εξωτικού, που όμως δεν έχει το ταίρι του. Πάντως ο Τόνυ Τάννερ μ’ αυτή τη λογική αντι­ μετωπίζει το πρόβλημα των αμερικάνων απογό­ νων του Ναμπόκοφ, στο εξαιρετικό του έργο Ci­ ty o f Words (Πολιτεία των Λέξεων) που είναι αφιερωμένο στο αμέσως μεταπολεμικό αμερικά­ νικο μυθιστόρημα. ί ί ταν ο Ναμπόκοφ έφτασε στις Ηνωμένες Πο­ λιτείες στα 1940, τα λογοτεχνικά είδωλα της επο­ χής ήταν ο Χεμινγουαίη κι ο Φώκνερ. Είναι γνω­ στές οι επιθέσεις που έκανε, στις συνεντεύξεις του, στον πρώτο, τον οποίο θεωρούσε «συγγρα­

φέα βιβλίων για αγοράκια», και οι λίγο-πολύ ει­ ρωνικές αναφορές που έκανε στον δεύτερο στα μυθιστορήματά του, ιδιαίτερα στη Χλωμή φλό­ γα. Ο Ναμπόκοφ, αν και θεωρούσε τον εαυτό του καθ’ όλα αμερικανό πολίτη, δεν φαντάστηκε ωστόσο ποτέ πως τα ίδια του τα μυθιστορήματα θα μπορούσαν να έχουν θέση μέσα στην αμερι­ κάνικη μυθιστορηματική παράδοση. Δεν συμπα­ θούσε ιδιαίτερα τον Τζέιμς και οι μόνοι συγγρα­ φείς στους οποίους αναφερόταν με κάποια εύ­ νοια και τους οποίους ανέφερε κάποτε δίκην πα­ ραδείγματος ήταν ο Απντάικ, ο Τσίβερ ή ο Γκολντ, συγγραφείς σχετικά κλασικοί στο σύνο­ λό τους. Η ιλιγγιώδης όμως αναρρίχησή του στις Ηνωμνεες Πολιτείες αντιστοιχεί, με αρκετά μεγάλη ακρίβεια, με την άνοδο του μεταμοντέρνου κινή­ ματος που πιο πάνω αναφέρθηκε. Το πρώτο μυ­ θιστόρημα του Μπαρτ, The Floating Opera, εκδόθηκε ακριβώς τη χρονιά που κυκλοφορούσε η Λολίτα στη Γαλλία (1955)· τα πρώτα κείμενα του Μπάρτελμ (Come back-Γύρνα πίσω!Dr. CaligariΟ γιατρός Καλιγκάρι, 1964) και του Πύντσον (V, 1963), χρονολογούνται την ίδια εποχή με τη Χλωμή φλόγα. Αυτοί οι συγγραφείς δεν γνώριζαν τον Να­ μπόκοφ την εποχή που έγραφαν τα σημαντικά τους κείμενα. Τον ανακάλυψαν πολύ αργότερα, κύρια όταν κυκλοφόρησε η Άντα , στα 1969. Το ειδικό τεύχος του περιοδικού Triquarterty, που τιμούσε την εβδομηκοστή επέτειο του Ναμπό­ κοφ, ήταν όντως η πρώτη επίσημη αναγνώριση του μεγάλου δασκάλου από τον αμερικάνικο λο­ γοτεχνικό κόσμο, αν και το κοινό του είχε ήδη δείξει την επιδοκιμασία του εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, δηλαδή από την πρώτη έκδοση της Λολίτας στην Αμερική (1958). Ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς που τον τιμούσαν σ’ αυτό το τεύχος ήταν ο Τζων Μπαρτ, ο Στάνλέί Έλκιν, ο Ίρβιν Σώου, ο Άντονι Μπάρτζες, ο Άλφρεντ Κάζιν και πολλοί άλλοι. Τα πρώτα κριτικά έργα για τον Ναμπόκοφ άρχιζαν τότε να κυκλοφο­ ρούν με κάποια κανονικότητα, από κείνα του Πέιτζ Στέινερ στα 1966 και του Άντριου Φηλντ στα 1967, μέχρι τα βαθυστόχαστα υπομνήματα του Πρόφερ και του Ά πελ για τη Λολίτα. Από τα 1969, είδε τη μέρα πέρα από τον Ατλαντικό μια πραγματική «βιομηχανία Ναμπόκοφ», όπως το μαρτυρά κατά κύριο λόγο το περιοδικό The Nabokovian (που κάποτε ονομαζόταν The Vladi­ mir Nabokov Research Newsletter) που βρίσκε­ ται τώρα στο δέκατο έκτο του τεύχος. Αν και δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την επίδραση του Ναμπόκοφ στους μεταμοντέρνους αμερικάνους μυθιστοριογράφους, φαίνεται ό­ μως, αναδρομικά, πως όλοι θέλουν να τον κά­ νουν τον πιο πολύτιμο δάσκαλο αυτού του κινή­ ματος και τον καλύτερο εκπρόσωπό του. Βέ­ βαια, δεν τολμάνε, φοβούμενοι τη γελοιότητα,


αφιερωμα/37 να χαρακτηρίσουν και τον ίδιο μεταμοντέρνο. Η ετικέτα, που προφανώς θα τον διασκέδαζε πολύ, δεν του πάει περισσότερο απ’ ό,τι σ’ οποιονδήποτε άλλον, ακόμα κι αν πολλά από τα μυθιστορήματά του, η Χλωμή φλόγα και η Ά ντα λόγου χάρη, είναι συχνά απείρως πιο μοντέρνα απ’ αυ­ τά που χαρακτηρίζονται μεταμοντέρνα. Αυτό άλλωστε ήταν αλήθεια ήδη από το Tristram Shandy. Ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει την αμερικάνικη κριτική να θεωρεί συχνά τον Ναμπόκοφ σαν μια απόλυτη αναφορά. Σε μια εξαιρετική συλλογή συνεντεύξεων που κυκλοφόρησε πρόσφατα, το Anything can happen (Ό λα μπορούν να συμ­ βούν), ο Τομ Λε Κλερ γράφει: «Πριν απελευθε­ ρωθεί η αμερικάνικη φανταστική λογοτεχνία με την έκδοση της Λολίτας, ο Τζων Χόουκς κι ο Τζων Μπαρτ έγραφαν μυθιστορήματα τέτοια που στη δεκαετία ’60-’70 θα τα ονόμαζαν “ναμποκοφικά” . Αυτή η παράγραφος είναι διπλά εν­ διαφέρουσα: από τη μία υποβάλλει πως το ναμποκοφικό μυθιστόρημα αποτελεί στο εξής ένα εί­ δος υποδείγματος με το οποίο οι σύγχρονοι μυθιστοριογράφοι είναι πολύ περήφανοι να τους συγκρίνουν και μαρτυρά από την άλλη τον αντί­ κτυπο που είχε η Λολίτα στο κοινό και στους ίδιους τους μυθιστοριογράφους. Αυτό το μυθιστόρημα υπήρξε όντως το πρώτο μεγάλο ερωτικό κείμενο (καθώς ο Οδνσσέας δεν μπαίνει στ’ αλήθεια σ’ αυτήν την κατηγορία), που ξεπέρασε, όχι δίχως δυσκολίες, τα εμπόδια της θεσμικής λογοκρισίας. Τα χρόνια που ακο­ λούθησαν την πρώτη του αμερικάνικη έκδοση, τα παρακάτω μυθιστορήματα πήραν επιτέλους την άδεια να κυκλοφορήσουν ελεύθερα στις Ηνωμένες Πολιτείες: 1959, Ο εραστής της Λαί­ δης Τσάτερλι· 1963, Φάννυ Χιλ· 1964, Ο Τροπι­ κός του Καρκίνου. Βέβαια, τα αμερικάνικα ήθη γίνονταν τότε πιο ελαστικά. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε πως αυτό το μεθυστικό μυθιστόρημα, που έβαλε τη λέξη «nymphet» (νυμφίδιο) στο αμερικάνικο λεξικό, οδήγησε ίσως αυτήν την πουριτανική κοινωνία στο να καταλάβει πως το ποιητικό και το ερωτικό στοιχείο μπορούσαν σε μερικά κείμενα «θεία» να είναι συνώνυμα ή να αναλύονται σ’ έναν εδεμικό «προερωτισμό», αυ­ τόν που θα δούμε σε λίγο ν’ αναδύεται στην Ά ν ­ τα. Ναι, μπορούμε να πούμε πως η Λολίτα ελευ­ θέρωσε ώς ένα σημείο το αμερικάνικο μυθιστό­ ρημα, πως του επέτρεψε ν’ αναλάβει πιο ελεύθε­ ρα τις τόλμες του.

η Α έ σ α σ’ ένα τέτοιο κλίμα χειραφέτησης, που το δημιούργησε αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, θα παραστούμε σε μια ξεκάθαρη υποχώρηση του

διδακτισμού στο αμερικάνικο μυθιστόρημα. Οι συγγραφείς της «χαμένης γενιάς», ο Χεμινγουαίη, ο Φιτζέραλντ και οι άλλοι, σκέφτονταν ακόμη σιωπηλά, πως ήταν οι φορείς θεμελιωδών μύθων της Αμερικής, ακόμα κι όταν -και προ­ παντός τότε- επαναστατούσαν ενάντια στην κοι­ νωνία της εποχής τους. Από τα 1955 κι έπειτα, το αμερικάνικο μυθιστόρημα, όχι του Μπέλλοου, του Απντάικ, του Μάλαμουντ ή του Μέιλερ, αλ­ λά του Μπαρτ, Πύντσον, Μπάρτελμ, Κούβερ ύ Γκας, ήρθε ως επί το πλείστον σε ρήξη μ’ αυτούς τους μύθους, που άλλωστε άρχιζαν πια να γίνο­ νται αισθητά λιγότερο ελκτικοί. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι συγγραφείς, που γεννήθηκαν γύρω στα 1930, είχαν γνωρίσει το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τον πόλεμο της Κορέας, όπου πολέμησαν αρκετοί απ’ αυτούς, το μακαρθισμό και τον πόλεμο του Βιετνάμ. Δεν εί­ χαν πια το αίσθημα πως όφειλαν να υπηρετή­ σουν αυτό που ο Μπάρτελμ ονομάζει «αυτήν την απαίσια κοινή γνώμη». Θεωρούσαν αντίθετα πως αυτή η ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδος είχε σημαντικά συμβάλει στην αναθεώρηση όλων των καθιερωμένων αντιλήψεων και άρα γέννησε επί­ σης ανομολόγητους μύθους. Ό χ ι στράτευση πια, ακόμα και στους μαύρους συγγραφείς όπως ο Ισμαήλ Ρηντ, ή ο Κλάρεν Μέιτζορ, όχι μια ιδεο­ λογία ούτε καν φιλελεύθερη, όχι πια μεγάλες ιδέες σαν κι αυτές που ο Ναμπόκοφ αρέσκονταν


38/αφιερωμα να λέει με χιούμορ πως βρίσκονταν ήδη «στην εφημερίδα του χτες». Αυτή η συμπεριφορά αναδίπλωσης του συγ­ γραφέα, κύρια μεταμοντέρνα, προκάλεσε άλλω­ στε βίαιες αντιδράσεις στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν μερικοί κριτικοί άρχισαν να στιγ­ ματίζουν αυτή τη λογοτεχνία που στέκεται απο­ φασιστικά παράμερα από τα «μεγάλα προβλήμα­ τα», όπως ελεεινολογούσε ο Γκάρντνερ, «αυτή τη λογοτεχνία που στρέφεται ενάντια στον ίδιο της τον εαυτό», όπως έλεγε ο Γκραφ σ’ έναν φημι­ σμένο τίτλο. Στη διάρκεια μιας συζήτησης, ο αν­ τίπαλος του Τζων Γκάρντνερ, ο Γουίλιαμ Γκας, ένθερμος θαυμαστής του Ναμπόκοφ, έκανε την απολογία αυτής της λογοτεχνίας, της εντελώς αποστρατευμένης, που αρνείται να θεωρήσει τη γλώσσα σαν «ένα εργαλείο» επιφορτισμένο να εκφράζει ιδέες και προτιμά να βλέπει σ’ αυτήν ένα χώρο, έναν παράλληλο κόσμο ικανό να συ­ ναγωνιστεί αποτελεσματικά αυτόν στον οποίο ζούμε. Κατά το παράδειγμα του Ναμπόκοφ, δήλωνε στη συνέντευξή του με τον Μπερνάρ Πιβό: «Πρέπει να παίρνουμε ό,τι μπορούμε από τις λέ­ ξεις, γιατί είναι ο μόνος αληθινός θησαυρός που ένας αληθινός συγγραφέας διαθέτει», οι μετα­ μοντέρνοι συγγραφείς, οι καλύτεροι απ’ αυτούς εν πάση περιπτώσει, ενέργησαν λες και η γλώσ­ σα, αντί να είναι ένα κάπως ασθματικό σχήμα, ήταν ένας πρωτοφανής θησαυρός απ’ όπου μπο­ ρούσαμε να αντλήσουμε εικόνες ασυνήθιστες, κόσμους μαγικούς και ταραγμένους. Ποτέ το αμερικάνικο μυθιστόρημα δεν ήταν τόσο «γρα­ πτό» όσο με τον Μπαρτ και τον Μπάρτελμ. Ποτέ δεν είχε επινοήσει τόσους μαγικούς και ταραγμέ­ νους κόσμους. Ποτέ δεν είχε επινοήσει τόσους παράλληλους κόσμους, τόσο δουλεμένους όσο στον Πύντσον, στον Κούβερ ή στον Έλκιν. Η μεταφορά αρχίζει ν’ ανθίζει παντού με μια φοβε­ ρή αφθονία, στον Έλκιν ή στον Μπάρτελμ, λες και η «πραγματικότητα», - «έξη που δεν έχει κα­ μιά σημασία», έλεγε ο Ναμπόκοφ, «αν δεν την βάλουμε σε εισαγωγικά» - «η απαίσια κοινή γνώμη» δεν επέβαλλε πια το νόμο της στο συγ­ γραφέα.

Π

ρέπει να παραδεχτούμε πως ο Ναμπόκοφ, που έγινε αμερικανός συγγραφέας λόγω μιας σειράς τυχαίων συμβάντων στην ιστορία, έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε μυθιστοριογράφο για να πλάσει αυτή την καινούρια γλώσσα, εκτός κοινής γνώμης, αυτή τη γλώσσα που οι Απντάικ και Γκας, επιδέξιοι οι ίδιοι, αναγνώρι­ σαν σαν την πιο όμορφη λογοτεχνική γλώσσα του αιώνα στ’ αγγλικά. Αυτή η γλώσσα όμως μοιάζει πολύ λίγο, τόσο στις δομές της όσο και στο λεκτικό της, στη γλώσσα που μιλά ο μέσος

αμερικάνος. Κάποιοι κριτικοί έφτασαν να πουν μέχρι και πως ο Ναμπόκοφ δεν έγραφε στ’ αγ­ γλικά αλλά σε μια ξένη γλώσσα, τη στιγμή που ένας Κόνραντ κατάφερε να γλιστρήσει ολοκλη­ ρωτικά στη γλώσσα που υιοθέτησε. Ο Ναμπόκοφ που δεν συμπαθούσε ιδιαίτερα αυτόν τον συγ­ γραφέα που τόσο συχνά αναφερόταν σαν παρά­ δειγμα, δεν προσπάθησε να υποταχθεί στη γλώσ­ σα, αν και ήταν εντελώς ικανός να τη μιμηθεί, όπως το έδειξε στη Λολίτα. Αντίθετα, θέλησε να επωφεληθεί από τη θέση του του περιθωριακού σε σχέση με τη γλώσσα που υιοθέτησε για να γράψει μια λογοτεχνία στο περιθώριο της κυ­ ρίαρχης λογοτεχνίας. Γενικά, οικειοποιήθηκε ασεβώς τη γλώσσα που δανειζόταν για να την κάνει ένα ευκολοκατέργαστο υλικό, δηλαδή δίχως υπερβολικά επί­ μονες ασυνείδητες προσκολλήσεις, αφού δεν επρόκειτο για τη μητρική του γλώσσα. Ο Να­ μπόκοφ είχε βέβαια μάθει τ’ αγγλικά από πολύ μικρός με γκουβερνάντες, αλλά δεν ήταν γι’ αυ­ τόν αρχικά παρά μια γλώσσα πολυτελείας που δεν μεσολαβούσε παρά κατ’ εξαίρεση στις συ­ ναλλαγές του με τους πλησίον του. Ίσως γι’ αυ­ τό μπόρεσε να παίξει μ’ αυτήν μ’ έναν τρόπο τό­ σο εύθυμο, δίχως να χρειαστεί ν’ ανατρέξει στους περίεργους μηχανισμούς που φαντάστη­ καν οι σουρεαλιστές.

ΐ λ ν η εφεύρεση μιας γλώσσας «διαφορετικής απ’ αυτήν που ακούμε κάθε μέρα» κι η «φυγή από το εγώ», αποτελεί, καταπώς ισχυρίζεται ο Μπάρτελμ, έναν από τους πρώτους στόχους που προσπαθεί να καταχτήσει ο μεταμοντέρνος συγ­ γραφέας (λέξη που ο Μπάρτελμ, που απεχθάνεται κι αυτός επίσης τις κλισέ εκφράσεις, δεν συμπαθεί ιδιαίτερα) μπορούμε να πούμε πως ο Ναμπόκοφ είναι η κατεξοχήν μεταμοντέρνα ευ­ φυΐα. Θα μπορούσαμε όμως τότε να πούμε το ίδιο πράγμα και για τον Μπόρχες ή για τον Καλβίνο. Σίγουρα ο Ναμπόκοφ χρωστά στην Αμερι­ κή, που σήμερα αναγνωρίζει το χρέος της απέ­ ναντι του, το ότι έγινε ένας μεγάλος αμερικανός συγγραφέας, αλλά δεν είναι πολίτης μόνο αυτής της λογοτεχνίας. Η μεγαλοπρεπής γλώσσα του, η άφθο'-η φαντασία του και τα αφηγηματικά του κατορθώματα τού αποδίδουν μία θέση εκλεκτού στην παγκόσμια κληρονομιά, όπου συγχρωτίζε­ ται ανάκατα με τον Σαίξπηρ και τον Προυστ, τον Δάντη και τον Πούσκιν και τις ίδιες του τις επινοήσεις, τη Βίβιαν Ντάρκμπλουμ και τον Βαντίμ Μακ Ναμπ!

□ Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δη μη τρούλια


αφιερωμα/39

Μαρσελέν Πλεϊνέ

Ο καθηγητής

ΝΛΛΙΠΟΚΟΊ» Η κριτική σκέψη του Ναμπόκοφ μέσα από τις παραδόσεις και τις ομιλίες του: Μια συνεχής απόδειξη της συγκεκριμένης εμπειρίας.


40/αψιερωμα Στα 1962, απαντώντας στις ερωτή­ σεις των δημοσιογράφων που του έπαιρναν συνέντευξη με την ευκαι­ ρία της προβολής της ταινίας Λολίτα, ο Ναμπόκοφ δηλώνει: «Στα 1940, πριν ξεκινήσω την πα­ νεπιστημιακή μου καριέρα στην Αμερική, μπήκα ευτυχώς στον κόπο να γράψω εκατό περίπου διαλέξεις -πάνω από δυο χιλιάδες σελίδες- για τη ρώσικη λογοτεχνία, κι αργότερα άλλες εκατό περίπου για τους μεγάλους μυθιστοριογράφους, από την Τζέιν Ώστιν ώς τον Τζέιμς Τζόυς. Έζησα μ’ αυτό το κεφάλαιο στο Γουέλσλεϋ και στο Κόρνελ για είκοσι πανεπιστημιακά χρόνια». (Β. Ναμπόκοφ, Ισχυρογνωμοσύνες). Αυτά τα άρθρα που επανέρχονται σήμερα με τον τίτλο Λογοτε­ χνίες I και II, αποτελούν, μαζί με κάποια άρθρα που βρίσκονται στο τέλος της συλλογής ομιλιών Ισχυρογνωμοσύνες, το κύριο κριτικό έργο του Ναμπόκοφ.

Η θέση αυτής της δουλειάς κριτικής σκέψης (μέσα στη βιογραφία του συγγραφέα), προσφέ­ ρει αδιαμφισβήτητα ένα κλειδί ανάγνωσης σχετι­ κά με τη γενική θέση του Ναμπόκοφ απέναντι στη λογοτεχνία. Δεν θα κερδίζαμε, όντως, πολ­ λά, αν απλά περιορίζαμε την κριτική ευφυΐα του Ναμπόκοφ από τη μια στην κατά λέξη ανάγνωση που μας προτείνει των μυθιστορημάτων του Ντίκενς, Φλωμπέρ, Προυστ, Κάφκα, Τζόυς, Γκόγκολ, Ντοστογιέφσκη κτλ., κι από την άλλη σε εκείνη ή την άλλη δήλωσή του, περισσότερο ή λι­ γότερο προκλητική, για τον Θερβάντες ή τον Σελίν. Η λεπτολογία που ο Ναμπόκοφ φέρνει στις αναλύσεις του της μυθιστορηματικής λογοτε­ χνίας και στις λογοτεχνικές του κριτικές, συν­ δέεται στενά στις «ισχυρογνωμοσύνες» (strong opinions) που προβάλλουν την ακρίβεια με την οποία διαγράφει τη βιογραφική του διαδρομή στις ομιλίες (όλες γραμμένες και ξαναδιαβασμέ­ νες από το συγγραφέα πριν εκδοθούν) και τις δηλώσεις που κάνει από δω κι από κει σε διάφο­ ρους δημοσιογράφους. Αυτό που είναι εντυπω­ σιακό σ’ αυτή τη σειρά διαλέξεων και παραδό­ σεων είναι η θέληση που εκδηλώνει ο Ναμπό­ κοφ, να κρατήσει το ακροατήριό του στο επίπε­ δο της συγκεκριμένης εμπειρίας και μόνο: «Σ’ όλη την πανεπιστημιακή καριέρα μου προσπά­ θησα να εφοδιάσω τους φοιτητές της λογοτε­ χνίας μ’ ένα σύνολο ακριβών πληροφοριών πάνω στις λεπτομέρειες, στους συνδυασμούς των λε­ πτομερειών απ’ όπου πετιέται η αισθησιακή σπί­ θα, δίχως την οποία ένα έργο δεν είναι παρά ένα νεκρό έργο». (Ισχυρογνωμοσύνες). Έτσι, θ’ αγα­ νακτήσει με την εξομοίωση του Οόνσσέα του Τζέιμς Τζόυς με την Οδύσσεια, για ν’ αφιερώσει το πιο σημαντικό μέρος του μαθήματός του στη χρήση του χρόνου του Leopold Bloom (Λέοπολντ

Μπλουμ) και στις γεωγραφικές του μετατοπίσεις με τη συντροφιά του Stephen (Στήβεν) στο Δου­ βλίνο, του οποίου ο Ναμπόκοφ συντάσσει το λε­ πτομερειακό πλάνο. Ό πω ς και θα καθυστερήσει στο κασκέτο που ο Σαρλ Μποβαρύ μικρός κρατά στην τάξη, στα γόνατά του, γράφοντας σχετικά με το παιγμένο θεατρικό που κλείνει το γαμήλιο γεύμα της Έμμα και του Σαρλ Μποβαρύ: «Γενι­ κά, το ανεβασμένο έργο φεύγει από κει που κα­ ταστρεφόταν το κασκέτο, που τέλειωνε σ’ ένα χαρτονένιο πολύγωνο».

δάσκαλος και κριτικός Ναμπόκοφ αποδεί­ χνει περίτρανα τη λογική των προσδιορισμών της συγκεκριμένης εμπειρίας που δομεί τη μυθι­ στορηματική δημιουργία (θα υπογραμμίσει για τον ίδιο, την ανάγνωση ενός άρθρου σε μια εφη­ μερίδα, αφιερωμένου σ’ έναν σχεδιαστή πίθηκο, σαν αίτιο της πρώτης γραφής της Λολίτας), όπως και αντιτίθεται, όχι με μικρότερο σθένος, σε κάθε είδους ερμηνείες ιδεολογικού τύπου. Η αυτολεξία της ανάλυσης των γεγονότων, συγκε­ κριμένη, δεν βρίσκεται εκεί άλλωστε παρά μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει το ανόητο των ιδεολο­ γικών ερμηνειών. Θα επικρίνει την ερμηνεία της Κυρία Μποβαρύ σαν μυθιστόρημα ρεαλιστικό ή νατουραλιστικό, συντάσσοντας τον κατάλογο των πολυάριθμων «μη εύλογων» λεπτομερειών με τις οποίες διανθίζει τις περιγραφές του ο Φλω­ μπέρ. Και θα βρούμε, τόσο στο μάθημά του για τον Οδυσσέα (Λογοτεχνία Γ) όσο και στο άρθρο του για τη Ναυτία («Μια πρώτη προσπάθεια του Σαρτρ» Ισχυρογνωμοσύνες), την ίδια άρνηση «των κριτικών που ενδιαφέρονται περισσότερο για τις ιδέες, τις γενικές θεωρήσεις και τους αν­ θρώπινους παράγοντες παρά για το ίδιο το έργο τέχνης». Γράφει στο τέλος της έκθεσής του για το βιβλίο του Σαρτρ: «Ό ταν ένας συγγραφέας προσπαθεί να ντύσει με τη φιλοσοφική του έμ­ πνευση, την αδικαιολόγητη και αυθαίρετη, ένα ανυπεράσπιστο ον που επινόησε γι’ αυτό το σκο­ πό, του χρειάζεται πολύ ταλέντο για να πετύχει ένα τέτοιο μεγάλο κατόρθωμα». Η αντίσταση του Ναμπόκοφ στην ιδεολογική ερμηνεία είναι τέτοια που τον οδηγεί στο να αποκλείσει όλες τις μορφές εξωλογοτεχνικής προσέγγισης: «Η ίδια η έννοια του συμβόλου μού ’φερνε πάντα τρόμο, και δεν θα κουραστώ ποτέ να διηγούμαι πως έκοψα ένα φοιτητή... γιατί είχε γράψει πως η Τζέιν Ώστιν περιγράφει τα φύλλα λέγοντας πως είναι πράσινα, γιατί η Φάννυ είναι γεμάτη ελπί­ δα και το “πράσινο είναι το χρώμα της ελπί­ δας”». (Ισχυρογνωμοσύνες). Υποδεικνύει έναν τέτοιο τρόπο ερμηνείας του ονόματος «pochlost’» και διευκρινίζει: «το pochlost’ στη σημερινή λο­ γοτεχνία πρέπει να το αναζητήσουμε στη φροϋ­ δική συμβολική, στις μυθολογίες με τους μίτους,


αφιερωμα/41 τον κοινωνικό λόγο, τα ανθρωπιστικά μηνύματα, τις πολιτικές αλληγορίες, την υπερβολική έγνοια για τις τάξεις και τις φυλές...» (Ισχυρογνωμοσύνες), για να καταλήξει στο συμπέρασμα: «Η με­ γαλύτερη χάρη που ζητώ από έναν κριτικό είναι να εκφράζει αυτό που νιώθω, αυτό που σκέφτο­ μαι, με την πιο μεγάλη φιλαλήθεια, με την πιο μεγάλη δυνατή ακρίβεια».

λος λοιπόν ο θεωρητικός και κριτικός λόγος του Ναμπόκοφ υπογραμμίζει με σθένος τη βάση της συγκεκριμένης εμπειρίας, στην οποία είναι τοποθετημένες οι αισθήσεις και η σκέψη. Κι απ’ αυτήν την άποψη δεν είναι εκπληκτικό ότι το σύνολο των πανεπιστημιακών ομιλιών, η σύντα­ ξη της Λολίτας κι η σύνταξη της βιογραφίας Ά λ ­ λες όχθες (Speak, Memory) είναι σύγχρονα. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ είναι αναμφισβήτητα πρώ­ τα μυθιστοριογράφος, κι ύστερα κριτικός. Το σύνολο δηλαδή των δραστηριοτήτων του (συμπεριλαμβανόμενης ακόμα και της δραστηριότητάς του ως «λεπιδοπτερολόγου»), κατατίθεται στο λογαριασμό της μυθιστορηματικής δημιουργίας. Και για να επιμείνουμε σ’ αυτή την απαίτηση συγκεκριμένης εμπειρίας, ξαναβρίσκουμε πράγ­ ματι όλη την πειστική δύναμη του λόγου του Ναμπόκοφ κι όλες τις απολυτότητές του βαλμέ­ νες βιογραφικά, αν θυμηθούμε πως ανάμεσα στα 1939 και στα 1956 ο μυθιστοριογράφος πραγμα­ τοποιεί μια από τις πιο δύσκολες μεταβολές που γνώρισε ποτέ, εγκαταλείπει δηλαδή τα ρώσικα (μέχρι τότε όλα του τα μυθιστορήματα είχαν γραφτεί στα ρώσικα με το ψευδώνυμο Σιρίν) και περνάει στ’ αγγλικά, όπου θα υπογράφει πια με το επώνυμό του. Μην ξεχνάμε πως ο Ναμπόκοφ είναι ένας εμιγκρές της πρώτης στιγμής και πως τα αντισοβιετικά του αισθήματα μένουν ώς το τέλος βίαια. Στα 1922 αρνείται να μιλήσει με τον Αντρέι Μπιέλυ και τον Αλέξη Τολστόι, γιατί τό­ τε ήτανε ανοιχτά σοβιετόφιλοι (Ισχνρογνωμοσύνες), στις Ηνωμένες Πολιτείες τα χαλάει με τον Ρομάν Γιάκομπσον, σοκαρισμένος απ’ αυτό που «ονόμαζε φιλοσοβιετικές τάσεις» του γλωσσολό­ γου (Β. Ναμπόκοφ - Άντριου Φηλντ). Στην εγ­ κατάλειψη της ρώσικης γλώσσας και την οριστι­ κή επιλογή της αγγλικής, δεν είναι τάχα κυρίαρ­ χο κι αυτό που τούτη η συνεχής απόδειξη της συγκεκριμένης εμπειρίας τείνει να δηλώσει; Θέ­ λω να πω την προσπάθεια, την αλήθεια, την εξο­ ρία και την απομόνωση ενός ανθρώπου, μόνου ιιέσα στις γλώσσες, απέναντι στη μαζική εξουσία cou ψεύδους (α λα pochlost’) των ιδεών και της ιστορίας.

Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο Μ ΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ

Η ανεκτίμητη πνευματική κλη­ ρονομιά που άφησε στο Έ θνος ο Κωστής Παλαμάς, ολόκληρο το ποιητικό και πεζογραφικό έρ ­ γο του, πρώτη φορά συγκεντρω­ μένο υπεύθυνα και συστηματι­ κά.

Κ. ΠΑΛ ΑΜΑ Α Π ΑΝΤ Α ΤΟΜΟΙ 16 ΔΕΜΕΝΟΙ ΣΕΛΙΔΕΣ 8.000 ΣΧ. 14,5 χ 21,5

φιλολογική επιμέλεια Γ. Κ. ΚΑΤΣΙΜΠΑΛΗ - ΙΔΡΥΜΑ ΠΑΛΑΜΑ

ΑΠΟ 24.000 Μ ΟΝΟ 12.000 Επωφελειθείτε τη μοναδική ευ ­ καιρία να αποκτήσετε μια πλήρη σειρά των «Απάντων» πριν εξαν­ τληθούν. Μικρή τρίμηνη διευκό­ λυνση δεκτή.

'

0 : 36.12.900 —

ή γράψτε: ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΣΗ ΣΟΛΩΝΟΣ 112 ΑΘΗΝΑ 10.681


42/αφιερωμα

Σ ιμ ό ν Κ αρλίνσ κυ

Τα ρωσικά παιχνίδια

Οι αμερικανοί κριτικοί και ερμη­ νευτές, παθιασμένοι με τη λογοτε­ χνική ανάλυση και οικείοι του Τζόυς και του Τ. Σ. Έλιοτ, λατρεύουν να ξεδια­ λύνουν κάθε είδους λογοτεχνικούς γρίφους για τη μόρφωση των αναγνωστών τους, αλλά και των λιγότερο πληροφορημένων συναδέλφων τους. Έτσι, λίγο καιρό μετά την έκδοση και την επιτυχία της Λολίτας, πολλοί αμερικανοί σχο­ λιαστές έσπευσαν να βρουν πολυάριθμους υπαι­ νιγμούς από το έργο του Έντγκαρ Ά λαν Πόε στο μυθιστόρημα αυτό· μετά ανακάλυψαν ίχνη και παραφράσεις του Σουίφτ και του Πόουπ στη Χλωμή Φλόγα. Τελικά, οι καλύτεροι κριτικοί υπογράμμισαν τη σημασία των βυρωνικών υπαι­ νιγμών στην Ά ντα και ανέτρεξαν στον Σατωμπριάν για να εξηγήσουν τα πολλαπλά θέματα και τις παραλλαγές που αυτό το βιβλίο περικλεί-

Πριν όμως ο Ναμπόκοφ γράψει το παραμικρό κείμενο στ’ αγγλικά, ήταν ήδη ένας ολοκληρωμέ­ νος συγγραφέας στα ρώσικα και αυτήν την τέχνη του υπαινιγμού και της λογοτεχνικής αναφοράς, που υπήρξε γι’ αυτόν ένας ουσιώδης αφηγηματι­ κός τρόπος, την ανέπτυξε στα ρώσικα μυθιστορήματά του - που τώρα έχουν μεταφραστεί στ’ αγγλικά κι αποτελούν ένα απαραίτητο κομμάτι του ολοκληρωμένου του έργου. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ανακάτεψε πάντα τη ρώσικη λογοτεχνία στα πρώτα του έργα και συνέχισε να το κάνει και στ’ αγγλικά. Αλλά οι αρμόδιοι κριτικοί οι πραγματικά ικανοί να απο­ δώσουν δικαιοσύνη στον πλούτο του ύφους του ή στην κομψότητα των πλοκών του, και να δια­ κρίνουν τους πιο λεπτούς και πιο κρυμμένους υπαινιγμούς στην Κάρμεν του Μεριμέ ή στην Ανναμπέλ Λη του Πόε, τσαλαβουτάνε και μπλέκον­ ται άσχημα μόλις ο Ναμπόκοφ αναφέρεται σ’


αφιερωμα/43

Ο Ναμπόκοφ στις αρχές του 70. Δού­ λευε σχεδιάζοντας ένα βιβλίο για τις πεταλούδες. Αριστερά: Μετα­ μορφώσεις της Πε­ ταλούδας

ένα έργο της ρωσικής λογοτεχνίας που το ξέρουν και τα μικρά παιδιά στη Σοβιετική Ένωση (ή που ο κάθε αμερικανός φοιτητής που έχει παρα­ κολουθήσει ένα εισαγωγικό μάθημα στη μετα­ φρασμένη ρώσικη λογοτεχνία το ξέρει). Διατυπωμένη στη δεκαετία του ’20, την παρά­ λογη κι αθεμελίωτη ρήση του Τ.Σ. Έλιοτ, που διατεινόταν πως η ρώσικη λογοτεχνία δεν περι­ λάμβανε παρά μισή ντουζίνα καλούς μυθιστοριογράφους και κανέναν ποιητή ή συγγραφέα με ταλέντο, δεν την ασπάζονται ωστόσο υποχρεωτι­ κά και οι πιο πολλοί από τους καθηγητές και κριτικούς της αμερικάνικης λογοτεχνίας. Τουλά­ χιστον αυτό λέει πολλά για την άγνοια που έχουν της ρώσικης λογοτεχνίας. Να γιατί, στην κριτική του για την Ά ντα , που δημοσιεύτηκε στο The New York Times Review of Books, ο Μάθιου Χόντγκατ, ενώ μπόρεσε να βρει τη σημαντική ομοιότητα που υπάρχει ανάμεσα στο όνομα της ηρωίδας και το όνομα της κόρης του λόρδου Μπάυρον, είναι εντελώς λάθος όσον αφορά τον υπότιτλο του μυθιστορήματος: «Το χρονικό μιας οικογένειας». Στην πραγματικότητα Το χρονικό μιας οικογέ­ νειας του Σερζ Αξάκοφ είναι ένα από τα πιο γνωστά έργα της ρώσικης λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Από καιρό διαθέσιμο στ’ αγγλικά, δεν εί­ ναι ούτε ελάσσον, ούτε σκοτεινό. Αυτός ο πίνα­ κας της αργής και πατριαρχικής ζωής σ’ ένα χτή­ μα εξοχικό, μακριά απ’ όλα, που διαδραματίζε­ ται στη Ρωσία στις αρχές του 14ου αιώνα, ενέ­ πνευσε στον Ναμπόκοφ την ταυτόχρονα νοσταλγική και παρωδιακή του περιγραφή της αριστο­

κρατίας της γης που εμφανίζεται στην Άντα. Για να αποφύγει την παραμικρή αμφιβολία, βά­ ζει στο μυθιστόρημά του τα ελάσσονα πρόσωπα του Σερζ Αξάκοφ και του «εγγονού Μπαγκρόφ», όπου αυτός ο τελευταίος είναι ο ήρωας της συνέ­ χειας του Χρονικού μιας οικογένειας, που έχει τον τίτλο Τα παιδικά χρόνια τον εγγονού Μπαγ­ κρόφ. Αγνοώντας όλ’ αυτά, ο Μ. Χόντγκαρτ αποφάσισε πως ο υπότιτλος Το χρονικό μιας οι­ κογένειας, δήλωνε πως η Ά ντα ήταν μια παρω­ δία τής «οικογενειακής παράδοσης» που ο Γκαλσγουέρθυ κι ο Τόμας Μαν είχαν φέρει στη μόδα την αυγή του 20ού αιώνα. Μ’ έναν τρόπο που φέρνει στο νου τις περίφη­ μες εμφανίσεις \ λ Χίτσκοκ σε κάθε του ταινία, ο Ναμπόκοφ εισάγει ρώσικα λογοτεχνικά παι­ χνίδια σε κάθε του μυθιστόρημα. Ωστόσο ο μη πληροφορημένος αναγνώστης μπορεί ν’ αφήσει να του ξεφύγει κάποια διακριτική αναφορά σ’ ένα ποίημα του Τιόντσεφ στο βιβλίο Πρόσκληση σε τιμωρία, ή να μην συλλάβει τα λεπτά γαλλ,ορώσικα λογοπαίγνια στο Κλίση στ’ αριστερά, που περιστρέφονται γύρω από το μονόλογο του Άμλετ στα ρώσικα, και παρ’ όλα αυτά, να διεισδύσει δίχως δυσκολία σ’ αυτά τα μυθιστορήμα­ τα. Για τρία ουσιώδη όμως έργα, οι αναφορές στη ρώσικη λογοτεχνία αποτελούν ένα τόσο ση­ μαντικό στοιχείο που το να αφήσουμε να μας ξεφύγουν ισοδυναμεί με χάσιμο ενός μεγάλου μέ­ ρους της σημασίας αυτών των βιβλίων. Αυτά τα έργα είναι Ο Ντον, το θεατρικό με τον τίτλο The event (Το γεγονός), που δημοσιεύτηκε στο The man from the USSR και η Άντα.


44/αφιερωμα Σ’ αυτό το τελευταίο μυθιστόρημα, με την αφηγηματική δομή που πλησιάζει την επιστημο­ νική φαντασία, η κοινωνική και λογοτεχνική πραγματικότητα της Ρωσίας του 19ου αιώνα προβάλλεται σ’ ένα φόντο που παρουσιάζει την Αμερική στα μισά του 20ού αι., γεγονός που δί­ νει σαν δύο φωτογραφίες, τη μία πάνω στην άλ­ λη. Η ρωσική γλώσσα και λογοτεχνία, καθώς και, σε μικρότερο βαθμό, η γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία διαπερνούν τη λεκτική υφή του έρ­ γου. Οι ρωσικές λέξεις και φράσεις αναφέρονται, μεταφράζονται κατά τρόπο ακριβή, υπαι­ νικτικό ή αποφασιστικά λανθασμένο, για σκο­ πούς χιουμοριστικούς ή για να επιτρέψουν λογο­ παίγνια. Είτε τα αναγνωρίζουμε είτε όχι τα χω­ ρία που ’χει δανειστεί από τον Ευγένιο Ονέγκιν του Πούσκιν, από το θεατρικό έργο του Γκριμπογένοφ Συμφορά απ’ το πολύ μυαλό, από τον Τολστόι, από αρκετά θεατρικά του Τσέχωφ, κι από πάρα πολλούς, για να τους αναφέρουμε, ρώσους ποιητές, διαμορφώνουν τη διήγηση του συγγραφέα και τους διαλόγους των προσώπων. Οι πολυμαθείς κι οι ειδικοί της ρώσικης λογοτε­ χνίας, εμπαίζονται μεσ’ από όρους που μόνο αυ­ τοί οι τελευταίοι μπορούν να καταλάβουν. Τα λογοτεχνικά παιχνίδια στα οποία ευρέως

τάσα του Τσέχωφ καθώς κι αυτή στο ποίημα του Μπωντλαίρ: «Η αυγή τρέμοντας, μ’ ένα φόρεμα ροζ και πράσινο, προχωρούσε αργά στον έρημο Σηκουάνα» (Λυκόφως του πρωινού). Το κεφά­ λαιο όπου ο Βαν πηγαίνει την Ά ντα και τη Λυσέτ σ’ ένα ρώσικο καμπαρέ της Νέας Υόρκης, προσφέρει στον Ναμπόκοφ την ευκαιρία να επιδοθεί, ως βιρτουόζος, σε μια σειρά μεταφράσεις των πιο ωραίων τραγουδιών του ρώσικου τσιγκάνικου ρεπερτορίου· ακόμα καλύτερα, η αγ­ γλική έκδοση μιας απ’ αυτές, διαβασμένη με έ­ ντονη προφορά, μπορεί να πάρει τη ρώσικη το­ νικότητα ενός λαϊκού τραγουδιού του Μπούλα Οκουντγιάβα, του “σοβιετικού Μπομπ Ντύλαν” . Ό λα αυτά δεν εμπόδισαν κάποιους έξυπνους κριτικούς σαν τον Ρόμπερτ Άλτερ ή τον Άλφρεντ Άππελ Τζο, να γράψουν για την Άντα σχόλια όλο κομψότητα κι ευαισθησία δίχως ωστόσο να ριψοκινδυνεύουν βαθιά στα ρώσικα άβατα. Επίσης, αυτές οι λογοτεχνικές παραφυά­ δες δεν ενόχλησαν τους χιλιάδες ικανοποιημέ­ νους αναγνώστες που βρήκαν στα άλλα πλούτη του μυθιστορήματος αρκετό υλικό, έτσι ώστε να παραμελήσουν τα πολιτισμικά εμπόδια, τα οποία άλλωστε, στην πλειοψηφία τους, ούτε και παρατήρησαν. Παρ’ όλους τους πολλαπλούς υπαινιγμούς και τις λογοτεχνικές ενδείξεις που είναι σπαρμένες εδώ και κει από το συγγραφέα, ωστόσο οι κριτικοί όπως κι οι αναγνώστες αγνόησαν σχεδόν όλοι μια ουσιαστική διάσταση αυτού του έργου: την καταγωγή και τη δαιμο­ νιακή φύση του ήρωα και της ηρωίδας. Έχοντας το παρατσούκλι Δαίμονας, ο πατέ­ ρας του Βαν και της Άντας, συγκρίνεται αστα­ μάτητα με τον ήρωα του κυριότερου έργου του Μιχαήλ Λερμοντόφ, το Δαίμονα, αφηγηματικό ποίημα με λαμπερούς χρωματισμούς, μερικές φορές λίγο ψεύτικους, που διαδραματίζεται στον Καύκασο και διηγείται τους έρωτες ενός βυρωνικού δαίμονα και μιας νεαρής αιθέριας

Μιχαήλ Λερμοντόφ. Το κυριότερο έργο του είναι Ο Δαίμων, ο ήρωας του οποίου συγκρίνεται με τον πατέρα του Βαν και της Άντας. επιδίδεται στην Ά ντα ο Ναμπόκοφ, βρίσκουν κάποια εικονογράφηση όταν δίνει σ’ ένα νέο κο­ ρίτσι, που τ’ όνομά του είναι Aube (Ωμπ = Αυ­ γή), το ρόλο της Νατάσας απ’ ένα έργο του Τσέ­ χωφ, Οι Τέσσερις αδελφές (Οι τρεις αδελφές συν τη Βάρια του Βυσσινόκηπου του ίδιου συγγρα­ φέα) στο οποίο η ηρωίδα του μυθιστορήματος εμφανίζεται επίσης. Αυτό εξηγεί γιατί ο Βαν μπορεί να πει λίγο παρακάτω, αυτή τη φράση: «Η Ωμπ στα πράσινα και στα ροζ, στο τέλος της πρώτης πράξης», όπου παρατάσσει με αναπά­ ντεχο τρόπο -γ ι’ αυτούς που εκτιμούν αυτό το είδος- τη χυδαιότητα του ροζ φορέματος και την τελειότητα της πράσινης ζώνης που φορά η Να-

Γεωργιανής, της Ταμάρα, που τη σκοτώνει μ’ ένα φιλί, όταν τελικά ανταποκρίνεται στην αγά­ πη του. Επιπλέον οι ρώσοι γνωρίζουν αυτό το ποίημα μέσα από την παραφουσκωμένη όπερα του Άντον Ρουμπινστάιν, που ανεξήγητα εξακο­ λουθούν να εκτιμούν, όπως και μέσα από μια σειρά πίνακες κι ακουαρέλες του Βρούμπελ, του μεγάλου οραματιστή ζωγράφου του 19ου αιώνα. Παρόλο που ο Ναμπόκοφ ακουμπά βαριά πά­ νω στον Λερμοντόφ και τον Βρούμπελ (ένα από τα έργα του έχει τίτλο: «Εγώ, ο Δαίμων, κου­ νώντας τα τσαλακωμένα μου φτερά», κι η Ά ντα αναφέρει ένα πορτρέτο του πατέρα της που το φιλοτέχνησε ο Βρούμπελ), ο Δαίμονας του Βαν,


αφιερωμα/45 σε σύγκριση με κείνον του Λερμοντόφ παρουσιά­ ζεται σαν ένα ήρωας με συμπεριφορά χυδαία και βικτωριανή μαζί. Είναι εντελώς φανερό στην πε­ ρικοπή όπου τον βλέπουμε με τη συντροφιά μιας «προσωρινής Ταμάρας» (η πριγκίπισσα του Λερ­ μοντόφ κατεβαίνει στο επίπεδο μιας πόρνης). Επιπλέον, το απλό καυκασιανό τοπίο - το βουνό Καζμπέκ που μοιάζει με τις επιφάνειες ενός δια­ μαντιού- στο οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Δαίμονας, είναι σκόπιμα περιορισμένο στα κοσμήματα του Δαίμονα Βαν («φορούσε στο δάχτυλο ένα διαμάντι που λαμποκοπούσε σαν μια κορυφή του Καύκασου») και στα φτηνά καλ­ λυντικά της συνοδού του (το «καζμπέκ κραγιόν της και το καυκασιανό της άρωμα, Γκλασιέ Μπεκ, εφτά δολάρια το μπουκαλάκι»). Το. γεγονός πως ο Δαίμονας είναι γονιός τους, δίνει στον Βαν και στην Ά ντα αυτό το υπεράν­ θρωπο ανάστημα συνδυασμένο με την απουσία ηθικών φραγμών που θέτει υπό την εξουσία τους τη Λυσέτ, την (τόσο λίγο δαιμονιακή) μισοαδελφή τους. Ο τίτλος Ά ντα ή το πάθος (Ada ou Γ ardeur) μπορεί ν’ αναφέρεται στην κολα­ σμένη καταγωγή της ηρωίδας, αλλά μπορεί και

στο The Times Book Review, ο Στήβεν Σπέντερ ομολογεί πως χρειάστηκε να διαβάσει τρεις φο­ ρές τον Ντον «για να σχηματίσει μια ιδέα για το τι μυθιστόρημα ήταν». Ό λοι οι κριτικοί είδαν σ’ αυτό το βιβλίο την αφήγηση μόνο, πρακτικά στε­ ρημένη από πλοκή, ενός νέου εμιγκρέ ποιητή που ζει μία μοναχική ζωή στο Βερολίνο- κανένας δεν φάνηκε να παρατηρεί τη διανοητική πλοκή, γόνιμη σε γεγονότα, συνδεδεμένη με τις παθια­ σμένες λογοτεχνικές έρευνες του ήρωα. Κανένας

Νικολάι Τσερνιτσέφσκι. Στο έργο του Ν τον, ο Ναμπόκοφ δημιουργεί το πορτρέτο του με τη βοήθεια της παρωδίας και του μπουρλέσκ. νά ’ναι ένα παιχνίδι με την ομοιοκαταληξία, με στόχο να εμποδίσει τον άγγλο αναγνώστη να προσφέρει το όνομά της Έιντα. Αν οι αμερικανοί κριτικοί είχαν καταλάβει καλύτερα τις ανα­ φορές στον Λερμοντόφ, μερικοί απ’ αυτούς θα είχαν αποφύγει τη γελοιότητα συγκρίνοντας τους διαβολικούς εραστές, αδελφό και αδελφή, με το μυθιστοριογράφο και τη γυναίκα του. Ενώ τα στοιχεία της ρώσικης λογοτεχνίας πού περιέχονται στην Ά ντα μορφώνουν ένα μέρος ενός εκλεπτυσμένου καλλιτεχνικού παιχνιδιού κι έναν από τους μηχανισμούς της πλοκής, αυτά τα ίδια στοιχεία που είναι παρόντα σ’ ένα προγενέ­ στερο μυθιστόρημα, στον Ντον, μας φωτίζουν ουσιαστικά πάνω στις ιδέες του Ναμπόκοφ που αφορούν τη χρήση της λογοτεχνίας και της λογο­ τεχνικής κριτικής, και είναι ένα κλειδί που επι­ τρέπει να εξηγήσουμε έναν μεγάλο αριθμό των λογοτεχνικών, πολιτικών και κοινωνικών του επιλογών, που αμφισβητούνται άλλωστε αρκετά. Ό ταν ο Ντον κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στ’ αγγλικά, στα 1963, έγινε δεκτός από τον καθημε­ ρινό Ττύπο με τίτλους του είδους : «Μια μπερδε­ μένη και φλύαρη νεανική διήγηση του Ναμπό­ κοφ», ή «Τα χαρούμενα κι ακατανόητα αστεία του Ναμπόκοφ στον Ντον». Ακόμα και μέσα στις μεγάλες, στο έπακρο επαινετικές, κριτικές τους, ο Γκρανβίλ Χικς και ο Στάνλεϋ Έντγκαρ Χύμαν έδειχναν πως θα τους άρεσε να συλλάβουν μια άποψη του μυθι­ στορήματος που τους είχε ξεφύγει. Γράφοντας

δεν διέκρινε πως στην πραγματικότητα ο Ντον ανήκε σ’ ένα εντελώς καινούριο νόθο γένος, που αναμείγνυε την παραδοσιακή μυθιστορηματική αφήγηση με μεγάλες παραγράφους λογοτεχνικής κριτικής και ιστορίας του πολιτισμού. Αυτός ο τρόπος νοθογένειας άλλωστε, χρησιμοποιήθηκε ξανά αργότερα στη Χλωμή φλόγα. Στον Ντον, η «εσωτερική» πλοκή βρίσκεται στη σταδιακή ανακάλυψη ορισμένων αναπόφευ­ κτων γεγονότων της ρωσικής πνευματικής ιστο­ ρίας του 19ου και του 20ού αιώνα, που δείχνει κύρια τον καταπιεστικό χαραχτήρα των «ανδρών της δεκαετίας του ’60» (1860), αυτών των λογοτεχνικών κριτικών που ήταν αντίθετοι με την κυβέρνηση, και που, μέχρι τότε, τους θαύμα­ ζαν, ομόφωνα. Καθώς ο Φέντορ προχωρά στη μελέτη του της ζωής και των γραπτών του Τσερνισέφσκι (1828-1889), πρόσωπο άγνωστο σχεδόν στο εξωτερικό αλλά σεβαστό στους ρώσους όλων των ιδεολογιών σαν ένας από τους απόστολους της ανθρώπινης προόδου, ο ήρωας Φεντόρ κι ο αναγνώστης αποκτούν την πεποίθηση πως ο Τσερνισέφσκι κι όχι ο προγενέστερός του, ο εύ­ θυμος και εύστροφος Μπιελίνσκι, βρισκόταν στην αρχή αυτής της αυστηρής παράδοσης ενάντια-στην-τέχνη, ενάντια-στην-ομορφιά, ενάντια-στη-χαρά που χαραχτηρίζει τη ρώσικη κριτική του 19ου αι. ΓΓ αυτήν πράγματι, η λογο­ τεχνία που δεν βοηθούσε, με τρόπο γενικά κατα­ νοητό και άμεσα χρήσιμο, την υπόθεση του ρώσικου καταπιεσμένου λαού, ήταν επικίνδυνη κι


46/αφιερωμα έπρεπε άρα να καταργηθεί. Ο θρίαμβος αυτής της παράδοσης στην πνευ­ ματική ζωή της χώρας καθυστέρησε για δεκαε­ τίες την αναγνώριση της μεγαλοφυίας του Ντοστογιέφσκι, έσπρωξε γενιές προοδευτικών φοι­ τητών να προτιμούν πολλούς λαϊκιστές μυθιστοριογράφους (που σήμερα ξεχάστηκαν), από τον Τολστόι, και να αποφεύγουν τον Τσέχωφ, τον οποίο έκριναν δίχως ενδιαφέρον, μέχρι και βλα­ βερό, για την υπόθεσή τους. Στο γύρισμα του

Ναμπόκοφ διάλεξε για να το σχεδιάσει να ανα­ τρέξει στην παρωδία και στη διακωμώδηση. Αυ­ τό το βιβλίο απευθύνει μια τέτοια πρόκληση στις πιο ιερές παραδόσεις, που ακόμα και η φιλελεύ­ θερη εμιγκρέδικη εφημερίδα, που πρώτη δημο­ σίευσε του Ντον, θεώρησε πως έπρεπε να κόψει ένα ολόκληρο κεφάλαιο. Ακόμα και σήμερα, το όνομα μόνο και μόνο του Ναμπόκοφ προκαλεί τη μανία των ρώσων αντιμπολσεβίκων σοσιαλιστών που είναι αυτοεξόριστοι στη Νέα Υόρκη, και μαθεύτηκε πως στη διάρκεια μιας επίσκεψης σ’ ένα αμερικάνικο στρατόπεδο, ρώσοι μαθηματικοί άρχισαν ξαφνι­ κά να χορεύουν από χαρά, αφού διάβασαν μερι­ κές σελίδες από το περίφημο κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον Τσερνισέφσκι. Ό πω ς ο Έλλεντη Πρόφφερ εξήγησε σ’ ένα πρόσφατο άρθρο του, ο Ντον χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως στη Σο­ βιετική Ένωση από τους underground θαυμα­ στές του Ναμπόκοφ. Ό σο όμως δε θα συντάσσει κανείς «Τον σχολιασμένο Ντον» (κατά το παρά­ δειγμα της σχολιασμένης Λολίτας του Άλφρεντ Άππελ), οι αμερικανοί κριτικοί και αναγνώστες θα συνεχίσουν να κλείνουν αυτό το αριστούργη­

'ραφέας του είναι ο Τολστόι, όχι αυτός της «Ανάστασης», ενός ορήματος ιδεών, αλλά ο Τολστόι της «Άννας Καρένινα». αιώνα, οι ρώσοι συμβολιστές έκαναν το μεγάλο κατόρθωμα και έσπασαν τη μέγγενη του «τσερνισεφσκισμού», κι αποκατάστηαν στο βάθρο τους την πολυπλοκότητα, το μυστικισμό, τη χαρά και την τέχνη της λογοτεχνίας. Η γενιά όμως του Λένιν (του οποίου ο αγαπη­ μένος μυθιστοριογράφος και κριτικός ήταν ακρι­ βώς ο Τσερνισέφσκι) έμενε βαθιά ποτισμένη από τις ιδέες της γενιάς του ’60. Η σοβιετομαρξιστική αισθητική έχει ένα τεράστιο χρέος απέναντι στις ιδέες του Τσερνισέφσκι, πράγμα που βρίσκουμε στον Μαρξ και τον Ένγκελς. Τη στιγμή που ο Τσερνισέφσκι και οι μαθητές του δεν μπορούσαν παρά να καταγγείλουν στα άρ­ θρα τους τον μετατοπισμένο καί κοινωνικά επο­ κίνδυνο χαρακτήρα κάθε πρωτότυπου έργου, οι κατευθείαν απόγονοί τους της δεκαετίας του ’30 -δεκαετία στη διάρκεια της οποίας ο Ναμπόκοφ έγραψε τον Ν τον- διευρύνοντας τις μεθόδους τους της λογοτεχνικής αμαύρωσης, κατέληξαν στη φυσική εξολόθρευση συγγραφέων με μεγάλο ταλέντο όπως ο Μάντελσταμ κι ο Μπάμπελ. Ο Ντον, γραμμένος εκείνη την εποχή, είναι σί­ γουρα το πιο στρατευμένο έργο που ο Ναμπόκοφ συνέλαβε. Το πορτρέτο που κάνει του Τσερνισέφσκι, ανθρώπου αυστηρών ηθικών αρχών, ε­ ντελώς στερημένου αισθητικής φαντασίας, που αγωνιζόταν ενάντια στην καταπίεση κι έσπερνε τους σπόρους μιας μελλοντικής τυραννίας που δεν προέβλεπε τις συνέπειές της, αυτό το πορ­ τρέτο γίνεται πολύ πιο πειστικό από το ότι ο

μα της ρώσικης λογοτεχνίας με χασμουρητά πλή­

ξης-

Το γεγονός ότι ανήκει τόσο στη ρώσικη όσο και στην αμερικάνικη λογοτεχνία δημιουργεί μια παράδοξη κατάσταση ικανή να θέσει σοβαρά προβλήματα σ’ όποιον αμερικανό ή βρετανό πο­ λυμαθή θέλει να βρει τη λογοτεχνική γενεαλογία του Ναμπόκοφ και να ψάξει τις επιδράσεις που συνέβαλαν στη σύνθεση της τέχνης του. Και δεν πρέπει παρακάμπτουμε τη δυσκολία, γιατί ο Ναμπόκοφ επηρέασε βαθιά την αγγλόφωνη λο­ γοτεχνία: από το μέτριο μυθιστόρημα του Στήβεν Σνεκ The nightderk μέχρι το κομψό Η Σάρα κι ο γάλλος υπολοχαγός του Τζων Φόουλς, ο Ναμπό­ κοφ σημάδεψε αναμφισβήτητα με το στίγμα του έναν ορισμένο αριθμό σημαντικών έργων της τε­ λευταίας δεκαετίας. Το να ψάξουμε όμως να βρούμε σ’ αυτόν, όπως έκαναν μερικοί, ομοιότη­ τες με τον Τολστόι ή του Τουργκένιεφ, είναι μια προσπάθεια στείρα: ο Ναμπόκοφ επηρεάστηκε απ’ αυτούς όσο κι ο Τζέιμς Τζόυς από τον Ντίκενς. Αν εξαιρέσουμε την τεράστια οφειλή του στον Πούσκιν, οι ρίζες της καινοτόμου τέχνης του είναι χρονικά πολύ πιο κοντά σε μας. Αν κι είναι αδύνατον να το καταλάβουμε δια­ βάζοντας Σολόχωφ, το ρώσικο μυθιστόρημα γνώρισε την πρώτη δεκαετία του αιώνα μια με­ ταρρύθμιση τόσο ριζική όσο κι αυτή που θα γνωρίσει το μυθιστόρημα στη Δυτική Ευρώπη δέκα ή είκοσι χρόνια αργότερα, με τον Προυστ, r JV Τζόυς και τον Κάφκα. Οι τρεις πιο μεγάλοι


αφ ιερ ω μα/47 ρώσοι συγγραφείς που βρίσκονται στην αρχή αυ­ τής της μεταρρύθμισης διασύρθηκαν ή αγνοήθη­ καν τόσο συστηματικά στη χώρα τους από τους νεο-Τσερνισεφσκικούς που ο υπόλοιπος κόσμος μόλις που τους γνωρίζει- αυτοί όμως που ενδιαφέρονται για τη ρώσικη λογοτεχνία δεν αμφέ­ βαλλαν ποτέ για τη σημασία τους. Θ’ αναφέρω πρώτα τον Φιόντορ Σολογκούμπ, του οποίου το μυθιστόρημα Ο φτωχός δαίμονας, που κυκλοφόρησε πενήντα χρόνια πριν τη Λολίτα δείχνει το κακό του λογικού και περιγράφει μια σεξουαλική εμπειρία ανάμεσα σ’ ένα αγόρι δεκατριών χρονών και μια σοφιστικέ νέα γυναί­ κα είκοσι πέντε χρονών, και που η τριλογία του Ο δημιουργημένος μύθος, διαδραματίζεται μερι­ κώς στη Ρωσία στη διάρκεια της επανάστασης του 1905 και μερικώς σ’ έναν φανταστικό πλανή­ τη, μ’ έναν τρόπο που μας φέρνει στο νου την Άντα. Θα αναφέρω επίσης, τον Αντρέι Μπιέλυ, ο οποίος αν είχε γράψει σε μια άλλη γλώσσα εκτός από τα ρώσικα, θα είχε εδώ καιρό τιμηθεί σαν ένας από τους πιο μεγάλους μυθιστοριογράφους του αιώνα- οι πειραματικές μυθιστορηματι­ κές τεχνικές του, οι σύνθετες δομές των πλοκών του, καθώς και η ποικιλία των αφηγηματικών του απόψεων, ενέπνευσαν όλους τους ρώσους συγγραφείς της δεκαετίας του ’20. Θ’ αναφέρω τέλος τον Αλεξέι Ρεμιζόφ, που μπορεί να περι­ γράφει σαν ένας ρώσικος συνδυασμός της Γερτρούδης Στάιν και του Ρεϊμόν Κενώ. Η συγγρα­ φική καριέρα του ξεκίνησε στα 1906 και δεν δια­ κόπηκε παρά με το θάνατό του στα 1957, στο Παρίσι: το ύφος αυτού του εκκεντρικού μισότυφλου, που βασίζεται πιο πολύ στον προφορικό παρά στον γραπτό λόγο, απελευθερώνει μια υπνωτική δύναμη τέτοια ώστε ν’ αναρωτιόμαστε αν υπήρξε ποτέ ένας πιο μεγάλος γνώστης της ρώσικης γλώσσας. Στη διάρκεια μιας τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Ναμπόκοφ δήλωσε το θαυμασμό του για τον Μπιελύ, για το μυθιστόρημά του Πέτερσμπουργκ και τοποθέτησε το συγγραφέα στο ίδιο επίπεδο με τον Προυστ και τον Τζόυς- στα Α πο­ μνημονεύματά του αναφέρει πολλές φορές τον Ρεμιζόφ, που τον συνάντησε στο Παρίσι και που τον θεωρεί έναν από τους πιο σημαντικούς ρώ­ σους συγγραφείς. Ό σο για τον Σολογκούμπ, μπορούμε να υποθέσουμε πως ο μυστικισμός, η γοητεία του απόλυτου κακού, ενοχλούσαν τον Ναμπόκοφ. Ό ποιες όμως κι αν είναι οι σημερι­ νές του θέσεις, είχε σίγουρα συνείδηση, όταν άρ­ χισε να γράφει στα 1916, των καινοτόμων ποιο­ τήτων των μυθιστοριογράφων και των ποιητών αυτής της εκπληκτικής εποχής της ρώσικης λογο­ τεχνίας. Στο έργο των προγενεστέρων του, που είτε μιμήθηκε, είτε απέρριψε, πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις πηγές αυτής της τόσο θαυμαστής τέχνης του

Ναμπόκοφ, των λεκτικών του ευρημάτων και της θεματικής του πρωτοτυπίας. Συμβάλλοντας στη διαμόρφωσή του, αυτοί οι ρώσοι σκαπανείς, αποκηρυγμένοι ή περιφρονημένοι στην ίδια τους τη χώρα, καλούν τώρα με έμμεσο τρόπο, το αγ­ γλικό και το αμερικάνικο μυθιστόρημα ν’ ακο­ λουθήσουν καινούρια κι εκπληκτικά μονοπάτια, εμπλουτίζοντας αυτές τις δύο λογοτεχνίες με όλα αυτά που η ρώσικη λογοτεχνία χρειάστηκε ν’ απορρίψει εξαιτίας των πιέσεων που άσκησε η μισαλλόδοξη δικατατορία των σοβιετικών γραμ­ μάτων. Οι αναγνώστες κι οι κριτικοί του Να­ μπόκοφ θα μπορούσαν να εκδηλώσουν την ευ­ γνωμοσύνη τους μ’ έναν πιο κομψό τρόπο, μα­ θαίνοντας να γνωρίζουν καλύτερα αυτή τη λογο­ τεχνία που οι αμέτρητοι θησαυροί της τόσο περιφρονήθηκαν και που, κατά τρόπο αναπάντεχο, πρόσφερε στον σύγχρονο αγγλόφωνο κόσμο την πιο διάσημη λογοτεχνική του μορφή.

□ Magazine Litteraire Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια

Συνοπτική βιβλιογραφία ____ Β. Ναμπόκοφ Επιμέλεια: Δημήτρης Μανώλος 1. Β. Ναμπόκωφ: «Το σκοτεινό αδιέξοδο». Με­ τάφραση Ά ρη Δικταίου. Αθήνα. Εκδόσεις Φέξη. 1960. 2. Β. Ναμπόκωφ: «Λολίτα». Μετάφραση, Α. Πάγκαλου. Πρόλογος Ν. Γ. Σταθάτου. ΑθήνεΑΪΕκδόσεις Δαρεμά. 1961. σ. 381. 3. ναμπόκωφ: «Λολίτα». Μετάφραση, Α. Γ^άγκαλος. Αθήνα. Εκδόσεις Μινώταυρος. 1969. 4. Β. Ναμπόκωφ. «Μια ρωσίδα καλλονή». Από­ δοση, Γ. I. Μπαμπασάκης. Αθήνα. Εκδόσεις Ερατώ. 1983. σ. 136. 5. Β. Ναμπόκωφ. «Γέλιο στο σκοτάδι». Μετά­ φραση, Κ. Ροντογιάννη. Αθήνα. Μπογιάτης. 1984. σ. 191. 6. Β. Ναμπόκωφ. «Λολίτα». Μετάφραση από τα αγγλικά, Ν. Καλογερόπουλος, Γεώργιος Ίκ α­ ρος Μπαμπασάκης. Αθήνα. Εκδόσεις Ερατώ. 1984. σ. 508. 7. Β. Ναμπόκωφ. «Λολίτα». Μετάφραση, Α. Πάγκαλος. Αθήνα. Εκδόσεις Γκοβόστη. [χ.χ.]. σ. 386.


Κυκλοφόρησαν απο τις Ι^κόοσεις υοες, σε σύγχρονο σχήμα και εμφάνιση

Ροές Λογοτεχνία

Μόλ κυκλοφόρησα

ζητήστε τα στ βιβλιοπωλεί

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ , 7--------------------7"

τζ , η 0

Κ α υ ε ΌΙΌΑΙΟ ΚΙ ενα γεγονος

κενί™ διαθεςη

Ιπποκράτους59 ΤΚ 10680 ΤΗΑ.: 36.06.922-36.06.828


ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

επιλογή η αποκαλύπτουσα τέχνη Μ Α Ρ Τ ΙΝ ΧΑ ΙΝ ΤΕΓΓΕ Ρ: Η προέ­ λευση του έργου τέχνης. Εισαγωγή

- Μετάφραση - Σχόλια, Γιάννη Τζαβάρα. Αθήνα-Γιάννινα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 153.

Ιδιότυπες, προκλητικές και ρηξικέλευθες είναι οι απόψεις του Χάιντεγγερ για την τέχνη. Ό ταν ο Χάιντεγγερ έγραψε τα κεί­ μενα που απαρτίζουν το μνημονευόμινο έργο του (1935, 1936), είχε ήδη δημοσιεύσει το κορυφαίο του έργο «Είναι και Χρό­ νος» (1927) και προσπαθούσε να δώσει διέξοδο στις αρχές της φιλοσοφίας του, κάτι που τον οδήγησε σε ό,τι ονομάζεται δεύ­ τερη περίοδος της σκέψης του, με τα πολύ γνωστά έργα. Ωστό­ σο, δεν υπάρχει ρήξη,αλλά επέκταση των αρχών της σκέψης του, όπως θα διαπιστώσουμε εξετάζοντας κάποιες αρχές της αισθητικής του. Ο φιλόσοφος δεν αποδέχεται την κλασική διαίρεση ύλης και μορφής τού είναι των πραγμάτων, όπως σφυρηλατήθηκε απ’ τους κλασι­ κούς της αρχαιότητας και απ’ τους σχολαστικούς της ευρωπαϊκής πα­ ράδοσης. Αυτή η διαίρεση νεκρώ­ νει τον εκστατικό χαρακτήρα του υπάρχειν των όντων, οδηγεί σε δυϊ­ σμούς, καταλήγει σε θεολογικές ερ­ μηνείες, φορτίζει τη συνείδηση με νεκρές έννοιες. Αντίθετα, το «πραγματοειδές των πραγμάτων», το «οργανοειδές του οργάνου» και το «εργοειδές του έργου τέχνης» (σελ. 49, 50, 58, κ.ά.), ανοίγουν νέους ορίζοντες, γιατί προσανατο­ λίζουν την αισθητική στον οντολο­ γικό παλμό του συμβαίνοντος, αφού η «πραγμοείδεια» και η «ορ γανοείδεια» των όνταίν αποκαλύ­ πτονται κατά κύριο λόγο ως «εργοείδεια», ως εκστατική ενέργεια την οποία προσπαθεί να εκφράσει ο καλλιτέχνης. Άνετα έτσι θα προ­ κόψει η βασική θέση του φιλοσό­ φου, κατά την οποία ουσία του έρ­

γου τέχνης είναι «το εν έργω τίθεσθαι», η ενεργοποίηση και σταθε­ ροποίηση δηλαδή των όντων: «Η τέχνη είναι το εν έργω τίθεσθαι της αλήθειας» (σελ. 61, 65). Σ ’ αυτό ακριβώς το σημείο δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως υπάρχει ένας άρρηκτος δεσμός ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στο έργο τέχνης, μια αμφίπλευρη και προβληματίζουσα προέλευση. Τι προηγείται όμως, το υποκείμενο ή το αντικείμενο; Η απάντηση του φιλοσόφου είναι αμείλικτη και, παρά τις άδηλες καντιανές της αφετηρίες, προσάγει νέα θέση: τη δυναμική επέκταση του Dasein, η οποία πια δεν εκφράζεται ούτε ως μέριμνα, ούτε ως «είναι προς θάνα­ τον», αλλά ως αμφίσημη και αλογική κατά βάθος δράση: πρόκειται για την κρυπτότητα και μη κρυπτότητα του κόσμου (Ηράλειτος), για την «ανταύγεια αυτής της λαμπρό­ τητας» απ’ την οποία «φωτίζεται εκείνο που ονομάζουμε κόσμο» και για την αλήθεια η οποία είναι «αν­

Εκό.

αλήθεια» (σελ. 73, 99). Είναι φανερό σ’ αυτό το σημείο πως το πνεύμα της γης, ο βαθύς παγανισμός που σπαράζει τη μυθι­ κή, μυστική και φιλοσοφική ψυχή, εκφράζεται ως σκληρή διαμάχη ανάμεσα στην ίδια τη γη και τον κόσμο και καταξιώνει το έργο τέ­ χνης, αφού το εργοειδές του «έ­ γκειται στη διεξαγωγή της διαμά­ χης μεταξύ κόσμου και γης.» (σελ. 83). Αυτή όμως η διαμάχη, η αιώ­ νια διαπλοκή θα λέγαμε, δεν αναι­ ρεί απλά την παράδοση και τις αι­ σθητικές της εκφάνσεις, αλλά προσπαθεί να τη δει με νέο βλέμμα, άσχετα αν πετυχαίνει ή όχι. Φυσι­ κά, η αντίφαση είναι οξύτατη και δεν προέρχεται μόνο και μόνο απ’ την αμφισβήτηση του κλασικισμού και απ’ τις μεταφυσικές του προϋ­ ποθέσεις. Αυτό θα μπορούσε να γί­ νει αποδεκτό ως απαύγασμα της διονυσιακής σοφίας. Προέρχεται κυρίως απ’ την ένταξη της τέχνης στον ίδιο τον παλμό της ζωής, απ’ τη ρηξικέλευθη θεώρηση της ζωής ως τέχνης. Γι’ αυτό ακριβώς η τέ­ χνη και ιδιαίτερα το έργο τέχνης εκφράζει το νόημα της ζωής, το κοσμικό πάθος για τη φανέρωση της μεγάλης πνοής των θεών και των ηρώων, καθώς και των έργων τα οποία αφιερώνονται στη δόξα τους ως μαρτυρίες των εμπνεύσεων των καλλιτεχνών. Έτσι η τέχνη αποκαλύπτει τη μη-κρυπτικότητα του κόσμου, αφού ο εργοειδής της χαρακτήρας συνιστά ενεργείν και


50/οδηγος όχι απομιμητική προσπάθεια. «Η ανόρθωση του κόσμου είναι μόνο ένα από τα ουσιώδη στοιχεία του εργοειδούς του έργου τέχνης» (σελ. 76). Δεν είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε τις προεκτάσεις των κύριων φιλοσοφικών κατηγοριών του έρ­ γου του φιλοσόφου, όπως διαμορ­ φώθηκαν στο έργο του «Είναι και Χρόνος» και να ρωτήσουμε ποια νέα κριτήρια αισθητικής αντιπαραβάλλονται στα παλαιότερα. Ιδού όμως μια πρώτη αντίφαση, αφού είναι αδύνατο να ανερευνηθούν κριτήρια: «Το έργο τέχνης επιτρέ­ πει στη γη να είναι γη» (σελ. 78). Αν όμως το έργο τέχνης προάγει τη γη ανορθώνοντας τον κόσμο, αυτό σημαίνει πως την υπερβαίνει, πως καταφάσκει στην ενότητα ύλης και μορφής, πεμπτουσία κάθε αισθητι­ κής κατηγορίας. Αυτή η δυσκολία γίνεται εντονότερη απ’ τη στιγμή που θα αναζητήσουμε το ωραίο, απ’ τη στιγμή δηλαδή κατά την οποία θα προσπαθήσουμε να ορί­ σουμε την ομορφιά. Από όσα προηγούνται είναι φυσικό να μην αναμένεται ορισμός του ωραίου. Κι όμως, ο Χάιντεγγερ μας δίδει τον ακόλουθο ορισμό ο οποίος εί­ ναι και αποκαλυπτικός των αισθη­ τικών αντιλήψεων του: «Η ομορ­ φιά είναι ένας τρόπος ύπαρξης της αλήθειας ως μη-κρυπτότητας... η αλήθεια είναι αν-αλήθεια.» (σελ. 93, 99). Κάθε προσπάθεια δηλαδή η οποία αποκαλύπτει το είναι των όντων, το εργοειδές τους, το ενεργείν τους, συνιστά ανόρθωση του κόσμου, έκφραση του αληθεύειν του, είναι ομορφιά, έστω και αν η αλήθεια καταλήγει να είναι αν­ αλήθεια, άρνηση οποιουδήποτε νο­ ήματος, ρωγμή και εικαστική κραυγή. Αυτός ο υποβόσκων μηδε­ νισμός είναι πριν απ’ όλα οντολο­

γικός, αλλά επεκτείνεται και στο ηθικό και στο αισθητικό, αφού οπλίζει κρατερά την ύπαρξη με τις κατηγορίες του φυσικού συμβαίνοντος. Το έργο τέχνης επομένως συνιστά μύηση στο μήνυμα του κοσμι­ κού γίγνεσθαι και στην προσπά­ θεια του ανθρώπου για έκφρασή του. Δεν οδηγεί πουθενά, δεν εκ­ φράζει κατά βάθος κανένα νόημα, πέρα απ’ τη διαπίστωση ενός αδιέ­ ξοδου. Η αντίφαση όμως είναι φα­ νερή, αφού ο φιλόσοφος πορίζεται κατηγορίες απ’ το χωρόχρονο, αφού εκφράζεται με έννοιες των οποίων είναι μέχρι ένα ορισμένο σημείο δέσμιος. Α π’ τη στιγμή που το εκστατικόν της ύπαρξης γίνει εκστασιακό, το φιλοσοφείν δεν έχει λόγο ύπαρξης και ο φιλόσοφος αποδύεται στην προσπάθεια αχρήστευσης των ίδιων των οργάνων με τα οποία μάχεται. Μια, τελευταία, καταχώριση του Χάιντεγγερ είναι αποκαλυπτική: «Η γνώση που εί­ ναι θέληση και η θέληση που είναι γνώση, είναι η εκστατική αυτοεγκατάλειψη του υπάρχοντος αν­ θρώπου στη μη-κρυπτότητα του Είναι.» (σελ. 112). Κρυπτότητα επομένως είναι η άγνοια που συνο­ δεύεται με την απουσία θέλησης, η κατόψη ερμηνεία του κόσμου, η παλαιό οντολογικοθεολογική θεώ­ ρηση και μεταφυσική- άρνησή της οδηγεί στην εκστατική αυτοεγκατάλειψη, στη μη-κρυπτότητα, στη φανέρωση της ομορφιάς του κό­ σμου, η οποία όμως είναι και αν­ αλήθεια. Πολλές διαπιστώσεις του φιλο­ σόφου είναι οπωσδήποτε σοφιστι­ κές στην προσπάθειά τους να ερμη­ νεύσουν την προέλευση του έργου τέχνης. Καίτοι ρηξικέλευθες, δεν αποφεύγουν τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις στις οποίες οδηγεί η

άρνηση κάποιων αρχών, οι οποίες σφυρηλατήθηκαν απ’ τη σύνολη παράδοση, παρά τις επιμέρους διαφωνίες. Οι αισθητικές κατηγορίες στηρί­ ζονται σε οντολογικές και κακές κατηγορίες. Αφμισβήτηση των πρώ­ των συνιστά και αμφισβήτηση της αισθητικής. Ο Χάιντεγγερ, προσδί­ δοντας στην οντολογία του εκστασιακό χαρακτήρα, προσπαθεί να ερμηνεύσει παρόμοια και την αι­ σθητική. Προσκρούει όμως στα ανυπέρβατα αδιέξοδα των απαρ­ χών και αναγκάζεται να ερμηνεύ­ σει το έργο τέχνης όχι μόνο φυσιοκρατικά (είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει) αλλά οντολογικά: οι κατη­ γορίες του «Είναι και Χρόνος» φω­ τίζονται και στο κρινόμενο έργο Πολλά τα ερωτήματα που προ­ κύπτουν. Θα αρκεστούμε σε ένα, κύριο κατά τη γνώμη μας. Είναι το εκστατικόν της ύπαρξης, επιδεκτι­ κό λογικών και συναισθηματικών εννοιών και βιωμάτων; Ο Χάιντεγγερ απαντάει αρνητικά. Ά κρα συ­ νέπεια θα ήταν η σιωπή. Θετική όμως απάντηση συνιστά την προϋ­ πόθεση οντολογικών, ηθικών και αισθητικών κατηγοριών και σκέ­ ψης. Τότε, το έργο τέχνης απο­ καλύπτει, φωτίζει, καταυγάζει και καταυγάζεται απ’ την άρρηκτη ο­ ντολογική απαρχή η οποία διαθλάται ως Ημέρα, ως φωτίζουσα και φωτιζόμενη υπόσταση. Η Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια του Γιάννη Τζαβάρα είναι υπο­ δειγματικά. Ά ξια έξαρσης είναι, τέλος, η προσπάθεια του κ. Λάζου, Δ/ντή των εκδόσεων «Δωδώνη», για την προσφορά πολύτιμων κει­ μένων στη γλώσσα μας. ΝΙΚΟΣ ΜΑΚΡΗΣ


οδηγος/51

για το αγέλαστο λιοντάρι ΤΖΩ Ν X. Φ ΙΝΛΕΫ, καθηγητή του Πανεπιστημίου Harvard, Θ ο υ ­ κ υ δ ί δ η ς . Με 5 εικόνες εκτός κειμένου κα ι 4 χάρτες.1 Μετάφρα-

ση-Αναλυτική βιβλιογραφία Τάσος Κουκουλιός. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα. Αθήνα, 1985. Σελ. 402 + 2 λευκές. 8ο.

Μια μονογραφία για τον μεγαλύτεροο ιστορικό της αρχαιότη­ τας και για το έργο του, ένα από τα σημαντικότερα κείμενα όλων των εποχών, είναι «γλυκός καρπός του νου», που προσφέρεται για μια μέθεξη στη σκέψη και στην τεχνική, στο περιε­ χόμενο και στις προεκτάσεις που το σχέδιο της «Ιστορίας» του ανοίγει για τη μελέτη των «ανθρωπείων». Τέτοιο το έργο του Τζων X. Φίνλεϋ «Θουκυδίδης», σε στρωτή μετάφραση του Τά­ σου Κουκουλιού,2 που προσάπτει μιαν αναλυτική βιβλιογρα­ φία κατά θέματα στο τέλος του βιβλίου - πολύτιμο βοήθημα για κείνους που θα θελήσουν ν’ ασχοληθούν με τον ιστορικό και τα προβλήματα που θέτει το έργο του. Γιατί η «Ιστορία» του Θουκυδίδη είναι έργο ζωντανό, που η διαχρονική του αξία είναι αναμφισβήτητη, «ξύγκειται κτήμα ές αίεί» και όχι «άγώνισμα ές τό παραχρήμα άκούειν» (I, 22,4). Με τη σοβαρότητα και τους υψηλούς του στόχους, με την αυστηρή του επιστημο­ σύνη και την καλλιτεχνική αποτελεσματικότητά του, στέκεται ως ένα ακατάλυτο μνημείο, όπως τα μεγαλουργήματα της Ακρόπολης, όπως οι υψηλές εκφράσεις της Τραγωδίας. Ο μελετητής σκύβει πάνω από την «Ιστορία» με τον επιστημονικόν εξοπλισμό, που απαιτεί ένα τόσο δύσκολο κείμενο και ανασυνθέτει με κριτική αντιμετώπιση το πολιτι­ κό και πνευματικό κλίμα της αθη­ ναϊκής δημοκρατίας, αυτής που γνώρισε ο Θουκυδίδης ώς το 424, ώς τη χρονιά δηλαδή που εξορίστη­ κε από την Αθήνα, ύοτερ’ από την αποτυχημένη του προσπάθεια να βοηθήσει, ως εκλεγμένος στρατη­ γός, την πολιορκημένη Αμφίβολη. Μέσ’ από την «Ιστορία» φαίνεται η μεγάλη εμπιστοσύνη που είχε ο ιστορικός στο δημοκρατικό πολί­ τευμα, με την απελευθερωτική τόυ δύναμη και που απετέλεσε, φυσι­ κά, την προϋπόθεση για τη μοναδι­ κή πολιτιστική ανάπτυξη της Αθή­ νας του 5 αι. Και πρώτα, προσπαθεί να συ­ γκροτήσει, μέσ’ από την αβέβαιη και «παρατυχοΰσαν» παράδοση, τη

βιογραφία του Θουκυδίδη και να την εντάξει στο πλαίσιο της εποχής του. Τα στοιχεία που τεκμηριώνο­ νται είναι ελάχιστα,3 ωστόσο κι αυτά μόνο αρκούν για μια γενικό­ τερη αποτίμηση σε σχέση με το πο­ λιτικό κλίμα, γιατί βοηθούν (όσο μπορούν να βοηθήσουν) σε μιαν αξιολόγηση των δυνατοτήτων εκεί­ νων που βρήκαν διέξοδο μέσ’ από τις τάσεις και τις ανησυχίες της εποχής. Και, βέβαια, η γνωριμία της ζωής ενός δημιουργού (και ο Θουκυδίδης ήταν στην κυριολεξία δημιουργός, εργαζόταν για το δή­ μο, το λαό, για την ανθρωπότητα) συντελεί στην κατανόηση του έρ­ γου του και στη λύση, ενδεχομέ­ νως, των προβλημάτων που σχετί­ ζονται και προκύπτουν απ’ αυτό. Όμως, σε τελευταία ανάλυση, εκείνο που έχει σημασία (και αξία) είναι το ίδιο το έργο, αυτό μένει και δικαιώνει τη ζωή του δημιουρ-

πλαίσιο ......................

"

Δ ΙΑ Μ Α Ν Τ Η Μ ΠΑΣΑΝΤΗ: Κΰματοδρομία. Αθήνα. Οδυσσέας, 1986. Σελ. 29.

Η «Κΰματοδρομία» του Δ.Μ. είναι ολοκληρωμένο ποιητικό σώμα και χαρακτηρίζεται από μια όψη σύνθετου λόγου. Ακολουθώντας ο ποιητής την τεχνική της πεζοποίησης -που στις μέρες μας κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος- και δουλεύοντας τη μορφή με τη μετα-υπερρεαλιστική συνέπεια, δημιουργεί έργο έτοιμο να προσδώσει στην ποίηση ένα ακόμα αξιόλογο λίκνισμα. Πέρα απ’ την ηχητική και δυναμική των λέξεων που έχουν άμεση σχέση με τρένα, ταξίδια, σταθμούς, κύματα, όνειρα απραγματοποίητα, χαμένες αγάπες και μια συνεχή αναχώρηση, το βιβλίο λειτουργεί αισθητικά στο χώρο της διαρκούς ενσωμάτωσης των στοιχείων που το συνθέτουν, γίνεται δηλαδή αφ’ εαυτό ικανό για μια εσωτερική παλινδρόμηση. Έτσι, το τελικό αποτέλεσμα συναρτάται σχεδόν ανελλιπώς και με ό,τι η τέχνη της ποίησης προτείνει σαν ελπίδα στο αδιέξοδο των παραστάσεων αλλά και σε ό,τι ο αναγνώστης αναζητά σ’ αυτήν και αποζητά απ’ αυτήν.

Τ ΙΜ Π Ο Ρ ΝΤΕΡΙ: Ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Μετάφραση Γιώργος Σιούνας. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 264.

Τα διηγήματα αυτού του τόμου είναι καθαρά πολιτικά κι ως εκ τούτου καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της ιστορίας της


52/οδηγος γού του. Αυτό, η αρχαιότητα το έχει βαθιά συνειδητοποιήσει και, στην αφελή της αντιμετώπιση (με τη σιλλερική έννοια) του κόσμου και των ορισμών του, έδωσε τη βαρύνουσα σημασία στα δημιουργή­ ματα και όχι στους δημιουργούς. Ακόμα τότε, το έργο δεν είχε γίνει θέμα - ήταν λειτουργικό στοιχείο της ζωής αναπόσπαστο. Κι αυτός είναι ο λόγος που -α π ’ ό,τι τουλά­ χιστον ξέρουμε- δεν υπάρχουν με­ λέτες σύγχρονες των έργων, ένα πε­ ρισσότερο, έργα για τη ζωή των δημιουργών. Έτσι, οι μεγάλοι ποιητές και καλλιτέχνες, οι πολιτι­ κοί, οι φιλόσοφοι και οι ρήτορες, αυτοί που δημιούργησαν το ανεπα­ νάληπτο, έφτασαν ώς εμάς με ελά­ χιστα βιογραφικά στοιχεία, κι αυ­ τά από κατοπινότερους σχολιαστές και μελετητές, με το θρύλο που πε­ ριβάλλει τα πρόσωπα σε παρόμοιες περιπτώσεις και, φυσικά, μεγεθύ­ νει την άγνοιά μας, πέρ’ απ’ το ότι βλέπει τις προσωπικότητες εκείνες σ’ ένα επίπεδο ιδανικό. Ποια ση­ μασία όμως έχει το να ξέρουμε τη βιογραφία του Αισχύλου, του Σο­ φοκλή, του Ευριπίδη, του Θουκυ­ δίδη ή του Πλάτωνα; Οι δημιουρ­ γοί αυτοί άφησαν για τους μεταγε­ νέστερους ένα μνημειώδες έργο, που περιέχει όλα εκείνα τα στοι­ χεία που του δίνουν τη δύναμη της διάρκειας, το κάνουν δηλαδή κλα­ σικό. Δεν είναι παρά η ανθρώπινη παρατήρηση διευρυμένη και δοκι­ μασμένη ώσπου να φτάσει σχεδόν στην αντικειμενικήν εγκυρότητα που έχει σε άλλους τομείς η επιστή­ μη. Και μ’ αυτό, φτάνουμε στην καρδιά του κόσμου εκείνου, που το κέντρο του και η σοβαρότερη μέρι­ μνά του, το αντικείμενο των διαλο­ γισμών του, είναι ο άνθρωπος. Ο ανθρωποκεντρισμός αυτός έδωσε τη διαρκή αξία στον κλασικό πολι­ τισμό, αλλά και η κοσμοαντίληψη αυτή ήταν αποτέλεσμα της δημο­ κρατικής κυριαρχίας του λαού πά­ νω στα πολιτικά πράγματα. Ο μελετητής σε μια προσπάθεια να συλλάβει το βαθύτερο μήνυμα του έργου του Θουκυδίδη και να φωτίσει κάποια μυστικά της γρα­ φής και της δημιουργίας του, τοπο­ θετεί το έργο αυτό μέσα στο πνευ­ ματικό περιβάλλον του 5. αι., όπου το σημαντικότερο γεγονός είναι το κίνημα των σοφιστών. Οι σοφιστές δεν ήταν απλώς διδάσκαλοι της ρη­ τορικής, αλλά οι πρωτοπόροι σε κείνη τη «σαρωτική» (όπως τη χα­ ρακτηρίζει ο μελετητής) κίνηση,

Θουκυδίδης

που είχε ως αποτέλεσμα την αντι­ κατάσταση του στίχου με τον πεζό λόγο για τη διατύπωση και έκφρα­ ση της σοβαρής σκέψης. Πριν από την κλασική εποχή, οι στοχαστές εκφράζονταν ποιητικά, γιατί ο στί­ χος είχε ακόμα το λειτουργικό του προορισμό μέσα στην κοινότητα -σ ’ αυτόν διατυπώνονταν οι νόμοι (όπως ξέρουμε απ’ την περίπτωση του Σόλωνα) και μ’ αυτόν επικοι­ νωνούσαν οι φορείς του πολιτι­ σμού με το πλήθος. Όλοι οι μεγά­ λοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι (Ηράκλειτος, Εμπεδοκλής, Δημό­ κριτος, Θαλής, Ξενοφάνης) είχαν διατυπώσει τους στοχασμούς τους με το στίχο και μ’ αυτόν (και μέσ’ απ’ αυτόν) βρήκαν ανταπόκριση με το κοινό, γιατί η ποίηση είναι σύμ­ φυτη με το ανθρώπινο σώμα και σ’ αυτήν εκφράστηκε για πρώτη φορά ο άνθρωπος σε μια μαγικήν επικοι­ νωνία για θέματα συλλογικής αποτελεσματικότητας. Ωστόσο, με την ανάπτυξη του πολιτισμού και τη συναισθηματικήν ανάλυση των α­ ντιδράσεων του ανθρώπου ως ατό­ μου και ως πολίτη μέσα στο κοινω­ νικό σύνολο, που αποτελούσε ανα­ πόσπαστο μέλος του, αυτή η συ­ μπαγής ποιητική κοσμοαντίληψη άρχισε να χαράζεται από τους προ­ βληματισμούς εκείνους, που ανα­ πόφευκτα δημιουργούσε η ανήσυχη δημοκρατική κυριαρχία του λαού. Η ως τότε αριστοκρατική «ησυ­ χία», που ο Πίνδαρος τη θεωρεί ως το ιδανικό μέσο γιο. τη διαιώνιση της καθεστηκυίας τ( ξης,4 έδωσε τη θέση της στην υλιστκή δημοκρατι­

κήν ενεργητικότητα («πολυπραγμοσύνη»)και ανησυχία, που γκρέμισε τα τείχη του εφησυχασμού και ει­ σχώρησε μέσα στα πράγματα και τους ορισμούς τους με την κριτική παρόρμηση μιας ζωντανής και αμετάκλητης παρουσίας. Κιόλα, το πρώτο ρήγμα στο απαρασάλευτο νόμιμο της αριστοκρατικής ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας το έκαμαν στη φωτεινή τους πατρίδα οι Ίωνες φιλόσοφοι, που αντιπαρέταξαν σ’ αυτή την κοσμοθεωρία την αντι­ κειμενικότητα ενός πρωταρχικού και σταθερού φυσικού νόμου, έθε­ σαν την εμπειρία στη βάση της σκέ­ ψης και εξήγησαν τον κόσμο με τις αρχές μιας μηχανιστικής αιτιότη­ τας. Οι σοφιστές χρησιμοποίησαν τις μεθόδους των Ιώνων φυσικών μεταφέροντάς τες στην αντιμετώπι­ ση και τη φιλοσοφικήν ανάλυση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γιατί αυτό που τους ενδιέφερε ήταν ο άνθρωπος ως κέντρο του κόσμου. Ο Θουκυδίδης επηρεάστηκε βα­ θιά από τη σοφιστική σκέψη και ο μελετητής το διαβλέπει αυτό στον τρόπο που είναι διαρθρωμένες και παρουσιάζονται μέσα στην «Ιστο­ ρία» οι δημηγορίες - αυτά τα εκ­ πληκτικά υποδείγματα ρητορικού λόγου: ο ιστορικός τις παραθέτει κατά ζεύγη κι αυτό ανταποκρίνεται στον τρόπο διδασκαλίας των 'σοφιστών, στη λεγάμενη αιτιολογία (τα αντίθετα επιχειρήματα), γνω­ στή ως «ήττων καί κρείττων λό­ γος». Αλλά και σ’ όλη την «Ιστο­ ρία» αποτελεί το αυθόρμητο και αναγκαίο ένδυμα της σκέψης του. Ο επηρεασμός φαίνεται ακόμα από τα σοφιστικά επιχειρήματα, που ανταποκρίνονται στην εμπειρία, την παρατήρηση και τη μελέτη των ανθρωπίνων καταστάσεων, όπως είναι το «εΐκός» (από την πιθανό­ τητα), το «συμφέρον» (από το συμ­ φέρον), η «φύσις» (από την ανθρώ­ πινη φύση). Η ρητορική ήταν από­ λυτα ο φορέας της πολιτικής σκέ­ ψης και η ρητορική των σοφιστών ένωνε σ’ ένα αποτελεσματικό πρα­ κτικό μέσο την έκφραση και τη συλλογιστική. Ένα μεγάλο θέμα που θίγεται στη μελέτη είναι εκείνο της γενικευτικής τάσης, που απετέλεσε την πεμπτουσία των σοφιστι­ κών επιχειρημάτων και που ο Θου­ κυδίδης τη χρησιμοποιεί πλατιά στη συγγραφή του, αλλά και απο­ τελεί τον αποληκτικό προορισμό του έργου του: ο ιστορικός είναι βαθύτατα πεπεισμένος ότι τα γεγο­ νότα του πολέμου που εξιστορεί εί-


οδηγος/53 ναι το αποτέλεσμα ορισμένης συ­ μπεριφοράς των ανθρώπων και ότι, εφόσον οι άνθρωποι, στο μέλ­ λον, θα ελαύνονται από τα ίδια κί­ νητρα, θα φτάσουν αναπόφευκτα στα ίδια αποτελέσματα. Επομένως η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι προβλεπτή, άνθρωποι ορισμένου είδους ενεργούν μ’ ορισμένο τρόπο, ορισμένες συνθήκες θα παράγουν πάντα ορισμένα αποτελέσματα. Αυ­ τή η γενικευτική τάση ήταν μια απαίτηση των νέων καιρών όταν οι άνθρωποι ήθελαν να ερμηνεύσουν τις σχέσεις τους με τους άλλους και με τον εξωτερικό κόσμο. Η σοφι­ στική σκέψη έτσι, δεν περιέγραψε και δε μελέτησε τύπους και ήθη αν­ θρώπων, αλλα ιδέες, αφού είδε τα προβλήματα σφαιρικότερα και θεωρητικότερα. Εξάλλου, ένα από χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας και τέχνης είναι η ικανότητά τους να προβάλλουν το γενικό, χωρίς να αλλοιώνουν το συγκεκριμένο και το μοναδικό. Ο Θουκυδίδης όμως έστρεψε βασανιστικά την προσοχή του στην επαλήθευση της ακριβούς φύσεως των γεγονότων, στις λεπτο­ μερειακές πληροφορίες, στην ακρί­ βεια της χρονολόγησης κι έτσι φα­ νέρωσε μια τάση για το ειδικό κι αυτό συνιστά μιαν επιβλητικήν αΤο αθηναϊκό τετράδραχμο του 5ου αι. π.Χ.

ντίθεση με την εμμονή του στη δια­ γραφή γενικευτικών συμπερασμά­ των και καθοδηγήσεων. Κι αυτό ήταν ακόμα μια απαίτηση της επο­ χής του, η αναζήτηση της αλήθειας μέσ’ από το δαίδαλο των λεπτομε­ ρειών και η εξακρίβωσή της μέσα στο πλέγμα των επιφαινομένων γε­ γονότων. Η κριτική του Θουκυδίδη για την αβασάνιστη καταγραφή γε­ γονότων από τους παλιότερους ιστορικούς (κυρίως τον Ηρόδοτο) και του Ευριπίδη για τον τρόπο που ο Αισχύλος παρουσίαζε τα δρώμενα των μύθων του, είναι εν­ δεικτική αυτής της αντιμετώπισης. Από την άποψη αυτή -αλλά και σε πολλές άλλες αναφορές και αναγω­ γές- ο ιστορικός συγγενεύει πε­ ρισσότερο με τον νεότερο τραγικό: αν ο Ευριπίδης είναι ο από σκηνής φιλόσοφος, ο Θουκυδίδης είναι ο φιλόσοφος της ιστορίας.5 Γιατί είχε την ικανότητα -κι αυτό είναι πολύ σημαντικό- να ανάγεται με συνέ­ πεια και αντικειμενικότητα από τα γεγονότα καθαυτά στη γενικότερη σημασία τους. Πάνω σ’ αυτό το πνευματικό υπόβαθρο ύψωσε ο ιστορικός το έργο του και ο μελετητής επιχειρεί να δώσει τις μεγάλες γραμμές του σχεδίου της «Ιστορίας», καθώς και τις μεθόδους που ακολούθησε για

Ουγγαρίας, γενέτειρας του συγγραφέα. Παρ’ όλα αυτά σε κανένα κομμάτι του βιβλίου οι ήρωες δεν είναι κάποιοι επιφανείς που προωθούν τις εξελίξεις, αλλά το αντίθετο, είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι του λαού με τις μικροδιαφορές τους και τα μικροπροβλήματά τους. Έτσι ξεφεύγει συγκινησιακά καθορισμένη μια γεύση ανθρωπιάς καί έντονης αγάπης για το συνάνθρωπο, τέτοια που μόνο μια ψυχογραφικών διαθέσεων προσέγγιση μπορεί να αφυπνίσει. Ο δημιουργός παίρνοντας σαν πρωταγωνιστές των ιστοριών του ζώντες οργανισμούς που έχουν δεχτεί τις πολιτικές συνέπειες κάποιων ενεργειών επαναστατικών ή μη, δουλεύει αυτή την κατηγορία των ατόμων με μια ευαισθησία που αποπνέει ακόμα περισσότερο ουμανισμό. Έτσι και χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφοράς δύσκολων εντυπώσεων, το έργο κινεί τα πιο εσωτερικά τμήματα της ανθρώπινης ψυχής, λειτουργώντας όμως ταυτόχρονα και σαν μέσο προσφυγής στην κοινωνιολογική διάσταση της σκέψης και της αντίδρασης των πολιτών της συγκεκριμένης χώρας.

Ν.Γ. ΔΑΒΒ ΕΤΑ: Λευκή φούγκα. Αθήνα, Υάκινθος, 1986. Σελ. 29.

Μια περιπλάνηση στο χώρο της γέννησης κάι της δημιουργίας, ιδέες που διαμορφώνονται από την ψυχικού βάρους ανάγκη για έκφραση και αυτογνωσία, είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Ν.Γ. Δαββέτα. Σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες δουλειές, η «Λευκή φούγκα» προωθεί σε κατάλληλο έδαφος μια καταξιωμένη προσπάθεια και δίνει ελπίδες για το μέλλον, τόσες όσες ένας νέος αλλά


54/οδηγος

να δώσει στο έργο του την αξία του «κτήματος ές αίεί». Ο Θουκυδίδης είχε συναίσθηση αυτής της αξίας -κ ι αυτό επαναλαμβάνεται στο έρ­ γο του είτε άμεσα είτε έμμεσα, αφού κρίνει τον Πελοποννησιακό πόλεμο ώς το σημαντικότερο που έγινε ως τότε, και, συνακόλουθα, μεσ’ απ’ αυτόν εξάγει τα συμπεράσματά του που θα χρησιμέψουν στις μελλούμενες γενιές. Και για να καταδειχθεί η σοβαρότητα, το μέ­ γεθος και η σημασία του, τον συγ­ κρίνει με άλλους του παρελθόντος (κυρίως τον Τρωικό). Έτσι, το τμήμα το λεγόμενο «Αρχαιολογία», κρίνεται από την άποψη αυτή απα­ ραίτητο οργανικό στοιχείο του όλου έργου. Ο μελετητής επισημαί­ νει τις διαφορές στους σκοπούς ανάμεσα στον Θουκυδίδη και τον Ηρόδοτο. Ο δεύτερος καταγράφει τα γεγονότα, ώστε «μήτε τά γενόμενα έξ άνθρώπων τψ χρόνψ έξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα τε καί θωμαστά, τά μέν Έλλησι τά δέ βαρβάροισι άποδεχθέντα, άκλεά γένηται» (I, I, 1) ο πρώτος γράφει για να δώσει τη δυνατότητα στους επιγενομένους να κρίνουν ωφέλιμα - «τών τε γενομένων τό σαφές σκοπείν καί τών μελλόντων ποτέ αύθις κατά τό άνθρώπινον τοιούτων καί παραπλησίον έσεσθαι» (I, 22,4). Ξέρει ότι ακούγοντας6 ο πολίτης το έργο του δε θα ευχαριστηθεί, γιατί δεν περιέχει μύθους και παράδοξες ιστορίες -κριτική αιχμή εναντίον του Ηροδότου-, ωστόσο εκείνο

που τον ενδιαφέρει δεν είναι να ψυχαγωγήσει αλλά να προβληματί­ σει, όχι να ευχαριστήσει, αλλά να καταστήσει το ακρόαμά του χρήσι­ μο με την πεποίθηση ότι μια επι­ στημονική ανάλυση των γεγονότων θα μεταδώσει στους ακροατές την εμπειρία ενός πολέμου που έχει με­ λετηθεί σε βάθος και μιας εποχής που έχει φορτισθεί από την ένταση και την παθολογία του πολέμου αυτού. Έτσι, ενώ ο Ηρόδοτος ενδιαφέρεται για το παρελθόν αυτό καθαυτό μέσα σ’ έναν εκτεταμένο χώρο και χρόνο, ο Θουκυδίδης αναφέρεται στο παρελθόν για το παρόν και το παρόν αυτό το βλέπει σε περιορισμένο χώρο και χρόνο. Η αφήγηση του Ηροδότου είναι χαλαρή, ασύνδετη και χαώδης, του Θουκυδίδη έχει τη σφιχτοδεμένη ένταση των αυστηρά οριοθετημένων αττικών δραμάτων -ήταν ανα­ πόφευκτο ο ιστορικός να επηρεα­ στεί από το λαμπρός καλλιτεχνικό είδος του καιρού του- αποκλειστι­ κή ανακάλυψη της Αθήνας και χα­ ρακτηριστικό μέσο της έκφρασής της- την Τραγωδία. Αν όμως η «Αρχαιολογία» στηρί­ ζει την επιχειρηματολογία του ιστορικού, για να καταδείξει τη μοναδικότητα του Πελοποννησιακού πολέμου, απ’ την άλλη περιέχει και τους βασικούς άξονες, που πά­ νω τους θα κατευθύνει το σχέδιό του και θα φτάσει στις σχηματο­ ποιήσεις εκείνες, που θα τον οδη­ γήσουν στις αξιωματικές του κρί­

σεις πάνω στα ανθρώπινα πράγμα­ τα. Ο μελετητής επισημαίνει εδώ αυτό που αποτελεί τη γενικευτική εκείνη τάση, για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως: ορισμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά συνε­ πάγονται αναγκαστικά μιαν ορι­ σμένη μορφή πολιτεύματος, όπως και η ψευδοξενοφώντεια «Αθη­ ναίων πολιτεία», μέσ’ από το αντιδημοκρατικό της μένος διαπιστώ­ νει.7 Στον Θουκυδίδη ακόμα βλέ­ πει κανείς να έχει σημαντική θέση η ιδέα της προόδου, μόλο που ήταν ξένη προς την αρχαιότητα, ή, εν πάση περιπτώσει, ήταν λιγότερο συνηθισμένη από δυο άλλες ιδέες, την ιδέα της παρακμής από ένα ευ­ τυχέστερο παρελθόν (Ησίοδος) και την κυκλική ακμή και παρακμή των κοινωνιών, καθώς συγκλίνουν και αποκλίνουν από τους κανόνες του ορθού (Πλάτων). Αυτές όμως οι μεταφυσικές αντιλήψεις για την ανθρώπινη μοίρα στο ομαδικό πε­ δίο δεν ανταποκρίνονται πια στη νέα κοινωνική κατάσταση. Η δημο­ κρατία του 5. αι. θεμελίωνε την πρόοδό της πάνω στην πίστη της ανθρώπινης προόδου. Έτσι, οι κύ­ ριες ιδέες, που οριοθετούν το πλαί­ σιο της συγγραφής, διαγράφονται καίρια από το μελετητή. Είναι η αντίληψη ότι η μόνιμη εγκατάστα­ ση και η υλική πρόοδος -που συνε­ πάγεται την πνευματική- είναι δυ­ νατές μόνο με την πολιτική ενο­ ποίηση, δηλαδή με την εξάσκηση ελέγχου από μια κεντρική εξουσία,


οδηγος/55 έστω και με τη βία, είναι, το σπου­ δαιότερο, ο ρόλος της ναυτικής ισχύος στην ελληνικήν ιστορία, η δύναμη του «ναυτικού όχλου», που λέει η ψευδοξενοφώντεια «Αθη­ ναίων πολιτεία», - «οί πένητες καί ό δήμός έστιν ό έλαύνων τάς ναΰς καί ό τήν δύναμιν περιτιθείς τή πόλει, καί οί κυβερνήται καί οί κελευσταί καί οί πεντηκόνταρχοι καί οί πρφράται καί οί ναυπηγοί, -ούτοί είσιν οί τήν δύναμιν περιτιθέντες τή πόλει πολύ μάλλον ή οί δπλΐται καί οί γενναίοι καί οί χρη­ στοί» (1,2), και είναι, τέλος, το ξε­ περασμένο στη δύναμη της Σπάρ­ της, που δεν μπορούσε ν’ αποτελέσει στοιχείο για μιαν ηγετική θέση. Η σπαρτιατική «ησυχία» ήταν το απαρασάλευτο καθεστώς της αρι­ στοκρατικής ολιγαρχίας, κι όσο κι αν αυτό συνιστούσε μια σταθερό­ τητα στο πολίτευμα, σε αντίθεση με την αστάθεια της δημοκρατικής Αθήνας, ήταν μια οπισθοδρόμηση. Γιατί μόνο η ελευθερία μπορούσε μέσα στη δημοκρατία να οπλίσει τα άτομα με αυτοπεποίθηση και σθέ­ νος, ενώ η Σπάρτη βρισκόταν ακό­ μα στην εποχή που το άτομο δεν εί­ χε σπάσει το απρόσωπο κατεστημέ­ νο της αριστοκρατικής διακυβέρ­ νησης. Όμως, η αστάθεια του δη­ μοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα, που γνώρισε ο Θουκυδί­ δης, οδήγησε στην καταστροφή, γιατί βέβαια προϋπόθεση για τη δύναμη της δημοκρατίας είναι η

σταθερότητα του πολιτεύματός της και τότε μόνο μπορεί να γίνει, μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια, ο συσχετισμός της πολιτικής ενότητας με την υλι­ κή πρόοδο, να εξηγηθεί η σημασία της ναυτικής δύναμης που πετυχαί­ νει η δημοκρατία. Η περιγραφή της καταστροφής του αθηναϊκού στό­ λου στη Σικελία -μνημείο λόγου θαυμαστό- που ξεπήδησε μέσ’ από τα βάθη της εμπειρίας του ιστορι­ κού, περιέχει μια δραματικήν έντα­ ση, που ανταποκρίνεται στην τρα­ γική θέση που οδήγησε την Αθήνα, ύστερ’ από το θάνατο του Περικλή, η πολιτική αστάθεια και η παρατα­ ξιακή αντιμετώπιση των περιστά­ σεων από τους ευκαιριακούς πολι­ τικούς κυβερνήτες. Η ανάλυση από τον μελετητή των βιβλίων της «Ιστορίας» που περι­ γράφουν τον πόλεμο από την έκρη­ ξή του ώς την εκστρατεία στη Σικε­ λία και τη διάσπαση της αθηναϊκής συμμαχίας (κι εδώ το έργο έμεινε αδούλευτο και ατέλειωτο), αναδεικνύει με τρόπο λαμπρό τα στοιχεία εκείνα που έχουν επισημανθεί ώς τώρα, στις σπονδυλώσεις του έρ­ γου, και οι επιμέρους επισημάνσεις έχουν σκοπό να δυναμώσουν τη γε­ νική εικόνα που ο ιστορικός έχει απλώσει μπροστά μας μ’ όλη τη με­ γαλόπρεπη και συνάμα τραγική της δομή. Έτσι, στην αρχή, και εξαιτίας τού ότι η διένεξη ήταν ο αντα­ γωνισμός Σπάρτης-Αθήνας, ο Θου­ κυδίδης με μια μοναδική μαστοριά

Επιγραφή που καταγράφει την πώληση της δημευμένης περιουσίας των Ερμοκοπι-

ολοκληρωμένος ποιητής μπορεί αν προσκομίσει. Η λεπτή τεχνική με την οποία επεξεργάζεται τα νοήματα και το ύφος των στίχων, είναι καθοριστική σε βαθμό που η αναγνωστική απόλαυση να βρίσκεται αμέσως και σίγουρα στο πρώτο σκαλοπάτι πολυτελούς οικοδομής. Τέλος, η από κάθε άποψη ποιητική φυσιογνωμία του Ν.Γ.Δ. παρά την επιμέρους και στενά προσεγγίσιμη θεματολογία του βιβλίου, φέρνει σε πέρας μιαν αποστολή που σκοπό έχει την ανάταση της ποίησης και το άπλωμά της στο ευρύ κοινό.

Κ Ω ΣΤΑ Λ Ο ΓΑ ΡΑ: Ύποπτοι δρόμοι. Αθήνα, Σιγαρέτα, 1986. Σελ. 90.

Το βιβλίο του πατρινού Κ.Λ έρχεται σαν αυταπόδεικτη συνέχεια τόσο του εσωτερικού μονόλογου των Θεσσαλονικιών του μεσοπολέμου όσο και του έργου του Γιώργου Ιωάννου. Τα μικρά πεζογραφήματα που αποτελούν το έργο έχουν τη δύναμη και στέκονται αυτοτελώς απέναντι σε ό,τι οι εκδόσεις «Σιγαρέτα» προτείνουν σήμερα σαν δρόμο λογοτεχνικής πραγωγής. Είναι κομμάτια δουλεμένα στρωτά, κάτω απ’ ένα διάφανο πέπλο μοναχικής θλίψης, που από τη μεριά της δίνει σ’ ολόκληρο το κείμενο τη μορφή μιας όχι αισιόδοξης εξομολόγησης, περνώντας τα νοήματα και την αίσθηση με τρόπο εντελώς αποστασιοποιημένο. Η συγκίνηση όμως που διατρέχει πολλά από τα μέρη του βιβλίου έχει την απαραίτητη ευστάθεια ώστε να του δίνει έναν κεντρικό χαρακτηρισμό που δεν είναι άλλος από κείνον της απογραφής του παρελθόντος με όλα τα υπέρ ή τα κατά που ένας συγγραφέας έχει βιώσει. Άλλωστε ο καθαρά προσωπικός χαρακτήρας των


56/οδηγος ανυψώνει το έργο του από το επί­ πεδο της καταγραφής στο επίπεδο της ιδέας κι από τις πρώτες κιόλας δημηγορίες φαίνεται πολλαπλή α­ ντίθεση των δύο πόλεων, που καθι­ στά τον πόλεμο αναπόφευκτο. Ο μελετητής στέκεται με δικαιολογη­ μένο θαυμασμό στον «Επιτάφιο»

-τον κλασικό ύμνο της δημοκρα­ τίας, το εγκώμιο αυτό της δημο­ κρατικής Αθήνας, που γνώρισε ο Θουκυδίδης, και δείχνει ότι δέχτη­ κε την επιβλητικήν επίδραση του μεγάλου πολιτικού, του Περικλή. Οι κύριες ιδέες, που ο μελετητής διέγραψε στην αρχή, βρίσκουν τώ­ ρα, με την ανάλυση των γεγονότων, το λειτουργικό τους προορισμό μέ­ σα στο έργο του, όπως η απελευθε­ ρωτική δύναμη της δημοκρατίας αλλά και η αδυναμία της δημοκρα­ τικής Αθήνας, που η αστάθεια του πολιτεύματός της ήταν η πρωταρχι­ κή αιτία της ήττας. Με περισσή δύ­ ναμη δίνεται η παθολογία του πο­ λέμου σε μια πόλη που γίνεται έρ­ μαιο των διαφόρων καιροσκόπων

με τον εκφαυλισμό της πολιτικής ζωής, και διαγράφονται εκπληκτι­ κά τα συμπτώματα που προξενεί μια φιλοπόλεμη πολιτική αντιμετώ­ πιση - «έν μέν γάρ ειρήνη καί άγαθοϊς πράγμασιν αϊ τε πόλεις καί οΐ

ίδιώται άμείνους τάς γνώμας Ιχουσι διά τό μή ές άκουσίους άνάγκας πίπτειν δ δέ πόλεμος ύφελών τήν ευπορίαν τον καθ’ ήμέραν βίαιος διδάσκαλος καί πρός τά παρόντα τάς όργάς τών πολλών όμοιοι» (III, 82,2). Υψηλό αντιπολεμικό πνεύ­ μα, καίρια φιλειρηνική υποθήκη για το σήμερα, «κτήμα ές αίεί» για την ανθρωπότητα! Ο μελετητής, σχετικά με το ύφος του Θουκυδίδη, θέτει το βασικό ερώτημα αν είναι αντιπροσωπευτι­ κό της Αθήνας εκείνης της εποχής, μόλο που δεν είναι το μοναδικό στοιχείο πιστότητας. Σε αντίθεση με άλλους, όπως τον Fredericus Blass, που υποστήριξαν ότι το ύφος του ιστορικού είναι ψεύτικο, και ότι αποδίδει το πνεύμα αλλά δε δίνει την εικόνα της ρητορείας του Περικλή, ο Finley διακηρύσσει ότι ο Θουκυδίδης διακρίνει τους ομι­ λητές από τον τρόπο της επιχειρη­ ματολογίας τους, και ότι δέχθηκε τις μοναδικές εντυπώσεις του από

την πολιτική σκέψη και την πολιτι­ κή ρητορεία στην Αθήνα πριν από την εξορία του. Έτσι, κράτησε ώς το τέλος, σε ύφος και σκέψη, τη σφραγίδα εκείνων των διαμορφωτικών χρόνων. Το ύφος του βρίσκε­ ται ανάμεσα στο παλιότερο γραμ­ μικό («εΐρομένη λέξις») και το νεότερο περιοδικό («κατεστραμμέ­ νη λέξις») και έχει έναν αντιθετικό χαρακτήρα - αποτέλεσμα της επί­ δρασης των σοφιστών. Το αντιθετι­ κό ύφος ήταν η πρώτη απόπειρα στην Αθήνα να δημιουργηθεί από τον πεζό λόγο ένα όργανο συνειδη­ τής τέχνης κι αυτό στον Θουκυδίδη διακρίνεται έντονα. Το ύφος του είναι υψηλό (όπως του Αισχύλου) κι από την άποψη της λεπτομέρειας είναι αρχαϊκό, έχει την ένταση και τη ζωντάνια των αρχαϊκών έργων, που δεν έχει η κατοπινή συστημα­

τοποιημένη παραγωγή. Και η γλωσσική του μορφή είναι ποιητική και αρχαϊκή και η άρθρωσή της πε­ ριέχει έναν ρυθμό και μιαν αντιφωνικήν αρμονικότητα, που καθι­ στούν το ύφος του μοναδικό, αλλά αυτός ήταν και ο λόγος που επικρίθηκε από τους μεταγενέστερους, γιατί τον έκριναν όχι με τα κριτή­ ρια της εποχής τους, αλλά με μετα­ γενέστερα. Κι εδώ ο μελετητής ση­ μειώνει ότι πρέπει να επαυξήσουμε τη γνώμη «le style est Γ homme» με κείνη του «le style est Γ age» και προσθέτει: «Ποιο είναι το προσω­ πικό επίτευγμα του Σοφοκλή ή του Σαίξπηρ δεν μπορούμε να πούμε. Αλλά το ότι τα έργα τους γράφτη­ καν ακριβώς τον καιρό που γρά­ φτηκαν, δείχνουν τι όφειλαν οι συγγραφείς αυτοί στην εποχή τους». Για τη σκέψη του Θουκυδίδη, ο μελετητής ανακεφαλαιώνει, κατά κάποιον τρόπο, τα στοιχεία εκείνα που αποτελούν τις σπονδυλώσεις του έργου του και καθορίζει τις βασικές αρχές που πάνω τους ο ιστορικός διάρθρωσε το έργο τού και που - είναι ο βαθμός της αναγκαιότητας και του αναπόφευ­ κτου, η απουσία των θεών από τις ανθρώπινες καταστάσεις, η παρου­ σία της τύχης, ως δευτερεύοντος παράγοντα, αλλά κάποτε αποφασι­ στικής σημασίας. Κι ακόμα επιση­ μαίνει τις παραλείψεις που του προσάπτουν, αποδεικνύοντας πως δεν πρόκειται για παραλείψεις αντίθετα, τα ίδια τα περιγραφόμενα γεγονότα οδηγούν σ’ αυτά που θεωρούνται ότι παραλείφθηκαν. Η συσχέτιση της «Ιστορίας» με την Τραγωδία ως προς την καλλιτεχνι­ κήν αποτελεσματικότητα κρίνεται αναγκαία, ωστόσο θεωρείται, γενι­ κά, λάθος ο υπερτονισμός του τρα­ γικού στοιχείου σ’ αυτήν. Το τρα­ γικό στοιχείο ξεκινάει από την «ϋβριν», έχει μεταφυσική ρίζα, όμως το έργο του Θουκυδίδη, πα­ ρά τα σκοτεινά του χρώματα, φα­ νερώνει πίστη στις ανθρώπινες δυ­ νάμεις - ύλη του σχεδίου του είναι ύλη ιστορίας και όχι δράματος. Ο Θουκυδίδης σε μιαν εποχή, που οι βασικές ανθρώπινες αξίες διακυβεύονταν, κατόρθωσε με τη δύναμη του αγέλαστου λιονταριού, να κα­ ταγράψει και να απλουστεύσει σ’ ένα επίπεδο απόλυτης αλήθειας και ειλικρίνειας -που είναι ελληνι­ κή αρετή- αυτά τα ιδεώδη, που γαλούχησαν για αιώνες και εξακο­ λουθούν να γαλουχούν την ανθρω-


οδηγος/57

«Ύποπτων δρόμων» είναι και το σημαντικότερο στοιχείο, που κάνει τον αναγνώστη μύστη των πολυδαίδαλων ατομικών εμπειριών του δημιουργού. ΔΗΜ ΗΤΡΗ ΠΕΤΣΕΤ1ΔΗ: Δώδεκα στο δίφραγκο. Αθήνα, Το Δέντρο, 1986. Σελ. 115.

Η πολιορκία των Συρακουσών

πότητα. Ο Τζων X. Φίνλεϋ με τη μονο­ γραφία του μας δίνει ένα βασικό

Σημειώσεις 1. Ωστόσο οι εικόνες εκτός κειμένου εί­ ναι 7 (Αλκιβιάδης, Αθηναϊκό τετρά­ δραχμο του 5. αι., Επιτύμβια στήλη Χαιρεδήμου και Λυκέα, Αρχαία λα­ τομεία Συρακουσών, επιγραφή πώ­ λησης περιουσίας Ερμοκοπιδών, Ενεπίγραφη στήλη με τέσσερα ψηφί­ σματα όρων συμμετοχής της Μεθώ­ νης στην αθηναϊκή συμμαχία, Νομί­ σματα). Καθαυτό ιστορικοί χάρτες είναι δύο (Σύμμαχοι Αθηναίων και Σπαρτιατών και η Σικελική εκστρα­ τεία) ενώ οι άλλοι είναι σχεδιαγράμ­ ματα μαχών (Πύλου και πολιορκίας Συρακουσών). 2. Σε δύο σημεία της έκδοσης υπάρχουν τυπογραφικές ανωμαλίες: σελ. 70, όπου έχει διαταραχθεί η σειρά των γραμμών και σελ. 181, όπου λείπουν κάποιες φράσεις. 3. Συγγένευε από τη μεριά του πατέρα του Ολόρου με το πλούσιο και συ­ ντηρητικό γένος των Φιλαϊδών, το γένος του Μιλτιάδη και του Κίμωνα. Γεννήθηκε στο δήμο Αλίμου γύρω στο 460, μεγάλωσε στην Αθήνα κι έπαιρνε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή. Πρόβλεψε τη σημασία του πο­ λέμου το 431 κι εκλέχθηκε στρατηγός το 424. Την εκλογή του την όφειλε στη γνώση της περιοχής της Θράκης γύρω από την Αμφίπολη, όπου είχε ή εκμίσθωνε μεταλλεία. Η αποτυχία του να βοηθήσει την πολιορκημένη Αμφίπολη του στοίχισε την εξορία του από την Αθήνα. Στο διάστημα της εξορίας του ταξίδεψε πολύ, αλλά επέστρεψε στην Αθήνα με το τέλος

έργο για τον μεγάλο δημιουργό και την ανεπανάληπτη εποχή του. ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ του πολέμου, τον καιρό που έγραφε την «Ιστορία» του. Δεν έζησε πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο, αφού το έρ­ γο του έμεινε ατέλειωτο. Πέθανε πι­ θανώς το 399. 4. Βλ. λ.χ. «Πύθια» VIII, 1, «Ολύμπια» IV, 16 απόσπ. 99 ιδιαίτερα, όπου λέτό κοινόν τις άστών έν εύδίρ τιθείς έρευνασάτω μεγαλάνορος 'Ησυχίας τό φαιδρόν φάος, στάσιν από πραπίδων έπίκοτσν άνε5. Το επίγραμμα στον τάφο του Ευριπί­ δη (EG, 500-3) αποδίδεται (εκτός από τον Τιμόθεο) και στον Θουκυδί­ δη - μια τάση να καταδειχθεί η πνευ­ ματική τους συγγένεια. 'Οταν ο Αρι­ στοτέλης λέει (Ποιητ. 1451b, 6) ότι η τραγωδία είναι «φιλοσοφώτερον ιστορίας» δε λαμβάνει υπόψη του τον Θουκυδίδη. Τη γνώμη διατυπώ­ νει ο μελετητής. 6. Γνωστό ότι τα έργα τότε διαβάζονταν από τους συγγραφείς τους σ’ ένα (μι­ κρό ή μεγάλο) ακροατήριο - συνεχι­ ζόταν ο τρόπος επικοινωνίας του δη­ μιουργού με το κοινό που είχαν κα­ θιερώσει από τα πανάρχαια χρόνια οι ποιητές και οι ραψωδοί. 7. Το πρώιμο αυτό έργο αττικού πεζού λόγου, κάποιου άγνωστου ολιγαρχι­ κού, η παράδοση το έχει διασώσει ανάμεσα στα έργα του Ξενοφώντα. Βλ. για τη γραμματολογική του ση­ μασία, Albin Lesky, Ιστορία της αρ­ χαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μετάφρ. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη, Θεσσαλονίκη* 1231972, σελ. 633-637.

Έ να σύνολο από παιδικές και εφηβικές μνήμες και από κάποιους συνειρμούς που έμειναν αναλλοίωτοι στο χώρο και στο χρόνο είναι το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Πετσετίδη. Με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο και με αρκετά μεγάλη ευκολία στη δημιουργία παραστάσεων, ο συγγραφέας μας μεταφέρει πρώτα στη Λακωνία όπου η ιδιαίτερη πατρίδα του και κατόπιν στα κατοχικά, αντιστασιακά, εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, που το βάρος των περιστάσεων αγγίζει διακριτικά τις πιο οικείες λογοτεχνικές αλλά και ιστορικές στιγμές. Τα μικρά πεζογραφήματα -μορφή γραψίματος πολύ διαδεδομένη τον τελευταίο καιρό- έχουν και δικό τους ύφος στο οποίο προσαρμόζεται αμέσως ο αναγνώστης, αλλά και δική τους τεχνική που διαμελίζει μέσα σε λίγες σελίδες τη σύντομη θεματολογία. Επιγραμματικά πρόκειται για ένα έργο σύγχρονο και μοντέρνο που ασφαλώς θα δεχθεί καλή υποδοχή και ταυτόχρονα ικανή μελέτη και ανάλυση. ΧΡΊΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ


58/οδηγος

ανιχνευοντας τα βυζαντινά εργαστήρια «ΕΙΚΟΝΕΣ»: (Λεύκωμα). Σνλλογή Δ. Οικονομόπονλου. Αθήνα, Έκόοση: ΔΡ. Δ .Α. Δελής Α.Ε. 1985. Κείμενα: Χρυσάνθη Μπαλτογιάν-

Ο Χριστός Παντοκράτωρ, 18ος αι.

νη. Καλλιτεχνική επιμέλεια: Τάκη Κατσονλίόη. Σελ. 138. Πίνακες: 216.

Μία ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και σημαντική για τον χώρο της έρευνας και της τέχνης έκδοση κυκλοφόρησε πρόσφατα από την εταιρία ΔΡ.Δ.Α. ΔΕΛΗΣ Α.Ε. με την ευκαιρία της επετεί­ ου των 40 χρόνων από την ίδρυσή της. Έχει τον απλό και χα­ ρακτηριστικό τίτλο «ΕΙΚΟΝΕΣ», καθώς πρόκειται για λεύκω­ μα της ιδιωτικής συλλογής αγιογραφιών Δημητρίου Οικονομόπουλου που χρονολογούνται από τον 15ο έως και τον 18ο αιώ­ να. Συνοδεύεται από μια μικρή και πυκνή σε περιεχόμενο και νέα στοιχεία μελέτη της αρχαιολόγου κυρίας Χρυσάνθη Μπαλτογιάννη. Η ίδια επιμελήθηκε και τα επεξηγηματικά κείμενα για καθεμιά από τις εικόνες ξεχωριστά με απλό και σαφή τρό­ πο γραφής, γεγονός που δεν κουράζει τον απλό και όχι τόσο ενημερωμένο αναγνώστη. Τα κείμενα συνοδεύονται και από την αντίστοιχη βιβλιογραφία, είναι συγκριτικά και αναλυτικά τεκμη­ ριωμένα και κατ’ αυτό τον τρόπο εξυπηρετούν δύο παράλληλους στόχους. Ο πρώτος είναι η ενημέ­ ρωση του ερευνητή και γνώστη σχετικά με τα νέα στοιχεία που προκύπτουν ως προς τη γέννηση, εξέλιξη και διαδρομή της μεταβυ­ ζαντινής τέχνης, και ο δεύτερος εί­ ναι η εισαγωγή του απλού αναγνώ­ στη μέσα στον ενδιαφέροντα κόσμο και την πορεία αυτής της τέχνης, με ξεχωριστή σαφήνεια. Το βιβλίο διακρίνεται σε συγκε­ κριμένες ενότητες, από τις οποίες η πρώτη είναι ο πρόλογος του εκδό­ τη, ενώ ακολουθεί ο πρόλογος του Δημήτρη Οικονομόπουλου και τε­ λευταία η εισαγωγή της κυρίας Μπαλτογιάννη. Αυτό το τμήμα, δηλαδή η εισαγωγή της κυρίας Μπαλτογιάννη χωρίζεται σε κεφά­ λαια, ακολουθεί ο αναλυτικός πε­ ριγραφικός κατάλογος των εικό­ νων, ο συνοπτικός, η ομάδα των εγχρώμων εικόνων, των μαυρόασπρων, η βιβλιογραφία, οι συντο-

μογραφίες και τέλος το εικονογραφικό ευρετήριο. Η σοβαρότητα της έκδοσης κρίνεται λοιπόν συμπερα­ σματικά και από τη λεπτομερή και αυστηρή οργάνωση της διάταξης. Άλλοι συνεργάτες της έκδοσης ήταν, ο Μάκης Σκιαδαρέσης που επιμελήθηκε τους έγχρωμους πίνα­ κες, ο Γιώργος Μπαλής ως προς τους μαυρόασπρους, ενώ ο Τάκης Κατσουλίδης ανέλαβε την καλλιτε­ χνική επιμέλεια. Η κυρία Μπαλτογιάννη εξηγεί στην εισαγωγή της μελέτης της την συμασία της δημιουργίας των με­ γάλων ελληνικών συλλογών εικό­ νων που αρχίζει από τα τέλη του περασμένου αιώνα μέσα στα πλαί­ σια της αναζήτηση; τη; εθνικής αυτογνωσίας. Μια ανα. ιηση που κατέληγε πάντα στη ..ιντινή και λαϊκή μας παράδοση με ιδιαίτερη έμφαση κατά τις δύσκολες ιστορι­ κές στιγμές και που εκφράστηκε με την επιστροφή στις βυζαντινές ρί­ ζες. Αυτή η αναζήτηση είχε σαν αποτέλεσμα την ίδρυση της Χρι­ στιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας το 1884 και αργότερα στην τέχνη,


οδηγος/59 την εμφάνιση ενός φαινομένου όπως εκείνο του Κόντογλου και των μαθητών του. Κατ’ αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε και η συλλο­ γή των τετρακοσίων εικόνων του Δημητρίου Οικονομόπουλου. Συγ­ κεκριμένος σκοπός της Χρυσάνθης Μπαλτογιάννη υπήρξε να βοηθήσει με τη μελέτη αυτή σε μία γενικότε­ ρη θεώρηση και προβληματική των εικόνων όπως λέει και η ίδια. Εξη­ γεί τον τρόπο της εργασίας και τα­ ξινόμησής της χρονολογικά σε με­ γάλες ομάδες του 15ου, 16ου, 17ου και 18ου αιώνα και την προσπάθειά της να εντοπίσει τα έργα με τα κοινά τεχνοτροπικά χαρακτηριστι­ κά και τις κοινές εικονογραφικές προτιμήσεις, που οδηγουν και στην ανίχνευση γνωστών ή και τοπικών εργαστηρίων. Τα αντικείμενα αυτής της έρευ­ νας υπήρξαν: α) εικόνες που βρί­ σκονταν έξω από τα γνωστά ρεύ­ ματα της μεταβυζαντινής ζωγραφι­ κής, εικόνες που αποτελούσαν απλώς μεμονωμένες εκφράσεις και β) εικόνες που ήταν ενταγμένες σε εργαστήρια. Ακολουθώντας αυτή την πορεία, χώρισε το κείμενο σε αντίστοιχες ενότητες: 1. Κρητικά εργαστήρια του 15ου αιώνα. 2. Ιταλοκρητικά εργαστήρια του 15ου και 16ου αιώνα. 3. Κρητικά εργα­ στήρια των 16ου, Που και 18ου αιώνα. 4. Ελλαδικά επηρεασμένα από την Κρητική ζωγραφική και άλλα ελλαδικά. Το κάθε ένα από τα κεφάλαια αυτής της ανάλυσης έχει τα αντίστοιχα εικονογραφικά παραδείγματα στους αριθμημένους πίνακες του βιβλίου. Αναλυτικά, λοιπόν, παρακολουθούμε την εξέ­ λιξη των Κρητικών αγιογραφιών κατά τον 15ο αιώνα, εποχή που χα­ ρακτηρίζεται από το φόβο της οθωμανικής απειλής στο Βυζάντιο, γεγονός που προκαλεί μία συνειδη­ σιακή κρίση με επιπτώσεις στην τέ­ χνη της εποχής. Αποτελέσματα της ιστορικής αυτής αναταραχής ήταν: α) Η διάσπαση και η ανακοπή της Παλαιολόγειας τέχνης και η εκδή­ λωση μίας επιστροφής στις αυστη­ ρές βυζαντινές φόρμες και, β) Η επαφή με τη Δύση που προκάλεσε μια ανανέωση στους εκφραστικούς τρόπους και κατά συνέπεια, μια άνθηση της ζωγραφικής, ιδιαίτερα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η έρευνα στα αρχεία της Βενε­ τίας αποκαλύπτει πολλά στοιχεία για τη ζωή Κρητικών ζωγράφων του 15ου αιώνα που είναι γνωστοί

από υπογραφές σε εικόνες. Ιδιαίτε­ ρη σημασία για τη διαμόρφωση και εξέλιξη της κρητικής ζωγραφικής είχε η προσωπικότητα του 'Αγγέ­ λου Ακοτάντου. Τα χρονικά όρια της ζωής του μεταθέτουν τα όρια της γέννησης της Κρητικής σχολής πριν την Άλωση, πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Η ερευνήτρια τεκ­ μηριώνει, βάσει στοιχείων που προέρχονται από χειρόγραφα και τοιχογραφίες, την εμφάνιση της Κρητικής ζωγραφικής από τις αρ­ χές του 15ου αιώνα. Τα δυτικά στοιχεία που θα οδηγήσουν σε τρό­ πους ανανέωσης, θα εμφανιστούν δειλά τον 15ο αιώνα στη βενετο­ κρατούμενη Κρήτη, ενώ έρευνες στα αρχεία της Βενετίας αποδεικνύουν ότι την εποχή αυτή γίνο­ νταν τεράστιες παραγγελίες ' Ο Ευαγγελισμός, 18ος ι

τέχνης με συγκεκριμένες οδηγίες κατασκευής σε κρητικούς ζωγρά­ φους, ενώ μεταξύ των έργων υπήρ­ χε και αριθμός εικόνων με ιταλική τεχνοτροπία. Κατά τον 16ο αιώνα, παρατηρείται στην ώριμη πλέον κρητική ζω­ γραφική, μια τυποποίηση που οφείλεται στην πιστή και σχεδόν μηχανική επανάληψη των μορφι­ κών στοιχείων. Ο 17ος αιώνας εί­ ναι ο αιώνας της άνθησης της ελλη­ νικής κοινότητας της Βενετίας, οι σχέσεις με τους κρητικούς ζωγρά­ φους γίνονται πιο πυκνές με απο­ τέλεσμα να παρουσιάζονται ανα-


60/οδηγος γεννησιακά στοιχεία στην τέχνη τους. Ταυτόχρονα γίνονται αρκετές παραγγελίες έργων ζωγραφικής από αρχοντικές ελληνικές οικογέ­ νειες της Κρήτης, της Επτανήσου και της Βενετίας. Η επιβίωση και η άνθηση της Κρητικής ζωγραφικής παρατηρούνται κατά τον 18ο αιώ­ να στα Επτάνησα όπου έχουμε και μία μεγάλη παραγωγή που περι­ λαμβάνει πολλά στοιχεία της βενετσιάνικης αναγεννησιακής ζωγρα­ φικής. Ως προς τα ελλαδικά εργαστή­ ρια, η ερευνήτρια τοποθετεί το παλαιότερο μεταβυζαντινό εργαστήρι του ελλαδικού χώρου στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα. Αναφέρει την πιθανότητα γνώσης της Κρητι­ κής ζωγραφικής κατά τον 16ο αιώ­ να, σε συσχετισμό με την τέχνη των αδελφών ζωγράφων Κονταρή που εργάστηκαν στην Ήπειρο και τα Μετέωρα, ενώ κατά τον 16ο και 17ο αιώνα παρατηρεί ένα συνδυα­ σμό στοιχείων της Μακεδονικής και της Κρητικής μεταβυζαντινής ζωγραφικής, καθώς και τη δυναμι­ κή παρουσία του Θεοφάνη του Κρητικού στο Άγιον Όρος. Ακό­ μη, κάνει μία αναφορά σε σχημα­ τοποιημένα και ιδιαίτερα εξπρεσιονιστικά έργα μιας μεγάλης ομά­ δας με πολλά παράλληλα σε μου­ σεία και ιδιωτικές συλλογές. Πρό­ κειται για εικόνες που τις χαρακτη­ ρίζει μια «έντονη μυστικιστική και αντικλασική τάση», και που συναν­ τάμε σε μουσεία της Βουλγαρίας με παράλληλα και σε εικόνες της Σερ­ βίας. Παράλληλη τάση που παρατηρείται στα ελλαδικά εργαστήρια, επιβιώνει σε επαρχιακά κέντρα όλο τον 16ο αιώνα και στις αρχές του 17ου. Μία άλλη ομάδα που παρουσιά­ ζει η κυρία Μπαλτογιάννη, έχει σχέση με εργαστήρια που διακρίνονται για άψογη τεχνική και πλούσια μέσα και συγκρίνεται με όμοιες εικόνες που βρίσκονται στο Βυζαντινό Μουσείο και προέρχο­ νται από την Θεσσαλονίκη, ενώ τους αποδίδεται ένας συσχετισμός με αγιορείτικα εργαστήρια. Η τελευταία ομάδα από τις εικό­ νες της αλλαγής στην οποία αναφέρεται η ερευνήτρια αφορά τις ρώσικες αγιογραφίες, ενώ η ίδια κλεί­ νοντας το εισαγωγικό κείμενο, το­ νίζει τη σημασία της πλούσιας προσφοράς της συλλογής Οικονομοπούλου. Ο Χριστός και η Παναγία της Δέησης, 18ος αι.

ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ


οδηγος/61

οι προσδιορισμοί ενός ποιήματος ή το ποίημα των προσδιορισμών Σ Τ ΑΥ ΡΟ Υ ΒΑΒΟΥΡΗ: Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα. Αθή­ να, Ερμής, 1985. αχ. 8ο. Σελ. 63.

Βιβλίο, ποίημα πυροτέχνημα, θα μπορούσε εύκολα να χαρα­ κτηριστεί το: «Πού πάει, πού με πάει αυτό το ποίημα», του Σταύρου Βαβούρη. Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν «αγώνα», που διεξάγεται ανάμεσα στον ποιητή και τις λέξειςσύμβολα, για να δοθούν τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας ενός «ανορθόδοξου» ποιήματος: η απεικόνιση των διανοημάτων του δημιουργού με τα γραπτά σύμβολα πάνω στο χαρτί και η σχηματοποίηση της έκφρασής του με τη μορφή του ποιήματος. Πόσο ο ποιητικός λόγος πείθει, πόσο η φωνή του είναι ειλικρινής κι η στάση του σωστή και πόσο ο αγώνας του με τις λέξεις και τα πράγματα και τον περίγυρο δι­ καιώνεται, πόσο βιωμένη είναι η αγανάκτηση κι η οργή του και πό­ σο καταξιώνεται ο ποιητής μέσα σε τούτο το αεί μεταβαλλόμενο, εσθίον και εσθιόμενον, διαρκώς δαπανώμενο και μηδέποτε καταπο­ νούμενο, οριστικώς και αορίστως επαναλαμβανόμενο «αυτόκλητο ποίημα», μόνον ο αντικειμενικός κι απροκατάληπτος κριτής, που δεν είναι άλλος από το χρόνο, θα το κρίνει. Και αυτό το είδος ή θα κα­ ταξιωθεί ως ποιητικός τρόπος έκ­ φρασης και γραφής παραδεκτός ή θ’ απορριφτεί ως «αχρείο», ή «έξαλλο» ή «παρείσακτο» σ’ έναν κόσμο, που παλεύει να σταθεί και να χορτάσει, να ορθοποδήσει και να βαδίσει πάνω σε κάποιες νέες συντεταγμένες, με κάποιες άλλες προοπτικές, μέσα σε δύσκολους καιρούς, από δύσβατους δρόμους μιας πολυδιάστατης αναγκαιότη­ τας. Ίσως κανένας ποιητής ώς τις μέ­ ρες μας να μη μόχθησε τόσο πολύ για να δώσει τόσο πολλλούς επιθε­ τικούς . και κατηγορηματικούς

προσδιορισμούς σ’ ένα ποίημα, όσο πολυσήμαντο κι αν είναι αυτό μέσα σε λίγους, σχετικά, στίχους - 708 δύο ποιητικών ενοτήτων με 47 ολι­ γόστιχα ποιήματα, όσο ο Σταύρος Βαβούρης στο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο του: Δύσκαμπτο, δύστροπο, σκασμένο, αγκυλωμένο, στριμμένο, τυλιγμένο, χορτάτο, εύκαμπτο, αλληγορικό, συμβολικό, συνέχον, γαμημένο, ξεσκισμένο, ιαμβικό, ηλί­ θιο, δακτυλικό, τροχαϊκό, αμφίβραχυ, τρεκλιστό, πρίγκιπας έκ­ πτωτος, πράσινο, χλωρό, θαλλερό, κατακίτρινο, ξερό, του αέρα και της άμμου, φύλλο του φθινοπώρου, δεκτό, απαράδεκτο, ηλιοτρόπιο εύχαρι, δύσθυμο, δυσάρεστο, αλλόφρον, νευρωτικό, έξαλλο, χέστρα, ασύντακτο, γραφή ζυγή ποτέ, πάν­ τοτε περιττή, υπόλοιπο αφαιρέσεως, μονό, επηρμένο, περήφανο, σιωπηλό, μοναχό, φαρμάκι σκέτο, διαβρωμένο, καρκινογόνο, ξένο σώμα, δηλητήριο, στάσιμο, μαύρο, πλάγιο, λοξό, πλαγιασμένο, δέντροβαθύσκιο, φαρίσιο, ψάρι, σμέρνα, τίγρης, γαλάζιος καρχα­ ρίας, πιράνχας, ορεσίβιο, αγρίμι, θηρίο ανήμερο, τυφώνας, ερωτη­ ματικό, οργισμένο, προβληματικό, φυγόκεντρο, έντρομο, αφηνιασμέ­ νο, νωδό, ακίνδυνο, νεκρό, βαλσα­

μωμένο, παρείσακτο, αυτόκλητο, ανισόρροπο, βόμβος, ψίθυρος, ανορθόγραφο, ανορθόδοξο, τάφος, κύμα, σκοτωμένο, κουβάρι τυλιγ­ μένο, ξετυλιγμένο ασύδοτα, λάθος γραμμένο, πάγιο, παγιωμένο, ξινό, αισχρό, όμοιο με ξυράφι, λέξεις, ρίμα, ρυθμός, με μέτρο, άμετρο, παγωμένο, πάναισχρο, σκοτεινό, έκφυλο αντικείμενο, φρενιασμένο, κορωμένο, θαλάσσιο, ξύλο, ανήμε­ ρο, τελματωμένο, σαστισμένο, αμή­ χανο, μια πρέζα αλάτι, πανικόβλη­ το, έξαλλο, βαρύ, ασήκωτο, μολύ­ βι, ανίδεο, γελοίο, ιχνογράφημα, όμορφο λουλούδι, σκόνη, άμμο, ποντίκι, γάτα, σκύβαλο, όλα τα οξύμωρα, σταρ παρωχημένης ηλι­ κίας όμορφη, ανεπαρκής ηθοποιός, αυτάρκες, ανεπαρκές, άλυτο σταυ­ ρόλεξο, χάι κου, μια τρίλια μονα­ χά, σώμα που αιμορραγούσε, πάνθηρ, λεπίδα λαιμητόμου, αλέτρι, νυχτερινοί χιτώνες, φρενήρης, χα­ μένο, αχρείαστο, αχρείο, πεζοδρό­ μιο, αρτιμελές, ευκίνητο, φτερωτό. Εδώ δεν αναφέρονται οι εκτεταμέ­ νοι χαρακτηρισμοί, για λόγους ευνοήτους. Ωστόσο δεν είναι σίγουρο πως το ποίημα προσδιοριστικά, μ’ όλους αυτούς τους ταυτόσημους ή αντιφατικούς χαρακτηρισμούς, που ο αριθμός τους θα μπορούσε να είναι ατελείωτος. Μέσα σε τούτη την ποικιλία των προσδιοριστικών στοιχείων παρατηρείται μια ατοκία, θαρρείς κιό­ λας τα εκφραστικά σύμβολα είναι στείρα και άγονα- σπονδυλώνεται ένας αγώνας μάταιος ή σκηνοθετείται ένας αγώνας παιχνίδι με τις λέ­ ξεις και τα σχήματα, που ουσιαστι­ κά δεν καταλήγει σε κανενός εί­


62/οδηγος δους ολοκλήρωση, αφού το μόνο απόκτημα είναι η οδυνηρή επίγνω­ ση: η οριστική αυτοδιάλυση, η αποσύνθεση, συντελουμένη ένδον εξαιτίας της έξωθεν καταδίκης, που είναι άλλωστε προδιαγεγραμ­ μένη: «Γιατ’ είν’ εκ των προτέρων βέβαιο/ όλοι θα ρθουν να καταθέ­ σουν εναντίον μου» (σ. 58). Το «επηρμένο ποίημα» αγωνίζε­ ται να επιβιώσει μ’ όλα τα μέσα, θεμιτά και αθέμιτα, παλιά και νέα, απλά και σύνθετα. Περνάει μέσα από χίλιους δύο μηχανισμούς και δεν αποκτά παρά πικρές για την υπόστασή του και αρνητικές εμπει­ ρίες· ή μηχανεύεται και εφευρίσκει τρόπους και δρόμους για δημιουρ­ γία εντυπώσεων ή για ν’ αποδείξει, πως, κι έτσι να ’ναι, αντέχει. Σέρ­ νει το δημιουργό του παντού, υφίσταται πρωτεϊκές μεταμορφώσεις και παραμορφώσεις, ελίσσεται, ανάλογα με τις περιπτώσεις, άγεται και φέρεται κατά το δοκούν, ανά­ λογα με τις περιστάσεις, προκειμένου να πείσει γι’ τη γνησιότητά του, την τόλμη του και την αντοχή του, για αυτή την ισχυρή του πανο­ πλία. Μετέρχεται όλες τις τέχνες:

από το αλέτρι ώς τη μαστροπία, «εκτίθεται, συνευρίσκεται, γαμιέται», δημοσία δαπάνη, χωρίς να καταφέρνει να το αναγνωρίσουν «όποτε τους καύλωνε» (σελ. 15) οι κριτικοί, που μόνο «τ’ Άξιον εστί διαβάζουν» και «παλιότερα/μας εί­ χαν πρήξει με την Κίχλη του Σεφέρηϊ.. και Βρεττάκο» (σελ. 19). Το πολύ πολύ και μ’ όλες τις διαμαρ­ τυρίες και μ’ όλα τα έπαθλα της βιοπάλης, τις προσωνυμίες δηλα­ δή, να καταφέρει να περάσει «κατά τύχη στα ψιλά/του ημερήσιου τύ­ που» (σελ. 15), παραμένοντας ωστόσο «διόλου συμβολικό/ποίημα γαμημένο/ξεσκισμένο ποίημα». Έτσι, άλλοτε με μικρότερες κι άλλοτε μεγαλύτερες εξάρσεις κραυγές παρωχημένης ηλικίας και εποχής, με λεκτικούς ακροβατι­ σμούς και παρακινδυνευμένους, απαράδεχτους ποιητικούς αφορισμούς, πορεύεται ο Σ.Β., προς κά­ ποιο «άστρο», όμως ακαθόριστο κι απροσδιόριστο σε κάποια κορφή, αυτός ο οργισμένος εκφραστής της αγανάκτησής του για τα κακώς κεί­ μενα και δρώμενα στην κοινωνία των γραφιάδων και των κριτικών,

που μόνο «μαστρωπούς» γραφιά­ δες επαινούν, πολεμώντας άλλοτε με τριαντάφυλλα κι άλλοτε με ρύ­ πο, κατά κανόνα με ρύπο, τους δή­ μιους της ποιητικής τέχνης, τους «γελοίους», τους «ηλίθιους» ανα­ γνώστες, τους «μαστρωπούς» γρα­ φιάδες, τους «μαλάκες κριτικούς» (σελ. 46), λησμονώντας κάποια εύ­ σημα και οικόσημα, διόλου ευκα­ ταφρόνητα, που συνοδεύουν αυτό το πολυμήχανο, βαρυσήμαντο, ορ­ γισμένο ποίημα και μιλούν εύγλωτ­ τα... ή ξεχνώντας πως ο δημιουρ­ γός ενδιαφέρεται μόνο για το έργο του, πώς θα βγει περισσότερο τέ­ λειο από τα χέρια του κι όχι για την υποδοχή που θα του γίνει από κάποιο αμφίρροπο κι αμφισβητού­ μενο κοινό. Πώς θα συμβάλλει με το έργο του στην ανύψωση του επι­ πέδου των συνανθρώπων του, πώς θα πονέσει και θα χαρεί μέσα στην τέχνη του με τους ομοίους του, πώς η τέχνη του θα καταξιωθεί μέσ’ από τις λαχτάρες και τις προσδο­ κίες του λαού... ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ


οδηγος/63

ρ ο υ λέτα θανάτου Γ ΙΑ Ν Ν Η ΒΑΡΒΕΡΗ: Ο θάνατος το στρώνει. Αθήνα, Ύψιλον, 1986. Σελ. 94. ...και εις τον αχύμαντον λιμένα χαταντήσαι. Ιωάννης ο Χρυσόστομος.

Το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Γιάννη Βαρβέρη (1955) απαρ­ τίζεται από δύο μέρη, τη «Ρουλέτα», που περιλαμβάνει τριάντα τρία ποιήματα και την ενότητα «Ο Θάνατος το στρώνει», που έδωσε και τον τίτλο στην όλη έκδοση, με τριάντα έξι ποιήματα. Ο ποιητής αυτός επιχειρεί, με την τελευταία του εργασία, να διευρύνει τις δυνατότητες και τις λειτουργίες του λόγου του, έχοντας ήδη κατακτήσει, με πολύμοχθη άσκηση μέσα στο χρό­ νο, ένα καθαρό και ειλικρινέστατο εκφραστικό μέσο: εννοώ το ύφος της άμεσης απόδοσης. Χωρίς ενδοιασμούς αρνείται όλες ανεξαιρέτως τις συμβάσεις του συρμού, οι οποίες τείνουν στις μέρες μας να καθιερώσουν αργά αλλά μεθοδικά ένα τραγελα­ φικό ποιητικό status quo, όπου η εύκολη λύση της μετριότητας και της εφησυχασμένης, άσκοπης ενδοστρέφειας καθορίζει το μέτρο της «σύγχρονης γραφής». Στη «Ρουλέτα» κωδικοποιείται πληρέστερα η σημαντική αλλά και η τεχνική της ποίησης του Γ. Βαρ­ βέρη, ανανεώνονται οι αλληγορικοί ήρωές του, βελτιώνεται η ανά­ πτυξη των μύθων και των λοιπών επεισοδίων, οι βασικοί άξονες αναφοράς εμπλουτίζονται με την προσθήκη νέων και γενικά εδραιώ­ νεται μια σταθερή ισορροπία ανά­ μεσα στην ποιητική πρόθεση και στο λεκτικό αποτέλεσμα των εκφοΕδώ, εκπληρώνει ο ποιητής του «Ράμφους» (1978) μια παλαιότερη επιθυμία: έχει επιβάλει δηλαδή το συγκινησιακό, θερμό λόγο του, πε­ ρισσότερο αποφασιστικά, από οποιαδήποτε άλλη φορά στο πα­ ρελθόν, πάνω στο σκληρό και δύ­ σκολο υλικό μιας παράφορης, ανα­ τρεπτικής ποίησης που τα θέλει όλά δικά της, που ξέρει τις ανίκη­ τες δυνάμεις της και που γνωρίζει πολύ καλά πώς να απορροφά στο τέλος μέσα της τον ίδιο το δημιουρ­ γό της. Αυτή είναι η ποίηση των αλύτρωτων, ανθρωποφαγικών και ανέφικτων ερώτων: η ηθική πτώση είναι αναπότρεπτη, οι εμπειρίες οδηγούν στο οριστικό Αδιέξοδο, η

σύγκρουση με το μοιραίο αποβαί­ νει πάντα σε βάρος του υβριστή που τόλμησε να αντιπαρατεθεί μα­ ζί του, η διαρκής ρήξη με τους άλ­ λους είναι το άλλο όνομα της φθο­ ράς. Ό λες αυτές οι καταστάσεις συμπυκνώνονται με θαυμάσιο τρό­ πο στο υλικό της «Ρουλέτας». Οι προσφιλείς και πολυσήμαντοι ταυ­ τόχρονα χώροι του Γιάννη Βαρβέ­ ρη (σταθμοί τρένων, πλατείες, εστιατόρια, σκοτεινά δωμάτια -έξω οι συμπατριώτες του γιορτά­ ζουν ακόμα το θεό Ήλιο) αντικα­ θιστούν τα κόκκινα και τα μαύρα τετράγωνα του στρογγυλού (= μη­ δενικού) θανάσιμου παιχνιδιού. Ο ίδιος ο ποιητής, ραγισμένος αλλά άφθαρτος γίνεται η μπίλια της ρου­ λέτας: οι μεταπτώσεις του κι οι περιπέτειές του παίρνουν τη θέση των διαδοχικών πτώσεων του μεταλλι­ κού, αράγιστου σφαιριδίου. Παί­ κτης είναι η αδυσώπητη Τύχη, όχι πια «αγαθή» και χρόνος είναι οι μικρές ώρες της Αττικής νύχτας -διάβαζε, της κοσμικής νύχτας, τε­ λικά... Ενδεικτικά απ’ αυτή την άποψη είναι κυρίως τα εξής ποιήματα: «Ομόνοια νύχτα» σελ. 11, «Τα μά­

τια των δολοφόνων» σελ. 12, «Κεν­ τρική αγορά» σελ. 15, «Πίνοντας ούζο μάλλον μόνος στο σταθμό» σελ. 17, «Άγρια ντισκοτέκ» σελ. 18, «Η παραβολή της Σαλώμης και του Ασώτου» σελ. 21, «Το σώμα σου κι εγώ» σελ. 22, «Τα κλειστά μάτια» σελ. 23, «Συμμορίτης» σελ. 24, «Μια χαραμάδα δάκρυ» σελ. 37, και η «Αλεπού» σελ. 44, που παρατίθεται αυτούσια εδώ: «Κρυφτείτε μέσα στα παλτά μέσα στα ποιήματα / μες στα βυζιά της γυναικός σας κι αν δεν έχετε / βάλ­ τε τα χέρια σας στο πρόσωπό σας κάψτε / με την ανάσα σας τις σκο­ τεινές παλάμες / κι αναπνεύστε τις / αν βρίσκεστε στο δρόμο μπείτε σε ταξί σε σινεμά / στο κάθισμα βου­ λιάξτε μην κινείστε / σε σπίτι φιλι­ κό γλιστρήστε στην τουαλέτα / τέ­ λος βάλτε περισπωμένη στ’ όνομά σας κι ας οξύνεται / μπείτε από κά­ τω / κάτι θα κρατήσει / μια κολοβή αλεπού που πιάστηκε στο δόκανο / λέγεται δόκανο που ψάχνει γι’ αλε­ πού / ξέρω ένα φόβο που φοβάται την ουρά του / και με το φόβο αυ­ τού του φόβου σας καλώ / κρυφτεί­ τε μέσα του». Ο Γιάννης Βαρβέρης επιστρά­ τευσε ξανά τη χρήση της σάτιρας, της αμείλικτης ειρωνείας, της λα­ κωνικής ή αποφθεγματικής γρα­ φής, του διαβρωτικού μαύρου χιούμορ, του εγωκεντρικού, κλει­ στού λόγου και της συμπαγούς εκ­ φραστικής δομής, οργανωμένης συ­ χνά γύρω από μιαν ιδιοφυή και ιδιότυπη σύνταξη. Η υπερρεαλιστι­ κή καταγωγή των καταθέσεών του είναι βέβαια και πάλι ορατή, χωρίς όμως να δρα καταλυτικά στο σύνο­ λο των στίχων του: ο ποιητής από τη μια πλευρά δε θέλει να αποκρύ­ ψει την εκλεκτική του συγγένεια με τους Γάλλους και Έλληνες προπάτορές του, αλλά και από την άλλη πλευρά δεν παραδίδεται άνευ όρων


64/οδηγος

Γιάννης Βαρβέρης

στις Σειρήνες του Ανδρέου Εμπει­ ρικού. Ισχυρίζομαι μάλιστα ότι ο Γιάννης Βαρβέρης αποτελεί, μετα­ ξύ των νεοτέρων ποιητών, μία απ’ τις καλύτερες περιπτώσεις αβίαστης αφομοίωσης των κερδών και των διδαγμάτων της σουρεαλιστι­ κής και μετα-σουρεαλιστικής εμ­ πειρίας, που κατορθώθηκε στον τόπο μας. Βλ. π.χ. τα εξής ποιήματά του: «Πόκα στον Όλυμπο» σελ. 25, «Φεγγαράδα» σελ. 27, «Η αρ­ ρώστια των παπαγάλων» σελ. 39, «Απάντηση του κυρίου Πωλ Λεωτώ σ’ ερωτηματολόγιό μου» σελ. 33, «Η βουή της γνάθου» σελ. 40, «Τι σκύφτηκε ο Καρλ Μαρξ βγαί­ νοντας από αθηναϊκό κινηματο­ γράφο» σελ. 41. Το υποκείμενο όλων σχεδόν των ποιημάτων της «Ρουλέτας» δεν εί­ ναι ένα ακόμα ανθρωπάκι, που συνθλίβεται κάτω απ’ το καταθλιπτικό βάρος της πανίσχυρης πραγ­ ματικότητας και αλλόφρον αναζη­ τεί διέξοδο και ανακούφιση σε ανώφελες ή και χυδαίες ψευδαι­ σθήσεις, αλλά μια Συνείδηση σε διαρκή εγρήγορση. Μια Συνείδηση που αμφισβητεί τα πάντα, που δεν θέλει να αρνηθεί ακόμα και τις διαστροφές του φορέα της, που ,παραδίδεται χωρίς τύψεις μόνο στις διαστροφές του φορέα της, που παραδίδεται χωρίς τύψεις μό­ νο στις ανάγκες της Τέχνης. ΓΓ αυ­ τό κι όταν οι ήρωες των ποιημάτων του Γιάννη Βαρβέρη καταρρέουν νικημένοι στους τελευταίους, στί­ χους, χαμογελούν: αν και γνωρί­

ζουν τις ανυπέρβλητες δυσκολίες του υπαρξιακού τους αγώνα, προσπάθησαν με κάθε μέσο να κερ­ δίσουν την αυτονομία τους, την αξιοπρέπειά τους και το κύρος μιας αυθεντικής προσωπικότητας. Αυτή είναι η μόνη δικαίωση που βιώνεται σ’ ένα άγονο περιβάλλον, όπου απουσιάζουν τα ιδανικά, οι ιδεολογίες, ακόμα κι αυτή η αίσθη­ ση μιας γνήσιας ζωής. Διαβάζον­ τας με προσοχή το πολυσήμαντο ποίημα «Οι μη εκδρομικοί τύποι κινδυνεύουν» σελ. 32, διαπιστώ­ νουμε ότι η διάψευση έχει φτάσει στα άκρα: η Ιστορία είναι μια ιστο­ ρία ψεύδους, διάλυσης και υποχω­ ρήσεων προς το απόλυτο Μηδέν: ασφαλώς ο Γιάννης Βαρβέρης συ­ νειδητά ταυτίζει εδώ το Ο της ρου­ λέτας με το βαθμό μηδέν του πολιΑπό πού, όμως, αντλείται τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση; άραγε, από πού παίρνει δύναμη ο τραγι­ κός πρωταγωνιστής / μύστης αυτής της τόσο αμείλικτης ποίησης; Την απάντηση μας τη δίνει και πάλι η επίμονη και προχωρημένη ανάγνω­ ση ενός άλλου ποιήματος, της ανο­ λοκλήρωτης αλλά τόσο σημαδιακής «Κρυπτείας», σελ. 35. Εκεί ο ποιη­ τής «με τη λάμψη στα μάτια [...] / πάντοτε / με τη λάμψη στα μάτια κρυφά / ενός μόνου που τέλεια ιε­ ρούργησε / στη φωλιά τους την ίδια...» αποκαλύπτει την ιδιαίτερη, επιμελημένα κρυμμένη δεύτερη φύ­ ση του: πιστεύει ότι είναι ένα αδά­ μαστο πνεύμα, ένα κομμάτι ανίκη­

του θεού, ένας ιερουργός που μετέ­ χει των μυστικών του πάνω και του κάτω κόσμου. Το παραμιλητό του είναι ένα συναρπαστικό παραλήρη­ μα που παραπέμπει αμέσως στις προφητικές ιδιότητες που ανέκα­ θεν χαρακτήριζαν την ποίηση. Οι ιδιοτροπίες του, παράλληλα, καθο­ ρίζουν ένα νέο, περισσότερο ενδια­ φέρον μοντέλο διαβίωσης και θα­ νάτου, οι δήθεν ουτοπικές επιδιώ­ ξεις του αποτελούν το πιστεύω μιας γενναιότερης και αποφασιστι­ κότερης αντιμετώπισης πραγμά­ των, το τέλος της «ελπίδας» είναι η απαρχή μιας νέας, περισσότερο ρωμαλέας και γονιμοποιού «αγω­ νίας». Ο Γιάννης Βαρβέρης, αποφασι­ σμένος να βιώσει την ένταση και την ανανέωση μιας κάθαρσης, πα­ λεύει μέρα και νύχτα με τον μεγα­ λύτερο εχθρό του: την κοινοτυπία Κι επειδή «δεν υπάρχει μεγαλύτερη κοινοτυπία από το θάνατο», όπως τουλάχιστον φρονεί ο Νίτσε, προσ­ παθεί να εκβιάσει την απώτατη ου­ σία του θανάτου, επιδιώκοντας να τον μεταμορφώσει, από πέρας της ατομικής παρουσίας, σε αφετηρία μιας καινούριας αντίληψης για τη σπουδή αυτού τούτου του βίου. Το ποιητικό πρόσωπο του Γ. Βαρβέ­ ρη, ήδη καθορισμένο με αρκετή κα­ θαρότητα από τις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, καθρεφτί­ ζεται επίμονα στα νερά της Αχερουσίας λίμνης. Τους αντικατο­ πτρισμούς αυτούς ακριβώς αναπα­ ράγει η ενότητα «Ο Θάνατος το στρώνει». Εδώ εξετάζονται και περιγράφονται σε βάθος τα ανεκτίμη­ τα, αλλά και επικίνδυνα για την προσωπική ιστορία του ποιητή, φε­ τίχ του θανάτου. Ο ποιητής μπορεί να γνωρίζει ότι είναι ανέφικτο να υπερβεί τα όσα θέσπισε η Επικού­ ρεια αντίληψη: «όσο ζεις δεν υπάρ­ χει ο θάνατος, όταν έρχεται αυτός, δεν υπάρχεις εσύ» -παρ’ όλα αυτά θέλει να εκμαιεύσει απ’ τον αδελφό του Ύπνου, την πιο παράλογη υπόσχεση. Επιζητεί απ’ το θάνατο να τον μυήσει στην τέχνη του θνήσκειν, να του χαρίσει σοφία, νηφα­ λιότητα, θάρρος και σε τελευταία ανάλυση, όσο κι αν ακούγεται πα­ ράλογο, Ζωή. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η έννοια του θανάτου στο δεύτερο μέρος της κρινόμενης συλ­ λογής είναι πολύ κοντά στο είδος του θανάτου που πρέσβευε ο Ρίλκε: «Αρκεστείτε στην πίστη πως είναι ένας φίλος, ο πιο στενός σας φίλος, ίσως ο μοναδικός, που ποτέ, ποτέ


οδηγος/65 δεν τον ξεγελούν τα φερσίματά μας και οι αβεβαιότητές μας». Πρβλ. π.χ. το καθοριστικό ποίημα «Αν­ τίο» σελ. 78 ή το αφοπλιστικό cre­ do της «Ζωής» σελ. 69. Το σταθερό ρεφραίν που ακούγεται πίσω από κάθε ποίημα στην ενότητα «Ο Θάνατος το στρώνει» έρχεται από πολύ μακριά: απ’ τον Ορφικό ύμνο που αφιερώθηκε στο Θάνατο: «εν σοι γαρ μούνωι πά­ ντων το κριθέν τελεούται· / ούτε γαρ ευχαίσιν πείθην μόνος ούτε λιταίσιν» - και σε μετάφραση Δ.Π. Παπαδίτσα - Ε. Λαδιά: «γιατί μό­ νο από σένα εκπληρούνται το κρι­ θέν όλων· / γιατί μονάχα εσύ ούτε με προσευχές πείθεσαι ούτε με ικε­ σίες». Γι’ αυτό και ο λόγος του Γιάννη Βαρβέρη, σε τελευταία ανάλυση, πείθει: αν και είναι έντε­ χνος, παραμένει σωματικός, βί­ αιος, γήινος, καταλυτικός, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Θα υποστήριζα μάλιστα και θρησκευ­ τικός, όπως εννοούσαν και εννοούν τη λέξη αυτή όλοι οι θρησκευόμε­ νοι νεοφώτιστοι της παγκόσμιας ιστορίας, συνώνυμη, δηλαδή του συνηθισμένου αλλά όχι πάντοτε σωστά χρησιμοποιούμενου επιθέ­ του «ρεαλιστικός». Ο θάνατος που ευαγγελίζεται στα περισσότερα ποιήματά του ο Γιάννης Βαρβέρης αντιπαρατίθεται στη δυναμική της ολοσχερούς τυποποίησης των ημε­ ρών μας. Είναι ένας θάνατος που τελείτα ι μέσα στο φως της γνώσης, που εξασφαλίζεται με τη μελέτη του Προσώπου, του Εαυτού. Η βε­ βαιότητα ότι υπάρχει ένας θάνατος που εμείς οι ίδιοι καθορίζουμε και διαμορφώνουμε, κάνει το τέρμα της ζωής από οδυνηρό και πένθιμο σε ζωικό-ζωτικό. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το σπουδαιότερο μάθημα που προσφέρει η μελέτη της συλλογής αυτής. Εκτός απ’ τα παραπάνω, η ποίη­ ση του Γιάννη Βαρβέρη εξορκίζει το θάνατο, όπως πολύ σωστά παρετήρησε ήδη, ο πάντοτε οξυδερ­ κής κριτικός Αλέξης Ζήρας, (48ο τεύχος του περιοδικού «Γράμματα και Τέχνες», Δεκέμβρης 1986). Κι αυτό γιατί σ’ ένα άλλο επίπεδο ο ποιητής της «Ρουλέτας» φοβάται το θάνατο. Κι ο φόβος αυτός είναι προορισμένος, με τη βοήθεια μιας λατρευτικής, μυστικοπαθούς ποίη­ σης να παράγει απαντοχή. Και η απαντοχή θάρρος και πείσμα. Αλ­ λά το πείσμα αυτοεξαντλείται. Κι ο ποιητής αυτοσυντρίβεται. Κι ο φό­ βος καραδοκεί, για να ξαναρχίσει

ο ίδιος κύκλος κ.ο.κ. Συμπέρασμα: Η συλλογή που εξετάσαμε μας δι­ δάσκει γιατί «οφείλουμε να γίνου. με οι μορφοποιοί και οι ποιητές του θανάτου μας», για να θυμη­ θούμε μια φράση του Maurice Blanchot, η οποία έχει ήδη την ηλι­ κία του Γιάννη Βαρβέρη. Στη «Ρουλέτα», που αποτελεί φυσιολογική συνέχεια (άραγε και τέλος;) της τρίτης συλλογής του «Αναπήρων Πολέμου» (1982), οι αναφορές στο πρόβλημα του Θα­ νάτου είναι εμμεσότερες, ο λόγος πιο υπαινικτικός, οι ενοχές και τα άγχη του τέλους υποβόσκουν, πλην όμως ο ποιητής ξέρει πολύ καλά πώς να επιβιώσει. Θα έλεγα, μάλι­ στα, τελείως σχηματικά, αλλά όχι πιστεύω επιπόλαια, ότι η ρουλέτα αντιπροσωπεύει την ύστατη ελπίδα για μια πιθανή μεγάλη νίκη, αντά­ ξια τόσων και τόσων προσδοκιών, για ένα ψυχικό κέρδος. Μπορεί

ακόμα να σημαίνει: αντίσταση στην εξαθλίωση της αποπροσωποποίησης, πίστη, επικύρωση ενός μάται­ ου αλλά απεγνωσμένου αγώνα για επιβεβαίωση, Πάθος, ίσως και Τέ­ λος, με την αρχαία έννοια του σκο­ πού. Στην ενότητα «Ο Θάνατος το στρώνει», οι πιθανότητες για κάτι ανάλογο είναι σαφώς πολύ περιο­ ρισμένες. Ο Γιάννης Βαρβέρης, αυ­ τός ο αμετανόητος εραστής τού πιο θανάσιμου reductio ad absurdum, αναλίσκεται σε μια άνιση μάχη, προτιμώντας το γράψιμο απ’ ότιδήποτε άλλο. Στο τέλος μένει κάτι: αυτό ακριβώς είναι που επαληθεύ­ ει την αστείρευτη δύναμη του ποιη­ τή να αναπαράγεται μέσα στην αμ­ φιβολία, στην ήττα και στην ορια­ κή αδυναμία του Εγώ του, εξακο­ λουθώντας να οραματίζεται με σθένος το ανέφικτο: την αθανασία. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΩΝ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ & ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ

Ν Ε Ε Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ Α ν ν α Κ α σ ιμ ά τη

1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΡΤΙΝΑ ΣΧΕΔΙΑ & ΤΕΧΝΙΚΗ Κ. Δ α μ ια ν ίδ η ς - Α . Ζ ή β α ς

2.

ΤΟ ΤΡΕΧΑΝΤΗΡΙ

ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Γ ερ . Η ρ . Π α π α τ ρ έ χ α ς

3.

ΠΟΙΜΕΝΙΚΑ ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΑ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:

Ξενίας 16 & Έβρου - ΑΘΗΝΑ - Τηλ.: 77.01.633

I:


66/οδηγος

«...πεταλούδες με γαλάζια μάτια ν\ονί&& και τραγούδια απόηχους μεταξένιους...» Ν ΑΣ Ο Υ Ν ΙΚ Ο Λ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Έαρ το ερχόμενον (ποιητική σύνθεση), Αθήνα. 1986. Σελ. 64.

Ένα διαμορφωμένο ποιητικό πρόσωπο, που έκλεισε ήδη 25 χρόνια λυρικού βίου, μοιρασμένο ανάμεσα στη λυρική ομιλία και στη μελέτη, στην κριτική του θεατρικού λόγου και της σκη­ νικής πράξης (περίπτωση που η μια ανίχνευση τροφοδοτεί την άλλη) είναι το ποιητικό πρόσωπο του Νάσου Νικόπουλου, που με την ενδέκατη συλλογή του, το «Έαρ το ερχόμενον», έρχεται να καταθέσει τον προσωπικό του οραματισμό για τον σύγχρονο άνθρωπο και την εποχή μας. Γιατί κάποτε/θα μιλάνε από παράθυρο/σε παράθυρο/ από τριανταφυλλιά/στον απέναντι ανθισμένο φράχτη/ θ’ ακούνε την ώρα/που βγαίνει η Αυγή να περπατήσει/ θ’ ακούνε την εξαίσια μουσική και τα κρύσταλλα/από το γέλιο της μητέρας. Κι ας μην έρχεται σε βλέπω που τραβάς/στον ουράνιο θόλο/ και κατρακυλούν/ απ’ τα ρόδινα πέλματά σου/χαλίκια από χρυσάφι/ καπνοί από μύθους ανερεύνητους/ πεταλούδες με γαλάζια μάτια/και τραγούδια από ήχους/μεταξένιους. Καθαρή λυρική ομιλία που επι­ κυρώνει το ποιητικό είναι του Νι­ κόπουλου και μας κεντρίζει να πα­ ρακολουθήσουμε όχι μόνο πνευμα­ τικές ανιχνεύσεις αλλά και ευρήμα­ τα αντλημένα από τη βαθύτερη ου­ σία της ανθρώπινης και της κοινω­ νικής συνείδησης. Υπάρχουν, στη συνθετική διαδρομή του ποιήμα­ τος, οι εκ βαθέων εκτινάξεις που η ροή τους ρυθμίζεται με σοφή οικο­ νομία. Για τον ποιητή του «ερχόμενου έαρος» παραμένει ανεπίδοτη η επι­ στολή του χτες στο σήμερα. Και η Άνοιξη δεν είναι το απτό γεγονός

των «πάσης φύσεως προφητών», αλλά μια άυλη πνευματική έλευση που θρυμματίζει το παρόν σ’ όλες τις αποκρουστικές εκβλαστήσεις του, χωρίς να θίγεται το αναμενό­ μενο φωτεινό σύμβολο του ανθρώ­ που που περιμένουμε να παλινοστήσει. Έτσι το εκ προοιμίου στοι­ χείο της αισιοδοξίας παίρνει άλλες διαστάσεις, απορρίπτοντας κάθε προφητική «ορατότητα» σε και­ ρούς που πλεονάζει η αμφισβήτη­ ση, η παραμόρφωση και η απιστία. Μια άλλη εσωτερική ορατότητα ελ­ κύει τον ποιητή που επιμένει να ανιχνεύει σπίθες φωτός, διασχίζον­ τας μια «δυσανάγνωστη εποχή» σπαρμένη από «όνειρα και από­ γνωση» όπου συναντά κανείς «πε­ ρισσότερο απόγευμα και λιγότερους όρθρους». Μέσα στην ποιητική σύνθεση του Νικόπουλου κυκλοφορεί ένα συμ­ βολικό πρόσωπο, η αόρατη μορφή της ανθρώπινης συνείδησης, που δεν κατόρθωσε να κατισχύσει πά­ νω στην «παντοδυναμία των ίσκιων» και να «φωτίσει τη νύχτα μ’ ένα άλλο φως». Και ιδού μια εύ­ γλωττη εικόνα από παλιές μετουσιωμένες μνήμες του ποιητή: Μέρες γυμνές / μιλούσαν φθόγ­ γους ακατάληπτους / μια υποψία χαμόγελου / μια μισή καλημέρα / αναβόσβηνε στα μάτια τους / οι άλ-

λοι κρατούσαν πορτοκάλια / και βεντάλιες από πεύκα / και μιμόζες / και σταχτιά γαρύφαλλα / και φω­ τογραφίες αγνοουμένων / το νερό έμενε στο νότο / η παλίρροια καθυ­ στερούσε / και χιλιάδες εκδρομείς / γέμιζαν τον πλατύ δρόμο / κρατών­ τας στα σπασμένα τους δάχτυλα / άλλοι το παλιό γραμμόφωνο / άλ­ λοι το τρίγωνο των Θεοφανείων / και οι νεότεροι / στρατιωτικές σάλ­ πιγγες / του πρώτου πολέμου. Μια από τις ωραιότερες «στά­ σεις» της ποιητικής σύνθεσης στο ταξίδι προς το «έαρ το ερχόμενον» («ταξιδεύουμε η Ιτιά κι εγώ / ανε­ βαίνουμε σ’ ένα καράβι / με ιστία μονίμως κατά τον έρωτα / εκεί που το σώμα / εκτείνεται ως το ουράνιο τόξο») είναι και η «στάση» της σε­ λίδας 54: Άυλος τώρα σαν αυλός / με φτερούγες πουλιών στη μασχάλη του / με ατέλειωτα ποιήματα στους ώμους / αιχμηρός σαν αγέρας / αιχ­ μάλωτος / με ολοκόκκινα μάτια απ’ το αιώνιο ψύχος / κρατώντας τα μαλλιά του με στεφάνια ολονυκτιών / με χρυσή σκόνη αρχαίων ύμνων / με κορδέλες τραγουδιών / της παραμονής απ’ την εξέγερση στη μικρή εξέδρα της λίμνης / τον είδαν να προσεύχετάι / ύστερα σπρώχνοντας το τρίτροχο παγοπωλείο του / έστριψε στο τελευταίο σπίτι της κωμόπολης. Εκείνο που θα μπορούσαμε να προσθέσουμε, καταλήγοντας, είναι πως το «Έαρ το ερχόμενον» έρχε­ ται να προσθέσει ένα επιπλέον πο­ λύτιμο κόσμημα στο θησαυροφυλά­ κιο της σύγχρονης ελληνικής ποίη­ σης. ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΡΑΝΗΣ


οδηγος/67

μύστης της τελετής στον ιερό χώρο της Ελευσίνας Δ. Π. Π Α Π Α Δ ΙΤ Σ Α : Το Προεόρ­ τιαν. Αθήνα, Στιγμή, 1986. Σελ. 80.

Με τον τίτλο της κιόλας η συλλογή δηλοί το «περί» της ουσίας και όχι την ίδια την ουσία που εκ προοιμίου ούτε αποδίδεται ούτε περιγράφεται με λόγια. Ακόμη η εορτή δεν έφτασε και είναι άγνωστο αν θα φτάσει ποτέ. Κι αυτή η αντίληψη είναι ίσως το κυριότερο χαρακτηριστικό της ποιητικής του Παπαδίτσα: η γνώση πως το μεγάλο ερώτημα μένει αναπάντητο και πως οι εκάστοτε απαντήσεις είναι αυταπάτες και καταφύγια του νου. Στο «Προέρτιον» τα εναγώνια ερωτήματα της με:αφυσικής δεν παύουν αλλά παραμερίζονται. Κι απομένει μονάχα η τελετουργία της αναμονής και της προετοιμασίας για ό,τι μέλλεται να συμβεί. Από την «Ασώματη» ακόμη, ο ποιητής χρίεται μύστης. Στον «Προεόρτιον» όντας μύστης μετέχει της τελετής στον ιερό χώρο της Ελευσίνος, όπου συνέβη και η εξαφάνιση της Ασώματης με την Περσεφόνεια διπλή μοίρα. Στον χώρο αυτό σμίγουν και συγχωνεύονται όλα τα αρχαία και νέα στοι­ χεία της Ελλάδος. Ορφικά στοιχεία βακχικοί απόη­ χοι, ομηρικές ρίζες διαφαίνονται στους στίχους, αρμονικά συνται­ ριασμένα με τα νέα και τα τεχνολο­ γικά δεδομένα. Και στην Ελευσίνα φανερώνεται περίτρανα η σύμφυ­ τη1 αντίληψη του ποιητή σχετικά με την αρχαία και νέα Ελλάδα. Στο «Προεόρτιον», η κατάργηση του λό­ γου και της ονοματολογίας μπρο­ στά στην ουσία γίνεται με τρόπο θριαμβικό: στίχοι μαλαματένιοι και γλώσσα που έχει εξαντλήσει τους πλέον σπάνιους θησαυρούς. Πρώτη φορά το «άφωνο» δηλούται με τέτοιες χρυσές φωνές. Μέσ’ στα άλαλα μυστικά και στη σιωπή υψώνεται μονάχα μια λέξη, όχι λέ­ ξη ορθόδοξη, αλλά ένα επιφώνημα. Το μεγάλο παρακελευστικό επιφώ­ νημα, το μυστικό και ληναϊκόν, το Βακχικό «εύα», (εύα, εύοΐ, εύάν) το επιφώνημα που κατά μια ερμη­ νεία μιμείται τη φωνή του τράγου, η λέξη εύα, αυτή η εύθυμη και εν­ θουσιαστική κραυγή που ακουγόταν στα Ελευσίνια μυστήρια. Στο Προεόρτιον πρωτοστατεί η φύση

που αποκαλύπτεται με θρόους και ψιθυρίσματα, ενώ στέκει μηδενι­ σμένος ο ερωτών νους, γιατί με αυ­ τογνωσία αυτοκαταργείται. Και η ανθρώπινη λαλιά περιορίζεται στο «εύοΐ». «ποθοτράνταχτο βάκχειο εύα / απ’ τη νύχτα στο αυτί μου κατέβα / μελίσσι / έλα λάμψη φωνηέ­ ντων αυγής / ήλιε άστρα διονύσιο εύοΐ / στη σιωπή της κρυαγής», ή «ευαστή που η αύρα που η αύρα σου κινάει τα φύλλα / ευάλωτη επι­ τάφια θεά ή θεέ / το στόμα μου σ’ ανάσταινε όταν σ’ ενεκροφίλα». Αυτή η λέξη -επιφώνημα, όπου μέ­ σα της σμίγει ανθρώπου και ζώου φωνή, θριαμβεύει πάνω στο λόγο και τον περιττεύει. Ο ποιητής κα­ ταργεί τις λέξεις με μια ουράνια ποιητική γλωσσική συμφωνία. Μπροστά στην ποιητική γλώσσα του Παπαδίτσα ο μελετητής παρα­ μένει αμήχανος και άφωνος. Με τι αισθητικά κριτήρια (όπως και άλ­ λοτε γράψαμε), με ποιες λέξεις μπορεί να αποδώσει την ομορφιά αυτής της θεόμορφης ποιητικής γλώσσας, πώς να ξαναγράψει και

να ξανααποδώσει τα σύνθετα επί­ θετα, τα σμιλεμένα του ουσιαστικά και επιρρήματα-ευρήματα, όπως «διψοπρεπώς» ή «δενδροπρεπώς»; σε τι κανόνες και σε ποιες σχολές μπορεί να περικλείσει αυτή τη διά­ χυτη ως μύρο και αύρα γλωσσική ομορφιά; Έτσι μπροστά στον ποιητικό λόγο του Παπαδίτσα ο μελετητής και ο αναγνώοτης δεν απομένει παρά να κραυγάσει το εν­ θουσιαστικό «εύα», όπως κάνει ο ίδιος ο ποιητής, όταν ευλαβικά αποκρύπτει τις λέξεις, για να μη τις φθείρουν και τις αχρηστεύουν τα ερωτήματα ή οι απαντήσεις που θά ’ρθουν ή δεν θά ’ρθουν. Έτσι απομένει μονάχα το «εύα» και η ιε­ ρουργία της Ελευσίνος. Στο Προεόρτιον συμβαίνει ένας τεμαχισμός του ποιητικού νου, δη­ λωτικό πως θα ακολουθήσει η με­ τάληψη. Ο ποιητής από Υιός Οιάγρου, Ορφέας δηλαδή διαμελισμέ­ νος που μέσα στον αφανισμό του εξακολουθεί να τραγουδά, «Στε­ γνός από τη δίψα σου» (δίψα αΰος εγώ - Ορφικό έλασμα από τήν Ελεύθερνα) γίνεται ο απλός ορφι­ κός μύστης που θα συναντήσει τη λευκή κυπάρισσο και τη λίμνη (ευρήσεις σ’ Αίδαο δόμων επ’ αριστε­ ρά κρήνην / παρ’ δ’ αυτή λευκήν εστηκυίαν κυπάρισσον - ορφικό έλασμα από Πετάλεια). Και για να γνωσθεί η ιδέα του Ά δη και του Θανάτου η μεταμόρφωση, μέσα απ’ τον τεμαχισμό, συνεχίζεται: γίνεται ο ελευσίνιος μύστης, «ελεύσιος ελευσίνιος», που αντικρύζει την κόρη Περσεφόνη να πλησιάζει «νυχτολαμπής», γίνεται ο ίδιος ο Ά δης, ο κουφός Αϊδωνέας, γίνεται ακόμη «πολλοί άνθρωποι» γιατί «πολλοί άνθρωποι μαζί είναι ένας άνθρωπος που πάει από / άνοιγμα σε άνοιγμα / και φτάνει στου άδη


68/οδηγος την κυπάρισσο». Και σ’ όλα αυτά το ίδιο πάντα δίλημμα: να πιω απ’ την κρήνη ή απ’ το αίμα; Εδώ δια­ σταυρώνονται δύο δοξασίες- η κρήνη είναι ορφική δοξασία και το αίμα ομηρική. Και τα δύο είχαν το ίδιο αποτελέσμα για τον νεκρό: να του αφυπνίσουν τη μνήμη. Το ερώτημα-δίλημμα μένει αναπάντητο. Και η μεταμόρφωση (που δίνει άλ­ λωστε και μια φαινομενική ποικι­ λία στη συλλογή) συνεχίζεται. Ο ποιητής γίνεται το αρχαίο τζιτζίκι, ο Τιθωνός, όπου μέσα σ’ ένα μεγά­ λο και έμμετρο ποίημα αναβιώνει -πάντα με τον σύμφυτο Παπαδίτσειο τρόπο- ο μύθος της Ηούς και του Τιθωνού (Ομηρικός ύμνος εις Αφροδίτην), γίνεται ο απλοϊκός άνθρωπος που θέλοντας να ξεφύγει

απ’ το γεγονός του θανάτου μιλάει με λόγια παραμυθιού σαν μια φορά κι έναν καιρό, «αέρινος κοιτάω το φευγαλέο / ζυγίζω όσο ένα φύλλο, τι καλά / ό,τι ξεχνάω σοφό τώρα το λέω / που δυναμώνει τα μυαλά», γίνεται ο στοχαστής που παραδέχε­ ται πως το ουσιώδες (ή αυτό που θεωρούμε ουσιώδες) είναι απατη­ λό, γίνεται ο καλόγερος που όλες του οι απορίες και τα επιχειρήματα είναι ανύπαρκτα, λέξεις κενές πε­ ριεχομένου μπροστά στον άπειρο, Υπέρτατο Νου, στον Κύριο, γίνε­ ται ο γιος που καλεί τη νεκρή μητέ­ ρα του σε μια προσωπική Νέκυια. Όμως σ’ όλα αυτά τα πρόσωπα που εκάστοτε υιοθετεί ο ποιητής, υπάρχει ένας κοινός παρονομα­ στής. Η γνώση του Αδη δεν έχει

επιτευχθεί, όλα μαντεύονται αλλά δεν αποδεικνύονται και παραμένει η ίδια πάντοτε αβεβαιότητα μπρο­ στά στην ατράνταχτη βεβαιότητα του θανάτου. Δικαίως ο λόγος καταργείται, αφήνοντας μονάχα την ακοή για τους θρόους και τα ψιθυρίσματα. Και η πιο σοφή ενέργεια γίνεται, όταν, ως λέγει ο ποιητής, «αδειάζω όλα τα πρόσωπα / και πρώτα απ’ όλα το δικό μου» και «σπάω πότε πότε με τα μάτια / ένα κλαδί / ή το γυρίζω χρυσό από τ’ άστρα / και το φυτεύω στο μυαλό / να τραγουδεί». ΕΛΕΝΗ ΛΑΔΙΑ 1 1. Βλ. Ελένη Λαδιά, Ποιητές και Αρ­ χαία Ελλάδα (Σικελιανός - Σεφέρης - Παδίτσας) 1983.

με ρεαλιστικά συμπεριφοράς Π Ε Ρ ΙΚ Λ Η ΣΦ ΥΡΙΔΗ: Τίμημα χω­ ρίς Αντίκρυσμα. Διηγήματα. Θεσ­ σαλονίκη, Εκδόσεις Διαγώνιου 1986. Σελ. 184.

Ο μικρός και καλοτυπωμένος τόμος με τον τίτλο «Τίμημα χωρίς αντίκρυσμα» περιλαμβάνει τα καλύτερα διηγήματα των εξα­ ντλημένων συλλογών «Η αφίσα» (1977), «Χωρίς αντίκρυσμα» (1980) και «Τίμημα» (1982) του Περικλή Σφυρίδη. Η επιλογή έγινε από τον ίδιο το συγγραφέα, ο οποίος προσθέτοντας τέσ­ σερα καινούρια διηγήματα και ξαναγράφοντας ή διορθώνο­ ντας μερικά άλλα, προέβη σε μια συστηματική ανακατάταξη και συγχρόνως ουσιαστική αναθεώρηση των τριών αναφερθέντων, παραπάνω συλλογών του. Στις διαχεόμενες από την αρ­ χή έως το τέλος του βιβλίου αισθήσεις των εξωγενών και εσωγενών παραγόντων του κατεργασθέντος υλικού, και οι οποίοι έλκουν την καταγωγή τους από τις βιωματικές, κυρίως, εμπει­ ρίες του δημιουργού, πρωταρχικό ρόλο παίζει το κυρίαρχο ερωτικό στοιχείο. Ο έρωτας είτε ως περιπέτεια, είτε ως αίσθη­ μα σοβαρό, περιέχει τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία που από τη μια μεριά τονώνουν και εκτονώνουν την καθημερινή ζωή, από την άλλη τη διεκτραγωδούν και την εξαγνίζουν. Αποδίδεται, δηλαδή, τόσο ως μέσον διαφυγής, όσο και ως μέ­ σον εσωτερικής ολοκλήρωσης. Οι εξισορροπητικές αυτές τάσεις της ερωτικής εννοιολογίας παίρνουν τη συγκεκριμένη τους υφή κατά τη σκιαγράφηση της προσωπι-

κότητας των ηρώων. Στο σημείο αυτό εκδηλώνεται κα. το αναμφισβήτητο προσόν του I Ιερικλή Σφυρίδη, ως πεζογράφον ουσίας, χω-

ρίς περιττολογίες και χωρίς αδυνα­ μίες στην εξεύρεση ρεαλιστικών μοντέλων συμπεριφοράς. Ο συγ­ γραφέας φανερώνει τα γνωρίσματα της προσωπικότητας των ηρώων του με σαφήνεια και συνέπεια. Αυ­ τό σημαίνει ότι δεν φορτώνει στους ήρωές του ενέργειες αλληλοσυγκρουόμενες μεταξύ τους. Αποδί­ δει τους ανθρώπους, ξεκινώντας από βεβαιωμένα αρχέτυπα συμπε­ ριφοράς που υπαγορεύουν οι συγ­ κεκριμένες κοινωνικές συνθήκες. Βαθύς γνώστης του τρόπου σκέπτεσθαι και ενεργείν ανθρώπων από όλα τα κοινωνικά στρώματα -η επαγγελματική του πείρα έρχεται, οπωσδήποτε, αρωγός ως προς τη γνώση αυτή- δεν παραβιάζει τις στερεοτυπικές απολήξεις ορισμέ­ νων χειρονομιών, ούτε και θάει πρόσωπα και πράγματα πέραν του κοινωνικώς αποδεκτού. Ορισμένοι ήρωες όπως π.χ. η Μάρω, ο Παύλος, η Ελένη, ο Πέ­ τρος επαναλαμβάνονται σε πολλά


οδηγος/69 διηγήματα, δίνοντας έτσι την εντύ­ πωση μιας συνέχειας της ιστορίας σε διαφορετικά μοτίβα. Κοινό χα­ ρακτηριστικό των περισσοτέρων διηγημάτων είναι ότι αφορούν λίγο-πολύ ανθρώπους βαλμένους σε ένα καλούπι μικροαστικού κονφορμισμού. Οι άντρες έχουν φτά­ σει σε μια ζηλευτή επαγγελματική θέση, έχουν «πετύχει», θα λέγαμε, στον επαγγελματικό στίβο, έχουν οικονομικές και, συγχρόνως, κοι­ νωνικές απολαβές. Ό λα αυτά ασχέτως καταγωγής. Πρόκειται για καταστάσεις ελκόμενες από τη δε­ καετία ’60-’70 και λίγο μετά, όταν η δίψα του νεοπλουτισμού διαμόρ­ φωνε έναν καινούριο κόσμο, κα­ θώς συνειδητοποιούνταν μηνύματα κοινωνικής απελευθέρωσης και εκφραζόνταν έντονη η ανάγκη για εισδοχή σε μια ανώτερη οικονομι­ κά τάξη. Οι άντρες, λοιπόν, αυτοί, τελειώνουν τις ανώτατες σπουδές τους και έχουν την ευκαιρία να εκ­ μεταλλευτούν επαγγελματικά στο έπακρο μια κοινωνία, η οποία εί­ ναι έτοιμη να τους δεχτεί, να τους προσφέρει πεδίο δράσης και να τους ανταμείψει. Οι γυναίκες ζουν στη σκιά της επαγγελματικής ζωής των αντρών. Ονειρεύονται να πα­ ντρευτούν κάποιον επιτυχημένο, ή το πολύ-πολύ να τα «φτιάξουν» μαζί του προσφέροντας την ερωτι­ κή περιπέτεια και απολαμβάνοντας την απλοχεριά του. Οι άντρες ζη­ τούν να ξεφύγουν από κάπου, οι γυναίκες να μπουν κάπου. Οι άν­ τρες αντιδρούν σαν κρεμασμένοι στη θηλιά των απαιτήσεων του επαγγέλματος και της ανιαρής, ως επί το πλείστον, οικογενειακής ζωής. Οι γυναίκες αντιδρούν σαν ξεκρέμαστες εντελώς, ανυπεράσπι­ στες και χαμένες στην απελπισμένη ελευθερία τους. Πρέπει να αναφέρουμε εδώ ότι βρισκόμαστε στην εποχή που η ελ­ ληνική κοινωνία έχει σχεδόν ορι­ στικά απαλλαγεί από ορισμένα ταμπού, που την καταδυνάστευαν και διοχέτευαν την ενεργητικότητά της σε άλλες διεξόδους, πολύ χει­ ρότερες και πολύ πιο επιλήψιμες. Η ελεύθερη συμβίωση, οι ερωτικές σχέσεις πριν το γάμο, το διαζύγιο και κοντά σ’ αυτά οι συζυγικές απιστίες είναι γεγονότα που συμ­ βαίνουν καθημερινά και κάθε διά­ θεση να κατακριθούν και να εξοβε­ λιστούν ατονεί ολοένα και πε­ ρισσότερο. Οι ηρωίδες δεν έχουν για την ώρα ένα επάγγελμα που να ανεξαρτητοποιεί τη ζωή τους.

Ακόμα και σε εκείνα τα διηγήματα όπου η γυναίκα βρίσκεται έξω από το οικογενειακό και κοινωνικό πε­ ριβάλλον του ήρωα, η γυναίκα εξαρτάται από τους συμφυείς δυ­ νάστες της ευκαιριακής -κατά το μάλλον ή ήττον- απασχόλησής της. Στην «Έκτρωση» π.χ., η τραγουδί­ στρια θα πλησιάσει το γιατρό μόνο και μόνο για να του κλέψει, κυριο­ λεκτικά, τη βοήθειά του, προκειμένου να διακοπεί η ανεπιθύμητη κύηση και να τον εγκαταλείψει με­ τά εύκολα και αβασάνιστα, σα να μην τον είχε συναντήσει ποτέ, ενώ εκείνος είχε ήδη αναλωθεί ηθικά και συναισθηματικά. Το μοτίβο αυτό, της χρησιμο­ ποίησης δηλαδή του άντρα -υπο­ χωρητικού και ελπίζοντος σε ευ­ καιριακά ξεστρατίσματα ή και σε αληθινές ανταποκρίσεις- από την επιτήδεια γυναίκα, επαναλαμβάνε­ ται συχνά και είναι ίσως καθορι­ στικό ως προς την έκφραση της συ­ νέπειας από την πλευρά του φτα­ σμένου άντρα και της ασυνέπειας από την πλευρά της αναρριχόμενης και παρασιτικής γυναίκας. Η σύζυγος σκιαγραφείται τις πε­ ρισσότερες φορές ως γυναίκα 6' κατηγορίας, κατώτερη σε παιδεία και συναίσθημα, που δεν μπορεί να προσφέρει πολλά πράγματα και επομένως δεν μπορεί να κρατήσει κοντά το σύζυγό της. Η «Έξοδος» και η «Συγκοπή», είναι, μάλλον, τα καλύτερα διηγή­ ματα του βιβλίου, γιατί ξεφεύγουν από τη μελέτη της ερωτικής γεω­ γραφίας συγκεκριμένων χώρων και ανθρώπων και οδηγούνται σε μια έξαρση και αποκορύφωση του δρα­ ματικού στοιχείου. Η «Έξοδος» αφορά δύο στρατιώτες, τύπους αγράμματους και περιθωριακούς, χωρίς λεφτά, χωρίς τη δυνατότητα να κάνουν έστω και υποτυπώδη άλματα στη ζωή, με καθυστερημένο μυαλό και με πρωτόγονη αίσθηση των πραγμάτων. Στην έξοδό τους ψάχνουν να βρουν τρόπο να «αδειάσουν τα λάδια τους, που εί­ χαν πετρώσει» και η αδέξιά τους αναζήτηση τους ρίχνει πάνω σε έναν ομοφυλόφιλο. Από τα παζα­ ρέματα για την «τιμή», την απελπι­ σμένη ευκαιρία του ενός να αρπά­ ξει λίγα χρήματα με κάθε τρόπο και την ανυποχώρητη θέση του άλ­ λου να μη δεχτεί ποτέ μια τέτοια «συνεύρεση», το διήγημα ανέρχεται σε μια δραματική κορύφωση, κα­ θώς επέρχονται συγκυρίες κατά τις οποίες διακυβεύονται γνήσια συ­

ναισθήματα και αρχετυπικοί κώδι­ κες συμπεριφοράς, όπως η φιλία, η εμπιστοσύνη και το φιλότιμο. Οι δύο στρατιώτες φτάνουν στο ση­ μείο να συγκρουστούν. Η σύγκρου­ σή τους συνιστά και την τελική κά­ θαρση, την εξάγνισή τους από την αμαρτωλή περιπέτεια και τους χα­ ρίζει ξανά το φωτοστέφανο της άχραντης και αδερφικής φιλίας. Στη «Συγκοπή», ο ήρωας πεθαί­ νει κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Είναι το μόνο διήγημα που επιτρέπει στη γυναίκα τις κυ­ ρίαρχες πρωτοβουλίες μέσα σε συν­ θήκες αμοιβαίας αναγνώρισης και ισοτιμίας. Ο πρωταγωνιστικός ρό­ λος ανεβάζει τη γυναίκα σε ένα επίπεδο υπευθυνότητας και εντιμό­ τητας, αν εξαιρέσουμε, φυσικά, την κρατούσα ηθική όσον αφορά την έγγαμη συμβίωση. Ο Περικλής Σφυρίδης δέχεται τη συζυγική απιστία χωρίς εμφανή διάθεση κριτικής, εκτός ίσως, από την περίπτωση του πρώτου διηγή­ ματος της συλλογής, την «Αφίσα». Περικλής Σφυρίδης


70/οδηγος Στην «Αφίσα» παρακολουθούμε πώς γίνεται πραγματικότητα το όνειρο για ερωτική κατάκτηση ενός φωτομοντέλου, από έναν σοβαρό, μετρημένο και αρκούντως προσ­ γειωμένο προσωπάρχη μιας εται­ ρείας. Ο προσωπάρχης προσποιεί­ ται πάντα ότι δεν του αρέσουν οι συζητήσεις για «τσόντες» και λοι­ πές ερωτικές μικροαταξίες, τον τρώει όμως η επιθυμία να μετέχει

ακουστικά στις συζητήσεις αυτές, να τις προκαλεί πολλές φορές, μέ­ χρι τη στιγμή που θα σηκώσει τη δική του παντιέρα, όταν αναμμένος από τον πόθο για το μισόγυμνο μοντέλο μιας αφίσας, θα την πάρει στο κατόπι αναζητώντας την. Μετά την πραγματοποίηση της επιθυμίας του, θα αισθανθεί μια αναπάντεχη συναισθηματική απογύμνωση και θα υποχωρήσει ξανά μέσα στα

πλαίσια εκείνα που είναι αποδεκτά από τον ενδόμυχο κόσμο του, μέσα στις συντεταγμένες που καθορί­ ζουν και εξισορροπούν τη ζωή του. «Καιρός ν’ αφήσουμε τις σαχλαμάρες!», θα προτείνει σοβαρός και κατηγορηματικός, τόσο προς τους συναδέλφους του που τον κεντρί­ ζουν με πονηρά αστεία, όσο και προς τον εαυτό του. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

αναδρομή στις πηγές εργατικού κινήματος ΑΒΡΑΑΜ Μ Π ΕΝ ΑΡΟ ΓΙΑ: Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου. Αθήνα, Κομμούνα, 1986 Σελ. 282..

Πρόκειται για την επανέκδοση του ίδιου βιβλίου του 1975 από τις εκδόσεις «Ολκός», που τώρα πήρε την άδεια να ξανατυπώσει ο οίκος «Κομμούνα». Ο τόμος είναι πολύ ενδιαφέρων από το γεγονός ότι περιέχει, πριν από τα κυρίως κείμενα του Α. Μπεναρόγια, ένα ιδιαίτερα κατατοπιστικό κείμενο του Geor­ ges Haupt για τη Συμβολή στην ιστορία της Φεντερασιόν, ενώ το κυρίως ιστόρημα Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προ­ λεταριάτου, ακολουθούν τα άρθρα Ο επαγγελματικός αγών του ελληνικού προλεταριάτου και Οι αγρότες στην Ελλάδα. Η επιμέλεια και οι σημειώσεις όπως και το πολύ κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα ανήκουν στον Άγγελο Ελεφάντη (όπως επίσης του ανήκουν το χρονολόγιο στο τέλος του τόμου, μια παράλληλη αναφορά χρόνο με χρόνο, του ελληνικού σοσιαλι­ στικού και κομμουνιστικού κινήματος, του παγκόσμιου σοσια­ λιστικού και κομμουνιστικού κινήματος και της γενικότερης πολιτικής ιστορίας και επιπρόσθετα το ευρετήριο). Το βιβλίο, προσωπική μαρτυρία και κατάθεση, πρέπει να χαρακτη­ ριστεί σαν μοναδικό ντοκουμέντο για την ιστορία του εργατικού κι­ νήματος στη χώρα μας. Μεταφέρει τον αναγνώστη στην πηγή, στις πρωταρχικές εμφανίσεις των σο­ σιαλιστικών ιδεών, πρώτα στη Θεσσαλονίκη, στην πριν από την ελληνική κατάληψή της περίοδο και στην εν συνεχεία εξέλιξη των ιδεών αυτών στην ελληνική Θεσσα­ λονίκη, που υπήρξε μια διεθνής πόλη από πολλές απόψεις. Από τη σύνθεση του πληθυσμού της, τη

συγκρότηση των κοινωνικών διαστρωμάτων, την ανάπτυξη των κοι­ νωνικών συγκρούσεων, των εσωτε­ ρικών συγκρούσεων ανάμεσα στις διάφορες πληθυσμιακές και πολιτι­ κές ομάδες που τη συγκροτούσαν, την επιρροή των φαινομένων αυ­ τών στον γενικότερη βαλκανικό χώρο κλπ. Ο συγγραφέας του συναρπαστι­ κού αυτού κειμένου, ο Αβραάμ Μπεναρόγια, εβραϊκής καταγωγής, υπήρξε μια σημαντική φυσιογνω­ μία του εργατικού κινήματος, ένας από τους πρωτεργάτες και ιδρυτές

της Φεντερασιόν (Federacion Socialista Laboradera), συγκροτημένο συνδικαλιστικό στέλεχος με εμπε­ δωμένη μόρφωση και σωστές αρχές αναφορικά με την άσκηση της σο­ σιαλιστικής πολιτικής. Στο έργο του βάζει το χέρι πάνω στους «τύ­ πους των ύλων» και λέει όλα όσα αφορούν το σοσιαλιστικό κίνημα για την περίοδο 1908-1938, χωρίς φόβο και πάθος στην κυριολεξία. Και είναι από την άποψη αυτή η μαρτυρία του συγκλονιστική, αφού εμείς οι νεότεροι αριστεροί έχουμε αφιονιστεί με πολλές και διάφορες μυθοπλασίες γύρω από τη συ­ γκρότηση σοσιαλιστικών και στη συνέχεια κομμουνιστικών ομάδων και τη δημιουργία αναλόγου κόμ­ ματος. Γιατί στον κάθε ερευνητή ή οπαδό του σημερινού Κ.Κ.Ε. και Κ.Κ.Ε. εσωτ., η περίοδος αυτή εί­ ναι παντελώς άγνωστη και οι αλή­ θειες μισοκρυμμένες, διαστρεβλω­ μένες, παραλλαγμένες ή διογκωμέ­ νες. Ο Α. Μπεναρόγιας μιλάει για όλα, χαρακτηρίζει συντρόφους και αντιπάλους, δίνει το σωστό μέτρο για την αξία και τη βαρύτητα ενεργειών και αποφάσεων των συ­ γκεκριμένων παραγόντων του κινή­ ματος και δεν διστάζει να χαρα­ κτηρίσει σαν παιδαριώδη την πε-


οδηγος/71

ρίοδο αυτή, που στάθηκε η πρώτη περίοδος του εργατικού σοσιαλι­ στικού κινήματος στην Ελλάδα. Μια περίοδος που εμπεριέχει όλα τα αποτελέσματα μιας άπειρης άσκησης και προπαγάνδας, που ταλανισμένη από διάφορους εσω­ τερικούς και εξωτερικούς παρά­ γοντες δεν κατόρθωσε να συγκρο­ τήσει γύρω της ένα δυνατό κόμμα, ικανό ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες των εργατών τότε. Και όταν μιλάμε για το «μέτρο» του Μπεναρόγια λ.χ. ας δούμε την άποψή του για το μέγεθος των οπαδών του κόμματος που δεν τους αριθμεί πάνω από 30.000-35.000, σ’ έναν πληθυσμό που τότε αριθμούσε γύρω στα 4.55.000.000. Δηλαδή, μιλάμε για έναν αριθμό 150.000 το πολύ ατόμων (οι' 35.000 και οι οικογένειές τους), ή περίπου ένα 2,5%-3,00% στο σύνο­ λο του πληθυσμού, και αυτό έως το 1922, πριν δηλαδή την άφιξη εδώ 1.500.000 προσφύγων. Οι οποίοι δεν εντάχθηκαν στις γραμμές του κόμματος, γεγονός που στο συνολι­ κό ποσοστό του πληθυσμού μείωσε ακόμα περισσότερο το ποσοστό των οπαδών. Ο Μπεναρόγιας ακό­ μα μιλάει για αποπνικτική ατμό­ σφαιρα και αποσύνθεση και αυτό στο τέλος της περιόδου, φαινόμενο λογικό άλλωστε αφού πολλές ενέργειες του κόμματος το έφεραν αντιμέτωπο με το σύνολο του πλη­ θυσμού, όπως λ.χ. η εκλογική σύμ­

πραξη με τους παλατιανούς, η εγ­ κληματική προπαγάνδιση του τερ­ ματισμού σε άκαιρη χρονική στιγμή της μικρασιατικής εκστρατείας, η τοποθέτηση απέναντι στο «Μακε­ δονικό» ζήτημα και άλλα μικρότε­ ρης αξίας γεγονότα. Τι αξία έχουν , όλα αυτά, ίσως αναρωτηθεί ο αναγνώστης του σή­ μερα; Η απάντηση εδώ αφορά

φέρονται στις πηγές του κινήματος. Λ.χ. έχει γίνει φοβερή εκμετάλλευ­ ση του «ιδιώνυμου» που επέβαλε ο Βενιζέλος, αλλά η χρήση του νόμου αυτού, για την εποχή, αφορούσε λογικά μια ασήμαντη μερίδα ή αλ­ λιώς μια μικρή ομάδα επαναστατών-συνδικαλιστών και καθόλου τα πλατιά εργατικά στρώματα που υπαινίσσεται η κομμουνιστική προ­ παγάνδα, σε μια προσπάθειά της να μυθοποιήσει καταστάσεις και γεγονότα. Φυσικά και δεν δικαιώ­ νω το «ιδιώνυμο», απλώς προσπα­ θώ κι εγώ να βρω ένα μέτρο. Αν λ.χ. οι σημερινοί αναρχικοί και τρομοκράτες φτάσουν να γίνουν κυβέρνηση κάποια μέρα, τα σημε­ ρινά μέτρα εναντίον τους δεν τους μυθοποιούν ούτε τους δικαιολο­ γούν. Και κάπως έτσι έβλεπε η τότε αστική τάξη τα συνδικαλισμένα ερ­ γατικά στελέχη της σοσιαλιστικής ιδέας και κίνησης. Γενικά η ανάγνωση του βιβλίου -για το οποίο καμιά κριτική δεν μπορεί να ισχύσει, αφού πρόκειται για προσωπική κατάθεση και όχι ιστορική ' ανάλυση- δημιουργεί πολλά συναισθήματα και προβλη­ ματισμούς, αφού μπορεί κανείς να διαβλέψει, από τότε, πολλές «πλη­ γές» που θα ταλανίσουν το εργατι­ κό κίνημα στα επόμενα χρόνια. Μήπως κάποιες πληγές από τότε, που ξύνονται κατά διαστήματα και δεν λένε να κλείσουν ακόμα, δεί­ χνουν ότι τα προβλήματα παραμέ-


72/οδηγος

&

,t \ N

η Κλειώ 'σε απολογία Π Α Υ Λ Ο Υ ΠΕΤΡΙΑ Η : Ελληνική Π ολιτική και Κοινωνική Ιστορία 1821-1940, Επισκόπηση, θεσ/νίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 480.

«Υπάρχουν δυο τρόποι για να είναι κανείς αμερόληπτος: του ιστορικού και του δικαστή. Ο ιστορικός καταγράφει αυτό που ίσως να ανατρέψει τις πιο αγαπημένες του θεωρίες. Ο καλός δικαστής ρωτά μάρτυρες με σκοπό την αποκάλυψη των γεγονό­ των, όποια κι αν είναι. Όμως υπάρχει μια στιγμή που οι δρό­ μοι τους χωρίζουν. Όταν ο ιστορικός έχει μελετήσει και εξηγή­ σει τα γεγονότα ο ρόλος του έχει τελειώσει. Ο δικαστής πρέπει να αποφασίσει για την ποινή». (Marc Bloch, The Historian’ s Craft, trans P. Putnam, Manchester: MUP, 1954 pp. 138-39). Οι δικαστές όμως φαίνεται ότι δεν λείπουν και από τις τάξεις των ασχολουμένων με τη συγγραφή της ιστορίας και καλούν την Κλειώ σε απολογία. Πρέπει εξαρχής να διαχωρίσου­ με αυτούς που συγγράφουν μια μο­ νογραφία από αυτούς που ασχο­ λούνται με μια μεγάλη περίοδο της ιστορίας ενός έθνους. Στην δεύτερη κατηγορία κατατάσσεται και το βι­ βλίο του Παύλου Πετρίδη Ελληνι­ κή Π ολιτική κ α ι Κοινωνική Ιστορία 1821-1940, Επισκόπηση. Στο πα­

ρελθόν υπήρξαν θαυμάσια δείγμα­ τα γραφής της ίδιας περιόδου. Εν­ δεικτικά αναφέρονται ο Νίκος Σβορώνος με την Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας και ο Βρε­ τανός Ρίτσαρντ Κλογκ με το Σύντο­ μη Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας.

Λίγρι ιστορικοί επιχειρούν ένα τέτοιο έργο. Χρειάζεται πολύς χρό­ νος, μελέτη πηγών και βοηθημάτων μιας εκτεταμένης περιόδου και υψηλό αίσθημα ευθύνης όταν γρά­ φεται η ιστορία ενός λαού. Πολύ πιο σοβαρή βέβαια πρέπει να είναι η εργασία αυτού που προορίζει ένα τέτοιο βιβλίο για πανεπιστημιακό εγχειρίδιο. Ο Π.Π. όπως αναφέρει στον πρόλογό του, έγραψε το εγ­ χειρίδιο για τους φοιτητές των τμη­ μάτων της Νομικής Σχολής. Το βι­ βλίο χωρίζεται σε επτά κεφάλαια που αναφέρονται κατά σειρά στον αγώνα της Ανεξαρτησίας, τον Καποδίστρια, τη βασιλεία του Όθωνα, τη Βασιλευομένη Δημοκρατία μέχρι το 1923, την Α' Ελληνική Δη­ μοκρατία και τη Μεταξική Δικτα­ τορία. Ο χωρισμός των κεφαλαίων και η περιοδοποίηση καθώς και οι

τίτλοι τους είναι εξαίρετοι. Τα κε­ φάλαια όμως είναι άνισα στο βά­ θος της εξέτασής τους. Δηλαδή, ενώ ο πόλεμος για την Ανεξαρτη­ σία (1821-1827) καλύπτει 20 σελί­ δες, η Συνταγματική Μοναρχία (1844-1863) μόνο 10. Το πέμπτο κε­ φάλαιο που αναφέρεται σε μια πε­ ρίοδο 60 χρόνων καλύπτει μόνο 44 σελίδες με αποτέλεσμα η εμβάθυν­ σή του να είναι ελλιπής. Ο συγγραφέας τιτλοφορεί την εργασία του «επισκόπηση». Η λέξη αυτή σημαίνει σύντομη εξέταση και επιλεκτική. Είναι λάθος να νομί­ ζουμε ότι καλύπτει κάποιες «πανε­ πιστημιακές σημειώσεις» που ου­ σιαστικά εκφράζουν περισσότερο το βιβλίο του Π.Π. Το ότι το εγχει­ ρίδιο παραπέμπει σε παραδόσεις φαίνεται από το γεγονός ότι δεν εξηγούνται σημαντικές λέξειςκλειδιά ή γεγονότα όπως οι τάξεις κατά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας (σ. 22, 28), τα τρία κόμματα του 19ου αιώνα (σ. 90), η αρχή της «δε­ δηλωμένης» (σ. 135) και το «ιδιώ­ νυμο» (σ. 177). Η δεύτερη παρανόηση του τίτλου αφορά τη λέξη «κοινωνική» που παρατίθεται πλάι στην «πολιτική ιστορία». Κατά το Λεξικό Κοινωνι­ κών Επιστημών της UNESCO «Κοινωνική Ιστορία είναι η μελέτη του μεταβαλλομένου δικτύου κοι­ νωνικών σχέσεων, της ανάπτυξης των κοινωνικών θεσμών και της με­ ταλλαγής της κοινωνικής αντίλη­ ψης των αξιών» (τ. Β' Αθήνα: Ελ­ ληνική Παιδεία, 1972 σ. 423). Δυ­ στυχώς όμως καμιά τέτοια αναφο­ ρά δεν γίνεται στο βιβλίο του Π.Π. Το μεγαλύτερο προσόν ενός τέ­

τοιου βιβλίου και μάλιστα πανεπι­ στημιακού εγχειριδίου, πρέπει να είναι η ισορροπία των απόψεων και η αποφυγή της εκφράσεως πο­ λιτικών απόψεων. Ο Π.Π. εξετάζει μόνο την μια άποψη σε ορισμένα σημεία του βιβλίου. Γράφει για τον Μαυροκορδάτο ότι υπήρξε ο «κα­ κός δαίμονας της ελληνικής πολιτι­ κής ζωής» (σ. 17), εκφράζοντας μια αξιολογική κρίση απαγορευμέ­ νη για τον ιστορικό (Δες David Η. Fischer, Historians’ Fallacies, New York: Harper, 1970 p. 78-82). Ακό­ μη δίνει μια μόνο ερμηνεία του «ιδιώνυμου» (σ. 177) ενώ υπάρ­ χουν και άλλες απόψεις (π.χ. Γρή­ γορή Δάφνη, Η Ελλάς μεταξύ δυό Πολέμων, 2η έκδ., Αθήνα: Ίκαρος, 1974 σ. 91-94). Συνήθως στα εγχειρίδια αποφεύ­ γονται οι βιβλιογραφικές υποση­ μειώσεις και προτιμάται η ενδει­ κτική βιβλιογραφία στο τέλος κάθε κεφαλαίου για να βοηθήσει τον φοιτητή στην παραπέρα μελέτη του. θ α ήταν προτιμότερο λοιπόν να εφαρμοζόταν αυτή η μέθοδος και σ’ αυτό το βιβλίο. Το τελευταίο πρόβλημα είναι οι «πηγές». Ο Π. Πετρίδης αφιέρωσε 180 σελίδες στην ιστορία του και 280 σ. στην παράθεση καταστατικών κομμά­ των, κοινοβουλευτικών συζητή­ σεων και επιστολών που αναφέρονται μόνο στον 20ό αιώνα με το σκεπτικό ότι «πηγές» για τον προη­ γούμενο αιώνα έχει δημοσιεύσει σε προηγούμενα παρόμοια εγχειρίδια. Τα πρωτότυπα κείμενα είναι ευπρόσδεκτα όταν εξυπηρετούν την κατανόηση της ερμηνείας των γεγο­ νότων από τον ιστορικό, αλλιώς δεν πρέπει να υπάρχουν. Ο Παύλος Πετρίδης, έχει απο­ δείξει στο παρελθόν ότι έχει ταλέ­ ντο και η μονογραφία του για την περίοδο 1910-1918 είναι πάρα πολύ καλή. Ο νόμος περί συγγραμμάτων των ΑΕΙ, όμως, αναγκάζει πολ­ λούς πανεπιστημιακούς να κατα­ φεύγουν σε προχειρότητες. Αναμφισβήτητα ο συγγραφέας έχει διαχωρίσει σωστά τις περιόδους που εξετάζει και το γράψιμό του είναι λιτό και δεμένο αλλά απελπι­ στικά αποσπασματικό. Οι παρα­ πομπές του δείχνουν ότι κατέχει τη βιβλιογραφία και συχνά αναφέρεται σε γνώμες άλλων συγγραφέων. Σίγουρα, η προσωπική του διδα­ σκαλία διευρύνει και εμβαθύνει το πεδίο που καλύπτει το βιβλίο του. Δ.Ι. ΛΟΪΖΟΣ


ΔΕΛΤΙΟ 22Φεβρουαρίοϋ1987

β ι β λ ι ο γ ρ α φ ικ ό δ ε λ τ ίο α ρ ιθ .

• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάσσεται μ ε την πολύτιμη συνερ­ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό τον οποίον ευχαρι­ στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε­ ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ­ μοσμένο στην ελλ.ηνική βιβλιο­ γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-

162

ληνες συγγραφείς και ακολου­ θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα­ φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ­ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαόι• Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη­ ρότητα τον Δελτίου, παρακαλοννται οι εκδότες να μας στέλ­ νουν έγκαιρα τις καινούριες εϋ-

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ

ΓΕΝΙΚΑ

ΑΞΕΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Από τη μυθολογία στην τεχνολο­ γία. Μετ. Κατερίνα Δασκαλάκη. Φυλλάδιο 9ο. Αθήνα. Άγρα, 1986. Σελ. 11.

ΜΗΤΣΑΚΗΣ Κ. Βυζαντινή υμνογραφία. Αθήνα, Γρηγόρης, 1986. Σελ. 591. Δρχ. 2.500.

ΦΡΑΓΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ελληνική φιλοσοφία του προ­ σώπου. Αθήνα, Αστήρ 1986. Σελ. 229. Δρχ. 500.

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ SERGENT BERNARD. Ομοφυλοφιλία στην ελληνική μυθολογία. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1986. Σελ. 280. Δρχ. 1500.

ΕΦΑΡΜ. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

ΓΕΝΙΚΑ

ΠΙΝΤΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Οι μανούβρες. Αθήνα, Θυμά­ ρι, 1986. Σελ. 194. Δρχ. 550. ΚΙΛΕΫ ΝΤΑΝ. Το σύνδρομο του Πήτερ Παν. Μετ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού. Αθήνα, Θυμάρι, 1986. Σελ. 302. Δρχ. 800. '

ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. Κοινωνικές και νομι­ κές αντιλήψεις για το παιδί. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 428. Δρχ. 1500. ΜΑΡΑΣΛΗΣ ΑΛΕΚΟΣ ΑΝ. Πολιτική υγείας. Πάτρα, 196. Σελ. 193. Δρχ. 850.


74/δελτίο

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ Θ. Homo Pasokus, Neodimokratikus κ.λ.π. Αθήνα, Ροές. Σελ. 231. Δρχ. 450. ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ. Το περιεχόμενο του σοσιαλισμού. Μετ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης κ.ά. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1986. Σελ. 318. Δρχ. 800. ΑΝΤΕΡΣΟΝ ΠΕΡΥ. Το απολυταρχικό κράτος. Μετ. Ελένη Αστεριού. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 549. Δρχ. 1600.

ΤΕΧΝΕΣ ΓΕΝΙΚΑ ΒΑΛΛΙΑΝΟΥ Δ. - ΒΩΚΟΥ Δ. Οι περιστεριώνες της Τήνου. Αθήνα, Φιλιππότης, 1986. Σελ. 148 + σχέδια. Δρχ. 1.300. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ Ι.Μ. Τα προσκυνητάρια των ελληνι­ κών δρόμων. Αθήνα, Ακρίτας, 1986. Σελ. 61. Δρχ. 450.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΟΝΤΟΜΙΧΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ. Τα γεωργικά της Λευ­ κάδας. Αθήνα, Γρηγόρης, 1986. Σελ. 245. Δρχ. 650. ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΑΚΗ - ΑΡΦΑΡΑ ΜΑΡΙΑΝΘΗ. Το αγροτικό κρητικό σπίτι. Αθήνα, Κάμειρος, 1986. Σελ. 76. Δρχ. 350. ΜΕΛΙΣΣΟ ΥΡΓΑΚΗ - ΑΡΦΑΡΑ ΜΑΡΙΑΝΘΗ. Δημο­ τικά τραγούδια της Κρήτης. Αθήνα, Κάμειρος, 1986. Σελ. 183. Δρχ. 650.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ. Γαλαξιδιώτικα καράβια. Αθήνα, Μέλισσα, 1987. Σελ. 255. Δρχ. 3.800.

ΧΑΡΑΚΤΙΚΗ Αντίγραφα αρχαίων Ελληνικών κοσμημάτων. Αθήνα, Χρυσοθήκη «Ζολώτας», 1986. Σελ. 72.

ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Πα­ νελλήνιο Παιδαγωγικό Συνέδριο. Ρέθυμνο, 1986. Σελ. 313. Δρχ. 2000. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Νεοελληνική παιδεία και πλύση εγκεφάλου. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 85. Δρχ. 500.

ΕΦΑΡΜ. ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

ΤΡΥΦΩ ΦΡΑΝΣΟΥΑ. Χίτσκοκ. Μετ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης. Αθήνα, Ύψιλον/βιβλία, 1986. Σελ. 303. Δρχ. 1500.

ΕΝΑΣΧΟΛΗΣΕΙΣ ΟΙΚΙΑΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Βιβλίο μαγειρικής. Θαύμα φαγητό θα γίνει. Οι 150 επιτυχημένες συνταγές. Αθήνα, ΕΛΑΪΣ, 1986. Σελ. 152.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΝΤΟΥΣΚΟΣ ΠΕΤΡΟΣ Δ. Η επιστημονικο-τεχνική πρόοδος στο σύγχρονο κόσμο. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 315. Δρχ. 900.

ΓΕΝΙΚΑ GOURBET GUSTAVE. Επιστολή προς τον υπουργό


δελτιο/75 καλών τεχνών. Μετ. Λήδα Παλλάντιου. Ά γρα, 1986. Σελ. 19.

Αθήνα,

SADE D.-A.-F. DE. Επιστολή προς τον αστυνομικό διευθυντή Chenon. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 19.

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΝΤΩΝΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ. Γυάλινη θάλασσα. Αθήνα, Εποπτεία. Σελ. 118. Δρχ. 300. ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο γλάρος με τα τυρκουάζ μά­ τια. Αθήνα, Καρανάσης, 1986. Σελ. 95.

ΠΟΙΗΣΗ ΒΑΓΕΝΑΣ ΝΑΣΟΣ. Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 53. Δρχ. 350. ΒΑΣΙΛΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Στο χωριό και στην πόλη. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986. Σελ. 61.

ΓΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Καλή σου νύχτα, Ιβάν... Διη­ γήματα. Αθήνα, Παπαδήμας, 1986. Σελ. 142. Δρχ. 400. ΔΕΛΗΣΑΒΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ Π. Τρία παραμύθια. Αθή­ να, Διογένης, 1987. Σελ. 105.

ΓΚΡΗΣ ΗΛΙΑΣ. Λήθαργος κόσμος. Ελληνική ποίηση, αρ. 16. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. Σελ. 63.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η ανθρωπωδία. Η ανάθεση. Προοίμιο σε μια χιλιετία. Αθήνα, Άγρα, 1986. Σελ. 130. Δρχ. 450.

ΖΩΗΣ ΙΩΝΑΣ. Ατροπός Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 47.

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Κατάλογοι. 5-8. Οι σκηνές του μαρτυρίου. Αθήνα, Ά γρα 1986. Σελ. 105.

ΚΑΨΑΛΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ακόμη μια φορά. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 89.

ΕΥΧΑΔΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Μια ζωή αμέτρητων στιγμών. Μυθιστόρημα. Τόμος Α'. Αθήνα, 1986. Σελ. 320. Δρχ. 700.

ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΚΙΚΗ. Στη δύναμη των πραγμάτων. Ποίηση. Αθήνα, Ισοκράτης, 1986. Σελ. 62. ΜΟΥΖΑΚΗ ΜΑΧΗ. Η ώρα της περηφάνειας. 19681975. Αθήνα, Θουκιδίδης, 1986. Σελ. 191.

ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗ ΙΩΑΝΝΑ. Οι έφηβοι του Κολωνού. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 159. Δρχ. 500.

ΜΟΥΖΑΚΗ ΜΑΧΗ. Λαμπρός ο κόσμος. (1964 ερωτι­ κά 1980). Αθήνα, Θουκιδίδης, 1986. Σελ. 141.

ΚΩΤΣΟΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ. Αναπλιώτικα και άλλα. Διηγήματα. Ανάπλι, Δήμος Ναυπλιέων, 1986. Σελ. 64.

ΜΟΥΖΑΚΗ ΜΑΧΗ.Συνωμοτούν. Οι μεταλλάξεις 1976-1986. Αθήνα, Θουκιδίδης, 1986. Σελ. 271.

ΜΑΓΚΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η ανάσα της γης μου. Αθήνα, Δωρικός, 1986. Σελ. 240. Δρχ. 600.

ΝΙΑΡΧΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ Θ. Έρως έρωτας. Β' έκδοση. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 60. Δρχ. 300.

ΡΟΖΑΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ. Η ταφή. Αθήνα, Έρασμος, 1986. Σελ. 43.

ΠΑΛΗΑΤΣΑΡΑΣ ΜΑΡΙΟΣ. Στις παρυφές του μακρι­ νού γαλαξία. Αθήνα, Οι εκδόσεις των Φίλων, 1986. Σελ. 120. Δρχ. 350. ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ ΡΟΗΣ. Βύσματα. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 46. ΡΙΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Με τον τρόπο του Αινεία. Λα­ μία, Πάροδος, 1986. Σελ. 24. ΤΑΣΟΥΛΗΣ ΘΕΜΗΣ. Μπάλος για ένα χορευτή και το άσπρο. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. 80. ΧΑΛΙΔΗΣ I. Εφέσια γράμματα. Αθήνα, 1986. Σελ. 39. ΜΑΝΤΕΛΣΤΑΜ ΟΣΙΠ. Ποιήματα. Επιλογή. Μετ. Μίλια Ροζίδη. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 90.

ΣΚΑΣΗΣ ΘΩΜΑΣ. Συλλέκτης αποκομμάτων. Πεζά κείμενα. Αθήνα, Γνώση, 1986. Σελ. 77. ΤΖΑΒΕΛΛΑ ΕΥΑ. Σημεία αναφοράς. Διηγήματα. Αθήνα, Νέα Σκέψη, 1986. Σελ. 87. Δρχ. 300. ΧΑΚΚΑΣ ΜΑΡΙΟΣ. Το κοινόβιο. Διηγήματα. ΙΒ' Έκδοση. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 137. Δρχ. 350. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Α.Κ. Η κυρία Νοεμί. Αθήνα, Ζώ­ διο, 1986. Σελ. 183. Δρχ. 1.000. ΚΑΒΑΜΠΑΤΑ ΓΙΑΣΟΥΝΑΡΙ. Η λίμνη. Μετ. Ντίνα Κισκίνη. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 152. ΛΑΒΚΡΑΦΤ ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΦΙΛΙΠΣ. Ο τρόμος του Ντάνγουτς. Μετ. Μ. Πανώριος κ.ά. Αθήνα. Αίολος. 1986. Σελ. 169. Δρχ. 350.

ζ,αναρχεται

Ο ΕΤΡΟΥΣΚΟΣ


76/δελτιο ΜΠΑΓΙΕΡ ΤΟΜΥ. Μια υπερβολική δόση έρωτα. Μετ. Μαρία Αγγελίδου. Αθήνα, Aquarius, 1986. Σελ. 130. Δρχ. 350. BLOY L£ON. Η φοβερή τιμωρία ενός οδοντογιατρού. Μετ. Βαγγέλης Μπιτσώρης. Φυλλάδιο 10ο. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 16. ΝΕΣΙΝ ΑΖΙΖ. Η τελετή του καζανιού. Μετ. Παναγιώ­ της Αμπατζής. Αθήνα, Ορίζοντες, 1986. Σελ. 146. Δρχ. 400. ΝΤΎΡΕΝΜΑΤ ΦΡΙΝΤΡΙΧ. Η υπόσχεση. Μετ. Ά γγε­ λος Παρθένης. Αθήνα, Ροές, 1986. Σελ. 193. Δρχ. 500. ΣΙΜΕΝΟΝ ΖΩΡΖ. Επιθεωρητής Μεγκρέ. Μετ. Λένα Μιλιλή. Αθήνα, γράμματα, 1986. Σελ. 126. Δρχ. 350.

SIKELIANOS ANGELOS. D6dale en Cr6te. Tragedie. Trad. Ren6e Jacquin. Cedex, G.I.T.A., 1986. Σελ. 129. Δρχ. 1.300.

ΙΣΤΟΡΙΑ

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

ΣΚΟΡΘΑ ΜΑΝΟΥΕΛ. Τύμπανα βροντάνε, για το Ράνκας. Μετ.-επιμ.εισ. Βίκτωρ Ιάνοβιτς. Θεσσαλονί­ κη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 249. Δρχ. 550.

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. Οι δρόμοι του αρχάγγελου. Αυτοβιογραφία. Τόμος 2ος. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 273. Δρχ. 1000.

SMITH WILBUR. Η δύναμη των όπλων. Μετ. Κώστας Μπαρμπής. Αθήνα, Bell, 1986. Σελ. 830.

ΠΙΕΡΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ. Μνήμες και ιστο­ ρίες από την Αίγυπτο. Θεσσαλονίκη, Τα τετράδια του Ρήγα, 1986. Σελ. 186.

CHESTERTON G.K. Χριστούγεννα. Μετ. Παλμύρα Ισμυρίδου. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 21. Δρχ. 250.

ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΠΕΤΡΟΣ. Φωνές απ’ τα μπουντρούμια της Μερσίνας, των Αδάνων, της Τροκάτ και της Αμά­ θειας. Λευκωσία, 1986. Σελ. 46.

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΩΣΤΗΣ. Αλληλογραφία. Τόμος Δ': Γράμματα στη Λιλή Ζηρίνη. Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 1986. Σελ. 498. Δρχ. 1.500. ARTAUD ANTONIN. Γράμματα στη Genica. Μετ. Ελένη Μαχαίρα. Αθήνα, Σμίλη, 1986. Σελ. 70. Δρχ. 300.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΡΟΥΑΓΙΑ ΑΝΡΙ. Τσέχωφ. Μετ. Θωμάς Σκάσσης. Αθήνα, Libro, 1986. Σελ. 361.

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος. Μετ. Βαγγ. Μπιτσώρης κ.ά. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 415. Δρχ. 850. ΛΟΥΚΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ακίνητο κέντρο. Η θρησκευ­ τική ιδέα στο έργο της Όλγας Βότση. Αθήνα, Οι εκδό­ σεις των Φίλων, 1986. Σελ. 107. Δρχ. 350. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ ΒΑΡΒΑΡΑ. Ληξουριώτικα χειρό­ γραφα. Άγνωστη πηγή του Δ. Σολωμού και του Ν. Tommaseo. Αθήνα, Δόμος, 1986. Σελ. 229.

ΔΩΡΟΘΕΟΣ (ΜΟΝΑΧΟΣ). Το Ά γιο Όρος. Τόμοι A ' + Β'. Κατερίνη, Τέρτιος. Σελ. 599 + 283. Δρχ. 4.500. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το χρονικό ενός αγώνα. Τόμος A ' + Β'. Αθήνα, Γνώση, 1986. Σελ. 541 + 520. Δρχ. 2.000. ΜΠΕΛΛΟΣ ΚΩΝ/ΝΟΣ ΣΤΥΛ. Ανατομία μιας επο­ χής. (1940-1950) υπό το φως της Ιστορίας. Θεσσαλονί­ κη, 1986. Σελ. 237. Δρχ. 600. ΣΤΑΜΕΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Η Δωρίδα στην τουρκο­ κρατία. Συμβολή στη μελέτη του Νέου Ελληνισμού. Αθήνα, Γλάρος, 1986. Σελ. 181. Δρχ. 600.

ΘΕΑΤΡΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΡΓΑ

KOHLER PIERRE. Οι πρωτεργάτες της επιστήμης. Μετ. Νικ. Μουζάκας. Αθήνα, Ροές, 1985. Σελ. 267. Δρχ. 350.

ΤΑΞΙΑΡΧΗΣ ΝΤΊΝΟΣ. Θέατρο του ενός. 19 μονό­ πρακτα. Τόμος Γ'. Αθήνα, Σημερινή Εποχή, 1986. Σελ.

HIGHAM CHARLES. Αμερικανοναζιστική συνωμο­ σία. Μετ. Νέστωρας Χούνος. Αθήνα, Καρρέ, 1985. Σελ. 302. Δρχ. 350.

111.


δελτιο/77 ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ. Περιοδική έκδοση για την υπερά­ σπιση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης της Κύπρου. Τεύχος 12.

ΠΑΙΔΙΚΑ

ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ. Τεύχος 29-30-31. Δρχ. 500.

ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΔΑΡΑΚΗ ΠΕΠΗ. Η τεμπελαρία. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 28. Δρχ. 550. ΔΑΡΑΚΗ ΠΕΠΗ. 'Ονειρα στο Πετροχώρι. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 22. Δρχ. 550. ΣΙΝΟΥ ΚΙΡΑ. Μια χαραμάδα φως. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 209. Δρχ. 600. ΤΣΙΛΙΜΕΝΗ Τ. Ο Τιμολέων και το γιασεμί. Αθήνα. Μαλλιάρης-Παιδεία, 1986. Σελ. 22. Δρχ. 500.

ΓΥΝΑΙΚΑ. Δεκαπενθήμερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 964. Δρχ. 170. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 61. Δρχ. 180. ΔΕΛΤΙΟ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΩΝ. Τριμηνι­ αία έκδοση του Ελληνικού Κοινωνιολογικού Συλλό­ γου. Τεύχος 10. Δρχ. 30. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 159. Δρχ. 200. ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Εκδίδεται μια φορά το χρόνο ως ειδικό τεύχος του ΔΙ­ ΚΑΙΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Τεύχος 12. Δρχ. 750.

ΧΟΡΤΙΑΤΗ ΘΕΤΗ. Τα Χριστούγεννα της ξυλόκοτας. Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1986. Σελ. 22. Δρχ. 500.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ. Μηνιαία πνευ­ ματική επιθεώρηση ποικίλου προβληματισμού. Τεύχος 38-39.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ. Το αλογάκι-φωτιά. Μετ. Διονυσία Μπιτζιζέκη. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 22. Δρχ. 500.

ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ. Τεύχος 62.

ΠΡΕΒΕΡ. Το ψάρεμα της φάλαινας. Μετ. Μάγδα Οιχαλιώτου. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 26. Δρχ. 500.

ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας και γλώσσας. Τεύ­ χος 181. Δρχ. 150. ΘΡΑΚΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ετήσια έκδοση. No 4’, 1986. ΚΑΜΕΙΡΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό του ελλαδικού χώ­ ρου. Τεύχος 60-65. Δρχ. 300.

ΣΧΟΛΙΚΑ

ΚΑΜΕΙΡΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό του ελλαδικού χώ­ ρου. Τεύχος 66-77. Δρχ. 1000.

ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Γ. Σύγχρονη σκέψη. Εκθέ­ σεις για το Γυμνάσιο και την Α ' Λυκείου. Αθήνα, Gu­ tenberg, 1986. Σελ. 207. ΜΑΚΡΗΣ ΚΩΝ. Ν. Τι πρέπει να ξέρω στη Δ ' Δημοτι­ κού. Αθήνα. Χ.Ε. Χ.Χ. Σελ. 220. Δρχ. 300. ΤΣΟΥΡΕΑΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ. Θέματα σύγχρονου προ­ βληματισμού. Δοκίμια. Αθήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 402. Δρχ. 1000.

ΤΟ ΚΑΠΑ. Περιοδικό πολιτικής και κοινωνικής πα­ ρέμβασης της Αριστερός. Τεύχος 1. Δρχ. 150. Η ΛΕΞΗ. Ελληνική και ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 5960. Δρχ. 550. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ. Διμηνιαία εφημερίδα ενημέρωσης της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ναυπακτίας. Φύλλο 23. Δρχ. 20. ΟΜΠΡΕΛΑ. Γράμματα, τέχνες, πολιτισμός. Τεύχος 26-27. Δρχ. 200. ΠΑΙΔΙ. Περιοδική ενημερωτική έκδοση. Τεύχος 16.

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ

ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαίο περιοδικό του Συνδέ­ σμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Τεύχος 13.

ΑΝΑΚΥΚΛΗΣΗ. Δίμηνη έκδοση Τέχνης του Πρόσπερου. Τεύχος 7. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 338. Δρχ. 100.

ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας Ελλάδας·. Φύλλο 104. Δρχ. 50. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 872. Δρχ. 170.

Προς άγνωστη κατεύθυνση^ ... στα βιβλιοπωλεία


78/δελτίο 16 Ιανουαρίου 1987 29 Ιανουαρίου 1987

κριτιχογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη

Στην Κριτιχογραφία περιλαμβάνονται όλες ο ι επώνυμες βιβλιοκριτικές κα ι βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης , κ α ι κριτικές δημοσίευμάνες στον περιοδικό κα ι επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση. το όνομα του κριτικού κ α ι ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και ν ημέρα δημοσίευσης της κριτικής. αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελώνης Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σα66ίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ; Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρονικάς ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμσνίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος

ΝΜ: Ν. Μπούτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παισνίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΙ: Εικόνες Ε θ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερησία ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΑ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη Π θ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

θρησκεία

Κοινών ιολογία

Κυράτσας Δ.: 1) Κυριακάτικα αποστολικά άρθρα στις εφημε­ ρίδες. 2> Κυριακάτικα ευαγγελικά άρθρα στις εφημερίδες (QT, ΤΚ, 4/12 και ΔΡ, 3/12) Couliand J.: Οι εμπειρίες της έκστασης (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 22/1)

Βακαλιός Θ.: Είναι και συνείδηση, γνώση και αλήθεια (ΜΑ, ΟΜ, 26-27) Λεντάκης Α.: Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; (Σ.Σ., ΑΥ, 11/1) Παπαγεωργίου Γ.: Η μαθητεία στα επαγγέλματα (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 160) /νρένι X.: Η ανθρώπινη κατάσταση (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1)

Ψυχολογία Ζάχος Δ.: Ψυχολογία (θ . Καραγιάννης, ΠΗ, 20/1) Ψυχανάλυση και Ελλάδα (ΛΑ, ΠΕ, 92) Debray Q.: Ο ψυχοπαθητικός (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 22/1)

! Ιολιιική , .θαασούλιας Γ.: Κινήματα ειρήνης (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 17/1)


δελτιο/79 Διαμαντόπουλος θ .: Homo Pasocus - Neo Dimokratikus (Α θ, HM, 22/1) Μπακογιάννης Π.: Πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα σήμερα (Η.Λ. Τσατσόμοιρος, ΔΣ, 61) Πρώτη Ελληνική Προεδρία στην ΕΟΚ (ΚΤ, Ε β , 28/1)

Γλώσσα Δρουμπούκης Δ.: Στόχος: Ελληνική γλώσσα (Η.Λ.Τ., ΔΣ, 61) Καρζής Θ.: Τα σωστά ελληνικά (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1), (ΣΣ, ΠΗ, 13/1)

Οικονομία

Κλασική Φιλολογία

Ζολώτας Ξ.: Οικονομική μεγέθυνση και φθίνουσα κοινωνική ευημερία (Γ. Βαβούρας, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 62) Σακκάς Δ.: Ο αναπτυξιακός ρόλος και οι δυνατότητες παρα­ γωγής εργαλειομηχανών στην Ελλάδα (Κ. Σουγιουτξόγλου, ΟΤ, 22/1) Σταμάτης Γ.: Προβλήματα μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας (Π.Λ.Ρ., ΟΤ, 22/1)

Σινόπουλος Τ.: Κέρογος (Τ. Ψαράκης, ΕΝΑ, 22/1) Γιουρσενάρ Μ.: Το στεφάνι κι η λύρα (Τ. Ψαράκης, ΕΝΑ, 22/1) Wace A. - Stubbings F.: Όμηρος (ΛΑ, ΠΕ, 92)

Πεπονής Α.: Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. (Α.Δ.Π., ΟΤ, 22/1)

Λαογραφία Κοντομίχης Π.: Τα γεωργικά της Λευκάδας (Γ. Μπαμιατξής, Δημοκρατικός Λόγος, 18/1) Παίξος Φ.: Δημοτικά τραγούδια της Ελευθεριανής (Χ.Δ. Χαραλαμπόπουλος, Ναυπακτιακή, 23) Σουλιώτης Γ.: Τα κόλλυβα (ΚΤ, Ε θ , 14/1)

Εκπαίδευση Αναγνωσταράς Δ.: Κατηγοριακή ανάλυση της έκθεσης (Ν. Κάμπος, ΟΜ, 26-27) Κουντουράς Μ.: Κλείστε τα σχολεία (Π. Αργόρης, ΔΙ, 160) Τοπούξης Κ.: Κείμενα σύγχρονης ποίησης (Ν. Κάμπος, ΟΜ, 26-27)

θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες Αναπολιτάνος Δ.: Εισαγωγή στη φιλοσοφία των μαθηματικών (ΛΑ, ΠΕ, 92) Παπάζογλου Ν. - Κελέρμενος Ν.: Καρδιά και καρδιακές πα­ θήσεις (ΘΥ, ΕΙ, 21/1) Κοίλιας Ξ.: Τα αρχεία της BASIC (ΛΑ, ΠΕ, 92) Verdorst C.: Στο τραπέζι με τη μάνα γη (ΛΑ, ΠΕ, 92) Κάμπελ Τ.: Άνθρωπος και πληροφοριακά συστήματα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1)

Τέχνες Αρανίτσης Ε.: Το δωμάτιο με τις εικόνες (ΚΣ, ΝΕ, 24/1) Βσσιλειάδης Δ.: Ψηφίδες του νεοελληνικού μύθου (ΚΝ, ΑΝ, 22/1) Βιομηχανικά κτίρια στη Λέσβο (Π. Αργύρης, Τα Ψαρά, 76-78) Θεόφιλος (ΚΤ, ΕΘ, 14/1) (ΚΣ, ΝΕ, 24/1) Κουντούρης Μ.: Από την... αλλαγή στο χειρότερο (Σ.Αρτεμάκης, ΒΡ, 25/1) Κωστοπούλου X.: Λαϊκά σπίτια και αρχοντικά Ημαθίας (ΦΤ, ΤΚ, 11/12 και ΔΡ, 12/12) Μιτίδης Γ.: Χάσαμε το τρένο στοπ (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 25/1) Παπαδάκης Μ.: (Επιμ.) Εκάβη (ΑΡ, ΕΛ, ΡΙ, 25/1) Χατζηδάκης Μ.: Ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης (Δ. Δοξαράς, Εβδόμη, 28/12), (Ν. Ζίας, Βήμα, 18/1) Χατζηπανταζής Θ.: Η εισβολή του Καραγκιόζη στην Αθήνα του 1890 (θ . Κουτσογιάννης, ΔΙ, 160) Zevi Β.: Η μορνέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής (ΠΚ, ΑΥ, 25/1) (Δ. Δοξαράς, Εβδόμη, 28/12) Πούχνερ Β.: Οι Βαλκανικές διαστάσεις του Καραγκιόζη (Θ. Κουτσογιάννης, ΔΙ, 160) Ράνζι Κ.: Ο άνθρωπος εβδομήντα εκατομμύρια χρόνια (ΣΚ, ΕΛ, 22/1) Ρηντ X.: Λεξικό εικαστικών τεχνών (Δ. Δοξαράς, Εβδόμη, 28/ 12)

Ποίηση Αθάνας Γ.: Μυθογραφήματα (Χ.Δ. Χαραλαμπόπουλος, Ναυπακτιακή, 23) Αντωνίου Τ.: Δόκτωρ Βλαχούστους (Μ. Πράτσικας, ΟΜ, 2627) Ασπιώτης Ε.: Ρωγμές (ΘΠ, ΕΣ, 580) Βαρβιτσιώτης Τ.: Fragmenta (Μ. Πράτσικας, ΟΜ, 26-27) Βότση Ο.: Πήλινο σχήμα (Μ. Πράτσικας, ΟΜ, 26-27) Δημουλάς Α.: Τα ποιήματα 1951-1985 (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 181) Δουλγεράκη Ρ.:Σελήνη (Σ. Κάτσικας, ΟΜ, 26-27) Ελευθερίου A.: 1) Μια γυναίκα 2) Ωδίνες (Τ. Καπερνάρος, Σχεδία, 2) Ελύτης Ο.: Τα ρώ του έρωτα (ΚΣ, ΝΕ, 24/1) Ζιτσαία X.: Πολυεδρικά (ΦΤ, ΤΚ, 11/12 και ΔΡ, 12/12) Θεοφίλου Φ.: Επίμονο θεώρημα (Μ. Τσιάμης, Τα Ψαρά, 7678) Κορδέλας Λ.: Άχτιστο φως (Γ. Καραβίδας, ΟΜ, 26-27) Καψάλης Δ.: Ακόμα μια φορά (ΒΧ, ΑΥ, 20/1) Κοντός Γ.: Ανωνύμου μοναχού (Ν. Βαγενάς, ΔΙ, 160) Κωνσταντέλλος Γ.: Ο μέσα κόσμος (Σ. Κάτσικας, ΟΜ, 26-27) Μίσσιου-Γιαννακοπούλου Ε.: Σκόρπια φύλλα (Ν. Γαβριήλ Τριανταφύλλου, Τα Ψαρά, 76-78) Μιχάκης Γ.: Το ναρκοπέδιο (Σ. Ντουφεξής, ΟΜ, 26-27) Μουρίκη Α.: Χίασμα από δίκοπο βλέμμα (Γ.Κ. Καραβασίλης, ΠΗ, 13/1) Παπαγεωργίου Ν.Ρ.: Του λιναριού τα πάθη (Ρ. Δώρου, ΟΜ, 26-27) Παπαδίτσας Δ.: Προεόρτιου (Π. Ρεζής, ΕΜ, 18/1) Παυλέας Σ.: Αναφορά στον Ηρακλή (ΦΤ, ΤΚ, 3/12/86 και ΔΡ, 14/12) Πέζαρος Π.: Γεύση αρμύρας (ΜΚ, ΔΙ, 160) Πλαστήρα Α.: Το φως που βλέπουμε τώρα (Γ.Κ. Καραβασί­ λης, ΠΗ, 13/1) Σινόπουλος Τ.: Μεταίχμιο (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 18/1) Σταύρακας Π.: Κυματισμοί (ΘΠ, ΕΣ, 581) Τζεβελακάκης Γ.: Ό πω ς τα πετρώματα (Σ. Κάτσικας, ΟΜ, 26-27) Φλεμοτόμος Δ.: Σπουδή σ’ ένα λευκό μπλουζάκι (Ρ. Δώρου, ΟΜ, 26-27) Φωστιέρης A.: 1) Σκοτεινός έρωτας 2) Ο διάβολος ξεκίνησε σωστά (ΗΚ, Σχεδία, 2) Χρυσούλη Μ.: Αντίλαλοι των διαλογισμών μου (ΦΤ, ΤΚ, 3/12/ 86 και ΔΡ, 14/12) Νοβάλις: Ύμνοι στη νύχτα και άλλα ποιήματα (Γ. Κεντρωτής, ΔΙ, 160)

Πεζογραφία Γιαλουράκης Μ.: Ο μόνος δρόμος (ΝΜ, ΡΙ, 18/1) Γυπάκης Γ.: Ο Γεδεών (Π. Μιχελιουδάκης, ΑΥ, 20/1) Ζακόπουλος Ν.: Ώ ρα πλην δύο (Α θ, ΗΜ, 16/1) Ζόμπολας Τ.: Διαδρομή (Δ. Χαλατσάς, Κάμειρος, 66-67) Καραούλης Κ.: Τ έκλειψη (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1) Κοτξιάς Α.: Φανταστική περιπέτεια (Ε. Χουζούρη, ΔΙ, 160) Κουσοθανάς Π.: (Επιμ.) Ορτσ’ αλά μπάντα (ΚΣ, ΝΕ, 10/1) Λαμπαδαρίδου - Πόθου Μ.: Η Μαρούλα της Λήμνου (ΔΑ, ΠΗ, 20/1)


80/δελτιο Μάτεσις Γ.: Αφροδίτη (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1) Μαυροκεφάλου Λ.: Το άλλο (ΔΑ, ΠΗ, 20/1) Μεγαπάνου Α.: Φιλαρέτης (ΚΤ, ΕΘ, 26/1), (ΔΑ, ΠΗ, 20/1) Μητροπούλου Κ.: Διαδρομή 35 και κάτι (ΚΤ, ΕΘ, 21/1) Παπαδημητρίου Μ.: Ειρήνη (ΔΑ, ΠΗ, 20/1) Παπαπερικλής Ν.: Χρυσή ζωή (ΕΚ, ΡΙ, 25/1) Πέγκα Ε.: Αυτή θερινή (ΔΑ, ΠΗ, 20/1) Πεντεάς Ε.: Πέτρινος Κόσμος (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 160) Πράσινος Λ.: Ο Σομάλης (Λ. Χατζοπούλου - Καραβία, ΔΙ, 160) Ρίτσος Γ.: Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει άγιος (Ν. Μπακουνάκης, ΤΑ, 22/1). (Α. Κώττη, ΡΙ, 18/1), (ΔΑ, ΠΗ, 13/1), (ΚΤ, ΕΘ, 18/1) Σαρρή - Γκέρσου Α.: Το ’λεγαν ξάστερο (Γ. Μπαμιατξής, Δη­ μοκρατικός Λόγος, 18/1), (ΔΑ, ΠΗ, 20/1) Σιατόπουλος Δ.: Η μελωδία των ανέμων (ΦΤ, ΤΚ, 5/12 και ΔΡ, 11/12) Σπανδωνής Γ.: Προς άγνωστη κατεύθυνση (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 25/1) Σταμέλος Δ.: Κατσαντώνης (Ν. Κομνηνού - Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 76-78) Χρονόπουλος Δ.: Πουλιά στην καταιγίδα (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 25/1) Χρυσοχόου I.: Πυρπολημένη γη (ΦΤ, ΤΚ, 31/12), (ΑΘ, ΗΜ, 22/1) Βολφ Κ.: Κασσάνδρα (Μ. Παπανάγνου, ΠΗ, 20/1) Ζίσκιντ Π.: Το άρωμα (ΚΤ, ΕΘ, 14/1) Η ιστορία της Σακουντάλας (X. Χατζηεμμανουήλ, Εβδόμη, 18/

1)

Καλβίνο I.: Τα κοσμοκωμικά (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 18/1), (ΚΤ, ΕΘ, 28/1) Καρντινάλ Μ.: Οια ζωή για δυο (X. Λουκάκου, ΜΙΑ, 21/1) Κάφκα Φ.: Η σιωπή των σειρήνων και άλλα διηγήματα (ΘΥ, ΕΙ, 21/1) Leins Μ.: Ηλικία ανδρός (Ν. Κάμπος, ΟΜ, 26-27) Νάλας και Νταμαγιάντη (X. Χατζηεμμανουήλ, Εβδόμη, 18/1) Τζαίημς Τ.: Βόρειοι και Νότιοι (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατι­ κός Λόγος, 18/1) Χάισμιθ Π.: Ο ταλαντούχος κ. Ριπλέι (ΚΤ, ΕΘ, 21/1).

Δοκίμια - Μελέτες Δημητριάδης Δ.: Η ανθρωπωδία. Η ανάθεση (ΒΧ, ΠΗ, 20/1) Ελύτης Ο.: Η μαγεία του Παπαδιαμάντη (ΚΣ, ΝΕ, 24/1) Κριμπάς Κ.: Δαρβινικά (ΚΤ, ΕΘ, 28/1) Μαλεβίτσης X.: Περί του Τραγικού (X. Χατζηεμμανουήλ, Εβδόμη, 25/1) Μαρκάκης Μ.: Φιλοσοφικά Σχεδιάσματα (Η.Λ. Τσατσόμοιρος, ΔΣ, 61) Παναγιωτόπουλος Ι.Μ.: Ομιλίες της γυμνής ψυχής (Σ. Αρτε­ μάκης, ΒΡ, 17/1) Παπαϊωάννου Μ.Μ.: Από τον Ψυχάρη στο Γληνό (X. Παπα­ γεωργίου, ΔΙ, 160) Παπακώστας Γ.: «Ανάγκη Χρηστότητας» (ΑΘ, ΗΜ, 22/1) Παπαστάμου Γ.: Σκαρίμπας (Μ. Πράτσικας, ΟΜ, 26-27) Περιγραφή του Γ. Σεφέρη (Η.Λ. Τσατσόμοιρος, ΔΣ, 61) Πρεβελάκης Π.: Καζαντζάκης, ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας (Κ.Λ. Μιχαηλίδης, Ευθύνη, 181) Σακελλαρίου X.: Το τραγικό στη νεοελληνική λογοτεχνία (ΑΘ, ΗΜ, 22/1) Σταύρου Τ.: Θησαυροφυλάκιο (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 17/1) Γκορζ Α.: Οι δρόμοι του παραδείσου (Σ. Παπασπηλιόπουλος, ΟΤ, 29/1) Τρουαγιά Α.: Τσέχοφ (ΚΤ, ΕΘ, 25/1) (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 17/

Βσγιατζόγλου Σ.: Ο Μπιμπίρης από τη μυθική χώρα (ΑΠ, ΑΥ, 23/1)

Δανδουλάκη - Ουσταμανωλάκη Ε.: Κρητικά παραμύθια (Π. Διαμαντοπούλου, ΟΗ, 20/1) Ιωάννου Ε.: Η χρυσή γαλέρα (Π. Διαμαντοπούλου, ΠΗ, 20/1) Κοροβέσης Π.: Ο Γιαννάκης και η Μαρδίτσα (Π. Διαμαντοπούλου, ΠΗ, 20/1) Μάρρα Ε.: Μια ιστορία για δυο (BA, ΚΑ, 22/1) Μεταλληνός Α.: Κυκλοφοριακή διαπαιδαγώγηση (ΦΤ, ΤΚ, 9/ 12 και ΔΡ, 10/12) Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου Λ.: Το χρυσάφι, η χελώνα και η πεντάμορφη (ΑΠ, ΑΥ, 23/1) Σαρρή Ζ.: Η κυρία Κλοκλό (ΘΥ, ΕΙ, 21/1) Κορσουνόφ I.: Το αλεπουδάκι του θάμνου (BA, ΚΑ, 22/1) Ρούσικα παραμύθια (Π. Διαμαντοπούλου, ΠΗ, 20/1) Φώκνερ Ο.: Το μαγικό δέντρο (ΑΠ, ΑΥ, 23/1)

θεατρικά έργα Μητροπούλου Κ.: Έ ξι ρόλοι για σολίστες (Ν. Κάμπος, ΟΜ, 26-27)

Ιστορία Αγριαντώνη X.: Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα (ΒΧ. ΑΥ, 18/1) Ανωνύμου: Το χρονικό της Α ' Σταυροφορίας (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 22/1) Αρεταίος Λ.: Η φιλοσοφία της ιστορίας και η ιστορία της (Δ.Ι. Λοίζος, ΔΙ, 160) Βάρφης Κ.: Πόρος 1831 (Ν. Κομνηνού - Χατζηγεωργίου, Τα Ψαρά, 76-78) Βυζάντιο (Σ. Αλεξίου, ΚΑ, 22/1) Δασκαλάκης Γ.Δ.: Το κράτος της Θεσ/νίκης (Η.Λ.Τ., ΔΣ, 61) Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Βίκινγκς (ΘΥ, ΕΙ, 21/1) Κρεμμυδάς Β.: Ελληνική ναυτιλία 1776-1835 (ΒΧ, ΑΥ, 18/1) Λουκόπουλος Λ.: Καταμεσής του Ριγανιού (Χ.Δ. Χαραλαμπόπουλος, Ναυπακτιακή, 23) Σταμέλος Δ.: Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία (ΚΤ, ΕΘ, 21/1) Γσυντχάουζ Κ.: Η άνοδος και η πτώση των συνταγματαρχών (ΚΤ, ΕΘ, 21/1), (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 17/1)

Βιογραφίες - Μαρτυρίες Γερμανός Φ.: Η εκτέλεση (Σ. Φασουλάκης, ΔΙ, 160) θεοδωράκης Μ.: Οι δρόμοι του Αρχάγγελου (Α9Κ., ΡΙ, 25/1) Κλιάφα Μ.: Ο κόσμος βαριέται να διαβάζει θλιβερές ιστορίες (ΚΝ, ΚΑ, 22/1) Κούνδουρος Γ.: Η Πόβλα της Μουργκάνας κι ο ευεργέτης της Σ. Τσίγκος (Σ.Α. Μαλάμης, Πανηπειρωτική, 104) Λουλέ-θεοδωράκη Ν.: Π. Κανελλόπουλος (ΚΤ, ΕΘ, 14/1) Μαυράκη Σ.: Αμάραντο στεφάνι (Α. Ταστάνης, Τα Ψαρά, 7678) Μολίνος Σ.: Κόκος Μελάς (Μ. Τσιάμης, Τα Ψαρά, 76-78) Σιατόπουλος Δ.: Οι ακόλαστοι (Σ. Αρτεμάκης, ΒΡ, 25/1) Κοκτώ Ζ.: Ελληνικό ημερολόγιο (ΚΣ, ΝΕ, 17/1), (Τ. Ψαράκης, ΕΝΑ, 22/1)

Ταξιδιωτικά Λάγκε Ε.: Αλλάχ Ακμπάρ (Μ. Πράτσικας, ΟΜ, 26-27)

Περιοδικές Εκδόσεις Διαβάζω (ΑΘ, ΗΜ, 20/1) Νέες Τομές 7 (ΘΥ, ΕΙ, 14/1) Πανσαμιακό Δελτίο (ΑΘ, ΗΜ, 20/1) Πολιτιστική (ΘΥ, ΕΙ, 14/1) Χάρτης (21, 22, 23) (ΚΣ, ΝΕ, 24/1)


Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του

Α Ι λ η ΐ ^ Λ

*

ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (Νό 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέιμς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γιον Ό ρος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μπαρτ (No 93) Παιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μακρυγιάννης (No 101) Λουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Ά γρας (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καίρης (No 106) Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Άντερσεν (No 108) Έρμαν Έσσε (No 109)

Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (Νό 111) Έντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κυπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λακάν (No 126) Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Βυζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Λώρενς (No 132) Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) Τένεση Ουίλιαμς (No 139) Ανδρέας Κάλβος (No 140) Φουτουρισμός (No 141) Γιώργος Σεφέρης (No 142) Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) Γλωσσολογία (No 144) Ουμπέρτο Έκο (No 145) Βιβλίο και στρατός (No 146) Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) Άγκαθα Κρίστι (No 149) Φρόυντ (No 150) Αντονέν Αρτώ (No 151) Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) Γ.Β. Γκαίτε (No 154) Αυτοβιογραφία (No 155) Μετάφραση (No 156) Κώστας Καρυωτάκης (No 157) Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) Ζαν Κοκτώ (No 160)

Α . Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007

Δημήτριος Χριστοδούλου ΤΟ ΝΗΣΙ Στο νέο του μυθιστόρημα, το ενδέκατο σε μια σειρά μυθιστορημάτων που ξεκινάνε από το ΓΟΥΠΑΤΟ 1976 και μέχρι σήμερα, συνεχίζει την πλατειά του πορεία, να εικονογραφήσει, να διϋλίσει και να εντοπίσει την καταγωγή της νεώτερης κοινωνίας μας. Το ΝΗΣΙ είναι στο σκηνικό που παίζεται το παιχνίδι της παλαιάς, τη; νέϊις και της νεώτερης κοινωνικής ομάδας που συγκρουόμενη ανεβαίνει. Το ανέβασμα το κόβει ο ξένος παράγοντας γιατί δεν τον συμφέρει μια κοινωνική μετάλλαξη στη χώρα χωρίς τον έλεγχό του. Το σκληρό παιχνίδι σε βάρος της χώρας συνεχίζεται και ο Χριστοδούλου με το ΝΗΣΙ ειδοποιεί.

Κωστούλα Μητροπούλον

ΔΙΑΔΡΟΜΗ 35 ΚΑΙ ΚΑΤΙ Ολόκληρο το μυθιστόρημα, είναι μια παράλληλη διαδρομή, ανάμεσα στο πραγματικό γεγονός μιας εκδρομής δυο ανθρώπων, και στην καταγραφή μιας επιθυμίας για μια «ιστορία αγάπης». Α Έ να γυμνό πτώμα γυναίκας στην παραλία της βιομηχανικής περιοχής που σταθμεύουν, δημιουργεί μιαν έντονη αισθησιακή ανάγκη στη Γυναίκα να ταυ­ τιστεί μαζί της. Ο «δολοφόνος» είναι ο Άντρας.

Δημοσθένης Κούρτοδικ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ Πώς εξελίχτηκε η σεξουαλική ζωή του ανθρώπου; Ποια ήταν η σεξουαλική συμπεριφορά των μακρινών προγόνων μας, που κατέβηκαν από τα δέντρα και προσαρμόστηκαν στη δίποδη βάδιση; Ποια σεξουαλικά γνωρίσματα έχουμε κληρονομήσει απ’ τους πιθήκους; Ποιος ήταν ο ειδικός ρόλος που έπαιξε το σεξ στην πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου; Σε όλα αυτά τα ερωτήματα δίνει απάντηση το βιβλίο του Κούρτοβικ, που συγκεντρώνει ·όλα τα παλιότερα και νεότερα στοιχεία της επιστήμης γύρω από αυτό το συναρπαστικό θέμα και προτείνει μια νέα θεωρία για την ερμηνεία τους.

Άλμπερ Μάνφρεντ ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ Υπάρχουν στην ιστορία ονόματα που ούτε ο χρόνος, ούτε τα πάθη μπορούν να διώξουν από την μνήμη ολόκληρων γενεών. Τέτοιο είναι και το όνομα του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου. Ό ταν θανατώθηκε στο ικρίωμα, ήταν μόλις τριάντα έξι χρονών. Ή ταν ο μόνος, απ’ όλους τους αρχηγούς της επανάστα­ σης που διέτρεξε μαζί της, επικεφαλής της, όλη τη διαδρομή μέχρι το τέλος. «Ο Ροβεσπιέρος βάδιζε με τολμηρό βήμα μέσα στο αίμα και το αίμα δεν τον μίαινε», (όπως λέει ο Ρώσσος δημοκράτης επαναστάσης Herzen).


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.