:
Μ ΕΔΟΥΣΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
f 'T \
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΣΤΟΝ ΥΠΟΝΟΜΟ
ΘΡ1ΛΛΕΡ
ΒΙΒΛΙΩΝ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ * ΥΠΝΟΣ
αστυνομική λογοτεχνία
------- ΓΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥΣ-------ΤΟΥ ΑΥΡΙΟ ______ ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ_______ Επιλεγμένα βιβλία για παιδιά και νέους 33. Κάρολος Ντίκενς Χριστουγεννιάτικη ιστορία ............ 34. Μαρία Μιχαήλ-Δέδε 35. Έλλη°Αλεξίου ΥΕυων ^ ° Μύθοι του Αισώπου....................... 36. Χάρης Σάκελλαρίου Η φωτιά που δε σβήνει.................... 37. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Το ωραιότερο διήγημα του κόσμου - ■ 38. Ανατόλι Αλέξιν Η τρελή Ευδοκία ........................... 39. Νίτσα Τξώρτξογλου ΣΟΣ-Κίνδυνος ........................... 40. Ντίνος Δημόπουλος Ο μαστρο-Πολύξερος κι η παλιοπαρέα του..................... 41.1. Δ. Ιωαννίδης Τα τρία παιδιά ............................. 42.1. Δ. Ιωαννίδης Το άσπρο άλογο ......................... 43.1. Δ. Ιωαννίδης Ένα καράβι στη βιτρίνα ................ 44*4. Δ. Ιωαννίδης Η ιστορία με το γαλάζιο μολύβι....... 45. Ότφριντ Πρόισλερ Ο Νερουλίνος. το πνεύμα της λίμνη. 46. ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ Ιστορίες των δερβισάδων ............ 47. Ανατόλι Αλέξιν Τη/εφωνήστε κι ελάτε ................ 18. Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Η εταιρεία Στάλκι&Σία ............... 49. Έρνεστ Χεμινγουέι 50. Άντον Τσέχωφ Αστείες ιστορίες....................... 51. Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Ο κήπος με τ'αγάλματα ............. 52. Ειρήνη Μάρρα 53. Σοφία Φίλντιση Ορέστης.................... 54. Χάρης Σακελλαρίου Διηγήματα των Χρίστου της Πρωτοχρονιάς, των 55. Τζ. Μιντ Φόκνερ Μρύνφλπ (Τομυστήριο
57. Κίρα Σίνου — Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλ Το χέρι στο βυθό .............. 58. Άλμπερτ Λιχάνοφ 59. Ιβάν Τουργκένιεφ Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού . 60. ΜαρκΤουέιν . Οι περιπέτειες του Χακ Φιν. . 61. Χάρης Σακελλαρίου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Ζ Ω Ο Δ . ΠΗΓΗΣ 3. Α Θ Η Ν Α 142 ΤΗΑ. 3603234
Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέιμς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Άγιον Ό ρος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μπαρτ (No 93) Παιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μακρυγιάννης (No 101) Λουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Άγρας (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καίρης (No 106) Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Άντερσεν (No 108) Έρμαν Έσσε (No 109)
Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (No 111) Έντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κυπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λακάν (No 126) Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Βυζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Λώρενς (No 132) Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) Τένεση Ουίλιαμς (No 139) Ανδρέας Κάλβος (No 140) Φουτουρισμός (No 141) Γιώργος Σεφέρης (No 142) Γκυοτάβ Φλωμπέρ (No 143) Γλωσσολογία (No 144) Ουμπέρτο Έκο (No 145) Βιβλίο και στρατός (No 146) Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) Άγκαθα Κρίστι (No 149) Φρόυντ (No 150) Αντονέν Αρτώ (No 151) Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) Γ.Β. Γκαίτε (No 154) Αυτοβιογραφία (No 155) Μετάφραση (No 156) Κώστας Καρυωτάκης (No 157) Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) Ζαν Κοκτώ (No 160) Μάρτιν Χάιντεγκερ (No 161) Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162)
Α. Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789
ΔΙΑΒΑΖΑ Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τεύχος 163 ΧΡΟΝΙΚΑ
11 Μαρτίου 1987
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Η παθολογία του βιβλίου στην Ελλάδα του σήμερα. Γράφει ο Β. Πελτίκογλου
Τιμή: Δρχ. 250
4 7
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπσνησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333
ΕΠΕ,
Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - 1. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Σίγκμουντ Φρόυντ: Συγγραφέας και Φαντασία Υβ Μπελαβάλ: Ψυχανάλυση και λογοτεχνική κριτική Παμέλα Τυτέλ: Η λογοτεχνία στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή Αντρέ Γκρην: Προκαταρκτικά σε μια ψυχαναλυτική ανάγνωση της τραγωδίας Gradiva: η ενδοψυχική γνώση .του ποιητή Υπερρεαλισμός και ψυχανάλυση Bachelard και ψυχανάλυση Ζαν Μπελεμέν-Νοέλ: Διάβασμα μαζί με τον Φρόυντ Παντελής Κρανιδιώτης: Ο επιστημονικός λόγος της λογοτεχνίας
12 19 25 30 35 39 40 43 48
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΕΧΝΕΣ: Γράφει η Μαρία Λαμπαδαρίδου-Πόθου ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ: Γράφει η Μαρία Μεντζελοπούλου ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Μ. Κοντολέων, Ζ. Μαμαλάκη και Θ.Ψαλιδόπουλος ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης
55 56
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι X. Παπαγεωργίου και Αντ. Κάλφας
57
59 66
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επόμενο «Διαβάζω»
σύγχρονοι αγγλόφωνοι φιλέλληνες
ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ Β Ι Β Λ Ι Ο Υ ·
11 έ ω ς 2 4 Φ ε β ρ ο υ ά ρ ι ο υ 1 9 8 7
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότέρα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Ετσι, το βιβλίο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις άστερίσκους (,\). το αμέσως μετά με δύο (. ,) και το
Χνάρι - Αθ.
Χατζούλη - Λαμία
Σύγχρονη Εποχή - Αθ.
Ραγιάς - Θεσ.
Μεθενίτης - Πάτρα
Πρίσμα - Πειραιάς
Λέσχη του βιβλίου - Αθ.
Εστία - Αθ.
Κοτζιά - Θεσ.
Ενδοχώρα - Αθ.
Κατώι του βιβλίου - Θεσ
ου-
Ελευθερουδάκης - Αθ.
Β ΙΒ Λ ΙΑ
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τ λάχιστον βιβλιοπώλες. Οσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβουλεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής».
Γρηγόρης - Αθ.
|Η
Βαγιωνάκης - Αθ.
■ 1 Η Η Μ 1 Μ ■ 1 |
Δωδώνη - Αθ.
4
1. Α. Ταρκόφσκυ: Σμιλεύοντας το χρόνο (Νεφέλη) !. Μ. Κούντερα: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι (Εστία) > 1. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Ψυχογιός) 1. Γκ. Βάλραφ: Στο περιθώριο (Στάχυ) ». Γκ. Μαρκές: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ν. Σύνορα)
Λ ..
5. X. Μίσσιου: ... Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα) 7. Α. Κανελλόπουλου: Το χιούμορ των πολιτικών από την Αρχαία Ελλάδα έως σήμερα (Εκδοτική Εστία)
}. Γ. Τσαρούχη: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης) 9. Μ. Κουμανταρέα: Η φανέλα με το εννιά (Κέδρος) Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή - Αθήνα το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Αμερικάνικη προλεταρια κή λογοτεχνία. - Επιλογή (Σύγχρονη Εποχή). Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπέζι·',ν, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.
Ιδρυμάτων. Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.
Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κύπρος 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 54 δολ. Κύρπος 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 37 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική 25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ.. και τα διπλά 300 δρχ.
χρονικα/5
Η παθολογία τον βιβλίου στην Ελλάδα τον σήμερα Σκέψεις τινές καί προοπτικές για το μέλλον
Ανάλυση και μελέτη φθαρμένου βιβλίου στο βιολογικό τμήμα εργαστηρίου συντήρησης
Η «Παθολογία του βιβλίου» ή η «επιστημονική τεχνική συντήρησης και αποκατάστασης του φθαρμένου βιβλιακού υλικού» είναι μία νέα επιστήμη, που στην Ελλάδα έχει μία ζωή μόλις δώδεκα χρόνων. Σαν μία νέα τεχνική ευρίσκεται ακόμη στο στάδιο της οργάνωσης. Οι ήδη υπάρχοντες ειδικευμένοι συντηρηταί βιβλιακού υλικού, που εργάζονται σήμερα, μόνο στην Αθήνα, όχι και σε άλλες πόλεις, προσπαθούν, με τις λίγες δυνατότητες που έχουν στη διάθεσή τους, να συγκινήσουν τον έλληνα βιβλιόφιλο και να βάλουν τα θεμέλια της νέας επιστήμης Το έργο βέβαια αυτών δεν είναι εύκολο, ούτε πιστεύω, με τη σημερινή πραγματικότητα, και με το πνεύμα που αντιμετωπίζεται η νέα αυτή τεχνική-επιστήμη, ότι θα έχουμε μεγάλα θετικά αποτελέσματα. Το πιστεύω, διότι δώδεκα ολόκληρα χρόνια δεν κατορθώθηκε να συγκινηθεί ο βιβλιόφιλος κόσμος και μάλιστα ο κόσμος των βιβλιοθηκάριων. Ό πω ς κάθε νέα επιστήμη, κάθε τι το καινούριο, συναντά την αδιαφορία και την έλλειψη ενδιαφέροντος πολλών, οι οποίοι πολλές φορές ταυτίζουν την έννοια της συντήρησης του βιβλίου με μία καλή βιβλιοδεσία και ενίοτε καλλιτεχνική. Γι’ αυτούς ο βιβλιοδέτης παίζει συγχρόνως και το ρόλο του συντηρητή. Το έργο των ολίγων συντηρητών βιβλίου στην Ελλάδα του σήμερα είναι πολύ βαρύ και υπεύθυνο.
6/χρονικα
Εργαστήρια συντήρησης Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδας (Επά νω). Εργαστήριο Μικροφωτογράφισης ΕΒΕ (Κάτω).
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ αποτελεί μία φυσική'ενότητα, της οποίας τη σύνθεση αποτελούν ύλαι φυσικής, ζωικής και μεταλλικής προέλευσης. Οι ύλες αυ τές, σε ορισμένες συνθήκες του περιβάλλοντος και εξαιτίας της κακής χρήσης που υφίστανται τα βιβλία, καταστρέφονται και αλλοιώνονται. Μπορούμε όμως να προλάβουμε και να θερα πεύσουμε αυτές με διάφορα μέτρα και προφυλά ξεις, και με διάφορες επεμβάσεις την κατάλληλη στιγμή. Ως εκ τούτου, έγινε αναγκαία η επιστημο νική εντόπιση και μελέτη της φύσης των αιτίων, που προκαλούν τις φθορές και η υπόδειξη της κατάλληλης θεραπείας. Γεννήθηκε έτσι η επιστή μη της «παθολογίας του βιβλίου». Η επιστήμη αυτή βοηθιέται πολύ στο έργο της από τις επι στήμες της Βιολογίας, της Χημείας, της Φυσικής και από την τεχνική της μικροφωτογράφισης. Το έργο του συντηρητή βιβλιακού υλικού δεν είναι η ξηρή αποκατάσταση του φθαρμένου βι βλίου. Η υπηρεσία Συντήρησης και Αποκατά στασης ή με άλλα λόγια το εργαστήριο Συντήρη σης είναι ένα ολόκληρο συγκρότημα εργαστη ρίων, όπως τα εργαστήρια της Βιολογίας, της Χημείας, τη Φυσικής, της Μικροφωτογράφισης, της Βιβλιοδετικής. Στο εργαστήριο της Βιολογίας-Μικροβιολογίας, το βιβλίο μελετάται από ειδικούς επιστή μονες για να εξακριβωθούν τα αίτια που προξέ νησαν τις βιολογικού χαρακτήρα φθορές και αλ λοιώσεις. Το εργαστήριο αυτό δίνει τις κατάλλη λες και απαραίτητες οδηγίες για την απολύμαν ση και την αποστείρωση του βιβλιακού υλικού, για να εξολοθρευθούν οι παθογόνοι παράγοντες, όπως μύκητες, έντομα κλπ. Στο εργαστήριο της Χημείας-Φυσικής μελετούνται τα συστατικά και η σύνθεση της πρώτης ύλης, δηλ. της περγαμηνής, του χαρτιού, του δέρματος. Γίνονται διάφορες αναλύσεις για την ανθεκτικότητα της πρώτης ύλης. Γίνονται διά φοροι πειραματισμοί για τα φάρμακα, τα υγρά, τα διαλύματα που θα χρησιμοποιηθούν στη συ ντήρηση και αποκατάσταση. Μετράται η τιμή της οξίδωσης και υποδεικνύονται οι μέθοδοι αποξίδωσης και τα μέσα αποκηλίδωσης, κλπ. Στο εργαστήριο Μικροφωτογράφισης γίνεται η μικροφωτογράφιση του προς συντήρηση βι βλιακού υλικού. Η documentation του υλικού εί ναι πολύ σημαντική και από πλευράς αρχειακής. Η μικροφωτογράφιση βοηθεί πολύ τον συντηρη τή, και προφυλάσσει ενίοτε το υλικό από την πε ραιτέρω φθορά ή προλαβαίνει τις φθορές. Το πρώτο εργαστήριο συντήρησης και αποκα τάστασης βιβλιακού υλικού συστάθηκε στην Ελ λάδα πριν από 12 χρόνια, μέσα στο χώρο της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Σήμερα, μετά από μία ζωή πολυκύμαντη, γνωρίζει μία καταπληκτική ανάπτυξη και οργάνωση, βέβαια, μέσα στα πλαί σια των δυνατοτήτων που παρέχονται από την
χρονικα/7 ελληνική πραγματικότητα και σκέψη. Έγινε ο καθημερινός σύμβουλος πολλών υπευθύνων βι βλιοθηκών, οι οποίοι το συμβουλεύονται για διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στις βιβλιοθήκες τους. Η συχνή και τακτική επικοι νωνία του με τα διάφορα ξακουστά ξένα εργα στήρια του κόσμου είναι παράγοντας της ολοένα ανάπτυξής του στον επιστημονικό τομέα, το απογοητεύει όμως η αδυναμία της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών και μεθόδων. Σήμερα στην Ελλάδα δεν έχουμε π.χ. ούτε ένα θάλαμο, «κενόν αέρος» για τις απολυμάνσεις των βι βλίων. Οι δε απολυμάνσεις που γίνονται περιο ρίζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στις απεντομώσεις. Εκτός από το εργαστήριο συντήρησης και αποκατάστασης βιβλιακού υλικού, λειτουργούν σήμερα παρόμοια, περιορισμένης οργάνωσης, στη Βιβλιοθήκη της Βουλής, στο Μουσείο Μπενάκη, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, πρόσφατα τέθηκαν τα θεμέλια στα Γενικά Αρχεία του Κρά τους. Οι εργαζόμενοι ειδικευμένοι συντηρητές βιβλιακού υλικού είναι ελάχιστοι, μετριούνται στα δάκτυλα. ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ χώρο παρατηρείται μία έλ λειψη απαραίτητης πληροφόρησης πάνω στα προβλήματα και τις προϋποθέσεις της καλής διαφύλαξης των βιβλίων, καθώς και των μέσων και μεθόδων της καταπολέμησης των αιτίων και των παραγόντων των φθορών και των αλλοιώ σεων των βιβλίων. Δεν δόθηκε μέχρι σήμερα η πρέπουσα και η ενδεδειγμένη και η αναγκαία σημασία και προσοχή στο θέμα αυτό, ούτε από τον κόσμο των βιβλιοθηκάριων, παρόλο που στα Α' και Β' πανελλήνια συνέδρια της Ένωσης Βι βλιοθηκάριων, τουλάχιστον ο αρθρογράφος του παρόντος άρθρου, προσπάθησε να ενημερώσει και να κατατοπίσει τους βιβλιοθηκάριους πάνω στα θέματα καλής διαφύλαξης των βιβλίων και της υγιεινής των βιβλιοθηκών. (Βλέπε δύο σχετι κά μου άρθρα στο «Διαβάζω», 26-6-86 και 10-986). Στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν ειδικές σχολές ή κέντρα όπου να διδάσκονται μαθήματα συντή ρησης βιβλιακού υλικού, ενώ στο εξωτερικό υπάρχουν πολλά κέντρα εκπαίδευσης υποψη φίων συντηρητών. Η έλλειψη παροχής των αναγκαίων και απάραίτητων σχετικών γνώσεων φαίνεται και από το πρόγραμμα εκπαίδευσης Βι βλιοθηκάριων, στις Σχολές Βιβλιοθηκονομίας στα Τ.Ε.Ι. Στις Σχολές αυτές, και αναφέρομαι στη Σχολή Βιβλιοθηκονομίας, δεν υπάρχει ειδι κευμένος συντηρητής, που να διδάσκει το μάθη μα της συντήρησης βιβλιακού υλικού. Οι γνώ σεις που παρέχονται, οι ελάχιστες γνώσεις και πληροφορίες από έναν μη ειδικευμένο συντηρη τή, αλλά από κατ’ ανάθεση διδάσκοντα το μάθη μα καθηγητή, δεν επαρκούν, δεδομένου ότι δεν παρέχονται από ειδικό στην επιστήμη. Την έλ-
1. Αποκατάσταση φθαρμένου χαρτιού 2. Αυτόματη μηχανική συντήρηση φθαρμένου χαρτιού 3. Μέτρηση pH χαρτιού σ' εργαοτήριο χημείας
8/χρονικα λειψή πληροφόρησης την έχω διαπιστώσει εξ ιδίων. Στις σχολές Βιβλιοθηκονομίας πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στο μάθημα συντήρη σης. Ό πω ς ανέφερα και προηγούμενα, με τη συ ντήρηση δεν εννοούμε «βιβλιοδεσία», ούτε «ιστορία του βιβλίου», αλλά μία επιστημονική τεχνική-τεχνολογία αποκατάστασης φθαρμένου βιβλίου, βοηθούμενη από τις επιστήμες που ανέ φερα προηγούμενα. Είναι θα έλεγα μία επιστήμη «ηθικολογίας και καθηκοντολογίας της Βιβλιο θηκονομίας», μία επιστήμη «υγιεινής των Βι βλιοθηκών», η άγνοια των αρχών της οποίας έχει πάντοτε αρνητικά αποτελέσματα και προξενεί διάφορα προβλήματα, δυσεπίλυτα τις περισσό τερες φορές. Κάθε βιβλιοθηκάριος πρέπει να εί ναι συγχρόνως και ένας συντηρητής, πρέπει να είναι σε θέση να παρέχει, όταν χρειάζεται, τις πρώτες βοήθειες στο βιβλίο, και να προλαμβάνει τις πολλαπλές φθορές των βιβλίων. Η μη άρτια και πλήρης επιστημονική θεραπεία του φθαρμένου βιβλίου δεν οφείλεται μόνο στη μη πλήρη οργάνωση των ήδη λειτουργούντων ερ γαστηρίων συντήρησης και αποκατάστασης βι βλιακού υλικού, δεν διαθέτουμε, π.χ. όπως ανέ φερα και ανωτέρω, ένα θάλαμο απολυμάνσεως, κενόν αέρος, δεν έχουμε οργανωμένα εργαστή ρια Βιολογίας, Χημείας-Φυσικής, τα οποία είναι προϋποθέσεις του εργαστηρίου της καθαρής συντήρησης, αλλά και στην αδυναμία να οργα νώσουμε ένα πλήρες εργαστήριο, διότι το μεγα λύτερο μέρος του απαιτούμενου εξοπλισμού, τε χνολογικού εξοπλισμού, δεν υπάρχει στην Ελλά δα, είναι εξοπλισμός εξειδικευμένος, η δε προμήθειά του απαιτεί πολλές διαδικασίες και δυ σκολίες, οι οποίες πιστεύω με μία καλή θέληση και με τις απαιτούμενες προσπάθειες από τους άμεσα και έμμεσα υπευθύνους της Πολιτείας μπορούν να ξεπεραστούν. Ένα πλήρες οργανω μένο και πλήρες εξοπλισμένο εργαστήριο Συντή ρησης και Αποκατάστασης βιβλιακού υλικού εί ναι και θεωρείται ένα πλήρες και άρτια οργανω μένο και εξοπλισμένο «Νοσοκομείο βιβλίων». Η Ελλάδα δυστυχώς, μέχρι σήμερα στερείται ενός παρόμοιου «Νοσοκομείου Βιβλίων», υπάρχουν, θα έλεγα, παρομοιάζων πως τα πράγματα, απλές «κλινικές», των οποίων ο αριθμός είναι ελάχι στος, μετριέται στα πέντε δάκτυλα. ΜΙΑ ΑΛΛΗ δυσκολία, που αντιμετωπίζουν οι συντηρητές βιβλίου στην Ελλάδα, είναι η δυσκο λία να βρουν τα απαιτούμενα υλικά. Δεδομένου ότι τα υλικά αυτά τα χρησιμοποιούν μέχρι στιγ μής ελάχιστα άτομα, οι έμποροι δεν τα γνωρί ζουν όλα, αλλ’ ούτε μπορούν για τους λίγους αυ τούς να ασχοληθούν πολύ. Στην ελληνική αγορά δεν βρίσκεται εύκολα π.χ. ιαπωνικό χαρτί, διά φορες ουδέτερες κόλλες, ουδέτερα ειδικά χαρτιά συντηρήσεως (Acid free paper), διαφόρων κατη
γοριών. Πρέπει κάθε συντηρητής να παραγγέλ νει τα χαρτιά αυτά στο εξωτερικό, έστω μέσω κάποιου ειδικού εμπόρου. Δεν υπάρχουν ορι σμένα ειδικά υγρά και διαλύματα, αλοιφές, μικροόργανα διάφορα κλπ. Συχνά, δεν βρίσκομαι ούτε την απαιτούμενη και χρήσιμη βιβλιογρα φία, η οποία είναι και το μόνο μέσο ενημέρωσης των συντηρητών. Η πληροφόρηση όμως αυτή, συχνά δεν μπορεί να μας επιφέρει οφέλη, διότι αδυνατούμε να βρούμε τα υλικά και τα μικροόργανα, για να εφαρμόσουμε μία μέθοδο. Δεν υπάρχει σήμερα δυνατότητα στην Ελλάδα ίδρυ σης ενός αποξιδωτικού κέντρου, με πλήρη σύγ χρονο εξοπλισμό και τεχνικά συστήματα μηχανι κά, όπως στο εξωτερικό. Ο εξοπλισμός ενός πα ρόμοιου εργαστηρίου-μονάδας απαιτεί εκατομ μύρια, όπως και ο αναγκαίος θάλαμος, κενός αέ ρος, δια την απολύμανση του βιβλιακού υλικού. Οι συντηρητές στην Ελλάδα εργάζονται με τις δυνατότητες και τις μεθόδους που εργάζονταν οι ξένοι συντηρητές προ ορισμένων δεκαετιών. Τα προβλήματα των συντηρητών και γενικά όλοι οι προβληματισμοί της νέας επιστήμης δεν λύνονται μεμονωμένα από τους ολίγους συντη ρητές που υπάρχουν και με την καλή διάθεση και πρόθεση ολίγων προμηθευτών και εμπόρων. Στην Ελλάδα πρέπει να γίνει συνείδηση η επιτα κτική πλέον ανάγκη, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού κατεστραμμένων βιβλίων, της ίδρυσης ενός «Πανελλήνιου Κέντρου Συντήρη σης και Αποκατάστασης βιβλιακού υλικού», είτε σαν μία εξαρτηματική ημιαυτόνομη υπηρεσία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδας ή σαν ένα ανεξάρτητο κέντρο. Το υπό την προστασία και τη φροντίδα του κράτους Κέντρο Συντήρησης και Αποκατάστασης του βιβλίου να εξοπλισθεί με όλο τον σύγχρονο τεχνικό-τεχνολογικό εξο πλισμό, με πλήρως οργανωμένα τα διάφορα Τμήματα Βιολογίας, Χημείας-Φυσικής, Μικροφωτογραφικής, Βιβλιοδετικής - Ξυλουργικής. Οι διάφοροι ειδικοί επιστήμονες, που θα προΐστανται στα τμήματα αυτά θα βοηθούν πολύ τους ειδικούς συντηρητές που θα επανδρώνουν το τμήμα της καθαρής συντήρησης. Το κέντρο αυτό δεν θα είναι μόνο ένα κέντρο, όπου θα γί νεται μία απλή συνστήρησις, αλλά συγχρόνως θα είναι και ένα «Ερευνητικό Κέντρο Παθολογίας του Βιβλίου», παρόμοια με αυτά του εξωτερι κού. Οι διάφοροι ειδικοί επιστήμονες θα μελε τούν και θα ερευνούν το βιβλίο, θα μελετούν και θα εξακριβώνουν τις αιτίες και τους παράγοντες των φθορών και των αλλοιώσεων του βιβλίου, τόσον οι βιολόγοι όσον και οι χημικοί και στη συνέχεια θα κατευθύνουν τον συντηρητή. Σήμε ρα οι προεργασίες αυτές, όσο είναι δυνατό, γί νονται από τους ίδιους τους συντηρητές. Γνωρί ζω τις δυσκολίες της ίδρυσης αυτού του Κέν τρου. Χρειαζόμεθα εμπεριστατωμένες μελέτες
χρονικα/9
Εργαστήριο συντήρησης βιβλίων
και εξειδικευμένους επιστήμονες. Τουλάχιστον το θέμα της εξειδίκευσης των επιστημόνων δεν πρέπει να μας απασχολεί και πολύ. Μία μικρά παραμονή ενός π.χ. Χημικού σε ένα παρόμοιο Κέντρο ή Ινστιτούτο του εξωτερικού, αρκεί για να προβληματιστεί και να γνωρίσει από κοντά τους προβληματισμούς της επιστήμης της παθο λογίας. Θα πρέπει να καταβάλουμε περισσότερη προσπάθεια α) στην εκπαίδευση των μελλοντι κών συντηρητών, με τη βοήθεια των ήδη υπαρ χόντων συντηρητών και β) στην οργάνωση του Κέντρου. Θα πρέπει να έλθουμε σε επαφή με τους ειδικούς παρόμοιων ξένων κέντρων, μάλι στα διαφόρων κρατών, για να έχουμε τις από ψεις διαφορετικών Ινστιτούτων. Μία σωστή και επιστημονική συντήρηση γίνεται μόνο όταν έχου με όλα τα απαραίτητα υλικά και τον απαραίτητο εξοπλισμό. Συντήρηση με ελλιπή εξοπλισμό, με κατασκευάσματα της φαντασίας μας, με χρησι μοποίηση υποκατάστατων δεν επιφέρει πάντοτε τα επιθυμητά αποτελέσματα. Για το λόγο αυτό πρέπει να συσταθεί το προτεινόμενο Κέντρο, όπου μεταξύ άλλων θα μπορούν και οι απόφοι τοι των Σχολών Βιβλιοθηκονομίας, καθώς και οι υποψήφιοι συντηρηταί να παρακολουθούν μα θήματα πρακτικά «συντήρησης και αποκατάστα σης βιβλιακού υλικού». Η σύσταση και η ύπαρξη του Κέντρου αυτού θα διευκολύνει και την προ μήθεια των απαιτουμένων υλικών και του αναγκαίου εξοπλισμού, αλλά το κυριότερο, θα συμβάλει σε μία άρτια, επιστημονική και τέλεια συντήρηση. Με την ίδρυση του Κέντρου, και με τις διάφορες έρευνες και μελέτες που θα γίνον ται στα διάφορα τμήματα, πάντοτε και με μία επαφή που θα τηρείται με τα ξένα Εργαστήρια και ειδικευμένα Ινστιτούτα, η Ελλάδα θα ανεξαρτοποιηθεί, θα γίνει αυτοδύναμη στη νέα αυ τή επιστήμη «της Παθολογίας του Βιβλίου». Θα μπορέσει το Κέντρο αυτό να ενσκήψει στα ειδι κά προβλήματα, που απασχολούν τις ελληνικές βιβλιοθήκες. Το κέντρο αυτό θα αποτελέσει το
«πρότυπο θεραπευτικό κέντρο βιβλιακών παθή σεων». ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ την ίδρυση και τη σύσταση του προτεινόμενου Κέντρου, πρέπει να συσταθούν και να οργανωθούν ομάδες -στην αρχή ομάδααμέσου επέμβασης και πρώτων βοηθειών, οι οποίες θα προσφέρουν τις βοήθειές τους σε περι πτώσεις φυσικών καταστροφών κ.α. Επίσης, θα έχουν την υποχρέωση να περιηγούνται τις διά φορες Δημόσιες Βιβλιοθήκες, να κάνουν επισκέ ψεις αυτοψίας της επικρατούσης καταστάσεως στις βιβλιοθήκες αυτές και να δίδουν τις απα ραίτητες οδηγίες, όπου και όποιες χρειάζονται. Οι ομάδες αυτές θα είναι εξοπλισμένες με όλα τα απαραίτητα φορητά μέσα, στο δε Κέντρο θα υπάρχουν όλες οι εγκαταστάσεις, οι μόνιμες, όπου θα εκτελούνται όλες οι εργασίες, που δεν μπορούν να γίνουν επιτόπου. Σε πρώτη φάση πρέπει να γίνει μία καταγραφή της επικρατούσης καταστάσεως σε όλες τις ελληνικές βιβλιοθή κες, δεδομένου όμως του μεγάλου αριθμού των βιβλιοθηκών, καλό είναι να γίνει αρχή από τις Δημόσιες Βιβλιοθήκες. Από όλα τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω δί δεται μία εικόνα τού ποια θέση κατέχει σήμερα στον ελληνικό χώρο η επιστήμη-τεχνική της συ ντήρησης και αποκατάστασης βιβλιακού υλικού, και πόσο γνωστή και γνώριμη είναι στον κόσμο των βιβλιοθηκάριων και των βιλβιοφίλων γενικά και ποιες είναι οι προοπτικές που υπάρχουν. Φαίνονται ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμε τωπίζουν οι λίγοι ειδικευμένοι συντηρητές, που εργάζονται σήμερα στην Ελλάδα. Το μέλλον, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι σκοτει νό. Το γεγονός όμως αυτό δεν πρέπει να μας απογοητεύει, απεναντίας πρέπει να αποτελέσει γι’ όλους μας ένα κίνητρο για δράση. Οι δυσκο λίες δεν πρέπει να μας πτοήσουν. Βασίλειος Ιω. Πελτίκογλου
ΧΑΟΤΑΡΝΤ Φ. ΛΟΒΚΡΑΦΤ
Ο
jk v’ r u j'if
fjC o
f*fiΛ τ
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ JJH
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 9 ΑΘ Η ΝΑ 106 79 ΤΗΛ. 3607744 - 3604793
^
Η ψυχανάλυση συνέβαλε στη μελέτη του γραπτού λόγου, με τρόπο καθοριστικό και επαναστατικό. Η ανάγνωση της I λογοτεχνίας πίσω από ένα ψυχαναλυτικό πρίσμα προσδίδει μια I άλλη διάσταση στα κείμενα και ταυτόχρονα φανερώνει τη γένεση και τη λειτουργία της γραφής. Καμιά σύγχρονη λογοτεχνική κριτική δεν έμεινε ανεπηρέαστη από την ψυχανάλυση που έγινε με τη σειρά της αντικείμενο της λογοτεχνίας. Αν, όπως ισχυρίζεται ο Λακάν, ο ψυχαναλυτής πρέπει να έχει σχέση με τα γράμματα, αυτό συμβαίνει γιατί μια τέτοια επαφή του προσφέρει κριτικές μεθόδους για τις αναλύσεις του. Αντίστροφα, ο κριτικός λογοτεχνικών έργων που αγνοεί την ψυχανάλυση δεν μπορεί να συλλάβει απόλυτα τις εικόνες του λόγου. Αυτό το αφιέρωμα παρουσιάζει ένα σύνολο μελετών πάνω στις αμοιβαίες σχέσεις λογοτεχνίας και ψυχανάλυσης. Επιμέλεια αφιερώματος: Μαρσέλ Ντυράν
Ε μάς, τονζ ερασιτέχνες, πάντα μας ενδιέφερε να γνωρίσουμε από πού
παίρνει τα θέματά του ο συγγραφέας, η αξιοπρόσεκτη αυτή προσωπικότητα (ενδιαφέρον αντίστοιχο της ερώτησης που απηύθυνε στον Λριόστο εκείνος ο καρδινάλιος 2). Ακόμη πώς καταφέρνει να μας συγκινεί με τα θέματά του τόσο και να μας προκαλεί ερεθίσματα για τα οποία ποτέ δε θεωρήσαμε τους εαυτούς μας ικανούς. Το ενδιαφέρον μας μόνο θα αυξηθεί από το ότι ο ίδιος ο συγγραφέας, αν τον ρωτήσουμε, δε θα μας δώσει καμία ή, τουλάχιστον, καμία ικανοποιητική πληροφορία. Επίσης δε θα ενοχληθεί καθόλου από τη γνώση πως και η πληρέστερη διείσδυσή μας στις προϋποθέσεις της θεματικής του επιλογής και στην ουσία της δημιουργίας του δε θα συντελέσει στο να μας κάνει και εμάς συγγραφείς.
αφιερωμα/13 Ν τουλάχιστον μπορούσαμε να ανακαλύ ψου με μεταξύ μας ή μεταξύ των ομοίων μας μια δραστηριότητα συγγενική με εκείνη του συγ γραφέα! Η έρευνα κάποιας ανάλογης δραστη ριότητας, θα μας επέτρεπε να ελπίσουμε στο κέρδος μιας πρώτης διαφώτισης γύρω από τη συγγραφική δημιουργία. Και, πραγματικά, το προσδοκούμε σοβαρά - οι ίδιοι άλλωστε οι συγ γραφείς αρέσκονται στο να ελαττώνουν την από σταση μεταξύ της ιδιοτυπίας τους και της κοινής ανθρώπινης προσωπικότητας. Πολύ συχνά μας διαβεβαιώνουν πως σε κάθε άνθρωπο κρύβεται ένας ποιητής και πως. ο τελευταίος ποιητής θα πεθάνει μόνο με τον τελευταίο άνθρωπο. Δεν θα έπρεπε άραγε να ψάξουμε τα πρώτα ίχνη της ποιητικής δράσης ήδη στα παιδιά; Η ε ντονότερη και προσφιλέστερη απασχόληση του παιδιού είναι το παιχνίδι. Ίσως θα έπρεπε να πούμε: κάθε παιδί που παίζει συμπεριφέρεται σαν συγγραφέας, καθώς κατασκευάζει έναν και νούριο κόσμο ή, καλύτερα καθώς μετατοπίζει τα αντικείμενα του κόσμου του σε μια καινούρια, αρεστή σε αυτό τάξη. Θα ήταν λοιπόν άδικο να πιστέψουμε πως δεν παίρνει στώ σοβαρά αυτόν τον κόσμο. Αντίθετα, αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα το παιχνίδι του και του διοχετεύει μεγάλα φορτία συγκίνησης. Γιατί προς το παι χνίδι δεν αντιτίθεται η σοβαρότητα, αλλά η αλή θεια. Το. παιδί όμως, παρά τη συγκίνηση, ξεχω ρίζει πολύ καλά τον κόσμο του παιχνιδιού από την αλήθεια και ευχαρίστως στηρίζει τις φαντα στικές του σχέσεις και τα φανταστικά του αντι κείμενα πάνω σε απτά και ορατά πράγματα του αληθινού κόσμου. Τελικά, μόνο αυτή η στήριξη διακρίνει το «παιχνίδι» του παιδιού από τη «φαντασία». Ο συγγραφέας κάνει ό,τι και το παιδί που παίζει. Κατασκευάζει έναν κόσμο φανταστικό, τον αντιμετωπίζει πολύ σοβαρά, δηλαδή τον φορτίζει με μεγάλα αποθέματα συγκίνησης, ταυ τόχρονα όμως τον διαχωρίζει αυστηρά από την αλήθεια. Και η γλώσσα έχει στέρεα διατηρήσει τη συγγένεια μεταξύ του παιδικού παιχνιδιού και της συγγραφικής δημιουργίας, αφού χαρα κτηρίζει σαν παιχνίδια (Spiele) εκείνες τις εκδη λώσεις του συγγραφέα που αναγκαστικά στηρί ζονται πάνω σε απτά αντικείμενα, που είναι δη λαδή κατάλληλες για παραστάσεις: κωμωδία (Lustspiel), τραγωδία (Trauerspiel). Το δε πρό σωπο που παριστάνει αποκαλείται ηθοποιός (Schauspieler).3 Ωστόσο, από την αναλήθεια του ποιητικού κόσμου, προκύπτουν πολύ σπουδαίες συνέπειες για την καλλιτεχνική τεχνική. Εκείνο που σαν αληθινό δε θα μπορούσε να προκαλέσει απόλαυση, το κατορθώνει μέσα από το παιχνίδι της φαντασίας και πολλά αυτοτελώς οδυνηρά ερεθίσματα μπορούν να μετατραπούν σε πηγή ευχαρίστησης για τον ακροατή και θεατή του συγγραφέα.
Α
Σ σταθούμε λίγο ακόμη στην αντίθεση με ταξύ παιχνιδιού - αλήθειας, χάριν μιας άλ λης αναφοράς. Ό ταν το παιδί έχει πια μεγαλώ σει και έχει σταματήσει το παιχνίδι, όταν μετά από δεκαετίες έχει ψυχικά κοπιάσει για να κα τανοήσει με την απαραίτητη σοβαρότητα τις αλήθειες της ζωής, τότε μπορεί κάποια μέρα να καταλήξει σε μια διάθεση η οποία αίρει και πάλι την αντίθεση μεταξύ παιχνιδιού - αλήθειας. Ο ενήλικος ίσως τότε θυμηθεί με πόση σοβαρότητα είχε σαν επάγγελμα τα παιδικά παιχνίδια του και, καθώς τώρα εξισώνει τις υποτιθέμενες σο βαρές ασχολίες του με τα παιδικά παιχνίδια, απομακρύνει τη βαριά καταπίεση της ζωής, κερ δίζοντας την υψηλή απόλαυση του χιούμορ.4 Το άτομο που ενηλικιώνεται λοιπόν, σταματά να παίζει και φαινομενικά παραιτείται από την απόλαυση που του έδινε το παιχνίδι. Αλλά ο γνώστης της ψυχικής ζωής του ανθρώπου ξέρει πως τίποτα δε θα του είναι τόσο δύσκολο όσο η παραίτηση από την απόλαυση που κάποτε γνώ ρισε. Εκεί όπου φαινομενικά υπάρχει παραίτη ση, στην πραγματικότητα διαμορφώνεται μια αντικατάσταση ή ένα υποκατάστατο. Έτσι, για τον ενήλικα που σταμάτησε το παιχνίδι δεν απο μένει παρά η στήριξη σε πραγματικά αντικείμε να. Τώρα αντί να παίξει, φαντάζεται. Χτίζει πύργους στον αέρα, κατασκευάζει τ’ αποκαλούμενα όνειρα της ημέρας. Πιστεύω πως οι πε ρισσότεροι άνθρωποι σε ολόκληρη τη ζωή τους πλάθουν φαντασιώσεις. Είναι ένα γεγονός που για πολύ καιρό έχει παραβλεφτεί και του οποίου η σημασία δεν έχει αξιολογηθεί αρκετά. Αλλά η φαντασία του ανθρώπου δε γίνεται τό σο εύκολα αντικείμενο παρατήρησης όσο το παι δικό παιχνίδι. Πραγματικά, το παιδί είτε παίζει μόνο, είτε μαζί με άλλα παιδιά, διαμορφώνει ένα κλειστό ψυχικό σύστημα για τους σκοπούς του παιχνιδιού. Ωστόσο δεν κρύβει τα παιχνίδια του από τους μεγάλους, ακόμη και όταν δεν παίζει μπροστά τους. Αντίθετα, ο ενήλικος ντρέπεται για τις φαντασιώσεις του, τις κρύβει από τους άλλους, τις προφυλάσσει σαν τις οικείες του ιδιαιτερότητες και, κατά κανόνα, θα προτιμούσε να εξομολογηθεί αδικήματα, παρά αυτές. Προ φανώς νομίζει πως είναι το μοναδικό άτομο που πλάθει φαντασιώσεις και αγνοεί το πόσο διαδε δομένοι είναι ανάλογοι φαντασιακοί σχηματι σμοί και στους άλλους. Τούτη η διαφορετική συμπεριφορά του ατόμου που παίζει, από το άτομο που φαντάζεται βρίσκει την αιτιολογία της στα κίνητρα των δύο δραστηριοτήτων.
Α
Ο παιχνίδι του παιδιού κατευθύνεται από ευχές, στην πραγματικότητα, από εκείνη την Τ ευχή που βοηθά το παιδί να μεγαλώσει. Από την ευχή: να είναι μεγάλο και ενήλικο. Παίζει πάντα τον «μεγάλο», μιμείται στο παιχνίδι εκείνο που έμαθε από τη ζωή των μεγάλων. Και, φυσικά,
14/αφιερωμα δεν έχει κανένα λόγο να κρύψει τις ευχές του. Άλλα συμβαίνουν με τον ενήλικο. Εκείνος από μια πλευρά γνωρίζει πως περιμένουν από αυτόν να μην παίζει πια και να μη φαντάζεται, αλλά να δραστηριοποιείται στον πραγματικό κόσμο. Από την άλλη πλευρά έχει απόλυτη ανάγκη να κρύβει μερικές από τις ευχές που αναπαράγει η φαντασία του. Έτσι ντρέπεται για τις φαντα σιώσεις του. Τις θεωρεί παιδικές κι ανεπίτρε πτες. Θα ρωτήσετε από πού αντλούνται τόσες ακρι βείς πληροφορίες για τις φαντασιώσεις του αν θρώπου, αφού καλύπτονται με τόση μυστικότη τα. Λοιπόν, υπάρχει ένα είδος ανθρώπων στους οποίους όχι ο θεός, αλλά μια αυστηρή θεά - η Ανάγκη - έδωσε την εντολή να λένε από τι υπο φέρουν και από τι χαίρονται. Αυτοί είναι οι νευ ρωτικοί, που πρέπει να εξομολογούνται στο για τρό - από τον ψυχολογικό χειρισμό του οποίου προσδοκούν την αποκατάσταση της υγείας τους.ακόμη και τις φαντασιώσεις τους. Από αυτήν την πηγή προέρχονται οι πληροφορίες μας και καταλήξαμε στο αιτιολογημένο συμπέρασμα πως οι ασθενείς δε μας εξομολογούνται τίποτα πε ρισσότερο από εκείνο που θα μπορούσαμε να πληροφορηθούμε και από τους υγιείς. Σ επιχειρήσουμε να γνωρίσουμε λοιπόν με ρικούς από τους χαρακτήρες της φαντα σίωσης. Πρέπει να ειπωθεί πως ποτέ δεν πλάθει φαντασιώσεις ο ευτυχισμένος, αλλά μόνο ο ανι κανοποίητος. Οι ανικανοποίητες επιθυμίες είναι η κινητήρια δύναμη της φαντασίας και κάθε φαντασίωση είναι μια εκπλήρωση επιθυμίας, μια διόρθωση της ανεπαρκούς πραγματικότητας. Οι κινητοποιημένες επιθυμίες διαφέρουν ανάλογα με το φύλο, το χαρακτήρα και τις συνθήκες ζωής της προσωπικότητας που πλάθει τη φαντασίωση.
Α
Ωστόσο, θα μπορούσαν αβίαστα να ταξινομη θούν σε δύο κύριες κατευθύνσεις. Είναι είτε επι θυμίες που βασίζονται στη φιλοδοξία και εξυπη ρετούν την ανύψωση του ατόμου, είτε επιθυμίες ερωτικές. Στις νέες γυναίκες οι ερωτικές επιθυ μίες κυριαρχούν σχεδόν αποκλειστικά, γιατί η φιλοδοξία τους κατά κανόνα ξοδεύεται σε ερω τικά υποστηρίγματα. Στους νεαρούς άντρες στην ίδια στάθμη με τις ερωτικές επιθυμίες βρίσκον ται και οι επιθυμίες που βασίζονται στον εγωι σμό και τη φιλοδοξία. Ωστόσο, δε θέλουμε να υπογραμμίσουμε τόσο την αντίθεση μεταξύ των δύο κατευθύνσεων, όσο τις άφθονες συγκλίσεις τους. Ό πω ς σε κάποια άκρη πολλών μνημείων φαίνεται το πορτρέτο του δωρητή, έτσι και σε κάποια γωνία των φαντασιώσεων, που βασίζον ται στη φιλοδοξία, ανακαλύπτουμε τη γυναίκα. Τη γυναίκα για την οποία η αντρική φαντασίωση εκτελεί όλες τις ηρωικές πράξεις και στης οποίας ια πόδια τοποθετεί όλες τις επιτυχίες. Όπω ς
βλέπετε, εδώ παρουσιάζονται κίνητρα που επι βάλλεται να κρυφτούν. Γιατί η καλοαναθρεμμέ νη γυναίκα δε θα επιδοκιμάσει παρά ένα μίνι μουμ της ερωτικής ανάγκης και ο νέος άντρας πρέπει να μάθει να καταπνίγει το πλεόνασμα της αυτοπεποίθησης που φέρει από τα χάδια της παιδικής ηλικίας, έτσι ώστε να το διοχετεύει σω στά σε παρόμοια άτομα. Τα προϊόντα της φαντασιακής τούτης δραστη ριότητας, κάθε μία από τις φαντασιώσεις, τα όνειρα της ημέρας ή οι πύργοι στον άνεμο δεν πρέπει να τα θεωρούμε στέρεα και αναλλοίωτα. Εξαρτώνται από τος εναλλασσόμενες παραστά σεις της ζωής, αλλάζουν με κάθε διακύμανση της κατάστασης ζωής και παίρνουν από κάθε δρα στική καινούρια εντύπωση το αποκαλούμενο «σήμα του χρόνου». Η σχέση της φαντασίωσης με το χρόνο είναι ιδιαίτερα σημαντική. Μπορεί να λεχθεί: μια φαντασίωση αιωρείται κατά κά ποιο τρόπο μεταξύ τριών χρόνων, μεταξύ των τριών χρονικών στιγμών που συνθέτουν τη φαν τασία μας. Η ψυχική διεργασία συνδέει μια πα ρούσα αιτία - αιτία ικανή να αφυπνίσει κάποια από τις μεγάλες επιθυμίες του ατόμου- με μια επίκαιρη εντύπωση. Από εκεί κατευθύνεται πί σω, στην ανάμνηση ενός προηγούμενου συνή θως παιδικού γεγονότος, όπου η ευχή αυτή είχε πραγματοποιηθεί, και τώρα κατασκευάζει μια
I ι
αφιερωμα/15 κατάσταση, αναφερόμενη στο μέλλον, η οποία υπόσχεται την εκπλήρωση κάθε επιθυμίας. Κα τασκευάζει επίσης το όνειρο της ημέρας ή τη φαντασίωση, που πια φέρει τα ίχνη της προέλευ σής της από την αιτία και την ανάμνηση. Έτσι, εκείνο που έχει παρέλθει, το παρόν και το μελ λοντικό τοποθετούνται μαζί, στο νήμα μιας αδιάκοπης επιθυμίας. Ένα πολύ πεζό παράδειγμα ίσως εξηγήσει την τοποθέτησή μου. Πάρετε την περίπτωση ενός φτωχού και ορφανού νέου. Του αναφέρατε τη διεύθυνση ενός εργοδότη που θα μπορούσε να του προσφέρει μια θέση. Στο δρόμο ίσως απορροφηθεί από κάποιο όνειρο ημέρας που προέρ χεται από την κατάστασή του και τη διευθετεί. Το περιεχόμενο της φαντασίωσης θα είναι περί που πως, εκεί, γίνεται αποδεκτός, αρέσει στο αφεντικό του, κάνει τον εαυτό του απαραίτητο για τις δουλειές, καλλιεργεί σχέσεις με την οικο γένεια του κυρίου του, παντρεύεται τη γοητευτι κή κόρη του σπιτιού και ύστερα διευθύνει ο ίδιος τις δουλειές, σαν συνιδιοκτήτης αρχικά,
μένους γονείς, τα πρώτα αντικείμενα της τρυφε ρής του συμπάθειας. Στο παράδειγμα βλέπετε τον τρόπο με τον οποίο η επιθυμία χρησιμοποιεί μια αιτία του παρόντος, για να σχεδιάσει μια ει κόνα μελλοντική, βάσει ενός υποδείγματος από το παρελθόν. Θα υπήρχαν πολλά ακόμα να ει πωθούν για τη φαντασίωση, αλλά θέλω να πε ριοριστώ στις πιο περιεκτικές υποδείξεις. Η υπερανάπτυξη και υπερδυνάμωση της φαντα σίας δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατά ληξη στη νεύρωση ή την ψύχωση. Οι φαντασιώ σεις είναι επίσης τα πρώτα ψυχολογικά στάδια άλλων παθήσεων για τις οποίες μας παραπονούνται οι ασθενείς. Εδώ διακλαδώνεται ένας πλατύς δρόμος, παράπλευρος προς την παθολο γία. 'Ωστόσο δεν μπορώ να παρακάμψω τη σχέση φαντασίωσης και ονείρου. Ακόμη και τα νυχτε ρινά μας όνειρα δεν είναι παρά ανάλογες φαντα σιώσεις, όπως προκύπτει από την ερμηνεία του ονείρου.5 Η γλώσσα, με την αξεπέραστη σοφία της, από καιρό έχει απαντήσει στο ερώτημα για
16/αψιερωμα την ουσία του ονείρου, αφού επέτρεψε να ονο μάζονται «όνειρα της ημέρας», οι αέρινες δη μιουργίες εκείνων που φαντάζονται. Αν, παρά τη νύξη αυτή, το νόημα των ονείρων μας παρα μένει σε μεγάλο βαθμό ακατανόητο, τούτο οφεί λεται σε εκείνες τις περιστάσεις, οι οποίες κινη τοποιούν μέσα μας επιθυμίες ακόμη και τη νύ χτα. Επιθυμίες για τις οποίες ντρεπόμαστε, τις οποίες πρέπει να κρύψουμε και από εμάς τους ίδιους και οι οποίες, ακόμη και παραγκωνισμέ νες, απωθούνται στο ασυνείδητο. Στις παραγκω νισμένες αυτές επιθυμίες και τους γόνους τους δεν μπορεί να επιτραπεί, παρά μια παραμορφω μένη έκφραση. Μετά την επιτυχημένη επιστημο νική εξήγηση της «Παραμόρφωσης του Ονεί ρου», εύκολα αναγνωρίσθηκε πως τα όνειρα της νύχτας είναι οι ίδιες εκπληρώσεις επιθυμιών όπως και τα όνειρα της ημέρας, οι γνωστές μας δηλαδή φαντασιώσεις. ΡΚΕΤΑ για τις φαντασιώσεις και, τώρα, στο συγγραφέα. Πρέπει αλήθεια να συγκρί νουμε το συγγραφέα με εκείνον που «ονειρεύεται μέρα μεσημέρι» και τις δημιουργίες του με τα «όνειρα της ημέρας»; Εδώ επιβάλλεται μια πρώ τη διάκριση. Η διάκριση μεταξύ των συγγρα φέων που παραλαμβάνουν έτοιμα θέματα (όπως οι παλιοί τραγικοί και επικοί ποιητές) και εκεί νων που δείχνουν να δημιουργούν ελεύθερα τα θέματά τους. Ας σταθούμε στους τελευταίους και, για τις συγκρίσεις μας, ας μη διαλέξουμε όσους τοποθετήθηκαν από την κριτική στα υψη λότερα επίπεδα, αλλά τους συγγραφείς μυθιστο ρημάτων, νουβελών και διηγημάτων που δεν έχουν ιδιαίτερες αξιώσεις και ακριβώς γι’ αυτό βρίσκουν πολυπληθείς και φλογερούς αναγνώ στες. Στις δημιουργίες των συγγραφέων αυτών πρέπει, πριν απ’ όλα, να μας εντυπωσιάσει μια τακτική. Πάντα υπάρχει κάποιος ήρωας που γί νεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Ο συγ γραφέας προσπαθεί με όλα τα μέσα να κερδίσει τη συμπάθειά μας γι’ αυτόν και τον προστατεύει με ιδιαίτερη πρόνοια. Όταν στο τέλος κάποιου κεφαλαίου αφήνω τον ήρωα αναίσθητο και αιμόφυρτο από τις σοβαρές πληγές, τότε είμαι σί γουρος πως στην αρχή του επόμενου κεφαλαίου θα τον βρω μέσα σε προνοητικές φροντίδες και στο δρόμο της ανάρρωσης. Όταν ο πρώτος τό μος τελειώνει με κάποιο καράβι να πέφτει σε θύελλα και μέσα στο καράβι-βρίσκεται ο ήρωάς μας, τότε είμαι σίγουρος πως στον επόμενο τόμο θα διαβάσω για την εκπληκτική του διάσωση, που αν δεν υπήρχε, το μυθιστόρημα δε θα μπο ρούσε να συνεχιστεί. Το αίσθημα της ασφάλειας με το οποίο συνοδεύω τον ήρωα στο επικίνδυνο πεπρωμένο του είναι το ίδιο αίσθημα ασφάλειας που έχει ένας αληθινός ήρωας όταν πέφτει στο νερό για να σώσει κάποιον που πνίγεται, ή όταν
Α
εκτίθεται στα πυρά για να εφορμήσει το πυροβο λικό. Είναι εκείνο το αληθινό ηρωικό αίσθημα που χάρισε σε έναν από τους καλύτερους συγ γραφείς μας την εξαίσια έκφραση: «Τίποτα δεν μπορεί να σου συμβεί».6 (Anzengruber). Εννοώ πως σε τούτο το προδοτικό σημείο του άτρωτου αναγνωρίζεται χωρίς κόποηαυτού μεγαλειότης το «Εγώ», ο ήρωας κάθε ονείρου ήμέρας και κάθε μυθιστορήματος.7 Και άλλες τυπικές ροπές των εγωκεντρικών τούτων αφηγήσεων επισημαίνουν τη συγγένεια αυτή. Το γεγονός ότι όλες οι γυναίκες του μυθι στορήματος ερωτεύονται πάντα τον ήρωα, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν σήμανση της αλήθειας, αλλά σαν η αναγκαία υπόσταση του ονείρου της ημέρας. Το ίδιο ισχύει και όταν τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος χωρίζονται αυ στηρά σε «καλούς» και «κακούς», ακυρώνοντας την πολυχρωμία των ανθρώπινων χαρακτήρων που παρατηρείται στην πραγματικότητα. Οι κα λοί είναι βέβαια, οι βοηθοί του αναπτυγμένου «Εγώ» του ήρωα και οι κακοί οι εχθροί και αν ταγωνιστές του. Ε κανένα τρόπο δεν παραγνωρίζουμε το ότι πολλές συγγραφικές δημιουργίες κρα τούνται μακριά από το πρότυπο του αφελούς ονείρου της ημέρας. Ωστόσο, ακόμη και οι πιο εξτρεμιστικές παρεκκλίσεις, μέσα από μια πλήρη σειρά μεταφορών, θα μπορούσαν να τοποθετη θούν σε σχέση με το μοντέλο αυτό. Επίσης, σε πολλά από τα αποκαλούμενα ψυχολογικά μυθι στορήματα, μου έκανε εντύπωση πως περιγράφεται μόνο ένα πρόσωπο. Πάλι ο ήρωας... Στην ψυχή του μυθιστορήματος στέκεται κατά κάποιο τρόπο ο συγγραφέας και βλέπει τα υπόλοιπα πρόσωπα απ’ έξω. Το ψυχολογικό μυθιστόρημα οφείλει την ιδιαιτερότητά του αποκλειστικά στην τάση του μοντέρνου συγγραφέα να τεμαχίζει, μέ σα από την αυτοπαρατήρηση το Εγώ του σε μερικότερα Εγώ και κατά συνέπεια να προσωπο ποιεί τις συγκρούσεις της ψυχικής του ζωής σε περισσότερους ήρωες. Σε μια ιδιαίτερη αντίθεση προς τον τύπο του ονείρου της ημέρας δείχνουν να βρίσκονται τα μυθιστορήματα που χαρακτη ρίζονται σαν «εκκεντρικά». Εκεί, το πρόσωπο που παρουσιάζεται σαν ήρωας παίζει έναν ελά χιστα ενεργητικό ρόλο και, περισσότερο σαν θεατής, παρακολουθεί να παρελαύνουν μπροστά του οι πράξεις και τα πάθη των άλλων. Στην τε χνική αυτή ανήκουν αρκετά από τα όψιμα μυθι στορήματα του Ζολά. Ωστόσο πρέπει να παρα τηρήσω ότι, σε μυθιστορήματα όπου το Εγώ παραιτείται μέσα από το ρόλο του θεατή, η ψυχο λογική ανάλυση όχι του αφηγητή, αλλά μερικών ατόμων που παρεκκλίνουν από την αποκαλούμενη νόρμα, μας παρουσιάζει, σε πολλά κομμάτια, εναλλαγές του ονείρου της ημέρας.
Μ
αφιερωμα/17
Ωστόσο, για να αξιοποιηθεί η εξίσωση του συγγραφέα με τον ονειροπόλο της ημέρας, της συγγραφικής δημιουργίας με το όνειρο της ημέ ρας, πρέπει να αποδειχθεί γόνιμη. Ας προσπα θήσουμε να χρησιμοποιήσουμε και στα έργα του συγγραφέα την προηγούμενη φράση μας για τη σχέση της φαντασίωσης με τους τρεις χρόνους και την αδιάκοπη επιθυμία. Και με τη βοήθειά της ας δοκιμάσουμε να μελετήσουμε τη σχέση με ταξύ της ζωής του συγγραφέα και των δημιουρ γημάτων του. Το πρόβλημα ερευνάται με μεγά λες προσδοκίες, γιατί συχνά η σχέση τούτη πα ρουσιάστηκε σαν πολύ απλή. Όμως, από τη στιγμή που κατανοήσαμε τη φαντασίωση, πρέπει να περιμένουμε τα ακόλουθα περιστατικά. Ένα δυνατό επίκαιρο γεγονός ξυπνά στο συγγραφέα την ανάμνηση ενός προηγούμενου γεγονότος, που συνήθως ανήκει στην παιδική ηλικία. Από αυτό αναπηδά η επιθυμία, η οποία βρίσκει την εκπλήρωσή της στην ποίηση. Η ίδια η συγγραφι κή δημιουργία άλλωστε αφήνει να αναγνωρισθούν πολλά στοιχεία πρόσφατων αιτιών όπως και παλιών αναμνήσεων. Μη φοβηθείτε για το περίπλοκο της φόρμας αυτής. Υποθέτω πως στην πραγματικότητα θα φανεί σαν ένα ελλιπές σχήμα, ωστόσο θα μπο ρούσε να συμπεριληφθεί και μια προσέγγιση στα πραγματικά περιστατικά. Άλλωστε μετά από προσπάθειες που ανέλαβα, κατέληξα στο συμπέ ρασμα πως ο τρόπος τούτος παρατήρησης της συγγραφικής παραγωγής δεν μπορεί να μην έχει
γόνιμη έκβαση. Μην ξεχνάτε πως ο πιθανώς πα ράξενος τονισμός των παιδικών αναμνήσεων στη ζωή του συγγραφέα, ανήκει στην τελευταία κα τηγορία προϋποθέσεων και πως η «ποίηση», όπως και το όνειρο της ημέρας, είναι η συνέχεια και η αντικατάσταση του αλλοτινού παιδικού παιχνιδιού. Σ μην παραλείψουμε να θίξουμε το είδος έκείνο των συγγραφικών έργων, που δε βα σίζεται σε δημιουργίες ελεύθερες, αλλά στις επε ξεργασίες έτοιμου και γνωστού υλικού. Ακόμη και εκεί μένει για το συγγραφέα ένα κομμάτι αυ τονομίας, που εξωτερικεύεται με την επιλογή του υλικού και με τις συχνά εκτεταμένες τροπο ποιήσεις. Και αφού το υλικό είναι δοσμένο,
Α
18/αφιερωμα ασφαλώς κατάγεται από τους λαϊκούς θησαυ ρούς, τους αποθηκευμένους σε μύθους, αφηγή σεις και παραμύθια. Καθόλου δεν αποκλείεται η έρευνα των σχηματισμών που διαμόρφωσε η λαϊκή ψυχολογία, ωστόσο, τουλάχιστον από τους μύθους, γίνεται προφανές πως ανταποκρίνονται στα αλλοιωμένα κατάλοιπα επιθυμιών και φα ντασιώσεων ολόκληρων εθνών, στα λαϊκά όνειρα της νεαρής ανθρωπότητας. Θα πείτε πως σας μίλησα πολύ περισσότερο για τη φαντασία, παρά για το συγγραφέα, αν και τον τοποθέτησα πρώτο στον τίτλο της διάλεξής μου. Το ξέρω και ζητώ συγνώμη, παραπέμποντας στη σημερινή κατάσταση των γνώσεών μας. Θα σας έδινα μόνο προτροπές που ξεπερνούν τη μελέτη της φαντασίας σε σχέση με την επιλογή του θέματος από το συγγραφέα. Τώρα, το άλλο πρόβλημα, με ποια δηλαδή μέσα ο συγγραφέας επιτυγχάνει να μας μεταδίδει συγκινήσεις, τις συγκινήσεις που με το έργο του επιδίωξε, δεν το θίξαμε καθόλου. Θα ήθελα τουλάχιστον να σας δείξω ποιος δρόμος της συζήτησής μας για τη φαντασία οδηγεί στα προβλήματα των ποιητικών αποτελεσμάτων. Ό πω ς θυμάστε, είπαμε πως ο ονειροπόλος της ημέρας κρύβει επιμελώς τις φαντασιώσεις του, γιατί ντρέπεται γι’ αυτές. Τώρα προσθέτω πως ακόμη κι αν μας τις αποκάλυπτε δε θα μας πρόσφερε καμία ευχαρίστηση. Οι πληροφορίες για ανάλογες φαντασιώσεις μας απωθούν ή, στην καλύτερη περίπτωση μας αφήνουν ψυχρούς. Ό ταν όμως ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα έργα του, ή όταν μας διηγείται εκείνο που εμείς τείνουμε να ερμηνεύουμε σαν το προσωπικό του όνειρο ημέρας, τότε νιώθουμε μεγάλη ευχαρίστη ση, ευχαρίστηση που προφανώς προέρχεται από
Σημειώσεις 1. (Σ.τ.Μ.) Με τον όρο «Dichter» ο Φρόυντ εννοεί τον ποιητή •σε ευρεία έννοια, δηλαδή το δημιουργό σε όλα τα είδη λό γου. Εμείς αποδώσαμε τον όρο με τη λέξη «συγγραφέας», γιατί η λέξη «ποιητής», σε συνδυασμό με τις αναφορές του κειμένου, θα προκαλούσε ίσως σύγχυση στον έλληνα ανα2. Ο Καρδινάλιος Ιππόλυτος ντ’ Εστέ ήταν ο πρώτος προ στάτης του Αριόστο. Ο ποιητής του αφιέρωσε το έργο «Ορλάντο Φουριόζο», αλλά σαν μοναδική αναγνώριση άκουσε τη φράση «Από πού παίρνεις τις τόσες ιστορίες σου, Λουδοβίκε;». 3. (Σ.τ.Μ.) Εννοείται πως η παρατήρηση αφορά αποκλειστι κά τη γερμανική γλώσσα. Σε αυτήν οι λέξεις Lustspiel (Κωμωδία) καί Trauerspiel (Τραγωδία, Δράμα) έχουν σαν δεύτερο συνθετικό τη λέξη spiel (παιχνίδι). Ο ηθοποιός αποκαλείται Schauspieler με δεύτερο συνθετικό του όρου τη λέξη spieler (παίκτης). 4. Απόσπασμα 7, Κεφάλαιο VII, του έργου «Το αστείο και η σχέση του με το ασυνείδητο». 5. Βλέπε του συγγραφέα: «Ερμηνεία του ονείρου». 6. Λόγια του Σταϊνκλοπφέρχανς στην κωμωδία του Βιεννέζου συγγραφέα και δραματουργού Λουδοβίκου Άντσενγκρούμπερ (1839-1989). Είναι ένα από τα αγαπημένα απο-
πολλές πηγές. Το πώς το πετυχαίνει ο συγγρα φέας είναι το ιδιαίτερο μυστικό του. Η ποιητική τέχνη συνίσταται στην τεχνική της υπερπήδησης κάθε απώθησης -απώθηση που σίγουρα έχει σχέ ση με τα όρια που υψώνονται μεταξύ του κάθε ιδιαίτερου Εγώ και των άλλων. Μπορούμε να μαντέψουμε δύο είδη της τεχνικής αυτής. Ο συγ γραφέας, μέσα από τροποποιήσεις και περικα λύμματα, μετριάζει τον εγωιστικό χαρακτήρα του ονείρου της ημέρας, ύστερα το διακοσμεί με καθαρούς τύπους, δηλαδή με την αισθητική από λαυση που μας προσφέρει κατά την αναπαρά σταση των φαντασιώσεών του. Τούτη η απόλαυ ση που μας προσφέρεται για να διευκολύνει την απελευθέρωση ακόμη μεγαλύτερης ευχαρίστη σης, από βαθύτερες ψυχικές πηγές, ονομάζεται «Αμοιβή του Δελεασμού», ή «Ευχαρίστηση για την αναμενόμενη Απόλαυση9».10 Πιστεύω πως κάθε αισθητική απόλαυση που προκαλείται από το συγγραφέα, φέρει το χαρακτήρα της «ευχαρί στησης για την αναμενόμενη απόλαυση» και πως η πραγματική ηδονή από το ποιητικό έργο συνίσταται στην απελευθέρωση της ψυχής μας από τις αγωνίες. Ίσως στην επιτυχία τούτη συντελεί το ότι ο συγγραφέας μας μεταφέρει σε μια θέση, από όπου μπορούμε να απολαύσουμε και τις δι κές μας φαντασιώσεις, τώρα πια χωρίς ντροπή και μομφή. Εδώ, βρισκόμαστε στο κατώφλι νέων, σημαντικών και περίπλοκων ερευνών, αλ λά, τουλάχιστον ετούτη τη φορά, και στο τέλος της συζήτησης.11
□ Μετάφραση από τα γερμανικά Νένη Ευθυμιάδη σπάσματα του Φρόυντ και το παραθέτει στο έργο του «Για τον πόλεμο και το θάνατο»·. 7. Βλέπε στο τέλος του 20ού κεφαλαίου, στο έργο «Για μια εισαγωγή στο Ναρκισσισμό». 8. Μια παρόμοια γνώμη είχε ο Φρόυντ ήδη από το 1898. Τη διατύπωσε σε κάποια του επιστολή όπου αναφερόταν στη νουβέλα του Μέγιερ «Ο γάμος του μοναχού». 9. Τη θεωρία της «Ευχαρίστησης για την αναμενομένη από λαυση» και της «Αμοιβής του Δελεασμού» την ανέπτυξε ο Φρόυντ σε αναφορά με το αστείο, στα τελευταία αποσπά σματα του έργου «Το αστείο και η σχέση του με το ασυνεί10. (Σ.τ.Μ.) Οι όροι «Verlockungspramie» και «Vorlust» είναι περιπτώσεις Φροϋδικής γλωσσοπλασίας και δεν καλύ πτονται από τη γερμανική λεξικογραφία. Μετά από συ στηματικές προσπάθειες τολμήσαμε να τους αποδώσουμε με τις περιφράσεις «Αμοιβή του Δελεασμού» και «Ευχαρί στηση για την αναμενομένη απόλαυση». Στις προσπάθειες και στην τελική απόδοση των όρων βοήθησαν αποφασιστι κά οι Dr. Hartung, Dr. Klaus Miiller και ο κ. Λάμπης Ξέ νος. 11. (Σ.τ.Μ) Η εργασία τούτη είναι μία διάλεξη του Φρόυντ που δόθηκε στη Βιέννη, στις 6 Δεκεμβρίου 1907. Την επο μένη δημοσιεύτηκε από την ημερήσια εφημερίδα της Βιέν νης Die Zeit. Ωστόσο, το τελικό κείμενο, επιμελημένο από τον ίδιο τον Φρόυντ, δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1908, σε ένα νεοϊδρυθέν λογοτεχνικό περιοδικό.
αφιερωμα/19
5 5 ώ ς μπορούμε να αξιολογήσουμε τη συμβολή της ψυχανάλυσης στην τέχνη, στη λογοτεχνία και, ιδιαίτερα, στην κριτική της τέχνης και, κυρίως, της λογοτεχνίας; Αυτή η συμβολή είναι γεγονός. Ποιος, όμως, τη νομιμοποιεί για κάτι τέτοιο; Οι παραδοσιακές αντιρρήσεις απευθύνονται βασικά στο φροϋδισμό· ένας Bachelard, ένας Σαρτρ εξαιρούνται, ως επί το πλείστον.
20/αφιερωμα ΠΡΩΤΗ αντίρρηση αφορά την αδυναμία ψυχανάλυσης ενός συγγραφέα που έχει πεθάνει ή που βρίσκεται μακριά. Δίκαια, ακό μα, μας εκπλήσσει το γεγονός πως τόσο λίγοι από τους ζώντες συγγραφείς δέχτηκαν να υπο βληθούν σε ψυχανάλυση ή, αν το έκαναν, να δημοσιεύσουν τα αποτελέσματά της, σε σχέση
Η
με τα έργα τους. Βέβαια, ο Michel Leiris προ σεγγίζει την ψυχανάλυση· αλλά, τελικά, είναι ευνόητο ότι, σκυμμένος προσεχτικά πάνω στο συγγραφικό του έργο, το κείμενο που επιλέγει να γράψει δεν καταγράφει τα λόγια που θα άφηνε τον εαυτό του ελεύθερο να εκφράσει πά νω στο ντιβάνι του γιατρού. Ο υπαρξισμός του Σαρτρ δεν ανέλυσε τον Ζαν Ζενέ, σαν άτομο, περισσότερο από τον Μπωντλαίρ. Καλύτερα: ο ίδιος ο Φρόυντ θα απέρριπτε την ιδέα να ασχο ληθεί με μια μεγαλοφυΐα· ο Ρίλκε θα το απέ φευγε· ο Αντρέ Μπρετόν το απέφυγε. Ανάμεσα στην έρευνα του γιατρού κι αυτή του κριτικού, υπάρχει μια ριζική διαφορά - που αναγνωρίζει με τη συνηθισμένη του εντιμότητα ο Charles Mauron- για την οποία παραβλέφθηκε το γεγο νός ότι αμφισβητούσε κάθε απόπειρα εξήγησης του έργου από τον άνθρωπο. Μια δεύτερη αντίρρηση υπογραμμίζει την αντίθεση ανάμεσα στην κοινοτυπία των συ μπλεγμάτων και την πρωτοτυπία των έργων. Πώς; Πραγματοποιήθηκε μια έρευνα εμπερι στατωμένη, περίπλοκη, λεπτομερής, όπου "vtχνεύτηκε και το παραμικρό σημείο, όπου καταγράφηκαν οι πιο λεπτές συγκλίσεις, κι όλ’ αυτά για να ξαναπέσουμε, άλλη μια φορά, στον Οιδίποδα; Εδώ, λέει ο Charles Mauron, το ιατρι κό και λογοτεχνικό ενδιαφέρον παύουν να
έχουν κοινό μέτρο: «έχουμε πάνω-κάτω τα ίδια βασικά συμπλέγματα όπως έχουμε ένα συκώτι, μια σπλήνα». Και ο Bachelard: «Μια πρωτοτυ πία είναι απαραίτητα σύμπλεγμα και ένα σύ μπλεγμα δεν είναι ποτέ πρωτότυπο». Τρίτη αντίρρηση (ή πορισματική της δεύτε ρης): η φύση δεν λέει ποτέ ναι, παρατηρούσε ο Claude Bernard, αρκείται να απαντά όχι. Έτσι, ακόμα και όταν δεν εμμένουμε στα πει σματικά γεγονότα της φύσης και ερμηνεύουμε τις έννοιες της, φαίνεται πως δεν θα έπρεπε να επιβεβαιώνουμε ό,τι θέλουμε· για έναν κριτικό λογοτεχνίας, ένα κείμενο ίσως να μη λέει ποτέ ναι, αλλά αν δεν απαντάει ποτέ όχι, η μέθοδος της σύγκλισης, της κατάτμησης, δεν θα έχουν πια εύλογο στήριγμα. Η κριτική που εμπνέεται υπερβολικά - ή άσχημα - από την ψυχανάλυση δεν στερείται αυτού του στηρίγματος; Όταν κάθε εξόγκωμα είναι άντρας, κάθε κοιλότητα γυναίκα, βλέπουμε άντρες και γυναίκες παν τού. Τέταρτη αντίρρηση: υπάρχει αντινομία ανά μεσα στο γιατρό της ψυχής και τον καλλιτέχνη, ο ένας θα καταλήξει να εξοστρακίσει τον άλλο.
Ή ακόμα: η ψυχαναλυτική απασχόληση εμπο δίζει τη συγκίνηση και, επιπλέον, την κατανόη ση της τέχνης. Δεν πρέπει ακόμα και μετά το διάβασμα τού Traumdeutung, η ψυχή να ξαφ νιάζει τον έρωτα στον ύπνο του. Αυτή η α ντίρρηση απευθύνεται ιδιαίτερα στην ψυχανά λυση; Ο γεωγράφος που διαβάζει σα γεωγρά φος το «Natchez» δεν διαβάζει το «Natchez»· ο ιστορικός που διαβάζει σαν ιστορικός το «Salambd», και πάει λέγοντας. Ναι. Παρ’ όλ’ αυ τά, η αναλογία δεν είναι εντελώς πειστική.
αφιερωμα/21 Υπάρχει -θα ξαναναφερθούμε σ’ αυτό- στη μυ θολογία του αναλυτή, μια μεταδοτική ποίηση που μπορεί να φέρει σε αμηχανία την αυστηρή επιστημονική πληροφόρηση και να παρερμηνεύσει τη λογοτεχνική εξέταση. ΑΜΙΑ απ’ αυτές τις αντιρρήσεις δεν οδη γεί σε τελεσίδικη καταδίκη· αποβλέπουν στην αναθεώρηση της θεωρίας και της μεθό δου. Ο Φρόυντ, ήδη, επιστούσε την προσοχή σ’ αυτό το σημείο. Ο Charles Mauron τον άκουσε, όταν τοποθετεί τον εαυτό του ανάμεσα στον Sainte-Beuve και την Marie Bonaparte ή τον Laforgue, ή όταν περιορίζει τη μελέτη του απο κλειστικά στη σύγκρουση ανάμεσα στο δη μιουργικό και το κοινωνικό εγώ, στην επεξερ γασία των Petits poemes en proses («Μικρά ποιήματα σε πρόζες», του Μπωντλαίρ). Τελι κά, το να εμπνέεσαι από την ψυχανάλυση, δεν σημαίνει να κάνεις ψυχανάλυση. Αυτή η παραδοχή δεν εξαλείφει τις θεμελιώ δεις δυσκολίες. Η ψυχανάλυση αγγίζει μόνο το περιεχόμενο του έργου και όχι τη μορφή· δεν αγγίζει λοιπόν παρά ένα περιεχόμενο έξω από τη μορφή, κι αυτό δεν έχει τίποτα το κοινό με αυτό που πρέ πει να είναι μια κριτική της λογοτεχνίας (ή της τέχνης). Βέβαια, το όνειρο μας δίδαξε, με το περιεχόμενό του, για τη μορφή των λέξεων και των σύνθετων εικόνων με εντονότερο το στοι χείο του συγκεχυμένου και του τυχαίου, μας παρέχει ενδείξεις για την οικοδόμηση ενός μυ θιστορήματος. Πάντως, ο στρουκτουραλισμός αφήνει ελπίδες για σχόλια πιο κοντινά στα κεί μενα. Αλλά, όταν δεν πρόκειται για κάτι τέ τοιο, η διδαχή που μας παρέχει το όνειρο ή η νεύρωση, δεν παραπέμπει στο έργο αλλά στον άνθρωπο. Για μια φορά ακόμα, είναι ενδεικτι κό ότι ένας Σαρτρ, όπως και ένας Laforgue, φτάνουν να ξεχνούν, σχεδόν, ότι ο Μπωντλαίρ είναι ποιητής. Στην έκφραση: «Λογοτεχνική ψυχαναλυτική κριτική», το βάρος δεν πέφτει στο «λογοτεχνική»: η ψυχανάλυση είναι πάντα αυτή που αρχίζει, παίρνει το λόγο και κινδυ νεύει να μη τον επιστρέψει. Αυτό το ανάκατο είδος, δεν θα ήταν αντιφατικό; Δεν είναι ψυ χαναλυτικό παρά παραμερίζοντας τη λογοτε χνική σημασία: πώς θα μπορούσε να είναι λο γοτεχνικό χωρίς να εγκαταλείψει, αντίστοιχα, την ψυχαναλυτική πρόθεση: Τι είναι ένα λογοτεχνικό έργο; Ένα επιτη δευμένο σύνολο λέξεων. Από πού ξεκινάει ο ψυχαναλυτής; Από ένα ανεπιτήδευτο σύνολο. Θα μπορούσε κανείς να απαντήσει ότι και ο συγγραφέας ξεκίνησε από ένα αδιαμόρφωτο υλικό, ότι διόρθωσε, διέγραψε, ότι κατέκτησε το διαμορφωμένο αποτέλεσμα και ότι, μερικές φορές, μπορούμε να παρακολουθήσουμε, από
Κ
παραλλαγή σε παραλλαγή, την πρόοδο αυτής της κατάκτησης. Ναι, αλλά αυτή η ηθελημένη επεξεργασία του έργου με την προοπτική ενός καλλιτεχνικού αποτελέσματος είναι το μοντέλο της συμπεριφοράς, που αποβλέπει στο μέλλον, στο οποίο αποδίδεται ένας σκοπός· δεν σημαί νει τη στραμμένη προς το παρελθόν εγκατάλει ψη στους ελεύθερους συνδυασμούς, που ο μό νος ακούσιος κανόνας τους είναι η σταθερότη τα ενός συμπλέγματος και το μόνο υλικό τους οι συμπτώσεις των εικόνων -συμπεριφορά αιτιατή, που υποβάλλεται στην παθητικότητα της επανάληψης. Ο κριτικός ξεκινάει, λοιπόν, από το διαμορφωμένο σύνολο και αν δε θέλει να μείνει εκεί, μπορεί, μέσω των παραλλαγών ή άλλων γραπτών να επιστρέψει στο αδιαμόρφω το υλικό· ο ψυχαναλυτής ξεκινάει από ένα αδιαμόρφωτο σύνολο, αλλά δεν έχει το δικαίω μα να μείνει εκεί, οφείλει να προχωρήσει στο διαμορφωμένο υλικό που υπαγορεύει ενδόμυχα αυτή τη σύγχυση. Είναι εύκολο να παρακολου θήσει κανείς και να επαληθεύσει τον κριτικό: μνημονεύει τις αναφορές του, και το ολοκλη ρωμένο κείμενο πάνω στο οποίο δουλεύει εί ναι, σε γενικές γραμμές, προσιτό. Ο ■ψυχαναλυ τής, αντίθετα, δεν αποκαλύπτει ολόκληρο το μονόλογο στον οποίο οδήγησε διαλογικά τον ασθενή του- ακόμα κι αν αυτός ο τελευταίος
22/αφιερωμα γράφει τόσο καλά που να ενθουσιάζει τους λο γοτεχνικούς κύκλους -όπως συνέβη στην περί πτωση της ασθενούς που παρουσίασε ο Jacques Lacan στη διατριβή του πάνω στην παρανοϊκή ψύχωση- ο γιατρός αναφέρεται περιληπτικά, αρνείται να εκδώσει με όλες τις βαρετές, βέ βαια, αλλά χρήσιμες λεπτομέρειες, το κείμενο με την ίδια έκταση μιας κριτικής έκδοσης, κα ταφεύγει σε αποσπάσματα, επιλέγει -και πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι δεν είναι για να επιβάλει ή να επαληθεύσει την επιστήμη του; Υπάρχει και κάτι άλλο. Ε μια ψυχανάλυση παρεμβάλλονται πολ λών ειδών γλώσσες: της καθημερινής ζωής, της ονειροπόλησης, του ονείρου, της παιδικής ηλικίας κλπ. και, φυσικά, της ψυχαναλυτικής επιστήμης. Καθεμιά από αυτές τις γλώσσες εί ναι χαρακτηριστική ενός επιπέδου συμπεριφο ράς, ενός βαθμού ψυχικής έντασης. Καθεμιά σχηματίζει ένα σύνολο· καθεμιά έχει τη σύντα ξή της· απ’ τη μία στην άλλη η ίδια λέξη ποι κίλλει σε πολυφωνία, αλλάζει έννοια -κ ι ακόμα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για την «ίδια λέ ξη», παρά μόνο αφηρημένα, όπως δεν μπορού με να μιλήσουμε και για τον «ίδιο Αδάμ» για πιθανούς κόσμους μοναδολογίας. Ο γιατρός της ψυχής έχει λοιπόν, σκοπό να μάθει ετερό κλιτες γλώσσες και - κάτι που δεν είναι το ίδιο - νά μάθει εξίσου να τις μεταφράζει, όποτε, ακόμα και αν τις καταλαβαίνει, σκοντάφτει σε δυσκολίες το ίδιο κοινότυπες όσο και για τη μετάφραση λέξεων όπως Spleen, ή Gemiitlich, Bund, Gestalt κλπ. Υπάρχει, παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που, βασικά, δεν παρεμβαίνει στην ψυχανάλυση: η λογοτεχνική γλώσσα. Στην πραγματικότητα, μια και η πελατεία στρατολογείται από τη μεγαλοαστική, καλλιεργημένη τά ξη, συχνά τους διανοούμενους, μπορεί να πα ρεμβληθεί σαν δευτερεύουσα επεξεργασία: γι’ αυτό - δεν είναι μόνο γι’ αυτό- ο ψυχαναλυτής πρέπει να ’ναι λόγιος. Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το ιατρείο ενός ψυχαναλυτή δεν είναι λο γοτεχνικό σαλόνι και, στα μάτια της πελατείας
Σ
του, μια αθλητική εφημερίδα, ένα περιοδικό μόδας είναι πιο σημαντικά απ’ τα σονέτα του Μαλλαρμέ. Εξάλλου, αν η διαταραχή, που πρέπει να θεραπευτεί, ανάγεται στην παιδική ηλικία, οι ακατάστατοι συνειρμοί που κατευ θύνουν την έρευνα απορρέουν από μια αρχαϊ κή γλώσσα προγενέστερη της καθημερινής γλώσσας του ενήλικου, πολύ δε περισσότερο της λογοτεχνικής γλώσσας -ακόμα και αν επι δίδεται στην αυτόματη γραφή- της οποίας η εκμάθηση είναι μεταγενέστερη της κοινής γλώσσας. Ο κριτικός, λοιπόν, αντιμετωπίζει μια επιπλέον δυσκολία, εφόσον όλα όσα έπρε πε να έχουν ήδη μεταφραστεί, όχι χωρίς κόπο, στην ψυχαναλυτική γλώσσα, οφείλει τώρα να τα μεταφράσει στη λογοτεχνική γλώσσα, δηλα δή να την μεταφέρει σ’ ένα άλλο επίπεδο, σ’ ένα καινούριο πλαίσιο όπου οι λέξεις παίρνουν μια καινούρια σημασία. Αυτή η δυσκολία θα μπορούσε να προσεγγι στεί ξεκινώντας από το σύμβολο (και, σε σχέση με αυτό, από τη μετουσίωση). Υπάρχουν, όπως αναφέραμε παραπάνω, σύμβολα συμπτωματικά και αρχέτυπα. Αλλά τα πρώτα, τα σύμβολα per accidens, ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα δεύτερα; Δεν θα αρκούσε, στην περίπτωσή τους, να επικαλεστούμε τη σχέση, από συνά φεια ή ομοιότητα, που μπόρεσε να εμψυχώσει τη μεταδοτική ή μιμητική μαγεία αλλά που, σί γουρα, δεν θα κατόρθωνε να εξηγήσει τις μεγά λες δημιουργίες της μυθολογίας και της θρη σκείας; Ή ακόμα, αυτά τα σύμβολα per acci dens δεν έχουν ισχύ παρά μόνο σε σχέση με τα αρχέτυπα; Με δυο λόγια, πού είναι τα πραγμα τικά σύμβολα; Αν απαντήσουμε: «στα αρχέτυ πα», από πού πηγάζουν; Από το Εγώ που μετουσιώνεται στο καθολικό; Δυστυχώς, το ξέ ρουμε -πόσες εργασίες θα χρειαστεί να ξανασχοληθούν με αυτό το θέμα!- οι μηχανισμοί της
αφιερωμα/23 μετουσίωσης παραμένουν μυστηριώδεις. Από μια συλλογική συνείδηση; Ποια; Αυτή της αν θρωπότητας σαν σύνολο; Η υπόθεση είναι πα ράτολμη. Αυτή των ομάδων που μπορούμε να παρατηρήσουμε; Λοιπόν, μένει κανείς έκπλη κτος που οι διαφορές τους δεν αποτυπώνονται στα σύμβολα -περίπου όπως αν οι εθνολόγοι περιορίζονταν σε μια γενική εξήγηση της πολυγυναικείας ή της πολυανδρίας αντί να αναζη τήσουν, σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, τις ειδι κές αιτίες. Μπροστά σε τόσες δυσκολίες, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθούμε για τη φύση του λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού συμβόλου. Το φίδι που τρόμαξε ένα παιδί, το φίδι της Γέ νεσης, το φίδι του Λαοκόοντα στον Βιργίλιο, το φίδι του Ζαρατούστρα στον Νίτσε, έχουν αυτά τα σύμβολα την ίδια φύση; Οι εξηγήσεις που δίνονται ανάγονται στην Ενότητα; Είναι αδιάφορο αν ο ποιητής εμπνέεται τις εικόνες του από βιβλία; Το λεγόμενο «ίδιο» σύμβολο έχει την ίδια έννοια σ’ ένα όνειρο, σ’ ένα παρα λήρημα, σε μια θρησκευτική έκσταση και σ’ ένα μύθο ή ένα φαινόμενο; Η λογοτεχνική πηγή ξεπηδάει από την ίδια φλέβα με την ψυχαναλυτι κή πηγή; Τουλάχιστον, μπορούμε να αμφιβάλ λουμε. ΚΡΙΤΙΚΗ, που τρέφεται από την ψυχολο γία, ανησυχεί εξαιτίας της μονότονης επιδεξιότητας με την οποία λυγίζει όπως θέλει τις λέξεις και τις εικόνες χωρίς ποτέ να συναντή σει, όπως φαίνεται, την αντίσταση της αλή θειας. Το μήνυμα που βρέθηκε μέσα σ’ ένα μπουκάλι, μας ρίχνει στην περιπέτεια, στη θά λασσα και τους πάγους του πόλου. Μας εξη γούν: «Είναι ένας διαχρονικός και παγκόσμιος συμβολισμός που εξομοιώνει τη θάλασσα με τη δίκιά μας θάλασσα, συμβολισμός βασισμένος καταρχήν σε μια φυλογενετική πραγματικότη τα». Αλλά πώς ο κριτικός επαλήθευσε ότι το σύμβολο είναι διαχρονικό και κα~ είναι απλή υπόθεση. Θα ήταν ικ μερικά στοιχεία απ’ τη μυθολογία; γένεση, ακόμα κι αν δεν αμφισβητι ματικότητά της, εμπνεύστηκε από
Η
Πώς; Πού είναι αυτός ο ψυχαναλυτής που προ βάλλει τις γνώσεις του στο σύμβολο; Η θάλασ σα μας οδηγεί μέχρι τον πόλο. «Η μητέρα για τον Πόε είχε τρομερά σύμβολα θανάτου, ψύ χους, πάγου...» Έτσι, η διήγηση θα έκφραζε το άγχος του παιδιού Έντγκαρ Πόε μπροστά στη νεκρή μητέρα του. Ίσως. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η απόδειξη δεν είναι καθαρά λογική. Τι γίνεται όταν διαβάζει κανείς μητέρα= θά λασσα (mere=mer) και, κατά συνέπεια, νεκρή μητέρα= παγωμένη θάλασσα; Η ομοιότητα (στα γαλλικά) των λέξεων μητέρα και θάλασσα ενι σχύει το κοινό σε όλες (μάλλον) τις γλώσσες σχήμα: το ψύχος του θανάτου. Κυρίως, αυτό που πείθει, είναι ο πραγματικός θάνατος της μητέρας. Λοιπόν, σε τι συνίσταται η αλήθεια της κριτικής; Ετερογενής, δανείζεται από τη ζωή του συγγραφέα και το κείμενο και επιχει ρεί να δημιουργήσει μεταξύ τους μια γενετική σχέση. Μια και ο συγγραφέας λέγοντας «μητέ ρα» δεν ήθελε να εννοήσει «θάλασσα», ούτε λέ γοντας «νεκρή μητέρα», «παγωμένη θάλασσα», η εξήγηση της κριτικής μας οδηγεί στη συνειδη τή ανάπλαση αυτού που η επινόηση του ποιητή θα έκανε ασυνείδητα. Όμως, εδώ, δεν πρόκει ται παρά για μια υπόθεση, - κι ακόμα λιγότε ρο! - για μια παλινδρομική ψευδαίσθηση. Για να αποδείξει πραγματικά τη γενετική σχέση, θα ’πρεπε ο ερμηνευτής να είναι σε θέση, με μια απλή παρατήρηση του κειμένου, να οδηγηθεί από την «παγωμένη θάλασσα» στη «νεκρή μη τέρα». Στην πραγματικότητα, στο πέρασμα από τη «νεκρή μητέρα» στην «παγωμένη θάλασσα» μας προτείνει μια σύνθεση, εκεί όπου δεν μπο ρεί να αποδείξει μια ανάλυση. ΤΣΙ λοιπόν, μια λογοτεχνική κριτική, που θά ’θελε να κάνει θεμιτή χρήση της ψυχα νάλυσης, θά ’πρεπε να παραιτηθεί από τις πο
Ε
24/αφιερωμα λύ μεγάλες ευκολίες της βιογραφικής μεθόδου για να παραμείνει στο κείμενο. Η κ. Janine Chasseguet-Smirgel στράφηκε σ’ αυτή την κα τεύθυνση. Ο στρουκτουραλισμός θά ’πρεπε να προτρέπει στο να την ακολουθήσουμε. Μένον τας αποκλειστικά στο κείμενο -από αναλυτική άποψη- είμαστε υποχρεωμένοι να μην εγκατα λείψουμε πια τη γλώσσα του, να εξετάσουμε το ύφος του και να αποκρυπτογραφήσουμε τα σύμβολά του. Η αλήθεια της κριτικής δεν κα θορίζεται πια από τη συμφωνία του φανταστι κού με μια εξωτερική πραγματικότητα -τα γε γονότα μιας βιογραφίας- αλλά από τη συμφω νία του φανταστικού με τον εαυτό του. Από δω και πέρα, δεν βλέπουμε γιατί δεν θα μας έπειθε ο ερμηνευτής, που θα αντικαθιστούσε τη μητέ ρα με τη θάλασσα, που θα εμπλούτιζε την έν νοια μιας σύνθετης λέξης αποσυνθέτοντας τους μηχανισμούς της, που θα απομόνωνε τις θεμα τικές επαναλήψεις κλπ. Θα μας έπειθε, μετά, η αξιοπιστία που γεννιέται από μια άγνωστη προσέγγιση, αλλά δεν θα ήταν πια από παλιν δρομική ψευδαίσθηση, γιατί δεν επιστρέφουμε σε γεγονότα, παραμένουμε στο φανταστικό, γιατί τίποτα δεν προϋπήρχε αυτού που φαίνε ται, πριν να φροντίσει η κριτική να το κάνει να φανεί. Μπορούμε να διαγνώσουμε καλύτερα το εν διαφέρον της ψυχανάλυσης, αν τη μετατοπί σουμε στην τέχνη και τη λογοτεχνία. Συμβάλλει στην αλλαγή της πολύ πραγματιστικής μας σύλ ληψης για την κριτική. Σύμφωνα με αυτή την παραδοσιακή αντίληψη, αρκούσε η κατανόηση του τι θα ήθελε να πει ο συγγραφέας, ή του τι ήθελε να πει το έργο: η αλήθεια της κριτικής έγκειται στη συστοιχία ανάμεσα σ’ αυτό που καταλαβαίνουμε κι αυτό που θέλει κάποιος να πει. Η κριτική ήταν ένας καθρέφτης. Το ιδανι κό ήταν η αντιγραφή. Αλλά χάρη στην ψυχανά λυση -όπως, βέβαια, και σε άλλες επιστήμεςμπορούμε να αποκαλύψουμε χωρίς σκάνδαλο ότι ο κριτικός έχει για πρωταρχικό σκοπό να επινοήσει την κατανόηση. Η αντιγραφή είναι στατική. Η επινόηση προχωράει χωρίς τέλος. Ευαίσθητη στις αλλαγές του κόσμου, διατηρεί το έργο ζωντανό, όπως ένας οργανισμός επι βιώνει ανανεώνοντας τα κύτταρά του και, κυ ρίως, όπως ένας άνθρωπος παραμένει ο ίδιος, με τη μονότονη και ανεξάντλητη αλήθεια του, αναλλοίωτος στην αλήθεια ενός πράγματος, σε όλη τη διάρκεια της ύπαρξής του. Κι ακόμα, γι’ αυτούς που τη γνωρίζουν, έστω και λίγο, η ψυχανάλυση άλλαξε την έν νοια της ανθρώπινης ύπαρξης. Δεν κρύβει πια τις τιποτένιες πλευρές της. Έχει μάλλον την τάση να τις τονίσει. Ο Φρόυντ έχει πίσω του τον Σοπενχάουερ. Ο ασθενής, ξαπλωμένος πά νω στο κρεβάτι, με τα άπλυτά του στη φόρα,
δεν παρουσιάζει ευχάριστο θέαμα· ακόμα και ο καλλιτέχνης ή ο συγγραφέας -είτε τον λένε Λεονάρντο ντα Βίντσι, Σαίξπηρ, είτε Ρακίνα, Μπωντλαίρ ή Φλωμπέρ- γρήγορα ξεπέφτει σε ζωώδεις ή ποταπές ανησυχίες. Και όμως όχι! Αυτός ο δύστυχος δίνει υπόσταση στον αγώνα των ενστίκτων της ζωής και του θανάτου. Φέρ νει μέσα του τη νοσταλγία του χαμένου παιδι κού παράδεισου. Υποφέρει από έρωτα. Ο δη μιουργικός του ερωτισμός τρελαίνεται αν δεν δημιουργήσει. Ας ακούσουμε τώρα τον ψυχα ναλυτή που μας μιλάει γι’ αυτόν. Τον μεταμορ φώνει: η μυθολογία των συμπλεγμάτων παίρνει το κτήνος και το κάνει έναν ημίθεο της κοσμο γονίας. Η ύπαρξή μας δεν έχει νόημα παρά μέ σω του φανταστικού. Η επιθυμία είναι πραγ ματικότητα. Μετατοπισμένη από τον ψυχανα λυτή η ύπαρξη ανταμώνει πια την καλλιτεχνική μεταφορά. Ξεκινήσαμε από την απόρριψη και καταλήγουμε στο Dichtung und Wahrheit. Ό ταν ο Φρόυντ ήταν εξηνταπέντε χρονών, η Lou Andreas-Salome του θυμίζει σ’ ένα γράμ μα, πως είχε, κάποτε, αναλύσει μια νεύρωση, μετά την ξανασυνέθεσε και, μπροστά στο ακροατήριό του, με μια μοναδική κίνηση την αναποδογύρισε, σαν ένα γλυκό που βγάζουμε από τη φόρμα: «Αυτό που αυτή τη στιγμή μου έκανε εντύπωση και μας έκανε εντύπωση, χω ρίς να έχετε καμιά απολύτως τέτοια πρόθεση, είναι η ακράδαντη αίσθηση, η βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη ζωή -αλίμονο! η ζωή γενικά- είναι ποίηση...» ΤΣΙ, με όλες τις μεταφορές που επιχειρεί περνώντας από την πρακτική στη θεωρία, η ψυχανάλυση ανυψώνεται από μια στενή ειδι κότητα στη γενική Κουλτούρα, την οποία βοη θά να επεκταθεί. Δεν είναι πάντα απαραίτητο να αναλογιζόμαστε κατά γράμμα αυτά που μας δίδαξε. Στον ίδιο βαθμό, τουλάχιστον, όπως και άλλες επιστήμες -η ιστορία, η γεωγραφία, τα γράμματα κλπ-, διαμόρφωσε τον κόσμο μας. Στους κόλπους αυτού του καινούριου κόσμου ζούμε, σκεφτόμαστε ή διαβάζουμε και κάνουμε κριτική. Ποτέ κανένας ψυχαναλυτής δεν ισχυ ρίστηκε ότι η επιστήμη του είναι η μόνη που μπορεί να στηρίξει την κριτική. Επιπλέον: συ νέβη στον Φρόυντ, στο τέλος της ζωής του, να παραδεχτεί ότι η ψυχανάλυση θα περάσει. Αλ λά αυτό δεν θα γίνει χωρίς να αφήσει στα γράμματα και τις τέχνες το γόητρο του περά σματος της.
Ε
□
Μετάφραση: Σοφία Παπαχρήστου
Παμέλα Τυτέλ
Η λογοτεχνία στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή Έργο του Ντίντερ Γκρος 1 ψυχαναλυτές δεν ακούν μόνο τους ασθενείς τους. Σκύβουν και πάνω σε βιβλία. Ο Φρόυντ, για παράδειγμα, είχε διαβάσει τη «Γκραντίβα» του Γιάνσεν και την είχε αναλύσει. Ακολουθώντας τα χνάρια του, η Μαρία Βοναπάρτη και αργότερα ο Ζακ Λακάν ερμήνευσαν τα κείμενα του Πόε.
26/αφιερωμα ΦΡΟΥΝΤ ήταν ένας ακούραστος αναγνώ στης, ένας αυθεντικός λόγιος, εφοδιασμέ νος με επιστημονική κατάρτιση και με κλασική παιδεία. Τη μέθοδό του που την προόριζε για τη θεραπεία των ψυχικών διαταραχών, πρώτος αυ τός θα την εφαρμόσει στην ερμηνεία του λογοτε χνικού έργου και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Στα 1907 δημοσίευσε το «Παραλήρημα και όνει ρα στην “Γκραντίβα” του Γιάνσεν», μοναδικό δείγμα συστηματικής ψυχανάλυσης, που διαθέ τουμε, σε μυθιστορία. Προφανώς, ο Φρόυντ δεν ξεκίνησε με πρόθεση να γράψει κριτική της λο γοτεχνίας. Σκοπός του μάλλον ήταν να επιβε βαιώσει την υπόθεση ότι το όνειρο είναι η πραγ ματοποίηση μιας επιθυμίας, υποβάλλοντας τις αφηγήσεις των ονείρων τα οποία είχε κατα σκευάσει με τη φαντασία του ο Γιάνσεν, στην αναλυτική μέθοδο όπως την εκθέτει στο βιβλίο του «Η ερμηνεία των ονείρων». Ήθελε ν’ απο δείξει ότι «τα όνειρα που επινοεί ένας συγγρα φέας επιδέχονται τις ίδιες ερμηνείες με τα πραγ ματικά όνειρα και ότι, επομένως, κατά τη διαδι κασία της ποιητικής δημιουργίας ενεργοποιού νται οι ίδιοι εκείνοι μηχανισμοί που μας είναι ήδη γνωστοί από την εργασία παραγωγής του ονείρου». Για να το αποδείξει όμως αυτό, αναγκάστηκε, από τα ίδια τα πράγματα, να υπο βάλει σε ψυχαναλυτική ερμηνεία όχι μόνο τα όνειρα αλλά ολόκληρο το κείμενο, επαληθεύοντας έτσι τις θεωρίες του για το όνειρο, για την απωθημένη σεξουαλικότητα του παιδιού και την επανεμφάνισή της με τη μορφή της νεύρωσης. Η «Γκραντίβα» προέλεγε και, συγχρόνως, τεκ μηρίωνε την ψυχαναλυτική αλήθεια. Δεν είχε καμιά σημασία το γεγονός ότι ο Γιάνσεν έγραψε μια νουβέλα και όχι την περιγραφή κλινικών πε ριπτώσεων, εφόσον ο Φρόυντ θεωρούσε τα πρό σωπα του λογοτεχνικού έργου σαν αληθινά, σαν ασθενείς ή σαν άτομα που υποβάλλονται σε ψυ χιατρική εξέταση. Δεν είχε καμιά σημασία το γε γονός ότι τα όνειρα ήταν εξολοκλήρου δημιουρ γήματα της φαντασίας του συγγραφέα και ότι δεν είχαν υπάρξει ποτέ σαν όνειρα. Ο Φρόυντ είχε και νωρίτερα επιδοθεί σε παρόμοιες αναλύ σεις και ερμηνείες, στα 1898, με αφορμή μια νου βέλα του ελβετού συγγραφέα Κόνραντ Φερντινάν, τη «Die Richerin». Το δίλημμα του «Άμλετ» το είχε βρει αποκαλυπτικό. Τέλος, από τον «Σοφοκλή, πρότυπο και δάσκαλό του, είχε δανει στεί το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, μια και οι μεγά λοι συγγραφείς πραγματοποιούν διαισθητικά την ίδια εργασία με τον ψυχαναλυτή. Ο Γιάνσεν ήταν σαφώς ένας μεγάλος συγγραφέας. Έβαλε, λοιπόν, ο Φρόυντ να ξαπλώσουν στο ντιβάνι του τους κεντρικούς ήρωες, τον Νόρμπερ Χάνολντ και τη Ζόε Μπέρτγκαν. Κι αφού πρώτα αναζή τησε μέσα στη νουβέλα την επαλήθευση των θεω ριών του για τη θεραπευτική αξία της ψυχανά
Ο
λυσης, υιοθέτησε απέναντι στο δημιουργό την ίδια εκείνη στάση που κρατούσε απέναντι στο νευρωτικό άτομο. Άρχισε ν’ αναζητάει μέσα από την προσωπική βιογραφία του - όπως γίνε ται και με τον ασθενή - την ασυνείδητη ομιλία του συγγραφέα, αυτά που λέει χωρίς να το ξέρει, δηλαδή την πηγή των απωθημένων, των ονείρων και των συγκρούσεων που εκφράζονται μέσα στη λογοτεχνική δημιουργία. Ο Φρόυντ είχε την ελπίδα ότι έτσι θ’ ανακάλυπτε στη ζωή του συγ γραφέα κάποια γεγονότα ικανά να εξηγήσουν την παρουσία ορισμένων ασυνείδητων σχη ματο ποιήσεων που είχε επισημάνει μέσα στη «Γκρα ντίβα». Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, ο Φρόυντ επιδόθηκε σε παρόμοιες αναλύσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών με βάση τα έργα τους: Γιάνσεν, Σαίξσπηρ, Ντοστογιέφσκι, Λεονάρντο ντα Βίντσι, κ.ά. ΜΕΛΕΤΗ του πάνω στη νουβέλα του Γιάν σεν αναφέρεται συχνά στις θεωρητικές έρευνες των ψυχαναλυτών και αποτελεί υπόδειγ μα ερμηνείας που ορισμένοι το ακολουθούν κατά γράμμα, είτε σε κλινικές περιπτώσεις είτε σε αναλύσεις λογοτεχνικών έργων. Στη Γαλλία, αν εξαιρέσουμε τον Λακάν, όλοι οι διάδοχοι του Φρόυντ ασχολήθηκαν, στο διά στημα του μεσοπολέμου, με μελέτες που ιατρικοποιούσαν το λογοτεχνικό έργο. Πρότυπο του εί δους «ψυχανάλυση του συγγραφέα και του έρ γου του» θεωρήθηκε, παρόλα της τα μειονεκτή ματα, η ανάλυση που έγραψε για τη ζωή και το έργο του Πόε εκείνη που ο Φρόυντ της είχε εμπι στευτεί την τύχη της ψυχανάλυσης στη Γαλλία, η πριγκίπισα Μαρία Βοναπάρτη. Κι ολόκληρες γε νιές, η μια μετά την άλλη, από τον J. Lacan ώς τον R. Major, τον Μ. Plon, την Ε. Roudinesco, τον Ν. Abraham και τη Μ. Torok, συμμερίστη καν το ενδιαφέρον της, χρησιμοποιώντας τις αν τιφάσεις του Μπωντλαίρ για να καταλάβουν τον τρόπο με τον οποίο ο Πόε αντιμετωπίζει και ορ γανώνει ένα υλικό μη ορθολογιστικό. Η Μαρία Βοναπάρτη, αυτή, συγκέντρωσε την προσοχή της στο άτομο που εξελίχτηκε σε συγ γραφέα. Στο βιβλίο της «Έντγκαρ Πόε: Η ζωή του-το έργο του, ψυχαναλυτική μελέτη», που κυ κλοφόρησε το 1933 και όπου για πρώτη φορά γί νεται ψυχαναλυτική ερμηνεία στα άπαντα ενός συγγραφέα, γράφει ότι ο Πόε ενσαρκώνει την τυπική περίπτωση νευρωτικού που η ψυχή του βρίσκεται παγιδευμένη στα υφάδια της παιδικής ηλικίας. Γι’ αυτήν, το λογοτεχνικό έργο του Πόε δεν είναι παρά ένα σύνολο από νευρωτικά συμ πτώματα. Και η τρίτομη αυτή μελέτη της αφορά την «εφαρμοσμένη» ψυχανάλυση με την κυριολε ξία του όρου, από την άποψη ότι περιέχει θεω ρητικούς συλλογισμούς, οι οποίοι δεν έχουν την
Η
αφιερωμα/27 \ βάλλει αδιάκοπα τη δική της την ιστορία μέσα στην ερμηνεία που κάνει στα έργα του Πόε, με το να μη βλέπει εκεί μέσα παρά μια αντανάκλα ση του εαυτού της και των προσωπικών της προ βλημάτων,η Βοναπάρτη δεν έγραψε παρά τη λε πτομερειακή αφήγηση μιας κλινικής περίπτωσης, τη μελέτη ενός νευρωτικού άντρα που συμβαίνει να είναι και συγγραφέας. Πάντως, μολονότι προχωράει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ο Φρόυντ την ίδια τη βασική αρχή της «εφαρμοσμένης ψυ χανάλυσης», η Βοναπάρτη δεν καταφέρνει τελι κά να εξηγήσει γιατί αυτά τα κείμενα είναι τε χνουργήματα από άποψη καθαρά λογοτεχνική
αξία βιογραφικών δεδομένων και έτσι είναι δύ σκολο να θεωρηθούν ψυχαναλυτικά συμπερά σματα. Ακολουθώντας ένα περίεργο κράμα σαδισμού, νεκροφιλίας και οιδιπόδειου συμπλέγ ματος που άσχημα ξεπεράστηκε στη ζωή και το έργο του Πόε, η Μαρία Βοναπάρτη σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός προικισμένου συγγραφέα, που έχοντας ψυχικά τραυματιστεί στην παιδική του ηλικία εξελίσσεται σε μια βασανιζόμενη ψυχοπαθητική προσωπικότητα και αναζητάει μέσα από την κατάχρηση του οινοπνεύματος και του όπιου ένα καταφύγιο απέναντι στις αφόρητες στερητικές και σαδομαζοχιστικές συγκρούσεις. Ό ταν η Μαρία Βοναπάρτη, για να εξηγήσει τις συναισθηματικές ιδιοτυπίες του ενήλικα Πόε μέσα από τα τραύματα της μικρής παιδικής ηλι κίας, υιοθετεί τον τρόπο ανάλυσης που ο ίδιος ο Φρόυντ χρησιμοποίησε στη «Γκραντίβα», αυτό το κάνει χωρίς καμιά αμφιβολία, από αφοσίωση στη φροϋδική διδασκαλία. Όμως, με το να προ-
Αντίθετα από τον βιεννέζο δάσκαλο που περιο ριζότανε στο να βρίσκει παραδείγματα για τις θεωρίες του και να επισημαίνει τα insigts του συγγραφέα σε ό,τι αφορά τη λειτουργά του ασυνείδητου, και στο πείσμα της προσωπικής της εμπειρίας από τους ψυχαναλυτές που της εί χαν μάθει ν’ ακούει και να διαβάζει τα σημαί νοντα, δεν ασχολείται καθόλου με τις υφολογικές δομές και τα υπόλοιπα στοιχεία που συνιστούν την ιδιαιτερότητα ενός κειμένου. Ωστόσο, ο Λακάν είχε, από το 1932 κιόλας, αποδείξει ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε το λογοτεχνικό έργο με κάποιον άλλον τρόπο. Στη μελέτη του πάνω στα μυθιστορήματα μιας άρρωστης ονόματι Αίm6e, στάθηκε ιδιαίτερα στο ύφος και στα καλο λογικά στοιχεία του κειμένου. Α «Γραπτά» του Λακάν αρχίζουν με μια με λέτη πενήντα σελίδων πάνω στο διήγημα του Πόε «Το Κλεμμένο Γράμμα», η οποία τον κατα-
Τ
28/αφιερωμα
Εκδόσεις Καλέντης Κολοκοτρώνη 15, 10562 Αθήνα. Τηλ. 32.34.270
τάσσει ασυζητητί στην κατηγορία των γάλλων διανοούμενων που κατά παράδοση υφίστανται τη γοητεία αυτού του αμερικανού συγγραφέα. Για τον Λακάν, το διήγημα αυτό αποτελεί ένα θαυμάσιο παράδειγμα για την υπεροχή του ση μαίνοντος, για τις ίδιες τις βασικές αεχές των φροϋδικών θεωριών, επιβεβαιώνοντας το φροϋ δικό δίδαγμα που συνοψίζεται στη διατύπωση: «Συστατικό για το υποκείμενο είναι η τάξη των συμβόλων». Στηριζόμενος σ’ ένα λογοτέχνημα, ο Λακάν αποδεικνύει το μέγιστο προσδιορισμό που υφίσταται το άτομο από τη διαδρομή ενός σημαίνοντος. Η γλώσσα, τάξη κατεξοχήν συμβο λική, αυτή είναι που συνιστά το υποκείμενο. Ο Λακάν εξηγεί τη σύσταση αυτή του υποκειμένου ξεκινώντας από τη συμβολική τάξη που έχει εγ γραφεί μέσα σε μια σειρά σημαίνοντα και που αρχίζει να δρα από τη στιγμή κιόλας της γέννη σης του ατόμου. Προκειμένου να εξηγήσει σε βάθος τις ψυχα ναλυτικές θεωρίες του, ο Λακάν χρειάστηκε να υιοθετήσει, ως προς το κείμενο και τη γλώσσα, μιαν άποψη πολύ διαφορετική από εκείνη της Μαρίας Βοναπάρτη, του Ρενέ Λαφόργκ και των ψυχαναλυτών της προπολεμικής περιόδου. Πρώ τα-πρώτα, ιδιοποιήθηκε την αφηγηματική τεχνι κή του Πόε. Στο Σεμινάριο για «Το Κλεμμένο Γράμμα», ο Λακάν μεταβάλλεται σε αφηγητή και διηγείται αυτός ο ίδιος την ιστορία, τεχνική που μεταχειρίστηκαν έπειτα πολλοί ψυχαναλυτές στα έργα τους με θέμα ψυχανάλυση-μυθιστορία ή «ψυχολογοτεχνία». Αυτός ο ρόλος του ταίριαζε θαυμάσια. Πράγματι. Χάρη σ’ ένα δικό του χει ρισμό της γλώσσας, σε μια βαθιά γνώση της κλα σικής ρητορικής και σε μια πνευματική διαύγεια που του επέτρεπε να εξηγεί τις εργασίες του χω ρίς να χάνει τον ειρμό ούτε μιας φράσης, κατάφερνε πάντοτε να γοητεύει όσους παρακολου θούσαν το σεμινάριό του. Έπειτα, αντί να ερμηνεύσει «Το Κλεμμένο Γράμμα» έξωθεν, σαν ψυ χρός παρατηρητής, ο Λακάν εντάσσεται στο αί νιγμα και εμπλέκεται σ’ αυτό όπως και ο αφηγη τής. Για τη Μαρία Βοναπάρτη, ο αφηγητής στο εν λόγω διήγημα είναι ταυτόχρονα ηθοποιός, θεατής, έμπιστος του αστυνομικού-αναλυτή Ντυ'πέν αλλά και παρατηρητής των γενομένων. Παί ζει δηλαδή και ένα δεύτερο ρόλο μέσα από τον οποίο διαφαίνεται ο συγγραφέας Πόε, ο «αλά θευτος συλλογιστής», ο «καθολικός αποκρυπτογράφος αινιγμάτων και κρυπτογραφημάτων», ο «έξωθεν θεατής του δικού του τελικού θριάμ βου». Όταν όμως ο Λακάν υιοθετεί την αφηγη ματική τεχνική του Πόε και ταυτίζεται με τον έμ πιστό του αστυνομικό, εγκαταλείπει τη θέση του θεατή. Στο σεμινάριο δίνεται ολόκληρος προκει μένου να εξηγήσει την προσωπική του άποψη για την ψυχανάλυση, άποψη τόσο στενά δεμένη με την έννοια «γράμμα», μ’ αυτή δηλαδή την υλι
αφιερωμα/29 κή υπόσταση που δανείζεται από τη γλώσσα ο εν πράξει λόγος. Κι ακόμα πιο συγκεκριμένα, εκεί νο που επιδιώκει ο Λακάν μέσα από το στοχα σμό του πάνω στο διήγημα του Πόε είναι να φα νεί καθαρά σε τι αποσκοπούν οι εργασίες του και το περίφημο σύνθημά του «επιστροφή στον Φρόυντ». Μπορεί οι ψυχαναλυτικές μελέτες πάνω σε συγγραφείς, πάνω στη ζωή και το έργο τους, που έγιναν πριν το 1950, δηλαδή προτού εντάξει ο Λακάν τα επιτεύγματα των επιστημών του αν θρώπου στην ψυχανάλυση, να αποδεικνύονται ελλιπείς. Δεν θα πει όμως ότι ο επιστημονικός αυτός κλάδος δεν έχει την ικανότητα να κοιτάξει μ’ ένα καινούριο βλέμμα τη λογοτεχνία. Οι ψυ χαναλυτές διαθέτουν μιαν αποτελεσματική γνώ ση σχετικά με τη λειτουργία του ασυνείδητου η οποία επιτρέπει μια σωστότερη κατανόηση του κειμένου και των καλολογικών του στοιχείων. Η εργασία τους έτσι όπως αυτή συντελείται βήμαβήμα μέσα από την ακρόαση, την ομιλία, το ση μαίνον, το γράμμα, τη συμπύκνωση και τη μετά θεση, τη φαντασίωση καθώς και τα επίπεδα του Πραγματικού, του Φανταστικού και του Συμβο λικού, μας αφήνει εύκολα να συνειδητοποιήσου με τα περιορισμένα όρια της ψυχανάλυσης. Πράγματι, η επιστήμη αυτή δεν καταφέρνει ούτε να περιγράφει συστηματικά τον τρόπο με τον οποίο το ασυνείδητο διαμορφώνει και ελέγχει τις ποιητικές λειτουργίες, ούτε ν’ αποδείξει την επίδραση του ασυνείδητου στο συντελεσμένο λο γοτεχνικό έργο. Βέβαια, ο J.B. Pontalis, ο Ο. Mannoni, ο A. Green και άλλοι, έδωσαν ιδιαίτε ρη σημασία στο λογοτεχνικό κείμενο, στα καλο λογικά στοιχεία του κειμένου, στον αναγνώστη, αποδεικνύοντας ότι μια λογοτεχνική μελέτη εμ πνευσμένη από την ψυχανάλυση μπορεί να έχει θεωρητική διάσταση, όταν αυτή γίνεται με φρον τίδα και χωρίς να παραβλέπεται ούτε στιγμή ο ρόλος που παίζουν οι υφολογικές δομές στο λο γοτεχνικό κείμενο αυτό καθεαυτό. ΑΝΤΩΣ, η ακατάπαυστη πληθώρα εργα σιών «εφαρμοσμένης» ψυχανάλυσης παρα μένει ένα σύμπτωμα που δείχνει ότι υπάρχει κρί ση θεωρικοποίησης στην ψυχανάλυση. Ελλείψει δυνατότητας για περαιτέρω ανάπτυξη, σερβί ρονται και αναμασιούνται τά κεκτημένα. Σε άρ θρα, σε κείμενα, σε βιβλία, παντού αποφεύγεται η διατύπωση θεωρίας. Το λογοτεχνικό κείμενο είναι πλέον ο τελευταίος χώρος όπου οι ψυχανα λυτές μπορούν, έξω από πεδίο της ειδικότητάς τους, να δημιουργήσουν και να στοχαστούν. Σή μερα, οι εργασίες που γίνονται από σύγχρονους συνιστούν έναν τομέα φροϋδικής πρακτικής όπου παρεισφρύουν και καμουφλάρονται ταυτό χρονα η κακή εκτίμηση της ιδιοτυπίας της ψυχα ναλυτικής πρακτικής και η κακή γνώση του χώ
Π
ρου της λογοτεχνικής παραγωγής. Ό σοι αντιλήφτηκαν το αδιέξοδο, την πλήρη αδυναμία να προχωρήσουν πιο πέρα, στράφηκαν προς την «ψυχολογοτεχνία», προς μια συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας για επιστροφή στην επεξερ γασία μιας θεωρίας με βάση την κλινική παρατή ρηση, ή και προς τα δύο συγχρόνως.
Ο Μωρόν και η ψνχοκριτική
Τα έργα που θα τραβήξουν την προσοχή του Σαρλ Μωρόν και που θα τα χρησιμοποιήσει για την εφαρμογή της ψυχοκριτικής μεθοδολογίας είναι κυρίως τα έργα του Μπωντλαίρ. Η ψυχοκριτική, μέθοδος διερεύνησης της λογοτεχνικής και, γενικότερα, της καλλιτεχνικής δημιουργίας ξεκινάει από τη βασική αρχή ότι το λογοτέχνημα ή το έργο τέχνης είναι αποτέλεσμα τριών συντε λεστών: του κοινωνικοπολιτιστικού περίγυρου, της προσωπικότητας του δημιουργού και του επικοινωνιακού κώδικα που αυτός διαθέτει. Επιδίωξη του Μωρόν είναι, κυρίως, «να εντοπί σει και να εξετάσει μέσα στα κείμενα τις σχέσεις εκείνες που πιθανώς δεν οφείλονται σε συνειδη τή επιλογή και βούληση του συγγραφέα». Η ψυχοκριτική ανακαλύπτει έτσι συμβάντα, φαινόμε να και συσχετισμούς που μέχρι τώρα διέφευγαν εντελώς ή σε μεγάλο βαθμό από τη λογοτεχνική κριτική και που, όπως υποστηρίζεται, οφείλον ται στην προσωπικότητα του συγγραφέα. Συγκρίνοντας μεταξύ τους κείμενα του ίδιου συγγραφέα, η ψυχοκριτική θέλει, λοιπόν, να ανασύρει στην επιφάνεια κάποια έμμονα και, πι θανώς, ακούσια δίκτυα συνειρμών και συγκρο τήματα εικόνων. Στη συνέχεια, προσπαθεί να βρει με ποιο τρόπο επαναλαμβάνονται και δια φοροποιούνται αυτά τα δίκτυα και αυτά τα συγ κροτήματα. Ύστερα, συσχετίζοντας την ανάλυ ση των διαφόρων θεμάτων με την ανάλυση των ονείρων και τη μεταμόρφωσή τους, παίρνοντας επίσης υπόψη και την αισθητική ιδιομορφία του έργου, καταφέρνει τελικά να αποδείξει την ύπαρξη μέσα στο έργο ενός προσωπικού μύθου τον οποίο και ερμηνεύει σαν έκφραση του ασυ νείδητου της προσωπικότητας και της εξέλιξής του. Σημειώνεται ότι, εκτός από την «περίπτωση» Μπωντλαίρ, ο Μωρόν χρησιμοποίησε την ψυχοκριτική για να «αναλύσει» τα έργα του Κορνέγι, του Ουγκό, του Μαλαρμέ, του Μολιέρ, του Νερβάλ, του Βαλερύ, του Βαν Γκογκ, κ.ά. Μετάφραση: Μαρία Καραβίτη
Αντρέ Γκρην
Μ
ε ποιο δικαίωμα ένας ψυχαναλυτής μπορεί να επέμβει αδιάκριτα στην τραγωδία; Ο Φρόυντ ενεργούσε με περισσή σύνεση για να βρει στο κοινό πεδίο του πολιτισμού παραδείγματα έκφρασης του ασυνείδητου. Σήμερα, που η ψυχανάλυση αναζητά λιγότερο εξωτερικές επικυρώσεις στο πεδίο εξάσκησής της, ταιριάζει άραγε ακόμα να ψάχνουμε στα έργα τέχνης να βρούμε υλικό για ερμηνεία; Πολλοί πιστεύουν -κι ανάμεσά τους και κάποιοι ψυχαναλυτές- πως αυτή η περίοδος της ψυχαναλυτικής έρευνας, ακόμα κι αν στηρίχτηκε στα πολιτιστικά προϊόντα, τους μύθους ή τα έργα τέχνης για να φέρει τη μαρτυρία μιας πιθανής επισήμανσης του ασυνείδητου εκτός του πεδίου της νεύρωσης, πρέπει σήμερα να κλείσει.
αφιερωμα/3Ί ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ έχει δώσει αρκετές απο δείξεις για τον επιστημονικό της χαραχτήρα και θα έπρεπε να περιορίσει τις προσπάθειές της στο στενό πλαίσιο, που ορίζεται από τις αυ στηρές παραμέτρους της, της ψυχαναλυτικής θε ραπείας. Αυτή η συμβουλή δεν στερείται φρονι μάδας, και το πεδίο της ψυχανάλυσης θα μείνει πάντα ο τόπος όπου λαμβάνουν χώρα οι ανταλ λαγές ανάμεσα στον αναλυτή και τον αναλυόμε νο. Δεν το αρνείται κανείς πως πρέπει να δεί χνουμε σύνεση, όταν διακινδυνεύουμε έξω από την απευθείας σύλληψη του ασυνείδητου. Το έρ γο αφήνεται στον αναλυτή· δεν ξέρει να πει τί ποτα άλλο εκτός απ’ αυτά που περικλείονται σ’ αυτό, και δεν μπορεί, όπως ο αναλυόμενος, να προσφέρει την εικόνα της δουλειάς του ασυνεί δητου in statu nascendi. Δεν μπορεί να προσφέ ρει την κατάσταση της λειτουργίας του με το έρ γο που συνίσταται στο να αναλύσει, συνδέοντας δηλαδή να φέρει το υλικό που το αποκαλύπτει στην ίδια την πράξη που το γνωστοποιεί. Δεν έχεις στη διάθεσή του κανένα από τα δικαιώματα που κάνουν ανεκτή την ανάλυση, να επανορθώ σεις, ν’ αρνηθείς την ανυπόφορη προσέγγιση τη στιγμή που παρουσιάζεται, ν’ αναβάλλεις τη στιγμή μιας προσχεδιασμένης κρίσης της συνεί δησης, ν’ αρνηθείς δηλαδή μ’ έναν από τους πολ λούς τρόπους που είναι στη διάθεση του ανα λυόμενου, την ορθότητα μιας ερμηνείας, ή το προφανές μιας αλήθειας που η επανάληψη την φέρνει μπροστά-μπροστά στη σκηνή, για να απο-· κρυπτογραφηθεί. Το έργο παρουσιάζεται μέσα σε μια πεισματωμένη βουβαμάρα, είναι κλεισμέ νο στον εαυτό του, άοπλο μπροστά στη θεραπεία που πιθανά ο ψυχαναλυτής θα είχε την πρόθεση να του επιβάλλει.
Η
Α ήταν εντελώς απατηλό να πιστεύαμε πως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το έργο για να επιβεβαιώσουμε τις ψυχαναλυτικές θεω ρίες. Οι ψυχαναλυτές ξέρουν πως μια τέτοια προσπάθεια είναι μάταιη, αφού καμία κρίση συ νείδησης δεν μπορεί να εμποδίσει την αντίσταση. Συμβαίνει σε ορισμένες περιπτώσεις, ένα κομμά τι της ψυχικής πραγματικότητας να καταφέρνει να σπάζει την απώθηση και να φαίνεται πως ξε προβάλλει με μια εξαιρετική ευκολία. Θα λυπη θούμε λοιπόν, που είμαστε αναγκασμένοι να διαπιστώσουμε, δίχως να μπορούμε ν’ αλλάξου με τίποτα, πως ένα τέτοιο αποτέλεσμα συνοδεύε ται ως επί το πλείστον από την επανεμφάνιση της ψυχικής σύγκρουσης της οποίας αυτό το κομμάτι είναι αναπόσπαστο μέρος. Η πεποίθη ση, παρ’ όλα όσα μπορούν να πιστεύουν αυτοί που είναι ξένοι προς την ψυχαναλυτική εμπει ρία, δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογιστεί ανάμεσα στα μέσα στα οποία βασίζεται ο αναλυτής, όση απογοήτευση κι αν του κοστίζει αυτό, όταν ελπί
Θ
ζει πως θα μπορούσε να τον βγάλει από κάποιο αδιέξοδο σε μια δύσκολη περίπτωση. Το ίδιο θα συμβεί κι όταν ο αναλυτής θα εκθέσει το προϊόν της αναλυτικής του δουλειάς σ’ ένα πολιτιστικό αντικείμενο. Αν δεν σφίγγει από αρκετά κοντά τις γραμμές που κυβερνούν την αρχιτεκτονική του αντικειμένου του, το μερίδιο αλήθειας που θα περιείχε μια ανάλυση, ακόμα και μερικώς ακριβής, κινδυνεύει πολύ να μην αναγνωριστεί παρ’ όλη την ακρίβειά της, καθώς οι παράγοντες που ανατίθενται στο πέρασμα του φράγματος της λογοκρισίας, βρίσκουν στέρεα στηρίγματα μέσα σε επιφανειακές παρατηρήσεις που τροφοδοτούνται από εκλογικεύσεις. Είναι λοι πόν ιδιαίτερα απαραίτητο να είμαστε πολύ προ σεκτικοί στην έκθεση της έρευνας, πολύ πε ρισσότερο δε που αλλιώτικα απ’ ό,τι στη θερα πεία όπου ο αυτοματισμός της επανάληψης προσφέρει μια καινούρια ευκαιρία κάθε φορά ν’ αποκαλυφτεί η έννοια ενός συγκρουσιακού ορ γανισμού τον οποίο μπορούμε τότε να πλησιά σουμε με τρόπο αποσπασματικό, μπροστά στο έργο όλα έχουν ειπωθεί με την πρώτη απ’ αυτόν που αναλαμβάνει να ερμηνεύσει, δίχως να διαφαίνεται τίποτα από τη μακριά διαδικασία επε ξεργασίας που επέτρεψε να φτάσουμε στα συμ περάσματα που με συνάφεια εκτίθενται. ΥΤΕΣ οι κάποιες παρατηρήσεις δεν έχουν πια σκοπό να καθησυχάσουν αυτούς που φοβούνται την παρείσδυση της ψυχανάλυσης σ’ ένα πεδίο όπου θα είχε περιοριστικά αποτελέ σματα. Απ’ αυτήν την άποψη, κάθε ερμηνεία αναπόφευκτα βιάζει το έργο, με την έννοια πως το συμπιέζει απαραίτητα στο πλαίσιο όπου πρώ τον περικλείει μια γνώση για κείνη, ικανή να του δώσει έπειτα προοπτική με μια άλλη έννοια, που το διευρύνει ενσωματώνοντάς το σ’ ένα πιο πλα τύ σημαντικό σύνολο. Μιλάω, σημαίνει πάνω απ’ όλα διαλέγω αυτήν την περιορισμένη οικονο μία στα όρια του λόγου, για να προσφέρω έπειτα στον εαυτό μου τους δρόμους μιας εξέλιξης αδύ νατης μέσα στο μυστικό της σιωπηλότητας. Οι προειδοποιήσεις μας έχουν λοιπόν σα λειτουργία πάνω απ’ όλα, να θυμίσουν σε μας τους ίδιους τις συνθήκες αυτού του ερμηνευτικού κινδύνου που αναλαμβάνουμε, που οδηγεί την πρώτη επα φή με το έργο, αυτήν από την οποία θα εξαρτηθεί η μετέπειτα εξέλιξη, θ’ αποτελέσει την απογραφή της. Ο ψυχαναλυτής έχει επιπλέον λιγότε ρο να υπερασπιστεί τον εαυτό του για το ότι εί ναι ένας βιαστής του έργου επιβάλλοντάς του την άποψή του, από τότε που ένα πρόσφατο ρεύ μα της κριτικής μάς έκανε σωστά να παρατηρή σουμε πως κανείς δεν μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε εντελώς καθαρά τα χέρια του από τη στιγμή που ήρθε σ’ επαφή μ’ ένα έργο, πως κάθε έργο είναι αυτό το ίδιο ανάγνωση, που καλεί μια
Α
32/αψιερωμα καινούρια ανάγνωση με την οποία έρχεται σ’ αυ τόν που το γνωρίζει. Κάθε ανάγνωση είναι ήδη ερμηνευτική. Ένα προίκισμα αισθήσεων βρίσκε ται πάντα εν τω έργω σ’ αυτόν που διατείνεται πως είναι ο πιο ταπεινός ερμηνευτής. Που η σχέ ση της τυραννίας του αναγνώστη ως έρεισμα της ανάγνωσής του έχει τις πιο πολλές πιθανότητες να εγκαθιδρυθεί, σ’ αυτόν που παραδέχεται σ’ αυτήν μια συμπερασματική ερώτηση που αναγκάζει τον αποκρυπτογράφο να βρει το δρό μο του την ίδια στιγμή που προσπαθεί να φτιά ξει τη σιωπηρή χαρτογραφία του έργου ή σ’ αυ τόν που αποκλείει κάθε παρέκβαση για να επισημάνει τα παλιά σχήματα, τα οποία υποστηρί ζει πως είναι αθάνατα, τη στιγμή που η ιστορική ανάλυση θα έδειχνε πως είναι μόνο το απολίθω μα μιας γνώσης που έχει μαθευτεί; Ποιος κάνει περισσότερο καψόνια στα πολιτιστικά προϊόντα, αυτός που επιδιώκει από την έρευνά τους μια καινούρια θεώρηση, που τα νομίζει ακόμα ικανά να παράγουν, παρόλο τον αξιόλογο σωρό ήδη υπαρχουσών αναγνώσεων, ή αυτός δεν προσθέ τει στο έργο τίποτ’ άλλο εκτός από ένα παραφραστικό σχόλιο που το διαπερνάνε τα προϋπο τιθέμενα μιας γνώσης αυτονόητης και που απαλ λάσσει τον εαυτό του από κάθε αναθεώρηση; Γι’ αυτήν ακριβώς την αναθεώρηση, ανάμεσα σ’ άλλες αιτίες, αυτή τη συμπερασματική ερώτη ση, αυτό το κάλεσμα σ’ αυτό που δεν παρουσιά ζεται εκ των προτέρων σαν αιτία ενός αποτελέ σματος, η ψυχανάλυση μπορεί να συμμετέχει σ’ αυτήν την ανανέωση της κριτικής. ΑΙ μ’ αυτή τη συμφωνία όμως, η θέση της θά ’ναι δύσκολο να φυλαχθεί. Η παλιά αν τίδραση καχυποψίας απέναντι της θα συνεχίσει να υπάρχει. Θα της προσάψουν, λόγου χάρη, πως εγκαθιστά μια σχέση ανάμεσα στο συγγρα φέα και το έργο, λες και το κάνει με την ίδια λογική που το κάνει η βιογραφική κριτική, που έβλεπε στο έργο την προέκταση των εμπειριών της ζωής του συγγραφέα, ενώ η ψυχανάλυση ση μειώνει μια σχέση ασυνέχειας. Η βιογραφική κριτική έβλεπε στο έργο μια ηχώ ή έναν απόηχο ενός γεγονότος του οποίου η επίδραση αξιολο γούνταν σε μια σχέση άμεσης κατανόησης σύμ φωνα με μια υπονοούμενη κλίμακα κοινών αι σθημάτων. Ο κόσμος που υπάρχει ανάμεσα στο συγγραφέα και στο έργο για την ψυχανάλυση δεν αξιώνει μια άμεση επίδραση ανάμεσα στα γεγονότα της ζωής και το περιεχόμενο του έρ γου, αλλά ενσωματώνει αυτά τα ιστορικά στοι χεία σε μια σύγκρουση. Αυτά μπαίνουν σε μια προοπτική με μια άλλη προβληματική παραγνω ρισμένη στην ουσία της γιατί ανήκει στην απωθημένη παιδική ηλικία, καθώς οι τρόποι συν δυασμού του επίκαιρου και του παλιού δεν είναι στη διάθεση αυτού που τους ζει, ακόμα κι αν το
Κ
συνειδητό τους φορτίο είναι υπολογίσιμο. Το έρ γο γίνεται τότε το άλλο δίκτυο, με το οποίο οι τρόποι συνδυασμού, ξαναδουλεμένοι, γίνονται η ηχώ, αυτού που ξύπνησε από το παρόν, του άγνωστου παρελθόντος. Αυτό το επαναλαμβανό μενο παρελθόν δίνει το υλικό μιας καινούριας σχέσης που κρατά με τις ρίζες του μια εκφραστι κή σχέση, η οποία θα μπορέσει να βοηθήσει να το φωτίσουμε αναδρομικά. Το φανέρωμα αυτού που ήταν για το συγγραφέα, συμβάλλει στην επανασύλληψη της συνάφειας του έργου, που κερδίζει επίσης και σε κατανόηση, δίχως να χά νει τίποτα από το μυστήριό του. Το ξύπνημα ενός σημαντικού αστερισμού βρί σκεται στην αρχή μιας κινηματοποίησης αλλαγής με τη σύμπτωσή του μ’ αυτό από το οποίο τα χω ρίζει η τομή της απώθησης. Περιεχόμενο διπλά αρθρωμένο αυτό το ίδιο από την άποψη του συμπλεγματικού οργανισμού και από την άποψη της επανάληψης που εκδηλώνεται μέσα στο σύγ χρονο «γεγονός». Ό λ ’ αυτά δεν παραδίνουν το συγγραφέα βορά στις συγκρούσεις του πιο πολύ απ’ ό,τι οποιονδήποτε άλλον, αφού ο καθένας μας είναι το σύστημα των σχέσεών των που αντιτίθενται μέσα στη σύγκρουση. ΠΙΠΛΕΟΝ, θα ήταν δυνατόν να μην κατα σταθεί καμ'α σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη δημιουργία του; Από ποια δύναμη θα τροφοδοτούνταν αυτή εδώ, αν όχι απ’ αυτές που ενεργά υπάρχουν στο συγγραφέα; Η ψυχαναλυ-
Ε
αφιερωμα/33
τική αντίληψη αρνείται να θεωρήσει πως τελειώ νουμε με το πρόβλημα της γέννησης των έργων τέχνης, επικαλούμενοι ένα απόλυτο μυστήριο της δημιουργίας που δεν θα ρίζωνε τον πόθο της δη μιουργίας στις ασυνείδητες διακλαδώσεις του. Δεν θα ικανοποιούμασταν περισσότερο και με την ιδέα πως το έργο έχει την υπαρξιακή έννοια μιας υπέρβασης, εντύπωση που πρέπει αλήθεια να πούμε πως λιγότερο συχνά εκφράζεται από το δημιουργό παρά από τους σχολιαστές της παρα γωγής του, καθώς αυτός μένει πάντα προϊδεασμένος για τον χαραχτήρα του της προσωρινής στάσης, σε μια διαδρομή της ο σκοπός είναι προ παντός να επιβεβαιώσει το απόθεμα των μέσων που επιτρέπουν να υποστηριχτεί η συνέχισή του. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό που φοβούνται από τον αναλυτή είναι η απειλή της παθολογικής ταμπέλας που μπαίνει πάνω στο δημιουργό ή τις δημιουργίες του. Οι λέξεις-κλειδιά του ψυχανα λυτικού λεξιλόγιου, ακόμα κι όταν δεν έχουν αξία παρά μόνο τοποθετημένες στο δομικό σύνο λο απ’ όπου αντλούν τη συνάφειά τους, εξακο λουθούν να φοβίζουν, και κανείς δεν αισθάνεται προφυλαγμένος από τη δυσάρεστη εντύπωση που θα δοκίμαζε, αν, από κάποια απροσδόκητη καταστροφή μπορούσε να νιώσει γελοιοποιημέ νος. Ο φόβος στις μέρες μας ενεδύθη ένα περίερ γο παράδοξο. Όλος ο κόσμος να μιλάει για τον διεστραμμένο και να δηλώνει την δυνάμει αδελ φοσύνη του μ’ αυτόν αλλά και η παραμικρή ανα φορά στη λέξη μόνο φυσιολογικότητα, χτυπιέται
και καταγγέλλεται αλύπητα, αν και όλα τα ψυ χαναλυτικά κείμενα δεν μιλάνε ποτέ γι’ αυτήν σαν έναν κανόνα -ο ι γιατροί και οι ψυχίατροι κατηγορούν γι’ αυτήν αρκετά τους αναλυτέςαλλά σαν έναν όρο σχετικό που πρέπει να τον τοποθετήσουμε κάπου για να καταλάβουμε τις διαφορές βαθμού ή τις μορφές περάσματος από τη μια δομή στην άλλη. Απ’ όπου κι αυτή η αλ λεργία για την ψυχαναλυτική ορολογία μόλις βγει από μια γενικότητα που της επιτρέπει να ασχολείται με έννοιες λιγότερο επικίνδυνες ή που ο μεταφορικός της τρόπος της επιτρέπει να χαϊδέψει τη μυστική ελπίδα πως εδώ έχουμε να κάνουμε με τους τρόπους ομιλίας μιας καινού ριας μυθολογίας. Ό λα αυτά δείχνουν πόσο εύ θραυστη, σε σχέση με τις αντιδράσεις του ασυ νείδητου, είναι η ανάμνηση πως η ψυχανάλυση καταδιώχτηκε γιατί κατάργησε τα σύνορα ανά μεσα στην υγεία και την αρρώστια, κι έδειξε την παρουσία, σ’ έναν άνθρωπο που θεωρείται φυ σιολογικός, όλων των δυνατοτήτων που οι παθο λογικές μορφές μας δίνουν τη μεγεθυμένη και κοροϊδευτική εικόνα. Μπορούμε να διαβάσουμε από την πένα του Ρολάν Μπαρτ αυτήν την κατα δίκη της παραδοσιακής κριτικής: «Θέλει να προστατέψει μέσα στο έργο μια απόλυτη αξία, ανέγγιχτη από όλα αυτά τα χυδαία «αλλού» όπως η ιστορία και τα κατάβαθα της ψυχής: Αυ τό που θέλει δεν είναι ένα έργο φτιαγμένο αλλά ένα έργο καθαρό, στο οποίο αποφεύγουμε κάθε έκθεση στον κόσμο, κάθε αταίριαστο γάμο με
34/αφιερωμα ΥΤΗ η διαφορά ανάμεσα στο σύμπτωμα και τη δημιουργία μας επιτρέπει τώρα να σημειώσουμε την ομοιότητά τους, αν όχι την πανομοιότητά τους. Στο σύμπτωμα, όπως και στη δημιουργία, είναι ενεργές, όπως και στο όνειρο και στη φαντασίωση, οι διαδικασίες της συμβο λικής δραστηριότητας. Έτσι, η καλλιτεχνική δη μιουργία, η «παθολογική δημιουργία», η ονειρι κή δημιουργία είναι ενωμένες μεταξύ τους με τη συμβολική δραστηριότητα· η διαφορά τους έγκει ται στη διευθέτηση που η καθεμία προσφέρει στην αντίφαση ανάμεσα στην ικανοποίηση τη συνδεδεμένη με την πραγματοποίηση της επιθυ μίας, και την ικανοποίηση τη συνδεδεμένη με τη διαφύλαξη της απαγόρευσης. Η νεύρωση, θα πει ο Φρόυντ, θα είναι η ατομική και α-κοινωνική λύση των προβλημάτων που τίθενται στην αν θρώπινη ύπαρξη. Στη συλλογική κλίμακα, η ηθι κή, η θρησκεία, θα προτείνουν άλλες λύσεις. Ανάμεσα στα δύο, στο σταυροδρόμι του ατομι κού και του συλλογικού, ανάμεσα στην προσω πική αντήχηση του περιεχομένου του έργου και τη συλλογική του λειτουργία, η τέχνη κατέχει μία θέση μεταβατική που χαραχτηρίζεται από το πε δίο της ψευδαίσθησης που επιτρέπει μια απρό σκοπτη και μετατοπισμένη ηδονή που αποχτήθηκε μέσω αντικειμένων που είναι και δεν είναι αυτά που παριστάνουν. Σπάζω την πράξη της απώθησης δε σημαίνει προσφέρω σε θέα το ασυνείδητο γυμνό, αλλά αποκαλύπτω την αποτελεσματική σχέση ανάμεσα στην αναπόφευκτη μεταμφίεση και την έμμεση αποκάλυψη στην οποία το έργο δίνει το ελεύθε ρο να διατυπωθεί. Το ασυνείδητο φέρνει σ' επι κοινωνία ένα διάστημα σωματικό «αισθησιακό» μ’ ένα κειμενικό διάστημα του έργου. Ανάμεσα στο ένα και στο άλλο υψώνεται η απαγόρευση κι η λογοκρισία της, η συμβολική δραστηριότητα, η μεταμφίεση, ο αποκλεισμός του απαράδεκτου κι η υποκατάσταση του αποκλεισμένου όρου μ’ έναν άλλον λιγότερο απαράδεκτο, πιο ικανό να γλιστρήσει ινκόγνιτο στο περιβάλλον που του είνάι κλειστό. Στην πραγματικότητα, αν κάθε κεί μενο δεν είναι κείμενο παρά μόνο γιατί δεν παραδίδεται ολόκληρο στην πρώτη του ανακάλυ ψη, πώς να εκθέσουμε διαφορετικά αυτήν την ουσιώδη διαφορά παρά με το ότι μια απαγόρευ ση βαραίνει πάνω του. Αυτό το απαγορευμένο μαντεύεται απ’ αυτά που αφήνει να διεισδύσουν για μια σύγκρουση, από την οποία και βγήκε κρατώντας σ’ αυτές τις γραμμές του τα θέλγητρα που προσφέρει καλώντας μας να το διασχίσουμε από τη μια άκρη στην άλλη. Συχνά θα νιώσουμε μια απογοήτευση που ανανεώνεται μπροστά στην άρνησή του να μας οδηγήσει αλλού εκτός από το σημείο αρχής όπου έγραψε τη γραμμή της φυγής του.
Α
την επιθυμία». Δεν είναι σίγουρο πως αυτές οι παρατηρήσεις δεν αφορούν κι ένα μεγάλο μέρος της νέας κριτικής ή τους υπέρμαχους μιας θεω ρίας της γραφής που υπερασπίζονται κάποιο εί δος λογοτεχνικού ολοκληρωτισμού . Ν ο ψυχαναλυτής διεισδύει στο σύμπαν της τραγωδίας, δεν το κάνει λοιπόν για να την καταστήσει παθολογική, αλλά γιατί αναγνωρίζει σε όλα τα προϊόντα του ανθρώπινου είδους το στίγμα των συγκρούσεων του ασυνείδητου. Κι αν είναι αλήθεια πως δεν πρέπει, όπως σημείωνε πολύ σωστά ο Φρόυντ, να περιμένει να βρει εκεί μια τέλεια αντιστοιχία μ’ αυτά που η εμπειρία του του επιτρέπει να παρατηρήσει, είναι ωστό σο, αντίθετα εξουσιοδοτημένος να σκεφτεί πως τα έργα μπορούν να βοηθήσουν στη σήλληψη της άρθρωσης των παρόντων μα συσκοτισμένων σχέσεων, στην περίπτωση που μελετάει, από τις πολλές παραμορφώσεις που συνοδεύουν το απωθημένο στην επιστροφή του. Ο Φρόυντ δε σκέφτηκε ποτέ πως είχε κάτι να μάθει στους συγ γραφείς τους προικισμένους με μια αυθεντική μεγαλοφυία, των οποίων ζήλευε δίχως να το κρύβει τα εξαίρετα χαρίσματα που τους επέτρε παν να προσεγγίσουν, αν όχι άμεσα, τουλάχιστον σημαντικά γρήγορα τις σχέσεις που βασιλεύουν στο ασυνείδητο. Η εκμετάλλευση αυτών των γνωρισμάτων προ σανατολίζεται στην απόκτηση του «βραβείου της ηδονής», στο οποίο έχει·δικαίωμα μέσα από τις μετατοπίσεις της εξιδανίκευσης. Γεγονός που θα μπορούσε να εγκαθιδρύσει μια σχέση διαχωρι σμού ανάμεσα στο καλλιτεχνικό προϊόν και στο σύμπτωμα, αφού το πρώτο έχει σαν αποτέλεσμα το σπάσιμο τη ενέργειας της απώθησης, ενώ το δεύτερο, από το ότι είναι η έκφραση της επι στροφής του απωθημένου, δεν κάνει την εισβολή του στο συνειδητό παρά έχοντας ήδη προκατα βολικά πληρώσει το χρέος του με τη δυσαρέ σκεια της απαγόρευσης της ικανοποίησης. Η ικανοποίηση είναι τότε αξεδιάλυτα ενωμένη με την ανάγκη για τιμωρία, που συνδέεται με την ενοχή που γεννά η επιθυμία, της οποίας αγγε λιοφόρος θα είναι το σύμπτωμα. Η ικανοποίηση λοιπόν της επιθυμίας δεν μπορεί λοιπόν να δια χωριστεί από την υποταγή στην ποινή του απα γορευμένου που βαραίνει πάνω της.
Α
Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια
□
αψιερωμα/35
1 Η ενδοψυχικ \ Ywm j γνώ σ η i, | το ν : iSsStli π ο ιη τή
Σ’ αυτό το κείμενο ο Φρόυντ εκφράζει έναν έκδηλο θαυμασμό για τους συγγραφείς και τους ποιητές που, δίχως να καταβάλλουν καμία προσπάθεια, διαθέτουν μια πιο βέβαιη γνώση των ψυχικών διαδικασιών, νοσηρών ή φυσιολογικών, από την παραδοσιακή ψυχιατρική και ψυχολογία. Σιγά-σιγά όμως αποκαλύπτεται η εριστική διάθεση του έργου: το μυθιστόρημα χρησιμεύει σαν υποστήριξη στην ψυχανάλυση για να επιβάλλει στο πλατύ κοινό και στην ψυχιατρική τις καινούριες της απόψεις για τον ψυχισμό. Ωστόσο ο Φρόυντ εκπλήσσεται γι’ αυτή τη «γνώση» των μυθιστοριογράφων. Ο ερώτημά του τον οδηγεί στη δεύτερη στιγ μή της ανάλυσης. Διαπιστώνει πως το σύνο λο των ονείρων και των παραληρημάτων του ηρώα Νορμπέρ μπορούν να ερμηνευτούν όπως ακριβώς και τα όνειρα και τα παραληρήματα των πραγματικών όντων. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτά και στα φανταστικά πρόσωπα πρέπει να περιοριστεί. Έτσι, ο Φρόυντ «εφαρμόζει» την •ψυχανάλυση στη συμπεριφορά των ηρώων όπως θα έκανε σε αρρώστους. Έπειτα περνάει από τους ήρωες στον ίδιο το συγγραφέα του οποίου τα συμπλέγματα προσπαθεί να αποδείξει. Το έρ γο γεννά τον πατέρα του, γιατί τα πρόσωπα πρέ πει να εννοούνται σαν άλλοι του εαυτοί, προβο
Τ
λή των φαντασιώσεων και των ιδανικών του. Αυτή όμως τη σχέση την αγνοεί ο συγγραφέας, όπως αγνοεί και πως περιγράφει «όντως» τις ψυ χικές διαδικασίες. Ο Jensen (Γιένσεν) ονόμασε το δοκίμιό του: Φαντασία. Ο τίτλος Ψυχιατρική μελέτη θα του ταίριαζε περισσότερο. Πιο πολύ όμως από μια γνώση των ψυχικών διαδικασιών έχει μάλλον μια μαντική διαίσθηση. Έτσι, για να παραθέσουμε μερικά παραδείγματα μόνο, η παλιά εποχή των δυο χιλιάδων χρόνων όπου το ζευγάρι υποτίθεται πως αγαπιέται, θ’ αντιστοι χούσε στην πραγματική αλλά λησμονημένη πε ρίοδο της παιδικής ηλικίας, το θάψιμο της Πο μπηίας στην απώθηση. Ο Φρόυντ ο ίδιος δίνει
36/αφιερωμα συχνά σαν εικόνα αυτής της διαδικασίας το θά ψιμο αρχαίων πόλεων κάτω από καινούριες πό λεις. Στην Gradiva τιμά την ακονισμένη αίσθηση του μυθιστοριογράφου που θα προαισθανόταν έτσι την ομοιότητα ανάμεσα σ’ ένα επεισόδιο της προσωπικής ψυχικής ζωής και ένα απομονωμένο γεγονός της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο Γιένσεν θα μπορούσε επίσης να μαντέψει πως τα νευ ρωτικά συμπτώματα και τα όνειρα είναι συμβι βασμοί. Οι πιο πολλές φράσεις που χρησιμο ποιήθηκαν στο μυθιστόρημα μοιάζουν ανάμει κτες μορφές από καθημερινά αρχαιολογικά στοι χεία και απωθημένες ερωτικές επιθυμίες. Για να δεχτούμε όμως την «επιστήμη» του Γιένσεν, πρέ πει να διαβάσουμε το μυθιστόρημά του εφαρμό ζοντας ήδη την αναλυτική μέθοδο: Το κείμενο δεν λέει αυτολεξεί την έννοια που του αποδίδει ο Φρόυντ. Θα ξαναβρίσκουμε εδώ τον κύκλο της ερμηνείας: το έργο του Γιένσεν επιβεβαιώνει τις ανακαλύψεις, αρκεί να γίνει ήδη αποδεκτή η αλήθεια τους, και να τις «εφαρμόσουμε» στο έρ γο. Ο συγγραφέας δηλαδή παριστάνει τη γνώση δίχως να τη διαθέτει και μ’ αυτόν τον τρόπο κά νει έργο τέχνης. Έτσι, δεν είναι εκληκτικό που ονόμασε το έργο του Φαντασία και που έχει ανάγκη από μια ψυχαναλυτική ερμηνεία για να αποδώσει το νόημά του. Παρακολουθώντας από κοντά το κείμενο του Φρόυντ, θα δούμε πως ο θαυμασμός του για τη «γνώση» του καλλιτέχνη μετριάζεται προοδευτι κά στη διάρκεια της ερμηνείας του μυθιστορήμα τος του Γιένσεν. Αρχίζει υποστηρίζοντας την υπεροχή του ποιητή σε σχέση με τον επιστήμονα: «Οι ποιητές είναι πολύτιμοι σύμμαχοι, κι η μαρ τυρία τους πρέπει πάρα πολύ να εκτιμηθεί, γιατί γνωρίζουν, χωρίς να στηρίζονται πουθενά, πολ λά πράγματα που η σχολική μας σοφία δεν θα μπορούσε καν να ονειρευτεί. Είναι οι δάσκαλοι στη γνώση της ψυχής σε μας το λαό». Σ’ αυτόν που θα αντέλεγε πως η άποψη ενός συγγραφέα είναι πάντα υποκειμενική, ο Φρόυντ απαντά προτείνοντας να προστεθεί στη γενετική μέθοδο η δομιστική συγκριτική μέθοδος που επιτρέπει, μέσα από το παιχνίδι των διαφοροποιητικών ποικιλιών, να διαβάσουμε το σύμπαν: « Α ΥΤΟΣ ο δεύτερος δρόμος μοιάζει πολύ χ ν ανώτερος, ίσως ακόμα κι ο μόνος που δι καιολογούμαστε ν’ ακολουθήσουμε, γιατί μας προφυλάσσει εκ των προτέρων από τη βλάβη στην οποία μας εκθέτει η αντίληψη της μοναδι κότητας για το έργο ενός ποιητή. Αυτή η ετερο θαλής άποψη εμφανίζεται όταν οι έρευνές μας απλώνονται σ’ ένα σύνολο ποιητικών ατομικοτή των, που η καθεμιά είναι διαφορετική από την άλλη, αλλά που πρέπει να τοποθετηθούν ανάμε σα στους πιο βαθείς γνώστες της ανθρώπινης ψυχής που έχουμε συνηθίσει να τιμάμε στους
ποιητές». Πιο κάτω, ο Φρόυντ αναγνωρίζει την υπεροχή της γνώσης των ζωγράφων σε σχέση με τη γνώση της επιστήμης: μια γκραβούρα του Φελισιέν Ροπς υποβάλλει καλύτερα από κάθε λογική εξή γηση τη διαδικασία της απώθησης: «Ο καλλιτέ χνης παρουσίασε την υποδειγματική περίπτωση της απώθησης στους αγίους και στους εξομολο γούμενους. Ένας ασκητής καλόγερος έχει σίγου ρα αποφύγει τους πειρασμούς του κόσμου στα πόδια του σταυρού που σηκώνει το Λυτρωτή. Να που ο σταυρός καταποντίζεται και, κατα τον ερμηνευτή του, υψώνεται ακτινοβόλα η εικόνα μιας υπέροχης γυμνής γυναίκας σε θέση σταύρω σης. Άλλοι ζωγράφοι, με λιγότερο οξεία ψυχο λογική αίσθηση, σε τέτοιες απεικονίσεις του πει ρασμού παρουσίασαν το αμάρτημα σαν συμπερι φορά πρόκλησης προς το σταυρό. Ο Ροπς φαίνε ται να κατάλαβε πως το απωθημένο, στις επι στροφές του, αναδύεται από την ίδια τη θέληση του ατόμου να το απωθήσει». Έπειτα ανεβάζει τη «φαντασία» του Γιένσεν στο ύψος μιας ψυχιατρικής μελέτης: «Οι ανα γνώστες μας θα πρέπει να έμειναν κατάπληκτοι βλέποντάς μας να αντιμετωπίζουμε τον Νορμπέρ Χάνολντ και τη Ζοέ Μπερτγκάνγκ σ’ όλες τις εκ φράσεις του ψυχισμού τους, στις πράξεις και στις χειρονομίες τους, σαν πρόσωπα πραγματικά και όχι σαν ποιητικές δημιουργίες, σα να ήταν το πνεύμα του μυθιστοριογράφου ένα περιβάλ λον εντελώς διαπεραστό από τις ακτίνες του πραγματικού και καθόλου διαθλαστικό ή ταραγ μένο. Αυτή η συμπεριφορά πρέπει να φαίνεται ακόμα πιο παράξενη αφού ο μυθιστοριογράφος, ονομάζοντας το έργο του «φαντασία» παραιτή θηκε από κάθε φιλαλήθη παράσταση. Όμως όλες του οι απεικονίσεις είναι τόσο σύμφωνες με την πραγματικότητα που δεν θα είχαμε τίποτα να αντείπουμε αν είχε ονομάσέι την Gradiva όχι φαντασία, αλλά ψυχιατρική μελέτη». ΥΟ ωστόσο σημεία μοιάζουν απίθανα και αυθαίρετα, η γνώση όμως των πηγών του συγγραφέα θα επέτρεπε να τα αναλύσουμε με τη βοήθεια των ψυχικών νόμων: όλα μέσα στο έργο είναι εξηγήσιμα και σύμφωνα με την πραγματι κότητα. «Ο ποιητής έκανε μια τελείως σωστή ψυχια τρική μελέτη, με την οποία μπορούμε να συγκρί νουμε την κατανόησή μας της ψυχικής ζωής». Τουλάχιστον ο Φρόυντ φαίνεται έκπληκτος γι’ αυτή τη «γνώση». «Είναι όντως εκπληκτικό που ο ποιητής μπόρεσε να το κάνει αυτό». Η θεώρηση του έργου του μυθιστοριογράφου σαν μια ψυχιατρική μελέτη, το να το κρίνουμε από την άποψη της αλήθειας, δεν σημαίνει τάχα πως το αδειάζουμε από την ιδιαιτερότητα του έργου τέχνης και το εξετάζουμε μέσα στην παρα-
Δ
αφιερωμα/37
I
δοσιακή λογική του σημείου; Δεν πρέπει άραγε ν’ αφήσουμε την επιστήμη (την ψυχιατρική εδώ) να κάνει τις δικές της μελέτες; Σ ’ αυτές τις παρα τηρήσεις, ο Φρόυντ απαντά μερικώς. Το να πι στεύουμε σε μια ιδιαιτερότητα της τέχνης σα «μια καθαρή αισθητική» σημαίνει πως είμαστε θύματα της διαίρεσης των ανθρωπίνων δυνατο τήτων και δέσμιοι της γλώσσας. Η παραδοσιακή ψυχιατρική που θέλει να θεωρείται επιστημονι κή, γνωρίζει λιγότερο τον άνθρωπο απ’ ό,τι ο μυθιστοριογράφος. Αντίθετα, η γνώση δεν βλά πτει την ομορφιά, γιατί η γνώση του ποιητή δεν θεωρείται άμεσα.ως τέτοια: «Στην πραγματικότητα κανένας αληθινός ποιητής δεν παρατήρησε ποτέ αυτή την τάξη. Η περιγραφή (Schilderung) της ανθρώπινης ψυχο λογικής ζωής είναι όντως το δικό του πεδίο. Υπήρξε πάντα ο πρόδρομος της επιστήμης, ακό μα και της επιστημονικής ψυχολογίας». «Ο ποιητής δεν πρέπει να παραχωρήσει τη θέ ση του στον ψυχίατρο ούτε ο ψυχίατρος στον ποιητή, κι η ποιητική αντιμετώπιση ενός ψυχια τρικού θέματος μπορεί νά ’ναι σωστή δίχως να χάνει η ομορφιά».1 Έτσι, η μεσολάβηση της ψυχανάλυσης είναι απαραίτητη για να αποκαλυφτεί η γνώση πίσω από την ομορφιά. Αυτή η αλήθεια βρίσκεται σαν σε άβυσσο στο μυθιστόρημα του Γιένσεν. Η σχέ ση ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, στον Νορμπέρ και τη Ζοέ, παριστάνει αυτήν που υπάρχει
Το πνεύμα τον Γχάιατ φον Ντελφτ το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν τραπέζι
38/αφιερωμα μέσα στον καλλιτέχνη και την ψυχανάλυση. Φυ σικά ο Νορμπέρ δεν παρουσιάζεται σαν καλλιτέ χνης αλλά σαν αρχαιολόγος. Είναι όμως άρρω στος και θαυμάζοντας ένα αγαλματάκι, τη Gradiva, αρχίζει να παραληρεί. Η αρχαιολογική έρευνα χρησιμεύει ως αντι-επένδυση στις ερωτι κές του επιθυμίες που ξεθυμαίνουν έμμεσα στα φανταστικά οράματα σχετικά με το έργο τέχνης. Η Ζοέ παίζει; το ρόλο του ψυχαναλυτή, ο Φρόυντ το λέει ανοιχτά. Το κεφάλαιο VI αρχίζει έτσι: «Η επέμβαση της Ζοέ, από την άποψη του γιατρού, ανανέωσε σε μας το ενδιαφέρον για το έργο». Ν δεχόμαστε αυτήν την δίχως διέξοδο ανά γνωση, μπορούμε να πούμε πως ο καλλιτέ χνης διαδραματίζει τις ασυνείδητες διαδικασίες δίχως να τις καταλαβαίνει, και πως μόνο ο ψυ χαναλυτής, όπως η Ζοέ, μπορεί να τις ερμηνεύ σει. Δεν υπάρχουν δύο κείμενα: ένα κείμενο ασυνείδητο κι ένα συνειδητό, αλλά ένα μόνο, το οποίο είναι ένας συμβιβασμός, και που ο Νορ μπέρ κι η Ζοέ τον καταλαβαίνουν με διαφορετι κό τρόπο. Ο Νορμπέρ, σαν τον καλλιτέχνη, δια θέτει μια ενδοψυχική αντίληψη των ψυχικών διαδικασιών, ιδιαίτερα της απώθησης. 'Εχει μια σκοτεινή, συμβολική διαίσθηση για τη σημασία του θαψίματος της Πομπηίας, τη στιγμή που η Ζοέ την κατανοεί ξεκάθαρα. Ο Φρόυντ υπο γραμμίζει τη συχνότητα με την οποία ο μυθιστοριογράφος βάζει στο στόμα των ηρώων του, λό γους με διπλή σημασία. Τα λόγια του Νορμπέρ δεν έχουν γι’ αυτόν παρά την έννοια που αντι λαμβάνεται η συνείδηση. Η Ζοέ αντιλαμβάνεται επιπλέον και την ασυνείδητη έννοια. Χρησιμο ποιεί, η ίδια, ηθελημένα διφορούμενους λόγους. Η πρώτη έννοια προσαρμόζεται στο παραλήρη μα του Νορμπέρ, η δεύτερη το ξεπερνά και το μεταφράζει στη γλώσσα της ασύνειδης αλήθειας. Απ’ όπου κι ο θρίαμβος του πνεύματος και της τέχνης, να μπορεί ν’ αποδώσει μέσα στην ίδια διατύπωση το παραλήρημα και την αλήθεια. Η επικράτηση των διφορούμενων λόγων στην Gradiva δεν οφείλεται στην τύχη. Είναι μια προσθή κη στο διπλό ορισμό των συμπτωμάτων. Όσο αυτά τα λόγια αποτελούν τα ίδια συμπτώματα και προέρχονται από το συμβιβασμό ανάμεσα στο συνειδητό και το ασυνείδητο. Επιπλέον η μέθοδος θεραπείας που χρησιμοποιεί η Ζοέ είναι η ίδια μ’ αυτήν του ψυχαναλυτή. Εισάγει την ερωτική μεταβίβαση. Ο αρχαιολόγος Νορμπέρ είναι αφιερωμένος στο ένστικτο του θανάτου χω ρίς τη Ζοέ, που τ’ όνομά της σημαίνει ζωή: όπως κι η ψυχανάλυση, δουλεύει στην υπηρεσία του Έρωτα. Απ’ αυτή τη μελέτη του έργου Gradiva του Γιένσεν μπορούμε να βγάλουμε μερικά συμπερά σματα:
Α
-g ΙΟ καλλιτέχνης έχει μια γνώση ανώτερη από -L «ρην παραδοσιακή ψυχολογία και την ψυχια τρική. «Η γέννηση του παραληρήματος, που γί νεται αποδεκτή από τον ποιητή, στέκει μπροστά στην ετυμηγορία της επιστήμης; Η απάντησή μας θα απογοητεύσει ίσως κάθε προσδοκία, γιατί πρέπει δυστυχώς στην πραγματικότητα να αντιστρέψουμε τους ρόλους. Η επιστήμη δεν στέκει μπροστά στο έργο του ποιητή. Ανάμεσα στις κληρονομικές-θεσμικές προδιαθέσεις και τις δη μιουργίες του παραληρήματος που εμφανίζονται πανέτοιμες, η επιστήμη αφήνει να υπάρξει μια χαραμάδα, που μπορούμε να τη γεμίσουμε με τον ποιητή. Η επιστήμη δεν υποψιάζεται ακόμα τη σημασία της απώθησης, δεν παραδέχεται πως έχει απόλυτη ανάγκη από το ασυνείδητο για ν’ αποδώσει το σύμπαν των ψυχοπαθολογικών εκ δηλώσεων. Δεν ψάχνει την αιτία του παραληρή ματος σε μια ψυχική σύγκρουση και δεν αντι λαμβάνεται τα συμπτώματα σαν μορφώσεις του συμβιβασμού». μυθιστοριογράφος επικυρώνει τα αποτε της ψυχανάλυσης. 30λέσματα όμως, να αναρωτηθεί σαν τον ψυχανα λυτή για τις αιτίες της απώθησης των ερωτι 3κώνΑντί, επιθυμιών του Νορμπέρ, απλά και μόνο πε ριγράφει με εντελώς σωστό τρόπο τη συμπεριφο ρά του. Έτσι ο ποιητής δεν κάνει επιστημονικό έργο, δεν προσπαθεί να εξηγήσει. Έτσι, παρ’ όλα τα σημεία θαυμασμού, που επαναλαμβάνο νται, για τη γνώση του καλλιτέχνη, ο Φρόυντ τε λικά αναρωτιέται πώς ο ποιητής μπορεί να φτά σει στην ίδια γνώση με το γιατρό, ή τουλάχιστον πώς μπορεί να φτάσει να ενεργεί σαν να ήξερε τα ίδια πράγματα: πιο πολύ από μια γνώση πρό κειται για τη λειτουργία μιας γνώσης. Αλλού ο Φρόυντ μιλά για μια «ενδοψυχική γνώση». Τι θα πει όμως αυτό και τι αξίζει η αλήθεια μιας τέ τοιας γνώσης; Αυτή η γνώση είναι το προνόμιο των ποιητών, των πρωτόγονων ανθρώπων, ορι σμένων αρρώστων, των προληπτικών. Σε καμία περίπτωση δεν παρουσιάζεται σαν τέτοια, αλλά έμμεσα, προβαλλόμενη σε έργα τέχνης, σε μύ θους, σε παρανοϊκά παραληρήματα· παρουσιά ζεται πάντα παραμορφωμένη και μετατοπισμένη από το εσωτερικό στο εξωτερικό. Έτσι, αυτή η σκοτεινή γνώση δεν έχει τίποτα από τις ιδιότητες μιας γνώσης. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό που ο ποιητής γνωρίζει δίχως γνώση και που δεν μπορεί να προσδιορίσει τον τόπο της αλήθειας του λόγου του. Η ενδοψυχική γνώση είναι μια γνώση μέσα στους ίσκιους. Αυτό που προβάλλεται στον εξω τερικό κόσμο είναι ο μάρτυρας αυτού που σβήστηκε από τη συνείδηση. Μετάφραση: Τιτίκα Δημητρούλια
αφιερωμα/39
Σαλβαντόρ Νταλί
Υπερρεαλισμός και Ψυχανάλυση Ο υπερρεαλισμός επηρεάστηκε πολύ από τη σκέψη του Freud: την ιδέα μιας υπόγειας ψυχικής πραγματικότητας με δικούς της νόμους, τη σημασία της σεξουαλικότητας στη λειτουργία του ασυνείδητου, την αντίθεση ανάμεσα στην αρχή της ηδονής και την αρχή της πραγματικότητας και κυρίως τη μέθοδο της ερμηνείας των ονείρων: Αυτό που θεωρώ απόλυτα σημαντικό από το έργο του Freud είναι η μέθοδος της ερμηνείας των ονείρων και αυτό για τους ακόλουθους λόγους: είναι η πλέον πρωτότυπη ανακάλυψη αυτού του συγγραφέα γιατί τίποτα στις προηγούμενες επιστημονικές θεωρίες για το όνειρο δεν είχε την παραμικρή σχέση μ’ αυτή την ερμηνεία. Μέσα σ’ αυτή τη μελέτη αποκρυσταλλώνει τις καθημερινές εμπειρίες του στον τομέα των ψυχικών παθήσεων. Ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, πρόκειται για τα πορίσματα που προέρχονται από τη σχολαστική παρατήρηση των εξωτερικών εκδηλώσεων αυτών των παθήσεων. Τέλος, πρόκειται εδώ για μια πρόταση του συγγραφέα που έχει ένα ρόλο αποκλειστικά πρακτικό και που δεν μπορεί να μας επιβάλλει την τάδε ή τη δείνα ανακριβή ή πρόχειρη άποψη. Δεν το θεωρώ καθόλου απαραίτητο για την επαλήθευση της αξίας του να αποδεχτώ τις επιπόλαιες γενικότητες με τις οποίες μας κατακλύζει στη συνέχεια αυτός ο συγγραφέας που τον θεωρώ άλλωστε αρκετά αστοιχείωτο από φιλοσοφική άποψη. 129/Α. Breton «Τα συγκοινωνούντα δοχεία» (1932), Gallimard, «Idees», p. 28. Την ίδια στιγμή που ο Breton αναγνωρίζει το χρέος που οφείλει στη* ψυχανάλυση σ’ ένα σημαντικό θέμα, την απορρίπτει συγχρόνως. Οι αναλύσεις του Freud και του Breton δεν είχαν σίγουρα τον ίδιο σκοπό. Και οι δύο αναγνωρίζουν τη δύναμη της επιθυμίας αλλά ο πρώτος επιδιώκει τη μετουσίωσή της, ενώ ο δεύτερος την πραγμάτωσή της. Ενώ η ψυχανάλυση αποσκοπεί στη θεραπεία των ψυχικά διαταραγμένων ατόμων με σκοπό την κοινωνική τους ένταξη, ο υπερρεαλισμός επιδιώκει την απελευθέρωση των καταπιεσμένων δυνάμεων και την αλλαγή των συνθηκών της ζωής. Αλλά η εκφραστική τραχύτητα του Breton δεν είναι τόσο αποτέλεσμα μιας θεωρητικής διαμάχης όσο η συνέχεια ενός ανταγωνισμού με τον δάσκαλο από τη Βιέννη που δεν παίρνει και πολύ στα σοβαρά τις υπερρεαλιστικές θέσεις. Οι υπερρεαλιστές έχουν συχνά επιθετική στάση απέναντι στην ψυχανάλυση και στους γάλλους ψυχαναλυτές. Κυρίως δε από την εποχή της επαφής τους με τους κομμουνιστές, τα δύο δόγματα μαρξισμός και φροϋδισμός δείχνουν εντελώς ασύμβατα. Κι ενώ πολλά μέλη της ομάδας όπως ο Artaud, ο Crevel, ο Leiris, ο Queneau κάνουν ψυχανάλυση, οι αρνητικές κριτικές για την ψυχαναλυτική σχολή εμμένουν. Μετ.: Ά ννα Χουρμουζιάδη
Bachelardκαι η ψυχανάλυση m
Σαλβαντόρ Νταλί: Το αίνιγμα
Ι
Ο
% > ■
- ν * 2 ^
VI
^
*
/ Γο πλατύ κοινό θεωρεί τον Bachelard. δάσκαλο της ψυχαναλυτικής λογοτεχνικής ανάλυσης. Στην πραγματικότητα, ο Bachelard έπαψε πολύ γρήγορα να αυτοαποκαλείται ψυχαναλυτής και δεν θεώρησε ποτέ τον εαυτό του κριτικό. Ο Bachelard είναι φιλόσοφος· θέλει να κατασκευάσει μία φιλοσοφία της φαντασίας θεωρώντας ταυτόχρονα τα λογοτεχνικά κείμενα σαν κοινά γραπτά. Αλλά η στάση του είναι διφορούμενη: θέλει να είναι επίσης ένας αναγνώστης που μας μαθαίνει να διαβάζουμε, ένας ονειρευόμενος που μας μαθαίνει πώς να ονειρευόμαστε καλύτερα. Ε την έκδοση της «Ψυχανάλυσης της Φω τιάς» θεωρεί ότι παρουσιάζει μια απλή εφαρμογή του προηγούμενου μεγάλου έργου του: «Η Διαμόρφωση του Επιστημονικού Πνεύμα τος», όπου καταδείχνει τις σκοτεινές δυνάμεις που βρίσκονται μέσα μας και που ανταγωνίζον ται την επιστημονική γνώση. Δεν συνειδητοποιεί απόλυτα ότι αρχίζει ένα νέο εγχείρημα: με το πρώτο του έργο παρουσίαζε τον αρνητικό ρόλο της φαντασίωσης, με το δεύτερο θα υμνήσει τη δημιουργική της ιδιότητα. Πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τις πραγματικές σχέσεις του Bachelard με την ψυχανάλυση. Και για το σκοπό αυτό πρέπει να διακρίνουμε δύο πράγματα: τη γνώμη του σχετικά μ’ αυτή την επιστήμη και τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τις μεθόδους του. Ο Bachelard δεν αμφισβήτησε ποτέ τις ανα καλύψεις της ψυχανάλυσης και θεωρεί επίσης ακλόνητα τα επιτεύγματα των διαφόρων σχο λών. Στα πρώτα του βιβλία όπου ασχολείται με το αντικείμενο της λογοτεχνίας, επιμένει στον θεμελιώδη ρόλο του ασυνείδητου μέσα στη δη μιουργία εξ ου και η αναγκαιότητα ανάλυσης. Αλλά πώς πρέπει να αναλύσουμε τα λογοτε χνικά έργα; Πρέπει να παρατηρήσουμε πως ενώ ο όρος υπάρχει στον τίτλο του πρώτου έργου,
Μ
δεν υπάρχει στο έργο «Το Νερό και τα Όνειρα» και ο Bachelard εξηγείται: μια αληθινή ψυχανά λυση απαιτεί ιατρική γνώση και πείρα στον το μέα των νευρώσεων που αυτός δεν διαθέτει. Πλέκει το εγκώμιο κριτικών όπως του Charles Bandouin και της Marie Bonaparte που αντιμε τωπίζουν τα λογοτεχνικά έργα σαν κλινικές με λέτες. Αποφεύγει όμως να τους ακολουθήσει. Η ψυχανάλυση των λογοτεχνικών έργων είναι κατά τον Bachelard μια διαφορετική επιστήμη και λό γω του αντικειμένου της και λόγω των μεθόδων που χρησιμοποιεί. «Η μόνη δυνατότητα για να γνωρίσουμε τον άνθρωπο είναι το διάβασμα, αυ τή η θαυμάσια πράξη που κρίνει τον άνθρωπο σύμφωνα μ’ αυτά που γράφει». Λόγω του υλικού που έχει στη διάθεσή του, θεωρεί πιο φρόνιμο, αλλά και πιο ενδιαφέρον να περιορίσει τη μελέ τη του σε μια ψυχική ζώνη που δεν είναι αυτή του βαθύτερου ασυνείδητου. Ο Charles Mauron του καταλόγισε αυστηρά αυτή την εκλογή. Δείχνει να πιστεύει ότι ο Ba chelard υποχώρησε μπροστά σε ό,τι δυσάρεστο υπάρχει μέσα στα ένστικτα και στις διαστρεβλώ σεις τους. Τον κατηγορεί κυρίως για έλλειψη επιστημονικής συνέπειας: «Δεν υπάρχει διαχω ρισμός ανάμεσα στο όνειρο και τη φαντασίωση»
αφιερωμα/41 μας λέει και αυτό είναι λάθος. Ο Bachelard έδω σε καθαρές εξηγήσεις πάνω σ’ αυτούς τους δια χωρισμούς. Αντικείμενο της μελέτης του δεν εί ναι το όνειρο αλλά η φαντασίωση. Στην πραγμα τικότητα, το όνειρο-ενύπνιο δεν του αρέσει γιατί είναι πολύ απρόσωπο, γιατί δεν ονειρεύεται το εγώ και γιατί δεν υπάρχει ένα cogito του ονειρευόμενου. Είναι αλήθεια πως μεταχειρίζεται συχνά, όπως γίνεται και στην καθομιλουμένη,· τον όρο όνειρο ενώ αναφέρεται στη φαντασίωση. Αυτό συμβαίνει γιατί το πέρασμα από το ένα στο άλλο γίνεται χωρίς διακοπή όπως και στο δέν τρο, το πέρασμα από τη ρίζα στον κορμό. «ΓΤ'' Ο όνειρο έχει μία ρίζα κάθετη που κατεJ. βαίνει μέχρι το βαθύ, απλό ασυνείδητο της αρχέγονης παιδικής ηλικίας. Έχει επίσης ένα ολόκληρο δίκτυο από φακελώδεις ρίγες που ζουν μέσα σ’ ένα πιο επιφανειακό στρώμα». Σύμφωνα με κάποια άλλη μεταφορά, αρκείται στη μελέτη που έχει σαν αντικείμενο τα διάφορα παρακλάδια της φαντασίας που βρίσκονται «πά νω από το σημείο του εμβολιασμού, όταν δηλαδή μια πράξη καλλιέργειας-κουλτούρας άφησε το σημάδι της πάνω στη φύση». Ο Bachelard δεν θεωρεί αυτή τη μελέτη στην οποία πρέπει να αρκεστεί σαν ένα είδος ήττας. Πιστεύει πως αυτή η ψυχική ζώνη είναι πιο εν διαφέρουσα γιατί είναι αληθινά ανθρώπινη «ο εμβολιασμός (δηλαδή το επίκτητο) είναι το ση μάδι του ανθρώπου». Έτσι, δημιουργούνται τα «συμπλέγματα κουλ τούρας» που είναι μια επινόηση του Bachelard. (Διευκρινίζουμε ότι τα συμπλέγματα γι’ αυτόν, είναι «αλόγιστες πράξεις, που ελέγχουν τη διαδι κασία της σκέψης»· δεν πρόκειται για ψυχικά αδιέξοδα, δηλαδή δεν έχουν κάποιο χαρακτήρα καθαρά παθολογικό). Ένα σύμπλεγμα κουλτού ρας αποτελείται από φυσικά όνειρα και από διά φορες μορφές της κεκτημένης παράδοσης. Θα αναφέρουμε μόνο ένα από τα πιο γνωστά που παίρνουν την ονομασία τους, σύμφωνα με την τακτική του Bachelard, από το «σημείο κουλτού ρας» τους: το σύμπλεγμα της Οφηλίας που γεν νήθηκε απ’ αυτή τη φυσική συνάθροιση που αποτελούν το νερό, η γυναίκα, η κόμη, το λου λούδι, τα νιάτα και ο θάνατος. Να τα κατονομά σει είναι ένα παιχνίδι αλλά κάτι περισσότερο κι από παιχνίδι. «Η κατονομασία των πραγμάτων, μας λέει, εί ναι πολλές φορές αρκετή για να προκαλέσει ένα ίζημα·, Πριν από το όνομα, υπήρχε ένα θολό και άμορφο διάλυμα, μετά το όνομα βλέπουμε να εμ φανίζονται κρύσταλλα στο βάθος του υγρού». Τα συμπλέγματα κουλτούρας, αφού απομονω θούν σύμφωνα μ’ αυτή τη μέθοδο, εμβολιάζονται πάνω στα συμπλέγματα που έφερε στο φως η ψυχανάλυση, τα οποία αν και πιο βαθιά επιδέ
χονται ωστόσο περισσότερο από τ’ άλλα την επί δραση της αισθητικής και του προσωπικού στοι χείου. Ολοένα και περισσότερο ο Bachelard θεω ρεί ότι ο ανθρώπινος ψυχισμός συνεπάγεται ποι κιλία και ελευθερία. Δημιουργεί ένα πιο ελαστι κό συμβολισμό από αυτόν της φροϋδικής ψυχα νάλυσης· το ίδιο συμβαίνει και με τα αρχέτυπα του Jung: «Θα ήταν υπεραπλούστευση αν το σπουδαιότερο αρχέτυπο, η Μητέρα, εξαφάνιζε όλα τα άλλα». ΑΙ φτάνει η μέρα όπου ο Bachelard κόβει τη ρίγα... Δεν θα φτάσει βέβαια, στο ση μείο ν’ αρνηθεί κάθε παρέμβαση του ασυνείδη του αλλά απορρίπτει τη διαδικασία της φαντα σίας που καθορίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο. Η εμ φάνιση του έργου του «Ποιητική του χώρου» ολοκληρώνει τη ρήξη του με την ψυχανάλυση. Ο ποιητής τώρα πια ταυτίζεται με την ποιητική συ νείδηση τη στιγμή της παραγωγής της εικόνας. Και στο βιβλίο του «Ποιητική της φαντασίωσης» ο Bachelard εκφράζει την αγαλλίαση που αισθά νεται μ’ αυτή τη διπλή απελευθέρωση: της εικό νας και εκείνου που την αναλύει. Είναι αλήθεια πως ήδη από την «Ψυχανάλυση της φωτιάς» και ολοένα περισσότερο, η φαντασία αποτέλεσε για τον Bachelard την πρωταρχική λειτουργία του ψυχισμού, μια βασική λειτουργία που προηγεί ται της σκέψης, της συγκίνησης, της θέλησης. Εί ναι πρωτόφαντη, εισάγει την παρατήρηση της πραγματικότητας, καθορίζει τη θέαση των πραγ μάτων: «Τα μόνα τοπία που ατενίζουμε με αι σθητικό πάθος είναι εκείνα που είδαμε πρώτα στα όνειρά μας». Οι εικόνες παύουν να είναι σύμβολα που κατασκευάστηκαν από το φιλόσο φο για να εξηγήσουν τη σκέψη του: η ποιητική του Νίτσε προηγείται της φιλοσοφίας του. Ο Bachelard αποδίδει στη Φαντασία έναν τρι πλό χαρακτήρα: μορφικό, υλικό, δυναμικό. Αλ λά γι’ αυτόν -και εδώ βρίσκεται η πιο πρωτότυ πη από τις ιδέες του- αυτό που είναι πρωταρχι κό είναι η φαντασία της ύλης και των δυνάμεων. Οι φόρμες απλώς έπονται. Το Φανταστικό δεν αντλεί την τροφή του από τις οπτικές παραστά σεις. «Χρειάζεται πρώτα μια πιο άμεση παρου σία. πιο γενική...» η παρουσία ενός στοιχείου. Και αυτό το στοιχείο είναι αναπόσπαστο από ένα δυναμισμό: το δυναμισμό του ονείρου που κινείται μέσα του, είτε αυτός ο δυναμισμός είναι μια ήρεμη εγκατάλειψη ή συχνότερα μια επίθε ση, μια κατάκτηση. Η θεωρία που περικλείει τα τέσσερα είδη ποιητικών τύπων, δηλαδή που τα κατατάσσει σύμφωνα με τα τέσσερα στοιχεία, εί ναι εντελώς αναπάντεχη και πρέπει να δημιουρ γεί σύγχυση στον αναγνώστη που έχει ακολουθή σει τον Bachelard ως τη «Διαμόρφωση του επι στημονικού πνεύματος». Εκεί, μιλούσε για το «εμπόδιο της ουσίας». Από δω και στο εξής θ’
Κ
42/αψιερωμα ακολουθήσει τη φαντασία μέσα στην καρδιά της ουσίας και θα παραμείνει εκεί. Και θα τύχει ν' ακούσουμε τον επιστημονικό φιλόσοφο να υμνεί το Νερό π.χ. στη φλογερή γλώσσα των αλχημιστών... Ο Bachelard πίστευε πάντα πως υπήρχε κάτι πίσω από την παραδοσιακή διάκριση των τεσσά ρων συστατικών χυμών που αντιστοιχούν στα τέσσερα στοιχεία: «Σ’ ένα βιολογικό λάθος, έκδηλο βέβαια αλλά αρκετά γενικό, αντιστοιχεί μια βαθιά ονειρική πραγματικότητα». Επικεφα λής κάθε κριτικής γι’ αυτή τη θεωρία, θά ’πρεπε να τοποθετήσουμε ένα κείμενο του Jacob Boehme που αναφέρει ο Bachelard στο τέταρτο κεφά λαιο του βιβλίου του «Ο Αέρας και τα όνειρα»: «Αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε την προέλευ ση των τεσσάρων στοιχείων, θα βρούμε, θα δού με και θα αισθανθούμε καθαρά πως αυτή η προέλευση βρίσκεται μέσα μας...». Με μια έν νοια λίγο διαφορετική από αυτήν του Boehme, μπορούμε να πούμε: τα τέσσερα στοιχεία είναι εσωτερικά. Αποτελούν μία ανθρώπινη δημιουρ γία- αντιστοιχούν στους τρόπους με τους οποί ους ο ανθρώπινος ψυχισμός αντιλαμβάνεται τον υλικό κόσμο. Οι τύποι της φαντασίας προϋπάρ χουν και αναπλάθουν την εμπειρία σύμφωνα με τις επιλογές τους. Αυτό δικαιολογεί και την εκλογή μιας κατάταξης που φαίνεται αρχαϊκή και βασισμένη πάνω σε μια ψεύτικη επιστήμη. Ψεύτικη αλλά ακλόνητη, και τόσο επίμονη που πρέπει σίγουρα να βασίζεται πάνω σε μια πραγ ματικότητα: αυτή η πραγματικότητα είναι ψυχο λογικής υφής. Κάθε έρευνα για να θεωρείται αληθινά πρωτοπόρα προϋποθέτει μια θεωρία, δηλαδή μία σχετική προκατάληψη. Ο Bachelard παίρνει σαν αρχή τη θέση ότι για κάθε ύπαρξη προικισμένη με φαντασία υπάρχει μία κατεξοχήν ουσία, «μια ουσία ενεργητική που καθορίζει την ενότητα και την ιεραρχία της έκφρασης». Το ζη τούμενο είναι να την ανακαλύψουμε. Υπήρξαν όμως λανθασμένες ερμηνείες της σκέψης του Bachelard επειδή οι υποστηρικτές τους δεν πρόσεξαν αρκετά ότι «κάθε στοιχείο πρέπει να νοείται μέσα στον ειδικό του δυναμι σμό, σε κίνηση και σε σχέση με μία κίνηση. Ποτέ ο Bachelard δεν διεχώρισε το αντικείμενο της φαντασίας από την ανθρώπινη κίνηση χωρίς την οποία η πραγματικότητα, λέει, δεν θα μπορούσε να υπάρξει πραγματικά για τον άνθρωπο: η συ νείδηση των αντικειμένων αποκτιέται μόνο μέσα από την αντίστασή τους. Ακόμα και το βιβλίο που είναι αφιερωμένο στο νερό, κατεξοχήν πηγή ηρεμίας, περιέχει ένα κεφάλαιο «Το βίαιο νερό» όπου ο Bachelard μελετάει την αμοιβαία επιθετι κότητα ανάμεσα στον άνθρωπο και στο στοιχείο. Αφιέρωσε ένα ολόκληρο βιβλίο σε μία καθαρή μελέτη της φαντασίας σαν πηγή κίνησης: τον «Lautreamont». Η παρόρμηση προς μία κίνηση
δημιουργεί το όργανο αυτής της κίνησης: ο επι θετικός ψυχισμός του Ducasse υλοποιείται μέσα στο la Griffe, la Pince, la Serre, la Ventouse- το όπλο της επίθεσης φέρνει την εικόνα του ζώου που επιτίθεται, έτοιμο πάντα να διογκωθεί ή να μεταμορφωθεί. ΕΙΚΟΝΑ: είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλη έρευνα της φιλο σοφίας μας. Η «Εικόνα κατά τον Bachelard» απαιτεί μία μελέτη που είναι δύσκολη να γίνει γιατί αυτό το σχήμα ξεφεύγει από την αντίληψη. Έκανε πολλές απόπειρες ορισμών, ταξινόμησης και η ορολογία του ποικίλλει όχι τόσο λόγω έλ λειψης ακρίβειας αλλά λόγω ενός πληθωρικού γλωσσικού πλούτου. Με τη μία ή την άλλη ονο μασία ξεχωρίζει πρωταρχικές εικόνες: «αυτές που ακολουθούν ταυτόχρονα και τις δυνάμεις της φύσης και τις δυνάμεις της φύσης μας» (ορι σμός που συνεπάγεται μια θεωρία για μία αρμο νική συμφωνία ανάμεσα στον άνθρωπο και το Σύμπαν). Το Δέντρο αποτελεί το καλύτερο πα ράδειγμα: εικόνα όχι μιας απλής κάθετης γραμ μής αλλά μιας κάθετης ζωής. Το Δέντρο του αέ ρα στο έργο «Ο Αέρας και τα όνειρα» συμπλη ρώνεται από το ριζωμένο δέντρο μέσα στη «Γη και τις φαντασιώσεις» και γίνεται αυτό το επιμέρους αντικείμενο που όταν το ονειρευόμαστε στην ολότητά του γίνεται το σημάδι ενός ολοκλη ρωμένου ψυχισμού. Θα μπορούσε να έδινε πε ρισσότερες εξηγήσεις πάνω στις σχέσεις της εικό νας και της λέξης, να ξεχωρίσει πιο καθαρά την λογοτεχνική Εικόνα. Πολλές φορές προσπάθησε να προσεγγίσει μια μελέτη των συνθέσεων (αστε ρισμών) των εικόνων που δείχνουν παράλογες για τη λογική και που συνδέονται με μια σχέση συναισθηματική ή δυναμική. Μια από τις πιο διαυγείς αναλύσεις ενός τέτοιου τύπου συνά θροισης αφορά τις εικόνες που αποτελούνται από διάφορα επίπεδα (το σπίτι, από το υπόγειο στη σοφίτα), οι οποίες «εξυπηρετούν ταυτόχρο να διάφορες ενστάσεις της ζωής που είναι προι κισμένη με φαντασία» και μας επιτρέπουν να «ανεβούμε ή να κατεβούμε κατά μήκος ενός άξο να που πηγαίνει απ’ το οργανικό στο πνευματικό και αντίστροφα». Για πολύ καιρό η Εικόνα, παρά την «αυθόρ μητη μορφή της» δεν ήταν τυχαία για τον Bache lard: επειδή αντλεί την ύπαρξή της από τις μυ στικές επιλογές, θα ήταν αδύνατο να κάνουμε μία εργασία κατάταξης. Αλλά όταν ο φιλόσοφός μας μυείται στη φαινομενολογία, η εικόνα που εκλαμβάνεται πέρα από κάθε αιτία, αποκτά γι’ αυτόν μία άμεση οντότητα. Δεν υπάρχει πια κα νένας συσχετισμός: «όλη η αξία μιας εικόνας βρίσκεται στην απομόνωσή της».
Η
Μετάφραση: Αννα Χουρμουζιάδη
αψιερωμα/43
Ζαν Μπελεμέν-Νοέλ
Διάβασμα μαζί με τον Φρόυντ
Από την εξερεύνηση των ονείρων οδηγήθηκαν στην ανάλυση των ποιητικών δημιουργημάτων πρώτα, και σ’ εκείνη των καλλιτεχνών κατόπιν [...] Τα προβλήματα αυτά είναι από τα πιο σαγηνευτικά απ’ όλα όσα προσφέρονται στις εφαρμογές της ψυχανάλυσης [Σ. Φρόυντ. Απόσπασμα από τα «Πέντε μαθήματα Ψυχανάλυσης» (1904), 1909, Payot (1950), 1971 σελ. 111- 112.1
-Β-1ια αρχή ας αναφέρουμε ένα ανέκδοτο: είτε αληθινό είναι, είτε πλαστό τα λέει σωστά. Σε κάποιον που τον ρωτούσε, ποιοι ήταν οι δάσκαλοί του, λένε ότι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης απάντησε με μια χειρονομία που έδειχνε τα ράφια της βιβλιοθήκης του, όπου βρίσκονταν τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας...
44/αφιερωμα Φρόυντ ήταν λάτρης κάθε είδους λογοτε χνίας: διάβαζε πολύ αλλά ήταν και εκλεκτικός στις επιλογές του. Η πνευματική του καλ λιέργεια ήταν εκείνη που έδιναν πριν 100 χρόνια -στην Αυστρία- στη μέση εκπαίδευση: κλασική μεν, αλλά πιο ποικίλη, πιο ολοκληρωμένη, πιο σύγχρονη από την ανάλογη μόρφωση που δίνανε στη Γαλλία. Για παράδειγμα, οι λέξεις που ξα νάρχονται πιο συχνά κάτω από την πένα του εί ναι ο Αριστοφάνης, ο Βοκάκιος, ο Θερβάντες, ο Ντιντερό, ο Γκαίτε, ο Χέμπελ, ο Χάινε, ο Ησίο δος, ο Χόφμαν, ο Όμηρος, ο Οράτιος, ο Τάσσο, ο Μίλτον, ο Μολιέρος,ο Ραμπελαί, ο Σίλλερ, ο Σαίξπηρ, ο Σοφοκλής, ο Σουίφν καθώς και οι πιο σύγχρονοι: Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ, Α. Φρανς, Ίψεν, Κίπλινγκ, Τ. Μαν, Νίτσε,1 Σοπενχάουερ, Μπ. Σόου, Μ. Τουάιν, Ο. Γουάιλντ, Ζολά, Σ. Τσβάιχ. Αυτά που χρωστάει στα διαβάσματά του είναι πριν απ’ όλα μερικές επιτυχη μένες διατυπώσεις που σημάδεψαν τη μνήμη του και του επιτρέπουν να διανθίζει το κείμενό του με «τσιτάτα» σύμφωνα με τη συνήθεια των συγ γραφέων της εποχής του. Στα αναγνώσματά του οφείλει πριν απ’ όλα την απόκτηση γνώσεων επάνω στα ελατήρια που κινούν τους ανθρώ πους, πρώτα με εμποτισμό (με αυτό το κεφάλαιο σοφίας και πείρας που αποκτούμε όλοι μας όταν ερχόμαστε σε επαφή με ορισμένα αντιπροσωπευ τικά έργα) και ύστερα, μπήκε με δική του πρω τοβουλία μαθητευόμενος κοντά στις μεγαλοφυίες που, χωρίς να το ξέρουν, είχαν προηγηθεί απ’ αυτόν στο δρόμο που οδηγούσε στις μεγάλες ψυ χολογικές ανακαλύψεις. Τον βλέπουμε συχνά να εκφράζει την πεποίθησή του ότι τα κείμενα που θεωρούνται αθάνατα μπορούν να αποβούν οδη γοί. Έτσι, στο έργο του «Η ζωή μου και η Ψυ χανάλυση» ([1925], NRF (1950), 1970 σελ. 42)
Ο
γράφει: «Φάνηκε καθαρά -πράγμα που άλλωστε από πολύ καιρό το ήξεραν οι μυθιστοριογράφοι και οι γνώστες της ανθρώπινης καρδιάς- ότι οι εντυπώσεις της πρώτης-πρώτης αυτής εποχής της ζωής αφήνουν άσβηστα ίχνη». Τον σαγηνεύει η καταπληκτική μαντική ικανό τητα των μεγάλων αυτών μυαλών που δεν διέθε ταν μέσα για ανάλυση κι όμως είχαν πλησιάσει το υποσυνείδητο. Δείχνει εντυπωσιασμένος από τις αναλαμπές τους, από τις περιγραφές και τα διηγήματα που είχαν κάνει. Όμως δεν δείχνει να θαμπώνεται μέχρι του σημείου να τυφλωθεί. Αντίθετα, παρακινείται σε μια προσπάθεια να καταλάβει καλύτερα. Αυτό εξηγεί το σθένος που διαφαίνεται στις έρευνες που κάνει, στις προσπάθειές του για να εφαρμόσει την επιστημονική του μέθοδο, μέρα με τη μέρα καθώς την επινοού σε στο αίνιγμα που του είχε ήδη κατά κάποιο τρόπο φωτίσει.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί το ρήμα εφαρμόζω όταν πρόκειται για την ψυχανάλυση; Ο όρος «εφαρμογή» δεν πρέπει να δημιουργή σει παρανοήσεις. Αφήνει συνήθως να εννοηθεί ότι χρησιμοποιούνται σ’ έναν ορισμένο τομέα αρχές και τρόπος έρευνας που ανήκουν σε μια σφαίρα ξένη προς τη γνώση, και η οποία ονομά ζεται ανάλογα με την περίπτωση «βασική επι στήμη» ή «προσηρτημένη επιστήμη». Έτσι προστρέχει κανείς στα μαθηματικά για όλες τις θετικές επιστήμες και ακόμα για μερικές επιστήμες σχετικές με τον άνθρωπο (π.χ. στατι στική). Άλλοτε πάλι εφαρμόζεται η χημεία των ακτινοβολιών στην αρχαιολογία και στην πα λαιοντολογία με τη χρήση του καρβούνου 14 που επιτρέπει να χρονολογηθεί μια λοξευτή πέτρα ή ένα αρχαίο κεραμικό. Αλλά στην περίπτωση που μας απασχολεί δεν πρόκειται για κάποιο τρόπο υπολογισμού ή για κάποιο μηχάνημα μέτρησης που να ανήκει στην τάξη της ποσότητας αλλά πρόκειται για ένα όμοιο ερμηνευτικό κλειδί που θά ’πρεπε να χρησιμεύει στην αποκρυπτογράφη ση ορισμένων ανθρώπιναν εκδηλώσεων που φαι νομενικά απέχουν πολύ η μία από την άλλη (και χρειάζεται προηγουμένως να αποδειχθεί ότι δεν είναι πραγματικά ετερογενείς). Η πρωταρχική πρωτοτυπία της θεωρίας του υποσυνείδητου συνίσταται στο ότι φανέρωσε ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στις διάφορες στάσεις και δραστηριό τητες του ανθρώπου ήταν επιφανειακός. Αφού γίνει αποδεκτή η συνοχή μεταξύ παιδιού και ενήλικου, μεταξύ «πρωτόγονου» και «πολιτισμέ νου», μεταξύ παράδοξου και συνηθισμένου, με ταξύ παθολογικού, και φυσιολογικού τότε μονο μιάς καλύπτεται το χάσμα που κρατούσε σε από σταση μεταξύ τους ορισμένες εκδηλώσεις όπως
αφιερωμα/45 τα συμπτώματα, τα φανταστικά διηγήματα, τα ταμπού των φυλών της Πολυνησίας, η οργάνωση και η σημασία παιχνιδιών στο αγοράκι και στο κοριτσάκι. Υπάρχει ένα κοινό υπόβαθρο -που είναι ο σύνθετος μηχανισμός παρορμήσεων, οι τρόποι συμπίεσης των απωθημένων, τα τεχνά σματα της γενετήσιας ορμής- για τις παράξενες συμπεριφορές των διαφόρων ειδών ατόμων, των διαφόρων κατηγοριών ηλικίας, των διαφόρων ομάδων που συναντάει κανείς στην επιφάνεια του πλανήτη μας. Ένα όνειρο, ένα παιχνίδι, μια τελετουργική πράξη, μια μυστική οργάνωση, μια παράδοση, ένας θρύλος, ένας μύθος, ένα έπος, ένα παιδικό τραγούδι, ένα μυθιστόρημα, ένα αστείο, η μαγεία που απορρέει από ένα ποίημα, αποτελούν ξεχωριστά αντικείμενα μελέτης μόνο για τους ειδικούς, οι οποίοι νομίζουν ότι εργά ζονται πάνω σε ετερογενή υλικά. Από τη στιγμή όμως που τα ανθρώπινα αυτά φαινόμενα θεω ρούνται -σε κάποιο βαθμό- σαν δημιουργήματα ενός κοινού Ασυνείδητου (το κεφαλαίο Α διευ κρινίζει ότι πρόκειται για το σύστημα αυτό καθ’ εαυτό και όχι για μια ατομική διάταξη -αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν ένδειξη ότι του αποδί δεται ιερός χαρακτήρας) είναι πια θεμιτό να ασχολείται μαζί τους ένας και μόνο ερμηνευτής. Ό ταν εφαρμόζει κανείς την ψυχανάλυση σε κά ποια τάξη ιδιαιτέρων ψυχικών αντικειμένων ισοδυναμεί με το να παρατηρεί κανείς με ποιο τρό πο εκδηλώνεται η επιθυμία, μέσα από υλικά, συμφραζόμενα όργανα, θεσμούς, πολιτιστικά δε δομένα που δεν ανάγονται μεταξύ τους στον ίδιο παρονομαστή αλλά που υπακούουν στους ίδιους ' νόμους. Η λέξη «εφαρμογή» δεν φαίνεται νά ’χει εδώ ένα νόημα ανάλογο με τις έννοιες που έχει σε άλ λες περιστάσεις. Δεν πρόκειται εδώ να αποτολ μήσουμε αμοιβαίες ανταλλαγές με κάποια συγγε νική επιστήμη· ούτε κατά μείζονα λόγο να εξορί σουμε οπουδήποτε την ψυχανάλυση. Είτε το θέ λουμε είτε όχι, η ανάλυση των ασυνείδητων δια δικασιών έχει σαν αποστολή το να επεμβαίνει παντού όπου αναπτύσσεται «φαντασία», δηλαδή όπου υπάρχουν δρώμενα στοιχεία, κάποιο έργο φαντασίας και ακόμη ευρύτερα ένα έργο αναπα ράστασης και συμβολικές εκδηλώσεις. Μπορεί να θεωρηθεί αποτελεσματική κάθε φορά που ο άνθρωπος στρέφεται προς τον εαυτό του και κά θε φορά που η δραστηριότητά του για απόκτηση γνώσης απομακρύνεται από την τάξη των αξιω μάτων, από τη «φύση» και από την «τέχνη» για να ασχοληθεί με τις συγκεκριμένες όψεις της ύπαρξης, της ιστορίας, της κοινωνίας και του ατόμου. Ο μαθηματικός, ο αστρονόμος, ο φυσι κός, ο μηχανικός, όταν βγουν από την ειδικότη τά τους δεν είναι τίποτε παρά πάνω από άνθρω ποι- ο Φρόυντ με τα γυαλιά του, που δεν τα απο χωριζόταν ποτέ, τους παρατηρεί όταν εργάζον
ται, τους μελετάει και έξω από τις ώρες εργα σίας, και μην το ξεχνάμε, παρατηρεί και τον εαυτό του όταν εργάζεται, και δεν τον χάνει από τα μάτια του ακόμη και όταν το πνεύμα του ανα παύεται ή τριγυρνά. Αυτά τα γυαλιά του δεν κινδυνεύει να τ’ ακουμπήσει ποτέ πουθενά μια κι αφιερώνει το χρόνο του στην αποκρυπτογρά φηση «του κειμένου που αφορά τον άνθρωπο»: με λίγα λόγια δεν παύει να διάβαζει.2
Ενα μάθημα ανάγνωσης Ό ταν ο Φρόυντ διάβαζε ένα βιβλίο δεν αμε λούσε ούτε ένα λεπτό να συμπεριφέρεται αναλυ τικά: στήνει διαρκώς αυτί σε όσα κατανοεί στο γραπτό κείμενο. Θα ήταν λάθος αν τον φανταζό μασταν να διαβάζει «ανάμεσα στις γραμμές», να ονειροπολεί αόριστα επάνω σε τι του θυμίζει ή του υποβάλλει η κάθε λέξη. Ο Φρόυντ δεν ήταν ούτε προφήτης, ούτε διακινητής ιδεών -ας συμ βουλευτούμε τη Sarah Kofman στο έργο της «Η παιδική ηλικία της τέχνης» -ο Φρόυντ ήταν ένας ερμηνευτής πάντοτε προσεκτικός στις λέξεις, στις φράσεις, στην ομιλία. Ελέχθη ότι του άρε σαν «τα τσιτάτα» (έφθανε στο σημείο να αναφέ ρει τα ίδια του τα αποφθέγματα). Αυτό εκτός του ότι ήταν μόδα στην εποχή του ήταν μια από δειξη ότι έδινε αξία όχι μόνο στο πνεύμα αλλά και στο γράμμα των θεμάτων με τα οποία κατα πιανόταν. Αυτή του η προσκόλληση στο γράμμα τον εμπόδισε να πέσει στη μεταφυσική, να βουτηχτεί σ’ ένα μυστικισμό που θά ’ταν αδύνατο να διατηρήσει θεωρητικά. Ένας Γιουγκ π.χ. δεν
46/αφιερωμα διατήρησε αυτή τη γεμάτη σεβασμό αυστηρότητα και πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κιόλας χρειάστηκε να του δώσουν να καταλάβει ότι παρέκκλινε προς κάποιο νέο σχήμα ψυχολογίας που δεν του ταίριαζε να λέγεται ψυχανάλυση. Από τις σπουδές του ο βιεννέζος δάσκαλος ήταν γιατρός καθώς και σκεπτόμενος άνθρωπος αλλά ποτέ δεν δέχτηκε να θεωρήσει τον εαυτό του φιλόσοφο. Αυτό που τραβούσε πριν απ’ όλα την προσοχή του ήταν η υπάρχουσα κατάσταση και κατά δεύτερο λόγο οι δομές κατά το μέτρο όπου επιτρέπουν να εξηγούν τα γεγονότα και μόνο τα πραγματικά. Η σημασία που δίνει ο Φρόυντ στις λεπτομέρειες συμβαδίζει με μια στάση επιστημονική που φροντίζει να ακούει προσεκτικά τι ακριβώς λέει ο πάσχων και που φροντίζει για την ακρίβεια της απόδοσης που δίνει ο συγγραφέας. Εάν προβεί ο επιστήμων σε επέκταση και γενίκευση, κινδυνεύει να πέσει στο σφάλμα να μεταβληθεί σε μάγο, σε οιωνοσκόπο, σε μάντη. Θα ήταν τέτοιο αριστούργημα η τρα γωδία του Οιδίποδα Τύραννου, αν κατέληγε στη φανέρωση της αιμομειξίας και σε μια οποιαδή ποτε τιμωρία του ήρωα; Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι ο Οιδίποδας -αφού διαπίστωσε τη βαρύτητα του σφάλμα τος που διέπραξε «ασυνείδητα», διότι ο χρησμός των θεών ήταν αινιγματικός και όχι σαφέστερος απ’ ό,τι είναι ένα «σύμπτωμα» στη γλώσσα της ψυχανάλυσης -δεν πάει να αυτοκτονήσει και ού τε αφήνει να τον τιμωρήσουν άλλοι σε ισόβια. Με ένα αιχμηρό στολίδι που κλέβει από την Ιοκάστη βγάζει τα μάτια του ο ίδιος για να τιμω ρηθεί «εκεί όπου αμάρτησε». Βέβαια, ευνουχίζε ται αλλά συμβολικά αντιστρέφοντας τις ίδιες τις πράξεις του εγκλήματος που διέπραξε μια και που ένα αντικείμενο που προέρχεται από τη μη τέρα σύζυγο είναι εκείνο που θα τον χτυπήσει σε ό,τι πιο ζωτικό έχει: «στην κόρη των οφθαλμών του», σ’ αυτά τα μάτια που είχαν ποθήσει τα θέλγητρα της απαγορευμένης γυναίκας. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Οιδίποδας καταβάλλει το πραγματι κό τίμημα, το θάνατο του πόθου, για να ζήσει πια στο εξής βουτηγμένος στον πόνο και στο πένθος, αντί να πάει - όπως εξέφρασε κάποια στιγμή την επιθυμία -ν α πνιγεί στη θάλασσα μέ σα στην οποία θα είχε απολαύσει δύο καλά: θα είχε ενωθεί με τη μάνα του και θα είχε κερδίσει το θάνατο/ Ο Φρόυντ εδώ δεν παίρνει τη θέση της Πυθίας που, εμπνεόμενη από τον Απόλλωνα προφήτευε και φανέρωνε, αλλά μπαίνει στη θέση του βοη θού της του ερμηνευτή που εξηγούσε τα δυσνόη τα λόγια που έστελνε ο θεός και τα μετέδιδε με πιο σαφή τρόπο σε κείνους που ζητούσαν χρη σμό. Ο Φρόυντ μπαίνει ανάμεσα σ’ αυτά που εκ φράζει κατά γράμμα ο αρχαίος τραγικός ποιητής και αυτά που εμείς μπορούμε να διακρίνουμε
λαμβάνοντας υπόψη τις ασυνείδητες δομές που εκδηλώνονται σ’ αυτό το κείμενο καθώς και τις παρορμήσεις του λίμπιντο που βρίσκουν κάποιο δρόμο για να εκδηλωθούν παρ’ όλα τα εμπόδια που αντιτάσσει ο εσωτερικός έλεγχος, δηλαδή η απώθηση. Η πρόθεσή μας εδώ δεν είναι να συζητήσουμε πόση αξία έχει η αποκρυπτογράφηση του υποσυ νείδητου ούτε κι αν είναι επιτρεπτό να επιβά λουμε σ’ ένα πανάρχαιο μύθο που έχει ανεβαστεί στη σκηνή σαν δράμα, μια ερμηνεία αναλυτική ή μια αναγωγική εξήγηση ή και μια ιδεολογική με ταφορά. Αυτό που πρέπει να υπογραμμίσουμε, όταν διαβάζουμε με τα γυαλιά τον Φρόυντ, είναι σαν να βρίσκουμε σ’ ένα λογοτεχνικό έργο τη δραστηριότητα ενός ανθρώπινου πλάσματος κα θώς και το αποτέλεσμα της δραστηριότητας αυ τής. Λέει ορισμένα πράγματα χωρίς να τα απο καλύπτει διότι η ίδια τα αγνοεί· είναι σαν να διαβάζουμε αυτά που αποσιωπά διαμέσου αυ τών που δείχνει και ακριβώς διότι τα δείχνει με τον άλφα τρόπο του λέγειν και όχι με τον βήτα. Τίποτα δεν είναι άσκοπο· όλα έχουν κάποιο νόη μα, και εκείνα που τραβούν την προσοχή του Φρόυντ είναι οι παραφυάδες του υποσυνείδη του. Το κείμενο είναι χωρίς να το ξέρει, ούτε να το θέλει, ένα κρυπτογράφημα που μπορεί και πρέπει να αποκρυπτογραφηθεί. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα φυσικά για να βοηθηθεί ο ψυχαναλυτής στο να γίνει κύριος των μεθόδων που ακολουθεί για την «ερμηνεία» (η μέθοδος που θ’ ακολουθή σει δεν έχει καμιά σχέση, όπως θα δούμε, με τη δουλειά ενός μεταφραστή με την κοινή έννοια της λέξης). Ο ψυχαναλυτής θα πρέπει να βε βαιωθεί για την ορθότητα των αξιωμάτων που χρησιμοποιεί ελέγχοντας αν ισχύουν καθολικά. Αυτό το βήμα είναι σημαντικό, είναι ένα κέρδος για να αποκτήσει ο άνθρωπος σωστή γνώση του εαυτού του. Προπαντός συμβάλλει, σε ό,τι μας αφορά, στο ότι η ψυχανάλυση βοηθάει την ανά γνωση να φέρει στο φως μια αλήθεια που περιέχεται μέσα στον φιλολογικό λόγο, να προικίσει με κάποια νέα διάσταση τον τομέα αυτό της αι σθητικής, να επιτρέψει να ακουστεί κάποια «άλ λη» γλώσσα, έτσι που η λογοτεχνία να μη μας μιλά μόνο για τους άλλους αλλά για το άλλο εγώ που έχουμε μέσα μας. Η ερμηνεία οδηγεί σ’ ένα είδος κέρδους εντε λώς ιδιαίτερο. Επειδή πρόκειται για δουλειά, νιώθει κανείς ικανοποίηση λέγοντας μέσα του ότι η δουλειά αυτή θα ανταμειφθεί. Σε πρώτη σειρά μπαίνει η χαρά τού να καταλαβαίνεις (ακόμη κι αν πρόκειται για ψευδαίσθηση όπως πρέπει να τ’ ομολογήσουμε), αυτή η χαρά τού να έχεις διαλευκάνει ένα μυστικό, να έχεις ερμηνεύ σει παρά τις δυσκολίες μια έννοια δυσνόητη. Η ψυχανάλυση βρίσκει μέσα σε όλα αυτά κάποιο απόηχο από τις παλιές «περιέργειες» σε σχέση με
αφιερωμα/47
όλα όσα έχουν να κάνουν με τη διαφορά του φύ λου, με το μυστήριο της γέννησης, με τις απο λαύσεις και τα ταμπού. (Ό λες αυτές τις «περιέρ γειες» τις κάνει πιο έντονες η σιωπή που τηρούν οι γονείς επάνω στα θέματα που απασχολούν τη σκέψη των παιδιών). Η χαρά που δίνει η έρευνα χωρίς να είναι ασυνείδητη βυθίζει τις ρίζες της σε πολύ παλιές ξεχασμένες εντυπώσεις και πολύ πιθανό βρίσκεται σε συνάφεια με κάποια άλλη χαρά ακόμη λιγότερο ορατή που οφείλεται στην επικοινωνία που έχουν μεταξύ τους οι ασυνείδη τες τάσεις. Η σειρά των γεννημάτων της φαντασίας ανά μεσα στα οποία ο πόθος κινεί τις δομές του δεν είναι απεριόριστα πλούσια διότι τα θέματά της περιορίζονται στους αρχαϊκούς συσχετισμούς (στοματικούς, πρωκτικούς, φαλλικούς, καθώς και στα υποκατάστατά τους). Περιορίζονται επίσης στον τρίγωνο καταμερισμό που βρίσκου με στον Οιδίποδα και που είναι συγχρόνως απλός και πολύπλοκος. Μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί ότι το υποσυνείδητο του αναγνώ στη εκμεταλλεύεται τις ευκολίες που του προσφέρονται να παρακάμψει την απώθηση αφενός συσχετιζόμενος με τις φαντασιώσεις που μαντεύ ει και αφετέρου επισημαίνσντας στον άλλο ορι σμένες πονηριές, μια κάποια επιδεξιότητα που θα τον βοηθήσουν να εξαπατήσει καλύτερα τον δικό του αυτοέλεγχο, ένα είδος κρυφής συνεν νόησης ίσως, κατά την οποία ανταλλάσσονται τυπικές σκηνές καθώς και συνταγές σκηνοθε σίας. Μια τρίτη πηγή απόλαυσης βρίσκεται σ’ αυτό το είδος μεταβατικής κατάστασης που φαί νεται να δημιουργείται όταν εγκαθίσταται η σχέ ση με το κείμενο. Το κείμενο αυτό είναι ικανό να επιφέρει συνταυτίσεις, να προκαλέσει έντονες συναισθηματικές επενδύσεις, να ασκήσει ένα εί δος γοητείας επάνω στο εγώ.
Η προσήλωση που νιώθει κανείς για ένα βι βλίο, τουλάχιστον τον καιρό που το διαβάζει, «απορροφά όλες τις ιδιότητες της ψυχής», όπως θά ’λεγε ο Πασκάλ. Είναι κάτι περίπου σαν μια ερωτική πράξη. Τα δεσμά που δημιουργούνται είτε τα νιώθουμε με σαφήνεια είτε ακαθόριστα, δημιουργούν κάποια αμφίδρομη ενέργεια: το δι κό μου υποσυνείδητο επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο φαντάζομαι εκείνα που διαβάζω. Το βιβλίο πάλι με αυτά που περιγράφει στο ημίφως τροφοδοτεί μέσα μου ορισμένες ονειροπολήσεις που λαμβάνουν απροσδόκητη απόχρωση. Το διάβασμα δεν αποτελεί βέβαια θεραπεία, αλλά μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι κατά τη διάρκεια της θεραπείας ο ψυχαναλυτής με παρακινεί και με βοηθάει σιωπηρά να διαβάσω το κείμενο εκεί νο που η δική μου εμπιστοσύνη γράφει καθώς είμαι ξαπλωμένος στον καναπέ και που το αφιε ρώνει και στους δυο, και στον ψυχανλαυτή και σε μένα. Μετάφραση από τα γαλλικά Μαρίνα Φανιουδάκη *123 Σημειώσεις 1. 'Ελεγε και επαναλάμβανε ότι υπήρχαν μεταξύ τους τόσα κοινά σημεία, ώστε προτιμούσε να μην τον πολυδιαβάζει για να διατηρεί την πρωτοτυπία της δικής του σκέψης. 2. Επάνω σ’ αυτό το πρόβλημα της «εφαρμογής», βλέπε Mireille Cifali, «Ήταν ο Φρόυντ παιδαγωγός;» εκδόσεις Inter, 1982. 3. Ο Σοφοκλής βάζει στο στόμα του Οιδίποδα εκφράσεις που αφήνουν να μαντέψουμε ότι γνωρίζει την αλήθεια. Ενώ όλοι στη Θήβα κάνουν λόγο «για τους κακοποιούς» που δο λοφόνησαν τον Λάιο, ο Οιδίποδας όμως λέει «Ο κακο ποιός». Ενώ όλοι ζητούν να πέσει η κεφαλή των υπευθύνων του λοιμού που μαστίζει τον τόπο ο Οιδίποδας λέει ότι πρέ πει να βρεθεί «ο φταίκτης». Αυτήη πρωθύστερη έκφραση είναι ενδεικτική, είναι μια παραδρομή της γλώσσας που φα νερώνει πολλά όπως τονίζει ο Driek Van Der Sterren στον «Οιδίποδά» του (1948) γαλ. έκδοση PUF, 1979, σελ. 49.
48/αψιερωμα
Παντελής Κρανιδιώτης
Ο επιστημονικός της
ΑΤΑ κανόνα, ώς τώρα, η ψυχιατρική, και πιο ειδικά η ψυχανάλυση έχουν αναλύσει λογοτεχνικά κείμενα για να τα εντάξουν στους δικούς τους προκατασκευασμένους όρους. Είναι το περπάτημα στο μονόδρομο ψυχιατρικήςλογοτεχνίας που εξακολουθεί, βέβαια, στην ίδια πάντοτε κατεύθυνση, παρά το γεγονός ότι «η τέ χνη είναι βασικά μια διαδικασία μέσω της οποίας διερευνούμε» (σελ. 17).1 Παράλληλα έχει διαπιστωθεί ότι στη λαϊκή και τη δημώδη πνευ ματική παραγωγή (όπως παροιμίες, έθιμα, προ λήψεις, δημοτική ποίηση) μπορεί να αποκαλύψει κανείς κάποιες «προϋπάρχουσες» επιστημονικές αλήθειες, που έχουν μεταγενέστερα τεκμηριω θεί.2 Μα το ίδιο θά ’πρεπε να περιμένει κανείς να συμβεί και με τα έντεχνα κείμενα, αφού, εκτός απ’ όσα συλλαμβάνει η προσωπική -συνει δητή ή μη- αντίληψη του καλλιτέχνη, διοχετεύε ται μέσα στο δημιούργημά του και υλικό από το συλλογικό του ασυνείδητο.
Κ
ΤΟ πνεύμα του άρθρου τούτου τέτοιες ψυ Σ χιατρικές διαπιστώσεις δεν φαίνονται σαν «πρωθύστερες ανακαλύψεις». Φαντάζουν σαν πραγματικές ανακαλύψεις- με τη σημασία τού ότι πραγματοποιούνται σε κείμενα που θα μπο ρούσαν να έχουνε γραφεί πριν από την ανάπτυ ξη της ψυχιατρικής και της ψυχανάλυσης, διατυ πωμένες μοναχά σε μιαν άλλη, προψυχιατρική και προψυχαναλυτική γλώσσα. Υπήρξαν δηλαδή σημαινόμενα «εν αναμονή» του ψυχιατρικού τους σημαίνοντος, που τελικά προσέλαβαν στο «εν τω μεταξύ».
Το άρθρο αυτό δεν ενδιαφέρεται βέβαια για την εξαγωγή άμεσων επιστημονικών συμπερα σμάτων μέσα από κάποιο καλλιτεχνικό υλικό, αλλά για την απόδειξη της σημασίας, που η τέ χνη μπορεί να έχει για τον εμπλουτισμό της επι στήμης -κ ι εδώ συγκεκριμένα της ψυχιατρικήςχωρίς πια η τελευταία, όπως γινόταν συχνά, να λειτουργεί σε βάρος της πρώτης. Ακριβώς, μάλι στα, πρωταρχικό έναυσμα του άρθρου αυτού ήτανε το συναισθηματικό, πυροδοτημένο από μιαν εξέγερση ενάντια στην ψυχρή αντιανθρώπινη επιστημονική θέαση, την αδιάκριτη και ουσιαστικά αντιδεοντολογική επέμβαση της ψυχιατρικής σε έργα τέχνης και, διαμέσου αυ τών ή και απευθείας, μέσα στον μυστικό χώρο της έσχατης γραμμής άμυνας κάποιων ανύπο πτων καλλιτεχνών ή μες στη μνήμη άλλων, θανόντων. Και για να πείσουμε για τις θέσεις μας αυτές θα αναφερθούμε παραδειγματολογικά σε κάποια κείμενα, που βρέθηκαν στο χώρο των ενδιαφε ρόντων μας μάλλον τυχαία. Είναι κείμενα δια φορετικής υφής -δοκίμιο, μελέτη, μυθιστόρημαπου έτυχε να μας δώσουν άφθονα ερεθίσματα για ψυχολογικές παρατηρήσεις. >1
Στο δοκίμιο του Ελίας Κανέττι «Μάζα και Εξουσία»3 μεγάλη έκταση κατέχουν U · πολλές του αντιλήψεις με γνήσια ψυχοπαθολογική υφή, έτσι που ορισμένα τμήματά του να συνιστούν ψυχιατρικές πραγματείες. Οι αντι λήψεις δε αυτές δίνονται με τόση πειστικότητα, ώστε μπορούν να χαρακτηρισθούν σαν ψυχιατρι κές θέσεις, ικανές να αντέξουν την επιστημονική
αφιερωμα/49
λόγος λογοτεχνίας Ο παραμελημένος αντίδρομος: από τη λογοτεχνία στην ψυχιατρική.
κριτική, διερεύνηση και διόρθωση. Παρότι ση μαδεύονται από την απλοϊκή χάρη, την ευλυγισία, την διεισδυτικότητα και τον φαντασιακό πλούτο της ελεύθερης σκέψης, σαν ψυχιατρικές προτάσεις είναι ρητές, αμεταμφίεστες και «κεκαθαρμένες» από ποιητικές προσμείξεις, έτσι που ο ψυχίατρος λίγα έχει να κάνει για να διερμηνεύ σει τη σημασία τους, αλλά πολλά, πάρα πολλά για τη συστηματοποίησή τους. Γιατί αυτά τα πρόσφορα στην ψυχιατρική αποδοχή ανθρωπολογικά, τοτεμικά κυρίως υλικά, καθότι μετουσιωμένα σε λογοτεχνία, προσφέροντάι χωρίς τη διάρθρωση που θα απαιτούσαν οι «επιστημονι κές» σκοπεύσεις του συγγραφέα. Το γεγονός εί ναι ότι, καθώς μάλιστα αφορούν τις κύριες ψυ χικές νόσους, εκφέρουν νοήματα, πάρα πολύ γό νιμα για την ψυχοπαθολογία, ανεξάρτητα από το βαθμό της ευστοχίας τους και της ορατής ή μη πρακτικότητάς τους. Σ’ αυτή την κανεττική ψυχοπαθολογία υπάρ χουν έννοιες με παρουσία θεμελιακή που, εκτός από την επισήμανσή τους, χρειάζονται ανάλυση και διασάφηση. Το πράγμα βέβαια, δεν αφορά το άρθρο αυτό, αλλά, για την επιτέλεση του σκο πού του επιβάλλεται η συνοπτική, έστω, παρου σίασή τους. Μία απ’ αυτές σαν βασική προβάλ λεται η έννοια της «διαταγής» και ειδικά εκείνης που με ποικίλους τόνους και μορφές «παρεμβάλ λεται» στις διαπροσωπικές συναλλαγές. Για τον Ε.Κ. η έννοια της «διαταγής» δεν μένει στη γνω στή μας διαστρωματική της διάσταση, όπως την εννοούμε μέσα στην οποιαδήποτε κοινωνική ορ γάνωση- αλλά παρακολουθείται σε μια καταδυ τική της πορεία μέχρι τις πιο βαθιές της καταβο λές, σαν έκφρασης «αρχαιότερης και από τη γλώσσα»(σελ. 319), κοινής σ’ όλο το ζωικό βασί λειο, έκφρασης που γνωστοποιεί τη θέληση του
ισχυρότερου (ζώου) κι έχει σαν επακόλουθο -«την αρχαιότερη μορφή επενεργείας της» - τη φυγή (σελ. 320). Στον άνθρωπο, για τον Ε.Κ., «η διαταγή είναι εξημερωμένη» σε σχέση με την πρωτόγονη μορφή της, τη μορφή της ώθησης για φυγή (σελ. 323). Είναι δε κάτι πολύ περισσότερο από μία ώθηση για φυγή, που εδώ μπορεί και να μην πραγματοποιηθεί σε ορατό αποτέλεσμα, αλ λά και κάτι αφάνταστα πιο διαρκές από ένα αποτέλεσμα, δηλαδή μια φυγή που «θα μπορού σε» να πραγματοποιηθεί. Είναι η σύνθεση της «απειλής-ώθησης για φυγή» με την επακόλουθη έμπηξη -εκεί που υπάρχει ένδοση στη διαταγήτην έμπηξη της απειλής στην ατομική συνείδηση σαν «αγκαθιού», έτσι που η δίδυμη και συντελε σμένη διαδικασία «διαταγή εκτελεσμένη-αγκάθι» να συνιστά ενότητα. Και η ενότητα αυτή είναι, κατά τον Ε.Κ., ο ιστός που συνέχει φυσιολογικά -και εδώ νοείται αρμονικά κι εξισορροπημένατις ανθρώπινες και τις κοινωνικές συναλλαγές, μια ενότητα όμως που κάτω από ορισμένους όρους γίνεται ψυχοπαθογόνος (σελ. 324-325). Η διαδικασία αυτή «διαταγή-αγκάθι» είναι άτροπη για τον Ε.Κ., για τον οποίο «ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που κατόρθωσε να αποφύγει διαταγές, αφού ποτέ δεν απελευθερώνεται κανείς από αυτές αναδρομικά» (σ. 319-324). Είναι δηλαδή διαδικασία μη αναστρέψιμη, όπως άλλωστε και η κλασική σχέση «καταπίεση —» εχθρότητα —> <- ενοχή», με την οποία πρέπει η διαδικασία αυτή μάλλον να θεωρείται ταυτισμέ νη. Άλλωστε, όπως συμβαίνει και με την ενοχι κή σχέση, η διαδικασία «διαταγή-αγκάθι», παρά την απουσία δυνατότητας αναίρεσης ή απόσβε σης, περιέχει τη δυνατότητα της μεταβολής της, είτε στο χώρο της πραγματικότητας, είτε στο χώ ρο της φαντασίας (σελ. 324). Μάλιστα οι εφικτές στην πράξη και οι συνειδητές μεταβολές της μπορούν να χαρακτηριστούν σαν φυσιολογικές, τουλάχιστο μέχρις ενός ορίου ή κάτω από ορι σμένους όρους, όπως η «μεταβίβασή της σε άλ λους» διαμέσου της «προαγωγής»4 και η συνει δητή «απόκρουσή» της με «μη ακοή», δηλαδή με συνειδητή, εκούσια ανυπακοή.5 Αντίθετα δε, οι μεταβολές της διαδικασίας «διαταγή-αγκάθι» που πραγματοποιούνται με την ασυνείδητη κινη τοποίηση αρχετυπικών μηχανισμών «απόκρου σής» της, στο φαντασιωτικό βέβαια επίπεδο, χα ρακτηρίζουν τις παθολογικές ψυχικές καταστά σεις. Κάποιες διαδικασίες που αναπτύσσονται διε ξοδικά στο έργο αυτό του Ε.Κ., φαίνεται να παίζουν ρόλους ψυχολογικών μηχανισμών άμυνας-«απόκρουσης», χωρίς να χρίονται έτσι ρητά από τον συγγραφέα. Τέτοιοι μηχανισμοί υποδη λώνονται: στη μεταμόρφωση εαυτού σε μάζα6 -αφού «η διαταγή προς τη μάζα δεν αφήνει, α γκάθι» (σελ. 327)- δηλαδή σε ένα είδος φαντα-
50/αφιερωμα σιωτικού πολυμερισμού του εγώ και στη συνέ χεια μιας αυτο-μαζοποίησής του, που οδηγεί στην ψευδαισθητική βίωση της κατάστασης της μάζας· μηχανισμοί αμυντικοί υποδηλώνονται επίσης στις μεταμορφώσεις φυγής, «ευθύγραμμη» και «κυκλική» (σελ. 360-365)· στα τοτεμικά φαινόμενα του «αυτοπολλαπλασιασμού» και της «αυτοφαγίας» (σελ. 367-376)· και τέλος στους συνδυασμούς όλων αυτών και την ανάμιξή τους και με συνειδητούς μηχανισμούς «απόκρουσης». Έτσι, έχοντας κανείς επιστημονική προαίρεση αγαθή, μπορεί με ικανοποίηση να συμφωνήσει ότι στη σχιζοφρένεια η «διαταγή-αγκάθι» απο κρούεται με μια «προχωρημένη μορφή μη ακοής», που ο Ε.Κ. βλέπει στην «έλλειψη επα φής» και η ψυχιατρική στον σχιζοφρενικό αυτι σμό, με «μη εκτέλεση της διαταγής» ή την «εκτέ λεση του αντιθέτου», που εκφράζεται στον σχιζοφρενικό αρνητισμό, με την «παράδοση στη μά ζα», στην έννοια μάζα που ο σχιζοφρενής «έχει μέσα στον εαυτό του», στο αποδομημένο, αποπροσωποιητικό και πολυμερισμένο του εγώ κ.τ.τ. Για τη μανία και τη μελαγχολία, ο βασικός μηχανισμός άμυνας-απόκρουσης είναι η «ευθύγραμμη μεταμόρφωση φυγής», ενώ για την υστε ρία είναι η «κυκλική», τέλος δε σε οργανικές ψυχοπαθολογικές καταστάσεις, όπως το αλκοολικό τρομώδες παραλήρημα, συντελούνται αναβιώ σεις των τοτεμικών φαινομένων, που αναφέρα μ ε/ Είναι ολοφάνερο ότι ο μη ειδικός Κανέττι «ουδόλως εδίστασε να θέσει το θέμα επί της ειδι κής ουσίας». Άσχετα από το γεγονός ότι το εγ χείρημά του αυτό αντιπροσωπεύει μια δίκαιη εξέγερση και απόλυτα επιτυχημένη ανταπόδοση των οφειλομένων στις ψυχιατρικές-ψυχαναλυτικές αυθαιρεσίες, οι «ψυχιατρικές» αυτές αντιλή ψεις του αναμφίβολα γονιμοποιούν την ψυχια τρική σκέψη και προκαλούν σοβαρά για μια προσπάθεια συστηματοποίησής τους σε μια κανεττική ψυχοπαθολογία, ψυχοπαθολογία που η γέννησή της θα προέρχεται, όχι από το χώρο της επιστημονικής, αλλά της λογοτεχνικής σκέψης απευθείας. Στη μελέτη του Γ.Π. Σαββίδη «Μετα)) μορφώσεις του Ελπήνορα»8 ο συγγραί—ΐ · φέας οδηγεί τον ψυχίατρο από το χέρι για να εντάξει στο δικό του λεξιλόγιο τις φιλολο γικές παρατηρήσεις. Η κύρια «υπόθεση» προς ψυχολογική διερεύνηση είναι εδώ η επαναπαρουσία στη σύγχρονη φιλολογία του ομηρικού Ελπήνορα, τρεις χιλιάδες χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή του στην Οδύσσεια. Πρόκειται για φι λολογικό γεγονός, που επισήμανε ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης, χαρακτηρίζοντάς το σαν «μετα πολεμικό μύθο», καθώς το πρόσωπο κάποιου
Ελπήνορα εμφανίζεται σε διάφορους ξένους και δικούς μας ποιητές μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, σαν για να εκπροσωπήσει τον αντιήρωικό τύπο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. «Αφού τα πρόσωπα της Οδύσσειας» -όπως άλ λωστε κι όλων σχεδόν των λογοτέχνημάτων«μπορεί να είναι τύποι που αντιπροσωπεύουν κάτι από την ανθρώπινη εμπειρία», πολύ σωστά ο Γ.Π.Σ. προβαίνει στις δικές του ψυχολογικές προεκτάσεις. Άλλωστε, σημειώνει ήδη πως στον Σεφέρη «ο Ελπήνορας εμφανίζεται είτε σαν ατο μικός, είτε σαν ομαδικός χαρακτήρας», μάλιστα δε σαν ατομικός χαρακτήρας δεν εμφανίζεται επώνυμα, δηλαδή δεν διακρίνεται πραγματικά από το ανώνυμο πλήθος των συντρόφων «...όπως στο στίχο: δεν είναι ήρωες, είναι Ελπήνορες». Έτσι, η σημασία ενός φαινομένου, που τείνει να προσλαμβάνει ανθρώπινη οικουμενικότητα, δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο σε μιαν επισήμανση χρονική κι εξήγηση κατά κύριο λόγο κοινωνιολογική· αλλ’ ούτε και να συνδεθεί μόνο με εξηγήσεις ιδεολογικές, αφού ο Ελπήνορας μνημονεύεται «ταυτόχρονα» από ποιητές που έχουν χαρακτηριστεί οι μεν παρακμιακοί και οι δε προοδευτικοί, έστω και αν ο κάθε Ελπήνοράς τους συναρτάται με τη διαφορετική οπτική π ο υ . η ιδεολογία τους συνεπάγεται. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς μήπως κάτω από τις ψυχολογικές εξηγήσεις που αρκούν για τον φιλόλογο, υπάρ χουν και αυτές που ψάχνει η ψυχολογία, όχι μο νάχα για να προσδιορίσει ένα συγκεκριμένο σχή μα ανθρώπινης συμπεριφοράς με την έννοια του συμβόλου ή του προτύπου, μιας δομής, αλλά για να επισημάνει ακόμα κι ένα ψυχοσύμπλεγμα. Έ να τέτοιο νόημα εδώ πιθανότατα σχετίζεται με κάποιους αμυντικούς ψυχολογικούς μηχανι σμούς ενάντια στο φόβο ή το δέος του θανάτου. Κι η σκέψη αυτή δεν είναι διόλου αδικαιολόγη τη, αφού όλο το σκηνικό που περιβάλλει τον αρ χικό τουλάχιστον Ελπήνορα συντίθεται από θα νατερές απειλές και υποδηλώσεις, προερχόμενες από πρόσωπα, όπως της αποπροσωποποιητικής και ανθρωποβόρας Κίρκης και καταστάσεις, όπως η Νέκυια. Όμως, πέρα απ’ όσα κατορθώνει μέσα στη φι λολογική περιοχή, ο Γ.Π.Σ. κομίζει, συνειδητά ή μη, και αξιόλογο υλικό για την ψυχιατρική μεθο δολογία. Στη μελέτη του επισημαίνει εκτός από την ομηρική «μορφή του απρόσεχτου και άτυχου νέου, που νεκρός παρακαλεί τον Οδυσσέα να μην τον αφήσει άταφο στο νησί της Κίρκης», τις διάφορες «περσόνες» του, όπως προκύπτουν από τη σύγχρονη λογοτεχνία. Από τον Πάουντ (1917) επισημαίνεται η μορφή ενός Ελπήνορα παθητικού, συμβόλου του «ανθρωποβόρου πά θους». Από τον Έλιοτ (1917) η μορφή του Ελπή νορα δίνεται, κατά τον Γ.Π.Σ., μέσα από τη φω νή του Προύφροκ και προκύπτει από ανθρώ-
αψιερωμα/51 πους «που φαίνονται γνήσιοι, γιατί ήσαν αδύνα μοι και όχι ελκυστικοί» κι είχαν «φωνή διαμαρ τυρίας κάπως άτονη». Ανάλογα επίσης υποδη λώνονται και από τον Τζόυς (1920), που στον δι κό του Οδυσσέα ο Ελπήνορας εκπροσωπείται από τον Πάντυ Ντίγκαμ. Απ’ τον Σεφέρη (19451947) η μορφή του Ελπήνορα «λανθάνει ανάμεσα στους ανίδεους και χορτάτους συντρόφους... που φάγανε τα γελάδια του ήλιου», στους «υπο μονετικούς» της Άρνησης και τους Αργοναύ
τες... «τους υποταγμένους και σιωπηλούς», που «είναι σωστό να μην τους θυμάται κανείς», στους «Θερσίτες που είναι οι πιο συμπαθητικοί, αισθηματικοί, μέσοι και σπαταλημένοι», «στον άνθρωπο που πηγαίνει κλαίγοντας» της Αφήγη σης «ακριβέ μου Ελπήνωρ! Ηλίθιε φτωχέ μου Ελπήνωρ!»- στον «τρυφερό, μέσο άνθρωπο» που «... συμβολίζει αυτούς που δηλώνουμε στην κα θημερινή μας ομιλία με το επιφώνημα ο κακο μοίρης», μορφή «του κατ’ εξοχήν μοιραίου (με την Βαρναλική έννοια), ενδοτικού και συνεπώς αποδιοπομπαίου συντρόφου». Από τον Ζιρωντού (1919) προβαίνει ένας «ηλίθιος Ελπήνορας» που «θανατώνεται τρεις φορές», είτε σαν θύμα σκευωρίας, είτε σαν αδιαμαρτύρητος ουτιδανός από τον ίδιο τον Οδυσσέα, είτε σαν παγιδευμένος, προφανώς, απατεώνας. Απ’ τον Μακ-Λήις (1930), η μορφή του Ελπήνορα, παρουσιάζεται, αντίθετα, δραστήρια και ενεργητική, που «ανα λαμβάνει να συμβουλέψει τον Οδυσσέα... να τραβήξει προς έναν κόσμο που... έμμεσα ευαγγε λίζεται ο Ρίτσος...». Κι από τον Ρίτσο ακριβώς (1966) ο Ελπήνορας επίσης βλέπεται «με μια ρεαλιστική-μοιρολατρική μακροθυμία», σαν «φιλέταιρος..., από έσχατος πρώτος... ολιγαρκής..., σ’ έξαρση της ομορφιάς του..., με αποσιώπηση της πολεμικής του ανεπάρκειας... της αλαφρο
μυαλιάς του..., υπογράμμιση της συμβολής του στο ταξίδι του νόστου». Έτσι, έχουμε μια παράθεση των διάφορων μορφών του Ελπήνορα πολύ πλούσια, υποθέτο ντας μάλιστα πως έχει προστεθεί και η μορφή του Ελπήνορα από τον Σινόπουλο (που σκόπιμα παραλείπεται εδώ, για να χρησιμοποιηθεί αμέ σως παρακάτω για μιαν άλλη ψυχιατρική μεθόδευση). Κι αναμφισβήτητα, ποιον δεν θα παρα κινούσε αυτή η συσσώρευση των μορφών σε μια παραπέρα, πιο αυστηρά επιστημονική πλέον, χρήση της; Και η μεθόδευση προς την οποία η μελέτη του Γ.Π.Σ. παρακινεί, μπορεί να είναι η αναζήτηση του κοινού παρονομαστή ή του κοι νού αχναριού, που θα προκύψει από την επάλ ληλη τοποθέτηση όλων αυτών των μορφών. Εί ναι μια μέθοδος βέβαια μηχανιστική, που έχει πολύ χρησιμοποιηθεί, έστω και αν δεν οδηγεί στη σφαιρική αλήθεια, αλλά μπορεί να χρησιμέ ψει σαν αφετηρία μιας αναλυτικής μελέτης. Η μορφή του Ελπήνορα που κατεργάστηκε ο Σινόπουλος (1944-1975), παρουσιάζεται σαν η πλέον πρόσφορη για να μελετηθεί αναλυτικά· πρόσφορη για μια καταδυτική σκοπιά, που, «για να μην χάνουμε τη συνολική προοπτική», επιδέ χεται να συμπεριληφθούν στο πεδίο της «τα συμφραζόμενα Οδυσσέας, σύντροφοι, Κίρκη, Νέ-
52/αφιερωμα κυια... όπως συμβαίνει στον Σινόπουλο» (σελ. 29). Το έργο του ποιητή «είναι μια συνεχής μελέ τη θανάτου ενός επιζώντος, μια Νέκυια εν προόδω», «που μπορούμε να ονομάσουμε εμπειρία του Ελπήνορα». Και γιατί όχι σύμπλεγμα του Ελπήνορα; Μια τέτοια προέκταση που θα έτεινε να αποκαλύψει ποιες είναι οι ψυχολογικές συνι στώσες της εμπειρίας αυτής, πόση η ένταση και η συχνότητά της και ποια η θέση της στους διά φορους χώρους της συνείδησης, μας φαίνεται απόλυτα δικαιολογημένη. Γιατί, όπως το στηρί ζει κι ο Γ.Π.Σ., δεν μπορεί να είναι αποκλειστι κά και μόνο μια προσωπική εμπειρία του ποιη τή, αφού «από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της προσέγγισης του Σινόπουλου στο μύθο του Ελπήνορα είναι η βαθμιαία διεύρυνση της σκο πιάς του από ατομική σε συλλογική εμπειρία... έτσι που ο δικός του Ελπήνωρ διαμελίζεται σε μια πολυάριθμη Νέκυια αφανών» (σελ. 32). Ο Γ.Π.Σ. παραθέτει ένα σωρό λόγους που θα ερμή νευαν την κορύφωση αυτής της «κοινής» εμπει ρίας στον Σινόπουλο. Γιατί «το φάσμα του Ελ πήνορα πρωτεϊκά στοιχειώνει και συνέχει τις κυριότερες ποιητικές συνθέσεις του», γιατί «η στε ρεότητα της ποίησης», που συναρτάται με τον Ελπήνορα, «δεν τρέφεται μονάχα από λογοτε χνικές πηγές, αλλά από ανεξάντλητες εμπειρίες», γιατί «οι διαφορές του μύθου του από το μύθο του Ομήρου και των συγχρόνων ποιητών οφεί λονται σε μια νέα εκδοχή, ανταποκρινόμενη σ’ ένα προσωπικό όραμα», γιατί τα ονόματα στα οποία μεταλλάζεται ο Ελπήνορας στα διάφορα ποιήματα, «είναι μεταμορφώσεις κι εμπλουτι σμοί του αρχικού οράματος», (σελ. 31-37), γιατί «ο Ελπήνορας στάθηκε για τον Σινόπουλο ένας καταλύτης στην προσπάθειά του να εκφράσει μια κατακλυσμική προσωπική και συλλογική ε μπειρία» (σελ. 49). Ό λα αυτά όμως τα γιατί υπογραμμίζουν τον πανανθρώπινο χαρακτήρα αυτής τη; εμπειρίας. Έτσι, ο Ελπήνορας είναι, σε τελική ανάλυση, ένα απρόσωπο ψυχολογικό συγκρότημα, που θα μπορούσε να οριστεί επιστημονικά. Κι αυτή η ει κοσάχρονη ποιητική διαδικασία μεταξύ «Ελπή νορα» (1944), «Νεκρόδειπνου για τον Ελπήνο ρα» (1951) και «Νεκρόδειπνου» (1975) μπορεί στις λεπτομέρειες του έργου και των εμπειριών του ποιητή να σχηματίζει υλικό, βατό για την ψυχιατρική. Όμως ο επιστημονικός καθορισμός του υλικού αυτού που σαν πυρήνα του έχει την «άρνηση του θανάτου σαν σύνορου και σαν γε γονότος οριστικού», είναι πια ένα θέμα που δεν έχει θέση εδώ.
·
Στην «Ιστορία» του Γιώργου Γιατρομανωλάκη3 βρίσκεται το αγνότερο και πλουσιότερο κοίτασμα για την εξόρυξη
πολύτιμων «υποθέσεων προς έλεγχο». Κι αυτό, γιατί εδώ ο Γ.Γ. παρουσιάζει μια έκδηλη διάθε ση γενικής επιστημοσύνης, λαϊκής εμπνεύσεως, με διάσπαρτα και άφθονα σε όλο το βιβλίο στοι χεία από το χώρο διαφόρων επιστημών και φυ σικά της ιατρικής. Εδώ είναι ο χώρος που δοξά ζεται ο Γ.Γ., όπως σε κείνη την «ασθένεια του χαλκού που προφανώς αντιστοιχεί σε κάποια ηπατοπάθεια» (σ. 40-42), στα «στάδια κεριού, μεταξιού και σαπουνιού» των πτωματικών αλ λοιώσεων, που θυμίζουν ζωηρά κάποιες παθολογοανατομικές αντιστοιχίες (σ. 81-82), στον τύ πο μιας ανεξάρτητης απ’ το περιεχόμενο ιατρο δικαστικής επιχειρηματολογίας (σ. 44-45), και άλλα. Αναρωτιέται κανείς μήπως μέσα σ’ αυτή την πρωτόγονη επιστημοσύνη υπάρχει κάτι ιατρικό, που θα μπορούσε να είχε συμμετάσχει στη χάρα ξη του αρχέγονου -έστω- δρόμου από την προιπποκράτεια σκέψη μέχρι τα δεδομένα της σημε ρινής ιατρικής, κάτι που βέβαια δεν αποδείχτηκε ποτέ, μα που είναι πιθανό πως κάποτε υιοθετή θηκε σαν αληθινό προσωρινά. Κι αν η σκέψη αυ τή για κάποια οργανικά φαινόμενα δεν είναι πα ρά μια εξωπραγματική εικασία, ίσως στο χώρο των εσαεί ασύλληπτων ψυχικών φαινομένων να έχει κάποιες ανταποκρίσεις, όπως και άλλοτε εί χαμε πει.2 Έτσι, κατά τον Γ.Γ. «... ο καταζητού μενος βγήκε από την καλύβα άοπλος και έλυσε το ζωνάρι του να αποπατήσει» και «συνελήφθη χωρίς καμιάν αντίσταση» (σελ. 46). Το πράγμα είναι φυσικό- όχι γιατί ο δράστης ήταν άοπλος, αλλά γιατί δεν ήταν οπλισμένος· και κάτι τον απότρεψε να πάει να αποπατήσει οπλισμένος. Υπάρχουν κάποιες λειτουργίες σωματικές, που δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν κάτω από συνθήκες επιστράτευσης. Και η αφόδευση απαι τεί ψυχοσωματική χαλάρωση, στον ίδιο βαθμό που, αντίθετα, το άγχος και η ψυχική ένταση συ νεπάγονται σύσπαση του αυτόνομου εσωτερικού σφιγκτήρα του πρωκτού, έστω και αν μάταια έχει χαλαρωθεί από τη βούληση ο εξωτερικός. Μα η απλή αυτή ψυχοσωματική συνάφεια δεν εί ναι η μόνη που διαπιστώνει ο Γ.Γ. Άλλη, πιο σύνθετη, δείχνεται κάπου αλλού. «... Το ότι δε ήταν συνήθως άζωστος... έδειχνε πως η φύση του Μάρκου επιζητούσε δουλειές που να βγαί νουν έξω από τα χέρια» (σκάψιμο, όργωμα) και «απέφυγε δουλειές που ήταν μέσα στα χέρια» (κηροποιία, παρασκευή σαπουνιού)... «Τη συνή θεια την απόχτησε από την εποχή... που η Ειρή νη δεν γνώριζε πώς να φασκιώνει το παιδί»... Ο· Μάρκος λοιπόν «είναι πλατύς και άζωστος», ενώ τον Ευτύχη η Ειρήνη «τον έζωνε πάρα πολύ σφι χτά. Έτσι... έγινε στενός, άσπρος και μάλλον αδύνατος» (σελ. 31). Αυτή η συγκεκριμένη σχέση φασκιώματος, ανατομικών διαφοροποιήσεων, ανθρώπινης λειτουργικής ικανότητας και επιλο-
αφιερωμα/53 γης έργου είναι αναπόδειχτη για την ιατρική. Ωσάν υπόθεση όμως παραμένει και περιμένει «απόδειξη» ή «διάψευση» της ύπαρξης ή μη κά ποιων κρίκων ανάμεσα στο αρχικό αίτιο και τις συνέπειές του. Όμως, άσχετα από το ρασιοναλι στικό περιεχόμενό του, το μοντέλο των σχέσεων διάπλασης (φυσικής ή επίκτητης με φασκιώματα κ.τ.τ.), λειτουργικής ικανότητας κι επιλογής του έργου είναι πια ένα αξίωμα της ψυχοσωματικής ιατρικής πάνω στο θέμα των σωματοψυχικών τύ πων. Αλλά, με την ίδια επίσης αναδρομική αξία θα μπορούσε να εκτιμηθεί ο αμυντικός ψυχολογικός μηχανισμός της εκλογίκευσης, που αν περιγράφονταν, όπως από τον Γ.Γ., σε μια εποχή προψυχαναλυτική, δεν θα χρειαζόταν -γεννημένος ήδη- τίποτε άλλο από το να βαφτιστεί. «Ο Γρή γορης» -ο δράστης- «υπολόγισε πως τα χρήματα αυτά», που έπεσαν από την τσέπη του θύματος κι εκείνος οικειοποιήθηκε, «κάλυπταν με το πα ραπάνω και τη ζημιά που προξένησε ο σκοτωμέ νος πέφτοντας πάνω στα κλήματα, αλλά και ό,τι καταστράφηκε από τους ανθρώπους που συγκε ντρώθηκαν» (σελ. 10). Η άποψη αυτή είναι μια συνειδητή, βέβαια, αναίρεση της έννοιας της λη στείας μετά φόνου. Καθώς όμως μπορεί να λει τουργεί και κάτω από τις προθέσεις -που, ξέ ρουμε, δεν είναι ληστρικές- στο υποσυνείδητο του δράστη, εκεί πια προσλαμβάνουν έναν άλλο χαρακτήρα και μιαν άλλη αποστολή. Εκεί πια η άποψη αυτή τείνει στην «επαγωγική» μείωση ή την κατασίγαση όσων ενοχών έχουν κινητοποιη θεί από την πράξη του φόνου. Σε άλλο εδάφιο η επιστημοσύνη του Γ.Γ. προ σεγγίζει με απόλυτη ευστοχία την παθολογία της αϋπνίας: «Ο Γρηγόρης... ξάπλωσε στο κρεβάτι του Δικαίου» -του φονιά πατέρα του- «και ίσως να κοιμόταν κάποιες ώρες... όμως ο πραγματι κός ύπνος ήτανε κάτι που δεν έμπαινε μέσα του», γιατί «ο Γρηγόρης βρισκόταν στην κατά σταση του λεγάμενου εξώφθαλμου ύπνου ή... ύπνου των βοδιών... Η τακτική αυτή, κανονική και μέσα στα φυσικά όρια των ζώων, είναι επι κίνδυνη και κάποτε θανατηφόρα για τον άνθρω πο», που «ο ύπνος του είναι έξω από τα μάτια», που «ακούει, μυρίζεται και βλέπει... και ακούει όλους τους θορύβους, το περπάτημα του σαμιαμιθιού, το μεγάλωμα των φύλλων ή τον μυρηκασμό του μεταξιού» (σελ. 35). Βρίσκεται δηλαδή σε μια κατάσταση υπερεγρήγορσης, τόσο δαπα νηρής, που οι συνέπειές της φτάνουν καμιά φο ρά σε θάνατο, όπως συμβαίνει στη λεγάμενη εξαντλητική ψύχωση. Ακόμα πιο σημαντικές είναι οι διατυπώσεις που ο Γ.Γ. κάνει πάνω στην ψυχοπαθολογία της κατάθλιψης και ξεκινάνε από τα «παραδείγματα των ανδρών εκείνων που οδηγημένοι από παράφρονα θλίψη, από έρωτα προς το Θεό» -έναν
έρωτα προφανώς λιμπιντικό με όλες τις συνακό λουθες ενοχικές, εξιδανικευτικές ή και εξιλεωτικές διαδικασίες -«καθώς έμεναν χρόνια πάνω στην κορυφή του στύλου, νηστικοί και στοχαζόμενοι». Μάλιστα «το σύνθετο πένθος» συμβαίνει «επειδή δύο θλιβερά και αφόρητα συμβάντα βρί σκουν ταυτόχρονα τον ίδιο άνθρωπο»..., «αν, λόγου χάρη, πεθάνει κάποιος άνθρωπος και συ νάμα ο θάνατος του αφήνει αθεράπευτο κενό μέ σα σε κάποιον που εξακολουθεί να ζει». Η ανά λυση του Γ.Γ. βρίσκεται πολύ κοντά και γλωσσολογικά με την ψυχαναλυτική ερμηνεία της κατά θλιψης, καθώς περιέχει το καταθλιπτικό βίωμα της εσωτερικής απώλειας (internal loss), του κε νού που αφήνεται στον επιζώντα στη θέση όπου είχεν «ενδοβάλει» τον θανόντα. Η δε αυτοεξα φάνιση, η λογική συνέπεια να ακολουθηθεί η ίδια μοίρα του «ενδοβληθέντος», όπως με αυτο κτονία, δεν είναι φυσικά ο μόνος τρόπος, αφού μπορεί «η μόνη σωτηρία» στο σύνθετο πένθος να είναι «η αναρρίχηση στα δένδρα και η παραμονή του ανθρώπου στον κόσμο των πουλιών και των αεικίνητων φυλλωμάτων». Και ο Γ.Γ. μας αφή νει να διερωτώμαστε τι θα μπορούσε να γίνει σ’ ένα βαρύτερο βαθμό θλίψης συνθέτου πένθους που έχει «προκληθεί ταυτόχρονα από τρεις ή πε ρισσότερες αιτίες», όπου τον καταθλιπτικό «ούτε το δέντρο τον γλιτώνει, ούτε η συντροφιά των ανέμελων πουλιών». Δεν μπορεί βέβαια να τα ξέρει κανείς όλα- ούτε και η επίσημη επιστήμη. Μα η πιο συγκλονιστική αποκάλυψη Ογαίνει από τα έγκατα της διαισθητικής γνώσης του Γ.Γ. με τη γραφή που ακολουθεί: «... Αν κάποιος άν θρωπος ξαπλώσει πάνω στο τελάρο του μεταξιού και αποκοιμηθεί, η κάμπια έχει την δύμαμη και τη βουλιμία να τον καταβροχθίσει..., είναι γνω στό πως το μετάξι -η κάμπια του- μισεί το θόρυ βο και τον αρσενικό άνθρωπο. Οι κάμπιες που είναι όλες θηλυκές, που γεννούν και υφαίνουν, αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο που τις ταΐζει και αν δεν ακούσουν τον ήχο του φουστανιού και τη
54/αφιερωμα μυρουδιά της γυναίκας..., βγαίνουν έξω από το τελάρο και το δωμάτιο..., πέφτουν στο πράσινο της γης και τρώνε ανθρώπους και ζώα». Όταν όμως μια γυναίκα «ταΐζει και περιποιείται την κάμπια, αυτή, όχι μόνον ηρεμεί και μαλακώνει, αλλά κοιμάται και κοιμισμένη τρέφεται κι αυξά νει» (σελ. 36). Αναρωτιέται κανείς μήπως με τη βοήθεια μιας τοτεμικής λογικής θα μπορούσαν να αλιευθούν από τα βάθη του ασυνειδήτου, που αποτελεί το υπέδαφος της «απλοϊκής» αυτής ιστορίας, κάποιες βιοψυχολογικές διαπιστώσεις. Διαπιστώσεις που δεν θα είναι άλλες από την προτεραιότητα που δίνεται στην έννοια της διαιώνισης του είδους καθεαυτής σαν σκοπού απέναντι στην έννοια της σεξουαλικότητας σαν μέσου. Με την προβολή αυτής της πρωτεϊκής ταύτισης των θηλυκών στοιχείων της φύσης έρ χονται στο μυαλό οι έννοιες της παρθενογονίας και των παντός είδους μεταλλακτικών διεργα σιών (προνύμφη-νύμφη ή πεταλούδα-σκουλήκι -τελικό είδος), μια διαιώνιση του είδους, χωρίς αμφισεξουαλική επαφή. Έτσι λοιπόν, όχι μονά χα από την ψυχανάλυση, που οι αντιλήψεις της για την ιεραρχία των ενστίκτων έχουνε οικοδομηθεί πάνω στην έννοια του σοπεγχαουερικού «τυφλού Έρωτα», ούτε μονάχα από τη συνειδη τοποιημένη σύγχρονη γυναίκα, αλλά και από την τέχνη την ίδια -χωρίς να αφήσουμε έξω τον Καρυωτάκη και τη Χίμαιρα του («ένα διάστημα παίξετε το τέρας,/με τα τέσσερα πόδια κολλητά,/ τρέχετε και διαβάζετε μετά/τον οδηγό δια τας μητέρας»)- η αντίληψη για την προτεραιότητα της μητρότητας απέναντι στη σεξουαλικότητα προβάλλει και εδώ ακόμη μια φορά. Κι ο Γ.Γ. απωθεί την αντίληψη αυτή άδολα και ανυποψία στα, αφού σε συζήτηση που είχαμε, είπε με έκ πληξη, πως τα πράγματα δεν τα είδε έτσι όταν έγραφε την “Ιστορία” , αλλ’ είχε στο μυαλό του τις γυναίκες του σπιτιού, γιαγιά, μάνα, αδελ Σημειώσεις και βιβλιογραφία 1. Κρίστοφερ Σμωλ: Μουσική, κοινωνία, παιδεία. Μετ. Μιχ. Γρηγορίου. Νεφέλη, Αθήνα, 1983. Σελ. 325. 2. Π.Θ. Κρανιδιώτη: «Τα ψυχοσωματικά φαινόμενα στη λαϊκή αντίληψη». Δ Έτησ. Πανελ. Ιατρ. Συνέδριο -Συνεδρία Ελλ. Ετ. Μελέτης Ψ/Σ Προβλημάτων της 4.5.78. Πρακτικά σελ. 780-785. 3. Ελίας Κανέττι: Μάζα και Εξουσία. Δοκίμιο. Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτεμη. Ηριδανός, Αθήνα, 1971. Σελ. 524. 4. Η προαγωγή προϋποθέτει, φυσικά, την ύπαρξη κοινωνικής οργανώσεως και την αποδοχή κάποιου συστήματος ιεραρ χίας, όχι απεριόριστα και πάλι. Γιατί πέρα από κάποιο όριο η μεταβίβαση διαταγών, για τον Ε.Κ., συνιστά πια τη γένεση' της παράνοιας. 5. Η συμπεριφορά αυτή ανάλογα με το βαθμό ελευθεριότητας των κοινωνικών αντιλήψεων χαρακτηρίζεται άλλοτε σαν φυσιολογική/αντιεξουσιαστική και άλλοτε σαν παθολογική/ αντί- ή α-κοινωνική. 6. Η ένταξη ενός ατόμου σε μάζα είναι, κατά τον Ε.Κ., μονα δική δυνατότητα λύτρωσής του -«με αντιστροφή» (σελ. 57)από τον «πρωτεϊκό φόβο αγγίγματος της λείας, γυμνής και
φή..., ρόλους και πρότυπα δηλαδή θεμελιακά, που κατεργάζονταν από τότε η παιδική του ευ αισθησία για να τα ξεπροβάλει χρόνια πολλά με τά, τραγουδιστά. ΥΤΟΣ ο δρόμος που ανοίχτηκε εδώ, δεν εί ναι ένας δρόμος ύπουλος για την κατάκτηση απ’ την ψυχιατρική της τέχνης με μια υπερκέ ρασή της κι αιχμαλωσία της εκ των όπισθεν. Βέ βαια κι εδώ, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, γίνε ται ένα άλλο είδος στραγγίσματος της τέχνης για χάρη της επιστημονικής και πάλι γνώσης. Όμως το κείμενο αυτό έμπρακτα προωθεί, τουλάχιστον εδώ, μια «συναινετική» συνεργασία, αν όχι τον αλληλοσεβασμό και αλληλοθαυμασμό, που εξα σφαλίζει τη ναρκισσική ικανοποίηση και της τέ χνης και της επιστήμης. Άλλωστε εδώ έχουνε ήδη πληρωθεί τα εισιτήρια εισόδου στην περιοχή της τέχνης· είναι η αναγνώριση της προτεραιότητάς της απέναντι στην επιστήμη και η οδυνηρή αυτογνωσία της επιστήμης ότι αυτό που ως τώρα έχει εξασφαλίσει είναι μονάχα η άνεση και όχι η χαρά. Το γεγονός, εξάλλου, ότι αυτό το στράγγισμα γίνεται μέσα στην ατμόσφαιρα της τέχνης, φέρνει κάποιες ελπίδες ότι η τέχνη θα ομορφύνει την επιστήμη και δεν θα ασκημύνει την τέχνη η επιστήμη. Γιατί η τέχνη, εκτός από τη γνώση που περιέχει, πρέπει να εμπεριέχει και δυνατότητες προσανατολισμού της γνώσης προς μια κατεύ θυνση ανθρωπιστική, τις δυνατότητες ex sub stantia να εξασφαλίζει από τον κίνδυνο της διο λίσθησης των γνωστικών της θησαυρών προς μία επιστήμη αμφίβολης χρησιμότητας, τέλος, να ε μπεριέχει ένα ασφαλιστικό μηχανισμό, που απα γορεύει τη χρησιμοποίηση της γνώσης για τη χρήση και προωθεί μονάχα τη χρησιμοποίηση της γνώσης για χαρά.
Α
□ ανυπεράσπιστης σάρκας» (σελ. 11-12). Αντίθετα στην «πιο παλιά και πιο περιορισμένη μορφή μάζας», την τάση για σχηματισμό αγέλης, ο Ε.Κ. βλέπει την ενιαία και προκαθο ρισμένα συγκροτημένη δράση (γι’ αυτό και κυνηγετική, πο λεμική, θρηνητική, πολλαπλασιαστική κ.ά. αγέλη) και όχι ψυχοπροφυλακτική-αμυντική, όσο και εκφορτιστικήψυχοθεραπευτική λειτουργία, που ο συγγραφέας προσδίνει στη μάζα. 7. Π.Θ. Κρανιδιώτη: 1) «Ψυχοπαθολσγικές απόψεις του Ε. Canetti πάνω στις τοξικές και ειδικά στις αλκοολικές ψευ δαισθήσεις και ζωοψίες». X ' Πανελ. Συνεδρ. Νευρολ. Ψυχιατρ. Θεσσαλονίκη 28.5.83. 2) «Η κανεττική έννοια της ευθύγραμμης μεταμόρφωσης φυγής στη μανία και τη μελαγχο λία». Εγκέφαλος 1984, 21:3. 3) «An anthropological ap proach to the manic-depressive mechanism». The World Psychiatric Assoc. Regional Symposium. Athens, 15 Οκτ. 1985. 4) «Συμβολή της κανεττικής σκέψης στην ανθρωπολογική προσέγγιση της υστερίας». Σε επεξεργασία. 8. Γ.Π. Σαββίδης: Μεταμορφώσεις του Τϊλπήνορα. Εκδ. Ερ μής. Αθήνα 1981. Σελ. 61. 9. Γ. Γιατρομανωλάκης: Ιστορία. Μυθιστόρημα. Εκδ. Κέδρος. Αθήνα 1982, Σελ. 172.
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή χ%
μια ποίηση χρυσοκέντητη από τα χέρια του λαού Μ Α Ρ ΙΑ Σ Σ. Θ Ε Ο Χ Α Ρ Η : Ε κκλη σ ι α σ τ ικ ά χ ρ υ σ ο κ έ ν τ η τ α . Α θ ή ν α , Α π ο σ τ ο λ ι κ ή Δ ια κ ο ν ία τ η ς Ε κ κ λ η σ ί α ς τ η ς Ε λ λ ά δ ο ς , 1986. Σ ε λ . 48.
Σίγουρα είναι μεγάλη η ποίηση που δημιουργήθηκε από τα χέ ρια του λαού, έξω από το λόγο. Γιατί ποίηση δεν είναι μόνο αυτή η ιδιαίτερη λειτουργία του λόγου, που σε φέρνει σ’ ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης, σε υψώνει πάνω από το συμβατικό χρόνο. Είναι ένας κόσμος ολόκληρος «ποιημένος» από τα χέρια του μόχθου, από την ευαισθησία και την τέχνη των ανωνύμων. Η Μαρία Θεοχάρη στο έργο της αυτό, ασχολείται με τα εκκλη σιαστικά χρυσοκέντητα. Είναι ένας τόμος με μεγάλο ενδιαφέ ρον, που για πρώτη φορά θέτει το πρόβλημα, την αγωνία θα έλεγα, της διάσωσης αυτών των κειμηλίων της λαϊκής τέχνης. Η Αποστολική Διακονία πραγματοποιεί αυτή την εκστρατεία της διάσωσης και της προστασίας των εκκλησιαστικών κειμη λίων, με δύο ακόμη προηγούμενους τόμους για τα Αργυρά και τα Ξυλόγλυπτα.
56/οδηγος Ακούραστη μελετήτρια και ερευνήτρια η Μαρία Θεοχάρη, καθηγήτρια επί σειρά ετών στο Οικουμενι κό Ινστιτούτο Ανωτάτων Σπουδών του Μπάρι, διαπρεπής βυζαντινολόγος, έχει συνδέσει το όνομά της με την ανακάλυψη και την απόδο ση στην Ελλάδα των ιερών λειψά νων του Αγίου Δημητρίου. Από μια αρχειακή έρευνα που ξεκίνησε, έφτασε να ανακαλύψει ότι τα είχαν πάρει οι σταυροφόροι το 1204 και τα είχαν πάει στη Δύση. Στον τρίτο αυτόν τόμο της Αποστολικής Διακονίας, η Μαρία Θεο χάρη με αγάπη και επιστημονική τεκμηρίωση, αλλά και με φωτισμέ νη αντίληψη, αναλύει ιστορικά το φαινόμενο της τέχνης αυτής, η
οποία άκμασε στους βυζαντινούς χρόνους, αλλά και στους μετέπειτα διασώθηκαν εργαστηριακές εστίες χρυσοκεντητικής στην Ελλάδα. Για να πραγματοποιήσει την εργασία της αυτή, η βυζαντινολόγος δεν λυ πήθηκε ούτε χρόνο ούτε κόπο. Τα ξίδεψε σ’ όλες τις μονές της Ελλά δας και του βαλκανικού χώρου, όπου .υπάρχουν τέτοια καλλιτεχνή ματα, έφτασε μέχρι τη μονή του Σινά, και έχει συγκεντρώσει μαζί με τα αρχεία του Αγίου Όρους ένα τεράστιο φωτογραφικό υλικό. Ά ξια εργασία για μια μικροτεχνία που για αιώνες πορεύτηκε τόσο κοντά στη δόξα και στο θρίαμβο αφού λάβαρα, λειτουργικά άμφια, μίτρες, αρχιερατικοί σάκοι, ήταν
όλα χρυσοκέντητα εκπληκτικής ο μορφιάς- και τείνει να σβήσει, να χαθεί ίσως αν δεν διαφυλαχτούν τα υπάρχοντα κειμήλια. Γράφει η Μα ρία Θεοχάρη: «Στον ταχύ ρυθμό της πορείας προς το μέλλον, ο άν θρωπος γυρεύει ένα αντίδοτο- στο παρελθόν αναζητεί τις παραδόσεις και τις ρίζες του». Και σ’ ένα άλλο σημείο λέει: «Τα έργα αυτά δεν πρέπει να φυλάγονται αποθηκευμένα σαν το τάλαντο του οκνηρού δούλου του Ευαγγελίου. Μπορούν και πρέπει να συντελέσουν στην αναβίωση της χρυσοκεντητικής». ΜΑΡΙΑ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥΠΟΘΟΥ
νέες οπτικές γωνίες Δ . Β Α Σ Ι Λ Ε Ι Α Δ Η : Ψ η φ ίδ ε ς τ ο υ ν ε ο ε λ λ η ν ικ ο ύ μ ύ θ ο ν . Α θ ή ν α , Γ ν ώ σ η , 1986. Σ ε λ . 280.
Τα τελευταία χρόνια, τα βιβλία που αναφέρονται στην αρχιτε κτονική, γίνονται όλο και πιο εξειδικευμένα και σύνθετα ως προς τη γραφή τους, ταυτόχρονα όμως και περισσότερο ελκυ στικά για τον αναγνώστη ακόμη κι εκείνον που τα προσεγγίζει χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις αλλά από πραγματικό ενδια φέρον. Αιτία αυτού του φαινομένου είναι η παρουσίαση του θέματός τους μέσα από νέες οπτικές γωνίες, γεγονός που του προσδίδει και μία καινούρια, διαφορετική διάσταση. Κατ’ αυ τό τον τρόπο καταλήγει να διακρίνει κανείς μέσα από το κείμε νο όχι μόνο τον επιστήμονα αλλά και την προσωπικότητα του συγγραφέα, καθώς συχνά επιτυγχάνει να ζωντανέψει το θέμα με σύγχρονους προβληματισμούς της εποχής μας. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου το αντικείμενο της συγγρα φής και μελέτης ξεφεύγοντας σί γουρα από το χώρο της επιστήμης αν όχι και του συγγραφέα, παίρνει μία άλλη πορεία προς την κατεύ θυνση της λογοτεχνίας, διατηρώ ντας την αρχιτεκτονική και τον πε ριβάλλοντα χώρο σαν ένα απλό, χαλαρό και λίγο αόριστο πλαίσιο, εκείνο που έδωσε αρχικά το ερέθι σμα της συγγραφής του συγκεκρι μένου βιβλίου. Κάνοντας λοιπόν αναφορά στο βιβλίο «Ψηφίδες του νεοελληνικού μύθου» του Δ. Βασιλειάδη, πρέπει
να το εντάξουμε σ’ αυτό τον τομέα που περιλαμβάνει τα σχετικά με την αρχιτεκτονική βιβλία. Γιατί όσο και αν ο Δ. Βασιλειάδης είναι ο ίδιος αρχιτέκτονας, ξεφεύγει από τον επαγγελματικό του χώρο και ακολουθεί τον λογοτεχνικό δρόμο. Το κεντρικό σημείο αναφοράς του βιβλίου, ο πυρήνας του, είναι ένας έρωτας, ο έρωτας του συγγρα φέα για τα νησιά και τη θάλασσα χωρίς να παραλείπονται και κείμε να σχετικά με την στεριανή Ελλά δα. Υπάρχει κατ’ αυτό τον τρόπο μία διάκριση του κειμένου σε δύο ενότητες, την πρώτη και μεγαλύτε-
οδηγος/57
■':< 2 .r... ρη, που είναι σχετική με το Αιγαίο, και τη δεύτερη που έχει σαν θέμα της τη στεριανή Ελλάδα. Μέσα σε αυτά περιλαμβάνεται και το κεφά λαιο το σχετικό με την Κύπρο. Οι τίτλοι των κεφαλαίων καθο ρίζονται από ποιητικούς όρους όπως, για παράδειγμα, «τιτανικές μορφές: σαντορίνη» ή «ανεμισμένο τρίστρατο: αιγαίο». Έγχρωμες και μαυρόασπρες φωτογραφίες με δί γλωσσες -στα αγγλικά και ελληνι κά - λεζάντες, αρχιτεκτονικά σχέ δια και βιβλιογραφικές σημειώ σεις, συνοδεύουν κάθε κεφάλαιο. Η εργογραφία του Δ. Βασιλειάδη προτάσσεται του κειμένου, ενώ ένα μικρό σημείωμα στο οπισθόφυλλο αιτιολογεί τη συγγραφή του συγκε κριμένου βιβλίου και αναφέρεται στις επιδράσεις που ο Δ. Βασιλειάδης έχει δεχθεί από τους δασκά λους του Πικιώνη και Ορλάνδο, επιδράσεις ακραίες, συναισθήμα τος και λογικής, μέσα από τις οποίες βρήκε τελικά τον δικό του ενδιάμεσο δρόμο. Ό λα αυτά όμως δεν αρκούν για τον σύγχρονο, απαιτητικό και φιλέρευνο αναγνώστη με το κριτικό βλέμμα που έχει διαμορφώσει με τη βοήθεια της πολλαπλής ενημέρω
σης της εποχής μας. Καθώς όλα βαδίζουν προς τον εικοστό πρώτο αιώνα και οι απαιτήσεις και η τα χύτητα της εποχής μας γίνονται διαφορετικές, η ποιητική μεγαλοστομία ενός εύκολου και αρκετά χαλαρού στην ανάγνωση κειμένου, δεν ανταποκρίνονται στα ερωτήμα τα και τις αναζητήσεις μας αλλά ούτε και στη σημερινή γλωσσική έκφραση και αισθητική. Η μόνη δυνατή δικαιολογία που υπάρχει και στην οποία δεν έχουμε το δι καίωμα να φέρουμε αντίρρηση εί ναι ότι ίσως το κείμενο γράφτηκε για να τέρψει τον ίδιο τον συγγρα φέα. Πρόκειται για μία εύκολη και ρομαντική προσέγγιση της αρχιτε κτονικής π ρ ν διατηρεί μόνο ελάχι στους αρχιτεκτονικούς, όρους χω ρίς να παρουσιάζει τις αυστηρά συγκροτημένες περιγραφές που θα έδιναν και την αιτιολόγηση και δο μή της κατασκευής, τη σχέση της και αλληλεπίδραση με τον περιβάλλοντα χώρο και τις επιρ ροές της ιστορικής και τεχνικής παράδοσης ως προς τη διαμόρφω σή της. Η ιστορία και η λαογραφία αποτελούν απλές νύξεις που διακρίνονται μέσα από ένα λεκτικό παιχνίδι και μία έκφραση προσω πικών συναισθημάτων και εντυπώ σεων που αδυνατεί να συμμεριστεί ο αναγνώστης αν δεν έχει ακολου-
πλαίσιο Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Υ Δ Α Ν ΙΗ Λ : Αίγλη και άγχος. Τ ο έ ρ γο το ν Ν ίκ ο ν Κ α χ τ ίτ σ η 1926-1970. Α θ ή να , Ε χό. Β ιδ λ ω π ω λ ε ίο ν τ η ς « Ε σ τ ία ς » , 1986. Σ ε λ . 103.
Τό έργο του Νίκου Καχτίτση άρχισε να απασχολεί τους πνευματικούς ανθρώπους της χώρας απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’60, δηλαδή απ’ όταν ο συγγραφέας πρωτοφανέρωσε την πολύτιμη για τα γράμματα προσφορά του. Σήμερα, εικοσιπέντε περίπου χρόνια μετά, με το ξανατύπωμα σχεδόν όλων των αυτούσιων διηγημάτων και μυθιστορημάτων του, το ενδιαφέρον στρέφεται σε μια πέρα της κριτικής αποτίμησης προσέγγιση. Αυτό επιχειρεί ο ποιητής και μελετητής Γιώργος Δανιήλ με το εν λόγω βιβλίο, δηλαδή την ενδοσκόπηση και το ανασκάλεμα όχι μόνο σε ό,τι αφορά την τεχνική του λόγου του Καχτίτση, αλλά παράλληλα και στο πώς ο ίδιος δρούσε κάτω απ’ την ιδιότητά του σαν συγγραφέας. Εκείνο τέλος που θα έπρεπε να λεχθεί σαν κατακλείδα, είναι το γεγονός ότι μέσα απ’ την παρούσα μελέτη, βγαίνει έμπραχτα ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του Καχτίτση, κάτι που γίνεται εμφανές τόσο απ’ τους αμφίσημους τίτλους των έργων του όσο κι απ’ την εν γένει συμπεριφορά του απέναντι στα διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ZLI
58/οδηγος θήσει τον συγγραφέα στις περιπλα νήσεις του. Δεν παρουσιάζονται οι ανθρώ πινες ανάγκες που καθορίζουν τις συγκεκριμένες κατασκευές ούτε οι οικονομικοί, κοινωνικοί, ιστορικοί περιβαντολλογικοί και άλλοι συν τελεστές και περιορισμοί που επι δρούν και διαμορφώνουν τελικά τη νεοελληνική αρχιτεκτονική. Κι αν θέλουμε να μην είμαστε απόλυτοι, αν μας δίνεται κάποιο στοιχείο κα τά διαστήματα, τούτο γίνεται με τόση ασάφεια που χάνεται μέσα στη ροή του κειμένου. Και μπορούμε σαν παράδειγμα να αναφέρουμε άλλες εκδόσεις ό που διαβάζουμε σε κείμενα διαυγή στη γραφή τους, την πορεία των μαστόρων που ταξιδεύοντας σ’ όλη την Ελλάδα μετέδιδαν όχι μόνο την τέχνη τους αλλά και συγκεκριμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία από τη μία άκρη του ελληνικού γεωγραφικού χώρου έως την άλλη. Σίγουρα δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μετέχου με σ’ αυτό τον διαρκή και ατέλειω το θαυμασμό για τη νεοελληνική
αρχιτεκτονική, ένα θαυμασμό που λειτουργεί με μία μορφή εξιδανίκευσης. Είναι ειλικρινής ο έρωτας του συγγραφέα για το αντικείμενό του όπως ήταν και ο θαυμασμός του Le Corbusier για το χώρο του Αιγαί ου. Αλλά τίποτα περισσότερο. Θα μπορούσαμε να είχαμε του λάχιστον ένα λεύκωμα, ξεχνώντας το κείμενο. Όμως η εικονογράφη ση, που αποτελεί το σκελετό ενός κειμένου σχετικού με την αρχιτε κτονική, ακολουθεί δυστυχώς την ίδια πορεία. Οι μαυρόασπρες φω τογραφίες είναι αχνές και άτονες, ενώ οι έγχρωμες έχουν εξίσου απο τυχημένη εκτύπωση με έντονες χρωματικές αντιθέσεις που δεν αποδίδουν το φως του ελληνικού τοπίου. Συχνά συμβαίνει το-άσπρο κτίσμα να παίρνει μία ροζ Απόχρω ση, το κόκκινο ή μπλε χρώμα μίας πόρτας ή ενός παραθύρου να φαί νονται τόσο έντονα σαν να έχουν επιχρωματιστεί, ο ουρανός να μην φαίνεται σχεδόν καθόλου, να χάνε ται πάνω στο χαρτί, η εκτύπωση να
είναι θολή, αποτυχημένη, δυσδιάΕλάχιστη και μοναδική ενδιαφέ ρουσα εξαίρεση αποτελούν τα σχέ δια και η βιβλιογραφία που δεν κατορθώνουν όμως να σώσουν το σύνολο. Υπάρχουν βιβλία αρχιτεκτονικής που, παρ’ όλη την αυστηρή και λι τή γραφή τους, με τη σωστή αιτιο λόγησή τους και με την επιμελημέ νη εικονογράφηση, μας γοητεύουν χωρίς να επιδιώκουν να μας θαμ πώσουν, άλλωστε ούτε κι εμείς το θέλουμε. Μήπως θα έπρεπε να πε ριοριστούμε προς το παρόν σ’ αυτό τον τύπο του κειμένου που είναι σίγουρα περισσότερο χρήσιμος για τις αισθητικές αναζητήσεις ιδιαίτε ρα των νέων ανθρώπων; Μήπως η αιτιολογημένη εξιστόρηση της αρ χιτεκτονικής παράδοσης βοηθά κα λύτερα την αισθητική μας συνειδητοποίηση, τη χάραξη νέων προσα νατολισμών και τέλος την ένταξη και λειτουργία μας μέσα στο χώρο από μία διακοσμητικού και αόρι στου περιεχομένου έκδοση; ΜΑΡΙΑ ΜΕΝΤΖΕΛΟΠΟΥΛΟΥ
ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ 3 1 ο ΤΕΥΧΟΣ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ 31 ΣΚΕΨΗ
ΠΕΡΙΕΧΕΙ: • Α φιέρω μα: Μ ετάβαση απ' τη φ εου δαρ χία σ το ν κα πιταλισμό • -
Α φ ιέρω μα σε διεθνή ζητήματα: Ο εμφύλιος π ό λεμ ο ς της Ισπα νίας Τ ο νέο Σύνταγμα της Ν ικα ρά γουα Ο Δεκ έμβρη ς του ' 86 στη Γαλλία
• Α φ ιέρω μα για την ζω ή και το έρ γο των: Κώ στα Χ ατζηαργύρη, Ν ίκου Ν ικολάου • Τα μ ο νο π ώ λ ια στην περίθαλψη • «Σύνδεση» π α ρ α γω γή ς και έρευνας • Στατιστική: Τα μονοπ ισλια εξοπλι• Βιβλιοκρισία: Συγκριτική Π α ιδα γω γική ΚΙ ΙΙΣ ΙΊΙΜ Ο Ν ΙΚ ΙI ΣΚΙ 'ΚΙΙ Αβερωφ 26 10433 Αθήνα Τηλ. 8219.600
οδηγος/59
καταγραφές του «εγώ» και του «εμείς» Τ Α Τ ΙΑ Ν Α Σ Γ Κ Ρ ΙΤ Σ Η -Μ ΙΛ Α ΙΕ Ξ : Χ ρ ο ν ι κ ό ε ν ό ς ε φ ιά λ τ η . Α θ ή ν α , Κ α σ τ α ν ιώ τ η ς , 1986. Σ ε λ . 82
Στη λογοτεχνία, η καταγραφή του προσωπικού βιώματος απο κτά δικαιολογία ύπαρξης, όταν απλώνεται στο χώρο του ομα δικού. Μα και η όποια ομαδική εμπειρία μετουσιώνεται σε γνήσιο έργο τέχνης, όταν φιλτραριστεί μέσα από την ιδιαιτερό τητα του «εγώ». Διαφορετικά θα έχουμε είτε μια συγκεκριμένη εξομολόγηση που αφορά μόνο τον εξομολογούμενο, είτε μια γραπτή έκφραση που δεν ξεφεύγει από τα όρια της ψυχρής ανάπτυξης. Και η συνύπαρξη -στο χώρο της τέχνης- του ατο μικού με το ομαδικό, γίνεται ακόμα πιο δύσκολη, όταν το ιστο ρικό γεγονός δεν έχει χρονικά απομακρυνθεί ή όταν οι συνέπειές του εξακολουθούν να έχουν φωνή και όγκο. Δύσκολη, μα όχι ακατόρθωτη. Απλώς χρειάζεται να υπάρχουν η αντικειμενικότητα, η Ιογική, η ει λικρίνεια, μαζί με το πάθος, το συ ναίσθημα και το ένστιχτο. Αυτό και μόνο(!) Και βέβαια, μια τέτοια συνύπαρ ξη, μόνο ένας ιδιαίτερα προικισμέ νος και ιδιαίτερα πεπειραμένος συγγραφέας μπορεί να ενσαρκώΗ Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ εί ναι και τα δύο. Έτσι, λοιπόν, το «Χρονικό» της διαθέτει αυτή τη δι πλή οντότητα της ατομικής αμεσό τητας και της ομαδικής εμπειρίας. Βέβαια, η ίδια η δημιουργός δη λώνει πως το κείμενο αυτό στην ουσία γράφτηκε πριν χρόνια, όταν ακόμα τα γεγονότα που πυροδότη σαν την έμπνευση -η δικτατορίαήταν σε πλήρη δράση. Μα κάτι τέτοιο, αποδεικνύει τη μέγιστη ικανότητα της δημιουργού, να εισέρχεται, άμεσα, μέσα στον πυρήνα του θέματος -αποστασιοποιημένη χρονικά, όσο και παθια σμένη υποκειμενικά- και να ελευ θερώνει την περικλειόμενη ενέρ γεια.
Έτσι, λοιπόν: «άξαφνα ξεχύθη καν όλες οι λέξεις μαζί, απαγορευ μένες λέξεις, που ανέβαιναν από τα έγκατα στην επιφάνεια υπερασπί ζοντας την ύπαρξή μου την ίδια, απαγγέλοντας το κατηγορώ ενα ντίον κάθε βιασμού της ανθρώπι νης αξιοπρέπειας και του πνεύμα τος», δηλώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Από εκεί και πέρα, μπορεί ο αναγνώστης ν’ αρχίσει την ανάγνω ση και να χωθεί μέσα στην ανυπαρ ξία του μύθου - πιο σωστά, της πλοκής. Παρ’ όλα αυτά, το κείμενο έχει την αρχή του. Είναι η παρουσία του απολύτου εγώ και του χώρου του. Ενός χώρου που μάλιστα μορφοποιείται. Το Παρίσι. Πόλη της μνήμης, της επανάστα σης, του έρωτα, της ελευθερίας, της τέχνης. Μια πόλη -η ίδια πό λη;- για τον καθένα. Τον όποιον, όσο κι εκείνη. Που βρέθηκε εκεί. Κι έμεινε. Με την πρόφαση να γνωρίσει την εορταστική ανάμνηση μιας επανάστασης. Μα η βροχή, χαλά τα σχέδια. Μόνο η βροχή; Και μένουν, μονά-
Μ Α Ρ Ω Σ Λ Ο ίΖ Ο Υ : Τ ρ έχ ει τρ έ χ ει, η ν ύ χ τα τρ έχει να σ υ ν α ντή σ ει τη ν ημ έρ α . Ε ικ ο ν ο γ ρ ά φ η σ η : Κ έ λ λ ν Μ α τ α θ ία Κ ύ β ο . Α θ ή ν α , Κ α λ έ ν τ η ς , 1986.
Η Μάρω Λοίζου έχει ένα δικό της τρόπο και μπορεί εύκολα να μιλάει στα παιδιά. Με την απλή και κατανοητή γραφή της δίνει μιαν άλλη διάσταση στα πράγματα και φέρνει το παιδί σ’ επαφή με το μαγικό και γοητευτικό κόσμο του ονείρου και του παραμυθιού, με τον τρυφερό κόσμο της αγάπης, ξεγλιστρώντας από τον κόσμο της καθημερινής συμβατικότητας. Με το παραμύθι και το όνειρο, αυτά τα τόσο γόνιμα στοιχεία πάει να συμβιβάσει τον πραγματικό με τον κόσμο της φαντασίας και συχνά το πετυχαίνει. Φυσικά το όνειρο και το παραμύθι είναι η ποίηση της ζωής κι ό,τι κρατάει ακόμα όρθιο τον άνθρωπο. Κι αλίμονο αν πάψουν οι άνθρωποι και πιο πολύ τα παιδιά να ονειρεύονται και να διαβάζουν παραμύθια... Μπαίνει όμως εδώ ένα μεγάλο ερώτημα: επιτρέπεται να ξαναγυρίσουμε στις μάγισσες και στις βασιλοπούλες και στα πριγκιπόπουλα των παλιών παραμυθιών, κυρίως ξενόφερτων, έστω κι αν αυτοί οι ήρωες εμφανίζονται κατευνασμένοι, εξουθενωμένοι κι άκακοι; Άραγε δεν αρκούν οι τόσοι εφιάλτες, που παγιδεύουν τον ύπνο των παιδιών μας... Η Μ. Λ. έχει γράψει αρκετά βιβλία για παιδιά. Με τη σειρά «Ένα παραμύθι μια χώρα», έδωσε ευχάριστα αναγνώσματα και πέρασε κάποιες γνώσεις και μηνύματα με τρόπο απλό και αβίαστα. Ξεχωρίζουν: «Το τελευταίο Ινδιάνικο καλοκαίρι», που αναφέρεται στους αγώνες των Ινδιάνων εναντίον των εχθρών τους, που εξαφάνισαν τους ιθαγενείς της
60/οδηγος χα, κάποια πρόσωπα που τραγου δούν και ερωτεύονται. Τραγου δούν κλεισμένα μέσα σ’ ένα δωμά τιο- ερωτεύονται διαμέσου των σκιών των σωμάτων τους. Τέτοια τραγούδια- τέτοιος έρωτας. Κι εκείνη, πού να χωρέσει; Πού ν’ ακουμπήσει τη δική της τη μνή μη; Και της φυλής της. Πλανιέται, λοιπόν, σε λαβύριν θους υπαρξιακής υφής, όταν η αγαπημένη νεκρή φέρνει πρώτη το μήνυμα της εθνικής συμφοράς. Τώ ρα είναι η στιγμή που μέσα στο «εγώ», εισβάλλει η υπόσταση του «εμείς». Μπορεί όμως και να μην είναι εισβολή. Αλλά μια προαιώνια συγκατοίκηση, που ο κίνδυνος την έφερε στην επιφάνεια του συνειδη τού. Τώρα είναι πια, η ώρα του φό βου. Και: «ο φόβος δεν περιγράφεται. Ο φόβος είναι.» Είναι αυτό το απαίσιο σούρσιμο των τάνκς, που δεν έχουν πατρίδα, που δεν περιορίζονται σε στιγμές. Είναι αυτή η χρησιμοποίηση των λέξεων - πάντα οι αυτές, πάντα μ’ άλλο νόημα, άλλη διάθεση. Και εί ναι αυτή η ανάμνηση των ημερών της Κατοχής, που τώρα γίνεται πα ρόν και το λένε δικτατορία. Είναι, λοιπόν, κάποιας επίμονα χαιρέκακης μοίρας η προσταγή; Αλλά, ποια είναι η δική σου α
ντίδραση; Η φυγή, η απόκρυψη, ή μήπως η παραδοχή; Αφού όλα κάποτε γίνονται πα ρελθόν. Για όλους. Προς τι η αντί δραση; Μα, γι’ αυτό που κρύβεται μέσα στη λέξη αξιοπρέπεια. Λέξη μόνιμα επίκαιρη. Λέξη διαχρονική. Η αντίδραση, λοιπόν, είναι συ νώνυμη της ευθύνης. Με ποικίλες εκφράσεις. Μα για το γραφιά, οι λέξεις δεν είναι μόνο όργανο. Είναι η ίδια του η ύπαρξη. Και η άμυνά του. Θα τις υπερασπιστεί. Και μαζί μ’ αυτές και την ουσία, το βάθος της ανθρώπινης παρουσίας μέσα στο σύμπαν, στο οποίο: «δίχως γλώσ σα, δίχως τόπο που είναι η πατρί δα, το σώμα σου δεν έχει χώρο πουθενά... (και)... περιπλανώμενη ψυχή, κολασμένη.» Κείμενο σύντομο και σφιχτό. Άλλοτε ολοκάθαρα ρεαλιστικό. Άλλοτε γνήσια συμβολικό. Πάντα ιδιότυπα, μα και επώδυνα ερωτι κό. Δεν κατατάσσεται σε κάποιο είδος. Μυθιστόρημα, διήγημα... Όχι! Χρονικό; Έστω, μα και αυτό με τόσες συμβάσεις ή αποδεσμεύ σεις;. Η ανάγνωσή του απαιτεί την προσωπική, όχι μόνο συμμετοχή, μα και ερμηνεία του αναγνώστη. Και δεν επιζητά την όποια ανα
γνώριση μα την ενεργοποίηση. Αλλά ο τεχνίτης του λόγου και ο στοχαστής υπάρχει και αναγνωρί ζεται. Στις λέξεις, στις δομές των φράσεων, στο σπάσιμο του χωρο χρόνου, στην εσωτερική συνοχή των γεγονότων. Είναι μια τεχνική που η Τ.Γ.-Μ. εδώ και χρόνια χρησιμοποιεί. Την τεχνική της εσωτερικής ανασύνθε σης προσώπων, συνθηκών, στιγ μών. Η πολυτελής πείρα φτάνει, στο κείμενο αυτό, ν’ αποδίδει την απόλυτη ουσία, μέσα από μια φω νή απροκάλυπτα υποκειμενική, μα και γι’ αυτό σεμνά πανανθρώπινη. Και το τελικό αποτέλεσμα κατα φέρνει να ξεφύγει από το σκόπελο της επικής σύνθεσης μιας συγκε κριμένης ιστορικής περιόδου. Καταφεύγει στη λυρικότητα και μέσα από το δικό της διαμέρισμα, εκπέμπει την αιώνια σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό. Το «Χρονικό ενός εφιάλτη» είναι-απόλυτα προσωπική γνώμη εκ φράζω- τόσο ώριμο έργο, ώστε να τολμά την είσοδό του στο χώρο εκείνο που συνήθως συναντάς τα πρωτόλεια. Τι θάρρος και τι νίκη. Της δημιουργού και του ταλέ ντου της. ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
Δημοσθένης Κούρτοβικ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΤΗΤΑΣ
οδηγος/61
σιωπηρή διαμαρτυρία με πλαίσιο τη βία Γ Κ Ρ Α Χ Α Μ ΓΚ Ρ Η Ν : Έ ν α όπλο γ ια π ο ύ λ η μ α . Μ ετ. Ε λ έν η Μ α ύ ρ ο υ . Α θ ή ν α , Ν ε φ έ λ η , 1986. Σ ε λ . 342.
Από τους πιο προικισμένους μιΌιστοριογράφους της εποχής μας, ο Γκράχαμ Γκρην παίρνει συχνά σαν άξονα του έργου του κάποιο πρόβλημα αστυνομικής υφής, όπως τούτο το αφήγημα που είναι από τα πρώτα του. Αργότερα θα προτιμήσει τις κα ταστάσεις αλόγιστης βίας της εποχής μας: Ινδοκίνα, Μεξικό, Κούβα, Βιέννη υπό Κατοχή, κ.λπ. που τον εμπνέουν σαν πλαί σιο για τους ήρωες και τις ψυχολογικές περιπλοκές τους. Σε κάθε αφήγημά του, η πλοκή παίρνει αφετηρία από το ίδιο «κλειδί» -όπως θα λέγαμε στη μουσική το κλειδί του «σολ»- το κλειδί, η νότα που στηρίζει το φόντο συνάμα και καθοδηγεί από ψηλά ανθρώπους και γεγονότα. Βγαίνει αυτός ο βασικός ήχος από την αγνότητα κάποιου από τους ήρωες, συνήθως τον πρωταγωνιστή, παράδειγμα: ο ιερέας στο «Δύναμη και Δόξα», ο Μάρτινς στον «Τρίτο 'Ανθρωπο», ο Ουόρμολντ στο «Ο Ά ν θρωπός μας στη Χαβάνα», ο Πάιλ στο «Ένας Ήσυχος Αμερι κανός». Απ’ την πρώτη στιγμή δίνεται το ματζόρε, το κλίμα, η δύναμη του καλού που πλαισιώνει τη βία. στο σταθερό δρόμο κάποιας πί Εδώ, στο «Ένα Όπλο για Πούλη μα» που χρονολογείται από το στης, κάποιας ελπίδας, νιώθει 1936, και που διαδραματίζεται ασφάλεια από την κεκτημένη προϋ πόθεση της ανθρωπιάς και της κά στην Αγγλία, βρίσκουμε κιόλας όλα τα στοιχεία που θ’ αποτελέθαρσης. Ακόμα και το πλαίσιο της σουν το σκελετό και στα κατοπινά βίας, αυτή η επιλογή του συγγρα φέα μοιάζει σαν σιωπηλή διαμαρ έργα του. Με τη διαφορά πως εδώ τυρία για την αποτρόπαιη εξέλιξη η δύναμη του καλού μοιράζεται ακόμα ανάμεσα στους τρεις πρωτα του «χριστιανικού» κόσμον μας. γωνιστές: την Άννυ, τον εγκλημα Κι εδώ οι «αγνοί», όπως και στ’ τία τον Ράβεν, και τον αστυνομικό j άλλα του έργα «Δύναμη και Δό ξα», «Τρίτος Άνθρωπος», «Εποχή τον Τζίμμυ. Οι τρεις του βαδίζουν της Βροχής» κ.λπ. τραβάνε την πο σε διαφορετική απόχρωση της ρεία τους σε τρία επίπεδα: 1) το αγνότητας που δεν παύει να κατευπραγματικό, το περιβάλλον με όλες θύνεται απ’ τη διπλή σύνθεση της του τις μιζέριες, οικονομικές, στε μελωδίας πάνω στη γκάμα της εξω νοχώριες, ανία μιας γκρίζας καθη τερικής πραγματικότητας και του μερινότητας χωρίς παράθυρο στην εσωτερικού προβληματισμού του ελπίδα. 2) Τον ψυχολογικό του ανθρώπου. Κι ευθύς εξαρχής, το εσωτερικό προβληματισμό. Ο κα κακό, η ασχήμια, το έγκλημα εξα θένας κουβαλάει μέσα του τις ου γοράζονται, αποκτούν δικαίωμα λές από περασμένες πληγές που στην άφεση αμαρτιών, γιατί ο ανα όλο και αναζωπυρώνονται. 3) Η γνώστης νιώθει πάντα πως βαδίζει
Β. Αμερικής και κατέκτησαν τις περιοχές τους, και «Το σκανταλιάρικο διαβολάκι», που αναφέρεται στη Βραζιλία, τη χώρα των άφθονων νερών, της πλούσιας τροπικής βλάστησης και των τρελών παραμυθιών του λαού της. Με την τετραλογία «Τρέχει τρέχει» εγκαινιάζει μια νέα σειρά, που μ’ αυτή φιλοδοξεί να οδηγήσει τους μικρούς αναγνώστες -η σειρά απευθύνεται σε μικρά παιδιά- στην ανεύρεση του αγαθού της αγάπης. Με το πρώτο βιβλίο αυτής της σειράς ψάχνει να βρει ένα δρόμο μεσ’ από το όνειρο περνώντας μεσ’ από τα πράγματα και τα φαινόμενα στα σκοτεινά, ακολουθώντας τη ροή του χρόνου, τη διαδοχή των εποχών, διασχίζοντας τα πολυδαίδαλα πέπλα της νύχτας, που τόσο όμορφα και ξωτικά παρουσίασε η Κέλλυ Ματαθία Κόβο με τα μαβιά της χρώματα. Σ’ αυτό το δρόμο, όπου όλα τρέχουν μαζί με τη νύχτα: λέξεις, έννοιες, χρώματα, σχήματα, κι όλα πορεύονται προς το συναπάντημα με τη μέρα, το φως, τη χαρά και την αγάπη, οι μικροί αναγνώστες θα χαρούν ένα άλλο παραμύθι, που τους μιλάει για τα μυστικά της νύχτας. Η έκδοση του Καλέντη είναι . χαριτωμένη και πολύ φροντισμένη. Έτσι σίγουρα οι αναγνώστες θα το χαρούν. Λ Ο ΥΚ Α ΑΞΕΛΟ Υ: Τ α ξ ίδ ι σ τ η ν ύ χ τ α . Π ο ίη σ η . Α θ ή ν α , Σ τ ο χ α σ τ ή ς , 1986. Σ ε λ . 41 + 1 π ί ν α κ α ς τ ο ν Μ ιχ ά λ η Γ εω ργό .
Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή του Λουκά Αξελού (η πρώτη με τον τίτλο «Περιπέτεια ή Επιστροφή αρ. 2» εκδόθηκε το 1981) η οποία συστρατεύεται οργανικά με το ήδη παραγμένο έργο του ως συγγραφέα, εκδότη και διευθυντή ενός σημαντικού θεωρητικού περιοδικού. Και εδώ συναντάμε κοινούς
62/οδηγος μοίρα, η κατεύθυνση που παίρνει τυφλά με το ηρωικό ένστιχτο του οσιομάρτυρα, ή του μαχητή που πάει στη σφαγή, και παρασύρεται με αυξανόμενη ταχύτητα, είτε είναι το θύμα είτε ο θύτης. Με σοφή δοσολογία οργανώνει ο συγγραφέας τούτη τη τριπλή πλεκτάνη γύρω του. Τον ακολουθεί μέσα στους μαιάνδρους μιας από λυτα φυσικής εξέλιξης. Η λιτή πραγματικότητα δεν προσφέρει κα μιά πολυτέλεια ούτε με δευτερεύοντα ντεκόρ ούτε με άχρηστες προεκτάσεις. Τα πάντα είναι υπο λογισμένα στο απόλυτα απαραίτη το με στρατηγική οικονομία: γεγο νότα, μόνο γεγονότα, με φειδωλές λέξεις. Κι όμως οι λακωνικές φρά σεις, τα λίγα σχόλια, βγαίνουν σαν φωτεινοί προβολείς να τονίσουν έντονα τις χαρακτηριστικές πτυχές στους ανθρώπους και στις κατα στάσεις. Σ’ αυτή τη σοφή δοσολογία, μπαίνει μια άλλη τριπλά σύνθετη διάσταση: 1) η εξιδανίκευση: μοι ραία, ο κάθε «αγνός» προβάλλει την εικόνα του δικού του κόσμου. 2) Μια βαθύτερη αίσθηση κριτικής. Ο «αγνός» διαθέτει και αναλυτικό πνεύμα που κλίνει μάλλον στην απαισιοδοξία, στην ηττοπάθεια. Εκ των προτέρων, ίσως από προη γούμενες εμπειρίες, από έλλειψη εμπιστοσύνης στον εαυτό του και τη μοίρα του, γνωρίζει πως είναι νικημένος, κι αν χτυπιέται, είναι από ένα σκοτεινό ανεξήγητο ένστιχτο, μια συνειδητοποιημένη υπο χρέωση να κάνει το «καθήκον» του. Και 3) μαζί με την κάποια φι λοσοφική αντικειμενικότητα που κρατάει την απόσταση απ’ την όλη ιστορία, ένα χιούμορ, λίγο πικρό που συγκρατεί ήρωες κι αναγνώ στες στη ζώνη του πραγματικού, χωρίς υπερβολές, χωρίς εξάρσεις, ένα καθαρά αγγλικό χιούμορ που σε αναγκάζει να μείνεις στα λογικά όρια στη ρεαλιστική εκτίμηση των καταστάσεων. Η τέχνη, η μαεστρία του Γκράχαμ Γκρην στη λιτή αφήγηση, στη διάφανη, απλή αναπαράσταση της καθημερινότητας καταστρώνει τη σιγανή ενορχρήστρωση του «σα σπένς». Τίποτα το βίαιο, το απότο μο. Η ζωή κυλάει τόσο ομαλή κι ασήμαντη. Η παραξενιά, το απρο σδόκητο που προβάλλουν κάπου, κάπου δεν μοιάζουν καν με ύποπτα συμπτώματα. Και γλιστράει ο ανα γνώστης, πεπεισμένος πως κάτι θα συμβεί, κάτι συμβαίνει, ίσως κάτω
Γχράχαμ Γχρην <
απ’ τα μάτια του, μα πού; Είναι όλα τόσο φυσικά, τόσο απλά... Εδώ το έγκλημα κι ο εγκλημα τίας είναι γνωστά στοιχεία. Μαζί του ακολουθούμε όλη τη δοκιμασία απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα, το κυνηγητό, οι άνθρωποι, συνολικά η κοινωνία γύρω από την έρευνα, με όλες τις μικρότητες και τις ανεπάντεχες ομορφιές της. Τα πλάσματά του είναι όντα κοι νά, που δεν ξεχωρίζουν σε τίποτα. Και μέσα στο λόγο, μα και μέσα στην πλοκή, υπάρχει αφαίρεση ηθελημένη, καλά υπολογισμένη, που την ξαναβρίσκουμε σε όλα του τα γραφτά. Και τέλος, ο εσωτερι κός θρήνος: Ο Ράβεν, ο επαγγελ. ματίας δολοφόνος κρύβει μέσα του σχεδόν την ίδια δίψα για πίστη κι αγάπη όσο κι ο ιερέας στη «Δύνα μη και Δόξα» μαζί με την ίδια πε ποίθηση για την αμαρτωλή και τι ποτένια ύπαρξή του. Είναι ολάκε ρος μια πληγή κι η λαχτάρα του γίνηκε πίκρα, μίσος. Σε όλα του τα πλάσματα, ο Γκράχαμ Γκρην με ταγγίζει κάτι απ’ τη δική του μυ στική δίψα. Σ’ όλη του ζωή, ο συγ γραφέας κυνηγιέται απ’ το σαράκι της πίστης. Θέλει μα δεν μπορεί να πιστεύει. Σε ηλικία 22 χρονών γίνε ται καθολικός, γοητευμένος ίσως απ’ τη λάμψη μιας νέας τελετουργι κής φόρμουλας. Μα δεν πέτυχε το πείραμα. Σαν το Καζαντάκη - τηρουμένων των αναλογιών ανίμεσά τους: ο ένας Κρητικός, με τη φλογερή κι ηρωική παράδοση του πολυβασα νισμένου νησιού το j, ο άλλος Ά γ γλος, βγαλμένος απ Sτη θετική, ορ θολογιστική αγγλοε αξονική κοινω νία με την απαραίτ |τη πουριτανική αυστηρότητα - κι, ο Γκρ. Γκρην,
στάθηκε μεγάλος μυστικιστής. Γρά φει για τον ήρωά του στο «Δύναμη και Δόξα» σα να δίνει την εικόνα του εαυτού του: «...Στάθηκε μεγά λος μυστικιστής κι όμως δεν συνάν τησε παρά μόνο το κενό!». Και σαν συγγραφέας, θά ’λεγε κανείς πως κινείται κάτω απ’ την ώθηση αυτής της εσωτερικής λα χτάρας της θεϊκής αναζήτησης. Κι αν ο Καζαντζάκης καθρέφτιζε μέ σα στους ήρωές του τη μεσσιανική του αγωνία, ο Γκρ. Γκρην διοχε τεύει σε πολλά από τα πλάσματά του, ακόμα στην ατμόσφαιρα που τους περιβάλλει, τούτη την πνοή της θρησκευτικής ποθητής παρου σίας, γιατί τον βασανίζει το πάθος, να μπορεί να πιστεύει παρά την άθεη κριτική του ιδιοσυγκρασία. Σε κάθε βιβλίο υπάρχει η παρου σία είτε στο φόντο, είτε σε κάποιο πρόσωπο, είτε ακόμα στο πρώτο πλάνο, του θεού, της εκκλησίας, ακόμα και των απλών αντικειμέ νων της λατρείας, σαν βουβά μα έντονα σύμβολα. Υπάρχει μέσα στη σιωπή ανάμεσα στις λακωνικές φράσεις του κάτι που βοά και χτυ πιέται και ζητάει απάντηση: Γιατί; Γιατί αν όντως υπάρχει ο θεός της Αγάπης και του Ελέους, πώς δι καιολογείται όλη αυτή η ασχήμια: ο πόλεμος, το αίμα, τα βασανιστή ρια, τα εγκλήματα, η απάνθρωπη βία του αιώνα μας... πώς να πιστέ ψεις μπροστά σ’ αυτό το θέαμα; Συγγραφέας αστυνομικών έργων που σφραγίστηκε ιδιαίτερα με τον επαγγελματισμό του δημοσιογρά φου και γνώρισε στα νευραλγικά σημεία του σημερινού κόσμου τις καταστάσεις βίας, τρόμου και κα τάλυσης της ανθρωπιάς, διατήρησε όμως το βλέμμα καθαρό και κριτι κό. Ζυγίζει ανθρώπους, καταστά σεις, μπαίνει κατευθείαν στην ου σία πίσω απ’ την απατηλή πρόσο ψη, μεταχειρίζεται και το λόγο σαν νυστέρι που τονίζει, βγάζει στην επιφάνεια την κρυφή σαπίλα, ρί χνοντας το «φλας» στα ουσιαστικά σημεία. Στο βιβλίο που διαβάζουμε: «Ένα Όπλο για Πούλημα», ο συγ γραφέας στήνει τον ήρωα μέσα στο σκηνικό. Ο Ράβεν έγινε εγκλημα τίας από την έλλειψη στοργής. Δι ψάει γι’ αγάπη και σκοτώνει γιατί: «Με μισούν όλοι... Αν ανοίξουν την πόρτα, θα τους σκοτώσω όλους....... «Ήταν ταλαιπωρημέ νος, κυνηγημένος, μόνος, κουβα λούσε μέσα του μια αίσθηση αδι κίας και μια παράξενη περηφά-
οδηγος/63 νεια...». Εδώ πάλι, παρά τη φυσι κή απόσταση μεταξύ τους, μας θυ μίζει τον Καζαντζάκη, συγκεκριμέ να τον «Οδυσσέα» το σύγχρονο «Ντεσπεράντο» όπως τον χαρακτη ρίζει ο Πρεβελάκης. Διήγηση καθαρή, γρήγορη, με κοφτές φράσεις. Σαρκασμός που σεργιανίζει από κάτω σα να μην παίρνει πολύ δραματικά όσα διη γείται: πρόσωπα και δράση. Σαν να προσπαθεί να βγάλει την ουσία των πραγμάτων από το κέλυφός της σατιρίζοντας, καυτηριάζοντας ορισμένες καταστάσεις με απλές, αθώες λέξεις, με παρατηρήσεις σχεδόν παιδικές. Πίκρα κάτω απ’ τη διήγηση, πίκρα από λσνδρέζικες γκρίζες συνοικίες, από φτώχεια, στερήσεις και δυστυχισμένη παιδι κή ηλικία που κολλάει απάνω σου σαν αρρώστια για όλη τη ζωή. Η ανέκφραστη θλίψη του ανθρώπου που λαχταράει για τρυφερότητα. Απ’ τη ροή του λόγου, άλλοτε σφι χτή, άλλοτε αραιή λες ανάλογα με την κίνηση κάποιου δρόμου, πετά γονται τα περιστατικά της ζωής και μέσα στις πιο σκοτεινές στιγμές απελπισίας και κατατρεγμού, φιλ τράρει σαν χαμένη ακτίνα ήλιου, η τρυφερότητα μιας αγνής αγάπης. Απλά, σίγουρα, δίχως βία, με όλη την παράξενη αλυσίδα συμ πτώσεων και συγκυριών που οργα νώνει η μοίρα - ανώτερη από κάθε συγγραφέα σεναρίων - γίνεται η αστυνομική έρευνα, η παρακολού θηση, η ανακάλυψη των στοιχείων που οδηγούν στα ίχνη του ενόχου, ενώ ο τελευταίος βρίσκεται πολύ κοντά, μέσα στα πόδια τους. Θα
μπορούσαν να τον πιάσουν απλώ νοντας το χέρι. Με το κυνηγητό που γίνεται μέσα στο σκοτάδι -σκοτάδι στην κυριολεξία, της ομί χλης, της νύχτας, του μυαλού που παραπαίει και της ψυχής που κουλουριάζεται πάνω στα συμπλεγματά της,- δημιουργείται έντεχνα, με τέλεια δομή, το «σασπένς». Βγαίνει φυσιολογικά, δίχως βίαιες, απότο μες συγκρούσεις, μόνο απ’ την ομαλή ροή της καθημερινότητας. Γράψιμο δίχως εντυπωσιασμούς κι αστροπελάκια. Στρωτό, φροντισμέ νο, ευχάριστο μέσα στη ρεαλιστική πικροσατιρική αλήθεια του. Περι γραφή χωρίς να είναι περιγραφή: κάνει το πλαίσιο να μιλάει μόνο Αντίθετος στο κατεστημένο, του δίνει συχνά την κωμικο-τραγική, ηλίθια έκφραση του αντρείκελου, στα όργανα της τάξης, στους «κα νονικούς» ανθρώπους που ζούνε στο «δικό τους τον κόσμο». Διαθέ τει χριστιανικό μάτι για να αντι κρίζει την αθλιότητα, ακόμα και τον εγκληματία που δεν φταίει απόλυτα για την ψυχική και ηθική κατάντια του γιατί βαθιά μέσα του υπάρχουν ακόμα ίχνη ανθρωπιάς που ξυπνούν στο ελάχιστο κάλεσμα του συνανθρώπου του όταν του φέ ρεται με εκτίμηση και φιλική διά θεση. Π.χ.: η παράξενη σχέση της κοπέλας με τον εγκληματία. Με ευ αίσθητη γκάμα από αντιδράσεις κι αντιφάσεις υφαίνει ο συγγραφέας τούτη τη σχέση: από θύμα του, η Άννυ γίνεται σύμμαχός του, ορμώμενη από κάποια έμφυτη αίσθηση δικαιοσύνης. Θέλει να τον βοηθή-
θεματικούς πυρήνες όπως η (πολυσημική) λέξη αμφιβολία, η οποία εννοείται είτε ως σύνολη στάση ζωής είτε ως ποιητική αρετή τού να χειρίζεται κανείς αποτελεσματικά το θεσμό της λογοτεχνίας. . Ο ποιητής μεταγράφει κριτικά την πολύμορφη κοινωνική και πολιτική θεματολογία σε ποιητική ύλη (βλ. τα ποιήματα, Εκεί Όπου, Πρόσφυγες Πολιτικοί, Από Μια Κλωστή, Μνημεία Λόγχης, Κωνσταντινούπολη 1983) ενώ στις ρωγμές των κειμένων της συλλογής, αφήνει να εισχωρήσει η αποκαλυπτική ευφορία του έρωτα (Σκοτεινή Αγάπη, Κανείς δεν θα σε ρωτήσει). Σημειώνουμε ακόμα πως αυτή η αναφορά -στον τίτλο της συλλογής- στη μυθολογία της νύχτας, δεν παραπέμπει σε κάποιο ρομαντικό σύμπαν, αλλά επιστρατεύεται ακριβώς για να εγγράψει τις συσπάσεις του κοινωνικού, την οδυνηρή καταμέτρηση της ευθύνης. Και τούτο διότι «Κάθε ταξίδι περικλείνει και μια σπουδή. Κάθε στάση προσφέρεται σε μιαν απώλεια».
Τ Α Σ Ο Υ Ζ Ο Μ Π ΟΛΑ: Διαδρομή. Αθήνα, 1985. Σελ. 109. Α π λ ά μικρογεγονότα, οδύνες και ελπίδες μιας εποχής δύσκολης (κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή πραγματικότητα) σημαδεύουν τα δέκα διηγήματα αυτού του τόμου. Ο συγγραφέας καταγράφει τις προσπάθειες και τον καθημερινό αγώνα στο χωριό και την πόλη, των απλών ανθρώπων, τη βία και την κοινωνική αδικία, την κυριολεκτικά ασφυκτική πραγματικότητα που τους περιέβαλε (και εν μέρει τους περιβάλλει) σ’ όλα τα επίπεδα της ζωής, προσωπικής και δημόσιας. Το υπό διήγηση υλικό
64/οδηγος σει. Εκείνος συγκινείται: πρώτη φορά στη μίζερη του ζωή, κάποιος του φέρεται «εντάξει», χωρίς κανέ να υπολογισμό. Δεν τον προδίδει. Της ανταποδίδει την κάποια αν θρώπινη εκτίμηση και φιλία. Τη θαυμάζει για το κουράγιο και την εξυπνάδα της. Αυτό το αφήγημα είναι εξίσου μακριά από το φλογερό προβλημτισμό της πίστης που βγαίνει από τη «Δύναμη και Δόξα» ή την «Εποχή της Βροχής», όσο κι από τα μετα γενέστερα αφηγήματα που μοιά ζουν με παρωδία αστυνομικού θρίλερ με σατιρική διακωμώδηση του ανελέητου κόσμου μας, όπως ο «Άνθρωπός μας στη Χαβάνα» ή ο «Ήσυχος Αμερικάνος». Είναι το δράμα του ανθρώπου που γύρισε
την πλάτη στην κοινωνία, που κυ νηγιέται πριν ακόμα εγκληματήσει και δεν τα βάζει κάτω: «'Εσμιγαν συγκεχυμένα σε μια ομίχλη που θό λωνε το μυαλό του, καθώς περίμενε εκεί, την ευκαιρία για μια τελευ ταία εκδίκηση... Η κοπέλα του είχε πει: Είμαι φίλη σου... μπορείς να μ’ εμπιστεύεσαι... Ο Ράβεν τον κοί ταξε ζαλισμένος, προσπαθώντας να σημαδέψει. Δεν ήταν δύσκολο, αλλά θα έλεγε κανείς πως δεν τον ενδιέφερε πια να σκοτώσει. Είχε μια πλήρη επίγνωση του πόνου και της απελπισίας... Καμιά οξύτητα, καμιά απελπισία δεν μπορούσε να τον κάνει ν’ αντιδράσει στην προ δοσία του... Ω Χριστέ... δεν είναι δυνατόν, αλλά ήταν σημαδεμένος από τη γέννησή του γι’ αυτό το τέ
λος, για να προδοθεί απ’ όλους με τη σειρά, ώσπου να κλείσόυν ερμη τικά όλοι οι δρόμοι για τη ζωή». Ανεξάρτητα από το ποιόν του, απ’ την ταπεινή του μοίρα και τη μικρότητα της σφαίρας που κινεί ται, ο Ράβεν εκφράζει την παναν θρώπινη κραυγή του πλάσματος που έχει εγκαταλειφθεί από θεό κι ανθρώπους. Που διαμαρτύρεται για την αδικία που τον κατατρέχει απ’ την ώρα της γέννησής του, για τη μοναξιά όπου καταδικάστηκε πριν ακόμα του δοθεί η δυνατότη τα να κάνει τις επιλογές του. Γιατί γεννήθηκε «Αγνός» κι επέμενε να μείνει αγνός ακόμα και μέσα στο έγκλημα! Ζ. ΜΑΜΑΛΑΚΗ
σοβιετικό αστυνομικό μυθιστόρημα Π Ο Υ Λ Ι Α Ν Σ Ε Μ ΙΟ Ν Ω Φ : Δ εκ α ε φ τ ά σ τ ι γ μ έ ς τ η ς ά ν ο ιξ η ς . Μ ε τ . Α π . Κ οα τώ λη ς. Α θ ή ν α , Σ ύ γ χ ρ ο ν η Ε π ο χ ή , 1986. Σ ε λ . 304.
Με την ευκαιρία των 40 χρόνων της αντιφασιστικής νίκης, η «Σύγχρονη Εποχή» εξέδωσε στην Ελλάδα τις «Δεκαεφτά στιγ μές της άνοιξης», προσφέροντας στο αναγνωστικό κοινό τη δυ νατότητα να γνωριστεί με μιαν ακόμη, σύγχρονη αυτή τη φορά, πλευρά της σοβιετικής λογοτεχνίας, όπως είναι το αστυνομικό μυθιστόρημα. Σήμερα, ύστερα και από την έκδοση του μυθι στορήματος «Διατάσσεται να επιζήσεις», μπορούμε βάσιμα να ισχυριστούμε ότι ο ηλικίας 53 ετών συγγραφέας Γιούλιαν Σεμιόνωφ, συνεισέφερε πολλά στην εξέλιξη της λογοτεχνίας της πατρίδας του και ιδιαίτερα της αστυνομικής. Μαζί με τα δύο παραπάνω έργα, στη Σοβιετική Ένωση κυκλοφόρησε και το τρίτο βιβλίο «Το ΤΑΣΣ είναι εξουσιοδοτημένο να δηλώσει», που συμπληρώνουν τη σειρά με τον γενικό τίτλο «Εκλογή». Η αριθμητική της εκδοτικής της επιτυχίας είναι εντυπωσιακή για τα ελληνικά μέτρα, αφού τα τρία βιβλία της «Εκλογής» κυκλο φόρησαν στη Σοβιετική Ένωση σε είκοσι εκατομμύρια αντίτυΗ ιστορική περίοδος που καλύπτει ο Σεμιόνωφ στα δύο έργα του που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα, αρχί ζει από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και τελειώνει με την ήττα του εθνικοσοσιαλισμού. Ο συγγρα φέας, εκμεταλλεύεται πολύ δη μιουργικά τις μεθόδους που διδά χτηκε από τις ιστορικές του σπου
δές και αξιοποιεί ένα τεράστιο αρ χειακό υλικό. Είναι επίσης γεγονός ότι δεν απομακρύνεται ουσιαστικά από τα πραγματικά συμβάντα της εποχής και τα πρόσωπά του είναι πολύ συχνά υπαρκτά. Ο κεντρικός ήρωας, ο σοβιετικός κατάσκοπος Μαξίμ Ισάεφσταντάρτεν των SS Στίρλιτς, συγκεντρώνει
στοιχεία από τη δράση και τη φυ σιογνωμία γνωστών σοβιετικών κα τασκόπων όπως ο Ρούντολφ Ά μπελ και ο Ρίχαρντ Ζόργκε, δηλα δή ο Νικολάϊ Κουζνετσώφ και ο Λιέφ Μανέβιτς. Το στοιχείο της πραγματικότη τας και η συγγραφική δεξιοτεχνία του Σεμιόνωφ, επιτυγχάνουν να ει σάγουν τον αναγνώστη στην πολύ πλοκη κατάσταση που περιγράφεται και στο πλέγμα των ισορρο πιών, των δολοπλοκιών και των σκοπιμοτήτων του ναζιστικόυ κα θεστώτος. Ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη πολύ κοντά στην ταύτιση με την τύχη του Στίρλιτς, τον οποίο σκιαγραφεί ως συγκε ντρωτική προσωπικότητα, όπως προσπαθεί να επιβιώσει μέσα στη χιτλερική δίνη και να προαγάγει τα συμφέροντα της χώρας του στη διάρκεια του πολέμου. Η επιτυχία του έργου είναι πολ λαπλή. Αλλά έχει ιδιαίτερη σημα σία να υπογραμμιστεί μια συγκε κριμένη πλευρά της: ο Σεμιόνωφ αποδεικνύεται ικανός να συνδέσει άγνωστα στο πλατύ κοινό ιστορικά
οδηγος/65
ακολουθεί το ρυθμό της λαϊκής προφορικής ομιλίας, σχεδόν χωρίς ιδιάίτερη χρησιμοποίηση λογοτεχνικών τρόπων, κάτι που καθιστά ελαφρώς «μονότονη» την αναγνωστική πορεία. Κι αυτό, νομίζω, συνειδητά, εφόσον ο Τ.Ζ. και η γραφή του περισσότερο στοχεύουν στην οικοδόμηση μιας κοινωνικής και ευρύτερα πολιτικής διαμαρτυρίας και λιγότερο στη λογοτεχνική έκφραση καθ’ εαυτήν.
Γιούλιαν Σεμιόνωφ
γεγονότα με τον λογοτεχνικό-καλτην πίστη, αλλά και τις αναστολές που ήταν δυνατόν να παρουσιάΧιτεχνικό κορμό του έργου: ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών στην έκ Διατηρεί επίσης μια πολύτιμη βαση του πολέμου, οι προθέσεις πολιτική γραμμή: είναι ένα έργο και οι μυστικές ενέργειες των τότε βαθύτατα φιλειρηνικό, ανθρωπι συμμάχων της Σοβιετικής Ένωσης, στικό, που διατυπώνει με εξαιρετι η εσωτερική πολιτική των αμερικα κό τρόπο τη συνέπεια απέναντι νικών κυβερνήσεων και η διαμόρ στις αρχές του σοσιαλισμού. Προ φωση, ο ρόλος των ιμπεριαλιστι βάλλει την κυρίαρχη ιδεολογία στη κών μυστικών υπηρεσιών, δεν ειΣοβιετική Ένωση, όπως τη βιώνει σάγονται στο μυθιστόρημα ως συν και την αναπαράγει ο ήρωάς του, θήματα, αλλά ως εκείνες οι πολιτι χωρίς παλινωδίες, διαφωτιστικούς κές επιλογές που πρέπει να κατα μονολόγους και περιττά ιδεολογή γραφούν για να προκόψει η έκταση ματα. Δείχνει πόσο τιμά τις αρχές της πολυπλοκότητας που αντιμετω πίζει ο Στίρλιτς. Δημιουργείται μια του και με πόση αξιοπρέπεια επι θυμεί να προβάλλονται. Καθίστα οργανική ενότητα της ιστορίας και ται έτσι, ένα έργο που αντανακλά της πολιτικής με το καλλιτεχνικό τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αποτέλεσμα, χωρίς το ειδικό βάρος προσεγγίζει η σύγχρονη σοβιετική της πολιτικής δράσης να επιβαρύ πραγματικότητα την καλλιτεχνική νει την τέχνη. δημιουργία. Τα δύο μυθιστορήματα που γνω Συνεπώς, στο γενικότερο χαρα ρίσαμε στην Ελλάδα έχουν μιαν κτήρα τους, οι «Δεκαεφτά στιγμές ακόμη αξία: είναι αποταγμένα της άνοιξης» και το «Διατάσσεται από το βερμπαλισμό που χαρακτη να επιζήσεις», ξεπερνούν τα πλαί ρίζει μερικές φορές την αναφορά στους ήρωες. Ο Σεμιόνωφ, χωρίς ν’ σια του αστυνομικού μυθιστορήμα τος, με τη συγκεκριμένη μορφολο αρνείται πως οι άνθρωποι που ανέγία. Γίνονται στην πραγματικότητα Χαβαν την ευθύνη να δουλέψουν πολιτικά μυθιστορήματα βασισμέ μέσα στο Ράιχ για τη Σοβιετική Ένωση (όπως και τις άλλες φυσικά να σ’ αυτή τη μορφή. Το 1973, ο Σεμιόνωφ μοιράστηκε δυνάμεις) στη διάρκεια του πολέ τη φήμη του με την σκηνοθέτιδα μου, ήσαν άνθρωποι προικισμένοι, γενναίοι και αποφασισμένοι να · Τατιάνα Λιόζνοβα και τον ηθοποιό Βιατσεσλάβ Τίχονωφ (που έχει τι βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυ μηθεί με τον τίτλο του «Καλλιτέχνη νο και το θάνατο, προσπαθεί να ει του Λαού της ΕΣΣΔ» -ανώτατη σχωρήσει στη φυσιολογική τους καλλιτεχνική διάκριση στη χώρα διάσταση. Περιγράφει όχι μόνον
Σ Π Υ Ρ Ο Υ Λ Α ΖΑΡΙΔΗ : Γλνκιές σφαιρούλες α π ’ τ’ όμορφό σου όπλο. Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Διαγώ νιου, 1986. Σελ. 26.
Στα είκοσι ποιητικά κομμάτια της κομψής συλλογής του Σ.Λ. κυριαρχεί ο έρωτας και ο λυρισμός της πόλης. Ο έρωτας είτε ως ηδονικό ξετύλιγμα του άλλου είτε ως μελαγχολικό σαξόφωνο που αγωνιά να ανασάνει στα φώτα της Τσιμισκή. Η πόλη, από την άλλη μεριά, γίνεται το θέατρο αυτής της ερωτικής υγρασίας, δανείζοντας στον ποιητή τα σύμβολα που την προσδιορίζουν (ο λυρισμός μας πλέον, / τραγούδι τον κινητήρα I κι οσμή της ασφάλτου).
Εκεί, ωστόσο, που ο Σ.Λ. γίνεται μια πραγματικά πρωτότυπη φωνή συναντάμε το παράδειγμα ενός Χριστιανόπουλου: τη γεμάτη^ πικρή ειρωνεία και ελαφριά έπαρση του ερωτευμένου -χωρίς αυτό, βέβαια, να μειώνει την ποιητική σύλληψη. Όμορφο και αποκαλυπτικής γοητείας παιχνίδι, όπως στο ποίημα «Στο κάτω κάτω». Α ν νομίζεις / πως είσαι φως / μην ξεχνάς / πως εγώ γύρισα I το διακόπτη.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
66/οδηγος αυτή). Επί δώδεκα συνεχή βράδια, ανέφεραν οι σοβιετικές εφημερί δες, οι δρόμοι των πόλεων παρου σίαζαν λιγότερη κίνηση, όσο οι «Δεκαεφτά στιγμές της άνοιξης» προβάλονταν από τη σοβιετική τη λεόραση, ενώ αντίστοιχα φαινόμε να παρουσιάστηκαν και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες που μετέδω σαν το σήριαλ. Στην Ελλάδα και η τηλεοπτική επιτυχία του έργου, υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Ποιος είναι ο Σεμιόνωφ; όπως ανέφερε ο ίδιος σε ανταποκρίτρια του σοβιετικού πρακτορείου ΝΟΒΟΣΤΙ, εργάστηκε για πολλά χρό νια ως ανταποκριτής εξαιρετικά σημαντικών σοβιετικών εφημερί δων, όπως η «Πράβντα» και η «Λι-
τερατούρναγια Γκαζέττα» - όργα να της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος - η «Ισβέστια» - όργανο της Κυβέρνησης - και το περιοδικό «Αγκανιόκ». Με την ιδιότητα αυτή ήρθε σε επαφή με σπουδαίες πολι τικές και πνευματικές προσωπικό τητες της εποχής μας και είχε την ευκαιρία να διεισδύσει στα πολεμι κά αρχεία διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Ο Στίρλιτς, όμως, αποχωρεί. Σή μερα θα ήταν άλλωστε μεγαλύτερος από 80 ετών. Στη θέση του, και με ειδικότητα ασιανολόγος, ο Σεμιό νωφ, φέρνει το δημοσιογράφο Στεπάνωφ, κεντρικό ήρωα του τρίτου μυθιστορήματος της «Εκλογής». Μελετά επίσης από καιρό την ιδέα
,ΐ" την έκδοση ενός άλλου έργου μι τον τίτλο «Συναντήσεις» που θα πιοιλαμβάνει τις συνομιλίες του με προσωπικότητες όπως ο Αλβάρο Κουνιάλ, ο Χο Τσι Μινχ, ο Σαλβαντόρο Αλλιέντε, ο Κουρτ Βαλτχάιμ, η Ντολόρες Ιμπαρούρι, ο Έντουαρτ Κέννεντυ, ο Ντέιβιντ Ροκφέλλερ και ο Μαρκ Σαγκάλ. Μεταξύ των συνομιλητών του υπάρχουν και ορισμένοι που φαί νεται ότι τον βοήθησαν στην ολοκλήρηση του έργου του: ο Ά λμπερτ Σπέερ, υπουργός Οικονομι κών της χιτλερικής Γερμανίας και ο Όττο Σκορτσένι, επικεφαλής φα σιστικών οργανώσεων... Θ. ΨΑΛΙΔΟΠΟΥΛΟΣ
η μουσική των σχημάτων ή η ρυθμική διαίρεση του χώρου Δ Η Μ Η Τ Ρ Η Π ΙΚ ΙΩ Ν Η : Κ ε ί μ ε ν a . Π ρ ό λ ο γ ο ς Ζ ή σ ιμ ο ν Λ ο ρ ε ν τ ζ ά r ο ν . Μ ο ρ φ ω τ ι κ ό Ί δ ρ υ μ α Ε θ ν ικ ή ς Τ ρ α π έ ζ η ς Ε λ λ ά δ ο ς . Α θ ή ν α , 1985. Σ ελ . 1 ΙΙ+ Ι λ ευ κ ή . 8ο μ ε γά λ ο .
Η αντιμετώπιση του έργου του Πικιώνη δεν είναι μια απλή επαφή μ’ έναν μάστορα ή έναν δημιουργό. Προϋποθέτει κά ποια πράγματα, που αν δεν τά ’χει οικειοποιηθεί και δεν τά ’χει θεωρήσει κανείς ως απαρασάλευτες και καθοριστικές αλή θειες και αξίες, δεν μπορεί να κατανοήσει και να συμμεθέξει. Το έργο του Πικιώνη απαιτεί και κατανόηση (όχι με την έννοια της συγκατάβασης, κάθε άλλο!) και μέθεξη. Κατανόηση με την έννοια της συναισθηματικής προσέγγισης, που μέσ’ από το πλέγμα των γνωστικών δαιδάλων προχωρεί στην ταύτιση των μορφών με την πρωταρχική αίσθηση του «γαιώδους» και της αισθητικής του καταξίωσης και συνάμα στη μυστική «ενακοή» του μεταφυσικού μηνύματος της γης. Η γη, η πρωταρχική «Γαία», η μεγάλη μητέρα κάθε καλού και ωραίου, η «αυτάρκης πρός ευδαιμονίαν καί πρός άρετήν», η «τάναντία είς ταύτό άγαγοϋσα», η μεγάλη αγάπη και διδάσκαλος του Έλληνα αν θρώπου, είναι το μέτρο της αποτίμησης κάθε ανθρώπινης προσπάθειας και ο Πικιώνης, που λάτρεψε αυτή τη μοναδική θεότητα, κρίνει καθετί που γίνεται πάνω σ’ αυτήν ως προέκτα σή της και συνέχειά της, ως αρμονικό έργο με τις διάφορες επιμέρους μορφές. Με μια τέτοια θεώρηση και μόνο θα μπο ρούσε κανείς να κατανοήσει και να συμμεθέξει.
οδηγος/67 Γιατί η ενότητα που ο ελληνικός χώρος παρουσιάζει, απορρέει από μια κοινή πηγή, που είναι το σό μπαν της φυσικής, της ανθρώπινης και της μεταφυσικής οικουμένης, έτσι που, μέσα στη μορφή, που κατ’ εικόνα και ομοίωσή του πα ρουσιάζεται στην ενόραση του θεα τή, να λάμπει η δημιουργία και να ακούγεται η μουσική των σχημά των, η ένταση που το μυστήριο της φύσης εξασκεί πάνω στην πάσχουσα ψυχή, και που στο βάθος αυτής της δραματικής τελείωσης επέρχε ται η κατανόηση. Μόνο του δεν υπάρχει τίποτα, όλα είναι μέρος μιας καθολικής αρμονίας και όλα διαπερνούν το ένα το άλλο και πά σχουν και διαπερνούν το ένα το άλλο. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να συλλάβει το ένα παρά μόνο μέσω των πολλών, μέσω των άλλων. Αυ τή είναι μια από τις βασικές θέσεις του Πικιώνη και πάνω σ’ αυτήν και μέσω αυτής ανέπτυξε την αισθητι κή του θεώρηση και την αρχιτεκτο νική του πράξη. Ο Πικιώνης είναι πολλά πράγ ματα μαζί, όπως είναι κάθε αληθι νός δημιουργός, όπως είναι κάθε γερός μάστορας, που εντάσσει τον εαυτό του και τη δημιουργία του μέσα στην καθολική αρμονία και σβήνει την προσωπικότητά του, «κάθε του ξεχώρισμα», όπως λέει κι ο ποιητής1 -και που γι’ αυτό ακριβώς η προσωπικότητά του αναδεικνύεται ολοκληρωμένη και δυναμική- μέσα στο «κανάλι» του δημιουργικού σύμπαντος. 'Ακούσε τις μυστικές και μουσικές φωνές της γης και την είδε να ανάγει όλα στο μέτρο του εαυτού της, έτσι που να γίνεται το πρότυπο για το κάθε τι. Με τον ίδιο τρόπο και οι ταπει νοί βυζαντινοί «μαΐστορες», σβή νοντας το πρόσωπό τους στην ανω νυμία, άκουγαν τις μυστικές φωνές της πίστης και τις εξέφραζαν («έκ φραση») με την απαράμιλλη τέχνη τους. Γι’ αυτό πρέπει να επαινεθεί η πρωτοβουλία του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας να εκδώσει τα γραφτά του Πικιώνη, που «αποτελούν την πιο άγνω στη πλευρά του έργου του», όπως λέγεται στο σημείωμα για την έκδο ση, που προτάσσεται (σελ. 15-16). Κι αν ακόμα η έκδοση αυτή δεν εί ναι έκδοση Απάντων, μια φορά τα κείμενα που παρουσιάζει είναι τα χαρακτηριστικότερα και τα πιο αν τιπροσωπευτικά, και συνιστούν μιαν επαρκή γνωριμία με το μεγάλο
μάστορα. Κι ακόμα, η ειδολογική τους κατάταξη2 έχει γίνει μ’ έναν επαγωγικό τρόπο, έτσι που ο ανα γνώστης να μπορεί να κινείται άνε τα μέσα στις διαφορετικές περιοχές που ο Πικιώνης αποτύπωσε την καίρια και λιτή έκφρασή του, την προσωπική του αντιμετώπιση. Ωστόσο, έχω να παρατηρήσω εδώ, πως, απ’ όσο γνωρίζω, μια παρό μοια εργασία πάνω στα γραφτά του Πικιώνη είχε κάμει και ο φιλό λογος Στέριος Φασουλάκης. Εκεί νη η εργασία άραγε έχει σχέση μ’ αυτήν; Είναι γνωστό ότι ο κ. Φα σουλάκης είχε δημοσιεύσει, παλιότερα, κείμενα του Πικιώνη3 και εί χε ενδιαφερθεί για τον άνθρωπο και το έργο του μέσα στα πλαίσια του γενικότερου διαφέροντός του για καθετί που έχει σχέση με τη Χίο.4 Διατυπώνεται εδώ η απορία, γιατί η εργασία του κ. Φασουλάκη πάνω στα γραφτά του Πικιώνη ήταν βασική και αρκετά συζητημένη. Ας είναι, όμως, εκείνο που έχει σημασία είναι πως τώρα έχουμε τα κείμενα αυτά και μπορούμε μέσα και πίσω από τις αράδες τους ν’ ακούσουμε το μήνυμα της πικιωνικής γραφής. Και μπορεί, όπως λέει στον πρόλογο της έκδοσης ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, να είναι «πολύ απλό ν’ ακούσεις το μήνυμα αυτό», αλλά είναι «πολύ δύσκολο να το υπακούσεις» (σελ. 8), ωστόσο αν υπάρχουν ακόμα εκείνοι που, έστω και με δυσκολία, υπακούουν, δεν είναι μάταιη μια τέτοια προσπά θεια. Ύστερα, η ματιά του Πικιώνη-η εσωτερική ματιά, τα «άγρυ πνα μάτια της ψυχής του»-, η ακοή του-η εσωτερική του ακοή, η «ενακοή», όπως λέει ο ίδιος-, η αίσθη σή του της γης και η αποκάλυψη του θαύματος που η ίδια επιτελεί και είναι, θα δίνουν για πάντα ένα μέτρο, μια σταθερή θέση, που πά νω σ’ αυτήν θα μπορούμε να κουμπασάρουμε τον καιρό για το καρά βι της αυτογνωσίας μας μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγο της αλλο τρίωσης, όπως ο καραβοκύρης του δημοτικού μας τραγουδιού. Γιατί ο χυδαίος ωφελιμισμός, όπως ο ίδιος ο Πικιώνης ορίζει τη δίψα του κέρ δους που χαρακτηρίζει τις πε ρισσότερες από τις εκδηλώσεις των Νεοελλήνων σήμερα, που μόνο οι αρνητικές πλευρές του λαού λει τουργούν μέσα σ’ ένα καθεστώς εκχρηματισμού της οικονομίας και σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο, όπου η εκ μετάλλευση, «ο δόλος και η απά
τη», η ψευτιά και η υποκρισία έ χουν αναχθεί σε αρετές, ο χυδαίος ωφελισμός, λοιπόν, έχει αλλοιώσει και έχει ατιμάσει τη γη, που τη βλέπει μονάχα σαν πηγή οικονομι κής ωφέλειας -η διαλεκτική του σταματά εδώ. Δεν μπορεί και δε θέλει να δει πιο μέσα, στο βάθος των πραγμάτων. Και, φυσικά, αυ τή η «Γαίας ατίμωσις» έγινε μ’ έναν ανήκουστο τρόπο στην ιερή γη της Αττικής, στην Αθήνα ιδιαίτερα, όπου ο σημερινός Έλληνας μετέ τρεψε σε τόπο αποκρουστικό ένα από τα πιο όμορφα αλλά και τα πιο πνευματικά τοπία στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού. Οι σημερινοί Έλληνες δεν ένιωσαν κανέναν εσωτερικό ενδοιασμό όταν αποφάσισαν να ατιμάσουν τη γη. Τώρα μπορεί να πληρώνουν τις ζη μιές που της προξένησαν με την ίδια τους την ψυχή - χάνουν την ψυχή τους για να κερδίσουν έναν ατιμασμένο κόσμο. Κάποιοι ίσως τό ’χουν καταλάβει αυτό, αλλά εί ναι πια αργά. Ο βιασμός έγινε και τίποτα δεν ξαναγυρίζει πίσω. Ο Πικιώνης ωστόσο, που είδε αυτή την ατίμωση, που είδε να καταστρέφεται ό,τι πνευματικότερο δημιούργησε ο άνθρωπος πάνω στη γη τούτη, που, όπως λέει ο Πλάτων «ή θεός διακοσμήσασα, προτέρους ύμάς κατφκισεν, έκλεξαμένη τόν τόπον» (Τίμ., 24c),5 είχε την ευτυ χία συνάμα να δει τα ιδεογράμμα τά της και πριν από την ολοκληρω τική της αλλοτρίωση. Κι αυτό συνιστά μια σημαντική εμπειρία για τη διαλεκτική του, μόλο που το βαθύ τερο μήνυμα, τη μουσική διαίρεση του χώρου της και το ρυθμό των σχημάτων της είναι σίγουρο πως θα τά ’νιώθε και κάτω από το απο κρουστικό πρόσωπο του χυδαίου ωφελιμισμού. Και θα μπορούσε και τότε ακόμα να συλλάβει ενορατικά τις μορφές που η γη αυτή ανύψωσε σε θεότητες και που τις εκφράζουν τόσο «συμφυώς» οι επιχώριοι μύ θοι -αυτές οι μοναδικές πνευματι κές ανατάσεις, που υψώνονται σε σύμβολα μέσ’ από τα βάθη της ε μπειρίας του ελληνικού λαού. Για τον Πικιώνη ο λαός είναι η αρχή και το τέλος κάθε προσπά θειας, που έχει σκοπό να προβάλει ένα «αισθητό» σχέδιο επάνω στο χάος των μορφών, «που προσπαθεί να εξηγήσει την ιδεατή ιεραρχία, την ασύλληπτή τους ενότητα» (σελ. 82), γιατί μέσα στην παράδοση που κουβαλά ο λαός διασώζεται ολο ζώντανο το νόημα ολάκερης της
68/οδηγος πνευματικής μας κληρονομιάς. Ο λαός δημιουργεί την τέχνη του κα θοδηγημένος από το ένστικτό του και από τον πλούτο της ιστορικής του εμπειρίας. Εκδηλώσεις αιώνων και μια αδιάσπαστη συνέχεια ζωής και πολιτισμού πάνω στην ίδια γη, έχουν συσσωρευτεί στα υποσυνεί δητα βάθη της λαϊκής ψυχής, που και το παραμικρό αντικείμενο της καθημερινής ζωής το βλέπει -μέσα στην αφέλεια και την απλότητα ή και την απλοϊκότητά της ακόμασα μια πηγή πνευματικότητας. Γι’ αυτό και πάνω σ’ όλ’ αυτά τα μι κροπράγματα της καθημερινής χρήσης έχει αποτυπώσει τον ψυχι σμό του, έχει ντύσει την καθημερι νότητα με τη διάρκεια του πνευμα τικού γεγονότος. Απ’ αυτόν λοιπόν το λαό, το φορέα της καλλιτεχνικής κληρονομιάς, έπρεπε να πάρουν μαθήματα οι διάφοροι «κερδοφόροι ασκοί», αν ήθελαν να επιτελέσουν -στον τομέα της αρχιτεκτονι κής και της ανοικοδόμησης- ένα δημιουργικό έργο που είναι συνέ χεια, στην προσωπική περιοχή, εκείνου που ο λαός κατόρθωσε στη συλλογική περιοχή. Όμως έλειψε αυτή η φιλοσοφημένη και βαθύτα τα αισθαντική αντιμετώπιση του νοήματος της λαϊκής μας παράδο σης. Κι αυτό που ο Πικιώνης κα τόρθωσε μ’ όλη την επώδυνη άρνη ση και τη βαθιά συλλογή της ψυ χής, δηλαδή την υποταγή του στα αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά επιτεύγματα του λαού, έχει χρέος να το πράξει κάθε καλλιτέχνης στη δική του περιοχή. Στην ποίηση έχουμε το μεγάλο παράδειγμα του Σολωμού, που υποτάχθηκε στη γλώσσα του λαού, την κυρίεψε και πέτυχε να διαγράψει τον προσωπι κό του χώρο στη συνέχεια του συλ λογικού χώρου του λαού. Το ίδιο έκαμε κι ο Παπαδιαμάντης, στην πεζογραφία. Άλλοι δημιουργοί τράβηξαν διαφορετικούς δρόμους, και είτε πέτυχαν είτε όχι, μια φορά το έργο τους δεν περιέχει αυτό το στέρεο βάθος που χαρακτηρίζει τη λαϊκότητα. 'Ενα περισσότερο, σή μερα, που και ο λαός έχει επηρεασθεί και αλλοτριωθεί κατά το με γαλύτερο μέρος του. από την ψευ τιά της πολιτισμένης ζωής. Αυτόν τον κίνδυνο για το λαό, ο Πικιώνης τον ξέρει πολύ καλά.6 Ξέρει πως ο λαός έχει φυσικότητα χωρίς να τη νιώθει. Έχει αφέλεια και μιαν ενστικτώδη αντιμετώπιση των καλλιτεχνικών μορφών της ζωής. Δεν έχει τον κριτικό νου του
πραγματικά και γνήσια ανεπτυγμέ νου ανθρώπου, για να προφυλαχθεί από το ψεύτικο. Και παραδί νεται εύκολα στο ψεύτικο και το επιτηδευμένο, σ’ αυτό που με την εντυπωσιακή του επιφάνεια γοη τεύει πρόσκαιρα, ωστόσο η μαζικότητά του και η συνεχής του επα νάληψη γίνονται αναγκαία στοι χεία καθημερινότητας κι έτσι επι βάλλεται. Όμως τώρα ζούμε στην εποχή της τεχνολογίας, που υποτί θεται ότι τα επιτεύγματά της προο ρίζονται να υπηρετήσουν τον άν θρωπο. Η τεχνολογία έκαμε (κι όχι μονάχα στη δική μας πνευματική ιστορία, το φαινόμενο είναι παγκό σμιο) βαθιά ρήγματα στη συνέχεια της παράδοσης και έφερε αλλο τριώσεις εκεί που η επιβολή της έγινε απερίσκεπτα και χωρίς προε τοιμασία. Στη χώρα μας, που η προετοιμασία αυτή έλειψε παντάπασι -όπως και τόσα άλλα πράγ ματα εξάλλου- και που κάθε μας εκδήλωση δεν είναι παρά μίμηση της εξωτερικής επιφάνειας εκείνων που, ενδεχομένως, περιέχουν κά ποια αξιόλογη ουσία, τα ρήγματα αυτά είναι οδυνηρά. Και δυστυχώς κανένας δεν ενδιαφέρεται για την τύχη αυτής της κομμένης παράδο σης, για το δρόμο που η λαϊκή πνευματική ζωή ακολουθεί.8 Κι ας μη νομιστεί πως αυτά που λέγονται εδώ είναι δείγματα κάποιου είδους συντηρητισμού ή μιας νοσταλγικής αναπόλησης «παλιών καλών και ρών» -οι καιροί εκείνοι ήταν καλοί για πολύ λιγότερους απ’ ό,τι σήμε ρα, και το εσωτερικό περιεχόμενο της ζωής, πιστεύω, πως σήμερα εί ναι πλουσιότερο ή, τουλάχιστον, ένα πλούσιο περιεχόμενο απλώνε ται σε μεγαλύτερη επιφάνεια συνειδήσειυν απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όμως οι θησαυροί της λαϊκής ψυ χής χάνονται, η γλώσσα φτωχαίνει ή μπολιάζεται με αναφομοίωτα στοιχεία, το βαθύτερο μήνυμα της ζωής δε φτάνει στους σημερινούς, κι αν ακόμα φτάνει, χτυπάει σε «ωτα μή συνιόντων». Ας είναι. Αυτή λοιπόν η θεώρηση της ενό τητας και η ένταξη του δημιουργού σ’ αυτήν, με την υποταγή του στο συλλογικό πνευματικό έργο του λαού, απετέλεσε για τον Πικιώνη στάση ζωής. Αυτά που λέει για την ενέργεια που κάθε καλλιτέχνης έχει να κάμει, βγαίνουν μέσ’ από τη δι κή του πράξη. Γιατ 1ο ίδιος ανήγαγε, ως αρχιτέκτονες, το έργο του στη ρυθμική του τα .ιίου <αι το υπέ ταξε στις ιερές απυ ιτήσεις της ζωής
γύρω του. Και για να χρησιμοποιή σουμε την ίδια τη γλώσσα του Πικιώνη: «Μέσα εις τη διαστηματική τούτη διαίρεση του χώρου -που εί ναι το ανάλογο των ισόχρονων δια στημάτων της μουσικής - θά ’ρθει να εγγραφεί η μουσική των σχημά των, όπως αντίστοιχα μέσα σ’ εκεί να εγγράφονται τα ύψη των τό νων».9 Ταύτισε το ψυχικό του το πίο με το φυσικό και με επώδυνην αγωνία πραγματοποίησε το έργο του. Μέσ’ από τα κείμενά του φαί νεται αυτό, παρακολουθεί κανείς την προσπάθειά του να αναχθεί στις πρωταρχικές πηγές, στη μυθι κή ερμηνεία του χώρου, να συλλάβει την εσωτερική ψυχή, να της υποταχθεί, να την εκφράσει και να της δώσει την απτή, την υλική της διάρκεια. Αυτός είναι και ο λόγος που θεμελιώνει τη θεώρησή του επάνω στα γραφτά των αρχαίων συγγραφέων. Τα γραφτά αυτά, τα κείμενα αυτά, με την παντοτινή τους δροσιά και τη μεστή αλήθεια τους, με την άμεση εκφραστική και την καίρια διατύπωσή τους, με το ρυθμό και τη μουσικότητά τους, ο Πικιώνης τα είδε ως εκφράσεις αυ τών των βαθύτερων φωνών της γης - ιδιαίτερα της Αττικής γης. Και είναι φυσικό, στην ολοκληρωμένη αντιμετώπιση ενός μοναδικού πο λιτισμού, που στηρίχθηκε στην ιερή του γη, της έδωσε την ανθρώπινή του συνέχεια και με τον τρόπο αυ τό τη λάτρεψε βαθιά, να ανατρέξει κανείς στην υψηλότερη εκφραστική μορφή αυτού του πολιτισμού, στο λόγο. Ο Πικιώνης είχε εγκύψει με προσήλωση στα αρχαιοελληνικά κείμενα, είχε τη χάρη της αμεσότη τας και της αναστροφής μ’ αυτά, που σε λίγους έχει δοθεί να την έχουν. Μια απαρασάλευτη αρχή, η αναγωγή και η θεμελίωση των θεω ρήσεων στις ίδιες τις πηγές του μα κρινού αλλά συνάμα και τόσο κον τινού αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Η σύλληψη ωστόσο αυτού του μυστικού ρυθμού, που η γη δη μιουργεί μέσ’ από τις ποικίλες μορ φές και τα σχήματά της, και που αποτυπώνεται στα ανθρώπινα έρ γα, γίνεται από τον Πικιώνη ενο ρατικά, όπως γίνεται και από κάθε άξιο δημιουργό. Όμως η αρχιτε κτονική είναι γεωμετρία, που προϋποθέτει σχηματικές και τυπι κές διατυπώσεις για να γίνει δυνα τή η αναγωγή στη λογική των αρ χών του χώρου. Έτσι συχνά είναι αναπόφευκτη η αναζήτηση λογοκρατικών κριτηρίων για να ορι-
οδηγος/69 σθούν και να γενικευθούν οι αρχές που εμψυχώνουν τις δημιουργικές εποχές. Η πιο ζωντανή και ενεργός δημιουργική εποχή είναι φυσικά η κλασική, που τα μοναδικά της επι τεύγματα, σ’ όλο τον ορίζοντα του πνευματικού μας πολιτισμού, είναι οι υψηλότεροι μάρτυρές της. Και της εποχής αυτής τα δημιουργήμα τα μελετήθηκαν λογοκρατικά -και μελετιώνται- γιατί η ανάλυση των στοιχείων που τα συνθέτουν και η ανθρωποκεντρική τους λειτουργία απαιτεί την επιστημοσύνη των με λετητών και τη λογική των αποδεί ξεων. Ο Πικιώνης, καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο10, ήταν αδύνατο, φυσικά, να μη χρη σιμοποιήσει το λογοκρατικό τρόπο προσέγγισης των αρχιτεκτονικών μορφών ενός υψηλού πολιτισμού. Έτσι στην έκθεσή του για τη θεω ρία του Κ.Α. Δοξιάδη για τη δια μόρφωση του χώρου στην αρχαία αρχιτεκτονική (σελ. 181-196), κα ταφεύγει στη μέθοδο αυτή, στη σχηματική τυποποίηση και στη λο γική διατύπωση, για να δώσει και με τον τρόπο αυτό την αρχιτεκτονι κή αξία των κλασικών έργων και να θεμελιώσει και με το νου αυτά που «αισθάνεται θερμά η καρδία» (Σολωμός). Και ακόμα, με τον ίδιο τρόπο, δίνει τη λογικήν ανάλυση των λαϊκών παιχνιδιών της οδού Αιόλου (σελ. 87-88), που έχουν τις αρετές της γνήσιας τέχνης, ας είναι κατασκευασμένα από ευτελή και ταπεινά υλικά -έτσι ταπεινή και συνεσταλμένη είναι η λαϊκή ψυχήκαι οραματίζεται, ο πρωτόγονος πυρήνας που προσφέρει ο λαός, όταν εξευγενιστεί με νόηση και αί σθημα, να διαπλάσει την τέχνη των ελληνικών παιχνιδιών. Δυστυχώς κι εδώ, η εισβολή της τεχνολογίας δημιούργησε τα ηλεκτρονικά παι χνίδια και η βιομηχανική παραγω γή δίνει μαζικά παιχνίδια από πλαστικό -πράγματα απρόσωπα και ψυχρά, που στο βάθος απω θούν τα παιδιά. Και με την ίδια λογική ανάλυση δίνει το ιδεόγραμ μα ενός ατόφιου λαϊκού ψυχαγωγι κού μέσου: του χαρταετού.11 Αυτή η στάση ζωής του Πικιώνη βρήκε την έκφρασή της στα αρχιτε κτονικά του δημιουργήματα, που ο ίδιος σ’ ένα είδος αυτοβιογραφίας δίνει μέσ’ από την ολοκληρωμένη θεώρηση και φιλοσοφία του (σελ. 23-35). Κι ακόμα, τα σχετικά του κείμενα, δείχνουν την αγωνία της ψυχής του και την άγρυπνη μέρι μνά του να μείνει το τοπίο
αναλλοίωτο και μ’ όλες τις ανθρώ πινες επεμβάσεις. Η εισηγητική του έκθεση για τη συνεργασία του στα έργα που επρόκειτο να γίνουν στους γύρω από την Ακρόπολη αρ χαιολογικούς χώρους (σ. 270-272) φανερώνει αυτή τη μέριμνά του κι αυτή την ευθύνη απέναντι σ’ έναν τόπο με τόση ιστορικότητα.12 Το ίδιο και στην επιστολή του προς τον υπουργό των Δημοσίων έρ γων,13 όταν -«του έκαμε .την τιμήν να τον ορίσει ως μέλος της υπ’ αυ τού συσταθείσης επιτροπής παρακολουθήσεως της διαμορφώσεως των περί την Ακρόπολιν ιστορικών χώρων» (σελ. 266-269). Περισσότε ρο από οπουδήποτε αλλού, στο χώ ρο αυτόν ένιωθε τη βαθιά ευθύνη κι άκουγε τους μυστικούς ρυθμούς της γης, που έφταναν στην ακοή του τετελειωμένοι μέσ’ από ανθρώ πινα έργα που τους εξέφραζαν και τους υλοποιούσαν, τα έργα του Ιε ρού Βράχου. Αλλά και στην ικανοποίηση των πρακτικών αναγκών της ζωής, της «χρείας», όπως ο ίδιος λέει, παίρ νοντας τη λέξη από το Σολωμό, προσπάθησε να δώσει το μυστικό της μορφής, που υπαγορεύεται από τη γη. Κι αυτό φαίνεται στο κείμε νό του, το σχετικό με τις αισθητι κές αρχές της αρχιτεκτονικής του αιξονικού οικισμού, όπου, ανάμε σα στ’ άλλα, γράφει: «Σύμφωνα με το πνεύμα τούτο [δηλαδή να ικανο ποιηθεί με τη δημιουργία του οικι σμού το αίτημα της μορφής] η πλή ρωση των οικιστικών αναγκών δεν ώφειλε ν’ αντιμετωπισθεί -αντίθε τα απ’ ό,τι συνηθίζεται γύρω μαςσαν ένα πρόβλημα στενά τεχνικό μιας εξίσου στενά ωφελιμιστικής σκοπιμότητας, αδιάφορης προς τα
απαράβατα αιτήματα του πνεύμα τος, μα πως τόσο οι υλικές ανάγκες όσο και οι πνευματικές, θα ώφειλε να βρούνε μια έγκαιρη και αντάξια της ιερότητάς των έκφραση· κι ότι ακόμα όλοι οι άλλοι πνευματικοί σκοποί ώφειλε να καταξιωθούν με την τέχνη. Στο σημείο αυτό πρέπει να πούμε πως όλη τούτη η αισθητι κή ζήτηση θα ’ταν άκυρη, αν της έλειπε το ηθικό περιεχόμενο» (σελ. 254-255). Ακριβώς αυτό το ηθικό περιεχόμενο χαρακτηρίζει την αι σθητική αντιμετώπιση, την καλλι τεχνική αναζήτηση του Πικιώνη. Η ηθική της δημιουργίας, που είναι η ουσία κάθε μεγάλου έργου. Ο Πικιώνης, μια ηθική προσωπικότητα πρώτου βαθμού, που και με τα γραφτά του (εκτός από τα έργα του τα αρχιτεκτονικά και τα ζωγραφι κά) μας αφήνει «ές αίεί» το «μέγιστσν μάθημά» του. Ο Πικιώνης στα κείμενά του με ταχειρίζεται κατά βάση τη δημοτι κή γλώσσα, εκτός από τα υπηρε σιακά, όπου υποχρεώνεται να χρη σιμοποιεί την επίσημη γλώσσα του Κράτους, την καθαρεύουσα, σε μιαν εποχή μισαλλοδοξίας και εθνικόφρονος υστερισμού. Η γλώσ σα του είναι αλφαδιασμένη πάνω στην εσωτερική του φωνή και με την πρώτη ματιά μπορεί να δείχνει ανέμελη. Όμως μην ξεχνάμε πως ο Πικιώνης μεταχειρίζεται τη γλώσ σα για να εκφράσει το ψυχικό του τοπίο, να αναχθεί μ’ αυτήν στους πανάρχαιους ρυθμούς ή μορφές, που μ’ όλες τις μεταμορφώσεις που έπαθαν στο πέρασμα του χρόνου, κρατούν αναλλοίωτη την «αρχέγονη ουσία των». Έτσι ήταν φυσικό να πάρει στοιχεία απ’ όλες τις πε
70/οδηγος ριοχές της γλωσσικής μας εμπει ρίας -από την αρχαία, τη μεσαιω νική, τη λόγια, την καθημερινή (άλλος Παπαδιαμάντης στην πε ριοχή του). Κι όμως και με τη μορ φή αυτή που παίρνει τελικά η γλώσσα του (που ενσωματώνει συ χνότατα ή και «σκιάζεται» από συμφυή προς το περιεχόμενο που εκφράζει κάθε φορά χωρία αρ χαίων συγγραφέων), έχει εκείνη τη γοητεία και την απροσδιόριστη ομορφιά που έχει στην πεζογραφία η γλώσσα του Παπαδιαμάντη. Κι αυτό οφείλεται στο ότι εκφράζει,
με τον τρόπο αυτό, γνήσια εκείνο που θέλει να πει, κι αυτό που θέλει να πει είναι γεμάτο ουσία, είναι «πλήρες θεών», αγγίζει τα υλικά και τα μεταφυσικά πράγματα άμε σα, χωρίς παρεμβολές και αλλότριες συμβατικότητες. Κι εκεί ακό μα που υποχρεώνεται να χρησιμο ποιήσει την ειδική γλώσσα της επι στήμης του, το κάνει με τέτοιον τρόπο, που να μπορεί κι ο ανίδεος να τον παρακολουθήσει. Κι είναι αυτό μεγάλο πράγμα, να μπορείς να εκφράζεις τα δυσκολονόητα και τα ειδικά με τρόπο απλό -δείχνε-
σαι πως κατέχεις την τέχνη και την επιστήμη σου, την έκφραση και τη δουλειά σου. Κι ο Πικιώνης είναι σίγουρος πως αυτό που προσφέρει είναι χρήσιμο και αναγκαίο, όχι στον υλικό κόσμο των ικανοποιή σεων αλλά στον πνευματικό των ουσιαστικών κινημάτων. Δε θα Όελα να <|τάσω σε ακραία συμπεράσματα, ωστόσο με τον Πικιώνη νιώθουμε πως ακόμα δε χά σαμε ολόκληρη την ψυχή μας, μέσα σ’ έναν κόσμο κερδισμένον από την απώλειά της.
σελ. 119-125, όπου παρεμβάλλονται σχέδια καλλιτεχνικών μνημείων της Χίου), Γ. Κατζουράκη (Δημήτρης Πικιώνης, σελ. 126-133, με δυο πορτρέτα «κλεφτών» του Πικιώνη), Στέρ. Φασουλάκη (Απόηχο >από μια συζήτηση με τον πρωτομαίστορα Πικιώνη, σελ. 134-135), του ίδιου (Αναγραφή δημοσιευμάτων Δημ. Πικιώνη, σελ. 136-139, α' μέρος [η αναγραφή συνεχίζεται και στον επόμενο, 7. τόμο (σελ. 9)], του ίδιου (Κέρματα πολύτιμα και χρήσιμα από «Το πρόβλημα της μορφής» του Δημ. Πικιώνη, σελ. 140-141), Λέων. Μυλωνάδη (Δημήτρης Πικιώνης, ένας σταθμός στην ελληνική αρχιτε κτονική, σελ. 142-144). Ο Πικιώνης γεννήθηκε στον Πει ραιά από γονείς Χιώτες, το 1887. Ήταν πρωτεξάδελφος του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα (Δημήτριου Σύψωμου) -οι μητέρες τους ήταν αδάφές, Για τον Πορφύρα ο Πικιώνης γράφει (σελ. 24): «Είχα το σπάνιο προνόμιο να 'χω ξάδελφο έναν ποιητή. Από το στόμα του, του αείμνηστου, πρωτάκουσα τα τρα γούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικός κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού... Του χρωστώ αιώνια αγάπη κι ευ γνωμοσύνη». Το χωρίο αναφέρει ο Πικιώνης στο κείμενό του «Το Αρσάκειο» (σελ. 137-140). Είναι λόγια που ένας Αι γύπτιος ιερέας είπε στο Σόλωνα, όταν ο σοφός επισκέφθηκε τη χώρα του Νείλου. Ειδικότερα γι’ αυτό 6λ. στο κείμενο «Γαίάς ατίμωσις» (σελ. 127-133). Βλ. λ.χ. το κείμενο «Λαϊκή τέχνη», ιδιαίτερα σελ. 59. Για παράδειγμα, συχνά θα δει κα νείς σε ανθοδοχεία, μέσα σε χωριά τικα σπίτια, λουλούδια ψεύτικα, πλαστικά, «άθνη τεχνητά», αντί για τα φυσικά αγριολούλουδα, που ο τόπος γύρω από τα χωριά είναι γε μάτος. Αυτό δείχνει οπωσδήποτε πως υπάρχει μια αισθητική ανάγκη, αλλά ικανοποιείται μ' έναν λανθα σμένο τρόπο, που οφείλεται στην εισβολή της τεχνολογίας και στη μαζική παραγωγή.
8. Σήμερα, ώς το τελευταίο χωριό, ώς την πιο ορεινή κώμη, έχει φτάσει η μόδα της σύμπηξης τοπικών πολιτι στικών συλλόγων και η πολιτεία εν θαρρύνει κάτι τέτοιο. Αλίμονο· οι εθιμικές εκδηλώσεις του λαού δεν αποτελούν πια στοιχείο ζωής, αλλά «θέματα» για δραστηριότητες των συλλόγων. Τις βλέπουν πια σαν πα ρελθόν και σαν γραφικότητες μόνο. 9. Βλ. το κείμενο «Η θεωρία του αρχιτέκτονος Κ.Α. Δοξιάδη για τη δια μόρφωση του χώρου στην αρχαία Αρχιτεκτονική» (σελ. 181-196). 10. Σύμφωνα με το χρονολογικό πίνακα βιογραφίας του, τακτικός καθηγη τής στο Ε.Μ.Π. εκλέχθηκε το 1943, όπου έμεινε ως το 1958. Η συνολική του θητεία όμως σ’ αυτό ήταν 35 χρόνια, απ’ το 1923. Το 1961 έγινε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας των Καλών Τεχνών του Μονάχου. Τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθη νών εκλέχθηκε το 1966, δυο χρόνια πριν πεθάνει. 11. Βλ. σελ. 84-85, όπου μιλάει για τη ματιέρα του χαρταετού, το σχήμα και τον τρόπο κατασκευής του, και επιλέγει: «Έκανα το πρόχειρο τού το σκίτσο για να δείξω τη φύση, τη σύνθεση, τον ειρμό των συναισθη μάτων που γέννιώνται απ’ τη συ νεργασία των πέντε αισθήσεων, του Νοός και Ψης Ψυχής μας και που κρύβονται στο βάθος αυτού που λέ-
Σημειώσεις 1. Ο Κωστής Παλαμάς, στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου», λόγος δεύτερος, Ο Δουλευτής: Σβήσε κάθε σου ξεχώρισμα ρίχ’το δαχτυλίδι σου αρραβώνα μέσα στο κανάλι του λαού· ένας γίι ε από τους στύλους τους αμέτρητους του μεγάλου έργου του συντρο2. Τα κείμενα είναι χωρισμένα σε οχτώ μέρη: Αυτοβιογραφικά-Αναμνήσεις (σελ. 21-38), Τρία γράμματα (σελ. 41-44), Πεζά ποιήματα (σελ. 45-50), Λαϊκή τέχνη (σελ. 51-69), Αισθητι κά (σελ. 71-113), Παράδοση (σελ. 115-123), Τοπίο (σελ. 125-153), Πα ράδοση και Αρχιτεκτονική (σελ. 157-288). Κάθε ένα από τα κείμενα συνοδεύεται στον πίνακα περιεχο μένων από τη χρονολογία δημοσίευ σης ή (αν είναι ανέκδοτο) γραφής του. Έτσι τα κείμενα φαίνεται να πιάνουν την περίοδο, από το 1918 ώς το 1966, μιας πεντηκονταετίας περίπου. Παρατίθεται ακόμα ένας χρονολογικός πίνακας της βιογρα φίας του Πικιώνη κι ένας χρονολο γικός πίνακας των κειμένων του (σελ. 291-304). 3. Στο περιοδικό «Χιακή έπιθεώρησις», 7(1969), σελ. 1-4 (και όχι 2-3 που αναγράφεται στον χρονολογικό πίνακα κειμένων). Στον ίδιο τόμο του περιοδικού δημοσιεύονται ακό μα τμήματα από ένα μάθημα του Πικιώνη (σελ. 5-7) και το απόσπα σμα μιας επιστολής του προς τον κ. Λαζογιώργο, όταν ο Πικιώνης έγινε ακαδημαϊκός. Τα κείμενα συνο δεύονται από σχέδια του Πικιώνη σχετικά με την αποτύπωση χιακών μνημείων, ενώ στη σελ. 1 υπάρχει αυτόγραφο. Στον ίδιο τόμο ακόμα δημοσιεύεται κείμενο του Ράλλη Κοψίδη με τίτλο: «Δημήτριος Πικιώνης ή περί της λαλούσης σιωπής του» (σελ. 10-14). Στον προηγούμε νο τόμο του περιοδικού υπάρχει μι κρό αφιέρωμα στον Πικιώνη απ' αφορμή του θανάτου του (σελ. 119144), που περιλαμβάνει κείμενα των: Νίκου Αλεξίου (Ο Πικιώνης,
4.
5.
6. 7.
ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ
12. Το ίδιο και στο κείμενο «Έκθεσις επί των έργων διευθετήσεως εν Δελφοίς» (σελ. 247-254). Με την ευκαι ρία θα πρέπει να σημειωθεί η βαθιά πνευματική συγγένεια του Πικιώνη με το «δελφικό» ποιητή Άγγελο Σικελιανό, που συχνά παρεμβάλλει στίχους των ποιημάτων του στα κεί μενά του. Και ο Σικελιανός με την ενόραση και την ενακοή συμμετείχε στους ρυθμούς της γης και έβλεπε την ενότητα του κόσμου και της ψυ χής, πράγματα που εξέφρασε τόσο θαυμαστά στην ποίησή του. 13. Η επιστολή έχει ημερομηνία 12 Μαΐου 1955. Την εποχήν εκείνη υ πουργός Δημοσίων έργων ήταν ο Κ. Καραμανλής.
ΛΙΚΛΊΠ[( ) 18 Φεβρουάριου 1987
βιβλιογρκφιχο δελτίο (χριθ. 163
»
Ί ο Β ιβ λ ιο γ ρ α φ ικ ό Δ ε λ τ ί ο σ ν ν τ ά ο σ ε τ α ι μ ε τ η ν π ο λ ύ τ ιμ η α ν ν ε ρ γ α ο ία τ ο ν β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο υ τη ς « Ε σ τ ία ς » , τη δ ιε ύ θ υ ν σ η κ α ι το π ρ ο σ ω π ι κ ό τ ο ν ο π ο ίο ν ε υ χ α ρ ι σ το ύ μ ε θερμά. • Η τ α ξ ιν ό μ η σ η τω ν β ιβ λ ίω ν γ ί ν ε τ α ι μ ε β ά σ η το γ ν ω σ τ ό Δ ε κ α δ ικ ό Σ ύ σ τ η μ α Τ α ξ ιν ό μ η σ η ς , π ρ ο σ α ρ μ ο σ μ έ ν ο σ τ η ν ε λ /.η ν ικ ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία . ·. Σ ε κ ά θ ε κ α τ η γ ο ρ ία β ιβ λ ίω ν π ρ ο η γ ο ύ ν τ α ι α λ η α β η τ ικ ά ο ι έ/.-
Έφη
λ η ν ες σ υ γ γρ ά φ εις και α κ ο λο υ θ ο ύ ν ο ι ξ έ νο ι. * Η κ α τά τα ξ η τω ν ξένω ν σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν γ ίν ε τ α ι σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ ο ε λ λ η ν ικ ό α λ φ ά β η τ ο . » Σ τ η ν κ α τ η γ ο ρ ία τ ω ν π ε ρ ιο δ ι κ ώ ν δ ε ν π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι ε β δ ο μ α δ ι* Γ ια τ η ν α κ ό μ η μ ε γ α λ ύ τ ε ρ η π λ η ρ ό τ η τ α τ ο ν Δ ε λ τ ίο υ , π α ρ α κ α λ .ο ύ ν τα ι ο ι ε κ δ ό τ ε ς ν α μ α ς σ τ έ λ ν ο υ ν έ γ κ α ι ρ α τ ις κ α ι ν ο ύ ρ ιε ς εκ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΟΚΤΩ ΖΑΝ. Ελληνικό ημερολόγιο. Μετ. Θανάσης Θ. Νιάρχος. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 79. Δρχ. 500.
ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ Κ.Π. Το «Ημερολόγιο της Μεγάλης Ελ λάδος» του Γ. Δροσίνη. Αθήνα, 1986. Σελ. 483. Δρχ. 800.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑ ΔΑΡΑΚΗ ΠΕΠΗ. Λαϊκές βιβλιοθήκες. Αθήνα. Gu tenberg, 1986. Σελ. 112. Δρχ. 450.
ΛΕΥΚΩΜΑΤΑ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΟΣ ΔΗΜ. Λεύκωμα. Τα καλύτερά σας κλασικά εικονογραφημένα. Αθήνα, 1986. Δρχ. 500.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
ΣΙΒΥΛΛΑ. Αθήνα, Κάκτος, 1986. Σελ. 352. Δρχ. 600.
ΜΟΥΚΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δ. Οντολογική θεώρηση
72/δελτιο της αρχής της προσδιοριστίας του Werner Heisenberg. Αθήνα, 1986. Σελ. 68. Δρχ. 550.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΗΣ. Ιδεολογικά. Τόμος 1ος. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 323. Δρχ. 900.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
ΛΑΜΨΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. 15 νεοελληνικοί μύθοι. Αθήνα, Ροές, 1986. Σελ. 207. Δρχ. 450. Οριοθετήσεις. Οι επιγραμματικές φράσεις του Κ. Κα ραμανλή. Επιλογή Ε. Καρτάκης. Αθήνα, Ροές-, 1986. Σελ. 169. Δρχ. 500. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Κείμενα στο «Έθνος». Τόμος 3. Αθήνα, Θεωρία, 1986. Σελ. 368. Δρχ. 900.
ΓΕΝΙΚΑ ΒΟΥΑΓΙΕ ΖΑΝ-ΠΙΕΡ. Ράιχ: τρόπος χρήσης. Μετ. Πάνος Τσαχαγέας. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1986. Σελ. 28. Δρχ. 100.
ΣΤΑΜΑΤΕΛΑΤΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Ο φασισμός και ο ρατσισμός στη σημερινή Ευρώπη. Αθήνα, Καθημερινή, 1987. Σελ. 77. Δρχ. 300.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΝΤΥΡΒΙΛ ΑΝΡΥ. Μαθήματα προσωπικού μαγνητι σμού. Μετ. Αργυροπούλου Σταυρούλα. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1986. Σελ. 363. Δρχ. 750.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΜΠΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΟΣ I. Ψυχιατρική και ποιμαντική ψυχιατρική. Θεσσαλονίκη, Πουρναράς, 1986. Σελ. 474. Δρχ. 2000.
ΝΑΡΒΑΣ ΚΥΡΟΣ. Η αγροτική επανάσταση και η αλήθεια. Αθήνα, Δρυμός, 1986. Σελ. 140. Δρχ. 400. Ορυκτός πλούτος και αντιμονοπωλιακή ανάπτυξη. Μελέτες κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, αριθ. 24. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 245. Δρχ. 400. ΠΑΝΙΤΣΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Αγροτική οικονομία. Οι συνέπειες από την ένταξη στην ΕΟΚ. Αθήνα, Σύγχρο νη Εποχή, 1986. Σελ. 227. Δρχ. 400. ΧΑΡΙΤΑΚΗΣ Ν.Γ. Θεωρία βιομηχανικής οργάνωσης. Αθήνα, Ελευθερουδάκης. Σελ. 414. Δρχ. 1.700.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Γ.Π. Αχελινά. Απ’ τις λαϊκές παραδό σεις της Αγχιάλου. Αθήνα, 1986. Σελ. 184. Δρχ. 800. ΕΞΑΡΧΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Βλάχοι. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1986. Σελ. 171. Δρχ. 550.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΕΚΠΑΙΔ. ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙA ΚΙΤΣΑΚΗΣ ΑΘ. Κ. Προβλήματα της εποχής μας. Αθήνα. Σελ. 279. Δρχ. 700.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΛΕΝΤΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; ή πώς κατασκευάζεται η γυναίκα. Αθήνα, Δωρικός, 1986. Σελ. 366. Δρχ. 1.200.
ΤΣΑΤΣΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Παιδεία και γλώσσα. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1986. Σελ. 72. Δρχ. 200.
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα. Αθήνα, Θεμέλιο, 1986. Σελ. 316. Δρχ. 900.
ΦΛΟΥΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΥΛ. Η αρχιτεκτονική της δι δασκαλίας και η διαδικασία της μάθησης. Αθήνα, Γρηγόρης, 1986. Σελ. 189. Δρχ. 800.
δελτιο/73
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΜΑΚΡΥΝΙΩΤΗ ΔΗΜΗΤΡΑ. Η παιδική ηλικία στα αναγνωστικά βιβλία. 1834-1919. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 312. Δρχ. 1500.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ ΜΑΣ
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΥΓΙΕΙΝΗ ΣΠΑΝΟΣ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Επιστροφή στη φύση. Αθήνα, Βασδέκης, 1986. Σελ. 95. Δρχ. 300.
ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΖΩΡΤΖΑΚΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Μ. Μάρκετινγκ. Αθήνα, Καραμπερόπουλος, χ.χ. Σελ. 197. Δρχ. 1500.
ΤΕΧΝΕΣ
Η ανεκτίμητη πνευματική κλη ρονομιά που άφησε στο Έθνος ο Κωστής Παλαμάς, ολόκληρο το ποιητικό και πεζογραφικό έρ γο του, πρώτη φορά συγκεντρω μένο υπεύθυνα και συστηματι κά.
Κ. Π Α Λ Α Μ Α Α Π Α Ν Τ Α ΓΕΝΙΚΑ ΙΩΑΝΝΟΥ-ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΤΑΉΑΝΑ. Ελληνικές κλώστινες συνθέσεις. Δαντέλες. Αθήνα, Μέλισσα, 1986. Σελ. 259. Δρχ. 2.500.
ΤΟΜΟΙ 16 ΔΕΜΕΝΟΙ ΣΕΛΙΔΕΣ 8.000 ΣΧ. 14,5 χ 21,5 φιλολογική επιμέλεια Γ. Κ. ΚΑ ΤΣΙΜ Π Α ΛΗ -
ΙΔ Ρ Υ Μ Α Π ΑΛΑ Μ Α
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΜΕΤΑΗΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ο καθημερινός χώρος. Β' έκ δοση. Αθήνα, Κομμούνα. Σελ. 98. Δρχ. 500.
ΧΙΟΥΜΟΡ ΜΙΤΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Χάσαμε το τρένο στοπ. Αθήνα, Βασδέκης, 1986. Δρχ. 500.
Επωφελειθείτε τη μοναδική ευ καιρία να αποκτήσετε μια πλήρη σειρά των «Απάντων» πριν εξαν τληθούν. Μικρή τρίμηνη διευκό λυνση δεκτή. S : 36.12.900 ή γράψτε: ΑΔΕΛΦΟΙ ΒΛΑΣΣΗ ΣΟΛΩΝΟΣ 112 ΑΘΗΝΑ 10.681
74/οδηγος
ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΚΑΨΑΛΗΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Ακόμα μια φορά. Αθήνα, Άγρα, 1986. Σελ. 91. Δρχ. 300. ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ Π.Α. Κέρογος. Αθήνα, Δόμος, 1986. Σελ. 75. Δρχ. 300. ΡΑΖ OCTAVIO. Ποιήματα. Μετ. Μάγια Μαρία Ρούσσου. Αθήνα, Ηριδανός, 1986. Σελ. 125. Δρχ. 500. ΠΡΕΒΕΡ ΖΑΚ. Κουβέντες. Μετ. Μιχάλης Μεϊμάρης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 197. Δρχ. 500.
ΚΑΡΖΗΣ Θ. Τα σωστά ελληνικά. Αθήνα, Φιλιππότης, 1986. Σελ. 304. Δρχ. 1000.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΟΛΛΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ. Οράτιος. Οι ωδές. Βιβλίο 1. Ερμηνευτική έκδοση. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 355. Δρχ. 1000. ΓΙΟΥΡΣΕΝΑΡ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ. Το στεφάνι και η λύρα. Μετ. Ι.Δ. Χατζηνικολή. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1986. Σελ. 691. Δρχ. 3.800.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΜΑΛΕΒΙΤΣΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Περί του τραγικού. Αθή να, Αστρολάβος / Ευθύνη, 1986. Σελ. 164. Δρχ. 450.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΒΟΡΝΙΝΓΚ ΑΓΓΕΛΙΚΗ. Α, όπως Άρτεμη. Πεζογρα φήματα. Αθήνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 111. Δρχ. 300. ΓΚΡΙΤΣΗ - ΜΙΛΙΕΞ ΤΑΤΙΑΝΑ. Χρονικό ενός εφιάλ τη. 1966-1974. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 82. Δρχ. 350. ΓΛΕΖΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Τα απομνημονεύματα ενός κυ ρίου. Και άλλα διηγήματα. Αθήνα, οι εκδόσεις των Φίλων, 1986. Σελ. 141. Δρχ. 450. ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗ ΔΗΜΗΤΡΑ. Ευτυχώς δεν έχεις τίποτα... Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 126. Δρχ. 400. ΚΕΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Η φωτιά κάτω απ’ τη θάλασσα. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 266. Δρχ. 900. ΚΟΝΤΕΑ ΡΟΥΛΑ. Το στυπόχαρτο. Αθήνα, Δωρικός. Σελ. 114. Δρχ. 400. ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΔΟΥ-ΠΟΘΟΥ ΜΑΡΙΑ. Η Μαρούλα της Λήμνου. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 271. Δρχ. 800. ΛΕΦΟΥΣΗΣ ΗΛΙΑΣ. Τύμπανα του 1909. Διήγημα. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 103. Δρχ. 250. ΜΑΝΙΩΤΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ο άγνωστος στρατιώτης. Νουβέλα μυστηρίου. Αθήνα, Ίκαρος, 1986. Σελ. 248. Δρχ. 950. ΜΑΥΡΟΚΕΦΑΛΟΥ ΛΙΛΗ. Το άλλο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 181. Δρχ. 600.
ΓΕΝΙΚΑ ΔΡΟΣΙΝΗΣ Γ. Σκόρπια φύλλα της ζωής μου. Τόμος Δ'. Αθήναι, 1986. Σελ. 327. Δρχ. 600. Εναντίον. Τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Αθήνα, Ά γρα, 1986. Σελ. 20.
ΠΟΙΗΣΗ ΕΛΥΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Τα ρω του έρωτα. Γ' έκδοση. Αθήνα, ύψιλον / βιβλία, 1986. Σελ. 117. Δρχ. 1000. ΘΕΜΕΛΗΣ Γ. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιανός, 1986. Σελ. 143. Δρχ. 550.
ΜΟΣΚΟΒΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το άλας της γης. Μυθιστό ρημα. Γ' έκδοση. Αθήνα, Βασδέκης, 1986. Σελ. 239. ΣΑΡΑΝΤΙΤΉ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΕΛΕΝΗ. Όταν φύγα με... Μυθιστόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 170. Δρχ. 500. ΣΟΥΣΗ ΝΤΑΙΖΗ. Το γράμμα. Αθήνα, 1986. Σελ. 52. Δρχ. 250. Στη θύελλα του εμφύλιου. Συλλογή διηγημάτων. Αθή να, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 218. Δρχ. 300. ΦΛΩΡΑΚΗΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ. Η νοσταλγία του τίπο τα. Αθήνα, Άπειρον, 1987. Σελ. 154. Δρχ. 350. ΦΡΑΓΚΙΑΣ ΑΝΤΡΕΑΣ. Το πλήθος. Τόμος Β'. Αθή να, Κέδρος, 1986. Σελ. 398. Δρχ. 1000. ΒΕΡΝ ΙΟΥΛΙΟΣ. Δόκτωρ Οξ. Μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα, Αίολος 1986. Σελ. 131. Δρχ. 450. ΓΚΙΟΥΝΕΪ ΓΙΛΜΑΖ. Ο κατηγορούμενος. Μετ. Δέ-
δελτιο/75 σποινα Μάνου. Αθήνα, Θεωρία, 1986. Σελ. 148. Δρχ. 400. WALKER ALICE. Το πορφυρό χρώμα. Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986. Σελ. 314. Δρχ. 600. ΕΣΣΕ ΕΡΜΑΝ. Ο βροχοποιός. Ο εξομολογητής. Ινδι κή βιογραφία. Μετ. Φώντας Κονδύλης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 141. Δρχ. 400.
ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΘΕΡΜΠΕΡ ΤΖΕΗΜΣ. Τα δεκατρία ρολόγια. Μετ. Δήμητρα Σίμου. Αθήνα, Άμμος, 1986. Σελ. 95. Δρχ. 550. ΚΙΛΙ ΕΝΤΜΟΥΝΤ. Τα ημερολόγια μιας έρημης χώ ρας. Μετ. Χρύσα Τσαλικίδου. Αθήνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 381. Δρχ. 1000. ΜΑΚ ΟΡΛΑΝ ΠΙΕΡ. Η μυστική εβδομάδα της Αφρο δίτης. Μετ.-προλ. Βλάσης Καμάρας. Αθήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ. 147. Δρχ. 350. MEYENBELT ANJA. Το τραγούδι του έρωτα. Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986. Σελ. 143. Δρχ. 400. MILLER HENRY. Ένας διάβολος στον Παράδεισο. Μετ. Γεωργοπούλου Σοφία. Αθήνα, Μπουκουμάνης, 1986. Σελ. 150. Δρχ. 350. ΜΠΑΛΖΑΚ ΟΝΟΡΕ ΝΤΕ. Η γυναίκα στα τριάντα. Μυθιστόρημα. Μετ. Βούλα Λούβρου. Αθήνα, Ολκός, 1986. Σελ. 212. Δρχ. 600. ΜΠΑΡΟΟΥΖ ΟΥΙΛΙΑΜ. Νόβα εξπρές. Μετ. Γιώργος Γούτας. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1986. Σελ. 196. Δρχ. 550. ΜΠΡΟΝΤΙΓΚΑΝ ΡΙΤΣΑΡΝΤ. Ο Γουίλλαρντ και τα τρόπαια του μπόουλινγκ. Μετ. Γιώργος Γούτας. Αθή να, Ελεύθερος Τύπος, 1986. Σελ. 122. Δρχ. 400. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ. Λαβύρινθοι. Διηγήμα τα. Μετ. Βαγγέλης Κατσάνης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 263. Δρχ. 700. ΜΩΠΑΣΑΝ ΓΚΥ ΝΤΕ. Φανταστικές ιστορίες. Μετ. Ελπίδα Μπραουδάκη. Αθήνα, Αιγόκερως. Σελ. 137. Δρχ. 250. ΟΥΑΪΛΝΤ ΟΣΚΑΡ. Τέλενυ. Μετ. Νίκος Παπαδογιάννης. Αθήνα, Ερατώ, 1986. Σελ. 240. Δρχ. 450. ΠΟΕ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ. Το ταξίδι του Χανς Πφάαλ στη σελήνη. Μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα, Αιγόκερως. Σελ. 191. Δρχ. 400. SABATO ERNESTO. Αβαδδών ο εξολοθρευτής. Εισ. Μετ. Μανώλης Παπαδολαμπάκης. Αθήνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 557. Δρχ. 1.300. ΧΑΝΤΚΕ ΠΕΤΕΡ. Λάθος κίνηση. Νουβέλα. Εισ.-μετ. Αλέξανδρος Ίσαρης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 87. Δρχ. 450. ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΗ ΕΡΝΕΣΤ. Αέναη γιορτή. Μετ.-σημ. Ιουλία Ραλλίδη. Αθήνα, Αίολος, 1986. Σελ. 258. Δρχ. 700. ΧΕΜΙΝΓΟΥΑΙΗ ΕΡΝΕΣΤ. Οι χείμαρροι της άνοιξης. Μετ.-προλ.-σημ. Θοδωρής Δασκαρόλης. Αθήνα, Αίο λος, 1986. Σελ. 133. Δρχ. 450.
Εκδόσεις ΕΞΑΝΤΑΣ Τζαβέλα 1, τηλ. 36.04.885
76/δελτιο
ΕΥ Θ ΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΩΚΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ιστορίες περιορισμένης ευθύνης. Αθήνα, Βασδέκης, 1986. Σελ. 143. Δρχ. 500.
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ I. Εισαγωγή στη μεσαιωνι κή ιστορία και τη μελέτη της. Θεσσαλονίκη, Βανιάς, 1986. Σελ. 87. Δρχ. 400.
ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΑΛΕΞ. Δεκαεπτά κείμενα για τον Γ. Σεφέρη. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 286. Δρχ. 900. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ Π.Γ. Έπεα πτερόεντα. Ομιλίες από το Ραδιοφωνικό Σταθμό του Λονδίνου (B.B.C.), 19411954. Τεύχος Β'. Αθήνα, Δόμος, 1986. Σελ. 222.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΛΥΧΝΑΡΑ ΛΙΝΑ. Το μεσογειακό τοπίο στον Σεφέρη και τον Ελύτη. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 303. Δρχ. 500.
ΜΠΑΟΥΜΑΝ ΜΠΟΜΥ. Πώς άρχισαν όλα. Μετ. Κώ στας Σκιδάλης. Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος, 1986. Σελ. 140. Δρχ. 480.
ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ Δ.Ν. Πίσω μπρος. Αθήνα, στιγμή, 1986. Σελ. 284. Δρχ. 1000.
WALLRAFF GLINTER. Στο περιθώριο... Μετ. Τάκης Πατσικαθεοδώρου. Κόΐπ, Στάχυ. Σελ. 279. Δρχ. 850.
ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ ΦΑΙΔΩΝ Κ. Η νεοελληνική γε λοιογραφία για πρόσωπα και θέματα πνευματικής ζωής. Αθήνα, Ίδρυμα Νεοελληνικών Σπουδών, 1987. Σελ. 53. Δρχ. 420.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ
Οδοιπορία του Γιώργου Θεοτοκά. Είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Τετράδια «Ευθύνης», αριθμ. 26. Σελ. 183. Δρχ. 800.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ X. Γεωργία Σάνδη. Μυσσέ - Σοπέν. Αθήνα, 1986. Σελ. 123. Δρχ. 500.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Γ. Ο Νίκος Καζαντζάκης και το αντικείμενο αναζήτησής του. Ηράκλειο, Δήμος Ηρακλείου, 1985. Σελ. 172. Δρχ. 500.
ΜΑΛΑΜΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ. Ψαλίδας. Ο κορυφαίος Ευνοδάσκαλος 1767-1829. Αθήνα, Ελεύθερο Πνεύμα, 1986. Σελ. %. Δρχ. 300.
ΣΤΑΦΥΛΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Δημιουργοί του καιρού μας. (Δοκίμια). Αθήνα, Χ.Ε. χ.χ. Σελ. 120. Δρχ. 350.
ΣΤΡΑΤΗΓΟΠΟΥΛΟΥ ΔΑΝΑΗ. Εστία, 1986. Σελ. 392. Δρχ. 1000.
ΔΟΚΙΜΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Ι.Μ. Ομιλίες της γυμνής ψυ χής. Δοκίμια. Β' έκδοση. Αθήνα, οι εκδόσεις των Φί λων, 1986. Σελ. 218. Δρχ. 600. ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ. Κουρσάρικα γραπτά. Αι ρετικός Εμπερισμός. Μετ. Βάλι Κεφαλοπούλου. Αθνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 279. Δρχ. 800.
ΘΕΑΤΡΟ
ΕΡΓΑ ΜΑΛΑΜΑΣ ΛΑΜΠΡΟΣ. Ο Σωφρόνιος και τα τσι φλίκια του. Θέατρο. Αθήνα, Ελεύθερο Πνεύμα, 1986. Σελ. 116. Δρχ. 350.
Αττίκ.
Αθήνα,
ROMANO RUGGIERO. Fernand Braudel. Μετ. Πα ναγιώτης Μιχακλάρης. Αθήνα, Μνήμων, 1986. Σελ. 49. Δρχ. 410.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΑΡΔΙΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Αρχαία Ελλάδα. Αθήνα, Vivliotechnica, 1986. Σελ. 75. Δρχ. 1000. ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ Β.Η. Η Σπάρτη της Μ. Ασίας. (Σύμμεικτα λαογραφική) Αθήνα, «Ένωση Σπάρτης Μ. Ασίας», 1986. Σελ. 314. Δρχ. 700. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ Η.Φ. Ονοματολόγιον Ιστιοφό ρων 1890. Μύκονος, Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου, 1986. Σελ. 226. Δρχ. 1000. ΚΡΑΨΙΊΉΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Οι μουσουλμάνοι τσάμηδες της Θεσπρωτίας. (ΙΕ' μέχρι Κ' αιώνα). Αθήνα, 1986. Σελ. 236. Δρχ. 1500. ΝΤΟΚΑΣ ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ. Η ερωτική ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Αθήνα, Αστήρ, 1986. Σελ. 213. Δρχ. 500. ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Σ. Μεταφράσεις τουρκι κών ιστορικών εγγράφων. Ανατύπωσις. Τόμοι Α' +
δελτιο/77 Β'. Ηράκλειο, Βικελαία Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 1986. Σελ. 461 + 476. Δρχ. 1500 + 1500. WOODHOUSE C.M. Η άνοδος και η πτώοη των συ νταγματαρχών. Μετ. Χρηστός Δ. Χατζηεμμανουήλ. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική. Σελ. 267. Δρχ. 1000. PETROPULOS JOHN Α. Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο. (1833-1843). Τόμος Α' + Β'. Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1986. Σελ. 873. Δρχ. 3.200. RUNCIMAN STEVEN. Μυστράς. Μετ. Πέι Κορρέ, Τζίνα Καπατσώρη. Αθήνα, Καρδαμίτσας, 1986. Σελ. 195. Δρχ. 950.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
ξέρω στη Γ' Δημοτικού. Αθήνα. Σελ. 103. Δρχ. 250.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ ΑΝΟΙΧΤΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό χρι στιανικού προβληματισμού. Τεύχος 843. Δρχ. 40. ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΖΩΗ. Διμηνιαίο περιοδικό για αυτοθε ραπεία και αυτογνωσία. Τεύχη 19, 20. Δρχ. 240. ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Μηνιαία έκδοση του υπουργείου Δημόσιας Τάξης. Τεύχος 35. ΓΛΩΣΣΑ. Περιοδική έκδοση γλωσσικής παιδείας. Τεύχος 13. Δρχ. 250. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 965. Δρχ. 170.
GILLISPIE CHARLES COULSTON. Στην κόψη της αλήθειας. Μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα, Μορ φωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1986. Σελ. 510. Δρχ. 1800.
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 160. Δρχ. 200. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 339. Δρχ. 100. ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ. Διμηνιαία έκδοση του ελληνοτσεχοσλοβακικού συνδέσμου. Τεύ χος 38. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμηνη επιθεώρηση κοι νωνικών επιστημών. Τεύχος 31. Δρχ. 250.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΜΥΡΤΩ. Στο πιο κόκ κινο μηλάκι. Αθήνα, Άγκυρα, 1986. 1 βιβλίο + κασέ τα. Δρχ. 1.200. ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. Τα παιδιά της γυναίκας της Πίνδου. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 89. Δρχ. 400. ΜΕΪΜΑΡΗ ΑΓΓΕΛΙΚΗ. Η Νερένια. Αθήνα, Δανιάς. Σελ. 20. Δρχ. 450. ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οι κατσαρίδες ποτέ δεν πεθαίνουν. Το πούπουλο. Αθήνα, Αίολος, 1986. Σελ. 82. Δρχ. 300. PONTAPI ΤΖΙΑΝΙ. Δυο φορές κι έναν καιρό... Ο βαρώνος Λαμπερτό. Μετ. Νέλλη Κουρέτα. Αθήνα, Τεκ μήριο, 1986. Σελ. 126. Δρχ. 400.
ΘΕΑΤΡΟ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ. Ο Σπιθοβολάκης. (Παιδι κό θέατρο). Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 75. Δρχ. 300.
ΣΧΟΛΙΚΑ ΜΑΚΡΗΣ Κ.Ν. - ΣΙΔΕΡΗ-ΜΑΚΡΗ Ε. Τι πρέπει να
ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 167. Δρχ. 200. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση εταιρείας ιατρικών σπου δών. Τόμος 51, τεύχος 1. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 224. Δρχ. 300. ΤΟ ΜΑΤΣΑΚΟΝΙ. Ταξικός μπούσουλας των ναυτών. Φύλλο 43. Δρχ. 1. ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ. Διμηνιαίο φιλολογικό, ιστορικό και καλλιτεχνικό περιοδικό. (Συμπλήρωμα της «Ναυτικής Επιθεωρήσεως»). Τεύχος 1. Η ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 28. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ. Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων. Τεύχος 29. Δρχ. 250. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 873. Δρχ. 170. ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ. Έκδοση μελετών του χώ ρου. Τεύχος 12. Δρχ. 450. ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ. Όργανο της «Κίνησης για τη Νεό τητα». Τεύχος Β/26. ΣΒΒΕ. Μηνιαία έκδοση του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος. Τεύχος 10-11-12-246-247-248. Ο ΣΗΜΕΙΩΤΗΣ. 21ήμερο περιοδικό ατομικών επιλο γών. Τεύχος 13. Δρχ. 70. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες. Τεύχος 75. Δρχ. 100. ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ. Μηνιαία έκδοση του Τε χνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος - Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας. Τεύχος 41.
78/δελτίο
iiSSSLm,
κριτικογραφία
Σ τ η ν Κ ρ ιτ ι κ ο γ ρ α φ ί α π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι ό λ ε ς ο ι ε π ώ ν υ μ ε ς β ιβ λ ιο κ ρ ιτ ι κ έ ς κ α ι β ιβ λ ιο π α ρ ο ν σ ιά σ ε ι ς τ ω ν ε λ λ η ν ικ ώ ν ε κ δ ό σ ε ω ν π ο υ δ η μ ο σ ι ε ύ ο ν τ α ι σ τ ο ν η μ ε ρ ή σ ιο α θ η ν α ϊ κ ό τ ύ π ο . Π ε ρ ιλ α μ β ά ν ο ν τ α ι, ε π ίσ η ς , κ α ι κ ρ ι τ ι κ έ ς δ η μ ο σ ι ε υ μ έ ν ε ς σ τ ο ν π ε ρ ιο δ ι κ ό κ α ι ε π α ρ χ ια κ ό τ ύ π ο , ό σ ε ς φ υ σ ι κ ά φ ρ ο ν τ ί ζ ο υ ν ν α μ α ς σ τ έ λ ν ο υ ν ο ι σ υ ν τ ά κ τ ε ς τ ο υ ς . Γ ια κ ά θ ε β ιβ λ ίο σ η μ ε ιώ ν ο ν τ α ι, μ έ σ α σ ε π α ρ έ ν θ ε σ η : τ ο ό ν ο μ α τ ο υ κ ρ ι τ ι κ ο ύ κ α ι ο τ ί τ λ ο ς τ ο υ ε ν τ ύ π ο υ (β λ . Υ π ό μ ν η μ α ) , κ α θ ώ ς κ α ι η η μ έ ρ α δ η μ ο σ ί ε υ σ η ς τ η ς κ ρ ιτ ικ ή ς , α ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι α ε φ η μ ε ρ ίδ α , ή ο α ρ ι θ μ ό ς έ κ δ ο σ η ς , α ν π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ια π ε ρ ιο δ ικ ό έ ν τυ π ο .
Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελώνης Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος
ΝΜ: Ν. Μποίιτβας ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί IT: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΛ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΙ: Εικόνες Ε θ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη Π θ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Γενικά έργα
θρησκεία
Βαλκανική Βιβλιογραφία τ. VIII (ΦΤ, ΤΚ, 4/1 και ΔΡ, 14/1) Δαράκη Π.: 1) Βιβλιοθήκες και πολιτιστική ανάπτυξη 2) Λαϊ κές Βιβλιοθήκες (Δ. Δελής, ΡΙ, 1/2) Δυο συνέδρια για Ελεύθερα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (Κ.Π.Κ., ΚΑ, 12/2)
Δωρόθεος (Μοναχός). Το Άγιον Ό ρος (Σ. Αλεξίου, ΚΑ, 12/ 2) Μητσάκης Κ.: Βυζαντινή Υμνσγραφία (ΣΤ, ΕΛ, 12/2)
Φιλοσοφία Κραφτ Β.: Ο κύκλος της Βιέννης (Β.Χ., Τέταρτο, Φλεβ. ’87).
Πολιτική Αθαιασόπουλος Δ.: Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 5/2) Γιαλ Λυρίδης X. - Αλειφαντής Σ.: Διεθνείς Σχέσεις στα Βαλ κάνια (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 8/2)
δελτιο/79 Παππά Κ.: Χωρίς βίζα (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός λόγος, 8/2) Ράπτης Ν.: Ο εφιάλτης των πυρηνικών (Γ. Μπαμιατζής, Δη μοκρατικός Λόγος, 8/2) Νέγκρι Α. - Γκουατταρί Φ.: Από το κόκκινο στο πράσινο (ΠΛ, ΟΤ, 12/2) Μακ Φέρσον Κ.Μ.: Ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημο κρατίας (X. Χατζηεμμανουήλ, ΕΗ, 1/2)
Οινονομία Ζευγαρίδης Σ.: Αποφασίζω να επενδύσω (ΠΑ, ΟΤ, 5/2) Ζούμπος Γ.: Η συμβολή των λαυρεωτικών μεταλείων στην ακ μή της Αθηναϊκής Πολιτείας (ΚΤ, ΕΘ, 11/2) Βόρλοου Α, κ.ά.: Η απασχόληση στους βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας κατά το 1987 (Α.Δ.Π., ΟΤ, 12/2)
Κοινωνιολογία
Μαυρίδου Ε.: Άφετε τους ουρανούς (ΦΤ, ΤΚ, 10/1) Νταϊφάς I.: Η τελευταία διαδρομή (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1430) Νυμφόπουλος Κ.: Πόντος Ελληνικός (ΦΤ, ΤΚ, 3/1 και ΔΡ, 9/ 1) Παρθενίου Γ.: Τα Μόρια (ΦΤ, ΤΚ, 5/1 και ΔΡ, 4/1) Πλακωτάρη Α.: Τα ποιήματα (Β. Κάσσος, ΔΙ, 161) Σφακιανάκης Γ.; Ποιήματα 1938-1958 (ΦΤ, ΤΚ, 21/ Φωστιέρης Α.: Ο διάβολος τραγούδησε σωστά (Γ. Βέης, ΔΙ, 161) Χαρίστος Ν.: Ακάθιστος Ύμνος εις το Άγιον Ό ρος (ΦΤ, ΤΚ, 8/1 και ΔΡ, 4/1) Χωρεάνθη Ε.: Ο άλλος κόσμος (Δ. Τροβάς, Ο Κήρυξ Νέας Σμύρνης, 20/1), (Κ. Καλατζής, ΡΙ, 7/12)
Πεζογραφία
Κλασική Φιλολογία
Βαλεντής Σ.: Τα γεράκια (ΚΤ, ΕΘ, 4/2) Γιάκος Δ.: Καλή σου νύχτα Ιβάν (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατι κός Λόγος, 25/1), (Σ. Τσίρος, ΚΑ, 12/2) Κλιάφα Μ.: Ο κόσμος βαριέται ν’ ακούει θλιβερές ιστορίες (ΖΒ, ΡΙ, 1/2) Μανιώτης Γ.: Ο άγνωστος στρατιώτης (ΚΤ, ΕΘ, 4/2) Μαυροκεφάλου Λ.: Το άλλο (Κ, ΚΑ, 12/2) Μεγαπάνου Α.: Φιλαρέτης (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1430) Πανσέληνου Ε.: Δρόμοι της Αθήνας (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 161) Παπαδημητρίου Ρ.: Θεσσαλονίκη (ΦΤ, ΤΚ, 9/1 και ΔΡ, 11/1) Πέλλας Ο.: Διηγήματα (ΚΤ, ΕΘ, 11/2) Πολυχρονίδου Δ; Λαζαρίνες (ΝΜ, ΡΙ, 8/2) Ποταμιάνος Γ.: Αμαράνθεα (ΜΚ, ΔΙ, 161) Σκανδάλης X.: Το βιβλίο ενός τυφλού (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 8/2) Σπανδωνής Γ.: Προς άγνωστη κατεύθυνση (ΜΚ, ΔΙ, 161) Φραγκιάς Α.: Το πλήθος (Α. Παναγόπουλος, ΒΗ, 1/2), (ΣΤ, ΕΛ, 12/2) Χούλια Α.: Σε παλιό στυλ (Γ.Ι. Καραμάνος, Εξόρμηση, 8/2) Χρυσοχόου I.: Πυρπολημένη γη (ΦΤ, ΔΡ, 6/1) Αραγκόν Λ.: Σκλαβιά και μεγαλείο (Ρ.Μ, Οδηγητής, 12/2) Γκαρσία Μάρκες Γ.: Ο έρωτας στα χρόνια της Χολέρας (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/2) Ζίσκιντ Π.; Το άρωμα (Α. Κυριαζάνος, ΜΙΑ, 4/2) (ΒΧ, Τέ ταρτο, Φλεβ. ’86) θέρμπερ Τ.: Τα 13 ρολόγια (ΣΚ, ΕΛ, 5/2), (ΘΥ, ΕΙ, 4/2) Καλβίνο I.: Τα κοσμοκωμικά (ΒΧ, Τέταρτο, Φλεβ. ’87) Κοφίνιο Μ.: Η τελευταία γυναίκα και η επόμενη μάχη (Γ.Γ., Οδηγητής, 12/2) Λερού Γ.: Το μυστήριο του κίτρινου δωματίου (W, ΟΤ, 5/2) Λέσιγκ Ν.: Η καλή τρομοκράτισσα (ΘΥ, ΕΙ, 10/2) Μαν X.: Ένας αργοπορημένος έρωτας ( Δ. Δα, Οδηγητής, 12/ 2), (ΘΥ, ΕΙ, 4/2) Μπορσταγκόφσκι Α.: Ανήσυχα σύννεφα. (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 161) Σελίν Λ.Φ. Ταξίδι στα βάθη της νύχτας (ΘΥ, ΕΙ, 10/2) Σκόρσα Μ.: Ο ακίνητος'χορός (Γ.Κ., Οδηγητής, 12/2) Stevenson R.L.: Η παραλία του Φαλεζά (ΘΥ, ΕΙ, 28/1) Χάμετ Ν.: Σαμ Σπέιντ (Ν. Σαραντάκος, ΡΙ, 8/2)
Αρριανοΰ Αλεξάνδρου Ανάβασις (Α. Παπανικολάου, ΝΣ, 1430) Γρόλλιος Κ.: Οράτιος, οι ωδές (Γ. Καράγιωργας, ΚΑ, 5/2)
Μελέτες - Δοκίμια
Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας (ΚΣ, ΝΕ, 7/2) Λαμπίρη-Δημάκη I.: Η Κοινωνιολογία σην Ελλάδα σήμερα (Κ.Π.Κ., ΚΑ, 5/2) Λεντάκης Α.: Είναι η γυναίκα κατώτερη από τον άντρα; (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/2) Τάκαρη Ν.: Η γυναίκα από την αρχαιότητα ως την τεχνολογι κή επανάσταση (ΠΑ, ΟΤ, 5/2) Γκορζ Α.: Οι δρόμοι του παραδείσου (Σ. Παπασπηλιόπουλος, ΔΤ, 29/1)
Λαογραφία Ζαχαρίου-Μαμαλίγκα Ε.: Οι ψαράδες της Σύμης (ΚΝ, ΚΑ, 12/2) Μέλλιος Λ.: Η δημοπράτηση των Αγίων Εικόνων στα θεοφάνεια και της Αγίας Μετάληψης στη Φλώρινα (ΦΤ, ΤΚ, και ΔΡ 1/1) Σουλιώτης Γ.: Τα Κόλλυβα (ΚΝ, ΚΔ, 12/2) Τσίγκαλος Δ.: Μνήμες, στοχασμοί από τη ζωή του λαού μας (ΦΤ, ΤΚ, 3/1 και ΔΡ, 9/1) Τσούρας Ν.: Τα δημοτικά τραγούδια της Ηλείας (Δ. Παπανικολάου ΝΣ, 1430)
Τέχνες Διαμαντόπουλος Θ.: Homo Passocus (X. Χατζηεμμανουήλ, ΕΗ, 8/2) Ήρα Τριανταφυλλίδη (Μ. Μεντζελοπούλου, ΔΙ, 161) Θεόφιλος (Κ. Μακρής, ΡΙ, 1/2) Μουρίκη Ν.: Τα ψηφιδωτά της Νέας Μονής Χίου (Ε. Δεληγιάννη-Δωρή, ΔΙ, 161) Μουτσάτσος Γ.: Αυλόπορτες Κάμπου Χίου (Λ. Μιχελή, ΔΙ, 161) Οι περιστερώνες της Τήνου (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση, 8/2) Blume H.D.: Εισαγωγή στο Αρχαίο θέατρο (Φ. Κακριδής, Βήμα, 8/2)
Ποίηση Αθάνας Γ.: Μυθογραφήματα του καιρού μας. (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1430) Βαγενάς Ν.: Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη (ΒΧ, ΑΥ, 10/2) Γαλάτης Τ.: Τα χαράγματα (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 161) Γκιμοσούλης Κ.: Το στόμα κλέφτης (ΒΧ, ΑΥ, 3/2) Καβάκου-Στρατηγού Λ.: Ανηφοριές (ΦΤ, ΤΚ, 21/1) Κωσταβάρας θ .: Τα ερωτικά (ΒΧ, ΑΥ, 28/1) Λαδάς Ν.: Αστροβατεί (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/2)
Δανιήλ Γ.: Αίγλη και άγχος (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 8/2) Καργάκος Σ.: Ελληνική ζωονομία (Τ. Βουρνάς, ΑΥ, 1/2) Κασιούρας Δ.; Μαρξισμός και νεοορθόδοξοι (X. Τζιντζιλώνης, ΡΙ, 1/2) Λυχναρά Λ.: Το μεσογειακό τοπίο στο Σεφέρη και τον Ελύτη (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 25/1) Μακρυνιώτη Δ.: Η παιδική ηλικία στα αναγνωστικά βιβλία 1834-1919 (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 12/1) Μουτάφης Γ.; Η κόκκινη γραμμή του Ν. Καζαντζάκη. (Γ. Δίλμποης, ΔΙ, 161)
80/μικρες αγγελίες
μικρές αγγελίες
Ε>,
Παιδικά Βαρελλά Α.: Δράκε, Δράκε είσαι εδώ; (ΘΥ, ΕΙ, 10/2) Δικαίου Μ.; - Ρίζος Γ.: Κείμενα και ασκήσεις σύγχρονης ελλη νικής παιδικής λογοτεχνίας (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 25/1) Ροδοπούλαυ Σ.: Με τους γλάρους (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρα τικός Λόγος, 1/2) Τριβιζάς Ε.: Ο Ιγνάτιος και η γάτα (Ε. Χωρεάνθη, Δ1, 161) Λιχάνωφ Λ.: Η έκλειψη του ήλιου (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρα τικός Λόγος, 25/1)
Ιστορία
ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΩ σε λογικές τιμές μεταφράσεις από γαλλικά και αγγλικά καθώς και επιμέ λεια κειμένων. Τηλ. 68.13.428.
ΟΜΑΔΑ γιατρών του «Δρομοκαίτειου» προσπαθεί να οργα νώσει μια στοιχειώδη βιβλιοθή κη με βιβλία κατάλληλα για την •ψυχαγωγία των αρρώστων. Αν θέλετε να στείλετε κάποια βι βλία, η διεύθυνση είναι: «Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο Ψυχι κών Παθήσεων», τμήμα «Θεολόγειο», κ. Ευανθία Σοφρά, Ιερά Οδός 343, 12 141 Αθήνα. Μπορείτε επίσης να ζητήσετε πληροφορίες από την κ. Σοφρά ατο τηλ. 58.11.500
ΕΚΔΟΉΚΟΣ οίκος ζητάει ε πειγόντως να στεγαστεί σε γρα φεία 1ου ορόφου, από 60 ώς 80 τ.μ., στην περιοχή μεταξύ Ακα δημίας και Ναυαρίνου. Τηλ. 32.34.270.
Βαρδίκος Δ.: Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Αρχαία Ελλάδα (ΑΡ. ΕΛ, ΡΙ, 8/2) Βογιατζόγλου Β.: Η Σπάρτη της Μικρασίας (ΚΝ, ΚΑ, 12/2) Ζιώγου-Καραστεργίου Σ.: Η Μέση Εκπαίδευση των κοριτσιών στην Ελλάδα 1830-1893 (ΚΣ, ΝΕ, 7/2) Η ελληνική διασπορά στη Δυτική Ευρώπη (X. Λάζος, ΔΙ, 16ΐ) Μαγουλιώτης Α.: Αγνάντερο Καρδίτσας (ΚΝ, ΚΑ, 12/2) Μακρής Κ.; 1) Μεσολόγγι 2) Καραϊσκάκης (ΚΤ, Ε θ , 4/2) Μουτσόπουλος Ν.: Το Βυζαντινό κάστρο της Ζίχνας (Χ.Λ., Μακεδονία, 3/2) Παπαγεωργίου Γ.: Η μαθητεία στα επαγγέλματα. 16ος-20ος αιών. (ΚΣ, ΝΕ, 7/2) Σιμόπσυλος Κ.: Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη (ΤΒ, ΑΥ, 1/2), (ΚΣ, ΝΕ, 31/1) Σταμέλος Δ.: Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία (Α. Παπανικολάαυ, ΝΣ, 1430) Τομαρά-Σιδέρη Μ. - Σιδέρης Ν.: Συγκρότηση και διαδοχή γε νεών στην Ελλάδα του 19ου αιών. (ΚΣ, ΝΕ, 7/2) Χατζηθεόκλητος Κ.: Σημειώσεις μεταρρυθμιστών (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 25/1) Φριντέλ Ε.: Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (ΕΑ, ΕΛ, 5/2)
Μαρτυρίες Καστανάκης Λ.: Με τον Ψυχάρη (ΚΣ, ΝΕ, 31/1) Κολοκοτρώνης θ .: Διηγήσεις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής (ΚΣ, ΝΕ, 31/1) Πανάγος Θ.: Μνήμες ιστορίας (Α.Κ., ΡΙ, 1/2) Φλούντζης Α.: Χαϊδάρι (Γ. ΜΑΤΖ, ΑΥ, 1/2) Κορτές Φ.: Η κατάκτηση του Μεξικού (Δ.Ι. Λοίζος, ΔΙ, 161) Μανφρέντ Α.; Ροβεσπιέρος (ΚΤ, Ε θ , 8/2) Τρουαγιά Α.: Τσέχοφ (ΘΥ, ΕΙ, 4/2)
Ταξιδιωτικά Καρούζος Γ. - Καρούζου Μ.: Περιδιαβάζοντας τη Βουλγαρία (ΦΤ, ΤΚ, 9/1 και ΔΡ, 11/1)
Περιοδικά Ελεύθερη Κυθρέα Κύπρου (Χ.Λ., Μακεδονία, 7/2) Εντός των Τειχών (ΚΣ, ΝΕ, 7/2) θεσσαλική Εστία (Χ.Λ., Μακεδονία, 7/2) Πανσεραϊκό Ημερολόγιο τ. 12 (ΦΤ, ΤΚ, 10/1) Πνευματική Κύπρος (Χ.Λ., Μακεδονία, 7/2)
ΑΓΟΡΑΖΩ από δεύτερο χέρι, εύχρηστη ελαφριά ηλεκτρονική γραφομηχανή. Τηλ.: 75.18.794, πρωινά 8-9.
\ΑΖΩΔΙΑΒΑΖΩΔΙΑΒΑΖΩΔΙΑΒΑΖΩΔΙΑΒΑΖΩΔΙ,
Ζητήστε τις έξι καλαίσθητες
θήκες σε μαύρο και κόκκινο χρώμα, του δεκαπενθήμερου
ΔΙΑΒΑΖΩ
από τα γραφεία του περιοοικου μας.
L IJ IU I
■ά 26 - 106 XI Α θ ή να . IΊ|λ. 36.40.4X8
36.40.487
36.42.780
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007
2 βιβλία για την ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Νίκος Νικολαΐόης Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ Ψ υχαναλυτικό δοκίμιο
Το θέμα αυτής της εργασίας είναι η «Αναπαράσταση» και ειδικά η λειτουργία της σαν μεταψυχολογικό στοιχείο και μηχανισμός σε σχέση με την κλινική εμπειρία, το σύμβολο, τη γλώσσα. Πρόκειται για ένα ψυχαναλυτικό δοκίμιο όπου η αναπαράσταση καλύπτει όλο το φάσμα του ψυχικού μηχανισμού.
D. Anzieu / Φρ. Καραπάνον / J. Gillibert A. Green / Ν. Νικολαΐόης / Α. Ποταμιάνου ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ Μια σειρά κειμένων που εξετάζουν τις πολλαπλές όψεις του οιδιπόδειου προβληματισμού σε σχέση με τους μύθους του Οιδίποδα, του Θησέα, του Προμηθέα ή της προσωπικότητας της Κασσάνδρας, αντιμετωπίζοντας από ψυχαναλυτική άποψη τα πιο γενικά προβλήματα της λειτουργίας του μύθου, της γραφής και της γλώσσας.
Κυκλοφορούν στην ίδια σειρά: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ
Ντέώιντ Κονπερ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ
Ρ. Ντ. Λαινγκ - Α. Έστερσον Η ΨΥΧΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Η ΤΡΕΛΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Ζακ Αακάν ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΘΕΜΕΛΙΑΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ
Ζιλ Ντελέζ - Φελίξ Γκουατταρί ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ. Ο ΑΝΤΙ-ΟΙΔΙΠΟΥΣ