Τεύχος 165

Page 1

.

ts -

'

/

Λ

ffto L c.

f j ' V v ^ ^ Μ Κ Α Π Β ίώ ^ Ρ Η -ίπ ίΘ Ε β Ρ Η Σ Η C > L ~ i.

ς

^

^

,

^*Γ

{ e^ p<r c ^ c J

Y ~ f^

^ / e ^ o 'L ·

*— /

( ^ L ^ / λ

-7- '

c r * n + \i* *

Χ-Ν

^

^

*^~ 1

'

< v r ty y

'

ι ο — i ,<^ / ^c *c X y< W ^ " X y ‘> xx C C ^ > ■t . — V I _

V r

J f iiH

n k

/ Γ / , Γ . _. ^ ^ /S £c4*> " 3 c ftU Λ ^

V T

t

?? m m m , wem B m

*.-

"c si* f

'

; · ^

'U '

y-

fy i

,> «

'. a r f ?


Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΟ - Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ

ΔΩΔΩΝΗ ’Αθήνα,’Ασκληπιού 3, ® 3613029, 3637973 Γιάννινα, Βλαχλείδη 8, Φ 35026

Οι εκδόσ εις «Δ Ω Δ Ω Ν Η » σ υ νεχ ίζο ντα ς την παράδοση σ το χώ ρο των θεατρικών έργω ν, πα ρ ά λλη λα με τη σ ειρ ά «Π αγκόσμιο Θ έατρο» που περιλα μβάνει 122 έργα και κυκ λ ο φ ο ρ ο ύν ήδη οι πρώ τοι 100 τ ό ­ μοι, όπως και η σ ειρ ά «Ε λλη νικ ό Θ έατρο» που περ ιλα μβάνει 57 έργα και κ υκ λοφ ορ ούν ήδη 41 τόμοι, εγκ α ινία σα ν τώρα μια νέα σειρά, τη «Μ ικρή Θ εατρική Βιβλιοθήκη» και κυκλοφορούν τους 10 πρώτους τόμους της που περ ιλα μβάνουν 11 θεατρικά έργα.


^ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η ο ύ γ χρ ο νη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΤΛΛΟΠΟΤΛΟΣ

ΜΙΝΤΡΙΣΜΑ ΠΤΗΝΟΤ ΧΕΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ Φιλολογικά στόν Παπαδιαμάντη

$

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Ό τίτλος τοϋ βιβλίου, μιά φράση άπό τόν περιπαθή «Ξεπεσμένο δερβίση», Οά μπορούσε νά είναι ό τίτλος μιας αυτοβιογραφίας τοϋ Παπαδιαμάντη. Τέτοιο κείμενο βέβαια δέ γράφτηκε ποτέ, δλοι όμως ξέρουμε πόσο χειμάσθηκε στό βίο του τά «σκοτεινό τρυ­ γόνι». Τό είχε άπό νωρίς προαισθανθεί. Δέν είναι όμως καθόλου βέβαιο πώς είχε προβλέψει ότι Οά χειμαζόταν καί τό «γράμμα» τοϋ έργου του (οί περιπέτειες τοϋ «πνεύματός» του είναι μιά άλ­ λη υπόθεση). 'Ωστόσο ταλανίσθηκε κι αύτό άγρια άπό τυπογρά­ φους καί δημοσιογράφους, διορθωτές καί επιμελητές, έκδοτες φι­ λολογικούς καί έκδοτες εμπορικούς. Ό τίτλος λοιπόν δέν επιχει­ ρεί νά παραπλανήσει, άλλά νά ύποδηλώσει τή «γραμματική» («γράμμα») χειμασία τοϋ Παπαδιαμάντη. Καί τά μελετήματα τοϋ βιβλίου, μέρος μιας μεγαλύτερης καί μακροχρόνιας' προσπά­ θειας, αποβλέπουν στήν επούλωση των πληγών τοϋ «γράμμα­ τος», πού συχνά δέν άπέχει πολύ άπό τό πνεύμα. Δέ θεραπεύτηκαν, οϋτε λόγος, όλες οί κακώσεις. Όμως, όπως ό πλάνης καί άνέστιος δερβίσης τραγουδάει μέ τό νάι τούς καη­ μούς καί τά πάθια του κάνοντας λιγότερο απειλητική τή νύχτα, παρόμοια καί ό ΙΙαπαδιαμάντης, παρ’ όλα τά άνεμάβροχα πού έδειραν τό βίο καί τό έργο του, δέν έπαψε νά είναι τό πιό παρη­ γορητικό θαλασσινό μας πουλί. Καί τώρα, μιά γιά πάντα έξω άπό τό χειμώνα καί μέσα στήν άνοιξη πού λαχταρούσε, μινυρίζει αηδόνι της Λαμπρής. Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΙ ΛΛΟΠΟΤΛΟΣ

Γραφεία: Ζωοδοχου Πηγής 5. 106 78 Αδήνα. τηλ. 36.45.290 Καταοτημα χονδρικής: Ζωοδοχου Πηγής 3. 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.03.234 - 36.01.331


\Mii ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΑ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ Δί

Ζητήστε

τις έξι καλαίσθητες θήκες σε μαύρο

και κόκκινο χρώμα, του δεκαπενθήμερου ΔΙΑΒΑΖΟ από τα γραφεία του περιοοικου μας. ;ά 26 τ 106 81 Αθήνα. Τη λ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


< ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ

Υπεραγορά βιβλίου ς τ ο ,ν π ε ι ρ α ι α Για Πρώτη Φορά στην Ελλάδα 50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο ισόγειο Κολοκοτρώνη

ημιόροφος Κολοκοτρώνη

ελληνική και ξένη λογοτεχνία

παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία

ισόγειο Νοταρά

ναυτικά - κομπιοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία

ημιόροφος Νοταρά

1ος όροφος Νοταρά

νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά

ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες

I. Μποστάνοψλου & ΣΙ A Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258 v iz o u ia i

ι

ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ Π

Μ Ε ΕΥ Κ Ο Λ ΙΕΣ Π ΛΗ ΡΩ Μ Η Σ

Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής

Η ΠΕΙΡΑΙΑΣ

ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ Μ ΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ -

Μ

z v iv d ia u - v i v a i a a o v j o n v i i o u i a i z v iv d ia u - v i v a ia


ΚΑΡΟΛΟΣ ΚΟΪΝ: Καημός ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: Άντι-αναμνήσεις ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΪΧΗΣ: θά σέ θυμάμαι πάντα σάν έναν άνθρωπο πού ζεί Α.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ: Ή διαθήκη ΤΑΣΟΣ ΛΙΓΝΑΔΗΣ: ’Ανοιχτά σημειώματα τετραδίου πρός χρήσιν γιά τόν Κ. Κούν ΣΠΤΡΟΣ Α. ΕΪΑΓΓΕΛΑΤΟΣ: Γιά τόν Κάρολο Κούν ΜΑΓΙΑ ΛΓΜΠΕΡΟΠΟΪΛΟΤ ΒΕΡΑ ΖΑΒΓΓΣΙΑΝΟϊ ΛΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΡΑΣ ΠΩΡΓΟΣ ΑΡΜΕΝΗΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΪΛΗΣ Α. ΜΠΑΚΟΠΟΤΛΟΪ-ΧΩΛΣ ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΤΡΣΕΑΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΝΕΑΛΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΤ ΤΑΚΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΕΛΕΓΘΕΡΙΟΤ

ΜΑΡΙΟΣ ΠΛΩΡΓΓΗΣ ΠΩΡΓΟΣ ΣΕΒΑΣΠΚΟΓΑΟΤ ΤΖΕΝΗ ΚΑΡΕΖΗ ΠΩΡΓΟΣ ΑΑΖΑΝΗΣ ΡΕΝΗ ΠΓΓΤΑΚΗ ΚΩΣΤΑΣ ΓΕΩΡΓΟΪΣΟΠΟΓΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ θ . ΝΙΑΡΧΟΣ ΜΙΜΗΣ ΚΟΪΤΙΟΪΜΤΖΗΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΚΑΡΗΣ ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΑΤΣΙΑΗΣ ΝΙΚΗΤΑΣ ΤΣΑΚΙΡΟΓΛΟΤ

ψ

η

μ

ω

ρ

·

ΔΙΟΝΤΣΗΣ ΦΩΤΟΠΟΤΛΟΣ: «Προτείνω τή ζωή με τήν κάννη στόν κρόταφο» ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ: Τό τέλος τού ταξιδιού ΙΑΚΩΒΟΣ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗΣ: Αισθησιακός χαί βιωματικός ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΒΑΣΙΑΕΙΟΓ: ’Επιστολή ΜΑΡΙΟΣ ΠΟΝΤΙΚΑΣ: «’Απέναντι σ’ έναν τοίχο...» ΕΛΕΝΗ ΒΑΡΟΠΟΓΛΟΪ: "Ενα «βιβλίο τού ανθρώπου» ΜΗΤΣΟΣ ΕΓΘΪΜΙΑΔΗΣ: Πώς βλέπω τό «θέατρο Τέχνης» καί τόν Κάρολο Κούν Τά έργα πού σκηνοθέτησε ό Κάρολος Κούν (απ’ τό 1930 ώς τό 1987) ’Εξώφυλλο Δημήτρη Μυταρά. Σκηνογραφίες καί κοστούμια τού Καρόλου Κούν

φλεβάρης — μάρτης ’87

63

διπλό τεύχος: δρχ. 450


Βιβλία για παιδιά και για νέους ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΧΑΡΟΥΜΕΝΕΣ

m Χαρούμενες διακοπές για το καλοκαίρι • Προσχολικής ηλικίας • Δημοτικού (Ένα βιβλίο για κάθε ιάξη)

μαγειρεύει • Η Κλοκλό στολίζεται • Η Κλοκλό I— διαβάζει Τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, ανηκαθισιώνιας ας εικόνες με ανη'σιοιχες αυτοκόλλητες λέξεις.

l * • Παραμύθια της Στερεάς Ελλάδας • Κρητικά παραμύθια • Ακαρνανικά παραμύθια (Τη σειρά διευθύνει ο καθηγητής Μ.Γ. Μερακλής)

(5 Λ 5 3

Σύγχρονα βιβλία με σεβασμό στην υπεύθυνη γνώση ΝΙΚΗΤΑΡΑ 3,10678 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. 36.38.362


Συμπληρώστε τη σειρά των αφιερωμάτων του

ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 6.1) Τζέιμς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Ά γ ιο ν Ό ρ ος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ . Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μπαρτ (No 93) Παιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95)· Εμμανουήλ Ροΐδης (No 96) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μακρυγιάννης (No 101) Λουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Ά γρ α ς (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καίρης (No 106) Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Ά ντερσεν (No 108) Έρμαν Έσσε (No 109) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωο Ουγκό (No 111)

Έντγκαρ Ά λ α ν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φιλάν κά γράμματα (No 114) Σάμουι.. Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κυπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λακάν (No 126) Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Βυζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Λώρενς (No 132) Τ.Σ. Έ λιοτ (No 133) Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) Τένεση Ουίλιαμς (No 139) Ανδρέας Κάλβος (No 140) Φουτουρισμός (No 141) Γιώργος Σεφέρης (No 142) Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) Γλωσσολογία (No 144) Ουμπέρτο Έ κο (No 145) Βιβλίο και στρατός (No 146) Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) Ά γκ αθ α Κρίση (No 149) Φρόυντ (No 150) Α ντονέν Αρτώ (No 151) Ό σκαρ Ουάιλντ (No 152) Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) Γ.Β. Γκαίτε (No 154) Αυτοβιογραφία (No 155) Μετάφραση (No 156) Κώστας Καρυωτάκης (No 157) Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) Ζαν Κοκτώ ίΝο 160» Μάρτιν Χάιντεγκερ (No 161) Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162) Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία (No 163) Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες (No 164) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (No 165)

Α . Μεταξά 26 - 106 81 Α θήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


Β ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΜ ΕΔ 0Υ ΣΑ1

Ησειρά _Μέδουσα

Λογοτεχνία

παρουσιάζει:

ΧΕΡΜΑΝ ΜΠΡΟΧ 01 ΥΠΝΟΒΑΤΕΣ Μ888,ΠΑΣΕΝΟΒ ή ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ

«... ένα τολμηρό σεσύλληψη καί εκπληκτικά πρωτότυπο ως προς την εκτέλεση έργο, που αναπόφευκτα συναρπάζει με τη μαγεία του τον αναγνώστη.» Thomas Mann «...η απόπειρα ενός ' σοβαρού στοχαστή να επισημάνει συμβολικά την αρρώστια της εποχής μας. Μια ματιά οτο χάος, που εμπεριέχει τα σπέρματα της δημιουργίας μιας καινούργιας ανθρωπότητας.» Hermann Hesse «Βρισκόμαστε στα όρια της έκφρασης... άψογη δεξιοτεχνία.» Aldous Huxley «Ο Μπροχ είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος που παρουσιάστηκε στο χώρο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας μετά τον Τζόυς.» George Steiner «Οι Υπνοβάτες είναι ένα από τα λίγα πραγματικά πρωτότυπα και βαθυστόχαστα μυθιστορήματα του αιώνα μας.» Sir Stephen Spender

1 ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ - ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΑΟΣ & ΣΙΑ Ε.Ε. Β I

ΣΟ'λ ΩΝΟς Τι 4,"ΑΘΗΝΑ, ΤΗ/Α 3645822

«...αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της παράδοσης του σύγχρονου Ευρωπαϊκού μυθιστορήματος.» Milan Kundera


ΊΑΣ» ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ. Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.

Ε· ΣΟΛΩΝΟΣ 60 · 10672 ΑΘΗΝΑ · ΤΗΛ. 3615077

)

Λ

ΣΕΙΡΑ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ Ή σειρά «Ξένη Λογοτεχνία» φιλοδοξεί νά παρουσιάσει στό έλληνικό κοινό, σύγχρο­ νους ξένους λογοτέχνες καθώς καί πάλαιότερα κείμενα κλασσικά, πολυσυζητημένα ή καί παραγνωρισμένα, πού δεν μεταφράστηκαν ποτέ στή γλώσσα μας.

ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ

ΜΟΛΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΑΙ


τα βιβλία της «γνώσης»

1 Ο ΖΩΓΡ,

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη

Ο ζωγράφος Θεόφιλος

εκδόσεις «γνώση» rpny. Αυξεντίου 26,157 71 Ζωγράφος, Αθήνα Τηλ. 7786441 Ζωοδόχου πηγής 29 106 81 Αθήνα τηή. 5620941

ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΗΛΙΑΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Α ν θ ο λ ο γ ία Ισπανικής ποίησης

πο ίη σ η ισπανόφωνης Αμερικής

(XII - XX ΑΙΩΝΑΣ)

ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΟΣΕ ΜΑΡΤΙ ΕΩΣ ΤΟΝ ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ

εκδόσεις «γνώση

» ) 106 81 Αθήνα τηη. 5620941


GUTENBERG ΣΕΙΡΑ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ 8-12 ΕΤΩΝ

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ: ΜΑΡΙΑ Δ. ΤΣΑΟΥΣΗ

• ΠΑΟΥΣΤΟΦΣΚΙΚ. Καλοκαιριάτικες μέρες φ ΣΤΑΝΕΦ Ε Η Τριμπακούλα και ο Γοργοπόδης • ΠΙΚΡΟΥ Π Καραγκιόζης, ΜίκυΜάους φ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ X. Το θυμωμένο ποτάμι • ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ-ΠΑΠΑΖΗΣΗ Ζ. Ένα καλοκαίρι

γεμάτο κεραυνούς •

ΠΑΠΑΚΟΥ-ΛΑΓΟΥ Α. Τ ο δάσος και ο κόσμος του φ ΣΚΙΑΔΑ Ν Αχελώος - Το παιδί και το ποτάμι • ΠΡΙΟΒΟΛΟΥ Ε 0 θείος Ορέστης • ΑΝΕΖΙΝΗ -ΛΕΡΑΚΗ Γ. Όταν χάθηκε ο κύρ-Μέντιος • ΣΚΙΑΔΑ Ν Δέκα μικροί ταξιδιώτες

φ φ φ φ φ

φ φ φ φ φ

ΜΠΑΡΤΖΗ Γ. Τα μυρμήγκια της ειρήνης ΡΑΒΑΝΗ-ΡΕΝΤΗ Δ. Η ωραία Ελένη των γαϊδάρων RODARIG Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο I RODARI G Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο II RODARI G Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο III RODARI G Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο IV RODARI G Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο V RODARI G Παραμύθια απ’ όλο τον κόσμο VI ΓΟΥΔΕΛΗ Μ. Ζώα και φυτά σε στιχάκια ΠΑΙΩΝΙΔΟΥ Ε: Γυάλινες, ξύλινες, χάρτινες

κι άλλες ιστορίες


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Οί εκ δόσ εις ΓΚΟΒΟΣΤΗ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ Το καινούργιο μας κατάστημα Ζ. Π ηγής 21


στο πρώτο τεύχος: ΚΕΙΜΕΝΑ: Γιώργος Θεοτοκάς, Έ ρνεστ Χεμινγουέη, Φ. Σ. Φ ιτζέραλντ, Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Αργύρης Χιόνης, G. Garcia Marquez, Τατιά να Γ κρίτση-Μ ίλλιεξ, Μ. Γ. Μ ερακλής, Φ. Δ. Δρακονταειδής, Λύντια Στεφάνου. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ: Ρούσσος Κούνδουρος, Χρόνης Μίσσιος, Θαν. Ρεντζής, Γιάννης Τσαρούχης, Μάνος Χατζιδάκις ΚΟΜΙΚΣ: Αντρέας Πετρουλάκης, Στάθης ΕΝΘΕΤΟ: Η Δίκη του Έζρα Πάουντ.


ΙΖΑΜΠΕΛ ΑΛΙΕΝΤΕ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΣΚΙΑΣ

Ό πως και στο πρώτο της μυθιστόρημα, Το σπίτι των πνευμάτων, η Ιζαμπέλ Αλιέντε μας μεταφέρει και πάλι στον εφιαλτικό κόσμο μιας στρατιωτικής δικτατορίας της Λαπνικής Αμερικής, όπου γεννιέται, στη σκιά του τρόμου και του θανάτου, ένας μεγάλος έρωτας. Η Ιρένε, κόρη μεγαλοασηκής οικογένειας και δημοσιογράφος σ’ ένα γυναικείο περιοδικό, και ο Φρανσίσκο, γιος Ισπανών εξόριστων, φωτογράφος, σε μια συνηθισμένη τους αποστολή ανακαλύπτουν τυχαία ένα αποτρόπαιο έγκλημα των οργάνων του καθεστώτος. Η 6ία στρέφεται τότε εναντίον τους και προσπαθεί να τους εξοντώσει... Γύρω από τους δυο αυτούς κεντρικούς ήρωες προβάλλει αδρά όλη η ζωή στην πολύπαθη χώρα, οι άνθρωποί της, τα δεινά τους και το κουράγιο τους. Το βιβλίο Του έρωτα και της σκιάς, σε στυλ, φαντασία, αίσθημα και δύναμη είναι, κατά κοινή ομολογία, εφάμιλλο του πρώτου έργου της Αλιέντε και εδραιώνει τη φήμη της και τη διεθνή της αναγνώριση.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ _______________

ΩΚΕΑΝΙΔΑ Χαρ. Τρικούπη 49 Τηλ. 3627.341

' ■ V

/ 1


ΤΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΦΕΛΗ ΡΑΦΑΕΛ ΜΠΙΓΕΝΤΟΥ Φυλάξου από τη γλύκα των πραγμάτων Τρεις αδελφές, τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες, μετά το θάνατο της μητέρας τους, ανακαλύπτουν σιγά σιγά τον εαυτό τους και τους άλλους. Μ ια ελεγεία στη χαμένη παιδική ηλικία, στην τρυφερό­ τητα, στον εφηβικό έρωτα. Ά λ λος ένας ύμνος στην πολύτιμη, ανέκφραστη νοσταλγία. yb

ΑΛΕΧΟ ΚΑΡΠΕΝΤΙΕ Η επί γης βασιλεία Μέσα από τη μεθυστική αγριότητα της εξέγερσης των σκλάβων στην Αϊτή, ζούμε τις μαγικές πα ρ α­ δόσεις των ιθαγενών, τις μυστικιστικές δοξασίες, τις αποκρυφιστικές τελετουργίες. Αγώνες, βαρβα­ ρότητες, μαγεία και ποίηση μαζί. yb

ΝΙΚΟΣ ΧΟΥΑΙΑΡΑΣ Ο Αούσιας Ο Λ ούσ ία ς συνεχίζει να ζει δίπλα μας, να μας κοι­ τάζει και να μας μιλά, μ’ αυτό τον ανατρεπτικό λό­ γο που αναδεικνύει τις αλήθειες μιας «πραγματι­ κότητας» που δείχνει άλλη. Εικόνες ζωντανές και αποκαλυπτικές.

Μ Α Υ Ρ Ο Μ ΙΧ Α Λ Η 9, Α Θ Η Ν Α 10679 ΤΗ Λ . 3607744 - 3604793


ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Α . Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Οι τελευταίες μέρες του ανθρωπισμού και η διαμάχη των γενεών (γράφει ο Ρόμπερτ Στάντλερ)

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

16 17

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Τεύχος 165 11 Μάρτιον 1987 Τιμή: Δρχ. 500 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάξ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333

Έρη Σταυροπούλου: Χρονολόγιο Αλεξ. Παπαδιαμάντη Γκυ Σονιέ: Μερικές μεθοδολογικές παρατηρήσεις και προτάσεις για τη μελέτη του Παπαδιαμάντη Κώστας Χωρεάνθης: «Δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης» στον Παπαδιαμάντη Ελ. Πολίτου - Μαρμαρινού: Η ποιητικότητα του Παπαδιαμαντικού έργου Κώστας Στεργιόπουλος: «Η φαρμακολύτρια» του Παπαδιαμάντη Βαγγέλης Αθανασόπουλος: Ο Παπαδιαμάντης και το Κακό Ιωακείμ - Κίμων Κολυβάς: Η ορθόδοξη προοπτική στο έργο του Παπαδιαμάντη Ν. Δ . Τριανταφυλλόπουλος: Για τα αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη Μάριος Μαρκίδης: Ο ηδονικός λόγος του Αλέξ. Παπαδιαμάντη Ελένη Δ . Δαμβουνέλη: Στοιχεία γενικής παιδείας και γλωσσομά­ θειας του Παπαδιαμάντη Γιάγκος Ανδρεάδης: Η Φόνισσα Χρήστος Β. Χειμώνας: Συμβολή στην περί Παπαδιαμάντη βιβλιο­ γραφία

22 34 43 49 59 68 80 91 97 105 109 113

ΕΠΕ,

Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Γράφει ο Νίκος Κουτσιαράς ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Γιώργος Κεντρωτής και Π. Ρεζής

119 121 122

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Χρίστος Παπαγεωργίου και Χρήστος Λάζος

121

Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση:

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889

Συνέντευξη με τη Δήμητρα Πέτρουλα

Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

135

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

142

Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

129

ΔΕΛΤΙΟ

σ τ ο ε π ό μ ε ν ο « Δ ια β ά ζω »

αφιέρωμα στον ΙΊαναγή Λεκατσά


ά ■

Η ΑΓΟ ΡΑ ΤΟ Υ Β Ι Β Λ ΙΟ Υ ·

Α π ό 11 έ ω ς 2 5 Μ α ρ τ ί ο υ 1 9 8 7

Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότέρα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπέντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σημειώνεται με τρεις άστερίσκους ( Λ ), το αμέσως μετά με δύο (*,) και το τελευταίο με έναν (* ).

Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπώλες. Όσο για το ενδιαφέρον και την ποιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είναι να συμβουλεύεστε τις σελίδες της «Επιλογής»,

Ζ

5

Ραγιάς - Θεσ.

***

έ

Ρόμβος - Αθ.

I

a 5 C

Πιτσιλάς - Αθ.

%

ο

Όμηρος - Βόλος

*

CD <

Λέσχη του βιβλίου - Αθ.

Εστία - Αθ.

Λ

Κατώι του βιβλίου - Θεσ.

* ***

Γνώση - Αθ.

Ελευθερουδάκης - Αθ.

I. Α. Ταρκόφσκυ: Σμιλεύοντας το χρόνο (Νεφέλη) 2. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Ψυχογιός)

Β ΙΒ Λ ΙΑ

Αριστοτέλης - Αθ.

Δωδώνη - Αθ.

7 ***

3. Γκ. Μαρκές: 0 έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ν. Σύνορα)

..

4. G. Wallraff: Στο περιθώριο (Στάχυ)

*

5. X. Μίσσιου: ... Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς (Γράμματα)

Λ

6. Γ. Τσαρούχη: Αγαθόν το εξομολογείσθαι (Καστανιώτης)

..

Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή - Αθήνα το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Αμερικάνικη προλεταρια­ κή λογοτεχνία - Επιλογή (Σύγχρονη Εποχή)

Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχώ ν 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχώ ν 5200 δρχ. 15 τευχώ ν 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχώ ν 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.

Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.

Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχώ ν 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχώ ν 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχώ ν 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχώ ν 43 δολ. Κύπρος 25 τευχώ ν 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχώ ν 54 δολ. Κύρπος 15 τευχώ ν 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχώ ν 37 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Αφρική 25 τευχώ ν 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχώ ν 68 δολ. 15 τευχώ ν 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευ χώ ν 47 δολ.

Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξύ 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765

Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκα π ενθή μερ α 250 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.


χρονικα/17

Σ υγκρούσεις μεταξύ τιυν συγγρα φ έω ν της Α υστρίας ________________ ( 1933 , 1938 , 1972)

u i

ιιΐίε ζ

μ ε ρ ε ς

του ανθρωπισμού και η διαμάχη των γενεών Ο 1938 η Αυστρία κατακτήθηκε από τη ναζιστική Γερμανία.Μα ήδη για πολλά χρόνια πριν το λεγόμενο Anschluss, τα γεγονότα στη γει­ τονική χώρα επηρέαζαν αποφασιστικά την πολι­ τική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της Αυ­ στρίας. Ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία το 1933. Πριν ανάψει η φωτιά του πολέμου, άρχισε η καταστροφή του πολιτισμού με το κάψιμο βι­ βλίων και τις διώξεις των πνευματικών ανθρώ­ πων. Μεταξύ των έργων που κάηκαν ήταν και μερικών Αυστριακών, όπως του Στέφαν Τσβάιχ, του Φραντς Βέρφελ, του Άρθουρ Σνίτζλερ, του X. Μπροχ και του Ρ. Μούζιλ. Το πνεύμα των Ναζί δεν άφηνε τόπο για κά­ ποιο άλλο πνεύμα και τα μέτρα που πήραν εναντίον των συγγραφέων της αντιπολίτευσης, πολύ νωρίς είχαν σαν συνέπεια να προκαλέσουν τους συγγραφείς στην ακόμα αυτόνομη Αυστρία να πάρουν θέση, πράγμα που συνέβη στο συνέ­ δριο του διεθνούς Pen-club1 που έγινε στο Ντουμπρόβνικ από τις 26 ώς τις 28 Μαίου 1933. Η Γραμματεία του διεθνούς Pen-club απηύθυνε ευθέως δύο ερωτήσεις στους γερμανούς απε­ σταλμένους: Ιο) Τι μέτρα έλαβε το γερμανικό Pen-club για να προστατέψει τα καταόιωκόμενα μέλη του; 2ο) Τι έκανε κατά την προγραφή και το κάψι­ μο των βιβλίων και τι σκέφτεται να κάνει στο μέλλον;2 Τι απαντήσεις όμως μπορούσε κανείς να περι­ μένει και ποια μέτρα εκ μέρους των Γερμανών; Η ηγεσία του γερμανικού Pen και οι συγγραφείς που ανήκαν ακόμα σ’ αυτό, συμφωνούσαν με τη ναζιστική ιδεολογία και για να αποφύγουν μια

Τ

απάντηση εγκατέλειψαν την αίθουσα ακολου­ θούμενοι και από δύο αντιπροσώπους της Αυ­ στρίας. Παρ’ όλ’ αυτά στο Ντουμπρόβνικ η πλειοψηφία των παρόντων αυστριακών συγγρα­ φέων αντιτάχθηκε στην απειλούμενη διάσπαση του Pen-club και απαίτησε τη διεθνή καταδίκη του καψίματος βιβλίων και της καταδίωξης των συναδέλφων τους στη γειτονική χώρα. Το αποτέ­ λεσμα ήταν να απαγορευθούν στη Γερμανία οι παραστάσεις θεατρικών έργων, καθώς και η έκ­ δοση βιβλίων όσων υπέγραψαν τη διαμαρτυρία αυτή. Σ’ αυτό το συνέδριο του διεθνούς Pen-club άρ­ χισε η διάσπαση των αυστριακών λογοτεχνών, που ολοκληρώθηκε στη γενική συνέλευση του αυστριακού Pen στη Βιέννη, τον Ιούνιο του 1933. Η ρήξη μεταξύ αυτών που επιδοκίμαζαν τα συμβάντα στη Γερμανία και αυτών που ήταν αποφασισμένοι να είναι και να μείνουν αγωνι­ στές της πνευματικής ελευθερίας και της προά­ σπισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου,3 ήταν αναπόφευκτη. Τα μέλη που είχαν ταχθεί με τη ναζιστική κυβέρνηση εγκατέλειψαν τη συνάντη­ ση προβάλλοντας την υποκριτική δικαιολογία ότι δεν θέλουν να παρέμβουν στις εσωτερικές υποθέσεις ένός ξένου κράτους. Από το σημείο αυτό και μετά το μέτωπο των δημοκρατικών συγγραφέων εξασθένιζε συνεχώς, λόγω των συ­ νεχών παραιτήσεων και τον Οκτώβριο του 1933 στο αυστιακό Pen-club είχαν απομείνει ελάχιστα μέλη, μεταξύ αυτών ο Φραντς Τέοντορ Τσόκορ και ο Ρόμπερτ Μούζιλ. Ένας άλλος από αυτούς, ο Ρ. Νόιμαν, έγραψε σχετικά μ’ αυτήν την κατά­ σταση: Οι μη προνοητικοί, αισθανόμενοι πίκρα για την καιροσκοπία των άλλων, συζήτησαν για το πώς πρέπει να διαφυλάξουν το αυστριακό


18/χρονικα Pen-club... Αποφασίσαμε να συνεχίσουμε, παρά τεν φον Χόρβατ φεύγει από την Αυστρία, για να τις αντιδράσεις, όμως οι παραιτήσεις των φοβι­ εγκατασταθεί στο Παρίσι. Όμως δεν μπορούσαν σμένων αυξήθηκαν. Εν τω μεταξύ ήρθε ο Φλεβά­ ακόμα όλοι να αποφασίσουν να εγκαταλείψουν ρης τον 1934, ο εμφύλιος πόλεμος κ.τλ.4 οριστικά την Αυστρία, όπως ο Ελίας Κανέττι ή ο Σε μια μικρή ιστορική αναδρομή θα ήθελα να X. Μπροχ, που έλπιζαν αδιάκοπα να αποτρέ­ σημειώσω τα εξής: Για να μπορεί κάποιος να ψουν το αναπότρεπτο. Ο καθένας προσπαθούσε εξηγήσει την επί το πλείστον ανεμπόδιστη προ­ να αποδιώξει το απειλητικό φάντασμα της ξενι­ σάρτηση της Αυστρίας στο Γ' Ράιχ το 1938, πρέ­ τιάς με επικλήσεις προς τους ευρωπαίους συγ­ πει να έχει στο νου του τα πολιτικά συμβάντα γραφείς, με λίστες υπογραφών κ.τλ. Ο X. της περιόδου 1933/34, γιατί ήδη εκείνη την εποχή Μπροχ γράφει σχετικά με τον πολιτικό αγώνα προετοιμάστηκε το έδαφος για ένα καθεστώς δι- που διεξήγαγε αυτά τα χρόνια: Σ ’ αυτόν που θα κτατορικό πριν συντελεστεί το Anschluss. ήθελε να κάνει κάτι εναντίον της βαρβαρότητας, Το Μάρτιο του 1933, ο τότε πρωθυπουργός της παραφροσύνης του αίματος και τον πολέ­ Ένγκελμπερτ Ντόλφους ανέστειλε τα συνταγμα­ μου, δεν επιτρεπόταν πια ν’ ακολουθήσει πλά­ τικά δικαιώματα και προσπάθησε, με την υπο­ γιους δρόμους, μα είχε το καθήκον να είναι στις στήριξη του Μουσολίνι, να καταστρέφει την αυ­ διαταγές αυτών των δυνάμεων, που ήταν ακόμα στριακή σοσιαλδημοκρατία. Μόνιμες προκλήσεις σε θέση να αντιταχθούν στην επερχόμενη συμφο­ εκ μέρους της κυβέρνησης και των παραστρατιω- ρά. Όποιος δεν το έκανε τις μέρες αυτές συνέχι­ τικών δυνάμεων της δεξιάς χαρακτηρίζουν την σε να διαπράττει το αμάρτημα των πνευματικών καθημερινή ζωή και όλα δείχνουν πως επίκειται ανθρώπων, που καθώς είναι κλεισμένοι στο χρυ­ μια εξοντωτική αντεπίθεση. σελεφάντινο πύργο τους, νομίζουν πως είναι Μετά τη δολοφονία μερικών σοσιαλδημοκρα­ ανεύθυνοι για όσα συμβαίνουν.6 τών, το Φλεβάρη του 1934, η ηγεσία του κόμμα­ Τελικά αυτοί, που αντιμετώπιζαν τον αυ­ τος κήρυξε γενική απεργία. Η κυβέρνηση απάν­ στριακό φασισμό σαν τη μικρογραφία της Γερ­ τησε με τανκς και στρατό. Η ανταρσία κατέληξε μανίας του Χίτλερ και προτιμούσαν έναν άγνω­ με την ήττα των εργατών: εκατοντάδες άνθρωποι στο τόπο εξορίας από μια ψεύτικη ειρήνη, είχαν έχασαν τη ζωή τους, χιλιάδες συνελήφθησαν. Το δίκιο. Στις 13 Μαρτίου εισέβαλε στην Αυστρία ο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κηρύχθηκε παράνο­ γερμανικός στρατός. Μόνο τις πρώτες μέρες συμο, η τελευταία δημοκρατική αντιπολίτευση κα- - νελήφθησαν περισσότερα από 70.000 άτομα, με­ ταργήθηκε και ένα καθεστώς δικτατορικό εγκα­ ταξύ αυτών και λογοτέχνες. Πολλοί από αυτούς ταστάθηκε στην εξουσία. Ο Στέφαν Τσβάιχ, συγ­ έχασαν τη ζωή τους στα στρατόπεδα συγκεντρώκλονισμένος και προφητικός, χαρακτήρισε τα σεως, μερικοί αυτοκτόνησαν για να.αποφύγουν γεγονότα του Φλεβάρη του 1934 ως αυτοκτονία την τρομοκρατία των Ναζί (π.χ. Έγκον Φριτης αυστριακής αυτονομίας και περιληπτικά: ντέλ). Το τέλος της ανεξαρτησίας της Αυστρίας ήταν η τελευταία φορά που στην Ευρώπη η Δη­ και η προσάρτησή της στο Γ' Ράιχ προκάλεσε μοκρατία αντιστάθηκε στο φασισμό, πριν απ’ μία μαζική φυγή 130.000 ανθρώπων και επίσης τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο,5 τη δεύτερη έξοδο αυστριακών διανοούμενων με­ Η καινούρια πολιτική κατάσταση επηρέασε τά το 1934.7 και άμεσα τη λειτουργία και την οργάνωση του Αυτοί που κατόρθωσαν να φύγουν γλίτωσαν, αυστριακού Pen-club: εκείνοι οι οποίοι είχαν εκ- όπως ο Ελίας Κανέττι, ο Έριχ Φριντ, ο Όσκαρ φράσει την αλληλεγγύη τους στους καταδιωκό- Κόκοσκα, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, ο Τέοντορ Κράμενους συναδέλφους τους στη Γερμανία, εξο­ μερ, ο Αλεξάντερ Σάχερ-Μάζοχ, ο Ρόμπερτ στρακίστηκαν και χαρακτηρίστηκαν οπαδοί της Μούζιλ... Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το αριστερός. Την καινούρια ηγεσία αντιπροσώ­ Λονδίνο έγινε ένα από τα κέντρα εξόριστων αυ­ πευσαν φίλοι της κυβέρνησης που συνέπραξαν στριακών διανοουμένων και ακριβώς εκεί ιδρύ­ στο δικτατορικό παιχνίδι του συστήματος. Η δη­ θηκε το 1938 το αυστριακό Pen-club της εξορίας μοκρατική οργάνωση των αυστριακών συγγρα­ με πρόεδρο τον Ρόμπερτ Νόιμαν, επίτιμο μέλος φέων έκαψε να υπάρχει. Ο αγώνας ενός αυτόνο­ τον Σίγκμουντ Φρόυντ και επίτιμο πρόεδρο τον μου αυστριακού Pen-club, το οποίο πάλευε για Φραντς Βέρφελ. Για περισσότερο από εφτά χρό­ να προστατευθεί η πνευματική και προσωπική νια, η πραγματική αντιπροσωπεία των αυστρια­ ελευθερία των μελών και των συναδέλφων του κών συγγραφέων έδρασε στο εξωτερικό, μακριά στο εξωτερικό και στο εσωτερικό διήρκεσε όχι από την πατρίδα των μελών της: περισσότερο από ένα χρόνο. Ό ,τι είναι ψεύτικο θα πέσει Η πρώτη μεγάλη έξοδος αυστριακών λογοτε­ αν και τώρα κυβερνά. χνών καί διανοουμένων έχει άμεση σχέση με όσα Ό ,τι είναι γνήσιο θα ’ρθει συνέβησαν το Φλεβάρη του 1934. Ο Ερνστ Φίσερ αν και τώρα καταστρέφεται. δραπετεύει στην Τσεχοσλοβακία, ο Σ. Τσβάιχ επιλέγει το Λονδίνο ως τόπο εξορίας και ο Ένγράφει ο Ε. φον Χόρβατ το 1936.


χρονικα/19 Η σύγκρουση δύο γενεών μετά to Β' παγκόσμιο πόλεμο: Pen και Αντι-Pen8

Η εξέλιξη της αυστριακής λογοτεχνίας μετά το 1945 διαφοροποιείται ουσιαστικά από αυτήν της γειτονικής Γερμανίας. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, ότι η προπαγάνδα του αυστριακού κράτους για ενότητα του λαού επηρέασε αποφασιστικά το κλίμα στο χώρο των γραμμάτων και των τεχνών. Για την επίτευξη της συμφωνίας με τις δυνά­ μεις της νίκης (Straatsvertrag, 1955) πέρα από τις ιδεολογικές διαφωνίες των κομμάτων τονίστηκε εκ μέρους της κυβέρνησης, η ανάγκη για εσωτε­ ρική ειρήνη και ομοψυχία. Την περίοδο αυτή οι αντιθέσεις εξομαλύνθη­ καν και επιβλήθηκε ένα είδος ανακωχής. Η ίδια ατμόσφαιρα κυριάρχησε λίγο-πολύ τα χρόνια αυτά και στο χώρο της κουλτούρας. Το βάρος, όσον αφορά τη λογοτεχνία, έπεσε σε αξίες του παρελθόντος, σε παραδόσεις επί το πλείστον παρμένες από την εποχή της αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα την καθιέρωση πιο παλιών συγγρα­ φέων όπως π.χ. του Ελίας Κανέττι ή του Γιόζεφ Ροτ. Κι έτσι, σε σχέση με τη Γερμανία, η σύγ­ κρουση μεταξύ των γενεών εμφανίστηκε στην Αυστρία με σχετική καθυστέρηση. Μόνο στη δε­ καετία του ’60 το κέντρο βάρους μετατοπίζεται σιγά-σιγά σε τάσεις που παλιό τέρα υπήρχαν μό­ νο στο λογοτεχνικό underground.9 Στο αυστρια­ κό Pen-club αναμφισβήτητα επικράτησαν οι συν­ τηρητικές δυνάμεις. Οι συγγραφείς της avant garde βρέθηκαν αποκομμένοι, χωρίς ιδιαίτερους δεσμούς μεταξύ τους και χωρίς την απαίτηση να θεωρούνται σαν μια ανεξάρτητη οργάνωση. Η επανάσταση όμως της νέας γενιάς εναντίον του αυστριακού Pen-Club εκδηλώθηκε τελικά το 1972. Σαν διαμαρτυρία κατά της απονομής του βραβείου Νομπέλ της λογοτεχνίας στον Χάινριχ Μπελ, ο τότε πρόεδρος του αυστριακού Pen-club παραιτήθηκε από τις λειτουργίες του και προκάλεσε έτσι μία οξεία αντίδραση της avant garde. Στο Γκρατς, το κέντρο της νέας γενιάς λογοτε­ χνών, δημοσιεύτηκε μια δήλωση υπογραμμένη από έναν σοβαρό αριθμό συγγραφέων, που κα­ ταδίκασαν την ενέργεια αυτή του προέδρου του Pen-club ως ντροπή για το διεθνές Pen και την Αυστρία10 και· συγχρόνως ζήτησαν μια ριζική! Σημειώσεις Ι.α) Ρ.Ε.Ν. Club ή Penclub: Διεθνής σύνδεσμος ποιητών, δο­ κιμιογράφων και πεζαγράφων (Poets-Essayists< Novellists). Ιδρύθηκε το 1922 στο Λονδίνο, β) Τα βασικά στοιχεία σε σχέση με τη σύγκρουση του 1933 πήρα από το βιβλίο: Spiel, Hilde: Die zeitgenoessische literatur osterreichs. Eij: Kindlers Literaturgeschichte der Gegennart'(H σύγχρονη αυστριακή λογοτέχνία). Zuerich/Muenchen: Kindler 1976. . 2. To ίδιο όπως σημ. 1β. Σελίδα 20. 3. Το ίδιο όπως σημ. 1β. Σελ. 22.

αναδιάρθρωση του συλλόγου. Το πρώτο βήμα για να πραγματοποιηθούν οι προτάσεις τους ήταν να υποδείξουν δικό τους υποψήφιο στις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου, που τελικά δεν ψηφίστηκε. Η χαλαρή γέφυρα που ένωνε τις δύο παρατάξεις σωριάστηκε οριστικά και η απο­ ξένωση κορυφώθηκε με την ίδρυση του Grazer Autorenversammlung (Σύναξη συγγραφέων του Γκρατς), το 1973, το οποίο ζήτησε να εγγραφούν στο διεθνές Pen-club ως δεύτερο κέντρο του Penclub στην Αυστρία. Ένας από τους ομιλητές της avant garde, ο ποιητής Ερνστ Γιαντλ, δήλωσε: Αυτή την εποχή (τον Μάρτιο του 1973), εργαζό­ μαστε για τη δημιουργία του δικού μας pen-club παρόλη τη σκληρή αντίδραση του αναγνωρισμέ­ νου pen-club, το οποίο ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για τα μέτρα λογοκρισίας που έχουν ληφθεί στην Αυστρία (π.χ. το ’50, τα έργα του Μπρεχτ δεν παίζονταν στα αυστριακά θέατρα λόγω του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και τις ΗΠΑ), μα εμείς θέλουμε να δράσουμε αλλιώς και θα το κάνουμε. Αυτοί, οι άλλοι, έχουν μαζί τους φυσικά τους μεγάλους αυστριακούς συγ­ γραφείς Τόρμπεργκ, Σένβιζε, Φέντερμαν, Χεντζ, Σεμπέστιεν, Τραμίν κ.τλ. στη νόμιμη προεδρία τον νόμιμον συλλόγου τους, μα εμείς οι ανυπά­ κουοι έχουμε τους Αχλάιτνερ, Άρτμαν, Μπάουερ, Άιζεντλε, Φρίσμουτ, Χάντκε, Γιόνκε, Κόλεριτς, Μάιρέκερ, Νένιγκ, Ροτ, Ριμ ή Σάραγκ, δηλαδή όχι και τους χειρότερους, στην παράταξή μας.11 Παρά την επίσημη αίτηση για εγγραφή στο διεθνές Pen-club, το επίσημο Pen-club της Αυ­ στρίας κατάφερε, τα επόμενα χρόνια, να εμποδί­ σει επανειλημμένα την αναγνώριση του Grazer Autorenversammlung σαν δεύτερο κέντρο του Pen-club στην Αυστρία. Η πρώην λογοτεχνία του underground όμως κέρδισε σταδιακά έδαφος στην Αυστρία και μέσα από τη γερμανόφωνη λο­ γοτεχνία γενικά, Η τελική αναγνώριση των λογοτεχνικών επι­ τεύξεων από μέλη του Grazer Autorenversam-. mlung έγινε τη δεκαετία του ’70 (επί κυβερνήσεως του πρωθυπουργού Μπρούνο Κρέισκι) και πραγματοποιήθηκε εκ μέρους του κράτους με μια ισότιμη υποστήριξη του συντηρητικού Penclub και της νέας γενιάς συγγραφέων. ΡΟΜΠΕΡΤ ΣΤΑΝΤΛΕΡ 4. 5. 6. 7. 8. 9.

Durzak, Manfred (εκδότης): Du deutsche literatur im Exil 1933-1945 (Η γερμανική λογοτεχνία της εξορίας 19331945). Stuttgart: Reclam 1973. Σελ. 57. To ίδιο όπως σημ. 4. Σελ. 58. Το ίδιο όπως σημ. 4. Σελ. 59. Eppel, Peter: Oesterreichische Emigranten in den USA 1938-1945 (Αυστριακοί πρόσφυγες στις ΕΠΑ 1938-1945). Eij: Exil, αρ. 1 (1985). Σελ. 57. Το ίδιο όπως σημ. 16. Σελ. 116. Weiss, Walter: Literatur (Λογοτεχνία)'. Eij: Weinzierl/ Skalnik: 2. Republik (2η Δημοκρατία, 1945-). Τόμ. 2. Wan/Koeln: Styria 1972. Σελ. 452.


Τάσσος Ξυλογραφία


X X e lA N -A -P O C Π λ Π λ Λ Ιλ Μ λ Ν Τ Η Ο Ο δημιουργός των «Πασχαλινών διηγημάτων» (1912) πόσο επίκαιρος και αποτελεσματικός είναι, τούτο εδώ το Πάσχα του 1987, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά; «Η Φόνισσα», η Φραγκογιαννού, σήμερα, στην εποχή των mass media και των computers σε ποιο σημείο της ελληνικής επικράτειας θα σκότωνε τα μικρά κορίτσια για να τα γλιτώσει από τα βάσανα και την ανέχεια για την οποία προορίζονταν αν θα ζούσαν; Η θεία πρόνοια, η ευλάβεια και η θρησκευτική κατάνυξη έχουν αντίκρισμα στην εποχή μας ή είναι οριστικά ξεπερασμένες σαν τρόπος και στάση ζωής; Ο Παπαδιαμάντης, με λίγα λόγια, διαβάζεται στην εποχή μας και αν τούτο συμβαίνει, μήπως, παρά τις γλωσσικές δυσκολίες για τους νεότερους, το κέρδος είναι αμφιλεγόμενο; Ο ασκητής ο «μακράν του κόσμου ετούτου» μπορεί να συγκινεί τον κόσμο ετούτο τον παράδομένο σε άλλα, διαφορετικά ενδιαφέροντα; Οι θαυμαστές και οι επικριτές του, σε μια διαρκή διαμάχη για την αξία του έργου του σκιαθίτη «μοναχού», θα εξακολουθούν να εμμένουν οι μεν στο θαυμασμό, οι δε στην έστω μερική απόρριψή του; Θα συμφωνήσουμε με τον Γιώργο Σεφέρη ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας πεζογράφος; ή θα δεχθούμε τις απόψεις άλλων μελετητών, οι οποίοι θεωρούν ότι η καθαρέουσα, η αφρόντιστη γραφή, η ηθογραφία και η μονοτονία που αποπνέει η βιωματική γραφή του Παπαδιαμάντη τον ταξινομεί στους ήσσονες δημιουργούς; Τελικά όμως, το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης εξακολουθεί στις μέρες μας να κεντρίζει το ενδιαφέρον τόσο των ειδικών, όσο και του αναγνωστικού κοινού δεν αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο ότι το έργο του δεν είναι «ανάξιο»; Στις αλλεπάλληλες συζητήσεις και αντεγκλήσεις η θέση μας είναι όχι η «αφοριστική» απόρριψη, αλλά η επανεξέταση του παπαδιαμαντικού έργου, το οποίο μας αποκαλύπτεται, συν τοις άλλοις, και ποιητικότατο. Ας ανατρέξουμε λοιπόν σε λίγες έστω απ ό’τις γραμμένες σελίδες των διηγημάτων, όσοι δεν το έχουν ήδη πράξει, μήπως «μεγάλην εκφράσουμε έκπληξιν» ιδώντες ότι ο Παπαδιαμάντης εκτός από αναγνώσιμος είναι και ελκυστικά οικείος μας. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Ηρακλής Παπαλέξης. Ας σημειωθεί ότι στο τεύχος του «Δ» No 9 (Νοέμβριος -Δεκέμβριος 1977) έχει δημοσιευτεί εκτενές άρθρο του Κώστα Στεργιόπουλου με θέμα: «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα. Διαίρεση και χαρακτηριστικά της πεζογραφίας του». Ευχαριστούμε θερμά τις εκδόσεις «Δόμος», «Ε.Λ .Ι.Α .», «Μέλισσα» το Χρηστό Χειμώνα και το «Σωματείο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης» για το εικονογραφικό υλικό που ευγενικά μας παραχώρησαν


22/αφιερω μα

Έ ρη Σ ταυροπούλου

----------- Χρονολογία

Π Χ Π Χ Λ ,ΙΧ Μ Χ Ν Τ Η Ο

----------------- (1851-1911) ----------------«Έγεννήθην έν Σκιάθφ τή 4 Μαρτίου 1851. Έβγήκα άπό τό Ελληνικόν Σχολεϊον εις τά 1863, άλλά μόνον τό 1867 έστάλην εις τό Γνμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκονσα την A ' καί Β ' τάξιν. Την Γ' έμαθήτενσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τάς σπονδάς μου κ’ έμεινα εις την πατρίδα. Κατά ’Ιούλιον τον 1872 έπήγα εις τό "Αγιον "Ορος χάριν προσκννήσεως, όπου έμεινα όλίγονς μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας κ’ έφοίτησα εις τήν Δ ' τον Βαρβακείον. Τώ 1874 ένεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκονσα κατ’ έκλογήν όλίγα μαθήματα φιλολογικά κατ’ ιδίαν δέ ήσχολονμην εις τάς ξένας γλώσσας. Μικρός έζωγράφιζα Αγίους, εϊτα έγραφα στίχους, κ’ έδοκίμαζα νά σνντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 έπεχείρησα νά γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 έδημοσιενθη ή “Μετανάστις”, έργον μου, εις τόν Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τώ 1881 έν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις τό περιοδικόν Σωτήρα. Τώ 1882 έδημοσιενθησαν, «Οί έμποροι τών έθνών», εις τό Μή Χάνεσαι. ’Αργότερα έγραψα περί τά έκατόν διηγήματα, δημοσιενθέντα εις διάφορα περιοδικά κι έφημερίδας». Α.Π. (ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ)


αφιερωμα/23

1851 4 Μαρτίου: Γεννιέται στη Σκιάθο, τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμάντιου και Γκιουλώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. (Το επώ­ νυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το συνδυασμό του βαπτιστικού ονόματος του πατέρα του και της ιδιότητάς του ως ιερέα). Τα μεγαλύτερα από τον Αλέξανδρο παιδιά του ζεύγους είναι ο Εμμανουήλ, που πέθανε πολύ μικρός, η Ουρανία, η μόνη από τις αδελφές του που παντρεύτηκε, και η Χαρίκλεια· ακολου­ θούν η Σοφούλα, ο Γιώργης και η Κυρατσούλα. Ο πατέρας του Αδαμάντιος (1818-1895) ήταν ιερέας, ακολουθούσε μάλιστα την αυστηρή εκκλησιαστική παράδοση των κολλυβάδων. Κα­ ταγόταν από την παλιά οικογένεια του Μοσχοβάκη και ανάμε­ σα στους προγόνους του υπήρχαν αρκετοί ναυτικοί και ιερωμέ­ νοι. Παντρεύτηκε το 1840 με την Γκιουλώ, κόρη του Αλεξ. Μωραΐτη, από αρχοντική οικογένεια του νησιού. Για να συντη­ ρήσει την οικογένειά του αναγκάζεται να δουλεύει επίσης ως ελληνοδιδάσκαλος ή ως δημαρχιακός γραμματέας. 9 Απριλίου: Βαπτίζεται στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών με νονό τον αδελφό της μητέρας του Κωνσνταντίνο Α. Μωραΐτη, τρεις φορές δήμαρχο Σκιάθου.

1856-1860 Φοιτά στο δημοτικό σχολείο Σκιάθου. (Μαθήματα: γραφή, ανάγνωση, αριθμητική, γραμματική, θρησκευτικά). Δάσκαλοί του είναι ο Γ.Κ. Λογοθέτης, ο Επιφάνιος Α. Καλοειδής και ο Ι.Ε. Μωραΐτης. Ασχολείται με τη ζωγραφική. Σύντροφοι των παιδικών του χρόνων είναι τα ξαδέλφια του από την οικογένεια της μητέρας του - Σωτήριος Οικονόμου, Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Σπυρίδων Μωραΐτης και ο Νικόλαος Διανέλος. Ο πρώτος θα σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, κατόπιν με υποτροφία 4 χρόνια στη Γερμανία, θα διευθύνει τα σχολεία της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης και θα γυρίσει τέλος σχολάρχης στη Σκιάθο. Ο δεύτερος, μετά τις σπουδές του στη Φιλοσοφική, θα ασχοληθεί με τη λογοτεχνία και θα κλείσει τη ζωή του ως μοναχός Ανδρόνικος. Ο Μωραΐ­ της, μετά από σπουδές στην Αθήνα και τη Γερμανία, θα γίνει ιδρυτής πρότυπου σχολείου της Νέας Παιδαγωγικής Μεθόδου. Ο Διανέλος θα καρεί μοναχός με το όνομα Νήφων. 14 Αυγούστου 1860: Παίρνει το απολυτήριο του Δημοτικού με το όνομα Αλεξ. Παπαδιαμάντης (χαρακτηρισμός «μέτριος»). 8 Σεπτεμβρίου: Εγγράφεται στην α' τάξη του Σχολαρχείου Σκιάθου. Έχει δασκάλους τον Σκοπελίτη Γεώργιο I. Γεωργάρα και τον πατέρα του.

1862 29 Ιουνίου: Τελειώνει τη β' τάξη του Σχολαρχείου. Η γ' τάξη έχει καταργηθεί στη Σκιάθο γι’ αυτό διακόπτει τις σπουδές του ώς το 1865. Μελετά μόνος του, βοηθά τον πατέρα του στις λει­ τουργίες, γράφει στίχους, ζωγραφίζει και προσπαθεί να συνθέ­ σει κωμωδίες.

1865 9 Σεπτεμβρίου: Εγγράφεται στη γ ' τάξη του Σχολαρχείου στη Σκόπελο με το όνομα Αλέξανδρος Αδαμάντιου ιερέως. Απομα­ κρύνεται για πρώτη φορά από τη Σκιάθο και την οικογένειά του.

Ο πατέρας τον

«Τί έγιναν δλαι έκείναι αί άναμνήσεις, τών παιδικών χρόνων, τά ίχνη τά ύγρά, τά μαλακά πτίλα, ό χνούς, δν έρρίπτει 6 άνεμος; Ποϋ οϊχεται δλη έκείνη ή φαιδρά εποχή, όπότε μαζί εϊμεθα παντού, μαζί πάντοτε, καί εις τό προαύλιον τού σχολείου καί εις τούς βράχους τού γιαλού, καί εις τούς οικιακούς καί εις τούς άνηφόρους, εις τάς στενάς φύμας καί εις τά λιθόστρωτα, εις τά ξωκλήσια καί εις τά μοναστηράκια, καί είς τά τραγούδια καί είς τά μνημόσυνα;» (Νεκρολογία Σ. Οικονόμου, 1909).


24/αφιερωμα

1866 4 Ιουλίου: Παίρνει απολυτήριο από το Σχολαρχείο Σκοπέλου («κάλλιστα»). Επιστρέφει στη Σκιάθο. Δεν συνεχίζει τις σπου­ δές του πιθανότατα εξαιτίας οικονομικών δυσκολιών.

1867 Σεπτέμβριος: Εγγράφεται στην α' τάξη του γυμνασίου στη Χαλκίδα.

1968 Προσπαθεί να γράψει μυθιστόρημα. Σεπτέμβριος: Εγγράφεται στη β' τάξη του γυμνασίου. Στα μέ­ σα της σχολικής χρονιάς δημιουργεί ένα σοβαρό επεισόδιο σχε­ τικά με θεολογικά ζητήματα με τον καθηγητή των θρησκευτι­ κών Βώση. Διακόπτει τη φοίτησή του και επιστρέφει στο νησί.

1869 Σεπτέμβριος: Πηγαίνει στη Χαλκίδα για να δώσει εξετάσεις και να πάρει το απολυτήριο της β' τάξης του γυμνασίου. Κατό­ πιν στην Αθήνα για να συνεχίσει τις σπουδές του. 18 Οκτωβρίου: Εγγράφεται στη γ ' τάξη του Γυμνασίου Πει­ ραιώς. Καθηγητές του είναι ο Σταθάκης, ο Κουπιτώρης κ.ά. 22 Οκτωβρίου: (γράμμα στον πατέρα του) «’Ενοίκιασα δωμάτιον διά δρχ. 8, άλλά θά έλαττώσω, θά περικόψω τά έξοδά μου, θά κάμω δσην δυνηθώ οικονομίαν, μήν παροργίζεσθε». Η σχολική του εμπειρία στη Χαλκίδα τον εμπνέει να γράψει τη -χαμένη- κωμωδία Ο διοπτροφόρος. Έχει διαβάσει τον Δον Κιχώτη.

1870 Τέλη Ιανουάριου γυρίζει στη Σκιάθο, όπου παραμένει ώς το τέλος σχεδόν της χρονιάς.

1871 Ιανουάριος: Βρίσκεται στην Αθήνα εφοδιασμένος με συστατι­ κές επιστολές του πατέρα Δαμιανού, ηγούμενου της Μονής του Ευαγγελισμού Σκιάθου, προς τον Α. Κουμουνδούρο και τον Κ. Βαλαβάνη. Πιθανότατα δεν αποφασίζει να τις χρησιμοποιήσει και σύντομα επιστρέφει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.

1872 Ιούλιος: Ταξιδεύει μαζί με τον παιδικό του φίλο Ν. Διανέλο -μοναχό Νήφωνα - στο 'Αγιον Όρος. Παραμένει μερικούς μή­ νες «χάριν προσκυνήσεως». Δεκέμβριος: Επιστρέφει στη Σκιά­ θο. Τα οικονομικά τού πατέρα του χειροτερεύουν.

1873 Σεπτέμβριος: Αθήνα. Φοιτά στη δ' τάξη του Βαρβακείου. Συγ­ κατοικεί με τον ξάδελφό του Σωτήρη Οικονόμου. Αρχίζει να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα για να βελτιώσει τα οικονομικά του.

1874 18 Απριλίου: Γράφει το πρώτο (;) λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του. Είναι το παλαιότερο κείμενό του που έχει σωθεί.

« Έ ά ν ή οικονομική ημών κατάστασις είναι ύπέρποτε δυσάρεστος, δεν δύναμαι καί πάλιν νά πράξω άλλο, ή ν ά ... διακόψω τάς σπουδάς μου καί είσέλθω εις τόν πρακτικόν βίον. Δεν είναι ούτε έπιεικές ούτε συμβιβάζεται μέ τάς έξεις καί τά ήθη καί τήν δειλίαν μου τό νά ζητώ χρήματα άπό τόν τυχόντα πατριώτην. ’Αρκετές έντροπές έφαγα έως τώρα». (Γράμμα στον πατέρα του

1/1/1870).


αφιερωμα/25 Η προσπάθειά του να εργαστεί ως προγυμναστής στο εκπαι­ δευτήριο του Κ. Μανούσου, στην Πλάκα, δεν πετυχαίνει. Μάιος-Αύγουστος: Βρίσκεται στη Σκιάθο. 9 Σεπτεμβρίου: Παίρνει το απολυτήριο του Γυμνασίου («κα­ λώς»). 16 Σεπτεμβρίου: Εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή, όπου ήδη φοιτούν ο Μωραϊτίδης και ο Οικονόμου, με το όνομα Αλέξαν­ δρος Παπά Αδαμάντιου. Έχει συμφοιτητή τον Γ. Βιζυηνό. Ο πατέρας του θα τον ήθελε ίσως στη Θεολογική. Αυτό φανερώ­ νει ένα γράμμα του Αλέξανδρου στις 19/9, ενώ ήδη έχει κάνει την επιλογή του: «’Ακόμη δέν έπήγα νά εγγράφω εις τό Πανεπιστήμιον. Σαλεύω δέ μεταξύ θεολογίας καί φιλοσοφίας, καί καλόν ήτο νά έχω τήν γνώμην σας [...] θά υπάγω τήν Δευτέραν νά έγγραφώ εις όποιαν τών δύο σχολών μέ φωτίση ό Θεός». Συγκατοικεί και πάλι με τον Σ. Οικονόμου. Μελετά μόνος του ξένες γλώσσες (αγγλικά-γαλλικά) και συνεχίζει τις παραδόσεις ιδιαίτερων μαθημάτων.

«άς μείνωμεν είς τήν έντιμον πενίαν μας, διά νά μάς βοηθή καί ό Θεός». (Γράμμα στον πατέρα του 2/10/1874).

1875 Μάιος-Σεπτέμβριος: Μένει στη Σκιάθο. 25 Σεπτεμβρίου: Ανανεώνει την εγγραφή του στο δεύτερο έτος της Φιλοσοφικής. Δεν θα ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές του. Αρχίζει να συχνάζει στο βιβλιοπωλείο του Σ. Κουσουλίνη με τον οποίο συνδέεται φιλικά για πολλά χρόνια. Συγκατοικεί με τον ξάδελφό του Αλέκο Μωραΐτη, το γιο του δημάρχου. Ο πα­ τέρας του του αναθέτει συχνά να διεκπεραιώνει οικονομικά και άλλα ζητήματα.

1876

«Έ μαθα τούς δρόμους τών τραπεζιτών, τών κολλυβιστών, τών πωλούντων καί άγοραζόντων καί τών μπακάληδων καί τό χειρότερον είναι δτι άναγκάζομαι νά ... καί ίσως είμαι διά τήν φυλακήν». (Γράμμα στον πατέρα του 8/1/1876).

Φυτοζωεί στην Αθήνα παραδίδοντας μαθήματα. Ζητά διαρκώς χρήματα από τον πατέρα του. Χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα την φοίτησή του στο πανεπιστήμιο για να μην γυρίσει στο νησί. Μάιος: σχεδιάζει να πάρει δίπλωμα ελληνοδιδασκάλου. Καλοκαίρι: Συγκατοικεί με τον Σκιαθίτη φοιτητή Γ.Κ. Αποστολίδη.

1877 20-27 Μαρτίου: Δημοσιεύει ανωνύμως την πρώτη σειρά άρ­ θρων του με τίτλο «Η έβδομός των Αγίων Παθών» και «Το άγιον Πάσχα» στην εφημερίδα Εφημερίς. Τον ίδιο μήνα καλεί­ ται να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Μετά από λίγο παίρνει αναβολή ως σπουδαστής. Και πάλι με πρόφαση τις σπουδές του δεν γυρίζει το καλοκαίρι στη Σκιάθο.

1878 Με την έναρξη του πολέμου στη Θεσσαλία ο αδελφός του πη­ γαίνει εθελοντής. Λίγο αργότερα λιποτακτεί και γυρίζει στο νησί. Μάιος: Η μητέρα του, άρρωστη, έρχεται στην Αθήνα. Γνωρίζεται με τον Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο (τον μετέπειτα Ζαν Μορεάς) και με τους Βλάση Γαβριηλίδη και Κλεάνθη Τριαντάφυλλο, που αρχίζουν τον Αύγουστο την έκδοση της σατιρικής εφημερίδας Ραμπαγάς.

1879 Δημοσιεύει με παρακίνηση του Γαβριηλίδη στην εφημ. Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως, από 23/24 Σεπτ.-22/23 Ιανουάριου 1880 το πρώτο ιστορικό του μυθιστόρημα «Η μετανάστις». Υπογράφει Α.Πδ. και η εφημ. προλογίζει: «πρωτότυπον διή­ γημα, γραφέν εν Αθήναις υπό νέου επιτυχώς ασχολουμένου εις

«Τόν συμβουλεύω δέ [=τόν Γεώργιο] νά μή πειράζεται διόλου ή φιλοτιμία του έκ τού δτι άνεχώρησεν έκ τού τόπου τής έπαναστάσεως, καθόσον πλείστοι νέοι δυσαρεστηθέντες άνεχώρησαν. Γίνονται δέ τόσαι καταχρήσεις περί τήν διεξαγωγήν τών κινημάτων τούτων, ώστε ή έπανάστασις θεωρείται κοινώς ένταΰθα ώς ναυαγήσασα. Χύνουσι δέ τό αίμα των άθώοι τινές νέοι άδίκως καί άνωφελώς, ένώ άλλοι πλουτίζονται έκ τής διαχειρίσεως τών ιερών τούτων χρημάτων καί φαίνονται παχυνόμενοι έκ τού


26/αφιερωμα το ιστορικόν είδος της μυθιστοριογραφίας».

1880

αίματος τής άπειροκάκου νεολαίας». (Γράμμα στον πατέρα του 16/2/1878).

Σεπτέμβριος: Καλείται και πάλι στο στρατό (Α' Σύνταγμα Αθηνών) και υπηρετεί ώς τις 13 Ιουλίου 1881.

1881 Ιανουάριος, Απρίλιος: Δημοσιεύει εορταστικά κείμενα για τα Θεοφάνεια και το Πάσχα στην εφημ. Εφημερίς. Φεβρουάριος: Ταξίδι στη Σκιάθο με αναρρωτική άδεια. Οκτώβριος: Δημοσιεύει στο περ. Σωτήρ το θρησκευτικό ποίη­ μα «Δέησις».

1882 Ιανουάριος: Δημοσιεύει στο περ. Σωτήρ το ποίημα «Η έκπτω­ τος ψυχή». Φεβρουάριος: Σχεδιάζει να δώσει εξετάσεις για να πάρει δί­ πλωμα καθηγητή της γαλλικής γλώσσας ή ελληνοδιδασκάλου. Νοέμβριος: Προσλαμβάνεται ως μεταφραστής στην Εφημερίδα του Δ. Κορόμηλά με μισθό 100 φράγκων. Στο Μη Χάνεσαι δημοσιεύεται το μυθιστόρημά του «Οι έμπο­ ροι των εθνών» (5 Νοεμβρ. 1882 - 8 Φεβρ.1883). Υπογράφει με το ψευδώνυμο Μποέμ και ο Γαβριηλίδης τον παρουσιάζει ώς «άγνωστον ακόμη εις τον φιλολογικόν κόσμον δύναμιν, ήτις εν πολλή μετριοφροσύνη επιμένει να μη γίνουν τ’ αποκαλυπτήριό της». Αποκαλύπτει στους γονείς του τη συγγραφική του δράση: «Σάς πέμπω σήμερον τρία φύλλα τής έφημερίδος Μή Χάνεσαι. Ή έπιφυλλίς ύπό τόν τίτλον “Οί έμποροι τών εθνών” είναι ίδικόν μου έργον. [...] Είναι σατυρική εφημερίς, άλλ’ έγώ δέν σατυρίζω, γράφω έποφυλλίδα ιστορικήν καί φιλολογικήν, καί τούτο τό κάμνω έξ άνάγκης διά νά λάβω χρήματα, ώστε μή μέ κατακρίνετε, σάς παρακαλώ». (Γράμμα της 10/11/1882).

1884 Εργάζεται στην εφημ. Ακρόπολις του φίλου του Γαβριηλίδη. Συγκατοικεί με τον Νήφωνα, που από το 1882 έχει φύγει από τον Ά γιο Όρος. Από αυτόν πιθανότατα θα συνηθίσει να πί­ νει. Δημοσιεύει με το όνομά του στην Ακρόπολι (21 Απρ.-11 Οκτωβρ.) το μυθιστόρημα «Η γυφτοπούλα». Το έργο έχει με­ γάλη επιτυχία. Μεταφράζεται στα ιταλικά και δημοσιεύεται σε ιταλική εφημερίδα, ενώ ο Δ. Σιαπάτης και ο I. Μαργαρίτης το διασκευάζουν σε εξάπρακτο δράμα, που κυκλοφορεί σε βιβλίο το 1885.

1885 6 Οκτωβρίου-17 Νοεμβρίου δημοσιεύεται στο περ. Εστία, ο «Χρήστος Μηλιόνης».

1886 Αρχίζει να συχνάζει στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή. Είναι ήδη αρκετά γνωστός στην Αθήνα ως λογοτέχνης, αλ­ λά αποφεύγει τους κύκλους των λογίων και προτιμά τη συντρο­ φιά των απλών ανθρώπων.

1887 Ανακαλύπτει τις αγρυπνίες που γίνονται στη μικρή ιδιωτική εκκλησία του Αγίου Ελισσαίου, στο Μοναστηράκι. Τις παρα­ κολουθεί τακτικά συμμετέχοντας ως ψάλτης και τυπικάρης. Γράφει άρθρα θρησκευτικά και επίκαιρα στην εφημ. Εφημερίς (και το 1888) κυρίως με το ψευδώνυμο Βυζαντινός.

«Τό έπ’ έμοί, ένόσω ζώ καί άναπνέω καί σωφρονώ, δέν θά παύσω πάντοτε, ιδίως δέ κατά τάς πανεκλάμπρους ταύτας ήμέρας, νά ω μετά λατρείας τόν Χριστόν μου,


αφιερωμα/27 26 Δεκεμβρίου: Δημοσιεύει στην Εφημερίδα το πρώτο διήγημά του με τίτλο «Το χριστόψωμο», καθιερώνοντας την προσφορά επίκαιρων λογοτεχνικών κειμένων για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα.

νά περιγράφω μετ’ έρωτος τήν φυσιν καί νά ζωγραφώ μετά στοργής τά γνήσια Ελληνικά ήθη. («Λαμπριάτικος ψάλτης», 1893).

1888 Αρχίζει τακτική συνεργασία με την Εφημερίδα, που θα διαρκέσει ώς το 1891. Δημοσιεύει: «Η χήρα παπαδιά» (Ελληνικόν Ημερολόγιον Μ. Μητσάκη), «Η τελευταία βαπτιστική» (Εφημερίς 24/4) και «Υπηρέτρα» (Εφημερίς 25/12).

1889 Προσπαθεί πλέον να βοηθήσει αυτός οικονομικά την οικογένειά του, αλλά ώς το τέλος της ζωής του δεν θα έχει ποτέ στα­ θερή εργασία για μεγάλο χρονικό διάστημα, ούτε αρκετά χρή­ ματα. Δημοσιεύει: «Ο σημαδιακός» (Εφημερίς 6/1) και «Η σταχομαζώχτρα» {Εφημερίς 25/12). Μεταφράζει: Θ. Δοστογέφσκη, «Το έγκλημα και η τιμωρία» (Εφημερίς 14/4-1/8) και Γ. Ονέ, Ο ια­ τρός Ραμώ. Σμύρνη.

1890 Ιούνιος: Επιστρέφει μετά από αρκετά χρόνια στη Σκιάθο, όπου παραμένει ώς τον Οκτώβριο. Δημοσιεύει: «Εξοχική Λαμπρή» {Εφημερίς 1/4), «Η χτυπημένη» (περ. Αττικόν Μονσείον, Χρι­ στούγεννα). Ο Βλ. Γαβριηλίδης εκδίδει έναν τόμο διηγημάτων του Π., του Α. Μωραϊτίδη και του Α. Σπηλιωτόπουλου με τίτλο Χριστού­ γεννα. Πρωτοχρονιά. Φώτα.

«Θα θυμάστε όλοι οι παλαιότεροι των γραμμάτων, τη ζοφερή σιλουέττα του, τα ακατάστατα γενάκια του, την απεριποίητη περιβολή του, τα λασπωμένα ή κατασκονισμένα του υποδήματα, το υμίψηλό του, το ξεθωριασμένο, την παπαδίστικη κάννα του με την ασημένια της λαβή, το μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, είδος κολάρου, το ρεμβαστικό του, εάν καθότανε, το χαμηλόβλεμμά του, εάν περπατούσε, με τα χέρια συγκροτώντας προς την μέση το επανωφόρι του με τη δεσποτική του εκείνη ράβδο». (Μιλτ. Μαλακάσης).

1891 Πεθαίνει ο Νήφων. 15-20 Απριλίου: Άρθρα στην Εφημερίδα με τίτλο «Μεγάλη Εβδομάς». Έρχεται σε αντίθεση με τον θεολόγο Αντ. Μακράκη και αρθρογραφεί εναντίον του στην Ακρόπολι (Αύγουστος). 1 Αυγούστου: Δημοσιεύει αγγελία για την έκδοση 15 διηγημά­ των του με τον τίτλο «Θαλασσινά ειδύλλια» (η έκδοση δεν πραγματοποιείται). 16 Αυγούστου: Ο I. Καμπούρογλους («Θαλασσινά Ειδύλλια», Νέα Εφημερίς) τον παρομοιάζει με τον Πόε και τον Ντίκενς για τις αφηγηματικές του ικανότητες. 24 Αυγούστου: Ο Ιωάννης Ζερβός («Φιλολογικά», Εφημερίς) αντικρούει αυτή την παρομοίωση διότι τονίζει ότι ο Π. είναι κυρίως ηθογράφος. 28 Αυγούστου: Απαντά στον Ζερβό με άρθρο στο Άστυ: «Δέν όμοιάζω ούτε μέ τόν Πόε, ούτε μέ τόν Δίκκενς, ούτε μέ τόν Σαίξπηρ, ούτε μέ τόν Βερανζέ. Όμοιάζω μέ τόν έαυτόν μου. Τούτο δέν άρκεΐ;». 21 Σεπτεμβρίου: Δημοσιεύει στην Εφημερίδα το ποίημα «Η κοιμάμενη βασιλοπούλα», εμπνευσμένο από το θάνατο της πριγκίπισσας Αλεξάνδρας στη Ρωσία (το 1909 δημοσιεύεται γαλλική μετάφραση από τον Ρ. Baudry, «La belle au bois dor­ mant», Le Monde Hellenique 15/2). Δημοσιεύει: «Ο Πανταρώτας» {Ακρόπολις 6/1), «Η Μαυρομαντηλού» (περ. Εστία, Μάρτιος), «Παιδική Πασχαλιά ( Ά στυ 24/4), «Πάσχα Ρωμέικο» {Αττικόν Μονσείον, πασχαλινό τεύ­ χος), «Θέρος-Έρος» {Ακρόπολις 1-5/5), «Φτωχός Άγιος»

«Μή νομίση τις δτι πλάττω ή επινοώ τι έκ τών έν τφ κειμένφ. Καί ή έγκαρτέρησις καί ή οικονομία τής συζύγου καί ή ) στοργή τής μητρυιάς είνε γεγονότα έξ δσων είδα ΐδίοις δμμασιν. Ά λ λ ’ οί πολλοί πιστεύουσι προθύμως τά μυθεύματα, ή δέ άλήθεια φαίνεται αύτοϊς άπιθανωτέρα τού ψεύδους». («Ή Μαυρομαντηλού», 1891).


28/αφιερωμα (περ. Εστία, Ιούλιος), «Μια ψυχή» (Παρνασσός, Σεπτέμβριος), «Ο πολιτισμός εις το χωρίον» (Εφημερίς 25/12), «Ο Αμερικάνος» (Το Ά στν 25-26/12).

1892 Αρχίζει τακτική συνεργασία με την εφημ. Ακρόπολις (-1897) και το περ. Νέον Πνεύμα δίνοντας πρωτότυπη ύλη και μετα­ φράσεις. Δημοσιεύει: «Το ωραίον φάσμα» (Στίχοι της Πρωτομαγιάς), Ακρόπολις 1/5/1892, «Στο Χριστό στο Κάστρο» (περ. Εστία, Ιανουάριος), «Αποκριάτικη νυχτιά» (Εφημερίς 17/2), «Ο καλό­ γερος» (Εφημερίς 24-29/2), «Στην Αγι-Αναστασά» (Ακρόπολις 4/4), «Η Βλαχοπούλα» (Εφημερίς 5/4), «Ολόγυρα στη λίμνη» (Εστία, Μάιος), «Οι Χαλασοχώρηδες» (Ακρόπολις 12-22/8), «Οι Ελαφροΐσκιωτοι» (Ακρόπολις 25, 27/12). Επίσης τη σειρά άρθρων «Η Μεγάλη Εβδομός εν Αθήναις» (Ακρόπολις 29/3-4/ 4).

1893 26-27 Μαρτίου: Στην εφημ. Το Α στν δημοσιεύεται συνέντευξή του («Σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς. Α. Παπαδιαμάντης») στον Μποέμ (=Δημ. Χατζόπουλο). Δημοσιεύει: «Ο τυφλοσύρτης» (Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκον) «Ναυαγίων ναυάγια» (Εστία, Ιανουάριος), «Λαμπριάτικος ψάλτης» (Ακρόπολις 27-31/3), «Βαρδιάνος στα σπόρκα» (Ακρόπολις 14/8-5/9), «Της Κοκκώνας το σπίτι» (Ακρόπολις 25/12). Μεταφράζει: Ιούλιος Χώθορν, Ο Αμερικανός Μοντεχρήστος, στις εκδόσεις «Ακροπόλεως».

1894 28 Μαρτίου: Ο Γερ. Βώκος δημοσιεύει στην Ακρόπολι τις εντυ­ πώσεις του από μια «Αγρυπνία εις τον Άγιον Ελισσαίον». 7 Απριλίου: Πηγαίνει στη Σκιάθο για το Πάσχα. Υποφέρει από το στομάχι του. Δημοσιεύει: «Ωχ! Βασανάκια» (Νέον Πνεύμα, Ιανουάριος), «Η δασκαλομάννα» (Ημερολόγιο Νέα Ελλάς), «Τα συχαρίκια» (Ακρόπολις 1/1), «Φώτα-Ολόφωτα» (Ακρόπολις 6/1), «Η νοσταλγός» (περ. Εστία, Μάιος), «Η Γλυκοφιλούσα» (Ακρόπολις 25-28/12). Μεταφράζει για τις εκδόσεις «Ακροπόλεως»: Αλφόνσος Δωδέ, Ταρταρίνος ο εκ Ταρασκόνης, Ουίλλιαμ Μπλάκη, Γερά σώμα­ τα διά τα αγόρια μας και τα κορίτσια μας.

1895 2 Ιουνίου: Πεθαίνει ο πατέρας του. 14 Ιουνίου: Τον νεκρολογεί στην εφ. Ακρόπολις. Ιούλιος-Σεπτέμβριος: Διαμένει στη Σκιάθο. Δημοσιεύει: «Πατέρα στο σπίτι!» (Ακρόπολις 1/1), «Φιλόστορ­ γοι» (Ακρόπολις 25/12). Μεταφράζει από τα αγγλικά: Χωλλ Κέιν, «Ο Μαξιώτης» (Ακρόπολις 14/1-8/5). Κυκλοφόρησε αυτοτελώς την ίδια χρο­ νιά.

1896 14 Ιανουάριου: Ο Γρηγ. Ξενόπουλος δημοσιεύει στην εφημ. Το Α στν το σημείωμα «Οι διηγηματογράφοι μας ένας-ένας: Α. Παπαδιαμάντης και Α. Μωραϊτίδης». Δημοσιεύει στην εφημ. Ακρόπολις: «Ο έρωτας στα χιόνια» (1/ 1), «Ο ξεπεσμένος δερβίσης» (18/1), «Ά για και πεθαμένα» (10-

«Ο κ. Παπαδιαμάντης, ο εκ της νήσου Σκιάθου συγγραφεΰς, ο ιδιόρρυθμος, ο εκκεντρικός, ο Μποέμ, ο Μένιππος φιλόσοφος, ο άνθρωπος των καπηλειών και των τρωγλών, ο θαυμάσιος τύπος, ο ειλικρινής χαρακτήρ, ο περιφερόμενος συχνάκις ανά τας αθηναϊκός οδούς με το τετριμμένον και ξεθωριασμένον επανωφόριον, με τα διπλά καταρακωμένα πανταλόνια, με την ράβδον παραμάσχαλα, και την χείρα αιωνίως επί του στήθους, ο πνευματώδης αυτός Λουκιανός, η χάρις αυτή του Θεόκριτου, ο αναλυτικός ψυχολόγος Τουργένιεφ, ο παρατηρητικός Δίκενς, ο μελαγχολικός Κοππέ, ο γλαφυρός και φυσικότατος αυτός Πλούταρχος, με τ’ άφθονα μαύρα ακτένιστα μαλλιά, με τον πλατύγυρον λερωμένον ημίψηλον, με τα πυκνά ακατάστατα και ακαλλίτεχνα γένεια, με την είρωνα φίλοινον φυσιογνωμίαν του, με την ανθηρόν ευφυολογίαν την αναφαινομένην εν ακρατήτω πεζολογία, ο ήκιστα αυτός φαινόμενος ποιητής, ο ελάχιστα δεικνυόμενος συγγραφεύς, η μορφή αυτή του σχολαστικού, του δασκάλου, η προτομή αυτή του Σειληνού, ο ιδιότροπος, ο φυγόπονος διά τας φιλολογικός εργασίας, ο καταδαπανών δέκα ώρας της ημέρας εις μεταφράσεις εκ του γαλλικού και του αγγλικού διά την Ακρόπολιν και το Νέον Πνεύμα της, ο σκορπών ολόκληρον το βάρος του θυλακίου του διά μίαν εσπέραν, ο ζων μεταξύ ενός ποτηρίου οίνου και ενός κυπέλλου ζύθου, με τα σιγαρέτα του εις το πλάι, ο χρυσός αυτός άνθρωπος». (Δ . Χατζόπουλος). «Ή σαν δε οι ψάλται, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, οι από Σκιάθου δίδυμοι διηγηματογράφοι και τρυφερότατοι συγγραφείς, οι αληθείς και ευσεβέστατοι ούτοι Χριστιανοί. Ο πρώτος, ο και εν τη Ακροπόλει συνάδελφος, είχε μεταρσιωθεί εν τη εκπληρώσει των ιερών τούτων καθηκόντων. Αίγλη απολύτου ευτυχίας εφώτιζε την δασύτριχα μορφήν του με την σγουράν μαύρην γενειάδα και την ομόχρωμσν πλουσίαν κόμην. Ήτο αγνώριστος και η μορφή εκείνη η τόσω σκυθρωπή κατά τας ώρας της


αφιερωμα/29 11/2), «Χωρίς στεφάνι» (24/3), «Ο αβασκαμός του Αγά» (3/11), «Το σπιτάκι στο λιβάδι» (24/11) και «Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη» (Χριστουγεννιάτικη Ακρόπολις). Ακόμη στο λεύκωμα Η Ελλάς κατά τονς Ολυμπιακούς Αγώνας του 1896 τα άρθρα «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων» και «Αι Αθήναι ως ανατολική πόλις». Επίσης, με την ευκαιρία των αποκαλυπτηρίων του ανδριάντα του Byron στην Αθήνα, το άρθρο «Ο Μπάυρων» (Ακρόπολις 19/2). Μεταφράζει: Σάρα Γκραντ, Οι δίδυμοι του ουρανού. Καταστήματα «Ακροπόλεως».

1897 Μένει για αρκετό διάστημα στη Σκιάθο. Δημοσιεύει: «ΈρωςΉρως» (Ακρόπολις 1/1).

1898 Μεταφράζει: «Του εν Αγίοις πατρός ημών Ιωάννου Αρχιεπι­ σκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου: Υπόμνημα εις την προς Κορινθίους Επιστολήν» (περ. Ανάπλασις 712-616) και από τα αγγλικά Φρειδερίκος Γ. Φαρράρ, Ο βίος του Χρι­ στού. Καταστήματα «Ακροπόλεως».

1899 Αρχίζει να εργάζεται ως μεταφραστής στην εφημ. Το Ά στυ του Κακλαμάνου. Σταδιακά μειώνει τις μεταφράσεις και δημο­ σιεύει περισσότερα διηγήματα γιατί αρκετοί εκδότες ζητούν τη συνεργασία του. Απρίλιος: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης», άρθρο του Κ. Παλαμά στο περ. Τέχνη, στο ίδιο τεύχος δημοσιεύεται «Τ’ αγνάντεμα». Δημοσιεύει ακόμη: «Γουτού Γούπατού» (Ακρόπολις 1/1), και στο Άστυ: «Οι παραπονεμένες» (5/3), «Για την περηφάνια» (29/8) και «Το Ενιαύσιον θύμα» (25/12). 8 Ιουλίου: Ο Παλαμάς με το ψευδώνυμο Διαγόρας δημοσιεύει στο Ά στυ το άρθρο «Νεοελληνικά βιβλία», τονίζοντας την ανάγκη να εκδοθεί σε βιβλίο το έργο του Π.

1900 Δημοσιεύει: «Αμαρτίας φάντασμα» (Το Ά στυ 1/1), «Οι Μά­ γισσες» (Το Περιοδικόν μας, Μάιος), «Τα δαιμόνια στο ρέμα», (περ. Εθνική Αγωγή 15/7), «Ο Γαγάτος και τ’ άλογο» (Το Πε­ ριοδικόν μας, Ιούλιος), «Όνειρο στο κύμα» (Παναθήναια 15/ 10), «Το πνίξιμο του παιδιού» (Το Περιοδικόν μας, Νοέμ­ βριος), «Κοκκώνα θάλασσα» (Το Περιοδικόν μας, Δεκέμ­ βριος), «Ο γείτονας με το λαγούτο» (εφ. Σκριπ 25/12), «Η Φαρμακολύτρια» (Παναθήναια 31/12).

1901 Αρχίζει η φιλία του με τον Γιάννη Βλαχογιάννη, που του ανα­ θέτει να μεταφράσει για λογαριασμό του αρχικά το έργο Histo­ ry of the Greek Revolution του Thomas Gordon (η μετάφραση διήρκεσε ώς το 1904) και κατόπιν το History o f the Greek Revo­ lution του George Finley (τελείωσε το Δεκέμβριο του 1908). Οι μεταφράσεις αυτές παραμένουν ανέκδοτες. Δημοσιεύει: «Τρελή βραδιά» (Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου) και στο περ. Παναθήναια, «Υπό την βασιλική δρυν» (31/3), «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» (30/6, 15/7), «Το θαύμα της Καισαριανής» (15/8), «Η χολεριασμένη» (31/10), «Οι ναυαγοσώσται» (31/ 12) και «Πόσις και Δάμαρ» (Διάλογος), (περ. Διόνυσος).

εργασίας εδώ εις το γραφείον, εφαιδρύνετο υπεράνω του ιεροψαλτικού αναλογίου. Έψαλλε δε ο συγγραφείς της “Νοσταλγού” μετά ζέσεως και πάθους αληθινού, εντείνων την φωνήν, τηρών τον χρόνον δια βιαίας καταφοράς της χειρός του επί του ερείσματος του στασιδιού, αλλά τηρών συγχρόνως και την τάξιν του ναού, οσάκις κανείς παρεξετρέπετο ή εθορύβει, όταν συνέβαιναν ο λαμπαδάριος, ο καλός κάγαθός Χριστοφίλης, να προστρέχη εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων του. Τότε ο Παπαδιαμάντης μετεβάλλετο εις αυστηρότατον επιτιμητήν και επεφώνει και επετίμα και εκραύγαζεν». (Γ. Βώκος).


30/αφιερωμα

1902 Μάιος: Δημοσιεύει νέα αγγελία για την έκδοση επιλογής διη­ γημάτων του σε πέντε τόμους και πάλι με τον τίτλο «Θαλασσι­ νά Ειδύλλια». Αύγουστος: Γυρίζει στη Σκιάθο, όπου θα παραμείνει ώς τον Αύγουστο του 1904. Ασχολείται με μεταφράσεις και γράφει διηγήματα. Δημοσιεύει: «Ο πανδρολόγος» {Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου), «Το νησί της Ουρανίτσας» (Παναθήναια 15/3), «Στρίγλα μάννα» {Παναθήναια 15/6), «Για τα ονόματα» (περ. Εθνική Αγωγή 15/7), «Η θητεία της πενθεράς» (περ. Ζωή 30/11).

1903 Δημοσιεύει: «Η φόνισσα» {Παναθήναια 15/1-15/6). Το 1909 το έργο μεταφράζετι στα γαλλικά από τον Pierre Baudry («La Tueuse», εφ. Le Monde Hellenique 11/3 κ.ε), «Ο Αλιβάνιστος» (περ. Η Μούσα, Απρίλιος και εφ. Νέον Ά στν 6/4), «Ο κοσμολαΐτης» (εφ. Αθήναι 30/6-2/7), «Τα κρούσματα» {Παναθήναια 15/7), «Ο Κακόμης» (εφ. Εστία 21-22/7), «Οι κουκλοπαντρειές» {Σκριπ 2, 3, 7/9), «Ο Αειπλάνητος» {Τα Νέα του Γ. Βώκου 2021/10), «Η συντέκνισσα» {Παναθήναια 15/11), «'Αλλος τύπος» {Σκριπ 27/11), «Μικρά ψυχολογία» {Τα Νέα του Γ. Βώκού). Γράφει τον πρόλογο και έχει την επιμέλεια στο βιβλίο του Επιφάνιου Δημητριάδη Παναγία η Κουνίστρια. Βόλος.

Σκίτσο τον Α. Παπαδιαμάντη

1904 Φεβρουάριος: Ο αδελφός του Γιώργης μετά από νευρικό κλο­ νισμό που υπέστη, απολύεται από τη δουλειά του στο Βόλο και επιστρέφει με την οικογένειά του στη Σκιάθο. Σεπτέμβριος: Οι αυξημένες οικονομικές ευθύνες, πιθανότατα, τον αναγκάζουν να αναζητήσει σταθερή εργασία στην Αθήνα. Δημοσιεύει: «Η φωνή του Δράκου» {Παναθήναια 15/6), «Τα δύο κούτσουρα» {Εστία 12-14/11), «Η στοιχειωμένη καμάρα» {Παναθήναια 30/11), «Η Ντελησυφέρω» (εφ. Μεταρρνθμισις 25/12), «Τ’ Μπουφ’ του π’ λί» {Σκριπ 25/12), «Ο Χαραμάδος» {Το Α στν 25/12).

1905 18 Απριλίου: Θάνατος του αδελφού του. Δημοσιεύει: «Ο χορός εις του κ. Περιάνδρου» {Σκριπ 4/1), «Γυνή πλέουσα» (εφ. Μεταρρνθμισις 15-22/2), «Η χήρα του Νεομάρτυρος» (περ. Ακρίτας, Μάρτιος), «Η άκληρη» {Ακρόπολις 17/4), «Η Αποσώστρα» (περ. Νονμάς 8/5), «Ο Πεντάρ­ φανος» {Παναθήναια 31/8), «Η Μαούτα» {Παναθήναια 31/10). Μεταφράζει: Μπρετ Χαρτ, Η καλή τύχη τον Ρώριν Καμπ, Αλφρέδος Κλαρκ, Η εύρεσις της γνναικός τον Λωτ και τα δύο στις εκδόσεις «Πανδώρα», Βιβλιοθήκη εκλεκτών μυθιστορημά­ των και διηγημάτων. Εν Αθήναις, Μπεκ και Μπαρτ.

«1904, 2 Ίανουαρίου, Σκιάθφ Φίλτατε ’Ιωάννη, [Βλαχογιάννη] Πέντε ημέρας έδοκίμασα τό σύστημα τής όκταώρου εργασίας μέ σκοπόν νά τελειώσω γρήγορα, δπως ζητείς. [Μετέφραζε την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Thomas Gordon]. Ό λιχανός τής δεξιάς μου έχει δαρμούς καί πόνους, καί τά δύο μου άλλα δάκτυλα πάσχουσι σκλήρυνσιν τού δέρματος. Ή μέση μου πονεϊ. “Ωστε ξανακύλισα πίσω είς τήν πεντάωρον. ’Εδώ, καί νά θέλω, σχεδόν άδύνατον μοϋ εινε νά έργάζωμαι τάς Κυριακάς καί έορτάς. Είργάσθην δέ τόν Α ' τόμον 65 ημέρας είς τρεις μήνας. Τόν Β' δυνατόν, συν Θεφ, νά συντελέσω είς 50 ημέρας. Τέλη Ίανουαρίου είνε άμήχανον. Έ πρεπε νά έργάζωμαι 10-11 ώρας τήν ημέραν».

1906 Ιανουάριος: Υποφέρει από ρευματικούς πόνους στα χέρια και σχεδόν δεν μπορεί να γράψει. Ο Βλαχογιάννης τον φέρνει στη Δεξαμενή, όπου συχνάζουν πολλοί λόγιοι. Φωτογραφίζεται -για πρώτη φορά- στη Δεξα­ μενή από τον φίλο του Π. Νιρβάνα. 15 Οκτωβρίου: 'Αρθρο του Νιρβάνα για τη ζωή και το έργο του Π. στα Παναθήναια με τίτλο: «Οι συγγραφείς μας. Α. Παπαδιαμάντης».

«Τέσσερα χρόνια ζήσαμε [στη Δεξαμενή] δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα διηγηματογράφο και κατά τη δίκαιη παραδοξολογία του Μαλακάση, δίπλα στο μεγαλύτερο Έλληνα Ποιητή, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Φτωχοντυμένος και συμμαζεμένος, με τα γένια του


αφιερωμα/31 Δημοσιεύει: «Άψαλτος» (Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκον), «Έρμη στα ξένα» (Ημερολόγιον των Εθνικών Φιλανθρωπικών Κασταστημάτων εν Κωνσταντινουπόλει), «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου» (Παναθήναια 15/6), «Το ψοφίμι» (Νέον Ά στυ 5/8),, «Οι δύο δράκοι» (Νέον Ά στυ 8/8), «Ποια εκ των δύο» (Νέον Ά στυ 12/8), «Η Θεοδικία της δασκάλας» (Νέον Ά στυ 15/8), «Το τυφλό σοκκάκι» (Νέον Ά στυ 19/8), «Το “Νάμι” της» (Νέον Ά στυ 21/8), «Σταγόνα νερού» (Νέον Ά στυ 28/ 8), «Εξοχικόν κρούσμα» (Νέον Ά στυ 2/9), «Η επίσκεψις του αγίου Δεσπότη» (Νέον Ά στυ 5/9), «Το θαλάσσωμα» (Νέον Ά στυ 13/9), «Κοινωνική αρμονία» (Νέον Ά στυ 18/9), «Η γραία κ’ η θύελλα» (Νέον Ά στυ 23/9), «Ο Διδάχος» (Νέον Ά στυ 6/11), «Άνθος του γιαλού» (εφημ. Εστία 24/12), «Η Μακρακιστίνα» (Νέον Ά στυ 25/12), «Το κρυφό Μανδράκι» (εφημ. Αλήθεια 25/12), «Η Ξομπλιαστήρα» (περ. Νέα Ζωή, Δεκέμ­ βριος). Χρησιμοποιεί συχνά το ψευδώνυμο Σκεπτικός. Μεταφράζει: Ερρίκος Σιέγκεβιτς, «Πού υπάγεις;», Ακρόπολις 1/1-30/3.

1907 Περιμένει μάταια να εκδοθούν τα διηγήματά του στη Βιβλιο­ θήκη Μαρασλή. 26 του θεριστή: (Γράμμα στον Βλαχογιάννη) «μου ήρθε ν’ αρχί­ σω ένα μεγάλο διήγημα “Μάνας δυχατέρα” στη δημοτική γλώσσα». Δημοσιεύει: «Τα Λιμανάκια» (Νέα Ζωή, Ιανουάριος), «Θάνα­ τος κόρης» (Εθνικόν Ημερολόγιον Σκόκου), «Τα πτερόεντα δώρα» (Αλήθεια 1/1), «Η κάλτσα της Νώενας» (Αλήθεια 7/1), «Άσπρη σαν το χιόνι» (Αλήθεια 14/1), «Με τον πεζόβολο» (Παναθήναια 15/1), «Το καμίνι» (Νέα Ζωή, ΜάρτιοςΑπρίλιος), «Τ’ αερικό στο δέντρο» (Νέα Ζωή, Ιούνιος), «Φορ­ τωμένα κόκκαλα» (Νέα Ζωή, Οκτώβριος), «Τα ρόδιν’ ακρο­ γιάλια» (Νέα Ζωή, Νοέμβριος-Ιούνιος 1908). Επίσης τη μελέτη «Γλώσσα και κοινωνία» (Αλήθεια 4, 11, 18/2, 4/3). Μεταφράζει: Α. Ριζάλ, «Ο Καραγκιόζης», Παναθήναια 15/11. Στην εφημ. Le Monde Hellenique μεταφράζονται τρία διηγή­ ματά του: «Fleur des Greves», 6/1 (Ά νθος του γιαλού), «Un reve sur les flots», 11, 18/10, 1/11 (Όνειρο στο κύμα), «L’ amour dans les neiges», 22, 30/11 (Έρωτας στα χιόνια), τα δύο τελευταία μεταφρασμένα από τον Jean Dargos, ο οποίος στην ίδια εφημ. δημοσιεύει και τη μελέτη «Portraits Litteraires: Ale­ xandre Papadiamandi», 1, 8, 15/11. To 1908 οι δύο μεταφράσεις και η μελέτη του Dargos κυκλοφορούν αυτοτελώς. Είναι το μο­ ναδικό βιβλίο με διηγήματα του Π. ϊιου εκδόθηκε στο διάστη­ μα της ζωής του συγγραφέα.

και την ανθρωποφοβία του, σύχναζε στο καφενείο του Μπαρμπαγιάννη, που είτανε καφετζής στην Αθήνα και δήμαρχος στ’ Αγκίστρι. Εκεί ο καφές είχε μια δεκάρα· υπήρχε και τεμπεσίρι· ενώ στο αντικρυνό καφενείο του Σωτήρη ο καφές είχε δεκαπέντε λεφτά και χωρίς τεμπεσίρι. Ο Παπαδιαμάντης συνήθιζε να κάθεται έξω απ’ το καφενείο, στο πίσω μέρος, δίπλα στο μικρό παραθυράκι του τζακιού. Α πό το παραθυράκι έπαιρνε τον καφέ του ή ζητούσε φωτιά ν ’ ανάψει το τσιγάρο του ή ζητούσε εφημερίδα. Μακριά απ’ όλους τους πελάτες, απομονωμένος, σταύρωνε τα χέρια του, έγερνε δίπλα το ιερατικό του κεφάλι και βυθιζότανε στα δημιουργικά του ονειροπολήματα: στην πραγματική του ζωή. Απόφευγε και να κοιτάει τον κόσμο». (Κ. Βάρναλης, Άνθρωποι).

«Το όνομα του κ. Α. Παπαδιαμάντη είναι τόσον ευφήμως γνωστόν ανά το Πανελλήνιον, ώστε είμεθα βέβαιοι, ότι η δημοσίευσις του νέου τούτου έργου του θα εφελκύση την προσοχήν και θα κινήση το ενδιαφέρον του φιλολογικού κόσμου». (Νέα Ζωή, προαναγγελία του έργου «Τα ρόδιν’ ακρογιάλια»).

1908 13 Μαρτίου: Γιορτάζεται στον «Παρνασσό» η εικοσιπενταετηρίδα του υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη και με ομιλητές τον Δ. Κακλαμάνο, τον Π. Νιρβάνα και τον Αρ. Προβελέγγιο. Αρνείται να παρευρεθεί. Με την ευκαι­ ρία της εορτής τον Μάρτιο και τον Απρίλιο δημοσιεύονται στον Τύπο πολλά άρθρα και σχόλια. Φωτογραφίζεται στη Δεξαμενή μαζί με τον Βλαχογιάννη και, τον ίδιο καιρό, από τον ζωγράφο Γ. Χατζόπουλο. Τέλη Μαρτίου: Πηγαίνει στη Σκιάθο. Δεν θα επιστρέψει ξανά στην Αθήνα. Απρίλιος: τεύχος του περ. Νέα Ζωή αφιερωμένο στον Π. Επί­ σης αναγγέλλεται η έκδοση των έργων του.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


32/αφιερωμα

27 Νοεμβρίου: Ποίημα (τρίστιχο) στην εφημ. Εστία, «Εις μνή­ μην του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη». 15 Δεκεμβρίου: Συμμετέχει στα επεισόδια που γίνονται για να αποτραπεί η μεταφορά της εικόνας της Παναγιάς της Κουνίστρας από τη Σκιάθο στο Βόλο. Δημοσιεύει: «Οι λίρες του Ζάχου» (Εθνικόν Ημερολόγων Σκό­ ρον), «Το μυρολόγι της φώκιας», (Πατρίς 13/3), «Τα καλαμ­ πούρια ενός δασκάλου» (Παναθήναια, Απρίλιος), «Τ’ αστερά­ κι» (περ. Κόσμος, Σμύρνης, Δεκέμβριος). Μεταφράζει: Η. Blumner, «Δείπνα και συναναστροφαί παρά τοις αρχαίοις» (Παναθήναια 15, 31/3), Christie Dutton, «Από την ζωήν των 'Αλπεων. Η επέτειος της συμφοράς» (από τα αγ­ γλικά, Νέα Ζωή, Ιούλιος-Αύγουστος) και «Ελληνικαί αποΐκίαι εν Αγγλία» (άγνωστου συγγραφέα), που παραμένει ανέκδοτο.

Παναγιά η Κεχριά

«10 Μαί'ου 1908 [Αθήνα] Α ι αγρυπνίαι εξακολουθούν, ο Προφήτης Ελισαίος σας περιμένει, καθώς και όλαι αι αδελφαί της Α γρυπνίας, αίτινες με ερωτώσι πότε θα έλθη ο κ. Α λέξανδρος. Σας προσκηνό η φίλι σας Πολυξένη Μπούκη».

1909 Μάιος: Ο Καρκαβίτσας τον επισκέπτεται στη Σκιάθο. (Γράμμα του Π. στον Βλαχογιάννη): «Τού άρεσε τό νησί μας αν καί έστενοχωρήθην έγώ διότι δέν είχα τά μέσα νά τόν περιποιηθώ όπως ώφειλον». 7 Ιουλίου: Νεκρολογεί τον ξάδελφό του Σ. Οικονόμου στην εφημ. Θεσσαλική Βόλου. Γράφει τα ποιήματα: «Στην Παναγιά την Κουνίστρα», «Στην Παναγιά την Κεχριά», «Στην Παναγία του Ντομάν», «Στον Πρόδρομον στον Ασέληνο», «Στην Παναγία τη Σαλονικιά», «Στον Πρόδρομο του Κάστρου» και [Στον Χριστόν του Κά­ στρου]. Δημοσιεύει: «Η Πιτρόπισσα» (Εθνικόν Ημερολόγων Σκόκου) και στη Νέα Ζωή «Τα δύο τέρατα», Ιούλιος, «Της δασκάλας τα μάγια», Αύγουστος-Σεπτέμβριος, «Η Πεποικιλμένη», Οκτώ­ βριος. Μεταφράζει: Μπρετ Χαρτ, Αργοναυτικαί διηγήσεις. Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία.

1910 29 Νοεμβρίου: Αρρωσταίνει από πνευμονία. Γράφει το ποίημα «Στην Παναγίτσα στο Πυργί». Δημοσιεύει: «Νεκρός ταξιδιώτης» (Παναθήναια 28/2), «Ο Ανάκατος» (Παναθήναια 15-30/9) και στο περ. Χαραυγή Μυτι­ λήνης «Το γράμμα στην Αμερική» 15/10, «Έρημο μνήμα» 31/10

V .··.. ΙΑΞΙ&ΙΟ HI


αφιερωμα/33 και «Ο αντίκτυπος του νου» 15/12 (το πρώτο μέρος μόνο, λόγω του θανάτου του).

1911 Πεθαίνει στις 2 Ιανουάριου: Κατά τις αδελφές του και τον Α. Μωραϊτίδη πέθανε τα μεσάνυχτα της 2ας προς την 3η Ιανουά­ ριου. Κατά τη ληξιαρχική πράξη θανάτου στις «δύο Ιανουά­ ριου ημέραν Κυριακήν και ώραν 11 π.μ.». Λίγο πριν του έχει ανακοινωθεί ότι προτάθηκε να του δοθεί ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος. 3 Ιανουάριου: Κηδεύεται. Ο δημοδιδάσκαλος Γεώργιος Α. Ρή­ γας εκφωνεί τον επικήδειο. Στα κατάλοιπά του βρέθηκαν αρκετά ανέκδοτα διηγήματα γραμμένα σε διάφορα χρονικά διαστήματα. Αμέσως μετά το θάνατό του εκδόθηκαν αφιερώματα των πε­ ριοδικών Ο Καλλιτέχνης, Αθήνας, Νέον Πνεύμα, Κωνσταντι­ νουπόλεως, Χαραυγή, Μυτιλήνης και Ανατολή, Σμύρνης.

«Ο Παπαδιαμάντης ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών. Ο ιστοριστής των Θαλασσινών Ειδυλλίων, ο απέριττος και ασχημάτιστος κ’ ελκυστικός κ’ ευκολοδιάβαστος και ξεχωριστός ακόμα κι από την αδιαφορία του προς το τεχνικό το ξετύλιμα των ιστοριών του, προς ό,τι ονομάζεται συμμετρία και σύνθεση. Απαλός και αφρόντιστος αυτοσπουδαστής, που τραγουδά πιο πολύ και που δημοσιογραφεί, παρά που χτίζει και που καλλιτεχνεί τις ιστορίες του». (Κ. Παλαμάς).

Σημείωση Στο «Χρονολόγιο» προσπάθησα ν α περιλάβω όλα τα λογοτεχνήματα του Π ., ενώ καταχώρισα επιλεκτικά τα άρθρα του, καθώς και κείμενα των συγχρόνων του για τα έργα του. Για τη σύνθεση του «Χρονολογίου» στηρίχτηκα κυρίως στα στοιχεία που δίνουν τα βιβλία: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα. Κριτική έκδοση Ν .Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Τόμ. 1-4. Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1981-1985, όπου καί «Χρονολογικός δείχτης της ζωής του Παπαδιαμάντη», καμωμένος από τον Ιω. Ν. Φραγκούλα (τόμ. 1, 6 λγ'-λς'), Γ.Κ. Κατσίμπαλη, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πρώτες κρίσεις και πληροφορίες. Βιβλιογραφία. Α θήνα, Τυπογραφείο «Εστία», 1934( μαζί \ιε το Συμπλήρωμα βιβλιογραφίας Α. Παπαδιαμάντη. Αθήνα, Τυπογραφείο «Εστία», 1938, του ίδιου και Γ.Ι. Φουσάρα, Βιβλιογραφικά στον Παπαδιαμάντη. Προλεγόμενα Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλου. Εταιρεία Ευβοϊκών Σπουδών. Α νάτυπο από τον ΚΣΤ71984-85 τόμο του «Αρχείου Ευβοϊκών Μελετών») και Α λέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία. Σημειώσεις Ο. Merlier. Εισαγωγή-επιμέλειά Εμμ. I. Μοσχονάς. «Οδυσσέας», Αθήνα 1981. Χρησιμοποίησα ακόμη: Γ. Βαλέτα, Παπαδιαμάντης. Η ζωή-το έργο-η εποχή τον. Αθηναϊκαί Εκδόσεις, Ηρ. Γ. Σακαλής, Αθήνα 1955, Α. Παπαδιαμάντης Αντοβιογραφονμενος. Επιμέλεια Παν. Μουλλάς. «Ερμής», Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1974, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Είκοσι κείμενα για τη ζωή και το έργο του. Πρόλογος-επιλογή Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλος. Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1979 και Φώτα Ολόφωτα. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο τον. Επιμέλεια. Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλος. Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο. Αθήνα, 1981. Ευχαριστώ θερμά τη δ. Ελ. Δαμβουνέλη και τους κκ. Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλο και Χρ. Χειμώνα για τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους.


34/αφιερωμα

Guy Saunier

' “~ f 7\

ί"

~)£~ *ψ*>6Ζί ^ _ fp<+r 'z.~?%*r: ΊΡ ^ύ** ί

Μερικές , ,

παρατηρήσεις

$ ***$& . -'-k *' **

1 J A - « 7 * ^ A> x i αΖ«Αχ%ΡΛ Μ» mhx&*o **1/Ί!>β· i-ru^ JUT„<4Wvl·^ ) «*£- &U*~J hgr~· '»& ~r ** f « J ^ p I P "»~3“* ^ ~ ' &>*p*eyLv ,

για τη μελέτη τον

Η τελευταία σελίδα τον άρθρου: *Τά Δώδεκά Μηναία τόϋ (νι

I Ν ο κάθε συγγραφέας ταλαιπωρείται λίγοπολύ από τους κριτικούς του, η μοίρα του Παπαδιαμάντη τού στάθηκε σ’ αυτό ιδιαίτερα σκληρή: απ’ τη μία αντιμετώπισε μια σειρά από αδυσώπητους εχθρούς, απ’ την άλλη οι πιο θερ­ μοί του υποστηρικτές, που οι απόψεις τους συμ­ βαίνει να είναι κι εκείνες τρωτές, δείχνουν κατά καιρούς το ίδιο πείσμα και την ίδια μισαλλοδο­ ξία με τους αντιπάλους τους, ή προβαίνουν κα­ μιά φορά σε εκδηλώσεις λατρείας που δύσκολα μπορούν να θεωρηθούν σαν καρπός μιας νηφά­ λιας και υπεύθυνης σκέψης: παράδειγμα, τα υμνογραφικά σχεδιάσματα που ανοίγουν, με κόκκινα γράμματα και βυζαντινή παρασημαντική, τον κατά τ’ άλλα αξιόλογο τόμο ΦώταΟλόφωτα (επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1981). OAES τις περιπτώσεις, ο βασικός λόγος των υπερβολών ή της στείρας πολεμικής έγκειται C σε μια μεθοδολογική ανεπάρκεια. Γι’ αυτό η πα­ ρούσα μελέτη, χωρίς να επιχειρήσει μια έστω και σύντομη επισκόπηση της παπαδιαμαντικής βι­ βλιογραφίας, σχεδόν ανέφικτη άλλωστε στα στε­ νά πλαίσια ενός άρθρου, θα αφοσιωθεί αποκλει­ στικά στα προβλήματα μεθόδου, προβαίνοντας πρώτα σε μια κριτική των κύριων τάσεων της ση­

μερινής κριτικής, απ’ αυτήν την άποψη, πριν υποβάλει ορισμένες προτάσεις για μελλοντικές μελέτες. Η «λαογραφική» και ειδυλλιακή εικόνα του Παπαδιαμάντη είναι μάλλον η πιο πρωτόγονη και αποτελεί τώρα πια, στην καλύτερη περίπτω­ ση, απόδειξη προχωρημένης μυωπίας. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι μια πραγματική λαογραφική έρευνα στον Παπαδιαμάντη στερείται ενδιαφέ­ ροντος· μόνο που αν παρουσιαστεί σαν γενική μέθοδος ερμηνείας, χάνει πολύ απ’ την αξία της, γιατί αγνοεί τα βασικότερα σημεία του έργου. Μια κοινωνική, ή κοινωνιολογική προσέγγιση θα είχε λιγότερο στενό πεδίο εφαρμογής και πο­ λύ πιο πλούσιες προοπτικές, θα όφειλε όμως κι αυτή να αναγνωρίσει τα όριά της. Και οι δυο απόψεις όμως, σπάνια έχουν καταλήξει σε επιστημονικές εργασίες, παρά έχουν συ­ νήθως χρησιμοποιηθεί με ιδεολογικούς και πολε­ μικούς σκοπούς. Ακόμα και τώρα, αφού η αρι­ στερή κριτική αποφάσισε να παραδεχτεί την αξία του Παπαδιαμάντη (όπως και των ρεμπέτι­ κων...), ο «λαογραφικός» χαρακτήρας και οι κοινωνικές αντιλήψεις του συγγραφέα αποτε­ λούν επιχειρήματα του μοναδικού πια φορέα της ιδεολογικής αντίθεσης προς τον Παπαδιαμάντη, δηλαδή της σχολής του Κ.Θ. Δημαρά. Προς αυ­ τή τη σχολή, πού έχει συγκεντρώσει και προβά­ λει συστηματικά όλες τις εφικτές κατηγορίες εναντίον του Παπαδιαμάντη, θα στραφεί λοιπόν αναγκαστικά η προσοχή μας. Επί της ουσίας, τα επιχειρήματά της έχουν κριθεί από καιρό, ενώ η γενεαλογία της έγινε κι αυτή γνωστή. Με απλή αντιπαράθεση κειμένων,


αφ ιερ ω μα/35

μεθοδολογικές και προτάσεις Παπαδιαμάντη *1 2

ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος έδειξε την ε­ ντυπωσιακή εξάρτηση ορισμένων κρίσεων του Δημαρά και ίου Μουλλά, από προγενέστερες κρίσεις του Ξενόπουλου και του Μπαλάνου (Δαιμόνιο Μεσημβρινό, Αθήνα 1978, 37-65). Το ζήτημα όμως δεν έχει, όσο ξέρω, εξεταστεί από την καθαρά μεθοδολογική πλευρά. Η σύντομη κριτική που ακολουθεί θα γίνει κυρίως με βάση το βιβλίο του Π. Μουλλά (Ο Παπαδιαμάντης αντοβιογραφούμενος, Αθήνα, Ερμής, 1974), όπου οι θέσεις της σχολής είναι πιο ανεπτυγμένες και τα ελαττώματά τους πιο φανερά -όχι βέβαια λόγω κάποιας ειδικής αδυναμίας, αλλά ίσως ακριβώς επειδή ο Π.Μ ., που έδειξε επανειλημμένως την επιστημονική του ευφυΐα, πρότεινε στην προκειμένη περίπτωση και καινούριες ιδέες: η παρουσία του νέου αυτού προβληματισμού καθιστά κατ’ αντίθεση πιο ανάγλυφο το αυθαίρετο και αμέθοδο των παλαιότερων θέσεων που ο μαθητής, σ’ ένα είδος ιεροτελεστίας προς τιμήν (ή προς εξιλέωσιν;) του δασκάλου, θεώρησε χρέος του να επαναλάβει και ενδεχομένως ν’, αναπτύξει. Θα περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα.

1 εν μέρει -εν μέρει μόνο:2πολύ κακώς παραμερίζονται τα μυθιστορήματά του- στο «λαογραφικό» ρεύμα που εμφανίστηκε στη νεοελληνική λογοτεχνία κατά τα τέλη του περασμένου αιώνα, Αλλά από κει και πέρα, το να ξέρει κανείς αν η τέχνη του πρέπει να χαρακτηριστεί ρεαλιστική, νατουραλιστική ή και αλλιώς, ενδιαφέρει αποκλειστικά τον μελετητή της ιστορίας της λογοτε-

Τάσσος Ξυλογραφία

χνίας. Η επιστήμη όμως αυτή αντλεί τις πληροφορίες της, μεταξύ άλλων, από τη μελέτη των συγγραφέων, όχι το αντίθετο· προ παντός, δεν επιτρέπει καμιά αξιολογική κρίση (από πού-κι ώς πού η ιδιότητα του νατουραλιστή είναι υποτιμητική;), και τα συμπεράσματά της έχουν κατά κανόνα μερικό ή σχετικό χαρακτήρα. Τήν εποχή που ο Μαρξ εδήλωνε ότι είχε μάθει περισσότερα για την αστική κοινωνία διαβάζοντας τον Μπαλζάκ παρά από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ο Μπωντλαίρ απορούσε πώς είταν δυνατό να χαρακτηρίσουν ρεαλιστή έναν τόσο συνεπαρμένο οραματιστή. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τον Παπαδιαμάντη. Η σκέψη και η τέχνη ενός συγγραφέα βρίσκονται πάντοτε πέρα από τις κατηγορίες όπου τον κατατάσσουν. Οι κοινωνικές και πολιτικές ιδέες του Παπαδιαμάντη στάθηκαν κι αυτές αφορμή για αυθαίρετες κατηγορίες. Είναι γεγονός ότι ο Πο­ παδιαμάντης καταγόταν απ’ τη μεριά της μάνας του από αριστοκρατική οικογένεια· αλλά το να συμπεράνει κανείς απ’ αυτό ότι οι κρίσεις του για την ελληνική κοινωνία δεν έχουν αξία, φανερώνει μια τελείως πρωτόγονη αιτιοκρατική αντίληψη της ταξικής συνείδησης. Το παράδειγμα της γνώμης του Μαρξ για τον Μπαλζάκ είναι


36/αφιερωμα ιδιαίτερα φωτιστικό εδώ. Υπενθυμίζω ότι ο Μπαλζάκ είταν βασιλόφρων, και ανήκε μάλιστα στον πιο συντηρητικό κλάδο των Γάλλων βασιλοφρόνων. Καλό θα είταν επίσης ν’ αναρωτιόταν κανείς γιατί ο αντιδραστικός Παπαδιαμάντης έπλεξε το εγκώμιο του Τρικούπη, ή υποστήριξε λ.χ. ακόμα και τον πολιτικό γάμο («Χωρίς στε­ φάνι», Τ. 3, 136,4)... Το να κρίνει κανείς το τόσο λεπτό και πολύ­ πλοκο, αν όχι αινιγματικό, θέμα της θρη­ σκευτικότητας του Παπαδιαμάντη από τις σχέ­ σεις του, οικογενειακές ή προσωπικές, με τους Κολλυβάδες, υπάγεται και πάλι στο ίδιο μεθοδο­ λογικό λάθος: το περιεχόμενο του έργου, η ίδια η σκέψη του συγγραφέα, θεωρούνται υποχρεωτι­ κές και αυτονόητες συνέπειες ενός βιογραφικού στοιχείου, ενώ η μόνη έγκυρη πηγή, τα κείμενα, αγνοούνται ή εξετάζονται αποκλειστικά σαν τεκ­ μήρια μιας προκαθορισμένης θεωρίας. (Σημειώ­ νω εν παρόδω ότι η αντίθετη θέση, δηλαδή η ερ­ μηνεία των έργων του Παπαδιαμάντη με μοναδι­ κό κριτήριο την ορθόδοξη πίστη του, αν και κά­ πως λιγότερο αντιεπιστημονική, δεν είναι ούτε κι αυτή μεθοδολογικά άψογη. Θα επανέρθουμε σ’ αυτό το θέμα).

3

Οι κατηγορίες για προχειρότητα και ανα­ χρονιστικές τάσεις του Παπαδιαμάντη στον τομέα της γλώσσας είναι από τις πιο επιπόλαιες -και από τις πιο απροσδόκητες εκ μέρους του Κ. Θ. Δημαρά, του οποίου η γλαφυρότητα δεν εί­ ταν ποτέ η πιο έκδηλη αρετή. Παρωχημένες μέθοδες: με παραδείγματα ανάλογα με κείνα που αναφέρει ακόμα και ο Μουλλάς, προσπαθούσαν πριν εκατό χρόνια οι φραγκοπαπάδες και οι κα­ λόγριες ν’ αποδείξουν πως ο Βίκτωρ Ουγκό εί­ ταν κακογράφος. Και πάλι, αν οι σύγχρονοι του Παπαδιαμάντη μπορούσαν να τυφλωθούν από τον αγώνα για την επικράτηση της δημοτικής, εί­ ναι ν’ απορεί κανείς πώς η παρεξήγηση επέζησε -και μάλιστα σε ερευνητές της ιστορίας της λο­ γοτεχνίας- μετά την αναγνώριση του Καβάφη, και προ παντός την εμφάνιση του Εμπειρικού, του Εγγονόπουλου, του Ελύτη ('Αξιόν Εστί), και διάφορων νεότερων.

4

Επανέρχονται λοιπόν πάντοτε στην κριτική αυτή του Παπαδιαμάντη τα ίδια ελαττώμα­ τα: η προχειρότητα, η έλλειψη σωστά εννοούμε­ νης επιστημονικής μεθόδου, η -συνειδητή ή μη-· τύφλωση, η αυθαιρεσία. Το άλλο φαινόμενο που εντυπωσιάζει είναι ο γενικά απαρχαιωμένος, παρωχημένος χαρακτήρας των αντιλήψεων. Για όλ’ αυτά ο λόγος είναι, φαντάζομαι, ότι σκοπός της σχολής δεν είταν ποτέ μια αντικειμενική ανάγνωση του Παπαδιαμάντη, παρά μια εμπα­ θής πολεμική. Ο Παπαδιαμάντης διέπραξε, φαί­

νεται (Βλ. Μουλλά, ξ'), το έγκλημα του «αντιδιαφωτισμού», που θυμίζει περίεργα τον γνωστό «αντικομμουνισμό». (Έγκλημα «αντιπαπαδιαμαντισμού» φυσικά δεν υπάρχει). Τέτοιες φόρ­ μουλες μπορεί να έχουν τη χρησιμότητά τους στους πολιτικούς αγώνες. Όποιος όμως τις με­ ταφέρει στο λογοτεχνικό τομέα -πολεμώντας μά­ λιστα για ξεπερασμένες υποθέσεις- παύει να μι­ λά επιστημονικά. Κι όμως, αν ο Μουλλάς, υιοθετώντας τις θέ­ σεις μιας παλιάς σχολής, περιέπεσε, όπως είταν φυσικό, στα ίδια μεθοδολογικά λάθη και κενά που τη χαρακτήριζαν, το βιβλίο του, εκεί που πρωτοτυπεί, δείχνει αξιόλογες αρετές, κι ένα εί­ δος αληθινής διαίσθησης. Ο τονισμός του αυτοβιογραφικού στοιχείου στο έργο του Παπαδιαμάντη, αν και παρουσιά­ ζεται μάλλον αρνητικά, είναι ένα πρώτο εποικο­ δομητικό σημείο. Η ιδέα, αυτή καθ’ αυτή, δεν είταν καινούρια (Πρβλ. Βαλέτα, Χαλβατζάκη, κ.ά.), αλλά πρώτη φορά εδώ παρουσιαζόταν με σύστημα και συνέπεια. Θά ’πρεπε μόνο να διευ­ κρινιστεί πιο καθαρά η έννοια της λέξης «αυτο­ βιογραφία» στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη. Συχνά, ενώ διαισθάνεται κανείς μια έντονη σχέ­ ση ανάμεσα στο κείμενο και στο πρόσωπο του συγγραφέα, τα γεγονότα αντιφάσκουν με τις βιογραφικές πληροφορίες που έχουμε, ή δεν ται­ ριάζουν χρονολογικά, ή τέλος παραμένουν φανε­ ρά μυθιστορηματικά δημιουργήματα. «Αυτοβιογραφικό» πρέπει λοιπόν να χρησιμοποιηθεί εδώ όχι στην κυριολεξία, όπως την καθόρισαν λ.χ. οι μελέτες του Philippe Lejeune,1 αλλά με την έν­ νοια του «προσωπικού», που αφορά δηλαδή όχι τα γεγονότα της ζωής, παρά τις φαντασιώσεις, τις έμμονες ιδέες, τους προσωπικούς μύθους κτλ. Δε νομίζω άλλωστε να διαφωνούσε ο Μ. με αυτή τη διευκρίνιση, αφού περιέλαβε στην ανθολογία του και το χαρακτηριστικότατο απ’ αυτή την άποψη «Όνειρο στο κύμα». Το δεύτερο θετικό στοιχείο είναι η παρατήρη­ ση από τον Μ. της σημασίας των ψυχολογικών και φαντασιακών σχέσεων του Παπαδιαμάντη με τους γονείς του. Η γονιμότητα της ιδέας, είναι αλήθεια, απειλείται εν μέρει από το λάθος του Μ. σχετικά με την έννοια της λέξης «αποσώνω» (ό.π., μβ'). Για το περιβόητο εκείνο λάθος, ας μου επιτραπούν δύο παρατηρήσεις: α) Ο ακριβής καθορισμός της έννοιας της λέ­ ξης δεν είναι και τόσο εύκολος. Αφού συζήτησα το θέμα με αρκετούς Έλληνες, που μου δώσανε αντιφατικές αλλά εξίσου πιθανές -και εν πάση περιπτώσει εξίσου κατηγορηματικές- ερμηνείες, πείστηκα τελικά, ύστερα από μια συζήτηση με τον κ. Ν. Παρίση, φιλόσοφο και Σκιαθίτη, και αφού συμβουλεύτηκα τα σχετικά δελτία του 1. Le pacte autobiographique, Paris, Le Seuil, 1975. κ,ά.


αφιερωμα/37 Ιστορικού Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών. Ο ίδιος ο ΝΔΤ, που επανήλθε τρεις φορές πάνω σ’ αυτό το θέμα,2 απαριθμεί τις μαρτυρίες που μά­ ζεψε για να στηρίξει την -ορθή- άποψή του. 6) Ο παπα-Κυριάκος της «Εξοχικής Λα­ μπρής», είτε αντιπροσωπεύει είτε όχι τον παπαΑδαμάντιο (τα αρνητικά επιχειρήματα μου φαί­ νονται αρκετά ισχνά, αν όχι ελαφρά ύποπτα: «Δεν είταν Σκιαθίτης»3... κτλ), δεν είχε*λοιπόν τη φήμη ότι σκότωνε τα μωρά, με εκτρώσεις ή βρεφοκτονίες, παρά ότι τα τελειοποιούσε, δια­ σκεδάζοντας με τις ενορίτισσές του. Ο πατέρας (ή, ας πούμε πιο επιφυλακτικά, μια πατρική μορφή συνδεδεμένη με τον πατέρα) δεν ασκούσε λοιπόν θετική επίδραση πάνω στη φαντασία του συγγραφέα -υποβάλλοντάς του με το παράδειγ­ μά του την ιδέα κάι το μύθο της βρεφοκτονίαςαλλά μάλλον αρνητική, σαν πηγή δυσφορίας απέναντι στην τεκνοποιία.4 Έτσι, διαγράφονται οι πραγματικές διαστά­ σεις του λάθους του Μ. Πρόκειται καθαρά για λάθος κατεύθυνσης: πρόβαλε τη μορφή του πα­ τέρα και της απέδωσε θετικές ικανότητες, ως προς τη διαμόρφωση της κοσμοθεωρίας και της προσωπικής μυθολογίας του γιου του, ενώ μάλ­ λον αληθεύει το αντίθετο. Θ’ αποδείξω εν καιρώ ότι η επικρατούσα μορφή στα έργα και στη φα­ ντασία του Παπαδιαμάντη είναι εκείνη της γυ­ ναίκας και της μάνας. Αλλά το πρόβλημα που έθεσε ο Μ., των σχέσεων της οικογένειας του Παπαδιαμάντη με τον μυθικό του κόσμο, παρα­ μένει αληθινό, και μάλιστα καίριο. Υπάρχουν λάθη πιο εποικοδομητικά από ορισμένες αλή­ θειες. Η αντίθετη τάση, ή μάλλον παράταξη, αντι­ προσωπεύεται τώρα κυρίως από τον Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλο, που, παράλληλα με πολλαπλές φιλολογικές μελέτες για επιμέρους θέματα, και με αξιόλογη εκδοτική δραστηριότητα (κριτικά κείμενα: Δαιμόνιο μεσημβρινό, Αθήνα 1978 - συ­ ναγωγή κριτικών μελετών, παλαιών και δυσεύ­ ρετων ή νέων: Αλ. Παπαδιαμάντης, Αθ. 1979 επιμέλεια τιμητικού τόμου: Φώτα-ολόφωτα, Αθ. Ε Λ.Ι.Α. 1981) πραγματοποίησε και σχεδόν πε­ ράτωσε την κριτική έκδοση των Απάντων. Το όλο έργο, με τη βαθιά αγάπη που δείχνει για τον Παπαδιαμάντη και τη μεγάλη του ακρίβεια στα φιλολογικά ζητήματα, προκαλεί σεβασμό. Η μέθοδος ερμηνείας όμως, μονόπλευρη και άκαμπτη, σηκώνει αντιρρήσεις. Είναι περίεργο να δει κανείς -πέρα από τις θέσεις που δικαιο­ λογημένα απορρίπτει- με τι μισαλλοδοξία ο ΝΔΤ επιτίθεται κατά του Μουλλά. Μισαλλοδο­ ξία έναντι μισαλλοδοξίας, θα πει κανείς, τι το περίεργο; Έστω, αλλά δεν είναι αυτός ο μοναδι­

ΕΝ αρνούμαι ούτε στιγμή τη σπουδαιότητα της θεολογικής αυτής άποψης, όπως βρί­ σκω καίριο και θαυμάσιο το θεολογικάο σχόλιο του ΝΔΤ στο διήγημα «Έρως-Ήρως» {Δαιμ. μεσ., 79 κ.ε.): λέω απλώς ότι δεν επαρκούν, ότι δεν εξαντλούν το νόημα των κειμένων. Στην πε­ ρίπτωση του «Έρως-Ήρως», η αποκλειστικά θεολογική προσέγγιση αφήνει κατά μέρος όλο το διπλό συμβολισμό του νερού και της βάρκας, την αντιζηλία της θάλασσας και της μητέρας, το δια-

2. Βλ. ΝΔΤ, «Οι κόλποι των μητέρων», Ελληνικά 36-1, Θεσ/ νίκη 1985, 170, 2.

3. Βλ. προφορική πληροφορία στον ΝΔΤ, Δαιμ. μεσ., 28. 4. Η ιδέα, φυσικά, δεν βασίζεται μόνο στην ανάγνωση της «Ενοχικής Λαμπρής».

κός λόγος, μια που ο ΝΔΤ στρέφεται και ενα­ ντίον των πιο σοβαρών και εποικοδομητικών θέ­ σεων του Μ. Η επίθεση γίνεται εδώ για λόγους θεωρητικούς, για λόγους αρχής: ο Παπαδιαμάντης είναι χριστιανός ορθόδοξος, είναι βυζαντι­ νός, τελεία και παύλα. Όποιος ψάχνει να βρει άλλους τρόπους ερμηνείας σφάλλει και πρέπει να εκβληθεί εις το σκότος το εξώτερον. Δεν θά ’πρεπε όμως να χρειάζεται καμιά υπε­ ράνθρωπη προσπάθεια ο ΝΔΤ για να παραδε­ χτεί δύο στοιχειώδη πράγματα. Πρώτον, ότι ακόμα και οι χριστιανοί ορθόδοξοι, ακόμα και οι βυζαντινοί, έχουν πατέρα και μητέρα, και ότι τυχαίνει η κατάσταση αυτή να τους δημιουργή­ σει -όπως δημιουργεί ταχτικά στους συνανθρώ­ πους τους- ορισμένα ψυχολογικά προβλήματα. Δεύτερον, ότι ένας συγγραφέας, ας είναι και βυ­ ζαντινός, δεν είναι καθαρό πνεύμα ούτε καθαρή διάνοια, ότι ενδέχεται γι’ αυτό να έχει προσωπι­ κές αγωνίες ή έμμονες ιδέες που ν’ αφήνουν ίχνη μέσα στο έργο του, και ότι ένας μελετητής της λογοτεχνίας έχει κάθε δικαίωμα να ορίσει σαν σκοπό του την έρευνα αυτού του τομέα, είτε τον ονομάσει «αυτοβιογραφικό», είτε όχι. Ο ΝΔΤ όμως, δεν παραδέχεται τίποτε. Κυνη­ γάει την αίρεση όπου και αν βρίσκεται, και στις παραμικρές λεπτομέρειες, ας είναι και περίπου τυχαίες. Δοκίμασα ο ίδιος το ιερόν μένος του (Δαιμ. μεσ., 128 κ. ε.) για μια αστεία αφορμή: για τον τίτλο Les petites filles et la mort, που o εκδότης, αρνούμενος τον προτεινόμενο νεολογι­ σμό La meurtriere (αντί για το δόκιμο αλλά απαίσιο και πρόστυχο -«δυσώδες»- La tueuse, κατάλληλο μόνο για έργο του γκραν-γκινιόλ), μου επέβαλε τελικά για τη γαλλική μετάφραση που έκανα της «Φόνισσας». Είχε, φαίνεται, δυσαρεστήσει τον ΝΔΤ και το επίθετο «υπονομευ­ τικός», με το οποίο είχα χαρακτηρίσει τον Παπαδιαμάντη σε κάποια συνέντευξη δοσμένη στο Αντί. Εν πάση περιπτώσει, δέχτηκα ολόκληρο μάθημα θεολογικής ερμηνείας της «Φόνισσας», από το οποίο βγαίνει ότι το μόνο στοιχείο που ενδιαφέρει τον Παπαδιαμάντη είναι η ψυχολο­ γία και η μοίρα της αμαρτωλής.


38/αφιερωμα βολικό παιχνίδι των δύο γυναικών: «”Ω βουλαί άνθρώπων ύποβαλιμιαΐαι, τού Άχιτόφελ βου­ λαί!» (Τ. 3, 174, 8-9), και ειδικά την περίεργη στάση της Μπούρμπαινας απέναντι στο γιο της, στάση που δίνει τόσο θολή και διφορούμενη απόχρωση στην τελευταία επέμβασή της, υπό μορφή οράματος: ...«Καί θά έπροσπάθει νά τόν άποπλανήση» (Τ. 3, 172, 1). Γιατί, πράγματι, χρησιμοποίησε ο Παπαδιαμάντης ένα ρήμα με τόσο έντονη και συγκεκριμένη ερωτική συνέμφαση: «άποπλανήση», αντί για τα ουδέτερα «παραπλανήση», ή «(εξ) απατήση», ή ακόμα «(ξε)γελάση», αν δεν εννοούσε, πιθανότατα ασύνειδα, κάτι πολύ πιο βαθύ από το απλό ξεγέλασμα για την πραγματικότητα του γάμου;5 Έτσι, η απο­ κλειστικά θεολογική προσέγγιση παρατείνει την εκούσια τύφλωση, το παλαιό ταμπού - να μην αντικριστεί καν η φαντασίωση της μητρικής αιμομειξίας: παραμορφώνει δηλαδή, κουτσουρεύ­ ει, ευνουχίζει το κείμενο του Παπαδιαμάντη. Όσο για τη «Φόνισσα», η ανεπάρκεια της θεολογικής προσέγγισης είναι ακόμα πιο φανε­ ρή: παραλείπει το κοινωνικό πρόβλημα, ένα πλήθος από ιδέες, σύμβολα, όλους τους προσω­ πικούς μύθους του Παπαδιαμάντη που συσσω­ ρεύονται εκεί, και αγνοεί το βασικό γεγονός ότι σ’ αυτό το έργο δεν κρίνεται μόνο μια αμαρτωλή γυναίκα, αλλά και η ίδια η θεότητα που, ει μη τι άλλο, της υποσχέθηκε τη σωτηρία και αθέτησε την υπόσχεσή της την ύστατη στιγμή. Δεν είναι εφικτό να δώσω εδώ παρά απλές ενδείξεις. Ό λ’ αυτά θ’ αναπτυχθούν και θ’ αποδειχθούν αλλού, με συστηματική ανάγνωση της «Φόνισσας». Είναι αλήθεια ότι οι θέσιες του ΝΔΤ στηρί­ ζονται εν μέρει, ρητά ή όχι, πάνω σε δηλώσεις του ίδιου του Παπαδιαμάντη, λ.χ. στο «Λα­ μπριάτικος ψάλτης». Πλην όμως, όσο σπουδαία και να είναι η μαρτυρία του συγγραφέα, δεν πρέπει να θεωρήσει κανείς ότι αποκλείει κάθε συζήτηση. Πρέπει πάντοτε ο μελετητής να χρησι­ μοποιεί με μεγάλη προσοχή, και ώς ένα σημείο με κάποια συστηματική δυσπιστία, τις προκηρύ­ ξεις ενός συγγραφέα. Η έρευνα πρέπει να ξεκι­ νήσει από τα κείμενα και μόνο, και όχι από τα αυτοσχόλια: όχι που ο συγγραφέας απατά τον αναγνώστη, ή απατάται ο ίδιος μιλώντας για τον εαυτό του, αλλά επειδή οι αλήθειες που μπορεί να πει ισχύουν σ’ ένα ορισμένο επίπεδο -της συ­ νειδητής και ηθελημένης σκέψης του- και όχι αναγκαστικά στον τεράστιο τομέα που ορίζεται από το ασυνείδητο, δηλαδή ακριβώς τον τομέα που κυβερνάει τους μύθους και τις περισσότερες δημιουργικές δυνάμεις του συγγραφέα. Τα ίδια 5. Τό ρήμα «αποπλανώ» είναι σχετικά σπάνιο, ακόμα και στα χριστιανικά κείμενα. Απαντά δυο φορές στην Καινή Δια­ θήκη, αλλά μόνο τη μία φορά έχει την έννοια του «απατώ», ενώ το απλό «πλανώ», που δεν έχει ποτέ τη συνέμφαση του σύνθετου, απαντά 37 φορές, «απατώ» 3, «εξαπατώ» 5.

τα κείμενα -και αυτό αληθεύει ειδικά για τον Παπαδιαμάντη- επιφυλάσσουν στο μελετητή πολλές εκπλήξεις. Η αλήθεια δεν είναι μία. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό. Πέρα από τις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις στις οποίες είταν αφιερωμένα τα παραπάνω σχό­ λια, σπάνια βρίσκει κανείς συνθετικές εργασίες για τον Παπαδιαμάντη. Έχουν δημοσιευτεί τε­ λευταία, ειδικά στους δύο κυριότερους τιμητι­ κούς τόμους π >υ βγήκανε για τα 70 χρόνια από το θάνατο χ> συγγραφέα (Μνημόσυνο του Α.Π ., στα Τετράδια «Ευθύνης», και ΦώταΟλόφωτα στο Ε.Λ.Ι.Α.), μερικές αξιόλογες μι­ κρές μελέτες. Μεταξύ άλλων: του X. Μαλεβίτση (Μνημ. 67 κ.ε.), και του Αρ. Νικολαΐδη (αυτόθι, 113 κ.ε.), του Γ. Ιωάννου, (ειδικά στο Φ-Ο, 7988), του Ζ. Καυκαλίδη (Φ-Ο, 93-115), του Λ. Καμπερίδη (Φ-Ο, 207-231), και προ παντός του Γ. Κεχαγιόγλου για τον «Έρωτα στα χιόνια» (ΦΟ, 233-285), που είναι και η μόνη ανεπτυγμένη επιστημονική ανάγνωση έργου του Παπαδιαμάντη. Διατριβές εν τω μεταξύ βγήκανε, όσο ξέρω, τρεις: μια μέτρια του Ν. Καλταμπάνη, με τίτλο: Υφολογική προσέγγιση της «Φόνισσας» (ΑθήναΘεσ/νίκη 1982), μία στο Λονδίνο, της Γ. Φαρίνου, με θέμα: Αφηγηματική τεχνική στον Παπαδιαμάντη, που δεν έτυχε ακόμα να τη δω, και στο Παρίσι η εξαιρετική μελέτη του R. Bouchet, Le guetteur invisible: Etude du regard chez Ppd (Παρίσι, δακτυλ. 1983) - μάλλον η καλύτερη σύνθεση που διάβασα ποτέ για τον Παπαδιαμάντη, και η μόνη που αφορά το περιεχόμενο του έργου. Υπάρχει λοιπόν, ευρύς χώρος για παραπέρα έρευνες. Σαν απλή προκαταρκτική συμβολή στη γενική αυτή προσπάθεια - και μάλιστα στη συγ­ γραφή συνθετικών μελετών-μπορούν να θεωρη­ θούν οι μεθοδολογικές σκέψεις που ακολουθούν. TH γενική υποχρέωση να ξεκινήσει κανείς στο κάθε του βήμα από τα κείμενα, θεωρών­ C τας σαν αποκλειστικά βοηθητικό υλικό όλα τα υπόλοιπα στοιχεία (σχόλια, βιογραφικά κ.τλ), όσο το δυνατόν χωρίς να επηρεάζεται στην έρευνά του από καμιά σχολή ή σύστημα προσέγγισης -το κείμενο επιβάλλει μόνο του τα κατάλληλα συστήματα- προστίθεται, προκειμένου ειδικά για τον Παπαδιαμάντη, η ανάγκη αποφυγής κά­ θε είδους λογοκρισίας, συνειδητής ή μη, εκ μέ­ ρους του μελετητή: η προσπάθεια αυτή είναι και βασική και εξαιρετικά δύσκολη, μια που ο Παπαδιαμάντης βάζει πολύ συχνά μπροστά μας ει­ κόνες ή αισθήματα δυσβάσταχτα για την ευαι«Αποπλανώ» δεν αναφέρεται καν στο Γλωσσάριο του Du Cange ούτε στο βυζαντινό λεξικό του Sophocles, ούτε στο λεξικό του G.W.H. Lampe (A patristic Greek lexicon). Κα­ τά το Thesaurus απαντάται στους Εβδομήκοντα, αποκλει­ στικά με την έννοια του: «κάνω κάποιον να παρεκτραπεί από το σωστό δρόμο».


αφιερωμα/39

"

«Χ ■«ϋΟ*«5(ί**

8 « « -3 * Χ 2 £ & ·< ' ! eifHBK-SiSI'· ««ίΗΚ-δίΙΓ «'«««■ 3!*m° « * I ^ t f S W i l s a # ' «« !·< + » ---- iti-S’a lK0 &fK *m3sc*S-\|-=- ’ ' # E # m n J a f f c S e $ - K a a ! * « * S t t « ] ‘* -H* «§5*crJjg-K ffH li)sS(if;*s Sgtd-^HC λ

5 3 s s « s r

-----* « » < ή ;9 ς * « ίί ( t & s ^ s g s t g s r w © j e k - ^ w·0 « H s a r s c i j : s * e ^

*»-h «+ h* s 8s· ® « - ί ε « β » β - Η Η i β + ι » « « ^ ' aJsa-Hffise o n s e isa s s0

s

-< s ! ^ h * 0

!3,« * - » ! i - # y ' « 6 « » | Γ ϊ& Β Η ΙΟ Ι* β 0 δ @ C "1 ) * € « * « * ' W 4 H H * h S *

«Γ

4*

C 0 )° ifcSfctffcSSS**' ^«saesittlm s

σθησία μας. (Δεν είναι τυχαίο που οι μελέτες πε­ ριεχομένου είναι σπανιότερες). Το καλύτερο πα­ ράδειγμα λογοκρισίας είναι η στάση πολλών σχολιαστών απέναντι στη «Φόνισσα»: η ασύνειδη θέληση ν’ αποκρέψει κανείς την πηγή της αγωνίας -η παντελής αδυναμία ν’ αντιμετωπίσει το φάσμα της κακής μάνας, της μάνας που σκοτώνει-εξηγεί ουσιαστικά τις περισσότερες πα­ ρερμηνείες ή υπεκφυγές: τις βιαστικές εξηγήσεις του Βαλέτα (η ελληνική κοινωνία, οι αδερφές του Παπαδιαμάντη που περιμένανε παντρειά, η γειτόνισσα που είταν το μοντέλο της Φραγκογιαννούς...), την άρνηση να δει κανείς στο έργο αυτό περισσότερο από μια κοινωνική ή θεολογική υπόθεση, ή ακόμα και την άρνηση της αξίας και του ενδιαφέροντος του διηγήματος. Ο αεί­ μνηστος Αίνος Πολίτης μου είπε κάποτε ότι η «Φόνισσα» είταν αποτυχημένο έργο, αποτυχημέ­ νη προσπάθεια του Παπαδιαμάντη να περιγρά­ φει το κακό, ενώ η περιγραφή μιας καλής γυναί­ κας, που αγαπούσε το γιο της είχε σαν αποτέλε­ σμα ένα αριστούργημα το «Βαρδιάνος στα Σπόρκα». Δεν είχε, φαίνεται, αντιληφθεί ότι η Φραγκογιαννού δεν αγαπάει λιγότερο το γιο της τον Μήτρο, απ’ ό,τι η Σκεύω τον δικό της, ότι δεν κάνει γι’ αυτόν πολύ μικρότερες θυσίες, και ότι αντιθέτως η Σκεύω δεν είναι πολύ πιο θερμή απέναντι στην κόρη της και στην επιθυμία της να τεκνοποιήσει, απ’ ό,τι η Γιαννού απέναντι στις δικές της, κι ας είναι διαφορετικές οι περιστά­ σεις και η φρασεολογία. (Αφήνω το ζήτημα της ποιότητας των έργων, στο οποίο θα επανέρθω). Η επιστροφή στα κείμενα είναι εξίσου απα­ ραίτητη σε μια κοινωνική, ή κοινωνικο-πολιτική, προσέγγιση του Παπαδιαμάντη. Μια τέτοια με­ λέτη θα καρποφορήσει μόνο αν οι ερευνητές

εγκαταλείψουν τις προκαταλήψεις, και εξετά­ σουν μέσα από τα κείμενα τι ακριβώς προσάπτει ο Παπαδιαμάντης στους «νεωτεριστές» και στους «επήλυδες» -ή, για να το γυρίσουμε αλ­ λιώς, υπό ποία μορφή ακριβώς εμφανίζονται στο νησί οι φιλελεύθεροι, ποιοι είναι εκεί τέλος πάν­ των οι φορείς του διαφωτισμού. Το μίσος του Παπαδιαμάντη για τους λεγάμενους «χρυσοκάνθαρους» και τους τοκογλύφους, για το «διάφορο κεφάλι» (η φόρμουλα επανέρχεται κάθε τόσο στα έργα του, σαν έμμονη ιδέα, σαν το σήμα του ίδιου του κακού), μπορεί βέβαια να είναι το μί­ σος που θα αισθανόταν ο κατεστραμμένος από­ γονος μιας αρχοντικής οικογένειας. Πόσες φορές όμως στα έργα του Παπαδιαμάντη καταστρέφονται και απλοί άνθρωποι, που χάνουν τη μικρή τους περιουσία -γολέττα ή χωράφι- στα χέρια των φωτισμένων τοκογλύφων; Αξίζει να τεθεί το ερώτημα μήπως ο Παπαδιαμάντης εκφράζει μάλλον τις αγωνίες και τα προβλήαμτα των με­ σαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, στα οποία ανήκει αναμφισβήτητα και που αι­ σθάνεται τη μοίρα τους σαν από μέσα. Αυτό θα εξηγούσε και την τάση του να στρέφεται προς το παρελθόν -το μέλλον ταυτιζόταν ακόμα για τις κατώτερες τάξεις με την επικράτηση και τη συνε­ χή άνοδο των εμπόρων- και αντιθέτως ορισμένες αναπάντεχες «προοδευτικές» θέσεις του. Με τον ίδιο τρόπο μπορεί ν’ αναρωτηθεί κα­ νείς, σε μια εθνογραφική ή ανθρωπολογική προ­ σέγγιση, κατά πόσο οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για την παραδοσιακή κοινωνία συμπί­ πτουν με κείνες του ποιητή των δημοτικών τραγουδιών, δηλαδή του ίδιου του λαού, ή μ’ άλλα λόγια -για να μην κινδυνέψουμε να κατηγορη-


40/αφιερωμα θούμε ότι χρησιμοποιούμε καταχραστικά αυτή τη λέξη- των ίδιων των ανθρώπων που συνθέ­ τουν την κοινωνία αυτή. Και πράγματι, ενώ (α­ ντίθετα με το τι συμβαίνει με τα ήθη και έθιμα) ο Παπαδιαμάντης δεν φαίνεται να έχει βαθιά ή έστω σοβαρή γνώση των κειμένων των τραγουδιών, η σκέψη του συμπίπτει σχεδόν απόλυτα με κείνη του δημιουργού τους: ίδια αντίληψη της ξενιτιάς, που αποτελεί πλήρη και συχνά οριστι­ κή συμφορά, ίδια αμείλικτη καταγγελία της εχθρότητας και του μίσους που διέπουν όχι μόνο τη ζωή του χωριού αλλά και την ίδια την παρα­ δοσιακή οικογένεια (Βλ. λ.χ. «Θάνατος κόρης» και «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» απ’ τη μία, διά­ φορες παραλογές της οικογενειακής ζωής, τα μοιρολόγια της χήρας και του ορφανού και τα τραγούδια της ξενιτιάς απ’ την άλλη). Κι εδώ ο Παπαδιαμάντης μοιάζει όχι να περιγράφει απέ­ ξω σκηνές της λαϊκής ζωής, παρά να κρίνει σαν από μέσα τα δράματα μιας κοινωνίας της οποίας είναι μέλος. Η παρατήρηση αυτή στηρίζει ισχυ­ ρά την προηγούμενη: και στις δυο περιπτώσεις, της παραδοσιακής κοινωνίας και των κατώτερων στρωμάτων της καινούριας, ο Παπαδιαμάντης εμφανίζεται σαν αναπόσπαστο μέλος του συνό­ λου και σαν από μέσα μάρτυρας. ΣΟ πλούσιες και να είναι οι προοπτικές της έρευνας προς την τελευταία κατεύθυν­ Ο ση, πρέπει ν’ αντιληφθεί κανείς ότι η έρευνα αυ­ τή διατηρεί μερικό χαρακτήρα. Ούτε η κοινωνι­ κή, ή κοινωνιολογική, ούτε η εθνογραφική, ή ανθρωπολογική, ούτε καμιά άλλη προσέγγιση δεν εξαντλεί τον Παπαδιαμάντη. Όλες αποτελούν μερικό προβληματισμό επί του συνόλου του έρ­ γου, ή μέθοδο κατάλληλη για μεμονωμένα κείμε­ να, ή έστω για ομάδες από κείμενα. Ό σο πιο πλούσιο είναι ένα δημιούργημα, τόσο περισσότε­ ρους τρόπους προσέγγισης απαιτεί. Το έργο του Παπαδιαμάντη περιέχει -πέρα από τα στοιχεία που υπογραμμίστηκαν μέχρι τώρα -έναν κόσμο ολόκληρο από φαντασιώσεις, έμμονες ιδέες, επαναλαμβανόμενες εικόνες και μοτίβα, συνεχώς μεταβαλλόμενους μύθους. Ο πολυσύνθετος αυτός χαρακτήρας φαίνεται καθαρά στη «Φόνισσα», που είναι από πολλές απόψεις σαν μικρογραφία του όλου έργου, ή τουλάχιστο του μεγαλυτέρου μέρους του- μια μι­ κρογραφία πιο πυκνή και πιο δυνατή από το σύ­ νολο. Στη «Φόνισσα» βρίσκονται πρώτον μαζεμέ­ να τα διάφορα επίπεδα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το κοινωνικό πρόβλημα κατέχει ση­ μαντική θέση. Η συγγένεια, όχι μορφής αλλά πε­ ριεχομένου, με τα δημοτικά τραγούδια είναι ει­ δικά έντονη: στην παράσταση των οικογενεια­ κών και κοινωνικών σχέσεων, στην εικόνα της

Ι

ξενιτιάς, στην αντίληψη της θεότητας. Και πράγματι, το θεολογικό πρόβλημα είναι εδώ ιδιαίτερα σημαντικό, πιο οξύ μάλιστα και πιο διαφοροποιημένο απ’ ό,τι φαίνεται να νομίζει ο ΝΔΤ. Εμφανίζονται τέλος στη «Φόνισσα» ορι­ σμένες βασικές φαντασιώσεις, εφιάλτες, ίλιγγοι σχετικά με τη γυναίκα (μωρό, κοριτσάκι, μητέ­ ρα) - αν και λείπει σχεδόν εντελώς ο εκπληκτικά θερμός αισθησιασμός που τόσο συχνά ξεσπάει στο έργο του Παπαδιαμάντη («Έρος-Θέρος», «Ή Βλαχοπούλα», «"Ωχ, βασανάκια», «Άσπρη σάν τό χιόνι» κτλ) - ή σχετικά με τη ζωή και το θάνατο, με τη φύση και τα στοιχεία της. Η «Φόνισσα» συγκεντρώνει ένα μέρος από το ίδιο το διηγηματικό υλικό που χρησιμο­ ποίησε νωρίτερα ο Παπαδιαμάντης. Ορισμένες επαναλαμβανόμενες σκηνές παίρνουν στη «Φό­ νισσα» την οριστική τους μορφή και το πραγμα­ τικό του βάρος. Έτσι, οι διάφορες σκηνές όπου ένα κοριτσάκι πέφτει σ’ ένα πηγάδι και πνίγεται («Ή τελευταία βαφτιστικιά», «Ή τύχη άπ’ τήν Αμέρικα») καταλήγουν στο θάνατο της Ξενούλας, με όλα τα ψυχολογικά και θεολογικά σχόλια που το πλαισιώνουν. Με τον ίδιο τρόπο «Ή χτυ­ πημένη» αναγγέλλει τη γυναίκα του Καμπαναχ-’ μάκη κ.τλ. Η παρατήρηση του Ξενόπουλου ότι «...πολλά μικρά διηγήματά του.,, απαντιόνται αυτούσια σχεδόν εις την “Φόνισσαν”» (Παναθήναια 21, 211, στο Βαλέτα 6, 393), αν και αναλη­ θής, βασίζεται προβανώς πάνω σ’ αυτού του εί­ δους τις επαναλήψεις. Η «Φόνισσα» επιτρέπει μια εξαιρετικά δι­ εισδυτική ματιά στο πρόβλημα της «αυτοβιο­ γραφίας», όχι μόνο επειδή παρουσιάζει στην πιο οξεία τους μορφή βασικές φαντασιώσεις, αλλά προ παντός επειδή παρέχει σπουδαίες ενδείξεις για τις σχέσεις του ίδιου του Παπαδιαμάντη με τις φαντασιώσεις αυτές και με το δράμα της Φραγκογιαννούς.

3

Τέλος, αυτό που καθιστά σπουδαία τη «Φό­ νισσα» δεν είναι κάποια νοσηρή, ή αφελής, προτίμηση για το κακό, το τρομερό (η αναφορά στη φράση του Σεφέρη για την «Κόλαση» του Δάντη είναι εντελώς άτοπη εδώ), αλλά ακριβώς το γεγονός ότι το έργο είναι ιδιαίτερα δυσάρε­ στο, ανυπόφορο, επειδή βάζει μπροστά στα μά­ τια μας εικόνες και φαντασιώσεις που συνήθως μένουν κρυμμένες στα βάθη του ασυνείδητου. Τα λάθη και οι παρερμηνείες που πολλαπλασιάζονται γύρω από το έργο, αποδεικνύουν άθελά τους την κεντρική θέση της «Φόνισσας». Γι’ αυτούς τους λόγους, διάλεξα ν’ αρχίσω την έρευνά μου στο έργο του. Παπαδιαμάντη, από μια προσεκτική κι όσο γινόταν εξαντλητική ανά­ γνωση του κειμένου της «Φόνισσας». Δίνω ένα

4


αφιερωμα/41 μικρό παράδειγμα: από τις ελληνικές εκδόσεις που χρησιμοποίησα, στις τρεις κυριότερες (Ελευθερουδάκης, Βαλέτας και ΝΔΤ) δεν υπάρ­ χει κεφάλαιο ΙΣΤ', το ΙΕ' ακολουθείται κατ’ ευ­ θείαν από το ΙΖ'. Μόνο ο εκλαϊκευμένος «Γαλα­ ξίας» (όσο ξέρω) και οι γαλλικές μεταφράσεις «αποκαθιστούν» την ομαλή συνέχεια. Κανένας εκδότης δεν σημειώνει την περίεργη έλλειψη, ού­ τε ο προσεκτικότατος ΝΔΤ. Το γεγονός, θα πει κανείς, είναι ασήμαντο. Δεν είμαι καθόλου σί­ γουρος γι’ αυτό. Τίποτε δεν είναι εντελώς τυ­ χαίο. Ανάμεσα στην αλλοφροσύνη της νύχτας που καταλήγει στον τελευταίο φόνο και στην αρ­ χή του τελικού μαρτυρίου, σε ποιες φαντασιακές αβύσσους αντιστοιχεί το κενό αυτό, ή, με άλλα λόγια, ποιες ανομολόγητες σκέψεις ή εικόνες αποσιωπήθηκαν ασύνειδα από τον Παπαδιαμάντη; ΑΝΑΓΝΩΣΗ της «Φόνισσας», επιτρέπει να επισημανθούν ορισμένες βασικές φαντα­ σιώσεις, εικόνες, ιδέες, συναισθήματα που μπο­ ρεί ύστερα ο μελετητής να παρακολουθήσει την προϊστορία και τις εξελίξεις τους στο υπόλοιπο έργο του Παπαδιαμάντη. Δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό, άλλωστε, να ξεκινήσει κανείς από τη «Φόνισσα». Αυτή είναι απλώς η μέθοδος που ακολούθησα ο ίδιος, επειδή μου φάνηκε πιο αποτελεσματική, ή τουλάχιστο πιο βολική. Ση­ μασία έχει μόνο να συγκεντρωθεί η προσοχή πά­ νω σ’ αυτό το φαντασιακό υλικό. Γιατί ένα γεγονός που μου φαίνεται απλό αλ­ λά θεμελιακό, και που δέν μοιάζουν να του έχουν αποδώσει όλη του τη σημασία οι ερευνη­ τές, είναι ότι το έργο του Παπαδιαμάντη δεν εί­ ναι ούτε πολεμικό σύγγραμμα, ούτε θεωρητική μελέτη, ούτε καν λεπτομερής εξωτερική περιγρα­ φή κοινωνικών συμβάντων ή καταστάσεων, αλλά αποτελείται -στο μεγαλύτερο του μέρος- από μύθους. Αυτούς τους μύθους πρέπει να εντοπί­ σει, να παρατηρήσει, να καθορίσει και να παρα­ κολουθήσει ο ερευνητής. Θα αντιληφθεί έτσι ότι οι μύθοι αυτοί διαπερνούν και κυβερνούν τα πε­ ρισσότερα έργα του Παπαδιαμάντη. Αν είναι κάπως πιο σπάνια, είναι αλήθεια, στα αθηναϊκά διηγήματα, αντιθέτως τους συναντάει κανείς άφθονα στα μυθιστορήματα: έτσι διαπιστώνεται η ύπαρξη ανάμεσα στα τρία πρώτα έργα και στα σκιαθίτικα διηγήματα μιας ουσιαστικής γέφυ­ ρας, που προέρχεται από την ίδια τη συνέχεια της δημιουργικής φαντασίας του συγγραφέα. Οι βασικοί αυτοί μύθοι, όπως όλοι οι μύθοι, προσωπικοί ή συλλογικοί, επιδέχονται παραμορ­ φώσεις, αντικαταστάσεις στοιχείων, ανατροπές μερικές ή ολικές, ανατροπές των παραλλαγμένων μορφών κ.τλ. Αυτή είναι η πραγματική όψη των περιβόητων μονότονων επαναλήψεων που προ­ σάπτουν στον Παπαδιαμάντη. Τα φαινόμενα αυ­

Η

τά είναι μάλιστα ιδιαίτερα πολυάριθμα και ποι­ κίλα στο έργο του, ώστε απ’ αυτή την άποψη τουλάχιστο ο Παπαδιαμάντης ασφαλώς να θεω­ ρηθεί σαν ο μεγαλύτερος μυθοπλάστης της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μετά τον ποιητή των δημοτικών τραγουδιών. Διάφορες επιστήμες, και κυρίως η ψυχολογία, η ψυχανάλυση, η ανθρωπολογία και η ιστορία των θρησκειών, έχουν αποδείξει ότι οι μύθοι, όπως όλες οι συμβολικές δημιουργίες των αν­ θρώπων, προσωπικές ή συλλογικές, συνειδητές ή μη, υγιείς ή μη (όνειρα, παραδοσιακοί μύθοι, έθιμα, νευρώσεις κτλ) είναι υπερπροσδιορισμένοι, δεν έχουν δηλαδή μία, παρά πολλαπλές πη­ γές: άρα, για τον κάθε μύθο ή σύμπλεγμα από μύ­ θους, δεν αρκεί μια μονόπλευρη προσπάθεια ερ­ μηνείας. Επιπλέον αυτό που ειπώθηκε παραπά­ νω, με αφορμή τα ιστορικά και κοινωνικά προ­ βλήματα, για τις στενές σχέσεις του Παπαδιαμάντη με το περιβάλλον τού, ισχύει και πάλι στον τομέα των μύθων. Αρκετά συχνά οι μύθοι του Παπαδιαμάντη συναντούν, ή εκφράζουν με άλλον τρόπο, παραδοσιακούς μύθους ή δεισιδαι­ μονίες του σκιαθίτικου ή νησιώτικου πολιτι­ σμού. Το πιο άμεσο παράδειγμα αφορά τις φαν­ τασιώσεις γύρω από τη θάλασσα. Αλλά ακόμα και όταν είναι λιγότερο φανερή, η συλλογική διάσταση των μύθων του Παπαδιαμάντη δεν πρέπει ν’ αγνοηθεί. Είναι αυτός ένας λόγος πα­ ραπάνω να χρησιμοποιηθούν για τη μελέτη του Παπαδιαμάντη διαφοροποιημένες μέθοδοι προ­ σέγγισης. ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ των κυριότερων επιμέρους μύθων του Παπαδιαμάντη στις εξελίξεις και στις μεταμορφώσεις τους αποτελεί, λοιπόν, το πρώτο στάδιο της έρευνας. Πρέπει έπειτα να εξετασθούν ορισμένα βασικά προβλή­ ματα που αφορούν ταυτόχρονα τον μυθικό κό­ σμο και τη ζωή του συγγραφέα-πάντοτε μέσα από τα κείμενα: οι λεπτές και περίεργες σχέσεις του συγγραφέα με τον αφηγητή και με τους ήρωες, η εικόνα του Θεού και της θρησκείας, και οι φαντασιακές σχέσεις του Παπαδιαμάντη με την οικογένειά του... Στο τέρμα της έρευνας αυτής διαγράφεται η δυνατότητα να καθοριστεί ο γενικός Παπαδιαμάντειος μύθος -η φαντασιακή εικόνα του αφηγητή, ή και του συγγραφέα, όπως προβάλλει από το σύνολο των επιμέρους μύθων που δημιούργησε και προβλημάτων που έθεσε, συνειδητά ή μη. Ένα από τα αναπάντεχα προτερήματα της με­ θόδου αυτής είναι ότι επιτρέπει επίσης καμιά φορά να προσεγγίσει κανείς και τα αποτυχημένα κείμενα του Παπαδιαμάντη. Γιατί όντως, ορι­ σμένα διηγήματα, όπως «Επιμηθείς εις τόν βρά­ χον» ή «Τό κρυφό μανδράκι», έχουν αδύνατη δομή, και προ παντός είναι κακογραμμένα, γε-

Η


42/αφιερωμα

Ίο«κύκναοάσμαtouηγέτητουΚΚΕαπότπβάθητηςΣώηρίας

0_ _

Η ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑ τ ο υ Ν κ ο υ Ζ α χ α ρια δ η Η Παράνομη μπροσούρα είναι το τελευταίο και σημαντικότερο γνωστό κείμενο που έγραψε ο εξόριστος και απομονωμένος στη Σιβηρία την εποχή εκείνη (1962) Νίκος Ζαχαρώδης. Είναι επίσης και το μοναδικό κείμενο αυτοκριτικής τούάλλοτε πανίσχυρου ηγέτη τού ΚΚΕ, που αποτελεί ταυτόχρονα και μια συνολική εκτίμηση της πορείας του κόμματος από την κατοχή και την αντίσταση μέχρι τη συντριβή του Δημοκρατικού Στρατού και την προσφυγοποίηση των ανταρτών. Η Μπροσούρα υπήρξε η ψυχολογική προετοιμασία και η εισαγωγή του Νίκου Ζαχαρώδη για την τελική ταυ εξομολόγηση για όσα θα εμπιστευόταν ένα χρόνο αργότερα στον ταξίαρχο του Δημοκρατικού Στρατού Αχιλλέα Παπαϊωάννου, σαν τελική του επιθυμία και οριστική Διαθήκη του. ΗΜπροσούρα, από μόνη της είναι αποκαλυπτική και εκρηκτική καταγγελία για τις παρεμβάσειςτου ΚΚΣΕ στα εσωτερικάταυ ΚΚΕ, που αποδιοργάνωσαν και κατακερμάτισαν ταmo ρωμαλέο κόμμα της ελληνικής εργατικής τάξης, θα έλεγε κανείς ότι η Μπροσούρα ήταν η τελευταία απελπισμένη προσπάθεια του Ζαχαρώδη να συντάξει σε νέα, ανεξάρτητη αυτή τη φορά, βάσητα ΚΚΕ. Ηταν η τελευταία επαναστατική πνοή ενός ηγέτη που είχε ήδη κλονιστεί η πίστη του στη μπολσεβίκικη επανάσταση.

Σε όλα τα βιβλιοπωλεία

Εκδόσεις Γλάρος Θ6ΜΟΠΟΚΛΕΟΙΧ31·*»7?ΑΘΗΝΑ·ΤΗΛ.36.18.457-3619.167__ _

μάτα ευκολίες, άσκοπες (ή μάλλον ανυπόφορες) επαναλήψεις δήθεν γραφικών εκφράσεων επι­ φωνημάτων ή ονοματοποιών, και ο αναγνώστης απορεί για τόση φτώχεια και πλαδαρότητα. Όταν εξετάσει κανείς προσεχτικά αυτά τα κεί­ μενα, βλέπει ότι περιέχουν μία παραμόρφωση ένός βασικού μύθου, μ’ έναν τρόπο που δεν τον δέχεται η ευαισθησία του συγγραφέα. Παίζοντας εκείνος με το μύθο της θάλασσας, στην προκει­ μένη περίπτωση, φτάνει σε κάποια μορφή που, μάλλον ασύνειδα, την απορρίπτει απόλυτα: το γράψιμο χαλάει, η τέχνη εξαφανίζεται. Η ένδει­ ξη αυτή είναι πολύτιμη, όταν προσπαθήσει κα­ νείς να καταλάβει μερικές αδυναμίες και προ παντός μια χαρακτηριστική ψυχρότητα -στις κουβέντες και στις περιγραφές- ορισμένων πασί­ γνωστων κειμένων, λ.χ. του «Βαρδιάνος στά Σπόρκα», και ειδικά του «Στό Χριστό στό Κά­ στρο»: είναι φανερό -ή τουλάχιστο μπορεί ν’ αποδειχτεί- ότι ο Παπαδιαμάντης γράφει εδώ σύμφωνα με τις επίσημες ιδέες και συναισθήματά του, πραγματικά όμως εναντίον των βαθύτε­ ρων και σκοτεινότερων μύθων του και της πιο κρυφής και αληθινής ευαισθησίας του. Αντίστροφα, η δυνατότητα που παρέχει στον ερευνητή να ερμηνέψει τέτοιου είδους φαινόμε­ να, ενισχύει αισθητά την άξια της μεθόδου των μύθων. Η μέθοδος αυτή αφήνει βέβαια, ακάλυπτους τεράστιους τομείς: όλα τα ζητήματα μορφολογικής ανάλυσης, και απ’ την άλλη όλα τα μεγάλα κλασικά θέματα: τη γλώσσα του Παπαδιαμάντη, το προβλήματα του χώρου, του χρόνου κτλ, που δεν χρειάζονται ν’ απαριθμηθούν εδώ. Περιορίζομαι προσωπικά στην ήδη πολλαπλή μέθοδο που εξέθεσα, με τη βοήθεια, όπου χρειά­ ζεται, στοιχείων εθνογραφίας, ιστορίας, ιστο­ ρίας των θρησκειών, ανθρωπολογίας και ψυχα­ νάλυσης. Μ’ αυτές τις βάσεις διδάσκω για τρίτη χρονιά φέτος, το έργο του Παπαδιαμάντη. Μετά από τον τέταρτο χρόνο, ελπίζω να είμαι σε θέση να γράψω συνθετική μελέτη: σαν είδος εισαγω­ γής σ’ αυτήν μπορεί επίσης να θεωρηθεί το πα­ ρόν άρθρο. Το ευχάριστο είναι ότι υπάρχει εδώ στο Παρί­ σι, μια αξιόλογη κίνηση γύρω από τον Παπαδιαμάντη. Ο κ. Bouchet ετοιμάζει δεύτερο συνθετι­ κό έργο, και αρκετοί δικοί μου φοιτητές ξεκίνη­ σαν μελέτες, απ’ τις οποίες μερικές ανοίγουν εν­ διαφέρουσες προοπτικές. Μακάρι οι παπαδιαμαντικές σπουδές, στηριγμένες τώρα πάνω σε μια αξιόπιστη κριτική έκδοση, να προχωρήσουν πια θετικά. Ίσως ανακαλύψουν επιτέλους οι επιστήμονες, τόσα χρόνια μετά τους ποιητές και τους καλλιτέ­ χνες -Τσαρούχη, Ελύτη, Πεντζίκη κ.ά.- το μεγα­ λείο του Παπαδιαμάντη.


αφιερωμα/43

Κώστας Χ ωρεάνθης

«Δεσμά παιδαγωγικής δονλοσύνης» στον Παπαδιαμάντη Καί ή μήτηρ σου ή φιλότεκνος όχι μόνον δέν σοϋ έπέτρεπε νά τρέχης, όπως οί άλλοι, άνυπόδητος καί συ, άλλ’ άπήτει νά φορής καί κάλτσες. Όποια δεσμά παιδαγωγικής δουλοσΰνης! 'Ολόγυρα στή λίμνη, Β', 389* Το σπίτι τον Α. Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο

Είναι γνωστό πως ένα μέρος από το διηγηματικό έργο του Παπαδιαμάντη έχει έναν αυτόβιογραφικό ή εξομολογητικό χαρακτήρα,1 που του προσδίνει, με τις απαραίτητες λυρικές ανιχνεύσεις στο χώρο του συνειδότος (ή στις περιοχές του ασυνείδητου) τη γοητεία της μυστικής έκφρασης, που έχουν τα κείμενα των μυστικών εκκλησιαστικών πατέρων. Η διαπίστωση αυτή ας μη θεωρηθεί ως μια παραλληλία, απλώς είναι μια επισήμανση βαθιάς πνευματικής συγγένειας, που πολλές φορές δεν είναι εμφανής. Ο αυτοβιογραφικός αυτός ή εξομολογητικός τόνος γίνεται περισσότερο ή λιγότερο καθοριστικός του ύφους του συγγραφέα στα διηγήματα εκείνα που αναφέρονται στα παιδικά του χρόνια,*12 καθώς και σ’ εκείνα που έχουν ως ήρωές τους παιδιά ή, που, εν πάση περιπτώσει, τα παιδιά απασχολούν σημαντικό μέρος της αφήγησης.3 * Οι παραπομπές για τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη γίνον­ ται στην έκδοση «Αλ. Παπαδιαμάντη, Άπαντα», κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριαγταφυλλόπουλου, Δόμος, Α '-Δ', Αθήνα 1981-’85. 1. Αυτό το στοιχείο είναι και το πιο δραματικό στο έργο του και τα διηγήματα που περιέχουν βιωματικές καταστάσεις του συγγραφέα είναι, κατά την προσωπική μου αντίληψη, τα πιο δυνατά. Σε μια παράλληλη θεώρηση θ’ ανέβαζα στο ίδιο ύψος τα αντίστοιχα διηγήματα του Βιζυηνού. 2. Βλ. για παράδειγμα, τα διηγήματα: Ο σημαδιακός (Β', 103), Ολόγυρα στη λίμνη (Β', 379), Τα δαιμόνια στο ρέμα (Γ', 237), Υπό την βασιλικήν δρυν (Γ , 315). 3. Μια πρόχειρη καταγραφή (εκτός από τα διηγήματα της προηγούμενης σημείωσης): Η σταχομαζώχτρα (Β', 115), Παιδική πασχαλιά (Β', 169), Ο Αμερικάνος (Β', 257), Η Βλαχοπούλα (Β', 363), Ο τυφλοσούρτης (Β', 463), Οι ελα-

φροίσκιωτοι (Β', 475), Ωχ! Βασανάκια (Τ', 11), Η Δασκα­ λομάνα (Τ', 19), Φώτα ολόφωτα (Τ', 39), Πατέρα στο σπί­ τι (Γ', 89), Γουτού Γούπατού (Γ', 183), Το ενιαύσιον θύμα (Τ', 215), Όνειρο στο κύμα (Γ', 261), Το πνίξιμο του παι­ διού (Τ', 275), Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη (Τ', 157), Το νησί της Ουρανίτσας (Γ', 383), Στρίγγλα μάνα (Γ', 389), Της Κοκώνας το σπίτι (Β', 641), Τα κρούσματα (Γ', 543), Η συντέκνισσα (Γ', 583), Η φωνή του Δράκου (Γ , 607), Αποκριάτικη νυχτιά (Β', 301), Η στοιχειωμένη καμάρα (Γ', 633), Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου (Δ', 85), Οι δύο Δράκοι (Δ', 103), Η θεοδικία της δασκάλας (Δ', 111), Κοινωνική αρμονία (Δ', 139), Η κάλτσα της Νώενας (Δ', 193), Το μυρολόγι της φώκιας (Δ', 297), Τα καλαμπούρια ενός δασκάλου (Δ', 301), Τ’ Αστεράκι (Δ \ 305), Της δα­ σκάλας τα μάγια (Δ'. 325), Τραγούδια του Θεού (Δ', 389), Τα μαύρα κούτσουρα (Δ', 459).


44/αφιερωμα

Λεπτομέρεια από πίνακα τον Ν. Αντρα «Τα κάλαντα»

ΙΝΑΙ, βέβαια, κοινός τόπος να επαναλαμ­ βάνει κανείς πως η παιδική ηλικία έχει έναν Θ καθοριστικό ρόλο για τη διαμόρφωση του χαρα­ κτήρα, της συμπεριφοράς και της αντιμετώπισης του κόσμου, που συνοδεύει σ’ όλη του την κατο­ πινή ζωή τον ενήλικο. Ωστόσο, αν σ’ ένα επίπε­ δο γενίκευσης αυτή η διαπίστωση έχει έναν αφετηριακό χαρακτήρα για τη διαγραφή των ψυχο­ λογικών αντιδράσεων σε ομάδες ατόμων, στην περίπτωση των επώνυμων προσωπικοτήτων και ιδιαίτερα των καλλιτεχνικών δημιουργών, έχει καθοριστική σημασία. Γιατί η παιδική ηλικία (Γ enfance) του δημιουργού, με τα θησαυρίσματα 4. Βλ.περιοδ. «Διαβάζω», 145 (4.6.’86), σελ. 54. 5. Το όνειρο είναι ένα από τα βασικά στοιχεία (ή θέματα) της αφήγησης του Παπαδιαμάντη. Ο συγγραφέας ζει το όνει­ ρό του, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται, κι αυτό είναι ο φω­ τεινός κόσμος του νησιού του, το όραμά του. Αυτό ωστό­ σο δεν τον εμποδίζει να δει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, ένας ονειροπαρμένος ρεαλιστής. Συναφές εί­ ναι και το θέμα των φαντασμάτων, των εξωτικών, που δεν είναι μόνο μια ηθογραφική καταφυγή, για να προσδώσει στην αφήγηση ένα χαρακτήρα λαϊκότητας. Εντάσσεται μέ­ σα στην εκφραστική των καταπιεσμένων ορμημάτων, όπου το υπέρλογο στοιχείο δίνει διέξοδο στην αμήχανη λογική. 6. Για παράδειγμα, ο κυρ-Μαργαρίτης (αυτοσχέδιος χρημα­ τιστής και τοκογλύφος) στο διήγημα «Η σταχομαζώχτρα». Ο τοκογλύφος είναι ένα από τα πρόσωπα που έρχονται και ξανάρχονται στα διηγήματά του, καθώς κι εκείνοι που εκμεταλλεύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την άγνοια, την αφέλεια και την αμάθεια των απλών ανθρώπων. 7. Πολλοί τον επέκριναν γι’ αυτό, και παλιότερα και σήμερα ακόμα, κάποιοι όψιμοι ενός «ζντανοφικού» φανατισμού. Ιδού δυο ακραία παραδείγματα: «Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει κοινωνική προοπτική, ούτε και τον ενδιαφέρει αυτό. Αυτού σταματά. Με τη δύναμη της πένας του δεν εμπνέει

των εμπειριών και την αθωότητά της, την αφέ­ λειά της, αν θέλουμε, και την αμεσότητά της, εί­ ναι το πολύτιμο περιεχόμενο, η δημιουργός ψυ­ χή, του καλλιτέχνη. Μέσα σε κάθε δημιουργό ζει και δρα ένα παιδί και ο Παπαδιαμάντης είναι ένα παιδί, «που σκύβει πάνω από τους θησαυ­ ρούς της ανυποψίαστης ύπαρξής του και με τα λευκά του χέρια χτίζει τα όνειρα και τους καη­ μούς του στα ρόδιν’ ακρογιάλια της αθωότητάς του».4 Όμως η παιδικότητα αυτή, με το βάθος της αθωότητας και τη λευκότητα της χιόνος, που με υψηλό συμβολισμό αποτυπώνεται στον ονειρικό του κόσμο -τόσο όμως στέρεο και πραγματικό-5 είναι για τον Παπαδιαμάντη μια βιοτική περίο­ δος καταπιεσμένων ορμημάτων, παιδαγωγικών απαγορεύσεων, είναι μια απειλή ενός καθωσπρε­ πισμού που επιβάλλεται από το περιβάλλον μιας μητριαρχικής αδυναμίας (που γίνεται γι’ αυτό ακατανίκητη δύναμη) και μιας θρησκευτικής νο­ μιμοφροσύνης, που απαιτεί την ευταξία τής ου­ ράνιας επίγνωσης στην καθημερινή συμπεριφο­ ρά. Ο Παπαδιαμάντης-παιδί ζει στο περιθώριο της (περιθωριακής, εξάλλου) συμβατικής κοινω­ νικής συμπεριφοράς ενός κόσμου, που όσο κι αν η ηθογραφική του εξιδανίκευση τον αποδεσμεύει από τη ρεαλιστικότητα των αρνητικών του πλευ­ ρών, δεν παύει αυτές τις πλευρές να τις εγγράφει μέσα στον κύκλο της βιοτικής του καταξίωσης. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο συγγραφέας δεί­ χνει το αποκρουστικό πρόσωπο αυτού του αρνη­ τικού,6 και δεν είναι λίγες ακόμα οι φορές που σε επώνυμα λαϊκά του πρόσωπα δίνει ιδιότητες κάθε άλλο παρά ιδανικές και αποδεκτές. Όμως -κ ι αν ακόμα δεν αντιμετωπίζει με ευθεία κοινω­ νική κριτική τις αρνητικές πλευρές της νησιώτικής του ανθρωπότητας-7 αυτές οι αρνήσεις είναι και οι αναγκαίες συναρτήσεις για την ολοκλήρω­ ση του φυσικού πίνακα, που δημιουργεί με την ορμή, δεν εμψυχώνει, δεν καθοδηγεί. Φυσικά αν ήταν τέ­ τοιος θα φρόντιζε πρώτ’ απ’ όλα τη γλώσσα του. Έτσι μένει κι αυτός, πολύ περισσότερο από τους δυο πρώτους (δηλ. το Ροίδη και το Λασκαράτο] στο περιθώριο της κοι­ νωνικής ζωής της εποχής του και των προβλημάτων που την απασχολούν. Περιέγραψε οπωσδήποτε την ψυχή του λαού, μα δεν μπήκε στην ψυχή του» (Νίκου Ζαχαριάδη, ο αληθινός Παλαμάς, «Τα Νέα Βιβλία», Α.Ε., Αθήνα, 41945, σελ. 21). -«Διαπιστώνει και περιγράφει [ο Παπαδιαμάντης] τα κακά αλλά μένει στη διαπίστωση και την περιγραφή, δεν αντιλαμβάνεται το κοινωνικό πρόβλημα, δεν ανοίγει καμιά προοπτική για την κοινωνική αλλαγή και την υπέρβαση της αθλιότητας... Τον Παπαδιαμάντη τον σεβόμαστε και τον αγαπούμε και θα τον διαβάσουμε οι λίγοι που βρίσκουμε χαρά στη λογοτεχνία. Οι πολλοί δεν τον διάβασαν ποτέ, ούτε θα τον διαβάσουν. Και οι λίγοι θα τον διαβάζουμε μόνο για να χαιρόμαστε το ηθο­ γραφικό του ταλέντο και τη δύναμη της περιγραφής του. Άλλο τίποτα σημαντικό δεν μπορεί να μας δώσει ο τόσο συμπαθής κοσμοκαλόγερος της Σκιάθου». (Δ.Ν. Σακκά. Κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας Γυμνασίου και Λυκεί­ ου. Μια κριτική επισήμανση των αδυναμιών τους, «Τα εκ­ παιδευτικά», 4(1986), σελ. 81).


αφιερωμα/45 αφήγηση του. Αυτά τα «δεσμά παιδαγωγικής δουλοσύνης», που επιβάλλονται από την καταπιεστική μητρική στοργή, λειτουργούν και σ’ ένα πεδίο αντιπαρά­ θεσης με τα απελευθερωμένα «δαιμόνια» (τα άλ­ λα παιδιά), που περιβάλλουν το άπραγο και αμήχανο παπαδοπαίδι, που είναι μόνο «γιά νά τρώη χαράμια» και είναι «γιά τυφλοψώμια».8 Και, φυσικά, όλη αυτή η περιρρέουσα αστοργία δημιουργεί πότε σιωπηρές καταβυθίσεις πικρίας στις καταπακτές των σκοτεινών θαλάμων της συ­ νείδησης και πότε συμπλεγματικές εκρήξεις στην αντιμετώπιση της δικής του επαγγελματικής αποτυχίας και στην επιτυχία άλλων, στενών του συγγενών, που η ζωή τους πρόσφερε δάφνες και τιμές...9* Το παιδαγωγικό κατεστημένο δημιουργεί και τα συνειδησιακά σχήματα, που συνθέτουν τις συμπεριφορές, διαμορφώνουν τις αντιμετωπίσεις και καθορίζουν τις ιδεολογίες. Η εκπαιδευτική πολιτική, με την τρεχάμενη έννοια, είναι πάντα συνάρτηση των επιδιώξεων του κοινωνικού κα­ τεστημένου. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι εκ­ παιδευτικοί νόμοι αλλάζουν στον τόπο μας σχε­ δόν με κάθε διαφορετική κυβέρνηση και οι λεγά­ μενες «μεταρρυθμίσεις» δεν κάνουν άλλο παρά να ανανεώνουν, στο πλαίσιο πάντα των επιδιώ­ ξεων, το σταθερό παιδαγωγικό σχήμα, που εξυ­ πηρετεί το καθεστώς. Ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένα από τα πολλά θύματα του σχήματος αυτού και δεν θα είχε το πράγμα ιδιαίτερη σημασία -γενεές γενεών ανατράφηκαν και μεγάλωσαν μ’ αυτά τα παιδευτικά ιδανικά- αν για τον επώνυ­ μο δημιουργό δε σώρευε αρνητικές επιπτώσεις στον ψυχολογικό του κόσμο και στην καλλιτεχνι­ κή του συνείδηση. Στην περίπτωση του Παπαδιαμάντη τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και νομίζω πως οι θετικές πλευρές αυτής της παιδαγωγικής καταπίεσης, δικαιωμένες εκ των υστέρων μέσ’ από την προοπτική του χρόνου, εί­ ναι και οι μόνες που λειτούργησαν στην καλλιτε­ χνική του συνείδηση. Μέσ’ από τον κόσμο των καταπιέσεων φτάνει στην εκφραστική απελευθέ­ ρωση και μέσ’ από την υποταγή στην καλλιτεχνι­ κή κυριαρχία. Στρέφει για μια στιγμή το βλέμμα προς τα πίσω και το μόνο που βλέπει είν’ ένα παιδί που στενεύεται μέσα στα παιδαγωγικά δε­ σμά που του έχουν επιβάλει. Απ’ την άλλη όμως αυτό το θησαύρισμα πικρίας βρίσκει την εκφρα­ 8. Βλ. το διήγημα «Τα δαιμόνια στο ρέμα» (Τ', 242). 9. Στο διήγημα «Ο σημαδιακός» (Β', 103 κ.ε.) εκφράζει την πικρία τον και το σαρκασμό του συνάμα σε μιαν αντιπα­ ράθεση της επαγγελματικής εξέλιξης και της επιστημονι­ κής καταξίωσης των εξαδέλφων του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη και Σπόρου Μωραίτη και της δικής του αποτυχίας: «Φεϋ! οί δόο έκεϊνοι συμμαθηταί, τοός όποιους οόχί άνευ παιδικής κακεντρεχείας προσήγγιζεν σΰτως ό ’Αλέκος, έμελλον μετά δεκαετίαν να κατέλθωσιν έκ Γερμανίας μέ υψηλούς πίλους καί μέ ξένα έξοδα, doctores philosophiae et omnium utilium reram... καί ό πτωχός Άλέκος, δστις

στική του διέξοδο και αποτυπώνεται σε μορφές αφήγησης που λειτουργούν ως καθάρσεις, με την αριστοτελική περίπου έννοια. ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ έκφραση, ως μνημείωση απ’ τη μια αφομοιωμένων εμπειριών και εξωγενών επιδράσεων κι απ’ την άλλη ως λυτρω­ τική επενέργεια, τόσο στην ψυχή του δημιουρ­ γού, όσο και στην ψυχή του αποδέκτη αυτογε­ νών παρορμήσεων, ’ τείνει πάντα να σχηματο­ ποιήσει τον άπειρο και χαώδη κόσμο της συνεί­ δησης. Κι αυτό, βέβαια, προϋποθέτει -ή και αρ­ θρώνεται πάνω σε- μιαν επιλογή βιωμάτων και εκφραστικών μέσων που τα αποτυπώνουν. Η πάλη του δημιουργού για την επίτευξη μιας κυ­ ριαρχίας στα εκφραστικά του μέσα εκεί έχει την αιτία της. Γι’ αυτό και όταν ο δημιουργός είναι σε νεανική ηλικία δέχεται -κατά κανόνα- τις επιδράσεις από κατασταλαγμένες οιωνεί εκφρα­ στικές μορφές και καλλιτεχνικά σχήματα, γιατί ακόμα ο ίδιος δεν έχει την απαιτούμενη ωριμό­ τητα, τόσο της επιλογής βιωμάτων, όσο και της κατάκτησης των εκφραστικών μέσων που αντι­ στοιχούν σ’ αυτά. Κάποτε βρίσκει το δρόμο του,19 και ο δρόμος αυτός τον οδηγεί σε μιαν αν­ τίστροφη πορεία: είναι ο δρόμος του εσωτερικού κόσμου, που απαιτεί την έκφρασή του και που οι θησαυροί του είναι ακόμα άμορφοι και ανεκ­ μετάλλευτοι. Βλέπει τον κόσμο ανάποδα απ’ ό,τι τον βλέπουν οι άλλοι - δηλαδή ορθά. Είναι σαν τις αστραπές του Παύλου, που τον τύφλωσαν για να δει μέσα του το φως που αναζητούσε έξω και μακριά του. Ο Παπαδιαμάντης είδε στο εσωτερικό αυτό φως τη diritta via,11 που έχασε εξωτερικά. Τα «δαιμόνια» επιδόθηκαν στις συμφυείς τους ασχολίες, έγιναν το περιεχόμενο ενός κόσμου που στροβιλίζεται μέσα στη δίνη της καθημερι­ νότητας, είτε στην αποστασιοποιημένη ανθρω­ πότητα της νησιώτικης ηθογραφίας είτε στη ρεα­ λιστική απεικόνιση μιας πρωτεύουσας, που δεν έκρυβε το χαρακτήρα της ως πόλης «της δουλο­ παροικίας και των πλουτοκρατών». Η δουλωμένη παιδικότητα, που φόρεσε, από αιτίες που ξε­ φεύγουν από την ανθρώπινη βούληση και επιθυ­ μία (κρίμασιν οίς οιδε Κύριος), τη μορφή ενός ώριμου άντρα, έγινε καθοριστικός παράγοντας μιας στάσης ζωής: απομόνωση, αποχή από βιοτι­ κές μέριμνες, αφοσίωση σε μια μορφή λατρείας

Η

ούτε διδάσκαλος κατώρθωσε νά γίνη άν καί ένεγράφη πο­ τέ είς τήν Φιλοσοφικήν σχολήν, έμελλε νά μείνη ξεσκού­ φωτος καί άσημος... συρράπτης έπιφυλλίδων!...» (ό.π., σελ. 106). 10. Τα μυθιστορήματα του Παπαδιαμάντη αποτελούν την αφηγηματική προϊστορία. Ωστόσο νομίζω πως δεν τον βοήθησαν να βρει το δρόμο του. 11. Την ευθεία οδό, τον ίσιο δρόμο. Από στίχο του Δάντη στη «Θεία Κωμωδία» (Κόλαση, 1,3). Το στίχο παραθέτει ολό­ κληρο ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Τα δαιμόνια στό ρέμα» (Γ.', 243).


46/αφιερωμα σύμφυτη με τη λαϊκότητα, και, το κυριότερο, συ­ νεχής ενατένιση του εσωτερικού φωτός, που πλάθει τον κόσμο απ’ την αρχή δίνοντας του το σχήμα ενός νησιού, που στερεώνεται, όπως η Δήλος της ελληνικής μυθολογίας, όλο και πιο σταθερά, κάθε φορά που η δημιουργός ψυχή γεννά τις εκφραστικές της αποτυπώσεις: «Η καρδία μου είναι εις τα Ψηλώματα, η καρδία μου δεν είναι εδώ».12 Κι όπως στο νησί των παι­ δικών του χρόνων και των ονείρων της ώριμης ηλικίας του, ζει μια περιθωριακή ζωή, περιφρονημένη από τους συνομηλίκους του, έτσι και στην πρωτεύουσα της αδικίας και των πικριών ζει επίσης μια ζωή στο περιθώριο των παρορμήσεων και των ενστίκτων. Τα παιδαγωγικά δεσμά επιβάλλονται από τη στιγμή που ο ενήλικος αισθάνεται την τάση να κυριαρχήσει πάνω σ’ εκείνον που χειραγωγεί. Αυτή η μορφή εξουσίας απλώνεται πάνω σ’ όλες τις εκδηλώσεις του χειραγωγουμένου και απο­ βλέπει σ’ ένα ρυθμιστικό αποτέλεσμα της συμπε­ ριφοράς του, σύμφωνα με τα πρότυπα μορφώμα­ τα που ο ενήλικος έχει ενσωματώσει στην κο­ σμοαντίληψή του. Και η ηθική που πηγάζει απ’ αυτή την εξάρτηση, είναι σίγουρα μια κατάστα­ ση που δε συμβάλλει σε κανενός είδους απελευ­ θέρωση. Αυτήν την κατάσταση δίνει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο Παπαδιαμάντης σε μια σειρά διηγημάτων που έχουν αποκλειστικό θέμα τους το σχολείο.13 Σ’ αυτά, το σχήμα που προ­ βάλλεται στον ορίζοντα του αφηγηματικού σύμπαντος είναι σταθερό: απ’ τη μια ο «παιδαγω­ γός» με την «αυθεντία» και το επίπλαστο κύρος της θέσης του και της δύναμής του κι απ’ την άλλη τα παιδιά, σ’ όλη την κλίμακα της παιδαγωγούσης καταπιέσεως, από τα σκολιαρούδια του σκιαθίτικου περιθωρίου ώς τους φοιτητές του αθηναϊκού κέντρου, σε μιαν εξάρτηση εξουσιαστή και εξουσιαζομένου. Οι λεπτομέρειες, μέσ’ από τις οποίες η αφήγηση αποτυπώνει αυτή τη σχέση είναι συναρπαστικές.14 Θα μπορούσε κανείς να συγκροτήσει μελέτη για την κοινωνιολογία της παιδαγωγικής στηριζόμενος και μόνο στα κείμενα του Παπαδιαμάντη. Βέβαια, ο σκο­ πός μας δεν είναι αυτός, όμως το χιλιοειπωμένο, ότι ο χώρος του σχολείου αντανακλά, σ’ ό,τι βα­ θύτερο συστατικό περιέχει, τον ευρύτερο χώρο 12. Το στίχο αυτόν (προφανώς σε δική του μετάφραση) του Σκώτου (εθνικού) ποιητή Robert Bums, παραθέτει ο Παπαδιαμάντης στο διήγημά του «Αμαρτίας φάντασμα» (Τ', 227). 13. Είναι τα διηγήματα: Ο τυφλοσούρτης, Ωχ! Βασανάκια, Η δασκαλομάνα, Η θεοδικία της δασκάλας, Η κάλτσα της Νώενας, Τα καλαμπούρια ενός δασκάλου, Της δασκάλας 14. Ιδού για παράδειγμα ένα απόσπασμα από το διήγημα «Ο τυφλοσούρτης»: «Ό διδάσκαλος τότε, έν παραφορρ όργής, καί χωρίς νά έλπίζη εύνοϊκόν άποτέλεσμα, έφώναξε λέγων δτι οί μαθηταί ώφειλον νά καταγγείλωσι τόν αύτουργόν τού δόλου, άλλως θά ήσαν δλοι κακοήθεις καί

της κοινωνίας, βρίσκει εδώ την κλασική του έκ­ φραση. Κι ακόμα, οι δυο φορείς αυτής της σχέ­ σης -παιδαγωγός και παιδί- συνεχίζουν και έξω από το χώρο της συμβατικής τους συνάντησης να συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο: η αφετηρία της σχέσης τους γίνεται η καταληκτική μορφή της συμπεριφοράς τους. ΥΤΗ η συμβατικότητα είναι και ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά μιας αγωγής που επιβλήθηκε για πολλές δεκαετίες ύστερ’ από την απελευθέρωση, δηλαδή από τότε που «μετηλλάξαμεν τυράννους».15 Γιατί ο «ασθενής των 444 ετών»16 δεν ήταν εύκολο να θεραπευθεί από τη μακρόχρονη ασθένειά του, σ’ ένα καθεστώς που δεν είχε ούτε την πρόθεση ούτε τη δύναμη να τον θεραπεύσει. Καί ο άρρωστος βυθιζόταν στης «αγνωσίας το ζόφο» ολοένα και περισσότε­ ρο και οι βελόνες του πυρετού του από τη σήψη των άρρωστων μελών του έφταναν στο υψηλότε­ ρο σημείο της αντοχής του. Ιδού ο λόγος που ο Παπαδιαμάντης προτιμούσε «νά είναι βοσκός είς τά όρη»,17 παρά να έχει φορτωθεί στον ψυχικό του ώμο τις πήρες με τους καρπούς μιας αμφίβο­ λης γνώσης και μιας συμβατικής μόρφωσης. Κι αυτός επίσης είναι ο λόγος που πολλοί ήρθαν σε αντιπαράθεση μ’ αυτή την επιβολή και μίλησαν για το «σκολειό» και το «δάσκαλο» με την έσχα­ τη περιφρόνηση μιας απροσδόκητης απελευθέ­ ρωσης: το κίνημα του Δημοτικισμού. Έτσι, από άλλη αφετηρία, αντίθετη, συναντήθηκαν σε κά­ ποια ουσιαστικά σημεία ίσως με τον Παπαδιαμάντη. Όμως ο «σκληροτράχηλος» αυτός και ονειροθρεμμένος ουτοπιστής, που ωστόσο ήξερε σε βάθος το λαό και τον ψυχισμό του, γιατί έβγαινε μέσ’ απ’ αυτόν και εκφραζόταν μ’ αυτόν, έβλεπε πολύ μακρύτερα. Κι αν δεν ήταν πλασμέ­ νος από τη στόφα εκείνων που σπάνε τα δεσμά, αλλά τα κουβαλούσε μέσα του «διά βίου», μια φορά οι απόψεις του ήταν σωστές. Οι δημοτικι­ στές με τις ακρότητές τους κάποιες φορές ζημίω­ σαν την υπόθεση του γλωσσικού κινήματος, ζη­ μίωσαν, αν θέλουμε, την ίδια τη γλώσσα και πολλές από τις αρχές τους, περνώντας ο καιρός, καταργήθηκαν από τα ίδια τα πράγματα, για να μην πούμε πως ήταν από τη γένεσή τους καταργημένες απ’ το λαό, που δεν τον λογάριασαν

Λ

άνάγωγοι. Καί έπειδή δέν έπείθοντο, ήρχισε νά κλίνη τό γνωστόν ρήμα, καθ’ όλους τούς χρόνους καί τάς έγκλίσεις, τά πρόσωπα καί τούς άριθμούς, έπί των βραχιόνων, τών ώμων καί τών ράχεων όλων συλλήβδην τών μαθητών. Έ πί τινα λεπτά τής ώρας άντήχει ό κρότος τής λεπτής καί όζώδους βέργας, άναμίξ μέ πεπνιγμένους γέλωτας καί οίμωγάς» (Β', 467-468). 15. Η φράση από το διήγημα «Οι χαλασοχώρηδες» (Β', 401). 16. Η ακροτελεύτια φράση στο διήγημα «Ο αβασκαμός του Αγά» (Τ', 139). Τα 444 χρόνια υπολογίζονται από την Άλωση ως τη χρονιά, που στο τέλος της δημοσιεύτηκε το διήγημα (18%). 17. Η φράση, ακροτελεύτια στο διήγημα «'Ονειρο στο κύμα» (Τ', 273).


αφιερωμα/47 όταν έκαμαν την επανάστασή τους. Δεν ήταν πα­ ρά ένας «αστικός εκσυγχρονισμός». Ο Παπαδιαμάντης εξέφρασε τις θέσεις του για το γλωσσικό ζήτημα και οι θέσεις του αυτές δικαιώθηκαν από το χρόνο. Η γλώσσα του λαού είναι αρκετή. Η υποταγή σ’ αυτήν είναι η μόνη σωστή ενέργεια. Τα δεσμά που ο Παπαδιαμάντης κουβαλούσε μέσα του έγιναν ένα περιεχόμενο που, βρίσκον­ τας στο χώρο της ιδιοφυίας του την εκφραστική του διέξοδο, μορφοποιήθηκε σ’ ένα λόγο, όπου η ποίηση αναδύεται, σώμα πραγματικό, όπως η Μοσχούλα του εφηβικού του ονείρου, και η μου­ σική αυτού του λόγου πηγάζει μ’ έναν τρόπο συμφυή της ιδιοσυγκρασίας του και της ένταξής του μέσα στη διαστηματική διαίρεση των αρθρώσεών του. Και, φυσικά, δε θέλω εδώ να υποστη­ ρίξω, από τη μεριά της ψυχοπαθολογίας, ενδε­ χομένως, πως η καλλιτεχνική δημιουργία έχει ανάγκη για να εκφραστεί αρνητικές καταστά­ σεις. Το πράγμα σηκώνει πολλή συζήτηση, ωστό­ σο εκείνο που μπορεί να πει κανείς και να παρα­ τηρήσει για την αφήγηση του παπαδιαμαντικού κειμένου είναι ένα χαμηλόφωνο ισοκράτημα, ένας «ήσσων τόνος», όπως αυτός που έχει η βυ­ ζαντινή μουσική στις αρθρώσεις των οκτώ ήχων της, και που ο Παπαδιαμάντης ήταν όχι μόνο λάτρης της αλλά και εκτελεστής της. Αυτός ο χα­ μηλός μουσικός χαρακτήρας, που είναι και η απροσδιόριστη γοητεία του κειμένου (μαζί με τη γλώσσα, πράγματα αξεδιάλυτα δεμένα) οφείλε­ ται, νομίζω, στην ύπαρξη αυτών των δεσμών, που ο συγγραφέας ένιωθε το βάρος τους κάθε φορά που το καλάμι του σκάλιζε στα τσαλακω­ μένα χαρτιά του τις ανεπανάληπτες γλυφές του. Οι ιδιοσυγκρασίες σταθεροποιούνται από την ενσωμάτωση εκείνων που το άτομο, μεγαλώνον­ τας, περνάει μέσ’ από το πετσί της προσωπικής του εκφραστικής -ο λόγος πάντα για τον επώνυ­ μο λογοτεχνικό δημιουργό. Η οριστικότητα μιας στάσης ζωής οφείλεται στους συμβατικούς κοι­ νωνικούς δεσμούς που το άτομο είτε αποδέχεται για τον εαυτό του είτε απορρίπτει. Αυτό δεν ση­ μαίνει καθόλου πως αυτά τα πράγματα είναι και τα μοναδικά ή και τα περισσότερο καθοριστικά. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει το πρώτο και κύριο: την έμφυτη δύναμη της εκφραστικής και την καλλιέργειά της με μιαν αδιάκοπη αναστρο­ φή με κείμενα που στέκονται «είς κεφαλήν γω­ νίας» των εκφραστικών μας πεπρωμένων. Και ο Παπαδιαμάντης είχε μια ευρεία και βαθιά εποπτεία των έργων της εκκλησιαστικής και της θύ­ ραθεν γραμματείας,18 και έχει εντάξει μ’ έναν 18. Η έκδοση του Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου αναδεικνύει αυ­ τόν τον πλούτο καθώς παραθέτει τα testimonia στους αντί­ στοιχους υποσελίδιους χώρους. 19. Βλ. στο διήγημά του «Αποκριάτικη νυχτιά» (Β-, 311): «Διά μέν έκείνους (τί τά θέλετε!) ό βίος είναι διηνεκής Άπόκρεώς, διά τούς δέ είναι μακρά καί θλιβερά σαρακο-

τρόπο φυσικό, απλό και αβίαστο εκφράσεις και λέξεις και αποχρώσεις εννοιών απ’ όλο το πλά­ τος αυτό στην προσωπική του εκφραστική. Υπο­ ταγή στη γλώσσα και κυριαρχία της -το σολωμι­ κό δίδαγμα. Ι παρορμήσεις και οι ενστικτώδεις κινήσεις των υποσυνείδητων κόσμων ήταν φυσικό Ο να δεχθούν τα βαρύτερα από τα παιδαγωγικά δεσμά, που η μητριαρχική αδυναμία, η περιθω­ ριακή κοινωνία, η συμβατική παιδεία και το κοι­ νωνικό κατεστημένο επέβαλαν στο αδύναμο πλά­ σμα, που έβλεπε με τα απορημένα παιδικά του μάτια τον κόσμο και τους ορισμούς του και που ώς το τέλος δεν εντάχθηκε σ’ αυτόν. Και, φυσι­ κά, τα ένστικτα και οι παρορμήσεις αυτές δεν πρόλαβαν έτσι να εξευγενιστούν και να πάρουν κάποια πνευματικότερη μορφή σε κάποιες βιοτι­ κές μέριμνες αλλά και χαρές. Ο ασκητικός χαρα­ κτήρας της ζωής του19 διαγράφεται μέσ’ από την αφήγησή του και η βιογραφία του έχει διασώσει αρκετά σχετικά στοιχεία. Ωστόσο αυτός ο απομόναχος και ανένταχτος, αυτός ο ασυμβίβαστος της ζωής και της έκφρασης, δεν έφυγε μέσα από τον κόσμο, μέσα από την «κοινωνική δυσαρμο­ νία».20 Έγινε ένας ασκητής της κοινωνίας, γιατί το σημαντικότερο ένστικτό του, το καλλιτεχνικό, τον ωθούσε να γίνει ο εκφραστής των πόθων και των καημών, του πόνου και της χαράς των τα­ πεινών και των αδικημένων. Και, όπως εκείνος, έτσι κι αυτός ο κόσμος, που το κοινωνικό κατε­ στημένο τού είχε ορίσει να ζει στο περιθώριο, «τα πάντα καλαμώμενος», δημιουργούσε ανυπο­ ψίαστα τον αφανή και περιφρονημένο πολιτισμό του -ήταν ο λαός, που ο Παπαδιαμάντης έγινε η έκφρασή του, λαός κι αυτός, σάρκα από τη σάρ­ κα του και κόκαλο από τα κόκαλά του. Κι αυτό το ένστικτο, το καλλιτεχνικό, τον βοήθησε να μπει στις υποστάσεις των ετερόκλητων ηρώων του, «διφυής» και «τριφυής» υπόσταση ο ίδιος, παιδί, και άντρας, και γέροντας, και κόρη, και γυναίκα, και γραία, μαθητής, και δουλευτής, και οικογενειάρχης, παρθένα, και σύζυγος, και μητέρα, και μάμμη. Και το καλλιτεχνικό ένστι­ κτο έμεινε αλώβητο από τα παιδαγωγικά δεσμά, που, κι αν τον παρώθησε, σε αντίθεση με άλ­ λους, σε «έργα μή παραδεδεγμένης χρησιμότητος», όμως τον ανέβασε πάνω από την ταπεινή ζωή και πάνω από πολλούς, που το έργο τους, «παραδεδεγμένης χρησιμότητος» αυτό, ξεπεράστηκε από το χρόνο και τη ζωή και μόνο ως ονό­ ματα «ψιλά» μένουν στην ιστορία των ανθρώπι-

20.

στή. Καί αύτός όδοιπόρος ήτο είς τήν ματαιότητα αύτοΰ τσϋ κόσμου. Καί δι’ αυτόν ή ζωή ήτο άνήφορος άτελείωτος, καί όδός τραχεία καί μακρά τεσσαρακοστή...». Παραλλαγή του τίτλου του διηγήματός του «Κοινωνική αρμονία». Ο τίτλος είναι σχήμα κατ’ ευφημισμόν, εννοεί ακριβώς το αντίθετο, όπως από το περιεχόμενο του διηγή­ ματος εμφαίνεται.


48/αφιερωμα νων προσπαθειών.21 Γιατί τελικά εκείνο που έχει σημασία είναι το όνομα -αφού μέσα στα συμβα­ τικά κοινωνικά μας πλαίσια δημιουργείται η επώνυμη εποχή μας- να συνδέεται με κάποιο πε­ ριεχόμενο, με ένα έργο ζωής. Αυτό σε λίγους έχει δοθεί η χάρη να το κατορθώνουν. Στον Παπαδιαμάντη η χάρη αυτή περισσεύει... Και ήταν το καλλιτεχνικό ένστικτο που τον οδήγησε, αυτόν τον ανέραστο, με την αιώνια στυφή γέψη στα χείλη, να εισδύσει στα κρυφά και τα μυστήρια της ερωτικής περιοχής και να αναδειχθεί ένας από. τους πιο ερωτικούς συγγρα­ φείς μας -για να μην πω ο πρώτος. Διαφορετικά οι καταπιεσμένες αυτές παρορμήσεις θα μπορού­ σαν να οδηγήσουν σε μιαν αφασία της περιοχής αυτής («Θύρα περιοχής περί τά χείλη») ή, σε άλ­ λη περίπτωση, διαφορετική απ’ του Παπαδιαμάντη, σε εκτροχιασμούς χυδαιότητας, ενδεχο­ μένως- πράγματα που τα βλέπουμε γύρω μας και που προσπαθούν να μας τα επιβάλουν ως έκ­ φραση καλλιτεχνική. Στον Παπαδιαμάντη, και μ’ όλο τον αισθησιασμό που αποπνέουν αρκετά διηγήματά του,22 αυτό το στοιχείο απουσιάζει. Και, μέσ’ από την ασκητική θεώρηση του κό­ σμου, το θεωρεί αμάρτημα να έχει κι αυτός ένα ερωτικό πάθος ή έναν ερωτικό δεσμό. Μολαταύ­ τα, στο βάθος των καταπιέσεών του, το πάθος ελλοχεύει και κάποτε τον καίει, τον ταλαιπωρεί, και αγωνιά και χαίρεται γι’ αυτό, και ζει την ηδονική του οδύνη. Και ο χριστιανός ενώνεται μέσα του με τον ειδωλολάτρη, και στην πάλη των δουλωμένων ορμών με τις αποπνευματοποιημένες απορρίψεις, δε φαίνεται να νικάει κανένας.. Όμως, μόνο υπαινικτικά και φευγαλέα αναφέρεται σε παρόμοιες καταστάσεις,23 και αισθάνε­ ται να τον κυνηγούν τα φαντάσματα της αμαρ­ τίας του, αυτόν τον αναμάρτητο, που η σάρκα του είχε περιβληθεί με την οσιότητα μιας θελη­ ματικής δοκιμασίας και μιας βιωμένης ηθικής συμπεριφοράς.24 Σε κάποιες περιπτώσεις μάλι­ στα κρύβεται πίσω από το προσωπείο της ψευ­ δωνυμίας, για να μπορέσει, χωρίς να προδώσει τα καταπιεσμένα ένστικτά του, να αποτυπώσει το πάθος και το άλγος του. 21. Βλ. στο διήγημα «Ο σημαδιακός» (ό.π.). 22. Λ.Χ. «Θέρος-Έρως» (6', 183), «Έρως-Ήρως» (Γ', 165), «'Ονειρο στο κύμα» (ό.π.). 23. Βλ. <πο διήγημα «Η Φαρμακολΰτρια» (Γ', 309-310): «νΩ! έπτάκις μόνον!.. Έβδομηκοντάκις έπτά θά είχαν τώρα άνάγκην νά περιζώσω τόν ναόν τής 'Αγίας 'Αναστα­ σίας!... Τοσάκις είχε περιζωσμένην τήν καρδίαν μου ή άκανθα τής πικρός άγάπης, τοσάκις τήν είχε περισφίγξει τό έρπετόν πάθος, τό δολερόν... εύλαβούμην νά εΐπω είς τήν 'Αγίαν, ήσχυνόμην νά όμολογήσω πρός έμαυτόν, δτι ήμην, όψέ ήδη τής ήλικίας, λεία τού πάθους καί έρμαιον... 'Η Α γία ήδύνατο ίσως νά μέ θεραπεύση, άλλ’ έγώ δεν έπεθύμουν νά θεραπευθώ. Θά έπροτίμων νά καίωμαι είς τήν φλόγα τήν βραδεϊαν... Υπάρχουν εις τόν Παράδεισον "Αγιοι δεχόμενοι τάς εύχάς των έρώντων;... Τάχα έκεϊ εις Ί·'·· κκληοιιΛ IΜ: Ί μ .'πο . . . . , ... έκείνο μεγαλομάρμαρον κτίριον τό αΐγματώδες. νά ύπήρχε

ΥΤΟΣ ο ερωτισμός, που διαποτίζει συχνά την αφήγηση, και παίρνει μια ποιητική πνοή ασυνήθιστη, είναι χαρακτηριστικό που μας πάει στο κυριότερο γνώρισμα της νεότερης ποίη­ σής μας και της πεζογραφίας περισσότερο και, από την άποψη αυτή, ο Παπαδιαμάντης είναι ένας «σύγχρονος» συγγραφέας (το χαρακτηρι­ σμόν αυτόν, φαντάζομαι, θα τον κάμει και κάθε εποχή μετά τη δική μας) γιατί έδωσε (και στάθη­ κε σε) στοιχεία π.ου θα έχουν για πάντα την αξία τους, όσο ο άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του κέν­ τρο του πολιτισμού του. Και τότε μόνο η λογοτε­ χνία θα έχει την επίδρασή της και την καταξίωσή της στους ανθρώπινους πολιτισμούς, όταν ο άν­ θρωπος γίνεται το κέντρο του κόσμου του («χρη­ μάτων πάντων μέτρον άνθρωπος»). Υπήρξαν εποχές που ο πολιτισμός τους ήταν θεοκρατικός ή φυσιοκρατικός ή δεν ξέρω τι άλλο. Οι εποχές αυτές δεν άφησαν για τους μεταγενέστερους έρ­ γα διαρκή, που εισχωρούν με τη δύναμή τους σε κάθε περίοδο και την επηρεάζουν -κ ι αν έδωσαν κάποτε υψηλά έργα αυτά είχαν ως αντικείμενό τους τον άνθρωπο. Αυτός ο επηρεασμός έγινε μόνο με τον ανθρωποκεντρικό αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Σήμερα, και μ’ όλο το μηχανοκρατικό (ή τεχνοκρατικό) χαρακτήρα του πολιτισμού μας, γίνεται κάποια προσπάθεια να μη μετατο­ πίσουμε το κέντρο βάρους έξω από τον άνθρω­ πο. Δεν ξέρω αν στο τέλος τα καταφέρουμε. Όμως συγγραφείς, όπως ο Παπαδιαμάντης, που αγγίζουν τις εσώτερες πτυχές του ψυχισμού μας και μας δείχνουν τα αντικρίσματα που πρέπει να διαφυλάξουμ* σε τούτον τον αιώνα της συναλ­ λαγής, θα έχουν για πάντα πρωτεύουσα θέση στο νου και την καρδιά των ανθρώπων. Τα παι­ δαγωγικά του δεσμά, που με τη δύναμη του τα­ λέντου του μετατράπηκαν σε εκφραστικά σχήμα­ τα ανεπανάληπτα και δικαιώνουν με τη λογοτε­ χνική τους αξία την ανθρώπινη υποταγή και τα­ πεινοφροσύνη, δείχνουν πως η άρνηση γίνεται θέση, σ’ έναν κόσμο που βαραίνει απ’ τη μεριά της αδικίας, πως ο ανθρώπινος πόνος μερίζεται σε πνευματικές προσφορές μιας μοναδικής ευ­ φροσύνης. Τα υπόλοιπα είναι για μας τους ματαιόσπουδους και τους παροδικούς...

Λ

24.

τό πάλαι ιερόν τής ’Αφροδίτης, νά ύπήρχε ναός τού Έ ρω­ τος;» Βλ. στο διήγημα «’Αποκριάτικη νυχτιά» (ό.π.): «Ήτο ή Μαρούσα, ή ψυχοκόρη τής Σταματούλας, δεκατεσσάρων έτών κορασίς, μελαγχροινή, νόστιμη, με μαύρα όμματα, μέ λευκόν μανδήλιον περί τήν κεφαλήν, τήν όποιαν πρό δύο έτών, όταν ήτο μαθητής τού γυμνασίου καί κατφκει εις γειτονικόν δωμάτιον, ένθυμεΐτο μικράν όσχημην παιδί­ σκην, μαύρην, ζαρωμένην, άληθές “γυφτοκόνισμα”, καί ήτις τώρα είχε “ξετρίψει” κ’ έγίνετο ώραία... Μάλλον θά έπροτίμα νά φιλήση έκεϊ είς τά κρυφά τήν μικράν κορασί­ δα, τήν όποιαν άπερισκέπτως έστελλε πρός αύτόν ή ψυχο­ μάνα της, άλλά δέν ήτο τολμηρός, ούτε άπολύτως διε­ φθαρμένος. Άπέπεμψε τήν παιδίσκην άλώβητον, καί αύτός έξηπλώθη φιλοσοφικώς έπί τής σκληρός μαθητικής στρωμνής του...» (σελ. 309-310),


αφιερωμα/49

Ελ. Π ολίτου-Μ αρμαρινού

Η ποιητικότητα τον

Φωτογραφία του Α. Παπαόιαμάντη από τον Π. Νιρβάνα στη Δεξαμενή στα 1906

παπαδιαμαντικον έργου

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ποιητής με τον πεζό λόγο.

1. Τα λογοτεχνικά είδη ως κατηγορίες ταξινόμησης και ο αναγνώστης Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη, τα λογοτεχνι­ κά είδη είναι σειρές έργων, συγκεκριμένης χρο­ νικής περιόδου, με κοινά χαρακτηριστικά τόσο σε θεματικό όσο και σε μορφικό επίπεδο ή σύ­ στημα κανόνων, στο οποίο κωδικοποιούνται μετακειμενικά τά κοινά ακριβώς χαρακτηριστικά και οι κοινές ιδιότητες των έργων αυτών.1 Και 1. Βλ. Tzvetan Todorov, Les genres du discours, Seuil, [Paris 1978], σσ. 48-49.

στις δυο περιπτώσεις τα λογοτεχνικά είδη χρησι­ μεύουν ως κατηγορίες ταξινόμησης. Στα πλαίσια τώρα της κλασικής αυτής θεωρίας των λογοτεχνικών ειδών ως κατηγοριών ταξινό­ μησης, ο αναγνώστης οργανώνει τον τρόπο ανά­ γνωσης του έργου σύμφωνα με την ειδολογική σύμβαση που εγκαθίσταται ανάμεσα σ’ αυτόν και το κείμενο. Η σύμβαση αυτή είναι αποτέλε­ σμα τόσο των δηλωμένων ειδολογικών προθέ­ σεων του συγγραφέα (υπότιτλοι όπως ποιήματα, διηγήματα, μυθιστόρημα, ηθογραφία κλπ) όσο και των γνώσεων που έχει ο ίδιος ο αναγνώστης, συνειδητά ή ασυνείδητα, για το είδος στο οποίο εντάσσεται το έργο που τον απασχολεί. Στην πε­


50/αφιερωμα ρίπτωση δηλαδή αυτή το λογοτεχνικό είδος, κυ­ ρίως ως σύνολο εξωκειμενικών κανόνων, προει­ δοποιεί τον αναγνώστη για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να διαβάσει, άρα και να κατα­ νοήσει, το συγκεκριμένο έργο, όπως ακριβώς το ίδιο αυτό σύστημα κανόνων είχε λειτουργήσει ως «πρότυπο γραφής» και για το συγγραφέα. Στη διαδικασία αυτή ο αναγνώστης διευκολύ­ νεται από το γεγονός ότι κάθε έργο συνδέεται, σε μεγάλο βαθμό, με ένα συγκεκριμένο λογοτε­ χνικό είδος και το αναπαράγει. Τα χαρακτηρι­ στικά ακριβώς του έργου που το συνδέουν με το είδος επιλέγει ο αναγνώστης, τα ενεργοποιεί και τα εκμεταλλεύεται κατά την ανάγνωσή του, ενώ αντίθετα τα στοιχεία εκείνα, που ενδεχομένως δεν ανταποκρίνονται στις ειδολογικές του προσ­ δοκίες, τα αγνοεί ή και τα απορρίπτει ως μη λει­ τουργικά.

______2. Τα λογοτεχνικά είδη_____ ως διαφορετικοί τρόποι ανάγνωσης Ωστόσο στα πλαίσια μιας σημειωτικής της ανάγνωσης η αντίδραση του αποκωδικοποιούντος αναγνώστη είναι όχι μόνον προσδιορίσιμη από την ειδολογική σύμβαση αλλά και προσδιοριστική γι’ αυτήν.23 Αυτό σημαίνει ότι, αν τα λο­ γοτεχνικά είδη, και στην περίπτωσή μας η πεζο­ γραφία και η ποίηση, αποτελούν από την πλευρά του συγγραφέα την προβολή στο κείμενο δύο διαφορετικών στάσεων απέναντι στη ζωή και τον κόσμο,4 από την πλευρά του αναγνώστη τα δύο αυτά βασικά λογοτεχνικά είδη είναι δυνατό να θεωρηθούν ως διαφορετικές στάσεις του απέ­ ναντι στο κείμενο άρα και διαφορετικές αναγνώ­ σεις του. Η διαφορετική επομένως ανάλυση, ερ­ μηνεία και γιατί όχι και αξιολόγηση ενός λογο­ τεχνικού κειμένου είναι δυνατό να προέρχεται από τη διαφορετική ειδολογική του προσέγγιση και κατάταξη και αυτό ανεξάρτητα από τις συ­ νοδευτικές παρακειμενικές ενδείξεις (π.χ. ποίη­ μα, διήγημα κλπ). Η άποψη αυτή, το να διαβά­ σει δηλαδή κανείς ως «ποίημα» κάτι που από το συγγραφέα του έχει χαρακτηριστεί π.χ. «διήγη­ μα», δεν είναι παράλογη ούτε και αυθαίρετη, αν λάβει κανείς υπόψη του τα ακόλουθα: Το διάβασμα ενός έργου είναι βέβαια μια πρά­ ξη γλωσσικής επικοινωνίας, κάπως όμως διαφο­ ρετική από τις συνηθισμένες και ιδιόμορφη για­

2. Βλ. Tzvetan Todorov, Les genres du discours, όπ. παρ. σσ. 50-51. 3. Βλ. Jonathan Culler, The Pursuit of Signs, Routledge and Kegan Paul, London [1981] σσ. 58-59. 4. Πρβλ. Maria Corti, An Introduction to Literary Semiotics, Indiana University Press. [1978], a. 115 και Tzvetan Todo­ rov, Les genres du discours, όπ. παρ. a. 116.

τί, ενώ σε κάθε πράξη προφορικής γλωσσικής επικοινωνίας είναι παρόντες και οι δυο συνομιλητές (πομπός-δέκτης) και το κανάλι πα­ ραμένει διαρκώς ανοιχτό, έτσι ώστε η καλή επι­ κοινωνία να εξασφαλίζεται και να επιβεβαιώνε­ ται με διαρκή ανατροφοδότηση (feeding-back) κατά την επαφή μας με το λογοτεχνικό κείμενο ο πομπός είναι απών, αφού βέβαια πρώτα έχει στείλει το μήνυμά του.5 Ο αναγνώστης, προκειμένου να καλύψει αυτό το κενό, που του δη­ μιουργεί ένα αίσθημα ανασφάλειας κατά τη δια­ δικασία παραγωγής της σημασίας, υποβάλλει το κείμενο σε εξονυχιστική «ανάκριση», πιάνοντάς το κάθε φορά από διαφορετικές πλευρές και αντιμετωπίζοντάς το από διαφορετικές οπτικές γω­ νίες. Κατά τη διάρκεια της «ανάκρισης» αυτής είναι ενδεχόμενο, και αυτό πραγματικά γίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις, ο αναγνώστης αποδε­ σμευμένος από την ειδολογική ταξινόμηση να ενεργοποιήσει λανθάνοντα ίσως αλλά πάντως υπαρκτά στοιχεία του έργου, τα οποία έτσι ενεργοποιούμενα κάνουν δυνατή την εμφάνιση μιας πλευράς του που το συνδέει με ένα άλλο, διαφορετικό λογοτεχνικό είδος.

3.

Διαλεκτική σχέση του έργου με το λογοτεχνικό είδος του

Η ειδολογική αυτή μετατόπιση, άρα και δεύτε­ ρη ανάγνωση, όχι μόνο διευκολύνεται αλλά και επιβάλλεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, από το γεγονός ότι κάθε λογοτεχνικό κείμενο βρίσκεται, ώς ένα βαθμό, σε διαλεκτική σχέση με το είδος σύμφωνα με τους κανόνες του οποίου γράφεται από το συγγραφέα του και στο οποίο εγγράφεται από την κριτική. Η διαλεκτική αυτή σχέση προ­ κύπτει από το γεγονός ότι κάθε λογοτεχνικό κεί­ μενο, ως συγκεκριμένη υλοποίηση ενός ειδολογι­ κού προτύπου, δεν αποτελεί ποτέ απλή και πλή­ ρη αναπαραγωγή του.6 Αντίθετα, και σ’ αυτό συνίσταται η δυναμική λειτουργία του είδους μέ­ σα στο έργο την οποία οι Γάλλοι θεωρητικοί ονόμασαν genericite σε αντιδιαστολή με το genre ως απλή κατηγορία ταξινόμησης,7 κάθε λογοτε­ χνικό κείμενο αποκλίνει ώς ένα βαθμό από το πρότυπο του είδους που ανήκει και τους κανό­ νες του, το διαστρεβλώνει κάποτε και τελικά το τροποποιεί. Από αυτήν την άποψη μπορούμε θεωρητικά να πούμε ότι κάθε έργο δημιουργεί το

5. Πρβλ. Jean-Marie Schaeffer, «Du texte au genre», στο συλ­ λογικό έργο Thiorie des genres υπό τη διεύθυνση των Ge­ rard Genette και Tzvetan Todorov, Seuil, [Paris 1986], a. 193. 6. Βλ. Jean-Marie Schaeffer, «Du texte au genre», όπ. παρ. σ. 197. 7. Πρβλ. Jean-Marie Schaeffer, «Du texte au genre», όπ. παρ.


αφιερωμα/51 δικό του μοναδικό λογοτεχνικό είδος και παρά­ τη. Πιστεύω δηλαδή ότι ο Παπαδιαμάντης, προς γει επομένως το δικό του κώδικα ανάγνωσης.8 ευφροσύνην των αναγνωστών του και απελπι­ Αυτά ακριβώς τα υπαρκτά σε ένα έργο και απο- σίαν των κριτικών του, είναι ένας ποιητής που κλίνοντα από την ειδολογική νόρμα στοιχεία εκ­ διάλεξε τον πεζό λόγο για να εκφραστεί. Και πι­ μεταλλεύεται ο αναγνώστης για να καταλήξει σε στεύω επίσης ότι στο γεγονός αυτό οφείλονται, κατά μεγάλο ποσοστό, οι τόσο διαφορετικές, συ­ μια διαφορετική ανάγνωση. Είναι φανερό ότι ο μικρός βαθμός απόκλισης χνά διαμετρικά αντίθετες, στάσεις της κριτικής ενός έργου από τους κανόνες και τις προσδοκίες απέναντι στο έργο του. Σπεύδω όμως να διευ­ του είδους επιτρέπει την εύκολη και ομαλή ή φυ­ κρινίσω ότι οι σκέψεις που ακολουθούν αποτε­ σική, θα λέγαμε, ενσωμάτωσή του στην παράδο­ λούν νύξεις-προτάσεις για παραπέρα έρευνα και ση του είδους αυτού και επομένως διευκολύνει οπωσδήποτε χρειάζονται λεπτομερέστερη και σημαντικά την κατανόησή του, ενώ αντίθετα η ακριβέστερη τεκμηρίωση. μεγάλη απόκλιση κάνει προβληματική την έντα­ ξη και δυσχεραίνει συνεπώς και την κατανόησή του. Όπω ς όμως παρατηρεί ο Jonathan Culler, τα στοιχεία ενός έργου που «γίνονται κατανοητά 4. Ανάγνωση του παπαδιαμαντικού μέσω της ειδολογικής σύμβασης είναι συχνά λι­ ______έργου ως ρ εα λισ τικ ο ύ : ______ γότερο ενδιαφέροντα από τα στοιχεία εκείνα Αρνητική κριτική. που αντιστέκονται στην ειδολογική κατανόησή του».9 Στην τελευταία περίπτωση η θεωρία των Το έργο του Παπαδιαμάντη, όταν και σε όσο λογοτεχνικών ειδών ως ταξινομήσεων κάνει λόγο βαθμό θεωρήθηκε εκ των ένδον και καθεαυτό, για αρχή ενός καινούριου είδους ή χαρακτηρίζει επαινέθηκε ή κατακρίθηκε ανάλογα με το αν ατο συγκεκριμένο έργο «εκτός είδους». Η πολύ νταποκρινόταν στις προσδοκίες που γεννούσε το διαδεδομένη άποψη ότι τα μεγάλα έργα δεν ανή­ λογοτεχνικό είδος, στο οποίο κάθε φορά εντασ­ κουν σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος υποδη­ σόταν. Έτσι, ο καθηγητής Μουλλάς επικρίνει το λώνει την πίστη ότι η σχέση ενός έργου με το λο­ έργο κρίνοντάς το με τα κριτήρια της πεζογρα­ γοτεχνικό του είδος εξαντλείται στην ομοιότητα φίας και μάλιστα της ρεαλιστικής. Το πράγμα εί­ και την αναπαραγωγή. Η επισήμανση όμως της ναι εύλογο, εκ πρώτης όψεως, αφού στη ρεαλι­ δυναμικής, τροποποιητικής παρουσίας και λει­ στική αυτή πεζογραφία εγγράφεται το έργο τόσο τουργίας του είδους μέσα στο κείμενο επιτρέπει από την άποψη της χρονικής στιγμής της δη­ να δειχτεί ότι τα μεγάλα έργα χαρακτηρίζονται μιουργίας του όσο και από την άποψη των δηλω­ «όχι από έλλειψη ειδολογικών γνωρισμάτων αλ­ μένων προθέσεων του δημιουργού του. Επισηλά αντίθετα από την εξαιρετική πολλαπλότητά μαίνεται λοιπόν, γενικά η στατικότητα που χα­ τους».10 Έτσι, όπως ακριβώς ο συγγραφέας δια­ ρακτηρίζει το ίδιο το παπαδιαμαντικό έργο αλλά τηρεί για τον εαυτό του το δικαίωμα να αποδε- και τον κόσμο που αναδύεται απ’ αυτό: «Ο βα­ σμεύεται, ώς ένα βαθμό, από τους κανόνες του σικός νόμος που κυβερνά το παπαδιαμαντικό είδους, στο οποίο ωστόσο γράφει, κατά τον ίδιο σύμπαν είναι ο νόμος της αδράνειας, της αμετατρόπο και ο αναγνώστης αναγνωρίζει στον εαυ­ βλησίας». Και ακόμα: «Το παπαδιαμαντικό όρα­ τό του το δικαίωμα να αποδεσμεύεται, ώς ένα μα του κόσμου [είναι] αποτέλεσμα και συνάμα βαθμό, από την υποχρέωση να διαβάζει μόνον θεωρητική δικαίωση της αδράνειας». «Το όραμα αυτό», συνεχίζει ο καθηγητής Μουλλάς, «δια­ π.χ. ως διήγημα κάτι που γράφτηκε ως διήγημα. Είναι φυσικό να σκεφτεί κανείς ότι δεν έχουν μορφώθηκε σε αντίθεση με μιαν εποχή όπου η όλα τα λογοτεχνικά έργα να επιδείξουν αυτή τη μεταβολή αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό δυναμική παρουσία αποκλινόντων και τροπο- της ελληνικής κοινωνίας», κυρίως χάρη «στις ποιητικών ειδολογικών στοιχείων και επομένως αστικές πρωτοβουλίες του 1880, οικονομικές, δεν προσφέρονται όλα για διαφορετικές ανα­ πολιτικές, ιδεολογικές, γλωσσικές».11 γνώσεις και μάλιστα διαμετρικά αντίθετες. Δεν Το έργο λοιπόν του Παπαδιαμάντη δεν κατα­ μπορεί κανείς εύκολα π.χ. να διαβάσει «ποιητι­ φέρνει να αναπαραστήσει τη σύγχρονή του κά» το έργο του Κάρκαβίτσα. Για τέτοιου είδους πραγματικότητα, που βρισκόταν σε κίνηση, αλ­ αναγνώσεις, από διαφορετικές δηλαδή ειδολογι­ λαγή και εξέλιξη σε όλους τους τομείς. Το γεγο­ κές αφετηρίες, προσφέρονται μόνον τα μεγάλα νός όμως αυτό είναι πραγματικό μειονέκτημα έργα, όπως υπαινίχτηκα και παραπάνω, και τέ­ μόνον αν ιδωθεί από τη σκοπιά της ρεαλιστικής τοιο πιστεύω ότι είναι το έργο του Παπαδιαμάν- πεζογραφίας, της οποίας κύριο πράγματι γνώρι8. Βλ. Wolf Dieter Stempel, «Aspects g6n6riques de la r6ception» και Jean-Marie Schaeffer, «Du texte au genre», όπ. παρ. στη σημ. 5, σ. 169 και 200 αντίστοιχα. 9. Jonathan Culler, Structuralis Poetics, Routledge and Kegan

Paul, London [1975], σ. 148. 10. Jean-Marie Schaeffer, «Du texte au genre», όπ. παρ. σ. 204. 11. A. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφοΰμενος, επιμέλεια Παν. Μουλλάς, Ερμής, Αθήνα 1974, σ. νζ', νη', ξβ'.


52/αφιερω μα σμα είναι ακριβώς ο μιμητικός-αναπαρασταχικός της χαρακτήρας.12 Αλλά και στο επίπεδο της μορφής, της οργά­ νωσης δηλαδή και δομής του κάθε διηγήματος, έχει επισημανθεί η ίδια στατικότητα. Το παπαδιαμαντικό διήγημα έχει κατηγορηθεί και από άλλους και από τον καθηγητή Μουλλά για έλλειW σύνθεσης, αφού «ο αφηγητής υποτάσσει το υλικό του στον αυθορμητισμό του συνειρμού πα­ ρά στην οργάνωση ενός προσχεδίου». Τα πε­ ρισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι «ανολοκλήρωτα ρεπορτάζ, σταματημένα σχεδόν αυθαίρετα ή συνεχιζόμενα δίχως λόγο».13 Η «ασθενής πλοκή» πράγματι των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, και η συνακόλουθη στατικότητα -που έχει αναγνωριστεί και από τον ίδιο το συγ­ γραφέα προφανώς όμως όχι ως μειονέκτημαέχει καταλογιστεί στο παθητικό του από την κρι­ τική.14 Η στατικότητα όμως αυτή και πάλι μπο­ ρεί να κριθεί αρνητικά μόνο σε σχέση με τις απαιτήσεις που έχουμε από ένα ρεαλιστικό κεί­ μενο, στο οποίο «οι χαρακτήρες, οι πράξεις τους και το σκηνικό μέσα στο οποίο οι πράξεις αυτές επιτελούνται, δένονται μεταξύ τους με φυσική συνάφεια, χρονική αλληλουχία και λογική σχέση αιτίας και αποτελέσματος».1516Γιατί διαφορετικά θα δυσκολευτούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί για το συγκεκριμένο παπαδιαμαντικό πε­ ζογράφημα η στατικότητα της δράσης και της πλοκής είναι μειονέκτημα και για το νέο μυθι­ στόρημα π.χ. δεν είναι. Από κει και πέρα όλες οι προοπτικές είναι ανοιχτές, γιατί βέβαια το συμπέρασμα πως, αφού ο Παπαδιαμάντης δεν είναι καλός ρεαλιστής πεζογράφος, δεν είναι και καλός πεζογράφος γενικά ή ακόμα και καλός λο­ γοτέχνης, είναι αυθαίρετο και επομένως άδικο. Τι γίνεται λοιπόν αν αλλάξουμε τα κριτήρια και αποδεσμευτούμε από το ρεαλισμό; Σε παλαιότερες περιόδους της αφηγηματικής πεζογραφίας «δινόταν μεγάλη έμφαση στη δρά­ ση και ήταν δυνατό να διακριθούν καθαρά οι φάσεις της ιστορίας: αρχικό-εισαγωγικό γεγο­ νός, αυξανόμενη δράση, αποκορύφωση και ούγ-

12. Πρβλ. Damian Grant, Ρεαλισμός, μετάφραση: Ιουλιέττα Ράλλη-Καίτη Χατζήδήμου, <Η γλώσσα της κριτικής 1>,Ί Ερμής, [Αθήνα 1972] σ. 45. 13. Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφοΰμενος, όπ.παρ. σ. λε', |δ '. 14. Βλ. πρόχειρα Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφοΰμενος, όπ.παρ. σ. 252, 258, 261-2. 15. David Lodge, Working with Structuralism, Routledge and Kegan Paul, London [1981],too. 11-12. 16. Βλ. τις απόψεις της Nathalie Sarraute και του Alain Robbe-Grillet όπως συνοψίζονται από τον Απόστολο Σαχίνη, Το νέο μυθιστόρημα, εκδόσεις Κωνσταντινίδη, [Θεσσαλο­ νίκη 1972], σσ. 16-17, 27-28. Το έργο μάλιστα του Παπαδιαμάντη θα μπορούσε να συσχετισθεί με το nouveau ro­ man και από μιαν άλλη άποψη: η τεχνική της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, που για τα ελληνικά πράγματα εγκαινιά-

κρουση, πτωτική δράση, λύση». Αντίθετα, «η μοντέρνα πεζογραφία τείνει να απεικονίσει τη ζωή ως παρατεταμένη, εκνευριστική πάλη χαμη­ λής έντασης, στην οποία πρωταγωνιστές και α­ νταγωνιστές δε διακρίνονται καθαρά και στην οποία δρώντες και παρατηρητές αρνούνται την ικανοποίηση μιας ξεκάθαρης λύσης».17 Έτσι, η δράση υποτάσσεται σε άλλα στοιχεία της αφήγη­ σης με αποτέλεσμα βέβαια τη στατικότητα. Μήπως λοιπΛν ο Παπαδιαμάντης είναι μον­ τέρνος και για ην εποχή του αλλά και σήμερα ακόμα, πράγμα που δικαιολογεί την επιβίωσή του; Τι χαρακτηρίζει όμως αποφασιστικά και καίρια τη σύγχρονη πεζογραφία; «Η αφηγηματι­ κή πεζογραφία παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και σε κάποια αλληλουχία μέσα στο χρό­ νο (...). Το μυθιστόρημα, ανέκαθεν, παίρνει σο­ βαρά υπόψη του τη χρονική διάσταση (...). Η σύγχρονη όμως μη αφηγηματική λυρική ποίηση προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή τη μοίρα και να γίνει μια στοχαστική στάση μέσα στο χρόνο». Αλλά και «η αφηγηματική τέχνη της σύγχρονης πεζογραφίας στοχεύει στην ποιητική αυτή, στο­ χαστική οργάνωσή της».18*

5. Ανάγνωση του παπαδιαμαντικού _______έργου ως π ο ιη τ ικ ο ύ : _______ Θετική κριτική Φτάσαμε λοιπόν και στην ποιητικότητα. Είναι μήπως ο Παπαδιαμάντης ποιητής; Είναι άραγε τυχαίο ότι οι ποιητές τον δοξολόγησαν, αναγνω­ ρίζοντας προφανώς σ’ αυτόν έναν όμοιο τους, ή ότι οι κριτικοί, όσες φορές έκριναν το έργο του θετικά, το έκαναν πάντα με αναφορά και σε κά­ ποια ποιητικά στοιχεία του;1(*Ας δούμε τι λέει ο ίδιος ο Μουλλάς: «Παρόλα τα ολοφάνερα ελαττώματά του, το έργο του Παπαδιαμάντη δεν παύει ν’ ασκεί επάνω μας μιαν ιδιότυπη γοητεία (...). Πολλές φορές κάτι από το ρίγος που μας δίνουν οι μεγάλοι ποιητές αναδύεται πίσω από τη νοσταλγία του (...). Αν υπάρχει ένα μέρος του παπαδιαμαντικού έργου που ν’ αποτελεί πραγζεται, και μάλιστα εντυπωσιακά, από τον Παπαδιαμάντη, χαρακτηρίζει καίρια, όπως είναι γνωστό, το νέο μυθιστό­ ρημα, στο οποίο το «ανώνυμο εγώ, το πρώτο πρόσωπο, έχει ιδιοποιηθεί το ρόλο του κεντρικού ήρωα» (Απόστο­ λου Σαχίνη, Το νέο μυθιστόρημα, όπ.παρ. σσ. 16-19). 17. Lynn Altenbernd and Leslie L. Lewis, A Handbook for the Study of Fiction, MacMillan, London 1966 σ. 66, 68. 18. Ren6 Wellek and Austin Warren, Theory of Literature, Penguin Books, [1970], σ. 215. Οι υπογραμμίσεις δικές 19. Πρβλ. το κεφ. «Η νίκη της ποίησης» του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δαιμόνιο μεσημβρινό, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1978, σσ. 66-75 και Οδυσσέα Ελύτη, Ανοιχτά χαρ­ τιά, Αστερίας, [Αθήνα 1974], σ. 234. Βλ. επίσης ενδεικτι­ κά Κ. Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 10, σσ. 310-323 και Κώστα Στεργιόπουλου, Περιδιαβάζοντας, τόμ. Β'. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας, Κέδρος, Αθήνα 1986, σ. 67.


αφιερω μα/53

ματικά ένα ποιοτικό άλμα -α ς πούμε: καμιά ει­ κοσαριά διηγήματα, εκτός από τη Φόνισσα- εί­ ναι ακριβώς το μέρος αυτό που φορτίζεται (...) με το ποιητικό δυναμικό του δημιουργού του». Το ποιητικό αυτό δυναμικό, κατά τον Μουλλά πάντα, εκδηλώνεται «τις στιγμές όπου το αυτοβιογραφικό στοιχείο εισβάλλει με όλη την αμεσότητά του και η ποιητική ένταση ταυτίζει την ποιότητα με τη μαρτυρία».20 Από τους κριτικούς αξίζει να σταθούμε πε­ ρισσότερο στον Ελύτη. Γράφει λοιπόν ο Ελύτης: «[Σήμερα] η πεζογραφία δεν έχει νόημα, δε “στέκεται” , παρά με ό,τι μένει απ’ έξω και δεί­ χνει ότι ξέρει να διαρκεί πέρα από τη δράση. Τις αρετές μιας τέτοιας διάρκειας είναι που αναζη­ τώ στον Παπαδιαμάντη, όπως σ’ έναν ποιητή». Και πιο κάτω: «Βρισκόμαστε μακριά από το ρεαλισμό που χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη και όμως πολύ κοντά στο δεύτερο νόημα που αποκτούν πρόσωπα και πράγματα μέσα στο μύ­ θο του, αρκεί να κρατήσεις διαφορετικά το κά­ τοπτρο αντικρύ τους» -υποθέτω ότι αυτό σημαί­ νει αρκεί να τον διαβάσεις ως ποιητή. Και ακό­ μα: «Βέβαια εάν εξετάσει κανείς με πνεύμα στυ­ γνού μελετητή τα διηγήματα αυτά θα διαπιστώ­ σει ένα ρεαλισμό που σχεδόν απογοητεύει (...) Όμως η στιγμή που ανεπαίσθητα κινάει ν’ αλλά­ ξει το ιστόρημά του κατά την κατεύθυνση του απίθανου, σίγουρα οφείλεται σ’ αυτόν τον απροσδιόριστο παράγοντα που είναι ο ποιητικός και που, πολύ σπάνια επιφοιτεί, χωρ|ίς να προδίδεται, στις κεφαλές των εξ επαγγέλματος πεζογράφων». Η ποιητικότητα ανιχνεύεται ακόμα από τον Ελύτη και σε επίπεδο γλωσσικό: «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη διατρέ­ χει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση (...) Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών που αφθονούν στα κείμενά του χωρίς ποτέ να τα μεταβάλλουν σε πεζοτρά­ γουδα (...) αρκούν για ν’ αποσπάσουν τη γλώσ­

Πού όμως ακριβώς θα μπορούσε να τοποθετη­ θεί και επομένως να αναζητηθεί η ποιητικότητα του έργου του Παπαδιαμάντη, αν θέλαμε να συγκεκριμενοποιήσουμε κάπως τις παρατηρήσεις του Ελύτη, που κι αυτές με τη σειρά τους είναι «ποιητικά» διατυπωμένες; Πρέπει πρώτα-πρώτα να διευκρινίσουμε ότι,

20. Α. Παπαδιαμάντης αυτοδιογραφούμενος, όπ.παρ. σ. ξδ'. Οι υπογραμμίσεις δικές μου. 21. Οδυσσέα Ελύτη, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Γνώση, [Αθήνα 1986], σσ. 18-19, 20, 31, 32, 55-56, 62-63. Οι υπο-

γραμμίσεις δικές μου. 22. Οδυσσέα Ελύτη, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, όπ.παρ. σ. 22, 26. 23. Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογράφούμενος, όπ.παρ. σσ. λη'νς'·

σα αυτή [την καθαρεύουσα] από την παγερότητα και να κυματίσουν την επιφάνειά της μ’ έναν τρόπο που δεν έχει τον όμοιο του στα πεζογρα­ φήματα της εποχής». Επισημαίνει τέλος ο Ελύ­ της «κάτι συζεύξεις νεόκοπες με κριτήρια καθα­ ρά ποιητικά» (χνοώδη πάλλευκον χρώτα κ.ά).21 Σχετικά με όσα γράφει ο Ελύτης αξίζει να πα­ ρατηρήσουμε και το εξής: Ακολουθώντας και αυτός το δρόμο από το έργο προς τον άνθρωποΠαπαδιαμάντη ανάγεται στη συγκρότηση μιας προσωπικότητας που είναι «απείραγη από τις μικρότητες αλλά γεμάτη καθάριο έρωτα», με μια ικανότητα να μεταβάλλει «τα ελάχιστα σε θη­ σαυρούς χάρη στον τρόπο που τα χειρίζεται και που το μεγάλο της αντίκρισμα είναι η αθωότη­ τα».22 Μας παρουσιάζει δηλαδή μια προσωπικό­ τητα του ανθρώπου-Παπαδιαμάντη διαμετρικά αντίθετη από αυτή στην οποία, ξεκινώντας κι αυτός από το έργο, είχε καταλήξει ο Μουλλάς και της οποίας κύρια γνωρίσματα ήταν η αναπη­ ρία, ο ακρωτηριασμός, η ενοχή, ο καταπιεσμένος και ανικανοποίητος ερωτισμός και τα παντός εί­ δους τραύματα. Το πράγμα όσο και αν φαίνε­ ται παράδοξο είναι ευεξήγητο. Ο Μουλλάς είδε από τη ρεαλιστική σκοπιά το έργο του Παπαδιαμάντη και από τη σκοπιά αυτή αναπαράστησε την εικόνα του ανθρώπου, ενώ ο Ελύτης καταλή­ γει στη δική του εικόνα και άποψη για τον άνΘρωπο-Παπαδιαμάντη ανακαλύπτοντας και εξε­ τάζοντας την ποιητική πλευρά του έργου του.

_____ 6. Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου


54/αφιερωμα αφού έχουμε να κάνουμε με πεζό κείμενο χωρίς στίχο, μέτρο, ομοιοκαταληξία κλπ., η ποιητικότητα θα αναζητηθεί κυρίως στο επίπεδο του σημαινομένου και όχι τόσο στο επίπεδο του σημαί­ νοντος, δεν θα μας απασχολήσει π.χ. η ευφωνία, η ρυθμικότητα, ή η μεταφορικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, ειδικά στις περιγραφές.24 Σε επίπεδο λοιπόν σημαινομένων, αυτό που διακρίνει την πεζογραφία, και μάλιστα τη ρεαλι­ στική, από τη μη αφηγηματική λυρική ποίηση εί­ ναι ότι η πρώτη έχει χαρακτήρα εντονότερα αναπαραστατικό σε σύγκριση με τη δεύτερη. 5 Έτσι δημιουργείται στον αναγνώστη της πεζογραφίας η προσδοκία ότι θα αναγνωρίσει τον κόσμο τον οποίο αυτή δημιουργεί ή στον οποίο αναφέρεται. Πολλά από τα στοιχεία του πεζογραφήμα­ τος έχουν πράγματι ως αποστολή να ικανοποιή­ σουν την προσδοκία αυτή του αναγνώστη, επιβε­ βαιώνοντας τον αναπαραστατικό-μιμητικό χα­ ρακτήρα της πεζογραφίας.26 Αντίθετα η ποίηση, «φιλοσοφικότερη από την ιστορία», με το χειρι­ σμό ενός λόγου μη αναφορικού αλλά^αυτοαναφορικού παραπέμπει τελικά όχι σε μια δεμένη με συγκεκριμένο τόπο και χρόνο πραγματικότητα, αλλά σε μιαν άλλη, νέα πραγματικότητα, πρωτό­ γνωρη, που η ίδια δημιουργεί.27 Μπορούμε λοιπόν γενικά να πούμε ότι η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού έργου εντοπίζε­ ται στον μη αναπαραστατικό χαρακτήρα του, στην άρνηση δηλαδή του Παπαδιαμάντη να δει τον κόσμο με το μάτι του απλού θεατή και του κοινού παρατηρητή και να τον περιγράφει σύμ­ φωνα με την κοινή εμπειρία, τις ταξινομήσεις και τις κατηγοριοποιήσεις που μας προσφέρει και τελικά επιβάλλει η κοινή εμπειρία. Η ποιητικότητα του Παπαδιαμάντη συνίσταται σ’ αυτόν τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο θεάται τον κόσμο, τρόπο που κάνει ώστε στο έργο του «τα πάντα να συμβαίνουν σα να επρόκειτο η πραγ­ ματικότητα να αναδυθεί ως νέα κατηγορία», για

να θυμηθούμε για την περίπτωση τα λόγια του Πάστερνακ. Γιατί, παράλληλα με τον υπαρκτό κόσμο της Σκιάθου, ποιος είναι αυτός ο «άλ­ λος», κόσμος που μας παρουσιάζει και ο Παπαδιαμάντης και στον οποίο συμβαίνουν πολλά που αντιβαίνουν στην κοινή λογική και στην κοι­ νή εμπειρία; Σ’ αυτή τη νέα κατηγορία πραγμά­ των προσπαθεί επομένως να δώσει ένα όνομα. Αν μάλιστα είμαστε πιο προσεχτικοί θα αντιληφθούμε ότι ο «διασαλπισμένος ρεαλισμός του», οι διαβεβαιώσεις του ότι απλώς καταγρά­ φει πιστά και τίποτα δεν επινοεί, αυτήν την άλλη πραγματικότητα υπερασπίζονται, την απίθανη, και δεν αποτελούν κατά κανένα τρόπο ομολογία ότι συμμορφώνεται με τις αρχές, τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις υποδείξεις της σύγχρονής του ρεαλιστικής πεζογραφίας.28 Οι φανερές διαβε­ βαιώσεις για ρεαλισμό στην πραγματικότητα υπονομεύουν τον αναπαραστατικό χαρακτήρα του έργου του και λειτουργούν τελικά ως κριτική της ρεαλιστικής γραφής. Όπως ακριβώς το ίδιο κάνει και με τις τολμηρές παρεμβάσεις του συγ­ γραφέα στο ’Έρως-’Ήρως και στη Νοσταλγό, που κι αυτές μπορούν να θεωρηθούν ως δείγμα­ τα απελευθέρωσης της συγγραφικής πράξης από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η δημιουργία ενός αποδεκτού με τα τρέχοντα ειδολογικά κριτήρια πεζογραφήματος. Οι παρεμβάσεις αυτές του συγγραφέα, σε συνδυασμό με το μη «ικανοποιη­ τικό», ως μη αληθοφανές, τέλος των δύο ιστο­ ριών, λειτουργούν επομένως ως κριτική της μιμητικής-αναπαραστατικής πεζογραφίας, ως πρόταση γενικά για τη μυθιστορηματική τέχνη και ως απόδειξη ότι είναι δυνατό να δημιουργηθεί ένας «κόσμος» -διαφορετικός από το γνω­ στό- με τη γλώσσα.29 Η απόκλιση αυτή από την πραγματικότητα επιτυγχάνεται στον Παπαδιαμάντη με τρεις κατά βάση τρόπους, που αποτελούν και χαρακτηρι­ στικές πλευρές της αφηγηματικής του τεχνικής. Οι τρόποι αυτοί είναι:

24. Όπως είναι γνωστό, η ψυχολογία του βάθους έχει διακρί­ νει δυο φάσεις στη δημιουργική διαδικασία: την επινοητι­ κή ή εφευρετική πρώτη φάση, με οπισθοδρόμηση του εγώ στο χώρο του id και τις πρωτογενείς διαδικασίες που το διέπουν, και τη φάση του δευτερογενούς, συνειδητής επε­ ξεργασίας. Η πρώτη φάση αφορά κυρίως στο «περιεχόμε­ νο» και η δεύτερη στη «μορφή» του δημιουργικού προϊόντος (Πρβλ. Colin Martindale, Romantic Progression, The Psychology of Literary History, John Wiley and Sons, Lon­ don [1975], σσ. 19-20). 25. Βέβαια ο κόσμος που δημιουργεί η λογοτεχνία γενικά είναι πλασματικός, με την έννοια ότι δεν ταυτίζεται ποτέ από­ λυτα με τον πραγματικό. Η πλασματικότητα αυτή ωστόσο δεν εμποδίζει την περαιτέρω διάκριση και διαφοροποίηση των λογοτεχνικών ειδών ανάλογα με το βαθμό απόκλισης του καθενός από την πραγματικότητα ή το βαθμό αναπα­ ράστασής της. Έτσι στον άξονα πραγματικός κόσμος-μη πραγματικός η πεζογραφία βρίσκεται, από τη φύση της, πιο κοντά στον πρώτο πόλο ενώ η ποίηση πιο κοντά στον δεύτερο. (Πρβλ. Michael Riffaterre, «L’ illusion referentiel-

le», στο συλλογικό έργο Literature et realite υπό τη διεύ­ θυνση των Gerard Genette και Tzvetan Todorov, Seuil, [Paris 1982], σσ. 91-118). Σε μια ανάλογη διάκριση πεζογραφίας-ποίησης -αν και ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία- καταλήγει και η Kate Hamburger, Logique des genres litteraires, Seuil, Paris [1986], βλ. ειδικότερα τις σσ. 248-250. Βλ. Jonathan Culler, Structuralist Poetics, όπ.παρ., σσ. 192-3. Βλ. Roman Jacobson, «Linguistics and Poetics», Thomas A. Sebeok ed., Style in Language, The MIT Press, Cambridge, Mass. [1975], σ. 356. Jonathan Culler, Structuralist Poetics, όπ.παρ. σ. 164-170. Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, «Ποίη­ ση και γλώσσα», ανάτυπο από τον τόμο Μνήμη Γεωργίου I. Κουρμούλη, Αθήναι 1982, σσ. 34-35. Βλ. τη σχετική υποσημείωση στη Μανρομαντηλού και την παρέμβαση του συγγραφέα στον Φτωχό "Αγιο. Πρβλ. και Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Δαιμόνιο μεσημβρινό, όπ. παρ. σσ. 90-91. Πρβλ. Jonathan Culler, Structuralist Poetics, όπ.παρ. σσ 149-150.

26. 27.

28.

29.


αψιερωμα/55 6.1. Η Κατάργηση της χρονικότητας, με την νει την ιστορία από το ίδιο σημείο, προσφέροοποία μοιραία είναι δεμένη η ζωή και ο κόσμος ντας με τις σκέψεις και τα σχέδια του Γιωργή αλλά και η αναπαραστατική πεζογραφία. Πραγ­ αλλεπάλληλες διαφορετικές λύσεις. Η κινητική ματικά στα περισσότερα διηγήματα του Παπα- και αναδιπλούμενη αυτή σκέψη του ήρωα ακινηδιαμάντη η ιστορία, που κάθε φορά αποτελεί το τοποιεί τη δράση του, στην πραγματικότητα την αντικείμενο της αφήγησης, δεν ξετυλίγεται σύμ­ κάνει αδύνατη. Το όνειρο υποκαθιστά την πρά­ φωνα με τη χρονική αλληλουχία και σχέση των ξη, που εσωτερικεύεται -μαζί με το χρόνο. γεγονότων που τη συνθέτουν. Τα χρονικά επίπε­ δα διαπλέκονται και συμφύρονται, με αποτέλε­ 6.2. Η κατάργηση της σχέσης αιτίαςσμα να μη γίνεται συχνά σαφές ούτε τι ανήκει αποτελέσματος ανάμεσα στα γεγονότα, στις στο παρελθόν, τι στο παρόν και τι στο μέλλον πράξεις και στις καταστάσεις, που συνθέτουν ούτε και βάσει ποιων λογικών σχέσεων μνημο­ κάθε φορά την ιστορία, είναι ένας άλλος τρόπος νεύονται συγχρόνως στο κείμενο γεγονότα και με τον οποίο υπονομεύεται από τον Παπαδιαπράξεις που διαφέρουν τόσο μεταξύ τους ως μάντη η πραγματικότητα. Στη θέση της σχέσης προς το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν. Η διά­ αυτής της αιτιώδους συνάφειας, βάσει της σταση του χρόνου ως γραμμικής διαδοχής κα- οποίας ερμηνεύει ο άνθρωπος τον κόσμο, χρησι­ ταργείται και τη θέση της παίρνει ένα «αιώνιο μοποιείται μια συνειρμική σχέση ομοιότητας, παρόν», στο οποίο ακινητοποιείται σε αχρονικές αναλογίας και αντιστοιχίας, πάνω στην οποία, μορφές το όλο κίνηση και δυναμισμό γίγνεσθαι. όπως έχει έγκυρα επισημανθεί, στηρίζεται πάντα Στο ’Όνειρο στό κϋμα ξεκινάμε με το μακρινό η ποίηση.30 παρελθόν του ήρωα-αφηγητή (Ήμην πτωχόν βοΓιατί ποια λογική σχέση π.χ. μπορεί να έχει σκόπουλον), φτάνουμε γρήγορα στο παρόν του στο Όνειρο στό κϋμα το παρόν λ.χ. ενός βοηθού (Σήμερον έξακολουθώ), βυθιζόμαστε και πάλι δικηγόρου με ένα τυχαίο περιστατικό της εφη­ για ένα μεγάλο διάστημα στο παρελθόν (Ήμην βείας του; Ωστόσο, αν δεν υπάρχει σχέση αιτίαςώραϊος έφηβος...), για να ξανάρθουμε στο πα­ αποτελέσματος, υπάρχει ένα πυκνό πλέγμα αντι­ ρόν, μόνο και μόνο για να ξαναδούμε απ’ αυτό στοιχιών: ο έφηβος δεν είχε γνώση, πείρα, μόρ­ το παρελθόν (Έ πί πόσον άκόμα θά τό ένθυμού- φωση, επάγγελμα αλλά ήταν ευτυχισμένος, ενώ ο μαι έκεϊνο τό άβρόν, τό άπαλόν σώμα τής άγνής ώριμος εαυτός του που έχει αποκτήσει όλα αυτά κόρης...), το οποίο όμως παρόν παρουσιάζεται είναι δυστυχισμένος. Έτσι, ένα τυχαίο περιστα­ ως αναπόφευκτα σφραγισμένο από το συγκεκρι­ τικό του παρελθόντος αποκτά το νόημά του σε μένο εκείνο παρελθόν (Καί τώρα, δταν ενθυμού­ σχέση με το μέλλον, το παρόν δηλαδή του σημε­ μαι...).^ ρινού ήρωα-αφηγητή, και το παρόν αυτό ερμη­ Στο ’Άνθος τοϋ γιαλού, «αληθινό ποίημα», νεύεται με τη σειρά του, αναλογικά και σε σχέση κατά τον Βαλέτα, η εισβολή του παρελθόντος με το περιστατικό του παρελθόντος. στο παρόν παίρνει τη μορφή της παρεμβολής της Στο ’Άνθος τοϋ γιαλού και πάλι το παράξενο διήγησης μιας δεύτερης ιστορίας μέσα στην πρώ­ όραμα του παρόντος ερμηνεύεται όχι αιτιοκρα­ τη. Ο Μάνος του Κορωνιού αναγκάστηκε να τικά αλλά αναφορικά με το παρελθόν: Η καθα­ διηγηθεί το παράξενο όραμά του στον Λίμπο τον ρότητα της ψυχής του Μάνου του επιτρέπει να Κόκογια, «άνθρωπο πού είχε διαβάσει πολλά βλέπει μόνος αυτός τη Σπίθα που δημιουργήθηκε παλαιά βιβλία (...) καί είχεν ομιλήσει μέ πολλάς από την καθαρότητα και την αθωότητα της ψυ­ γραίας σοφάς αΐτινες υπήρξαν τό πάλαι», ζη­ χής του βασιλόπουλου και της Λουλούδως. Το τώντας προφανώς μια λογική ερμηνεία από κά­ μακρινό παρελθόν, αντί να έχει περάσει ανεπι­ ποιον που ήταν σε θέση να του τη δώσει. Αντί γι’ στρεπτί, παρουσιάζεται να εισβάλλει και να επι­ αυτήν μας προσφέρεται η δευτερογενής παλιά βιώνει στο παρόν. ιστορία της Λουλούδως. Με τον ίδιο τρόπο, στη Φαρμακολύτρια, κοι­ Με τον ίδιο τρόπο στη Φαρμακολύτρια συ­ νός παρονομαστής, που συνδέει το παρόν του μπαρατάσσονται στην αφήγηση περιστατικά από ήρωα με το παρελθόν της εξαδέλφης του Μαχού­ διάφορες φάσεις του παρελθόντος και συμφύρελας και νομιμοποιεί τη συνύπαρξή τους στο κεί­ ται η τωρινή ιστορία και κατάστασή του ήρωαμενο, είναι και πάλι ένα πλέγμα αναλογιών: Η αφηγητή με την παλιά ιστορία της εξαδέλφης του εξαδέλφη Μαχούλα πίστευε απλοϊκά και αταΜαχούλας. λάντευτα στη δύναμη της Αγίας και η Αγία Το διήγημα "Ερως-Ήρως παρέχει μιαν άλλη «έσωσε» το γιο της από την καταστροφή του μορφή αχρονικότητας, αφού στην πραγματικό­ έρωτα. Σωτηρία βέβαια, όπως την εννοούσε η τητα τίποτα δε συμβαίνει. Σάμπως να είχε στα­ εξαδέλφη Μαχούλα, αφού ο ίδιος ο γιος της εί­ ματήσει ο χρόνος. Αντί δηλαδή η ιστορία να ξε­ ναι δυστυχισμένος και η ζωή του ρήμαξε. Από τυλιχτεί φυσιολογικά από το παρόν προς το μέλ­ λον, προς την έκβαση και την τελική της λύση, η 30. Βλ. Roman Jacobson, «Linguistics and Poetics», όπ.παρ. σ. 358. αφήγηση αναδιπλώνεται διαρκώς και ξαναπιά­


56/αφιερωμα στιανό, και μάλιστα δοκιμαζόμενο από αρρώ­ στια, αποδείχνεται τελικά τυπική εκτέλεση ενός συμβατικού καθήκοντος (αυτός είχε ξεκινήσει «διά νά ύπάγη εις τό μέγα κτήμα του, εις τήν Κεχριάν, όπου είχε έπαυλιν καί άγροτικήν οι­ κίαν, διά νά άλλάξη τόν άέρα» καί επειδή «ό δρόμος του ήτο νά περάση άπό τόν ναόν τού Προφήτου Ήλία», εξομολογήθηκε στον «παπα6.3. Παρατηρούμε τέλος ότι οι σχέσεις αναλο­ Γερεμία καί δέν άφησε τίποτα πού νά μήν τού τό γίας με βάση τις οποίες παρατάσσονται και συν­ είπή, έκτος άν έξέχασε μερικά!»). Η αντιθετική δέονται στο παπαδιαμαντικό διήγημα τα γεγονό­ γενικά θεματική δομή (το τώρα και το άλλοτε, το τα, οι πράξεις, οι καταστάσεις και τα πράγματα εδώ και το εκεί, η περιουσία και η ένδεια, η ευ­ υποβαστάζονται από ένα πολύ καλά οργανωμέ­ τυχία και η δυστυχία, η αθωότητα και η αμαρτία νο σύστημα διμερών αντιθέσεων. Ο δυϊσμός αυ­ κ.ά.) είναι τόσο συχνή στα διηγήματα του Παπατός και από μόνος του δυσχεραίνει, αν δεν κάνει διαμάντη που τα παραδείγματα σχεδόν περιττεύ­ και εντελώς αδύνατη, την οποιαδήποτε αναπα­ ουν. Όταν η συμπαράθεση αντιθέσεων γίνεται όχι ράσταση του κόσμου, ο οποίος βέβαια δεν μπο­ ρεί εύκολα να γίνει αντιληπτός ως συνύπαρξη στη βαθύτερη θεματική δομή αλλά στη γλωσσική αντιθέσεων. Η αντίθεση μπορεί να είναι είτε επιφάνεια, όταν δηλαδή τοποθετούνται ο ένας ανάμεσα σε δύο όρους, από τους οποίους ο ένας πλάι στον άλλο όροι αντίθετοι μεταξύ τους, τότε είναι παρών στο κείμενο ενώ ο άλλος είναι βρισκόμαστε για καλά στο χώρο της μεταφοράς απών, ανήκει δηλαδή στην έξω από το κείμενο -ο M.C. Beardsley την ονομάζει «ποίημα σε σμιπραγματικότητα, είτε ανάμεσα σε δύο όρους, κρογραφία»- και μάλιστα της ποιητικής, δείγμα που είναι και οι δυο παρόντες στο κείμενο. Στην της γλωσσικής δημιουργικότητας του ποιητή, αλ­ πρώτη περίπτωση υπονομεύεται η αληθοφάνεια λά και αποκρυστάλλωση, κυρίως, της «συγχωτων σημαινομένων, που αντιβαίνουν σε ό,τι συ­ νευτικής, συναιρετικής του ικανότητας».31 Η νήθως συμβαίνει στον κόσμο, με αποτέλεσμα να σκέψη, απελευθερωμένη εντελώς από τα δεσμά υπογραμμίζεται η αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνε- του κόσμου τούτου, πετάει από το άψυχο στο έμ­ σθαι» και το «είναι», ανάμεσα δηλαδή σ’ αυτό ψυχο, από το φυσικό στο ανθρώπινο, από το που έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε φυσιολογικό υλικό στο άυλο, από το συγκεκριμένο στο αφηκαι σ’ αυτό που πράγματι είναι φυσιολογικό ρημένο κλπ.: Τήν άλλην βραδιάν ή χιών είχε στρωθή σινδών είς δλον τόν μακρύν στενόν δρο(Μαυρομαντηλού, Φτωχός "Αγιος). Η αληθοφάνεια εξάλλου, κακός γενικά οδηγός μίσκον. - "Ασπρο σινδόνι... νά μάς άσπρίσει για τον αναγνώστη του παπαδιαμαντικού κειμέ­ όλους τό μάτι τού Θεού... νά μάς ασπρίσει τά νου,.αν προσπαθεί βάσει αυτής να συλλάβει το σωθικά μας... νά μήν έχουμε κακή καρδιά μέσα νόημα των όσων διαδραματίζονται, υπονομεύε­ μας. (”Ερωτας ατά χιόνια). Υπάρχει ακόμα, για ται και όταν έχουμε αντίθεση ανάμεσα σε όρους, να περιοριστούμε στο ίδιο διήγημα, αυτή η σειρά που είναι και οι δυο παρόντες στο κείμενο. Ας αντίθετων μεταξύ τους στοιχείων που συμπαρα­ θυμηθούμε για παράδειγμα τον καπετάν Γιωργά- τάσσονται και τελικά εξισώνονται μ’ ένα είδος κη στ’ Άγγέλιασμα. Η πράξη του να σκίσει τα μεταφοράς: «Χειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, χρεόγραφα και να χαρίσει στις χήρες και τα ορ­ καρδία ρημασμένη». Πιστεύω ότι ο βαθύτερος φανά αυτά που του χρωστούσαν έχει αληθοφά­ μηχανισμός που κάνει δυνατή τη συμπαράθεση νεια, αφού πρόκειται για κάποιον πλούσιο και αυτή είναι ίδιος μ’ αυτόν που στην ποίηση επι­ άρρωστο που προαισθανόταν ίσως το τέλος του. τρέπει να χορεύουν μαζί και να γελούν «ό Βάσει της αληθοφάνειας αυτής εκλαμβάνεται ’Απρίλης μέ τόν Έρωτα» (Σολωμός), να συνυ­ από τον αναγνώστη ως πράξη ευγενική και χρι­ πάρχουν οι «σπάροι και οι πέρκες» με τα «ανε­ στιανική. Προχωρώντας όμως στο κείμενο, ο μόδαρτα ρήματα» ή η «λευκή μνηστή» να μπαίνει αναγνώστης αναγκάζεται να αναθεωρήσει τις -κυριολεκτικά- στην ίδια σειρά με τις γλάστρες απόψεις του και να αποδώσει στην πράξη αρκε­ («στο σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνη­ τή ιδιοτέλεια -ο καπετάν Γιωργάκης την έκανε στή», Ελύτης). για να έχει κάτι καλό να επικαλεστεί στην εξομο­ Στις πάραπάνω ωστόσο περιπτώσεις γίνεται λόγηση. Η ίδια η εξομολόγηση, πράξη συνειδη­ τελικά δυνατό να συλλάβουμε το νόημα, γιατί τής και αυτόβουλης μεταμέλειας για κάθε χρι­ έχουμε βέβαια συμπαράθεση αντίθετων μεταξύ

την άλλη μεριά, ο ήρωας-αφηγητής, που δε διακρίνεται για τη βαθιά αυτή και απλοϊκή πίστη της Μαχούλας αλλά βρίσκεται σε ανάλογη κατά­ σταση με το γιο της, δε σώζεται τελικά από το ερωτικό πάθος, αισθανόταν όμως «άγρίαν χα­ ράν» γιατί η Αγία δεν είχε εισακούσει τη δέησή του.

31. Βλ. Ελένης Πολίτου-Μαρμάρινου. «Ποίηση και γλώσσα», όπ.παρ. σ. 30. Βλ. επίσης και το εξαιρετικά ενδιαφέρον κεφ. «Metaphor Distance», όπου ο Colin Martinodale (Ro­ mantic Progression, όπ.παρ. σσ. 119-129) αποδεικνύει, και μάλιστα με τη βοήθεια της στατιστικής, ότι οι ποιητές αι-

σθάνονται την ανάγκη να υπονομεύσουν την προβλεψιμότητα και την ευλογοφάνεια των λεγομένων τους, χρησιμο­ ποιώντας ένα ευρύ φάσμα «ασυμβίβαστων αντιπαραθέ­ σεων» (incongruous juxtapositions) τόσο στο σημασιολογικό όσο και στο .ηχητικό επίπεδο.


αφιερωμα/57 τους στοιχείων, το ένα όμως τουλάχιστον από αυτά είναι γνωστό από την καθημερινή εμπειρία. Έτσι μπορούμε, αποδίδοντας ιδιότητες των πιο οικείων στα λιγότερο γνωστά και λιγότερο σαφή, να καταλάβουμε αυτά τα τελευταία, ξέρουμε

π.χ. τι είναι «βαρύς χειμών» και τι «οικία καταρρέουσα» και έτσι κατανοούμε πώς ακριβώς ήταν η «ρημασμένη καρδία» του μπαρμπαΓιαννιού. Υπάρχουν όμως και σημεία του έργου του όπου ο Παπαδιαμάντης οδηγεί την απόκλιση από την πραγματικότητα στα άκρα, ώς το αιώνιο μυστήριο. Είναι οι περιπτώσεις στις οποίες η αν­ τίθεση ανάμεσα στον κόσμο που δημιουργεί και τα πράγματα είναι τόσο μεγάλη ώστε αυτό που δηλώνουν ή έστω υποδηλώνουν οι φράσεις του θα μείνει ανεξιχνίαστο για πάντα. Είναι σα να μας παραπέμπει σε έναν κόσμο ασαφή, συγκεχυ­ μένο, άτακτο, ασυνεχή και γι’ αυτό ασύλληπτο. Γιατί πράγματι, τι ακριβώς είναι, τι σημαίνει και πού παραπέμπει το διπλούν όραμα στο 'Αμαρ­ τίας φάντασμα-, Τι είναι το «άμέριστον μαύρισμα» και τι «τό αγνόν καί χιονόλευκον»; Ποιο το «άνθος τού αγρού» και ποια «ή απεχθής κάμπη»; Ποια η «δεκαπενταέτις παιδίσκη», ποια η βασκανία, ποιος ο θάνατος, ποιος ο «παρθενικός στέφανος» και ποιος ο «άκάνθινος»; Και ακόμα, στη Φαρμακολύτρια, ποια είναι η «άλλη μορφή ή φέρουσα τήν αγνότητα εις τά δμματα, τά κάτω νεύοντα, καί τόν γλυκασμόν περί τά χείλη τά άβρά καί μελιχρά», η οποία «έστάθη έμπροσθεν τής είκόνος, καί τήν άπέκρυψε»; Έχει σχέση με τον έρωτα του ήρωα και την αγαπημένη του; Τι σήμαιναν τα νεύματα που «άντήλλασε μέ τήν ει­ κόνα τής 'Αγίας», ποια ικεσία ψιθύριζαν τα χεί­ λη της και «τό βλέμμα τής είκόνος ένευε συγκατάθεσιν» σε τι; Τέλος η Αγία ανταποκρίθηκε σε ποια παράκληση και τίνος, έσωσε τον ήρωα και από τι; Δεν ξέρω αν πέφτω τόσο έξω, αλλά η εντύπωσή μου είναι (μόνον μια προσωπική εντύ­ πωση) ότι η «άλλη μορφή» αποτελεί μετενσάρκωση, εν πλήρει πεζογραφία, της φεγγαροντυμένης του Σολωμού στον «Κρητικό»-.

ΚΓ άνεί τς αγκάλες μ’ έρωτα καί μέ ταπεινοσύνη, Κι’ έδειξε πάσαν όμορφιά καί πάσαν κα­ λοσύνη (...) Έλεγα πώς τήν είχα ίδεϊ πολύν καιρόν όπίσω, Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό πε­ ρισσό, Κάνε τήν είχε έρωτικά ποιήσει ό λογισμός μου, Κάν τ’ όνειρο (...) Κι’ ένιωθα πώς μοΰ διάβαζε καλύτερα τό νοΰ μου Πάρεξ άν ήθελε τής πώ μέ θλίψη τού χει­ λιού μου: «Κοίτα με μές στά σωθικά πού φύτρωσαν οί πόνοι (...) Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νάχω Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αύτό βαστώ μονάχο» (...) Έχαμογέλασε γλυκά στον πόνο τής ψυχής μου, ΚΓ έδάκρυσαν τά μάτια της, κι’ έμοιάζαν τής καλής μου (...)

Ποια είναι η φεγγαροντυμένη; Έχει σχέση και ποια με την αγαπημένη του ήρωα; Ανταποκρίθη­ κε άραγε στο αίτημά του και ποιο ήταν αυτό; Έσωσε την κόρη και τον ήρωα και από τι;

7. Επίλογος Με όσα υποστήριξα δε θέλω να πω ότι ο Παπαδιαμάντης δεν αναφέρεται στη Σκιάθο και στους κατοίκους της, ή ότι δε στηρίχτηκε στην παρατήρηση και τη μνήμη, ότι δηλαδή δεν είναι ένας ρεαλιστής ηθογράφος της εποχής του. Προσπάθειά μου ήταν να δείξω ότι η τέχνη του Παπαδιαμάντη δεν εξαντλείται στη μονοδιάστα­ τη αναπαράσταση της σύγχρονής του πραγματι­ κότητας αλλά, υπερβαίνόντας την ίδια τη φύση


58/αφιερωμα της πεζογραφίας, εκδηλώνεται συχνά με την ανα-δημιουργική, αποκαλυπτική δύναμη της ποίησης. Έτσι διαβάζοντας το έργο του και κρίνοντάς το από τη σκοπιά και με τα κριτήρια μό­ νον της ρεαλιστικής πεζογραφίας δεν το κατα­ νοούμε ολόπλευρα και τελικά το αδικούμε. Ο Todorov προσπαθώντας να ανιχνεύσει την ποιητικότητα που χαρακτηρίζει τα Petits poemes en prose του Baudelaire και τις Illuminations του Rimbaud, να δείξει δηλαδή, πού έξω από το στί­ χο μπορεί να βρίσκεται η ποίηση, την εντοπίζει αφενός στην αρχή της ομοιότητας, της αναλογίας και της αντιστοιχίας, με βάση την οποία ο Bau­ delaire οργανώνει τον ποιητικό του κόσμο, και αφετέρου στην άρνηση του υπαρκτού κόσμου, που χαρακτηρίζει την ποίηση του Rimbaud, και στην ταυτόχρονη αναφορά σε έναν κόσμο άλλο, διαφορετικό, ασαφή και συγκεχυμένο.32 Είδαμε όμως ότι ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί και τους δύο αυτούς τρόπους, που ο καθένας τους χωριστά υπονομεύει την αναπαράσταση -και την πεζογραφία. Το πράγμα είναι ιδιαίτερα ενδια­ φέρον. Γιατί αν καθένας από τους δύο Γάλλους 32.

ποιητές, χρησιμοποιώντας τον ένα μόνον από τους δύο αυτούς τρόπους θέασης του κόσμου και ποιητικής γραφής, έγραψε poemes en prose βέ­ βαια, αλλά πάντως poemes, κρατήθηκε δηλαδή μέσα στο πλαίσιο της ποίησης, έστω και στα ακραία του όρια μετά τα οποία αρχίζει η πεζο­ γραφία, ο Παπαδιαμάντης αξιοποιώντας και τους δυο αυτούς «ποιητικούς» τρόπους δημιούρ­ γησε πεζογραφήματα, τα οποία όμως ποτέ, όπως παρατήρησε ο Ελύτης, δεν μεταβάλλονται σε πε­ ζοτράγουδα! Πρόκειται ασφαλώς για κατόρθω­ μα χωρίς προηγούμενο ίσως και μόνον ένα τέ­ τοιο ακριβώς κατόρθωμα εξηγεί την παλιά εκεί­ νη και αμήχανη διαπίστωση του Ξενόπουλου ότι «ο κανών του είναι μυστικός και ασύλληπτος».33 Το έργο του Παπαδιαμάντη επομένως αποτελεί εντυπωσιακή στη σπανιότητά της πραγμάτωση της θεωρητικής άποψης, που μνημονεύσαμε στην αρχή του άρθρου αυτού, σύμφωνα με την οποία το κάθε έργο και δημιουργεί το δικό του μοναδι­ κό λογοτεχνικό είδος και παράγει τον δικό του κώδικα ανάγνωσης.

Tzvetan Todorov, Les genres du discours, όπ.παρ. aa. 116- 33. Γρ. Ξενόπουλου, Άπαντα, τόμ. 11, Μπίρης, [Αθήνα 1971], 131. ο. 138.

ΕΚ ΔΟ ΣΕ ΙΣ Κ Ε Δ ΡΟ Σ ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΕΤΡΟΥΛΑ

Γ. Γενναδίου 3 -

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ η 2η έκδοση: «Πού ’ναι η μάνα σου, μωρή;» «...Το χειρόγραφό σου με συγκλόνισε. Έκλαψα πολλές φορές. Την τραγικότητα της υπόθεσης την ήξερα, αφού την είχα γράψει σαν αφήγημα, όπως μου το είπε ο αδελφός σου ο Αντώνης. Αυτό δείχνει πως άλλο ήταν εκείνο που με συγκλόνισε: ήταν το γράψιμό σου, οι αρετές της απόδοσης μιας τέτοια τραγωδίας, που εικονογραφεί την κόλαση του εμφύλιου.» Απόσπασμα από γράμμα τηςΑιδώς Σωτηρίου, 13.8.86

«Η Δήμητρα Πέτρουλα μας δίνει χρήσιμο μάθημα της Ιστορίας του εμφύλιου, και εί' ναι από τα βιβλία που δεν πρέπει να λεί­ πουν από την βιβλιοθήκη μας.» Περιοδικό: Σύγχρονη Γυναίκα, τεύχος 49

. . . Η Δήμητρα Πετρού­ λα μια μέρα πήρε μολύ­ • πού 'mu βι και χαρτί να κρατή­ HIMMtm, σει τις πρώτες σημειώ­ σεις κι έγραψε ένα βι­ βλίο συγκλονιστικό όπως λένε αυτοί που το διαβάσανε (ανάμεσα τους, λογοτέχνες και δημοσιογράφοι). Κυκλοφορεί με τον τίτλο: «Πού είναι η μάνα σον, μωρή» και σπάει κόκαλα.

β Καββαθάς, «Ταχυδρόμος», 170

Έ να βιβλίο-έκπληξη: Έ να γραφτό, που ορμάει κυριολεκτικά στον ξαφνιασμένο αναγνώστη και τον αιχμαλωτίζει, από την πρώτη του σελίδα. Είναι ένα βιβλίο ιστορικό ντοκουμέντο συνταρακτικό, αλλά και μια συμβολή απ’ τις πιο σημαντικές στην αντιστασιακή μας πεζογραφία, ιδιαί­ τερα για τη δραματική περίοδο μεταξύ των δύο αντάρτικων. Β. Φυτσιλής, «Ριζοσπάστης» 4.1.87


αφιερωμα/59

T O Y π Χ Π Χ Λ ,ΙΧ Μ Χ Ν Τ Ή εν ξέρω ποιος πρώτος ονόμασε τον Παπαδιαμάντη « Ά γ ιο των ελληνικών γραμμάτων». Α ς μας το πει ο Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλος, που έχει αναδιφήσει ολόκληρη τη σχετική με τον Κοσμοκαλόγερο βιβλιογραφία. Ό ποιος κι αν ήταν, πάντως, κάθε άλλο παρά βοήθησε στη σωστή αντιμετώπιση του ανθρώπου και του έργου. Τον χαρακτηρισμό αμφισβήτησε παλαιοτερα κι ο Μανώλης Χαλβατζακης στο βιβλίο του «Ο Παπαδιαμάντης μέσα από το έργο του», δίνοντας πλήθος αντίθετα παραδείγματα.1 Τον αμφισβητεί, ακόμα πιο έντονα, κι ο N.B. Τωμαδάκης στο εξ ίσου διεισδυτικό μελέτημά του «Ο αμαρτωλός Παπαδιαμάντης»1 2. Και με το δίκιο του, μια κι ο άστοχος αυτός χαρακτηρισμός, καθώς δεν έπαψε να επαναλαμβάνεται στερεότυπα από πολλούς, άλλο δεν έκανε παρά ν ’ απομακρύνει τον ανυποψίαστο αναγνώστη από το βάθος και την ουσία της τέχνης του Σκιαθίτη συγγραφέα, στρέφοντας την προσοχή του πλατύτερου αναγνωστικού κοινού περισσότερο προς την επιφάνεια και τον ηθογραφικό διάκοσμο των «εορταστικών» και των άλλων του διηγημάτων και λιγότερο προς τη βαθύτερη φύση της πεζογραφίας του. 1. Μανώλη Χαλβατζάκη: «Ο Παπαδιαμάντης μέσα από έργο του». Αλεξάνδρεια 1960, σ. 7.

2. «Μορφαί της Μαγνησίας». Εν Βόλψ 1973, σ. 199. [Τώρα και Νικολάου Β. Τωμαδάκη: «Νεοελληνικά δοκίμια και μελέται», τόμος Β'. Εν Αθήναις 1983, σ. 347.]


60/αφιερωμα νοούμε ο αντιγραφέας, και λέγοντας ο «συγγρα­ θέλω να πω με τούτο, πως από τον Παπαδια- φέας», να εννοούμε ο αφηγητής. Ως προς το μάντη λείπουν η πίστη κι ο θρησκευτικός χαρα­ χρόνο συγγραφής, το διήγημα πρέπει να γράφτη­ κτήρας. Ίσα-ίσα μάλιστα, υπάρχουν πολύ πιο κε μάλλον μέσα στο 1900, όταν δηλαδή ο αφηγηουσιαστικά απ’ όσο το φαντάζονται όποιοι αρ- τής-συγγραφέας του ήταν σαρανταεννιά χρονών, κούνται να του δίνουν το χρίσμα της αγιότητας. αφού η πρώτη δημοσίευση έγινε στα «ΠαναθήΚαθώς παρατήρησα κι άλλοτε, βάση του χρι­ ναια», στο τεύχος της 31 Δεκεμβρίου της ίδιας στιανισμού του αποτελούν «η βίωση της αμαρ­ χρονιάς, κι όπως είναι γνωστό, ο Παπαδιαμάντίας και η πάλη με το κακό και τους πειρασμούς της για λόγους βιοποριστικούς τα διηγήματά του της ζωής».3 Γιατί ο χριστιανός αυτός είναι ένας τα δημοσίευε αμέσως μόλις τα τέλειωνε. Το κεί­ χριστιανός «πειραζόμενος», που παρόμοια με μενο το χωρίζει σε έξι μικρότερες υποδιαιρέσεις, τον ήρωά του στον «Ρεμβασμό του Δ εκαπενταυ- και -εννοείται, ύστερα απ’ όσα σημειώσαμε πιο γούστον»: «ήγάπα καί ήμάρτανε καί μετενόει»4. πάνω,- η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Αν και στη σύνθεση δεν ακολουθεί την κλασι­ Ο ηθικός του κόσμος δοκιμάζεται από τον κρυ­ φό και ανικανοποίητο ερωτισμό του, από τα πά­ κή δομή του διηγήματος, με ορθόδοξα αναπτυγ­ θη του, από τις εισβολές του πονηρού. ΓΓ αυτό μένες την εισαγωγή, τη δέση, την κορύφωση και κι ο χριστιανισμός του παραμένει, απ’ την αρχή τη λύση, και μολονότι φαίνεται ν’ απουσιάζει ο ως το τέλος, « ε μ π ρ ά γ μ α τ ο ς » · δε χάνεται κανονικός μύθος, εντούτοις, υπάρχει η π λ ο στη σφαίρα της θεωρίας και των αφηρημένων κ ή , και συνδέει με αδιόρατα νήματα την περιο­ ρισμένη εξωτερική δράση με την εσωτερική κίνη­ αναζητήσεων. Περνάει μέσα απ’ τη δοκιμασία. Τα χαρακτηριστικά αυτά βρίσκονται διάσπαρ­ ση, όπου κυρίως πέφτει το κέντρο του βάρους, τα σ’ όλο το έργο του. Ειδικότερα, τα επισημαί­ και τις αναδρομές στο παρελθόν με όσα συμβαί­ νουμε στον «Καλόγερο», στο «Ο έρωτας στα χιό­ νουν σε πιο πρόσφατο χρόνο, ώστε ο μύθος να νια» στο «Αμαρτίας φάντασμα», στο «Όνειρο προβάλλει αυτόματα μέσα απ’ την απουσία του. στο κύμα» και, βέβαια, στη νουβέλα του «Η φό- Στην πραγματικότητα, συμπλέκονται δύο πα­ νισσα», μα και σ’ άλλα διηγήματά του, ιδίως σε ράλληλες ιστορίες, η κεντρική και η δευτερεύουόποια, διστάζοντας να τα υπογράψει, επειδή η σα, η μια πιο πρόσφατη κι η άλλη στο παρελθόν, αφήγηση ήταν σε πρώτο πρόσωπο, πρόσθετε μέ­ που συσχετίζονται και συνθέτουν ένα ενιαίο σύ­ σα σε παρένθεση, πριν απ’ την υπογραφή του: νολο. Τελικά, έχουμε τρία πλάνα σε τρία αντί­ «Διά την αντιγραφήν»· τάχα δηλαδή πως ο συγ­ στοιχα στρώματα: α') το ε ξ ω τ ε ρ ι κ ό π λ ά ­ γραφέας ήταν άλλος, κι ότι εκείνος κάπου τα ν ο (ό,τι δηλαδή αναφέρεται στην κίνηση των βρήκε και τα αντέγραψε. Εκεί όμως που παρου­ προσώπων, στις μεταξύ τους συναντήσεις και σιάζει αποκαλυπτικότερα την πάλη του με την στα εξωτερικά περιστατικά)· β') το ε σ ω τ ε αμαρτία είναι στη «Φαρμακολύτρια». Το διήγη­ ρ ι κ ό - ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ό (τις ψυχολογικές κατα­ μα πρόσεξε κι ερμήνευσε σωστά στις γενικές του στάσεις του αφηγητή κι ό,τι διαδραματίζεται γραμμές κι ο Ν.Β. Τωμαδάκης.5 Αξίζει, ωστόσο, στον εσωτερικό του χώρο)· γ') το π ν ε υ μ α τ ι ­ να το δούμε τώρα και πιο αναλυτικά, όχι μόνο κ ό υ π ό σ τ ρ ω μ α κι ό,τι εξάγεται από τις δυο γιατί φωτίζει όσο κανένα άλλο ίσως το θέμα της ιστορίες και σχηματίζει τον ιδεολογικό πυρήνα. αμαρτίας στον Παπαδιαμάντη, αφήνοντας να Αξίζει να προσέξουμε και κάτι ακόμα: όλα τα φανεί το εωσφορικό στοιχείο που κρύβεται κάτω σχετικά με τη δευτερεύουσα ιστορία ο συγγρα­ απ’ τη δήθεν απλοϊκή χριστιανική του επιφά­ φέας τα κινεί μέρα, ενώ τα σχετικά με την κύρια νεια, αλλά και γιατί παράλληλα μας δίνει την ευ­ διήγηση και τα διαδραματιζόμενα στο εσωτερικό καιρία να μελετήσουμε πάνω σ’ ένα απ’ τα καλύ­ πλάνο νύχτα και με ανάλογα υποβλητικό πλαί­ τερα και τα αντιπροσωπευτικότερά του κομμά­ σιο. Έτσι, περνάμε απ’ τη νύχτα στη μέρα κι απ’ τια τη σύνθεση και την τεχνική του. το φως στη σκιά, δημιουργείται μια εναλλαγή κι οι δυο ιστορίες διαχωρίζονται κατά τρόπο συμ­ βολικά σύμφωνο με την έκβασή τους, με το πνευ­ Φαρμακολύτρια» ανήκει κι αυτή στα διη­ ματικό υπόστρωμα και με τις ψυχολογικές κατα­ γήματα του Παπαδιαμάντη με τη χαρακτηριστι­ στάσεις του αφηγητή. Γιατί τα υπόλοιπα πρόσω­ κή προσθήκη στο τέλος: «Διά τήν άντιγραφήν». πα αποτελούν δευτερεύοντες τύπους και πεΌμως, γίνεται τόσο φανερό πως ο συγγραφέας, ρισσότερο εξυπηρετούν με την παρουσία τους ο αντιγραφέας κι ο αφηγητής εδώ είναι το ίδιο την πλοκή, τη σχεδόν ανύπαρκτη εξωτερική δρά­ πρόσωπο, που λέγοντας ο «αφηγητής», να εν­ ση και τον ιδεολογικό πυρήνα παρά εμφανίζον-

Η

5. «Ο Παπαδιαμάτνης σήμερα»^περιοδ. «Διαβάζω», τεύχος 9, Νοέμβριος - Δεκέμβριος'ί977, ο. 43, όπου και όλα σχε­ δόν όσα ακολουθούν στην (δια παράγραφο. [Τώρα και Κώστα Στεργιόπουλου: «Περώιαβάζοντας», τόμος Β' Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1986, ρ. 63.]

4. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: « Άπαντα», τόμος τέταρτος. Κριτική έκδοση: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις Δόμος [Αθ. 1985], σ. 89. 5. Όπου και στην υποσ. 2, σσ. 208-209. [Και «Νεοελληνικά» Β', σσ. 356-357.]


αφιερωμα/61 ται ως χαρακτήρες και πρόσωπα με ιδιαίτερη ατομική ψυχολογία, για να χρειαστεί να τα εξε­ τάσουμε στη συνέχεια κι ένα-ένα ξεχωριστά, κα­ θώς θα ταίριαζε σ’ άλλη περίπτωση. Ούτε θα ’ταν σκόπιμο, εξ άλλου, για ένα τέτοιο διήγημα, να διαχωρίσουμε την ανάπτυξη του μύθου και της πλοκής και την ανάλυση της δομής και της σύνθεσης από την ερμηνεία, δεδομένου ότι το ίδιο το έργο απαιτεί μια -όσο το δυνατόν- ταυ­ τόχρονη εξέταση μέσα από μια δεύτερη ανάγνω­ ση, ώστε να φανεί η διάρθρωσή του, χωρίς να διαταραχθεί η ενότητά του. Ας έρθουμε όμως στο κείμενο, αφήνοντας κα­ τά μέρος τις υποδιαιρέσεις του συγγραφέα και χωρίζοντάς το όχι σε έξι, αλλά σε τέσσερις ενό­ τητες, όπως οργανικά διαιρείται, άν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά τη σχέση των μερών με το όλο, με βάση τις δύο ιστορίες και σύμφωνα με το αν η διήγηση εκτυλίσσεται μέρα ή νύχτα. «... I ήν νύκτα εκείνην είχον άναβή καί πάλιν εις τό βουνόν διά νά συναντήσω τήν έξαδέλφην Μαχούλαν. Τήν άλήθειαν νά ειπω, δέν ήξευρα μετά βεβαιότητος ότι έμελλον νά τήν συναντήσω, άλλ’ ήλαυνόμην από τό πάθος, έφερα τά βήματά μου είς προσκύνησιν, καί ήσθανόμην τήν ανάγκην ν’ άναζωπυρήσω άρχαίας άναμνήσεις. »Ήτον ή τελευταία φορά οπού θά έβλεπα είς τά ερημικά έκεϊνα μέρη τήν έξαδέλφην μου Μα­ χούλαν. Τήν πρώτην φοράν, πρό ετών είκοσι, τήν είχα συναντήσει είς τό βάθος δρυμώνος, πλησίον αρχαίου παμμεγέθους σηκού ή τεμένους εκ γιγαντιαίων μαρμάρων, τό όποιον πιθανόν νά ήτο ναός τών θεών, τής πρό τού Προμηθέως επο­ χής. Σύρριζα είς τό παράδοξον έκεϊνο κτίριον, τό προβάλλον ως πρόσωπον Σφιγγός τήν πρόσοψίν του τήν γριφώδη, ήτο εν μεταγενέστερον πε­ νιχρόν παρεκκλήσιον, τιμώμενον έπ’ όνόματι τής 'Αγίας Μάρτυρος ’Αναστασίας. Ε κ εί είχα συ­ ναντήσει πρό εΐκοσιν ετών τήν έξαδέλφην μου Μαχούλαν.» (σ. 305)6 Από τις δυο πρώτες αυτές παραγράφους, ο συγγραφέας-αφηγητής δένει το νήμα κι αρχίζει να το ξετυλίγει και να το πλέκει, κεντρίζοντας το ενδιαφέρον του αναγνώστη και δίνοντας τον τόνο που οδηγεί στο εσωτερικό πλάνο, τον τόνο τον υπαινικτικό και τον υποβλητικό. Είχε πάει να συναντήσει «τήν έξαδέλφην Μαχούλαν», χω­ ρίς να είναι σίγουρος ότι θα την έβρισκε. Μας αφήνει να το εννοήσουμε από τώρα πως τη συ­ νάντησε, αφού «ήτον ή τελευταία φορά όπού θά τήν έβλεπε είς τά έρημικά έκεϊνα μέρη», μα δε μας το λέει καθαρά, όπως δε μας λέει ούτε από ποιο πάθος σπρωγμένος βρέθηκε εκεί, ούτε ποιες 6. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: «Άπαντα», τόμος τρίτος. Κριτική έκδοση:. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις

αρχαίες αναμνήσεις αισθανόταν την ανάγκη να ξαναζωντανέψει. Μας γυρίζει αμέσως είκοσι χρόνια πριν, περνώντας στο πλάνο το εξωτερικό, στην άλλη παράλληλη ιστορία, όταν, μαθητής «τής γ ' τάξεως έπαρχιακοϋ γυμνασίου» (σ. 306), συνάντησε στά μέρη εκείνα την ξαδέρφη του, όπου «είχεν υπάγει όμοΰ μέ ένα παπάν, διά νά λειτουργήση τόν ναΐσκον». Και συνεχίζει τη διή­ γηση. Μετά τη λειτουργία, άμα ο παπάς «έπιε τόν καφέν καί τήν ρακήν του, έξωθεν άκριβώς τής θύρας τού ναΐσκου, [...] καί άπήλθεν», εκείνη «έμεινε, μαζί μέ τήν μικράν έπταετή παιδίσκην της, καί μέ δύο άλλας γυναίκας» και «ιδού τί έκαμεν»: «Ήναψεν επτά κηρία είς τά δύο μα­ νουάλια τού ναΐσκου, έμπρός είς τάς εικόνας τού Χριστού, τής Παναγίας, τού Προδρόμου καί τής 'Αγίας ’Αναστασίας. Έφαίνετο, δτι ήθελε μετά τήν άναχώρησιν τού παπά, νά τελέση αύτή νέαν λειτουργίαν, πλέον μυστηριώδη. ’Αφού ήναψε τά έπτά κηρία, έβγαλεν άπό τό παμμέγιστον καλάθιόν της μακρότατον, υπέρ τάς έκατόν όργυιάς, λεπτόν σχοινίον, όλοκίτρινον, εύωδιάζον, κηρόπλαστον. Ή το γιγαντιαΐον φιτίλιον βαμβα­ κερόν, τό όποιον είχε κλώσει δλον μέ τάς χεΐρας της, καί μέ τάς χεΐρας της τό είχε περιβάλει μέ μελικήριον πρόσφατον» (σσ. 305 και 306) Ακολουθεί το ζώσιμο του ναού με το κερωμέ­ νο σκοινί και η περιγραφή της κεροδεσιάς. «Επτάκις έκαμε τόν γϋρον τού κτιρίου, καί μέ έπτά έμβολα κηρωμένου νήματος περιέζωσεν [...] δλον τόν ναΐσκον.» Κι έρχεται ύστερα η εξή­ γηση για την τελετουργία αυτή την «πλέον μυ­ στηριώδη», με μια αδιόρατη ειρωνεία, όχι για την ίδια την τελετουργία, μα για ορισμένους απ’ τους λόγους που την υπαγόρευσαν. Ο συγγρα­ φέας δε σχολιάζει καν, για την ώρα, και περιο­ ρίζεται να δίνει έναν ελαφρά ειρωνικό τόνο στην αφήγηση. Και το «έκ μητρικής στοργής», λίγο πιο κάτω, μοιάζει κι εκείνο κάπως διφορούμενο. Γιατί η Μαχούλα «ήξευρε τί έκαμνεν». «'Ένα υιόν, μονάκριβον, τόν είχε. [...] Καί ήδη έχανε τόν νοΰν του» για «μίαν κόρην, ήτις ήτον μεγαλυτέρα άπ’ αυτόν στά χρόνια, καί ήθελε νά τήν λάβη σύζυγον. [...] Τού είχαν κάμει μάγια, αί γυναίκες, άπό τόν Πέρα Μάχαλάν. [...] Έγνώριζαν έκεϊναι άπό μαγείας... [...] Τώρα, τί νά κάμη ή έξαδέλφη του Μαχούλα; Ν’ αφήση τόν υιόν της νά έμβή στά βάσανα, τόσον νέος, κ ι α ύ τ ή ν ά έχη τ έ σ σ α ρ α ς κ ό ρ α ς ά ν υ π ά ν δ ρ ο υ ς , ν ά τ ά ς κ α μ α ρ ώ ν η * ;[...] Λοιπόν έπεσε στά θεοτικά πράγματα. [...] Τελευταΐον προσέφυγεν είς τήν χάριν τής 'Αγίας ’Αναστασίας τής Φαρμακολυτρίας. Αυτή είχε παρά θεού τό χάρισμα νά διαλύη τάς μαγείας καί γοητείας. Έπήγε, τήν

7.

Δόμος [Αθ. 1984], απ’ όπου και όσα άλλα αποσπάσματα του διηγήματος ακολουθούν. Η υπογράμμιση δική μου.


62/αφιερωμα έλειτούργησεν, έζωσεν τόν ναόν της επτά φοράς (τελούσα μόνη της ιδιαιτέραν λειτουργίαν περι­ παθή έκ μητρικής στοργής) [...] καί παρεκάλει την 'Αγίαν νά χαλάση τά μάγια, νά έλθη στόν νοϋν του ό υιός της, ό έρωτοχτυπημένος καί πο­ τισμένος άπό κακάς μαγγανείας, καί νά μη χάνη τά μυαλά του άδικα...» (σσ. 306 και 307). Εδώ, συμπληρώνεται η πρώτη ενότητα, που αποτελεί την εισαγωγή και κινείται κατά το με­ γαλύτερο μέρος της στην επιφάνεια, παρουσιά­ ζοντας το εξωτερικό πλάνο και τονίζοντας πε­ ρισσότερο τα γραφικά και ηθογραφικά στοιχεία: τον παπά που πίνει τον καφέ και τη ρακή, «έξω­ θεν άκριβώς τής θύρας τού ναΐσκου, εις τό ύπαι­ θρον», τη Μαχούλα που ζώνει επτά φορές το ναό «μέ κηρίον έκατονταόργυιον» (σ. 307), τις γειτόνισσες, «αί όποϊαι την είχον συνοδεύσει εις την έκδρομήν» και «περιήρχοντο είς τούς λοφί­ σκους καί είς τά ρεύματα, είς τά πέριξ τού ναού, συλλέγουσαι άγριολάχανα καί μανιτάρια» (σ. 305), τα μάγια και τις μαγγανείες των γυναικών από τον Πέρα Μαχαλά. Κι όμως, αν προσέξου­ με, ο συγγραφέας μάς έχει κάνει νύξεις και για τα άλλα. Μέσα στην εισαγωγή και την ανάπτυξη του πρώτου μέρους της δευτερεύουσας ιστορίας, υπάρχει κατά κάποιον τρόπο και η δέση του διη­ γήματος. Αρκεί να σταθούμε λίγο σ’ εκείνο το λακωνικό και σε τόνο βγαλμένο από βαθύτερα στρώματα «ήλαυνόμην άπό τό πάθος, έφερα τά βήματά μου είς προσκύνησιν» και να μην προσπεράσουμε ανυποψίαστοι, νομίζοντας πως πρό­ κειται για απλή περιγραφή, «τό παράδοξον έκείνο κτίριον, τό προβάλλον ώς πρόσωπον Σφιγγός την πρόσοψίν του τήν γριφώδη», και μάλιστα «σύρριζα» σε «μεταγενέστερον πενιχρόν παρεκκλήσιον, τιμώμενον έπ’ όνόματι τής 'Αγίας Μάρτυρος ’Αναστασίας», για να βρεθούμε στα ίχνη και της κύριας ιστορίας. Τέλος, και το ζώσιμο του ναού από τη Μαχούλα δεν είναι άσχετο με το «ήλαυνόμην άπό τό πάθος». Το θυμάται και το περιγράφει, όπως θα φανεί αργότερα, γιατί το έχει ανάγκη κι ο ίδιος.

^ ^ τ η δεύτερη ενότητα ξαναπιάνει το νήμα από κει που το είχε αφήσει στις πρώτες φράσεις της αρχής και περνάει στο δεύτερο πλάνο, το ψυχο­ λογικό. «"Ολα αύτά τ’ άνεπόλουν καί τ’ άναπαρίστων μέ τόν νοΰν μου, ώς νά είχαν συμβή χθές» (σ. 307), μας λέει, αρχίζοντας τήν περιγραφή της πορείας του «τήν νύκτα εκείνην», όταν «είχεν άναβή καί πάλιν είς τό βουνόν», ύστερα από εί­ κοσι χρόνια, «διά νά συναντήση τήν έξαδέλφην Μαχούλαν». Είναι το «αργό μέρος», όπως θα λέ­ γαμε για το δεύτερο μέρος μιας σονάτας, όπου θα μας αποκαλύψει βαθμιαία το πάθος του και το είδος του πάθους του, για να καταλήξει στο τέλος της ενότητας σ’ ένα δραματικό ξέσπασμα,

που αποτελεί και την κορύφωση και συντελείται όχι με πράξεις και δρώμενα, αλλά στο χώρο τον εσωτερικό, καθώς ταιριάζει στο χαρακτήρα του διηγήματος. Η διήγηση εκτυλίσσεται εδώ νύχτα, κι η σκη­ νογραφία παριστάνει κι εκείνη την ψυχολογική του κατάσταση, καθώς ο εσωτερικός του κόσμος ανοίγεται σιγά-σιγά στον αναγνώστη μέσα απ’ την περιγραφή του συμβολοποιημένου τοπίου. Ό λα στηρίζονται στην τέχνη της υποβολής και του υπαινιγμού. « Ό ρόχθος τού χειμάρρου [...] ένέσπειρε φόβον είς τήν ψυχήν» του, που «άνεγνώριζε παρ’ έαυτή ομοιότητα μέ τό ρεύμα έκείνο» και «έδεσπόζετο όλη άπό έν ΰπουλον πάθος, καθώς τό βαθύ ρεύμα καί ή σιγή τής νυκτός έδεσπόζοντο άπό ένα δοΰπον ύπόκωφον» (σ. 308). Η σελήνη «ώς νά είχε βάλει φωτιάν είς έν δένδρον μεμονωμένον» και «τό δένδρον έφαίνετο ώς νά καίεται». Σαν τον ίδιο. Ύστερα, «άνήλθε βραδεία [...] ύπερθεν τής λοφιάς τού όρους», «άφήσασα τό δένδρον μαύρον καί σκοτεινόν άπόκαυμα» (σ. 308). Ό πω ς δηλαδή μας αφήνει το πάθος. Την ψυχική του αναταραχή μας δίνει και με τις σπασμωδικές του κινήσεις, ενώ το πέ­ ρασμα απ’ το φως στη σκιά κι απ’ τη σκιά πάλι στο φως (το φως όχι του ήλιου, αλλά του φεγγα­ ριού) συμβολίζει τις αδιάκοπες διακυμάνσεις των ψυχικών του καταστάσεων: «Μετά ώραν έφθασα είς τήν κορυφήν τού βου­ νού, εϊτα ώδευσα έπί τού όροπεδίου, έν παμφαεϊ σελήνη. Είτα έφθασα είς τήν αντίθετον κλιτύν, όπου πάλιν ευρον σκιάς καί σύνδενδρα μέρη καί φόβητρα εμπρός μου. ’Εκεί παρακάτω ήτον ή μι­ κρά έπαυλις τού Γιάννη τού Στόγιου, άγρότου άπλοϊκού φίλου μου. [...] Ό Στόγιος δέν είχε κοιμηθή άκόμη. φώς έλαμπε διά τού φεγγίτου. Τόν έκάλεσα όνομαστί. Έγνώρισε τήν φωνήν μου, και έλθών μού ήνοιξε. [...] ’Εγώ έντούτοις δέν ήξευρα διατί είχα κρούσει τήν θύραν του,' άφού δέν είχα ύπνον ούτε νυσταγμόν. ’Αφού εκείνος άπεκοιμήθη, έλαβα τήν ράβδον καί τόν πίλον μου καί έξήλθον κράξας πρός αυτόν νά κλείση, άν ήθελε, τήν θύραν εκείνος, έπειδή “έλαγοκοιμάτο” , πολύ έλαφρά, μού άπήντησε δι’ ήρέμου γογγυσμού, μέσα είς τόν ύπνον του.» (σ. 308) Με το σύντομο τούτο επεισόδιο, διαγράφει και με τα δρώμενα τις ψυχολογικές του αντιδρά­ σεις, ενώ, απ’ την άλλη μεριά, διακόπτει για λίγο την υποβλητική περιπλάνησή του στη φεγγαρό­ φωτη ερημιά, για να πέσει απότομα και πάλι στην ίδια κατάσταση, μόλις ξαναβρεθεί μόνος του έξω, προωθώντας έτσι την αφήγηση σ’ ένα πιο προχωρημένο ψυχολογικό στάδιο. «Κατέβην άκόμη χαμηλότερα τό βουνόν», συνεχίζει αμέ­ σως, σα να θέλει να πει πως βυθίστηκε ακόμα πιο βαθιά από πριν στο αδιέξοδό του. «Ή σελή­ νη έμεσουράνει ήδη, κ’ έφεγγεν είς όλην τήν κλι-


αφιερωμα/63 τύν. Είς τάς ποιμενικάς έπαύλεις οΕ πετεινοί είχον λαλήσει. Κατήλθον είς σύνδενδρον στενω­ πόν» (σ. 309). Θαρρείς και τόσην ώρα προσπα­ θούσε ασυναίσθητα ν’ αποφύγει ό,τι τον έφερε ως εδώ, και δεν ήξερε καλά-καλά ούτε «διατί εί­ χε κρούσει την θύραν» του Στόγιου. Μα τα βή­ ματά του τον πηγαίνουν μόνα τους πια «εις τόν έρημον ναΐσκον τής 'Αγίας ’Αναστασίας» (σ. 309). Ώστε, λοιπόν, για κει είχε ξεκινήσει, όταν απ’ τις πρώτες φράσεις έλεγε, πως «έφερε τά βήματά του εις προσκύνησιν», προσκύνηση ίσως διπλή: και για να παρακαλέσει τη Φαρμακολύτρια, και να κάνει προσκύνημα στους τόπους που αγνός άλλοτε επισκεπτόταν, ξαναζωντανεύοντας «άρχαίας άναμνήσεις». Το πάθος του ήταν το ίδιο με του γιου της Μαχούλας. Το ομολογεί έμμεσα, πάντα με την τέχνη του υπαινιγμού, πριν το πει και απερίφραστα παρακάτω: «... Καί τώρα, με­ τά εϊκοσιν έτη, όταν ήρχισα ήδη νά φθίνω, άφοϋ κατά κόρον έγεύθην τής ζωής όλην τήν τρύγα καί τήν πικρίαν, έάν εγώ έζήτουν νά ζώσω μέ κηρίον τόν ναόν τής Μάρτυρος, ούτε κηρίον πλέον άγνόν θά ήδυνάμην νά εΰρω, διότι άπό πολλοϋ δλοι οί κηροπλάσται έπώλουν νοθευμένα κηρία» (σ. 309). Στην πραγματικότητα, η νοθεία δεν είχε γίνει μόνο στο κερί· την ένιωθε να ’χει εισχωρήσει και μέσα του. Ξαναπήγαινε, αλλά χωρίς τη χαμένη του αγνότητα. Και η υποβλητι­ κή περιγραφή του ναού, στη συνέχεια, συμβολί­ ζει κι εκείνη την κατάπτωση τη δική του, σε και­ ρούς μάλιστα (τι θα έλεγε άραγε σήμερα!) που και «ή θρησκευτική εύλάβεια μεγάλως ειχεν έκπέσει εν τφ μεταξύ»: «Καί ό ναΐσκος τής 'Αγίας είχε περιέλθει είς παρακμήν καί άτημελησίαν οίκτράν [...]. Δύο ει­ κόνες λαδωμέναι καί φθαρμέναι ύπήρχον μόνον είς τό τέμπλον τό σαπρόν, ή μορφή τού Σωτήρος Χριστού δεξιά, καί άριστερά ή είκών τής άμνάδος του, τής στρεφούσης πρός αυτόν τό πρόσωπον, καί φαινομένης ώς νά έκραζε μεγάλη τή φωνή: “Σέ, νυμφίε μου, ποθώ!” Αί εικόνες τής Παναγίας καί τού τιμίου Προδρόμου εϊχον γίνει άφαντοι. Ίσως είχον άφαιρεθή άπό τάς χεΐρας φιλάρχαιων ή εραστών τής Βυζαντινής τέχνης®... »'Υπήρχον μόνον δυό κανδήλια ήμιθραυσμένα ή ραγισμένα, ή βορεία πύλη τού ιερού ήτο άνευ θυρίδος, τό μόνον παράθυρον τό μεσημβρινόν τού ναού άνευ παραθυροφύλλου, τό Θυσιαστή­ ριον καί ή προσκομιδή, γυμνά καί άνεπίστρωτα, ήσαν πλήρη κονιορτού... 'Ο ναΐσκος ό έπταζωσμένος καί άγιασμένος δέν έλειτουργείτο πλέον.» (σ. 309) Το «Σέ, νυμφίε μου, ποθώ!» είναι κραυγή τυΠάλι η γνωστή παπαόιαμαντική ειρωνεία, με στόχο τους κοινούς αρχαιοκάπηλους και ταυτόχρονα όσους μιλάν για τέχνη και θαυμάζουν τις βυζαντινές αγιογραφίες, δίχως

πτόμενου αμαρτωλού, κραυγή δική του, ανάμε­ σα σε τόσους άλλους υπαινιγμούς, που θα γίνει και απερίφραστη ομολογία, λίγες σειρές πιο κά­ τω, όπου, μαζί με το είδος του πάθους του, θα ομολογήσει και τον εσωτερικό διχασμό του: απ’ τη μια, να πηγαίνει για να θεραπευθεί, κι απ’ την άλλη, να προτιμάει να καίγεται, κι αντί για τη θεραπεία να προσεύχεται για την εκπλήρωση του έρωτά του; Γιατί, βέβαια, τι άλλο υπαινίσσε­ ται, όταν ρωτάει αόριστα, αν στο διπλανό κτίριο «τό αινιγματώδες» «ύπήρχε τό πάλαι ιερόν τής ’Αφροδίτης», αν «ύπήρχε βωμός τού Έρωτος», παρά πως θα πήγαινε να προσευχηθεί εκεί: «Ώ! επτάκις μόνον;.... Έβδομηκοντάκις επτά θά είχον τώρα άνάγκην νά περιζώσω τόν ναόν τής Α γίας ’Αναστασίας!.. Τοσάκις είχε περιεζωσμένην τήν καρδίαν μου ή άκανθα τής πίκρας αγάπης, τοσάκις τήν είχε περισφίγξει τό έρπετόν πάθος, τό δολερόν... εύλαβούμην νά εΐπω είς τήν 'Αγίαν, ήσχυνόμην νά ομολογήσω πρός ,έμαυτόν, δτι ήμην, όψέ ήδη τής ήλικίας, λεία τού πάθους την εύλάβεια και την πίστη των ανώνυμων συχνά αγιογράφων, που τις ζωγράφισαν για ν’ αποτελούν αντικείμενα ιερής λατρείας και όχι αισθητικών συζητήσεων και καπη-


64/αφιερωμα καί έρμαιον... »’Αλλά πρός τί νά προσφέρω λαμπάδας καί μοσχολίβανον, πρός τί νά περιζώσω με κηρία τόν ναόν; Ή 'Αγία ήδύνατο ίσως νά μέ θεραπεύση, άλλ’ εγώ δεν έπεθύμουν νά θεραπευθώ. Θά έπροτίμων νά καίωμαι εις την φλόγα τήν βραδεΐαν... Υπάρχουν είς τόν παράδεισον "Αγιοι δεχόμενοι τάς εύχάς τών έρώντων;... Τά­ χα έκεϊ, δίπλα είς τό παρεκκλήσιον τής Φαρμακολυτρίας, είς τό παλαιόν έκεΐνο μεγαλομάρμαρον κτίριον τό αινιγματώδες, νά υπήρχε τό πά­ λαι ιερόν τής ’Αφροδίτης, νά υπήρχε βωμός τοΰ Έρωτος;» (σσ. 309-310). Το «αινιγματώδες» κτίριο θα μείνει ως το τέ­ λος «αινιγματώδες». Πρόκειται, φυσικά, για ειδωλολατρικό ναό, αφού «πιθανόν νά ήτο ναός τών θεών, τής πρό τού Προμηθέως εποχής» (σ. 305), καθώς μας είπε πιο πάνω, που απείχε, εν­ τούτοις, από το διπλανό εκκλησάκι της Φαρμακολύτριας -για ν’ αντιστρέφω, με το ίδιο νόημα, μια φράση από το προηγούμενο μελέτημά μου για τον Παπαδιαμάντη- όσο κι ο χριστιανισμός του απ’ τον παγανισμό του.9 Αλλά τι ναός ακρι­ βώς μπορεί να ήταν θα μας βάλει σε υποψία αρ­ γότερα. Προς το παρόν, κλείνει to δεύτερο τού­ το μέρος με μια επίκληση: «Βοήθει, 'Αγία ’Ανα­ στασία!». την τρίτη ενότητα ανακόπτεται η ψυχολογική εξέλιξη κι ο συγγραφέας ξαναγυρίζει στο εξωτε­ ρικό πλάνο, για να δώσει τη λύση της δευτερεύουσας ιστορίας. Η αφήγηση εκτυλίσσεται ξανά μέρα, όταν «είχεν εξημερώσει ήδη» και «άπεμακρύνθη τού παρεκκλησίου αισθανόμενος ά κ ο υ σ ί α ν /ά ν α κ ο ύ φ ι σ ι ν 10* δτι, έρημον καθώς ήτο τό ιερόν της, ή 'Αγία δέν θά ήθελε πλέον νά τόν Θεραπεύση» (σ. 310). Εκεί, συναν­ τάει «τήν έξαδέλφην του Μαχούλαν», σχεδόν αναλλοίωτη από τα χρόνια: «ούτε λευκήν τρίχαν είχεν είς τήν κόμην, ούτε ρυτίδα είς τό μέτωπον. Ή τον έκ τών γυναικών εκείνων τών έχουσών δευτέραν νεότητα, άνθηροτέραν τής πρώτης. [...] Ή το νύμφη καί ιέρεια καί γυνή» (σ. 310). Την παρουσιάζει εδώ, κάπως παράδοξα, με τις τρεις αυτές ιδιότητες, και παράλληλα «ώχρά καί αφε­ λή καί άπλαστον», «άσχημη έκ πρώτης όψεως, άλλά μετά δεύτερον βλέμμα» με «άφατον γλυκύτητα είς τό πρόσωπόν της», ίσως και για να έχουν μεγαλύτερη αληθοφάνεια όσα θα την ακούσουμε να του λέει σε λίγο για το «αινιγμα­ τώδες κτίριο» και για το όνειρο που είδε, δίνον­ τας έτσι συνοπτικά, μαζί με τα εξωτερικά της γνωρίσματα, κι ό,τι από το εσώτερο ήθος της εί­ 9. Ό που και στην υποσ. 3, σ. 43. [Και «Περιδιαβάζοντας» Β \ σ. 63.] 10. Περιορίζομαι, για την ώρα, να το υπογραμμίσω. Γιατί στο τέλος ούτε μόνο «άνακούφισιν» θα αισθάνεται, ούτε καν

χε αποτυπωθεί στα χαρακτηριστικά της. Είναι, άλλωστε, και η μοναδική περιγραφή της εξωτε­ ρικής εμφάνισης των προσώπων του διηγήματος, εκτός αν λογαριάσουμε και την «άλλη μορφή» στο τέταρτο μέρος, αν και μόλις προφταίνουμε να σχηματίσουμε μιαν ασυμπλήρωτη εντύπωση από το φευγαλέο πέρασμά της. Παρόμοια και με το «είχεν ελαιώνα είς τά μέρη έκεϊνα», αμέσως πιο κάτω, μάλλον θέλει να δικαιολογήσει τη συ­ νάντηση με τη Μαχούλα και να ποικίλει* την αφήγησή του στη συνέχεια με κάποια γραφικά στοιχεία. Εννοείται, το καταλαβαίνει κανείς πια, πως ήταν η ιστορία του γιου της και το ζώσιμο του ναού ο λόγος που ήθελε να τη συναντήσει. Της το θυμίζει, από τις πρώτες κιόλας κουβέντες τους, και γυρεύει να του πει γιατί έζωσε τότε το ξωκλήσι και «τί άπόγινε». Ακολουθεί η διήγησή της, ύστερα από ένα διάλογο γεμάτο ερωταπο­ κρίσεις, που διαφοροποιεί τον αφηγηματικό τό­ νο, προσαρμόζοντάς τον στον τόνο της καθημε­ ρινότητας και του εξωτερικού πλάνου, απ’ όπου μαθαίνουμε, ότι του Μανολάκη δεν του είχαν κάνει μάγια. Και «σάν δέν ήτον άπό μάγια, δέν μπορούσε μέ τό στανιό νά τού άλλάξει τά μυα­ λά» η Αγία. Όμως, εκείνη «έδειξε τό θάμα της» αλλιώς, και «στό μήν’ άπανω, τό κορίτσι άρρεβωνιάστηκε μέ άλλον καί σ’ όλίγον καιρό έγινεν ό γάμος. [...] Τοΰ κόστισε πολύ, έπόνεσε, έχασε τήν όρεξή του, κιτρίνισε σάν τό κερί, έλυωσε στόν άπάν’ κόσμο...» (σ. 311). Από τα παραπάνω κι απ’ όσα λέγονται κατό­ πιν, μπορούμε να συμπεράνουμε πόσο ο Παπαδιαμάντης ήξερε να δίνει μέσα από μια δήθεν απλοϊκή διήγηση «τά πάθια καί τούς καημούς τού κόσμου»11, που μας αφήνουν «μαΰρον καί σκοτεινόν άπόκαυμα», και να χρωματίζει ταυτό­ χρονα τα λεγάμενα με αδιόρατες ή και σαφέστε­ ρες ειρωνικές νύξεις, χωρίς να επεμβαίνει φανε­ ρά ο ίδιος, παρουσιάζοντας και την άλλη όψη του νομίσματος. Τα έβλεπε όλα αυτά η Μαχού­ λα, της κόστιζαν κι εκείνης, μα η έγνοια της κα­ τά βάθος ήταν να «οικονομήσει» τις κόρες της και να ’χει και για λογαριασμό της στήριγμα το γιο. Το θέμα του βάρους που σηκώνουν τ’ αρσε­ νικά στις οικογένειες επίμονα έρχεται και ξα­ νάρχεται στο έργο του. Το υπαινίχθηκε και στο πρώτο μέρος, αλλά εδώ βάζει τη Μαχούλα να το λέει και μόνη της, αφήνοντας τον αναγνώστη να βγάλει τα συμπεράσματα και να κάνει την κριτική: «- Τώρα ταξιδεύει με τη γολέτα μας, στα μέρη τής ’Ανατολής... Έπήρε δίπλωμα πλοιαρχίας καί τήν κυβερνά ό ίδιος, έπειδή ό πατέρας του 11.

«άκουσίαν». Κοίτα και στο «Μνρολόγι της φώκιας» τον τελευταίο στίχο του οκτάστιχου που κλείνει το διήγημα· όπου και στην


αφιερωμα/65 γέρασε κ’ έκάθισε έξω... Φαίνεται πώς τό έρριξε λιγάκι ατό πιόμα, ό Μανωλάκης, μά δεν τό πα­ ρακάνει πιστεύω... "Ασπρισε, καί δεν θέλει νά παντρευτή... Καλύτερα γιά μένα να σοϋ πώ, έξάδελφε. Μ’ έβοήθησε κ’ οικονόμησα τά δυό κορί­ τσια· τώρα έχω άκόμα άλλα δυό. Καλύτερα πού γλύτωσε άπό τά βάσανα... Δέν συμφέρει νά παραπληθαίνη καί πολύ ό κόσμος. 'Ο γείτονάς μου ό Κωσταντής ό Ρήγας, έξυπνος καί κοσμογυρισμένος άνθρωπος, άμα ίδή νά γεννηθή κανέν’ άγόρι στή γειτονιά, καί βλέπει τίς γυναίκες κι όλους τούς συγγενείς νά ’χουνε χαρές, συνηθίζει νά λέη: “Χαρήτε, βρέ παιδιά· γεννήθηκε κι άλ­ λος χαμάλης!”» (σσ. 311-312). Έδωσα, αναγκαστικά, ολόκληρο το απόσπα­ σμα χωρίς περικοπές, επειδή ο λόγος του συγ­ γραφέα στη διήγηση της Μαχούλας θα έχανε με την περίληψη τις αποχρώσεις του. Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη διήγησή της, όπου -καί πάλι δήθεν απλοϊκά- συμπλέκονται τα πραγματικά περιστατικά με τις φαντασιώσεις και τα σύμβο­ λα. Γιατί ο Παπαδιαμάντης, αφού παρουσίασε τη λύση της δευτερεύουσας ιστορίας, προχωρεί και στο πνευματικό της υπόστρωμα, βάζοντας την ξαδέρφη του να του πει, «άν τυχόν συνέβησαν καί άλλα τινά περίεργα έν σχέσει μέ τήν ύπόθεσιν ταύτην» (σ. 312). Από κει μαθαίνουμε, πως ένα βράδι «σ’ εκείνην τήν έποχή», περνών­ τας η Μαχούλα απ’ την Αγία Αναστασία ν’ ανά­ ψει τα καντήλια, καθώς νύχτωνε, άκουσε «κάτι κρότους, μά κρότους παράξενους πολύ» από «τό διπλανό τό χτίριο μέ τά μάρμαρα, πού λένε πώς είναι στοιχειωμένο». Ύστερα, είδε κι ένα όνει­ ρο: «Πάλι μιά νύχτα, έβλεπα στ’ όνειρό μου πώς βρισκόμουν στό ξωκκλήσι τής 'Αγίας, κ’ έκεϊ εί­ δα τάχα ένα πράμα παράξενο πολύ, νά προβάλη καί νά βγή έξω καί νά κυλιστή, άπό κείνο τό στοιχειωμένο χτίριο... Καί μοϋ έφάνη τάχα, πώς ήρθ’ ένα κορίτσι όμορφο, μά όμορφο πολύ, έλαμπε τό πρόσωπό του, καί μοΰ έδωκε ένα λου­ λουδάκι λευκό, μοσχομυρωδάτο, καί μοΰ είπε: “Νά, δώσ’ το αυτό τού γιου σου, νά μυριστή· εί­ ναι άνθος τής Έδέμ” . Έξαφνα, γυρίζει πίσω έκεϊνο τό πράμα, τό παράξενο, τό μαύρο καί κατακόκκινο, πού είχε πηδήσει άπό τό χτίριο τό παλιό, γυρίζει πίσω θεριωμένο καί ρίχνετ’ έπάνω μου κ’ έζητοϋσε νά μοϋ άρπάξη άπ’ τά χέρια τό λουλούδι [....]...Στην ίδια στιγμή η 'Αγία φαί­ νεται πάλι, σάν νά ’βγαίνε άπ’ τήν 'Αγία Πύλη τού Τεροΰ, καί μ’ ένα κλωναράκι άπό βάια πού βαστοϋσε στά χέρια, δίνει μιά καί τού κόφτει τό χέρι, τού τρισκατάρατου.» (σ. 312) Το «αινιγματώδες κτίριον», σύμφωνα με τη διήγηση της Μαχούλας, πρέπει να ήτανε ναός και κατοικητήριο δαιμόνων. Δεν το λέει ο ίδιος. Το λέει μια αλαφροΐσκιωτη γυναίκα, «νύμφη καί ιέρεια καί γυνή». Μα θα το πει, ή μάλλον θα το

υποβάλει, και απ’ ευθείας στον αναγνώστη πιο κάτω. Πάντως, ό,τι κι αν ήταν, δεν το βάζει εδώ τυχαία, ο συγγραφέας δίπλα στο εκκλησάκι της Φαρμακολύτριας -κ ι όχι μόνο επειδή τον εξυπη­ ρετεί, από καθαρά τεχνική άποψη, η συμβολική τούτη γειτνίαση στην οικονομία και την ανάπτυ­ ξη της διήγησης, μα και για τη γενικότερη σημα­ σία που δίνουν αυτά τα σύμβολα στο πνευματικό του υπόστρωμα. Το πάθος αποτελεί στοιχείο δαιμονικό, κι εκείνος έχει σταθεί ανάμεσα στους δυο ναούς, σε δεινή αμφιταλάντευση. Πηγαίνει στη Φαρμακολύτρια για να τον γιατρέψει, και ταυτόχρονα αναρωτιέται, αν στο διπλανό κτίριο «ύπήρχε τό πάλαι [...]βωμός τού Έρωτος». Αν­ τίθετα, το «άνθος τής Έδέμ» είναι άνθος του άλ­ λου κόσμου και ισοδυναμεί με άρνηση των πα­ θών και σωτηρία της ψυχής. ΓΓ αυτό και η Αγία το στέλνει στον Μανολάκη, που αφού «κιτρίνισε σάν τό κερί» κι «έλυωσε στόν άπάν’ κόσμο», αφήθηκε καρτερικά στην καθημερινότητά του κι αρνήθηκε τα πάθη του κόσμου τούτου. Έτσι, ύστερα απ’ τη λύση της δευτερεύουσας ιστορίας, αρχίζει να διαγράφεται ήδη το πνευ­ ματικό υπόστρωμα του διηγήματος, πριν ολο­ κληρωθεί συγκριτικά με την έκβαση της άλλης, της κύριας. Και η ενότητα κλείνει απότομα με τις τελευταίες λέξεις της Μαχούλας: «Αυτά εί­ δα».

Κ

ι ερχόμαστε στην τέταρτη ενότητα, όπου έχουμε την «άνευ λύσεως» λύση. Ο συγγραφέαςαφηγητής μπαίνει αμέσως στο κυρίως θέμα, απεικονίζοντας την εσωτερική του αναταραχή με την ολοήμερη περιπλάνησή του «εις τά ρεύματα καί τούς αίγιαλούς, άνά τήν άγρίαν άκτήν, τήν βορεινήν καί θαλασσοπλήγα», πλάι δηλαδή κι άντίκρυ σέ μια θάλασσα τρικυμισμένη σαν κι εκείνον. «Καί μόνον τό δειλινόν», συνεχίζει, συμπληρώνοντας την πρώτη εισαγωγική παρά­ γραφο, «έπανήλθον εις τήν έπαυλιν τού Στόγιου διά νά κοιμηθώ όλίγας ώρας. "Οταν έξύπνησα, ή σελήνη είχεν άνατείλει, άλλ’ είχα χάσει τόν ύπνον μου δι’ δλην τήν νύκτα» (σ. 312). Μα η άσκοπη εκείνη κινητικότητα θα καταπέσει, κα­ θώς ξυπνώντας θ’ αντικρύσει το νύχτωμα γύρω του και τη σελήνη να ’χει ανατείλει, και τα βήμα­ τα θα τον ξαναφέρουν «πρός τόν ναΐσκον τής 'Αγίας ’Αναστασίας». Ολόκληρο το τελευταίο τούτο μέρος διαδρα­ ματίζεται και πάλι νύχτα, μέσα στο κατάψυχρο από το κρύο του Μαρτίου εκκλησάκι, με μόνιμο σκηνικό τον ερειπωμένο ναό της Φαρμακολύτριας και με μοναδικό φως τη φλόγα από «τεμάχιον λαμπάδος έκ κηρού μετρίως νοθευμένου, τήν όποιαν είχεν άγοράσει τήν προτεραίαν είς τήν πολίχνην» (σ. 313). Την εκκλησία δεν την πε­ ριγράφει πια. Μας αφήνει να σχηματίσουμε την


66/αψιερωμα εικόνα της απ’ την προηγούμενη περιγραφή, κι εντοπίζεται στην ανάπτυξη των εσωτερικών του καταστάσεων, προωθώντας την αφήγηση με άκρα υποβλητικότητα σ’ ένα ακόμα πιο προχω­ ρημένο ψυχολογικό στάδιο, Με πλαίσιο το υπο­ βλητικό αυτό σκηνικό και σε τόνο «εκ βαθέων» εξομολογητικό, μας δίνει τις ψυχολογικές διακυ­ μάνσεις ενός αληθινά «πειραζομένου», αφού και την ώρα της προσευχής το εωσφορικό στοιχείο μέσα του δεν παύει να διεκδικεί ταυτόχρονα το μερίδιό του: «Έκόλλησα τό κηρίον τούτο εις τό μανουάλιον, κ’ έκάθισα εις έν έκ τών δύο ή τριών στασιδίων, δσα ύπήρχον διά νά ξεκουρασθώ... Είτα ήθέλησα νά γονυπετήσω, καί προσεπάθησα νά δεηθώ άλλ’ έρρέμβαζον. [...] Εις τάς ώρας τής μοναξίαςτής νυκτόςεκείνης, τών ά σ υ ν α ρ τ ή τω ν π ρ ο σ ε υ χ ώ ν κ α ί τώ ν ά κ ο υ σ ίω ν β λ α σ φ η μ ι ώ ν 12, έπλεον ως έν όνείρφ είς άλ­ λον κόσμον. Ήκουον ήχους , ψιθύρους καί φωνάς. Μοϋ έφαίνετο δτι αί αναμνήσεις καί αί ει­ κόνες, αί πολιορκοϋσαι τόν νοϋν μου, έλάμβανον μορφήν καί σώμα, έβόμβουν περί τά ώτα μου ώς σμήνος απειράριθμον πτερωτών ψυχών, προσέβλεπον τήν εικόνα τής 'Αγίας, καί μοϋ έφαίνετο τόσον ώραία, όσον έφάνη έν όνείρφ είς τήν έξαδέλφην Μαχούλαν. Είτα μία άλλη μορφή μοϋ έφάνη δτι έστάθη έμπροσθεν τής είκόνος, καί τήν άπέκρυψε.» (σ. 313) Η «άλλη μορφή» είναι, βέβαια, η αιτία του πάθους του. Δεν μας την παρουσιάζει πουθενά αλλού, ούτε κι εδώ καλά-καλά. Παρουσιάζει τη δοκιμασία τη δική του -και τούτο, ανεξάρτητα από άλλους τυχόν λόγους που μπορεί να υπαγό­ ρευσαν αυτή την αποσιώπηση, διατηρεί ενιαίο, απ’ την αρχή ως το τέλος, τον εσωτερικό χαρα­ κτήρα και την πνευματικότητα του διηγήματος. Από δυο λόγια μόνο, λίγο παρακάτω, μαντεύου­ με πως πρόκειται για νεαρή κόρη, «φέρουσα τήν άγνότητα είς τά δμματα τά κάτω νεύοντα, καί τόν γλυκασμόν περί τά χείλη τά άβρά καί μελι­ χρά» (σ. 313), απ’ όπου μόλις προφταίνουμε να υποψιαστούμε τον ανεκδήλωτο αισθησιασμό του. Η απουσία της γίνεται έτσι άυλη παρουσία, τονίζοντας την αγνότητά της, σε αντίθεση με την ενοχή εκείνου, που «όψέ ήδη τής ήλικίας» έχει γίνει «λεία τού πάθους καί έρμαιον». Οπωσδή­ ποτε, μόλις η μορφή της του κρύβει την εικόνα της Αγίας, αμέσως δηλώνουν με πάταγο την πα­ ρουσία τους τα δαιμόνια. Δε θα το πει ούτε και τώρα ανοιχτά, ώστε να διακινδυνεύσει την αλη­ θοφάνεια. Θα διατηρήσει την αοριστία του συμ­ βόλου, όπως και νωρίτερα, και θα δώσει έπειτα μια πιο πιθανή εξήγηση: «Τήν στιγμήν έκείνην ήκουσα μέγαν θόρυβον έξω, δεξιόθεν τού ναού, είς τό μέρος δπου ήτο τό 12. Η υπογράμμιση και πάλι δική μου.

παλαιόν κτίριον, τό “στοιχειωμένον” . Πάραυτα ήλθεν είς τόν νοϋν μου ή διήγησις τής έξαδέρφης Μαχούλας. Έλαβον τήν λαμπάδα, καί έτρεξα έξω τής θύρας. »Αΰρα έπνεε ψυχρά, καί ήπείλει νά σβήση τήν λαμπάδα. ’Επειδή έδέησε νά περιστεγάσω τό φώς διά τής παλάμης, δέν έβλεπον τίποτε πέραν τοϋ τοίχου τού ναού. Ή σελήνη είχε περικαλυφθή είς νέφη. Διέκρινον είς τό σκιόφως τό μαρμάρινον κτίριον, καί δέν ένόουν τίποτε. Μοϋ έφάνη δτι πράγμά τι έξεπήδησεν έκεϊθεν τού τοί­ χου καί έτςάπη είς φυγήν ίσως ήτον άγριόγατος ή νυφίτσα θηρεύουσα είς τό σκότος.» (σ. 313) Η γρήγορη αυτή αλλαγή του σκηνικού και η απότομη μετατόπιση από το εσωτερικό της εκ­ κλησίας στο σκοτεινό έξω ύπαιθρο, με την κρυμ­ μένη πίσω απ’ τα σύννεφα σελήνη, προκαλεί μια ανάλογα αστραπιαία διακοπή των ίδιων εντυπώ­ σεων στον αναγνώστη. Ο συγγραφέας φορτίζει την ατμόσφαιρα μ’ έναν τόνο μεγαλύτερης υπο­ βολής και μυστηρίου, για να μας φέρει ξανά στον ίδιο χώρο και να βάλει την αφήγηση στην ευθεία του τέλους: «Έπανήλθον είς τόν ναόν, κ’ έκαμα τόν σταυ­ ρόν μου. Έκάθισα πάλιν είς τό στασίδιον. Ή μορφή ήτις μού έφαίνετο παρεστώσα έκεΐ, ή φέ­ ρουσα τήν άγνότητα είς τά δμματα τά κάτω νεύοντα, καί τόν γλυκασμόν περί τά χείλη τά άβρά καί μελιχρά, μού έφάνη δτι άντήλλασσε νεύματα μέ τήν εικόνα τής 'Αγίας. Μοϋ έφάνη δτι τά χείλη της έψιθύριζον ικεσίαν, καί τό βλέμ­ μα τής είκόνος ένευε συγκατάθεσιν... »"Υπνος τότε μέ κατέλαβεν, είς τό στασίδιον δπου έκαθήμην. Ό ύπνος ήτον άνευ δνείρων, δλα τά όνειρα τού τά είχεν άφαιρέσει ή έγρήγορσις. Μόνον ένδομύχως είς τό βάθος τής συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ώμοίαζε μέ χρησμόν, ήκούσθη άμυδρώς νά ψιθυρίζη: “Ύπαγε, άνίατε· ό πόνος θά είναι ή ζωή σου...”» (σσ. 313-314) Τη·' καταδίκη, ουσιαστικά, δεν την απαγγέλ­ λει η Αγία. Η φωνή έρχεται από μέσα του, ακούγεται «είς τό βάθος τής συνειδήσεώς του», όμοια με χρησμό. Τα χείλη της κόρης «έψιθύριζον ικε­ σίαν», «τό βλέμμα τής είκόνος ένευε συγκατάθε­ σήν», αλλά το βαθύτερο εγώ του δεν ήθελε να εισακουστεί. Θα το συνειδητοποιήσει κι εντελώς ξύπνιος πια, και θα κλείσει αμέσως το διήγημα με λίγες λακωνικές φράσεις και μ’ ένα επίθετοκεραυνό: «Έξύπνησα. Έσηκώθην καί έφυγα. Ήσθανόμην ά γ ρ ί α ν 13 χαράν, διότι ή 'Αγία δέν είχεν εισακούσει τήν δέησίν μου.» (σ. 314)

Μ ε τη λύση και της κύριας ιστορίας, η σύνθε­ ση ολοκληρώνεται και προβάλλει τώρα καθαρό13.

Και πάλι δική μου η υπογράμμιση.


αφιερω μα/67 τέρα το τρίτο πλάνο: το πνευματικό υπόστρωμα κι ο ιδεολογικός πυρήνας. Έτσι, οι δυο ιστορίες αλληλοσυμπληρώνονται, και το συμπέρασμα από την αντίθετη έκβασή τους βγαίνει αβίαστα. Η λύση στη μία είναι η λύτρωση απ’ το δαιμονικό στοιχείο και η σωτηρία της ψυχής, με την υποτα­ γή και την παραίτηση από τα πάθη του κόσμου τούτου. Στην άλλη, την κεντρική, η καταδίκη σε αδιάκοπη δοκιμασία, με άδηλο ως την τελευταία στιγμή αποτέλεσμα. Το δίδαγμα καταλήγει χρι­ στιανικό, μα η ψυχολογία περνάει απ’ την κόλα­ ση. Το πάθος και η πάλη με την αμαρτία αποτε­ λούν για τον Παπαδιαμάντη το ίδιο το αίσθημα της ζωής και την αγρύπνια της ψυχής του. Δε θέλει να θεραπευθεί, γιατί τότε θα έχει ισοπεδω­ θεί σαν το γιο της Μαχούλας. Διαλέγει τη δοκι­ μασία με δική του ευθύνη, αναγνωρίζοντας την ενοχή του, παίρνοντας το κρίμα απάνω του και κρατώντας τη συνείδησή του άγρυπνη. Σε τελευ­ ταία ανάλυση, ορθώνει εωσφορικά το ανάστημά του κι αρνείται να υποταχθεί. Και η χαρά του στο τέλος είναι «άγρια», μοιάζει κι έκείνη δαι­ μονική, όπως και το πάθος. Το «άγρίαν» εδώ εί­ ναι αποκαλυπτικά προσδιοριστικό· έχει την έν­ νοια της εξέγερσης, κάτι το εωσφορικό. « Ά ­ γρίαν χαράν» αισθάνεται και η Φραγκογιαννού στη «Φόνισσα», όταν συστρέφει γύρω απ’ το λαι­ μό της νεογέννητης κόρης του Λυρίγκου «τούς δακτύλους της εις διλαβίδα, εις άρπάγην καί στραγγαλιάν», και μάλιστα «ως εν άλλοφροσύνη καί εν πλάνη ονείρου»14. Τελικά, η πάλη γίνεται με το μέσα του εωσφορικό στοιχείο, καθώς η συ­ ναίσθηση της ενοχής, απ’ την άλλη μεριά, τον ελέγχει, ρίχνοντάς τον στη μετάνοια και στην τα­ πείνωση - και τούτο αποτελεί την ισόβια κατα­ δίκη του και τη δραματική ουσία του διηγήμα­ τος. Παράλληλα με το ουσιαστικό περιεχόμενο, και η μορφή και η τεχνική αντισταθμίζουν ισάξια το βάρος της ουσίας και τις υλικές αντιστάσεις, τό­ σο με τη σύνθεση και την αρχιτεκτονική ισορρο­ πία όσο και με τη δύναμη των εκφραστικών μέ­ σων. Η αριστοτεχνική πλοκή, εξ άλλου, η προ­ βολή των ιδεών και η ανάπτυξη των ψυχολογι­ κών καταστάσεων μέσα απ’ τις προεκτάσεις των συμβόλων και του συμβολοποιημένου τοπίου και, γενικά, η πολυεδρικότητα της γραφής, που συντείνει στην ταυτόχρονη παρουσίαση του μέσα και του έξω κόσμου και στο πέρασμα από το εξωτερικό πλάνο στο εσωτερικό κι αντίστροφα, κάνουν τη «Φαρμακολύτρια» ένα διήγημα πε­ ρισσότερο σύγχρονο σήμερα απ’ όσο ήταν για την εποχή του.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ

Κα ταγρ άφ ει όλα τα γεγονό τα του 1986 που έγιναν στον πολιτικό, οικονομικό, επιστημονικό, καλλιτεχνικό και αθλητικό χώρο, με πλούσιο φω τογραφ ικό υλικό και ευρ ετήρια.

Μια εμπεριστατωμένη μελέτη 12 χρόνων, του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος σε σχέση με τα προβλήματα των κοινωνικών τάξεων.

(Π 14. «Η φόνισσα»· όπου και στην υποσ. 6, σ. 498.

ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε.

f I ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ 9, 546 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΗΛ. (031) 278.707, 260.309 ■ TELEX:410083 ΜΡ ΑΈ GR ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 11,106 79 ΑΘΗΝΑ, ΤΗΛ. (01) 3600.900


68/αφιερω μα

Β αγγέλη ς Α θ α να σ ό π ο υ λ ο ς

Ο πχπΧ Λ Λ Χ Μ Χ Κ Γ Γ Η C καιτο Κ α κ ό Μέσα στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ο Παπαδιαμάντης υπήρξε ένας από τους πιο ευαίσθητους παρατηρητές του κακού. Αυτό, βέβαια, ίσως ήταν φυσικό από τη στιγμή που αυτός στράφηκε προς την ηθογραφία με τις γνωστές νατούραλιστικές διαστάσεις και τη λαογραφική προοπτική της. Οι απαρχές όμως της παπαδιαμάντειας παρατήρησης και -σ το μέτρο που η παρουσίαση ενός προβλήματος στο επίπεδο της μυθοπλασίας συνιστά έναν τρόπο μελέτης τ ου - μελέτης του κακού εντοπίζονται εύκολα ήδη μέσα στα ρομαντικά ιστορικά μυθιστορήματά του που αποτελούν την πρώτη περίοδο της λογοτεχνικής παραγωγής του- ας θυμηθούμε χαρακτηριστικά την κυρία Μαρκόνη από τη Μ ετανάστιόα, τη μοναχή Αγάπη ή την Αυγούστα από τους Εμπόρους των Εθνών, τον Πλήθωνα Γεμιστό ή την Εφταλουτρού από τη Γυφτόπουλα, ή και τον Κάμποσο και τον Χρηστό Μ ηλιώνη, έργο που κλείνει την πρώτη περίοδο και ανοίγει το δρόμο προς τη διηγηματογραφική περίοδο της λογοτεχνικής παραγωγής του που εγκαινιάζεται μετά δύο χρόνια με το Χριστόψωμο (1887).

1. Τα είδ η του κ α κ ο ύ Τα προβλήματα ή θέματα τα σχετικά με το κακό που είναι δυνατό να απασχολήσουν ένα λογοτέ­ χνη είναι πολλά και ποικίλα. Τα περισσότερα από αυτά είναι, βέβαια, πρακτικής φύσης, αλλά δεν λείπουν και τα θεωρητικού χαρακτήρα προ­ βλήματα. Για το λόγο αυτό, το πρώτο που θα έπρεπε να κάνει αυτός που ερευνά την παρουσία αυτού του προβλήματος σε ένα λογοτεχνικό έργο θα ήταν να επιχειρήσει μια αρχική διάκριση ανάμεσα στο γενικό πρόβλημα του κακού από το ένα μέρος και στα ειδικά προβλήματα του κακού από το άλλο. Αυτή η διάκριση, στο έργο των πε­ ρισσότερων λογοτεχνών που τους απασχολεί σο­ βαρά το κακό, είναι ουσιαστική. Σε αυτούς μά­ λιστα τους λογοτέχνες απαιτείται μια παραπέρα διάκριση ανάμεσα στα αφηρημένα προβλήματα -είτε γενικά είτε ειδικά είναι αυτά- και στα συ­ γκεκριμένα προβλήματα του κακού. Πρέπει ακόμη ο ερευνητής να ξεχωρίσει τα διάφορα είδη του κακού καθώς και το βαθμό στον οποίο κάθε είδος εμφανίζεται. Τα είδη του κακού είναι βασικά τρία: α) το ηθικό, που αφο­ ρά τις πράξεις των προσώπων, που απορρέουν

από την ελεύθερη βούλησή τους· β) το φυσικό, που αφορά τη φυσική κατάσταση των προσώπων -αλλά και των ζώων- τη σωματική παραμόρφω­ ση και αναπηρία, την αρρώστια και το θάνατογ) το ψυχολογικό, που αφορά τις ψυχολόγικές καταστάσεις προσώπων -αλλά και ζώων επίσης. Ο βαθμός, τώρα, στον οποίο κάθε είδος του κακού εμφανίζεται είναι δυνατό να ποικίλλει και η εξακρίβωσή του συμπληρώνει τις περισσό­ τερες φορές τη βοήθεια που προσφέρει στον ερευνητή η εξακρίβωση του είδους. Επίσης είναι δυνατό να υπάρχουν μία ή περισσότερες περι­ πτώσεις από το κάθε είδος και από τον κάθε βαθμό που αυτό εμφανίζεται. Έτσι, τα προβλή­ ματα του κακού που παρουσιάζονται μέσα σε ένα λογοτέχνημα -και πιο πολύ τα συγκεκριμέ­ να - είναι δυνατό να ερευνηθούν σε σχέση με το είδος, το βαθμό, και την πολλαπλότητά τους. Αυτό, όμως, που στην αρχή ονομάσαμε “γενι­ κό πρόβλημα του κακού” διαχωρίζεται από τα ιδιαίτερα είδη, τους βαθμούς και την πολλαπλό­ τητα του κακού- το πρόβλημα αυτό προκύπτει απλά και μόνο με την έννοια του κακού και αυ­ τός είναι ο λόγος που ονομάζεται “γενικό” . Το γενικό πρόβλημα δεν είναι άλλο από το παραδο-


αφιερω μα/69

THE 1 MUlPIftESS:

είδος, μαζί βέβαια με το βαθμό και την πολλαπλότητά τους. Μοιραία μια τέτοια συγκέντρωση της προσοχής του πεζογράφου στα συγκεκριμένα προβλήματα και στα είδη του κακού, απομακρύνει -αλλά και καλύπτει- το ακριβές πρόβλημα περί του κακού που είναι το αφηρημένο και γε­ νικό πρόβλημα, πράγμα που θα αναμενόταν από ένα συγγραφέα που καλλιεργεί το ηθογραφικό διήγημα, σε αντίθεση με έναν μεταφυσικό συγ­ γραφέα που θα περιμέναμε να τον απασχολεί κυ­ ρίως -σε ό,τι αφορά το κακό- το γενικό πρόβλη­ μα. ·

2. 1 Ο Παπαδιαμάντης και το γενικό πρόβλημα του κακού

σιακό πρόβλημα του κακού που συνοψίζεται στο ερώτημα τού κατά πόσον η ύπαρξη ενός πανάγα­ θου και παντοδύναμου Θεού συμβιβάζεται με την ύπαρξη οποιοσδήποτε μορφής του κακού. Πρόκειται για ένα αφηρημένο πρόβλημα, δηλα­ δή ένα πρόβλημα που είναι δυνατό να τεθεί και να απαντηθεί πέρα από κάθε γεγονός· είναι επί­ σης και ένα γενικό πρόβλημα, δηλαδή ένα πρό­ βλημα που δεν έχει σχέση με τα συγκεκριμένα εί­ δη, τους βαθμούς, και την πολλαπλότητα του κακού, αλλά που είναι σχετικό με κάθε κακό, ακόμη και το πιο μικρό.1

2. Ο Παπαδιαμάντης και τα προβλήματα τον κακού Σε ό,τι αφορά τον Παπαδιαμάντη η γενική ε­ ντύπωση που δίνεται είναι πως δεν τον απασχο­ λεί τόσο το γενικό, παραδοσιακό πρόβλημα του κακού, όσο τα συγκεκριμένα προβλήματά του -με ιδιαίτερη έμφαση στα είδη του κακού- και ιδιαίτερα οι διάφορες περιπτώσεις από το κάθε 1. Βλ. Μ.Β. Ahem, The Problem of Evil, London, Routledge & Kegan Paul, 1971, ss.1-6.

Αλλά η ηθογραφία του Παπαδιαμάντη είναι ιδιάζουσα, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο που να υπερβαίνει τα γενικώς παραδεκτά όρια και τις αξιώσεις της ηθογραφίας. Έ να από τα στοιχεία που συνθέτουν την ιδιαιτερότητα αυτή είναι και εκείνο της συχνής διεύρυνσης του πλαισίου ανα­ φοράς των ιστορουμένων έτσι, αυτό που μοιάζει με ηθογραφική περιγραφή συνιστά συχνά μια αναγωγή του συγκεκριμένου στοιχείου -της συμ­ περιφοράς, ας πούμε, ενός χαρακτήρα- σε ένα ευρύτερο σχήμα ή σχέδιο συμπεριφοράς, ή σε ένα ευρύτερο σύστημα αξιών ή ιδεών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να αποκτά το έργο του Παπαδιαμάντη μια παραπάνω διάσταση που συμβατι­ κά θα την ονόμαζα “μεταφυσική” -χωρίς με αυ­ τό να αναφέρομαι σε εκείνο τον μεταφυσικό χα­ ρακτήρα που πολλοί κριτικοί αναγνωρίζουν στο έργο του Παπαδιαμάντη και που τους οδηγεί σε μια μεταφυσική ερμηνεία του έργου του. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη διαθέτει μια τέτοια διάσταση, δεν είναι δυνατό -ακόμη και αν αυτό δεν επιχειρείται από τον συγγραφέα συνειδητά- τα συγκε­ κριμένα προβλήματα του κακού να υπάρχουν ανεξάρτητα από το γενικό πρόβλημα- έτσι, ενώ το γενικό πρόβλημα του κακού φαίνεται πως υπάρχει πλήρως πέρα από τα ειδικά συγκεκριμέ­ να προβλήματα, αυτά τα τελευταία δέχομαι πως παρουσιάζονται μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη ως μέρη του πρώτου. Αυτό συμφωνεί και με ένα συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε βασιζόμενοι στη γνωστή θετική στάση του συγ­ γραφέα απέναντι στη χριστιανική θρησκεία: το γεγονός πως αυτός ασχολείται με τα ειδικά συγ­ κεκριμένα προβλήματα του κακού, σε συνδυα­ σμό με τη στάση του απέναντι στη χριστιανική θρησκεία, πρέπει να σημαίνει πως αυτός δέχεται ότι η ύπαρξη του Θεού συμβιβάζεται με την ύπαρξη οποιοσδήποτε μορφής του κακού. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια απάντηση στο ερώτημα το σχετικό με τη θέση του Παπαδιαμάντη απέναντι στο παραδοσιακό πρόβλημα του


70/αφιερωμα κακού, μια απάντηση που στηρίζεται, βέβαια, σε δεδομένα που δεν αντλούνται αποκλειστικά μέ­ σα από το έργο του συγγραφέα -χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπάρχουν μέσα στο έργο του σημεία που νομιμοποιούν μια τέτοια σχετική απάντηση. Χαρακτηριστικά παραθέτω από «Τα δύο κούτσουρα»: Διότι τό πρώτον, έπί ένός έκάστου τών έρ­ γων τον, έρριψεν άλάνθαστον τό βλέμμα, «καί εϊδεν ό Θεός ότι καλόν», εΐτα τελενταϊον, έφ’ όλων όμοϋ τών έργων τ ο ν «καί εΐδεν ό Θεός πάντα όσα έποίησε, καί ήσαν κα­ λά λίαν». Ευθύς τότε έξήλθε θρασύς ό εχθρός, κ’ έτόλμησε νά εϊπχι ότι δέν είναι καλά, τά έργα τοϋ Θεού.

άσχημίας!2 Ο Θεός, λοιπόν, είναι δημιουργός του καλού και μόνο· και πλάθοντας έναν ορατό κόσμο δεν δημιούργησε μόνο το καλό, αλλά βεβαιώνοντας το χαρακτήρα αυτού του κόσμου -«και ιδού κα­ λά λίαν»- σχημάτισε την πρώτη άφηρημένη έν­ νοια, που ήταν και η πρώτη θετική ιδέα: το κα­ λό. Αντίθετα, το κακό είναι δημιούργημα του διαβόλου και συνίσταται στην άρνηση της τε­ λειότητας του κόσμου, άρνηση που αποτέλεσε και τη δεύτερτ άφηρημένη έννοια που ήταν και η πρώτη αρνητι. , ιδέα, δηλαδή το κακό. Τη θέση του Παπαδιαμάντη σχετικά με τον δευτερογενή χαρακτήρα του κακού, τη συναντά­ με -εν παρόδιο- συχνά· έτσι, στο «Έρως-Ήρως» διαβάζουμε: 7/το ήδη τετάρτη μετά τά μεσάνυχτα. Γλυ­ κοχαράματα, άπόπασχα, ’Α πρίλιος ό μήν. Τά πουλιά έκελαδοϋσαν είς τά δένδρα, γύρω είς τήν άκρογιαλιάν. Ή αυγή έδειχνε τά ρόδινα δάκτυλά της ψηλά άπό τήν κορυφήν τοϋ βου­ νού άντικρύ, καί όλος ό άήρ έμοσχοβολοϋσεν άπό τά ρόδα τών κήπων όλόγυρα, τά ρόδα τά όποια είχον πλασθή άπό τόν Δημιουργόν χω­ ρίς άκάνθας- καί τώρα, διά νά δρέψη τις έν άπό αύτά άνάγκη νά ματώση τά δάκτυλα... καί πάλιν, όταν τό ρόδον είναι υψηλά πολύ, δέν τό φθάνει όσον καί άν τανυσθή τις, μόνον άδίκως ματώνει τά δάκτυλα... και καμμίαν φοράν πέφτει καί σπάζει τά πόδια.3

Καί δέν άκούομεν άκόμη πολλούς, καί εις τάς οδούς καί εις την άγοράν καί είς τά καπη­ λεία, σοβαρευομένους καί σπουδάζοντας, ν’ άποφαίνωνται ότι δέν είναι καλός ό κόσμος τοϋ Θεοϋ, η ότι «δέν τόν έκατάφερε καλά» ό Δημιουργός τόν κόσμον; Πόθεν άντλοϋσι τά επιχειρήματα; Που εύρίσκουσι την ϋλην διά τόν συλλογισμόν; ’Από ποιας κρίσεις, άπό ποιας προτάσεις σννάγουσι τό συμπέρασμα; Τί άλλο είναι ή κρίσις είμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλήσιων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει τις καί κρίνει ποιον διαφέρει. Ά λ λ ’ υπάρχει έδώ όρος συγκρίσεως; Ειδομεν ήδη άλλον κόσμον μέ τόν όποιον νά συγκρίνωμεν τόν παρόντα; Άκατάληπτον είναι, αν έκαμεν όλως άφηρημένας έννοιας ό Δημιουργός, ή πόθεν αϋται έγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα ορατόν κόσμον, όπως θά έπλασσε, καί ήδύνατο νά πλάση καί δύναται είς τούς αιώνας νά πλάττη πολλούς άλλους, καί όρατούς καί αοράτους. Κ’ έβεβαίωσεν Αυτός ότι τό έργον του είναι ώραϊον, καί πας λογι­ κός άνθρωπος συνομολογεί. «’Ιδού καλά λίαν», αϋτη ύπήρξεν ή πρώτη μετά την κο­ σμογονίαν άφηρημένη έννοια, όπως καί ή πρώτη θετική ιδέα. Έ πειτα θρασύνεται ό παραλογισμός καί λέγει: «Δέν είναι, όχι, καλός ό κόσμος». Αϋτη ύπήρξεν ή δευτέρα άφηρημένη έννοια καί ή πρώτη άρνητική ιδέα, καί έντεϋθεν έγεννήθη ή κακία - ήτις ούδέν άλλο είναι ή άννοια, άν δέν είναι αύτό τό δηλητήριον τοϋ "Οφεως- καί έν κεφαλαίω, είναι ό άπηλπισμένος αγών τοϋ παραλογισμοϋ όπως άποόείξη ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπά­ θειαν νά κάμη τόν κόσμον νά φαίνεται - καί νά είναι πράγματι έν τή ηθική τάξει - τέρας 2. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τομ. Γ', κριτική έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Εκδόσεις Δόμος, σσ.

Ή στο «Αμαρτίας φάντασμα»; ’Άνωθεν τής κρήνης είδα, μέ τούς οφθαλ­ μούς μου, πράγμά τι έναέριον νά ϊσταται. Δέν είχε πυκνωθή άκόμη τό σκότος. ’Α λλά τό πράγμα τό όρώμενον ήτο τόσον μικρόν, ώστε έφεγγεν οίονεί εις τήν μικρόν κοιλάδα, ώς το­ πικόν άστρον κατελθόν τρόπον τινά διά νά φωτίση βάθη ανάξια φωτός. Ά λ λ ’ όμως τό λευκόν έκεινο πράγμα έσυρεν έπάνω του, ή έσύρετο ύπ’ αύτοϋ μέγα μαυράόιον, μελανώτερον καί άπό τήν πίσσαν, μελανώτερον καί άπό τό σκότος, έξελθόν άπό τό σκότος τό έσώτερον τής συνειδήσεως καί προωρισμένον νά ύπάγη τό ταχύτερον νά βυθισθή είς τό σκότος τό έξώτερον, τής γεένης. Βαθεϊαν, άπερίγραπτον κηλϊδα, μέγα καί άμέτρητον μαύρισμα έπί τοϋ άγνοϋ, τοϋ χιονολεύκου, εί­ χε προσκολληθή τό καταμέλανον. Τό όραμα ήτο διπλοϋν. Έπάνω είς τό άνθος τοϋ άγροϋ, τό λευκόν κρίνον τών κοιλάδων, είχε κολλή­ σει ή άπεχθής κάμπη. Τό λευκόν ώμοίαζε μέ χιτώνα πάλλευκον, μέ άσπιλον έσθήτα παιδίσκης δεκαπενταέτι3.

625-26. Όλες οι παραπομπές στο έργο του Παπαδιαμάντη γίνονται από αυτή την έκδοση. Στο ίόιο, σ. 176.


αφιερωμα/71 δος. Τό μαϋρον ώμοίαζε μέ αμαρτίας φάντα­ σμα [...] Φεϋ! διατί άπό δλην αυτήν την λόχμην, τήν ποικίλην καί πολύχρωμον καί άνθοψοροϋσαν νά έξέρχωνται ακανθαι, σνρρίζουσαι γλώσ­ σας εχιδναι; Καί πώς ήλλοιώθη τό κάλλος τής φύσεως, καί τό μιαρόν πνεύμα είσέβαλεν είς τά έργα τού Θεού, τά όποια ό ίδιος έπεθεώρησε «καί ιδού καλά λίαν;»... Πόθεν τό κράτος τής άμαρτίας;4

δηλαδή με αυτή την αναγωγή του ηθικού κακού στο φυσικό κακό, ο συγγραφέας αποδίδει έμμε­ σα την αιτία του κακού στην αλληλεπίδραση δυ­ νάμεων ηθικών και φυσικών που αναπτύσσονται στο κοινωνικό επίπεδο και πιο συγκεκριμένα στο επίπεδο των ανθρωπίνων σχέσεων.

Με τη «Φόνισσα» ο Παπαδιαμάντης επιχειρεί μια παρουσίαση του κακού -και η σωστή παρου­ σίαση, ας το επαναλάβω, αποτελεί τη βάση της ερμηνείας- που στηρίζεται σε μια μορφή συναί­ ρεσης του ηθικού με το φυσικό κακό και, παρα­ πέρα, σε μια αναγωγή του πρώτου στο δεύτερο. Σχετικά με αυτό πρέπει κατ’ αρχήν να παρατη­ ρήσουμε πως πρόκειται για μια καθαρά ρεαλι­ στική στάση του Παπαδιαμάντη, μια και μόνο στο θεωρητικό επίπεδο και για λόγους που έχουν σχέση με τη μεθοδολογία της έρευνας είναι δυ­ νατό να διακρίνουμε τη βούληση και τις πράξεις του ανθρώπου από τη φυσική πραγματικότητα στην οποία ανήκει, βέβαια, με το σώμα του. Πέ­ ρα όμως από αυτή την παγανιστική προοπτική πρέπει να επισημάνουμε και την κοινωνική· ότι

Αυτό όμως που πρέπει κυρίως να προσέξουμε είναι η διαδικασία ή και η μέθοδος -υπονοώντας με τη λέξη αυτή μια συνειδητή και προγραμματι­ σμένη προσπάθεια του Παπαδιαμάντη- αυτής της αναγωγής, καθώς και τη σημασία που αυτή παίρνει ως προς το βαθμό καταδίκης ή αποδο­ χής του κακού από τον συγγραφέα: από τη στιγ­ μή που το ηθικό κακό -δηλαδή αυτό που αναφέρεται στη βούληση και τις πράξεις του ανθρώ­ που-*- ανάγεται στο φυσικό κακό -δηλαδή σε κά­ ποιες καταστροφικές φυσικές δυνάμεις- και από τη στιγμή που το τελευταίο υπάρχει μέσα στα πλαίσια, ή έστω τα περιθώρια της νομοτέλειας που ορίζει τη φυσική πραγματικότητα, το ηθικό κακό αποκτά με αυτό τον τρόπο το χαρακτήρα του αναγκαίου και ως τέτοιο νομιμοποιείται και γίνεται αποδεκτό.5 Μέσα, όμως, από αυτή τη σημασία της αναγω­ γής του ηθικού στο φυσικό ποια άραγε περιθώ­ ρια αφήνονται στην ελευθερία της βούλησης της Φραγκογιαννούς; Μέχρι τη στιγμή που αρχίζει η αφήγηση βλέπουμε -μέσα από τις αναδρομέςπως η Φραγκογιαννού κατορθώνει να ξεπεράσει όλα τα ανυπέρβλητα για άλλες γυναίκες της ελ­ ληνικής επαρχίας εμπόδια που δημιουργούν οι αντικειμενικές συνθήκες. Και το κατορθώνει αυ­ τό με τρόπους θεμιτούς ή έστω κοινωνικά ανε­ κτούς: ακόμη και η κλοπή μέρους από το κρυμ­ μένο κομπόδεμα της μάνας της -που και αυτή το έφτιαξε αποσπώντας με ανάλογο τρόπο χρήματα από τον άντρα της- ανήκει σε αυτούς τους τρό­ πους· και αυτή η κλοπή αποτελεί ένα πρώιμο δείγμα της αναγνώρισης από τη Φραγκογιαννού, και της εκμετάλλευσης από αυτήν των κανόνων των μεταξύ των ανθρώπων σχέσεων. Κατορθώνει, λοιπόν, η Φραγκογιαννού να ξεπεράσει τις δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες χάρη στην αναγνώριση από αυτήν και την προ­ σαρμογή της σε μια καλώς ή κακώς διαμορφωμέ­ νη νομοτέλεια των κοινωνικών· σχέσεων. Αλλά από τη στιγμή που αρχίζει η αφήγηση, η Φραγκογιαννού, φτάνοντας στο ύψιστο όριο της επί­ γνωσης και της εκμετάλλευσης αυτής της νομοτέ­ λειας, οδηγείται ταυτόχρονα προς μια εκτροπή από αυτήν: ο φόνος των μικρών κοριτσιών απο­ τελεί την έσχατη συνέπεια της επίγνωσης και της προσαρμογής της στη συγκεκριμένη νομοτέλεια των κοινωνικών σχέσεων που είχε διαμορφωθεί

4. Στο ίδιο, σσ. 229-30. 5. Ο Γ. Θέμελης λέει για τη Φραγκογιαννού: «Το έγκλημά της έχει τόσο βαθειές προεκτάσεις στη γη και στον ουρα-

νό, στη ζωή και στο θάνατο, που τοποθετείται σε άλλο επίπεδο»· Γ. Θέμελης, Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του, Θεσσαλονίκη, ο. 34.

Έτσι, ξεκινώντας ο Παπαδιαμάντης από έναν ηθικό μονισμό που λειτουργεί μέσα στο έργο του μόνο ως αίτημα, καταλήγει στη ρεαλιστική απο­ δοχή της ηθικής διαρχίας που πάνω στο στημόνι της υφαίνεται το μυστήριο του κακού, μυστήριο που συνοψίζεται στο ερώτημα το σχετικό με την καταγωγή και τη φύση του, που σύμφωνα με όσα είδαμε μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι υπερβατική. Η αντίληψη του Παπαδιαμάντη για τον κόσμο είναι εκείνη ενός κόσμου αντινομικού· αλλά δεν πρωτοτυπεί σε αυτό μια και η αντινομία διαδρα­ ματίζει κυρίαρχο ρόλο, όχι μόνο στη χριστιανική σκέψη -που μέτοχός της υπήρξε και ο ίδιος- αλ­ λά και στην αρχαία ελληνική: έτσι, το κάθε τι σύμφωνα με την προσωκρατική αλλά και την πλατωνική μεταφυσική είναι προϊόν μιας μείξης, πράγμα που ισχύει και για το ίδιο το σύμπαν. Η αντίληψη του όλου ως μιας καθολικής κράσης αποτελεί, λοιπόν, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της σκέψης των Ελλήνων, και το χαρακτηριστικό αυτό κάνει έντονη την παρουσία του μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη, με κορυφαία στιγμή τη «Φόνισσα» που είναι ένα ποίημα της αντινομικότητας.

2. 1. 1 Μια αντινομικότητα αμετουσίω τη


72/αφιερωμα στην ελληνική επαρχία εκείνα τα χρόνια. Αν αυ­ τή η εκτροπή έμενε μέσα στα όρια του καθαρά προσωπικού ή οικογενειακού, τότε θα έμενε απαρατήρητη και θα αποτελούσε ένα πιο προω­ θημένο, βέβαια, αλλά κοινωνικά ανεκτό τρόπο, μια και δεν θα καταστρατηγούσε έναν κανόνα του επίσημου κοινωνικού παιχνιδιού: σε μια κοινωνία πολύ φτωχών ανθρώπων ο φόνος ενός άρρωστου βρέφους από τον γονιό του είναι δυ­ νατό να αποσιωπηθεί και να θεωρηθεί θέμα που αφορά μόνο αυτή την ίδια την οικογένεια. Αλλά από τη στιγμή που η εκτροπή υπερβαίνει αυτά τα όρια και -μέσα στα πλαίσια μιας αντίληψης είτε εγκληματικής είτε φιλάνθρωπης- ανοίγεται σε μια δραστηριότητα που αφορά το σύνολο της -έστω μικρής- κοινωνίας, από τη στιγμή εκείνη η πράξη της παίρνει τη μορφή της αντίδρασης και της προσπάθειας ανατροπής της νομοτέλειας των κοινωνικών σχέσεων και γι’ αυτό γίνεται κολάσι­ μη. Με. τον τρόπο αυτό η Φ ραγκογ ιαννού μέσα από την πλήρη επίγνωση και προσαρμογή σε μια νομοτέλεια, οδηγείται στην εκτροπή από αυτή τη νομοτέλεια. Αυτό μοιάζει να είναι παράλογο και αυτός ίσως είναι ένας λόγος που ο συγγραφέας δεν προχωρά -πέρα από μια προδιάθεση που την προβάλλει πολύ επιφυλακτικά ως κάποια αιτίασε μια εξήγηση αυτής της αλλαγής, αλλά την αποδίδει σε μια διασάλευση του λογικού της -«άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της». Η πικρή, πάλι, ανασκόπηση της ζωής της, που κά­ νει η ίδια στην αρχή του αφηγήματος, δεν κρίνεται ικανή για να την στρέψει προς μια εγκλημα­ τική δραστηριότητα. Επίσής, η προδιάθεση που αναφέραμε δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει σαν μια ουσιαστική αιτία -εκτός, βέβαια, από την περίπτωση που τη δεχόμαστε ως μια μεταφυ­ σικού χαρακτήρα αιτία, ή μια μηχανιστική εξή­ γηση. Η διασάλευση πάντως του λογικού της Φραγκογιαννούς μπορεί να λειτουργεί στο επί­ πεδο της μυθοπλασίας αλλά δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει ως εξήγηση στο επίπεδο της παρουσίασης-ερμηνείας του κακού. Ακόμη, μια τέ­ τοια εξήγηση της δράσης της Φραγκογιαννούς δεν ξεκαθαρίζει το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησής της, δηλαδή το κατά πόσο οι πράξεις της ανατρέπουν τη νομοτέλεια των κοινωνικών σχέσεων ή απλώς την προεκτείνουν. Η Φραγκογιαννού γνώριζε την τέχνη της επι­ βίωσης· και αυτή η τέχνη συνίσταται σε μια “οι­ κονομία” όπως αυτή της φύσης. Η Φραγκογιαννού είναι ένα τέλειο ζώο, απόλυτα προσαρμο­ σμένο στο “φυσικό” περιβάλλον του- έχει ετοι­ μότητα, ευελιξία, γρήγορα αντανακλαστικά, επι­ μονή, αντοχή, τόλμη. Αλλά το εξαίρετο ζωικό

της ένστικτο έχοντας φτάσει σε ένα σημείο εσω­ τερικής δικαίωσης και, όσο αυτό είναι δυνατό, γενικότερης επιτυχίας, την κατευθύνει προς μια σύγκρουσή της με το κοινωνικό περιβάλλον της, δηλαδή προς ένα τραγικό αδιέξοδο: και σε αυτό ακριβώς το γεγονός βρίσκεται ο πνευματικός χα­ ρακτήρας της, μια και ο φόνος των μικρών κοριτσιών δεν επιχειρείται μέσα στα πλαίσια του αγώνα που έκανε σε ολόκληρη τη ζωή της για να μπορέσει να ξεπεράσει όλες τις αντίξοες αντικει­ μενικές -που στην περίπτωσή της δεν είναι φυσι­ κές αλλά κοινωνικές- συνθήκες, αλλά επιχειρείται πέρα από αυτόν τον αγώνα και μέσα στα πλαίσια του εγχειρήματος της να προεκτείνει την αρχή της “οικονομίας” -στη βάση πάνω της οποίας οργάνωσε όλο της το βίο- σε ένα επίπεδο που δεν την αφορά προσωπικά, σε ένα, ας πού­ με, ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο -εκτός από την περίπτωση του πρώτου φόνου όπου θα μπορού­ σαμε να υποψιαστούμε πως δρα έχοντας καθαρά προσωπικά κίνητρα. Ενώ, όμως, η ζωή και η δράση της Φραγκογιαννούς φαίνεται πως κατευθύνονται και καθο­ ρίζονται από την αποκτημένη, δηλαδή σταθερή και ασφαλή, πείρα της, παρόλα αυτά εκείνο που αποτελεί την κατ’ εξοχήν έκφρασή της και προω­ θεί τη δράση της μες στην αφήγηση είναι το στιγ­ μιαίο, το ανεξήγητο, παρορμητικό στιγμιαίο, που στη Φραγκογιαννού αποτελεί την κυριότερη έκφανση της αιωνιότητας. Μέσα σε μερικές στιγ­ μές βλέπουμε, το βιωματικά, δηλαδή απαρασά­ λευτα, δικαιωμένο να μεταστρέφεται θαυματουργικά στο ασύλληπτο. Τις στιγμές που η Φραγκογιάννού αφήνεται στην έμπνευση ή την ευκαιρία της στιγμής και σκοτώνει -προσπαθώντας ταυτόχρονα να τηρή­ σει τους τύπους του κοινωνικού παιχνιδιού, μια και επωφελείται από τη νύχτα, από την απουσία ή την έλλειψη επαγρύπνησης τρίτων για να δρά­ σει- κατορθώνει να ξεπεράσει τους ηθικούς εν­ δοιασμούς. Εκείνες τις στιγμές είναι ελεύθερη. Ό ταν, όμως, αμέσως μετά αρχίζει να μηχανεύε­ ται τρόπους που θα την απαλλάξουν από τις υποψίες των άλλων ή τις δικές της τύψεις, πέ­ φτει και πάλι στη σκλαβιά της νομοτέλειας. Αυ­ τές οι στιγμές των φόνων είναι ένα περίεργο κράμα παραφοράς αλλά και ψυχρού υπολογι­ σμού των πιθανοτήτων αποκάλυψής τους. Είναι στιγμές οριακής εφαρμογής-εκμετάλλευσης των όρων του κοινωνικού παιχνιδιού από το ένα μέ­ ρος, αλλά και υπέρβασής τους από το άλλο. Η Φραγκογιαννού είναι καλή και κακή, είναι πολύ λογική αλλά και παράλογη· είναι φορέας αντινομιών, και η δράση της -αλλά και η συνεί­ δησή της, σε μικρότερη κλίμακα6 - ανοίγει ένα

6. Ο Π. Σπανδωνίδης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο θεα­ τής της γης (Ανάτυπο από την Ηπειρωτική Εστία), Ιωάν­ νινα, 1960, σ. 32, επισημαίνει πως στη «Φόνισσα», η

«απεικόνιση της ηθικής αγωνίας είναι κάπως εξωτερική [...] δεν πρόκειται για ιστορία συνείδησης». Σύμφωνη εί­ ναι και η γνώμη του Γ. Θέμελη, όπ.π., σσ. 28-30.


αφιερω μα/73 πεδίο όπου οι αντινομίες συναντιόνται χωρίς όμως και να μετουσιώνονται: μόνο μια αμοιβαία αλλαγή της ηθικής ή θρησκευτικής ή κοινωνικής σημασίας τους κατορθώνουν, δημιουργώντας έτσι σύγχυση ως προς τη δυνατότητα περιχαρά­ κωσης και στεγανοποίησής τους. Η συνείδησή της δεν αποτελεί ένα δυναμικό πεδίο μετουσίω­ σης των όρων-πόλων της αντινομίας, αλλά ένα σημείο όσμωσης του καλού με το κακό, μιας όσμωσης που θα ήταν δυνατό να οδηγήσει σε έναν ηθικό σχετικισμό ή στον αμοραλισμό. Με τη συνείδηση και με τη δράση της η Φραγκογιανού δεν κατορθώνει μια μετουσίωση των πόλων της αντινομίας, πράγμα που όμως, το κα­ τορθώνει αρνητικά ως τραγική πια ηρωίδα: δεν βρίσκει μεν τη λύση και δεν μετουσιώνει μες στη ζωή της την αντινομία, αλλά από τη στιγμή που αυτή η αδιέξοδη δράση της καθορίζεται και κατευθύνεται από αυτή την αντινομία γίνεται η ίδια ένας φορέας και εκφραστής της. Για τη Φραγκογίαννού και το καλό και το κα­ κό αποτελούν δύο βιώσιμους και βιωμένους πό­ λους μιας αντινομίας, οι οποίοι δεν διακρίνονται ο ένας από τον άλλο.7 Η ασυνειδητοποίητη αντι­ νομία αποτελεί το υφάδι της σκέψης και της δράσης της. Η σκέψη και η δράση της δεν είναι παράλογες αλλά αλογικές ή έστω αναλογικέςκαι συμβαίνει αυτό γιατί ο νόμος που τις κινεί είναι ο νόμος της αντινομικότητας, είναι δηλαδή ένας νόμος που ενώ θα περιμέναμε να μεθοδεύει

Η διάβαση της Φραγκογιαννούς από την κοι­ νωνική εμπειρία-πάθημα στη διαμόρφωση μιας πεποίθησης και από αυτήν στην πράξη, δηλαδή στην εφαρμογή-υλοποίηση της πεποίθησης, συνιστά τη γραμμή-ανάπτυξη της διαπρακτικής αξίας που έχει μια κοινωνική πείρα. Στα ίχνη αυτής ακριβώς της γραμμής είναι δυνατό να πα­ ρακολουθήσουμε την αιτιότητα -ή μια από τις αιτιότητες- του κακού μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη· να παρακολουθήσουμε δηλαδή, τη δραστηριότητα του κακού κατά την οποία αυτό προκαλεί μια σειρά “μείξεων” και “μεικτών” που αποτελούν, βέβαια, τα έργα της Φραγκογιαννούς, που πιο πριν επιχείρησα να τα εξηγή­ σω εντάσσοντάς τα μέσα στα πλαίσια εκείνης της αμετουσίωτης αντινομικότητας. Η αιτιότητα, λοιπόν, του κακού8 αποτελεί μια ευρύτερη άπο­ ψη της αρνητικότητας του κακού, που είναι μια αντέστραμμένη δημιουργικότητα, και η οποία εί-

7. Για την αντινομία καλού και κακού στο έργο του Παπαδιαμάντη 6λ. Γ. Θέμελης, όπ. π. σσ. 19-21. Βλ. και «Φόνισσα»: «Και η λύπη ήτο χαρά, και η θανή ήτο ζωή, και όλα ήσαν άλλα ε | άλλων! Α! ιδού... Κανέν πράγμα δεν είναι ακριβώς ό,τι φαίνεται, αλλά παν άλλο - μάλλον το εναντίον». Ακόμη και στο σώμα της Φρ. εμφανίζεται το αντινομικό: το γυναικείο μαζί με το ανδρικό· είναι «καλο­ καμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλιών της». Σε αυτό το συνδυασμό ίσως αντιστοιχούν κάποιες κληρονομένες από τους γονείς της ιδιότητες· έτσι ο άντραςπατέρας «ήτον οικονόμος και εργατικός και φρόνιμος», ενώ η γυναίκα-μητέρα «ήτο κακή, βλάσφημος και φθονε­ ρά. Ήτο μία από τας στρίγγλας της εποχής της». Το ζευ­ γάρι γυναίκα-άντρας παίρνει συχνά στη «Φόνισσα» τη μορφή μιας συστοιχίας ανάλογης με αυτήν του καλού με το κακό - μόνο που η αντιστοιχία δεν είναι σταθερή. Έτσι, αντίθετα από την προηγούμενη περίπτωση των γο­ νιών της Φρ. όπου ο άντρας αντιστοιχεί στο καλό και η γυναίκα στο κακό, στις άλλες περιπτώσεις η αντιστοιχία αυτή αντιστρέφεται: ανάμεσα στα παιδιά της ο Μώρος και η Αμέρσα, αντιστοιχούν ο πρώτος - με την εγκληματική

φύση του - προς το κακό, και η δεύτερη - με τη φρονιμά­ δα και την αυταπάρνησή της - στο καλό. Σε αυτήν, όμως, την προσπάθεια αντιστοίχησης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη πως ο μεν Μώρος «είχε πολύ δεξιόν, θηλυκόν νουν, όπως έλεγεν η μάννα του - νουν ο οποίος εγέννα», η δε Αμέρσα «ήταν μελαψή, υψηλή, ανδρώδης», μια «ανδρο-κόρη» - συμμετέχουν δηλαδή, ο καθένας όπως και η μητέρα τους, κατά έναν τρόπο στο αντίθετο με αυτόν φύ­ λο. Αν θέλουμε πάντως να κάνουμε μια γενική εκτίμηση ως προς αυτή την αντιστοίχηση μέσα στη «Φόνισσα», θα πρέπει να παραδεχτούμε πως οι ανδρικοί χαρακτήρες, σε αντίθεση με τη λεπτότητα, τη διακριτικότητα και την αυ­ ταπάρνηση των γυναικείων χαρακτήρων, ρέπουν προς τη χονδροειδή συμπεριφορά, την «αγαρμποσύνη», και τη χα­ μηλή νοημοσύνη - ή έστω το ανυποψίαστο· ας θυμηθούμε σχετικά τον Κωνσταντή Τραχήλη, τον γαμπρό της Φρ., ή τον άντρα της τον μαστρο-Γιάννη τον Σκούφο, ή τον βο­ σκό Γιάννη Λυρίγκο. 8. Αυτή η «αιτιότητα του κακού» δεν έχει τη σημασία εκείνη που ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος δίνει σε αυτό που ονο­ μάζει «αιτιοκρατία της αμαρτίας» Βλ. Δαιμόνιο Μεσημ­ βρινό. Έντεκα κείμενα για τον Παπαόιαμάντη, Αθήνα, 1978, σ. 82.

τη σύνθεση των αντιθέτων, στην πραγματικότητα αυτός παραμένει πιστός και διατηρείται ανάλο­ γος προς τα στοιχεία που κινεί. Η Φραγκογιαννού λοιπόν, δεν κατορθώνει να μετουσιώσει την αντινομία, αλλά λυγίζει κάτω από αυτήν και αφανίζεται' δεν κατορθώνει να μετουσιωθεί - με­ ταμορφωθεί η ίδια, αλλά να δώσει ένα παρά­ δειγμα -έστω αρνητικό- μετουσίωσης.

2.1.2 Η αιτιότητα τον κακού


74/αφιερωμα ναι παρούσα μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη -και που στη «Φόνισσα» μάλιστα αποδίδεται μέ­ σα από μια αρκετά συνεπή ανάπτυξή της. Η εξήγηση της δράσης της Φραγκογιαννούς μέσα από την ένταξή της σε ένα σχήμα αντινομικότητας δεν είναι αυθαίρετη γιατί μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι σαφής μια αίσθηση της αντινομικότητας που έχει -κατ’αρχήν και επιφα­ νειακά τουλάχιστον- χαρακτήρα κοινωνικό. Με τη «Φόνισσα» επιχειρεί μια κοινωνικά δικαιωμέ­ νη -αν και όχι νόμιμη- σύγκλιση δύο αντιθέτων, του καλού και του κακού, που μπορεί να είναι δύο κοινωνικοί όροι ή, παραπέρα, δύο μεταφυ­ σικές αρχές. Μέσα από αυτή τη σύγκλιση στα­ διακά αναδύεται στη «Φόνισσα» και δικαιώνε­ ται μια κατηγορία που είναι μεν ηθικής τάξης αλλά που βρίσκεται πέρα από τις κατηγορίες του καλού ή του κακού· είναι η κατηγορία του “πραγματικού” που αν θέλουμε να την κατανοή­ σουμε από την άποψη των δύο καθιερωμένων ηθικών κατηγοριών, θα πρέπει να τη θεωρήσου­ με ως “μεικτόν” . Αντίθετα, σε άλλα έργα του Παπαδιαμάντη το πραγματικό δεν είναι το μεικτό αλλά το καλό, ενώ αντίστοιχα το κακό δεν εντοπίζεται ως μια αυτοτελής πραγματικότητα, αλλά ως μια παρα­ μόρφωση της πραγματικότητας, ως μια δύναμη καταστροφική της πραγματικότητας. Όσο για τις πηγές -κοινωνικές ή άλλες- αυτής της δύνα­ μης, χωρίς αυτές να αναζητούνται, συχνά πα­ ρουσιάζονται -έστω και έμμεσα- μέσα στο έργο του. Αλλά ακόμη συχνότερα του αρκεί απλά και μόνο η διαπίστωση της λειτουργίας αυτής της δύναμης μες στην κοινωνική πραγματικότητα, παράλληλα με την αποδοχή της χριστιανικής σχετικής θέσης. Μέσα στο έργο, λοιπόν, του Παπαδιαμάντη δεν μπορούμε να πούμε πως βρί­ σκουμε μια -έστω και ασυστηματοποίητη- σε βάθος μελέτη του κακού.

2.1.3 Η «Φόνισσα» και το κακό Από τη διαπίστωση αυτή θα ήταν δυνατό να εξαιρεθεί η «Φόνισσα»· αλλά ούτε και αυτό το έργο αποτελεί μια μελέτη του κακού, μια και η Φραγκογιαννού δεν αποτελεί την περίπτωση εκείνου που κάνει το κακό για το κακό· αντίθε­ τα, ο σκοπός της είναι το καλό, εκείνο δηλαδή που αυτή πιστεύει για καλό: σκοτώνει τα μικρά κορίτσια για να ανακουφίσει τους γονείς τους από το βάρος και να απαλλάξει τα ίδια από μελ­ ί). Ο Κ. Στεργιόπουλος το θεωρεί αυτό σαν μια δικαιολογία της Φραγκογιαννούς για να αφεθεί στο εγκληματικό πά­ θος που την έχει κυριεύσει· και προσπαθώντας να επιβε­ βαιώσει αυτή την εκτίμησή του παραθέτει ορισμένες λε πτομέρειες από τις στιγμές της διάπραξης των φόνων λά δεν είναι το στιγμιαίο ή δεν είναι μόνο αυτό που χειοθετεί το κακό: οι στιγμές της διάπραξης ανήκουν ένα κενό του χρόνου και -μερικά- της συνείδησης, ένα κε

λοντικά βάσανα.9 Δεν ζητά το κακό για το κακό αλλά το διαπράττει για το καλό. Δεν αισθάνεται καμιά φρίκη μπροστά στο κακό- η στάση της φαντάζει εντελώς φυσική και μακριά από οποια­ δήποτε συνειδητή έλξη για την αμαρτία. Οι πρά­ ξεις της δεν έχουν σαν σκοπό την εκτροπή από τη συνήθη πορεία αλλά ακριβώς το αντίθετο: την υποβοήθηση και διευκόλυνση αυτής της πο­ ρείας. Αλλά επειδή αυτό επιχειρείται μέσα από μια εκτροπή από την καθιερωμένη κανονικότητα της συμπεριφοράς κάνει τη Φραγκογιαννού να κλίνει προς τη μεριά του κακού. Το κακό για τη διάπραξη του οποίου διώκεται η Φραγκογιαννού θα ήταν δυνατό με μια μικρή μετατροπή των όρων του κοινωνικού παιχνιδιού να μεταστραφεί σε καλό. Η Φραγκογιαννού εί­ ναι κοινωνός ενός πνεύματος οικονομίας -φυσι­ κής και κοσμικής· αυτό το πνεύμα προσπαθεί να μεταφέρει μες στην κοινωνία. Αλλά οι άνθρωποι την κρίνουν με τα μέτρα της ανθρώπινης και όχι της φυσικής ή κοσμικής οικονομίας, δηλαδή δι­ καιοσύνης. Είναι άραγε έγκλημα μια πράξη που αποσκοπεί στην αποκατάσταση μιας ισορροπίας; Σε κάποιο άλλο επίπεδο θα ήταν έγκλημα αν προσπαθούσε να υποκαταστήσει συνειδητά το Θεό σε αυτό το έργο- αλλά κάνει η Φραγκογιαννού κάτι τέτοιο; Σε αυτό το ερώτημα μας δίνεται μια απάντηση μέσα από το γεγονός πως για την πρωτοβουλία της αυτή ζητά επιδοκιμασία από τον Ά ϊ Γιάννη- του ζητά ένα σημάδι έγκρισης των πράξεών της. Και το σημάδι αυτό πιστεύει πως έρχεται όταν βλέπει τα δύο μικρά κορίτσια του Γιάννη του Περιβολά να παίζουν μόνα καθι­ σμένα δίπλα στη γεμάτη στέρνα· γιατί πραγματι­ κά ποιο καλύτερο σημάδι επιδοκιμασίας θα μπο­ ρούσε να της δώσει ο Ά γιος από το να της προσφέρει τη δυνατότητα να συνεχίσει το έργο της... Με τον τρόπο αυτό η Φραγκογιαννού (αι­ σθάνεται πως) γίνεται μες στη μικρή της κοινω­ νία συνεχίστρια του έργου του Θεού. Έτσι, η Φραγκογιαννού δεν γίνεται μια ηρωίδα του κακού, μια και από το ένα μέρος κάνει το κακό χάριν του καλού, και από το άλλο μέρος όταν κάποιες στιγμές αμφιβάλλει για το ηθικό περιεχόμενο των πράξεών της δεν αναλαμβάνει την ευθύνη τους αλλά προσπαθεί να τη μεταθέ­ σει σε κάποιο εκπρόσωπο του καλού. Επίσης, η ενοχή και οι τύψεις που αισθάνεται μετά τον πρώτο φόνο, αργότερα μετακινούνται σε στιγμές ύπνου, σε στιγμές δηλαδή που η συνείδησή της νό μές από το οποίο αναδύεται το ένστικτο και Οχι η συ­ νείδηση. Αντίθετα, αυτό που στοιχειοθετεί το κακό είναι το πριν και το μετά τη διάπραξη, μια και αυτά τα δύο απαρτίζουν το “χρόνο” του κακού. Βλ. Κ. Στεργιόπου­ λος, «Ο Παπαδιαμάντης σήμερα. Διαίρεση και χαρακτη<της πεζογραφίας του», στο Αλέξανδρος Παπαδια>οι κείμενα για τη ζωή και το έργο τον, Πρό·■■■':'·- .·■λογή Ν.Δ. Τοιανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Οι ί ι·:, των φίλων, 19 ’ ■>. 267.


αφιερω μα/75 επιφανειακά τουλάχιστον αδρανεί. Με τον τρό­ πο αυτό το κακό που διέπραξε ούτε εκ των υστέ­ ρων δεν το ζει ως τέτοιο μέσα από μια επίγνωσή του, μέσα από ένα ισχυρό και καταλυτικό αίσθη­ μα ενοχής. Τελικά, δίνεται η εντύπωση πως η δράση της Φραγκογιαννούς από ηθική άποψη είναι κακή, αλλά από ψυχολογική όχι. Η ένταξη ή όχι, επο­ μένως, της Φραγκογιαννούς στο πάνθεον των κακών θα έπρεπε να επιχειρηθεί όχι τόσο μέσα από μια θεώρηση-εξέτασή της από την ηθική όσο από την ψυχολογική άποψη του κακού. Παρα­ κάτω, όμως, θα διαπιστώσουμε πως και αυτή η άποψη του κακού ανάγεται από τον Παπαδιαμάντη στη φυσική του άποψη, και αυτό έχει με­ γάλη σημασία για την εξακρίβωση της ακριβούς θέσης του απέναντι στο κακό.

3 . Ο Π α π α δ ια μ ά ν τ η ς κ α ι τα σ υ γ κ εκ ρ ιμ έν α είδ η το ν κ α κ ο ύ Ο Παπαδιαμάντης δείχνει μια ιδιαίτερη ευαι­ σθησία απέναντι στο κακό, η οποία δεν έχει σχέ­ ση μόνο με τη στάση του εκείνη που καθορίζεται από τη χριστιανική πίστη του, δεν προέρχεται δηλαδή από την απώθηση που αισθάνεται ως χριστιανός για το κακό και που αυτή τον κάνει να το παρατηρεί, αλλά και από μια έλξη γι’ αυτό. Αυτό το τελευταίο επιβεβαιώνει και η ρομαντι­ κού χαρακτήρα τάση του προς την παρουσίαση του κακού, τάση που εκδηλώθηκε στα μυθιστορήματά του και που κατόρθωσε -αλλάζοντας μορφή101- να βρει διέξοδο και στο ηθογραφικό διήγημα, όπου του δίνεται η ευκαιρία να παρου­ σιάζει ποικίλες περιπτώσεις του κακού. Αυτή η συχνή αναφορά του Παπαδιαμάντη στο κακό και η παρουσίαση κάποιων περιπτώσεών του οφείλεται ίσως -εκτός από την απαραίτητη σε έναν ηθογράφο παρατηρητικότητα- στη δυστυ­ χία της προσωπικής του ζωής, μιας ζωής μάλλον χαμένης και αδικαίωτης που πέρα από τη δραστηριότητά του ως μυθοπλάστη, σκορπίστηκε και ξοδεύτηκε εξαιτίας εκείνης της αρνητικής δύναμης που τον κρατούσε δέσμιο της και που εκδηλωνόταν με τη μορφή της αδράνειας, ή σαν ένα είδος καταλυτικής ενοχής. Αν αληθεύει αυ­ τό, τότε η αυθεντικότητα που αναδίδει η «Φόνισσα» ίσως προέρχεται από το γεγονός πως ο Παπαδιαμάντης την έχει προικίσει με δικές του 10. Στη «Φόνισσα» αυτή η τάση διατηρεί μερικά στοιχεία από τη ρομαντική μορφή της και γι’ αυτό θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τη «Φόνισσα» ως συνδυασμό του ηθογραφι­ κού με το γοτθικό. 11. «Ο Παπαδιαμάντης είδε τον πάτο της αβύσσου αντάρτης όμως δεν έγινε»: Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δαιμόνιο Μεσημβρινό, όπ. π., σ. 136. 12. «Δεν κάνει ανατομία - κάνει αποκάλυψη. Έχει κάτι απ’ τη Βυζαντινή Εικονογραφία», λέει σχετικά ο Γ. Θέμελης,

μύχιες σκέψεις σχετικές με τα προβλήματα απο­ κατάστασης των κοριτσιών -αυτό το πρόβλημα το αντιμετώπισε και ο ίδιος με τις αδελφές τουαλλά και με τις συνακόλουθες δικές του δυνάμει' αμαρτίες. Τελικά, όμως, αυτές τις “κακές” τάσεις του ο Παπαδιαμάντης κατορθώνει -είτε με επιτυχημέ­ νους είτε με αποτυχημένους αφηγηματικά τρό­ πους- να τις τιθασεύσει. Ένα μάλιστα κλειδί της ανάγνωσης του έργου του θα μπορούσε να αποτελέσει η προσπάθεια αποκάλυψης περιπτώσεων τιθάσευσης αυτών των τάσεων -όπως εκείνη του αισθησιασμού- και η στη συνέχεια αποδέσμευσή τους μέσα στο φυσικό, απροσχημάτιστο, μέχρι και αχαλίνωτο -δηλαδή αντιπαπαδιαμαντικόκλίμα τους. Από τη στιγμή που πετυχαίνει αυτό τον έλεγ­ χο, φυσικό είναι να μην περιμένουμε να βρούμε μέσα στο έργο του όχι μόνο έναν ύμνο στο κα­ κό11 -αυτό άλλωστε θα αποκλειόταν λόγω της κλίσης του προς τα θεία- αλλά ούτε και ένα σε πλάτος και αυθεντικό ζωντάνεμά του. Απλώς παρουσιάζει το κακό12 στιγματίζοντας άδηλα τις ποικίλες υπαρκτές εκδοχές του. Η μόνη περί­ πτωση που αφήνει στο κακό κάποια περιθώρια αυθεντικής ενσάρκωσης -αλλά και κοινωνικής αιτιολόγησης, και μαζί με αυτήν και μιας δυνα­ τής αποδοχής του- είναι εκείνη της «Φόνισσας». Μόνο που μέσα από αυτή τη μερική αποδοχή της Φραγκογιαννούς από τον συγγραφέα13 στερείται αυτή ένα μεγάλο μέρος από το μεγαλείο της ως ηρωίδας του κακού. Έτσι, το γεγονός πως τελι­ κά η Φραγκόγιαννού δεν υφίσταται την τιμωρία των ανθρώπων τής στερεί τη δυνατότητα να πε­ ράσει νόμιμα στην επικράτεια του κακού. Αν ο συγγραφέας ήθελε να την εντάξει στην περιοχή του κακού, τότε θα την άφηνε να υποστεί την τιμωρία των ανθρώπων -ή έστω τη σύλληψη -μια και το κακό επαληθεύεται και επιβεβαιώνε­ ται ως τέτοιο μέσα από την τιμωρία του. Όσο μάλιστα πιο σκληρή θα ήταν η τιμωρία αυτή τό­ σο περισσότερο θα υπογραμμιζόταν το μεγαλείο του εγκλήματος -αν βέβαια ήταν έγκλημα- της Φραγκογιαννούς,14. Αυτή την αυτοτιθάσευση του Παπαδιαμάντη επιβεβαιώνει και η διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε μέσα στη «Φόνισσα» σχετικά με τον χαρακτήρα του λόγου του- βλέπουμε, λοιπόν, πως κάποιες στιγμές ο λόγος του πάει να γίνει βίαιος, αλλά τελικά μένει μέσα στα όρια που ο όπ. π., σ. 42. 13. Βλ. τη χρήση της τεχνικής της «διπλής φωνής» σε σημεία που η Φραγκόγιαννού αναπτύσσει τις τολμηρές απόψεις της. 14. Βλ. Georges Bataille, La literature et le mal, Gallimard, 1957, σσ. 207-208. (Ελλ. μετ. Ελ. Βαρίκα, Πλέθρον, 1979, σ. 138). Αντίθετα, η τιμωρία της Φρ. συνίσταται σε μια ελαφρώς επισπευσμένη αφομοίωσή της μέσα στη φύση που εδώ την αγκαλιάζει και την πνίγει με τη μορφή του


76/αφιερωμα συγγραφέας είχε χαράξει και είχε αποδεχτεί γε­ νικά για το λόγο του- έτσι, η αφήγηση που προωθείται μελετημένα προς μια κορύφωση, δεν παρασύρεται από το κλίμα του θέματος, αλλά διατηρείται γενικά νηφάλια προσπαθώντας να μην πέσει μέσα στο δαιμονιακό που αποτελεί μεν το θέμα αλλά χωρίς να του επιτρέπεται να δίνει και τον κυρίαρχο τόνο. Με αυτή την προσέγγιση του κακού που επιχειρείται μέσα από τέτοιες δε­ σμεύσεις ο Παπαδιαμάντης δεν κάνει τίποτε άλ­ λο παρά να θεάται και να περιγράφει το καλό και το ιερό από μια αντεστραμμένη προοπτική του, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο από­ ψεις και διαστάσεις του καλού που αλλιώς θα έμεναν αφανέρωτες -κατορθώνοντας έτσι να συνδυάσει, ή πιο σωστά, να αφομοιώσει την έλ­ ξη που αισθάνεται για το κακό, με τη βαθιά θρη­ σκευτικότητα του. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη «Φόνισσα» αλλά και για τα άλλα έργα του, όπου με την παρου­ σίαση ορισμένων περιπτώσεων του κακού γενικά δεν σκοπεύει παρά σε μια παραδοχή και ανα­ γνώριση του καλού. Δεν είναι ένας “καταραμέ­ νος” λογοτέχνης και το δαιμονιακό δεν αποτελεί στο έργο του παρά ένα κρατημένο, ή ακόμη λιγό­ τερο, ένα δευτερεύον στοιχείο- αυτό το κράτημά του μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις το υποβιβά­ ζει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίζει αυτό το στοιχείο μες στην αφήγηση ένα ρόλο διακοσμητικό ή φολκλορικό. Σ’ αυτό το χαρακτήρα της παπαδιαμάντειας μελέτης του κακού συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό και η φύση της συγκρότησης του λόγου του που εξαρτάται άμεσα από την πρόθε­ ση του συγγραφέα να αφηγηθεί κάτι σε κάποι­ ους- αυτή η πρόθεση -ή ανάγκη, ή εξωτερική επιβολή- που γίνεται σαφής μέσα στην αφήγηση, προϋπάρχει του έργου του και το καθορίζει δια­ γράφοντας τα όρια των αφηγηματικών δυνατο­ τήτων του.

3.

1. Η παπαδιαμάντεια τυπολογία τον κακού

νες εκφάνσεις είναι η φιλοχρηματία («Ό Γαγάτος καί τ’ άλογο», «Πτερόεντα δώρα») μαζί με την πλεονεξία («Έλαφροήσκιωτος») και την αρπακτικότητα και απληστία («Τύχη άπ’ τήν Άμέρικα»), το ψέμα, η σεμνοτυφία, η ξενομανία, η βαναυσότητα, η βλασφημία, ο χρηματισμός, δια­ φθορά και οίηση του κλήρου («Πτερόεντα δώ­ ρα»), η χαρτοπαιξία, η φιλοποσία, η τοκογλυφία και έκμετάλλευση των οικονομικά ασθενέστε­ ρων, η ασυνειδησία των γιατρών («'Ο πολιτι­ σμός εις τό χωρίον»), η ψηφοθηρία και εξαγορά της ψήφου, ο κομματισμός («Οί χαλασοχώρηδες»), η μοιχεία («Ή Μακρακιστίνα»), ο φόνος, η διαβολή («Τό χριστόψωμο») ο υβρισμός, η κακολογία, ο εκβιασμός για προίκα («Ή φωνή τοϋ Δράκου»), η εγκληματική εκδίκηση («Πεντάρ­ φανος»), η κατάρα («Μάννα καί κόρη», «Τ’ άερικό στο δέντρο»), η μαγγανεία και η μαγεία («Μάγισσες», «Έλαφροήσκιωτος»), η αδικία-με τη μορφή της άδικης τιμωρίας ή της άδικης ατι­ μωρησίας (« Ή φωνή τού Δράκου») ή της κάρπωσης του μόχθου του άλλου, «άλλοι σπέρνανε, άλλοι θερίζουν» («Τύχη άπ’ τήν Άμέρικα»).16 Πολλή ενδιαφέρουσα μέσα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι η παρουσία των διαφόρων περιπτώσεων του ψυχολογικού κακού, γιατί συ­ χνά αυτό το είδος του κακού αναπτύσσεται με μεγαλύτερη αληθοφάνεια και -συχνά- αυθεντι­ κότητα. Από τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα είναι: οι πειρασμοί της σάρκας («Ό καλόγε­ ρος»), η μοχθηρία («'Η φωνή τοϋ Δράκου»), η έχθρα, η χαιρεκακία («Έλαφροήσκιωτος», «Μάννα και κόρη»), το μίσος προς προστάτη και ευεργέτη («Όνειρο στό κύμα»), και πάνω απ’ όλα η «μιζέρια» του άντρα και η «στριγλιά» της γυναίκας («Μάννα και κόρη», «Τά δύο κούτσου­ ρα»).

3. 2 Η συναίρεση τον ψυχολογικού με το φυσικό κακό

Μέσα στα πλαίσια, τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς μιας τέτοιας προσέγγισης του κα­ κού βλέπουμε να επιχειρείται μέσα από το έργο του Παπαδιαμάντη η διατύπωση μιας τυπολο­ γίας του κακού.15 Από διήγημα σε διήγημα πα­ ρελαύνει μια μακρά σειρά περιπτώσεωνεκφάνσεων του κακού που ανήκουν σε μεγάλο μέρος στο είδος εκείνο που ονομάσαμε στην αρ­ χή “ηθικό” κακό, αλλά με άφθονα δείγματα από το “ψυχολογικό” και “φυσικό” κακό. Οι συχνό­ τερα. εμφανιζόμενες ή και σταθερά επανερχόμε­

Αν τα «Πτερόεντα δώρα» αποτελούν μια συ­ νοπτική τυπολογία του κακού, και η «Φόνισσα» την πιο αυθεντική ανάπτυξη μιας έκφανσης του ψυχολογικού κακού, «Τά δύο κούτσουρα», πα­ ρόλη τη μικρή τους έκταση, στις εννέα περίπου σελίδες τους εκτός από τη θέση του συγγραφέα πάνω στο παραδοσιακό πρόβλημα του κακού -στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή- μας δί­ νουν χαρακτηριστικά δείγματα του ψυχολογικού και του φυσικού κακού, αλλά πάνω απ’ όλα μέ­ σα από αυτό το διήγημα μας δίνεται ένα δείγμα μιας επιτυχημένης συναίρεσης του ψυχολογικού με το φυσικό κακό, μια συναίρεση που έχει στην

15. Μια τέτοια τυπολογία επιχειρείται και μέσα από ένα και μόνο διήγημα του Παπαδιαμάντη, «Τα πτερόεντα δώρα». 16. Αυτή είναι μια σχηματική αναφορά στους τύπους του κα­ κού και στα έργα όπου αυτοί κυριαρχούν περισσότερο-

για μια πληρέστερη εικόνα 6λ. Μ. Χαλβατξάκης, Ο Παπαδιαμάντης μέσα από το έργο του, Αλεξάνδρεια, 1960, σσ. 12-106- Π. Σπανδωνίδης, όπ. π., σσ. 25-27, 31-33- και Κ. Μπαστιάς, Ο Παπαδιαμάντης, Αθήναι, Εκδοτική Αθη­ νών, 1962, σσ. 151-92.


αφιερω μα/77

αρχή τη μορφή ανταπόκρισης του ενός όρου στον άλλο, αλλά που εξελίσσεται σε μια αναγωγή του πρώτου στο δεύτερο και κορυφώνεται σε μια -εξωτερική, δηλαδή ως προς τη μορφή τουλάχι­ στον- ταύτισή τους. Η συναίρεση αυτή του ψυ­ χολογικού με το φυσικό κακό συμπληρώνει εκεί­ νη την άλλη συναίρεση του ηθικού με το φυσικό κακό που επισήμανα παραπάνω αναφερόμενος στη «Φόνισσα». Το ψυχολογικό κακό σε αυτό το διήγημα πα­ ρουσιάζεται μέσα από την κατ’ εξοχήν μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη εκδήλωσή του, τη γυ­ ναικεία «στριγλιά» που εκπροσωπείται αρχικά από τη γριά Μπεκιοίνα που δεν είναι ευχαριστη­ μένη με κανέναν και με τίποτε, που συνεχώς πα­ ραπονιέται και αναστενάζει, καταριέται και βλαστημάει και κυρίως τη νύφη της τη Στέργαινα που μετά από χρόνια θα «διαδεχθεί την πενθεράν της εις την “στριγλιάν”». Ή τον άπό έκείνονς τούς ανθρώπους καί μάλιστα άπ’ έκείνας τάς γυναίκας, αΐ όποϊαι ποτέ δεν ευχαριστούνται. Εις τούτο τείνει καί τοιοϋτο περίπου είναι τό πρώτον αίσθημα, ή πρώτη έννοια τού κα­ κού, τό όποιον έσπειρεν ό διάβολος λίαν πρωίμως εις τόν κόσμον. Και ιδού διατί ήρώτα ό γεωργός έκεϊνος τής Παραβολής: «Κύ­ ριε, ούχί καλόν σπέρμα έσπειρας; πόθεν ούν έχει ζιζάνια;» Διά τούς ανόρας, τούτο τό αίσθημα καλεί­ ται, εις τάς ημέρας μας, μέ ξενικόν όνομα «μιζέρια»· διά τάς γυναίκας, καί πρώην καί νϋν, προσλαμβάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, καί όνομάζεται «στριγλιά». ’Ώ ! πόσας τώ δντι εί­ δα τοιαύτας γυναίκας εις την ζωήν μου!

Καν τε ευτέλειαν καί σκαιότητα, καν τε άπαισιότητα καί ταλαιπωρίαν, όπως αν τό όνομάση τις, τό αίσθημα τούτο έσπάρη εις τά στέρνα τής άνθρωπότητας, εύθύς μετά την πρώτην μερικήν άνασκόπησιν, καί τάς δευτέρας πανσόφους φροντίδας, δι’ ών έτελειοποίησεν ό Δημιουργός πάντα όσα έποίησε.17 Το φυσικό κακό παρουσιάζεται σε αυτό το διήγημα με ποικίλες μορφές, ποικιλία που εξαρτάται, όπως θα δούμε, κυρίως από το βαθμό της πρόσμειξης του φυσικού με το ψυχολογικό κα­ κό.18 Την πιο αμιγή μορφή του φυσικού κακού αποτελεί εδώ ο θάνατος που η παρουσία του εί­ ναι καθοριστική· έτσι, εκτός από τις δύο γυναίκες-στρίγγλες που πεθαίνουν -με το θάνατο μά­ λιστα της δεύτερης επιχειρείται από τον συγγρα­ φέα μέσω της ταύτισης του ανθρώπινου με το δένδρινο η συμβολική ταύτιση του ψυχολογικού με το φυσικό- εκτός, λοιπόν, από το θάνατο των δύο γυναικών έχουμε μια σειρά, υπερβολικά ίσως μακρά, θανάτων Ό μαστρο-Στέργιος άπέθανεν, ώς ευσεβής καί ειρηνικός άνθρωπος. ΟΙ δύο υιοί του, Άλέξης καί Γώγος, έπήγον κι οί δύο άδικοθάνατοι. *Ώ, αί κατάραι, αί βλασφημίαι τής γραίας Μερκλίνας! [...] Εις νεώτερος άδελφός, ό Βασίλης, εϊχεν άποθάνει μικρός. Εϊτα έγεννήθη ό πρώτος Σταύρος, όστις αλέθανε καί αυτός νήπιον. Τελευταίος έγεννήθη ό μικρός Σταυράκης, όστις καί μόνος έπέζησε. Ή Σειραϊνώ ύστερον άπό ολίγα έτη έχήρευ17. Αλ. Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τομ. Γ', σ. 625. 18. Για την ανταπόκριση ψυχικού και φυσικού 6λ. Γ. Θέμελης, όπ.π., σ. 11.


78/αφιερωμα σεν. Ό άνήρ της, ναυτικός, έπνίγη εις μακρι­ νός θαλάσσας. Μόνην παρηγοριάν τής άφησε μίαν Ασθενικήν ώχράν παιδίσκην. Αυτή έφθασεν εις ηλικίαν δέκα έτών, καί άπέθανε. Κατόπιν, χήρα καί ήτεκνωμένη ή Σειραϊνώ, . άπεφάσισε νά είσέλθη εις δεύτερον γάμον. Παιδίον δεν απέκτησε, καί ό σύζυγός της άπέθανε μετ’ όλίγα έτη. Όλίγω ύστερον, τόν ήκολούθησεν είζ τόν τάφον καί αυτή. Ό ταν έζη άκόμη ό μαστρο-Στέργιος, πρό τού δευτέρου γάμου τής Σειραϊνώς, τραγική συμφορά εΐχεν ένσκήψει εις τόν οίκον. Έκ των δύο πρώτων υιών, ό νεώτερος, ό ευφυέ­ στερος Γώγος, όστις διέπρεπεν εις την τέχνην, καί αν έπέζη θά έγίνετο πρωτομάστορης, άπέθανε μέ φρικώδη τρόπον [...] Δευτέρα τραγική συμφορά ένέσκηψε σχετι­ κός μέ τόν Άλέξην. Ούτος έπέζησεν εϊκοσιν έτη. Ένυμφεύθη, απέκτησε τέκνα. Μίαν έσπέραν έπνίγη έντός τού λιμένος, ένω έπέστρεφεν έκ θαλασσίας έκδρομής.19 Η αναφορά αυτών των θανάτων δεν είναι, βέ­ βαια, τυχαία ούτε αποτέλεσμα της αφηγηματικής ατεχνίας του Παπαδιαμάντη, αλλά αποσκοπούν στην εδραίωση της παρουσίας του φυσικού κα­ κού μες στο διήγημα. Αλλά αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στα «Δύο κούτσουρα» δεν είναι τόσο η παρου­ σία του ψυχολογικού και του φυσικού κακού στην πιο έντονη μορφή τους, όσο η συναίρεσή τους. Η συναίρεση αυτή λειτουργεί σε δύο επίπε­ δα. Έτσι, βλέπουμε πως και στην Μπεκιοΐνα και στη Στέργαινα το ψυχολογικό κακό ανταποκρίνεται και σε μια σωματική κατάσταση ανάλογη: η «στριγλιά» τους αναλογεί στη θλιβερή τους εμ­ φάνιση, στο ασταμάτητο βογγητό ή στο άσθμα τους, και στον «χολοσκασμό» τουςΚαθημένη έκράτει την ράβδον της, θλιβερά καί μονότονος, καί δέν έπαυε νά βογγά καί νά στενάζει. ”Ω, τό βογγητόν της έκείνο! 'Ως φαίνεται, ό Θεός την είχε σπλαγχνισθή, καί τό τελευταϊον έκείνο ψνχομαχητόν τό αφευκτον όι’ 'όλους (ώ! φεϋ!) ήραιώθη, τρόπον τινά, καί διενεμήθη όι αύτήν εις διάστημα δέ­ κα χρόνων καί πλέον, κρίμασιν οϊς οΐδε Κύ­ ριος! Ω! τό βογγητόν έκείνο τής γραίας ήρχιζεν ή μάλλον άνεγεννάτο διαρκώς άνά πάσαν πρωίαν, κ’ έπαυεν, ή μάλλον δέν έπαυε, πρός δρθρον βαθύν! ’Αλλά δέν είχε πάντοτε την αύτήν έντασιν. [...] "Οσον διά τό πολυχρόνιον βογγητόν, εις τό όποιον εΐχεν άραιωθή τό λοίσθιον ψυ­ χομάχημά της, τούτο διά την νύμφην της είχε μεταβληθή εις άσθμα. 19. Αλ. Παπαδιαμάντης, όπ.π., σσ. 626-628.

Έκάθητο «χρόνο-χρονικής» ή γραία Στέργαινα, καί ήμέραν καί νύκτα, έπί τής πεζούλας, θλιβερός άσθμαίνουσα, καί εΐχεν ώχραν εις την όψιν, κ’ έφαίνετο πότε σπληνική, καί πότε Ικτερική εις τόν διαβάτην. ’Αλλά ταϋτα τά δύο παθήματα τά έπολέμησεν ή ιδία μέ τά «ψευτογιατρικά» πού ήξευρε καί μόνον τής άπέμεινε τό άσθμα, τό χρόνιον ψνχορράγηΑυτή, όμως, η αναγωγή του ψυχολογικού στο φυσικό δεν περιορίζεται σε αυτό το επίπεδο, αλ­ λά επεκτείνεται και σε ένα άλλο ευρύτερο, σε εκείνο του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι, μέσα από την ταύτιση του «ανθρώπινου κούτσουρου» με το «δένδρινο κούτσουρο» που συναντάμε στο τέλος του διηγήματος, επιχειρεί ο συγγραφέας μιαν οριακή αναγωγή του ψυχολογικού κακού στο φυσικό κακό· Έκάθητο διαρκώς ύπό τήν γηραιάν μορέαν, καί ποτέ δέν έπαυε νά παραπονήται καί νά στενάζη. Τέλος έν δειλινόν, τό παμπάλαιον δένόρον, πρό πολλοϋ σεσηπός καί μέ μεγάλην κουφάλαν είς τόν λαιμόν, κατόπιν πολλών καί σφο­ δρών άνέμων, οϊτινες εΐχον φυσήσει κατά τάς προλαβούσας νύκτας, κατέπεσε μετά φοβε­ ρού τριγμού καί κρότου[...] Η γραία Στέργαινα συνέβη νά πέση κλινή­ ρης, κατ’ έκεϊνον τόν καιρόν,καί δέν έξήρχετο τήν ήμέραν από τήν φωλέαν της. Αυτή είχε καλέσει μιφ τών ημερών ένα ιερέα, όχι κανέ­ να έκ τών δύο γειτόνων καί γνωστών της έφημερίων, άλλ’ ένα άπό άλλην ένορίαν, και τού έδωκε τό σαρανταλείτουργόν της προκαταβο­ λικός (έπειδή ή το γνωστόν άτι πάντοτε είχε κομπόδεμα), λέγουσα οτι δέν είχε πλέον κα­ νένα ν’ άφήση όπισθέν της, δστις νά τής κάμη τά κόλλυβα καί τά ψυχικά της. Έ π ί πολλάς νύκτας ύστερον, ο'ι γείτονες έβλεπον, έμπροσθεν τού παλαιού θλιβερού οι­ κιακού έπί τής πεζούλας ή πλησίον αυτής, πό­ τε είς τό φώς τής σελήνης, πότε είς τήν άστροφεγγιάν, δύο μαύρα κούτσουρα νά ϊστανται, ή μάλλον νά κεϊνται άκίνητα πλησίον άλλήλων. Ήσαν ταϋτα τό κολοβωμένον σαπρόν στέ­ λεχος τής γηραιός μορέας, καί τό κατηρειπωμένον σκέλεθρου τής γραίας Στέργαινας. Τό άνθρώπινον κούτσουρον άπήλθεν τώρα πρό ολίγων χρόνων, καί δέν φαίνεται πλέον τό δένδρινον εΐν’ έκεϊάκόμη...21 Θα ήταν δυνατό να δοθεί η εντύπωση πως αυ­ τή η έσχατη αναγωγή του ψυχολογικού στο φυ­ σικό αποτέλεσε για τον Παπαδιαμάντη έναν 20. Στο ίδιο, σσ. 624, 629. 21. Στο ίδιο, σσ. 630-31.


αφιερω μα/79 πρόσφορο τρόπο για να ολοκληρώσει το διήγημά του μέσα από ένα τέλος υποβλητικό αλλά και υπαινικτικό· αλλά δεν πρόκειται μόνο για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η πρόθεση αυτής της αναγω­ γής διαφαίνεται ήδη από την αρχή του διηγήμα­ τος, πράγμα που δείχνει καθαρά πως αυτό αποτέλεσε για τον συγγραφέα ένα είδος προγράμμα­ τος· *Ώ, πάσας Αναμνήσεις τοϋ παλαιού καιρού τρέφει τό παμπάλαιον εκείνο σπιτάκι, σχεδόν Ισόγειον με τά δύο κελλιά τον, ένθεν καί έν­ θεν, μέ τόν διάδρομόν του εις τό μέσον, τόν έχοντα ώς όάπεόον τό χώμα τής γης, μέ τόν σκοτεινόν του θάλαμον παραμέσα, τόν θεμελιωμένον κατά τό πλείστον επάνω εις ριζιμαίονς βράχους, καί ύπεράνω τής στέγης τοϋ όποιου πυργοϋνται τά Κοτρώνια, ό φαιός πετρόλοφος, ό άνέχων την κορυφήν υψηλά, καί έπιστεφόμενος από τόν ναΐσκον τοϋ 'Αγ. Νι­ κολάου, τοϋ όποιου ή κανόήλα φέγγει όλήν τήν νύκτα ώς παρήγορος πυρσός εις τούς είσπλέοντας ναυτικούς· εις τάς έσοχάς δέ των βράχων φωλεύουσι χίλιαι γλαϋκες καί άλλα θρηνφόοϋντα νυκτερινά όρνεα. Εις τά βάθη τοϋ κευθμώνος έκείνου[.. ,]22

να θρηνωδούν συνεχώς. Αλλά και το εσωτερικό του «κελλίου» τους δεν αποτελεί ένα χώρο όπου το φυσικό περιβάλλον -που αντιστοιχεί ή ανταποκρίνεται ή προκαλεί τη «στριγλιά» τουςαπουσιάζει: είναι υγρό, σκοτεινό, σκεπασμένο με ιστούς αράχνης και γεμάτο αγριοκατσαρίδες και άλλα ζωύφια. Κι όταν οι δύο γυναίκες δεν βρίσκονται μέσα στο δωμάτιό τους, κάθονται και λιάζονται σε μια πεζούλα που βρίσκεται μπροστά στην πόρτα, κάτω από μια μεγάλη συ­ καμιά· Έμπροσθεν τής έξω θύρας ήτο κτισμένη πλατεία πεζούλα, καί δίπλα εις αυτήν βράχος βαθύρριζος άνήρχετο έως τό παραθυράκι τής οικίας, δεξιά πρός νότον, εις τόν κελλίον τό όποιον κατεϊχεν ή οικογένεια. ’Αριστερά, εις τό άλλο άπεριποίητον κελλίον, τό υγρόν καί σκοτεινόν, καί έμπετασμένον μέ ιστούς Αρά­ χνης, καί πεπληθυσμένον Από βλατοϋόες, καί σαρανταποδαροϋσες καί άλλα ζωύφια, έστεγάζετο ή γρια-Μπεκιοΐνα, πρφην καλουμένη Μερκλίνα, ή μάννα τοϋ μαστρο-Στέργιου. Ή γραία τόν περισσότερον καιρόν έκάθητο καί ήλιάζετο έξω, εις τήν πεζούλαν, πρό τής θύρας, υποκάτω εις τήν μεγάλην μορέαν, ή συκαμινιάν,24

Το εξωτερικό, λοιπόν, του σπιτιού που θα αποτελέσει το βασικό σκηνικό του διηγήματος είναι εντελώς δεμένο με το γύρω φυσικό περι­ βάλλον, βρίσκεται σε στενή επαφή με αυτό, είναι ενσωματωμένο μέσα του: είναι ισόγειο, ο διά­ δρομος έχει για δάπεδο «το χώμα της γης», είναι θεμελιωμένο πάνω σε ριζωμένους μέσα στη γη βράχους, και πάνω από τη στέγη του υψώνεται ο «φαιός πετρόλοφος» που στις εσοχές του φωλιά­ ζουν αγριοπούλια. Είναι φανερό πως με την αρ­ χή του διηγήματος γίνεται προσπάθεια να στηθεί μια αντιστοιχία-ανταπόκριση του ανθρώπινου με το φυσικό, με απώτερο σκοπό την αναγωγή του πρώτου στο δεύτερο -χωρίς όμως να ξεχνού­ με πως η προετοιμασία αυτής της παγανιστικής μεταμόρφωσης23 πραγματοποιείται κάτω από την εποπτεύουσα παρουσία του χριστιανικού ξωκλησιού που βρίσκεται πάνω από όλα αυτά, σαν στέμμα πάνω στην κορυφή του βραχώδους λόφου. Ανάμεσα σ’ αυτές, λοιπόν, τις εσοχές των βρά­ χων όπου φωλιάζουν «χίλιαι γλαϋκες καί άλλα θρηνωδοϋντα νυκτερινά όρνεα», τοποθετείται και η κατοικία της Μπεκιοίνας και της Στέργαινας που κι αυτές, όπως είδαμε, παρουσιάζονται

Με την εικόνα αυτή συμπληρώνεται το σκηνι­ κό μέσα στο οποίο θα επιχειρηθεί η παρουσίαση της διαδικασίας της ταύτισης του ανθρώπινου με το δένδρινο, της συναίρεσης του ανθρώπινου με το φυσικό, και της αναγωγής του ψυχολογικού κακού στο φυσικό κακό. Χάρη σ’ αυτή την ανα­ γωγή που αποτελεί ένα λανθάνον γενικό πρό­ γραμμα της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη, κατορθώνει αυτός να μη δίνει την εντύπωση πως στηλιτεύει το κακό ή πως ηθικολογεί, αλλά πως απλά το παρουσιάζει επειδή υπάρχει και έτσι όπως αυτό υπάρχει στην πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό, παρότι η παρουσίαση ή έστω η μνεία μιας περίπτωσης του κακού από τον Παπαδιαμάντη θα αναμενόταν να δίνει την εντύπω­ ση πως επιχειρείται με σκοπό την έμμεση στηλίτευσή του, παρόλα αυτά ο συγγραφέας πολύ συχνά κατορθώνει, μέσω αυτής της αναγωγής του ηθικού και του ψυχολογικού κακού στο φυ­ σικό, να αναχθεί σε μια νηφάλια και απροκατά­ ληπτη παρατήρηση και παρουσίαση του κακού που πολλές φορές αποκτά και μια επίφαση αμο­ ραλισμού, ενώ πιο σπάνια διακρίνεται από ένα λανθάνοντα αμοραλιστικό χαρακτήρα.

22. Στο ίδιο, σ. 623. 23. Αυτή η “συμμόρφωση” με το φυσικό αποτελεί μια δυνάμει μεταμόρφωση ή μια πρώτη φάση της, ή μια ρεαλιστικότε­ ρη εκδοχή της· αλλά σαν τέτοια δεν ανήκει στην κατηγο­ ρία των μεταμορφώσεων εκείνων στις οποίες ο Π. Μουλλάς βλέπει τον συγγραφέα να επενδύει «ένα ποσοστό από τον απωθημένο ερωτισμό του»· 6λ. Μ. Μουλλάς, Α. Πα-

παδιαμάντης, Αντοθιογραφούμενος, Αθήνα, Ερμής, 1981, σ. νδ. Έτσι, παρότι οι αμοιβαίες μορφικές ανταλλαγές ανάμεσα στο ανθρώπινο και στο δένδρινο, τις οποίες συ­ ναντάμε στο «Υπό την βασιλικήν δρυν» και στα «Δύο κού­ τσουρα» διαθέτουν τόσο στενές αντιστοιχίες, εντούτοις το συμβολικό περιεχόμενο που προβάλλουν -ή και το νόημα που υπηρετούν^ δεν είναι ανάλογο. 24. Αλ. Παπαδιαμάντης, όπ.π., ο. 623.


80/αφιερωμα

Ιω ακείμ-Κ ίμω ν Κ ολυβάς

Η ορθόδοξη σχο έργο του (Η Α νθ ρ ω π ο λο γία και ΠΟΤΕΛΕΙ κοινώς αποδεκτή διαπίστωση ότι αφετηρία της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη είναι η νοσταλγία. Αυτή κινητοποιεί το μηχανισμό της μνήμης, που ανασύρει πράξεις και πρόσωπα ενός πρόσφατου ή απώτερου πα­ ρελθόντος στην επιφάνεια.1 Θα ήταν όμως σφάλ­ μα να παραγνωρίσουμε τον πραγματικό χαρα­ κτήρα αυτής της νοσταλγίας. Δεν πρόκειται για το αποτέλεσμα αποκλειστικά ψυχικών διαδικα­ σιών, αλλά θα πρέπει κυρίως να χαρακτηριστεί ως πνευματική νοσταλγία.12 Δεν υπαγορεύεται από τις ιδιωτικές καταστάσεις και την επώδυνη εμπειρία του Α. Παπαδιαμάντη, αλλά πηγάζει από την ορθόδοξη χριστιανική προοπτική, όπως φαίνεται να αποκρυσταλλώθηκε σε μορφές του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Σε αναζήτηση αυ­ τής της γνησιότητας στρέφεται η πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Έτσι, η οργάνωση του αφηγηματικού υλικού δεν υπακούει απλά στη μνημονική λειτουργία και τη συνειρμική σύνδεση των γεγονότων και των προσώπων, αλλά στην παρουσίαση ενός κό­ σμου που προβάλλει την ορθόδοξη φιλοσοφία και εμπειρία ζωής. Η φαινομενική αταξία στη διάταξη του υλικού, ο ισοπεδωτικός τρόπος αφήγησης, η συνύπαρξη του σημαντικού και του ασήμαντου υπακούουν στις.επιταγές μιας πνευ­ ματικότητας διαφορετικής ποιότητας και πιθα­ νώς να παύσουν να θεωρούνται αδεξιότητες αν τα κοιτάξει κανείς από την προοπτική αυτή.

Λ

Ν. Γύζης «Ο θρίαμβος της θρησκείας».

1. «Ο Παπαδιαμάντης... πριμοδότησε τη μνήμη του και όχι τη φαντασία του:. Π. Μουλλάς: Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφσύμένος, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθή­ να 1974, σ. ιε'. 2. Λόγο γι’ αυτή τη διάσταση της νοσταλγίας κάνει ο κος Ν. Μακρής στο άρθρο του «Νοσταλγία και Ιερότητα στο Έ ρ­ γο του Παπαδιαμάντη» στο συλλογικό τόμο «Μνημόσυνο του Αλέξ. Παπαδιαμάντη, Εβδομήντα Χρόνια από την Κοίμησή του», Τετράδια Ευθύνης, αρ. 15, Αθήνα 1981, σσ. 214-223.


αφιερωμα/81

προοπτική Παπαδιαμάντη το Π ρόβλημα του Κ ακού). Α ' Η α ν θ ρ ω π ο λ ο γία κ α ι οι έν ν ο ιες το ν χ ώ ρ ο ν κ α ι χ ρ ό ν ο ν . Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση των αρνητικών μορφών στο έργο του Παπαδιαμάντη είναι η γνώση των ανθρωπολογικών αντιλήψεών του και παράλληλα η ιδιαίτερη έννοια του χώ­ ρου και του χρόνου, που άμεσα συνδέονται με τις πρώτες. Ο Παπαδιαμάντης δεν παρουσιάζεται ως πρωτότυπος στοχαστής. Η φιλοσοφία ζωής, που βρίσκεται στη βάση του έργου του, πηγάζει από την ορθόδοξη πνευματικότητα, έτσι όπως την διαμόρφωσε η ελληνική φιλοσοφία στη χριστια­ νική της περίοδο.3 Στον αναγνώστη της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη προξενεί εντύπωση η συσσώρευση τό­ σων ασήμαντων προσώπων πλάϊ στα κύρια. Τα πρόσωπα αυτά περιγράφονται βιαστικά, άλλοτε με το όνομα (ή παρωνύμιο), το επάγγελμα ή και την ηλικία τους (π.χ. Αντωνάκης ο δικηγόρος, Βαγγέλης του Μορφούλη, Γιάννης της Μυλωνούς, γερο-Κονόμος, καπετάν Μελαχροινός κ.λπ.).4*Άλλοτε πάλι η μικρή ιστορία των προ­ σώπων αυτών δίνεται πλάι στην ιστορία του κε­ ντρικού προσώπου: για παράδειγμα στο διήγημα «Το Σπιτάκι στο Λιβάδι» δίπλα στην κεντρική ηρωίδα Μαρώ Λιβαδάκαινα και την κόρη της Ματώ κινείται μια πλειάδα άλλων προσώπων, 3. Η αντίληψη κάθε δημιουργού για το έργο του πρέπει να λαμβάνεται υπόψη με σοβαρότητα. Ο Παπαδιαμάντης θεωρεί τον εαυτό του θρησκευτικό συγγραφέα: «’Αλλά τά πλείστα τών ΰπ’ έμού γραφέντων έορτασίμων διηγημάτων έχουσιν, &ς μού έπιτραπη ό λατινικός δρος, a priori τήν υπόθεση, είναι δηλαδή μάλλον θρησκευτικά». Α. Παπαδιαμάντη, Άπαντα, Κριτική Έκδοση Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, II, σ. 515. 4. Την εμμονή στη λεπτομερή καταγραφή των ονομάτων έχει επισημάνει ο κος Κυριάκος Πλησής στο άρθρο του «Ο

που τους παραχωρείται ισόποσος σχεδόν αφηγη­ ματικός χώρος, όπως η Μποστανού και ο σύζυ­ γός της. Στη «Γλυκοφιλούσα» η Θεια-Αρετώ και ο Αγκούστας στέκονται ισότιμα δίπλα στον κεν­ τρικό ήρωα Στάθη Μπόζα.6 Τα «Ρόδιν’ Ακρο­ γιάλια» αποτελούν την ιστορία όχι. ενός, αλλά τεσσάρων προσώπων, του αφηγητή, του Στάμου Αταίριαστου, του Αγάλλου και του βοσκού 11ατσοστάθη, ενώ σημαντική θέση καταλαμβάνουν ο δήμαρχος Δημήτρης Μαυρονούρης και η πεθε­ ρά του βοσκού, η γρια-Πλιάκαινα. Πολλές φο­ ρές κανείς διστάζει να εντοπίσει το πρόσωπο που είναι ο φορέας του νοηματικού και αφηγη­ ματικού βάρους. Στη «Φωνή του Δράκου» τη με­ γαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν οι ιστορίες της Κρατήρας και της αδερφής της Σοφούλας πριν φτάσομε στο μικρό γιο της δεύτερης, τον Κώτσο.8 Η τεχνική αυτή, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης δεν διηγείται γεγονότα, αλλά αφηγείται ιστορίες ανθρώπων, παγιώνεται σε χαρακτηριστικό της συγγραφικής μεθόδου του. Αυτή όμως η αφηγηματική μέθοδος υπα­ κούει σε προϋποθέσεις που πηγάζουν από την ορθόδοξη τοποθέτηση του συγγραφέα. Τα πρό­ σωπα δεν είναι αυτόνομες ατομικότητες, αλλά μέλη ενός ευρύτερου συνόλου, ενός κοινού σώ­ ματος από το οποίο αντλούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του προσδιορισμού τους. Αποτε­ λούν με άλλα λόγια μέλη της εκκλησιαστικής κοινότητας, που συνέχεται σε μια αραγή ενότη­ τα, έτσι όπως την ορίζει ο Απ. Παύλος: «'Ότι εις άρτος, εν σώμα οί πολλοί έσμεν» (Α' Κορ. Γ, 17). Αυτός είναι ο λόγος που ο Παπαδιαμάντης απορρίπτει την ιδέα της εξέχουσας προσωπικό­ τητας, του ήρωα και των εξαιρετικών συμβάντων και πράξεων, των προσώπων δηλαδή εκείνων που ορίζουν τον εαυτό τους αυτόνομα ή και σε σύγκρουση προς τους όρους ύπαρξης του συνό­ λου. Τα πρόσωπά του ζουν σε σχέση με τα υπό­ λοιπα μέλη της κοινότητας, σε αυθυπέρβαση. Ο ορισμός τους προκύπτει όχι από την επιβεβαίω­ ση του ατομικού τους εγώ, αλλά από τον τρόπο ύπαρξής τους, με τους άλλους, την προσωπική σχέση που αναπτύσσουν με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης δια­ λέγει τα πρόσωπά του ανάμεσα σ’ αυτούς που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «νήπιοι» (Ματθ. 21, 16) και όχι σ’ εκείνους που υπερβαίνουν το κοινό μέτρο. Ασφαλώς οι περιπτώσεις παθολο-

5. 6. 7. 8.

Παπαδιαμάντης και <5 κόσμος του», Τετράδια Ευθύνης, ό.π. σ. 149. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ και το γεγονός της επιστροφής των ίδιων προσώπων στα διηγήματα (π.χ. ο Αγάλλος, ο γερο-Φραγκούλης, ο Κακόμης, ο γιατρός Βιλδ, ο γερο-Κονόμος, ο Νικόλας τ’ Αγιώτη). Παράλληλα μέλη μιας οικογένειας κινούνται σε διάφορα διηγήματα. ό.π. IV, σσ. 149-156. ό.π. III, σσ. 71-88. ό.π.Γν, σσ. 223-289. ό.π. III, σσ. 607-621.


82/αφιερωμα γίας αφθονούν. Τα πρόσωπα συνεχώς αποτυγχά­ νουν. Αλλά η πτώση ακολουθείται από την ανόρθωση. Η μετάνοια έχει κεντρική σημασία ως θεμελιώδες μυστηριακό γεγονός. Έτσι στη «Φόνισσα» επισημαίνεται ως βασική πηγή κακού η αδυναμία της Φραγκογιαννούς να εξομολογη­ θεί.9 Στον «Αλιβάνιστο» η εξομολόγηση της Μολώτας λυτρώνει όχι μόνον την ίδια, αλλά και τον ίδιον τον Αλιβάνιστο, απελευθερώνοντάς τον από την παγίδευσή του στον κλοιό που δημιουρ­ γεί η άρνηση της συγνώμης. Μετά τη συγνώμη, ο Αλιβάνιστος επανεντάσσεται αυτόματα στην εκ­ κλησιαστική κοινότητα. Τότε μόνον αντιλαμβά­ νεται ως πραγματικό γεγονός την ανάσταση του Ιησού: — «’Αληθώς άνέστη, βρε! Δέν είμαι άλιβάνιστος!».101Αποκαλύπτεται έτσι ότι η οδός της σωτηρίας περνά μέσ’ από τους άλλους και η αν­ θρώπινη υπόσταση ορίζεται ως σχέση αγάπης. Η αγάπη αυτή έχει δυο διαστάσεις, οριζόντια και κάθετη. Η οριζόντια διάσταση αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου με τα λοιπά μέλη της κοινό­ τητας. Η κάθετη συνδέει τον άνθρωπο με το Θεό. Στο «Ρεμβασμό του Δεκαπενταυγούστου» ο γερο-Φραγκούλας οδηγείται μέσ’ από την απο­ τυχία της συζυγικής του ζωής στη συνειδητοποίηση μιας γενικότερης αποτυχίας που θα μπο­ ρούσαμε να χαρακτηρίσουμε υπαρξιακή. Η απο­ τυχία αυτή, που γίνεται αντιληπτή ως αίσθημα εγκατάλειψης και μοναξιάς, μεταβάλλεται σε έν­ θερμη προσευχή ενός ανθρώπου που, έστω και αόριστα, συλλαμβάνει το γεγονός ότι έζησε σε απόσταση από το Θεό: «άντιλαβού μου καί ρύσαι, τών αιωνίων βασάνων...».11 Την ίδια διάθεση να τονιστεί η εκκλησιαστικότητα της ύπαρξης εξυπηρετούν και τα αμέτρητα παραθέματα βιβλικών κειμένων- μέσα στο έργο του Παπαδιαμάντη, που λειτουργούν έτσι ως δείκτες πορείας για να προσανατολίσουν την ορ­ θή προοπτική της ανάγνωσης.' Σε άμεση συνάρτηση μ’, αυτήν την εκκλησια­ στική σύλληψη του ανθρώπου παρουσιάζεται και η «φυσιολατρεία», δηλ. η περί κόσμου αντί­ ληψη του Παπαδιαμάντη. Για τη χριστιανική φι­ λοσοφία των Ελλήνων πατέρων της εκκλησίας η ύλη δεν είναι άναρχη όπως στον Πλάτωνα. Δημιουργείται «εν χρόνω». Ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί ότι η ύλη έχει ποιότητα πνευματική. Οι ιδιότητές της, όπως σχήμα, βάρος, διάσταση, ποσότητα κ.λ.π., αποτελούν «συμπληρωματικές ποιότητες», που δεν είναι ύλη, αλλά «ψιλά νοή­ ματα».12 Χωρίς αυτές τις ιδιότητες η ύλη δεν δύ-

ναται να υπάρξει, οδηγείται στην απώλεια του είναι της. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς την ύλη χωρίς την ποιότητα του βάρους, λόγου χάρη. Έτσι θεμελιώνεται ένας ιδεαλισμός, που συνδέει τα νοητικά αυτά ιδιώματα της ύλης προς το δημιουργό Νου, ώστε τα νοούμενα να θεμε­ λιώνουν και να συγκρατούν την ύπαρξη των φυ­ σικών σωμάτων. Αν λοιπόν το είναι της ύλης είναι πνευματικό, τότε η οντολογική της δικαίωση βρίσκεται στο Δημιουργό Νου, με άλλα λόγια το Θεό, από τον οποίο απορρέει ως υλοποίηση του θελήματος Του.13 Από την άλλη πλευρά ο κόσμος αποκαλύπτε­ ται στη λογική ικανότητα του ανθρώπου, αποκα­ λύπτεται δηλ. «κατά λόγον» ως λογική σχέση, ως λογική αναφορά του ανθρώπου στα όντα.14 Κα­ τά τον Ιωάννη Δαμασκηνό: «...λέγεται τόπος Θεού ένθα έκδηλος ή ενέργεια αυτού γίνεται».15 Κατά συνέπεια η λογικά φορά του ανθρώπου προς τα όντα αποκαλύπτει ταυτόχρονα το χώρο ως πεδίο αποκάλυψης του Θεού. Έχοντας κατά νου τις φιλοσοφικές αυτές προϋποθέσεις μπο­ ρούμε να κατανοήσουμε την ιερότητα της φύσης, που μέσα της εκδιπλώνεται η περί ανθρώπου α­ ντίληψη του Παπαδιαμάντη.16 Την αναφορικότητα του ανθρώπου προς τη φύση και την επα­ κόλουθη αποκρυπτογράφηση του θείου ίχνους σ’ αυτή, διαπιστώνουμε για παράδειγμα στην εισα­ γωγική παράγραφο του διηγήματος «Τ’ Αερικό στο Δέντρο»:

9. 10. 11. 12. 13.

Τεύχος Δεύτερο, Δόμος 1981, σ. 201. 15. P.G. 94.852 Α. 16. Ο Παπαδιαμάντης φαίνεται πως γνώριζε όχι μόνον τα ” ασκητικά, αλλά και τα φιλοσοφικά κείμενα της Βυζαντι­ νής γραμματείας. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του στην περί δερμάτινων χιτώνων θεωρία του Γρηγορίου Νύσσης (ό.π. III, σ. 233). 17. ό.π. IV, σ. 211.

ό.π. III, σσ] 515-516. ό.π. III, σ. 531. ό.π. IV, σ. 97. Γρ. Νύσσης, P.G., 44, 77-78 ABC «...ή όρμή τής θείας προαιρέσεως όταν έθέλη πράγμα γίνε­ ται καί όύσιοϋται τό βούλημα, εύθύς φύσις γενόμενον...». Γρ. Νύσσης, P.G. 46.239D. 14. Βλ. Χρ. Γιανναρά: Σχεδίασμα Εισαγωγής στη Φιλοσοφία,

«Κάτω στά Βουρλίδια, καθώς κατηφορίζεις άπό τίς Βίγλες, άνάμεσα Πλατάνα κάί Πετράλωνα, σιμά στής Γανωτίνας τόν Μύλον, εκεί κατε­ βαίνει τό ρεύμα χείμαρρος, νάμα, δρόσος καί ία­ μα, άπό τά όρη τού Θεού. Έ κεϊ ευφροσύνη όρ­ νεων, έπαύλεις Σειρήνων, καί καλάμη καί χλόη· έκεϊ τό όμμα άπολαύει γωνίαν παραδείσου, καί ή ψυχή δροσίζεται, ως σώφρων Ά ννα, κινούσα τά χείλη είς προσευχήν, χωρίς ν’ ακούεται ή φω­ νή της, φωνή μυστηριωδώς ψιθυρίζουσα είς τήν καρδίαν: Σύ έποίησας πάντα τά ώραϊα τής γής, θέρος καί έαρ σύ έπλασας αύτά».17 Συμβολικό χαρακτήρα, που αποκαλύπτει αυ­ τήν την ιερότητα, παίρνει η εικόνα της Παναγίας τοποθετημένης, θα ’λεγε κανείς, στην καρδιά της φύσης: «Καί ψηλά είς τό πλάγι, σιμά είς τήν κορυφήν τού βουνού, ΐστατο άκόμη ορθός ό χιλιετής πεύ­ κος, δπου είς τούς κλάδους έπάνω, άνάμεσα


αψιερωμα/83 ατούς κλώνάς του, ειχεν εύρεθεϊ ένα καιρόν αίωρουμένη ή λαμπρά είκών τής Παναγίας».18 Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτή η παραδεισια­ κά ιερή φύση φαίνεται ν’ απορρίπτει την παρου­ σία του ανθρώπινου κακού. Στο διήγημα «Φλώ­ ρα ή Λάβρα» η θάλασσα αποβάλλει τα περίο­ πτα, που μάγισσες έχουν ρίξει στο κύμα: «Καί ή θάλασσα, άτρωτος εις τά μάγια, καί μη θέλουσα νά επαγγέλλεται την προμνήστριαν, τό έξέρασεν (τό περίαπτον) μαζί μέ τόσα άλλα πε­ ριττά πράγματα, καί τό παρέπεμψεν εις την χον­ δρήν άμμον».19 Την ιερότητα και μεταφυσική προοπτική προς την οποίαν ανοίγεται η φύση τονίζουν οι πυκνές αναφορές στα εξωκκλήσια, γύρω από τα οποία εκτυλίσσεται και η ζωή των Παπαδιαμαντικών προσώπων, σύμβολο της εκκλησιαστικής και υπερβατικής αναφορικότητας της ύπαρξης. Στο «Αγάπη στον Κρεμνό» η γειτνίαση του ναού αποτελεί εγγύηση της ασφάλειας των προ­ σώπων: «...πλήν μάς έφύλαττεν, άν είχεν άποστή άφ’ ημών, άλλ’ ήτο σιμά εκεί είς τόν πενιχρόν ναΐ­ σκον του ό θείος καί άγαθός άγγελος - άλλως θά ήτο φόβος,καί κίνδυνος».20 Παράλληλα η εμμονή στα τοπωνύμια - ανάλο­ γη προς την εμμονή στα ονόματα των ασήμαντων για την υπόθεση προσώπων - δικαιολογείται απ’ αυτόν ακριβώς τον ιερό χαρακτήρα της φύσης. Αντίθετα στ’ Αθηναϊκά διηγήματα η φύση απου­ σιάζει παντελώς και η υπόθεση συρρικνώνεται στον ασφυκτικό χώρο μιας αυλής. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στο Σκιαθίτικο και Αθηναϊκό χώρο μας οδηγεί στην τρίτη προϋπό­ θεση του πνευματικού ορίζοντα του Παπαδιαμάντη, το χρόνο. Στο διήγημα «Η Ασπροφουστανούσα» προ­ βαίνει στην ακόλουθη παρατήρηση για το χρόνο, όπως τον μετρούν οι κάτοικοι της μεγαλούπολης: «Πλήν, δέν ήξεύρω πώς, ή παλαιό γνωριμία καί ή άνάμνησις αύτη, μ’ έκαμε νά ένθυμηθώ, κοντά είς τά άλλα “παλαβά ρολόγια” , δσα έχω ίδεϊ είς τήν ζωήν μου - οΰτω τά ονομάζει ό λαός, πράγματι- είναι δέ τό ώρολόγιον έν τών νευρικωτέρων καί τών μάλλον έπιδεκτικών άγυρτείας καί κιβδηλείας πραγμάτων καί έξόχως παραστα­ τικών τοϋ προϊόντος νευρικού έκφυλισμού τής κοινωνίας μας -άφοϋ κ’ αί άθηναϊκαί έφημερίδες κατά προτίμησιν ώρολόγια προσφέρουν ώς “δώρα” είς τούς συνδρομητάς των... Δηλαδή, άνάμεσα είς τά τόσα έλαττωματικά ώρολόγια, δσα έχω ίδεϊ είς τήν ζωήν μου, είδα έσχάτως έν, τό όποιον, ένψ μέχρι τινός έπήγαινε καλά, έξαφνα, δταν ό λεπτοδείκτης συνέπιπτε μέ τόν ώροδείκτην, τόν συνήρπαζε, τόν παρέσυρε

καί συνεβάδιζον όμοϋ κολλητά, ώστε ένφ πρό πέντε λεπτών ακόμη ήτο λ.χ. δύο καί δέκα λε­ πτά, έξαφνα, μετά πέντε λεπτά, έδείκνυε τρεις καί τέταρτον. Μετά άλλα πέντε λεπτά, τέσσαρας καί είκοσι καί οΰτω καθεξής· αί δύο βελόναι έξηκολούθουν νά συνταξιδεύουν διαρκώς. Τό άσθενέστερον δοκούν παρέσυρε τό ήρεμώτερον καί τό έδραιότερον, καί τούτο μού έφάνη λίαν διδακτικόν θέαμα».21 Πρόκειται εδώ για την παράσταση του κυκλι­ κού χρόνου, όπως κανονίζεται από τις κοσμικές εποχές και αποδίδεται από τα ρολόγια. Στην πραγματικότητα αυτός ο χρόνος είναι παγίδα και η μαθηματική του ακρίβεια οδηγεί στο πα­ ράλογο. Αποτελεί κιβδηλία και διαστροφή του αληθινού νοήματος του χρόνου. Για την ορθόδοξη φιλοσοφία ο άνθρωπος οφείλει να υπερβαίνει την κοσμική διάσταση και να ανοίγεται προς τον αιώνιο χρόνο ως ορίζοντα πραγματοποίησης της υπαρκτικής του πληρότη­ τας. Ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί ότι ο χρόνος οδηγεί τα όντα στην «εντελέχειά» τους, δηλαδή στο πλήρωμα της τελειότητας, που είναι η θέωση.22 Επομένως, η ανθρώπινη ύπαρξη κινείται ταυτόχρονα σε δύο διαστάσεις, τη διάσταση του κυκλικού χρόνου και τη διάσταση της αιωνιότη­ τας. «Άλλ’ εί καί ό έξω ημών άνθρωπος διαφθείρεται, άλλ’ ό έσωθεν άνακαινοΰται ήμέρρ τή ήμέρρ» (Β' Κορ. δ' 16). Η εκκλησία ως σώμα Χριστού θραύει την ιστορική συνέχεια και ανοί­ γει το χρόνο προς την διάσταση της οντολογικής πληρότητας των όντων. Το εκκλησιαστικό έτος φαινομενικά μόνον ακολουθεί την κυκλική φορά του κοσμικού χρόνου. Στην πραγματικότητα κα­ θιστά τα γεγονότα της ιερής ιστορίας σύγχρονα με το παρόν της λειτουργικής πράξης. Η εορτή της Ανάστασης δεν τελείται «είς άνάμνησιν» του γεγονότος, αλλ’ είναι το ίδιο το γεγονός που συμβαίνει τώρα και πάντοτε, είναι αιώνια πα­ ρόν. Δεν πρόκειται για επανάληψη, αλλά για διαρκή παρουσία του γεγονότος. Με τη συμμετο­ χή τους οι πιστοί μεταθέτουν εαυτούς στη διά­ σταση της αιωνιότητας. Στον Παπαδιαμάντη ο λειτουργικός χρόνος της εκκλησίας κυριαρχεί κατά τρόπο σχεδόν απόλυτο. Τα πρόσωπα κινούνται γύρω ή σε σχέ­ ση με κάποια λειτουργική πράξη. Ο ιερός χώρος συμπληρώνεται από τον ιερό χρόνο. Οι ιερές τε­ λετές γίνονται αφορμή για να συναντηθούν τα πρόσωπα και ο χρόνος μετριέται και σηματοδοτείται από αυτές. Με αυτή την προοπτική θα πρέπει να εξετα­ στεί και ο συντηρητισμός του Παπαδιαμάντη. Στη σκέψη του δεν φαίνεται να υπάρχει η πόλω­ ση παλαιού και νέου, παρελθόντος και μέλ-

18. ό «Νεκρός ταξιδιώτης», ό.π.ΐν, σ. 342. 19. ό.π. IV, σ. 556.

20. ό.π. IV, σ. 490.' 21. ό.π. IV, σ. 561. 22. P.G. 46.547 D, 45, 364 C.


84/αψιερωμα λοντος. Η έννοια, της εξέλιξης και της προόδου αντικρούεται. Οι διακρίσεις αυτές ανήκουν στον ιστορικό χρόνο, ενώ ο Παπαδιαμάντης ζει την πραγματικότητα του Αναστάντος Ιησού, όπου «τά πάντα καινά» (Β' Κορ. ε', 17). Ο Παπαδιαμάντης είναι κατεξοχήν μέλος της εκκλησίας και η εκκλησία ζει στη σφαίρα της ανάστασης. Για το λόγο αυτό δεν έχει ανάγκη νεοτερισμών. Η θεμελιακή συνείδηση της εκκλησίας συμπυκνώ­ νεται στη φράση «Nihil innovetur, nisi quod traditum est». Η εκκλησία οριοθετείται από την Παράδοση και αυτήν την παράδοση υπερασπίζε­ ται ο Παπαδιαμάντης. Η μυστικιστική προοπτι­ κή φωτίζει τόσο τα πρόσωπα όσο και το χώρο. Ο χώρος διασώζει τα ίχνη των ανθρώπων που έζησαν κάποτε, ενώνει το παρελθόν με το παρόν σε μια αδιάσπαστη συνέχεια παρουσίας: «Εις βράχος μισοφαγωμένος άπό τό κύμα, καί άπό τά πατήματα τών πρό αιώνων λεμβούχων καί ναυτών, καί δύο δοκίδες, άπό σκληρόν ξύλον, τό όποιον δέν έσάπησεν άκόμη ύστερον άπό γενεάς καί γενεάς».2324 Οι αλλαγές που καταστρέφουν την παλαιά τά­ ξη πραγμάτων αντιμετωπίζονται με καχυποψία: «Τόν καιρόν εκείνον δέν είχε κτισθή άκόμη ή προκυμαία καί ήτον άμμος κάτω εις τόν αίγιαλόν. “Δέν είχαν χαλάσει άκόμα τά έργα τού Θεού” κατά τήν έκφρασιν τού γηραιού λεμβού­ χου»..25 Παρόμοια, τα πρόσωπα που προσκολλώνται με θρησκευτική ευλάβεια στο παρελθόν κρίνονται επαινετικά: «Ήτον γυνή άπ’ τά βουνά... άπό έκείνας τάς άρχαϊκάς - τίς πρωτινές ή παλαιικές, καθώς τάς έλεγαν. Είχε ζήσει είς τά ήμερα βουνά τά εγγύς τής πολίχνης, δπου ό παρείσακτος νεωτερισμός άκόμη δέν είχε ποδάρια ν’ άναρριχηθή...». 6 Οι θεολογικές προϋποθέσεις της σκέψης του είναι υπεύθυνες και για τον τρόπο έκθεσης του αφηγηματικού υλικού. Στα περισσότερα κείμενα το αφηγηματικό παρόν ανοίγεται προς το παρελ­ θόν των προσώπων, ή καλύτερα το παρελθόν αυτό έρχεται να εναρμονιστεί με το παρόν. Ταυ­ τόχρονα το κεντρικό πρόσωπο πλαισιώνεται από τις μικρές ιστορίες των δευτερευόντων. Και στις δύο περιπτώσεις υιοθετείται μια τεχνική ανάλο­ γη μ’ εκείνη της βυζαντινής εικόνας. Ουσιαστικά υπάρχει άρνηση της διάστασης του βάθους και της χρονικής διαδοχής των γεγονότων. Η αφαί­ ρεση αυτή σε συνδυασμό με την άρνηση της ατο­ μικής εκδοχής των προσώπων, της βουλητικής δηλαδή και υπαρκτικής αυτονόμησης, ενοποιεί 23. Αγίου Κυπριανού: Επιστολή LXXIV, II. 2, Soci£te d’ Edi­ tion «Les Belles Lettres», Tome II, a. 280. 24. «Τα Ρόδιν’ Ακρογιάλια», ό.π. IV, σσ. 227-228. 25. «Για την Περηφάνια», ό.π. III, σ. 208. 26. «Η Συντέκνισσα», ό.π. III, σ. 583. 27. «Διό ούτε ύπόστασιν έχει το κακόν άλλά παρυπόστασιν,

τις επιμέρους εμπειρίες ζωής σ’ ένα ευρύ μωσαϊ­ κό, όπου ιχνογραφείται το συλλογικό ανθρώπινο Πρόσωπο.

Β ' Το π ρ ό β λ η μ α το ν κ α κ ο ύ Η παρουσία του κακού κατέχει κεντρική θέση στην πεζογραφία του Παπαδιαμάντη. Το πρό­ βλημα του κακ '> εντάσσεται μέσα στα πλαίσια της ορθόδοξης θεώρησης του κόσμου, όπως σε γενικές γραμμές εκτέθηκε στις προηγούμενες πα­ ραγράφους. Στη χριστιανική θεολογία το κακό δεν είναι υπόσταση. Θεωρείται ως μη ον, ως απουσία μό­ νον του αγαθού. Το αγαθό είναι το ον, αυτό που πραγματικά υπάρχει. Αφετηρία αυτών των ιδεών είναι η αποδοχή του αξιώματος, ότι ο Θεός ως πανάγαθος δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για την παρουσία του κακού. Στο χώ­ ρο της τέλειας δημιουργίας, όπου τα πάντα «κα­ λά λίαν», το κακό δεν μπορεί να νοηθεί ως υπό­ σταση. Είναι μια απουσία μόνον, μια διαστροφή της πραγματικότητας, ό,τι οι Αρεοπαγιτικές συγγραφές ονομάζουν «παρυπόσταση».27 Αλλά και το αγαθό δεν έχει ηθική έννοια. Ταυτίζεται με το είναι προς το οποίον οφείλουν να τείνουν τα όντα ώστε να πραγματοποιήσουν την πληρό­ τητα της οντολογικής τους υπόστασης, ό,τι στην ορθόδοξη θεολογική ορολογία ονομάζεται «καθ’ ομοίωσιν». Στο ερώτημα πώς εισάγεται το κακό στον κό­ σμο, η απάντηση είναι ότι την υπαιτιότητα φέρει η ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, το αυτεξού­ σιο. Η ελευθερία της βούλησης είναι η θεμελιώ­ δης ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου έναντι της υπόλοιπης δημιουργίας. Είναι αυτό που συνιστά το «κατ’ εικόνα» και πλησιάζει τον άνθρωπο προς το Θεό. Η ελευθερία αυτή γίνεται απόλυτα σεβαστή από το Θεό γιατί κάθε έννοια καταναγ­ κασμού θα συνιστούσε αλλοίωση της υπαρξια­ κής του γνησιότητας. Με τη χρήση του αυτεξού­ σιου ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποστραφεί το αγαθό, που συνίσταται στην αυθυπέρβασή του και τη φορά του προς την ίδια την πηγή του αγαθού, που είναι ο Θεός.28 Η άρνηση όμως του αγαθού έχει ως συνέπεια την παγίδευση του αν­ θρώπου στον εαυτό του και την εμπλοκή του σ’ έναν εφιάλτη αντικατοπτρισμών, όπου κάθε φο­ ρά αντικρίζει το είδωλό του χωρίς ελπίδα διεξό­ δου. Αυτή η απομάκρυνση του ανθρώπου από την πηγή της οντολογικής του υπόστασης οδηγεί

28.

τού άγαθοΰ ένεκα καί ούχ έαυτού γινόμενον». P.G. 3.732 C. «Την συμφοράν ταύτην ή νύν κεκράτηται τό άνθρώπινον αύτός έθελοντής άπάτη παρενεχθείς έπεσπάσατο, αΰτός τής κακίας εΰρετής γενόμενος, ούχίπαρά Θεού γενομένην εύρών...». Γρ. Νύσσης, De Virginitate, XII 217-20 Sources Chritiennes, Les Editions du Cerf, a. 402.


αφιερω μα/85 καί κρίνει ποιον διαφέρει. Ά λ λ’ υπάρχει έδώ όρος συγκρίσεως; Εϊδομεν ήδη άλλον κόσμον μέ τόν όποιον νά συγκρίνωμεν τόν παρόντα; Άκατάληπτον είναι, άν έκαμεν όλως άφηρημένας έννοιας ό Δημιουργός ή πόθεν αύται έγεννήθησαν. Είναι μόνον βέβαιον ότι έπλασεν ένα όρατόν κόσμον, όπως θά έπλασσε, καί ήδύνατο νά πλάση καί δύναται είς τούς αιώνας νά πλάττη πολλούς άλλους, καί όρατούς καί άοράτους. Κ’ έβεβαίωσεν Αύτός ότι τό έργον του είναι ώραϊον, καί πάς λογικός άνθρωπος συνομολογεί. “ Ίδοΰ καλά λίαν” , αύτη ύπήρξεν ή πρώτη μετά τήν κοσμογονίαν άφηρημένη έννοια, όπως καί ή πρώτη θετική ιδέα. Έ πειτα θρασύνεται ό παραλογισμός καί λέγει: “Δέν είναι, όχι, καλός ό κό­ σμος” . Αϋτη ύπήρξεν ή δευτέρα άφηρημένη έννοια καί ή πρώτη άρνητική Ιδέα, καί έντεύθεν έγεννή-

στην εμφάνιση του κακού, που όχι ως υπόσταση, αλλά ως φαινόμενο συνίσταται στη μετατροπή του ανθρώπου σε αυτοείδωλο. Αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις περί κακού, μεταπλασμένες εικονογραφικά, παρουσιάζει ο Παπαδιαμάντης στο ακόλουθο απόσπασμα από από τον «Πανδρολόγο», όπου ένα από τα πρόσωπα κρατά ένα πα­ ράδοξο κάτοπτρο, με δύο όψεις: «νΩ ένα καθρέπτην τερατώδη, έχοντα δύο πρόσωπα, τό έν άνθρώπινον, τό άλλο θηριώ­ δες».29 Πρόκειται για έναν καθαρό συμβολισμό του διχασμού της ανθρώπινης φύσης, το αγνό πρό­ σωπο, «κατ’ εικόνα Θεού» και το δαιμονικό. Τα μικρά παιδιά, που ακόμα ζουν σε κατάσταση αναμαρτησίας τρομάζουν όταν αντικρίζουν τον καθρέφτη: «Ώ ! έάν κανέν παιδίον όκτώ ετών ώδηγεΐτο έκεϊ υπό του πατρός του,... πόσον έτρόμάζεν, δταν μέ τρόπον, τού έδειχνεν ό Μήτρος, διά νά τό τρομάξη, τήν άνάποδην όψιν, όπου θά έβλεπεν έν φρικώδες μορμολύκειον! Ή τον ό καθρέ­ φτης τού μέλλοντος, έκεϊνος. Έ κεϊ έβλεπαν όλα τά άνήλικα όντα τήν μέλλουσαν άσχημίαν των, όποιον μούτρο θά έκαμναν άν έσωναν νά γίνουν άνδρες... Έ κεϊ θά ηύχετο κανείς, άν δέν ήτο εις άγνωσίαν καί πλάνην οίκτράν περί τών πραγμά­ των τού κόσμου καί περί τής μελλούσης τύχης του, νά ήτο άρκετά θεοφιλής διά ν’ άποθάνη νέος... διά νά μή σώση ποτέ ν’ άναπτύξη τόσην άσχημίαν, σωματικήν καί ήθικήν, δσην σήμε­ ρον!».30 Στο διήγημα «Τά Δύο Κούτσουρα» ο Παπαδιαμάντης αναλύει διά μακρών την παθολογία του κακού, για την οποία υπεύθυνη θεωρεί την εκτροχιασμένη δραστηριότητα του ανθρώπινου νου: «Διότι τό πρώτον, έπί ένός έκάστου τών έργω/ του, έρριψεν άλάνθαστον τό βλέμμα, “καί εϊδεν ό Θεός ότι καλόν” , εϊτα τελευταΐον, έφ’ όλων όμοΰ τών έργων του· “καί είδεν ό Θεός πάντα όσα έποίησε, καί ήσαν καλά λίαν”». Ευθύς τότε έξήλθε θρασύς ό έχθρός, κ’ έτόλμησε νά εΐπη ότι δέν είναι καλά, τά έργα τού Θεού. Καί δέν άκούομεν άκόμη πολλούς, κάί εις τάς όδούς καί είς τήν άγοράν καί είς τά καπη­ λεία, σοβαρευομένους καί σπουδάζοντας, ν’ άποφαίνωνται ότι δέν είναι καλός ό κόσμος τού Θεού, ή ότι “δέν τόν έκατάφερε καλά” ό Δη­ μιουργός τόν κόσμον; Πόθεν άντλούσι τά έπιχειρήματα; Πού εύρίσκουσι τήν ύλην διά τόν συλ­ λογισμόν; ’Από ποιας κρίσεις, άπό ποιας προτά­ σεις συνάγουσι τό συμπέρασμα; Τί άλλο είναι ή κρίσις εΐμή σύγκρισις; Μεταξύ δύο ή πλειοτέρων παραπλήσιων όντων ή πραγμάτων συγκρίνει τις

θη ή κακία - ήτις ούδέν άλλο είναι ή άνοια, άν δέν είναι αύτό τό δηλητήριον τού Ό φ εω ς- καί έν κεφαλαίφ, είναι ό άπηλπισμένος άγών τού παραλογισμού όπως άποδείξη ότι έχει δίκαιον, καταβάλλων πάσαν προσπάθειαν νά κάμη τόν κό­ σμον νά φαίνεται - καί νά είναι πράγματι ·έν τή ήθική τάξει - τέρας άσχημίας».31 Στα «Ρόδιν’ Ακρογιάλια» ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην παγίδευση του ανθρώπου στον εαυτό του, που την εντοπίζει ως αδυναμία αγά­ πης. Η αγάπη ακριβώς συνιστά την απελευθερω­ τική φορά αυθυπέρβασης του ατόμου και οδηγεί στην τελική ένωση με την πηγή της, το Θεό: «Πίστευσέ με, ό άνθρωπος, άν καί ώς κοινωνι­ κόν ζώον, έπρεπε ν’ άγαπρ τούς πάντας, δλον τόν κόσμον, έπειδή έχει τήν άνάγκην των, καί δέν ήμπορεΐ μόνος νά ζήση, μ’ όλα ταϋτα, κατ’ ουσίαν, ούδένα άγαπςι, είμή μόνον τόν έαυτόν του, τόν όποιον και φθείρει άπό τήν πολλήν φι­ λαυτίαν... Δι’ αύτό λέγει κ’ ένα τροπάρι, τήν Μεγάλην Σαρακοστήν... “Αύτοείδωλον έγενόμην, τοϊς πάθεσι...” . Νά είσαι βέβαιος, άν ήμπο-

29. ό.π. ΙΠ, σ. 379. 30. Είναι προφανές πόσο αυτές οι τελευταίες σκέψεις και

31.

ιδίως η ευχή του πρόωρου θανάτου συγγενεύουν με τον προβληματισμό της Θεια-Χαδούλας στη «Φόνισσα». ό.π. III, σσ. 625-626.


86/αψιερωμα ροϋσε ό άνθρωπος ν’ άγκάλιάση τόν έαυτόν του, εις τό νερόν ή είς την ξηράν, είς τά όνειρα ή εις τά ξυπνητά του, θά έγίνετο Νάρκισσος, καί θά ήρκεΐτο είς τούτο καί μόνον».32 Και τα δυο αυτά παραθέματα φαίνεται καθα­ ρά ότι προβάλλουν τον ορθόδοξο προβληματι­ σμό, όπως λόγου χάρη τον αναπτύσσει στον «Κατά Ελλήνων» λόγο του ο Μέγας Αθανάσιος: «Εαυτούς δε κατανοοΰντες, καί τού τε σώμα­ τος καί των άλλων άντιλαμβανόμενοι καί ως έν ίδίοις άπατώμενοι, είς εαυτών επιθυμίαν έπεσαν τά ίδια προτιμήσαντες τής πρός τά θεία θεωρίας· ένδιατρίψαντες δέ τούτοις, καί τών εγγυτέρων μή άποστήναι θέλοντες, ταϊς μέν τού σώματος ήδοναϊς συνέκλεισαν εαυτών τήν ψυχήν, τεταρ αγμένη ν κα ί π εή ύ ρ μ ένη ν π ά σ α ι: ί π ι θ υ μ ί α ο 33

Το κακό παρουσιάζεται με διττή μορφή στον Παπαδιαμάντη, είναι το φυσικό κακό και το ηθικό. Η οδύνη όλης της δημιουργίας, ο πόνος και ο θάνατος, μαρτυρούν για την ύπαρξή μιας διάχυτης δύναμης κακού, ενώ κορυφαίο παρου­ σιάζεται το περί θεοδικίας ερώτημα. Ο Παπαδιαμάντης συλλαμβάνει τη ζωή ως"μια διαρκή εμπειρία οδύνης. Η έκταση του πόνου και η αδιαμαρτύρητη αποδοχή του θα μπορού­ σαν να οδηγήσουν στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η σκέψη του Παπαδιαμάντη διακατέχεται από μοιρολατρεία. Ο Παπαδιαμάντης όμως ζει μέσα στη χριστιανική σφαίρα και γνωρίζει ότι η οδύνη είναι σύμφυτη με την υπαρκτική κατάσταση του ανθρώπου ως συνέπεια της πτώσης: «τή γάρ ματαιότητι ή κτίσις ύπετάγη... οΐδαμεν γάρ δτι πά­ σα ή κτίσις συστενάζει καί συνωδίνει άχρι τού νϋν» (Ρωμ. Η' 20, 22). Η οδύνη λοιπόν αποτελεί μόνιμη κατάσταση της παρούσας ζωής: «Σάν νά ’χαν ποτέ τελειωμό τά πάθια καί οί καημοί τού κόσμου».34 Σύμβολο της ανθρώπινης, μοίρας γίνεται ο «Ξεπεσμένος Δερβίσης».35 Ανέστιος και πλάνης, ξένος σ’ έναν κόσμο εχθρικό μεταβάλλει το με­ λωδικό παράπονό του σε ταπεινή αποδοχή του πόνου· το ναι μετατρέπεται σε Ναι, όπως το Ναι του Ιησού: «ναί ό πατήρ, δτι ούτως εύδοκία έγένετο έμπροσθεν σου» (Λουκ. Γ, 21). Πρόκειται κυρίως για περιστολή της αλαζονείας του αν­ θρώπινου πνεύματος, που ταπεινώνεται ενώπιον του μυστηρίου της τάξης, την οποία ο Θεός επέ­ βαλε στη Δημιουργία. Ο πόνος γίνεται αποδε­ κτός ως μυστηριακό γεγονός. Διά της υποταγής 32. ό.π. VI, σ. 242. 33. Λόγος κατά Ελλήνων, 3.14-20. Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέ­ ρων της Εκκλησίας, σ. 33. 34. «Το Μοιρολόγι της Φώκιας» ό.π. IV, σ. 300. 35. ό.π. III, σ. 111. Από την άποψη αυτή μελετά το διήγημα η κα Κ. Χιωτέλλη στο μελέτημα «Συνομιλώντας με τον “Ξε­ πεσμένο Δερβίση”», Φώτα Ολόφωτα, Αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και στον Κόσμο του, Ε.Λ.Ι.Α. Αθήναι 1981,

και της υπομονής τα πρόσωπα περνούν μέσα από την κάμινο της δοκιμασίας του πόνου και υψώνονται κατακόρυφα προς την αγιότητα. Ο Παπαδιαμάντης δεν έχει ενδοιασμό στο να περιγράψει την πορεία προς αυτήν την αγιότητα. Έτσι η σκοτεινή πορεία του Κακόμη μέσ’ από το βίο φωτίζεται από το αμυδρό φως του κεριού που κάθε απόβραδο ανάβει την ώρα του εσπερι­ νού.36 Η Κουμπίνα στο «Γάμο του Καραχμέτη» θριαμβεύει πάνω στη σκοτεινή βία με τη σιωπη­ ρή ταπείνωσή της και κερδίζει το στέφανο της αγιότητας.37* Εκεί όμως, όπου κορυφώνεται η οδυνηρή εμ­ πειρία της ζωής είναι ο θάνατος. Το μυστήριο του θανάτου επανέρχεται επίμονα στην πεζογρα­ φία του Παπαδιαμάντη. Ο θάνατος εμφανίζεται σε ώρα ανύποπτη και χτυπά αιφνίδια νεαρά άτομα, κυρίως νέες κόρες πάνω στην ακμή της ζωής, την ώρα που προετοιμάζονται για γάμο ύ την ώρα που φέρνουν στον κόσμο μια νέα ζωή.33 Πλούσια είναι η πινακοθήκη τέτοιων γυναικών στο έργο του Παπαδιαμάντη: η Ξενούλα στα «Τραγούδια του Θεού»,39 η νεόνυμφη Φουλιώ στα «Νεκράνθεμα»,40 η Σεραϊνώ στο «Θάνατος κόρης»,41 η επίσης Σεραϊνώ στο «Ά για και πε­ θαμένα».42 Ο θάνατος των παιδιών και των αθώων νεα­ ρών πλασμάτων ασφαλώς εξεγείρει τη συνείδηση του συγγραφέα. Ο ελεγειακός τόνος του μαρτυ­ ρεί την προσωπική συμμετοχή και την οδύνη του. Οδηγείται έτσι αναπόφευκτα να θέσει το πρόβλημα της θεοδικίας. Πώς είναι δυνατόν αθώα παιδιά και αγνές παρθένες να πληρώνουν τέτοιο τίμημα; Πώς η σοφή και δίκαιη τάξη της Δημιουργίας επιτρέπει τόσο κακό; Το σκληρό ερώτημα, που πάντοτε θα προσκρούει πάνω του η ανθρώπινη σκέψη, ελάχιστα επιδέχεται μια θεωρητική λύση, που να ικανοποιεί τον ανθρώ­ πινο λόγο. Η λύση μπορεί ίσως να αναζητηθεί προς την κατεύθυνση της πίστης. Σε μια σειρά διηγημάτων, που ανάμεσά τους εξέχουν η «Παιδική Πασχαλιά»43 και το «Ενιαύ­ σιον Θύμα»,44 ο Παπαδιαμάντης παρουσιάζει μικρά παιδιά που ξαφνικά έρχονται αντιμέτωπα με το σκληρό πρόσωπο της ζωής, καθώς χάνουν τους γονείς τους και μένουν μόνα σ’ έναν αδιά­ φορο κόσμο. Στο πρώτο ιδιαίτερα, ο συγγρα­ φέας θρηνεί την οριστική απώλεια της παιδικής ανεμελιάς, παράκαιρα μαραμένης από το θάνατο της μητέρας: σσ 359-367. 37. φ.π. III, σ. 560. 38. ό.π. IV, σ. 509. 40. 41. 42. 43. 44.

ό.π .ΐν,’σ. 573. ό.π. IV, σ. 181 ό.π. III, σ, 117. ό.π. II, σ. 176. ό.π.ΙΙ, σ. 215.


αφιερωμα/87

«Αλλά, διά τά δύο παιδία, τάχα θά έπανήρχετο πάλιν ή χαρά έκείνη, θ’ άνέτελλεν έκ νέου γλυκεία ή Παιδική Πασχαλιά; Διά τόν Εύαγγελινόν ίσως, διά την Μόρφω όμως ποτέ. Αύτη ήσθάνετο την απουσίαν τής μητρός της καί ήξευρεν ότι δέν έμελλε νά τήν έπανίδη πλέον έπί τής γης».45 Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο μυστικισμός, που ανοίγει τον ορίζοντα της πίστης εκεί όπου ο λόγος ναυάγεί: «Άλλ’ ό Χριστός ύπεσχέθη νά πίη μέ τούς εκλεκτούς του καινόν τό γέννημα τής αμπέλου εν τή βασιλεία τού Πατρός Του, καί οί ύμνωδοί έψαλλον: “ Ώ Πάσχα τό μέγα καί ίερώταταν, Χριστέ! δίδου ήμΐν έκτυπώτερον σού μετασχεϊν, έν τή άνεσπέρφ ημέρα τής βασιλείας Σου” . Αν το. διήγημα αυτό υπαινίσσεται το πρόβλη­ μα, στη «Συντέκνισσα» το βρίσκομε διατυπωμέ­ νο καθαρά ως ερώτημα. Ένα βρέφος έχει μόλις πεθάνει. Ο ιερεύς, που καλείται να τελέσει τη νεκρώσιμη ακολουθία, συνοδεύεται από το μι­ κρό γιο του. Το αθώο παιδί ρωτά: «- Γιατί, παπά, πεθαίνουν τά μικρά παιδά­ κια; 'Ως άπάντησις εις τήν έρώτησιν έπήλθε τό τελευταΐον τροπάριον τό “Δόξα” . “Άλγος τφ Ά δάμ έχρημάτισεν ή τού ξύλου άπόγευσις πάλαι έν Έδέμ... δι’ αύτοΰ γάρ εισήλθεν ό θάνατος, παγγενή κατεσθίων τόν άνθρω­ πον...”.46 Στο ερώτημα του παιδιού δεν δίδεται «κατά λόγον» απάντηση, αλλ’ υποδεικνύεται η οδός της πίστης, που ακόμα και σε μια παρόμοια στιγμή έχει τη δύναμη να δοξολογήσει το Θεό.47 Η αναφορά στον προπάτορα Αδάμ προφυλάσσει από βλάσφημες σκέψεις εναντίον του Δη­ μιουργού και υπογραμμίζει την υπευθυνότητα του ανθρώπινου γένους. Άλλωστε, η αλαζονεία του ανθρώπινου λόγου τι άλλο είναι από επανά­

Εκείνο που ο Παπαδιαμάντης καταδικάζει σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η σκληρότητα των ανθρώπων, που εξωθεί τα ευαίσθητα άτομα σε τέτοια διέξοδο. Η συμπάθεια και η βαθιά κατα­ νόησή του τον οδηγούν ακόμα και σε τολμηρές θέσεις. Δεν διστάζει να υψώσει την αυτοκτόνο Ουρανίτσα στην περιωπή μιας μάρτυρος και να τη δικαιώσει αγιοποιώντας την: Μια ομάδα ψα­ ράδων επισκέπτεται το νησί όπου είναι θαμμένη και ανακαλύπτει τον τάφο της, που ευωδιάζει. Το δέντρο, που φυτρώνει πάνω στα οστά της, δι­ καιώνει με το άρώμά του τη συκοφαντημένη αγνότητα της νέας γυναίκας. Με την ίδια κατανόηση παρουσιάζονται και οι σκολιοί δρόμοι του έρωτα. Στις «Κουκλοπαν­ τρειές» η δριμεία επίθεση στρέφεται κατά της καταλαλιάς και όχι της ίδιας της πορνείας.52 Σα­ φέστερη γίνεται ή στάση του συγγραφέα στο

45. ό .π.,σ. 176. 46. ό.π. ΠΙ, σ. 590, 47. Είναι χαρακτηριστικό ότι και ο Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι, που το μυθιστόρημά του «Έγκλημα και Τιμωρία» μετέφρασε πρώτος στην Ελλάδα ο Παπαδιαμάντης (εφημ. «Εφημερίς», 14 Απριλίου - 1 Αυγοΰστου 1889) απαντά στο ερώ­ τημα με τον ίδιο μυστικιστικό τρόπο στο κεφάλαιο «Η Κη-

49. 50. 51. 52.

ληψη της προπατορικής αμαρτίας; Η δεύτερη μορφή, που παίρνει το κακό στον κόσμο, είναι το ηθικό κακό. Εδώ ο άνθρωπος έχει πλέον όλη την υπευθυνότητα. Ό πω ς ήδη το­ νίστηκε κατά την έκθεση των ανθρωπολογικών προϋποθέσεων του έργου του Παπαδιαμάντη το ηθικό κακό δεν έχει την έννοια παραβάσεων κά­ ποιων νομικής φύσης διατάξεων, αλλά αποτελεί προσβολή κατά της οντολογικής ουσίας του αν­ θρώπου. Απομακρύνει τον άνθρωπο από την ου­ σία του είναι, πού βρίσκεται στη σχέση του με το Θεό. Αυτός είναι ο' λόγος, που ο Παπαδιαμάντης φαίνεται απρόθυμος σε μια εύκολη καταδίκη παραβάσεων. Τα παραπτώματα αναλύονται εσωτερικά με λεπτή και ευαίσθήτη κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής. Η αυτοκτονία δεν κατα­ δικάζεται, αλλά αντίθετα αντιμετωπίζεται με συμπάθεια (για παράδειγμα: «Απόλαυσις στη Γειτονιά»,48* «Το νησί της Ουρανίτσας», «Ο Αυτοκτόνος»,50 «Τα Ρόδιν’ Ακρογάλια»51).

ό.π ό.π ό. ό.


88/αψιερωμα

«’Αλλά δεν πρόκειται νά κοινωνιολογήσουμε σήμερον. ’Ελλείψει άλλης προνοίας, χριστιανι­ κής καί ήθικής, διά νά είναι τουλάχιστον συνε­ πείς πρός έαυτούς καί λογικοί, οφείλουν νά ψηφίσωσι τόν πολιτικόν γάμον».53 Η Αθηναϊκή κοινωνία μπορεί να χαρακτηρίζε­ ται από την απουσία της χριστιανικής και ηθικής ζωής, όχι όμως και η ίδια η ηρωίδα, που με την ειλικρινή συντριβή και ταπείνωσή της κερδίζει την άφεση, μολονότι στην πραγματικότητα είναι ένα αθώο θύμα της αποχαλιναγωγημένης και αποχρωματισμένης θρησκευτικά κοινωνίας.54 Οι αμαρτίες, που ο Παπαδιαμάντης άμεσα κα­ ταδικάζει, είναι εκείνες που αποκαλύπτουν ψυ­ χική στειρότητα: συκοφαντία, πλεονεξία, φιλο­ χρηματία, κλοπή. Ακριβώς αυτές οι αμαρτίες συνδέονται αμεσότερα με την κατάσταση εκείνη του ανθρώπου, που έχει αποκόψει τους δεσμούς με το Θεό, πηγή κάθε ψυχικής δρόσου. Την ίδια διαστροφή της ανθρώπινης ψυχής δείχνει και η ενασχόληση με μαγικές πράξεις. Η άρνηση της ηθικολογίας και η απόρριψη μιας νομικής αντίληψης για την αμαρτία δεν εί­ ναι καινοτομία του Παπαδιαμάντη. Ένας από τους βασικότερους εκπρόσωπους της Βυζαντινής φιλοσοφίας και άγιος, ο Μάξιμος Ομολογητής γράφει: «γνώτε δτι τό άπλώς λεγόμενον κακόν, ού πάντως κακόν· αλλά πρός τί μέν κακόν, πρός τι δέ οΰ κακόν. ’Ωσαύτως καί τό άπλώς λεγόμε­ νον καλόν, ού πάντως καλόν, άλλά πρός τι μέν καλόν, πρός τι δέ ού καλόν».55 Η αμαρτία είναι οντολογική κατηγορία· πρόκειται για την αποτυ­ χία του ανθρώπου να πραγματοποιήσει τον πραγματικό σκοπό του, την ένωσή με το Θεό. Η αμαρτία αλλοιώνει θανάσιμα την ανθρώπινη υπόσταση, που συνειδητοποιεί την πτωτική της κατάσταση με βαθύ αίσθημα αποτυχίας. Αυτή ουσιαστικά την αποτυχία ως απώλεια της κοινωνίας του θείου αναπαριστά ο μπαρμπα-Γιαννιός στο διήγημα «Έρωτας στα Χιό­ νια». Εμφορούμενος από βαθύ αίσθημα απελπι­ σίας για τη σπατάλη ολόκληρης ζωής επιζητεί απεγνωσμένα σ’ ένα τελευταίο παράλογο έρωτα τη λύτρωση, που φέρνει η αγάπη των ανθρώπων ως απαύγασμα της πρωταρχικής αγάπης του Θεού. Η νοσταλγία για ηθική αγνότητα, που κλείνει τα λόγια του αφηγητή, εκφράζει τη μετα­ φυσική ανάγκη επιστροφής στην προπτωτική αγνότητα, όπου η κατακερματισμένη ανθρώπινη φύση θα ξαναβρεί τη χαμένη ακεραιότητά της: «κ’ έκοιμήθη ύπό τήν χιόνα, διά νά μή παρα­

σταθή γυμνός καί τετραχηλισμένος, αύτός καί ή ζωή του καί οί πράξεις του, ένώπιον τού Κριτοϋ, τού Παλαιού Ημερών, τού Τρισάγιου».56 Η λευκότητα του χιονιού συμβολίζει εδώ τη νοσταλγία της άσπιλης αγνότητας, όπως και στο «Αμαρτίας Φάντασμα» η ψυχή παρουσιάζεται ως άσπιλη λευκότητα περιβαλλόμενη από μαύρα νέφη αμαρτιών. Και σ’ αυτό το διήγημα δεν έχο­ με να κάνομε με κάποια συγκεκριμένη παράβα­ ση. Η αμαρτία συλλαμβάνεται οντολογικά ως κατάσταση πτώσης και απομάκρυνσης από το Θεό. Το κακό αυτό, που φαίνεται να ενυφαίνεται στους ιστούς του ανθρώπου, κάνει τον Παπαδιαμάντη να αναρωτιέται: «Φεϋ! διατί άπό δλην αύτήν τήν λόχμην, τήν ποικίλην καί πολύχρωμον καί άνθοφοροϋσαν νά έξέρχωνται άκανθαι, συρίζουσαι γλώσσαι, έχιδναι; Καί πώς ήλλοιώθη τό κάλλος τής φύσεως, καί τό μιαρόν πνεύμα εΐσέβαλεν εις τά έργα τού Θεού, τά όποια ό ίδιος έπεθεώρησε “καί Ιδού καλά λίαν;” Πόθεν τό κράτος τής άμαρτίας;».57 Η στάση που ο άνθρωπος μπορεί να λάβει μπροστά στη διάχυτη παρουσία του κακού δεν είναι μοιρολατρική. Οφείλει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην πραγματική του διάσταση, δηλα­ δή ως υπαρκτική απειλή. Ενώπιον του έχει δύο εναλλακτικές λύσεις: Την ταπεινή αποδοχή του κακού και του συνακόλουθου πόνου ως μυστη­ ρίου, που τελικά οδηγεί στο θρίαμβο της αγνό­ τητας (η Κουμπίνα στο «Γάμο του Καραχμέτη»). Από την άλλη πλευρά υπάρχει η ελευθερία του ανθρώπινου λόγου να αρνηθεί την καθαρτήρια δύναμη του πόνου. Με τη στάση αυτή το ανθρώ­ πινο πνεύμα αυτονομείται έναντι του Θεού. Ο άνθρωπος ψάχνει μόνος να βρει τα αίτια και τα μέσα θεραπείας του κακού απορρίπτοντας τη συνέργεια του Θεού. Δεν αντιλαμβάνεται ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ανανεώνεται η αρχική ανυπα­ κοή, που είναι η αμαρτία του Αδάμ. Από εδώ πηγάζει κάθε αμαρτία. Κινούμενος ο άνθρωπος από την επιθυμία να διευθετήσει μόνος την κο­ σμική τάξη παγιδεύεται χωρίς άλλη διέξοδο από τη μετάνοια, την οπισθοχώρηση στο σημείο αφε­ τηρίας και την επιλογή της αντίθετης πορείας, της υποταγής στο θείο θέλημα. Τα θέματα αυτά φέρνει με ενάργεια στην επι­ φάνεια η ιστορία της Θεια-Χαδούλας, της Φραγκογιαννούς. Η Φόνισσα ξεκινά με τη συνείδηση της πίκρας και του αδικαίωτου της ανθρώπινης μοίρας και θέτει πρόβλημα θεοδικίας με αφετη­ ρία τη σκέψη πως τα πιο αθώα πλάσματα είναι εκείνα, που περισσότερο βασανίζονται σ’ αυτή τη ζωή: «Καί δέν ήτο ικανόν (τό βρέφος) νά αΐσθανθή

53. ό.π. III, σ. 136. 54. Παρόμοια αντίθεση προς την υποκριτική σεμνοτυφία και την ορθολογιστική αντιμετώπιση της ζωής ειρωνεύεται ο Παπαδιαμάντης στο πρόσωπο του γηραιού κυρίου «δστις

έπαγγέλλεται τόν ήθικολόγον καί κοινωνιολόγον» στο «’Ιατρεία Βαβυλώνος» (ό.π. IV, σ. 605). 55. P.G. 90. 413Β. 56. ό.π. III, σ. 110. 57. ό.π. III, σ. 230.

«Χωρίς Στεφάνι», όπου ρητά αρνείται να κρίνει την ηρωίδα του:


αφιερωμα/89 καν τήν άπορίαν, την όποιαν μόνη ή μάμμη διετύπωνε κρυφίως μέσα της: “Θεέ μου, γιατί νά έλθη στόν κόσμον κι’ αυτό;».58 Η πικρή προσω­ πική της εμπειρία και το απείθαρχο επαναστατημένο πνεύμα της την οδηγούν στη βλάσφημη άρνηση της αξίας τής ζωής. Έτσι ο θάνατος φαίνεται προτιμότερος: «- Είδα στόν ύπνο μου πώς πέθανε, είπε μέ πάλλουσαν άκόμη φωνήν ή υψηλή γεροντοκόρη. -Ά μ μ ’ σάν είχε πεθάνει, τάχα τί; είπε κυνικώς ή γραία...».5® Η ανταρσία του πνεύματός της αντί να τη φω­ τίζει την τυφλώνει. Παγιδεύεται σ’ έμμονες ιδέες και σ’ εφιάλτες που προδίδουν την αδυναμία της να συγχωρήσει και ν’ απελευθερωθεί από τα βα­ ριά αισθήματα: «Είς εικόνας, εις σκηνάς καί εϊς οράματα τής είχεν έπανέλθει είς τόν νουν όλος ό βίος της, ό άνωφελής καί μάταιος καί βαρύς».60 Στα νεανικά της χρόνια η μάνα της την αποκαλεί «στριγλίτσα». Το όνομα υποκρύπτει ηθικό χρωματισμό, που ο Παπαδιαμάντης εξηγεί στο διήγημα «Τα Δύο Κούτσουρα». Πρόκειται για την έκφραση του ανθρώπινου εγωισμού και της πλεονεξίας ως βλασφημίας κατά του Δημιουρ­ γού: «Ήτον άπό έκείνους τούς άνθρώπους καί μά­ λιστα άπ’ έκείνας τάς γυναίκας, αί όποϊαι ποτέ δέν ευχαριστούνται. Είς τούτο τείνει καί τοιούτο περίπου είναι τό πρώτον αίσθημα, ή πρώτη έννοια τού κακού, τό όποιον έσπειρεν ό διάβολος λίαν πρωίμως είς τόν κόσμον. Καί ίδού διατί ήρώτα ό γεωργός έκεΐνος τής Παραβολής: “Κύριε, ούχί καλόν σπέρμα έσπειρα; πόθεν ούν έχει ζιζάνια;” . Διά τούς άνδρας, τούτο τό αίσθημα καλείται, είς τάς ήμέρας μας, μέ ξενικόν όνομα “μιζέρια” διά τάς γυναίκας, καί πρφην καί νύν, προσλαμ­ βάνει τραγικωτέρας διαστάσεις, και ονομάζεται “στριγλιά”61. Η άρνηση της ταπείνωσης και η ανταρσία του πνεύματος θέτουν σε κίνηση τις δυνάμεις του κακού. Η επαναστατημένη λογική της εκτροχιάζεται καταλήγοντας στην παραφροσύνη: «Οί λογισμοί καί αί άναμνήσεις της, άμαυραί εικόνες τού παρελθόντος, ήρχοντο άλλεπάλληλοι ώς κύματα μέσα είς τόν νούν της, πρό τών όφθαλμών τής ψυχής της».62. Η έντονη πνευματική δραστηριότητα μη γνω­ ρίζοντας τα όριά της και αρνούμενη τη θέα του προβλήματος από μια θεολογική προοπτική βυ­ θίζει τη Φραγκογιαννού σε μια σειρά παραισθή­ σεων που απομακρύνουν από κάθε ελπίδα λύ­ σης, και μάλιστα χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι 58. ό.π. III, σ. 418. 59. ό.π. III, σ. 435. 60. ό.π. III, σ. 418.

61. ό.π. III, σ. 625. 62. ό.π. III, σ. 429. 63. ό.π. III, σ. 475.

στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί από το κακό οδηγείται στη διάπραξη μιας σειράς τερα­ τωδών εγκλημάτων. Η Φραγκογιαννού ουδέποτε θέτει εν αμφιβάλω την καλή πρόθεση των πράξεών της: «Καθώς άνέβαινεν άσθμαίνουσα τόν πετρώδη λόφον, “Έ λα Παναγία μου, έλεγε μέσα της, άς είμαι κι άμαρτωλή” . Είτα είς τά ένδόμυχα τής ψυχής της είπε: “Δέν τό έκαμα γιά κακό”».63 Και παρακάτω: «Έρευνώσα τήν συνείδησίν της, έν πράγμα εΰρισκεν δ,τι είχε κάμει καί τότε καί τώρα τό εί­ χε κάμει διά τό καλόν».64

Η Φραγκογιαννού κατά κανένα τρόπο δεν αποτελεί την περίπτωση άθεου ατόμου. Αντίθε­ τα είναι η περίπτωση μιας μεγάλης αμαρτωλής που, αν και επαναστατεί κατά του Θεού, ουδέ­ ποτε αρνείται την ύπαρξή του. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι βρίσκει τη δύναμη να προσεύχε­ ται μετά τόσους φόνους! «Τήν ίδιαν στιγμήν άνεπόλησε τά λησμονημένα λόγια ένός τροπαρίου το όποιον είχεν άκούσει πολλάς φοράς είς τήν νεότητά της νά ψάλλη ένας γέρων ίερεύς: “’Ιησού γλυκύτατε Χριστέ... ’Ιη­ σού μακρόθυμε». Η απομάκρυνση από τη θεία προοπτική κατα­ κερματίζει τη συνείδηση, η οποία στη συνέχεια προβάλλει την εσωτερική της διάλυση στο γύρω κόσμο, που παρουσιάζεται εφιαλτικός και πα­ ράλογος χωρίς νόημα, αφού η ύπαρξη στερείται κάθε «λόγου», οντολογικής δηλ. ουσίας. Η Φραγκογιαννού δεν είναι μια κλινική περίπτωση φρενοβλάβειας, αλλά το αρνητικό σύμβολο των συνεπειών της ανταρσίας προς το Θεό. Στο ση­ μείο αυτό πρέπει να τονιστεί η σημασία του γε­ γονότος ότι αρνείται επίμονα την επανένταξή της στη μυστηριακή ζωή της εκκλησίας. Τρεις φορές η εξομολόγηση και η μετάνοια της υποδεικνύονται ως λύση.65 Η άρνησή της και η 64. ό.π. III, σ. 483. 64. ό.π. III, σ. 494. 65. ό.π. III, σ. 430, 506, 515.


90/αφιερωμα εμμονή στην αυτόνομη βούλησή της την οδηγούν σε μια παράλογη λογική. Είναι επόμενο να συμ­ βεί, όταν ο ανθρώπινος λόγος συγκρούεται αβοήθητος με ζητήματα που χάνονται στην αχλύ του θείου μυστηρίου: «Τής Φραγκογιαννοϋς άρχισε πράγματι νά “ψηλώνη ό νους της” . Είχε “παραλογίσει” έπί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν έξαρθή εις άνώτερα ζητήματα». 6 Ανοίγονται έτσι οι πύλες για την εισβολή του κακού στην καθαρά δαιμονική όψη του: η διάπραξη του κακού στο όνομα του καλού και με την πεποίθηση ότι αυτή είναι η ορθή επιλογή. Η Φραγκογιαννού φτάνει στο σημείο να χρησιμο­ ποιήσει θεολογικά ερείσματα για να υποστηρίξει τις πράξεις της: «Δεν υποπτεύονται (οί γονείς) ότι, όταν νομί­ ζουν δτι “σώζουν” , τότε πράγματι “χάνουν” το τεκνίον. Καί ό Χριστός εϊπεν, όπως είχεν άκούσει ή Φραγκογιαννού νά τής έξηγή ό πνευματι­ κός της, ότι όποιος άγαπρ τήν ψυχήν του, θά τήν χάση, κι όποιος μισεί τήν ψυχή του, εις ζωήν αιώνιον θά τήν φυλάξη». 7 Τη δεύτερη διπλή δολοφονία των κοριτσιών στη στέρνα η Φραγκογιαννού εκλαμβάνει ως ση­ μείο από τον Άη-Γιάννη.68 Παρόμοια, η τρίτη δολοφονία, εκείνη της μικρής Ξενούλας στο πη­ γάδι, θεωρεί ότι έγινε με τη θεία συναντίληψη: «’Ιδού ότι μόλις σχεδόν ώς άστεϊσμόν είχε εκ­ φέρει τήν ευχήν, νά έπιπτεν ή παιδίσκη μέσα στό πηγάδι, καί ιδού έγινεν! ’Άρα ό Θεός (έτόλμα νά τό σκεφθή;) είσήκουσε τήν ευχήν της, καί δέν ήτο άνάγκη νά έπιβάλη πλέον χείρας, άλλά μό­ νον ήρκει νά ηύχετο, καί ή εύχή της είσηκούετο». Το τέλος της Φραγκογιαννούς είναι συνέπεια του αδιεξόδου, όπου η ίδια οδηγεί τον εαυτό της. Πράγματι η θεία Δικαιοσύνη εμφανίζεται στο τέλος θριαμβευτική για να αποκαλύψει την παρουσία της μέριμνας, που συνέχει την κοσμική τάξη πραγμάτων. Σε φανερή αντιστοιχία με τον τρόπο εκτέλεσης των θυμάτων της η Φόνισσα πε­ θαίνει συμβολικά από πνιγμό καθώς βαδίζει πά­ νω στο στενό «λαιμό», τη στενή λουρίδα γης που ενώνει το μικρό νησάκι με τη στεριά, ενώ η λέξη δικαιοσύνη - το απαρχής αιτούμενο - έρχεται να σφραγίσει όλο το μυθιστόρημα: «Ή γραία Χαδούλα εύρε τόν θάνατον εις τό πέρασμα τού 'Αγίου Σώστη, εις τόν λαιμόν τόν ένώνοντα τόν βράχον τού ερημητηρίου μέ τήν ξηράν, εις τό ήμισυ τού δρόμου, μεταξύ τής θείας καί τής άνθρωπίνης δικαιοσύνης».70

____" 67. 68. 69. 70.

ό.π. ό.π. ό.π. ό.π.

III, III, ΠΙ, III, III,

σ. 447. σσ. 446-447. σ. 462. σ. 471. σ. 520.

*-


αφιερωμα/91

Ν. Δ . Τ ριανταφυλλόπουλος

Γ ια τα αντόγραφα

"ΓΟ Υ Π ΧΓΪΧΛ ,ΙΧ Μ Χ Ν ΤΊΗ τα αυτόγραφα ορισμένων έργων του ΠαΓ ΙΑπαδιαμάντη έχω γράψει αρκετές φορές. Στο

άρθρο αυτό συγκεντρώνω όσες μαρτυρίες γνωρί­ ζω για αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη των οποίων η τύχη μού είναι εντελώς άγνωστη. Και με παρακινεί σ’ αυτή τη μάλλον απελπισμένη κα­ ταγραφή, η έγνοια και ο φόβος πως θα τα φάει οριστικά το σκοτάδι και αυτά, όπως έφαγε και τόσα άλλα. Υπάρχουν βέβαια και αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη των οποίων οι κάτοχοι -ιδρύματα ή ιδιώτες- είναι γνωστοί. Δε θα γίνει λόγος εδώ γι’ 1. Συγκεντρωμένα τώρα, μαζί με άλλα συναφή κείμενα, στον τόμο «Μινύρισμα πτηνού χειμαζόμενου. Φιλολογικά στον

αυτά. Ελπίζω ότι σύντομα θα έχουμε στη διάθε­ σή μας έναν περιγραφικό κατάλογό τους, πράγ­ μα εξαιρετικά χρήσιμο για τις παπαδιαμαντικές σπουδές -και όχι μόνο γι’ αυτές. Πρέπει να σημειώσω ότι τα παλαιότερα σημειώματά μου, κυρίως στην «Καθημερινή»,1 για τα αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη δεν έμειναν εντελώς άκαρπα. Έτσι, ο κ. Στέφανος Στεφά­ νου, ιδιαίτερος γραμματέας του Ελ. Βενιζέλου, δήλωσε πως κατέχει το αυτόγραφο του διηγήμα­ τος, ή οιονεί διηγήματος, «Ιατρεία τής Βαβυλώνος» (η πρώτη και η τελευταία σελίδα του αναΠαπαδιαμάντη», που θα κυκλοφορεί πιθανώς (από τις εκ­ δόσεις Καστανιώτη), όταν θα δημοσιεύεται αυτό το μελετημα.


92/αφιερωμα δημοσιεύονται τώρα στα εσώφυλλα του Δ' τόμου των Απάντων, ολόκληρο θα δημοσιευτεί στον Ε '), ενώ, από το άλλο μέρος, πληροφορηθήκαμε ότι τα χειρόγραφα των μεταφράσεων των Ιστο­ ριών της Ελληνικής Επαναστάσεως του Gordon και του Finlay βρίσκονται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Θυμίζω μάλιστα ότι το Μορφωτι­ κό Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης έχει περιλάβει στο εκδοτικό του πρόγραμμα τη μετάφραση του Gordon. Αν σε τούτα προσθέσουμε και τα ευρήματα του αρχείου Κ. Φαλτάιτς, δηλ. τα αυτόγραφα του διηγήματος « Ό Αντίκτυπος τού νού» (που βελτιώνει κατά πολύ το κείμενο που μας παρέδι­ δαν οι πρώτες δημοσιεύσεις και οι εκδόσεις), του ποιήματος «Στήν Παναγιά τή Σαλονικηά», δύο μισών ποιημάτων του λεγομένου «θεομητο­ ρικού» κύκλου, και της Ακολουθίας του Αγίου Ιερομάρτυρος Αντίπα (κολοβό), διαπιστώνουμε πως η συγκομιδή είναι μεν κάπως ανέλπιστη, αλ­ λά ποσοτικά καθόλου ικανοποιητική, α ν α λ η ­ θ ε ύ ο υ ν όσα ρητά γράφει ο κ. Γ. Βαλέτας στην έκδοση Απάντων Παπαδιαμάντη. Αυτά θα πα­ ραθέσω κυρίως εδώ, παρακαλώντας τον κ. Βαλέτα όχι πια να μου παραχωρήσει φωτοαντίγρα­ φα, αλλά να μας πληροφορήσει τι έγιναν αυτά τα πολύτιμα χαρτιά, που έλαβε υπόψη του, όπως και πάλι ρητά δηλώνει, όταν εξέδωσε τον Παπαδιαμάντη. Αντιγράφω λοιπόν πιστά τα λεγόμενό του, σχολιάζοντάς τα σύντομα, όποτε το θεωρώ αναγκαίο.

1. Ό Ά λ ι β ά ν ι σ τ ο ς . «[...] Στα 1941 ο κ. Θ. Επιφανίδης μου έδωσε απ’ το αρχείο του τό­ σο το περιοδικό όπου τυπώθηκε αρχικά “Ο Αλιβάνιστος” , όσο και το χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο 2 του Παπαδιαμάντη, που της πρώτης του σελίδας φωτοτυπία δημοσιεύεται στον τόμο ετούτο, σελ. 124. Το χειρόγραφο απ’ το πρωτότυπο έχει πολ­ λές διαφορές [...]» (Α' 499). Δεν έχω κουράγιο να ξαναμιλήσω για τον «Αλιβάνιστο». Σημειώνω απλώς ότι το αυτόγραφο εξακολουθεί νά βρίσκεται στα χέρια του κ. Βαλέτα. 2. Ο ί κ ο υ κ λ ο π α ν τ ρ ε ι έ ς . «[...] Η δική μας έκδοση έγινε από α . π ό κ ο μ μ α , ε π ι ­ θ ε ω ρ η μ έ ν ο κ α ι δ ι ο ρ θ ω μ έ ν ο απ’ τον ίδιο συγγραφέα (sic) [...]» (A' 500). Τα αποκόμματα, αν πράγματι είχαν διορθωθεί ■ από τον Παπαδιαμάντη, επέχουν θέση αυτογρά2. Αραιογραφώ εγώ, εδώ και παντού πιο κάτω, εκτός αν πρό κειται για τίτλους, οπότε η αραιογράφηση είναι του κ. Γ Βαλέτα.

φου βέβαια. Πού βρίσκεται λοιπόν, το απόκομ­ μα τούτο; 3. Ή φ ω ν ή ΐλού Δ ρ ά κ ο υ .«[...] Η έκδοσή μας έγινε από αΛόσπασμα του περιοδικού, φυ­ λαγμένο από τον ίδιο συγγραφέα για την έκδοση που ετοίμαζε από ’κότε με τον Κουσολίνο [...] Σώθηκε στα χέρια τόν Σημηριώτη και το χ ε ι ­ ρ ό γ ρ α φ ο του έργου αυτού, που το είδα και το χρησιμοποίησα στα 194(\ αλλά δεν παρουσιάζει παραλλαγές, εκτός από μβρικά σβησίματα δυσα­ νάγνωστα» (Α' 500-501). Σε ποιον το άφησε ο Σημηριώτης; Υπάρχει το αρχείο του; 4. Έ ρ μ η σ τ ά ξ έ ν α . «Την αποκατάσταση του διηγήματος αυτού, που είναι άγνωστο κι απέραστο στις εκδόσεις Ππδ., την έκανα α π ό το κ α θ α ρ ό χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο του σ υ γ γ ρ α ­ φ έ α που βρήκα στο αρχείο του Ζ.Γρ. Βασιλάρου, διευθυντή του “Ημερολογίου Εθν. και Φιλ. Καταστημάτων Κ/πόλεως” , (1906 σελ. 241 πκ.) όπου πρωτοδημοσιεύτηκε, με μερικά όμως λάθη που τα αποκαταστήσαμε» (Α'502-503). Πολύ συγκεκριμένη πληροφορία. Σήμερα σε ποιανού χέρια βρίσκεται;

Ρ ε μβ ασ μός τού Δ ε κ α π ε ν τ α υ γ ο ύ σ τ ο υ . «[...] Έχω το απόσπασμα του διηγήμα­ τος θεωρημένο και διορθωμένο ορθογραφικά μό­ νο, χωρίς άλλη αλλαγή απ’ τον ίδιο το συγγρα­ φέα» (Α' 503).

5.

6. Τ ά Λ ι μ α ν ά κ ι α . «[...] Του έργου αυτού έχω στα χέρια μου το χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο , όπως εί­ χε σταλεί στο περιοδικό, ή ίσως αντίγραφό του» (Α' 504). Το περιοδικό είναι η «Νέα Ζωή» Αλεξαν­ δρείας. Μ έ τ ό ν π ε ζ ό β ο λ ο . «[...] Η δική μας έκ­ δοση έγινε από το απόσπασμα του πρωτότυπου, θεωρημένο και διορθωμένο απ’ τον ίδιο συγγρα­ φέα» (Α' 504).

7.

8. Τ ό Κ α μ ί ν ι . «[...] Την έκδοση έκαμα από το χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο του διηγήματος, το καθαρό και τελικό» (Α' 505). Ποιος κατέχει τώρα -ή κατείχε κάποτε- το χει­ ρόγραφο; Φ λ ώ ρ α ή Λ ά β ρ α . «Έργο του 1907, σταλμένο μαζί μ’ άλλα μικρά διηγήματα κι εικό­ νες στον Δ. Κακλαμάνο για το “Νέον Άστυ” , επειδή όμως το φύλλο σταμάτησε, τα διηγήματα έμειναν στα χέρια του Κακλαμάνου και δημοσιεύθηκαν στα 1925 στο “Ελεύθερο Βήμα” κι από εκεί στή βδομαδιάτικη έκδοσή του “Κυρια­ κή του Ελευθέρου Βήματος” (1926-1927). [...] Πρέπει να σημειωθεί, ότι απ’ αυτά τα διηγήματα έχω στα χέρια μου τ α α ν τ ί γ ρ α φ α που είχε

9.


αφιερωμα/93 πάρει ο Βλαχογιάννης απ’ τη Σκιάθο απ’ τα κα­ τάλοιπα του Ππδ. και μ’ αυτά ακολούθησα κι αποκατάστησα όλα τα διηγήματα που περάστη­ καν στο “Ελεύθερον Βήμα” και την Κυριακάτι­ κη έκδοσή του. Σ’ αυτά τα χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α ήταν και τρία κομμάτια που δημοσιεύτηκαν στο “Νέον Άστυ” του 1906 (βλ. πρπ.): “Οί δύο Δράκοι”, “Τό τυφλό σοκάκι” και το “Εξοχικόν κρούσμα”, αλλά γι’ αυτά βασίστηκα στο πρωτό­ τυπό τους, και τ’ αντίγραφα με βοήθησαν μονά­ χα σ’ ορισμένα σημεία» (Α' 505). Δεν συζητώ τι ακριβώς εννοεί με τη λέξη «αν­ τίγραφα» ο κ. Βαλέτας.3 Εκείνο που ενδιαφέρει είναι, αφού προέρχονται από το πάλαι πότε αρ­ χείο Παπαδιαμάντη, να μάθουμε πού βρίσκονται τώρα. Με άλλα λόγια: αυτών των δεκατριών -ναί, ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ!- διηγημάτων τα αντίγραφα ή αυτόγραφα τα επέστρεψε ο Γ. Βαλέτας στον Βλαχογιάννη; Αν όχι, τι τα έκαμε; Πολύ δύσκο­ λο να χαθούν τόσα παιδιά «από τη μάνα στη μα­ μή». 10. Β α ρ δ ι ά ν ο ς σ τ ά σ π ό ρ κ α . «[...] Του διηγήματος αυτού σώθηκε δυστυχώς μόνο μια σελίδα (η υπ’ αριθμ. 159) που περιέχει την αρχή του ΙΖ' κεφ. (σελ. 205). Δεν ανήκει στην τελική μορφή, είναι το πρώτο σχέδιο, με πολλά σβησί­ ματα και μεγάλη συντομία. Η τελική μορφή πα­ ρουσιάζεται αναπτυγμένη στο διπλάσιο. [...] Απ’ το σωζόμενο χειρόγραφο του “Βαρδιάνου στα Σπόρκα” φαίνεται ότι ύστερα απ’ την πρώτη φράση του ΙΖ' κεφ. (σελ. 205) για το σπίτι του Δημάρχου, όλη η αφήγηση μιας ολάκερης σελί­ δας (ώς την § “Το πλήθος, αφού έφθασεν...” εί­ ναι πρόσθετη, βαλμένη κατά το δεύτερο ρίξιμο του διηγήματος. Επίσης αλλάζει λέξεις το μ έ γ α κ τ ή ρ ι ο ν τ ο κάνει θ ε ώ ρ α τ ο ν κ τ ή ρ ι ο ν , τ η ν κ λ α γ γ ή ν την κάνει τ ο ν ή χ ο ν , ή προσθέτει άλλες [...]» (Β' 535). Και πάλι πολύ συγκεκριμένα πράγματα, πλην ενός σπουδαίου: πού είναι αυτή η σελίδα; 11. Τ ή ς Κ ο κ κ ώ ν α ς τ ό σ π ί τ ι . «[...] Σώ­ θηκε το πρωτότυπο σε απόκομμα, όπου ο συγ­ γραφέας το διορθώνει σε μερικά σημεία στίξης και ορθογραφίας. Σελ. 221, σειρά 15 (κάτω) δ ε ν έ μ ε λ λ ε το κάνει δ ε ν ε π ρ ό κ ε ι τ ο , που μεταγενέστερα το ’σβήσε κι άφησε την αρχι­ κή γραφή [...]» (Β' 535). Πού σώζεται τώρα; 12. Φ ώ τ α - ' Ο λ ό φ ω τ α . «[...] Στην έκδοσή μου χρησιμοποίησα το πρωτότυπο με ορισμένες διορθώσεις του Παπαδιαμάντη [...]» (Β' 536).

13. Ή

Γ λ υ κ ό φ ι λ ο ύ σ α . «[...] Σώθηκε το

3. Αλλά τι άλλο μπορεί να σημαίνουν παρά «χειρόγραφα» όπως άλλωστε γράφει λίγο πιο κάτω;

Χειρόγραφο τον Α. Παπαδιαμάντη

ατομικό πρωτότυπο του συγγραφέα με διάφορα, ασήμαντα, διορθώματα στίξης και ορθογρα­ φίας!...]» (Β' 536). Υποθέτω ότι «ατομικό πρωτότυπο» σημαίνει απόκομμα από το έντυπο της πρώτης δημοσίευ­ σης. Πού σώζεται τώρα; Π α τ έ ρ α σ τ ό σ π ί τ ι . «[...] Σώθηκε μια σελίδα (αριθ. 4) απ’ την αρχική του μορφή, και περιέχει το τέλος του διηγήματος απ’ την § “Ο κουμπάρος εν τψ μεταξύ...” , που παρουσιάζει διαφορές απ’ την τελική διατύπωση του έργου. Σελ. 275 (6 κάτω) “επόμενον ήτο να εύρη νύμφην προίκα. Ο γάμος έπαυσε προ πολλού να είναι μυστήριον και (χρέος) και έγινε αγοραπωλησία. Αι πτωχαί κόραι μαραίνονται και φθίνουν με την ελπίδα της αποκαταστάσεως και τέλος...”. Σελ. 276 (3 κάτω) μετά τη φράση “εις τον άλλον κόσμον” υπάρχει στο αρχικό σχεδίασμα η φρά­ ση: “Αλλά δεν θα ευρεθή χέρι δροσισμού, ούτε πλησίασμα ανακουφίσεως διά τους στυγερούς δυνάστας[...] της ζωής των ταπεινών καί αδικουμένων” ...» (Β' 537). Εξαιρετικώς ενδιαφέροντα τα περί προσθή­ κης, αν μάλιστα συσχετισθούν με όσα γράφονται για το διήγημα «Χωρίς στεφάνι» (βλ. παρακάτω, αρ. 15). Σημειώνοντας ότι τα αποσιωπητικά με­ 14.


94/αψιερωμα τά το «δυνάστας» είναι του Βαλέτα, που δεν δη­ λώνει αν η παράλειψη είναι δική του ή οφείλεται στην κακή κατάσταση του χειρογράφου, ρωτώ πάλι: Πού σώζεται τώρα η σελίδα αυτή; 15. " Α γ ι α κ α ί π ε θ α μ έ ν α . «[...] Είδα στα χέρια του Κ. Φαλτάιτς σημείωμα του Παπαδιαμάντη, όπου διατυπώνει σύντομα την υπόθεση με τον τίτλο “Τα πεθαμένα κόλυβα” και με ηρωίδα την Αρετή; που την έκανε στην τελική μορφή του έργου Μαλαμώ. Στο πίσω μέρος του σημειώματος ήταν γραμμένο το τραγούδι του Αγ. Θεοδώρου (της σελ. 303) [...]» (Β' 538). Αν το σημείωμα έμεινε στο αρχείο Φαλτάιτς, μάλλον είναι οριστικά χαμένο. 16. Χ ω ρ ί ς σ τ ε φ ά ν ι . «[...] Σώθηκε ένα κομμάτι, ξεσκισμένο, απ’ το πρωτότυπο της εφημ. Ακρόπολις, όπου υπάρχει η προσθήκη στο τέλος της προτελευταίας φράσης (σελ. 310) “μα­ ζί με τις δούλες και παραμάννες, αυτά τα πλά­ σματα που θα έλεγε κανείς, ότι δεν έγιναν από τα χέρια του Πλάστου, όπως οι παχαινόμενοι από την σάρκα και τα οστά του λαού» (Β' 538). Ισχύουν όσα έγραψα στον αρ. 13. 17. Τ ά Χ ρ ι σ τ ο ύ γ ε ν ν α τ ο ύ τ ε μ π έ λ η . «[..] Σώθηκε το. πρωτότυπο, απάνω στο οποίο στηριχτήκαμε για την αποκατάσταση του κειμέ­ νου [...]» (Β' 538-9). Οτιδήποτε και να είναι αυτό το «πρωτότυπο» έχει μεγάλη αξία, γιατί το κείμενο του διηγήμα­ τος αυτού παρουσιάζει πολλά προβλήματα απο­ κατάστασης. Πού βρίσκεται τώρα; 18. Τ ό έ ν ι α ύ σ ι ο ν θϋ μα .«[...] Εδώ αποκατασταίνεται στην αισθητική του μορφή απ’ το πρωτότυπο, που είχε θεωρήσει και φυλάξει στο αρχείο του ο συγγραφέας [...]» (Β' 540). Πού φυλάγεται τώρα; 19. Ό Γ α γ ά τ ο ς κ α ί τ ’ ά λ ο γ ο . «[...] Σώ­ θηκε το απόσπασμα του περιοδικού, που είχε θεωρήσει και φυλάξει στο αρχείο του ο συγγρα­ φέας, απ’ όπου έκανα την αποκατάσταση του κειμένου [...]» ( Β '541). 20. Κ ο κ κ ώ ν α θ ά λ α σ σ α .«[...] Σώθηκε το απόσπασμα του πρωτότυπου, θεωρημένου και φυλαγμένου στο αρχείο του απ’ το συγγραφέα, απ’ όπου κάναμε την έκδοσή του στον τόμο αυ­ τόν [...]» (Β' 542). Επειδή και του διηγήματος αυτού το κείμενο παρουσιάζει αρκετά προβλήματα, ευχής έργο θα ήταν να ξέρουμε ποιος φυλάει τώρα το «από­ σπασμα». 21. Γ ιά τ ά ο ν ό μ α τ α . «[...] Σώθηκε το χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο του διηγήματος αυτού, το σχέ­ διο με πολλά σβησίματα, ιδίως στα ονόματα [...]» ( Β '544).

Ακολουθούν 14 τυπογραφικοί στίχοι με τις διαφορές. Πού βρίσκεται, Θεέ μου, αυτό το τόσο ενδιαφέρον για τα παρωνύμια χειρόγραφο; 22. ' Ο Σ η μ α δ ι α κ ό ς . «[...] Το έργο το έδω­

σα εδώ αποκαταστημένο με βάση το απόκομμα, με μικρά διορθώματα, που είχε φυλαγμένα ο Παπαδιαμάντης στο αρχείο του [...]» (Τ' 565). Ν ο σ τ α λ γ ό ς . «[...] Στα κατάλοιπά του σώθηκε το πρωτόγραφο της Νοσταλγού (19φ. χρονολ. 5 Σεπτ. 1892). Έχει πολλά σβησί­ ματα, πολλή επεξεργασία (διαγραφές λέξεων, προτάσεων). Το κείμενο του χειρογράφου έχει πολλές διαφορές, απ’ την τελική μορφή, που γράφτηκε ύστερ’ από δυο χρόνια και τυπώθηκε στην Εστία, όπως είπαμε. Συγκριτική μελέτη έκανε ο Κ. Παπαχρήστου (ο άγνωστος Παπαδ. Αθ. 1947) και σημείωσε τις διαφορές των πρώ­ των σελίδων [...]» (Τ' 569). 23. * Η

Ο Κ. Παπαχρίστος στο βιβλίο του λέει ότι το χειρόγραφο βρισκόταν το 1942 στην κατοχή του Αποστόλου Παπαδιαμάντη, ανεψιού του Παπαδιαμάντη (ήταν γιος του αδελφού του Γεωργίου Παπαδιαμάντη), που έμενε στην οδό Αχαρνών και είχε ένα μικρό οινομαγειρείο, τον «Μπαρμπαλέξανδρο». Απευθύνθηκα στον κ. Παπαχρίστο αρκετές φορές παρακαλώντας να με πληροφορήσει ποια είναι η τύχη των χειρογράφων τα οποία περι­ γράφει στο βιβλίο του, αλλά δεν είχα καμιάν απάντηση. Για τον Απόστολο Παπαδιαμάντη και τους κληρονόμους του δεν μπόρεσα να μάθω τίποτε. Είναι κρίμα να χαθεί αυτό το χειρόγρα­ φο. Κάπου πρέπει να σώζεται. 24. Μ ιά ψ υ χ ή . «[...] Στην έκδοσή μας στηρι­ χτήκαμε στο πρωτότυπο, θεωρημένο απ’ τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη, με λιγοστά διορθώματα, κυ­ ρίως τυπογραφικά [...]» (Γ' 570). 25. Σ τ ό Χ ρ ι σ τ ό σ τ ό Κ ά σ τ ρ ο .«[...] Σώ­ θηκε και το πρωτόγραφο με πολλές παραλλαγές, γραμμένο με μολύβι. Μου το έδωσε στα 1943 ο μακ. Κ. Φαλτάιτς κι έκανα συγκριτική παραβο­ λή. Διαπίστωσα για πολλοστή φορά με πόση επι­ μονή εργαζόταν στα πρώτα του χρόνια ο Παπαδιαμάντης, ώσπου να δώσει στα διηγήματά του την τελική μορφή [...]» (Γ' 570). Και ύστερα τι έγινε αυτό το «πρωτόγραφο» με τις «πολλές παραλλαγές», καλέ μου κύριε Βαλέ­ τα; Ξαναγύρισε στον Φαλτάιτς, οπότε ας απελ­ πιστούμε, ή το έχετε εσείς ή βρίσκεται σε χέρια κάποιου τρίτου; 26. ' Ο λ ό γ υ ρ α σ τ ή λ ί μ ν η . «[...] Σώθηκαν

δυο τρία φύλλα απ’ το πρωτόγραφο, γραμμένα με μολύβι -όπου φαίνεται ο αγώνας με τη μορφή και την έκφραση [...]» ( Γ '572).


αφιερωμα/95 Σε φιλολογική έκδοση δε γράφεται «δυο τρία φύλλα» -αλλά αυτά είναι παρωνυχίδες. Πού βρίσκονται τα όσα φύλλα σώθηκαν; 27. 'Η Μ ε τ α ν ά σ τ ι ς . «[...] Σώθηκαν και πολλά φύλλα απ’ το πρωτόγραφο, που παρου­ σιάζουν αρκετές παραλλαγές [...]» (Γ' 573). «Η Μετανάστις» είναι το πρώτο έργο του Παπαδιαμάντη. Μας ενδιαφέρουν πολύ τα «πολλά φύλλα». Πού σώζονταν όταν τα είδε ο κ. Βαλέτας; 28. 7Ο Α ύ τ ο κ τ ό ν ο ς . «[. ..] Του Αυτοκτόνου το προσχέδιο είχε χαθεί και βρέθηκε μόλις τε­ λευταία, γραμμένο με ψιλά γράμματα με μολύβι, μισοσβυσμένο με τρεις μορφές [...] Είναι σκόρ­ πια φύλλα πρασινωπού χαρτιού, γραμμένα με μολύβι, βρέθηκαν στη Σκιάθο, και σήμερα είναι στο αρχείο του κ. Γ. Παπαδιαμάντη [...]» (Ε' 623). Δεν γνωρίζω την τύχη του αρχείου του Γ. Παπαδιαμάντη. 29. Σ τ ό Μ έ γ α Γ ι α λ ό .«[...] Αυτό το ατέ­ λειωτο κομμάτι πρωτοδημοσιεύτηκε σε δύο μορ­ φές, η με τα σβυσίματα και τις αλλαγές και η καθαρή, απ’ τον Octave Merlier [...] Το χειρό­ γραφο δεν το είδα [...]» (Ε' 623). 30. 'Ο Π ρ ο σ τ ά τ η ς τ ώ ν χ η ρ ώ ν . «[...] Πρωτοδημοσιεύτηκε από χειρόγραφο (αυτό δεν το βρήκα εγώ στο αρχείο Παπαδιαμάντη, αν και από εκεί έγινε η έκδοση του έργου) με εξαιρετική επιμέλεια από το φίλο συνάδελφο Κώστα Παπα­ χρήστου [...]» (Ε7624). Βλ. όσα γράφω στον αριθμό 23 («Ή Νοσταλγός»). 31. Κ α ν ώ ν ί κ ε τ ή ρ ι ο ς ε ι ς τ ή ν Θ ε ο τ ό ­ κ ο ν Γ ο ρ γ ο ε π ή κ ο ο ν . «Αυτό το υμνογρά­ φημα το χρεωστώ, μαζί με τα παρακάτω, στην πνευματική φροντίδα του σοφού οικ. Σκιάθου Γ. Ρήγα, που την έβγαλε από μισοσβυσμένα χγφ. του Ππδ. γραμμένα με μολύβι και πολύ δυσανά­ γνωστα [...] Δυστυχώς δε σώθηκε όλο το έργο, παρά μονάχα ένα φύλλο του, γραμμένο και στις δυο σελίδες του ώς την αρχή της ε' ωδής. Δηλα­ δή λείπουν ακόμα άλλες πέντε ωδές, που θα έπιαναν άλλες τρεις σελίδες. Αυτό το κατάλοιπο, παραπεταμένο κάπου, ίσως βρεθεί με τις έρευνες του Γ. Ρήγα στη Σκιάθο» (Ε7 640). Υποθέτω ότι το σωζόμενο φύλλο του Κανόνα βρίσκετα στα κατάλοιπα του Γ. Ρήγα. 32. Γ ρ ά μ μ α τ α . «[...] Τα άλλα δεκαέξη γράμ­

ματα -μερικά ανακοινώθηκαν απ’ το φίλο Κ. Παπαχρήστου στο βιβλίο του Ο άγνωστος Παπαδιαμάντης, Αθήνα 1947- και όλα μαζί τα βρή­ κα στο αρχείο Γ. Παπαδιαμάντη και Ουρανίας Στάμου στη Σκιάθο [...]» (Ε7 641).

Δεν καταλαβαίνω καλά τι εννοεί ο κ. Βαλέτας με το «και όλα μαζί». Όσα δηλαδή δημοσίεψαν ο Merlier, ο Παπαχρίστος κι εκείνα που πρωτοδημοσιεύει ο ίδιος; Τότε αποκλείεται να τα βρή­ κε στα αρχεία που αναφέρει, γιατί ο Merlier είχε ήδη είκοσι χρόνια νωρίτερα στα χέρια του όσα δημοσίευσε στο βιβλίο του. Τα εννιά πάλι του Παπαχρίστου βρίσκονταν στα 1942 στην κατοχή του Αποστόλου Παπαδιαμάντη. Είναι απαραί­ τητο να διευκρινιστούν αυτά. 33. Γ ρ ά μ μ α τ α σ τόν ά δ ελ φ ό το υ . «Ένα γράμμα του 1878 ανέκδοτο ώς τώρα προς τον αδερφό του Γιώργη και τέσσερα του αδερ­ φού προς αυτόν ανέκδοτα, μαζί με ένα του Σκιαθίτη Δ. Δημητριάδη [...]» (Ε7642). Ποιος τα έχει τώρα; 34. Σ τ ό ν Ζ α χ α ρ ία Π α π α ν τ ω .ν ί ο υ . «[...] Αυτά τα γράμματα σώθηκαν μαζί με άλλα χαρτιά του Παπαδιαμάντη στο αρχείο του νεα­ ρού τότε πατριώτη του και λογίου Θ. Επιφανιάδη και τα πρωτοδημοσίευσα σχολιασμένα στη Φ ι λ ο λ ο γ ι κ ή Π ρ ω τ ο χ ρ ο ν ι ά του 1943, σελ. 5-6, και τώρα τα καταχωρίζω στον τόμο αυ­ τό» (Ε7 643). Αφού κάποτε τα κατείχε ο Θ. Επιφανιάδης,


96/αφιερωμα που δάνεισε στον κ. Βαλ. και τον «Αλιβάνιστο», φυσικό είναι να υποθέσουμε ότι τώρα βρίσκο­ νται στα χέρια εκείνου που κατακρατεί και τον «Αλιβάνιστο». Και τι λογής, Θεέ μου, ήταν τα «άλλα χαρτιά του Παπαδιαμάντη»; 35. Α ΰ τ ο β ι β λ ι ο γ ρ α φ ι κ ό σ η μ ε ί ω μ α . «[...] Το χειρόγραφο, παραχωρημένο απ’ τον Βλαχογιάννη (που το είχε ζητήσει απ’ τον Παπαδιαμάντη για την έκδοση έργων του, με τη χο­ ρηγία του Μαρασλή ή του Αλ. Πάλλη, στα 1906), στο Merlier, δημοσιεύτηκε μαζί με τη φωτοτυπία της β' σελίδας του στον τόμο του Γ ρ ά μ μ α τ α , ό.π., σελ. 249-253 [...]» (Ε' 645). 36. Μ ε τ α φ ρ ά σ μ α τ α . «[...] Στα α ν έ κ δ ο τ α μεταφράσματα, που αναγράφω στη σελ. 522, πρέπει να προστεθεί κι ένα άλλο “Ελληνικαί αποικίαι εν Αγγλία” στα 1908 (βλ. Γράμματα αυτ. αρ. 198. 199, 200, σελ. 439 [...]» (Ε' 646). Το χειρόγραφο της μετάφρασης πρέπει να βρί­ σκεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, μαζί με τον Gordon και τον Finlay ή στο πάλαι αρχείο Βλαχογιάννη.

Συγκεφαλαιώνω τώρα, βασισμένος πάντα στα γραφόμενα του κ. Βαλέτα: όταν λοιπόν εξέδωσε τα 'Απαντα Παπαδιαμάντη είχε δει το οριστικό χειρόγραφο πέντε τ ο υ λ ά χ ι σ τ ο ν διηγημάτων (βλ. αρ. 1,2,3,4,6,7), από τα οποία, κατά τη δή­ λωσή του, δύο βρίσκονται στην κατοχή του (αρ. 1 και 6). Είχε επίσης υπόψη του δύο «πρωτόγρα­ φα» ή σχέδια διηγημάτων (βλ. αρ. 21 και 25), πέντε σπαράγματα από χειρόγραφα ολοκληρω­ μένων διηγημάτων (βλ. αρ. 10,14,15,26 και 27) και ένα σχέδιο ατέλειωτου διηγήματος (βλ. αρ. 28). Έγραψα, επίτηδες αραιογραφώντας, «τουλά­ χιστον», γιατί, μάλλον αδικαιολόγητα, δεν συ­ γκαταριθμώ στα παραπάνω και τα αντίγραφα ή αυτόγραφα δ ε κ α τ ρ ι ώ ν (!!) διηγημάτων, για τα οποία με λεπτομέρειες κάνει λόγο στο «κριτι­ κό υπόμνημα» του διηγήματος «Φλώρα ή Λά­ βρα» (βλ. εδώ αρ. 9). Ρητά μάλιστα δηλώνει ότι τα έχει στα χέρια του. Ύστερα από αυτή την αριθμητική, δεν ξέρω γιατί θυμώνει ο κ. Βαλέτας, όταν γίνεται λόγος για αυτόγραφα του Παπαδιαμάντη. Στα αυτόγραφα ετούτα κρίνω ότι αυτοδικαίως συγκαταριθμούνται και τα δεκατέσσερα απο­ κόμματα, τα θεωρημένα από τον Παπαδιαμάντη κατά τη βεβαίωση του κ. Βαλέτα (βλ. αρ. 2,3,5,7,11-13, 16-20,22 και 24).

Για όλα αυτά, καθώς και για τις επιστολές του Παπαδιαμάντη, που δεν δημοσιεύθηκαν στα βι­ βλία του Merlier και του Παπαχρίστου, περιμέ­ νουμε συγκεκριμένες και αριθμημένες πληροφο­ ρίες. Πρόκειται για μιαν οφειλή την οποία δεν μπορεί ν’ αφήνει ανεξόφλητη, γιατί τα χρόνια περνούν και πληθαίνουν οι δικαστές που μας δι­ κάζουν. Για τα υπ’. αριθμ. 23,30 καθώς και για τα εν­ νέα γράμματα που δημοσιεύονται για πρώτη φο­ ρά στον «'Αγνωστο Παπαδιαμάντη», περιμένου­ με κάποια πληροφορία από τον συγγραφέα του βιβλίου κ. Κώστα Α. Παπαχρίστο, ενώ για τα υπ’ αριθμ. 29, 35 από τους υπεύθυνους του αρ­ χείου Merlier, και για το υπ’ αριθμ. 36 μάλλον από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους.

Υστερόγραφο επανορθωτικό και παρήγορο: ετοιμαζόμουν να ταχυδρομήσω το άρθρο αυτό, όταν έλαβα επιστολή του κ. Κ.Α. Παπαχρίστου (20 Απρ. 1986) και μαζί φωτοτυπίες δύο αυτογράφων του Παπαδιαμάντη, για την ύπαρξη των οποίων, δεν είχαμε καμιά μαρτυρία ώς τώρα. Τον ευχαριστώ θερμά και από εδώ και παρακα­ λώ τον αναγνώστη να μη λάβει υπόψη του το σχόλιό μου στον αριθμ. 23. Το πρώτο αυτόγραφο, κολοβό δυστυχώς, είναι του διηγήματος «Ναυαγίων ναυάγια», που εδώ όμως έχει τον τίτλο «Από ναυαγίου εις ναυάγιον». Το δεύτερο είναι της επιφυλλίδας «Η Με­ γάλη Εβδομός εν Αθήναις. Μέγά Σάββατον» και του λείπουν μόνον τρεις ή τέσσερες στίχοι από το τέλος. Περιορίζομαι, προς το παρόν, στις πλη­ ροφορίες αυτές. Ο κ. Παπαχρίστος μου γράφει πως έχει χάσει τα ίχνη της οικογένειας Αποστόλου Παπαδιαμάντη, αλλά πιστεύει πως το μικρό αρχείο του Απόστολου «ασφαλώς θα έχει διασωθεί σε χέρια απογόνων, αν κρίνουμε από τη στοργή, με την οποία φυλασσόταν ώς τότε που το είδα, σαν σπουδαίο οικογενειακό κειμήλιο». Με πληροφο­ ρεί ακόμη ότι κατά την εποχή της έρευνάς του -καρπός της ήταν το αξιολογότατο βιβλίο «Ο άγνωστος Παπαδιαμάντης»- ο Απ. Παπαδιαμάντης του είχε παραχωρήσει ως «ενθύμιο» τα αυτόγραφα των επιστολών 4, 5 και 9 του βι­ βλίου, και,του ατέλειωτου διηγήματος «Ο προ­ στάτης των χηρών». Όταν κυκλοφόρησε το βι­ βλίο, του έδωσε και τα άλλα δύο, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω. Αναζητούνται οι απόγονοι του Αποστόλου Παπαδιαμάντη.


αφιερω μα/97

Μ άριος Μ αρκίδης

Ο η δ ο ν ικ ό ς λ ό γ ο ς το ν Α λέξα νδρον Π α π α δ ια μ ά ν τη

«Ή έγκατάστασις εις την νέαν πόλιν δεν ένομίζετο οριστική, άλλ’ υπήρχε προσδοκία ότι οί άνθρωποι θά έβιάζοντο καί πάλιν νά έπανέλθουν εις τά παλαιό, τά «μαθημένα» των. Κι ένώ δλο τό Κάστρον άνεπόλουν καί τό ,Κάστρον έλυποϋντο καί τό έρρέμβαζον, καί τό εϊχον είς τό στόμα, δεν έπαυον όμως νά κτίζωσιν οικοδομάς είς τόν νέον συνοικισμόν -...». Ή Φόνισσα

Ο

ουρανός εκείνο το δειλινό ήταν στυγνός και. άφεγγης, και κρέμονταν πάνω από το εκνευρισμένο πέλαγο σα μολύβι. Γλήγορα έπεσε το σκοτάδι, για να συγκαλύψει, με την άμετρη μαυρίλα του, την αταξία της πλάσης. Τότε, ένα πελώριο κύμα, τόσο μανιασμένο, σα να είχε να λύσει προσωπικές διαφορές, σα να είχε μπει μέσα του το δαιμόνιο του μίσους, έπιασε από την πρύμνη κι από την πλώρη, σαν μια τερατώδης αρπαγή, το μικρό τσερνίκι και το τσάκισε στον βράχο -τον μοναδικό βράχο της ακτής. Γιατί η ακτή δεν ήταν απόκρημνη, ήταν μάλιστα τρυφερή η παραλία, και λίγες ώρες πρωτύτερα θα ξάπλωνε γλυκιά και χαμογελαστή κάτω απ’ τον ντροπαλό φθινοπωριάτικο ήλιο -γλυκιά και χαμογελαστή, μέχρι που θυμήθηκε ν’ αναστενάξει βαθιά ο Εύρος. Και το κύμα, μέσα στη λύσσα του, φάνηκε έκπληκτο για την καταστροφή που προξένησε, μα το τσερνίκι ήταν μικρό...

------------_ * Το κείμενο αυτό προέρχεται από το περιεχόμενο μιας διαλε-

%ης που δόθηκε στο Μορφωτικό Ίδρυμα της Σχολής Μωραΐτη στις 28 Ιανουάριου 1987 με τον ίδιο τίτλο.


ye/αφιερω μα ΩΡΑ, η ιστορία πρέπει να συνεχιστεί στη γλώσσα της, θέλω να πω στο τοπίο της: «’Απ’ αυτής τής θινός τής θαλάσσης άρχόμενον, επί πλατείας λωρίδος γης, έξετείνετο πυκνότατον δασύλλιον πιτύων (με καμμένα πια τα δάση μας, και τα λίγα που ξέμειναν αναιμικά κι αξιο­ θρήνητα, πού να τον βρούμε σήμερα στη δική μας γλώσσα τον πευκώνα), έπιστρέφον την αγ­ κάλην έκείνην τής έρημου παραλίας. Ένθεν καί ένθεν δύο μαϋραι άκταί χθαμαλαί διεκρίνοντο, κολοβαί εις τό σκότος τής νυκτός (ο χορευτής, λέει ο Ανδρ. Μυλωνάς, εξαφανίζει τη σωματική του ιδιομορφία χορεύοντας, η κολοβή ακτή, μαύρη και χθαμαλή, έχει τη χορευτική κίνηση ενδιάθετη), χάνουσαι καί τό μικρόν των ύψος. Κατέμπροσθεν ό μέγας πόντος ήπλούτο, δστις έφαίνετο διά μιας κατευνασθείς κι επανερχόμε­ νος μεθ’ ύποκώφου βοής είς γαλήνην (τώρα, έχε­ τε τα μάτια σας τέσσερα, γιατί η σύνταξη πρό­ κειται να περάσει από κινούμενη άμμο), κι ένέπνεε τό αίσθημα εκείνο τής μελαγχολικής αύτοπαρηγορίας, τό όποιον κάμνει τά άνήσυχα γύ­ ναια των παραθαλασσίων κωμών, ενώ μίαν ώραν πρίν έτρεχον νύκτα κομίζουσαι δέσμας κη­ ρίων, ζώνουσαι έπτάκις τούς ναΐσκους διά τεσσαρακοντοργυίου ταινίας κηρού, καί σημαίνουσαι αύτοβούλως τούς κώδωνας, διά νά έξυπνήσωσι τόν ενωρίς κατακλιθέντα έφημέριον, όπως ψάλη παράκλησιν, άναφωνοϋσαι άμα: “Παναγιά μ’, στό πέλαγο! Παναγιά μ’, στό πέλαγο!” , μίαν ώραν ύστερον, όταν πραϋνθή, λέγω, ό άνεμος καί κοπάση ή τρικυμία, τάς κάμνει νά ύποψιθυρίζωσι παραμυθούμεναι άλλήλας έλληνοπλαστικώς καί χριστιανοειδωλολατρικώς: “"Οποιος πνίγηκε, μετάνοιωσε!”. Οί τρεις άνδρες άπεναρκώθησαν επί τής άμμου...». (Ναυαγίων ναυά­ για). Αφήστε τα γύναια και την τεσσαρακοντόργυιον ταινίαν κηρού. Όποιος πνίγηκε, μετάνιωσε. Όμορφη μέρα, σχολιάζει εν παρόδω, και κα­ ταθέτοντας εις κοινόν λογαριασμόν, ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος, στο τέλος μιας ιστορίας τόσο απάνθρωπα σπάταλης, που βγήκε τόσο άσκοπη, -«Όμορφη μέρα! Όσοι πνιγήκανε χτες / θα το ’χουνε μετανιώσει» ('Υπό ξένην σημαία). Όμως, οι τρεις επιβάτες του μικρού τσερνικιού, οι «ναυβάτες», μούσκεψαν μόνο, έγδαραν έναν αγκώνα, δεν επνίγηκαν, -το πονηρό πνεύμα που φούσκωσε τη θάλασσα δεν είχε λάβει «μείζονα παραχώρησήν». Γιατί και οι τρεις τους, κα­ ραβοκύρηδες και έμποροι, δεν ήσαν βέβαια άγιοι, μα δεν ήσαν και «φύσει κακούργοι». Απλοί και καθημερινοί αμαρτωλοί, «ύποπεσόντες κατά κόρον είς τά συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα», ίσως και σε λίγη λαθρεμπορία, μπορεί και σε μικρή δόση ναυταπάτης (θυμήσου, λόγου χάρη, εκείνον τον πανταχού απόντα ναυ­ τολογημένο, τον ανύπαρκτο, τον Γιάννη τον Πανταρώτα), μα σίγουρα δεν ήσαν κακούργοι

στα μάτια του Θεού... Ορισμένως, και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, κανείς δεν έλα­ βε μείζονα παραχώρησιν να βλάψει τον Παπαδιαμάντη, κανείς σχεδόν δεν ξεστόμισε πολύ πι­ κρό λόγο για τον κυρ-Αλέξανδρο (με την εξαίρε­ ση, βέβαια, του Ψυχάρη,- μα αυτός δεν διάβασε τον Παπαδιαμάντη σαν έφηβος, υποπτεύομαι μάλιστα ότι δεν χόρτασε καν τα ελληνικά σαν έφηβος, και του κ. Κ.Θ. Δημαρά, που τον απο­ διώχνει η ανεμελιά του ύφους κι η μονοτονία της γραφής, όπως απόδιωχναν τον Σολωμό οι στίχοι - «μπαίγνια», όπως έκοβε την αναπνοή του Κάλβου η μονοτονία των κρητικών επών· μα πώς γί­ νεται, πάλι, πέστε μου, να συμβασιλεύουν «ανε­ μελιά» και «μονοτονία», έννοιες που δηλητηριά­ ζουν η μια την άλλη, και να τα βρίσκουν μεταξύ τούς;). Κανείς δεν βαρυγκόμησε πραγματικά για τον «κοσμοκαλόγερο» (ούτε ο Ξενόπουλος, ούτε ο Χατζόπουλος, ούτε καν ο κ. Μουλλάς, όσο κι αν βλέπει την παπαδιαμαντική γοητεία γέννημα της κριτικής επιείκειας, θρέμμα μιας αναγνωστι­ κής καλοκαιρίας που δεν προαισθάνονταν τις επερχόμενες φουρτούνες και, πάντως, κρυωμένη από τον χρόνο). Αντίθετα, με τόση (παθολογική σχεδόν) αγάπη φαινόμαστε να σκύβουμε όλοι στο «αμέτρητο πλήθος» των περιστάσεων και των προσώπων του, φιλόλογοι και τυχοδιώκτες των ιδεών, παραχριστιανοί και θεολόγοι, που δεν αφήνουμε πια τόπο στον ράθυμο κι ονειροπόλο αναγνώστη, αυτόν που δεν πολυγνιάζεται για την «ανόθευτη τέχνη» και την «απλή, κι απέ­ ριττη ορθοδοξία» (Λ. Καμπερίδης), ούτε για τις κρημνώδεις «εννεάδες» που αποκρυπτογραφεί ο Ν. Γ. Πεντζίκης (κρυπτογραφώντας τον Παπαδιαμάντη), σα να έπαψε πλέον ο αναγνώστης να μας χρειάζεται (θανάσιμο ατύχημα που συνέβη, εδώ κι αρκετό καιρό, στην ποίηση), σα να εξορί­ ζουμε τον αναγνώστη, που είναι μόνο αναγνώ­ στης, από το πεφιλημένο μας έδαφος, όπου κρίνεται για μας όχι μόνο η απόλαυση απλώς της ανάγνωσης, μα η ιδεολογία μας, η προοδευτικότητα ή ο συντηρητισμός μας, η πνευματική μας αποσκευή, οι μέρες μας και οι νύχτες μας,.-τα πάντα. Σα να είναι πια μόνο της εποπτείας μας και της κλινικής μας αρμοδιότητας τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου... (Μερικοί άνθρωποι μπορούν να διαβάζουν, φαίνεται, μυθιστόρημα καθισμένοι στο γραφείο τους). ΝΝΟΩ και τον καινούριο, δυνητικό ανα­ γνώστη, και τον παλαιό, που έχει επενδύσει ανυστερόβουλα στις παπαδιαμαντικές σελίδες τα συναισθήματά του και τις εφηβικές μνήμες του, που έχει υιοθετήσει τον Παπαδιαμάντη σαν ένα ψυχικό παλίμψηστο, σαν ένα είδος βίωσης της βίωσης. Είναι ένα παράξενο, αλήθεια, πράγμα, πώς το ανιχνευτικό του αρχείου πάθος (που έχω κάποτε τον πειρασμό να το προσδιορίσω κακό-

Θ


αφιερωμα/99 πίστα σαν τουριστικό πάθος) και το σοφό, προ­ γραμματισμένο σκύψιμο στη λογική, την αριθμη­ τική και την οργάνωση του έργου τέχνης, ιδιαί­ τερα του πεζού λόγου, καταλήγουν καμιά φορά, άθελά τους ασφαλώς, να διακόψουν το κύκλω­ μα, ή να εκτονώσουν τουλάχιστον τη μαγική αμεσότητα μιας σχέσης' η οποία παράγεται στο σημείο ακριβώς που ο καθένας μας προσχωρεί, εκών άκων, στην απόκοσμη περιοχή της γραφής, αποδεχόμενος πια την αναπόφευκτη απουσία των πρώτων «αντικειμένων», μα διεκδικώντας ακόμη φανατικά το αδιαμεσολάβητο της από­ λαυσης (που δεν είναι ακόμη καλά καλά αισθη­ τική): η αποκατάσταση κι ο πραγματολογικός σχολιασμός του κειμένου (πράγματα, προφανώς, μέσα στη λογική του μηδέν άγαν, απολύτως απα­ ραίτητα), ο εσωτερικός κι εξωτερικός του φιλο­ λογικός φωτισμός, η επιστημονική ανάδειξη των αρετών του, ο έπαινος των καθ’ ύλην αρμοδίων είναι, κάποτε, παρά πάσα πρόθεση και προσδο­ κία, σα να πριονίζουν τις ρίζες του κειμένου, που κινδυνεύει να βρει μια μέρα τον εαυτό του σαν ένα πολύτιμο μουσειακό έκθεμα, με αφαιρεμένα μαστορικά κι αιώνια τα νεύρα και το αίμα. Ποιος τάχα σκοτίζεται να διαβάσει σήμερα τους «Αθλίους», διακόπτοντας τη γοργή περιπέ­ τεια της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης με τις ατέλειωτες τιράντες περί της γεωγραφίας του Βατερλώ και των ενδομύχων σκέψεων του Ναπολέοντος; (Το παράδειγμα είναι μέσα στήν υπερβολική τροχιά της ρητορικής του επιχειρή­ ματος). Ποιος θα τολμήσει να διαβάσει φιλολο­ γικά «αποκατεστημένο», σε «κριτική» έκδοση, τον Κόμητα Μοντεχρήστο, τον Ρωβύρο τον Κατακτητή, τον Τελευταίο των Μοϊκανών, - ίσως ακόμη και τον Ιβανόη, χωρίς να δει να διαρρέει τραγικά η λειτουργικότητα του κειμένου, να ελαχιστοποιείται το βεληνεκές του, χωρίς να εξατμίζεται μια γοητεία, που δίχως αυτήν ο μυ­ θιστορηματικός λόγος περιπίπτει εις σιγήν, πα­ θαίνει ερωτική ανικανότητα, κυριολεκτικά α­ δρανεί; («Έλεγον περί τού Ά ββά Άγάθωνος, δτι τρία έτη έποίησεν, έχων λίθον είς τό στόμα αύτοΰ, έως ου κατώρθωσε τό σιωπάν», - Γερον­ τικόν, ιε'). Η συστηματική ταξινόμηση των λί­ θων και των πλίνθων και των κεράμων, το άνοιγμα των φακέλων που δεν επρόφτασαν να καούν, τα σχέδια τα ωσάν σφαγμένα από τις πα­ ραλλαγές και τα προσχέδια, η διάλυση των σκιών, είναι ταυτόχρονα (για μια λογοτεχνία, τουλάχιστον, που θα την ονόμαζα λογοτεχνία της δανειστικής βιβλιοθήκης) διάλυση μιας «μυ­ στικής συμμετοχής», μιας συνωμοσίας, - και χω­ ρίς αυτή τη συνωμοσία δεν υπάρχει εφηβική ανάγνωση. Η εφηβική συνωμοσία είναι τελικά η μοναδική πρόταση που έχω να κάνω στον Παπαδιαμάντη. Μα αν στο μεταξύ βιαστεί κάποιος «φιλόνους», για να θυμηθώ τον επίσκοπο Μπέρ-

κλεϋ, να υποστηρίξει πως η ηλικία δεν έχει δα και τόση σημασία, και ότι, αντίθετα, η εφηβεία αδικεί μάλλον το βιβλίο καθώς το διασχίζει με άστατη θερμοκρασία, χοντροκομμένη και απα­ ράσκευη, τον παρακαλώ να με πείσει πως υφίσταται, - δεν λέω για το «Μυθιστόρημα της κυ­ ρίας Έρσης» και για τον «Γιατρό Ινεότη», μα για την «Ηρωΐδα της Ελληνικής Επανάστασης» για το «Χαμένο νησί», για την «Αιολική γη», για το «Λεμονόδασος», πως υφίσταται και άλλη, που ν’ αξίζει τον κόπο, πλην της εφηβικής, ανά­ γνωση. Το εννοώ. Και δεν φοβάμαι πως μειώνω έτσι τον άλφα ή τον βήτα, κάθε συγγραφέας στον πάγκο του. σ’ αυτήν την απείθαρχη κατά κανόνα Μ ΕΣΑ και φιλολογικά αμέριμνη ανάγνωση, με τα

παραδιαβάσματα και τις αυθαιρεσίες, που συν­ τρίβει τον σκληρό ενεστώτα σε μια παλίνδρομη ερωτική πτήση, που περνάει συνήθως από εφη­ βικό σε εφηβικό χέρι όπως μυείται κανείς στο κάπνισμα, που συντελείται σχεδόν σαν αμαρτία, η ψυχραιμότατη υπόδειξη της γραμματικής και της λογικής άρθρωσης του τάδε διηγήματος, η αντικατάσταση της λέξης «κοσσύφια» με τη λέξη «κοτσύφια» στην τέταρτη σειρά της όγδοης, λ.χ., παραγράφου του δείνα, η αναστύλωση μιας δια­ μελισμένης ή εκμηδενισμένης στο παλιό τυπο­ γραφείο φράσης, η αποκάλυψη της πυθαγόρειας αρμονίας κάτω από μια φουρκισμένη διαγραφή ή μια αδέξια μουντζούρα (φυσικά, δεν έχω τώρα το μυαλό μου μόνο στον Παπαδιαμάντη), αποστρακίζονται, διέρχονται εν σιωπή, ή, πράγμα χειρότερο, απειλούν να οδηγήσουν σε αναγκα­ στική προσγείωση. Το διήγημα, μάλλον ενοχλη­ μένο, αγωνίζεται να επιστρέφει στη μορφή με την οποία μας διέβρωσε. Το καταφέρνει και πα­ νηγυρίζει, ή δεν το καταφέρνει, παραδίδεται, παχαίνει υπερβολικά και, μετά, εξαφανίζεται: βγάλτε στη μέση κάποια αλεξανδρινή συναίσθη­ ση του φιλολογικού καθήκοντος και θα χάσετε, για να μην πω πολύ, τη μισή ελληνική λογοτε­ χνία. Το ζήτημα δεν είναι, ασφαλώς, να κατηγο­ ρήσει κανείς κανέναν, ούτε ν’ αδικήσει τη χθεσι­ νή θέρμη και τη σημερινή αφοσίωση και μεθοδικότητα, - άλλωστε, και οι παλαιότεροι εκδότες του Παπαδιαμάντη (βλ., για παράδειγμα, την έκδοση των Απάντων του 1954) «επιστημονική» αποκατάσταση της αρχέτυπης γραφής υποστήρι­ ξαν κάποτε ότι έκαναν, κι όπως φαίνεται κάθε άλλο παρά την έκαναν. Όμως, ΕΤΣΙ διαβάστη­ κε, απ’ όσους αναγνώστες μπόρεσε να έχει πάνω στη γη, ο κυρ-Αλέξανδρος, έτσι άπλωσε τα δί­ χτυα του κι αιχμαλώτισε τις πιο εύφλεκτές μας φαντασιώσεις, έτσι, επιτέλους, ταξίδεψαν στις νεοελληνικές φουρτούνες τα Ρόδινα Ακρογιά­ λια... Αν, λοιπόν, με την ακαδημαϊκή φιλοτιμία σώθηκε χτες ο Σολωμός (θυμηθείτε μόνο τα συ­


100/αφιερωμα νεχή γλιστρήματα ενός παρασιτικού στοχασμού στο χαλί του Κρητικού: τι έγιναν τα δεκαεφτά πρώτα κεφάλαια; ποια είναι, επιτέλους, η Φεγγαροντυμένη, - η ομορφιά της ζωής και της φύ­ σης, ο ίσκιος της χαμένης αρραβωνιαστικιάς, η mater dolorosa, ή η Πατρίδα και η Λευτεριά; «Κι αν δεν γνωρίζαμε την κρητική προέλευση της οικογένειάς του», αποφαίνεται ο Φάνης Μιχαλόπουλος, «η ποίηση του Σολωμού θα μας τό ’λεγε». Και γιατί, παρακαλώ; Διότι είναι μεγαλό­ πνοη), σήμερα, με τον ίδιο τρόπο, και με τη βοή­ θεια του Θεού, ίσως αρχίσει να χάνεται ο Παπαδιαμάντης. Φανταστείτε τώρα έναν έφηβο, στο σημείο βρασμού, να ρουφάει αχόρταγα την παρακάτω σελίδα: «Κατ’ εκείνην τήν εποχήν ή Χούλδα ήτο δεκαοκταέτις... Τί θελκτικόν πρόσωπον, περιστεφόμενον υπό μαλλιών ξανθών, ολίγον τι έπιχρύσων, ύπό έλαφρόν εκ λινού κεκρύφαλον άνοικτόν όπισθεν διά νά άφήνη νά πίπτωσι μακροί πλόκαμοι! Τί ωραία όσφύς ύπό τόν πρασινοκόκκινον έκεΐνον στηθόδεσμον, καλώς προσαρμοζόμενον επί τού στήθους, κοσμούμενον διά κεντημάτων χρωματιστών, περισφίγγοντα λευκόν ύποκάμισον, τού όποιου αί χειρίδες έδένοντο εις τούς καρπούς των χειρών διά ταινιών! Όποιον χαριτωμένον άνάστημα ύπό τήν έρυθράν ζώνην μέ τά άργυρά θηλυκωτήρια, ήτις συ­ νείχε τήν πρασινωπήν έσθήτα, άφ’ ής κατήρχετο περίζωμα μέ ρόμβους πολυχρωμάτους, καί ύπό τήν όποιαν έφαίνετο τό λευκόν περιπόδιον... Ναί! ή μνηστή τού Όλη ήτο θελκτικωτάτη...». Η γραφή αυτή, με τις οξείες γωνίες και τις στενωπούς της (που ονόμασαν καθαρεύουσα) με τα θηλυκά σταυροδρόμια της και τις μισοφωτισμένες της κάμαρες, ερεθίζει τα κορυφαία σκιρ­ τήματα της ερωτικής φαντασίωσης, που υπό κα­ νονικές συνθήκες ολοένα και περισσότερο φρο­ νιμεύει, ολοένα και περισσότερο εκχωρεί τις μυ­ στικές περιοχές της στη συμβολοποιημένη ετερο­ νομία της γλώσσας (στην παντοδυναμία, όπως λένε, του σημαίνοντος). Μα οι συνθήκες θερμο­ κρασίας και πιέσεως δεν είναι τώρα κανονικές. Οι λέξεις, ως εκ τούτου, δεν λειτουργούν ακρι­ βώς σαν σύμβολα, μα σχεδόν σαν πράγματα, σαν αστραφτερές υλοποιήσεις της ερωτικής διάθε­ σης, στις οποίες ο έφηβος γραπώνεται, χτίζεται, αποθηκεύει πυρετωδώς την επιθυμία του. Αγκα­ λιάζει τις λέξεις σαν ένα κορμί γεμάτο ασύλλη­ πτα μυστικά, που δεν γεύτηκε ακόμη. Αδύνατο να στερήσεις τη σελίδα από το «έκ λινού κεκρύ­ φαλον», μ» όλο που μετά βίας (και βοηθούμενος από την εικονογράφηση που συνοδεύει λειτουρ­ γικά και αναφαίρετα το κείμενο, - γιατί δεν εί­ ναι εδώ η περίπτωση που η εικονογράφηση αξιώνει τη δική της ερμηνευτική και ξετυλίγει το δικό της μπαϊράκι, τη δική της, λίγο ή πολύ άσχετη, αφήγηση) αναγνωρίζεις περί τίνος πρό­

κειται, - αδύνατο να εγκαταστήσεις στη θέση του μια μαντήλα ή ένα πεζό δίχτυ των μαλλιών, χωρίς να προσγειώσεις την περιγραφή στη μεγα­ λύτερη ερωτική απογοήτευση. Όσο για το «πε­ ρίζωμα» δεν είναι με κανένα τρόπο η κοινή «πο­ διά», και το σαγηνευτικό «περιπόδιον», βέβαια, το τελευταίο που χαϊδεύει αργά η ματιά σου κα­ θώς διατρέχει ηδονικά το σώμα των λέξεων, δεν είναι αυτό που αναμεταξύ μας (και στη γλώσσα των γονιών μας επίσης, όπως ήθελε ο Ψυχάρης) αποκαλούμε χυδαϊστί «κάλτσα», εννοώντας μόνο κάλτσα. 'Απαγε! ΩΡΑ, ας υποθέσουμε ότι ενηλικιωθήκαμε (πόσο λίγο χρειάζεται αλήθεια!), ότι όσα κάναμε κι όσα γνωρίσαμε στη ζωή κρύωσαν το αίμα μας, κι ότι παρατηρούμε, κάνοντας μια μέ­ ρα γενικούς απολογισμούς, ψάχνοντας και πα­ ραβάλλοντας, όχι το μέγιστο, - το φιλολογικό φορτίο που σιγά-σιγά εστρώθηκε, σαν εθνική οδός, πάνω στη σελίδα - αλλά, ας πούμε, το ελά­ χιστο, πως η σελίδα αυτή δεν είναι τυπωμένη ακριβώς όπως γράφτηκε, ότι ο επιμελητής τη διασκεύασε (ένας Θεός ξέρει τι άστοργες δια­ σκευές, έξω από το έργο του, «συνέρραπτε» ως μεταφραστής ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης. - Μα ήταν άσεμνοι «ξενισμοί», φράγκικα ξεστρατίσματα...), ότι δεν διορθώθηκε προσεχτικά, ή ότι ο εκδότης, εκτιμώντας μίζερα τα εισαγόμενα και τα εξαγόμενα στο τεφτέρι του, την έκοψε και την έραψε. «Κατ’ εκείνην τήν εποχήν», διαβάζουμε το κείμενο μετά την αποκατάστασή του, «ή Χούλδα (έχετε, βέβαια, πια την ψυχραιμία να προσέξετε πως δεν είναι οικείο στη γλώσσα σας το όνομα, ότι δεν πρόκειται για την Ισμήνη, ούτε για την Πολύμνια, ούτε για τη Μαχούλα, ούτε καν για το Μαλαμώ, ούτε καν για το Ουρανιώ) ήτο δεκαοκταέτις. Δέν ήτο ή πίγα, όπως καλεί­ ται ή υπηρέτρια είς τά νορβηγικά πανδοχεία, άλλά μάλλον ή φρόκεν, ή μίς τών Άγγλων, ή δε­ σποινίς, καθώς ή μήτηρ της ήτο ή κυρία τής οι­ κίας. Τί θελκτικόν πρόσωπον, κτλ.» Και παρα­ κάτω: «Ναί! ή μνηστή τού Ό λη (να πρόκειται τάχα για εξελληνισμό του Όλαφ;) ήτο θελκτικωτάτη... Βλέπων τις αυτήν ανεπόλει την Χούλδαν (δεν ακούγεται τώρα κάπως αναισθητικά ευτρα­ φές το κοριτσίστικο όνομα;) εκείνην τήν ξανθήν, ής έφερε τό όνομα καί τήν όποιαν ή σκανδιναυική μυθολογία άφήνει νά πλανάται, ως ή ευτυχής νύμφη, περί τήν οικογενειακήν έστίαν». Γιατί, βέβαια, το κείμενο δεν είναι του Παπαδιαμάντη, - αυτός άλλωστε θα χρησιμοποιούσε ακόμη πιο αχτένιστη γλώσσα και πιο ζεστά υλι­ κά, υλικά που τα μιλούσε σπάταλα προτού τα γράψει κατ’ οικονομίαν και «προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών του» (Το Χριστόψωμο). Τέ­ τοιας λογής υλικά: «Τήν πρωίαν έκείνην, επειδή έπήγαινεν είς τήν εξοχήν, έφόρει λεπτόν λευκόν


αφιερωμα/101 μανδήλιον περί τούς κροτάφους καί τό ίνίον, τό­ σον βραχύ καί τόσον έντέχνως διπλωμένον, ώστε ήτο ώς νά μην τό έφόρει, καί ή πλούσια ξανθή κόμη της έφαίνετο σχεδόν δλη, μέχρι τής όσφύος κατερχομένη εις δύο παχείας πλεξίδας, ώς σταλακτίτας χρυσούς, καί ό λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω τού βρόχθου (θυμήσου τό ρήμα «κα­ ταβροχθίζω» - καταβροχθίζω με το στόμα ή με τα μάτια) είς τόν λάκκον τής σφαγής καί μέχρι τής ρίζης των ωμοπλατών. Έφόρει μικράν πόλ­ καν κανελλόχρουν καί λευκόν μεσοφούστανον, πολύ κοντόν διά τό άνάστημά της. ’Αλλά φαίνε­ ται, δτι ή μήτηρ ύπελόγισε πολύ κακώς διά τήν μέλλουσαν άνάπτυξιν τής κόρης, καί δσον έκείνη τής έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον ή νέα ηύξανε καί έπέτα άνάστημά άποτόμως. Ή το ήδη δεκαεπταέτις... Ή κόμη επέστεφε τό μέτωπόν της ώς έρυθραινόμενον νέφος, μή επαρκούν νά συστείλη τήν αϊγλην τού φωτός, καί αί όφρύες συστελλό­ μενοι έσκίαζον τούς βαθεϊς γλαυκούς όφθαλμούς της ώς λευκή ομίχλη, έπιπολάζουσα τήν πρωίαν

έπί τού άνταυγάζοντος αίγιαλοϋ, καί τά χείλη μέ τήν ψίθυρον φωνήν έφαίνοντο (δεν επισημαίνει, τάχα, κι από μόνο του το αυτί, χωρίς το δάχτυλο της φιλολογικής υπόμνησης, την παρήχηση του φιλιού;) μορμυρίζοντα: φίλησέ με!» (Θέρος Έρος). Το κείμενο, λοιπόν, της Χούλδας δεν εί­ ναι του Παπαδιαμάντη, αλλά μιας άλλης συναι­ σθηματικής κατάθεσης της εφηβείας, από τις ακριβότερες: είναι ο «Λαχνός υπ’ αριθμ. 9672» του Ιουλίου Βερν, κατά μετάφρασιν Αλεξάνδρου Σκαλίδου, - ας είναι ελαφρό το χώμα που σκε­ πάζει κι αυτόν τον άσημο Αλέξανδρο, κι ας εί­ ναι ήσυχος πως εγώ τουλάχιστο δεν πρόκειται να ζητήσω να εξαργυρώσω την απόλαυση που μου χάρισε, τότε που αδιαφορούσα και για το ίδιο το όνομά του, προτείνοντας σήμερα την οσιοποίησή του (γιατί όχι κι ένας όσιος, προστάτης της μετά­ φρασης; αν μη τι άλλο, ίσως ξεσκεπάζονταν έτσι το «χρωματιστό γυαλί», το κεραμεούν και φαύλον). Όμως, το ζήτημα είναι αλλού: σε μια γοη­ τεία που άπλωσε εδώ κι αναρίθμητα χρόνια στην ψυχή μας το δίχτυ της, που πρέπει να λαχανιά­ σει για να αναπαραχθεί, γιατί όσο γινόμαστε σο­ φότεροι γινόμαστε, ταυτόχρονα, και λιγότερο έφηβοι, ποιο είναι το μερίδιο του φιλολογικού εναγκαλισμού, - αν δεν είναι, βέβαια, να κόβει στα πόδια της ανάγνωσης τις γέφυρες; Δεν έχω οριστική απάντηση. Λέω μόνο τούτο: η παλιά μουσική θα ψάξει πολύ για να ξαναβρεί χορδές

έτοιμες να δονηθούν. Το αποκατεστημένο κείμε­ νο που παραμέλησε για πολύν καιρό τον έρωτα, με όλα τα τετράδια σύνθεσης και τα άλλα στη διάθεσή του, έχοντας οργώσει το Μοναστηράκι, με συμπληρωμένα τα ονόματα εκεί που άλλοτε βασίλευαν τ’ αποσιωπητικά, ίσως δεν βρει πια καμιά. Και μετά δέκα ή είκοσι χρόνια, όταν θα έχει καταβασανίσει τ’ αναγνωστικά, και θα έχει εξαντλήσει τη μαθητική υπομονή με την εθνική βαρύτητα και τις υποσημειώσεις του, τι κοσμητι­ κά επίθετα θα συνοδεύουν τάχα, στην αυλή του σχολείου, και την απλή μνεία του; Ένας διάλο­ γος, λένε, ο Σεφέρης, που άνοιξε με τον Σολωμό, γερμένος κάτω από την πλάκα της ιστορικής αί­ σθησης, σαλπίζοντας το τέλος πάνω στο ίδιο χώ­ μα, όπου ο Σολωμός σάλπισε την αρχή, - στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη... Ένα σχόλιο στην ελληνική ιστορία και στον ανθρώπινο βίο, λένε, ο Καβάφης, τόσο γεροντίστικο και γνωστικό, που δεν έχει ξαναγίνει από την εποχή των τρε­ λών του Σαίξπηρ. Αποπροσανατολισμένους, χα-

μένους μέσα στο χιόνι, στον μεταθανάτιο διπλα­ σιασμό των ποιημάτων τους, μέσα στα ατέλειωτα ημερολόγιά τους, στα προσχέδια, στα αποκηρυγ­ μένα τους, ποιος τους ακούει πια; Έχεις μόνο να πεις, σαν το γέρο αγωνιστή του Βλαχογιάννη στις παράτες της Εξόδου: - Δεν ήταν αυτό! «Τήν πρωίαν έκείνην τού Μεγάλου Σαββάτου, μία μι­ κρά σπείρα άπό μάγκας τής πολίχνης, ήλικίας άπό δώδεκα μέχρι δεκαπέντε ετών, εϊχεν έξέλθη είς εκδρομήν άνά τήν κοιλάδα, διά νά κόψουν βέργαις ίσως, διά νά φάγουν κότσικα άνθοβολοΰντα είς τάς λόχμας, διά νά κλέψουν ρόδα άπό τάς αιμασιάς καί τούς φράκτας τών περιβολίων, ή διά νά κυνηγήσουν φωλεός πουλιών» (Τ’ άερικό στό δέντρο). Όμως, σήμερα διαθέτουμε πια τη σωστή γραφή, τη «χαρά του φιλολόγου» (Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος). Οι μάγκες της πολί­ χνης βγήκαν να κυνηγήσουν φωλεός πουλιών, «άναρριχώμενοι είς τά δένδρα». ΕΝ θα ’βγαινα τόσο από τον δρόμο μου, αν δεν ήθελα να κρατήσω μέσα μου, όπως τον πρωτοδιάβασα, αγορασμένον σε τεύχη (κι εδώ που τα λέμε, από το υστέρημά μου) τον Αλέξαν­ δρο Παπαδιαμάντη. Μισιακός, κακοποιημένος ίσως από τους εκδότες του, με μιαν έκπληκτη κάποτε, σαν συναχωμένη, σύνταξη, καθώς η απροσεξία κατάπινε τις φράσεις και τις αράδες, είναι ο δικός μου Παπαδιαμάντης. «Ποτέ δεν θα


102/αφιερωμα μάθω την αλήθειαν», - αλλ’ αμαρτία εξομολογη­ μένη, το θέμα είναι ακριβώς εκεί: ποια είναι η αλήθεια, η αληθινή, ας πούμε, αλήθεια; Νοσταλ­ γώ αυτή την ηδονική γλώσσα, όπως ο ίδιος νο­ σταλγούσε αφάνταστα τα σημαίνοντα μιας παι­ δικότητας, από την οποία αιωνίως τον εχώριζε η τόσο «πραγματιστική» (και δραματική στην ανασφάλειά της) αλληλογραφία με τον πατέρα (κάθε εθνική λογοτεχνία, φαίνεται, έχει έναν «πατέ­ ρα»): «Υιέ μου ’Αλέξανδρε! Διά τής άπό 17 ’Ια­ νουάριου έ. έ. έπιστολής μου, σοί έπεμψα... τό ύπ’ άριθ. 1814 δεκάδραχμον, νά μοί άπαντήσης. Σοί έπιβάλλω τήν ένέργειαν τών έπιστολών τού Δαμιανού, βλέπω δτι πάλιν έκλότσισας καί πα­ ρόν καί μέλλον συμφέρον, άναμένω ταχεϊαν άπάντησιν καί ειλικρινή. Σέ άσπάζομαι, ό Πα­ τήρ (με κεφαλαίο) ’Αδαμάντιος ’Εμμανουήλ, Τερεύς». Και μια τελευταία παρατήρηση, σαν μια κρίσιμη παραγγελία που τη δίνει κανείς πάλι και πάλι, μέχρι που τον βαριούνται: αν θέλω να ζήσει ο Παπαδιαμάντης, αυτός ο «εν συνειδήσει αθώος», όπως μας θυμίζει ο Στ. Ροζάνης, - για να φαρμακώσει την ίδια στιγμή την αμεριμνησία μας: ψέματα, η συνείδηση δεν αθωώνει ποτέ, αν θέλω πραγματικά να ζήσει, πρέπει να προσέξω να μην τον χαρίσω ούτε στην ανθρώπινη (ποια ανθρώπινη!), μα ούτε και στη θεία δικαιοσύνη. Πόλλφ μάλλον, που «την βλασφημίαν ενδιαθέ­ τους τήν έπρόφερεν» (Το Χριστόψωμο). ΑΙ τώρα, με κλειστές τις παρενθέσεις μου, δεν έχω παρά να πυκνώσω τις γραμμές μου και να γυρίσω στην ηδονική γλώσσα. «'Όταν ήμεθα παιδία, μή έχοντες τί νά κάμωμεν, διότι τό χωρίον μας δέν είχε άφθονα τά μέσα τής ψυ­ χαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τάς μητέρας καί τάς θείας μας είς έκδρομάς άνά τούς άγρούς καί τούς ελαιώνας ή διημερεύομεν εις γραφικούς όρμους παρά τούς άμμώδεις καί άσπιλους αίγιαλούς, άπλώς καί μόνον διά νά παρενοχλώμεν καί χασομερούμεν μέ τάς άταξίας μας τάς φιλεργούς γυναίκας, τάς άσχολουμένας είς τό λεύκασμα τών όθονών» (Φτωχός "Αγιος). Η γοητεία του Παπαδιαμάντη είναι μια μονότροπη κομβική λειτουργία (μονότροπος θ’ ακουστεί αργότερα κι ο σακάτης ίαμβος του Καρυωτάκη), όπου αυτό που «κουμπώνει» αενάως είναι η αταξία μέσα στην επανάληψη. Η επανάληψη ανακαλεί ακα­ ταπόνητα τις γωνίες και τα σοκάκια του χρόνου, καθώς τα υπέρτατα αφεντικά, η γλώσσα και ο θάνατος, προσπαθούν να ελέγξουν τους σπα­ σμούς της μνήμης, να παρεμβληθούν ανάμεσα στο υποκείμενο και τον μαγικό καθρέφτη μέσα στον οποίο πηγαινοέρχονται, με μια οδυνηρή διαύγεια, τα αρχαία ινδάλματά του. Η επανάλη­ ψη αδειάζει αυτή τη νύχτα το σεντούκι της, και το πρωί το βρίσκει γεμάτο. Αλλά η αταξία μέσα

Κ

στην επανάληψη, το «χασομεράω» μέσα εις «τους ελαιώνας», οι συντακτικές κρίσεις άσθμα­ τος, οι λιγοθυμιές της διήγησης που γεμίζουν φαντασίες και όνειρα, το λυρικό -επίθετο εκεί που φαίνεται να περισσεύει και ο ρεαλισμός εκεί που είναι μάλλον ανεπιθύμητος («αί νιφάδες, μυϊαι λευκαί...». Σκέψου, να ξυπνήσεις μία των ημερών τριγυρισμένος από λευκές μύγες, όταν ο Σεφέρης έβρισκε κωμικό να συνδέσει με το χιόνι ακόμη και τα ευκά φτερά των κύκνων, - όμως και οι λευκές μυίες μπορούν να οργανωθούν έτσι, ώστε να πιάσουν κουβέντα με μια ερωτευ­ μένη πατατούκα: «Νύκτα, μεσάνυκτα, καί ή σκιά του, μακρά, ύψηλή, λιγνή, μέ τήν πατατοϋκαν φεύγουσαν καί γλιστρούσαν άπό τούς ώμους του... καί αί νιφάδες, μυϊαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, έφέροντο στροβιληδόν είς τόν αέρα... Νά είχεν ό έρωτας σαΐτας!», - Ό έρωτας στά χιόνια), - η αταξία μέσα στην επανάληψη, ό,τι τρώει τα σωθικά του κανόνα, ο «έρωντας» που φωλιάζει μέσα στον «γέρωντα» για να τον ανατι­ νάξει, την κατάλληλη στιγμή, μαζί με τα γερα­ τειά του, πολλά ίσως απ’ όσα «θα διόρθωνε στους μαθητές του ένας ευσυνείδητος γυμνα­ σιάρχης» (και που προξενούν κάποτε στον Οδυσσέα Ελύτη μια στοργική, θα έλεγες, αμηχα­ νία), τέλος, όχι ο καθαρευουσιάνικος κώδικας καθ’ εαυτόν, μα η ασυμπτωτικότητα της ανελα­ στικής καθαρεύουσας και του εύκαμπτου προ­ σωπικού λόγου, - η αταξία μέσα στην επανάλη­ ψη υφαίνει την ηδονικότητα της παπαδιαμαντικής γλώσσας, που, όπως είναι γνωστό, σχολιάζε­ ται μάλλον δυσμενώς κάθε φορά που σχεδιάζε­ ται ο επιτάφιος της γλώσσας. Ο Παπαδιαμάντης, με τα σκαμπανευάσματά του, καμιά φορά με τον βατταρισμό του, διατρέχει απτόητος τη νεοελληνική ευφράδεια, κονιορτοποιεί το «γλωσσικό πρόβλημα», κερδίζει για λογαριασμό μας τον καυγά που άνοιξε, καθώς εξακριβώθηκε μόνο και μόνο από μια παρεξήγηση, το Ναύπλιο με τη Βαβυλωνία. «Παρά τήν δυτικήν εσχατιάν τού ωραίου τριπλού λιμένος της παραθαλασσίου κώ­ μης δπου το κύμα, ύπό έλαφρού ζεφύρου ρυτιδούμενον, σκάζει...» (Ή Μαυρομαντηλού) «Αί γυναίκες άνυπόδητοι, μέ τά πασουμά­ κια τους μέσα είς τό καλαθάκι... τά παι­ δία... κυνηγούντα είς τούς θάμνους τίς πε­ ταλούδες.» (Οί μάγισσες) «Τό λευκόν χεράκι τής φιλοπαίγμονος μι­ κρής...». (Έρως - Ήρως)


αφιερωμα/103 «Τό βλέφαρον τοϋ λόφου κατήλθε, καί έκλείσθη εις εν βουνόν ρεμματιά καί κά­ μπος.» (Λαμπριάτικος ψάλτης)

διαδρομή του, ο μαχητικός δημοτικός λόγος της νεοελληνικής λογοτεχνίας, κυρίως οσάκις ταύτι­ ζε τον προσωπικό πυρετό με τον πυρετό του γλωσσικού τυπικού (βλ., σαν ακραία έκφραση αυτής της ταύτισης, τα «πρωτοπαλίκαρα», - τον «Ή σκούνα έφερνε βόλτες εις τόν λιμέ­ Ψυχάρη, να πούμε, τον Πάλλη, τον Εφταλιώτη. Δικαιοσύνη!). «Διότι ό γιαλός είχε βάρκες, καί να...». μέσα στίς βάρκες έπηδούσαν οί κλήρες (το βουε­ (Τ’ άγνάντεμμα) ρό παιδομάνι της γειτονιάς), κι έφώναζαν καί άτακτούσαν - αν ήτον καλοκαίρι, πρωί, βράδυ, «Τήν ημέραν εκείνην, καί τάς άλλας ήμέ- μεσημέρι, δέν έπαυαν νά κολυμβούν κι έβουρας τής άρχής τοϋ έαρος, καραβάνια γυ­ λιοϋσαν τίς βάρκες, κι έκαναν διαβολεμένο θό­ ναικών, άσκέρια, φουσάτα γυναικών, ά- ρυβον· καί ή μικρά πλατεία είχε δένδρα, κι έπάνεϊρπον, άνέβαινον, άνήρχοντο επάνω νω είς τά δένδρα άνερριχώντο οί κ λ ή ρ ε ς, κι στην ρεμματιάν, τό ρέμμα - ρέμμα τόν έλι- έτρωγαν μισοάγουρα τά μοϋρα καί τά ζίζυφα, κι κοειδή δρομίσκον, δστις διαχαράσσεται έκυνηγούσαν τά πουλιά, κι έσπαζαν τά κλωνά­ άνά τούς λόφους τούς τερπνούς μέ τάς χι­ ρια· καί κανέν άπ’ αυτά δέν έπιπτε ποτέ κάτω νά λιάδας τών έλαιοδένδρων, τόν άειθαλή μισερωθή, διά νά πάρουν φόβον τ’ άλλα...» (Ή πρασινόφαιον στολισμόν τής μεγάλης κοι- άκληρη). λάδος μέ τάς ράχεις, μέ τάς κορυφάς, μέ Τα αντινομικά σχίσματα αυτού του λόγου, τα τάς έσοχάς καί έξοχός, άνετώτερον άπό φαράγγια και οι κοιλάδες του, οι γιαλοί και οι τήν κυματίξουσαν ποδιάν τής βοσκοπού- μικρές πλατείες του, τα γκρεμίσματα από την λας τοϋ βουνοϋ, πολυπτυχότερον άπό τήν «άκρα δεξιά» στην «άκρα αριστερά» του (Οδ. χρυσοκέντητον έσθήτα τής νύμφης.» Ελύτης), σημαδεύονται από τη λάβα της επιθυ­ (Τ’ άγνάντεμμα) μίας (το desiderium, που βγαίνει από τη λέξη si­ des, -eris, τη λάμψη, και συνάπτεται με το «σίδε­ Αν δεν λογαριάσουμε τον Σκαρίμπα, που έχει ρο», τη λάμψη και τη δύναμή του), που δεν εν­ πάθος με τα κατάγματα, θα συναντήσουμε στη νοεί να παραιτηθεί από το σώμα της Σκιάθου, λογοτεχνία μας ανήφορο πιο δύστροπο, συντα­ ή απ’ ό,τι «μεταφέρει», τέλος πάντων, αυτό το κτική δομή που να σου κόβει περισσότερο την «σώμα» («”Ω πόσον μακρά, άτελείωτη αυτή ή ανάσα, που να παρακολουθεί όμως και καλύτε­ άμμουδιά!», - Φλώρα ή Λάβρα), μ’ όλο που δεν ρα τους κυματισμούς της ποδιάς στον ελικοειδή πρόκειται ποτέ να επανασυγκολληθεί με τις καδρομίσκο; ταποντισμένες σημασίες της, με τα απωλεσθέντα Γιατί, αν η γλώσσα ορθώνεται πάνω από τον της αντικείμενα. Διοχετεύεται αδιάπτωτα σε λαϊκό και τον τεχνίτη σαν μια νηφάλια υπερυπο- γραφή, προσπαθεί, απ’ το παράθυρο των νέων κειμενική συνδυαστική, σαν ένας εκ των προτέ- οικοδομών, να ριζώσει ξανά στο Κάστρο, να ρων δοσμένος μινωικός λαβύρινθος με ανεξάρτη­ υποστασιοποιηθεί, ν’ αράξει, να ποδηγετήσει τες, διακριτές κάμαρες (που, πραγματικά, δεν στο ρίγος της γλώσσας τις εκκρεμότητες του παι­ ξέρει κανείς αν είναι κρεβατοκάμαρες ή φέρε­ δικού χρόνου, - μα ο παιδικός χρόνος διαρρέει, τρα, - πάντως, είναι το τέλος ενός αμίλητου δια­ δεν συντελείται ποτέ. Και καλύτερα έτσι. Γιατί δρόμου), σαν μια αγκυροβολημένη ετερότητα αυτή η συντέλεια ίσως έκανε συντελεσμένο και που ρουφάει τα παιδικά φαντάσματα, σαν ένα τον Παπαδιαμάντη. Κι ο Παπαδιαμάντης αρδεύ­ μη διαπραγματεύσιμο πεπρωμένο που κολλάει ει συνεχώς από μια πλατιά περιοχή μυθικής στο δέρμα των ανθρώπων όπως ο χιτώνας του σκιάς, που δεν θα την κατοικήσει ποτέ ολόκληρη Νέσσου, οι προσωπικές ρωγμές που επιφέρει το φως. Το Κάστρον βρίσκεται, και θα βρίσκεται στον ψυχρό κώδικα ο Παπαδιαμάντης, τα σχί­ πάντα, μακριά από την εξαντλητική απογραφή σματα, οι συντακτικές ρευστότητες, τα λαχανιά­ του. Δεν λέγονται όλα, - ακόμη κι αν ξεχνούσε σματα, το «πολύ γάλα εις τόν μέγαν λέβητα» και να μας αρπάξει το κρασί και ο θάνατος, πάλι η το άφθονο άλας, «εξ εκείνου τό όποιον μόνος επιθυμία δεν θα έσβηνε, πάλι δεν θα προφταίνατου έμάζευεν άπό άκρογιαλιά είς άκρογιαλιά» με να τα πούμε όλα. Η Σκιάθος μένει σαν μια (Φτωχός "Αγιος), λειτουργούν σαν ηδονική επι­ ανθιστάμενη ερωτική σχέση, σαν ένας καημός καρπία της απρόσωπης γραμματικής και της για μια γυναίκα που τρυπώνει απελπισμένα στη απρόσωπης σύνταξης: μια επικαρπία, όπου η γλώσσα, σαν ένας ανεξόφλητος λογαριασμός, απρόσωπη γραμματική και η σύνταξη, οι πει­ απ’ αυτούς που προτιμάει κανείς να πέσει στη σματικά γαντζωμένες στο βυζαντινό τους όνειρο, θάλασσα και να πνιγεί, παρά να κλείσει (Γυνή υπηρετούν, είτε το θέλουν είτε όχι, απολαυστικά πλέουσα). Μα όσα χρέη έμειναν απλήρωτα από το ύφος, όπως δεν μπόρεσε να το υπηρετήσει, τον Παπαδιαμάντη, έγιναν ηδονή του αναγνώ­ παρά τις φωνασκίες του, και σε καμιά σχεδόν στη (όση ηδονή μπορεί να ζήσει ως αναγνώ­


104/αφιερωμα στης): αυτό που παθαίνει, τελικά, ο αναγνώστης είναι ότι πείθεται να χασομερήσει στον ελαιώνα, μ’ όλες τις συνέπειες που έχει το χασομέρι επί της εργασίας, της τιμής του προϊόντος και του κέρδους. Γι’ αυτό το λόγο, ο Πλάτωνας απαγό­ ρευσε να διδάσκεται ο Παπαδιαμάντης στο σχο­ λείο, ενώ, όπως είναι γνωστό, επέτρεψε ακόμη και το «Κεφάλαιο». ΑΙ τώρα, στο τέλος των λίγων πραγμάτων που με πολλά λόγια είχα να πω, ίσως μου επιτραπεί να χάσω για τελευταία φορά το βήμα μου. Ας υποθέσουμε ότι έστριψα επ’ αριστερά, εκεί που οι άλλοι όλοι άκουσαν σωστά κι έστρι­ ψαν επί δεξιά, κι ότι βρέθηκα ξάφνου, καθώς συμβαίνει συχνά στα όνειρα, στη γειτονιά της Δασκάλας με τα χρυσά μάτια: Ο πόλεμος τέλειωσε. Το μηριαίον απεκόπη, το μοιραίον (σα να είναι της μοίρας να πεθαίνεις στον πόλεμο) επήλθε. Ο Λεωνής γυρνά στο νησί με τη βαθιά σιχασιά της ιστορίας στο αίμα του, με τη σημειο­ λογία της πιο ανέκκλητης απουσίας, - τον πολε­ μικό σταυρό της ανδρείας, το μαύρο πορτοφολάκι με το θραύσμα της οβίδας, το μικρό ρολογάκι του χεριού. Ύστερα, περνάει κάμποσος αδιάθε­ τος καιρός, κι ο Λεωνής, που έχει φλέβα ζωγρά­ φου, αρχίζει να ξαναθυμάται πως η θάλασσα έχει χρώματα και πως το πιο ωραίο μπλε είναι το γαλαζοπράσινο, πως η ζωή έχει στόματα, και πως καμιά φορά έχει και σπάνια χρυσά μάτια: η Σαπφώ αφήνεται στην αγκαλιά του Λεωνή, κι εκείνος νιώθει το ζεστό κορμί της να τόνε τυλίγει σαν κισσός. «Γύρισε τά μάτια του ένα γύρω, σάν ένα άγρίμι πού γυρεύει καταφύγι γιά νά σπαρά­ ζει τό θήραμά του. Είδε τίς πυκνές τούφες τής φτέρης, τήν πήγε βιαστικά έκεϊ, τήν άπόθεσε προσεχτικά πάνω στό παχύ στρώμα τής πρασι­ νάδας, πού τσακίστηκε καί μύρισε βαριά κάτ’ άπό τά γόνατά του, καί τήν έκαμε δική του μ’ έναν τρόπο βίαιο, σχεδόν έχτρικό. Τά μάτια της βασίλεψαν κάτω άπό τά βαριά ματόκλαδα, τά δάχτυλα ξαμόλυσαν λίγο λίγο το μαντίλι μέ τά καβούρια». Αυτό ήταν. Τέλειωσε. Συγκλονιστι­ κή εμπειρία, αλλά τέλειωσε. Η επιθυμία φού­ σκωσε σιγά σιγά, κόρυφώθηκε, έσπασε τα φράγ­ ματα, και τώρα έχει πλημμυρίσει την πεδιάδα, κι έχει σωπάσει. Οτιδήποτε μπορεί πια ν’ ακολου­ θήσει για να πληρώσει την ύβρι, η τιμωρία μπο­ ρεί να χτυπήσει αλλού και άλλα πρόσωπα (η τι­ μωρία, λόγου χάρη, χτύπησε με μια σφαίρα στην Πρέβεζα, μα δεν συσχέτισε κανείς τα γεγονότα), όμως μια φορά τα καβούρια λύθηκαν απ’ το μαντήλι, και σκορπίστηκαν μέσα στα χόρτα, κα­ τά το ρέμα τους, με τις κουτσουρεμένες τους δαγκάνες όρθιες... Τώρα, πάλι, βρίσκομαι στο νερό, κοντά σε μιαν επίτηδες αναποδογυρισμέ­ νη, από την πίκρα του έρωτα, βάρκα, στις θά­ λασσες του Παπαδιαμάντη. «Έφευγεν, έφευγεν,

Κ

ώς δελφίνι, έφύσα κι έξέρνα τό νερόν ώς φάλαι­ να, καί προέβαλλε κοπτερόν τόν βραχίονα ώς ξι­ φίας. Έπλεε μέ τόν δεξιόν βραχίονα, κι έσφιχταγκάλιαζε τήν νέαν μέ τόν άριστερόν. “Ανω τήν κεφαλήν της, άνω. Ν’ άναπνέη τό δακτυλιδένιο στοματάκι της... “Μή φοβάσαι, άγάπη μου!”. Καί μικρόν κατά μικρόν θά έξετοπίζετο όργυιάς καί όργυιάς... Θά έζύγωνε, θά έπλησίαζεν εις τήν ξηράν. “Τώρα, τώρα, έφτάσαμε, ψυ­ χή μου”... Ό λ α καλά τώρα... “Έκεϊ είς τόν βράχον είναι μία σπηλιά... ν’ άλλάξης” . Εκείνη, άν είχε δύναμιν νά τόν άκούη, θά τόν έκοίταζε κατάπληκτος. Ν’ άλλάξη, μέ τί; “Νά στεγνώσης. Θά σοϋ φέρω εγώ φύλλα άπ’ δλα τά δέντρα τού δάσους, άγάπη μου, νά σκεπασθής” ... Δέν τήν άναποδογύρισε, δέν τούς έπνιξε» (Έρως Ήρως). Ο μικρός ναύτης δεν αναποδογύρισε τη βάρκα, άφησε το ίνδαλμά του να πάει να ζήσει εν ειρήνη με τον «στεριώτη», τον άντρα της. Έκλαυσε κι εφάνη ήρως εις τον έρωτά του... Μα ο έρωτάς του δεν παροπλίστηκε. Η Σκιάθος, είπα, μένει σαν ένας έρωτας που αντιστέκεται, μένει σαν μια ατέλειωτη εχεμύ­ θεια, σαν ένα πλάνο κι αναγκαστικό σημαίνον, που όσο το ψάχνεις τόσο περισσότερο παροξύνε­ ται, η Σκιάθος μένει σαν μια ακόρεστη επιθυμία με τις δαγκάνες όρθιες, σαν ανεξόφλητος λογα­ ριασμός. Ο ανεξόφλητος λογαριασμός είναι η συνωμοσία της εφηβείας μας με την ηδονική γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Παρά λίγο να γράψω: ο ανεξόφλητος λογαριασμός εί­ ναι η ηδονική συνωμοσία της εφηβείας μας με τη γλώσσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Μην κοιτάμε να τον εξοφλήσουμε.

□*I. Οι κυριότερες παραπομπές στο κείμενο: 1) Ιουλίου Βερν, Ο λαχνός υπ. αριθμ. 9672, Εκδότης I. Ν. Σιδέρης, Αθήναι 1922. 2) Οδυσσέα Ελύτη, Η μαγεία του Παπαδιαμάντη, Ερμείας, χ. χρ. 3) Φ. Μιχαλόπουλου, Διονυσίου Σολωμού: Ο Κρητι­ κός. Συμβολική κι αισθητική ανάλυση του ποιήματος, Αθήναι 1954. 4) Στρ, Μυριβήλη, Η Δασκάλα με τα χρυσά μάτια, δέ­ κατη τέταρτη έκδοση, Εστία 1956. 5) Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Τα Ά π αντα (τ. 1-6), επιμ. Γ. Βαλέτα, Εκδοτικός Οίκος Βίβλος, 1954. 6) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αυτοβιογραφούμενος, επιμ. Παν. Μουλλάς, Ερμής, Νέα Ελ­ ληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, (ανατύπ.) 1981. 7) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία, Εισαγωγή-Επιμέλεια Εμμ. I. Μοσχονάς, Οδυσσέας, Αθήνα 1981. 8) Φώτα Ολόφωτα, Έ να αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, επιμ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Ελληνικό Λογο­ τεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1981.


αφιερωμα/105

PAPADIAMANDIS Ελένη I. Δ αμβουνέλη it

Στοιχεία γενικής παιδείας και γλωσσομάθειας του Παπαδιαμάντη

* «*ww

trn * cu»ma<&

:

'ΓΑ & ·Μ*}**·«■ &*■<*£ * /i4 /?**«« $***■&* it'A*

■ ALEX. PAPADIAMANDK

NOUVELLES

vkbUi Εξώφυλλα βιβλίων τον Παπαδιαμάντη στα γαλλικά που μετέφρασε ο Οκτάβ Μερλιέ

Χαρακτιχ

I ο εκτενές μεταφραστικό έργο του Παπαδιαμάντη δημιουργεί την απορία γύρω από το θέμα της γλωσσομάθειάς του, για την οποία οι περισσότερες ενδείξεις-μαρτυρίες αποδεικνύουν τον αυτοδίδαχτο ναρακτήρα της. Αλλά και η όλη παιδεία του Παπαδιαμάντη δημιουργεί θαυμασμό, αφού δεν οφείλεται στις σπουδές κυρίως, όσο στη μελέτη του ίδιου. Αυτή την παιδεία όσο και γλωσσομάθεια εξετάζουμε κάπως πιο διεξοδικά στο μελέτημα αυτό.


106/αφιερωμα

Ο

'Απόστολος Σαχίνης θεωρεί λαθεμένη την άπο­ ψη που χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη απλοϊ­ κό και «ασπούδαχτο».1 Ο Τέλλος Άγρας χαρα­ κτηρίζει τον Παπαδιαμάντη πολυμαθή, ενώ ο Γιάννης Βλαχογιάννης θεωρεί τη συντροφιά του «μάθημα σοφού δασκάλου»123 και την παιδεία του κλασική.4 Πολυμαθή τον παρουσιάζει κι ο Μαλακάσης, όσον αφορά κυρίως την εκκλησιαστική του παιδεία.5 Αλλά τον Παπαδιαμάντη δεν τον χαρακτήριζε μόνο πολυμάθεια, αλλά και φιλομάθεια. Ο Κ. Παλαμάς χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη αυτοδίδακτο. Είναι ένας χαρακτηρισμός που οπωσδήποτε ευσταθεί, όχι μόνο για τις ξένες γλώσσες, αλλά για την όλη του παιδεία. Οι γνώ­ σεις του Παπαδιαμάντη εμπεδώνονται με τη με­ λέτη και το διάβασμα. Η παιδεία του Παπαδιαμάντη είναι πλατιά, αλλά όχι συστηματική. Μά­ λιστα, ο Παύλος Νιρβάνας τον χαρακτηρίζει «περίφημο ελληνιστή».&* Άλλος σύγχρονός του αναφέρεται στη μεγάλη μνήμη του9 που συντείνει στην εμπέδωση πολλών κι ετερόκλητων γνώ­ σεων, έτσι όπως μας παρουσιάζονται μέσα στο έργο του: αναφορές στον Όμηρο, σε τροπάρια ή συναξάρια, λαογραφικά στοιχεία, σε ξένους συγγραφείς κ.λπ. Μπορούμε να συμπεράνουμε πως η παιδεία

του Παπαδιαμάντη αναφέρεται: α) Σε Έλληνες κλασικούς συγγραφείς β) Σε ξένους κλασικούς συγγραφείς, γ) Στην ευρύτερη ελληνική λογοτε­ χνία, δ) Στην ευρύτερη ξένη λογοτεχνία, ε) Στη λαογραφία και στ) στη θεολογία και την εκκλη­ σιαστική της. Η εκπαίδευση του Παπαδιαμάντη δεν υπήρξε συστηματική, κι όχι μόνο στα μαθητικά του χρό­ νια. Από το 1862 ώς το 186510*διακόπτεται και ο πατέρας του τον διδάσκει στο σπίτι. Αργότερα στο πανεπιστήμιο ο Παπαδιαμάντης δεν παρα­ κολουθεί τα μαθήματα τακτικά κι αδιαφορεί πάντα για την απόκτηση πτυχίου. Σύμφωνα με λεπτομερή και ακριβή στοιχεία που έχουμε11 από τα επίσημα βιβλία των σχο­ λείων στα οποία εφοίτησε, ο Παπαδιαμάντης υπήρξε επιμελής και πολύ καλός μαθητής. Απο­ φοιτά από το σχολαρχείο με «κάλλιστα» «επαινετέος επαίνω Αου βαθμού».12 Ανάμεσα στα μαθήματα που διδάσκεται στο σχολείο είναι τα λατινικά13 και τα γαλλικά14. Ο Γ. Βαλέτας αναφέρει πως ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιούσε ήδη από τα μαθητικά του χρό­ νια τη γαλλική μέθοδο Ολλενδόρφου.15 Φαίνεται πως ο Παπαδιαμάντης είχε αρχίσει να μελετά γαλλικά από μαθητής και αυξάνει τις γνώσεις του με τη βοήθεια διάφορων βιβλίων ή λεξικών. Η διδασκαλία των λατινικών θα πρέπει να ήταν

1. Αποστόλου Σαχίνη, Το ιστορικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1957, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σελ. 120. 2. Τέλλου Ά γρα : Πώς βλέπομε σήμερα τον Παπαδιαμάντη, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, β', 1936, σελ. 93. «Η πολυγνωσία του Παπαδιαμάντη είν’ εκείνη που, κύρια ή επεισοδιακά, έμμεσα ή άμεσα, οργανικά ή έστω και φορτικά, γεμίζει οπωσδήποτε τό έργο του». 3. Γιάννης Βλαχογιάννης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο άνθρωπος. Εφ. Πολιτεία, 13 Σεπτ. 1925. 4. Ό .π ., «οι γνώμες του στολισμένες με παρεκβάσεις πότε στ’ αρχαία γράμματα, πότε στα εκκλησιαστι­ κά, με κομμάτια ή στίχους από τον Όμηρο, τον Οράτιο και την Παλιά Γραφή και τον Συναξαρι­ στή». 5. Μιλτιάδης Μαλακάσης: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Μπουκέτο, 19 Απριλίου 1928. «Μας μιλούσε για θρησκευτικά πράγματα και για τους μεγάλους ρήτορες της εκκλησίας. Την ομιλία την εποίκιλε και με κείμενα, με αποσπάσματα διαφόρων λόγων του, που τα ήξερε απ’ έξω, με ρητά και αφορισμούς, με παραινέσεις και διδάγματα». 6. Γ. Ρήγας, 7 Μαρτίου 1912, επιστολή προς τον κ. Δίκαιον, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλο­ γραφία, Σημειώσεις Ο. Merlier, εισαγωγήεπιμέλεια, Εμμ. I. Μοσχονά, Αθήνα 1981, σελ. 226. «Ο Παπαδιαμάντης όταν ήτο παιδί δεν έκαμνε τίποτ’ άλλο παρά εμελέτα. Εφώναζεν ο πατήρ του ο παπάς να μην μελετά πολύ αλλ’ ο Αλέξανδρος εκεί εις την μελέτην εύρισκε την ευχαρίστησίν του και

διαρκώς εις την μελέτην ενετρύφα». 7. «απαλός και αφρόντιστος αυτοσπουδαστής», Κωστής Παλαμάς, Αλ. Παπαδιαμάντης, Ακρόπολις, 4.1.1911. 8. Π. Νιρβάνας: Φιλολογικά απομνημονεύματα, έκ­ δοση Παναθηναίων, «Το καταχθόνιο μυστικό του Παπαδιαμάντη». 9. «Είχε... μνήμη γερή». Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, σελ. 160. 10. Ιω. Ν. Φραγκαήλας, Σκιαθίτικα, Β' Σύμμεικτα Σκιάθου, Αθήνα 1979, σελ. 72. «Τα μαθητικά χρό­ νια του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Σκιάθο και τη Σκόπελο». 11. Ό .π ., σελ. 63-73. 12. Ό .π ., σελ. 70, 71. 13. Ό .π ., σελ. 71 «Πρακτικά επί των δημοσίων εξετά­ σεων των φοιτώντων μαθητών εις το ελληνικόν σχολείον Σκοπέλου εν έτει 1866». Ανάμεσα στα μα­ θήματα είναι και τα λατινικά με βαθμολογία «Κάλλιστα». 14. Ό .π ., σελ. 68 «Πρακτικά της εφορίας του ελληνοσχολείου Σκιάθου. Επί των γενομένων γενικών εξετάσεων των μαθητών αυτού κατά το σχολικόν έτος 1861-1862», ανάμεσα στα μαθήματα της Β' τά­ ξης είναι τα γαλλικά κι ως ένδειξη βαθμολογίας «Κάλλιστα». Επίσης στην Γ' τάξη το 1866 αποφοι­ τά από το ελληνικό Σχολείο Σκοπέλου με το βαθμό «Κάλλιστα». 15. «Είχε τη μέθοδο του Ολλενδόρφου, την παλιά έκ­ δοση... και μάθαινε γαλλικά». Εννοεί τον καιρό που ήτανε στη Χαλκίδα μαθητής 1868-1869, Γ. Βα­ λέτας, Α . Παπαδιαμάντης: Η ζωή, το έργο, η επο­ χή του, Αθήνα, Έκδοση «Βίβλου» 1957, σελ. 131.


αφιερωμα/107 πολύ βοηθητική στη γλωσσομάθεια του αυτοδίδακτου Παπαδιαμάντη. Τις γνώσεις του της γαλλικής ο Παπαδιαμάντης τις συμπληρώνει μόνος του, κυρίως μετά το 1874. Στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα αναφέ­ ρει ο Παπαδιαμάντης πως το 1874, όταν γράφε­ ται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών-, μελετούσε ξένες γλώσσες «κατ’ ιδίαν». Κι άλλες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν την πληροφο­ ρία αυτή16 και είναι αναγκαίες, διότι στοιχεία του αυτοβιογραφικού του σημειώματος είναι ανακριβή ή ατελή.17 Οι γνώσεις του της γαλλικής φθάνουν σε τόσο προχωρημένο σημείο, ώστε σκέφτεται να δώσει εξετάσεις για να πάρει δί­ πλωμα δασκάλου γαλλικής. Για το θέμα των εξε­ τάσεων έχουμε μαρτυρίες στην αλληλογραφία με τον πατέρα του.18 Τελικά όμως, δεν δίνει εξετά­ σεις. Κι αυτό οφείλεται ασφαλώς στις ίδιες γενι­ κές και ακαθόριστες αιτίες που τον κάνουν να μην τελειώσει και τις φιλολογικές του σπουδές. Ο Γ. Ρήγας19 γράφει πως ο Παπαδιαμάντης «δεν ηθέλησε να δώσει εξετάσεις ίνα λάβη δίπλωμα, διότι έλεγεν ότι δεν ήτο πλασμένος να γίνη διδά­ σκαλος». Ο Δ. Χατζόπουλος (Μποέμ) αναφερόμενος στο ίδιο χρονικό διάστημα, γράφει πως ο Παπαδιαμάντης εγκατέλειψε τις σπουδές του και τις ιδιαίτερες παραδόσεις «κι έμαθε ταχαίως την γαλλικήν και την αγγλικήν».20 Ο Γ. Βαλέτας χα­ ρακτηρίζει την ενασχόληση του Παπαδιαμάντη με την εκμάθηση ξένων γλωσσών πνευματική ανάγκη.212 Στην εκμάθηση της γαλλικής τον επηρέασε πι­ θανότατα η γνωριμία του με τον Μ ωρεάς.^Ό­ πως αναφέρει ο Γ. Βαλέτας, ο Παπαδιαμάντης

16. Ο Γ. Ρήγας αναφέρει πως «κατά την τότε εν Αθήναις διαμονήν του έμαθε τας ξένας γλώσσας...» ό.π. 17. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Αλληλογραφία. 18. Ό .π . 19. Γ. Ρήγας, ό.π. 20. Μποέμ (Δ. Χατξόπουλος) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το Ά σ τυ , 26 Μαρτίου 1893. 21. Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, σελ. 158. 22. Ό .π ., σελ. 175 «Από του Κουσουλίνη σχετίζεται με τον ανήσυχο και φλογερό νέο, τον Ιω. Παπαδιαμαντόπουλο-Μ ωρεάς, κι ακούει τα γαλλι­ κά του...». 23. Ό .π ., σελ. 182, «Η γνωριμία με τον Μωρεάς, τον κάνει να δοκιμάσει να γράψει και στίχους γαλλι24. Ελένης Δαμβουνέλη, Εισαγωγή στα Εννέα λανθάνοντα κείμενα του Παπαδιαμάντη, στον τόμο “Φώτα ολόφωτα”, ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη και τον κόσμο του, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Α ρχείο, Αθήνα 1981, σελ. 395. 25. Γ. Βαλέτας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η ζωή,

επιχειρεί να γράψει και στίχους στα γαλλικά.23 Κατά τη γνώμη μας ο Παπαδιαμάντης στην Αθή­ να μετά το 187424 περνάει μια περίοδο εντατικής μαθητείας, άμεσης και έμμεσης. Στην έμμεση θα εντάξουμε την επικοινωνία που είχε με λογίους της εποχής, οι οποίοι είχαν επίδραση θετική στην προσωπικότητά του, είτε με συγγενείς πνευματικές ανησυχίες, είτε με το ενδιαφέρον που τον έλκυε σ’ αυτές από τις γνώσεις τους, είτε και με την κατανόηση και συμπάθεια που έδει­ χναν για την προσωπικότητά του και τα πνευμα­ τικά συγγραφικά του ενδιαφέροντα.25 Η μαθη­ τεία αυτή του Παπαδιαμάντη επηρεάζει τις γνώ­ σεις του για τις ξένες λογοτεχνίες. 'Οσο για τις γνώσεις του της γαλλικής θα πρέπει να τελειο­ ποιήθηκαν με τη μεταφραστική του εργασία. Για την εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας από τον Παπαδιαμάντη δεν έχουμε ιδιαίτερες μαρτυ­ ρίες. Πιθανότατα δεν διδάχτηκε ο Π. τη γλώσσα αυτή, αλλά την έμαθε μόνος του βοηθούμενος από τις γνφσεις του της λατινικής και της γαλλι­ κής. Η σπουδαιότερη ένδειξη που έχουμε σήμε­ ρα για τη γνώση του της αγγλικής είναι οι μετα­ φράσεις του από αγγλικά κείμενα. Αυτές τις με­ ταφράσεις θα πρέπει να έλαβαν υπόψη τους πα­ λιοί και νέοι μελετητές που τον φέρουν γνώστη της αγγλικής γλώσσας. Κι είναι αυτοί ο Κ. Μάγερ,26 ο Παύλος Νιρβάνας,27 ο Ιωάννης Χατζηφώτης,28 ο Τέλλος 'Αγρας,29 ο Απόστολος Σαχίνης30 κι ο Δ. Χατζόπουλος.31 Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε τον Σαίξπηρ καλά, αν και δεν τον μετέφρασε. Αυτό σημαίνει άρτια γνώση της αγγλικής. Ο Α. Καρκαβίτσας α­ ναφέρει πως σε επίσκεψή του στη Σκιάθο

το έργο, η εποχή του, σελ. 175. «Από του Κουσου­ λίνη γνωρίζει είτε από μακριά, είτε προσωπικά πολλούς λογίους...». 26. Κων. Μάγερ, Ιστορία του Ελληνικού Τύπου, Τόμ. Α ', 1790-1900, σελ. 135 «έμαθε τα αγγλικά». 27. Παύλος Νιρβάνας, Φιλολογικά απομνημονεύματα, Αθήνα, 'Εκδοση Παναθηναίων 1905, «ήξερε και τα αγγλικά». 28. Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λ ογο­ τεχνίας, Χάρη Πάτση, Ιωάννη Χατζηφώτη, Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, «Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γνώριζε άριστα τα αγγλικά». 29. Τέλλου Ά γρ α , «Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη», Αρχείον Ευβοϊκών Μελετών, Β', 1936, σελ. 93. «Ξέρει... αγγλικά». 30. Απόστολος Σαχίνης, Το ιστορικό μυθιστόρημα, Αθήνα 1957, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, σελ. 120, «αν μφισβήτητο, πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γνώριζε πολύ καλά την αγγλική γλώσ31. Μποέμ (Δ. Χ ατζόπουλος), Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το Ά στυ , 26 Μαρτίου 1893. 32. Α. Καρκαβίτσας, «Ο κυρ Αλέξανδρος», Καλλιτέ­ χνης, τόμ. Α ', 1911, σελ. 332-335.


108/αφιερωμα (14.5.1909) στο σπίτι του Παπαδιαμάντη, ο Π. μετέφρασε «στο πόδι» Σαίξπηρ.33 Ο Παπαδιαμάντης στο αυτοβιογραφικό του σημείωμα δεν αναφέρει συγκεκριμένα ποιες ξέ­ νες γλώσσες έμαθε. Ο Π. Νιρβάνας αναφέρει πως ήξερε «δυο τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες...»,34 “χωρίς να μας διευκρινίζει καθόλου ποια θα μπο­ ρούσε να είναι η τρίτη γλώσσα μετά από τη γαλ­ λική και την αγγλική. Ο Γ. Βαλέτας35 αναφέρει πως ο Παπαδιαμάντης δοκίμασε να μάθει γερμα­ νικά και ιταλικά αλλά τα παράτησε. Δεν έχουμε όμως γι’ αυτό καμιά άλλη μαρτυρία. Στο ίδιο κείμενο ο Γ. Βαλέτας υποστηρίζει την άποψη πως ο Παπαδιαμάντης «δεν έμαθε γερμανικά, αν και φιλόλογος, γιατί η γερμανική γλώσσα με το σύνθετο και πολυδαίδαλό της δεν του ερχόταν βολική, ούτε είχε τη λογοτεχνία της γαλλικής και αγγλικής γλώσσας και την πέρασή τους στην Ελ­ λάδα». Από τις δύο απόψεις θα συμφωνήσουμε πιο εύκολα με τη δεύτερη, η οποία και συνεπάγει την πρώτη. Γιατί η εποχή εκείνη ήταν η εποχή που στον Τύπο κυριαρχούσε η γαλλική γλώσσα και η αγγλική λογοτεχνία.36 Ήταν φυσικό να υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες μελέτης και γενικότερης πρόσβασης προς τις δύο αυτές γλώσσες. Η εκμάθηση αυτών των δύο γλωσσών θα μπορούσε να αποτελέσει προϋπόθεση για την εκμάθηση περισσότερων, όμως ο Παπαδιαμάντης είχε τόσο φόρτο εργασίας, πρωτότυπης και μεταφραστικής, που πιθανότατα δεν είχε την ευ­ καιρία και τη δυνατότητα να υλοποιήσει επιθυ­ μίες ή προθέσεις συνέχισης της γλωσσομάθειάς του. Η εξήγηση του Γ. Βαλέτα φαίνεται να ευσταθεί περισσότερο ως προς την αιτία εκλογής και προτίμησης των δύο γλωσσών που έμαθε ο Παπαδιαμάντης έναντι της γερμανικής. Αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες που έχουμε, ο Παπαδιαμάντης γνωρίζει και λίγα αρβανίτικα. Το αναφέρουν οι Γ. Βαλέτας,37 Β. Σκουβαράς,38 και Τέλλος Άγρας,39 ο οποίος στην ίδια μελέτη αναφέρει πως ήξερε και τούρκικα.

Οι διάφοροι μελετητές χαρακτηρίζουν και «βαθμολογούν» τη γλωσσομάθεια του Παπαδιαμάντη. Μαζί όμως με τη γλώσσα αξιολογούν και τις φιλολογικές γνώσεις του των ξένων λογοτε­ χνιών. Ο Απόστολος Σαχίνης γράφει πως ο Παπαδιαμάντης ήξερε την αγγλική γλώσσα και αγ­ γλική λογοτεχνία «πολύ καλά»/0 Ο Ιωάννης Χατζηφώτης γράφει πως τη γνώριζε «άριστα»41 κι ο Π. Νιρβάνας αναφέρει πως ο Π. γνώριζε «φιλο­ λογικά και τα γαλλικά και τα αγγλικά».42 Αλλά η γλωσσομάθεια του Παπαδιαμάντη κρίνεται κυρίως από το μεταφραστικό του έργο. Το έργο αυτό είναι η ασφαλέστερη μαρτυρία για τη γλωσσομάθεια του Παπαδιαμάντη για την οποία δεχόμαστε ανεπιφύλακτα τον αυτοδίδακτο χα­ ρακτήρα της. Ό σο για τη μεταφραστική του δει­ νότητα, που αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο, δεν μπορούμε επίσης ν’ αμφιβάλλουμε παρά τις όποιες ατέλειες που οφείλονται στην ατελή εκμά­ θηση των γλωσσών από τον Παπαδιαμάντη, αλ­ λά και στον βιοποριστικό και δημοσιογραφικό χαρακτήρα του μεταφραστικού του έργου. Ας σημειώσουμε εδώ επίσης πως στον Παπαδιαμάντη αποδίδουμε τις μεταφράσεις έργων διάσημων συγγραφέων όπως των Ντοστογιέφσκι, Αλ. Δουμά, Γκυ ντε Μωπασσάν, Τουργκένιεφ, Μαρκ Τουαίν, καθώς και των Βερν, Κίπλιγκ, Τσέχωφ και Ουέλς. Μερικοί από τους συγγραφείς αυτούς μεταφράστηκαν κατά πάσα πιθανότητα για πρώτη φορά από τον Παπαδιαμάντη και παρουσιάστηκαν τα έργα τους με τη μορφή της επιφυλλίδας μυθιστορήματος συνε­ χειών στις εφημερίδες της εποχής, που ακολου­ θούσαν το ευρωπαϊκό αντίστοιχο πρότυπο. Την ίδια μορφή άλλωστε, είχαν και τα πρώτα μυθι­ στορήματα του Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτη­ καν στον «Νεολόγο της Κωνσταντινουπόλεως», το «Μη χάνεσαι» και την «Ακρόπολη». Πρόκει­ ται, όπως είναι γνωστό, για τη «Μετανάστιδα», τους «Εμπόρους των εθνών» και τη «Γυφτοπούλα».

33. Ό .π . 34. Π. Νιρβάνας, Το καταχθόνιον μυστικό του Παπαδιαμάντη, έκδοση Παναθηναίων 1905. 35. Γ. Βαλέτας, Παπαδιαμάντης, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, σελ. 159, «αν και δοκίμασε να μάθει γερμανικά, τα παράτησε, κι άρχισε αργότερα τα ιταλικά, για να διαβάσει σε πρωτότυπο τον Δάντη. Τα ιταλικά του όμως δεν τα τελειοποίησε και ποτέ δεν έκανε μετάφραση ιταλικών έργων απευθείας α π’ το πρωτότυπο». 36. Γιάννης Παπακώστας, Το περιοδικό «Εστία» και το διήγημα, Αθήνα 1982, σελ. 147. «Την πρώτη θέ• ση κατέχουν οι Γάλλοι συγγραφείς κι ακολουθούν: Ά γγ λο ι, Γερμανοί, Ρώσοι και Ιταλοί». 37. Γ. Βαλέτα, Παπαδιαμάντης, Η ζωή, το έργο, η εποχή του, Αθήνα 1955, σελ, 252. «Α π’ τον κυρ-

Γιάννη μάλιστα έμαθε ο Παπαδιαμάντης και λίγα αρβανίτικα...». 38. Β. Σκουβαράς, Διορθωτικά στους Αλ. Παπαδιαμάντη και Αλ. Μωραϊτίδη, σελ. 28-29. «Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης ήξερε μερικά κουτσοαρβανίτικα. Τα μεταχειρίζεται άλλωστε στο ωραιότατο διήγημά του Ή βλαχοπούλα”». Αλλά και σε άλλα του διη­ γήματα όπως στα «Ρόδινα Ακρογιάλια» χρησιμο­ ποιεί ο Π. αρβανίτικες λέξεις και φράσεις. 39. Τέλλου Ά γρ α , Πώς βλέπουμε σήμερα τον Παπαδιαμάντη, Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών, Β', 1936, σελ. 93. «Ξέρει γαλλικά, αγγλικά, τούρκικα, αρβα­ νίτικα, ρουμελιώτικα». 40. Ό .π ., σελ. 120. 41. Ό .π . . 42. Π. Νιρβάνας, Το καταχθόνιον μυστικό του Παπαδιαμάντη. Έκδοσις Παναθηναίων, 1905.


αψιερωμα/109

Γιάγκος Α νδρεάδης

Η Φόνισσα 1

■Μια δομική ανάλυση

Ο ι δημιουργοί μάς ειρωνεύονται. Ο Τσέχωφ φτάνει, για να θαφτεί, σ’ ένα βαγόνι

που κουβαλάει στρείδια. Ο Σολωμός γεμίζει τα προγράμματα των σχολικών επετειακών εορτών. Ο Παπαδιαμάντης δέχεται τις όποιες «καταθέσεις» μας, όπως παραλίγο να δεχτεί τον οβολό του κ. Συγγρού, κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα. Έστω κι έτσι όμως, μένει η δυνατότητα να μπεις στο παιχνίδι της γιορτής, ν ’ αλλάξεις ρυθμό και να σταθείς ν ’ ανασάνεις. Τι να πεις ωστόσο; «Παπαδιαμαντολόγος», «Σολωμιστής», «Καραγκιοζολόγος» δε θα γίνω ποτέ, κι αυτό όχι γιατί διάλεξα άλλη ειδικότητα, αλλά γιατί αυτό που σου χαρίζει αναπνοή (οι πεπεισμένοι ας καταλάβουν «πνεύμα») δεν μπορεί ποτέ να γίνει αντικείμενο. Έτσι λοιπόν, θα συνεισφέρω, για να τον γιορτάσουμε, τη λίγη γνώση που κέρδισα από δυο μου ταξίδια: ένα στη Σκιάθο κι ένα στην Τραγωδία.

1. Κατάργησα τον υπότιτλο «και ο φανταστικός ρεαλισμός του Παπαδιαμάντη» που είχα αρχικά βάλει στο δοκίμιο αυτό, μόνον διότι όσα ακολουθούν υπαινίσσονται όσα χρειαζό­ ταν για τη στήριξή του, αλλά δεν τα αναλύουν. Ωστόσο, πρέπει να πω ότι κάθε άλλο παρά τον απαρνούμαι- ας προσθέσω ότι, ενόσω έγραφα το δοκίμιο αυτό, είδα όνειρο πως ο φονιάς των κοριτσιών ήμουν εγώ, κάτι σαν τον Δρά­ κο του Λαγκ. Η αστυνομία με κυνηγούσε και εγώ εναγωνίως αναρωτιόμουν αν είμαι όντως ή όχι ο φονιάς κι αν αξίζει να παραδοθώ ή αν όλα είναι φαντασία. Το ερώτημα

που έθεσα κατ’ όναρ, ισχύει και καθ’ νπαρ. Η «μαγεία του Παπαδιαμάντη» (δανείζομαι τον τίτλο του έργου αγάπης που αφιέρωσε στον Σκιαθίτη ο Ο. Ελύτης, εκδόσεις Ερμείας, Αθήνα, αχρονολόγητο), οφείλεται σ’ αυτή την ικανό­ τητα να απομονώνει θραύσματα της πραγματικότητας, να τη «σελιδοποιεί», έτσι που να αντιστοιχεί σε σύμβολα της φαντασίας. Η λειτουργία αυτή είναι αμφίδρομη γιατί το φαντασιακό είναι μέσα στο κοινωνικό' η γνώση μιας μάνας/ φόνισσας φωτίζει όχι ένα κοινωνικό περιστατικό, αλλά τα πλήθη που σπέρνουν θάνατο χωρίς να σκοτώνουν.


110/αφιερωμα ΙΑ να φτάσεις γιαλό-γιαλό από το λιμάνι της Σκιάθου στο μέρος όπου πνίγηκε η Ακριβούλα, η εγγόνα της γρια-Λούκαινας, περνάς ένα δρόμο δύσβατο, γεμάτο βράχια, σπαρμένο από τα λάφυρα όχι του θανάτου, αλλά της αναλ­ γησίας των ανθρώπων για τη φύση που τους πε­ ριβάλλει. Όταν όμως φτάσει κανείς στο μέρος του δράματος τον περιμένει μια έκπληξη: πρό­ κειται για τη μικρογραφική διάσταση των πραγ­ μάτων, που υπογραμίζεται από το αρχετυπικό ανάστημα που κερδίζουν στη μνήμη μας, όταν αφήσουμε για κάποιο καιρό το κείμενο. Ο Παπαδιαμάντης, βέβαια, μας προειδοποιεί: ο βρά­ χος είναι μόνο δυο οργιές ψηλός, όσο και το βά­ θος της θάλασσας στα πόδια του, εκεί όπου η φώκια θρήνησε το πνιγμένο κορίτσι «πρίν αρχί­ σει τό εσπερινόν δεϊπνον της». Η έκπληξη όμως έρχεται από την ελάχιστη απόσταση ανάμεσα

Γ

Υπογραμμίζω την προφανή σημασία του δεύτε­ ρου, χωρίς ν’ αρνούμαι μια δεύτερη ειρωνική διάσταση: Χαδούλα, η σαν χάδι τρυφερή, η όμοια με την Ακριβούλα του Μοιρολογιού. Μια φόνισσα που έχει το όνομα τρυφερού παιδιού, ένας θύτης που είναι και θύμα, θήραμα που κυ­ νηγούν πετυχημένα άτεγκτοι διώκτες. Θήραμα για το οποίο η απελπισμένη του περιπλάνηση στο χώρο, είναι και περιπλάνηση στα αδιέξοδα της μνήμης. Χαδούλα όπως και ΟΙδίπονς, Όρέστης, *Ιων, ’Ελένη. Κατά έναν τρόπο, η ανταρσία της Φραγκογιαννούς είναι η προίκα της. Η εξέγερση απέ­ ναντι στη μοίρα, υπέρτατη υπακοή στη μοίρα. Υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στον τρόπο που πεθαίνει (πνιγμός από νερό), στον τρόπο που σκοτώνει (πνιγμός με στραγγαλισμό), και στην ψυχική διαταραχή που την οδηγεί στο φονικό

στο μέρος όπου γκρεμίστηκε η Ακριβούλα και το μέρος όπου έπλενε η γριά γιαγιά της μοιρολο­ γώντας τα παλιά της γενοβόλια. Μένει κανείς με το αίσθημα ότι λίγο αν έβγαινε η γριά από τον κλειστό κόσμο της, λίγο αν πρόσεχε τη ζωή, όσο αυτή σπαρταρούσε κυριολεκτικά δίπλα της, το κακό δε θα γινόταν. Όμως έγινε. Η Ακριβούλα, όνομα και πράμα και αυτή όπως και τόσες μορ­ φές στον Παπαδιαμάντη, χάθηκε. Τέλειωσε, αυ­ τή, η αθωότατη, πνιγμένη, με τον ίδιο τρόπο που τέλειωσε και η Χαδούλα, η Φόνισσα, η πιο «ένο­ χη». Τι μας δείχνει αυτή η ταυτότητα στον τρόπο του θανάτου, ανάμεσα σε δυο μορφές που κατέ­ χουν τα δύο άκρα της κλίμακας των αξιών; Για να απαντήσουμε, θα πρέπει να καταφύγουμε στην πείρα του δεύτερου ταξιδιού που ανέφερα, του ταξιδιού στον κόσμο της τραγωδίας. Η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη έχει δυο ονό­ ματα. Φραγκογιαννού και Χαδούλα, ονόματα που και τα δυο παραπέμπουν στα πράγματα.

(πνίξ-πνιγός, η φυσική ασφυξία, αλλά κατά τον Διοσκορίδη, III, 45, 140 και υστερική πνιγμονή). Περισσότερο: η Χαδούλα σκοτώνει (μικρά κορί­ τσια) για να πεθάνει, αυτή που σαν μικρό κορί­ τσι ήταν ανεπιθύμητη, κακοπροικισμένη. Στη ρί­ ζα της φόνισσας υπάρχει μια εντολή θα 'άτουανυπαρξίας που την έχει σημαδεμένη. Η ανταρ­ σία της επαναλαμβάνει τη φρίκη του κόσμου που τη σημάδεψε κι έτσι βρισκόμαστε κιόλας στο δό­ κανο της τραγικής ειρωνείας· ποιος όμως την προίκισε με θάνατο; τον Αριστοτέλη στην Ποιητική του, οι Γ ΙΑκάλλιστοί τραγικοί μύθοι οργανώνονται γύ­ ρω από τα έν ταΐς φιλίαις πάθη: τα οικογενειακά κακά που, όπως ξέρουμε, προεκτείνονται στην τραγωδία από τον κόσμο του οίκον στο χώρο της πόλεως και στον κόσμον (το σύμπαν). Η κάθαρ­ ση έρχεται μέσα από την αδιάλειπτη συνάντηση 2. Ποιητική, 1453 b.


αφιερω μα/111 με to τρομακτικό που υποδηλώνεται, υπαινικτι­ κά τις πιο πολλές φορές, με το εργαλείο της ει­ ρωνείας. Η κάθαρση αυτή σημαίνει, τουλάχιστο για το θεατή, ότι κάπου ο κύκλος της επανάλη­ ψης θα σπάσει, ότι ο αποκαθαρθείς άνθρωπος θα μπορέσει να μην είναι υβριστής. Πού βρί­ σκονται ο φόβος, η ϋδρις, η επανάληψη στη Φόνισσα; Η επανάληψη πρώτα: Η Χαδούλα είναι στρίγγλα, κόρη στρίγγλας, αντρογυναίκα, κόρη και μάνα αντρογυναίκας. Μέσα στην επανάληψη όμως αυτή φωλιάζουν ειρωνεία και ύβρις. Η φόνισσα φτάνει να μισεί το φύλο της, την ύπαρξή του και τη φύση του. Η εξέγερσή της όμως, η απάρνηση της στοργής, ο φόνος, η σύγκρουση με την αγάπη που επιβάλλει, υποτίθεται, ο κοινωνι­ κός κώδικας είναι υπακοή: το μίσος είναι παρά­ δοσή της. Σκοτώνει για να μην αποδεχτεί το θά­ νατο που θήλασε αντί για μητρικό γάλα, όμως

εποχή (με εξαίρεση την Αγγλία και την Ισπανία) στο μεγάλο μυθιστόρημα με κορυφές τους Γάλ­ λους και Ρώσους δημιουργούς. Το τραγικό εκπηγάζει σίγουρα στο μυθιστόρημα, απ’ τον Θερβάντες4 ώς τον Δουμά, τον Σταντάλ, τον Μπαλζάκ και τον Φλωμπέρ της Συναισθηματικής αγω­ γής, και από τη σύγκρουση του ατόμου με την επιθυμία του, την τρέλα του, τις χαμένες προσ­ δοκίες του (Ντίκενς) ή ψευδαισθήσεις του (Μπαλζάκ) με μια κοινωνική λογική που ξέρει μόνο να σκοτώνει ή να ενσωματώνει, και αποκο­ ρυφώνεται στο γεγονός ότι η λογική της κοινω­ νίας εσωτερικεύεται στο τέλος στο πρόσωπο που υποτίθεται ότι την πολεμά. Έτσι, ο Βωτρέν του Μπαλζάκ (που το ισπανικό του ψευδώνυμο, Χερρέρα, ο σιδερένιος άνθρωπος, θυμίζει ανα­ πάντεχα τον Στάλιν), ξεκινά σαν το τέκνο της γαλλικής επανάστασης που φυλακίζεται από την

έτσι φέρνει μονάχα το θάνατό της πιο κοντά. Αυτό φωτίζει και το είδος της ψυχικής κατάστα­ σής της: τρέλα, ψήλωμα του νου, μανία νοσηρή, παραλήρημα για να μη δει το δικό της τραύμα· κάθε κοριτσάκι -όσο άγρια και να είναι η ζωήδεν είχε μια στρίγγλα μάνα, κάθε κορίτσι θα προτιμούσε ίσως να σωθεί με τον έρωτα κι όχι με το θάνατο. Μεταθέτοντας και γενικεύοντας - για να τις αντέξει- τις πληγές της, η Χαδούλα γίνε­ ται ύδρίστρια. Σωστά έχει παραβληθεί με τον Ρασκόλνικοφ3 και σίγουρα θα μπορούσε επίσης να συσχετιστεί με τον Σταυρόγκιν και τον Πιοτρ Βερχοβένσκι των Δαιμόνων. Η ανταρσία τους εί­ ναι νδρις στο βαθμό που «σώζει» τους άλλους παρά τη θέλησή τους. Μιλάμε όμως ήδη για το μυθιστόρημα, χωρίς ωστόσο να βγαίνουμε από τον κόσμο του τραγι­ κού, αφού ίσως η δύναμη και η κοινωνική σημα­ σία της αρχαίας τραγωδίας περνά στη νεότερη

καταπιεστική κοινωνία (illusions perdues Splendeur et Misere des Courtisanes, Pere Goriot κ.λπ.), φτάνει όμως να φυλακίσει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας ακόμη αγίας πόρνης της λογοτε­ χνίας, της Εσθήρ, ώσπου τελειώνει τις μέρες του μέσα στην πιο άκρα και εξευτελιστική υποταγή: διευθυντής της αστυνομίας του κράτους που μί­ σησε. Η κοινωνική όμως ανταρσία που προορίζεται να ισοπεδωθεί ή να ενσωματωθεί είναι δεμένη και με τα έν ταις φιλίαις πάθη. Η ανταρσία του νεότερου εωσφόρου είναι πρώτα έκπτωση από την αγάπη. Για να υπάρξουν ο Σταυρόγκιν και ο Πιοτρ Βερλοβένσκι, πρέπει πρώτα να υπάρξουν γονείς απρόθυμοι ή ανίκανοι να είναι γονείς και δάσκαλοι ανίκανοι να είναι δάσκαλοι (Η Στρατηγίνα, ο Στεπάν Τροφίμοβιτς στους Δαίμονες). Έτσι και η ανταρσία της Φόνισσας είναι έλλει­ ψη αγάπης που αναπαράγεται ως επιδημία θα-

3. Πρβ. X. Σακελλαρίου, Το Τραγικό στη Νεοελληνική Λογο­ τεχνία, Αθήνα, 1986, σσ. 99 κ.εξ.

4. Πρβ. Στέλιου Ράμφου, Η Παλινωδία Αθήνα, 1976, σσ. 31 κ.εξ.

Παπαόια/ιάντη,


112/αφιερωμα νάτου. Ο άλλο όνομα της Χαδούλας, Φραγκογιαννού είναι σ’ ένα βαθμό ερμηνευμένο: Το Φράγκο- παραπέμπει στη Δύση που ορίζεται σαν ανταρσία απέναντι στη ζωή, αναπαραγωγή θα­ νάτου. Ο γιος της ο Μωρός (όνομα που θυμίζει τον σύνεργό και φονιά του Σανούνδου στους ’Εμπόρους των 'Εθνών) δίνει συμβολικά στην αναπαραγωγή αυτή ή επιδημία του θανάτου την τεχνολογική διάσταση. Το πρωτόγονο εργαστήρι του είναι σύμβολο της τεχνικής δραστηριότητας που για τον Παπαδιαμάντη σημαίνει την ενδυνά­ μωση της υποταγής στις δυνάμεις της σκλαβιάς. Αρνείται όμως ο Παπαδιαμάντης κάθε επιστήμη; Ας ξαναδούμε το όνομα Φραγκογιαννού· φραγκογιαννού, όπως κομπογιαννού, κομπογιαννίτισσα. Η φόνισσα είναι και γιάτρισσα, μια γιάτρισσα που παραστράτησε και, αντί για το χάδι (Χαδούλα) της γιατρειάς σπέρνει το θάνα­ το, σε αντίθεση με τον φιλάνθρωπο Βαναρό για­ τρό. Η γνώση και η τεχνική της διάσταση είναι και για τον Παπαδιαμάντη, όπως και για τους αρχαίους τραγικούς θεϊκή ή καταστροφική, και­ ρός (ευκαιρία) και κίνδυνος. Αν η Δύση είναι ξεστρατισμένη γνώση, αυτή η Δύση δεν είναι θέ­ μα γεωγραφίας (ο Βαυαρός μπορεί να είναι φι­ λάνθρωπος) όπως και η εμμονή στην όποια πα­ ράδοση δεν είναι σωτηρία. Η Δύση μπορεί να γεννηθεί παντού (και κάποτε να μη γεννηθεί στη Δύση), η «Δύση» μπορεί να είναι ο καρπός μιας κακής παράδοσης. Το «προικιό» της Χαδούλας, η εντολή θανάτου της παραδόθηκε κατά μάνα κατά κύρη. Το προικιό είναι το εγκαταλειμμένο, νεκρωμένο κάστρο. Η Κενή Κιβωτός είναι η τε­ λευταία πράξη πριν από την Ανταρσία. Το Κά­ στρο της Σκιάθου ήταν όμορφο, στα χρόνια όμως της Χαδούλας η νοσταλγία για το Κάστρο είναι πρόσχημα, ιδεολόγημα όσων χτίζουν στην πόλη. Έτσι, και η προικοδότηση της Χαδούλας «με σπίτι στο κάστρο», είναι η αθλιότερη μορφή «επιστροφής στις ρίζες», είναι η καταδίκη σε βα­ σανιστικό θάνατο υπό το πρόσχημα της υπακοής στα πάτρια. Αυτή η συσσώρευση των οικείων κακών (η των εν ταϊς φιλίαις παθών) και η προβολή τους σε κοινωνικό/εθνικό επίπεδο δένει περισσότερο τον Παπαδιαμάντη όχι μόνο με τον κόσμο της τραγωδίας αλλά και με τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού, το ιταλόγλωσσο αυτό έργο του που -παρά τις όποιες οφειλές στον Φώσκολο- εί­ ναι ίσως και το ελληνικότερο. Η φόνισσα σκοτώ­ νει κορίτσια, η Γυναίκα βασανίζει την κόρη της και αποδιώχνει τις Μεσολογγίτισσες. Και οι δυο σέρνουν την κατάρα του πατρογονικού μίσους και οδηγούνται στην καταστροφική παράνοια. Ένας μοναχός μοιάζει να στέκει αντίβαρο στα έργα τους και ο πνιγμός (από τη θάλασσα στη μια, από την αγχόνη στην άλλη) είναι η κοινή

τους μοίρα. Δεν έχει σημασία εδώ η λογική της φιλολογικής συσχέτισης και η πηγολογία, αλλά αντίθετα το πώς όμοια ζωή, όμοια κοινωνία και μνήμες κοινές ξεπερνούν τη διάσταση της παι­ δείας (τόσο διαφορετικής στους δυο ποιητές) και δημιουργούν ποίηση αντίστοιχη. ΣΟΛΩΜΟΣ γίνεται ο ίδιος, μέσα από έκ­ σταση ποιητική, ο Διονύσιος Ιερομόναχος Ο και με τα μάτια της ψυχής βλέπει το Μεσολόγγι και την πανώρια (ερωτική) κόρη που (σαν μάνα αποδεχτική) είναι η Ελευθερία. Στη Φόνισσα ο άλλος δρόμος μοιάζει απών. Ο Σωτήρας, ο Άη Σώστης, μένει απλησίαστος κι αντί γι’ αυτόν ανοίγουν χαίνοντα τα σαγόνια της θάλασσας. Κι όμως, ο δρόμος αυτός μένει ανοιχτός γιατί, όπως και στην τραγωδία, η ελευθερία δεν κρίνεται από τη μοίρα των προσώπων του δράματος, αλ­ λά από το δράμα στο σύνολό του και από το διά­ λογό του με τον καθαιρόμενο θεατή. Να δεις την εντολή θανάτου που κυλάει στις φλέβες μας και να μην ακολουθήσεις την εντολή, να πράξεις αλ­ λιώς. Να διαβείς, σαν τους Εβραίους φυγάδες από την Αίγυπτο, τη θάλασσα και να φτάσεις στη γη της επαγγελίας, στον Ά η Σώστη, σ’ ένα κάστρο που θα είναι όχι πρόσχημα αδικίας αλλά ανάπαυση κι αναπνοή.4 Να φτάσεις βοηθημένος από την εσωτερική σου περιπλάνηση κι από όποια έξω βοήθεια, έρωτα ή προσευχή, σαν την προσευχή του παπά που Στο Χριστό στο Κάστρο προσεύχεται για να γλιτώσουν τον πνιγμό όσοι θαλασσοδέρνονται. Η Χαδούλα χάνεται. Τα πάθη της όμως μέ­ νουν κέρδος μας, όπως και οι τέχνες της, που κατάντησαν φονικές (σκότωνε ανεπιθύμητα έμ­ βρυα πριν σκοτώσει παιδιά) μπορούν να είναι, τέχνες ζωής: η αγριοκρομμύδα, το τρίμερο και κατεξοχήν η δρακοντία είναι βοτάνια σωστικά. Η Χαδούλα το ξέρει, όπως τα ήξεραν και οι αρ­ χαίοι Κένταυροι, τα θεριά που πάντρευαν στο κορμί τους πολιτισμό και αγριότητα, συμβολί­ ζοντας τις δύο πλευρές της πόλεως και της ψυ­ χής. Και όπως υπάρχουν ο κένταυρος Χείρων, ο γιατρός και ο κένταυρος Νέσσος, ο φαρμακευ­ τής, έτσι και μεις, φωτισμένοι σχετικά με τα βό­ τανα, μπορούμε να ορίσουμε κάτι περισσότερο από τη μοίρα μας. Έτσι, και το μαρτύριο μιας ένοχης μπορεί ν’ ανθίσει. Η εντολή του Σολωμού πλάι στην απαγχονισμένη Γυναίκα τη Ζάκυθος είναι: «συγχωρεμένη»!! Και η εντολή του Παπαδιαμάντη πλάι στο πνιγμένο κορμί της Χαδούλας την ξαναφέρνει στον αφρό, μικρή συγχωρεμένη στριγγλίτσα, μονάκριβη του πόθου μας, Ακριβούλα κι Αναδυομένη.

___

5. Πρβ. Λ. Καμπερίδη, Το νά<ϊ > το γλυκύ... το πράον. Αθήνα, 1982. Σε τέτοιας λογής κάστρα είναι αφιερωμένη η εισαγωγή του σσ. 13 κ.εξ.


αφιερω μα/113

Χ ρηστός Β. Χ ειμώ νας

Συμβολή στην περί Παπαδιαμάντη βιβλιογραφία Σειρά Γ '1

Σχεδόν όλοι οι μελετητές της ζωής και του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σημειώνουν ότι, «όσο ζούσε δεν είδε τυπωμένο έργο του σε βι­ βλίο». Τούτο, όμως, δεν είναι σωστό, ή μάλλον είναι σωστό «κατά το ήμισυ», αφού ναι μεν δεν είδε βιβλίο του στα ελληνικά, είδε, ωστόσο, στα

γαλλικά, όπως θα διαπιστώσετε από το πρώτο λήμμα της βιβλιογραφίας που ακολουθεί - το βι­ βλίο μάλιστα τούτο είναι ήδη βιβλιογραφικά γνωστό από τα 1934.2 Για να συνταχτεί η βιβλιογραφία τούτη απαι­ τήθηκε πολύς χρόνος, κόπος κι έξοδα κι αυτό γιατί αρκετές εκδόσεις δεν έχουνε κατατεθεί σε καμιά δημόσια βιβλιοθήκη κι έτσι έπρεπε να γί­ νομαι... ντετέκτιβ για να βρω κάποια βιβλία -το

1. Θεωρώ την εργασία τούτη ως συνέχεια των δύο προηγούμε­ νων ομότιτλων εργασιών μου (τεύχος 1, Αρχείο Σκιάθου 1, Σκιάθος 1977, σσ. 30. Και τεύχος 2, Ανάτυπο από τον τόμο «ΦΩΤΑ ΟΛΟΦΩΤΑ. Ένα αφιέρωμα στον Παπαδιαμάντη

και τον κόσμο του», Αρχείο Σκιάθου 14, Ελληνικό Λογοτε­ χνικό και Ιστορικό Αρχείο, Αθήνα 1981, σελ. 473-504). 2. Γ.Κ. Κατσίμπαλης: «Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πρώτες κρίσεις και πληροφορίες - Βιβλιογραφία». (Αθήνα 1934, σελ. 88, λήμμα 259).

Προλογικά


114/αφιερωμα ■ψάξιμο, όμως, ετούτο μου έδωσε τη χαρά ν’ αποχτήσω αρκετά βιβλία κι έτσι να πλουτίσω την παπαδιαμαντική πτέρυγα της βιβλιοθήκης μου. Προτού χωρήσω στην παρουσίαση των καρ­ πών της βιβλιογραφικής αυτής έρευνας, επιση­ μαίνω τα εξής: α) Ό ,τι περικλείεται σε αγκύλες αμέσως μετά τον τίτλο του βιβλίου υπάρχει γραμμένο στο βι­ βλίο. β) Ό ,τι περικλείεται σε άλλες αγκύλες είναι

δική μου διευκρινιστική παρατήρηση, όπως δι­ κές μου διευκρινιστικές σημειώσεις είναι και οι φράσεις, οι οποίες δεν περικλείονται σε αγκύλες ή παρενθέσεις. γ) Ό ,τι περικλείεται σε παρένθεση κι επισημαίνεται με αστερίσκο αποτελεί δική μου συ­ μπλήρωση. Και δ) Σε όσα βιβλία υπάρχει ερωτηματικό στην ένδειξη «σσ.» (=σύνολο σελίδων) σημαίνει ότι δεν τα έχω δει, αλλά τα βιβλιογραφία έμμεσα.

1. UN RfiNE SUR LES FLOTS suivi de L’AMOUR DANS LES NEIGES. [Contes ηέο-grecs traduits par Jean Dargos], (Monde Hellenique, Paris-Athenes 1908, σσ. 34).

14. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, μετ’ εικο­ νογραφιών υπό Φρίξου Αριστέως. (Εκδότης Ηλ. Ν. Δίκαιος, Εν Αθήναις 1914, σσ. 96).

2. Η ΝΟΣΤ ΑΛΓΟΣ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 103).

15. ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ - Η ΧΟΛΕΡΙΑΣΜΕΝΗ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1914, σσ.128).

3. Η ΦΟΝΙΣΣΑ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 144).

16. ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. Ιστορικόν μυθιστό­ ρημα [εικονογραφημένον από τον κ. Πέτρον Ρούμπον], (Εκδόσεις «Τύπος» Δημ. Π. Ταγκοπούλου και Χία, Αθήναι 1922, σσ. 192). [Το βιβλίο τούτο κυκλοφόρησε σε Β' έκδοση (Αθή­ ναι χ.χ.) από τον Εκδοτικό Οίκο Λ.Θ. Λαμπροπούλου].

4. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, εν - Αθήναις 1912, σσ. 288). 5. ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 160). 6. Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 104). 7. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [μετά βιογραφίας του συγγραφέως και κριτικής υπό I. Ζερβού). (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 80). 8. ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. (Εκδ. Οί­ κος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 80). 9. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΤΕΜΠΕΛΗ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 144). 10. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Οίκος Γ. Φέξη, Εν Αθήναις 1912, σσ. 80).

(Εκδ.

11. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [μετ’ ει­ κονογραφιών υπό Φρίξου Αριστέως]. (Εκδότης Ηλ. Ν. Δίκαιος, Εν Αθήναις 1912, σσ. 119). [Το βιβλίο τούτο επανεκδόθηκε στα 1918]. 12. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [μετ’ εικονογρα­ φιών υπό Φρίξου Αριστέως]. (Εκδ. Ηλ. Ν. Δίκαιος, Εν Αθήναις 1912, σσ. 96). [Το βιβλίο τούτο επανεκδόθηκε στα 1918]. 13. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ. (Εκδ. Οίκος Γ. Φέ­ ξη, Εν Αθήναις 1913, σσ. 124).

17. Η ΧΟΛΕΡΙΑΣΜΕΝΗ κι άλλα διηγήματα. (Εκδ, Οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1924, σσ. 197). [Β' έκδοσης (Αθήναι χ.χ.) από τις Εκδόσεις Ελευ­ θερουδάκης - Νίκας], 18. Ο ΠΕΝΤΑΡΦΑΝΟΣ. (Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδά­ κης», Εν Αθήναις 1925, σσ. 228). [Β' έκδοση (Αθήναι χ.χ.) από τις Εκδόσεις ΕλευΘερουδάκης-Νίκας]. 19. ΝΕΚΡΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ κι άλλα διηγήματα. (Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1925, σσ. 184). [Β' έκδοση (Αθήναι χ.χ) από τις Εκδόσεις Ελευθε­ ρουδάκης - Νίκας]. 20. Η ΦΟΝΙΣΣΑ κι άλλα διηγήματα. [Κριτική βιο­ γραφία I. Ζερβού], (Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδά­ κης», Εν Αθήναις 1930, σσ. 256). [Β' έκδοση (Αθήναι χ.χ) από τις Εκδόσεις Ελευθε­ ρουδάκης - Νίκαιας], 21. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΑΙΟΝΗΣ κι άλλα διηγήματα [Κρι­ τικό σημείωμα Γρ. Ξενοπούλου], (Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδάκη», σειρά Γράμματα - Επιστήμαι Τέχναι, αρ. 38, Εν Αθήναις 1930, σσ. 172).


αφιερω μα/115 [Β' έκδοση (Αθήναι χ.χ) από τις Εκδόσεις Ελευθερουδάκης - Νίκας], 22. ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ. [Εκλογή και διασκευή Γεωργία Ταρσούλη. Εικονογράφηση Χαρίκλειας Αλεξανδρίδου - Στεφανοπούλου], (Εκδ. Οίκος «Ελευθερουδάκης», Εν Αθήναις 1932, σσ. 1654). [Β' έκδοση (Αθήναι χ.χ) Εκδόσεις Γ. Κ. Ελευθερουδάκης - Ν. Δ. Νίκας]. 23. ΓΡΑΜΜΑΤΑ [Με πρόλογο και σημειώσεις Octave Merlier], (Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βι­ βλίων - αρ. 68. Εν Αθήναις 1934, σσ. 266). [Β' έκδοση με σημειώσεις, Ο .Merlier και Εισαγω­ γή- Επιμέλεια Εμμ. I. Μοσχονά, - τίτλος έκδοσης «Αλληλογραφία» - Εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1981, σσ. 231], 24. SKIATHOS, ile grecque. Nouvelles par A . Papadiamandis. [Traduites du grec et prefacies par Octa­ ve Merlier], (Societe d’ edition «Les Belles-Lettres», Paris 1934, σσ. 320). 25. ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ. 1887-1891. (Εκδ. Καραβία, Αθήναι 1945, σσ. 248). 26. ΤΑ ΑΠΑΝΤΑ. [Πρόλογος Σπύρου Μελά. Εισαγωγή-επιμέλεια Γ. Βαλέτα], (Αθηναϊκοί Εκδόσεις Ηρακλής Γ. Σακαλής, τόμοι 1-5, Αθήνα 1954 - τό­ μος Α ', σσ. μη + 480. Τόμος Β', σσ. 528. Τόμος Γ', σσ. 560. Τόμος Δ ', σσ. 524 και Τόμος Ε', σσ. 438). [Η σειρά τούτη εκδόθηκε κατά καιρούς και από άλ­ λους εκδότες], 27. Η ΦΟΝΙΣΣΑ (Μυθιστόρημα) κι άλλα διηγήματα. [Επιμέλεια και εισαγωγικό σημείωμα Ξεν. I. Καράκαλος]. (Εκδόσεις Μαρή, Αθήναι 1961, σσ. 158). 28. Η ΦΟΝΙΣΣΑ. (Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήναι 1961, σσ. 158). 29. ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΑ. Α θήναι 1961, σσ. 157).

(Εκδόσεις

Μαρή,

30. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ κι άλλα διηγήματα. (Εκδόσεις Μαρή, Αθήναι 1961, σσ. 157). 31. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Βιογραφικό σημείωμα από το Στ. Σπεράντσα]. (Βιβλιοθήκη Βασιλείου - «Εκλεκτά έργα» αρ. 6. Εκδοτικός Οίκος Ι.Γ. Βασιλείου, Αθήναι 1961, σσ. 168). 32. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. Βιβλιοθήκη Βασιλείου - «Εκλεκτά έργα» αρ. 7, Εκδοτικός Οίκος I. Γ. Βασιλείου, Αθήναι 1961, σσ. 131). 33. Η ΝΟΣΤΑΛΓΟΣ κι άλλα διηγήματα (Εκδόσεις Μαρή, Αθήναι 1962, σσ. 160). 34. ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. Συλλογή Διηγη­ μάτων [Προλεγόμενα Ανδρέα Φυτράκη], (Εκδόσεις της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλη­ σίας της Ελλάδος, Αθήναι 1962, σσ. 283). 35. ΑΠΑΝΤΑ τα μέχρι του θανάτου του δημοσιευθέ-

ντα. [Πρόλογος Στράτη Μυριβήλη. Επιμέλεια Ένη Βέη - Σεφερλή. Εικονογράφηση Γιάννη Βαλαβανίδη], (Εκδοτικός Οίκος «Σεφερλής», τόμοι 1-3, Αθήνα 1962 - τόμος Α ', σσ. νστ' + 804. Τόμος Β', σσ. 656 και τόμος Γ', σσ. 656). Στις μεταγενέστερες ανατυ­ πώσεις ο Α ' τόμος διαιρέθηκε σε δύο ημίτομους με συνεχή αρίθμηση σελίδων. 36. ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. (Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήναι 1963, σσ. 276). 37. UCIGA§A. [Traducere de Ada Orleanu §i Lambros Petsinis]. (Editura Pentru Literature Universale, Bucure§ti 1963, σσ. 247). [Β' έκδοση στα 1969]. 38. ΤΑ ΠΑΙΔΙΚ Α ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [Απόδοση στη δη­ μοτική Διονυσίου Μπατιστάτου. Εξώφυλλο Θ. Ανδρεοπούλου. Εικονογράφηση Μ. Βενετούλια]. (Εκδοτικός Οίκος «Ά γκυρα», Αθήναι 1963, σσ. 191). [Β' έκδοση στα 1976 και Γ' έκδοση στα 1978]. 39. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗ­ ΜΑΤΑ. [Απόδοση στη δημοτική Γεωρ. Τσουκαλά. Εξώφυλλο Θεμ. Ανδρεοπούλου. Εικονογράφηση Μ. Βενετούλια], (Εκδοτικός Οίκος «Ά γκυρα», Αθήναι 1964,. σσ. 109). 40. NOUVELLES. [Traduites du grec et presentees par Octave Merlier]. (Athenes 1965, σσ. 248). 41. Α ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ. [Βιογραφική μελέτη - Αισθητική ανάλυση - Εκλογή των έργων Μ.Μ. Παπαϊωάννου. Εικονογράφηση Π. Βαλασάκη], («Ιδανική Βιβλιοθήκη», Εκδόσεις Φυτράκη -Κ ο υ ­ τσουμπού -τώρα μόνο Κουτσουμπού, Αθήνα 1965. Τόμος Α ', σσ. 576. Τόμος Β', σσ. 222. Τόμος Γ', Τόμος Δ'). 42. ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΛΟΥ και άλλα διηγήματα. [Με κριτικό σημείωμα Κώστα Βάρναλη, μετάφραση α π’ την καθαρεύουσα Μ.Μ. Παπαϊωάννου, εξώφυλλο Ρούλας Κανάκη], (Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1966, σσ. 235). 43. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [Με σημείωμα για τη ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη από τον Πάνο Θ. Ηλιάδη], (Εκδόσεις Μαρή, Αθήναι 1966). 44. Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΙΣ (Εκδόσεις «Σκίουρος»», Αθήνα 1966). 45. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ­ ΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [Με σημείωμα με τον τίτλο «Ο Αλ. Παπαδιαμάντης και το εορταστικό διήγη­ μα» από τον Πάνο Θ. Ηλιάδη]. (Εκδόσεις Μαρή, Αθήναι 1967). 46. ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΆ. [Με εισαγωγή και σημειώσεις Λίνου Πολίτη]. (Εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1968, σσ. 147). [Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε Β' έκδοση, με την προσθήκη μιας «σημείωσης δεύτερης έκδοσης» από


116/αφιερωμα τις Α .Σ .Ε ., Θεσσαλονίκη 1978, σσ. 153]. 47. AXPLOCKERSKAN. [Oversalt Margareta Blidberg och Antonis Mystakidis]. (Goteborg, Bergendahl 1968). 48. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Απόδοση στη δημοτική Διονυσίου Μπατιτσάτου. Εξώφυλλο Θ. Ανδρεοποΰλου. Εικονογράφηση Ν. Καστρινάκη]. (Εκδοτικός Οίκος «Ά γκυρα», Αθήνα 1969, σσ. 192). [Β' έκδοση στα 1976 και Π έκδοση στα 1980], 49. ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ. [Εισαγωγή Ι.Μ. Χατζηφώτης]. (Εκδοτικός Οίκος Χάρη Πάτση Ε .Π .Ε., τόμοι 1-3, Αθήναι 1970 - τόμος Α ', σσ. μζ' + 432. Τόμος Β', σσ. 510 και τόμος Γ \ σσ. 480). 50. Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ. [Ει­ σαγωγή Γιάννη Χατζίνη], (Εκδόσεις Πάπυρος Πρεσσ Ε .Π .Ε., Αθήναι χ.χ (=1971), σσ. 183). Στο εξώφυλλο ο τίτλος είναι «Η Φόνισσα». 51. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ - ΠΡΩ­ ΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ [Προσαρμοσμένα στη δημοτική από τον ποιητή Σ. Μάραντο. Εικόνες Τάκη Δαρζέντα - Διον. Παράσχη], (Εκδόσεις Αλ. Ροΰγκα, Αθήνα χ.χ. (=1971;), σσ. 178). 52. ΠΑΙΔΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Προσαρμογή στη δη­ μοτική από το Στάθη Πρωταίο. Πρόλογος από το Μ.Μ. Εικονογράφηση από τον Τάκη Δαρζέντα], (Αθήναι 1972, σσ, 163). 53. ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ μαζί με το αφήγημα Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΧΜΕΤΗ. (Εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα 1972, σσ. 126). 54. ΑΠΑΝΤΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ. [Με προλογικό μελέτημα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Εικονογράφηση Ντ. Αναστόπουλος]. (Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1973, σσ. 374). [Β' έκδοση στα 1976]. 55. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ - ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ. (Εκδόσεις Π. Βαρέλη, Αθήναι χ.χ (=1973), σσ. 150). 56. Η ΦΟΝΙΣΣΑ. [Με προλεγόμενα Στάθη Πρωταίου], (Εκδόσεις Νικολάου Δαμιανού, Αθήναι χ.χ. (=1974), σσ. 139). 57. ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ ΚΑΙ Α ΛΛΑ ΔΙΗ­ ΓΗΜΑΤΑ. [Επιμέλεια Σπύρου Κόκκινη]. (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975, σσ. 296). 58. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ. [Επιμέλεια Σπύρου Κόκκινη]. (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975, σσ. 421). [Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε Β' έκδοση στα 1984], 59. ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ ΚΑΙ Α ΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ [Επιμέλεια Σπύρου Κόκκινη].

(Βιβλιπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975, σσ. 273). [Το βιβλίο κυκλοφόρησε σε Β' έκδοση στα 1984], 60. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Επιμέλεια Σπύρου Κόκκινη]. (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1975, σσ. 207). 61. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ. (Εκδόσεις «Αθηνά», Αθήναι 1975, σσ. 80). [Το ίδιο έ °λίο κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση (Αθήνα χ.χ./ από τις εκδόσεις «Δωδώνη»]. 62. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ. [Εισαγωγικό ση­ μείωμα Κώστα Σαρδελή]. (Εκδοτικός Οίκος Μαλλιάρη, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 125). 63. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ - ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ. (Εκδόσεις Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1975, σσ. 191). 64. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ. [Με προλογικό σημείωμα Στάθη Πρωταίου], (Εκδόσεις Δημ. Δαρεμά, Αθήνα χ.χ. (= 1975;), σσ. 351). 65. THE MURDERESS - Η ΦΟΝΙΣΣΑ. [Μετάφραση - επιμέλεια Dr. Anne Farmakides]. (McGill Companions to Modern Greek Studies, Se­ ries B' Montreal 1975) [Έκδοση λιθογραφημένη μ’ ελληνικό κείμενο, με­ τάφραση λέξεων και φράσεων στο περιθώριο, γλωσσικές ασκήσεις και γλωσσάρι]. 66. ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ. [Με εισαγωγικό μελέτη μα Ανδρέα Καραντώνη]. (Εκδόσεις «Μινώας», Αθήνα 1976, σσ. 177). [Στο βιβλίο περιέχοντ’ επίσης πρόλογος στο «Βαρ­ διάνο στα σπόρκα» και σύντομη ανάλυση του διη­ γήματος του Παπαδιαμάντη «Η τύχη απ’ την Αμέρικα» γραμμένα από τον Ανδρέα Καραντώνη], 67. Η ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΑ. [Διασκευή για παιδιά και επιμέλεια σκίτσων Εριφύλης Ντεμίρη-Κουλαρμάνη], (Εκδόσεις «Βάκων», Αθήνα 1976, σσ. 183). 68. Η ΦΟΝΙΣΣΑ - ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ [Προλογικό σημείωμα Δημήτρη Γιάκου. Επιμέλεια εκδόσεως Γιώργου Κωτσίρη]. (Εκδόσεις Ελληνική Θεματοθήκη, Αθήναι χ.χ. (=1976), σσ. 237). 69. LES PETTTES FILLES ΕΤ LA MORT. [Traduit du grec par Michel Saunier]. (Voix Frangois Maspero, Paris, 1976, σσ. 174). [Β' έκδοση στα 1979 και Γ έκδοση στα 1981], 70. ΑΠΑΝΤΑ. [Σημειώσεις στη ζωή και το έργο του από τον Μιχάλη Στρατουδάκη]. (Εκδόσεις Κώστα Μπούζα, τόμοι 1-5, Αθήνα 1976 - τόμος Α ', σσ. 539. Τόμος Β', σσ. 525. Τόμος Γ', σσ. 543. Τόμος Δ ', σσ. 487 και τόμος Ε', σσ. 459). 71. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗ­ ΓΗΜΑΤΑ. [Επιμέλεια Σπύρου Κόκκινη], (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1976, σσ.


αφιερω μα/117 279). [Β' έκδοση στα 1982],

ράνη-Σκαλτσάρη]. (Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα 1984, σσ. 137).

72. THE M URDERESS. (Translated with an Introdu­ ction and notes by George X. Xanthopoulides]. (Doric Publications Ltd, London-Athens 1977, σσ. 167).

84. Η ΦΟΝΙΣΣΑ. Κοινωνικόν μυθιστόρημα. (Εκδόσεις Πέλλα, Αθήνα χ.χ. (=1985), σσ. 184).

73. ΤΑ ΡΟΔΙΝΑ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ, ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΗΛΙΟΝΗΣ ΚΑΙ Α Λ Λ Α ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Εισαγωγή Π.Β. Πάσχου. Εικονογράφηση Νικήτα Φλέσσα], (Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 1978, σσ. 369).

85. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ, ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Μεταγλώττιση στη δημοατική και εικονογράφηση από τη Στέλλα ΜατζουράνηΣκαλτσάρη], (Εκδόσεις «Βιβλιοθήκη για όλους», Αθήνα 1985, σσ. 128).

74. ΕΠΙΛΟΓΗ. [Εισαγωγή Τάκης Αδάμος]. (Εκδόσεις Κ. Στρουμπούκης, Αθήνα χ.χ. (=1979), σσ. 598). Στο ξώφυλλο ο τίτλος είναι «Διαλεχτά έρ­ γα του Παπαδιαμάντη». 75. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜ ΑΝΤΗΣ. [Πρόλο­ γός επιμέλεια Ματθαίος Μουντές]. (Εκδόσεις Α. Τερζόπουλου, τόμοι 1-3, Αθήνα 1980 - τόμος, Α ', σσ. 316. Τόμος Β', σσ. 350 και τόμος Γ', σσ. 288). 76. Ο ΦΤΩΧΟΣ ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ. (Εκδόσ,εις «Ζωής του Παιδιού», Αθήνα 1980, σσ. 92). Τα διηγήματα δημοσιεύονται μετα­ γραμμένα στη δημοτική και συνοδεύονται με εικο­ νογράφηση. 77. A GYILKOS ASSZONY. [Μετάφραση L£szl0 Katona]. (Budapest 1982, σσ. 162). 78. ΟΙ ΧΑΛΑΣΟΧΩΡΗΔΕΣ ΚΑΙ Α ΛΛΑ ΔΙΗΓΗ­ ΜΑΤΑ. [Εισαγωγική μελέτη - Βιβλιογραφία - Ε πι­ μέλεια Βασίλης X. Μακής. Γλωσσάρι Μαρία Β. Ασβέστη]. (Εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1982, σσ. 218). 79. ΑΠΑ Ν ΤΑ . [Κριτική έκδοση Ν .Δ . Τριανταφυλλόπουλος]. (Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1981, τόμος Α ', σσ. 671. Αθήνα 1982, τόμος Β', σσ. 703. Αθήνα 1984, τόμος Γ', σσ. 729. Και τόμος Δ ', Αθήνα 1985, σσ. 725). Η έκδοση θα ολοκληρωθεί μ’ έναν ακόμα τόμο, που, όπως πληροφορήθηκα, θα κυκλοφορήσει το χρόνο τούτο. 80. ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. [Μεταφορά στη δη­ μοτική Α . Καραντώνης. Εικονογράφηση Βύρ. Απτόσογλου]. (Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Α θήναι 1983, σσ. 241). 81. LA DliSENSORCELEUSE - LES SORClfeRES. [Traduit du grec par Roselyne MAJESTY LAR• ROUX]. (Edition ARCANE 17, Paris 1983, σσ. 41). 82. THE MURDERESS. [Translated from the Greek by Peter Levi], (Εκδ. «Writers and Readers», London 1983, σσ. XIII = 127). 83. ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Μεταγλώττιση στη δημοτική (εικονογράφηση) από τη Στέλλα Ματζου-

86. Η ΦΟΝΙΣΣΑ ΚΑΙ Α Λ Λ Α ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. (Εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1985, σσ. 211). 87. ΕΠΙΛΟΓΗ. [Εισαγωγή Τάκη Αδάμου].. (Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1986, σσ. 304). 88. Η ΦΟΝΙΣΣΑ. [Πρόλογος Παύλου Νιρβάνα]. (Εκδόσεις «Λογοτεχνική Γωνιά», Αθήνα χ .χ., σσ.

112). 89. ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗ ­ ΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ Π Α ΙΔΙΑ . [Διασκευή Γεωργίας Ταρσούλη. Εικονογράφηση Γεράσιμου Γρηγόρη]. (Εκδόσεις «Ατλαντίς - Μ. Πεχλιβανίδης και ΣΙΑ Α .Ε .», Α θήναι χ .χ ., σσ. 189). Στο εξώφυλλο ο τί­ τλος είναι «Στο Χριστό στο Κάστρά και άλλα π αι­ δικά διηγήματα». 90. ΠΑ ΙΔΙΚ Α ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Εκδοτική Διεύθυνση Καίτη Δ . Αρβανιτίδου]. (Εκδόσεις «Αθηνά», Αθήνα χ .χ., σσ. 92). Στο εξώ­ φυλλο ο τίτλος είναι «Διηγήματα». 91. ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ (Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήναι χ .χ ., σσ. 223). 92. Η ΦΟΝΙΣΣΑ - ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ. [Ει­ σαγωγή Γιάννης Χατζίνης]. (Εκδότης η «Δεθνής Λέσχη Βιβλίου», Αθήναι χ.χ., σσ. 371). 93. ΑΠΑ Ν ΤΑ . [Πρόλογος Σ. Ταβουλάρης. Επιμέλεια - Εισαγωγή Μιχ. Περάνθης]. (Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Σειρά: 'Α παντα Νεοελλήνων Κλασσικών, τόμοι 1-3, Αθήνα χ.χ. τόμος Α ' σσ. 636. Τόμος Β', σσ. 623 και τόμος Γ'·, σσ. 710). 94. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Απόδο­ ση (στη δημοτική) Αντωνέλλας Δαμιανού]. (Εκδόσεις Ν. Δαμιανού, Αθήνα χ .χ ., σσ. ). 95. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Απόδοση (στη δημοτική) Αντω­ νέλλας Δαμιανού]. (Εκδόσεις Ν. Δαμιανού, Αθήνα χ .χ ., σσ. 122). Στο εξώφυλλο ο τίτλος είναι «Παιδικά Διηγήματα». 96. ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟ­ ΤΕΧΝΙΑΣ. Βασικά κείμενα Νεοελληνικής Λογοτε­ χνίας. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜ ΑΝΤΗΣ. [Επιμέλεια Κώστα Σαρδελή]. (Εκδόσεις «Δομική», Σειρά: Ελεύθερος Ά νθρ ω ­ π ο ς - 1, Αθήνα χ .χ ., σσ. 252).


118/αφιερωμα 97.

ΘΑΛΑΣΣΙΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ. [Επιμέλεια ύλης Διον. I. Τσουράκης. Εικονογράφηση Δημ. Μιχαήλ].

Επιλογικά

(«Λογοτεχνικοί Θησαυροί», Εκδόσεις «Αλκυών», Αθήνα χ.χ., σσ. 223).

Έ γ ρ α ψ ε κ ά π ο ιο ς π ρ όσ φ α τα π ω ς «τον Π α π α δ ια μάντη τον σεβόμαστε κα ι το ν α γα π ο ύ μ ε κα ι θα τ ον δ ια β ά ζο υ μ ε ο ι λίγο ι π ο υ βρίσκ ουμ ε χ α ρ ά στη λογ οτ εχ νία . Ο ι π ο λλο ί δ εν τον δ ιά β α σ α ν π ο τέ, ού τε θ α τ ον δ ια β ά σ ο υ ν » .34Π ο λ λά θ α μ π ορ ού σα ν α γρ ά ψ ω κ α ι γ ι ’ α υτό το κομ μά τι, μα κα ι για ό λ ο το κείμ ενο, π ο υ έγρα ψ ε ο α ρνητής της π ο λ ύ ­ πλευ ρ ης α κ τινοβ ολία ς κα ι π ο λύ εδρ η ς α ξία ς του π α π α δια μ α ντ ικ ού έρ γο υ . Δ ε ν θ α το π ρ ά ξω , ό ­ μως. Θ α πω μ ονά χα ότι, α ν οι ενενήντα εφ τά εκ­

δ ό σ εις έργω ν του κ υ ρ -Α λέξα ν δ ρ ο υ - δ ε ν κα τα ­ γρ ά φ ω εδώ το π ό σ ε ς φ ο ρ ές επ α νεκδ ό θη κα ν όλα τα π α ρ α π ά ν ω έ ρ γ α - σε α υτοτελείς τ ό μ ο υ ς σ ημαί­ ν ο υ ν ό τι, «οι π ο λλο ί δ εν τ ο ν δ ιά β α σ α ν π ο τέ, ο ύ ­ τε θ α τ ο ν δ ια β ά σ ο υ ν» , τότε συμφ ω νώ με «τον ν έ ο ν αρνητή». Σ η μ α ίνο υ ν, όμω ς, κά τι τέτοιο; Α σ φ α λώ ς ό χι. Ο π ό τ ε... (κα λύτερα ν α μην π ρ ο ­ χω ρήσω , για τί μπ ορεί ν α χρησ ιμοπ οιήσω σκληρή γλώ σσα ). Τ ελειώ νοντας θέλω ν α ευχαριστήσω το Ν .Δ . Τ ρ ια ντ α φ υλ λό π ο υλ ο για τ α β ιβλία π ο υ μου έθ ε­ σε υπό ψ η .

3. Δ.Ν. Σακκάς: «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γυμνα­ σίου και Λυκείου. Μια κριτική επισήμανση των αδυναμιών τους». (Περ. «Τα Εκπαιδευτικά» Αθήνα, αρ. τευχ. 4, Κα­ λοκαίρι 1986, σελ. 83). 4. Εδώ σημειώνω πως οι αναδημοσιεύσεις έργων του Παπα-

διαμάντη, σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά, ανέρχο­ νται σε χιλιάδες. Το έχει τούτο υπόψη ο κ. αρνητής; Κι ακόμα κάτι: Για τις εκδόσεις βιβλίων μ’ έργα του κυρΑλέξανδρου και τις αναδημοσιεύσεις έργων του ο ίδιος δε φρόντισε καθόλου -βλέπετε από τα 1911 ο Παπαδιαμάντης «έχει εκλείψει της σύγγενείας ημών».

ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΜΗΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΚΑΙ ΒΙΒΛΙΑ

KVV&v* S«V V -

\

I

,

^

- V V

«<*

■«MttTSW πλακα- Βύρωνος 9 ·τηλ. 32 2 2 3 9 4


επιλογή επιστροφή στην πολιτική οικονομία Ο. LA NG E - W. BRUS - Τ. ΚΟW ALIK - 1. SACHS: Οικονομική Επιστήμη: Κύριες Τάσεις. Με τ.

Φλ. Κυριακοπονλον, Εισαγωγή Σπ. Παπααπηλιόπονλος. Αθήνα, Εκδ. Κένταυρος, 1986. Σελ. 153.

Το 1970, η UNESCO προχώρησε στην έκδοση ενός έργου με τίτλο «Κύριες Τάσεις της Έρευνας στις Κοινωνικές και Ανθρωπιστικές Επιστήμες». Το τέταρτο κεφάλαιο του πρώτου μέρους της έκδοσης ήταν αφιερωμένο στην οικονομική επιστήμη και συγγραφείς του ήταν τέσσερις σημαντικοί Πολωνοί οικονομολόγοι με επικεφαλής τον Oscar Lange. Με μία σημαντική καθυστέρηση δεκαέξι χρόνων, μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί σε ξεχωριστή έκδοση το αφιερωμένο στην Οικονομική Επιστήμη κεφάλαιο.

Η μικρο-οικονομική αναλυτική με­ θοδολογία των Νεοκλασικών, με την ολοκληρωμένη μαθηματική διατύπωση του L. Walras έμελλε να αποτελέσει τη βάση της Δυτικής Οικονομικής σκέψης. Η εμφάνιση του J.M. Keynes και της μακρο-οικονομικής προσέγγισης που απο­ μακρύνεται από τη στατική ανάλυ­ ση ισορροπίας και αναλύει βραχυ­ πρόθεσμες μεταβολές, δεν αποτελεί ρήξη με τη νεοκλασική σκέψη. Άλλω στε ο ίδιος ο Keynes φροντί­ ζει να διευκρινίζει πως η θεωρία του αναπτύσσεται σε συνθήκες υποαπασχόλησης, αλλιώς το νεο­ κλασικό υπόδειγμα δεν χάνει την αξιοπιστία του. Η Μαρξιστική σχολή αντιπροσω­ πεύει ένα ολοκληρωμένο σύστημα σκέψης με σαφείς φιλοσοφικές εκ­ κινήσεις, όπου η οικονομική επι­ στήμη προσλαμβάνει τον χαρακτή­ ρα διερεύνησης των νόμων της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης. Στην εξέλιξή της η Μαρξιστική οι­ κονομική θεωρία επιβεβαιώνει τον πραξεολογικό της χαρακτήρα, ενώ βαθμιαία απαλλάσσεται από μία αρχική ανελαστικότητα και ανα­ νεώνεται μεθοδολογικά, αντλώντας και από την αναλυτική παράδοση των Νεοκλασικών. Ο ι συγγραφείς, παρουσιάζοντας τις διάφορες σχολές σκέψης με ένα πνεύμα ιδεολογικής αποστασιο­ ποίησης, συζητούν τις δυνατότητες ενοποίησης της οικονομικής θεω­ ρίας. Εντοπίζοντας τους παράγο­ ντες της σύγκλισης αναφέρουν την εισαγωγή των ποσοτικών μεθόδων στην οικονομική έρευνα και την αναίρεση της σπουδαιότητας της διάκρισης μικρό- και μακρο-οικο-

Οι συγγραφείς της μελέτης ανέλαβαν μία πολύ δύσκολη προσπά­ θεια. Έ πρεπε σε περιορισμένο χώ­ ρο να ταξινομήσουν με μεθοδολο­ γική ακρίβεια ένα υλικό που κατα­ λαμβάνει αμέτρητες σελίδες βι­ βλίων και δημοσιεύσεων, στα 130 περίπου οικονομικά, επιστημονικά περιοδικά, να επιλέξουν εκείνα τα σημεία που συνιστούν τομές στην οικονομική σκέψη και να εντοπί­ σουν δυσχέρειες και προβλήματα που αναζητούν λύσεις. Α ν και, όπως οι ίδιοι οι συγγραφείς υπο­ γραμμίζουν, πολλά από τα θέματα της κλασικής οικονομικής θεωρίας δεν αντιμετωπίζονται (π.χ. θεωρία παραγωγής, εξωτερικό εμπόριο, νόμισμα-χρήμα), η μελέτη επιτυγ­ χάνει να παρουσιάσει την «κατά­ σταση» της οικονομικής επιστήμης (state of arts). Στα δεκαέξι χρόνια που μεσολάβησαν από την αρχική έκδοση, μερικές από τις προβλέ­ ψεις των συγγραφέων παρουσιά­ ζονται ακόμη ισχυρότερες (ιδιαίτε­ ρα σε σχέση με τη μεθοδολογία), ενώ κάποια από τα συμπεράσματά τους αξιώνονται. Η μελέτη αρθρώνεται σε τρία μέ­ ρη. Στο πρώτο συζητούνται συνο­ πτικά οι θέσεις των σημαντικότε­ ρων σχολών της οικονομικής σκέ­ ψης, ενώ ιδιαίτερη έμφαση προσδί­

δεται στη διερεύνηση των δυνατο­ τήτων εμφάνισης μιας «γενικευμένης» οικονομικής θεωρίας. Στο δεύτερο, μέρος επιχειρείται μία κριτική προσέγγιση της αναλυτικής μεθοδολογίας της οικονομικής έ­ ρευνας, όπου ξεχωριστή προσοχή αποδίδεται στην εισαγωγή του μα­ θηματικού λογισμού στην οικονο­ μική επιστήμη. Τέλος, στο τρίτο μέ­ ρος, συζητούνται τα βασικά προ­ βλήματα που καλείται να αντιμε­ τωπίσει η σύγχρονη οικονομική επιστήμη. Οι συγγραφείς εξετάζουν τη συμβολή του ιστορικισμού, της νεοκλασικής σχολής και της μαρξι­ στικής οικονομικής σκέψης στη διαμόρφωση της σύγχρονης οικο­ νομικής θεωρίας. Οι Max Weber και Werner Sombart από τους ιστο­ ρικούς, προτείνουν μία ενοποιημέ­ νη κοινωνική επιστήμη, όπου όμως η οικονομική διεκδικεί τον δικό της αναλυτικό ρόλο. Η εμφάνιση της Νεοκλασικής σχολής με τον οριακό λογισμό, την ηδονιστική θεωρία της χρησιμότητας και αργό­ τερα με την Οικονομική της Ευημε­ ρίας του Pigou, μετατοπίζουν το επίκεντρο της οικονομικής θεωρίας στα προβλήματα της άριστης κατα­ νομής των πόρων, σε μία οικονομία που ρυθμίζεται αυτοματοποιημένα.


120/οδηγος νομικών εννοιών (ιδιαίτερα με την επέκταση της σύγχρονης μικρο­ οικονομικής θεωρίας). Οι ίδιοι όμως οι παράγοντες σύγκλισης αποκτούν ανασχετικό ταυτόχρονα ρόλο, όταν σκεφτούμε ότι η οικο­ νομετρική διερεύνηση και η μαθηματικοποίηση της οικονομικής αν και διευρύνουν το απόθεμα των αναλυτικών εργαλείων, ελάχιστα τροφοδοτούν τη θεωρητική αναζή­ τηση. Η μετατόπιση της έμφασης της οικονομικής έρευνας από το θεωρητικό στο εφηρμοσμένο απο­ τελεί δίοδο επικοινωνίας των δια­ φόρων σχολών και έμμεσα συμβάλ­ λει στη θεωρητική πρόοδο. Το τε­ λευταίο που επιβεβαιώνεται σε αρ­ κετούς κλάδους της εφηρμοσμένης οικονομικής1 φαίνεται να αγνοούν οι συγγραφείς. Στη συζήτηση των μεθοδολογι­ κών προβλημάτων της οικονομικής επιστήμης, οι συγγραφείς παρου­ σιάζουν μια αυστηρά ταξινομημένη προσέγγιση, επιλέγοντας την ανά­ λυση της μεθοδολογίας της θεωρίας της λειτουργίας της οικονομίας, της θεωρίας της οικονομικής μεγέ­ θυνσης και της θεωρίας κοινωνικο­ οικονομικής εξέλιξης. Η διχοτόμη­ ση όμως των θεωριών της μεγέθυν­ σης και της κοινωνικο-οικονομικής εξέλιξης είναι μάλλον παρακινδυ­ νευμένη. Α πό τα μέσα της δεκαε­ τίας του ’70 μέχρι τις μέρες μας ση­ μειώνεται μια μετατόπιση της έμ­ φασης από τη μεγέθυνση στην ανά­ πτυξη. Η αύξηση του ΑΕΠ και η οικο­ νομική μεγέθυνση μέσω της αύξη­ σης των επενδύσεων (HarrodDomar), η θεωρία του Rostow για την οικονομική απογείωση και η δυαδική θεωρία των Lewis-FeiRanis απέτυχαν να αποτελέσουν τα μοντέλα ανάπτυξης των αναπτυσσομένων χωρών. Το βάρος στρέφε­ ται στη διάχυση των αποτελεσμά­ των της μεγέθυνσης και προτείνονται εναλλακτικές στρατηγικές που έχουν σαν στόχο τσν πληθυσμό που ζει κάτω από το όριο φτώχειας και είναι προσανατολισμένες στο γεωρ­ γικό τομέα (Basic Needs, Redistri­ bution with Growth). Η οικονομική επιστήμη αποκτά έναν περισσότερο εφηρμοσμένο χαρακτήρα και υπερ­ βαίνει τις νεοκλασικές πανεπιστη­ μιακές αναζητήσεις ακόμη και εκεί όπου η νεοκλασική παράδοση α­ ποτελεί το θεμέλιο της οικονομικής σκέψης (Αγγλο-σαξονικές χώρες). Α ν όμως ο χρόνος απαξίωσε τη σημασία αυτών των σημείων της

μελέτης των τεσσάρων Πολωνών οικονομολόγων, κάποια άλλα συμ­ περάσματα και προβλέψεις τους τα έκανε περισσότερο ισχυρά. Στο κε­ φάλαιο όπου εξετάζεται η μαθηματικοποίηση της οικονομικής επι­ στήμης, οι συγγραφείς υπογραμμί­ ζουν με ανησυχία τους κινδύνους που περικλείει η εξέλιξη αυτή. Χω­ ρίς να αμφισβητούν τις θετικές πλευρές της αυξανόμενης τάσης μαθηματικοποίησης, διαπιστώνουν πως εγκαταλείπεται η σαφής κοινωνικο-οικονομική αναφορά και η θεωρητική αναζήτηση. Οι οικονο­ μολόγοι φαίνονται να αρκούνται στον εμπειρικό έλεγχο εναλλακτι­ κών υποθέσεων και τον εμπλουτι­ σμό των μοντέλων με περισσότερες μεταβλητές, που δεν είναι λίγες οι φορές που υποκρύπτουν ψευδοσχέσεις που μόνο στατιστικά ισχύουν, ενώ θεωρητικά δεν τεκμηριώ­ νονται. Η ραγδαία εξέλιξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών διευκο­ λύνει το κτίσιμο μεγάλων μοντέλων που ενδογενοποιούν μεταβλητές μη οικονομικού χαρακτήρα και υποκαθιστούν την εργαστηριακή εργα­ σία άλλων επιστημών, όμως δεν διευρύνουν τις δυνατότητες της θεωρητικής αναζήτησης στη βάση των συγκεκριμένων κοινωνικο-οικονομικών σχηματισμών. Αυτή πα­ ραμένει δουλειά του οικονομολό­ γου, που δείχνει να υποβαθμίζεται. Ο Ρ. Samuelson σε μια κριτική προς τους οικονομολόγους έξαρση, υποστηρίζει ότι «μακροχρόνια, οι οικονομικοί επιστήμονες δουλεύ­ ουν για τη μόνη πολύτιμη αμοιβή -τη δική τους επιδοκιμασία».2 Ενώ ο διάσημος οικονομέτρης Μ. Nerlove συμπληρώνει γενικεύοντας, «οι επιστημονικοί κλάδοι τείνουν να ακολουθούν μία ενδογενώς υιοθε­ τούμενη agenda, που αυτόματα οδηγεί στην έλλειψη συνάφειας και την απώλεια της επιρροής τους».3 Η μελέτη ολοκληρώνεται με την επισήμανση των βασικών προβλη­ μάτων που πρέπει να αντιμετωπί­ σει η σύγχρονη οικονομική επιστή­ μη. Κατά τη γνώμη του γράφοντος αυτό το μέρος της μελέτης είναι το πιο ισχυρό. Επισημαίνονται με ιδιαίτερα εύστοχο τρόπο μερικά από τα προβλήματα που και στις μέρες μας αποκτούν ιδιαίτερη βα­ ρύτητα. Το κεφάλαιο που πραγμα­ τεύεται τον οικονομικό προγραμ­ ματισμό, την ανάγκη της υποστήρι­ ξής του με τη λειτουργία ενός μη­ χανισμού της αγοράς που θα προσ­ διορίζει την «κοινωνική κλίμακα

προτιμήσεων», μέσω ενός συστήμα­ τος τιμών που θα εκφράζουν τις αξίες, είναι προφητικό σε σχέση με τις σημερινές θεωρητικές και πρα­ κτικές αναζητήσεις των οικονομο­ λόγων του σοσιαλιστικού κόσμου. Τα θέματα της κατανομής του εισο­ δήματος και της αμοιβής της εργα­ σίας, η υιοθέτηση ενός συστήματος κινήτρων που θα επιδρά θετικά στη ροπή για αποδοχή καινοτο­ μιών, απασχολούν το ίδιο έντονα τους μαρξιστές οικονομολόγους. Επιβεβαιώνεται σήμερα η άποψη για σύγκλιση των συστημάτων; Το χρόνιο ερώτημα της οικονομικής επιστήμης επανέρχεται στον επίλο­ γο της μελέτης. Οι συγγραφείς κα­ λούν τους οικονομολόγους να επιστρέψου' ντην Πολιτική Οικονο­ μία, να οδώσουν στην οικονομι­ κή σκί , τον κοινωνικό της ρόλο. Είναι · μόνος τρόπος για να απαν­ τηθεί ιο ερώτημα. Αφήσαμε για το τέλος κάποια σχόλια για την ελληνική έκδοση της μελέτης. Η εισαγωγή του Σπήλιου Παπασπηλιόπουλου, μεθοδολογικά ακριβής, επιτυγχάνει ακριβώς το ρόλο της. Εισάγει στο θέμα της με­ λέτης. Η απόδοση όμως του κειμέ­ νου στα ελληνικά παρουσιάζει αρ­ κετές αδυναμίες. Επιλέγονται κά­ ποιοι όροι αδόκιμοι στην οικονομι­ κή βιβλιογραφία. Για παράδειγμα, οι όροι κανονικότητες της ανάπτυ­ ξης, συνολικοποίηση μεγεθών, ανατοκιστικό επιτόκιο, αποδίδονται επιτυχέστερα σαν νόμοι της ανά­ πτυξης, άθροιση μεγεθών, προσεξοφλητικό επιτόκιο αντίστοιχα. Οι εξωτερικές «δυσ-οικονομίες» είναι «δισ-οικονομίες», ενώ η αποτελε­ σματική ζήτηση συνηθίζεται να κα­ λείται ενεργός ζήτηση (ο όρος απο­ τελεσματική δεν είναι λάθος). Σε αρκετά σημεία του κειμένου η δια­ τύπωση δημιουργεί δυσχέρειες στην ανάγνωση (π.χ. σελ. 71, 75, 92.) ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΡΑΣ Βιβλιογραφία 1. W. Leontieff, Theoretical Assum­ ptions and Non-observed Facts, Ame­ rican Economic Review, 61 (1971) pp. 2. P.A. Samuelson, Economists and the History of Ideas, American Economic Review, 52 (1962), pp. 1-18. 3. M. Nerlove, Agricultural Economics, Contributions, American Journal of Agricultural Economics, 68 (1986), pp. 397-98.


οδηγος/121

none» J

λόγος χρωμάτων και φθόγγων ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΠΡΑΣΤΗΡΑ: Το φως που βλέπουμε τώρα. Αθήνα, «Στιγμή», 1986. Σελ. 64.

Η Αλεξάνδρα Πλαστήρα ανήκει στη χορεία των νέων εκείνων ποιητών, πού προσπαθούν να διασπάσουν τον κλοιό των καθιε­ ρωμένων εκφραστικών σχημάτων και να επιτύχουν μια νέα αίσθη­ ση στη λειτουργία της γλώσσας. Στους ποιητές που κατευθύνονται, κυρίως, προς τη βίαιη εναλλαγή των εικόνων, τονίζοντας έτσι τις αντιθετικές εκδοχές των πραγμάτων και αναζητώντας τη δυνατή εξέλιξη του μεταϋπερρεαλιστικού φάσματος στη σύγχρονη ποίηση. Στις περιπτώσεις αυτές συναντάμε τη διαδικασία ενός λεκτικού μον­ τάζ με αυστηρώς επιλεγμένες λέ­ ξεις, που προσιδιάζουν στη στοχούμενη εικόνα. Έχουμε, δηλαδή, την ακραιφνή κατάδειξη της εικό­ νας και όχι την κυριολεκτική έκ­ φραση της ιδέας. Πρόκειται για ερ­ γασία που γίνεται με την άνεση που απολαμβάνει ο δημιουργός, όταν δεν καταπιέζεται από ορισμέ­ να κυρίαρχα βιώματα, τα οποία, ανά πάσα στιγμή, επιζητούν τη μυστηριακή τους απελευθέρωση. Ό σ ον αφορά την εν λόγω συλλο­ γή, ο τίτλος, που τις περισσότερες φορές είναι και το «μισό» βιβλίο, όσο σχηματικός κι αν είναι (ας δε­ χθούμε την υπερβολή), επιμένει στην τελευταία λέξη: Στο χρονικό επίρρημα «τώρα», με την έννοια ότι πρόκειται για τον απειροελάχι­ στο χρόνο, που μεταβάλλεται πριν καν τον συνειδητοποιήσουμε ως ξε­ χωριστό διάστημα. Σ’ αυτόν, λοι­ πόν, τον αστραπιαίο χρόνο, μόλις που προλαβαίνουμε να αντιληφθούμε την αποκάλυψη ορισμένων πραγμάτων, μια αποκάλυψη συγ­ κεχυμένη, υφαρπαζόμενη από μι­ κρά θραύσματα εικόνων. Είναι το ξαφνικό φως που εισχωρεί στο γνωστικό μας πεδίο, αλλοιωμένο βέβαια από την ιδιαιτερότητα του συναισθηματικού μας κόσμου. Το «φως που βλέπουμε τώρα», στην

ακαριαία αυτή στιγμή, αν μπορεί ποτέ να εννοηθεί ως ακίνητος ή ακινητοποιημένος ο χρόνος, υπει­ σέρχεται στον κόσμο των ποιητι­ κών συμβόλων, μετουσιώνεται σε λόγο, ένα λόγο χρωμάτων και φθόγγων, αποσπασματικών εν­ νοιών, κυρίως αυτό, μια αίσθηση ενός απομακρυνόμενου κέντρου εκπομπής σποραδικών μηνυμάτων. Α πό εκεί και πέρα η εκφορά του λόγου καταδυναστεύεται από ξαφ­ νικές διαφυγές, που επιχειρούνται στη διαδικασία της, ένδον, προκα­ θορισμένης πορείας του ποιήματος. Είναι η μοίρα της εγκεφαλικής κα­ τασκευής, που στην απουσία του βιωμένου αισθήματος εκμαιεύει ει­ κόνες απροσδόκητες με μοναδικό σκοπό την αλλαγή, άρδην, της μέ­ χρι τη στιγμή εκείνη εννόιολογικής και εκφραστικής αλληλουχίας. Α υ­ τά τα ξαφνικά παράθυρα φέρνουν στο ποίημα σταγόνες από τη δρο­ σιά ενός αιφνίδιου ανέμου, που ει­ σβάλλει και, προς στιγμήν, επιβάλ­ λει την κυριαρχία του. Α λλά, ση­ μαίνουν κάτι; Επιφέρουν κάποιον συγκινησιακό κραδασμό, με συ­ νειρμικές παραπομπές σ’ έναν κό­ σμο πέρα από το «φως», που λάμ­ πει τη στιγμή αυτή; Δύσκολα μπο­ ρούμε να πούμε το ναι, εκτός κι αν πρέπει να αρκεσθούμε σ’ αυτήν την αίσθηση του «σπασμένου» λόγου και μόνο, με τη χαριτωμένη του λο-

π λ α ίσ ιο ΑΝΔΡΕ A ΑΝΤΩΝΙΑ Δ Η: Τα πληγωμένα άλογα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1986. Σελ. 112. Η πρώτη διηγηματογραφική δουλειά του Κύπριου συγγραφέα Ανδρέα Αντωνιάδη έχει μαζί της όλα τα υπέρ και τα ; ατά αυτής της ατ. ,όλμησης. Με άλλα λόγια κ ενώ διακρίνεται για μια απρόσμενη ευελιξία της γραφής, η οποία σε παραπέμπει σε ενδιαφέροντα αποτελέσματα, το είδος των θεμάτων παραμένει αρκετά χαμηλό και δεν ξεπερνούν το μέσο επίπεδο. Ακόμη και τα διηγήματα που_ έδωσαν τον τίτλο στο βιβλίο συνίστανται α πό ανθρώπινες μικροτριβές όχι όμως τέτοιες που να μπορούν άνετα να χαρακτηριστούν σαν κοινωνικά δεδομένα και έτσι να πλησιάσουν από άποψη τέχνης πια τον αναγνώστη. Παρότι «τα πληγωμένα άλογα» διανύουν ήδη την τρίτη τους έκδοση σε καμία περίπτωση δεν είναι το βιβλίο εκείνο που θα σηματοδοτούσε μια καινούρια εποχή για την κυπριακή πεζογραφία. ΙΩ ΝΑ ΖΩΗ. Άτροπος. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 48. Τα εκτενέστατα ποιήματα του Ίωνα Ζώη είναι φυσικό να χάνουν τη συνοχή τους κάτω απ’ τα πολλά πράγματα που ο δημιουργός επιθυμεί να εντάξει σ’ αυτά. Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου και το μοναδικό μεμπτό σημείο σ’ ένα βιβλίο που περιέχει ένα μεγάλο φάσμα θεματικών και κοινωνικών προβληματισμών, αποκτώντας την ευχέρεια μιας γνήσιας


122/οδηγος γοπαιγνιδίζουσα υφή. Υπάρχουν, όμως, και λίγα, ελά­ χιστα, ποιήματα (π.χ. σελ. 20, 21, 24, 35), που ξεφεύγουν από τη δια­ δικασία του διαρρηγνυόμενου λό­ γου, όπου το εύρημα δεν προλα­ βαίνει να επιβληθεί στο συναίσθη­ μα, όπου η συγκίνηση, σε μια γνή­ σια εκφορά, καταφέρνει να διατη­ ρήσει την αυθεντικότητά της. Το πιο μικρό παράθυρο στη στέγη βλέπει μακρύτερα από μας (σελ. 20) Ωστόσο, τα λίγα αυτά ποιήματα, αν και δίνουν ένα μέτρο των δυνα­ τοτήτων της ποιήτριας, δεν μπο­ ρούν να χαρακτηρίσουν το εν λόγω βιβλίο. Προσθέτουμε, ακόμα, ότι χάρις στο γόνιμο εμβολιασμό του ποιητικού κλίματος των υπερρεαλι­ στών ποιητών (κυρίως Σαχτούρης), ποιητών που συνεχίζουν να τροφο­

δοτούν τις φλέβες της νέας ποίησης με το άφθονο αίμα των δικών τους ονειροσυρμών, αποδίδεται ένα ανάλογο αισθητικό αποτέλεσμα, καθώς με την έξαρση και μόνο μιας λειτουργικότατης γλώσσας, καθί­ σταται αναμφισβήτητα έγκυρο. .Στα πλαίσια των παρατηρήσεων αυτών παραθέτουμε το καλύτερο ποίημα της Αλεξάνδρας Πλαστήρα για τη συλλογή αυτή. Ά ρ α γε θα κρατούσε χίλια χρόνια ή μήπως ήταν κιόλας πεθαμένη κι αν ήτανε στ’ αλήθεια πεθαμένη τι είχαν χαράξει ανάμεσα στις στήλες ποιος ποιητής είχε δωρήσει στη σιωπή τα λόγια εκείνα που ποθούν οι πεθαμένοι

στ’ αλήθεια πεθαμένη τότε ποια ήταν εκείνη που θρηνούσε πάνω απ’ τον τάφο του; (σελ. 35) Η ένστασή μας για. την Αλεξάν­ δρα Πλαστήρα έγκειται μόνο στην απουσία του συγκεκριμένου κρα­ δασμού. Στην άνευ αντικρίσματος πολυσημία των λέξεων. Στην εξε­ ζητημένη διάχυση των απροσδιόρι­ στων ερεθισμάτων. Και κυρίως στο λιμνάζοντα μύθο. Γιατί, ενώ υπάρ­ χει τόση κίνηση στην παράθεση των εικόνων (συνεχής μεταπήδηση στοιχείων από το ακίνητο στο κινη­ τό), υπάρχει μια στατικότητά στην προοπτική του μύθου. Ο μύθος δεν μπορεί να μένει μετέωρος, ερμητι­ κός, ανεξελίξιμος, αφού πρόκειται για τέχνη που βασίζεται αποκλει­ στικά στο λόγο. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

αμφίβιος θεός Π Α ΤΡΙΚ ΖΙΣΚ ΙΝ Τ: Το Άρωμα. Μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου. Αθήνα, Εκδόσεις Ψυχογιός, 1986. Σελ. 253.

Η εμπορική επιτυχία του Αρώματος σε συνδυασμό με τα «ανυπό­ κριτα» «παινέματα» όχι μόνο των ανά την υφήλιο κριτικών λογο­ τεχνίας αλλά και των λογοτεχνιζόντων δημοσιογράφων θα έπρεπε να μας βάλει τουλάχιστον σε σκέψεις: σκέψεις που μπορούν να συνοψιστούν κάλλιστα στο ερώτημα μήπως πίσω από όλα τα «με­ γάλα», τα «σπουδαία» και τα «πρωτότυπα» συντελείται μια μεγά­ λη αδικία, και συγκεκριμένα μια αδικία εις βάρος τόσο του συγ­ γραφέα όσο και του έργου. Να το πω ευθύς εξαρχής και χωρίς περιστροφές: το Άρωμα είναι ένα από τα ωραιότερα βιβλία -αποφεύγω επιμελώς να πω μυθιστόρημα- των τελευταίων χρό­ νων, που ήρθε σε κρίσιμη εποχή να καταδείξει τις άπειρες δυνατό­ τητες της πρόζας· αριστούργημα -π.χ. όπως οι Δαιμονισμένοι του Ντοστογιέφσκη ή ο Πύργος του Κάφκα-, ωστόσο, επ’ ουδενί εί­ ναι. Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα με κάποια σειρά.

Πάτρικ Ζίσκιντ

Ποιος είναι ο Γκρενούιγ; Τα γαλλι­ κά λεξικά λένε: la grenouille=o βά­ τραχος. Ό ντως ο «ήρως» Γκρε­ νούιγ είναι βάτραχος: ο χαρακτη­ ριστικός εκπρόσωπος των αμφί­ βιων ζώων. Η γέννηση, η άνδρωση και ο βίος του, το γεγονός της ζωής

του με άλλα λόγια, αποδεικνύουν άριστα τη στάση του μεταξύ ύδατος και ξηράς, θερμού αίματος και ψυχρού αίματος. Και δεν είναι κα­ θόλου περίεργο ότι ο Γκρενούιγ, ανάμεσα σε όλους τούς άλλους με­ γάλους πόθους του, προσπαθεί να


οδηγος/123 ζήσει μέσα στην ένωση ακριβώς αυτών των αντιθέτων που ορίζουν την ύπαρξή του. Γεννήθηκε σ’ έναν πάγκο ψαριών από κάποια μάνα που πούλαγε ψάρια κι έθαβε τα παιδιά της που γεννιόντουσαν όλα νεκρά· η γέννηση του Γκρενούιγ έφερε το θάνατο της μάνας του -όλες οι πράξεις του Γκρενούιγ έφερναν πάντοτε και μια κατα­ στροφή. Υπήρξε κι αυτό μία από τις μοναδικότητες του βατράχου... Μια; Ναι! Γιατί η μεγάλη του μοναδικότητα συνίστατο στην ικα­ νότητά του να αντιλαμβάνεται σε όλες του τις διαστάσεις ό,τι είχε σχέση με την αίσθηση της Ό σφ ρη­ σης· η αντίληψή του δεν περιοριζό­ ταν μόνο στην παθητική αναγνώρι­ ση ή αποθήκευση οσμών, αλλά εκτεινόταν και στη δημιουργία τους. Σκοπός της ζωής του υπήρξε η δημιουργία της οσμής του σώμα­ τός του με τις παραδεδομένες μεθό­ δους της αρωματοποιίας, όπως όμως μετεξελίχθηκαν στο αισθητή­ ριό του. Ο δημιουργός Γκρενούιγ νοιάζεται φαινομενικά μόνο για τα αρώματα και μέσω αυτών αποπει­ ράται να γίνει κύριος του κόσμου· η «τρελή» αυτή απόπειρα γνωρίζει «αίσιο» τέλος, καθώς ο βάτραχος επιτυγχάνει στο να γίνει πλαστουρ­ γός ενός κόσμου μοναδικού -κα θό­ σον στην ιστορία της ανθρωπότη­ τας και των πολιτισμών παρόμοιο πολιτικό φαινόμενο δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί- με νόμους θεσπι­ σμένους επί της σχέσεως θερμού προς ψυχρό και ανθρωπίνου προς ζωώδες. Οι εν λόγω νόμοι αποτε­ λούν το διαλεκτικό αποτέλεσμα μιας «παράλογης» διαδικασίας εξε­ λίξεων από το απλό έως το πολυ­ σύνθετο, που όμως ως μοναδικό εί­ ναι απλό,και από το χονδροειδές έως το πλέον εκλεπτυσμένο, κορω­ νίδα του οποίου είναι το άρωμα. Για να νομοθετήσει ο Γκρενούιγ -με άλλα λόγια: για να αρθρώσει τη μεγάλη αντίθεση που κρατά τον κόσμο, προκειμένου να ιδρύσει τον δικό του κόσμο, του αρώματος, όπου όλα χωρούν υπό αναλογίαν-, έπρεπε να επιλέξει την οδό της Άσκησης, η οποία του δώρισε τη διάσπαση του αμφίβιου εαυτού του σε ύλη και πνεύμα και τον έκανε τον ίδιο άρωμα: τη θέση του οινο­ πνεύματος την κράτησε το «πνεύ­ μα» του και τη λειτουργία των στε­ ρεών υλικών παραγωγής αρωμά­ των η ισχνή «ύλη» του, το αμφίβιο σώμα του δηλαδή, που τρεφόταν με τα ευτελέστερα των γήινων, για να

θρέψει το θεό που κουβαλούσε ε­ ντός του. Ο Γκρενούιγ είναι θεός, επειδή είναι μοναδικός και δημιουργεί σύμπαν με φυσικούς νόμους και πνευματικές αρχές. Ο βαπτισθείς Ζαν Μπατίστ (=Ιωάννης Βαπτι­ στής) όντας θεός, και δη αμφίβιος, βαπτίζει το νέο κόσμο ως σύμπαν των οσμών και ιδρύει μια «νέα» θρησκεία: απόσταγμα της αντίθε­ σης μεταξύ αγάπης και κακίας· όπως δεν υπάρχουν καλές και κα­ κές οσμές, αλλά μόνον οσμές, έτσι δεν υφίσταται αμιγής αγάπη και αμιγής κακία, αλλά μόνο ένα «πνευματικό-αρωματικό» συμπίλη­ μα, προϊόν ιστορικών αντιθέσεων και καταλύτης πρωτόγνωρων συν­ θέσεων ούτως ώστε τα πάντα στο σύμπαν του Γκρενούιγ να μπορούν να ζουν «αμφιβίους», να μετέχουν ταυτόχρονα τόσο στον υγρό προο­ ρισμό όσο και στη στερεά διαμονή του κόσμου και να προκρίνουν την εξαΰλωσή τους. ΓΓ αυτό και δεν επιλέγεται τυχαία το μοτίβο, μετά από κάθε δημιουργία του Γκρε­ νούιγ να γίνονται καταστροφές που θυμίζουν τη διαδικασία παρα­ σκευής αρωμάτων: τα στερεά δια­ λύονται μέσα στο υγρό (π.χ. το σπίτι του Μπαλντίνι μέσα στον Ση­ κουάνα), για να προκύψει το άρω­ μα, η νέα τάξη του κόσμου, και να αναδειχθεί ο νέος θεός, ο εκπορεύων το καλό και το κακό. Το Άρωμα είναι, λοιπόν, πέρα από πραγματεία περί της «βιομη­ χανίας» αρωμάτων, ένα θεολογικό δοκίμιο που καταλήγει ως αποκα­ λυπτικό κείμενο θεοδικίας. Είναι μια παράλληλη πορεία ενός θεού και ενός Αντίθεου, ενός δημιουρ­ γού και ενός καταστροφέως: του Γκρενούιγ. Στο γερμανικό πρωτό­ τυπο διαβάζουμε κοντά στον τίτλο Άρωμα και τον υπότιτλο Η Ιστο­ ρία ενός Φονιά, που είναι σαφώς παραπλανητικός, καθόσον θέλει να τονίσει τη μια πλευρά του Γκρε­ νούιγ, την «κακή»· ο βάτραχος, ωστόσο, ως αμφίβιο ζώο, δεν ζει μόνο στο κακό, αλλά και στο καλό -ή μάλλον: ζει ταυτόχρονα στο κα­ λό και το κακό, άρα και στη δη­ μιουργία και την καταστροφή· η χρήση του «αρώματος», για να πε­ ριγράφει αλλά και για να δικαιω­ θεί αυτός ο αμφι-βίος, είναι ιδανι­ κή, γιατί το άρωμα καθαυτό μετέ­ χει «νομοτελειακά» στην ιδιότροπη ενότητα «καλού» και «κακού»: δημιουργείται για να εξαφανιστεί, έχοντας αφήσει πίσω του μιαν αό-

κριτικής σκέψης. Ο ποιητής αντανακλά μ’ ένα δικό του τρόπο όλα τα σοβαρά γεγονότα που απασχόλησαν κατά καιρούς την τέχνη της ποίησης, εμμένοντας περισσότερο στην ευαισθησία και ευστάθεια του στίχου παρά στη δομή αυτούσιων κομματιών, που θα επιδρούσε καταλυτικά στη δεκτικότητα του αναγνώστη. Μ’ αυτή τη λογική, η συλλογή πρέπει να ιδωθεί κυριολεκτικά τεμαχισμένη για να γίνουν αντιληπτές οι πραγματικά υψηλές της προδιαγραφές. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Κ Ω ΣΤ Η Α . ΒΑΡΦΗ: Η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου, στόχος της Λεοπολδιανής αποικιοκρατικής πολιτικής. Αθήνα, εκδ. Φιλιππότη. Σελ. 87. Κ Ω ΣΤ Η Α . ΒΑΡΦΗ: Πόρος 1831. Το κίνημα - οι πρωταγωνιστές. Αθήνα, Εκδ. Φιλιππότη. Σελ. 143. Ο ίδιος συγγραφέας με τα δύο αυτά μελετήματα συμβάλλει αρκετά θετικά σε δύο περιπτώσεις-κλειδιά της νεοελληνικής ιστορίας. Το πρώτο μελέτη μα είναι η δημοσίευση για πρώτη φορά, δύο υπομνημάτων που αναφέρονται στο ενδιαφέρον του Βελγίου για τη Μεσογειακή λεκάνη, τώρα όμως για τα νησιά του Αιγαίου. Είναι γνωστό ότι από την έναρξη ήδη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1821-1828 πολλοί θέλησαν ν α αποικίσουν την Ελλάδα - πάντα για το καλό της. Το «ενδιαφέρον» αυτό ήταν φυσικά ενδιαφέρον αποικιοκρατικού χαρακτήρα. Ό λ α αυτά είναι γνωστά, όμως άγνωστα ήσαν τα δύο υπομνήματα που δημοσιεύει ο συγγραφέας και τα οποία προσθέτουν άλλον έναν


124/οδηγος ριστη εντύπωσή του. Ο δημιουργός Γκρενούιγ δικαιώνει και εκδικείται τον ολετήρα Γκρενούιγ· ο αμφίβιος Γκρενούιγ είναι ζηλωτής και κατή­ γορος του θεού, είναι θεός και διά­ βολος. Το ότι τα Χριστούγεννα -κα ι μάλιστα η παραμονή των!αποτελούν το χρονικό λάιτ-μοτίφ του Αρώματος σε σχέση με τον θεό Γκρενούιγ και τον Ιωάννη Βαπτι­ στή Βάτραχο και το ότι η «δράση » του θεού αναδεικνύει ως ύπατο σκοπό της την καταστροφή του κό­ σμου μέσα σε νερά, αρκούν για να εξηγήσουν τα παραπάνω. Ό σ α δεν εξηγούνται λογικά -όπου δηλαδή η ερμηνεία είτε απουσιάζει είτε εξορίζεται- τα λύει ένα θαύμα. Καμιά θρησκεία δεν μπορεί να ιδρυθεί χωρίς θαύματα, καμιά θεολογία δεν μπορεί να δια­ γράψει τα θαύματα: θεός δεν υφίσταται άνευ θαυμάτων. Το Άρωμα είναι μια μακριά αλυσίδα θαυμά­ των, τα οποία ούτε και ο πλέον προετοιμασμένος αναγνώστης μπο­ ρεί να διακρίνει στις συμπαραδηλώσεις τους· μέχρι που έρχεται η στιγμή της καταδήλωσης του θαύ­ ματος: ο δολοφόνος Γκρενούιγ όχι μόνο σώζεται «ανεξήγητα» την τε­ λευταία στιγμή από την κρεμάλα, αλλά και το συγκεντρωμένο πλήθος τον λατρεύει ως θεό. Είναι η κορυ­ φαία στιγμή, όπου ο αμφίβιος (=διάβολος και θεός) Βάτραχος απολαμβάνει εν μέσω σκηνών ομα­ δικού παροξυσμού και οργίων την Αγάπη του λαού του. Είναι το χώ­ νεμα παραδείσου και κόλασης.

Κ ώ οτα Παππά

Παράλληλα νεοελληνικά ποιήματα ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΕ! ΚΟΙΝΟΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΑΞΟΝΕΣ

στώσες, πέρα από τις σταθερές Αλλά αν η Θεολογία χρειάζεται «θρησκεία» και «επιστήμη», πέρα θαύματα, πολύ περισσότερο χρειά­ από τους ποικίλους «δυϊσμούς» συ­ ζεται θεό ή θεούς, για να αρθρώσει ναντάμε όχι μόνο να επιζεί, αλλά τα ρήματά της. Εκτός από τον και να θριαμβεύει το πνεύμα του Γκρενούιγ, του οποίου η σχέση με Ό καμ και των Νομιναλιστών: οι τον θεό καταδείχθηκε, στο Άρωμα ατέρμονες απαριθμήσεις, οι αλυσί­ συναντάμε και άλλα πρόσωπα που δες των διαφοροποιήσεων, οι άπει­ «ομιλούν» περί θεού. Ο αρωματο­ ποιός Μπαλντίνι, όντας «ανόητα» : ρες εκλεπτύνσεις των «ομοίων» και οι απεριόριστες δυνατότητες του μοναρχικός και «αρνητής» της δημιουργού να «παράγει» διαφορε­ ανερχόμενης αστικής τάξης -«αρ­ τικά αρώματα, δηλαδή διαφορετι­ νητής» στο όνομα ενός αδιάφορου κούς κόσμους, αρθρώνουν εμμέσως και ακατανόητου Καθολικισμούπλήν σαφέστατα το ρήμα ότι «δεν ζητά χρήματα και τιμές που φέρ­ υφίσταται Γένος, αλλά μόνον Εί­ νουν χρήμα: τον θεό του καπιταλι­ δος: δεν υπάρχει η έννοια Ίππος, σμού. Μα ταυτόχρονα αρνείται αυ­ υπάρχει το άλογο του στάβλου τόν τον θεό, καθώς μισεί τους Ου­ μας». Αυτή τη ειδικότητα προβάλ­ γενότους, τους εκφραστές δηλαδή λει ο συγγραφέας, αυτή την ειδικό­ αυτού του πνεύματος, που μέσα τητα ενσαρκώνει ο αμφίβιος Γκρε­ από τις θεμελιωμένες στη βιομη­ νούιγ και αυτή η ειδικότητα εκπο­ χανία σχέσεις προκρίνουν την κα­ ρεύεται από την μοναδικότητά του: πιταλιστική ανάπτυξη του κό­ γιατί - το ξαναλέω- ο Γκρενούιγ εί­ σμου... Ο ευπατρίδης ΤαγιάντΕσπινάς πιστεύει στην παντοδυνα­ ναι (ένας) θεός... μία της Επιστήμης, την οποία θεω­ Ποιος είναι, όμως, ο Πάτρικ Ζί­ ρεί θεό και στην οποία αφιερώνει σκιντ; Ό π ο ιο ς απαντήσει: «σύγ­ χρονος Γερμανός συγγραφέας και τις ημέρες του βίου του και την πε­ σεναριογράφος», δεν κινδυνεύει να ριουσία του. Ζητώντας δε να γνω­ κατηγορηθεί ότι σφάλλει· ούτε επί­ ρίσει το καταφύγιο και της πλέον σης, όποιος απαντήσει: «καλός ή απόκρυφης «γνώσης» ανεβαίνει με χιονοθύελλα στην κορυφή του έξυπνος ιστορικός»! Στη σελίδα 250 της ελληνικής μετάφρασης, ο όρους Κανιγκού, απ’ όπου δεν επέ­ αφηγητής μας μιλάει για τον Γκρε­ στρεψε ποτέ. Οι ξεκάθαροι συμβο­ νούιγ που επιστρέφει στο Παρίσι, λισμοί της ανάβασης και της χιονο­ θύελλας κραυγάζουν, αν τους συν­ τη γενέτειρά του: Το χέρι, που είχε δέσουμε με το ότι το γεγονός συνέ­ αγγίξει το μπουκαλάκι, ευωδίαζε απαλά, κι όταν το ’φερνε στη μύτη βη το βράδυ των Χριστουγέννων και ότι οι νεαροί μαθητές του, που του τον κυρίευε συγκίνηση και για μάταια τον περίμεναν, άναψαν στη μερικά δευτερόλεπτα έμενε ακίνη­ μνήμη του την άλλη χρονιά μια φω­ τος. Κανείς δεν ξέρει πόσο υπέρο­ τιά προς τιμήν του Αγίου Ιωάνχο είναι στ' αλήθεια αυτό το άρω­ μα, σκέφτηκε. Κανείς δεν ξέρει πό­ νου... Ο αντιδήμαρχος της πόλης Γκρας, Αντουάν Ρισί, γνωρίζει τον σο καλά είναι φτιαγμένο. Οι άλλοι θεό στο πρόσωπο του δολοφόνου δέχονται την επίδρασή του, ναι, Γκρενούιγ τη οτιγμή που συντελείαλλά δεν ξέρουν ούτε καν ότι αυτό ται το θαύμα της σωτηρίας του τε­ που τους μαγεύει είναι ένα άρωμα. λευταίου· ξεχνά τον θάνατο της Ο μόνος που αναγνωρίζει την αλη­ θινή του ομορφιά, είμαι εγώ, γιατί αγαπημένης του κόρης και αφοσιώνεται στη ζωή του φονέως βα­ εγώ το δημιούργησα. Και ταυτό­ τράχου... χρονα είμαι ο μόνος άνθρωπος που δεν υποκύπτει στη γοητεία του. Εί­ Ο Ζίσκιντ στην πρώτη κιόλας μαι ο μόνος για τον οποίο δεν έχει γραμμή του βιβλίου του μας πληρο­ φορεί ότι όλα αυτά έγιναν τον 18ο αιώνα. Μα πώς να γίνει πιστευτός; Α ν πούμε ότι δεν μιλάει ο αφη­ Μπορεί τα «ιστορικά» στοιχεία της γητής, αλλά ο συγγραφέας -ταυτο­ περί οσφρήσεως και αρωμάτων λογία!- δεν είναι δύσκολο πλέον να πραγματείας του να ανταποκρίνοαπαντήσουμε στο ερώτημα, ποιος νται στο πνεύμα και να χωρούν στο είναι ο Ζίσκιντ. Είναι αυτός που πλαίσιο του 18ου αιώνα, αλλά δεν έφτιαξε -τα τονίζει υπογραμμίζο­ μπορεί να μας διαφύγει ούτε για ντας τη λέξη φτιαγμένο και επανα­ μια στιγμή ότι το όλον πρόκειται λαμβάνοντας (υποτίθεται διά στό­ περί μεταφοράς -πράγμα που ση­ ματος Γκρενούιγ) την προσωπική μαίνει: όχι απλής προβολής- του αντωνυμία εγώ- το άρωμα, το Μεσαίωνα στο εν λόγω πλαίσιο. Άρωμα δηλαδή. Ποιος είναι ο Ζί­ Πέρα από τις «θεολογικές» συνι­ σκιντ; Είναι ο δημιουργός του


οδηγος/125 Αρώματος, είναι ο μόνος που δεν μαγεύεται από χο Άρωμα, είναι ο μόνος για τον οποίο το Άρωμα δεν έχει νόημα. Η χρήση λέξεων, όπως λ.χ. «δημιουργός» και «μόνος», εύ­ κολα μπορεί να μας πάει εκεί, όπου ο καθένας πια μπορεί να φανταστεί, μα ο υπογράφων του­ λάχιστον δεν θα «κάνει τη χάρη» στον ευφυέστατο κύριο Ζίσκιντ. ©α πω μόνο ότι ο συγγραφέας, όπως και ο ήρωάς του, είναι αμφί­ βιος, και ότι στο τέλος -πά λι κατά το παράδειγμα του ήρωά του, κατά το οποίο κάθε δημιουργία του έρεπε να ακολουθείται κατ’ α­ νάγκην από έναν χαμό- του βι­ βλίου βάζει τον όχλο να φάει τον Γκρενούιγ: ο δημιουργός του Αρώ­ ματος τρώει το δημιούργημά του, τον θεό (του) Βάτραχο. Ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά Στην αρχή μίλησα για την μέσω επαίνων αδικία εις βάρος του έρ­ γου και του συγγραφέα. Εξηγού­ μαι: αδικία σημαίνει να παραβλέ­ πεις ή και να περιφρονείς αυτά που σου εκθέτει ο συγγραφέας και Σημείωση: 1. Ένα άρωμα δεν είναι ποτέ υπερευαί­ σθητο, αλλά υπεραισθησιακό (σελ. 63)· ο ήλιος δεν έχει ακτίνες, αλλά ακτίόες (σελ. 134, 135)· δεν υπάρχει έμμεσος λόγος, αλλά πλάγιος λόγος (σελ. 146)· ο Λούσιφερ είναι ο S u ­

va καταπιάνεσαι με δευτερεύοντα και επουσιώδη πράγματα· ν’ αγνο­ είς τον κορμό και ν ’ ασχολείσαι με τα ποικίλματα- να υπερβάλλεις ανάλογα με τους... ευσεβείς σου πόθους. Μια ματιά στο αφτί του οπισθόφυλλου της ελληνικής έκδο­ σης, όπου είναι συγκεντρωμένες μόνο αβανταδόρικες παρατηρήσεις για το βιβλίο, αρκεί για να πείσει. Κι επιτέλους το βιβλίο δεν είναι «πρωτότυπο»! Αφενός μεν ακολου­ θεί την πιο κλασική αφηγηματική οδό, αφετέρου η «ιδέα» του είναι -α π ό όσο μπορώ να διακρίνω και χωρίς αυτό ν ’ αποτελεί μομφή- δά­ νεια- όποιος έχει διαβάσει τον Ίσκιο του Κορμιού του Αμαξά του Πέτερ Βάις και Το Ψάρι Γλώσσα του Γκύντερ Γκρας, θα καταλάβει τι εννοώ. Ευτυχώς η μετάφραση της κυρίας Μαρίας Αγγελίδου δεν αδικεί καθόλου το πρωτότυπο· εί­ ναι κομψή-, ρέουσα, διαθέτει ποικι­ λία ύφους· ορισμένα λάθη*1 δεν αρκούν για να της στερήσουν το πα­ ραμικρό από τα προτερήματά της. ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ σφόρος (σελ. 229)· οι καθολικοί επί­ σκοποι δεν φορούν καλυμαύχι, αλλά τιάρα (σελ. 232). Τέλος η έκφραση βρώμα . αι δυσωδία έχει καταλήξει να σημαίνει άλλο απ’ ό,τι αρχικά σήμαινε· το βρώμα, ωστόσο, εξακολου­ θεί να γράφεται με ωμέγα, μη έχο­ ντας σχέση με την βρόμα.

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ©β ΕΠΟΧΗ Κυκλοφ όρησε

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ Επιλογή Μια αρκετά προσεγμένη επιλογή από τα καλύτερα διηγήματα του σκιαθίτη κλασικού των ελληνικών γραμμάτων, όπου ο αναγνώστης έ­ χει την ευκαιρία να εκτιμήσει για άλλη μια φορά το ρεαλισμό του Παπαδιαμάντη, αλλά και τις βαθιές ρίζες που τον έδεναν με το απλό λαϊκό στοιχείο της εποχής του.

Εκδόσεις Ζωοδόχου Πηγής 16, 106 81 Αθήνα. Τηλ. 3640 713, 3623 649

«ενδιαφερόμενο» στο παιχνίδι αυτό: το Βέλγιο, έτσι για να συμπληρωθεί το κενό στο «φιλελληνισμό» των Ευρωπαίων! Τα υπομνήματα αυτά, προτάσεις καθαρά για εκμετάλλευση, εμπόριο, κατοχές και άλλα, περιέχουν εν τούτοις πολλά δημογραφικά και οικονομικά στοιχεία για τα ελληνικά νησιά. Ο Πόρος και η εξέγερση που εκδηλώθηκε εκεί, των Υδραίων ενάντια στον Καποδίστρια, θεωρείται σήμερα η απαρχή της κατρακύλας του ελληνικού κράτους, που παραδόθηκε δέσμιο στα χέρια των υπερδυνάμεων της εποχής. Είναι γνωστό οτι οι υδραίοι κοτζαμπάσηδες δεν πολέμησαν για την ελληνική υπόθεση αλλά για τα πουγκιά τους, για την επιβίωσή τους τοπικά και γενικά, ενώ άλλωστε είναι γνωστή η στάση τους στη διάρκεια των εσωτερικών εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεων, που παραλίγο να μηδενίσουν την επανάσταση του 1821. Η στάση στον Πόρο και ο εμπρησμός των πολεμικών ελληνικών πλοίων αγορασμένων με θυσίες και αίμα, ήταν πράξη προδοτική σε έθνικό επίπεδο ιδωμένη. Φυσικά, πίσω τους βρίσκονταν - όπως πάντα - οι Ά γγλο ι που με τον «Πόρο» ανοίγουν την αυλαία των παρασκηνιακών προσπαθειών τους γιά την ανατροπή του «ρωσόφιλου» Καποδίστρια, αυλαία που την κλείνουν με τη δολοφονία του, διά χειρός Μαυρομιχαλαίων. 'Ετσι η συνεργασία Αλβανών-Μανιατών, από τα πιο αντιδραστικά στοιχεία, στην προσπάθεια του Καποδίστρια για την οργάνωση του διαλυμένου κυριολεκτικά ελληνικού κράτους, καρποφορεί. Ο συγγραφέας στο μελέτημα αυτό παρέχει αρκετά στοιχεία που δίνουν μία ολοκληρωμένη άποψη πάνω στο θέμα.

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ


126/οδηγος

η εναγώνια οδοιπορία της γλώσσας Λ Ο Υ Ι ΦΕΡΝΤΙΝ ΑΝ ΣΕ ΛΙΝ : Τα­ ξίδι στα βάθη της νύχτας. Μετά­ φραση: Αλίκη Γιατράκου - Fossi. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 562.

Το λογοτεχνικό έργο του Αουί Φερντινάν Σελίν είναι μία περιγρα­ φή των σχέσεων του ανθρώπου με το θάνατο. Ο γραφιάς-γιατρός Σελίν, ως συγκινησιακά παλλόμενος ιστορικός παρατηρητής κοι­ νοποιεί στον αναγνώστη την καθημερινή έκπτωση όλων εκείνων που ήλπισαν σε έναν καλύτερο κόσμο και παταγωγώς διαψεύστηκαν. Ως μέλος του κοινωνικού συνόλου καταγγέλλει τον πανταχού παρόντα χρηματισμό, το θάνατο των οραμάτων των οικονομικά ασθενέστερων τάξεων. Ως ποιητής τέλος, προτείνει ένα οδοιπορι­ κό μέσα στη γλώσσα, ως έσχατο μέσο αντίδρασης στην επίμονη παρουσία του θανάτου, ενός θανάτου όχι μόνον βιολογικού, ούτε αποκλειστικά αντιμετωπιζόμενου ως έπερχόμενου γεγονότος. Η ανταρσία της γλώσσας είναι και ανταρσία διά της γλώσσας εναντίον του προσωπείου του θανάτου που φορά ο καθημερινός βίος. Την 1η Ιουλίου του 1961, ο Λουί Φερντινάν Σελίν (κατά κόσμον Λουί Φερντινάν Ντετούς) ανήγγει­ λε στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ το τέ­ λος του 19ου βιβλίου του «Ριγκοντόν», επισφραγίζοντας έτσι με τρό­ πο σαρκαστικό τη ζωή του και το έργο του. Γιατί η 1η Ιουλίου 1961 είναι η ημέρα του θανάτου του Σε­ λίν και «Ριγκοντόν» στη στρατιωτι­ κή αργκό σημαίνει ένα στόχο που έχει τρυπηθεί ακριβώς στο κέντρο του. Σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ο γραφιάς - γιατρός Ντετούς (2.5.1894 - 1.7.1961) αισθανόταν μονίμως «δολοφονημένος με ανα ­ στολή» και με την κοινωνική του προσφορά και το συγγραφικό του έργο επίμονα αναζήτησε την κρυμ­ μένη όψη των πραγμάτων κατευθύνοντας το στόχαστρό του στο κέ­ ντρο της «μιζέριας» που τον περιέ­ βαλε, επιθυμώντας να βρεθεί «απ’ την άλλη μεριά της ζωής». Ο θάνα­ τός του υπήρξε λοιπόν · ι ·; μιας εναγώνιας αναζήτι - Ο στόχος τρυπήθηκε (επιτέλοι. . ->ro κέντρο του. Εικοσιεννέα χρόνια πριν (το 1932) ο στόχος είχε ήδη διευκρινιστεί. Χρησιμοποιώντας ένα «τραγούδι της Ελβετικής Φρουράς» του 1793 για μότο του πρώτου βιβλίου του «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας», ο

Λουί Φερντινάν Σελίν επιγραμμα­ τικά δρομολογούσε τη λογοτεχνική του κατάθεση. και με ακρίβεια προέβλεπε την πορεία της ζωής του : « Έ να ταξίδι είν’ η ζωή μας / Μες στο χειμώνα και στη νύχτα / Ψ ά­ χνουμε από πού θα περάσουμε / Στον ουρανό που τίποτα δε φέγ­ γει». Το «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας» είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστό­ ρημα που αναφέρεται στα δύο τα­ ξίδια του Σελίν στην Αφρική (1916), στο πρώτο του ταξίδι στην Αμερι­ κή (στην οποία έφτασε έχοντας μπαρκάρει λαθραία), στην επι­ στροφή του συγγραφέα στο Παρί­ σι, στην ενασχόληση του με την ια­ τρική. Το βιβλίο γράφεται επί ο­ κτώ χρόνια. Οι βιογράφοι του Σε­ λίν τοποθετούν την αρχή της γρα­ φής του στο 1924-1925. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Αμερικανί­ δα χορεύτρια Ελίζαμπεθ Κρέιγκ που υπήρξε μεγάλος έρωτας της ζωής του, πριν αυτή τον εγκαταλεί­ ψει το 1933. Για τον Σελίν, «το θέατρο βρί­ σκεται παντού» στη ζωή του, που καταγράφει στο βιβλίο. Οι εμπει­ ρίες του πολέμου (με τις οποίες ασχολείται ο γιατρός-γραφιάς στην αρχή του βιβλίου του), των ταξιδιών του και της θητείας του στο

ιατρικό επάγγελμα (όπου έρχεται σε επαφή κυρίως με ασθενείς προερχόμενους από οικονομικά ασθενέστερα στρώματα), διαμορ­ φώνουν μία πρόσληψη της πραγμα­ τικότητας που κοινωνικά είναι ιδιαίτερα δύστηνη. Κρίση αξιών μαστίζει τον κόσμο. Η κοινωνική κρίση (φτώχεια, ανεργία κ.λπ.) εί­ ναι καλπάζουσα. Οι σχέσεις των ανθρώπων είναι άκρως συμβατι­ κές. Η «ανθρώπινη επικοινωνία» περιορίζεται σε μια διαπίστωση σιωπών ή αμήχανους διαλόγους. Η κοινωνική πραγματικότητα χαρα­ κτηρίζεται λοιπόν από την εξωτε­ ρική ακινησία της, «στο βάθος δεν συμβαίνει τίποτα». Α π ’ αυτήν την άποψη ο θάνατος, ως περιοχή όπου πλέον η κίνηση της ζωής έχει σταματήσει, είναι εξακολουθητικά παρών. Συγχρόνως η «μιζέρια» (χαρακτηρίζεται «μοιραία» στο βι­ βλίο του Σελίν «Mea Culpa») είναι «ακατανίκητη». Ενώ η ζωή (εξελκωματικά κεκοσμημένη) δεν μπορεί να «χορέψει» γιατί οι άνθρωποι δεν διαθέτουν «αρκετή μουσική». Τα κοινωνικά όντα (φτωχοί, άρρω­ στοι, πόρνες, τυχοδιώκτες, κατα­ ζητούμενοι από τις αρχές), έχουν αποδεχτεί τη δυστυχία τους, την «αγαπούν». Υπάρχουν όμως ορι­ σμένοι που διακαώς επιθυμούν να αποκαλύψουν τα ψεύδη των κοι­ νωνικών συμβάσεων και μάλιστα «έχουν ολόκληροι πιαστεί από την αγωνία τους», μία κατάσταση διαρκείας στη διαδρομή της ζωής τους. Α ν και μονίμως «δολοφονη­ μένοι με αναστολή» (όσον αφορά το συγγραφέα, ο τίτλος και μόνο του βιβλίου «Θάνατος με πίστω­ ση», είναι εύγλωττος) επιδιώκουν ν ’ αντιμετωπίσουν «τη φρίκη των πραγμάτων και των ανθρώπων». Παρόλο που αισθάνονται ήδη νε­ κροί (και από αυτήν επίσης την άποψη ο θάνατος είναι συνεχώς παρών στο βιβλίο) επιθυμούν αναρριχούμενοι στη σφαίρα του


οδηγος/127 ονείρου («ο μόνος έρωτας των αν­ θρώπων») να «πάνε πραγματικά στο βάθος των πραγμάτων». Α ν το ταξίδι για τον Σελίν είναι η αναζήτηση του τίποτα, μία δι­ αρκής φυγή, το ταξίδι στο βάθος της νύχτας, δρομολογεί μία πορεία εξόρρυξης της αλήθειας των πραγ­ μάτων. Η νύχτα δηλώνεται ως προ­ νομιακό τοπίο αυτής της αποκάλυ­ ψης. Διότι ακριβώς η νυκτερινή τοποθεσία πριμοδοτεί «το σκόρπισμα των ιδεών που πάνε να δια­ σκεδάσουν με τ’ άστρα». Οι εσώτα­ τοι ψυχικοί παλμοί συγχρονίζονται με τις υπόρητες παλμοδοτήσεις του «έξω κόσμου». Ο άνθρωπος ονειρευόμενος κινείται στην περιοχή του φανταστικού. Ακραίοι δείκτες αυτού του ταξιδιού, η ζωή και ο θάνατος («Το δικό μας ταξίδι... πάει από τη ζωή στο θάνατο»). Οδόσημα, τα διάφορα περιστατικά της ζωής του Φερδινάνδου Ντετούς ο οποίος θεωρώντας ότι «η αλή­ θεια του κόσμου είναι ο θάνατος» καλείται να επιλέξει μεταξύ της ιχνηλασίας της περιοχής του θανά­ του και του εφησυχασμού απέναντι σε μία ζωή όπου το ψέμα κυριαρ­ χεί. Έτσι, η «μικρή γλώσσα δρό­ μου που βγαίνει από το σκοτάδι» δεν είναι τίποτε άλλο παρά το επέ­ κεινα του θανάτου. Επομένως, ο θάνατος λειτουργεί και ως αποκα­ λυπτική περιοχή της αληθινής φύ­ σης των πραγμάτων. Το «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας» οικοδομείται λοιπόν γύρω από μία τρίχορδη διαπίστευση του τοπίου

του θανάτου. Ο θάνατος πανταχού παρών, ση­ ματοδοτεί μία κοινωνική πραγμα­ τικότητα που για τους φτωχούς και πλάνητες δεν προσφέρει καμία διέ­ ξοδο. Τα κοινωνικά αυτά όντα βιώνουν την εξωτερική, νεκρικής υφής, ακινησία ως καταδίκη τους σε θάνατο από τη μοίρα (λόγω κοι­ νωνικής καταγωγής και ιστορικών συγκυριών). Ο Φερδινάνδος Σελίν αναδύεται από τα δύο αυτά επίπε­ δα και ενεργοποιώντας τη μνημονική του σκευή επιθυμεί «να βρει τον εαυτό του» ακτινογραφώντας τα τοπία τού γύρω του θανάτου μέσα σε ένα «εσωτερικό παραλήρημα» Διά της γραφής ο Σελίν στοχεύει στην καταγραφή του κόσμου που τον περιβάλλει. Η καταγγελία του κοινωνικού ψεύδους, των απατη­ λών ανθρώπινων αξιών, της παντο­ δυναμίας του χρήματος, των κοι­ νωνικών επιλογών της δικαιοσύνης και της εξουσίας, του χρηματισμού των γιατρών, των ευρύτερων κοι­ νωνικών συμβάσεων, είναι εμφα­ νής στόχος του. Αποτελεί όμως μία στόχευση πρώτου επιπέδου. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η γλώσσα του, δονούμενη από ένα παραλήρημα ελεγχόμενο και βεβαίως έντεχνο, στοχεύει στην κατάδειξη «της τρέ­ λας που δημιουργεί η πραγματικό­ τητα», κατά την παρατήρηση του Α . Ζιντ. Στο επίπεδο αυτό η γλώσ­ σα του Σέλιν γίνεται ένα όχημα με­ ταφοράς του προφορικού λόγου, της λαϊκής ομιλούμενης γλώσσας

Επανόρθωση Στο προηγούμενο τεύχος (αριθμός 164) το αφιερωμένο στους σύγχρονους Αγγλόφωνους Φιλέλληνες και συγκεκριμένα στο άρθρο της κυ­ ρίας Μάρας Γιαννή «Η Ελλάδα του Τζαίημς Μέριλ: πρόσωπα και πράγματα» έχουν γίνει δύο λάθη που αλλοιώνουν τα νοήματα του άρθρου. Το πρώτο βρίσκεται στην πρώτη παράγραφο, σε­ λίδα 34, και είναι: «η ποίηση του Μέριλ εστιάζε­ ται σχεδόν αποκλειστικά στο στενό κύκλο της προσωπικής μου εμπειρίας»... ενώ το σωστό εί­ ναι της προσωπικής του εμπειρίας. Το δεύτερο λάθος -βρίσκεται στην επόμενη στήλη της ίδιας σελίδας στην τελευταία σειρά και πρόκειται για τη λέξη ανυψώνοντας που πρέπει να διαβαστεί αντλώντας. Ζητούμε συ­ γνώμη από τη συνεργάτιδά μας κ. Μάρα Γιαννή και τους αναγνώστες μας.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ

ΣΗ Μ Ε ΙΑ

in riE E s s

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΡΑΥΤΟΠΟΥΛΟΣ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΕΩΣ

ΜΙΛΤΟΣ ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ Η ΠΕΤΡΑ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ

m im im m m

9 t* _

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ ΠΟΛΙΤΟΙΚΟΛΟΓΙΑ

Μαυρομιχάλη 39 Τηλ. 3601956, 3610445 Αθήνα 10680


128/οδηγος (που δεν πρέπει να ταυτιστεί απο­ κλειστικά με την αργκώ). Η γλώσ­ σα του Σελίν αποτελεί μία χοάνη επεξεργασίας τόσο των σύγχρονων του γλωσσικών εκφορών όσο και τύπων του Μεσαίωνα και του XVI αιώνα. Επομένως είναι λάθος να θεωρήσουμε ότι ο λόγος του Σελίν οικοδομείται από το γλωσσικό υλι­ κό των παρισινών προαστίων και μόνον, παρ’ όλο που σ’ αυτά πέρα­ σε μεγάλο μέρος της ζωής του ως έφηβος και γιατρός αργότερα. Ο λόγος των βιβλίων του Σελίν δεν δρομολογεί μία απλή μεταφορά ιστοριών, ούτε κοινοποιεί απλώς καταγγελίες. Κυρίως λειτουργεί ως συγκινησιακό όχημα που ναρκοθε­ τεί την άτεγκτη λογική και την «επίσημη» γλώσσα της κοινωνίας της εποχής του. Πρέπει να θεωρή­ σουμε ότι ο Σελίν είναι προπαντός ποιητής υπό την έννοια ότι ενσταλλάζει στον αναγνώστη όλη εκείνη τη συγκίνηση που αισθάνεται ως κοινωνικά ευαίσθητος δέκτης για την προσπάθεια του ανθρώπου του καιρού του να ορίσει τη μοίρα του. Σε ένα τρίτο επίπεδο, η γλώσσα του Σελίν εκβάλλει στην ίδια την αυτοκατάργηση της γλώσσας. Ενδερματώνοντας το παραλήρημα του κόσμου στη γραφή του, οδηγεί­ ται σε ένα λόγο άκρως αποσπασμα­ τικό, με ιδιότυπο συντακτικό και με εντατική χρήση αποσιωπητικών.

ΝΙΚΟΥ 4ΎΡ0ΥΚΗ

Η ΔΙΑΜ ΑΧΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

εκδόσεις ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ Ο.Ε. Μαυρομιχάλη 60 ΤΤ. 10680 ΑΘΗΝΑ

Στα τρία τελευταία του βιβλία («Από Τον Έ ναν Πύργο Ο Ά λ ­ λος», «Βορράς», «Ριγκοντόν») ο λόγος κυλά «πάνω σε τρεις τελίτσες, τις σιδερογραμμές του», καταλήγοντας σε αιχμηρές σιωπές που προοικονομούν δραστικές ομολογήσεις. Ο Σελίν επιχειρεί μιαν ανέλπιστη έξοδο από τη γλώσ­ σα (ακτινογραφώντας τους αρμούς της) και επιστρέφει σ’ αυτήν κατα­ γράφοντας την σπαράσσουσα ευ­ γλωττία των σιωπηλών περιοχών της. Επέκεινα του καθημερινού θα­ νάτου, έχοντας πολλάκις συναντη­ θεί με την «άλλη» όψη των πραγμά­ των, διαπιστεύει τον κατεξοχήν αποσπασματικό χαρακτήρα τους. Η λεκτική σκευή παρατάσσεται και στη συνέχεια εκρήγνυται, τονίζον­ τας δραστικά τη διαρκή μετακένωση της πραγματικότητας στα κρίσι­ μα στιγμιότυπά της και - συγχρό­ νως - την παραληρηματική μετάπλασή της από την περιπέτεια της γραφής. Ο λόγος είναι για τον Σελίν το βέλος που διαπερνά τον στόχο στο κέντρο του' Ονομάζει τον περιρρέοντα χώρο για να αντισταθεί στην εξακολουθητική φθορά του. Μεταφέρει, δια της γραφής, τη συγκίνησή του στον αναγνώστη για να καυτηριάσει τα κοινωνικά εξελκώματα. Χρησιμοποιεί, τέλος, τη γραφή για να παρουσιάσει τη δική του οπτική πάνω στον καθημερινό θάνατο. Δ ιά της ιδιότυπης γραφής του κινείται στην περιοχή του σαρ­ κασμού και συνεχώς αυτοσαρκαζόμενος και ο ίδιος, αποπειράται να διαφύγει των μεταστάσεων του θα­ νάτου. _Το «Ταξίδι στα βάθη της νύχτας» είναι μία αγωνιούσα αναακαφή της εποχής του και της ίδιας της ζωής του, γεγονός που τονίζεται δραστι­ κά από την πρωτοπρόσωπη εκφορά του λόγου με χρήση παρελθοντικών χρόνων. Η εμμονή του Λουί Φερντινάν Σελίν στην αφηγηματική τα­ κτική του είναι η καλύτερη απόδει­ ξη πως γι’ αυτόν το κέντρο του στόχου, η έξοδος από αυτή την «ακοσμία του κόσμου», η διαρκής μετάβασή του «απ’ την άλλη μεριά της ζωής», αποτέλεσε το στοίχημα της ζωής του και συγχρόνως - μία πρόκληση για την εποχή του. Η μετάφραση ενός βιβλίου του Σελίν είναι βέβαια, αν λάβουμε υπόψη μας τις παραπάνω παρατη­ ρήσεις για τη γλώσσα του, ένα δύ­ σκολο εγχείρημα. Ο μεταφραστής έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα

απόδοσης ύφους. Χρειάζεται ιδιαί­ τερη προσοχή για να αποδοθεί η ιδιότυπη σύνταξη των φράσεων του Σελίν και -σ υ χ νά - γενναίες με­ ταφραστικές επιλογές για να μετα­ φερθεί σε μια άλλη γλώσσα η μου­ σικότητα, ο ρυθμός που αποτελεί το κύριο εξαγώμενο του ύφους του. Η κυρία Αλίκη Γιατράκου-Fossi μας χαρίζει μία μεταφραστική ερ­ γασία που βασίζεται εμφανώς στην εξονυχιστική αναζήτηση της ενότη­ τας του ύφους του συγγραφέα. Εν­ στάσεις μπορούν να εγερθούν για την υιοθέτηση ορισμένων γαλλι­ σμών (π.χ. εξετάρω) που πάντως δεν αλλιώνουν σε καμία περίπτωση το ρυθμό του κειμένου. Ο αναγνώ­ στης καλείται να οδοιπορήσει στις σελίδες ενός ογκώδους έργου που διαθέτει εσωτερικό ρυθμό και θαυ­ μάσια αίσθηση της ελληνικής γλώσ­ σας. Σε ό,τι αφορά την έκδοση, επισημαίνονται ελάχιστα τυπογρα­ φικά λάθη (δεν υπερβαίνουν τα 15), γεγονός θετικό λαμβανομένου υπόψη του αριθμού τυπογραφικών αβλεψιών που τελευταία εμφανί­ ζονται σε βιβλία μεγάλων εκδοτι­ κών οίκων. Κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, η έκδοση θα έπρε­ πε να συνοδεύεται από χρονολόγιο, βιβλιογραφία και εργογραφία του συγγραφέα, ενώ το προλογικό σημείωμα της μεταφράστριας θα έπρεπε να παρέχει αναλυτικότερες πληροφορίες για τη στάση της κρι­ τικής απέναντι στο έργο αυτό του Σελίν αλλά και γενικότερα. Σε κά­ θε περίπτωση πάντως η μεταφρα­ στική προσφορά της κας Fossi είναι εξαιρετική. Π. ΡΕΖΗΣ Σημείωση * Για τη ζωή του Σελίν, ο αναγνώστης μπορεί να αντλήσει πληροφορίες από την εισαγωγή της Αλίκης ΓιατράκουFossi στο βιβλίο «Σελίν - Αποσπάσματα από το έργο του», Πρόσπερος, 1985. Χρονολόγιο υπάρχει στη μετάφραση του έργου του Σελίν «Από Τον Έναν Πύργο Ο Άλλος» (μετ. Αχιλλέας Αλεξάνδρου), εκδόσεις «Γνώση» 1984. Ενδιαφέρουσα κριτική αποτίμηση του πιο πάνω βι­ βλίου και γενικότερες πληροφορίες, θα βρει ο αναγνώστης στο άρθρο του Γ.Δ. Κεντρωτή, στο τ. 130 του «Διαβάζω». Στα ελληνικά έχι επίσης κυκλοφορήσει το βιβλίο του Σελίν «Casse-pipe». («Μα­ κελειό»), σε μετάφραση της Λίλας Παπαδούλη-Γκινάκα (εκδ. «Γράμματα») και έχουν αναγγελθεί για την τρέχουσα χρονιά το «Θάνατος με πίστωση» («Εξάντας») και «Mea Culpa» («Εστία»),


σ υνεντευξη/129

Δήμητρα Πέτρουλα: Δεν σκέφτηκα ποτέ να I εκδικηθώ! Δήμητρα Πέτρουλα

«Πού ’ναι η μάνα σον μωρή;» είναι ο τίτλος τον βιβλίου της Δήμητρας Σωτήρη Πέτρουλα, αλλά και η αποτρόπαια ερώτηση, σ’ ένα παιδί τριάμισι χρόνων, ενός από τους φονιάδες της οικογένειάς της. Μάνη, 1946. Η μαρτυρία της συγγραφέως, ιστορικό ντοκουμέντο, εικονογραφεί τα γεγονότα εκείνης της τραγικής περιόδου. Βιβλίο συγκλονιστικό, συγχρόνως όμως και μια κατάθεση στην ιστορία αυτού τον τόπον. Μνήμες τρόμου ενός παιδιού, οι θηριωδίες των χιτών, οι δολοφονίες αριστερών, οι εν ψυχρώ εκτελέσεις, τα ανατριχιαστικά βασανιστήρια, το ξεκλήρισμα ολόκληρων οικογενειών που έκαναν το «λάθος» ν’ αντιστέκονται, είναι το πλαίσιο μέσα και γύρω από το οποίο κινείται ασθματικά η βιωματική διήγηση της Δ. Πέτρουλα.

Εντυπωσιασμένοι κι αγανακτισμένοι απ’ όσα διαβάσαμε, αποφασίσαμε να συναντήσουμε εκείνο το παιδί για να μας εξιστορήσει όσα δεν χώρεσαν στο βιβλίο της και κυρίως για να συνδέσουμε το νήμα των 40 και πλέον χρόνων της απουσίας της. Ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με μια γυναίκα ώριμη, εξαιρετικά όμορφη, που μας κοιτά κατευθείαν στα μάτια. Οι πρώτες της κουβέντες: «με περιμένατε με καμιά μαύρη μαντήλα, ε;» απαντούν στην ολοφάνερη έκπληξή μας κι η συνέντευξη αρχίζει. Κρίμα που οι de profundis εξομολογήσεις της απουσιάζουν από τις σελίδες που ακολουθούν. (Τη συνέντευξη από τη συγγραφέα πήραν η Βάσω Σπάθή κι ο Ηρακλής Παπαλέξης)


130/συνεντε υξη Γράφετε ένα βιβλίο μετά από 40 χρόνια σιωπής... Πού ήσασταν όλα αυτά τα χρόνια και γιατί διαλέξατε τώρα να σπάσετε τη σιωπή σας; Πιστεύω πως για να γράψει κανείς ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό σαν το δικό μου δεν θα τα καταφέρει ποτέ αν πρώτα δε νιώσει έτοιμος γι’ αυτό. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να γράψω βιβλίο κι ένα παραπάνω να το εκδώσω. Ένιωθα βέβαια πάντα την ανάγκη να ξεφωνίσω κλαίγοντας και να πω στους ανθρώπους για τη συμφορά που βρήκε τους δικούς μου και μένα. Δεν κατάφερνα όμως ούτε να φωνάξω, ούτε να κλάψω. Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως ήτανε στρατιές τα ορφανεμένα παιδιά σαν εμένα και τ’ αδέρφια μου. Αυτή μου η διαπίστωση μ’ έκανε ένα παραπάνω να πιστεύω πως δεν είχα τίποτα να πω το πρωτόγνωρο ή το αξιοπρόσεχτο στους ανθρώπους. Η μοναδική φορά που ένιωσα την επιθυμία να καθίσω να γράψω και τη δική μου ιστορία, ήτανε όταν είδα στην τηλεόραση το 1974 τις Κυπριωτοπούλες που ερχόντουσαν στην Ελλάδα από την Κύπρο. Όλες σχεδόν κλαίγανε και φωνάξανε: Ανάθεμα, ανάθεμα στους τούρκους. Κάθισα να γράψω, αλλά σηκώθηκα τρέμοντας. Τι νά ’γραφα εγώ; Ανάθεμα σε ποιους; Ανάθεμα στους έλληνες; Ο καιρός πέρναγε. Ήρθανε τα γεγονότα του Λιβάνου, οι σφαγές στη Σάμπρα και τη Σατίλα. Είδα τις ίδιες εικόνες στην τηλεόραση. Ίδιες μ’ εκείνες τις τόσο γνώριμες, τις δικές μου. Τότε κατάλαβα πως έπρεπε να κάτσω και να γράψω, γιατί αν τώρα στην πατρίδα μας έχουνε «φτιάξει τα πράγματα», τα παιδιά στο Λίβανο,

Τ ο « π ρ έπ ει» κ α τ ά φ ε ρ ε τ ελ ικ ά ν α μ ο υ γ ίν ε ι δ εύ τερ η φ ύ σ η στη Χιλή, στη Νικαράγουα, στην Αφρική και σ’ άλλες γωνιές της γης, περνάνε τα ίδια ακριβώς ή και πολύ χειρότερα απ’ αυτά που περάσαμε εμείς κείνα τα φοβερά χρόνια. Αλλά πάλι δεν κάθισα κάτω να γράψω, ώσπου διάβασα το βιβλίο του Β. Καββαθά, «Η Άλλη Ελένη». Αναζήτησα τον Βασίλη να του πω πως έπρεπε να γράψει κι άλλα πολλά σαν απάντηση στους θύτες του λαού μας. Πίστευα πως εκείνος σαν επώνυμος και τόσο καλός στην πένα θα μπορούσε να γράψει τη δική μου περίπτωση καλύτερα από μένα την ίδια. Δεν δέχτηκε. Αντίθετα μου εξήγησε πολύ πειστικά πως έπρεπε εγώ να γράψω. Όπως κι έγινε. Αλήθεια, μια και τό ’φερε η κουβέντα, το βιβλίο σας εκτός από ακόμα μια απάντηση

στους θύτες, μπορεί να θεωρηθεί και σαν απάντηση συμπληρωματική στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη; Ό χι, βέβαια. Απάντηση στον Γκατζογιάννη δεν είναι ούτε «Η Άλλη Ελένη», ούτε το δικό μου το βιβλίο. Είναι η ίδια η ιστορία μας. Που όσο κι αν έχουνε προσπαθήσει να τη διαστρεβλώσουνε, αυτή επιμένει να καταγράφει τους χιλιάδες μάρτυρες της Εθνικής μας Αντίστασης. Την εποποιία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Αλλά τώρα που το συζητάμε, σκέφτομαι πως ίσως μόνο σε μια περίπτωση, να μπορεί το βιβλίο μου να θεωρηθεί και απάντηση στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη. Αν θελήσουμε να συγκρίνουμε και να εντοπίσουμε πόση τεράστια διαφορά υπάρχει ανάμεσα στην πράξη του Δ.Σ.Ε. που εκτέλεσε, ύστερα από επίσημη

Τ ο ότι όλ’ α υτά π ου π έρα σ α ε ίν α ι α κ ρ ιβ ώ ς ό π ω ς τα θ υ μ ά μ α ι κ α ι τα ισ τορ ώ , δ ε ν έχω κ α μ ιά μ α κ α μ ιά ε π ιφ ύ λ α ξ η

δικαστική διαδικασία και απόφαση μια αποδειγμένη καταδότρια και συνεργάτιδα του εχθρού σε καιρό πολέμου και στις θηριωδίες που έκαναν οι «εθνικόφρονες» χίτες της Μάνης σε βάρος των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης σε περίοδο ειρήνης, τότε μόνον το βιβλίο μου μπορεί να θεωρηθεί σαν απάντηση στην «Ελένη» του Γκατζογιάννη. Όμως, μην ξεχνάμε ότι ο Γκατζογιάννης είναι γνωστός στην Αμερική σαν δημοσιογράφος της άκρας Δεξιάς με φημολογούμενες στενές σχέσεις με τη ΣΙΑ και τη Μαφία. Κι οπωσδήποτε με το βιβλίο του εξυπηρετεί επάξια το χώρο που κινείται κι εργάζεται. Προσπάθησε κι αυτός, όπως είπα πιο πάνω, να μας παρουσιάσει τους θύτες θύματα. Για το βιβλίο του X. Μίσσιου, που φαίνεται ότι πολύ συγκίνησε όχι μόνον τον κόσμο της Αριστερός, όπως δείχνουν οι αλλεπάλληλες επανεκδόσεις και το οποίο θεωρείται μια μαρτυρία παρεμφερής με τη δική σου, ποια είναι η γνώμη σας; Να πάρω τα πράγματα με τη σειρά: Πιστεύω πως τους πραγματικούς αριστερούς, δηλαδή τους κομμουνιστές οι οποίοι κι αυτοί στο σύνολό τους και φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν όπως


συνεντευξη/131 ο Χρόνης Μίσσιος, όσοι έτυχε να διαβάσουν το βιβλίο, όχι μόνο δεν τους συγκίνησε, αλλά αντίθετα σ’ άλλους προκάλεσε αγανάχτηση με τις θέσεις που παίρνει, κι άλλους τους άφησε τελείως αδιάφορους. Η γνώμη η δική μου τώρα για το βιβλίο του Μίσσιου. Δεν μου άρεσε. Είδα μόνο ανώριμη κριτική, χωρίς κανένα επιχείρημα. Η φρασεολογία και οι χαρακτηρισμοί από την αρχή ώς το τέλος του βιβλίου με απωθούσαν. Το μήνυμα που δίνει «λουφάξτε, βολευτείτε, γιατί κι αν ακόμα αντέξετε στα μαρτύρια των βασανιστών σας, σίγουρα θα λυγίσετε, γιατί θα σας απογοητεύσουνε και θα σας προδώσουνε οι ίδιοι οι ηγέτες σας», δεν είναι μήνυμα και ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους. Είναι σιωπή θανάτου. 'Ετσι οι αλλεπάλληλες επανεκδόσεις με κάνουν και να φοβάμαι και να αναρωτιέμαι μήπως ο περισσότερος κόσμος έχει κουραστεί, έχει απελπιστεί ψάχνοντας για διεξόδοους κι έχει τελικά παραδοθεί στη σιωπή, στην αδράνεια. Εύχομαι ολόψυχα νά κάνω λάθος και οι αλλεπάλληλες επανεκδόσεις να γίνονται γιατί το βιβλίο είναι πάρα πολύ καλό -άσχετα αν εμένα μ’ αρέσει ή όχι- και οι φόβοι μου νά ’ναι φανταστικοί. Περιγράψτε μας κάτω από ποιες συνθήκες γράψατε αυτό το βιβλίο σας και πόσος χρόνος χρειάστηκε να πάρει την οριστική του μορφή; Ο χρόνος που έγραψα το βιβλίο μου, ενώ κράτησε σχεδόν 15 μέρες, φαίνεται ότι

Χ ρ ε ιά σ τ η κ α ν 40 ο λ ό κ λ η ρ α χ ρ ό ν ια γ ια ν α ω ρ ιμ ά σ ει μ έσ α μ ο υ η ε π ιθ υ μ ία ν α δ ιη γ η θ ώ κα ι σ’ ά λλους αυτά π ου πέρασε η ο ικ ο γ έ ν ε ιά μ ο υ κ ι εγώ χρειάστηκε σαράντα ολόκληρα χρόνια για να ωριμάσει μέσα μου η επιθυμία να διηγηθώ και σ’ άλλους αυτά που πέρασε η οικογένειά μου κι εγώ. Πάντως πιστεύω, πως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και μ’ έκανε τελικά να γράψω, ήτανε αυτή η συνεχιζόμενη προσπάθεια -αν και όχι τόσο πειστική- των θυτών να βγούνε θύματα. Θέλησα να πω σ’ όσους δεν ήξεραν και να θυμίσω σ’ όσους ίσως έχουν ξεχάσει, τι σημαίνει εμφύλιος και πόλεμος γενικά. Μέσα από την προσωπική σας μαρτυρία καταγράφετε τα κύρια χαρακτηριστικά

μιας ολόκληρης εποχής που ήταν ο φόβος και η τρομοκρατία. Όμως ο διαχωρισμός καλού-αριστερού, κακού-δεξιού πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Μήπως υπάρχουν και μερικά στοιχεία ιτύθου: Μα είναι γνωστό απ’ όλους πως ιδιαίτερα εκείνη την εποχή, ο χωρισμός δεξιού-αριστερού αποτελεί μια πραγματικότητα πολύ χειροπιαστή. Και προσωπικά, έστω και αν δεν είχα διαβάσει βιβλία, ντοκουμέντα, μαρτυρίες που να

Σ ή μ ε ρ α π ισ τεύ ω π ω ς ο Λ εούτση ς μου και οι α γα π η μ ένο ι νεκροί μου έχουν γ ίν ε ι π ια σ υ ν ε ίδ η σ ή μ ο υ , το « π ρ έπ ει» μ ου αποδείχνουν το διαχωρισμό δεξιού-αριστερού, καλού-κακού, μπορώ ανεπιφύλαχτα να πω πως η οικογένειά μου ήτανε αριστερή, για μένα «καλό», και τους σφάξανε οι δεξιοί, για μένα «κακό». Πού είναι ο μύθος εδώ; Οι Εαμίτες κι Ελασίτες αριστεροί δημιουργήσανε την Αντίσταση ενάντια στους γερμανους, στους ιταλούς, στους βούλγαρους κομιτατζήδες και τους ασφαλίτες, αυτό για μένα είναι «καλό». Ενώ ένα μέρος των δεξιών (ασφαλίτες, χίτες, κλπ) συνεργαστήκανε με τους γερμανούς, τους ιταλούς και στη συνέχεια με τους άγγλους και αμερικάνους «συμμάχους» και όλοι μαζί τα βάλανε με τους αριστερούς, που ενώ τους ακολουθούσε σχεδόν το σύνολο του ελληνικού λαού, καταφέρανε αυτοί με πονηριές βασανιστήρια, διώξεις, φυλακές, εξορίες και σφαγή ανελέητη να τους εξοντώσουνε. Αυτό για μένα είναι το «κακό» χωρίς να μπαίνει πουθενά μα πουθενά ο μύθος, αλλά η ωμή, σκληρή πραγματικότητα. Ένας απ’ τους λόγους που γράψατε αυτό το βιβλίο καθώς λέτε, είναι: «Σαν απαίτηση στα κόμματα της Αριστερός για ενότητα». Πώς πιστεύετε ότι μπορεί να συμβάλει στην ενότητα και ακόμα περισσότερο σε τι πιστεύετε πως θ’ άλλαζε τη σημερινή πραγματικότητα η ύπαρξη ενός ή περισσότερων κομμάτων της Αριστερά^; Γράφοντας τι πέρασε η δική μου οικογένεια και σε επέκταση η πατρίδα μας, θέλω να θυμίσω κείνη τη φριχτή εποχή. Ξέρω, οι άνθρωποι


132/συνεντευξη ξεχνάνε, ιδιαίτερα τα δυσάρεστα, ξέρω πως οι άνθρωποι βολεύονται. Δεν επιτρέπεται όμως να ξεχνάνε και οι άνθρωποι που εκπροσωπούνε τις αριστερές δυνάμεις και Κόμματα. Αλίμονο μας αν δεν θυμόμαστε την ιστορία μας, δεν παραδειγματιζόμαστε απ’ αυτή. Δεν θέλω να ξέρω τι χωρίζει τα κόμματα της Αριστερός και κάνει τους εχθρούς τους να τρίβουνε τα χέρια τους από χαρά για το τεράστιο κέρδος που αποκομίζουνε μ’ αυτή τη διάσπαση της δύναμης. Εγώ ξέρω σίγουρα, μόνο τι πρέπει να ενώνει τα κόμματα: Τα ρημαγμένα χωριά και επαρχίες μας. Τα ποτάμια το αίμα, τα βουνά των σκοτωμένων και οι θάλασσες τα δάκρυα των ορφανεμένων. Έτσι γρήγορα κι εύκολα τα δρασκελίσανε όλ’ αυτά και βρήκανε κιόλας τι τα χωρίζει; Και ο λαός μας, ο τόσο ταλαιπωρημένος, πώς να μεγαλουργήσει, πώς να δώσει και να κερδίσει τις όποιες μάχες του με διασπασμένη δύναμη; Ένα κόμμα σφιχτοδεμένο, πειθαρχημένο, μαχητικό, με σωστό πρόγραμμα για δράση, για το καλό του λαού και του τόπου, ήτανε αυτό που μεγαλούργησε και θα μεγαλουργεί. Ίσως γι’ αυτό και οι εχθροί του κάνανε τα πάντα και τελικά καταφέρανε να το διασπάσουνε. Μα τόσο δύσκολο είναι να το καταλάβει οποιοσδήποτε; Κάπου λέτε: «Άραγε μας θυμούνται;». Ποιοι θέλετε να σας θυμούνται; Φυσικά όι άνθρωποι της Αριστερός πρώτα, όσοι απ’ αυτούς έχουνε ή προσπαθούνε να ξεχάσουγε

Τ α γ ε γ ο ν ό τ α ε ίν α ι τό σ ο α μ ε ίλ ιχ τ α κ ι α λ η θ ιν ά , τό σ ο τ ρ α γ ικ ά , π ο υ δ ε ν χ ω ρ ά ε ι τ ίπ ο τ α εκ τό ς α π ’ το π ρ α γ μ α τ ικ ό πως οι θυσίες, το ξεκλήρισμα και το τόσο αίμα και δάκρυ δεν επιτρέπεται να πάει χαμένο. Και ύστερα όλοι εκείνοι που ενώ θα μπορούσανε να αποτρέψουμε έναν εμφύλιο ή έναν πόλεμο δεν το κάνουνε. Ποιοι εννοείτε πως είναι αυτοί που θα μπορούσανε να αποτρέψουνε έναν πόλεμο ή έναν εμφύλιο και δεν το κάνουν; Ποιους να πρωτοπώ! Όλους εκείνους που ξέρουν τις συμφορές του πολέμου και δεν κάνουνε πανανθρώπινες εκστρατείες όποτε πάει ν’ ανάψει κάποιος πόλεμος λίγο πιο μακριά

τους. Εκείνους που λένε: «Έλα μωρέ, δεν βαριέσαι, μόνος μου πώς να τα βάλω με τους εμπόρους του πολέμου». Τις μανάδες που δεν ξεχύνονται στους δρόμους να φωνάξουνε πως δεν θέλουνε πόλεμο γιατί τα παιδιά τους σκοτώνονται. Τους ηγέτες όλων των χωρών που έχουνε δύναμη. Την εκκλησία. Κάθε απλό και υγιώς σκεφτόμενο άνθρωπο που θέλει να ζήσει, όσο είναι να ζήσει, ειρηνικά και γαλήνια στον τόπο του, στο σπίτι του. Σε πρώτη ανάγνωση, κεντρικός ήρωας στην αφήγησή σας είστε σεις και το σκυλί σας ο Λεούτσης, που του διηγείστε τα πάντα κάθε βράδυ παίρνοντάς τον στην

Ν α εκ δ ικ η θ ώ π ο ιο ν ; Τ α α ν θ ρ ω π ο ε ιδ ή , τα ά τ ο μ α π ο υ σ υ ν ε ιδ η τ ά ή α σ υ ν είδ η τ α γ ιν ή κ α ν ε δ ο λ ο φ ό ν ο ι, β α σ α ν ισ τ έ ς σ υ μ π α τ ρ ιω τ ώ ν το υ ς; αγκαλιά σας. Τι σήμαινε αυτό το σκυλί για σας τότε,αλλά ίσως ακόμα και σήμερα; Ο Λεούτσης ήτανε μάλλον για μένα όλη μου η οικογένεια. Οι ρίζες μου κι ίσως, γιατί ήτανε μικροκαμωμένος, με βόλευε να κουβαλάω μόνο αυτόνε μαζί μου. Άλλωστε τότε, κείνες τις φοβερές ώρες, εγώ μόνο για τον Λεούτση κατάλαβα ότι δεν θα σηκωνότανε πια. Ό τι θα τόνε τρώγανε τα σκουλίκια. Έτσι, υποσυνείδητα αποφάσισα να τόνε αναστήσω να τον έχω δίπλα μου, για να του λέω όλα μου τα παράπονα ή τις χαρές μου, σίγουρη πως δεν θα με άφηνε ποτέ. Είχα ανάγκη να έχω κάποιον δικό μου δίπλα μου και αφού δεν μπορούσα να έχω άνθρωπο, είχα τον Λεούτση μου που ήτανε, όπως λέω πριν, όλοι οι δικοί μου -οι ρίζες μού- μαζί. Σήμερα πιστεύω, πως ο Λεούτσης μου και οι αγαπημένοι νεκροί μου, έχουν γίνει πια η συνείδησή μου, το «πρέπει» μου. Πόσο σας καθόρισε σαν τρόπος ζωής το «πρέπει» που αναφέρετε τόσο συχνά στο βιβλίο σας; Το «πρέπει» κατάφερε τελικά να μου γίνει δεύτερη φύση. Δεν θυμάμαι σε καμιά στιγμή τον εαυτό μου να ένιωσε λεύτερος απ’ αυτό το ανελέητο «πρέπει» το δικό μου, το βασισμένο στη δική μου ηθική που δεν είναι απαραίτητο να γίνεται αποδεκτό και απ’ όλους τους άλλους.


σ υν εν τευξη /1 33 Η διήγησή σας αρχίζει από την «τρυφερή» -αλήθεια τι ειρωνεία- ηλικία των τριών χρόνων περίπου. Είναι δυνατόν ένα παιδί σ’ αυτή την ηλικία να θυμάται τόσες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από τη ζωή του. Μήπως για τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια των διηγήσεών σας, το «πραγματικό» συμπλέκεται με το «φανταστικό» ή «φαντασιακό» στοιχείο; Κοιτάξτε, αυτά τα «φανταστικά», «φαντασιακό», «πραγματικά» είναι λίγο μπερδεμένα για μένα. Εγώ δεν έγραψα μυθιστόρημα, κι έτσι δεν έβαλα πράγματα φανταστικά ή φαντασιακό. Πριν από τις 20 του Γενάρη, δηλαδή πριν από τη σφαγή της μάνας μου και των αδελφάδων μου, καθώς και των υπόλοιπων συγγενών μου, είχα κι άλλες εικόνες κι ευχάριστες και δυσάρεστες, τις οποίες άλλες καταλάβαινα, άλλες όχι. Όσες δεν καταλάβαινα, ρώταγα και μου τις εξηγούσανε. Τις εικόνες της σφαγής, ενώ ήτανε φριχτές, δεν τις κατάλαβα. Κι όταν επιχείρησαν να μου τις εξηγήσουνε, πάλι δεν τις κατάλαβα ή δεν ήθελα να τις καταλάβω. Πέρασε αρκετός καιρός για να ενώσω τις εικόνες με τις έννοιες και να καταλάβω επιτέλους σε τι ήμουνα αυτόπτης μάρτυρας. Τώρα, για όλα τα άλλα που περιγράφω είναι γεγονότα που είδα κι έζησα εγώ. Το ότι όλ’ αυτά τα θυμάμαι με την παραμικρή λεπτομέρεια, εμένα προσωπικά δεν με ξαφνιάζει καθόλου. Το πώς κατάφερα να τα θυμάμαι, το αποδίδω όχι στο δυνατό μνημονικό μου, αλλά στο γεγονός ότι ήτανε τόσο φοβερά,

Π έ ρ α σ ε α ρ κ ε τ ό ς κ α ιρ ό ς γ ια ν α ενώ σ ω τ ις ε ικ ό ν ε ς μ ε τ ις έ ν ν ο ιε ς κ α ι ν α κ α τ α λ ά β ω ε π ιτ έ λ ο υ ς σ ε τ ι ή μ ο υ ν α α υτόπτη ς μάρτυρας τόσο συγκλονιστικά, που ήθελα δεν ήθελα -επειδή ακριβώς ήμουνα τόσο μικρή και σχεδόν «άγραφη» από εικόνες- αποτυπωθήκανε μέσα μου ανεξίτηλα. Το ότι όλ’ αυτά που πέρασα είναι ακριβώς όπως τα θυμάμαι και τα ιστορώ, δεν έχω καμιά μα καμιά επιφύλαξη. Πιστεύω πως και νά ’θελε, δεν θα μπορούσε να χωρέσει τίποτα το φανταστικό ή φαντασιακό. Τα γεγονότα είναι τόσο αμείλιχτα κι αληθινά, τόσο τραγικά, που δεν χωράει τίποτα εκτός απ’ το πραγματικό.

Τα ξαδέλφια οι Γερακάρηδες πον πήραν μέρος σε βασανιστή­ ρια και εκτελέσεις ύτη Μάνη.

Υπάρχει κάποια γλυκιά παιδική ανάμνηση από κείνα τα χρόνια και ποια; Ο κόρφος της μάνας μου όταν τη βύζαινα, η ηλιόλουστη εικόνα του πατέρα μου μπρος στην πόρτα του σπιτιού μας, η Καλλιόπη μας που έπαιζε με τα κίτρινα κουκλόπανά της. Ό ταν η μεγάλη μου αδελφή, η Φιλίτσα, με σήκωνε αγκαλιά να δω στον καθρέφτη πώς με είχε κάνει «κουκλί». Ό ταν ο μεγάλος μου αδελφός ο Αντώνης με βρήκε στα Περιβόλια της Καστανιάς. Ο Βάσος, ο άλλος μου αδελφός όταν μού ’φερε το πουλάκι που μίλαγε. Ο Πέτρος ο μικρός μου αδελφός, όταν μού ’δείχνε πώς βυζαίνει ο λαγός τη μάνα του. Και οι ζαβολιές μου με τον Λεούτση και τ’ άλλα μου παιχνίδια με το γάιδαρο και τα υπόλοιπα ζώα μας. Σκεφτήκατε ποτέ να εκδικηθείτε σεις προσωπικά, αποδίδοντας δικαιοσύνη, που δεν αποδόθηκε ποτέ επίσημα από την πολιτεία; Ό χι, προσωπικά όχι. Να εκδικηθώ ποιον; Τα ανθρωποειδή, τα άτομα που συνειδητά ή ασυνείδητα γινήκανε δολοφόνοι, βασανιστές συμπατριωτών τους; -θ α ’λεγα του ίδιου του εαυτού τους- προδότες της πατρίδας μας; Μα αυτοί είναι ανεύθυνοι, είναι ίσως και οι ίδιοι


θύματα. Αυτοί γινήκανε σχεδόν ασυνείδητα όργανα άλλων. Φταίχτες είναι άλλοι. Όλοι αυτοί που κάνουνε πολέμους, όλοι αυτοί που επιβάλλουνε με τη δύναμη του χρήματος και των όπλων εξουσίες αντίθετες με τη θέληση των λαών. Να όμως μια εκδίκηση λογική και όχι ενστιχτώδη που θέλω: Να πάψουνε να υπάρχουνε αυτές οι δυνάμεις που φέρνουν τους πολέμους και μαζί μ’ αυτούς και το ξεκλήρισμα

Ο π έ τ ρ ιν ο ς κ ό μ π ο ς α κ ό μ α με π ν ί γ ε ι. Τ ο θ εω ρ ώ ν τ ρ ο π ή ν α κλάψ ω μ προσ τά σε ά λλον των οικογενειών και το ορφάνεμα των παιδιών. Είναι εκδίκηση άραγε, η δικαίωση τόσων αγώνων και θυσιών; ' Πόσο βαριά αισθάνεσθε την κληρονομιά που κουβαλάτε και τα τελευταία λόγια της μάνας σας: «Κράτα τ’ όνομά μας ψηλά». Αισθάνομαι πως πρέπει να προσπαθώ πάντα να μοιάσω στους δικούς μου και πάνω απ’ όλα ν’ ακολουθήσω και να συνεχίσω τον δικό τους δρόμο. Δεν ξέρω αν ποτέ το καταφέρω. Βλέπεις εκείνοι με το σκοτωμό τους καταφέρανε κάτι πολύ δύσκολο· να μην απογοητεύσουνε ποτέ όποιον τους πίστεψε. «Να κρατάω τ’ όνομά μας ψηλά», για μένα σημαίνει να προσπαθώ συνέχεια να φτιάξω την ανθρώπινη ποιότητα μέσα μου όσο γίνεται καλύτερη. Δεν μπορώ να ξέρω όμως τι ακριβώς σήμαινε αυτό για τη μάνα μου. Βλέπετε όνειρα ή εφιάλτες-; Ό χι. Δεν έχω εφιάλτες και δεν έχω δει όνειρα με τα τότε γεγονότα ποτέ. Ο «πέτρινος κόμπος», υπάρχει ακόμα; Ναι. Ο πέτρινος κόμπος ακόμα με πνίγει. Το θεωρώ ακόμα ντροπή να κλάψω μπροστά σε άλλον. Τα γεγονότα που περιγράφετε σταματούν στο 1948 περίπου. Αμέσως μετά αναφέρεστε στο θάνατο του Σωτήρη του Πέτρουλα, δηλαδή στο 1965. Σ’ αυτό το μεσοδιάστημα, τι συνέβη; Ο σκοτωμός του Σωτήρη, εύχομαι ολόψυχα νά ’ναι ο τελευταίος. Ας είναι κι ο τελευταίος Πέτρουλας που μας σκοτώνουνε. Το ότι ενώ σταματάω όλη μου τη διήγηση περίπου στο 1948

και πετιέμαι στο 1965 είναι για να πω πως το τελευταίο θύμα της οικογένειας Πέτρουλα δεν είχε την ίδια τύχη με τα προηγούμενα. Για μένα ήτανε μια πικρή ικανοποίηση το γεγονός ότι έναν τουλάχιστον καταφέραμε να τους τόνε πάρουμε, να τον νεκροστολίσουμε, να τόνε κλάψουμε και να τόνε θάψουμε όπως του ταίριαζε. Ξέρω, πολύ πικρή ικανοποίηση, αλλά τουλάχιστον, ιτι ήτανε κι αυτό. Ό σο για το μεσοδιάστημα πό το 1948 ώς το 1965 πιστεύω πως δεν ενδιαφέρει κανέναν τρίτο. Δεν είχα τίποτα να πω. Πράγματα απλά, συνηθισμένα. Παιδικά χρόνια όχι τόσο ευχάριστα, αλλά τουλάχιστον πολύ καλύτερα από άλλων ορφανεμένων παιδιών. Μετά παντρεύτηκα. Το 1959 γέννησα την κόρη μου. Τίποτα πάλι που να ενδιαφέρει κάποιον τρίτο. Ποια θα θέλατε να είναι η σχέση του βιβλίου σας και με τους αναγνώστες; Θά ’θελα ο αναγνώστης να μπορέσει να δει ολοκάθαρα, τι επιπτώσεις έχει για κάθε πατρίδα ο εμφύλιος. Θά ’θελα να επιθυμούσε να μάθει περισσότερα για την ιστορία του τόπου μας και ιδιαίτερα για τον εμφύλιο, ώστε με τη γνώση να προλαβαίνει τις συμφορές. Και πάνω απ’ όλα,

Γ ρ ά φ ο ν τ α ς τ ι π έ ρ α σ ε η δικ ή μ ο υ ο ικ ο γ έ ν ε ια κ α ι σε επ έκ τ α σ η η π α τ ρ ίδ α μ α ς , θ έλω ν α θ υ μ ίσ ω εκ είν η τη φ ρ ιχτή επ οχή θά ’θελα να επιθυμήσει να αγωνιστεί για την ειρήνη στην πατρίδα μας και σ’ όλο τον κόσμο. Πώς νιώθετε τώρα, μετά την επιτυχία που έχει το βιβλίο σας; Αισθάνεστε κάποια δικαίωση; Νιώθω ξάφνιασμα. Δεν πίστευα ποτέ πως ό,τι περάσαμε η οικογένειά μου κι εγώ ήταν άξια λόγου ν’ αναφερθούνε. Τα γεγονότα μού είναι τόσο γνώριμα, τόσο μέσα στο πετσί μου, που μάλλον δεν θα καταφέρω ποτέ να τα αξιολογήσω, όπως κάνει ένας τρίτος. Άλλωστε, σίγουρα υπάρχουνε κι άλλοι που έχουνε περάσει πολύ χειρότερα. Που πιστεύω πως κι αυτοί, με τη σειρά τους, θα θελήσουνε να γράψουνε και να δώσουνε και τη δική τους μαρτυρία, για κείνα τα φοβερά χρόνια. Δικαίωση θα νιώσω μόνο όταν πάψουνε οι πόλεμοι και δεν θα


ΔΕΛΤΙΟ 7

ΐ Μαρτίου

1987 βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 165 •

Το Β ιβλιογρα φικό Δ ελ τίο σνντάσσ εται μ ε την πολύτιμη συ νερ­ γα σία το υ βιβλιοπω λείου της «Εστίας», τη διεύθυνσ η και το προσω πικό τον ο ποίου ευχα ρ ι­ στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γ ίνε­ ται μ ε βάση το γνω στό Δ εκ α δικ ό Σ ύσ τη μα Ταξινόμησης, π ρο σ α ρ­ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο­ γραφία. • Σε κάθε κα τη γο ρ ία βιβλίων π ροη γούντα ι α λφα βητικά οι έλ-

-------------

Επιμέλεια: Έφη Απάκη

λη ν ες συ γγρ α φ είς και ακο λο υ­ θούν οι ξένοι. • Η κα τά τα ξη των ξένων σ υ γ γρ α ­ φέω ν γίνετα ι σύμφω να με το ελληνικό αλφάβητο. • Σ τη ν κα τη γο ρ ία των περιοδικώ ν δεν περιλα μβά νοντα ι εβδομαδι­ αία έντυπα . • Για την ακόμη μεγα λύ τερη π λη ­ ρό τη τα το υ Δ ελτίο υ, παρακαλο ύν τα ι οι εκδό τες να μ α ς στέλ­ νουν έγκα ιρα τις κα ινούριες εκ­ δό σ εις τους.

τουργίας. Αθήνα, 1986. Σελ. 83.

Γ Ε Ν ΙΚ Α Ε Ρ Γ Α ----- --------------------------------------------------Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΜΥΓΔΑΛΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ. Ελληνική βιβλιογραφία Φρίντριχ Σίλλερ. 1813-1986. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986. Σελ. 56. Δρχ. 300.

Β ΙΒ Λ ΙΟ Θ Η Κ Ο Ν Ο Μ ΙΑ ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Οργάνωσε τη βιβλιο­ θήκη σου. Έ νας πρακτικός οδηγός για την οργάνωση λαϊκών, παιδικών, σχολικών, ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Αθήνα. Gutenberg, 1987. Σελ. 190. Δρχ. 900.

Κ ΑΤΑΛΟΓΟΙ — ------------------ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ - ΕΡΤ. Εκπαιδευτική Τη­ λεόραση - Πρόγραμμα Α ' Τετραμήνου, Οκτώβριος 1986 - Ιανουάριος 1987. Αθήνα, ΟΕ ΔΒ, 1986. Σελ. 77.

ΛΟΓΟΙ ΚΟΥΚΟΥΡΙΔΗΣ ΒΙΚΤΩΡ. Λόγοι και άρθρα. Α θήνα, 1986. Σελ. 263.

ΛΕΥΚΩΜ ΑΤΑ Ο ΡΓΑ Ν ΙΣ Μ Ο Ι ___________________________________________________ Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. 25 χρόνια λει-

ΚΑΚΙΣΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ - ΦΑΣΙΑΝΟΣ ΑΛΕΚΟΣ. Τα­ ξίδια. (Ταξιδράματα). Βουρκαριανή, 1986, Σελ. 20. Δρχ. 600.


136/δελτιο

Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ

Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ

Γ ΕΝ ΙΚ Α

Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙA

ΔΡΑΓΩΝΑ-ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΥΡΤΩ. Φιλοσοφία και αν­ θρώπινα δικαιώματα. Τόμος Α '. Αθήνα, Παπαζήσης, 1986. Σελ. 335. Δρχ. 700.

ΛΑΜΠΙΡΗ-ΔΗΜΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑ. Η κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα. Αθήνα, Παπαζήσης, 1987. Σελ. 440. Δρχ. 1300.

LIVINGSTONE RICHARD Ν. Ελληνικά ιδανικά και σύγχρονη ζωή. Μετ. Δ. Χόνδρος. Αθήνα, Πιτσιλάς, 1986. Σελ. 115. Δρχ. 350.

ANDERSON CHARLES Η. Προς μία νέα κοινωνιολογία. Μετ. Ελένη Κακοσαίσυ. Αθήνα, Παπαζήσης, 1986. Σελ. 703. Δρχ. 1.800.

ΣΜΙΡΝΟΦ ΚΙΜ. Γνώση και ηθική. Ο Φάουστ ενάντια στον Μεφιστοφελή; Μετ. Κώστας Δόλκας. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 159. Δρχ. 300.

ΓΚΕΛΛΕΡΤ ΣΕΠΑΡΝΤ NT. Ό μ οιος ομοίω... ζευγα­ ρώνει. Αθήνα, Διογένης. Σελ. 246. Δρχ. 700.

Α Ρ Χ Α ΙΑ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ GUTHRIE N .K .G. Οι έλληνες φιλόσοφοι. Α πό το Θα­ λή ως τον Αριστοτέλη. Μετ. Αντ. Η. Σακελλαρίου, Α θήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 180. Δρχ. 800.

Ν Ε Ο Τ Ε ΡΗ Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ I. Η ενδεχομενικότητα. Αθήνα, 1986. Σελ. 144. Δρχ. 700.

Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ

Γ ΕΝ ΙΚ Α ΛΟΥΚ ΑΛΕΞΑΝΤΡ. Συγκινήσεις και προσωπικότη­ τα. Μετ. Νίκος Κυτόπουλος. Α θήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 189. Δρχ. 350.

Π Ο Λ ΙΤΙΚ Η ΔΕΛΑΣΤΙΚ ΓΙΩΡΓΟΣ. Συνωμοσία στη Μεσόγειο. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 141. Δρχ. 250. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ ΓΕΡ. Σ. Επί της δομής του νεοελλη­ νικού κράτους. Α θήνα, 1986. Σελ. 225. Δρχ. 2100. ΛΟΥΛΟΥΔΗΣ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Πολιτοικολογία. Αθή­ να, Στοχαστής, 1986. Σελ. 219. Δρχ. 700. ΧΑΡΗΣ ΜΑΝΟΣ. Το πεντάγωνο του θανάτου. Αθή­ να, Λαδιάς, 1986. Σελ. GORZ A NDRE. Αντίο προλεταριάτο. Μετ. Στέλιος Μπαμπάς. Α θήνα, Νέα Σκέψη, 1986. Σελ. 198. Δρχ. 500.

Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ ΜΕΤΑΞΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Ν. Η οικονομική των μεταφο­ ρών. Α θήνα, Παπαζήσης, 1986. Σελ. 157. Δρχ. 600. ΜΠΙΡΗΣ Γ. Ο φόρος προστιθέμενης αξίας. Φ.Π.Α. Α θήνα, 1987. Σελ. 224. Δρχ. 1000. ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ ΜΑΡΙΑ. Η προβλημα­ τική ελληνική βιομηχανία και κάποιες λύσεις της... Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 371. Δρχ. 1200.

ΕΦ Α ΡΜ Ο Σ Μ Ε Ν Η Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ

ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗ-ΔΕΛΙΒΑΝΗ ΜΑΡΙΑ. Περιφερειακή ανάπτυξη στην Ελλάδα στα πλαίσια της ΕΟΚ. Θεσσα­ λονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 282. Δρχ. 950.

ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ ΦΩΤΕΙΝΗ. Ο μύθος του επικίνδυ­ νου ψυχασθενή. Α θήνα, Παπαζήσης, 1987. Σελ. 187. Δρχ. 500.

ΝΟΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Εκβιομηχάνιση και οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία. Αθήνα, Ίδρυμα Μεσογεια­ κών Μελετών, 1986. Σελ. 177. Δρχ. 450.


δελτιο/137 ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Β. Η ενοποίηση της ΕΟΚ. Προβλήματα και προοπτικές. Α θήνα, Παπαζήσης, 1987. Σελ. 287. Δρχ. 700. ΣΚΟΡΔΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΠ. Φοροτεχνική ελεγκτική. Αθήνα, 1986. Σελ. 453. Δρχ. 2.500. TODARO MICHEL Ρ. Οικονομική του αναπτυσσό­ μενου κόσμου. Τόμος Α '. Μετ. Νικηφόρος Σταματάκης. Αθήνα, Gutenberg, 1987. Σελ. 352. Δρχ. 1500.

Έτσι άρχισε ο εμφύλιος

Δ ΙΚ Α ΙΟ ΛΑΠΑΓΙΕΒΑ ΒΑΛΕΝΤΙΝΑ. Ζητήματα δικαίου στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 123. Δρχ. 250. ΤΖΕΝΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Αναγνώριση του ανθρώ­ που. Α θήνα, 1987. Σελ. 142. Δρχ. 600.

Δ Η Μ Ο Σ ΙΕ Σ ΣΧ Ε Σ ΕΙΣ ΜΑΓΚΛΙΒΕΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Κ. Κοινωνική επικοι­ νωνία. Ζ' έκδοση. Α θήνα, Παπαζήσης, 1987. Σελ. 387. Δρχ. 1200.

Ο ΙΚ Ο Λ Ο ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Η πόλη του μέλ­ λοντος. Μετ. Ί α Καρνάβου. Α θήνα, Κουτσουμπός, 1987. Σελ. 303. Δρχ. 800.

Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΖΑΧΑΡΕΝΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Κάλαντα και παρά­ δοση του Δωδεκαήμερου. Α θήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 166. Δρχ. 800.

Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η

Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η ΝΑΥΡΙΔΗΣ ΚΛΗΜΗΣ - ΣΟΛΜΑΝ ΜΑΡΙΑ - ΤΑΣΟΥΛΑ ΝΑΝΤΙΑ. Η Αλίκη στη χώρα των πραγμά­ των. Αθήνα, Υποδομή, 1986. Σελ. 192. Δρχ. 500.

Έ τσ ι άρχισε ο εμφύλιος Μετά την Έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, δίνεται τώρα στή δημοσιότητα, για πρώτη φορά, ολόκληρη η έκ­ θεση του Δημοκρατικού Στρατού για τα αίτια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο. Πρόκειται για το πολυσέ­ λιδο Υπόμνημα που είχε υποβάλλει το Γενικό Αρχηγείο του ΔΣΕ στηνΈξεταστική Επιτροπή του ΟΗΕ, τον Μάρ­ τιο, του 1947, αποκαλύπτοντας, με φρίκη, στη διεθνή Κοινότητα, την έκταση της τρομοκρατίας και της βίας σε βάρος των δημοκρατικών πολιτών στην Ελλάδα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά -1945-1947. Το Υπόμνημα, που υπογράφεται από τον Μάρκο Βαφειάδη, ως αρχηγό του ΔΣΕ, φέρει τον τίτλο: «Για τα αί­ τια που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και η γνώμη μας για το σταμάτημά του». Στο σύνολό του είναι μια λε­ πτομερής όσο και ανατριχιαστική καταγραφή των εγκλημάτων που διέπρατταν καθημερινά, πάνω από δυό χρόνια, με την άδεια των Άγγλων και της ντόπιας αντί­ δρασης, στα χωριά και τις πόλεις της υπαίθρου, οι συμ­ μορίες αρχιδολοφόνων και ληστών τύπου Σούρλα, Κο­ λάρα, Καλαμπαλίκη, Βουρλάκη, Μαγγανά, Κατσαρέα και δεκάδων άλλων. Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, βιασμοί, λεηλασίες, εμπρησμοί και αρπαγές ολόκληρων νοικοκυριών αποτελούσαν το καθημερινό σκηνικό εκείνα τα βάρβαρα χρόνια. Μέσα σ’ αυτόν τον εφιάλτη της ταπείνωσης και του θανάτου, κά­ ποιοι θα υπερασπιστούν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτοί ήταν οι πρώτοι αντάρτες του Δευτέρου Αντάρτι­ κου. Έτσι άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.

Ρ

Σε όλα τα βιβλιοπωλεία

& § Εκδόσεις Γλάρος


138/δελτιο

Θ Ε Τ ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ

Α Σ Τ ΡΟ Ν Ο Μ ΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Μέτρηση του ηλιακού συστήματος. Μετ. Γιώργος Μπαρουξής. Αθή­ να, Κουτσουμπός, 1987. Σελ. 196. Δρχ. 700.

Μ Ο Υ ΣΙΚ Η ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. Για την ελληνική μουσική. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 277. Δρχ. 800. Iron Maiden. Η ιστορία και τα τραγούδια τους Εισ. μετ. Θόδωρος Ρωμανός. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης, 1986. Σελ. 125. Δρχ. 400.

ΓΛΩΣΣΑ Ε Φ Α Ρ Μ Ο Σ Μ . Ε Π ΙΣ Τ Η Μ Ε Σ ΓΕΝ ΙΚ Α Ο ΡΓ Α Ν Ω Σ Η Ε Π ΙΧ Ε ΙΡ Η Σ Ε Ω Ν ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ I. Planning. Α πό το «επεί­ γον» στο σημαντικό. Μάνατζμεντ II. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1986. Σελ. 142. Δρχ. 600.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ. Ελληνική γλώσσα. Α θήνα, Καρδαμίτσας, 1986. Σελ. 218. Δρχ. 800.

Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ ΙΑ ΤΕΧΝΕΣ Α Ρ Χ Α ΙΟ Ι ΣΥΓΓΡΑΦ ΕΙΣ ΓΕΝ ΙΚ Α KADINSKY WASSILY. Τέχνη_ και καλλιτέχνες. Μετ. Γιώργος Κεντρωτής. Α θήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ. 299. Δρχ. 750.

ΖΩ ΓΡΑΦ ΙΚ Η ΕΛΥΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ. Το δωμάτιο με τις εικόνες. Κείμενο Ευγένιος Αρανίτσης, Αθήνα, Ίκαρος, 1986. Σελ. 95. Δρχ. 5000.

ΤΟΤΣΙΚΑΣ Α .Α . Ανθολόγιο. 10 αποσπάσματα αρ­ χαίων ελλήνων συγγραφέων. Αθήνα, Gutenberrg, 1987. Σελ. 190. Δρχ. 750.

Μ ΕΛ ΕΤ ΕΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Α . Σύμμικτα κριτικά. Αθήνα, 1986. Σελ. 398. Δρχ. 3500.

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ Κ ΙΝ Η Μ Α ΤΟ ΓΡΑ Φ Ο Σ ΠΑΠΑΤΑΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Η φωτογραφία. Σενάριο. Μετ. Νίκος Παπατάκης - Ιωάννα Χατζηνικολή. Αθή­ να, Χατζηνικολή, 1986. Σελ. 111. Δρχ. 460.

Γ ΕΝ ΙΚ Α

ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΠΙΕΡ-ΠΑΟΛΟ. Θεώρημα. Μετ. Γιάννης Λαμπιδώνης. Α θήνα, Θεωρία, 1986. Σελ. 235. Δρχ. 500.

ΚΑΡΓΑΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. Ελληνική ζωονομία. Αθήνα, Gutenberg, 1987. Σελ. 117. Δρχ. 500.


δ ελτιο/139

Π Ο ΙΗ Σ Η ΚΙΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Μεσανάσταση. Σαράν­ τα ποιήματα. Α θήνα, Γνώση, 1986. Σελ. 54. ΚΟΚΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Ποιητική ανθολογία ειρήνης. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 339. Δρχ. 1000. ΜΑΡΝΕΡΟΣ ΑΡΓΥΡΗΣ. Οι άρχοντες. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Η Μικρή Εγναντία. Σελ. 123. Μ ΑΤΘΑΙΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Παγκόσμια. Αθήνα, Νικολαίδης, 1986. Σελ. 62.

Ποίηση.

ΣΕΡΡΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ. Έ ξι γραφές για τον Σεφέρη. Αθήνα, Περίπλους, 1987. Σελ. 36. ΣΙΜ ΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ. Οι πληγές και τα παράθυρα. Α θήνα. Σελ. 60. Δρχ. 300. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΣ. Επιστρέψατέ μου. Ποίη­ ση. Λευκωσία, 1986. Σελ. 48. ΤΣΕΛΕΝΗ ΑΛΚΗ. 1986. Σελ. 44.

Απόηχοι.

Αθήνα, Βασιλείου,

Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ A la la - Gods. Έκφραθιθ τηθ Μεταπρωτοποριακήθ Τέχνηθ εν Ελλάδι. Θεσσαλονίκη, Gamo-to, 1986. Σελ. 197. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο χορός του Οσμάν Τάκα. Διηγήματα. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1986. Σελ. 138. Δρχ. 500. ΚΑΚΙΣΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Οι καλές γυναίκες. Α θήνα, Ίκαρος, 1986. Σελ. 80. Δρχ. 450. ΚΑΡΑΝΑΣΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Το τελευταίο καμίνι. Αθή­ να, Καρανάσης, 1986. Σελ. 100. Δρχ. 400. ΜΑΡΝΕΛΛΗ - ΠΙΤΟΥΛΗ ΠΟΠΗ. Η πολιτεία κι ο δημιουργός της. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 120. Δρχ. 600. ΜΟΣΚΟΒΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Το άλας της γης. Γ' έκδοση. Αθήνα, Βασδέκης, 1986. Σελ. 239. Δρχ. 800. ΓΟΥΛΦ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ. Τα κύματα. Μετ. Ά ρ η ς Μπερλής. Αθήνα, Κρύσταλλο, 1986. Σελ. 215. Δρχ. 800. ΓΚΡΗΝ ΖΥΛΙΕΝ. Λεβιάθαν. Μετ. Αγνή Ν. Μετά-' φτσή. Α θήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ. 403. Δρχ. 800. GAMON FERDINANDO. Η αρρώστια που λέγεται άνθρωπος. Μετ. Α . Χαραλαμπάκου. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 208. Δρχ. 400. ΚΟΦΙΝΙΟ Μ ΑΝΟΥΕΛ. Η τελευταία γυναίκα και η επόμενη μάχη. Μετ. Αγγελική Αλεξοπούλου. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 248. Δρχ. 400. ΚΟΧΟΥΤ ΠΑΒΕΛ. Έ νας θηλυκός δήμιός. Μετ. Τ ο­ σούλα Καραϊσκάκη. Α θήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 439. Δρχ. 700. LEBLANC MAURICE. Τα τρία εγκλήματα του Αρσέν

Νέες Κλασικές Εκδόσεις


140/δελτιο Λουπέν. Μετ. Δήμος Μαρουδής. Α θήνα, Ερατώ, 1986. Σελ. 280. Δρχ. 400. ΜΑΡΚΕΣ ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ. Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας. Μετ. Κλαίτη ΣωτηριάδουΜπαράχας. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986. Σελ. 479. Δρχ. 1000.

τσιλάς, 1986. Σελ. 332. Δρχ. 800. ΡΩΤΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Θέατρο και γλώσσα. (1925-1977). Τόμοι Α ' + Β'. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1986. Σελ. 698. Δρχ. 1800.

BESSON PATRIK. Ντάρα. Μετ. Ευδοκία Παπαγκίκα. Α θήνα, Aquarius, 1986. Σελ. 222. Δρχ. 550.

ΕΡΓΑ

DEFORGES RIiGINE. Το γαλάζιο ποδήλατό. Τόμος Β'. Μετ. Ά ν ν α Καμπουροπούλου. Αθήνα, Bell, 1986. Σελ. 318.

ΖΑΖΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Θέατρο κι εκπαίδευση. Τρία μονόπρακτα. Θεσσαλονίκη, 1986. Σελ. 69.

ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ Φ.Μ. Δύο νουβέλες. Μετ. Εισ. Ν ί­ κος Παπανδρέου. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. . 142. Δρχ. 200.

ΤΣΕΧΩΦ ANTON. Ο γλάρος - Θείος Βάνιας - Πρό­ ταση γάμου - Η αρκούδα. Μετ. Λυκούργος Καλλέργης. Τόμος Α '. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 230. Δρχ. 600.

ΠΑΘ ΟΚΤΑΒΙΟ. Ο γραμματικός πίθηκος. Μετ.επιμ.-εισ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς. Θεσσαλονίκη, Παρατη­ ρητής, 1986. Σελ. 180. Δρχ. 600.

ΤΣΕΧΩΦ ANTON. Οι τρεις αδερφές - Ο βυσσινόκηπος - Ο γάμος - Το κύκνειο άσμα. Τόμος Β'. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 251. Δρχ. 600.

SAVARIN JULIAN. Στα ίχνη των λύκων. Μετ. Αντρέας Μιαούλης. Α θήνα, Bell, 1986: Σελ. 376. JAKES JOHN. Βόρειοι και Νότιοι. Μέρός δεύτερο. Τόμοι Α ' + Β'. Μετ. Ρούσσος Βρανάς. Α θήνα, Καρρέ, 1985. Σελ. 1045. Δρχ. 2000 (οι δύο τόμοι).

ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ

ΦΑΝΟΥ ΤΖ. Σ. ΛΕ. Καρμίλα. Μετ. Ελένη Αθανασοπούλου. Αθήνα, γράμματα, 1986. Σελ. 143. Δρχ. 400. ΦΩΚΝΕΡ ΓΟΥΙΛΛΙΑΜ. Ά γρ ια φοινικόδεντρα. Μετ. Κοσμάς Πολίτης. Αθήνα, γράμματα, 1986. Σελ. 287. Δρχ. 800. HIGHSMITH PATRICIA. Σενάριο αγωνίας. Μετ. Έ φη Φρυδά. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986. Σελ. 336. Δρχ. 650. HAMMET DASHIELL. Σαμ Σπέιντ. Μετ. Βάνια Καρανικόλα. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1986. Σελ. 196. Δρχ. 500. HEYM STEFAN. Ο εξόριστος του Θεού. Μετ. Β. Κατσάνης. Αθήνα, Ροές, 1986. Σελ. 335. Δρχ. 500.

Α Ρ Χ Α ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ ΣΑΡΑΝΤΕΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Προϊστορικά ευρήματα. Νέας Αρτάκης Εύβοιας. Αθήνα, Αρσενίδης, 1986. Σελ. 123. Δρχ. 500.

Μ Α ΡΤ Υ ΡΙΕ Σ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΣΟΛΩΝ. Ellis Waterhouse. Ο πρά­ κτορας που ήρθε από την ομίχλη... Αθήνα, Καπόπουλος, 1987. Σελ. 165. Δρχ. 500.

Μ ΕΛΕΤΕΣ

ΚΟΚΟΒΛΗΣ ΝΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΡΓΥΡΩ. ΕΣΣΔ. Προσδο­ κίες και πραγματικότητα. Α θήνα, Μνήμες, 1986. Σελ. 352. Δρχ. 800.

ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ Α ΘΗΝ Α - ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ.Π. Αθησαύ­ ριστα κείμενα του Βαλαωρίτη, II. (Ανάτυπο από το περιοδικό Παλίμψηστον I, Τεύχος 3). Ηράκλειο, 1986. Σελ. 53. Δρχ. 150.

ΠΡΙΑΜΟΣ. Με το 7ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ στα βουνά της Εύβοιας. Αθήνα, 1986. Σελ. 136. Δρχ. 350.

ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΑΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Διονύσιος Σολωμός. Ο εθνικός μας ποιητής. Μελέτη. Αθήνα, Ν έοι Καιροί, 1986. Σελ. 294. Δρχ. 1000.

ΘΕΑΤΡΟ

Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΙΣ Τ Ο ΡΙΑ ΒΡΕΤΤΟΣ ΛΑΜΠΡΟΣ Σ. Στο παρελθόν της Α χαίας. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1986. Σελ. 155. Δρχ. 500. Βυζάντιον. Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο. Τόμοι Α ' + Β'. Αθήναι, 1986. Σελ. 749. Δρχ. 3500.

Γ Ε Ν ΙΚ Α

ΓΚΙΟΛΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Α . Συμβολή στην ιστορία του κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου της Ευρυτανίας και των Αγράφων κατά την Τουρκοκρατία. Α θήνα, 1986: Σελ. 186. Δρχ. 500.

ΜΑΤΣΑΣ ΑΡΤΕΜΗΣ. Θεατρικές μνήμες. Α θήνα, Πι­

ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ. Πειραϊκό αρχείο. Τό-


δ ελ τι ο/141 μος Γ'. Πειραιάς, 1986. Σελ. 476. Δρχ. 1200. ΜΑΥΡΟΜΜΑΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ Κ. Ανέκδοτα βενετικά έγγραφα για τους Κορνάρους της Σητείας, και το Χάν­ δακα. Αθήνα, 1986. Σελ. 164. Δρχ. 900. ΜΥΛΩΝΑΣ ΘΑΛΗΣ. Το βορειοηπειρωτικό στο κτώφλι της εθνικής μειοδοσίας. Α θήνα, Σιδέρης, 1986. Σελ. 239. Δρχ. 600. ΠΛΟΥΜΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. Πρεσβείες κρητών προς τη Βενετία (1487-1558). Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1986. Σελ. 172. Δρχ. 1.200.

ΔΙΑΒΗΜΑ. Περιοδικό μελέτης εκπαιδευτικών θεμά­ των. Τεύχος 1. ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΧΑΡΠΑΣΙΑ. Φύλλο 19. Σεντ 20. ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΧΟ ΔΕΛΤΙΟ. Γενική Έ ρευνας και Τεχνολογίας. Τεύχος 3-6.

Γραμματεία

ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΧΗ. Μηνιαίο πολιτικό περιοδι­ κό. Τεύχος 121. Δρχ. 300. ΗΧΟΣ ΧΑΙ HI-FI. Τεύχος 168. Δρχ. 200. ΙΑΤΡΙΧΗ. Μηνιαία έκδοση εταιρείας ιατρικών σπου­ δών. Τόμος 51. Τεύχος 2.

ΧΙΟΓΊΙΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ X. Η απελευθέρωση της Βέρροιας και της Νάουσας σύμφωνα με αφηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων. (Ομιλία). Βέρροια, Ροταριανός Ό μ ι­ λος Βέρροιας, 1986. Σελ. 21.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΧΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι­ κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 225. Δρχ. 300.

ΧΙΟΝΙΔΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ X. Ο Δημήτριος Βικέλας και ο δεσμός του με τη Βέρροια. 150 χρόνια από τη γέννη­ σή του. (1835-1985). Θεσσαλονίκη, 1986. Σελ. 15.

Η Ν ΕΑ ΟΙΧΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 29. Δρχ. 200.

Π Α Γ Κ Ο Σ Μ ΙΑ ΙΣΤΟ ΡΙΑ ΜΑΤΣΑΚΗΣ ΜΥΡΩΝΑΣ Θ. Το σοβιετικό πολεμικό ναυτικό και η σοβιετική θαλάσσια ισχύς. Αθήνα, χ.χ. Σελ. 173. Δρχ. 1000.

ΜΕΘΑΥΡΙΟ. Τεύχος Α '. Δρχ. 300. ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Χείμενα παιδευτικού προβληματι­ σμού. Τεύχος 41. Δρχ. 350. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΧΑΙ ΟΙΧΟΝΟΜΙΑ. Επιθεώρηση προ­ βληματισμού για οργάνωση και διοίκηση. Τεύχος 30, Δρχ. 250. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 875. Δρχ. 200. ΠΕΡΙΟΔΙΧΟ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑ­ ΔΑ Σ. Τεύχος 167.

MCNEILL WILLIAM Η. Ιστορία της ανθρώπινης κοι­ νωνίας. Μετ. Κ. Ραμπαβίλας. Αθήναι, Καραβίας. Σελ. 899. Δρχ. 350. .

ΠΝΕΥΜΑΤΙΧΗ ΧΥΠΡΟΣ. Μηνιαίο λογοτεχνικό πε­ ριοδικό. Τεύχος 313-314. Δρχ. 100.

Π Α ΙΔ ΙΚ Α

ΣΥΛΛΕΧΤΙΧΟΣ ΧΟΣΜΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό για συλλέκτες. Τεύχοςς 76. Δρχ. 100.

ΕΛΕΥΘ ΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜ ΑΤΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ. Τεύχος 48. Δρχ. 160.

ΠΟΛΙΟΡΧΙΑ. Γραφή και ανάγνωση. Τεύχος 1. Δρχ. 200.

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ. Διμηνιαία λογοτεχνική εφημερίδα (έκδοση του περιοδικού «Απανεμιά»). Φύλλο 1. 4 ΤΡΟΧΟΙ, Τεύχος 198. Δρχ. 180. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΧΑΡΗΣ, Τα πρώτα μου ποιήματα. Μικρή ανθολογία παιδικής ποίησης. Αθήνα, Ά γκυρα, 1986. Σελ. 77. Δρχ. 500. ΣΙΜΟΣ ΓΚΕΡΝΤ. Ο Μπάνυα από την Ταΰλάνδη γρά­ φει γράμματα στα παιδιά όλου του κόσμου. Μετ. Χαί­ τη Χαμμένου. Αθήνα, Ά γκυρα, 1986. Σελ. 36 Δρχ. 380.

Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α

ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΧΗΣ. Περιοδική έκδοση της επιστημονικής ένωσης του Χ ΘΨΠΑ. Τεύχος 12. Δρχ. 200. ΤΕΧΝΙΧΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ. Μηνιαία έκδοση του Τε­ χνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος - Τμήμα Χεντρικής Μακεδονίας. Τεύχος 42. ΤΡΙΦΥΛΙΑΧΗ ΕΣΤΙΑ. Δίμηνη περιοδική έκδοση. Τεύχος 73. Δρχ. 300. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΧΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. Βιβλιογραφική ενημέρωση έκδόσεων «ΤΗΝΟΣ» Τεύχος 58. L’ERBASPADA. Num. 4. Lire 6.000.

ΑΝΑΧΥΧΛΗΣΗ. Δίμηνη έκδοση τέχνης του Πρόσπερου. Τεύχος 8. Δρχ. 100. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 341. Δρχ. 100. ΓΥΝΑΙΧΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 967. Δρχ: 200. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 162. Δρχ. 200.


1 42/δελτιο 27 Φεβρουάριου 12 Μαρτίου 1987

κριτικογραφία

Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη

Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμέ­ νες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.

Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελώνης ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κσνιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας

ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΑ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΙ: Εικόνες ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία

Μουσεία Δρακόπουλος Γ.Μ.: Ναυτικό Μουσείο Αιγαίου (ΚΝ,ΚΑ, 12/3)

Φιλοσοφία Guthrie V.: Οι Έλληνες φιλόσοφοι από το Θαλή ως τον Αριστοτέλη (ΧΝ, ΑΝ, 27/2)

Κοινωνιολογία Gorz Α: Αντίο προλεταριάτο (ΧΝ, ΑΝ, 27/)

ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώ ρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΑ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική

Πολιτική Καγκελάρης Κ.Γ.: Νότια Αφρική (ΓΣ, ΑΗ, 7/3), (ΚΤ, ΕΘ, 11/ 3)

Μαραγκός Ν.: Τουρκία (ΓΖ, ΔΗ, 1/)

Οικονομία θεοφανίδης Σ.Μ.: Εγχειρίδιο αξιολόγησης επενδυτικών σχε­ δίων (Α.Χ.Π, ΟΤ, 10(1713) Κατσούλης Γ. κ.ά. Οικονομική Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδος ( θ . Αντωνόπουλος, ΝΕ, 7/3)


δ ελ τι ο/143 Ο κλάδος των βαφείων φινιστηρίων (Κ. Σουγιουτζόγλου, ΟΤ, 11(1714) Τούντα-Φεργάδη Α.: Το προσφυγικό δάνειο του 1924 (ΧΝ, ΑΝ, 27/2) Rein W. - Muddelton D.: Η έννοια των λογαριασμών των επι­ χειρήσεων (Σ. Ζευγαρίδης, ΟΤ, 11 (1714) Λαογραφία Κυπριανού X.: Κυπριακά ριζώματα (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Εκπαίδευση Μακρυνιώτη Β.: Η παιδική ηλικία στα αναγνωστικά βιβλία (834-1919 (ΚΤ, ΕΘ, 11/3) Μανακόρυτα Μ.: Για μια σύγχρονη παιδαγωγική (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Ντήτριχ Τ.: Το ενεργό βιομηχανικό σχολείο του Π. Μπλόνσκι (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Σνύντερ Ζ.: Σχολείο, τάξη και πάλη των τάξεων (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Χουλς Μ.: Επιλογή κειμένων πάνω στο εκπαιδευτικό σύστημα (Δ. Παλημέρης, Διάβημα, 1) Τεχνολογία Κουμούτσος Ν. - Κουρής Μ.: Χρήση-Εξοικονόμηση ενέργειας (Δ. Παπαϊωάννου, Νέα Οικολογία, 29) Samways Β. - Burne - Sones Τ.: Λεξικό υπολογιστών και αγγλοελληνικό λεξικό όρων (ΘΥ, ΕΙ, 4/3) Κλασική Φιλολογία Ρούσος Ε.: Ηράκλειτος. Περί φύσεως (ΧΝ, ΑΝ, 27/1) Παπαγεωργίου Κ.: Ο Όμηρος (I. Κυθρεώτης, ΠΚ, 313-314) Πετρόπουλος Κ.Ν.: Ανθολόγιο αρχαίων (ΓΣ, ΑΗ, 7/3) Τέχνες Βασιλειάδης Δ.: Ψηφίδες του νεοελληνικού μύθου (Μ. Μεντζελοπούλου, ΔΙ, 163) Τα κόμικς (Σ.Κ, ΕΛ, 12/3) Θεοχάρη Μ.: Εκκλησιαστικά χρυσοκέντητα (Μ. Λαμπαδαρίδου Πόθου, ΔΙ, 163) Ποίηση Αντωνίου Τ.: Δόκτωρ Βλαχούστους (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση, 6/3) Αξελός Λ.: Ταξίδι στη νύχτα (Α. Κάλφας, ΔΙ, 163) Ασλάνογλου Ν.Α. Τρία ποιήματα (Β. Δαλακούρα, Βήμα, 1/3) Βαλαωρίτης Ν.: Ο Έγχρωμος στυλογράφος (Σ, ΡΙ, 8/3) Βαφόπουλος Γ.: Το τέλος (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Δανιήλ Γ.: Τα επίθετα (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Ζαμπαθά-Παγουλάτου Φ.: Διψασμένο φεγγάρι (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμησή 8/3) Καραχάλιος Κ.: Ρωγμές στη νύχτα (Γ. Γιάνναρης, Εξόρμηση 8/3) Καρούσος Α.: Σας ενδιαφέρουν (ΓΖ, ΔΗ, 1/3) Κουγιάλης Θ.: Εικονίσματα (ΚΥ, ΜΚ, 313-314) Κρανιδιώτης Ν.: Ο μικρός μας κόσμος (ΚΥ, ΠΚ, 313-314) Λαζαρίδης Σ.: Γλυκές σφαιρούλες από τ’ όμορφό σου όπλο (Α. Κάλφας) Λυσιώτης Ζ.: Ρεμβασμοί του στερνού Ιουλίου (ΚΧ, ΠΚ, 313314) Ναζιανζηνός Γ.: Ποιήματα (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Οσύρος Μ.: Η νοσταλγία του ψυχίατρου (Β. Δαλακούρα, Βή­ μα, 1/3), (Π. Ρεζής, Εξόρμηση, 1/3) Πετρής Τ.: Διάλεξη για μια αυτοκτονία (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Πέτρου-Βενετσάνου Μ.: 1) Επέτειος 2) Η άλλη όχθη (ΔΖ, ΤΕ, 73) Πολιτόπουλος Θ.Δ.: Τραγούδια (ΘΠ, ΕΣ, 583) Ρίτσος Γ.: 1) Λιγοστεύουν οι ερωτήσεις 2) Ο Αρίοστος αρνείται να γίνει άγιος (ΚΣ, ΝΕ, 28/2)

Ροξάκης Κ.: Ο Βυθός μου τα πράγματα (Σ. Δημούλης, ΠΚ, 313-314) Φωστιέρης Α.: Σκοτεινός Έρωτας (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Χατζηκώστας Λ.: Κυριακοδρόμιο β' (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Πεζογραφία Γιάκος Δ.: Καλή σου νύχτα Ιβάν (ΘΠ, Παναιτωλική 7,8/3) Γκρίτση-Μιλλιέξ Τ.: Χρονικό ενός εφιάλτη (X. Φίλη, ΕΜ, 1/3), (ΜΚ, ΔΙ, 163) Δάλλας Γ.: Στο ρεύμα του ποταμού (ΒΧ, ΑΥ, 10/3) Ζόμπολας Τ .: Διαδρομή (Α. Κάλφας, ΔΙ, 163) Καρατζαφέρη I.: Οι έφηβοι του Κολωνού (ΘΥ, ΕΙ, 11/3), (ΚΤ, ΕΘ, 11/3) Λαγγουρέλη Μ.: Τα χαλασμένα (ΚΤ, ΕΘ, 4/3) Λεφούσης Η.: Τύμπανα του 1909 (A, ΡΙ, 1/3) Μάτεσις Π.: Αφροδίτη (ΓΔ, ΔΗ, 1/3) Μπακασάκη Σ.: Λόρε (Ε. Ρόζος, Πρόοδος Ζακύνθου, 411). Πέτρουλα Δ.: Που ’ναι η μάνα σου μωρή; (Α. Κώττη, ΡΙ, 1/3) Παρορίτης Κ.: Οι δύο δρόμοι (ΔΓ, ΠΙ, 8/3) Ροδοπούλου Σ.: Η συμφωνία της σιωπής (ΓΖ, ΔΗ, 1/3) Ροζάνης Σ.: Ταφή (ΔΑ, ΑΥ, 8/3) Σπανδωνής Γ.: Προς άγνωστη κατεύθυνση (ΧΝ, ΑΝ, 27/2) Φραγκόπουλος Μ.: Η πέτρα (ΚΤ, ΕΘ, 4/3) Χουρμουζιάδης Γ.Δ.: Πυρήνες (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Χριστοδούλου Α.Κ.: Η κυρία Νοεμί (ΔΑ, ΑΥ, 8/3) Αμερικάνικη προλεταριακή λογοτεχνία (ΑΚ, ΠΙ, 8/3) Γκαρσία-Μάρκες Γ.: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ε. Παιονίδου, ΠΙ, 1/3) (ΔΑ, ΑΥ, 1/3) Γκρην Γ.: Ένα όπλο για πούλημα (Ζ. Μαμαλάκη, ΔΙ, 163) Γκρην Ζ.: Λεβιάθαν (ΘΥ, ΕΙ, 11/3) Καλβίνο I.: Τα κοσμοκωμικά (Κ. ΡΙ, 8/3) (Σ. Σαράκης, Εβδόμη, 8/3) Κέρουακ Τ.: Σατόρι σιο Παρίσι (ΚΤ, ΕΘ, 8/3) Κόσερι Α.: Ξεχασμένοι από το θεό (ΤΣ, ΑΥ, 1/3) Κόχουτ Π.: Ένας θηλυκός δήμιος (ΘΥ, ΕΙ, 4/3) Λάβκραφτ Κ.: Ο τρόμος τον Ντάνγουιτς (ΕΑ, ΕΛ, 12/3) Λόντον Τ.: Ο ταξιδιώτης τ’ ουρανού (Κ, ΡΙ, 1/3) Μπάροουζ Ο.: Νόβα Εξπρές (ΔΑ, ΑΥ, 1/3) Σεμιόνοφ Γ.: 17 στιγμές της άνοιξης (θ. Ψαλιδόπουλος, ΔΙ, 163) Μελέτες-Δοκίμια Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (ΧΝ, ΑΝ, 27/2) Αφιέρωμα στον Παλαμά (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Δανιήλ Γ.: Αίγλη και άγχος (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 163) Δημοπούλου - Χατζηπέτρου Ν: Οδυσσέας Ελύτης (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Καρανικόλας Γ.: Σκιαγραφήσεις (ΔΖ, ΤΕ, 73) Καραντώνης Α.: Στην εξωτική Ασία με τον I. Βασιλείου (ΚΥ, ΠΚ, 313-314) Κοκόροβιτς Κ.: 5 μελετήματα (Κ.Γ. Σταυρόπουλος, Πρωινός Λόγος Τρικάλων 8/3. Λιαντίνη Δ.: Ο Νηφομανής (X. Κορέλας, ΕΜ, 1/3) Παναγιώτου Ν.: Κριτική θεώρηση της «Ιστορίας της Νεώτερης Κυπριακής Λογοτεχνίας», του Κ. Ιωαννίδη (ΚΧ, ΠΚ, 313-314) Παπακωνσταντίνου Δ.: Κριτική βιβλίου (ΔΖ, ΤΕ, 73) Χάρης Π.: Έλληνες πεζογράφοι (Θ.Δ. Φραγκόπουλος, ΕΘ, 5/3) Ταρκόφσκι Α .: Σμιλεύοντας το χρόνο (Η. Κανέλλης, ΔΗ, 1/3) (ΘΥ, ΕΙ, 11/3) Παιδικά Δαράκη Π.: 1) Τώρα θέλω να χορέψω 2) Το στοίχημα (Κ. Καλαντζής, ΡΙ, 113) Καρθαίου Ρ. - Μάνου - Πασσά Κ.: Χαρούμενες διακοπές. Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά. (ΘΥ, ΕΙ, 11/3) Λοίζου Μ.: Τρέχει τρέχει η νύχτα να συναντήσει τη μέρα (Α. Κάλφας, ΔΙ, 163) Νεγρεπόντης Γ.: Οι κατσαρίδες ποτέ δεν πεθαίνουν (ΘΥ, ΕΙ, 11/3)


144/μικρες αγγελίες

μικρές αγγελίες

Ιστορία

ο ,

«ΙΣΤΟΡΙΑ» εικονογραφημένη - ΠΑΠΥΡΟΥ τεύχη 7-90 σε 14 καλύμματα-τόμους (14X6 τεύχη = 84). Τιμή 2.000 ο τόμος. 91120, μεμονωμένα τεύχη ή όλα μαζί (το τεύχος, 300 δρχ.). Στέλλονται επί αντικαταβολή. Ενδιαφέρει βιβλιοθήκες και ι­ διώτες ιστοριοδίφες. Τηλ. 0821/ 22919. UNIVERSITY of Michigan Grad in Communication intere­ sted to tearh English and French. Contact Kate: 751.8794. ΑΡΧΙΖΕΙ μια νέα ομάδα Γκουρτζίεφ. Για να έρθετε σε επαφή τηλ. 41.74.804. 17.0023.00 καθημερινά. ΟΜΑΔΑ γιατρών του «Δρομοκαϊτειου» προσπαθεί να οργα­ νώσει μια στοιχειώδη βιβλιοθή­ κη με βιβλία κατάλληλα για την ■ψυχαγωγία των αρρώστων. Αν θέλετε να στείλετε κάποια βι­ βλία, η διεύθυνση είναι: «Δρομοκαίτειο Θεραπευτήριο Ψυχι­ κών Παθήσεων», τμήμα «Θεολόγειο», κ. Ευανθία Σοφρά, Ιερά Οδός 343, 12 141 Αθήνα. Μπορείτε επίσης να ζητήσετε πληροφορίες από την κ. Σοφρά στο τηλ. 58.11.500 ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Κυ­ κλοφορούν ΠΕΝΤΕ βιβλία της Φανής Γκούμα. Γραμμένα από την Αποκάλυψη του ΕΝΑ. 1) «0 = 1»

2) «Αντικρύζοντας η Ιδέα την Ύλη» 3) «Η Βιογραφία του Θεαν­ θρώπου του Εαυτού Σου» 4) «Πανανθρώπινη Συγκέντρώση» 5) «Νεο Μεταθανάτιο Φως στη Γη» Πληροφορίες: 64.48.039

Η ανακάλυψη της Αμερικής από τους Βίκινγκς (ΔΚ, Νέα Οι­ κολογία, 29) Καραμανλής Κ.: Ο. Ε. Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέ­ σεις 1928-32 (Ν. Σίμος, ΟΤ, ΙΟ (1713) Κρανιδιώτης Ν.: Δυο κρίσιμες φάσεις του Κυπριακού (ΧΝ, ΑΝ, 27/2) Πανταζόπουλος Π.: Καλαμάτα (ΔΖ, ΤΕ, 73) Παπαδημητρίου Ν.: Από την Ένωση κέντρου στην Αποστασία (ΓΖ, ΔΗ, ί/3) Το Ελληνικό Κοινοβούλιο στην εξωτερική πολιτική 1974-1984 (Ν. Βουλέλης, ΑΥ, 8/3) Φωτιάδης Δ.: Ο θάνατος του Καραϊσκάκη (ΓΔ, ΔΗ, 1/3) Βιογραφίες-Μ αρτυρίες-Απομνημονεύματα Δραγούμης I.: Φύλλα ημερολογίου (Ε.Α Δελβερούδης, Βήμα, 8/3) Κυριακίδης Γ.: Μια αλλιώτικη κρουαζιέρα Τ, Ρΐ, 8/3) Νακοπούλου Κ.: Με τα παιδιά του κόσμου (ΚΤ, ΕΘ, 11/3) Παλαιολογόπουλος Δ.: Έλληνες αντιφασίστες στον ισπανικό εμφύλιο (ΓΜ, ΠΗ, 3/1) Παλαμάς Κ.: Αλληλογραφία. Τ. 4 (ΓΣ, ΔΗ, 7/3) Πικιώνης Δ.: Κείμενα (Κ. Χωρεάνθης, ΔΙ, 163) Τζίφας Θ.: Με φακέλωσαν (ΔΖ, ΤΕ, 73) Τσέλιος Μ.: Στις γειτονιές του Στέλιου (Τ. Μάρτης, Εβδόμη, 8/3) Βαλλαντάρες Α.: Πέρα από κάθε Ελπίδα (ΓΣ, ΑΗ, 7/3) Περιοδικές Εκδόσεις Επιθεώρηση παιδικής λογοτεχνίας (ΚΤ, ΕΘ, 11/3) Σπείρα (Ε.Μ., Α'θηνόραμα, 12/3)


ΜΒΑΖΩ Μ η ν ξ ε χ ν ά τ ε τ ις σ υ ν ε ν τ ε ύ ξ ε ι ς μ ε τ ο υ ς : Μένη Κουμανταρέα (No 1)* Δημήτρη Χατζή (No 5-6) Γιώργο Ιωάννου (No 9)* Διονύση Σαδβόπουλο (No 10)* Γαβριήλ Πεντζίκη (No 11)* Ιακωόο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σβορώνο (No 18) Μέντη Μποσταντζόγλου (No 19) Νίκο Π ουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κ οτζιά(Ν ο 28) Στρατή Τσίρκα (No 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) Ά λκ η Ζέη (N o 33) Γιάννη Τσαρούχη (No 42) Τάκη Σινόπουλο (N o 46) Νίκο Καρούζο (No 48) Κ. Θ. Δημαρά (No 53) Διδώ Σοιτηρίου (No 58) Κυριάκο Σιμόπουλο (N o 59) Κώστα Ζουράρη (No 60) Σπύρό Α σδραχά (No 61) Εμμανουήλ Κριαρά (No 62) Αλ. Φ ιλιππόπουλο (No 63) Καίη Τσιτσέλη (N o 64) Πέτρο Αμπατί\>γλου (N o 67) Γιάννη Δ ου' ιζή (No 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (No 71) Αιλίκα Νάκου (N o 72) Γιώργη Γιατρομανωλάκη (No 73) Στρατή Δ ούκα (No 74) Φρέντυ Γερμανό (N o 77) Ν άνο Βαλαωρίτη (N o 79) Γιώργο Χειμιυνά (N o 80) Μαντιό Αραβαντινού (No 81) Τάσο Βουρνά (No 82) Σταύρο Βαόούρη (N o 85) Ασημάκη Πανσέληνο (No 88) Κώστα Μητρόπουλο (No 89) Λρ. Νικολαίδη (No 90) Τα τ» ύχή -του αραιώνονται

Δημήτρη Χριστοδούλου (No 92) Αντώνη Σαμαράκη (N o 93) Κυρ (N o 95) Νικηφόρο Βρεττάκο (No 97) Γιάννη Μ ανούσακα (No 99) Ανάστο Π απαπέτρου (No 99) Αλέξη Σεβαστάκη (No 99) Μπουκουβάλα-Αναγνώστ'ου (N o 100) Φ ίλιππο Δρακονταειδή (N o 102) Νάσο Δετζώρτζη (No 104) (N o 136) Τάσο Αθανασιάδη (No 105) Jean-Marie Drot (N o 107) Αίζμπεθ Ζβέργκερ (No 108) Θ. ΓΙετσάλη-Διομήδη (No 109) Ιωάννη Κακριδή (N o 110) Σπύρο Πλασκοβίτη (No 112) Τάκιι Βαρόιτσιώτη (No 115) Θανάση Βαλτινό (No 116) Γιάννη Δάλλα (No 117) Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (N o 118) Δημήτρη Τσαούση (No 119) Γ ιώργο Κατσίμπαλη (No 121) Ιωάννα Καρατζαφέρη (N o 122) Κώστα Μόντη (No 123) Παναγιώτη Π απαδούκα (No 124) Αλέκο Σακελλάριο (No 124) Μανόλη Ανδρόνικο (N o 125) Γ. Θ. Β αφόπουλο (No 126) Ναταλί Σαρότ (No 129) Δημήτρη Μαρωνίτη (No 130) Δημήτρη Παπαδίτσα (N o 133) Νίκο Χουλιαρά (N o 137) Ελένη Βακαλό (No 139) Χρήστο Γιανναρά (No 144) Ουμπέρτο Έ κο (No 145) Νίκο Κάσδαγλη (No 146) Πέτρο Χάρη (No 161) Δήμητρα Πετρούλα (No 165)

|·;«ντ>.ΐ|Οπ.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γ εννα ^ ον 3 - τηλ. 36.02.007

Ρολάν Μπαρτ Ο ΒΑΘΜ ΟΣ Μ ΗΔΕΝ ΤΗΣ ΓΡΑ ΦΗ Σ Ν ΕΑ Κ ΡΙΤ ΙΚ Α Δ Ο Κ ΙΜ ΙΑ Η σχέση μεταξύ Λογοτεχνίας και Ιστορίας (μεταξύ του συγγραφέα και της κοινωνίας) απεικονίζεται σε οχτώ «Νέα Κριτικά Δοκίμια» (συγκεντρωμένα εδώ για πρώτη φορά) πάνω σε διάφορους συγγραφείς, από τον Λαροσφουκό και τον Σατομπριάν ώς τον Φλομπέρ, τον Προυστ, τον Βερν, τον Λοτί...

Μαρί Καρντινάλ

Μ α ρίζω Κή αργνιπ άλuo Μ .α αν5 R

Μ ΙΑ Ζ Ω Η ΓΙΑ Δ Υ Ο

i )

Φ ρά αμ ντμςαΚ άφ Γρ τα σκτα ηΜ ίλενα

Ί •

^

(

Μέσα από τους δαιδάλους μιας συναρπαστικής ιστορίας, όπου μπορείς να διακρίνεις και μια αλληγορία στη γραφή, η Μαρί Καρντινάλ κατορθώνει να εξερευνήσει ως τα κατάβαθα το μυστήριο της κοινής ζωής του ζεύγους, τις σιωπές τους, τις γκρίνιες τους, τα αναπάντεχά τους. Με την ακριβολογία του, με μια θερμότατη και εμπνευσμένη ευαισθησία, το μυθιστόρημα τούτο επιβάλλεται σαν βιβλίο, οπού κάθε ζευγάρι θα αναγνωρίσει τον εαυτό του.

ψραντς Καφκα ΓΡΑ Μ Μ Α ΤΑ Σ Τ Η Μ ΙΑ Ε Ν Α Η αλληλογραφία του Κάφκα με τη Μίλενα Γέσενκα, Τσέχα συγγραφέα, άρχισε το 1920 και διάρκεσε κοντά τρία χρόνια. Τα ερωτικά τούτα γράμματα κατέχουν μια ξέχωρη θέση στην πλούσια αλληλογραφία του Κάφκα. Είναι μεστά από ανθρώπινο μεγαλείο κι αδυναμία, πάθος και δειλία.

Μαργκερίτ Ντυράς Φ ΡΑ Γ Μ Α Σ Τ Ο Ν Ε ΙΡ Η Ν ΙΚ Ο

* j j

Η μητέρα, ο Ζοζέφ, είκοσι χρονών, και η Σουζάν, δεκαέξι, ζούνε φτωχικά σ’ ένα ερειπωμένο μπανγκαλόου στις ακτές του Ειρηνικού. Η μητέρα σκέφτηκε να χτίσει ένα φράγμα για να προστατέψουν το κτήμα τους από τις παλίρροιες του ωκεανού. Οι έρωτες του Ζοζέφ και της Σουζάν, οι ραδιουργίες κάποιου κύριου Τζο, ο θάνατος της μητέρας και ο ξενιτεμός των παιδιών - όλα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο τούτου του βιβλίου.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.