Υ περαγορά βιβλίου σ τ ο ν π ε ι ρ α ι α Για Πρώτη Φορά στην Ελλάδα 50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο ’ ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
πα ιδικ ά - πα ιδα γω γικ ά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινω νιολογία - ψ υχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠ
ΜΕ ΕΥΚΟΑΙΕΣ ΠΑΗΡΩΜΗΣ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ
< ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
νΐΣ Ο ϋΙΛ Ι ZVIVdIBU -V IV B ia AOVJONV-LIOUIAI ZVIVdIBU ~ VIVBIBl
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΗ ΑΕΚΑΤΣΑ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
ΜΕΛΕΤΕΣ Η μητριαρχία κάι η σύγκρουσή της με την ελληνική πατριαρχία Ιδεοκρατία και ιστορική αιτιοκρατία Η Πολιτεία του Ήλιου (Η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλω ν και προλετάριων της Μικρασίας, 133-128 π.X.) Το κάλεσμα της θεονύφης
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ I - ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ Άλκηστη, Αντρομάχη, Βάκχες ΕΥΡΙΠΙΔΗ II - ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ Εκάβη, Ελένη, Ηλέχτρα
ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
ΤΩΡΑ
Τό καινούργιο μυθιστόρημα της
ΡΑΦΑΕΛ ΜΠΙΓΕΝΤΟΤ
Α ν
W
ΝΕΦΕΛΗ
ΝΙΚΗ ΛΟΪΖΙΔΗ Ό Τζιόρτζιο ντέ Κίρικο ΚΑΙ Η ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Ή σουρεαλιστική έπανάσταση μέσα άπό τήν σύγκρουση μέ τόν Τ ζιόρτζιο ντέ Κίρικο. Π οια ή ταν τά βαθύτερα α ίτ ια αύτης τη ς σύγκρουσης; Π ώ ς εκδηλώ θηκε καί τ ί έκρυβε; Ό λ α αύτά μ έσα άπό μ ιά καθαρή μ α τιά πού σκύβει μέ άγω νία καί ένδιαφέρον στίς π τυχ ές αύτοϋ τοϋ κινήματος πού, κύρια, κρίνεται μέσα άπό τή δυνατότητα λει τουργίας καί εφαρμογής του στήν καθημερινή ζω ή τω ν άνθρώπων.
ΝΕΦΕΛΗ
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 9, Α Θ ΗΝΑ 10679 ΤΗΛ. 3607744 - 3604793
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΟΡΗΙΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Κλείτος Κύρου, Μαρία Αναστασοπούλου και Κάτια Γεωργουδάκη Μνήμη G.H. Blanken. Γράφει η Ανριέττα Στάθη-Schoorel
Τεύχος 166
4 5 6
22 Απρίλιον 1987 ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Τιμή: Δρχ. 250
Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333
ΕΠΕ,
Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: 1. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κστζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
Κώστας Χωρεάνθης: Χρονολόγιο Παναγή Λεκατσά Αν ποτέ βρεθεί εκδότης για τον ταπεινό μου μόχθο Βασίλης Περσείδης: Λίγα λόγια, σα μνημόσυνο στη μνήμη του Πα ναγή Λεκατσά Η επιστολή του Α. Λεντάκη προς τον Π. Λεκατσά Τάσος Βουρνάς: Ο Λεκατσάς επιφυλλιδογράφος Σημείωμα για τις δίκες γύρω από τα δικαιώματα στα έργα του Πα ναγή Λεκατσά Χρίστος Αλεξίου: «Η ψυχή» Γιάγκος Ανδρεάδης: Ο Διόνυσος του Λεκατσά. Πρώτη προσπάθεια κριτικής παρουσίασης Στέλλα Γεωργούδη: Η διαιώνιση του «μητριαρχικού μύθου» στο έρ γο του Παναγή Λεκατσά Χρήστος Μπουλώτης: Ο Λαβύρινθος. Απ’ το δημοτικό τραγούδι στις πανάρχαιες ιερουργίες Κώστας Χωρεάνθης: Βιβλιογραφία Παναγή Λεκατσά
8 14 18 20 23 25 27 34 42 47 57
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Γιώργος Βέης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν οι Χρίστος Παπαγεωργίου και Π. Ρεζής ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφουν οι Ρ. Φακιολάς, Γ. Πέτρης και ο Δημ. Πλά κας ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ: Γράφει ο Δ.Ι. Λόίζος
61 62 66 72
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Χρήστος Λάζος, Αντ. Παπαϊωάννου και ο Χρίστος Παπαγεωργίου
63
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
79
στο επόμενο «Διαβάζω»
. αφιέρωμα στον Αίσωπο
d
|Η
Α ΓΟ ΡΑ
ΤΟΥ
Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ·
Α π ό 2 6 Μ α ρ τ ίο υ έ ω ς 7 Α π ρ ιλ ίο υ 1 9 8 7
■
1. Α. Ταρκόφσκι: Σμιλεύοντας το χρόνο (Νεφέλη)
Χνάρι - Αθ.
Μεθενίτης - Πάτρα
Χατζούλη - Λαμία
Ιανός - Θεσ.
| <
..
2. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Πιτσιλάς)
*
**
J. Γκ. Μαρκές: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ν. Σύνορα)
*** ** ..
..
4. Ου. Έκο: Το όνομα του ρόδου (Γνώση)
***
5. Το Σύνταγμα της Ελλάδας (Ποντίκι) 6. Κ. Τσουκαλά: Κράτος κοινωνία εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα (Θεμέλιο)
Κατώι του βιβλίου - θεσ. Κοτζιά - Θεσ.
Εστία - Αθ.
Ενδοχώρα - Αθ.
Ελευθερουδάκης - Αθ.
Γρηγόρης - Αθ.
Δωδώνη - Αθ.
Αιχμή - Αθ.
Αίολος - Αθ.
ΒΙΒΛΙΑ
Βαγιονάκης - Αθ.
Επειδή όμως είν α ι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που αναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκείνα τα βιβλία που δηλώθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδια φ έρ ο ν και την π οιότητα των βιβλίω ν του πίνακα, σκόπιμο είνα ι να συμβουλ ε ύ εσ τε τις σελίδες της "Επιλογής»,
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότέρ α βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώ νοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις περισσό τερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ εγα λύτερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις ά στερίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο ( ,,) και το τελε υ τα ίο μ ε ένα ν ( * ) .
~
0 ■ ■ ■
■ ■
■ ■ ■ ■ ■
■ ■
■ ■ Τ
Στο βιβλιοπωλείο Γρηγόρης, το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Τ. Λουκάκη: Από το σκοτάδι στο φως.
Συνδρομές εσωτερικού
25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.
Ιδρυμάτων Βιβλιοθηκώ ν Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.
Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κύπρος 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 54 δολ. Κύρπος 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 37 δολ. Αμερική - Α υστραλία - Ασία - Αφρική
25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ., και τα 3ιπλά 300 δρχ.
χρονικα/5
«Πέμπτη Φάλαγγα» Αγαπητό «Διαβάζω», Το μοναδικό θεατρικό έργο του Χεμινγουέη «The Fifth Co lumn» (τεύχος σου 159/13.1.87 σελ. 18) δεν είναι παρά η «Πέμ πτη Φάλαγγα» (στα ελληνικά) και με κανένα τρόπο η «Πέμπτη Κο λόνα» όπως τη μεταφράζει η κ. Μαρία Αναστασοπούλου. Και για τους νεότερους -στους οποίους περιλαμβάνεται, υποθέ τω, και η φιλότιμη συνεργάτης σ ου- ο όρος αυτός αναφέρεται στους πράκτορες του στρατηγού Φράνκο που δρούσαν στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Πρωτοεμφανίστηκε τον Οκτώβρη του 1936, όταν ο στρα τηγός Μόλα διακήρυξε ότι οι επαναστάτες του Φράνκο προέλαυναν κατά της Μαδρίτης με τέσσερις φάλαγγες, ενώ η πέμ πτη θα έδινε το αποφασιστικό χτύπημα από τα μετόπισθεν την κατάλληλη στιγμή. Γενικότερα, επικράτησε ν ’ αποκαλούνται πεμπτοφαλαγγίτες στη διάρκεια του Β' παγκόσμιου πολέμου οι πράκτορες διαφόρων χωρών που
βοηθούσαν τα φασιστικά στρα τεύματα, με δολιοφθορές και κα τασκοπεία, να καταλάβουν τις χώρες αυτές. Σ’ ευχαριστώ για τη φιλοξενία Κλείτος Σ. Κύρου Σ τη ν επ ιστολή του κ. Κλείτου Σ. Κύρου η συνεργάτης μ ας Μα ρία Αναστασοπούλου, απάντησε:
Αγαπητέ κε Κύρου, Σας ευχαριστώ τόσο για την παρατήρησή σας σχετικά με τη μετάφραση του μοναδικού θεα τρικού του Χεμινγουέη όσο και για τις χρήσιμες πολεμικές πλη ροφορίες, που πιστεύω ότι και η γενιά μου και οι αντιπρόσωποι του φύλου μου θα βρουν πολύ διαφωτιστικές. Μαρία Αναστασοπούλου
έη» (τεύχ. αφιέρωμα, No 159, σ. 65) ενδιαφέρεστε να συμπεριλάβετε κριτικά δοκίμια γραμμένα από έλληνες επιστήμονες αλλά στην αγγλική γλώσσα, τότε σας δίνω παρακάτω τα πλήρη βιβλιο γραφικά στοιχεία δύο τέτοιων δοκιμίων που είχα γράψει στο παρελθόν: 1) Ekaterini Georgoudaki, «Some Comments on The Snows of Kili manjaro»,
Essays
in
Literature
(Dept, of English/University of Den ver, Colorado, USA), Vol. 2, No 1 (1973), pp. 49-58. 2) Ekaterini Georgoudaki, «The ‘Complete Faena’ in Hemingway’s Art», Επιστημονική Επετηρίδα τη ς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελ ε ίο υ Πανεπιστημίου Θεσσα λονίκης, τόμ. ΙΕ' (1976), σσ. 64-
70. Με εκτίμηση Κάτια Γεωργουδάκη
Δοκίμια για τον Χεμινγουέη Αγαπητέ κύριε Γαλάντη, Εάν στο Τμήμα της βιβλιογρα φίας «Μελέτες για τον Χεμινγου-
Αναπλ. Καθηγήτρια Αμερικανικής Λογοτεχνίας Χριστοπούλου 1 546 35 θεσ/νίκη
Ευχαριστούμε τη ν κ. Κάτια Γεωργουδάκη για τις πληροφο ρ ίες που μ ας παραχώρησε για τον Έ ρ νεστ Χεμινγουέη.
Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γράφουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώνουν το πλήρες ονοματεπώνυ μο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεΐ ένα γράμμα, πρέπει νά χει φτάσει στα γραφεία του περιοδικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.
6/χρονικα
μ ν ή μ η
g
.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν. Τούτοι οι καβαφικοί στίχοι μπήκαν ως επικεφαλίδα στο αγγελτήριο του θανάτου του Ολλανδού λογίου Gerard Hendrik Blanken, που πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 1986. Ταιριάζουν, πράγματι, στον Blanken, ομότιμο καθηγητή της Βυζαντινολογίας και της Νεοελληνικής γλώσσας στα Πανεπιστήμια του Άμστερνταμ και της Ουτρέχτης. Υπήρξε ο πρώτος ευρωπαίος που ασχολήθηκε συστηματικά με το έργο του Αλεξανδρινού και με τη μετάφραση των ποιημάτων του. Γεννήθηκε το 1902 στο Varsseveld, ένα μικρό χωριό της κεντρικής Ολλανδίας. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Leiden, με καθηγητή τον διακεκριμένο ελληνιστή D.C. Hesseling. Μετά τις σπουδές του στην Ολλανδία, συνέχισε για δύο χρόνια στο Παρίσι, κοντά στον Hubert Pernot. Εκεί άρχισε και τη μελέτη του καβαφικού έργου. Το 1928 ταξίδεψε μέσω Ιταλίας στην Ελλάδα, όπου και γνώρισε πολλούς Έλληνες λογοτέχνες και διανοούμενους. Ο Blanken μου είχε πει, σε μια συνέντευξη που του πήρα το 1985, ότι ήθελε πάρα πολύ να συνέχιζε τότε το ταξίδι του μέχρι την Αλεξάνδρεια, για να γνωρίσει προσωπικά τον Καβάφη. Δυστυχώς δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα· αλληλογραφούσε όμως με τον ποιητή, ο οποίος του έστελνε τα γνωστά μονόφυλλα με τα ποιήματά του. Από το 1929 έως το 1954 εργάστηκε ως καθηγητής αρχαίων ελληνικών σε γυμνάσια της Ολλανδίας. (Την εποχή εκείνη τα αρχαία ελληνικά ήσαν ακόμη υποχρεωτικό μάθημα). Το 1947 υπέβαλε στο πανεπιστήμιο του Leiden τη διδακτορική του διατριβή, που είχε θέμα το ελληνικό γλωσσικό ιδίωμα της Cargese της Κορσικής. Εισηγήτρια της διατριβής του ήταν η Ελληνίδα καθηγήτρια Σοφία Αντωνιάδη. Η εργασία του αυτή, πολύ ενδιαφέρουσα κατά τον Patrick Leigh Fermor, πρέπει να βρίσκετάι -όπως μου είχε πει ο ίδιος ο Blanken- στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας, πιθανώς σε κάποιο ανεξερεύνητο ράφι της βιβλιοθήκης του. Το 1954 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ, όπου δίδαξε για 20 σχεδόν χρόνια Βυζαντινολογία και Νεοελληνική Φιλολογία. Το εναρκτήριο μάθημά του είχε τίτλο: «Οι Μούσες παρέμειναν στην Ελλάδα», τίτλος που δείχνει καθαρά το ενδιαφέρον του για τα ελληνικά πράγματα, αλλά και τη σημασία που απέδιδε ο ίδιος στη νεοελληνική ποίηση. Κατά το διάστημα
η
.
ι ι
l a
n
k
e n
1956-1967 διετέλεσε ειδικός καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Στα χρόνια της ακαδημαϊκής του καριέρας εργάστηκε ακούραστα για την προώθηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Καρπός της δραστηριότητας αυτής είναι και το Ινστιτούτο Βυ ντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Άμστερνταμ, που ιδρύθηκε.το 1962. Ό πω ς ο δάσκαλός του D.C. Hesseling είχε κάνει γνωστό στο ολλανδικό κοινό τον βυζαντινό πολιτισμό και τη μεσαιωνική ελληνική λογοτεχνία, έτσι και ο Blanken έφερε σε επαφή τους Ολλανδούς με τη σημερινή λογοτεχνία της Ελλάδας. Μετέφρασε και έγραψε μελέτες για τον Κάλβο, τον Ροϊδη, τον Βιζυηνό, τον Παπαντωνίου, τον Θεοτόκη, τον Σικελιανό, τον Σεφέρη. Πάνω απ’ όλα όμως ο Blanken στάθηκε ο ευσυνείδητος και αφοσιωμένος μελετητής και μεταφραστής τού Κ.Π. Καβάφη. Πριν ακόμη κυκλοφορήσει η πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλεξανδρινού, η γνωστή ως «έκδοση Καλμούχου», ο Blanken δημοσίευσε σε δική του έκδοση μια πρώτη επιλογή από τα καβαφικά ποιήματα: είναι η πρώτη αυτοτελής έκδοση μεταφρασμένων ποιημάτων του Καβάφη στην Ευρώπη. Στα επόμενα χρόνια συνεχίζεται και εντείνεται η ενασχόλησή του με τον Καβάφη. Παραμερίζοντας εδώ τα πάμπολλα άρθρα του σε περιοδικά, αναφέρουμε μόνον τις καβαφικές εκδόσεις που επιχείρησε: Το 1955 εκδίδει 50 καβαφικά ποιήματα· το 1962, άλλη έκδοση με 100 ποιήματα- το 1977 εμφανίζονται στο σύνολό τους τα 154 ποιήματα του «κανόνα», όλα ξαναδουλεμένα στη γλωσσική τους μορφή και στο ύφος της μετάφρασης. Τα Ανέκδοτα ποιήματα του Καβάφη τα μεταφράζει σε δύο φάσεις: 25 ποιήματα με τον τίτλο Πάθη και Αρχαίαι Ημέραι (1978) και το 1980, 95 Ανέκδοτα και νεανικά ποιήματα. Λίγον καιρό πριν το θάνατό του, κυκλοφόρησε στην Ολλανδία, πάντα σε μετάφραση δική του, ένα κομψό, βιβλιοφιλικό τεύχος με τα «Δεκαέξι χάικου» του Γιώργου Σεφέρη. Η έκδοση, σε γιαπωνέζικο χαρτί, έγινε από τον οίκο «Αστήρ» του Johan Polak. Ανδριέττα Στάθη-Schoorel 1. ΒΧ. σχετικώς to δημοσίευμα του κ. Δημήτρη Δασκαλόπουλου: Ο πρώτος ευρωπαίος καβαφιστής, εφ. «Το Βήμα της Κυριακής», 26 Νοεμδρ. 1984. Όπως με πληροφορεί ο κ. Δασκαλόπουλος, ούτε το επίσημο ελληνικό κράτος, ούτε η Ακαδημία Αθηνών, ούτε τα ποικίλα λογοτεχνικά σωματεία τίμησαν τον G.H. Blanken, ζωντανό ή νεκρό. Ο θάνατός του δεν αναφέρθηκε καν στον ελληνικό Τύπο.
Παναγί^ Σχεδιάζοντας το αφιέρ) σε αναπάντητα ερωτήματ»
wllay< ίρ έο ^ ν ο
x d f i Q y o /y v .
,.
Έτσι, δεν φιλοδοξούμε ίιά π:^ουίΧάσου(|ε'ολες τις πτυχές και τις σημασίες του έργου του Πα^αγη/^εκατσά/Επιθυμούμε απλώς νο δώσουμε αφορμές, να σχο^άο^ύμε, να τιμήσουμε... Ο Λεκατσάς, ζώντας σε δύσκολες εποχές κάι έχοντας μία sui generis προσωπικότητα, διέσωσε μια τέχνη, χρησιμοποιώντας τις επίσημες γραφές, αλλά και τα δικά του χειροποίητα εργαλεία. Τι απ’ όλα αυτά η επίσημη έρευνα θα τιμήσει, είναι άγνωστο. 'Άλλωστε, ο Λεκατσάς, έχοντας εδώ και χρόνια κοιμηθεί... τον ύπνο του δικαίου, απέφυγε ευτυχώς και δυστυχώς μαζί, την άσκοπη και άμετρη τυμβωρυχία. Εμείς τον γνωρίζαμε λίγο. Πρώτη μας συνάντηση, στην περίοδο της δικτατορίας, όταν τα βιβλία του Παναγή Λεκατσά, μυθικές παραστάσεις και πολύ λίγα ακόμα στοιχεία, μας έδειχνα^ ότι υπάρχει μια ζωή πιο πίσω από αυτή που φαινόταν. Αυτή ήταν και η αφορμή για την πραγματοποίηση αυτού του αφιερώματος, το οποίο όσο προχωρούσε μας έφερνε κοντά σε έναν κύκλο σιωπής, σιωπής ένοχης (;), αλλά και σ’ έναν κύκλο προστασίας. 2Γ αυτό το σημείο, θέλουμε να ευχαριστήσουμε ειλικρινά, τον Τάκη Παπαγεωργίου, tov Ανδρέα Λεντάκη, την Κατερίνα Ιακωβίδου, τον Κώστα Λεκατά^ τον Γιάννη Γουδέλη και την κ. Ρηγοπούλου, για ό,τι Το αφιέρωμα επιμελήθηκαν οι Κώστας Καλημέρης και Ηρακλής Παπαλέξης
8/αφιερωμα
Κώστας Χωρεάνθης
Χρονολογία Π α να γή Α εκατσά (1911-1970) 1911 15 Αύγουστου γεννιέται ο Παναγής Λεκατσάς, δεύτερο παιδί του Γεωργίου και της Μαριγώς Λεκατσά, στο Σταυρό Ιθάκης. Ο πατέρας του, πριν παντρευτεί, είχε ζήσει για πολλά χρόνια στην Αυστραλία. Από μικρό παιδί ο Λεκατσάς είχε κλίση στα γράμματα. Σύμφωνα με μαρτυρία αδελφού του, σε ηλικία 2 ή 3 ετών ξεφύλλιζε βιβλία. Την κλίση του αυτή την υπέθαλπε η μητέρα του, ενώ ο θείος του, Γεράσιμος Λεκατσάς, φαίνεται να έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην πνευματική διαμόρφωση της νεότητάς του. 1920-1928 Αφού τελείωσε το Σχολαρχείο στην Ιθάκη, ταξίδεψε στην Αυ στραλία με το μικρότερο αδερφό του Σπύρο. Στην Αυστραλία ήταν εγκατεστημένοι θείοι του, που ασχολούνταν με διάφορες επιχειρήσεις. 'Εμεινε εκεί δυο χρόνια και ήταν το μοναδικό του ταξίδι στο εξωτερικό. Αργότερα, αναγνωρισμένος επιστή μονας πια, παρ’ ότι είχε δεχθεί προσκλήσεις για διαλέξεις και συμμετοχή σε επιστημονικά συνέδρια, είχε αρνηθεί να πάει στο εξωτερικό. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, γράφτηκε στο Γυμνάσιο της Λευκάδας, όπου φοίτησε δυο χρόνια. Τα υπόλοι πα δυο χρόνια (το Γυμνάσιο τότε ήταν τετράχρονο) φοίτησε στο Γυμνάσιο της Κέρκυρας, απ’ όπου πήρε και το απολυτήριό του. Έκαμε εγγραφή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η μεγάλη του αγάπη όμως στάθηκε η φιλολογία, στην οποία και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά από πολύ νωρίς. 1933 Κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Συμβολή στη διαλεχτική ιστορία της φιλοσοφίας. Μέρος Α'. Αρχαία φιλοσοφία. 1935 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Πινδάρου Ολυμπιακά, με αφιέρωση στον καθηγητή Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί η (μοναδική) ποιητική του συλλογή Τα Απολλώ νια. 1936 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Πινδάρου πυθιακοί επίνικοι, με αφιέρωση στον Λεωνίδα Παυλίδη.
Στη Μελβούρνη της Αυστραλίας
ΠΑΝΑΓΗ ΛΕΚΑΤΣΑ
Α Π Ο Λ Λ Ω Ν
17*
αφιερω μα/9 15 Μαϊου αρχίζει συνεργασία με το περιοδικό «Νέα Εστία», που θα συνεχίσει ώς την 1η Νοεμβρίου 1943, με μεταφράσεις αρχαίων λυρικών (Πινδάρου, Σαπφώς, Αρχιλόχου κ.ά.), με κριτικές για βιβλία φιλολογικού και μεταφραστικού περιεχομέ νου, με πρωτότυπες μελέτες, καθώς και με μεταφράσεις έργων της ύστερης αρχαιότητας. 1937 Τελευταίος χρόνος σπουδών του στη Νομική. Φτάνει ώς τις πτυχιακές εξετάσεις, αλλά δεν δίνει προφορικά κι έτσι δεν γί νεται κάτοχος του πτυχίου. 1938 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Πίνδαρος, έμμετρη μετάφραση του συνόλου του σωζόμενου πινδαρικού έργου, με εισαγωγή και ερμηνευτικά σχόλια, αφιερωμένο στον Ιωάννη Γρυπάρη. Σε ξε χωριστό τεύχος κυκλοφορεί το Επίμετρον, ερμηνευτικά στη με τάφραση του Πινδάρου. Οκτώβριος Αρχίζει στο περιοδικό «Νέον Κράτος» η δημοσίευ ση της μετάφρασής του της «Μήδειας» του Ευριπίδη, που θα ολοκληρωθεί το Μάρτη του 1939. 10 Σεπτεμβρίου αρχίζει συνεργασία με το περιοδικό «Νεοελλη νικά γράμματα», που τη συνεχίζει ώς τις 17 Φεβρουάριου 1940. Μερικοί ενδεικτικοί τίτλοι άρθρων του: Ο Ουέλς και η δεισι δαιμονία της επιστήμης, Πάρεργα: Επιστήμη και Άνθρωπος, Πάρεργα: Σ’ έναν ποιητή, Περί ύψους: Σ’ έναν ποιητή, Ανάλεκτα (όπου και η θεωρία του για τα ομηρικά έπη). Κυκλοφορούν στη σειρά αρχαίων συγγραφέων του «Παπύρου» τα βιβλία του Λεκατσά Σαπφώ, κριτική έκδοση και έμμετρη μετάφραση καθώς και η «Θεογονία» του Ησιόδου. Οι εισαγω γές και τα σχόλια είναι στην καθαρεύουσα και δείχνουν πως ο Λεκατσάς κατείχε σε ίσο βαθμό τόσο τη δημοτική (μια μορφή παλαιοδημοτικής, που μεταχειριζόταν) όσο και την καθαρεύ ουσα. 1939 Παντρεύεται τη Δήμητρα Δημητριάδη, πιανίστα. Ή ταν καλ λιεργημένος και λεπτός άνθρωπος, αλλά είχε το φυσικό ελάτ τωμα να χωλαίνει. Στη σειρά των αρχαίων συγγραφέων του «Ζαχαρόπουλου» κυκλοφορούν τα βιβλία του Αλκαίος, Ησιό δου, «Έργα καί Ημέραι», «Θεογονία, Ασπίς Ηρακλέους, Απο σπάσματα Ηοιών», Λυκούργου, «Κατά Λεωκράτους», Αριστοτέλους, «Πολιτικά», Δημητρίου Φαληρέως, «Περί ερμηνείας», Ευριπίδου, Μήδεια. Στην ίδια σειρά κυκλοφορεί το βιβλίο του Ιφιγένεια ορχουμένη, λυρική δραματική σύνθεση. 1941 Στην ίδια σειρά κυκλοφορούν τα βιβλία του Ευριπίδου, Κύκλωψ, Άλκηστις, Ηρακλείδαι. 1944 Στο αναγνωστικό για την Ε ' και την ΣΤ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου «Ελεύθερη Ελλάδα» (που συντάχθηκε από τον Μιχ. Παπαμαύρο με τη συνεργασία και άλλων εκπαιδευτικών και εκδόθηκε από την Π.Ε.Ε.Α.) δημοσιεύεται ποίημα του Λεκα τσά με τίτλο Το μήνυμά της. Ο Λεκατσάς είχε ήδη ενταχθεί στο Ε.Α.Μ. και το ποίημα γράφτηκε σε απάντηση ομότιτλου ποιή ματος του 'Αγγέλου Σικελιανού, γραμμένο στο ίδιο μέτρο και στην ίδια γενικά στιχουργική μορφή και στο ίδιο ύφος περί που. Το ποίημα στο βιβλίο δημοσιεύεται ανώνυμα. Ο Λεκα-
m
*k
I ;"
j:
Τελειώνοντας το Πανεπιστήμιο
η επικείς και δραματικές ιδέες στον Πίνδαρο δεν εκτυλίσσονται όπως στους επικούς και στους ομότεχνους του... Ο Πίνδαρος δεν γνωρίζει το ήρεμο κύλημα των διαυγών ναμάτων· χείμαρρος λαμπρός ανεβάζει μ’ απότομα κύματα πλήθος διασταυρώσεις του μύθου ή των μύθων συμπλοκές, που ο ίδιος θα συναρμόσει τέλος σε θαυμαστή μεταξύ τους και προς το όλο αρμονία...
(Πίνδαρος, Εισαγωγή, σελ. 31) Ό μελετητής τών λυρικών συντριμμάτων πού άντιπροσωπεύουν σήμερον τό Ιργον τής Σαπφοϋς δέν άναγκάζεται νά προστρέξη είς τά λεπτομερή καί σκολιά έκείνα παντοδαπής φύσεως έρμηνευτικά ύπομνήματα, τά άπαραίτητα διά τήν μελέτην τών άλλων Ελλήνων ποιητών. Ή ποίησίς της, χάρις είς τό είδος της, καί τό άποκλειστικώς σχεδόν αισθηματικόν της περιεχόμενσν, άν καί μέ τέχνην άπαράμιλλον πλάστου ργημένη, συντίθεται μέ τά άπλούστερα στοιχεία. (Σαπφώ, Εισαγωγή, σελ. 9). ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ Σ’ είδα - μα όχι γριά σακατεμένη στη ρίζα ενός πλατάνου με τη ρ όκα μα στ’ αδούλωτα επάνω τα βουνά θριαμβική μεγαλόχαρη παρθένα
10/αφιερωμα τσάς είχε την ευχέρεια να προσαρμόζει το ύφος του και τη γρα φή του ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν, ενδεχομένως, σε μια δεδομένη στιγμή. Δεκέμβριος Ο Λεκατσάς συλλαμβάνεται και κλείνεται στο αναμορφωτήριο του στρατοπέδου συγκεντρώσεως στο Γουδί. Με τη μεσολάβηση του φίλου του και στενού συγγενή του Κώ στα Κουβαρά (αξιωματικού του αμερικανικού στρατού) αφή νεται ελεύθερος.
απ’ τα κόκαλα πάλι των Ελλήνων ν’ ανεβαίνεις κι ορθή, μ’ αβίαστο βλέμμα τις στεριές να μετράς ολόγυρά σου και τα πέλαγα, ω Μάνα μας Ελλάδα, τριάδα εσύ ομοούσια και Πατρίδα και Λευτεριά κι ολάχραντη θυσία. (Ελεύθερη Ελλάδα, 1944, σ. 47)
1945-1948 Δίνει συνεργασίες στο περιοδικό «Ελεύθερα γράμματα». Ανά μεσα σ’ αυτές και το «Περικλή, Επιτάφιος», «μεταφρασμένος για να διαβαστεί στην ιερή μνήμη εκείνων που έπεσαν το Δε κέμβρη του 1944 πολεμώντας για την Αθήνα και τη Δημοκρα τία». Στο λογοτεχνικό περιοδικό «Φιλολογικά χρονικά» δημοσιεύο νται δυο συνεργασίες του: Ιδεοκρατία και ιστορική αιτιοκρα τία και απολογητικός του παλαιοδημοτικισμού, όπου υποστη ρίζει τη θεωρία του για τη χρήση στη γλώσσα μιας μορφής της παλαιοδημοτική ς. 1946 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Δήμου καταλύσεως και τυραννίδος, αφιερωμένο «στους μακάριους ίσκιους των πεσόντων αγωνι στών για την αιώνια πόλη και τη δημοκρατία». Μέσα στη χρο νιά κυκλοφορεί ακόμα τα βιβλία του: Η εποποιία της πάλης των τάξεων στην αρχαία Ελλάδα (Α'), «Η πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοκτημονική επανάσταση των δούλων και προ λεταρίων της Μικράς Ασίας (133-128 π.Χ.)» και «Η προελληνική μητριαρχία και η Ορέστεια». Γράφει στους θείους του να τον βοηθήσουν να πάει στη Γαλλία με μια υποτροφία πού πέτυχε. Εκείνοι αρνούνται εξαιτίας του ότι ο Λεκατσάς είχε ασπαστεί τη μαρξιστική ιδεολογία. 7 Ιουνίου Αρχίζει συνεργασία με την εφημερίδα «Ελεύθερη Ελ λάδα» (όργανο του πολιτικού συνασπισμού των κομμάτων του Ε.Α.Μ.), που θα τη συνεχίσει ώς τις 14 Οκτωβρίου 1947. Με ρικοί ενδεικτικοί τίτλοι: Προς το χρέος, Η «ελληνικότητα», Η «σκοτεινότητα», Ο σουρρεαλισμός στην κοινωνική τοποθέτησή του, Ανέσκαπταν τότε τα παλάτια των τυράννων. Οι παραδό σεις των Αρχαίων Ελλήνων για τους εχθρούς της Δημοκρατίας, Πρώτες μορφές ιδιοκτησίας στην Ελλάδα (σε συνέχειες και στη σειρά «Η γνώση εκλαϊκευμένη. Η επιστήμη για το Λαό»), Σε κλειστή σκηνή ή σε ανοιχτό χώρο; Η σύγχρονη παράσταση της Αρχαίας Τραγωδίας, Στοιχεία του Ανθρωπιστικού πολιτισμού. Η ελληνική Τραγωδία υπόθεση της Λαϊκής Δημοκρατίας, Η «πνευματική ελευθερία» και πώς την εννοούν αυτοί, Η τέχνη και τα προβλήματά της (σε δυο συνέχειες), Οι μεγάλοι στρατευμένοι του πνεύματος, Τα ίδια Παντελάκη μου, Ό ταν ζη τούσαν δηλώσεις αποκηρύξεως του Χριστιανισμού, Η «παραίρεσις» των όπλων για τους Έλληνες προοίμιο τυραννίας, Με την ευκαιρία των εξάχρονων του Ε.Α.Μ. Η τέχνη της Αντίστα σης, Η ανθρωπιστική παράδοση. Ένα θεμέλιο, ο πατέρας μας Κάλβος. 28 Οκτωβρίου Αρχίζει συνεργασίες στην εφημερίδα «Ο Ρίζος της Δευτέρας», που θα συνεχίσει ώς τις 24 Νοεμβρίου 1947. Οι τίτλοι των συνεργασιών του: Ο Νέρων στην Ελλάδα, ο Νέρων, ο Γάλβας και οι Γραικύλοι, Τα κομμένα κεφάλια.
Κανένα πραγματικά κοινωνικό ή πολιτικό καθεστώς δεν μπορούσε να επιλύσει παραπέρα από τη δημοκρατία το κοινωνικό πρόβλημα του αρχαίου κόσμου, γιατί εξαιτίας της δουλείας η τεχνική είχε μείνει ανεξέλιχτη ολότελα και δεν μπορούσαν να επακολουθήσουν οι κοινωνικές εκείνες διαφοροποιήσεις που οργανώνοντας μια τάξη προοδευτικά επαναστατική θα προωθούσαν τον αρχαίο κόσμο. Οι δυο μεγάλες επαναστατικές δύναμές του, οι δούλοι και οι αχτήμονες, ήσαν βέβαια τάξεις επαναστατικές, αλλά δεν ήταν προοδευτικά επαναστατικές. (Δήμου καταλύσεως και τυραννίδος, σελ. 14)
αφ ιερ ω μα/11 1947 Παίρνει διαζύγιο από τη γυναίκα του Δήμητρα Δημητριάδη. Ως μάρτυρες στη δίκη παρίστανται ο Ηλίας Σιμόπουλος και ο Γιάννης Κορδάτος, με τους οποίους ο Λεκατσάς είχε συνδεθεί με προσωπική φιλία. Το διαζύγιο φαίνεται πως εκδίδεται «κοι νή συναινέσει», γιατί και μετά απ’ αυτό ο Λεκατσάς εξακολου θεί να έχει σχέση με τη Δημητριάδη. Γνωρίζεται με τη συγγραφέα Εύα Βλάμη. 1949 Συνεργάζεται στο περιοδικό «Ανταίος». Οι συνεργασίες θα συνεχιστούν ώς το Φεβρουάριο του 1950. Ανάμεσα στα άρθρα που δημοσιεύει αναφέρουμε ενδεικτικά την κριτική του για το κλασικό έργο του Τζωρτζ Τόμσον «Μελέτες για την αρχαία ελ ληνική κοινωνία. Το προϊστορικό Αιγαίο». - Η συνεργασία με το περιοδικό διακόπτεται γιατί δημοσιεύεται σ’ αυτό άρθρο του Τ. Βουρνά που επικρίνει (έμμεσα) το βιβλίο του Λεκατσά «Απολογητικός του παλαιοδημοτικισμού». 1950-1954 Συνεργασίες στην εφημερίδα «Μάχη» (μερικοί τίτλοι: Η κακο ποίηση των Αγίων, Το ξόδι των Εσταυρωμένων, Το χρυσό κλαδί, Οι Ολυμπιακοί αγώνες -σε δυο συνέχειες-, Η «βασιλοκτονία». Κοινωνική προϊστορία. Ο θεσμός και τ’ απομεινάρια του, Το πολίτευμα του ενός. Η φύση και ο ρόλος της αρχαίας τυραννίας, Τα έθιμα της ταφής). Μέσα στο διάστημα αυτό κυ κλοφορεί το βιβλίο του Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων, των δοξασιών (1951). Δίνει δυο συνεργασίες στην εφ. «Καθη μερινή» (6 Ιουνίου και 16 Ιουλίου 1952). Κυκλοφορεί το βιβλίο του Τραγωδία ή Κωμωδία; Έλεγχος του βιβλίου του Γ. Κορδάτου, <Η αρχαία Τραγωδία και Κωμωδία. Ποιες οι κοινωνι κές ρίζες του αρχαίου θεάτρου». Το βιβλίο δημιούργησε κλίμα ■ψυχρότητας ανάμεσα στους δυο φίλους και έγινε αιτία οξείας κριτικής από μέρους του Λεκατσά. Από το 1954 αρχίζει συνερ γασία με το ετήσιο δημοσίευμα «Φιλολογική πρωτοχρονιά», που θα τη συνεχίσει (σποραδικά) ώς το 1960. 1956 Άνοιξη. Αρχίζει συνεργασία με το περιοδικό «Καινούργια εποχή», που εκδίδει ο Γ. Γουδέλης. Θα συνεχίσει ώς την Άνοιξη του 1959. Μερικοί τίτλοι: Η Μητέρα Θεά, Το κάλεσμα της Θεονύφης, Γιλγαμές, το βαβυλωνιακό έπος. Ανάλυση και ποιητική ανάπλαση. Γράφει ακόμα σχόλια επάνω στην πνευμα τική κατάσταση της εποχής στη χώρα. Επιμελείται την «Ανθο λογία κριτικής», που κάνει το περιοδικό. Μέσα στην ίδια χρο νιά κυκλοφορεί το βιβλίο του Ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου. 1957 Κυκλοφορούν τα βιβλία του: Περί ύψους, Ανωνύμου (Διονυ σίου ή Λογγίνου) και Οι πόλεμοι των δούλων στη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Απρίλης Δίνει συνεργασίες στο περιοδικό «Επιθεώρηση τέ χνης», που είναι ό,τι πιο προοδευτικό στον πνευματικό χώρο εκείνη την εποχή. Θα συνεχίσει (σποραδικά) ώς τον Ιούλιο του 1962. Οι τίτλοι των συνεργασιών του: Το Θείο Δράμα στις Προχριστιανικές Θρησκείες της Ανατολικής Μεσογείου, Τζωρτζ Τόμσον, ένας συγγραφέας άξιος του αιώνα του, Η κα ταγωγή των θιάσων, διαμόρφωση και εξέλιξη των μυητικών
Ποιος άλλος λαός θα μπορούσε να ’δίνε ομορφότερη σύνθεση από τον ελληνικό, που όντας ανάμεσα στους πρωτόγονους και στους νέους λαούς... παρουσιάζει τα στοιχεία των δοξασιών, των εθίμων και των θεσμών σ’ όλη την εξελιχτική τους διαδρομή; Η ιστορία του πολιτισμού μπορεί να προσομοιάζεται μ’ ένα δέντρο: η Κοινωνική προϊστορία, απ’ όπου κατεβαίνουν οι δοξασίες, οι θρησκευτικές ιδέες, τα έθιμα και οι κοινοβικοί θεσμοί, είναι ο κορμός· ενώ οι ιστορίες των λαών, απ’ όταν ξεπερνούν τη φυλετική και μπαίνουνε στην πολιτική ιστορία είναι οι κλώνοι. Ευλογώ τη Ζωή, που ξέρει να μεταπλάθει τις βαρβαρότητες σέ στοιχεία πολιτισμού και να κερδίζει ακόμη και από τα λάθη της. (Η καταγωγή των θεσμών... σε αρκετά σημεία)
Η Ενα Βλάμη
Φυσικά και τις ξέρουμε τις μακάριες πηγές, που οι αναγεννητικές ιδέες κάνουν ν’ αναβρύζουνε από τους βράχους των ερήμων. Ωστόσο ξέρουμε πως και καμιά γενεά δεν ξαναδημιούργησε τον κόσμο από την αρχέγονη λάσπη. Προωθεί μονάχα την παράδοση, ανοίγοντας τους φραγμένους της δρόμους. Έτσι η αντίθεση κάθε γενεάς με τον κόσμο της, είναι αντίθεση με τους φραγμούς, όχι με την παράδοση την ίδια. Αντίθεσή της με την παράδοση θα σήμαινε αντίθεση με τον ίδιο της τον εαυτό, που είναι ο φυσικός της φορέας· κι άλλο τότε δεν θα ’ταν το αποτέλεσμα, από το ξαναβάλτωμα στην αρχέγονη λάσπη. Αυτό θα πει
12/αφιερωμα εταιριών. Άνοιξη. Δίνει διάλεξη στο θέατρο «Ιντεάλ» για την ποίηση του Κώστα Βάρναλη. 1958 Συνεργάζεται με λήμματα στο «Λεξικό Κοινωνικών Επιστη μών». Χαρακτηριστικά λήμματα: Άβατον, Αγιότητα, Αγος, Αδελφική Κοινοζυγία, Αδελφογαμία, Άδωνις, Ανιμισμός, Βάφτισμα, Γάμος, Ενδογαμία, Επιτάφιοι αγώνες, Εποχικό δράμα, Εταιρίες μυητικές, Θειον Βρέφος, Θειον Δράμα, Ιερός Γάμος, Μαγεία, Μετάληψη, Μητέρα Θεά, Μητριαρχία, Νεκρο μαντείο, Νηστεία, Οιωνοσκοπία.
πως οι φορείς των αναγεννητικών ιδεών πρέπει να ξέρουν την παράδοση που χρωστούν να την προωθήσουνε (γιατί από φυσικού μας οχτρευόμαστε ό,τι δεν ξέρουμε) κι από την άλλη να τη βλέπουνε σαν το Μέγα Τρόπαιο, όπου το κάθε κρεμασμένο λάφυρο κερδήθηκε από ισότιμους αγώνες του Ανθρώπου... (Καινούργια εποχή, Καλοκαίρι 1956, σελ. 223-224)
1959 Με παρότρυνση του Λεκατσά εκδίδεται το βιβλίο του Τζωρτζ Τόμσον «Η αρχαία ελληνική κοινωνία, Το προϊστορικό Αι γαίο» από το «Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών», σε μετάφραση Γιάννη Βιστάκη. Ο Λεκατσάς έκαμε την επιστημονική θεώρηση του έργου, «που ήταν κάτι περισσότερο από μια απλή επεξερ γασία». 1960 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Πίνδαρος, μετάφραση και ερμηνευ τικά. Είναι η δεύτερη έκδοση του βιβλίου του 1938, «ξαναπλασμένη». Λογάριαζε και τρίτη επεξεργασία, η οποία όμως δεν είδε το φως. 1961 Συνεργάζεται στο περιοδικό «Θέατρο» με σχόλια, άρθρα και μεταφράσεις αρχαιοελληνικών δραματικών έργων. Η συνεργα σία θα συνεχιστεί ώς το 1966, λίγο προτού το περιοδικό το απαγορεύσει η δικτατορία του 1967. Σεπτέμβριος. Παντρεύεται την Εύα Βλάμη. 1962 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Ευριπίδης, μετάφραση και ερμηνευ τικά (ο τόμος περιλαμβάνει τα έργα «Κύκλωπας», «Άλκηστη», «Μήδεια»). Ο Ευριπίδης είλκυσε ιδιαίτερα τον Λεκατσά, και περισσότερο από τους άλλους τραγικούς, για την αμεσότητα και τη δημοκρατικότητα των ιδεών του καθώς και για το ότι στα έργα του μπορούσε να βρει μυστικές αφετηρίες και αναφο ρές σε προϊστορικές αρχές των μύθων, καθώς και ένα υπό στρωμα πολιτιστικό, αρκετά πλούσιο σε οικουμενικές διαστά σεις. 19 Μαρτίου. Δημοσιεύεται άρθρο του Λεκατσά στην «Παν σπουδαστική» με θέμα: «Η τοτεμική μετάληψη και οι θρησκευ τικές τροπές της» (Πρόκειται για απόσπασμα του ανέκδοτου ώς τότε μεγάλου έργου του «Διόνυσος»). Μάιος. Στην «Πανσπουδαστική» δημοσιεύεται συνέντευξη του Λεκατσά σχετικά με τις παραστάσεις των αρχαίων τραγωδιών (Σημειώνεται εδώ ότι η δική του μετάφραση του «Ηρακλή μαινόμενου» του Ευριπίδη είχε χρησιμοποιηθεί για την παράστα ση της τραγωδίας στην Επίδαυρο, με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη). 1963 Κυκλοφορεί το βιβλίο του Έρως, ερμηνεία μιας μορφής της προϊστορικής και ορφικοδιονυσιακής θρησκείας. Συνεργάζεται με λήμματα στη «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια “Πάπυρος-Λαρούς”» (Αγνείας πείρα, Δημήτηρ, Διονύσια, Διόνυ-
Καλές ή κακές, οι μεταφράσεις παραδίδονται ανεξέλεγκτα σε παντός είδους καλλωπισμούς και κουρέματα, κατά το κέφι ή το γούστο σκηνοθέτη και ηθοποιών. Ο σκηνοθέτης επιμένει να τις κάνει «θεατρικές» εννοώντας τη μεταφορά τους στη γλώσσα των... κηποθεάτρων. Κάθε γνήσια δημοτική φράση εξοστρακίζεται, κάθε έκφραση, σχήμα, κλίμακα, που δίνουν στο λόγο περιωπή και δραματική κίνηση, διαγράφονται. Η ποικιλία των μέτρων, οι ατροφικές αντιστοιχίες, ο λυρισμός των χορικών, δεν θεωρούνται «θεατρικά» και καταργούνται. Έτσι, κ’ οι τυχόν καλές μεταφράσεις διαστρέφσνται και οι κακές γίνονται ακόμα χειρότερες στην ανεύθυνη προσπάθεια να... εξωραϊστούν! (Τραγωδούμενα, «Θέατρο», τ. 1, Δεκ. 1961, σελ. 11)
αφιερω μα/13 σος, Ελευσίνια μυστήρια, Έρως, Θεσμοφόρια). Μάιος. Δίνει συνεργασίες στην εφημερίδα «Ελευθερία», που θα τις συνεχίσει ώς τις 5 Ιουλίου 1964. Δημοσιεύει σε συνέχειες τις μελέτες: Η καταγωγή της βασιλείας, Νέα αποσπάσματα του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, Το Κάστρο της Ωριάς και η λαβυ ρινθική ιερουργία, Κλυταιμνήστρα, η σύγκρουση της προελληνικής Μητριαρχίας με την ελληνική Πατριαρχία, Η Μεγάλη Περιπέτεια, η γνωριμία του ανθρώπου με το θάνατο και η ανα ζήτηση της Αθανασίας, Η Θεία Γέννηση, στοιχεία της Προχριστιανικής Θείας Γέννησης στη Βηθλεεμική Γέννηση, Το άστρο της Βηθλεέμ, θρησκειολογική ερμηνεία, Οι Γάμοι του Ιαβέ, η θεογαμία της Μαρίας και η καταγωγή της, Θρήνος (η Μούσα των δακρύων), Θνήσκων Θεός (το προχριστιανικό Θειον Δρά μα), Αρήτη (Μητριαρχικά στοιχεία στην «Οδύσσεια»). 1964 Δεκέμβριος. Παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο, αποτέ λεσμα της καθημερινής πολύωρης και εντατικής εργασίας του. Μένει σε κώμα περίπου τρεις μήνες. Για την εξοικονόμηση των εξόδων περίθαλψης φροντίζει η Λιλή Ιακωβίδη. 1966 Συνεργασία με λήμματα στη «Νεοελληνική εγκυκλοπαίδεια» (Χάρη Πάτση): Βασιλεία, Γιλγαμές, Διόνυσος. 19 Ιανουαρίου. Αρθρο του Λεκατσά στην «Πανσπουδαστική» με θέμα: Η Θεία Γέννηση και το Θείο Βρέφος. 1970 Κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Κείμενα» και στη σειρά των εκλαϊκευτικών του μελετών τα βιβλία: Η Μητριαρχία και Η Φαιακία. 5 Σεπτεμβρίου. Θάνατος του Παναγή Λεκατσά από εγκεφαλι κή θρόμβωση, που οφειλόταν σε υπέρταση. 1971 Με φροντίδα της Εύας Βλάμη κυκλοφορεί στη σειρά «Βιβλιο θήκη Γενικής Παιδείας» της Σχολής Μωραΐτη, το μεγάλο έργο του Λεκατσά Διόνυσος, που ο ίδιος δεν πρόλαβε να εκδώσει.
Τα λείψανα και τα τεκμήρια αυτά της Μητρωνυμίας κατεβαίνουν από μιαν αρχαιότερη κοινωνική συγκρότηση, όπου δε λογαριαζόταν ο Πατέρας και η Μάνα. Το κάθε πρόσωπο καταγόταν από τη μάνα του κι από τη σειρά των μανάδων της μάνας του, και κάθε γένος, κάθε κοινότητα, κάθε φυλή, ανέβαζε αθροιστικά την καταγωγή σε κάποια προμήτορα ηρωίδα. Μανιάζουνε με την κρίση οι αδικημένες θεές... Μα .θεά της Φρόνησης, του Λόγου κρι της Πειθώς... η Αθηνά τις ιλαρώνει και τις-κάν^ι να δεχτούν να ταυτιστούνε με τις Σεμνές (Η Μητριαρχία, σ. 15 κ. 74)
□
* Η σύνθεση του χρονολογίου αυτού στηρίχθηκε στις εξής, κυρίως, εργασίες: • Το «Χρονικό», Παναγής Λεκατσάς (Στοιχεία βιογραφίας), «Χρονικό 1971, Καλλιτεχνική πνευματική ζωή», τόμος 2. Σεπτέμβρης 1970-Αύγουστος 1971, σελ. 30-31. • Ανδρέας Λεντάκης, Παναγής Λεκατσάς, Ο γενάρχης της ελληνικής εθνολογίας, «Χρονικό 1971», ό.π., σελ. 36-43 και 54-57. • Ανδρέας Λεντάκης, Παναγής Λεκατσάς, θεμελιωτής της εθνολογίας στην Ελλάδα, «Άνθρωπος, όργανο της ανθρωπιστικής εταιρείας Ελλάδος», τ. 3, τεύχ. 1, Γενάρης 1976, σελ. 158-186. • (Γιάννη Γουδέλη), Μνήμη Παναγή Λεκατσά, «Καινούργια Εποχή», δεύτερη περίοδος, Φθινόπωρο 1976, σελ. 24-30., καθώς και στις πληροφορίες που έδωσαν οι: Κώστας Λεκατσάς (αδερφός του Παναγή), Κατερίνα Ιακωβίδη (ανιψιά του), Ηλίας Σιμόπουλος (πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών), Καλή Παγουλάτου (γραμματέας στην ίδια Εταιρεία), Φίλιππος Βλάχος (εκδότης), Βασίλης Καλαμαράς, που τους ευχαριστούμε. Το περιοδικό, μέσω των συνεργατών του, απευθύνθηκε σε αρκετούς που θα μπορούσαν να δώσουν πληροφορίες για τη ζωή του Παναγή Λεκατσά, μια και δεν υπάρχουν δημοσιευμένα επαρκή βιογραφικά στοιχεία, με τη σύνταξη ενός ερωτηματολογίου. Δυστυχώς, η προσπάθεια απέβη άκαρπη.
14/αφιερωμα
X υναντήσαμε την Κατερίνα Ιακωβίόου, ανεψιά της Ενας Βλάμη, καί της ζητήσαμε να θυμηθεί λεπτομέρειες απ’ τη ζωή του Π αναγή Λεκατσά. Η συζήτηση που ακολουθεί «φιλοδοξεί» να δώσει κάποια στοιχεία της καθημερινής ζωής του Παναγή Λεκατσά, και να συμπληρώσει έτσι τη σφαιρική προσέγγιση του ανθρώπου-σνγγραφέα που επιχειρείται σ’ αυτό το αφιέρωμα. (στη συζήτηση πήραν μέρος οι Ηρακλής Παπαλέξης και Κώστας Καλημέρης).
«...Α ν ποτέ βρεθεί εκδότης
>
y .· Λό0s 4#®
■V
...Το 1947, ήταν η χρονιά που ο Παναγής συνδέθηκε με την Εύα Βλάμη. Η πρώτη φορά που ’ρθε σπίτι μας, στη Βασίλης 20, στο Θησείο, ήταν με το θάνατο της θείας Μαρίας, της μάνας της Εύας. Κρυφακούγαμε τότε, και είχαμε τρομερή περιέργεια να μάθουμε με ποιον μιλάει η νεαρή μας θεία. Ακούγαμε μια βροντερή φωνή, μια φωνή που ηχούσε υπέροχα. Από τότε, μόνο ο Παναγής μιλούσε για μένα και τον αδελφό μου, οι άλλοι ψέλλιζαν... Κατάλαβα ότι κάτι ερωτικό προφανώς συνέβαινε κι έστησα καρτέρι κρεμασμένη στο κάγκελο του μπαλκονιού. Ό ταν φάνηκε, ήταν τόσο ωραίος ο άνδρας εκείνος με τη ρεπούμπλικα, που το βλέμμα μου τον ακουλούθησε μέχρι που έστριψε στη γωνία του δρόμου. Έτσι είδα τον άνθρωπο, που αργότερα έγινε για μένα και τον αδελφό μου ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέασε την παιδική κι εφηβική μας ζωή. Γιατί ο Παναγής είχε μια αυθεντική σχέση μαζί μας. Έκανε τρελά αστεία κι είχε ένα πηγαίο χιούμορ που μας συνέπαιρνε, γιατί «έβγαινε» στα πάντα. Σκάρωνε, ας πούμε, ένα σκιτσάκι της Εύας, σαν γάτας με μακριά μαλλιά και πελώρια μάτια, έβαζε τον αδελφό μου σε θρόνο σχεδιάζοντάς τον σαν γατοφάγο Θεό, ενώ οι γάτοι του ’καναν θυσίες από κάτω... Γινόταν; δηλαδή, παιδί τρισχειρότερο σε σχέση μ’ εμάς, έπεφτε στα τέσσερα, κάνοντας καμώματα, έψαχνε τον γάτο κάτω απ’ τον μπουφέ... κι έπεφταν γέλια μέχρι δακρύων... η ρεπούμπλικα για παράδειγμα, που ’τ«ν ένα σοβαρό στοιχείο της εμφάνισής του, ήταν συχνά στον καναπέ αφημένη και χρησίμευε σαν στρώμα ενός γατιού... Αλλά δε μέναμε στα παιχνίδια. Τον ρωτούσαμε για όλα όσα μας προβλημάτιζαν, κοινωνικά προβλήματα, θρησκευτικά, ερωτικά, ή ακόμα θέματα γούστου. Δεν φορούσα καινούριο φουστάνι χωρίς την έγκριση του Παναγή... Ένα άλλο πράγμα στο οποίο μας ήταν πολύτιμος ήταν οι σχολικές εργασίες. Αυτό σήμαινε, φυσικά, πως η σχολική μας δουλειά έκανε μπαμ. Αξέχαστη μου μένει η βοήθειά του στην εργασία μας για τη χαμένη Ατλαντίδα, εργασία που βέβαια έκανε πάταγο.
αφιερωμα/15
, Η*
Αυτά ήσαν αναπνοές, διαλείμματα του Παναγή, στα ατέλειωτα εικοσιτετράωρα εργασίας. Δούλευε μερόνυχτα στο πελώριο τραπέζι, με απλωμένα χαρτιά και στίβες στην άκρη του τραπεζιού από κόλλες κατριγιέ, στις οποίες συνήθιζε να γράφει. Σταματούσε μόνο όταν τον έπιανε ο πονοκέφαλος. Ο πονοκέφαλος που φοβόμουν πολύ, και που τότε τον απέδιδα στο μεγάλο κεφάλι του Παναγή, που ’ταν γεμάτο με πολλά γράμματα, έξι τουλάχιστο γλώσσες, σανσκριτικά, και βιβλία πολλά, που τα ’ξερε απέξω, παράγραφο την παράγραφο, σελίδα τη σελίδα, θέμα το θέμα... Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, το
για τον ταπεινό μου μόχθο...» κεφάλι αυτό κάποια μέρα θα εκραγεί απ’ τ’ αδιαχώρητο... κι ήταν τραγικές οι στιγμές, όταν τον έβρισκα αποκαμωμένο, να το κρατάει στα δυο του χέρια... τότε μ’ έπιανε απελπισία. Τελικά, δεν είχα άδικο ν’ ανησυχώ, γιατί αργότερα αποδείχτηκε ότι είχε υπέρταση από πολύ νέος και δεν το ’ξερε...
&
- ...Δε θα ξεχάσω την περίοδο που δούλευε την «Ψυχή». Η πίσω πόρτα της αυλής άνοιγε σπάνια εκείνη την εποχή για κουβέντες κι αστεία. Είχε μείνει μισός, αγνώριστος, με βαθουλωμένα μάγουλα, σαν άρρωστος. Αφού υποθέταμε ότι η Εύα δε θα τον τάιζε καλά. Βλέποντάς τον έτσι, ήταν το φλέγον θέμα μας τις νύχτες και ψάχναμε να βρούμε τρόπο, έναν τρόπο μαγικό, να του στείλουμε ανώνυμα χρήματα, γιατί και τα είχε ανάγκη και του αξίζανε... ...Περνούσε πράγματι δύσκολες στιγμές και το πείσμα του ήταν απαράμιλλο. 'Εμενε νηστικός για να διαθέσει τα λίγα χρήματα στην αγορά βιβλίων που ήσαν απαραίτητα στις έρευνές του. Όλη η βιβλιοθήκη έτσι ήταν φτιαγμένη, από αίμα. Κι έκανε ωστόσο ό,τι μπορούσε. Έδινε άρθρα σε έντυπα για πενιχρές αμοιβές, κι από πάνω του ’κάναν περικοπές, κάτι που αληθινά τον τρέλαινε. Του μαύριζε την ψυχή. Κι είχε αναγκαστικούς σύντροφους την ταραχή και το άγχος. Όμως τραβούσε μπροστά, αντίθετα στο ρεύμα, τρύπωνε στο δωμάτιο και δούλευε, δούλευε ακατάπαυστα, γνωρίζοντας πως ο χρόνος του ήταν λίγος. .. .Απ’ αυτό το δωμάτιο έβγαινε σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ήταν η γιορτή του Βάρναλη, άλλοτε πάλι οι διαλέξεις στο κτίριο της οδού Ακαδημίας, όπου διανοούμενες, αλλά και διανοουμενίζουσες, μαζεύονταν για να τον ακούσουν. Σ’ αυτό ο Παναγής είχε... επιτυχίες, κι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος για να τον ζηλεύουν πολλοί! Θυμάμαι ακόμα την Επίδαυρο! Όταν το Εθνικό Θέατρο ανέβαζε τον Ηρακλή Μαινόμενο, σε μετάφραση Παναγή Λεκατσά, είχαμε γιορτή. Ήρθε η μάνα του απ’ το Θειάκι, η άλλως λεγάμενη Λετίτσια, μας έβαλε όλους σ’ ένα μαύρο
16/αφιερωμα
μεγαλοπρεπές ταξί, την Εύα, τη μητέρα, τον Χρήστο Αλεξίου, εμένα και ξεκινήσαμε κάνοντας συνεχώς στάσεις. Ο Παναγής εκείνη τη μέρα ήταν φυσικά σε μεγάλα κέφια. Έλεγε θαυμαστά πράγματα. Απογευματάκι, φτάσαμε στην Επίδαυρο για ν’ ακολουθήσει η παράσταση και μετά μια μεγάλη πίκρα. Τα δυσμενή σχόλια για τη μετάφραση, τον κακοκάρδισαν. Οι ηθοποιοί, τα ’χαν βρει δύσκολα στην εκφορά του λόγου... Ας είναι... Στη Βασίλης 20, ο Παναγής ανακάλυψε κι άλλα, έξω απ’ το δωμάτιο και τα χαρτιά του. Πρώτα τη μουσική. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν τον συγκινούσε ιδιαίτερα αυτή η τέχνη, όμως η Εύα, που ήταν εξαίρετη πιανίστα, τον έπεισε. Μελετούσε ώρες η Εύα στο πιάνο, έτσι κι αλλιώς, κι έτσι άρχισε να της ζητά, σε στιγμές ανάπαυλας, να παίζει μουσική. 'Ακουγε πολύ προσεκτικά, κάνοντας παρατηρήσεις, γιατί ο Παναγής είχε ένα κριτήριο αισθητικό για όλες τις μορφές τέχνης. ...Ακόμα, είχε ένα πάθος με τα παιδιά και τα ζώα, πιο πολύ με τις γάτες. Είχε υιοθετήσει ένα αρσενικό γατάκι, μαύρο, φουντωτό, ένα απ’ αυτά που γέννησε η γάτα μου. Το έλεγε Ευήθη και εμείς το καταλαβαίναμε ρεβίθι.
✓
...Α! Ήταν ιδιαίτερα διακριτικός και ντροπαλός με τις γυναίκες και τα παιδιά. Θυμάμαι ότι, όταν εκδόθηκε ο «Έρωτας», ήμουν γυναίκα (ύπανδρος) τότε, μού ’φερε το βιβλίο η Εύα έχοντας γράψει όπως πάντα μια τρυφερή αφιέρωση. Δεν το ’δώσε ο ίδιος, γιατί ντρεπόταν για τις εικόνες με τα φαλλικά σύμβολα που περιείχε το βιβλίο. Γέλια πολλά! ...Ό σο για τα παιδιά, ο άντρας εκείνος με τη ρεπούμπλικα, που φάνηκε σοβαρός κι απρόσιτος στα μάτια μας την πρώτη φορά, τα ’κάνε όλα. Γέμιζε το καπέλο γατιά, γέλια, κι ήτανε έτσι φίλος, αδελφός, πατέρας, δάσκαλος. Ένας άνθρωπος που μας λάτρεψε κι όπως ήταν φυσικό τον λατρέψαμε! ...Με την Εύα παντρεύτηκαν τό Σεπτέμβριο του 1961. Τους κάναμε πλάκα. Ε! Δεκατέσσερα χρόνια ήσαστε μαζί, το έχετε σκεφτεί καλά; Η ατυχία ήταν ότι μετά το γάμο, έφυγαν απ’ το Θησείο και πήγαν Σπετσών 59, στην Κυψέλη. Εκείνο το σπίτι δεν το συμπάθησα. Μου φάνηκε ότι ήταν η αιτία για να τους χάσω... ...Το Δεκέμβρη του 1964 παθαίνει το πρώτο εγκεφαλικό. Έμεινε τρεις μήνες μεταξύ ζωής και θανάτου, παλεύοντας σαν λιοντάρι. Η Λιλή Ιακωβίδη, καλή της ώρα εκεί που βρίσκεται, πολλή φίλη του ζευγαριού, κατάφερε με χίλια βάσανα να εγκριθεί κάποιο ποσό για τη νοσηλεία του. Εκεί είδα την τρομερή ένδεια, την εγκατάλειψη των ανθρώπων του πνεύματος που δεν διαθέτουν πατρικές περιουσίες. Τότε, λοιπόν, ο Παναγής βγήκε απ’ το κώμα σαν από θαύμα και επανήρθε σιγά-σιγά με μικρές σχετικά βλάβες. Είχε δυνατή κράση, είπαν οι γιατροί. 'Οταν ανάρρωσε, τον συνάντησα μια μέρα τυχαία Καραγιώργη Σερβίας και Βουλής, να βαστάει μπαστούνι, να ’ναι ωραία ντυμένος (του άρεσαν τα ωραία ρούχα), να ’χει αφήσει μουστάκι... του λέω: «έχεις στυλάκι σερ», και γελάει αυτάρεσκα... Επανέρχεται σιγά-σιγά στα χαρτιά του. Κόβει τους άπειρους νεσκαφέδες, ανακαλύπτει το έξω απ’ το δωμάτιο. Αρχίζουν με
αφιερω μα/17
Vll-Jme CONGRES INTERNATIONAL DES SCIENCES ANTHROPOLOG1QUES ET ETHNOLOGIQUES Moscow 1964 COMITE D'ORGANISATION re Tchereiuouchklnskay»,^·, Moscon, B-SNJURSS,
Or.
AITAJIS LEKAISAS
20, rue i/n s s ilis Thescion Auket-'t. GHiOti!
Ο φάκελος και η πρόσκληση για το VII διεθνές συνέδριο Ανθρωπολογίας και Εθνολογίας που έγινε στη Μόσχα το 1964
την Εύα και στενούς φίλους εκδρομές. Μέχρι και η Φωκίωνος του αρέσει. «Ευούλα μου, τι ωραία που είναι να κάθομαι στο ζαχαροπλαστείο και να βλέπω τον κόσμο...». Αργότερα, τον πλησιάζει ο Φίλιππας Βλάχος, και του ζητάει να εκδώσουν τη Μητριαρχία και τη Φαιακία, από τη σειρά των εκλαϊκευτικών μελετημάτων που έχει έτοιμα ο Παναγής. Ξαναχάνεται στα χαρτιά του. Εργάζεται πυρετωδώς, πράγμα που οι γιατροί του απαγόρευαν ρητά, ετοιμάζοντας το «Διόνυσο». Το τέλειωσε, έκανε επιμέλεια του δεσίματος του χειρόγραφου με τη βοήθεια του Γ. Βαλαβανίδη. Αυτό το κύκνειο άσμα του, στέκει στο τραπέζι, δεμένο μ’ ένα λεπτό δέρμα, με γκρενά πανί στη ράχη και γκρενά γράμματα. Ο ίδιος αγωνιά, όπως πάντα, περιμένοντας να γίνουν πράξη προτάσεις και υποσχέσεις... Τίποτα ξεκάθαρο! («Αν ποτέ βρεθεί εκδότης για τον ταπεινό μου μόχθο», 27-1-70) ...Κι έρχεται το τέλος Αυγούστου στα 1970... Πέντε χρόνια μετά το εγκεφαλικό... «Αυτή τη φορά, Δημητράκη μου», λέει στον αδελφό μου που τον πάει στο νοσοκομείο, «δε θα τη γλιτώσω...». Η ευθύνη και το χρέος να κρατηθούν τα χαρτιά του και να περιμαζέψω τα βιβλία, μου δίνουν κουράγιο. Πρέπει να καταγραφούν τα πάντα, μέχρι και το τελευταίο χαρτάκι, την κάθε σημείωση ή καρτέλα... Αυτές τις απίστευτες στιγμές, βοήθεια ανεκτίμητη είχα απ’ τον Ν.Γ. Η απουσία των δυο αυτών ανθρώπων, του Παναγή και της Εύας, δύο σπάνιων ανθρώπων απ’ όλες τις μεριές, δεν εκφράζεται με λόγια... Προσπαθώ να σκεφτώ λογικά: αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να γεράσουν. Ό σο κι αν προσπαθώ, δεν μπορώ να τους φανταστώ γεροντάκια. Ας είναι. Ή ταν σεμνός, όμορφος, όμορφος απέξω κι από μέσα, διακριτικός, πολύ καλός ομιλητής, καταπληκτικός συνομιλητής, ήταν χιουμορίστας και ποιητής ο Παναγής. Ή ταν όμως και λίγο έως πολύ καβγατζής, επιστημονικού επιπέδου και μόνο... 'Αλλωστε είναι γνωστές κάποιες διαμάχες με πρόσωπα του πνευματικού κόσμου... Σήμερα, στον επιστημονικό χώρο που κινιόταν ο Παναγής, γράφονται και λέγονται πολλά. Αρμοστά και ανάρμοστα, με το συμπάθειο, αλλά δεν υπάρχει κανείς να τους αντικρούσει... Ο Παναγής ήταν sui generis άνθρωπος. Τον ζήτησαν, για παράδειγμα, να πάει στο παν/μιο του Όσλο να εργαστεί στην έδρα της Ανθρωπολογίας και δεν ήθελε να τ’ ακούσει... Φοβόταν τις αλλαγές, τα ταξίδια, φοβόταν να βγει απ’ το δωμάτιο... Έφταναν συνεχώς προσκλήσεις από διεθνή συνέδρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο όνομα του Παναγή, στη Βασίλης 20, προσκλήσεις που ’ταν στιβαγμένες κι επάνω τους ένα χαρτάκι καρφιτσωμένο έγραφε «δεν επήγα», μ’ ένα νόημα σχεδόν θριαμβικό... Έτσι ήταν ο Λεκατσάς, του οποίου βέβαια η φήμη είχε φτάσει παντού. Υπάρχει κι ένα γεγονός που μοιάζει με ανέκδοτο και δείχνει την απομόνωση και το εχθρικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούσε και δούλευε. Ήρθε, λοιπόν, κάποιος Πολωνός εθνολόγος στην Ελλάδα και το πρώτο πράγμα που ρώτησε ήταν πού ζούσε ο Παναγής και πώς μπορούσε να τον βρει. Δεν παίρνει απάντηση και πηγαίνει στο Παν/μιο Αθηνών ελπίζοντας πως θα βρει άκρη. Ρωτάει γνωστό καθηγητή κι εκείνος του απαντά ότι δεν γνωρίζει. Ο Πολωνός επιμένει έξαλλος κι ο καθηγητής του απαντά «ν’ αποτανθείτε στην Αστυνομία, εκεί θα ξέρουν». Τέζα ο Πολωνός!
18/αφιερωμα
Βασίλης Περσείδης
Λ ίγα
λόγια,σα μνημόσυνο στη
Στον «πολιτισμό» μας, με τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς, με τα εγωιστικά
ξεσυνορίσματα, το φθόνο για τον ανώτερο και τα μίση, ο πνευματικός δημιουργός σπάνια να δει την επιθυμητή αναγνώριση όσο είναι ζωντανός, εκτός κι αν έχει δηλώσει υποταγή κι έχει χριστεί από τον καταχθόνιο, τον ελεεινό και καταστροφικό μηχανισμό του «πνευματικού» κατεστημένου, που με μαγικό τρόπο ανεβάζει με μιας στα πνευματικά ύψη τις ασημαντότητες των ημετέρων πιστών και θάβει στην αφάνεια ή και εξοντώνει τον κάθε άξιο πνευματικό δημιουργό που τολμά να έχει τις λεύτερες προσωπικές του αντιλήψεις και δε στέργει να εξυπηρετήσει τους ανομολόγητους σκοπούς της κυρίαρχης κλίκας. Ένας τέτοιος ξεχωριστός πνευματικός δημιουργός είναι ο Παναγής Λεκατσάς. Ήτανε κει κατά το 1962, όταν μια μέρα, στο βιβλιοπωλείο του Γιάννη Γουδέλη, γνωρίστηκα με τον Π.Λ. Δε χρειάστηκε να πούμε πολλά για να συναγροικηθούμε. Από τότε, ένας στενός φιλικός και ολοπνευματικός σύνδεσμος αναπτύχθηκε ανάμεσά μας. Συχνά πήγαινα στο σπίτι του, κει στην οδό Ζακύνθου 59, στο Ιο πάτωμα, όπου έμενε μαζί με την αντάξια γυναίκα του, την εφταχάριστη εκείνη Εύα Βλάμη. Κάθε φορά όμως που θα βρισκόμουν με τον Παναγή και θα συζητούσα μαζί του, ένιωθα σα να ήμουνα μπροστά σ’ έναν πολύβουο πνευματικό ωκεανό και θαύμαζα και χαιρόμουν τη μεγαλοσύνη του. Ο Π.Λ. ήταν ο πνευματικός άνθρωπος εκατό τα εκατό. Όλη του τη ζωή την πέρασε με το βιβλίο και την πένα. Προσωπικότητα πολύπλευρη με αχόρταγες πνευματικές απαιτήσεις, όπως φαίνεται κι από την απέραντη βιβλιογραφία που παραθέτει στο κάθε έργο του. Διάνοια ικαν^ή για την πιο βαθιά ανάλυση και ταυτόχρονα για την πιο ολοκληρωμένη σύνθεση, δόθηκε με ιερή μανία στην κατάχτηση της γνώσης αλλά της γνώσης εκείνης που χρησιμεύει στον άνθρωπο να γνωρίσει τον εαυτό του και ν’ ανυψωθεί στην κλίμακα του ανθρωπισμού. Από την πλουσιότατη και ποικίλη πνευματική παραγωγή του διαφαίνεται ο ποιητής, ο εθνολόγος, ο κοινωνιολόγος, ο θρησκειολόγος, με έργα αξεπέραστα για την επιστημονική τους βαρύτητα, την τεκμηρίωση και το τέλειο ύφος τους. Η περιοχή που μελέτησε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την προμήθεια του υλικού είναι η αρχαία ελληνική Σοφία και η Τέχνη. Μπήκε στο βάθος τους, κατανόησε τα υψηλά τους ανθρώπινα νοήματα και μας τα μετέδωσε με τον απαράμιλλο τρόπο του. Ο τομέας όμως που τον απασχόλησε περισσότερο ήταν η Εθνολογία, η νεότερη αυτή επιστήμη που μας οδηγεί στις ρίζες της ψυχικής και της πνευματικής ζωής του κοινωνικού ανθρώπου. Μυαλό καθαρό και δυνατό, έπιασε την ασύγκριτη αξία της φιλοσοφικής διαλεχτικής σκέψης του Μαρξισμού και μαρξιστής, χωρίς να είναι «ορθόδοξος» κομμουνιστής, την χρησιμοποίησε με ακριβή και παραγωγικό τρόπο και μας αποκάλυψε τη δομή κ α π η ν εξελιχτική πορεία της διαμόρφωσης του ανθρώπινου ψυχισμού και του κοινωνικού γίγνεσθαι. Τα κύρια έργα του στον τομέα αυτόν είναι: «Η καταγωγή των Θεσμών των Εθίμων και των Δοξασιών» στα 1951 και «Η Ψυχή» oxu 1957. Κατά τη γνώμη μου, τα δύο αυτά έργα είναι τα σπουδαιότερα και τα
αψιερω μα/19
μνήμη τον Παναγή Λεκατσά χρησιμότερα του συγγραφέα, γιατί σ’ αυτά αποκαλύπτονται οι ρίζες και η εξελιχτική πορεία που διαμόρφωσε τον ανθρώπινο ψυχισμό, τόσο στο συνειδητό, όσο και στο ατομικό και το συλλογικό ασυνείδητο, που τόσο μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν στην ανθρώπινη ζωή. Παρά την κυριαρχική ανάπτυξη της νόησης, της «λογικής», κάθε μέρα κάνουμε ένα σωρό πράξεις και εκφράζουμε ένα σωρό αντιλήψεις, που, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αντιστρατεύονται σε κάθε έννοια λογικής. Την εξήγηση για τη συμπεριφορά μας αυτή μας την δίνουν τα δύο αυτά κλασικά βιβλία του Π.Λ. και μας βοηθούν έτσι στο δύσκολο δρόμο της αυτογνωσίας, βασικής προϋπόθεσης για την άρτια συγκρότηση της προσωπικότητας. Ανάμεσα στην περισπούδαστη ύλη της «Καταγωγής των Θεσμών» κλπ ξεχωριστή σημασία έχει το κεφάλαιο «Η Μητριαρχία» που κυκλοφόρησε και σε ιδιαίτερο τεύχος. Με την περιληπτική αυτή και εύληπτη μελέτη, που στηρίζεται στις αδιάσειστες ερευνητικές εργασίες του αμερικανού εθνολόγου Louis Morgan: α) «League of Iroquis», «Ancient Society» κ.τ.λ. καθώς και του Engels: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του Κράτους», ο αναγνώστης κατατοπίζεται τέλεια στο περίπλοκο και αμφιλεγόμενο ζήτημα των σεξουαλικών σχέσεων του ανθρώπου. Πέφτα ο προαιώνιος μύθος της μονογαμίας, που με τόση επιμέλεια και επιμονή καλλιεργήθηκε από τα καθεστώτα της ατομικής ιδιοκτησίας και της Πατριαρχίας. Αποδείχνεται ότι πριν από την ατομική ιδιοκτησία και τη μονογαμία οι γενετήσιες σχέσεις των ανθρώπων είχαν ομαδικό χαρακτήρα και ότι η θέση της Γυναίκας μέσα στην κοινωνική ομάδα του Γένους ήταν κυριαρχική. Η ατομική ιδιοκτησία (δικό μου-δικό σου, εγώ-εσύ), με τους συνακόλουθους ανταγωνισμούς, ατομικούς και κοινωνικούς, δεν υπήρχαν. Ό λ ’ αυτά, που αποτελούν την κρυφή φαρμακερή ρίζα της κοινωνικής δυστυχίας στον πολιτισμό, είναι τα φρούτα της ατομικής ιδιοκτησίας, της μονογαμίας και της ανδροκρατίας. Μερικά χαρακτηριστικά τώρα του Π.Λ. σαν συγγραφέα και σαν ανθρώπου. Το πρώτο που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη των βιβλίων του Π.Λ. είναι η ευσυνειδησία. Είναι η επιδίωξη της τελειότητας από κάθε άποψη. Τέλεια δομή και κατάταξη του πολυσύνθετου υλικού της μελέτης. Σαφήνεια. Γλώσσα πλούσια, χυμώδης, κατανοητή κι από τον μη ειδικό. Το άλλο που χαρακτηρίζει τον Π.Λ. είναι το ανώτερο ήθος και η μετριοφροσύνη του σαν συγγραφέα. Στον πρόλογο, τόσο των «Θεσμών», όσο και της «Ψυχής», γράφει σχετικά: «Ό ,τι καλό χαρεί ο αναγνώστης στο μόχθο μου, να ξέρει πως το χρωστά στις αυθεντίες που ακολουθώ και που κι όταν ακόμα η μέθοδός μου με υποχρεώνει ν’ αλλαξοδρομήσω, πάλι δεν παύω να τους είμαι χρεώστης». Χρήσιμο μάθημα για τους σύγχρονους μεγαλοφάνταστους αρλουμπολόγους που αδίσταχτα “μνημονεύονται με ξένα κόλυβα” ...» Εκείνο όμως που καθιερώνει τον Π.Λ. σαν ανώτερη προσωπικότητα είναι το ελεύθερο πνεύμα και η αδιαλλαξία του, που τον κρατούσαν σταθερά ασυμβίβαστο προς κάθε «σκοπιμότητα» και έξω από τις παντοειδείς κλίκες των εκάστοτε κρατούντων. Δυστυχώς ο κολοσσός αυτός της πολύπλευρης σοφίας έμεινε στην αφάνεια από την πολιτική και την πνευματική ηγεσία, και δε χρησιμοποιήθηκε για την πνευματική ανάπτυξη της πατρίδας μας. □
20/αφιερω μα
επιστολή που ακολουθεί - την οποία παραχώρησε η κα Κατερίνα Ιακώβίδου- όπως μας πληροφόρησε ο κος Αντρέας Λεντάκης, γράφτηκε στα τέλη του Νοεμβρίου 1967 μέσα στην Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας, 4ος όροφος, κελί 4). Στάλθηκε από τον Αντρέα Λεντάκη στον ΓΙαναγή Λεκατσά, τότε, μέσω ενός επισκεπτηρίου. Θεωρώντας ότι αυτή η επιστολή έχει την αξία μιας μαρτυρίας, αποφασίσαμε να την αναδημοσιεύσουμε, ζητώντας από τον αποστολέα της να προβεί σ’ έναν επεξηγηματικό σχολιασμό.
Η
ΉΘΛ οο * 12*6 * ^ ’.' „ , __ a iimi και τι
και του
«εκδρομή»
Θα ήταν μια ε^ ° ^ ων σας κι _
(ίου αφαίρεσάν την ιθαγένεια επειδή γεννήθηκα στην Αιθιοπία κι έτσι έδινα παρών στο Κέντρο Αλλοδαπών ως 1. Από το 1965 μέχρι και τη δικτατορία ήμουν ο επίσημος πια ανιθαγενής που δεν είχε δικαίωμα μονίμου παραμονής στην αρχισυντάκτης της Πανσπουδαστικής που Ελλάδα ούτε και δικαίωμα εργασίας. χρηματοδοτούνταν από τη Νεολαία της ΕΔΑ και μετά από 3. Η συμμετοχή του Βερνάν ήταν εξασφαλισμένη μέσω της τους Λαμπράκηδες. Στέλλας Γεωργούδη, προσωπικής φίλης και συνεργάτριας 2. Το αφιέρωμα του περιοδικού ήταν να γίνει το 1966, αλλά το του Λεκατσά, η οποία δούλευε τότε και δουλεύει και τώρα Φεβρουάριο του 66 μέχρι τον όκτώβριο εκτοπίστηκα στην κοντά στον γάλλο καθηγητή. Με τη Στέλλα συνδεόμασταν Άνδρο και το Νοέμβριο του 66 ώς το Φεβρουάριο του 67 από το πανεπιστήμιο. Ήταν πρόεδρος του έτους της στο στη Μήλο με προσωπική απόφαση του Αποστολάκου, φοιτητικό σύλλογο της Φιλοσοφικής «Πλάτωνα» στον υπουργού Δημοσίας Τάξεως των αποστατών, με το οποίο ήμουν γραμματέας. πρόσχημα ότι δεν ήμουν Έλληνας. Στις 21 Απριλίου 1958
αφιερωμα/21
.« .in V W ..
!>«'*> ■"γ ^ " Γ
“> "
• i n . / W « i ' r ■ •W /v » ·" '* '' ■■€>'(«'"· Ί * + > Τ ' ? " ’
Ί..
V ■A
M
m
.
of &g(rtoJpe*rt
«W / ^ ι
ty * / ^ 4 j f *& e**(* **?*■ Ζ ο Λ μaαa oγ f*t t jf*jp>
r
*4 ·" ^ ^ ° “* V*
Itec/iO^ci/. La ftiS flJV ) Ί ν / y t * w‘
.
' .,
^ ip w '
(/ψ>ί y *»'''
U x
.
MAf-ΚΓ».
κ
w*>
r
rti.omtei. 2) To κέντριαμ®
, , m a θά ’χει καταλάβει τη θέ^ £ ° ρ ™ων φοιτητών γύρω απ’ τις αναμφισβήτητη)α ** διανόησης και ιδιαίτερα τω Ψ , α του ενδιαφέροντος της , ε άχνα και παει>> αλλανα εθνολογικές σπουδές. ήταν «όνειρο κι έμει. λ ^ ,γραψα οχι ϊ ια ν Το σχέδιο αυτό εύχομαι μ 4 χρόνια το πολύ). 5 εξομολόγηση, κι
4. Στίχος του Βάρναλη από τη «Μάνα του Χριστού». 5. Υπολόγιζα ότι ακόμη κι αν δεν πέσει η δικτατορία, θα έπρεπε να αρχίσει μια δουλειά των προοδευτικών διανοουμένων που θα τους συσπείρωνε και θα τους ενεργοποιούσε. Διαφωνούσα εντελώς με τη λαθεμένη θέση για τη στάση «σιωπής» που στο κάτω κάτω θα μπορούσε να είναι για ένα διάστημα έξι μηνών το πολύ ενός χρόνου, όχι όμως περισσότερο. Σε καμιά περίπτωση. 6. Η ΕΔΑ στη διένεξη του Λεκατσά με τον Κορδάτο, αντί να τηρήσει στάση ουδετερότητας και συνδιαλλαγής, πήρε το μέρος του Κορδάτου και δεν δημοσίευε ούτε καν ανακοίνωση για τα βιβλία του Λεκατσα που κυκλοφορούσαν. Τιμητική εξαίρεση αποτελούσαν η Επιθεώρηση Τέχνης και η συντακτική της ομάδα που συγκρούστηκε και με την καθοδήγηση του κόμματος στο ζήτημα του Τσίρκα (6λ. Δημήτρη Ραυτόπουλου: Τέχνη και εξουσία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1985, σ. 7-78). 7. Ήδη είχα εξασφαλίσει τη συναίνεση από τον Μίμη Δεσποτίδη που καθοδηγούσε και διεύθυνε τον εκδοτικό οίκο Θεμέλιο, να βγάλει μια σειρά βιβλίων του Λεκατσά σε σχήμα βιβλίων τσέπης με γενικότερο τίτλο Έρως. Τη σειρά αυτή άρχισε να εκδίδει ο Λεκατσάς στη διάρκεια της δικτατορίας στις εκδόσεις Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου. Πρόλαβε και έβγαλε δυο τομίδια, τη Μητριαρχία και τη Φαιακία, ενώ η αείμνηστη Εύα Βλάμη εξέδωσε το Λαβύρινθο και ετοιμάζαμε για έκδοση το Θρήνο. 8. Την ιδέα αυτή του αφιερώματος πραγματοποίησα το 1971.
Το χρόνο αυτό ο Μπαχαριάν αποφάσισε να κάνει ένα αφιέρωμα του περιοδικού ΩΡΑ στον Λεκατσά και το ανάθεσε στον Αριστείδη Μανωλάκο. Αν δεν κάνω λάθος μάλλον ήταν ιδέα του Αριστείδη που του πρότεινε να συνεργαστώ επειδή γνώριζα το έργο και τον άνθρωπο. Εκεί έκανα μια πρώτη παρουσίαση των βασικών έργων του καθώς και μια βιβλιογραφική παρουσίαση κυρίως των βιβλίων του αλλά και βασικών συνεργασιών του σε περιοδικά και εφημερίδες. Δεν μπορούσα να κάνω τη βιβλιογραφία των εφημερίδων και των περιοδικών, γιατί η χούντα είχε αποσύρει από την Εθνική Βιβλιοθήκη αλλά και τις άλλες βιβλιοθήκες το Ριζοσπάστη, την Ελεύθερη Ελλάδα, την Επιθεώρηση Τέχνης και γενικά τις εφημερίδες και τα περιοδικά της αριστερός. Πήγα στο Βύρωνα Σταματόπουλο που ήταν υφυπουργός Προεδρίας και του ζήτησα να μου δώσει ειδική άδεια γι’ αυτό το σκοπό. Μου αποκάλυψε ότι δεν εξαρτιόταν απ’ αυτόν και με παρέπεμψε στον Γκαντώνα, υπουργό τότε Παιδείας, αν δεν κάνω λάθος. Φυσικά δεν πήγα. Με τη μεταπολίτευση έπεισα τον Άρη Πουλιανό να Χάνει αφιέρωμα στον Λεκατσά και εκεί παρουσίασα ολοκληρωμένα πια όλο το συγγραφικό έργο του Λεκατσά, σε περιοδικά, εφημερίδες και σε βιβλία φυσικά (6λ. Ανδρέα Λεντάκη: Παναγής Λεκατσάς, Θεμελιωτής της Εθνολογίας στην Ελλάδα, Περιοδικό ΑΝΘΡΩΠΟΣ, όργανο της Ανθρωπολογικής Εταιρίας Ελλάδος, τόμος 3, τεύχος 1, Γενάρης 1976, σ. 158-186, και σε ανάτυπο).
22/αφιερω μα
(ktu£(v(ffrt
, u{ h a \ t x i e u s u -*
Λ i W «ήΛ^ί
^
*< y|t^
Je<Ui
,,M - h6 ^ ‘
n i l H
t-------e v iH o τ « Τ * , U ) X fH £ 6 *'"t'p X'UgC’1 ) « * i *a J - « f A? vfchuc* * r - ^ c ld > $ ( fy fv kV
1
fc W , & · * * * & M ntow
( t * on re
( . ..............-
wm
- w . J i i ξ ^ < . ^ ^ ι ^ < ί 7 ) > ' ,·-Γ < 'Λ ^ ~ · W " ' i , * jw ‘f ί Λ / ·
KlAfll»* d<®*fvWA
*’ W ' *~*“? .
tO U T A ?} ( ! & ' ·
/ H ^
γλιτώσω. Πολύ
γενναίος άνθρωπος) αλλα εχ^ ^
λ6γοςΠαπό
άνθρωπος το ήθος σαςμ X
^
ματι* α μεγάλου κ
^ r “lK 6V ^ . ’'‘’- TOWTOW 9. Στην Ασφάλεια (Μπουμπουλίνας) έπαθα τον Οκτώβριο την τέταρτη εγκεφαλική διάσειση από τα χτυπήματα στο κεφάλι. ΙΟ. Το κλπ. εννοεί είτε αμνηστία, είτε ακόμη και πτώση της δικτατορίας. Π . Την Εύα Βλάμη. 12. Το 1966 επρόκειτο να πάω στο Παρίσι για κοινωνιολογικές σπουδές, αλλά η εκτόπισή μου ματαίωσε το σχέδιο. Ο Λεκατσάς με παρότρυνε και μου ’λεγε εν ανάγκη να πάψω να είμαι έστω προσωρινά ενεργό μέλος του κόμματος, γιατί κατά τη γνώμη του εκείνο που προείχε στη δική μου συνεισφορά θα ήταν το επιστημονικό έργο.
νά ^
που κάνεις άλλος ^
°
κυ ρια
^
13. Το 1964 είχε πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο και γλίτωσε ως εκ θαύματος. Οι γιατροί του είχαν συστήσει πολύ λιγότερη εργασία και να αποφεύγει τις έντονες συγκινήσεις. Γι’ αυτό έστειλα το γράμμα με παραγγελία στην Εύα Βλάμη να σταθμίσει η ίδια αν θά ’πρεπε να το δώσει τελικά στο δάσκαλο ή όχι. Ήμουν τελικά τυχερός και αμνηστεύθηκα τον Αύγουστο του 1970. Τον επισκέφτηκα σπίτι του στην Κυψέλη (οδός Σπετσών). Μου χάρισε με αφιέρωση τη Μητριαρχία και τη Φαιακία και κανονίσαμε νέα συνάντηση στις 7 Σεπτεμβρίου 1970. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1970 με πήρε στις 9 το πρωί τηλέφωνο η αδελφή της Εύας, κα Αικατερίνη Ρηγοπούλου και με πληροφόρησε ότι τα χαράματα πέθανε ο Παναγής.
αφιερωμα/23
*c
<; Τάσος Βουρνάς
f Ο Λεκατσάς επιφυλλιδογράφος
ΛΕΚΑΤΣΑΣ ήταν ένας εύστοχος επιφυλλιδογράφος. Στηριγμένος στις απέραντες γνώσεις του, είχε την ευχέρεια, κατά το συρμό της μαχητικής επιφυλλιδογραφίας της εποχής, να θεμελιώνει το ζητούμενο πολιτικό παρόν σε ανάλογα γεγονότα του αρχαίου παρελθόντος και με την ορμή του λόγου του να δημιουργεί στον αναγνώστη το κατάλληλο κλίμα καταδίκης της βίας, της διαφθοράς ή της αυθαιρεσίας της σύγχρονης εξουσίας με παραδείγματα ή πεπραγμένα των αρχαίων τυράννων που πέρασαν απ’ αυτή τη γωνιά του πλανήτη μας και γέμισαν με αίμα και δάκρυα τη γη των Ελλήνων. Η επιφυλλιδογραφία του Λεκατσά είναι σκορπισμένη σε όλα τα έντυπα της Αριστερός μετά την απελευθέρωση από το «Ριζοσπάστη», «Το Ρίζο της Δευτέρας», την «Ελύθερη Ελλάδα», την ΚΟΜΕΠ, τα «Ελεύθερα Γράμματα». Αποκαλύπτω εδώ κάτι που είναι εντελώς άγνωστο: Μετά την παρανομία της Αριστερός, στα δύσκολα χρόνια του Εμφύλιου Πολέμου, είχαν διασωθεί μόνο δυο έντυπα: Τα «Ελεύθερα Γράμματα» και ο «Ανταίος». Σ’ αυτόν τον τελευταίο, ο Παναγής Λεκατσάς είχε εργαστεί ανώνυμα σαν σχολιογράφος και επιφυλλιδογράφος σε φιλολογικά θέματα έναντι μικράς αμοιβής, σε μια εποχή που είχε τρομερές οικονομικές δυσκολίες -όπως όλοι μας, άλλωστε. Πάρα πολλά από τα φιλολογικά κομμάτια των τόμων του «Ανταίου» είναι έργα της γραφίδας του που πρέπει κάποτε ν’ αναγνωριστούν. Ευχαρίστως προσφέρω τη συμβολή μου.
Ο
★
Ο Παναγής Λεκατσάς διέθετε εκτός από τη μόρφωσή του περί τα αρχαία ελληνικά και τρομερή ικανότητα μιμητισμού αλλότριου ύφους. Έτσι, όταν ο Σικελιανός έγραψε, στην ποιητική του αφέλεια, εκείνο το ποίημα που το 1944 χαρακτήριζε την Εθνική Αντίσταση ένα είδος εμφύλιου πολέμου, πράγμα που οι ναζί θεώρησαν ως δώρο εξ ουρανού και το τύπωσαν σε χιλιάδες αφίσες τις οποίες κόλλησαν σ’ όλους τους τοίχους της Αθήνας, το ΕΑΜ έδωσε αμέσως
γ
24/αφιερωμα την απάντηση στο ίδιο ύφος και το ίδιο στυλ του Σικελιανού, παρουσιάζοντας την Ελλάδα όχι σα μάνα πού θρηνεί τα αλληλοσπαρασσόμενα παιδιά της, αλλά σαν τιμωρό Ερινύα της προδοσίας και των κατακτητών. Ό λοι πίστευαν πως το απαντητικό ποίημα ήταν έργο του αείμνηστου Νίκου Καρβούνη και η πληροφορία έχει φτάσει ώς τις μέρες μας και τυπώνεται στις ιστορίες της Κατοχής. Κι όμως δεν είναι σωστή. Το ποίημα με σικελιανική ορμή είχε γράψει, ύστερα από εντολή της Αντίστασης, ο Παναγής Λεκατσάς κι αν το κοιτάξει κανείς με προσοχή θα διακρίνει και τη δική του προσωπική σφραγίδα. Ωστόσο είναι περίεργο πώς ο πολυδιάστατος αυτός άνθρωπος, αληθινός «εκατομμυριούχος των γνώσεων», φοβόταν μήπως κλονιστεί η αυθεντία του κάποια μέρα. 'Ετσι, χολώθηκε με τον Κορδάτο και αντάλλαξαν μάλιστα και κάποιους θλιβερούς λιβέλους που τους κυκλοφόρησαν χέρι-χέρι, όταν ο πριν φίλτατός του δάσκαλος του ανάγγειλε ότι πρόκειται να εκδώσει ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας! Θεωρούσε δικό του αποκλειστικά οικόπεδο το χώρο και αφού ικέτευσε τον Κορδάτο να αλλάξει γνώμη, τελικά τού ’κόψε την καλή μέρα! Επίσης, παρουσίαζε μια ανεξήγητη για τότε αντίσταση στις προσπάθειες των εκδοτών να μεταφράσουν στα ελληνικά τα βιβλία του Αμερικανού Μόργκαν, του Γερμανού Μπαχόφεν και του Άγγλου ελληνιστή Τζωρτζ Τόμσον. Βέβαια, το πράγμα εξηγήθηκε, όταν παρ’ όλες τις αντιδράσεις του, είδαν κάποτε το φως της δημοσιότητας και στα ελληνικά. Γιατί φάνηκε πως πολλά ωοτοκία των θεωριών του βρίσκονταν μέσα στα βιβλία του διάσημου Άγγλου καθηγητή του πανεπιστημίου του Μπίρμιγχαμ. Επίσης, ανεξήγητη για την επιστημονική του ορθοφροσύνη ήταν η θεωρία του περί πρωτοόημοτικισμού, της επιστροφής δηλαδή στη γλώσσα των συναξαρίων και των λαϊκών κειμένων του 17ου και 18ου αιώνα, με κείνα τα αγκαλά και αμή κι άλλα ξεπερασμένα από τη ζωή. Δεν έπεισε κανένα, εκτός από τον εαυτό του και τη γυναίκα του Εύα Βλάμη. Κι όταν ο μακαρίτης ο Στάθης ο Δρομάζος του έκανε μια αυστηρή κριτική στον «Ανταίο», με ψευδώνυμο (ήταν και κείνος παράνομος) ο Λεκατσάς νομίζοντας ότι κάτω από το ψευδώνυμο κρυβόμουν εγώ, μού ’κόψε κι εμένα την καλημέρα ύστερα από δεκαπενταετή φιλία. Ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος αντιδρούσε παιδικά στην κριτική. Στη γιορτή τον Βάρναλη. Δεύτερος από δεξιά ο Π. Λεκατσάς
αφιερωμα/25
Σημείωμα για τις δίκε από ταδικαιώματα του Παναγή Λεκατσά 1. Ο Π. Λεκατσάς πέθανε την 6-9-1970. Λίγο πριν πεθάνει εκδόθηκαν δυο έργα του, η «Μητριαρχία» και η «Φαιακία» (1970). 2. Με την από 27-1-70 ιδιόγραφη διαθήκη του ο Π. Λεκατσάς κάθε του περιουσία, τα βιβλία του, τα χειρόγραφά του, τα συγγραφικά του δικαιώματα και τα θεατρικά ποσοστά κλπ. τ’ άφησε στη γυναίκα του Εύα Βλάμη. 3. Η Εύα Βλάμη φρόντισε τα εκδοθούν τα ανέκδοτα βιβλία του Π. Λεκατσά «Διόνυσος» και «Λαβύρινθος». 4. Η Εύα Βλάμη πέθανε στις 16-5-1974, χωρίς διαθήκη, και την κληρονόμησε η αδελφή της Αικατερίνη Βλάμη, χήρα Ρηγοπούλου. Η Αικ. Ρηγοπούλου μερίμνησε για τη διάσωση των χειρογράφων και του έργου του Π. Λεκατσά και απευθύνθηκε σε πολλούς συγγραφείς και φίλους του Π. Λεκατσά, που έκαναν μια επιτροπή για συγκέντρωση, μελέτη και έκδοση των έργων του. 5. Η Αικ. Ρηγοπούλου, επίσης, με συμφωνητικά με τον εκδότη Αθαν. Καστανιώτη, που έγιναν στο τέλος 1977 και αρχές 1978, του εκχώρησε το δικαίωμα να εκδώσει κάπου 10 βιβλία του Π. Λεκατσά. Με βάση αυτά τα συμφωνητικά ο Αθ. Καστανιώτης έβγαλε τα βιβλία «Μητριαρχία», «Ιδεοκρατία», Ευριπίδη Τραγωδίες I και II και «Πολιτεία του Ήλιου». Ό λα τα βιβλία αυτά εκδόθηκαν με καινούρια στοιχειοθεσία και σύμφωνα με τα αναθεωρημένα χειρόγραφα του Π. Λεκατσά. 6. Το Μάρτη 1978 ο εκδότης Γιάννης Γουδέλης μ’ εξώδικό του προς τον Αθ. Καστανιώτη του γνώρισε ότι με ιδιωτικό συμφωνητικό που έγινε το Γενάρη 1963 μεταξύ Π. Λεκατσά και Γ. Γουδέλη, ο Π. Λεκατσάς τον κατέστησε αποκλειστικό εκδότη όλης της πνευματικής του εργασίας. Και τον κάλεσε (τον Αθ. Καστανιώτη) να σταματήσει αμέσως κάθε έκδοση και διάθεση των βιβλίων του Π. Λεκατσά. 7. Οι Αθ. Καστανιώτης και Αικ. Ρηγοπούλου απάντησαν στον Γ. Γουδέλη με εξώδικο, όπου αρνήθηκαν το ότι ο Π. Λεκατσάς του είχε δώσει όλα τα δικαιώματα στα έργα του Π. Λεκατσά και τον κάλεσαν να πάψει να κυκλοφορεί το βιβλίο του Π. Λεκατσά «Έρως», που ο Γ. Γουδέλης το είχε ανατυπώσει το 1978. 8. Σ’ απάντηση ο Γ. Γουδέλης: α) έκανε μήνυση κατά της Αικ. Ρηγοπούλου και του Αθ. Καστανιώτη για παράβαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας (ότι τα εξέδωσαν παράνομα τα 4 βιβλία του Λεκατσά) και συκοφαντική δυσφήμιση και β) κατέθεσε εναντίον τους αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθήνας ζητώντας ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων «Μητριαρχία», «Ιδεοκρατία», «Πολιτεία του Ήλιου» και Ευριπίδη «Τραγωδίες», συστηματική κατάσχεση των βιβλίων αυτών κλπ. 9. Ύστερα από την αίτηση αυτή εκδόθηκε η 9831/1978 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, που απέρριψε την αίτηση του Γ. Γουδέλη. 10. Σχετικά με τη μήνυση κατά Αθ. Καστανιώτη και Αικ. Ρηγοπούλου: Εκδόθηκε κλητήριο θέσπισμα του εισαγγελέα Πλημμελειοδικών, με το οποίο παραπέμφθηκαν οι
26/αφιερωμα μηνυθέντες να δικασθούν για παράβαση του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας και για συκοφαντική δυσφήμιση. 11. Κατά του άνω κλητηρίου θεσπίσματος οι μηνυθέντες άσκησαν προσφυγή στον εισαγγελέα Εφετών, που δέχτηκε την προσφυγή και παρέπεμψε την υπόθεση στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών. 12. Το Συμβούλιο αυτό εξέδωσε το 832/1981 βούλευμά του, με το οποίο αποφάσισε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των Αθ. Καστανιώτη και Αικ. Ρηγοπούλου για συκοφαντική δυσφήμιση και κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. 13. Κατά του άνω βουλεύματος, έκανε έφεση ο Γ. Γουδέλης στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο όμως Συμβούλιο, με σύμφωνη πρόταση του εισαγγελέα, απέρριψε την έφεση του Γ. Γουδέλη για ουσιαστικούς λόγους. 14. Παράλληλα ο Γ. Γουδέλης το Φεβρουάριου 1979 κατέθεσε εναντίον των Αθ. Καστανιώτη και Αικ. Ρηγοπούλου αγωγή στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθήνας, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί από το δικαστήριο ότι είναι ο μοναδικός δικαιούχος όλης της πνευματικής ιδιοκτησίας του Π. Λεκατσά, να διαταχθεί η απαγόρευση της κυκλοφορίας των 4 βιβλίων που είχαν κυκλοφορήσει οι εναγόμενοι και των βιβλίων που είχαν αναγγείλει ότι θα εκδώσουν, και να καταδικασθούν σ’ αποζημίωση. 15. Για την αγωγή αυτή εκδόθηκε η 14338/1979 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που διάταξε ν’ αποδειχθούν οι ισχυρισμοί των αντιδίκων με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και μάρτυρες. Όρισε επίσης και δυο πραγματογνώμονες. 16. Για μερικά χρόνια τα πράγματα μείναν στάσιμα. Αλλά από το Μάη 1983 άρχισαν οι εξετάσεις των μαρτύρων. Ο Γ. Γουδέλης εξέτασε ως μάρτυρες τους Κωστή Μεραναίο και Ά ννα Βαλσαμή. Οι εναγόμενοι εξέτασαν τους Ανδρέα Λεντάκη και Φίλιππο Βλάχο. Η τελευταία εξέταση του Φ. Βλάχου έγινε στις 16 Φλεβάρη 1987. 17. Αφού τέλειωσαν οι μάρτυρες, η υπόθεση θα ξαναγυρίσει στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που σε μερικούς μήνες θα εκδώσει απόφαση. Κατά της απόφασης αυτής είναι βέβαιο ότι θ’ ασκηθεί έφεση. Κατά της απόφασης του Εφετείου πιθανό ν’ ασκηθεί αναίρεση... 18. Αποτέλεσμα αυτής της αντιδικίας είναι τα έργα του Παναγή Λεκατσά, αυτού του μεγάλου ερευνητή και συγγραφέα, να είναι δέκα ήδη χρόνια καθηλωμένα, να μην εκδίδονται, να μην κυκλοφορούν, να μη διαβάζονται, να μη φωτίζουν. Και είναι άγνωστο πόσο ακόμα θα παραμείνουν «απαγορευμένα»... Η διαθήκη του Π. Λεκατσά
□
αφιερω μα/27
Χρίστος Αλεξίου
«Η Ψ Υ Χ Η »
Έ να μνημειώδες έργο συγκριτικής εθνολογίας και θρησκειολογίας ΨΥΧΗ. Η ιδέα της ψυχής και της αθα νασίας της και τα έθιμα του θανάτου», του Παναγή Λεκατσά, κυκλοφόρησε τα Χρι στούγεννα του 1957 από το «Εκδοτικό Ινστιτού το Αθηνών», έναν μικρό εκδοτικό οίκο που είχε ιδρυθεί τον προηγούμενο χρόνο, με σκοπό την έκδοση έργων που θα συνέβαλαν στην πνευματι κή ανάπτυξη του τόπου μας. Πρόκειται για έναν ογκώδη τόμο 592 πυκνοτυπωμένων σελίδων σε σχήμα 70x100, καλαίσθητο και εκδοτικά άρτιο για την εποχή εκείνη, από τον οποίο όμως λείπει το απαραίτητο, για επιστημονικό έργο, ευρετή ριο ονομάτων και όρων. Το φαινόμενο αυτό ήταν τότε πολύ συνηθισμένο σε ελληνικά βιβλία. Ό λα τα έργα του Λεκατσά δεν έχουν ευρετήριο, με εξαίρεση το «Διόνυσο» που τυπώθηκε μετά το θάνατό του, κι αυτό έγινε με τη φροντίδα της αξέχαστης συντρόφου του Εύας Βλάμη, ύστερ’ από δική μου επίμονη υπόδειξη. Τις συνέπειες αυτής της παράλειψης μου υπογράμμισε, το 1969 στο Πανεπιστήμιο του Birmingham ο Γερμανός καθηγητής Ernst Gumach, μιλώντας με ενθου σιασμό για την αξία του βιβλίου: «Μελέτησα προσεχτικά», μου είπε, «την “Ψυχή” του Λεκα τσά και με βοήθησε πολύ στην έρευνά μου. Αν εξαιρέσουμε την «Psyche» του Rohde, που αφο ρά την ιδέα της Ψυχής ανάμεσα στους Έλληνες, το έργο αυτό του Λεκατσά, που παρακολουθεί την καταγωγή, τη διαμόρφωση και την εξέλιξη της ιδέας της Ψυχής σε όλο τον κόσμο, είναι σή μερα μοναδικό στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Όμως, τι κρίμα, δεν υπάρχει σε μια διεθνή γλώσσα και ο ερευνητής που ξέρει ελληνικά, ακόμα κι αν έχει μια τερατώδη μνήμη, είναι δύ σκολο να το χρησιμοποιήσει γιατί δεν έχει ευρε τήριο». «Η Ψυχή» συνοδεύεται, βέβαια, από
Η
αναλυτικά περιεχόμενα, που καλύπτουν ώς ένα μεγάλο βαθμό την έλλειψη του ευρετήριου, από εξίσου αναλυτικές παραπομπές και σημειώσεις, και από μια απέραντη βιβλιογραφία που είναι πολύτιμο βοήθημα για όσους ασχολούνται με εθνολογικά και θρησκειολογικά θέματα στον τό πο μας. Για μια δεύτερη έκδοση, όμως, που επι βάλλεται σήμερα, ας ελπίσουμε πως θα βρεθεί κάποιος από τους νέους φιλόλογους που λογα ριάζει τον εαυτό του μαθητή του Λεκατσά, για ν’ αναλάβει τη σύνταξη του ευρετήριου. Αυτό ήταν το καλύτερο αντίδωρο στο Δάσκαλό του. «Η Ψυχή» άρχισε να γράφεται το 1951 και ολοκληρώθηκε το 1957, ενώ τυπωνόταν. Ο ανα γνώστης που ξέρει το έργο του Λεκατσά στο σύ νολό του, όμως, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει πως «Η Ψυχή» είναι ένα οριακό έργο, που τρέ φεται από όλα τα προηγούμενα έργα του, και από το οποίο τρέφονται όλα τα μεταγενέστερα. Αποτελεί, έτσι, το αποκορύφωμα της πνευματι κής και επιστημονικής δουλειάς του Λεκατσά και τη θεωρούσε κι ο ίδιος σαν το έργο της ζωής του. II
Ε το κορυφαίο αυτό έργο του, ο Λεκατσάς πραγματεύεται και επιχειρεί να λύσει το άλυτο, για την ιστορία των ιδεών, πρόβλημα, από ποιους και πώς διαμορφώθηκε η ιδέα της Πνευματικής Ψυχής, που την επέβαλαν η ελληνι κή φιλοσοφία και οι σωτηριακές θρησκείες. Για να θέσει το οικουμενικό αυτό πρόβλημα και ν’ αναζητήσει τη λύση του χρειάστηκε, για μεθολογικούς λόγους, να κάνει δυο μεγάλες αναδρομές. Η πρώτη οδηγεί στις πρωτόγονες, αρχαίες και λαϊκές δοξασίες, που φωτίζουν τις ρίζες της ιδέας της Ψυχής. Η δεύτερη οδηγεί στη Διονυ σιακή Θρησκεία και στα μυστικά κινήματα των
Μ
28/αφιερωμα Ορφικών και των Πυθαγορείων, που φωτίζουν τη διαμόρφωση και την επιβολή της ιδέας της Πνευματικής Ψυχής. Η αναδρομή στις δοξασίες για την Ψυχή και στα σύστοιχα έθιμα του θανάτου καλύπτουν την Εισαγωγή και τα πρώτα Τέσσερα Μέρη του βι βλίου, ενώ η αναδρομή στη Διονυσιακή Θρη σκεία και στα μυστικά κινήματα των Ορφικών καλύπτει το Πέμπτο και τελευταίο Μέρος. Οι αναδρομές αυτές οδηγούν τελικά σε μια συγκρι τική, ιστορική και διαλεκτική εποπτεία και ανά λυση των ιδεών για την Ψυχή, που βρίσκονται στις δοξασίες, στα έθιμα, στη μαγεία, στη θρη σκεία, στην τέχνη και στη φιλοσοφία, από τη μια των προηγμένων λαών, που έζησαν τα διάφορα στάδια της ιστορίας του πολιτισμού, κι από την άλλη των καθυστερημένων λαών, που ζούνε ακόμα τα στάδια της προϊστορίας των πολιτισμέ νων. Αυτό οφείλεται στη μέθοδο που χρησιμο ποιεί ο συγγραφέας, για την οποία θα μιλήσουμε πιο κάτω. ΤΗΝ Εισαγωγή, ο Λεκατσάς τεκμηριώνει τη θεωρητική του θέση απέναντι στο πρόβλημα της Ψυχής και διαγράφει τη μέθοδο της έρευνάς του. Αφετηρία της θέσης του είναι η ριζική αντί θεσή του με τη θεωρία των πρώτων ανθρωπολό γων, που μας είναι γνωστή ως θεωρία του Ανιμι σμού. Κατά τη θεωρία αυτή, η ανακάλυψη της ιδέας της Ψυχής ανάμεσα στους καθυστερημέ νους λαούς, αποτελεί την πιο σίγουρη απόδειξη ότι ο άνθρωπος είναι αποξαρχής του δυϊστής, αφού διακρίνει στον εαυτό του ένα υλικό κορμί και μιαν άυλη ψυχή, που είναι αιτία και φορέας της ζωής και των συναισθηματικών και πνευμα τικών λειτουργιών του, και που χωρίζεται από το κορμί μετά το θάνατο, για να εξακολουθήσει τη ζωή της σ’ έναν κόσμο πνευμάτων όντας αθά νατη. Κατά τη θεωρία του ανιμισμού, μ’ άλλα λόγια, η ιδέα του πρωτόγονου για τη σύσταση του ανθρώπου και την τύχη του μετά το θάνατο, δεν παραλλάζει από την αντίστοιχη ιδέα για την ύπαρξη της Ψυχής και της αθανασίας της, με την οποία μας έχουν εξοικειώσει η ελληνική φιλοσο φία και η χριστιανική, αργότερα, θρησκεία. Η θεωρία αυτή, για τον Λεκατσά, είναι μηχανική, γιατί προβάλλει δικές μας παραστάσεις και ιδέες στην κοσμοεικόνα των περασμένων καιρών. Οι πληροφορίες για τις δοξασίες των καθυστε ρημένων λαών προέρχονται από ταξιδιώτες, υπαλλήλους, ιεραποστόλους και ερευνητές, που ήταν κυριαρχημένοι από τις ιδέες της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, ή από την πίστη της χριστιανι κής θρησκείας, ή από τη μηχανική θεωρία του ανιμισμού, για την ύπαρξη της ψυχής και της αθανασίας της, και έβλεπαν πολύ πιο φυσικό, η ιδέα της ψυχής των καθυστερημένων λαών να εί ναι μια αποκάλυψη ή μια έμφυτη ιδέα του αν
Σ
θρώπου, παρά η ιδέα της ψυχής των πολιτισμέ νων να είναι μια εξέλιξη της ιδέας των πρωτόγο νων. Αντιμετωπίζοντας, από τη σκοπιά αυτή, το απέραντο χάος των αντιφατικών δοξασιών που περιγράψαν οι ερευνητές αυτοί, δεν ήταν δυνα τόν να διακρίνουν τις διαφορές ανάμεσα στους λογής όρους για την ψυχή, που υπάρχουν στις δοξασίες, ενώ οι οπαδοί του Ανιμισμού, που τις συγκέντρωσαν σ’ εποπτικότερα έργα και τις αν τιμετώπισαν επιστημονικά, μπέρδεψαν ακόμα περισσότερο τε δεδομένα των δοξασιών με τη μηχανική θεωρι τους. Αντιμετωπίζοντας από ριζικά αντίθετη σκο πιά το εθνολογικό αυτό υλικό ο Λεκατσάς, κάνει μια νέα συνθετική κατάταξή του σε συγκριτική συνάρτηση με το υλικό της αρχαιογνωσίας. Οι παραστάσεις της Ψυχής, που βγαίνουν τώρα από το υλικό αυτό στα διάφορα στάδια της προϊστορίας και της ιστορίας του ανθρώπου, και ερμηνεύουν το πλήθος των δοξασιών για την ψυ χή και τα σύστοιχό τους έθιμα του θανάτου, εί ναι τρεις: Η Ζωτική Ψυχή (ή Ψυχή του Ζωντα νού), η Νεκροψυχή (ή Ψυχή του Νεκρού) και η αθάνατη Πνευματική Ψυχή. Η νεότερη από τις παραστάσεις αυτές, είναι η παράσταση της αθά νατης Πνευματικής Ψυχής. Έτσι, ο δυϊσμός ανάμεσα σ’ ένα υλικό κορμί και σε μια άυλη ψυ χή, που βλέπει στις δοξασίες του πρωτόγονου ανθρώπου ο Ανιμισμός, αποτελεί το τελευταίο σκαλοπάτι στην εξέλιξη της ιδέας της Ψυχής, ανήκει σε πολύ προχωρημένη φάση του πολιτι σμού και είναι πολύ απλός, σε σύγκριση με τη συνθετικότητα των αρχικών δοξασιών για την Ψυχή. Στις αρχικές πρωτόγονες δοξασίες, ο άνθρω πος δεν έχει μία, αλλά δύο Ψυχές: μία, τη Ζωτι κή Ψυχή, όσο ζει, και μιαν άλλη, τη Νεκροψυχή, σαν πεθάνει. Οι Ψυχές αυτές μοιάζουν μεταξύ τους μόνο στην ειδωλική τους παράσταση, σε όλα τ’ άλλα είναι ριζικά διαφορετικές. Η Ζωτική f Ψυχή (ή Ψυχή του Ζωντανού), δεν είναι παρά η ίδια η Ζωή· που νοείται πότε σαν δύναμη χυμένη στο κορμί και πότε σαν είδωλο- που φεύγει με το θάνατο και, μετά θάνατο, σαρκώνεται αέναα σε λογής ζωντανά και σ’ ανθρώπους. Τα κύρια χα ρακτηριστικά της Ζωτικής Ψυχής είναι πως παρασταίνεται Απρόσωπη, γιατί δεν κρατεί την προσωπικότητα του φορέα της μετά θάνατο- Συ νειδητή, γιατί είναι έδρα των συναισθημάτων και της πνευματικής λειτουργίας- και Αθάνατη, γιατί διαιωνίζει την ύπαρξή της μέσα από την αέναη σειρά των μετασαρκωμών της. Αντίθετα, η Νεκροψυχή (η Ψυχή του Νεκρού), δεν είναι παρά το φανταστικό ομοίωμα του Λειψάνου και, σε προχωρημένα στάδια αποτραβιέται σ’ ένα αλαργινό βασίλειο των ίσκιων. Τα κύρια χα ρακτηριστικά της Νεκροψυχής είναι πως παρασταίνεται προσωπική, απόλυτα προσωπική μάλι-
αφιερω μα/29 στα, σαν πιστή εικόνα του νε κρού- Ασύνειδη, ως αντανά κλαση της αναισθησίας, της ασυνειδησίας και της ληθαργικότητας του λειψάνου (κάτι που ξεχωρίζει στα προχωρημέ να στάδια του Μεσογειακού κόσμου που σχετίζονται ιδιαί τερα με το αντικείμενο της έρευνας)- και, τέλος, Θνητή (μια ιδιότητα που, στα προχω ρημένα στάδια του πολιτισμού, υποχωρεί μπροστά στη δαιμονοποίησή της), γιατί πεθαίνει ύστερα από ’να διάστημα, ή ζει μια τόσο κακορίζικη κι αναί σθητη ζωή, που δεν ταιριάζει με την αθανασία. Οι Δυο αυτές Ψυχές είναι η επίμονη παρά σταση των πρωτόγονων δοξα σιών που, κάτι παραπάνω, δεν αποδίνουν καμιά θεϊκότητα ούτε στη μια ούτε στην άλλη. Το υστερότερο ανέβασμα της Νεκροψυχής στην τάξη του Δαίμονος δεν οφείλεται στη φύση της, αλλά στις μυητικές τελετές που το κατορθώνουν. Από την παράσταση αυτή των Δύο Ψυχών δεν ξεπηδά κανείς Δυϊσμός: δεν υπάρχει σ’ αυτήν καμιά αντίθεση ανάμεσα στην ψυχή και στο κορ μί, κανένας χωρισμός της ζωής σε δυο διαφορε τικής αξίας ζωές, και του κόσμου σε δυο διαφο ρετικής φύσης κόσμους. Στις δοξασίες αυτές ανταποκρίνεται η παράσταση ενός ενιαίου Κό σμου, η συνείδηση της κεντρικής αξίας της Ζωής, κι η λαχτάρα της Απόλαψης αυτής της ζωής από τον άνθρωπο, τόσο με τις αισθήσεις του όσο και με τα ιδεώδη του. Λιγοστά παραδείγματα, ϊιου μαρτυρούν τη διάκριση αυτή των Δύο Ψυχών σαν ρητή και ξε κάθαρη πίστη ανάμεσα στους καθυστερημένους λαούς υπάρχουν, βέβαια. Επίσης, το ξεχώρισμα αυτό της Ψυχής του Ζωντανού και της Ψυχής του Νεκρού συναντιέται, καθαρά ή μισοξεκάθαρα και στους λαούς της αρχαιότητας, στους Σημίτες, τους Αιγύπτιους, τους Έλληνες και τους Ρωμαίους- που, έχοντας αφήσει σε αμνημόνευτα χρόνια πίσω τους τα στάδια της αγριότητας και έχοντας ξεπεράσει και τα στάδια της βαρβαρό τητας, παίρνουν την πρωτοπορία στο δρόμο του Πολιτισμού. Τα παραδείγματα αυτά συγκε ντρώνονται στην Εισαγωγή του βιβλίου, αλλά ως οικουμενική ιδέα ανάμεσα στους καθυστερημέ νους καί τους αρχαίους λαούς, η ύπαρξη των Δύο Ψυχών τεκμηριώνεται για πρώτη φορά, όσο ξέρω, από τον Λεκατσά, με τη συστηματική διά κριση και ερμηνεία των αντιφατικών και ασυ
νάρτητων δοξασιών για την Ψυχή, και των εθί μων του θανάτου, που αποτελεί τον κύριο στόχο του πρώτα Τέσσερα Μέρη της «Ψυχής». ΤΣΙ, στο Πρώτο μέρος του βιβλίου του, ο Λεκατσάς πραγματεύεται την καταγωγή, το περιεχόμενο και τις μορφές της ιδέας της Ζωτι κής Ψυχής, την παράστασή της, τις λειτουργίες της και τις μετά θάνατο τύχες της, τον αέναο κύ κλο των μετενσαρκώσεών της σ’ ανθρώπους και ζώα, και τα μέσα που βοηθούν τους ξαναγεννημούς της. Στο Δεύτερο μέρος, πραγματεύεται την παράσταση του Ζωντανού Λειψάνου (το πώς, δηλαδή, για την πρωτόγονη νοοτροπία, ο νεκρός ζει μέσα στον τάφο του), τα μέσα της καταστρο φής ή της ταφής που εξουδετερώνουν τους κιν δύνους που αντιμετωπίζουν οι ζωντανοί από το Ζωντανό Λείψανο, τα δικαιώματα του νεκρού πάνω στην περιουσία και τους ανθρώπους του, που θάβονται μαζί του, και τη φύση, τη σημασία και τους τρόπους του πένθους. Στο Τρίτο μέρος, πραγματεύεται τις παραστάσεις της Νεκροψυχής (ή της Ψυχής του Νεκρού), το ταξίδι της στον 'Αλλο Κόσμο, τις παραστάσεις των 'Αλλων Κό σμων, τα στοιχεία τους, και τέλος το θάνατο της θνητής αυτής ψυχής του ανθρώπου. Στο Τέταρτο μέρος πραγματεύεται το ανέβασμα της Ψυχής του Νεκρού στη σφαίρα του Δαίμονος ή Θεού, τους τρόπους που την αποθεώνουν, τη μεταφορά των τελετών της Βασιλικής Στέψης στις νεκρικές
Ε
30/αφιερωμα τελετές, και τέλος, τα είδη και τους τρόπους της νεκρολατρείας. ΤΑ τελευταία στάδια αυτής της μακριάς διαδρομής στις δοξασίες και στα έθιμα που φωτίζουν την καταγωγή, τη φύση και την εξέλι ξη των Δύο αυτών Ψυχών, ο αναγνώστης συναν τά την τρίτη παράσταση της Πνευματικής Ψυ χής, με τήν οποία τελικά ταυτίζονται οι άλλες. Είναι η Μία, προσωπική, Συνειδητή, Αθάνατη και Θεϊκή στην καταγωγή και στην ουσία της, Ψυχή, που τηνε γνώρισε στον κόσμο η ελληνική φιλοσοφία. Η παράσταση της Ψυχής αυτής χω ρίζει μονομιάς τον Άνθρωπο, τον Κόσμο και τη Ζωή, σε δύο κόσμους και δυο ζωές, αντίθετης φύσης και διαφορετικής αξίας. Είναι η αντίθεση της θεϊκής, πνευματικής, κι αθάνατης ψυχής με το γήινο, υλικό και θνητό κορμί της· η αντίθεση της πνευματικής, αληθινής και καθαρής ζωής της ψυχής με την αισθησιακή, απατηλή κι ακά θαρτη ζωή του κορμιού· η αντίθεση, τέλος, του πνευματικού κόσμου, όπου ανήκει η ψυχή, με τον υλικό κόσμο, όπου ξεπέφτει με την ενσάρκω σή της. Η ιδέα αυτή της πνευματικής ψυχής, που γνωρίζει μια λαμπρή σταδιοδρομία μέσα από την ελληνική φιλοσοφία, τις μυστηριακές θρη σκείες και τον Χριστιανισμό, πρωτοφανερώνεται στην Ελλάδα τον 6ο προχριστιανικό αιώνα, που ήταν περίοδος μεγάλων κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών κινημάτων. Ανάμεσα στα ιδεο λογικά ρεύματα της εποχής είναι και σοβαρότα τα μυστικιστικά κινήματα, που σφραγίζουν με άσβηστη σφραγίδα τον κόσμο του ορθολογιστι κού πνεύματος των Ελλήνων. Άλλα είναι καθα ρά θρησκευτικά, όπως η αναβίωση της Διονυ σιακής θρησκείας - που επιβάλλεται από τα λαϊ κά κινήματα- κι άλλα είναι ηθικοθρησκευτικά, όπως ο Ορφισμός και ο Πυθαγορισμός, με σωτηριακή διδασκαλία και πράξη και τα δυο, με μυ θική το πρώτο και φιλοσοφική το δεύτερο ερμη νεία του κόσμου. Το γενικό πρόβλημα που τίθε ται στο Πέμπτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι, πως από τον ταυτισμό των Δύο Ψυχών, της Ψυχής του Ζωντανού και της Ψυχής του Νε κρού, διαμορφώνεται η ιδέα της προσωπικής, συνειδητής και αθάνατης πνευματικής ψυχής, που την παραδίνουν στον Χριστιανισμό η Ελλη νική Φιλοσοφία και οι αρχαίες Μυστηριακές Θρησκείες. ΙΑ να δεχτεί μια λύση το πρόβλημα, έπρεπε ν’ απαντηθούν μια σειρά ερωτήματα, από τα οποία πρώτο είναι το ακόλουθο: Σε ποιο από τα ηθικοθρησκευτικά αυτά κινήματα της ελληνικής αρχαιότητας ανήκει η νέα ιδέα της Πνευματικής Ψυχής; Ο Rohde, στο κλασικό έργο του «Psy che», που αναφέραμε πιο πάνω, προσπάθησε να στηρίξει τη θεωρία πως η ιδέα της Πνευματικής Ψυχής οφείλεται στη Διονυσιακή Θρησκεία. Για τον Λεκατσά, η πληρέστερη σήμερα γνώση της
Σ
Γ
Διονυσιακής Θρησκείας δεν δικαιώνει αυτή την άποψη. Κατά τη δική του γνώμη, βασισμένη σε νεότερες έρευνες, τα στοιχεία που συγκροτούν τη νέα ιδέα της Πνευματικής Ψυχής προέρχονται από τη Διονυσιακή Θρησκεία, αλλά η διαμόρ φωση της ιδέας εντοπίζεται ή στους Ορφικούς ή στους Πυθαγορείους. Η εκπληκτική ταυτότητα των δογμάτων κάνει δύσκολη τη διάκριση ανάμεσά τους σ’ αυτό το ζήτημα. Η θεϊκή φύση της Ψυχής, η Μετενσάρκωση, η Σωτηριακή Επαγγε λία, και η τελική επαναποθέωση της Ψυχής, εί ναι δόγματα και των δυο τους. Η ταυτότητα των δογμάτων κ’ η κοινότητα κι άλλων στοιχείων των κινημάτων αυτών -θιασική οργάνωση, κανόνες ζωής, αποχή από φόνο και φάγωμα εμψύχων, εφαρμογή καθαρμών- τα παρουσιάζει σαν αντί τυπα το ένα του άλλου. Έτσι, άλλοι ερευνητές αποδίδουν τη διαμόρφωση της νέας αυτής ιδέας της Πνευματικής Ψυχής στους Ορφικούς και άλ λοι στους Πυθαγορείους. Για τον Λεκατσά, υπάρχουν δυο αποφασιστικά επιχειρήματα για την άποψη πως η διαμόρφωση της νέας ιδέας ανήκει στους Ορφικούς και όχι στους Πυθαγο ρείους. Το πρώτο είναι πως ο μυθικός τύπος της κοσμοερμηνείας του Ορφισμού αντιπροσωπεύει ένα στάδιο παλαιότερο από τον λογικό (και μά λιστα μαθηματικό) τύπο της κοσμοερμηνείας του Πυθαγορισμού. Έτσι, έχοντας μπροστά μας δυο σύγχρονα ιδεολογικά κινήματα που δίνουν την ίδια λύση στο ίδιο πρόβλημα, είναι φυσικό να δεχτούμε πως οι Πυθαγόρειοι μεταγυρίζουν σε λογικό τύπο τη λύση των Ορφικών, παρά πως οι Ορφικοί μεταγυρίζουν σε μυθικό τύπο τη λύση των Πυθαγορείων. Το δεύτερο επιχείρημα βασί ζεται στη διονυσιακή καταγωγή των στοιχείων που συγκροτούν την ιδέα της Πνευματικής Ψυ χής. Όμως, από ποια στοιχεία και μέσα από ποιους δρόμους κατεργασίας τους, διαμορφώνε ται η νέα ιδέα της Πνευματικής Ψυχής, είναι ένα πρόβλημα που δεν είχε ακόμη μελετηθεί, ενώ μό νον η λύση του θα μπορούσε ν’ αποφασίσει και σε ποιους ανήκει η διαμόρφωση της ιδέας της Πνευματικής Ψυχής. ΙΑ να λύσει το πρόβλημα αυτό, ο Λεκατσάς γυρίζει στην Ορφική Θεογονία και Ανθρωπογονία, που έχουν σαν κεντρικό στοιχείο τους το Μυστηριακό Μύθο του Ζαγρέως, και στρέφει την προσοχή του στα κοινά στοιχεία της Διονυ σιακής και Ζαγρεϊκής λατρείας. Αρχικό στοιχείο είναι η κοινή καταγωγή τους από μια αρχαιότε ρη λατρεία της Μητέρας Θεάς, από την οποία και κληρονομούν τα στοιχεία της έκστασης, του διασπαραγμού και της ωμοφαγίας. Άλλο κοινό στοιχείο τους είναι ο ταυτισμός του Ζαγρέα με τον Διόνυσο. Ο Ζαγρέας είναι ο σωτηριακός θεός των Ορφικών και το Πάθος του είναι η κεν τρική παράσταση των μυστηριακών τελετών τους. Χάρη στους Ορφικούς εμφανίζεται στο μύ θο η “μυστηριακή μορφή” του Ιδαίου Διός, που
Γ
αφιερωμα/31 την ταυτίζουνε με τη μορφή του Διόνυσου γιατί ο Ορφικός Θίασος είναι παρακλάδι του Διονυ σιακού Θιάσου και ποτέ δεν απαρνιέται ολότελα τον αρχαιότερο θεό του. Ο ίδιος ο Ορφέας πε θαίνει σαν διονυσιακή μορφή, με το σπαραγμό του από τις Μαινάδες. Ο Ζαγρεύς θάβεται στον τόπο που είναι θαμμένος ο Διόνυσος, ο Ζαγρεύς ξαναγεννιέται σαν Διόνυσος, και, τέλος, ο Ζαγρεύς και ο Διόνυσος ενώνονται σε μια μορφή, του Διονύσου Ζαγρέως. Κοινά στοιχεία των δύο λατρειών είναι, τα συμβολικά σύνεργα των Μυητικών τους Τελετών, όπως είναι τα παιγνί δια και το άλειμμα του κορμιού με γύψο και οι συμβολικές τελετικές πράξεις, όπως είναι ο σπαραγμός ενός ζώου σε όρ για, που καθρεφτίζει το κοινό στοιχείο του μύθου, πως το θείο βρέφος σπαράζεται σε ταυρίσια μορφή, και, τέλος, η Διονυσιακή Μετάληψη, που συναντιέται και στη ζαγρεϊκή λατρεία και είναι το θεμέλιο της ιδεολογίας των Ορφικών. Για τον Λεκατσά, έτσι, ο Ορ φικός Θίασος είναι παρακλάδι του Διονυσιακού Θιάσου, και ο Ορφικοί πιστοί του Διονύ σου που αποσχίστηκαν από τη Διονυσιακή Θρησκεία σαν αι ρετικοί, όταν η θρησκεία αυτή έχασε το μυστηριακό της χαρα κτήρα, επιτρέποντας να προσ χωρούν μεγάλα πλήθη στους διονυσιακούς Θιάσους, ή με την επισημοποίησή της από την πολιτική της Τυραννίας, που διέλυσε τους Θιάσους. Ως ρετικοί, οι Ορφικοί Θίασοι, Μαινάδα σε έκσταση. κρατώντας σαν παραδομένα τα στοιχεία της διονυσιακής λατρείας και μεταφέροντάς τα στα αντίστοιχα στοιχεία της λατρείας ενός ομόλογου μυστηριακού θεού, τα μετασχη ματίζουν σ’ ένα σύστημα εσχατολογικών πίστεων και ουσίας ζωής. Και είναι από το μετασχηματι σμό των στοιχείων αυτών που βγαίνει η νέα ιδέα της Πνευματικής Ψυχής. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί στο αναπόδραστο ερώτημα, πως τα παραδομένα στους Ορφικούς Θιάσους στοιχεία της Διονυσιακής Θρησκείας μετασχηματίζονται, για να δώσουν τη νέα ιδέα της Πνευματικής Ψυχής, σε ανθρωπολογικές, εσχατολογικές και ηθικοθρησκευτικές συλλή ψεις.
ΙΔΕΑ της θεϊκής καταγωγής της Ψυχής και η δυνατότητά της να λυτρωθεί από τους κύκλους των μετασαρκωμών και να ξαναγυρίσει στους Θεούς, μαρτυρά, για τους Ορφικούς, μια πτώση της από τη σφαίρα των Θεών στη σφαίρα των θνητών υπάρξεών της. Η ιδέα θεμελιώνεται δογματικά στον ορφικό μύθο πως οι άνθρωποι πλάστηκαν από τη στάχτη (ή το αίμα) των κεραυνωμένων Τιτά νων που γευτήκαν τις σάρκες σπαραγμένου Ζαγρέως ή Διονύσου και κληρονόμησαν έτσι τη θεϊκή φύση των Τιτάκαι του Διόνυσου. Μαζί κληρονόμησαν και το έγκλημα των Τιτάνων, ένα προπατορικό αμάρτημα, που βαραίνει την κάθε ψυχή, ρίχνοντάς την από τη σφαίρα των θεών στην πολυβάσανη ζωή των πλασμάτων της γης. Η ίδια περιπέτεια, κληροδοτεί στην ανθρώπινη φύση αντίθετα στοιχεία: το τι τανικό στοιχείο του κακού και το διονυσιακό του αγαθού. Η δογματική αυτή μυθολογία εί ναι για τον Λεκατσά, η προβο λή μιας μυστικής ιερουργίας Διασπαραγμού και Ωμοφαγίας, που εξηγεί τις ιδέες της θεϊκότητας της Ψυχής, του προπατορικού αμαρτήματος και της διφυΐας του ανθρώπου. Με τον ξεπεσμό της από τη θεϊ κή σφαίρα, η Ψυχή πέφτει στην ενσάρκωση και συνακόλουθα σε μια σειρά μετασαρκωμούς που, κατά τον Εμπεδοκλή, κρατούνε τριάντα χιλιάδες Εποχές, και που της εξασφαλί ζουν την εξιλέωση και τη σωτη ρία. Οι μετενσαρκώσεις αυτές, Ρωμαϊκή περίοδος. για την ορφική εσχατολογία, είναι μέσα μιας καθαρτικής δοκιμασίας και διαδέχονται, οι επίγειες ζωές τις ζωές στον άλλο κόσμο, ώσπου η Ψυχή να φτάσει στην κάθαρση κι έτσι στη σωτηρία. Απ’ εδώ βγαίνει μια νέα παράσταση του Κάτω Κόσμου, σαν τόπου Αντα πόδοσης, όπου οι ψυχές τιμωρούνται ή αμείβουνται κατά τα έργα της πρωτύτερης ζωής τους. Έτσι, οι Ορφικοί, από την ομαδική διονυ σιακή ένωση με το θεό, διαμορφώνουν ένα δόγ μα ατομικής σωτηρίας που απαιτεί, μαζί με τη Μύηση, και μια ζωή πειθαρχημένη σ’ ορισμένους ιερουργικούς κανόνες ζωής, όπως η υποχρέωση του Μύστη να φορά άσπρα, ν’ αποφεύγει τα μιά σματα της γέννησης και του θανάτου, και ν’ αποφεύγει το φάγωμα εμψύχων. Ωστόσο, η ηθι
Η
32/αφιερωμα κή των Ορφικών δεν βρίσκεται σ’ αυτούς τους κανόνες, αλλά σε ορισμένες υψηλές ιδέες τους για τον προορισμό του ανθρώπου, οι οποίες, κά τω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες, γέννησαν κάποιες θεμελιακές ηθικές ιδέες. Η απόδοση μιας θεϊκής καταγωγής και ευγένειας στην αν θρώπινη φύση· η ισότητα των ανθρώπων από την κοινή τους καταγωγή, κ’ η αδερφότητα, η αλληλεγγύη κι ο σεβασμός που πηγάζουν απεδώ· το όραμα μιας επαναθέωσης κ’ η ηρωική ενεργη τική αντιμετώπιση της ζωής σαν δοκιμασίας, με σκοπό την τελείωση για την επαναποθέωση αυ τή· είναι ιδέες που για πρώτη φορά παρουσιά ζονται στην ιστορία του πολιτισμού, αξιώνοντας να γίνουν οι άξονες ενός τρόπου ζωής, ενός ηθι κού ιδεώδους. Οι εφαρμογές τους εξαρτώνται από την ανάπτυξη της ατομικής συνείδησης και από τις ιστορικές τροπές της κοινωνικής ιδεολογίας.
Σ
ΤΗ συνέχεια, ο Λεκατσάς θέτει το ερώτημα, από ποιους δρόμους περνά η ιδέα της ευ δαιμονικής επιβίωσης, που είναι και η μακρινό τερη ρίζα του ταυτισμού των Δύο Ψυχών, για να κορυφωθεί στην Αποθέωση της ορφικής εσχατο λογίας, όπου η Ζωτική Ψυχή κι η Ψυχή του Νε κρού ταυτίζονται στην Πνευματική Ψυχή, και η ιδέα της ευδαιμονικής επιβίωσης γυρίζει στην ιδέα μιας ευδαιμονικής αθανασίας, που στομώ νει το θάνατο. Η απάντησή του είναι πως στον οριστικό αυτό ταυτισμό των Δύο Ψυχών, οι Ορ φικοί οδηγούνται από το δόγμα της Μετενσάρκωσής τους. Η ψυχή που κατεβαίνει στον Άδη, είναι η Ψυχή του Νεκρού, ενώ η ψυχή που εν σαρκώνεται πάνω στη γη, είναι η Ζωτική Ψυχή. Συνακόλουθα κι η ψυχή που κατεβαίνει στον Ά δη κι ανεβαίνει από κει για να μετασαρκωθεί, είναι η παράσταση που χωνεύει τις Δύο Ψυχές μας. Αν είναι έτσι, όμως, πώς διαμορφώνεται το δόγμα της Μετενσάρκωσης, που μεταφέρει στη Νεκροψυχή τις τύχες της Ζωτικής Ψυχής του αν θρώπου; Η απάντηση βρίσκεται αν θυμηθούμε πως με το ίδιο μετενσαρκωτικό δόγμα σχετίζον ται και οι τύχες του Θνήσκοντος Θεού της διο νυσιακής γραμμής. Γιατί το ανέβασμα της ψυχής από τον Ά δη για τους μετασαρκωμούς της στη γη, όντας μια Άνοδος, θυμίζει την Άνοδο του Θνήσκοντος Θεού από τον Ά δη στον επίγειο, κι ύστερα στον ουράνιο κόσμο. Έτσι, η ιστορία της Ψυχής είναι η ιστορία του Θνήσκοντος Θεού· το Δράμα της αποτυπώνει το Θείο Δράμα.
Σ
ΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ, κατά τη θεωρία του Λεκατσά, η μεγάλη αυτή για την ιστορία των ιδεών δημιουργία, η διαμόρφωση της προσωπι κής, συνειδητής κι αθάνατης Πνευματικής Ψυ χής, κατορθώνεται από τους Ορφικούς, με ορι σμένη επεξεργασία των στοιχείων της Διονυσια
κής Θρησκείας, πάνω στο γενικότερο υπέδαφος της θιασικής ιδέας για μιαν ευδαιμονική επιβίω ση των Μυστών, και με κύριο παράγοντα τον ταυτισμό του Μύστη με τον Θνήσκοντα Θεό του. Ο Μύστης ταυτίζεται με τον Θνήσκοντα Θεό κι έτσι συνανασταίνεται μαζί του. Ο ταυτισμός αυ τός γίνεται με τη μεταφορά των τελετών της Βα σιλικής Στέψης. Γιατί, το Δράμα του Θνήσκον τος Θεού, το Θείο Δράμα, δεν είναι παρά προ βολή της περιοδικής ανανέωσης της παναρχαίας μαγικοθεϊκής Βασιλείας, που τελείται με την πε ριοδική επανάληψη των τελετών της Βασιλικής Στέψης. Το συμπέρασμα αυτό αποτελεί μια μεγάλη συ νεισφορά του Λεκατσά στην έρευνα της οικουμε νικής ιδέας της Ψυχής. 'Οπως κάθε τέτοιο συ μπέρασμα είναι, φυσικά, μια ερμηνευτική εικα σία και σαν τέτοια θα πρέπει να την αντιμετωπί σει ο αναγνώστης. Αλλά είναι βασισμένη στην έρευνα ενός απέραντου υλικού που τεκμηριώνε ται σε στερεές παραπομπές, στις πηγές, σε μια αχανή βιβλιογραφία, και σε μια μέθοδο γνωστή και καταξιωμένη από κορυφαίους ερευνητές και μνημειώδη έργα, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέ γεται τώρα και το δικό του. ΜΕΘΟΔΟΣ που χρησιμοποιεί ο Λεκατσάς συνίσταται από μια συζυγία τριών άλλων μεθόδων: της αρχαιογνωστικής, της εθνολογικής και της διαλεκτικής. Η αρχαιογνωστική μέθοδος προϋποθέτει μια βαθιά γνώση των πηγών του θέ ματός του, από τους αρχέγονους καιρούς ίσαμε την εποχή που διαμορφώνεται οριστικά και επι βάλλεται η ιδέα της Πνευματικής Ψυχής. Οι πη γές αυτές, που αποτελούν κυρίως το σύνολο της ελληνικής και λατινικής γραμματείας, ήταν κατά μέγα μέρος άμεσα προσιτές στο μεταφραστή και σχολιαστή του Πινδάρου, της Σαπφώς, του Αλ καίου, του Ησιόδου, του Ευριπίδη, του Αριστο τέλη και τόσων άλλων κλασικών. Η εθνολογική μέθοδος προϋποθέτει τη χρήση των ερευνών και των πορισμάτων της συγκριτικής εθνολογίας, που μελετάει τα παράλληλα των σημερινών κα θυστερημένων λαών, με τα διάσπαρτα προϊστο ρικά λείψανα, όσα απεκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη και όσα βρίσκουμε στα έργα των ιστο ρικών χρόνων των προηγμένων λαών, για να ανασυγκροτήσει την προϊστορία και να φωτίσει την ιστορία του ανθρώπου. Με τη μέθοδο αυτή, που θεμελιώνεται από τον Morgan, οικοδομείται από τον Briffauld, τον Frazer, την Harrison, τον Comford και άλλους μεγάλους εθνολόγους του 19ου αιώνα, και ανακαινίζεται από τον Thom son, ο Λεκατσάς ήταν επίσης εξοικειωμένος. Την καλύτερη μαρτυρία αποτελεί το προηγούμενο συνθετικό έργο του, «Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών. Κεφάλαια της κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων και των άλ
Η
αφιερωμα/33 λων λαών» (Αθήνα 1957), όπου πραγματεύεται τα μεγάλα θέματα του τοτεμισμού, της «δύνα μης» και των ταμπού, της μητριαρχίας και της γονιμικής μαγείας, στα οποία επανέρχεται για άλλο σκοπό στην «Ψυχή». Τέλος, η διαλεκτική μέθοδος προϋποθέτει τη χρήση του διαλεκτικού και ιστορικού ματεριαλισμού, που αποκαλύπτει τη νομοτέλεια του κοινωνικού γίγνεσθαι και δι καιώνει τις μεγάλες ανακαλύψεις της κοινωνικής προϊστορίας, όπως έδειξε ο Engels στο κλασικό έργο του «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατο μικής ιδιοκτησίας και του κράτους». Την εξοι κείωση του Λεκατσά με τη μέθοδο αυτή τη μαρ τυρούν τα έργα που έγραψε για τους πολέμους των δούλων και την πάλη των τάξεων στην ελλη νική και ρωμαϊκή αρχαιότητα. Για τη σύζευξη αυτών των μεθόδων ο μεγάλος δάσκαλος του Λε κατσά στάθηκε ο Thomson. Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο αυτή, ο Λεκατσάς αναπτύσσει στην ανέ λιξη των θεμάτων του, ένα απέραντο υλικό δο ξασιών και εθίμων από τους καθυστερημένους τους αρχαίους και τους νέοτερους λαούς και δεί χνει τις ρίζες τους στο κοινωνικό και ιστορικό υπέδαφος από το οποίο φυτρώνουν, την αναβλάστησή τους, ακολουθώντας τις ιστορικές και πολιτικές κοινωνικές αλλαγές, και τη σταθερή μετάπλασή τους σε στοιχεία της Θρησκείας, της Τέχνης και της Φιλοσοφίας. Με τη μέθοδο αυτή συζυγούνται ακόμη, η ανθρωπιστική διάθεση, η συνθετική δύναμη και ο παραστατικός επιστημο νικός λόγος. Έτσι, με τον απέραντο αυτό μόχθο του, ο συγγραφέας της «Ψυχής», βαθαίνει τη γνώση της ιστορίας των ιδεών, και πλουτίζει τη λογοτεχνία μας μ’ ένα γοητευτικό, χάρη στον ποιητικό πλούτο του, βιβλίο: Μ’ ένα θαυμαστό ταξίδι μέσα από τις δοξασίες, τις πίστεις, και τα βιώματα των αιώνων, μέσ’ από την ιστορία του ψυχικού και πνευματικού βίου των λαών, μέσ’ από το δρόμο που πέρασε ο άνθρωπος ανεβαί νοντας από τα σκοτάδια της αγριότητας στο φως του πολιτισμού. Ο μοναδικό αυτό έργο εμφανίστηκε, δυστυ χώς, σε μια χώρα που δεν είχε την ανάλογή του επιστημονική υποδομή να το δεχτεί και να το αξιοποιήσει. Την καλύτερη μαρτυρία γι’ αυτό αποτελούν, η απόλυτη σιωπή που ακολούθησε την έκδοσή του και η πενιχρή απήχηση που είχε τότε στο αγοραστικό κοινό. Με εξαίρεση μια επιφυλλίδα με .τίτλο «Έργα αγάπης και μό χθου», που έγραψε το Γενάρη του 1958 στο «Βή μα» ο Ε. Π. Παπανούτσος, όπου επαινεί ανεπι φύλακτα σαν άθλους τους «Σαρακατσάνους» της Αγγελικής Χατζημιχάλη και την «Ψυχή» του Λε κατσά, όσο ζούσε ο Λεκατσάς δεν γράφτηκε τί ποτα για το βιβλίο του. Αλλά και μετά το θάνα τό του, με εξαίρεση μια σύντομη διαγραφή του σκελετού της «Ψυχής» και των στόχών της, που
έκανε ο Αντρέας Λεντάκης στη μελέτη του «Παναγής Λεκατσάς, θεμελιωτής της εθνολογίας στην Ελλάδα» (περ. «Άνθρωπος» Γενάρης 1976), δεν γράφτηκε, όσο ξέρω, τίποτα για το έργο με το οποίο θα μπορούσαν να ξεκινήσουν οι ουσιαστικά ανύπαρχτες επιστήμες της εθνολο γίας και θρησκειολογίας στον τόπο μας. Ακόμα και στη νεκρολογία που δημοσίευσε ο Γ. Βαλέτας στη «Νέα Εστία» (1 Οκτωβρίου 1970), ο Λε κατσάς χαρακτηρίζεται «ο μεταφραστής του Πινδάρου» και όχι ο συγγραφέας της «Ψυχής», η οποία μόλις αναφέρεται στο κείμενο. Το σημα ντικότατο αυτό έργο, μοναδικό όχι μόνο για την ελληνική, αλλά και για την παγκόσμια επιστήμη, ήταν, και είναι ακόμα δυστυχώς, σαν να φύτρω σε σε μια πνευματική έρημο. Μια πρόταση, που θα έσπαζε το φράγμα της γλώσσας και θα έκανε το έργο προσιτό στο διεθνές επιστημονικό κοινό, δεν πραγματοποιήθηκε. Το 1962, ύστερ’ από σύ σταση του George Thomson, ο αμερικανικός εκ δοτικός οίκος «Harcourt, Brace and World, Inc.», ως πρώτο εκδότη του έργου, μου ζήτησε την άδεια και ένα αντίτυπο για μια μετάφρασή του στα αγγλικά. Η ιδέα δεν πραγματοποιήθηκε γιατί δεν υπήρχε μεταφραστής από τα ελληνικά για ένα τέτοιο έργο. Το κείμενο αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια περιγραφή της «Ψυχής», για την οποία έχουν χρησιμοποιηθεί, συχνά κατά λέξη, πολλά αποσπάσματα του έργου. Μια μελέτη που θα έκρινε το βιβλίο απαιτεί γνώσεις και δυνάμεις που μόνο ένας ειδικός στα θέματα αυτά θα μπο q ρούσε να διαθέτει.
Δ ίν η
ι
Τ
• Κυκλοφορεί κάθε έξι μήνες · Πουλιέται στα κε ντρικά βιβλιοπωλεία · Συνδρομές: Ζωοδ. Πηγής 95-97 Αθήνα 114 73 · εσωτερικού 800 δρχ., εξωτερικού 900 δρχ. · Για περισσότερα, αγοράστε το πρώτο τεύχος. ·
34/αφιερωμα
Γιάγκος Ανδρεάδης
Ο Διόνυσος του Λεκατσά Πρώτη προσπάθεια κριτικής παρουσίασης «Οι φαλλοφόροι που μπαίνουν στις χριστιανικές εκκλησίες, οι διονυσιακοί κ ώ μ ο ι της Αφρικής, τα πολυθόρυβα μέσα στα δάση όργια της κρητικής ωμοφαγίας, από καιρό πια μοιάζουν με αόρατο θίασο, που ακούγοντάς τον μια νύχτα οι Αλεξανδρινοί να περνά μ ε τ ’ εν α σ μ ώ ν κ α ι π η ό ή σ ε ω ν σ α τυ ρ ικ ώ ν , νιώσαν πως ήταν ο θίασος του θεού που παρατούσε το λάτρη του -το νικημένο και μελλοθάνατο λάτρη». Μ’ αυτά τα λόγια κλείνει το τελευταίο κεφάλαιο του Δ ιο ν ύ σ ο υ του Παναγή Λεκατσά που έχει τον τίτλο «Άπολείπειν θεός Αντώνιον». Ε τα ίδια αυτά λόγια, τα συνταρακτικά στην προφητική τους διαύγεια, ο συγγρα φέας προανάγγελλε και το επικείμενο τέρμα της ζωής του, μιας ζωής δοσμένης στη σπουδή -στη λατρεία θά’ λεγε κανείς- του διονυσιακού φαι νομένου.1 «Ο ιστορικός που ασχολείται με τον Διόνυσο βρίσκεται», όπως γράφει μια σύγχρονη μελετήτρια,2 «εκτεθειμένος σε μια ασυνήθιστη περιπέ τεια. Κινδυνεύει συνεχώς να προσηλυτισθεί και κάποιοι μεγάλοι σοφοί υπέκυψαν και τελικά πί στεψαν στον Διόνυσο. Η απόδειξη για τον θεό
έγκειται στο ότι «είναι εδώ», έλεγε ο Walter Ot to».3 Αυτή η βαθιά συγκίνηση που αναδίδεται και από τις γραμμές του έργου του Λεκατσά, και που δεν στομώνει από την προσπάθεια ακριβολογίας και κριτικού ελέγχου των διάφορων από ψεων και θεωριών- είναι ίσως ένα πρώτο στοι χείο που καθιστά δυσχερή μια έκφραση γνώμης με φιλοδοξίες αντικειμενικότητας. Γενικότερα, ωστόσο, η μορφή και το έργο του Παναγή Λεκατσά προκαλούσαν όσο ζούσε, αλλά και μετά θάνατον, ένα περίεργο είδος αμηχα νίας. Αγνοημένος από τους ειδικούς και σε -σε
1. Πρβ. το «Προλόγισμα» της Ε. Βλάμη στο έργο που έχει τίτλο Διόνυσος. Καταγωγή και εξέλιξη της διονυσιακής θρησκείας, Αθήνα, 1961, σ. 11.: «Ο Παναγής Λεκατσάς εργάστηκε το “Διόνυσο” γνω ρίζοντας πολύ καλά πως έπαιζε τη ζωή του». 2. Πρβ. Μ. Daraki Dionysos, Παρίσι, 1985, σ. 17. 3. Η παραπομπή γίνεται στην γαλλ. μετ. του Diony sos. Mythos and Kultus (Φραγκφούρτη, 1933), Πα ρίσι, 1969, σσ. 24-50. Χωρίς να υποστηρίζω ότι τα
έργα που εμπνεύσθηκαν από την «εσωτερική» αυτή βίωση του διονυσιακού φαινομένου είναι άμοιρα λαθών πρέπει να σημειώσω ότι και άλλες προσεγ γίσεις όπως η «δομική ανάλυση», που τοποθετείται στους αντίποδες της προηγούμενης, αρχίζουν να δείχνουν τα όριά τους· για το θέμα αυτό πρβ. Da raki, ό.π. σ. 13 και σημ. 12 και Γ. Ανδρεάδη, «θειον θαύμα, σκέψεις για την αρχαία μαριονέτα», Δρώμενα 3Λ Ιούλης-Σεπτέμβρης 1984, σ. 19 και σημ. 22.
Μ
αφιερω μα/35 γησης- των πρώτων προσπαθειών να μελετηθεί και στη χώρα μας ο αρχαίος κόσμος με τα εργα λεία της εθνολογίας και της ανθρωπολογίας.
Ο Διόνυσος κατακλείδα των δίοννσιακών ερευνών του Λεκατσά.
σπάνιες περιπτώσεις- αντιμετωπισμένος με αυ στηρότητα που δύσκολα μετριάζουν η συμπά θεια και η κατανόηση,4 ολοκληρωτικά σχεδόν απών μέχρι σήμερα από την σχετική βιβλιογρα φία,5*ο συγγραφέας είναι συγχρόνως σημείο ευ λαβικής αναφοράς για κάποιους φίλους ή μαθη τές, ενώ η καταγραφή καί η δημοσίευση του αρ χείου του μοιάζουν, ύστερα από κάποιες πρώτες αξιέπαινες προπάθειες, να καρκινοβατούν. Έτσι, η αναγκαστικά ελλιπής και σύντομη από πειρα κριτικής του Διονύσου που θα ακολουθή σει, ας θεωρηθεί σαν μια μικρή συμβολή στο δύ σκολο έργο της χαρτογράφησης -αν όχι αξιολό-
Οι γενικές αυτές δυσκολίες αποτίμησης που παρουσιάζει το έργο του συγγραφέα αυξάνονται ιδιαίτερα για όποιον πλησιάζει τον Διόνυσο: πρόκειται για ένα βιβλίο χωρίς σημειώσεις που να παραπέμπουν στις αρχαίες πηγές και τη νεό τερη βιβλιογραφία, βιβλίο πού ο συγγραφέας του το ήθελε εκλαϊκευτικό και για το λόγο αυτό, όπως σημείωνε στο Προλόγισμά της η σύντροφός του Εύα Βλάμη, «αρκέστηκε στη βιβλιογραφία του μόνο».7*Έ να εκλαϊκευτικό έργο δεν στερεί ται ωστόσο αυτόματα από κάθε επιστημονική αξία: η παράθεση μέσα στο κείμενο πολλών αρ χαίων χωρίων και η βιβλιογραφία, με ιδιαίτερη υπόμνηση στο ημιτελές «σχεδίασμα» προλόγου® των έργων που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο συγγραφέα, επιτρέπουν σε σημαντικό βαθμό τη συναγωγή συμπερασμάτων· πέρα από αυτό όμως υπάρχουν οι ίδιες οι απόψεις του μελετητή που καθιστούν οπωσδήποτε μια πρώτη αποτίμη ση εφικτή. Ο Διόνυσος δεν είναι εξάλλου απομονωμένος μέσα στο έργο του Λεκατσά. Ό πω ς σημειώνει και πάλι η Βλάμη, 9 η συστηματική ενασχόληση του συγγραφέα με τον Βάκχο ξεκινά από το τε λευταίο κεφάλαιο της Καταγωγής των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών,,10 κεφάλαιο αφιερωμένο στο «θειον δράμα» και την φραιηζεριανή ιδέα του «Θνήσκοντος θεού».11 Η Ψυχή δεν προεξαγγέλλει απλώς τη συγγραφή του Διο νύσου: όπως υποδηλώνει και ο ίδιος ο τίτλος της, δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο του Rohde που άνοιξε το δρόμο για τις διονυσιακές
4. Βλ. Μ. Ανδρόνικου, «Ερασιτέχνου Διόνυσος». Βήμα της Κυριακής, 27-2-1972· ο συγγραφέας του άρθρου δηλώνει τη δυσκολία μιας αντικειμενικής εκτίμησης και διατυπώνει τρεις καίριες επιφυλά ξεις σχετικά με την επιστημονική ορολογία, τον τρόπο κατάταξης του υλικού και την έλλειψη μιας «μεθοδικής και τεκμηριωμένης» ερμηνείας. Ό πω ς προσπαθώ να δείξω στη συνέχεια, μερικές τουλά χιστον από τις αιρέσεις αυτές αφορούν όχι μόνο τον Λεκατσά, αλλά ένα ευρύτερο επιστημονικό ρεύμα του πρώτου ημίσεως του 20ου αι. 5. Ό πω ς π.χ. από το Dionysos της Μ. Daraki και από όλα περίπου τα ειδικά έργα στην Ελλάδα και το εξωτερικό' στις λιγοστές εξαιρέσεις αναφέρω την Κ. Κακούρη, Διονυσιακά, Αθήνα, 1963, όπου αναφέρονται η Καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών, Αθήνα, 1951 η Ψυχή, Αθήνα 1957. Ο Διόνυσος αναφέρεται στην Προϊστορία του Θεάτρου του 1974.
6. Αναφέρομαι στην παρουσίαση του έργου του από τον Α. Λεντάκη «Παναγής Λεκατσάς, θεμελιωτής της εθνολογίας στην Ελλάδα» Άνθρωπος, τομ. 3 τευχ. 1, Γενάρης 1976, σσ. 160-186. Ακόμη, βλ. το «Αφιέρωμα Λεκατσά» στο Χρονικό 1971 σσ. 27-57 και μια σε ευρύτερο πλαίσιο από τον Δ.Γ. ΤΣΑΟΥΣΗ στον πρόλογο της Κοινωνικής Ανθρω πολογίας του G. Lienhardt, Ελλ. Μετ. Μ. Πετρονώτη. Οι ιδέες που εκθέτω εδώ πρωτοσυζητήθηκαν με τους Δ. Τσαούση και Θ. Παραδέλλη τους οποί ους και ευχαριστώ. 7. Βλ. Διόνυσο, σ. 12. 8. Ο.π., σσ. 15 και 16. 9. Ο.π., σσ. 11-12. 10. Αθήναι, 1951, $40, σ. 275 κ. εξ. 11. Προ J. G. Frazer, The Golden Bough3, Λονδίνο, 1911-15, 12 τομ. ιδιαίτερα το τμήμα για τον θνήσκοντα θεό: V, Spirits o f the Corn and o f the Wild, και κυρίως III The Dying God και IV Adonis, Attis, Osiris, 2 τόμοι.
Αττική στάμνος με μαινάδες και προσωπείο Διονύσου σε αγρο τική γιορτή
36/αψιερωμα έρευνες,12 το σημαντικότερο και, κατά τη γνώμη του ίδιου του Λεκατσά, πιο πρωτότυπο μέρος του έργου, δηλαδή το τελευταίο, ανανεώνει τη συζήτηση σχετικά με το ρόλο του διονυσιασμού και του ορφισμού στη διαμόρφωση των ιδεών για την αθανασία της ψυχής στα ύστερα κλασικά και τα ελληνιστικά χρόνια.13 Η θέση που υπο στηρίζεται, σε αντιπαράθεση με τον Rohde, στην Ψυχή, ότι οι ιδέες για αθανασία δεν μπορούσαν παρά να προέρχονται απο έναν σχετικά κλειστό και μειοψηφικό κύκλο μυημένων, όπως ήταν οι Ορφικοί, παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον, που θα ήταν κάτα τη γνώμη μου μεγαλύτερο, αν είχε εκτενέστερα και συστηματικότερα τεκμηριω θεί σε βάρος τού -όχι αποδεικτικού- υλικού απ’ όλο τον κόσμο. Το έργο όμως εκείνο που συμ πληρώνει περισσότερο τον Διόνυσο και υπερτε ρεί από αυτόν σε πρωτοτυπία είναι ο ’Έρως, ερ μηνεία μιας μορφής της Προϊστορικής καί Ορφικοδιονυσιακής Θρησκείας'4 για το οποίο εύχο μαι το ξεπέρασμα «κληρονομικών» προβλημάτων να επιτρέψει επιτέλους την, εδώ και δέκα χρό 12. Ε. ROHDE, Psychi, Seelencult und Unsterblichkeits. glaude d. Greichen, 1893, γαλλ. μετ. A. Reymond, Παρίσι, 1928, αγγλ. μετ. W.B. Hillis, Λονδίνο και N. Υόρκη, 1925. 13. Βλ. πιο πάνω το μελέτημα αυτό, σημ. 5 και ιδιαί τερα τις σσ. 426-427 κ. εξ. και 535 κ.έξ. της Ψυχής. Χρησιμοποιώ εδώ τον όρο διονυσιασμός με τεχνική σημασία (ανάλογη του γαλλικού dionysisme) για να αποδώσω το σύνολο που αποτελείται από τη λα τρεία του Διονύσου, αλλά και από την παρουσία του σε άλλες εκδηλώσεις όπως το δράμα κ.λπ. Για τις διάφορες ιδεολογικές φορτίσεις του όρου πρβ. J.P. Vernant, Mythe et Tragidie //, (μαζί με τον Ρ. Vidal Naquet), Παρίσι, 1986, σσ. 239-240. Ο συγ γραφέας παρατηρεί ότι ο όρος διονυσιασμός δημιουργήθηκε, από τον Νίτσε και μετά, βάσει στοι χείων από την αρχαιότητα, αλλά και με πνευματι κά εργαλεία και ένα πλαίσιο αναφοράς που βρι σκόταν σε διάλογο με την ιδεολογία και τις θεω• ρίες του κάθε ερευνητή. Για μένα η χρήση του όρου δικαιώνεται μόνο στο βαθμό που μας επιτρέπει να μελετήσουμε συνδυαστικά δημόσιες λατρείες, μυητικές τελετουργίες και εκδηλώσεις όπως το δράμα και οι εικαστικές τέχνες όπου ο Διόνυσος είναι πα ρών, χωρίς να προεξοφλούμε το είδος και το βαθ μό της σχέσης τους. 14. Αθήνα, 1963. Ευχαριστώ τον Θ. Καστανιώτη που μου έδωσε την εικαιρία να μελετήσω την ξαναδουλεμένη και δυστυχώς ακόμη ανέκδοτη μορφή του έργου. Το κείμενο που έχω υπόψη μου αποτελείται από 201 μεγάλες, φωτοτυπίες 35X25 εκ. που ανα παράγουν (ξανατονισμένες σποραδικά με στυλό διάρκειας) τυπωμένες σελίδες από την έκδοση του 1963 και σε ίσο περίπου βαθμό χειρόγραφες προσ θήκες και διορθώσεις. Έχουμε φαίνεται λοιπόν να κάνουμε με μια σημαντική αναθεώρηση του έργου, όπως δηλώνεται και από το γεγονός ότι όλες οι πα ραπομπές και σημειώσεις έχουν ξαναδουλευτεί (σ. 148 κ. εξ. του χειρογράφου). Η βιβλιογραφική ενη-
νια, προαναγγελμένη15 δημοσίευση της δεύτερης, ξαναδουλεμένης και επαυξημένης μορφής του. Για όποιον λοιπόν θα ήθελε να μελετήσει το αποδεικτικό υλικό στο οποίο στηρίζεται ο Διό νυσος, θα μπορούσαμε να του συστήσουμε να ανατρέξει στις σημειώσεις των τελευταίων κεφα λαίων του ”Έρωτος (από την «Μυητική καταγω γή του Μύθου και την Κρητική Λατρεία του Ζαγρέα» μέχρι και τον «Φαλλικό Έρωτα»16*), όπου γίνεται ο συσχετισμός των διαφόρων σταδίων και μορφών της λατρείας του Έρωτος με τον Διόνυσο.
Ο πνευματικός επιστημονικός ορίζοντας: δάσκαλοι καί πρόδρομοι Ποιος όμως είναι ο πνευματικός και επιστημονι κός ορίζοντας απ’ όπου ξεπηδά ο Διόνυσος του Λεκατσά; Ας δούμε τα ονόματα που μνημονεύει ο ίδιος: πρόκειται για τον Frazer, τον Robertson Smith, τον Webster, τον Bachofen, τον Morgan, τον Briffault,18 την Harrison, τον Bather, τον
15. 16. 17.
, 18.
μέρωση φτάνει μέχρι το 1966, ενώ το κεφάλαιο «Το Φεγγαρικό Θείο Βρέφος» (σσ. 123 κ. εξ της έκδο σης του 1963) υπάρχει και ιδιαίτερα ανεπτυγμένο σε αυτόνομο μάλον μελέτημα 56 χειρόγραφων σελί δων (επίσης σε φωτοτυπίες 35X25 εκ.). Εδώ η βι βλιογραφική ενημέρωση φτάνει ώς το 1968. Βλ. Λεντάκη, ο.π., α. Έρως, κεφ. 16, σσ. 107 κ. εξ. στην έκδοση του 1963, 89 κ. εξ. στο διορθωμένο ανέκδοτο κείμενο. Για τον Frazer και τις θέσεις του για μια επιβίωση των «πρωτόγονων» στοιχείων στον αρχαίο κόσμο βλ. την κριτική άποψη της S.C. Hymphreys, A n thropology and the Greeks, Λονδίνο, 1978, σσ. 1 κ. εξ. 12, 29 και 83. Για μια πιο πρόσφατη ανάλυση των επιβιώσεων των παλαιολιθικών χρόνων στην ελληνική αρχαιότητα βλ. W. Burkert, Homo Necans. Βερολίνο 1972. Μέσα στην ίδια εξελιξιοκρατική οπτική κινείται και το έργο του φίλου και συ νεργάτη του Frazer W. Robertson-Smith που ο Λεκατσάς παραπέμπει το έργο του Lectures on the Re ligion o f the Semits δ' έκδ., Λονδίνο, 1901 και που επηρέασε τον έλληνα συγγραφέα σχετικά με την ιδέα μιας «τοτεμικής μετάληψης». Για μια κριτική παρουσίαση των ιδεών του Τ.Τ. Bachofen. Das Mutterrecht. Στουτγάρδη, 1861 και L.H. Morgan, Ancient Society, Σικάγο, 1887 πρβ. Ρ. Vidal-Naquet, Ο Μαύρος Κυνηγός, ελλ. μετ. Γ. Ανδρεάδη-Π. Ρηγοπούλου, Αθήνα, 1983, το κεφ. «Το ωμό, το παιδί στην Ελλάδα και το ψημένο», σσ. 192 κ.εξ. Ό πω ς σημειώνει ο συγγραφέας το θε τικότερο στοιχείο των ιδεών του Morgen δεν ήταν το μητριαρχικό σχήμα, αλλά η βαθιά και εκ των έσω γνώση του του πολιτισμού των «αγρίων», που τον διαφοροποιεί αποφασισιτικά από την ευρωπαιοκεντρική και ταξική οπτική του Tylor, του Lang, του Frazer και των συνεχιστών τους. Η διά κριση που κάνει ο Λεκατσάς ανάμεσα σε «καθυ στερημένους» και «κατώτερους» και σε «ανώτε ρους» (τους Δυτικούς) πολιτισμούς οφείλεται στην επίδραση αυτών των τελευταίων.
αφιερωμα/37 Comford, τον Murray και τον Thomson.19 Πρό κειται με άλλα λόγια για τους επιστήμονες που διαμόρφωσαν την ιδέα του σταδίου της «μη τριαρχίας» που υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τους προϊστορικούς, αλλά και τους σύγχρονους «πρωτογόνους», καθώς και την, αγγλική βασικά, σχολή που με φαντασία, τόλμη αλλά συχνά και σχηματικότητα, συνέβαλε στην ανανέωση της αρχαιογνωσίας μέσα από την αξιοποίηση των εθνολογικών δεδομένων. Στα χρόνια που γραφόταν ο Διόνυσος, όλες αυτές οι ιδέες είχαν γίνει αντικείμενο αυστηρό τατης και σε μεγάλο βαθμό πειστικής κριτικής.20 Ιστορικά της αρχαιότητας, όπως ο Pembroke, εί χαν ήδη αμφισβητήσει οποιαδήποτε μητριαρχικά κατάλοιπα στην αρχαία Ελλάδα.21 Ανθρωπολόγοι σαν τον Cl. L6vi-Strauss απομακρύνονταν από την παραδοσιακή έννοια του τοτεμισμού,22 ενώ, παράλληλα, η συνεισφορά μελετητών όπως ο R. Smith, ο I. Frazer και ο A. Loisy για τον θνήσκοντα ή πάσχοντα θεό (ο οποίος βρισκόταν στην τομή μεταξύ των αρχαίων θρησκειών της Ε. Ανατολής και των σωτηριακών επαγγελιών που επιβάλλονται με τον χριστιανισμό) χωρίς να αμ φισβητείται οριστικά, κρίθηκε υπερβολικά γενικευτική για να αντιμετωπισθούν συγκεκριμένα φαινόμενα, περιορισμένα στον τόπο και το χρό νο, όπως η θρησκεία του Διονύσου στην Ελλά δα.23 Ό πω ς διαφαίνεται από τον πρόλογό του, ο Λεκατσάς δεν αγνοεί ολοκληρωτικά αυτές και άλλες αντιρρήσεις24 σχετικά με τις θεωρίες από τις οποίες βασικά εμπνέεται, ωστόσο, δεν θεωρεί τον εαυτό του υποχρεωμένο να τις αντικρούσει συστηματικά με συγκεκριμένη επιχειρηματολο 19. Όλο το έργο της Ρ.Ε. HARRISON από τα Prole gomena to the study o f Greek Religion Καίμπριτζ 1903, μέχρι το Themis < A Study o f the social origin o f the Greek Religion, 6' έκδ. Καίμπριτζ, 1927 επη ρέασαν βαθιά τον Λεκατσά. Μπορούμε να πούμε με σιγουριά το ίδιο και για το σύντομο κείμενο του G. Murray. «Excursus on the Rital Forms preserved in Greek Tragedy», στο Themis, σ. 391 κ. εξ. και για το The Origin o f Attic Comedy, Λονδίνο, 1914, του F.M.Cornford, όπου υποστηρίζεται η καταγω γή της τραγωδίας και της κωμωδίας από αρχαίες τελετουργίες. Αυτή η κοινή πνευματική καταγωγή εξηγεί και την αμοιβαία βαθιά εκτίμηση που ένωνε τον έλληνα συγγραφέα με τον G. Thomson Aeschy lus and Athens < A Study in the Social Origins of Drama, 6' έκδ. Λονδίνο, 1946. 20. Για μια κριτική παρουσίαση των ιδεών της Harri son για τον Βάκχο πρβ. Ρ. Me Ginty, Interpretation and Dionysos. Method in the Study o f the God, Χά γη, Παρίσι, N. Υόρκη, 1978, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Ακόμη την HYMPHREYS, ό.π., σσ. 79,96 ΚΑΙ 79, 89, 96, 286 για τον Comford και 79 κ. εξ για τον Murray. Ο Λεκατσάς γνωρίζει και παραθέτει αλλά δεν συζητά την αυστηρότατη κρι τική του A.W. Pickard-Campridge, Dithyramb, Tra-
γία. Χωρίς αυτό να της αφαιρεί υποχρεωτικά την επιστημονική της αξία, η σκέψη του Λεκα τσά ξεδιπλώνεται όχι τόσο μέσα από έναν συνε χή διάλογο με τις αντίθετες ιδέες, αλλά, πε ρισσότερο, μέσα από μια εργώδη προσπάθεια για να συγκεντρώσει ένα παντοειδές υλικό που θα στηρίξει τις θεμελιώδεις συλλήψεις του. Όπως είναι φυσικό, ολόκληρες σχολές και θεωρίες, από τις βασικότερες - αναφέρω σαν παράδειγμα τα έργα του Jeanmaire και του Otto - απουσιάζουν, όχι από την βιβλιογραφική ενη μέρωση τον συγγραφέα, αλλά από τον κορμό της συλλογιστικής του και αυτή του η έλλειψη στερεί την ανθρωπολογική του προσέγγιση από μια γονιμευτική συνάντηση με μια πιο αυστηρή ιστορι κή θεώρηση του διονυσιακού φαινομένου. Έτσι, ο διονυσιασμός χάνει σε κάποιο βαθμό τα ιδιαί τερα χαρακτηριστικά του και παραβάλλεται με λατρείες και ιερουργίες κάθε τόπου και κάθε εποχής, φτάνει αυτές να συγγενεύουν με κάποιο στοιχείο του, έστω και αν αυτό είναι όχι αποδε δειγμένο, αλλά ζητούμενο. Η αντιμετώπιση αυτή έχει να κάνει με μία εξε λικτική οπτική που χαρακτήρισε, κυρίως στο πα ρελθόν, αρκετές από τις ανθρωπολογικές προ σεγγίσεις του αρχαίου κόσμου και που έχει ανα λυθεί και κριθεί αρκετά διεξοδικά.25 Σύμφωνα με την οπτική αυτή, οι σύγχρονοι πρωτόγονοι δεν είναι παρά «καθυστερημένοι» πολιτισμοί που άργησαν να αναρριχηθούν στην κλίμακα της εξέλιξης, κλίμακα η οποία στην ουσία αποτελεί μονόδρομο. Ξεκινώντας από τη συγκλονιστική διαπίστωση των πρώτων εθνολόγων ότι πολλά στοιχεία των αρχαίων πολιτισμών συναντιόνται
21.
22. 23. 24. 25.
gedy and Comedy, Οξφόρδη, 1927 και the Dramatic Festivals o f Athens, Οξφόρδη 1953 για τις θεωρίες του Murray και του Comford σχετικά με την κατα γωγή του αρχαίου θεάτρου. Ακόμη, μπορούμε να πούμε το ίδιο και για τις σοβαρότατες επιφυλάξεις του Η. JEANMAIRE. Dionysos, Histoire du Culte de Bacchus, Παρίσι, 1956 στο κεφ. «Le drame satyrique et Γ origine du theatre, β' 301 κ.εξ. Για τις θέσεις τους «Σχολής τους Καίμπριζ» (Harrison, Murray, Cook, Cornford) σχετικά με τους ελληνι κούς μύθους πρβ. G.S. Kirk, The Nature of the Greek Myths, Harmonds worth, a ' έκδ. 1974, σσ. 15, 66, 277. Για μια προσεκτική, αλλά λιγότερο κριτική, τοποθέτηση, πρβ. τον πρόλογο του Th. Η. Gaster στην έκδοση της Origin του CONFORD του 1961. «Women in Charge: the Function of Alternatives in Early Greek Tradition and the Ancient Idea of Ma triarchy». Journal of The Warburg and Courtauld In stitutes, 30, (1967), σ. 1-35. Le Totemisme aujourd’hui, Παρίσι, 1962. M. Detienne, Dionysos mis ά mort, Παρίσι, 1977, σσ. 61 κ. εξ., 119 σημ. 31, 164, 171. Διόνυσος, σσ. 16-17. Πέρα από το έργο .του Ρ. Me. Ginty που αναφέρα με στη σημ. 20.
38/αφιερωμα στους «αγρίους», όπως οι Χούρον και οι Ιρόκουα (Ιροκέζοι) του Lafitau,2627 οι πρωτοπόροι της εθνολογίας οδηγήθηκαν στον πειρασμό να συμπληρώσουν τα κομμάτια που έλειπαν από την «μαγική εικόνα» της αρχαιότητας με στοι χεία από τους «αγρίους» της εποχής τους. Στο ιδεολογικό επίπεδο το αποτέλεσμα ήταν μια Ελ λάδα «άγρια» ή «ημιάγρια» που δυναμίτιζε τά θεμέλια του δυτικού κλασικισμού. Στο επιστημο νικό όμως επίπεδο δημιουργούνταν έτσι ο κίνδυ νος να υποκύψει ο μελετητής στην τάση να συρ ράπτει συνεχώς ένα ετερόκλητο υλικό δοξασιών, εθίμων, ιερουργιών κ.λ.π., προς εξυπηρέτηση θέσεων που είχε ήδη λίγο-πολύ διατυπώσει ή αποδεχθεί αξιωματικά στο ξεκίνημα της έρευνάς του. Με τον τρόπο αύτό η ιστορία έβγαινε μειω μένη, και η ποικιλία της παραχωρούσε τη θέση της σε μια καθυσηχαστική ομοιομορφία. Μπορούμε να πούμε ότι το ξεκίνημα των διο νυσιακών μελετών στην Ελλάδα, πρώιμο, αλλά αποσπασματικό και σφραγισμένο από μία τραγι κή απομόνωση όπως τόσα πράγματα στον τόπο μας, περιόριζε αν και δεν απέφευγε ολοκληρωτι κά τους παραπάνω κινδύνους. Όταν ο Γεώργιος Βιζυηνός γράφει το συναρπαστικό άρθρο του για τους Καλογέρους της Βιζύης και εντοπίζει την «αδιαφιλονείκητη» παρουσιά του αρχαίου και αιώνιου Λικνίτη, αναγνωρίζει την παρουσιά του Διονύσου στη Θράκη, δηλαδή στο μέρος που ο Rohde θεωρούσε το λίκνο του θεού πριν από την «εισβολή» του στον ελληνικό χώρο. Με τον τρόπο αυτό κάθε ιστορική θεώρηση ακυρώ νονταν, άνοιγε όμως ο δρόμος για μια πιο συ στηματική έρευνα κάποιων λαϊκών ελληνικών δρωμένων που θα μπορούσαν, ιδωμένα πολύ πιο 26. Moeurs des sauvages americains , compares aux moeurs des premiers temps, Παρίσι, 1724, διαθέσι μο σήμερα στην εκδ. F. Maspero, Παρίσι, 1983. 27. «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη» στον τόμο Γ. Βιζυηνός της «Βασικής Βι βλιοθήκης», Αθήνα, 1954, σσ. 310 χ. εξ. καθώς και την κρίση του Κ.Α. Ρωμαίου στο Cultes populates de la Thrace: La ceremonie du Lundi Pur, collect, de Γ Inst, frangais d’ Athenes, 1949. Για τον Βιζυηνό, οι «Καλόγεροι» είναι «σικιννίζσντες (σατυρικοί χορευτές) τψ Διονύσω» ο. π. σ. 310, ο «Καλόγερος» δεν είναι παρά άλλο όνομα του Διονύσου, σ. 322. 28. Βλ. ειδικότερα τον εύγλωττο τίτλο «Ερείσματα αναλογικής έρευνας» στο Δ ' κεφ. του Β' μέρους των Διονυσιακών, Αθήνα, 1963, σσ. 49 κ. εξ. Πρό κειται για την προσπάθεια κατάδειξης της συνέ χειας από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας των τελετουργιών που ονομάζονται σήμερα «Καλό γερος» και Αναστενάρια. 29. Διόνυσος, σ. 47. Για τα στοιχεία Jeanmaire, ό.π., σ.σ. 249 κ. εξ. και 494 για την βιβλιογραφία. 30. Διόνυσος 68 25-26, απόσπ. 472. Η συνεχής προσ πάθεια ενημέρωσης του Λεκατσά φαίνεται και από το γεγονός ότι, αποδεχόμενος μία διόρθωση του
προσεκτικά είναι αλήθεια, να βοηθήσουν στη με λέτη του διονυσιακού φαινομένου· αυτός είναι ο δρόμος που ακολούθησε με μια σειρά από έργα η Κ. Κακούρη2829και πού, όπως πιστεύω, μπορεί ακόμη να προσφέρει θετικά στοιχεία.
Το έργο J o πρώτο κεφ< αιο του Διονύσου για την «Ωμοφαγία και την ϋΐασική μετάληψη» μας δείχνει κιόλας τον τρόπο με τον οποίο ο Λεκατσάς προ σεγγίζει το θέμα. Εντοπίζοντας στοιχεία ωμοφαγίας στη διονυσιακή λατρεία στην Ελλάδα, στις Βάκχες* και τους Κρήτες30 του Ευριπίδη και αλλού, ο συγγραφέας εντοπίζει τα εθνολογικά παράλληλα31 και συνδέει το φαινόμενο με την κατηγορία του τοτεμισμού, χωρίς να επιμείνει στη σημασία που παίρνει το φαινόμενο στην ιστορική διαδρομή της αρχαίας ελληνικής κοινω νίας. Το δεύτερο κεφάλαιο32 ξεκινά από ένα ιδιαίτερα επίμαχο θέμα, την ανάλυση της μανίας την οποία ο Λεκατσάς θεωρεί σαν μία πάθηση που πλήττει εντελώς ιδιαίτερα τον πρωτόγονο άνθρωπο που δεν μπορεί «να ξεχωρίσει το πραγ ματικό από το φανταστικό». Έτσι, το άλογο στοιχείο και η μυθική σύλληψη του κόσμου εκλαμβάνονται (σε πείσμα των τραγικών εμπει ριών του εικοστού αιώνα), ως επιβιώσεις του πρωτογονισμού -είτε ηθελημένες είτε όχι- ή επι στροφές της αγριότητας· αυτό που απουσιάζει και πάλι, αλλά σ’ αυτό το σημείο ο Λεκατσάς δεν διαφέρει και από άλλους μελετητές του διονυ σιακού φαινομένου3* είναι μια διεξοδική μελέτη των διαφορετικών και κάποτε συγκρουόμενων Diels, διαφοροποιεί την παραδεδομένη γραφή του αποσπάσματος που είχε χρησιμοποιήσει στην Ψυχή στα 1957. 31. Ό .π. σσ. 27 κ. εξ. Τα στοιχεία για τους Αϊσαούα που ο Λεκατσάς μειάζει να δανείζεται από τον Jeanmaire οφείλονται στις μελέτες του R. Brunei, Essai sur la confrerie religieuse ά Aissaoua au Mara 1926 και του R. Eisler, «Nachleben dionyssischer Mysterienriten», A.R.W. 1928, σ. 172-183. 32. Διόνυσος a. 35 κ.εξ. 33. O W. Otto, στο κεφ. «Modern Theories», σ. 121 της αγγλικής μετ. του Dionysus, μας έδωσε μια διαφωτιστική παρουσίαση των διαφόρων θεωριών για την διονυσιακή μανία από τον Preller μέχρι και τον Wilamowitz. Και ο ίδιος όμως στα κεφ. 9 και 11 («The Somber Madness» και «The Mad God» κάθε άλλο παρά εξαντλεί τα στοιχεία για την μανία. Για περισσότερα στοιχεία παραπέμπω στο άρθρο μου «Με την ευκαιρία της παρουσίασης ενός κλασικού» βιβλιοπαρουσίαση-βιβλιοκρισία και ευρύτερη ανά λυση του διονυσιακού φαινομένου με την ευκαιρία της ελλ. μετ. του Dionysos του Η. Jeanmaire, στο περιοδικό Ιστορικά, αρ. 5, σσ. 183 κ.εξ. Πρβ. και το κεφ. «La mania divine», σ. 105 κ. εξ. στην γαλλι κή έκδοση του Jeanmaire.
αφιερωμα/39 εκδοχών της μανίας με βάση τα δεδομένα της ελ ληνικής κοινωνίας, από τα ιατρικά και τα φιλο σοφικά μέχρι τα λογοτεχνικά κείμενα και τα μνημεία. Εύστοχα, ο συγγραφέας εντάσσει στο ίδιο κεφάλαιο και τα στοιχεία για τη «Διονυσια κή Ανθρωποφαγία»34, το υλικό του όμως δεν ερ μηνεύεται και πάλι παρά σαν κατάλοιπο μιας παρωχημένης αγριότητος ή σαν «παράλληλο» της σημερινής και όχι σαν ένα φαινόμενο που πρέπει να δεθεί με τον κόσμο της μανίας στην αρχαία Ελλάδα. Συνακόλουθα, η αναφορά του συγγρα φέα σ’ ένα Διόνυσο που προκαλεί αλλά και θε ραπεύει τη μανία35 επισύρει την προσοχή μας σ’ ένα θεμελιώδες πρόβλημα, χωρίς να προσφέρει άλλη λύση από αυτήν της «συμφιλίωσης» του κατεχόμενον με τον θεό που τον κατέχει, 6 και που ισοδυναμεί με μια βολική καταφυγή στις θολές είτε υπερβολικά γενικές κατηγορίες της μαγικής ή της μυθικής σκέψης. Το τρίτο κεφάλαιο μας οδηγεί στη σύνδεση του Διονυσιακού φαινομένου με το γενικότερο μοτίβο του «θείου δράματος», τα στοιχεία όμως όπου θα επιμείνω, αντίθετα, είναι αυτά που φωτίζούν το ρόλο του Βάκχου στην ελληνική κοι νωνία. Η σύνδεση του Διονύσου με την Κρήτη είναι ευτυχισμένη στιγμή του βιβλίου και γίνεται πριν από τη δημοσίευση του κεφαλαιώδους με ταθανάτιου έργου του Kerenyi37 το οποίο ακο λουθεί την ίδια κατεύθυνση. Η υπογράμμιση του ρόλου του σπηλαίου στους μύθους για τη γέννη σή του συνδέει τον θεό αυτόν με κάποιους άλ λους -από τον Δία μέχρι τον Ερμή και τον Πά να - και γενικότερα με τα μοτίβα του θείου βρέ φους, των περιπετειών, των διωγμών που υφίσταται καθώς και της τελικής του επιβολής και της μυητικής διάστασης αυτών των περιπετειών. Θα ήθελα να σημειώσω εδώ ότι, ιδίως αν τον παραβάλλουμε με τους άλλους θεούς, θα δούμε ότι ο Βάχκος είναι στον υπερθετικό βαθμό ο πα σχών έλληνας θεός και ότι η μανία είναι ένα από τα πάθη στο οποίο η Ή ρα τον υποβάλλει. Ποιος είναι ο βαθμός στον οποίο συνδέονται οι μύθοι του «διωγμού» του Διονύσου με τις διάφορες τε λετουργίες; Και ποια είναι η βαθύτερη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που ο Λεκατσάς αποκαλεί «θείο δράμα» και σ’ αυτά που, ακολουθώντας 34. 35. 36. 37.
Ο.π., παρ. 16, σ. 49. Ο.π., σ. 62. Ο.π., σ. 61. Πρβ. C. KERENYI, Dionysos, Archetypal Image o f Indestructible Life, Λονδίνο, 1976, το κεφ. «The Cretan Prelude», aa. 5 εξ. Τα στοιχεία ωστόσο δεν αποκαλύπτουν μια παρουσία του Διονύσου, ανα πόδεικτη μέχρι σήμερα, αλλά, γενικότερα, εκστατι κές λατρείες που αξίζει να συνεξετασθούν με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Λεκατσάς στο κεφ. «Ζευς Κρητηγενής», σσ. 69-70. Για παλιότερες αναφορές σ’ ένα κρητικής προέλευσης Διόνυσο 6λ.
Καθιστάς ώριμος Διόνυσος· η νεανική μορφή στα γόνατά του ερμηνεύεται από τον Kerenyi ως το μυητικό διπλό του
την Ποιητική του Αριστοτέλη, θα είχα την τάση να ονομάσω τα εν ταις φιλίαις πάθη του θεού που διώκεται από μια μητριά η οποία γίνεται κάποτε μητέρα, δηλαδή από την Ήρα, που φέ ρεται και στα δικά της τέκνα σαν μητρία;38 Τα ερωτήματα αυτό δεν βρίσκουν την απάντησή τους στο βιβλίο που μελετάμε και μένουν ανοι χτά σε μια έρευνα που θα συνδύαζε τα αρχαιογνωστικά δεδομένα με τα νεότερα πορίσματα της ανθρωπολογίας και της ψυχοπαθολογίας. Σωστά ο Λεκατσάς σημειώνει, σε αντίθεση με σοφούς σαν τον W. Otto, ότι το ερωτικό στοιχείο δεν απουσιάζει από τις τελετουργίες του Βάκχου,39* που -αξίζει να το θυμηθούμε- διώκεται γιατί εί ναι παιδί ενός παράνομου και κυνηγημένου έρω τα ο ίδιος. Δεν το συνδυάζει όμως με το ότι, θεός του έρωτα και του υγρού στοιχείου, ο Διό νυσος είναι ακόμη και θεός του 'Αδη στον οποίο L.R. Famell, Cults o f the Greek State, Οξφόρδη 1896-1907 V σ. 81. 38. Πρβ. Jeanmaire, Dionysos, σσ. 199, 215, 344, 359 η διπλή συμπεριφορά της Ήρας απέναντι στο Διό νυσο (θύμα του διωγμού που εξαπολύει και γιο της στη λατρεία), ανάλογη με αυτή και προς τον Ηρα κλή, βρίσκεται σε διάλογο με την τελετουργική δι πλή συμπεριφορά των μαινάδων προς τα ζώα και των μυθικών μαινάδων, Μινυαδών κ.λ.π., προς τα τέκνα τους. 39. Πρβ. W. Otto, ό.π., σ. 187 της γαλλικής μετάφρα σης που παραπέμπεται από τον Μ. Daraki, ο.π., σ. 101, 256, σημ. 117.
40/αφιερω μα οδη /ούν κάποιες λίμνες και βαλτοτόπια (η Λέρνα, τα βαλτοτόπια στη ΒΔ πλευρά της Ακρόπο λης). Πρόσφατα, σ’ ένα έργο που νομίζω ότι κρατά ίσως τη μνήμη του κεφαλαίου αυτού του συγγραφέα που μελετάμε,““ αναπροσανατολίζοντας όμως τα συμπεράσματα και τα στοιχεία του με ριζικό τρόπο, η Μ. Δαράκη υποστήριξε ότι ο Διόνυσος ήταν συγχρόνως θεός του έρωτα, των υδάτων και των χυμών και του θανάτου και ότι το αλληλέγγυο και επικοινωνούν αυτό σύνολο έπαιζε έναν σημαντικότατο ρόλο στην ανανέωση της πόλεως και του οίκου μέσα από το άνοιγμά τους σε μια ετερότητα που ήταν συγχρόνως ο έρως, ο θάνατος και το άλογο στοιχείο, ανανέω ση που επικεντρώνονταν συμβολικά στη σύνθετη γιορτή των Ανθεστο ρίων. Στο επόμενο κεφάλαιο,41 που έχει τίτλο «Από τον προϊστορικό στον ελληνιστικό Διόνησο» ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ιστορίας της λατρείας του Διονύσου. Ακολου θώντας τις εξελικτικές θεωρίες από τις οποίες εμπνέεται, υποστηρίζει ότι μέσα σε μύθους, όπως αυτός για τις Μινυάδες και τελετουργίες, όπως της Αρτέμιδος Τρικλαρίας των Πατρών, έχουν «κατασταλάξει» στοιχεία που μας επιτρέ πουν να διακρίνουμε μια πορεία από το Εποχικό στο Θείο Δράμα και από εκεί στο Δράμα των κλασικών χρόνων. Γνωρίζοντας ότι το όνομα του Διονύσου αναφέρεται σε πινακίδες της 2ης π.Χ. χιλιετίας, ο Λεκατσάς θεωρεί ότι ανάμεσα στο 1600 και στο 1200 συνέβη το «μεταγύρισμα» του «μητριαρχικού» σε «πατριαρχικό» θείο βρέφος που «υιοθετείται από τους Έλληνες με το όνομα του Διονύσου». Κατά την άποψή του, ο Βάκχος δεν είναι λοιπόν εισαγμένος, αλλά αντίθετα πα λιός και «ανανεωμένος» θεός των κατακτημένων λαών. Μένει ωστόσο ένα σημαντικό ιστορικό ερώτημα που απασχόλησε και ερευνητές όπως ο Gemet42 και που ο συγγραφέας θέτει με την σει ρά του, το πρόβλημα δηλαδή των αιτίων που γέννησαν «το μέγα στους αρχαϊκούς αιώνες κύμα του Μαιναδισμού» που έκανε συγγραφείς σαν τον Ηρόδοτο να να μιλήσουν για εισβολή του θεού από την Αίγυπτο.43 Η εξήγηση του Λεκατσά είναι κοινωνικοϊστορική: πρόκειται δηλαδή κατ’ αυτόν για ένα κίνημα των γυναικών και του αγροτικού στοιχείου ενάντια στις «πατριαρχικές δομές»,44 κίνημα λοιπόν σε τελευταία ανάλυση 40. Μ. Daraki, ό.π., ο. 73 κεφ. το κεφ. «L’ amant de la reine». Πρόκειται όμως για μία απλή υπόθεση, αφού είναι πιθανό οι δυο συγγραφείς να αξιοποιούν ίδια ή κοντινά σε βαθμό βοήθημα και πηγές. 41. Διόνυσος, 129 κ.εξ. 42. Πρβ. το κεφ. «Dionysos» του βιβλίου Le Θέηίβ Grec dans la Religion. Παρίσι, 1970 (β' έκδ.), των L. Gemet και A. Boulanger, ΣΣ. 97 Κ. ΕΞ. Ακόμη το πολύ ενδιαφέρον κεφ. 5 του Dionysos της Dara ki, σ. 159 κ.εξ. και ιδιαίτ. την σ. 170, όπου σημειώ νει σχετικά με το υποτιθέμενο πέρασμα από τον
αντιδραστικό κατά την άποψή του. Η ανάλυση ωστόσο αυτή παραβλέπει σε σημαντικό βαθμό ότι ο Διόνυσος (που έχει σχέσεις αντίθεσης αλλά και συμπλήρωσης με το πάνθεο του Ολύμπου) δεν είναι μόνο θεός περιθωριακός αλλά και κεν τρικότατος για την κλασική πάλι, αν σκεφτούμε μόνο τα Ανθεστήρια και το Δράμα. Γενικότερα, το τρωτό του ιστορικού σχήματος που παρουσιά ζεται εδώ είναι από τη μια η παράτολμη γενίκευ ση αποσπασματικών στοιχείων και από την άλλη η υποτίμηση του στοιχείου της αυτόνομης δη μιουργίας (π.χ. της Τραγωδίας και της Πολιτι κής Κωμωδίας) σε κάθε εποχή, δημιουργίας που, χωρίς να συνιστά τομή με την παράδοση, αποτε λεί όμως μία ανάπλαση τόσο ελεύθερη, ώστε να πρέπει να μας κάνει ακόμα πιο προσεκτικούς στη συναγωγή συμπερασμάτων. Το στοιχείο αν τίθετα που αποτελεί εδώ κατά τη γνώμη μου τη μεγαλύτερη προσφορά του συγγραφέα είναι η θέση του για μία πολιτική διάσταση του Διονύ σου,45 σε αντίθεση π.χ. προς τις απόψεις του Jeanmaire.46 Τα δύο τελευταία κεφάλαια για τον «Διόνυσο και τους άλλους θεούς»47 και για τον «Νεοθεασικό Διόνυσο»48 μας παρέχουν μια πλούσια σειρά από στοιχεία τα οποία, ιδίως σε ό,τι αφορά το δεύτερο, δεν υπάρχουν συγκεντρωμένα σε κανέ να, όσο γνωρίζω, γενικά σύγγραμμα. Γενικότε ρα, η διερεύνηση των σχέσεων ανάμεσα στον διονυσιασμό και τον χριστιανισμό, που έχει τόσο στην πρωτοχριστιανική εποχή όσο και στα νεό τερα χρόνια φορτισθεί με μιά φανερή ή λανθάνουσα ιδεολογική διάσταση, μπορεί να δώσει και νέους σημαντικούς καρπούς, για μια σειρά από ιδιαίτερα θέματα, όπως οι ιδέες των λαών για τις ψυχικές ασθένειες και τα διάφορα ψυχι κά «etats seconds», (μη «κανονικές» ψυχικές κα ταστάσεις) η σχέση των μύθων και των τελετουρ γιών με την ψυχή και με την κοινωνία κ.λπ.
Η αποτίμηση της προσφοράς του Εδώ κλείνει η παρουσίαση του Διονύσου του Π. Λεκατσά. Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι το εκλαϊκευτικό αυτό έργο που στοίχισε τόσο μό χθο, δεν άντεξε σε όλα τα σημεία του στο χρόνο, σύγχρονα όμως κάποιες θέσεις του, όπως για τον μύθο στον λόγο: «Nulle trace d’ 6volutidn allant du prelogique an logique». 43. Πρβ. Jeanmaire, Ο.Π., Σ. 42, 101 και Γ. Ανδρεάδη, «θειον θαύμα» σ. 22, για την ανάλυση του χω ρίου του ιστορικού, ^ ε ς για το ίδιο θέμα το πρόσ φατο ενδιαφέρον βιβλίο του Μ. Detienne, Diony sos ά del ouvert, Παρίσι, 1986, σσ. 21 κ.εξ. 44. Διόνυσος, σσ. 136-137. 45. Ο.π., σσ. 148-149. 46. Ο.π., σσ. 5 κ. εξ. 47. Ο.π., σσ. 169 κ. εξ. 48. Ο.π., σσ. 207 κ. εξ.
αφιερωμα/41
πολιτικό και τον ερωτικό Διόνυσε, μπορούν ακόμη να λειτουργήσουν σαν πηγές έμπνευσης για νέες καρποφόρες έρευνες. Τι συμβαίνει με πιο κεντρικά θέματα όπως η μητριαρχία και το εποχικό ή βασιλικό θείο δράμα που η ύπαρξή τους σήμερα είτε απορρίπτεται ολοκληρωτικά εί τε - το δεύτερο- αμφισβητείται, στον ελληνικό χώρο; Το περίεργο και το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ δεν μπορούμε να μιλάμε για τη μητριαρχία σάν ιστορικό στάδιο, οι μύθοι και τα έργα της τέχνης για κάποιας λογής εξουσία, εξέγερση κ.λ.π. των γυναικών υπάρχουν στην αρχαία Ελ λάδα και σε κάποιο βαθμό σχετίζονται με τον Βάκχο και τη λατρεία του, πράγμα που οπωσδή ποτε έχει μία ιστορική σημασία. Με τον ίδιο τρό πο, μέσα σε τραγικά π.χ. κείμενα η πάλη του φωτός με το σκοτάδι49 παίζει ένα σημαντικό, σύνθετο και όχι εύκολα αναγνώσιμο ρόλο, έστω και αν δεν ισοδυναμεί με μια τελετουργική ανα μέτρηση του χειμώνα με το θέρος, του νέου με το παλιό κ.λ.π. Πειστικό παράδειγμα και για τα δύο είναι, πιστεύω, ένα έργο που όλο και πιο πολύ συσχετίζεται με τον Διόνυσο και τον μαιναδισμό, η ’Αντιγόνη του Σοφοκλή,50 που, μαζί με τον 7 ωνα51 τους Βατράχους52 και τον Κνκλω-
πα53 θα άξιζε να προσεχτούν περισσότερο, χωρίς να επισκιάζονται από το «ευαγγέλιο» της διονυ σιακής λατρείας, όπως ο Λεκατσάς54 αλλά και άλλοι θεωρούν τις Βάκχες. Ο Λεκατσάς ήξερε ότι τα στοιχεία που είχε μαζέψει για τον Βάκχο, στον Διόνυσο και αλλού άξιζαν τουλάχιστο για τον πλούτο τους. Συγχρό νως, παρά τις ακρότητές της, η γλώσσα του, που κωδικοποιεί μια σειρά από όρους απαραίτητους για τον εμπλουτισμό της αρχαιογνωσίας από τα ανθρωπολογικά δεδομένα, αποτελεί μια δεύτε ρη, ισάξια προσφορά. Πέρα από αυτό όμως, πολλές ιδέες του, ακόμη και αυτές που μπορούν να γίνουν σήμερα αντικείμενο κριτικής, είναι δυ νατόν να αξιοποιηθούν περισσότερο. Παλεύον τας να σπάσει τα φράγματα του κλασικισμού και της κενής ωραιολογίας με την προσφυγή σε κά ποιες αυστηρότερες και επιστημονικότερες κατά τη γνώμη του μεθόδους και ιδέες, ο Λεκατσάς, για να θυμηθούμε τον ποιητή, μοιάζει κι αυτός με το «μεγάλο ποτάμι», έστω κι αν μέσα στα φουσκωμένα και γονιμοποιό νερά του κατεβάζει και κορμούς, χώματα ή λιθάρια. Αυτός ας είναι ο έπαινός μας για το πέρασμά του.
49. Πρβ. Η. Musurillo, The light and the darkness, Λέϊντεν, 1967 και τα σχετικά κεφάλαια του βιβλίου του R. F. GOHEEN, The imagery o f Sophoches Antigone, Πρίνστον, 1951. 50. Για την βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα παρα πέμπω στο μελέτημά μου «Το σκάνδαλο της Αντι γόνης», Σεμινάριο 4, Αθήνα, Αύγουστος 1984, σσ. 75-85. 51. Βλ. την θέση που δίνει στον Διόνυσο του 7ωνα η Ν. LORAUX στα Enfants d’ Athena, Idies atheniennes sur la citoyennete et la division des sexes, Παρίσι, 1981, σσ. 15,71-72, 142, 252, 253 και την ενδιαφέρουσα αναφορά της DARAKI, ο.π., σ. 176 κ. εξ. καθώς και Γ. Ανδρεάδη. «Ο Ίωνας του Ευ ριπίδη», Δρώμενα, αρ. I, Μάρτης-Απρίλης 1984, σσ. 47-48. 52. Πρβ. contra, την απόρριψη του έργου από τον Jeanmaire, ο.π., σ. 155. 53. Πρβ. Η. FORS, Dionysos und die Starke der Schwachen im Werk des Euripides. Τύμπιγκεν, 1964, που γενικεύει κάποια συμπεράσματα εκκι-
54.
νώντας από τον Κύκλωπα. Για τον Λεκατσά, οι Βάκχες είναι κάτι παραπάνω από ένα σταθερό σημείο αναφορών (σσ. 26,43, 51, 54, 81, 105, 109 κ.λ.π.) Είναι το «ευαγγέλιο της διονυσιακής θρησκείας», έτσι που μια ανάλυση του δράματος ως έργου της θεατρικής τέχνης να μην του φαίνεται εδώ αναγκαία. Ο Jeanmaire, ο.π., 138 κ. εξ. κάνει την ανάλυση της τραγωδίας σε σχέ ση με την μανία, αλλά δεν θέτει σε συζήτηση την απόλυτα προνομιακή θέση του έργου, έτσι που όλα τα άλλα δράματα να αποκλείονται ή να υποβαθμί ζονται. Από τους εκδότες των Βακχών, ο E.R. Dodds, Euripides Bacchae, β' έκδ. Οξφόρδη, 1960, δεν έχει πολύ διαφορετική στάση, καθώς, στον πρόλογο του έργου του, οι Βάκχες χρησιμεύουν για παράδειγμα όπου στηρίζεται η άποψή του περί της εξάπλωσης της «επιδημίας» της μανίας. Ας προσ θέσουμε ότι το προβάδισμα αυτό των Βακχών σε σχέση με τον Διόνυσο, ιδωμένο ήδη ως πάσχοντα, Θεό φτάνει τουλάχιστον σε μία εποχή τόσο παλιά όσο και η, αμφιλεγόμενη, χρονολογία της συγγρα φής του Χριστού πάαχοντος.
42/αφιερωμα
Στέλλα Γεωργούδη
Η διαιώνιση του «μητριαρχικού μύθου» στο έργο του Παναγή Λεκατσά Υ πάρχουν κάποια θέματα που διαποτίζουν, σημαδεύουν «διαχρονικά», θα λέγαμε, τη σκέψη ενός επιστήμονα και αποτελούν, μερικές φορές, κυρίαρχα κέντρα έλξης που σφραγίζουν τον προβληματισμό του. Για τον Π αναγή Λεκατσά, η «Μ ητριαρχία», η «αρχαιότερη», όπως πίστευε, «οργάνωση της Φυλετικής Κοινωνίας», αποτέλεσε έναν από τους καθοριστικούς θεματικούς άξονες του έργου του, ένα «κεφάλαιο που, επί 25 περίπου χρόνια, επανερχόταν στα γραφ τά του, ως σταθερό σημείο αναφοράς, ως πρόβλημα επαναλαμβανόμενης διαπραγμάτευσης.» Α πό το μικρό βιβλίο του Η Π ροελληνική Μ ητριαρχία και η Ορέστεισ, (Α θήνα 1946), έως τα δύο «εκλαϊκευτικά -ό π ω ς ο ρ ίζονταικαι ερευνητικά μελετήματα» που κυκλοφόρησαν την άνοιξη του 1970, λίγους μήνες πριν το θάνατό του (Η Μ ητριαρχία και η σύγκρουσή της μ ε την Ελληνική Π α τρια ρχία· Φαιακία. Μ ητριαρχικά Στοιχεία και Μ υητικές Α φ ετηρίες της Ο δύσσειας, εκδ. «Κείμενα»), ο Παναγής Λ εκατσάς δεν έπαυσε ν ’ αναπτύσσει το θέμα αυτό σε άρθρα εφημερίδων και περιοδικώ ν, σε εγκυκλοπαιδικά λήμματα (κυρίως στο Λ εξικό Κοινωνικών Επιστημώ ν), ή σε ολόκληρα κεφάλαια άλλων βιβλίων του .1
Ε την επιμονή και το πάθος που τον χαρα κτήριζε στη δουλειά του, υιοθετούσε και επεξεργαζόταν με αμείωτη πίστη τα συμπερά σματα «κορυφαίων ερευνητών»: του «μεγαλο φυούς» J.J. Bachofen, που πρώτος «ξεχώρισε» με «θαυμαστή διεισδυτικότητα» το μητριαρχικό σύστημα «μέσα από τα νεφελώματα του μύθου και της παράδοσης των αρχαίων λαών», και μας το παρουσίασε στο «μέγα έργο» του Το Μητρικό Δίκαιο. Έρευνα στη Γνναικοκρατία τον Αρχαί ου Κόσμον κατά τη θρησκευτική και νομική της
Μ
1. Πρ6., π.χ. το κεφάλαιο «Μητριαρχία» στο βιβλίο του Η Καταγωγή των θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών. Κεφάλαια της κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων και των άλλων λαών, Αθήνα 1951. 2. Das Mutterrecht. Eine Vntersuchung iiber die Gynaikokratie der alien Welt nach ihrer religiosen und rechtlichen Natur, Βα σιλεία, 1861. To έργο επανεκδόθηκε το 1948 από τον Κ. Meuli, ως δεύτερος (II) και τρίτος (III) τόμος των Απάντων του Bachofen (Gesammelte Werke). 3. Ancient Society o f Researches in the Lines o f Human Progress
φύση2 -του L.N. Morgan, ο οποίος μελέτησε, «ανάμεσα σε βορειοαμερικανούς ιθαγενείς, ζων τανό το σύστημα της κοινωνικής οργάνωσης που ανακάλυψε ο Bachofen μέσα από την παράδοση των Αρχαίων»3- του R. Briffault, στον οποίον οφείλεται «η γενική θεώρηση των εθνολογικών δεδομένων»4 -του G. Thomson, που αναζήτησε «τους μητριαρχικούς λαούς του Αιγαίου», καθώς και τις «μητριαρχικές επιβιώσεις» στον αρχαίο ελληνικό χώρο.5 Μια κριτική και διεξοδική διερεύνηση αυτού from Savagery through Barbarism to Civilization, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1877. Το έργο επανεκδόθηκε το 1964 με εισαγωγή και επιμέλεια του L.A. White. 4. The Mothers. A Study of the Origins o f Sentiments and Insti tutions, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 1927, 3 τόμοι (επανατύπωση, 1952). 5. Studies in Ancient Greek Society: Vol. I: The Prehistoric Ae gean, Λονδίνο, 1949, 3η έκδ. 1961. Ελληνική μετάφραση από τον Γ. Βιστάκη, με θεώρηση και επιμέλεια του Παναγή Λεκατσά: Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία. Το Προϊστορικά Αιγαίο (Εκδ. Ινστ. Αθ.), Αθήνα, 1958-1959.
αφιερωμα/43 σύνθετο»- μια πορεία που αγνοεί τα πισωγυρίσματα της ιστορίας, τα άλματα, την πολυμορφία των κοινωνικών δομών, τη συνύπαρξη διαφορε τικών επιπέδων. «Επειδή τα στάδια της κοινωνι κής προϊστορίας είναι κ ’ ορισμένα κ’ οικουμενι κά, οι δοξασίες, οι θρησκευτικές ιδέες, τα έθιμα κ’ οι θεσμοί, είναι τα ίδια σ’ όλους τους λαούς και μοναχά στις ιδιομορφίες τους κι από τη φά ση της εξέλιξής τους παραλλάζουν» -έγραφε ο Παναγής Λεκατσάς προς τον «αναγνώστη», στον πρόλογο της Καταγωγής των Θεσμών (υπογράμ μιση δική μου). Η «Μητριαρχία» αποτελεί λοι πόν έναν από τους αναγκαίους και πρώτους σταθμούς σε αυτή τη μονόδρομη και ομοιόμορφη όδευση των λαών. Κι όπου δεν είναι δυνατόν να τη διαπιστώσουμε «ατόφια», μπορούμε τουλάχι στον να τη συμπεράνουμε χάρη στις «μητριαρχι κές επιβιώσεις», στα απολιθωμένα αποτυπώματα που άφησε στα επόμενα στάδια. Μπορούμε κυ-, ρίως να την αποκρυπτογραφήσουμε μέσα από τους μύθους, που λειτουργούν -σύμφωνα πάντα με τους θεωρητικούς της «Μητριαρχίας»- ως ιστορική μνήμη κι αντανάκλαση της πραγματικό τητας, ως «τελείως αξιόπιστη ιστορική πηγή» (Bachofen, Das Mutterrecht.., II, σελ. 13). Αυτοί οι μύθοι-καθρέφτες, που αντιγράφουν απλώς τα βήματα της ιστορίας, για να τα υπενθυμίζουν αργότερα στις επερχόμενες γενιές, «στορίζουνε» «μ’ ολόισια τη γλώσσα και με θαυμαστή για μας συνέπεια» το μητριαρχικό σύστημα, καθώς και τη σύγκρουσή του με την ισχυρότερη τελικά Πα τριαρχία (Λεκατσάς, Η Μητριαρχία, 1970, σελ. 59). ΤΗ δεύτερη ενότητα, η κριτική ανάλυση μπορεί να εξετάσει τα στοιχεία που «βε βαιώνουν» -κατά τον Παναγή Λεκατσά και άλ λους οπαδούς της «Μητριαρχίας»- την ύπαρξη ή την επιβίωση ενός τέτοιου συστήματος ανάμεσα στους «Προέλληνες», στους «εξωελλαδικούς» λαούς, ή στα «ελληνικά φύλα». Θα χρειαστεί έτσι να επισημανθούν και να συζητηθούν τα ερ μηνευτικά εκείνα σχήματα, τα οποία6: 1) Θέσπισαν μιαν «αιγαιακή Μητριαρχία» και ανακάλυψαν «μητριαρχικά νόμιμα» στη Μινωική Κρήτη, στην Αρχαία Αίγυπτο, στους Λυδούς, στους Κάρες, στους Λυκίους, ή σε άλλους λαούς του αιγαιακού χώρου. 2) 'Εσπασαν τη γενική και ακαθόριστη κατη γορία μιας Μεγάλης Θεάς (ή Μητέρας-Θεάς), που «αφεντεύει αμετακίνητη» τις μητριαρχικές κοινωνίες, και που αφήνει κληρονομιά στον πα τριαρχικό κόσμο κάποιες μορφές-αντίγραφά της: τη Ρέα, την Ευρώπη, την Αριάδνη, τη Δήμητρα, την Άρτεμη, την Αθηνά, την Ή ρα κλπ. Θεότη
Σ
του «μητριαρχικού συστήματος», έτσι όπως πα ρουσιάζεται μέσα από την πληθωρική γραφή του Παναγή Λεκατσά, θα μπορούσε να διαρθρωθεί σε δύο βασικές ενότητες: Στην πρώτη ενότητα, πρέπει κανείς να εξετά σει τις απόψεις του Παναγή Λεκατσά, εντάσσοντάς τες σε ένα ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, σε μια γενικότερη θεωρητική κατεύθυνση που κυ ριάρχησε ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, και που εξα κολούθησε να επηρεάζει ορισμένους μελετητές του 20ού. Ο Παναγής Λεκατσάς έμεινε πάντα πι στός στις θεωρητικές αποκρυσταλλώσεις αυτού του ρεύματος, που υποστήριζε τη μονογραμμική εξέλιξη της ανθρωπότητας και προσπαθούσε να συμπιέσει όλες τις κοινωνίες στο προκρούστειο σχήμα μιας ευθύγραμμης και αναγκαίας πο ρείας, η οποία περνάει νομοτελειακά από το ένα στάδιο στο άλλο, βαδίζοντας σταθερά από την «αγριότητα» στον «πολιτισμό», από το «κατώτε ρο» στο «ανώτερο», από το «πιο απλό» στο «πιο
6. Περιορίζομαι εδώ να αναφέρω τέσσερα μόνο βασικά θέμα τα, που επανέρχονται με ιδιαίτερη συχνότητα και επιμονή στα κείμενα των υποστηρικτών της «Μητριαρχίας».
44/αφιερωμα τες δίχως «προσωπική», θα λέγαμε, οντότητα και ιστορία, οι οποίες ζουν και λειτουργούν σε σχέ ση και σε αναφορά πάντα με το αρχικό «μη τριαρχικό» πρότυπο -πηγή και αιτία της ύπαρ ξής τους. 3) Αναζήτησαν «απομεινάρια της αρχαίας μη τριαρχικής κοινωνίας» και θεώρησαν ότι τα βρή καν στο ομηρικό έπος, στη δωρική Κρήτη, στη Σπάρτη, στην αιολική Λέσβο, στην Αττική, ανά μεσα στους Λοκρούς ή στους Αιτωλούς. Μια «ανακάλυψη», που στηρίχθηκε συχνά σε μιαν αναπόδεικτη και λαθεμένη επιστημονικά εξίσω ση: μητρωνυμία=μητρογραμμικό σύστημα συγγενείας=Μητριαρχία. 4) Εξήγησαν την αισχυλική Ορέστεια ως το «μεγάλο ιστορικό μνημείο», που μας περιγράφει την «άγρια σύγκρουση» ανάμεσα στην παλιά μη τριαρχική τάξη και στην αναδυόμενη πατριαρχι κή, καθώς και την οριστική νίκη του «δυνάστη Πατέρα». Ο χώρος δεν μου επιτρέπει έναν τέτοιο διεξο δικό «λόγο και αντίλογο», μια πολυδιάστατη κριτική αντιπαράθεση, που θα μπορούσε να τεκ μηριώσει αντιρρήσεις και διαφωνίες, χωρίς να μειώσει το σεβασμό προς τη σπάνια ευρυμά θεια, τον διανοητικό μόχθο, την ακαταπόνητη εργατικότητα του Παναγή Λεκατσά. Θα περιο ριστώ έτσι σε ορισμένους προβληματισμούς και σε κάποιες σκέψεις. Γράφοντας, όχι τόσο για τους ειδικούς, όσο για να απαντήσει στις ανησυχίες «ενός Κοινού», που ενδιαφέρεται για «τα προβλήματα της ιστο ρίας του πολιτισμού» και διψά «για την αυτο γνωσία» (Η Καταγωγή των Θεσμών, «Χαιρετι σμός στον αναγνώστη»), ο Παναγής Λεκατσάς έκρινε ίσως ανώφελη και κουραστική για το «ανειδίκευτο» Κοινό την παράθεση και την αντί κρουση των αντιθέτων απόψεων -απόψεις, τις οποίες δέν έπαυσαν να διατυπώνουν και να ανα πτύσσουν πολλοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι, κα θώς και μελετητές του Αρχαίου Κόσμου. Έτσι όμως δίνεται η εντύπωση ότι η «μητριαρχική κα τασκευή», που οικοδόμησε ο Bachofen το 1861, άντεξε στο χρόνο και μένει πάντα ακλόνητη. Γράφει ο Παναγής Λεκατσάς στο βιβλίο του Η Μητριαρχία, το 1970 (σελ. 21): «Η ανάπτυξη, στο μεταξύ, των εθνολογικών ερευνών ανακάλυ πτε το σύστημα τούτο [δηλ. το μητριαρχικό] ανά μεσα στους μισούς, πάνω-κάτω, λαούς του απο λίτιστου κόσμου... Η αξίωση του Bachofen πως στο σύστημα τούτο βρίσκουμε ένα στάδιο της κοινωνικής ιστορίας του Ανθρώπου, πρωτίτερο από το πατριαρχικό, αλήθεψε πέρα για πέρα».
ΤΑ πλαίσια μιας τέτοιας προβληματικής, τι θέση μπορεί να έχει σήμερα η θεωρία περί «Μητριαρχίας»; Νομίζω ότι εξακολουθεί να πα ρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά από ιστοριογραφι κή πλέον σκοπιά. Πώς γεννήθηκε αυτή η θεωρία, πώς αναπτύχθηκε και ποιους επηρέασε; Ποιοι
7. Είτε πρόκειται για «επικυριαρχία» των γυναικών στα πλαί σια του οίκου ή της κοινωνίας γενικότερα, είτε πρόκειται για «μιας λογής ηγεμονία των Μητέρων», όπως σημειώνει, καμιά φορά, ο Παναγής Λεκατσάς (πρβ. Η Μητριαρχία, 1970, σελ. 22). 8. Η «Μητριαρχία» εξακολουθεί πάντως ακόμη να σαγηνεύει
τη φαντασία, όπως φαίνεται από μια δημοσιογραφική πα ραφιλολογία που τροφοδοτεί, κατά καιρούς, μερικά περιο δικά «ευρείας» κυκλοφορίας, καθώς και από τα «μανιφέ στα» ορισμένων φεμινιστικών κινημάτων και ομάδων (κυ ρίως στην Αμερική και στην Αγγλία). Αυτό όμως είναι μια άλλη, εξίσου ενδιαφέρουσα, ιστορία!
Αλλά ποιες είναι αυτές οι «εθνολογικές έρευ νες»; Πρόκειται για έρευνες, των οποίων «τα δε δομένα τα συγκεντρώνει σήμερα το μνημειακό έργο του Briffault (The Mothers, 1927) που “σά ρωσε” κυριολεκτικά, και γενικές και μερικές αν τιλογίες» (Λεκατσάς, όπ. παρ., υπογράμμιση δι κή μου). Ανάμεσα όμως στο 1927 και στο 1970 (για να αναφερθούμε μόνο σε αυτά τα 40 περί που χρόνια), η εθνογραφία, η κοινωνική ανθρω πολογία, η μελέτη των αρχαίων κοινωνιών, έκα ναν τεράστια ποιοτικά άλματα στα θέματα κυ ρίως της κοινωνικής οργάνωσης, της ανάλυσης των μύθων και των συμβολικών παραστάσεων, των διαφόρων συστημάτων συγγένειας και κατα μερισμού εργασίας, των αρκετά πολύμορφων σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα, έτσι όπως οι σχέσεις αυτές εκφράζονται όχι μόνο στο συγκε κριμένο επίπεδο μιας κοινωνίας, αλλά και μέσα από τις νοητικές κατηγορίες του «αρσενικού» και του «θηλυκού». Το ζήτημα που απασχολεί τους ερευνητές εδώ και μερικά χρόνια δεν αφο ρά κάποια υποθετική υπεροχή' του γυναικείου φύλου στις «χαραυγές» της ανθρώπινης ιστορίας -υπόθεση, την οποία διέψευσε εξάλλου μια συνθετικότερη, μεθοδικότερη και πιο σφαιρική ανά λυση και μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.78 Το ζήτημα είναι πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε τη σχέση της κοινωνικής ανισότητας ή ασυμμετρίας ανάμεσα στα δύο φύλα, μια σχέση που έχει δια πιστωθεί -τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομέ να- στις αρχαίες και στις έως τώρα εξερευνημένες κοινωνίες, μια σχέση που, σε μικρότερο ή με γαλύτερο βαθμό, αποβαίνει σε βάρος του γυναι κείου πληθυσμού -κ ι αυτό ανεξάρτητα από την κατά τόπους και χρόνο μορφή των κοινωνικο οικονομικών δομών. Το πρόβλημα επίσης είναι να καταλάβουμε πώς είδε, πώς βλέπει, ένα κοι νωνικό σύνολο αυτές τις σχέσεις, πώς συλλαμβά νει, με τις δικές του κατηγορίες, τον ανταγωνι σμό των δύο φύλων, πώς διαρθρώνεται ο αντρι κός κυρίως λόγος γύρω από αυτό το άλλο «μι σό», αυτό το όλώιον γένος των γυναικών, όπως θα πει ο Ησίοδος στη Θεογονία (στ. 591), αυτό το κίδδηλον κακόν που επέβαλε ο Δίας στους ανθρώπους, όπως θα φωνάξει όλος οργή ο Ιππό λυτος, στη φερώνυμη τραγωδία (στ. 616 κ,εξ.).
Σ
αφιερωμα/45 είναι, στην πραγματικότητα, οι εμπνευστές και οι υποστηρικτές της -και κυρίως ο «γεννήτορας» της, ο Bachofen- ποια ιδεολογικά και θεωρητικά ρεύματα τους προσδιόρισαν, ποιες προκαταλή ψεις ή επικυρίαρχοι τρόποι σκέψης καθόρισαν τη στάση τους απέναντι στο ανθρωπολογικό ζή τημα των δύο φύλων; Πώς παρουσιάζεται, αλή θεια, το θηλυκό στοιχείο μέσα στά κείμενά τους, πώς πλάθεται η εικόνα της γυναίκας μέσα από τα έργα τους; Ως προς το τελευταίο αυτό ερώτημα, η συλλο γιστική του Bachofen, του πρωτεργάτη της «μη τριαρχικής» τάξης, είναι πράγματι αποκαλυπτι κή, κι ας μου επιτραπεί να επιμείνω λίγο σε αυτό το σημείο, γιατί συνέβαλε αρκετά -όπως μπορεί να δείξει μια διεξοδική ανάλυση- στην οικοδό μηση του «μητριαρχικού πιστεύω». Ολόκληρη σχεδόν η θεωρητική κατασκευή του Bachofen στηρίζεται σε ορισμένα χαρακτηριστι κά που αποδίδει στο γυναικείο φύλο, χαρακτη ριστικά που το διαφορίζουν από το αντρικό, που εξηγούν, σε τελευταία ανάλυση, την κατωτερότητά του και αιτιολογούν την τελική του ήττα. Πιστεύοντας ότι η μητρότητα αποτελεί τη βασική λειτουργία και αποστολή αυτού του φύλου, ο Bachofen τοποθετεί την εξουσιαστική γυναικεία μορφή στις πρωταρχές της ανθρωπότητας, και την επιφορτίζει με ένα ύψιστο καθήκον: να κα θοδηγήσει, ως Μάνα, τα πρώτα βήματα του αν θρώπου, όσο αυτός παραμένει ακόμη δέσμιος μιας «υλικής καθαρά ζωής». «Η Γυναικοκρατία» -γράφει- «είναι αναγκαία για την ανατροφή του Ανθρώπου, και κυρίως του Αντρός». Ό πω ς η μητέρα διαπαιδαγωγεί, στην αρχή, τα παιδιά της, έτσι και η Γυναίκα χειραγωγεί τους λαούς κατά τη νηπιακή τους ηλικία. «Ο Άντρας πρέ πει πρώτα να υπηρετήσει, πριν φτάσει στην εξουσία», πριν αναλάβει τα ηνία του ανθρώπι νου γένους για να δημιουργήσει το βασίλειο των ιδεών, τις ανώτερες πολιτισμικές αξίες, το «ύψι στο στάδιο του πνευματικού, κάθαρά, πατρικού δικαίου» (Das Mutterrecht, II, σελ. 123, 129). Πράγματι, η γυναίκα, λέει πάντα ο Bachofen, βρίσκεται στην ακμή της εξουσίας της κατά τις πρώτες φάσεις του κοινωνικού βίου, γιατί απο τελεί ακριβώς το υλικό στοιχείο, το δεμένο ακό μη με τη γη και τη φύση, και όχι την πολιτισμική αρχή που εκπροσωπεί ο άντρας. «Η πολιτισμική άνοδος δεν είναι ευνοϊκή για τη γυναίκα, η οποία βρίσκεται στην πλήρη της άνθιση κατά τις “βαρβαρικές” λεγάμενες περιόδους· οι μεταγενέ στερες εποχές έθαψαν τη Γυναικοκρατία, έβλα ψαν τη σωματική ομορφιά της» (II, σελ. 249). Γιατί η γυναίκα δεν είναι μόνο φύση, ύλη, γήινο πλάσμα· είναι και αιθέρια ύπαρξη, προικισμένη με μιαν άμεμπτη ομορφιά, που εμπνέει στους ά ντρες παλικαρίσιες και ιπποτικές πράξεις. Είναι επίσης και αγνή, αξιοπρεπής και θεοσεβούμενη,
και όλα αυτά τα προτερήματα ήταν αρκετά για να ξυπνήσουν τον έρωτα πολλών θεών για τέ τοιες προικισμένες θνητές (II, σελ. 24-27, 102). Η γυναικεία όμως φύση είναι και βαθιά θρη σκευτική, γιατί η γυναίκα βρίσκεται πιο κοντά στο θεϊκό στοιχείο, και αντιλαμβάνεται καλύτε ρα από τον άντρα τη βούληση των θεών (II, σελ. 124). Τείνει περισσότερο προς το υπερφυσικό, το άλογο, το ποιητικό, το θαυμάσιο, γι’ αυτό και η γυναίκα έπαιξε τον πιο ενεργητικό ρόλο στην εξάπλωση των θρησκειών, στην ανάπτυξη των μυστηρίων και της μαντικής, στη διατήρηση των ιερουργιών (II, σελ. 27 κ.εξ.). Η γυναικεία πά ντως φύση έχει και μιαν άλλη, αρνητική πλευρά. Μια πλευρά αμφίσημη, επικίνδυνη, εκδικητική, δεμένη με την αγριότητα του θανάτου, με το επί φοβο σκοτάδι της νύχτας, παρόμοιο με το έρεβος της γυναικείας μήτρας. Η γυναίκα δεν είναι μό νο χορηγός ζωής, είναι και δότειρα θανάτου. Γι’ αυτό -υποστηρίζει ο Bachofen- κατά το μη τριαρχικό στάδιο, η θρησκεία εξύψωσε το φεγ γάρι αντί για τον ήλιο, τόνισε περισσότερο τη σκοτεινή πλευρά του θανάτου σε βάρος της φω τεινής πλευράς της ζωής, προτίμησε το θρήνο αντί για τη χαρά, τον νεκρό αντί για τον ζωντα νό (II, σελ. 17-18). Η ανθρωπότητα όμως δεν μπορούσε να πορεύεται αιώνια δεμένη με αυτή την υλική γυναικεία αρχή. Ήρθε κάποια στιγμή που ο άντρας αποσπάστηκε, απελευθερώθηκε από τα δεσμά της Μάνας, αποσυνδέθηκε από τη σκοτεινή ύλη από όπου βγήκε, και υψώθηκε στα φωτεινά ουράνια μιας αθάνατης, άυλης ζωής, στην καθαρότητα μιας πνευματικής, πατρικής αρχής. Η άνοδος στην εξουσία του αρσενικού εγκαινιάζει το ουράνιο, φωτεινό και απολλώνιο στάδιο της αντρικής πνευματικότητας, όπου κυ ριαρχεί, ως σύμβολο, ο ήλιος, η αμετάβλητη αυ τή πηγή φωτός, καθώς και ο ηλιακός ήρωας,
46/αφιερωμα στον οποίο υποτάσσεται τελικά το θηλυκό, ανα γνωρίζοντας έτσι τη μεγαλύτερη δύναμη και ομορφιά του (II, σελ. 98 κ.εξ.). τσι, φράση με φράση, σελίδα με σελίδα, ο πρώτος θεωρητικός της μητριαρχίας γίνεται στην πραγματικότητα ο πιο ένθερμος υποστηρικτής της «ανώτερης πατριαρχίας». Ο Bachofen εμπνέεται βέβαια και από ένα ολόκληρο ρομαν τικό πνεύμα της εποχής του, που είδε τη γυναίκα σαν άγγελο και ταυτόχρονα σαν δαίμονα. Για τον φαντασιακό κόσμο των αντρών της εποχής αυτής, η γυναίκα είναι η θρησκεία, η μήτρα, η Μάνα του κόσμου και της οικογένειας, η ειρηνι κή σιγουριά του σπιτιού, η μυστική συνομιλή τρια της φύσης· είναι πηγή καλοσύνης, ομορ φιάς, χάρης κι ερωτικής θηλυκότητας, δημιουρ γική μούσα της αντρικής έμπνευσης, απαραίτητη παρουσία για να γίνει ο άντρας ακόμη πιο μεγά λος. Ταυτόχρονα όμως, είναι και σκοτεινή μά γισσα, πλάσμα δολερό και πονηρό, επικίνδυνο μείγμα δύναμης και αδυναμίας, ενσάρκωση του κακού, οπαδός του Διαβόλου, πηγή αμαρτίας και τιμωρίας. Ο Bachofen δεν χρειάστηκε έτσι να αναζητήσει πολύ μακριά τα στοιχεία εκείνα που τον βοήθησαν να συνθέσει την εικόνα της μητριαρχικής του γυναίκας... Πλάθοντας με τό ση, αλήθεια, δεξιοτεχνία και ποιητικό λυρισμό τον «μύθο της Μητριαρχίας», θέσπισε μια μακρι νή γυναικεία εξουσία, που χάνεται σε κάποια θολά βάθη της ανθρώπινης πορείας, και που χρησιμεύει, στην πραγματικότητα, ως σύντομος πρόλογος στην τελική εξύψωση της αντρικής δη μιουργικής φύσης, πάνω από τους νόμους και τα δεσμά της υλικής ζωής. Πολλοί βέβαια συνεχιστές του Bachofen δεν τον ακολούθησαν σε τέτοιου είδους κρίσεις και «εξάρσεις». Ο Παναγής Λεκατσάς μιλάει μάλι στα για τα πολλά «ελαττώματά του», που «είναι της εποχής, [και] όχι δικά του», και λυπάται που ο «μυστικιστικός ρωμαντισμός κ’ η πατριαρχική νοοτροπία του ευρετή» του Μητριαρχικού Συ στήματος «βάρυναν» το σύστημα αυτό με «πολ λή... δυσπιστία» (Η Μητριαρχία, 1970, σελ. 2021). Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπει από τα κείμενά του μια μεταφυσική, θα έλεγα, διάσταση του προσώπου της «Μάνας», μια λυρική εξύμνηση της γυναικείας μορφής, ως «γεννήτρας των παι διών», ως Μητριαρχικής Αφέντρας, που τη δια κρίνουν «η ορθοφροσύνη..., το πάθος της αφο σίωσης κ’ η αυτοθυσία της, οι μεγαλειακοί αυτοί καρποί του μητρικού της φυσικού» (όπ.παρ, σελ. 37-38). Αυτή η κυρίαρχη Μάνα, που την οπλίζει η «ακατανίκητη δύναμη των μητρικών αισθημά των της», και την περιβάλλει η «μυστηριακότητα... της Αναπαραγωγής», πρωτοστατεί «στη διαχείριση της Γονιμικής Μαγείας και στη δια μόρφωση της Θρησκείας» (όπ.παρ, σελ. 36-37).
Ε
Χάρη σε αυτή τη «μυστηριακή γεννητική λει τουργία της» και στον στενό της σύνδεσμο με τη θρησκεία, η γυναίκα παίρνει έναν «χαρακτήρα αγιότητας, και σε κάθε περίσταση, σα μάνα, σα γυναίκα, σαν κόρη, σαν αδερφή, ο άντρας μ’ ετούτο το φωτοστέφανο τήνε βλέπει». Και όλη αυτή η αγιότητα «κορυφώνεται τέλος στην ιδιό τητα της μάνας», λέει ο Παναγής Λεκατσάς στην Καταγωγή των Θεσμών, για να καταλήξει: «Κι αληθινά, σε καμιά περίοδο του πολιτισμού η γυ ναίκα σα μάνα δε στήθηκε σ’ αψηλότερο σκαλί, και σε καμιάν άλλη περίοδο η φυσική της πρω τοβουλίας, της νοημοσύνης, της ηγετικής ικανό τητάς της και του φίλτρου της υπεροχή δεν κυ βέρνησε πιο ουσιαστικά και πιο ευεργετικά τη ζωή των ανθρώπων» (σελ. 159). Εκπληρώνοντας έτσι στην εντέλεια τον μητριαρχικό της ρόλο, η Γυναίκα-Μητέρα επιδίδεται στη «χειραγώγηση του νηπιακού ακόμη Αρσενικού»: Ό πω ς το άτο μο στην παιδική ηλικία του, έτσι και στη μυριόχρονη παιδική ηλικία τους οι λαοί χρειάζεται να χειραγωγηθούν από τη Μάνα, που γύρω της και σχηματίζεται η κοινωνία» (Η Μητριαρχία, 1970, σελ. 37). ΜΑΝΑ όμως δεν περιορίζεται μόνο σε αυ τό το ύψιστο καθήκον, κατά την απόμακρη εκείνη εποχή. Παράλληλα με τα «μητρικά της χρέη», που την κρατούν «στην προσωρινή ή μό νιμη εγκατάσταση» -ενώ ο άντρας λείπει συνε χώς στο κυνήγι και στον πόλεμο-, η γυναίκα εφευρίσκει και ασχολείται με παντός είδους βιο τεχνίες: από την καλαθοπλεκτική και την αγ γειοπλαστική, έως τη χαρακτική και τη ζωγρα φική (όπ.παρ., σελ. 49)/ Αναπτύσσοντας έτσι όλες αυτές τις «βιοσυντηρητικές δραστηριότη τες», οι Γυναίκες-Μάνες «καταθέτουν... τα θεμε λιακά στοιχεία του Πολιτισμού». Αλλά ο χρόνος της προνομιακής παρουσίας τους φτάνει πια στο τέλος του. Αυτά τα πρώτα «στοιχεία», που πα ρέχει στον πολιτισμό το γυναικείο φύλο -ενώ ακόμη το Αρσενικό προσπαθεί να σταθεί καλά στα πόδια του- θα τα αναπτύξουν αργότερα «στα μεγαλειακά κατορθώματά τους οι άντρες», χάρη στην «τόλμη τους... τη λογική μέθοδο και τη δημιουργική φαντασία τους» (όπ.παρ., σελ. 37, 50, 53). Εξορισμένη σε κάποιο ομιχλώδες, πρωτόγονο, ανεπίστρεπτο παρελθόν, όπου της επιτρέπεται να ασκεί την υπεροχή της, έως τη στιγμή που θα αντρωθεί το αρσενικό φύλο (αυτή η ανώτερη πο λιτισμική παρουσία), η Μητριαρχική Γυναίκα δεν παύει να καλλιεργεί το μύθο της, έναν μύθο που τον πλάθει και τον εκτρέφει κυρίως ο αντρι κός λόγος.
Η
-----9.
□
Δεν εξετάζουμε βέβαια εδώ κατά πόσο ισχύει, για τη σύγ χρονη κοινωνική ανθρωπολογία, ο αποκλειστικά «γυναι κείος» χαρακτήρας αυτών των έργων.
αφιερω μα/47
Χρηστός Μπουλώτης
Ο Λαβύρινθος
Α π ’ το δημοτικό τραγούδι στις πανάρχαιες ιερουργίες ..β α θύ ...π ο ν λ ί ...χιμώ ... λαβή... τν φ λ ή ... λαβώ ... λ α β __λα ... .. βύρινθος... ά λ φ α ... β ήτα ... γά μ α ... δ έλ τα ... Γ. Σεφέρη, «Αριάδνη»
Σ
ΤΗ δυτική σκέψη το άκουσμα του Λαβύρινθου-ζωντανού λ.χ. στον έντεχνο και καθημε ρινό μας λόγο, σε ποικίλες εικαστικές διατυπώ σεις, στα παιδικά παιχνίδια και στη μιμητική παραδοσιακών χορών -παραπέμπει κατευθείαν στην Κρήτη του Μίνωα μέσα απ’ τον πολυγνώριμο αττικό μύθο του Θησέα. Το αν, και σε τι βαθ μό προβάλλονται στο σχετικό μύθο μνήμες του αιγαικού προϊστορικού υποστρώματος κι ακόμη πώς θα πρέπει να νοηθεί ο κρητικός Λαβύριν θος, έδωσαν και δίνουν λαβή σε θεωρίες αντικρουόμενες.1 Στις συναφείς ερμηνευτικές δυσκο λίες, ακόμη οξύτερες στην απόπειρα για μια συν θετική θεώρηση του θέματος, δεν καθρεφτίζεται η δική μας ανεπάρκεια. Είναι ο ίδιος ο Λαβύριν θος που αντιστέκεται καταπίνοντας στις δαιδαλώδεις περιελίξεις του τους μελετητές, αφού ως σύμβολο / ιδέα καταχωρημένο στη συλλογική συ νείδηση έχει την ηλικία πολλών χιλιάδων χρόνων 1. Για συστηματική συγκέντρωση των αρχαίων πη γών, του εικονιστικού υλικού και για κριτική πα ρουσίαση των θέσεων μέχρι το 1924 γύρω απ’ το θέμα του Λαβύρινθου 6λ. REXII 1 (1924), 312-326. 2. Πινακίδες: α) Kn Xd 140 (1), β) Kn Gg 702 (2), γ) Κη Oa 745 [+] 7374 (2). Βλ. G6rard-Rousseau, 5658, λ. Dapu2ritojo, και Godart στη δική μας βι βλιογραφική προσθήκη. 3. Πινακίδα: ΡΥ Cn 1287. Μ. Lang, AJA 62 (1958), 175-191, πίν. 46. J.L. Heller, A Labyrith from Py-
Γωνιακός Λαβύρινθος χαραγμένος σε πήλινη πινακίδα απ' το μυκηναϊκό ανά* " * ° ">ς Πνλου
με συνακόλουθες πολυσημία και ιζηματική επι κάλυψη του αρχέτυπου, εννοιολογικές μετατοπί σεις και μεταπτώσεις. Στη λαβυρινθική πάντως αλυσίδα ο κρητικός Λαβύρινθος είναι χωρίς άλ λο ο ισχυρότερος κρίκος, όχι όμως κι ο παλιότερος. Προοιμιακά ας σημειώσουμε εδώ τη σχετικά πρόσφατη «αυτοαποκάλυψή» του στον καθαρά κρητομυκηναϊκό ορίζοντα με τη μορφή λ ό γ ο υ απ’ τη μια (βλ. λέξη DA-PU2-RI-TO/ JO = Λα βύρινθος / -ου, τρεις φορές σε πινακίδες Γραμμι κής Β γραφής απ’ την Κωνσό)2 ε ι κ ό ν α ς απ’ την άλλη {βλ. π.χ. ορθογώνιο λαβυρινθικό χά ραγμα σε πινακίδα Γραμμικής Β απ’ την Πύλο).3 Το κέρδος απ’ το απτό αυτό στίγμα του Λαβύ ρινθου στην εν λόγω εποχή δεν είναι μικρό, μια κι απ’ εδώ εξακτινώνεται, ως φαίνεται, στο με γαλύτερο μέρος της η λαβυρινθική πολυσημία άλλοτε άμεσα και φανερά κι άλλοτε συγκαλυμμέ να στη διαχρονική της πορεία μέσα από τέχνη los?, AJA 65 (1961), 57-62. Απ’ τη μινωική Κρήτη έχουν σωθεί λαβυρινθικά σχεδιάσματα διαφόρων τύπων σε σφραγίδες προανακτορικών ήδη χρόνων (π.χ. CMSI 60, 351, 456), A. Evans, ΡΜΙ (1921), 121-122, 356-359, εικ. 90,260. Βλ. και λαβυρινθικά σχεδιάσματα ορθογώνιου τύπου ζωγραφισμένα σε δάπεδο του ανακτόρου της Φαιστού - D. Levi, Festds e la civilta minoica (1976), τομ. πιν. I (2), LXXXV b - και σε τοιχογραφία της Κνωσού, Evans ο.π. εικ. 259.
48/αφιερωμα κυρίως και θρησκεία. Τις συγκαλυμμένες ακριβώς πτυχές του Λαβύ ρινθου επιχείρησε να ξεδιπλώσει κι ο Λεκατσάς στο αρθρωμένο σε επτά μικρά κεφάλαια ομώνυ μο βιβλίο του, που είχε εξαγγελθεί όσο ακόμη ζούσε, τυπώθηκε όμως το 1973 με την επιμέλεια της γυναίκας του Εύας Βλάμη και με προσθήκη Ευρετηρίου απ’ τον Αντρέα Λεντάκη. Στην πα ρουσίαση του «Λαβύρινθου», που ακολουθεί εδώ,προτιμήσαμε να δώσουμε στο πρώτο μέρος (Λ) το περιεχόμενο περιληπτικά, κρατώντας συ νάμα χάρη σαφήνειας την αυτοτέλεια των κεφα λαίων, να εκθέσουμε δε στο δεύτερο (Β) συγκε ντρωμένα κάποια στοιχεία για μια πρώτη κριτι κή προσέγγισή του με γενικότερες αναφορές στο έργο του Λεκατσά.
m Σημείο εκκίνησης το πασίγνωστο, σε παρααπό 140 παραλλαγές σωζόμένο δημο I • πάνω τικό τραγούδι του Κάστρου της Ωριάς. Το περιε χόμενό του με δυο λόγια: Πεντάμορφη κόρη, η Ωριά, διαφεντεύει κάστρο άπαρτο. Πολύχρονη πολιορκία. Να πατήσει το κάστρο με δόλο ανα λαμβάνει ένας νέος ζητώντας ως αντάλλαγμα απ’ τους πολιορκητές την κόρη. Η κόρη τελικά ξεγιελιέται, ξαμπαρώνει την καστρόπορτα. Το κά στρο πέφτει, συνάμα θάνατος (αυτοκτονία) της κόρης. Η σχέση του τραγουδιού με το λαβυρινθικό κύκλο κάθε άλλο παρά εμφανής ήταν, αφού μά λιστα θεωρήθηκε τραγούδι ιστορικό για την άλωση του Αμορίου απ’ τους Άραβες το 838 μ.Χ.. «Πολλά τα κάστρα που σχετίζονται με το Τραγούδι, μα το Τραγούδι δε σχετίζεται με κα νένα. Δ ε μ ν η μ ο ν ε ύ ε ι π ε ρ ι σ τ α τ ι κ ό μα α ν α σ ώ ζ ε ι ένα Τ ύπο Μ υθ ο π λ α σ ί α ς » σημειώνει ενδεικτικά ο Λεκατσάς (σ. 11-12). Και λίγο παρακάτω: «...ο “Τύπος” της Μυθοπλασίας που ενσωματώνει το Τραγούδι κατεβαίνει από μιαν ιερουργία βαθύτατης αρχαιότητας: τη Λ α β υ ρ ι ν θ ι κ ή Ι ε ρ ο υ ρ γ ί α » . Οριοθετείται έτσι το πεδίο έρευνας με σταθερό ζητούμενο τη φυσιογνωμία της σχετικής ιερουργίας, την προβολή της στο μύθο και τη μεταλλαγή του τε λευταίου σε μήτρα για μια σειρά τύπους μυθο πλασίας μέχρι τον τύπο του δημοτικού τραγου διού (βλ. και τον επεξηγηματικό υπότιτλο του βιβλίου: Καταγωγή καί εξέλιξη ενός Τύπου ποιη τικής Μυθοπλασίας). Με τους καθαυτό λαβυρινθικούς αρμούς • του τραγουδιού καταπιάνεται ο Λεκα τσάς στο πέμπτο κυρίως κεφ. Πριν φτάσει όμως εκεί και για να ξεδιαλύνει τη Λαβυρινθική Ιε ρουργία είναι ανάγκη να πάρει θέση απέναντι στο πιο σκοτεινό ίσως σημείο της όλης Λαβυριν-
Π
θολογίας, τη μορφική υπόσταση του κρητικού Λαβύρινθου. Φως θα μπορούσε να ρίξει η ετυ μολογική ανάλυση. Οι συσχετίσεις όμως με τη λυδική λέξη λάβρυς (=πέλεκυς) -οπότε Λαβύ ρινθος θα σήμαινε χώρος / οίκος των διπλών πελέκεων- ή με την επίσης λυδική λέξη lap(i)risa και την λυκική labra με τις σημασίες λίθος / λίθι νος οίκος παραμένουν υποθετικές. Την πρώτη απ’ τις ετυμολογικές προτάσεις, που γνώρισε και τη μεγαλύτερη απήχηση μια και συσχετίσθηκε από τον Evans με το ανάτορο της Κνωσού ως οί κο των διπλών πελέκεων και συνάμα κτίσμα πο λυδαίδαλο, απορρίπτει ο Λεκατσάς στηριζόμενος και στις γνώμες άλλων μελετητών. Αντίθετα, υιοθετεί τη δεύτερη ετυμολογία (λίθος / λίθινος οίκος), που τη συνταιριάζει με την αρχετυπική μορφή του Λαβυρίνθου, το σπήλαιο όπως πι στεύεται. Στο μυθικό κρητικό Λαβύρινθο, δίνον τας χρονική προτεραιότητα στην Ιερουργία Δρώμενο έναντι του Μύθου, αναγνωρίζει ένα χοροστάσι κι ένα συναφή λαβυρινθικό χορό. Ας σημειιοθεί πως και τα δύο σκέλη της συλλογιστι κής αυτής είναι ερμηνευτικές προτάσεις διατυ πωμένες από καιρό. Απ’ τις αρχέγονες τώρα μυητικές τελετουργίες που τις διέπει ιδέα, συμ βολισμός και συμβατική παράσταση του σπηλαί ου, βλέπει να ξεπηδούν τρεις τύποι λαβυρινθι κών χορών: οι Μυητικοί, οι Ταφικοί ή Νεκρολατρικοί και τέλος « ο ι Χ ο ρ ο ί μιας Λ α β υ ρ ι ν θ ι κ ή ς Ι ε ρ ο υ ρ γ ί α ς , που οδηγά σε μια γονιμική ιεροπραξία.» (σ. 25-26). Στον τελευταίο τύ πο πέφτει κι ο κρητικός Λαβύρινθος σχεδιαστικός, με άλλα λόγια χοροστάσι πάνω σε σχέδιο λαβυρινθικό και ανάλογος χορός. Τα πολυάριθ μα λαβυρινθικά σχεδιάσματα απ’ τους κρητομυκηναϊκούς και μεταγενέστερους χρόνους, με τους σχεδιαστικούς Λαβύρινθους στα νομίσματα της Κνωσού σε πρώτη μοίρα, ευνοούν μια τέτοια ερ μηνευτική κατεύθυνση. Το κλειδί ωστόσο δίνουν οι περίφημοι στίχοι 590-592 του Σ' της Ιλιάδας, με τους οποίους περιγράφεται ένας χορός και συνάμα ένα χοροστάσι σαν κι αυτό που τεχνούργησε ο Δαίδαλος στην Κνωσό για την Αριάδνη. Τις λαβυρινθικές αναφορές των στίχων επιτεί νουν και επεξηγούν τα Σχόλια στην Ιλιάδα, αφού αναγνωρίζουν « κ υ κ λ ι κ ό χ ο ρ ό τ ο υ Θ η σ έ α κ α ι τ ω ν σ υ ν τ ρ ό φ ω ν τ ο υ σα β γή κ α ν ε γ λ υ τ ω μ έ ν ο ι από το Λ α β ύ ρ ι ν θ ο , χ ο ρ ό π ο υ π α ρ ά σ τ α ι ν ε , λένε, τη ν π ε ρ ι π λ ά ν η σ ή τ ο υ ς μέ σα στο Λ α β ύ ρ ι ν θ ο , κι ο Δ α ί δ α λ ο ς τ ο υ ς έ μ α θ ε ν α τ ο ν χ ο ρ ε ύ ο υ ν . » (σ. 18). Στον ίδιο τύπο πέφτει εξάλλου κι ο δηλιακός Γερανός («μίμημα των εν των Λαβυρίνθω περιόδων και διεξόδων»), που χόρεψε ο Θησέας με τους συ ντρόφους του στη Δήλο, κι ακόμη ο τελετουργι κός στην ουσία του ρωμαϊκός χορός/παιχνίδι Troja, που ο Βιργίλιος (Αιν. 580 κ.εξ.) τον πα
αφιερωμα/49 ρομοιάζει με τον κρητικό Λαβύρινθο. Σε μια μά λιστα αρχαϊκή οινοχόη, της Tragliatella, εκτός απ’ τους χορευτές και το ερωτικό σμίξιμο δυο ξευγαριών, παριστάνεται κι ένας Λαβύρινθος σχεδιαστικός με την επιγραφή Trvia (= Τροία), δηλωτικός προφανώς της περίπλοκης χορευτικής πορείας που έπρεπε να ακολουθηθεί. Ανάλογα στοιχεία εντοπίζονται τέλος σε λαβυρινθικά χο ροστάσια του Βορρά. Επισημαίνοντας τα στερεότυπα δομικά • στοιχεία των λαβυρινθικών χορών προ βαίνει ο Λεκατσάς στη σύνδεσή τους με το βαθύ τατης αρχαιότητας και πλατιάς διάδοσης «θρη σκευτικό σχήμα» του Ιερού Γάμου, στις δυο του εκδοχές, την επίγεια (Ιερογαμία / τελετουργικό δρώμενο) και τη μυθική του προβολή (Θεογαμία). Ο κεντρικός ρόλος της γυναικείας μορφής στους χορούς αυτούς -τόσο στον κρητικό, στο δηλιακό Γέρανο και στο χορό Troja πάνω στην ετρουσκική οινοχόη της Tragliatella, όσο και σε νεότερα παραδείγματα απ’ τη βόρεια Ευρώπηκαι το φθάσιμό της απ’ τους χορευτές μέσα από λαβυρινθικές κινήσεις προδικάζουν ένα σμίξιμο ερωτικό, εικονικό ή πραγματικό, με γονιμικές προεκτάσεις. «Είναι η ιερουργική ένωση του Κο ρυφαίου και της Κορυφαίας ανδρικών και γυ ναικείων θιάσων, του Βασιλιά και της Βασίλισ σας ύστερα, του Ιερέα, τέλος, και της Ιέρειας, του ίδιου πάντα βασιλιά (ανανέωση της μινωιπου ε ν σ α ρ κ ώ ν ο υ ν τ η ν ν τ ό π ι α μ ο ρ φ ή τ η ς Μ ε γ ά λ η ς Θ ε ά ς κ α ι τ ο υ α ρ σ ε ν ι κής βασιλείας κάθε εννιά χρόνια). κ ο ύ τ η ς σ υ ν τ ρ ό φ ο υ » (σ. 35). Ιδιαίτερη Με την ανίχνευση της Λαβυρινθικής βαρύτητα έχουν τα ιερογαμικά στοιχεία στο μύ • Ιερουργίας στο μύθο της επικής Τροίας θο Αριάδνης-Θησέα. Απ’ τη μια γιατί ιερουργία και σχετικός μύθος πλέκονται πρωταρχικά γύρω και στο γνωστό απ’ την Παλαιά Διαθήκη επεισό απ’ τον ίδιο το Λαβύρινθο. Απ’ την άλλη γιατί η διο της κατάληψης της Ιεριχώς πηγαίνει ο Λεκα Αριάδνη, όπως έχει από καιρό υποστηριχθεί, τσάς ένα ακόμη βήμα πιο πέρα. Το λαβυρινθικό πριν ξεπέσει σε μυθική βασιλοκόρη μετρούσε χορό Troja, με βάση φιλολογικές πηγές ρωμαϊ στις αιγαιακές φεγγαροθεές, που σαν τέτοιες κών χρόνων κι άλλες έμμεσες ενδείξεις, τον συ ρύθμιζαν τον κύκλο της βλάστησης. Μαζί με άλ σχετίζει με την ομώνυμη πόλη και την περιπε λους ερευνητές την ταυτίζει ο Λεκατσάς με την τειώδη της άλωση. Αναλογίες βλέπει και στον Dapuritojo Potinija, την Πότνια δηλ. του Λαβύ τρόπο κατάληψης της Ιεριχώς (σπάσιμο της μα ρινθου, μαρτυρημένη σε πινακίδα Γραμμικής Β γικής λαβυρινθικής προστασίας), που σε με γραφής (Kn Gg 702) απ’ το ανάκτορο της Κνω σαιωνικά χειρόγραφα απεικονίζεται σαν Λαβυ ρινθική Πολιτεία, ενώ στο όνομά της παράλληλα σού. μ’ αυτό της Τροίας δίνεται σε λαβυρινθικά χορο στάσια του Βορρά. Μέσα τώρα στις πολιορκούΣτη συνέχεια, επιχειρεί να δείξει πως ο Ιερός μενες πολιτείες ξεχωρίζουν οι μορφές της Ελένης Γάμος, όπως πραγματώνεται ύστερα απ’ τη Λα και της «πόρνης» Ραάβ (βλ. ιερή πορνεία), που βυρινθική Δοκιμασία, είναι στενά συνυφασμένος βοήθησε τους κατασκόπους του Ιησού του Ναυή με την ανανέωση της περιοδικής βασιλείας κι απ’ εκεί με το Θείο Δράμα. Με την ανάπτυξη της να βγουν απ’ την Ιεριχώ μ’ ένα σχοινί (πρβλ. μί πολιτικής εξουσίας και τη στερέωση της βασι το Αριάδνης για την έξοδο απ’ το Λαβύρινθο). Κι οι δυο ηρωίδες, όπως και στην περίπτωση της λείας ο θάνατος του παλιότερου βασιλιά (Μινώ Αριάδνης, είναι στο βάθος υποστάσεις κάποιας ταυρος / ταυρομορφική υπόσταση του βασιλιά) Μεγάλης Θεάς (Αφροδίτη / Αστάρτη) κι έχουν απ’ τον νέο διεκδικητή του θρόνου (Θησέας) και στον μύθο τους ευανάγνωστες αναφορές στον Ιε συνάμα υποψήφιου σύζυγου της βασιλοκόρης ρό Γάμο. Σύμφωνα μ’ έναν απόλυτο συσχετισμό (Αριάδνη / γυναικογραμμική βασιλεία) αποτρα«συμπαθείας» το πάρσιμο των πολιτειών / κά βιέται στους χώρους του μύθου για να αντικατασταθεί με την περιοδική επανάληψη της στέψης στρων σημαίνει και «πάρσιμο» των θεαινών /
Μ
50/αψιερωμα νη Λαβυρινθική Ιερουργία, τη συνδεόμενη με τη λατρεία της αιγαιακής θεάς Αριάδνης και την ανανέωση της Μαγικοθεϊκής Βασιλείας, προκύ πτει με τη στερέωση της τελευταίας ο Λαβυρινθι κός Μύθος. Σ’ αυτόν η Αριάδνη υποβαθμίζεται σε ηρωίδα / βασιλοκόρη. Η περιπέτειά της με τον Θησέα μια μόνο του μύθου της εκδοχή. Με τη σειρά του ο Λαβυρινθικός Μύθος γίνεται ύστερα «μήτρα» Μυθοπλασίας, όπου χύνονται οι περι Στα μέχρι τώρα κερδισμένα στοιχεία της πέτειες κάστρων και μεταπλάθονται με βάση το • Λαβυρινθικής Ιερουργίας αντιπαραθέτει στενό σύνδεσμο Κάστρου / Πολιτείας - προστάο Λεκατσάς διαλεκτικά το δημοτικό τραγούδι με τιδας θεάς (σχέση «συμπάθειας»). Της Λαβυρινθικής Μυθοπλασίας διακρίνει ο σκοπό το γεφύρωμά τους. Η έλλειψη γεωγραφι κού προσδιορισμού δίνει στο Κάστρο της Ωριάς Λεκατσάς τρεις τύπους. Στον αρχαιότερο -Τύ περίβλημα «μυθικό». Η περιγραφή του γίνεται πος Λ - κατατάσσει τους μύθους για το πάρσιμο με όρους λαβυρινθικούς κι όπως όλα τα λαβυ της Τροίας και Ιεριχώς. Τον Τύπο Β απαρτίζουν ρινθικά Κάστρα είναι κι αυτό άπαρτο με την πο πολυάριθμες μυθιστορίες ιδιαίτερα διαδεδομένες στα ελληνιστικά χρόνια, με καταβολές όμως αρ λεμική τέχνη, αντίθετα η μαγική λαβυρινθική του προστασία λύνεται με δόλο και με το άνοιγ χαιότατες. Αυτό που κυρίως τις ξεχωρίζει απ’ μα των πυλών του από μέσα. Στο Κάστρο, όπως τον Τύπο Λ είναι πως οι γυναικείες μορφές (βα σιλοκόρες) προδίνουν το Κάστρο (συνεπώς και στο Λαβύρινθο, στις Λαβυρινθικές Ιερουργίες, το βασιλιά πατέρα τους) χάρη του έρωτά τους τους σχετικούς χορούς και στις Λαβυρινθικές για τον Πολιορκητή, απ’ τον οποίο κατά κανόνα Πολιτείες, δεσπόζει μια γυναικεία μορφή, που σκοτώνονται μετά το πάρσιμο του Κάστρου. δε μνημονεύεται με τ’ όνομά της αλλά με την πιο Ανάλογες μυθιστορίες με μικρότερες ή μεγαλύτε βασική της ιδιότητα: Είναι η Ω ρ ι ά , η Ωραία ρες αποκλίσεις απαντούν σ’ Ανατολή και Δύση (το πάρισο, κι απ’ την άποψη αυτή, της Ελένης), απ’ τα ρωμαϊκά χρόνια μέχρι την Αναγέννηση κι επίθετο εμφατικό της ηδονιστικής της υπόστα ακόμη πιο πέρα. Το τραγούδι «Του Κάστρου της σης, εδώ όμως ως απομεινάρι μόνο του αλλοτιΩριάς» πέφτει στον Τύπο Γ, με λησμονημένα ή νού της ρόλου στον Ιερό Γάμο. Πιο κοντά στις αλλοιωμένα - κάτω απ’ την πίεση των νέων ιστογυναικείες μορφές της Λαβυρινθικής Ιερουργίας ρικο-ιδεολογικών συνθηκών- ορισμένα απ’ τα τη φέρνουν ακόμα κάποια λανθάνοντα φεγγαριχαρακτηριστικά της Λαβυρινθικής Ιερουργίας. κά χαρακτηριστικά της. «Είναι, μ’ άλλα λόγια, καμωμένη από τη στόφα των ηρωίδων των ταυ Τα εντελώς καινούρια στο τραγούδι στοιχεία: η Ωριά όχι μόνο δεν ερωτεύεται τον Πολιορκητή τισμένων με τις θεές που σαρκώνουν. Είναι ακό αλλά κι αυτοκτονεί για να διατηρήσει την αγνό μη μια “Κόρη” όπως οι “παρθένες” θεές των πο τητά της. λιτειών, ένας σωματικός Λαβύρινθος κι αυτή, καθώς οι Κόρες των χορευτικών Λαβυρίνθων» (σ. 58). Τη θέση του αντρικού μέλους της παλιάς \7 Ί Ύ Μετά τη διαπίστωση ότι το κύρια μεΙερογαμίας παίρνει στο τραγούδι ο νέος που ζη ▼ 11 · ταβαλλόμενο στοιχείο στους διαδοχι κούς τύπους, απ’ τη Λαβυρινθική Ιερουργία τά την Ωριά σαν αντάλλαγμα για τη συμβολή του στην Ποιητική Μυθοπλασία, είναι το ερωτικό στο πάρσιμο του Κάστρου. Το ερωτικό όμως (σε πρώτο λόγο η ερωτική διάθεση της γυναι στοιχείο, τόσο έκδηλο στις Λαβυρινθικές Ιε ρουργίες κι άπαραίτητο για την «πυροδότηση» κείας μορφής), ψάχνει ο Λεκατσάς σύντομα τις αιτίες της μεταβολής αυτής στο πέρασμα της κοι του Ιερού Γάμου, έχει στον τύπο του τραγουδιού νωνίας απ’ το μητριαρχικό στο πατριαρχικό σύ μετατοπισθεί αμετάκλητα (μονομερής ερωτική στημα. Μέχρι και τον Τύπο Λ της Ποιητικής διάθεση, διατήρηση παρθενίας της Ωριάς), χω ρίς να λείπουν ολότελα οι απόηχοι της αρχικής Μυθοπλασίας η ερωτική διάθεση της θεάς / του σημασίας. Τέλος στο θάνατο / αυτοκτονία ηρωίδας μετριέται με τους μητριαρχικούς κανό της Ωριάς, ταυτόχρονο με το πάρσιμο του Κά νες (ελευθερογαμία, πολυγαμία). «Η διάσπαση στρου, προβόιλλονται ξανά οι δεσμοί «συμπά της λαβυρινθικής προστασίας της, Λαβύρινθου ή θειας». Λαβυρινθικού Κάστρου, είναι μια θεληματική ένωσή της με τον διασπαστή, όχι βεβήλωση ή βιασμός της» (σ. 75). Αργότερα όμως, με τη με Με τρόπο ευσύνοπτο συγκεφαλαιώνοντατόπιση του νοήματος και της αξίας της παρθε • ται τα τρία λαβυρινθικά στάδια στη γε νετική τους συνάρτηση (Λαβυρινθική Ιερουργία νίας κάτω απ’ τους πατριαρχικούς όρους, η διά —>Λαβυρινθικός Μ ύθος— * Λαβυρινθική Μυθο σπαση της λαβυρινθικής προστασίας σημαίνει και βιασμό της ηρωίδας. Έτσι, η Ωριά του δη πλασία) και με ιδιαίτερη έμφαση στις τροπές των μοτικού τραγουδιού (Τύπος Γ), σ’ έναν υπερτοστοιχείων που τα διαφορίζουν. Απ’ την αρχέγοηρωίδων (Ιερός Γάμος) και το αντίθετο, αφού οι πολιτείες προσωποποιούνται στην προστάτιδα θεά τους. Έτσι, η θεά ή το υποκατάστατό της «κυριεύεται με τους τρόπους της Λαβυρινθικής Ιερουργίας. Το Κάστρο γίνεται στο μύθο λαβυ ρινθικό, ο πολιορκημός του λαβυρινθικός χορός, το πάρσιμό του Ιερός με τη Θεά του Γάμος του κυριευτή του» (σ. 56).
Υ
αφιερωμα/51 νισμό της ηθικής αξίας της παρθενίας ασφαλώς και με επιδράσεις χριστιανικές, αυτοκτονεί για να γλιτώσει την αγνότητά της.
Η
Αυτός σε γενικές γραμμές ο Λαβύρινθος του Λεκατσά· αδικημένος στην περιληπτική του παρου σίαση, πολύ περισσότερο μάλιστα αφού η ακραία πυκνότητα που τον διακρίνει με την πλη θώρα του ενσωματωμένου υλικού (θρησκειολογικού, αρχαιογνωστικού, εθνολογικού/ανθρωπολογικού) και τις νοηματικές πολυαλληλουχίες εί ναι στοιχείο αναπόσπαστο του αποδεικτικού μη χανισμού σε ενέργεια, όπως είδαμε, απ’ το δεύ τερο κεφάλαιο. Η συνθετική/συνδυαστική μέθο δος, που χαρακτηρίζει το έργο του Λεκατσά στο σύνολό του και πηγάζει απ’ τη θεωρία της ενότη τας των φαινομένων και της συνεξέλιξης των στοιχείων του πολιτισμού, βρίσκει στο Λαβύριν θο την καλύτερη ίσως εφαρμογή της. Δε θέλει ο Λεκατσάς με τίποτα να χάσει το δάσος απ’ τα μάτια του, δε θέλει να το θυσιάσει συνεπαρμένος απ’ τη μελέτη του δέντρου. Ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να φωτίσει το λαβυρινθικό ζη τούμενο βαθμιαία και σταθερά από κεφάλαιο σε κεφάλαιο δίνει το μέτρο της δομημένης, επαγω γικής του σκέψης. Αυτός όμως ακριβώς ο καλο στημένος αποδεικτικός μηχανισμός του, που λει 4. Η «Σχολή του Cambridge», γνωστή και ως «Myth and Ritual School, για να ερμηνεύσει αρχαίους μύ θους και λατρευτικές πράξεις χρησιμοποίησε και εθνολογικά παράλληλα. Με την κριτική που της ασκήθηκε κυρίως απ’ τον J. Fontenrose, The Ritual Theory of Myth (15>66) και τον G.S. Kirk, Aetiolo gy, Ritual, Charter: Three Equivocal Terms in the Study o f Myths, YCS 22 (1972), 83-102, φάνηκε πως η «προτεραιότητα» του Δρώμενου έναντι του Μύ θου ούτε απόλυτη και γενική μπορεί να είναι, ούτε πρωταρχικής σημασίας για την ερμηνεία των μύ θων. Βλ. σχετικά και την πρόσφατη μονογραφία του W. Burkert, Structure and History in Greek My thology and Ritual (1979). Για μια σφαιρική θεώρη ση των διαφόρων ερμηνευτικών προσεγγίσεων του μύθου στον αιώνα μας - π.χ. «λειτουργική» του Malinowski, «δομική» του Levi-Strauss ή αυτή της «Παρισινής Σχολής» (Vernant, Vidal-Naquet, Detienne) - βλ. A. Κυριακίδου-Νέστορος, στην Ελλη νική Μυθολογία (Έκδοτ. Αθηνών, 1986), τομ. 1,284-303. 5. Ενδεικτικά ας αναφερθεί η κριτική που άσκησε ο S. Pembroke πάνω το θέμα των μητριαρχικών επιβιωμάτων στην αρχαία Ελλάδα. Απ’ τις σχετικές μελέτες του επιλέγουμε εδώ: The Function o f Alter natives in Early Greek Tradition and the Ancient Idea of Matriarchy, Journ. of the Warburg and Courtauld 30 (1967), 1-35 και Locres et Tarente. Le rdle des femmes dans la fondation des deux colonies grecques, Annales E.S.C. 25 (1970), 1240-1270. Μη-
τουργεί σχεδόν νομοτελειακά, εμφανίζει αναπό φευκτα και κάποια μειονεκτήματα, κυρίως οσά κις υιοθετούνται εκλεκτικά και με διάθεση αξιω ματική θέσεις και απόψεις που είτε δεν είναι γε νικά αποδεκτές, ιδιαίτερα στις μέρες μας, ή χρειάζονται απόδειξη. Στο άλλοτε επίμαχο λ.χ. θέμα της σχέσης Μύθου-Τελετονργικό Δρώμε νου, συντασσόμενος με τη λεγάμενη «Σχολή του Cambridge» (Robertson-Smith, Frazer, Harrison, Cornford κ.ά.), αναγνωρίζει κι αυτός μια χρονι κή προτεραιότητα στο Δρώμενο!Πράξη που στά θηκε το απαραίτητο ερέθισμα και η προϋπόθεση για τη δημιουργία του Μύθου (αιτιολογικοί μύ θοι).4 Όμως ακόμη πιο περίπλοκο και ακανθώ δες είναι το θέμα-κλειδί για την όλη πλοκή του Λαβύρινθου, η ύπαρξη δηλ. της Μητριαρχίας ως ιστορικού σταδίου (επιβιώματα στην αρχαία Ελ λάδα, διάδοσή της ανάμεσα στους σύγχρονους «πρωτόγονους»),5 στην οποία ο Λεκατσάς επέν δυσε σημαντικό μέρος της συγγραφικής του δρα στηριότητας6*με αφετηρία πάντα το εναυσματικό για τέτοιους προσανατολισμούς βιβλίο του J. Bachofen, Das Mutterrecht (1861) και τις συμπλη ρωματικές συμβολές του L. Morgan και του R. Briffault. Ελλειπτικότητα χαρακτηρίζει εξάλλου από καθαρά λαογραφική σκοπιά τη διαπραγμάτευση του τραγουδιού του Κάστρου της Ωριάς. Το κρί σιμο, για παράδειγμα, ερώτημα, αν το συγκεκριτριαρχικά στοιχεία αναγνωρίζει ο C. G. Thomas στη μινωική Κρήτη, πολύ λιγότερα στο μυκηναϊκό πολιτισμό, ενώ απ’ τους λεγάμενους «σκοτεινούς χρόνους» κι εξής πιστεύει πως επικρατεί οριστικά πια το πατριαρχικό σύστημα, Matriarchy in Early Greece: the Bronze and Dark Ages, Arethusa 6 (1973), 173-195. Γενικότερα για την αμφισβήτηση του σταδίου της Μητριαρχίας βλ. Στ. Γεωργούδη στο παρόν τεύχ. του Διαβάζω. Την αντίθετη άπο ψη, στην ελληνόγλωσση πάλι βιβλιογραφία, υπο στήριξαν πρόσφατα ο Θ. Φωτιάδης, Γυναικοκρατία (1980) και ο Α. Λεντάκης, Είναι η γυναίκα κα τώτερη από τον άντρα; (1986), κυρίως σσ. 110-183. Βλ. ακόμη τις μονογραφίες Γυναίκα και εξουσία (1984) των R. Fester. Μ. Konig, D. Jonas, A. Jonas και To πρώτο φύλο (1982) της Ε. Gould Davis. 6. Περιοριζόμαστε στις μονογραφίες του: Η προελληνική Μητριαρχία και η Ορέστεια (1946), Η Μη τριαρχία (1970, 21977). Για μια σφαιρική διαπραγ μάτευση του φαινομένου με ιδιαίτερη έμφαση στο μηχανισμό μετάβασης στο πατριαρχικό σύστημα βλ. Φαιακία (1970), όπου εμβαθύνει στη μητριαρ χική φυσιογνωμία της Οδύσσειας με επίκεντρο τις μορφές της Πηνελόπης, Ναυσικάς και Αρήτης. Το θέμα της Μητριαρχίας καταλαμβάνει εξάλλου ένα σημαντικό τμήμα στο βιβλίο του Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών (1951). 7. L. Η. Morgan, Ancient Society. Researches in the Lines o f Human Progress from Savagery through Barbarism to Civilization (1887). R. Briffault, The Mothers. A Study o f the Origins of Sentiments and Institutions (1927).
52/αφιερωμα μένο δημοτικό τραγούδι, που με τις παραπάνω από 140 παραλλαγές είναι ίσως το πιο διαδεδο μένο δημοτικό μας τραγούδι, πλέκεται γύρω από πυρήνα ιστορικό και ποιο, τέλος πάντως, το αρχετυπικό κάστρο (Σάθας, Σπυριδάκης: άλωση του Αμορίου το 838 μ.Χ.), αντιπαρέχεται γρήγο ρα στο πρώτο κεφάλαιο στηριζόμενος στη βαρύνουσα γι’ αυτόν γνώμη του πατέρα της ελληνικής επιστημονικής Λαογραφίας Ν. Πολίτη περί μη ιστορικότητας του τραγουδιού.8 Ως ελαφρυντικό μπορούμε βέβαια να προσκομίσουμε το ότι σκο πός του δεν είναι να κάνει Λαογραφία, αλλά δουλεύοντας με τα εργαλεία της Εθνολογίας, Ανθρωπολογίας και Θρησκειολογίας να ανοίξει δρόμο εκεί που η επιστημονική Λαογραφία είχε φθάσει σε αδιέξοδο. Την αρνητική απάντηση στο ερώτημα για την ιστορικότητα του τραγουδιού θα την έχει ο αναγνώστης αφού διεξέλθει πρώτα ολόκληρο το Λαβύρινθο. Τα επιμέρους θέματα που θίγονται στο Λαβύ ρινθο -στο επίκεντρο τα περισσότερα της τότε εθνολογικής/θρησκειολογικής έρευνας- κάνουν πολλαπλές ανακυκλώσεις στα πλαίσια κι άλλων μελετών του Λεκατσά ή τον απασχολούν σε χω ριστές μονογραφίες στο διάστημα της πορείας του απ’ το Η προ ελληνική Μητριαρχία και η Ορέστεια (1946) μέχρι το κύκνειο άσμα του Διό νυσος (1971), καρπό μακρόχρονης δουλειάς και συνάμα επιστέγασμα της όλης του θητείας στους χώρους της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.9 Τα ίδια θέματα με μορφή λημμάτων πλούτισαν ακό μη το Λεξικό Κοινωνικών Επιστημών (εκδ. Θ.Κ. Παπαϊωάννου, τη Νεοελληνική Εγκυκλοπαίδεια και τον Πάπυρο-Λαρούς και πέρασαν στο πλα τύτερο κοινό μέσα από άρθρα στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο. Σε σπερματική εξάλλου μορ φή ο Λαβύρινθος, με άλλα λόγια οι λαβυρινθι κού τύπου ιερουργίες, σε συνάρτηση κυρίως με το συμβολισμό του σπηλαίου, εμφανίζεται σχετι κά πρώιμα στα γραπτά του. Πέντε μάλιστα επι
φυλλίδες στην εφημερίδα Ελευθερία (11-8-63 μέ χρι 8-9-63) πιστοποιούν πως ο Λαβύρινθος έχει ήδη κατασταλάξει δέκα χρόνια πριν την αυτοτε λή έκδοση του ’73. Ενδεικτικό είναι ότι η έκδοση αυτή, παρά την επαυξημένη της μορφή (προσθή κη I και II κεφ.), όχι μόνο διατηρεί στην άρθρω ση των κεφαλαίων τη σειρά των επιφυλλίδων αλ λά και χρησιμοποιεί με μικρές μόνο αποκλίσεις τους τίτλους εκείνων. Γίνεται, λοιπόν, φανερό πως η ανάγνωση του Λαβύρινθου ολοκληρώνεται και βαθαίνει με τις εν είδει υπομνηματισμού αναδρομές στη συναφή εργογραφ ία του Λεκατσά.10 Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η τελευταία στοχεύει στον τελετουρ γικό κύκλο της βλάστησης, εστιαζόμενο στο επο χικό Θείο Δράμα, (βλ. και μονογραφία του Το Θειον Δράμα 1976), που το βλέπει, ακολουθώ ντας τον πατέρα της συγκριτικής Εθνολογίας. J. Frazer, να συνάπτεται με την περιοδική ανανέω ση της μαγικοθεϊκής βασιλείας. Στη διαμόρφωση του σχετικού ιεροτυπικού με τα πλούσια παρακλάδια και τα ομόλογό του στις ανατολικές κυρίως θρησκείες καθοριστικός για τον αιγαιακό χώρο στάθηκε ασφαλώς ο ρόλος της μινωικής Κρήτης. Ας σημειώσουμε πως απ’ την Κρήτη ξεκινούν ακόμη ένα σωρό βαθιές επι δράσεις πάνω στην ελληνική θρησκεία των ιστο ρικών χρόνων, φιλτραρισμένες βέβαια μέσα απ’ τη μυκηναϊκή θρησκευτική νοοτροπία, όπως έδειξε ανάμεσα σ’ άλλους κι ο βασικότερος εκ πρόσωπος της ελληνικής θρησκειολογίας Μ. Nilsson με σειρά μελετών και κυρίως με το έργο του Minoan Mycenaean Religion and its survival in Greek Religion (1927). Για το κρητομυκηναϊκό θρησκευτικό αμάλγαμα -συνέπεια του πολιτισμι κού κι ώς ένα βαθμό φυλετικού- η θεογαμία Δία-Ήρας, πρωτομαρτυρημένη στον Όμηρο (Ιλ. Ξ. 346 κ.εξ.) κι έμμεσα ίσως απ’ τον 13ο αι. π.Χ. στη Γραμμική Β γραφή,11 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Αν και κομμένη στη μήτρα της
8. «Η ανά πάσας τας ελληνικός χώρας διάδοσις του δημοτικού άσματος και των παραδόσεων περί του Κάστρου της Ωριάς υποδεικνύει ότι προήλθαν εκ παλαιού τινός προτύπου σφόδρα αμφίβολον όμως φαίνεται, ότι τούτο αφετηρίαν είχε ιστορικόν τι γεγονός· αλλ’ ο τόπος ή το φρούριο εις ο ανεφέρετο το αρχέτυπον είναι εύκολον να εξακριβωθή, αι δε εξενεχθείσαι περί τούτου εικασίαι ελέγχονται ατυχέστατοι» (Ν. Πολίτης, προλόγισμα στο Κά στρο της Ωριάς, Εκλογαί από τα Τραγούδια του Ελληνικού Λαού (1914). Πρόσφατα εξέτασε το συγκεκριμένο δημοτικό τραγούδι και ο Φωτιάδης, ο.π. (σημ. 5), 120-141, προσθέτοντας ορισμένα νέα στοιχεία (βλ. κυρίως σημερινούς λαβυρινθικούς χορούς) με σταθερό όμως σημείο αναφοράς τις ερ μηνευτικές απόψεις του Λεκατσά. 9. Βλ. Γ. Ανδρεάδης στο παρόν τεύχ. του Διαβάζω. 10. Για διεξοδική συγκέντρωση της εργογραφίας του Λεκατσά και για μια κριτική αποτίμηση της προσ φοράς του στις ανθρωπιστικές σπουδές του τόπου
μας βλ. Λ. Λεντάκης, Παναγής Λεκατσάς, ο γε νάρχης της Ελληνικής Εθνολογίας, στο «Αφιέρω μα Λεκατσά», Χρονικό 1971 (Αθήνα, Καλλ. Πνευμ. Κέντρο ΏΡΑ), 36-57 ((βλ. και μελέτημα Δ. Λουκάτου στο ίδιο αφιέρωμα). Του ίδιου, 'Αν θρωπος, τομ. 3, τεύχ. 1 (Γενάρης 1976), 158-186. Μερικά ανέκδοτα κείμενα του Λεκατσά κυκλοφό ρησαν στην Καινούργια Εποχή (Φθινόπ. 1976), 331. 11. Βλ. συλλατρεία των ,δύο θεοτήτων (Diwe-Era, σε πτώση δοτ.) στο ιερό της Πύλου Diwjo (ΡΥ Τη 316 ν. 9), Gdrard-Rousseau ο.π. 94 κ. εξ., λ. era. Με ιερογαμικές τελετουργίες συσχετίσθηκε εξάλλου η μυκηναϊκή γιορτή reketoroterijo / rekeetoroterijo (λέχος + στορέννυμι, τελετουργικό στρώσιμο του κρεβατιού), μαρτυρημένη πάλι στις πινακίδες της Πύλου (ΡΥ Fr 343, Fr 1217), βλ. κυρίως A. Heubeck, A us der Welt der Friihgriechischen Lineartafeln (1966), 105. Για περαιτέρω βιβλιογρ.: GerardRousseau, 201, κ. εξ., λ. reketoroterijo.
αφιερωμα/53
Γωνιακός και κοχλιακός Λαβύρινθος σε νομίσματα της Κνωσού
αιγαιακής/μινωικής Ιερογαμίας αντικατοπτρίζει τη νέα «πατριαρχική» τάξη του ολυμπιακού Πανθέου: η προελληνική «μητριαρχική» Ήρα -για να μιλήσουμε σχηματικά- υποτάσσεται τώ ρα στον «αφέντη» Δία, ο οποίος όμως προσλαμ βάνει τη γονιμική του υπόσταση ως Ζευς Κρηταγενής και δαίμων ενιαυτός μέσα απ’ το μπόλιασμά του με το μινωικό θνήσκοντα βλαστικό θεό. Το κεφαλαιώδους σημασίας για τη θρησκειολογική έρευνα μοτίβο του Ιερού Γάμου στο πέ ρασμά του απ’ το «μητριαρχικό» στο «πατριαρχι κό» κανάλι, με τις κοινωνιολογικές παραμέτρους του και τις συνακόλουθες αλλαγές του σημαινόμενου, αποτέλεσε τη σπονδυλική στήλη και του Λαβύρινθου, όσο κι αν στην απότοκη λαβυρινθι κή μυθοπλασία έχει πια εκφυλισθεί. Στην αντιμεώπισή του όμως διάλεξε να μεγεθύνει ο Λεκατσάς δυο διαστάσεις του -όπως πιστεύει- λανθάνουσες, πλημμελώς μελετημένες και πάντως άγνωστες στο ευρύτερο κοινό. Ομολογουμένως ούτε οι λαβυρινθικές συναρτήσεις του ιερογαμικού πλέγματος ούτε η αλυσιδωτή αντίδραση, που απ’ τη λαβυρινθική ιερουργία θα οδηγήσει μέσω του λαβυρινθικού μύθου στην ποιητική μυ θοπλασία (τύπος Γ) του Κάστρου της Ωριάς, ήταν διάφανες. Του Ιερού Γάμου δύο παραπέρα διαστάσεις, την ψυχολογική και τη μυητική, διεξέρχεται ο Λεκατσάς -για σφαιρικότερη του θέματος θεώ ρηση- σε μια άλλη του μονογραφία, Το κάλεσμα της Θεονύφης (1980). 'Οπως στο Λαβύρινθο έτσι κι εδώ γίνεται προσπάθεια γεφύρωσης του αρ χαίου κόσμου με το νεότερο σε μια απ’ της γνη
σιότερες εκφράσεις της λαϊκής ψυχής, το δημοτι κό τραγούδι, συγκεκριμένα της Λιογέννητης. Παρά τις όποιες διαφορές, τα δυο τραγούδια συγκλίνουν στα εξής βασικά για την πλοκή τους σημεία: μονομερής ερωτική διάθεση του άντρα απέναντι στην Ωριά απ’ τη μια, στη Λιογέννητη απ’ την άλλη, ηθική αξία της παρθενίας, στο τέ λος θάνατος των ηρωίδων. Να υπογραμμισθεί θα πρέπει βέβαια πως σε αντίθεση με Το κάλεσμα της Θεονύφης, όπου η διαπραγμάτευση του δη μοτικού τραγουδιού γίνεται μόνο στην καταληκτήρια ενότητα σύντομα κι ευθυγραμμικά, ο Λ α βύρινθος κυριαρχείται απ’ το τραγούδι της Ωριάς με το οποίο και δρομολογείται η όλη του πορεία (αφετηρία-κατάληξη). Η απόπειρα του Λεκατσά να αποκρυπτογραφήσει στο δημοτικό αυτό τραγούδι απόηχους μιας τελετουργίας με πανάρχαιες καταβολές ήταν, τουλάχιστον στις μέρες του, a priori θεμι τή, αφού συμπορευόταν μ’ έναν από τους βασι κούς σκοπούς της Λαογραφίας, την ερμηνεία δηλ. των λαογραφικών μας φαινομένων με βάση την ιστορική καταγωγή τους. Με πνεύμα ανάλο γο είχε άλλωστε επειχειρήσει προηγούμενα, το 1951, το συσχετισμό νεοελληνικών παραδόσεων με τις αρχαίες στο. βιβλίο του Η καταγωγή των θεσμών, των εθίμων και των δοξασιών, με το οποίο και έδωσε μια πρώτη χαρτογράφηση των μεγάλων θεμάτων της Εθνολογίας. Την κάθετη, διαχρονική διερεύνηση των ελλη νικών λαογραφικών φαινομένων με απώτερο ζη τούμενο τις ρίζες τους στον αρχαίο κόσμο είχε υιοθετήσει ο Πολίτης ήδη το 187112 στα πλαίσια
12. Βλ. το πρώτο έργο του, Μελέτη επί του βίου των Νεωτέρων Ελλήνων: Νεοελληνική Μυθολογία (τόμ. Α, 1871, τόμ. Β, 1874). Για μια εμπεριστατω μένη αξιολόγηση της συμβολής του Πολίτη στη θεμελίωση της επιστημονικής ελληνικής Λαογρα φίας, της ερευνητικής μεθόδου που ακολούθησε και των ευρωπαϊκών ερευνητικών τάσεων απ’ τις οποίες επηρεάστηκε βλ. Α. Κυριακίδου - Νέστορος, Η θεωρία της ελληνικής Λαογραφίας (31986), κυρίως σσ. 99,110 (Ο Ν. Πολίτης και η συγκριτική
μέθοδος). Βλ. ακόμη Δ.Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία (1977), 65-73. Αντίθετα με τον Πολίτη ο μαθητής και συνεχιστής του έργου του Στ. Κυριακίδης «περιορίζει σημαντικά το ιστορικό βάθος της συγκριτικής λαογραφικής έρευνας, εφόσον την αρχική μορφή του κάθε φαι νομένου θα την αναζητεί πια κανείς στην αρχική μορφή του συνόλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δηλ, στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό», Κυριακίδου-Νέστορος, ό.π. 122-123.
54/αφιερωμα της εθνικής, τότε, αποστολής της Λαογραφίας να συμβάλει στην κατάδειξη της αδιάσπαστης συνέ χειας του ελληνικού πολιτισμού δίνοντας έτσι κι αυτή απ’ την πλευρά της απάντηση στις «επικίν δυνες» θεωρίες του Failmerayer περί μη ελληνι κότητας των σημερινών Ελλήνων. Δεν έλειψαν όμως και οι ομόρροπες συμβολές ξένων ερευνη τών -εξ ορισμού απαλλαγμένες απ’ το εθνικιστι κό στίγμα-, όπως εκείνη που κατάθεσε στις αρ χές του αιώνα μας ο J.C. Lawson με τη μονογρα φία του Modern Greek Folklore and Ancient Greek Religion. A Study in Survivals (1910), για να μνημονεύσουμε εδώ την πιο χαρακτηριστι κή.13145Στον Πολίτη εξάλλου χρωστάμε ακόμη το πρώτο άνοιγμα της Λαογραφίας μας προς την Εθνολογία, τη χρήση δηλ. της συγκριτικής μεθό δου παράλληλα με την κάθετη ιστορική, συνδυα σμός όχι άμοιρος, όπως πιστεύει η Α. Κυριακίδου-Νέστορος, κάποιας αντιφατικότητας.1* Η βασισμένη στην αρχή του εξελικτισμού απο δοχή, πως νεότερες πολιτισμικές επιφάνειες κα λύπτουν συνήθως μια υποκείμενη πλούσια δια στρωμάτωση, μπορεί να καταδειχτεί άμεσα με την κάθετη διάνοιξη βαθιών τομών. Στην Αρ χαιολογία (ανασκαφές) και Ψυχανάλυση -δύο επιστήμες που ο Freud συσχέτιζε επίμονα1 - βρί σκει η μέθοδος αυτή την καλύτερη ίσως πρακτι κή εφαρμογή της. Το ξεκίνημα απ’ την ύποπτα ιόιάζουσα επιφάνεια, ο καθορισμός της στρωμα τογραφίας μέχρι τον αρχετυπικό χώρο, η ιχνηλάτηση και αξιολόγηση των ευρημάτων και στη συ νέχεια η επιστροφή στην επιφάνεια μέσα απ’ το φωτισμό των διαδοχικών, αλληλένδετων στρω μάτων είναι στοιχεία της ακολουθούμενης και στο Λαβύρινθο μεθόδου, που θα τολμούσα να τη χαρακτηρίσω εδώ, έστω καταχρηστικά, «αρχαιολογιχο- ψνχα να/, ιπική ». Την ολισθηρότητα του εγχειρήματος που ανάλαβε ο Λεκατσάς με το Λαβύρινθο σπεύδει πρώ τος με την επισημάνει ο ίδιός (σ. 12) με την αυ τογνωσία γνήσιου ερευνητή και για να προλάβει ίσως κάποιους μικρόψυχους αφορισμούς. Για
τον καλοπροαίρετο μελετητή και αναγνώστη γνώμονας τα λόγια του G. Thomson, του ελληνι στή που εφάρμοσε πετυχημένα απ’ τη δεκαετία του ’30 τα εθνολογικά δεδομένα στο σώμα της Αρχαιογνωσίας συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανανέωσή της: «για ν’ ανακαλύψουμε την αλή θεια είναι ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τον κίν δυνο της πλάνης».16 Κι ο κίνδυνος στους χώρους της θρησκείας, πρέπει να το ομολογήσουμε, εί ναι μεγάλος, ιδιαίτερα όταν η Ερμηνευτική συνεπικουρούμενη απ’ την Εθνολογία προσπαθεί ν’ ανοίξει δρόμους μέσα απ’ την αχλύ της Προϊστο ρίας, πράγμα που επιχειρεί κι ο Λεκατσάς ευθυ γραμμιζόμενος με τους στόχους της Εθνολογίας, να φθάσει στη «Lingua Adamica» (γλώσσα του Αδάμ), στις αρχέγονες δηλ. μορφές των φαινο μένων του πολιτιο1 ω, στις απαρχές της θρη σκευτικής σκέψης και συμπεριφοράς (τοτεμικό στάδιο κατά τον Frazer), κι ακόμη να συλλάβει τις ποικίλες εξελικτικές διαδικασίες.17 Ο ίδιος πάλι, όχι αδιάφορος απέναντι στις ζωηρές επι κρίσεις κατά της εθνολογικής συγκριτικής μεθό δου, σημειώνει στο ημιτελές προλόγισμά του για τον Διόνυσο (σ. 16), πως «η εθνολογική μέθοδος ξεκινώντας από γενικεύσεις βγαλμένες από ετε ρόκλητα στοιχεία... είναι επικίνδυνο όπλο. Έχει όμως με το μέρος της θαυμαστές κατακτήσεις, ικανές να ανασυνθέτουν τα σκόρπια φαινόμενα κατά τα στάδια των εξελίξεών της». Έντονος στις παραπάνω θρησκειολογικές αναζητήσεις ο κοινωνιολογικός προσανατολι σμός που άρχισε να χαράζεται τον περασμένο αιώνα και να εδραιώνεται πια απ’ τις αρχές του δικού μας και που επιβλήθηκε απ’ τη γενικότε ρη, θεμελιακή αρχή ότι θρησκεία και κοινωνία είναι φαινόμενα αλληλοστηριζόμενα σε σχέση αμφίδρομα αιτιατή - αυτό που ο Hegel, θέλο ντας να τονίσει τη μια κατεύθυνση της συνάρτη σης, είχε διατυπώσει επιγραμματικά ως εξής: «η θρησκεία είναι η σφαίρα εκείνη, όπου μια κοι νωνία προβάλλει ό,τι θεωρεί αληθινό».18 Για την κοινωνική διάσταση και τους συναφείς γενε-
13. Για περισσότερες αναφορές στο θέμα και πρόσθε τη βιβλιογραφία βλ. Κυριακίδου-Νέστορος, ο.π. 91-97 (Λαογραφία και Αρχαιογνωσία) και Δουκά το, ο.π. 59-61. Απ’ τις νεότερες μελέτες για επιβιώ σεις αρχαίων εθίμων στις μέρες μας σημειώνουμε ενδεικτικά: Γ. Στ. Κορρές, Επιβιώσεις εκ των θυ σιών ταύρων, Αθηνά 73-74 (1972-73), 879-913, του ίδιου, Αθηνά 76 (1977), 205-221. Βλ. ακόμη Γ.Ν. Αικατερινίδης, Νεοελληνικές αιματηρές θυσίες, Λαογραφία 8 (1979). Για επιβιώσεις εικονογραφικές βλ. π.χ. Κ.Γ. Κορρέ, Φύλακες δένδρων και κιόνων, Πρακτ. Γ' Συμπ. Λαογρ. του Βορειοελλ. Χώρου (1979), 335-347. 14. ο.π. 106. 15. Χρ. Μπουλώτης, Η Αρχαιολογία στη ζωή και στο έργο τον Φρόυντ, Διαβάζω, αριθ. 150 (10-9-86), 56-62.
16. Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία. Το Προϊστορικό Αιγαίο (1959), 13. 17. Της Προϊστορίας η έρευνα - έγραψε χαρακτηριστι κά ο Λεκατσάς στο αφιέρωμα στο Thomson - «με την Αρχαιολογία στα δεξιά θα πάρει οδηγό της στ’ , αριστερά την Εθνολογία, και με τη συγκριτική με λέτη πάνω στην ιδέα της εξέλιξης θα δόσει μια σ>'νολική εικόνα της αρχαιότερης ιστορίας του αν θρώπου», βλ. Λεντάκης, ο.π. (σημ. 10: Χρονικό 1971), 42. Για νεότερες τάσεις στη μελέτη της Προϊστορίας σε σχέση κυρίως με την Ανθρωπολο γία βλ. L. Binford, Η Αρχαιολογία ως Ανθρωπολο γία (μεταφρ. Κ. Κωστάκης με εισαγωγικό σημείω μα του ίδιου), Ανθρωπολογικά 2 (1981), 21-31 (όπου και διεξοδική βιβλιογραφία). Βλ. ακόμη Κ. Κωστάκης, Σύγχρονη Αρχαιολογία: Ρεύματα και κατευθύνσεις, Αρχαιολογία 20 (1986), 52-58.
αφιερωμα/55
'* Λαβυρινθικό χοροστάσι ι (Φιλανδία).
®®β.
/ VVr^ 4 X \ \ \ ee
\\% ι ?S1 1 1 \V % ^ ^ > { /// V C ;—: ί ν /
*
β
ο
Λ
V
-% .
β β β » β β
- ί» - Λ β
V -
% , °e**0e ° ° 9 _____ 8 ° e g ? t ? a a σιουργούς παράγοντες της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, που μας ενδιαφέρει, ξεχωρίζουμε εδώ το πρωτοποριακό για την εποχή του βιβλίο της J.E. Harrison, Themis. A Study of the Social Origins o f Greek Religion (1912), γιατί άσκησε επίδραση πολλαπλή στη σκέψη του Λεκατσά. Στην κριτική αποτίμηση του Λαβύρινθου, και κατ’ επέκταση του θρησκειολογικού / εθνολογι κού έργου του Λεκατσά στο σύνολό του, θα πρέ πει τέλος -παρακάμπτοντας τις όποιες αντιρρή σεις μας σχετικά με την ακολουθούμενη μέθοδο, η οποία άλλωστε σε μεγάλο βαθμό αντικατόπτρι ζε τις ερευνητικές τάσεις μέχρι το α' μισό του αιώνα μας και κυρίως της αγγλικής σχολής1 819 -να σταματήσουμε στο γεγονός ότι εδράζεται σε μια πλατιά, δημιουργικά αφομοιωμένη βιβλιογρα φία, που διοχετεύθηκε για πρώτη φορά έτσι πληθωρικά στο δικό μας κοινό, όχι μόνο στους λίγους μυημένους, ευαισθητοποιώντας το σε θέ ματα αυτού του είδους και γνωρίζοντάς του τους σκαπανείς της εθνολογικής και ανθρωπολογικής επιστήμης. Κι εδώ εντοπίζεται, νομίζω, πρωταρ
χικά η τεράστια προσφορά του Λεκατσά, χωρίς τούτο να σημαίνει πως παραγνωρίζουμε στο έρ γο του πρωτοτυπία και δημιουργική πνοή. Στην ελληνόγλωσση βιβλιογραφία είχαν βέβαια προηγηθεί ανθρωπολογικές εργασίες όπως του Κορδάτου και του Πηνιάτογλου20 και με τις Προαισθητικές μ ορφ ές του θεάτρου (1946) της Κ. Κακούρη σημαδεύτηκε, θα λέγαμε, μια νέα αρχή στους κόλπους της ελληνικής Ανθρωπολογίας, τη μεγάλη εντούτοις ώθηση για τις θρησκειολογικές / εθνολογικές έρευνες στον τόπο μας την έδωσε ο Λεκατσάς στην εικοσιπενταετία απ’ το τέλος του πολέμου μέχρι το 1970, χρονιά του θα νάτου του. Με το οριακής μάλιστα σημασίας ογ κώδες έργο του Η Ψυχή (1957)21 έγινε αδιαφιλο νίκητα ο βασικός εισηγητής της Εθνολογίας στη χώρα μας έχοντας ως πρότυπό του, για την εφαρμογή της επιστήμης αυτής στην Αρχαιογνω σία, τον Thomson. Ο ίδιος όμως όσο ζούσε δεν αξιώθηκε δυστυχώς ενός γόνιμου διαλόγου, όπως θα του έπρεπε, με τον ακαδημαϊκό και γε νικότερα πνευματικό μας κόσμο, που σίγουρα
18. G. Hegel, The Philosophy o f History (1832-1845, 1887. Αναθεωρημένη έκδ. New York 1944),50. 19. Βλ. προλόγισμά του για τον Διόνυσο, 15-18. 20. π.χ. I. Κορδάτος, Αρχαίες Θρησκείες και Χριστια νισμός (1926). Λ. Πηνιάτογλου, Η αρχαϊκή μορφή τον βασιλικού θεσμού (1938), του ίδιου, Το πρωτείον της οικογένειας (1939). Για μια σύντομη ανα δρομή στις σχετικές έρευνες στον τόπο μας βλ. Δ.Γ. Τσαούσης, Η κοινωνική Ανθρωπολογία στην Ελλάδα, εισαγωγικό σημείωμα ενσωματωμένο στο
βιβλίο του Γκ. Λιένχαρντ, Κοινωνική Ανθρωπολο γία (1985), 11-22. Για τις νεότερες τάσεις της Λαο γραφίας και ειδικότερα ενός τομέα της, της κοινω νικής οργάνωσης: Μ. Μερακλής, Ελληνική λαο γραφία - κοινωνική συγκρότηση (1984), βλ. και βι βλιοκριτική του Ε. Αλεξάκη στο Αντί 302 (25 Οκτ. 1985), 54. Συναφές και το μελέτημα της Κυριακίσου-Νέστορος, Η οργάνωση του χώρου στον παρα δοσιακό πολιτισμό, η Συνέχεια 2 (Απρ. 1973), 6774. 21. Βλ. Χρ. Αλεξίου στο παρόν τεύχ. του Διαβάζω.
56/αφιερωμα και στο έργο του μεγαλύτερη επιστημονική συνέ πεια θα εξασφάλιζε και τις σχετικές έρευνες στον τόπο μας θα επιτάχυνε. Μια επίμονη σιωπή και σκόπιμη αδιαφορία ακολουθούσαν με λίγες εξαιρέσεις την έκδοση των βιβλίων του.22 Η 'Ανοιξη ήλθε αμέσως μετά το θάνατό του με το μεταφραστικό κύμα εθνολογιών / ανθρωπολογικών έργων και την πρωτότυπη ελληνική συμβο λή. Κι αυτής της Άνοιξης υπήρξε ο Λεκατσάς, ως ένα τουλάχιστον σημείο, το γόνιμο πνεύμα, ο δαίμων-ενιαυτός.
___ 22.
□
Βλ. π.χ. θετική κριτική του Ε. Παπανούτσου για την Ψυχή στο Βήμα (Γεν. 1958) κι ακόμη Νεκρολο γία Λεκατσά απ’ τον Γ. Βαλέτα στη Νέα Εστία (1 Οκτ. 1970). Το Διόνυσο, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του, υποδέχτηκε ο Thomson με λόγια επαι νετικά στα «Νέα» (29 Δεκ. 1971) ενώ ο Μ. Ανδρό νικος, δυο μήνες αργότερα στο Βήμα (27 Φλεβ. 1972), με επιφύλαξη και αυστηρότητα. Του Λαβύ ρινθον μια πρώτη σύντομη παρουσίαση έκανε ο Λεντάκης στα «Νέα» (28 Δεκ. 1973). Για συζητήσεις πάνω στο θέμα θερμές ευχαριστίες στους συναδέλφους Γ. Ανδρεάδη, Ε. Αλεξάκη, Δ. Δανιηλίδου, Γ. Αναστασίου καθώς και στον Α. Λεντάκη.
ΘΕΟΔΩΡΟΣ Α. ΜΑΝΔΑΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ
j ΕΚΘΕΣΗ ΔΟΚΙΜΙΟ -
I ;
I
|
ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΑΥΤ0ΔΙΔΛΣΚΛΛ1Α μια νέα αντιμετώπιση ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ
Κεντρική διάθεση Βιβλιοπωλείο ΓΡΗΓΟΡΗ Τηλ. 36.25.476
j *
Βιβλιογραφική προσθήκη στο «Λαβύρινθο» Ο Λεκατσάς στηρίχτηκε στη μέχρι το 1962 βι βλιογραφία (βλ. παράρτημα I και II του βιβλίου του). Εδώ παραθέτουμε τη σημαντικότερη για το θέμα νεότερη βιβλιογραφία, αρχαιογνωστικού κυρίως χαρακτήρα, που σε πολλά σημεία συμ πληρώνει ή και προωθεί τις απόψεις του. 1. Ρ. Faure, Fonctions des cavernes critoises (1964) , π.χ. 113, 158, 166-173, 184, 226-227. 2. S. Oswiecimski, Einige Beobachtungen tiber das Pylische Tafelchen Cn 1287, Eos LV-1 (1965) , 23-28. 3. L.J.D. Richardson. The Labyrinth, στο: L.R. Palmer - J. Chadwick, Proceedings of the Cambridge colloquium on Mycenaean Studies (1966) , 285-296. 4. M. Gerard-Rousseau, Les mentions religieuses dans les tablettes myceniennes (1968), 56-58, λ. Dapu 2ritojo. 5. P.E. Pecorella, Una testimonianza del labirinto nella Siria Settentrionale, Antichita Cretesi, Studi in Onore di D. Levi, τόμ. I (1973), 168171. 6. J. Puree, The Mystic Spiral (1974). 7. P. Scarpi, Daidalos ed il labyrinthos, BIFG I (1974), 194-210. 8. R. Christinger, The hidden significance of the Cretan Labyrinth, HR 15 (1975), 183-191. 9. H. Schavernoch, Ariadne, der Minotauros und das Labyrinth, Aw VI-1 (1975), 14-27. 10. P. Zancani Montuoro, I labirinti di Francavilla ed il culto di Athena, RAAN 50 (1975), 125-140. 11. L. Godart, Il labirinto e la Potnia nei testi micenei, RAAN 50 (1975), 141-152. 12. A. Daszewski, Nea Paphos II, La Mosaique de Th0see. fstudes sur les mosatques avec reprisentations du labyrinthe, de Thisee et du Minotaure, PWN (1977). 13. H. Kern, Labyrinthe, Erscheinungsformen und Deutungen. 5000 Jahre Gegenwart eines Urbildes (1982). 14. M. Detienne, La grue et le labyrinthe, MEFR 95 (1983), 541-553. 15. W. Fitzgerald, Aeneas, Daedalus and the La byrinth, Arethusa (1984), 51-65 16. J. Kraft, The Cretan Labyrinth and the Walls of Troy. An Analysis of Roman Labyrinth Designs, ORom 15 (1985), 79-86. 17. G. Charini, Nostos e Labirinto. Mito e realta nei viaggi di Odisseo, Quaderni di Storia 21 (1985), 11-35.
αφιερωμα/57
Κώστας Χωρεάνθης
Βιβλιογραφία
Παναγή Αεκατσά 1
(αυτοτελείς εκδόσεις)------------
Συμβολή στη διαλεχτική ιστορία της φιλοσοφίας. Μέρος Α'. Αρχαία Φιλοσοφία. Αθήνα 1933.
αριθ. 29>. Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνι κών Γραμμάτων «Πάπυρος». Εν Αθήναις 1938.
Πινδάρου Ολυμπιακά. Έμμετρη μετάφραση. Τεύχος πρώτον. Εκδόσεις «Αθηνά», Αθήναι 1935.
Ησιόδου Θεογονία. Αρχαίον κείμενον, Εισαγωγή-Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη «Παπύ ρου», αριθμ. 32>. Επιστημονική Εταιρεία των Ελληνικών Γραμμάτων «Πάπυρος», Εν Αθήναις 1938.
Τα Απολλώνια: Έγραψε Παναγής Λεκατσάς, Αθήνα 1935 (χωρίς σελιδαρίθμηση σελ. [62+2 λευκές]. Σελ. [3]: Τ.Δ. Πίδακος έξ ιερής όλίγη λιβάς άκρον άωτον. Σελ. [5]:... οί δέ σοί λόγοι άγαπήσονται... Ιουλιανός πρός Λιβάν. 97, 15. Σελ. [6]: Προλογικό ποίημα άτιτλο. Περιεχόμενα της συλλογής: /. Φαέθων: Α'. Στίς όχθες τού Ήριδανοΰ I, II. III. Β'. Ήλιάδων θρήνος. - II Et ego vocem deorum audivi: Θησαυροψάχτης κί νησα... Α'. Ώκεανίδες. Β'. Θείος όνειρος I, II, III. Γ'. Ίξίων I, II, III. Δ'. Έρωτίων καί Δρύας I, II, III. Στ'. Αιθήρ έρχει νιν ήδη... I, II, III. Ζ'. ’Αταλάντη I, II, III. Η'. Καπανεύς I, II, III. Θ'. Imagines divinae I, II, III. Γ. Memorandum I. II. III. ΙΑ'. ’Απόλλων I, II, III. Ιβ'. Έρινύες... Ιγ'. Σίβυλλα. - III Τύφων: I, II, III, IV, V. - Στο τέλος κάτω από το τελευταίο ποίημα: Τ. - Λείπει πίνακας περιεχομένων και στοιχεία εκδόσεων). Πινδάρου Πυθιακοί Επινίκιοι Ύμνοι. Έμμετρη μετάφραση, Αθήνα 1936. Σαπφώ (οι διεταιρικοί της έρωτες). Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα (χ.χ.). Πίνδαρος. Ολυμπιονίκαι, Πυθιονίκαι, Νεμεονίκαι, Ισθμιονίκαι, Αποσπάσματα. Έμμετρη μετά φραση, Εισαγωγή και Ερμηνευτικά. Αθήναι, Αρχαίος Εκδοτικός οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α.Ε., (1938). Επίμετρον. Ερμηνευτικά στη μετάφραση του Πινδάρου Π.Α. (Αρχαίος Εκδοτικός οίκος Δη μητρίου Δημητράκου, Αθήναι 1938). Σαπφώ. Αρχαίον κείμενον, ΕισαγωγήΜετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη «Παπύρου»,
Αλκαίος. Αρχαίον κείμενον, Κριτικά και Ερμη νευτικά. Μετάφρασις των σημαντικοτέρων απο σπασμάτων. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθ. Ι> . Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, ΑθήναιΣτοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (1939). Ησιόδου Έ ργα και Ημέραι. Αρχαίον κείμενονΕισαγωγή-Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθ. 2>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχα ροπούλου, Αθήναι - Στοά Αρσάκειου - Αρσάκη 6 (1939). Ησιόδου Θεογονία, Ασπίς Ηρακλέους, Αποσπά σματα Ηοιών. Αρχαίον κείμενον-ΜετάφρασιςΕρμηνευτικαί σημειώσεις. <Βιβλιοθήκη Αρ χαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 37>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζα χαροπούλου, Αθήναι - Στοά Αρσάκειου - Αρ σάκη 6 (1939). Λυκούργου Κατά Λεωκράτους. Αρχαίον κείμε νον, Μετάφρασις και Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρ χαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 17>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζα χαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (1939). Αριστοτέλους Πολιτικά. Βιβλία I, II, III. Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 30>. Εκδοτι κός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι,
58/αφιερωμα Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (1939). Δημητρών Φαληρέως Περί Ερμηνείας (Περί ύφους). Αρχαίον κείμενον-Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 60-66>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρ σακείου-Αρσάκη 6 (1939). Ενριπίόον Μήδεια. Αρχαίον κείμενον. Εισαγωγή-Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 81 >. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπού λου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (1939). Ιφιγένεια η ορχουμένη (λυρική-δραματική σύνθε ση). Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπού λου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6, 1939. Ενριπίόον Κύκλωψ - Άλκηστις. ΕισαγωγήΑρχαίον κείμενον - Μετάφρασις - Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθ. 132>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι - Στοά Αρσάκειου - Αρσάκη 6 (1941) (21956, αριθ. 5). Ενριπίόον Ηρακλείδαι. Εισαγωγή-Αρχαίον κείμενον-Μετάφρασις-Σχόλια. <Βιβλιοθήκη Αρ χαίων Ελλήνων Πεζογράφων και Ποιητών. Αριθμ. 159>. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζα χαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (1941) (21957, αριθ. 83). Σπάρτακος. Ο πόλεμος των Μονομάχων. Εκδο τικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6, 1945. Ιδεοκρατία και ιστορική αιτιοκρατία. Ανάτυπο από το περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (Χρό νος Β', τόμ. Γ' [1945]). Δήμον καταλύσεως και τυραννίόος. Η κρίση της Ελληνικής Αρχαιότητας για την κατάλυση της Δημοκρατίας, την Ολιγαρχία και την Τυραννία. Εκδοτικός οίκος Ιωάν, και Π. Ζαχαροπούλου, Αθήναι-Στοά Αρσακείου-Αρσάκη 6 (χ.χ.). Η εποποιία της πάλης των τάξεων στην Αρχαία Ελλάδα. Η διαλεκτική σύνθεση της αρχαίας ελ ληνικής ιστορίας. Τόμ. Α'. Η διαμόρφωση του γένους, της ιδιοχτησίας, των τάξεων και του κράτους. Τεύχος πρώτο, Κοινωνική Προϊστορία. Εκδοτικός οίκος Π. Καραβάκου, Αθήνα 1946. Η Πολιτεία του Ήλιον. Η κοινοχτημονική επα νάσταση των Δούλων και των Προλεταρίων της Μικρασίας (133-128 π.Χρ.). «Νέα Βιβλία», Αθή να 1946. Η Προελληνική Μητριαρχία και η ‘Ορέστεια’. «Βιβλίο Νεοελληνικού λόγου», Αθήνα 1946. Απολογητικός του Παλιοόημοτικισμού (Δημοτι
κή και Λογοτεχνία). Ανάτυπο από το περιοδικό «Φιλολογικά Χρονικά» (1948). Η καταγωγή των Θεσμών, των Εθίμων και των Δοξασιών. Κεφάλαια της κοινωνικής ιστορίας των Ελλήνων και των άλλων λαών. «Βιβλίο Νεοελληνικού Λόγου», Αθήνα 1951. Αισχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης. Λογοτεχνική απόδοση και ερμηνεία. «Βιβλίο Νεοελληνικού λόγου», Αθήνα (1953). Ευριπίδη Ιππόλυτος στεφανηφόρος. Λογοτεχνι κή απόδοση. «Βιβλίο Νεοελληνικού Λόγου», Αθήνα 1953. Τραγωδία ή Κωμωδία. Έλεγχος του βιβλίου του Γ. Κορδάτου: Η Αρχαία Τραγωδία και Κωμω δία. Ποιες οι κοινωνικές ρίζες του Αρχαίου Θεάτρου. Αθήνα 1954. Η Ψυχή. Η ιδέα της ψυχής και της αθανασίας της και τα έθιμα του θανάτου. «Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών», Αθήνα 1957 Αριστοτέλονς Πολιτικά. Βιβλία IV, V. Αρχαίον κείμενον-Εισαγωγή - Μετάφρασις - Σχόλια. <Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς. Επιμελητής Εκδόσεως Ε. Π. Παπανούτσος. Αριθ. 110>. Εκ δοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαροπούλου, Αθήναι, Στοά Αρσάκειου (1957). Αριστοτέλονς Πολιτικά. Βιβλία VI, VII, VIII. Αρχαίον κείμενον - Μετάφρασις - Σχόλια. <Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς. Επιμελητής Εκδόσεως Έ.Π. Παπανούτσος. Αριθμ. 140>. Εκδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχαροπούλου, Αθήναι, στοά Αρσάκειου (1957). Ανωνύμου (Αογγίνου ή Διονυσίου) Περί Ύφους. Αρχαίον κείμενον-Εισαγωγή - Μετάφρασις - Σχόλια. <Αρχαίοι Έλληνες Συγγρα φείς. Επιμελητής Εκδόσεως Ε. Π. Παπανού τσος. Αριθμ. 191>. Εκδοτικός οίκος Ι.Ν. Ζαχα ροπούλου, Αθήναι, Στοά Αρσάκειου (1957). Ευριπίδη Κύκλωπας. Ανάτυπο από την «Και νούρια Εποχή» (Χειμώνας 1956, τ. 4). Οι πόλεμοι των Δούλων στην Ελληνική και Ρω μαϊκή Αρχαιότητα. «Εκδοτικόν Ινστιτούτον Αθηνών», Αθήνα 1957. Γιλγαμές. Πινακίδα XI. Ο κατακλυσμός και το βοτάνι της ζωής. Ανάτυπο από την «Καινούρια Εποχή» (Χειμώνας 1957, τ. 4). Το κάλεσμα της Θεονύφης. Το Ψυχολογικό και Μνητικό πλέγμα του Ιερού Γάμου. Ανάτυπο από την «Καινούρια Εποχή» (Φθινόπωρο 1958, τ. 3). Πίνδαρος. Μετάφραση και Ερμηνευτικά. Έκδο ση 2η ξαναπλασμένη. «Δίφρος», Αθήνα 1960.
αφιερωμα/59 Ευριπίδης. Μετάφραση και Ερμηνευτικά. Τόμ. Α'. Κύκλωπας, 'Αλκηστη, Μήδεια, «Διόνυσος», Αθήνα 1962. Έρως. Ερμηνεία μιας μορφής της προϊστορικής και ορφικοδιονυσιακής θρησκείας. «Δίφρος», Αθήνα 1963. Η Μητριαρχία και η σύγκρουσή της με την Ελλη νική Πατριαρχία. «Κείμενα», Αθήνα 1970 (2 1977). Φαιακία. Μητριαρχικά στοιχεία και μυητικές Αφετηρίες της Οδύσσειας. «Κείμενα», Αθήνα 1970.' Διόνυσος. Καταγωγή και Εξέλιξη της Διονυσια κής Θρησκείας. <Βιβλιοθήκη Σχολής Μωραίτη. 1.>. Ψυχικόν 1971 (2 1985). Ο Λαβύρινθος. Καταγωγή και εξέλιξη ενός τύ που Ποιητικής Μυθοπλασίας. «Κείμενα», Αθήνα 1973. Το Θειον Δράμα. Θρησκειολογική Μελέτη. «Κείμενα», Αθήνα 1976. Ιδεοκρατία και Ιστορική Αιτιοκρατία. Νέες το μές για τη μελέτη της κοινωνικής ιστορίας του 4ου π.Χρ. αιώνα. Καστανιώτης, Αθήνα 1977. Η Πολιτεία του Ήλιου. Η κοινοχτημονική επα νάσταση των δούλων και προλεταρίων της Μικρασίας, 133-128 π.Χρ., Καστανιώτης, Αθήνα 1978. Ευριπίδης Άλκηστη, Αντρομάχη, Βάκχες. Εκ δόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1978. Ευριπίδης Εκάβη, Ελένη, Ηλέχτρα Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1978. Το κάλεσμα της Θεονύφης. Το Ψυχολογικό και Μυητικό πλέγμα του Ιερού Γάμου. Εκδόσεις Κα στανιώτη, Αθήνα 1980.
□ Σημείωση: Για τα λήμματα του Παναγή Λεκατσά σε εγκυκλοπαί δειες (Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ‘Πάπυρος-Λαρούς’, Νεοελληνική Εγκυκλοπαίδεια Χάρη Πάτση) και το Λε ξικό Κοινωνικών Επιστημών, τα άρθρα σε περιοδικά (Νέα Εστία, Νέον Κράτος, Νεοελληνικά Γράμματα, Ελεύθερα Γράμματα, Ανταίος, Φιλολογικά Χρονικά, Φιλολογική Πρωτοχρονιά, Καινούρια Εποχή, Επιθεώ ρηση Τέχνης, Θέατρο, Πανσπουδαστική), τα δημο σιεύματα σε εφημερίδες (Ελεύθερη Ελλάδα, Ο Ρίζος της Δευτέρας, Μάχη, Η Καθημερινή, Το Βήμα, Ελευ θερία) μπορεί κανείς να ανατρέξει στο περιοδικό ‘Ά ν θρωπος’ (τόμ. 3, τεύχ. 1, Γενάρης 1976, σελ. 165-185), όπου αναλυτική βιβλιογραφία Λεκατσά από τον Ανδρέα Λεντάκη.
Στη σειρά «ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ» κυκλοφορούν:
ΘΡΗΝΟΣ (Γιάννη Σπανδωνή) ΓΡΑΙΚΟΙ (Γιάννη Σπανδωνή) ΠΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ (Γιάννη Σπανδωνή) Ο ΕΤΡΟΥΣΚΟΣ (Μίκα Βάλταρι) Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΠΑΙΗΝ (Χάουαρντ Φαστ) Η ΜΑΣΚΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ (Μαίρης Ραινώ) Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ Κολοκοτρώνη 15 - 1ος όροφος Τηλ.: 3234270 - 3231781 105 62 ΑΘΗΝΑ
Λ. ΦΟΝ ΖΑΧΕΡ - ΜΑΖΟΧ
Η Αφροδίτη με τη γούνα Μετάφραση: Μυριώ Ρήγου
ΣΤΑΝΤΑΛ
αντ ρε ζ ιν τ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
κορυντόν
Αναμνήσεις εγωτισμού
Η τερατώδης πλευρά
Μετάφραση: Νίκος Σπάνιας
Εισαγωγή - Μετάφραση · Σχόλια: Τίτος πατρίκιος
ΜΕΣΑ ΣΕΛΙΜΟΒΙΤΣ
Ο δερβίσης και ο θάνατος Μηισμιλαχίρ-Ραχμονίρ-Ραχίμ! καλώ για μάρτυρα την ημέρα της κρίσης, και την yuxn που μέμφεται τον εαυτό της. καλώ για μάρτυρα το χρόνο, την αρχή και το τέλος των πάντων - ότι ο άνθρωπος είναι πάντα σε απώλεια * Αρχίζω αυτή την διήγηση χωρίς κανένα σκοπό, χωρίς όφελος για μένα και για άλλους, από μια ανάγκη δυνατότερη από οφέλη και από λογι κή, να μείνει γραπτό δικό μου, για μένα, γραπτή ταλαιπωρία συζήτη σης με τον εαυτό μου, με τη μακρινή ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποια λύ ση όταν γίνει ο λογαριασμός, αν γίνει, όταν αφήσω το ίχνος της μελά νης σ' αυτό το χαρτί που περιμένει σαν πρόκληση. Στο αριστούργημα αυτό της σύγχρονης λογοτεχνίας —που πολλοί συγ κρίνουν με τη «ΔΙΚΗ» του κάφκα —ηεξουσία εμφανίζεται μέσα από πρό-' σωπα χωρίς πρόσωπο και παρουσιάζεται πολύ πιο αμείλικτη μέσα απ' την απρόσωπη μεσολάβηση των οργάνων της. Σ' αυτό το εξαίσιο βιβλίο η λογοτεχνία βρίσκει την απόλυτη δικαίωσή της.
εκδόσεις «γνώση>
αΤ*λ
rpny. Αυξεντίου 2(
ίωνράφος, Αθήνα Τηλ. 7786441 Ζωοδοχου Πηγής 29 106 81 Αθήνα Τηλ. 3620941
Γ
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ επιλογή
Λ '-"
μετά την παρακμή: περιπτώσεις διαφυγής Ν Τ ΙΝ Ο Υ Σ ΙΩ Τ Η ?Κ λιμ ατιζόμ ενο ι διάδρομοι. Αθήνα, Νεφέλη, 1986. Σελ. 80.
Οι «Κλιματιζόμενοι διάδρομοι», η έκτη ποιητική συλλογή του Ντίνου Σιώτη (1944), χωρίζεται σε δύο μέρη: στις «Στιγμές», που περιλαμβάνουν εννέα πεζά ποιήματα και στις «Πτώσεις», που αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της όλης έκδοσης, με τριάντα έξι ποιήματα. Ζώντας από το 1971 ώς το 1982 στις ΗΠΑ και μετά στον Καναδά, όπου εξακολουθεί να εργάζεται ώς σήμερα, ο συγγραφέας αυτός ήρθε σε άμεση και γόνιμη επα φή με την τρέχουσα αμερικανική ποίηση κι επιχείρησε να αφο μοιώσει το έργο των σημαντικότερων εκπροσώπων της, χωρίς όμως, παράλληλα, να αφελληνίσει το λόγο του. Ο Ντίνος Σιώτης, μετά από αλλε πάλληλες δοκιμές και εμπειρίες γραφής, διαμόρφωσε μία αυτοελεγχόμενη δυναμική και υπαινικτική ταυτόχρονα ποίηση, κύρια χαρα κτηριστικά της οποίας είναι η αποτελεσματικότητα των εκφορών και η αυξομειούμενη, με συναρπαστική ευχέρεια, ένταση των επί μέρους θεματικών στοιχείων. Ο αφοπλοστικός αυτοσαρκασμός, η διαβρωτική σάτιρα, η εμμονή στην περι γραφή των ελασσόνων λεπτομε ρειών ( = ο έρως του ασήμαντου), η χρήση ενός οριακού-επιθετικού χιούμορ κι η προσκόλληση στο ου σιώδες της επικαιρότητας προσδί δουν στα ποιήματα των «Κλιματιζομένων διαδρόμων» μιαν ιδιαίτε ρη αίσθηση αμεσότητας και γνή σιου πάθους. Βέβαια, όλα αυτά τα στοιχεία είχαν αξιοποιηθεί και στα προηγούμενα βιβλία του Ντίνου Σιώτη και μάλιστα σε αξιόλογο βαθμό (πρβλ. φερ’ ειπείν ένα ση μαντικό μέρος των ποιημάτων από
τις συλλογές του «Εμείς και ο βροχοποιός», 1973 και «Καιρικές συν θήκες», 1981), μόνο που εδώ επιχειρείται μία διεξοδικότερη εκμε τάλλευσή τους, προκειμένου να αποδοθεί με ακόμα μεγαλύτερη ακρίβεια όλο το φάσμα της βίαιης και αναπότρεπτα οδυνηρής πραγ ματικότητας που εξαντλεί την σκληρά δοκιμαζόμενη ποιητική ύπαρξη: «Απόψε το κορμί μου δεν αντέ χει / μικρές τρύπες ανοίξανε στα πλάγια / και τρέχει το αίμα σαν πο τάμι / Μες το ποτάμι πλένεται ένα πουλί μεγάλο / στις όχθες τρέχουνε γυμνά ξυπόλητα παιδιά / πέρα μα κριά ένας βοσκός με τη φλογέρα του / βουλιάζει στο θολό ορίζοντα / Λίγο πιο κάτω / βλέπω την καρδιά μου / να τραβά σταθερά προς τα ύψη / μαζί της παρασέρνοντας / και το ασήμαντο κεφάλι μου / τα πνευ μόνια και το ήπαρ / πηγαίνουν δυ τικά / τα συνοδεύουν ευγενικά / τα πάνω και τα κάτω άκρα / Όσο για
το κυρίως σώμα / μένει εκεί ασά λευτο / κοντά σε μια καρέκλα / στην ακροποταμιά με τα παιδιά / Μεταξύ μας / απόψε το κορμί μου διαλύεται», σελ. 35 επ. από το ποίημα «Το κορμί μου». Η καθιέρωση της επέμβασης μιας αυστηρής λογικής εκεί όπου ο υπερρεαλισμός κινδυνεύει να κα ταντήσει μανιέρα και επιτήδευση, αποτελεί μιαν ακόμα επιτυχία του Ντίνου Σιώτη: διαβάζοντας τα προηγούμενα βιβλία του μπορούμε να εντοπίσουμε, εδώ κι εκεί, φυγόκεντρα ποιήματα, όπου αρκετές λέ ξεις δεν είναι σε θέση να πειθαρχή σουν στους κανόνες που απορ ρέουν από ένα ενιαίο πλαίσιο ανα φορών, οι συγκινήσεις υπερχειλί ζουν και το ποιητικό υλικό παρασύρεται από τη δίνη των ψυχικών και γλωσσικών κατ’ επέκτασιν κλυδωνισμών - κι αυτό είναι φυσικό γιατί η μαθητεία του ποιητή στο σχολείο των ορθόδοξων Ελλήνων υπερρεαλιστών κράτησε πολύ. Αν τίθετα στους «Κλιματιζόμενους διαδρόμους» οι αδυναμίες αυτές εκλείπουν, όλη η σειρά των αλλη λουχιών του λόγου υπακούει στους όρους μιας σταθερής ισορροπίας, ενώ η παραληρηματική διάθεση που ήταν τόσο ισχυρή παλαιότερα κι αποδυνάμωνε το γενικότερο αι σθητικό αποτέλεσμα έχει υποχωρή σει κατά πολύ. Ο υπόγειος, συχνά απροσδόκη τος, ρυθμός στις «Στιγμές» προσ
62/οδηγος φέρει στα ποιήματα μίαν ιδιάζουσα ευελιξία, έναν τόνο διαρκούς κινητικότητας. Αντίστοιχα, η κα τάλληλη πρόσμειξη βιωματικών παραπομπών κι εξομολογήσεων με τα άλλα συστατικά των ποιητικών καταγραφών δίνει στα κείμενα αυ τά την εγκυρότητα της αβίαστης, ειλικρινούς κατάθεσης, κάτι που λείπει βασανιστικά από το μεγαλύ τερο μέρος των ποιητικών συλλο γών που κυκλοφορούν σήμερα στη χώρα μας. Στις «Πτώσεις» το υπο κείμενο όχι μόνο πάσχει, φθείρεται καθημερινά και δεν ελπίζει τίποτα, αλλά υφίσταται και το χειρότερο όλων: μαντεύει την παρακμή του και εθίζεται στην ιδέα αυτή, προσαρμοζόμενο σταδιακά, αυτοτιμωρούμενο, εγκαταλείποντας τελεσί δικα τον εαυτό του «στην άκρη της αποθέωσης της φρίκης», ενώ «αε ροπλάνα βομβαρδίζουν από χθες / πόλεις που εξαφανίζονται στους δρόμους τους» και «σε άδειες εξέ δρες παίζεται η μπάλα του κό σμου», από το ποίημα «Εικόνα ει κοστού αιώνα», σελ. 65 επ. Σ’ ένα σημείο που αντιδιαστέλλεται αρκετά η ποίηση του Ντίνου Σιώτη μ’ εκείνη των συγχρόνων του είναι σε ό,τι αφορά το θέμα της ερωτικής πλήρωσης. Στην κρινόμενη συλλογή η ερωτική επαφή δεν είναι ούτε σπασμωδική ούτε επιφα
νειακή, αλλά αντίθετα δικαιώνει τους αυτουργούς της. Πριν όλα διαφθαρούν και χαθούν για πάντα, προλαβαίνουν να γίνουν ιδεώδη. Από εδώ πηγάζει κι αυτή η αίσθη ση της διάχυτης θεραπευτικής μνή μης που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη συλλογή. (Βλ. π.χ. τα ποιήματα των σέλ. 9, 12, 30, 32, 61, 62 και 62). Παράλληλα, η πανίσχυρη σε ξουαλική ορμή, που κυριαρχεί σε αρκετά ποιήματα, παραπέμεπει αμέσως στο θέμα που αγάπησαν οι ρομαντικοί: στη βαθιά απόλαυση που επιφέρει το κορεσμένο πάθος. Από την άποψη αυτή η ποίηση του Ντίνου Σιώτη είναι μία ποίηση φυ γής, που αναζητεί καταφύγιο μέσα στον έρωτα. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση μερικών «ηρώων» του βιβλίου που πιστεύουν στους τε χνητούς παραδείσους, επιδιώκον τας μάταια την ικανοποίηση του αδυνάτου, τη μέθεξη με το υπερβα τό -η επέμβαση του ποιητή έγκει ται στο γεγονός ότι ο ίδιος τουλά χιστον τους χαρίζει τη λυτρωτική εκτόνωση του λόγου, τις λεκτικές περιπέτειες που μπορούν κάποτε να καταλήξουν σ’ ένα είδος ψυχο σωματικής ανακούφισης: πρόκει ται για μια ποίηση-ελιξήριο, που παρέχει τη δυνατότητα μιας μετα φορικής εμπειρίας, μιας οραματικής βίωσης. Αυτό είναι το μάθημα,
η λύση των δεινών, που κερδίζεται εδώ. Διαβάζοντας την «ελπίδα», σελ. 20, π.χ. θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι ο ποιητής αυτός έχει δοκιμάσει να παράγει μία γραφή καθαρά ιαματι κή: ' «Ραγίζουν πρώτα κι ύστερα πέ φτουν οι τοίχοι. Τα ταβάνια πέ φτουν αμέσως μετά, ενώ κύματα κόσμου αναχωρούν προς ανεύρεση τύχης καλύτερης. Οι σελίδες της ιστορίας συσσωρεύονται στην ανοιχτή παλάμη μιας ελπίδας που τρέφεται από τον πανικό. Με χρή μα υπολογίζεται ο χρόνος κι ό,τι νομίζουμε συναρπαστικό, αναβάλ λεται με τις μετονομασίες των λέ ξεων. Αποφεύγουν όλοι να υπαι νίσσονται. Η φύση επανέρχεται στη μελλοντική της φύση. Χάριν ενός σχήματος λόγου, τα γεγονότα ξεπερνούν τον εαυτό τους. Ασπρό ρουχα μεσημέρια, ποτισμένα στο αίμα φεγγάρια - όπου να ’ναι θ’ αρχίσει η πνοή μας να μεταπλάθεται σε φως». Τελικό συμπέρασμα: οι «Κλιμα τιζόμενοι διάδρομοι» είναι το βι βλίο της ωριμότητας του Ντίνου Σιώτη, χαρακτηριστικό της ποίη σης που καλλιεργούν σήμερα οι δη μιουργοί της γενιάς του 70. ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
πληθωρικές μνήμες σωσίβια της παράδοσης ΒΑΣΑ ΣΟΛΩΜΟΥ ΞΑΝΘΑΚΗ: Λίγες χρνσές μαργαρίτες για την Ασπασία. Αθήνα, Εκό. Ερμής, 1986. Σελ. 121.
1. Τα διηγήματα της Β.Σ.Ξ. είναι ορίζοντες που σηματοδοτούν με τον καλύτερο τρόπο, τόσο τις βασικές της επιλογές, όσο και όλα εκείνα τα στοιχεία που ενσωματώνονται στην επιφάνεια του πεζογραφικού δρόμου χωρίς κανένας να το περιμένει. Έτσι η δη μιουργός κυριολεκτικά έπλασε έντεκα ιστορίες, διαφορετικής φόρμας, με μια μέθοδο αφοπλιστική, κυρίως για το περιεχόμενο και τα θέματα. Χωρίς όμως να υποτιμάται και το στυλ γραφής που εναρμονίζεται θαυμάσια και που σε πολλές περιπτώσεις υπερίπταται της κεντρικής θέσης, δηλαδή της μετάδοσης των όσων συντάραξαν την ψυχική της διάθεση. Μ’ άλλα λόγια το «Λίγες χρυσές μαργαρίτες για την Ασπασία» είναι ένα καλοδουλεμένο σύνολο αφηγηματικών κομματιών που περνάει στον αναγνώστη την έμπνευση και την επιμονή της συγγραφέως ταυτόχρονα με ό,τι της στάθηκε οικείο και συγκινησιακό και που κατά τη γνώμη της άξιζε τον κόπο να λεχθεί.
οδηγος/63 2. Το σημείο εκείνο που χρειάζεται να σταθεί η προσοχή μας περισσό τερο είναι η βιωματική προαίρεση και η συνώνυμη παράθεση των όσων διαδραματίζονται, καθώς πολλές φορές μοιάζουν σχεδόν ταυτόσημα μετά το παιχνίδι της συγγραφέως σε ορισμένα απ’ αυτά, της σε πρώτο πρόσωπο κατάθεσης. Ό ,τι γράφεται έχει απόλυτη ανάγκη να υποπέσει στο οπτικό και συναισθηματικό της πεδίο, για να γίνει πραγματικά ένα αντικείμε νο άξιο υποβολής και μυστικότη τας, τέτοιο που απαιτεί η τέχνη του διηγήματος για να λειτουργήσει. Οι πράξεις του συγκεκριμένου έρ γου παίζονται όλες κάτω από την απαλή και διάφανη παρεμβολή της, αφενός για να έχει την απόλυ τη ευχέρεια στη διαμόρφωση του υλικού, αφετέρου για να μη χάνει τον έλεγχο των όσων έχει η ίδια επιλέξει να προβάλει. Το γεγονός ότι τα διηγήματα του τόμου είναι βιωματικές καταστάσεις δίνει μια μεγαλύτερη αληθοφάνεια στο κεί μενο, έτσι ώστε να χρίζει σαν πραγματικούς, και όχι μόνο αφη γηματικούς, ήρωες όσους δρουν, υπάρχουν και τελικά υποφέρουν αγόγγυστα μέσα στις σελίδες της συλλογής. 3. Το ύφος των ιστοριών, που γρά φτηκαν με ιδιαίτερη υπομονή, χαρα κτηρίζεται σαν βαθύτατα ανθρώπι νο, συγχρόνως δε σαν λογικά καλ λιεργημένο, καθώς περνάει μια σει ρά από εκφάνσεις που φτάνουν μέ χρι το πέρας της αντοχής αλλά και της αναγνωστικής ευχαρίστησης. Η εσωστρέφεια είναι το γνώριμο χα ρακτηριστικό με το οποίο διαλέγε ται μια μέθοδος εμφάνισης μάλλον συνετή, συνεπής και προσδιορισμέ νη, ώστε να δραματοποιείται, παλλόμενη από εσωτερικές φωνές, κά θε στιγμή, και μια μικρή τραγωδία που στο βάθος της είναι σημαντικά περιορισμένη. Μ’ αυτό τον τρόπο δίνεται μια οικουμενικότητα σε ενέργειες καθημερινές και, πέρα απ’ το ατομικό στοιχείο, που είναι κυρίαρχο, παρατηρείται μια συλ λογική έκφραση ντυμένη αποκλει στικά τη νοοτροπία της έξαψης, επιθυμώντας να πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο την ευαίσθη τη ανθρώπινη υπόθεση σε φάσεις ιδιάζουσας περίστασης. Δε θα ήταν υπερβολή, αν λέγαμε πώς η συγγραφέας ξεκινάει απ’ τις πιο ανώδυνες εξάρσεις των ζώντων ορ γανισμών, για να φτάσει στις πιο περίπλοκες, ακολουθώντας μια
στράτα ή ένα μονοπάτι όπου να γί νονται αντιληπτά τα πιο μύχια συ ναισθήματα μιας άδοξης ζωής. Κι όλα αυτά μέσα σ’ ένα αναβράζον υπόστρωμα του οποίου οι ατμοί εί ναι γνήσιο αποτέλεσμα της μεγάλης δυνατότητάς της στο γραπτό λόγο. 4. Οι βασικοί πρωταγωνιστές της Β.Σ.Ξ. είναι γυναίκες. Όπως προηγούμενα και στο «Γάμο», έτσι, και στο βιβλίο που εξετάζουμε και συζητάμε, η γυναίκα είναι εκείνη που δέχεται τη μεγαλύτερη επεξερ γασία /μέσα στη μοναξιά της και στο χρόνο. Ακόμη κι όταν ο ρόλος της είναι σαφώς λιγότερο ενδεικτι κός μέσα στο κείμενο, πάλι είναι εκείνη που κρατά τα σκήπτρα, τό σο στο θεματολογικό, όσο και στο αισθητικό πλάνο που η ίδια η συγ γραφέας παραδίδει. Αυτός ο σα φής διαχωρισμός ανάμεσα στα δυο φύλα που επιχειρείται και η πεντα κάθαρη προτίμησή της προς τη γυ ναίκα μπορεί να ερμηνευτεί μόνον αν αναλογιστούμε την κοινωνική διάπλαση και τη θέση της μέσα στην ιστορία, καθώς είναι σίγουρα εκείνη που σπρώχνει το μοχλό πα ράλληλα με τις στερήσεις, τα ηθικά προσκόμματα και τα βάσανά της. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συγγραφέας δείχνει αυτή την προτίμηση προς το γυναικείο φύλο, ωστόσο η ματιά της Βάσας Σολω μού Ξανθάκη δίνει νόημα σ’ αυτόν το διαχωρισμό, τοποθετώντας τα πράγματα στη σωστή τους υπόστα ση, που είναι η εξαΰλωση και η συ νέχεια της καταχωνιασμένης και εγκλωβισμένης λαϊκής παράδο σης, 5. Και είναι αλήθεια η παράδοση, με τα τόσο πλούσια λαογραφικά και κοινωνιολογικά αποτυπώματα, που φτάνει ως τις μέρες μας, μέσα από τα σφιχτά χείλη των φυσικών αυτουργών, η κυριότερη παράμε τρος της Β.Σ.Ξ. Γυναίκα και παρά δοση συνδέονται σχεδόν ανελλι πώς, έτσι ώστε η προσπάθεια της συγγραφέως να έχει και αυτή την πτυχή μέσα σε τόσες άλλες που αναφέρθηκαν και που αρχίζουν και τελειώνουν στο ανασκάλεμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα βα θιά ριζωμένα μηνύματα που πέρα σαν σιγά-σιγά από γενιά σε γενιά, για να φτάσουν να εξαφανιστούν μετά την επιδρομή των αγροτών και των εργατών στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, παραμένουν ακέ ραια στην ελληνική ύπαιθρο, όπου τα πρόσωπα μοιάζουν να έχουν έρ θει από χιλιετηρίδες μακριά. Εδώ
πλαίσιο Α.Ι. ΤΖΑΜΤΖΗ: Η ναυτιλία τον Πηλίον στην Τουρκοκρατία.
Αθήνα, Εκό. Εστία.
Σελ. 103. Είναι αξιόλογο γεγονός όταν μπορεί κανείς μέσα στις λίγες σελίδες ενός μελετήματος να δώσει μια συνολική άποψη πάνω στο θέμα που πραγματεύεται. Ο Α.Ι. Τζαμτζής το επιτυγχάνει δίνοντας έμφαση εκεί όπου το γεγονός αξίζει την προσοχή μας και πλαισιώνοντάς το με τα ανάλογα ντοκουμέντα. Το Πήλιο, οι αγώνες του, η εμπορική δραστηριότητα των · χωριών του, η πνευματική παρουσίαση και η βαρύτητα αξιόλογων πνευματικών μορφών της περιοχής, αλλά κυρίως η ναυτική και εμπορική δραστηριότητά της δίνονται συνοπτικά αλλά συγκροτημένα. Θά ’λεγα ότι είναι μια πρόκληση για μία περισσότερο εμπεριστατωμένη μελέτη γύρω από το θέμα. Το μελέτημα πλαισιώνεται από αρκετές και ωραίες γκραβούρες, βιβλιογραφία και κατατοπιστικό ευρετήριο. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΖΟΣ ΔΙΟΝΥΣΗ ΣΕΡΡΑ: Ντίνος Κονόμος. Η μορφή τον -το έργο τον.
Α θήνα-Ζάκννθος,
Περίπλονς, 1986. Σελ. 200.
Τρεις διαδοχικές επέτειοι, τα τρία τελευταία χρόνια, στάθηκαν η αφορμή για το βιβλίο του Διονύση Σέρρα: Ντινος Κονόμος. Η μορφή του το έργο του. Πρώτα η συμπλήρωση 40 χρόνων (το 1984) από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του
64/οδηγος επικεντρώνεται το ενδιαφέρον της δημιουργού βάζοντας τα θεμέλια για να μη χαθεί έστω και η παραμι κρή επιταγή της παράδοσης σε χώ ρους, όπου, για παράδειγμα, ένας γάμος ή μια κηδεία αποτελούν κοι νωνικό γεγονός άξιο μνημόνευσης. Εντέλει η θαυμαστή ποικιλία των λαϊκών αναζητήσεων γίνεται, στο έργο της Βάσας Σολωμού Ξανθάκη, μια νέα περιπέτεια, απ’ την οποία συνάγονται καινούρια στοιχεία που αφορούν και μεμονω μένα άτομα αλλά καί, κυρίως, ολό κληρες περιοχές. 6. Στα διηγήματα του βιβλίου «Λί γες χρυσές μαργαρίτες για την Ασπασία» η φόρμα παρότι άνιση είναι ανεκτή στη διαμόρφωση ενός κλίματος και μιας ατμόσφαιρας εφικτής στην αναγνωστική από λαυση. Ο τρόπος γραφής, συνδυα-
ζόμενος με την ατέλειωτη γεύση μιας παράξενης για τη λογοτεχνία θεματολογίας, περικλείει όλα εκεί να τα δεδομένα που κάνουν ένα βι βλίο άξιο κρίσης. Με πολύ στρωτή γλώσσα, που πλουτίζεται από ιδιωματισμούς και λέξεις άγνωστες στο ευρύ κοινό, και με τολμηρή διεισδυτικότητα, καταφέρνει να κι νήσει προς το μέρος του αναγνώ στη, απρόσμενες δυνάμεις εσωτερι κού αλλά και εξωτερικού πάθους. Η απροσδιόριστη μορφή κάπου υποτάσσεται σε μια ανάλογων προ θέσεων παλινδρόμηση κι αυτή με τη σειρά της απελευθερώνει γιγαντιαία αποθέματα ψυχισμού και εγκεφαλικού οίστρου. Η φωτι σμένη δε από σχήματα εφευρετικότητα της συγγραφέως δίνει στο βι βλίο μια εξέχουσα θέση από άποψη άντλησης πληροφοριών, κάτι πα
ραπάνω από χρήσιμο στη διασταύ ρωση τόσων διαφορετικών μεταξύ τους πηγών. 7. Η Βάσα Σολωμού Ξανθάκη έκα νε ένα έργο άξιο οποιοσδήποτε εγ κωμιαστικής κρίσης κι αυτό όχι για κανέναν άλλο λόγο όσο για το γε γονός ότι σήμερα περίλυποι παρα κολουθούμε τη φθίνουσα πορεία του διηγήματος, το οποίο στην Ελ λάδα, σ’ αντίθεση με το μυθιστόρη μα και τη νουβέλα, δεν άνθισε ποτέ τόσο πολύ. Η συλλογή λοιπόν αυτή αφήνει πολλά περιθώρια για μια αναγέννησή του καθολική. Άλλω στε οι λίγες συλλογές που έχουν να δώσουν κάτι το ιδιαίτερο σε καμιά περίπτωση δε μένουν στην αφάνεια αλλά στέκονται τα «διδάγματα» για άλλους συγγραφείς που δοκι μάζονται σ’ αυτό το είδος. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
νους και πραγματικότητα ή η τύφλωση διαρκώς παρούσα ΕΛΙΑΣ ΚΑΝΕΤΤΙ: Η Τύφλωση. Μετάφρ.: Τζένη Μαστοράκη. Αθή να, Γράμματα, 1985. Σελ. 549.
Η «Τύφλωση» του τιμημένου με βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (1981) Ελίας Κανέττι διαπραγματεύεται ένα θέμα που έχει απα σχολήσει αρκετούς λογοτέχνες και κοινωνιολόγους: ένας διανοού μενος, αφοσιωμένος στις έρευνές του και αφυδατωμένος συναι σθηματικά, αναγκάζεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον κόσμο που τον περιβάλλει. Θέσει και φύσει απομονωμένος - ή και απόβλητος - από το κοινωνικό σώμα, δοκιμάζεται οδυνηρά από την ορμητική είσοδο των γεγονότων της πραγματικότητας. Η ιδιοτυπία της δια πραγμάτευσης του Κανέττι βρίσκεται στην έκβαση της ιστορίας του. Ο διανοούμενος δηλαδή, δεν υποχρεώνεται να κλείνει το γό νυ εμπρός στην πραγματικότητα, ηττώμενος κατά κράτος, θνήσκων ηρωικά ή -απλά- παραιτούμενος της πάλης. Δεν κατορθώνει όμως και να θριαμβεύσει, εκμεταλλευόμενος τις ιδιαίτερες δυνατότητες του νου του και διασφαλίζοντας τις επιλογές του. Για τον Κανέττι δεν υπάρχει θριαμβεύουν και ηττώμενος. Χωρίς να εγκλωβίζεται στα διλήμματα της
μυθολογίας της σχετικής με την πά λη πνεύματος και ύλης, ο συγγρα φέας προτείνει στον αναγνώστη την αμφισβήτηση της ιδιάζουσας αξίας του πνεύματος και της ύλης. Το πνεύμα δεν θριαμβεύει επί της ύλης, ο «μοναχικός» εξερευνητής-
διανοούμενος δεν γίνεται, παρά την πνευματική ανωτερότητά του, αποδεκτός από τον παιδευτικώς κατώτερο περίγυρο, η πραγματικό τητα παρουσιάζεται με μελανά χρώματα. Ας παρακολουθήσουμε την πο ρεία του μυθιστορηματικού πρωτα γωνιστή μέσα από την εξέλιξη της αφηγηματικής πλοκής. Ο Πέτερ Κην, ένας σινολόγος εμμονικά βι βλιόφιλος, για τον οποίο «όλος ο κόσμος βρίσκεται μέσα στο κεφάλι του» αποφασίζει να παντρευτεί την οικονόμο του Θηρεσία Κρούμπχολτς. Επιχειρεί δηλαδή, χωρίς να έχει συνείδηση των συνεπειών, μία αναμέτρηση με τον «έξω» κό σμο. Η επαφή του Κην με τον «καθ’ ημέραν» βίον, τις κοινωνικές συμβάσεις και υποχρεώσεις, τον
οδηγος/65 οδηγεί στο βιολογικό αφανισμό. Η σύζυγός του, διψά για κοινωνική άνοδο και συστηματικά τον εξαπα τά. Οι ενέργειες της, ωστόσο, όπως η πλαστογράφηση της διαθήκης του συζύγου της, άνετα αναγνωρί ζονται ως συμπεριφορές στο κοι νωνικό σώμα. Ο εξαίρετος συνολόγος, εντούτοις, έχοντας αναγάγει τα πάντα σε ένα σύστημα αλληγορικών σημάτων, αδυνατεί να αντιληφθεί τις προθέσεις της συμβίας του. Από το σημείο αυτό και πέρα η μυθιστορηματική ανέλιξη σφρα γίζεται από την ανικανότητα του πρωταγωνιστή να κατανοήσει τι συμβαίνει γύρω του. Επιπλέον, έρμαιος της ιδεοληπτικής σχέσης του με τη γνώση και το πνεύμα, σε πλή ρη αποκοπή από τα κοινωνικά τεκταινόμενα, δέχεται αγογγόστως τις εξελίξεις. Ο Κανέττι πάντως, δεν θεωρεί τον άνθρωπο του πνεύ ματος μόνον υπεύθυνο για τη συν τριβή του. Η βαρέως -ιδίως σε επί πεδο αξιών- ασθενούσα πραγματι κότητα ευθύνεται και αυτή. Ο Κην εκδιώκεται από το ίδιο του το σπίτι. Ωστόσο, τραγικά αυταπατώμενος, θεωρεί ότι απελευ θερώνεται από τον ασφυκτικό κλοιό της γυναίκας του. Ο καμπού ρης απατεωνίσκος του σινοικιακού καταγώγιου (ονόματι Φυσερός) μεταχειριζόμενος διαδοχικά τεχνά σματα απομυζά την περιουσία του σινολόγου. Ο «καθηγητής», αυταπατώμενος πάντα, προσλαμβάνει τον Φυσερό στην υπηρεσία του και ξοδεύει αφειδώς τα χρήματά του για να προστατεύσει τα βιβλία του, κιβωτούς του πνεύματός του. Στρατοπεδεύει στο τοπικό ενεχυ ροδανειστήριο (με το ειρωνικά εν δεικτικό όνομα «Θηρεσιανό») όπου αγοράζει βιβλία που η συμμορία του Φυσερού φέρνει προς πώλησιν. Ο Κην, εμπιστεύεται ακόμα τον κύριο Πφαφ -πρώην αστυνομικό και νυν θυρωρό του κτιρίου όπου διέμενε- ο οποίος τον μετατρέπει σε όργανο παρακολούθησης των συνηθειών των συμπολιτών του. Οι παραισθήσεις του Πέτερ Κην διαδέχονται, από το σημείο αυτό και ύστερα, η μία την άλλη: η θ η ρεσία συνεχίζει να ανέρχεται κοι νωνικά, μεταχειριζόμενη κάθε μέ σον, ο σινολόγος όμως νομίζει ότι την έχει θανατώσει με το ίδιο του το χέρι. Η βιβλιοθήκη του βρίσκε ται συνεχώς σε κίνδυνο: η σύζυγος, ο καμπούρης, άγνωστοι εχθροί, πε ρίπου οι πάντες και τα πάντα, την απειλούν. Ο Κην προετοιμάζεται
Ελιάς Κανέττι
για τη μάχη, οργανώνει σε σώματα τα βιβλία-στρατιώτες του, τα οδη γεί σε εικονικές σκιαμαχίες. Ο αδελφός του, διακεκριμένος ψυ χίατρος των Παρισίων, προσφέρεται να βοηθήσει στην ψυχολογική περιπέτεια του αδελφού του, αλλά δεν το κατορθώνει. Ο σημαίνων ια τρός, δεν μπορεί να αντιληφθεί τα εμφανή συμπτώματα ψυχασθένειας του «διάσημου» αδελφού του. Ο Κην, εντέλει, οχυρώνεται στο σπίτι του, πυρπολεί τα βιβλία του και αυτοπυρπολείται, χωρίς, ούτε και την ύστατη στιγμή, να κατανοήσει τη ροή της πραγματικότητας. Με το θάνατο και τη συνεπαγώμενη τύφλωσή του, ο «κ. καθηγητής» οδυνηρά απέδειξε την ισχύ της αφοριστικής διατύπωσής του ότι, δηλαδή, «(η τύφλωση) διευκολύνει τη συνύπαρξη πραγμάτων που θα αλληλοκαταργούνταν αν το καθένα τους έβλεπε τα άλλα». Η πραγματι κότητα του περιβάλλοντος κόσμου - «δεσπόζουσα αρχή» της οποίας «είναι η τύφλωση» - εξαρχής εχθρική στον Πέτερ Κην «συνυπήρ ξε» μαζί του μόνον ως συνεχής απειλή. Ο διανοούμενος-σινολόγος κινήθηκε πεισματικά εκτός της πε ριοχής των ιστορικών και κοινωνι κών δεδομένων· με το θάνατό του εξόφλησε με χαρακτηριστικό τρόπο τους λογαριασμούς του και εξαρ γύρωσε το τίμημα της μόνωσής του. Οι κοινωνικοί πυρήνες, όμως, οι συμβάσεις και η όζουσα δομή τους, η κοινωνία σε σήψη, παραδίδονται από τον Ε. Κανέττι, αφού πρώ τα καταλλήλως καυτηριαστούν, στην κρίση του αναγνώστη. Η κοινωνία της «Τύφλωσης» δεν είναι μία τοιχογραφία της οποίας ο Κανέττι, επιθυμεί να επισημάνει τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Ο συγγραφέας, αναπαριστά διά της γραφής, κοινωνικές ομάδες -θύλακες με ιδιαίτερη δυναμική
Ντ. Κονόμου. Ύστερα, η συμπλήρωση επίσης 40 χρόνων (το 1985) από το πρώτο φύλλο της περιοδικής έκδοσης του Ντ. Κονόμου «Επτανησιακά Φύλλα» και τέλος (το 1986) η συμπλήρωση 50 χρόνων από τις πρώτες δημοσιεύσεις του σημαντικότατου αυτού Ζακυνθηνού λόγιου, συγγραφέα, ερευνητή και ιστοριοδίφη. Ο Ντ. Κονόμος φωτίζει ακούραστα 50 χρόνια τώρα, μοναδικές στιγμές από το αλλοτινό Τζάντε κι από τη σημερινή Ζάκυνθο. Απόρροια μια ζακυνθόπληκτης ευαισθησίας. Το πολύτιμο αυτό βιβλίο του Δ. Σέρρα προβάλλει με τον καλύτερο τρόπο τη μορφή και το έργο του Ζακυνθινογράφου και Ζακυνθινολάτρη Ντ. Κονόμου μέσα από μία εύστοχη επιλογή κειμένων από το τεράστιο σε όγκο έργο του. ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ Π ΑΝ ΑΓΟ Υ : Μνήμες ' Ιστορίας. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 211.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσπάθεια γίνεται στο βιβλίο «Μνήμες Ιστορίας», όπου ο καταγραφέας επιδιώκει να συγκροτήσει μέσα απ’ το πάλεμα με το χρόνο γράμματα, σημειώματα, κάρτες, που οι φυλακισμένοι άλλαζαν με δικούς τους ανθρώπους κατά την περίοδο 1945-1961. Όλο αυτό το τεράστιο υλικό υποτάχτηκε σ’ έναν κομψό τόμο απ’ όπου μπορεί κανείς ν’ αντλήσει τις βασικές επιλογές των αγωνιστών, των φυλακισμένων και των εξόριστων κύρια γυναικών πσυ δεν σταμάτησαν τον αγώνα ούτε για μια στιγμή κατά την παραπάνω περίοδο. Τη μεγαλύτερη ζωντάνια όμως εκπέμπουν τα ημερολόγια των ανταρτών που αποκτούν ιστορική αξία παρά την
66/οδηγος και ζωτικότητα- με στάση σαφώς επιθετικής υφής. Ο αναγνώστης παρακολουθεί συζυγικά ζεύγη, όπου τα νήματα κινούνται από τη σύζυγο, παρά τον -σε πρώτη εντύ πωση- ανδροκρατούμενο χαρακτή ρα τους. Το παράδειγμα της σχέσης του Κην και της Θηρεσίας είναι εν δεικτικό. Διακρίνεται επίσης, η -άνευ μέτρου- επιθυμία κοινωνι κής ανόδου των οικονομικά ασθε νέστερων στρωμάτων (οικονόμος, καμπούρης). Η εγωτική στάση ζωής τροφοδοτείται από την -μονίμως ανικανοποίητη- επιθυμία κοι νωνικής ανάδειξης και λειτουργεί ως μηχανισμός υπερκερασμού της σωματικής δυσμορφίας. (Ο Φυσερός είναι νάνος και καμπούρης). Οι ανθρώπινες σχέσεις καθορίζον ται -κυρίως- από το αμοιβαίο οι κονομικό συμφέρον. Οι ερωτικές επιλογές αποτελούν απεγνωσμένες προσπάθειες εξόδου από την καθη μερινή πλήξη, όταν δεν δρομολο γούνται από μικροσυμφέροντα. Η κρατική εξουσία ακρωτηριάζει διά παντός όσους έχουν θητεύσει στις τάξεις της (Πφαφ). Οι ρητορικές μεγαλοστομίες είναι το προσωπείο της ελλιπούς εκπαίδευσης και οι ιδεοληψίες (ο Φυσερός θεωρεί τον εαυτό του μέγα σκακιστή) γεμίζουν το κενό που δημιουργούν οι ανολο
κλήρωτες ατομικές επιδιώξεις. Η εφαρμογή των θεωρητικών εξαγγε λιών της επιστήμης της ψυχοθερα πείας, σε ό,τι αφορά τον θεραπευ τικό της ρόλο, ελέγχεται ως προς την αποτελεσματικότητά της. Ο Κανέττι ανασυστήνει το νο σούν σώμα της πραγματικότητας πάνω στο οποίο αναπτύσσονται τα συστήματα αξιών των ομάδων που μελετά. Διαπιστώνει την αντοχή της ύλης (άνθρωποι και κώδικες) που τις αποτελούν, στο χρόνο. Και αποφαίνεται (μέσα από την ανέλι ξη της πλοκής) ότι οι κοινωνικές αυτές ομάδες, είναι δυνατόν να συ νυπάρξουν μέσα στο κοινωνικό σώμα, διεκδικώντας χωρίς να συγ κρούονται κατ’ ανάγκην μεταξύ τους η καθεμία τα ιδιαίτερα συμφέροντά της. Αποδεικνύεται έτσι η μονιμότητα των κοινωνιολογικών χαρακτηριστικών τους και η· εγκυρότητα, για ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, των αξιολογικών επιλο γών τους Ο αναγνώστης μπορεί λοιπόν αβίαστα να βγάλει το συμπέρασμα: η κοινωνική πραγματικότητα, ό πως αναπαρίσταται στο μοναδικό αυτό μυθιστόρημα του Κανέττι, ασθενεί βαρύτατα και, ακτινογρα φούμενη, μόνον έντονη κριτική των συστατικών της στοιχείων μπορεί
να προκαλέσει. Ο διανοούμενος, του οποίου η άγνοια για τα συμβαίνοντα γύρω του πλαγίως επι κρίνεται, είναι αδύναμος να αντι μετωπίσει την εισβολή της πραγμα τικότητας. Εντούτοις -και μετά τον αφανισμό του Πέτερ Κην- η αναπαριστώμενη πραγματικότητα πα ραμένει -έως αφανισμού- απωθηΟ λόγος του Κανέττι κινείται σε τόξο μεγάλης ελαστικότητας. Ομα λή - γραμμική - αφήγηση, παραλη ρηματικός μονόλογος του πρωτα γωνιστή. Και -ενδιάμεσα σημεία της περιφέρειας- μετωπικοί μονό λογοι, τριτοπρόσωπη έκθεση των σκέψεων των προσώπων, πυκνοί διάλογοι και -κυρίως- γλωσσικά ιδιώματα των διάφορων κοινωνι κών ομάδων. Το τόξο ολοκληρώνε ται συνεχώς στον κύκλο του με τη χρήση -ιδιαίτερης αιχμηρότηταςειρωνείας και πυκνού σαρκασμού. Έχοντας να αντιμετωπίσει, πλή θος δυσκολιών ύφους, η μεταφρά στρια Τζένη Μαστοράκη, κατέθεσε μία μεταφραστική εργασία επίτευγ μα για τη γλώσσα μας. Ακολούθη σε τον Κανέττι στη γλωσσική περιπέτειά του με τα μάτια διαρκώς στραμμένα στον Έλληνα αναγνώ στη. Π. ΡΕΖΗΣ
πλευρές των μεταναστευτικών κινήσεων HPΑΣ ΕΜΚΕ-ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΥ: Προβλήματα μετανάστενσης-παλιννόστησης. Αθήνα, Έκδοση Ινστι τούτου Μελέτης Ελληνικής Οικο νομίας (ΙΜΕΟ) και Ελληνικής Εταιρίας Δημογραφικών Μελετών (ΕΔΗΜ), 1986. Σελ. 466.
Η κυρία Έμκε-Πουλοπούλου ανέλαβε και κατόρθωσε να ολοκλη ρώσει ένα πραγματικά δύσκολο έργο, να εξετάσει δηλ. τις κύριες πλευρές των μεταναστευτικών κινήσεων από και προς την Ελλάδα από τον περασμένο αιώνα μέχρι σήμερα, με κύρια έμφαση στις εξελίξεις της μεταπολεμικής περιόδου. Το πρώτο μέρος της μελέτης ανα λύει τις βασικές έννοιες, παρουσιά ζει τα αριθμητικά δεδομένα και διερευνά τη διάρθρωση και τα αί τια της μετανάστευσης. Στο δεύτε ρο μέρος σταθμίζονται οι επιπτώ σεις των μεταναστευτικών κινή σεων στις διάφορες οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις, εξετάζο
νται προβλήματα της δεύτερης γε νιάς των μεταναστών και διατυπώ νονται προτάσεις πολιτικής. Ακο λουθεί ευρεία περίληψη 33 σελίδων στην αγγλική γλώσσα, καθώς και εκτενής βιβλιογραφία που περι λαμβάνει τις κύριες δημοσιεύσεις πάνω στο θέμα, στην ελληνική, αγ γλική και γαλλική γλώσσα.
οδηγος/67
πληθώρα σχετικών βιβλίων, καθώς μέσα σ’ αυτές τις σελίδες υπάρχει η ομοψυχία και η δικαιότερη κοινωνία. Βιβλίο διπλά χρήσιμο καθώς από τη μια μαθαίνουμε τη ζωή των μαχητών στο βουνό ή στις φυλακές κι από την άλλη πλησιάζουμε την αισθητική πλευρά των προσδοκιών τους. ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΑΝΤΖΟΥΛΑΤΟΥΡΕΤΣΙΛΑ: Λαογραφικά μουσεία κα ι παιδεία.
Αθήνα, 1986. Σε).. 48. Η συγγραφέας αξιοποιεί στατι στικά στοιχεία και πληροφορίες που έχουν προκύψει από διάφορες έρευνες και καταβάλλει ιδιαίτερη προσπάθεια τεκμηρίωσης των απαντήσεων που δίνει σε καίρια ερωτήματα και των συμπερασμά των στα οποία καταλήγει. Μια μελέτη τόσο μεγάλου εύ ρους, που καλύπτει πολυάριθμες πλευρές ενός σύνθετου κοινωνικού φαινομένου (δημογραφικές, οικο νομικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστι κές, πολιτικές) είναι φυσικό να γεννά ερωτήματα ως προς την έμ φαση που δίνεται σε ορισμένους επιμέρους γενεσιουργούς παράγον τες και στις επιπτώσεις των μεταναστευτικών κινήσεων. Τα ερωτή ματα όμως αυτά αποτελούν συχνά θετικό σημείο μιας πολύπλευρης κοινωνιολογικής έρευνας επειδή ανακύπτουν κυρίως από τη διερεύνηση εξελίξεων και καταστάσεων που επιδέχονται διάφορες ερμη νείες. α) Ανεξάρτητα από τον απρο γραμμάτιστο τρόπο που συντελέστηκε, η μείωση του αγροτικού πληθυσμού αποτελεί ένδειξη μετα βολής του χαρακτήρα της ελληνι κής οικονομίας από κυρίως αγροτι κής σε οικονομία με μια αξιόλογη βιομηχανία και ένα επίσης ανα πτυγμένο τομέα υπηρεσιών (σ. 149). Προκύπτει λοιπόν ότι η μείω ση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία της οικονομι κής ανάπτυξης. Στις υποανάπτυκτες χώρες μέχρι 80% του εργατι κού δυναμικού απασχολούνται στον αγροτικό τομέα, ενώ στις πιο αναπτυγμένες το ποσοστό αυτό εί ναι κάτω από 5%. Είναι λοιπόν
φυσική η μείωση του αγροτικού πληθυσμού και στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποίησε ταχύρρυθ μη οικονομική ανάπτυξη (περίπου 5,5% το χρόνο κατά μέσο όρο) σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι το 1980. Η εξωτερική μετανάστευ ση είναι πιθανόν να επιτάχυνε τη διαδικασία της αστικοποίησης σε ορισμένες περιοχές και να συνέβα λε και στην εγκατάλειψη ορισμέ νων καλλιεργειών που θα μπορού σαν να είναι οικονομικά βιώσιμες. Ως αποτέλεσμα, όμως, της αύξησης της παραγωγικότητας της εργα σίας, η συνολική αγροτική παρα γωγή παρουσιάζει συνεχή αύξηση 2-3% το χρόνο, παρά τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού. Με αυ τές τις απόψεις δεν διαφωνεί η συγγραφέας. Ορισμένες όμως εκ φράσεις της, όπως π.χ. «Το ερώτη μα που τίθεται είναι αν η μείωση του αγροτικού πληθυσμού συμβά δισε με την οικονομική και κοινω νική ανάπτυξη της χώρας» (σ. 149), «η πρωτοφανής εγκατάλειψη του αγροτικού χώρου», «η στρεβλή ανάπτυξη της ελληνικής οικονο μίας» (σ'. 150), φαίνεται να υπο βαθμίζουν τη σημασία της ταχύρ ρυθμης οικονομικής ανάπτυξης που επιτεύχθηκε και των αναπό φευκτων επιπτώσεών της στη διάρθρωση του πληθυσμού σε αστι κό και αγροτικό. β) Η συγγραφέας επισημαίνει πολλούς από τους παράγοντες των δημογραφικών εξελίξεων, άμεσα ή χαλαρά μόνο σχετιζόμενους με τις γεωγραφικές μετακινήσεις του πλη θυσμού. Αυτό όμως αποδυναμώνει την προσπάθειά της να διερευνήσει σε βάθος την επίδραση της μετανά-
Στο βιβλίο «Λαογραφικά μουσεία και παιδεία» γίνεται κατ’ αρχάς μια σύντομη αναφορά ιστορικού περιεχομένου, στη συνέχεια δε η συγγραφέας μελετά τα Λαογραφικά μουσεία και ειδικότερα τον εκπαιδευτικό τους ρόλο. Στους χώρους αυτούς οργανώνονται κατά καιρούς εκδηλώσεις-μαθήματα όπως θεατρικές παραστάσεις, χορός, μουσική και μ’ αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν αποφασιστικά στη διατήρηση της παράδοσης στον τόπο μας. Έτσι, πέρα απ’ τον εκθεσιακό χαρακτήρα γίνονται πόλοι όπου μπορεί κανείς να συναντήσει, προσθέτοντας στην παιδεία του χιλιάδες καινούρια στοιχεία, τέχνες άγνωστες ή τέχνες που πάνε να εξαφανιστούν και να εκλείψουν. Σημαντική μελέτη ακόμα για τον απλό χαρακτήρα της που κάνει τον αναγνώστη μύστη της εκπαιδευτικής δραστηριότητας και της πολλαπλής χρησιμότητας των Λαογραφικών μουσείων. Χ Α ΪΝ Ρ ΙΧ M AN : Ένας αργοπορημένος έρωτας
Μετάφραση Ιάκωβος Κοπέρτι. Αθήνα, Οδνσσέας, 1986. Σελ. 224. Όλη η μικροαστική ηθική της πόλης όπου γεννήθηκε,
68/οδηγος στευσης πάνω στις εξελίξεις αυτές. Εξάλλου, σχετικά με την ύπαρξη ή μη υπερπληθυσμού, σε μια ορισμέ νη περίοδο, ο τρόπος διατύπωσης «ο τάδε συγγραφέας απέδειξε...», (σ. 186), είναι κάπως απόλυτος. Δεν είναι ακόμη πειστικό ότι από συγκρίσεις της πυκνότητας του πληθυσμού με άλλες χώρες μπορεί να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς το ρόλο του δημογραφικού παράγοντα στις μεταναστευτικές κινήσεις (σ. 187). Τα στατιστικά δεδομένα δεί χνουν ότι η μετανάστευση δεν έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τις δημογραφικές εξελίξεις. Η φυσική αύξηση του πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας 1980 ήταν γύρω στο 0,5% δηλ. 50 χιλ. άτομα το χρόνο, έναντι διπλάσιας περίπου στις αρ χές της δεκαετίας 1930 (ΕΣΥΕ, 1984) και η πραγματική αύξηση 65 χιλ. περίπου το χρόνο, εξαιτίας της καθαρής παλιννόστησης από το 1974. Στις περισσότερες ευρωπαϊ κές χώρες, πλην Αλβανίας και Τουρκίας η πραγματική αύξηση του πληθυσμού παρουσιάζει πολύ μικρότερη αύξηση, στασιμότητα ή ακόμη και ελαφρά μείωση, ενώ η διαχρονική της εξέλιξη εμφανίζει την ίδια πτωτική τάση με εκείνη του πληθυσμού της Ελλάδας.
γ) Είναι σωστή η άποψη που υιοθετείται από τη συγγραφέα ότι εκείνοι που φεύγουν είναι οι πιο δραστήριοι. Θα ήταν όμως υπερβο λικό να υποστηριχθεί ότι αυτό δυ σχεραίνει την οικονομική ανάπτυ ξη της χώρας προέλευσης (σ. 246). δ) 'Οπως αναφέρει και η συγ γραφέας (σ. 132), κοινό χαρακτη ριστικό των παλλινοστούντων από τις ανατολικές χώρες, είναι το υψηλό επίπεδο της επαγγελματικής τους κατάρτισης. Αυτό τους επι τρέπει να βρίσκουν τελικά μια κα λή δουλειά, παρά τις αναπόφευ κτες δυσκολίες προσαρμογής που αντιμετωπίζουν στην αρχική περίο δο (ανεπαρκής σε πολλές περιπτώ σεις γνώση της ελληνικής γλώσσας, γραφειοκρατικές διατυπώσεις στην αναγνώριση ισοτιμίας των επαγ γελματικών τους τίτλων, εχθρότητα στα χωριά από παλιούς πολιτικούς αντιπάλους). Σοβαρά προβλήματα έχουν συνεπώς μόνο οι ανειδίκευ τοι, που στη μεγάλη τους όμως πλειοψηφία βρίσκονται σε συντά ξιμη ηλικία. ε) Στη μελέτη γίνεται συστηματι κή προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα συμπεράσματά της για τη διατύ πωση μέτρων πολιτικής. Ορισμένα όμως εμπίπτουν στη γενικότερη προβληματική της οικονομικής
ανάπτυξης της χώρας, η οποία έχει ουσιαστικά ανακοπεί τα τελευταία 6 χρόνια. Η αξιοποίηση λοιπόν της εργασίας και των κεφαλαίων των μεταναστών και η επίλυση των προβλημάτων που έχουν δημιουρ γήσει οι μεταναστευτικές κινήσεις, τόσο στην πρώτη, όσο και στη δεύ τερη γενιά των παλιννοστούντων θα βασιστεί κατά κύριο λόγο στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονο μίας,"η οποία δεν προβλέπεται να επιτευχθεί ούτε και το 1987, σύμ φωνα τουλάχιστον με τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις. Οι πιο πάνω παρατηρήσεις και τυχόν άλλες που θα μπορούσαν να γίνουν, δεν μειώνουν την αξία της μελέτης που με τη σφαιρικότητά της καλύπτει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία πάνω στη μετανάστευση. Εκφράζεται η ελπίδα ότι η εργα σία της κ. Έμκε-Πουλοπούλου θα διαβαστεί από πλατύ κύκλο ανα γνωστών και ότι η πληροφόρηση που περιέχει θα αξιοποιηθεί από σπουδαστές και ερευνητές των κοι νωνικών φαινομένων, καθώς και από τους υπεύθυνους φορείς για τη διαμόρφωση και εφαρμογή πρόσ φορης μεταναστευτικής πολιτικής. Ρ. ΦΑΚΙΟΛΑΣ
η δεκαετία της κριτικής ΣΟ Φ ΙΑ Σ Κ Α Ζ Α Ζ Η : Έλληνες χαλόέ£ α χρόνια κριτική, 1974-1984 Θεσσαλονίκη, Αιαγώ-
'Ο ταν μιλούμε για κριτική εννοούμε γενικά τη διατύπωση μιας σειράς από συγκεκριμένες τεχνικές παρατηρήσεις π άνω στο δο σμένο έργο. Την κύρια όμως λειτουργία της την τοποθετούμε σε μια δεύτερη ανάγνωση του έργου, όταν στηριγμένοι πάνω στις πρώ τες διαπιστώσεις, προβαίνουμε σε μιαν άλλη σειρά απ ό παρατηρήσεις, αυτή τη φορά ιδεολογικής φύσης. Τις δύο αυτές σειρές από έννοιες δεν είναι δυνατό να τις ξεχωρίσουμε ολότελα. Η «ιδεολογία» άλλωστε είναι κι αυτή μια τεχνική, κι αυτό που ονομάζουμε «περιεχόμενο» ενός έργου δεν είναι δυ νατό να υπάρξει χωρίς ή ανεξάρτητα α π ’ τη μορφή του. Στην Ελλάδα, κι ώς τη σύγχρονη εποχή, η κριτική χρησιμοποίησε κατά κανόνα μια γραφή «εξπρεσιονιστική» που οπωσδήποτε δεν έφτανε ώς κάποιο ικανοποιητικό βάθος της κρινόμενης εργασίας. Προπολεμικά, ακόμα κι όταν ανή
κει στο θεωρητικό λόγο, η κριτική ήταν περισσότερο μια λογοτεχνική επίδοση. Μετά τον πόλεμο όμως, όταν η σκυτάλη της κάθε είδους κριτικής πέρασε στην Αντίσταση, και η κριτική της τέχνης πήρε μιαν άλλη τροπή. Δεν μπόρεσε
οδηγος/69 όμως ν’ αποβάλει το εξπρεσιονιστικό ύφος που κυριαρχούσε γύρω της, έναν λόγο «στολιστικό» - για ν’ αποφύγουμε την παρεξήγηση που δημιουργεί η λέξη «διακοσμητικός»- κι έντονα αφαιρετικό. Η νοηματική του ασάφεια ή η ρευ στότητα στη διατύπωσή του, όπου κατέφευγε για να κατοχυρώνει με κάποιο ισχυρό άλλοθι τις διαπι στώσεις του, δυσκολεύει το μελετη τή να την εντάξει σε κάποια συγκε κριμένη ιδεολογική περιοχή. Γι’ αυτό όσα αναφέρουμε εδώ δεν προϋποθέτουν καμιάν αναγωγή σε μιαν ιδεολογική τάξη. Μαζί μ’ αυ τό η κριτική διατήρησε ακόμα αρ κετά απ’ τα γνωρίσματα του κυ ρίως φιλολογικού χαρακτήρα της. Να όμως που μια άλλη φάση της κοινωνικής περιπέτειας στην Ελλά δα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μιαν οριστική τομή στην πορεία του κριτικού λόγου στη χώρα μας. Η πρόσφατη δικτατορία έφερε σε άμεση επαφή πολλούς έλληνες δια νοούμενους που κατάφυγαν στο εξωτερικό, με την ευρωπαϊκή έρευ να, σε μιαν εποχή που η εμφάνιση της γλωσσολογίας στο προσκήνιό της, είχε δημιουργήσει βάσιμες ελ πίδες πως τα καινούρια διάμεσα θα οδηγούσαν ασφαλώς στην ανά πτυξη μιας επιστήμης της τέχνης, μ’ άλλα λόγια και σε μιαν επιστημονι κή θεώρηση της κριτικής. Παρόλο που οι ελπίδες αυτές δεν δικαιώθη καν πέρα για πέρα, κανείς δεν μπορεί ν’ αρνηθεί πως οι αναζητή σεις που τις δημιούργησαν ανανέω σαν τις όψεις της προβληματικής μας, κι έδωσαν οπωσδήποτε κά ποιο επιστημονικό χρώμα στις κρι τικές μας έρευνες. Το κέρδος είναι πως από δω κι εμπρός η άσκηση της κριτικής δεν ανήκει στους φι λόλογους τεχνοκρίτες, αλλά σε υπεύθυνους ειδικευμένους επιστή μονες. Μπορούμε να πούμε πως η κύρια κριτική έρευνα στην Ελλάδα αρχίζει από τις μέρες μας. Η Σοφία Καζάζη με το βιβλίο της «Έλληνες Καλλιτέχνες, Δέκα χρόνια κριτική, 1974-1984» για να έρθουμε στο γεγονός που προκάλεσε την παράθεση των παραπάνω απόψεων, έχει το θάρρος ν’ αντιμε τωπίζει με προσωπικό τρόπο τον εξπρεσιονιστικό λόγο, εισάγοντας μια γραφή «περιγραφική» πολύ πιο ρασιοναλιστικά θεμελιωμένη απ’ όσο γινόταν προηγούμενα, με σα φήνεια και παρρησία που ταιριάζει περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία της. Το περιγραφικό της ύφος ε
γκαθιστά τον κριτικό φακό μέσα στο έργο που κρίνει, και την οδηγεί να δώσει πολλά και σίγουρα αντι κειμενικά στοιχεία του. Δεν παρα μένει ωστόσο αναγκαστικά σε μια πρωτοεικονολογική ανάγνωση. Τα περιγραφικά στοιχεία χρησιμεύουν και στην ίδια για να ελέγξει την κριτική αποτίμηση του αντικειμέ νου της και να οδηγηθεί στη σημα σία του, είναι όμως πολύ χρήσιμα και για τους άλλους που θα ήθελαν ν’ ασχοληθούν με τα έργα που κρί νει. Απ’ αυτή τη μεριά το βιβλίο της καθώς ταξινομεί πολλά απ’ τα εξωτερικά γνωρίσματα του έργου αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο έρευνας πάνω στα θέματα που κα ταπιάνεται, και μάλιστα γιατί ασχολείται περισσότερο με την ατομική προσφορά του καλλιτέχνη κι όχι την τάση όπου αυτός ανήκει. Το βιβλίο λοιπόν που μας απα σχολεί είναι ένα βιβλίο σημαδιακό, θα το λέγαμε σχεδόν ορόσημο: οριοθετεί μιαν εποχή, δηλαδή την εποχή που μέσα της διαμορφώνεται η επιστημονική κριτική στον τόπο μας. Ανήκει κυριολεκτικά σε μιαν εποχή μεταβατική κι έχει τα πλεο νεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνιστά αυτή η ιδιότητά του. Δεν θα μπορέσει να ισχυριστεί κα νείς πως η Σοφία Καζάζη έχει κερ δίσει μέσα στην περιοχή που οριο θετεί το βιβλίο της -ας μην ξεχνού με πως καλύπτει μια ολόκληρη δε καετία, την εποχή ακριβώς που για να διαμορφώσει το ύφος της δοκι μάζεται και δοκιμάζει ένα ευρύτε ρο φάσμα γραφής- ένα λόγο προι κισμένο με ομοιογένεια κι απόλυτη συνοχή. Βρίσκουμε έτσι κάπου κά που μια πολλαπλότητα γραφής, πράμα όμως που επιβεβαιώνει τη ζωντάνια και την εγκυρότητα της μαρτυρίας της. Μπορούμε ωστόσο να είμαστε βέβαιοι πως η κριτικός στο μέλλον θα ελέγξει πιο σφιχτά τη σκέψη της, ολοκληρώνοντας το όργανο της έρευνάς της, θ’ αποκτή σει τη συνέπεια που είναι απαραί τητη στην άσκηση του λειτουργή ματος, στο οποίο επί τόσα χρόνια, με τόση εντιμότητα επιδίδεται. Σ’ αυτό θα συντελέσουν, πέρα απ’ την οξυμένη ευαισθησία της, που δείγ ματά της είναι ήδη ολοφάνερα στο βιβλίο της, και οι πρόσφατες συ στηματικές σπουδές της στο Παρί σι, που εξακολουθεί να είναι το επίκεντρο των σύγχρονων αναζη τήσεων. Γ. ΠΕΤΡΗΣ
συνθλίβεται κάτω απ’ ένανέρωτα παράνομο κι εγωιστικό στο παραπάνω μυθιστόρημα που γράφτηκε το 1903-1904 από το μεγαλύτερο αδελφό του Τόμας Μαν, Χάινριχ Μαν ο οποίος έχει ένα σημαντικό έργο που πρόσφατα άρχισε να γίνεται γνωστό. Ο καθηγητής που θ’ αγαπήσει και θα παντρευτεί μια «καλλιτέχνιδα», προσπαθεί να σταθεί όρθιος απέναντι στην ειρωνεία των συμπολιτών του ζώντας μια ζωή που ποτέ του δεν είχε διανσηθεί. Στη συνέχεια χρησιμοποιεί την ηρωίδα προκειμένου να πετύχει την αποκάλυψη όλων όσων τον επιβουλεύονταν και μετατρέπει το σπίτι του σε κέντρο οργίων και χαρτοπαιξίας, παίρνοντας τη ρεβάνς καθώς πολλές οικογένειες καταστρέφονται και πολλοί πρώην μαθητές του διαλύονται οικονομικά. Στο τέλος κάποιος απ’ αυτούς θα τον προδώσει στην αστυνομία βάζοντας ένα τέλος σε μια τόσο αντιφατική και αμφίσημη ιστορία, στην οποία ο συγγραφέας θέλει να υπενθυμίσει ότι τα καταπιεσμένα άτομα παρασύρονται τόσο πολύ ώστε αδυνατούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά τους και τις πράξεις τους. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
70/οδηγος
St*®
ίΛ ΐΑ 1
η ιστορία του δημοτικισμού ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΡΙΑΡΑ: Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία τον Δημοτικισμού. Τόμ. A '. Αθήνα, Καστανιώτης, 1986. Σελ. 217.
Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης Εμμανουήλ Κριαράς στην ομιλία του πέρυσι, στο πέμπτο σεμι νάριο της πανελλήνιας ένωσης φιλολόγων, αφιερωμένο στη Γλώσσα και εκπαίδευση, στο οποίο άλλωστε ήταν το τιμώμενο πρόσωπο, είχε πει: «Από τα νεανικά μου χρόνια αγάπησα τη γλώσσα μας και την ιστορία των γραμμάτων μας και ζήτησα να τα υπηρετήσω σ’ ολόκληρη τη ζωή μου». Από το 1932 λοιπόν, από την πανε πιστημιακή έδρα και το βήμα του επιστημονικού συνεδρίου ή της εκλαϊκευτικής διάλεξης, με τη δι δασκαλία και τη συγγραφή θα υπη ρετήσει αυτό ?το βασικό σκοπό της ζωής» του «με μια ασυνήθιστη δρα στηριότητα και αυταπάρνηση», ώστε «γίνεται παράδειγμα, προτύ που για μίμηση , όπως τόνισε ο μαθητής του Γιώργος Παγανός στην τιμητική εκδήλωση της ένω σης ελλήνων φιλολόγων. Τα «Δη μοσιεύματα του Εμμ. Κριαρά» του Κώστα Σταύρου (Π.Ε.Φ.: Σεμινά ριο 5, γλώσσα και εκπαίδευση 1985) συνοπτικός αψευδής μάρτυ ρας. Βιβλία και δημοσιεύματα σε περιοδικά, τιμητικούς τόμους κι εφημερίδες δείχνουν το ευρύ φά σμα. Εκδόσεις κι ερμηνείες κειμέ νων της νεοελληνικής γραμματείας, γραμματολογικές έρευνες πάνω στη μεσαιωνική και νέα ελληνική φιλο λογία, κριτικές, γλωσσικές μελέτες, με αποκορύφωση το Λεξικό της με σαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας, 1100-1669, που ο πρώτος του τόμος κυκλοφόρησε το 1969 και πέρυσι ο ένατος ως τη λέ ξη μεγαλυνάριον. Χαλκέντερος κι ακαταπόνητος ο Εμμανουήλ Κριαράς μας δίνει τον πρώτο τόμο ενός βιβλίου που επι βεβαιώνει με πεισμονή τη νεανική σκοποθεσία. Δεν διστάζει να το τονίσει για μια ακόμα φορά στο σύντομο πρόλογό του: «Οι μελέτες,
οι ομιλίες και τα άρθρα των δύο αυτών τόμων διαδηλώνουν το δη μοτικισμό του· γεγονός που εμφα νίζεται και σε άλλα δημοσιεύματά του». Τίτλοι του τόμου: Πρόσωπα και θέματα από την ιστορία του δη μοτικισμού, που διευκρινίζεται από τον ίδιο: «Αναφέρονται τα κείμενα αυτά σε σημαντικά πρόσω πα των γραμμάτων μας που ιδιαί τερα τα συγκίνησε το θέμα της γλώσσας, ξεκινούν όμως καμιά φο ρά και από συλλογικότερες σχετι κές δραστηριότητες». Δέκα είναι τα μελετήματα που φιλοξενεί ο τόμος στις 215 σελίδες του, δημοσιευμένα -ένα μόνο είναι αδημοσίευτο- σε περιοδικά, εφημε ρίδες και τιμητικά αφιερώματα, «γραμμένα... όλα μέσα στα τελευ ταία εφτά χρόνια», εκτός από τη μελέτη για τη γλώσσα του Παλαμά, που είχε δημοσιευτεί στο αφιέρωμα του περιοδικού [πειραϊκά] Γράμμα τα] το 1943. Άνισα σε έκταση, το μεγαλύτερο 44 σελίδες, το μικρότε ρο μόλις πέντε, όλα όμως εξίσου σημαντικά. Τρία αναφέρονται στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη, δύο στον Εμμανουήλ Ροΐδη και μερικούς άλ λους προδρομικούς δημοτικιστές, ένα στον Αλέξαντρο Πάλλη, δύο στον Κωστή Παλαμά κ.λπ. Το α ντικείμενο πάντα σχετίζεται με τη γλώσσα. Όλα δηλαδή τα μελετή ματα συγκλίνουν προς τη θεματική που ορίζει ο τίτλος κι επιπλέον υπηρετούν το σκοπό που έταξε ο
Γ.Χ. ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗ: Ο Νουμάς και η εποχή του. Αθήνα, Επικαιρότητα. Σελ. 211.
δημιουργός τους: «Φροντίδα μου πρωταρχική στάθηκε... να δώσω στον αναγνώστη τα κείμενα του τό μου απαλλαγμένα από κάθε πε ριττό φόρτο “σοφίας” , γιατί η προ βολή ενός τέτοιου φόρτου οδηγεί συχνά σε κάποια σύγχυση τον ανα γνώστη». Κείμενα διαυγή τα «πρόσωπα και τα θέματα από την ιστορία τον Δημοτικισμού» που στόχο έχουν να ενημερώσουν με σαφήνεια το ανα γνωστικό κοινό. Πλαισιωμένα με τις απαραίτητες σημειώσεις και βι βλιογραφικές παραπομπές στο τέ λος κάθε μελετήματος και με τα ευ ρετήρια προσώπων, λέξεων και πραγμάτων στο τέλος του βιβλίου συνιστούν παράλληλα ένα εφόδιο σπουδής για τον μελετητή και τον εξειδικευμένο αναγνώστη. Στις μέ ρες μας, όπου σημαίες ευκαιρίας κι ευκολίας κυκλοφορούν στην πνευ ματική μας ζωή, όπου ο θόρυβος και η υλακή είναι τα πρόσφορα κι αναπαυτικά μέσα που εντυπωσιά ζουν και προκαλούν, ο θαλερός κι ακάματος επιστήμονας δείχνει το δύσκολο δρόμο. Το Διαβάζω, στις στήλες του οποίου έχουν πρωτοδημοσιευτεί δύο από τις εργασίες του τόμου, θεωρεί μεγάλη τιμή να τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους συ νεργάτες του. Ο Γ.Χ. Καλογιάννης στρέφει το ενδιαφέρον του σε μια άλλη πτυχή του γλωσσικού ζητήματος. Θέμα του ο Νουμάς. Φυσικά όλοι, όσοι λίγο-πολύ ενδιαφέρονται για την πνευματική ιστορία του τόπου μας, γνωρίζουν το «περιοδικό» «που έζησε συνολικά είκοσι πέντε περί που χρόνια στις τρεις περιόδους, της έκδοσης του (1903-1917, 19181924 και 1929-1931)» ή ακριβέστε ρα την πολιτική κοινωνική και φι λολογική εφημερίδα, όπως χαρα
οδηγος/71 κτηριζόντανε στον υπότιτλό του πουν. Άλλωστε ο ίδιος ο συγγρα μέχρι το 1921. φέας στην εισαγωγή του με ακρί Το περιοδικό, υπήρξε ένας θρύ βεια ορίζει το στόχο του: «...διαπί λος: Γι’ αυτό άλλωστε οι γνώσεις στωσα ότι η ταυτόχρονη εξέταση συγκεχυμένες. Ένα έντυπο με λο των κυριότερων πλευρών του γοτεχνικές σελίδες, πολιτικά σχό “Νουμά” , δηλ. της γλωσσικής, της λια και κοινωνικούς προβληματι λογοτεχνικής, της κριτικής, της πο σμούς. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν λιτικής, θα συσσώρευε ένα τερά γνωστός ως μια έπαλξη του γλωσ στιο όγκο υλικού και θα διασπούσε σικού αγώνα ως το κύριο όργανο την ενότητα του θέματος... και του μαχητικού και ορθόδοξου, αν επειδή το μεγάλο ενδιαφέρον του ευσταθεί ο χαρακτηρισμός, δημοτι “Νούμα” και το πάθος του Ταγκόκισμού, όπου με φανατισμό και πουλου υπήρξε η δημοτική... απο βιαιότητα οι πρωτεργάτες δίνανε φάσισα ν’ αφήσω για ευθετότερο τη μάχη της επιβολής. χρόνο την εξέταση των άλλων Δεν ήτανε άλλωστε πολλά τα ει πλευρών του Νουμά και να ασχο δικά κείμενα, εκτός από τις γραμ ληθώ... με τους ηρωικούς αγώνες ματολογίες και τα λήμματα των εγ του για την καθιέρωση της δημοτι κυκλοπαιδικών λεξικών, απ’ όπου κής... δίνοντας στον όρο του δημο μπορούσε κανείς συνοπτικά να αν τικισμού την ευρύτητα μιας ιδεολο τλήσει τις σχετικές πληροφορίες. γίας που περιελάμβανε κάθε νέο Το τεύχος Τα εικοσάχρονα του και ζωογόνο στοιχείο». «Νονμα» 1923, που περιείχε τις Έτσι τώρα, με το βιβλίο του Γ. εορταστικές ομιλίες στην εκδήλωση X. Καλογιάννη παρακολουθούμε που είχε γίνει τότε, κάποιες μελέτες όλη τη διαδρομή και το ρόλο του δημοσιευμένες κατά καιρούς σε πε διευθυντή του του Δ. Π. Ταγκόριοδικά -από τις πιο πρόσφατες πουλου (1867-1926), για τον οποίον «Τα στερνά του Νουμά (1921άλλωστε πολλές πληροφορίες μάς 1931)» του Δ. Δασκαλόπουλου στο έδωσε και το αρχείο του Φ. ΦωτιάΔιαβάζω (32/1.6.1980)-, μια προσ δη, που μόλις η έκδοσή του έχει πάθεια αναλυτικής βιβλιογραφίας, προηγηθεί. Διαδρομή δύσκολη και που επιχείρησε ο λογοτέχνης και όχι ομοιογενής. Στις σελίδες του βιβλιογράφος Πέτρος Μαρκάκης «Νουμά» με τον έντονο εκπαιδευτι και που περιορίστηκε στη (Νέα κό, , πολιτικό και κοινωνικό προ Εστία τομ. 45/1949) μόνο στη βιβληματισμό του, αντανακλάται η βλιογράφηση του πρώτου τόμου ρευστότητα κι οι αναζητήσεις, ενός του 1903. Μόλις πριν δέκα χρόνια κόσμου, που ζητά το στίγμα του κυκλοφορεί ένα βιβίο, προσιτό και την ταυτότητά του. Οι τριακό ακόμα στον αναγνώστη, που ανασιες περίπου σελίδες του βιβλίου φέρεται στο Νουμά. Ο Δημοτικι μάς δίνουν μια ζωηρή εικόνα του σμός και κοινωνικό πρόβλημα (Ερ συναρπαστικού οδοιπορικού. Ανα μής 1976, σελ. 4 350) της Ρένας φέρω μερικούς τίτλους υποκεφα Σταυρίδη-Πατρικίου, που μετά λαίων ενδεικτικούς, «Στροφή του από μια πλούσια εισαγωγή εκδίδει “Νουμά” προς το σοσιαλισμό», τα κείμενα που είχε προκαλέσει το «Αντιφάσεις και παλινωδίες», κλπ. βιβλίο του Γ. Σκληρού Το κοινωνι Περιλαμβάνονται στα δέκα κεφα κόν μας ζήτημα (Αθήνα 1907) και λαία του βιβλίου κατανεμημένα σε που είχαν δημοσιευτεί στο περιοδι τρία μέρη, από τα οποία το καθένα κό. ερευνά μια περίοδο κυκλοφορίας του περιοδικού. Δύο επιλογικά κε Τώρα ο Γ.Χ. Καλογιάννης με το βιβλίο του δεν ασχολείται με μια πτυχή ή μια περίοδο του Νουμά, αλλά παρακολουθεί το μακρύ - για τις ελληνικές συνθήκες- ταξίδι του στις τρεις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας. Τίτλος του βιβλίου Ο Νονμάς και η εποχή τον (19031931). Ευστοχότερα όμως ορίζει το περιεχόμενο ο υπότιτλος «Γλωσσι κοί και ιδεολογικοί αγώνες», γεγο νός που επιβεβαιώνουν οι τίτλοι των κεφαλαίων, αν και οι πληρο φορίες για τις λογοτεχνικές του στήλες ή και τις απόψεις του πάνω σε θέματα της λογοτεχνίας δεν λεί
φάλαια με τα «Συμπεράσματα» και την «Προσφορά του Νουμά στη νεοελληνική γλώσσα και λογοτε χνία», το «Ευρετήριο ονομάτων» και το «Ευρετήριο κυριοτέρων θε μάτων και όρων» κλείνουν το βι βλίο. Η εργασία του Γ. X. Καλογιάννη, καρπός μεγάλου μόχθου, είναι μια διδακτορική διατριβή κι ασφα λώς καλύπτει όλες τις αναγκαίες επιστημονικές προϋποθέσεις, αφού εγκρίθηκε «από το φιλοσοφικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά τη συνεδρία της 5ης Ιουλίου 1985». Δεν είναι η μόνη στους τε λευταίους τούτους συκοφαντημένους καιρούς, που απευθύνεται και στο πλατύτερο κοινό. Το γεγονός χαρμόσυνο κι αξιοσημείωτο. Μια όμως επόμενη επάνοδος στο θέμα, που ασφαλώς θα γίνει μια που ο Γ.Χ. Καλογιάννης το τόνισε στην εισαγωγή του, αλλά και ως ειδικός πια πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως το υλικό που έχει μελετήσει, για να είναι πιο χρηστική για τον νεότερο και ακατατόπιστο αναγνώστη, θα πρέπει να εξάρει εντονότερα και πιο συγκεντρωτικά τους δεσπόζο ντες άξονες της διαδρομής- κι ακό μα οι πληροφορίες, που δίνονται στις πλούσιες σημειώσεις, που συ νοδεύουν κάθε κεφάλαιο, να είναι πιο κατατοπιστικές για πρόσωπα και πράγματα, που κυκλοφορούν μέσα στα φύλλα του Νουμά, αλλά δεν είναι πια γνωστά στους νεοτέρους. Έτσι, η απάντηση του βι βλίου θα είναι ακόμα πιο ευρύτερη. Μακριά από αόριστα και βολικά ιδεολογήματα, ηχηρές και βιαστι κές κινδυνολογίες, παλαιότεροι και νεότεροι, συνετοί και ακαταπόνη τοι εργάτες της επιστήμης, καταθέ τουν χωρίς θόρυβο τη μαρτυρία τους και δείχνουν το σωστό δρόμο. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
ΤΟΔΕΝΓΓΡΟ Κ αλοκαίρι 1 9 8 7
’Αφιέρωμα
Γραφές τής περιπλάνησης
72/οδηγος
ο πόλεμος του ανθυπολοχαγού ΛΕ ΥΤΕΡ Η ΨΑΡΑ: Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος. 1940-1941. Αθήνα, Στοχαστής, 1986. Σελ. 396.
Τ α σχολικά εγχειρίδια ιστορίας δίδασκαν τους μαθητές ότι τους πολέμους τους κέρδιζαν ή τους έχαναν οι βασιλιάδες κα ι οι αυτοκράτορες, οι στρατηλάτες κα ι οι στρατηγοί. Π άντα όμως υπήρχε ένας συγγενής να διηγείται ιστορίες από τις πολεμικές του ανα μνήσεις στο σπίτι. Ο μικρός μαθητής περηφανευόταν τότε στους συμμαθητές του ότι ο θείος είχε κι αυτός πολεμήσει στην Αλβανία. Κ αι εκεί τελείωνε η μύηση του μικρού στους πρω ταγωνιστές των πολέμων. Χωρίς να θέλει κανείς να μειώσει τη συμβολή των επωνύμων ανδρών σε έναν πόλεμο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι λίγα μαθαίνει κα νείς στην Ελλάδα για τους ανώνυ μους μαχητές των πολέμων. Τελευ ταία μόνον άρχισαν να εμφανίζο νται δειλά στις προθήκες των βι βλιοπωλείων μερικά βιβλία για τους πολέμους στους οποίους συμ μετείχε η Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα, γραμμένα από απλούς μα χητές. Τα περισσότερα είναι κά ποια παλιά κιτρινισμένα τετράδια που βρέθηκαν ανάμεσα στα πράγ ματα του παλιού πολεμιστή όταν πέθανε. Να όμως που ο Λευτέρης Ψαράς αποφάσισε να σπάσει την παράδο ση και να δώσει στη δημοσιότητα αναμνήσεις του από τον πόλεμο της Αλβανίας. Ο συγγραφέας ήταν Επανόρθωση Στο τεύχος 154 (25-3-87) το αφιερωματικό στους Σύγχρο νους Αγγλόφωνους Λογοτέχνες από τυπογραφικό λάθος ο Τζων Φώουλς θεωρήθηκε πρωτοπό ρος του μοντερνισμού, ενώ ήταν φυσικά του μεταμοντερνισμού. Ας σημειωθεί ότι το εισαγωγικό σημείωμα, το χρονολόγιο όπως και τη συνέντευξη έχει επιμεληθεί ο Φαίδων Ταμβακάκης.
έφεδρος ανθυπολοχαγός του πυρο βολικού όταν ξέσπασε η σύρραξη και είχε ήδη προσκληθεί στα όπλα λίγες βδομάδες πριν το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου. Με αυτή την ιδιότητα παρακολουθεί τον ελληνο-ιταλικό και ελληνο-γερμανικό πόλεμο μέχρι τον Μάιο του 1941 που μετά την κατάρευση του μετώ που, αποστρατεύεται και επιστρέ φει στην Αθήνα. Έχουν περάσει πάνω από σα ράντα χρόνια από τα γεγονότα του τελευταίου Παγκοσμίου Πολέμου και ο Λ.Ψ. δεν θέλει να περιορι στεί σε μια ξερή αντιγραφή του ημερολογίου που κρατούσε κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις. Μπορεί τώρα να εκτιμήσει αλλιώς κατα στάσεις, πράξεις και άτομα. Αφού διαβάσει το ξεχασμένο ημερολόγιο, αφού ανασκαλίσει για καλά τη μνήμη του και αφού συμβουλευτεί διάφορες σχετικές μελέτες, τότε θα αρχίσει το γράψιμο των αναμνήσεών του. Οι επίσημες εξιστορήσεις πολε μικών επιχειρήσεων συνήθως αναφέρονται σε μεγάλα στρατιωτικά συγκροτήματα όπως οι μεραρχίες, τα συντάγματα και τα τάγματα. Αναφέρουν τα ονόματα και τις αποφάσεις των διοικητών τους που φυσικά είναι ανώτεροι και ανώτα τοι αξιωματικοί. Ο Λ.Ψ. αντίθετα αναφέρεται στα προβλήματα ενός ουλαμού του πυροβολικού. Βλέπει
τον στρατιωτικό μικρόκοσμο και τα καθημερινά προβλήματα των στρατιωτών που υπηρετούν υπό τις διαταγές του: φαντάροι χωρίς άρβυλα, χωρίς τρόφιμα, χωρίς οικο γένειες να τους φροντίσουν. Πέρα από αυτά κρίνει τις διαταγές και την κακή οργάνωση του στρατού, στο Μεταξικό καθεστώς και την ανικανότητα ορισμένων αξιωματι κών. Η διήγηση είναι άμεση και θα αγγίξει τους αναγνώστες, ιδίως εάν αυτοί είναι από τους χιλιάδες ανώ νυμους συμπολεμιστές του. Το γρά ψιμο είναι πολύ στρωτό και η χρή ση της δημοτικής άριστη. Πρέπει να επισημανθεί το γεγονός ότι ο Λ. Ψαράς πήρε το πτυχίο της Νομικής αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, σε μια περίοδο που η καθαρεύουσα επείχε θέση πιστοποιητικού κοινω νικών φρονημάτων. Παρότι δεν μπορεί κανείς να ψέξει την αφήγη ση, θα ήταν ενδιαφέρον αν ο συγ γραφέας παρέθετε (όπου θα ήταν χρήσιμο για τον αναγνώστη) μερι κά σύντομα αποσπάσματα από το ημερολόγιο που αναφέρει ότι κρα τούσε κατά τη διάρκεια των επιχει ρήσεων. Ο Λ. Ψαράς παραθέτει στο τέλος του βιβλίου τις τιμητικές του δια κρίσεις και τα παράσημα. Αν αυτά είναι ηθική ικανοποίηση για έναν πολεμιστή μετά από όσα εξιστορεί, για τον αναγνώστη του βιβλίου έχει μεγαλύτερη αξία η βεβαιότητα ότι ένας παλιός πολεμιστής δίνει το στίγμα της εποχής του και της γε νιάς του, αυτής που μεγάλωσε και ανδρώθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Το βιβλίο του Ψαρά μας υπενθυμί ζει ότι στους πολέμους πολεμούν άνθρωποι, ούτε τάγματα ούτε κράτη. Δ.Ι. ΛΟΪΖΟΣ
ΔΕΛΤΙΟ 18 Μαρτίου 31 Μαρτίου 1987
ο
ρ λ
/
O lO A lO Y Q O H p IX O • Ίο Βιβλιογραφικό Δελτίο σνντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίον ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έλ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
δελτίο αριθ. 166 ^
'&Κ '
Απάκη
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα. • Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ-
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Η Μ ΕΡΟ Λ Ο ΓΙΑ
ΓΕΝΙΚ Α
ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ. Κυπριακό ημερολόγιο. Αθήνα, Αστρολάβος/Ευθύνη, 1986. Σελ. 57.
ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΥΣΣΗΣ. Για μια καλύτερη επι κοινωνία. Εισ.-κειμ.-μετ.-σχολ. Παγκράτιος Μπρούσαλης. Αθήνα, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, 1986. Σελ. 87.
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΚΑΡΙΤΑ ΕΛΕΝΗ. Η μορφή μίας Αγίας. Πελαγία η Τηνία. Γ' έκδοση. Αθήνα, Τήνος. Σελ. 220. Δρχ. 500.
ΓΕΝΙΚ Α
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Finis Graeciae. Θρηνητική εικασία. Αθήνα, Δόμος, 1987. Σελ. 94. Δρχ. 360. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗΣ ΒΑΓΓ. Η λογική της παρακμής. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 192. FEYERABEND PAUL Κ. Γνώση για ελεύθερους αν θρώπους. Μετ. Γιάννης Τζαβάρας. Θεσσαλονίκη, Σύγ χρονα Θέματα, 1986. Σελ. 264. Δρχ. 750.
ΓΕΝΙΚ Α ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις για το παιδί τον πρώτο αιώνα του νεοελλη νικού κράτους. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 432.
7 4/δελτιο
ΦΡΑΓΚΙΑΔΑΚΗΣ ΓΙΩΡΟΓΣ. Νεολαία και κάπνισμα. Χαϊδάρι, 1986. Σελ. 24.
ΜΑΡΙΝΕΤΠ Φ.Τ. Μανιφέστα του φουτουρισμού. Μετ. Βασίλης Μωϋσίδης. Αθήνα, Αιγόκερως, 1987. Σελ. 156. ΤΖΑΡΑ ΤΡΙΣΤΑΝ. Μανιφέστα του ντανταϊσμού. Μετ.-προλ. Αντρέας Κανελλίδης. Αθήνα, Αιγόκερως, 1987. Σελ. 117.
Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η
Α ΡΧ ΙΤΕ Κ Τ Ο Ν ΙΚ Η
Το Ελληνικό Κοινοβούλιο στην εξωτερική πολιτική 1974-1984. Επιμ. Θ. Κουλουμπής-Δ. Κώνστας. Αθήνα, Σάκκουλας, 1986. Σελ. 190. Δρχ. 1.000.
ΜΑΥΡΙΔΗΣ ΜΕΝΕΛΑΟΣ. Βυζαντινοί ναοί στην Πό λη. Αθήνα, Σύνδεσμος Αποφοίτων του Ιωακειμείου Παρθεναγωγείου, 1986. Σελ. 134. Δρχ. 2500.
ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Β. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα και η λειτουργία του κατά το Σύνταγμα του 1975/1986. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 182. Δρχ. 750.
ΖΩ Γ ΡΑ Φ ΙΚ Η
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο ΓΙΑ
SORMAN GUY. Το ελάχιστο κράτος. Μετ. Γ. Λάμψας. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 208. Δρχ. 350.
ΚΑΦΕΤΣΗ ΑΝΝΑ. Η ποιητική της σιωπής στη ζω γραφική του Σόρογκα. Αθήνα, Κέδρος, 1985. Σελ. 172. Δρχ. 5000.
Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ
ΚΑΝ ATAS AVYERIS. Travels. Water colours. Athens, Melissa, 1987. Σελ. 143. Δρχ. 2000.
ΜΑΛΙΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Η σύγχρονη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα. Δ ' έκδοση. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 186. Δρχ. 350.
Κ ΙΝ Η Μ Α Τ Ο ΓΡΑ Φ Ο Σ
Λ Α Ο Γ ΡΑ Φ ΙΑ ΒΑΓΓΛΗΣ ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΑΓΓ. Δημοτικά τραγούδια της Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1986. Σελ. Λαϊκά παραμύθια της Χαλκιδικής. Αφήγηση Αποστόλης Καραγιάννης. Εισ.-σχολ. Στέργιος Αγγ. Βαγγλής. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1986. Σελ. 123. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡ. I. Λεξικό των ροδίτι κων ιδιωμάτων. Αθήνα, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, 1986. Σελ. 737. Δρχ. 2500.
ΤΕΧΝΕΣ ΓΕΝ ΙΚ Α KOHUT HEINZ. «Θάνατος στη Βενετία». Η αποσύν θεση της καλλιτεχνικής μετουσίωσης. Β' έκδοση. Αθή να, Έρασμος, 1987. Εισ.-μετ.-σχολ. Μάριος Μαρκίδης. Σελ. 62.
ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΜΑΚΗΣ. Η αναγεννησιακή οθόνη. Αθή να, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 93. ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Κινηματογραφικά θέμα τα. Έθνος 1985-86. Τόμος 3ος. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 239. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ ΣΩΤΗΣ. Τζων Κασαβέτης. Αθή να, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 95.
Μ Ο Υ ΣΙΚ Η Για το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι. Αθήνα, 12ο Φεστι βάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, 1986. Σελ. 133. Δρχ. 250.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ Α ΡΧ Α ΙΟ Ι ΣΥ ΓΓΡΑ Φ Ε ΙΣ ΓΕΩΡΓΟΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Γ. Βιργιλίου Αινείας. Εισαγωγή-βιβλίο 1. Αθήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 255.
δ ε λ τιο /7 5 Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 77.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΜΠΡΑΒΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Σονέτο του σκοτεινού θανά του. Αθήνα, Κείμενα, 1986. Σελ. 4.
Π Ο ΙΗ Σ Η
ΝΤΟΚΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ Δ. Οδοιπορικό της αναμονής. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. Σελ. 37.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ ΤΑΣΟΣ Γ. Ο άλλος της κρυμμένης λάμψης. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 243.
ΞΕΞΑΚΗΣ ΜΑΝΟΛΗΣ. Κάτοπτρα μελαγχολικού λό γου. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 69.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Μ. Ρωγμές του έρωτα. Ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Διαγώνιος, 1986. Σελ. 61.
ΒΟΛΟΒΙΝΗ-ΜΑΖΜΑΝΙΔΗ ΓΙΟΛΑΝΤΑ. Η πηγή της ζωής. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 61. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΚΗΣ. Ελεγείες. Αθήνα, 1986. Σελ. 76. ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΑΝΕΣΤΗΣ. Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα. Θεσσαλονίκη, Ιδίοις αναλώμασιν, 1987. Σελ. 45. ΖΩΗΣ ΙΩΝ. Ατροπός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 47. ΚΑΚΑΡΟΓΛΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑΣ. Σχεδόν γκρο-πλαν. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. Σελ. 30. ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Α. Χρώματα φωνήεντα. Β' έκδοση. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1987. Σελ. 31. ΚΛΑΙΡΙΑΝΑΚΟΣ ΜΑΡΚΟΣ. Με λαγούτο και πυξί δα. Αθήνα, 1986. Σελ. 32. ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ. Το παλίμψηστο. Αθήνα, Ηριδανός, 1986. Σελ. 46. ΚΡΟΥΣΤΑΛΙΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Πρόσωπα σε αμφο ρείς. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 31. ΜΑΝΑΡΗΣ ΖΩΗΣ. Δήλωσις φορολογίας συναισθή ματος. Αθήνα, Τρία Φύλλα, 1986. Σελ. 62. ΜΠΟΥΡΑΤΖΗ-ΘΩΔΑ ΑΝΝΑ. Διαδρομή φλόγας.
ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Σημειώσεις από μια άνοιξη. Αθήνα, Ιανός, 1987. Σελ. 73. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝ. ΚΑΙ ΓΕΩΡΓ. Στα ευλο γημένα βήματά σου. Ποιήματα. Αθήνα, Φιλολογική Επιθεώρηση, 1985. Σελ. 63. ΠΑΣΤΑΚΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ. Το αθόρυβο γεγονός. Αθή να, Το Δέντρο, 1986. Σελ. 30. ΡΩ ΠΑΥΛΟΣ. Η καμπύλη. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 32. ΣΑΡΑΝΤΑΚΟΥ ΚΙΚΗ. Του έρωτα και του αγώνα. Ποιήματα. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1986. Σελ. 43. ΣΠΑΝΟΥΔΑΚΗ ΕΙΡΗΝΗ. Ομόκεντροι κύκλοι. Αθή να, Πλέθρον, 1986. Σελ. 51. ΤΑΣΟΥΛΗΣ ΘΕΜΗΣ. Μπάλος για ένα χορευτή και το άσπρο. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. Σελ. 80. ΤΣΟΠΕΛΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ. Άχρονες στιγμές. Ποιή ματα. Αθήνα, 1986. Σελ. 82. ΤΥΡΙΜΟΥ-ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΜΕΡΟΠΗ. Πικρό σού ρουπο. Ελεγεία. Αθήνα, 1987. Σελ. 54. ΦΥΛΑΚΤΟΣ ΤΑΚΗΣ Γ. Παρένθεση. Λευκωσία, 1986. Σελ. 62.
7 6/δελτιο ΧΑΤΖΗΚΟΚΟΛΑΚΗ ΣΟΦΙΑ. Λ-έξεων ανα-θύματα. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 32. ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΝΑ. Καθομολόγηση. Ποίη ση. Αθήνα, 1987. Σελ. 46.
Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1987. Σελ. 106. Δρχ. 250. ΦΛΩΜΠΕΡ ΓΚΥΣΤΑΒ. Εφιαλτικό όνειρο. Μετ. Δέ σποινα Ψάλτη. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 61. ΦΟΡΣΤΕΡ Ε.Μ. Έ να δωμάτιο με θέα. Μετ. Γιώργος και Μανώλης Βάρσος. Αθήνα, Οδυσσέας, 1987. Σελ. 295. Δρχ. 450.
Π ΕΖΟ ΓΡΑ Φ ΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ ΑΛΕΞΗΣ. Σχέσεις θανάτου. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Υάκινθος, 1986. Σελ. 93. Δρχ. 350. ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ ΝΑΝΟΣ. Ο ομιλών πίθηκος ή παρα μυθολόγια. Αθήνα, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 91. ΒΑΤΖΙΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Η άβυσσος. Αθήνα, Δωδώνη. 1986. Σελ. 104. ΚΟΝΤΟΜΕΡΚΟΥ ΒΑΝΑ. Ανάμεσα σε δυο πατρίδες. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 171.
ΕΥ Θ Υ Μ Ο ΓΡΑ Φ ΙΚ Α ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ Μ. Εύθυμες κρητικές ιστορίες. Τόμος Β'. Χανιά, 1985. Σελ. 58.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
ΛΑΓΓΟΥΡΕΛΗ ΜΑΡΙΑ. Τα χαλασμένα. Αθήνα, Ηριδανός, 1986. Σελ. 111. Δρχ. 400.
ΓΙΑΤΡΟΜΑΝΩΛΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. «Ο βασιλιάς της Ασίνης». Η ανασκαφή ενός ποιήματος. Αθήνα, στιγμή, 1986. Σελ. 112. Δρχ. 450.
ΛΙΑΚΑΚΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ο διπλανός ένοικος. Αθήνα, 1986. Σελ. 98.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ Α. Για τη λογοτεχνία της Κρήτης. Κείμενο διάλεξης. Αθήνα, 1986. Σελ. 43.
ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Εμφύλιος. Στη σκιά της Ακρσναυπλίας. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 427.
ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Περιδιαβάζοντας. Τό μος Β'. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 187. Δρχ. 600.
ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το χρονικό ενός αγώνα. Τόμος Α'. Ακροναυπλία 1939-1943. Ε ' έκδοση. Αθή να, Γνώση, 1986. Σελ. 541.
ΧΑΡΗΣ ΠΕΤΡΟΣ. Έλληνες πεζογράφοι. Τόμος 7ος. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 221. Δρχ. 500.
ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το χρονικό ενός αγώνα. Τόμος Β': Μετά την Ακροναυπλία 1943-1945. Γ' έκδο ση. Αθήνα, Γνώση, 1986. Σελ. 521.
ΘΕΑΤΡΟ
ΠΕΝΤΕΛΙΚΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Η ενέδρα. Αντιστασιακά διηγήματα. Αθήνα, Μνήμη, 1986. Σελ. 128. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΔΟΥ ΔΕΣΠΟΙΝΑ. Λαζαρίνες. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 220. ΣΑΜΑΤΟΥΡΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ψαρέματα και ταξιδέματα. Αθήνα, Λογοθέτης, 1987. Σελ. 260. Δρχ. 800. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΛΤΟΣ. Η πέτρα. Αθήνα, Στο χαστής, 1986. Σελ. 151. Δρχ. 500. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Το νησί. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 185. ΨΥΧΟΓΙΟΥ ΒΟΥΛΑ. Το ταξίδι. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 73. ΑΡΤΩ ΑΝΤΟΝΕΝ. Η μεγάλη ημέρα και η μεγάλη νύ χτα. Μετ. Στέφανος Ευθυμιάδης. Αθήνα, Αιγόκερως, 1987. Σελ. 90. Δρχ. 200. WEST MORRIS. Το μεγάλο‘παιχνίδι. Μετ. Λευτέρης Φραγκάκης. Αθήνα, Το Κλειδί, 1986. Σελ. 226. Δρχ. 450. ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. Οι παραθεριστές. Μετ. Άννα Βαρβαρέσου-Τζόγια. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 106. Δρχ. 30Q. GOODIS D. Το φεγγάρι στον υπόνομο. Μετ. Αρίστος Γιαννόπουλος. Αθήνα, Μέδουσα. Σελ. 179. Δρχ. 500. DUMONT RENE. Οργή. Μετ. Κώστας Τσίπηρας.
ΕΡΓΑ ΧΡΥΣΑΣ ΑΝΔΡΕ ΑΣ. Μπόλας (ο νόθος). Δράμα σε πέντε πράξεις. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 165. ΛΟΡΚΑ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ. Γέρμα. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 61. Δρχ. 300. ΛΟΡΚΑ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ. Δόνα Ροζίτα. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 72. Δρχ. 300. ΛΟΡΚΑ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ. Η θαυμαστή μπαλωματού. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 59. Δρχ. 300. ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ΛΟΥΪΤΖΙ. Δίχως να ξέρεις πως. Μετ. Ά ννα Βαρβαρέσου-Τξόγια. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 81. Δρχ. 300. ΠΙΡΑΝΤΕΛΛΟ ΛΟΥΪΤΖΙ. Έξι πρόσωπα ζητούν συγ γραφέα. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 66. Δρχ. 300. ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Ονειροδράματα. Μετ. Αλέξης Σολομός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 69. Δρχ. 300.
δ ελ τιο /7 7 ΣΤΡΙΝΤΜΠΕΡΓΚ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ. Η σονάτα των φαν τασμάτων. Μετ. Κ. Δαμιανός. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 46. Δρχ. 300.
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΦΩΤΙΟΣ Γ. Τα σχολεία της ενιαίας Ηπείρου στους χρόνους της τουρκοκρατίας. (14531913). Αθήνα, 1987. Σελ. 102. Δρχ. 500.
ΦΟ ΝΤΑΡΙΟ. Κλάξον τρομπέτες και πλάκες. Μετ. Ά ννα Βαρβαρέσου-Τζόγια. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 91. Δρχ. 300.
ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΑΝΩΛΗΣ Δ. Ρόδος και αρχαία κείμενα. Αθήνα, Δωδώνη, 1986. Σελ. 558.
ΦΟ ΝΤΑΡΙΟ-ΡΑΜΕ ΦΡΑΝΚΑ. «Δεύτερο ζευγάρι». Γύρισα σπίτι. Μετ. Ά ννα Βαρβαρέσου-Τζόγια. Αθή να, Δωδώνη, 1986. Σελ. 59. Δρχ. 300.
ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Μεσολόγγι. ΙΒ' έκδοση. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. Σελ. 551. Δρχ. 800. ΨΥΡΟΥΚΗΣ ΝΙΚΟΣ. Το κυπριακό δράμα (19581986). Άρθρα μελετήματα. Αθήνα, Επικαιρότητα, 1987. Σελ. 287. Δρχ. 1000.
ΙΣΤΟΡΙΑ
FRIEDELL EGON. Πολιτιστική ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας. Μετ. Δημοσθένης Κούρτοβικ. Αθήνα, Πο ρεία, 1986. Σελ. 360. Δρχ. 1000.
Μ ΑΡΤΥ ΡΙΕΣ
Π Α ΓΚ Ο ΣΜ ΙΑ ΙΣΤΟ ΡΙΑ
ΞΗΡΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΗΣ. Η ιστορία των 7 ελληνικών καϊκιών. Αθήνα, 1986. Σελ. 132. Δρχ. 800.
ΚΑΓΚΕΛΑΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Γ. Νότια Αφρική. Απαρ τχάιντ, το στίγμα. Αθήνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1986. Σελ. 338. Δρχ. 1200.
Β ΙΟ ΓΡΑ Φ ΙΕΣ
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Καραϊσκάκης. ΙΔ ' έκδο ση. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. Σελ. 904. Δρχ. 1500.
ΕΛ Ε Υ Θ ΕΡΑ Α ΝΑ ΓΝ Ω ΣΜ ΑΤΑ ΕΛ Λ Η Ν ΙΚΗ ΙΣ ΤΟ ΡΙΑ ΚΟΝΤΗΣ Β. Η αγγλο-αμερικανική πολιτική και το ελ ληνικό πρόβλημα: 1945-1949. Θεσσαλονίκη, Παρατη ρητής, 1986. Σελ. 495. Δρχ. 1200. ΜΠΑΛΑΦΟΥΤΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Φενεός ’43-’44. Οι κομμουνιστές διχάζουν τον ελληνισμό. Αθήνα, 1987. Σελ. 382. Δρχ. 1000.
ΑΠΕΛΑΤΗΣ. Ο Τριπτόλεμος, ο δράκος. Εικονογρά φηση Ευγένιος Σπαθάρης. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1986. Σελ. 48. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το άσπρο και το μαύρο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το γκρι. Αθή να, Κέδρος, 1985. Σελ. 45.
Α ΥΤΟ ΤΟ Μ Η Ν Ά Σ Τ Η Η ΕΆ Ο ΙΚΟ ΛΟΓΙΑ
• • • •
Λάρκο: η αρχή τον τέλους Γερμανία: σε κρίση οι σχέσεις Πράσινων και Σοσιαλδημοκρατών Μυτιλήνη: το απολιθωμένο δάσος πρέπει να σωθεί Τσερνομπίλ: απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα
Πληροφορίες-συνδρομές: Μαυρομιχάλη 39, Αθήνα 106 80, τηλ. 3619837
78/δελτιο ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το κίτρινο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το κόκκινο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το μπλε. Αθή να, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το μωβ. Αθή να, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ Μιλάμε για το πορτοκαλί. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το πράσινο. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για το ροζ. Αθή να, Κέδρος, 1986. Σελ. 45. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για χρώματα. Βι βλίο εργασίας. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 78. ΛΟΪΖΟΥ ΜΑΡΩ. Ο κοντός Αλούλος ο έξυπνος Γκόχα και ο σοφός βασιλιάς Ελ Τάριγκ. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 171. ΣΙΝΟΥ ΚΙΡΑ. Μια χαραμάδα φως. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 209. ΤΡ1ΒΙΖΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΣ. Ο φωτογράφος φύρδης μίγδης. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 26.
ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ. Τριμηνιαίο περιοδικό εκπαι δευτικού και κοινωνικού προβληματισμού. Τεύχος 6. Δρχ. 300. ΕΛΛΕΒΟΡΟΣ. Περιοδικό για τα γράμματα και τις τέ χνες που βγαίνει στο Άργος. Τεύχος διπλό 3-4. Δρχ. 250. ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΕΣΠΕΡΟ ΦΩΣ. Μηνιαία πνευ ματική επιθεώρηση ποικίλου προβληματισμού. Τεύχος 40-41. ΕΜΕΙΣ. Τριμηνιαίο περιοδικό της Εθνικής Τράπεζας για το προσωπικό της. Τεύχος 10. ΕΥΘΥΝΗ. Περιοδικό ελευθερίας και γλώσσας. Τεύ χος 183. Δρχ. 150. ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ. Ετήσια επιθεώρη ση. Τεύχος 18, 1987. Δρχ. 3000. ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΗ. 15θήμερη συνδικαλιστική εφημερί δα των ναυτεργατών. Φύλλο 266. Δρχ. 30. ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΚΗ. Διμηνιαία εφημερίδα ενημέρωσης της ομοσπονδίας συλλόγων Ναυπακτίας (Ο.ΣΥ.Ν.). Φύλλο 24. Δρχ. 30. ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ. Διμηνιαίο περιοδικό σύγχρονης σκέ ψης. Τεύχος 181.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
ΟΘΟΝΗ. Δίμηνο κινηματογραφικό περιοδικό θεωρίας/κριτικής. Τεύχος 28. Δρχ. 200. ΠΑΝΑΙΓΥΠΤΙΑ. Διμηνιαίο περιοδικό του συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων. Τεύχος 13. Δωρεάν.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ. Τρίμηνη έκδοση του συνδέσμου για τα δικαιώματα της γυναίκας. Τεύχος 31. Δρχ. 150.
ΠΑΝΗΠΕΙΡΩΤΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση της πανηπειρωτικής συνομοσπονδίας Ελλάδας. Φύλλο 106. Δρχ. 50. ΠΑΝΘΕΟΝ. Γυναικείο δεκαπενθήμερο περιοδικό. Τεύχος 876. Δρχ. 200.
ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 342. Δρχ. 100.
ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ. Τρίμηνη επιθεώρηση λόγου και τέ χνης. Τεύχος 11-12. Δρχ. 150.
ΑΝΤΙΛΑΛΟΙ ΤΗΣ ΑΡΝΑΙΑΣ. Όργανο για την προ βολή και πρόοδο της Βόρειας Χαλκιδικής. Φύλλο 85.
ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ. Τεύχος 94. Δρχ. 300.
ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΖΩΗ. Διμηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 21. Δρχ. 240.
ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ. Τεύχος 2. Δρχ. 200.
ΓΙΑΤΙ. Τεύχος 141. Δρχ. 130. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 968. Δρχ. 200. ΔΑΥΛΟΣ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύχος 63. Δρχ. 230. ΔΕΛΤΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΩΝ. Τεύχος 1. ΔΕΛΤΙΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΕΥΝΩΝ ΖΑΓΟΡΙΟΥ. Εξα μηνιαία επιστημονική έκδοση. Τεύχος 12. Δρχ. 150. ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 163. Δρχ. 250. ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Ετήσια περιοδική έκδοσις. Τόμος ΙΑ'. Δρχ. 1500. ΔΩΜΑ. Περιοδική έκδοση για τις τέχνες του λόγου. Τεύχος 9. Δρχ. 600.
Ο ΠΟΛΙΤΗΣ. Μηνιαία επιθεώρηση. Τεύχος 77 (5). Δρχ. 200. ΣΕΡΡΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ. Σύγγραμμα περιοδικόν. Τό μοι 8 και 9. Δρχ. 1200. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. Δίμηνη επιθεώρηση εκ παιδευτικών θεμάτων. Τεύχος 32. Δρχ. 250. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμμάτων και τεχνών. Φύλλο 124. Δρχ. 7. ΣΥΝΑΞΗ. Τριμηνιαία έκδοση σπουδής στην Ορθοδο ξία. Τεύχος 21. Δρχ. 350. ΣΧΕΔΙΑ. Μηνιαία έκδοση καλών προθέσεων. Τεύχος 4. Δρχ. 180. ΦΙΛΥΡΕΣ. Έκδοση περιοδική. Φύλλο 11-12. Δωρεάν. ΧΡΟΝΙΚΑ. Όργανο του κεντρικού ισραηλιτικού συμ βουλίου της Ελλάδος. Τεύχος 93.
δ ελτιο/79
SSS:»
κριτικογραφία
5Χ *,
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές κα ι βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, κ α ι κριτικές δημοσιευμέ νες στον περιοδικό κα ι επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού κ α ι ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς κα ι η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
π ο μ ν η μα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελώνης Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΙΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας
ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΗ: Εξόρμηση ΕΙ: Εικόνες Ε θ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
Φιλοσοφία Φουκώ Μ.: Οι λέξεις και τα πράγματα (ΠΑ, ΟΤ, 12/1715)
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Πολιτική
Πανάγος Β.: Ευρωπαϊκή Οικονομική (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 12/1715)
Κακουλλής Λ.: 'Αγνωστες πτυχές της λατινοαμερικανικής τρα γωδίας (Μ. Χριστοφίνης, ΝΗ, 181) Κουλουμπής θ . - Κώνστας Δ. (Επιμ.) Το Ελληνικό Κοινοβού λιο στην εξωτερική πολιτική (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 13/ 1716)
Κοινωνιολογία
Διοίκηση
Naville Ρ.: Ο χρόνος, η τεχνική, η αυτοδιαχείρηση (ΛΑ, ΠΕ,
Ράφτης Α.: Δημοκρατική Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΠΑ, ΟΤ, 12/1715)
Οικονομία
80/ δελτίο Λαογραφία Νεοσατυρικά-αθυρόστομα (Α. Παπαϊωάννου, ΔΙ, 164)
θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες Κουμούτσος Ν. - Μαρίνος - Κουρής Δ.: Χρήση - Εξοικονόμη ση ενεργείας (Σ. Χάι'κάλης, ΟΤ, 12/1715) Zaks R.: Πώς να φρονίζετε τον υπολογιστή σας (ΣΚ, ΕΛ, 26/3) Seller, F.: Η διαμάχη για την Κβαντική θεωρία (ΛΑ, ΠΕ, 94)
Τέχνες Αγγελοπούλου - Βολφ Ε.: Ο Αργαλειός (Σ.Κ, ΕΛ, 26/3) Αρσένη Κ.: Νεότερη Ελληνική Ζωγραφική (ΘΥ, ΕΙ, 183) Ελύτης Ο.: Ο ζωγράφος Θεόφιλος (ΚΤ,ΕΘ, 22/3) Μουτσόπουλος Ε.: Φαινομενολογική εισαγωγή στη φιλοσοφία της μουσικής (Α. Βασιλάκης, ΚΑ, 19/3) Παπαστράτου Ν.: Χάρτινες Εικόνες (Α. Αγγέλου, ΒΗΜΑ, 22/ 3) Ρωτάς Β.: Θέατρο και γλώσσα (ΣΤ, ΕΛ, 19/3) Χατζηφώτης Ι.Μ.: Τα προσκυνητάρια (ΣΤ, ΕΛ, 19/3) Zevi Β.: Η μοντέρνα γλώσσα της αρχιτεκτονικής (ΘΥ, ΕΙ, 18/
Ποίηση Ανδρουλιδάκης Κ.: Το μυστικό τετράδιο (ΔΖ, Περίγραμμα, 11-12) Βαγενάς Ν.: Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη (ΗΚ, ΔΙ, 164) Βασιλάκης Ν.: Στο χωριό και στην πόλη (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 164) Βλαβιανός X.: Τρόπος του λέγειν (Λ. Ρεζής, ΕΗ, 22/3) Γκιμοσούλης Κ.: Το στόμα κλέφτης (Π. Ρεζής, ΕΗ, 22/3) Γκρης Η.: Λήθαργος Κόσμος (Σ. Σαράκης, ΕΜ, 22/3) Δέφνερ Ο.: Μαδριγάλια (Ε. Ρόζος, Περίγραμμα, 11-12) Ευαγγέλου Α.: Η επίσκεψη και άλλα (ΒΧ, ΑΥ, 15/3) Θεοδώρου Β.: Η νυχτωδία των συνόρων (Ε. Παιονίδου, ΡΙ, 15/3) Καραβίδας Γ.: Διασταυρώσεις Β (Α. Μπουράτζη-θώδα, Πανηπειρωτική, 106) Καραβίτης Β.: Οκνηρίας εγκώμιον (Π. Ρεζής, ΕΗ, 15/3) Καρατζάς Δ.: Χρώματα φωνήεντα (Ε. Παιονίδου, ΡΙ, 15/3) Κοκίνης Σ. (Επιμ.) Ποιητική ανθολογία της ειρήνης (ΚΝ, ΚΑ, 19/3) Κοκκινιά Κ.: Στη δύναμη των πραγμάτων (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 164) Κουγιάλης θ .: Εκονίσματα (Α. Λανάτος, ΝΗ, 181) Κωσταβάρας Θ.: Ιστορήματα (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Λεμπέση Λ.: Περιουσία (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Λισάρης Π.: Η μηχανή (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Μεσεβρινός: Επιστροφή στη Μεσημβρία (Δ.Π., Περίγραμμα, 11-12) Νικολιτσέας Δ.: Κύκλιο άσμα (Ε. Ρόζος, Περίγραμμα, 11-12) Παναγουλόπουλος Γ.: Κονσέρτο με χαμηλωμένα φώτα (ΘΠ, ΕΣ, 590) Παπαλεσνάρδου Μ.: Αυτοβιογραφία (Κ.Γ. Σταυρόπουλος, Πρωινός Λόγος Τρικάλων, 21/3) Παππάς X.: Ξεκινώντας μόνος (Κ.Λ. Λαζαρίδης, Πανηπειρωτική, 106) Σαλβαρλής Γ.: 1) Τα λουλούδια των πειρασμών 2) Έντεκα νό τες για φλάουτο (Δ.Π, Περίγραμμα, 11-12) Σολωμός Δ.: Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι (Κ.Π. Μιχαηλίδης, Ευθύνη,183. Σπανουδάκη Ε.: Ομόκεντροι κύκλοι (Ε. Παιονίδου, ΡΙ, 15/3) Τριβυζάς Σ.: Το κέλυφος (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Τσέχος Η.: Φωνές σ’ ένα μουσείο (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Φριπίγκου Ν.: Στην άκρη του νερού (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Χειλαδάκης Ν.: Ποιήματα (Γ. Πατίλης, Πλανόδιον, 2) Χρυσάνθης Κ.: Συμφωνία στον αέρα της ενάτης του Μπετόβεν (X. Κορέλας, Δώμα, 9) Σύγχρονοι αμερικανοί ποιητές (ΘΥ, ΕΙ, 25/3)
Ασημακόπουλος Κ.: Ο χορός του Οσμάν Τάκα (Γ. Εμίρης, ΕΜ, 15/3) Γκρίτση-Μιλλιέξ Τ.: Χρονικό ενός εφιάλτη (Κ, ΡΙ, 22/3) Δίλμποης Γ.: Ο παρθενώνας είναι από πλαστικό (Α. Παπαϊωάννου, ΔΙ, 164) Καραπάνου Μ.: Ο υπνοβάτης (Κ. Πλάνης, Πλανόδιον, 2) Καρατζαφέρη I.: Οι Έφηβοι του Κολωνού (Α.Κ, ΡΙ, 15/3) Κολώνας Β.: Οι νταλίκες ταξιδεύουν πάντα νύχτα (Φ. Λάδης, ΠΗ, 17/3) Κουμανταρέας Μ.: Η φανέλα με το εννιά (Κ. Πλάνης, Πλανό διον, 2) Κυθραιώτης I.: Πικρά χρόνια (Δ.Π. Περίγραμμα, 11-12) Κύτταρης Ν.: Επείγον (ΔΖ, περίγραμμα, 11-12) Λαδιά Ε.: Χι. ο λεοντόμορφος (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 164) Λάζου Μ.: Η διάρρηξη (Τ. Παυλοστάθης, Πλανόδιον, 2) Μαλοβρούβα I.: Μετά βαθυτάτης θλίψης (Δ. Παπ, Περίγραμ μα, 11-12) Μάτεσις Π.: Αφροδίτη (Τ. Μενδράκος, ΑΥ, 22/3) Παπαδάτου Β.: Η τελευταία πόρτα της νύχτας (Γ. Εμίρης, EM, 15///3) Παπαδημητρίου Μ.: Ειρήνη (Μ. Παπανάγου, ΑΥ, 15/3) Παπαϊωάννου Ε.: Η τελευταία στροφή (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 183) Ραβάνης - Ρεντής Δ.: Η σφηκοφωλιά (ΑΚ, ΡΙ, 22/3) Φραγκόπουλος Μ.: Η πέτρα (Β. Παπαδάτου, ΕΜ, 22/3) Φωτεινός Α.: Φυγή (Κ. Χωρεάνθης, ΔΙ, 164) Χριστόπουλος Θ.: Κραυγές στο χάος (Δ. Παπαστράτου, Περί γραμμα, 11-12) Γκίνσμπουργκ Ν.: Η πόλη και το σπίτι, (ΔΑ, ΑΥ, 15/3) Γουεμπ Μ.: Το ακριβό φαρμάκι (Π. Σφυρίδης, ΔΙ, 164) Καβαμπάτα Γ.: Η λίμνη (ΘΥ, ΕΙ, 18/3) Καλβίνο I.: Τα κοσμοκωμικά (Α.Μ, ΕΝΑ, 26/3) Κόχουτ Π.: Ένας θηλυκός δήμιος (X. Λουκάκου, ΜΙΑ, 18/3) Μισίμα Γ.: Μετά το συμπόσιο (ΘΥ, ΕΙ, 18/3) Μπάγιερ Τ.: Μια υπερβολική δόση έρωτα (ΚΤ, ΕΘ, 15/3) Προυστ Μ.: Το τέλος της ζήλειας (ΔΑ, ΑΥ, 15/3)
Μελέτες - Δοκίμια Αγγέλου A.: Ε. Ροίδη «Σκαλαθύρματα» (Ε. Χατζηανέστης, ΚΑ, 19/3), (ΣΤ, ΕΛ, 19/3) Βρέλλης Γ.: Λορέντζος Μαβίλης (Γ. Καραβίδας, Περίγραμμα, 11-12) Κριμπές Κ.: Δαρβινικά (Α. Πεπελάσης, Βήμα, 15/3) Στεργιόπουλος Κ.: Περιδιαβάζοντας (ΒΧ, ΑΥ, 24/3) Ραφαηλίδης Β.: Κείμενα στο Έθνος (Μ.Π, ΝΕ, 14/3) Έσσε Ε.: Δοκίμια τ.β' (ΘΥ, ΕΙ, 18 /3) Romano R.: Φερνάν Μπροντέλ (ΒΧ, ΑΥ, 22/3)
Παιδικά Σίνου Κ. - Χουκ Ε.: 1) Το χέρι στο βυθό 2) Σίνου Κ.: Μια χαραμάδα φως (Χ.Λ, Μακεδονία, 14/3) Χωρεάνθη Ε.: Ο άλλος κόσμος (ΜΚ, ΔΙ, 164)
Ιστορία Σταμέλος Δ.: Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία (Γ. Καραβίδας, Περίγραμμα, 11-12) Ψυρούκης Ν.: Το Κυπριακό δράμα 1958-1986 (ΘΥ, ΕΙ, 25/3) Ράνσιμαν Σ.: Μυστράς (ΛΑ, ΠΕ, 94)
Βιογραφίες - Μαρτυρίες - Απομνημονεύματα Λιόγγαρης Β.: Συνοικισμός Χαροκόπου (Γ. θεοδωράκης, ΡΙ, 22/3) Στίνας Α.: ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΟΠΛΑ (Χ.Σ. Βρόντος, Πλανόδιον, 2) Στρατηγοπούλου Δ.: Αττίκ (Α, ΡΙ, 22/3) (ΚΝ, ΚΑ, 19/3) Μπάουμαν Μ.: Πώς άρχισαν όλα (ΔΑ, ΑΥ, 15/3)
Πεζογραφία
Ταξιδιωτικά
Αγγελίδου Β.: Εμπειρίες και στοχασμοί (Κ.Γ. Καλαντζής, ΡΙ, 1513)
Λιδωρίκης Α.: Πορεία ανατολικά (ΚΤ, ΕΘ, 15/3), (ΘΥ, ΕΙ, 25/3)
ΔΙΑΒΑΖΩ Μην ξεχνάτε τις συνεντεύξεις με τους: Μένη Κουμανταρέα (No 1)* Δημήτρη Χατζή (No 5-6) Γιώργο Ιοκϊννου (No 9)* Διονύση Σαδδόπουλο (No 10)* Γαβριήλ Πεντζίκη (No 11)* Ιακωόο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σδοριίινο (No 18) Μέντη Μποοταντζόγλου (No 19) Νίκο Πουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κοτζιά(Νο 28) Στρατή Τσίρκα (No 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) Ά λκη Ζέη (No 33) Γιάννη Τσαρούχη (No 42) Τάκη Σινόπουλο (No 46) Νίκο Καρούζο (No 48) Κ. Θ. Δημαρά (No 53) Διδώ Σωτηρίου (No 58) Κυριάκο Σιμόπουλο (No 59) Κώστα Ζουράρη (No 60) Σπύρό Ασδραχά (No 61) Εμμανουήλ Κριαρά (No 62) Αλ. Φιλιππόπουλο (No 63) Καίη Τσιτσέλη (No 64) Πέτρο Αμπατώιγλου (No 67) Γιάννη Δου' ιζή (No 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (No 71) Α ιλίκα Νάκου (No 72) Γιώργη Γιατρομανωλάκη (No 73) Στρατή* Δούκα (No 74) Φρέντυ Γερμανό (No 77) Νάνο Βαλαωρίτη (No 79) Γιώργο Χειμωνά (No 80) Μαντιό Αραβαντινού (No 81) Τάσο Βουρνά (No 82) Σταύρο Βαϋούρη (No 85) Ασημάκη Πανσέληνο (No 88) Κιόστα Μητρόπουλο (No 89) Λο. Νικολαίδη (No 90) * Ιιι Ti t7.1i ι»>ι- <ii||int>>vovT<ii μι ωιτιοίοκο
Δημήτρη Χριστοδούλου (No 92) Αντώνη Σαιιαράκη (No 93) Κυρ (No 95) Νικηφόρο Βρεττάκο (No 97) Γιάννη Μανούσακα (No 99) Ανάστο Παπαπέτρου (No 99) Αλέξη Σεβαστάκη (No 99) Μπουκουβάλα-Αναγνώστου (No 100) Φίλιππο Δρακονταειδή (No 102) Νάσο Δετζώρτζη (No 104) (No 136) Τάσο Αθανασιάδη (No 105) Jean-Marie Drot (No 107) Λίζμπεθ Ζβέργκερ (No 108) Θ. ΓΙετσάλη-Διομήδη (No 109) Ιωάννη Κακριδή (No 110) Σπύρο Πλασκοβίτη (No 112) Ία κη Βαρόιτσιώτη (No 115) Θανάση Βαλτινό (No 116) Γιάννη Δάλλα (No 117) Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (No 118) Δημήτρη Τσαούση (No 119) Γιώργο Κατσίμπαλη (No 121) Ιωάννα Καρατζαφέρη (No 122) Κώστα Μόντη (No 123) Παναγιώτη Παπαδούκα (No 124) Αλέκο Σακελλάριο (No 124) Μανόλη Ανδρόνικο (No 125) Γ. Θ. Βαφόπουλο (No 126) Ναταλί Σαρότ (No 129) Δημήτρη Μαρωνίτη (No 130) Δημήτρη Παπαδίτσα (No 133) Νίκο Χουλιαρά (No 137) Ελένη Βακαλό (No 139) Χρήστο Γιανναρά (No 144) Ουμπέρτο Έ κο (No 145) Νίκο Κάσδαγλη (No 146) Πέτρο Χάρη (No 161) Δήμητρα Πέτρουλα (No 165) ντ/.ΐ|(1ιτ
Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ ΚΕΔ ΡΟ Σ Γ. Γενναδίου 3 - τηλ. 36.02.007
- ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΠέτρος Αμπατζόγλον ΑΝΤΑΙΙΟΚΡΙΣΕΙΣ
Γιάννης Ρίτσος
ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ
ΤΙ ΘΕΛΕΙ Η ΚΥΡΙΑ ΦΡΙΜΑΝ Ο άνθρωπος ανήκει στα θηλαστικά. Δηλαδή στην κατηγορία των ζώων που θηλάζουν. Δηλαδή στα θηλυκά. Είναι λοιπόν εκπρόσωπός μας η κυρία Φρίμαν; Η κυρία Φρίμαν που σχεδιάζει τη ζωή, αλλά δεν την ονειρεύεται- που θέλει να κάνει έρωτα χωρίς περιορισμούς, ελεύθερα όπως τρως παγωτό κατακαλόκαιρο ντάλα μεσημέρι- που θεωρεί το θάνατο σαν ένα αναγκαστικό ταξίδι, με σίγουρη όμως επιστροφή. Αυτά και άλλα μας λέει ο συγγραφέας ένα καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα μ’ ένα μπουκάλι ούζο και αναρωτιέται τι θέλει επιτέλους η κυρία Φρίμαν.
Αλέξανδρος Κοτζιάς
ΙΑΓΟΥΑΡΟΣ
Τάσος Λειβαδίτης
Μια ιστορία εξωφρενική. Ο συγγραφέας όμως ευελπιστεί πως όσοι τη διαβάσουν θ’ αναγνωρίσουν κάτι απ’ όσα αναγνώρισε ο ίδιος γράφοντάς την.
Γιώργος Σνμπάρδης
ΜΕΝΤΙΟΥΜ
ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ
Μια νέα γυναίκα από τη Βοιωτία έρχεται στην Αθήνα στο μέσο του καλοκαιριού, όταν οι περισσότεροι κάτοικοί της την εγκαταλείπουν. Θα περάσει μερικές μέρες σε μια λαϊκή συνοικία, στο σπίτι της μικρότερης αδελφής της, που περιμένει παιδί, και θα ερωτευτεί ένα νεαρό φοι-ηγτή της ιατρικής. Ανάμεσα στους φίλους του θα γνωρίσει μια γυναίκα μέντιουμ. Το «μέντιουμ» του τίτλου, όμως, είναι αυτή η ίδια. Η δύναμη που πιστεύει ότι έχει θα τη βοηθήσει, άραγε, να αντιμετωπίσει τα εμπόδια που θα βρει μπροστά της;