< ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ ΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - Π ΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ ΙΑ - Π ΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ ΙΑ
Η
Μ Ε Ε Υ Κ Ο Λ ΙΕ Σ Π Λ Η ΡΩ Μ Η Σ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙ A Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ν ιζο ϋ ΐΛ ΐ z v iv d ig u - v i v a i a
a o v j o n v iz o u ia i
Π ΕΙΡΑΙΑΣ
Υ περαγορά βιβλίου σ τ ο ν π ε ι ρ α ι α Για Πρώτη Φορά στην Ελλάδα 50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ ΙΑ - Π ΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΑ - Π ΕΙΡΑΙΑΣ ΜΓ
I
z v iv d ia u - v iv a ia
* * ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ th ) Η σ ύ γ χρ ο νη εκδοτική παρουσία στα ελλη νικ ά γράμματα ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Επιλεγμένα βιβλία για παιδιά και νέους ΕΛΛΗΑΛΕΞΙΟΥ ΖΩΡΖΣΑΝΤ ΦΩΝΤΑΣ ΛΑΔΗΣ ΤΖΩΝ ΣΤΑΙΜΠΕΚ ΕΛΕΝΗΣΑΡΑΝΤΠΉΠΑΝΑΠΩΤΟΥ ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗΠΑΠΑΔΑΚΗ ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΝΙΤΣΑΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ ΧΕΝΤΡΙΚ BAN ΛΟΥΝ ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΑΘΗΝΑΠΑΠΑΔΑΚΗ ΜΑΡΙΑΜΙΧΑΗΛΔΕΔΕ ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ ΤΖΑΚΛΟΝΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ ΑΛΦΟΝΣ ΝΤΩΝΤΕ ΙΦΙΓΕΝΕΙΑΑΛΜΠΑΝΟΠΟΥΛΟΥ ΤΖΑΚΛΟΝΤΟΝ ΡΑΝΤΠΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ ΚΑΤΕΡΙΝΑΓΛΥΚΟΦΡΥΔΗ ΝΙΚΟΛΑΙ ΒΟΡΟΝΟΒ ΛΙΤΣΑΨΑΡΑΥΤΗ ΑΝΝΑΓ. ΒΙΝΜΠΕΡΓΚ ΝΙΚΟΛΑΙ ΒΟΡΟΝΟΒ ΝΙΤΣΑΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ ΡΟΜΠΕΡΤ Λ. ΣΤΗΒΕΝΣΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΔΟΥΜΑΣ ΣΟΦΙΑΜΑΥΡΟΕΙΔΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ ΜΑΡΙΑΜΙΧΑΗΛΔΕΔΕ ΕΛΛΗΑΛΕΞΙΟΥ ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΡΑΝΤΠΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ ΑΝΑΤΟΛΙΑΛΕΞΙΝ ΝΙΤΣΑΤΖΩΡΤΖΟΓΛΟΥ ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ Ι.Δ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ Ι.Δ. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ ΟΤΦΡΙΝΤ ΠΡΟΪΣΛΕΡ ΜΑΙΡΗΚΙΤΣΙΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙ ΑΛΕΞΙΝ ΡΑΝΤΠΑΡΝΤ ΚΙΠΛΙΝΓΚ ΕΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ ANTONΤΣΕΧΩΦ ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΠΉ ΠΑΝΑΠΩΤΟΥ ΣΟΦΙΑ ΦΙΛΝΤ1ΣΗ ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΡΑ ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΤΖ. MINT ΦΟΚΝΕΡ ΕΥΓΕΝΙΑΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ-ΠΕΤΡΩΝΔΑ ΚΙΡΑΣΙΝΟΥΕΛΕΝΗ ΧΟΥΚ-ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΜΠΕΡΤ Λ1ΧΑΝΟΦ ΙΒΑΝΤΟΥΡΓΚΕΝΙΕΦ ΜΑΡΚΤΟΥΕΪΝ ΧΑΡΗΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΝΤΙΝΟΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΙΜΕΣΟΜΕΡΦΕΛΤ ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ
Το κόκκινο αλογάκι Ιόλη ή Τη νύχτα που ξεχείλισε το ποτάμι Α π ’όσα έχω δει Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας Ο μικρός περιηγητής (τρεις τόμοι) Ο Ε έα π ό τ ’άστρα Ο χρ υσ ό ς δαρεικός Ιστορία της ανθρω πότητας Π αλιές ισ τορίες του κόσμου (Ευρώπη) Π αλιές ισ τορίες του κόσμου (Ασία) Ινδιάνικοι θρύλοι Το φάντασμα του Κάντερβιλ Α γόπη για τη ζωή Χόπιτι-Χοπ Πειρατικές ιστορίες Α πίθανες ιστορίες Μ ελήσιππος Σ τα βήματα του Σαμοθήριου Μια Πέμπτη του Οκτώβρη Μάσα, ένα σύγχρονο κορίτσι Το τσίρκο της Ίρμας Το νησί των θησαυρών Η μαύρη τουλίπα Μύθοι και θρύλοι της Ρώμης Χριστουγεννιάτικη ιστορία Θρύλοι των ιθαγενών της Α υστραλίας Μύθοι του Αισώπου Η φωτιά που δε σ β ή ν ε ι, Το ωραιότερο διηγημα του κόσμου Η τρελή Ευδοκία S O S — Κ ίνδυνος Ο μαστρο-Π ολύξερος κι η παλιοπαρέα π Τα τρία παιδιά Το άσπρο ά λογο Ένα καράβι στη βιτρίνα Η ιστορία μ ε το γαλάζιο μολύβι Ο Νερουλίνος, το πνεύμα της λίμνης Ιστορίες των δερβισάδων Τηλεφωνήστε κι ελά τε Η εταιρεία Σ τάλκι & Σία Ο γ έρο ς και η θάλασσα Α στείες ιστορίες Λ χ; μ ε τ ’αγάλματα
ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ Τον αντιγράψανε μέσα από τους αιώνες, προσπάθησαν να τον μιμηθούν. Άδικα. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να τον κάνουν πιο πλατιά γνωστό. Αιώνιος παραμυθάς και δάσκαλος ο Αίσωπος, πανάρχαιος και Έλληνας, παραμένει μοντέρνος και πανανθρώπινος. Πού βρίσκεται, άραγε, το μυστικό αυτής της ακτινοβολίας του; Να είναι μόνο οι γοητευτικοί μύθοι, ο γλαφυρός τρόπος που τους παρουσιάζει, η λιτότητα κι η συμπύκνωση του ύφους του που δεν κουράζει; Ό λα αυτά μαζί αλλά προπαντός η αποκάλυψη της αλήθειας που είναι έμφυτη στον κάθε άνθρωπο και του αρέσει να την αναγνωρίζει, έστω κι αν πολλές φορές δεν είναι ευχάριστη ούτε κολακευτική για τις αδυναμίες του.
α ιστορία για δύο Διηγήματα Χριστουγέννω ν, Π ρωτοχρονιάς και Φώτων Στη χώ ρα των Φαραώ Το χέρι στο βυθό Η έκλειψη του ήλιου Οι αφηγήσεις ενό ς κυνηγού Οι περιπέτειες του Χ α κ Φιν Ο Σπιθοβολάκης Α ν ό λα τα πιτσιρίκια του κόσμου... Το χαμένο όνειρο Π ολύ ωραίο τ ’όνομά σου, Ελευθερία!
Γραφεία: Ζωοδοχου Πηγής 5. 106 78 Αδήνα. τηλ 36.45.290 Καταοτημα χονδρικής: Ζωοδόχου Πηγής 3. 106 78 Αθήνα, τηλ. 36.03.234 - 36.01.331
ίΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ Δί
Ζητήστε τις έξι καλαίσθητες θήκες σε μαύρο και κόκκινο χρώμα, του δεκαπενθήμερου ΔΙΑΒΑΖΩ από τα γραφεία του περιοοικου μας. ;ά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789
Βιβλία για παιδιά και για νέο Χαρούμενες διακοπές για το καλοκαίρι • Προσχολικής ηλικίας • Δημοτικού (Ένα βιβλίο για κάθε τάξη)
ΖΩΡΖ ΣΑΡΗ Η κυρία Κλοκλό στο σουπερμάρκετ Η κυρία Κλοκλό μαγειρεύει • Η κυρία Κλοκλό
• Οι ιστορίες μι αυτόματης γιαγι Νημίτερ Ινκι • 0 κύριος των ελεφάντων Ρενέ Γκιγιό • Ο Αντώνης και η Κουκιδίτοα Έριχ Καίστνερ • Ο ΓΙαρασκευάς ή η πρωτόγονη ζι Μισέλ Τουρνιέ • 0 μικρός αδελφός Λότη Πέτροβιτς · Ανδρουτσοπούλου • Και άλλα 15 βιβλία η σειρά μας.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, αντικαθιστώντας πς εικόνες με αντίστοιχες αυτοκόλλητες λέξεις.
ΠΑΤΑΚΗ
Τώρα τα παιδιά επαναλαμβάνουν στο παιχνίδι τα μαθήματα τους Για πρώτη φορά μια σειρά βιβλίων δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να επαναλάβουν με ξεγνοιασιά και διασκέδαση τα μαθήματά τους στις καλοκαιρινές διακοπές. Στις σπαζοκεφαλιές, ■αραμάθια,στα σταυρόλεξα, στις ιστοριούλες έχουν όλες οι γνώσεις της περασμένης χρονιάς, η επανάληψη παίζεται σαν παιχνίδι και τα παιδιά σιγουρεύουν όσα έμαθαν. Τώ ρα, γ ια α ς διακοπές, α γο ρ ά σ τε στα παιδιά σ α ς τα βιβλία «Χ α ρ ο ύ μ ε ν ε ς Δ ιακοπές». Σ ε όλα τα βιβλιοπω λεία
Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του
ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) Δημήτρης Γληνός (No 61) Τζέιμς Τζόυς (No 62) Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) Η γενιά των μπήτνικ (No 64) Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) Ζαν Ζενέ (No 66) Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) Άγιον Ό ρος (No 68) Νέοι λογοτέχνες (No 69) Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) Σημειωτική (No 71) Αριστοφάνης (No 72) Ζακ Πρεβέρ (No 73) Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) Ιταλική λογοτεχνία (No 76) Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) Κ.Π. Καβάφης (No 78) Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) Μίλαν Κούντερα (No 80) Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) Αδαμάντιος Κοραής (No 82) Καρλ Μαρξ (No 83) Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) Μπορίς Βίαν (No 85) Αστυνομική λογοτεχνία (No 86) Νέοι λογοτέχνες (No 87) Κώστας Βάρναλης (No 88) Νεοελληνικό θέατρο (No 89) Τόμας Μαν (No 90) Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) Ρολάν Μπαρτ (No 93) Παιδικό βιβλίο (No 94) Ναπολέων λαπαθιώτης (No 95) Εμμανουήλ Ροίδης (No %) Εμίλ Ζολά (No 97) Σταντάλ (No 98) Βιβλίο και φυλακή (No 99) Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) Μακρυγιάννης (No 101) Λουκιανός (No 102) Ντιντερό (No 103) Τέλλος Άγρας (No 104) Ιούλιος Βερν (No 105) Θεόφιλος Καΐρης (No 106) Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) Περό, Γκριμ, Άντερσεν (No 108) Έρμαν Έσσε (No 109) Αλμπέρ Καμύ (No 110) Βίκτωρ Ουγκό (Νό 111)
Εντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) Φώτης Κόντογλου (No 113) Φιλανδικά γράμματα (No 114) Σάμουελ Μπέκετ (No 115) Κοσμάς Πολίτης (No 116) Το δοκίμιο (No 117) Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) Κοινωνιολογία (No 119) Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) Κυπριακά γράμματα (No 123) Το χιούμορ (No 124) Μισέλ Φουκώ (No 125) Ζακ Λακάν (No 126) Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) Θεσσαλονίκη (No 128) Βυζάντιο (No 129) Ελληνικό παραμύθι (No 130) Ντοστογιέφσκι (No 131) Ντ. X. Λώρενς (No 132) Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) Αριστοτέλης (No 135) Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) Τένεση Ουίλιαμς (No 139) Ανδρέας Κάλβος (No 140) Φουτουρισμός (No 141) Γιώργος Σεφέρης (No 142) Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) Γλωσσολογία (No 144) Ουμπέρτο Έκο (No 145) Βιβλίο και στρατός (No 146) Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) Άγκαθα Κρίστι (No 149) Φρόυντ (No 150) Αντονέν Αρτώ (No 151) Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) Γ.Β. Γκαίτε (No 154) Αυτοβιογραφία (No 155) Μετάφραση (No 156) Κώστας Καρυωτάκης (No 157) Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) Ζαν Κοκτώ <Νο 160) Μάρτιν Χάιντεγκερ (No 161) Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162) Ψΐ'χαναλυση και Λογοτεχνία (No 163) Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες (No 164) Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (No 165) Α. Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789
από τα παιδικά της «γνώσης» ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ
Ο ηαννάκης και η Μαρδίτσα
ΕΛΕΝΗ Γ. Β Α ΛΑΒΑ Ν Η
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩ ΑΝΝΟ Υ
Σου το είπα! Δεν υπάρχουν δράκοι!
Ο Πίκος και η πίκα
Η ΠΡΩΤΗ ΜΟΥ ΜΙΚΡΗ, ΜΙΚΡΗ, ΜΙΚΡΟΥΛΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΚΑΣΕΤΑ
ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ
Δ Η Μ Η Τ ΡΗ Σ ΠΟΤΑΜ ΙΤΗΣ
Η συνέλευση των ζώων
τα ανάποδα παραμύθια
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΡΟΥΠΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: ΣΠΥΡΟΣ ΣΑΚΚΑΣ
ΜΟΥΣΙΚΗ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΓΑΝΕΛΗΣ
εκδόσεις «γνώση» Κεντρική Διάθεση: Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, Τηή. 362.0941 - 362.1194 - 778.6441
ΤΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗ
Ν
ΣΠΥΡΟΣ ΤΣΑΚΝΙΑΣ Ετερώ νυμα Κριτικά δοκίμια πού άναφέρονται σέ προβλήματα τής πνευματικής καί ιδεολογικής μας ζωής κατά την περίο δο πού άκολούθησε τη μεταπολίτευση. Κείμενα πού πέ ρα άπό τήν έπικαιρική τους δύναμη, ζοΰν μέ συνοχή καί σήμερα.
ΤΖΟΪΣ ΚΑΡΟΛ ΟΟΥΤΣ ’Αδέσποτα Παιδιά Συγγραφέας διαυγής καί παντογνώστρια, ή Όουτς, ξε σκεπάζει χωρίς οίκτο τά βαθιά κρυμμένα μυστικά, τίς άσύνειδες έπιθυμίες, τίς άνομολόγητες σκέψεις. Θά βρούμε μέσα στό έργο της πρόσωπα φοβερά ή αδύνα μα, κινούμενα άπό βίαια πάθη, πού άναζητοΰν τή λύ τρωση στό έγκλημα ή στήν αύτοκτονία, δταν δέν βυθί ζονται στήν τρέλα.
Φ
ΑΛΕΧΟ ΚΑΡΠΕΝΤΙΕ Ή έπί γης βασιλεία Μέσα άπό τή μεθυστική άγριότητα τής έξέγερσης τών σκλάβων στήν ’Αϊτή, ζοΰμε τίς μαγικές παραδόσεις τών ιθαγενών, τίς μυστικιστικές δοξασίες, τίς άποκρυφιστικές τελετουργίες. ’Αγώνες, βαρβαρότητες, μαγεία καί ποίηση μαζί.
ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ 9, ΑΘΗΝΑ 10679 ΤΗΛ. 3607744 - 3604793
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Π ΕΡΙΕ Χ Ο Μ ΕΝ Α
Τεύχος 167
ΧΡΟΝΙΚΑ
6 Μαΐον 1987
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΡΕΥΝΑ: Νέοι: Διάθεση χρόνου, διαπροσωπικές σχέσεις και αξίες
Τιμή: Δρχ. 250 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Σοφία Γεμενάκη, Θεοδώρα Ζερβού, Βασίλης Καλαμαράς, Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Διορθώσεις: Πηνελόπη Βλάσση Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333
ΕΠΕ,
Φωτογ ραφίσε ις-Μοντάξ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου
Χάρης Σακελλαρίου: Αίσωπος, βιογραφικό διάγραμμα Μ. Γ. Μερακλής: Το αισώπειο ζήτημα Χάρης Σακελλαρίου: Οι κοινωνικές δομές του αρχαίου ελληνικού κόσμου μέσ’ απ’ τη ζωή και τους μύθους του Αισώπου Ελένη Χωρεάνθη: Η διαχρονική λειτουργία των αισώπειων μύθων Αντώνης Μπενέκος: Ο Αίσωπος εικονογραφημένος Μαρούλα Κλιάφα: Οι μύθοι του Αισώπου και η λαϊκή παράδοση Διονύσιος Α. Τροβάς: Οι μύθοι του Αισώπου κι οι συλλογείς, με ταφραστές και διασκευαστές τους Θανάσης Μητσόπουλος: Σε ποιους απευθύνεται ο Αίσωπος Μάνος Κοντολέων: «Αισώπου Μύθοι». Μια ανάγνωση Θαν. Καραγιάννης: Βιβλιογραφία των νεοελληνικών μεταφράσεων και διασκευών του Αισώπου
ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο Χρίστος Παπαγεωργίου
Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
30 35 39 46 50 56 59 62
ΕΠΙΛΟΓΗ
Κεντρική διάθεση:
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος, Υμηττού 219
20 23
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: Γράφει ο Νίκος Κουτσιαράς ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Παύλος Πέζαρος ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Μάνος Κοντολέων ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Κιμουρτζής
Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940
9
ΑΦΙΕΡΩΜΑ
Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς
Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889
8
Ν
65 67 69 71 67
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΊΟ
73
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
78
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στον Λουί Αραγκόν
Η Α Γ Ο Ρ Α Τ Ο Υ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ ]
Από 8 - 2 2 Απριλίου 1987
C
**
-
%
Σύγχρονη Εποχή - Αθ.
1
Ραγιάς - Θεσ.
CD <
Πλέθρον - Αθ.
***
Libro - Αθ.
*
Μεθενίτης - Πάτρα
•σ Ο·
Κρομμΰδας - Χίος
**
1
Ο
Λέσχη του βιβλίου - Αθ.
Λ
CD <
Κατώι του βιβλίου - Θεσ.
1Ελευθερουδάκης - Αθ.
*
1 Εξαρχόπουλος - Αθ.
1. Α. Ταρκόφσκυ: Σμιλεύοντας το χρόνο (Κάκτος) 2. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Ψυχογιός)
ΒΙΒΛΙΑ
1 Ενδοχώρα - Αθ.
Ε π ειδή ό μω ς είνα ι τεχ ν ικ ά α δ ύ ν α τ ο να δ η μ ο σ ιεύ ο ν τ α ι ό λα τα βιβλία π ο υ α ν α φ έ ρ ο υ ν οι β ιβ λ ιο π ώ λες, ο πίνα κα ς π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε ι τελ ικά ε κ είν α τα β ιβλία π ο υ δ η λ ώ θ η κ α ν α πό δ ύ ο το υλ ά χ ισ το ν β ιβ λιο πώ λες. Ό σ ο για τ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν και τ η ν π ο ιό τη τα των β ιβλίω ν τ ο υ πίνακα, σ κ ό πιμο είνα ι να σ υ μ β ο υ λ ε ύ ε σ τ ε τις σ ε λ ίδ ε ς τ η ς « Ε πιλογής»,
1 Δωδώνη - Αθ.
Ο πα ρα κ ά τω πίν α κα ς πα ρο υ σ ιά ζει τα εμ π ο ρ ικ ό τ έ ρ α βιβλία ε ν ό ς δ ε κ α π ε ν θ ή μ ε ρ ο υ , σ ύ μ φ ω ν α μ ε τα σ το ιχ εία π ο υ μ α ς π α ρα χ ώ ρ η σ α ν δ ε κ α π έ ν τ ε β ιβ λ ιο π ώ λες α π ' ό λ η τ η ν Ε λλά δα , δ η λ ώ ν ο ν τα ς ο κ α θ έν α ς τ ο υ ς τα τρία βιβλία π ο υ ε ίχ α ν τις π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ε ς π ω λή σ εις σ τ ο β ιβ λιο πω λείο το υ κατά το δ ιά σ τη μ α α υ τό . Έ τσι, το β ιβ λίο μ ε τις μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ε ς πω λή σ εις σ η μ ειώ νετα ι μ ε τ ρ ε ις ά σ τ ε ρ ίσ κ ο υ ς (*,). το α μ έσ ω ς μ ε τ ά μ ε δ ύ ο (,*) και το τ ε λ ε υ τ α ίο μ ε έναν^( *).
3. Γ. Μάρκες: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ν. Σύνορα) 4. Γ. Αρσένη: Πολιτική κατάθεση (Οδυσσέας) 5. Το Σύνταγμα της Ελλάδας (Ποντίκι)
·*·
6. X. Σεμπρούν: Το Λευκό Όρος (Εξάντας) 7. Ου. Έκο: Το όνομα του ρόδου (Γνώση)
Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή, το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταν: Ο Κόσμος του παιδιού. Γ τόμος. Η Εφηβεία (Σύγχρονη Εποχή).
Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.
Ιδρυμά τω ν, Β ιβ λιο θη κώ ν Ε υρώ πη: 75 δολ. Κ ύ πρ ο ς: 6 7 δ ο λ. Α μ ερ ικ ή κλπ. 85 δολ.
Συνδρομές εξωτερικού Ε υρώ πη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ε υρώ πη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κ ύ π ρ ο ς 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 54 δολ. Κ ύ ρ π ο ς 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 37 δολ. Α μ ερ ικ ή - Α υ σ τρ α λ ία - Ασία - Α φ ρ ική 25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Τρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.
χρονικα/9
Β 'μ έρος: υπόλοιπη Ελλάδα (πλην Αθήνας-Πειραιά)
Νέοι: Διάθεση χρόνον, διαπροσωπικές σχέσεις και αξίες Περίληψη ευρημάτων ΑΝΑΛΥΣΗ των κοινωνικο-πολιτιστικών χαρακτηριστικών της νεολαίας και η κατα γραφή των τάσεων που διαμορφώνονται δεν εί χαν ώς τώρα αποτελέσει αντικείμενο συστηματι κής κοινωνιολογικής μελέτης στην Ελλάδα. Το 1983, ύστερα από πρόταση του τότε υφυπουργεί ου Νέας Γενιάς, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) ανέλαβε τη διεξαγωγή έρευ νας, με θέμα τη διάθεση χρόνου, τις διαπροσω πικές σχέσεις και τις αξίες στους νέους. Η πρώτη φάση της επιτόπιας έρευνας κάλυψε την περιοχή της πρωτεύουσας και η δεύτερη την υπόλοιπη χώρα. Τα αποτελέσματα της έρευνας στην Αθή να έχουν δημοσιευτεί σε προκαταρκτική έκθεση στην Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, τεύχος 57, 1985. Το δεύτερο μέρος παρουσιάζεται εδώ και περιλαμβάνει μία περίληψη των πρώτων ευ ρημάτων της επιτόπιας έρευνας που πραγματο ποιήθηκε στην επαρχία, το φθινόπωρο του 1984. Οι βασικοί στόχοι της έρευνας συνοψίζονται στα εξής: α) να επισημανθούν οι δραστηριότητες και τα ενδιαφέροντα των νέων κατά τον ελεύθερο χρό νο τους καθώς και οι παράγοντες που τα επη ρεάζουν
Η
β) να καθοριστούν οι παράμετροι των διαπρο σωπικών τους σχέσεων και γ) να διερευνηθούν οι αξίες των νέων σχετικά με μια σειρά από ζητήματα. Το ερωτηματολόγιο, με βάση το οποίο συγκεν τρώθηκαν τα στοιχεία κατά την επιτόπια έρευ να, προσπάθησε κατά συνέπεια να καλύψει ένα ευρύτερο φάσμα θεμάτων μ’ ένα συνδυασμό κλειστών και ανοιχτών ερωτήσεων. Τον πληθυ σμό της έρευνας αποτέλεσαν 3.080 νέοι επιλεγμέ νοι δειγματοληπτικά από τα καταγραφέντα νοι κοκυριά και χωρισμένοι σε δύο ομάδες ηλικίας: 15-19 και 20-24 ετών. Αποκλείστηκαν για τεχνι κούς και ουσιαστικούς λόγους, οι παντρεμένοι, οι στρατευμένοι και όσοι διέμεναν σε συλλογικές συμβιώσεις. Γεωγραφικά η έρευνα κάλυψε όλο τον ελλαδικό χώρο στρωματοποιημένο κατά αστικές, ημιαστικές και αγροτικές περιοχές (συ νολικά 215). Για μεθοδολογικούς σκοπούς, το ερωτηματο λόγιο επικεντρώθηκε στις ασχολίες των νέων κα τά τον ελεύθερο χρόνο τους και ο εργάσιμος χρόνος εξετάστηκε μόνο στο βαθμό που επιδρά ποιοτικά και ποσοτικά στη διάθεση του χρόνου. Επίσης, οι διαπροσωπικές σχέσεις, όπως περιέ-
10/χρονικα χονται στο ερωτηματολόγιο, δεν εξαντλούν όλο το φάσμα των σχέσεων των νέων ούτε διεισδύουν σ’ όλη την πολυπλοκότητά τους, πράγμα που δεν επιτυγχάνεται εξάλλου μ’ ένα ενιαίο και γενικό ερωτηματολόγιο. Τα ευρήματα που επισημαίνονται αποτελούν τη βάση για την παραπέρα επεξεργασία, προκειμένου να αξιοποιηθούν και να συμβάλλουν στη σύνταξη μιας πλήρους έκθεσης. Βασίζονται στη διάκριση των στοιχείων κατά γεωγραφικό στρώ μα, ομάδα ηλικίας (15-19, 20-24) και φύλο των ερωτηθέντων και παρουσιάζονται σε εκατοστι αίες αναλογίες. Η ερευνητική ομάδα: Ολυμπία ΠασσάΓαρδίκη, Αλίκη Μουρίκη, Γιάννης Μυριζάκης, Θεόδωρος Παραδέλλης, Αφροδίτη Τεπέρογλου. Αθήνα, Φλεβάρης 1987
1. Κοινωνικο-όημογραφικά χαρακτηριστικά τον δείγματος Η εκπαίδευση των νέων του δείγματος παρου σιάζει τα εξής γενικά χαρακτηριστικά: στον αγροτικό δείγμα, ένα αρκετά υψηλό ποσοστό νέων της ομάδας ηλικίας 20-24 (1 στους 3) δεν προχώρησε πέρα από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στη Θεσ σαλονίκη το ποσοστό αυτό ελαχιστοποιείται. Επίσης, ένα σημαντικό ποσοστό νέων φοιτά -όπως είναι γνωστό- σε σχολές κυρίως ιδιωτικές και συχνά αδιαβάθμητες και παρακολουθεί διά φορα μαθήματα, κατεξοχήν φροντιστήρια και ξένες γλώσσες. Το ποσοστό αυτό μεγιστοποιείται στα αστικά κέντρα και στην περίπτωση της μι κρής ηλικιακής ομάδας ανέρχεται στο 50% περί που του δείγματος. Όσον αφορά την εργασία, χαρακτηριστικό εί ναι ότι η πολυπληθέστερη κατηγορία, εργαζομέ νων συναντάται στα αγόρια 20-24 ετών των αγροτικών περιοχών (88%) και η ισχνότερη στα κορίτσια της μικρής ηλικίας στις αστικές περιο χές (15%). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στις αγροτικές περιοχές εμφανίζεται εντονότερο το φαινόμενο της μη-αμειβόμενης απασχόλησης. Αντίθετα οι μισθωτοί υπερτερούν στις αστικές περιοχές. Για τους περισσότερους εργαζόμενους νέους οι εβδομαδιαίες ώρες εργασίας κυμαίνονται από 31-50. Οι ώρες παρακολούθησης μαθημάτων ε ντός κι εκτός σχολείου είναι εμφανώς περισσότε ρες για τους νέους 15-19 ετών, όπως είναι φυσι κό, και το πρόγραμμά τους είναι ιδιαίτερα επι βαρυμένο αφού ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους διατίθεται σε σπουδές. Αυτό επηρεάζει ανάλογα και τη διάθεση χρόνου τους. Η εκπαίδευση των γονέων του μεγαλύτερου μέρους των νέων είναι επιπέδου λίγων τάξεων ή
απολυτηρίου δημοτικού. Όσον αφορά το επάγ γελμά τους, λό/ω μεγάλης διασποράς είναι δύ σκολο να εξαχθούν συμπεράσματα· αξίζει μόνο να λεχθεί ότι για τα 3/4 των νέων το επάγγελμα της μητέρας είναι τα οικιακά και ότι κατά ένα σημαντικό ποσοστό και οι δύο γονείς είναι αγρό τες. Τέλος, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι οι νέοι στη συντριπτική πλειονότητά τους ζουν μαζί με την οικογένειά τους, γεγονός που επιδρά άμεσα στην ανεξαρτοποίησή τους και την ελεύθερη διά θεση του χρόνου τους.
2.
Ελεύθερος χρόνος Χρήματα για την ψυχαγωγία: από πού προέρχονται και σε τι ξοδεύονται
Στους παράγοντες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των νέων ανήκει μεταξύ άλλων η οικονο μική ανεξαρτησία. Όμως, όπως και στην Αθή να, η βασική πηγή χρηματοδότησης των νέων ηλικίας 15-19 ετών είναι οι γονείς. Αλλά αρκετοί νέοι και της μεγαλύτερης ομάδας ηλικίας, ιδίως στις αστικές περιοχές, ψυχαγωγούνται με χρήμα τα των γονιών τους. Τα μεγαλύτερα αγόρια του αγροτικού δείγματος παρουσιάζουν το υψηλότε ρο ποσοστό μεταξύ αυτών που ψυχαγωγούνται με χρήματα από την εργασία τους. Πού κυρίως ξοδεύονται τα χρήματα της ψυχα γωγίας; Την επικρατούσα εντύπωση ότι οι καφετέριες αποτελούν τη συνηθέστερη ψυχαγωγία των νέων, έρχεται να επιβεβαιώσει και η εμπει ρική έρευνα. Δεύτερη ψυχαγωγική δραστηριότη τα αποτελούν οι ντισκοτέκ και μάλιστα με υψη λότερα ποσοστά στην ύπαιθρο απ’ ό,τι στη Θεσ σαλονίκη. Στα εστιατόρια και τις ταβέρνες ξο δεύει, επίσης, ένα μεγάλο ποσοστό νέων της ομάδας ηλικίας 20-24 ετών, τα χρήματα για την ψυχαγωγία τους. Τέλος, ο κινηματογράφος υπε ρισχύει σαν ψυχαγωγία των νέων κυρίως της Θεσσαλονίκης και λιγότερο των λοιπών αστικών περιοχών. g |p £ = = S ^ Τηλεόραση
,
Αν και κατέχει σημαντική θέση στη διάθεση του χρόνου, η τηλεόραση δεν αποτελεί εντούτοις καθημερινή ασχολία για ένσ υψηλό ποσοστό νέων (που φθάνει το 65%) κυρίως της μεγάλης ηλικιακής ομάδας και ειδικότερα των αγοριών. Ανάμεσα στα δύο φύλα τα κορίτσια υπερτε ρούν γενικά στην παρακολούθηση τηλεόρασης. Η καθημερινή παρακολούθηση εμφανίζει μεγα λύτερη ένταση στα κορίτσια των αγροτικών πε-
χρονικα/11 ριοχών και μειώνεται, αντιστρόφως ανάλογα προς το βαθμό αστικότητας, στα άλλα γεωγραφι κά υποδείγματα. Ως προς τα συγκεκριμένα τη λεοπτικά προγράμματα που παρακολουθούν οι νέοι, ο κινηματογράφος κατέχει τα πρωτεία και στα δύο φύλα. Δεύτερα σε ποσοστά, μόνο όμως στις προτιμήσεις των αγοριών, έρχονται τα αθλητικά προγράμματα. Ακολουθούν οι ειδή σεις, που συγκεντρώνουν περισσότερο το ενδια φέρον των νέων 20-24 ετών. Ραδιόφωνο Η πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι πε ρισσότεροι από τους μισούς νέους σ’ όλες τις πε ριοχές ακούνε καθημερινά ραδιόφωνο. Μεταξύ αγοριών και κοριτσιών καθημερινών ακροατών ραδιοφώνου παρατηρείται διαφορά υπέρ των κοριτσιών, μεταξύ δε των δύο ηλικιακών ομά δων διαφορά υπέρ της δεύτερης (20-24 ετών). Συγκρίνοντας με την παρακολούθηση της τη λεόρασης καταλήγουμε ότι: α) η μικρή ηλικία βλέπει περισσότερο τηλεόραση και η μεγάλη ακούει περισσότερο ραδιόφωνο, β) τα κορίτσια εμφανίζονται ως οι μεγαλύτεροι, μεταξύ των δύο φύλων, καταναλωτές των προϊόντων των παρα πάνω μέσων μαζικής επικοινωνίας. Η κύρια λει τουργία του ραδιοφώνου εντοπίζεται στη μετά δοση μουσικής, την οποία παρακολουθεί το σύ νολο σχεδόν των νέων που ακούει ραδιόφωνο, ανεξάρτητα από ηλικία, φύλο και τόπο διαμο-
Το ποσοστό των αναγνωστών του βιβλίου μειώνεται καθώς προχωρούμε από τις αστικές προς τις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές με σημαντικές κατά φύλο διαφοροποιήσεις: Στη Θεσσαλονίκη δεν διαβάζουν βιβλία το 1/3 περίπου των αγοριών και το 1/4 των κοριτσιών και των δύο ομάδων ηλικίας (ποσοστά ανάλογα με τα της Αθήνας). Στις λοιπές αστικές το ποσο στό των μη αναγνωστών αυξάνεται στα 40% πε ρίπου για τα αγόρια και παραμένει σταθερό (25%) για τα κορίτσια. Στις ημιαστικές περιοχές τα αγόρια μη αναγνώστες φθάνουν το 50% ενώ στα κορίτσια εμφανίζεται μια διαφοροποίηση ως προς την ομάδα ηλικίας. Η ηλικία των 15-19 ετών περιλαμβάνει το 1/4 των κοριτσιών, ενώ η ομάδα των 20-24 εμφανίζει άνοδο (1/3 των κοριτσιών). Στις αγροτικές τέλος περιοχές οι μη αναγνώ στες ξεπερνούν το 50% ενώ οι μη αναγνώστριες
ακολουθούν με ποσοστό 40%. Ωστόσο τα ποσοστά των συστηματικών ανα γνωστών του βιβλίου (περισσότερα από 10 βι βλία το χρόνο) εμφανίζουν μικρότερη διάφορο ποίηση τόσο από πλευράς αστικότητας όσο κα από πλευράς ηλικίας. Τα ποσοστά (στρογγυλό ποιημένα) έχουν ως εξής: ΠΕΡΙΟΧΗ/ΗΛΙΚΙΑ ΦΥΛΟ Θεσσαλονίκη Λοιπές αστικές Ημιαστικές Αγροτικές
15·-19
20-24
Α% Κ% Α% Κ% 14 12 10 10
24 20 17 18
24 17 11 18
19 21 16 22
Εδώ, η διαφοροποίηση κατά φύλο αφορά κυ ρίως τις ομάδες 15-19 ετών. Ως προς τα είδη των βιβλίων που διαβάζονται η λογοτεχνία κατέχει την πρώτη θέση σε όλες τις περιοχές και όλες τις ηλικίες. Υπάρχει ωστόσο σαφής διαφοροποίηση υπέρ των κοριτσιών πράγμα που ισχύει και για την ποίηση, η οποία κατέχει όμως την πέμπτη θέση στις προτιμήσεις των νέων. Τα αστννομικάπεριπετειώδη βιβλία κατέχουν τη δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των αγοριών της μικρής ηλικίας όλων των περιοχών με ποσοστά διπλάσια ή και υπερτριπλάσια των κοριτσιών. Τα κορίτσια της μικρής ηλικίας κυρίως διαβάζουν αστυνομικά στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές (3η-5η επιλογή). Τα αισθηματικά βιβλία αντίθετα δια βάζονται από τα κορίτσια (2η-3η θέση στην προ τίμησή τους) σε ποσοστό δεκαπλάσιο των αγο ριών στα αστικά κέντρα και πενταπλάσιο στις αγροτικές περιοχές. Τα ιστορικά-πολιτικά βιβλία διαβάζονται κά πως περισσότερο από τα αγόρια, ιδιαίτερα κατά
Τα περιοδικά διαβάζονται από την πλειοψηφία των νέων όλων των περιοχών. Τα κορίτσια εν τούτοις διαβάζουν περιοδικά σαφώς συχνότε ρα από τα αγόρια γενικά και τα αγόρια της μι κρής ηλικίας συχνότερα από αυτά της μεγάλης ηλικίας. Το είδος του περιοδικού με τη μεγαλύτερη διάδοση μεταξύ όλων των νέων όλων των περιο χών είναι το περιοδικό «ποικίλης ύλης», το οποίο όμως διαβάζεται πολύ περισσότερο από τα κορίτσια. Σημαντική εξαίρεση σε αυτή τη γε νική διαπίστωση αποτελούν τα αγόρια της μι κρής ηλικίας (15-19 ετών) των λοιπών αστικών
12/χρονικα και των ημιαστικών περιοχών τα οποία διαβά ζουν περισσότερο τα παιδικά και εφηβικά περιο δικά, καθώς και τα μικρά αγόρια των αγροτικών περιοχών που προτιμούν τα κόμικς. Τα παιόικά-εφηβικά περιοδικά έρχονται δεύ τερα στην προτίμηση των μικρών αγοριών και κοριτσιών σε όλες τις υπόλοιπες περιοχές δίχως σημαντική διάφοροποίηση των ποσοστών κατά φύλο. Τα κόμικς αντίθετα διαβάζονται κατά αποκλειστικότητα σχεδόν μόνο από τα μικρά αγόρια (μέχρι 14%) και σε μικρότερο ποσοστό από τα μεγάλα αγόρια. Τα τεχνικά τέλος περιο δικά διαβάζονται επίσης κατά αποκλειστικότητα από τα αγόρια και των δύο ηλικιών (μέχρι 11%).
Πολιτικές εφημερίδες διαβάζουν συστηματικά (κάθε μέρα μέχρι συχνά) κατά Μ.Ο. το 60% των κοριτσιών της μικρής ηλικιακής ομάδας και το 80% των αγοριών και το 65% των κοριτσιών της μεγάλης ηλικιακής ομάδας. Τα ποσοστά αυτά αφορούν όλες τις περιοχές, υπάρχει ωστόσο μια μικρή διαφοροποίηση κατά βαθμό αστικότητας με αυξημένα κάπως τα ποσοστά της Θεσσαλονί κης και των αστικών περιοχών. Τις πολιτικές εφημερίδες αγοράζουν συστημα τικά τα ίδια τα αγόρια των 15-19 ετών σε ποσο στό 30% κατά Μ.Ο. έναντι 16% των κοριτσιών. Τα αντίστοιχα ποσοστά -κατά Μ .Ο.- για τη με γάλη ηλικιακή ομάδα είναι 59% και 30%. Τα θέματα που διαβάζονται οπωσδήποτε σε μια πολιτική εφημερίδα εμφανίζουν διαφορο ποιήσεις κατά φύλο και ηλικία όχι όμως κατά βαθμό αστικότητας: Η πολιτική ειδησεογραφία διαβάζεται από τα αγόρια και τα κορίτσια της μικρής ηλικίας κατά ποσοστό 50% κατά Μ.Ο. Τα μεγαλύτερα αγόρια τη διαβάζουν σε ποσοστό 77% έναντι 63% των κοριτσιών της μεγαλύτερης ηλικίας. Η αθλητική ειδησεογραφία είναι ιδιαίτερα προσφιλής στα αγόρια και των δύο ομάδων ηλι κίας (69% κατά Μ.Ο.), ενώ τα κορίτσια της μι κρής ηλικίας τη διαβάζουν σε ποσοστό 20% έναντι 9% των μεγαλύτερων κοριτσιών. Στην περίπτωση της πολιτισμικής και καλλιτε χνικής ενημέρωσης, τα κορίτσια υπερέχουν των αγοριών και τις δύο ηλικιακές ομάδες σε ποσο στό 30.35% έναντι 12,5% κατά Μ.Ο. Τα κορί τσια υπερέχουν (30%) έναντι των αγοριών (15%) και στις δύο ηλικιακές ομάδες και σε ό,τι αφορά την «κοσμική στήλη» και τα «κοινωνικά». Αθλητικές εφημερίδες διαβάζουν συστηματικά κατά Μ.Ο. το 30% των αγοριών και το 6,5% των
κοριτσιών και των δύο ηλικιών. Τα αγόρια γενι κά αγοράζουν την ίδια αθλητική εφημερίδα σε ποσοστό 45% κατά Μ.Ο. Μουσική Μουσική ακ >ύν όλοι οι νέοι κυρίως στο ρα διόφωνο στη Θεσσαλονίκη, ενώ στις ημιαστικές και αγροτικές περιοχές κυρίως από πικάπ και κασετόφωνο. Το στερεοφωνικό συγκρότημα χρη σιμοποιείται περισσότερο από τα αγόρια και των δύο ομάδων ηλικίας και συχνότερα στη Θεσσα λονίκη σπανιότερα δε (κατά το ήμισυ) σας αγροτικές. Η παρακολούθηση «ζωντανής» μου σικής, συναυλιών, κυμαίνεται από 30-39% στις λοιπές αστικές και αγροτικές περιοχές για όλους τους νέους (ποσοστό ανώτερο από τα αντίστοιχα της Αθήνας). Ως προς τα μουσικά είδη, πρώτη στην προτί μηση των αγοριών και κοριτσιών της ομάδας 1519 ετών σε όλες σχεδόν τις περιοχές είναι η μου σική ντίσκο με ποσοστά 42-55%. Εξαίρεση απο τελούν τα κορίτσια των αγροτικών περιοχών όπου 60% προτιμούν την ελληνική ελαφράελαφρολαϊκή μουσική. Η μουσική ροκ, ποπ και new wave βρίσκεται επίσης ψηλά στις προτιμή σεις των νέων αγοριών κυρίως στη Θεσσαλονίκη και τις αστικές περιοχές (2η θέση). Τα κορίτσια της αντίστοιχης ηλικίας (15-19) ακούν κάπως λι γότερο από τα αγόρια τη μουσική ροκ. Αντί στροφα, τα κορίτσια ακούν συχνότερα από τα αγόρια την ελληνική ελαφρά και ελαφρολαϊκή μουσική. Στην περίπτωση της ηλικιακής ομάδας 20-24 στην πρώτη σειρά προτίμησης αγοριών και κοριτσιών όλων των περιοχών βρίσκεται η ελαφρά και ελαφρολαϊκή μουσική με εξαίρεση τα αγόρια της Θεσσαλονίκης που δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση στο ροκ. Γενικά η ελληνική μουσική (ρεμπέτικα, λαϊκά, έντεχνη) βρίσκεται υψηλότε ρα στις προτιμήσεις των νέων αυτής της ηλικιακής ομάδας από ό,τι στην ομάδα των 15-19 ετών.
Ο κινηματογράφος είναι ο κατεξοχήν μαζικός τρόπος διασκέδασης. Η προσέλευση στον κινη ματογράφο επηρεάζεται από το βαθμό αστικότη τας. Ενώ λ.χ. στη Θεσσαλονίκη το ποσοστό των νέων που δεν έχει πάει ποτέ σε κινηματογράφο τους τελευταίους 12 μήνες είναι μόλις 2%, στις υπόλοιπες αστικές περιοχές της χώρας το ποσο στό ανεβαίνει στο 7% για τα αγόρια και πάνω από 10% για τα κορίτσια και των δύο ομάδων
χρονικα/H' ηλικίας. Η τάση αυτή ενισχύεται στις ημιαστικές περιοχές (13% αγόρια, 20% κορίτσια) και στις αγροτικές περιοχές φθάνει το 20% για τα αγόρια και το 40% για τα κορίτσια. Υπάρχει δηλ. σαφής διαφοροποίηση κατά φύλο. Το ποσοστό των συ στηματικών θεατών (1 φορά και πάνω την εβδο μάδα) δεν εμφανίζει μεγάλες διαφοροποιήσεις κατά περιοχή (από αστικές 40%, μέχρι αγροτι κές 35%) εκτός από τη μικρή ηλικία των κοριτσιών στις λοιπές αστικές (20%) και όλα τα κο ρίτσια των αγροτικών (14%). Τα αγόρια και των δύο ομάδων ηλικίας όλων των περιοχών δηλώνουν ως πρώτη κινηματογρα φική τους προτίμηση τις περιπετειώδεις (και πο λεμικές, ουέστερν) ταινίες με δεύτερη επιλογή τις αστυνομικές (θρίλερ, τρόμου). Για τους νέους 20-24 της Θεσσαλονίκης, στην ίδια σειρά προτίμησης βρίσκονται και οι κοινωνικο-πολιτικές και οι αισθηματικές μουσικές κωμωδίες. Οι κοινωνικές-πολιτικές ταινίες προτιμιόνται κυρίως από τους νέους και τις νέες της μεγαλύτε ρης ηλικιακής ομάδας. Τα κορίτσια και των δύο ηλικιών σε όλες τις περιοχές δηλώνουν ως πρώτη τους προτίμηση τις αισθηματικές-μουσικοχορευτικές ταινίες και τις κωμωδίες. Οι ταινίες «καράτε» που συγκεντρώνουν πο σοστό 5,5% των μικρών αγοριών στη Θεσσαλο νίκη, φτάνουν το 25-28% (4η θέση) στις αστικές και ημιαστικές και το 40% (3η θέση) στις αγρο τικές περιοχές.
θέατρο Στη Θεσσαλονίκη τα 4/5 των αγοριών και τα 3/4 των κοριτσιών και των δύο ομάδων ηλικίας δεν έχουν πάει ή έχουν πάει μία μόνο φορά τον τελευταίο χρόνο σε θέατρο. Τα ποσοστά αυτά φθάνουν το 85% για όλες τις ηλικίες και όλα τα φύλα στις αστικές και ημιαστικές και το 90% στις αγροτικές. Στις αγροτικές περιοχές τα 2/3 του ισχνού ποσοστού (10%) των νέων θεατών παρακολούθησε θέατρο εκτός του χώρου διαμο νής του. Ως προς το είδος, ενώ οι νέοι των αστικών πε ριοχών και της Θεσσαλονίκης παρακολουθούν εξίσου «πρόζα» και «επιθεώρηση», οι νέοι των ημιαστικών και κυρίως των αγροτικών περιοχών δείχνουν μεγαλύτερη προτίμηση στην «επιθεώρη ση». Καλλιτεχνικές ασχολίες Σε όλα τα γεωγραφικά στρώματα είναι γενικά ισχνή η συστηματική απασχόληση των νέων με
καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Από τα είδη δρα στηριοτήτων που αναφέρονται στο ερωτηματο λόγιο ξεχωρίζουν α) οι συλλογές και β) η χειρο τεχνία και το εργόχειρο ως απασχόληση μόνο των κοριτσιών. Παραδοσιακές καλλιτεχνικές δραστηριότητες, όπως το μουσικό όργανο, ο χορός και το τραγού δι εμφανίζονται πολύ συρρικνωμένες. Όσον αφορά τις δύο τελευταίες το παράδοξο είναι ότι ακόμη και στις αγροτικές περιοχές δεν επιβιώ νουν. Οικιακές ασχολίες Η απασχόληση με οικιακές ασχολίες οι οποίες έχουν κατά κανόνα υποχρεωτικό-αναγκαστικό χαρακτήρα και επομένως λογίζονται ουσιαστικά ως εργασία, αποτελεί σοβαρή συνισταμένη της διάθεσης του χρόνου των νέων. Μεταξύ των δύο φύλων επιβαρύνονται με τις δουλειές του σπιτιού πολύ περισσότερο τα κορί τσια και ειδικότερα στον αγροτικό χώρο. Το φαινόμενο αμβλύνει κάπως η αστικοποίηση. Ωστόσο είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερα από τα μισά αγόρια σε όλα τα υποδείγματα δεν ασχολούνται ποτέ με τις δουλειές του σπιτιού. Οι μόνες δραστηριότητες στις οποίες υπερτερούν τα ποσοστά των αγοριών είναι α) οι μικροεπισκευές και τα μαστορέματα, και β) οι αγροτικέςκτηνοτροφικές εργασίες. Συμμετοχή σε συλλόγουςοργανώσεις Ο βαθμός συμμετοχής των νέων σε συλλόγο|)ς και οργανώσεις είναι πολύ χαμηλός: γενικά παρατηρείται υπεροχή των αγοριών έναντι των κοριτσιών και της μεγαλύτερης ηλικιακής ομάδας (20-24 ετών) έναντι της μικρότερης. Όσον αφο ρά την κατά είδος συλλόγου ένταξη των νέων προκύπτουν τα εξής: Τα υψηλότερα ποσοστά συγκεντρώνουν κατά σειρά οι πολιτιστικές σύλ λογοι, τα αθλητικά σωματεία, οι πολιτικές οργα νώσεις. Τα σχετικά ποσοστά υφίστανται διακυ μάνσεις υπό την επίδραση του φύλου, της ηλι κίας και του τόπου διαμονής των ερωτηθέντων. Συγκεντρώσεις-Φεστιβάλ Ο αριθμός νέων που συμμετέχει σε πολιτικές συγκεντρώσεις είναι αισθητά μεγαλύτερος από τον αριθμό εκείνων που είναι ενταγμένοι σε πο λιτικές οργανώσεις. Σημαντική σε έκταση είναι η προσέλευση των νέων και ιδίως των μεγαλύτε ρων στα φεστιβάλ νεολαίας ή κόμματος. Τα υψη λότερα σχετικά ποσοστά παρουσιάζονται στη
14/χρονικα Θεσσαλονίκη και τα χαμηλότερα στις αγροτικές περιοχές. Αθλητισμός Η συχνότητα της απασχόλησης της νεολαίας με τον αθλητισμό (εκτός σχολείου) δεν είναι ικα νοποιητική. Τα αγόρια (και κυρίως των 15-19 ετών) αθλούνται περισσότερο και παρακολου θούν συχνότερα τους διάφορους αθλητικούς αγώνες σε σύγκριση με τα κορίτσια. Το άθλημα που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των αγοριών σε όλες τις περιοχές και ιδιαίτερα στις αγροτικές, είναι το ποδόσφαιρο. Ακολουθούν η γυμναστι κή, το μπάσκετ, το βόλεϊ και ο κλασικός αθλητι σμός αλλά με αρκετά μειωμένη συχνότητα. Το ποσοστό των κοριτσιών που ασχολείται με τον αθλητισμό είναι χαμηλό, η δε άθλησή τους και παρακολούθηση αθλητικών αγώνων περισσότερο ευκαιριακή παρά συστηματική. Τα κορίτσια δεί χνουν τη μεγαλύτερη προτίμηση στη γυμναστική και ακολουθούν το βόλεϊ, το μπάσκετ, ο κλασι κός αθλητισμός αλλά με ολοένα μειούμενη ταχύ τητα. Παιχνίδια Τα αγόρια και ιδιαίτερα της ηλικίας 15-19 ετών ασχολούνται με τα παιχνίδια πολύ πε ρισσότερο από τα κορίτσια. Η πλεισψηφία των κοριτσιών δεν ασχολείται καθόλου με τα παιχνί δια. Τα παιχνίδια που θεωρούνται ότι προσελ κύουν το ενδιαφέρον των κοριτσιών (περισσότε ρο ευκαιριακά παρά συστηματικά) είναι το τά βλι, η χαρτοπαιξία και τα επιτραπέζια παιχνί δια. Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, το μπιλιάρδο και το ποδοσφαιράκι απασχολούν αρκετά αγόρια της μικρότερης ηλικίας και ιδιαίτερα στις ημια στικές περιοχές. Ένα σημαντικό ποσοστό των αγοριών παίζει προ-προ καθώς και ένα άλλο εξίσου σημαντικό ποσοστό παίζει τάβλι. Το τά βλι παίζεται συχνότερα από τα αγόρια των αγροτικών περιοχών. Η χαρτοπαιξία επίσης απασχολεί περισσότερο τα αγόρια των αγροτι κών περιοχών. Η πλεισψηφία των αγοριών δεν παίζει σκάκι και επιτραπέζια παιχνίδια.
Κέντρα διασκέδασης Τα αγόρια διασκεδάζουν στα κέντρα περισσό τερο από τα κορίτσια. Τα κορίτσια μάλιστα των αγροτικών περιοχών πηγαίνουν στα κέντρα διασκέδασης με αρκετά περιορισμένη συχνότητα. Πρωταρχική θέση στην ψυχαγωγία των νέων έχουν τα ζαχαροπλαστεία, οι καφετέριες και τα
φαστ-φονντ. Ακολουθούν τα εστιατόρια και οι ταβέρνες σε μικρότερα ποσοστά στη συχνότητα προσέλευσης. Στις αγροτικές περιοχές φαίνεται ότι τα καφενεία διατηρούν τον παραδοσιακό τους ρόλο στην ψυχαγωγία των αγοριών και ιδιαίτερα στα αγόρια της μεγαλύτερης ηλικίας. Ένα αξιόλογο ποσοστό των αγοριών πηγαίνει συχνότερα στις ντισκοτέκ και στα διάφορα άλλα χορευτικά κέντρα. Στα μπαρ-παμπ διασκεδά ζουν κυρίως τα μικρότερα αγόρια και στα μπου ζούκια τα μεγαλύτερα, αλλά η συχνότητα προσέ λευσής τους είναι περισσότερο ευκαιριακή παρά συστηματική.
Κοινωνικές εκδηλώσεις Οι μισοί περίπου νέοι πηγαίνουν κάπουκάπου στα πάρτυ, ενώ οι άλλοι μισοί είτε πηγαί νουν συστηματικά, είτε δεν πηγαίνουν καθόλου σ’ αυτά. Τα μεγαλύτερα κορίτσια συχνάζουν λι γότερο σε πάρτυ από όλους τους άλλους νέους. Τα πανηγύρια-γλέντια (σε σπίτια) σαν παρα δοσιακά είδη διασκέδασης διατηρούνται στις αγροτικές περιοχές, ενώ όσο αυξάνει ο βαθμός αστικότητας μειώνεται η συμμετοχή των νέων σ’ αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Εξάλλου στα βαφτίσια-αρραβώνες-γάμους που είναι ένα άλλο είδος κοινωνικών εκδηλώ σεων η συμμετοχή των νέων είναι περισσότερο σημαντική στις αγροτικές και στις ημιαστικές περιοχές. Το ποσοστό της συμμετοχής των κοριτσιών σ’ αυτές τις κοινωνικές εκδηλώσεις είναι αισθητά υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των αγοριών.
3.
Διαπροσωπικές σχέσεις Παρέα
Σε παρέα -που συνήθως αποτελείται από 2 ως 10 άτομα- βρίσκεται ενταγμένη η συντριπτική πλεισψηφία των νέων. Ο βαθμός αστικότητας επηρεάζει αρκετά το μέγεθος της παρέας, ιδίως στα κορίτσια, με αποτέλεσμα στις αγροτικές πε ριοχές οι παρέες να είναι πιο ολιγομελείς απ’ ό,τι στα αστικά κέντρα. Η συχνότητα συνάντησης των νέων με την πα ρέα τους (εκτός σχολείου ή δουλειάς) είναι, κατά κανόνα, μία με τρεις φορές την εβδομάδα. Τα αγόρια βλέπουν την παρέα τους καθημερινά σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα κορίτσια, ενώ οι νέοι της Θεσσαλονίκης, ίσως λόγω περισσότερο φορτωμένου προγράμματος και διαφορετικών συνθηκών ζωής, συναντιόνται λιγότερο τις καθη μερινές από τους νέους των άλλων γεωγραφικών
χρονικα/15 στρωμάτων και ιδιαίτερα του αγροτικού. Τις καθημερινές οι ώρες συνάντησης με την παρέα είναι κυρίως οι βραδινές (6-10 μ.μ.), για τους περισσότερους νέους (το ποσοστό κυμαίνε ται από 50% ως 80%). Όμως, ένα αξιόλογο πο σοστό από τα μεγαλύτερα αγόρια της Θεσσαλο νίκης (περ. 4 στους 10) βλέπονται με την παρέα τους τις νυχτερινές ώρες (μετά τις 10 μ.μ.). Γενι κά, οι κοπέλες, σε όλα τα γεωγραφικά στρώμα τα, βγαίνουν αργά πιο σπάνια από τ’ αγόρια. Τα σαββατοκύριακα και τις αργίες αυξάνει σημα ντικά ο αριθμός των νέων και των δύο ομάδων ηλικίας και φύλων (περισσότερο δε των αγοριών) που συναντιόνται με την παρέα τους νυ χτερινές ώρες, με εξαίρεση τις αγροτικές περιο χές: εκεί το φύλο φαίνεται να παίζει καθοριστι κό ρόλο στο ωράριο εξόδου, με τα κορίτσια να βγαίνουν αργά σαφώς πιο σπάνια απ’ ό,τι τα αγόρια. Οι παρέες των νέων αποτελούνται, για τις πε ρισσότερες υποομάδες νέων, περίπου εξίσου κι από τα δύο φύλα: μόνο τ’ αγόρια της μικρής ομάδας ηλικίας δείχνουν κάποια προτίμηση στις παρέες όπου επικρατούν αριθμητικά οι ομόφυ λοί τους. Γενικά πάντως, τα κορίτσια (σε όλα τα γεωγραφικά στρώματα και ηλικιακές ομάδες) φαίνεται να συνηθίζουν τις «μικτές» παρέες πε ρισσότερο από τα συνομήλικό τους αγόρια. Το «στέκι» της παρέας εξακολουθεί να ισχύει σαν σημείο αναφοράς, ιδιαίτερα για τον άρρενα πληθυσμό του δείγματος -με εξαίρεση τη Θεσσα λονίκη, όπου οι περισσότεροι νέοι (από 55% ως 75%) δεν έχουν κάποιο στέκι. Το ποσοστό των κοριτσιών με στέκι υπολείπεται αρκετά του αντί στοιχου των αγοριών σε όλα τα γεωγραφικά στρώματα· το φαινόμενο αυτό παρουσιάζει έξαρση στις αγροτικές περιοχές, απόδειξη ότι το στέκι εξακολουθεί να θεωρείται περισσότερο «ανδρική» συνήθεια. Φίλοι-Φιλία Οι νέοι δεν ανήκουν απλώς σε παρέες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν και στενούς φίλους: πάνω από το 83% τ’ αγόρια, πάνω από 69% τα κορίτσια. Για τους περισσότερους, οι στενές αυτές φιλίες διαμορφώθηκαν στο σχολείο και τη γειτονιά. Δεν πιστεύουν ότι διαφέρει η φιλία με άτομα του άλλου φύλου από τη φιλία με άτομα του ίδιου φύλου οι περισσότεροι νέοι (52%-69%)· μόνο στη Θεσσαλονίκη, οι μεγαλύτεροι νέοι φαί νεται να έχουν αντίθετη γνώμη. Αξίζει να ση μειωθεί η ομοιότητα απόψεων ανάμεσα στ’ αγό ρια και τα κορίτσια. Ό σοι πιστεύουν ότι διαφέ ρει η φιλία, επικαλούνται τα διαφορετικά ενδια φέροντα και νοοτροπία των δύο φύλων και το γεγονός ότι στη φιλία με το άλλο φύλο υπεισέρ
χεται το ερωτικό στοιχείο. Ιδιαίτερα σημαντική θέση στις σχέσεις των νέων με τους φίλους τους κατέχουν η ειλικρί νεια, η εμπιστοσύνη, η αγάπη και η αλληλεγγύη. Αντίθετα, μικρό ή ασήμαντο ρόλο στη φιλία φαί νεται να παίζουν: η συμμετοχή στους ίδιους συλ λόγους κι οργανώσεις, η καλή επίδοση στα μα θήματα, η παρόμοια κοινωνικο-οικονομική κα τάσταση και οι παρόμοιες πολιτικές αντιλήψεις. Σχέσεις με γονείς Η βασική διαπίστωση είναι ότι τόσο τ’ αγόρια όσο και τα κορίτσια και των δύο ομάδων ηλικίας έχουν, σε πολύ μεγάλο ποσοστό, καλές σχέσεις και με τους δύο γονείς τους. Γενικά τ’ αγόρια τείνουν να έχουν σε υψηλότερα ποσοστά καλές σχέσεις με τους γονείς, αλλά οι διαφορές δεν εί ναι στατιστικά σημαντικές. Οι μόνες ουσιαστικές διαφορές με τα κορίτσια που αξίζει να αναφερ θούν είναι στα μικρά παιδιά των αγροτικών πε ριοχών και στα μεγάλα της Θεσ/νίκης: στις περι πτώσεις αυτές παρατηρούμε ότι σαφώς λιγότερα κορίτσια από αγόρια θεωρούν καλές τις σχέσεις τους με τον πατέρα. Κακές ή αδιάφορες σχέσεις μ’ έναν από τους δύρ ή και τους δύο γονείς δήλωσε ότι έχει ένα πολύ ισχνό ποσοστό νέων. Οι μέτριες σχέσεις εί ναι κι αυτές σπάνιες και αφορούν περισσότερο τη σχέση πατέρα-κόρης στις αγροτικές περιοχές. Εντύπωση πάντως προκαλεί το γεγονός ότι υπάρχει γενικά μια ομοιομορφία απαντήσεων σ’ όλα τα υποδείγματα. Αυτό ίσως σημαίνει ότι ο βαθμός αστικότητας δεν επηρεάζει τις σχέσεις των νέων με τους γονείς τους. Συζήτηση θεμάτων Κατά κανόνα οι νέοι διαχωρίζουν σαφέστατα τα θέματα που συζητούν κυρίως με τους γονείς από αυτά που συζητούν κυρίως με τους φίλους. Γενικά θέματα δουλειάς και τα οικογενειακά συζητούνται βασικά με τους γονείς, ενώ με τους φί λους συζητιώνται τα συναισθηματικά, οι δια προσωπικές σχέσεις, πολιτιστικά (κινηματογρά φος, βιβλία) αθλητικά κλπ. Από τα θέματα που συζητούνται πολύ λίγο είναι οι απόψεις για τη θρησκεία. Τα θέματα που συζητούν οι νέοι, είτε με τους γονείς, είτε με τους φίλους είναι κάπως διαφορετικά για τ’ αγόρια απ’ ό,τι για τα κορί τσια, αλλά κατά τ’ άλλα παρουσιάζουν (εντυπω σιακή) ομοιομορφία κατά βαθμό αστικότητας, ακόμη και κατά ομάδα ηλικίας. Συμπεριφορά του πατέρα Εδώ, γίνεται προσπάθεια διερεύνησης της α
16/χρονικα ντιμετώπισης από την πλευρά του πατέρα θεμά των που αφορούν σημαντικές επιλογές των παι διών (π.χ. σπουδές, εργασία, φίλοι) ή και λιγό τερο σημαντικές (π.χ. ντύσιμο). Μας απασχολεί λίγο περισσότερο το θέμα της αυστηρότητας του πατέρα και της διαφορετικής εκδήλωσής της ανάλογα με το φύλο του παιδιού. Η συμπεριφορά του πατέρα είναι σαφώς πιο αυστηρή απέναντι στις κόρες παρά στους γιους, στο θέμα της διασκέδασης και της επιλογής των φίλων. Στα άλλα θέματα, όπως οι σπουδές, το ντύσιμο κι η εμφάνιση και οι πολιτικές θέσεις, δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές στην αντι μετώπιση των δύο φύλων. Επίσης το φαινόμενο της αυστηρής πατρικής συμπεριφοράς είναι πιο συνηθισμένο στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα απέναντι των κοριτσιών ηλικίας 15-19 ετών.
Η συμπεριφορά της μητέρας διαφοροποιείται από αυτήν του πατέρα ως προς την αυστηρότη τα. Επικρατεί, δηλαδή, η ελαστική συμπεριφορά απέναντι στους νέους, σε όλα τα επιμέρους ζητή ματα, στις δε πολιτικές θέσεις επικρατεί η αδιά φορη αντιμετώπιση. Μόνο το θέμα της διασκέ δασης αντιμετωπίζεται αυστηρά από τη μητέρα για ένα (αρκετά) σημαντικό ποσοστό κοριτσιών της μικρής ηλικίας, κυρίως στις αγροτικές και ημιαστικές περιοχές. Σημαντικές οικογενειακές αποφάσεις Η υλικία και το φύλο φαίνεται να επηρεάζουν καθοριστικά τη συμμετοχή ή όχι των νέων στις σημαντικές οικογενειακές αποφάσεις. Έτσι, ενώ τα παιδιά της μικρής ηλικίας λαμβάνονται υπό ψη με μικρή συχνότητα, η γνώμη των μεγαλύτε ρων παιδιών, και ιδιαίτερα των αγοριών, βαραί νει σημαντικά περισσότερο στις οικογενειακές αποφάσεις. Προσδοκία συμπαράστασης Από τους γονείς κυρίως περιμένουν οικονομι κή και ηθική συμπαράσταση οι νέοι στη συντρι πτική τους πλειοψηφία, στις δύσκολες στιγμές. Στο θέμα της οικονομικής στήριξης η προσδοκία συμπαράστασης από τους γονείς, είναι εξαιρετι κά υψηλή. Το ίδιο ισχύει και στο θέμα της συ μπαράστασης στις κρίσιμες στιγμές της ζωής τους: οι γονείς είναι τα βασικά πρόσωπα στα οποία θ’ απευθύνονταν οι νέοι. Οι φίλοι έρχον ται με απόσταση σε δεύτερη μοίρα για όλες τις καταστάσεις. Εντύπωση προκαλεί η μεγάλη
ομοιομορφία των απαντήσεων κατά φύλο, ηλι κία και βαθμό αστικότητας. Διάφορες μορφές εξουσίας Ζητήθηκε από τους νέους του δείγματος να εκφράσουν τη γενική άποψή τους για τους καθηγη τές, τους προϊσταμένους τους, τους πολιτικούς και τα όργανα της τάξης, χωρίς να παίρνουν υπόψη τους τους καθηγητές, τους προϊσταμένους τους, τους πολιτικούς και τα όργανα της τάξης, χωρίς να παίρνουν υπόψη τους τυχόν εξαιρέσεις ή μεμονωμένες περιπτώσεις. Ενώ έχουν γενικά θετική άποψη για τους καθηγητές τους οι νέοι 15-19 ετών (η μεγαλύτερη ομάδα ηλικίας δεν συμπεριλήφθηκε τελικά στους πίνακες λόγω μικρού υπο-δείγματος), δηλαδή τους θεωρούν είτε σαν φίλους (περισσότερο στις ημιαστικές κι αγροτικές περιοχές, λιγότερο στη Θεσσαλονίκη), είτε σαν υπαλλήλους τυπικούς στη δουλειά τους, η πλειοψηφία δεν φαίνεται να επηρεάζεται σε κανέναν τομέα της ζωής τους από τους καθηγητές τους: ακόμη και στο θέμα των σπουδών κι επαγγελματικού προσανατολι σμού, όπου θα περίμενε κανείς ότι θα βάρυνε η γνώμη των καθηγητών, η πλειοψηφία των νέων δήλωσε ότι δεν δέχεται καμιά επίδραση. Σε σχέση με τους προϊσταμένους ή εργοδότες των εργαζομένων νέων του δείγματος, η πλειο ψηφία ανέφερε ότι δέχεται ευνοϊκή μεταχείριση, που συνίσταται κυρίως σε φιλική, και κατά δεύ τερο λόγο σε δίκαιη συμπεριφορά. Λίγοι εργαζό μενοι (κάτω από 15%) ανέφεραν ότι αντιμετωπί ζουν άδικη ή αυταρχική συμπεριφορά. Η γνώμη των νέων για τους πολιτικούς διαφο ροποιείται ανάλογα με το βαθμό αστικότητας. Έτσι στη Θεσσαλονίκη, οι νέοι (ιδιαίτερα των 20-24 ετών) είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντι στους πολιτικούς από τους νέους των άλλων γεωγραφικών στρωμάτων, και μάλιστα σχεδόν 2 στους 5 δεν τους βλέπουν με «καλό μάτι», εκ φράζοντας ανοιχτά αρνητική άποψη γι’ αυτούς. Στις άλλες περιοχές, οι απόψεις των νέων είναι λιγότερο χρωματισμένες και πιο μοιρασμένες: έτσι, θετική άποψη εκφράζει περίπου το 1/3 των νέων («είναι εκπρόσωποι του λαού και πασχί ζουν για τα συμφέροντά του»), ενώ αρκετοί τη ρούν μια ευνοϊκά ουδέτερη στάση, θεωρώντας τους πολιτικούς «σαν συνηθισμένους ανθρώπους που προσπαθούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους» (περίπου 1 στους 6)· περίπου 3 στους 10 πάντως, τοποθετούνται αρνητικά απέναντι σ’ αυτή την παραδοσιακή μορφή εξουσίας. Με αδιαφορία κυρίως βλέπουν τα όργανα της τάξης οι νέοι της Θεσσαλονίκης και των λοιπών αστικών περιοχών, ενώ στο αγροτικό δείγμα οι περισσότεροι τους αντιμετωπίζουν με συμπά θεια. Ο βαθμός αστικότητας φαίνεται να σχετί-
χρονικα/17 ζεται και με την αντίληψη των νέων για τον τρό πο άσκησης των καθηκόντων τους από τους αστυνομικούς. Έτσι στη Θεσσαλονίκη, αισθητά μεγαλύτερο ποσοστό νέων πιστεύει ότι οι αστυ νομικοί κάνουν συστηματικά διακρίσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απ’ ό,τι στις αγροτικές περιοχές. Για τους μισούς σχεδόν νέους του δείγματος της Θεσσαλονίκης, οι οικονομικά μη προνομιού χοι και οι κοινωνικά ανίσχυροι είναι αυτοί που δέχονται το βάρος των οικονομικών διακρίσεων. Σε μικρότερο ποσοστό, το ίδιο πιστεύουν και οι νέοι των λοιπών αστικών και ημιαστικών περιο χών. Όμως οι νέοι του αγροτικού δείγματος, πι στεύουν ότι οι διακρίσεις γίνονται εξίσου, αν όχι περισσότερο, και σε βάρος των ανώνυμων πολι τών. Πάντως γενικά, μόνο ένα μικρό ποσοστό νέων (που κυμαίνεται από 9% ως 22%) πιστεύει ότι οι πολιτικά αντίθετοι (στην προκειμένη περίπτωση οι αριστεροί) εξακολουθούν να υφίστανται δια κρίσεις από τα όργανα της τάξης. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ελάχιστοι νέοι ανέφε ραν τους διάφορους τύπους «περιθωριακών» (χούλιγκανς, ναρκομανείς, ομοφυλόφιλοι) σαν θύματα άνισης μεταχείρισης από αστυνομικούς, ίσως γιατί στην επαρχία (πλην Θεσσαλονίκης) έχουν λιγότερη άμεση εμπειρία γύρω από αυτό το θέμα. Τέλος, η θέση των νέων απέναντι στις πολιτι κές συγκεντρώσεις και πορείες ποικίλλει ανάλο1 γα με την περιοχή: στη Θεσσαλονίκη, για παρά δειγμα, είναι υψηλότερο το ποσοστό των νέων που πιστεύουν ότι οι συγκεντρώσεις και πορείες πολιτικού χαρακτήρα αποτελούν νόμιμο δικαίω μα των πολιτών, ενώ αντίθετα η αδιαφορία είναι πιο έντονη στα άλλα γεωγραφικά στρώματα (όπου κυμαίνεται γύρω στο 24%). Πάντως στα ίδια και υψηλότερα επίπεδα κυμαίνεται και το ποσοστό όσων τις θεωρούν σαν μία από τις ου σιαστικές μορφές πάλης, δίνοντας μια γενικά ευ νοϊκή στάση των νέων, που ενισχύεται και από το πολύ χαμηλό ποσοστό αυτών που θεωρούν ότι θα έπρεπε ν’ απαγορεύονται.
4.
Αξίες Εθνικές προτεραιότητες
ανεργίας αλλά εξαιρετικά κοντά στη δεύτερη θέ ση έρχεται το πρόβλημα του πυρηνικού πολέμου. Αυτό το δεύτερο εναλλάσσεται τη 2η και 3η θέση προτεραιότητας στα υπόλοιπα υπο-δείγματα με το πρόβλημα της ρύπανσης. Η εθνική ασφάλεια και άμυνα εμφανίζεται κατά περίπτωση ως τρίτη ή τέταρτη προτεραιότητα ενώ η άνοδος του βιο τικού επιπέδου καταλαμβάνει, ως επί το πλείστον την τελευταία 5η θέση στη σειρά προτε ραιότητας. Επιλογή επαγγέλματος Πρωτεύουσα θέση καταλαμβάνουν για όλους ανεξαίρετα τους νέους (για τα κορίτσια δε ακό μη περισσότερο) τα επιστημονικά κι ελευθέρια επαγγέλματα στην αξιολογική κλίμακα ;των επαγγελμάτων. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και στο επίπεδο των προθέσεων και στο επίπεδο της επιθυμίας. Ωστόσο, τα ποσοστά αυτών που σκέ φτονται ν’ ακολουθήσουν κάποιο επιστημονικό ή ελευθέριο επάγγελμα είναι σημαντικά χαμηλότε ρα στο ημιαστικό κι αγροτικό δείγμα απ’ ό,τι στο αστικό και της Θεσσαλονίκης, ενώ και η απόσταση ανάμεσα στο «εφικτό» και το «επιθυ μητό» είναι αξιοσημείωτη στους μεγαλύτερους νέους των ημιαστικών κι αγροτικών περιοχών: ενώ είναι λίγοι σχετικά αυτοί που σκέφτονται ή προτίθενται ν’ ακολουθήσουν ένα τέτοιο επάγ γελμα, είναι αισθητά περισσότεροι αυτοί που θα ήθελαν να το ακολουθήσουν αν είχαν τη δυνατό τητα. Αποτίμηση αξιών Η επαγγελματική αποκατάσταση και η φιλία θεωρούνται από τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων ως εξαιρετικά σημαντικά στοιχεία στη ζωή τους. Εξάλλου ένα αξιόλογο ποσοστό των νέων της μι κρότερης ηλικίας αποδίδει μεγάλη σημασία στις σπουδές του, ενώ ένα άλλο εξίσου αξιοσημείωτο ποσοστό των κοριτσιών της μεγαλύτερης ομάδας ηλικίας εκφράζει την ίδια άποψη για ένα σταθε ρό αισθηματικό δεσμό αλλά και για τη δημιουρ γία οικογένειας. Η πλειοψηφία των νέων χαρακτηρίζει σαν ση μαντικούς παράγοντες της ζωής τους τις κοινω νικές σχέσεις, τον ελεύθερο χρόνο και την ασχο λία με τα χόμπυ, καθώς επίσης και το χρήμα. Ισότητα των φύλων
Η ανεργία των νέων θεωρείται από τους νέους σαν το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα, στο οποίο πρέπει κατά τη γνώμη τους να δοθεί προτεραιό τητα. Το αίτημα αυτό τίθεται κυρίως από τους νέους της μεγαλύτερης ηλικιακής ομάδας. Οι νέοι της μικρότερης ηλικιακής ομάδας τοποθε τούν μεν στην πρώτη θέση το πρόβλημα της
Γενικά η πλειοψηφία των αγοριών (51%-72%) διαφωνεί με την άποψη ότι η θέση της γυναίκας είναι περισσότερο στο σπίτι παρά στην εργασία (μόνη εξαίρεση τα μεγαλύτερα αγόρια του ημια στικού δείγματος). Στα δε κορίτσια τα ποσοστά διαφωνίας είναι ιδιαίτερα υψηλά (από 70% ως
18/χρονικα 89%). Η μεγάλη πλειοψηφία των νέων δέχεται επίσης την αρχή ότι τα δύο φύλα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις: στ’ αγό ρια τα ποσοστά κυμαίνονται από 67% ώς 88%, ενώ στα κορίτσια είναι ακόμη υψηλότερα. Στο συγκεκριμένο όμως πρακτικό θέμα της ίσης κα τανομής στις δουλειές του σπιτιού, οι γνώμες αγοριών και κοριτσιών διαφοροποιούνται αι σθητά: έτσι τα ποσοστά των αγοριών που δέχο νται ότι οι άντρες και οι γυναίκες πρέπει να μοι ράζονται τις δουλειές του σπιτιού κυμαίνονται από 47% ώς 67% ενώ των κοριτσιών από 80% ώς 89%. Αξιοποίηση χρημάτων Από την ποικιλία των επιθυμιών που θα μπο ρούσαν να υλοποιηθούν με χρήματα, αυτές στις οποίες επικεντρώνεται το ενδιαφέρον των νέων είναι οι εξής: για τα αγόρια, ειδικότερα της μι κρής ηλικίας, η απόκτηση αυτοκινήτου ή μοτοσι κλέτας, και κατά δεύτερο λόγο τα ταξίδια, και η επαγγελματική εξασφάλιση, η οποία αναφέρθη κε σαν προτεραιότητα περισσότερο από την ηλικιακή ομάδα 20-24 ετών. Στα κορίτσια, η ε ντονότερη επιθυμία γενικά αφορά τα ταξίδια και τις εκδρομές. Δεύτερη στη σειρά προτίμησης έρ χεται η αγορά και ο εξοπλισμός σπιτιού, επιθυ μία που εκδηλώνεται περισσότερο στη μεγάλη ηλικιακή ομάδα. y f?
ψεις, κατά σειρά προτεραιότητας: 1. αθλητικό κέντρο, 2. κινηματογραφική λέσχη, 3. πολιτιστικό-μορφωτικό κέντρο, 4. βιβλιοθήκη, 5. ντισκοτέκ. Στα κορίτσια δεν υπάρχει μια αντίστοιχη ενιαία σειρά προτιμήσεων στις τέσσερις περιοχές της έρευνας αλλά οι ελλείψεις που αναφέρθηκαν ως πιο σημαντικές είναι: κινηματογραφική λέ σχη, αθλητικό κέντρο και πολιτιστικό-μορφωτικό κέντρο. Προϋποθέσεις επιτυχίας στη ζωή Τα χρήματα, κατά κύριο λόγο, και δευτερευόντως η μόρφωση, η εξυπνάδα, η δυναμικό τητα και αυτοπεποίθηση αποτελούν για τους νέους τις σημαντικότερες προϋποθέσεις επιτυ χίας στη ζωή. Αντίθετα, οι γνωριμίες, ο παρά γοντας τύχη, η υποστήριξη από άλλους, η ειλι κρίνεια, κ.ά. δεν αναφέρθηκαν παρά από ελάχι στους νέους σαν προϋπόθεση επιτυχίας στη ζωή. Συγκεκριμένα το χρήμα αναφέρθηκε σαν παρά γοντας επιτυχίας από το 32% ώς το 50% των νέων, στη Θεσσαλονίκη δε περισσότερο από τις άλλες περιοχές. Η μόρφωση θεωρείται σαν βασι κή προϋπόθεση επιτυχίας περισσότερο από τους νέους της εφηβικής ηλικίας και λιγότερο από τους μεγαλύτερους νέους, περισσότερο από τους νέους του αγροτικού δείγματος και λιγότερο από τους νέους των άλλων γεωγραφικών στρωμάτων. Επισήμανση ζωτικών προβλημάτων
θρησκεία Οι νέοι δήλωσαν ότι έχουν θρησκευτικές πε ποιθήσεις σε αναλογία 1 στους 3 κατά μέσον όρο σε καθένα από τα τέσσερα γεωγραφικά στρώμα τα. Τα ποσοστά του εκκλησιασμού αυξάνουν α ντίστροφα προς το βαθμό αστικότητας και υπε ρισχύουν τα κορίτσια. Πολιτικές και ψυχαγωγικές ελλείψεις Οι ελλείψεις που υπάρχουν στους πολιτιστι κούς και ψυχαγωγικούς τομείς κάθε περιοχής αξιολογούνται διαφορετικά και με άλλη σειρά προτεραιότητας ανάλογα με το γεωγραφικό στρώμα και το φύλο των ερωτωμένων. Έτσι τα αγόρια και των δύο ομάδων ηλικίας αναφέρουν σχεδόν σε όλες τις περιοχές τις παρακάτω ελλεί
Η ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα αποτελούν, για τους περισσότερους νέους, τα κατ’ εξοχήν άλυτα προβλήματα της γενιάς τους. Μάλιστα, στη μεγαλύτερη ηλικιακή ομάδα πάνω από 3 στους 4 νέους τα ανέφερε σαν το υπ’ αριθ μόν ένα πρόβλημα. Σαν ζωτικό πρόβλημα ανα φέρθηκε επίσης, από ένα αρκετά σημαντικό πο σοστό κοριτσιών 15-19 ετών (37% ώς 56%), το χάσμα των γενεών και η έλλειψη ελευθερίας. Τέ λος, αρκετοί νέοι των αγροτικών περιοχών ανέ φεραν σαν πρόβλημα τη διασκέδαση και ψυχα γωγία, κάτι που δεν φαίνεται ν’ απασχολεί τους νέους των άλλων περιοχών. Τα ναρκωτικά κι ο αλκοολισμός, αντίθετα απ’ ό,τι γενικά πιστεύεται, δεν φαίνεται ν’ αποτε λούν ζωτικό πρόβλημα για τους νέους της έρευ νας.
Μαίρη Ρενώ Η Μ ΑΣΚΑ ΤΟΥ ΑΠΟ ΛΛΩ ΝΑ Εκδόσεις ΚΑΛΕΝΤΗ
Κολοκοτρώνη 15, 10562 Αθήνα, Τηλ.: 32.34.270
Α Γ Σ ίϋ Π Θ Σ ί
Φρυγός δούλος, καμπούρης και τραυλός, σχεδόν καρικατούρα ανθρώπου, ο Αίσωπος, πολυταξιδεμένος και αντικομφορμιστής, βρήκε το θάνατο επειδή τολμούσε ν ’ αμφισβητεί και να στηλιτεύει τα πάντα. Είτε ήταν πρόσωπο υπαρκτό, είτε δημιούργημα της φαντασίας των ανθρώπων, όπως εξάλλου και οι μύθοι που του αποδίδονται, ένα είναι γεγονός. Ό τι αυτός ο δάσκαλος εξακολουθεί να γοητεύει παιδιά και μεγάλους με τις εκατοντάδες ιστορίες t-υ αιώνες μετά. Η απλότητα η οποία συνυπάρχει με τον υπαινιγμό, το ευχάριστο με το ωφέλιμο, η πρωτοτυπία με τη γλαφυρότητα, η αλληγορία με τη διδαχή, κάνουν τους αισώπειους μύθους αξεπέραστους σε αξία και γι’ αυτό διαχρονικούς. Απόδειξη αυτής της αξίας, εκτός του ότι άντεξαν στο χρόνο, είναι ότι οι αισώπειοι μύθοι έγιναν αντικείμενο μίμησης από την αρχαία ήδη εποχή μέχρι τις μέρες μας. Οι αντιγραφές και οι διασκευές που γνώρισε το έργο του Αισώπου, καθώς και οι απειράριθμες επανεκδόσεις, αποδεικνύουν πόσο επίκαιρος και αγαπητός παραμένει ο δηκτικός αυτός παραμυθάς. --------------------- Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο Ηρακλής Παπαλέξης _______________
20/αφιερωμα
Χάρης Σακελλαρίου
Μ Γ ΙίίΙΠ Θ Ι}
Βιογραφικό Λ ίάγραμμα 620 π.Χ. περίπου Γεννήθηκε στο Κοτύαιο ή στο Αμόριο της Φρυγίας από γονείς δούλους.
Ό ταν μεγάλωσε, δούλευε σαν δούλος, στα χωράφια του αφέν τη του, μαζί με άλλους δούλους. Εκεί μια μέρα ήρθε ο αφέντης του κι ένας γεωργός τού έφερε σύκα. Ο αφέντης έδωσε στον Αίσωπο τα σύκα, να του τα φυλάξει για αργότερα. Οι άλλοι δούλοι τα έφαγαν κι έριξαν την ευθύνη στον Αίσωπο. Μα ο Αίσωπος, μ’ ένα έξυπνο τέχνασμα, αποκάλυψε την απάτη και την αδικία.
Μια μέρα φιλοξένησε κάτι ιερείς της Άρτεμης και τους οδήγη σε να πάνε εκεί που ήθελαν. Από τότε του λύθηκε η γλώσσα. Ήταν η αρχή της δόξας και του βασάνου του.
Άλλοι λένε πως πατρίδα του Αισώπου ήταν οι Σάρδεις της Λυδίας, άλλοι η Σάμος κι άλλοι η Μεσημβρία της Θράκης. Άλλοι, τέλος, λένε πως ήταν Αιθίοπας, συμπεραίνοντάς το από το όνομά του (αϊθω + ώψ = αίθωπος > αίσωπος = ο κεκαυμένος την όψιν, ο μελαψός), «ταΰτό γαρ Αίσωπος τφ Αίθίοπι», λέει ο Μάξιμος Πλανούδης. «...Εις ύπηρεσίαν σαπρός, προγάστωρ, προκέφαλος, σιμός, σόρδος, μέλας, κολοβός, βλαισός, γαλιάγκων, στρεβλός, μυστάκων, προσημαϊνον άμάρτημα· πρός τούτοις έλάττωμα μεϊζον είχε τής άμορφίας άφωνίαν· ήν δέ καί νωδός καί ούδέν ήδύνατο λαλεΐν». (Από την περιγραφή του Μ. Πλανούδη) «Αίσώπειοι δέ όνομάζονται (οι μύθοι αυτοί) ούχ δτι Αίσωπος πρώτος εύρετής τών μύθων έγένετο, άλλ’ δτι Αίσωπος αύτοϊς μάλλον κατακόρως καί δεξιώς έχρήσατο». (θέιαν, Προγυμν., κεφ. 3) «Ή Ροδώπις εζησεν έπί τού βασιλέως Άμάσιος. Γεννηθεΐσα εις Θράκην, δούλη τού Ίάδμονος, ύπήρξε σύνδουλος τού μυθοποιοϋ Αισώπου». (Ηροδότου, Β, 134)
αφιερωμα/21 Έτσι που τώρα μπορεί και μιλά, ο Αίσωπος ελέγχει τον επι στάτη, γιατί κακομεταχειρίζεται τους δούλους. Αυτός τον κα τηγορεί στον αφέντη του για υβριστή. Εκείνος δίνει το δικαίω μα στον επιστάτη να τον κάνει ό,τι θέλει. Ο επιστάτης, για να τον ξεφορτωθεί, τον πουλά για δούλο σ’ έναν περαστικό έμπο ρο για τρεις οβολούς. Ο έμπορος, βλέποντάς τον έτσι άσχημο, λέει καθώς τον παίρνει μαζί του: «Τίποτε δεν έδωσα, τίποτε δεν πήρα». Ο έμπορος έφερε τον Αίσωπο στην Έφεσο κι από κει στο σκλαβοπάζαρο της Μιλήτου. Τον βάζει ανάμεσα σε δυο άλ λους, ευπαρουσίαστους, δούλους, ντυμένο μ’ ένα σακί. Κανέ νας δεν ήθελε να τον αγοράσει. Τέλος, τον αγοράζει ο φιλόσο φος Ξάνθος, αφού κατάλαβε από τις απαντήσεις του ότι πρό κειται για έναν πανέξυπνο άνθρωπο. Ο Ξάνθος πουλά τον Αίσωπο στον επίσης Σάμιο φιλόσοφο Ιάδμονα. Εκεί έμεινε κάμποσο, σύνδουλος με τη Ροδώπιδα, που ήταν από τη Θράκη.
«’Αλώπηξ λιμώττουσα ώς έθεάσατο έπί τίνος άναδενδράδος βότρυας κρεμαμένους ήβουλήθη αυτών περιγενέσθαι καί οϋκ ήδύνατο· άπαλλαττομένη δέ πρός έαυτήν είπεν «δμφακές εΐσιν». Αισώπου «Μύθοι» «Ούκ εις τό είδος άλλ’ είς τόν νουν προσέχειν δει». (Από τις απαντήσεις του Αισώπου στήν Ξάνθο - Μαξ. Πλανούδη: «Αισώπου του μυθοποιού βίος και μύθοι) «’Ανθρώπων έκαστος δύο πήρας φέρει, τήν μέν έμπροσθεν, τήν δέ όπισθεν, γέμει δέ κακών έκατέρα· άλλ’ ή μέν έμπροσθεν άλλοτρίων, ή δέ όπισθεν τών αύτοϋ τού φέροντος. Καί διά τούτο οί άνθρωποι τά μέν έξ έαυτών κακά ούχ όρώσι, τά δέ άλλότρια πάνυ άκριβώς θεώνται». Αισώπου: «Μύθοι», Halm, 359 ΣΩΚΡΑΤΗΣ: «Οΰς προχείρους είχον καί ήπιστάμην μύθους τού Αισώπου, τούτους έποίησα οίς πρώτοις ένέτυχον». Πλάτωνος: «Φαίδων», 61, Β
«’Αλώπηξ θεασαμένη έγκάθειρκτον λέοντα καί τούτου στάσα έγγύς, δεινώς αυτόν ύβριζεν. Ό δέ λέων έφη πρός αυτήν «ού σύ μέ καθυβρίζεις, άλλ’ ή προσπεσοΰσα μοι άτυχία». Αισώπου: «Μύθοι»
Ο Οιδίποδας λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας
Την εποχή αυτή, ο Κροίσος, ο βασιλιάς της Λυδίας, αφού υπέ ταξε το μεγαλύτερο μέρος της Φρυγίας, ζήτησε να του πληρώ νουν φόρο και οι Σάμιοι. Ο Αίσωπος φεύγει με τον απεσταλμέ νο του Κροίσου, πηγαίνει και παρουσιάζεται στο Λυδό βασι λιά και καταφέρνει με την εξυπνάδα του να σώσει τη Σάμο από την κατακτητική του βουλιμία. Οι Σάμιοι, από ευγνωμοσύνη, του χαρίζουν την ελευθερία. Ο Αίσωπος, ελεύθερος πια, αποφασίζει να γυρίσει τον κόσμο, για να γνωρίσει τους ανθρώπους. Φτάνει στη Βαβυλώνα. Εκεί ο βασιλιάς Λυκήρος εκτιμά τη σοφία του και τον προσλαμβά νει ως σύμβουλό του. Ο Αίσωπος, λύνοντας όλα τα αινίγματα που στέλνουν οι άλλοι βασιλιάδες στο Λυκήρο, κερδίζει τα στοιχήματα κι έτσι κάνει το βασιλιά της Βαβυλώνας πάμπλουτο.
«Έριφος έπί τίνος δώματος έστώς, έπειδή λύκον παριούντα εϊδεν, έλοιδόρει καί έσκωπτεν αυτόν. Ό δέ λύκος έφη· «ού σύ μέ λοιδορείς, άλλ’ ό τόπος». Αισώπου: «Μύθοι» «Άνήρ τις άποδημήσας, εϊτα δέ πάλιν πρός τήν έαυτοΰ γην έπανελθών, άλλα τε πολλά έν διαφόροις ήνδραγαθηκέναι χώραις έκόμπαζε καί δή κάν τή Ρόδψ πεπηδηκέναι πήδημα, οίον οϋδείς τών έπ’ αύτοΰ δυνατός άν είη πηδήσαι. Πρός ταϋτα δέ καί μάρτυρας τούς έκεϊ παρόντας έλεγεν έχειν. Τών δέ παρόντων τις ύπολαβών έφη- «εί άληθές τούτ’ έστιν, ούδέν δει σοι μαρτύρωνΙδού ή Ρόδος, ιδού καί τό πήδημα». Αισώπου: «Μύθοι»
22/αφιερωμα Υιοθετεί τον ευγενή νέο Έννο. Μα εκείνος τον συκοφαντεί στο Αυκήρο, που διατάζει τη θανάτωσή του. Ο αρχηγός όμως της φρουράς του Λυκήρου, Έρμιππος, κρύβει τον Αίσωπο. Τον παρουσιάζει όταν ο Λυκήρος δεν μπορεί να λύσει ένα αίνιγμα του βασιλιά της Αιγύπτου Νεκτεναβό. Το λύνει ο Αίσωπος και φεύγει για την Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο ο Αίσωπος τα βάζει με τους σοφούς και τους νικά. Έπειτα ξαναγυρίζει στη Βαβυλώνα. Ο βασιλιάς της Βαβυλώνας, Λυκήρος, εκτιμώντας τις υπηρε σίες και τη σοφία του Αισώπου, προστάζει και του στήνουν χρυσό άγαλμα. Φεύγει από τη Βαβυλώνα κι έρχεται στην πρωτεύουσα της Λυ δίας, τις Σάρδεις.
«(Οι μύθοι) όνομάζονται άπό τών εύρόντων οί μέν Κύπριοι, οί δέ Λιβυκοί, οί δέ Συβαριτικοί, πάντες δέ κοινώς Αίσώπειοι λέγονται, διότι τοϊς μύθοις Αίσωπος έχρήτο πρός τάς συνουσίας». Ερμογένης (Προγυμν. 1, εκδ. Rabe) «Κόραξ νοσών έφη τη μητρί' «εϋχου τοϊς θεοϊς καί μή θρηνεί». Ή δ’ ύπολάβοΰσα έφη· «τίς σε, τέκνον, τών θεών έλεήση; τίνος γάρ κρέας υπό σοϋ γε οΰκ έκλάπη»; Αισώπου: «Μύθοι» «Τί δ’, είπεν ό Πιττακός, ήμών δέη ταϋτα φραζόντων; πάλαι γάρ Αισώπου λόγον είς έκαστον ώς έοικε τούτω συντεθεικότος έπαινεΐς». Πλουτάρχου: «Των επτά σοφών συμπόσιον», 21,c. « Ό δ’ Αίσωπος: άλλ’ ύμεΐς, έφη τούς έμούς χλευάζετε κολοιούς καί κόρακας, εί διαλέγονται· δελφϊνες δέ τοιαΰτα νεανιεύονται». Πλουτάρχου: «Των επτά σοφών συμπόσιον», 19, 4-5.
Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος στέλνει τον Αίσωπο στους Δελφούς, με την εντολή να παραδώσει ως δώρο σε καθέναν από τους ιερείς των Δελφών από ένα σημαντικό χρηματικό πο σό (τέσσερις μνας). Περνά από την Κόρινθο και παίρνει μέρος στο «Συμπόσιο των εφτά Σοφών». Ο Αίσωπος έρχεται στους Δελφούς, βλέπει από κοντά τον τρό πο που ζουν οι ιερείς του Απόλλωνα, τους κατηγορεί ως τεμπέ ληδες που ζουν σε βάρος των απλοϊκών ανθρώπων και στέλνει πίσω το χρυσάφι στον Κροίσο.
564 7ΐ.Χ. περίπου Οι ιερείς κρύβουν στις αποσκευές του μια χρυσή φιάλη του Απόλλωνα, τον κατηγορούν ότι την έκλεψε, τον καταδικάζουν σε θάνατο και τον γκρεμίζουν από τις «Υάμπεις Πέτρες», εφαρμόζοντας ενάντιά του την περίφημη «ιεροδικία». Ο Απόλλωνος, στου οποίου το ιερό είχε καταφύγει ο Αίσωπος ως ικέτης, για να σωθεί, αλλά άδικα, τιμώρησε - δήθεν- τους κατοίκους - ιερείς των Δελφών με λοιμό. Οι ιερείς, για εξιλέω ση, δέχτηκαν να πληρώσουν ποινή. Την εισέπραξε ο Ιάδμονας, εγγονός του πρώην αφεντικού του Αισώπου, του σοφού Ιάδμονα. Του στήνεται αναμνηστική στήλη στους Δελφούς. Αργότερα ο Λύσιππος φιλοτεχνεί τον ανδριάντα του.
« Ό δ’ Αίσωπος έτύγχανε ύπό Κροίσου νεωστί πρός τε Περίανδρον άμα- καί πρός τόν θεόν είς Δελφούς άπεσταλμένος καί παρήν έπί δίφρου τινός χαμαιζήλου παρά τόν Σόλωνα καθή μένος». Πλουτάρχου: «Των επτά σοφών συμπόσιον», 4,150. «Ή τύχη δύο δρόμους άνοίγει γιά τόν κάθε άνθρωπο στή ζωή. Ό ένας είναι ό δρόμος τής έλευθερίας, πού είναι δύσβατος, έχει όμως όμαλό τέλος. Ό άλλος είναι τής δουλείας, πού ή άρχή του είναι εύκολη, μά τό τέλος του γεμάτο πόνους και βάσανα». (Αίσωπος: από την απάντησή του στους Σαμίους) «Πεθαίνω όχι άπό σπουδαίους άνθρώπους άλλά άπό άχρηστους καί εύτελείς. Μέ σκοτώνετε, χωρίς νά σάς έχω άδικήσει». (Από τα τελευταία λόγια του Αισώπου, πριν τον γκρεμίσουν από το βράχο Μ. Πλανούδη: «Αισώπου του μυθοποιού βίος και μύθοι»)
αφιερωμα/23
Η παλαιότερη έκδοση αισώπειων μύθων, στην αρχαιότητα, αποδίδεται στο Δημήτριο το Φαληρέα (γύρω στο 300 π.Χ). Το υλικό αυτό περιέχεται, στο σημαντικότερο και μεγαλύτερο μέρος τον, σε τρεις συλλογές: την Augustana (λέγεται έτσι από τον κώδικα Augustanus τον Μ ονάχον οι μύθοι έχουν απλό και ουσιαστικό ύφος· ο Β. Ε. Perry υποστηρίζει ότι εδώ διασώζεται η συλλογή τον Δημητριόν) · τη Vindobonensis (από έναν ελληνικό κώδικα της Βιέννης) · και την Accursiana (ίσως από ρητορικό εγχειρίδιο της εποχής των Παλαιολόγων). Η πρώτη έκδοση στη νεότερη εποχή, η editio princeps, έγινε από τον Bonus Accursus το 1479 στο Μιλάνο. Ως αξιολογότερες θεωρούνται τον Ε. Chambry (1927), του Perry (1952), τον A. Hausrath (1957-9· δεν ολοκληρώθηκε).
24/αφιερωμα Η έκφραση «αισώπειος μύθος» συνιστά ένα σύν θετο, δύσκολο πρόβλημα - προσωπικότητα και ιστορικότητα του Αισώπου, καταγωγή, αρχική μορφή, εξέλιξη του είδους κ.ά. Ο Stefan Josifovic, ο συντάκτης του άρθρου για τον Αίσωπο στο συμπλήρωμα της Real Encyclopadie,1 γράφει το 1974: «Ό ταν ο Γκαίτε δημοσίεψε το 1772 στη Frankfurter Gelehrter Anzeigen την κριτική του για τους Prosaische Fabeln und Erzahlungen του Braun (...), έλεγε μεταξύ άλλων: “Γενικά, νομί ζω, πως ακόμα δεν έχει ξεχωρίσει η θεωρία από την πραγματικότητα του μύθου” . Αυτή η εύστο χη παρατήρηση ισχύει ακόμα σήμερα. Από εκεί νη την εποχή ως τώρα ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός μελετών αφιερώθηκαν στην έρευνα του μύθου και της ιστορίας του κατά την αρχαιότη τα, ωστόσο το “πρόβλημα του αισώπειου μύ θου” , όπως ορθά το χαρακτήρισε ο Hausrath το 1898, σε πολλά σημεία του δε λύθηκε δυστυχώς ακόμα με βεβαιότητα». Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το είδος ονομά ζεται: «αίνος», «μύθος», «λόγος», «απόλογος»στα λατινικά: apologus, fabula, fabella. Η πρώτη ονομασία κατά τον Boisacq σημαίνει: 1. διήγηση ή αλληγορία 2. εγκώμιο. Άλλοι προσθέσανε και τη σημασία του «αινίττομαι» (μιλώ με αινίγμα τα). Ο ρήτορας Αφθόνιος (4. αι. μ.Χ.) έδωσε έναν εύστοχο ορισμό του είδους: είναι «λόγος ψευδής εικονίζων αλήθειαν». Είπα τον ορισμόν αυτό εύ στοχο· είναι και όμορφος. Από τη μια μεριά το νίζει το εικονικό στοιχείο του μύθου- ο μύθος εί ναι πάντα μια εικόνα. Κι από την άλλη υποβάλ λει ένα στοιχείο διαλεκτικό, δηλαδή ένα στοιχείο που πρέπει να υπάρχει σε κάθε στέρεο πράγμα, ό,τι κι αν είναι αυτό. Ο μύθος λοιπόν συνδυάζει την αλήθεια με το ψέμα: είναι μια επινοημένη, φτιαχτή ιστορία, μια αφήγηση (όπως το μεσαιω νικό exemplutn), η οποία εικονογραφεί το νόημα μιας αληθινής ιστορίας, μιας πράξης. Σε τελευ ταία ανάλυση και η πράξη παίρνει κάτι από την απώτερη γοητεία μιας απιθανότητας και η πεπλασμένη ιστορία εισδέχεται την αντανάκλαση ενός αντικειμενικού γεγονότος. Η ουσιαστικότητα αυτή δικαιολογεί τους απαιτητικούς ή επι βλητικούς ορισμούς που προτάθηκαν για το μύ θο από τους λογίους- π.χ.: «μικρή κωμωδία»
(Robert)· «εποποιία εν σμικρύνσει» (Keller). Τα γνωρίσματα αυτά εξάλλου φέρνουν το μύ θο πολύ κοντά στην παροιμία- ο ρήτορας Αμμώνιος (4. μ.Χ. αι.) τον είπε, ακριβώς, «εξηπλωμένην παροιμίαν μετά διηγήσεως».2 Καθώς επίσης και στο αίνιγμα, αφού μάλιστα ο μύθος περιέχει μια «κρυφή διδασκαλία», που δε γίνεται δηλαδή πάντα αμέσως φανερή, - γι’ αυτό συχνά προβάλ λονται διάφορες ερμηνείες-, ώστε να παριστάνει τελικά, ο μύθος, κι ένα αίνιγμα (του οποίου γνώ ρισμα είναι επίσης η παρουσία εικόνας). Στο συ σχετισμό αυτό μύθου - αινίγματος ο Josifovi0 βρίσκει την ευκαιρία να πει: «όσον αφορά την αινιγματικότητα αυτή, μπορούμε να παραπέμψουμε στους Πυθαγόρειους, στον Ηράκλειτο το σκοτεινό, στο γεμάτον από αινίγματα Πίνδαρο (πβ. Ολ. 2, 83), το Λυκόφρονα κ.ά.». Αυτό εξάλλου σημαίνει ότι όλοι αυτοί οι συγγραφείς τρέφουν μια κλίση και προς το μύθο, ο αινιγματισμός του οποίου, γενικά, όξυνε τη σκέψη του αναγνώστη, ήταν μια πρόκληση γι’ αυτόν. Ο Josifovic παραθέτει κι ένα χωρίο του ψευδοΔημητρίου Φαληρέα: «δει τα γενόμενα όυκ ευ θύς λέγειν, ότε εγένετο, αλλά κατά μικρόν κρεμνώντα τον ακροατήν και αναγκάζοντα συναγωνιάν». Ό λ α αυτά, για τον αισώπειο μύθο. Αλλά ποιος ήταν ο Αίσωπος; Παρά τη σωρεία των πληροφοριών, που συγκροτούν μιαν εκτενή vita, θεωρείται απολύτως βέβαιο, ότι το πρόσω πο του Αισώπου «ανήκει στο βασίλειο του θρύ λου», κάτι που και αρχαίοι συγγραφείς το είχαν παραδεχθεί ή διαγνώσει. Υπάρχουν αισώπειοι μύθοι που είναι παλαιότεροι από τον Αίσωπο, αν λάβουμε υπόψη ότι αυτός τοποθετείται στα χρόνια του Κροίσου (6. π.Χ. αι.). Ο Ησίοδος (8. αι.) όμως περιέχει ήδη αισώπειο μύθο. «Η συλ λογή που φέρει το όνομα του Αισώπου είναι μια δεξαμενή από δημιουργήματα της λαϊκής λογοτε χνίας, από τις πιο διαφορετικές εποχές. Η λαϊκή προέλευση του μύθου εξασφαλίζεται κι από την ομοιότητα που υπάρχει μεταξύ αυτού και του λαϊκού παραμυθιού, τέτοια ομοιότητα, ώστε να μήν είναι δυνατό να διαγράφει ένα διαχωριστικό όριο ανάμεσά τους, καθώς συχνά το ένα εισχω ρεί μέσα στο άλλο είδος.4 Ακριβώς η αβεβαιότη τα ως προς τον προσδιορισμό της προσωπικότη4.
1. R.E, Suppl. XIV (1974), στήλες 17-40. Το άρθρο μου έχει κάνει ευρεία χρήση του υλικού αυτού. Χωρία σε εισαγωγι κά, αν δεν υπάρχει παραπομπή σε άλλον, είναι του Josifoνίέ. Σημειώνω ακόμα ότι, όπου μιλώ απλώς για μύθο, χω ρίς άλλον προσδιορισμό, εννοώ τον αισώπειο μύθο· η δια φορά του από το μύθο γενικά θα φανεί μέσα στο άρθρο μου. 2. Για ένα διεξοδικότερον ορισμό της παροιμίας, 6λ. Μ.Γ. Μερακλή, Παροιμίες, ελληνικές και των άλλων βαλκανι κών λαών (συγκριτική εξέταση), Αθήνα 1985 (21986), σ. 9-16. 3. Βλ. το άρθρο του Μ. Hausrath στη R.E, VI2 :1909), στ. 1707 κ.ε.
Πράγματι, ό,τι θα θεωρούσαμε υλικό αισώπειων μύθω έχει συμπεριληφθεί στον ενιαίο κατάλογο των παραμυ θιών, που συνέταξε ο Φιλλανδός A. Aarne και ολοκλήρω σε ο Αμερικανός Stith Thompson: The Types of the Folkta le, Helsinki 31961. Οι πρώτοι αριθμοί 1-299 ανήκουν σε τύπους μύθων. Τον κατάλογο των ελληνικών παραλλαγών πρόφθασε και τύπωσε ο Γ.Α. Μέγας, Το ελληνικό παρα μύθι. Αναλυτικός κατάλογος τύπων και παραλλαγών κατά το σύστημα Aarne-Thompson (FFC, 184), τεύχος πρώτον, μύθοι ζώων (Ακαδημία Αθηνών, Δημοσιεύματα του Κέν τρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας, 14), Αθήνα 1978. Στο σημαντικό αυτό έργο γίνεται συστηματικός συσχετι σμός των νεοελληνικών λαϊκών μύθων με τους παραδομένους αισώπειους μύθους.
αφιερωμα/25 τας του Αισώπου, οι αναρίθμητες παραλλαγές και ποικιλίες των έργων που προσγράφονται σ’ αυτόν και η απίθανη εξάπλωσή τους και στις πιο μακρινές χώρες, συνηγορούν για την προέλευση τους από τη στοματική παράδοση και τη λαο γραφία. Καθώς ο Αίσωπος αυτός του θρύλου εκλαμβάνεται ως ο εκπρόσωπος μιας κοσμοθεω ρίας ριζικά αντιτιθέμενης στην κοσμοθεωρία των ηρωικών (αριστοκρατικών) τάξεων και ως η εν σάρκωση μιας πρακτικής αντίληψης για τη ζωή, μιας αγροτικής εξυπνάδας και οξύνοιας (...), έτσι και ο μύθος αποδείχθηκε, με τη συντομία, την απλότητα και την καθαρότητά του, ως το ανάγνωσμα που ταίριαζε σε πλατύτατα λαϊκά στρώματα. Η θρυλική καμπούρα του Αισώπου δεν αποσκοπούσε - αντίθετα με ό,τι συνήθως υποστηρίχθηκε- στο να συμβολίσει την έξυπνη και πνευματώδη ατομικότητα του υποτιθέμενου σκλάβου από τη Φρυγία, αλλά μάλλον στο να προσωποποιήσει τη στάση υποταγής του υπο δουλωμένου, καταπιεσμένου, στερημένου από κάθε δικαίωμα ανθρώπου. Την ίδια στάση βρί σκουμε σε φιγούρες σκλάβων σε αιγυπτιακά μνη μεία· καμπούρηδες είναι και ο Μπερτόλδος, ο τυπικός γελωτοποιός του ιταλικού λαϊκού βι βλίου και ο Τριβουλέτος του Ουγκό».5*Για την ασχήμια του Αισώπου έγραψε ο Λουκιανός (Αληθ. Ιστ. Β ', 115: «τούτφ δε όσα και γελωτοποιφ χρώνται») ή ο ρήτορας Ιμέριος (XIII, 5: «Αίσωπος, ου μη ότι τους λόγους τινές αλλ’ ήδη και αυτό το πρόσωπον και την φωνήν γέλωτα και χλεύην ήγηντο»). Αλλά βέβαια και το «μυθι στόρημα του Αισώπου» (αρχαίο λαϊκό βιβλίο του 6ου αιώνα το οποίο στους ελληνιστικούς χρόνους αναμείχθηκε με ποικίλες ανατολικές πα ραδόσεις και αποτέλεσε τον «βίον Αισώπου του μυθοποιού») τον εικονογραφεί ανάλογα: «δυσειδέστατα των επ’ αυτού πάντων ανθρώπων είχεν. Και γαρ φοξός ην, σιμός την ρίνα, σιμός τον τράχηλον, πρόχειλος, μέλας - όθεν και του ονό ματος έτυχε· ταυτόν γαρ Αίσωπος τφ Α ιθίοπιπρογάστωρ, βλαισός και κυφός, τάχα και τον ομηρικόν Θερσίτην τη αισχρότητι του είδους υπερβαλλόμενος». Πρώτος ο σπουδαίος νεοτεριστής Ιταλός συγγραφέας και φιλόσοφος Βίκο
εξήρε τη συμβολική σημασία της ύπαρξης και της ασχήμιας του Αισώπου- ήταν η έκφραση της στάσης των δούλων απέναντι στην άρχουσα τά ξη, την τάξη των κυρίων.7 Η αλληγορία του μύθου πραγματοποιείται, κυρίως, μέσω των ζώων. Ζώων που μιλούν και σκέπτονται, που συμπεριφέρονται γενικά όπως οι άνθρωποι. «Αν συλλογιστούμε, πόσο διαδομέ νο είναι το παραμύθι με ζώα ανάμεσα στους πιο διαφορετικούς κι απόμακρους μεταξύ τους λαούς, πόσο ακμάζει, ακόμα και σήμερα, στους φυσικούς λαούς και αντανακλά, κατά κάποιον τρόπο, την πρώτη φάση της ζωής της ανθρωπό τητας, δεν θα απορήσουμε γι’ αυτό το γνώρισμα του μύθου, που μας ανάγει σ’ ένα πανάρχαιο αί σθημα συνδέσμου του ανθρώπου με τη φύση γε νικά και ιδιαίτερα με τον κόσμο του ζώου». Για τη σχέση ζώου και ανθρώπου στο λαϊκό μύθο και το λαϊκό παραμύθι έχω γράψει κι εγώ, διε ξοδικά, κάνοντας αναφορά και στην αρχική υπε ροχή του ζώου απέναντι στον άνθρωπο, και στη συνείδηση της υπεροχής αυτής από τον άνθρω πο, ο οποίος θεοποίησε και λάτρεψε κιόλας το ζώο.8 Εδώ περιορίζομαι να προσθέσω μιαν όμορφη φράση του Πλουτάρχου (μαρτυρημένη στον Στοβαίο, IV, 12): «μητρυιάν μεν των αν θρώπων, μητέρα δε των αλόγων ζώων γεγενήσθαι την φύσιν, μεγέθους και ωκύτητος χάριν».9 Η βασική θέση, λοιπόν, του ζώου στην αλληγορική λειτουργία του μύθου είναι κι ένα τεκμή ριο της πολύ μεγάλης ηλικίας του είδους. Η ζωο λογία αυτή του μύθου απεικονίζει εξάλλου μιαν εξίσου περιεκτική ανθρωπολογία. Το αρνί υποκαθιστά συμβολικά και προσωποποιεί την αθωό τητα, η αλεπού την πανουργία, ο γάιδαρος την κουταμάρα, το λιοντάρι τη δύναμη κλπ. Τους μεγαλύτερους ρόλους υποδύονται η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι. Το φίδι είναι σύμβολο της αθανασίας, ίσως εξαιτίας της ταχτικής αλλαγής του δέρματός του. Την υπεροπλία έχουν τα ζώα· όμως όχι και την αποκλειστικότητα. Θέση στο μύθο έχουν και τα φυτά, τα δέντρα, τα ποτάμια, διάφορα πράγ ματα. Κι όλα μιλούν, μέσα στο πλατύτατο πλαί σιο του παμψυχισμού, όπως το βλέπουμε διασω-
5. Αν τον ήξερε, ο Josifovii ασφαλώς θα μνημόνευε και το νεοελληνικό Καραγκιόζη. Με τον οποίο επανειλημμένα έχει ασχοληθεί ο θεατρολόγος Βάλτερ Πούχνερ, από τον καιρό της διδακτορικής του διατριβής («Das neugriechische Schattentheater Karagiozis», Μόναχο 1975) μέχρι σή μερα (παραπέμπω στο άρθρο του: «Το παραδοσιακό κοι νό του θεάτρου σκιών στην Ελλάδα. Συμβολή στην έρευνα του θεατρικού κοινού», δημοσιευμένο τώρα στον τόμο: «Ευρωπαϊκή θεατρολογία. Ένδεκα μελετήματα», Αθήνα 1984, σ. 259-72, με πλήθος παραπομπών στη σχετική βι βλιογραφία [σ. 456-8J. Στο πλαίσιο της αμφισβήτησης, την οποία, σε τελευταία ανάλυση, ενσαρκώνουν οι μορφές αυ τές εντάσσεται η εργασία του Γιάννη Κιουρτσάκη, Καρνα βάλι και Καραγκιόζης. Οι ρίζες και οι μεταμορφώσεις του λαϊκού γέλιου, Αθήνα 1985. Ο Τριβουλέτος (Triboulet), υπήρξε γελωτοποιός της γαλλικής βασιλικής αυλής (1498-
1536)· τον παρουσίασαν ο Ραμπελαί (ένας έντονα απομυ θοποιητικός συγγραφέας· 6λ. το βιβλίο του Κιουρτσάκη) και ο Β. Ουγκό (στο έργο του «Ο βασιλιάς διασκεδάζει»). 6. Πολύ περισσότερα στοιχεία 6λ. στο άρθρο του Hausrath (όπως στη σημ. 3). 7. Giambattista Vico, Pricipj di una scienza nuova, I 32 (εκδ. Mondatori 1957 [πρώτη έκδοση 1725]): «Esopo non essere stato un particolar uomo in natura, ma un genere fantastico, owero un carattere poetico dei soci owero famoli degli eroi..,». Π6. Josifovii, στ. 22. 8. Μ.Γ. Μερακλής, Τα παραμύθια μας, Θεσσαλονίκη (1973), σ. 22-37. Ορισμένες προεκτάσεις έδωσα στο λαογραφικό μέρος του λήμματος για το ζώο, στην εκδιδόμενη εγκυκλο παίδεια του «Παπύρου». 9. Ανάλογες εκτιμήσεις κι άλλων αρχαίων συγγραφέων 6λ. στον Josifovii, στ. 25-6.
26/αφιερωμα μένο και στο δημοτικό μας τραγούδι. Ο συντάκτης του άρθρου της RE στέκεται ιδιαίτερα στις σχέσεις του αισώπειου μύθου με τη θρησκευτική συμπεριφορά του ανθρώπου, με τη λατρεία των ζώων, των δέντρων, των αντικει μένων. Η λατρεία αυτή υπήρξε. Δεν ξέρω πόσο υπαρκτή είναι η σχέση της με τον αισώπειο μύ θο, ο οποίος είναι κάτι ολότελα πεζό, λαϊκό, εκκοσμικευμένο, στην πρόθεσή του και στον προο ρισμό του να γίνει όχι μόνο, όχι απλώς, μέσο και όργανο νουθεσίας, αλλά και διαμαρτυρίας και αντίστασης: ας συλλογιστούμε ξανά την ανατρε πτική σημασία της θρυλικής δυσμορφίας του Αι σώπου, που ήταν αναίρεση της υφιστάμενης τά ξης και ευμορφίας. Στους αισώπειους μύθους υπάρχει, σε μεγάλη έκταση νομίζω, μια αντίστα ση των καταπιεζομένων εναντίον των καταπιστών τους, υπάρχει μια διαρκής επανάσταση των προβάτων εναντίον των λύκων, μια επανάσταση που καταπνίγεται στο αίμα της, αλλά δε σταμα τάει- είναι διαρκής. Οφείλω ωστόσο να πω, ότι η επιμονή του ευγγραφέα στη συσχέτιση μύθου και λατρείας με τριάζεται κάπως από την παρατήρησή του, ότι η τοποθέτηση των Αρχαίων απέναντι στον κόσμο των θεών είναι -«αθεϊστική»: ο Ερμής είναι, επί σημα, ο θεός της πονηριάς και της απάτης.10 Η αρχαία θρησκευτικότητα δέχθηκε την επίδραση μιας κριτικής φιλοσοφίας, κι αυτό ολοκλήρωσε τη μετάβαση από τη θρησκευτικότητα σ’ έναν κριτικό σκεπτικισμό. «Ήδη ο μύθος για το Μώμο, το Δία, τον Προμηθέα και την Αθηνά (...), όπου ο Μώμος τολμάει νά μεμφθεί και να ασκή σει κριτική στο Δία για τη δημιουργία του αν θρώπου, μαρτυρεί καθαρά, όπως και ο όμοιος ρόλος του Μώμου στους διαλόγους των θεών στον Λουκιανό, το χαμηλό επίπεδο, στο οποίο κατέληξε η ελληνική θρησκευτικότητα». Αλλ’ αυτό, τελικά, δεν δείχνει τη σχέση του μύθου με τη λατρεία, αλλά, αντίθετα, μιαν έξοδο από το χώρο της λατρείας, τουλάχιστον του είδους αυ τού- γιατί δεν μπορούμε, νομίζω, να ισχυριστού με, ότι η θρησκευτικότητα χάθηκε στους αρχαί ους χρόνους. Το είδος, απλώς, του αισώπειου μύθου έγινε ξένο προς αυτήν ή, ακόμα, στα χέ ρια ενός Λουκιανού, έγινε κι ένα είδος αντιθρησκευτικό. Θα έφτανα μάλιστα να πω ότι η εκκοσμίκευση και η πεζότητα αυτή, που χαρακτήριζε τον αισώπειο μύθο, αποτέλεσε κι ένα κύριο στοι χείο διάκρισής του από το μύθο γενικά, ο οποίος 10. Ωστόσο σε «άτι τέτοιες ενδείξεις δεν είναι σκόπιμο να αποδίδουμε ιδιαίτερα μεγάλη σημασία, ώστε να τις θεω ρούμε έξω από το ιστορικό πλαίσιό τους. Η απάτη (όπως και η κλοπή, της οποίας επίσης ήταν θεός ο 'Ερμής, και ή ληστεία κ.α.) δεν αξιολογήθηκε ανέκαθεν όπως αξιολογεί ται σήμερα. Π6. Μ.Γ. Μερακλή, Ελληνική Λαογραφία, Α: Κοινωνική Συγκρότηση, Αθήνα 1984, σ. 97-9. 11. Μια σωστή τοποθέτηση της θεωρίας αυτής για την πολυγε-
παρέμεινε μια έκφραση θρησκευτική και λατρευ τική. Υπάρχει, πέρα από το ουτοπικό πρόβλημα της προσωπικότητας του Αισώπου, ή το ζήτημα της σχέσης του μύθου με τη λατρεία, κι ένα άλλο, περισσότερο ρεαλιστικό ζήτημα, αλλά δυσεξι χνίαστο: της προέλευσης του είδους. Ορθά πα ρατηρήθηκε ότι, επειδή ελληνικοί μύθοι αντι στοιχούν σε ανατολικά πρότυπα και αντίστρο φα, δεν πρέπει κιόλας να γενικεύουμε και να λέ με, ότι ο μύθος γεννήθηκε αποκλειστικά στην Ιν δία (ινδική θεωρία) ή στην Ελλάδα, για να μετα δοθεί ύστερα και σ’ άλλους λαούς. Ασφαλώς η Ανατολή, «κλασικός χώρος του δεσποτισμού και της δουλείας», αποτέλεσε και χώρο δημιουργίας του μύθου, κάτι για το οποίο συνηγορεί και η συχνή εμφάνιση μη ελληνικών ζώων (παπαγάλοι, κροκόδειλοι, στρουθοκάμηλοι, καμήλες, ελέφαν τες, πίθηκοι). Αλλά υπάρχουν και μύθοι ελληνι κοί. Και γενικά μπορούμε να πούμε ότι, χωρίς διόλου να αποκλείουμε και τη δυνατότητα της μετανάστευσης διηγήσεων, είναι πολύ ισχυρή η άποψη για μια generatio aequivoca (παράλληλη γένεση σε διάφορα μέρη), όπως την υποστήριξαν και οι Άγγλοι εθνολόγοι E.B.Tylor, Andrew Lang κ.ά.11 Σ’ αυτό συνηγορεί, θα έλεγα, και η βιολογία του μύθου σε διάφορους λαούς, δηλαδή η ζωντανή λειτουργία του και εξέλιξή του. Αυτό το παρατηρούμε και στον ελληνικό μύθο, που εξελίχθηκε από τον Ησίοδο και τον Αρχίλοχο, το Σημωνίδη και το Στησίχορο στο μύθο του Μάξιμου Τύριου, του Λουκιανού και του Βάβριου και, πιο πέρα, στους μύθους του Φαιδρού, του Αυσόνιου, του Αβιανού και του Ρωμύλου (Ro mulus). Ανάλογη ανάπτυξη σχεδόν γνώρισε και ο ρωμαϊκός μύθος, συναρτημένος προς τον ελλη νικό. Ο απελεύθερος του αυτοκράτορα Αυγούστου, γεννημένος στη Θράκη ανάμεσα στο 15 π.Χ. και στη στροφή του αιώνα, μυθογράφος Φαιδρός, σύνθεσε τους μύθους του, όπως ο ίδιος λέει, με βάση μιαν ελληνική συλλογή, την οποία ο ίδιος ονομάζει Aesopus. Και πιο γενικά υπάρ χει το πρόβλημα, ποια είναι, σ’ αυτόν το σημαν τικό Ρωμαίο μυθογράφο, τα ποσοστά των καθα ρά ελληνικών στοιχείων, των ελληνορρωμαϊκών και των ρωμαϊκών μόνο.12 Αυτά όλα ασφαλώς υποδηλώνουν μια πληθω ρική ζωτικότητα και πολυλειτουργικότητα του μύθου. Αν ένας από τους κύριους σκοπούς και προορισμούς του ήταν, όπως τόνισα, η κοινωνινεσία των λαϊκών μύθων κλπ. βρήκα στο άρθρο της Waltraud Woeller για το παραμύθι, στο συλλογικό τόμο: Deu tsche Volksdichtung. Eine Eiffihrung, Leipzig 1979, o. 1223. 12. Έχω υπόψη μου την έκδοση: Phaedri Augusti liberti, Liber Fabularum, Lateinitsch u. deutsch, fibers, v. Friedrich Fr. Rfickert u Otto Schonberger, hrsg. u erlautert von O. Schonberger, Stuttgart 1979 (6λ. για τα φιλολογικά ζητή ματα του Φαιδρού, σ. 218-22).
αφιερωμα/27 κή διαμαρτυρία, αυτός δεν ήταν και ό μονος. Χρησιμοποιήθηκε (ιδίως με την προσθήκη των διδακτικών επιμυθίων) και για κάτι που μπορεί, ίσως, να είναι το αντίθετο του προηγουμένου (αυτή η πλήρης αντιστροφή των σημασιών, πάνω στο σχήμα: αρνητικό-θετικό, μαύρο-άσπρο, εί ναι συνηθισμένο ιστορικό φαινόμενο). Χρησιμο ποιήθηκε λοιπόν για μια διδασκαλία της τυπι κής, θα έλεγα, ηθικής, μέσα σ’ έναν παγιωμένο κόσμο, που, αυτός, δεν τίθεται υπό αμφισβήτη ση. Κι ακόμα ο μύθος κέρδιζε μιαν ολοένα πιο αυτόνομη ψυχαγωγική λειτουργία, γινόταν μια διασκεδαστική υπόθεση. Είναι εξάλλου αυτο νόητο ότι πολλές φορές -ίσως και πάντα- θα δρούσε ο μύθος συνδυαστικά, με τη μια ή την άλλη μορφή ή σκοπιμότητα: την ψυχαγωγική, τη νουθετική, της αμφισβήτησης κλπ. «Οι στόχοι μεταβάλλονται, καθώς προσαρμόζονται στις ανάγκες της μιας ή της άλλης χρονικής περιόδου, ανάλογα με το αν έπαιρνε την πρώτη θέση η ψυ χαγωγία ή η διδαχή ή κάποια άλλη πρόθεση· κι ήταν αυτό φυσικό για μια συλλογή, όπως η αισώπεια ή του Φαιδρού, οι οποίες (...) περιείχαν ένα συμπίλημα από τα πιο διαφορετικά κείμενα. Έτσι ο μύθος μπόρεσε να αποκτήσει ένα διδα κτικό, ένα παιδαγωγικό, ένα φιλοσοφικό, ένα γνωμικό, ρητορικό, πολιτικό ή κωμικόπαραμυθιακό χαρακτήρα». Ξαναλέω, λοιπόν, ότι αυτή η πολλαπλή χρηστικότητα του μύθου εί ναι και η απόδειξη της ζωτικής σημασίας του. Και βρίσκω σκόπιμο να μεταφέρω εδώ κάτι που έγραψα σχετικά με μια συλλογή ευτράπελων διη γήσεων από την Ακαρνανία, όπου οι αστείες αυ τές διηγήσεις λέγονται, στη λαϊκή γλώσσα, «μυ θολογήματα» ή «μύθοι». Με βάση το περιεχόμε νο των ακαρνανικών αυτών «μύθων» (γνωστών και από άλλους τόπους της Ελλάδας) έγραψα: «Παρατηρούμε (...) ότι πρόκειται για ένα “μύ θο” με εντυπωσιακή πολλαπλότητα εφαρμογών, τόσο σε σοβαρά όσο και σε αστεία περιστατικά, χαρμόσυνα ή λυπητερά. Αυτό δείχνει τον υψηλό βαθμό της λειτουργικότητας που είχε στην καθη μερινή ζωή, στη ζωή γενικά: ήταν πανταχού πα ρών. «Εξάλλου πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα και κάτι άλλο, νομίζω, πολύ σημαντικό: όχι μόνο στα αστεία και χαρμόσυνα, που θα ήταν επιτέ λους και αυτονόητο, αλλά και στα σοβαρά και τα λυπηρά, ο μύθος που αναφέρεται κάθε φορά είναι αστείος, κωμικός, ευτράπελος. Ο λαϊκός αυτός μύθος είναι μια ευτράπελη ιστορία, σύντο μη, συνήθως μάλιστα πολύ σύντομη, ανεκδοτολογικού χαρακτήρα, που μας διδάσκει- γενικά δε λείπει ποτέ το στοιχείο της διδαχής από τα λαϊκά κείμενα- τα σοβαρά θέματα της ζωής, στα οποία υπάγεται και το ίδιο το κωμικό. Ο ίδιος ο λαός, που μυθοποιεί τη γύρω του κοινωνική πραγματικότητα στα παραμύθια, για να την κά
f j r '
Mpf if f
_ ---%
Λ
— .
w
νει περισσότερο ανεκτή, επιδιώκοντας από την άλλη μεριά μια ρεαλιστική ισορροπία, πεζεύει συγχρόνως και κάνει πραγματικότητα το μύθο, όπως δείχνει η παραπάνω σημειωμένη γλωσσική χρήση, ακριβώς, της λέξης μύθος, στις ευτράπε λες διηγήσεις. Έτσι, μολονότι και το παραμύθι είναι μια εκδοχή της πραγματικότητας (...), η οποία εκφράζεται όμως με συμβολισμούς ως επί το πλείστον, η ευτράπελη διήγηση και το ανέκ δοτο, το «μυθολόημα» και ο «μύθος», είναι η δί χως σύμβολα13 έκφραση της πραγματικότητας, η έκφραση του άσχημου, του τιποτένιου κλπ. άμε σα, ωμά, ρητά, ως άσχημου, τιποτένιου· η πραγ ματικότητα του παραμυθιού είναι μυθικά συμ βολική, ο μύθος της ευτράπελης διήγησης είναι πραγματικά και πραγματιστικά ρεαλιστικός».14 Αυτά ισχύουν γενικά και για τον αισώπειο μύ θο. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο ότι αυτός 13. Αυτό λέγεται βέβαια για τις περιπτώσεις, όπου η συμπερι φορά των ανθρώπων δεν παριστάνεται από τη (συμβολική αυτή) ζωολογία του μύθου. Εξάλλου η άμεση έκφραση του άσχημου και του τιποτένιου, για την οποία μιλώ στη συνέ χεια, υπάρχει και στη στάση του λύκου απέναντι στο αρνί, π.χ. 14. Ακαρνανικά Παραμύθια. Συλλογή: Γ. Ηρ. Παπατρέχας, επιμέλεια-επιλεγόμενα: Μ.Γ. Μερακλής, Αθήνα 1986, σ. 92-3.
28/αφιερωμα χρησιμοποιήθηκε και από τους φιλοσόφους. Προπάντων από τους Κυνικούς, για την προπαγάνδιση των ιδεών τους για τη ζωή, αλλά και από τους Σοφιστές (π.χ., ο Πρωταγόρας ενισχύει τη θέση του για τη δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής με το μύθο για τον Προμηθέα και τον Επιμηθέα [Πλατ. Πρωτ. 320 d]). «Ο Πλάτων, ο οποίος, μολονότι ήταν ποιητής πιο πολύ παρά φιλόσοφος (...), απέκλεισε ωστόσο από την πο λιτεία του τους ποιητές, παραχώρησε μέσα σ’ αυτή μιαν ιδιαίτερα τιμητική θέση στους αισώπειους μύθους. Είναι σαφές, ότι και ο Πλάτων -παρά την αριστοκρατική φύση του- χρειάστηκε να συμπεριλάβει στα έργα του πολύ λαϊκό υλικό, για να τους προσδώσει μεγαλύτερη πειστική δύ ναμη. Γι’ αυτό χρησιμοποιεί και μύθους και πα ροιμίες σε μεγάλον αριθμό· είναι καλά διαλεγμέ να, χρησιμοποιούνται εύστοχα και χαρίζουν στο πλατωνικό έργο ιδιαίτερη γοητεία. Αποτελούν εξάλλου και σοβαρά τεκμήρια της επίδρασης που άσκησε η λαϊκή σοφία στον Πλάτωνα». Η χρήση του μύθου από φιλοσόφους οι οποίοι ήταν, σε τελευταία ανάλυση, πολιτικοί φιλόσο φοι, μας ξαναφέρνει και στην πολιτική διάσταση του μύθου, την οποία δεν πρέπει να παραβλέ πουμε ποτέ. Δίνω ξανά λοιπόν το λόγο στο Josiίονϊό, που επαναλαμβάνει, προς το τέλος του άρ θρου του: «Όπου η ελευθερία των πολιτών υπο βαλλόταν σε περιορισμούς και η ελευθερία της σκέψης φιμωνόταν, οι πικρές αλήθειες δεν μπο ρούσαν να λέγονται ανοιχτά. Τότε ο αλληγορικός μύθος πρόσφερε ένα ευπρόσδεκτο μέσο για κριτική και για το μαστίγωμα καταχρήσεων και στρεβλώσεων, όπως το λέει καθαρά ο Φαιδρός, III, πρόλογος 33 κ.ε.: Nunc, fabularum cur sit inventum genus, brevi docebo. Servitus obnoxia quia, quae volebat, non audebat dicere, adfectus proprios in fabellas transtulit calumniamque fictis elusit iocis.15 Γι’ αυτό o Neubner (...) συμπέρανε ότι ο μύθος αρχικά χρησιμοποιήθηκε στο ποίημα που ασκούσε κριτική, και ο Lejay, στον πρόλογο 15. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι τους ίδιους αυτούς στίχους χρησιμοποίησα άλλοτε μιλώντας για την έξαρση του υπαινικτικού λόγου του υπερρεαλισμού στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο της ποίησης μας (1945-1960 περί που), την οποία συσχετίζω με τα δύσκολα - πλήρη τρομο κρατίας- εκείνα χρόνια και τα χρόνια της Κατοχής που είχαν προηγηθεί, βασισμένος στην άποψη ότι κάθε εποχή βίας ευνοεί την ανάπτυξη μιας κρυπτικής και υπαινικτι κής λογοτεχνίας. Έγραφα ακόμα: «Ίσως η διαδικασία αυτή έχει την κανονικότητα νόμου στην ιστορία της λογο τεχνίας. Βρήκα μιαν ενδιαφέρουσα αιτιολογία της δη μιουργίας του μύθου ζώων, δοσμένην από το μυθογράφο Φαίδρο, έναν απελεύθερο των χρόνων του Αυγσύστου, που δημοσίεψε τα πέντε βιβλία των «Αισωπικών μύθων» του στα χρόνια του Τιβέριου, του Καλιγούλα και του Κλαυδίου (παραθέτω το κείμενο). Θα εξηγήσω με συντο μία, λέει ο Φαιδρός, γιατί επινοήθηκε το γένος των μύ θων. Επειδή οι δούλοι δεν τολμούσαν να πουν αυτό που ήθελαν, μεταφέρανε τα παθήματά τους σε παραμυθάκια και αστείες διηγήσεις, ώστε να μην τους κατηγορήσει κά-
της έκδοσης των σατιρών του Ορατίου θεωρεί το μύθο ως ένα από τα παλαιότατα στοιχεία της ρωμαϊκής σάτιρας. Ο L. Spengel μάλιστα βρήκε στον πολιτικό μύθο την πρωταρχική μορφή του είδους. Ο μύθος για τη χύτρα στον ποταμό, για το λύκο, το γάιδαρο και την αλεπού, αποσκο πούσε στο να ξεσκεπάσει τον κίνδυνο που κρύ βει η φιλία ανάμεσα σε ισχυρούς και αδύνατους, ο μύθος για το γεράκι και για το περιστέρι ή για το σκυλί του σπ'τιού και το σκυλί του κοπαδιού φανέρωνε την π οτίμηση της ελευθερίας από μια φανταχτερή σκλαβιά κλπ. Ο Crusius στο έργο του Fragmente aus der Geschichte der Fabel λέει πως η πολιτική τάση του μύθου γεννήθηκε από την πάλη του δήμου εναντίον της αριστοκρατίας. Ήδη για το Στησίχορο έλεγαν πως, με το μύθο για το ελάφι και το άλογο, θέλησε να αποτρέψει, φοβίζοντάς τους, τους Αθηναίους από την τυ ραννίδα του Φάλαρη. Πολιτικοί είναι ακόμα (...) οι μύθοι στον Αριστοτέλη, Ρητορ. II, 20, σ. 1393, το Διόδωρο, XIX 25, το Διονύσιον Αλικαρνασσέα, VI 8,32 (...). Ως πολιτική κριτική κατά της θρησκευτικής ηγεμονίας και της κοινω νικής αδικίας αντιλαμβάνεται το μύθο ο La Penna, La morale della favola esopica, come morale delle classi subalterne nell’ antichita, Society, XVII (1961), 459 κ.ε. (...). Επειδή οι αρχαίοι μύ θοι δεν εξάπτουν πουθενά το μίσος μεταξύ Ελ λήνων και βαρβάρων ούτε υμνούν τους πολέμους με τις τρομάρες τους, μπορούν να λογαριαστούν και σαν οδηγοί και δάσκαλοι ενός αληθινού αν θρωπισμού, αφού άλλωστε μια τέτοια στάση αποδιδόταν και στον ίδιο το θρυλικόν Αίσωπο, που παρουσιάζεται ως υπερασπιστής της ελευθε ρίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης». Άσχετη μ’ αυτά δεν είναι - κάθε άλλο μάλιστα - η σατιρική πλευρά του μύθου. Είδαμε, π.χ., το Φαίδρο να θεωρεί το κωμικό, το αστείο, ως ου σιώδες στοιχείο του είδους. Οι μύθοι του είναι, λέει, ficti ioci, επινοημένες αστείες ιστορίες. Και στον πρόλογο του πρώτου βιβλίου του γράφει ο νένας. “Ο προλετάριος, γράφει ο Ludwig Bieler για το Φαίδρο (Geschichte der romischen Literatur, II, Walter de Gruyter, Berlin 21965, o. 80), (...) είδε στον ηθολογικό μύ θο μια μορφή, με την οποία έλεγε στους ισχυρούς του και ρού του την αλήθεια με αλληγορικό τρόπο". 2ε παρόμοιες αιτίες οφείλεται η ακμή του αρχαίου μύθου στην Ινδία. Οι ινδικοί μύθοι βρίθουν από το αυταρχικό λιοντάρι, το πο νηρό τσακάλι, το δύστυχο λαγό, τό πρόβατο που ολοένα θυσιάζεται. Από τέτοιες fabellas βρίθει και η δική μας ποίηση της Κατοχής και η μετέπειτα, τουλάχιστον ως το τέλος της δεκαετίας του ’50...» (Πρακτικά του Α ' Συμπο σίου Νεοελληνικής Ποίησης, 3-5 Ιουλίου 1981, Αθήνα 1982, σ. 100). Από όσα σημειώνω εδώ, αλλά και από τη συνέχεια του κειμένου της ανακοίνωσής μου, φαίνονται, νομίζω, οι προοπτικές και οι δυνατότητες μιας διαχρονι-, κής «επικοινωνίας» του μύθου με την ποίηση (και τη λογο τεχνία γενικά). Σημειώνω ακόμα, ότι η καβαφική ποίηση είναι πληρης «μύθων», σ’ αυτό άλλωστε οφείλεται ένα με γάλο μέρος της γοητείας της. Π6. Μ.Γ. Μερακλή, Τέσσερα δοκίμια για τον Κ.Π. Καβάφη, Αθήνα 1985, σ. 65-85.
αφιερωμα/29 ίδιος (μεταφράζω): «ο σκοπός του βιβλίου μου είναι διπλός: φέρνει το γέλιο· και δίνει καλές συμβουλές για τη ζωή». Οι μύθοι είναι λοιπόν πολλές φορές ευτράπελες διηγήσεις, μικρά αστεία ανέκδοτα. Κι αυτό μας φέρνει πολύ κον τά στις νεοελληνικές ευτράπελες διηγήσεις. Ούτε άλλωστε είναι τερατώδες να μιλάμε για μια, μερική έστω, συνέχεια (μερική· γιατί κάθε εποχή δημιουργεί και τις δικές της ιστορίες, τους δικούς της μύθους, τα δικά της ανέκδοτα). Η συ νέχεια αυτή πορεύτηκε μέσα από δύο παράλλη λους τρόπους. Ο ένας ήταν των ρητορικών σχο λών, που εργάζονται εντατικά και στο Βυζάντιο· ο άλλος ήταν της προφορικής παράδοσης: από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα. Νομίζω πως αξίζει να σταθώ και στο θέμα αυτό για λίγο. Ο Γεώργιος Μέγας, που ασχολήθηκε μ’ αυτό, γρά φει: «Ως διά τα παραμύθια, ούτω και διά τους περί ζώων μύθους δύναται να λεχθή, ότι η προ φορική παράδοσις διασώζει αρτιωτέραν την αρ χικήν διήγησιν παρά η γραπτή ή λογοτεχνική παράδοσις. Οι αισώπειοι μάλιστα μύθοι, οι οποίοι διά το σύντομον και ηθοπλαστικόν των περιεχόμενον εχρησιμοποιούντο επί αιώνας εις τας ρη τορικός σχολάς προς άσκησιν των μαθητών εις το ορθώς γράφειν, απέβησαν γλωσσικά δοκί μια...».16 Άλλαξε έτσι ο σκοπός τους, η χρήση τους, αλλοιώθηκε το περιεχόμενό τους. Ο Μέγας χρησιμοποιεί ορισμένα συγκριτικά παραδείγμα τα: μύθους, όπως έφτασαν ως εμάς α) με τη χει ρόγραφη παράδοση, β) με τη στοματική παράδο ση. Θα αναφέρω ένα από αυτά τα παραδείγμα τα. Είναι ο αισώπειος μύθος για το φίδι και τον κάβουρα (αρ. 346 στην έκδοση του Halm ή ακό μα: αρ. 291 Chambry, 211 Hausrath, 196 Perry). Σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο ο κάβουρας συμ βουλεύει το φίδι να αλλάξει τρόπους συμπεριφο ράς και, επειδή το φίδι δεν ακούει τις συμβουλές του, παραφυλάει την ώρα όπου το φίδι κοιμά ται, το πιάνει με τις δαγκάνες του από το λαιμό και το σκοτώνει. Καθώς βλέπει τώρα ο κάβου ρας το φίδι να είναι στο χώμα ίσιο σαν λαμπάδα, λέει: έτσι ίσιο έπρεπε να ήσουν και π ρ ιν κι έτσι θα απέφευγες την τιμωρία. Οι μελετητές των αισώπειων μύθων τον ερμηνεύουν έτσι: το φίδι, παρά τις νουθεσίες του κάβουρα, δεν εγκαταλεί πει τους σκολιούς δρόμους του. Έτσι τον εξηγεί και ο σπουδαίος μελετητής της λαϊκής λογοτε χνίας Stith Thompson: Snake dissegards warnings to improve his manners: eaten by crab. Ωστόσο το επιμύθιο της καλύτερης παραλλαγής του αρ χαίου κειμένου (Hausrath) μιλάει για δολιότητα, που, βέβαια, δεν τη βλέπουμε στο ίδιο το κείμε16. Γ. Α. Μέγα, Οι αισώπειοι μύθοι και η προφορική παράδοσις, Λαογραφία, 18 (1959), σ. 469-89. Η μελέτη πρωτοδημοσΐεύτηκε με τον τίτλο Some oral greek parallels to Ae sop’s fables στον τόμο-αφιέρωμα για τον Αμερικανό φιλό λογο και λαογράφο Archer Taylor: Humaniora. Essays in
vo του μύθου («ότι οι τοις φίλοις συν δόλφ προσιόντες αυτοί μάλλον βλάπτονται»). Είναι λοι πόν φανερό ότι και το πιο καλό αρχαίο κείμενο έχει αλλοιωθεί. Αντίθετα διασώθηκε ακέραιο το νόημά του στη στοματική παράδοση, όπου ο φό νος του φιδιού δικαιολογείται «κατά τον φυσικώτερον τρόπον», όπως λέει ο Μέγας: «οι δύο φίλοι μετά την φιλοξενίαν, της οποίας έτυχε το φίδι εις την φωλεόν του κάβουρα, πλαγιάζουν να κοιμηθούν και τότε το φίδι, προφασιζόμενον ότι συνήθεια των φιδιών είναι να κοιμούνται κουλουριασμένα, κουλουριάζεται γύρω στον κά βουρα και αρχίζει λίγο λίγο να τον σφίγγη με τοι σκοπόν να τον πνίξη». Έτσι η πράξη του κάβου ρα, που σκοτώνει μέσα στη φωλιά του το φίδι, είναι απολύτως αιτιολογημένη από την ανάγκη να αμυνθεί εναντίον της δολιότητας του φίλου του. Ο Μέγας δημοσίευε και μιαν ανέκδοτη πα ραλλαγή από τα Μέγαρα (του 1914), χαριτωμέ νη. Τη μεταφέρω εδώ: «Μια βολά τσ’ ένα τζαιρό ένα φίδι κατέβητσε στην ακρογιαλιά τσάι αντάτ μωτσε ένα γκάβουρα τσάι του είπε: -Καημένε κάβουρα, θέλω να κάμω ένα θαλασσινό από σας κουμπάρο, να κατεβαίνω καμιά βολά να τρώω κανά θαλασσινό τσάι τσείνος πάλι, άμα θέλει, να έρχεται στη φωλιά μου να τρώει κανά χορταράτσι τρυφερό· ε, τι λέεις; θέλεις να γινούμε κουμ πάροι; Τσάι ο κάβουρας, αφού σκέφτη, σκέφτη, «Ας γινούμε», του λέει. Τότες δώκανε τα χέρια τσάι αμέσως καθίκανε να φάνε· του ’φερε ο κά βουρας διάφορα θαλασσινά, γαρίδες τσάι χορ τάρια της θάλασσας. »Άμα τελειώκανε το φαί, το φίδι ήρθε στο κέ φι, τσάι όλο «γεια σου, κουμπάρε» τσάι «^εια σου, κουμπάρε» τσάι αγκάλιαζε το γκακόμριρο το γκάβουρα. Ο κουμπάρος ο κάβουρας σα ντρε πότανε τσάι λίγο, του έλεγε όμως: -Πολύ με σφίτζεις, κουμπάρε!- Μα σ’ αγαπάω, κουμπάρε, του ’λεγε το φίδι. Πάλι σε λιγάτσι «γεια σου κουμπάρε», τσάι όλο τον έσφιτζε. -Μ α πολύ με σφίτζεις, κουμπάρε, τσάι θα σκάσω! Τσάι το φί δι που είχε το σκοπό του: -Μ α δε μπορώ, κου μπάρε, σ’ αγαπάω.- Τσ’ εγώ σ’ αγαπάω, κουμ πάρε, κουμπάρε· μα έλεπε (έβλεπε) πως δεν πη γαίνανε καλά· το φίδι όλο τον έσφιτζε, όσο πή γαινε, τσάι δεν τόνε απόλαε ντιπ. Πάλι σε λιγάτσι τον έσφιξε τόσο που απελπίστη τσάι γιουρίζει τσ’ ο κάβουρας τσάι του βαίνει τα δόντια στο λαιμό· τσάι τότες πλέα τον απόλυτσε το φίδι τσάι απλώθη στη φωλιά του κάβουρα όσο μακρύ τσ’ αν ήτανε. Τότες του είπε τσ’ ο κάβουρας: -Να! έτσι είναι καλά, ίσια, κουμπάρε, όχι που με μάζωνες να με πλίξεις (πνίξεις)!». literature, Folklore, Bibliography, New York 1960, o. 195207. Στη «Λαογραφία» αναδημοσιεύτηκε με προσθήκες και συμπληρώσεις, «ίνα επιστηθή η προσοχή των συλλο γέων λαογραφικής ύλης παρ’ ημίν εις την αξίαν της προ φορικής παραδόσεως των περί ζώων μύθων του λαού».
30/αφιερωμα
Χάρης Σακελλαρίου
0ι κΘίνωνικεδ
§®μεδ
®(9x®i®y ε λ λ ι^ ν ι^ κομμού
με®’ oft 1 ιψ zb0?i κοι l®ys μyθ®ys te§y
Α ίΜ Γ Ί Θ Υ
Από τα τέλη περίπου του ΙΘ' αιώνα είχε αρχίσει να γίνεται όλο και πιο πολύ κατανοητό ότι ο ρόλος της Τέχνης στη ζωή είναι διττός: γνωστικός και μαζί παιδαγωγικός. Ο πρώτος έχει την αφετηρία του στο γεγονός ότι ο αληθινός καλλιτέχνης ή συγγραφέας, ανεπίγνωστα ή όχι, κάνει ν’ αντανακλάται μεσ’ στο έργο του η γύρω του φυσική και κοινωνική πραγματικότητα.1 Ο δεύτερος εχει σχέση με την επίδραση που ασκεί η Τέχνη πάνω στον ψυχισμό και τη διαμόρφωση των ιδεών του ανθρώπου. . Β.Ι. Λένιν: «Άπαντα», τ. 18, σελ. 349.
αψιερωμα/31 Από τις επιλογές που κάνει ο καλλιτέχνης ή λο γοτέχνης και από τον τρόπο που παρουσιάζει, σε καλλιτεχνικές εικόνες, αυτή την πραγματικότητα εξαρτώνται και οι διαθέσεις ή «στάσεις» που εί ναι δυνατό να καλλιεργούνται στο κοινό του. Έτσι, ενώ η Τέχνη αποτελεί, γενικά, τον υψηλό τερο βαθμό κοινωνικής συνείδησης, είναι δυνατό να οδηγεί τον άνθρωπο σε καλύτερη γνωριμία του κόσμου και συνειδητοποίηση της θέσης του μέσα σ’ αυτόν, όπως είναι επίσης δυνατό να συν τελεί στην παραπλάνηση και διαβουκόλησή του. Στους μύθους συναντιούνται, με τρόπο θαυμά σιο αλλά και απροκάλυπτο, και οι δυο αυτές λει τουργίες της Τέχνης. «Ο μύθος δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια πρωτόγονη επιστήμη», λέει ο Κ. Ruthven/ Ό πως, κι απ’ την άλλη μεριά, στο σύ νολό τους, οι μύθοι δεν αποτελούν παρά μια πε ριεκτική «κοινωνιολογία της ηθικής». Έτσι οι Αισώπειοι μύθοι, που, γενικά, οι πιο πολλοί απ’ αυτούς χαρακτηρίζονται ως κοινωνικοί ή διδα κτικοί,234 αντανακλούν πρώτιστα και καταγρά φουν την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν. Εκφράζουν τις δομές της, τις παραγωγικές δυνάμεις και τις παραγωγι κές σχέσεις της εποχής, τις κοινωνικές, φιλοσο φικές, αισθητικές κλπ. θέσεις και ιδέες των δια φόρων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, τη γενικότερή τους κοσμοαντίληψη κι ακόμα τις αν τιθέσεις και τις ιστορικές συγκυρίες της εποχής. Στην περίπτωση του Αισώπου, και η ίδια η ζωή του μεγάλου μυθοποιού υποβοηθεί, έστω κι έτσι όπως έφτασε σ’ εμάς, στη στοιχειοθέτηση της φυσιογνωμίας του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Και πρώτα αυτός ο ίδιος ο τύπος, η μορφή του έντεχνου λόγου, που αποκρυσταλλώθηκε ως μύ θος, από την προέλευσή του, υπογραμμίζει μια 2. Κ. Ruthven: «Ο μύθος», μετ. Ιουλ. Ράλλη-Κ. Χατζηδήμου, Αθήνα, 1976. 3. Brian Vickers: «Towards Greek Tragedy», B' μέ ρος: «Τραγωδία και Μύθος», London, 1973. 4. Κοίτα και X. Σακελλαρίου: «Ιστορία της Παιδικής Λογοτεχνίας», Δ ' έκδοση, Αθήνα 1987, σελ. 236 5. Jane Harrisson: «Ancient art and ritual» (Αρχαία τέχνη και τελετουργία), London, 1913. 6. Κοίτα Στίλπ. Κυριακίδη: «Αίσωπος», στη «Μεγά λη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια», στο οικείο λήμμα, τόμος 4, σελ. 878. 7. Ο Πλούταρχος αναφέρει τους εφτά σοφούς ως «κεκλημένους» στο συμπόσιο (Συμπόσιον, 1, d) ενώ τον Αίσωπο όχι. 8. «Ετύγχανε γαρ υπό Κροίσου νεωστί προς τε Πε ρίανδρον άμα και προς τον θεόν τις Δελφούς απε σταλμένος και παρήν», λέει ο Πλούταρχος (Συμπό σιον, 4, α) - δηλ., αν δεν τον έστελνε ο Κροίσος και προς τον Περίανδρο, ούτε που θα τολμούσε να πλησιάσει στο παλάτι του. 9. «Επί δίφρου τινός χαμαιζήλου παρά τον Σόλωνα καθήμενος άνω κατακείμενον», λέει χαρακτηριστι κά ο Πλούταρχος (όπ. παρ.). Ο Σάλωνας καθόταν
υποφώσκουσα ήδη εσωτερική αντίθεση μεσ’ στον οργανισμό των αρχαίων κοινωνιών του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα, της εποχής δηλαδή που γεννή θηκε και έζησε ο Αίσωπος. Ο μύθος είναι δη μιούργημα της λαϊκής σοφίας, ή, όπως λέει η J. Harrisson, «μέρος του ίδιου του ψυχισμού, ένα ονειροπόλημα του λαού».5 Κι ο ίδιος ο Αίσωπος παρουσιάζεται «ως εκπρόσωπος της λαϊκής σο φίας εν αντιθέσει προς την επίσημον και ευγενή»,67που στην εποχή του την εκπροσωπούσαν οι εφτά σοφοί. Κι αν στο συμπόσιο των εφτά σο φών, που είχε οργανωθεί από τον τύραννο της Κορίνθου, Περίανδρο, συμμετέχει κι ο Αίσωπος, πρώτα-πρώτα τίποτα δε μαρτυρεί πως αυτό έγι νε έπειτ’ από σχετική (επίσημη) πρόσκληση, όπως φαίνεται πως έγινε για τους άλλους σο φούς, που, κατά κανόνα, ήταν επίσημα πρόσω πα, πολιτικοί ή πνευματικοί ηγέτες/ Ο Αίσω πος, εξαιτίας της καταγωγής του, θεωρούνταν παρακατιανός. Γι’ αυτό, όχι μόνο δεν προσκλή θηκε στο συμπόσιο, αλλά συμπτωματικά και κα τά τύχη παραβρέθηκε σ’ αυτό,8 παρά, κι όταν έγινε δεκτό να παρακαθήσει στο γεύμα, δεν τον έβαλαν να καθίσει σε ψηλό, πολυτελές κάθισμα, όπως έγινε για τους άλλους, αλλά πάνω σ’ ένα χαμηλό, απλό, ξύλινο σκαμνί.9 Και δεν ήταν ο διαχωρισμός του από τους ελεύθερους πολίτες που έκαμε την οικοδέσποινα να του επιφυλάξει αυτή την υποτιμητική και τα πεινωτική μεταχείριση. Ο Αίσωπος ήταν ήδη ελεύθερος πολίτης από την εποχή που με την εξυπνάδα του είχε σώσει τη Σάμο από τα νύχια ταυ Κροίσου, πείθοντάς τον να μην απαιτήσει από τους Σαμίους να του καταβάλλουν φόρο υποτέλειας.10 Ούτε, ακόμα, η ταπεινή καταγωγή του. Ήταν η χαμηλή οικονομική βαθμίδα στην «άνω», σε ψηλό κάθισμα-θρόνο. «Ύστερα από κάμποσο ήρθαν γράμματα από το βασιλιά Κροίσο, που πρόσταζε να του δίνουν φό ρους κι αν δε συμφωνούν, να ετοιμαστούν για πό λεμο. Οι Σάμιοι, ακούγοντας τη συμβουλή του Αι σώπου, έδιωξαν τον απεσταλμένο του Κροίσου... Ο απεσταλμένος είπε, γυρίζοντας, στον Κροίσο, πως δε θα μπορέσει εύκολα να υποτάξει τους Σάμιους όσο έχουν μαζί τους τον Αίσωπο, που τους συμβουλεύει σε όλα. «Μπορείς να στείλεις ανθρώ' πους να ζητήσουν τον Αίσωπο, αφού τους υποσχεθείς ότι θα τους δώσεις χρυσάφι και θα τους απαλ λάξεις από την υποχρέωση να πληρώνουν φό ρους». Τότε ο Κροίσος έστειλε πρεσβευτή και ζή τησε τον Αίσωπο. Οι Σάμιοι συμφώνησαν και, αφού χάρισαν στον Αίσωπο την ελευθερία του, τον έδωσαν... Ο βασιλιάς θαυμάζοντάς τον είπε: «Αί σωπε, δε σου χαρίζω εγώ τη ζωή, αλλά η Τύχη. Ό ,τ ι θέλεις ζήτησέ μου και θα σου το δώσω». Κι ο Αίσωπος είπε: «Σε παρακαλώ, βασιλιά μου, κάνε ειρήνη με τους Σάμιους».' Ο βασιλιάς δέχτηκε και τότε ο Αίσωπος έπεσε καταγής και τον ευχαρίστη σε». Μαξ. Πλανούδη: «Αισώπου του μυθοποιού βίος και μύθοι».
10.
32/αφιερωμα οποία βρισκόταν. Γιατί και μεσ’ στην κοινωνία των ελεύθερων πολιτών οι άνθρωποι δε λογαριά ζονταν ίσοι. Η αξία τους προσδιοριζόταν από το μέγεθος της περιουσίας τους. Υπήρχαν οι πλού σιοι και οι φτωχοί, οι μεγαλουσιάνοι κι ευγενείς και η πλέμπα του φτωχού λαού, που μόλις κατάφερνε να βγάζει το ψωμάκι του. Κι οι πλούσιοι εκμεταλλεύονταν και καταπίεζαν τους φτωχούς. Και η εκμετάλλευση του αδύνατου από τον οικο νομικά ισχυρότερο «μεγάλωνε όλο και περισσό τερο, ώσπου, κατά το 600 π.Χ., έγινε αβάστα χτη», όπως βεβαιώνει ο Ένγκελς.11 Και «κύριο μέσο για την καταπίεση της λαϊκής ελευθερίας ήταν το χρήμα και η τοκογλυφία... Ό λοι οι αγροί της Αττικής ήταν γεμάτοι με στύλους, όπου σημειωνόταν ότι το κτήμα είναι υποθηκευ μένο στον τάδε ή στον τάδε». Ο Σάλωνας προσ πάθησε με τη «σεισάχθεια» να μετριάσει κάπως τις αντιθέσεις και ν’ ανακουφίσει τις φτωχότερες τάξεις. Αλλά και πάλι οι οικονομικές δομές της αθηναϊκής κοινωνίας δεν άλλαξαν. Οι πολίτες της Αθήνας εξακολουθούσαν να διακρίνονται σε πλούσιους και σε φτωχούς. Μόνο που, ενώ ως την εποχή του οι πλούσιοι είχαν μόνο δικαιώμα τα κι οι φτωχοί μόνο υποχρεώσεις, τώρα (με βά ση και τον τυπικό χωρισμό τους σε πεντακοσιομέδιμνους, τριακοσιομέδιμνους κλπ.) και οι πλούσιοι δεσμεύτηκαν να έχουν κάποιες υπο χρεώσεις και οι φτωχοί άρχισαν να έχουν κά ποια δικαιώματα. Ωστόσο «τα δικαιώματα και τα καθήκοντα των πολιτών διαβαθμίζονταν ανά λογα με την έκταση της γαιοκτησίας τους».12 ΓΓ αυτό κι ο Σάλωνας, βλέποντας τον Αίσωπο να κάθεται δίπλα του «επί χαμαιζήλου δίφρου», δεν αντιδρά, βρίσκει το πράγμα πολύ φυσικό (αλί μονο, τώρα, αν βάζει «κι η κόσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες»!). Αν τελικά έγινε δεκτός, ο Αίσωπος στο συμπόσιο, οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν απεσταλμένος ενός βασιλιά, του Κροίσου. Πάντως δεν παίρνει μέρος στον κύριο κορμό των θεμάτων που συζητήθηκαν εκεί, αλλά η συμ μετοχή του έχει τη μορφή παρεμβάσεων. Βλέπον τας, λ.χ., πως ο Νειλόξενος, ο απεσταλμένος του βασιλιά της Αιγύπτου Άμαση, δε θέλησε να κα θίσει κοντά στον ιερέα και αυλωδό Άρδαλο, διηγήθηκε τούτο το μύθο: «Μια φορά ένα μου λάρι απ’ τη Λυδία, βλέποντας τη μορφή του στο ποτάμι, τόσο θαύμασε τον εαυτό του για το ωραίο και μεγάλο του σώμα, ώστε, αφού τίναξε τη χαίτη του, άρχισε να τρέχει σαν άλογο. Έ πει τα, όμως, καθώς σκέφτηκε πως είναι γιος γαϊδάρου, σταμάτησε να τρέχει και να φρουμάζει». Η
παρέμβασή του είχε την έννοια ότι τελικά όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινή καταγωγή και δεν πρέπει να παίρνει ο νους τους αέρα από την κοινωνική θέση που τυχαίνει να έχουν, σήμερα. Αυτό δεν άρεσε στο Λακεδαιμόνιο Χίλωνα, γι’ αυτό και του αντιπαρατήρησε πικρόχολα: «Κι εσύ είσαι αργός και τρέχεις σαν μουλάρι»,13 θέλοντας να του θυμίσει πως λίγο πιο πριν ήταν δούλος. Οπωσδήποτε η εποχή του Αισώπου υπήρξε μια εποχή μεταβατική. Η συγκέντρωση του πλούτου σε ορισμένα χέρια, στους βασιλικούς οίκους, όπως τη βρίσκουμε στον Όμηρο, είχε δημιουργήσει πάμπολλα προβλήματα. Οι πλα τιές λαϊκές μάζες ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθή κες, ενώ οι βασιλικές οικογένειες και οι παρα κείμενοι στη βασιλική εξουσία ζούσαν μέσα στη χλιδή. Για να σπάσουν την πλήξη τους, οι άρ χοντες των διαφόρων πόλεων οργάνωναν συμπό σια κι αντάλλασσαν μεταξύ τους αινίγματα, που κάποτε τα έλυναν οι ίδιοι, μα τις πιο πολλές φο ρές οι σοφοί σύμβουλοί τους. Και, βέβαια, τα στοιχήματα δίναν και παίρναν.14 Ο Αίσωπος, όντας ένα διάστημα κοντά στο βασιλιά της Βαβυλώνας, Λυκήρο, όχι μονάχα έλυνε όλα τα αινίγματα που του έστελναν (κι έτσι είχε κάνει ν’ αυξηθούν αρκετά τα πλούτη του βασιλιά), αλλά έφτιανε κι ο ίδιος δικά του αινίγματα, που τα έστελνε σε άλλους βασιλιάδες, που, μην μπορώντας να τα λύσουν, πλήρωναν στο Λυκήρο το συμφωνημένο τίμημα. Κάποτε μαθεύτηκε πως ο Αίσωπος πέθανε και τότε ο βασιλιάς της Αιγύπτου, Νεκτανεβό, έστει λε στο Λυκήρο μια επιστολή, όπου του ζητούσε να στείλει στην Αίγυπτο χτίστες, που να του χτί σουν έναν πύργο που να μην ακουμπά ούτε στη γη ούτε στον ουρανό. Ο Αίσωπος, που δεν είχε πεθάνει, πήγε στην Αίγυπτο και όχι μονάχα αυ τό το αίνιγμα έλυσε, αλλά κι όλα τα άλλα που του έβαλε ο Νεκτανεβό. Δεν είναι τυχαίο ότι το γκρέμισμα της Σφίγγας από τους βράχους του όρους Φικίου, έξω από τη Θήβα, έπειτ’ απ’ τη λύση του αινίγματος της από τον Οιδίποδα, συμπίπτει με την αρχή του γκρε μίσματος της ισχύος των βασιλικών οίκων. Η δυ σαρέσκεια των λαϊκών μαζών είχε αρχίσει να εκ δηλώνεται με εξεγέρσεις κι επαναστάσεις. Τέ τοιες επαναστάσεις έγιναν πάμπολλες τόσο στις ιωνικές πόλεις της Μ. Ασίας (Μίλητο, Έφεσο, Κύμη, Φώκαια κ.ά.),15 όσο και στα νησιά του Αιγαίου, στην Πελοπόννησο και στην ίδια την Αττική και στην Αθήνα.1” Αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι στα χρόνια αυτά, ενώ είχαν δημιουργηθεί νέες παραγωγικές δυνάμεις (έμποροι, ναυ-
11. Φρ. Ένγκελς: «Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους». 12. Φρ. Ένγκελς: όπου παρ. 13. «Καί τυνη, εφη, βραδύς καί τρέχεις τόν ήμίονον»
(150 b). 14. Κοίτα Μαξ. Πλανούδη: όπου παρ. 15. Γιάνη Κορδάτου: «Ιστορία της αρχαίας Ελλάδας», τόμος Α ', 295 κ.π. 16. Γιάνη Κορδάτου: στο ίδιο, σελ. 302 κ.π.
αφιερωμα/J J τικοί), δεν είχαν ταυτόχρονα αλλάξει και οι πα ραγωγικές σχέσεις. Οι πλούσιοι ήθελαν πεισμα τικά να κρατούν τα προνόμιά τους, αδιαφορών τας για τα αιτήματα των φτωχών τάξεων και κυ βερνώντας με το παλιό εθιμικό δίκαιο. Τα νέα κοινωνικά στρώματα και μαζί τους κι οι εντελώς φτωχοί εξεγέρθηκαν. Οι επικεφαλής των εξεγερμένων μαζών ονομάστηκαν από τους ευγενείς τύ ραννοι, δηλαδή άρπαγες της εξουσίας. Το κακό ήταν πως οι τύραννοι αυτοί προέρχονταν όχι από το φτωχό λαό, αλλά ήταν παλιοί αριστοκρά τες. Έτσι, ενώ συχνά η εσωτερική πολιτική τους περιελάμβανε ξαναμοίρασμα της γης, κατάργηση των γεωργικών χρεών, κάποτε και δήμευση των περιουσιών των πλουσίων, εκτέλεση σπουδαίων τεχνικών έργων κ.ά., τελικά, είτε γιατί εφάρμο ζαν αυταρχικά μέσα που δεν ήταν λαοφιλή είτε γιατί οι ευγενείς οργάνωναν συνωμοσίες και πραξικοπήματα για να τους ανατρέψουν, η εξουσία τους ήταν επισφαλής. Γι’ αυτό και στο «Συμπόσιο των εφτά σοφών» αναφέρεται πως όταν κάποιος ρώτησε τι είναι πιο περίεργο να δει κανένας, η απάντηση ήταν: «τύραννο γέρο». Κι ακόμα, ειπώθηκε σ’ αυτό πως «από τα άγρια θηρία το χειρότερο είναι ο τύραννος κι από τα ήμερα ζώα το χειρότερο είναι ο κόλακας».17 Κι από τους συνδαιτημόνες του συμποσίου της Κό ρινθου τύραννοι ήταν κιόλας τρεις: ο ίδιος ο Πε ρίανδρος, ο Πιττακός κι ο Κλεόβουλος. Την τάξη των εμπόρων και των ναυτικών, κα θώς και των φτωχών τεχνιτών, αναφέρει στους μύθους του ο Αίσωπος (Αγαλματοπώλης, Ερμής και τεχνίται, Πατήρ και θυγατέρες, όπου ένας πάντρεψε τη μία κόρη με περιβολάρη και την άλ λη με κεραμιδά, Χαλκεύς και κυνάριον). Τη δει νή θέση των φτωχών που βρίσκονταν στην ανάγκη να δανειστούν παρουσιάζει ο Αίσωπος στο μύθο του «Αθηναίου χρεωφειλέτη». Την απληστία και ·*ην κακότητα που συνοδεύ ει τον πλούτο ο Αίσωπος καυτηρίασε με τους μύ θους του «Φιλάργυρος» και «Ηρακλής και Πλούτος», όπου μάλιστα λέει πως ο πλούτος κά νει πάντα παρέα με τους κακούς. Αλλά, αν η μοίρα των φτωχών δεν ήταν καθό λου καλή, είναι εύκολο να φανταστεί κανένας ποια ήταν η μοίρα των δούλων στα χρόνια εκεί να, που ίσχυε για όλο το γνωστό τότε κόσμο το σύστημα της δουλοκτησίας. Ο ίδιος ο Αίσωπος την είχε δοκιμάσει στο πετσί του, μια και ήταν για το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κι αυτός δούλος. Τη φριχτή θέση του δούλου, τις λαχτά ρες και τις ταπεινώσεις του τις περιγράφει αδρά στους μύθους του «Αίξ και αιγοβοσκός», «Αι σχρά δούλη και Αφροδίτη», «Ανήρ και γυνή αργαλέα», «Γυνή και θεράπαιναι». Ο δούλος έπρεπε να είναι γερός, εργατικός, 17. Πλουτάρχου: «Των επτά σοφών συμπόσιον», 147,
b.
πειθήνιος, να δέχεται τα πάντα αδιαμαρτύρητα. Αν από γερατειά, από αρρώστια ή από άλλη αι τία γινόταν ασύμφορος ή ανεπιθύμητος στο αφεντικό του, τότε οδηγούνταν στη δουλαγορά, στο σκλαβοπάζαρο, κι εκεί εκθέτονταν για πού λημα σε άλλο αφεντικό. Το γουστόζικο είναι ότι από την αγοραπωλησία αυτή κοίταζε να επωφε ληθεί και η πόλη όπου γινόταν το παζάρι, εισπράττοντας τον ανάλογο φόρο. Το ίδιο είχε γί νει και με τον Αίσωπο. Ό ταν ο Ξάνθος τον αγό ρασε στην εξευτελιστική τιμή των εξήντα οβο λών, κατέφθασαν οι φορατζήδες και ζητούσαν το φόρο. Κανένας από τους συναλλαγέντες δε μιλούσε, γιατί η τιμή ήταν αφάνταστα χαμηλή. «Τότε ο Αίσωπος στάθηκε στη μέση και είπε: Αυτός που πουλήθηκε είμ’ εγώ, αυτός που πού λησε είναι αυτός εκεί κι εκείνος που αγόρασε εί ναι ο άλλος. Αν αυτοί σωπαίνουν, τότε εγώ είμαι ελεύθερος. Οι φορατζήδες γέλασαν κι έφυγαν δίχως να ζητήσουν φόρο».1® Τ’ αφεντικά με την παραμικρή αιτία μπορού σαν όχι μόνο να ταπεινώνουν τους δούλους, μα και να τους δέρνουν, δίχως να ’χουν να δώσουν λόγο σε κανένα. Τις συνέπειες αυτού του αυταρ χικού θεσμού τις δέχτηκε κι ο Αίσωπος. Μόλο που ο αφέντης του ήταν όχι ένας συνηθισμένος άξεστος πλούσιος αλλά ένας φιλόσοφος, δυο τουλάχιστον φορές έφαγε άγριο ξύλο απ’ αυτόν. «Ο Ξάνθος πρόσταξε να γυμνωθεί ο Αίσωπος και να μαστιγωθεί», γράφει ο Μάξιμος Πλανούδης, αναφέροντας ένα σχετικό περιστατικό.19 Ή ταν φυσικό λοιπόν οι δούλοι να μισούν τ’ αφεντικά τους και πάντα να ζητούν την ελευθε ρία τους. Ο Αίσωπος το λέει πιο ήπια: «Επειδή η φύση είναι φιλόνικη, έχει ορίσει ο δούλος να μάχεται τον αφέντη του». Δεν αποδίδει το «φιλόνικον» στη σχέση αφέντη-δούλου, αλλά σε κά τι που προέρχεται δήθεν από τη φύση. (Εδώ φαίνεται πως έχει βάλει το χέρι του κι ο συγγρα φέας του βιβλίου, ακολουθώντας την κοσμοαντί ληψη της εποχής του). Σαν να μην έφτανε όμως αυτή η σχέση αφέντηδούλου, πλούσιου-φτωχού, ερχόταν από πάνω κι ο Κλήρος, το ιερατείο της εποχής, που έκανε τη ζωή των φτωχών και των δούλων ακόμα πιο ανυπόφορη. Δε φτάνει που από το εισόδημα των γεωργών εισέπραττε σαν φόρο κατά την εποχή της συγκομιδής τις «απαρχές» (σύμφωνα με το «από θεού άρχεσθε») κι από κάθε εργαστήρι ει σέπραττε τους «ιερούς φόρους», είχε πάει φανε ρά με το μέρος των ευγενών, των ολιγαρχικών, κι έδειχνε σε κάθε περίπτωση τη φοβερή αντίθε σή του σε κάθε προοδευτική κίνηση, αφήνοντας παράλληλα το πλήθος του λαού στην αμάθεια και καλλιεργώντας ανάμεσά τους τη μοιρολατρεία, όπως φαίνεται στο μύθο «Παις και λέων 18. Μαξ. Πλανούδη: όπου παρ. 19. Στο ίδιο.
34/αφιερωμα γεγραμμένος». Οι θεοί και οι ιερείς τους διατηρούν για τον εαυτό τους το αλάθητο κι είναι αμαρτία να τους κρίνει ή να τους επικρίνει κανείς. Στη σκέψη κά ποιου δυστυχισμένου, γιατί οι θεοί μαζί με τους άδικους τιμωρούν και τους καλούς κι αθώους, -στο μύθο «Ανήρ δηχθείς υπό μήρμυκος και Ερ μής» δίνεται η απάντηση πως, αφού οι άνθρωποι κάνουν αδικίες, γιατί να μην κάνουν και οι θεοί; Κάθε υποχρέωση ή υπόσχεση στους θεούς θα έπρεπε να τηρείται κατά γράμμα, γιατί, σε αντί θετη περίπτωση, οι θεοί... τιμωρούν τον ασυνε πή. Η νεοελληνική παροιμία συμβουλεύει: «Μην τάξεις σε άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι» και τα συναξάρια των μοναστηριών είναι γεμάτα από ιστορίες με φοβερές τιμωρίες χριστιανών που δεν πήγαν στο μοναστήρι το «τάμα» τους. Ο Αίσωπος μας έχει αφήσει το μύθο «Ανήρ φέναξ», όπου ένας φτωχός, που ήταν άρρωστος, έταξε στους θεούς πως, αν γινόταν καλά, θα τους θυσίαζε εκατό βόδια. Εκείνοι, θέλοντας να τον δοκιμάσουν, του έδωσαν την υγεία του. Φτωχός όμως ήταν ο φουκαράς και, βέβαια, πού να βρει τα εκατό βόδια να τα θυσιάσει; Γι’ αυτό, όταν έγινε καλά, έπλασε εκατό μικρά βόδια από ζυμάρι και τα έκαψε πάνω στο βωμό λέγοντας: «Σας έδωσα το τάμα μου, θεοί». Αλλά οι θεοί τον τιμώρησαν. Τον έκαναν να πάει στην παρα λία κι εκεί τον έπιασαν κουρσάροι και τον πού λησαν για δούλο. Έτσι οι θεοί τον τιμώρησαν γιατί δεν έδωσε ό,τι έταξε. Πιο συστηματοποιη μένη οργάνωση εξαπάτησης του απλοϊκού κο σμάκη ήταν τα μαντεία και ιδιαίτερα το πιο σπουδαίο απ’ αυτά, το μαντείο των Δελφών. Υποψίες για την αξιοπιστία του υπήρχαν και τό τε πολλές. Αλλά ποιος τολμούσε να τις διατυπώ σει! Ο Αίσωπος στο μύθο του «Ανήρ κακοπράγμων» κάνει μια τέτοια νύξη, αλλά πάλι κάνει γρήγορα πίσω. Λέει: «Ένας κατεργάρης έβαλε στοίχημα με κάποιον πως θα αποδείξει πως το μαντείο των Δελφών λέει ψέματα. Την ορισμένη μέρα πήρε στο χέρι του ένα σπουργίτη, τον σκέ πασε με το ρούχο του και πήγε στο ναό. Στάθηκε αντίκρυ και ρώτησε: Αυτό που έχω στο χέρι μου είναι ζωντανό ή νεκρό;. Είχε σκοπό, αν του απαντήσουν νεκρό, να παρουσιάσει το σπουργί τη ζωντανό, αν του πουν ζωντανό, να τον πνίξει κι έπειτα να τον βγάλει. Ο θεός όμως κατάλαβε την πονηριά του και του είπε: Άνθρωπε, σταμάτα. Αυτό που κρατάς, από σένα εξαρτάται να είναι ζωντανό ή νεκρό. Το επιμύθιο μάλιστα 20. Η π ερίπτωσή mu θυμίζει εκείνη του Βενιαμίν της Παλαιός Διαθήκης (Γένεσις, ΜΔ', 1-17). 21. Το ιερατείο, για να επικυρώσει τις καταδικαστικές - σε θάνατο - αποφάσεις του σε βάρος επικριτών ή αντιπάλων του, μετά την καταδικαστική απόφαση κολλούσε στους ώμους των καταδικασμένων φτερά
συμπληρώνει συμπερασματικά: Ο μύθος σημαί νει πως το θείο δεν ξεγελιέται -κάτι ανάλογο με το χριστιανικό: Ο Θεός ου μυκτηρίζεται». Μ’ όλες όμως τις υποχωρήσεις που έκαμε ο Αίσωπος μπρος το ιερατείο των Δελφών, τελικά δε γλίτωσε. Μετά την Κόρινθο (πιο συγκεκριμέ να: το επίνειό της, το Λέχαιο), όπου πήρε μέρος στο συμπόσιο των εφτά σοφών, τράβηξε για τους Δελφούς, με την εντολή να μοιράσει σε καθέναν από τους ιερείς του μαντείου από τέσσερις χρυ σές «μνας». Το έξυπνο όμως και παρατηρητικό μάτι του μεγάλου μυθοποιού είδε αμέσως τις με γάλες απάτες που από σύστημα σκάρωναν σε βά ρος του απλού λαού κι άρχισε να τους ελέγχει. Αυτοί χολώθηκαν και, όπως λέει ο Μ. Πλανούδης, «ούτε φιλοξενία ούτε καμιά τιμή δεν του έκαμαν». Τότε κι αυτός έστειλε πίσω στον Κροίσο τα χρυσά νομίσματα, που ο βασιλιάς της Λυ δίας είχε στείλει γι’ αυτούς, κι αγανακτισμένος τους είπε: «Μοιάζετε μ’ εκείνα τα ξύλα που επι πλέουν καμιά φορά στη θάλασσα. Από μακριά μάς φαίνονται για κάτι σπουδαίο. Ό ταν όμως πάμε κοντά, βλέπουμε πως δεν είναι τίποτε άλλο παρά σαπιόξυλα. Έτσι νόμιζα κι εγώ για σας πριν έρθω εδώ. Μα τώρα βλέπω πως εσείς, το ιερατείο, είστε οι χειρότεροι απ’ όλους τους αν θρώπους». Οι συνέπειες της κριτικής του δεν άργησαν να φανούν - αλλά γι’ αυτόν τον ίδιο. «Οι ιερείς των Δελφών φοβήθηκαν μήπως τους εξευτελίσει σε άλλες πόλεις που θα πήγαινε και πήραν την από φαση να τον σκοτώσουν», γράφει ο Μ. Πλανούδης. Και να τι σκαρφίστηκαν: έκρυψαν ανάμεσα στα πράγματά του μια χρυσή φιάλη του Απόλλωνα και, όταν ο Αίσωπος ξεκίνησε για τη Φωκίδα, «έτρεξαν ξοπίσω του, τον έπιασαν, βρήκαν τη φιάλη, τον κατηγόρησαν για ιεροσυ λία και τον καταδίκασαν σε θάνατο».20 Μάλι στα, για να δείξουν στον κόσμο πως εντελώς αν τικειμενικά τον έκριναν και η απόφασή τους ήταν δίκαιη, εφάρμοσαν στην περίπτωσή του την περίφημη «ιεροδικία».21 Τον γκρέμισαν από τις Υάμπειες Πέτρες, κλείνοντάς του έτσι για πάντα το στόμα. Αυτό ήταν το τέλος -τραγικό κι άδικο - του μεγαλύτερου μυθοποιού του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Με τους μύθους του δεν έγινε μονάχα οδηγός των κατοπινών γενεών στη ζωή, αμίμη τος ψυχαγωγός μικρών και μεγάλων αλλά κι ένας καταγραφέας, πιστός, άδολος κι απέριττος, της ζωής και των κοινωνικών δομών της εποχής του. και τους γκρέμιζε από κάποιο ψηλό βράχο, λέγον τας: «Αν άδικα καταδικάστηκε, οι θεοί δε θ’ αφήσουν να πεθάνει, αλλά θα τον σώσουν. Αν όμως δίκαια, τότε σίγουρα θα πεθάνει». Αυτή ήταν η «ιεροδικία» και συνήθως κανένας δε γλίτωνε απ’ αυτή κι έτσι αποδεικνυόταν περίτρανα πως οι ιε ρείς είχαν πάντα... δίκιο!
αφιερωμα/35
Ελένη Χ ω ρεάνθη
Η διαχρονική 'V λειτουργία των αισώπειων μύθων (Η νυποψίαστος ο λαός μας μεταχειρίζεται στην καθημερινή του ζωή και ομιλία αρκετές παροιμιακές φράσεις, που προέρχονται από τους αισώπειους μύθους. Οι φράσεις αυτές, αφήνοντας στο δρόμο τους ό,τι μη αναγκαίο, έχουν κάμει μια διαχρονική πορεία είκοσι πέντε και πλέον εκατονταετιών, περνώντας από στόμα σε στόμα κι από γενιά σε γενιά με την προφορική παράδοση. Αλλά και ένα μεγάλο μέρος των αισώπειων μύθων έχουν περάσει στο στόμα του λαού, που τους χρησιμοποιεί, αυτούσιους ή παραλλαγμένους, ως μέσα παραδειγματισμού και πρότυπα συμπεριφοράς είτε για μίμηση καλών πράξεων είτε για αποφυγή κακών, οπωσδήποτε για νουθεσία και παιδαγωγία. Σχέδιο: Ηλία Κοντσονικόλα
36/αφιερωμα ΤΙ οι αισώπειοι μύθοι είναι οι αιώνιες και χώρος είναι αυτός της ποιητικής γεωγραφίας του ακατάλυτες και πάντα επίκαιρες διδαχές δημιουργού της, ο μαγικός, ο ποιητικός χώρος της φαντασίας. Βρισκόμαστε στην περιοχή του της ανθρωπότητας είναι αναμφισβήτητο- και κά θε επιφύλαξη ως προς την παιδευτική τους αξία υπέρλογου, όπου κυριαρχεί ο ανιμισμός και ο και την καταλληλότητα όλων για παιδιά, είναι ανθρωπομορφισμός κι όπου όλα μπορεί να συμ τουλάχιστον ανεδαφική, γιατί έχουν όλα τα βούν: να έχουν ανθρώπινες ιδιότητες τα έμψυχα, στοιχεία που συνιστούν ένα έργο διάρκειας, ένα ψυχή τα άψυχα. Έτσι όλα τα ζώα είναι «φω ολοκληρωμένο έργο: είναι δημιούργημα της λαϊ νήεντα», είναι πρόσωπα και κινούνται σαν έλλο κής θυμοσοφίας και βιοσοφίας- περιέχουν απο γα, συμπεριφέρονται σαν έλλογα και νοήμονα κρυσταλλωμένη τη λαϊκή κοσμοαντίληψη, την και μας αποκαλύπτουν απλά και διασκεδαστικά μεγάλες και πικρές, συνήθως, αλήθειες. Σ’ αυτόν πείρα της ζωής και την εμπειρία, που προήλθε από την παρατήρηση του φυσικού περιβάλλον το μαγικό κόσμο του θαυμαστού και του υπέρλο τος, του κοινωνικού και του πολιτικού βίου μιας γου μπορούν να συνυπάρχουν και όλα τα ετερο οργανωμένης κοινωνίας, αλλά και από τη γνώση γενή και ετερόκλητα στοιχεία, χωρίς ωστόσο οι της ανθρώπινης φύσης- είναι μια σπουδή πάνω ήρωες να αλλοτριώνονται, χωρίς να βγαίνουν στον άνθρωπο και τα μικρά και μεγάλα καθημε έξω από το περιβάλλον και τον εαυτό τους. Κι ρινά του προβλήματα- απευθύνονται σε όλους, όταν συμβαίνει ν’ απομακρύνονται από το φυσι μικρούς και μεγάλους, σ’ ολόκληρη την ανθρω κό τους χώρο, για τις ανάγκες του μύθου, επι πότητα, σ’ αυτό το μεγάλο και αιώνια ατίθασο στρέφουν αμέσως, αφού έχουν αποκτήσει την παιδί, που είναι η ανθρωπότητα, και της οποίας ανάλογη εμπειρία, ή καταστρέφονται, ακριβώς «πατέρας είναι το παιδί», κατά τον Worsdworth, εξαιτίας της αμυαλιάς και της απρονοησίας και αποτελούν το μέγιστο μάθημά της. τους. Γίατί στη φύση υπάρχουν νόμοι απαράβα τοι, που ρυθμίζουν τα πάντα- και κανένας δεν Όμως ο δημιουργός των αισώπειων μύθων, έχει δικαίωμα ν’ αδιαφορήσει ή να τους παραβεί δεν έχει σημασία αν είναι ο καμπούρης Φρύγας ή να τους προσπεράσει. Κι αν το κάμει θα τιμω ή ο λαός, δε διδάσκει συστηματικά, μιλάει απλά, με παραβολές και παραδείγματα από την καθη ρηθεί. Τα ετερόκλητα στοιχεία δε συναντιούνται μερινή ζωή, προπαντός των ζώων, γιατί ο άν για να συνυπάρξουν, αλλά για να κάμουν πιο έκδηλη την ιδιαιτερότητά του το καθένα και να θρωπος δε δέχεται να είναι θεατής του εαυτού του. Κι ο μέγας διδάσκαλος αποφεύγει να πα γίνει φανερό, πως «όποιος βγει από το πετσί του» κι από το φυσικό του χώρο δεν μπορεί να ρουσιάσει ωμή την αλήθεια, μιλάει υπαινικτικά, λειτουργήσει, δεν μπορεί να υπάρξει. Ο δη μεταφέροντας τη δράση στο χώρο του ζωικού μιουργός έχει απόλυτη ελευθερία κινήσεως μέσα και του φυτικού βασιλείου, στήνει σκηνές στο στο χώρο τον ποιητικό, το μαγικό του υπέρλο ύπαιθρο κι έχει τον άνθρωπο θεατή σ’ αυτά που γου- κι αυτό που είναι ακατανόητο για την αν στην ουσία είναι ο ίδιος παίκτης και πρωταγωνι στής, οριοθετεί κανόνες συμπεριφοράς, που θρώπινη λογική μπορεί να συμβεί και τα ετερό βγαίνουν μεσ’ από περιστατικά της ζωής, κυρίως κλητα στοιχεία μπορεί να λειτουργούν και η των ζώων. Ο άνθρωπος καλείται να εκμαιεύσει δράση να μεταφέρεται από τον κόσμο των ζώων στον κόσμο των θεών, από την περιοχή του γήι μόνος του την αλήθεια μέσα από τα διαδραματι ζόμενα και να πορευτεί στο βίο του ανάλογα. νου στην περιοχή του θεϊκού, όπως και το ένα περιστατικό να διαδέχεται το άλλο, το ένα πα (Τα ζώα είναι προσφιλέστατοι ήρωες στον Αί ράδοξο να προϋποθέτει ή να διαδέχεται το άλλο. σωπο. Σε σύνολο 426 μύθων οι 310 έχουν ζώα, οι Οι άνθρωποι διαλέγονται με ζώα, τα ζώα μιλούν 199 ανθρώπους, οι 39 θεούς, οι 13 φυτά, οι 7 και συμπεριφέρονται ανθρώπινό, οι αφηρημένες στοιχεία της φύσης, οι 6 αντικείμενα και ο ένας μέλη του σώματος). έννοιες παίρνουν υπόσταση, τα μέλη του σώμα Ο αισώπειος λόγος είναι απλός, λιτός, απο τος ερίζουν μεταξύ τους (η κοιλιά και τα πόδια), φθεγματικός, συμπερασματικός. Η φράση σα οι θεοί είναι έτοιμοι να ικανοποιήσουν όχι μόνο φής, καθαρή, σύντομη, περιεκτική, μουσικά δια τις λογικές αλλά συχνά και τις παράλογες επιθυ τυπωμένη, ποιητική. Το δίδαγμα, όχι το επιμύ μίες των τετραπόδων, των ελάχιστων υπάρξεων θιο, εμπεριέχεται στη σύντομη διήγηση και βγαί του ζωικού βασιλείου και των ανθρώπων, για να νει αβίαστα ως εκπεφρασμένη και αναντίρρητη παραδειγματιστούν και να μάθουν μια για πάντα γνώμη: «Ένας αλλά λέων», «δεν το λέει η γίδα, πού οδηγεί μια λαθεμένη επιλογή και πόσον ολέ Ίο λέει το κέρατό της». Η ειρωνεία είναι στοιχείο θρια είναι τα αποτελέσματα μιας κακής σημαντικό στην αισώπεια διδαχή, καθώς και η ενέργειας και μιας ανόητης πράξης. Λ.χ. στο μύ «εις άτοπον απαγωγή», που βοηθούν στην εύρε θο: η γάτα και η Αφροδίτη, η γάτα μεταμορφώ ση της αλήθειας. θηκε από τη θεά σε ωραία νέα, προκειμένου να αποκτήσει το αντικείμενο του έρωτά της, το Ο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η αισώωραίο παλικάρι. Ό ταν όμως βρέθηκε μπροστά πεια σκηνή είναι το ύπαιθρο κυρίως, αλλά ο στο ποντίκι, που η θεά της έστειλε για να τη δο-
Θ
αφιερωμα/37 Στο μύθο «Ο λύκος και το αρνί», «Θα σε φάω», λέει ο λύκος στο αρνί, «όσο κι αν είναι λογικά και σωστά αυτά που μου λες για να σε λυπηθώ, γιατί, αν δε φάω εσένα, θα πεθάνω εγώ, η φύση μου είναι να σε φάω, έχω βλέπεις μια λογική δικαιολογία!» Αν πάψουν οι λύκοι να τρώνε αρνιά και τα αρνιά φυτά, τι θα γίνει με την οικολογική αλυσίδα και την ισορροπία της ζωής; Όμως πίσω από τον εύσχημο τρόπο, με τον οποίο εφαρμόζεται το αμετάκλητο της από φασης του λύκου, υπάρχει η φυσική επιταγή, η
κιμάσει, παράτησε το παλικάρι και βάλθηκε να κυνηγάει το ποντίκι, μέχρι που η θεά την ξανάκαμε γάτα! ΙΑ τον Αίσωπο η φύση δεν αλλάζει με τίπο τα. Θα γίνει αυτό που είναι αναγκαίο, αυτό που πρέπει να κυριαρχήσει και να επικρατήσει. Ακόμα υπάρχουν ορισμένα πράγματα στη ζωή, ορισμένες αξίες, που είναι ακατάλυτες: η φιλία, η τιμιότητα, ο σεβασμός του άλλου, η αγάπη, η ταπεινοσύνη, η ομορφιά, η πίστη στον αγώνα της ζωής. Κι ο Αίσωπος δεν έχει αφήσει τίποτα που να μην το διερευνήσει. Εδώ έγκειται και η αντοχή των μύθων στο χρόνο, περιέχουν στοι χεία από όλες τις εκδηλώσεις, από όλο το φάσμα της ζωής μιας οργανωμένης κοινωνίας και παρι σε μια σχέση αμοιβαιότητας και κατανόησης κι η Η στάνουν ανάγλυφη τη ζωή και τη λειτουργία σκληρότητα του φυσικού νόμου απαλύνεται Η μιας ευνομούμενης πολιτείας, όπου το κακό αρ μπροστά σ’ αυτή. την αμετάκλητη δεοντολογία: Η γά ή γρήγορα τιμωρείται, καθώς και η ύβρη, και κανένα ζώο δε σκοτώνει για να σκοτώσει, αλλά I το καλό και το δίκαιο θριαμβεύουν και αναγνω για ν’ αυτοσυντηρηθεί. Κι ο πρωτόγονος άνθρω- β ρίζονται ως υπέρτατες αξίες, έστω κι αν κάποτε πος δεν κατασκεύασε τα όπλα για να τα στρέψει J ® φαίνεται να μην υπερισχύουν. Μέσα από τους κατά των ομοίων του, αλλά για να συλλαμβάνει αισώπειους μύθους αναδύεται ένας κόσμος όπου ζώα για τη συντήρησή του. οι φυσικοί νόμοι λειτουργούν απρόσκοπτα, γιατί Στο μύθο «Ο αητός κι η αλεπού», όπου ο αη- d μόνον έτσι διατηρείται η ισορροπία. Ό λα ακο τός κατάλυσε τον ιερό νόμο της φιλίας κι έφαγε I λουθούν μιαν αυστηρή τάξη και πειθαρχούν στην απουσία της αλεπούς τ’ αλεπουδάκια της, η I στους απρόσωπους φυσικούς νόμους. Εκεί η παθούσα δε λυπήθηκε τόσο για το κακό που της I έκαμε, όσο για την αδυναμία της να τον εκδικη- I «ευαισθησία» δεν έχει άλλη επιλογή εκτός από αυτό που οι νόμοι της φύσης ορίζουν, χωρίς αυ θεί. Κι όταν της δόθηκε η ευκαιρία, δεν αρκέ- 1 τό να σημαίνει πως το δίκιο είναι με το μέρος στηκε στην τιμωρία του αητού, που ο ίδιος ήταν 1 πρόξενος -κι αυτό λειτούργησε ως θεία δίκη-, ] του ισχυρού.
Π
38/αφιερωμα αλλά έφαγε τ- αετόπουλα καμένα, μπροστά στα μάτια του δύ*·βχου φονιά των παιδιών της! ΡΑΓΕ υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις μύ θων του Αισώπου, που είναι πολλές, πρό βλημα παιδαγωγικό, πρόβλημα διδακτικό; Πρέ πει να μείνουν τα παιδιά, όπως και οι απλοί άν θρωποι (οι πεπαιδευμένοι δεν έχουν ανάγκη τους αισώπειους -μύθους, έχουν πολιτισμένους, ηθικούς κώδικες συμπεριφοράς στις μεταξύ τους σχέσεις), στο δίδαγμα: έκαμες κακό, κακό θα πάθεις; Ο λαός έχει δώσει την απάντηση του: «κάμεις πάθεις, καρδιά μην πονέσει!». Η αδικία είναι κατάφωρη κι επομένως αναγκαία η τίσις. Η ανταπόδοση της κακής πράξης λειτουργεί αυ τόματα. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι δικαιότε ρο σ’ αυτήν και σε παρόμοιες περιπτώσεις; Να μείνει ο κακός αζημίωτος στα ψηλώματά του κι ανέγγιχτος κι ο αδύναμος στα χαμηλώματά του αδικημένος και ανυπεράσπιστος; Αυτό μπορεί να συμβαίνει στην κοινωνία των ανθρώπων με τη συμβατική λειτουργία των κοινωνικών νόμων, που διέπονται από τη «φαιά» ηθική κι έγιναν για να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των ισχυρών και ποτέ των αδυνάτων κι όχι στον κόσμο του φυσι κού βασιλείου, όπου ο καθένας αμείβεται ανά λογα με τα έργα του. Και το παιδί δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία πως έτσι πρέπει να γίνει, γιατί βρίσκεται ακόμα έξω από τις συμβατικότη τες, ζει στο δικό του μαγικό κόσμο, σ’ αυτόν του υπέρλογου, του μαγικού. Ζει τον ανιμισμό και τον ανθρωπομορφισμό κι από βιολογική κι από ψυχολογική άποψη και θέλει τον κόσμο στα μέ τρα του: απλό, καθαρό, μαγικό, παντοδύναμο και δίκαιο! Το παιδί βιώνει τον κόσμο και το χώρο του, ζει τα γεγονότα και περιμένει την αμοιβή ως επακόλουθο της καλής πράξης και την τιμωρία ως ανταπόδοση της κακής, ζει τη δι καιοσύνη και περιμένει την απόδοση της δικαιο σύνης! Δε δημιουργεί προβλήματα η τιμωρία της ύβρης στο παιδί, γιατί αυτό προστάζει η φυσική τάξη των πραγμάτων και η άτεγκτη ηθική των φυσικών νόμων, και κατ’ επέκταση και των αν θρώπινων, αλλά η παραβίαση κι η κατάργησή τους... Ο Αίσωπος, ο βαθύς παρατηρητής της φύσης και ανατόμος της κοινωνικής ζωής δεν έχει, αφήσει τίποτα που να μην το ερευνήσει και να μην έχει δώσει λύση. Και για κάθε περίπτωση εκλέγει το κατάλληλο «πρόσωπο», το ζώο με τις ανάλογες ιδιότητες, αλλά και το κατάλληλο πε ριβάλλον. Οι ήρωές του ενσαρκώνουν τύπους της καθημερινής ζωής. Έτσι η αλεπού είναι το μάτι το πονηρό, το ύπουλο, αλλά και το ακριβο δίκαιο, που αποδίδει στον καθένα σύμφωνα με τις πράξεις του. Χρησιμοποιείται όμως και για να ενσαρκώσει τον κακεντρεχή, τον εγωιστή, τον καχύποπτο, τον πλεονέχτη, τον καταχραστή των
κόπων των άλλων, αλλά πολλές φορές είναι και «ο από μηχανής θεός». Ο λαγός χρησιμοποιείται για την αφέλεια, αλλά και για τη γρηγοράδα του. Το αρνί, για την αφέλεια και την αθωότητά του. Ο λύκος, για την πονηριά, τη μοχθηρία, το φιλοτομαρισμό του, την ανεντιμότητά του. Ο κό σμος λέει: «ζει σαν λύκος, τρώει σαν λύκος», μό νος, δηλαδή, στην παντοδυναμία του εαυτού του, αυτός κι αυτός! Το λιοντάρι, για τη δύναμη, το δεσποτισι ό, την εξουσία, την τεμπελιά, τον ατομισμό, τη φιλαρχία, για την εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος. Ενσαρκώνει άρχοντες και βασιλιάδες κακούς, εκμεταλλευτές ύπουλους, άδικους. Μόνο μια φορά, πάει να κυβερνήσει δί καια. Και μόνο τότε όλοι οι υπήκοοι του ζωικού βασιλείου ζούνε ειρηνικά και μονοιασμένοι, δεν έχουν έχθρητες μεταξύ τους. Όταν ο βασιλιάς είναι αγαθός και δίκαιος και οι λαοί είναι φι λιωμένοι και καλοί και δίκαιοι μεταξύ τους και σέβονται και τους νόμους! Το αηδόνι εκφράζει τα προτερήματα του αδύνατου. Το ψάρι ενσαρ κώνει τον τύπο που διακρίνεται για τη βραδύτη τα των ενεργειών του και για την αδυναμία του ν’ αλλάξει τον τρόπο της ζωής του... Η γάτα εί ναι ο συμφεροντολόγος, που τα θέλει όλα για τον εαυτό του, χωρίς να έχει πρόθεση να προσ φέρει το παραμικρό. Η μαϊμού είναι ο εκφρα στής της υποκρισίας και της μίμησης. Ο γάιδα ρος είναι ο υπομονετικός, ο φουκαράς, ο αφε λής, ο αδικημένος, που εξαιτίας της κουταμάρας του τον εκμεταλλεύονται οι πάντες και είναι το αιώνιο θύμα. Σπάνια τα καταφέρνει. Καταφέρ νει όμως να είναι συμπαθέστατος πρωταγωνι στής στην αισώπεια σκηνική δημιουργία. Το σκαθάρι, τέλος, ο ελάχιστος κρίκος στην οικολο γική αλυσίδα, μπορεί κι αυτό να προσφέρει θαυ μαστές υπηρεσίες στην εξυπηρέτηση της δικαιο σύνης... ΑΙΣΩΠΟΣ, ο μέγας εικονοπλάστης, που δίνει ανάγλυφες τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα πάθη, τις κακίες, τα ελαττώματα, σχεδόν πάντα με σκωπτική διάθεση, ασχολείται και με τα γενικότερα προβλήματα του ανθρώπου, όπως αυτά εμφανίζονται στη διαρθρωμένη κοινωνική και πολιτική ζωή. Από τα βάθη των αιώνων ο μύθος «Οι βάτραχοι που ζητούσαν βασιλιά» δεί χνει πόσο ανόητοι είναι οι λαοί, που βάζουν πά νω από το κεφάλι τους βασιλιάδες, για να τους εκμεταλλεύονται και να τους βασανίζουν. Κι ο άλλος, «Η καλιακούδα και τ’ άλλα πουλιά», φα νερώνει πως οι κακοί κι ανόητοι άρχοντες και κυβερνήτες παρουσιάζονται «ενδεδυμένοι ξένην πορφύραν», για να κρύψουν την αχρειότητά τους, παραπλανώντας τα ανίδεα πλήθη. Έρχε ται όμως κάποια στιγμή που απογυμνώνονται και τότε... Ποιος ξέρει πόσους αιώνες ακόμα θα είναι επίκαιροι οι αισώπειοι μύθοι...
αφιερωμα/39
Α ντώ νη ς Π . Μ πενέκος
Ο Αίσωπος εικονογραφημένος
(Σχεδίασμα έρευνας) 0 ι μύθοι του Αισώπου αντιμετωπίστηκαν γενικά ως παιδευτικό ανάγνωσμα και με την έννοια αυ τή ταυτίστηκε και η εικονογράφησή τους. Ωστό σο, αν θέλουμε να κατανοήσουμε σε βάθος το εί δος, την εξέλιξη, την ποιότητα και την αξία των εικονογραφημένων αισώπειων μύθων, πρέπει να συνεκτιμήσουμε στην έρευνά μας όλο το φάσμα των παραγόντων που έκαμαν, μέσα στους αιώ νες, αναγκαίες τις εκδόσεις αλλά και το είδος των χρήσεών τους -που είναι και το σημαντικό τερο. Εκείνο που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι το ότι οι μύθοι αυτοί αποτελούν α υ τ ό ν ο μ ο
λ ο γ ο τ ε χ ν ι κ ό ε ί δ ο ς , όπως λ.χ. το ηρωικό έπος και το έντεχνο διδακτικό έπος του Ησιό δου, και εγείρει γι’ αυτό ιδιαίτερες απαιτήσεις. Πρέπει, ας πούμε, να ερευνηθεί αν και ως ποιο βαθμό μπόρεσαν να εμπνεύσουν τους καλλιτέ χνες από την αρχαία εποχή, όπως έγινε με τους άλλους μύθους (θεογονικούς κτλ.). Ακόμη πρέ πει να λάβουμε υπόψη μας τις ιστορικές και άλ λες συγκυρίες (εθνικές, εκπαιδευτικές, κοινωνι κές, πολιτισμικές κ.ά.) που τους ανέδειξαν ή τους αγνόησαν και, τέλος, τις εξελίξεις, τόσο στην περιοχή της τέχνης, όσο και της τεχνικής -ζωγραφική κυρίως και τυπογραφία.
40/αφιερωμα © π ω ς είναι γνωστό, λοιπόν, οι μύθοι που αποδόθηκαν τελικά στον Αίσωπο ανήκουν στο διδακτικό είδος του λόγου, έχουν τις ρίζες τους στη λαϊκή ψυχή και απέκτησαν την αρτιότητά τους μέσα από κατεργασίες αιώνων. Από την αρχή λειτούργησαν με διπλή ιδιότητα: ως επί τευγμα λόγου (τέχνη) και ως απάνθισμα σοφίας (παιδευτικό μέσο). Ως λογοτεχνικό είδος θα πρέ πει ίσως να δεχτούμε ότι στα αρχικά στάδια ενήργησαν, όπως και άλλα ανάλογα λαϊκά δη μιουργήματα, ως μια φυσική αντίδραση και κρι τική των ταπεινών και αδύναμων (αδικημένων) λαϊκών στρωμάτων ενάντια στην κοινωνική αυ θαιρεσία - ένα είδος «κοινωνικής κριτικής», όπως τους θέλει ο Lesky - 1 ή σαν αυτοάμυνα στις αντιξοότητες της ζωής, που στηριζόταν στην παρατήρηση της συμπεριφοράς των ανθρώπων. ισθητικά στοιχεία που έκαναν αποτελεσματι κό έναν τέτοιο έλεγχο, ήταν η αμεσότητα και λι τότητα του λόγου, η συμπυκνωμένη αφηγηματι κή και η δραματικότητα, ο έμμεσος σκωπτικός ή ειρωνικός ή σατιρικός υπαινιγμός, η ευρηματικότητα των καταστάσεων (μέσω κυρίως των ζώων), ο παραδειγματισμός και η επαγωγικότητα. Έτσι η τέχνη ενσωμάτωνε αυτόματα μιαν ηθικοπλαστική λειτουργία (που θα τη συναντή σουμε αργότερα σε άλλη μορφή, στην τέχνη, π.χ., του Αριστοφάνη), όπου το ωραίο συνείρεται με το ηθικό. Από τον εσωτερικό (και αναπό τρεπτο) αυτό συνειρμό προέκυψε και ο ηθοπλα στικός και διδακτικός χαρακτήρας του μύθου, που ταίριαζε απόλυτα στην ανθρωποπλαστική παιδεία του κλασικού ελληνισμού. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκε με την τελευταία αυτή ιδιότη τα, ποικιλότροπα: από τους αρχαίους Έλληνες, ως παράδειγματική νουθεσία, ως μέσο σχολικής παιδαγωγίας, ως μέσο ρητορικής άσκησης (στις ρητορικές σχολές) και, στους νεότερους χρόνους, ως «ηθικό» ανάγνωσμα (εσωσχολικό και εξωσχο λικό), για να αναδειχτεί τελικά σε μέσο κοινωνι κού κομφορμισμού και ελέγχου - και πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο ρόλος αυτός είναι σήμερα περισσότερο ορατός. Π άντως με την επικράτηση και άνθηση της λυ ρικής και δραματικής (τραγωδία και κωμωδία) τέχνης, ο μύθος του είδους αυτού απώλεσε την αισθητική του αξία, κερδίζοντας σε διδακτική εμβέλεια. Και με την ιδιότητα αυτή πέρασε και χρησιμοποιείται ίσαμε σήμερα. Ήταν, άλλωστε, επόμενο, αφού το είδος αυτό του λόγου δεν εξε λίχτηκε στους μετέπειτα χρόνους, μολονότι δεν έπαψε το φιλολογικό ενδιαφέρον, όπως φαίνεται από τις διάφορες απόπειρες διασκευής ή απομί μησής τους.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, όπου η ηθοπλαστική διδασκαλία στο σύνολό της υπο καταστάθηκε από την εκκλησιαστική κατήχηση, η ισχύς του αισώπειου μύθου ατόνησε, αλλά θα διαγράψει μιαν απότομη καμπύλη δυναμικής παρουσίας του στη χρονική περίοδο ανάμεσα στον νεοελληνικό διαφωτισμό των προεπαναστα τικών χρόνων και ολόκληρο το 19ο αιώνα στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Για τον Ελληνισμό εκείνης της περιόδου δεν αντιπροσώπευε μόνο τή «νέα παιδαγωγία» των αυριανών πολιτών, αλλά και το συνδετικό κρίκο με την αρχαία κλη ρονομιά του. Κ . αθαρά ε ι κ α σ τ ι κ ό ε ν δ ι α φ έ ρ ο ν (ανά δειξη και αξιοποίηση αισθητικών στοιχείων) διαπιστώνουμε σποραδικά μετά την Αναγέννηση και συστηματικότερα στον αιώνα μας -κυρίως από ξένους καλλιτέχνες και εκδότες. Εννοούμε εδώ τις περιπτώσεις όπου ο μύθος ενεργεί όχι απλά ή αποκλειστικά ως πρόσχημα διδαχής αλλά ως ερέθισμα καλλιτεχνικής έμπνευσης και έκ φρασης και όπου το εκμεταλλεύσιμο στοιχείο δεν είναι το ηθοπλαστικό αλλά το σατιρικό και το δραματικό. Και προς την κατεύθυνση αυτή η κίνηση δεν ήταν άσχετη με τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα, που υποσκέλισαν τον αρχαιότροπο ακαδημαϊσμό, από τον ιμπρεσιονισμό και μετά. Ταυτόχρονα παρατηρείται και μια μετατόπιση της καλλιτεχνικής στάσης από το στενό πα ραλληλισμό της συμπεριφοράς ζώων και ανθρώ πων προς την ελεύθερη α λ λ η γ ο ρ ι κ ή ερμη νεία του περιεχομένου του μύθου, με μεταφορά του στη σύγχρονη κ ο ι ν ω ν ι κ ή πραγματικότη τα μέσω του ανθρωπομορφισμού. ο συμπέρασμα είναι ότι η εικονογράφηση των αισώπειων μύθων δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει την ιστορική εξέλιξη του είδους και του πολιτισμού και να λειτουργήσει σύμφωνα με το νόημα που τους αποδίδονταν κάθε φορά -και τη σκοπιμότητα που υπηρετούσε.2 Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η εικονογράφηση των αισώπειων μύθων διαφοροποιείται όχι μόνο καλλιτεχνικά και ιστορικά αλλά και παιδευτικά, ανάλογα με το αναγνωστικό κοινό προς το οποίο απευθύνεται. Άλλη, λ.χ., η τεχνοτροπία και το ύφος στα παιδικά αναγνώσματα και άλλο σε φι λολογικού ή ζωγραφικού ενδιαφέροντος συλλο-
*5· Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις θα πα ρουσιάσουμε εντελώς διαγραμματικά τις διάφο ρες τάσεις που επικράτησαν στην εικονογραφική αντιμετώπιση των αισώπειων μύθων, διακινδυ νεύοντας κάποια σχηματοποίηση ή υπεραπλοποίηση του ερευνητικού υλικού, με επίκεντρο τον ελληνικό χώρο.
αφιερωμα/41
Α . Συλλογές αισώπειων μύθων στην παραδοσιακή τους μορφή
την κατηγορία αυτή εντάσσουμε πρωταρχικά εκδόσεις φ ι λ ο λ ο γ ι κ ο ύ ενδιαφέροντος, που απευθύνονται σε ώριμο κοινό, ελληνόφωνο ή ξε νόφωνο (παλιότερα κυρίως σε λατινική μετά φραση και αργότερα σε νεότερες γλώσσες). Οι μύθοι παρουσιάζονται στις παραδομένες πα ραλλαγές του αττικού κειμένου ή σε (και με) πα ράλληλη μεταγραφή σε νεότερη γλωσσική διάλε κτο. Οι σκοποί αυτών των εκδόσεων ποικίλλουν από την ανιδιοτελή φιλομάθεια και αρχαιολα τρία (αγάπη των κλασικών γραμμάτων, φιλολο γική έρευνα, προβολή προγονικών θησαυρών) ίσαμε το σκόπιμο διαφωτισμό και την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης, όπως είναι, λ.χ., οι προεπαναστατικές εκδόσεις και η συλλογή του Α. Κοραή το 1810. Στις εκδόσεις αυτές δε διαφαίνεται ιδιαίτερη μέριμνα καλλιτεχνικής απόδοσης ή ερμηνείας των μύθων, κάτι που θα έπρεπε να αναμένουμε,
αν λάβουμε υπόψη μας τους στόχους των εκδό σεων. Αυτό δεν παρατηρείται μόνο στις παλιότερες εκδόσεις (π.χ. του Μάξιμου Πλανούδη «Αι σώπου του Φρυγός βίος και μύθοι», 1479, ή στην ελληνο-λατινική συλλογή του 1574: «Aesopi Phrygi: Fabulae Graece et Latine», Adverpiae), αλλά και σε νεότερες, όπως του Κοραή ή στη σύγχρονη εποχή του Α. Τάσου, «Αισώπου μύ θοι». Βιβλιοθήκη των Ελλήνων, τ. 2 (αρχαίο κεί μενο και μετάφραση). Συχνότερα απαντούμε την εικονογράφηση σε ξένες εκδόσεις - κι αυτό δεν είναι ανεξήγητο. Κοινό πάντως χαρακτηριστικό, ελληνικών και ξένων εκδόσεων, είναι ένας πρωτόγονος νατου ραλισμός συνδυασμένος με την καλλιτεχνική αδεξιότητα σε κλασικότροπο ύφος, που πρέπει να αποδοθεί τόσο στα λειψά τεχνικά μέσα όσο και στο ότι η εικονογράφηση δε γινόταν από αξιόλογους καλλιτέχνες - που δε μνημονεύονται άλλωστε.
Β. Μύθοι τον Αισώπου σε νεοελληνική μεταγραφή
* Q ναφέρομαι (όχι χωρίς κάποια εκβιαστική αυθαιρεσία) σε ουσιαστικές μεταγραφές, μορφολογικές και υφολογικές, των αισώπειων μύθων, στις οποίες το κίνητρο των συγγραφέων είναι καθαρά λογοτεχνικό και αποκτούν, γι’ αυτό, σο βαρό φιλολογικό ενδιαφέρον. Τέτοιες εργασίες είναι, για να περιοριστώ στις πιο γνωστές, του Γ. Περγιαλίτη, του Ν. Δρακουλίδη (Α. Δόξα), του Δ. Τροβά, του Α. Μάρταλη, του Γ. Νεγρεπόντη (θεατρική απόδοση) και άλλων που φτά νουν πίσω στο Βηλαρά και το Σούτσο. Αυτό βέ βαια δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να έχουμε ανάλογη ποιότητα και σε εκδόσεις ή εργασίες που έχουν στόχο το παιδί και την καλλιέργειά
του, όπως θα δούμε στα επόμενα. Αναφέρομαι ακόμη και στις φιλολογικές μεταφράσεις ποιότη τας, όπως είναι η γνωστή συλλογή του Θρ. Σταύ ρου. Σε συλλογές νεοελληνικών λαϊκών μύθων, που είναι δημιουργικές παραλλαγές αισώπειων μύθων, όπως είναι, λ.χ., του Γ. Μέγα (στα «Ελ ληνικά παραμύθια»), του Δ. Δουκάτου ι,.«τα «Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα» και «Νεοελ ληνικοί παροιμιόμυθοι») κ.ά. Καθώς λοιπόν οι εργασίες αυτές υλοποιούν βαθύτατα καλλιτεχνικά γούστα και ενδιαφέρον τα, αναμένουμε και η εικονογράφησή τους να εί ναι ανάλογη: απαλλαγμένη από τα στερεότυπα του ακαδημαϊσμού, το ρηχό εντυπωσιασμό και
42/αφιερωμα τις ψεύτικες καταστάσεις, που υποβάλλει η ηθικοδιδακτική πρόθεση. Με άλλα λόγια, να μετουσιώνει το λόγο σε εικονιστική φόρμα και να τον εμπλουτίζει με την ευαισθησία και τη φαντασία
του καλλιτέχνη, όπως ο διασκευαστής-λογοτέχνης. Δυστυχώς οι περισσότερες από αυτές τις εκδό σεις είναι φειδωλά ή καθόλου εικονογραφημέ νες. Μεμονωμένοι όμως μύθοι από αυτούς πέρα σαν στα σχολικά και τα ελεύθερα αναγνώσματα των παιδιών, καθώς και στα περιοδικά, όπου και βρίσκουμε σχετικές εικονιστικές παραστά σεις από εξαίρετους καλλιτέχνες (ο Ρ. Κοψίδης και ο Φ. Κόντογλου, στη συλλογή του Μέγα, ο Μ. Αργυράκης και ο Ν. Χουλιαράς, στα σχολι κά, κ.ά.). Από τις αυτοτελείς συλλογές σημειώνω, εντε λώς παραδειγματικά, τη θεατρική διασκευή του βίου και των μύθων του Αισώπου του Γ. Νεγρεπόντη «Ο φίλος μας ο Αίσωπος», με σχέδια της Αργυρώς, τη λογοτεχνική μετάφραση του Στρ. Τσίρκα «Αισώπειοι μύθοι», με σχέδια της Joan Kiddell - Monroe, και της Ε. Βαλαβάνη «Μύθοι του Αισώπου», με εικονογραφικές ερμηνείες του Αντ. Καλαμάρα -τρεις διαφορετικές μορφές με ταγραφής με τρεις διαφορετικές ζωγραφικές τε χνοτροπίες. Σχέδιο: Αντώνης Καλαμάτας. Ο Α.Κ. μας δίνει σωστούς πίνακες, πληθωρικούς αλλά καίριους, όπου όλα πάλλονται από κίνηση και δραματικότητα- και ένα σκώμμα που δεν πικραίνει, αλλά αντίθετα προξενεί ευχάριστη διάθεση. Δεν δι στάζει να χρησιμοποιήσει και λαϊκά στοιχεία.
Γ. Μύθοι τον Αισώπου στα σχολικά και εξωσχολικά αναγνώσματα CT την περίπτωση αυτή εύκολα ανακαλύπτει κα νείς τη στενή συνάφεια ανάμεσα στο γενικό πνευματικό, το κοινωνικό και, ειδικότερα, το παιδευτικό κλίμα που καθόριζε κάθε φορά τη χρήση του μύθου και στο είδος της εικονογραφικής τους ανάπλασης, καθώς και τα τεχνικά μέσα που διέθεταν εκδότες και καλλιτέχνες. Με βάση τις συναρτήσεις αυτές διαπιστώνουμε τα εξής: 1. Οι μύθοι χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκτα ση λίγες δεκαετίες πριν και μετά την Επανάστα ση και σε ίση μοίρα με άλλα «ηθικά ή ηθικότατα διηγήματα», πατριωτικά και θρησκευτικά κείμε να, με σκοπό τη διάπλαση αποδεκτού στο κοινω νικό κλίμα της εποχής ήθους των νέων και την ελληνόφρονη διαπαιδαγώγηση. Η στάση αυτή, η «ηθογραφική» και «ηθικοδιδακτική» είναι ορα τός (και συνειδητός^ στόχος της μετεπαναστατικής τέχνης,3 που επηρέασε και την εικονογράφη ση όλων γενικά των παιδικών βιβλίων. 2. Η διδασκαλία τους συμπυκνώνεται στις μι κρότερες τάξεις παρά,,ληλα με λαϊκές παροιμίες
*
και γνωμικά του ίδιου περιεχομένου. ■ 3. Από τη δεύτερη ή τρίτη δεκαετία του αιώνα μας παρατηρείται κάποια επιλεκτική χρήση του μύθου με προτίμηση τους στιχουργημένους και πιο γουστόζικους μύθους, για τη δημιουργία πνευματικής και ψυχικής ευεξίας στα παιδιά. Είναι μια στροφή που πρέπει να συνδεθεί από το ένα μέρος με τα νέα παιδαγωγικά ρεύματα (που έθεταν το παιδί στο κέντρο της διδακτικής πρά ξης) και απ’ το άλλο με τον αυξανόμενο εμπλου τισμό της νεοελληνικής μας λογοτεχνικής παρα γωγής, καθώς και με την έξαρση των λαογραφικών μελετών. Έτσι στα αναγνωστικά των σχο λείων εισρέουν λαϊκά παραμύθια και μύθοι, δη μοτικά τραγούδια, κείμενα από τα ήθη και έθι μα, νεοελληνικά ποιήματα και αφηγήματα, φυ σιολατρικές και πατριδογνωστικές περιγραφές κ.τ.ό. Από την άποψη αυτή η παρακάτω δειγμα τοληψία είναι ενδιαφέρουσα: Στο «Μέγα Αλφα βητάριο» του Χαρ. Πούλιου (1881) περιέχονται εννέα αισώπειοι μύθοι· στο «Ελληνικό Αναγνω σματάριο» Β' Δημοτικού του Χαρ. Παπαμάρκου
αφιερωμα/43 (1907) περιέχονται δώδεκα μύθοι, ενώ onto αντί στοιχο του Αρ. Κουρτίδη (1932) πέντε, στο «Ερ γασία και Χαρά» (X. Δημητρακοπόύλου, 1953) μόνο ένας και στα «Κρινολούλουδα» (Αρ. Παπαδοπούλου - Μυρτιώτισσας το 1939) κανένας. 4. Στα παλιότερα αναγνωσματάρια οι μύθοι εικονογραφούνται σπανιότερα, με υποτυπώδεις ξυλογραφίες ακαδημαϊκής τεχνοτροπίας, που δεν προσθέτουν τίποτε στο νόημα ή τη διδακτική λειτουργία του μύθου. Καθώς πλησιάζουμε στα μέσα του αιώνα μας εντείνεται το ενδιαφέρον για αρτιότερη εικονιστική στήριξη, λειτουργικά δεμένη, τόσο με το δραματικό μέρος του μύθου, όσο και με το διδακτικό κλίμα του βιβλίου, όπως το σκιαγραφήσαμε πιο πάνω. Οι ίδιοι οι εικονογράφοι, που είναι πια επώνυμοι και καταξιωμέ νοι ζωγράφοι (Βώττης, Μοντεσάντου, Κοντόπουλος, Μενδρινού, Βαλασάκης, Απέργης κ.ά.), μεταφέρουν ένα καινούριο πνεύμα, καθώς ανα σύρουν και προβάλλουν μέσα από το περιεχόμε νο την κίνηση την αφηγηματική, την ειρωνεία και τη χιουμοριστική διάθεση -όπως επιχειρούν από την πλευρά τους και οι διασκευαστές των μύθων. 5. Μετά το 1982, όταν συντάχτηκαν συλλογικά τα νέα σχολικά βιβλία, οι μύθοι του Αισώπου επανήλθαν στα αναγνώσματα όλων των τάξεων, αλλά με εντελώς διαφορετική διδακτική λειτουρ γία: Από π α ι δ ε υ τ ι κ ή άποψη, επιλέγονται οι σκωπτικοί, διασκεδαστικοί ή επικριτικοί της κοινωνικής ανισορροπίας ή όσοι προκαλούν κά ποιο προβληματισμό. Από άποψη δ ι δ α κ τ ι κή, εντάσσονται στους ευρύτερους γλωσσικούς σκοπούς, όπου προβάλλεται περισσότερο η λο γοτεχνική τους αξία και επιλέγονται γι’ αυτό οι δοκιμότερες μεταφράσεις^) διασκευές παράλλη λα με τις λαϊκές παραλλαγές τους. Γενικά οι μύ-
βιβλίο.
θοι χρησιμοποιούνται όπως και τα άλλα είδη της λογοτεχνικής μας παράδοσης από την αρχαιότη τα ίσαμε σήμερα, ως υλικό δηλαδή και μέσο εξοικείωσης των μαθητών με το σύνολο της ελλη νικής γραμματείας και αισθητικής καλλιέργειας. Από άποψη ε ι κ α σ τ ι κ ή , η μεταχείριση ήταν ανάλογα ανανεωτική. Κλήθηκαν άλλωστε
Μια τελείως διαφορετική αντιμετώπιση του αισώπειον μύθου από την Αρτ. Νικολαΐδου. Το ηθικό - κοινωνικό δίλημμα του πατέρα (να βρέξει για τη μια κόρη ή να ξαστερέψει για την άλλη) προβάλλεται μπροστά στον ουρανό με τρόπο αυμβολικόαλληγορικό, αλλά απόλυτα παιδικό, παραστατικό, επιφανεια κά αφελή (Η Γλώσσα μου, Γ' Δημ. 1983).
και τους εικονογράφησαν καταξιωμένοι καλλιτέ χνες από όλο το φάσμα των σύγχρονων καλλιτε χνικών τεχνοτροπιών (Α. Αβαγιανός, Στ. Ανθόπουλος, Μίνως Αργυράκης, Τζ. Δρόσου, Ε. Μωραΐτου, Αρτ. Νικολαΐδου, Γ. Νικολακόπουλος, Ν. Χουλιαράς). Χωρίς να παραγνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες της παιδικής ευαισθησίας στην τέχνη και τη νοητική τους κατάσταση, εκ φράστηκαν ελεύθερα και δημιουργικά, αδέσμευ τα από κάθε άλλη σκοπιμότητα και δίχως την ψευτιά που επέβαλλαν άλλοτε η αντίληψη του «παιδιάστικου» και η σεμνοτυφία - η υποτίμηση του παιδιού. Αναφορικά τώρα με τις επιδόσεις των καλλι τεχνών σε εξωσχολικά παιδικά βιβλία, η έρευνα φέρνει στην επιφάνεια μια παράλληλη με τα σχο λικά αναγνώσματα πορεία. Ωστόσο, μολονότι θα περίμενε κανείς εκδόσεις με ανώτερη ποιότητα στον εικονογραφικό τομέα - και υπάρχουν κά ποιες εξαιρέσεις - η στάθμη παραμένει στο σύ νολό της χαμηλή, γιατί οι στόχοι μετατρέπονται σε εμπορευματικές επιδιώξεις. Επιπλέον, καθώς
44/αφιερωμα απευθύνονται κυρίως σε παιδιά μικρότερης ηλι κίας, η μέριμνα περιορίζεται στον εντυπωσιασμό μέσω του χρώματος, του σχήματος και άλλων εξωτερικών στοιχείων που κάνουν τα βιβλία ελ κυστικά. Απουσιάζουν η έμπνευση, η ευρηματικότητα και η γνησιότητα της έκφρασης, εδραιώ νονται η πολυχρωμία και η δεξιοτεχνία (που ταυτίζεται σχεδόν με το φωτογραφικό νατουρα-
λισμό) με μεταφορές ξένων εικονογραφιών ή με απομιμήσεις τους, ξεφτίζοντας το ταλέντο σε πατριδογνωστικές παραστάσεις παλιότερων σχο λικών εγχειριδίων.4 Οι εξαιρέσεις είναι λαμπρές και ανήκουν στην επόμενη κατηγορία, που θα παρουσιάσω δειγμα τοληπτικά.
Δ. Μύθοι τον Αισώπου μεταγραμμένοι εικαστικά
I την περίπτωση αυτή περιλαμβάνονται εκδό σεις ή έργα που έχουν καθαρά καλλιτεχνικό εν διαφέρον, τόσο από την άποψη του δημιουργού όσο και από την άποψη του αναγνώστη-θεατή. Τα ερωτήματα στα οποία καλείται να απαντή σει ο μελετητής είναι πολλαπλά και καίρια -και δεν είναι του παρόντος άρθρου: Τι απέδωσε, π.χ., η αρχαία αγγειογραφία συγκριτικά με τους άλλους μύθους; Τι απέδωσαν η αρχαία και νεό τερη ζωγραφική και γλυπτική; Τι ήταν αυτό που κυρίως ενέπνευσε τους καλλιτέχνες- στο βαθμό που αυτό έγινε; Τι προσπάθησαν (ή θα ήθελαν) να ανακαλύψουν και να ανασύρουν από τον αισώπειο μύθο: το δραματικό στοιχείο, την ειρω νεία και το σκώμμα, την αλληγορία και το συμ βολισμό ή κάποια κοινωνική φιλοσοφία για τη ζωή και τον άνθρωπο; Ακόμα, ως ποιο βαθμό θα μπορούσε η εικόνα να υποκαταστήσει το λό γο, σαν αυτόνομη γλώσσα επικοινωνίας, όπως, λ.χ., σε γελοιογραφικές σειρές, όπου ο λόγος συμπληρώνει υπαινικτικά την παράσταση; Φαίνεται πως στην κατεύθυνση αυτή τα απο τελέσματα είναι πενιχρά, τουλάχιστο στον ελλη νικό χώρο. Ίσως το ηθοπλαστικό περιεχόμενο των μύθων αυτών να μη συμβιβαζόταν με την αντίληψη του αρχαίου, που είχαν ανέκαθεν οι καλλιτέχνες ή δεν τους άφηνε περιθώρια ελεύθε ρης έκφρασης και ερμηνείας της ζωής, καθώς μάλιστα απουσιάζουν στοιχεία ζωτικά της υπαρ ξιακής μας επιβεβαίωσης και δικαίωσης, όπως είναι ο έρωτας, η αντ.νομία της ζωής και του θα νάτου, η πάλη των ηρώων και ιδεών κτλ. Γι’ αυ τό και σε νεότερες εποχές -κυρίως στην Ευρώπη και την Αμερική- πολλοί καλλιτέχνες μετέφρα σαν το ανθρωποπλαστικό νόημα των αισώπειων μύθων σε αλληγορικές ερμηνείες της σύγχρονης κοινωνίας.5 Οπωσδήποτε, από την αρχαιότητα ακόμη,
έχουμε ενδείξεις ότι ο Αίσωπος είχε κινήσει το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών! Αν είναι σωστός ο λόγος του Lesky ότι «το ίδιο το μυθιστόρημα του Αισώπου (σ.σ. για τη ζωή του) υπήρξε η αρχαιό τερη συλλογή μύθων», τότε αρχαιότερη ίσως ει κονογράφηση παραμένει η παράσταση του Αι σώπου, σε έναν αμφορέα, να συνδιαλέγεται με ένα από τα ζώα του, την αλεπού, το καλύτερο και πιο πετυχημένο γελοιογραφικό απόκτημα που έχουμε. Μεταγενέστερα έχουμε ένα αντίγρα φο της προτομής του από το Λύσιππο στη Ρώμη (βίλλα Albani), μια ζωγραφική απεικόνισή του από το Velasquez και άλλη από τον Goya, κα θώς και τμήματα γλυπτού από σύνθεση Ρ.Λε Γκρος, με όλα τα ζώα των μύθων του να τον πε ριτριγυρίζουν. Στις αλληγορικές αποδόσεις των νεότερων χρόνων τα ζώα «μετεμψυχώνονται» σε ανθρώπι νους κοινωνικούς τύπους της εποχής και το δι δακτικό νόημα του μύθου μεταλλάσσεται σε κοι νωνική σύγκρουση όχι ανάμεσα σε τύπους συμ περιφοράς, όπως θα το ήθελε ο Αίσωπος, αλλά σε κοινωνικές τάξεις. Από την ελληνική εικονογραφία της εποχής μας, θα περιοριστώ σε δυο μόνο περιπτώσεις, αντιπροσωπευτικές διαφορετικών τάσεων στο χώρο των παιδικών εκδόσεων. Η πρώτη είναι μια εργασία του Π. Βαλασάκη «Μύθοι Αισώπου» - διασκευή και εικονογράφη ση δώδεκα μύθων από τον ίδιο. Ο ζωγράφος, σε μεγάλες συνθέσεις, μεγεθύνει και εμπλουτίζει τις αισώπειες καταστάσεις, μέσα από το χιούμορ και τη σάτιρα, ζωντανεύοντας το λόγο με το χρώμα, την κίνηση και τη δραματική αφηγηματι κή του. Ωστόσο το κλίμα παραμένει «αρχαϊκό» (ενδυμασία, αντικείμενα, περίγυρος) και δε με ταφυτεύεται στο σήμερα- αντίθετα η φαντασία μας αφήνεται να αναστηλώνει τον αρχαίο κόσμο.
αφιερωμα/45 Κάπου επιχειρείται ανθρωποποίηση αλληγορική, όπου ο τζίτζικας (ως λυράρης) ζητάει φαγη τό από τον καλοθρεμμένο «νοικοκύρη» (το μυρ μήγκι) - και κρίμα που δε μας έδωσε περισσότε ρα τέτοια δείγματα. Η δεύτερη περίπτωση παρουσιάζει ειδικό εν διαφέρον. Πρόκειται για δουλειά του Σπ. Ορνεράκη πάνω σε ένα και μόνο μύθο, που αποδίδε ται στον Αίσωπο, όπως τον παρουσιάζουν οι διασκευαστές («Η διψασμένη Αραπίνα» των Γ. Μαραγκουδάκη και των παιδιών του, Φωτεινής και Παναγιώτη). Ο μύθος διασκευάστηκε (σε σύγχρονη φόρμα) τόσο ελεύθερα, ώστε να ενεργοποιεί τη σκέψη των αναγνωστών (παιδιών κυρίως) σύμφωνα με τα πορίσματα της γνωστικής ψυχολογίας και τις αντιλήψεις του J. Piaget -μια άλλη διδακτική αν-*123
Σημειώσεις
1. Albin Lesky: «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λ ο γο τεχνίας», 3η έκδ. (μετάφραση Αγ. Τσοπανάκη) σελ. 235 κ.ε. 2. Βλέπε και Α. Βουγιούκα: Ο ι περιπέτειες του Αισώ που στη νεότερη Ελλάδα (Δοκίμια εκπαιδευτικού προβληματισμού. Εκδ. Φελέκη, 1986). 3. Βλέπε σχετικά το ενδιαφέρον βιβλίο της Αφροδ.
τίληψη για το μύθο. Ο μύθος τεμαχίζεται (στο πρώτο μέρος) σε μι κρές υπαινικτικές φράσεις, που μπαίνουν σαν λεζάντες κάτω από ολοσέλιδες συνθέσεις του ζωγράφου. Ο ζωγράφος εξεικονίζει πλούσια και παραστατικά τον προβληματισμό του κειμένου, ανοίγοντας απέραντο πεδίο δημιουργικής σκέ ψης: υπόθεση, λύση, αποτελέσματα. Συνάμα οι αναγνώστες δέχονται την αισθητική χαρά και την πληρότητα που υποβάλλει η τέχνη. Γιατί ο καλλιτέχνης καταφέρνει να διατηρήσει την αυτο νομία του και να διαφυλάξει την τέχνη από κάθε φαλκίδευσή της στο διδακτικό στόχο. Κι αυτό ας είναι ένα σημαντικό δίδαγμα για όλους όσοι καταπιάνονται με τον Αίσωπο, λογο τέχνες και καλλιτέχνες, εκδότες και διασκευαστές. Κούρια. «Το π α ιδ ί στη νεοελληνική τέχνη». Εκδ. ΔΩΔΩΝΗ, 1985. 4. Βλ. Αντ. Μπενέκου: «Το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο», ΔΙΠΤΥΧΟ 1981 και περιοδ. ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 94, 1984. 5. Ενδιαφέρουσες είναι οι εκδόσεις: α) Aesop: Five Centuries o f Illustrated Fables. Ed. by John J. Mckenzy N.Y. Metr. Museum of Art, 1964 και β) Ben nett’s Fables from Aesop and Others. Charles H. Ben nett. The Viking Press 1978. N.Y. (Με θαυμάσιες έγχρωμες εικονογραφήσεις του περασμένου αιώνα).
m ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ Ο Κ Ο Σ Μ Ο Σ Τ Ο Υ Π Α ΙΔ ΙΟ Υ Ένα βιβλίο για τους γονείς, για τους εκπαιδευτικούς, για την οικογένεια. Απαντήσεις στα προβλήματα της διαπαιδαγώγησης του παιδιού και του εφήβου. Από ομάδα σοβιετικών παιδαγωγών, εκπαιδευτικών, ψυχολόγων και άλλων ειδικών
Κυκλοφόρησε
Ο ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ: Ε Φ Η Β Ε ΙΑ • Η εφηβεία από φυσιολογική άποψη. · Οι σχέσεις των εφήβων με τους συνομήλικους, με τους ενήλικες, με τον εαυτό τους. · Οι σχέσεις αγοριών και κοριτσιών στην εφηβεία. · Ο έφηβος στο σχολείο, στη δουλειά, στην οικογένεια. · Πως να βοηθήσουμε τον έφηβο. · Η εξάσκηση του σώματος και του νου. · Προετοιμασία για το πέρασμα στη νεότητα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΕ, Ζαλόγγου Π, 106 81 Αθήνα, τηλ. 3640713-3615617
46/αφιερωμα
Μ αρούλα Κ λιάφα
Οι μύθοι fe©U
f li^ k iF is u
η λαϊκή παράδοση Σχέδιο: Αντώνης Καλαμάρας
χηση είχαν οι αλληγορικές και συχνά ευτράπελες διηγήσεις του στο λαό. Και δεύτερο, γιατί ο Αί σωπος με το μύθο αυτό δεν καυτηριάζει μόνο την αδιαφορία του αθηναϊκού λαού για τα κοινά αλλά σατιρίζει και τον ίδιο του τον εαυτό. Κι αυτό μόνο ένας γνήσιος παραμυθάς, μ’ έμφυτη την αίσθηση του χιούμορ, μπορεί να το κάνει. Κι ο Αίσωπος φαίνεται πως ήταν σπουδαίος παραμυθάς, αν και από τους μύθους του, έτσι όπως διασώθηκαν, λείπει η χαρά της διήγησης. Θέλω να πω πως οι μύθοι του δεν έχουν τα ιδιαίτερα εκείνα χαρακτηριστικά του παραμυ θιού. Δεν είναι διηγήσεις πλουμιστές, σπιρτόζες, πνευματώδεις, αλλά διηγήσεις σύντομες, ακρι βείς και σαφείς, με ηθικοπλαστικό κυρίως περιε χόμενο. Όμως, από την εποχή που λέγονταν οι μύθοι αυτοί -αν δεχτούμε πως ο Αίσωπος ήταν πρόσω πο υπαρκτό που έζησε τον 6ο αιώνα στη Φρυ γία- ως τη στιγμή (316 π.Χ.) που ο Δημήτριος ΡΙΣΚΩ το μύθο αυτό σημαντικό για δυο λό Φαληρέας, ακούγοντάς τους από το στόμα των γους. Πρώτο, γιατί μας φανερώνει πόσο δη χωρικών της Αττικής, τους κατέγραψε, μεσολά μοφιλής ήταν ο Αίσωπος και πόση μεγάλη απή βησαν αρκετοί αιώνες και κανείς πια δεν μπορεί
r -t ΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ πρόσφατα τους μύ_j θους του Αισώπου, στάθηκα σ’ ένα μύθο που τον είχα εντελώς ξεχάσει. 'Ισως γιατί τότε που τον πρωτοδιάβασα δεν του έδωσα τη δέουσα σημασία. Είναι ο μύθος που λέει πως μια μέρα ο ρήτορας, Δημάδης μιλούσε στους Αθηναίους. Εκείνοι όμως δεν πολυπρόσεχαν τα λόγια του κι ο ρήτορας, για να τους αποσπάσει την προσοχή, τους είπε πως θα τους διηγηθεί ένα μύθο. Αρχι σε λοιπόν να λέει: «Η Δήμητρα, ένα χελιδόνι κι ένα χέλι πορεύονταν τον ίδιο δρόμο. Φτάνοντας σ’ ένα ποτάμι το μεν χελιδόνι πέταξε το δε χέλι βούτηξε...». Αυτά είπε κι ύστερα σώπασε. Τότε όι Αθηναίοι τον ρώτησαν: «Κι η Δήμητρα τι έγι νε;». Κι ο Δημάδης απάντησε: «Η Δήμητρα σας σιχάθηκε όλους εσάς, που αφήνετε τις υποθέσεις της πολιτείας και καταπιάνεστε με τους μύθους του Αισώπου».
Β
αφιερωμα/47 ση και τη συμπλήρωναν αργότερα, μ’ αποτέλε σμα συχνά να γίνονται λάθη στην αρίθμηση και στο τέλος κάποιου μύθου να προστίθεται το επι μύθιο του προηγούμενου. Πάντως, επιμύθιο υπήρχε πάντοτε στους μύ θους του Αισώπου. 'Αλλωστε εδώ βρίσκεται και η διαφορά μεταξύ μύθου και παραμυθιού. Ο μύθος πλάστηκε εξ’ αρχής για να διδάξει και να φρονηματίσει, ενώ το παραμύθι κύριο στόχο έχει την τέρψη, χωρίς βέβαια ν’ αποκλείε ται και κάποιος έμμεσος διδακτισμός. ΛΑΪΚΗ μας παράδοση, άλλοτε με τη μορ φή παραμυθιού κι άλλοτε με τη μορφή πα ροιμίας, έχει διατηρήσει πάμπολλα στοιχεία από τους μύθους του Αισώπου. Συχνά μάλιστα οι νεοελληνικές παροιμίες είναι πιο παραστατικές και εύγλωττες και τα παραμύθια, από λογοτεχνι κή άποψη, πιο άρτια. Ας πάρουμε για παράδειγ μα τον αισώπειο μύθο «Ο γεωργός και το φίδι που σκότωσε το παιδί του». Έ να φίδι, λέει ο Αίσωπος, δάγκωσε το παιδί ενός γεωργού. Ο γεωργός παραφύλαξε το φίδι και, μόλις βγήκε από τη φωλιά του, προσπάθησε να το χτυπήσει με το τσεκούρι του, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να χτυπήσει την πλαϊνή πέ τρα. Τότε ο γεωργός φοβήθηκε και λέει στο φίδι: «Ας γίνουμε φίλοι». Και το φίδι του λέει: «Ούτε εγώ μπορώ να σε συμπαθήσω βλέποντας την τσακισμένη πέτρα, ούτε εσύ, βλέποντας τον τά φο του παιδιού σου». Πάνω σ’ αυτό το μύθο είναι βασισμένο το πα ραμύθι του Πόντου «Ένας άνθρωπος και ένα οφίδι», καθώς και «Ο τσοπάνης και το φίδι φί λοι», παραμύθι της Ανατολικής Θράκης. Ακόμα βρίσκουμε παραλλαγές του παραμυθιού στη Μυ τιλήνη, την Πελοπόννησο και τη Ζάκυνθο. Ο Γ. Μέγας παρατηρεί πως σ’ όλα αυτά τα πα ραμύθια η αλληλουχία των γεγονότων έχει μια λογική συνέπεια, γιατί ο λαϊκός παραμυθάς δια τήρησε μεν τον ηθικό και διδαχτικό χαρακτήρα του αισώπειου μύθου, αλλά συγχρόνως τον προ σάρμοσε στις αντιλήψεις και τις δοξασίες που επικρατούσαν στην εποχή του. Σε μια παραλλα γή, λ.χ., του παραμυθιού, το φίδι κι ο τσοπάνης συνδέονται όχι μόνο με φιλία αλλά και με αμοι βαία συμφέροντα. Γιατί ο τσοπάνης αφήνει στο καρδάρι λίγο γάλα για το φίδι κι εκείνο, σ’ αν τάλλαγμα, του αφήνει μια λίρα. Το παιδί όμως του τσοπάνη, θέλοντας ν’ αποκτήσει μονομιάς όλες τις λίρες, προσπαθεί να το σκοτώσει, οπότε εκείνο το δαγκώνει. Σ’ άλλη παραλλαγή αναφέρεται πως το παιδί τυχαία πάτησε το φίδι κι εκείνο πόνεσε και το δάγκωσε. Ό σο για τη στάση του πατέρα, που στο παρα μύθι όχι μόνο ξαναζητάει τη φιλία του φιδιού αλλά του προσφέρει ψωιιί κι αλάτι (αλλού αλεύ
Η
να ξέρει ποια ήταν η αρχική τους μορφή. Η προφορική παράδοση συχνά διασώζει ακέ ραια την αρχική διήγηση. Όμως δε συμβαίνει το ίδιο και με τη γραφτή. Οι μύθοι του Αισώπου που έφτασαν στα χέρια μας προέρχονται από διάφορες συλλογές κι είναι γνωστό πως οι συλ λογείς συχνά αποκλείουν τα ανεκδοτολογικά στοιχεία και τα λογοπαίγνια και περιορίζονται στα διδακτικά. Οι μελετητές πιστεύουν πως αυτό ακριβώς συνέβη και στους μύθους του Αισώπου. Την άποψή τους αυτή τη στήριξαν κυρίως στη χαλαρή σχέση που υπάρχει μεταξύ του κειμένου και του επιμυθίου. Ο προσεχτικός αναγνώστης των αισωπείων μύθων θα παρατηρήσει μ’ έκπληξη πως μερικά επιμύθια στηρίζονται σε κάποια λεπτομέρεια της αφήγησης και δεν έχουν άμεση σχέση με τη βασι'κή της υπόθεση. Μα για όλα αυτά υπάρχει μια εξήγηση. Οι αρ χαίοι κι αργότερα οι Βυζαντινοί έδιναν πολύ με γάλη σημασία στο επιμύθιο, γιατί εκεί βρισκόταν το ηθικό δίδαγμα. Γι’ αυτό και οι μεταγραφείς έγραφαν το επιμύθιο με κόκκινα γράμματα. Επειδή όμως δεν ήθελαν ν’ αλλάζουν συχνά με λάνι, άφηναν στο τέλος κάθε μύθου λευκή τη θέ
48/αφιερωμα ρι και μέλι), εξηγείται θαυμάσια. Ο πατέρας δε φοβάται το φίδι, όπως το θέλει ο αισώπειος μύ θος, αλλά σκέφτεται υστερόβουλα. Στοχεύει στις λίρες που του δίνει το φίδι. ΞΙΟΠΡΟΣΕΧΤΗ είναι η ζακυνθινή πα ραλλαγή. Εδώ, ο παραμυθάς λέει πως το φίδι είναι το καλό στοιχείο του σπιτιού (δοξασία που ακόμα και σήμερα επικρατεί στον τόπο μας) και πως ο νοικοκύρης, που δεν το ήξερε, σήκωσε το τσαπί να το σκοτώσει. Τότε, το φίδι θύμωσε και του πήρε το παιδί του. Ο πατέρας καλοπιά νει το φίδι προσφέροντάς του ψωμί κι εκείνο του δίνει πίσω ζωντανό το παιδί προειδοποιώντας τον πως «αν από δω και μπρος το πειράξει θα καταστρέψει κι αυτόν και ούλη τη φαμιλιά του». Αλλά κι ένας ακόμα αισώπειος μύθος «Το φίδι κι ο κάβουρας» έχει περάσει στη λαϊκή παράδο ση. Σύμφωνα με το αρχαίο κείμενο «Ο κάβουρας και το φίδι ζουν μαζί. Ο κάβουρας φέρεται φιλι κά ενώ το φίδι είναι πονηρό και δόλιο. Ο κά βουρας συνεχώς το συμβουλεύει να συμπεριφέρεται με ειλικρίνεια αλλά εκείνο δε συμμορφώνε ται. Έτσι μια μέρα, ο κάβουρας θυμώνει και, ενώ το φίδι κοιμάται, ο κάβουρας το αρπάζει από το λαιμό και το σκοτώνει». Παρόλο που ο μύθος θέλει να μας διδάξει πως όσοι πλησιάζουν με δόλο τους φίλους τους τελικά βλάπτονται πε ρισσότερο οι ίδιοι, στη διήγηση δε φαίνεται που θενά η δολιότητα του φιδιού. Αντίθετα, ο κά βουρας φέρεται μπαμπέσικα, αφού το σκοτώνει στον ύπνο του. Και φυσικά η πράξη του αυτή δε συμβιβάζεται με τους ηθικούς κανόνες. Όμως, οι μύθοι του Αισώπου δεν αποσκο πούσαν στο να διδάξουν ηθική, αλλά να μάθουν στους ανθρώπους ν’ αντιμετωπίζουν τη ζωή όπως είναι! Με τις ασχήμιες της και τη μιζέρια της. Το ίδιο άλλωστε κάνει κι ο λαϊκός παραμυ θάς. Πλάθει μια ιστορία και με τρόπο δηκτικό θίγει τα κακώς κείμενα. Προσπαθεί μέσα από την ιστορία του να επισημάνει και να καυτηριά σει τον τρόπο που σκέφτεται και πράττει ο άν θρωπος. Ο Γάλλος Emile Chambry, ο οποίος έχει μετα φράσει κι έχει σχολιάσει τους μύθους του Αισώ που, γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου του πως «ο μύθος, όντας ένα είδος κατ’ εξοχήν λαϊκό, οφείλει ν’ αντικατοπτρίζει τις περί ηθικής ιδέες του λαού. Όμως ο λαός, τόσο στην ηθική, όσο και στην τέχνη, δεν ξεπερνάει ποτέ το επίπεδο της μετριότητας. Η μέριμνα για την εσωτερική τελείωση, η αναζήτηση του ιδεώδους της αρετής, η αφοσίωση στις μεγάλες ιδέες είναι έννοιες ξέ νες προς τη σκέψη του. Ο λαός εκτιμά περισσό τερο τις κοινωνικές εκείνες αρετές, από τις οποίες μπορεί ν’ αντλήσει κάποιο όφελος. Αρε τές όπως είναι η πίστη στη φιλία, η αναγνώριση της ευεργεσίας, η αγάπη προς την εργασία, η ει
λικρίνεια, η μετριοπάθεια. Κι αυτές ακριβώς τις αρετές μας διδάσκουν οι μύθοι του Αισώπου». Κρινόμενος λοιπόν με τα μέτρα της σωκρατι κής ή της χριστιανικής ηθικής, ο παραπάνω μύ θος φαίνεται ανήθικος. Αλλά μήπως η ανηθικότητα δεν αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα της καθημερινής ζωής; Ωστόσο, στο συγκεκριμένο μύθο, η λαϊκή πα ράδοση δικαιολογεί τη στάση του κάβουρα. Στην παραλλαγή, λ.χ., των Μεγάρων, που έχει τον τίτλο «Κάβουρας και φίδι», ο παραμυθάς υπο στηρίζει πως «άμα οι δυο φίλοι τέλειωσαν το φαί, το φίδι ήρθε στο κέφι κι όλο «γεια σου, κουμπάρε» έλεε κι αγκάλιαζε τον κάβουρα. Κι ο κάβουρας έλεε «σιγά, κουμπάρε, πολύ με σφίγ γεις», αλλά το φίδι έλεε «Μα σ’ αγαπάω πολύ» κι όλο κουλουριαζόταν ολόγυρα στον κάβουρα, τόσο που κόντευε πια να τον σκάσει. Και τότε ο κάβουρας απελπίστηκε και του πάτησε μια δαγκωματιά». Στη νεοελληνική δηλαδή παράδοση η πράξη του κάβουρα εμφανίζεται σαν αυτοάμυνα. ΜΩΣ τα δυο αυτά παραδείγματα δεν είναι και τα μοναδικά. Στη νεοελληνική παράδο ση, όπως ήδη ανέφερα, βρίσκουμε πάμπολλα στοιχεία από τους μύθους του Αισώπου. Πολλές από τις παροιμίες μας βασίζονται στα επιμύθια, των αισωπείων μύθων. Θ’ αναφέρω μερικά παραδείγματα. Το επιμύθιο της διήγησης «Αηδόνι και γερά κι» λέει: «Είναι ανόητοι εκείνοι που εγκαταλείπουν ό,τι έχουν στα χέρια τους με την ελπίδα να βρουν μεγαλύτερα» και το επιμύθιο της διήγησης «Ψαράς και μαρίδα» επισημαίνει: «Είναι άμυα λος όποιος ελπίζοντας για μελλοντικά κέρδη, αφήνει τα μικρά που ’χει στο χέρι». Κι ο λαός μας λέει: «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει». Μα και η παροιμία «Ο γεωργός θέλει βροχή κι ο κεραμεύς την ξέρα», που σημαίνει πως καθέ νας επιδιώκει το συμφέρον του, βασίζεται στον αισώπειο μύθο «Ο πατέρας κι οι κόρες». Θ’ αναφέρω ακόμα δυο παροιμίες. Σ’ όσους γκρινιάζουν και δυσφορούν αδικαιολόγητα λέ με: «Αντί να βογκήσει το βόδι, βογκάει τ’ αμάξι» Η ίδια ακριβώς φράση υπάρχει στο μύθο «Τα βόδια και ο άξονας»: «Ε, φίλε, λένε τα βόδια στον άξονα που έτριζε, εμείς τραβάμε όλο το βά ρος και συ φωνάζεις;». Και η γνωστή παροιμία «Ό σα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια», που τη λέμε για εκείνους που προσπαθούν ν’ αποφύγουν ή να δι καιολογήσουν κάτι το οποίο δεν είναι ικανοί να κάνουν, έχει τις ρίζες της στον αισώπειο μύθο «Αλώπηξ και βότρυς». Είναι γνωστό πως ο Αίσωπος ή, για να ακρι-
αφιερωμα/49 βολογούμε, οι Έλληνες - γιατί ο Αίσωπος δεν έκανε τίποτ’ άλλο παρά να μορφοποιεί με χις αλληγορικές του διηγήσεις τη λαϊκή σοφία - έκρυβε τους ανθρώπινους χαρακτήρες πίσω από μάσκες ζώων. Είναι χαρακτηριστικό πως από τους 358 μύθους του οι 255, δηλ. τα τρία τέταρτα, αναφέρονται σε ζώα. Το λιοντάρι συμβολίζει το μεγα λείο, η αλεπού την πονηριά, ο λύκος τη βιαιότη τα, το μυρμήγκι την προνοητικότητα, το φίδι τη δολιότητα. Αλλά το προσωπείο αυτό από τη μια μεριά έκρυβε κι από την άλλη φανέρωνε τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου. Είναι χαρακτηριστικό πως τα ίδια αυτά σύμ βολα έχουν περάσει και στη νεοελληνική παρά δοση. «Ένας μεγάλος βασιλιάς / ωσάν αητός διαβαί νει / ώσπου να βγουν να τον ιδούν / στη Σαλονί κη μπαίνει». Σαν αετό θέλει να βλέπει η λαϊκή μούσα το βασιλιά Κωνσταντίνο που μπαίνει στη Θεσσαλο νίκη επικεφαλής του ελληνικού στρατού. Κι εμείς, όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε έναν άν θρωπο πονηρό, λέμε: «Είναι αυτός μια αλε πού...». Κι άλλοτε πάλι, θέλοντας να δηλώσουμε πως κάποιος είναι πανούργος και καταχθόνιος, τον αποκαλούμε «φίδι κολοβό» ή καμιά φορά και «πύθωνα». ΕΛΕΤΩΝΤΑΣ τη νεοελληνική λαϊκή πα ράδοση παρατηρούμε πως έχουν διεισδύσει σ’ αυτήν όχι μόνο μια σειρά από πολιτιστικά και κοινωνικά στοιχεία αλλά κι ένα σωρό προ καταλήψεις. Τις ίδιες αυτές προκαταλήψεις συ ναντάμε και στους μύθους του Αισώπου. Π.χ., στο μύθο «Ερμού άμαξα και Άραβες» είναι ολο φάνερη η μεροληψ ία και η προκατάληψη σε βά ρος των Αράβων. «Ο Ερμής, λέει ο μύθος, περιόδευε κάποτε τη γη μ’ ένα αμάξι γεμάτο πανουργίες, ψέματα και απάτες και μοίραζε λίγο λίγο το φορτίο του σε κάθε περιοχή. Ό ταν έφτασε στη χώρα των Αράβων, ξαφνι κά, έσπασε τ’ αμάξι. Τότε αυτοί άρπαξαν όλο το φορτίο σαν να ’ταν πολύτιμο και δεν άφησαν τον Ερμή να πάει παρακάτω, σ’ άλλους λαούς». Και στο επιμύθιο διαβάζουμε: «Οι Άραβες είναι ψεύτες και απατεώνες περισσότερο από κάθε άλλο έθνος». Στις νεοελληνικές παραδόσεις και στα παρα μύθια μας είναι εμφανής η αντιπάθεια του λαού μας για τον αράπη, που τις περισσότερες φορές εμφανίζεται σαν κακοποιό στοιχείο. Ο Ν. Πολίτης, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την αντιπάθεια του ελληνικού λαού προς τον αράπη, υποστηρίζει πως αυτή οφείλεται στο ότι συχνά ο διάβολος παριστάνεται με τη μορφή Αι θίοπα αλλά και στο ότι ο ϊ Έλληνες ταύτιζαν
τους Αιθίοπες με τους Σαρακηνούς, τους οποί ους θεωρούσαν άσπονδους εχθρούς. Πάντως, η προκατάληψη αυτή προς τους με λαψούς συνανθρώπους μας δεν εμφανίζεται μό νο μέσα στα παραμύθια μας αλλά και στη σύγ χρονη καθημερινή ζωή. Ας μην ξεχνάμε πως πολλοί γονείς θέλοντας να συνετίσουν το παιδί τους του λένε: «Αν δεν καθίσεις φρόνιμα, θα σε δώσω στη γύφτισσα». Ή «Μην γκρινιάζεις, για τί θα φωνάξω τον αράπη». Περιορίζομαι σ’ αυτά μόνο τα παραδείγματα, για να μην επεκταθώ και στα όσα φοβερά ήρθαν τελευταία στο φως της δημοσιότητας σχετικά με τη συμπεριφορά μας απέναντι στους τσιγγάνους. I βιογράφοι του Αισώπου υποστηρίζουν πως ο πατέρας των μύθων δολοφονήθηκε στους Δελφούς. Αργότερα βέβαια ο ελληνικός λαός παρασυρμένος από τη φήμη του, ιδιαίτερα κατά την εποχή του Αριστοφάνη, τον ανέστησε για να ζήσει μια δεύτερη ζωή. Ο κωμικός Πλά των, που έζησε στα τέλη του Πελοποννησιακού Πολέμου (404), βάζει σε μια σκηνή στο έργο του ένα πρόσωπο που ορκίζεται πως είχε πεθάνει αλλά πως η ψυχή του ξαναγύρισε στη γη, όπως ακριβώς συνέβη με τον Αίσωπο. Κι αργότερα, ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων διηγεί ται πως ο Αίσωπος όχι μόνο αναστήθηκε αλλά πως έλαβε μέρος και στη μάχη των Θερμοπυλών. Όμως φαίνεται πως ο Αίσωπος έζησε και μια τρίτη φορά. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως ένας κάποιος Πατάικος καυχιόταν πως ήταν ο Αίσω πος ή τουλάχιστον πως ήταν κάτοχος της ψυχής του. Όμως θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως ο Αίσωπος εξακολουθεί να ζει ακόμα και σήμε ρα. Γιατί, αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο Αίσωπος κι ο Καραγκιόζης έχουν πολλά κοινά σημεία. Καμπούρηδες, κακομούτσουνοι, φτωχοί και παρακατιανοί κι οι δυο, έλκουν την καταγωγή τους από την Ανατολή. Κι οι δυο πεθαίνουν κι ανασταίνονται με μεγάλη ευκολία. Μα το πιο σημαντικό, διαθέτοντας κι οι δυο την πείρα και τη σοφία του λαού μας, ασκούν, άλλοτε με αλλη γορίες κι άλλοτε με ευφυολογήματα και καλαμ πούρια, μια έντονη κοινωνική κριτική.
□ Βιβλιογραφία Esope: Fables: Emile Chambry. Αισώπου μύθοι: Εισαγωγή - μετάφραση Β. Τάσου. Αισώπειοι μύθοι και προφορική παράδοση: Γ. Μέγα, περιοδ. Λαογραφία, τομ. ΙΗ. Παραδόσεις: Ν. Πολίτη. Αγρίμια και πουλιά του τόπου μας: Ηρακλή ΚαραλέΠαροιμίες: Μ. Μερακλή.
50/αφιερωμα
Δ ιο νύ σ ιο ς Α . Τ ροβάς
Ο ι μύθοι του Α ισώ που ^ κι οι συλλογείς, μεταφραστές και διασκευαστές τους :3 Γ
«το γλυκύ του μύθου καλόν έχει δέλεαρ» (Αγαθίας)
© ταν ο πολύπαθος Οδυσσέας τα κατάφερε επιτέλους να φτάσει, ύστερ’ από τις γνωστές περιπέτειές του στο «ιμερτό» του νησί και να παρουσιαστεί, μεταμφιεσμένος, από τη θεά Αθηνά, σε γέρο ζητιάνο, στο χοιροβοσκό του, τον Εύμαιο, θέλοντας να τον κάμει να του δώσει μια χλαίνη, αρχίζει να του διηγείται μια πλαστή ιστορία.1 1. Όμηρος ξ, στ. 462. Σχέδιο: Αντώνης Καλαμάρας
ΙΣΤΟΡΙΑ αυτή είναι, μπορεί να πει κανείς, πιο πολλές φορές, πικρή και δυσάρεστη κι έτσι αποφεύγουμε να την πούμε. κι η πρώτη εμφάνιση του μύθου στην Ελλά δα, που τον χρησιμοποιούμε για να πούμε έμμε Ο μύθος ξεκινώντας από τις κοσμογονικές πα ραδόσεις των άγριων λαών, φτάνει στη μεγαλύσα και με πλάγιο τρόπο κάτι που διστάζουμε να το πούμε απευθείας κι ελεύθερα. τερή του ακμή στην αρχαία Ελλάδα με τον Αί σωπο, του οποίου η γοητεία του έργου του είχε Ο μύθος είναι ένα είδος πολύ αγαπητό στους παγκόσμια ακτινοβολία, γι’ αυτό και πολλοί εί λαούς, γι’ αυτό είχε μεγάλη διάδοση κι αλληλε πίδραση μεταξύ τους. Διαλέγει τους ήρωές του ναι εκείνοι που τον μιμήθηκαν κι ασχολήθηκαν από το ζωικό και το φυτικό βασίλειο και τους γενικότερα με τη ζωή και το έργο του, κάνοντας συλλογές των μύθων του, μεταφράζοντας και βάζει να μιλούν με θάρρος κι ελεύθερα και να λένε απροκάλυπτα την αλήθεια που είναι, τις διασκευάζοντάς τους ή φτιάχνοντας δικούς τους
Η
αφιερωμα/51 «ώς φιλοσοφίας μέν ούσης μεγίστης μουσικής, γι’ αύτό καί οϋς προχείρους είχον καί ήπιστάμην μύθους, τούς Αισώπου τούτους έποίησα οΐς πρώτοις ένέτυχον».23 Μετά το Σωκράτη ένας μαθητής του Θεόφραστου, ο Δημήτριος ο Φαληρεύς (300 π.Χ.), έκαμε την πρώτη συλλογή αισώπειων μύθων. Το Φαληρέα τον μιμούνται ο Κυβισσός, ο Κόννις και ο Θούρος, που κάνουν συλλογές λιβυκών, κυλι κείων και συβαριτικών μύθων. Δυστυχώς τίποτα από όλη αυτή την εργασία δε διασώθηκε μέσα στη δίνη των αιώνων που πέρασαν από τότε. Έτσι φτάνουμε στο Φάβριο, Βάβριο ή Βαβρία, που έζησε ή λίγο πριν από τον Αύγουστο, ή κατά τα τέλη του πρώτου π.Χ. αιώνα.
«κατά τον Αίσωπο». Πρώτος που ασχολήθηκε με τους αισώπειους μύθους ήταν ο Σωκράτης, ο θνητός εκείνος που, κατά το Λαψονταίν' είχε τη μεγαλύτερη επικοι νωνία με τους θεούς και που μέσα στο δεσμωτή ριό του εστιχούργησε όσους θυμότανε απ’ αυ τούς. Δεν μπορώ να εξηγήσω, έλεγε στο μαθητή του τον Κέβη, που πήγε να τον επισκεφτεί στη φυλακή, γιατί στον ύπνο μου συνεχώς οι θεοί με προτρέπουν ν’ ασχοληθώ, πριν πεθάνω, με τη μουσική αφού αυτό έκανα σ’ όλη μου τη ζωή,
r$)J ΦΑΒΡΙΟΣ αυτός έγραψε τους μύθους του σε χωλιάμβους, εμπνευσμένος από παλαιότερες συλλογές αισώπειων μύθων. Από την εργα σία αυτή -δέκα βιβλία κατά το Σουίδα- που τη διακρίνει το απέριττο της φράσης και η κομψή και άψογη στιχουργία, σώθηκαν 123 μυθίαμβοι, που βρέθηκαν σε περγαμηνό κώδικα στο 'Αγιον Ό ρος το 1843 από το Μηνά Μινωίδη. Πριν από το Φάβριο, ο ρήτορας Νικόστρατος, σύγχρονος του Μάρκου Αυρηλίου, είχε γράψει τη «Δεκαμυθία», δέκα βιβλία με μύθους, που, κατά έναν άλλο ρήτορα, τον Ερμογένη,4 οι μύθοι του δεν είναι μόνο αισώπειοι. Το ότι ο Σουίδας αναφέρει ότι ο Φάβριος έγραψε δέκα βιβλία με μύθους λένε ότι αυτά ανταποκρίνονται στα δέκα βιβλία του Νικόστρατου. Όμως είναι αμφίβολο αν ένας ποιητής σαν το Φάβριο θα περιοριζόταν να στιχουργήσει το έργο ενός άλλου συγγραφέα και δε θα είχε την περιέργεια να εκταθεί σ’ ολό κληρο το αισώπειο έργο. Ωστόσο οι μύθοι αυτοί του Φαβρίου έγιναν δημοτικότατοι στους κατο πινούς αιώνες και χρησιμέυσαν για πρότυπα στο Φαίδρο. Ο Φαιδρός, Ελληνορωμαίος απελεύθερος του Αυγούστου, γεννήθηκε στη Μακεδονία. Είναι ο πρώτος που έμπασε στη λατινική φιλολογία το λογοτεχνικό αυτό είδος, μεταφράζοντας λατινι κά το Φάβριο. Οι μύθοι του Φαιδρού είναι γραμμένοι σε ιαμβικό στίχο και διακρίνονται για την απλότητα και τη συντομία τους. Τέλος, τον τέταρτο μ.Χ. αιώνα, ο Αβιανός, Λατίνος ποιη τής, έκλεισε με τη συλλογή του τις ποιητικές επε ξεργασίες των χρόνων εκείνων. Το μεσαίωνα έχουμε σε πεζό τη συλλογή αισώπειων μύθων που αποδίδεται στο Συντίπα. Η συλλογή αυτή βρίσκεται σε συνοδικό κώδικα της Μόσχας που φέρει τον αριθμό 298, όπου και η ιστορία των επτά σοφών, με τίτλο «Συντίπα του 2. Βλ. τον πρόλογο της πρώτης έκδοσης των μύθων του, του 1668. 3. Πλάτων, Φαίδων 61, Β. 4. Στο έργο του «Περί Ιδεών» παρ. 394.
52/αφιερωμα τα, το σοφό Ακίρ, το σουλτάνο Σιναγρίπ, και τον Αναδάμ, ανεψιό του Ακίρ, υλικό που πηγή του αποδείχτηκε η εβραίικη ιστορία του Ακιχάρ, παρουσιασμένη στη λογοτεχνική της μορφή με το βιβλίο Τωβίτ, που γράφτηκε πιθανότατα το Β' ή Γ' μ.Χ. αιώνα. Ωστόσο είτε από τον Πλανούδη γράφτηκε το βιβλίο αυτό, είτε από άλλον προγενέστερό του, το βέβαιο είναι πως δεν μπορούμε να φορτώσου με στον καημένο τον Αίσωπο όλα εκείνα τα πρά ματα και τα θάματα που του αποδίδει ο Μάξιμος Πλανούδης. Και για να κρίνουμε πόσο έχουνε δίκιο αυτοί ΚΕΙΝΟ όμως που αποτελεί σταθμό σ’ όλη αυτή τη σειρά των συλλογών και των δια που χαρακτηρίζουν σωστό μυθιστόρημα το βι σκευών, είναι η συλλογή του Πλανούδη. Ο Μά-βλίο του Πλανούδη, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά ξιμος Πλανούδης, μοναχός της Μονής του Ακα στο Συντίπα7 και στον Πλανούδη.8 Οι περικοπές τάληπτου στην Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε στις οποίες γίνεται η παραπομπή ιστορούν το ίδιο περιστατικό, με τη διαφορά πως αλλάζουν στη Νικομήδεια το 1260, χρημάτισε πρεσβευτής στη Βενετία το 1296 και πέθανε σε ηλικία 50 τα πρόσωπα. Η συλλογή αυτή του Πλανούδη έχει και τούτο ετών το 1310. Ο Πλανούδης λοιπόν αυτός, που αφιερωμένος το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Είναι η πρώτη σ’ επιστημονικές σπουδές έδρασε και ως διδά συλλογή αισώπειων μύθων που είδε το φως της σκαλος στη Βασιλεύουσα, ανάμεσα στ’ άλλα δημοσιότητας στο Μιλάνο όπου τυπώθηκε το 1479.9 έγραψε και αισώπειους μύθους ή μάλλον ανάλυ Το 1810 έχουμε στο Παρίσι τη συλλογή του σε σε πεζό τους μυθιάμβους του Φαβρίου. Κι εκείνο που κάνει αξιομνημόνευτη τη συλλογή Αδ. Κοραή. Είναι ογκώδης σχετικά με τις προη του Πλανούδη, είναι ο βίος του Αισώπου με τον γούμενες και περιλαμβάνει όλους τους γνωστούς οποίο την προλογίζει. ως τότε αισώπειους μύθους, μαζί με μια εισαγω Ο βίος αυτός του μεγάλου μυθοποιού, σωστό γή για τον Αίσωπο, πολύτιμη για τις πληροφο μυθιστόρημα, στάθηκε προσφιλέστατο ανάγνω ρίες της.10 σμα στην εποχή του και σημείωσε αρκετές εκδό Με τη συλλογή του αυτή ο Κοραής πρόσφερε σεις. Κατά πόσον όμως γράφτηκε από τον Πλα άφθονο και χρησιμότατο υλικό στους κριτικούς, νούδη, αυτό δεν είναι εξακριβωμένο, αν και στα χωρίς να λογαριάσει όμως και τον αναγνώστη, διάφορα χειρόγραφα αποδίδεται σ’ αυτόν. Ο σο που δε θα μπορούσε να διαβάσει, όπως γράφει ο Halm,11 χωρίς αηδία, τον ίδιο και τον αυτό μύθο φός Άγγλος φιλόλογος και κριτικός Ριχάρδος Μπέντλεϋ (1661-1742) αποδεικνύει ότι δεν είναι πέντε και έξι φορές επαναλαμβανόμενο. Γι’ αυτό κι η συλλογή αυτή δεν εσημείωσε άλλες εκδόσεις. ο Πλανούδης που έγραψε την παιδαριώδη αυτή ιστορία, γιατί απλούστατα τα χειρόγραφα που Και για να τελειώνουμε, χωρίς ν’ αναφέρουμε αποδίδονται σ’ αυτόν είναι προγενέστερα του τις άλλες εκδόσεις που μεσολάβησαν, θα κλείΠλανούδη, αναγόμενα στο δέκατο μ.Χ. αιώνα. σουμε τον κύκλο των πρώτων αυτών συλλογών Ο Κρουμπάχερ® έχει τη γνώμη πως ο Πλανού με δυο αξιόλογες κριτικές εκδόσεις, τη συλλογή δης επεξεργάστηκε το βιβλίο αυτό για σκοπούς του Halm, που περιλαμβάνεται στη σειρά των εκπαιδευτικούς, έχοντας όμως για πρότυπο την εκδόσεων του Teubner (1852) και τη δίτομη συλ ιστορία τη σχετική με το θρύλο για το Σολομώνλογή του Emile Chambry (1926) της Collection
φιλοσόφου εκ των παραδειγματικών αυτού λό γων». Το βιβλίο αυτό το μετάφρασε στα ελληνι κά, από τη συριακή γλώσσα, κάποιος Μιχ. Ανδρεόπουλος, όπως μας εξηγεί ο ίδιος σ’ ένα ιαμ βικό ποίημά του με το οποίο προλογίζει τον ελ ληνικόν αυτό Συντίπα.56 Επίσης στο μεσαίωνα ανάγεται και μια δια σκευή σε τετράστιχα 53 μυθιάμβων του Φαβρίου, που έγινε κατά τον ένατο αιώνα από το διάκονο και σκευοφύλακα στην Κωνσταντινούπολη Ιγνά τιο, κατόπιν μητροπολίτη Νίκαιας.
Ε
5. Συντίπας είναι το περίφημο ινδικό βιβλίο γνωστό ως ιστορία του Σινδβάδ ή των επτά σοφών, που μεταφράστηκε διαδοχικά σ’ όλες τις γλώσσες, ανα τολικές κι ευρωπαϊκές, και κυκλοφόρησε σ’ όλη την οικουμένη. (Βλ. Κρουμπάχερ «Ιστορία της Βυ ζαντινής Λογοτεχνίας», μετάφρ. Γ. Σωτηριάδου, παρ. 393). 6. «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» τόμ. 3, σελ. 223. 7. «Μυθολογικόν Συντίπα του φιλοσόφου τα πλείστα περίεργον, εκ της περσικής γλώσσης μεταφρασθέν». Εν Βενετία 1848, σελ. 68-69. 8. «Αισώπου του Φρυγός βίος και μύθοι μετά χρη στοήθειας Αντωνίου του Βυζαντίου η προσετέθη-
σαν και άλλα τινά πάνυ ωφέλιμα». Εν Βενετία πα ρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1816, σελ. 29-31. Από τον Buonaccorso. Δεύτερο απόγραφο της ίδιας συλλογής δημοσιεύτηκε από το Ροβέρτο Στέ φανο στο Παρίσι το 1547. Η συλλογή αυτή συμ πληρώθηκε αργότερα κι από άλλους μύθους που βρέθηκαν σε ιταλικά χειρόγραφα και δημοσιεύτη κε συμπληρωμένη από το Schneider στη Λειψία το 1810. 10. Αδαμάντιου Κοραή «Πάρεργα» τομ. Β, «Περί Αι σώπου και της παρούσης των αναφερομένων εις αυτήν μύθων εκδόσεως». 11. Fabulae Aesopicale collectae ex recognitione Caroli Halmii. Praefatio pag. III. 9.
αφιερωμα/53 des universites de France. O Halm στη συλλογή του έχει συγκεντρώσει 426 μύθους, που μαζί με τις παραλλαγές τους ανέρχονται σε 529. Ο Chambry έχει περιλάβει στη δική του 359 μύ θους, παραθέτοντας, σ’ όσους έχουν, και τις πα ραλλαγές τους. Της δεύτερης αυτής συλλογής έγινε και δεύτερη έκδοση το 1960 με 358 μύθους, μ’ αντικριστά στον καθένα τους και τη μετάφρα σή του στα γαλλικά. ΤΗ νεοελληνική πολλοί είναι εκείνοι που καταπιάστηκαν με διασκευές, μεταφράσεις, μιμήσεις και αποδόσεις των αισώπειων μύθων. Μικροί και μεγάλοι, γνωστοί και άγνωστοι, συ στηματικά είτε πάρεργα, καθένας με τον τρόπο του, τα μέσα του και τις δυνατότητές του, ήρθαν να καταθέσουν το φόρο τους στο μεγάλο μυθοποιό. Έτσι ο Γεώργιος Αιτωλός12 μας αφήκε 143 αισώπειους μύθους, γραμμένους έμμετρα σε δημώ δη διάλεκτο. Οι μύθοι αυτοί βρίσκονται αποθησαυρισμένοι στον υπ’ αρ. 152 κώδικα της Μονής των Ιβήρων στο Άγιον Όρος. Απ’ αυτούς τρεις μόνο13 δημοσίευσε ο Σπυρίδων Π. Λάμπρος μαζί με ένα του άρθρο στο Ημερολόγιο του Σκόκου.14 Μετά τον Αιτωλό έρχονται ο Ιωάννης Βηλαράς, ο αδιάλλακτος δημοτικιστής με το δεξιό και έντεχνο στίχο.15*Ο Παναγιώτης Σούτσος, ο ποιη τής του περίφημου Οδοιπόρου, ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, ο Αλέξανδρος Κατακουζηνός, ο Άγγελος Βλάχος, ο Αχιλλεύς Παράσχος, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Γεώργιος Παμπούκης και ο Παναγιώτης Φέρμπος, «ο τελευταίος της σει ράς των καθαρολόγων μυθοστιχουργών, που τα λαντεύεται ανάμεσα στην καθαρεύουσα και σε μια πιο απλή μορφή γλώσσας», όπως αναφέρει σε σχετικό άρθρο του ο Αριστείδης Βουγιούκας. Στο πεζό μια εικονογραφημένη έκδοση του Ελευθερουδάκη (διασκευή και εκλογή υπό Βέρτας Σ. Λέκα) έχει για πρόλογό της τη ζωή του Αισώπου από το βιβλίο του Πλανούδη. ΜΩΣ πριν συνεχίσουμε την απαρίθμηση των όσων ασχολήθηκαν με το αισώπειο έρ γο, θα ήθελα, ανοίγοντας μια παρένθεση, να το νίσω εδώ τη μεγάλη έλξη που ασκεί τούτο στο σύνολο σχεδόν του κόσμου των γραμμάτων και κάνει άλλους ν’ ασχοληθούν μ’ αυτό, έστω και πάρεργα, κι άλλους πάλι να το αναφέρουν απλά 12. Λόγιος του 16ου αιώνα. Γεννήθηκε περί το 1525. Έζησε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν Κορίνθιος την καταγωγή, κατά το βιβλιογράφο Ανδρέα Δαρμάριο. 13. Τους μύθους του Ατζιδίου, του Σκύλου και του Πετεινού και του Ξυλένιου θεού. Δηλ. τους υπ’ αρ. 15 (Αίλουρος και Μύες), 225 (Κύων και Αλεκτρυών) και 66 (Άνθρωπος καταθραύσας άγαλμα)
ΑΊΣΩΠΟΎ ΜΓΘΟΙ ΙΙΘΙΚΩΤΛΤΟΙ I I i Λ ΙΓ ΙΙΙλ ΨΙΜΙΙΧ δ Γ. !!
Ζ ΐ 1
H Κ Λ II Η I. Λ Τ |· Σ .
ι: ι: δ κ τ ι κ ;κ
ι ·ιγ
κιιιΐ'.
γπιογρλ*.
υ * οιμι
στα έργα τους ή και περιστασιακά ν’ αποδώσουν σε στίχο κανένα του μύθο. Ο Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους, ο αλησμό νητος αθηναιογράφος με το πλούσιο και πολυ διάστατο έργο, σε μια ομιλία του «Της Αττικής τα Σύμβολα»,1' με την οποία η εταιρία Columbia θέλησε ν’ αποτυπώσει σε δίσκο -το δίσκο του Καμπούρογλου-18 τη φωνή του, μιλώντας για το κλήμα που προσπαθεί να το πείσει η ελιά πως είναι καλύτερή του, μια που αυτό κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να φαγωθεί από τον πρώτο της συλλογής του Halm, εκδ. Teubner. 14. Σπυρ. Π. Λάμπρου «Νέος Έλλην Αίσωπος». Ημερολόγιον Σκόκου 1888, σελ. 325-329. 15. Βλ. και Ν.Β. Τωμαδάκη «Ο Ιωάννης Βηλαράς» Αθήναι 1943. 16. Εφημ. «Το Βήμα της Κυριακής», 30 Σεπτ. 1979, «Αισώπου Περιπέτειες στη νεώτερη Ελλάδα». 17. Περιοδ. Ν. Εστία, τόμ. 23, σελ. 770. 18. Αριθ. Α.Ο. 2470 της σειράς «His Master’ s voice».
54/αφιερωμα τράγο που θα περάσει, θυμάται τον Αίσωπο και βάζει στα χείλη του κλήματος τα παρακάτω λό για: «Δεν το πιστεύω. Είμαι το φυτό του Διονύσου και ο Τράγος θα με σεβασθεί. Κι αν με φάει, θα ξαναβλαστήσω πάλι. Αυτό δα το είπαν: Και ως τη ρίζα, τράγε, να με φας λίγα σταφύλια πάλι εγώ θα κάνω όσο για ναν το τσούξει ο παπάς σαν θα σε σφάξουν στο βωμό απάνω!..» Έτσι εκτός από τη συλλογή του «Στίχοι και Μύθοι διά παιδιά», στην οποία περιλαμβάνον ται και μύθοι κατά τον Αίσωπο, του οφείλουμε και την παραπάνω αριστοτεχνική απόδοση του αισώπειου μύθου «Τράγος και άμπελος».19 Η γενική αυτή συμπάθεια προς το αισώπειο έργο οφείλεται, νομίζω, σε δυο κυρίως λόγους. Στη γοητεία που ασκούσε κι εξακολουθεί ν’ ασκεί στο λαό γενικά ο οποιοσδήποτε μύθος και ειδικότερα στο ότι οι μύθοι του Αισώπου στάθη καν επί πολλά χρόνια σχολικό ανάγνωσμα από το δημοτικό ακόμα σχολείο, καταχωρημένοι αμε τάφραστοι στις χρηστομάθειες των σχολείων κι έτσι κατά κάποιο τρόπο έχουμε ιδιαίτερα οικειωθεί μ’ αυτούς. Χαρακτηριστικό της γοητείας τους αυτής είναι κι αυτό που αναφέρει ο Ξενόπουλος στην αυτοβιογραφία του: «Το πρώτο βι βλίο που αγάπησα, όταν μπορούσα πια να δια βάζω, ήταν μια συλλογή αισώπειων μύθων μετα φρασμένων στην κοινή γλώσσα: Τράγος και αλε πού, Λαφομόσχι και λάφι, Τζίτζικας και μυρ μήγκια... Το βιβλίο, πολύ παλιό, ήταν τυπωμένο στη Βενετία κι είχε και κάμποσες εικονίτσες, ξυ λογραφίες χονδροειδείς. Αργότερα στο «Συνδιδακτικό», εδιάβασα τους ίδιους μύθους και στην αρχαία, κι ο Αίσωπος «ο Φρύξ» στάθηκε ένας από τους μεγαλύτερους θαυμασμούς της ζωής μου».20 ΟΛΛΟΙ λοιπόν είναι, όπως αναφέραμε και στην αρχή, εκείνοι που καταπιάστηκαν με τις διασκευές και μεταφράσεις των μικρών τών κομψοτεχνημάτων με το λιτό και απέριττο ύφος και την επιγραμματική τους συνοπτικότητα κι έγραψαν μύθους κατά τον Αίσωπο, σε σημείο που να είναι πολύ δύσκολη κι όχι οπωσδήποτε απόλυτα επιτεύξιμη η πλήρης καταγραφή των όσων κατά καιρούς ασχολήθηκαν με το είδος αυ τό του λόγου. Οι μύθοι του Αισώπου εκτός του ότι είναι εγ
Π
19. Μύθος 404 της συλλογής του Halm. 20. Άπαντα Γρ. Ξενόπουλου, εκδ. Μπίρης, τόμ. Α, σελ. 126 «Τα πρώτα εξωσχολικά μου βιβλία». 21. Μικρασιατικόν Ημερολόγιον εν Σάμω (1907-1919). 22. «Αγριολούλουδα». Τραγούδια και ποιήματα για
κατεσπαρμένοι σε περιοδικά και ημερολόγια, βρίσκονται και σε συλλογές που ο τίτλος τους κάθε άλλο παρά την ύπαρξή τους προδίδει μέσα σ’ αυτές. Για παράδειγμα αναφέρουμε την Ελένη Σβορώνου και την 'Αννα Τεριάζου. Η πρώτη δημοσίευε τους μύθους της στο ημερολόγιο που εξέδιδε η ίδια, ως το θάνατό της, στη Σάμο,21 και στης δεύτερης την ποιητική συλλογή22 βρί σκονται δέκα αισώπειοι μύθοι που αποτελούν ιδιαίτερη ενότητα -τη δεύτερη- από τις πέντε του βιβλίου. Από τους μύθους πάλι που βρίσκονται διάσπαρτοι σε περιοδικά, για όσους φέρουν υπο γραφή, δε γεννάται πρόβλημα. Μαθαίνουμε αμέ σως και το δημιουργό τους. Έναν τέτοιο μύθο βρήκαμε στο περιοδικό «Μπουκέτο»23 με υπο γραφή Αν. Βώτης. Είναι ο μύθος «Ήλιος και Βοριάς». Όμως βρίσκουμε και μύθους που για υπογραφή έχουν ένα όνομα που μπορεί να είναι κύριο ή επώνυμο ή και ψευδώνυμο. Έτσι στο ίδιο περιοδικό έχουν δημοσιευθεί εννέα μύθοι που τους δυο πρώτους ο μεταφραστής τους, τους έχει υπογράψει με το «Αίσωπος» και τους υπό λοιπους με το όνομα «Αγγελής».24 Με το ίδιο όνομα υπογράφει και άλλη συνεργασία του σε στίχους στο ίδιο περιοδικό. Αλλά κι αλλού βρί σκονται μύθοι τελείως ανυπόγραφοι. Ό πω ς στο περιοδικό «Μέντωρ»25 της Σμύρνης, όπου έχει δημοσιευθεί ο μύθος «Λύκος και Γέρανος» χωρίς υπογραφή, που ανήκει όμως στη συλλογή του Π. Σούτσου. Όμως καιρός είναι να κλείσουμε την παρένθε ση, για να συνεχίσουμε την αναφορά των όσων ασχολήθήκαν με το αισώπειο έργο, που είναι αλ φαβητικά οι ακόλουθοι: Πέτρος Αγγελόπουλος, Μ. Ανδρεάδης, Αν. Βώτης, Παύλος Βαλασάκης, Αρσ. Γεροντικός, Γ. Γεωργόπουλος, Γιάννης Γιαννούκος (Γιάννης Περγιαλίτης), Ν. Δρακουλίδης (Άγγελος Δό ξας), Γεώργιος Δροσίνης, Ευάγγελος Ιωάννου (Τέλλος Άγρας), Δημήτριος Καμπούρογλους, Τάκης Κόντος, Γ. Κούρτης, Ανδρέας Λασκαράτος, Βέρτα Σ. Λέκα, Αντώνιος Μάρταλης, Από στολος Μελαχρινός, Ζαχαρίας Παπαντωνίου, αυ Νίκος Παπαγεωργίου, Περικλής Παπαχριστοδούλου, Τούλα Παπαχρονοπούλου, Βλαδίμηρος Παρασκευάς, Ιωάννης Πολέμης, Μίμης Πομόνης, Βασίλης Ρώτας, Γεωργία Ταρσούλη, Β. Τά σος, Ά ννα Τεριάζου, Διονύσιος Α. Τροβάς, Ελένη Τσικριτέα-Χωρεάνθη, Πιπίνα Τσιμικάλη, Στρατής Τσίρκας, Γεώργιος Τσουκαλάς, Χάρης Σακελλαρίου, Ελένη Σβορώνου, Στυλιανός Σεπαιδιά. Ά ννα Λ. Τεριάζου. Αθήναι 1951. 23. Έτος 1932, σελ. 761, «Ξένοι και αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ποιηταί». 24. Περιοδ. «Μπουκέτο», 1937, τεύχ. 622, 623, 624, 637, 638, 641 και 645. 25. Τόμ. 3, 1871, σελ. 95.
αφιερωμα/55 φεριάδης, Γεώργιος Σημηριώτης, Μαρίνος Σί γουρος, Κ. Σκόκος, Μιχ. Στασινόπουλος, Θρα σύβουλος Σταύρου, Αλέξανδρος Στούρζας, Γ. Φίλιππας, Αλέκος Φωτιάδης, Ρίτσα Χέλμη και Ιωάννης Χέλμης. ΠΟ τους ξένους εκείνοι που ασχολήθηκαν με τον Αίσωπο και πέτυχαν τόσο, ώστε το έργο τους να έχει παγκόσμια απήχηση και ακτι νοβολία, είναι κυρίως ο Γάλλος Λαφονταίν και ο Ρώσος Κρυλώφ. Ο Λαφονταίν (1621-1695), σε διάστημα είκοσι έξι ετών, έγραψε δώδεκα βιβλία με μύθους, που μέσα στο πλαίσιό τους κατάφερε να περιλάβει με άνεση όλους τους χαρακτήρες και όλες τις εκδη λώσεις της ζωής, καθώς και όλη την ηθική που ήθελε να διδάξει στους συγχρόνους του. Τα έξι πρώτα βιβλία που κυκλοφόρησε το 1668 συνοδεύονταν με τη ζωή του Αισώπου. Το 1678 και ’79 ακολούθησαν τα επόμενα και το 1694 το δωδέκατο. Ο Ιβάν Κρυλώφ (1768-1844), γνήσιο τέκνο της ρωσικής γης, κατάφερε να δώσει στους μύθους του Αισώπου και του Λαφονταίν, που στάθηκαν η πηγή της έμπνευσής του, τη ρωσική ιθαγένεια. Γι’ αυτό κι οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν Αίσωπο της Ρωσίας κι οι μύθοι του, διακόσιοι περίπου, είναι το μόνο από τα έργα του26 που έχει αναμφισβήτητη αξία και στο οποίο, κυρίως, οφείλει τη φήμη του ανά τον κόσμο. Στα ελληνικά έχουν μεταφράσει μύθους του Λαφονταίν ο Μ. Ανδρεάδης, ο Αρσ. Γεροντικός και ο Γεώργιος Σημηριώτης. Και του Κρυλώφ οι Παναγ. Αξιώτης, Ιωάννης Χέλμης, Γιάννης Περγιαλίτης και Χάρης Σακελλαρίου.
ΠΟ τον παραπάνω πίνακα των όσων ασχο λήθηκαν κατά καιρούς με τους αισώπειους μύθους, ασφαλώς θα λείπουν κι αρκετοί που τους εντυπώσιασε το έργο του υπέροχου αυτού μυθοποιού και ασχολήθηκαν περιστασιάκά μ’ αυτό, που το έργο τους όμως είτε δε δημοσιεύτη κε και μοιραία παραμένει άγνωστο, είτε δημο σιεύτηκε χωρίς να υποπέσει στην προσοχή των ερευνητών και μελετητών του αισώπειου έργου. Αλλά και στο ανέκδοτο έργο καθιερωμένων λο γοτεχνών πιθανόν να υπάρχει τέτοιο υλικό, όπως, π.χ., οι μύθοι του Μαρίνου Σιγούρου, που, εκτός των όσων έχουν δημοσιευθεί στη Διά πλαση των Παίδων και ίσως κι αλλού, υπάρχουν και αρκετοί ανέκδοτοι, κατατεθειμένοι μαζί με το υπόλοιπο ανέκδοτο έργο του από το 1961, έτος του θανάτου του, σ’ ένα συμβολαιογραφείο της Ζακύνθου. Η γοητεία του Αισώπου στάθηκε ανέκαθεν καταπληκτική κι η αίγλη του έργου του δεν έχα σε καθόλου επί τόσους αιώνες τη λαμπηδόνα της γιατί ο μεγάλος αυτός μυθοποιός, ο δούλος με την απόλυτα ελεύθερη ψυχή και την απεριόριστη ελευθεροστομία, κατάφερε, με πρωταγωνιστές του τα ζώα, να επισημάνει όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες, όλα τα ανθρώπινα πάθη, όλες τις αν θρώπινες κακίες, όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα και να τα καυτηριάσει με τον τρομερό θερμοκαυ τήρα της ειρωνείας του και του σαρκασμού του, διασκεδάζοντας μαζί και διδάσκοντας. «Τέρπειν άμα και διδάσκειν».
26. Είχε γράψει και πέντε κωμωδίες.
56/αφιερωμα ΠΑΡΧΕΙ η αντίληψη, και μάλιστα αρκετά Θ α νάσ η ς διαδεδομένη, ότι οι μύθοι του Αισώπου και το παιδευτικό τους έργο απευθύνονται στα παι διά και όχι στους μεγάλους. Η αντίληψη αυτή υποστηρίζει πως το λογοτεχνικό αυτό είδος του αρχαίου λόγου, γραφτού και προφορικού, προσειδιάζει περισσότερο στην παιδική ψυχοσύνθε ση και αντιληπτική ικανότητα, απευθύνεται στη φαντασία και προορίζεται να επιδρά μορφωτι κά, παιδευτικά και ψυχαγωγικά, μόνο ή κυρίως σε νεαρούς ανθρώπους, που βρίσκονται στο στά διο της διάπλασής τους, από κάθε άποψη. Η αντίληψη αυτή είναι βαθύτατα λαθεμένη γιατί έρχεται σε αντίθεση και αναιρεί τη θεμελιώδη παιδαγωγική αρχή, που πηγάζει και στηρίζεται στην ίδια την ανθρώπινη φύση, και που λέει ότι ο άνθρωπος όχι μόνο μορφώνεται, αλλά και διαπαιδαγωγείται και προσαρμόζεται στις κοινωνι κές ανάγκες της ανθρώπινης συμβίωσης, σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του. Μορφώνεται και δι δάσκεται «διά βίου». «Γηράσκω αεί διδασκόμε νος». Ό τι, δηλαδή, η αγωγή, αν «όχι τα πάντα», ωστόσο, «μέγα δύναται». Πρόβλημα βέβαια δύ σκολο, πολύ δύσκολο, αλλά όχι ανέφικτο. Η παιδαγωγική αυτή αρχή όχι μόνο ήταν γνω στή και καθιερωμένη, αλλά και διαπερνάει όλο το φιλοσοφικό και κοινωνικό-ανθρωπιστικό έρ γο των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και σο φών, που ανυψώθηκαν σε δασκάλους ολόκληρου του ανθρώπινου γένους. Ο Όμηρος, ο Ησίοδος, οι τραγικοί και οι κωμωδιογράφοι, οι ιστορικοί, οι ρήτορες και κυρίως οι φιλόσοφοι είχαν, όταν έγραφαν ή δίδασκαν τους συμπατριώτες τους, στο κέντρο της σκέψης τους και της προσοχής τους τον ίδιο τον άνθρωπο, τον άνθρωπο κάθε ηλικίας, και αυτόν ήθελαν να τον κάνουν καλύ τερο. Και θα ήταν περιττή περιπλάνηση να επι χειρούσαμε εδώ να επικαλεσθούμε τις μαρτυρίες των ίδιων των αρχαίων για το αντικείμενο και το σκοπό του παιδευτικού τους έργου. Ακόμα η αντίληψη που υποστηρίζει ότι ο Αί σωπος δεν είναι για τους μεγάλους αλλά για μι κρά παιδιά, προδίδει και μια πνευματική οκνη ρία και αδιαφορία του ανθρώπου, και συγκεκρι μένα του σημερινού ανθρώπου, για μια ηθική και πνευματική βελτίωση και τελείωσή του. Εί ναι συνυφασμένη με την υποταγή, θα λέγαμε, του σημερινού ανθρώπου στην, με κάθε τρόπο, απόκτηση υλικών αγαθών και την παραμέληση ή εγκατάλειψη της αναζήτησης καλύτερων, αν θρωπινότερων και ανθρωπιστικότερων κανόνων συμβίωσής του. Είναι αποτέλεσμα της παράλο γης «λογικής» της κυριαρχίας των πολιτιστικών υποπροϊόντων, που υπηρετούν τους αδυσώπη τους νόμους της καταναλωτικής κοινωνίας στην οποία ζούμε. Και τώρα ας δούμε από πιο κοντά το ίδιο το έργο του Αισώπου, για να εκτιμήσουμε μόνοι
Υ
Μ η τσόπουλος
αψιερωμα/57
Σχέόιο: Charles Η. Bennett
μας ποιοι είναι οι αποδέκτες των μηνυμάτων του. Και πρώτα πρώτα, τα πρόσωπα των μύθων του, και όταν αυτά είναι άνθρωποι και όταν εί ναι ζώα, παρουσιάζουν τύπους με ελαττώματα μεγάλων ανθρώπων. Και αυτά τα ελαττώματα θέλει ο Αίσωπος να σατιρίσει και να καυτηριά σει. Άλλωστε τους μύθους του ο Αίσωπος τους διηγούνταν σε μεγάλους ανθρώπους, σε συμπό σια και γιορτές, για να τους ψυχαγωγήσει, αλλά και να τους διαπαιδαγωγήσει. Εδώ νομίζω ότι είναι χρήσιμο να σημειώσουμε ότι η χρησιμοποίηση του μύθου για παιδαγωγι κούς σκοπούς είναι κάτι που το βρίσκουμε σ’ όλους τους αρχαίους λαούς και μάλιστα στα πο λύ παλιά χρόνια. Η Βίβλος, η ινδική φιλολογία και τα γραφτά μνημεία όλων των αρχαίων ανα τολικών λαών, που μας είναι γνωστά, είναι γε μάτα από την παιδαγωγική αυτή μορφή. Παρου σιάζουν τα ζώα, τα φυτά καί άλλα φυσικά αντι κείμενα και φαινόμενα να διδάσκουν τους αν θρώπους. Με το μύθο επεδίωκαν, βάζοντας τα ζώα κλπ. να μιλούν, αντί να μιλούν άμεσα και απευθείας για τα ελαττώματά τους, να αναφέρονται σ’ αυτά με ανώδυνο και πιο αποδεκτό τρόπο, αλλά και διασκεδαστικό, ψυχαγωγικό, δηλαδή πιο ανάλαφρο και ευπρόσδεκτο τρόπο, από τις σκληρές θρησκευτικές εντολές και τους ακόμα σκληρότερους ανθρώπινους νόμους αυ τών που κατέχουν την εξουσία. Αυτή η μορφή του μύθου, ανταποκρίνεται και σε μια εσωτερική ανθρώπινη διάθεση και ανάγκη. Ό χ ι μόνο το παιδί, αλλά και ο ενηλικιωμένος άνθρωπος νιώθει την ανάγκη να αφή νει τον εαυτό του να ταξιδεύει με τα φτερά της φαντασίας, να πλάθει μύθους και να τρέφεται με οράματα. Να φαντάζεται πάντα έναν κόσμο κα λύτερο και μια δική του καλύτερη τύχη. Αλίμονο αν ο άνθρωπος δεν είχε αυτό το ψυχοπνευματικό χάρισμα. Η ζωή του θα ήταν στεγνή σαν το ξηρό χόρτο. Ο άνθρωπος, απ’ αυτήν την άποψη, πα ραμένει παιδί σε όλη τη ζωή του. Πάντα θέλει να αφήνει τη φαντασία του να πετάει, να ονειρεύε ται, να προσδοκά, να ελπίζει, να περιμένει κάτι καλύτερο, αλλά και να αγωνίζεται και ο ίδιος γι’ αυτό το καλύτερο. Ο Αίσωπος, γνώστης της ανθρώπινης ψυχολο γίας, ήθελε με αυτόν τον ευχάριστο και ευπρόσ δεκτο τρόπο να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Κι αυτό γιατί πίστευε στην ικανότητα του ανθρώπου για συνειδητή αυτοβελτίωση, για αυτοδιαπαιδαγώγηση. Το έργο αυτό της διαπαιδα γώγησης του ανθρώπου δεν το εναποθέτει σε ου ράνιες θεϊκές δυνάμεις, ούτε σε επίγειους άρχον τες, αλλά επιδιώκει να το κάνει υπόθεση του ίδιου του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου. Καλούσε τον άνθρωπο σε αυτογνωσία, σε πάλη με τα ελαττώματά του, με τον κακό, τον αντικοινω-
58/αφιερωμα νικό εαυτό του, και ανάπτυξη και προβολή του καλού, του κοινωνικά αποδεκτού και χρήσιμου εαυτού του. Αυτή η παιδευτική προσπάθεια του Αισώπου εντάσσεται μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαί σιο και τις αναζητήσεις του καιρού του. Η εποχή στην οποία έζησε ο Αίσωπος χαρακτηρίζεται
από μεγάλες κοινωνικές αναταραχές και ανακα τατάξεις. Είναι η εποχή στην οποία έχει προχω ρήσει το πέρασμα στο δημοκρατικό καθεστώς, στη διαμόρφωση και εδραίωση των δημοκρατι κών θεσμών και στη λειτουργία της δημοκρα τίας. Όμως η δημοκρατία για να προκόψει και να ανθίσει έχει ανάγκη από ανθρώπους ελεύθε ρους και σκεπτόμενους, από ανθρώπους που να είναι σε θέση να τοποθετήσουν σωστά τον εαυτό τους μέσα στο κοινωνικό σύνολο, να έχουν συ ναίσθηση αυτής της ανάγκης και κυρίως να εξα σφαλίσουν το στοιχείο της συναίνεσης και της συμμετοχής, χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δημοκρατίας και της ελεύθερης έκφρασης του ανθρώπου. Αυτή λοιπόν η αγάπη, αλλά και η εμπιστοσύνη του Αισώπου προς τον άνθρωπο κινητοποίησε την εξυπνάδα και την πνευματική σπιρτάδα του για μια καλύτερη ζωή των συνανθρώπων του. Και βρήκε και μια από τις ωραιότερες μορφές, τους καλύτερους τρόπους να απευθυνθεί στους συμπατριώτες του. Και όχι μόνο σε κείνους, αλ λά και στους μετέπειτα και σε μας, στον άνθρω πο όλων των αιώνων. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε και για τον Αί σωπο εκείνο που έγραψε ένας Ρωμαίος ρήτορας για τον Όμηρο: «Ακόμα απ’ την πιο τρυφερή ηλικία το αθώο παιδικό πνεύμα δέχεται τον Όμηρο για πνευματική τροφή. Μεγαλώνουμε και μας ακολουθεί πάντα. Γινόμαστε σιγά σιγά μεγάλοι κι ο Όμηρος μας συντροφεύει και στη νιότη μας. Κι όταν ωριμάσουμε, τότε πια μπο ρούμε να κατανοήσουμε πιο τέλεια το νόημά του. Αλλά και στα γηρατειά δεν τον βαριόμαστε. Μόλις τελειώνουμε το διάβασμά του, μας φλέγει η επιθυμία να τον ξαναδιαβάσουμε πάλι απ’ την αρχή. Μπορούμε να πούμε ότι οι σχέσεις μας μα ζί του δεν τελειώνουν, παρά μόνο όταν τελειώσει και η ίδια η ζωή μας». Οι αρχαίοι Έλληνες, που τίποτα το αξιόλογο δεν άφηναν απαρατήρητο, εκτίμησαν το έργο του Αισώπου και οι μαρτυρίες τους αυτές έφτα
σαν ως εμάς. Επειδή, ως γνωστό, ο Αίσωπος δεν έγραφε ο ίδιος τίποτα, παρά μόνο διηγούνταν τους σατιρικούς του μύθους, με τη συλλογή και καταγραφή τους ασχολήθηκαν και ο Ξενοφώντας και ο Αριστοτέλης. Ο Πλούταρχος έγραψε βιογραφία του Αισώπου. Ο Αριστοφάνης στην κωμωδία του «Σφήκες» παρουσιάζει τον Φιλοκλέωνα να έχει μάθει από τις συνομιλίες του στα συμπόσια «Αισώπου τι γέλοιον». Ο Πλάτων στο «Φαίδωνα» παρουσιάζει το Σωκράτη, στις τε λευταίες μέρες του στη φυλακή, να επιχειρεί, σπρωγμένος από το Δαιμόνιο, «να κάμει ποίη ση». Και επειδή ήξερε αρκετούς μύθους του Αι σώπου βάλθηκε να τους κάμει έμμετρους. Ακόμα αξίζει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι παρόλο που οι ποιητές είχαν εξοστρακιστεί από την «Πολιτεία» του Πλάτωνα, ο Αίσωπος εισάγεται ως δάσκαλος της ηθικής. Πολύ ενδεικτικό είναι και το γεγονός ότι οι Αθηναίοι, που τους διηγήθηκε, όταν, στον καιρό του Πεισίστρατου, ο Αί σωπος επισκέφτηκε την πόλη τους, το μύθο των βατράχων που ζητούσαν βασιλιά, τον τίμησαν ιδιαίτερα και του έστησαν και ανδριάντα. Άλλο στοιχείο που υπογραμμίζει το γενικότερο ενδια φέρον και τη σημασία του μυθοπλαστικού του έργου είναι η εκτίμηση προς τον Αίσωπο του βα σιλιά της Λυδίας Κροίσου, που μάλιστα του εμπιστεύθηκε την αποστολή του στους Δελφούς για να προσφέρει θυσίες στον Απόλλωνα και να μοιράσει δώρα και χρήματα στους ιερείς, ταξίδι που είχε τις γνωστές τραγικές συνέπειες και σήμανε το τέλος της ζωής του μεγαλύτερου παρα μυθά των αιώνων. Αργότερα, το 17ο αιώνα, ο Γάλλος δημιουργι κός μιμητής του Αισώπου, Λαφονταίν,σημειώνει πως μια γυμνή, μια ξερή ηθική διδαχή, με τα γνωστά δεοντολογικά «πρέπει», προκαλεί πλήξη και συχνά και αποστροφή, ενώ ο μύθος έχει το προσόν, την αρετή να σε κάνει να δέχεσαι με ευ χαρίστηση, μαζί με τον ίδιο το μύθο, και το δί δαγμα που αβίαστα και μόνο του βγαίνει από την αφήγηση του μύθου. Αλλά και στις μέρες μας χρησιμοποιείται ευ ρύτατα ο μύθος σαν μορφή διαπαιδαγώγησης του ανθρώπου. Στην καθημερινή πρακτική και τη θυμοσοφία του λαού μας συναντούμε σε κάθε βήμα σχεδόν το μύθο και την παραβολή σαν μέ σο φρονηματισμού και αυτοσυγκράτησης. ΓΓ αυτό και οι μύθοι του Αισώπου όχι μόνο δε χάνουν την αξία τους και την επικαιρότητά τους, αλλά αντίθετα μας είναι ίσως πιο χρήσιμοι σήμε ρα, μέσα στην τόσο πληκτική και πιεστική από πολλές μεριές κοινωνία μας, που έχουμε χορτά σει από παντοειδείς δυναστεύσεις και καταναγ κασμούς, που η αλλοτρίωσή μας παίρνει επικίν δυνες διαστάσεις και η ανάγκη της αυτογνωσίας μας και της ανθρωπιάς μας προβάλλει τόσο επι τακτική.
αφιερωμα/59
Μ άνος Κ οντολέω ν 0 1 μύθοι του Αισώπου διατηρούν μια αξιοσημείωτη μονιμότητα στο επίπεδο της αναγνωστικότητάς τους. Δεν πρέπει κανείς να παραβλέψει το γεγονός των συνεχών εκδόσεών τους και κυρίως το ότι αυτές οι εκδόσεις είναι διαρκείς μεταπλάσεις του αρχικού κειμένου. Και ασφαλώς δε χάνει τη σημασία του και κάτι ακόμα: αρκετοί από τους Αισώπειους Μύθους υπάρχουν μέσα στην καθημερινή συνομιλία με τη μορφή αποφθεγμάτων (π.χ. το περίφημο εκείνο «συν Αθηνά και χείρα κίνει», κ.ά.). Σχέδιο: Charles Η. Bennett
«Αισώπου Μύθοι» Μια ανάγνωση ΑΙΣΩΠΟΣ, λοιπόν, παραμένει ένας ζων τανός συγγραφέας. Όμως, αυτό καθ’ αυτό το έργο του (και πέρα από τις όποιες απόψεις για τη γνησιότητα ή το ανόθευτο της πατρότητας του) βρίσκεται μέσα στις ιδιωτικές βιβλιοθήκες, κυρίως με τη μορφή διασκευών, διαφορετικού κύρους και βάθους ως προς τη δομή και το ύφος που έχουν τα πρωτότυπα κείμενα. Βέβαια, κυκλοφορούν και οι πιστές μεταφρά σεις στα νεοελληνικά. Όμως, όχι μόνο είναι ελά χιστες, μα και σπάνια προτιμούνται από το πλα τύ αναγνωστικό κοινό. Στις μέρες μας, οι Αισώπειοι Μύθοι θεωρούν ται ως ανάγνωσμα της παιδικής ηλικίας και μό νο, και είναι οι νόμοι της εμφάνισης του παιδι κού βιβλίου που καθορίζουν το εκδοτικό τους πρόσωπο. Όμως για μια ανάγνωσή τους, με διάθεση αν τίστοιχη εκείνης της προσέγγισης ενός διαχρονι κού λογοτεχνικού έργου, απαιτείται η ύπαρξη κειμένου που υπάρχει όσο γίνεται πληρέστερα προς το αρχικό.
Η δική μου ανάγνωση βασίστηκε στο βιβλίο «Αισώπου Μύθοι», σε μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου. Στο σημείωμα αυτό δεν πρόκειται ν’ ασχοληθώ με το κατά πόσο η συγκεκριμένη εργασία του Θ.Σ. είναι η καλύτερη ή όχι. Ούτε και θα μ’ απασχολήσει η, με φιλολογικούς κανόνες, ανά λυση των διαφόρων μύθων. Εκείνο που θα προσπαθήσω να καταγράψω -και μάλιστα σύντομα- είναι οι εντυπώσεις μου από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου. Οι εντυ πώσεις ενός αναγνώστη της εποχής μας. Ο πρώτο, λοιπόν, στοιχείο που παρατηρεί κανείς, καθώς διαβάζει τους μύθους, είναι η συντομία τους. Μια συντομία που βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με μια από τις καλλιτεχνικές απαιτήσεις της εποχής μας. Τούτα τα χρόνια, τα οποία σφραγίσθηκαν από την ανακάλυψη και την άνοδο του κινηματογράφου, έχουν θεοποιή σει την ταχύτητα και την εικόνα.
60/αφιερωμα Ο Αίσωπος δείχνει μια απρόσμενη ταύτιση με κάποιο γνήσιο τέκνο του 20ου αιώνα, καθώς σφίγγει τις περιγραφές του και εξαπολύει τις λε κτικές εικονογραφήσεις του. «Μερικοί λοτόμοι έσκιζαν ένα πεύκο- και το έσκιζαν εύκολα, με σφήνες που έφτιασαν από το ξύλο του.» Και συνδυάζει αυτήν την εύστοχη συντομία με μια ευρηματική χρησιμοποίηση των συμβόλων. Για παράδειγμα, εκείνη η λίμα (από το μύθο «Η οχιά και η λίμα») με την απόλυτη συνειδητοποίηση της υπόστασής της, που δηλώνει πως: «...δουλειά μου είναι να παίρνω από τους άλ λους και όχι να δίνω.»
ση παροχής συμβουλών, στέκονται με κριτικό κυρίως μάτι απέναντι στα κοινωνικά και ατομι κά φαινόμενα. Και τα κρίνουν με άποψη ανορθόδοξη, συχνά ανατρεπτική, και πάντα με τη βοήθεια μιας αχα λίνωτης φαντασίας. Είναι μια διαφορά καίρια, που στην ουσία δη λώνει αυτό που και ο Θ.Σ. σημειώνει στην εισα γωγή της συλλογής του: «Ο μύθος είναι καρπός της σοφίας του λαού, το παραμύθι είναι άνθος της καλλιτεχνικής του δημιουργίας».
ΠΟ τη σκοπιά, λοιπόν, της σοφίας, δη^ μιουργήθηκαν οι μύθοι. Και στόχος αυτής της δημιουργίας είναι αυτός της νουθεσίας, της ΤΣΙ, λοιπόν, η συντομία της αφήγησης δε εκπαίδευσης, της γνώσης. Μα και της -μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια- σάτι χάνει την εσωτερικότητά της. Αντίθετα, η ένωσή τους δημιουργεί μια κλειστή ενεργειακήρας. Και, όταν βασιλεύει αυτή η τελευταία, τότε ο Αίσωπος καταφεύγει σε μια πονηρή αντιμετώ πηγή, ίδια με αυτήν του πυρήνα ενός ατόμου. πιση του θέματος. Μια αντιμετώπιση που κάπο Αλλά υπάρχει -και είναι κάτι το, φυσιολογικώς, τε γίνεται σχεδόν ανήθικη. αναμενόμενο- και το αρνητικό αυτής της σχέσης. Έτσι, λοιπόν, ο αητός, κακώς - σύμφωνα με Στους Αισώπειους Μύθους η φαντασία ασφυκτιά. Η φαντασία με την έννοια της ανατροπής τα λόγια της αλεπούς-, φέρνει δώρα στον άν θρωπο που τον γιάτρεψε. Θα ήταν πιο σωστό να μιας προκαθορισμένης τάξης πραγμάτων. Τελικά, ο Αίσωπος διαθέτει έναν τόσο έντονο τα πάει σ’ εκείνον που τον είχε κακομεταχειρι ρεαλισμό, ώστε δεν επιτρέπει μέσα στις συνθέ στεί, έτσι ώστε να τον καλοπιάσει, για να μην του κάνει, στο μέλλον, το ίδιο κακό. σεις του να χωρέσει το απρόοπτο. Η πεμπτουσία της θυμοσοφίας, ίσως. Μα και Η ενέργεια που υπάρχει μέσα στην ένωση του σύντομου με το ευρηματικό, θα χρησιμοποιηθεί η επιβράβευση της υποκρισίας και της σκοπιμό για καθαρά διδακτικούς σκοπούς. Για να χτίσει τητας. Μα έτσι, μέσα στα πλαίσια μιας τέτοιας κοσμοθεωρίας, η χρησιμοποίηση των διαφόρων οικοδόμημα- όχι για να το γκρεμίσει. Η αίσθηση που εκπέμπουν αυτά τα κείμενα εί ζώων γίνεται -αρκετά συχνά- με ιδιαίτερη σκλη ρότητα. ναι μια αίσθηση συντηρητικότητας. Η ασφάλεια, Όσο κι αν παρακαλά το αηδόνι τον αητό να η σιγουριά που μας παρέχει το πάθημα, όταν ταυτίζεται με το μάθημα. Έτσι, λοιπόν, ο λευ μην το φάει, εκείνος δεν υποχωρεί. «Θα ήμουνα καστής αρνιέται να συγκατοικήσει με τον καρ- κουτός, ν’ αφήσω το φαί που το κρατώ σίγουρα βουνιάρη, γιατί «όσα εγώ θ’ ασπρίζω, εσύ θα τα και να τρέχω για άλλο που ούτε το βλέπω», λέει. Ασφαλώς και μια τέτοια άποψη είναι κανόνας γεμίζεις καρβουνόσκονη». Πόσο μακριά είμαστε από το τολμηρό άνοιγμα της κοινωνίας μας. Όμως η χρησιμοποίηση του αηδονιού - σύμβολο έρωτα, ελευθερίας και καλ προς τη σμίξη των αντιθέτων. Αυτή τη σμίξη που λιτεχνικής έκφρασης- ξαφνιάζει. Ό σο κι αν δε ίσως να επιφέρει την καταστροφή, ίσως, όμως, χτούμε πως με τη χρησιμοποίηση ενός τέτοιου και μια νέα διάσταση του «είναι». συμβόλου, τονίζεται εντονότερα η κοινωνική αδικία, δεν μπορούμε και να μην επαναστατή σουμε -συναισθηματικά- στη χρησιμοποίηση του |*Γλ ΕΒΑΙΑ, όλα αυτά προκύπτουν από μια βα1®^ θιά γνώση της ανθρώπινης συμπεριφοράς αηδονιού. και των κοινωνικών δεσμών. Αλλά, η γνώση, στην περίπτωση του Αισώπου, προσπαθεί να βελτιώσει μια υπάρχουσα κατάσταση. Ό χι, να /® | ΑΛΑ και σε γενικότερο επίπεδο, οι μύθοι την αμφισβητήσει. W δε δείχνουν να σέβονται τη φυσιολογική Και στο σημείο αυτό, ίσως αξίζει να επιση- οντότητα των διαφόρων ζώων. Δεν είναι μόνο η μανθεί μια καίρια διαφορά που υπάρχει ανάμε συνεχής παρουσία της αλεπούς με τη μορφή του σα στους Αισώπειους Μύθους και στα λαϊκά πα εκφραστή της πονηριάς και της κακίας. Είναι κι ραμύθια.1 εκείνος ο γλάρος που πέθανε γιατί «ενώ γεννή Ενώ οι πρώτοι νουθετούν και προτρέπουν θηκε πουλί, περνούσε τη ζωή του στη θάλασσα». προς τη «σοφή» κατανόηση του κοινωνικού γί Εδώ, η οικολογική συνέπεια όχι μόνο αμφισβη γνεσθαι, τα δεύτερα, χωρίς ν’ αγνοούν τη διάθε τείται, μα και κατηγορείται. (Αυτήν τη στάση
ε
αφιερωμα/61 την κληρονόμησε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρο νης παιδικής λογοτεχνίας, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ζώα-ήρωες, προσαρμοσμένα σε μέ τρα ανθρώπινης σκοπιμότητας και δεοντολο γίας). Βέβαια, ο στόχος κάθε Αισώπειου Μύθου εί ναι πάντα το επιμύθιο. Αλλά αυτό και μόνο δε δικαιολογεί την όποια αντίθεση προς τη δικαιο σύνη και την ισορροπία της φύσης. Πάντως το έργο του Αισώπου δεν έχει τυχαία επιβιώσει. Πέρα από τις όποιες επί μέρους αν τιρρήσεις, είναι αναγνωρίσιμη, μια βαθιά φιλο σοφημένη τοποθέτηση, που -ακριβώς γιατί είναι γνήσια- συχνά ξεφεύγει από τα προκαθορισμένα πλαίσια και, πέρα από κάθε προγραμματισμό, διακηρύσσει μια -υπόγεια, ίσως- επαναστατικότητα. Έτσι, λοιπόν, το σκαθάρι δημιουργεί πρόβλη μα στον αητό, αλλά και η αλεπού- επιτέλους!δικαιώνεται, καθώς δηλώνει στη λεοπάρδαλη πως «Σε ξεπερνώ. Αν είσαι εσύ πολύχρωμη, εγώ είμαι πολύξερη.».
DANIEL ARIJONI
η γραμματική της φιλμικής γλώσσας
AI πάνω απ’ όλα, ο Αίσωπος -ή όποιοι μας κληροδότησαν αυτούς τους μύθους- κατα θέτει μια αξιολογότατη ψυχολογική δεινότητα. Οι τύποι του (όπως εκείνος με το πήδημα στη Ρόδο) έχουν μια διαχρονική υπόσταση. Συναν τιούνται και σήμερα. Υπάρχουν. Αναγνωρίζον ται. Και αυτό που σκέφθηκε το λιοντάρι για να φάει τα βόδια (τα χώρισε πρώτα) έχει αναχθεί, στην εποχή μας, σε επιστήμη. Και είναι αυτό ακριβώς, το αιώνια ανθρώπινο που εκφράζουν οι μύθοι, το οποίο τους έχει δώ σει το δικαίωμα να επιβιώνουν μέσα στο χρόνο. Ό λα τ’ άλλα στοιχεία που υπεισέρχονται -και που, μερικά μόνο και εν συντομία, αναφέραμεδεν είναι αρκετά για να αμαυρώσουν ένα έργο που ακόμη και σήμερα διαθέτει αμεσότητα, κα θώς είναι εφοδιασμένο με μια καίρια γλωσσική οντότητα και με μια εξίσου καίρια αντιμετώπιση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
R
-Plane»ΖΕΡΜΑΙΝ ΜΑΜΑΛΑΚΗ
Α νατολή! Α νατολή!
η
4
f
□*1 2 Σημειώσεις: 1. Οι διαφορές και οι ομοιότητες των αισώπειων μύθων και των λαϊκών παραμυθιών είναι πολλές και ενδιαφέρουσες. Όμως ο στόχος αυτού του άρθρου δεν είναι να τις επισημάνει και -πόσο μάλλον- να τις εξαντλήσει. 2. Ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον θέμα έρευνας είναι κι αυτό της ασυμφωνίας μεταξύ του λόγου για τον οποίον οι κάτοικοι των Δελφών θανάτωσαν των Αίσωπο (αμφισβήτησε την ιε ρότητα του χώρου και τους κατηγόρησε ως απατεώνες) και των νοημάτων που υπερασπίζονται οι μύθοι του. Ο πρώτος σαφώς παραπέμπει σε μια αναρχική -έστω αντικομφορμιστική- αμφισβήτηση του κατεστημένου. Κάτι, δηλαδή, που οι μύθοι, μάλλον, αρνούνται να υπηρετήσουν.
IK" W i ΔΩΡΙΚΟ*
ί
62/αφιερωμα
Θ αν. Κ αραγιάννης
Βιβλιογραφία των νεοελληνικών μεταφράσεων και διασκευών του Αισώπου Μέχρι τέλους του 19ου αι. Αισώπου μύθοι (νεοελλην. μετάφρασις), Ενετίησιν, 1644. Αισώπου του Φρυχός βίος και μύθοι. Νεωστί τυπωθέντες ελληνιστί μετά και άλλων, Ενετίησιν (χ.χρ.). Αισώπου βίος, του μυθοποιού, Μαξίμω τω Πλανούδη, συγγραφεύς (χ.χρ.).
εις κατάληψιν, Παρά Νικολ. Γλυκεί, Εν Βενετία, 1810. Αισώπου του Φρυγός βίος και μύθοι. Μετά της χρηστοήθειας Αντωνίου και Βυζαντίου και άλλων τινών ωφελίμων, Ενετίησιν, Ν. Γλυκύς, 1813, 1816, 1819, 1820, 1832. Αισώπου του Φρυγός βίος και μύθοι. Γαβρίου... Παρά Δαμασκηνού Παπαπαναγιωτοπούλου, Εν Βενετία, 1815.
Αισώπου μύθοι - Εν τέλει. Εν τη Σαληκάτη, Ενετήσι. Αναλώμασι της ιεράς των φύλ λων ξινωρίδος (χ.χρ.).
Αισώπου του Φρυγός βίος και μύθοι. Μετά της χρηστοήθειας Αντωνίου του Βυζαντίου, η προσετέθησαν και άλλα τινά πάνυ ωφέλι μα, Ελλην. Τυπογρ., Εν Βενετία, 1844.
Αισώπου του Φρυγός. Βίος και μύθοι. Ελληνιστί και Λατινιστί, Τύποις Αντωνίου Μπόρτολη, Βενετία, 1760.
Αισώπου μύθοι ηθικώτατοι εις >απλήν φράσιν νεωστί εκδοθέντες, Ελλην. Τυπογρ. του Φοίνικος, Εν Βενετία, 1840.
Αίσωπος... του Φρυγός βίος και μύθοι. Ενετίησι, 1790 (Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων).
Αίσωπος... βίος. Συγγραφείς υπό Ανδρ. Μουστοξύδου. Εξελληνισθείς δε υπό Ιων. Βερβιτσιώτου, Κέρκυρα, 1857.
Αίσωπος ο Φρυξ-Βίος και μύθοι. Οις προσετέθησαν εν ταύτη τη νέα εκδόσει μετά των άλλων η χρηστοήθεια Αντωνίου του Βυ ζαντίου και το Χρυσούν και χρησιμώτατον εγχειρίδιον του σοφωτ. Θεοφράστου, ήτοι οι αυτού ηθικοί χαρακτήρες. Ενετίησιν, 1799, 1807 (Παρά Νικ. Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων). Μύθων Αισωπείων-Συναγωγή (έπεται ο τίτλος και Λατινιστί) (χ.χρ.).
Εκλογή τερπνή και ηθική εκ των Αστείων Ηρακλέους και Μύθων Αισώπου. Εστιχουργημένων υπό Γεωργίου Παμπούκη (χ.χρ.).
Μύθων Αισωπείων-Συναγωγή, Έκδ. Α. Κοραή, Παρίσι, 1810.
Πανταζής, Δ. Συλλογή βίων αρχαίων Ελλήνων πεζογράφων και ποιητών, Αθήναι, 1871.
Αισώπου Μύθοι κατά πολλά σκωπτικώτατα. Μετάφρασις εις κοινήν γλώσσαν πάντων
Βίος Αισώπου του Φρυγός, Ελλην. Τυπογρ. Βε νετία, 1874.
Σούτσος, Π. Αισώπου μύθοι, έμετροι εν παραθέ σει προς τους του... εξ ων ανεπλάσθησαν, Εν Αθήναις 1865. Αισώπου μύθοι. Εις την καθομιλουμένην υπό Δ. Ειρηνίδου, Τυπογρ. Ερμού, Εν Αθήναις, 1868
αφιερωμα/63 Αργυριάδης, Δ. Αισώπειοι μύθοι... εμμέτρως εκπεφρασμένοι.... Εν Κωνσταντινουπόλει, τυπ. Ευαγγελινού Μισαηλίδου, 1875. Αισώπου μύθοι ηθικώτατοι. Εις απλήν φράσιν νεωστί εκδοθέντες, Ελλην. Τυπογρ. Βενε τία, 1877. Αργυριάδης, Δ. Προς ανάγνωσιν και άσκησιν απαγγελίας εν τοις Δημοτικοίς και Ελληνικοίς Σχολείοις. Εμμέτρως εκπεφρασμέ νοι. Κωνστ/πολις, 1875. Βίος Αισώπου του Φρυγός, Τύποις Μελακέα, Εν Καλάμαις, 1882.
Απ’ τις αρχές του 20ου αι. μέχρι το 1986 Αισώπειοι μύθοι. Έμμετρος μετάφρασις Ν.Ν. Δρακουλίδης, Ζαγκούρογλους, Αθήναι, 1914. Παπαχριστοδούλου, Π. Αισώπειων μύθων (Η αλεπού), 1928. Παπαχριστοδούλου, Π. Αισώπειοι μύθοι, Κερδώ, 1930. 50 Αισωπικοί μύθοι καμωμένοι απ’ το Ν.Β. Παπαγεωργίου, Τομ. Α', Αθήνα, 1931. Αισώπου μύθοι (Διασκευή και εκλογή υπό Βέρτας Σ. Λέκα), Εν Αθήναις, Ν. Νίκας, 1931 Αισώπου μύθοι. Διασκευή Απ. Μελαχρινού, 1932. Κούρτης, Γ. Εκλογή από τους μύθους του Αισώ που, 1938. Οι Αισώπειοι μύθοι-Τευχ. Α', Αγρίνιον, 1949. Χαριτωνίδου, X. Αισώπειοι μύθοι, 1949. [Γεγραμμένον Εβραϊστί] [Μύθοι του Αισώπου. Επιμέλεια και μετάφρασις: I. Ζαμόρα], Λογοτεχνικών Τετραδίων, 1950. Γεωργόπουλος, Γ.Χ. ...και οι Αισώπειοι μύθοι. Ψυχαγωγικοί και διδακτικοί για κάθε ηλι κία κι εποχή. Τεύχ. Β', 1950. Αισώπου μύθοι-Μετάφραση: Θρασ. Σταύρου, Αθήνα, 1950. Παπαδόπουλος, Α.Α. Βυζαντινόν έπος εξ Αισωπείου μύθου, 1953. Τροβάς, Δ. (Κείμενον-Μετάφρασις) Αισώπου μύθοι, εκδ. Μ. Βασιλείου, Αθήναι, 1954. Μαθήματα εκ των Αισωπείων μύθων. Συλλεχθέντα και μεταφρασθέντα υπό Κωνστ. Βαρδαλάχου (χ.χρ.).
Αισώπειοι μύθοι [Απόδ. Στρατή Τσίρκα], Χρυ σές εκδόσεις, Αθήναι (χ.χρ.). Σταύρου, Θρ. (Μετάφρ.) Αισώπου μύθοι, Εκδ. Γεωργ. Παπαδημητρίου, Αθήνα, 1950, 1966. Ταρσούλη, Γ. (Διασκευή) Αισώπου μύθοι, Ατλαντίς, Αθήναι, 1954. Τσιμικάλη, Π. (Μετάφρ.) Μύθοι του Αισώπου, Αθήναι (χ.χρ.). Γιάκος, Δ. Ένας γέρος απ’ τη Φρυγία (Αίσω πος), Ατλαντίς (χ.χρ.) Ζώα που μιλούν. Μύθοι, Ι.Κ. Παπαδοπούλου, Αθήναι, (χ.χρ.). Τσιμικάλη, Π. Παραμύθια του Αισώπου, Αστήρ, Αθήναι, 1960. Σακελλαρίου, X. Οι μύθοι του Αισώπου, Κων. Λυβέρδου, «Προμηθευτική», Αθήναι (xxe·)· Το παραμύθι του Αισώπου (κείμενο: Θέμου Ροδάνθη - Φοίβου Αστέρη - Διασκευή κατά Πλανούδη), Κένταυρος, Αθήναι, 1964. Περγιαλίτης, Γ. Οι 150 παιδαγωγικοί Αισώπου μύθοι, ξένοι πρωτότυποι, Εκδ. οίκος Αγκύρας, Εν Αθήναις (χ.χρ.). Τροβά, Δ. Αισώπου μύθοι, Τυπογρ. Θ. Ματαφία, Αθήναι, 1966. Σταύρου, Θρ. (Μετάφρ.) Αισώπου μύθοι, Αφών Κωνσταντινίδη, Θεσ/νίκη, 1966. Μαράντου, Σ. (Διασκευή) Μύθοι Αισώπου, Εκδ. Ρούγκα, Αθήναι (χ.χρ.). Αισώπειοι μύθοι. Απόδοση: Στρατή Τσίρκα, εικον. Joan Kiddell-Montoe, εκδ. Ηριδανός, Αθήναι (χ.χρ.). Μύθοι του Αισώπου, Ατλαντίς (χ.χρ.). Ιωαννίδης, Θ. Αισώπου μύθοι, ΑΣΕ (χ.χρ.). Βαλασάκης, Π. Μύθοι Αισώπου, Ελευθερουδάκης. (xxe·)· Τάσος, Α. Αισώπου μύθοι - Βιβλιοθήκη των Ελ λήνων, τ. Α'-Β', Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός (χ.χρ.). Κεφαλλονίτης, Στ. (Απόδοση) Μύθοι από τον Αίσωπο, Σιδέρης (χ.χρ.). Μεταξά, Αντ. (Εκλογή) Μύθοι Αισώπου, Δωρι κός, Αθήναι, 1970. Τάσος, Α. (Μετάφρ. - Εισαγωγή) Αισώπου μύ θοι, Τόμοι Α'-Β', Αθήναι, 1971.
64/αψιερωμα Παιδική φιλολογία, Παραμύθια του Αισώπου, Βιβλιοθήκη για όλους (χ.χρ.).
Σαραντόπουλος, Δ.Γ. Αθήνα, 1971. Μύθοι του Αισώπου, Χελώνα (χ.χρ.). Κλασσικά παραμύθια - Μια επιλογή από τους μύθους του Αισώπου, Χελώνα, (χ.χρ.).
Αισώπου μύθοι (μεγάλο), Δαρεμάς (χ.χρ.). Αισώπου μύθοι (μικρό), Δαρεμάς (χ.χρ.).
Αθάνατα παραμύθια. - Χελώνα, (χ.χρ.).
Αισώπου μύθοι, Δαμιανός (χ.χρ.).
Αισώπου - Διαλεχτικοί μύθοι, Κυρ. I. Παπαδόπουλος (χ.χρ.).
Παπαγεωργίου, Κ. (Διασκευή) Αισώπου Μύθοι, Κ. Κωστόπουλος, Αθήνα (χ.χρ.).
Το σπίτι του Αισώπου, Κυρ. I. Παπαδόπουλος, (χ· χρ·)
Όμορφα παραμύθια με ζώα, Στρατίκης, Αθήνα, 1982.
Μύθοι του Αισώπου, Κυρ. I. Παπαδόπουλος, (χ.χρ·)·
Μύθοι και παραμύθια (προσαρμογή: Νίκος Μόσχος-Επιμέλεια: Τάκης Παναγιώτου), Γεμεντζόπουλος, Αθήνα, 1982.
Οι μύθοι του Αισώπου, Σμυρνιώτη (χ.χρ.).
Ιωαννίδης, Θ. (Απόδοση). Αισώπου μύθοι, ΑΣΕ, Θεσ/νίκη, 1983.
Αίσωπος. Η αλεπού κι ο γερανός, Αντιπαράλληλα (χ.χρ.). Σακελλαρίου, X. Αισώπου μύθοι, Μίνωας, Αθήναι, 1973. Ο Αίσωπος στον καιρό μας και άλλα ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1976. Νεγρεπόντης, Γ. Ο φίλος μας ο Αίσωπος, Κέ δρος (χ.χρ.). Αισώπου μύθοι, Στρατίκης, Αθήνα, 1977. Τσουκαλάς, Γ. (Διασκευή) 135 μύθοι του Αισώ που (2 τόμοι), Άγκυρα, Αθήναι, 1978. Πλανούδης, Μ. Αίσωπος, Πύρινος κόσμος (χ·χρ·)· Μύθοι Αισώπου, Βιβλιοθήκη για όλους (χ.χρ.).
Χωρεάνθη, Ελ. Αισώπου μύθοι (14 τόμοι), Καμπανάς, Αθήνα, (χ.χρ.). Παραμύθι^από τον Αίσωπο (12 βιβλία), Καμπανάς (χ.χρ.). Αλεξίου, Ελ. Μύθοι του Αισώπου, Καστανιώτης, Αθήνα, 1985. Βαλαβάνη, Ελ. Μύθοι του Αισώπου, Πατάκης, Αθήνα, 1985. Μέμου, Μ. - Παπαδοπούλου, Υβ. Ο μυλωνάς κι ο γάιδαρος (Μύθος του Αισώπου) Σύγ χρονη Εποχή, 1985. Αισώπου Μύθοι. Αρχαίο κείμενο, εισαγωγήμεταγραφή στη Δημοτική Τάσου Βουρνά, Τομ. Α'-Β', Αφοί Τολίδη, 1986.
□
Τ ο μ ε γ ά λ ο β ι β λ ιο π ω λ ε ίο της Θ εσ σ α λ ο ν ίκη ς ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ GALLERY ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΙΑΝΟΣ
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ί | ε ς ς α λ ο ν ικ η I
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ r
--------- 1
επ ιλ ο γ ή
τα ιστορικά αίτια της υποανάπτυξης Σ Τ Α Θ Η Ν. Τ ΣΟ ΤΣΟ ΡΟ Υ: Οικο-
νομικοί και Κοινωνικοί Μηχανισμοί στον Ορεινό Χώρο Γορτυνία
Η μελέτη αυτή του Στάθη Τσοτσορού εκδόθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος Ερευνών Νεοελληνικής Ιστορίας που ακολουθείται από το Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, με την ευθύνη Επιστημονικής Επιτροπής με Πρόεδρο το Ν. Σβορώνο. Αναμφισβήτητα, μια τέτοια προσφορά ενός πιστωτικού ιδρύ ματος κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Ισως όμως θα έπρεπε να ση μειώσουμε την ανάγκη βελτίωσης της προβολής και διάθεσης των εκδόσεων του Ιστορικού Αρχείου. (Το Ιστορικό Αρχείο ιδρύθηκε από την Εμπορική Τράπεζα το 1983 και μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί έξι μελέτες στα πλαίσια του Προγράμματος Ερευνών Νεοελλη νικής Ιστορίας). Αντικείμενο της έρευνας είναι η ανάλυση και ο προσδιορισμός της φΰσης και της δυναμικής των οικο νομικών και κοινωνικών σχέσεων και μηχανισμών στην ορεινή Γορ τυνία για μια περίοδο εκατό χρό νων (1715-1828). Η διερεύνηση αυ τή παράλληλα επιδιώκει να ερμη νεύσει το χαρακτήρα και να προσ διορίσει τις κινητήριες δυνάμεις της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Δεδομένης της σημασίας της ορεινής ζώνης στην προεπαναστα τική περίοδο, καθώς και του ρόλου της στη διαμόρφωση της νεοελληνι κής κοινωνίας, η σημασία του έρ γου είναι φανερή. Φανερές είναι επίσης και οι δυσκολίες που αντι μετωπίζονται σε έρευνες που αναφέρονται σε δεδομένο χώρο και ιστορικό χρόνο, δυσκολίες που κύ ρια προέρχονται από την έλλειψη στατιστικών στοιχείων και τη δυ
σχέρεια πρόσβασης στις πηγές πλη ροφοριών. Οι ιστορικές αναλύσεις αυτού του είδους, αν και δεν παρουσιά ζουν τη γοητεία των γενικεύσεων των θεωρητικών αναζητήσεων ή των εμπειρικών διερευνήσεων με διαχρονικό ή διαχωρικό χαρακτή ρα, είναι αναγκαίες για τον προσ διορισμό των μηχανισμών που η λειτουργία τους ερμηνεύει το συ σχετισμό των κοινωνικών δυνά μεων και διαμορφώνει τις συνιστώ σες της κοινωνικής δυναμικής. Η μελέτη παρουσιάζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος καλύπτει την προεπαναστατική περίοδο 1715-1821, ενώ το δεύτερο μέρος καλύπτει την περίοδο 1821-1828. Στο πρώτο μέρος αναλύονται οι βασικές μεταβλητές των κοινωνικο οικονομικών δομών της προεπανα στατικής Γορτυνίας. Η ανάλυση
(1715-1828). Ιστορικό Α ρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Α θήνα 1986. Σελ. 329. περιλαμβάνει τις δημογραφικές με ταβολές, την κατάσταση της γης (χρήση και αξία), τη γεωργική πα ραγωγή, τη βιοτεχνία, το εμπόριο, τις επενδύσεις, τη φορολογία, την εκπαίδευση και τις πληθυσμιακές μετακινήσεις (εσωτερική και εξω τερική μετανάστευση). Τέλος, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στους κλέφτες και το ρόλο που διαδρα μάτισαν. Στο δεύτερο μέρος της με λέτης παρουσιάζονται τα βασικά γεγονότα που σχετίζονται με την έναρξη της Επανάστασης καί οι επελθούσες μεταβολές στους συ σχετισμούς άσκησης της εξουσίας και διερευνάται ο ρόλος της οικο νομίας, όπως εκφράζεται μέσω των μηχανισμών και των μέσων άντλη σης πόρων. Η μελέτη συμπληρώνε ται με τη συζήτηση των γενικών συμπερασμάτων, ενώ στο Πα ράρτημα παρατίθενται έγγραφα, διαχειριστικά κατάστιχα, καθώς και ευρετήρια τοπωνυμιών, όρων και ονομάτων. Η έρευνα βασίστη .ε σε πληρο φορίες και στοιχεία που αναζητή θηκαν από διάφορες πηγές, όπως τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Χειρόγραφους Κώδικες, Συμβο λαιογραφικά Έγγραφα, Παραχω ρητήρια Εθνικών Γαιών, Ημερολό για και Εφημερίδες τοπικές, Φορο λογικά Κατάστιχα, που φυλάσσον ται σε αρχεία τοπικών βιβλιοθηκών και ιδιωτικά αρχεία. Ο συγγρα
66/οδηγος φέας, πρέπει να υπογραμμισθεί, έκαμε σημαντικό, έργο βρίσκοντας, ταξινομώντας και αξιοποιώντας αυτό το υλικό, έτσι ώστε η μελέτη να τεκμηριώνεται με ένα μεγάλο εύρος στατιστικών στοιχείων και πληροφοριών. Η ανάλυση των κοινωνικο-οικονομικών μηχανισμών της Γορτυνίας, αν και δε μας επι τρέπει να γενικεύσουμε για τον ελ ληνικό ορεινό χώρο, μας προσφέ ρει όμως αξιόπιστες ενδείξεις για τις επικρατούσες συνθήκες στην ορεινή Πελοπόννησο, τόσο προε παναστατικά, όσο και στη διάρκεια της επανάστασης. Η βασική μεταβολή που επισημαίνεται από το 17ο αιώνα είναι η αναγκαστική εκχώρηση των δι καιωμάτων των χωρικών πάνω στη γη, που είναι αποτέλεσμα των πλη θωριστικών πιέσεων που αντιμετω πίζει το τουρκικό κράτος, με συνέ πεια τη συνεχή αύξηση των φορο λογικών απαιτήσεων από τους χω ρικούς. Η τάση για την επέκταση της μεγάλης γαιοκτησίας, όπου κυ ριαρχεί το τουρκικό στοιχείο (1715-1770), εδραιώνεται με την ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπο ρίου και την εμπορευματοποίηση της παραγωγής, με τον άμεσο πα ραγωγό να πουλά ελάχιστο μέρος της παραγωγής του στον ιδιοκτήτη της γης σε τιμές της περιόδου του θερισμού, έτσι ώστε να εκμηδενί ζονται οι θετικές συνέπειες της αύ ξησης των τιμών. Η ελαχιστοποίηση της κατά κεφαλή διαθέσιμης γης και η κακή ποιότητα των εδαφών οδήγησαν στην καταχρέωση των καλλιεργητών στους ισχυρούς τοπι κούς παράγοντες (προεστούς και κοτζαμπάσηδες). Διέξοδο αποτελεί η αναζήτηση εποχικής μισθωτής εργασίας και η ανάπτυξη της κτη νοτροφίας, ενώ από το 18ο αιώνα σημειώνεται στροφή προς τη συμ πληρωματική απασχόληση στη βιο τεχνία έντασης εργασίας, που όμως δε θα αποτελέσει χώρο επένδυσης. Οι διέξοδοι αυτές δε λύνουν το βιοποριστικό πρόβλημα, με αποτέ λεσμα την αναζήτηση βιοπορισμού εκτός της περιοχής που έχει σαν αποτέλεσμα τη μετανάστευση προς τα εξαγωγικά κέντρα της Πελοποννήσου και τα εμπορικά κέντρα Σμύρνης και Κωνσταντινούπολης, καταρχήν και αργότερα προς τα βορειοδυτικά κέντρα της Πελοποννήσου, την Τριπολιτσά, την Ύδρα, και τις παραδουνάβιες χώρες. Η εξασφάλιση των εξαγωγικών δυνατοτήτων για τα αγροτικά
προϊόντα αυξάνει το ενδιαφέρον για τον έλεγχό της παραγωγής από τους προεστούς και του κοτζαμπά σηδες, ενδιαφέρον που εκδηλώνε ται με την ενοικίαση φόρων και προσόδων. Ο περιορισμένος ρόλος της τοπικής αγοράς στον ορεινό χώρο εδραιώνει τη θέση των προε στών, γεγονός που αναπτύσσει την αντίθεση ανάμεσα στο λαό και τους προεστούς, που φροντίζουν να εκ μεταλλεύονται τους χωρικούς μέσω των υπενοικιάσεων φόρων και προσόδων και του τοκογλυφικού δανεισμού. Η αμφισβήτηση των φορέων εξουσίας (Εκκλησία, κοτζαμπάση δες - Κοινοτική διοίκηση) εκδηλώ νεται με την έξαρση του παράνο μου στοιχείου (κλεφτών). Η νομι μοποίηση των κλεφτών μέσω του θεσμού των κάπων αποδεικνύεται αναποτελεσματική, αφού οι τελευ ταίοι μετατρέπονται σε πολέμιους της προεστικής τάξης. Η Εκκλησία συμπορεύεται πάντοτε με τους προεστούς, όχι μόνο στην προσπά θεια φυσικής εξόντωσης .των κλε φτών αλλά και στην εξάλειψη του επαναστατικού πνεύματος του καταπιεζόμενου και εκμεταλλευόμε νου λαού. Η διάδοση των μηνυμάτων της Φιλικής Εταιρίας, μέσω των πλα νόδιων χειροτεχνών και εμπόρων, στους καταπιεσμένους χωρικούς, σε συνδυασμό με την επιστροφή των κλεφτοκαπεταναίων, έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία των πρώτων στρατιωτικών σωμάτων. Η υπόσχεση για αλλαγές στο καθε στώς της γαιοκτησίας συσπειρώνει το λαό γύρω από τους φυσικούς αρχηγούς (κλεφτοκαπεταναίους), γεγονός που οδηγεί σε στρατιωτι κές νίκες. Οι στρατιωτικές επιτυ χίες φανερώνουν τις δυνατότητες κοινωνικο-οικονομικών μεταβολών που κάθε άλλο παρά αρεστές είναι στο προεστικό στοιχείο. Εκμεταλ λευόμενοι τον οπορτουνισμό των καπεταναίων (θ . Κολοκοτρώνης) οι προεστοί ανασυντάσσονται, διεκδικούν και τελικά επιτυγχάνουν τον έλεγχο του στρατού, της οικο νομίας και της τοπικής εξουσίας. Η κυριαρχία των προεστών εδραιώ νεται με την αφομοίωση στο σύστη μα των καπεταναίων που συμμετέ χουν πλέον στην καταλήστευση του λαού, αλλά και των εθνικών πό ρων, με τις υπεκμισθώσεις προσό δων, τις δημοπρασίες εθνικών ακι νήτων και τα δάνεια-εισφορές προς το εθνικό ταμείο. Χαρακτηριστική
είναι ακόμη η αφομοίωση στο σύ στημα αστικών στοιχείων των εμ πορικών κέντρων που συνδέονται με τους προεστούς με στενούς τοπι κούς δεσμούς. Αποτέλεσμα των παραπάνω εί ναι ο εκμηδενισμός της αστικής τά ξης της παροικίας και η διατήρηση της εξουσίας από την προεπανα στατική προεστική άρχουσα τάξη. Οι ελπίδες του λαού για αλλαγές στη γαιοκτησία μένουν ανεκπλήρω τες και οι επαναστατημένοι γίνον ται κολλίγοι στα χωράφια που αγωνίστηκαν να λευτερώσουν. Εί ναι το 19ο αιώνα που η γιγάντωση του κρατικού μηχανισμού θα οδη γήσει τα προεστικά στοιχεία και τους καπεταναίους στην αναζήτη ση τέτοιας απασχόλησης, πράγμα που θα έχει σαν συνέπεια την υπο τίμηση της γης. Από το 1860 ως το 1920 σημειώνονται ομαδικές αγο ρές Υης (μεγάλων αγροτεμαχίων), ενώ πολύ αργότερα το κράτος δια νέμει εθνική γη. Ο 20ος αιώνας θα βρει την Πελοπόννησο με πολλούς ιδιοκτήτες μικρού, τεμαχισμένου αντιοικονομικού κλήρου, που θα αναζητήσουν τη λύση στο βιοπορι στικό τους πρόβλημα με τη μετανά στευση (εσωτερική και εξωτερική). Η μελέτη διακρίνεται για τη με θοδολογική της συνέπεια και την ερευνητική της εμβάθυνση σε ένα σημαντικό όγκο στοιχείων και πλη ροφοριών. Τα συμπεράσματά της έρχονται να προστεθούν σε αυτά άλλων αντίστοιχων μελετών και να ερμηνεύσουν τις κοινωνικο-οικσνομικές εξελίξεις και τις εκφράσεις υπο-ανάπτυξης της νεοελληνικής κοινωνίας. Βέβαια, το ευρύ πεδίο αναφοράς της μελέτης (το σύνολο των κοινωνικο-οικονομικών σχη ματισμών) δεν επιτρέπει την πιο αναλυτική εξέταση των επιμέρους παραγόντων, πράγμα όμως που δε μειώνει την αξία της μελέτης σε σχέση με τους σκοπούς της. Οι ιστορικοί, οι κοινωνιολόγοι και οι ασχολούμενοι με την οικονο μική ιστορία θα βρουν στο βιβλίο του Στάθη Τσοτσορού σημαντικά στοιχεία και συμπεράσματα πολύ τιμα για τις έρευνές τους. 'Αλλω στε, το θέμα της ανάλυσης των ερ μηνευτικών παραγόντων της Νεο ελληνικής ανάπτυξης (και υποανάπτυξης) δεν έχει κλείσει, προσφέροντας ταυτόχρονα σημαντικές δυνατότητες θεωρητικών γενικεύΝΙΚΟΣ ΚΟΎΓΣΙΑΡΑΣ
οδηγος/67
.
^
για μια νοητή επιστροφή στο αρχέγονο Σ Ω Τ Η Ρ Η ΤΡΙΒΥΖΑ: ΒίοςΑσω μάτων. Αθήνα, Υάκινθος, 1986. Σελ. 16.
Ο Σωτήρης Τριβυζάς (γεν. 1960) δίνει τα πρώτα δείγματα γρα φής του μέσα στη δεκαετία του ’80 όπου κι ενηλικιώνεται. Ανήκει, λοιπόν, βιολογικά στη γενιά των νεότατων ποιητών. Οι προηγούμενες συλλογές του, «Κέλυφος» (Εγνατία, 1982) και «Κίβδηλο φεγγάρι» (Οδυσσέας, 1984), τον κατέταξαν ήδη στους ολιγογράφους ποιητές, ολιγογράφόυς όχι από την άπο ψη της συχνότητας εμφάνισης, αλλά της ποσότητας σε κάθε εμ φάνιση. Η κριτική αυτή διαπίστωση ενισχύεται από την τρίτη συλλογή του «Βίος Ασωμάτων». Έ να μικρό Ιόσέλιδο που περιέχει 8 ολιγόστιχα ποιήματα, είναι όλη κι όλη η τελευ ταία του κατάθεση. Κι όχι μόνο αυτό. Επιβεβαιώνεται κι εδώ ότι ο Σ.Τ. φιλοδοξεί να εκφραστεί μέσα από τα κανάλια ενός σύγχρονου όσο και πυκνού συμβολισμού. Η εμμονή του, επομένως, σ’ αυτού του είδους τη συνέπεια σηματοδο τεί ίσως μιαν ήδη κατασταλαγμένη γραμμή πλεύσης. Γι’ αυτό και αξί ζει την επισήμανση. Με την πρώτη κιόλας προσέγγι ση που επιχειρεί κανείς, γίνεται φανερό ότι η ποίηση του Σ.Τ. προ βάλλει τον κλειστό εσωτερικό του χώρο, μια στάση που τείνει να γίνει κοινό χαρακτηριστικό των ποιητών της γενιάς του. Η αμείλικτη ενδοστρέφεια προς την οποία κινείται η ποίηση της εποχής μας, ακόμη κι όταν θέλει να θίξει εντυπώσεις του εξωτερικού περιβάλλοντος, έχει βέ βαια τις εξηγήσεις της, τόσο από ψυχολογικής, όσο και από κοινω νιολογικής πλευράς, πολύ περισσό τερο που ο φαινομενικά προσωπι κός χαρακτήρας της ποιητικής δια δικασίας δεν αναιρεί την κοινωνι κή της σημασία σε μια δεδομένη περίοδο. Η καταλυτική, λοιπόν,
εποχή μας δε φαίνεται να ευνοεί την αναζήτηση μύθων πέρα από μας τους ίδιους, έξω από το σώμα μας. Αλλά, στην τελευταία του συλλο γή, ο Σ.Τ. ούτε με το σώμα θέλει ν’ ασχοληθεί. Δε διακρίνεται εδώ κα μιά προσπάθεια χειραφέτησης του σώματος, αφού, όπως έχει επισημανθεί στο «Κίβδηλο Φεγγάρι», «έρχονται μέρες στεγνές» «χωρίς την έκσταση μιας έκθαμβης πράξης/χωρίς τη μέθη μιας απρόοπτης στιγμής». Ούτε καν πρόκειται για ποίηση δωματίου, γιατί στο κλει στό δωμάτιο (κι ίσως ιδιαίτερα σ’ αυτό) η παρουσία του σώματος εί ναι ναρκισσιστικά κυρίαρχη. Αντί θετα, στη συλλογή του Σ.Τ., το υπαρκτό περιβάλλον, δομημένο πάνω σε πατριαρχικές αξίες και πρότυπα, στενότερο ή ευρύτερο, έχει κατακυριεύσει κι εξαφανίσει το σώμα και τις αισθήσεις, το πο λυδιάστατο της φύσης τους. Το σώ μα έχει αποξενωθεί από την ίδια του την ύπαρξη. Τι μένει λοιπόν; Μένει το στάδιο της προ-ύπαρξης, της προ-γέννησης. Προ-ύπαρξη, όμως, για τον ποιητή, δε σημαίνει ανυπαρξία. Πριν περάσει στην «κανονική» ύπαρξη, το έμβρυο εμ φανίζεται να ζει τη δική του πραγ ματικότητα, ίσως και πριν ακόμη
πλαίσιο Γ
" •
Κ Α Τ ΙΑ Σ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ : Σ χέδιο a ' γ ια το υς ε π ιθ ν μ ο νν τες. Αθήνα, Πλέθρο, 1986. Σελ. 52.
Με ασφυκτικά γεμάτο τρόπο η Κ.Κ. μεταφέρει τον αναγνώστη σ’ έναν δυσνόητο ποιητικό χώρο, ο οποίος δεν αφήνει περιθώρια απαλλαγής από τον υπερρεαλισμό, σχολή στην οποία όπως φαίνεται επιθυμεί να θητεύσει. Τα εννιά πεζά της ποιήματα έχουν το χαρακτήρα της συνεχούς επαναπροσαρμογής τόσο στο είδος, όσο επίσης και στα μέσα με τα οποία τέτοια θέματα, βρίσκουν διέξοδο προς το χαρτί, εξαφανίζοντας κάθε κλειδί που θα μπορούσε ν’ ανοίξει τον ψυχικό κόσμο της ποιήτριας και να φανερώσει την τεχνική που ακολουθείται. Είναι κομμάτια που λίγο-πολύ αντιπροσωπεύουν ένα δείγμα γραφής κλειστό και απαραβίαστο, απομονώνοντας κάθε προσπάθεια επαφής και θέτοντας σε κίνηση μόνον τις ίδιες δυνάμεις που είναι οι καθαρά νοητικές.
Τ Α Σ Ο Υ Μ ΠΕΣΙΟΥ. μ ε το α π ό γ ευ μ α στο ν κρ ό τα φ ο . Αθήνα, Π λέθρον, 1986. Σελ. 68.
Η ποιητική αυτή συλλογή του Τ.Μ. διακρίνεται από μια όψη εσωτερικού μονόλογου, καθώς επιδιώκει με μέσα που δονούν τα αισθήματα τον απεγκλωβισμό βαθύτερων και σοβαρότερων σκέψεων. Σίγουρα το πορτρέτο των ποιημάτων με την ιδέα που εμφανίζεται απογυμνώνει μια ελαφριά αίσθηση, έτσι που ο αναγνώστης να γίνεται συνεργός σε μια υψηλού επιπέδου προσέγγιση,
68/οδηγος συλληφθεί, ως εάν, αγγίζοντας τα όρια της μεταφυσικής, ν’ αναζητεί το άλλο σκέλος της, έτσι κι αλλιώς, διασπασμένης ενότητας του όντος, το πνεύμα το άφθαρτο κι αιώνιο. Επιχειρεί, λοιπόν, ο ποιητής μια καταβύθιση, μια επιστροφή στο μητρικό κοιλιακό χώρο, αναπο λώντας νοσταλγικά το κλειστό και σιωπηλό όστρακο, εκεί που «ο ου ρανός... λευκός με ίσκιους παράξε να άστρα», γιατί εκεί «ζουν τα πράγματα την άφθαρτη ζωή τους» και «οι λέξεις γίνονται ρυθμός/και σκίρτημα βαθύ μέσα στη φλέβα». Αναζητώντας την πρωταρχική ταυτότητά του, από την προηγού μενη ακόμα συλλογή του, πριν αλ λοιωθεί ή αλλοτριωθεί, ο ποιητής επιχειρεί εδώ να περιγράφει το βίο της ύπαρξης πριν γίνει σώμα, με στιγμιότυπα «εντυπώσεων» από το μόνο χώρο που μπορεί να παράσχει την ποθητή προφύλαξη και προσ τασία από το εχθρικό, αδυσώπητο, αποξενωτικό υπαρκτό περιβάλλον. Εξ ου, λοιπόν, και ο ευφυής τίτλος της συλλογής. «Επιστρέφω και πάλι αγία και πόρνη/μητέρα των πρώτων μου ύπνων/καθρεφτίζομαι μέσα σου ανώνυμος ίσκιος/μικρή αχιβάδα σπασμένη στα δυο». Οι «εντυπώσεις» αυτές ανακα λούνται συνεχώς από μια απύθμε νη, λες, μνήμη και, με θρησκευτική ευλάβεια, παρακολουθεί κανείς ένα είδος τελετής, όπου οι εικόνες ντύνονται με λέξεις, μέσα από τις οποίες αναδύεται μια ακαταμάχητη σχέση αλληλοεπηρεασμού αυτού του καρπού κοιλίας με το «αυτοκί
νητο κορμί» που τον κουβαλάει, μια ταύτιση τελικά που παραπέμ πει στον αρχέγονο μύθο της μητρι κής ασφάλειας. Όμως, «ένα αιφνίδιο δευτερόλε πτο που γέρνουν οι αιώνες/κι έρ χονται λέξεις λαμπερές σαν έρω τας» ο αποχωρισμός γίνεται μοι ραίος, γιατί «ακόμη επιμένουν οι φωνές Λέξεις που γδύθηκαν τη ση μασία τους». Το αντίτιμο του απο χωρισμού δεν είναι παρά η φθορά κι ο θάνατος. Ιδού, λοιπόν, το οξύ μωρο σχήμα· με τον ερχομό στο φως «εδώ καθένας ζει τον θάνατό του/την κάθε μέρα κρύβοντας τα χέρια του», ενώ εκεί, στο «σκοτά δι», στη σιωπή, «γίνομαι λάμψηφως που παίζει με τον άνεμο» γι’ αυτό και αναπολεί την άλλη, την πραγματική ζωή που γνώρισε στο φιλόξενο γαστέρα «στο φως πριν από χρόνια». Δε μένει, λοιπόν, πα ρά η υπόσχεση στον ίδιο τον εαυτό για μια νοητή επιστροφή στο αρχέ γονο, που θα γίνεται συνεχώς «μέ χρι να ωριμάσει η σιωπή και να γνωρίσω ως μέσα». Με την εκδοχή που προσπάθησα να σκιαγραφήσω παραπάνω, δεν προτίθεμαι φυσικά να περιορίσω τα ενδεχόμενα των πολλαπλών αναγνώσεων που επιδέχεται η συλ λογή. Ποικίλες είναι άλλωστε οι αλληγορικές και μεταφορικές σκη νές που αποτρέπουν κάτι τέτοιο. Ο Σ.Τ. έχει επιτυχώς, κατά τη γνώμη μου, αφομοιώσει και, φαντάζομαι, δεν αρνείται τις συμβολιστικές του καταβολές. Εξάλλου, η μουσικότη τα που βγαίνει μέσα από το ρομαν τικό πνεύμα της αναπόλησης, είναι
Το «ΔΙΑΒΑΖΩ», μετά από παρά κληση αναγνωστών, συνεργατών και φίλων του, αποφάσισε να πα ραμένουν τα γραφεία του ανοιχτά κάθε ΔΕΥΤΕΡΑ από το ΠΡΩΙ ώς το ΒΡΑΔΥ.
ένα στοιχείο που συνδέει την ποίη σή του με μια βασική ιδιότητα των περισσότερων συμβολιστών. Ό μως, αν λάβουμε υπόψη ότι ο συμ βολισμός έχει συνδεθεί και με άλλα «παρακμιακά», όπως λέγονται, στοιχεία, δε θα έλεγα ότι ο Σ.Τ. εί ναι αισθησιακός ή αισθητικός ποιητής. Στο «Βίο ασωμάτων» δεν έχουμε μια ποίηση παρορμητική, αλλά μάλλον έλλογη, εγκεφαλική. Κι αυτό βέβαια δεν είναι αρνητικό, στο βαθμό που η έλλογη επεξεργα σία των ποιημάτων δεν καταπατά τα δικαιώματα της ελεύθερης έκ φρασης. Ακόμη και η συχνή ανα φορά στη νύχτα και στο σκοτάδι δε στοιχειοθετεί μια ροπή προς τη με λαγχολία, αλλά αποτελεί μάλλον μέρος της έμφασης που δίνεται στην αντίστιξη του πριν και του με τά. Έ να επιπλέον στοιχείο που νο μίζω ότι πρέπει να επισημανθεί εί ναι ότι τα 8 ποιήματα της συλλογής φαντάζουν ως μέρη μιας εκτενέστερης σύνθεσης που ολοκληρώνεται ποιητικά γύρω από μια κεντρική ιδέα. Έχουν μεταξύ τους μια συνο χή, που λείπει συνήθως από τις ποιητικές συλλογές των νέων ποιη τών, ως εάν ήταν όλα μαζί (και θα μπορούσαν να είναι) ένα ποίημα. Κάτω από αυτή την οπτική κι επει δή, προσωπικά, τείνω να πιστεύω ότι ο ποιητής δοκιμάζεται κυρίως στα εκτενή ποιήματα, έχω τη γνώ μη ότι, με το «Βίο Ασωμάτων», ο Σ.Τ. καταχωρεί στο ενεργητικό του μια σοβαρή προσπάθεια ολοκλή ρωσης των ποιητικών του συλλή ψεων γενικά. Η «δοκιμασία», βέβαια, συνίσταται, κατά την άποψή μου, στην ικανότητα οικοδόμησης μιας αρμο νικής σχέσης μεταξύ ανάλυσηςσύνθεσης, ώστε ούτε οι λέξεις να ασφυκτιούν μέσα σε «κλειστούς» στίχους ούτε το ποιητικό όραμα να χάνεται μέσα σε μετέωρες ή δαιδαλώδεις αναπτύξεις της ίδιας ιδέας. Ο Σ.Τ., όμως, φοβάμαι ότι, χάριν της λιτότητας που επιδιώκει, διακρίνεται από μια υπερβολική τάση για συντόμευση της ανάπτυ ξης του θέματος, πράγμα που έχει πολλές φορές ως επακόλουθο την ασυνέχεια. Χρειάζεται, επομένως, προσοχή, ώστε η τάση αυτή να μην υπομονεύσει, στο μέλλον, την αρ μονία που σημείωσα παραπάνω και φέρει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. ΠΑΥΛΟΣ Δ. ΠΕΖΑΡΟΣ
οδηγος/69
τα δοαδαλώδη μονοπάτια της μνήμης Ζ Υ Ρ Α Ν Ν Α Σ ΖΑΤΕΛ Η : Στην ερημιά με χάρι. Αθήνα, Εκδόσεις Σιγαρέτα, 1986. Σελ. 341.
Λέγεται -και πρέπει να είναι σωστό- πως ο κάθε συγγραφέας μέ σα από τα γραφτά του, αυτοψυχαναλύεται κι ακόμα λέγεται και μιαν άλλη αλήθεια, πως, δηλαδή, ο κάθε συγγραφέας, μέσα στα έργα του, καταθέτει τις δομές του δικού του κόσμου -ενός κόσμου όχι διαφορετικού από αυτόν που όλοι μας ζούμε, μα με ξεχωρι στό, απόλυτα υποκειμενικό τρόπο, και ιδωμένο και βιωμένο. Και βέβαια, η όραση, όπως και το βίωμα, δεν μπορεί παρά να κινείται σε χώρους υποκειμενικούς κι έτσι άλλοτε να είναι ερμηνευμένες ρεαλιστικά, άλλοτε υπερρεαλιστικά, άλλοτε να διαθέτουν ποιητι κές ενοράσεις, άλλοτε παγανιστικές εξαρτήσεις. Όμως το ζητούμενο -από καθαρά λογοτεχνική σκοπιά- είναι αυτές οι οράσεις και τα βιώματα να ενσαρ κώνονται σε συμφωνία με την υφολογική τους ύπαρξη. Και ασφαλώς, δε γίνεται ν’ αγνοηθεί η πρωτοτυ πία τόσο της υφής, όσο και της κα ταγραφής. Η Ζυράννα Ζατέλη με το πρώτο της κιόλας βιβλίο -ήταν η συλλογή διηγημάτων «Η περσινή αρραβω νιαστικιά»- είχε εκφράσει τόσο τις συντεταγμένες του κόσμου μέσα από τον οποίο αντλούσε τα θέματά της, όσο και τον τρόπου που βίωνε η ίδια αυτόν τον κόσμο. Με το δεύ τερο αυτό βιβλίο της -και πάλι διη γήματα- επιβεβαιώνει τις συ ντεταγμένες και ολοκληρώνει τον τρόπο βίωσης. Ο χώρος είναι αυτός που η ίδια, κάποια στιγμή της ζωής της, έζησε μέσα του. Χρόνος, αυτός της δικιάς της προϊστορίας. Και ο τρό πος όρασης και βίωσης αυτών των δύο παραμέτρων, είναι ένας τρό πος βαθιά ψυχαναλυτικός, έντονα παγανιστικός, συχνά μεταφυσικός, μόνιμα ερωτικός. Η αφήγηση γίνεται άλλοτε στο πρώτο πρόσωπο, άλλοτε στο τρίτο. Μα και σ’ αυτήν τη δεύτερη περί πτωση, ο αναγνώστης δεν ξεγελιέ ται. Είναι πάντα η ίδια η συγγρα φέας που του μιλά. Και έχει αυτή η
ομιλία τις δικές της απαιτήσεις για να εξελιχθεί σε διάλογο. Η Ζ.Ζ. έχει έναν δικό της τρόπο να μετρά το χρόνο -είναι περίεργο ίσως, μα δεν τον αγνοεί. Έχει κι έναν δικό της τρόπο να βλέπει ανθρώπους και γεγονότα. Έναν τρόπο που μό νο ένας ψυχαναλυτής θα μπορούσε να του δώσει τον ακριβή ορισμό Σ’ ένα από τα διηγήματα του βι βλίου - από αυτά που είναι γραμ μένα στο πρώτο πρόσωπο- η ηρωίδα παρουσιάζει τη γάτα της. Το όνομα που της έχει δώσει είναι «Απουσία» κι αυτό γιατί η γάτα έρχεται στο σπίτι, κάθε φορά και μόνον όταν η ηρωίδα φεύγει από αυτό. Και βέβαια, το εύρημα θα παρέμενε στο επίπεδο του εύστο χου και μόνο, αν η Ζ.Ζ. δεν το προχωρούσε περισσότερο. Όταν η ηρωίδα αποφασίζει να επιστρέφει στο σπίτι της, όχι γιατί το θέλει ή το σκοπεύει, αλλά απλώς και μόνο για να ελέγξει την αντίδραση του ζώου, η γάτα δεν φεύγει, μοναχά νιαουρίζει, εκφράζοντας έτσι τη δυσαρέσκειά της για τη βεβιασμένη καταπάτηση των όρων μιας αβίαστης βούλησης. Το πιο πάνω περιστατικό είναι ένα από τα πάμπολλα που υπάρ χουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Το κάθε ένα έχει τη δίκιά του υπό-
ταυτόχρονα με την πραγματική υφή του που κυριολεκτικά δέχεται τον όρο της εσώτερης παλινδρόμησης. Τα θέματα είναι παρμένα απ’ όλο το φάσμα της ατομικής συμπεριφοράς, έτσι ώστε να γίνεται απ’ αρχής συνειδητό, ότι πρόκειται για ποίηση που ελέγχει με τις κεραίες του δημιουργού, τις μύχιες και βασανιστικές ανθρώπινες εκφάνσεις. Σ Ω Τ Η Ρ Η ΠΑΣΤΑΚ Α: το α θόρυβο γεγο νό ς. Αθήνα, Το Δέντρο, 1986. Σελ. 28.
Το πρώτο κομψό βιβλίο του Λαρισινού ποιητή Σωτήρη Παστάκα, έχει να επιδείξει μια αθόρυβη αλλά ουσιαστική παρεμβολή στα ποιητικά πράγματα, καθώς σε χαμηλούς τόνους προσφέρει τις δικές του παραμέτρους, σ’ ένα πεδίο σχεδόν αμφίρροπης τέχνης. Τα θέματα αντανακλούν προσωπικά ερείσματα, που κάτω από ένα ύφ ος εσωτερικού τοπίου και μοναξιάς, διαπράττουν μιαν αρκετά μεγάλη τροχιά, συνθλίβοντας το περιστασιακό και το παράλογο και δίνοντας μια μεγάλη ώθηση στη συναισθηματική αγωγή και στο ρεαλιστικό προσδιορισμό. Τα ποιήματα του Σ.Π. αγωνιούν τόσο για τα ατομικά και κοινωνικά αδιέξοδα, όσο και για τη λήθη στην οποία η ποίηση ενίοτε πέφτει. Είναι στιγμές παροντικές που περιέχουν τη δίνη του μέλλοντος. Θ ΑΝ Α ΣΗ Δ . Ν Τ Ο Κ Ο Υ: Ο δοιπορικό τη ς α ναμ ο νή ς. Αθήνα, Πλέθρο, 1986. Σελ. 35.
Δεν αρκεί να κατέχει κανείς τα εργαλεία εκείνα που χρειάζονται για να γραφτεί ποίηση αξιώσεων, πρέπει ταυτόχρονα να ξέρει και να τα χρησιμοποιεί. Τα παραπάνω
70/οδηγος στάση. Ό λα αναφέρονται στον άν θρωπο -στον άνθρωπο όταν ανα ζητά τον εαυτό του, όταν ψάχνει την ελευθερία του, όταν ερωτεύε ται, μισεί ή αγαπά, όταν εργάζεται ή κοιμάται. Βαθύτατα ανθρώπινο έργο, βαθύτατα ποιητικό, ερωτικό, βαθύτατα μεταφυσικό -αν θέλετεκαι βαθύτατα παραμυθένιο. Αν θελήσουνε μ’ αγνοήσουμε κάποιες εθνολογικές και δομικές αρχές, θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε το έργο της Ζυράννας Ζατέλη μ’ αυτό του Μαρκές. Ό χι, δεν υπάρχει προσπάθεια μίμησης. Στο «Ερημιά με χάρι» υπάρχει έντονη ελληνικότητα και έντονη θηλυκή παρουσία. Υπάρχει προσωπικός τόνος. Ορθώνεται έ νας ολάκερος κόσμος που γνωρίζει πώς να ερμηνεύει, με τους δικούς του νόμους, τα συναισθήματα και τις ανάγκες των ανθρώπων, το ίδιο όπως και την παρουσία των αντι κειμένων. Σε κάποια σελίδα του βιβλίου υπάρχει μια φράση: «Δεν την ξέρω καλά, αλλ’ απ’ ό,τι διαισθάνομαι, είναι μια κοπέλα που ζει την αλή θεια της». Και σε κάποιαν άλλη: «... είναι που ορισμένα πράγματα
προτιμώ να με μαγεύουν παρά να τα εξηγώ». Νομίζω πως με καίριο τρόπο η ίδια η συγγραφέας δείχνει το δρό μο προσέγγισης του έργου της: Ενός έργου για το οποίο η μόνη επιφύλαξη που έχω να εκφράσω αφορά τον όγκο του -με διαφορετι κή έκφραση: το πλήθος των διηγη μάτων. Ό λα τα κείμενα που απαρ τίζουν τη συλλογή δεν έχουν την ίδια αμεσότητα γραφής, μήτε πα ρόμοια ποιότητα στην ανάπτυξή τους. Φαινόμενο, ώς ένα σημείο, φυσιολογικό. Όμως, μιας και είναι τόσα πολλά, κάποια θα μπορούσαν να λείπουν. Παρόλ’ αυτά, το πλή θος των διηγημάτων έχει και τη θε τική του πλευρά. Επιβάλλει μια ατμόσφαιρα και οδηγεί βαθύτερα τον αναγνώστη, στην κατανόηση των νόμων της Ζ.Ζ. Άλλα από τα διηγήματα αυτά είναι σύντομα, άλλα ιδιαιτέρως με γάλα. Τα πρώτα στηρίζονται σ’ ένα μικρό εύρημα, που συνήθως πα ρουσιάζεται στο τέλος. Τα δεύτερα ασχολούνται με την ανάπτυξη είτε μιας ονειρικής κατάστασης, είτε με την επισήμανση των λεπτομερειών που απαρτίζουν την προσωπικότη
τα κάποιων ανθρώπων. Κι είναι σ’ αυτά, όπου η συγγένεια με τον Μαρκές αποκτά τη μέγιστη έντασή της (π.χ. εκείνη η γυναίκα που ονομάζεται Ανατολή, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί δίδυμη α δελφή μιας ηρωίδας του Νοτιοαμερικάνου συγγραφέα). Κι όπως πάντα όλα ξεκινούν από προσωπικές αναμνήσεις, μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε και να ομολογή σουμε την ανοδική πορεία που συνδέει την «Περσινή αρραβωνια στικιά» με το «Στην ερημιά με χά ρι». Απλά και μόνο, η άνοδος δεν ελέγχηκε με σχολαστική ακρίβεια. Όμως το παρελθόν ολοένα και πε ρισσότερο αποκτά καθοριστικές διαστάσεις. Η αντικειμενικότητα ολοένα υποχωρεί στη γοητεία του υποκειμενισμού. Η κοινωνική κρι τική ολοένα πιο έντονα ανατρέπει τα, από αιώνων, παραδεχτά. Η άλ λη πλευρά των αντικειμένων -η αφανής, η εσωτερική τους- ολοένα και ενδυναμώνει τη γοητεία της. Και η Ζυράννα Ζατέλη ολοένα και προχωρεί -φωτίζοντάς τα- μέσα στα δαιδαλώδη μονοπάτια της μνή
μης· ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ
οδηγος/71
«ιστορία των συνειδήσεων» Κ .θ . ΔΗ Μ ΑΡ Α: Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, Η εποχή τον-η ζωή τον-το έργο τον. Αθήνα, Μ ορ φωτικό Ίόρνμα Εθνικής Τραπέζης, 1986. Σελ. 528.
Το βιβλίο αυτό, με στόχευοη τη βιογράφηση του εθνικού μας ιστοριογράφου, του Κωνσταντίνου Δ. Παπαρρηγόπουλου, υπερβαίνει κατά πολύ το προσδοκώμενο- το προσδοκώμενο, που, έτσι κι αλλιώς, ο αφετηριακός συνειρμός του ονόματος του συγγραφέα μ’ αυτό, το διογκώνει άμετρα. Άρτιο από κάθε άποψη, το χαρακτηρίζει μία πολυσχιδής εντέλεια δυσκολοσυναπάντητη. Και δεν είναι φυσικά μόνο η τρίπλευρη, αλλά σε σώμα ενιαίο ανάλυση, που την προαναγγέλλει η υποτιτλοφόρηση του συγγράμματος. Ο γνώριμος με την εργογραφία του συγγραφέα και συνεπώς και με τη σπονδύλωση της ερευνητικής του μέχρι τώρα ανησυχίας, αυτής που τον φέρνει στην καλούμενη από τον ίδιο «ιστορία τών συνειδήσεων», θα πρέπει, κι ενώ κρατά πια αυτό το βιβλίο στα χέρια του, να το ένι ωσε πως το βιογραφικό είδος ήταν η αδιάλειπτα υπάρχουσα πρόκλη ση. Κι εξάλλου, τα στοιχεία που ο συγγραφέας έχει διασπείρει μέσα στα μελετήματά του, αυτά που θα μπορούσαν να συνθέσουν μικρά αλλά και αρκετές φορές πολυσέλι δα πορτραίτα, δεν αφήνουν αμφι βολίες ότι κι άλλες προσωπικότη τες θα μπορούσε να βιογραφήσει. Βέβαια, με τον απαιτητικό τρόπο που το κάνει τώρα για τον Κ. Δ. Παπαρρηγόπουλο. Η απαίτηση, σύγκειται στην ικανοποίηση της δι κής του της συνείδησης, ότι η προ σωπογραφία του αυτή, αναγκάζει σε διαρκή συναλλαγή την ΕΠΟΧΗ που ζει ο βιογραφούμενος, με τη ΖΩΗ του και το ΕΡΓΟ του και, μέ σα από τον ίδιο δρόμο, την αιτιο κρατία και το συλλογικό με το ατο μικό και το μοναδιαίο. Είναι λεπτολογία ίσως, αλλά αξίζει να επισημανθεί, καθώς πε ράσαμε από την ερευνητική πρωτο
τυπία του συγγραφέα, την ενασχό ληση με την «ιστορία τών συνειδή σεων», στη δική του τη συνείδηση, ότι αυτήν προβάλλει συχνά (ακόμα και με αφορμή τη διατύπωση ευχα ριστιών), πιστός στην άποψη της αναγκαιότητας των συνειδησιακών διαλευκάνσεων: των μελετωμένων προσώπων από τον ίδιο και του ίδιου από τον αναγνώστη του. Στοιχείο που αναδύεται μέσα από την ίδια αυτή αναγκαιότητα, είναι και «ή τών όνομάτων έπίσκεψις» από το συγγραφέα, που για τον αναγνώστη θα πρέπει να σημαίνει, όχι μόνο στο ομώνυμο μέρος του βιβλίου, αλλά και όπου αλλού εί ναι άδηλη, άρα θηρεύσιμη, την ανοικτή συζήτηση με το συγγρα φέα, σε θέματα εισαγωγής στις ιστορικές σπουδές. Δε μένει συνε πώς, παρά να το δηλώσουμε κιό λας, ότι, καθένας μπορεί να είναι ο ωφελημένος από το βιβλίο αυτό, αλλά οπωσδήποτε ο νεοκαλωσόριστος στο χώρο της ιστορικής έρευ νας. Γι’ αυτόν, αλλά και για τον πρόσθετο ακόμα λόγο, ότι από το ίδιο αυτό βιβλίο μπορεί να αντλή σει διδαχές ιστοριογραφίας, που σίγουρα θα του χρησιμεύσουν σαν καλά δομικά υλικά, όταν θα προσ παθήσει να επιτύχει αυτό που με τη
ισχύουν για την περίπτωση του ποιητή Θ.Ν., ο οποίος ενώ διαθέτει μια μεγάλη γκάμα εκφραστικών και τεχνικών μέσων, πραγματοποιεί ένα αποτέλεσμα που δεν ακουμπά τον αναγνώστη από άποψη τέχνης. Και έτσι πέφτουν στο κενό όλες εκείνες οι πρωτοπόρες του στιγμές και οι καλά δουλεμένοι του στίχοι. Το βιβλίο θα είχε να προσφέρει πολλά, αν αντί για τη μορφική επιταγή που ξοφλά ο ποιητής με μεγάλη συνέπεια, έριχνε ταυτόχρονα το βάρος του και στο συναίσθημα, πηγή αστείρευτη ώστε η ποίηση να ενδυναμώσει τις ψυχικές και αισθητικές της καταβολές.
Μ ΑΡΙΑΣ ΑΑ ΓΓΟ ΥΡΕΛ Η : Τα χαλασμένα. Αθήνα, Ηριόανός, 1986. Σελ. 111.
Τα πεζά ποιήματα της Μ.Λ. έρχονται να συμπληρώσουν μια μεγάλη προσπάθεια, που γίνεται τελευταία γύρω από το είδος, καθώς η φορμαλιστική υπόσταση ξεπερνά κάθε άλλη ιδιότητα θεματολογική ή τεχνική. Με μαεστρία η ποιήτρια αναδιπλώνει μνήμες και συνειρμούς, επιχειρώντας να προσεγγίσει με άμεσο τρόπο φαινόμενα υπαρξιακά και κοινωνικά, που έχουν παίξει κάποιο ρόλο στην ποιητική της διαίσθηση. Τα κομμάτια, που ολοκληρώνουν έναν τόμο βαθύτατα στοχαστικό, έχουν την ευχέρεια να κινούνται σε χώρους πέραν του λογικού και έτσι δραματοποιούνται κάποιες εμπειρίες και παραβολές. Τελειώνοντας κανείς το βιβλίο της Μ.Λ., έχει την αίσθηση ότι περιπλανήθηκε σε πεδία έντονων μορφικών διαδικασιών και γι’ αυτό περνάει το αποτέλεσμα, σε ό,τι το πρωτοποριακό έχει να επιδείξει η πεζοποίηση στις μέρες μας. ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
72/οδηγος σειρά της κάθε επιστήμη προβάλλει σαν αίτημα στους ανθρώπους της: την πρωτοτυπία. Οι δάσκαλοι όμως, και για να μην κρατήσουμε άλλο σε αφάνεια τον βιογραφούμενο Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλο, είναι δύο. Τα μακρά παραθέματα από παραδόσεις του εθνικού μας ιστοριογράφου στο Πανεπιστήμιο, συναπαντώνται συ χνά μέσα στο βιβλίο, που διασώζει τα ανθεκτικά αυτά στο χρόνο μα θήματα ακόμη και για μας. Δεν μπορεί να μην παρατηρήσει κανείς, ανάμεσα στις απόψεις του Κ. Παπαρρηγόπουλου γύρω από θέματα ιστορίας και ιστοριογραφίας και μερικές που έχουν αντανακλάσεις στις τρέχουσες αντιλήψεις. Πιο εμ φανείς τέτοιες, η άποψή του για τη χρησιμότητα της ιστορίας και η συμπαράταξή του με τη θέση για τη μοναδικότητα του ιστορικού γεγο νότος (σελ. 263-274), η υπέρβαση του κανόνα της χρονολογικής τά ξης (εφαρμοσμένη στην πράξη αν και όχι δηλωμένη) και επίσης ορα τή η ανάγκη να υπάρξει ο μελετη τής, που θα μας δώσει στοιχεία για την ηχώ της ζωής και του έργου του Κ.Δ. Παπαρρηγόπουλου ως και τις μέρες μας.
Ο Κ.Θ. Δημαράς είναι ζάπλου τος σε πηγές και σε χαρίσματα και καθώς έχει ακάματη την ενεργητικότητά του, τίποτε δε θα τον εμπό διζε να βαθύνει τις ρίζες της ανα φοράς του. Δεν μπορεί, έτσι, να εννοήσει τη βιογράφηση αυτή, χω ρίς να ανιχνεύσει βήμα το βήμα τη γέννηση του ενδιαφέροντος της λο γιοσύνης για την ιστορία και τις απαρχές της ιστοριογραφίας, στον ευρύ δυτικοευρωπαϊκό χάρτη αλλά και στην αργοσχηματιζόμενη κουκίδα, το ελληνικό βασίλειο. Επιτέ λους, ο βιογραφούμενός του δεν εί ναι άλλο παρά ιστοριογράφος. Ακόμα, η διηθητική μέθοδος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να παρουσιάσει την εποχή, τη σύγχρο νη με την άνδρωση του Κ.Δ. Πα παρρηγόπουλου, είναι καλά επι λεγμένη και έτσι και εξαίρετο το αποτέλεσμα που δίνει. Ο μεγαλοϊ δεατισμός είναι για φορά πολλοστή κάτοχος περίοπτης θέσης και πρό ξενος αναλυτικών σχολίων σε έργο του Κ.Θ. Δημαρά. Σημειώνω πάν τως, πως ένα άλλο βιβλίο, αυτό της Έλλης Σκοπετέα -αν σωστά το μα θαίνω είναι υπό έκδοση-, αποτελεί κι αυτό χρήσιμο ξεναγό στην εποχή αυτή την ίδια που έζησε ο Κ.Δ.
Παπαρρηγόπουλος και στις όψεις του μεγαλοϊδεατισμού. Άτοπο μοιάζει να καταπιαστεί κανείς με την αναφορά στο περιε χόμενο των κεφαλαίων του βιβλίου του Κ.Θ. Δημαρά, ένα προς ένα, όσο κι αν σημειώματα σαν αυτό και έκεί στοχεύουν. Θα είχε να συστείλει, χάριν χώρου, εικόνες από τις πολυάριθμες που σχημάτισε, γνώσεις από τις πολλές που απέ κτησε, εντυπώσεις από τις ασταμά τητες που θα ’θελε να διατυπώσει. Και καθώς ο ίδιος ο συγγραφέας φρόντισε ονοματίζοντας κάθε κε φάλαιο να είναι αναλυτικός, και καθώς επίσης είναι σημείο κα τάλληλο να εφαρμόσουμε τη δική του προτροπή «νά άφήνουμε τον συγγραφέα πού μελετούμε να μιλεϊ, άντί να μιλούμε έμεϊς γιά λόγου του» (σελ. 14), οδεύουμε προς ό,τι έχουμε τελευταίο να πούμε. Το έργο αυτό, πλάσμα του κάθε άλλο παρά δύσπραγου κονδυλοφό ρου του Κ.Θ. Δημαρά, αδίστακτα χαρακτηρίζεται γεγονός και σαν τέτοιο θα το δει η κατεξοχήν ενδιαφερόμενη γι’ αυτά: η ιστορία. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Γ. ΚΙΜΟΥΡΤΖΗΣ
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ
Ζωοδόχου Πηγής 17 - Τηλ. 36.13.137
ΔΕΛ ΤΙΟ ί4ΑΑπρΐίίου"ΐ987
βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 167
• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο ανντάσσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίον ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίω ν γίνε ται μ ε βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται α/,φαβητικά οι έλ-
Επιμέλεια: Έφη Απάκη
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι.
• Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο.
• Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι αία έντυπα.
• Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα του Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ δόσεις τους.
Γ ΕΝ ΙΚ Α Ε ΡΓ Α
Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ
ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Εκπαιδευτική ελληνική εγκυκλοπαίδεια. Παγκόσμιο βιογραφικό λεξικό. Τόμος 6ος. Αθήνα, Εκδοτική Αθη νών, 1987. Σελ. 432. Δρχ. 3.800.
ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΛΑΙΡΗ. Πνευματική θερα πεία. Αθήνα, Μέγας Σείριος, 1987. Σελ. 205. Δρχ. 650.
Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ
Θ Ρ Η Σ Κ Ε ΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
ΓΕΝΙΚΑ
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Κριτικές παρεμβάσεις. Β' έκδοση. Αθήνα, Δόμος, 1987. Σελ. 243. Δρχ. 700. Πέτρου Βράιλα - Αρμένη φιλοσοφικά έργα. Τόμος 6ος. Επιμ. Ε. Μουτσόπουλος κ.ά. Αθήναι, 1986. Σελ.
ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΝ. Εκκλησιαστι κή ιστορία. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1987. Σελ. 229. Δρχ. 900. ΜΩΥΣΗΣ (ΜΟΝΑΧΟΣ). Η κοινωνία της ερήμου και η ερημιά των πόλεων. Αθήνα, Τήνος, 1987. Σελ. 142. Δρχ. 400. ΠΑΠΑΘΕΜΕΛΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ. Ορθοδοξία και πολιτι κή. Αθήνα, Ρέκος, 1986. Σελ. 136. Δρχ. 350.
1%. ΜΠΙΤΣΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΗΣ. Η δυναμική του ελάχι στου. Τόμος Β'. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. Σελ. 289.
74/δελτιο ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ (ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ). Βίος Οσιας Μαρίας της Αιγύπτιας. Ά γιο Όρος, Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, 1987. Σελ. 100. Δρχ. 300. LAMBERT BERNARD. Οι Μακαρισμοί και η σύγ χρονη κουλτούρα. Μετ. Ε. Γρηγορίου. Αθήνα, Τήνος, 1987. Σελ. 208. Δρχ. 500.
ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΟΥ ΣΟΥΡΟΖ (ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ). Ημέρα Κυρίου. Μετ. Μαρία Χασάπη. Αθήνα, Ακρί τας, 1987. Σελ. 126. Δρχ. 400.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΚ ΕΣ Ε Π ΙΣΤΗ Μ ΕΣ
ΚΟΙΝ ΩΝΙΟΛΟΓΙA ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η «πο-ανάπτυξη σήμε ρα; Αθήνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 256. Δρχ. 800. ΜΩΥΣΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ. Η αγροτική κοινωνία στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα, Ίδρυμα Μεσογειακών Με λετών, 1986. Σελ. 388. Δρχ. 950. ΛΕΦΕΒΡ ΑΝΡΙ. Μια σκέψη που έγινε κόσμος. Μετ. Έφη Κορόμηλά. Αθήνα, Κένταυρος, 1987. Σελ. 234. Δρχ. 800.
στο σχολείο. Αθήνα, Σμίλη, 1987. Σελ. 119. Δρχ. 1.200. ΜΑΡΙΟΛΗΣ Π. Ο πεζός λόγος στην «περιπέτεια» της διδακτικής πράξης. Αθήνα, Σύγχρονη Εκπαίδευση, 1987. Σελ. 94. Δρχ. 400.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΝΕΛΣΟΝ ΤΖΕΡΑΛΝΤ - ΛΟΥΑΚ ΡΙΤΣΑΡΝΤ. Ποιος είναι το αφεντικό. Μετ. Μαρίνα Λώμη. Αθήνα, Γλά ρος, 1987. Σελ. 170. Δρχ. 450.
Θ ΕΤ ΙΚ Ε Σ Ε Π ΙΣΤΗ Μ ΕΣ
ΦΥΤΟΛΟΓΙΑ ΖΑΧΟΣ Δ.Γ. ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Λεξικό φυτοπαθολογικών όρων. Αθήνα, Ελληνική Φυτοπαθολογική Εταιρεία, 1984. Σελ. 110. Δρχ. 600.
Ε Φ Α Ρ Μ . Ε Π ΙΣΤΗ Μ ΕΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΔΙΚΑΙΟ ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ ΜΙΧΑΛΗΣ ΧΡ. Το πρόβλημα της υφα λοκρηπίδας του Αιγαίου. Αθήνα, Σάκκουλας, 1986. Σελ. 263. Δρχ. 1.000.
ΚΑΡΑΚΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ. Μεθοδολογία προγραμ ματισμού με τη γλώσσα FORTRAN. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 346. ΣΑΡΙΚΑΣ ΖΗΣΗΣ. Μύθοι της τεχνολογίας. Θεσσαλο νίκη, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1987. Σελ. 159. Δρχ. 500.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ
LASSELE JOAN - RAMSAY CAROL. Το αλφάβητο του IBM PC. Μετ. Πηνελόπη Καμπάνη-Βουγιουκλή. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 222.
ΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΟΣ Ε. Το καρναβάλι της Πάτρας. Πά τρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1987. Σελ. 197. Δρχ. 600.
LAWRENCE DAVID - ENGLAND MARK. Για να μάθετε τον AMSTRAD. Μετ. Πηνελόπη Καμπάνη Βουγιουκλή. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ.
Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η - Π Α ΙΔ Α Γ Ω ΓΙΚΗ
ΤΕΧΝΕΣ
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
ΚΑΝΙΣΤΡΑ ΜΑΧΗ. Η σύγχρονη εικαστική αγωγή
ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΥ ΝΤΟΡΗ. Χάρτινες εικόνες. Ορθό-
δελτιο/75 δόξα θρησκευτικά χαρακτικά. 1665-1899. Τόμοι Α ' + Β'. Αθήνα, Παπαστράτος, 1986. Σελ. 637. Δρχ. 8.000. (Οι δύο τόμοι).
Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Φ ΙΛ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ
ΜΩΡΑΪΤΗΣ ΜΑΚΗΣ. Η αναγεννησιακή οθόνη. Αθή να, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 93. Δρχ. 250.
Ανθολόγιο αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Τόμος Α'. Αθήνα, Πατάκης, 1986. Σελ. 167.
ΚΟΚΤΩ ΖΑΚ - ΦΡΕΝΩ ΑΝΤΡΕ. Κινηματογράφος και ποίηση. Β' έκδοση. Μετ. Μάκης Μωραΐτης. Αθή να, Αιγόκερως, 1986. Σελ. 78.
ΓΕΩΡΓΟΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ Γ. Βιργιλίου Αινειάς. Εισαγωγή - βιβλίο I. Αθήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 255. Δρχ. 750.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΙΚΗΣ. «Κώστας Καρυωτάκης». Ό περα. Λιμπρέτο - Διόνυσος - Σχόλια και άλλα. Αθήνα, Κάκτος, 1987. Σελ. 95. Δρχ. 400.
ΜΠΑΛΤΑΣ ΑΛΕΞ. ΑΘ. Ορατίου ωδές. Βιβλία I και II. Αθήνα, Παπαδήμας, 1987. Σελ. 160. Δρχ. 500. ΤΙΤΟΣ ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ ΚΑΡΟΣ. Περί φύσεως. Βιβλία έξη μεταφρασμένα από τον Κωνσταντίνο Θεοτόκη. Αθήνα, Κείμενα, 1986. Σελ. 335. Δρχ. 2.000.
ΔΟΚΙΜΙΑ Ε Ν Α Σ Χ Ο Λ Η Σ Ε ΙΣ
ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ Κ.Ν. Εμείς και οι αρχαίοι. Μι κρό δοκίμιο. Αθήνα, «Νέά Παιδεία», 1987. Σελ. 78.
ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν ΙΑ
ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ - ΚΟΥΛΟΥΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ - ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΣ ΘΟΔΩΡΗΣ. Το τάβλι. Θεωρία και πραχτική. Αθήνα, Νέοι Καιροί, 1986. Σελ. 156.
ΠΟΙΗΣΗ
ΓΛΩΣΣΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΣΙΟΥΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα, Φάρος. Σελ. 1.517. Δρχ. 2.200.
ΞΕΝΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ ΠΑΞΙΝΟΣ ΟΜΑΡ. Βασικό λεξικό αραβοελληνικό. Αθήνα, Πελεκάνος. Σελ. 127. Δρχ. 900. ROSGOVAS Τ. Νέο γαλλοελληνικό λεξικό με φωνητι κή. Αθήνα, 1985. Σελ. 630. Δρχ. 1.500.
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΙΑΣΩΝ. Ψηφιδωτό Δ'. Ποίηση. Αθή να, Δρυμός, 1987. Σελ. 159. ΚΑΦΟΥΣΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Τα τραγούδια του αδερφού. Αθήνα, 1986. Σελ. 53. ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ ΠΑΝΟΣ. Σημειώσεις ενός τηλεγραφη τή. Αθήνα, Σπηλιώτης. Σελ. 72. ΜΠΑΡΜΠΕΡΗ ΙΩΑΝΝΑ. Οραματιστές της μοναξιάς. Αθήνα, Αστάρτη, 1986. Σελ. 46. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ - ΠΑΝΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Τα πήλι να βλέφαρα. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 54. ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΥ - ΠΑΝΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Του βι βλικού αμπελώνος οι βότρυες. Αθήνα, Διογένης, 1985. Σελ. 55. ΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. Προμηθέας σωτήρας. Τρίκαλα, 1986. Σελ. 60. ΤΖΑΝΝΗ ΜΑΙΡΗ. Ποιήματα 1980-83. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. Σελ. 75. Σύγχρονοι αμερικανοί ποιητές. Ποιητική ανθολογία. Πρόλ.-μετ. Σωκράτης Σκαρτσής, Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 189.
76/δελτιο ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΗΛΙΑΣ. Ποίηση ισπανόφωνης Αμερι κής. (1882-1970). Αθήνα, Γνώση, 1987. Σελ. 300. Δρχ. 800. PAPACHRISTOU - PANOU EVANGELIA. Framboises sur orbite d’ etoiles jilantes. Poesie. Tr. Pierre Comberousse. Athdnes, 1985. Pag. 61.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΖΗΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Εισαγωγή. Πεζογράφημα. Αθή να, 1987. Σελ. 67. Δρχ. 300.
μα. Μετ. Νίκος Παπανδρέου. Αθήνα, Σύγχρονη Επο χή, 1986. Σελ. 258. Δρχ. 400. HEMINGWAY ERNEST. Άντρες χωρίς γυναίκες. Μετ. Λίλα Κονομάρα. Αθήνα, Πλέθρον, 1986. Σελ. 152.
ΕΥ ΘΥΜΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ. Το χιούμορ των πολιτικών. Από την Αρχαία Ελλάδα ως την εποχή μας. Αθήνα, Εκδοτική Εστία, 1987. Σελ. 238. Δρχ. 900.
ΚΟΝΤΕΑ ΡΟΥΛΑ. Το στυπόχαρτο. Αθήνα, Δωρικός. Σελ. 114. ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΚΩΣΤΑΣ Δ. Ροζέ ντε Φλορ. Καταλανοί, Αραγωνέζοι και Αλμογάβαροι στη δούλεψη των Παλαιολόγων. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 366. Δρχ. 650. ΛΥΜΠΕΡΗ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ξεθωριασμένο μπλε. Αθήνα, Ηριδανός, 1986. Σελ. 73. ΜΠΑΚΟΛΑΣ ΝΙΚΟΣ. Μυθολογία. Δώδεκα αλληλένδετα αφηγήματα. Β' έκδοση. Θεσσαλονίκη, Ιδίοις αναλώμασιν, 1986. Σελ. 89.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ. Γιώργος Ιωάννου (Ένας λογοτέχνης στην εκπαίδευση). Ανατ. από το περιοδικό «Φιλόλογος», αρ. 43. Θεσσαλονίκη, 1986. Σελ. 33-50.
ΘΕΑΤΡΟ
ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ. Προς εκκλησιασμό. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1986. Σελ. 156. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ Κ. Ο πύργος του ακροπόταμου. Εισ.- φιλολ. επιμ. Γιώργος Βελουδής. Αθήνα, Οδυσσέας, 1986. Σελ. 223. Αμερικάνικη προλεταριακή λογοτεχνία. Επιλογή. Μετ. Νίκος Σαραντάκος. Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1986. Σελ. 283. Δρχ. 550. ΓΟΥΛΦ ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ. Στοιχειωμένο σπίτι. Και άλλα διηγήματα. Μετ. Δέσποινα Κερεβάντη - Γιάννης Βαλούρδος. Αθήνα, γράμματα, 1987. Σελ. 191. Δρχ. 500. ΛΑΒΚΡΑΦΤ ΧΑΟΥΑΡΝΤ ΦΙΛΙΠΣ. Ο ναός του τρό μου. Μετ. Μ. Πανώριος κ.ά. Αθήνα, Αίολος, 1987. Σελ. 210. Δρχ. 550. ΛΙΟΥΙΣ ΣΙΝΓΚΛΑΙΡ. Κας Τίμπερλεν. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 519. Δρχ. 650.
ΕΡΓΑ ΦΟ ΝΤΑΡΙΟ. Δέσε με, εγώ θα τα σπάσω όλα. Μετ. Νίκος Γιαννακόπουλος. Θεσσαλονίκη, Εκδοτική Ομά δα. Σελ. 62. Δρχ. 200.
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΛΟΝΤΟΝ ΤΖΑΚ. Ο ταξιδιώτης τ’ ουρανού. Μετ. Άρης Σφακιανάκης. Αθήνα, Ζαχ. 1986. Σελ. 360. Δρχ. 600.
ΠΑΠΠΑ ΚΙΚΗ. Χωρίς βίζα. Αποστολή στο Λίβανο. Αθήνα, Βασδέκης, 1987. Σελ. 111. Δρχ. 450.
BURNETT W.R. Ο μικρός Καίσαρας. Μετ. Βικτώρια Τράπαλη. Αθήνα, Εξάντας, 1986. Σελ. 253. Δρχ. 450.
ΡΟΥΣΣΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Φυλακές Αλικαρνασσού - φυ λακές Κέρκυρας - βασανισμοί κρατουμένων. Αθήνα, 1987. Σελ. 74. Δρχ. 300.
SAYERS DOROTHY L. Πτώμα άγνωστης ταυτότη τας. Μετ. Αντρέας Σοκοδήμος. Αθήνα, Το κλειδί, 1987. Σελ. 215. Δρχ. 450. ΣΕΜΠΡΟΥΝ ΧΟΡΧΕ. Το λευκό όρος. Μετ. Βικτώρια Τράπαλη. Αθήνα, Εξάντας, 1987. Σελ. 254. Δρχ. 800. ΤΖΙΑΝ ΦΙΛΙΠ. Μπέτυ Μπλου. Μυθιστόρημα. Μετ. Μαίρη Κιτσικοπούλου. Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 355. Δρχ. 1.200.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ CLEMENT CATHERINE. Ζακ Λακάν. Βίος και πο λιτεία. Μετ. Μαργαρίτα Κουλεντιανού. Αθήνα, Θυμά ρι, 1986. Σελ. 299. Δρχ. 600.
ΤΣΕΪΖ ΤΖΕΪΜΣ X. Ό χι ορχιδέες για τη μις Μπλάντις. Μετ. Χρήστος Κωνσταντινόπουλος. Αθήνα, Εξάν τας, 1987. Σελ. 234. Δρχ. 500.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΦΑΝΤΕΓΙΕΦ ΑΛΕΞΑΝΤΡ. Η συντριβή. Μυθιστόρη
ΒΛΑΧΟΠΟΥΛΟΥ ΦΩΤΕΙΝΗ Θ. Ο Μέγας Κωνσταν
δελτιο/77 τίνος και η διαμόρφωση του Βυζαντινού Κράτους. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων, 1986. Σελ. 84. Δρχ. 200.
ΣΧΟΛΙΚΑ
ΚΑΨΙΔΕΛΗΣ ΤΑΣΟΣ Δ. Η Λήμνος στον Αγώνα του 1821. Αθήνα, Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βι βλίων, 1986. Σελ. 223. Δρχ. 600.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΘΑΝΑΣΗΣ Α. Κοινωνιολογία για την 4η Δέσμη. Αθήνα, Gutenberg, 1986. Σελ. 160.
ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ Π.Θ. Ο Γρηγόριος Ε ' και η Επα νάσταση του ’21. Αθήνα, Τήνος, 1986. Σελ. 143. Δρχ. 400. ΣΑΒΒΙΔΗΣ ΑΛΕΞΗΣ Γ.Κ. Τα βυζαντινά Επτάνησα. 11ος - αρχές 13ου αιώνα. Αθήνα, Βιβλιοπωλείο των Βιβλιόφιλων, 1986. Σελ. 95. Δρχ. 200. ΣΑΘΑΣ Κ. Έλληνες στρατιώται εν τη Δύσει. Αθήνα, Καραβίας, 1986. Σελ. 289. Δρχ. 1.500. ΣΟΦΙΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ζ. Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Τόμος Γ': Τα χειρόγραφα της Μονής Αγίου Στεφάνου. Αθήναι, Ακαδημία Αθηνών, 1986. Σελ. 484 + πίν. Δρχ. 5.000. ΣΦΗΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. Τα μεσαιωνικά κά στρα του Μορηά. Β' έκδοση. Αθήναι, 1987. Σελ. 431. Δρχ. 1.300. ΤΟΜΑΡΑ-ΣΙΔΕΡΗ ΜΑΤΟΥΛΑ-ΣΙΔΕΡΗΣ ΝΙΚΟΣ. Συγκρότηση και διαδοχή των γενεών στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Αθήνα, Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεο λαίας, 1986. Σελ. 228. Δρχ. 450.
Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. Πλάτωνος απο λογία Σωκράτους. Αθήνα, Gutenberg, 1987. Σελ. 176. ΜΠΟΥΡΑΣ Ν.Γ. - ΠΑΠΑΣΤΕΡΓΙΟΥ Α.Π. Αρχαία ελληνικά. Μέρος Α'. Αθήνα, Κολλέγιο Αθηνών, 1986. Σελ. 235. Δρχ. 975. Στα πολύ παλιά χρόνια. Ιστορία Γ' τάξης. Πρώτο μέ ρος. Αθήνα, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βι βλίων, 1986. Σελ. 101. Στα πολύ παλιά χρόνια. Ιστορία Γ' Δημοτικού. Αθή να, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1986. Σελ. 193.
Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ. Επιστήμη - τέχνη - γράμματα - λαογραφία - σύγχρονη ζωή. Τεύχος 4. ΑΝΤΙ. Δεκαπενθήμερη πολιτική επιθεώρηση. Τεύχος 343. Δρχ. 100. ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ. Το περιοδικό της επιστημονικής φαντασίας. Τεύχος 1. Δρχ. 300. ΓΥΝΑΙΚΑ. 15μερο γυναικείο περιοδικό. Τεύχος 969. Δρχ. 200.
ΚΟΣΜΟΣ ΛΙΔΩΡΙΚΗΣ ΑΛΕΚΟΣ. Πορεία Ανατολικά. Αθήνα, 1987. Σελ. 262. Δρχ. 700.
Π Α ΙΔ ΙΚ Α
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΑΡΩΝΗ ΜΥΡΣΙΝΗ. Ο κουτοβαρέλας. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1986. Σελ. 60. ΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΚΑΛΛΙΟΠΗ. Με τα παιδιά του κό σμου. Αθήνα, Διογένης, 1986. Σελ. 179. Δρχ. 400. CESERANI CIAN PAOLO. Τα ταξίδια του Κουκ. Εικον. Piero Ventura. Μετ. Αλέξα Αποστολάκη. Αθήνα, Άμμος. Σελ. 38. Δρχ. 800. CESERANI CIAN PAOLO. Το ταξίδι του Λίβινγκστον. Εικ. Piero Ventura. Μετ. Πέτρος Γαϊτάνος. Αθήνα, Άμμος. Σελ. 32. Δρχ. 800.
ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη επιθεώρηση του βιβλίου. Τεύχος 164. Δρχ. 250. ΔΙΛΟΦΙΩΤΙΚΑ ΑΓΙΟΣΩΣΤΙΑΝΑ ΝΕΑ. Μηνιαία έκδοση των συλλόγων Διλόφου και Αγίου Σώστη Φθιώτιδας. Φύλλο 29. Δρχ. 40. ΕΛΛΗΝΟΤΣΕΧΟΣΛΟΒΑΚΙΚΗ ΦΙΛΙΑ. Διμηνιαία έκδοση του ελληνοτσεχοσλοβακικού συνδέσμου. Τεύ χος 39. ΕΠΙΛΟΓΕΣ. Τεύχος 10. Δρχ. 220. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμηνη επιθεώρηση κοι νωνικών επιστημών. Τεύχος 32. Δρχ. 300. ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Μηνιαίο πολιτικό περιοδι κό. Τεύχος 122. Δρχ. 300. ΙΑΤΡΙΚΗ. Μηνιαία έκδοση εταιρείας ιατρικών σπου δών. Τόμος 51. Τεύχος 3. ΙΔΕΕΣ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ. Τεύχος 33. Δρχ. 250. ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ. Μηνιαίο περιοδι κό ιστορικής ύλης. Τεύχος 226. Δρχ. 300. ΜΑΖΙ - TOGETHER. Τεύχος 27. Δρχ. 25. ΜΙΚΡΟ ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ. Τεύχος 13. Δρχ. 180. Η ΝΕΑ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ. Τεύχος 30. Δρχ. 200. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Αριθμός 10, 1987.
78/δελτιο
?£E£w
κριτικογραφία
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρονσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμέ νες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
Υ π ό μ ν η μα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΔ: Α. Δελώνης Α θ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας
ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π : Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΗ: Εξόρμηση ΕΙ: Εικόνες ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
ΕΣ: Ελεύθερο? (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη 'Ωρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: Θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: ΚυΛριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση Σ θ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Βιβλιογραφίες
θρησκεία
Παπαδόπουλος Θ.Ι.: Ελληνική βιβλιογραφία (Α.Γ. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 2/4)
Αρβανίτης Ν.: Ο γιος του ανθρώπου (Θ. Παπαλιβερίου - Φή μη, Μαζί, 77) χ
Φιλοσοφία
Οικονομία
Καλλίας Κ.: Η αριστοτελική «μεσάτης» και το «κέντρο» (Μ. Στοϊκίδου, Πολιτικά Θέματα, 3/4)
Βαμβούκας Γ.: Οικονομική ανισορροπία (Θ. Χούτας, ΟΤ, 15[1718])
δελτιο/79 Η Ελληνική Οικονομία σε αριθμούς (W. ΟΤ, 15[1718]) Κάίσελίδης I.: Οικονομική μυθολογία (ΠΑ, ΟΤ, 15[1718]) Κωστής Κ.: Οι τράπεζες και η κρίση 1929-1932 (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 15[1718]) ομική επιστήμη (Ν. Κουτσιάρας, ΔΙ, 165) Lange Ο., κ
Πολιτική Σολζ^ίτσιν
ήμης (ΠΑ, ΟΤ, 14[1717]) : Μέσα από τα συντρίμμια (ΠΑ, ΟΤ, 14[1717])
|ς Α. - Αναστασιάδης Γ.: Το Σ
Βάγιας Θ.: Το πληροφορικό φράγμα (Γ.Κ. δ
Γλώσσα Καρζής θ .: Τα σωστά ελληνικά (ΣΤ, ΕΛ, 2/4)
Κλασική φιλολογία Ομηρικοί ύμνοι (Ν. Μακρής, ΚΑ, 9/4)
Βουλγαράκης Γ.: Θέματα ημερήσιας διάταξης (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/4) Δα66έτας Ν.Γ.: Λευκή φούγκα (Π. Ρεζής, ΕΚ, 29/3) Δημουλάς Α.: Τα ποιήματα (Β. Κάσσος, ΒΗΜΑ, 5/4) Ζώης I.: Άτροπος (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 165) Θέμελης Γ.: Ποιήματα (Β. Κάσσος, Βήμα, 5/4) Κωσταβάρας Θ.: Τα Ερωτικά (Σ. Σαράκης, ΕΜ, 29/3) Μελισσάνθη: Οδοιπορικό (Β. Κάσσος, Βήμα, 5/4) Πλαστήρα Α.: Το φως που βλέπουμε τώρα (ΜΚ, ΔΙ, 165) " ;Γ.Ξ .: Επί συνόλου (Β. Κάσσος, Βήμα, 5/4) “ " ' ' και το άσπρο.(Σ. Σα ράκης, ΕΜ, 5/4) Χειλαδάκης Ν.: Π Σύγχρονοι Αμερικ
Αντωνιάδης Α.: Τα π,
Φ V λίξη
•a (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ,
ιός εφιάλτη (ΕΑ, ΕΛ, 9/4) )να της προγιαγιάς μου (Γ. Θεοδωράκης, ΡΙ, 29/3) Κοντοδήμος Κ.: Το παιδί που φόραγε άσπρα (ΘΥ, ΕΙ, 1/4) Τυθρεώτης, I.: Πικρά χρόνια (ΓΖ, ΔΗ, 28/3)^ 2, 4/4) Λανιωτης Γ ΝΕ’ ύλης Μ.: Τα ταξίδια του Έκτορα Αστρολάτη (ΚΤ, Ε θ , 1/4) :νίτσα Α.: Αγάπες του Μισσισιπή (Α. Χρυσο: Το άρωμα (Π. Οιχαλιώτου, CO, Απρ. ’87), (Γ. Κεντρωτής, ΔΙ, 165) Καλβίνο I.: Τα κοσμο-κωμικά (Π. Οιχαλιώτου, CO, Απρ. ’87) Katkon Ν.: Αίμα και ορχιδέες (ΘΥ, ΕΙ, 1/4)
ν ··» » ί:ν ·ι K ii
α φ u: β μ μ α
80/μικρες αγγελίες
μικρές α γ γελ ίες
ο,
ΑΝ κάποιος από τους αναγνώ στες έχει σε βίντεο την ταινία «Παράξενο Ρομάντζο» που πρόβαλε η ΕΡΤ 1 την 1/4/1987, ας τηλεφωνήσει στο 69.29.943
ΑΡΧΙΖΕΙ μια νέα ομάδα Γκουρτζίεφ. Για να έρθετε σε επαφή τηλ. 41.74.804. 17.0023.00 καθημερινά.
Kulkami V.: Γυμνός στο Ντεκάν (Π. Οιχαλιώτου, CO, Απρ. •87) Μοραβία Α.: Ο άνθρωπος που κοιτάζει (ΓΖ, ΔΗ, 28/3) Ορλαλ Π.: Η μυστική εβδομάδα της Αφροδίτης (ΘΥ, ΕΙ, 1/4) Σελίμοβιτς Μ.: Ο Δερβίσης και ο θάνατος (ΒΧ, ΑΥ, 7/4) Σελίν Λ.Φ.: Ταξίδι στα βάθη της νύχτας (Π. Ρεζής, ΔΙ, 165) Σεμπρούν X.: Το λευκό όρος (X. Λουκάκου, ΜΙΑ, 1/4) Σκόρθα Μ.: Τύμπανα βροντάνε για το ράνκας (ΘΥ, ΕΙ, 1/4) Φόρτιουν Ν.: Η μυστική καββάλα (Π. Οιχαλιώτου, CO, Απρ. ’87) Χάινλάιν Ρ.Α.: Τα παιδιά του Μαθουσάλα (ΓΖ, ΔΗ, 28/3) Χέιμ Σ.: Ο εξόριστος του θεού (ΓΖ, ΔΗ, 28/3) Χέμινγουέι Ε.: Οι χείμαρροι της άνοιξης (ΘΥ, ΕΙ, 8/4)
Μελέτες - Δοκίμια - Αλληλογραφία Αργυρίου Α.: Αναψηλαφήσεις σε δύσκολους καιρούς (Ε. Αποστολάκη, TV3, 3/4) Η αλληλογραφία του Παλαμά (ΣΤ, ΕΛ, 2/4) Ο Σεφέρης στην πύλη της Αμμοχώστου (ΣΤ', ΕΛ, 2/4) Παναγιώτου Α.Γ.: Για τη λογοτεχνία της Κρήτης (ΒΧ, ΑΥ, 31/3) Πικραμένου-Βάρφη Δ.: Θ. Πετσάλης-Διομήδης (Κ.Α. Δημάδης, ΚΑ, 2/4) Στεργιόπουλος Κ.: Περιδιαβάζοντας (Ε. Αποστολάκη, TV3, 3/
4)
Σερζέν Μ.: Ομοφυλοφιλία στην ελληνική μυθολογία (ΣΚ, ΕΛ, 9/4) Ταρκόφσκι Α.: Σμιλεύοντας το χρόνο (ΚΤ, ΕΘ, 5/4)
ΟΜΑΔΑ γιατρών του «Δρομοκαίτειου» προσπαθεί να οργα νώσει μια στοιχειώδη βιβλιοθή κη με βιβλία κατάλληλα για την ψυχαγωγία των αρρώστων. Αν θέλετε να στείλετε κάποια βι βλία, η διεύθυνση είναι: «Δρομοκαίτειο Θεραπευτήριο Ψυχι κών Παθήσεων», τμήμα «Θεολόγειο», κ. Ευανθία Σοφρά, Ιερά Οδός 343, 12 141 Αθήνα. Μπορείτε επίσης να ζητήσετε πληροφορίες από την κ. Σοφρά οπο τηλ. 58.11.500 * * * ΑΠΟ ΣΕΝΑ Π Α ΣΕΝΑ. Κυ κλοφορούν ΠΕΝΤΕ βιβλία της Φανής Γκούμα. Γραμμένα από την Αποκάλυψη του ΕΝΑ. 1) « 0 = 1 » 2) «Αντικρύζοντας η Ιδέα την Ύλη» 3) «Η Βιογραφία του θεαν θρώπου του Εαυτού Σου» 4) «Πανανθρώπινη Συγκέντρώση» 5) «Νεο Μεταθανάτιο Φως στη Γη» Πληροφορίες: 64.48.039
Παιδικά Κοντολέων Μ.: Ο Εε από τ’ αστέρια (Θ. Παπαλιβερίου - Φή μη, Μαζί, 77) Σακελλαρίου X.: Τα πρώτα μου ποιήματα (Ε. Μπουζάλη, ΚΑ, 9/4) Σαραντίτου-Παναγιώτη Ε.: Ιόλη (Θ. Παπαλιβερίου - Φήμη, Μαζί, 77) Τουργκένιεφ I.: Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού (ΑΠ, ΑΥ, 7/4) Τσέχοφ Α.: Αστείες ιστορίες (ΑΠ, ΑΥ, 7/4)
Ιστορία - Βιογραφίες - Μαρτυρίες - ΑπομνημονεύμαΒάρφης Κ. 1) Η Κύπρος και τα νησιά του Αιγαίου στόχος της Λεοπολδιανής αποικιοκρατικής πολιτικής 2) Πόρος 1831 (X. Λάζος, ΔΙ, 165) Εξάρχου Γ.: Βλάχοι (ΘΥ, ΕΙ, 8/4) Ζαχαριάς Σ.: Ντοκουμέντο (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/4) Καραμανλής Κ.: Ο Ε. Βενιζέλος και οι εξωτερικές μας σχέσεις (Ν. Σιμός, ΚΑ, 9/4) Σταμέλος Δ.: Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία (Ε. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/4) Χατζηανδρέου Τ.: Η ζωή μου (Γ.Ι.Κ., Αιγαιοπελαγίτικα, 4) Valladares Α.: Πέρα από κάθε ελπίδα (Δ. Μιχαλόπουλος, Πο λιτικά θέματα, 3/4) Μάσσι Ρ.: Μέγας Πέτρος (ΓΖ, ΔΗ, 28/3)
Ταξιδιωτικά Γιαγκάκης Γ. κ.ά: Μύκονος-Δήλος (Μ.Ι.Φ., Αιγαιοπελαγίτικα, 4)
Περιοδικά - Εκδόσεις Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας (ΚΝ, ΚΑ, 2/4)
Michel FO U C A U LT
SVEVO
Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ
Μετάφραση ΚΟΣΤΗΣ ΗΑΠΑ Π ίΙΡΓΗ Σ
Italo
Εισαγωγή
ΜΑΚΗΣ ΤΡΙΚΟΥΚΗΣ
Μετάφραση ΚΟΥΛΑ ΚΑΦΕΤΖΗ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΞΑ Ν Τ Α Σ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΞΑΝΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ ^ aQm Γ ιόενπο^
^
Γ. Γενναδίου 3 λ· 3 6 . 0 2 ^ 0 ^ ^
0ΛΑΑίί£ ^ Η
Μ α δ χ Ω Η' ^ ^Ntt^ ‘
Το Ό λα με έκπτωση κυκλοφόρησε το 1973 και χάρισε στο Γιόενπολβι για πρώτη φορά το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Στο Ό λα με έκπτωση ο Γιόενπολβι δίνει με 1 απλές, αδρές πινελιές μια πλατιά τοιχογραφία της σύγχρονης Φιλανδίας, μιας κοινωνίας που αγωνίζεται να ισορροπήσει ανάμεσα σε μια παράδοση με σταθερές, γνώριμες αξίες και το σαρωτικό άνεμο του καινούργιου κόσμου, που ξεριζώνει σχεδόν όλες τις βεβαιότητες απ’ την ψυχή του ανθρώπου.
— -^ ^ ^ ^ Ξ Ε Ν Η
νάλ
^ Α ν0
Μέσα από τους δαιδάλους μιας συναρπαστικής ιστορίας, όπου μπορείς να διακρίνεις και μια αλληγορία στη γραφή, η Μαρί Καρντινάλ κατορθώνει να εξερευνήσει ως τα κατάβαθα το μυστήριο της κοινής ζωής του ζεύγους, τις σιωπές τους, τις γκρίνιες τους, τα αναπάντεχά τους. Με την ακριβολογία του, με μια θερμότατη και εμπνευσμένη ε,υαισθησία, το μυθιστόρημα τούτο επιβάλλεται σαν βιβλίο, όπου κάθε ζευγάρι θα αναγνωρίσει τον εαυτό του.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΓΡΑΜΜΑΤΑ Μ
Η αλληλογραφία του Κάφκα με τη Μίλενα Γέσενκα, Τσέχα συγγραφέα, αξιόλογη, άρχισε το 1920 και διάρκεσε κοντά τρία χρόνια. Τα ερωτικά τούτα γράμματα κατέχουν μια ξέχωρη θέση στην πλούσια αλληλογραφία του Κάφκα. Είναι μεστά από ανθρώπινο μεγαλείο κι αδυναμία, πάθος και δειλία, κι απ’ αυτή την άποψη μπορούν να συγκριθούν με τις «Εξομολογήσεις» του Ρουσώ.
μητέρα, ο Ζοζέφ, είκοσι χρονών, και η Σουζάν, δεκαέξι, ζούνε φτωχικά σ’ ένα ερειπωμένο μπανγκαλόου στις ακτές του Ειρηνικού. Η μητέρα σκέφτηκε να χτίσει ένα φράγμα για να προστατέψουν το κτήμα τους από τις παλίρροιες του ωκεανού. Οι έρωτες του Ζοζέφ και της Σουζάν, οι ραδιουργίες κάποιου κύριου Τζο, ο θάνατος της μητέρας και ο ξενιτεμός των παιδιών όλα αυτά αποτελούν το περιεχόμενο τούτου του βιβλίου.___________________