TOY BIBA
k p io : 174 ·
ΡΑΦΑΕΛ ΜΠΙΓΕΝΤΟΤ ΓΡΑΜΜΑ ΣΥΓΝΩΜΗΣ
ΝΙΚΟΣ ΧΟΪΛΙΑΡΑΣ
Ό Λούσιας * Μετά τά πολυδιαβασμένα Οί νύχτες μου είναι πιό όμορφες άπό τίς μέρες σας καί Φυλάξου άπό τή γλύκα τω ν πραγμάτω ν κυκλοφορεί στη λογοτεχνική σειρά τής ΝΕΦΕΛΗΣ τό καινούργιο βιβλίο τής Ραφαέλ Μπιγεντού Γράμμα συγνώμης. Τό βιβλίο αύτό βραβευμένο μέ τό γαλλικό βραβείο Interallie είναι κατά την ίδια τή συγγραφέα τό καλύτερο βιβλίο της.
Ζωή την άλλη φορά. *
Σαράντα σχέδια
Ετοιμάζεται ΤΟ ΑΛΛΟ ΜΙΣΟ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΑΗ 9 ΑΘΗΝΑ 106 79 Τηλ. 3607744-3604793
ΜΑΤΡΟΜΙΧΑΛΗ 9, ΑΘΗΝΑ 10679 ΤΗΛ. 360.77.44 — 360.47.93
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 174 16 Σεπτεμβρίου 1987
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τιμή: Δρχ. 250 ΧΡΟΝΙΚΑ Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Κατερίνα Γονπονησιώτου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπσνησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
2
ΑΦΙΕΡΩΜΑ Αναστασία Γαλιώνη: Το Ομηρικό Έπος Γιάγκος Ανδρεάδης: Αρχή και τέλος: Το αίνιγμα του Ομήρου Αδριανή Δημακοπούλου: Πρότερες μορφές της αμφιβολίας και της οδύνης όταν σκέφτονταν Ίρις Τζαχίλη: Ο αργαλειός της Καλυψώς και ο αργαλειός της Πη νελόπης Μενέλαος Μ. Χριστόπουλος: Οι Σειρήνες Αλεξάνδρα Ζερβού: Ή ρας μήτις - Διός άπάτη I. Κ. Προμπονάς: Κοινές εκφράσεις στα Ομηρικά Έπη και στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια Θεώνη Χριστοπούλου - Μικρογιαννάκη: Ομηρική βιβλιογραφία
4 21 27 33 39 47 56 60
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ο Ν. Δεμερτζής ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει ο Ηλίας Κεφάλας ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφει ο Δ. I. Λοΐζος ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο X. Παπαγεωργίου
65 68 69 67
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
71
ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
76
Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219
στο επόμενο «Διαβάζω»
αφιέρωμα στις Σύγχρονες Επιστήμες
J 1ΣMil f i l m f r x A -11AHfrVi
Α π ό 15 Ιο υ λ ίο υ έ ω ς 18 Α υ γ ο ύ σ τ ο υ 1 98 7
Οπαρακάτω πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικό
Επειδή όμως είναι τεχνικά αδύνατο να δημοσιεύονται όλα τα βιβλία που α ναφέρουν οι βιβλιοπώλες, ο πίνακας περιλαμβάνει τελικά εκ είν α βιβλία που δηλώθηκαν από δύο το υ λάχιστον βιβλιοπώλες. Ό σο για το ενδια φ έρ ο ν και την π οιότητα των βιβλίων του πίνακα, σκόπιμο είνα ι να συμβου λ ε ύ εσ τε τις σελίδες της «Επιλογής-,
τερα βιβλία ενός δεκαπενθήμερου, σύμφωνα μ ε τα στοιχεία που μας παραχώρησαν δεκαπ έντε βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τα τρία βιβλία που είχαν τις πε ρισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κα τά το διάστημα αυτό. Έτσι, το βιβλίο μ ε τις μ ε γα λύτερ ες πωλήσεις σημειώ νεται μ ε τρ εις α σ τε ρίσκους (**), το αμέσως μ ετά μ ε δύο ( ,,) και το τελε υ τα ίο μ ε
τα
*
C
Ραγιάς - Θεσσ.
**
i
Σύγχρονη Εποχή - Αθ.
•
Μεθενίτης - Πάτρα
*
Libra - Αθ.
1
έ
Κρομμύδας - Χίος
ί 1
Εστία - Αθ.
Δωδώνη - Αθ.
Ενδοχώρα - Αθ.
<
I I 1
Λέσχη του βιβλίου - Αθ.
i
Δοκιμάκης - Ηράκλειο
Β ΙΒ Λ ΙΑ
Κατώι του βιβλίου - Θεσσ.
έναν/*).
1. Α. Ζέη: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (Κέδρος) 2. Ε. Φακίνου: Η μεγάλη πράσινη (Καστανιώτης)
*
•
3. Γ. Ξανθούλη: Το πεθαμένο λικέρ (Καστανιώτης) «. Π. Ζίσκιντ: Το άρωμα (Ψυχογιός) 5. Γκ. Μάρκες: Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας (Ν. Σύνορα)
■
Λ
77
"λ
Λ
Μ Μ Μu m m
Μm ΜΜm m
Ψ
Στο βιβλιοπωλείο Σύγχρονη Εποχή το βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις ήταντΚ: Κάππου: Κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του εργατικού κινήματος (Σύγχρονη Εποχή)
Συνδρομές εσωτερικού 25 τευχών 5500 δρχ. - Σπουδασπκή 25 τευχών 5200 δρχ. 15 τευχών 3500 δρχ. - Σπουδαστική 15 τευχών 3200 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 6500 δρχ.
Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 85 δολ.
Συνδρομές εξω τερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Κύπρος 25 τευχών 57 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 54 δολ. Κύρπος 15 τευχών 39 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 37 δολ. Αμερική - Αυστραλία - Ασία - Α φρική 25 τευχών 72 δολ. - Σπουδαστική 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαστική 15 τευχών 47 δολ.
Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπό νησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μ εταξά 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765
Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ., τα δεκαπενθήμερα 250 δρχ., και τα διπλά 300 δρχ.
Ομηρος
Ο Όμηρος είναι ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών. Ένας γιγάντιος ποιητής που με μεγαλοφνΐα και μαστοριά μας μπλέκει αιώνες τώρα στις αντι θετικές μορφές τον Αχιλλέα και τον Έκτορα: τον Αχιλλέα, ως εκπροσώπου του Αχαϊκού κόσμον, της λεηλασίας και του πολέμου και τον Έκτορα, της ανθρώπινης κοινότητας και τον δίκιου της· στη μεσογειακή θαλασσοπορ ία τον Οδνσσέα, στη μάχη και το πείσμα τον εναντίον της θάλασσας και της μοίρας. Ο πολιτισμός τον Ομήρου έχει τον άνθρωπο ως αφετηρία και αντικείμενο. Πηγάζει από τις ανάγκες του. Αναζητά την αξιοποίηση και την πρόοδό τον. Ταυτόχρονα είναι ο πολιτισμός του ανθρώπου μέσα από τον κόσμο. Δηλαδή, η διάρθρωση τον κόσμου με τον άνθρωπο. Το αφιέρωμα επιμελήθηκε η Καίτη Τοπάλη
4/αφιερωμα
Εισαγωγικό σχεδίασμα στον Όμηρο Αναστασία Γαλιώνη
Το Ομηρικό Έπος
Πηνελόπη και Τηλέμαχος. Μουσείο Βερολίνου·, Γερμανία.
Προομηρικό ηρωικό τραγούδι - Οι αοιδοί Ο Όμηρος, ως ποιητής, τοποθετημένος τον 8ο αι. π.Χ., όε θεωρείται ξεκίνημα μόνο και αρχή της πνευματικής μας ζωής, αλλά και κατάληξη μιας μακρόχρονης ποιητικής εξέλιξης. Στο έργο τον σώζεται η παράδοση τον ηρωικού τραγουδιού, το οποίο μόνον έτσι μας γίνεται γνωστό, γιατί δεν έχουμε τίποτα από την ηρωική ποίηση, πριν τον Όμηρο. Μπορούμε όμως να φτάσουμε σε συμπεράσματα για τη φύση του ηρωικού τρα γουδιού από μελέτες που έχουν γίνει στο έργο του Ομήρου, αλλά και στην ηρωική ποίηση άλλων λαών, όπως στη Γιουγκοσλαβία. Το ηρωικό τραγούδι διηγείται τα μεγάλα κα τορθώματα: Στην Οδύσσεια υπάρχουν επαγγελματίες τραγουδιστές, οι αοιδοί, ο Φήμιος στην Ιθάκη και ο Δημόδοκος1 στο παλάτι του Αλκί νοου. Από την εκεί παρουσίαση τους συμπεραί
νουμε πως απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύν θεση ήταν η θεϊκή έμπνευση αλλά και η ικανότη τα του τραγουδιστή να λέει την αλήθεια και να1 1. θ 505 - 509 (Εγκώμιο του Οδυσσέα για το Δημόδοκο - με τάφραση Ζήσιμου Σιδέρη ΟΕΔΒ).
αφιερωμα/5 μπορεί να συνταιριάζει τα πράγματα. Αλλά και οι μελέτες οι συγκριτικές στην επική ποίηση της νοτιοσλαβικής παράδοσης και της επικής ποίη σης άλλων λαών βοήθησαν στον καθορισμό των χαρακτηριστικών της προφορικής ηρωικής πα ράδοσης: 1. Κεντρική μορφή αυτών των τραγουδούν εί ναι ο ήρωας που ξεχωρίζει για το θάρρος και την παλικαριά του. 2. Οι πράξεις του προσδιορίζονται από την έννοια της τιμής. 3. Η στάση του στη φιλία είναι υποδειγματική. Η ποίηση αυτή παρουσιάστηκε και καλλιεργή θηκε μέσα στους κύκλους μιας ανώτερης ιπποτικής τάξης, που νοιαζότανε και είχε σαν στόχο ζωής τα κυνήγια, τη μάχη και το φαγοπότι. Μέ σα στο πλαίσιο αυτό ταίριαζε και το τραγούδι του αοιδού, που έγινε αργότερα κτήμα του συνό λου. Βασικό γνώρισμα της μορφής του ηρωικού τραγουδιού είναι: Ο κυρίαρχος ρόλος των τυπι κών στοιχείων, σταθερό επίθετο, στερεότυπη διατύπωση, τυπικές σκηνές που επαναλαμβάνο νται (διαταγές, οπλισμός, αναχώρηση). Μονάδα όσον αφορά τη μορφή είναι ο στίχος και όχι η στροφή. Αυτά τα χαρακτηριστικά εξηγούν πώς κατορ θώνει να ζει το ηρωικό τραγούδι. Ο τραγουδι στής δε μένει σε ένα σταθερό κείμενο, αλλά ξέ ροντας τους θρύλους του λαού του και με μέσο τα τυπικά στοιχεία είναι έτοιμος σε κάθε ευκαι ρία να τραγουδήσει το καινούριο θέμα. Είναι μια τέχνη επαγγελματική που τη μεταβι βάζει πολλές φορές ο πατέρας στο γιο, αλλά και ο δάσκαλος στο μαθητή. Επομένως η ποίηση αυτή είναι πέρα για πέρα προφορική κι εκεί όπου η γραφή είναι πολύ δια δομένη.
Ιλιάόα Προομηρική παράδοση και Ιλιάδα το ιστορικό υπόβαθρο της αφήγησης Το ερώτημα είναι ποια σχέση έχουν οι ηρωικοί θρύλοι, που διαπερνούν την Ιλιάδα με την Ιστο ρία. Ως αρχή πρέπει να δεχτούμε ότι οι σχέσεις ανάμεσα στο θρύλο και την ιστορία είναι χαλαρές. Η γνώση μας για τη 2η χιλιετία π.Χ. έχει αυ ξηθεί μετά τις ανασκαφές του Ερρίκου Σλήμαν στο λόφο του Χισσαρλίκ στην Τροία, το 1870 μέ χρι το θάνατό του στα 1890, και του συνεχιστή του έργου του, αρχιτέκτονα W. Dorpfeld. Από
το 1932 μέχρι το 1938 η ανασκαφική έρευνα συ νεχίστηκε από το Πανεπιστήμιο του Σινσινάτι υπό τη διεύθυνση του Carl Blegen. Η αρχαιολογική σκαπάνη απέδειξε ότι η Τροία άρχισε να κατοικείται από το τέλος της τέταρτης χιλιετηρίδας π.Χ., που έγινε ο πρώτος οικισμός· η Τροία ήταν τότε ένας οχυρωμένος λόφος, που χρησίμευε σαν τόπος διαμονής του αρχηγού. Γύρω στα 1900 π.Χ. έχουμε την εμφάνιση του 6ου στρώματος της πόλης, την Τροία VI, η οποία σε σχέση με την προηγούμενη αποτελεί τομή στον πολιτιστικό τομέα, ειδικά στην αρχιτεκτονική και κεραμεική. Είναι η εποχή 1950 ή 1900 π.Χ. που και στην Ελλάδα κατεβαίνουν εισβολείς, που θα ονομαστούν αργότερα «Έλληνες». Θέλη σαν να την ταυτίσουν με την Τροία, της εκστρα τείας των Ελλήνων. Η πόλη αυτή όμως αποδεί χτηκε ότι γύρω στα 1275 π.Χ. καταστράφηκε από σεισμό. Η διάδοχός της, η Τροία Vila, όπως ονομάζεται, φαίνεται πως συμπίπτει χρονικά με την πολιορκία των Ελλήνων, και αποτελεί συνέ χεια της Τροίας VI χωρίς να μένει κανένα πολι τιστικό κενό. Κατά τον Blegen η χρονολογία της πτώσης της Τροίας Vila τοποθετείται περίπου στα μέσα του 13ου αι π.Χ. Η αιτία της καταστροφής της είναι μια ολέθρια φωτιά, που προκλήθηκε όμως «από ανθρώπινη ενέργεια». Μετά την καταστροφή οι Τρώες έζησαν για μια ακόμα γενιά και περιήλ θαν υπό την εξουσία ενός λαού πρωτόγονου, που δεν ήταν ούτε Τρώες ούτε Έλληνες. Ο D. Page2 λέει σχετικά: «Τα ερείπια του ση μερινού Χισσαρλίκ στην περιοχή της Τρωάδος δείχνουν πως ένα δυνατό κάστρο καταστράφηκε βίαια περίπου τότε που καθορίζει κι η επική πα ράδοση. Φαίνεται πως η μυθική Τροία βασίζεται σε αναμνήσεις από μια πραγματική Τροία· ως προς αυτό τουλάχιστον η ομηρική Ιλιάς αναφέ ρει ιστορικά γεγονότα: ένας ελληνικός στρατός κατάστρεψε το Φρούριο της Τροίας κατά τα μέ σα του 13ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα». Το 1907 η αρχαιολογική έρευνα έφερε σε φως στην κεντρική Μικρά Ασία μια μεγάλη πόλη, και μια αυτοκρατορία, την αυτοκρατορία των Χετ ταίων. Ο D. Page3 από έρευνες που έκανε σε χεττιτικά κείμενα βρήκε να αναφέρονται Αχαιοί (η χεττιτική λέξη είναι AkxijaBa), οι οποίοι έχουν πο λύ καλές διπλωματικές σχέσεις με τους Χετταί ους. Σύμφωνα με την άποψή του ο χώρος διαμο νής και δράσης τους είναι η Ρόδος. «Η Ρόδος ήταν ένα ελληνικό νησί, ισχυρό, πυκνοκατοικημένο και πλούσιο. Θα πρέπει να ήταν ασφαλώς η πιο τρομερή ναυτική δύναμη σ’ αυτή την περιο2. D. Page: Η Ιλιάς και η Ιστορία, μετάφραση Κρίτωνα Πα νηγύρι, 3η έκδοση, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1986, σελ. 5. 3. D. Page, σελ. 23.
6/αφιερωμα χή· θα πρέπει να έπαιζε κάποιο ρόλο - πιθανόν ηγετικό ρόλο - στην εξάπλωση του μυκηναϊκού εμπορίου σ’ όλες τις γωνιές της ανατολικής Με σογείου κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου» . Γύρω στο 1200 π.Χ. η δύναμη των Χετταίων αρχίζει να καταρρέει. Οι χεττιτικές πινακίδες μαρτυράνε ότι εκείνη την περίοδο, ο βασιλιάς των Χετταίων ήρθε σε σύγκρουση με μια ομο σπονδία των πόλεων της κεντρικής ή βορειοδυτι κής παραλιακής ζώνης της Μ. Ασίας. Βίναι η συμμαχία της Assuwa (το βασίλειο της Ασσούβα, δεύτερο μισό 13ου αι. π.Χ., πρέπει να βρισκόταν βόρεια της Μιλήτου), στην οποία μάλλον ανήκε και η Τροία. Οι Αχαιοί βέβαια της Ρόδου πήγαν με το μέ ρος των Χετταίων, γιατί στους Χετταίους στηρί ζονταν για τη διατήρηση της ειρήνης στη δυτική Μικρά Ασία. Και ο D. Page συμπεραίνει. «Προς το τέλος του 13ου αι. π.Χ. η χεττιτική πα λίρροια αποσύρθηκε από τη δυτική Μικρά Ασία, για να μην επιστρέψη ποτέ πια: και το ιστορικό υπόβαθρο του πολέμου των Ελλήνων με τους Ασιάτες εδώ ακριβώς πρέπει να αναζητηθή στη σύγκρουση μεταξύ των δύο αντίπαλων δυνά μεων, των Αχαιών και της Ομοσπονδίας της Ασ σούβα, πάνω στα εδάφη που μετά από τόσον καιρό εκκενώθηκαν πια απ’ τους Χετταίους». Και καταλήγει ο D. Page’: «Γίνεται αμέσως φανερό ότι οι δύο πηγές μας - τα χεττιτικά αρ χαία, σύγχρονα των γεγονότων, και η Ιλιάς, τε τρακόσια χρόνια μεταγενέστερη - ταιριάζουν αρκετά εύκολα το ένα με το άλλο. Η Ιλιάς κοιτά ζει ένα μόνο γεγονός, την πολιορκία της Τροίας, πράγμα αρκετά φυσικό, αφού η Τροία ήταν για καιρό από τα ισχυρότερα και τα πλουσιότερα μέρη σ’ ολόκληρη την παραλία από Δαρδανέλλια μέχρι Συρία. Δεν είμαστε βέβαιοι ότι βρήκαμε το όνομά της στις πινακίδες, μολονότι μπορεί και να το βρήκαμε- όμως σήμερα, κρίνοντας από ευ ρύτερη σκοπιά, έχομε λόγους να ισχυριζόμαστε ότι το γεγονός που μνημονεύει η Ιλιάς εναρμονί ζεται απόλυτα με το ιστορικό πλαίσιο της επο χής του. Η Ιλιάς δε διαφωνεί με τις χεττιτικές πηγές: τις συμπληρώνει, λέγοντας ότι ο α νταγωνισμός για την τελική επικράτηση δεν πε ριορίστηκε στο κέντρο και στο νότο, αλλά επε κτάθηκε και στο βορρά- κι ότι οι Αχαιοί που αγωνίστηκαν στα παράλια δεν προέρχονταν μό νο απ’ τη Ρόδο και τα γειτονικά της μέρη, αλλά επίσης κι από την ηπειρωτική Ελλάδα». Ένας μεγάλος κύκλος θρύλων που ενσωματώ νεται μέσα στο έπος είναι κομμάτια από πυλιανούς θρύλους, που μας γίνονται γνωστά από το στόμα του μεγάλου ρήτορα, κυρίαρχου της πε ριοχής, του γέρο Νέστορα. Αυτής της επικρά τειας της μυκηναϊκής ζωής, που ταυτίζεται με το*5
λόφο του Ά νω Εγκλιανού, μετά τις ανασκαφές του 1939. Άλλο θέμα θρύλου είναι η ιστορία του Μελέαγρου στο I της Ιλιάδας. Το ένα κέντρο βά ρους του λόγου του Φοίνικα, που έχει την κε ντρική θέση, το αποτελεί η ιστορία του Μελέαγρου, στο κυνήγι του καλυδώνιου κάπρου, που τον καταράστηκε η ίδια του η μάνα, γιατί της σκότωσε τον αδερφό. Στον πόλεμο των Καλυδωνίων με τους Κουρή τες ο Μελέαγρος επειδή είναι θυμωμένος αποσύρεται και όταν η κατάσταση δυσκόλεψε πολύ με τά από τις ικεσίες όλων και ιδιαίτερα της γυναί κας του, Κλεοπάτρας, αποφασίζει να επανέλθει. Ο A. Lesky6 εξηγεί: «Τίποτα δε μας εμποδίζει να σκεφτούμε ότι μέσα σ’ αυτό το ποίημα υπάρχει ήδη “ενεργείρ” το θέμα της οργής. Αν δεχτούμε ότι υπάρχει ένα προομηρικό ποίημα για την οργή του Μελέαγρου, τότε προ κύπτει αμέσως το πρόβλημα, μήπως τυχόν ο Όμηρος έπλασε το θέμα της οργής στην Ιλιάδα κάτω από την επίδραση εκείνου». Τα ομηρικά έπη προϋποθέτουν δηλ. τη δια μόρφωση του τρωικού θρυλικού κύκλου.
'4. D. Page, σελ. 125. 5. D. Page, σελ. 127-128.
6.
Δομή και περιεχόμενο της Ιλιάδας Το όνομα του έργου, Ιλιάδα, έχει σχέση με το Ίλιο, και το δεκάχρονο πόλεμο των Αχαιών και των Τρώων. Αλλά ο Όμηρος καινοτομεί, δεν παρουσιάζει τα γεγονότα με χρονολογική σειρά. Στον πρώτο στίχο της ραψωδίας Α (Λοιμός, Μή νις) ορίζεται το κεντρικό θέμα, η «μήνις» του Αχιλλέα και το όνομα του ήρωα. Στους άλλους έξι στίχους του προοιμίου, οι συνέπειες του θυ μού και τα ονόματα των δύο αρχηγών, που φιλο νίκησαν. Μέσα στο προοίμιο καθορίζεται και η αρχή των γεγονότων: η «βουλή του Δία», εννοεί ται η υπόσχεση, που έδωσε ο Δίας στη Θέτιδα, να τιμήσει τον Αχιλλέα. Με αναδρομή μαθαίνου με την αρχή της φιλονικίας, που είναι η προσβο λή του ιερέα του Απόλλωνα, Χρύση, από τον Αγαμέμνονα. Το ξέσπασμα της οργής του Θ^ού, γιατί αρνήθηκε ο αρχιστράτηγος των Αχαιών να δώσει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, το αποτέ λεσμα της οργής του Θεού, τη συμμόρφωση του Αγαμέμνονα με τη ρήση του μάντη, την απαίτηA. Lesky: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφραση Α. Τσοπανάκη, θεσ/νίκη 1978, σελ. 51.
αφιερωμα/7 ση από τον Αγαμέμνονα της Βρισηίδας, λάφυρο του Αχιλλέα. Η Ιλιάδα δηλ. έχει ως κέντρο και αρχή την «μήνιν» Αχιλλέα και Αγαμέμνονα, που συνέβηκε στις αρχές του δέκατου χρόνου του πολέμου, και γύρω απ’ αυτήν επικεντρώνονται όλα τα γεγονό τα του δεκάχρονου πολέμου στην Τροία, όλα δί νονται μέσα από το πρίσμα αυτής της πράξης και η χρονική διάρκεια του έργου φτάνει τις 51' μέρες για να κλείσει και η τελευταία συνέπεια του θυμού. Στη Β ραψωδία (Όνειρος-Διάπειρα-Βοιωτία ή κατάλογος νεών), ο Αγαμέμνονας μετά το απα τηλό όνειρο του Δία, που τον παρακινεί για πό λεμο κατά της Τροίας, καλεί συγκέντρωση του στρατού και δοκιμάζει την ετοιμότητά του. Στο τέλος ακολουθεί ο κατάλογος των πλοίων. (Γ, Όρκοι, Τειχοσκοπία Αλεξάνδρου και Μενελάου μονομαχία). Καθυστερεί όμως η έναρξη του πο λέμου, γιατί αποφασίζεται η μάχη να κριθεί από τη μονομαχία του Πάρη και του Μενέλαου. Ενώ ο Πάρης κινδυνεύει, επεμβαίνει η Αφροδίτη και τον αρπάζει για να τον μεταφέρει στο παλάτι και ο Αγαμέμνονας διακηρύσσει τη νίκη του αδερ φού του. Ο Δίας όμως (Δ, Ορκίων· σύγχυσις. Αγαμέμνονος επιπώλησις) στέλνει τον Πάνδαρο και παραβιάζει την ανακωχή, πληγώνοντας το Με νέλαο, και βάζει έτσι σε εφαρμογή το σχέδιό του για ικανοποίηση της Θέτιδας. Η πρώτη μέρα της μάχης ξεκινάει και φτάνει ώς τη ραψωδία Η. Στην Ε (Διομήδου αριστεία) ραψωδία, κυ ριαρχεί η μορφή του πολεμιστή Διομήδη, που φτάνει να πληγώσει ακόμα και τους Θεούς, Αφροδίτη και Άρη. Όμως οι δυσκολίες για τους Τρώες μεγαλώνουν (Ζ, Έκτορος και Αν δρομάχης ομιλία). Ο μάντης Έλενος προτρέπει τον Έκτορα να πάει στην πόλη και να ζητήσει από τις γυναίκες να δεηθούν στη θεά Αθηνά. Στη ραψωδία αυτή είναι πολύ συγκινητική η συ νάντηση Έκτορα-Ανδρομάχης και του γιου τους, Αστυάνακτα, στις Σκαιές Πύλες· εκεί θα αποχαιρετισθεί το αντρόγυνο σαν να πρόκειται να μην ξαναϊδωθεί. Η μάχη ζωηρεύει (Η, Έκτορος και Αίαντος μονομαχία. Νεκρών αναίρεσις)· η Αθηνά και ο Απόλλωνος προτείνουν, ο Έκτορας να προκαλέσει σε μονομαχία κάποιον από τους Αχαιούς· αυτός είναι ο Αίαντας. Τελειώνει όμως η μέρα με μια σύγκρουση χωρίς αποτέλεσμα. Την παράλλη μέρα ορθώνεται και το τείχος γύρω από τα πλοία των Αχαιών. Ο Δίας (Θ, Κόλος μάχη) αφού απαγορεύει την επέμβαση όλων των θεών, δίνει τη νίκη στους Τρώες. Στις μάχες που ακολουθούν ξεχωρίζει ο Διομήδης από τους Αχαιούς και ο Έκτορας από7 7. Όλγα Κομνηνοΰ-Κακριδή: Σχέδιο και Τεχνική της Ιλιάδας, Αθήνα 1978, Βιβλιοθήκη του Φιλόλογου, σελ. 13.
τους Τρώες. Οι δυσκολίες για τους Αχαιούς (I, Πρεσβεία προς Αχιλλέα. Λιταί), είναι μεγάλες και ο Αγα μέμνονας απογοητευμένος ζητάει την επιστροφή στην πατρίδα. Αντιτίθεται ο Διομήδης, ενώ ο συνετός βασιλιάς της Πύλου, Νέστορας, προτεί νει να εξευμενίσουν τον Αχιλλέα. Η τριμελής πρεσβεία από τούς Οδυσσέα, Αίαντα και Φοίνι κα ασκεί πίεση στον Αχιλλέα, ο οποίος υπόσχε ται πως θα πολεμήσει μόνον όταν ο Έκτορας φτάσει στα πλοία των Μυρμιδόνων. Την ίδια νύχτα (Κ, Δολώνεια) ο Διομήδης με τον Οδυσσέα αποφασίζουν να κατασκοπεύσουν το στρατόπεδο των Τρώων. Από το μέρος των Τρώων έχει σταλεί για κατασκοπεία ο Δόλωνας, ο οποίος πέφτει στα χέρια των δύο Αχαιών και τον σκοτώνουν, αφού παίρνουν τις πληροφορίες που θέλουν. Μαθαίνουν τον ερχομό του συμμά χου των Τρώων, Ρήσου, και τον σκοτώνουν κι αυτόν. Με τη ραψωδία Λ, (Αγαμέμνονος αριστεία) ξεκινάει μια καινούρια μέρα της μάχης, που θα φτάσει ώς το Σ. Κυριαρχεί η μορφή του Αγαμέ μνονα, που αριστεύει ως πολεμιστής και επιβρα δύνει το σχέδιο του Δία. Μετά τον πληγωμό του, όμως, δύσκολα οι άλλοι Αχαιοί αρχηγοί Οδυσσέας, Διομήδης, Αίαντας, αναχαιτίζουν το εχθρικό πλήθος. Οι Αχαιοί υποχωρούν στα πλοία (Μ, Τειχομα χία), οι Τρώες επιτίθενται κατά του στρατοπέ δου των.
Η μάχη (Ν, Μάχη επί ταϊς ναυσίν) συνεχίζεται στα πλοία των Αχαιών. Ο Αγαμέμνονας για άλλη μια φορά προτείνει επιστροφή στην πατρίδα (Ξ, Διός απάτη). Στη δύσκολη ώρα των Αχαιών η Ήρα, αφού παρα σύρει το Δία σε μια ερωτική συνάντηση και ο οποίος ύστερο κοιμάται, η Ήρα ειδοποιεί τον Ποσειδώνα να βοηθήσει τους Αχαιούς. Ο Δίας (Ο, Παλίωξις παρά τών νεών), δεν αργεί να κα ταλάβει την εξαπάτησή του και υποχρεώνει την Ήρα να υπακούσει στο πρόγραμμά του, η οποία τότε το πληροφορείται. Ο Απόλλωνος προσχώ-
8/αφιερωμα νει την τάφρο των Αχαιών και γκρεμίζει το τεί χος. Οι Τρώες φτάνουν στα πρώτα πλοία των Ελλήνων. Ο Πάτροκλος έρχεται στον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας (Π, Πατρόκλεια), επηρεασμένος ακόμα από το θυμό του δε συμμετέχει, δίνει όμως την πανοπλία του στον Πάτροκλο με την εντολή, αφού καταδιώξει τους Τρώες να μην απομακρυνθεί πολύ. Ο Πάτροκλος καταδιώκει τους Τρώες από τα πλοία, σκοτώνει το Σαρπηδόνα, το γιο του Δία, αλλά δεν άκουσε όμως τον Αχιλλέα και φτάνει ώς το κάστρο της Τροίας με αποτέλεσμα να σκοτωθεί από τον Έκτορα. Μάχη φοβερή ανάβει γύρω από το νεκρό του Πατρόκλου (Ρ, Μενελάου αριστεία). Ο Έκτο-
ρας κατορθώνει να πάρει τα όπλα του νεκρού, που είναι η πανοπλία του Αχιλλέα. Η νίκη κλεί νει προς το μέρος των Τρώων αλλά ο Μενέλαος κατορθώνει να σύρει το νεκρό από τη μάχη. Ο πόνος του Αχιλλέα (Σ, Οπλοποιία) για το χαμό του φίλου, είναι μεγάλος. Η Θέτιδα του παραγγέλνει στον Ήφαιστο καινούρια όπλα και τον προειδοποιεί για τη δική του τύχη αν σκοτώ σει τον Έκτορα. Αφού πήρε ο Αχιλλέας τα όπλα (Τ, Μήνιδος άπόρρησις) συγκαλεί το στρατό και αποκηρύσσει την οργή του ενώ ο Αγαμι,.νονας δεν μπορεί να εξηγήσει την τύφλωση που τον έπιασε και του προτείνει δώρα εξιλασμού, αφού ορκίζεται ότι δεν πείραξε καθόλου τη Βρισηίδα. Στη μάχη (Υ, Θεομαχία), που αρχίζει και που είναι η τελευ ταία και πιο άγρια της Ιλιάδας, ο Δίας επιτρέπει τη συμμετοχή των Θεών. Ο Αχιλλέας είναι ασυγκράτητος (Φ, Μάχη πα ραποτάμιος) στη μάχη κοντά στο Σκάμανδρο. Ο Απόλλωνος επεμβαίνει για να μπορέσουν οι Τρώες να σωθούν μέσα στα κάστρα. Ο Έκτορας (X, Έκτορος άναίρεσις) παρά τις παρακλήσεις του Πριάμου και της Εκάβης θα μείνει έξω. Ο Αχιλλέας, αφού τον σκοτώνει, σέρνει το πτώμα του στα πλοία, χωρίς να τηρήσει την επιθυμία του ετοιμοθάνατου να παραδώσει το πτώμα του. Δυο νεκροί, ο Πάτροκλος και ο Έκτορας πε ριμένουν να ταφούν (Ψ, Ά θλα έπί Πατρόκλφ). Την άλλη μέρα γίνηκε η ταφή του Πατρόκλου και οι αγώνες προς τιμήν του. Για δώδεκα μέρες (Ω, Έκτορος λύτρα) ο Αχιλλέας σέρνει το νεκρό του Έκτορα γύρω από τον τάφο του φίλου του. Η Θέτιδα στέλνεται από τους Θεούς να προτρέψει τόν Αχιλλέα να δώσει το πτώμα. Για να τον
συναντήσει φτάνει κι ο ίδιος ο Πρίαμος, όπου στη συνάντηση μαζί του ο σκληρός αρχηγός των Μυρμιδόνων κάμπτεται, γιατί θυμάται και το δι κό του πατέρα. Ο Πρίαμος γυρνάει στην Τροία τώρα με το νεκρό του Έκτορα για να τον θάψει.
Στοιχεία της π ροομηρικής παράδοσης στην Ιλιάδα Οι νεωτερισμοί τον Ομηρον Σε όλη την περίοδο των εννέα χρόνων, πριν από τα γεγονότα της Ιλιάδας αλλά και μετά μέ χρι την άλωση της Τροίας, όλα τα γεγονότα τόυ τρωικού πολέμου τονίζουν ελληνικές νίκες. Όλη η παράδοση που έχει σχέση με τον τρωικό πόλε μο έχει ολοκληρωθεί από τους επικούς ποιητές πριν από τον Όμηρο. Ο Όμηρος όμως ως ποιη τής αποφασίζει να νεωτερίσει. «Αλήθεια τι αποφασίζει να κάμει ο Όμηρος;» προβληματίζεται ο Ι.Θ. Κακριδής.1 «Μέσα στο νικηφόρο πόλεμο των δέκα χρόνων να παρεμβά λει ένα επεισόδιο που να κρατάει 51 μέρες μόνο, και όπου οι Έλληνες να βρίσκονται νικημένοι και να κινδυνεύουν να καταστραφούν. Να κιν δυνεύουν να καταστραφούν, όχι να καταστρέφονται. Γιατί ο Όμηρος δεν μπορούσε να μλλάξει βασικά το μύθο της Άλωσης, όπως τον ήξερε όλος ο ελληνικός κόσμος». Ο Όμηρος κατόρθωσε με αυτή του την επι νόηση να δώσει δραματικότητα, κίνηση και πε ριπέτεια στο έργο του, γιατί ξάφνιαζε τους ακροατές του, που ήξεραν καλά από την παρά δοση ότι ο Αχιλλέας θα πέσει πολεμώντας μπρο στά στα τείχη της Τροίας ένδοξος και τιμημένος, η απόφαση του ήρωα από την A (169) ραψωδία να γυρίσει στην πατρίδα του και να ζήσει ένας ήσυχος νοικοκύρης. Επομένως η «μήνις» του Αχιλλέα αποτελεί το κέντρο της δράσης στην Ιλιάδα και την κύρια επινόηση του Ομήρου. Ο Ι.Θ. Κακριδής12 υπο στηρίζει «Μετά από τόσων χρόνων αναστροφή με το ομηρικό έργο έφτασα να πιστέψω πως η μήνιδα ανήκει στο νεότατο στρώμα του μύθου πιο καθαρά: πως έχουμε να κάνουμε με νεωτερι σμό του ίδιου του Ομήρου. Η προομηρική παρά δοση την αγνοούσε ή, καλύτερα, μιλούσε για άλ λα παροδικά μαλώματα Αχιλλέα-Αγαμέμνονα». Ο ποιητής νεωτέρισε και στο μύθο όπως και στη διάταξη του υλικού. Η ίδια η φύση του επι κού μύθου επιτρέπει προσθήκες. Γιατί κάθε και νούρια επική δημιουργία, όσο υλικό και να χρη σιμοποιεί από παλιότερη, στέκεται ανεξάρτητη και ανύπαρκτη, δε δημιουργεί την ανάγκη γνώ 1. Ι.Θ. Κακριδής, Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, Αθήνα 1979, σελ. 107. 2. Ι.Θ. Κακριδής, Το μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστίας, Αθή να 1985, σελ. 37-38.
αφιερωμα/9 σης του παλιότερου επικού υλικού για την κατα νόηση του νεότερου. Επινόηση του Ομήρου είναι και η αλλαγή της διάθεσης του Αχιλλέα στη ραψωδία Ω κατά τη συνάντηση με το γέρο Πρίαμο. Και οι δύο επι κοινωνούν με τη γλώσσα της κοινής ανθρώπινης μοίρας. Και τα άλλα δύο κύρια πρότυπα της Ιλιάδας, η Ελένη και ο Έκτορας, πέρα από τα στοιχεία της προηγούμενης παράδοσης που κουβαλούν φέρνουν πολύ έντονη τη σφραγίδα της ποιητικής πρωτοπορίας του Ομήρου. Για την Ελένη ήταν γνωστή από την παλιότερη παράδοση η ανείπωτη ομορφιά της. Στην Ιλιάδα όμως έχει και ψυχικά χαρίσματα: έξυπνη, αρ χοντική, με υπευθυνότητα και έντονη προσωπι κότητα. Ο Έκτορας δεν αναφέρεται στην παράδοση, πριν τον Όμηρο. Ο Όμηρος όμως τον ανέδειξε σε τόσο σπουδαίο αρχηγό του Τρωικού στρατού, που η μοίρα του θα σφράγιζε και τη μοίρα της πόλης του.
Το Ομηρικό ζήτημα Το Ομηρικό ζήτημα δηλ. το πρόβλημα του ποιητή της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και της δημιουργίας του ομηρικού έπους ξεκίνησε εδώ και δυο αιώνες από τον Friedrich August Wolf στα 1795, όταν παρουσίασε τα «Προλεγόμενα» στην έκδοση του Ομήρου. Ο Wolf αμφέβαλε για το αδιαίρετο και την ενότητα του Ομήρου προ βάλλοντας ως επιχειρήματα ότι: η γραφή ήταν άγνωστη στον Όμηρο και ότι τα ομηρικά έπη καθώς είχαν συντεθεί από μνήμης και μεταδοθεί από στόμα σε στόμα, πήραν την οριστική τους μορφή, αιώνες αργότερα. Ο Wolf απομυθοποίησε ένα μεγάλο όνομα. Ξε χώρισε το ομηρικό έπος από το όνομα του Ομή ρου. Έτσι δημιουργήθηκαν τα βασικά ερωτήματα της ομηρικής επιστήμης που από δω και μπρος προσδιορίζουν το ομηρικό πρόβλημα. Και το γε νικό ερώτημα, αν ο δημιουργός είναι ένας και μοναδικός, κορυφώθηκε έτσι στο ερώτημα αν εί ναι ενιαίο το έργο, στο ερώτημα το σχετικό με το σχέδιο του ποιήματος.
Όλες οι ομηρικές θεωρίες έχουν τις ρίζες τους σ’ ένα φαινόμενο που ο W. Schadewaldt8 το ονο μάζει «βασικό αισθητικό φαινόμενο» του ομηρι κού προβλήματος. Παρατηρώντας την Ιλιάδα βλέπουμε πως υπάρχει ένα πρόγραμμα, ένα σχέ διο: η ιστορία του θυμού του Αχιλλέα. Αλλά η δομή αναπτύσσεται πάνω στο σχέδιο αυτό με πολλά ελεύθερα στοιχεία. Για να ερμηνεύσουν αυτό το φαινόμενο όλες οι ομηρικές θεωρίες προϋποθέτουν στη διαδικασία δημιουργίας του έπους δυο αρχές: μια αρχή που εκφράζει την ενότητα και μια άλλη την αρχή της πολλαπλότητας. Πίσω από την ενότητα βρίσκε ται ο ένας ποιητής· πίσω από την πολλαπλότητα, ο λαός, τα ήθη και έθιμα, η συντεχνία των τρα γουδιστών. Έτσι δημιουργήθηκαν οι Ενωτικοί, οι υποστηρικτές της ενότητας, και οι Αναλυτικοί με ακραία μορφή τη θεωρία των τραγουδιών. Με βάση τη θεωρία της ενότητας ο ερευνητής προϋποθέτει μια «Πρωτο-Ιλιάδα», που αργότερα στο στόμα των ραψωδών φορτώθηκε με παρέμβλητα στοιχεία. Με τη θεωρία των τραγουδιών του Lachmann η ομηρική· επιστήμη έφτασε στην ακραία ρομα ντική άποψη ότι «το ομηρικό έπος είναι ποίηση καθαρά φυσική», «δεν είναι κάτι το κατασκευα σμένο», παρά «δημιουργείται και αναπτύσσεται μόνο του, από εσωτερική νομοτέλεια». Ο Lach mann, το 1837, αποκάλυψε χάσματα και ραφές στην Ιλιάδα και έφτασε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να χωριστεί σε 16 περίπου ξεχωριστά τραγούδια. Νωρίτερα είχε αναλύσει το έπος των Nibelungen σε μικρότερα τραγούδια. Οι Ομηριστές εκείνη την εποχή έφτασαν να συνειδητοποιήσουν ότι η ακραία ρομαντική λύση ήταν αδύνατη όσο και η άκαμπτη ενωτική. Μπαίνοντας στον 19ο αι. η επιστήμη οδήγησε την έρευνα σε έναν τρίτο δρόμο, το δρόμο της φιλολογικής παρατήρησης. Είναι η εποχή όπου η αρχαιολογία αποκαλύπτει την Τροία, Κρήτη, Μυκήνες και φέρνει στο φως τον επικό κόσμο. Γίνεται έρευνα του ηρωικού τραγουδιού ώς τις μεγάλες συνθέσεις, στους Γερμανούς, Φιλαν δούς, Σέρβους, Ρώσους κ.ά. Η ιστορία, γλωσσο λογία, γεωγραφία, μυθολογία, ψυχολογία μπαί νουν στην υπηρεσία του Ομήρου. Έτσι το έδα φος που στηριζότανε ίσαμε τα τώρα η ομηρική έρευνα έχει μετακινηθεί. Όσο προχωράει η έρευνα μετακινεί τον Όμηρο από τον κόσμο του μύθου στον κόσμο της πραγματικότητας, και πέ φτουν τα στηρίγματα της θειορίάς του Wolf. 1. Αποδείχτηκε ότι η γραφή στην Ελλάδα ήτανε γνωστή πριν από τον Όμηρο και φυσικά αυτοί, που θα ήξεραν να γράφουν, θα ήταν οι ραψω δοί, οι δάσκαλοι του λαού, αν όχι για να κυκλο8. W. Schadewaldt: Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου, Α' τόμος, μετάφραση Φάνη I. Κακριδή, εκδ. Μορφωτικό. Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1980, σελ. 17-49.
10/αφίερωμα φορήσουν βιβλία, οπωσδήποτε όμως για να έχουν βοηθήματα που θα τους χρειαζόντουσαν στην προφορική τους απαγγελία. 2. Η αρχαία παράδοση σχετικά με τη διευθέτηση των ομηρικών ποιημάτων για πρώτη φορά από τον Πεισίστρατο αποδείχτηκε φιλολογικός θρύ λος. Ο πραγματικός πυρήνας του θρύλου ήταν μια εντολή του τυράννου, που έλεγε ότι στη γιορτή της Αθηνάς, όταν οι ραψωδοί εναλλάσ σονταν στην απαγγελία του έπους, έπρεπε να απαγγέλλουν το κείμενο «σε κανονική σειρά». Αυτή η εντολή όμως προϋπόθετε ότι το κείμενο ήταν τακτοποιημένο, πριν τον Πεισίστρατο. 3. Το όνομα «Όμηρος» δε σήμαινε «μέλος της συντεχνίας» ή «συμπιλητής», που ήταν κάποτε επιχείρημα για τους αναλυτικούς. «Όμηρος» σήμαινε και σημαίνει ελληνικά «εγγυητής», «όμηρος». Ανήκει στην κατηγορία των επαγγελ ματικών και ταξικών ονομάτων. Το όνομα «Όμηρος» δεν αποτελεί «έννοια» όπως είχαν φανταστεί εκείνοι που απαρνιόνταν την προσωπικότητα του ποιητή. Ο Όμηρος ήταν άνθρωπος. Φαίνεται άλλωστε ότι πρόκειται για παρανόμι· το πραγματικό του όνομα, σύμφωνα με μια παράδοση, ήταν Μελησιγενης. Η Αναλυτική θεωρία, αφού έχανε τα στηρίγματά της άρχισε να απομακρύνεται από την πολ λαπλότητα για να πλησιάσει την ενότητα, και το δημιουργό της ενότητας, τον Όμηρο. Τα κομμά τια που παραδέχονταν οι αναλυτικοί τώρα γί νονταν μεγαλύτερα, το βασικό σχέδιο του συνό λου έκανε περισσότερο αισθητή την παρουσία του και ο «συμπιλητής» αποκτά γρήγορα τον τί τλο του «συντάκτη» και καμιά φορά και του «ποιητή». Η πρόοδος αυτή άρχισε από τη δεκαε τία του 1860-1870. Το μεγαλύτερο μέρος της εξέ λιξης της ανάλυσης συνδέεται με το όνομα του Wilamovitz, επηρέασε πολύ την αναλυτική θεω ρία αυτός που υπήρξε κάποτε οπαδός του Lachmann. Γράφοντας το βιβλίο του για την Ιλιάδα στις αρχές του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τοποθέ τησε τον Όμηρο ως ποιητή μέσα στην ίδια την ποίηση σε τιμητική θέση έστω και χωρίς ολόκλη ρο τον αδιαίρετο χαρακτήρα του. Ο ένας Όμη ρος, είχε αντικατασταθεί από δύο Ομήρους. Ο πρώτος, ο καθαυτό Όμηρος είχε συνθέσει το ποίημα για το θυμό και το θάνατο του Αχιλλέα, την καθαυτό Ιλιάδα. Αυτή την Ιλιάδα αργότερα ένας δεύτερος ποιητής, λιγότερο σημαντικός, την αναμόρφωσε προσθέτοντας την «εξαγορά» του Έκτορα. Έτσι στον Wilamovitz βρίσκει κανείς όλες τις λύσεις που είχε επινοήσει ο προηγούμε νος αιώνας. Σήμερα η έρευνα πιστεύει στον ποιητή και επι χειρεί να τον καταλάβει ξεκινώντας από τις προϋποθέσεις της εποχής του και της συντεχνίας του.
Νέα στοιχεία για τη σύνθεση ’ τη ςίλιά δα ς- Έλεγχος της άποψης των αναλυτικών Το 1916 οι θεωρητικοί του κατακερματισμού με τον Wilamovitz, κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Ιλιάδα είναι αποτέλεσμα της επέμβασης ενός ποιητή και μάλιστα μεγάλου και αυτός είναι ο Όμηρος. Κατά την άποψή τους στηρίχτηκε σε παλιότερα τραγούδια, που άλλα χρησιμοποίησε και άλλα περιόρισε οργανώνοντας το υλικό του γύρω από το δικό του σχέδιο. Αλλά όμως μέσα στο έργο τα τραγούδια προδίνουν τη σφραγίδα των δικών τους δημιουργών.
Σ’ αυτή την άποψη έρχεται στα 1938 ο W. Schadewaldt με καινούρια στοιχεία να απαντήσει με το έργο του Ilias-Studien (Μελέτες στην Ιλιάδα) εξετάζοντας την «καλλιτεχνική και ιστορική ιδιοτυπία» της Ιλιάδας, την «ουσιαστική ποιητι κή πραγματικότητα» του Ομήρου, όπως λέει και ο ίδιος. Ο W. Schadewaldt υποστηρίζει πως σήμερα εί ναι πιο σημαντικό να γνωρίσουμε «τους τρόπους και τις δυνατότητες» του Ομήρου, πριν φτάσου με σε κρίσεις για το τί «του ανήκει» και τί «δεν του ανήκει». Ο Όμηρος είναι επικός ποιητής και ως εκ τούτου αφηγητής. Συνθέτει το υλικό του στηριζόμενος στην παράδοση που προέρχεται από τον επαγγελματικό κύκλο των ραψωδών και τραγου διστών πριν τον Όμηρο, που είχαν διασώσει όλο το παλιό μυθολογικό υλικό αλλά και διηγηματικές μορφές. Απ’ αυτήν την παράδοση έχει απο στηθίσει πολλά τραγούδια, μύθους, τυποποιημέ νες εκφράσεις, στίχους, πειραματιζόμενος και δοκιμάζοντας τη μορφή του έργου του σε μια εποχή όπου το τραγούδι έχει γίνει ποίηση και η γραφή τού έδινε τη δυνατότητα να συνθέτει σε μεγάλη κλίμακα. Έτσι όλο το προηγούμενο υλι κό των τραγουδιών δεν παρουσιάζεται στην Ιλιάδα με τη μορφή ατόφιων ξεχωριστών τρα γουδιών. Άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της Ιλιάδας, ήταν η παλιά τεχνική της επανάληψης, που για τους αναλυτικούς αποτέλεσε το δρόμο για να απομονώσουν τα διάφορα στρώματα. Ήτανε μια λύση άτεχνη η επανάληψη. Οι στίχοι που επαναλαμβάνονται στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια είναι πάνω από 9.000 στους συνολικά 28.000 στίχους των δύο επών. Τι εξυ πηρετούν; Δείχνουν αδυναμίες του ποιητή, όπως πίστευε η ομηρική κριτική, γιατί ένας γνήσιος9 9. Αυτή η ανάλυση παρουσιάζει την άποψη του W. Schade waldt για την Ιλιάδα από το βιβλίο του: W. Schadewaldt Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου, μτφ. Φάνη I. Κακριδή, Α ' τόμος, σελ. 51-72.
αφιερω μα/11 ποιητής πρέπει να είναι πρωτότυπος; Η επανάληψη στίχων βοηθούσε τον τραγουδι στή, όταν ήταν άγνωστη ακόμα η γραφή να αυ τοσχεδιάζει, έχοντας έτοιμο ένα υλικό. Αλλά για τα έπη είναι αποφασιστικός ο προφορικός τους χαρακτήρας, και όταν καταγράφονταν, προορί ζονταν να απαγγέλλονται σε γιορταστικές συ γκεντρώσεις. «Ο Όμηρος άλλωστε κατόρθωσε να μετατρέ ψει πάλι σε μεγάλη τέχνη αυτή την παλιά τεχνική της επανάληψης... Συχνά έχει κανείς την εντύ πωση ότι οι επαναλαμβανόμενοι στίχοι προορί ζονται να «υπενθυμίσουν» κάτι, και, είτε το συ νειδητοποιούσε ο ακροατής είτε όχι, λειτουρ γούν σε μεγάλα κομμάτια του έπους ως κεντρικά καθοδηγητικά θέματα (Leit-motive). Στην πραγ ματικότητα όλα αυτά αποτελούν ύψιστη ποιητι κή δεξιότητα και απέχουν πολύ από την πραγμα τικά “μειονεκτική” τέχνη της επανάληψης».10 Και τα χαρακτηριστικά του ανεξάρτητου τρα γουδιού, έργο συμπυκνωμένο, που έχει γρήγορη εξέλιξη, καθαρό στόχο, σύντομο και εξαντλεί τε λείως το υλικό που περιέχεται στον κύκλο του δεν υπάρχουν στα ανεξάρτητα τραγούδια της Ιλιάδας. Ο W. Schadewaldt παρατηρεί μια χαρακτηρι στική μορφή αφήγησης στην Ιλιάδα, που την ονομάζει: «αφηγηματική μορφή της προετοιμα σίας» και επηρεάζει τη διαμόρφωση της Ιλιάδας, είναι το χαρακτηριστικό του Ομήρου. Τα γεγονότα έχουν διευθετηθεί έτσι από τον ποιητή ώστε η πλοκή του έργου οδηγεί σε ένα
στόχο, που κάθε στιγμή φαίνεται να απομακρύ νεται. Αυτός ο στόχος είναι ο θυμός και η υπόσχεση του Δία στην Α ραψωδία, αλλά το κακό όμως καθυστερεί να συμβεί, μόλις είναι να γίνει ανα βάλλεται δίνοντας έτσι στις καταστάσεις δραμα τικό χαρακτήρα και ένταση. Και ο Schadewaldt καταλήγει: «Ένας αφηγηματικός τρόπος, που τα διαποτίζει όλα ώς μέσα και ριζώνει σε έναν τόσο ασυνήθιστο τρόπο βίωσης των κοσμικών γεγονό των δεν μπορεί παρά να αποτελεί δημιουργία ενός εξαιρετικού ανθρώπου, ποτέ καρπό “εξέλι
ξης”. 10.
W. Schadewaldt: Από τον κόσμο σελ. 59.
ι έργο του Ομήρου,
Είναι αντικειμενικός ο Όμηρος στην Ιλιάδα ή μεροληπτεί υπέρ των Αχαιών Αρχαία σχόλια στον Όμηρο αλλά και νεότε ροι μελετητές βάζουν το ερώτημα, αν ο Όμηρος στην παρουσίαση της σύγκρουσης Ελλήνων και Τρώων είναι αντικειμενικός ή μεροληπτεί υπέρ των Αχαιών. Πιο συστηματικά με το ζήτημα ασχολήθηκε τε λευταία ο Ολλανδός φιλόλογος Van der Valk, που είναι γνωστός από τις μελέτες του στον Όμηρο. «Η έρευνά του καταλήγει στο συμπέρα σμα πως ο Όμηρος ως ποιητής χαρακτηρίζει τους Τρώες (τον Πρίαμο, την Ανδρομάχη, τον Έκτορα), αντικειμενικά και με συμπάθεια· με την αντικειμενικότητα όμως αυτή διασταυρώνε ται η τάση του Έλληνα, να παρουσιάσει τους συμπατριώτες του σ’ ένα φως πιο ευνοϊκό από ό,τι τους Τρώες»1. Παρατηρεί ο Valk πως η σύγκρουση των πα τριωτικών αισθημάτων του ποιητή με το ποιητι κό σχέδιο της Ιλιάδας έχει ως αποτέλεσμα τη δη μιουργία μερικών ανωμαλιών στο έργο. Ως κύ ριο επιχείρημά του όμως είναι πως ενώ το σχέδιο της Ιλιάδας απαιτεί να χάνουν οι Έλληνες αμέ σως μετά την υπόσχεση του Δία στη Θέτιδα εν τούτοις καθυστερεί η ήττα τους, Έλληνες διακρίνονται για την παλικαριά τους, όπως ο Διο μήδης (Ε), Αγαμέμνονας (Λ), Ιδομενέας (Ν) και πολλοί Τρώες χάνονται. Και ενώ οι Τρώες θα μπουν στο τείχος των Αχαιών (Μ 445 κκ) και θα ανάψουν φωτιά στα καράβια τους, ο Όμηρος προσπαθεί και πάλι να αλλάζει τους ρόλους των νικητών και των νικη μένων. Δεν μπορεί, κατά την άποψη του Valk, να ανεχτεί να παρουσιάσει αποτυχίες του ελλη νικού στρατού. Ο Όμηρος είναι ποιητής, δεν είναι ιστορικός, και επομένως δεν υποχρεώνεται να περιγράψει στηριζόμενος σε πηγές τον πόλεμο με τρόπο αμε ρόληπτο και αντικειμενικό. Ως ποιητής διάλεξε το θέμα του, που είναι η «μήνις» του Αχιλλέα και κανείς δεν τον ανάγκασε στην επιλογή του θέματός του, που προανήγγελε ήδη από την A ραψωδία την ήττα των Αχαιών. Αν ήθελε να τι μηθούν και να προβάλλονται οι ελληνικές νίκες, έπρεπε να διαλέξει άλλο θέμα. Αν από την αρχή ξεκινούσε με συνεχείς ήττες των Αχαιών δε θα είχε το έργο του καμιά κίνηση 1.
Όμηρο, Αθήνα 1979 Ι.Θ. Κακριδής, Ξαναγυρίζσντας στον στ. 94.
12/αφιερωμα και δραματικότητα. Μήπως και ο Αχιλλέας δεν αναγνωρίζει ισάξιό του τον Έκτορα; (Φ 279 κεξ). Να ’πεφτα καν από τον Έκτορα, στους Τρώες τον mo αντρειωμένο^ Τρανός καν έτσι όπου θα σκότωνε, τρανός κι ο σκοτωμένος. Αν πραγματικά ο Όμηρος πρόδιδε το έργο του για τα πατριωτικά του αισθήματα δε θα τολ μούσε, και μάλιστα δυο φορές μέσα στην Ιλιάδα να παρουσιάζει τον Αγαμέμνονα, τον αρχιστρά τηγο των Ελλήνων, να προτείνει στους στρατιώ τες του τη φυγή για την πατρίδα (I 26, Ξ 74). Ο Ι.Θ. Κακριδής2 λέει σχετικά: «Ο Όμηρος δεν έπλασε την Ιλιάδα του σε διχασμό ψυχής, αλλού ποιητής και αλλού πατριώτης· αισθητικά και μόνο ήταν τα κριτήρια που καθόριζαν τη δη μιουργία του· κανένας σωβινισμός δεν τον έσπρωχνε να παρουσιάσει τόυς Αχαιούς ανώτε ρους. Σαν ποιητής άλλωστε ένιωθε βαθύτατη αγάπη στα πλάσματά του όλα, είτε στους Αχαι ούς ανήκαν είτε στους Τρώες. ...Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Όμηρος ήξε ρε να ξεχωρίζει τους Έλληνες από τους Τρώες. Ήξερε όμως, καλύτερα από τους νεότερους κρι τικούς του, πως αν εμείωνε την αρετή των Τρώων, την ίδια στιγμή θα έχανε μεγάλο μέρος από την αξία της και των Ελλήνων η Αρετή. Έπειτα η παράδοση του πολέμου παρουσίαζε τους Τρώες να υπερασπίζονται την πατρική τους γη, και ας ήταν οι αίτιοι του πολέμου· οι Έλλη νες ήταν οι επιδρομείς, και ας είχαν το δίκιο με το μέρος τους. Έτσι ο ποιητής θα βάλει στου Έκτορα το στόμα τον αθάνατο λόγο: εις οιωνός αριστος, άμύνεσθαι περί πάτρης (Μ 243) Για τον ίδιο λόγο τις τόσο ανθρώπινες σχέσεις των πολε μιστών με τους δικούς των - γυναίκες, παιδιά, γέρους, γονείς καθώς γυρίζουν από τη μάχη, θα τις δώσει από την πλευρά των Τρώων μόνο».
Ο Όμηρος καί η εποχή τον Ο Όμηρος και ο αιώνας τον Στον αιώνα μας δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο ποιητής της Ιλιάδας είναι ο Όμηρος και θεωρεί ται πραγματικό πρόσωπο. Ποια όμως είναι η σχέση του Ομήρου με την εποχή του; Προτού όμως ορίσουμε την πατρίδα του και την ερύτερη περιοχή μέσα στην οποία κινήθηκε 2. Ι.Θ. Κακριδής, Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, Αθήνα 1979 σελ. 104.
πρέπει να τον τοποθετήσουμε χρονικά. Ο αιώνας του Ομήρου είναι ο 8ος αι. π.Χ. και μάλιστα το δεύτερο μισό του. Αυτή την περίοδο γράφεται η Ιλιάδα, ο 8ος αι. π.Χ. είναι το ιστο ρικό της στίγμα. Καταλήγουμε σ’ αυτό το συμπέ ρασμα έχοντας ως προϋπόθεση ότι η Ιλιάδα στη μορφή που σώζεται είναι ενιαία δημιουργία που έχει βέβαια διαμορφωθεί από ένα άφθονο επικό υλικό, και ως μοναδική ποιητική δημιουργία του ποιητή αποτελεί και γέννημα μιας μοναδικής ιστορικής στιγμής με την οποία δένεται ο ποιη τής. Ο Ησίοδος και οι πρώιμοι λυρικοί, ο Καλλίνος, ο Τυρταίος, ο Αρχίλοχος, ο Σιμωνίδης αλλά και παραστάσεις αγγείων αποδεικνύουν ότι ξέ ρουν καλά τα ομηρικά έπη, γιατί βρίσκουμε όχι μόνο κάποιες λεκτικές επιδράσεις, αλλά να πα ραθέτουν ολόκληρα κομμάτια από τα ποιήματα του Ομήρου. Όλοι αυτοί τοποθετούνται πριν το μέσο του 7ου αι. π.Χ. Επομένως ο Όμηρος έζησε οπωσδήποτε, πριν από αυτή την τομή. Αυτό με σιγουριά, γιατί στον Αρχίλοχο υπάρχει η πρώτη σταθερή ημερομηνία της ιστορίας της αρ χαίας λογοτεχνίας, η έκλειψη Ηλιου της 6ης Απριλίου του 648 π.Χ. Αν και ο Όμηρος προσέχει πολύ να κρατήσει τον αρχαϊκό χαρακτήρα των ηρώων του, όμως μέσα από το έργο του ξεφεύγουν στοιχεία της δι κής του εποχής: Ξέρει την κάθοδο των Δωριέων (τ 177, Δ 51) καθώς και τους Φοίνικες. Το έπος του που είναι τόσο καλά διαμορφωμέ νο προϋποθέτει την ελεύθερη χρήση του αλφαβή του. Τη γραφή τη συναντούμε σε χρήση δημόσια ή ιδιωτική μόλις τον 8ο αι. π.Χ. Στον 8ο αι. π.Χ. οδηγεί και η αγωνιστική των επιτύμβιων αγώνων της Ιλιάδας. Αλλά και στον ίδιο αιώνα οδηγούν και οι στρογγυλές και μα κρόστενες ασπίδες των ομηρικών ηρώων. Στην Ιλιάδα (Υ 307-308), όταν ο Ποσειδών υπόσχεται ότι η εξουσία της Τροίας θα ανήκει, μετά την καταστροφή του Πριάμου και των δι κών του, στο Δάρδανο Αινεία και τα εγγόνια του, έχουμε μια «μαντεία αναδρομική». Εδώ ο Όμηρος μάς τοποθετεί στην εποχή του, στο 2ο μισό του 8ου αι. π.Χ. Ο ίδιος ο ποιητής είχε φαίνεται σχέσεις με Δάρδανους άρχοντες από τη γενιά του Αινεία, που κυβερνούσαν τότε την πε ριοχή της Τρωάδας. Είναι γνωστό ότι οι Δάρδανοι κρατούσαν την Τρωάδα από το 1.000 ώς το 700 π.Χ. που εποίκησαν την περιοχή οι Έλληνες από τη Λέσβο.
Τόπος καταγωγής τον Ομηρον Οι γεωγραφικοί τον ορίζοντες Ο Όμηρος από ενδείξεις στην Ιλιάδα και από
αφιερωμα/13 την τοποθέτηση που κάνει ο ομηρικός Βίος, κα ταγόταν από τη βόρεια Μικρασία, από τη συνο ριακή περιοχή ανάμεσα στην Αιολία και την Ιω νία. Πρέπει να ταξίδεψε στις άλλες πόλεις που αναφέρονται στο «Βίο» (Κολοφώνα, Σμύρνη, Κύμη, Φώκαια, Ερυθρές). Με πολλές πιθανότη τες πρέπει να πέθανε στην Ίο, γιατί δεν εξηγεί ται, πώς αυτό το απομακρυσμένο νησί προτιμή θηκε να φιλοξενεί τον τάφο του. Ο Όμηρος έζησε κυρίως και έδρασε στη Χίο. Από το νησί αυτό προέρχεται μια συντεχνία τρα γουδιστών, οι «Ομηρίδες», που ακόμα και στην εποχή του Πλάτωνα, αισθάνονταν, ανάμεσα στους ραψωδούς, ιδιαίτερα δεμένοι με τον Όμη ρο. Με βάση λοιπόν τη Χίο, στην οποία δεχόμαστε ότι κατοικούσε μόνιμα, να δούμε ποιος ήταν ο κόσμος του Ομήρου, μέχρι πού μπορούσε να κι νηθεί, τί του ήταν «κοντά» και τί «μακριά», μέ χρι πού μπορούσε να ταξιδέψει, και μέχρι πού να φτάσει άμεσα η επίδρασή του. Η θάλασσα εκείνα τα χρόνια ενώνει, μόνο τα βουνά χωρίζουν. Στην Ιλιάδα αλλά και στην Οδύσσεια περισσότερο, δίνονται στοιχεία για τις αποστάσεις: Στην Οδύσσεια ο Νέστορας ταξι δεύει από τη Λέσβο ώς τη νότια άκρη της Εύ βοιας σε μια μέρα (γ 177 κεξ). Από την Κρήτη ώς την Αίγυπτο χρειαζόταν κάποιος τέσσερις μέρες (ξ 257). (Αυτά τα στοιχεία του έπους είναι επι βεβαιωμένα από τους υπολογισμούς). Στην Ιλιάδα πάλι ο Αχιλλέας, λέει, ότι θα βρεθεί με καλό άνεμο από την Τροία την τρίτη μέρα στη νότια Θεσσαλία (I 363). Ο Όμηρος, όπως φαίνεται, είχε ταξιδέψει στη μητροπολιτική Ελλάδα, ως ραψωδός. Αυτή του την επιθυμία για γνωριμία καινούριων τόπων την αποδεικνύει η παρομοίωση στην Ιλιάδα: (Ο 80-82): Η Ήρα από τα βουνά της Ίδας έτρεξε στον Όλυμπο: Πώς ταξιδεύει ενούς η θύμηση, που έχει γυρί σει χώρες πολλές, και στη στιγμή στοχάζεται μες στα βαθιά του φρένα ’να ’μουν εκεί για αλλού. Τον 8ο αι. π.Χ. η επικοινωνία στον ελληνικό χώρο ήταν αναπτυγμένη. Ακόμη και με την Αί γυπτο, Σικελία, μέση Ιταλία, Κυρήνη.. Ο Όμηρος λοιπόν, ήταν Ίωνας, κατοικούσε στη Χίο, αλλά έζησε όμως στην Ελλάδα. Στον κατάλογο των πλοίων στην Ιλιάδα την πρώτη θέση έχει η Βοιωτία, καθόλου τυχαίο. Οι Βοιωτοί είναι ιδιαίτερα αγαπητοί στον ποιητή, γιατί στους Αιολείς είναι έντονη η συνείδηση της καταγωγής τους. Οι περισσότεροι ήρωες του Ομήρου κατάγο νται από την ηπειρωτική Ελλάδα: Μυκήνες, Άργος, Πύλο, Κόρινθο, Θεσσαλία, Θήβα. Φαί
νεται ότι η αριστοκρατία της Μικρασίας, Ίωνες, Αιολείς, διατηρούσαν έντονη την ανάμνηση των προγόνων τους και μάλιστα συνέχιζαν να καλ λιεργούν τις παλιές φυλετικές σχέσεις και τους δεσμούς φιλοξενίας με τη μητροπολιτική Ελλά δα. Στην Ιλιάδα (Ζ 119 κεξ.) ο Γλαύκος από τη Λυκία και ο Αργείος Διομήδης στη συνάντησή τους διαπιστώνουν την παλιά φιλία των οικογε νειών τους και ανταλλάσσουν τα όπλα τους. Όλες αυτές οι μαρτυρίες δείχνουν τη ζωτική σχέση ηπειρωτικής Ελλάδας και Μικρασίας. Η Ιλιάδα λοιπόν, το έπος, που έχει ως θέμα τον πόλεμο κατά της Τροίας στον οποίο μετέ χουν όλα τα σημαντικά γένη και οι πόλεις του ελληνικού χώρου κινείται σε πανελλήνιο ορίζον τα. Έτσι επιβεβαιώνει η ποίηση ό,τι απέδειξε η γεωγραφία, οι όροι επικοινωνίας και οι συνθή κες της ζωής. Ενώ είναι σίγουρο ότι ο ίδιος ο Όμηρος γνω ρίζει πολύ καλά το χώρο του Αιγαίου και τη μητροπολιτική Ελλάδα και δεν υπάρχει καμιά αμ
φιβολία γι’ αυτό μετά από την έρευνα του W. Schadavaldt.11 Μπαίνει όμως το ερώτημα, ενώ ο ποιητής γνω ρίζει όλο το γεωγραφικό χώρο στον οποίο κι νούνται οι ήρωές του γι’ αυτούς τί θέλει να ξέ ρουν; Γιατί, αν κοιτάξουμε στο I 362 κεξ βλέπουμε ότι ο οργισμένος Αχιλλέας δηλώνει στην πρε σβεία των συμπατριωτών του πως την άλλη μέρα θα έφευγε για την πατρίδα του: κι αν πρίμο ο Κοσμοσείστης δώσει μας καιρό, στη Φθία την πλούσια, σε τρεις μονάχα μέρες φτάνουμε... Αλλού όμως, Τ 334 κεξ., διατυπώνει αμφιβο λίες για τον πατέρα του: τι πια ο Πηλέας έχει, απεικάζουμαι, πεθάνει μια για πάντα, για κι αν ζωή μια στάλα του ’μείνε, τα βάσα να τον τρώνε. Με αυτά του τα λόγια δείχνει σαν να μην έχει καμιά επικοινωνία με τους δικούς του, ενώ δεν ήταν δύσκολο να στείλει ένα καράβι και να μά θει.1 11. W. Schadewaldt: Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου τόμος Α ', σελ. 113-162.
14/αφιερωμα Αυτή η άγνοια γεννάει την υποψία ότι ο πόλε μος Αχαιών και Τρώων γινόταν σε μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι ότι αφού ο Όμηρος γνωρίζει το γεωγραφι κό χώρο στον οποίο κινούνται οι ήρωές του, τί θέλει όμως να γνωρίζουν οι ίδιοι; Αν κοιτάξουμε το μύθο της εκστρατείας από την αρχή βλέπουμε ότι: α) Οι Αχαιοί, όταν ξεκινάνε για την Τροία από την Αυλίδα χρειάστηκαν τη βοήθεια του μάντη Κάλχα (Α, 71 κεξ), δεν ξέρουν τη θέση της Τροίας. Δε θα χρειαζότανε βέβαια η τέχνη του, αν η Τροία ήτανε κοντά. β) Στην Ιλιάδα δεν αναφέρεται πουθενά, αν μεταφέρθηκε στην πατρίδα, πριν το τέλος της εκστρατείας, κάποιος βαριά τραυματισμένος ή ανάπηρος. Και των νεκρών Αχαιών μόνο μετά το τέλος του πολέμου, τα λείψανά τους θα θά βονταν στην πατρίδα. Οι Τρώες όμως θάβονται στη γη της πατρίδας τους. Οι πιο σπουδαίοι Αχαιοί, που σκοτώθηκαν στην Τροία, θάφτηκαν και έμειναν για πάντα στην ξένη χώρα. Ο Πά τροκλος, ο Αχ λλέας, ο Αντίλοχος, ο μεγάλος Αίας, ο Πρωτεσίλαος. γ) Οι Τρώες σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, δέχονται βοήθεια σε στρατεύματα από τους σνιιμάχους τους. Η Ιλιάδα μάς αναφέρει το Ρήσο από τη Θράκη και τον Αστεροπαίο από το μακρινό Αξιό. Και λίγους μήνες, πριν την άλωση της Τροίας, καταφτάνουν η βασίλισσα των Αμαζόνων, ΠενΘεσίλεια, ο Μέμνονας από την Αιθιοπία και ο Εύρύπυλος από τη Μυσία. Ενώ οι Αχαιοί δεν είχαν πάρει ποτέ καμιά βοήθεια· πράγμα όχι δύσκολο. Έτσι έχουμε πάλι την αίσθηση ότι ο χώρος του πολέμου έχει κομμένες τις γέφυρες με την ηπειρωτική Ελλάδα, είναι απρόσιτος απ’ αυτήν. δ) Στη ραψωδία Α (152 κεξ) ο Αχιλλέας θυμω μένος λέει στον Αγαμέμνονα πως πήρε την από φαση να έρθει στην Τροία για το Μενέλαο, γιατί, στη Φθία οι Τρώες δεν είχαν προξενήσει κανένα κακό. τι πλήθια ανάμεσό μας βουνά βρίσκονται μακρογίσκιωτα και θάλασ σα όλο λάλο. Θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε πως θυ μωμένος υπερβάλλει ή χρησιμοποιεί μια στερεό τυπη φράση, αν δεν είχαμε την υποψία ότι είχε υπόψη του μια Τροία πραγματικά τόσο απομα κρυσμένη από την πατρίδα του. ε) Ο Οδυσσέας πριν να γυρίσει στην Ιθάκη τα λαιπωρείται στα πέλαγα για δέκα χρόνια. Το ίδιο και ο Μενέλαος, το ταξίδι του γυρισμού του κρατάει οκτώ χρόνια, περιπλανιέται στην Κρή τη, στην Κύπρο, στη Φοινίκη, στην Αίγυπτο, Αι θιοπία και Λιβύη.
Αλλά και στην Ιλιάδα ο Πάρης και ή Ελένη, όταν έφυγαν από τη Σπάρτη ταλαιπωρήθηκαν πολλά χρόνια μέχρι που να φτάσουν στην Τροία. Δέκα χρόνια πάλι περνάνε από την αρπαγή της Ελένης μέχρι που να αρχίσει ο πόλεμος· αυτό το αναφέρει η ίδια (Ω 765). Είκοσι χρόνια κιόλα εδιάβηκαν από τη μαύρη μέρα που έφυγα εκείθε και παράτησα τη γη την πα τρική μου. Για όλες αυτές τις καθυστερήσεις το έπος δίνει εξήγηση: είτε ότι οφείλονται σε θαλασσοταραχή είτε σε οργή κάποιου Θεού ή σε παραπλάνηση του εχτρού. Επομένως δεν υπάρχει αμφιβολία, πως μια εκ στρατεία που καλύπτει το χώρο της ανατολικής Μεσόγειας θάλασσας - χωρίς τις μυθικές χώρες των περιπλανήσεων του Οδυσσέα - και που χρη
σιμοποιεί πολύ τη δεκαετία, ότι η μικρή απόστα ση που χώριζε τους Τρώες και τους Αχαιούς δεν εξυπηρετούσε. Ενώ ο ποιητής ήξερε καλά ότι η πατρίδα των Αχαιών χωριζόταν με το Αιγαίο από την πατρί δα των Τρώων, οι ήρωες του μύθου δεν ήξεραν, δεν έπρεπε να ξέρουν. Η Τροία του μύθου του Τρωικού πολέμου έπρεπε να βρίσκεται στην πιο απομακρυσμένη γωνιά. Ο Ι.Θ. Κακριδής,12 που δίνει αυτή την ερμη νεία αναφέρει σχετικά: «Τις συνθήκες του πα λιού μύθου τις αποδεχόταν ο Όμηρος και για έναν άλλο, πιστεύω λόγο, καθαρά καλλιτεχνικό: Μόνο με την απομόνωση της Τροίας η ιστορία του πολέμου μπορούσε να κρατηθεί περίοπτη μέ σα σ’ έναν ορισμένο χώρο και με καθορισμένα απόΛτην αρχή τα κύρια πρόσωπα- αντίθετα, εν δεχόμενα απανωτά ταξίδια πέρα - δώθε στο Αι γαίο και ο ερχομός καινούριων πολιορκητών της Τροίας θα δημιουργούσε όχι λίγη σύγχυση στο περίγραμμα του μύθου». Ο Ι.Θ. Κακριδής το χαρακτηρίζει ως «άτοπη μετακένωση της γνώσης του ποιητή στα πλάσμα τά του», δηλ. όταν η γνώση του ποιητή υπερφα λαγγίζει μέσα στη διήγηση την άγνοια των ηρώων του. 12. Ι.Θ. Κακριδή: Το μήνυμα του Ομήρου, εκδ. Εστίας, Αθή να 1985, σελ. 31-32.
αφιερωμα/15
Η μητροπολιτική Ελλάδα τον 8ο αι. π.Χ.
Χίο, αναρωτιόμαστε τί του προσφερότανε στο 2ο μισό του 8ου αι. π.Χ., όταν αντίκρυζε την Ελλά δα; Στη μητροπολιτική Ελλάδα ακόμα ο θεσμός της βασιλείας είναι σταθερός απέναντι στην αυ ξανόμενη δύναμη των αρχόντων, η οποία εμφα νίζεται ισχυρότερη στις περιοχές της Μικρασίας. Οι πόλεις εκδηλώνουν τάσεις επέκτασης: η Σπάρτη υποτάσσει τη Μεσσηνία. Η Αθήνα επι χειρεί μια πρώτη επέκταση στην Ελευσίνα. Στην Ηλεία έχουν αρχίσει οι Ολυμπιακοί αγώ νες των οποίων η εμβέλεια περιορίζεται στην Πελοπόννησο. Ο Όμηρος, όμως φαίνεται, πως ενδιαφέρθηκε λιγότερο για την Αθήνα και περισσότερο για την Κόρινθο, τα Μέγαρα και τη Βοιωτία, την κοιτί δα τόσων μύθων. Η περιοχή όμως που δηλώνει τη δύναμη και το πνεύμα της εποχής του Ομήρου (8ος αι. π.Χ.) κατά τη γνώμη του W. Schadewaldt είναι η Εύ βοια. Είναι σημαντική η ανάπτυξη της περιοχής, γιατί η θέση της και η ανάπτυξή της σε μάκρος απέναντι από την κεντρική Ελλάδα ευνοούσε τη θαλασσοκρατία της σε μιαν εποχή, που αρχίζει η ανάπτυξη της ναυσιπλοΐας και η παραγωγή κρα σιού, σιταριού, φρούτων, ζώων, κηπευτικών, η ύπαρξη χαλκού και μαρμάρου, της δίνει κυρίαρ χη θέση στη γεωργία. Είναι δηλ. μια περιοχή, που η διασταύρωση των δυο οικονομικών συ στημάτων της δίνει πολλές αναπτυξιακές δυνα τότητες. Κατά τον W. Schadewaldt3 «Η Χαλκίδα είναι η πρωιμότερη ελληνική ναυτική και εμπορική δύναμη. Η επιρροή της έφτανε βαθιά μέσα στην κεντρική Ελλάδα· αυτό φαίνεται και από το ότι ακόμα και στην Αττική το αλφάβητο που χρησι μοποιούσαν αποτελούσε παραλλαγή του χαλκιδικού». Πριν το 750 π.Χ. η Χαλκίδα και η Ερέτρια πή ραν το δρόμο του αποικισμού: «Χαλκιδική» Χερσόνησος, Κέρκυρα, Σικελία. Από τη Χαλκί δα οι Λατίνοι πήραν το αλφάβητό τους. Από το τέλος του 8ου π.Χ. ώς το 650 π.Χ., η Χαλκίδα και η Ερέτρια πολέμησαν για τη μεταξύ τους πε δινή περιοχή, το Ληλάντιο πεδίο. Ο πρώτος 3. W. Schadewaldt: Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου, μτφ. Φάνης I. Κακριδής, τ. Α', εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνική; Τραπέζης, Αθήνα 1980, σελ. 138.
σπουδαίος πόλεμος μετά τον Τρωικό, που τε λείωσε με νίκη της Χαλκίδας αλλά και με την εξασθένηση του νησιού, που έδωσε τη θέση του στις άλλες πόλεις. Στα χρόνια του Ομήρου πριν τον πόλεμο του Ληλάντιου πεδίου, η Χαλκίδα είχε πολύ σημα ντική θέση στην Ελλάδα. Τα ταξίδια οργανώνο νταν από τους αριστοκράτες της περιοχής, που ονομάζονταν «Τπποβόται» (έτρεφαν άλογα). Οι Χαλκιδαίοι σπρώχνονται σ’ αυτά από μια τάση προόδου. Ο Schadewaldt4 λέει ότι «Ένα μεγάλο κύμα ιδεαλισμού διαπερνά την εποχή του Ομήρου, και ψυχική ανάταση, που δε απαντάνται σε όλες τις εποχές. Και μπορούμε εύκολα να φανταστούμε με πόσο άπληστες αισθήσεις παρα κολουθούσαν οι αφεντάδες της Ιωνίας και της ηπειρωτικής Ελλάδας τον Όμηρο να τραγουδά, στη Δήλο ή στη Χαλκίδα, ή όπου αλλού, για τους αγώνες μπροστά στην Τροία. Αυτό δε ση μαίνει ότι η Ιλιάδα αποτελεί κάτι σαν καθρέφτισμα του πολέμου για το Ληλάντιο πεδίο. Η Ιλιάδα πρέπει να είναι προγενέστερη, και πόλεμοι υπήρχαν αρκετοί στον κόσμο. Στο σημείο όμως αυτό διαισθανόμαστε ήδη ότι ο ηρωικός χαρα κτήρας της Ιλιάδας ήταν κάτι παραπάνω από απλό παραδοσιακό στοιχείο των παλιών τραγουδιών». Αυτή η ιδεαλιστική ορμή προσδιορίζει και το χαρακτήρα του ευβοϊκού αποικισμού, που δεν έχει καμιά σχέση με τον προγραμματισμένο αποικισμό των ιωνικών πόλεων του 7ου αι. π.Χ. Τα ταξίδια των Ευβοέων είναι ταξίδια ανακαλύ ψεων. Πηγή του πνεύματος των ταξιδιών του 8ου αι. π.Χ. αποτελεί η Οδύσσεια. Τα ταξίδια του Οδυσσέα, όσο μπορούν να προσδιοριστούν, τοποθετούνται στη Δυτική θάλασσα. Σύμφωνα με την Οδύσσεια στη Δύση ήτανε γνωστή και η Εύβοια. Ο Αλκίνοος θέλει να στείλει τον Οδυσ σέα με συνοδεία στην πατρίδα του ακόμα κι αν κατοικεί «πολλού εκατέρψ... Εύβοίης» (η 321 κεξ). Επομένως οι περιπλανήσεις του Οδυσσέα προϋποθέτουν το ενδιαφέρον για τη Δύση, που προκάλεσαν τα ταξίδια των Χαλκιδέων. Αυτό το γεγονός μας αναγκάζει να χρονολογήσουμε την Οδύσσεια μετά το 750 π.Χ. και πριν το 680 π.Χ. Οι περιπλανήσεις μάς κάνουν να νομίζουμε πως έχουμε μπροστά μας ένα ναυτικό ημερολόγιο πο ρείας. Ο W. Schadewaldt5 τονίζει: «Ο κοσμολογικός χαρακτήρας είναι και για την Οδύσσεια, όπως ήταν - με διαφορετικό τρόπο - και για την Ιλιάδα, βαθύτατα σημαδιακός... Ο Οδυσσέας αυτός δεν αντιπροσωπεύει μόνο το (ηθικά αμφισβητήσιμο) ιδανικό της ιωνικής εφευρετικότητας- κο4. W. Schadewaldt σελ. 141. 5. W. Schadewaldt σελ. 145.
16/αφιερωμα ντά σε πολλά που είναι και που του έχουν απο δοθεί, αντιπροσωπεύει τον ολοκληρωμένο άν θρωπο, τον αρχοντικό ιππότη της θάλασσας, που μαζί του δοκιμάζεται το ίδιο πνεύμα, αν και διαφορετικά από ό,τι σε εκείνον που ξεκινούσε με το άλογό του ή με το πολεμικό άρμα να χτυ πηθεί με το σπαθί. Έτσι η εικόνα αυτού του ήρωα αποτελεί για μας ζωντανή επιβεβαίωση της ενιαίας διπλομορφίας ενός υψηλού και επιχειρησιακού πνεύματος - πνεύμα που υπήρχε πραγματικά στην Εύβοια, αλλά ως σύμπτωμα χαρακτηρίζει και ολόκληρο τον κόσμο του Ομήρου».
Η νστερογεωμετρική τέχνη και ο Όμηρος Παραστάσεις κυνηγιού, σκύλων, παραστάσεις αλόγων στο πολεμικό άρμα μαρτυρούν το αρι στοκρατικό πνεύμα της εποχής. Και στην Ιλιάδα ο Όμηρος φαίνεται να αγαπάει τα άλογα. (Ο Δίας χαρίζει άλογα στον Τρώα ως αποζημίωση για την αρπαγή του Γανυμήδη Ε 265, Υ 221). Αλλά και οι ταφικοί αγώνες, προς τιμήν του Πατρόκλου καί οι γυμνικοί και μουσικοί ”···;>νες στο νησί των Φαιάκων βρίσκουν το u. Λό τους στην τέχνη. Άλλος θεματικός κύκλος της γεωμετρικής τέ χνης είναι ο αγώνας, που είναι μάχη των ευγενών στην ξηρά και πολεμική θαλασσινή περιπέ τεια. Ό λα τα έργα έχ ."ν τα παράλληλά τους στην Ιλιάδα, που δείχνουν πόσο παροντικός ήταν ο Όμηρος. Δίπλα στις μάχες της ξηράς, στις παραστάσεις παρατηρούμε και το πλοίο το πολεμικό. Σε πολλές παραστάσεις παριστάνεται αποτραβηγμένο στην ξηρά, οι πολεμιστές βγαί νουν από μέσα, οι εχθροί έρχονται να του επιτε θούν. Τέτοιες παραστάσεις έχουν το αντίστοιχό τους στην Ιλιάδα (Ν) «μάχη έπί ταϊς ναυσίν», που είναι ένα από τα σπουδαιότερα επεισόδια της Ιλιάδας, η επίθεση των Τρώων στα πλοία των Ελλήνων και ο έσχατος κίνδυνος στον οποίο φτάνουν γίνεται η αιτία να καμφτεί η οργή του Αχιλλέα με αποτέλεσμα να αφήσει τον Πάτροκλο να βοηθήσει. Και ο W. Schadewaldt6 καταλήγει στο συμπέ ρασμα: «Στο πνεύμα λοιπόν των ευγενών της ι τοχής εκείνης, όπως το πρωτοαντικρύσαμε με •ι: δυο κατευθύνσεις του στην Εύβοια, δεν συ ν· «παντιούνται τα δυο μεγάλα ομηρικά έργα, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια; Δεν αποτελούν διαφο ρετικά προσανατολισμένα παιδιά του ίδιου αιώ να; - όχι εκατό και παραπάνω χρόνια «παλαιό6. W. Schadewaldt σ. 152.
τερη» η Ιλιάδα, επειδή είναι πιο «αρχαϊκή»· ούτε η Οδύσσεια εκατό και παραπάνω χρόνια «νεότε ρη», επειδή φαίνεται πιο μοντέρνα. Και τα δυο έργα δεν μας αποκαλύπτουν πρώτα απ’ όλα δια φορετικές κοσμολογικές απόψεις αυτής της θαυ μαστής πλούσιας εποχής των αρμονικών αντιθέ σεων;». Η επίδραση του Ομήρου που γίνεται αισθητή στις εικαστικές τέχνες και την ποίηση το δεύτερο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. φαίνεται πως έχει σχέ ση με τον ίδιο, είναι αυτός που επιδρά. Γιατί ο Όμηρος ταξίδευε στη μητροπολιτική Ελλάδα και μάλιστα ως ραψωδός. Απάγγελλε τα ποιήματά του σε μεγάλες πόλεις, σ’ αυτές που είχαν με γάλο ακροατήριο, σε πόλεις που γίνονταν θρη σκευτικές γιορτές και ταφικοί αγώνες. Τώρα ο ποιητής δεν εμφανίζεται στο παλάτι του άρχο ντα, αλλά σε ένα νέο χώρο που είναι η μεγάλη γιορταστική συγκέντρωση· σ’ αυτήν συναντιού νται οι περίοικοι απ’ όλα τα μέρη και σχηματίζο νται τα σπέρματα για μια πανελλήνια συνείδηση. Γύρω στα μέσα του 8ου αι. θεμελιώνεται μαζί με την αριστοκρατία, που ως πολιτική μορφή αγω νίζεται να επικρατήσει, ο θεσμός της πόληςκράτους. Τώρα τα μεγάλα λατρευτικά κέντρα Ολυμπία, Δήλος, Δελφοί αποκτάνε πολύ μεγάλη σημασία και βρίσκονται μέσα στον ορίζοντα δράσης του Ομήρου, στα οποία η φωνή του έχει μεγάλη απήχηση, η αναμέτρηση με άλλους ποιη τές δίνει την ώθηση για μνημειώδη έργα. Στον 6ο αι. π.Χ. ακολουθεί το κύμα της δεύτε ρης επίδρασης του ποιητή, μπαίνει στην εκπαί δευση, γίνεται μορφωτική δύναμη, έχει αποκτή σει πλέον την ιδιότητα του «κλασικού».
Ραψωδός-Αοιόόζ Ραψωδός είναι ο άνθρωπος, που απαγγέλλει με το ραβδί και αγωνίζεται για το βραβείο σε γιορτές θεών και επιτύμβιους αγώνες, περιστοιχιζόμενος απ’ όλους τους πολίτες της πόλης. Ξέ ρει πολύ καλά απέξω τον Όμηρο, τον Ησίοδο ή τον Αρχίλοχο. Έπρεπε πρώτα απ’ όλα να είχε καλή μνήμη, αυτό ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Ο τρόπος της εκφώνησής του ήταν απαγγε λία, μεγαλόπρεπη ομιλία. Το ερώτημα είναι πότε να έγινε η αλλαγή του τραγουδιστή με τη λύρα σε ραψωδό, του τραγουδιού με την απαγγελία με τη συνοδεία του ραβδιού; Πρέπει να γίνηκε στα χρόνια του Ομήρου. Αλλά και πάλι τα σύνορα μεταξύ του αοιδού και του ραψωδού δεν είναι ευκρινή. Το τραγού δι του αοιδού δεν ήταν τραγούδι με την πραγμα τική σημασία της λέξης, η απόδοση με τη λύρα
αφιερωμα/17 δεν ήταν γνήσια μουσική· μερικές συγχορδίες δημιουργούσαν μια λιτή υπόκρουση. Αλλά και η απαγγελία των εξάμετρων σύμφωνα με την ελλη νική άποψη είχαν ένα άκουσμα τραγουδιού. Προς το τέλος της ομηρικής εποχής, όταν αρ χίζει να αναπτύσσεται η λυρική ποίηση, εμφανί ζεται λύρα με εφτά χορδές πιο πλούσια και έτσι οι ομηρικοί στίχοι με τη συνοδεία της ακούγονταν πιο τραγουδιστά. Την εποχή αυτή και το έπος του Ομήρου είχε βγει από τους αυλικούς κύκλους, από την αίθου σα του βασιλιά, και είχε ως χώρο του τη μεγάλη γιορταστική συγκέντρωση όλων των ευγενών της πόλης και όλης της κοινότητας. Έτσι μέσα σ’ αυτόν τον τεράστιο χώρο ο αδύνατος τόνος της λύρας χανόταν και ίσως τότε ο τραγουδιστής άφησε τη λύρα και πήρε το ραβδί του αγορητή. Το ραβδί θεωρούσαν πως προέρχεται από το Δία και ήταν σύμβολο της κυριαρχικής δύναμης. Γι’ αυτό στις συνελεύσεις, όταν ήθελαν να πά ρουν το λόγο έπρεπε να το παραλάβουν από τον προηγούμενο ομιλητή. Αλλά και ο βασιλιάς και ο δικαστής κρατούσαν ραβδί, σύμβολο δύναμης και εξουσίας. «Κομμένο από το δέντρο του Απόλλωνα, εξύ ψωνε τώρα και τον τραγουδιστή στο «θεϊκό» εκείνο αξίωμα που του αναγνώριζε ο λαός πι στεύοντας ότι κατάγεται και αυτός από τον Απόλλωνα», λέει ό W. Schadewaldt. Μήπως λοιπόν ήταν ο Όμηρος που έπιασε πρώτος το ραβδί; «Ο ποιητικός αυτός τρόπος (δηλ. το ότι ο ποιητής συνθέτει προφορικά τα ποιήματά του και χρησιμοποιεί σταθερά καλούπια δηλ. τυπι κές εκφράσεις που τις επαναλαμβάνει για να μπορέση να συνθέση μέσα στο μυαλό του τα πα ρακάτω) προϋποθέτει συστηματική και λεπτόλογη εργασία μαθητείας, απομνημόνευσης, επεξερ γασίας και τελειοποίησης· η προφορική όμως αυτή σύνθεση, η οποία προϋποθέτει την ύπαρξη προικισμένων αοιδών-ποιητών, εξηγεί και την προφορική παράδοση (oral tradition), η οποία γινόταν από τους ίδιους τους αοιδούς που αυτο σχέδιαζαν, απομνημόνευαν και απάγγελλαν την πετυχημένη τους σύνθεση μπροστά σ’ εκείνους που θα την άκουγαν ευχάριστα, γινόταν ίσως ακόμα από τους λιγότερο προικισμένους «Ραψω δούς», που απομνημόνευαν τη σύνθεση των αοιδών και την απάγγελλαν κι αυτοί στα πανηγύ ρια, σε διάφορες γιορτές και άλλες ευκαιρίες. Τα σύνορα ανάμεσα στις δυο ιδιότητες είναι δύσκολο να ορισθούν με ακρίβεια.».13 Η θέση του τραγουδιστή είναι πολύ σπουδαία στην ομηρική κοινωνία, όπως είναι σημαντική και η θέση των μάντεων, των γιατρών και των τεχνιτών. 13. Αγαπητού Γ. Τσοπανάκη: Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσ/νίκη 1977, σελ. 161-162.
Ο αοιδός ονομάζεται «τεχνίτης μέσα στο λαό», «δημιουργός». Ο τίτλος «τεχνίτης μέσα στο λαό» δηλώνει ότι εξυπηρετεί όχι τον άρχοντα, αλλά όλη την κοινότητα στη φάση που η αριστοκρατία εδραιώνει τη θέση τηα πέναντι στη βασιλεία. Η θέση του τραγουδιστή ως «δημιουργού» αποτελεί ένδειξη ότι ασκούσε την τέχνη του ως επάγγελ μα, ότι υπήρχε μια διδασκαλία με κανόνες. Η τέ χνη του ήταν μια δεύτιοη μητρική γλώσσα. Το επάγγελμά του επιπλέον απαιτούσε να ξέρουν και τη γραφή, αν και ο λογος'τους ήταν προφο ρικός. Χαρακτηριστικό συνηθισμένο τών τραγουδι στών ήταν η τυφλότητα, και τούτο, γιατί ο τυ φλός δεν μπορούσε να ασκήσει άλλη επάγγελμα. Επιπλέον τον βοηθούσε στην άσκηση του επαγγέλματός του, γιατί ευνοούσε την εσωπρική συ γκέντρωση. Το τραγούδι λέγεται «οϊμη» δηλ. «δρόμος», «μονοπάτι», όνομα αρκετά διαφωτιστικό, γιατί για τον παλιό τραγουδιστή, το τραγούδι δεν εί ναι κάτι το σταθερό και το άκαμπτο. Σταθερός του χώρος αναφοράς είναι ο μύθος που σ’ αυτόν αναφέρεται και τον οποίο ο τραγουδιστής δια σχίζει από πολλά μονοπάτια. Ο ομηρικός τραγουδιστής αντλεί τη δύναμη της δημιουργικότητάς του από τις Μούσες, αυτές πιστεύει πως είναι η πηγή του ταλέντου του. Αφήνεται στη μαγική επίδραση των Μουσών, αυτές μόνο ξέρουν, αυτός δεν ξέρει τίποτα, αυ τές αν θέλουν θα του χαρίσουν Μνημοσύνη. Στην Οδύσσεια, στο παλάτι του Οδυσσέα, ο Φήμιος, είναι ο άνθρωπος της φήμης. Αλλά και ο Δημόδοκος, στο παλάτι του Αλκίνοου, είναι αυτός που «τον αποδέχτηκε η κοινότητα», που είναι «αποδεκτός στο δήμο». Κατά το W. Schadewaldt «αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι ο ομηρικός τραγουδιστής ξέρει και φυ λάει στο μνημονικό του τόσα πολλά πράγματα- ο ίδιος ο ραψωδός είναι το μνημονικό του λαού. Το τραγούδι του, η επική ποίηση, είναι “ιστο ρία” .
^\Υ
Οδύσσεια θέμα και δομή της Οδύσσειας Θέμα της Οδύσσειας είναι ο γυρισμός του Οδυσσέα, ήρωα του Τρωικού πολέμου, στην πα τρίδα του την Ιθάκη. Στην Οδύσσεια όπως και στην Ιλιάδα τα γεγο νότα δεν παρουσιάζονται χρονογραφικά όπως
18/αφιερωμα γίνεται στα άλλα επικά έργα. Ό λα τα γεγονότα περιορίζονται σε μια μικρή ενότητα χρόνου, η δράση δηλ. αρχίζει από τη στιγμή που οι θεοί, δέκα χρόνια με την πτώση της Τροίας, αποφασί ζουν την επιστροφή του Οδυσσέα μέχρι την κυ ριαρχία του στην Ιθάκη. Το διάστημα αυτό είναι σαράντα μέρες. Και μέσα σε τούτο το διάστημα δίνεται η δυνατότητα στον ποιητή να αναφέρει όλες τις δεκάχρονες περιπέτειες του ήρωα Οδυσ σέα, διηγώντας τες ο ίδιος στον προτελευταίο σταθμό του ταξιδιού του, στους Φαίακες, από τη στιγμή που έφυγε από την Τροία μέχρι και την παραμονή του στο νησί της Καλυψώς. Ο γυρισμός, ο νόστος, που είναι και το κύριο θέμα της Οδύσσειας δίνεται σε δυο μέρη (ε - ν 187) που περιγράφονται τα βάσανα, τα οποία υπόφερε ώσπου να φτάσει στην Ιθάκη και το δεύτερο (ν 187 - ω 548) οι ταλαιπωρίες του μέσα στην ίδια την Ιθάκη μέχρι να σκοτώσει τους μνη στήρες. Και τα δυο νήματα του νόστου ανήκουν στο αρχικό στάδιο του έργου και μας γίνονται γνω στά ήδη από την αρχή της Α' ραψωδίας. Στην αρχή της ραψωδίας σημαντική είναι η συγκέντρωση των θεών στον Όλυμπο, στην οποία ο Δίας ορίζει την ηθική αρχή, που διέπει το έπος. Αν κάποιος διαπράξει ένα κακό, ενώ έχει ειδοποιηθεί γι’ αυτό από τους θεούς και ξέ ρει πως διαπράττει αμάρτημα, θα τιμωρηθεί. Σ’ αυτή τη συγκέντρωση οι θεοί αποφασίζουν να πραγματοποιηθεί ο γυρισμός του Οδυσσέα και για τούτο στέλνεται η Αθηνά στην Ιθάκη να κατατοπίσει τον Τηλέμαχο για τη διευθέτηση των οικογενειακών του υποθέσεων και ο Ερμής στην Καλυψώ, να μεταφέρει την απόφαση των θεών για αποδέσμευση του Οδυσσέα. Πηγές της Οδύσσειας είναι η τρωική ηρωική παράδοση, η μυθιστορία του ξενιτεμένου άντρα που επιστρέφει και θαλασσινές περιπέτειες.
Περιεχόμενο της Οδύσσειας Στην αρχή της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας βρί σκεται στο νησί της Καλυψώς. Ενώ ο Ποσειδώνας, που είναι θυμωμένος μαζί του, και η αιτία της καταδίωξης του ήρωα, παραμένει στους Αιθίοπες, οι άλλοι θεοί κάνουν συγκέντρωση στον Όλυμπο. Εκεί αποφασίζεται, μετά την υπόσχε ση του Δία να βοηθήσει την επιστροφή του Οδυσσέα, ο Ερμής να μεταφέρει στην Καλυψώ την απόφαση των θεών, ενώ η Αθηνά με τη μορ φή του Μέντη, του βασιλιά των Ταφίων, να πάει στην Ιθάκη και να συναντήσει τον Τηλέμαχο. Στη συνομιλία μαζί του, αφού βλέπει και μαθαί νει για την κατάσταση του σπιτιού του, παίρ νουν δυο αποφάσεις: πρώτα να συγκαλέσει ο Τηλέμαχος συγκέντρωση των Ιθακήσιων και να
δηλώσει την απόφασή του στους μνηστήρες και δέυτερο να ζητήσει καράβι για να πάει στη Σπάρτη, και την Πύλο και να κάνει έρευνες για τον πατέρα του (α, Θεών αγορά. Άθηνάς παραίνεσις πρός Τηλέμαχον. Μνηστήρων εύωχία). Στη β ραψωδία, στη συνέλευση, ο Τηλέμαχος ανακοινώνει την απόφασή του στους μνηστήρες, ότι δηλ. η μη συμμόρφωσή τους θα έχει ως απο τέλεσμα την τιμωρία τους, αλλά του φέρονται θρασύτατα. Η επιθυμία του να του δώσουν κα ράβι δεν πραγματοποιείται και μόνο με τη βοή θεια της Αθηνάς ξεκινάει τη νύχτα (β, ’Ιθακή σιων εκκλησία, και Τηλεμάχου άποδημία). Την τρίτη μέρα φτάνει στην Πύλο και συναντά το Νέστορα, ο οποίος όμως δεν ξέρει τίποτα για τον πατέρα του (γ, Τα έν Πύλψ). Στη Σπάρτη, μαζί με το γιο του Νέστορα, φτάνει ο Τηλέμαχος το βράδυ της 5ης μέρας και μαθαίνει από το Με νέλαο ότι ο πατέρας του βρίσκεται στο νησί της Καλυψώς, και το γνωρίζει αυτό μετά τη συνά ντηση που είχε ο Μενέλαος κατά τη διάρκεια των περιπετειών του επιστρέφοντας στη Σπάρτη, με το θαλασσινό γέρο, τον Πρωτέα. Και ενώ στο παλάτι του Μενέλαου ετοιμάζονται για δείπνο, στην Ιθάκη οι μνηστήρες, αφού έμαθαν καθυστε ρημένα το ταξίδι του Τηλέμαχου, αποφασίζουν να στήσουν ενέδρα και να τον δολοφονήσουν (δ, Τά έν Λακεδαίμονι). Ξημερώνοντας η 7η μέρα, στην αρχή του ε, οι θεοί κάνουν για δεύτερη φορά συμβούλιο, όπου ο Δίας στέλνει τον Ερμή στην Καλυψώ, όπως εί χε αποφασίσει στο πρώτο. Η νύμφη απρόθυμα του ανακοινώνει την απόφαση των θεών και τον βοηθάει να φτιάξει μια σχεδία. Αφού ταξιδεύει για δεκαεπτά μέρες ο Ποσειδώνας τον βλέπει και του καταστρέφει το καράβι. Μετά από αγώνες κατορθώνει να σωθεί φτάνοντας στο νησί των Φαιάκων (ε, Όδυσσέως σχεδία). Το πρωί της 32ης μέρας, η βασιλοπούλα Ναυσικά, μετά το όνειρο που της έστειλε η Αθηνά, συναντάει τον Οδυσσέα και τον οδηγεί στην πό λη (ζ, Όδυσσέως άφιξις είς Φαίακας). Ο Οδυσσέας φτάνει στο παλάτι, του προσφέρεται φιλοξενία από τον Αλκίνοο και την Αρήτη και παίρνει την υπόσχεση από το βασιλιά ότι θα φροντίσει την άλλη μέρα να επιστρέψει στην πα τρίδα του (η, Όδυσσέως είσοδος πρός ’Αλκί νοον). Με την αρχή της θ ανατέλλει η δεύτερη μέρα που είναι στους Φαίακες ο Οδυσσέας. Στο γιορ ταστικό τραπέζι ο Δημόδοκος τραγουδάει τα κα τορθώματα του Οδυσσέα και του Αχιλλέα και επειδή ο Οδυσσέας ξεσπάει σε κλάματα ο Αλκί νοος τον ρωτάει το όνομά του (θ, Όδυσσέως σύστασις πρός Φαίακας). Αφού στην αρχή της ι αποκαλύπτει το όνομά του, αρχίζει τη διήγηση των περιπετειών του φεύγοντας από την Τροία: Κίκονες, Λωτοφάγοι,
αφιερωμα/19 Κύκλωπες. Η κατανίκηση του τέρατος με δόλο και η κατάρα του τυφλωμένου Κύκλωπα θα σημάνει νέες περιπέτειες για τον Οδυσσέα, αφού έχει προκαλέσει την οργή του πατέρα του, του Ποσειδώνα (ι, Άλκίνου άπόλογοι. Κυκλώπεια). Η διήγηση συνεχίζεται στην κ με τίς περιπέ τειες στο νησί του Αίολου, στη χώρα των Λαιστρυγόνων, που χάνει όλα του τα πλοία, εκτός από το δικό του, και μετά στο νησί της Κίρκης, που θα τον στείλει να επισκεφτεί τη χώρα των νεκρών (κ, Τα περί Αίολου καί Λαιστρυγόνων και Κίρκης). Στο βασίλειο του Άδη ο Οδυσσέας συναντάει το μάντη Τειρεσία, που του προφητεύει το χάσι μο των συντρόφων του στο νησί του Ήλιου, τη δολοφονία των μνηστήρων και το θάνατό του στην ξενιτιά (λ, Νέκυια). Από την Κίρκη οι πε ριπέτειες συνεχίζονται στις Σειρήνες, το πέρα σμα από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη και στη συ νέχεια στη Θρινακία, το νησί του Ήλιου. Εκεί αναγκασμένοι λόγω των ανέμων να μείνουν για ένα μήνα, οι σύντροφοί του παρακούνε την εντο λή και τρώνε από τα κοπάδια του Ήλιου. Φεύγοντας ο Δίας καταστρέφει το καράβι και σώζεται μόνο ο Οδυσσέας, ο μόνος που δεν έφα γε από τα ιερά ζώα και φτάνει στο νησί της Κα λυψώς στην οποία θα μείνει εφτά χρόνια (μ, Σει ρήνες, Σκύλλα, Χάρυβδη, βόες Ηλιου). Εδώ τελειώνει η διήγηση των περιπετειών του Οδυσσέα στους Φαίακες, από την Τροία ώς την Καλυψώ, περιπέτειες που κρατήσανε πάνω από ενάμιση χρόνο. Την 35η μέρα από την αρχή ο Οδυσσέας μεταφέρεται στην Ιθάκη. Η Αθηνά αφού τον μετα
μορφώνει σε ζητιάνο τον στέλνει στο καλύβι του Εύμαιου (ν, ’Οδυσσέως άπόπλους παρά Φαιάκων και άφιξις εις Ιθάκην). Ο Οδυσσέας μένει στου Εύμαιου και περνά το βράδυ του (ξ, ’Οδυσσέως πρός Εύμαιον ομιλία). Στη ραψωδία ο, η Αθηνά φτάνει στη Σπάρτη και προτείνει στον Τηλέμαχο να γυρίσει γρήγορα στην Ιθάκη, αφού τον καθοδηγεί πώς να απι φύ γει την ενέδρα των μνηστήρων. Ο Οδυ σέας στου Εύμαιου μαθαίνει για τον πατέρα του (ο, Τηλεμάχου πρός Εύμαιον άφιξις). Ο Τηλέμαχος, αφού φτάνει στην Ιθάκη σύμφωνα με την εντολή της Αθηνάς πηγαίνει στου Εύμαιου και αναγνω ρίζει τον πατέρα του με την επέμβαση της θεάς, ενώ ο χοιροβοσκός λείπει για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη για τον ερχομό του γιου της (π, Τηλε μάχου άναγνωρισμός ’Οδυσσέως). Ο Τηλέμαχος την άλλη μέρα (38η μέρα) πηγαί νει στο παλάτι. Τον ακολουθούν ο Οδυσσέας με ταμορφωμένος πάλι σε ζητιάνο και ο Εύμαιος (ρ, Τηλεμάχου έπάνοδος εις Ιθάκην). Ο Οδυσσέας θα παλέψει και θα νικήσει έναν αναιδή ζητιάνο, τον Ίρο, και θα αντικρύσει την Πηνελόπη (σ, ’Οδυσσέως και Ίρου πυγμή). Το βράδυ της 38ης μέρας ο Τηλέμαχος μαζί με τον Οδυσσέα μαζεύουν τα όπλα από την αίθουσα. Θα μιλήσει σαν άγνωστος με την Πηνελόπη, ενώ αναγνωρίζεται στο ποδόλουτρο από την Ευρύκλεια. Η Πηνελόπη ανακοινώνει στον άγνωστο σ’ αυτήν Οδυσσέα την απόφασή της να βάλει αγώνα τόξου δύσκολο στους μνηστήρες και να παντρευτεί, όποιον πετύχει (τ, ’Οδυσσέως καί Πηνελόπης όμιλία. Τα νίπτρα). Με την αρχή της υ (91) ξημερώνει η 39η μέρα. Πολλά σημάδια προμηνύουν την επικείμενη κα-
Ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι. Λεπτομέρεια από αγγείο της Ετρονρίας (Τυρρηνίας). Μουσείο Βερολίνου.
20/αφιερωμα του. Ή Άθηνά διαμαρτύρεται στό Δία γιά τήν άδικη μεταχείριση τού Όδυσσέα, πού χρόνια τώρα τόν κρατά δέσμιο της ή Καλυψώ, καί δέν μπορεί ό ήρωας νά γυρίση πίσω στό νησί του- ή διαμαρτυρία αυτή τής θεάς κορυφώνεται στό τέ λος τού λόγου της μέσα στούς άκόλουθους στί χους: α 60 οϋ νύ τ ’ Όδυσσεύς Άργείων παρά νηυσί χαρίζετο Ιερά ρέζων Τροίϊ] έν εύρείτ); τί νύ οί τόσον ώδύσαο, Ζεϋ;* Ή προσπάθεια τού ποιητή νά συσχετίσει έτυμολογικά τό Όδυσσεύς τού στ. 60μέτό ώδύσαο τού στ. 62, είναι φανερή, καί τήν πρόσεξαν ήδη οί άρχαίοι σχολιαστές. Ό ρηματικός τύπος άνήκει στόν άόριστο όδύσ(σ)ασθαι ένός άχρηστου ένεστώτα όδύσ(σ)ομαι ή καί όδύομαι πού σημαί νει: είμαι οργισμένος, βαριά δυσαρεστημένος μέ κάποιον. Γιά πρώτη φορά λοιπόν μέσα στό έπος ή μοίρα τού Όδυσσέα πάεινά δεθήμε τό όνομά του,ή καλύτερα- τό όνομα τού ήρωα ύποκρύπτει άποτυπωμένη τή μοίρα του. Ό άκροατής τού έπους ξέρει άπό τό α 20 τό μένος τού Ποσειδώνα γιά τόν Όδυσσέα καί δέν έκπλήσσεται μέ τήν έτυμολογική άπόπειρα τής ’Αθηνάς. Εκπλήσσε ται όμως ό Δίας, ό όποιος ώστόσο δέν άναιρεϊ τήν ουσία αύτής τής συσχέτισης, άλλά μεταθέτει άπλώς τήν εύθύνη άπό τόν εαυτό του στόν Πολύ φημο και στόν Ποσειδώνα: αυτοί είναι οργισμέ νοι μέ τόν Όδυσσέα καί δέν τόν άφήνουν νά γυ ρίση στό νησί του (α 68-75). Τήν ίδια έτυμολογική συσχέτιση έπιχειρεί ό ποιητής καί σ’ άλλα χωρία τού έπους του, μολο νότι έκεί δέν βρίσκεται πλάι στούς ρηματικούς τύπους τού όδύσσασθαι άκέραιο τό όνομα τού ήρωα - στή θέση του έχουμε μιά άντωνυμία ή μιά λέξη σημασιολογικά ισοβαρή μέ τό Ό δυσ σεύς. Ε 339 κέ, Ε 423, τ 275 κέ. ...Σε όλα λοιπόν αύτά τά χωρία τής ’Οδύσ σειας, δίχως νά παραμερίζεται όλότελα ή εύθύνη Ο καθηγητής κ. Δ.Ν. Μαρωνίτης1 ερμηνεύει τού Όδυσσέα, παρουσιάζεται ή όργή τών θεών ως εξής το όνομα του Οδυσσέα: ύπερβολική. Τό συμπέρασμα αύτό συγκλίνει όχι «Πάνω καί πρίν άπό κάθε άλλη πληροφορία μόνο πρός τήν αίσθηση τού άκροατή, άλλά καί γιά τόν Όδυσσέα, ή πρώτη καί άσφαλέστερη σύ πρός τήν άποψη τών θεών- αύτό τό νόημα έχει ή σταση τού ήρωα γίνεται μέ τό όνομά του... Ή διαμαρτυρία τής ’Αθηνάς στή θεών άγορά τής ταύτιση όνόματος καί προσώπου είναι πολύ πα πρώτης καί τής πέμπτης ραψωδίας καί γι’ αυτόν λιά, καί άνάγεται δίχως άμφιβολία στήν πρωτό τό λόγο ό Δίας άποφασίζει, αγνοώντας τόν Πογονη καί μυθική - ή καλύτερα: στή μαγική σκέ σειδώνα, νά κινήση τό νόστο τού Όδυσσέα. ψη. Σχολιάζοντας προηγουμένως τήν άπόπειρα τού ...’Ηδη στήν πρώτη ραψωδία τού έπους καί ποιητή νά συσχετίση έτυμολογικά τό ρήμα όδύσ συγκεκριμένα στούς στ. 60 κέ., έχουμε μιά έμμε σασθαι μέ τό Όδυσσεύς, ύπαινίχθηκα ότι αύτό ση άλλά σαφή άπόπειρα τού ποιητή νά βρει μέσα γίνεται γιά νά βγή στό φώς κυρίως ή όδυσσειακή στό όνομα τού Όδυσσέα άποτυπωμένη τή μοίρα1* μοίρα τού ήρωα».
ταστροφή (υ, Τά πρό τής μνηστηροφονίας). Ο Τηλέμαχος στήνει τα τσεκούρια, η Πηνελόπη φέρνει το τόξο. Ο Οδυσσέας παρουσιάζεται στον Εύμαιο και στο βουκόλο Φιλοίτιο. Ο Οδυσσέας κατορθώνει να του επιτρέψουν να δο κιμάσει. Εύκολα περνάει το τόξο μέσα από τις τρύπες των 12 τσεκουριών (φ, Τόξου θέσις). Στη χ (Μνηστηροφονία), ο Οδυσσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς και του Τηλέμαχου θα σκοτώσει όλους τους μνηστήρες. Με τη ραψωδία ψ (347) ανατέλλει η τελευταία μέρα της Οδύσσειας, η 40η. Η Πηνελόπη παρά την ανακοίνωση της Ευρύκλειας μόνο μετά από αποδείξεις αναγνωρίζει τον Οδυσσέα (ψ, Όδυσσέως ύπό Πηνελόπης αναγνωρισμός). Οι ψυχές των μνηστήρων οδηγούνται από τον Ερμή στον Κάτω Κόσμο. Ο Οδυσσέας βρίσκει στο κτήμα το γέρο Λαέρτη, που πετάει από τη χαρά του μόλις τον αναγνωρίζει. Το έργο τε λειώνει με τη συμφιλίωση του ήρωα με τους υπη κόους του μετά την αναταραχή που δημιούργη σαν οι συγγενείς των μνηστήρων (Ω, Σπονδαί). «Υπάρχει μέσα στον Οδυσσέα ένα βαθύ αί σθημα έκπληξης απέναντι στον κόσμο και στο περιεχόμενό του. Ο Οδυσσέας, σαν όλους τους πρωτόγονους, θαρρεί τη φύση1γεμάτη μυστήρια κι αυτό τον φοβίζει, τον κάνει να φαντάζεται πως όλο τέρατα την κατοικούν. Όμως το μυστή ριο αυτό θέλει να το δει: θέλει να το γνωρίσει και να το ξεδιαλύνει. Και τελικά να το εξουσιά σει και να γίνει κύριος της φύσης. Αυτό είναι που τον κάνει άνθρωπο πολιτισμένο».14
Μια απόπειρα ετνμολόγησης τον ονόματος τον Οόνσσέα
14. Αντρέ Μπονάρ, ο Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός, εκδ. θεμέλιο 1985, σελ. 79. 1. Αναζήτηση και Νόστος του Οδυσσέα, Κέδρος, 5η έκδοση σ. 150-156.
*
Τάχα ο Οδυσσέας ποτέ του στα πλοία τ’ αργίτικα δεν πρόσφερε θυσίες να σε τιμήσει μες στην πλατιά την Τροία; Τί θύμωσες λοιπών μαζί του τό-
αφιερωμα/21
Γιάγκος Ανδρεάδης
Αρχή και τέλος: Το αίνιγμα του Ομήρου
Συνέλευση στην Ιθάκη. Αυστριακό Μουσείο, Βιέννη.
«Έρρίφθω δέ Πλάτων ό κόλαξ καί Όμηρου συκοφάντης». Ηράκλειτος, Ομηρ. Προβλ. 4
Στην αρχή και στο τέλος ο Όμηρος; ένας τρόπος κι αυτός για να πούμε ότι τα όνο ποιήματα που έφτασαν ώς εμάς με το όνομα του ποιητή μοιάζουν να αμφισβη τούν με την παρουσία και τη λειτουργία τους το συνηθισμένο τρόπο με τον οποίο οι ιστορικοί βλέπουν τη μεγάλη και τη μικρή διάρκεια καθώς και τα εργαλεία με τα οποία οι φιλόλογοι κρίνουν την ενότητα ενός έργου.
22/αφιερωμα Ο Όμηρος κρίνει γενιές κριτικών του· μετρά μιαν ολόκληρη επιστήμη, τη φιλολογία που ορ γανώθηκε γύρω από την προσπάθεια να τον με τρήσει και να τον αναλύσει (ανατάμει) και μιαν άλλη, την ιστορία, που προσπάθησε να «/ον» το ποθετήσει στο χρόνο. Με τα γυρίσματα των και ρών όμως αυτό που μετρά όλο και περισσότερο δεν είναι πια το - άχαρο εν πολλοίς και αδιέξο δο - «Ομηρικό ζήτημα» ούτε η - αναπόδεικτη ιστορικότητα τον Τρωικού πολέμου και η σχέση του ποιήματος με την ιστορική πηγή του· αυτά που μετρούν περισσότερο κατά τη γνώμη μου εί ναι δύο διαφορετικά στοιχεία που έχουν όμως μια κοινή πηγή. Αρχίζοντας από τα πιο κοντινά μας, πρόκειται για τη λειτουργία του ομηρικού έργου ως κωδι'κής μήτρας για να διαβάσουμε το δυτικό πολιτισμό με τους λογοτέχνες, τους μετα φραστές, τους ζωγράφους, τους επιστήμονες και τους φιλόσοφους που ασχολήθηκαν με τον ποιη τή ώς τις μέρες μας- και, προχωρώντας προς τα πίσω, πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος λειτουργεί σαν μήτρα για τα περισσότε ρα από τα είδη της αρχαίας γραμματείας, από τη λυρική ποίηση, την τραγωδία και τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη ρητορική. Διαφορετικές πο ρείες σε διαφορετικούς κόσμους που όμως έχουν την πηγή τους στον πλούτο, την άντιθετικότητα, την αινιγματικότητα αλλά και τη συνοχή του ίδιου του ομηρικού έργου. Μιλούμε για κάτι που οι αρχαίοι το γνώριζαν πολύ καλά. Πρόκειται για μια πανταχού παρου σία του ομηρικού έργου που έχει να κάνει τόσο με τα πρόσωπα (ας πούμε το πρόσωπο του Οδυσσέα), όσο και με τα δομικά θέματα (το θέ μα της επιστροφής του ήρωα ή το θέμα του γά μου - θανάτου, ή της στάσεως στα επίπεδα του οίκου και της πόλεως), αλλά και με τον κόσμο των κοινωνικών αξιών (όπως είναι η αιδώς, το δέος κ.λ.π.) και τέλος της γλώσσας τόσο από άποψη ύφους όσο και από άποψη λεξιλογίου. Μας παραδίδεται ότι ο Αισχύλος επιβεβαίωνε ρητά κάτι τέτοιο· προσωκρατικοί φιλόσοφοι όπως ο Ξενοφάνης και ο Ηράκλειτος και ιστορι κοί σαν τον Ηρόδοτο και Θουκυδίδη, ακόμη - ή και ιδίως - όταν τον κατακρίνουν, αναγνωρί ζουν σ’ αυτόν τον πρόγονο, ενώ ο Πλάτων του επιφυλάσσει μια μοναδική θέση: πράγματι, ποτέ εξόριστος δεν εγκατέλειψε την πόλιν που τον εί χε εξορίσει με τόσες τιμές και επαίνους, με τόσες διαβεβαιώσεις ότι ο οστρακισμός του θα γίνει κάθε προσπάθεια να είναι προσωρινός, όσο ο Όμηρος την πλατωνική Πολιτείαν από τη μια πλευρά ο Όμηρος και ο Ησίοδος δεν είναι για τον Πλάτωνα μόνο οι πρώτοι χρονικά από τους ποιητές· είναι και οι μέγιστοι και η κριτική τους αρκεί σχεδόν για να γίνει κατανοητή η φθορο ποιός, αλλά σχεδόν ακατανίκητη για τον ίδιο το φιλόσοφο, δύναμη του ποιητικού μύθου. Τόσο
ακατανίκητη μάλιστα, ώστε στο τέλος της Πολι τείας ο βασιλιάς της Ιθάκης να επανεμφανίζεται μετά από ένα καθαρτήριο ταξίδι στον κάτω κό σμο, ως το πρότυπο του δικαίου ανδρός.1 Έτσι ώστε, κατά την αυτοκρατορική εποχή, ο συγγρα φέας του Βίου και της ποιήσεως του Ομήρου, που αποδίδεται στον Πλούταρχο, να μπορεί να γράφει ότι όλες οι μελλοντικές ευρέσεις της ελλη νικής σκέψεως περιέχονταν εν σπέρματι στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Οπωσδήποτε μια τέτοια διατύπωση φέρει τη σφραγίδα των καιρών στους οποίους γράφτηκε· στα αυτοκρατορικά χρόνια είναι φυσικό η αυ θεντία του ενός να παίρνει το προβάδισμα απέ ναντι σε μια θεώρηση του ελληνικού κόσμου ως του κατεξοχήν πεδίου της συνεχούς πρωτότυπης δημιουργίας που χαρακτήρισε την ελληνική πό λιν στις καλύτερες ώρες της. Ωστόσο νομίζω ότι τονίζει όχι άστοχα, αν και με υπερβολή, ότι στην Ελλάδα η εϋρεσις είναι εϋρεσις μέσα στην παρά δοση2 και ότι, κατά κάποιο ιδιαίτερο τρόπο που σίγουρα θα έπρεπε να σοκάρει έναν οπαδό του εξελικτισμού, η δημιουργία που βρίσκεται στο «ξεκίνημα» (ή μάλλον σ’ αυτό που μας έμεινε σαν ξεκίνημα, αφού σίγουρα ο Όμηρος έχει πί σω του μια παράδοση) παρουσιάζει μια εντυπω σιακή συνολικότητα που σίγουρα δεν αρκούν να ερμηνεύσουν γενικότητες περί μυθικής σκέψης.
Ο αντίλογος της Ιστορίας Θα ήταν ωστόσο εντελώς υπερβολικό και μο νόπλευρο το να υποστηρίξουμε ότι η αξιολόγηση αυτή του Ομήρου που μοιάζει να αψηφά οποιοδήποτε, ακόμη και το πιο ευέλικτο, εξελικτικό σχήμα βρίσκεται χωρίς τον παραμικρό αντίλογο. Για να ξεκινήσουμε από την αρχαία εποχή, ο Θουκυδίδης δεν αναγνωρίζει στα ομηρικά έπη το ρόλο της πρωτο-ιστορίας, παρά για να μετρή σει καλύτερα την απόστασή του από έναν κόσμο όπου το μυθώδες μένει κυρίαρχο. Αν για τον Πλάτωνα Όμηρος και Τραγικοί μοιάζουν να εί ναι κατ’ ουσίαν σύγχρονοι, για τον ιστορικό το έπος χωρίζεται από την ιστορία και την εποχή της με μιαν απόσταση ίση με αυτή που χωρίζει την Αθήνα του Επιταφίου από τους ταπεινούς προγόνους της. Ο Θουκυδίδης δε μένει χωρίς συνεχιστές. Η κυρίαρχη γραμμή της νεώτερης ιστοριογραφίας της αρχαίας φιλοσοφίας στηρί-
αφιερωμα/23 ζεται στην άποψη ότι κάπου στον 6ο αι. πραγμα τοποιήθηκε το πέρασμα από τον μύθον στον λό γον,3 ενώ στο επίπεδο της αντίληψης και της εξεικόνισης του χώρου μελετητές Οαν τον Kahn και τον Vernant υποστήριξαν ότι ο ομηρικός χώ ρος διαφέρει ριζικά από αυτόν που εισηγήθηκε ο Αναξίμανδρος- ένας ποιοτικός και ασυνεχής χώ ρος έδωσε τη θέση του σε ένα χώρο συνεχή και ομοιόμορφο αποτελούμενο όχι πια από τρεις επάλληλους δίσκους, τον ουρανό, τη γη και τον Ά δη, αλλά από μια σφαίρα στης οποίας το κέ ντρο βρισκόταν η γη.4 Οπωσδήποτε οι κρίσεις αυτές, χωρίς να μπο ρούν να αναιρεθούν πλήρως χρειάζονται πε ρισσότερο ξεκαθάρισμα- πιο σύγχρονοι ιστορι κοί της αρχαίας σκέψης έδειξαν ότι ο μύθος δεν εξαφανίστηκε ούτε στην κλασική εποχή ούτε αρ γότερα, ούτε έγινε απλή διακόσμηση, έτσι που το μυθώδες να μην μπορεί να είναι το στοιχείο που χωρίζει τον ομηρικό από τον μεθομηρικό κό σμο·5 ο ομηρικός χώρος πάλι είναι ίσως πιο σύν θετος από το σχήμα των τριών δίσκων: φτάνει να θυμηθούμε τον τρόπο με τον οποίο ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φτάνουν στον κάτω κόσμο ταξιδεύοντας στη θάλασσα κατά τις οδηγίες της Κίρκης ή να φέρουμε στο νου μας την παρατήρη ση του John Chadwick6 ότι μέσα στην Οδύσσεια βρίσκονται ακόμα και οδηγίες για το πώς να φτάσει κανείς στον Όλυμπο- και, ακόμη, ο κλα σικός χώρος είναι επίσης κάτι το πολύ πιο σύν θετο και όχι τόσο απόλυτα εκλογικευμένο: στον 5ο αι., πλάι στον ομοιόμορφο, κυριαρχημένο από τον λόγο χώρο της πόλεως υπάρχει - σε διά λογο με αυτόν - ο χώρος της τελετουργίας καθώς και ο χώρος του φαντασιακού με τις συμβολικές του εκφράσεις όπως είναι η τραγωδία: εδώ τα πρόσωπα και οι εικόνες κινούνται ανάμεσα στον πολιτισμό και την αγριότητα, τον λόγο και το άλογο στοιχείο, το ανθρώπινο, το υπανθρώπινο και το υπεράνθρωπο στοιχείο. Από τον Όμηρο ώς τους τραγικούς υπάρχει περισσότερο διαφο ροποίηση, μετατόπιση, καθώς και μια σειρά από ευρέσεις, παρά τομή.
Ο κόσμος της ψυχής και η ψυχολογική κριτική Μέσα στους προβλημάτισμούς για τη σχέση που έχει ο κόσμος των ομηρικών ποιημάτων με τους κατοπινούς δημιουργούς, η ψυχική διάστα σή τους είτε αυτό που αποκαλείται η ψυχολογία
των ομηρικών ηρώων κατέχει μια ιδιαίτερη θέ ση- πράγματι, για κάποιους μελετητές, οι ομηρι κοί ήρωες είναι «εξωτερικοί», οι πράξεις τους στερούνται ψυχολογικού βάθους και τα συναισθήματά τους αναλύονται ελάχιστα- από την άποψη αυτή από τον Όμηρο μέχρι τον Ευριπίδη μοιάζει να ανοίγεται ένα πραγματικό βάραθρο. Ένας λόγιος των αυτοκρατορικών χρόνων που έφερε το ένδοξο όνομα του Ηρακλείτου, ακολουθώντας τον συγγραφέα του Βίου και της ποιήσεως σ’ αυτό το σημείο, ανέλαβε και αυτός να υποστηρίξει τον Όμηρο στο ψυχολογικό επί πεδο: σύμφωνα με τις απόψεις του ο Όμηρος εί ναι ο πρόδρομος της τριμερούς διαίρεσης της ψυχής από τον Πλάτωνα- το επεισόδιο της πα ρέμβασης της Αθηνάς για να συγκροτήσει τον Αχιλλέα στο Α αποδεικνύει ότι ο Όμηρος τοπο θετούσε το λογιστικόν στο κεφάλι, τον θυμόν στην καρδιά και το επιθυμητικόν στο συκώτι. Πρόκειται για μιαν ακόμη αλληγορική ερμηνεία, μέθοδο στην οποία οι υποστηρικτές του Ομήρου κατέφευγαν από πολύ νωρίτερα για να προστα τεύσουν το ίνδαλμά τους από τη φιλοσοφική κριτική- για μας ωστόσο έχει μια πολύ διαφορε τική σημασία: μας επιτρέπει να πούμε λίγα λόγια για τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος χειρίζεται τα ψυχικά θέματα. Σε ποιο βαθμό μπορούμε να πούμε ότι στον Όμηρο έχουμε να κάνουμε με ψυχολογία προ σώπων; Με μια έννοια αυτό είναι βέβαιο στο βαθμό που ακριβώς στο ομηρικό έργο οφείλεται η αποκρυστάλλωση κάποιων προσώπων που θα συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους στη λυρική ποίηση, στην τραγωδία, τη φιλοσοφία και την κατοπινή γραμματεία που επηρεάστηκε από αυ τές: η Ελένη, ο Έκτορας, ο Αχιλλέας, ο Οδυσ σέας είναι με έναν ορισμένο τρόπο και ψυχολο γικοί τύποι. Για να ορίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο ελληνικός πολιτισμός βλέπει την ψυχή, ο J. Ρ. Vernant σημειώνει ότι «Η ψυχή, όντας θεϊκή, δεν μπορεί να εκφράσει την μονα δικότητα των ανθρωπίνων υποκειμένων εξ αι τίας του προορισμού που έχει (Par Destination, η υπογράμμιση είναι δική μου) υπερφαλαγγίζει και ξεπερνά το ατομικό...».7 Με μια έννοια αυτό είναι έτσι και ισχύει τόσο για τον Όμηρο όσο και για την Τραγωδία. Τα όσα συμβαίνουν στον κόσμο της ψυχής (ή απλά τα όσα αισθάνεται ένας ήρωας) βρίσκονται σε διάλογο με όσα συμ βαίνουν στην ανθρώπινη κοινότητα, στη φύση και στον κόσμο των θεών. Το προσωπικό στοι χείο ωστόσο υπάρχει, πιο καθαρά στην Οδύσ σεια, αλλά ήδη σ’ ένα βαθμό από την Ιλιάδα, διότι από εδώ ήδη αρχίζει να αναδύεται η δυνα τότητα επιλογής ως προϋπόθεση ελευθερίας. Όταν ο Ηράκλειτος, για τον οποίο μιλήσαμε ήδη, υποστηρίζει ότι στο Γ η τελική υπακοή της Ελένης στην Αφροδίτη είναι μια αλληγορία της
24/αφιερωμα επικράτησης της επιθυμίας για τον Πάρι σε βά ρος της αιδούς που της εμπνέει ο Μενέλαος,8 οπωσδήποτε σχηματοποιεί σύμφωνα με το πνεύ μα της δικής του εποχής, πολλούς αιώνες μετά τα ομηρικά ποιήματα, δεν παύει όμως να υπο γραμμίζει κάτι που σε ένα βαθμό υπάρχει: το παιγνίδι δηλαδή ανάμεσα στο γάμο ή τον έρωτα και τον θάνατο, κοινότατο μοτίβο της παγκό σμιας γραμματείας, βιώνεται εδώ εσωτερικά σαν τέτοιο από το πρόσωπο που μας παρουσιάζει ο ποιητής, δηλαδή την περίπτωσή μας, την Ελένη. Τα πράγματα ωστόσο είναι πολύ πιο σύνθετα και πολυεπίπεδα καθώς στη συναισθηματική αμ φιθυμία της Ελένης αντιστοιχεί η αμφιθυμία των συναισθημάτων που η μορφή της γεννά στους γύρω της και η αμφισημία του αινιγματικού προσώπου της. Στην αρχή της Γ ραψωδίας βλέ πουμε την Ελένη σαν μια εράσμια πεπλοφόρο μορφή που ξεκινά για τα τείχη από θάλαμόν της, χύνοντας δάκρυα που της προκάλεσε ο ίμερος άνδρός προτέροιο και άστεος ήδέ τοκήων.9 Την ώρα που ο δεύτερος άντρας της κινδυνεύει γι’ αυτήν, η ψυχή της ποθεί τον πρώτο, εκείνον που είχε παρατήσει. Η μορφή της θέλγει τους Τρώες που εύχονται όμως ρητά την αποχώρησή της από την Τροία και - έμμεσα - την ήττα του Πάρι, του βασιλόπουλου που από τη γέννησή του θεωρήθη κε πηγή συμφορών. Η ίδια η δομή μάλιστα του χωρίου 156-160, όπως παρατηρεί ο Kirk,10 βασι σμένη σε δύο αντίθετα ζεύγη στίχων, υπογραμμί ζει τα αντίθετα συναισθήματα που γεννά η θέα της. Θέα που με τη σειρά της δηλώνεται ως διπλή: είναι από την άποψη αυτή εντυπωσιακό το παι γνίδι ανάμεσα στο θεής εις ώπα έοικεν11 το παρουσιαστικό της που μοιάζει με αθάνατης θεάς και του επιθέτου κυνώπιδος (σκυλομούρας)1^ που η ίδια, λίγο πιο κάτω αποδίδει στον εαυτό της. Το ότι δεν πρόκειται εδώ για απλή «κοκετα ρία» μπορεί να καταδειχθεί από μια αναφορά στις άλλες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το επίθετο, πάντοτε για πρόσωπα αρνητικά, ξε διάντροπα, τρομακτικά.1* Επιβεβαιώνεται όμως ακόμη περισσότερο από το άλλο επίθετο, στυγε ρήν, που η Ελένη αποδίδει στον εαυτό της προς το τέλος της ραψωδίας: επίθετο το οποίο παρα πέμπει στο νερό της Στυγός που όποιος το πιει πορεύεται ανεπιστρεπτί στον Άδη. Θεόμορφη και αποκρουστική έως θανάτου, «καλόν κακόν άντ’ άγαθοϊο», για να θυμηθούμε τον Ησίοδο,14 γυναίκα-παγίδα και γυναίκα μόνι μο θύμα της αντρικής αρπαγής, η Ελένη αλλάζει αενάως μορφή, θέση,15 διάθεση, όχι μόνο στον Όμηρο αλλά και στην κατοπινή ελληνική γραμ ματεία που η δημιουργία του εγκαινιάζει μαζί και προοικονομεί: η εξωτερικότητα του προσώ που της είναι αίνιγμα προς λύσιν μέσα από την κατάδυση σ’ ένα βάθος που παραπέμπει μαζί
στη μοναδικότητα μιας μορφής και στην καθολικότητα της ελληνίδας γυναίκας. Στην περίπτωση του Έκτορα στο X, η εσωτε ρική διαπάλη είναι ίσως ακόμη πιο σύνθετη και έντονη· ο Έκτωρ σπρώχνεται από την κακή του μοίρα να μείνει έξω από τις Σκαιές πύλες για να αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα- πέρα από τη μοίρα όμως υπάρχει κάποια άλλη αιτία που πιέζει τον ήρωα να μην υποκύψει στα παρακάλια των γο νιών του· πρόκειται για την αιδώ16 που αισθάνε ται μπροστά στους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες για το χαμό που προκάλεσε στην πόλη η εμμονή του να πολεμήσουν στην πεδιάδα: ακολουθώ ντας ή ίσως ευρίσκοντας μια ηθική που θα την λέγαμε τυπικά οπλιτική, ο Έκτωρ προτιμά να πεθάνει δοξασμένος (εύκλειώς προ πόληος)17 παρά να σκοτωθεί από τον Αχιλλέα σαν γυναί κα. Ο ήρωας ωστόσο δε θα μείνει σταθερός στην απόφασή του· θα τραπεί πρώτα σε επαίσχυντη φυγή (τρέσε)18 απέναντι στον τρομερό εχθρό του, για να σταθεί κατόπιν και να πολεμήσει πα ρασυρμένος από την Αθηνά που τον εξαπατά παίρνοντας τη μορφή του Δηίφοβου. Η τύχη του Έκτορα έχει αποφασιστεί από τη μοίρα και η απόφαση θα επικυρωθεί από την ζυγαριά του Διός. Παρασυρμένος από την παγίδα της Αθηνάς ο Έκτωρ και νιώθοντας διπλός (αυτός και ο Δηίφοβος) μπαίνει στον άνισο αγώνα και αντι μετωπίζει με θάρρος τον Αχιλλέα· ώς εδώ είναι πραγματικά σαν το εγώ να προσπαθεί να βρει την έκφρασή του σ’ έναν κόσμο όπου η μοίρα, οι θεοί, το διπλό να το σχετικοποιούν και να το υποβαθμίζουν έρχεται ωστόσο η στιγμή που τα προσωπεία πέφτουν- στο τέλος μιας αφήγησης που έχει τη γεύση και την οργάνωση του εφιάλ τη, ο Έκτορας καταλαβαίνει ότι βρίσκεται μό νος του για να πεθάνει και ότι η θεά μεροληπτεί σε βάρος του- εδώ, στην άκρα μοναξιά του θα νάτου, αναδύεται το πρόσωπο, καθώς κι αυτό που θα ονομαστεί ηρωικό ήθος· παρατημένος από θεούς και από ανθρώπους ο Έκτωρ επιλέ γει επιτέλους τον καλόν θάνατον με ανοιχτά μά τια. Στιγμή αγωνίας, στιγμή ελευθερίας, κείμενο που ο Καβάφης, όσο και αν το χρησιμοποίησε με το δικό του τρόπο, τόνισε στους Τρώες του την αντοχή του στο χρόνο· πραγματικά δεν γνωρίζω αν οι κάπου τριάντα αιώνες που πέρασαν από τη δημιουργία της σκηνής αυτής, γραμμένοι με τόσα διπλά, με τόσους ευτελείς μύθους, μπορούν να κοιτάξουν τον μοναχικό αυτό, τον καταδικασμέ νο κι όμως αλύγιστο πολεμιστή, τον Έκτορα, που γνώρισε το φόβο και τον άντεξε, από το ύψος κάποιας ανωτερότητας. Αυτό που αναδύεται στην Ιλιάδα αποκρυ σταλλώνεται στην Οδύσσεια: όλο το ποίημα, ξε κινώντας από το επαναλαμβανόμενο θέμα των δύο περιπλανήσεων του Τηλέμαχου και του Οδυσσέα έχει μια ψυχική διάσταση: από εδώ ξε-
αφιερωμα/25 κινά η σύλληψη που θα ξαναβρούμε στην προσωκρατική φιλοσοφία ότι το ταξίδι είναι και δρόμος της ψυχής. Μπορούμε να πούμε ότι ο Οδυσσέας προχωρεί προς τον νόστον γνωρίζο ντας, βιώνοντας, επιλέγοντας. Γνωρίζοντας κάθε λογής κόσμους διαφορετικούς από τον δικό του, βιώνοντας ακραίες εμπειρίες, όπως η κάθοδος στον Άδη, επιλέγοντας τί θα φάει, πότε θα κά νει έρωτα, αν θα αποκαλύψει την ταυτότητά του· η επιλογή του, καρπός της γνώσης του είναι και η προϋπόθεση της ελευθερίας του. Ο νόστος του συνεπάγεται και την ενότητα στα επίπεδα της ψυχής του οίκου, της πόλεως και του κόσμου. Στην πορεία όμως προς τη συνέ νωση αυτή περιμένει η δύσκολη συνάντηση με τη γυναίκα. Σίγουρα δεν πρέπει να ψάξουμε και εδώ για εντελώς εξατομικευμένα πρόσωπα όπως τα βρίσκουμε στη Δυτική λογοτεχνία. Όλες οι
γυναίκες της Οδύσσειας συνθέτουν με μιαν έν νοια, ένα γυναικείο πρόσωπο που συναιρείται ίσως στην πολυεπίπεδη και αινιγματικότατη Πη νελόπη. Ωστόσο, κάποια πρόσωπα διακρίνονται, η Ναυσικά, παραδείγματος χάρη, έχει, όταν μιλάει στον Οδυσσέα, τη δροσιά, τη χάρη και την «τσαχπινιά» του φύλου και της ηλικίας της, (τα τελευταία λόγια της στον Οδυσσέα κρύ βουν μαζί επιθετικότητα και συγκίνηση), ενώ η βαθύβουλη Πηνελόπη είναι ένα αρμονικό ταίρι για το βασιλιά της Ιθάκης. Στην Πηνελόπη ακριβώς είναι που μπορούμε να βρούμε και την πιο έντονη ψυχική διαπάλη· το όνειρο που αφηγείται στο Τ στον άγνωστο που είναι ο άντρας της είναι εύγλωττο στην αι νιγματικότητά του: οι χήνες που βλέπει να βό σκουν στην αυλή της σκοτώνονται από έναν αετό και όμως η Πηνελόπη τούς θρηνεί με το (αμφίθυμο) κλάμα της Αηδόνας: το κλάμα με το οποίο η δυστυχισμένη μυθική βασίλισσα θρήνησε αφού «κατά λάθος» σκότωσε το αγαπημένο της παιδί.
Συναισθήματα μπλεγμένα, όπως είναι στα όνει ρα, όπως είναι στην ζωή. Συναισθήματα διπλά που μας εισάγουν στο θέμα της στάσεως σε μια μόνο ψυχή, της στάσεως που θα αναδύεται συνε χώς σαν θέμα στους λυρικούς, τους τραγικούς, τους ιστορικούς και τους φιλοσόφους της Ελλά δας. Κι όμως η τόσο πλούσια αυτή εισαγωγή είναι πράγματι με μια έννοια «εξωτερική». Ο Όμηρος όχι μόνο δεν αναλύει τα συναισθήματα των ηρώων του αλλά τα συμπυκνώνει, τα «συνθέτει» ούτε κρύβοντας ούτε φανερώνοντας, αλλά ση μαίνοντος αινιγματικά. Δεν είναι από ομολογίες αλλά από ενδείξεις που θα καταλάβουμε πώς νιώθουν τα πρόσωπα των έργων του. Ένα όνο μα, το ίδιο το Οδυσσέας, παραδείγματος χάρη, όπως και το Ορέστης ή το Δηιάνειρα στην Τρα γωδία, μπορεί να υπαινίσσεται μια ψυχική ποιό
τητα, ακόμη και σε φαινομενική αντίφαση προς τα λεγάμενα και τα ομολογούμενα συναισθήματα του προσώπου. Για να κατανοήσουμε πληρέστε ρα κάτι τέτοιο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σημαντικότερη λειτουργία ενός επικού ή και τραγικού έργου είναι αυτή ανάμεσα στο ίδιο το έργο στο σύνολό του και τον αποδέκτη του, θεα τή ή ακροατή. Κάτι τέτοιο δεν είναι απλώς θέμα έπους είτε ύφους: θέλοντας να γυμνάσει το δέκτη του στο διάλογο με το σκοτεινό και το επώδυνο (είτε αυτό ελλοχεύει στον θεϊκό είτε στον ανθρώ πινο κόσμο) ο επικός και στη συνέχεια ο τραγι κός δημιουργός χρησιμοποιεί τη μύηση δια του αινιγματικού λόγου. Λύνοντας το αίνιγμα ο ακροατής ενεργεί και έτσι ελευθερώνεται. Αυτόν ακριβώς τον αποδέκτη είναι που γυ μνάζει με την αινιγματική του γλώσσα στο να δυσπιστεί στην επιφάνεια, όχι όμως αφαιρώντας την αλλά επιχειρώντας ακριβώς να λύσει το αί νιγμά της. Ακόμη και όταν, ακολουθώντας τον Έκτορα ή την Πηνεπόλη, βυθιζόμαστε στο όνει-
26/αφιερωμα
ΚΛΑΣΙΚΕΣ ΕΚΛΟΣΕΙΣ
Η ΙΔΙΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 τηλ. 36.27.318
ρο, το βάθος αυτό είναι εδώ και πάλι μια επιφά νεια, μια φόρμα φορτισμένη με σημασίες. Στο ψυχικό επίπεδο ο Όμηρος είναι αρχή και τέλος όχι ως περιορισμός, αλλά γιατί εγκαινιάζει έναν αινιγματικό ή «χρησμικό» λόγο19 προκλητική επιφάνεια που δημιουργεί την επιθυμία της κα τάδυσης και επιβάλλει την πολλαπλότητα των ερμηνειών και των επιλογών ως στοιχείου δια φοράς και ελευθερίας. ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Πρβ. Γ. Ανδρεάδη, Ο γυρισμός τον Οόνσσέα και ο νόστος της ποίησης στην Πολιτεία, Αθήνα, 1986, όπου και οι βα σικές βιβλιογραφικές αναφορές. 2. Πρβ. contra, Κ. Καστοριάδη, Η αρχαία ελληνική δημοκρα τία και η σημασία της για μας σήμερα, Αθήνα, 1986, σσ. 27 κ.εξ. 3. Πρβ. Ρ. Veyne, Les Grecs ont - its cru a leurs mythes, Παρί σι, 1983, σσ. 13 κ. εξ. 4. Πρβ. Ch. Kahn, Αναξίμανδρος και οι απαρχές της ελληνι κής κοσμολογίας, Αθήνα, 1982, σσ. 107 κ.εξ. 5. Πρβ. Ρ. Veyne, ό.π. στο ίδιο: «Αντί να πρόκειται για ένα θρίαμβο του έλλογου στοιχείου, η εκκαθάριση του μύθου από τον λόγον είναι ένα πολύ χρονολογημένο (η υπογράμ μιση είναι δική μου) πρόγραμμα, του οποίου η παραδοξότητα εκπλήσσει». Για την αξιολόγηση των μυθικών στοι χείων του Ομήρου 6λ. και J. Pinsent, «History Mytht and Epic: a Study on Genres», στο Ιλιάδα και Οδύσσεια Μύθος και Ιστορία. Πρακτικά του Δ ' Συνεδρίου για την Οδύσ σεια (9-15/9/84) στην Ιθάκη, Ιθάκη 1986, σσ. 31 κ.εξ. 6. «Το ταξίδι του Τηλέμαχου: τρία είδη αλήθειας», ό.π., σσ. 17 κ.εξ. ιδιαίτ. σ. 22. 7. J. D. Vernant, Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, Αθήνα, 1975, σ. 334. 8. Ομηρικά προβλήματα, 28 κ.εξ., όπου και εύστοχα υπο γραμμίζεται η συνασθημαίική πάλη της Ελένης για τις οφειλές - σύμφωνα με τον Ηράκλειτο - του Ομήρου στον Πλάτωνα 6λ. 17 κ.εξ. 9. Γ 139-141. 10. S.G. KIRK, The iliad, a commentary, Καίμπριτζ 1985, σχό λιο ad loc. 11. Γ 158. 12. Γ 180. 13. Χρησιμοποιείται στην Οδύσσεια, πάλι από την Ελένη που αυτοκατηγορείται για τις προδοσίες της (δ 145), για την Αφροδίτη που απατά τον Ήφαιστο (θ 139), για την Ήρα που μισούσε το παιδί της, τον Ήφαιστο στην Ιλιάδα (Σ 396), για τις Ερινύες στον Ορέστη 260 και στην Ηλέκτρα 1252. Ο συσχετισμός της σκύλας με το ακόρεστο και ακό λαστο στοιχείο, με τις παλλακές, Κρατίνος 241 και με το αιδοίον, Αριστοτέλη, Ιατ. ζώων, 502b", ίσως προσφέρει ένα πρόσθετο στοιχείο. 14. θεογονία 585. 15. Οι οριζόντιες και οι κάθετες μετακινήσεις της Ελένης στον μύθο και το δράμα (Ελένη του Ευριπίδη, απαγωγή της από τον Θησέα) μοιάζουν να υποδηλώνουν μια δυσκολία να αιχμαλωτιστεί η εικόνα της γυναίκας μέσα στα καθιε ρωμένα νοητικά και ψυχολογικά πλαίσια της αρχαίας πόλεως των ανδρών. 16. X 105. 17. X 110. Η ίδια οπλιτική ηθική δηλώνεται και από τα απα τηλά λόγια του Δηίφοβου/ρθηνάς 229 κ. εξ. 18. X. 143. 19. Με την έννοια αυτή η ομηρική δημιουργία μοιάζει να προοικονομεί, αν όχι τον ίδιο τον λόγο των χρησμών που μαρτυρεί τη θρησκευτική καταγωγή του, τουλάχιστον τη σχέση ελεύθερης ερμηνείας που ο Έλληνας αναπτύσσει απέναντι τους, όπως βλέπουμε π.χ. στον Ηρόδοτο.
αφιερωμα/27
Αδριανή Δημακοπούλου
Πρότερες μορφές της αμφιβολίας και της οδύνης τους όταν σκέφτονταν
Λεπτομέρεια από μια πήλινη μετώπη τον ναού του Θέρμου (Σ' αι. π.Χ.). Εικονίξεται καθισμένη η Χελιδών (αντικρνστά υπήρχε η Αηδών). Αθήνα, Εθνικό αρχαιολογικό μουσείο.
Φαίδρα: Τό γάρ όρθούσθαι γνώμην όδυνά... (Ευριπίδης, Ιππόλυτος 247)
Χρόνια τώρα κρατώ ένα μύθο, αχνό πρόσχημα, που μου επιτρέπει κάθε φορά να επιστρέφω, μετά από μακρινές αναγνωρίσεις στα σημαίνοντα που τον περιβάλλουν και να τον πληροφορώ, ελπίζοντας έτσι ότι κάποτε θα μάθω ή καλύτερα όπως το εννοούσαν οι αρχαίοι, θα εξοικειωθώ με το περιεχόμενό του. Ο μύθος της Αηδόνας στο ομηρικό κείμενο εκφέρεται σαν παρομοίωση. Αυτή θα είναι έκτοτε η κύρια χρήση του στον ποιητικό λόγο, διατη ρώντας εξάλλου σε όλες τις παραλλαγές μία στα θερά, τη μητέρα παιδοκτόνο. Η ιστορία της είναι ένα απ’ αυτά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται ο ποιητής παραδειγματι κά και προσδίδουν στην παρομοίωση του έπους την ενάργεια, την τότε ισχύουσα ερμηνευτική βε βαιότητα. Όπω ς τα στοιχεία της φύσης, η συμ περιφορά των ζώων, τα περιστατικά της ύπαρ ξης των θεών, όπως η όψη τους ή τα τεχνουργή
ματα και οι θεσμοί των ανθρώπων, ο μύθος της Αηδόνας στην Οδύσσεια ορίζει σημείο αναφο ράς, ένα απ’ αυτά τα δεδομένα που περιβάλλουν τους θνητούς και συνθέτουν την πραγματικότη τα, εικόνα λοιπόν για να δηλώσει ο ποιητής ό,τι στα ενδόμυχα, έν θνμώ ή ένΐ φρεσί, μένει άφαν το, τα συναισθήματα δηλαδή και τις σκέψεις των ανθρώπων. Στη μακριά συζήτηση που είχε με τον ξένο της, τον άγνωρο Οδυσσέα, η Πηνελόπη τ’ ομολόγησε. Από τότε που το ανακάλυψαν, όταν την έπιασαν να ξυφαίνει, δεν της έχει μείνει καμιά μήτις (τ
28/αφιερωμα 157-158), κανένα τέχνασμα υπομονής που ανα βάλλει και την απόφαση πρέπει πια να την πά ρει. Ο ξένος της δείχνει συνετός άνθρωπος, ο ζη τιάνος Αίθωνας, κι έτσι λίγο πριν πέσουν να κοιμηθούν, με τη δέουσα απόσταση, για να μη φανεί τάχα μου η ένδεια της ανάγκης, έχει λέει κάτι ακόμα μικρό να του ζητήσει, την εξήγηση στο όνειρο που είδε. Αν είναι απ’ αυτά που βγαίνουν θα πρέπει να το λάβει υπόψη της, ώστε να πράξει αναλόγως. Ξένε, κάτι ακόμα εγώ μικρό να σε ρωτήσωτης κλίνης ώρα απόλαυσης έρχεται όπου νάγια τον καθένα που ύπνος γλυκός επήρε τον κι ας είναι λυπημένος. Όμως εμένα απ’ το θεό, αμέτρητος ο πόνος μου εδόθητις μέρες ηδονίζομαι στο κλάμα, στην τσυρίδα και τις δουλειές μου σπίτι μου κοιτάζω και τις δούλεςόμως όταν η νύχτα έρχεται κι αποτραβιούνται όλοι, κείτουμαι στο κρεβάτι μου κι έγνοιες πυκνές, οξύτατες κεντρίζουν από γύρω τη σκοτεινή καρδιά μου, κλαίω και μ ’ ερεθί ζουνε. Όπως η κόρη του Πανδάρεου, η χλωρήίς αηόόνα όμορφα τραγουδάει, όταν η νέα άνοιξη τε ντώνεται στις φυλλωσιές των δένδρων, και κάθεται μέ σα στα πυκνά και χύνει τη φωνή της πολύηχη αλλάζοντας τους τρόπους και κλαίει και ολοφύρεται τον 7τύλο, το αγα πητό παιδί της που κάποτε με το χαλκό εσκότωσε, δίχως να ξέρει, το γιο του Ζήθου βασιλιά, έτσι κι εμέ διχάζεται μια εδώ μια εκεί ο νους μου και ταλαντεύει. (τ 509-524)1 ’Αηδών, άλγηόών, μελεδών. Ομοιοκατάληκτα θηλυκού γένους, πένθους και αμηχανίας. Σε τού τη τη μικρή μελέτη και πάλι θα απομακρυνθώ από το μύθο της Αηδόνας για να τον αφήσω σαν να ’τανε το φόντο ή ο κάμπος όπως λέγμμε κά ποτε, πίσω από την πλούσια «ψυχογραφική» πα ράσταση αυτού του αποσπάσματος. Ελπίζω έτσι πως θα φανούν μερικές «στάσεις» της σκέψης στον Όμηρο, και εννοώ με τη λέξη στάση, τον τρόπο που στέκονταν για να σκεφτούν ή αν θέλε τε, το φέρσιμό τους όταν σκέφτονταν, ό,τι δηλα δή εμπίπτει στη «φαινομενολογία» αυτής της κρυφής δραστηριότητας. Κυκλοτερός ο πόνος της Πηνελόπης, οι οξείες και πυκινές της μελεόώνες, ιδέες εξώτερες, έν νοιες που πονάνε και τις προφέρουμε έγνοιες
όταν μας παρουσιάζόνται ξεκομμένες από την όποια τάξη του νοήματος και εισβάλλουν αξε διάλυτες, προσηλωμένες σε οικείο πόνο. Κυκλο τερές, άμφι άδινόν κήρ (τ 516), όπως κυκλοτερές ήταν και οι ερωτήσεις της για τον Οδυσσέα, άμφ ί πόσει (τ 95). Με τη λεπτολόγα και την εξα ντλητική επιμέλεια του απαρηγόρητου, οδυρόμενη θα ρωτήσει γύρω απ’ το καθετί, όδυρομένη είρήσεται άμφϊς έκαστα (τ 46). Νήπιοι άνθρωποι, δυστλήμονες, οϊμελεδώνας βούλεσθ’ άργαλέους τε πόνους καί στείνεα θυμώ Άνθρωποι μωροί, ελεεινοί που δεν ευδοκείτε παρά για έγνοιες, κόπους αβάσταχτους και αγωνίες στην καρδιά (Ύμνος στον Απόλλωνα 532-533) Σύμφωνα με την παραπάνω ρήση του Απόλλωνα, οι μελεδώνες ή τα μελεδήματα του θυμού ή της καρδιάς φαίνεται πως ανήκουν απο κλειστικά στους θνητούς. Αυτό εξάλλου μαρτυ ρεί και η χρήση των λέξων στο έπος. Στην Ιλιάδα, τα μελεδήματα. ανήκουν στον Αχιλλέα (Ψ 62). Το πρώτο βράδυ μετά το φόνο του Έκτορα, ο Ύπνος τον βρήκε μόνο στην ακρογιαλιά και μόλις του έλυσε τις έννοιες ήρθε να τον επισκεφτεί η ψυχή του προσφιλούς Πατρόκλου. Οργή, ανδρεία και άκρατη θλίψη χαρακτηρίζουν τον άριστο των Αχαιών. Ορισμένοι ελληνιστές αφιέ ρωσαν μερικά από τα πιο ωραία κεφάλαια των μελετών τους στην τρίτη αυτή διάσταση του ηρωικού ήθους. Στην Οδύσσεια πάλι, όπου τα μελεδήματα απαντιόνται συχνότερα, ώσπου ν’ αποκοιμηθούν, ερεθίζουν τον Τηλέμαχο (δ 650,
Πηνελόπη. Μουσείο Νεάπολης, Ιταλία.
ο 8), την Πηνελόπη (τ 517) και τον Οδυσσέα (υ 56, ψ 343), ενώ στον Ησίοδο η λέξη εμφανίζεται για μοναδική φορά εκεί όπου θεοί και άνθρωποι χωρίζουν αμετάκλητα. Οι μελεδώνες έρχονται στους θνητούς μαζί με τη γυναίκα που ο Ερμής ονόμασε Πανδώρα. Ό ταν οι αθάνατοι έφτια χναν τη συμφορά αυτή για δώρο, η Αφροδίτη σκόρπιζε στην κεφαλή της χάρη, πόθο οδυνηρό
αφιερωμα/29 και γνιοκόρονς ή γυιοβόρονς μελεδώνας, έγνοιες που σπαράζουν τα μέλη. (Έργα 66). Ένας ακόμη λόγος για την υπέροπτη υπεροχή των αθανάτων, αυτών που τόσες και τόσες αν θρώπινες ιδιότητες μοιράζονται πάντως στο έπος. Μόνον ο Ύπνος ο γλυκός, ο λυσιμελής, μπορεί να λύσει τα πυκινά μελεδήματα, όπως λύνει τα μέλη μας όταν οι έγνοιες σφιχτές, επίμο νες δεν τον εμποδίζουν. Ο Ύπνος και η τέχνη ίσως του Ερμή, μούσα αμηχανιών μελεόώνων (Ύμνος στον Ερμή 447). Πρωτάκουστο κιθάρι σμα που συνδύαζε, όπως ενθουσιασμένος ανα γνώρισε ο Απόλλωνος, ευφροσύνην, έρωτα καί ήδνμον ύπνον (Ύμνος στον Ερμή 447-449). Δεν υπάρχει λόγος να ξαναμελετήσουμε κι εμείς εδώ το νοηματικό περίγυρο του Ύπνου ή μάλλον της εγρήγορσης στις σχέσεις της με αυτού του είδους την οξύνοια που οι αρχαίοι ονόμαζαν μήτιδα. Εξάλλου η κοινότερη λέξη που έχουμε στη γλώσ σα μας, όπως τη μιλάμε σήμερα, για να εκφράσουμε τη νοημοσύνη, είναι η εξυπνάδα. Εδώ θα αρκεστώ να επισημάνω τις σχέσεις αυτής της εγρήγορσης με τον αιχμηρό πόνο των μελεδώνων. Η οδυνηρή εγρήγορση αντιστέκεται στο γιο της Νύχτας, στον αδελφό του Θανάτου, όταν σαν την Πηνελόπη-Αηδόνα κατέχεται κανείς απ’ την έγνοια μιας αφραδούς χρήσης του χαλκού (τ 522) που απειλεί να φέρει χάλκεον ύπνον (Λ 241). Όπως η μνήμη των θνητών παράκειται στον πόθο, έτσι και πιο συχνά ο πόθος τους παράκειται στο πένθος.2 Άλλη μια λέξη στα του πόνου σημαντικά που δεν θίγει τους αθανάτους. Αντάρ έμο'ι καί πένθος άμέτρητον πόρε δαί μων. Όμως εμένα απ’ το θεό, αμέτρητος ο πόνος μου εδόθη. (τ 512) Το πένθος, πιθανό παράγωγο του πάσχω, όπως τα κουρελόρουχα του Λαέρτη (ω 231), εί ναι η εμβληματική έκφραση του εξευτελισμού που φέρει κάθε επιπέρους πόνος. Αμέτρητο το πένθος της (τ 512), ο πόνος της απουσίας, όπως αμέτρητος είναι ο πόνος του Οδυσσέα (ψ 249), οι κόποι της επιστροφής. Μήτρα, μητέρα, μέτρο, μήτις, για να οργανώσει τον κόσμο η ησιόδεια Θεογονία εξιστορεί γενεαλογικά, από τη Γαία έως το Δία, την αλληλεξάρτηση αυτών των ση μαινόντων, την ίδια που αργότερα ανακαλύ πτουν και οι γλωσσολόγοι με τον τρόπο τους, ετυμολογικά. Αμέτρητο είναι το πένθος της, όπως ήταν περίμετρος ο ιστός της (β 95, τ 140, ω 130). Αφού αναγνώρισε κι αυτή δημόσια πως ο Οδυσσέας πέθανε έπρεπε να φροντίσει για τον πενθερό της (β 96 κ.ε.). Χρόνια την άφησαν σαν μαγεμένοι να τους υφαίνει το δόλο της αναμο νής, ίσως επειδή αυτή ήξερε πως το σάβανο δεν προορίζονταν για να καλύψει τις πεπερασμένες
διαστάσεις παρόντος νεκρού, αλλά φτιάξε-ξήλωσε, για να κάνει αισθητά περίμετρη την απου σία. Οξεϊαι μελεόώνες όδνρομένην έρέθονσιν (τ 517). Στον Όμηρο ερεθίζουνε κυρίως τα λόγια (Ε 419, ρ 394, A 519 κ.α.). Η «τεχνική» έννοια της λέξης, η ιατρική, απαντάται αργότερα, στον
Οδυσσέας και Πηνελόπη. Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι.
Ιπποκράτη. Την Πηνελόπη την ερεθίζουνε τα δύο τρωκτικά του πόνου, οι μελεδώνες με τη σκέψη του Οδυσσέα και οι οδύνες με τη σκέψη του Τηλέμαχου (δ 812-813). Για το έτυμο των μελεδώνων ο σχολιαστής γράφει: παρά το τα μέλη έόειν φ 650, τ 517), ενώ οι γλωσσολόγοι συχνά συνδέουν την οδύνη με τη ρίζα εδ, «τρώγω»,, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι στο λεξιλόγιο του πόνου δεν υπάρχει πιο ακριβής, πιο νυγματώδης λέξη από την οδύνη, αφού πάντα ακούγεται σαν συνεχής υπαινιγμός στην άλλη ώδινα (ώδίς), την αφιερωμένη στον τοκετό. Μια λαϊκή όπως τη λένε ετυμολογία τη συνδέει με το ρήμα οδύρομαι. Είναι οξύς ο πόνος της οδύνης, πόνος από αιχμηρό αντικείμενο που για μετρικούς εν δεχομένως λόγους αντικαθιστά κάποτε και την ίδια την αιχμή (Λ 383 και Ε 658). Όμως στη φίλανδρη Ιλιάδα όπου η λέξη αιχμητής, διαμπερής κυριολεξία, είναι σχεδόν συνώνυμο του πολεμι στή και οι πολεμοχαρές περιγραφές ακρωτηρια σμών και τραυμάτων στη μάχη είναι αμέτρητες, για να γίνει πιο απτή η έννοια του πόνου ή κα λύτερα της οδύνης του πληγωμένου πολεμιστή, ό άναξ άνόρών ’Αγαμέμνων, πρέπει να νιώσει στο μπράτσο του τα βέλη των Ειλειθυίων. Όμως όταν ξεράθηκε η πληγή και στάθηκε τε αίμα, οξείες οδύνες έδυσαν τη δύναμη τον Ατρείδη. Όπως όταν γυναίκα που κοιλοπονά τη βρί σκει οξύ βέλος, δριμύ, σταλμένο απ’ τις Ειλείθυιες τις μοχθοτόκες,
30/αφιερωμα της Ήρας κόρες που φέρνουνε πικρούς πό νους της γέννας, έτσι οξές οδύνες έδυσαν τη δύναμη του Ατρείόη.(Λ 267-2Τ2)3 ”Ως όδύναι όϋνον, έτσι εισδύουν οι οδύνες, μεταφορικά. Τα πικρά βέλη του πολέμου είναι για τον τοκετό της γυναίκας και οι οξείς πόνοι της γέννας για το έλκος του πολεμιστή. Παρα φράζοντας επιφανείς ελληνιστές, με τη σειρά μου κι εγώ συνάγω από το απόσπασμα αυτό, πως ο τοκετός για τις γυναίκες μπορεί κάποτε να είναι ό,τι κι ο πόλεμος για τους άντρες. Σημαντι κή κοινωνιολογική παρατήρηση που επισημαίνει την καθολική έννοια της διάζευξης των φύλων μέσα από μια συγκεκριμένη πολιτισμική έκφρα ση της διάμετρης συσχέτισής τους. Όμως οι αλ λεπάλληλες χιαστές παρομοιώσεις αυτών των στίχων δηλώνουν και κάτι άλλο, εξίσου σημαντι κό για τους σκανδαλώδεις, θα ’λεγα, μηχανι σμούς της νόησης, ότι δηλαδή η αντίληψη των πραγμάτων δεν νοείται χωρίς τη χρήση της μετα φοράς. Όλη η Ιλιάδα είναι κατάσπαρτη από αιχμηρές πληγές, ξίφη, δόρατα και βέλη. Για να γίνει όμως αντιληπτή η πραγματικότητα του Πο λεμιστή, χρειάζεται μια «άγνωστη» απ’ αυτόν ε μπειρία, αλλότρια οδύνη. Τίποτα δεν είναι αυτο νόητο, η αίσθηση της πραγματικότητας προϋπο- c θέτει φαντασία. Εκεί όπου οι ήρωες του έπους ομοιάζουν πλήρεις, σαν κυριολεξίες, λαμπρά δισδιάστατοι, τα σπασίματα του πόνου, κι ας μου επιτραπεί η λεξιπλασία από το ομηρικό όαΐζω, τα δαίσματα του θυμού, η είσδυση της οδύ νης κάποτε τους βαθαίνουν. Χωρίς, απ’ ό,τι ξέρω, να έχει γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης, έχει ήδη επισημανθεί η αντι στοιχία των σημαντικών πεδίων του Οδυσσέα και της Πηνελόπης που περιστασιακά κι εγώ έθι ξα παραπάνω. Αυτή η παραλληλία στα χαρακτη ριστικά, η συμπαραβολή τους ή η «διδυμικότητά» τους, μια αμοιβαιότητα θα ’λεγα των προσ διορισμών, απαντάται συχνά στο έπος, όχι μόνο σαν δραματική αλληλεξάρτηση των προσώπων, αλλά σαν στιγμιαίο νοητικό σχήμα ορισμένων σχέσεων υποκειμένου και περιβάλλοντος ή αντι κειμένου. Τη λέξη πυκινός τη συναντάμε δύο φορές στο απόσπασμά μας. Την πρώτη χαρακτηρίζει τις μελεδώνες της Πηνελόπης, τη δεύτερη τα φυλλώ ματα όπου ελλοχεύει η αηδόνα. Τούτο το μελέτημα αφηρημένα σχεδόν προσπερνά τα πολλαπλά καθρεφτίσματα κάθε μιας από τις δύο αυτές μορφές στο πρόσωπο της άλλης. Θα ’θελα όμως, με αφορμή μια λεπτομέρεια, την εμφάνιση πυκινών μελέδώνων ενώπιον αδινής καρδιάς, σύντο μα να περιγράφω ένα σταθερό κατά τη γνώμη μου σχήμα της επικής νοοτροπίας, τη συμπάθεια δηλαδή υποκειμένου και αντικειμένου. Ορισμέ νες δραματικές παρομοιώσεις του έπους ανα-
πτύσσοντάς την οδηγούν έως τη φιλάνθρωπη σύμμειξή τους, αυτή που αργότερα η βάσανος του τραγικού λόγου θα ερευνήσει με ευφράδεια και διεξοδικά. Δόμοι, κρεβάτια, λέχεα ή λόχοι είνα^οι πυκινές κρυψώνες, οι δομημένες σκιερές λόχμες που ξαποσταίνουν θεοί και άνθρωποι. Η ιερατική σχεδόν θέση της γυναίκας βρίσκεται μέσα τους καθεζομένη. Πυκνότητα, οξύτητα, ταχύτητα, έννοιες που στέρεα αρμόζουν στα παράγωγα του επιρρήμα τος πύκα, στο πυκάζω, στο πυκινός ή στο πυ κνός για να καλύψουν ό,τι σκοτεινό και σφιχτά περιπεπλεγμένο αντιστέκεται στην αντίληψη, αλ λά συνάμα και για να εκφράσουν την ακρίβεια, την ευστροφία, τη σταθερότητα και την οξύτητα του νου που είναι ικανός να διαπεράσει το πλέγ μα τους. Στην αρπαγή της Περσεφόνης, όταν χάσμα γης ανοίγεται για να την πάρει στα έγκατα νύφη ο Άδης, η αδινή φωνή της κόρης ('Υμνος στη Δή μητρα 67) ακούγεται σαν μακρινός απόηχος της λήθαργης φωνής των αδινών Σειρήνων (ψ 326). Αδινός και πυκνός όταν πρόκειται για δάκρυα, στεναγμούς και γόους είναι συνώνυμα. Οι πυκινές μελεδώνες είναι τόσο ζοφερά αξεδιάλυτες όσο και η αδινή καρδιά της σίγουρα πυκινόφρονης Πηνελόπης. Σαν άχαρο διατύπωμα των όσων προηγούνται θα ’θελα να συνοψίσω λέγοντας πως η αντανά κλαση των ιδιοτήτων αντικείμενου περιβάλλον τος σε αυτόν που το παρατηρεί ή το υφίσταται και αντίστροφα η προβολή της κατάστασης του παρατηρητή στο αντικείμενό του, συνιστά κατά τη γνώμη μου, τον σύμφυτο με την αντίληψη χαμαιλεοντισμό ή για να το πω λιγότερο προκλητι κά, τη σύμφυτη αυτοπάθειά της. Αιώνες ασκή-
αφιερωμα/31
H )
αρχαίο Κορινθιακό αγγείο. Αθήνα.
σεων αποκλειστική σχεδόν διακριτικής λογικής μας αποξένωσαν απ' αυτήν την ιδέα που το έπος, και όχι μόνον αυτό, για την κατανόησή του μας ζητά να την οικειοποιηθούμε. Με μια από τις σπάνιες πρωτοπρόσωπες πα ρομοιώσεις αυτογνωσίας, η Πηνελόπη παραβάλ λει τον εαυτό της με την Αηδόνα για να καταλήξει: ως καί έμο'ι δίχα θυμός όρώρεται ένθα καί έν θα (τ 524). έτσι κι εμέ διχάζεται μια εδώ μια εκεί ο νους μου και ταλαντεύει. Δεν υπάρχει λέξη στον Όμηρο που να δηλώ νει την αμφιβολία. Αυτή η «ορολογική» έλλειψη μας οδηγεί σ’ ένα εύφορο για την ιστορία των ιδεών «προεννοιολογικό» πεδίο, στις σύνθετες δηλαδή περιγραφές καταστάσεων που συγγενεύ ουν κάποτε με κοινές για μας έννοιες, όπως είναι η αμφιβολία ή ο δισταγμός, και συνηθίζουμε κα ταχρηστικά να συνταυτίζουμε, εκλαμβάνοντάς τες ως παραφράσεις αυτών που εμείς ξέρουμε να δηλώνουμε μονολεκτικά. Για λόγους όμως οικο νομίας ας μου επιτραπεί στο εξής να χρησιμο ποιώ συμβατικά και μόνο τη λέξη αμφιβολία, σαν να ήτανε «σημαντικά» αδειανή ή κατά κά ποιον τρόπ,ο μετέωρη. Δεν υπάρχει λέξη για να ειπωθεί η αμφιβολία, αλλά στο έπος και κυρίως στην Ιλιάδα, η διαρκής αναζήτηση του κέρδιον ή του άριστου, δαΐζει, διασπά ή πιο συχνά διχάζει το νου όταν βασανιστικά του παρουσιάζονται και τον ελέγ χουν πολλαπλές οι εκδοχές εκπλήρωσης. ώρμαινε όαϊζόμενος κατά θυμόν όιχθάόια, ή... ήε (Ξ 20). Όπως μεταφράζει η Όλγα ΚομνηνούΚακριδή, ταλαντεύονταν ο γέρο Νέστορας με ψυχή σπαραγμένη ανάμεσα στα δύο.
Δαίζεται ο θυμός ένι στήθεσιν (I 8, 0 629), από λύπη, ταραχή ή φροντίδα. Η συναισθηματική φόρτιση αυτού του «διχασμού» που θίγει την ακεραιότητα θνητών ή αθανάτων και τους κατα βάλλει, γίνεται προφανής όταν ξέρουμε ότι οι πολεμιστές πεθαίνουνε κατακερματισμένοι, χαλκφ δεδαϊγμένοι (Σ 236, X 72 κ.α) ή απλώς όεόαϊγμένοι (Τ 319, Φ 147). Επειδή δεν αναγνωρίζουν την «αυτοπάθεια» για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, οι μελετητές αγνοούν τη ρητή αυτή διάσπαση του θυμού και κάθε φορά που συναντούν τα σημαίνοντα του δίχα σε τέτοιου είδους συμφράσεις ψάχνουν για στρογγυλούς συλλογισμούς, σαν να επρόκειτο για απωλεσθέντα αντικείμενα. Με ασφάλεια τα απαριθμούν στις αμέσως επόμενες διαζευκτικές προτάσεις και συχνά τα βρίσκουν δύο. Η αμφι βολία λοιπόν ή ο διχασμός στον Όμηρο εκφρά ζεται με τα επιρρήματα δίχα, διάνόιχα, διχθά, διχθάδια ή και τρίχα, κάθε φορά που ο θυμός, η βουλή ή η κραδίη μερίζονται και συγκινούνται με την ώθηση του &ημι (πνέω, φυσώ), την παρό τρυνση του όρνυμι (προτρέπω, παρακινώ κ.λ.π.), την έλξη της επιθυμίας ή της ευχαρίστη σης του μέμονα (διανοούμαι, θέλω, ζητώ, επιθυ μώ) ή του άνδάνω (αρέσκω, ευχαριστώ). Για να γυρίσουμε όμως στην αμηχανία της Πη νελόπης, ας κοιτάξουμε πώς αλλού την περιγρά φει ο γιος της: μητρί δ’ έμή δίχα θυμός ένι φρεσΐ μερμηρίζει... ή .,.ή (π 7 3 ) της μάνας μου στα δυο ο θυμός στις φρένες διαλογιέται. Οι σχολιαστές για τον μερμηρίζοντα Τηλέμαχο στο α (427) σημειώνουν: «διανοούμενος, μερί μνων, εις πολλά μέρη διαιρών την ψυχήν», γιατί έτσι τους ηχεί το μερμηρίζω: «εις πολλά μέρη με ρίζω», ενώ παρακάτω συμπληρώνουν: «μερίζειν γάρ έστι και τό όαίεσθαι καί τό μερμηρίζειν τούτοις όέ δμοιόν έστι έν μιρ. λέξει τό όαΐφρων, ήτοι δαιόμενος τάς φρένας τρόπω συμβουλής». Οι νοήμονες δηλαδή συσκέπτονται με τον εαυτό τους μοιράζοντας τις φρένες τους, εφόσον η δραστηριότητα του μερμηρίζω είναι μοναχική. Από τις 38 φορές που ,το ρήμα απαντάται στο έπος μία μόνο εκφέρεται στον πληθυντικό (Μ 199). Οι πιο γενναίοι από τους Τρώες στέκονταν κοντά στην τάφρο των Αχαιών και μερμήριζαν αναποφάσιστοι· όμως κι εδώ βλέπουμε πως η δι χογνωμία είναι μια διασπαστική σταθερά που απομονώνει. Η κατά μόνας άσκηση της σκέψης συχνά ομοιάζει με ραδιουργία. Από τις 27 φορές που το ρήμα μερμηρίζω εμφανίζεται στην Οδύσ σεια οι 5 συγκεντρώνονται στους πρώτους 100 στίχους του Ύψιλον, εκεί όπου ο Οδυσσέας σκέ φτεται τη μνηστηροφονία. Όταν ο στανικός δυασμός της πρότασης που ακολουθεί δεν τα-
32/αφιερωμα λαντεύει, όρμαίνει, το θυμό σαν καρυδότσου φλο, τότε θεοί και άνθρωποι μερμηρίζουν τα πο λύπλοκα, φόνους δηλαδή (β 325) ή πολέμους και προπαντός αυτά τα έργα τα μιγαδικά που είναι οι δόλοι (β 93, ω 128 κ.α.). Η κυκλοτερή μοναξιά του μερμηρίζω, η αναγκαστική παύση κάθε φανερής ενέργειας και η προσήλωση στην άοπτη εσωτερική ταραχή του λογισμού, όμορφα περιγράφονται σε μια γνωστή ζωωτή παρομοίωση της Πηνελόπης, όπου βέβαια της αποδίδονται όλες οι γνωστές ιδιότητες του θυμολέοντος Οδυσσέα. Εκεί στ’ ανώγι η φρόνιμη κείτοννταν Πηνελό πη άσιτη και αφάγωτη από φαΐ και πιόμα, γιατί στο νον γνρόφερνε αν ο καλός ο γιος της ξεφνγει από το θάνατο, ή μήπως τον ξεκάνοννε ξεδιάντροποι μνηστήρες. Και όσα περνάνε από το νον λέοντα φοβισμέ νου
μες σε πυκνό πλήθος ανδρών που δόλια τον κυκλώνουν τόσα γνροφέρνοντας τη γλυκοπήρε ο ύπνος έπεσε και κοιμήθηκε και λύθηκαν οι αρμοί της. (δ 787-794)4 Ο δόλιος κύκλος γύρω απ’ το λιοντάρι θα μπο ρούσε για μια φορά στη μελέτη μας να διασκεδά σει την κατάχρηση του σημαίνοντος «αμφιβάλ λω», εάν θυμόμασταν εκείνη την «αμφιβολή», την πλατιά δηλαδή κίνηση του ψαρά που κυκλοτερά ρίχνει τα δίχτυα του γύρω απ’ τα ψάρια (Οππιανός, Αλιευτικά 4, 149). Στον Όμηρο όμως δεν αμφιβάλλουν, έστω και αν ειπώθηκε άπαξ, εκείνοι όίζονν (Π 713) ή βρίσκονται έν δοιη (I 230). Τον δυασμό τους πάντοτε τον θέ τουνε αμφιοριακά πλαισιωμένο από το ένθα καί ένθα (τ 524). Ό πω ς ο Οδυσσέας πήρε στα χέρια του το παλιό του τόξο και πριν τοξεύσει το εξέ τασε καλά καλά, ένθα και ένθα, ο έμπαιος αλή της, (φ 400), έτσι με τις ερωτήσεις τους χειρίζον ταν τον κόσμο.
1. Η αρχαιογνωσία δίκαια επιβάλλει την πειθαρχημένη ανα γνώριση τηςοφειλής σε όσους με τα έργα τους συνδράμουν ή ελέγχουν τον λόγο κάθε ερευνητή. Δεν είναι βέβαια άκλη ρος και ο δικός μου λόγος. Ας μου επιτραπεί όμως εδώ αφού δεν με παίρνει ο χώρος για μια σωστή συζήτηση με όλους τους δανειστές μου, να μη βαρύνω αυτό το μικρό μελέτημα με τα κοσμητικά τεκμήρια της απαιτούμενης πολυμάθειας. Οι σημειώσεις λοιπόν παραθέτουν τα αρχαία κεί μενα που κάθε φορά μεταφράζω. τ 509 «Ξεϊνε, το μέν σ’ ΐτι τυτθόν έγάν είρήσομαι αυτή ■ καί γάρ όή χοίτοιο τάχ' Ισαεται ήόέος ωρη, δν τινά γ ’ ϋπνος έλοι γλυκερός καί κηόόμενόν περ. Λντάρ έμοί καί πένθος άμέτρητον πόρε δαίμωνήματα μέν γάρ τέρπομ’ όδνρομένη γοόωαα, ίς τ’ έμά εργ’ όρόωαα καί άμφιπόλων ένΐ οίκφ515 αντάρ έπήν ννξ (λθη έλησί τε κοίτος δπαντας, κείμαι ένί λέκτρω, πνκιναΐ όέ μοι άμφ’ άδινόν κήρ όξεϊαι μελεδώνες όδνρομένην έρέθονσιν. 'Ως δ ’ δτε Πανδαρέου κονρη χλωρηίς άηδών καλόν άείδησιν ϊαρος νέον ίσταμένοιο, 520 δενδρέων έν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοϊσιν, ή τε θαμά τρωπώσα χέει πολυηχέα φωνήν, παϊδ’ όλοφνρομένη Ίτύλον φίλον, δν ποτέ χαλκφ
κτείνε δι’ άφραδίας, κούρον Ζήθοιο άνακτος, ως καί έμοΐ δίχα θυμός όρώρεται ένθα καί ένθα, Πρέπει να σημειωθεί ότι για τη μετάφραση του στί χου 514 ακολούθησα κατά γράμμα τον Ζήσιμο Σιδέρη, Εκδόσεις Ι.Ν. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα 1956. 2. Βλέπε ενδεικτικά Ω 3-6 και α 342-344. 3. Λ 267 αυτάρ (πει τό μέν έλκος έτέρσετο, παϋσατο δ ’ αίμα, όξεϊαι δ’ όόύναι όϋνον μένος Άτρεΐδαο. ώς δ’ δτ’ &ν ώόίνουσαν έχπ βέλος όξύ γυναίκα, 270 δριμύ, τό τε προϊεϊσι μογοστόκοι Είλείθυιαι, Ήρης θυγατέρες πικρός ώδΐνας έχουσαι, ως όξεϊ όόύναι δυνον μένος Άτρεΐδαο. 4. 6787 Ή δ’ ύπερωίφ αύθι περίφρων Πηνελόπεια χεϊτ’ άρ’ άσιτος, άπαστος έδητύος ήδέ ποτήτος, όρμαίνουσ’, ή οί θάνατον φύγοι υιός άμύμων, 790 ή δ γ ’ υπό μνηστήρσιν ύπερφιάλοισι δαμείη. "Οσα δε μερμήριξε λέων άνδρών έν όμίλφ δείσας, ύππότε μιν δόλιον περί κύκλον άγωαιν, τόσσα μιν όρμαίνουσαν έπήλυθε νήδυμος ύπνοςενόε δ’ άνακλινθεϊσα, λύθεν δέ οί άψεα πάντα. Για τη μετάφραση του στίχου 794 ακολούθησα και πάλι κατά γράμμα τη μετάφραση του Ζήσιμου Σιδέρη.
Γλέντια μνηστήρων. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.
αψιερωμα/33
Ίρ ις Τζαχίλη
— Ο αργαλειός της Καλυψώς— και ο αργαλειός της Πηνελόπης
Η Πηνελόπη και ο αργαλειός της. Μουσείο Κιούζι, Ιταλία.
Ομηρική υφαντική και σκέψη Τα πλαίσια και οι αναφορές της ομηρικής υφαντικής, η μορφή και ο χαρακτήρας της χαράχτηκαν από γνωστές ομηρικές εικόνες, η Καλυψώ που υφαίνει με χρυσή κερκίδα τραγουδώντας μπροστά στον αργαλειό της (ε 61-62), η Κίρκη που τραγου δά υφαίνοντας (κ 221-223), η Ελένη που γνέθει συζητώντας με τον Τηλέμαχο (δ. 120-135). Η τέχνη του αργαλειού είναι στον Όμηρο το κύριο γυναικείο έργο. Μαζί με την τέχνη του πολέμου αξιώνεται και αυτή της ονομασίας έργα του κύριου και γενικότερου όρου για οποιαδήποτε ανθρώπινη ενέργεια ή για το αποτέλεσμά της.
34/αφιερωμα Ά λ λ ’ ές οϊκον ίοϋσα τά σ’ αυτής 'έργα κόμιζε, ιστόν τ ’ ηλακάτην τε, λέει ο Έκτορας στην Αν δρομάχη (Ζ 490-491), και ο Τηλέμαχος στην Πη νελόπη δυο φορές (α 356-357, φ 350-351). Η τέ χνη του αργαλειού είναι μια από τις κατεξοχήν πράξεις, τόσο αυτονόητη στον γυναικείο περίγυ ρο, τόσο ολοφάνερη που δεν χρειάζεται ονομα σία πιο συγκεκριμένη. Η ίδια η Αθηνά τη δίδαξε στις γυναίκες των Φαιάκων (όώκεν Άθήνη έργά τ ’ έπίστασθαι περικαλλέα, η 111-112) και στις κόρες του Πανδάρεω (έργα δ’ Άθηναίη όέόαε κλυτά έργάζεσθαι, υ 72). Είναι η ειδοποιός δια φορά που χαρακτηρίζει τη γυναικεία εργασία ως γυναικεία, η απασχόληση που μπορεί και να ορίσει ακόμη τη γυναικεία υπόσταση. Δίνει όνο μα και αξία στις τεχνίτρες είτε είναι δούλες είτε ελεύθερες. Στην Ιλιάδα, όλες σχεδόν οι αιχμάλω τες που οι αρχηγοί παίρνουν στη μοιρασιά γνω ρίζουν άμύμονα ή άγλαά έργα: η τέχνη του αρ γαλειού ανελλιπώς αναφέρεται πλάι στο δέμας και την φνήν τους. Για τη ζωή και τη φήμη των γυναικών είναι ό,τι για τους άνδρες ο πόλεμος; μον’ τώρα εσύ στο σπίτι πήγαινε και τις δου λειές σου κοίτα τον αργαλειό, την αλακάτη σου, και πρόστα ζε τις βάγιες να πιάνουνε δουλειά; τον πόλεμο θα τον κοι τάξουν οι άντρες (Ζ 490-493) λέει ο Έκτορας στην Ανδρομάχη αποχαιρετών τας την, ως να ήταν ο αργαλειός το πάρισο της μάχης. Η ίδια ακριβώς φράση επαναλαμβάνεται δυο φορές στην Οδύσσεια. Και τις δυο φορές ο Τηλέμαχος απευθύνεται στη μητέρα του με τις ίδιες φράσεις. Η πρώτη φορά είναι όταν ακούγοντας τον Φήμιο να άδει τις συμφορές των Αχαιών η Πηνελόπη τον παρακαλεί να διηγηθεί κάτι άλλο. Ο Τηλέμαχος της απαντά με την ίδια φράση που αποχαιρετά ο Έκτορας την Ανδρο μάχη αντικαθιστώντας τη λέξη πόλεμο με τη λέξη μύθο (μύθος δ ’ άνδρεσσι μελήσει, α 358). Η δεύ τερη φορά είναι λίγο πριν τη μνηστηροφονία όταν η Πηνελόπη επεμβαίνει για να δοθεί το τό ξο στον Οδυσσέα. Ο Τηλέμαχος με την ίδια πάλι φράση αυτούσια, παραλλάσσοντας μια λέξη, της λέει να ασχοληθεί με τον αργαλειό της: τόξον ό’ άνδρεσσι μελήσει (φ 352). Για τους άνδρες ο πό λεμος, οι λόγοι και η δοκιμασία. Για τις γυναί κες ο αργαλειός και η ηλακάτη. Και από τον τρόπο που εκφέρεται η σταθερά επαναλαμβανό μενη έκφραση, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι στην ομηρική κλίμακα αξιών, χωριστή για τους άνδρες και για τις γυναίκες πρόκειται για πρά ξεις που ισοζυγιάζουν, άλλης τάξης και φύσης αλλά αντίστοιχες. Δύσκολα ωστόσο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η υφαντική είναι από τα σημαντικά ομηρικά θέματα. Εκτός από τον δόλο της Πηνε
λόπης οι αναφορές στην υφαντική, μολονότι συ χνές, δεν αποτελούν ουσιαστικό στοιχείο στην εξέλιξη του μύθου αυτού καθαυτού, δεν επέχουν θέση καθοριστική στην εξέλιξη της διήγησης. Οι εικόνες του αργαλειού και των άλλων συμπλη ρωματικών εργασιών, το ξάσιμο των μαλλιών, το γνέσιμο, ανακύπτουν συνήθως όταν οι ανάγκες του μύθου οδηγούν στους οίκους, στους κλει στούς γυναικείους χώρους που χαρακτηρίζονται από τη γυναικεία παρουσία και τα γυναικεία έρ γα. Με την ομηρική υφαντική και ακριβέστερα με τα πραγματολογικά της στοιχεία ασχολήθηκαν συνήθως όσοι μελέτησαν την υφαντική σε άλλα πεδία, στις αναπαραστατικές της κυρίως εκφάν σεις και στα υλικά της τεκμήρια. Οι πληροφο ρίες των ομηρικών κειμένων είναι οι πρώτες και οι συνεκτικότερες. Έτυχε από αυτούς να είμαι και εγώ. Περνώντας και ξαναπερνώντας άπό τα ίδια γνωστά και αμφίσημα χωρία, ψάχνοντας την ακριβή σημασία δυσνόητων όρων ή την τε χνική λειτουργία που απέδιδαν, σιγά σιγά, κα θώς οι οποιοσδήποτε φύσης πληροφορίες λει τουργούσαν, ακόμη και ως πληροφορίες, μόνο στα εκφραστικά τους συμφραζόμενα, άρχισαν να παρουσιάζονται ορισμένες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στην κύρια και τη μεταφορική χρήση των υφαντικών όρων, ανάμεσα δηλαδή στο αν η αναφορά στις κάθε είδους υφαντικές δουλειές γίνεται κυριολεκτικά ή εμπίπτει στα γλωσσικά φαινόμενα που λέγονται γενικά σχήματα λόγου. Οι ομηρικές μαρτυρίες με κριτήριο τον τρόπο που εκφέρονται στη διήγηση μπορούν να χωρι στούν σε δυο επίπεδα. Ή ανήκουν στον χώρο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, αποτελούν τμήμα της πραγματικότητας που την περιβάλλει, του ορατού και αναγνωρίσιμου κόσμου του ποιητή και των ακροατών του. Ή παίρνουν τη μορφή λογοτεχνικών σχημάτων* παρομοιώσεων ή μετα φορών και παρεμβάλλονται στη διήγηση ως ένα είδος δεύτερου λόγου με συσχετίσεις πολλαπλές και πολυσήμαντες με την καθεαυτή ιστορία. Οι υφαντικές αναφορές στη δεύτερη αυτή περίπτω ση είναι και αυτές ένας από τους τρόπους πα ρέμβασης της σκέψης του ποιητή για τα ανθρώ πινα. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει το σύνολο σχε δόν των υφαντικών μαρτυριών. Οι ομηρικές γυ ναίκες υφαίνουν όλες, θεές, νύμφες, βασίλισσες, δούλες. Αλλά καθώς η ματιά του ποιητή μετακι νείται ανάλογα με την κατάσταση και τη θέση των ηρώων του, οι λεκτικές του εκφράσεις και η συναισθηματική φόρτιση μεταβάλλεται: άλλη η σήμανση και το περιεχόμενο όταν υφαίνουν θεές και άλλη θνητές. Άλλη οι βασίλισσες και άλλη οι δούλες. Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα. Όταν στη Σπάρτη στο ανάκτορο του Μενελάου η Ελένη
αφιερωμα/35 κατεβαίνει να συναντήσει τον Τηλέμαχο Άρτέμιδι χρυσηλακάτφ ένκνΐα (δ 122), οι αμφίπολοί της της φέρνουν άλλη το κάθισμα (κλισίην εϋτνκτον) άλλη το κάλυμμα (τάπητα μαλακού έρίοιο) και άλλη τη χρυσή της ηλακάτη και το αργυρό καλαθάκι όπου είναι συγυρισμένα τα νήματά της: η βασίλισσα επιθυμεί να γνέθει συζητώντας με τον φιλοξενούμενο της. Εξάπαντος δεν είναι η ευχά ριστη και λίγο αφηρημένη απασχόληση της Ελέ νης που θα βοηθήσει να κλωστούν τα εκατοντά δες μέτρα νήμα που χρειάζονται για την ύφανση ενός μόνο χιτώνα. Αυτό το κάνουν οι ηλακάτειαι (από το ηλακάτη = ρόκα) όπως σύμφωνα με τα αρχεία του ανακτόρου της Πύλου ονομάζονταν οι γυναίκες που έγνεθαν.1 Η νομική κατάσταση αυτών των γυναικών όπως και όλων όσων ανή καν στο υφαντικό ανακτορικό κύκλωμα είναι συζητήσιμη: ήταν ή δεν ήταν δούλες με την έν νοια που μας είναι οκεία από την κλασική Αθή να; Κανείς όμως δεν αμφισβητεί την κοινωνική τους πραγματικότητα: πρόκειται για μισθωτές εργαζόμενες εξαρτημένες από την κεντρική εξου σία που αντάλλασσαν την εργατική τους δύναμη με τα απαραίτητα για την επιβίωσή τους αγαθά που τους παρείχε το ανάκτορο.2 Ας δούμε λίγο πώς μιλάει ο Όμηρος γι’ αυτή την άλλη πλευρά των πραγμάτων όταν η εργασία γίνεται κάτω από καταναγκασμό και ανάγκη. Ο αργαλειός σε ξένο σπίτι είναι η εικόνα της δυστυχίας που πε ριμένει τις γυναίκες όταν τους αφαιρεθεί η ελευ θερία. Δουλεία σημαίνει μαλλιά, ξάσιμο, γνέσιμο, αργαλειός, όλα κάτω από την ανάγκη. Δε λευτερώνω εγώ την κόρη σου, πριν μου γεράσει πρώτα στο Άργος μακριά από την πατρίδα της, στο αρχοντικό μου μέσα στον αργαλειό τη μέρα, ταίρι μου τη νύχτα στο κρεβάτι απειλεί ο Αγαμέμνονας τον Χρύση που ήρθε να τον παρακαλέσει να ελευθερώσει την κόρη του (Α 29-31). Και ο Έκτορας στην Ανδρομάχη (Ζ 454-458). όσο για σένα όταν χαλκάρματος κάποιος Αρ γίτης πάρει τη λευτεριά σου και ξοπίσω του σε σέρνει δακρυσμένη και στο Άργος πέρα υφαίνεις έπειτα στον αρ γαλειό μιας ξένης πολύ άθελά σου μα ανημπόρετη θα σε βαραί νει ανάγκη Η εναργέστερη φράση για τη συνειρμική σχεδόν εξάρτηση αργαλειού και δουλείας βρίσκεται στην Οδύσσεια. Η Ευρύκλεια λέει στον Οδυσσέα για τις δούλες που η ίδια ανάλαβε: (χ 423-425) δμωαί, τάς μέν τ’ έργα όιδάξαμεν έργάζεσθαι εϊριά τε ξαίνειν καί δουλοσύνην άνέχεαθαι
Ταυτόχρονα διδάσκεται στα ξένα σπιτικά η τέ χνη του μαλλιού και η αποδοχή της δουλείας. Η παραταχτική σύνδεση των τριών απαρεμφάτων ως αντικειμένων (έργάζεσθαι, ξαίνειν, άνέχε αθαι) και η εξάρτησή τους από το ίδιο ρήμα (διδάξαμεν) προβάλλει τη σύνδεση της υφαντικής με τη δουλεία τόσο βίαια νομίζω, όσο η απόλυτη αντιστροφή., από την ελευθερία στη σκλαβιά, που περιμένει τις γυναίκες των ηττημένων. Αυτή η συσχέτιση φαίνεται ότι επιβίωσε στην αρχαία σκέψη. Το διασημότερο ίσως παράθεμα της αρ χαίας γραμματείας για τη δουλεία, το απόσπα σμα από τα Πολιτικά του Αριστοτέλη (I, IV, 3) αναφέρεται και αυτό μεταξύ άλλων στην υφαντι κή: Εί γάρ ήδύνατο έκαστον των όργάνων κελευσθέν... ούτως αΐ κερκίδες έκέρκιζον αύταί καί τά πλήκτρα έκιθάριζεν, ούόέν άν έόει... τοϊς δεσπόταις δούλων. Τότε μόνο δεν θα χρειάζονταν οι δούλοι για τους αφέντες αν οι σαΐτες μπορούσαν να υφάνουν μόνες τους. Πλάι σε όλα όσα λέχτηκαν για το χωρίο αυτό αξίζει νομίζω να προσέ ξουμε τα παραδείγματα που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης, ποια α-σχολία πίστεψε τόσο συνυφασμένη με την ανθρώπινη σκλαβιά ώστε να τη φέρει ως παράδειγμα του αυταπόδειχτου της δουλείας. Είναι δυνατόν οι αργαλειοί να δουλέ ψουν μόνοι τους; Τα προϊόντα του αργαλειού είναι πολύτιμα. Είναι αγαθά άμεσης ανάγκης και αναμφισβήτη τα η μεγαλύτερη ποσότητα παράγεται και χρησι μοποιείται στα πλαίσια κοινωνιών επιβίωσης εκτός εμπορικών κυκλωμάτων σε όλη την αρΓνναίκα της συνοδείας της Πηνελόπης. Μουσείο Νεά πολης, Ιταλία.
36/αφιερωμα χαιότητα. Ωστόσο η ανταλλακτική αξία τους ήταν φαίνεται υψηλή μολονότι το τμήμα της πα ραγωγής που προοριζόταν για ανταλλαγές ήταν ποσοτικά ελάχιστο. Ένα ύφασμα αντιπροσω πεύει εκτός από την πρώτη ύλη πάμπολλες ώρες εργασίας, και μάλιστα, ειδικευμένης εργασίας. Όσο πιο περίτεχνα ήταν τα υφαντά τόσο η επέν δυση σε ώρες εργασίας και σε τέχνη ήταν υψηλό τερη άρα τόσο περισσότερη αξία έπαιρνε. Στην κλίμακα των πολύτιμων ανταλλάξιμων αγαθών τα εϊματα έρχονται μετά τον χρυσό και τον χαλ κό. Οι Φαίακες γεμίζουν το πλοίο του Οδυσσέα όταν φεύγει με χρυσάφι, χαλκό, και εϊματα ε ν -. ποίητα (ν 368-369). Και στα αρχεία του ανακτό ρου της Κνωσού αναφέρεται ειδική κατηγορία ενδυμάτων τα ke-se-nu-wi-ja (ξένΓα) που προο ρίζονταν μάλλον για ανταλλαγές με μορφή δώ ρων.3 Πόσο πιο πολύτιμες όμως είναι οι ίδιες τεχνίτρες, αυτές που γνωρίζουν την τέχνη, που απο τελούν αυτή καθαυτή την πηγή των αγαθών και μπορούν επ’ αόριστον και επαναληπτικά να δη μιουργούν ολοένα καινούρια. Θεωρούνται αγα θό περιζήτητο, γέρας, και τίθενται ως έπαθλο στα άθλα επί Πατρόκλω ή προσφέρονται για να εξευμενίσουν τον Αχιλλέα (I 270). Είναι οι δμφές αυτές που στα ανάκτορα των νικητών θα πρέπει να μάθουν να ανέχονται την δουλοσύνη. Ξακουστές για την τέχνη τους στην Ιλιάδα είναι οι Σιδώνιες. Είναι οι αιχμάλωτες που στην Τροία ύφαναν τον παμποίκιλον πέπλο, αυτόν που προσφέρουν οι Τρωαδίτισσες στην Αθηνά για να τους βοηθήσει στις τύχες του πολέμου (Ζ 289-295). Στην Οδύσσεια οι ξακουστές για την τέχνη τους είναι οι γυναίκες των Φαιάκων. Είναι τόσο καλές υφάντρες όσο οι Φαίακες είναι καλοί ναυτικοί (η 108-111) τι όσο τους άλλους άντρες ξεπερνούν οι Φαίακες στα πελάγη να κυβερνούν τα γρήγορα άρμενα, παρόμοια πρώτες είναι στην τέχνη τον αργαλειού οι γυναίκες τους τις μοίρανε η Παλλάδα και από δουλειές να νιώθουν όμορφες και μυαλωμένες να ναι Όταν από τον κόσμο της πραγματικότητας με τακινηθούμε στον κόσμο της μεταφορικής της ανάπτυξης, όταν δηλαδή στο ομηρικό κείμενο απομονώσουμε τις υφαντικές παρομοιώσεις και μεταφορές, ο γυναικείος χώρος της εργασίας και του οίκου χάνεται. Βρισκόμαστε πλέον στις μά χες και στο χώρο της σκέψης. Το πρώτο πράγμα που έχει να παρατηρήσει κανείς είναι ότι η υφαντική ως μεταφορική έκφραση ανήκει στον κόσμο των ανδρών αποκλειστικά. Πουθενά στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια δεν χαρακτηρίζει γυ ναικείες κινήσεις ή στάσεις ή ο,τιδήποτε που σχετίζεται με γυναικεία σκέψη.
Δυο φορές συναντούμε θέματα από τον υφαν τικό κύκλο στις ομηρικές παρομοιώσεις. Η πρώ τη είναι στο Μ της Ιλιάδας (Μ 431-435). Πρόκει ται για τη στιγμή που η μάχη είναι αμφίρροπη γύρω από το μέγα τείχος τών ’Αχαιών, λίγο πριν την παραβίαση της πύλης από τον Έκτορα. Η μάχη είναι αμφίρροπη αλλά η ισορροπία, όλοι το καταλαβαίνουν, είναι τελείως πρόσκαιρη. Η πα ρομοίωση που κάνει ο Όμηρος για την εύθραυ στη αλλά κρίσιμη ισορροπία είναι η ζυγαριά της γνέστρας.
ώς τε τάλαντα γυνή χερνήτις άληθής, ή τε σταθμόν εχοουσα καί εϊριον άμφίς άνέλ κει ίσάζουσ', ϊνα παισίν άεικέα μισθόν άρηται (άπαράλλαχτα μέ ζυγαριάς παλάντζες πού τήν κρατάει μια τίμια αργάτισσα ψηλά, κι ισοζυγιάζει μαλλί και βάρια, φτωχοπόρεψη να δώσει στα παιδιά της) Οι πολεμόχαροι Αχαιοί προσπαθούν να τη διατηρήσουν αυτήν την ισορροπία όπως η χερνή τις προσπαθεί να ισοζυγιάσει τη ζυγαριά της. Αλλιώς, αν η ισορροπία αυτή ανατραπεί, κατα στροφή περιμένει τους Αχαιούς, οι Τρώες δια βαίνουν το τείχος και δεν τους μένουν παρά τα πλοία. Σ’ αυτή την τελευταία αμφίρροπη στιγμή προτού η τύχη κλίνει οριστικά, η παρομοίωση που φέρνει ο Όμηρος είναι η ζυγαριά της αλη θούς γνέστρας. Μόνο αν η ζυγαριά ισορροπήσει η τεχνίτρα θα πάρει τον αεικέα μισθόν για τα παιδιά της. Αλλιώς πώς θα τα θρέψει; Η χερνήτις η διά χειρών νήθονσα κατά τον Ευστάθιο είναι τεχνίτρα που της δίνουν μιαν ορισμένη ποσότητα μαλλί και το παραδίδει έτοιμο ως κλωστή. Η διαδικασία που βρίσκεται πίσω από την ομηρική παρομοίωση είναι κατά πάσα πιθανότητα αυτή που ονομάζεται στα αρχεία του ανακτόρου της Πύλου ταλασία. Το ανάκτορο ή η όποια άλλης μορφής συγκεντρωτική εξουσία παραδίδει συ γκεκριμένη ποσότητα πρώτης ύλης - μαλλί ή μέ ταλλα - σε εξαρτημένους εργαζόμενους και ανα μένει από αυτούς την ανάλογη ποσότητα μετα ποιημένου προϊόντος. Το ανάκτορο παραδίδει ως ανταμοιβή στον εργαζόμενο συγκεκριμένες ποσότητες τροφίμων, στάρι, κριθάρι, λάδι, σύ κα, υπολογίζοντας τις βιοτικές του ανάγκες.4 Η όλη διαδικασία γίνεται στην περίπτωση του μαλλιού με το ζύγι. Μόνο εάν η ποσότητα της έτοιμης κλωστής έχει το σωστό βάρος, ο εργαζό-
αφιερω μα/37 μένος, και στην προκειμένη περίπτωση η χερνήτις, θα λάβει τον αεικέα μισθόν για να θρέψει τα παιδιά της. Γι’ αυτό η ώρα που θα ζυγιαστεί το μαλλί είναι κρίσιμη. Όσο και αν η τεχνίτρα εί ναι αληθής πάντα η φόρα μπορεί να είναι πε ρισσότερη από το κανονικό. Η εξισορρόπηση της ζυγαριάς είναι ανάγκη απόλυτη, διαφορετικά οι συνέπειες θα είναι σοβαρές όπως ακριβώς και αν η ζυγαριά κλίνει σταθμόν εχουσα για τους Αχαιούς ή τους Τρώες. Η δεύτερη παρομοίωση είναι από το Ψ της Ιλιάδας στα άθλα επί Πατρόκλω. Στό αγώνισμα του δρόμου αγωνίζονται ο Αίας ο γιος του Οϊλέα, ο Οδυσσέας και ο Αντίλοχος (Ψ 760-763). Προηγείται ο Αίας και πίσω του ακριβώς τρέχει σε ελάχιστη απόσταση ο Οδυσσέας. Τόσο κοντά, λέει ο Όμηρος, όσο φτάνει ο κανόνας στο στή θος της υφάντρας όταν τον τραβάει μπροστά της για να περάσει στο άνοιγμα, που σχηματίζεται, η σαΐτα με την κλωστή. άγχι μάλα, ώς δτε τις τε γυναικός έϋζώνοιο στήθεός έστι κανών, δν τ ’ εύ μάλα χερσί τανύσση πηνίον έξέλκονσα παρέκ μίτον, άγχόθι ό’ ίαχεί στήθεος... (Πως στης όμορφης το στήθος ανυφάντρας κοντοζυγώνει το ξυλόχτενο, καθώς το κρούει με βιάση το υφάδι απ’ το στημόνι ανάμεσα περνώντας, κι ώς το στήθος co φέρνει...) Στον τύπο του αργαλειού που αναφέρονται οι στίχοι, οι δύο σειρές των στημονιών σταυρώνουν εναλλάξ με τη βοήθεια του κανόνα στον οποίο είναι προοσαρτημένη η μια σειρά των στημο νιών. Ό ταν αυτός ο κανόνας τραβιέται από την υφάντρα μπροστά προς το στήθος της, μετακι νείται μαζί του η μία σειρά των στημονιών και ανάμεσα σ’ αυτήν και στη δεύτερη η υφάντρα με το άλλο της το χέρι περνά τη σαΐτα με το υφάδι. Στην κίνηση αυτή αναφέρεται η παρομοίωση. Νομίζω ότι το δεύτερο σημαντικό στοιχείο που παραλείπεται, γιατί ίσως αυτονόητο, είναι το αδύνατον της προσέγγισης: ο κανόνας πλησιάζει το στήθος της υφάντρας, αλλά δεν το φτάνει πο τέ γιατί αυτό μετακινείται όπως οι δυο δρομείς. Πρόκειται για κίνηση του αργαλειού επαναλαμ βανόμενη, που την εκτελεί η υφάντρα μετακι νούμενη επίσης συνεχώς. Το κοινό σημείο και των δύο αυτών παρο μοιώσεων όπως και άλλων από τον τεχνικό κό σμο είναι ότι η περίφημη προς τρίτον σύγκριση (tertium comparationis) όπου στηρίζεται το σχή μα της παρομοίωσης5 τίθεται στην κατηγορία της κίνησης, της επαναλαμβανόμενης, της ελεγχόμε νης από την ανθρώπινη δεξιοσύνη και αποτελεσματικότητα. Πρόκειται για κινήσεις με σκοπό,
και στη δεύτερη περίπτωση με ρυθμό, κινήσεις της δουλειάς που φέρνουν αποτέλεσμα και πα ράγουν εργον. Ωστόσο η κύρια μεταφορική διάσταση της υφαντικής αυτής καθαυτής φαίνεται από τις με ταφορικές χρήσεις του ρήματος υφαίνω που εγγράφονται όλες στην κατηγορία της νόησης. Υφαίνω συνήθως σημαίνει καταστρώνω σχέδιο και οι λέξεις που παίρνει ως αντικείμενο είναι δόλος, μήτις μϋθος και μήδεα. Αυτό ακριβώς ε ξάλλου γίνεται και στην ύφανση. Το υφαντικό σχέδιο καταστρώνεται στο νου της υφάντρας και υλοποιείται με τη δεξιοσύνη της. Η τέχνη του αργαλειού είναι κατεξοχήν τέχνη της νόησης. Πρόκειται για την πραγματοποίηση ενός σχεδίου που από πριν καταστρώθηκε στο μυαλό της υφάντρας, που περιλαμβάνει υπολογισμούς διεξοδικούς και ακριβείς. Για όλους τους άλλους εκτός από αυτήν που υφαίνει το σχέδιο είναι άγνωστο, αποκτά υλική υπόσταση, γίνεται ορα τό και υπαρκτό, μόνο μέσω της σκέψης της. Η σκέψη αυτή είναι καλυμμένη και γι’ αυτό επικίν δυνη και αποτελεσματική. Η μεταφορική χρήση του υφαίνω με αντικείμενο τις λέξεις μήτις και δόλος παρουσιάζεται σε καταστάσεις δύσκολες όπου ακριβώς πρέπει να εξευρεθεί διέξοδος μέ σω της μήτιδος και του δόλου. Η λέξη μήτις σαν αντικείμενο χρησιμοποιείται επτά φορές και τρεις φορές η λέξη δόλος. Ο Οδυσσέας στη σπη λιά του Κύκλωπα υφαίνει δόλους για να μπορέ σει να σωθεί αυτός και οι σύντροφοί του (ι 422). Το ίδιο και ο Νέστορας για να βοηθήσει τους Αχαιούς (Η 324). Η στάθερή χρήση της λέξης Καλυψώ. Α ρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
38/αφιερωμα υφαίνω σε καταστάσεις δύσκολες από όπου για να μπορέσει κανείς να βρει διέξοδο, πρέπει να εξυφανθεί μήτις, μου θυμίζει την κίνηση της σαΐ τας που πρέπει να περάσει ανάμεσα από τις δυο σειρές διασταυρωνόμενα στημόνια προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση για να βγει στην άκρη του υφάσματος. Αυτές εξάλλου ακριβώς είναι οι κινήσεις που συνιστούν την ύφανση. Στην Ιλιάδα, την Οδύσσεια και τους ομηρι κούς ύμνους το ρήμα υφαίνω αναφέρεται 13 φο ρές κυριολεκτικά και 9 φορές μεταφορικά. Κάθε φορά που η χρήση του είναι κυριολεκτική, υπο κείμενο είναι πάντα γυναίκες. Ο αργαλειός στην ομηρική κοινωνία όπως και στην κλασική Ελλά δα είναι υπόθεση γυναικεία. Αντίθετα κάθε φο ρά που γίνεται χρήση μεταφορική με την έννοια υφαίνω σκέψεις και αναφέρεται σε νοητική σύλ ληψη, τότε το υποκείμενο είναι πάντα άνδρες: Υφαίνει η Καλυψώ, οι γυναίκες της Σιδώνας, η Ελένη, η Πηνελόπη και υφαίνουν υφάσματα. Υφαίνουν ο Οδυσσέας, οι μνηστήρες, ο Νέστορας και υφαίνουν σκέψεις. Στις γυναίκες ανή κουν μόνο οι κινήσεις των χεριών και της σαΐ τας, αυτές έχουν για να διηγηθούν και να περιγράψουν τον κόσμο όπως η Ελένη που υφαίνει στον αργαλειό της τα θαύματα του κόσμου (Γ 125-128). Ο επικός λόγος δεν τους ανήκει. Μύ θος δ’ ανδρεσσι μελήσει, λέει ο Τηλέμαχος στη μητέρα του στέλνοντάς την πίσω στα διαμερίσματά της όταν κατέβηκε να ακούσει τον Φήμιο. Η δύναμη της νοητικής σύλληψης, της κατά στρωσης και της πραγμάτωσης ενός σχεδίου στα ομηρικά έπη μοιάζει να υπεξαιρέθηκε από τις γυναίκες. Οι παρομοιώσεις και οι μεταφορικές διαδρομές των υφαντικών εικόνων και όρων αφορούν έναν κόσμο τελείως ανδρικό: η μάχη γύρω από το τείχος, οι αγώνες προς τιμή του Πάτροκλου καθώς και τα μεταφορικά παιγνίδια της λέξης υφαίνω στη διήγηση ανακύπτουν πά ντα από την πλευρά του κόσμου που θεωρούνται ανδρικοί χώροι. Ας γυρίσουμε στους διάσημους αργαλειούς της Οδύσσειας, στον αργαλειό της Κίρκης, της Καλυψώς και της Πηνελόπης, που σηματοδο τούν και οι τρεις μια στάση μακρόχρονη στις πε ριπλανήσεις του Οδυσσέα. Όλοι είναι έδρες δό λου για την παραπλάνηση της γνώσης ή της θέ λησης, οι δυο πρώτοι επιπλέον μαγικοί και επι κίνδυνοι. Ο αργαλειός της Πηνελόπης είναι ο χώρος με τη γεωμετρική έννοια της λέξης όπου εξυφαίνεται το κατεξοχήν στρατήγημα της Οδύσσειας ο μέγας δόλος της Πηνελόπης. Στην περιγραφή του δόλου το ρήμα υφαίνω χρησιμο ποιείται δυο φορές και αναφέρεται στην πραγ ματική ύφανση. Για να ορίσει όμως τη σύλληψη του δόλου της η Πηνελόπη χρησιμοποιεί ένα άλ λο ρήμα, το ρήμα τολυπεύω που και αυτό προέρ χεται από την επεξεργασία του μαλλιού και ση μαίνει τυλίγω μαλλί για να φτιάξω κουβάρι. Η
εργασία αυτή είναι πολύ απλή δεν χρειάζεται νοητική συγκέντρωση (ιόνο δεξιοτεχνία. Καμιά εξύφανση σκέψεων. Αυτό μόνο έμεινε στην Πη νελόπη για να περιγράψει το δόλο της, σημείο κλειδί στην εξέλιξη του μύθου (τ 137-163). πρώτα το νον μου κάποιος φώτισε θεός, στην κάμαρά μου τρανό αργαλειό να στήσω, θέλοντας πανί να υφάνω τάχα, πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά τους είπα τότε: «Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη, για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα. Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω για την ώρα που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα. να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει τάχα πως κοίτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τό σα πλούτη».
'
Έσι τους μίλησα, κι η πέρφανη καρδιά τους τ ’ απεόέχθη. Κι αλήθεια όλη μέρα δούλευα το ατέλειωτο πανί μου, και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινα στο φως δα διών που ανάβαν Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος μου πλα νεύοντας τους όλους. πάνω στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές τον χρόνον, κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες, τούτες οι σκύλες το μαρτύρησαν, οι αδιάντροπές μου δούλες κι ήρθαν εκείνοι και με τσάκωσαν κι είπαν βαριές κουβέντες ΓΤ αυτό και στανικώς ξετέλεψα το φάσιμο, άθελά μου. **1 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Για το θέμα των ηλακατειών 6λ. Γ. Προμπονά, Λεξικό της Μυκηναϊκής Ελληνικής, Αθήνα 1978, σ. 90-92 όπου και βι βλιογραφία. 2. Βλ. συνοπτικά John Chadwick, The Mycenaean World, 1976 σ. 77-84. 3. Βλ. Γ. Προμπονά, Ανθολογία Μυκηναϊκών κειμένων, Αθή να 1983, σ. 121. 4. Για την ανάλυση του συστήματος της ταλασίας και τη σχετι κή βιβλιογραφία βλ. Yves Duhoux, Aspects du vocabulaire economique mycenien. Άμστερνταμ, 1976, σ. 69-112. 5. Για τις ομηρικές παρομοιώσεις βλ. Γ. Κακριδή, Ομηρικά θέματα, Αθήνα 1954, σ. 114-131 και Wolfgang Schadewaldt. Από τον κόσμο και το έργο του Ομήρου (μετ. Φάνη Κακριδή), Αθήνα 1980, σ. 165-191. * Οι μεταφράσεις όλων των ομηρικών χωρίων είναι από τη μετάφραση Καλουτζάκη-Κακριδή.
αφιερωμα/39
Μενέλαος Μ. Χριστόπουλος
Οί Σειρήνες
Ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει δεμένος στο κατάρτι το μαγικό τραγούδι των Σειρήνων, οι οποίες παριατάνονται ως φτερωτές υπάρξεις με κεφαλή ωραίων γυναικών και σώμα αρπακτικού που λιού. Δ ύο Σειρήνες όιακρίνονται επάνω σε βράχους και άλλη μια πετά επάνω από το πλοίο: (Λονδίνο, Βρετανικό Μουσείο).
Γοητευτικές όπως ο έρωτας, συγκινητικές όπως ο θάνατος, ακατανίκητες όπως η μουσική, μετά από τόσα χρόνια, τόσες μελέτες, τόσες ερμηνείες, οι Σειρήνες της Οδύσσειας ταράζουν τον αναγνώστη ή τον ακροατή, διεκόικούν ό,τι πιο τρυφερό και επώόυνο κρύβει μέσα στη μνήμη του και ταυτίζονται με τολμηρές και ευαίσθη τες αναζητήσεις της ανθρώπινης σκέψης που κανείς, ούτε το πλοίο του Οόυσσέα, δεν μπορεί να οικειοποιηθεί ατιμώρητα. Το πέρασμα του Οδυσσέα από τις Σειρήνες το τον Άδη, τον συμβουλεύει πώς να αποφύγει ποθετείται αμέσως μετά τη Νέκυια και πριν από τους κινδύνους που τον απειλούν. την άφιξή του στο στενό της Σκύλλας και της Σειρήνας μεν πρώτον άφίξεαι, αΐ ρα τε πάνΧάρυβδης. Οι Σειρήνες μνημονεύονται σε τρία τας σημεία της Οδύσσειας: άνθρώπονς θέλγουσιν, δτις σφέας είσαφίκη1. Στους στίχους 39-54 της ραψωδίας μ όπου η ται. Κίρκη, μετά την επιστροφή του Οδυσσέα από
40/αφιερωμα έπλετο νηνεμίη, κοίμησε δέ κύματα δαίμων, δς τις άϊδρείη πελάση καί φθόγγον άκούση άνστάντες δ ’ έταροι νεός ιστία μηρύσαντο, Σειρήνων, τφ ό’ οϋ τι γυνή καί νήπια τέκνα καί τά μέν έν νηΐ γλαφυρή δόλον, οί δ ’ έπ’ οΐκαδε νοστήσαντι παρίσταται ούδέ γάνννέρετμά ται, έζόμενοι λεύκαινον ύδωρ ζεστής έλάτησιν. άλλά τε Σειρήνες λιγυρή θέλγονσιν άοιδή, αύτάρ έγώ κηροϊο μέγαν τροχόν όξέϊ χαλκώ ήμεναι έν λειμώνι· πολύς δ ’ άμφ’ όστεόφιν θ'ις τυτθά διατμήξας χερσί στιδαρήσι πίεζον. άνδρών πυθομένων, περί δέ ρινοί μιννθονσι. αίψα δ ’ ίαίνετο κηρός, έπεί κέλετο μεγάλη ΐς άλλά παρέξ έλάαν, επί δ ’ οϋατ’ άλεϊψαι εταί Ήελίου τ ’ αυγή Ύπεριονίδαο άνακτοςρων έξείης δ’ έτάροισιν έπ’ οϋατα πάσιν άλειψα, κηρόν όεψήσας μελιηδέα, μή τις άκούση οί δ’ έν νηΐ μ ’ έδησαν όμοϋ χεϊράς τε πόδας τε τών άλλων άταρ αυτός άκουέμεν αϊ κ’ έθέλόρθόν έν ίστοπέόη, έκ δ’ αυτού πείρατ’ άνήησθα, πτο ν δησάντων σ’ έν νηΐ βοή χεϊράς τε πόδας τε αύτοί δ’ έζόμενοι πολιήν άλ« τύπτον έρεόρθόν έν ίστοπέόη, έκ δ’ αύτοϋ πείρατ’ άνήτμοΐς. φθω, άλλ’ δτε τάσσον άπήν δσαον τε γέγωνε δοήόφρα κε τερπόμενος δπ’ άκούης Σειρήνοιϊν. οας, εΐ δέ κε λίσσηαι έτόρους λϋσαί τε κελεύης, ρίμφα διώκοντες, τάς δ’ ού λάθεν ώκύαλος οί δέ σ’ ένί πλεόνεσσι τότε δεσμοισι διδέντων. νηϋς Πρώτα θα φτάσεις στις Σειρήνες που μαγεύ έγγύθεν όρνυμένη, λιγυρήν δ’ έντυναν άοιουν όλους τους ανθρώπους όσους έρχονται κον δή ν τά τους. Όποιος ανήξερος ζυγώσει κι ακούσει “Δεϋρ’ άγ’ ιών, πολύαιν’ Όδυσεϋ, μέγα κϋτη φωνή των Σειρήνων, ούτε η γυναίκα του και όος ’Αχαιών, τα μικρά παιδιά του στέκουν στο πλευρό του κι νήα κατάστησον, ϊνα νωϊτέρην δπ’ άκούσης. ούτε χαίρονται το γυρισμό του· αλλά οι Σειρήνες ού γάρ πώ τις τήδε παρήλασε νηΐ μελαίνη, τον μαγεύουν με το γλυκό τραγούδι τους καθι πριν γ ’ ήμέων μελίγηρυν άπό στομάτων δπ’ σμένες στο λιβάδι· καί γύρω, πολύς σωρός τα άκοϋσαι, κόκκαλα των ανθρώπων που σαπίζουν και πάνω άλλ’ δ γε τερψάμενος νεϊται καί πλείονα είτους οι σάρκες αποσώνονται. Αλλά πέρνα μα δώς. κριά! Κι άλειψε τα αυτιά των συντρόφων σου με ιδμεν γάρ τοι πάνθ’ δσ’ ένί Τροίη εύρείη γλυκό, μαλακωμένο κερί, κανείς να μην ακούσει Άργεϊοι Τρώές τε θεών ίότητι μόγησαν από τους άλλους· μα εσύ αν θέλεις ο ίδιος να ιδμεν δ ’ δσσα γένηται έπί χθονί πουλυδοακούσεις, να σε δέσουν τότε χέρια και πόδια στο τείρη.” γρήγορο πλοίο, όρθιο στη βάση απ’ το κατάρτι "Ως φάσαν ίεϊσαι δπα κάλλιμον ανταρ έμον κι επάνω του να στερεώσουν τις άκρες από τα κήρ σκοινιά, για να χαρείς ακούγοντας τη φωνή των ήθελ’ άκουέμεναι, λϋσαί τ ’ έκέλευον εταί δύο Σειρήνων. Κι αν θα παρακαλείς κι αν θα ρους, γυρεύεις στους συντρόφους σου να σε λύσουν, όφρύσι νευστάζων οί δέ προπεσόντες έρεσεκείνοι τότε να σε δένουν με πιο πολλά δεσμά. σον. 2. Στους στίχους Ϊ58-200 της ραψωδίας μ όπου ο αύτίκα δ’ άνστάντες Περιμήδης Εύρύλοχός τε Οδυσσέας διηγείται πώς προειδοποίησε τους πλείοαί μ ’ έν δεσμοισι δέον μάλλον τε πιέζον. συντρόφους του και πώς, ακολουθώντας τις αύτάρ έπεί δή τάς γε παρήλασαν, ούδ’ έτ’ συμβουλές της Κίρκης, άκουσε τις Σειρήνες: έπειτα φθόγγον Σειρήνων ήκούομεν ούδέ τ ’ άοιδήν, Σειρήνων μεν πρώτον άνώγει θεσπεσιάων αΐψ’ άπό κηρόν έλοντο έμοί έρίηρες εταίροι, φθόγγον άλεύασθαι καί λειμών' άνθεμόεντα. δν σφιν έπ’ ώσίν άλειψ’, έμέ τ ’ έκ δεσμών άνέοϊον έμ’ ήνώγει δπ’ άκουέμεν άλλά μέ δεσμώ λυσαν. δήσατ’ έν άργαλέφ, δφρ' ϊμπεδον αυτόθι μίμνω, (Η Κίρκη) μας παραγγέλνει πρώτα να γλιτώ ορθόν έν ίστοπέόη, έκ δ’ αυτού πείρατ’ άνή- σουμε απ’ τη φωνή των θαυμαστών Σειρήνων και φθω. το ανθισμένο τους λιβάδι· μονάχα εγώ, παράγγειλε, να ακούσω τη φωνή τους· αλλά εσείς εί δέ κε λίσσωμαι ύμέας λϋσαί τε κελεύω, ύμεΐς δ ’ έν πλεόνεσσι τότε δεσμοισι πιέζειν.” δέστε με με δεσμά σφιχτά, να μείνω ακίνητος ΤΗ τοι έγώ τα έκαστα λέγων έτάροισι πίφαυ- εδώ, όρθιος στη βάση απ’ το κατάρτι κι επάνω του να στερεώσετε τις άκρες από τα σκοινιά. Κι σκον αν σας παρακαλώ κι αν σας γυρεύω να με λύσε τόφρα δέ καρπαλίμως έξίκετο νηϋς ενεργής τε, εσείς τότε να με σφίγγετε με πιο πολλά δε νήσον Σειρήνοιϊν έπειγε γάρ ονρος άπήμων. αύτίκ’ ΐπειτ άνεμόξ μεν έπαύσατο · ήδέ γαλή σμά”. Έτσι λοιπόν λέγοντας το καθετί τα φανέ ρωσα όλα στους συντρόφους μου. Αλλά εν τω νη
αφιερωμα/41 μεταξύ το καλοφτιαγμένο μας πλοίο έφτανε γορ γά στο νησί των δύο Σειρήνων γιατί ένας άνεμος πρίμος και καλός το οδηγούσε. Αμέσως έπειτα ο αέρας έπαψε- γαλήνη απλώθηκε και νηνεμία· κι ένας θεός κοίμησε τα κύματα. Κι οι σύντροφοί μου σηκώθηκαν, μάζεψαν τα πανιά και t a απόθεσαν μέσα στο κοίλο πλοίο- κάθισαν στους σκαρμούς κι άσπριζαν τα νερά με τα στιλπνά, ελάτινα κουπιά. Τότε εγώ με το κοφτερό χάλκινο σπαθί μου έκοψα σε κομμάτια ένα μεγάλο τροχό από κερί και το πίεσα με τα δυνατά μου χέριαγρήγορα ζεσταινόταν το κερί γιατί και η πίεση και η λάμψη του θεού Υπερίωνα Ήλιου ήταν με γάλη- κι άλειψα τ’ αυτιά όλων των συντρόφων μου με τη σειρά- κι εκείνοι με έδεσαν χέρια και πόδια στο πλοίο, όρθιο στη βάση απ’ το κατάρτι κι επάνω του στερέωσαν τις άκρες των σκοινιώνκάθισαν έπειτα και χτυπούσαν τη λευκή θάλασ σα με τα κουπιά- αλλά όταν τόσο απείχαμε όσο μπορεί να φτάσει η φωνή, φεύγοντας με βιασύ νη, εκείνες δεν άφησαν να τους ξεφύγει το γρή γορο πλοίο που περνούσε από κοντά τους κι έστησαν γλυκόηχο τραγούδι- “ Έλα από δω κα θώς περνάς, πολυτραγουδισμένε Οδυσσέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών. Σταμάτησε το πλοίο σου ν’ ακούσεις τη φωνή μας εμάς των δύο- γιατί ποτέ κανείς δεν προσπέρασε από δω με μαύρο πλοίο πριν ν’ ακούσει απ’ τα χείλη μας τη φωνή μας, γλυκόλαλη σα μέλι. Αλλά όποιος τη χαρεί φεύγει κι έχει μάθει πιο πολλά. Γιατί ξέρουμε εμείς όλα όσα έπαθαν οι Αργείοι και οι Τρώες στην πλατιά Τροία με θέλημα των θεών, ξέρουμε ό,τι γίνεται στην τροφοδότρια γη”. Έτσι είπαν, στέλνοντας την όμορφη φωνή τους- κι εμένα η καρδιά μου ήθελε να ακούσει- και γύρευα στους συντρόφους μου να με λύσουν γνέφοντας με τα φρύδια μουαλλά αυτοί πεσμένοι πάνω στα κουπιά κωπηλα τούσαν- ο Περιμήδης κι ό Ευρύλοχος σηκώθη καν τότε και μ’ έσφιγγαν με πιο πολλά δεσμά. Έπειτα, όταν πια τις είχαν προσπεράσει και δεν ακούγαμε άλλο ούτε τη φωνή των Σειρήνων ούτε το τραγούδι τους, οι άξιοι σύντροφοί μου έβγα λαν γρήγορα το κερί που είχα αλείψει στα αυτιά τους κι έλυσαν κι εμένα από τα δεσμά. 3. Τέλος, στο στίχο 325 της ραψωδίας ψ όπου ο Οδυσσέας διηγείται τις περιπέτειές του στην Πη νελόπη: ήό’ ώς Σειρήνων άόινάων φθόγγον ακουσεν, ... και (διηγήθηκε) πώς άκουσε τη φωνή των φοβερών Σειρήνων.* Τα δύο πρώτα σημεία (τα στοιχεία που δίνει για τις Σειρήνες η Κίρκη και η περιγραφή του επεισοδίου από τον ίδιο τον ήρωα) περιέχονται στην αφήγηση του Οδυσσέα προς τον Αλκίνοο και τους ανθρώπους του. Το τρίτο σημείο, μια απλή μνεία του γεγονότος, δίνεται σε τρίτο πρό σωπο από τον ποιητή.
Το πέρασμα από το νησί των Σειρήνων, απο τελεί, όπως είναι γνωστό, κοινό τόπο στο νόστο του Οδυσσέα και των Αργοναυτών. Το πρώτο πλοίο που κατάφερε να περάσει δεν ήταν του Οδυσσέα αλλά του Ιάσονα. Πριν ακόμα από την αναχώρηση της Αργώς ο Κένταυρος Χείρων συμβούλεψε τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα για να μπορέσει να περάσει από τις Σει ρήνες. Πράγματι, όταν η Αργώ πλησίασε στο νη σί, ο Ορφέας σκέπασε με το τραγούδι του τη φω νή τους κι έσωσε τους συντρόφους του.1
Οι Σειρήνες και η ιστορία τους Σύμφωνα με μία εκδοχή, οι Σειρήνες γεννήθη καν από το αίμα που ράντισε τη γη όταν ο Ηρα κλής έσπασε το κέρας του Αχελώου παλεύοντας μαζί του για να κερδίσει την εύνοια της Διηάνειρας.2 Η γέννηση αυτή θυμίζει τη γέννηση των Ερινύων και συνδέει ήδη τις Σειρήνες με το θά νατο και το βασίλειο του Κάτω Κόσμου. Ο Αχε λώος θεωρείται πατέρας των Σειρήνων στις πε ρισσότερες μαρτυρίες.3 Η μητέρα τους συνδέεται τις πιο πολλές φορές με τη μουσική και τη γνώ ση: Μελπομένη ή Τερψιχόρη- αναφέρονται ακό μη η Στερόπη και η Γαία (Χθών).4 Τα ονόματα των Σειρήνων εξάλλου περιγράφουν και αυτά τη γοητεία της φωνής τους: Ιμερόπη (το παλιότερο που ξέρουμε), Θελξιόπη (ή Θελξινόη), Αγλαόπη (ή Αγλαόφωνος ή Αγλαόφημη), Πεισινόη (ή Πασινόη), Μολπή, Τέλης, Ραίδνη, Παρθενόπη, Λευκωσία και Λιγεία. Τα ονόματα αυτά μνημο νεύονται από τους μυθογράφους ανά τρία (ή και ανά τέσσερα) και συχνά η καθεμία από τις Σει ρήνες ειδικεύεται σε ένα συγκεκριμένο ρόλο (η μία παίζει λύρα, η άλλη αυλό, η τρίτη τραγου δάει κλπ.). Οι οπτικές παραστάσεις που έχουμε για τις Σειρήνες στηρίζονται σε αγγειογραφικές ή γλυ πτές απεικονίσεις και στις περιγραφές των κει μένων. Παριστάνονται συνήθως με σώμα που λιού και κεφάλι γυναίκας (ή και άνδρα). Η εικό να αυτή ανακαλεί ίσως παρόμοιες φτερωτές μυ θικές συλλήψεις δεν αποτελεί όμως κριτήριο για να συνδέσουμε μεταξύ τους διαφορετικά μυθικά όντα που εμφανίζουν απλώς κοινά εξωτερικά γνωρίσματα.5 Εξάλλου ο τύπος του πουλιού με κεφάλι ανθρώπου οφείλεται πιθανότατα σε ανα τολική επίδραση που εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους στον ελληνικό χώρο. Η εικονογραφική αντίληψη για τις Σειρήνες εξελίσσεται με την πά ροδο του χρόνου τόσο ώστε από τη σύζευξη γυ
42/αφιερωμα ναίκας και πτηνού φτάνουμε στην εικόνα της Σειρήνας που από τη μέση και πάνω είναι γυναί κα και από τη μέση και κάτω ψάρι. Η αλλαγή οφείλεται ίσως στην επίδραση άλλων θαλασσι νών μυθικών μορφών από την Οδύσσεια ή και από άλλες ελληνικές διηγήσεις, στην καταγωγή των Σειρήνων από τον Αχελώο ή το Φόρκυ που εμφανίζονται συνήθως με ουρά ψαριού και, τέ λος, στην παράδοση σύμφωνα με την οποία μετά το πέρασμα του Οδυσσέα οι Σειρήνες νικημένες έπεσαν στη θάλασσα.6 Τα κύματα μετέφεραν τό τε μία από αυτές στη Λευκωσία και μία άλλη ‘στην Παρθενόπη (Νάπολη). Στο ταξίδι αυτό που αιτιολογεί τις ονομασίες των δύο πόλεων η ουρά του ψαριού ήταν οπωσδήποτε ένα χρήσιμο εφό διο που πρόθυμα επιστράτευσε η δημιουργικότη τα των μυθογράφων. Η αισθητική αυτή αλλαγή υπαινίσσεται ίσως και μία άλλου γένους διαφο ροποίηση. Σε μια εποχή που οι ακτές και τα νη σιά γύρω από τη Μεσόγειο έχουν πια εξερευνηθεί και απομυθοποιηθεί οι Σειρήνες γίνονται μια πιο «διακοσμητική» θαλασσινή περιπέτεια και ο κίνδυνος που ενσαρκώνουν ακολουθεί, όπως τα ψάρια, το ίδιο το πλοίο στο ταξίδι του μέσα στη θάλασσα και δε συνδέεται πια με μια άγνωστη μαγική χώρα ή ένα μυστηριώδες νησί.7 Υποστηρίχτηκε ότι οι Σειρήνες ως πουλιά απεικονίζουν τις ψυχές των νεκρών, πράγμα που εκ πρώτης όψεως δικαιολογείται από τη σχέση τους με το θάνατο.8 Η πραγματικότητα είναι ίσως διαφορετική· δε συνδέονται με το θάνατο αλλά με τη μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλο και με την έννοια αυτή βρίσκουν τη θέση τους στα επικά θαλάσσια ταξίδια, όπως του Ιάσονα και του Οδυσσέα, που είναι εμποτισμένα από την ιδέα της περιπλάνησης σε έναν κόσμο ρευστό στα σύνορα ζωής και θανάτου. Την υπερκόσμια αυτή διάσταση την εντοπίζει ο Πλά τωνας στην αστρική μουσική του σύμπαντος,9 ενώ οι Πυθαγόρειοι συνέδεσαν τη μουσική και τη γνώση των Σειρήνων με τη μαθηματική αρμο νία του κόσμου, όπως εκφράζεται στο πρόσωπο του δελφικού Απόλλωνα (Ιαμβλ. περί του Πυθαγ. Βίου 82). Όμως οι ψυχές των ανθρώπων έμεναν έρημες, όταν χωρίζονταν από το σώμα τους. Η μουσική των Σειρήνων τους χάριζε τότε, μετά το θάνατο,
έρωτα για τα θεϊκά και ουράνια πράγιιατα και λήθη για τα βιώματα του πάνω κόσμου. ° Οι επι
τύμβιες στήλες μας δείχνουν συχνά πώς οι Σειρή νες υποδέχονται τις ψυχές των νεκρών στον Κά τω Κόσμο, ή, αλλιώς, πώς οι άνθρωποι εξορκί ζουν τον τρόμο του θανάτου με τη μουσική.
Η ομοιότητα του ονόματος Σειρήν με τη λέξη «σειρά» (-δεσμά) θεωρήθηκε συχνά σκόπιμη και αποκαλυπτική. Σύμφωνα με αυτή τη συσχέτιση οι Σειρήνες είναι εκείνες που δεσμεύουν, που δέ νουν, αν το όνομά τους «ερμηνευτεί» με βάση την ελληνική γλώσσα.11 Υποστηρίχτηκε ακόμη ότι το όνομα έχει σημιτική ρίζα (sir-τραγούδι, henCnn δένω) και σημαίνει μαγικό, δεσμευτικό τραγούδι.12 Η αληθινή ετυμολογία του ονόματος είναι δύσκολο να ανιχνευτεί, αλλά ίσως δεν είναι πια απαραίτητη. Είναι πιθανό ότι η παρετυμο λογική συσχέτιση με την ελληνική λέξη σειρά έγι νε εκ των υστέρων και οφείλεται απλώς στην ιδέα των δεσμών, ιδέα που εντάσσεται αναμφι σβήτητα στα θεματικά δεδομένα της διήγησης.13 Τα δεσμά που κρατούν τον ήρωα ακίνητο στο κατάρτι ακυρώνουν τη δεσμευτική μαγεία που χαρακτηρίζει τη φωνή των Σειρήνων.14 Στο ταξί δι των Αργοναυτών η μαγεία αυτή αντικρούεται από το τραγούδι του Ορφέα. Οι μόνοι θνητοί που κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν τις Σειρή νες έχουν πραγματοποιήσει το πέρασμα από τον Κάτω Κόσμο και έχουν οπλιστεί με κάτι που θα το περιγράφαμε σαν «εμβόλιο» κατά του θανά του: ο Οδυσσέας έχει γυρίσει από τον Ά δη και ο Ορφέας είναι η κατεξοχήν μυθική μορφή που συνδέεται με την κατάβαση. Το τραγούδι του Ορφέα και των Σειρήνων είναι το μέσο με το οποίο «βιώνεται» η προσέγγιση στο θάνατο. Το γεφύρωμα των δύο κόσμων γίνεται με τη μουσι κή και ειδικότερα με την πιο άμεση έκφρασή της, τη φωνή. Το τραγούδι υποδηλώνει μία ανθρώπι νη μουσική ταυτότητα, μια υπαρκτή υπόσταση προσώπου που όμως δεν είναι απαραίτητα ορα τή και με την έννοια αυτή οι ομηρικές Σειρήνες δεν έχουν όψη αλλά μόνον ήχο και γνώση. Η διαφορά ανάμεσα στην αργοναυτική διήγη ση και την Οδύσσεια είναι ότι ο Ορφέας σκέπα σε με τη φωνή του το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ο Οδυσσέας το άκουσε. Αν υποτεθεί ότι οι μεταγενέστερες εκδοχές που διασώθηκαν απηχούν την προ-ομηρική διήγηση για το πέρασμα των Αργοναυτών από τις Σειρήνες, τότε ο ποιη-
αφιερωμα/43 της της Οδύσσειας, έχοντας ως δεδομένη την επική διήγηση για την Αργώ, καινοτομεί ίσως παρουσιάζοντας τον ήρωά του να ακούει δεμέ νος το τραγούδι. Η στάση του Οδυσσέα στο κα τάρτι θυμίζει γενικότερα τη θέση κάποιου που πρόκειται να υποστεί μία δοκιμασία με την οποία θα αποδείξει το θάρρος και την αντοχή του. Η εικόνα του ανθρώπου που είναι δεμένος σε έναν πάσαλο, σε ένα δέντρο, σε ένα στύλο εί ναι χαρακτηριστική σε μυητικές ή άλλου είδους τελετουργικές δοκιμασίες. Η μαγική διάσταση του τραγουδιού των Σειρήνων που ανακρούεται χάρη στη μαγική-θεϊκή γνώση της Κίρκης αποτε λεί το θανάσιμο κίνδυνο της δοκιμασίας αυτής. Μία ατμόσφαιρα μαγείας ανιχνεύται ακόμη στην ξαφνική ησυχία της θάλασσας (μ 168-9) που, από πρακτική άποψη, επιτρέπει στον Οδυσσέα να ακούσει τις Σειρήνες. Το στοιχείο της μαγείας και της δοκιμασίας υπάρχουν στη διήγηση για .τις Σειρήνες και συνοδεύουν ίσως τον κεντρικό πυρήνα του θέματος πριν ακόμη ενσωματωθεί στην Οδύσσεια. Η έννοια της δοκιμασίας, ήδη στις πρωτόγονες τελετουργικές πράξεις, συνδέε ται τις περισσότερες φορές με τη ζωή και το θά νατο και συχνά σφραγίζει το πέρασμα από έναν τρόπο ζωής σε έναν άλλο (έφηβος—»άντρας, έν ταξη σε θρησκευτική ή κοινωνική ομάδα κλπ.). Στο έπος του Οδυσσέα η ίδια έννοια δεν υπη ρετεί πια το επιμέρους επεισόδιο, αλλά εντάσσε ται και υποστηρίζει συνολικά τις δοκιμασίες που προσδιορίζουν ολόκληρο το νόστο του ήρωα. Η μετατόπιση αυτή του βάρους μιας επιμέρους ιστορίας με αναμφισβήτητα υπαρξιακή φόρτιση είναι ίσως εκείνη που προσδίδει έναν αινιγματι κό χαρακτήρα πιο έντονο στις Σειρήνες από ό,τι σε άλλα «πρόσωπα» της Οδύσσειας. Γιατί κανείς από τους άλλους κινδύνους που παραμονεύουν τον Οδυσσέα δεν προκαλεί την εσωτερική κινη τοποίηση που οδηγεί τον ήρωα στο θάνατο.
Λνο
Η επιμονή του Ομήρου να προσδιορίζει τον αριθμό των Σειρήνων χωρίς να δίνει την παραμι κρή πληροφορία για τη μορφή τους είναι ένα από τα γοητευτικά στοιχεία που παρακολουθούν όλη την εξιστόρηση. Οι εικονογραφικές αναπα ραστάσεις του επεισοδίου αλλά και των Σειρή νων γενικότερα δε δίνουν σταθερό αριθμό και, άλλωστε, στην εικονογραφία οι μορφές υποτάσ
σονται συνήθως στην οικονομία του εικαστικού χώρου. Μπορούμε πάντως να παρατηρήσουμε ότι αν στις περισσότερες απεικονίσεις οι Σειρή νες έχουν χαρακτηριστικά δύο όντων (πουλιάγυναίκες), στον Όμηρο η δυαδικότητα αυτή διατηρείται με τον αριθμό.15 Διμερής είναι, όπως είδαμε, η ίδια η διήγηση για τις Σειρήνες, χωρισμένη στην προειδοποίηση της Κίρκης και στην άμεση πείρα του Οδυσσέα. Τα δύο μέρη της διήγησης αντιστοιχούν στις δύο «όψεις» των Σει ρήνων, τις δύο πραγματικότητες, την αλήθεια και την απάτη, την πραγματικότητα και το φαι νόμενο. Δυαδικά είναι και τα σχήματα που δια μορφώνονται στο επίπεδο του συναισθήματος και της επιθυμίας. Η αναζήτηση της εμπειρίας πλάι στην αναζήτηση της Ιθάκης είναι μια δια ζευκτική επιλογή με όρους τη ζωή και το θάνα το, ένας διχασμός ανάμεσα στη σωματικότητα και την επιθυμία. Η γνώση, η μεγάλη υπόσχεση που δίνουν οι Σειρήνες, καλύπτει και εκείνη δύο διαστάσεις: 1) τα παθήματα των Ελλήνων και των Τρώων στον πόλεμο της Τροίας, όπου δοξά στηκε ο Οδυσσέας και 2) όλα όσα συμβαίνουν πάνω στη γη. Χρονικά και προσωπικά προσδιο ρισμένη, η γνώση προϋποθέτει τη μνήμη. Η δυα δική αυτή παρουσίαση των στοιχείων που ορί ζουν το βάθος της δράσης στο επεισόδιο των Σειρήνων, δεν εντάσσεται άμεσα στους λόγους για τους οποίους ο Όμηρος χρησιμοποιεί το δυικό αριθμό- υπογραμμίζει όμως το στοιχείο της ταλάντευσης ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες και η αμφιθυμία αυτή σχετίζεται εμφανώς με την ιδιαίτερη θέση που έχει μέσα στην Οδύσσεια το πέρασμα από τις Σειρήνες. Το νησί τους τοποθε τείται σε μία «στρατηγική» θέση, σε ένα θαλασ σινό σταυροδρόμι. Από εκεί και έπειτα ο ήρωας θα πρέπει να επιλέξει έναν από τους δύο δρό μους που ανοίγονται μπροστά του. Ο ένας περ νάει από τις Συμπληγάδες, ο άλλος από τη Σκύλ λα και τη Χάρυβδη.16 Και οι δύο περιλαμβάνουν «ζεύγη» κινδύνων. Η επιλογή της Οδύσσειας φέρνει τον Οδυσσέα στο στενό της Σκύλλας και της Χάρυβδης πιθανότατα επειδή το πέρασμα από τις Συμπληγάδες είχε ήδη περιγράφει από τον αργοναυτικό επικό κύκλο και ήταν ίσως πιο άμεσα συνδεδεμένο με τον Ιάσονα παρά με τον Οδυσσέα.17 Οι Σειρήνες πρέπει αρχικά να ανήκαν σε μία διήγηση που δεν προσδιόριζε ότι ήταν δύο. Η επίδραση των δυαδικών σχημάτων με τα οποία εκφράζονται οι κίνδυνοι που περιμένουν τον Οδυσσέα και ειδικότερα η επίδραση των Συμπληγάδων που συμβολίζουν έμμεσα τις πύλες του Κάτω Κόσμου, συνετέλεσε ίσως ώστε οι Σει ρήνες να γίνουν στον Όμηρο δύο ανεικονικές υποστάσεις χωρίς να αφήσουν τη θέση και τη λειτουργία τους, το ανθισμένο λιβάδι και τη γοητευτική, ακατανίκητη μουσική που αναγγέλ λει και συνοδεύει το πέρασμα στο θάνατο.
44/αφιερωμα
Το κερί και το μέλι Με αφορμή μία πολύ συνηθισμένη παρομοίω ση που συγκρίνει τη φωνή των Σειρήνων με το μέλι πρέπει, νομίζω, να επισημάνουμε ορισμένα στοιχεία που εντάσσονται στις λατρευτικές αντι λήψεις της αρχαιότητας και φωτίζουν ίσως πε ρισσότερο το σημασιολογικό υπόστρωμα του ομηρικού μύθου. Η κατοικία των Σειρήνων είναι, σύμφωνα με την ομηρική, την ησιόδεια και τη μεταγενέστερη παράδοση, ένα ανθισμένο λιβάδι. Το λιβάδι συγ καταλέγεται στα τοπία που συνδέονται με τη γεωγραφία του Κάτω Κόσμου και με τις εισό δους που οδηγούν εκεί.18 Συνδέεται όμως συγ χρόνως με τα λουλούδια, τη μυρωδιά τους, την εικόνα της μέλισσας, την τροφή της και, έμμεσα, με το μέλι. Στην ομηρική διήγηση για τις Σειρήνες το μέλι εμφανίζεται ως συνθετικό στις λέξεις «μελιηδύς» (μ 48, όπου προσδιορίζει το κερί) και «μελίγηρυς» (μ 187, όπου προσδιορίζει τη φωνή των Σειρήνων). Και στις δύο περιπτώσεις, η παρο μοίωση εντάσσεται στην παραδοσιακή χρήση του επιθέτου και δεν έχει από μόνη της ιδιαίτερη σημασιολογική φόρτιση. Όμως το μέλι συνδέεται γενικότερα με τα ταφικά έθιμα, με τις μεταθανά τιες αντιλήψεις και με την έννοια της αθανασίας. Αμφορείς με μέλι προσφέρονται στη νεκρική πυρά του Πατρόκλου και του Αχιλλέα (Ομ. I. Ψ 67, 170) ενώ μέλι προσφέρεται σταθερά στους θεούς του Κάτω Κόσμου (Αισχ. Περσ. 607-22, Σοφ. Οιδ. Κολ. 460-92, Ευρ. Ιφ. Ταυρ. 159 κ.ά.). Πρόκειται για συνήθεια που έχει ως αντι κείμενο τον εφοδιασμό του νεκρού για τα ταξίδι του στον άλλο κόσμο, την παρηγοριά της ψυχής του και την εξασφάλιση της οφειλόμενης προσ φοράς στους υποχθόνιους θεούς. Πρέπει εδώ να θυμίσουμε ότι το μέλι χρησιμοποιήθηκε στην αρ χαιότητα για την ταρίχευση των νεκρών. Τα σώ ματα ενταφιάζονταν βουτηγμένα μέσα σε μέλι και η συνήθεια αυτή αποτελεί, σύμφωνα με πολ λούς ερμηνευτές, τη βαθύτερη αιτία που εξηγεί την προσφορά μέλιτος στις ταφές.19 Τέλος, το μέλι και το υδρόμελι αντιστοιχούν συχνά στην αντίληψη που μας κληροδοτεί η αρχαιότητα για την αμβροσία και το νέκταρ20· το μέλι προσδιο ρίζει έτσι την τροφή που συνδέεται με τη θεϊκή υπόσταση και την αθανασία. Πριν να σώσει τους συντρόφους του Οδυσσέα
από το τραγούδι των Σειρήνων, το κερί είχε χρη σιμοποιηθεί σε πολλές περιπτώσεις στην αρχαία ναυπηγική. Οι κατασκευαστές των πλοίων άλει βαν συνήθως τα ξύλα με κερί (ακατέργαστο ή ανακατεμένο με χρώμα) και οι ναυτικοί κάλυ πταν με αυτό τις σχισμές που δημιουργούνταν από τη φθορά. Με το ίδιο υλικό οι αρχαίοι συ νήθιζαν να προφυλάσσουν τα όπλα από τη σκουριά και γενικότερα οποιοδήποτε αντικείμε νο ξύλινο ή μεταλλικό ήθελαν να απομονώσουν ερμητικά. Το κερί ήταν ένα από τα «νεών χρεώδη». 1 Μερικές φορές χρησίμευε και αυτό στην ταρίχευση των νεκρών. Το σώμα του νεκρού περιβαλλόταν με κερί και ενταφιαζόταν μέσα στο μέλι στα βαβυλωνιακά ταφικά έθιμα και η συνή θεια αυτή άφησε ίχνη και στον ελληνικό χώρο. Έτσι, το τέχνασμα του Οδυσσέα αξιοποιεί ένα μέσο που, εκτός από τη χρήση του στο φωτισμό, πρόσφερε την καλύτερη δυνατή μόνωση στο υλι κό του πλοίου και ήταν συγχρόνως διαθέσιμο σε μεγάλη ποσότητα μέσα στο πλοίο. Στο πέρασμα από τις Σειρήνες το πλήρωμα (οι σύντροφοι με τα αυτιά σκεπασμένα με κερί και ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι) ενσωματώνεται σχεδόν στο ίδιο το πλοίο. Η σωτηρία των συντρόφων εξα σφαλίζεται χάρη στο κερί που φράζει την είσοδο του νερού στο πλοίο και της θανάσιμης μουσικής των Σειρήνων στην ανθρώπινη συνείδηση. Στον Αριστοτέλη το όνομα Σειρήν χαρακτηρί ζει μια κατηγορία μελισσών με τρεις ειδικότερες ποικιλίες (σειρήν μικρός, μείζων, βομβύλιος). Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που δικαιολογούν τη μεταφορική αυτή ονομασία, το σημαντικότερο είναι, νομίζω, να επισημανθεί ότι η σχέση της μέλισσας με τα ανθισμένα λιβάδια και την παρα σκευή του κηρού και του μέλιτος, οι μεταμορφώ-
Οινοχόη της κατηγορίας τον Οδοντωτού Πλαισίου. Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες.
αφιερω μα/45 τους «κλέα» δε μνημονεύονται επώνυμα στο τρα γούδι των Σειρήνων και η δική τους ζωή δεν εί ναι το θέμα του έπους· άλλωστε θα χάσουν τη ζωή τους. Πρέπει εντούτοις να προστεθεί η ατο μική διάσταση της δοκιμασίας: ο Οδυσσέας πρέ πει μόνος του να ακούσει τις Σειρήνες ώστε να ανακληθεί μέσα του πιο άμεσα και πιο οδυνηρά Τα παραπάνω δεδομένα, χωρίς να συγκροτούν η μνήμη και η συγκίνηση της προσωπικής του μία σαφή μεταφορά στην ομηρική διήγηση για ιστορίας. Η γνώση που θα αποκτήσει ο Οδυσ τις Σειρήνες, ανήκουν όμως στο σύνολο των πα σέας αναφέρεται στα κατορθώματά του και, αν ραστάσεων που συνδέονται με τη μέλισσα, το κε σταματήσει στις Σειρήνες, τα κατορθώματα αυτά ρί, το μέλι και το θάνατο και λειτουργούν, νομί θα πάψουν. Η εξιστόρηση των κατορθωμάτων ζω, στο υπόστρωμα του μύθου. Το πλοίο του του τέρπει τον Οδυσσέα κι αν υπακούσει στις Οδυσσέα, με τα αυτιά των συντρόφων σκεπα Σειρήνες θα μάθει περισσότερα (ό γε τερψάμενος σμένα με κερί και τον Οδυσσέα δεμένο στο κα νεϊται καί πλείονα είδώς), αυτά που θα μάθαινε τάρτι, πλησιάζει κάπως σαν το πλοίο των ψυ ώς το τέλος της ζωής του. Ο ήρωας έρχεται αντι χών, στον ανθισμένο λειμώνα των Σειρήνων που μέτωπος με τη διήγηση της ίδιας της ιστορίας το σκεπάζουν με το μέλι της φωνής τους και του του, κάπως σα να είχε ήδη πεθάνει, μένοντας υπόσχονται ένα άλλο ταξίδι γεμάτο γνώση, την όμως δέσμιος του έπους που ενσαρκώνει, δέ αμετάκλητη εκείνη γνώση που κατακτάται στα σμιος ακόμα και της νοσταλγίας του αναγνώστησύνορα του Κάτω Κόσμου. ακροατή.24 Στην Οδύσσεια η δράση των Σειρήνων περιγράφεται με μια διααδοχή εικόνων. Εξαίρεση αποτελούν οι ίδιες, οι πρώτες «εικόνες» που πα ραμένουν αόρατες, με μόνη ταυτότητα τη γοη τεία του τραγουδιού τους. 'Επειτα, μας υποβάλ λεται ή εικόνα του ταξιδιώτη που τις πλησιάζει. Στη συνέχεια, μια εικόνα που μας απομακρύνει, η οικογένεια του ταξιδιώτη περιμένει το γυρισμό του. Παρεμβάλλεται μια εικόνα που γοητεύει και, κάπως, αναστατώνει: το ανθισμένο λιβάδι από όπου οι Σειρήνες στέλνουν το μουσικό κάλε Η γοητεία τον θανάτου σμά τους. Αμέσως μετά η εικόνα του θανάτου, Η πείρα του θανάτου είναι εξ ορισμού ανεπα τα κόκκαλα και τα σώματα των ανθρώπων που νάληπτη, όμως ο άνθρωπος έχει τη νοσταλγία πλησίασαν εκεί ακριβώς διαπιστώνουμε ότι κά της ανυπαρξίας. Αυτή η ανάζήτηση, ο σκοπός τι μας έχει ξεφύγει, ότι τη στιγμή της δράσης του θανάσιμου ταξιδιού περιέχεται στην υπόσχε εμείς, αν και παρόντες, δεν είμασταν εκεί. Και ση των Σειρήνων: περισσότερη γνώση. Η μουσι αυτή ακριβώς είναι η αίσθηση του θανάτου για κή και ο θάνατος συνδέονται μεταξύ τους στην εκείνους που συνεχίζουν να ζουν και η μοναξιά ανθρώπινη φαντασία και ένας από τους κοινούς του ανθρώπου τη στιγμή που πεθαίνει. Πέρα από τις περιπλανήσεις της ψυχής, πέρα τόπους τους είναι το δέος. Το κίνητρο που πα ρακινεί τον ταξιδιώτη να πλησιάσει το «δέντρο από την «αρχή της ηδονής», πέρα από το «δέν της γνώσης» είναι η ομορφιά του τραγουδιού, η τρο της γνώσης», αυτό που μένει είναι η επιθυ αναζήτηση της γοητείας. Η διαφοροποίηση που μία του ταξιδιώτη βγαλμένη μέσα από τη θάλασ γίνεται ανάμεσα στον Οδυσσέα και τους συντρό σα κι από την αναζήτηση της προσωπικής του φους του δεν είναι, νομίζω, χωρίς σημασία. Η ιστορίας. Οι Σειρήνες είναι πρεσβευτές του Κά φωνή των Σειρήνων πρέπει να φτάσει μόνο στον τω Κόσμου, αλλά η γοητεία τόυς ανήκει στη χώ Οδυσσέα, όχι στους συντρόφους. Η διαφορετική ρα της ζωής. Το συναίσθημα που γεννάει η μου μοίρα του Οδυσσέα είναι βέβαια δεδομένη, εφό σική τους είναι ένας έρωτας χωρίς αντικείμενο, σον είναι ο αρχηγός και ο ήρωας της διήγησης. ένας «αμήχανος»25 έρωτας, μετέωρος, αδίστα Οι σύντροφοι δεν πρέπει να ακούσουν, τα δικά1* κτος, προσωπικός και, ίσως, λυπημένος. σεις της, η οργάνωση της εργασίας μέσα στην κυ ψέλη και ίσως η εναρμόνιση της ζωής της με τη βλάστηση, την άνθιση και την εναλλαγή των εποχών, τη συνδέουν, σύμφωνα με παλιούς και νεότερους σχολιαστές, με τον κύκλο της ζωής και την αναγέννηση της ψυχής.23
* Τα αποσπάσματα μετέφρασε ο συντάκτης του άρθρου. 1. Ηροδωρ. 3IF43Jac. Απιλ. Ρ. Αργ. I 33, IV 891-921. Ένας μόνον από τους Αργοναύτες, ο Βούτης, έπεσε στη θάλασ σα και κολύμπησε προς το νησί των Σειρήνων, αλλά σώθη κε χάρη στην επέμβαση της Αφροδίτης. Στα «Αργοναυτικά» που αποδίδονται ψευδώς στον «Ορφέα» οι Σειρήνες
μετά το πέρασμα της Αργώς μεταμορφώθηκαν σε 6ράχους. 2. Λιβ. Προγ. λά. 3. Η ίδια ιδιότητα αποδίδεται στον Φόρκυ, το θαλάσσιο θεό. Η παρουσία του υγρού στοιχείου διατηρείται και στις δύο εκδοχές. 4. Το χθόνιο αυτό στοιχείο συνδυάζεται με τη διήγηση σύμ φωνα με την οποία οι Σειρήνες ήταν συντρόφισσες της
46/αφιερωμα Περσεφόνης you τραγουδούσαν κοντά της πριν να την αρ πάξει ο Πλούτωνας. (Ευρ. Ελ. 108, Απ. Ροδ. Αργ. IV 89599πβ και Απολλόδ. 1.7.10). 5. Οι Σειρήνες δεν έχουν το επιθετικό, αρπακτικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τις Άρπυιες ή τις Στυμφαλίδες όρνιθες ούτε την αποτροπιαστική φόρτιση που προσδιορίζει τις Γοργόνες-Γραίες. 6. Η ίδια διήγηση παραδίδεται, όπως είναι γνωστό, για το πέρασμα των Αργοναυτών. 7. Μία πρώτη ένδειξη για την απεικόνιση της Σειρήνας με ουρά ψαριού έχουμε ίσως σε ένα μεγαρικό σκύφο του 2ου (;) αι. π.Χ. από την Αγορά των Αθηνών (ιδέ Hesperia XVII 1948 σ. 161, εικ. 5. Αναλυτικότερα για το θέμα αυτό 6λ. Ο. Touchefeu-Meynier, De quand date la Sirenepoisson? BAGB, 1962, σσ. 452-459). 8. Η άποψη αυτή οφείλεται στον G. Weicker (Der Seelenvogel in der antiken Literatur und Kunst, Λειψία, 1902), που ξεκινούσε από ανάλογες αιγυπτιακές δοξασίες. 9. Πλ. Πολ. X 617 Β. Οι Σειρήνες υποκαθιστούν εδώ τις Μούσες με τις οποίες τις συνδέει, όπως ξέρουμε, η μουσι κή και η γνώση. 10. Πλούτ. Συμποσιακών IX.XIV. 6.2: αϊ γε μεν δή 'Ομήρου Σειρήνες οΰ κατά λόγον ήμάς τφ μύθψ φοβούσιν, άλλά κάκεΐνος όρθώς ήνίττετο τήν τής μουσικής αύτών δύναμιν ούκ άπάνθρωπον ούδ’ όλέθριον ούσαν άλλά ταϊς έντεϋθεν άπιούσαις έκεϊ ψυχαϊς ώς Ιοικε, καί πλανωμέναις μετά τήν τελευτήν έρωτα πρός τά ούράνια καί θεία, λήθην δέ τών θνητών έμποιούσαν κατέχειν θελγομένας· αί δ’ ύπό χαράς έπονται καί συμπεριπολούσιν. 11. Το όνομα συσχετίστηκε ακόμη με τις λέξεις Σείριος και Ζειρήνη χωρίς αποφασιστικά επιχειρήματα. Ιδέ Ρ. Chantraine, Diet. Etym. de la langue gr. (1968-80) και H. Frisk, Etym. Wortecb. (1959-60). 12. Ιδέ K. Mar6t, Die Anfange d. Griech. Liter. (1960) και V. Birard, Les navigations d' Ulysse (1971), 4, V. Ακόμα G. Gresseth, The homeric Sirens, ΤΑΡΑ, 1970, σσ. 202-18 13. Τα δεσμό και ο θάνατος μαζί προσδιορίζουν πολλές μυθι κές διηγήσεις· το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα είναι ο μύθος του Σισύφου· ο ήρωας έδεσε το Θάνατο που ήρθε να τον πάρει κι έτσι οι άνθρωποι έπαψαν να πεθάί14. Το δέσιμο του πλοίου υπηρετεί την ίδια παρομοίωση (μ 185 νήα κατάστησσν). Πβ. τη λέξη «πείσμα» (σκοινί, πα λαμάρι) στα Αργοναυτικά του Απολλώνιου του Ρόδιου (IV 894 δστις παρά πείσμα βάλοιτο, IV 903-4 οί δ’ άπό νηός ήδη πείσματ’ έμελλαν έπ’ ηίόνεσσι βαλέσθαι). 15. Μία παράδοση αναφέρει ότι οι Σειρήνες στερήθηκαν τα φτερά τους όταν νικήθηκαν σε μουσικό αγώνα με τις Μού σες. Στην Οδύσσεια το τέχνασμα του Οδυσσέα έχει λογική μόνο υπό τον όρο ότι' οι Σειρήνες δεν πετούν προς το πλοίο. Αυτό δε σημαίνει ούτε ότι ο Όμηρος τις θεωρούσε φτερωτές ούτε ότι δεν τις θεωρούσε. Σημαίνει απλώς ότι από τη χώρα των Σειρήνων δε γίνεται καμιά κίνηση προς τα έξω αλλά μόνον αντίστροφα. Η φράση «δ γε τερψάμενος νείται καί πλείονα είδώς » (μ 188) αφενός μεν εκφρά ζει την απάτη του τραγουδιού, αφετέρου υπαινίσσεται το μοιραίο ταξίδι του ταξιδιώτη προς το θάνατο. 16. Ομ. Οδ. μ 55-126. 17. Τόσο το θέμα των Συμπληγάδων όσο και το θέμα των Σει ρήνων είναι, πιθανότατα, προ-ομηρικά. Ιδέ Κ. Meuli, Odyssee und Argonautica Bcrlin-Sachingcn, 1921 (25). O G. Gresseth, The Homeric Sirens, ΤΑΡΑ, 1970, σσ. 202218, υποθέτει ότι ίσως αρχικά οι Σειρήνες βρίσκονταν στην είσοδο των Συμπληγάδων και ότι κάτι τέτοιο θα δι καιολογούσε τον αριθμό τους. Η υπόθεση αυτή διαβλέπει σωστά την επίδραση των Συμπληγάδων αλλά δύσκολα μπορεί να συμβιβάσει το ανθισμένο λιβάδι των Σειρήνων με τους δύο απόκρημνους αλληλοσυγκρουόμενους βρά χους που τσακίζουν τα πλοία των ναυτικών. 18. Η Περσεφόνη παίζει σε ένα λιβάδι πριν από την αρπαγή της από τον Πλούτωνα (Όμ. Ύμ. Δημ. 5-11, πβ και Εύρ. Ελ. 175 κ.ε.), ο «άσφοδελός λειμών» είναι η χαρακτηριστι κή ομηρική περιγραφή για τον Άδη, οι κήποι συνδέονται με τη λατρεία των νεκρών και τις μεταθανάτιες αντιλή
ψεις, τα λουλούδια που ανθίζουν εκφράζουν μια μορφή ζωής που (ξανα)βγαίνει μέσα από τη γη (πβ και τους «Άδώνιδος κήπους») κλπ. Για εκτενή ανάλυση του θέμα τος 6λ. A. Motte, Prairies et jardins de la Grice Antique, Memoires de Γ Academie Roylae de Belgique, Fasc. 5, 1973. 19. Βλ. Ηρόδ. 1.198, Στράβ. 16.1.20. Ο μύθος του Γλαύκου που πνίγηκε σε έναν πίθο με μέλι ερμηνεύεται συχνά με βάση τη συνήθεια αυτή. Αναλυτικότερα βλ. Κ. Δαβάρα, Μινωικό κηριοφόρο πλοίο της συλλογής Μητσοτάκη, Αρχ. Εφημ. 1984, σσ. 55-95, όπου εξετάζονται οι αρχαίες λατρευτικές συνήθειες σε σχέση με το κερί, το μέλι και τη μέλισσα και αναφέρεται η βασική βιβλιογραφία. 20. Ιδέ Roscher, 2632, Nektar und Ambrosia (1883), Cook, Zeus, III 1940, 496. Σύμφωνα με τον Willets, (Cretan Cults and Festivals, 1962) ο Δίας στην Κρήτη τράφηκε από μέ λισσες που, στη μεταγενέστερη παράδοση, ταυτίζονται με τις Νύμφες. Χαρακτηριστικό είναι ότι στην Ιλιάδα η Θέτις ρίχνει αμβροσία και νέκταρ στα ρουθούνια του Πατρό κλου για να προστατέψει το σώμα του από την αποσύνθε ση, Ομ. Ιλ.. Τ 38-39. 21. σχ. Αριστοφ. Ιπ. 279 πβ και Ξενοφ. Αθ. Πολ. 11. II. 22. Αριστ. Τών περί τ. ζώα ίσι. 623 Β: "Εση όέ η γένος τών έντόμων, β ένΐ μέν όνόματι Ανώνυμόν έστιν, έχει όέ πάντα τήν μορφήν συγγενικήν (στι όέ ταντα όσα κηριοποιά, olov μέλιτται καί τά παραπλήσια τήν μορφήν. Τούτων δ’ έστί γένη έννέα, ών τά μέν ίξ άγελαϊα, μέλιττα, βασιλείς τών μελιττών, κηφήν ό έν ταΐς μελίτταις, σφήξ ό έπέτειος, Ιτι δ’ άνθρήνη καί τενθρηόών μοναδικά δέ τρία, σειρήν δ μικρός, φαιός, άλλος σειρήν ό μείξων, ό μέλας καί ποικίλος, τρίτος δ ’ ό καλούμενος βομβύλιος, μέγιστος τούτων. 23. Ενδεικτικά σχ. Ευριπ. Ιππολ. ΤΙ μέλισσαν δέ άλληγορικώς αυτήν τήν ψυχήν. Ιδέ και Α.Β. Cook, The Bee in Greek Mythology, JHS, 15, 1895, σσ. 1-24. 24. Τη διήγηση των κατορθωμάτων του ακούει ο Οδυσσέας και από το Δημόδοκο στο νησί των Φαιάκων (θ 499-530). Ο Ρ. Pucci, The Song of (he Sirens, Arethusa, 1979, σσ. 121-132, γράφει ότι οι Σειρήνες μνημονεύουν τα κατορθώ ματα του Οδυσσέα σαν να τον προσκαλούν να «αλλάξει» έπος και από την Οδύσσεια να επιστρέφει στην Ιλιάδα. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η στάση του Οδυσσέα παρομοιάσιηκε συχνά με το ρόλο του σοφού φιλοσόφου που ξέρει να δέχεται τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος χωρίς να επηρεάζεται από αυτά όπως οι πολλοί. Υπολανθάνει εξάλλου μία σύγκριση των Σειρήνων με τον ίδιο τον ποιη τή της Οδύσσειας ως προς τη γοητεία του τραγουδιού. Τα παραπάνω περιέχονται στα σχόλια του Ευσταθίου στην Οδύσσεια (1708, 1709 κ.έ.) όπου διασώζονται και οι πε ρισσότερες από τις ερμηνείες που μας παραδόθηκαν από την αρχαιότητα για τις Σειρήνες. 25. «Αμήχανος» περιγράφεται ο έρωτας που αισθάνθηκε ο Απόλλωνος όταν άκουσε για πρώτη φορά τη λύρα (Ομ. Ύμ. Ερμ. 434). Βιβλιογραφία
^
1. J. Berard-A-C Blanc, La plage des Sircncs dans Γ Odyssie, MEFR (66) 1954. σσ. 7-12. 2. F. Duparc, La Peur des Sirenes, Rev. franc. Psychanal. 2, 1986, σσ. 697-725. 3. G. Gresseth, The homeric Sirens, ΤΑΡΑ, 1970, σσ. 202-18. 4. H. Gropengiesser, Sanger und Sirencn, Deuts. Arch. Inst. Archaol. Anz. 1977, σσ. 582-610. 5. L. Kahn, La mort k visage de femme in La Mort, les morts dans les sociitis anciennes, (dir G. Gnoli-J.P. Vemant), Παρίσι-Καίμπριτζ, 1977, σσ. 133-42. 6. J. PoUard, Birds in Greek Life and Myth (XXII, Soul-birds, σσ. 188-91), Λονδίνο, 1977. 7. P. Pucci, The Song of the Sirens, Arethusa 12 (1979), 2, σσ. 121-32. 8. O. Touchefeu-Meynier, De quand date la Sirene-poisson? BAGB, 1962, σσ. 452-59.
αφιερω μα/47
Αλεξάνδρα Ζερβού
«Ή ρα ς μήτις - Α ιός απάτη»
Ν έοι που χορεύουν. Συλλογή τον Δούκα του Μάλμπορω.
Η κλιμάκωση του κωμικού στοιχείου σε μια συρταρωτή ερωτική ιστορία Οι στίχοι Ξ153-230 της Ιλιάόας συγκροτούν ένα κείμενο δροσερό και πολύχρω μο. Θα το λέγαμε οριακό, αφού αξιοποιεί τα στοιχεία της προφορικής παράδοσης, όπως οι κατάλογοι και οι γενεαλογίες, και μαζί αφετηριακό,1 αφού ήδη εντοπίζου με σπέρματα κωμωδίας. Αυτή η διττή φύση του κειμένου καθρεφτίζεται και στη μορφή του. Ξεδιπλώνε ται η τυπική δομή της αρχέγονης αφήγησης: Η συρταρωτή ιστορία που εμπεριέχει άλλες μικρότερες συναντιέται το ίδιο συχνά στο ελληνικό έπος και στα παλιά πα ραμύθια της Ανατολής.2 Ωστόσο εδώ λείπει η, συνηθισμένη σε τέτοιου είδους αφή γηση, χαλαρότητα, ξεχωρίζει μια στέρεη, σχεδόν θεατρική διάρθρωση. Το θέμα της ιστορίας είναι η μήτις της γυναίκας θεάς που με τα ερωτικά της θέλγητρα ξεγελάει τον ανώτερο της ιεραρχικά αρσενικό θεό. Κι αυτός, πριν γίνει θύμα της απάτης της, μεταβάλλεται σε καρικατούρα, σχεδόν σε μια προδρομική κωμική φιγούρα. Προβάλλει εδώ η άνεση, η οικειότητα του αρχαϊκού ανθρώπου με το θεό του, πράγμα ακατανόητο για τους Αλεξανδρινούς3 και Βυζαντινούς σο φούς, δυσεξήγητο για τους σημερινούς μελετητές.4 Ωστόσο, μ ’ όλο το διάχυτο αισθησιασμό, φαίνεται ταυτόχρονα ο φόβος της αρρητολογίας που διέπει την αρχαϊκή σκέψη: Είναι χαρακτηριστική η ελλειπτική κι όχι περιγραφική δήλωση οποιασδήποτε συγκεκριμένης ερωτικής λεπτομέρειας. Αυτή η χαριτωμένη, η πονηρούτσικη ιστορία των θεών παρεμβάλλεται στον πο λύνεκρο πόλεμο των ανθρώπων και τον επηρεάζει. Άλλωστε η μήτις της θεάς συντελείται για χάρη των Ελλήνων. Έτσι το αστείο ζευγαρώνει με το τραγικό κι ο έρωτας με το θάνατο.
48/αφιερωμα
Επική δομή και θεατρική διάρθρωση
γέλλουν ήδη το σκοπό της Ήρας, που δεν είναι άλλος από τη Διός Απάτη,8 ενώ οι αμέσως πα ρακάτω (Ξ 161-165) συνοψίζουν το σχέδιό της: Να σμίξει ερωτικά με το Δία κι ύστερα ο Ύπνος «’Ενταύθα δέ όιήγησιν ερωτικήν έκθείς ”Ομη να τον αποκοιμίσει, έτσι ώστε να μπορεί ο Πορος καί ιστορίας όμοιας έγκαταμίγνυσι τώ άκράσειδώνας να πολεμήσει ανενόχλητος στο πλευρό τω μύθω μυθικά παραπλέκων σύντομα διηγήμα των Ελλήνων. τα». Η δράση που προεξαγγέλλεται με την τεχνική (Ευστάθιος Θεσσαλονίκης) της συμπύκνωσης - «εν σχήματι προθέσεως» ση μειώνει χαρακτηριστικά ο Ευστάθιος - παρου Ο Βυζαντινός επίσκοπος αναφέρεται στη συρ σιάζεται σε τέσσερες διαφορετικές σκηνές και ταρωτή^ μορφή της αφήγησης. «"Ακρατο μύθο» τελειώνει μ’ ένα ξεχωριστό επίλογο: α) Ξ 166ονομάζει την ιστορία-πλαίσιο, δηλαδή την ίδια 184: Προετοιμασία της Ήρας, β) Ξ 187-223: Συ τη «Διός ’Απάτη», ενώ «μυθικά διηγήματα» τις νάντηση Ή ρας και Αφροδίτης, γ) Ξ 224-291: Συ εμπεριεχόμενες ιστορίες. Αυτές είναι εννιά και νάντηση και συνεργασία Ήρας και Ύπνου, δ) Ξ σκοπός τους είναι να.τονίσουν, θα ’λεγε κανείς 292-351: Συνάντηση Ή ρας - Δία και Διός απά σχεδόν να δημιουργήσουν, τον κωμικό τόνο της τη, Ξ 352-360: επίλογος. ιστορίας-πλαίσιο. Συνδέονται μαζί της ως προς Κάθε σκηνή παρουσιάζεται σε διαφορετικό το περιεχόμενο, μια που το κοινό τους θέμα δεν χώρο που ο ποιητής περιγράφει ελλειπτικά ή λε είναι άλλο από τον έρωτα. Δυο τέτοιες ιστορίες πτομερειακά. Σε κάθε γεγονός αντιστοιχεί λοι διηγείται η Ήρα. Η πρώτη μιλάει για την ερωτι πόν ένα ξεχωριστό σκηνικό, χαρακτηριστικό που κή συμφιλίωση του Ωκεανού και της Τηθύος (Ξ είναι καθαρά θεατρικό. Έτσι ο θάλαμος της 200-210, Ξ 301-306). Η δεύτερη για το γάμο του Ή ρας (σκηνή α) δηλώνεται συνεκδοχικά σε μια Ύπνου με την Πασιθέα (Ξ 267-269). Ο Δίας πα περιγραφή της βαριάς πόρτας με τους σύρτες. ραθέτει κι αυτός σε δέκα στίχους εφτά σύντομες Στη δεύτερη σκηνή ο τόπος δεν είναι με ακρίβεια αισθηματικές ιστορίες με πρωταγωνιστή τον ίδιο προσδιορισμένος, ξέρουμε όμως ότι είναι μια (Ξ 317-327). ήσυχη γωνιά στον Όλυμπο, κάπου «άπάνευθε Πολύ συχνά τέτοιες εμπεριεχόμενες ιστορίες θεών». Το τρίτο σκηνικό είναι το νησί Λήμνος. συνήθεια κι ευκολία του παλιού ραψωδού που Ο ποιητής βρίσκει την ευκαιρία να παραθέσει χαίρεται να ξετυλίγει στοιχεία της παράδοσης μια εικόνα τεράστιας έκτασης, μια γενική άποψη αποτελούν τα νεκρά μέρη της δράσης. Κάτι τέ της Βόρειας Ελλάδας, της Θράκης και της Χερ τοιο ισχύει λιγότερο στο ωριμότερο έπος (Οδύσ σονήσου του Ά θω , καθώς παρακολουθούμε την σεια) και σίγουρα καθόλου στην περίπτωση της Ή ρα να περνάει γρήγορα πετώντας πάνω από Διός Απάτης. Η μήτις της Ήρας επινοεί τις δυο αιώνια χιονισμένα βουνά (Ξ 226-230). Στην τέ ιστορίες για να πραγματοποιηθεί η απάτη του ταρτη σκηνή παρουσιάζεται η ψηλή κορυφή της Δία, έτσι καθώς η μήτις του Οδυσσέα στην Ιθά Ίδης που ονομάζεται Γάργαρος.9 Η ονομασία κη γεννάει τις πλαστές αφηγήσεις του στοχεύον είναι φυσικά εύγλωττη, ο ποιητής όμως περιγρά τας στη μνηστηροφονία. Τελικά χάρη σ’ αυτές φει το τοπίο με συντομία και ακρίβεια παρου τις ιστορίες κινούνται τα νήματα της δράσης. σιάζοντας θαυμάσιες οπτικοακουστικές εικόνες Αλλά και οι αφηγήσεις του Δία μοιάζουν γερά (Ξ 283-285). Σε τρεις στίχους βλέπουμε κι ακούενσωματωμένες στην όλη ιστορία-πλαίσιο, πράγ με μαζί το νερό των πηγών που κελαρύζει δυνα μα που θα προσπαθήσουμε να δείξουμε. τά («Ίδην πολυπίδακα»), τα άγρια ζώα που Είπαμε παραπάνω πως, μ’ όλη την αρχαϊκή ουρλιάζουν («μητέρα Θηρών», τον ήχο της φυλ δομή τού, το κείμενο χαρακτηρίζεται από μια λωσιάς που σαλεύει απαλά στο ελαφρύ άγγιγμα ξεκάθαρη διάρθρωση. Η εξέλιξη της δράσης πα των ποδιών της θεάς («άκροτάτη δέ ποδών ύπο ρουσιάζεται σε μια ακολουθία χωριστών εικό σείετο ύλη»). νων. Έτσι οι στίχοι Ξ 153-165 αποτελούν ένα εί Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό ξετυλίγεται η κωμική δος εισαγωγής. Από τον Όλυμπο η Ή ρα βλέπει δράση με πρωταγωνίστρια την Ήρα. Γιά να γευ τον Ποσειδώνα κοντά στη μάχη των θνητών και τούμε τη χάρη, τον ανάλαφρο τόνο των στίχων, την ίδια στιγμή το Δία στην κορφή της Ίδης (S 157) . Ο Ποσειδώνας απλώς ενθαρρύνει τους πρέπει να φανταστούμε τις εκφράσεις των ηρώων, τις κινήσεις τους, τον τόνο της φωνής Έλληνες με πολεμικές κραυγές. Δεν μπορεί να τους. Υπάρχουν κωμωδίες που ζωντανεύουν μό βοηθήσει περισσότερο, γιατί ο Δίας, που έχει α νο χάρη στην ηθοποιία σπουδαίων ερμηνευτών. παγορέψει την επέμβαση των θεών, μπορεί να Από αυτή την άποψη ο σημερινός αναγνώστης βλέπει από την Ίδη το πεδίο της μάχης. Γι’ αυ φαίνεται λιγότερο προνομιούχος από τον αρχαϊ τόν ακριβώς το λόγο τούτη τη συγκεκριμένη κό ακροατή. στιγμή ο ανώτατος θεός φαίνεται «στυγερός» (Ξ Στις παρακάτω γραμμές; Μιλώντας για το κεί 158) στη σύζυγό του. μενο στις παρακάτω γραμμές θα προσπαθήσουμε Οι δυο επόμενοι στίχοι (Ξ 159-160) προεξαγ-
αφιερωμα/49 να σεβαστούμε τη διάρθρωσή του κατατάσσοντας τις σκέψεις μας ανάλογα με τις σκηνές που το απαρτίζουν.
ΙΗ προετοιμασία της Ήρας ( ξ_ τ * . Η6)_______
ι
Η σκηνή αποτελεί αν ·ξη της προεξαγγελίας «εύ έντύνασα I αύτ» (Ξ 162) και ταυτό χρονα είναι η πρώτη φ του σχεδίου της Ήρας. Στον καλόχτιστο - . ό τον Ήφαιστο αρωματισμένο θάλαμό της -.σύρεται η θεά και διπλοκλειδώνεται (Ξ 166- ) Για να στολιστεί έχει ανάγκη από ηρεμία, δ; τρέπει κανείς να την πάρει είδηση ή να την t .ήσει. ΓΓ αυτό το σχόλιο του Ευστάθιου δείχν κάποια χαρακτη ριστικά αντρική (ή καλογερΰ κη) μικροκακία, όταν σημειώνει: «Καλλωπίζετ έν άπορρήτφ, ει πως λάθη έπιποιούσα γυναικι ?ΐ>ς τφ κάλλει καί μή ύποβολιμαϊον έκ τέχνης κομμωτικής δοκοίη αύτής τό καλόν, άλλά γνήσιον». Δεν είναι ακρι βώς αυτός ο σκοπός της θεάς, δεν επιδιώκει απλώς να ξεγελάσει με καλλυντικά και φτιασι δώματα. Η μήτις που είναι κάτι πολύ ευρύτερο και περισσότερο εκλεπτυσμένο προϋποθέτει πάντα μυστικότητα για να πραγματοποιηθεί. Ένα άλλο σχόλιο φαίνεται σήμερα διασκεδαστικό και άκαιρο: «Παραφυλακτέον δε τό παι δευτικόν δτι ού κομμώτριας είσήγαγε τή θεφ, άλλ’ αυτήν έαυτη πάντα υπηρετούσαν». Σίγουρα ο ποιητής καμιά πρόθεση δεν έχει να παραδειγ ματίσει, όταν βάζει την Ήρα να αυτοεξυπηρετείται. Όμως η ανάγκη να διασφαλιστεί η μυστι κότητα, κάνει το κείμενο της Ιλιάδας να διαφο ροποιείται ως προς αυτό το σημείο από την παλιότερη επική παράδοση. Είναι αλήθεια ότι στην ανάλογη σκηνή του Ύμνου στην Αφροδίτη όπου αφθονούν οι Ομηρικές μνήμες10 - οι Χάριτες ετοιμάζουν τη θεά, πριν σμίξει με τον Αγχίση και στα Κύπρια έπη παρουσιάζονται πάλι οι Χάριτες, οι Ώρες (IV), ή κάποιες υπηρέτριες (V). Όπως και να ’χει το πράγμα, η Ήρα φροντί ζει ιδιαίτερα την εμφάνισή της. Ο ποιητής ασχολείται με κάθε στολίδι, κάθε εξάρτημα της τουα λέτας της θεάς, το παινεύει και το περιγράφει, με τον ίδιο τρόπο που αγαπάει να μιλάει για τα καλοδουλεμένα όπλα των ηρώων του. «Οΰτω κα τά Διός έπιμελώς όπλίζεται, πανοπλίαν ταύτην περιθεμένη άσίδηρον, άμαχον δαμεϊ», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ευστάθιος. Το επίθετο «άμα χος» προσδιορίζει το Δία. Πραγματικά, κατά βάθος υπάρχει μια σχέση, μια αναλογία ανάμεσα στη σκηνή ένδυσης και προετοιμασίας της θεάς και την πολύ συχνή σκη νή του οπλισμού.11 Κι οι δυο εξελίσσονται σύμ
φωνα με μια απαραβίαστη τυπική ακολουθία. Η σειρά των διαδοχικών πράξεων είναι προκαθο ρισμένη: Η θεά πρώτα πλένεται, ύστερα τρίβεται με μυρωμένο λάδι, χτενίζεται, φοράει το φόρε μα, τη ζώνη, τα κοσμήματα, και τέλος το πέπλο. Αυτή η σειρά τηρείται πάντα, ακόμα κι όταν η ακολουθία δεν είναι πλήρης.12 Ανάλογα, ο πολε μιστής φοράει πρώτα τις περικνημίδες, έπειτα το θώρακά του, ζώνεται το ξίφος, την ασπίδα, φο ράει την περικεφαλαία του και τέλος παίρνει το κοντάρι του.13 (Γ 330-341, Λ 16-45). Γενικά στην Ιλιάδα οι δυο αυτές τυπικές σκη νές προεξαγγέλλουν ότι το πρόσωπο που παρου σιάζουν θα πρωταγωνιστήσει - σχεδόν πάντα με επιτυχία - σε μια ακολουθία σκηνών με έντονη δράση. Η προετοιμασία της Ήρας εδώ εισάγει μια σειρά από συναντήσεις και πλεκτάνες. Συνή θως η σκηνή του οπλισμού ακολουθείται από διαδοχικές επιτυχείς μονομαχίες που συγκρο τούν μιαν αριστεία. Αυτό συμβαίνει για παρά δειγμα στην περίπτωση του Αγαμέμνονα (Λ 1645). Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι ήδη αυτή η σκηνή προεξαγγέλλει την επιτυχία των σχεδίων της θεάς.14 Σ’ αυτή τη σκηνή δεν ξεχωρίζουμε καμιά κω μική απόχρωση (Ξ 166-187). Ο αστείος τόνος θα παρουσιαστεί από τη στιγμή που η Ήρα θα συ ναντήσει την Αφροδίτη. Στην πραγματικότητα Μελανόμορφη εικόνα. Λεπτομέρεια από πιάτο που ζω γράφισε ο Ψίαξ. Νεαρή αυλητρίς παίζει αυλό, ενώ κωμαστής χορεύει (520-510 π .Χ.). Μουσείο Βασιλείας.
50/αφιερωμα από το στίχο 187 αρχίζει η κυρίως «κωμωδία» που τιτλοφορείται «Διός ’Απάτη». Η μήτις παίρ νει εδώ τη μορφή της υποκριτικής τέχνης με τη διπλή σημασία του όρου: Η Ήρα δεν είναι βέ βαια ειλικρινής και μαζί έχει να ερμηνεύσει, ρό λους, να υποκριθεί τη σεβάσμια θεά (στη συνάν τηση με την Αφροδίτη), την υποταγμένη, σεμνή και συνεσταλμένη σύζυγο (στη συνάντηση με το Δία). Τελικά αυτή η εικόνα στο θάλαμο της Ήρας ισοδυναμεί με ένα είδος θεατρικής με ταμφίεσης. Θυμίζει μια ηθοποιό που ντύνεται και βάφεται στα παρασκήνια, πριν βγει στη σκη νή.
της Ήρας καΐι Αφροδίτης (Ξ 187-223) \ ΙΗτηςσυνάντηση Η Ή ρα ενεργεί με μυστικότητα και διακριτι κότητα. Φωνάζει την Αφροδίτη για να της μιλή σει. Ο λόγος που της απευθύνει είναι αίμύλος, κολακευτικός και μαζί έμμεσα απαιτητικός. Λέει χαρακτηριστικά: «ή ρά νύ μοί τι πίθοιο, φίλον τέκος, δττι κεν εϊπω, ήέ κεν άρνήσαιο, κοτεσσαμένη τό γε θνμώ, οϋνεκ’ έγώ Δαναοϊσι, σύ δέ Τρώεσσιν άρήγεις;» (Ξ 190-192). Η αποστροφή «φίλον τέκος», μ’ όλη τη θερμότητά της, υπενθυμίζει διακριτικά ότι η Ή ρα εί ναι μεγαλύτερη στην ηλικία και ανώτερη ιεραρ χικά. Το αίτημα της Ή ρας κρύβει την πιεστικότητά του κάτω από τη μορφή της ευγενικής ερώ τησης. Η μήτις, η απόπειρα παραπλάνησης είναι ξεκάθαρη: Με το στίχο 192 η Ή ρα καταφέρνει επιδέξια να αποπροσανατολίσει την Αφροδίτη. Είναι σαν να τη διαβεβαιώνει ότι το μόνο πράγ μα που τις χωρίζει είναι οι διαφορετικές προτι μήσεις τους στον πόλεμο των θνητών και, κυρίι >ς, έτσι μοιάζει να υπονοεί ότι το τωρινό της αίτημα δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον πόλεμο αυτό. Η απάντηση της Αφροδίτης είναι θετική. Η γεμάτη σεβασμό αποστροφή («Ήρη, πρέσβα θεά, θύγατερ μεγάλοιο Κρόνοιο», Ξ 194) είναι απάντηση στην προσφώνηση «φίλον τέκος». Ο λογότυπος που εισάγει τους λόγους της Ήρας και επαναλαμβάνεται τρεις φορές στο κεί μενο (197, 300, 392) είναι χαρακτηριστικός της συμπεριφοράς της. «Τήν δέ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια 'Ήρη». Το στερεότυπο επίθετο «πότνια» έρχεται σε αντίθεση με τη μετοχή «δο λοφρονέουσα» κι έτσι συμπυκνώνεται φραστικά η «μήτις» της θεάς που ερμηνεύει αυτούς τους κόσμιους, όλο σεμνότητα κι αξιοπρέπεια ρόλους για να πετύχει το σκοπό της. Η Ή ρα ζητάει από την Αφροδίτη να της δώ
σει τη φιλότητα και τον 'ίμερο, δηλαδή τον πόθο και τον έρωτα που παίρνουν στη δούλεψή τους όλους, θνητούς κι αθάνατους (Ξ 198-199). Και βέβαια και πάλι η πρεσβύτερη θεά κολακεύει έμ μεσα τη νεότερη, αφού παραδέχεται ότι η δύνα μή της, η δύναμη του έρωτα, είναι τόσο μεγάλη. Για να αιτιολογήσει το αίτημά της η Ή ρα διη γείται την ιστορία του Ωκεανού και της Τηθύος, την ψυχρότητα που υπάρχει ανάμεσά τους και την επιθυμία της ίδιας να ξανασμίξουν ερωτικά (Ξ 200 - 210). Η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας της Αφροδίτης, η θεά του έρωτα είναι η μόνη που θα μπορούσε να βοηθήσει και η αναγνώριση αυτής της τής δυνατότητας από την Ήρα είναι και αυτή μια τιμή, μια έμμεση κολακεία. Με την αφήγηση αυτής της πρώτης εμπεριε χόμενης ιστορίας η Ή ρα ερμηνεύει το ρόλο της ευαίσθητης και συναισθηματικής θυγατέρας που, γεμάτη σεβασμό, στοργή κι ευγνωμοσύνη για τους θετούς της γονείς, ενδιαφέρεται γι’ αυ τούς και θέλει να τους βοηθήσει, τώρα που έχει ενηλικιωθεί και δεν χρειάζεται πια τις φροντίδες τους. Υποκρίνεται ακόμη την ανιδιοτελή και διαβεβαιώνει πως μόνη της ανταμοιβή θα είναι η στοργή, η ηθική αναγνώριση της υπηρεσίας της από το ζευγάρι. Δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι η υπόθεση του χωρισμού του Ωκεανού και της Τηθύος είναι πλαστή, όμως, όπως και να ’χει το πράγμα, η Ή ρα δεν έχει την πρόθεση να επέμβει. Η Αφροδίτη δέχεται να της δώσει τον κεστόν ιμάντα της όπου υπάρχουν όλα τα θέλγητρα, η φιλότης, ο 'ίμερος, η σαριστύς (αγάπη - πόθος ερωτική γλυκιά κουβέντα).15 Της λέει πως είναι αδύνατο να της αρνηθεί, μια και η Ή ρα είναι η ομόκλινη του πρώτου από τους θεούς (Ξ 212213). Η νεαρότερη θεά δεν έχει συναίσθηση της ειρωνείας που χρωματίζει την απαίτησή της, όταν διαβεβαιώνει ότι δείχνεται τόσο πρόθυμη για χάρη του ανώτατου θεού, μια που δεν ξέρει ότι η Ή ρα έχει σκοπό να τον εξαπατήσει. Είναι η πρώτη φορά που ένας ξεκάθαρα, κωμικός τό νος χρωματίζει το κείμενο, όταν η Αφροδίτη προφέρει ανυποψίαστη το όνομα του Δία. Είναι κρίμα που οι σχολιαστές, ο Αριστοφάνης ο Βυ ζάντιος και ο Αριστόνικος, αθετούν αυτόν ακρι βώς το στίχο: (Ξ 213).16 Προσφέροντας τον «κεστόν Ιμάντα» της η Αφροδίτη δείχνει στην Ή ρα πώς πρέπει να τον φορέσει. Η ειρωνεία φτάνει στην κορύφωσή της όταν η Αφροδίτη τη διαβεβαιώνει ότι είναι απο τελεσματικός και γι’ αυτό ό,τι έχει στο μυαλό της η Ή ρα θα πραγματοποιηθεί. Η Αφροδίτη βέ βαια εννοεί τη συμφιλίωση του Ωκεανού και της Τηθύος κι όχι τη «Διός ’Απάτη». Η Ή ρα χαμο γελάει ειρωνικά (Ξ 222-223), μα η θεά του έρωτα πρέπει να νομίζει αυτό το χαμόγελο σαν εκδήλω ση ευχαριστίας και φιλοφρόνησης. Η μήτις μπή
αφιερωμα/51 κε κιόλας σε εφαρμογή, το πρώτο μέρος του σχε δίου εκτελέστηκε. Η πρώτη απάτη με θύμα τη θεά του έρωτα έχει ήδη συντελεστεί.
|
Η συνάντηση της Ήρας και. τον Ύπνον (Ξ 224-291) |
I
Αμέσως το σκηνικό αλλάζει. Η Ήρα πηγαίνει βιαστική να συναντήσει τον Ύπνο, για να ζητή σει τη συνεργασία του.17 Του απευθύνει πρώτα μια κολακευτική προσφώνηση: «Ύπνε άναξ πάντων τε θεών πάντων τ’ άνθρώπων» (Ξ 233). Αμέσως μετά προσπαθεί να τον πείσει (Ξ 234235): Αναφέρεται στις υπηρεσίες που της έχει προσφέρει ο Ύπνος παλιότερα και του εκφράζει την παντοτινή της ευγνωμοσύνη. Μ’ όλη την ευ γένεια των λόγων της και πάλι η Ήρα μοιάζει πιεστική. Έμμεσα λέει στον Ύπνο ότι έχει ηθική υποχρέωση να την βοηθήσει μια κι έχουν παλιά γνωριμία και φιλία. Τούτη τη φορά η θεά φαίνε ται ειλικρινής, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφο ρετικά. Εξηγεί το σχέδιό της και ζητάει από τον Ύπνο ν’ αποκοιμίσει το Δία (Ξ 236-237). Προ σπαθεί να τον δελεάσει προτείνοντάς του ένα πολύτιμο δώρο, ένα χρυσό θρόνο - έργο του Ηφαίστου (Ξ 238-241). Η αξία του δείχνει πως η Ήρα ξέρει πόσο δύσκολο είναι αυτό που ζητάει: Ο Ύπνος το ονομάζει «άμήχανον» (Η 262) κι αρχικά αρνείται να βοηθήσει. Έχει ήδη πικρή πείρα του θυμού του Δία, μια φορά που τον αποκοίμισε για να μπορέσει η Ήρα να ταλαιπω ρήσει το γιο του, Ηρακλή. Μάλιστα φαίνεται να ■ψέγει έμμεσα την Ήρα που για χάρη της ο ανώ τατος θεός οργίστηκε εναντίον του (Ξ 249). Η μήτις της Ήρας όμως ξεπερνάει τις αρνή σεις! Πρώτα χρησιμοποιεί ένα «λογικό» επιχεί ρημα: Για τους Τρώες ο Δίας νοιάζεται λιγότερο απ’ ό,τι για τον αγαπημένο του γιο. Επομένως, μάλλον θα θυμώσει... λιγότερο. (Ξ 265-266). Τούτο το επιχείρημα δε φαίνεται να ικανοποιεί ούτε την ίδια την Ήρα. ΓΓ αυτό γρήγορα βρί σκει άλλο τρόπο για να δελεάσει τον Ύπνο. Υπόσχεται να του δώσει για σύζυγο μια από τις Χάριτες, την Πασιθέα, γιατί ξέρει τον έρωτά του γι’ αυτήν (Ξ 267-269). Ο στίχος Ξ 269 («Πασιθέην ής αίέν ίμείρεαι ήματα πάντα») δεν υπάρχει σε τρεις παπύρους18 και σε πολλά χειρόγραφα. Ωστόσο η παρουσία του πιστοποιεί ότι η Ήρα είναι εξαιρετικά καλά πληροφορημένη για τις αδυναμίες των ανδρών θεών. Η μήτις της θεάς ξέρει να τις χρησιμοποιεί και να επωφελείται. Με τη μορφή μιας υπόσχε σης συμπυκνώνεται η δεύτερη εμπεριεχόμενη ιστορία, που έχει θέμα τον έρωτα του Ύπνου για την Πασιθέα.
Ο Ύπνος πείθεται αμέσως. Ενώ η άρνησή του εκτείνεται σε δεκαεννιά στίχους, η θετική απά ντησή του είναι αυτονόητη. Δεν την εκφράζει καν, μόνο σε έξι στίχους ζητάει από την Ήρα να επιβεβαιώσει με τον όρκο των θεών την υπόσχε σή της (Ξ 271-276). Φοβάται μη γίνει κι αυτός θύμα απάτης. Αυτή η εξαιρετικά γρήγορα μεταστροφή του Ύπνου είναι αρκετή για να τον μετατρέψει σε κωμική φιγούρα. Πρέπει να τον φανταστούμε τρομοκρατημένο, αξιολύπητο και παραπονιάρη να διηγείται κλαψουρίζοντας τα περασμένα του βάσανα στην Ήρα, όταν της αρνείται τη βοήθειά του. Κι ευθύς μετά την υπόσχεση ν’ αλλάζει έκ φραση, τα μάτια του να λάμπουν από χαρά κι ανυπομονησία και να ξεχνάει μονομιάς τους φό βους του. Τώρα έχει κι αυτός λόγους να βιάζε ται: Ο λογότυπος «ρίμφα πρήσσοντε κέλευθον» (Ξ 282) που χρησιμοποιείται συνήθως γιςΓ τα. άλογα, δείχνει πόσο γρήγορα φτάνουν στην Ίδη οι δυο θεοί. Ο Ύπνος είναι τόσο ενθουσιασμένος από την υπόσχεση της Ήρας που κάνει ό,τι μπορεί για να τη βοηθήσει. Παίρνει ο ίδιος την πρωτοβου λία να ειδοποιήσει και τον Ποσειδώνα. «Διά τόν γάμο τής Χάριτος ύπέρ τό αίτηθέν ποιεί», ση μειώνει χαρακτηριστικά ο σχολιαστής. Έτσι η Ήρα, πριν ξελογιάσει το Δία με τις χάρες της, χρειάστηκε να ξελογιάσει και τον Ύπνο με μια υπόσχεση. Οι άντρες θεοί είναι τρωτοί στον έρωτα και η μήτις της γυναίκας θεάς εκμεταλλεύεται αυτή τους την αδυναμία. Να κράτησε τελικά την υπόσχεσή της η θεά;19 Τότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για δεύτερη απάτη που ο Ύπνος είναι θύμα της! Η Ήρα δεν τον πείθει «δόλψ», αλλά «δελέατι».20 Χορεύτριες. Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.
52/αφιερωμα
Ήρας και Αία «Διάς άπάτη» (Ξ 292-351) (Συνάντηση
- 1
\
Και οι δυο μαζί, ο Ύπνος που ονειρεύεται το γάμο του και η Ή ρα που σκέφτεται τις μηχανορ ραφίες της φτάνουν στην Ίδη. Ο Ύπνος μετα μορφώνεται σε πουλί και κρύβεται σ’ ένα κλαδί (Ξ 289-291). Η Ή ρα πηγαίνει γρήγορα στην κορ φή Γάργαρος, όπου συναντάει τον Δία (Ξ 294296). Μόλις τη βλέπει ο ανώτατος θεός - μετά από τόση ετοιμασία και με την επίδραση του κεστού! - φυσικά του γεννιέται η ερωτική επιθυμία, το ίδιο έντονη «όπως την πρώτη φορά που έσμιξαν κρυφά από τους γονείς τους» (Ξ 294-296). Ο πόθος ξελογιάζει λοιπόν το Δία, ενώ η μήτις κρατάει σε εγρήγορση την Ήρα. Δεν μπο ρούμε παρά να θυμηθούμε ότι η πρώτη σύζυγος ή τέλος πάντων η πρώτη αγαπημένη του Δία, κό ρη του Ωκεανού και της Τηθύος, λεγόταν Μήτις κι ήταν ακριβώς η ενσάρκωση της πνευματικής δύναμης, αυτής της εξυπνάδας που δεν αποκλεί ει καθόλου την πονηριά, το δόλο. Ο θεός ενώνε ται μαζί της ερωτικά για πρώτη φορά μετά τη νίκη του κατά των Τιτάνων κι ο γάμος του αυτός επισφραγίζει τη - νεοαποκτημένη δόλφ - εξου σία του. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα εξε λίσσονται αντίστροφα. Η μήτις που αυτή τη φο ρά την ενσαρκώνει η Ήρα δείχνει πως δεν είναι δα και τόσο απόλυτη, ούτε τόσο αδιαμφισβήτητη αυτή η περίφημη εξουσία του Δία! Ό σο κι αν αγριεύει και φοβερίζει, τελικά η γυναικεία θεό τητα έχει το θάρρος να παραβιάσει τις απαγο ρεύσεις του.22 Το σίγουρο είναι πως η Ή ρα ξέρει πολύ καλά την επίδραση που ασκεί η παρουσία της - και ο «κεστός ιμάς» - στον Δία. Βέβαια είναι χτυπητή η αντίθεση ανάμεσα στις προθέσεις και τις πρά ξεις της που καθώς είδαμε συμπυκνώνεται σ’ ένα χαρακτηριστικό λογότυπο (Ξ 300). Ο λόγος που απευθύνει στον Δία (Ξ 301-308), μ’ όλη τη φαι νομενική του αθωότητα, είναι, σχεδόν σε κάθε λέξη του, μια ερωτική πρόκληση πολύ προσεκτι κά διατυπωμένη. Η πλαστή πρόθεσή της να πάει στα «πολυφόρβου πείρατα γαίης» που εκφράζε ται ήδη στον πρώτο στίχο (Ξ 301), δεν μπορεί παρά να δυναμώσει τον πόθο του θεού, να τον ωθήσει να εκδηλωθεί αμέσως. Από ό,τι φαίνε ται, η προοπτική ενός μακρινού ταξιδιού, ενός αναγκαστικού προσωρινού χωρισμού ήταν ανέ καθεν εξαιρετικό τονωτικό για τους έρωτες! Η Ή ρα επαναλαμβάνει γι’ άλλη μια φορά την ιστορία της διάστασης ανάμεσα στον Ωκεανό και την Τηθύ. Ερμηνεύει λοιπόν για δεύτερη φο ρά το ρόλο της τρυφερής και συναισθηματικής θετής - κορούλας που ενδιαφέρεται για τους γο νείς της. Μα και πάλι, στη συγκεκριμένη περί
πτωση μια κουβέντα για ερωτική συμφιλίωση, δεν μπορεί παρά να είναι ερεθιστική. Οι στερεό τυπες εκφράσεις «εύνής καί φιλότητος» (Ξ 306) μοιάζουν να υποβάλλουν στο Δία το λογότυπο της ερωτικής προτροπής «άλλ’ άγε δή φιλότητι τραπείομεν εύνηθέντε». Η γυναικεία μήτις φτάνει στην κορύφωσή της, όταν η Ή ρα τολμάει να ισχυριστεί ότι ήρθε στην Ίδη, ειδικά για να ζητήσει την άδεια του Δία, πριν φύγει για το ταξίδι της. Ωστόσο και πάλι η φράση «σεΰ ένεκα» (ήρθα για χάρη σου) ηχεί σαν ερωτικό υπονοούμενο (Ξ 309-311). Η Ή ρα ερμηνεύει εδώ ένα δεύτερο ρόλο: της υποταγμένης συζύγου που ρωτάει τον άντρα της για το κάθετί! Πρέπει να τη φανταστούμε με ύφος δειλό και γλυκερό, να μιλάει σιγανά, πα ρακλητικά και ήρεμα, και δίνει την αίσθηση στο θεό ότι είναι δυνατότερος, πραγματικά ανώτε ρος. Βέβαια ξέρει ότι η ίδια έχει την κατάσταση στα χέρια της. Είναι τουλάχιστον περίεργα τα σχόλια των Αλεξανδρινών λογίων στο σημείο αυτό. Ο Ευ στάθιος μας τα παραθέτει: «Οί δ’ αύτοί (δηλαδή οι Αλεξανδρινοί σχολιαστές) καί έν οίς άνακοινοϋται δήθεν ή Ή ρα τψ Διί την είς ’Ωκεανόν άφιξιν, νομοθετεϊν φασιν "Ομηρον ταϊς γυναιξί ποιεΐσθαι τάς εξόδους συγχωρούντων άνδρών». Ούτε λίγο, ούτε πολύ κατά τη γνώμη τους το Ομηρικό δίδαγμα είναι ότι οι γυναίκες, για να βγουν έξω από την πόρτα τους, πρέπει να πά ρουν συζυγική συναίνεση. Η απάντηση του Δία είναι ένα ξεκάθαρο ερω τικό κάλεσμα, διατυπωμένο με τον ίδιο ακριβώς λογότυπο που απευθύνει ο Πάρης στην Ελένη23 (Γ 441-446). Πρώτα μια προτρεπτική υποτακτική που ακολουθείται από μετοχή («τραπείομεν εύ νηθέντε»). Ύστερα μια σύγκριση (ανάμεσα στον τωρινό του πόθο κι ένα σωρό ερωτικές εμπειρίες που είχε παλιότερα, διατυπωμένη με στερεότυπη δομή: Είναι χαρακτηριστική η αντίθεση ανάμεσα στα χρονικά «πώποτε» (Ξ 315, Γ 442) και «νΰν», η αντιστοιχία ανάμεσα στο «ωδε» και το «ώς» (Ξ 315, Γ 446, Ξ 328). Αυτή η διατύπωση τονίζει ιδιαίτερα τον τελικό στίχο (Ξ 328, Γ 446) «ώς σέο νΰν Ιραμαι καί γλυκύς ίμερος αίρει». Σε έντεκα στίχους (Ξ 317-327) ο Δίας προλαβαίνει να συ γκρίνει την Ή ρα με τις παλιές του αγαπημένες και η σύγκριση αποβαίνει βέβαια υπέρ της. Θυ μάται λοιπόν ο Δίας τις κατακτήσεις του και πα ραθέτει κι όλας τα ονόματά τους μιλώντας συνο λικά για εφτά γυναίκες, θεές ή θνητές. Σαν να μην έφτανε αυτό, θέλοντας να πιστοποιήσει ό,τι λέει, δεν διστάζει ν’ αναφέρει και τα ονόματα των γιων που γεννήθηκαν από αυτές. Ανάμεσά τους είναι κι ο Ηρακλής και ο ανύποπτος θεός προφέρει το όνομά του λίγο πριν γίνει θύμα απάτης. Η Ή ρα, και μαζί της κι ο ακροατής του έπους, δεν μπορεί να μη χαμογελάσει. Στους
αψιερωμα/53 προηγούμενους στίχους ο Ύπνος μας πληροφό ρησε ότι ύστερα από μια Διός απάτη η Ή ρα είχε ταλαιπωρήσει τον Ηρακλή. Ωστόσο, οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι - ανάμε σα τους ο Αριστοφάνης ο Βυζάντιος κι ο Αρίσταρχος - αθετούν αυτή την απαρίθμηση των γυ ναικείων ονομάτων με τη λογικοφανή παρατήρη ση ότι μια ερωτική πρόσκληση που γίνεται μ’ αυ τόν τον τρόπο μάλλον δεν έχει πιθανότητα αντα πόκρισης. Γράφουν χαρακτηριστικά: «Άθετοϋνται στίχοι ένδεκα ότι άκαιρος ή άπαρίθμησις τών όνομάτων· μάλλον γάρ άλλοτριοΐ τήν Ή ραν ή προσάγεται· καί ό έπειγόμενος συγκοιμηθήναι, διά τήν τού κεστού δύναμιν, πολυλογεΐ». Αυτοί οι επίμαχοι στίχοι (Ξ 317-327) είναι φυ σικά κατάλοιπο της παλιότερης επικής παράδο σης, μετουσίωση των γενεαλογικών καταλόγων που η γένεσή τους τοποθετείται δυο-τρεις αιώνες πριν από τη δημιουργία της Ιλιάδας. Σίγουρα δεν έχουμε λόγους να μιλάμε για μεταγενέστερη προσθήκη. Ωστόσο, ο ποιητής της Ιλιάδας τους εντάσσει στο υπόλοιπο κείμενο με τρόπο εκπλη κτικό.27 Χάρη σ’ αυτούς συμπυκνώνει τις εφτά εμπεριεχόμενες ερωτικές ιστορίες του Δία. Κα θυστερώντας έτσι με τις αφηγήσεις το ερωτικό σμίξιμο, μας δίνει τον καιρό να φανταστούμε τον ανώτατο θεό σχεδόν σαν μια φιγούρα ιθυφαλλι κή,28 να καμαρώνει για τον ανδρισμό του, να κομπάζει για την ερωτική του ικανότητα απα ριθμώντας τις κατακτήσεις του σε μιαν έξαρση αρσενικής ματαιοδοξίας.29 Ακριβώς αυτή του τη διάθεση εκμεταλλεύεται η Ήρα. Έτσι αφού για τρίτη φορά επαναληφθεί ο αντιθετικός λογότυ πος που συμπυκνώνει τη συμπεριφορά της θεάς (Ξ 329), η προσφώνηση που προφέρει η ίδια, «Κρονίδη αίνότατε», ηχεί τόσο άκαιρη που γίνε ται κωμική. Ο Δίας εδώ δεν είναι «αινότατος», γιατί δείχνεται με θολωμένο το μυαλό - κι όχι μόνο από πόθο - παύει να είναι ο μητιέτα ή μητιόεις Ζεύς, μια που η δική του μήτις, η πνευμα τική του διαύγεια και εγρήγορση έχει χαθεί, για να πραγματοποιηθεί η γελοιοποίησή του. Με τον εντεκάστιχο λόγο της (Ξ 330-340) η θεά ερμηνεύει έναν τρίτο «καθώς πρέπει» ρόλο: Με τους δισταγμούς και τους φόβους που εκφράζει υποκρίνεται την πουριτανή γυναίκα που είναι όλο σεμνότητα και αιδημοσύνη. Σε πέντε στίχους μιλάει υπερβάλλοντας για τα αισθήματα ντροπής που θα ένιωθε, αν κάποιος θεός έπαιρνε είδηση πως ζευγαρώνει σε ανοιχτό χώρο με το σύζυγό της (Ξ 333-334). Σχεδόν μοιάζει να μέμφεται το Δία που δεν ντρέπεται να ζητάει τέτοια πράγμα τα έξω στα βουνά. Ο ακροατής δεν μπορεί παρά νε γελάσει. Ξέρει καλά πως ο μεταμορφωμένος σε «κύμινδι» Ύπνος σχεδόν παρακολουθεί τη σκηνή με εντολή της θεάς. Κατά βάθος αυτή η αντίθεση ανάμεσα στην ανυποψίαστη ερωτική ματαιοδοξία και ορμητι-
κότητα του Δία και την υποκριτική ερωτική συ στολή και επιφυλακτικότητα της Ή ρας γεννάει την κορύφωση του κωμικού. Έτσι η καθησυχαστική διαβεβαίωση που της απευθύνει ο Δίας («μήτε θεών δείδιθι μήτέ τιν’ άνδρών») ότι θα φροντίσει να μη τους δει κανείς, χρωματίζεται από μιαν έντονη ειρωνεία. Την ώρα που οι δυο θεότητες σμίγουν, ο ποιη τής περιγράφει τον τόπο της ερωτικής τους συ νάντησης: Πάνω στην πράσινη λουλουδιασμένη γη, κάτω από ένα χρυσό σύννεφο με δροσοστά λες (Ξ 347-351). Σύγχρονοι φιλόλογοι διέκριναν εδώ τα χνάρια του αρχαϊκού μύθου που μιλάει για την ιερογαμία ανάμεσα στον Ουρανό και τη Γη. Όμως, απ’ την άλλη μεριά, με τον τρόπο αυ τό ο ποιητής αποφεύγει να περιγράφει την ίδια την ερωτική ένωση μετακινώντας το «οπτικό πε δίο» του αναγνώστη, ή του παλιού ακροατή - εύ ρημα πολύ συνηθισμένο στο σημερινό κινηματο γράφο. Κατεβάζει λοιπόν απλώς μιαν αυλαία με νατουραλιστικό διάκοσμο, στο τέλος της τέταρ της πράξης. Ύστερα από λίγο ο ανώτατος θεός κοιμάται «άτρέμας» (ήσυχος), «ΰπνφ καί φιλότητι δαμείς» («σκλάβος στον ύπνο και τον έρωτα» μεταφρά ζουν οι Κακριδής - Καζαντζάκης). Η αντίθεση ανάμεσα στις λέξεις «άτρέμας» και «δαμείς» επι
βεβαιώνει ότι η Διός Απάτη έχει συντελεστεί. Στον επίλογο του κειμένου ο Ύπνος, υποχρεωτικότατος απέναντι στην Ή ρα, τρέχει να φέρει το μήνυμα στον Ποσειδώνα. Τώρα κανείς δεν τον εμποδίζει να βοηθήσει τους Έλληνες. Ο Δίας θα ξυπνήσει μόνον μετά τη φοβερή ήττα των Τρώων
54/αφιερωμα σε θέση να τη νιώσει. Στο κείμενο παρουσιάζε ται κωμικός τόνος, δεν μπορούμε όμως να πούμε ότι η ίδια η Αφροδίτη γίνεται κωμικό πρόσωπο: Η ιστορία της διάστασης και της συμφιλίωσης ανάμεσα στον Ωκεανό και την Τηθύ είναι μάλ λον εύρημα, «τέχνη» της Ήρας, επομένως η πραγματοποίησή της είναι εντελώς απίθανη. Άλλωστε σ’ αυτή την ιστορία η Αφροδίτη, μ’ όλη τη δύναμη του κεστού της, δεν έχει παρά τον δευτερεύοντα ρόλο, να βοηθήσει την επίδοξη μεσολαβήτρια. • Η διαβάθμιση ■ Ο Ύπνος γίνεται κωμική φιγούρα. Η ερωτική I τ ο ν κ ω μ ικ ού στοιχείου] ιστορία που τον ενδιαφέρει είναι πολύ πιθανό να πραγματοποιηθεί στο μέλλον, μάλλον σχεδόν Ό σο προχωρεί η αφήγηση, ξεχωρίζει μια κλι βέβαιο, αφού η Ή ρα ορκίστηκε. Ο θεός, επίδο μάκωση του κωμικού στοιχείου. Ο κωμικός τό ξος γαμπρός, θα έχει σ’ αυτή την ιστορία ρόλο > νος γίνεται βαθμιαία περισσότερο έντονος, για πρωταγωνιστή. Και βέβαια δεν χρειάζεται να ξαναθυμίσουμε να κορυφωθεί τη στιγμή ακριβώς που γελοιοποι είται ο ανώτατος θεός. Γενικά στο κείμενο αυτό ότι ο Δίας μετατρέπεται σε καρικατούρα υπερεραστή τη στιγμή που διηγείται τις εφτά ερωτικές τα πρόσωπα - με εξαίρεση την Ή ρα - κωμικοποιούνται, χωρίς να έχουν συναίσθηση του γεγο ιστορίες του. Έχουν όλες σίγουρα πραγματο νότος αυτού. Ακόμη και ο Ύπνος, ενώ ξέρει κα ποιηθεί, μια κι έχουν γεννηθεί κι οι γιοι του και λά τι συμβαίνει, μάλλον δεν έχει συνείδηση της φυσικά ο ρόλος του ήταν πρωταγωνιστικός. Γενικά όλο αυτό το απόσπασμα της Ιλιάδας μεταμόρφωσής του σε κωμικό πρόσωπο. έχει τη δροσιά, τη χάρη και τη ζωντάνια του Η κωμικοποίηση των προσώπων βρίσκεται σε άμεση σχέση με τις εμπεριεχόμενες ιστορίες. Ο θεατρικού λόγου. Δεν υπάρχουν σημεία, όπου βαθμός της αυξάνεται ανάλογα: α) με την πιθα νεκρώνεται η δράση, η γοργή εξέλιξη διαρθρώ νεται σε ξεχωριστές σκηνές με διαφορετικά σκη νότητα πραγματοποίησης καθεμιάς τους - β) με νικά, ερμηνεύονται χαρακτηριστικοί ρόλοι, το βαθμό συμμετοχής κάθε προσώπου σε κάποια υπάρχει ένα είδος σκηνικής προετοιμασίας και (ή σε μερικές) από αυτές. μεταμφίεσης. Συχνά, πρέπει να σκύψουμε προ Έτσι η Αφροδίτη αναφέρεται στην ιστορία του Ωκεανού και της Τηθύος προφέροντας στί σεκτικά στο Ομηρικό κείμενο για να διακρίνου χους χρωματισμένους με ειρωνεία που δεν είναι1* με αχνά τα σπέρματα της κωμωδίας.
(Ο 1-11). Ο τελικός επιλογικός στίχος που προ φέρει ο Ύπνος μιλώντας για το Δία («Ήρη δ’ έν φιλότητι παρήπαφεν εύνηθήναι» Ξ 360) βρίσκε ται σε απόλυτη αντιστοιχία με τους προλογικούς στίχους, όπου δηλώθηκαν οι προθέσεις της Ήρας (Ξ 153-165). Αυτή η σχεδόν κυκλική μορ φή δείχνει ότι η επιτυχία του σχεδίου της είναι απόλυτη.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Σχετικά με τους χαρακτηρισμούς «οριακό», «αφετηριακό» και γενικότερα την ορολογία που χρησιμοποιείται στη με λέτη αυτή, δες Α. Ζερβού, Ακρίβεια γλώσσας - Νομοτέλεια στο έπος και ορολογία στη Διδακτική πράξη, Γλώσσα, τ. 2, 1983. 2. Οι αραβικές «Χίλιες και μια νύχτες» αποτελούν ανάπτυξη αυτής ακριβώς της μορφής. 3. Ήδη από την αρχαιότητα γίνεται προσπάθεια να εξηγηθεί η κωμικοποίηση των θεών αλληγορικά κι αυτή η τάση συ νεχίζεται και τα βυζαντινά χρόνια. Οι «Αλληγορίες του Ομήρου» του Ηράκλειτου, γραμμένες τον Ιο αι. π.Χ. πρέ πει να είχαν πίσω τους μια πλούσια σχετική παράδοση. 4. Μερικοί ερευνητές, θεωρούν την κωμικοποίηση των θεών ως Ανατολική επίδραση (6λ. Μ. Macleod, Humor in Ilias, book 23, International Homeric Symposium, 1969), άλλοι ως επινόησή του νεωτερικού και ρεαλιστικού πνεύματος του ποιητή που αρνείται την παράδοση. (Βλ. F. Codino, Presupposti religiosi e tendenza comico-realistica nella mitologia omerica, Belfagor, XV, 1960, σελ. 551-556). O A. Lesky έδειξε πως συνδέεται με το ελεύθερο Ιωνικό - σχεδόν σκεπτικιστικό - πνεύμα που δημιούργησε τη φιλοσοφία, καταλήγει όμως απλώς ότι «πράγματι η κωμικοποίηση των θεών παραμένει ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα» (Βλ. A. Lesky, Griechen lachen iiber ihre Gotter, W.H.B. 4, 1961, σελ. 3040. - του ίδιου, Der Mythos in Verstanduis der Antike, von der Fruhjeit bis Sophocles, Gesammelte Schriffen, hrsg Kraw W., 1966, σελ. 428 - Επίσης R.E. Suppl. XI - 733). 5. Γι’ αυτή την αρχέγονη μορφή όπου υπάρχει μικρότερη αυ-
τοτελής αφήγηση ενσωματωμένη στη μεγαλύτερη (ricit dans le r6cit) έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφοροι όροι, από τους γαλλόφωνους κυρίως θεωρητικούς της λογοτε χνίας. Έτσι ο Μ. Bal χρησιμοποιεί τους όρους «encandrement» ή «enchassement» (το δεύτερο ειδικά για το «Χίλιες και μια νύχτες») - Βλ. Μ. Bal, Narratologie, Παρίσι, Klincksieck, 1977, σελ. 62. - Ο G. Genette προτιμάει την ονο μασία «meta-ricit» ή «metadiegese» για την εμπεριεχόμενη ιστορία. - Βλ. G. Genette, Figures III, Seuil, 1972, σελ. 241-242. 6. Γενικά η μήτις των θεών στην Οδύσσεια - και ειδικά της Αθηνάς - έχει σχέση με τη μεταμόρφωση και την εμφάνισή τους σε θνητούς. Βλ. Ρ. Pucci, Les figures de la metis dans F Odyssce, Μήτις I, 1, 1986, σελ. 7-28. 7. Βλ. T. Todorov, Poitique de la prose, Seuil, 1978, σσ. 2630. 8. «’Εν σχήματι πρόθέσεως», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ευστάθιος. 9. Η περιγραφή του σκηνικού της κυρίως «Διός ’Απάτης», της Ίδης, έχει ήδη περιγράφει στην προηγούμενη σκηνή (Ξ .283-285). 10. Σημειώνουμε τις αντιστοιχίες κατά στίχους: Η. horn. Aphr. 60 = Ξ 169, Η. horn. Aphr. 63 = Ξ 172, Η. horn. Aphr. 68 = Ξ 283. 11. Βλ. Ν. Schwabl, Ανακοίνωση στο Ομηρικό Συνέδριο της Ιθάκης, Ί981. 12. Η Καλυψώ ντύνεται, φοράει τη ζώνη και τον πέπλο της (ε 230-232). Οι Χάριτες βάζουν στο λουτρό την Αφροδίτη, την αλείφουν με αρωματισμένο λάδι, τη βοηθούν να φορέ σει το φόρεμά της (θ 364-366). 13. Η σκηνή της προετοιμασίας διασκευάζεται σε ένδυσης και
αφιερωμα/55 συχνά συμφύρεται με την ομόλογή της του οπλισμού. Σ’ αυτή την περίπτωση και οι δυο σκηνές παρουσιάζονται με ελλειπτική μορφή που κάποτε περιορίζεται μόνο σ’ ένα στίχο (ιδίως η σκηνή ένδυσης: Ξ 186 = α 96 = ε 44 ~ Β 44). Βλ. α 96-101: Η Αθηνά πριν συναντήσει τον Τηλέμαχο - Ε 44-49: Ο Ερμής πριν επισκεφτεί την Καλυψώ - Β 4246: Ο Αγαμέμνονας πριν συγκαλέσει την αγορά. ,14. Ο ψευδο-Ηράκλειτος εξηγεί ότι ο καλλωπισμός της Ήρας συμβολίζει την άνοιξη, το μυρωμένο λάδι τα λουλούδια που ανθίζουν κ.λ.π. (Ηρακλείτου, Αλληγ. ομ., 39, 5). Για τις αλληγορικές εξηγήσεις γενικά 6λ. F. Buffiere, Les mythes d’ Homcre, 1973, o. 106-115. 15. Η «χάρις» της Αφροδίτης συνυπάρχει με τον πόθο και τον ϊμερο. Βλ. Μ. Detienne, Les Maitres de verite dans la G ri ce archai'que, Παρίσι, 1967, σ. 64. Ο M. Detienne θεωρεί ότι η προσφορά της Αφροδίτης είναι η «χάρις» και η «πει θώ». Βλ. του ίδιου, Les Jardins d’ Adonis, Παρίσι, 1972, σ. 168. 16. «Άθετεϊται, δτι έκλύει τήν χάριν. εί ένεκα τού Διός δίδωσι καί ούκ αύτής». σημειώνει ο σχολιαστής. 17. Συχνά η μήτις κάποιου θνητού ή θεού χρειάζεται τη βοή θεια του Ύπνου για να πραγματοποιηθεί, όπως για παρά-" δείγμα στην περίπτωση του Οδυσσέα και του Κύκλωπα. Βλ. Μ. Detienne - J.P. Vernant, Les ruses de Γ intelligence, 1978, σ. 111. Επίσης: L. Kahn - Lyotard, «Ulysse», Dictionnaire des Mythologiel981, Flammarion, o. 518. 18. Είναι οι πάπυροι, 10, 26, 20 και οι κώδικες A Β G L Τ. 19. Σύμφωνα με τον Κόιντο τον Σμυρναίο η Ήρα κράτησε την υπόσχεσή της. Συναντάει τον Ύπνο μετά τη Διός Απάτη, ενώ γυρίζει από την επίσκεψή της στην Τηθύ. Ο Ύπνος έχει ήδη παντρευτεί την Πασιθέα. (Ε 396-306 - εκδόσεις Budc - επιμέλεια F. Vian). 20. Η ετυμολογική σχέση ανάμεσα στις δυο λέξεις δεν είναι ωστόσο πολύ πιθανή. Βλ. Chantraine, Dictionnaire dtymologique de la Iangue grecque, λήμμα «δέλεαρ». 21. Βλ. M. Detienne - J.P. Vernant ε.α - σ. 104-125. Την πλη ροφορία μας δίνει ο Ησίοδος (Θεογονία 886). 22. Το ίδιο κάνει και η Αθηνά, όμως με λιγότερη επιτυχία. Βλ. A. Zervou, Athdna dans le Θ de Γ Iliade, Les fitudes Classiques, LV, 3, 1987. 23. Θ222: δεύρο, φίλη, λέκτρονδε τραπείομε εύνηθέντε (ερωτι κή πρόσκληση του Άρη προς την Αφροδίτη). 24. Γ 441-446: Είναι η πλήρης μορφή της ερωτικής πρόσκλη σης, οι αντιστοιχίες είναι ξεκάθαρες: Γ 441 = Ξ 314, Γ 422 = Ξ 315, Γ 446 = Ξ 328. 25. Ο Ευστάθιος όμως θεωρεί ότι με αυτή την αναφορά των ονομάτων ο Δίας προσπαθεί να δείξει τον εαυτό του πε ρισσότερο αξιέραστο. 26. Εξελιγμένη μορφή των καταλόγων θεωρείται το έργο Ήοϊαι του Ησιόδου βλ. A. Lesley, R.E., suppl. 11 (1967) 786, 43 (Λήμμα Όμηρος). 27. Ο καθηγητής Κακριδής μιλάει για τη σκόπιμη τοποθέτηση του Καταλόγου στο Σ 39 κ.ε., όπου υπάρχει η γοητευτική παράθεση των ονομάτων των Νηρηίδων και «ο Όμηρος μνημονεύει τριάντα τρία μόνο ονόματα, όλο δροσιά και φως και θαλασσινή αρμύρα». Είναι αλήθεια ότι «στους καταλόγους η παλαιότερη έρευνα φέρθηκε σαν την κακιά μητρυά· όπου τους έβρισκε στα ομηρικά έπη, τους νόθευε χωρίς πολλά-πολλά». Βλ. Ι.Θ. Κακριδή, Προομηρικά Ομηρικά - Ησιόδεια, 1980, σσ. 31-33. 28. Εδώ δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε ότι ο Αριστοτέλης στο Δ' κεφάλαιο της Ποιητικής του μιλάει για τη σχέση ανάμεσα στα άσματα που τραγουδούν οι παρελάσεις των φαλλοφόρων και τη μεταγενέστερη κωμωδία. Βλ. R. Janko, Aristotle in Comedy, Towards a reconstruction of Poe tics II, 1984, σ. 135. 29. «Zeus as Don Juan», βλ. G.P. Shipp, Studies in the langua ge of Homer, Cambridge, 19722, o. 285. Απ’ ό,τι φαίνεται μάλλον ο Πλάτωνας γνώριζε τους επίμαχους στίχους. Βλ. J. Labarbc, L’ Homere de Platon, Λιέγη, 1949, σσ. 346-348. Σύγχρονοι ερευνητές μιλούν για ένα είδος Ομηρικού «μαύ ρου χιούμορ». Βλ. Th. Reucher, Die situative Weltsicht Homers, Darmstadt, 1983, σ. 284.
Νέες Εκδόσεις ΟΜΗΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ραψωδία
Ω
ΑΛΕΙ Αθ. ΜΠΑΛΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ ΟΜΗΡΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ Ραψωδία
I
Σχόλια και Ερμηνεία Α.Ξ.ΚΑΡΑΠΑΝΑΠΩΤΗ Μεταγλώττιση σχολίων - Μετάφραση ΑΛΕΙ Αθ. ΜΠΑΛΤΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΗΜ. Ν. ΠΑΠΑΔΗΜΑ Ιπποκράτους 8 τηλ. 36.27.318
56/αφιερωμα
Ιωάννης Κ. Προμπονάς
Κοινές εκφράσεις στα Ομηρικά έπη και στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια
Α γγειογραφ ία από την Τίρυνθα τον 700 περίπου π .Χ ., όπου εικονίζεται ο Ηρακλής στη μάχη με τις Αμαζό νες. Φυσικά, κάτω από την εικόνα αυτή θα είχε τη θέση τον ο παρακάτω στίχος νεοελληνικού δημοτικού τραγουδιού: απ ’ τα μαλλιά τον άρπαξε, παίρνει την γκεφαλή ντου (Λαογραφία, 1, 1909, 589).
Το πρόβλημα της προέλευσης των νεοελληνικών δημοτικών τραγουόιών (παρα λογών και ακριτικών) δεν έχει ακόμη βρει,, κατά τη γνώμη μου, τη λύση του. Βέ βαια, γίνεται, όσο ξέρω, κοινώς παραδεκτή η θεωρία του Στίλπωνος Κυριακίδη,1 σύμφωνα με την οποία οι νεοελληνικές παραλ.ογές μπορεί να συναφθούν προς τις ορχηστρικές τραγωδίες των αυτοκρατορικών χρόνων. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η θεωρία αυτή δεν είναι παρά μια υπόθεση χωρίς θεματική και γλωσσική τεκμη ρίωση.
αφιερωμα/57 Κατά τη γνώμη μου, τα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια (παραλογές και ακριτικά) έχουν άλλη καταγωγή. Γλωσσικά και θεματικά στοιχεία που απαντούν στα δημοτικά τραγούδια και μαρτυρούνται ήδη στα Ομηρικά έπη μάς οδηγούν αλ λού. Θα περιοριστώ εδώ στα γλωσσικά στοιχεία και, φυσικά, θα παραθέσω λίγα μόνο παραδείγ ματα,2 καθώς το όλο θέμα παραγματεύομαι στο υπό έκδοση βιβλίο «Νεοελληνικά δημοτικά τρα γούδια και Ομηρικά έπη». 1) ο318=α>265: έκ γάρ τοι έρέω, σύ δέ σννθεο καί μεν ΆκουσονΖ334=σ129: τούνεκά τοι έρέω, αν δέ σννθεο καί μεν Άκουσον π 259: τοιγάρ έγών έρέω, συ δέ σννθεο κα ί μεν Άκουσον Κάρπαθος-Λ33, 1982-84, 23: Νά σ’ άρμηνέψω, νιόττερε, κι Άθ θέλης, Άκουσέ μον. 2) Ω407: εις, άγε δή μοι πάσαν άληθείην κατάλεξον. Π6. και Ψ361 ρ122 Ζ382 § 125 ρ 15 σ342. γ247 κ.ά. Νάξος-Ακ. 390: Ό χι, να ζήσεις, δμορφη, π έ μ ’ δλη ν ’τήν Αλήθεια. 3) η226=χ420: τοιγάρ, έγώ τοι, τέκνον, άληθείην καταλέξω. ρ 108: τοιγάρ έγώ τοι, μήτερ, άληθείην καταλέξω. ρ122: αύτάρ έγώ τφ πάσαν άληθείην καταλέξω. Πβ. και γ 254=π 61 κ.ά. Πόντος-Λαμψ. 172-73: Σσόν Θιό μ’ κι άν έκατώρκ’σες με, την άληθειάν θά λέω
(Στό Θεό τον που με ξόρκισες θα ιστορήσω αλήθειες). Πόντος-Λαμψ. 101-102: Σσόν Θιόν κι άν κατορκίζης με, λέγω σε την άλήθειαν. (Αφού μ’ ορκίζεις στο Θεό, σου λέω την αλήθεια). 4) ρ368: άλλήλονς τ' εϊροντο τίς ειη καί πόθεν έλθοι. Κρήτη-ΙΛΑ s.v. αναρωτώ: ό γείς τόν Άλλ’ άναρωτά τί
μέλει νά γενούνε. Κρήτη-Πετρ. Β' 176: κι ό γείς τόν Άλλ’ άναρωτά πόαα’νιαι τά σφαχτάν του. 5) Ν538=Ξ432: οι τόν γε προτί άστυ φέρον βαρέα στενάχοντα. Θ334=Ν423: νήας έπι γλαφυράς φερέτην βαρέα στενάχοντα. δ516=ψ317: πόντον έπ’ ίχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα. ε420: πόντος έπ’ ίχθυόντα φίρη βαρέα στενάχοντα. κ76: "Ως είπών άπέπεμπε δόμων βαρέα στενάχοντα. Θ95=Θ534: ήμενος άγχ’ αυτού, βαρύ δέ στενάχοντος Άκονσεν. Θράκη-ΙΛΑ s.v. βαρεαναστενάζω: τόν τόπο μου θυμήθηκα καί βαρέαναστενάζω. &. τόπος-Passow 119:
νά κάμω τή γυναίκα μου νά βαριαναστενάξη-
Κάρπαθος-Μιχ. 98: κι άκονει κα ί τον Κωσταντή κα ί βαρειαναστενάτζει.
Κάρπαθος-Μιχ. 262: καί τότες ν’ άνεστορηθείς νά (β)αρεαναστενάζεις. 6) τ162: άλλά καί ως μοι εϊπέ τεόν γένος, όππόθεν έσσί. Πβ. καί ρ373 523 κ.ά. Νάξος-Σφυρ. 18: Πές μου, νά ζήσης, δμορφη, άπό ‘ντα (γ)ένος είσαι; Τήλος-ΙΛΑ s.v. άνάθεμα: Γιά πέ, νά ζήσης, λυγρή, ’π ονπόθεν’ ν’ ή γενιά σου; Σκύρος-Πετρ. Α ' 55: Γιά πές μου, βρέ Βλαχόπουλο, πόθε V τά γονικά σου α. τόπος - Ακ. 61: τότ’ έκαταρωτήσαν τον, πόθεν έν ή γενιά τον. 7) κ548: μηκέτι νϋν εϋδοντες άωτεΐτε γλυκόν ϋπνον. Πβ. καί β395 Θ445 κ548 ψ338 σ188 κ.ά. Πόντος-Λαμψ. 24-5: Ακρίτες μου έγνέφιξεν άς τό γλυκόν τόν ϋπνον (Εξύπνησεν απ’ τον γλυκό τον ύπνον ο Ακρίτας). 8) ε162=ι557=κ184=κ468=κ477=μ30: ήμεθα δαινύμενοι κρέα τ’ άσπετα καί μέθυ ήδύ. Πβ. καί η203 δ 238 φ89 γ471 ρ530. Θράκη-Ακ. 333: κάθοννται τρών’κα ί πίνουνε καί γλυκοχαιρετειοΰνται. Κρήτη-Ακ. 64: κάθοννται, τρων’ καί πίνουνε σέ μαρμαρένια τάβλα. 9) Π3: δάκρυα θερμά χέων, ώστε κρήνη μελάνυδρος.
Σ17: δάκρυα θερμά χέων, φάτο δ’ άγγελίην άλεγεινήν.
Σ235: δάκρυα θερμά χέων, έπεί είσιδε πιστόν έταΐρον.
ω46: δάκρυα θερμά χέον Δαναοί, κείροντό τε χαίτας.
Η426: δάκρυα θερμά χέοντες άμαξάων έπάειραν.
δ523: δάκρυα θερμά χέοντ', έπεί άσπασίως ϊδε γαϊαν.
τ362: δάκρυα δ ’ έκβαλε θερμά, έπος δ’ όλοφυδνόν έειπεν· Πβ. και Α357 ω438 624=ω425. Κάρπαθος-Μαν. 220: κα ί χύνω μαύρα δάκρυα, πύρι να, βουρκωμένα. Ήπειρος-Χασ. 176: νά ρίξει μαύρα δάκρυα, νά σκίσ’ τά μάγουλά της.
10) κ201: κλαϊον δέ λιγέως, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες.
λ391: κλαϊε δ’ δ γε λιγέως, θαλερόν κατά δάκρνον εϊβων,
Ζ496: έντροπαλιζομένη, θαλερόν κατά δάκρυ χέονσα. κ409: οικτρ’ όλοφυρομένους, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντας. κ570: ήομεν άχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες λ5: βαίνομεν άχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες
58/αφιερωμα λ466: εσταμεν άχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες μ 12: θάπτομεν άχνύμενοι, θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες χ447: αϊν’ όλοφυρόμεναι, θαλερόν κατά δάκρυ χέουσαι 6556: τόν δ’ ϊδον έν νήσφ θαλερόν κατά δάκρυ χέοντα Γ142: όρμάτ’ εκ θαλάμοιο τέρεν κατά δάκρυ χέουσα. Χ79: μήτηρ δ’ αύθ’ έτέρωθεν όδύρετο δάκρυ χέουσα. Ζ405: ’Ανδρομάχη δέ οι άγχι παρίστατο δάκρυ χέουσα Ω745: μεμνήμην νύκτας τε καί ήματα δάκρυ χέουσα Σ340: κλαύσονται νύκτας Τε καί ήματα δάκρυ χέουσαι. Ω 786: καί τότ’ άρ’ έξέφερον θρασύν Έκτορα δάκρυ χέοντες,
Κύπρος-Ακ. 47: Μάννα, ’μαι έφταμπάσταρδος; π έ μου το νά τό ξέρω. Δωδεκάνησα-Λύντ. Ζ66: Πέ μ ’, άν τήν είδες, πέ μου το, π έ μου νά τό γνωρίσω
14) γ46: δός κα ί τούτω έπειτα δέπας μελιηδέος οίνου. Στην άρχή στίχου ή προστακτική + δοτ. καί στα χωρία Ξ 198
Π 40Ψ75 ρ 195 345 400 κ.ά. Κάρπαθος-Μαν. 226: δός τον καί τό ζωνάρι μου τό χρυσοκεντημένον 15) φ281: ά λλ’ &γ’ έμοί δότε τόξον έΰξοον, δφρα μεθ’ ύμϊν χειρών καί σθένεος πειρήσομαι.... Πβ. και φ336 6212=6669 ζ209=246. Θράκη-ΛΙ, 1909, 649: δώσε μου τό δοξάρι μου τό πελεμιτικό μου νά πολεμήσω τό θεριό...
Πβ. και Σ94 428 Ω613 Θ245=Ρ468 §280 κ.α.
16) 0126-7:
Γορτυνία-Saunier 91: θ’ άναστενάζεις καί θά κλαϊς, θά χύνεις μαύρα δά
α127:
κρυα.
έγχο ς μ έν φ' έστησε φέρων πρός κίονα μακρήν
Ήπειρος-Χασ. 120: πώς κλαίει καί μυριολογάει, πώς χύνει μαύρα δάκρυα, α. τόπος-Passow 114: νά γλέπω καί πώς χλίβεται, πώς χύνει μαύρα δάκρυα. Ήπειρος-Χασ. 160: νά κείτωμαι τά πίστομα, νά χύνω
έγχος ό ’ έστησε στιβαρής άπό χειρός έλουσα
ρ29: έγχος μέν στήσε πρός κίονα μακρόν έρείσας.
Καππαδοκία-Ακ. 6: έστηξε τό μιξράχι της, ’κρέμασε τό σπαθί της [1) κον
τάρι.]
μαύρα δάκρυα.
Χαλκιδική-Βαγγλής 138: νά κάνου τήν άγάπη μου νά
17) Ζ213:
χύνει μαύρα δάκρυα
έγχος μέν κατέπηξεν έπ ί χθονί πουλυβοτείρη.
α.τόπος-Passow 250: Γιά νά τό δγεϊ ή μάνα του, νά χύ
Ν570: ένθα οί έγχος έπηξεν· ό δ’ έσπόμενος περί δουρί Κάρπαθος-Πετρ. Α' 34: Πήσσει κοντάριν εις τή γη, τόπ ποταμόπ περνάτ το. Κύπρος-Ακ. 52: κ α ί μπήει τό κοντάριν του κάμνει όσκιόν καί πέφτει
σει μαύρα δάκρυα
α . τόπος-Passow 247: Τά μάτια βλέπουν τό γιαλό κα ί μαύρα δάκρυα χύνουν.
Κάρπαθος-Μιχ. 275: μμ’ άλλήθεια κι ή γυναίκα του πύρινα (δ)άκρυα χύνει Πύλος-Saunier 263: δεν ήταν ή άδελφούλα μου τά όάκρνα νά χύσει 11) λ527: δάκρυά τ’ ώμόργνυντο τρέμον θ’ υπό γυϊα έκάστου·
Πβ. και Σ123 088 λ529. Ήπειρος-Passow 248: Γυρίζω πίσω θλίβοντας, σφογγίζοντας τά δάκρυαΑίγιο-Saunier 61: Χρυσά μαντήλια βγάλανε, τά δάκρυα σφουγγάνε. Πβ. Διγ. Esc. (έκδ. Αλεξίου) 77: τά δάκρυά τους σφ ουγγίζουσιν, τά ρέτενα γυρίζουν
18) α405: άλλ’ έθέλω σε, φέριστε, περί ξείνοιο έρέσθαι. γ243: νϋν δ ’ έθέλω έπος άλλο μεταλλήσαι κα ί έρέσθαι Νέστορ’,
Πελοπν.-Πετρ. Β' 228: Θέλω κ ι’ έγώ, παιδάκι μου, κάτι νά σέ ρωτήσω
Θράκη-Πετρ. Β' 65: Θέλω νά βρώ τή μ άννα σου, γιά νά τήν έρωτήσω.
19) «>474: είπέ μοι είρομένη, τί νυ τοι νόος ένδοθι κεύθει;
12) ζ178:
0263-4:
άστυ δέ μοι δεϊξον, δός δέ φάκος άμφιβαλέσθαι
είπέ μοι είρομένω νημερτέα μηδ’ έπικεύσης
Κύπρος-Λύντ. 217:
ω114: είπέ μιμ είρομένω- ξεϊνος δέ τοι εύχομαι είναι. Πελοπν-Λύντ. 237: νά σέ ρωτήσω νά μ οϋ πεις τί είδες τό πρώτο βράδυ.
τσαί δείξε μου τά σπίδκια σου, τσαί πάω μονασή μου
Κέρκυρα-Μαν. Β' 41: Δείξε μου τό μνημούρι της, λιβάνι νά τής βάλω.
Κέρκυρα-Μαν. Β' 95: Δείξε μας τά σημάδια του, ίσως τόνε γνωρίσω.
20) ξ118:
13) Κ426: εϋδουσ’ ή άπάνευθε; όίειπέ μοι, δφρα όαείω α 174=δ645=ω232=ξ186=νν258=ω297=ω403:
είπέ μοι, α ϊ κέ πόθι γνώω τοιοϋντον ιόντα. Στην αρχή στίχου η φρ. είπέ μοι, είπέ δέ μοι καί στά χωρία γ 214=π95 ω328 ο263 τ218 ω114 474 0555 λ174 177 494. Κύπρος-Λύντ. 110: Τσαί π έ μου τά σημάδια του, ίσως τόν άχνωρίζω.
κ α ί μοι τοϋτ’ άγόρευσον έτήτυμον, δρφ ’ έν είδώ
αψιερωμα/59 Κύπρος-Ακ. 399: Γιά πές μου τά σημάδια του, μπ ορ’ & τόφ φ έρ’ ό νους Η ομοιότητα των εκφράσεων που απαντούν - συχνά μάλιστα στην ίδια θέση του στίχου - στα νεοελληνικά δημοτικά τραγούδια και στα Ομηρικά έπη - όχι όμως και στις τραγωδίες - είναι, νομίζω, φανερή και ερμη νεύεται ικανοποιητικά, εάν υποθέσει κανείς ότι η προομηρική λαϊκή επική ποίηση, την οποία προϋποθέ τουν τα έπη του Ομήρου, δεν έσβησε3 με τη σύνθεση της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, αλλά εξακολούθησε την πορεία της μέσα στο χρόνο ως τις μέρες μας με τελική κατάληξη τα σημερινά δημοτικά τραγούδια, ακριτικά και παραλογές. Η επική ποίηση που προηγήθηκε του Ομήρου συνέχισε να ζει και μετά τον Όμηρο και να τρέφει τη λαϊκή ψυχή. Φυσικά η ποίηση αυτή με το πέρασμα του χρόνου συνεχώς εξελισσόταν γλωσσι κά και εμπλουτιζόταν με νέα στοιχεία. Διέσωζε συγ χρόνως άφθονα στοιχεία από το μακρινό παρελθόν, όπως εκφράσεις και μοτίβα. Ακριβώς τα στοιχεία αυ τά, καθώς απαντούν ήδη στον Όμηρο, μας οδηγούν σε χρόνους προομηρικούς. Οι κοινές εκφράσεις Ομηρι κών επών και νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών εί ναι τα νήματα που συνδέουν την προομηρική επική ποίηση με τη σύγχρονη νεοελληνική, όπως αυτή έχει περισωθεί κυρίως στα ακριτικά τραγούδια και τις πα ραλογές. Θα μπορούσε κανείς να παραβάλει την ελληνική επι κή ποίηση με ένα τεράστιο ρεύμα που οι πηγές του βρί σκονται στα πλούσια σε ηρωικές πράξεις μυκηναϊκά χρόνια. Το ρεύμα τούτο αρδεύει τα Ομηρικά έπη, ρέει υπόγεια στα κλασικά χρόνια, αναφαίνεται ξανά στη βυζαντινή περίοδο και, τέλος, καταλήγει, μετά μια τό σο μεγάλη διαδρομή, στην κοίτη που ονομάζεται: ακριτικά τραγούδια και παραλογές. Σ’ αυτά τα τρα γούδια έχει συσσωρευθεί παράδοση τεσσάρων περίπου χιλιάδων ετών. Πολλές από τις αρετές των τραγουδιών αυτών οφείλονται ίσως στο τόσο μακρινό τους παρελ θόν.1 1. Αί ιστορικοί άρχαί τής δημώδους νεοελληνικής ποιήσεως. Έ ν Θεσσαλονίκη 1834 και 19542 (μέ έπίμετρο). 2. Με αλφαβητική σειρά (άκουσον-είπέ). 3. Αυτό συνήθως πιστεύεται. Για παράδειγμα ο καθηγητής και ακαδημαϊκός Κ. Ρωμαίος υποστηρίζει, ανάμεσα στα άλλα, ότι «...ό Όμηρος ήταν ένας ποιητής όδοστρωτήρας. ’Αφομοίωσε δλα τά πρίν άπ’ αύτόν δημοτικά τραγούδια, τά σχετικά μέ τόν πόλεμο τής Τροίας, δπως τέτοια άσφαλώς
ήσαν έκεΐνα πού άκουσε κλαίγσντας δ Όδυσσέας στήν αύλή τών Φαιάκων ή τά άλλα πού έξαναγκαζόταν νά τά τρα γουδάει ό Φήμιος στήν ’Ιθάκη. Ό λά έκείνα τά δημοτικά τραγούδια τού καιρού του ό Όμηρος τά άφομοίωσε. Τά άφομοίωσε, άλλά - άκριβώς γι’ αύτό τό λόγο - καί τά έξαφάνισε. Ώ ς ποίηση, δλα έκείνα έσβησαν όριστικά άπό τή θύμίση τον λαόν, καί δ,τι διασώθηκε, πρέπει νά τό άναζητήσουμε άναχωνευμένο μέσα στούς στίχους .τού ίδιου τού 'Ομήρου. Ή έξαφάνιση τών πρίν δημοτικών τραγουδιών έγινε άμέσως μετά τά χρόνια τού 'Ομήρου. Τό αύτό φαινό μενο όλοκληρώθηκε στούς ένδιάμεσους αιώνες, ώσπου νά καταγράφουν τά όμηρικά έπη τόν καιρό τού Πεισίστρατου. Τέλος τό αύτό φαινόμενο τού έξαφανισμού - δν ύπήρχε πε ριθώριο νά έχουν άκόμη έπιζήσει -- συμπληρώθηκε τούς ύπόλοιπους αιώνες τής Κλασσικής ’Εποχής, τότε πού οί ρα ψωδοί τραγουδούν τά έπίσημα Όμηρικά "Επη καί οί μαθη τές στήν άρχαία Ελλάδα διδάσκονται στά σχολεία τους «τόν ποιητήν δς πεπαίδευκε τήν Ελλάδα». (6λ. Κ. Ρωμαί ου, Η ποίηση ενός λαού. Αθήνα 1968, σ. 155). Ο μόνος, όσο ξέρω, που υποστηρίζει την ύπαρξη μιας λαϊκής ποιητικής παράδοσης, «που ζει στην Ελλάδα αδιάσπαστη από τα ομη ρικά τουλάχιστον χρόνια», είναι ο καθηγητής Ι.Θ. Κακριδής (6λ. τη μελέτη του: Οδυσσέως αναγνωρισμός, Επιστ. Επετ. Φιλοσ. Σχολ. Π.Θ. 7,1957,256=Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο. Αθήνα, 1979, σ. 175). Συντομογραφίες Ά κ.: Ελληνικά δημοτικά τραγούδια, ’Ακαδημία ’Αθηνών, τ. Α ' 1962. Βαγγλής: Στ.’Α. Βαγγλή, Δημοτικά τραγούδια τής Χαλκιδι κής. Θεσσαλονίκη 1986. ΙΛΑ: 'Ιστορικόν Λεξικόν... ’Ακαδημία ’Αθηνών, 1933 έξ. Καν: Κ. Κανελλάκη, Χιακά άνάλεκτα. Άθήναι 1980. Λ: Λαογραφία. Λαμψ.: Π. Λαμψίδη, Δημοτικά τραγούδια τού Πόντου. Α' Άθήναι, 1960. Λύντ.: Ε. Λύντεκε, Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Α'. Άθήναι 1943. Μαν.: Ε. Μανωλακάκη, Καρπαθιακά. ’Εν Άθήναις 1896. Μαν. Β'.: Ά ντ. Μανούσου, Τραγούδια ’εθνικά... Κέρκυρα 1850. Μιχ.: Μ..Γ. Μιχαηλίδου-Νουάρου, Δημοτικά τραγούδια Καρ πάθου. Άθήναι 1928. Passow: A. Passow, Τραγούδια ρωμαίικα. Lipsiae 1860. Πετρ. Α', Β': Δ. Πετρόπουλου, 'Ελληνικά δημοτικά τραγού δια . Α'-Β', Άθήναι 1958-1959. Saunier: G. Saunier, Τό δημοτικό τραγούδι τής ξενιτιάς. Α θή να 1983. Σφυρ.: Ν.Φλ. Σφυρόερα, Δημοτικά τραγούδια άπό τ’ Άπεράθου τής Νάξου. Αθήνα 1984. Φαρμ.: Ξ.Π. Φαρμακίδου, Κύπρια έπη. Έ ν Λευκωσίρ 1926. Χασ.: Γ.Χρ. Χασιώτου, Συλλογή τών κατά τήν Ήπειρον δημο τικών άσμάτων. Έ ν Άθήναις 1866.
Παράσταση σε αγγείο που βρέθηκε στην αρχαία αγορά των Αθηνών. Ο Δ. Πετρόπουλος (Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια Α ' 1958, σ. 15, εκό. Ζαχαρόπουλου) συνοδεύει την εικόνα με το κείμενο: Ο «Δρακοντοκτόνος» Διγενής με φουστανέλλα.
60/αφιερωμα
Θεώνη Χριστοπούλου-Μικρογιαννάκη
----------- Ομηρική
Βιβλιογραφία
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Οόυσσέας, η Αθηνά, η Ν ανσικά και οι φίλες της. Πινακοθήκη Μονάχον, Γερμανία.
Η ομηρική βιβλιογραφία πέρα από τον τερά στιο όγκο της καλύπτει και ένα ευρύτατο θεματολογικό φάσμα: ομηρική γλώσσα και μέτρο, σύνθεση των επών, αρχαιολογικά και πραγματο λογικά δεδομένα, ιστορία και γεωγραφία, ομηρι κή κοινωνία και θρησκεία, μυθολογικό υπόβα θρο, επιδράσεις στους μεταγενεστέρους κ.ά. Νέα πεδία έρευνας δημιουργήθηκαν τις τελευ ταίες δεκαετίες πρώτα με τις πρωτοποριακές με λέτες του Μ. Parry για τον προφορικό χαρακτή ρα της Ομηρικής ποίησης (oral poetry) και κατό πιν με την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής γραφής Β, της πρώτης ελληνικής γραφής (15ος13ος αι. π.Χ.), η οποία έδωσε, όπως ήταν φυσι κό, νέα ώθηση στις ομηρικές σπουδές. Έτσι η έρευνα των ομηρικών επών από κάθε άποψη συ νεχίζεται χωρίς διακοπή από την αρχαιότητα ώς τις μέρες μας και η βιβλιογραφική κατάταξη του συσσωρευμένου υλικού υπερβαίνει πια τις δυνα τότητες αλλά και τα όρια της ζωής ενός και μό νου μελετητή. Η προσπάθεια, λοιπόν, να καταρτιστεί ένας χρηστικός ομηρικός βιβλιογραφικός κατάλογος είναι έργο άχαρο και υπόκειται εξαρχής σε αμ φισβήτηση, τουλάχιστον ως προς τα κριτήρια που θα χρησιμοποιήσει ο βιβλιογράφος για τον αποκλεισμό ή μη συγγραμμάτων, μελετών, άρ θρων κ.λ.π.
Για να αιτιολογηθούν οι επιλογές και τα κρι τήρια της παρούσας βιβλιογραφίας θα χρειαζό ταν ένα άρθρο εκτενές, πράγμα που ξεφεύγει από το σκοπό του σύντομου αυτού σημειώματος. Πολύ γενικά όμως πρέπει να λεχθεί ότι βιβλιογραφούνται κατεξοχήν νεότερα έργα, δημοσιευ μένα στις πιο διαδεδομένες ευρωπαϊκές γλώσσες, προσιτά κατά το δυνατόν στο εμπόριο ή στις ελ ληνικές βιβλιοθήκες, ενώ περιλαμβάνονται κατά προτίμηση συγγράμματα, μελέτες, άρθρα κ.λ.π. γραμμένα ή μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ειδικές ή γενικές ομηρικές βιβλιογραφίες εκτενέστερες ή βραχύτερες έχουν κατά καιρούς συνταχθεί, όπως π.χ. του A. Lesky, Die Homerforschung in der Gegenwart, Βιέννη 1952, που συνεχίστηκε μέχρι το 1960 στο περιοδικό Anzeiger fur die Altertumswissenschaft, του H.J. Mette στο περιοδικό Lustrum 1 (1956) σσ. 7-86 με συ μπληρώσεις στα τεύχη 2 (1957) σσ. 294-297, 4 (1959-60) σσ. 309-316 και 5 (1961) σσ. 649-656 και του A. Heubeck στο περιοδικό Gymnasium 1951, 1955, 1956, 1964. Σε μεγάλο βαθμό και για τα έτη 1930-1970 οι παραπάνω βιβλιογραφικές επισκοπήσεις καλύ πτονται από την «Bibliography of Homeric Scho larship (Preliminary Edition) των D.W. Packard και T. Meyers, Undena Publications, Malibu, Ca lifornia 1974. Τέλος στο περιοδικό «Φιλόλογος», τεύχ. 7 (1966) σσ. 78-82 δημοσιεύεται από τον
αφιερωμα/61 Αλ. Παπαγεωργίου σύντομη «Συμβολή στην ομη ρική βιβλιογραφία» με ελληνικούς προπάντων τίτλους. Η θεματολογική κατάταξη των τίτλων που ακολουθεί έχει σκοπό να διευκολύνει κατά το δυνατόν την πρόσβαση του μελετητή σε ομάδες έργων που καλύπτουν σε περιεχόμενο το συγκε κριμένο ενδιαφέρον του. Ωστόσο, με τη στοι χειώδη αυτή κατάταξη ούτε εξαντλείται η θεμα τολογία της ομηρικής έρευνας ούτε - πολύ πε ρισσότερο - αποφεύγονται οι θεματικές επικαλύ ψεις. Τέλος, χρήσιμο κρίθηκε να καταχωρίζον ται οι τίτλοι σε κάθε ομάδα με χρονολογική σει ρά.
Εκδόσεις Ιλιάδα W. Leaf , Λονδίνο 1900/022 (ανατ. 1971, τομ. 4) με σχό λια. Γ. Μιστριώτη, Αθήναι 1895-1904, τόμ. 3, τεύχ. 6. K.Fr. Ameis - C. Henze, αναθεωρημένη από τον Ρ. Cauer, Λειψία/Βερολίνο 1913, τόμ. 8 (ανατ. Amster dam 1965). D.B. Monro-T.W. Allen, Oxford Classical Texts, Οξ φόρδη 19203 (τόμ. I-II) με συνεχείς ανατυπώσεις. Α .Τ . Murray, Loeb Classical Library, Λονδίνο 1924, τόμ. 2 με συνεχείς ανατυπώσεις και αγγλική μετάφρα ση. Th. ν. Allen, Οξφόρδη 1931, τόμ. 3. Ρ. Mazon, Collection des Universites de France, Παρίσι 1947/49, τόμ. 4, με γαλλική μετάφραση. Ε. Schwartz (κείμενο)-/.//. Voss (μετάφραση γερμανι κή επεξεργασμένη από τον Η. Rupe) Βερολίνο/Darm stadt 1956. V. Stegeman (κείμενο)-//. Rup4 (γερμ. μετάφρ.), Tusculum Bucherei, Μόναχο 19612.
Οδύσσεια K.Fr.Ameis-C. Henze, αναθεωρημένη από τον Ρ. Cauer Λειψία/Βερολίνο 1910, τόμ. 4 (ανατ. Amsterdam 1965). Α.Τ. Murray, Loeb Classical Library, Λονδίνο 1919. τόμ. 2, με συνεχείς ανατυπώσεις και αγγλική μετάφραση. T.W. Allen, Oxford Classical Texts, Οξφόρδη 1917/192 (τόμ. ΙΙΙ-rV με συνεχείς ανατυπώσεις). V. Berard, Collection des Universites de France, Παρίσι 1956s, τόμ. 3, με γαλλική μετάφραση. Ρ. von der Muhll, Βασιλεία 19623. W. B. Stanford, Λονδίνο 19592 (τόμ. 2, ανατ. 1965). A . Weiher, Tusculum Bucherei, Μόναχο 19673 (με γερ μανική μετάφραση).
δας και Οδύσσειας) και όχι αποσπασμάτων τους. Οι μεταφράσεις τους έχουν επανεκδοθεί ή έχουν ανατυ πωθεί κατ’ επανάληψιν σε διαφορετικές χρονολογίες.
Ιλιάδα α) Έμμετρες Αλεξ. Π άλλης, Η Ιλιάδα μεταφρασμένη. Αθήνα (Βι
βλιοπωλείο της «Εστίας»). I. Ζερβός, Μετάφρασις, Αθήνα 1911-1913 (εκδ. οίκος Φέξη). Ιάκ. Πολνλάς, Ομήρου Ιλιάς, έμμετρος μετάφρασις, Αθήναι 1922 (εκδ. οίκος Βασιλείου). Ν. Καζαντζάκης-Ι. Θ. Κακριδής, Ομήρου Ιλιάδα, με τάφραση, Αθήνα 1955. Π. Νιχολαΐδης, Ομήρου Ιλιάδα, έμμετρη λογοτεχνική μετάφραση, Αθήνα 1970. Α . Πανωφοροπούλου-Σιγάλα, Ομήρου Ιλιάς, έμμετρη μετάφραση, Αθήναι 1970. Π. Κοντομίχης, Ομήρου Ιλιάδα, έμμετρη μετάφραση, Αθήνα 1976 (εκδ. «Γρηγόρη»),
6) Πεζές Ό λ γα ς Κομνηνού-Καχριδή, Ομήρου Ιλιάδα, Αθήνα 1954 (εκδ. οίκ. «Ζαχαρόπουλος»),
Οδύσσεια α) Έμμετρες Ιάκ. Πολνλάς, Ομήρου Οδύσσεια, έμμετρος μετάφρα-
σις, Αθήναι 1875-1881. Αργ. Εφταλιώτης, Ομήρου Οδύσσεια, Αθήναι 1932
(βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). Ζησ. Σιδέρης, Ομήρου Οδύσσεια, Αθήναι 1939 (εκδ. οίκ. «Ζαχαρόπουλος»). Ν. Καζαντζάκης-l. Θ. Κακριδής, Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση, Αθήνα 1965. Π. Κοντομίχης, Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση, Αθήνα 1972 (εκδ. «Γρηγόρη»). Α . Πανωφοροπούλου-Σιγάλα, Ομήρου Οδύσσεια, έμ μετρη μετάφραση, Αθήνα 1974 (εκδ. «Μνημοσύνη»). Π. Νικολαΐδης, Ομήρου Οδύσσεια, Αθήνα 1975.
6) Πεζές Γ.Δ. Ζενγώ λη, Ομήρου Οδύσσεια, Αθήνα 1957-1960
(«Πάπυρος»),
Λεξικά-Indices Λεξικά Η. Ebeling, Lexicon Homericum, Leipzig 1880-1885. Δ. Ολυμπίου, Ομηρικόν Λεξικόν, Αθήναι 1890. Π. Αορεντζάτου, Ομηρικόν Λεξικόν, Θεσσαλονίκη
1925.
Μεταφράσεις Πλήρη βιβλιογραφία μέχρι το 1979 βλ. Γ.Ν. Οικονόμου-Γ.Κ. Αγγελινάρα, Βιβλιογραφία των εμμέτρων νεοελληνικών μεταφράσεων της Αρχαίας ελληνικής ποιήσεως, Αθήναι 1979. Εδώ σημειώνουμε μόνο τους κυριότερους μεταφραστές ολόκληρων των έργων (Ιλιά-
I. Πανταζίδου, Ομηρικόν Λεξικόν, Αθήνα 1930. R.J. Cunliffe, A lexicon of the Homeric dialect, Univer
sity of Oklahoma Press, 19632 (1η έκδ. LondonGlasgow-Bombay 1924).
Indices C.E. Schmidt, Parallel-Homer, Gottingen 1885.
62/αφιερωμα G. L. Prendergast-B. Marzullo, A Complete Concordan κήν Φιλολογίαν, Αθήναι 1977. L.R. Palmer, A Mycenaean «Akhilleid»? Serta Phil. ce to the Iliad of Homer, Hildesheim 19622. Aen. Ill, Innsbruck 1979, σσ. 255-61. C.O. Pavese, L’ origine micenea della tradizione epica the Odyssey of Homer, Hildesheim 19622. rapsodica, Studi micenei ed egeo-anatolici, 21, 1980, σσ. M. Kumpf, Four Indices of the Homeric Hapax Lego341-52. mena. Together with Statistical Data, New York 1984. G.C. Horrocks, The antiquity of the Greek epic tradi tion. Some new evidence, Proceedings of the Cambridge Philological Society 26, 1980, σσ. 1-11. Υπομνήματα A . Hoekstra, Epic verse before Homer, Three Studies, Amsterdam 1981. Eustathii Commentarii ad Homeri Iliadem et Odysseam I.K. Προμπονά, Η μυκηναϊκή επική ποίηση με βάση τα (φωτοανατ. εκδ. Λειψίας 1827), Ιλιάς τόμ. I-IV, Οδύσ μυκηναϊκά κείμενα και τα Ομηρικά έπη, Αθήνα 1980. σεια τόμ. I-II-Index, Hildesheim-New York 1970. Η νεότερη έκδοση των υπομνημάτων του Ευσταθίου για την Ιλιάδα από τον Μ. van der Valk δεν έχει ακόμα Γενικές μελέτες ολοκληρωθεί. H. Dunpar-B. Marzullo, A Conplete Concordance to
Αρχαία Σχόλια
Α. Βλάχου, Το Ομηρικόν ζήτημα, ήτοι ιστορία των
ομηρικών επών, Εν Αθήναις 1866. Γ. Μιστριώτον, Ιστορία των Ομηρικών επών, Αθήναι 1903. Ρ. Mazon, Introduction a Γ Iliade, Paris 1925. V. Berard, Introduction &1’ Odyssee, τόμ. 3, Paris 19251933. Ι.Θ. Κακριδή, Ομηρικά και μυθολογούμενα, Θεσσαλο νίκη 1932. Ι.Θ. Κακριδή, Ομηρικές έρευνες, Η βιβλιοθήκη του Φιλολόγου, αρ. 4, Αθήνα 1944. Γλώσσα και μέτρο Α. Τσοπανάκε], Ερμηνευτικά στον Όμηρο, Θεσσαλο D.B. Monro, A Grammar of the Homeric Dialect, Ox νίκη, 1950. ford 18912. Γ. Κορδάτου, Νέά προλεγόμενα εις τον Όμηρον. Κρι K. Meister, Die Homerische Kunstsprache, Leipzig, τική της ιστορίας των Ομηρικών επών, Νέα έκδοση, 1921. Αθήνα 1956. Γ.Ν. Χατζηόάκι, Περί της παρ’ Ομήρω χρήσεως της W. Kullmann, Die Quellen der Ilias, Troischer SagenΙωνικής και Αττικής διαλέκτου. Απόσπ. από τα Πρα kreis, Wiesbaden 1960 (Hermes Einzelschriften, Heft κτικά της Ακαδημίας Αθηνών 7, 1932, σ. 185. 14). Μ. Leumann, Homerische Worter, Schweitz. Beitr. zum A. Wace-F. Stubbings, A companion to Homer, London Altertumswiss. 3, Basel 1950. 1962 (ανατ. 1963). Ελληνική μτφ. G.P. Shipp, Studies in the Language of Homer, Cam Β. Καλόγερό, Η Νέκνια. Συμβολή στην έρευνα του λ bridge 1953 (2η έκδ. Cambridge-New York 1972). της Οδύσσειας, Θεσσαλονίκη 1964. P. Chantraine, Grammaire Homeriquc, Paris 1ος τόμ. C. H. Whitman, Homer and the Heroic Tradition, Cam 19583, 2ος τόμ. 1953. bridge, Massachusetts 19632. Α γγ. Λίδερη, Μεθοδική συνοπτική γραμματική, ΑθήA. Skiadas, Homer im Griechischen Epigramm, Αθήνα ναι 1959. 1965. Φ. Κακριδή, Η παράταξη των ουσιαστικών στον Όμη Ι.Θ. Κακριδή, Ομηρικά θέματα. Από τον κόσμο των ρο και στους ομηρικούς ύμνους, Θεσσαλονίκη 1960. αρχαίων, τόμ. 1ος, Αθήνα 1965. Β. Καλόγερό, Η καταγωγή του ηρωικού εξαμέτρου και Μ. C.H.B. Quennell, Τα Ομηρικά ποιήματα και η επο το πρόβλημα της απαγγελίας του έπους. Πλάτων 23-24 χή τους, μτφρ. ΣΙ Μαρκιανού, Αθήνα 1965. (1960). A. Lesky, Homeros (το άρθρο περιέχεται στο SuppleG.S. Kirk, The Language and Background of Homer, mentum της Real-Encyclopadie, τόμ. XI, Stuttgart London 1967. 1967). W.F. Wyatt, Metrical Lengthening in Homer, Roma W. Schadewaldt, Iliasstudien, Darmstadt 19633. 1969. D. Page, Η Ομηρική Οδύσσεια, μτφρ. Κρ. Πανηγύρη, Δ. Λυπονρλή, Αρχαία Ελληνική μετρική, Θεσσαλονί Αθήναι 1970. κη 1977. Ι.Θ. Κακριδή, Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο, Θεσσα Th. Seymour, Introduction to the Language and verse of λονίκη 1971, Η βιβλιοθήκη του Φιλολόγου αρ. 11. Homer, New Rochelle-New York 1984. Ρ. Cauer, Grundfragen der Homerkritik, Erste und Zweite Halfte, Darmstadt 1971. C.M. Bowra, Homer, London 1972. Γραμμική Γραφή Β A. Heubeck, Die Homerische Frage. Ein Bericht liber και Όμηρος die Forschung der letzten Jahrzehnte Ertrage der Forschung, Band 27, Darmstadt 1974. T.B.L. Webster, From Mycenae to Homer, London K. Α. Τρνπάνη, Τα Ομηρικά έπη. Μτφρ. από τα αγ 1958. γλικά Ελ. Παππά, Αθήναι 1975. I. K. Προμπονά, Σύντομος εισαγωγή εις την Μυκηναϊ Στ. Αναστασιάδη, Η διδασκαλία των ομηρικών επών IV. Dindorf-E. Maas, Scholia Graeca in Homeri Ilia dem, 6 τόμ. Oxford 1875-88 (ανατ. 1961). W. Dindorf, Scholia Graeca in Homeri Odysseam, Ox ford 1855 (ανατ. 1961). H. Erbse, Scholia Graeca in Homeri Iliadem (scholia vetera), τόμ. 5, Berlin 1969-1977.
αφιερωμα/63 με τη βοήθεια των δημοτικών τραγουδιών και των ελ ληνικών παραδόσεων, Θεσσαλονίκη 1976. Κ. Μητσάκη, Ο Όμηρος στη νέα ελληνική λογοτεχνία, Αθήνα 1976. Λ. Τσοπανάκη, Εισαγωγή στον Όμηρο, Θεσσαλονίκη 19773. C. Moulton, Similes in the Homeric Poems, Hypomnemata, Heft 49, Gottingen 1977. H. Frankel, Die Homer'sche Gleichnisse, Gottingen 1977. Μ. Κοκολάκη, Όμηρος, π >ς των τραγωδοποιών, Αθήναι 1978. /. Latacz, Homer, Tradition Newerung, Darmstadt 1979. W.A. Camps, An Introductiot o Homer, Oxford 1980. N. Μπεζανχάκος, Η έννοια τ? | ετανοίας στον Όμη ρο, Αθήνα 1980. Δ.Ν . Μαρωνίτη, Αναζήτηση >: νόστος του Οδυσσέα. Η διαλεκτική της Οδύσσειας, A - ί να 1980. J. Griffin, Homer on Life and D ‘h, Oxford 1980. W. Schadewaldt, Από τον κόσμο xi το έργο του Ομή ρου, μτφ. Φ. Κακριδή, Αθήνα 1 1980, τ. 2 1982, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τρ> έζης. Μ. Kokolakis, Homeric animism. Museum Philologum Londiniense, vol. IV, Amsterdam 1980. Ι.Θ. Κακριδή, Προομηρικά-Ομηρικά-Ησιόδεια, Αθή να 1980. W.A. Camps, An introduction to Homer, Oxford 1980. F. Godino, Εισαγωγή στον Όμηρο, μτφ. Γ. Βανδώρος, Αθήνα 1981.
bridge ancient history, 2η έκδ., 2 τευχ., Cambridge 1964. D. Page, Η Ιλιάς και η Ιστορία, μτφ. Κρ. Πανηγύρη, Αθήνα 1968. Η. Strasburger, Homer und die Gesehichtschreibung, Heidelberg 1972.
Μυθολογία Ι.Θ. Κακριδή, Αραί, μυθολογική μελέτη, Αθήνα 1929. Ι.Θ. Κακριδή, Ομηρικά και μυθολογούμενα, Θεσσαλο
νίκη 1932. F. Buffiere, Les mythes d’ Homere et la pensee Grecque, Paris 1956. Rhys Carpenter, Folk Tale, Fiction and Saga in the Ho meric Epics, University of California Press 1962. D. Page, Folktales in Homer’s Odyssey, Cambridge Mass. 1973. W. Kullmann, Η σύλληψη της Οδύσσειας και η μυθική παράδοση, Επετηρίς Φιλοσοφ. Σχολής Παν/μίου Αθη νών 25 (1974-77) 9-29.
Θρησκεία J. Irmscher, Gotterzorn bei Homer, Leipzig 1950. A. Lesky, Gottliche und Menschliche Motivation im
Homerischen Epos, Sitzungsberichte, Heidelberg 1961.
Ειδικές μελέτες ΣύνθεσηΙόομή των επών Ομηρικό ζήτημα Καλογεράς, Το ομηρικόν ζήτημα,
Πλάτων 25-26
(1961). G.S. Kirk, The songs of Homer, Cambridge 1962. Al. Lord, The singer of Tales, Harvard Univ. Press
1964. J. Scott, The Unity of Homer, New York 1965. VP. Schadewaldt, Neu Kriterien jur Odyssee-Analyse,
Heidelberg 19662. W.B. Stanford, The Ulysses Theme, A Study in the ada ptability of a traditional hero, Oxford 19682. B. Fenik, Typical Battle scenes in the Iliad. Studies in the narrative techniques of Homeric Battle description, Hermes Heft 21, Wiesbaden 1968. Ο. Κομνηνού-Κακριδή, Σχέδιο και τεχνική της Οδύσ σειας, Θεσσαλονίκη 1969. A. Parry, The Making of Homeric Verse. The collected papers of Milman Parry. Oxford 1971. A. Βοσκός, Μελέαγρος, Αχιλλεύς και Φοίνιξ. Συμβολή εις την έρευναν της ενότητος της Ιλιάδος. Λευκωσία 1974. W.C. Scott, The oral nature of the Homeric simile, Lugduni Batavorum 1974. G.S. Kirk, Homer and the oral tradition, Cambridge 1976. W.F. Otto, The Homeric Gods, Creat Britain 1979.
Ιστορία G.S. Kirk, The Homeric Poems as History στην Cam
A. Severyns, Les Dieux d’ Homere, «Mythes et Reli
gions», Paris 1966. A. Σκιαόά, Ανθρώπινη ευθύνη και θεία επέμβασις εις
την πρώιμον ελληνικήν ποίησιν, Αθήναι 1967. Η. Lloyd-Jones, The justice of Zeus, London 1973.
Κοινωνία H. Strasburger, Der sojiologische Aspekt der Homeris chen Epen, Gymnasium 1953. H.J. Kakridis, La notion de Γ amitie et de Γ hospitalite chez Homere, Thessaloniki 1963. M.I. Finley, Ο κόσμος του Οδυσσέα, μτφ. Σ. Μαρκιανού, Αθήνα 1966. G. Vlachos, Πολιτικές κοινωνίες στον Όμηρο, μτφ. από τα γαλλικά Μ. Παΐζη-Αποστολοπούλου - Δ. Αποστολόπουλου, Αθήνα 1981. Ε. Miraux, Η καθημερινή ζωή στην εποχή του Ομήρου, μτφ. Κ. Παναγιώτου, Αθήνα 1971.
GREEK REVIEW OF AGRARIAN STUDIES A quarterly journal devoted to studies in agricultural economies and rural sociology
EDITORIAL COMMITTEE
PAUL GREVENITIS TAKIS LAZARIDIS ANTONIS MOISIDES MAGDA PSARROU NATASSA THEODORAKOPOULOU
The Agricultural Bank of Greece, continuing its contribution to scientific research, publishes a new quarterlyjournal devoted to the study of rural issues froma social science perspective. The journal is edited by a five-member Editorial Committee composed of scientists and professionals fromthe Research and Planning Division of the ABG. It contains original (unupublished) papers by Greek and foreign scientists inthe formof articles, notes etc.: it also lists relevant newly-published books and reviews those of special interest. Every year there are three issues published inthe Greek language, and one foreign-language issue which contains translations of selected articles and summaries of all the other articles published that year.
EDITORIAL ADVISORS
N. BALTAS S. BABANASIS D. CHRISTOU D. DAMIANOS D. ECONOMOU 0. IAKOVIDOU V. KARAPOSTOLIS T. LIANOS K. LAMBOS N. MARTINOS G. MIHALOPOULOS S PAPASPILIOPOULOS D. PSIHOGIOS P. REPPAS M. SAKELLIS G. SAMARAS A. SARRIS K. SOULAS P. SPATHIS S. THEOPHANIDIS I. THERMOS
4TH ISSUE NOW AVAILABLE
_______________________ Issue Contents______________________ TH SAKELLAROPOULOS
.. Institutional Causes of the LateDevelopment of Capitalist Relations in Greek Agriculture Approaches and Hypotheses
A KATOS......................
Productivity and Reservesol FishStock Levels in theGreek Fisheries Sector
M DEMOUSIS................
The Demand tor Seven Calegonesol Foodslulls inGreece An Application ol the Rotterdammodel
A MOISIDES..................
Non-farmEmployments Greek Agnculture AFirst Approach
G LIODAKIS..................
The Impact ot GreecesAccession tothe ECon its ForeignTrade in Agricultural Products
G SAPOUNAS
Consumption PatternsandComparative Poverty in the Greek Count'-ysidfcand theGreater Athens Area
B.MANOS.................... E PAPANAYIOTOU
AThree-dimensional Transpodation Model for the Rational Allocation ol Feed Crops in Eastern Macedonia andThrace.
D ANTONOPOULOS.........
ANoteon the Impositionof theCoresponsibility Levyon EC Cereals Farmers
SUBSCRIPTION COUPON ^^am e_
On sale at central bookshops and at the ABG s Public Relations Department EduarduLaw 19. GR-105 64 Athens. Greece. Tel: 322-3586
ANNUALSUBSCRIPTION:
I I â&#x2013;
THE4THISSUEISNOWAVAILABLE On nssaleat thePublicRelationsDepartmentof theABG du; Law19. Gr-10564Athens. Greece. Eduardu Tel::3223586 Tel:
_1000Drs($8) . 3000Drs($22) _500Drs($4)
J
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ
επιλογή Μετα-Βιομηχανικός Σοσιαλισμός και εργατική τάξη AN D RE GORTZ. Αντίο Προλετα ριάτο. Εισαγωγή: Ηλία Κατσούλη. Μετάφραση: Στέλιον Μπαμπά. Εκό. Νέα Σκέψη, Αθήνα 1986, αελ. 198.
Το «Αντίο Προλεταριάτο» αποτελεί εν πολλοίς συνέχεια ενός άλλου βιβλίου του Gortz, το «Οικολογία ως Πολιτική» (Ecology as politics, Boston: South end press, 1980). Ενώ σ’ εκείνο το βιβλίο ο Gortz συγχέει τη ριζοσπαστική κοινωνική οικολογία με την περιβαντολογία1 με το να προβάλλει σαν κύριο ζήτημα τη διάκριση ανάμεσα σε μια «αστική οικολογία» και σε μια σοσιαλιστική πολι τική, παραγνωρίζοντας την ολική σημασία του οικολογικού προτάγματος και μεταφράζοντας την οικολογική διάσταση σε ορθόδο ξη μαρξιστική πολιτική οικονομία, στο «Αντίο Προλεταριάτο» προσπαθεί να δώσει νέες απαντήσεις σε χρόνια προβλήματα της κοινωνικής θεωρίας και να αποκαταστήσει ορισμένες αντινομίες στην ανάπτυξη των προηγούμενων επιχειρημάτων του. Αντινομίες που συνίστανται στο ότι ο Gortz δεν είχε επαρκώς θεμε λιωμένη άποψη για το κατά πόσο η νέα σοσιαλιστική κοινωνία θα εί ναι αποκεντρωμένη, με το πρόβλη μα του μαρασμού του κράτους και της αγοράς, τη μορφή των σχέσεων παραγωγής και ούτω καθ’ εξής. Επιπλέον, στο βιβλίο αυτό ο Gortz φιλοδοξεί να δώσει μια ολική απάντηση στην κρίση της Αριστε ρός των αναπτυγμένων δυτικών χωρών υιοθετώντας οριστικά πλέον μια μεταμαρξιστική αναλυτική οπτική. Ανεξάρτητα από το κατά •πόσο ο Gortz ξεπέρασε τις προη γούμενες αντινομίες του και από το αν ο από μέρους του αποχαιρετι σμός στο προλεταριάτο χαρακτηρί ζεται από θεωρητική συνέπεια, το βιβλίο του προκάλεσε πληθώρα συ ζητήσεων, σχολίων, εγκωμίων αλλά και κριτικών. Ο Gortz είναι εμπο
τισμένος με το ύφος της γαλλικής κοινωνιολογικής σκέψης που σε με γάλο της ποσοστό διακατέχεται από ρητορικά σχήματα και κυκλοειδή επιχειρηματολογία. Δεν εί ναι τυχαίος ο αφοριστικός τόνος των θεωρητικών του προτάσεων, αλλά και η ευκολία με την οποία εκτοξεύει την «δυιστική» του ουτο πία σε μια εποχή που οι τεχνικές της εξουσίας δεν επιτρέπουν στην Αριστερά να συγχέει τα'όποια μυ θεύματα με τα χειραφετητικά της προτάγματα. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι οι αναλύσεις του Gortz δεν είναι καινούριες ούτε και οι μοναδικές στην κοινωνική θεωρία. Έχει βρει γόνιμο έδαφος στις ήδη διατυπωμένες θέσεις των Marcuse, Sartre, Touraine, Gouldner, Bookchin και Καστοριάδη (για να ανα φέρουμε τους σπουδαιότερους). Σε γενικές γραμμές πάντως το «Αντίο
Προλεταριάτο» θα πρέπει να ιδω θεί σαν πρόκληση, θέση, μανιφέ στο, πρόταση και προσωπική κα τάθεση μάλλον παρά σαν μια εμπε ριστατωμένη μελέτη των δεδομένων που κλήθηκε να ερμηνεύσει και να Κεντρική άποψη του Gortz είναι ότι η εργατική τάξη ουδέποτε υπήρξε το συλλογικό εκείνο ομοιο γενές υποκείμενο της Ιστορίας που θα υπερέβαινε νομοτελειακά τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγω γής. Ο Μαρξ δεν μπόρεσε ποτέ να θεμελιώσει εμπειρικά, κοινωνιολο γικά και πραγματολογικά το φιλοσοφικό/κανονιστικό του αίτημα, κληρονομημένο στην ουσία απ’ τον Χέγγελ, της ανάδειξης ενός υποκει μένου της ιστορίας το οποίο θα πρέπει να είναι σε θέση να υπερβεί την αλλοτρίωση.2 Το προλεταριάτο δεν έγινε ποτέ τόσο ομοιογενές όσο η θεωρία της συσσώρευσης, η αυ τοματοποίηση και η πόλωση των τάξεων υπέθεσαν. Ο συλλογικός εργάτης δε διαμόρφωσε μια ενιαία ταξική συνείδηση.3 Αντίθετα, η αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας και η τελειοποίηση των τεχνικών διαιώνισαν και επαύ ξησαν την ανειδίκευτη εργασία4 και αποστέρησαν τον άμεσο παρα γωγό, σ’ Ανατολή και Δύση, και από το τελευταίο ίχνος ελέγχου πά νω στη διαδικασία εργασίας, όπως επίσης και από το' δικαίωμα στο
66/οδηγος προϊόν της εργασίας του. Η εργα σία έχει πάψει να προσφέρει δεξιό τητες και κίνητρα στη βάση των οποίων η εργατική τάξη θα δια μόρφωνε μια νέα κοινωνία. Η ερ γασία βρέθηκε έξω από τον εργά τη, και ο εργάτης αυτός καθαυτός σχηματίζει την εικόνα του κόσμου με εξω-εργασιακά σχήματα αντίλη ψης, ακριβώς διότι δε νιώθει να εί ναι εργάτης αλλ’ ότι βρέθηκε τυ χαία, αντικαταστάσιμος ανά πάσα στιγμή, στα γρανάζια μιας απρό σωπης παραγωγικής διαδικασίας. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, λέει ο Gortz, δεν είναι δυνατό να μιλά με πλέον στις μετα-βιομηχανικές κοινωνίες για την εργατική τάξη ως εν δυνάμει συλλογικό επαναστατι κό υποκείμενο. Κατά τον Gortz, η μεταβιοιιηχανική Αριστερά, αφού αποχαιρετίσει το προλεταριάτο, θα πρέπει να επανεξετάσει ριζικά τό σο το όραμα όσο και τη στρατηγική της. Όσον αφορά το όραμα της σύγ χρονης Αριστερός, ο Gortz βαδίζει στα ίχνη του Marcuse και του Καστοριάδη προβάλλοντας το αίτημα της αυτονομίας ως το αντίστροφο κανονιστικό πρόταγμα κατά της κοινωνικής και ατομικής ετερονο μίας. Η προτεραιότητα του συλλο γικού απέναντι στο ατομικό, η υπε ροχή του δημόσιου πάνω στο ιδιω τικό, εμπόδιζαν ανέκαθεν την Αρι στερά να προβάλλει την αυτονομία ως υπαρξιακό αίτημα (58-9). Αυ τονομία όμως δε σημαίνει ιδιώτευση. Είναι μάλλον η επιθυμία και η επικράτηση του αυτο-προσδιορισμού και της αυτο-πραγμάτωσης του ανθρώπου μέσα στην ιστορία και την κοινωνία. Είναι η αυτο-δημιουργία του ανθρώπου ως είδους, ως ατόμου, ως παραγωγού και ως πολίτη όταν αυτός δεν υποτάσσει τη δράση και τη σκέψη του σε οποιαδήποτε υπερβατική νομιμο ποιητική Αρχή είτε αυτή εισπράττεται ως Φύση, Θεός, Πνεύμα, είτε επίσης ως Σοσιαλισμός, Ιστορία, Κοινωνία κλπ. Το αίτημα λοιπόν της αυτονομίας είναι βαθύτατα συλλογικό όσο και ατομικό. Προϋ ποθέτει μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την οργάνωση της κοινωνίας και των παραγωγικών σχέσεων. Πάνω απ’ όλα προϋποθέ τει την απόρριψη του παραγωγισμού (productivism), τη δυσπιστία στην ιδεολογία της προόδου και της αέναης ανάπτυξης των δήθεν ούδέτερων παραγωγικών δυνά μεων. Προϋποθέτει όμως και μια
εσωτερική ανάπλαση του επανα στατικού υποκειμένου (55). Αυτο νομία είναι τελικά ο αυτοπροσδιορισμός των συλλογικών και ατομικών αναγκών.5 Υπό τις παρούσες συνθήκες τόσο το προλεταριάτο όσο και οι διαχει ριστές του κεφαλαίου ετεροπροσδιορίζονται απ’ την απρόσωπη πα ραγωγική μηχανή και τις κρατικές παρεμβάσεις. Ποιος λοιπόν θα δώ σει σάρκα και οστά στο όραμα της αυτονομίας; Ο Gortz δίνει τη δική του απάντηση: θα είναι οι «μηεργάτες» εκείνοι οι οποίοι θα ανα λάβουν να εφαρμόσουν τον μετα βιομηχανικό σοσιαλισμό στη βάση αυθεντικών, αντι-εξουσιαστικών και χειραφετητικών αναγκών δια σφαλίζοντας χώρους αυτονομίας (108-9). Το νεο-προλεταριάτο αυτό αποτελείται από όλους εκείνους τους ανειδίκευτους, εν δυνάμει άνεργους, υπεξούσιους εργαζόμε νους και υποαπασχολούμενους, οι οποίοι δεν ταυτίζουν την κοινωνι κή τους ύπαρξη με τη μισθωτή ερ γασία και που δεν αισθάνονται να ανήκουν στην εργατική τάξη ούτε και σε καμιά άλλη τάξη (104-5). Για το λόγο αυτό ο Gortz ορίζει τους νεο-προλετάριους ως «μητάξη», που προεικονίζει τη «μηκοινωνία», τη δημιουργία δηλαδή ανεξάρτητων και αυτόνομων κοι νωνικών χώρων που αντιστρατεύονται την εργαλειακή λογική της υπάρχουσας κοινωνίας. Διακρίνοντας, στη συνέχεια, ανάμεσα σε «κυριαρχία» (ή, κατά την ορολογία του, λειτουργική για το σύστημα εξουσία) και «εξουσία» (ή προσωπική εξουσία) (88,96) υιο θετεί μια στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού που στηρίζεται στη δυαδικότητα της κοινωνικής συγκρότησης και σε μια σύστοιχη διπλή προοπτική της πολιτικής δράσης. Με το δυαδικό χαρακτήρα του κοινωνικού μετασχηματισμού ο Gortz εννοεί ότι η μη-τάξη των νεο-προλετάριων της μετα βιομηχανικής κοινωνίας θα οργα νώσουν έτσι την πολιτική τους δράση ώστε παράλληλα με τη σφαί ρα της ετερονομίας, το κράτος, την αγορά, τους θεσμούς κλπ., να εγκαθιδρύσουν μια σφαίρα αυτονο μίας που θα διασφαλίζει τα άτομα από τις έξωθεν αλλοτριωτικές πα ρεμβάσεις. Μια σφαίρα αυτονο μίας που θα εγγυάται το αυτεξού σιο των υποκειμένων απέναντι στην υπεξουσιότητα της σφαίρας της ετερόνομης αναγκαιότητας και
που μέσα απ’ τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του κινήματος των μη-εργατών θα διευρύνεται σε βάρος των λειτουργικών εξουσια στικών δομών (113-4, 118, 134-8, 155). Η σφαίρα της αυτονομίας θα υλοποιηθεί με κοινοτικές δημοκρα τικές ενότητες βάσης, με ενίσχυση αυτοδιαχειριστικών τάσεων, με την τόνωση και τη χειραφετητική οργά νωση της οικογένειας ως εξωοικονομικού χώρου ανθρώπινης αλληλοδράσης, και με τη θέσμιση μορφών κοινωνικής δράσης και αυτόνομων απασχολήσεων που αποσκοπούν στη δημιουργία αξιών χρήσης και τον πολλαπλασιασμό «συμβιωτικών εργαλείων» (140-1). Ό λ’ αυτά βέβαια προϋποθέτουν: 1) τη μείωση του χρόνου της ετερό νομης μισθωτής εργασίας (123-6), 2) την οριοθέτηση του χώρου της οικονομικής αναγκαιότητας και την προοδευτική ανάπτυξη μιας δι πλής οικονομίας6 το ένα σκέλος της οποίας μόνο θα υπακούει στην κα πιταλιστική λογική, 3) τον προσ διορισμό των δικαιοδοσιών του κράτους, και 4) την πολιτιστική επανάσταση της μη-τάξης των νεοπρολετάριων (119, 124). Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η κατά τσν Gortz στρατηγική της με ταβιομηχανικής Αριστερός. Στη συνέχεια θα σταθούμε σε ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα που ανακύ πτουν απ’ την ανάλυσή του. Και πρώτα-πρώτα στην έννοια της μητάξης των μη-εργατών. Για τον Gortz το μεταβιομηχανικό προλε ταριάτο είναι ένας γαλαξίας μετα βαλλόμενων ατόμων που δεν έχει μια συνολική αντίληψη για την κοι νωνία του αύριο ούτε και το ενδια φέρει η ανάληψη της κρατικής εξουσίας. Πλην όμως ενδιαφέρεται άμεσα για την αυτεξουσιότητα της δικής του ζωής και την εγκαθίδρυ ση της μη-κοινωνίας (111-2), μιας παράλληλης δηλ. με το κράτος αυ τόνομης κοινωνικής οργάνωσης που λειτουργεί στην μικροκλίμακα. Η μη-τάξη των μη-εργατών δεν έχει μεσσιανικό χαρακτήρα. Με το να αντιτίθεται στην παραδοσιακή μαρξιστική θέση του παραγωγισμού και του οικονομιστικού αναγωγισμού, ο Gortz νομίζει ότι έδω σε τη λύση στο πρόβλημα του υπο κειμένου της ιστορίας. Κι όμως, η θέση του για την μη-τάξη των νεοπρολετάριων δεν είναι σωστά θεμε λιωμένη. Κι αυτό γιατί, όπως επιτυχώς σημειώνει (25) στην εμπερι στατωμένη αν και συγκρατημένη
οδηγος/67 κριτική εισαγωγή της έκδοσης ο Ηλίας Κατσούλης, ενώ απορρίπτει τον μεσσιανισμό της εργατικής τά ξης τελικά αποδίδει στη μη-τάξη των μη-εργατών το ρόλο του νέου Υποκειμένου της ιστορίας, δίχως παράλληλα να στηρίζει την πίστη του αυτή σε πραγματικά στοιχεία. Σύγχρονες έρευνες αποφασιστικής σημασίας7 έχουν δείξει, αντίθετα, ότι δεν είναι τα στρώματα εκείνα που ο Gortz εντάσσει στη μη-τάξη των νεο-προλετάριων τα οποία εν στερνίζονται «μετα-υλικές» αξίες και υποστηρίζουν εναλλακτικές μορφές πολιτικής δράσης, αλλά νέες κατηγορίες εργαζομένων που ανήκουν κυρίως στη νέα μεσαία τάξη των δυτικών χωρών και που διαθέτουν υψηλή και ειδικευμένη μόρφωση. Ο Gortz παρουσιάζει και αντινομίες στις αναπτύξεις του καθόσον απ’ τη μια μεριά υποστη ρίζει (111) ότι καλώς το μετα βιομηχανικό προλεταριάτο δε δια θέτει μια συνολική αντίληψη για την αυριανή κοινωνία, ενώ απ’ την άλλη αναφέρει (119) ότι θα πρέπει να αναπτύξει μαζί με την πολιτι στική του επανάσταση, μια εναλλα κτική πρόταση της νέας κοινωνικής οργάνωσης. Θα πρέπει εξάλλου να πούμε ότι η έννοια της μη-τάξης χρεώνεται και με μια υπερβολική γενικότητα την οποία κληρονόμησε ο Gortz από τον Touraine. Ό ,τι για τον Touraine αποτελεί8 «κοινωνική τά ξη», συλλογικά δηλ. υποκείμενα που διεκδικούν την «ιστορικότητα» της κοινωνίας με τη μορφή κοινω νικού, είναι για τον Gortz η μητάξη. Όντας ένας «γαλαξίας μετα βαλλόμενων ατόμων» η μη-τάξη των μη-εργατών στη γενικότητά της αποκρύπτει το σημαντικότερο πο λιτικό φαινόμενο της τελευταίας δεκαετίας στις χώρες της Δύσης: την πλειαδικότητα και το πολύτρο πο των σύγχρονων κοινωνικών κι νημάτων, οι ιδιαιτερότητες των οποίων δεν μπορούν να ενσωματω θούν και εντέλει να ομοιομορφοποιηθούν μέσα σε μια και μόνη ένΈνα δεύτερο σημείο που θα θέ λαμε εδώ να θίξουμε είναι το γεγο νός ότι ο αφοριστικός και αποφαν τικός χαρακτήρας των προτάσεών του ευθύνεται για το ότι ο Gortz παραγνωρίζει στο κείμενο αυτό τον σημαντικότερο ίσως μεθοδολογικό κανόνα της κοινωνιολογικής σκέ ψης ενγένει: το ότι δηλαδή τα φαι νόμενα, οι καταστάσεις και οι κοι
νωνικές διαδικασίες δεν έχουν τη σφραγίδα του συμβεβηκότος, του δεδομένου και του νομοτελειακά σταθερού, αλλ’ ότι αποτελούν τά σεις της συλλογικής ζωής. Το λέμε αυτό γιατί σύγχρονες έρευνες9 έχουν δείξει ότι οι εργάτες δεν εί ναι σε τόσο βαθμό αλλοτριωμένοι όσο ο συγγραφέας νομίζει. Απλώς ο Gortz υποπίπτει στο μεθοδολογι κό σφάλμα να εκλαμβάνει ως κανό να αυτό που στον καπιταλισμό αποτελεί τάση, έστω και κυρίαρχη. Μια τρίτη παρατήρηση που επι βάλλεται εδώ είναι η από μέρους του Gortz θεώρηση του κράτους ως οργάνου: Βασική του τοποθέτηση είναι ότι η ανάπτυξη θυλάκων αυ τονομίας θα πρέπει να αφήνουν το κράτος ανεπηρέαστο ακριβώς διότι έτσι αυτό θα εγγυάται την ανεξαρ τησία τους (156, 159-162). Ο συγ γραφέας ταυτίζει στο πολιτικό επί πεδο την αναγκαιότητα και την ετερονομία με την ύπαρξη του κρά τους, το οποίο όμως το συρρικνώ νει τόσο ώστε να συγχέει την κρα τική εξουσία με τους μηχανισμούς του κράτους. Το κράτος έτσι γίνε ται όργανο και δεν αναγνωρίζεται ως εξουσιαστική συμπύκνωση κοι νωνικών σχέσεων. Οι πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας όμως δεν διαμεσολαβούνται απλώς, αλλά συνεκφέρονται, συνίστανται και δια μορφώνονται από, με και δια μέ σου του κράτους και των μηχανι σμών του. Αν έτσι είναι τα πράγ ματα, ο «μετα-βιομηχανικός» σο σιαλισμός του Gortz δεν μπορεί να παρακάμψει το σκόπελο της κεφα λαιοκρατικής φύσης των σχέσεων παραγωγής. Τούτο φυσικά δε ση μαίνει ότι η εκπλήρωση του προτάγματός του συνίσταται αποκλει στικά στην άρση των σχέσεων αυ τών. Αποτελεί όμως την ελάχιστη προϋπόθεση για την πραγμάτωσή του. Μπορεί παρόλ’ αυτά, σε μια τέτοια διαδικασία μετασχηματι σμού, το κράτος να θεωρηθεί ως ελεγχόμενο όργανο το οποίο θα δρα υπέρ της ελευθερίας και της αυτονομίας; Μπορεί τελικά να υπάρξει κράτος - κρατική εξουσία και κρατικοί μηχανισμοί - που να οργανώνει τις δραστηριότητές του ανεξάρτητα απ’ τις αλλοτριωτικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας; Η ιδέα της δυαδικής κοινωνίας, ως στρατηγική ιδέα, φοβόμαστε ότι δεν μπορεί να δώσει λύση στα σύγ χρονα αδιέξοδα διότι αποφεύγει το σημείο της ρήξης με το κράτος
πλαίσιο Σ Π Υ ΡΟ Υ ΤΣΑΚΝΙΑ: Ετερώνυμα. Αθήνα, Εκδόσεις «Νεφέλη», 1987. Σελ. 174.
Ο γνωστός κριτικός της λογοτεχνίας Σπύρος Τσακνιάς, με το παραπάνω βιβλίο κριτικών παρεμβάσεων, οριοθετεί τη σύγχρονη ελληνική σκέψη και ταυτόχρονα εμπλέκεται σ’ ένα σύνολο ειδικών θεμάτων προσφέροντας τη δική του άποψη. Ο τόμος αποτελείται από κείμενα και ομιλίες που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες μετά τη μεταπολίτευση, γι’ αυτό το λόγο έχουν τη σημασία του πρόσφατου. Δημιουργώντας ένα ακόμη ανοικτό κεφάλαιο, πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηθεί ένας αντίλογος ή έστω μια συζήτηση. Το καινούριο σε σχέση με παρόμοια έργα που εκδίδονται, ευτυχώς, αρκετά σήμερα, είναι ότι ο Σ.Τ δουλεύει με όλα τα είδη της τέχνης και παραπέρα με αντικείμενα που χρειάζονται ένα βαθύ κι από κάθε άποψη τεκμηριωμένο κριτικό στοχασμό. Έτσι τα «Ετερώνυμα» διαβάζονται αφήνοντας πάντα πίσω τους μιαν ικμάδα αμφισβήτησης, που προκύπτει πάντοτε, απ’ όσο μπορεί να σκεφτεί κανείς, από το άνοιγμα των προσωπικών του κριτικών διασκελισμών.
ΠΕΤΡΟ Υ ΠΕΝΤΕΛΙΚΟ Υ: Η ενέδρα. Αντιστασιακά διηγήματα. Αθήνα, εκδόσεις «Μνήμη», 1986. Σελ. 126.
Άλλο ένα βιβλίο με μνήμες από την Αντίσταση και τον εμφύλιο, διακατέχεται από τη συμπαθή επιθυμία να δώσει στους αναγνώστες στιγμές της περιόδου εκείνης μέσα απ’ την πεζογραφία. Ο συγγραφέας με σφύζουσα
ZL1
68/οδηγος ακριβώς διότι το αποδέχεται ως εν δυνάμει χειραφετητικό διαχειριστι κό εργαλείο της αυριανής κοινω νίας με το να το εναποθέτει σ’ ένα επίπεδο ανάμφισβήτησης όσο και επιτακτικής τεχνικής αναγκαιότη τας. Ελευθερία όμως δεν η γνώση και η αναγνώριση της αναγκαιότη τας, αλλά και η άρση της αναγκαιότητας. Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή, και η κρίση της Αριστερός, η αδυ ναμία της να προβάλλει χειραφετητικές λύσεις είναι απότοκό της. Τα σύγχρονα κοινωνικά κινήματα κι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Βλ. την κριτική του Murray Bookchin στο Telos, Ν. 46, Χειμώνας 1980-1, σελ. 177-190. 2. Βλ. ενδεικτικά Jean Cohen, Class and Civil Society, Oxford, 1982. Zygmund Bauman, Memories of Class. The pre-history and after life of class, RKP, 1982, E, Laclau, C. Mouffe, Hegemony and socialist stra tegy, Verso, 1985, Mihaly Vajda, The state and socialism, London, 1981, σελ. 15-52. 3. T. Wartenberg, WMarx, class con sciousness and social transforma tion», Praxis International, x. 2, N. 1, 1982.
νούνται έξω, δίπλα και πέρα από το κράτος. Η ιδέα της δυαδικής κοινωνίας θα μπορούσε να χρησι μεύσει στα κινήματα αυτά ως τα κτική κατευθυντήρια γραμμή με θε τικά πολιτικά αποτελέσματα.10 Πώς όμως η ιδέα αυτή ως στρατη γική των κοινωνικών κινημάτων θα μπορούσε να έχει μακροπρόθεσμα χειραφετητικό επακόλουθα απ’ τη στιγμή που το κράτος θα υπάρχει, θα είναι εκεί με τους μηχανισμούς του ως εξουσία έστω και εγγυητι κή, και ελεγχόμενη, της κοινωνικής ανάπτυξης υπεράνω πάντως των
πολιτών του; Δεν επανερχόμαστε τελικά στην παραδοσιακή φιλελεύ θερη αρμονική εικόνα των σχέσεων κράτους και κοινωνίας των πολι τών; Μήπως η de facto αποδοχή του κράτους υποδηλώνει παραίτη ση και εγκατάλειψη του αιτήματος για το μαρασμό του; Μήπως η στρατηγική της «δυαδικής κοινω νίας» συνιστά τη μετωνυμία της με ταρρύθμισης και τον αποχαιρετι σμό στην επανάσταση;
4. Βλ. Η. Braverman, Labour and Mo nopoly Capital, New York, 1974. 5. Βλ. Agnes Heller, H θεωρία των Αναγκών στον Μαρξ, Εξάντας, 1975. 6. Βλ. επίσης Andri Gortz, «The socia lism of tomorrow», Telos, N. 67, Άνοιξη 1986, σελ. 199-206, «The American model and the future of the left», Telos, N. 64, Καλοκαίρι 1985, «Against confusing autonomus activity with wage labour», IBID. 7. Βλ. τουλάχιστον Ronald Inglehart, The silent revolution, Princeton Univ. Press, 1977, S. Barnes, M. Kaase (eds), Political Action, Sage, 1979.
8. Βλ. Alain Touraine, The voice and the eye, an analysis of social move ments, Cambridge univ. press, 1981, σελ. 62 επομ., του ίδιου The selfproduction of society, The univ. of Chicago press, 1977, σελ. 177 επομ. Πρόσφατα o F. Alberoni χρησιμο ποίησε τον όρο «κίνημα» με μια εξί σου γενική χροιά. Βλ. Movement and institution, Columbia univ. press, 1984. 9. Βλ. J. Clarke, C. Critcher, R. John son, Working class culture, Hutchin son, London, 1979. 10. Για μια τέτοια άποψη 6λ. Μ. Bookchin, «Were we wrong?», Telos, N. 65, Φθινόπωρο 1985, ειδικά σελ. 73-4.
ΝΙΚΟΣ ΔΕΜΕΡΤΖΗΣ
Μικρά διηγήματα ενός ποιητή Ν ΤΙΝ ΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ: Ο ι Ρεμπέτες τον Ντουνιά. Μικρά πεζά. Διαγώνιος, θεσ/νίκη, 1986. Σελ. 40.
Το μικρό και το λιλιπούτειο είναι η αισθητική προς την οποία συγκλίνει ολοένα και περισσότερο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Τα σύντομα, μικρά πεζά, που περιλαμβάνονται στη συλλογή «Οι ρε μπέτες του Ντουνιά», αποβλέπουν στην κατάδειξη ενός συγκεκρι μένου γεγονότος, στη στιγμιαία έξαρση του δρώντος προσώπου, που συνιστά και τον αποχρώντα λόγο της συγγραφής, και όχι στη σύνδεση αλλεπάλληλων γεγονότων, τα οποία επιζητούν συνήθως και μιαν ιστορική πορεία. Μοιάζουν με λεκτικές επεξηγήσεις των συναισθημάτων που εμπνέει ένας στατικός πίνακας, ακίνητος στο χώρο και το χρόνο. Ο συγγραφέας δεν απομακρύνε ται καθόλου από την εν σμικρώ κα τάδειξη των συναισθημάτων αυ τών, των οποίων τη γνησιότητα -
άρα και την αποδοχή - προσπαθεί διαχρσνικώς να επισημάνει. Έτσι, από τον Ιπποκλείδη μέχρι τη Ρόζα Εσκενάζυ και τις δικές του, προ
σωπικές και νυχτωμένες ώρες, με σολαβούν διαστήματα και κατα στάσεις που όσο και αν μεταλλά ζουν τις κοινωνικές αποχρώσεις δεν αγγίζουν καθόλου τις βαθιές συναισθηματικές παρορμήσεις, τις ενστικτώδεις λιμπιντικές και θυμικές αντιδράσεις του ατόμου. Οι «Ρεμπέτες του Ντουνιά» χω ρίζονται σε δυο ενότητες, με φανε ρή μεθοδολογική πρόθεση. Στην πρώτη, ο συγγραφέας εξωτερικεύεται μέσω τρίτων, ιστορικών προ σώπων. Στη δεύτερη, παρουσιάζε ται αυτούσιος, ούτος αυτός, σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση του μονά-
οδηγος/69 χϊκού του προσώπου, χωρίς συμβα τικές προφάσεις. Το ύφος του Χριστιανόπουλου, παρά το έντονο λαϊκό χρώμα, βα σίζεται στην ιδιόχρωμη, ζεστή, προσωπική του γλώσσα. Μια γλώσσα ιδανική για την εκμυστή ρευση κρυφών καημών και φόβων και συγχρόνως πειθαρχημένη στη βαθιά γεύση πίκρας και σαρκα σμού, που διακατέχουν το συγγρα φέα, με τρόπο ώστε η υποφώσκουσα υπερβολή του παράπονου να μην αποβαίνει σε βάρος της αισθη τικής εγκυρότητας. Οι ιστορίες, ως αποκομμένα συμβάντα μιας τρυφερής προσωπι κότητας, συντείνουν γλαφυρά να τονίσουν την επιλογική τους πρό ταση που, σχεδόν πάντοτε, είναι κι ένας αφορισμός υπέρ της αγάπης. Οι αναφορές στα ιστορικά πρόσω πα αποσκοπούν να εξιχνιάσουν μυ θολογικά συγκυρίες και καταστά σεις, που θα συνηγορήσουν, στη συνέχεια, στην κατάφαση του συγ γραφέα για κάποιο αδικαίωτο με ράκι του. Ο Χριστιανόπουλος δε διστάζει να περιγράφει και να ομολογήσει
c
τις προσωπικές του συνιστώσες. Καταφέρνοντας να σταθεί σε ένα επίπεδο, όπου η ειλικρίνεια βαραί νει πιο πολύ απ’ όλα και τίποτα δε φαίνεται προσποιητό, καταξιώνε ται στη φυσιολογική αποδοχή της ομολογίας του. Κανένα βήμα πίσω, από ενοχή, κανένα βήμα μπροστά, από πρόκληση. Εξάλλου, αυτή εί ναι και η επιταγή της αληθινής τέ χνης, που αναγεννά το δημιουργό και αναβαθμίζει το έργο του: Η απεγκλώβιση των αυθεντικών του λειτουργιών κάτω από το φάσμα μιας επαρκούς αισθητικής. Ο Χριστιανόπουλος με το λιτό και τρυφερό αυτό βιβλιαράκι ενι σχύει τη γνωστή και κατά πολλούς τρόπους διατυπωμένη άποψη ότι δύσκολα ένας ποιητής γίνεται πεζογράφος και δύσκολα, ίσως πολύ πιο δύσκολα, ένας πεζογράφος γί νεται ποιητής. Θέλω να πω ότι και μέσα στα λιλιπούτεια αυτά διηγή ματα η ποιητική φλέβα του Ντίνου Χριστιανόπουλου πάλλει ακατάπαυστα και διοχετεύει το αίμα της 1αέναης οδύνης των ποιητών.
ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
Δάνειο
t o
φιλανθρωπίας; ΑΡΕ ΤΗ Σ ΤΟΥΝΤΑ-ΦΕΡΓΑΔΗ: Το Προσφυγικό Δάνειο του 1924. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1986. Σελ. 220.
Προσφυγιά. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο σ’ ένα παλιό σχολείο, σ’ ένα πρώην θέατρο, δώδεκα άτομα σ’ ένα δωμάτιο, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο μισογκρεμισμένο σπίτι, στο λιμοκαθαρτήριο της Μακρονήσου, σε μια προχειροφτιαγμένη ξύλινη παράγκα, στο δρόμο. Ήταν οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία που για χρόνια περίμεναν να αποκαταστα θούν στη νέα φιλόξενη πατρίδα των μακρινών προγόνων τους. Από τον Αύγουστο του 1922 που έσπασε το μέτωπο άρχισε η μεγάλη συρροή των προσφύγων στην Ελ λάδα και συνεχίστηκε επίσημα πλέον με την ανταλλαγή των πλη θυσμών. 1.500.000 περίπου άτομα προστέθηκαν σ’ έναν πληθυσμό πε ρίπου 5,5 εκατ. ανθρώπων (1920). Τί έπρεπε να κάνει μια κυβέρνηση
με τα ταμεία της άδεια από τη Μι κρασιατική εκστρατεία; Ήταν αναγκασμένη να καταφύγει στο δανεισμό. Ποιος θα δάνειζε όμως μια χώρα που σπαρασσόταν από εσωτερικές πολιτικές έριδες (Βασι λιάς ή Βενιζέλος, Μοναρχία ή Δη μοκρατία;) Μόνο η Κοινωνία των Εθνών ή ΚΤΕ (το αντίστοιχο του
διάθεση, με έπαρση και αγωνιστικότητα και με υψηλό το αίσθημα της ευθύνης για το τί πρέπει να γράψει και τί όχι, πετυχαίνει μιά λαϊκή και λιτή εικονογράφηση, αφιερώνοντας τα κομμάτια του σε όλες τις τάξεις τοι ελληνικού λαού, που πολέμησαν τον ντόπιο και ξένο κατακτητή. Μί ύφος γεμάτο από αναγκαίους συνειρμούς και με μια γλώσσα·που παρά τους ιδιωματισμούς είναι απέριττη και κραυγαλέα, πραγματοποιεί ένα έργο άξιο μνημόνευσης και ιστορικής συνδρομής, αναλαμβάνοντας όλα τα υπέρ και τα κατά που πιθανώς προκύπτουν απ’ την ανάγνωση και την κριτική.
Λ ΙΝ Α Σ Λ Υ Χ Ν Α Ρ Α : Το μεσογειακό τοπίο στον Σεφέρη και τον Ελύτη. Αθήνα, Έκδοση «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1986. Σελ. 303.
Στη μελέτη αυτή της Λίνας Λυχναρά, παρουσιάζονται σχεδόν αποστασιοποιημένα τα διάφορα σύμβολα, που τόσο ο Σεφέρης όσο και ο Ελύτης χρησιμοποιούν, τροκειμένου να κάνουν σεβαστό σε όλους το τοπίο μέσα στο οποίο δημιούργησαν. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί πολλές μεθόδους προσέγγισης του έργου των δυο αυτών μεγάλων ποιητών, στην προσπάθειά της να γίνει όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενική, αλλά ταυτόχρονα /ια να περάσει στον αναγνώστη ιην τεράστια σημασία που έπαιξαν στη δημιουργία τους οι φυσικές μεσογειακές ομορφιές και ακόμα η ειδωλοποίησή τους. Με δυο λόγια ιόσο ο Σεφέρης όσο και ο Ελύτης κινούνται θαυμάσια σαν ποιητές (και εκεί επιμένει η διατριβή), σ’ ένα χώρο γεμάτο από αρχέγονους θησαυρούς, κάτω από ένα βαθύ κίτρινο ήλιο και σε μια θάλασσα σπαρμένη από «θεϊκά» νησιά.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
70/οδηγος σημερινού ΟΗΕ) θα μπορούσε να θέσει υπό την αιγίδα της και την παρακολούθηση της ένα τέτοιο δάΤο προσφυγικό δάνειο του 1924 είναι και το θέμα της ενδιαφέρου σας μελέτης της Αρετής ΤούνταΦεργάδη. Η συγγραφέας, στην εκτενή και θαυμάσια για την περιεκτικότητά της εισαγωγή εξετάζει τα προβλήματα που δημιούργησε το προσφυγικό ζήτημα από οικονο μική, δημογραφική και κοινωνική άποψη. Στο πρώτο κεφάλαιο μελετάται ο ρόλος της ΚΤΕ σχετικά με τους πρόσφυγες και την κίνηση για τη σύναψη δανείου υπέρ αυ τών. Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται ανάλυση του σημαντικότατου ρό λου που διαδραμάτισε η Εθνική Τράπεζα (ΕΤΕ) στις διαπραγμα τεύσεις για το δάνειο (η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε ακόμα συσταθεί). Στο τρίτο κεφάλαιο αναλύο νται οι εσωτερικοί παράμετροι για την επίτευξη του δανείου, δηλαδή η πολιτειακή μεταβολή (Α' Ελληνι κή Δημοκρατία) και η οικονομική βελτίωση. Στα δύο επόμενα κεφά-
Α Ν Τ Ρ Ε Ϊ Τ Α Ρ Κ Ο Φ ΣΚ Ι
Σμιλεύοντας τό χρόνο
ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μ αυρομιχάλη 9 ’Αθήνα Τηλ. 3607744
λαια περιγράφονται λεπτομέρειες που αναφέρονται στα γεγονότα (συζητήσεις στην ΚΤΕ και δια πραγματεύσεις) που προηγήθηκαν της τελικής υπογραφής της σύμβα σης. Στο τελευταίο γίνεται μια αναφορά στην επιτυχία του δανεί ου στις ξένες και στην ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Εντύπωση προκαλεί η άνεση της συγγραφέως να φέρει στο επίπεδο του μέσου Έλληνα δυσκολότατες καταστάσεις, ιδίως οικονομικής φύσεως, επιτυγχάνοντάς το με την επεξηγηματική μέθοδο γραφής που χρησιμοποίησε. Από την άλλη πλευρά η παράθεση εκτός κειμένου πρωτότυπων αποσπασμάτων στα γαλλικά ή αγγλικά βοηθάει τον γνώστη ξένιον γλωσσών να συγκρί νει την ερμηνεία της συγγραφέως με τις αυθεντικές πηγές της. Οι πηγές είναι αναπόσπαστο μέ ρος ενός ιστορικού βιβλίου και πο λύ συχνά μπορεί να διαχωριστούν σε πρώτης και δεύτερης προτεραιό τητας. Πρώτης προτεραιότητας εί ναι αυτές που σχετίζονται άμεσα με το αντικείμενο της μελέτης. Στην προκειμένη περίπτωση η Α. Τ.-Φ. υπερκάλυψε την επιστημονική αυ τή απαίτηση και διερεύνησε τα αρ χεία της ΚΤΕ, τα αρχεία του Ελλη νικού Υπουργείου Εξωτερικών (ΑΥΕ) και το αρχείο της Εθνικής Τράπεζας (ΙΑΕΤΕ). Στις πηγές δεύτερης προτεραιότητας, όμως, έδειξε κάποια αδράνεια ίσως πιεζόμενη από τον πανεπιστημιακό χρόνο (παραγωγή στα ΑΕΙ σημαί νει και δημοσιεύσεις ασχέτως ποιό τητας) όπως αφήνει να εννοηθεί (σ. 14). Λείπει από τη μελέτη ο κύριος όγκος του τύπου της εποχής μια που υπάρχουν περιστασιακές ανα φορές σε άρθρα που απ’ όσο γνω ρίζουμε περιλαμβάνονται στα αρ χεία ΑΥΕ και ΙΑΕΤΕ. Η προσφυ γή στον τύπο θα έδινε τη δυνατότη τα στη συγγραφέα να διαπιστώσει ότι υπήρξαν σημαντικές αντιδρά σεις και μακροσκελείς αναλύσεις υπέρ και κατά του δανείου. Με αναφορές κυρίως σε απόψεις πολι τικών της εποχής υποστηρίζεται ότι το δάνειο δόθηκε με ευνοϊκούς όρους (σ. 171-174). Η συγγραφέας εκφράζει τις αμφιβολίες της γι’ αυ τό το συμπέρασμα αλλά μια σύ γκριση με άλλα υπό παρόμοιες συν θήκες παρασχεθέντα δάνεια την ίδια εποχή (Αυστριακό, Ουγγρικό, Τσεχικό) ίσως να διαλεύκανε το πρόβλημα. Σκοπός του ιστορικού είναι να
διασταυρώνει τις πληροφορίες του πριν τις χρησιμοποιήσει. Η μανία της δημοσίευσης, που όχι αδικαιο λόγητα κατατρέχει τους Έλληνες επιστήμονες κυρίως των «θεωρητι κών» επιστημών (ανάγκη προαγω γής ή εισόδου στα ΑΕΙ), δημιουργεί μερικές φορές αντιεπιστημονικές καταστάσεις όπως η ακόλουθη: η συγγραφέας αναιρεί (ευτυχώς ευθαρσώς) την άποψη που είχε δια τυπώσει σε άρθρο της (δες Balkan Studies, 24 (1983): 94) ότι ο αντι πρόσωπος της ΚΤΕ Parmentier είχε διατυπώσει δυσμενή σχόλια για την οικονομική κατάσταση του Ελληνι κού κράτους, βασιζόμενη, τότε, μόνο στα αρχεία ΑΥΕ. Στο βιβλίο όμως υποστηρίζει ότι ήταν ευνοϊκή η αναφορά του αφού τώρα μελέτη σε το αυθεντικό κείμενο στα αρχεία της ΚΤΕ (σ. 63-64 και υποσ. 40). Είναι ζήτημα επιστημονικής δεο ντολογίας. Στο τέλος του βιβλίου παρατί θενται και μερικές διαπιστώσεις αντί συμπερασμάτων. Η διατύπω σή τους είναι αρκετά χαλαρή και ατελής γιατί τα ερωτηματικά για το δάνειο του 1924 παραμένουν ανα πάντητα. Ήταν τελικά ένα δάνειο φιλανθρωπίας, ήταν οι όροι του βαρείς, συμφέροντες ή στα πλαίσια της εποχής; Εκτός από το περιεχόμενό του το βιβλίο εξετάζεται και από εκδοτική άποψη. Ο εκδότης είναι υπεύθυνος για μικρό λάθος που δεν επιτρέπε ται πλέον στην εποχή μας. Αρκετές σημειώσεις βρίσκονται σε λάθος σελίδα, για παράδειγμα σ. 53 υποσ. 27 και εισαγωγή υποσ. 39 και 44 και σ. 63 υποσ. 40. Η μελέτη της Α. Τ-Φ. περιορίζε ται περισσότερο στην εξιστόρηση της διαδικασίας για τη σύναψη του δανείου παρά σε βαθύτερη ανάλυ ση και εξέταση των παραμέτρων, επιπτώσεων και της διαχείρισης του δανείου. Θα ήταν παράλειψη αν δεν αναφερόταν ότι η ίδια η συγγραφέας περιόρισε ηθελημένα τη μελέτη της, όπως γράφει στον πρόλογο (σ. 12). Παρόλες τις μι κρές ατέλειες η μελέτη δεν παύει να προσφέρει ένα ενημερωτικό ανά γνωσμα σε ειδικούς και μη. Η συγ γραφέας φαίνεται ότι ασχολήθηκε με ενδιαφέρον για το θέμα της, άλ λο αν εξωτερικοί παράγοντες επη ρέασαν το τελικό αποτέλεσμα. Δια βάστε το. Η ιστορία μερικές φορές διδάσκει.
Δ.Ι. ΛΟΪΖΟΣ
Δ1ΚΛΊΠΙΟ 6 Αυγούσϊόυ 1987
βιβλιογραφικό δελτίο αριθ. 174
• Το Βιβλιογραφικό Δελτίο συντάοσεται με την πολύτιμη συνερ γασία τον βιβλιοπωλείου της ' «Εστίας», τη διεύθυνση και το προσωπικό του οποίου ευχαρι στούμε θερμά. • Η ταξινόμηση των βιβλίων γίνε ται με βάση το γνωστό Δεκαδικό Σύστημα Ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην ελληνική βιβλιο γραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται αλφαβητικά οι έ/.-
^
εια'
ληνες συγγραφείς και ακολου θούν οι ξένοι. • Η κατάταξη των ξένων συγγρα φέων γίνεται σύμφωνα με το ελ ληνικό αλφάβητο. • Στην κατηγορία των περιοδικών δεν περιλαμβάνονται εβδομαδι-
•
Για την ακόμη μεγαλύτερη πλη ρότητα τον Δελτίου, παρακαλούνται οι εκδότες να μας στέλ νουν έγκαιρα τις καινούριες εκ-
ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΟΔΗΓΟΙ
Πλατωνισμός και Αριστοτελισμός κατά τον Πλήθωνα. Μελέτες από το Διεθνές Συμπόσιο Σπάρτης, 26-28 Σε πτεμβρίου 1985. Αθήνα, 1987. Σελ. 343. Δρχ. 600.
Ταξίδια στην Ελλάδα. 1987-88. Ετήσιος Τουριστικός Οδηγός. Σελ. 424. Δρχ. 800. ΚΕΣΟΠΟΥΑΟΣ ΑΡ. Νέος οδηγός Θεσσαλονίκης με χάρτες. Θεσσαλονίκη, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1987. Σελ. 432. Δρχ. 1100.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΙΚΑ
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
ΛΕΟΝΤΙΕΦ Α. Δραστηριότητα, συνείδηση, προσωπι κότητα. Μετ. Ε.Π. Ξενόπουλος. Αθήνα, Αναγνωστιδης. Σελ. 298. Δρχ. 900.
ΓΕΝΙΚΑ ΠΑΡΑΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΣΙΓΚΑΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Η διαλεκτική της δημιουργίας. Αθήνα. Σελ. 191. Δρχ. 600. MARCUS SOLOMON. Το παράδοξο. Μετ. Ελένη Οι κονόμου. Αθήνα, Πνευματικός, 1986. Σελ. 126. ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ. Σκέψεις και αποσπάσματα. Αθή να, Γκοβόστης. Σελ. 205.
ΚΕΡΤΙΣ ΘΩΜΑΣ. Ζωδιακός κύκλος. Μετ. Γιώργος Βαμβακάς. Θεσσαλονίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 267. Δρχ. 700. ΥΤΕΝ ΣΕΡΖ. Ο μαγικός ερωτισμός. Μετ. Λόισκα Αβαγιανού. Αθήνα, Αστάρτη. Σελ. 198. Δρχ. 400.
72/δελτιο
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΕΥΤ. Μανδαμάδος Λέσβου. Θεσσαλονίκη, 1987. Σελ. 504. Δρχ. 1500. ΣΟΦΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ Μ. Τα λαογραφικά της Κάσου. Τόμος Γ': Παραμύθια. Αθήνα, 1987. Σελ. 223. Δρχ. 700.
ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Θ. Η Ζ ' Οικουμενική Σύ νοδος, Νίκαια (Β'), 787. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1987. Σελ. 46. Δρχ. 250. ΠΡΑΜΠΧΑΒΑΝΑΝΤΑ ΣΟΥΑΜΙ. Η επί τον Όρους Ομιλία κατά τη Βεδάντα. Μετ. Γιάννης Μανέττας. Αθήνα, Κονιδάρης, 1987. Σελ. 157. Δρχ. 500.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΔΕΡΕΧΑΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ θ . Αρχές λειτουργίας στεγών ανηλίκων. Αθήνα, Εταιρεία Προστασίας Ανη λίκων Καρδίτσας, 1986. Σελ. 65.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΥ ΝΙΚΟΣ. Μετά τον Μαρξ. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 119. Δρχ. 400. ΠΛΕΥΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Η κοσμοθεωρία του εθνικι σμού. Β' έκδοση. Αθήνα, Νέα Θέσις, 1987. Σελ. 72. Δρχ. 200. ΧΑΤΗΡΑΣ ΤΑΣΟΣ. Η Δεξιά - η Αριστερά. Αθήνα, Θουκυδίδης, 1987. Σελ. 302. ΤΟΚΒΙΛ ΑΛΕΞΙΣ ΝΤΕ. Η δημοκρατία στην Αμερική. Μετ. Βασ. Λ. Καζαντζή. Αθήνα, Καραβίας, 1987. Σελ. 314. Δρχ. 1000.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΖΟΛΩΤΑΣ ΞΕΝΟΦ. Ε. Το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, το δολλάριο και η ανάγκη μεταρρυθμίσεως. Αθήνα, 1987. Σελ. 31. Δρχ. 100.
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΨΩΜΕΝΟΣ ΕΡΑΤΟΣΘΕΝΗΣ Γ. Το κρητικό ιστο ρικό τραγούδι. Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1987. Σελ. 284. Δρχ. 900.
ΕΚΠΑΙΑΕΥΣΗΠΑΙΛΑΓΩΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΑΝΘΟΓΑΛΙΔΟΥ ΘΕΟΠΟΥΛΑ. Ο ρόλος της εκπαί δευσης στην αναπαραγωγή και εξέλιξη μιας παραδο σιακής κοινωνίας. Αθήνα, Θεμέλιο, 1987. Σελ. 259. Δρχ. 850.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΓΑΘΩΝΟΣ-ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ. Κακο ποίηση, παραμέληση παιδιών. Αθήνα, Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού, 1987. Σελ. 252. ΧΑΤΖΗΔΗΜΟΣ ΧΡ. Εισαγωγή στην παιδαγωγική. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1987. Σελ. 101. Δρχ. 450.
ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ TATCHELL JUDY-CUTTER NICK. Ο μικροϋπολο γιστής σαν βοηθός. Μετ.-επιμ. Κώστας Καρατζόγλου. Αθήνα, Μαμούθ, 1987. Σελ. 48. Δρχ. 550.
ΤΕΧΝΕΣ
ΓΕΝΙΚΑ ΚΑΣΙΜΑΤΗ ΑΝΝΑ. Ελληνική κουρτίνα. Σχέδια και τεχνική. Αθήνα, ΕΟΜΜΕΧ, 1986. Δρχ. 2800.
δελτιο/73
ΓΛΥΠΤΙΚΗ
ΠΟΙΗΣΗ
ΠΑΠΑΤΡΕΧΑΣ ΓΕΡ. HP. Ποιμενικά ξυλόγλυπτα Ξηρομέρου. Αθήνα, ΕΟΜΜΕΧ, 1986. Σελ. 74. Δρχ. 1000.
ΒΕΛΩΝΑ-ΔΑΡΔΑΝΟΥ ΚΑΤΙΝΑ. Ειρηνική ραψω δία. Αθήνα, 1986. Σελ. 134. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΕΦΡΑΙΜΙΔΟΥ ΕΛΕΝΗ. Εγένετο. Ποιήματα 1981-86. Ξάνθη, 1987. Σελ. 39. ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΙΚΤΩΡΙΑ. Η νυχτωδία των συνόρων. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 46. ΚΑΒΑΛΛΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Κωπηλασία. Ποιήματα. Αθήνα, Ηριδανός, 1987. Σελ. 110. ΚΑΚΛΑΜΑΝΑΚΗ ΡΟΥΛΑ. Το δίλημμα του αγάλμα τος. Ποιήματα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 50. ΚΑΡΟΥΣΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Στις παραμέτρους των ορι ζόντων. Αθήνα, 1987. Σελ. 30. ΜΗΤΣΙΟΥ ΣΑΡΑΝΤΗΣ. Της αλήθειας το φως. Ποιή ματα. Αθήνα, 1987. Σελ. 51. ΟΛΥΜΠΙΟΥ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΘΕΜΙΣ. Το καραβάκι της ζωής. Ποιήματα. Αθήναι, 1987. Σελ. 70. ΣΑΛΤΑΡΗΣ ΝΙΚΟΣ ΙΩ. Μήτρος-Τροΰκης. (Αρβανί της ποιητής του 19ου αιώνα). Αθήνα, Γέρου, 1987. Σελ. 117. Δρχ. 300.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΧΑΤΑΚΗ ΕΙΡΗΝΗ. Η Κρήτη του χτες. Αθήνα, 1987. Σελ. 113. Δρχ. 1000.
ΓΛΩΣΣΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά. Θεσσα λονίκη, Κυριακίδης, 1986. Σελ. 439. Δρχ. 850. ΚΡΙΑΡΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ. Τα πεντάλεπτά μου. Και άλλα γλωσσικά. Θεσσαλονίκη, 1987. Σελ. 252. Δρχ. 800. ΡΗΤΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΠ. Ξένες λέξεις στη γλώσσα μας. Αθήνα, Αναστασάκης. Σελ. 172. Δρχ. 500.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ. Ηλέκτρα. Εισ.-μετ.-σημ. Τάσος Ροΰσσος. Αθήναι, Κέντρον Εκδόσεως 'Εργων Ελλήνων Συγγραφέων, 1987. Σελ. 125. Δρχ. 700.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΓΕΝΙΚΑ ΣΑΒΒΙΔΗΣ Γ.Π. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Κ.Γ. Καρυωτάκη. (Ανάτ. από το περιοδικό «Πόρφυρας», αριθ. 40). Κέρκυρα, 1987. Σελ. 189-207. Δρχ. 200.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΣ. Ιστορίες υπερβολής. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 148. Δρχ. 400. ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Κρίση. Αφήγημα. Αθήνα, Άγρα, 1987. Σελ. 125. Δρχ. 350. ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΛΙΛΗ. Η Συβαρίτισσα. Μυθιστόρημα. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1987. Σελ. 406. Δρχ. 1200. ΜΑΝΙΑΤΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Κάτω από ξένο ήλιο. Μυ θιστόρημα. Β' έκδοση. Αθήνα, Εστία, 1987. Σελ. 341. Δρχ. 550. ΞΑΝΘΟΥΛΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Το πεθαμένο λικέρ. Μυθι στόρημα. Αθήνα, Καστανιώτης, 1987. Σελ. 157. Δρχ. 600. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑ. Το ακριβό πουκάμισο. (Μυθιστόρημα). Λευκωσία, 1987. Σελ. 95. ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ. Αίτημα Ηγουμένου προς αυτοκράτορα. Θεσσαλονίκη, 1987. Σελ. 15. ΠΡΑΣΙΝΗΣ ΦΩΤΗΣ. Διηγήματα. Καβάλα, Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, 1987. Σελ. 326. ΡΕΜΟΥΝΔΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Οι παλιοί μου φίλοι. Αθή να, Οδυσσέας, 1987. Σελ. 155. Δρχ. 250. ΡΙΤΣΟΥ ΑΛΕΚΑ. Εισαγωγή στη μοναξιά. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 169. Δρχ! 450. ΚΡΙΣΤ1 ΑΓΚΑΘΑ. Το ταξίδι του κυρίου Κουήν. Μετ. Ελένη Δάνα. Αθήνα, Γαλαξίας-Ερμείας. Σελ. 200. Δρχ. 250.
74/δελτίο McBAIN ED. Ο διαρρήκτης. Μετ. Ευτυχία Προυσαλίδου. Αθήνα, Το Κλειδί, 1987. Σελ. 358. Δρχ. 600. ΜΟΝΤΙΑΝΟ ΠΑΤΡΙΚ. Η χαμένη γειτονιά. Μετ. Μπάμπης Λυκούδης. Αθήνα, Χατζηνικολή, 1987. Σελ, 158. Δρχ. 650. ΜΟΡΑΒΙΑ ΑΛΜΠΕΡΤΟ. Οι αδιάφοροι. Μυθιστόρημα. Μετ. Σπύρος Βυζαντινός. Αθήνα, Δωρικό; Σι/.. 347. Δρχ. 550. ΜΠΑΛΑΡΝΤ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ. Μεγάλη ανθολογία επι στημονικής φαντασίας. 3: (1950-1965). Αθήνα, Εξά ντας. Σελ. 471. Δρχ. 800. ΛΑ ΜΠΕΡΝ ΑΡΘΟΥΡ. Φρενίτις. Μετ. Σπάρτη Γερο δήμου. Αθήνα, Γαλαξίας-Ερμείας. Σελ. 322. Δρχ. 400. BERNANOS GEORGES. Κάτω από τον ήλιο του Σα τανά. Μετ. Πωλίνα Λάμψα. Αθήνα, Ροές, 1987. Σελ. 327. Δρχ. 550. ΜΠΕΡΝΕΤ ΓΟΥΙΛΙΑΜ. Κορυφογραμμή. Μετ. Βαγ γέλης Παραμπούκης. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 247. Δρχ. 450. ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ ANITA. Hotel du lac. Μετ. Μαρία Φωστιέρη. Αθήνα, Ωκεανίδα, 1987. Σελ. 155. Δρχ. 500. ΟΥΑΛΛΑΣ ΕΝΤΓΚΑΡ. Ο άγγελος του τρόμου. Μετ. Μ. Σαρασιώτη. Αθήνα, Γαλαξίας-Ερμείας. Σελ. 202. Δρχ. 250. Ο’ ΧΑΡΑ ΤΖΟΝ. Στα παράνομα της Νέας Υόρκης. Μετ. Ντορίνα Παπαγεωργίου. Αθήνα, Αστάρτη, 1987. Σελ. 243. Δρχ. 700. PAPADIAMANTIS ALEXANDROS. Tales from a greek island. Trans. Elisabeth Constantinides. Baltimo re, John Hopkins University Press, 1987. Pag. 176. SAYERS DOROTHY. Ιστορίες μυστηρίου. Μετ. Κα τερίνα Μαΐστρου. Αθήνα, Νέα Σύνορα, 1987. Σελ. 283. Δρχ. 600. ΣΤΑΝΤΑΛ-ΜΠΑΛΖΑΚ-ΦΛΩΜΠΕΡ. Διηγήματα. Μετ. Βερονίκη Δαλακούρα. Αθήνα, Νεφέλη, 1987. Σελ. 234. Δρχ. 550.
Σελ. 247. Δρχ. 500. ΧΑΙΣΜΙΘ ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ. Ο αμερικάνος φίλος. Μετ. Τίνα Στεφανοπούλου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 373. Δρχ. 550.
ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ. Αθηναϊκές επιστολές. Αθήνα, Βλάσση, 1987. Σελ. 523. Δρχ. 800.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΑΛΟΣΓΟΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ. Κριτικά κείμενα. Κέρ κυρα, 1986. Σελ. 244. Δρχ. 1800. ΡΗΓΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Φ. Προσεγγίσεις. Κριτικές ενα τενίσεις. Αθήνα, Γρηγόρης, 1986. Σελ. 235. ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Επαναγνώσεις. Αθήνα, Εστία, 1987. Σελ. 151. Δρχ. 500. ΤΣΑΚΩΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΡ. Λογοτεχνία και κοι νωνία στο Μεσοπόλεμο. Αθήνα, Κάκτος, 1987. Σελ. 484. Δρχ. 1500. ΤΣΙΝΤΙΛΗ-ΒΛΗΣΜΑ PITA. Είπαν... κι εμίλησα. Διαλέξεις. Αθήνα, Ιθακός, 1987. Σελ. 265. Δρχ. 800. ΦΑΡΙΝΟΥ-ΜΑΛΑΜΑΤΑΡΗ Γ. Αφηγηματικές τεχνι κές στον Παπαδιαμάντη. 1887-1910. Αθήνα, Κέδρος, 1987. Σελ. 323. Δρχ. 1000.
ΘΕΑΤΡΟ
ΣΤΟΡΜ ΤΕΟΝΤΟΡ. Ο καβαλάρης με το άσπρο άλο γο. Μετ. Λαυρέντιος Γκέμερεϋ. Αθήνα, Οδυσσέας, 1987. Σελ. 170. Δρχ. 300.
ΕΡΓΑ
ΤΑΒΑΡΕΣ-ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΣ ΟΥΡΜΠΑΝΟ. Οι μπά σταρδοι του ήλιου. Μετ. Κ. Ασημακόπουλος-Ντίνα. Σιδέρη. Αθήνα, Αποσπερίτης. Σελ. 111. Δρχ. 400. ΤΖΕΡΜ ΤΖΕΡΟΜ. Τρεις άντρες σε ποδήλατο. Μετ. Έλλη Έμκε. Αθήνα, Τεκμήριο, 1987. Σελ. 222. Δρχ.
ΟΥΪΛΙΑΜΣ ΤΕΝΝΕΣΗ. Γυάλινος κόσμος. Μετ. Νί κος Σπάνιας. Αθήνα, Δωδώνη, 1987. Σελ. 89. Δρχ. 500. ΠΙΝΤΕΡ ΧΑΡΟΛΝΤ. Παλιοί καιροί. Ένα ακόμα, και φύγαμε. Μετ. Μάγια Λυμπεροπούλου. Αθήνα, Δωδώ νη, 1987. Σελ. 84. Δρχ. 500.
THOMSON J. Ο φονιάς μέσα μου. Μετ. Αντρέας Αποστολίδης. Αθήνα, Μέδουσα, 1987. Σελ. 179. Δρχ. 500. ΤΟΥΣΑΙΝ ΖΑΝ-ΦΙΛΙΠ. Το λουτρό. Μετ. Λήδα Παλλάντιου. Αθήνα, Εστία, 1986. Σελ. 85. Δρχ. 280. ΤΣΑΠΕΚ ΚΑΡΕΛ. Απόκρυφες ιστορίες. Μετ. Κ Ί σιας Κουντούρης. Αθήνα, Μέδουσα, 1987. Σελ. 178. Δρχ. 650. HAEDRICH MARCEL. Ο ραγισμένος καθρέφτης. Μετ. Λευτέρης Φραγκάκης. Αθήνα, Το Κλειδί, 1987.
ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑΣ ΘΟΔΩΡΟΣ. Νεοελληνικό θέατρο. Ιστορία-δραματουργία. Δώδεκα μελετήματα. Αθήνα, Κουλτούρα, 1987. Σελ. 210. Δρχ. 1200. ΡΕΝΩ ΜΑΙΡΗ. Η μάσκα του Απόλλωνα. Μετ. Γιάν νης Σπανδωνής. Αθήνα, Καλέντης, 1987. Σελ. 435. Δρχ. 1000.
δελτιο/75
ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΑΞΙΔΙΑ
ΓΕΝΙΚΑ
ΕΛΛΑΔΑ
ΣΑΜΑΡΑΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ Μ. Η ελληνική καταγω γή των τουρκοκυπρίων. Ιστορική μελέτη. Αθήνα, 1987. Σελ. 61. Δρχ. 350.
Η Χίος. Γεωγραφία με ιστορικές και αρχαιολογικές σημειώσεις. Χίος, Κασσιώτης. Σελ. 143. Δρχ. 680. ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ταξίδια στα νησιά μας. Χαλκίδα, 1987. Σελ. 67. Δρχ. 300.
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΠΑΙΔΙΚΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΣ ΔΡΟΣΟΣ Γ. «Έλληνες οι ηττημένοι νικητές». Αθήνα, 1987. Σελ. 223. Δρχ. 600. ΜΑΛΤΕΖΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ. Ε.Α.Μ.-Ε.Λ.Α.Σ. Βό λος, 1987. Σελ 404. Δρχ. 900. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Στα χρόνια της χούντας. Αθήνα, Παρασκήνιο, 1987. Σελ. 284. Δρχ. 900. ΠΟΛΙΤΑΡΧΗΣ Γ.Μ. Μνήμη Μικρασίας. Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο. Σελ. 74. Δρχ. 600. ΦΥΛΛΙΖΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α. Οι τελευταίες ημέρες της Τραπεζούντας 1918-1923. Θεσσαλονίκη, Κυριακίδης, 1987. Σελ. 76. Δρχ. 350.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Άρης Βελουχιώτης. Θεσσα λονίκη, Πασχάλης. Σελ. 79. Δρχ. 250. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΩΣΤΑΣ. Ν. Μπελογιάννης. Θεσσαλο νίκη, Πασχάλης. Σελ. 77. Δρχ. 250. ΠΑΠΑΔΟΠΕΡΑΚΗ ΑΣΠΑΣΙΑ. Η μορφή του Κ.Π. Καβάφη. Αθήνα, Μακέδος, 1987. Σελ. 124. Δρχ. 1700.
ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΒΑΛΑΣΗ ΖΩΗ. Το φεγγάρι πάει εκδρομή. Αθήνα, Λωτός, 1987. Σελ. 58. Δρχ. 700. ΓΙΑΝΝΙΚΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Μιλάμε για... το καφέ. Αθήνα, Κέδρος, 1986. Σελ. 46. ΖΑΡΑΜΠΟΥΚΑ ΣΟΦΙΑ. Ομήρου Οδύσσεια. Αθήνα, Κέδρος, 1987. Σελ. 80. Δρχ. 1800. ΚΡΟΚΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Οι δουλευτάδες. Αθήνα, 1986. Σελ. 158. ΝΟΪΔΟΥ ΜΑΡΙΑ. Το δάσος Φουφουμάγια. Θεσσαλο νίκη, Παρατηρητής, 1987. Σελ. 30. Δρχ. 450. ΖΟΜΜΕΡ-ΜΠΟΝΤΕΝΜΠΟΥΡΓΚ ΑΓΓΕΛΑ. Ο μι κρός βρυκόλακας. Μετ. Ιζαμπέλλα Σασλόγλου. Αθή να, γράμματα, 1987. Σελ. 155. Δρχ. 450. ΣΕΓΚΕΝ-ΦΟΝΤΕ ΜΑΡΘΑ. Τα άνθη. Μετ. Ντίνα Κισκίνη. Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε., 1987. Σελ. 30. ΧΑΖΛΕΡ ΕΒΕΛΙΝ. Ο Μπόμπο, το γουρουνάκι. Μετ. Χρήστος Λήμνιος. Αθήνα, Λωτός, 1987. Σελ. 80. Δρχ. 500.
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΗΜΑΡΑΣ Κ.Θ. Εν Αθήναις τη 3η Μαίου 1837. Με λέτη ιστορική και φιλολογική. Αθήνα, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1987. Σελ. 216. Δρχ. 1100. ΚΑΡΔΑΣΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ Α. Σύρος. Σταυροδρόμι της Ανατολικής Μεσογείου. (1832-1857). Αθήνα, Μορφω τικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1987. Σελ. 473. Δρχ. 950. ΠΑΡΑΛΙΚΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κ. Πανόραμα Εθνικής Αντίστασης. Αθήνα, Βασδέκης, 1987. Σελ. 187. Δρχ. 700. ΣΥΝΕΛΛΗ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Οι διπλωματικές σχέσεις Βυζαντίου και Περσίας έως τον Στ' αιώνα. Αθήνα, Βασιλόπουλος. Σελ. 192.
ΘΕΑΤΡΟ ΒΑΛΑΣΗ ΖΩΗ. Τα τρία δώρα. Θέατρο. Θεσσαλονί κη, Α.Σ.Ε., 1987. Σελ. 92.
ΣΧΟΛΙΚΑ ΚΕΣΟΠΟΥΛΟΣ Α. Λεξιλογικές ασκήσεις. Θεσσαλο νίκη, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1986. Σελ. 224. Δρχ. 600. ΚΟΥΤΡΟΥΜΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΑ Ν. Κοινωνικοί προβλη ματισμοί. Τεύχος Β'. Αθήνα, Gutenberg, 1987. Σελ. 195. Δρχ. 650.
76/δελτιο
JSSK.»
κριτικογραφία
Στην Κριτικογραφία περιλαμβάνονται όλες οι επώνυμες βιβλιοκριτικές και βιβλιοπαρουσιάσεις των ελληνικών εκδόσεων που δημοσιεύονται στον ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, και κριτικές δημοσιευμέ νες στον περιοδικό και επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φροντίζουν να μας στέλνουν οι συντάκτες τους. Για κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σε παρένθεση: το όνομα του κριτικού και ο τίτλος του εντύπου (βλ. Υπόμνημα), καθώς και η ημέρα δημοσίευσης της κριτικής, αν πρόκειται για εφημερίδα, ή ο αριθμός έκδοσης, αν πρόκειται για περιοδικό έντυπο.
■ ιπ ο μ ν η μ α ■ ΚΡΙΤΙΚΟΙ
✓
ΑΔ: Α. Δελώνης ΑΘ: Π. Αθηναίος ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώχης BA: Β. Αγγελοπούλου ΒΠ: Βάιος Παγκουρέλης ΒΧ: Β. Χατζηβασιλείου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΓΣ: Γ. Σαββίδης ΔΚ: Δ. Κσνιδάρης ΔΓ: Δ. Γιάκος ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΠ: Δ. Παπακωνσταντίνου ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΕΑ: Ε. Αρανίτσης ΕΒ: Ε. Βαλτά ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΛ: Ε. Παππά ΕΠ: Ε. Παμπούκη EM: Ε. Μόσχος ZB: Ζ. Βαλάση ΗΚ: Η. Κεφάλας ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΘΥ: Θ. Παπανικολάου ΙΔ: I. Δραγώης ΚΑ: Κ. Ανδρόνικός ΚΓ: Κ. Γουλιάμος ΚΕ: Κ. Εμονίδης ΚΗ: Σ. Κατσίμης ΚΚ: Κ. Καραχάλιος ΚΝ: Κ. Ντελόπουλος ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΛΑ: Λ. Αποσκίτης ΜΑ: Μ. Αποστολάτος ΜΚ: Μ. Κοντολέων ΜΠ: Μ. Πάπαδοπούλου ΜΝ: Μ. Νιτσόπουλος ΝΜ: Ν. Μπούτβας
ΝΠ: Ν. Παπανδρέου NY: Ν. Μαρκίδου ΟΠ: Ο. Παρατηρητής ΠΑ: Α. Παπανδρόπουλος ΠΚ: Π. Κουνενάκη ΠΛ: Π. Λινάρδος-Ρυλμόν ΠΜ: Π. Μηλιώρη ΠΠ: Π. Παιονίδης ΣΤ: Δ. Σταμέλος Τ θ: Τ. Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΣ: Σ. Τσακνιάς ΦΚ: Φ. Κονδύλης ΦΤ: Φ. Τριάρχης ΧΝ: X. Ντουνιά ΕΝΤΥΠΑ ΑΓ: Αγωνιστής ΑΗ: Απογευματινή ΑΚ: Ακρόπολις ΑΝ: Αντί ΑΠ: Απανεμιά ΑΥ: Αυγή ΒΟ: Βορειοελλαδικά ΒΡ: Η Βραδυνή Π: Γιατί ΓΤ: Γράμματα και Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΔΑ: Διάλογος ΔΠ: Δεκαπενθήμερος Πολίτης ΔΡ: Δραμινή ΔΣ: Δαυλός ΕΒ: Εμείς και το Βιβλίο ΕΗ: Εξόρμηση ΕΙ: Εικόνες ΕΘ: Έθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΜ: Εβδόμη ΕΚ: Ελικώνας ΕΟ: Εποπτεία
ΕΣ: Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΕΨ: Επιστημονική Σκέψη ΕΩ: Ελεύθερη Ώρα ΗΜ: Ημερήσια ΗΧ: Ήχος και Hi-Fi ΘΟ: θούριος ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος CO: Cosmopolitan ΛΕ: Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τα Νέα ΝΗ: Νέα Εποχή ΝΣ: Νέα Εστία NT: Νέες Τομές ΟΜ: Ομπρέλα ΟΠ: Οδός Πανός ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΑ: Πάνθεον ΠΕ: Περισκόπιο της Επιστήμης ΠΗ: Η Πρώτη ΠΘ: Πολιτικά Θέματα ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΛ: Πολιτιστική ΠΟ: Πολίτης ΠΡ: Πόρφυρας ΠΣ: Περίπλους ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΕ: Σύγχρονη Εκπαίδευση ΣΘ: Σύγχρονα Θέματα ΣΚ: Σκιάθος ΣΛ: Συλλεκτικός Κόσμος ΣΣ: Σύγχρονη Σκέψη ΣΥ: Συμβολή ΤΑ: Ταχυδρόμος ΤΕ: Τριφυλιακή Εστία ΤΚ: Ταχυδρόμος Καβάλας ΤΤ: Τετράγωνο ΦΣ: Φιλολογική Στέγη ΧΑ: Χάρτης ΧΡ: Η Χριστιανική
Βιβλιογραφίες
Ψυχολογία
Παπαδόπουλος Θ.: Ελληνική βιβλιογραφία 1466-1800 (Π.Δ. Μαστροδημήτρης, Βήμα, 12/7)
Ντολτό Φ.: Η περίπτωση Ντομινίκ (Α.Β., ΕΚ, 2/8)
Φιλοσοφία Βέικος Θ.: Ιστορία και φιλοσοφία (ΠΑ, ΟΤ; 6/8) Κύρκος Β.: Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός και σοφιστική (ΑΘ, ΗΜ, 26/7) Μακρής Ν.: Αμεσότητα και εξωτερικότητα (ΝΔ, ΕΜ, 5/7)
θρησκεία Σύγχρονες Μυροφόρες (ΦΤ, ΤΚ, 14/6 και ΔΡ, 5/6) Nilson Μ.Ρ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής θρησκείας (ΑΘ, ΗΜ, 26/7)
δ ε λ τ ιο/77 Κοινωνιολογία
Τέχνες
Μαγκλιβέρας Δ.: Κοινωνική επικοινωνία (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441) Τσουκαλάς Κ.: Κράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Μεταπολεμι κή Ελλάδα (Β. Καπετανγιάννης, ΑΝ, 3/7).
Εικόνες από την Άνδρο του 1840: Το λεύκωμα Τάουερ (ΣΤ, ΕΛ, 23/7) Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου New Greek Cinema 1981 (ΚΝ, ΚΑ, 23/7) Κατσαπάρα - Φανουρίου Α.: Μικρό χρονικό για μια χώρα πη λού (ΚΝ, ΚΑ, 2/7) Λεύκωμα για τον Οιδίποδα Τύραννο (Γ. Σαββίδης, ΑΗ, 18/7) Λογοθέτης Γ.: Έλα Λίτσα: Βρέθηκε το εμβόλιο του AIDS (ΘΥ, ΕΙ, 1/7) Παπατρέχας Γ.Η.: Ποιμενικά ξυλόγλυπτα Ξηρομέρου (ΣΤ, ΕΛ, 23/7) Πικρίδας X.: Πάλι μόνος εσύ; (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος 4/7) (Σ.Κ., ΕΛ, 2/7), (ΚΤ, Ε θ), 15/7) Ψαράκης Τ.: Κούμαρα και χαρταετοί (ΣΚ, ΕΛ, 2/7) Ψαροπούλου Μ.: Οι τελευταίοι τσουκαλάδες του Ανατολικού Αιγαίου (ΚΝ, ΚΑ, 2/7) Άισνερ Λ.: Η δαιμονική οθόνη (Τ. Μενδράκος, ΑΥ, 5/7), (ΘΥ, ΕΙ, 15/7), (ΕΑ, ΕΛ, 2277)
Κοινωνική Ανθρωπολογία Γεωργίου Α.: Το τέλειο κράτος (Γ. Σαββίδης, ΑΗ,.18/7), (Ευ. Νικ., ΕΜ, 12/7), (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 11/7)
Οικονομία Ζαχαρίας Α.: Η διακριτική γοητεία της μαρξιστικής οικονο μίας (Ν. Αργυρόπουλος, ΑΥ, 19/7) Μαγνήσαλης Κ.: Η θεωρία «Θ» στις επιχειρήσεις (ΠΑ, ΟΤ, 6/8) Νεγρεπόντη - Δελιβάνη Μ.: 1) Η προβληματική ελληνική βιο μηχανία και κάποιες λύσεις της (Α.Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 9/ 7) 2) Η περιφερειακή ανάπτυξη στην Ελλάδα 3) Το σωσίβιο της Ευρώπης: Οι καθυστερημένες της περιοχές (ΑΘ, ΗΜ, 8/7)
Αλιβιξάτος Ν.Κ.: Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνά μεων (Ι.Κ. Πρετεντέρης, ΒΗ, 26/7)
Πολιτική Αθανασόπουλος Δ.Σ.: Φωνή βοώντος (ΚΝ, ΚΑ, 30/7) Απόπειρα αιχμαλωσίας (Ευ., Νικ., ΕΜ, 2/8) Δήμου Ν.: Μετά τον Μαρξ (Ευ., Νικ., ΕΜ, 12/7) Διαμαντόπουλος Θ.: Homo Pasokus, Neo Dimokratikus (ΠΑ, ΟΤ, 30 (1733), (ΠΑ, ΟΤ, 23/7) Η Ελλάδα σε κρίση (Π. Βασιλόπουλος, ΟΤ, 30/7) Καγκελάρης Κ.: Νότια Αφρική (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441) Κάππος Κ.: Κοινωνικοπολιτικά προβλήματα του εργατικού κινήματος (Θ. Λιακόπουλος, ΡΙ, 5/7) Ραυτόπουλος Δ.: Σημεία στίξεως (ΒΧ, ΑΥ, 12/7) Μάκφερσον Κ.Μ.: 1) Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δη μοκρατίας 2) Ατομικισμός και ιδιοκτησία (ΠΑ, ΟΤ, 9/7) Χορκχάιμερ Μ.: Οι Εβραίοι και η Ευρώπη (Δ. Παυλάκου, ' ΑΥ, 19/7)
Λαογραφία Γουγουλάκη Ε.: Μύθια και αλήθεια από το μικρό μας το χω ριό (ΚΝ, ΚΑ, 277) Δαμιανίδης Κ. - Ζήβας Δ.: Το τρεχαντήρι στην ελληνική ναυ πηγική τέχνη (ΣΤ, ΕΛ, 2377) Λαμνάτος Β.: Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας (ΚΝ, ΚΑ, 277) Μιχαήλ-Δέδε Μ.: Γιορτές - έθιμα και τα τραγούδια τους (ΚΝ, ΚΑ, 277) Παρασκευόπουλος Χ.Ι.: Οι άγιες μέρες και τα κάλαντα τα πα λιά χρόνια στη Δημητσάνα (ΚΝ, ΚΑ, 277)
Εκπαίδευση Η πολιτική της παιδείας (ΘΥ, ΕΙ, 877) Δερβίσης Σ.: Σύγχρονη γενική διδακτική μεθοδολογία (Δ. Παυλάκου, ΑΥ, 577). (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 12Π) Πεσμαζόγλου Σ.: Εκπαίδευση και ανάπτυξη στην Ελλάδα 1948-1985 (Μ.Ζ. Κοπιδάκης, Βήμα, 1977) .
θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες Βενέρης Γ.: Πληροφορική επανάσταση (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 1977) Ελληνική Ρευματολογική Εταιρεία: Η ιστορία της ελληνικής ρευματολογίας (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1177) Οι επιστήμες σήμερα (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 19/7) Παστρέ Ο.: Η πληροφορικοποίηση και η απασχόληση (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 12/7)
Ενασχολήσεις Φαλάρας Π. - Γιάννακας Τ.: Τ’ αφρόψαρα (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/7)
Γλώσσα Κριαράς Ε.: Τα πεντάλεπτά μου στην ΕΡΤ και άλλα γλωσσικά (ΚΝ, ΚΑ, 3077) Νικολαίδης Α.: Ο τρόπος της γλώσσας και άλλες εγγραφές (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1177)
Κλασική Φιλολογία Γεωργοβασίλης Δ.: Βιργιλίου Αινειάς (Δ. Παυλάκου, ΑΥ, 12/ Ευριπίδης: Εκάβη (Μ. Μεντζελοπούλου, ΔΙ, 171) Ζορμπαλάς Σ.: Ο ουμανισμός στο έργο του Ευριπίδη (Μ.Μ.Π., ΡΙ, 1977), (ΑΘ, ΗΜ, 2677) Ηρόδοτος Ιστορίαι (ΑΘ, ΗΜ, 2677)
Ποίηση Ανδριώτης Γ.: Οι αποκαλύψεις του Ιωάννη (Μ. Σηράνης, Περίπλους, 13-14) Ανδρουτσόπουλος Ν.: Πέμπτη εποχή (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Ασίκης Θ.: Μικρογραφίες (Φ. Κονδύλης, ΠΗ, 3/8) Βαρβιτσιώτης Τ.: Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Βαρέλης Φ.: Γεροντικές περιπλανήσεις (ΦΤ, ΤΚ, 5/6 και ΔΡ Βελώνια - Δαρδανού Κ.: Ειρηνική ραψωδία (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 2577) Βρεττάκος Ν.: Εκκρεμής δωρεά (Ι.Μ. Χατζηφώτης, ΕΜ, 577) Γιαννάκης Ν.: Μυλόπετρες, (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/8), (ΦΤ. ΤΚ, 16/6 και ΔΡ, 17/6) Γκάτσος Ν.: Αμοργός (ΚΣ, ΤΑ, 1677) (Ε. Χουζούρη, ΕΝΑ, 977), (X. Λουκάκου, ΜΙΑ, 2277) Δενέγρης Τ.: Ακαριαία (ΔΚ, ΠΡ, 41-42) Ζόμπολας Τ.: Άνθρωπε αδελφέ μου (Γ. Μπαμιατζής, Δημο κρατικός Λόγος, 2577) Καραμολέγκου Σ.: Σπασμένα αγάλματα (Φ. Κονδύλης, ΠΗ, Καρατζόγλου Γ.: Αποσβέσεις (Σ.Κ., Περίπλους, 13-14) Κατράκης Π.: Ερημίτης στον Άθω (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Κόντου Ν.: Στην Κύπρο (ΔΖ, ΤΕ, 877) Κορκολόπουλος Δ.: Το αλφαβητάριο του πάθους (ΚΤ, ΕΘ, 8/ Κουλούρης X.: Επιθυμίες (Τ. Νατσούλης, Λογοτεχνική Επι θεώρηση, 13-14), (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440), (ΔΓ, ΡΙ, 1277) Κουσαθανάς Π. 1) Το ρόδο της φωτιάς. 2) Ακαριαία 3) Ο άρ χοντας του μεγάλου δόκανου (Σ. Σαράκης, Δώμα, 10)
78/δελτιο Κυπαρίσσης Ρ.: Σημειώσεις ενός τηλεγραφητή (Π. Ρεζής, ΕΗ. 12/7) Κόρου Κ.: Κατασκευές (Π. Ρεζής, ΕΚ, 26/7) Λεοντοκιανάκος I.: Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης (ΘΠ, ΕΣ, 607) Λογαράς Κ.: Ύποπτοι δρόμοι (Δ. Σέρρας, Περίπλους, 13-14) Λύτρα Κ.: Ποιήματα (Μ. Κατσίνης, Λογοτεχνική επιθεώρηση, 13-14) Μαϊστράλης Κ.: Στη χαίτη του τόξου (ΔΖ, ΤΕ, 75) Μεσολογγίτης Β.: Άνθρωπος στο φως (ΝΜ, ΡΙ, 19/7) Νικόλτσιου Γ.: Προτέστ (ΦΤ, ΤΚ, 5/6 και ΔΡ, 11/6) Νυμφόπουλος Κ.: 1) Τρίτος κύκλος 2) Αποστάγματα (ΦΤ, ΤΚ, 13/6 και ΔΡ, 10/6) Παλιατσάρας Μ.: Στις παρυφές του μακρινού γαλαξία (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Παπαδόπουλος Ν. Σατιρικά (Ν. Ανώγης, Το ελληνικό ανέσπε ρο φως, 44-45) Παπαδούκας Π.: Ο Μήτσος και ο Κίτσος (Δ. Χρονόπουλος, Πολιτικά Θέματα, 4/7) Παπαθανασόπουλος Θ.: Ποιήματα (Ε.Ν, Μόσχος, ΝΣ, 1440) Παρθένης Λ.: Θητεία ξενητειάς (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) . Πάσχος Π.Β. Ουράνιο δέντρο (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Παυλέα Ρ.: Χλωμή Ομίχλη (ΦΤ, ΤΚ, 6/6 και ΔΡ, 7/6) Παυλοπούλου Λ.: Οικιακά (Σ. Καρυδάκης, Περίπλους, 13-14) Ράλλη Μ.: Ο στίχος της ζωής μου (Ν. Ανώγης, Το Ελληνικό Ανέσπερο Φως, 44-45) Σπανού - Στρατή Γ.: Στην άλλη όχθη (ΦΤ, ΤΚ, 6/6 και ΔΡ, 7/6) Σύγχρονη Ερωτική Ποίηση (ΚΤ, ΕΘ, 2/8) Ταγκαλάκη Ε.: Κούπερ Κίντι (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Φρονιμάδη - Ματάτση Μ.: Γόρδιος δεσμός - Noda Gordiano (ΘΠ, ΕΣ, 17/7) Χρυσάνθης Κ.: Με το βιολί των είκοσι χρόνων (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Μπάρας Α.: Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1440) Ντυκάς I.: Άσματα του Μαλντορόρ (Σ. Θεοδοσίου, ΡΙ, 19/7) Πας Ο.: Ποιήματα (ΚΤ, ΕΘ, 19/7)
Πεζογραφία Αντωνακόπουλος Ν.: Γυάλινη θάλασσα (Π. Δραφόπουλος, Δώμα, 10) Ανώγης Ν.: Νικήσας νίκην πρώτην και άλλα διηγήματα (ΦΤ, ΤΚ 16/6 και ΔΡ 17/6) Αριστηνός Γ.: Κρίση (ΒΧ, ΑΥ, 14/7) Γιάκος Δ.: Καλή σου νύχτα Ιβάν (ΝΜ, ΡΙ, 5/7) Γλέζος Π.: Τ’ απομνημονεύματα ενός κυρίου (Γ. Κότσιρας, Ευθύνη, 187) Δασκαλόπουλος Θ.: Γεννηθήτω άνθρωπος (ΔΖ, ΤΕ, 8/7) Ζακόπουλος Ν.: Ώρα πλην δύο (Γ. Καράγιωργας, ΚΑ, 2/7) Ζέη Α.: Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα (ΚΤ, ΕΘ, 15/7), (Ν. Ντόκας ΕΛ, 2/8), (Τ. Μενδράκος, ΑΥ, 26/7) Ζήκας Γ.: Εισαγωγή (Δ. Αρβανιτάκης, Περίπλους, 13-14) Ηλιοπούλου - Ρογκάν Ν.: Το κόκκινο σημειωματάριο (Φ. Κονδύλης, ΠΗ, 20/7), ΚΤ, ΕΘ, 8/7) Καρανίκας X.: Η εκδίκηση του Απόλλωνα (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 11/7) Κοντέα Ρ.: Το στυπόχαρτο (X. Παπαγεωργίου, ΔΙ, 171) Κοτζιάς Α.: Ιαγουάρος (ΚΣ, ΤΑ, 2/7) Μαμαλάκη Ζ.: Ανατολή! Ανατολή! (ΘΥ, ΕΙ, 1/7) Μήτσου Α.: Ο φόβος της έκρηξης (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρα τικός Λόγος, 1/8) ΠΑΝ-ΠΑΝ Οι περιπέτειες του Γιώργου Αρατζαφέρη (ΘΥ, ΕΙ, 22/7) (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 2/6) Παπαϊωάννου Ε.: Η τελευταία στροφή (Σ. Σαράκης, Δώμα,
10)
Πεντελικός Π.: Η ενέδρα (ΔΖ, ΤΕ, 75) Ποταμιάνος Γ.: Αμαράνθεια (X. Φίλη, Δώμα, 10) Σαρδελής Κ.: Διηγήματα (Σ. Σαράκης, Δώμα, 10) Σκαράκης Ν.: Ο καραβόσκυλος (Α. Βογάσαρης, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, 13-14) Συμπάρδης Γ.: Μέντιουμ (ΚΣ, ΤΑ, 2/7) Σφυρίδης Γ.: Τίμημα χωρίς αντίκρυσμα (ΜΚ, ΠΡ, 41-42) Φακίνου Ε.: Η μεγάλη πράσινη (ΚΤ, ΕΘ, 1/7)
Χριστιανόπουλος Ν.: Οι ρεμπέτες του Ντουνιά (Σ. Καρυδά κης, Περίπλους, 13-14) Χρυσάνθης Κ.: Στα χρόνια της επανάστασης (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1439) Αϊτμάτοβ Τ.: Η μικρή μου λεύκα με το κόκκινο μαντήλι. Το μάτι της γκαμήλας (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός λόγος, 11/ Van Vogt Α.Ε.: Η πόλεμος ενάντια στο Ραλ (Ε. Αποστολάκη TV 3, 10/7) Γκιουνέι Γ.: Ο κατηγορούμενος (ΘΥ, ΕΙ, 15/7) Γουώλκερ Α.: Το πορφυρό χρώμα (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρα τικός Λόγος, 4/7) Κανταρέ I.: Ποιός έφερε τη Ντορουντίν (Β. Γεωργίου, ΡΙ, 19/ 7), (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/7), (Τ. Μενδρά κος, Επίκαιρα, 30/7) Καπότε Τ.: Πρόγευμα στου Τίφανι (ΘΥ, ΕΙ, 22/7) Καρντινάλ Μ.: Μια ζωή για δυο (ΚΤ, ΕΘ, 8/7) Κέσλερ Α.: Ξένος στην πλατεία (ΚΤ, ΕΘ, 5/7) Κίπλινγκ Ρ.: Ιστορίες της ζούγκλας (Δ. Παυλάκου, ΑΥ, 26/7), (ΚΤ, ΕΘ, 9/7) Κόναν Ντόυλ Α.: Σέρλοκ Χολμς, Τα Άπαντα (Ε. Αποστολά κη, TV3, 10/7) Λάβκραφτ Χ.Φ.: 1) Ο τρόμος του Ντάνγουιτς 2) Ο ναός του τρόμου (ΘΥ, ΕΙ, 2277) Λούαρντ Ν.: Η βρώμικη ζώνη (Γ. Μπαμιατζής Δημοκρατικός Λόγος, 25/7) Μπεντιέ Ζ.: Τριστάνος και Ιζόλδη (Ν. Μακρής, ΚΑ, 16/7) Μπερνανός Ζ.: Κάτω από τον ίσκιο του Σατανά (Ν. Μακρής, ΚΑ, 30/7) Μπροχ X.: Οι υπνοβάτες (Α.Β., ΕΗ, 26/7) Niven L.: Ο κόσμος δακτύλιος (Ε. Αποστολάκη, TV3, 10/7) Ντύρενματ Φ.: Η υπόσχεση (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/7) Σάγιερς Ν.Λ.: Ιστορίες μυστηρίου (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρα τικός Λόγος, 25/7) Σάσα Λ.: Πολιτικές δολοφονίες (Κ. Αποστολάκη, TV3, 10/7) Σεγκέ - Φοντέ Μ.: Οι καρποί (Σ.Κ. ΕΛ, 2/7) Σέλγουιν Ξ.: Μώμπερλυ (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λό γος, 1/8) Τζάρβις Τ.Ε.: Οι τύραννοι (ΘΥ, ΕΙ, 1/7) James P.D. Σάβανο για ένα αηδόνι (Ε. Αποστολάκη, TV3, 10/ 7) Χάισμιθ Π.: Το γυάλινο κελί (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/7)
Μελέτες Αναγνωστάκης Μ.: Μ. Φάσσης (Ν. Ντόκας, ΕΛ, 26/7) Βαρίκας Β.: Συγγραφείς και κείμενα. Τομ. Γ'. (ΣΤ, ΕΛ, 23/7), (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Λαζαρίδης Σ.: Η μοτοσυκλέτα στην ελληνική λογοτεχνία (Δ. Σέρρας, Περίπλους, 13-14), (ΚΣ, ΝΕ, 11/7) Μαρίνου - Μαλαματάρη Γ.: Αφηγηματικές τεχνικές στον Παπαδιαμάντη (ΣΤ, ΕΛ, 23/7) Μαρκίδης Μ.: Απόπειρες αναμοχλεύσεων των παθών (ΒΧ, ΑΥ, 7/7) Μαστροδημήτρης Π.Δ.: 1) «Ο Νέος Ερωτόκριτος» του Παντε λή Πρεβελάκη, 2) Νεοελληνικά (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Μερακλής Μ.Γ.: Προσεγγίσεις στην ελληνική πεζογραφία (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Ορφανίδης Ν.: Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γ. Σεφέρη (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 4/7) Ραυτόπουλος Δ.: Κρίσιμη λογοτεχνία (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Σακαλάκη Μ.: Κοινωνικές ιεραρχίες και σύστημα αξιών (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Σακελλαρίου X.: Το τραγικό στη νεοελληνική λογοτεχνία (ΚΣ, ΝΕ, 4/7), (Μ.Μ.Π., ΡΙ, 19/7) Σταφυλάς Μ.: Ν. Βρετάκος (ΘΠ, Δώμα, 10) Στεργιόπουλος Κ.: Περιδιαβάζοντας Β (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Τσακνιάς Σ.: Ετερωνυμία (ΚΝ, ΚΑ, 30/7) Τσάκωνας Δ.: Λογοτεχνία και κοινωνία στο Μεσοπόλεμο (Γ. Σαββίδης, ΑΗ, 18/7) Ζανβιέ Α.: Μπέκετ (Ε.Α, ΕΛ, 277), (ΒΧ, ΑΥ, 4/7) Θερβάντες (Σ.Κ., ΕΛ, 277)
δελτιο/79 Κήλυ Ε.: Μύθος και φωνή στη σύγχρονη ελληνική ποίηση (Γ. Γιατρομανωλάκης, ΒΗ, 5/6), (ΚΝ, ΚΑ, 50/7) Keen D.: Ιαπωνική λογοτεχνία (I. Ρούσσος, ΚΑ, 16/7) Μόνεγκαλ Ρ.: Μπόρχες (ΘΥ, ΕΙ, 15/7), (ΒΧ, ΑΥ, 4/7), (ΕΑ, ΕΛ, 2/7) Πας Ο.: Η αναζήτηση της αρχής (Φ. Κονδύλης, ΠΗ, 13/7)
Δοκίμια Γιανναράς X.: Καταφύγιο ιδι ν ( 1 Λιαλιάτσης, ΚΑ, 2/7) Μαστρογιαννόπουλος Η.: Η α νι του σύγχρονου ανθρώπου (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441)
Παιδικά Αγγελάκης Α.: Μια αλεπού στην Πλατεία Βάθης (ΑΠ, ΑΥ, 21/7) Βαλάση Ζ.: Τα 3 δώρα (Γ. Μπαμκ ής, Δημοκρατικός Λόγος, 18/7) Ζαραμπούκα Σ.: Ομήρου Οδύσσεια 'ΚΤ, ΕΘ, 8/7) Καλοπίσης Γ.: Με τα παιδιά στο φυ· <ό κόσμο (ZB, ΡΙ, 12/7) Κείμενα παιδιών του χαρούμενου ·ριού (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/8) Μπάρτζης I.: Τα μυρμήγκια της ειρήνυς (Γ. Μπαμιατζής, Δη μοκρατικός Λόγος, 18/7) Παίζη - Τρόκου Δ.: Λύδρα (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 18/7) Παπάκου - Λάγου Α.: Το δάσος και ο κόσμος του (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 18/7) Πέτροβιτς - Ανδρουτσοπούλου Λ,: Σπίτι για πέντε (ΑΠ, ΑΥ, 21/7)
θεατρικά έργα - Σενάρια Πάτσης Γ.: Σκύλος (ΚΤ, ΕΘ, 15/7) Τσουδερός Γ.: Ιφιγένεια εν Ταύροις (ΔΖ, ΤΕ, 8/7) Μπέργκμαν I.: Κραυγές και ψίθυροι (ΚΤ, ΕΘ, 1/7) Παζολίνι Π.Π.: θεώρημα (Φ. Κονδύλης, ΠΜ, 27/7)
Ιστορία Βακαλόπουλος A.: 1) Δυο βυζαντινές συνωνόματες 2) Νέα
στοιχεία για τα ελληνικά αρματωλίκια (ΦΤ, ΤΚ, 12/6 και ΔΡ, 14/6) Κανελλόπουλος Π.: Πέντε αθηναϊκοί διάλογοι (Κ.Π. Μιχαηλίδης, Ευθύνη, 187) Καρανικόλας Γ.: Ρασοφόροι (Μ, Μεϊμάρογλου - Παπαδάκη, Λογοτεχνική Επιθεώρηση, 13-14) Κυρρής, Κ.: Τουρκία και Βαλκάνια (ΣΤ, ΕΛ, 9/7) Κωνσταντέλος Δ.: Βυζαντινή φιλανθρωπία και κοινωνική πρόνοια (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441) Σταμέλος Δ. : Ο θάνατος του Καραϊσκάκη (Γ. Παπαθωμόπουλος, ΝΣ, 1440) Σταυριανού Μ.: Η αγγλική πολιτική και το Κρητικό Ζήτημα 1839-1841 (Δ.Ι. Λοίζος, ΔΙ, 7171)
Βιογραφίες - Μαρτυρίες - Απομνημονεύματα Αλληλογραφία Αδάμος Τ.: Πνευματικές γνωριμίες (ΚΣ, ΝΕ, 4/7) Βλάχος Α.: Μια φορά κι έναν καιρό ένας διπλωμάτης (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 25/7) Γλυνίδου Ε.: Καταγγελία - αφιέρωμα στον Α. Παναγούλη (Γ. Μπαμιατζής, Δημοκρατικός Λόγος, 1/8) Έξαρχος Γ.: Ενθύμιον στρατού (ΣΚ, ΕΛ, 22/7) Καιροφύλας Γ.: Αυτοί οι ωραίοι τρελοί (ΚΣ, ΤΑ, 21/5) Κόκκορη Μ.: Γεώργιος Ν. Παπανικολάου (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441) Κωτσάκης Σ.: 1) Εισφορά 2) Δεκέμβρης 44 στην Αθήνα (Σολ. Γρηγ. ΕΘ, 6/7) Λασκαριδου Α.: Δεκαπέντε χιλιάδες μέρες στην Κωνσταντι νούπολη την πατρίδα μου (ΚΣ, ΤΑ, 9/7) Παλαμάς Κ.: Αλληλογραφία τομ. Δ ' (Α. Μπάκου, ΚΑ, 9/7) Σιατόπουλος Δ.: Οι ακόλαστοι (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441) Σουφλας Κ.: Από το διωγμό στον εμφύλιο (Φ. Γελαδόπουλος, ΡΙ, 5/7) Στρατηγοπούλου Δ.: ΑΤΤΙΚ (ΚΣ, ΤΑ, 21/5) Τσέλιος Μ.: Στις γειτονιές του Στέλιου (ΘΠ, ΕΣ, 605) Φιλίππου Φ.: Ιδανικοί αυτόχειρες (ΚΣ, ΤΑ, 21/5) Χρονόπουλος Δ.: Δ. Γούναρης (Ε.Ν. Μόσχος, ΝΣ, 1441)
Ισπανικά πορτογαλικά" Ε ια ιρ ά α Ισ π α ν ικ ώ ν Σ π ο υ δ ώ ν ·iiuΤμήμα ImK0- προφορικής Κύκλ0<;ΓλώασαΓ άσκηση; ■Μ ΙΓ Κ Ε Λ Ν Τ Ε Θ Ε Ρ Β Α Ν Τ Ε Σ *
Καποδιστρίου 2, Τηλ. 3628880 Δ ιδάσκουν Ισπανοί καθηγητές πτυχιούχοι ισ πα νικώ ν πανεπιστημίω ν
· Τμήμα μετάφρασης Σεμινάριο πρώτου τετραμήνου: «Εισαγωγή στην ανάγνωση του Γκαρσία Μάρκες» (στα ελληνικά)
ΔΙΠΛΩΜΑ ΙΣΠΑΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ
Πληροφορίες - εγγραφές: ιΑπό 7 Σεπτεμβρίου -'πρωί: 10.00-1.30|απόγευμα: 6.00-9.00 καθημερινά
80/μικρες αγγελίες
μικρές αγγελίες
ο
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ γερμανικών, φιλόλογος, απόφοιτος γερμανι κού πανεπιστημίου, παραδίδει μαθήματα. Τηλ. 41.74.898, απογεύματα.
Αρχαιολογία Ζερβονικολάκης Ν.: Κουρήτες (ΚΤ, ΕΘ, 26/7) Λαζανάς Β.: Αρχαίοι έλληνες επιγραμματοποιοί του Αιγαίου (ΘΠ, ΕΣ, 606)
Ταξιδιωτικά Μαντζουλίνου Α.: Ταξιδεύοντας (Α.Γ. Καλογεροπούλου, ΚΑ, 6/8) Τσαουσάκης Γ. - Τσαουσάκη Α.: Γαλαξείδι (ΚΝ, ΚΑ, 30/7) Μαγιακόφσκι Β.: Πώς ανακάλυψα την Αμερική (Α.Κ., ΡΙ, 121 7) (ΚΤ, ΕΘ, 12/7) Berard V.: Τουρκία και ελληνισμός (ΣΤ, ΕΛ, 977)
Περιοδικές εκδόσεις Διαδρομές (ΚΝ, ΚΑ, 1677) Ιχνευτής (ΘΥ, ΕΙ, 177) Ο Παρατηρητής (ΚΤ, ΕΘ, 877) Περίπλους τεύχ. 12 (ΚΤ, ΕΘ, 1/7) Σύγχρονη Εκπαίδευση (ΘΥ, Ε1, 877) Σημείωση: Στην παρούσα κριτικογραφία δεν συμπεριλαμβάνεται η «Επιλογή βιβλίων 1986-87» του τεύχους 172 του ΔΙΑΒΑ ΖΩ.
Διόρθωση Η ΚΙΒΩΤΟΣ, μέ βιβλία, δώρα, χαρτικά, σχολικά, κάρτες καί σφραγίδες, άρα ξε στά Πετράλωνα, στην Αγαθοδαίμονος 3 (Πλατεία Ηούς). Ελάτε στην «ΚΙΒΩΤΟ», στό σύγχρονο βιβλιοπωλείο, που... τα περιέχει όλα.
ΑΠΟ ΣΕΝΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ. Κυ κλοφορούν ΠΕΝΤΕ βιβλία της Φανής Γκούμα. Γραμμένα από την Αποκάλυψη του ΕΝΑ. 1) « 0 = 1» 2) «Αντικρύζοντας η Ιδέα την Ύλη» 3) «Η Βιογραφία του Θεαν θρώπου του Εαυτού Σου» 4) «Πανανθρώπινη Συγκέντρώση» 5) «Νεο Μεταθανάτιο Φως στη Γη» Πληροφορίες: 64.48.039
Ο τίτλος της σελίδας 13, του προηγούμενου τεύχους αρ. 173, πρέπει να διαβαστεί: «’Επί νύξ όλοή τέταται δειλοΐσι βροτοϊσι». (Οδύσσεια, λ 19)
Φ 71λίΐν
<4Κ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σ ύ γ χρ ο ν η εκδοτική παρουσία στα ελ λη νικ ά γράμματα
ΚΥΚΛΟ ΦΟ ΡΟ ΥΝ
, ΤΕΤ ΑΡΤΗ ΕΚΔΟ ΣΗ
Παντελής Καλιότσος
Σ Υ Μ Π Ο Σ ΙΟ ΜΥΗΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ
ι ι Τ Ί
|
|
ι : 4 : ! : | Ζ Η ΤΉΣΤΕ Τ Α ΣΤΑ.
τ Κατάστημα χονδρικής: Ζωοδόχου Πηγής 3, 106 78 Α8ήνα, τηλ. 36.03.234 - 36.01.331
Τ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007 Σοφία Ζαραμπούκα Ομήρου Οδύσσεια • Η Οδύσσεια του Ομήρου για παιδιά είναι ένα βιβλίο με πολύ ενδιαφέρον και για μεγάλους. • Η διήγηση καλύπτει και τις 24 ραψωδίες μέσα σε ογδόντα σ ελίδες, με πολλές έγχρωμες εικόνες. • Μ’ έμφαση στο ταξίδι, που έχ ει τοποθετηθεί στην Μεσόγειο, η εικονογράφηση πρακολουθεί βήμα προς βήμα τις π εριπέτειες του Οδυσσέα, σαν να τις βλέπει κανείς από ψηλά πετώντας με αεροπλάνο και η πορεία σημειώ νεται σε χάρτες. • Πολλά απ’ τα σ τοιχεία της εικονογράφησης είνα ι παρμένα από αρχαία ελληνικά αγγεία, με παραστάσεις απ’ την Οδύσσεια. Το βιβλίο περιέχει και τα σχέδια από τις πηγές αυτές. • Είναι μια εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση σε μεγάλο σχήμα (24x33). Στην ίδια σειρά θ’ ακολουθήσουν η Ιλιάδα και η Αργοναυτική εκστρατεία .
Παντελής Καλιότσος Πατέρας και γιος Η ιστορία είναι αληθινή. Ένας εργάτης, αναλφάβητος, αγωνίζεται να φρονηματίσει το γιο του και να τον κάνει ν ’ αγαπήσει τα γράμματα. Ό τα ν αργότερα παρακολουθεί ο ίδιος ένα τμήμα Λαϊκής Επιμόρφωσης και για πρώτη φορά κάθεται στα θρανία, καταλαβαίνει τ ις δυσκολίες της μάθησης και την αξία του παιχνιδιού. Και τό τε συμβαίνει το αναπάντεχο: ο γιος τώρα αγωνίζεται να φρονηματίσει τον πατέρα του. Τι γ ίνεται στη συνέχεια; Ανοιχτέ το βιβλίο και θα δ είτε με τ ι απολαυστικό τρόπο αντιστρέφ ονται οι όροι.