Τεύχος 187

Page 1

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΙΘ. 187 · 17.3.88 · ΔΡΧ. 300

Μ Π Α Τ Α ΙΓ

ΥΝΈΜ ΈΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ \

ΧΌΚΒΕΡΝΤΑ

Βιβλιοπωλείο και Ωράριο Μνημη Ν ιορ α ς Σ ιρ ά τον


η μ ιόρ οφ ος Ν οτα ρά

1ος ό ρ οφ ος Ν οτα ρά

νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά

ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες

ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑί

ΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑ

ΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ

ναυτικά - κομπιοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία

I. Μποστάνογλου & ΣΙΑ Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258

Ζ V1IOUIAI ZVIVdlBU - VIVBIS AOVJONVIZOUIAI ZVIVdlBU - VIVSIB


ΝΕΑΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Επιλεγμένα Βιβλία για παιδιά και νέους 400 «0 500 500 5” ^ jog 500 3οο 500

500 500 500

I. Δ. Ιωαννίδης Ένακαράβι στη βιτρίνα...................... Ότφριντ Πρόιολερ ΟΝερουλίνος, τοπνεύμα της λίμνης Ελένη Σαραντίτη-Παναγιώτου Οκήπος με τ' αγάλματα .. Χάρης Σακελλαρίου ΟΣπιθοβολάκης...................... Ντίνος Δημόπουλος Ανόλαταπιτσιρίκιατου κόσμου .... Οσκαρ Ουάιλντ Οεγωιστής γίγαντας....................... Νίνα θεοχαρίδου Ασημένιος ελέφαντας.................. Λάμπρος Πέτσινης Ρωσικάλαϊκάπαραμύθια............... Φιλίσα Χατξηχάννα ΗΝπντόν, ο Παβελάκης μου κι εγώ . A. Α. Μιλν Towiin στη γωνιάτου Πουφ..................... Γιάννης Καλατξόπουλος Ταρούχα του βασιλιά............ Αδελφοί Γκρηι Διαλεχτάπαραμύθια........................ ΧανςΚρίστιαν Άντερσεν Διαλεχτάπαραμύθια........... ΣοφίαΜιχαλοηούλουΟΜήτσηςκαιηΜίτση.................

g g iiiiiiiiiig g

Βιβλία για παιδιάαπό 8 ετών και άνω Ζωρζ Σαντ Ιστορίαενός αγαθούλη................................... Φώντας Λάδης αλκής ο ψεύτης. Ο γάιδαρος που νίκησε το

σκυλόψαρο και άλλες ιστορίες........................................ Οσκαρ Ουάιλντ Οευτυχισμένος πρίγκιπας........................ Μόνος Κοντολέων Ο Εέ από τ άστρα ..................................... Αθηνά Παπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ευρώπη)....... ΑθηνάΠαπαδάκη Παλιές ιστορίες του κόσμου (Ασία)........... Μαρία Μιχαήλ-Δέδε Ινδιάνικοι θρύλοι ............................. Αλέξανδρος δουμάς Ιστορίαενός καρυοθραύστη ............... Αλφόνς Ντωντέ Ο Ταρταρέν της Ταρασκόν ....................... Ιφιγένεια Αλμπανοπούλου Χόπιπ-Χοπ............................. Μαρία Μιχαήλ-Δέδε θρύλοι των ιθαγενών της Αυστραλίας..... Έλλη Αλεξίου Μύθοι του Αισώπου................................... Ντίνος Δημόπουλος Ομαστρο-Πολύξερος κι η παλιοπαρέατου I. Δ. Ιωαννίδης Τατρίαπαιδιά...................................................

Ειρήνη Μάρρα Μιαιστορίαγιαδύο........................... Σοφία Φίλνποη Ορέστης....................................... Χάρης Σακελλαρίου Διηγήματα των Χριστουγέννων,

§§

Βιβλία για παιδιάαπό 10 ετών και άνω της Πρωτοχρονιάς, τωνΦώτων ................................ Ευγενία Παλαιολόγου-Πετρώνδα ΣτηχώρατωνΦαραώ .. Σοφία Φίλνηση ΤοΡηνάκι και άλλαδιηγήματα............. Νίτσα Τζώρτζογλου Περπατώντας στους αιώνες .......... Μαρία Πυλιώτου Ταδέντραπου τρέχουν.................... Σώτη Χριστογιάννη Μύθοι και θρύλοι της Νορβηγίας..... Aw Τουέιτ Επιχείρηση «Κόκκινη Άμμος».................. Πέτερ Χέρτλινγ ΟΜπεν αγαπάει την Άννα................. Ντοντάρ Ντουμπάντζε Εγώ, η γιαγιά, ο Ιλίκοκαι ο Ιλαρών Λουκάς Χάρτμαν Αννα-αννΑ'................................. I. Δ. Ιωαννίδης Καβάλαστο Χρονοδιαβήτη .................. Λεονάρ ντε Βρις Τοβιβλίοτωνπειραμάτων................. Λεονάρ ντε Βρις Τοδεύτερο βιβλίοτωνπειραμάτων ..... Λεονάρ ντε Βρις Το τρίτο βιβλίοτων πειραμάτων.......... Μ. Ε.Σαλτίκοβ—Στσέντριν Πατέρας και γιος ............

ΐ ϋ ϋ ϋ ϋ ϋ ϋ ϋ

Έλλη Αλεξίου Ρωτώκαι μαθαίνω...... Τζων Στάινμπεκ Το κόκκινοαλογάκι.. Ε. Σαραντίτη-Παναγιώτου Ιόλη, ήΤηνύχταπου ξεχείλισε τοποτάμι Σοφία Μαυροειδή-Πατταδάκη Ομικρός περιηγητής Τόμος Α’ ..... Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ομικρός περιηγητής Τόμος Β '..... Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Ομικρός περιηγητής Τόμος Γ ...... Νίτσα Τζώρτζογλου Οχρυσός δαρεικός ............................... Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Απίθανες ιστορίες................................. Νικολάι Βορόνοβ Τοκυνήγι των περιστερών ........................... Νίτσα Τζώρτζογλου Το τσίρκοτης Ίρμας................................ Ρόμπερτ Λούις Στήβενοον Τονησί τωνθησαυρών ................... Αλέξανδρος Δουμάς Ημαύρη τουλίπα.................................. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη Μύθοι και θρύλοι της Ρώμης ........ Κάρολος Ντίκενς Χριστουγεννιάτικη ιστορία........................... I. Δ. Ιωαννίδης Τοάσπροάλογο...................................................... I. Δ. Ιωαννίδης Ηιστορίαμε τογαλάζιομολύβι.......................... Κιτσικοπούλου Μαίρη Ιστορίες τωνδερβισάδων.......................

Κατεοίνα Γλυκοφρύδη Μελήσιππος ........................ Λίτσα Ψαραύτη Σταβήματατου Σαμοθήριου .............. Awa Γκρέτα Βίνμπεργκ ΜιαΠέμπτη του Οκτώβρη....... Νικολάι Βορόνοβ Μάοα, ένασύγχρονο κορίτσι............ Χάρης Σακελλαρίου Ηφωτιάπου δε σβήνει................ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Τοωραιότερο διήγηματου κόσμου ..

ΑνατόλιΑλέξιν Ητρελή Ευδοκία............................. ΝίτσαΤζώρτζογλου ΣΟΣ - Κίνδυνος......................... Ανατόλι Αλέξιν Τηλεφωνήοτε κι ελάτε ...................... Ράντγιαρντ ΚίπλινγκΗεταιρεία Στάλκι &Σία............... Ερνεστ Χεμινγουέι Ογέρος και ηθάλαοοα................. Τζ. Μιντ Φόκνερ Μούνφλιτ ( Το μυστήριο του θρυλικού διαμαντιού)

Κίρα Σίνου — Ελένη Χουκ-Αποστολοπούλου Τοχέρι στο βυθό . ΆλμπερτΛιχάνοφ Ηέκλειψη του ήλιου ............................. Ιβάν Τουργκένιεφ Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού ................... Μαρκ Τουέιν Οι περιπέτειες του ΧακΦιν............................ Αιμέ Σόμερφελτ Τοχαμένοόνειρο .................................. Μανόλης Κορνήλιος Πολύ ωραίοτ' όνομάσου, Ελευθερία1 ...... Γιώτα Φωτιάδου-Μπαλαφούτη Ποτέ ξανά .......................... ΛέωνΤολστόιΙστορίες ..................................... ......... Γκούντρουν Μεμπς Τοπαιδί της Κυριακής.......................... Ράντγιαρντ Κίπλινγκ Δαίμονες των κυμάτων........................ Τζακ Σέφερ Σέιν, ο άνθρωπος της χαμένης κοιλάδας............. ΜαρκΤουέιν Οι περιπέτειες του ΤομΣόγιερ....................... Κίρα Σίνου Συνάντησηστους Δελφούς.............................. Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Α'Τόμος.................................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Β' Τόμος.................................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Αθλιοι Γ' Τόμος ..................................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Δ' Τόμος ..................................... Βίκτωρ Ουγκώ Οι Άθλιοι Ε'Τόμος .....................................

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Η σύγχρονη εκδοτική παρουσία στα ελληνικά γράμματα

ι Ζωοδόχου Πηγής 3,106 78 Αθήνα, ® 360.32.34 - 360.13.31 ■

ggggggggggggg

Βιβλία για παιδιάαπό 12 ετών και άνω Βίκτωρ Ουγκώ Απ όσαέχώδει................................ Χέντρικ Βαν Λουν Ηιστορίατης ανθρωπότητας ........... Οσκαρ Ουάιλντ Τοφάντασματου Κάντερβιλ................ Τζακ Λόντον Αγάπη γιατηζωή................................ Τζακ Λόντον Πειρατικές ιστορίες ............................


ΙΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ ΔΙΑΒΑΖΩ

Ζητήστε τις έξι καλαίσθητες θήκες σε μαύρο

και κόκκινο χρώμα, του δεκαπενθήμερου ΔΙΑΒΑΖΩ από τα γραφεία του περιοοικου μας. Α. Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Αν αγαπάτε τον Μπραμς... τη Ροκ, το Ελληνικό Τραγούδι, τη Τζαζ... αν αγαπάτε την ΚΑΛΗ ΜΟΥΣΙΚΗ!... ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ! ... Το νέο περιο­ δικό παρουσίασης, ανάλυσης, κριτικού λόγου και ειδήσεων μουσικής. ... Διακεκριμένοι συνεργάτες, ή πιο συγκεκριμένα ΟΛΟΙ ΟΙ ΕΠΩΝΥΜΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟ - ΚΡΙΤΙΚΟΙ της χώρας, παρουσιάζουν τώρα και αναλύουν με τον πιο έγκυρο τρόπο, τα μουσικά πράγματα στον σημερινό κόσμο και στην Ελλάδα. ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ! Κυκλοφορεί τώρα!... μ’ ένα τεράστιο όγκο πληροφο­ ριών, με αναφορά ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΕΙΔΗ και έχει ένα στόχο: Να αποτελέσει ένα απόλυτα έγκυρο μέσο αναφοράς για κάθε μουσικόφιλο.

από τις εκδόσεις «γνώση» ΓρηΥ. Αυξεντίου 26, 157 71 Ζωγράφου, τηλ.: 7794879 - 7786441

Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 3620941 · 3621194


*ΟΛΩΝ ΑΡΧΑΙΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ

ΘΕΜΕΛΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΣ ΣΠΟΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ Ά ρ θ . 80: Ή Βουλή είναι ύπόχρεως νά δίδτ) λόγον τών πράξεών της. 85: Ό Λαός θέλει έκλέγει τάς άρχάς 114: Οί ταμίαι έκλέγονται άπό τόν λαόν. 94: Ό σ τις έπιχειρήση ν ’ άποκατασταθή τύραννος τής πόλεως τιμωρείται με θάνατον. Δ ΙΑ ΤΙΘ Ε ΤΑ Ι Σ Ε ΕΠΙΛΕΓΜ ΕΝΑ Β ΙΒΛΙΟΠΩΛ ΕΙΑ. Κεντρική διάθεση Εκδόσεις Πέλεια Λ.Συγγρού 69 τ.τ. 117 - 42 τηλ. 92.14.353. Τιμή έργου 2.000 (432 σελ.-λινόδετο)

-----------------------ΑΠΟΚΟΜΜΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΩΝ Παρακαλώ όπως μου αποστείλετε....... αντίτυπα του έργου Ο ΣΟΛΩΝ ΑΡΧΑΙΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ. Θα σας αντικαταβάλω 2.000 για κάθε αντίτυπο πλέον των εξόδων αποστολής Ο παραγγέλων

[ I s

...Πέρασα από τον κινηματογράφο στην πο­ λιτική με μια μικρή κίνηση. Ήταν την ημέ­ ρα που αυτοπυρπολήθηκε στην κορυφή της Vaclavske Namesti ο Jan Palach. Τα κείμενα των ξένων ανταποκριτών σφαγιάστηκαν από μια αμείλικτη λογοκρισία. Πέρασε μό­ νον η είδηση τη στιγμή που ο κόσμος είχε ανάγκη από ολόκληρη την αλήθεια,·η οποία είναι κάτι παραπάνω από την είδηση. Στην Πράγα παιζόταν τις μέρες εκείνες το φιλμ του Jean-Luc Godard Με κομμένη την ανά­ σα, και το ίδιο βράδυ κάθισα στη γραφομη­ χανή μου και έγραψα το πρώτο πολιτικό κείμενο με τη μορφή κινηματογραφικής κρι­ τικής. Τίτλος: «Οι Πραγινοί παρακολου­ θούν με κομμένη την ανάσα το τέλος». Το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει. Από τότε η κινηματογραφική κριτική έγινε το προσω­ πείο αυτής της πολιτικής πράξης. Πολλά φιλμ εξυπηρέτησαν αυτή την πράξη: Ο άν­ θρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν. Επάγγελμα ρεπόρτερ, Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο και τόσα άλλα. To FILM FAUST τα δημοσίευε αυτούσια. Ενας ολό­ κληρος κώδικας αναπτύχθηκε βαθμιαία. Οι φίλοι τα αποκρυπτογραφούσαν. Αποκαθιστούσαν το πολιτικό σώμα του λόγου στην ουσία του...

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟ ΕΣ


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ

Η σειρά Μέδουσα £ ·? \) Λογοτεχνία παρουσιάζει:

τ ο ν υ ϊτ κ ρ ο λ π ί κ ο κ ο ε μ ο η i νοτιοαιμρικάνα: ουγγραιμύάς. και λυγοτιχνιιςΝαντίν Γκόρντιμιρ πι·ριγρά<| ΐτ. μι όνα< ιίιιόρυΟμοατυλ γρ<£<(;ήςντην. απανΟριοπιά; τον ρΐ(ταιυμιν>αλλά<κ<(ΐ τΐ|; σήφη.του κ«Ι»ιχπώηκ;·του Λππρτχόι£*ΤΓΤτ|ρ;λ«>κ%

Σ

!«Ί()ΐ|ΐη((ιίάς:<^|: W)Tt(t,A'£|(Oiy»r|,

ΗΛιζ.<υιγκλονιυμι^η;α™> την αυτυκτυνί<ι<τυυ πρ«>ΐ|ν ου ζύ γο υτη ςΜ άξ,<(ν<tm>λυί τοπαοΓλΟύντηςαχύαη;:. τ*»ιι<ττη)<ιι»μμ«Γ**χ»Υ!η*η«^«?τ»ιν>'<£*.*π·£ΐτϊ«ιΐ)ί τις-τιντιΟήίιπς: ^υυέπς κάι.τιςίμκΓς (0 M(f|, γιοςι^ιςπυύυιν.ύουλυυτή του Απαρτχάιντ ι ίχη αρνη|)ΐΊ: και αποποιηΟη: τα προνόμια τυιν λυυκιύν καικιυμμιττιτίχιι μι ό λ υςπιυ τις; <£VTi<(j<Y<niic—λόγ,<ΐΐικ«π<γ<>»γι'|ρτου χριίίμκτοι - ιιτη>ν ανταιττίαηικαιιτυναγμι^τηςμαύιυιςπλιτυϊμιμμίας Και κάποτυ πυόϊίυιιΐΓ. ,(Hlh<v η αυτυκ-τονία του αποτύλνομα αυτής'τηςπηυίυυύας t’l’xamMU'καινούργια πύλια του. που ΐ| ΛΝζ.Μ’ν υίχυ παοακολουΙΙήρυα. Η Ναντίν Γκόρντιμυρ ποοτάΟήκυ γ,ιαιτούάραίΐΓΐίιυ Ν<)μπ!'λ,,>|;ίάθ£Μνμ<ΐ)ς:<£<ινι’|(ΙΙ|κι·. την υποψηφιότητα Οτιιιοώντας όιτ ίίυν τ.ίναυ οιΐιοτά να· υκπρυυυιπηΟυί μια· γ/ i ii j w μαύριιινμυ πολλούς αξιόλογους μαύρους λογυτύχνυς απόημα'λυυκτι,της.λίΜ'κης.μιτοψιμμίας.

ΑΛΥΣΑΝΔΡΑΤΟΣ · ΠΙΤΟΥΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ Ε.Ε. ΣΟΛΩΝΟΣ114, ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. 3645822


ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Το πρώτο από μια σειρά έργων τουρκικής λογοτεχνίας που θα κυκλοφορήσουν από τις Εκδόσεις Ωκεανίδα

Σαμπαχατίν Αλί το ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΜΑΣ «... Το καλύτερο λίπασμα για τη δη­ μιουργία και τη συντήρηση των ψευ­ τοπροφητών στον κόσμο είναι το πλήθος των απλοϊκών ανθρώπων που θέλουν να πιστεύουν δίχως να ε­ ρευνούν». Ένας δυνατός έρωτας μαραίνεται και σβήνει μέσα στη φτώχεια και στη σκληρή καθημερινότητα. Αυτή η συγκινητική ιστορία της γλυκιάς κι αφοσιωμένης Ματζιντέ και του καλοπροαίρετου, μα ανεύθυνου και επιπόλαιου Ομέρ, είναι για τον συγγραφέα το πλαίσιο όπου τοποθετεί το δράμα των διανοούμε­ νων της Τουρκίας

ΩΚΕΑΝΙΔΑ Χαρ. Τρικούπη 49 Τηλ. 3627.341 - 3606.137


ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

Τεύχος 187 16 Μαρτίου 1988 Τιμή: Δρχ. 300 Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Ηρακλής Παπαλέξης, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Κατερίνα Γρυπονησιώτου Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδουλάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κστξιά και Σία Τσιμισκή 78 τηλ. 279.720, 268.940

ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Ντόρα Στράτου (γράφει ο Περ. Παπαχατζιδάκης) ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Συνεχές ωράριο και βιβλίο (γράφει ο Μπάμπης Καβροχωριανός) ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ντομινίκ Λεκόκ: Ζωρζ Μπατάιγ Μισέλ Συριά: Χρονολόγιο Ζ. Μπατάιγ Σαντάλ Τομά: Ενάντια στο άχαρο σεξ Μαξ Μπιλέν: Η ποιητική εμπειρία Ζακ Μενιέ: Ο αζτεκικός ορίζοντας Ζεράρ ντε Κορτάνζ: Η αμείωτη εχθρότητα του Μπατάιγ απέναντι στο σουρεαλισμό Μπατάιγ, άγνωστος συγγραφέας (συνέντευξη στην Ντομινίκ Λε­ κόκ) Το πορτραίτο ενός παίκτη (συνέντευξη στον Σερζ Ριγκολέ) X. Παπαγεωργίου: Ελληνική βιβλιογραφία Ζ. Μπατάιγ

13 15 29 30 32 34 53 56 59

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Χέρο Χοκβέρντα: Συζήτηση με τον Γ. Γαλάντη

60

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Πέτρος Μαριόλης ΤΕΧΝΕΣ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΔΟΚΙΜΙΟ: Γράφει ο Γεράσιμος Ζώρας ΠΟΙΗΣΗ: Γράφουν οι Αντώνης Κάλφας και η Αθηνά Παπαδάκη ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν ο Κρίτων Χουρμουζιάδης και η Χριστί­ να Φίλη ΙΣΤΟΡΙΑ: Γράφουν ο Ηλίας Κεφάλας και ο Δ. I. Λοίζος

63 68 75 77 81 84

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφει ο X. Παπαγεωργίου

ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

37

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

49

Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης Παπαθανασόπουλος Υμηττού 219

στο επόμενο «Διαβάζω» Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης

8 9 10

αφιέρωμα: Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες


Α.ΖΕΗ Φ. ΜΠΙΟΥΜΠΙ

13 Φεγγάρια μετά...

ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ

Γ. ΞΑΝΘΟΥΛΗ

Η αρραβωνιαστι­ κιά του Αχιλλέα

Το πεθαμένο Λικέρ

ΕΞΑΝΤΑΣ

Περεστρόικα

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Ε. ΦΑΚΙΝΟΥ

s i ? I?

ΚΕΔΡΟΣ

Ν. ΣΥΝΟΡΑ

Π. ΤΑΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

η 2 m> r

Μ. ΓΚΟΡΜΠΑΤΣΟΦ

T. ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ

Η καρδιά του κτήνους Η μεγάλη πράσινη

Τα παιδιά της Νιόβης

ΕΣΤΙΑ

m

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

ΕΣΤΙΑ

m

) 1

«

ο> CD

Μ CD

>cd <s,S d s ,£ -5 ^ 3 · Ενδ.

1Μ ι

*

b

l

> oo

>

>a s>aό :.

'

-o >% >- cd<= a * °£ Φ §>'„&§

**§·§-§ U s S |l l s s s-H S f

|· : ΐ ι Ι Ι ΐ -? g c l l J>g lo ® -s h i δ 8 8 > 2

? 3 SO

l * 5' 0 Q ,2 5 'a ' -., ao δ o§•6-3 gns I I I i.I

i p

I l l l MtO. Κοτζ.

-

s

§■'§'''

§ § -§

§

11-

t \ m

5 i;; I - |1

H§ δ 9 *?1Ί· Β |.ή ; α 5 -c « S ^ 3 , S 3 J? ? O Q. 5 o P § 2-δ ΐ o 3

u -rS n» 3

3 * I » M-

fill

3 3 § 3 a

ll s|

i o' 2 5. g 9 ^ 5 °

III* * j m

■§-§ 1 9 ? a 5 3 5


χρονικα/9

Μνήμη Ντάρας Ν. Στράτου Η μεγάλη Ελληνίδα και δημιουργός ρεΙς ήταν οι μεγάλοι Έλληνες που μας οδηγή­ σανε στην Παράδοση την Ελληνική και αυτοί οι τρείς μεγάλοι Έλληνες μας δείξανε τον δρόμο και ξαναβρήκαμε την Ελληνική μας ταυτότητα. Πρώτος ήταν ο Φώτης Κόντογλου. Μας εδίδαξε με άρθρα στις εφημερίδες, με βιβλία, με εικόνες, μας εδίδαξε την Ελληνικότητά μας... Βυζαντινή μουσική, Βυζαντινή αγιογραφία. Δεύτερος είναι ο πολυσύνθετος Σιμών Καράς. Επανέφερε το Δημοτικό τραγούδι, τη Βυζαντινή ψαλμωδία. Εμόχθησε, πολέμησε, εργάσθηκε και σή­ μερα σειρά δίσκων έχει ολοκληρώσει τη συλλογή του. Και είναι ο μόνος επιζών από την τριάδα. Τρίτη χρονολογικά έρχεται η μεγάλη χορογράφος, η σημερινή νεκρή, η Ντάρα Ν. Στράτου... Νε­ κρή, ναι. Μα το έργο της θα παραμείνει αθάνατο. Έχει δημιουργήσει Σχολήν. Άπειρες μαθήτριες και άλλοι τόσοι μαθητές του χορού. Το έργο της, ο χορός, ο Ελληνικός χορός. Βρήκε και δίδαξε χορούς από τη Μινωική εποχή και συνέ­ χεια μέχρι την Τουρκοκρατία. Η Ντόρα Στράτου μας δίδαξε τους χορούς αυτούς που ακόμα χο­ ρεύονταν, σε χωριά ορεινά, πεδινά και απομακρυ­ σμένα. Η Ντόρα έφερνε βαριά κληρονομιά. Απόγονη του Κορόμηλά από τη μητέρα της και θυγατέρα του πο­ λιτικού, υπουργού και πρωθυπουργού Νικολάου Στράτου. Έτυχε μορφώσεως αρτίας. Κλίση είχε στη μουσική, στην όπερα και στο πιάνο. Και η μητέρα της ήταν «αοιδός», αλλά λόγω θέσεως τραγουδού­ σε μονάχα σε δεξιώσεις επίσημες. Έζησα πολύ κοντά στην προσπάθεια της, την εβοηθησα πολύ, σε χορευτικές εικόνες - slides από το Μουσείο, Αρχαιολογικά βιβλία, εικονογρα­ φίες βυζαντινές από τον Άθω και άλλα μοναστήρια, όταν δε γίνηκα συνταξιούχος, όσες εκατοντάδες πλακών είχα, τις προσέφερα στο Σύλλογο που είχε ιδρύσει. Τότε, πριν το τέλος του ’70 απέκτησε μόνι­ μη στέγη. Σχολή και Αποθήκη, όταν της παρεχωρήθη το οίκημα του 1ου Γυμνασίου στην Πλάκα. Αρχίνησε στο 1933 από τη Θεσσαλονίκη με περι­ πέτεια. Τότε γίνηκε ένα βυζαντινό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη και προσεκλήθη το συγκρότημα της Ντόρας Στράτου να επιδείξει τους χορούς της. Όμως ο υπουργός Βόρειας Ελλάδος δεν το επέ­ τρεψε. Και Υπουργός ήταν ο αδελφός της, Ανδρέας Στράτος. Τελικά το επέτρεψε όταν τον παρακάλεσαν οι καθηγητές. Στο αρχείο Παπαχατζιδάκη, είχα φωτογραφήσει από τη βιβλιοθήκη Ζακύνθου τον ΚΩΔΙΚΑ ΒΑΡΒΙΑΝΗ του 1600. Μια συλλογή με ζωγραφιστά κοστού­ μια ανδρών, γυναικών, μιας εποχής Λατινοκρατίας. Κοστούμια λαϊκών, μέσων και αριστοκρατών. Στον ίδιο Κώδικα είχε ζωγραφιστό ένα λαϊκό χορό με φι­

Τ

γούρες και με νότες της μουσικής του. Υπήρχε και μια σημείωση: «Coro di THESEUM». Ό ταν της παρέ­ δωσα τις φιγούρες του χορού, της είπα ότι έχω και τη μουσική του. «Πήγαινε αμέσως και φέρε την». Σε λίγο έφερα τη Μουσική. Κάθισε στο πιάνο και απέδωσε περίφημα τη μουσική. Την επομένην, έφυγε για τη Ζάκυνθο με τον πρώ­ το χορευτή Κ. Τσιάνο, σήμερα ηθοποιό. Το ίδιο κα­ λοκαίρι συγκρότημα Ζακυνθίων ήρθε και χόρεψε αυτό το χορό στην Αθήνα: Τότε μας εξήγησεν ότι ο χορός αυτός του Θησέα, χορεύεται σε όλη την Ελλάδα, είναι δε χορός δετός κυκλικός που ύστερα ξετυλίγεται και γίνεται γρη­ γορότερος. Και μας προσθέτει. «Εδώ, είναι απόδει­ ξη του Ενιαίου Ελλάδος». Δηλ. ο κύκλος που κλίνει, συμβολίζει τους σκλάβους του Λαβύρινθου. Και όταν ξετυλίγεται είναι γοργός και συμβολίζει την εξόντωση του Μινώταυρου από τον Θησέα. Παλαιότατους χορούς θεωρούσε το Γέρανο της Πάρου, ένα χορό από χωριό της ΤΣΑΚΩΝΙΑΣ ορεινό του Πάρνωνα, τον Τσάμικο, τον Καλαματιανό, τους Πο­ ντιακούς και το Συρτό. Πολύτιμη η προσφορά της Ντόρας Στράτου. Διέ­ σωσε τους Ελληνικούς Χορούς. Προσφορά μεγάλη, ανυπολόγιστος. Συνέδεσε το κενόν διάστημα που δημιουργούν οι διάφοροι κατακτηταί μας με το τωρινό παρόν. Μας ξανάφερε τη χαμένη μας ταυτότητα. Αιώνιο το έργο σου. Αιώ­ νια η μνήμη σου.

ΠΕΡ. ΠΑΠΑΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ


10/χρονικα

^ ^ρεπορταζΧ^

Συνεχές ωράριο και βιβλίο Μια ακόμη δοκιμασία Από την 1η Φεβρουάριου 1988 το νέο, το λεγόμενο συνεχές, ωράριο άλλα­ ξε συνήθειες, δρομολόγια και γενικά συνετέλεσε στο να δημιουργηθούν αλυ­ σιδωτές ανακατατάξεις στην καθημερινή μας συμπεριφορά. Οι υπέρ του συνεχούς πρόθαλαν τα επιχειρήματά τους και οι αντιδρώντες τα δικά τους. Οι μεν εξή­ ραν τα πλεονεκτήματα και οι δε έδωσαν μαύρο τό­ νο στις προβλέψεις τους. Αν βέβαια ακούγοντας τη λέξη «καταστήματα», μέναμε στην λέξη μόνο, θα είχαμε μια μεταφυσική θεώρηση της διαμορφωμέ­ νης κατάστασης. Αλλη η πελατεία του σούπερ-μάρκετ φ ερ ’ ειπείν και άλλη των βιβλιοπωλείων. Άλλες ανάγκες οδη­ γούν στην πόρτα των καταστημάτων τροφίμων και άλλες στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Μετά την κοπιαστική εργασία στο γραφείο ή στο εργοστάσιο ο φίλος του βιβλίου καλείται μέσα στην κούραση της ημέρας να επιλέξει το βιβλίο της αρεσκείας του. Πώς λοιπόν επιδρά το νέο ωράριο στην κίνηση των βιβλιοπωλείων; Μειώθηκαν οι πωλήσεις με το συνεχές και σε τί ποσοστό; Απευθυνθήκαμε σε τρία κεντρικά βιβλιοπωλεία της Αθήνας, ένα του Πειραιά και δύο της Περιφέρειας. Συγκρατημένος στις προβλέψεις του φαίνεται ο κ. Στέλιος Πεχλιβανίδης (βιβλιοπωλείο «Ατλαντίς»): «Είναι νωρίς ακόμα για συμπεράσματα. Δεν είμα­ στε σίγουροι αν η κίνηση που παρατηρείται οφείλε­ ται στο ωράριο. Αυξημένη κίνηση παρατηρείται από 3-4 μμ, όταν κλείνουν οι Δημόσιες Υπηρεσίες. Η κί­ νηση είναι αυξημένη φυσικά τις ώρες που τα κατα­ στήματα είναι πιο πολλές ώρες ανοιχτά». Στο Βύρωνα, στην οδό Φαιάκων 1-5, βρίσκεται η «Γενιά του βιβλίου». Η επί 22 έτη ψυχή του βιβλιο­ πωλείου Σμάρω Σταματίου είναι κατηγορηματική: «Η επίδραση του ωραρίου στην κίνηση των περιφε­ ρειακών βιβλιοπωλείων είναι αρνητική. Στα συνοι­ κιακά βιβλιοπωλεία έχουν εξαφανιστεί οι πελάτες του ελεύθερου αναγνώσματος, λογοτεχνικών και παιδικών βιβλίων. Ο πελάτης, παρατηρεί εύστοχα, θέλει χρόνο να σκεφτεί και να διαλέξει με την ησυχία του το βι­ βλίο. Με το παλιό ωράριο η ώρα αιχμής ήταν από 6.30-8 μμ. Τώρα δεν υπάρχει ώρα αιχμής. Ούτε το Σάββατο δεν υπάρχει αυξημένη κίνηση. Σε σύγκριση με άλλους μήνες, και δεν μιλάμε για Δεκέμβρη-Γενάρη που αγοράζονται βιβλία για δώ­ ρα, η κίνηση είναι 30-50% μειωμένη. Ακόμα και στα σχολικά είδη. Γιατί ο κάθε πατέρας αγοράζει τα σχολικά είδη απ’ όπου βολεύεται».

Διαφορετική άποψη, πιο αισιόδοξη, διατυπώνει ό κ. Φέτσης (βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη): «Το ωράριο δεν έχει επίπτωση σ’ εμάς. Αντίθετα, τώρα είναι καλύτερα. Οι αναγνώστες έχουν ελεύθερη ώρα να ψωνί­ σουν. Οι ώρες αιχμής είναι 3.30-4 μμ. Ρώτησα πολλούς πελάτες γιατί προτιμούν αυτή την ώρα. Σχολάμε και αγοράζουμε τώρα τα βιβλία. Είναι εξυπηρετικό το ωράριο, αλλά είναι νωρίς να βγάλουμε συμπέρασμα». Στην έλλειψη προσαρμογής αποδίδει ο κύριος Τάκης Ρεγκλής («Εστία») την κίνηση στα βιβλιοπω­ λεία: «Δεν έχει συνηθίσει ο κόσμος να ψωνίζει βιβλία το μεσημέρι. Μέχρι τις 3 έχει δουλειά, όπως και με­ τά τις 5. Για την ώρα κινούμαστε στα ίδια επίπεδα με την προ του συνεχούς ωραρίου περίοδο». Μαύρα φίδια ζώνουν τον Παναγιώτη Μποστάνογλου (βιβλιοπωλείο Μποστάνογλου στον Πειραιά): «Η κατάσταση είναι δραματική. Από 1.30-5.30 δεν υπάρχει κίνηση και μέχρι τις 7 μ.μ. η κίνηση είναι πεσμένη. Η προσέλευση του αγοραστικού κοινού είναι 20% περιορισμένη. Ο Έλληνας είναι χουζουρλής. Δέν μπορεί να προσαρμοστεί. Το Σάββατο η κίνηση είναι όπως παλιά». Μία ενδιαφέρουσα γνώμη μας εκθέτει ο κ. Σπύρος Τσιλιγιάννης (βιβλιοπωλείο «Κ. Αλεξανδρής», Ηρακλείου 251, Ν. Ιωνία): «Πεσμένη η κίνηση το μεσημέρι. Η κίνηση τις άλ­ λες ώρες είναι όπως πριν. Προσωπική μου άποψη: το ωράριο δεν έχει σχέση με την πώληση του λογο­ τεχνικού βιβλίου. Ο Έλληνας δεν διαβάζει ούτως ή άλλως». Κατηγορηματικός ο κ. Α. Παπακωνσταντόπουλος (Γ. Βλάχου 33 στο Ψυχικό): «Αρνητικά έχει επιδράσει το συνεχές ωράριο. Οι πωλήσεις έχουν πέσει 20-25%. Το αποδίδω στο γεγονός ότι ο κόσμος δεν έχει συνηθίσει το νέο ωράριο και δεν προβλέπω να το συνηθίσει. Το πρωί που ανοίγουμε τα παιδιά εί­ ναι στο σχολείο και το βράδυ στο φροντιστήριο. Το δικό μας καταναλωτικό κοινό οδηγείται στον ψιλικατζή. Το λογοτεχνικό έχει πέσει πολύ κάτω. Ό ταν ο δημόσιος υπάλληλος σχολάει 3.30 μ.μ. δεν προλαβαίνει να αγοράσει το βιβλίο της αρεσκείας του». Σε αισιόδοξους τόνους η απάντηση του Κ. Δαδίκου (Ελλησπόντου, 3 , Αιγάλεω):


χρονικα/11

ρεπορτάζ «Καμιά διαφορά δεν διαμορφώνει το συνεχές ωράριο. Απλώς, 2.30-5.30 δεν υπάρχει κίνηση. Δεν έχει συνηθίσει ο κόσμος να έρχεται στο βιβλιοπω­ λείο το μεσημέρι». Μελαγχολικός ο κ. Γκρίτσης (βιβλιοπωλείο «Γεωργιάδης-Γκρίτσης», Πλατεία Δαβάκη 69, Καλ­ λιθέα): «Καταστροφική η επίδραση. Διότι την ώρα που βγαίνει ο κόσμος δεν μπορεί να κοιτάξει τί βιβλίο θ ’ αγοράσει. Το μεσημέρι η κίνηση είναι μηδέν. Από 2.30 μέχρι 5 μ.μ. δεν μπαίνει κανείς. Μόνο συμπτωματικά. Το βιβλίο θέλει χρόνο. Ο ρέκτης πρέπει να έχει χρόνο. Τα παιδιά πάνε στο σχολείο το πρωί που εμείς είμαστε κλειστά. Το Σάββατο είναι από τις καλύτερες μέρες μας. Η πτώση των πωλήσεων είναι 30-40% κάτω». Ένα πρωτότυπο πρόβλημα συν τοις άλλοις απα­ σχολεί τον κ. Αγγ. Αγγελόπουλο (Κονδύλη 36, Νί­ καια): «Για μας είναι εξοντωτικό. Κατ’ αρχήν η ώρα 89.30 πμ. χάνεται γιατί τα γραφεία κάνουν τις προ-

μήθειές τους πρωί. Το απόγευμα οι ώρες 2-5 είναι νεκρές. Αντιμετωπίζουμε ακόμα και πρόβλημα τουαλέτας. Δεν μπορώ να πω ότι έχει πέσει η κίνη­ ση, αλλά οι πελάτες στριμώχνονται 9-12. Το Σάββα­ το έχει δουλειά, όπως παλιά. Θα θέλαμε ένα συνε­ χές ωράριο 8-4 και το Σάββατο να είμαστε κλει­ στά». Μεγάλη πτώση στις πωλήσεις διαπιστώνει ο κ. Γιάννης Βασιλόπουλος (Όλγας 96, Δάφνη): «Είναι προβληματικό. Δουλεύαμε 7-8.30 μμ. και τα Σάββατα. Τώρα έχει πέσει η κίνηση του βιβλίου περισσότερο από 50%». Το βιβλίο λοιπόν δοκιμάζεται ή όχι; Σίγουρα ο καιρός θα δείξει. Ένας συντελεστής πάντως παρα­ μένει αναλλοίωτος έστω κι αν τα ωράρια των κατα­ στημάτων αλλάζουν κάθε τόσο. Ό ταν κάποιος αγα­ πά το βιβλίο δεν εμποδίζεται από το ωράριο. Ευχό­ μαστε η δίψα για μάθηση να κατανικήσει τις όποιες δυσχέρειες προκύπτουν. ΜΠΑΜΠΗΣ ΚΑΒΡΟΧΩΡΙΑΝΟΣ

ΟΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΝΙΑΣ Απόστολος Βακαλόπουλος:

«ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ 1204- 1985»

Ι.Ε.

«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ» Α' τόμος πρώιμη περίοδος Β' τόμος μέση περίοδος Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος: «Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ» I. Κολιόπουλος: «ΝΕΩΤΕΡΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Καραγιαννόπουλος:

1789- 1945» Κων/νος Βακαλόπουλος:

«ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑ 1830- 1878»

Νέες κυκλοφορίες: Δ. Ανδριόπουλος: «ΑΡΧΑΙΑ ΕΑΑΗΝΙΚΗ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΙΑ» I.

Ψ αρ άς: «Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗΣ ΣΤΙΣ ΒΕΝΕΤΙΚΕΣ ΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ» I. Κ α ρ α για ννόπ ουλος: «Η π ο λ ίτ ικ η ΘΕΩΡΙΑ τ ω ν β υ ζ α ν τ ιν ώ ν »


ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

4 |

Μη ξεχνάτε τις συνεντεύξεις με τους: Μένη Κουμανταρέα (No 1) Δημήτρη Χατζή (No 5-6) Γιώργο Ιωάννου (No 9) Διονύση Σαββόπουλο (No 10) Γαβριήλ Πεντζίκη (No 11) Ιάκωβο Καμπανέλλη (No 12) Νίκο Σβορώνο (No 18) Μέντη Μποσταντζόγλου (No 19) Νίκο Πουλαντζά (No 27) Αλέξανδρο Κοτζιά (No 28) Στρατή Τσίρκα (No 29) Ζωή Καρέλλη (No 30) 'Αλκή Ζέη (No 33) Γιάννη Τσαρούχη (No 42) Τάκη Σινόπουλο (No 46) Νίκο Καρούζο (No 48) Κ .θ. Δημαρά (No 53) Διδώ Σωτηρίου (No 58) Κυριάκο Σιμόπουλο (No 59) Κώστα Ζουράρη (No 60) Σπύρο Ασδραχά (No 61) Εμμανουήλ Κριαρά (No 62) Αλ. Φιλιππόπουλο (No 63) Καίη Τσιτσέλη (No 64) Πέτρο Αμπατζόγλου (No 67) Γιάννη Δουατζή (No 68) Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (No 71) Λιλίκα Νάκου (No 72) Γιώργη Γιατρομανωλάκη (No 73) Στρατή Δούκα (No 74) Φρέντυ Γερμανό (No 77) Νάνο Βαλαωρίτη (No 79) Γιώργο Χειμωνά (No 80) Μαντώ Αραβαντινού (No 81) Τάσο Βσυρνά (No 82) Σταύρο Βαβούρη (No 85) Ασημάκη Πανσέληνο (No 88) Κώστα Μητρόπουλο (Ν· 99) Αρ. Νικολαίδη (No 9·»

Δημήτρη Χριστοδούλου (No 92) Αντώνη Σαμαράκη (No 93) Κυρ (No 95) Νικηφόρο Βρεττάκο (No 97) Γιάννη Μανούσακα (No 99) Ανάστο Παπαπέτρου (No 99) Αλέξη Σεβαστάκη (No 99) Μπουκουβάλα-Αναγνώστου (No 100) Φίλιππο Δρακονταειδή (No 102) Νάσο Δετζώρτζη (No 104) (No 136) Τάσο Αθανασιάδη (No 105) Jean - Marie Drot (No 107) Λίζμπεθ Ζβέργκερ (No 108) Θ. Πετσάλη-Διομήδη (No 109) Ιωάννη Κακριδή (No 110) Σπύρο Πλασκοβίτη (No 112) Τάκη Βαρβιτσιώτη (No 115) Θανάση Βαλτινό (No 116) Γιάννη Δάλλα (No 117) Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (No 118) Δημήτρη Τσαούση (No 119) Γιώργο Κατσίμπαλη (No 121) Ιωάννα Καρατζαφέρη (No 122) Κώστα Μόντη (No 123) Παναγιώτη Παπαδούκα (No 124) Αλέκο Σακελλάριο (124) Μανόλη Ανδρόνικο (No 125) Γ .θ. Βαφόπουλο (No 126) Ναταλί Σαρότ (No 129) Δημήτρη Μαρωνίτη (No 130) Δημήτρη Παπαδίτσα (No 133) Νίκο Χουλιαρά (No 137) Ελένη Βακαλό (No 139) Χρήστο Γιανναρά (No 144) Ουμπέρτο Έκο (No 145) Νίκο Κάσδαγλη (No 146) Πέτρο Χάρη (No 161) Δήμητρα Πέτρουλα (No 165) Παντελή Πρεβελάκη (No 173)


Ντομινίκ Λεκόκ*

Ζωρζ

Μπ

Μ ετά το θάνατο του Ζ ω ρζ Μ πατάιγ, το 1962, το έργο τον έγινε το αντικείμε­ νο πολλώ ν και μερικές φορές σημαντικών ά ρ θ ρ ω ν για μια δεκαετία τα κείμενά τον σχολιάστηκαν ασφυκτικά, έτσι που αυτός που όσο ζούσε είχε γνωρίσει την Κόλαση των βιβλιοθηκών, έπεσε γρή γορα στο καθαρτήριο των συγγραφέω ν. Στη δεκαετία του ’60 ο Μ πα τάιγ ήταν για τους σχολιαστές τον πρώ τα ένα κείμε­ νο κι ύστερα ένα σώμα, ήταν ένα κείμενο-πρόφαση που υφίστα το το μα ρτύριο του διαμελισμον, όπως το σώμα τον νεαρού Κ ινέζον που η φω τογραφία του τον σαγήνευε. Η μιμητική προσπάθεια της οικειοποίησης του έργου του Μ π α ­ τά ιγ από ορισμένους δεν είχε άλλο αποτέλεσμα πα ρά να επαινέσει την απεριό­ ριστα παράξενη εντύπω ση που προξενούσε αυτό το έργο και την υπεροπτική μοναξιά τον στο χώρο της λογοτεχνίας. Α ν ο Ζ ω ρζ Μ πα τά ιγ προκα λεί σήμερα ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον - όπως ολοφάνερα δείχνουν σε διάφορα μέρη τον κόσμον εκδόσεις και συνέδρια - α υ­ τό ίσως οφείλεται στο ότι την εποχή που οι βιομηχανικές κοινω νίες βλέπουν στην αναπτυξιακή πορεία τους να κατα ρρέουν οι βεβαιότητες που τις στηρί­ ζουν, το γέλιο χω ρίς αιτία, έτσι από καθαρή σπατάλη, π ου στίζει τη φράση του Μ πα τάιγ, δεν μ π ο ρ εί πα ρά να είναι απόηχος τον άγχους π ου τις περισφίγγει. •Συγγραφέας, δημοσιογράφος, Διεύρυνε την έκδοση του έργου Γραμμένα f t άλλον. Ο Ζωρζ Μπατάιγ και οι εθνολόγοι (εκδ. Maison des Sciences de I’hommc).


τ 4/αφιερωμα

? αυτόν τον κόσμο που καταρρέει κάτω απ’ τα αντικείμενα και απωθεί όλο και δυνα­ τότερα το θάνατο, αυτός που, μαζί με τον Νίτσε, αγαπούσε την άγνοια που αφορά το μέλλον, δί­ νει μια απάντηση αφήνοντας στον καθένα τη φροντίδα να διατυπώσει την ερώτηση. Παράξενη συμπεριφορά που δεν κατάλαβαν, κλεισμένοι μέσα στην έγνοια τους να κατασκευά­ σουν ένα σύστημα, άνθρωποι σαν τον Αντρέ Μπρετόν που, για να χρησιμοποιήσουμε τα λό­ για του Ζωρζ Σαντούλ, πρόσαπτε στον Μπατάιγ ότι έκανε σύγχυση ανάμεσα «στη σκατολογία και την εσχατολογία», ή σαν τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ που ειρωνευόταν, ανάλογα με τα κέφια του, «τον υπαλληλάκο της βιβλιοθήκης» ή «το νέο μυστικιστή». Ο Ζωρζ Μπατάιγ ανέχτηκε οδυνηρά το ότι ο τελευταίος δε θέλησε να καταλάβει πόσο πόνο προξενούσε με την άγνοιά του. Εδώ τίθεται το πρόβλημα: η γραφή του Μπατάιγ δεν προέρχεται μόνο απ’ την ανά­ γνωση - ίσως θα ’πρεπε να προσθέσουμε παίρνοντας υπό­ ψη μας το πάθος που είχε για την ομιλία: ούτε απ’ το λόγο αλλά εξαρτάται απ’ την τρομε­ ρά βιωμένη εμπειρία του ορίου, εμπειρία που τον έκανε να γνωρίσει πρώιμα τον πειρα­ σμό της αυτοκτονίας και, στα­ θερά, τη σαγήνη του θανάτου: έγραφε, καθώς έλεγε, μ’ ένα «χέρι που πέθαινε». Σαγήνη δε σημαίνει με κανέ­ να τρόπο τύφλωση. Σίγουρα κοιτάζοντας το θάνατο με το μάτι στην κλειδαρότρυπα, ανακαλύπτοντάς τον μέσα στο χάσμα απ’ όπου γεν­ νιέται το ανθρώπινο, ο Ζωρζ Μπατάιγ συναν­ τάει το μαρκήσιο ντε Σαντ μέσα στο μαύρο θρύ­ λο. Όμως το αποτέλεσμα αυτής της σαγήνης αποκαλύπτεται διαφορετικά ανατρεπτικό: είναι η αναγνώριση του θανάτου - η τριβή με το αδύ­ νατο για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Μπατάιγ - που αποτελεί και ταυτόχρονα δη­ μιουργεί τις συνθήκες του ερωτισμού και της τέ­ χνης. Ωστόσο η εμπειρία δε συγχέεται με τη ζωή· διαφορετικά, γιατί θα ’πρεπε να περάσει, για να εκφραστεί, από την αναπαράσταση ή τη φαντα­ σία; Ο Νίτσε είχε ήδη απαντήσει μεταφορικά, με τον Διόνυσο να εκφράζει τη σκέψη του Εκάρ (Eckhart) ότι για να γνωριστεί ο Θεός πρέπει να εξωτερικευτεί μέσα στα πλάσματα· μα μέσα σε μια θανάσιμη υπερβολή όπου σχηματίζεται η τραγωδία· για τον Μπατάιγ η θέση του Θεού μέ­ νει αναγκαστικά κενή.

Σ

εμπειρία δε θα ήταν καθόλου δυνατή χωρίς κοινότητα των ανθρώπων. Έτσι ο Η την

Μπατάιγ θέλησε να συγκεντρώσει σε «εται­ ρείες», κρυφές όπως τον Ακέφαλο, δημόσιες όπως το Κολλέγιο της Κοινωνιολογίας, όσους μπορούσε να συγκινήσει η έρευνα. Απέτυχε.. Τε­ λικά, σύμφωνα με το συνάδελφο και φίλο του Ζαν Μπρυνό, «εμπιστεύτηκε στη γραφή, όπως κι ο Νίτσε, την ουσία όσων είχε να μεταδώσει». Ωστόσο, ακόμα κι αν η προσπάθεια για επικοι­ νωνία, είτε ερωτική είτε μυστική ήταν αυτή, εξαρτιόταν πάντα στον Μπατάιγ από μια απελ­ πισμένη προσπάθεια - το όργιο στο οποίο συχνά ρίχτηκε δεν είναι άλλο τίποτε παρά ένας τύπος αυτής της θρησκείας όπου το υποκείμενο χάνε­ ται μέσα στην ίδια την κίνηση της αναζήτησής του - ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε μες στην ψευ­ δαίσθηση του εκτός ορίου. Γι’ αυτό κι ο Ζωρζ Μπατάιγ, υιοθετώντας τις μεθόδους του χριστια­ νικού μυστικισμού και με μο­ ναδικό τρόπο εκείνες της αρνη­ τικής θεολογίας, προφύλαξε ώς το τέλος τη χρήση της λογοτε­ χνίας, είτε πρόκειται για δοκί­ μια, είτε για έργο φαντασίας ή και για ποίηση, ενώ η περιπέ­ τεια ενός Αντονέν Αρτώ κατα­ λήγει σε μια διαπεραστική κραυγή και σε μια σιωπή. Η γραφή δεν είναι ποτέ κυρίαρ­ χη, αλλά παραμένει το σπου­ δαιότερο παιγνίδι μέσα στην έλλειψη: «η λογοτεχνία είναι η ουσία ή δεν είναι τίποτε». Η λογοτεχνία είναι το κακό, ένα αποτέλεσμα της μη-γνώσης, και γι’ αυτό το λόγο πιθανός φο­ ρέας μιας επικοινωνίας. Ο Μπατάιγ δεν έλεγε ότι ανάμεσα «στη σκέψη και την εμπειρία του Νίτσε και τη δίκιά του υπήρχε μια σχέση ανάλογη μ’ εκείνη που υπάρχει σε μια κοινότητα»; Συγκεκριμένα σ’ εκείνη την κοινότη­ τα που ορίζει ο Μισώ (φίλος του Μπατάιγ) θέ­ λοντας να συγκεντρώσει αυτούς που «θα αρκούνταν περισσότερο σε μια γλώσσα με λίγα μέσα... με λίγες ανάγκες, ανάμεσα σε φίλους (και που θα αρνιόταν μάλλον τους ουραγούς)... μια γλώσ­ σα που δεν καυχιέται, μια γλώσσα για ανθρώ­ πους που ξέρουν ότι δεν ξέρουν». Σ’ αυτό απα­ ντά με μια ίδιά φωνή τούτο το ποίημα του ΜπαI Μακριά πέρα απ’ τις αδυναμίες των φίλων ή των οικείων αναγνωστών ■ψάχνω τώρα τους φίλους, τους αναγνώστες που ένας νεκρός μπορεί να βρει κι από πριν τους βλέπω πιστούς, αμέτρητους, βουβούς: αστέρι τ’ ουρανού! μα γέλιο, η τρέλα μου σας φανερώνει κι ο θάνατός μου θα σας βρει». Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης


αφιερωμα/15

Μισέλ Συριά*

Χρονολόγίο (

1897- 1962)

1897 Ο Ζωρζ Μπατάιγ γεννιέται στις 10 Σεπτεμβρίου στο Μπιγιόμ, στην περιοχή Πυί-ντε-Ντομ. Ο πατέρας του, ο ΖοσέφΑριστίντ Μπατάιγ, συφιλιδικός, είναι τυφλός. Ο Ζωρζ έζησε πολύ λίγο στο Μπιγιόμ. Ίσως μέχρι τα τρία ή τα τέσσερα του χρόνια. Μάλλον δεν ξαναγύρισε εκεί ποτέ πια.

1901-1912 Ο Ζοσέφ-Αριστίντ, η γυναίκα του Μαρί-Αντουανέτ και τα δυο τους αγόρια, ο Μαρσιάλ κι ο Ζωρζ, εγκαθίστανται στη Ρεμς. Ο Ζωρζ γράφεται στο Λύκειο αρρένων της περιοχής. Η φοίτησή του εκεί θα κρατήσει μέχρι τον Ιανουάριο του 1913. Ύστερα από δική του αίτηση γίνεται οικότροφος, γλιτώνο­ ντας έτσι από μια κατάσταση μέσα στην οικογένεια που όλο χειροτέρευε: ένας πατέρας εντελώς άρρώστος, που υποφέρει «μέχρι κραυγών», «τρελός» - θα προσθέσει - μια μητέρα που ανέβαινε το Γολγοθά της. Αν και σε ορισμένα σημεία συγκρούονται μεταξύ τους, οι μαρτυρίες των δυο αδελφών συμφωνούν σχετικά μ’ αυτή την κατάσταση.

1913 Εγκαταλείπει το λύκειο στη μέση της χρονιάς, τον Ιανουά­ ριο: «Έξω με τις κλωτσιές σχεδόν». Τον Οκτώβριο μπαίνει οι­ κότροφος στην τελευταία τάξη του λυκείου στο Κολλέγιο του Επερναί.

1914 Καθοριστική χρονιά. Βάζει τέρμα στις σχέσεις του με την αθρησκεία της οικογένειάς του («άπιστος πατέρας, αδιάφορη μητέρα»). Προσηλυτίζεται στον καθολικισμό τον Αύγουστο. Ανακαλύπτει ότι «η δουλειά του σ’ αυτό τον κόσμο είναι να γράψει, ιδιαίτερα να επεξεργαστεί μια παράδοξη φιλοσοφία». Τον Αύγουστο εγκαταλείπει τη Ρεμς μαζί με τη μητέρα του (ο αδελφός του βρίσκεται στο μέτωπο) αφήνοντας τον πατέρα του στις φροντίδες μιας οικονόμου. Τη φυγή αυτή τη βλέπει σαν εγκατάλειψη: «Η μητέρα μου κι εγώ τον εγκαταλείψαμε τον Αύγουστο του Ί4, όταν προχώρησαν τα γερμανικά στρα­ τεύματα». Επιχειρεί να πάρει δΓ αλληλογραφίας το δεύτερο απολυτήριό του στη Φιλοσοφία.

Ο Ζοσέφ-Αριστίντ Μπατάιγ με τους όνο γιους τον, τον Μαρσιάλ και τον Ζωρζ (αριστερά) το 1898


16/αφιερωμα

1915 Σκέφτεται να στραφεί προς την ιεροσύνη· ή να γίνει μονα­ χός. Μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις της μητέρας του: απόπειρες αυτοκτονίας. Δεν τον αφήνει να συναντήσει τον πατέρα του στη Ρεμς. Αρνείται και να τον συνοδέψει. Στις 6 Νοεμβρίου, στις 8 το πρωί, ο πατέρας του πεθαίνει μόνος στη Ρεμς. Η γυναίκα του κι ο γιος του δε θα τον δουν παρά ξαπλωμένο στο φέρετρο: «Κανένας στη γη, ούτε και στον ουρανό, δε νοιάστηκε για την αγωνία του πατέρα μου καθώς πέθαινε».

1916 Επιστρατεύεται τον Ιανουάριο. Δε θα γνωρίσει το μέτωπο. Άρρωστος από πνευμονικό νόσημα, θεραπεύεται έπειτα από ένα χρόνο, τον Ιανουάριο του 1917. Κρατάει σημειώσεις που τις κατέστρεψε από τότε, ονομάζοντάς τις Ave Caesar.

1917 Αποστρατεύεται και ξαναγυρνάει στην ορεινή Ριόμ. Δεν εί­ ναι ούτε λιγότερο ευσεβής, ούτε λιγότερο πιστός. «Σπάνια περ­ νάει βδομάδα χωρίς να εξομολογηθώ τα λάθη μου». Επιβάλλει στον εαυτό του μια αυστηρή πειθαρχία εργασίας και σκέψης. Γράφεται στο σεμινάριο της επισκοπής του Σαιν-Φλουρ στην περιοχή Καντάλ. Μάλλον πέρασε εκεί τη σχολική χρονιά 19171918.

1918 Δημοσιεύει το πρώτο του βιβλίο με το όνομά του: ένα μικρό τεύχος έξι σελίδων με τίτλο Η Παναγία της Ρεμς. Εγκαταλείπει το σεμινάριο, χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει και την ιδέα της ιεροσύνης ή του μοναχισμού. Γίνεται δεκτός στο πρώτο έτος της Ecole des Chartes στο Πα­ ρίσι. Εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα.

1920 Μοιάζει να διστάζει ακόμα ανάμεσα στη λαϊκή και τη μονα­ χική ζωή. Ωστόσο η πιο καθοριστική του επιθυμία φαίνεται ότι είναι να ταξιδεύει: κυρίως στην Ανατολή. Το Σεπτέμβριο: παραμονή στο Λονδίνο για έρευνες στο Βρεταννικό Μουσείο. Πρώτη, τυχαία, επαφή με τη «φιλοσοφία». Γευματίζει με τον Ανρί Μπερξόν. Μ’ αυτή την ευκαιρία διαβά­ ζει στα γρήγορα Το γέλιο. Που τον απογοητεύει. Έστω κι απογοητευτικό, ανακαλύπτει πόσο ουσιαστικό είναι το γέλιο! Είναι το θεμέλιο του κόσμου· το κλειδί. Συνέχεια των ερευνών του στο Λονδίνο. Ολιγοήμερη παρα­ μονή του στη μονή Κουώρ Άμπυ στο νησί Γουαίτ. Αυτή η πα­ ραμονή φαίνεται ότι δίνει τέλος στις μυστικιστικές του τάσεις· όμως αντίθετα με ό,τι ο ίδιος θα πει, δε συμβαίνει το ίδιο και με την πίστη του,

1922 Υποστηρίζει ανάμεσα στις 30 Ιανουάριου και στις 1 Φε­ βρουάριου τη διπλωματική του διατριβή στην Ecole des Char­ tes, Διορίζεται αρχειοφύλακας-παλαιογράφος.

Στην Ecole des Charles το 1920


αφιερωμα/17 Μέσα στο Φεβρουάριο φεύγει για τη Μαδρίτη, στη Σχολή Ανωτάτων Ισπανικών σπουδών που αργότερα θα ονομαστί Ca­ sa Velasquez. Στις 22 Μαίου σε μια αρένα της Μαδρίτης σκοτώνεται μπρο­ στά στα μάτια του ο νεαρός ταυρομάχος Μανουέλο Γκρανέρο· το κέρατο του ταύρου μπηγμένο στο μάτι του και στο κρανίο του. Σκέφτεται περισσότερο από ποτέ άλλοτε τα ταξίδια: «Το μό­ νο πράγμα που είναι σοβαρό μες στη ζωούλα μας είναι να ανακινούμαστε». Αρχίζει ένα μυθιστόρημα «σχεδόν στο ύφος του Προυστ». «Δε βλέπω πια πώς αλλιώς να γράφω». Στις 10 Ιουνίου διορίζεται δόκιμος βιβλιοθηκάριος στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Επιστρέφει στο Παρίσι και τον Ιούλιο μπαίνει στο Τμήμα Εντύπων. Διαβάζει Νίτσε (Πέρα απ’ το καλό και το κακό). Αποφασι­ στικό βιβλίο: «...γιατί να σκέφτομαι το γράψιμο, αφού η σκέ­ ψη μου - ολόκληρη η σκέψη μου - είχε εκφραστεί με τόση πλη­ ρότητα, τόσο θαυμαστά;». Ίσως θα πρέπει να τοποθετήσουμε σ’ αυτή την περίοδο την οριστική απώλεια της πίστης του.

1923 Ανακαλύπτει τον Φρόυντ. Επισκέπτεται συχνά τον Λέον Τσέστωφ που τον μυεί στον Ντοστογιέφσκι ...αλλά και στον Κίργκεκωρ, τον Πασκάλ και τον Πλάτωνα. Τον στρέφει περισσότερο προς το Νίτσε. Στις 10 Ιουλίου, σε μια επιστολή του προς τον Λέον Τσέ­ στωφ, του ανακοινώνει την πρόθεσή του να αρχίσει μια μελέτη του έργου του. Ο Τσέστωφ του προτείνει να τον βοηθήσει. Το σχέδιο αυτής της μελέτης δεν υλοποιήθηκε. Όμως συνερ­ γάζεται στη μετάφραση του βιβλίου του Η ιδέα του Καλού στον Τολστόι και στον Νίτσε.

1924 Στο τέλος της χρονιάς συναντά τον Μισέλ Λειρίς ο οποίος τον γνωρίζει στους φίλους του της οδού Μπλομέ που συγκε­ ντρώνονται στο ατελιέ του ζωγράφου Αντρέ Μασόν. Με σκοπό να ιδρύσουν ένα λογοτεχνικό κίνημα, το Ναι «που θα εξυπα­ κούει μια αέναη συγκατάθεση σ’ οτιδήποτε...».

1925 Βλέπει σαν αποκλεισμό την προσχώρηση των καινούριων φί­ λων του (Λερίς, Μασόν...) στο σουρεαλισμό. «Μακάρι να γλί­ τωνα απ’ αυτήν την επίδραση τους ανθρώπους που αγαπούσα ή που ήταν σημαντικοί για μένα». Συναντάει τον ψυχαναλυτή Αντριέν Μπορέλ. Συμφωνούν να ξεκινήσουν μια ψυχανάλυση. Ο Μπορέλ του μεταδίδει τα κλισέ της «τιμωρίας των εκατό κομματιών» που φωτογράφισε ο Καρπώ το 1905. Αυτά τα κλισέ έπαιξαν ένα σημαντικό, «αποφασι­ στικό» ρόλο στη ζωή του. Ο Μπατάιγ ζει τη νύχτα, «πίνει», «παίζει σε μικρές ομάδες και χάνει σημαντικά ποσά» (Λειρίς), συχνάζει τακτικά στα πορνεία και στα καμπαρέ... Στις 16 Ιουλίου μεταγράφει για τον Μπρετόν «στη σύγχρονη γαλλική μια-δυο απ’ τις σημαντικότερες Fatrasies (μεσαιωνικά

Λεόν Τσέστωφ (1925)


18/αφιερωμα ποιήματα χωρίς κανένα νόημα). Επρόκειτο να δημοσιευτούν στη Σουρεαλιστική Επανάσταση, στο τεύχος του Οκτωβρίου. Διαβάζει σουρεαλιστές, Λωτρεαμόν.. Αρχίζει να διαβάζει Έγελο· ο Αλφρέ Μετρώ τον μυεί στον Μαρσέλ Μως του οποί­ ου παρακολουθεί τα μαθήματα.

1926 Ξεκινάει ή συνεχίζει, ολόκληρη τη χρονιά ετούτη την •ψυχα­ νάλυση με τον Αντριέν Μπορέλ... Τη διακόπτει πρόωρα... πριν περάσει ένας χρόνος. Ωστόσο ωφελείται σημαντικά απ’ αυτήν. Χρωστάει σ’ αυτήν, λέει, το ότι επιτέλους μπορεί να γράψει. Το Μάρτιο δημοσιεύονται οι Fatrasies στο έκτο τεύχος της Σουρεαλιστικής Επανάστασης. Ανώνυμη δημοσίευση: δε φαί­ νονται ούτε το όνομά του, ούτε τα αρχικά του. Αυτή είναι και η μοναδική του συνεργασία με τη Σουρεαλιστική Επανάσταση. Με την ευκαιρία αυτή γνωρίζεται με τον Μπρετόν. Παρ’ όλα αυτά ο Μπατάιγ δείχνεται λιγότερο εχθρικός απ’ ό,τι ο Μπρε­ τόν. Κατά τα λεγάμενα του Λειρίς, ο Μπρετόν θα τον χαρακτη­ ρίσει «μανιακό». Γράφει το «πρώτο» του βιβλίο (το πρώτο για το οποίο έκανε μνεία): W.C. «αρκετά τρελή λογοτεχνία»... «Μια κραυγή τρόμου (τρόμου για μένα τον ίδιο, όχι για την κραιπάλη μου»). «Βίαιος αντίπαλος της οποιοσδήποτε αξιο­ πρέπειας». Καταστρέφει το χειρόγραφο. Τον Ιούλιο αρχίζει να συνεργάζεται με το περιοδικό Αρετούσα, τρίμηνη επιθεώρηση τέχνης και αρχαιολογίας. Η συνεργα­ σία αυτή θα κρατήσει μέχρι το τέλος του πρώτου τριμήνου του 1929.

1927 Τον Ιανουάριο επεξεργάζεται την εικόνα του ματισύεπίφυσης, ενός εμβρυώδους ματιού που βρίσκεται στην κορυφή του κρανίου επιτρέποντάς του, τη μέρα που θα διαπεράσει την κρανιακή χώρα, να κοιτάξει τον ήλιο κάθετα. Συλλαμβάνοντας τούτη την «εικόνα» το 1927 θα την κάνει έννοια ώς το 1930. Τον Ιανουάριο γράφει τον «Ηλιακό Πρωκτό». Τον Ιούλιο: παραμονή στο Λονδίνο. Η θέα μιας πρωκτικής συνουσίας πιθήκων στο Ζωολογικό Κήπο τον αναστατώνει και τον ρίχνει σε «κάτι σαν εκστατική αποβλάκωση». Ξεκινάει το γράψιμο της Ιστορίας του ματιού. Επισκέπτεται συχνά τους ένοικους της οδού Σατώ: «Εκεί ο κόσμος ήταν πολύ ανοιχτός στην επιρροή ενός μεγαλόσωμου άντρα, ενός αληθινού ερημίτη, που το έργο του αποτυπώνει μια συνεπή φιλοσοφία», του Αντρέ Τιριόν.

1928 Στις 20 Μαρτίου παντρεύεται τη Σύλβια Μακλές στην Κουρμπβουά. Τελειώνει και δημοσιεύει την Ιστορία του ματιού με το ψευ­ δώνυμο Lord Audi (Lord: Θεός, στα αγγλικά των Γραφών Auch: συντομογραφία του «Aux chiottes», «στον απόπατο»). Δίνει στα Τετράδια της Πολιτείας των Γραμμάτων, των Επι­ στημών και των Τεχνών, στο τεύχος XI που είναι αφιερωμένο στην προκολομβιανή τέχνη, ένα σημαντικό άρθρο, «Η χαμένη Αμερική».

1929 Ο Ζωρζ Βιλντενστάιν χρηματοδοτεί μια καινούρια επιθεώ-


αφιερωμα/19 ρηση που θα αντικαταστήσει την Αρετούσα. Ο Καρλ Αϊνστάιν αναλαμβάνει τη διεύθυνση της. Ο Μπατάιγ είναι γενικός γραμ­ ματέας. Τίτλος: Ντοκουμέντα. Τον Απρίλιο δημοσιεύεται το πρώτο τεύχος. Συνεργάζονται σ’ αυτό μέλη του Ινστιτούτου, συντηρητές μουσείων και βιβλιοθηκών... και αποστάτες σου­ ρεαλιστές που ενώθηκαν με τον Μπατάιγ: ο Λιμπούρ, ο Μπουαφάρ, ο Ντενός, ο Βιτράκ και ο Λειρίς. Ο Αϊνστάιν είναι διευθυντής για τους τύπους, όμως ο Μπατάιγ, με την υποστή­ ριξη του Ριβιέρ, έχει την πιο πολλή δύναμη. Στο πρώτο τεύχος δημοσιεύει το άρθρο «Το ακαδημαϊκό άλογο». Τον Ιούνιο δίνει για το τρίτο τεύχος ένα άρθρο φανερά αντι-ιδεαλιστικό, το «Η γλώσσα των λουλουδιών». Αυτό το άρ­ θρο τραβάει την -ενοχλημένη - προσοχή του Μπρετόν. Δίνει επίσης το «Ο υλισμός». Ολοφάνερα, τα Ντοκουμέντα γίνονται απ’ τον Μπατάιγ μια πολεμική μηχανή που βάλλει εναντίον του σουρεαλισμού. Νέα αντι-ιδεαλιστική επίθεση με το «Χοντρό δάχτυλο του ποδιού» που, δημοσιεύτηκε στο έκτο τεύχος των Ντοκουμέν­ των, το Νοέμβριο. Ο Μπρετόν είναι ο πρώτος που τον κατηγό­ ρησε ότι αρέσκεται σ’ έναν κόσμο «βρώμικο, γεροντικό, ταγγό, ρυπαρό, πρόστυχο, διεφθαρμένο». Στο Λεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού ο Μπατάιγ χτυπήθηκε απ’ τον Μπρετόν πιο πολύ και πιο βίαια απ’ οποιονδήποτε άλλον. Εδώ κι εκεί: «σκέφτεται σαν να ’χει κάτι που τον φέρνει πιο κοντά στον πεθαμένο παρά στο.ζωντανό....»· «μια συνειδητή κατάσταση ελλείμματος με γενικευτική μορφή»· «ανέντιμος και παθολογι­ κός»· «κλασική ένδειξη ψυχασθένειας» κτλ. Τέλος του φαίνεται ύποπτος επειδή θέλει να συγκεντρώσει γύρω του μια ομάδα από αποστάτες σουρεαλιστές.

1930 Μαζί με τον Ρομπέρ Ντενός παίρνει την πρωτοβουλία να δώσει μια απάντηση στο Δεύτερο Μανιφέστο του Σουρεαλι­ σμού με τη μορφή ενός λίβελλου- ο τίτλος της «Ένα πτώμα»· η ομάδα αποτελείται από εκείνους στους οποίους επιτίθεται ο Μπρετόν: Ριμπμόν-Ντεσσέν, Ζακ Πρεβέρ, Κενώ, Βιτράκ, Λει­ ρίς, Λιμπούρ, Μπουαφάρ, Μωρίζ, Μπαρόν και Αλέχο Καρπαντιέ. Ο Ντενός αποκαλεί τον Μπρετόν «ψυχή γυμνοσάλιαγκα»· ο Πρεβέρ «Φρέγκολι με κεφάλι κρυφού Χριστού»· ο Βιτράκ «πα­ νούργο»· ο Λειρίς «νεκροφάγο» και ο Ριμπμόν-Ντεσσέν «συκο­ φάντη». Ο Μπατάιγ: «γέρικη θρησκευόμενη κύστη», «απόστημα κληρικής φρασεολογίας», «ευνουχισμένο λιοντάρι», «κεφάλι για φτύσιμο», κ.τ.λ. Συνεχίζει με ανοιχτές επιστολές τη λογομαχία του με τον Αντρέ Μπρετόν. Η πιο σημαντική απ’ αυτές: «Η σημασία της χρήσης του Σαντ»,

1931 Κλείνουν τα Ντοκουμέντα. Εκδόθηκαν δεκαπέντε τεύχη. Γνωρίζει τον Μπορίς Σουβαρίν και προσχωρεί στον «Κομ­ μουνιστικό Δημοκρατικό Κύκλο». Γραμμένος το 1927, ο Ηλιακός πρωκτός δημοσιεύεται το Νοέμβριο με χαλκογραφίες του Αντρέ Μασσόν.

1932 Το Μάρτιο δίνει μαζί με τον Ραιημόν Κενώ στην Κοινωνική

Σαντ


20/αφιερωμα Κριτική ένα μεγάλο άρθρο, το «Η κριτική των θεμελίων της εγελιανής διαλεκτικής».

1933 Σειρά άρθρων στην Κοινωνική Κριτική. Τον Ιανουάριο, «Η έννοια της σπατάλης», «που πρέπει να θεωρούμε σαν ένα απ’ τα σημαντικότερα κείμενα του αιώνα» (Α. Τιριόν). Το Σεπτέμ­ βριο «Το πρόβλημα του Κράτους»: το μέλλον «εξαρτάται ολο­ κληρωτικά απ’ τον γενικό αποπροσανατολισμό»· και σε δύο μέρη (το Νοέμβριο και το Μάρτιο του 1934) ένα σημαντικό άρ­ θρο, το «Η ψυχολογική δομή του φασισμού». Απ’ τον Οκτώβριο του ’33 ώς τον Ιανουάριο του ’34 γίνεται μέλος της ομάδας «Μάζες».

1934 Απ’ τον Ιανουάριο παρακολουθεί το σεμινάριο του Αλεξάντρ Κοζέβ, ανάγνωση, αυτοσχέδια μετάφραση και σχολια­ σμός της Φαινομενολογίας τον πνεύματος του Έγελου. Μια συνταρακτική ανακάλυψη (ο Έγελος του Μπατάιγ θα ’ναι κοζεβικός) που τον αφήνει «διασπαρμένο, κομματιασμένο, σκο­ τωμένο δυο φορές: πνιγμένο και καθηλωμένο». Σχεδιάζει ένα βιβλίο, το Ο φασισμός στη Γαλλία. Στις 12 Φεβρουάριου συμμετέχει στη διαδήλωση στο Cours de Vinijenne^. Είχε πειστεί για την επερχόμενη νίκη του φασι­ σμού. Η αποτυχία της σοσιαλιστικήςεξέγερσης της Βιέννης, την ίδια μέρα, τον δικαιώνει: «Απ’ όλες τις μεριές σφίγγεται ένα γύρο ο κλοιός του φασισμού σ’ έναν κόσμο που θα πάψει να είναι αναπνεύσιμος». Το Μάρτιο, ενδέκατο και δωδέκατο τεύχος της Κοινωνικής Κριτικής. Δεν αισθάνεται καλά- μιλάει για σοβαρή κρίση. Χωρίζει από τη γυναίκα του, οι εφήμερες σχέσεις γίνονται ολοένα και πε­ ρισσότερες, πηγαίνει τακτικά στα πορνεία και στα καμπαρέ (κάτι που δεν έπαψε να κάνει τα δέκα τελευταία χρόνια), πίνει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι του επιτρέπει η υγεία του. Αυτό που θα πει αργότερα για τον Τρόπμαν (Το γαλάζιο τον ονρανού) μπορεί να αποδοθεί κάλλιστα στον ίδιο τον Μπατάιγ: «σπαταλιέται μέχρι ν’ αγγίξει το θάνατο πίνοντας, ξενυχτώντας», και Το Μάιο γυρίζει στο Παρίσι. Συναντάει την Κολέτ Πενιώ με την οποία συνδέεται πραγματικά, στις 3 Ιουλίου, την παραμο­ νή της άφιξής της στην Αυστρία μαζί με τον Σουβαρίν, με τον οποίο ζει απ’ το 1930.

1935 Φεύγει για την Τόσσα ντε Μαρ στην Ισπανία, στο σπίτι του Αντρέ Μασσόν. Μένει εκεί απ’ τις 8 ώς τις 30 Μαίου. Τελειώνει το γράψιμο του Το γαλάζιο τον ονρανού στις 29 του μηνός. Να σωθεί ο κόσμος απ’ «την ανικανότητα και την αιματοχυσία όπου βουλιάζει». Αυτό είναι το νόημα της «Αντε­ πίθεσης». Συμφιλιώνεται με τον Αντρέ Μπρετόν και ενώνεται με τους σουρεαλιστές: «Οι αναλύσεις της “Αντεπίθεσης” ήταν του Μπατάιγ» (Ντυμπιέφ). Σκοπός του: να ξαναβρεί την «επαναστατική βία». Άξονές του: ένας βίαιος αντιεθνικισμός· ο αντικαπιταλισμός· ο αντικοινοβουλευτισμός, αν όχι ο αντιδημοκρατισμός. Φιλοδοξία του: να αντικαταστήσει τους νικηφόρους μύθους του φασισμού με καινούριους μύθους. Η επανάσταση θα είναι ηθική (απελευ-

Οίχος ανοχής της δεκαετίας τον τριάντα


αφιερωμα/21 θέρωση των παιδιών), σεξουαλική (ελεύθερη έκφραση των πα­ θών)... Οι επιρροές του: ο Σαντ, ο Φουριέ, ο Νίτσε. Στις 7 Οκτωβρίου, εναρκτήριο μανιφέστο: Αγωνιστική ένω­ ση των επαναστατών διανοουμένων.

1936 Η «Αντεπίθεση» συμμετέχει στη διαδήλωση στις 17 Φεβρου­ άριου σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επίθεση που υπέστη ο Λεόν Μπλουμ. Μοιράζει την μπροσούρα «Σύντροφοι, οι φασί­ στες λυντσάρουν τον Λεόν Μπλουμ». Στο τέλος Φεβρουάριου, μπροσούρα που έγραψε μόνος του ο Μπατάιγ: «Κάλεσμα για δράση»: Δηλώνουμε ότι η ώρα να δράσουμε σαν ΚΥΡΙΟΙ ήρθε όχι για έναν μόνο, μα για ΟΛΟΥΣ». Το Μάρτιο ένας από τους συνεργάτες του Μπατάιγ, ο Ζαν Ντωτρύ, συντάσσει την μπροσούρα «Υπό το πυρ των γαλλικών κανονιών». Από εδώ ξεκινά η κατηγορία του «υπερφασισμού» που καταλόγισαν οι σουρεαλιστές στους μπαταϊγικούς. Ρήξη των σουρεαλιστών και διάλυση της «Αντεπίθεσης». Ολόκληρο τον Απρίλιο μένει στη Τόσσα ντε Μαρ. Στις 24 Ιουνίου δημοσιεύεται το πρώτο τεύχος του Ακέφα­ λου, Θρησκεία, Κοινωνιολογία, Φιλοσοφία. Τίτλος του πρώ­ του τεύχους: «Η ιερή συνωμοσία». Το Δεκέμβριο δημοσιεύει τις Θυσίες, κείμενο που συνοδεύει πέντε χαλκογραφίες του Αντρέ Μασσόν.

1937 Σχηματίζει τη μυστική εταιρεία του Ακέφαλου, εσωτερικό πα­ ρακλάδι της ομώνυμης επιθεώρησης και του Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας που θα ιδρυθεί σύντομα. «Ήμουνα αποφασι­ σμένος, αν δεν ιδρύσω μια θρησκεία, τουλάχιστον να προσανα­ τολιστώ σ’ αυτή τη διεύθυνση». Δημοσίευση του δεύτερου τεύχους του Ακέφαλου «Επανορ­ θώσεις για τον Νίτσε». Μαζί με τον Ροζέ Καγιουά και τον Μισέλ Λειρίς επιχειρεί να δημιουργήσει ένα Κολλέγιο Κοινωνιολογίας. Τον Απρίλιο σχηματίζεται μια Εταιρεία Ομαδικής Ψυχολο­ γίας μετά από αίτηση του Αλλαντύ, του Μπορέλ, του Μπατάιγ και του Λειρίς. Θέμα ερευνών για το 1938: «Στάσεις μπροστά στο θάνατο», πρόεδρος ο Πιερ Ζανέ, αντιπρόεδρος ο Μπα­ τάιγ. Δημοσίευση του τρίτου και του τέταρτου τεύχους του Ακέ­ φαλου τον Ιούλιο αφιερωμένο στο «Διόνυσο»: «Το συγκινησια­ κό στοιχείο που δίνει μια έμμονη αξία στην κοινή ύπαρξη είναι ο θάνατος!». Με την Κολέτ Πενιώ στην Ιταλία: Σιένα, Φλωρεντία... και Σικελία. Πηγαίνουν στην Έτνα: «Ήταν αδύνατο να φανταστώ κάποιον τόπο όπου η φοβερή αστάθεια των πραγμάτων θα γι­ νόταν πιο φανερή». Στο τέλος Σεπτεμβρίου γυρνάει στο Παρίσι. Στις 20 Νοεμβρίου εναρκτήρια συνεδρίαση των δραστηριο­ τήτων του Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας.

1938 Στις 13 Ιανουάριου εκφωνεί την εισαγωγική διάλεξη στην Εταιρεία Ομαδικής Ψυχολογίας. Στις 22 Ιανουάριου και στις 5 Φεβρουάριου εκφωνεί την

Η Κολέτ Πενιώ (Λωρ) το 1933


22/αφιερωμα πέμπτη και την έκτη διάλεξη του Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας, «Έλξη και απώθηση». Αγοράζει ένα διαμέρισμα στην οδό Μαρέιγ, στο νούμερο 596, έξω απ’ το Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λε. Μυείται στη γιόγκα. Την εξασκεί μ’ ένα λίγο ορθόδοξο τρό­ πο, μα «(γυμνωμένος) μέσα σε μια απελπισία». Την εφαρμόζει στην ενατένιση του κινέζικου μαρτυρίου των εκατό κομματιών. Στις 1 Νοεμβρίου υπογράφει μαζί με τον Καγιουά και τον Λειρίς μια δήλωση του Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας για τη «διεθνή κρίση» στιγματίζοντας «την αναπόφευκτα εκφοβισμέ­ νη συμπεριφορά ενός λαού που έχει συνείδηση της κατωτερότητάς του και που αρνείται να αποδεχτεί τον πόλεμο μέσα στις δυνατότητες της πολιτικής του απέναντι σ’ ένα έθνος που στη­ ρίζει πάνω σ’ αυτόν τη δική του πολιτική». Στις 7 Νοεμβρίου πεθαίνει στο Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λε η Κολέτ Πενιώ. Βαθιά κρίση. Ωστόσο συνεχίζει τον Ακέφαλο. Συνεχίζει και το Κολλέγιο. Στις 13 Δεκεμβρίου εκφωνεί για το Κολλέγιο τη διάλεξη «Η δομή των δημοκρατιών».

1939 Δημοσιεύει, εκτός εμπορίου, με τη βοήθεια του Μισέλ Λει­ ρίς, τον πρώτο τόμο από τα κείμενα που είχε γράψει η Αωρ (Κολέτ Πενιώ) πριν πεθάνει: Το ιερό, Ποιήματα και διάφορα κείμενα. Τον Ιούνιο δημοσιεύεται το πέμπτο τεύχος του Ακέφαλου γραμμένο μονάχα απ’ τον ίδιο, όμως χωρίς υπογραφή του. Στις 4 Ιουλίου παρουσιάζει μόνος του τον απολογισμό της δεύτερης χρονιάς των δραστηριοτήτων του Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας. Τον Οκτώβριο συνδέεται με την Ντενίζ Ρολλέν Λε Ζαντί. Στις 5 Σεπτεμβρίου αρχίζει να γράφει τον Ένοχο. Επιχειρεί να γράψει Το εγχειρίδιο του αντιχριστιανού που θα το συνεχίσει το 1940. Θα το αφήσει ατελείωτο.

1940 Στις 11 Ιουνίου φεύγει για την Ωβέρν. Στις 14 φτάνει στο Φερλύκ όπου και περνάει κάποιες μέρες με την Ντενίζ. Γυρίζει στο Παρίσι. Ολόκληρη τη χρονιά γράφει τον Ένοχο. Μένει στο Παρίσι στην οδό Σαιντ-Ονορέστο νούμερο 259. Οργανώνει αναγνώσεις-συζητήσεις. Διαβάζει αποσπάσματα της Εσωτερικής εμπειρίας που γράφει τον ίδιο καιρό. Δουλεύει πάντα στην Εθνική Βιβλιοθήκη. Γνωρίζει τον Μωρίς Μπλανσό. «Ο θαυμασμός και η συμφω­ νία τον δένουν αμέσως μαζί του». Το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο γράφει τη Μαντάμ Εντουαρντά, λίγο πριν γράψει το Μαρτύριο (Η εσωτερική εμπει­ ρία), δυο κείμενα που λέει ότι πρέπει να διαβάζονται μαζί. Το Δεκέμβριο δημοσιεύεται η Μαντάμ Εντουαρντά από τις εκδόσεις Σολιτέρ. Ο Μπατάιγ χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Πιερ Ανζελίκ.

1942 Τον χτυπά η φυματίωση· πρέπει να εγκαταλείψει τη δουλειά


αφιερωμα/23 του βιβλιοθηκάριου στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στις 20 Απρι­ λίου. Τον Αύγουστο τελειώνει την Εσωτερική εμπειρία στο Μπουσσύ-λε-Σατώ όπου αναπαύεται. Απ’ το Σεπτέμβριο ώς το Νοέμβριο μένει στην Πανιγιέζ, στην περιοχή Βερνόν. Εκεί υποθέτουμε ότι έγραψε το Θάνατο. Ωστόσο δε θα δημοσιευτεί όσο ζει. Το Σεπτέμβριο γυρνάει στο Παρίσι. Αρχίζει να γράφει την Ορέστεια. Γράφει τη Ζωή της Λωρ. Δημοσιεύει «Το χαμόγελο του Νίτσε» στην Άσκηση σιωπής στις Βρυξέλλες.

1943 Μένει στο Παρίσι ώς το Μάρτιο. Γράφει και διαβάζει σε φίλους, ανάμεσα στους οποίους και ο Μπλανσό, «Το σωκρατικό κολλέγιο»: «Προτείνω να επεξερ­ γαστώ ένα σύνολο από σχολαστικά δεδομένα που αφορούν την εσωτερική εμπειρία. Νομίζω ότι μια εσωτερική εμπειρία δεν είναι δυνατή παρά μόνο αν μπορεί να ανακοινωθεί...». Δημοσιεύει στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ την Εσωτερική εμπει­ ρία, «κριτική του δογματικού καταναγκασμού και του μυστικισμού». Στο τέλος Μαρτίου αφήνει το Παρίσι για να πάει στο Βεζελέ όπου και εγκαθίσταται στην οδό Σαιντ-Ετιέν, στο νούμερο 59. Συνεχίζει να γράφει τον Ένοχο. Το Μάιο δημοσιεύεται ένας λίβελλος εναντίον του, Θεέ μου!, που τον υπογράφουν υπέρμαχοι του σουρεαλισμού ως επί το πλείστον άγνωστοι. Τον Ιούνιο συναντάει την Ντιάν Κοτσουμπέ ντε Μπωαρναί που γίνεται ερωμένη του. Τον Αύγουστο αρχίζει να γράφει τα ποιήματα του Αρχαγγελικού που θα τελειώσουν το Δεκέμβριο. Μαζί με τον Μισέλ Λειρίς δημοσιεύει, εκτός εμπορίου, το δεύτερο μέρος των κειμένων της Λωρ: Ιστορία ενός μικρού κο­ ριτσιού. Πρώτη έκδοση του Μικρού (που γράφτηκε το 1934), χωρίς όνομα εκδότη, με το ψευδώνυμο Λουί Τραντ. Τον Οκτώβριο τελειώνει τον Ένοχο. Συνεχίζει να γράφει τα ποιήματα που αργότερα θα αποτελέσουν το έργο με τίτλο Ο τάφος τον Λουδοβίκου τον XXX. «Ένας καινούριος μυστικός», βίαιο άρθρο του Σαρτρ που δημοσιεύεται στα Τετράδια τον Νότου, στα τεύχη Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου.

1944 Το Φεβρουάριο αρχίζει να γράφει το Για το Νίτσε. Στις 5 Μαρτίου εκφωνεί στο σπίτι του Μαρσέλ Μορέ μια διάλεξη με θέμα την αμαρτία. Ανάμεσα σε άλλους συμμετέχουν σ’ αυτήν τη διάλεξη ο Ανταμώφ, ο Μπλανσό, η Σιμόν ντε Μπωβουάρ, ο Μπουργκελέν, ο Καμύ, ο Ντανιελού, ο ντε Καντιγιάκ, ο Ιππολύτ, ο Κλοσσόβσκι, ο Λειρίς, ο Μαντώλ, ο Γκαμπριέλ Μαρσέλ, ο Μερλώ-Ποντύ, ο Πωλάν, ο Σαρτρ. Φαινομενική συμφιλίωση με τον Σαρτρ. Το Μάρτιο δημοσιεύει τον Ένοχο, στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ. Τον Απρίλιο φεύγει απ’ το Παρίσι για το Σαμουά (στην πε­ ριοχή Σεν-ε-Μαρν). Υποφέροντας και πάλι από τη φυματίωση, ξαναρχίζει τις εμ-


24/αφιερωμα φυσήσεις αερίου στην πλευρική κοιλότητα. Εκεί γράφει το Για το Νίτσε που το τελειώνει τον Αύγουστο. Μετά τη θεραπεία επιστρέφει στο Παρίσι τον Οκτώβριο. Αρχίζει να γράφει την Ιστορία ποντικών και το Ντιανύς. Γράφει το Αλληλούια, Κατήχηση της Ντιανύς. Δημοσιεύει το Αρχαγγελικό, στις εκδόσεις Μεσάζ. Από το 1944 γράφει την Ζυλί που δε θα δημοσιευτεί όσο ζει.

1945 Το Φεβρουάριο δημοσιεύει το Για το Νίτσε, Θέληση για τύ­ χη, στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ. Δημοσιεύει την Ορέστεια, στις εκδόσεις Κατρ-Βαν. Δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Ζωντανός Θεός, στο τέταρτο τεύχος, η «Συζήτηση για την αμαρτία», η διάλεξη-συνομιλία που έγινε στις 5 Μαρτίου 1944. Το Μάιο εγκαθίσταται στο Βεζελέ με την Ντιάν Κοτσουμπέ ντε Μπωαρναί. Δημοσιεύει στις εκδόσεις Φονταίν το Dirty (Βρώμικο), που θα αποτελέσει την εισαγωγή στο βιβλίο Το γαλάζιο τον ουρα­ νού. Τον Αύγουστο τελειώνει τη Μέθοδο σκέψης.

1946 Δουλεύει για τη δημιουργία μιας καινούρίας επιθεώρησης. Αρχικά είχε προβλεφτεί να ονομαστεί Critica· τελικά θα βαφτι­ στεί Κριτική. Αρχισυντάκτης ο Πιερ Πρεβόστ. Εκδότης ο Μωρίς Ζιροντιά, στις εκδόσεις Σεν. Στο πρώτο τεύχος, του Ιουνίου, που έχει γενικό τίτλο «Η ηθική έννοια της κοινωνιολογίας», δημοσιεύει ένα άρθρο για τον Ζυλ Μοννερό που τραβάει την προσοχή του Αντρέ Μπρετόν. Μαζί με τον Μωρίς Μπλανσό, τον Πιερ Πρεβόστ και τον Ζαν Κασσού σχεδιάζουν μια επιθεώρηση που θα ονομαζόταν Επικαιρότητα. Τελικά αντί για επιθεώρηση παίρνει τη μορφή μιας σειράς τετραδίων που διευθύνει ο ίδιος και που εκδίδονται στον οίκο Καλμάν-Λεβύ. Πρώτος τόμος το 1946: Η ελεύ­ θερη Ισπανία. Η Επιικαιρότητα δε θα συνεχιστεί. Ένα δεύτερο μισοέτοιμο τεύχος δε θα δημοσιευτεί. Δίνει στις εκδόσεις Κατρ-Βαν μια εισαγωγή για τη Μάγισσα του Μισελέ. Κάνει φιλίες με τον Μισώ, τον Τζιακομέττι, τον Ζενέ... Παίρνει διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα, τη Σύλβια, η οποία θα παντρευτεί τον Ζακ Λακάν.

1947 Τον Ιανουάριο δημοσιεύει το Αλληλούια, Κατήχηση της Ντιανύς με σχέδια του Ζαν Φωτριέ. Δημοσιεύει τη Μέθοδο σκέψης στις εκδόσεις Φονταίν: «σκέ­ φτομαι όπως μια κοπέλα βγάζει το φουστάνι της. Στο έσχατο όριο της κίνησής της, η σκέψη είναι η έλλειψη της αιδούς, ακό­ μα και η αισχρότητα». Δημοσιεύει την Ιστορία ποντικών (Ημερολόγιο της Ντιανύς) που συνοδεύουν τρεις χαλκογραφίες φτιαγμένες απ’ τον Τζιακομέττι, στις εκδόσεις Μινουί. Το Μάιο η Κριτική εγκαταλείπει τις εκδόσεις Σεν, ενώ την

A


αφιερωμα/25 αναλαμβάνει ο οίκος Καλμάν-Λεβύ. Εδώ θα δημοσιευτούν τα τεύχη από το νούμερο 13 ώς το 40, δηλαδή απ’ τον Ιούνιο του ’47 ώς το Σεπτέμβρη του ’49. Ζει στο Βεζελέ όπου συναντάει μεγάλες οικονομικές δυσκο­ λίες. Δίνει περίπου είκοσι άρθρα στην επιθεώρηση Κριτική.

1948 Από το Μάρτιο ώς το Μάιο γράφει ένα βιβλίο με τίτλο Ιστο­ ρία της θρησκείας που βασίζεται στη διάλεξή του «Σχέδιο για μια ιστορία της θρησκείας». Δεν εκδόθηκε. Στις 17 Ιουλίου δίνει μια συνέντευξη στη Λογοτεχνική Φιγκαρό. «Πέντε λεπτά με τον Ζωρζ Μπατάιγ» έπειτα από το βραβείο που πήρε η Κριτική σαν η καλύτερη επιθεώρηση της χρονιάς. Αναλαμβάνει τη διεύθυνση μιας καινούριας συλλογής στις εκδόσεις Μινουί, της «Χρήσης του πλούτου». Πρώτος τίτλος: Η αμερικάνικη περιουσία και η μοίρα της του Ζαν Πιελ. Δίνει είκοσι δύο άρθρα στην Κριτική.

1949 Στις 22 και στις 24 Φεβρουάριου εκφωνεί δυο διαλέξεις: «Σε τι μας εμπλέκει η επιθυμία μας για μια παγκόσμια κυβέρνηση» και «Φιλοσοφία της σπατάλης». Δημοσιεύει στη σειρά «Χρήση του πλούτου» των εκδόσεων Μινουί, Το καταραμένο μερδικό. I, Η ανάλωση, δοκίμιο γενι­ κής οικονομίας. Δημοσιεύει τη Διαιτερογένεια στα Καγιέ ντε λα Πλειάντ. Μη έχοντας οικονομικούς πόρους, ξαναρχίζει να δουλεύει ως βιβλιοθηκάριος. Στις 17 Μαίου διορίζεται συντηρητής της Εγιμπερτιανής Βιβλιοθήκης του Καρπαντρά όπου και θα μεί­ νει για δυο χρόνια. Δημοσιεύει την Επονίν στις εκδόσεις Μινουί, στη σειρά «Πρωτότυπες νουβέλες» IX, που θα συμπεριληφθεί στον τόμο Ο Αββάς C. Το Σεπτέμβριο διακόπτεται η έκδοση της Κριτικής, στο τεσ­ σαρακοστό τεύχος. Για ένα χρόνο η επιθεώρηση δε θα κυκλο­ φορήσει.

1950 Δημοσιεύει το Ο Αββάς C, στις εκδόσεις Μινουί. Τα Γαλλι­ κά Γράμματα εξοργίζονται στις 22 Ιόυνίου γι’ αυτήν την έκδο­ ση. Βλέπουν στο πρόσωπο του αββά ένα πρόσωπο υπαρκτό, έναν αββά, αντιστασιακό και συκοφάντη. Τον Οκτώβριο ξαναρχίζει η έκδοση της Κριτικής απ’ τον εκ­ δοτικό οίκο Μινουί. Δίνει εφτά άρθρα στα τεύχη 40 και 43· ανάμεσα σ’ αυτά και 10 «Ο Νίτσε και ο Ιησούς κατά τον Ζιντ και τον Γιάσπερς». Αρχίζει να γράφει στο Καρπαντρά το Η μητέρα μου. Ίσως το τελείωσε στην Ορλεάν. Δε θα δημοσιευτεί όσο ζει. Ετοιμάζει την εισαγωγή στο έργο του Σαντ Ζυστίν ή οι δυ­ στυχίες της αρετής.

1951 Στις 16 Ιανουάριου παντρεύεται την Ντιάν Κοτσουμπέ ντε Μπωαρναί.


26/αφιερωμα Απ’ το χειμώνα του 1950 κι ώς την αναχώρηση του απ’ το Καρπαντρά γράφει την Ιστορία του ερωτισμού που είχε προβλεφθεί να αποτελέσει το δεύτερο τόμο του Καταραμένου μερόικού. Ξαναδουλεμένη, θα συμπεριληφθεί στη μελλοντική, με­ ταθανάτια, έκδοση του Ερωτισμού. Διορίζεται συντηρητής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης της Ορλεάν. Γράφει το Ο σουρεαλισμός μέρα τη μέρα, σχέδιο για αυτοβιογραφική αφήγηση των σχέσεών του με το σουρεαλισμό. Δεν το τελείωσε. Δε δημοσιεύτηκε όσο ζούσε. Προσπαθεί να συμφιλιώσει τον Σαρτρ με τον Καμύ όταν δη­ μοσιεύεται Ο εξεγερμένος άνθρωπος και ξεσπούν οι αντιμα­ χίες.

1952 Εκφωνεί διάφορες διαλέξεις· ανάμεσά τους, στις 24 Νοεμ­ βρίου, «Η άγνοια και η εξέγερση». Αυτές, μαζί με τη Θεωρία της θρησκείας, είχε προγραμματιστεί να αποτελέσουν ένα γενι­ κό έργο που τελικά δε δημοσιεύτηκε και που θα είχε τίτλο 17εθαίνοντας απ’ τα γέλια και μελετώντας με το θάνατο, τα αποτε­ λέσματα της μη-γνώσης.

1953 Τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο γράφει στην Ορλεάν ένα επίμετρο για την επανέκδοση της Εσωτερικής εμπειρίας, Υστε­ ρόγραφο: 1953. Την άνοιξη αρχίζει να γράφει τον τρίτο τόμο του Καταραμέ­ νου μερδικού. Μετά την Ανάλωση και την (αδημοσίευτη) Ιστορία του ερω­ τισμού, Η κυριαρχία. Δουλεύει πάνω στα δυο βιβλία που είχαν προγραμματιστεί να δημοσιευτούν στις εκδόσεις Σκιρά: Λασώ και Μανέ. Δίνει έξι άρθρα στην Κριτική. Ανάμεσά τους «Το πέρασμα από το ζώο στον άνθρωπο και η γέννηση της τέχνης». «Ο κομ­ μουνισμός και ο σταλινισμός». «Σαντ (1740-1814)».

1954 Επανέκδοση της Εσωτερικής εμπειρίας στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ, πρώτου τόμου του τρίπτυχου Η αθεολογική επιτομή, που πλουτίστηκε με την επανέκδοση της Μεθόδου σκέψης και του Υστερόγραφου 1953. Κάτω απ’ τον τίτλο Ο τάφος του Λουδοβίκου του X X X συ­ γκεντρώνει ποιήματα που γράφτηκαν την περίοδο 1942-1945. Δε θα υπάρξει συνέχεια. Δε δίνει κανένα άρθρο στην Κριτική. Μα στην Botteghe Oscure δίνει τα ποιήματά του Το αδιαφοροποίητο ον είναι ένα τίποτε. Δίνει μια εισαγωγή, On reading sade (Διαβάζοντας τον Σαντ) στην αγγλική έκδοση του 120 μέρες στα Σόδομα.

1955 Το Μάιο δημοσιεύει στις εκδόσεις Σκιρά, στη Γενεύη, το Η προϊστορική ζωγραφική, Λασώ ή η γέννηση της τέχνης. Στις ίδιες εκδόσεις δημοσιεύει το βιβλίο Μανέ. Φαίνεται ότι σχεδίαζε να κάνει αυτό το βιβλίο πριν από τον πόλεμο. Αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα υγείας. Ύστερα από ένα

Παραπημοφόρησή του με το παράσημο της Λεγεώνας της τιμής το 1952


αφιερωμα/27 συμβούλιο που οργανώθηκε από τον Φρένκελ στο Παρίσι βγαί­ νει η διάγνωση ότι πάσχει από εγκεφαλική αρτηριοσκλήρωση. Οι οικείοι του μαθαίνουν ότι είναι καταδικασμένος. Δίνει στην επιθεώρηση Νουβέλ N.R.F. «Το παράδοξο του ερωτισμού» (που μιλάει για την Ιστορία της Ο της Πωλίν Ρεάζ) και το «Πέρα απ’ το σοβαρό». Δημοσιεύει στο πέμπτο τεύχος του Δευκαλίωνα το «Έγελος, ο θάνατος και η θυσία». Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ λέει: «Ο Ζωρζ Μπατάιγ είναι σήμερα το καλύτερο κεφάλι που σκέφτεται στη Γαλλία».

1956 Επανέκδοση της Μαντάμ Εντοναρντά από τον οίκο ΖανΖακ Πωβέρ, με το ψευδώνυμο Πιερ Ανζελίκ· έχει προστεθεί ένας πρόλογος που υπογράφεται από τον Ζωρζ Μπατάιγ. Μαζί με τον Μπρετόν, τον Κοκτώ και τον Πωλάν καταθέτει στο δικαστήριο υπέρ του Πωβέρ, του εκδότη του 120 μέρες στα Σόόομα. Δίνει τρία άρθρα στην Κριτική (ένα απ’ αυτά αναφέρεται στους Θλιβερούς Τροπικούς του Κλωντ Λεβί-Στρως). Δίνει επίσης το «Βασικό ερωτισμό» στην επιθεώρηση Λετρ Νουβέλ.

1957 Στις 12 Φεβρουάριου δίνει μια διάλεξη στον Ανοιχτό κύκλο, «Ο ερωτισμός και η σαγήνη του θανάτου». Δημοσιεύει Το γαλάζιο του ουρανού στον οίκο Πωβέρ. Γραμμένο το 1935, «αυτό το βιβλίο-κλειδί ολόκληρου του μο­ ντερνισμού μας» (Σολλέρ) περίμενε είκοσι δύο χρόνια για να δει το φως της δημοσιότητας. Βαριά άρρωστος. Δυο φορές στο νοσοκομείο. Τον Ιούλιο δημοσιεύει στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ το Η λογοτε­ χνία και το κακό, συλλογή άρθρων που δημοσιεύθηκαν στην Κριτική. Δημοσιεύει τον Ερωτισμό στις εκδόσεις Μινουί: «Ο άνθρω­ πος μπορεί να ξεπεράσει ό,τι τον φοβίζει, μπορεί να το κοιτά­ ξει κατάματα». Απ’ τον Ιούλιο δουλεύει για το σχέδιο μιας νέας επιθεώρη­ σης με εκδότη τον Μωρίς Ζιρωντιά και αρχισυντάκτη τον Πατρίκ Βαλντμπέργκ. Διευθυντής ο ίδιος. Ο πρώτος τίτλος, Γένε­ ση, είναι ό,τι απέμεινε απ’ αυτό το σχέδιο. Γένεση, τριμηνιαία επιθεώρηση: η σεξουαλικότητα στη βιο­ λογία, στην ψυχολογία, στην ψυχανάλυση, στην εθνολογία, στην ιστορία των ηθών, στην ιστορία των θρησκειών, στην ιστορία των ιδεών, στην τέχνη, στην ποίηση, στη λογοτεχνία». Δημοσίευση μιας μικρής συνέντευξης στη Λογοτεχνική Φιγκαρό στις 12 Οκτωβρίου· τίτλος: «Η λογοτεχνία βρίσκεται απ’ τη μεριά του κακού». Δίνει μια συνέντευξη στην Μαργκερίτ Ντυράς. Δημοσιεύεται στη Φρανς-Ομπζερβατέρ στις 12 Δεκεμβρίου. Δίνει στην Κριτική το άρθρο «Ο κόσμος τούτος όπου πεθαί­ νουμε» (σχετικά με το βιβλίο του Μωρίς Μπλανσό Ο τελευ­ ταίος άνθρωπος).

1958 Άρρωστος, συνεχίζει να εργάζεται στη δημοτική βιβλιοθήκη της Ορλεάν. Μαζί με τον Βαλντμπέργκ δουλεύουν φτιάχνοντας μια σύ-

Μάρτιν Χάιντεγκερ


28/αφιερωμα Από το 1956 δουλεύει τον πρόλογο ενός βιβλίου με θέμα τη δίκη του Ζιλ ντε Ραί. «Εξάλλου έχω καταντήσει να σκέφτομαι σε κάποιο βαθμό την τουλάχιστον σχετική απώλεια του μυαλού μου: δεν είμαι πια βέβαιος ότι διαθέτω ορισμένες δυνατότητες που είχα άλλοτε» (γράμμα στον Κοζέβ).

1959 Αρχίζει να δουλεύει για το σχέδιο ενός βιβλίου που είχε προγραμματιστεί να εκδοθεί στον οίκο Ζαν-Ζακ Πωβέρ, με θέ­ μα τον ερωτισμό στη ζωγραφική. Συνεργάτης του ο Λο Ντούκα. Στις 24 Ιουλίου ονομάζει το βιβλίο αυτό Τα δάκρυα τον Έρωτα. Δημοσιεύει την εισαγωγή στη Δίκη του Ζιλ ντε Ραί στις εκ­ δόσεις Κλαμπ Φρανσέ ντυ Αιβρ.

1960 Εκφράζει στους φίλους του τις ανησυχίες του για την κατά­ σταση της υγείας του και για τη δυσκολία του να γράψει. Στις 25 Μαρτίου: «η θεραπεία που ακολουθώ μέχρι στιγμής δεν έχει φέρει άλλο αποτέλεσμα παρά να με διαλύσει». Στις 15 Ιουνίου: «Όλο και χειροτερεύει η κατάσταση της υγείας μου».

1961 Στις 21 Φεβρουάριου: «Τα δάκρυα τον Έρωτα θα υπογραμ­ μίσουν την τραγική σημασία του ερωτισμού» (γράμμα στον Λο. Ντούκα). Το Φεβρουάριο δίνει συνέντευξη στη δημοσιογράφο του Εξ­ πρές Μαντλέν Σαπσάλ. Την υποδέχεται στην Ορλεάν. «Νομίζω ότι... ίσως να καυχιέμαι, μα ο θάνατός μου φαίνεται πως είναι το πιο γελοίο πράγμα στον κόσμο... Ό χ ι πως δεν τον φοβάμαι! Όμως μπορεί κανείς να κοροϊδεύει αυτά που φοβάται: 'Εχω φτάσει μάλιστα στο σημείο να σκέφτομαι πως το γέλιο (...) εί­ ναι η κοροϊδία του θανάτου». Το άρθρο δημοσιεύεται στις 23 Μαρτίου, στο τεύχος 510 του Εξπρές. Το Μάιο τελειώνει Τα δάκρυα τον Έρωτα. Δημοσιεύονται τον Ιούνιο. Επανέκδοση του Ενόχου, στις εκδόσεις Γκαλλιμάρ, που αποτέλεσε το δεύτερο τόμο της Αθεολογικής επιτομής στον οποίο προστέθηκε και η οριστική μορφή του Αλληλούια.

1962 Κρατάει πολλές σημειώσεις για το κείμενο της εισαγωγής στην επανέκδοση του Μίσους για την ποίηση με καινούριο τίτ­ λο, Το αδύνατο. Σχεδιάζει μια πολύ επεξεργασμένη επανέκδοση του βιβλίου Το καταραμένο μερδικό. /, Η ανάλωση. Πεθαίνει το πρωί της 8ης Ιουλίου. Τον θάβουν στο Βεζελέ, στο μικρό νεκροταφείο κοντά στη μητρόπολη. Μια απλή πλάκα και πάνω της μόνο το όνομα και οι ημερομηνίες: Ζωρζ Μπατάιγ, 1897-1962. Α πόδοση: Κώστας Τσιταράκης * Συγγραφέας του βιβλίου: Ζωρζ Μπατάιγ, ο θάνατος στο έργο (εκδόσεις Σεγκιέ). Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα απ' τις Χρονολογίες του βιβλίου.

Ο Ζωρζ Μπατάιγ το 1961


Σαντάλ Τομά*

Ενάντια στο άχαρο σεξ Ο Μπατάιγ υμνεί την έμμονη ιδέα του γυμνού. Αυτή η γύμνια παρεκκλίνει προς το άσεμνο. Δεν υπάρχει παρά μόνο μέσα απ’ το βλέμμα που πέφτει πάνω της. ατά τον Μπατάιγ, το όργιο όπως και η συ­ ζυγική συνουσία δε διαφοροποιούν το σεξ. Δε θέτουν αντικείμενο, δε ζουν την απόσταση της επιθυμίας. Είτε κάποιος συνουσιάζεται μες στη σύγχυση μιας παρέας, είτε κάνει τις ερωτικές κινήσεις μισοπιασμένος ήδη στα δίχτυα της νύ­ χτας και του ύπνου, είναι ακριβώς το ίδιο πράγ­ μα - αυτοματισμός και ήσυχη συνείδηση, στη μη­ δενική βαθμίδα του ερωτισμού. Η γραφή του Μπατάιγ, στην οποία είναι αδύνατο να χαρά­ ξουμε ακριβή όρια ανάμεσα σε αφηγήσεις, φιλο­ σοφία, ανθρωπολογία ή λογοτεχνική κριτική, τείνει σ’ ένα και μόνο σκοπό: να μιλήσει για το σεξ μέσα από ό,τι το απαράδεκτο, το άσεμνο, το ανατρεπτικό για το άτομο που, καθώς επιδίδεται σ’ αυτό, ακολουθεί την καταστροφή του, κατα­ στροφικό για την κοινωνία που,' σύμφωνη να ε­ ντάξει στη λειτουργία της «τις ηδονές της σάρ­ κας», δε θα μπορούσε να αποδεχτεί τη μανία της υπερβολής, τη φυσική και διανοητική αρρώστια που γίνεται η σεξουαλικότητα όταν δε χρησιμεύ­ ει πια σε τίποτα, κι όταν πια δεν πειραματίζεται παρά μόνο στο χώρο αυτού του τίποτα, στην ει­ ρωνεία αυτού του παράλογου. Ενάντια στο «άχαρο σεξ» των αθλητών που προπονούνται ή αυτών που θυσιάζονται για την αναπαραγωγή, ο Μπατάιγ υμνεί την έμμονη ιδέα του γυμνού, το απόλυτο του πρωκτού. Είναι ένα τρίξιμο, μια κραυγή που κάνει το γυαλί να σπά­ σει, φέρνει το σάλιο στην άκρη των χειλιών, το σπασμό πριν τη λιποθυμία.

Κ

ο γυμνό στο οποίο παραπέμπει έμμονα η σκέψη του δεν είναι εκείνο που αποδέχεται ο νατουραλισμός. Αντίθετα είναι εκείνο που μας απομακρύνει απ’ τη φύση, που μας χωρίζει απ’ τη φυσική ζωικότητα. Δεν είναι η γύμνια αυτή καθεαυτή που είναι ανατρεπτική, αυτό είναι κά­ τι απλοϊκό που έγινε κοινότυπο και μάλιστα προκαλώντας ομαδικές αντιδράσεις στην εποχή μάς (ωστόσο ο Μπατάιγ θυμίζει ότι στην αρχή τού αιώνα μας, στα θρησκευτικά οικοτροφεία

Τ

ένα κορίτσι έμπαινε στο λουτρό ντυμένο με τη νυχτικιά του. Και πιο πριν, το 18ο αιώνα, ο πρίγκηπας της Λιν διηγείται πως η μητέρα του τον γέννησε «φορώντας κρινολίνο» και πέθανε λίγα χρόνια αργότερα με το ίδιο επίσημο ένδυ­ μα). Η γύμνια δεν υπάρχει παρά μόνο μέσ’ απ’ το βλέμμα που πέφτει πάνω της. Η θέα του γυ­ μνού για να έχει ερωτική αξία, ή αξία απώλειας, πρέπει να αποτελεί άσεμνη πρόκληση. Η γύμνια, λέει ο Μπατάιγ, παρεκκλίνει προς το άσεμνο. Και το άσεμνο είναι η ξαφνική ανά­ δυση της ζωικότητας μέσα μας, καθώς στέκεται μες στη φρίκη και στην έκσταση. Τα πρόσωπα του Μπατάιγ ξεγυμνώνονται αμέσως. Η γύμνια τους καίει. Είναι μια ασταμάτητη ικεσία της κί­ νησης και της σκέψης. Το ξεγύμνωμα γοητεύει όπως ο θάνατος του ταύρου στην αρένα. Μες στον καυτό ήλιο. Είναι πτώση έξω απ’ το λογικό κόσμο των ντυμένων, έξω απ’ τον πιθανό κόσμο των ζωντανών. Η γύμνια, όταν αρχίζει, δεν αφήνει τίποτε άθικτο δίπλα της. Παρασέρνει στην κίνησή της ολόκληρο το σόμπαν. Η κραιπάλη στον Μπα­ τάιγ, όπως και στον Σαντ, είναι κοσμική. Ανά­ μεσα σε μια κοπέλα που αυνανίζεται (μια κοπέ­ λα τρομερά γυμνή) και άτην καταιγίδα που ξε­ σκίζει τον ουρανό η συνάφεια είναι απαραίτητη. Επιδημικό, καταστροφικό, το άόεμνο τρελαί­ νει. Είναι το σημείο όπου όλες οι εξουσίες εκμηδε­ νίζονται, όπου το βλέμμα τυφλώνεται. Η στιγμή όπου, στο τέλος της Ιστορίας τον ματιού, ο αφη­ γητής βλέπει «μες στο τριχωτό εφηβαίο της Σι­ μόν το χλωμό γαλάζιο μάτι της Μαρσέλ να κοι­ τάζει ρίχνοντας δάκρυα ούρων». Η γύμνιά είναι παραίσθηση ενός άντρα είτε μιας γυναίκας, είναι πάντότε θηλυκή. Είναι η γούνα που χωνεύεται με την αγριότητα, η ανοι­ χτή ρωγμή στην τρέλα. Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης * Συγγραφέας του Σαντ. το μάτι τον γράμματος (εκδ. Payot) και Καξανόβας, ένα ελευθέριο ταξίδι (εκδ. DenoclJ.


30/αφιερωμα

Μαξ Μπιλέν*

Η ποιητική εμπειρία

Πωλ Ντελβώ

Για την ποίηση που βιώθηκε σαν μια μυσταγωγική πορεία όπου ο συγγραφέας αποδεσμεύεται από κάθε υπέρβαση κι από κάθε μυστικισμό. Ζωρζ Μπατάιγ έχει γίνει συχνότερη λεία για τους φιλόσοφους παρά για τους κριτι­ κούς της λογοτεχνίας. Είναι αλήθεια ότι το έργο του προσφέρεται εύκολα για σχόλια μεταφυσι­ κής, κοινωνιολογικής, οικονομικής κ.τ.λ. τάξης, όμως μια σχετική συσκότιση της «ποιητικής διά­ χυσης» του Μπατάιγ μπορεί να προκαλέσει πολ­ λές παρεξηγήσεις, στο μέτρο που θα παίρναμε υπόψη μας το γεγονός ότι, για τον Μπατάιγ, «η λογοτεχνία είναι το ουσιώδες ή δεν είναι τίπο­ τα», ενώ μόνο η γραφή επιτρέπει να νιώσουμε αυτές τις οριακές καταστάσεις που χαρακτηρί­ ζονται απ’ την «τραγική ένταση της άμετρης σπατάλης», απ’ τη «στενάζουσα αναζήτηση» της ποίησης που μόνο αυτή μπορεί να οδηγήσει στην «πλήρη επικοινωνία που είναι η εμπειρία που τείνει προς το ακραίο». Ο Ζωρζ Μπατάιγ επέμεινε λιγότερο στο ποιη­ τικό έργο αυτό καθεαυτό απ’ ό,τι σ’ αυτήν την

Ο

εμπειρία που «αποδεσμεύει από κάθε υπέρβαση, από κάθε μυστικισμό, μην έχοντας άλλο σκοπό παρά τον ίδιο τον εαυτό της». Γιατί ο Μπατάιγ προσπάθησε ακριβώς να περιγράφει «τις κατα­ στάσεις όπου είναι συνηθισμένο να προσχωρεί κανείς σ’ αυτές τις (ποιητικές) καταστάσεις». Για να ζήσει αυτή την «εσωτερική» εμπειρία («μοναδική αλλά όχι άρρητη»), που βεβαιώνει την ιδιαιτερότητα και την αυτονομία της ποιητι­ κής κατάστασης, όπως το εύχονταν οι μεγάλοι ρομαντικοί του «Athenaeum», ο Μπατάιγ «χαμέ­ νος ανάμεσα σ’ αυτούς τους πολυλογάδες» θέλη­ σε μια επιστροφή στη χαμένη απλότητα, θέλησε να δώσει στη ζωή την πρωταρχική της ενέργεια, να ξαναβρεί την έκφραση μιας ασυγκράτητης ελευθερίας, να «πετάξει από πάνω του τη γνώ­ ση», να αποδεσμευτεί απ’ τις λέξεις, να βγει έξω απ’ τον ανυπόφορο εγκλεισμό: «Δε θέλω πια, στενάζω/όε μπορώ άλλο ν’ αντέξωίτη φυλακή


αφιερωμα/31 μον./Το λέω τούτο με πίκρα./λέξεις που με πνί­ γουν, αφήστε με,/παρατήστε με,/διψάω/γΤ άλλο πράγμα». πογύμνωση που φτάνει μέχρι την αμφισβή­ τηση των πάντων «χωρίς καμιά διακοπή»: «...δεν είναι τίποτα/αυτό το εγώ που είμαι,/παρά/δειλή αποδοχή/τον ό,τι είναι»), («Η εσωτερι­ κή εμπειρία»). Προσπάθεια αποπροσωποποίησης και απώ­ λειας του εγώ: «Φτάνω τη δύναμη που είχε το ον για να πετύχει το αντίθετο του όντος. Ο θάνατός μου κι εγώ, περνάμε απαρατήρητοι έξω στον άνεμο, όπου ξανοίγομαι στην απουσία του εγώ» (Ο ένοχος), ώστε να «ξεγυμνώσω τη φύση του όντος»: «Στα βάθη της γης,/ω τάφε μου/απελευθέρωσέ με από μένα, /δε θέλω πια να είμαι». Αναζητώντας κυρίως τη ρωγμή του (το αίσθημα του ιερού και το αίσθημα της ενοχής) μεσ’ απ’ την οποία θα επικοινωνήσει με τον άλλο: «Μισώ/ αυτή τη ζωή οργάνου/ψάχνω ένα ράγισμα,/το ράγισμά μου,/για να σπαστώ». («Η Εσωτερική Εμπειρία»). Εμψυχωμένος απ’ τη «θέληση της ρήξης με τον κόσμο, για να σφίξω καλύτερα τη ζωή μες στην πληρότητά της και για ν’ ανακαλύ■ψωμες στην καλλιτεχνική δημιουργία ό,τι αρνείται η πραγματικότητα» («Η λογοτεχνία και το κακό»). Έκκληση για να «εφεύρει κανείς τον εαυτό του», για να αυτοδημιουργηθεί, για να κάνει μια ριζική αλλαγή των νόμων της ύπαρξης (αλλαγή που, κατά τον Ελιάντ, είναι μια θρησκευτική ανύψωση της ψυχής), για να «διατρέξει κινδύ­ νους πέρα από κάθε σύστημα», για ταυτιστεί με την έρημο: «...θα ’λεγα πως η “έρημος” είναι η πιο ολοκληρωτική εγκατάλειψη της μέριμνας του “σύγχρονου ανθρώπου” που είναι η συνέ­ χεια του “αρχαίου ανθρώπου” που τη ζωή του ρύθμιζε η τάξη των εορτών (Η Εσωτερική Εμπει­ ρία) στο άπειρο, στο μηδέν και στη “νύχτα της μη-γνώσης” : «Ποιος είμαι/όχι “εγώ” όχι όχι/ μα η έρημος η νύχτα η απεραντοσύνη/που είμαι/τι είναι/έρημος απεραντοσύνη νύχτα κτήνος/γρήγορα μηδέν χωρίς επιστροφή» («Η Εσωτερική Ε­ μπειρία»).

Α

πιστροφή στο πρωταρχικό, μάλλον «σπαρα­ κτική πτώση»: «Όντας μια τυφλή πτώση μες στη νύχτα, καταπονώ τη θέλησή μου χωρίς να το θέλω (που μέσα μου δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το δεδομένο)· κι ο φόβος μου είναι η κραυγή μιας ατελείωτης ελευθερίας» («Το Αδύ­ νατο»). «Ταξίδι στα έσχατα του δυνατού», εμπειρία του «ορίου του δυνατού»: «Το να είσαι αντιμέ­ τωπος με το αδύνατο - το υπέρμετρο, το αναμφί­ βολο - όταν τίποτα πια δεν είναι δυνατό, είναι για μένα σαν να αποκτάς την εμπειρία του θεί­

Ε

ου» («Η Εσωτερική Εμπειρία»), Έκλαμψη, γοητεία, έκσταση, αποκάλυψη του «άγνωστου κενού»: «Φαντάζομαι!μες στα ατέ­ λειωτα βάθη/την απλωμένη έρημο/διαφορετική απ' τον ουρανό που βλέπω/χωρίς να ’χει πια αυ­ τά τα σημεία του φωτός που τρεμοπαίζει/μα χεί­ μαρρους από φλόγες/πιο μεγάλο από έναν ουρα­ νό/εκτυφλωτικό σαν την αυγή». («Το αδύνατο»). Άξαφνο καί κεραυνοβόλο όραμα: «Διασχί­ ζοντας την οδό Φουρ, έγινα άγνωστος μέσα σ’ αυτό το «μηδέν», εντελώς ξαφνικά... αρνιόμουνα αυτούς τους γκρίζους τοίχους που με φυλάκι­ ζαν, ξεχυνόμουν μέσα σε κάτι σαν έκσταση...», εγκατάλειψη στο «ατελείωτο κενό», προσέγγιση του θανάτου: «θάνατε/απόκριση/ρυάκι σφουγγά­ ρι ονείρου/ηλιακού/βύθισέ με/για να μη ξέρω πια άλλο τίποτα/απ’ αυτά τα δάκρυα» («Η Εσωτερι­ κή Εμπειρία»). Τέτοια ήταν η ποιητική εμπειρία του Μπατάιγ, κατάσταση ευτυχίας βιωμένη και όχι επι­ νοημένη («σαν κάποιος άλλος να την ένιωθε κι όχι εγώ»), κατάσταση που η εξωτερική με την εσωτερική της όψη συμφωνούν, ταύτιση του υποκειμένου με το αντικείμενο, πάντρεμα των αντιθέτων, ανακάλυψη της ολότητας («επιθυμία να είμαι το παν», «υποκείμενο που θέλει να γίνει το παν»), συνάντηση της ενότητας: «Η ίδια η ε­ μπειρία με κουρέλιασε, κι αυτά τα κουρέλια, η αδυναμία μου να αποκριθώ αποτέλειωνε το σπά­ ραγμά τους (...) Μόνο από μέσα, βιωμένη μέχρι τη φρίκη, εμφανίζεται ενώνοντας ό,τι πρέπει να χωρίζει η συλλογιστική σκέψη» (Η εσωτερική Εμπειρία). Τέτοια είναι, παρόμοια, και η περιγραφή της μυσταγωγικής πορείας - αποχωρισμός-αποκάλυψη-μεταμόρφωση-της ποιητικής εμπειρίας, πέ­ ρασμα σε μια καινούρια ζωή, είσοδος στο από­ λυτο, μια και βιώθηκαν μέσα σε μια στιγμή το καθολικό και το άχρονο. Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης * Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Έχει δημο­ σιεύσει ανάμεσα σε άλλα έργα το βιβλίο Δημιουργική διαλε­ κτική και δομή τον λογοτεχνικού έργου (εκδόσεις Vrin).


32/αφιερωμα

Ζακ Μεν ιέ

Ο αζτεκικός ορίζοντας τις φρικαλεότητες των Αζτέκων, ο Μπατάιγ κράτησε το σκωπτικό χαρακτήρα: την πρακτική της χαράς μπροστά στο θάνατο

Σ

το μικρό Λαρούς στα χρόνια γύρω στο ’40 το επίρρημα χαρούμενα ορίζεται: με χαρά, Πα­ ράδειγμα: βαδίζοντας χαρούμενα προς το θάνα­ το. Γιατί αυτό το αθέλητο αστείο, που στο πνεύ­ μα του συντάκτη έπρεπε να έχει μια περισσότερο στρατιωτική παρά πολεμική υποδήλωση, πάντα έφερνε στο νου μου τον Ζωρζ Μπατάιγ και τους Αζτέκους; Μήπως άραγε γιατί σ’ ένα συνηθισμέ­ νο λεξικό δεν περιμένει κανείς να δει απότομα συνδεδεμένα την περηφάνια, το γέλιο και το θά­ νατο; Οι Αζτέκοι βαδίζουν χαρούμενοι προς το θά­ νατο και θα γίνουν για τον Μπατάιγ ένας ξεχω­ ριστός λαός. Ένα είδος διονυσιακής αναφοράς όπου ξαναβρίσκει ταυτόχρονα τον Νίτσε, τον Σαντ και τους Πιέ Νικελέ1. Πολιτισμός του ήλιου και της θυσίας (κι όχι των εκστρατειών

και των σφαγών), ο αζτεκικός ορίζοντας, το μεξικάνικο πνεύμα, του φαίνονται ένα ιστορικό επέκεινα του καλού και του κακού. Μαντεύει σ’ αυτούς ένα μαύρο χιούμορ, συστατικό του σύμπαντος, που ταιριάζει στο ταπεραμέντο του και στη λογική του. Διαβάζοντας Τορκεμάδα, Σααγκούν και Πρέσκοτ ονειρεύεται αυτούς τους Αζ­ τέκους που σπεύδουν στη θυσία όπως σπεύδουν στη δουλειά. Εξάλλου και υπνοβατικά οράματα, γεμάτα αίμα, λουλούδια, μύγες, αρώματα και ξεριζωμένες καρδιές. Νοσταλγία ενός συστήμα­ τος που έφτασε ώς το σημείο τήξης του. Ο Μπατάιγ εξάγει τα συμπεράσματα μιας ρι­ ψοκίνδυνης υπόθεσης. Ίσως, δοσμένος ολοκλη­ ρωτικά στους μελλοντικούς του δαίμονες, δε βρίσκει την ευκαιρία να κοιτάξει προσεκτικά τα Χρονικά και τους κώδικες. Ίσως πατάει πιο έ­


αφιερωμα/33 ντονα την αυτοκτονική, κι ωστόσο χαρούμενη, νότα. Ίσως υμνεί πολύ την επιφάνεια και τη βα­ θύτερη σημασία αυτής της τελετουργικής ανάλω­ σης2. Πράγματι: πρέπει να βλέπουμε μια ανάλω­ ση όταν οι Αζτέκοι είναι έφιπποι; Κι άραγε ο Μπατάιγ δε συγχέει το πλεόνασμα, την οργή προς τα εμπρός και το διαρκές έλλειμμα; ροχωρώντας με ανασκιρτήματα πενήντα δύο χρόνων, ο ατζεκικός πολιτισμός πηγαί­ νει από τη μια συντέλεια του κόσμου στην άλλη. Ο Μπατάιγ θα γοητευθεί αμέσως απ’ αυτό το αέ­ ναο «όλα ή τίποτα». Ακόμα περισσότερο αφού οι Αζτέκοι αντί να τεντώνονται και να περιμέ­ νουν να πέσει στο κεφάλι τους ο ουρανός, απα­ ντούσαν στη μοίρα με τη σκηνοθεσία, με το θέα­ μα και με τη γιορτή. Η ηδονοβλεπτική πλευρά του Μπατάιγ έμοιαζε να δίνεται σ’ αυτόν τον πολιτισμό που στρεφόταν προς τον εξωτερικό κόσμο. «Η ζωή είναι ένα όνειρο απ’ το οποίο ξυπνάμε όταν πεθαίνουμε», λέει μια παλιά αζτεκική πα­ ροιμία. Αυτό ίσως να εξηγεί το αβέβαιο χαμόγε­ λο ορισμένων προκολομβιανών δημιουργών και την έντονη προτίμησή τους για τη φάρσα αυτού του κόσμου. Ο Μπατάιγ, που κατά τον Μισέλ Λεκάμ3 «προχωρεί σε ένα είδος εθνολογικής ανάγνωσης του υποσυνείδητού του», αρέσκεται να καλλιεργεί αυτό το είδος των κρυμμένων α­ ντιστοιχιών. Έχει μια φαντασιακή σχέση με την αζτεκική Weltanschanung κι αντί να αναρωτιό­ μαστε για την «αζτεκοφιλία» του, καλύτερα θα ’ταν να εξετάσουμε την έλλειψη ενθουσιασμού για τους Ίνκας, τους Μάγιας, τους Τολτέκους και τους Ολμέκους... Τί κατά τη γνώμη του κάνει τους Αζτέκους να διαφέρουν απ’ τους υπόλοιπους; Εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο Ζωρζ Μπατάιγ δεν ξεπέ­ φτει στο συνηθισμένο εθνοκεντρισμό των σχο­ λιαστών: ποτέ για παράδειγμα δεν εξηγεί πως οι Αζτέκοι θα μπορούσαν να συγκριθούν με τους Ρωμαίους, οι Μάγιας με τους Έλληνες, οι Τολτέκοι με τους Ετρούσκους και οι Ολμέκοι με τους Σουμέριους... Γι’ αυτόν οι Μάγιας είναι νωθροί (σαν τους Κμερ!) και οι Ίνκας συγκεν­ τρωτικοί, μα κυρίως τους λείπει αυτό μέσω του οποίου οι ατομικές φαντασιώσεις μπορούν να ταυτιστούν με τις ιεροτελεστίες και με τους μύ­ θους: το σώμα.

Π

παθητική εθνολογία του Μπατάιγ περνάει απ’ την ιερουργία της τελετής, Η πράγματι δηλαδή απ’ την ασταθή γνώση του σύμπαντος. Μέσα απ’ την εξαγρίωση. Μέσα απ’ τις συντα­ ρακτικές εικόνες κι απ’ τις ιδέες που δε σκέφτο­ νται. Μέσα απ’ το - καθόλου τυχαίο - πάντρεμα

της βιβλιοθήκης και του σφαγείου. Ολ’ αυτά, εκτός απ’ τη θρησκεία που ρέει μες στις κινήσεις, το ιερό και το γελοίο επιτέλους συμφιλιωμένα, η ομαδική κραιπάλη, εκφράζονται από ένα λαό που ο Μαλντορόρ του ονομάζεται Τεζκατλιπόκα («ο γεμάτος καπνό καθρέφτης»), Ω δαίμονες! Ω θαύματα! Ο Μπατάιγ επανέρχεται συχνά στον περίεργα ευτυχισμένο χαρακτήρα που έχουν οι φρικαλεό­ τητες των Αζτέκων. Πέρα απ’ την πρόκληση, βλέπει σωστά ότι η θυσία δε είναι δυνατό να κριθεί ηθικά και ότι δεν εξηγείται παρά μέσα στα πλαίσια μιας γενικευμένης τάξης. Συγκρατεί πρώτ’ απ’ όλα τον αποφασιστικά σκωπτικό χα­ ρακτήρα της: την πρακτική της χαράς μπροστά στο θάνατο... Η αναφορά στους Πιε Νικελέ, με αφορμή τους αστεϊσμούς του Κετζαλκότ, ή στον Βαν Γκογκ, σαν απομονωμένη πράξη ακρωτηριασμού και ηλιακής θυσίας, λαμβάνει υπόψη της την τρέλα και το χλευασμό. Μα σημειώστε πως κάθε φορά είναι η αναφορά στο σώμα που συνδέει τη σκέψη και που επιτρέπει στον Μπατάιγ να δραματοποιήσει και να εσωτερικεύσει την εθνολογική πε­ ριγραφή. Αυτή είναι που αποτελεί τον αισθητικό του μηδενισμό. Ο Μπατάιγ λειτουργεί κεραυνοβόλα. Οι επι­ λογές του είναι στιγμιαίες και καθολικές. Οι Αζ­ τέκοι - με μια τέτοια προοπτική - δε γίνονται κατανοητοί παρά ολικά, μια μόνο φορά, μ’ ένα μόνο βλέμμα. Ο Μπατάιγ εκθειάζει τη «δαιμονι­ κή ανακάλυψη» των άλλων και.δίνει στον κα­ θρέφτη του έθνους ένα πραξιακό ρόλο. Τίποτα δε συμβαίνει έξω απ’ τη συγκίνηση κι απ’ την ενδόμυχη απήχηση. Σ’ αυτό, όντας εξασκημένος εγελιανός, χρησιμοποιεί και υπερβαίνει τα δεδο­ μένα της κλασικής εθνολογίας. Από μια επιστή­ μη που ασχολείται με τον άνθρωπο, από μια τε­ χνική αποκέντρωσης και ανάλυσης, δεν κρατά παρά το αποτέλεσμα: το αντιγύρισμα του σοκ. Η σπηλιά του Λασώ, το potlach, το Βουντού, οι θυ­ σίες των Αζτέκων... είναι γι’ αυτόν ο σαρκασμός του ανθρώπου απέναντι στο μαλθακό ουμανισμό κι άλλες τόσες αντιδιαμετρικές και ανατρεπτι­ κές, προσωπικές, εμπειρίες μέσα στο πεδίο των δυνατών εμπειριών. Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης Σημειώσεις 1. Τρία κείμενα του Τζωρζ Μπατάιγ αναφέρονται εδώ. Βρί­ σκονται στον πρώτο τόμο των Απάντων του: Η χαμένη Αμε­ ρική (σ. 152), Οι Πιε Νικελέ (σ. 233) [ήρωες γαλλικών κόμικς.Σ.τ.Μ.], Ο ακρωτηριασμός - θυσία και το κομμένο αυ­ τί του Βαν Γκογκ (σ. 258). 2. Βλ. Το θνητό άνθος (οικονομία της αζτεκικής θυσίας), Κριστιάν Ντυβερζέ, εκδ. Seuil 1979. 3. Βλ. Κείμενα από αλλού, ο Μπατάιγ και οι εθνολόγοι, εκδ. Maison des Sciences de Γ Homme, 1987.


34/αφιερωμα

Ζεράρ ντε Κορτάνζ

Πέρα απ’ την αντίθεσή του με τον Μπρετόν, ο Μπατάιγ καταδίκαζε ένα κίνη­ μα που είχε αποστραφεί τη ριζική ανατροπή. ημοσιευμένο το Δεκέμβριο του 1929 στο δωδέκατο τεύχος της «Σουρεαλιστικής Επανάστασης», το Δεύτερο Μανιφέστο, πε­ ρισσότερο δηκτικό και εμπαθές απ’ το προηγού­ μενο, χτύπαγε παλιούς συμπορευόμενους ή πρώην μέλη του σουρεαλιστικού κινήματος που οι πράξεις τους κι η συμπεριφορά τους κινδύ­ νευαν, στα μάτια του Μπρετόν, να διακυβεύσουν το μεγάλο επαναστατικό του σχέδιο. Ο Μπατάιγ σχολιάστηκε ξεχωριστά και έντονα: «Η περίπτωση του κ. Μπατάιγ παρουσιάζει αυτό το παράδοξο και ενοχλητικό γι’ αυτόν, το ότι η φο­ βία του για την «ιδέα», απ’ τη στιγμή που επι­ χειρεί να τη μεταδώσει, δεν μπορεί να αποκτήσει παρά μια ιδεολογική χροιά. Μια συνειδητή κα­ τάσταση ελλείμματος με γενικευτική μορφή, θά ’λεγαν οι γιατροί. Πράγματι, να κάποιος που θέ­ τει την αρχή ότι η φρίκη δε συνεπάγεται καμιά παθολογική ικανοποίηση και παίζει μονάχα το

Δ

ρόλο της κοπριάς στη φυτική ανάπτυξη, κοπριάς με αποπνικτική πιθανόν μυρωδιά, αλλά σωτήρια για το φυτό. Αυτή η ιδέα, κάτω απ’ την απείρως κοινότυπη επίφασή της, είναι από μόνη της ανέντιμη ή παθολογική» (Le Surrealisme ASDLR, τεύχος I). Όσο για τον Σαλβαντόρ Νταλί, θα δημοσιεύσει τον Ιούλιο του 1930, ένα άρθρο με τίτλο «Ο βρώμικος γάιδαρος», όπου θα προσάψει στον Μπατάιγ ότι συγχέει τη βιαι­ ότητα της πραγματικότητας με τη βιαιότητα των ειδώλων: «Μου έρχονται τώρα στο νου ιδιαίτερα οι υλιστικές ιδέες του Ζωρζ Μπατάιγ όπως και γενικότερα όλος ο γηραιός υλισμός που αυτός ο κύριος ισχυρίζεται γεροντικά ότι ανανεώνει στηριζόμενος χωρίς λόγο στη νεότερη ψυχολογία». Είναι γνωστή η απάντηση του Μπατάιγ σ’ αυτές τις επιθέσεις, κυρίως όταν στο «Ευνουχισμένο λιοντάρι» (1930), λυπάται που ο Μπρετόν «έχει γεμίσει για τόσο πολύ καιρό όλο τον κόσμο μ’


αψιερωμα/35 αυτές τις κουραστικές ηλιθιότητες». Πέρα απ’ αυτήν την πολεμική που ορισμένοι υποδαύλισαν με ευχαρίστηση ή που άλλοι, αργό­ τερα, επιχείρησαν να αποσιωπήσουν, που ο Ζαν-Λουί Ουντμπίν ονομάζει μια «μεγάλη ενοποιητική όσο και καθαρά ιδανική αναδρομή», τί συνέβη στην πραγματικότητα σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στον Μπατάιγ και το σουρεαλι­ σμό; Ποια είναι τα ενδεχόμενα κοινά τους εν­ διαφέροντα και ποιές οι θεμελιώδεις διαφωνίες τους; Μου φαίνεται απαραίτητο να επιχειρήσω να θέσω ορισμένα σημάδια, να μελετήσω τις ου­ σιαστικές στάσεις όπως και τη ριζικά αντίθετη πρακτική που χαρακτήρισε τα κυριότερα στάδια αυτής της κατάστασης «γοητείας - αποστροφής» (Μπερνάρ Νοέλ) ή αυτού που ο Αλαίν και η Οντέτ Βιρμώ ονομάζουν διάλογο με δόντια πριο­ νιού: «ένα είδος διαλόγου"-χρόνιας αντιπαράθε­ σης, λιγότερο ανάμεσα στον Μπατάιγ και το Σουρεαλισμό απ’ ό,τι ανάμεσα στον Μπατάιγ και τον Αντρέ Μπρετόν». Η μόνη κίνηση του Μπατάιγ που μαρτυράει κάποια γραπτή συμμετοχή του στο Σουρεαλισμό χρονολογείται το 1926 και δε μαρτυράει μια ρι­ ζική στράτευσή του, αφού πρόκειται για τη δη­ μοσίευση στο έκτο τεύχος της «Σουρεαλιστικής Επανάστασης» (Μάρτιος 1926) ενός ανυπόγρα­ φου συνόλου όπου συγκεντρώνονται «fatrasies», ανώνυμα και ασύνδετα ποιήματα δημοσιευμένα το δωδέκατο αιώνα, εργασία που είχε παραγγείλει στην ομάδα ο Μισέλ Λειρίς. Το όνομά του δε φαίνεται κάτω από κανένα μανιφέστο, δε συμμε­ τέχει σε καμιά αποστολή λίβελλων, ύβρεων, γραμμάτων, σε καμιά ομαδική έκθεση κι αν έχει γοητευθεί απ’ το σκισμένο μάτι του Ανδαλουσίανού σκύλου (πβ. «Κριτικό λεξικό», στην επιθεώ­ ρηση Κριτική) είναι γιατί του φαίνεται μια «κανιβαλλική λιχουδιά» στο μεταίχμιο ανάμεσα στην πρωτόγονη τέχνη και στον ακρωτηριασμό της θυσίας. τσι, όταν το Μάρτιο του 1929, τον καλούν να πάρει μέρος στη σουρεαλιστική συνε­ δρίαση στη διάρκεια της οποίας θα" γινόταν «η δίκη του Μεγάλου Παιχνιδιού», για να διαχωρι­ στεί από μια κίνηση που, κηρύττοντας «την Επανάσταση της πραγματικότητας προς την πη­ γή», αποχωριζόταν το επαναστατικό σουρεαλι­ στικό ιδεώδες και δεν μπορούσε παρά να μετα­ τραπεί σε ερμητικό δόγμα, ο Μπατάιγ εξαιρεί τον εαυτό του: «Πάρα πολύ ενοχλητικοί ιδεαλι­ στές». Η συνεδρίαση θα αποτύχει και θα υπο­ χρεώσει τον Μπρετόν σε μια σειρά από ενέργειες που θα οδηγήσουν στη δημοσίευση του Δεύτε­ ρου Μανιφέστου. Ο Μπατάιγ εκείνο τον καιρό βρισκόταν πιο κοντά στις θέσεις που υπερασπί­ στηκαν ο Ντωμάλ και οι φίλοι του παρά σ’ εκεί­ νες που υποστήριξαν ο Μπρετόν και οι ακό­

Ε

λουθοί του: όταν το Μεγάλο Παιχνίδι προτείνει την προσέγγιση του «κενού σημείου - στηρίγμα­ τος της ζωής και των μορφών», αντιτίθεται στο Σουρεαλισμό που θέλει να «γεμίσει» το σημείο αυτό. Είναι γνωστή η αμείωτη αποστροφή του Μπατάιγ απέναντι στην αυτόματη γραφή και τον υπνωτισμό- μήπως δεν πλησιάζει σ’ αυτό το σημείο το Μεγάλο Παιχνίδι που προσάπτει στις σουρεαλιστικές μεθόδους ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ευρήματα, «μέσα σκέψης, σκεπτόμενοι μηχανισμοί», και που αντιπαραθέτει τη δική του «περιγραφή της ύλης που είναι κίνηση» μέσα στα πλαίσια μιας διαλεκτικής σκέψης κι όχι μιας διαλεκτικής λογικής; Με τη δημιουργία της επιθεώρησης «Ντοκου­ μέντα» τον Απρίλιο του 1929, η εχθρότητα του Μπατάιγ απέναντι στη σουρεαλιστική ομάδα και την πραγματική δικτακτορία που εξασκούσε τό­ τε αυτή στον κόσμο της διανόησης, γίνεται μια πράξη αντίστασης. Δεν πρόκειται πια για λοιδο­ ρίες που ανταλλάσσονται με λιγότερη ή περισσό­ τερη δηκτικότητα. Ο Μπατάιγ δημιουργεί έναν πόλο το ίδιο ζωντανό και στέρεο όπως κι ο Σου­ ρεαλισμός, πόλο που άλλωστε δέχεται τους αποσκιρτήσαντες απ’ το κίνημα: Λειρίς, Ντενός, Βιτράκ. Το πρόγραμμα είναι φιλόδοξο: «Αντιμε­ τωπίζονται εδώ σε γενικές γραμμές, τα πιο ανη­ συχητικά γεγονότα, αυτά που οι συνέπειές τους δεν έχουν ακόμα καθοριστεί. Σ’ αυτές τις διαφό­ ρων ειδών εξερευνήσεις, ο μερικές φορές παρά­ λογος χαρακτήρας των αποτελεσμάτων και των μεθόδων, απέχοντας πολύ από το να είναι κρυμ­ μένος, όπως συμβαίνει πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες της ευπρέπειας, θα υπογραμμιστεί με αποφασιστικό τρόπο είτε από έχθρα για το ανούσιο είτε από μια «έφεση για χιούμορ». Η επιχείρηση της ερευνάς είναι τεράστια, αμφι­ σβητεί και προκαλεί έντονες συγκινήσεις. Ο Μπρετόν δεν πέφτει στην παγίδα και επιτίθεται ονομαστικά στον Μπατάιγ σ’ αυτό το περίφημο Δεύτερο Μανιφέστο και ιδιαίτερα ορισμένα άρ­ θρα που δημοσιεύτηκαν στα «Ντοκουμέντα» (πβ. Μανιφέστα, Ζαν-Ζακ Πωβέρ, 1962, σσ. 216-220, 218-219) Απ’ το γεγονός αυτό κι έπειτα, η αντίθεση ανάμεσα στους δύο άντρες θα σημαδευτεί βίαια και δημόσια. Η απάντηση του Μπατάιγ και των φίλων του είναι ακαριαία. Κυκλοφορεί μια μπροσούρα, «Ένα πτώμα», εναντίον του Αντρέ Μπρετόν. Διαβάζοντας τις διάφορες συμμετοχές μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι αυτός ο λίβελλος, αν και διαθέτει όλη τη δηκτικότητα που έξι χρόνια πριν ρίχτηκε εναντίον του Ανατόλ Φρανς - οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: «Μια γερή ανακόυφιση», Ζ. Μπαρόν- «Θωμάς ο απατεώ­ νας», Ρ. Ντενός- «Θάνατος ενός κυρίου», Ζ. Πρεβέρ- «Το ευνουχισμένο λιοντάρι», Ζ. Μπατάιγ δεν μπορεί να υποβιβαστεί μόνο σε μια σειρά


36/αφιερωμα από ύβρεις. Ο Ζαν-Λουί Ουντμπίν υπογραμμί­ ζει σωστά (πβ. Συνέδριο τον Σεριζύ, 10/13, 1973) ότι αυτά τα κείμενα συμπυκνώνουν τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο την επιχειρηματολογία που θα αναπτύξει ο Μπατάιγ σε ορισμένα κείμενα όπως στο «Η αξία της χρή­ σης του Σαντ» και στο «Ο γέρικος Τυφλοπόντι­ κας». α πρέπει να περιμένουμε ώς το 1935 για να επιχειρήσουν ο Μπατάιγ και ο Μπρετόν μια προσέγγιση, όμως μέσα σ’ ένα πολύ συγκε­ κριμένο πολιτικό πλαίσιο. Το 1934, οι φασιστι­ κοί σύνδεσμοι κατέβαιναν στους δρόμους για να εκπαραθυρώσουν τους βουλευτές. Η C.G.T. (Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Γαλλίας) θα απαντήσει δημιουργώντας μια Επιτροπή επα­ γρύπνησης και ρίχνοντας το σύνθημα της γενι­ κής απεργίας. Έτσι ξαφνικά την επόμενη χρο­ νιά θα γεννηθεί η Αντεπίθεση για να εμποδίσει το φασισμό: «Αγωνιστική ένωση των διανοουμέ­ νων επαναστατών». Ο Μπρετόν που μόλις είχε αποσχιστεί οριστικά απ’ το Κουμμουνιστικό Κόμμα, προσχωρεί μαζί με αρκετούς φίλους του (Ελυάρ, Παστουρώ, ΓΤερέ) στις τάξεις του κινή­ ματος που δημιούργησαν ο Σουβαρίν και ο Μπατάιγ. Ένα μανιφέστο με ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1935 επιτίθεται στον καπιταλισμό και καταγγέλλει το Λαϊκό Μέτωπο που δημιούρ­ γησε ο Λεόν Μπλουμ γιατί, όπως λέει, «απέφυγε την Επανάσταση». Διαπιστώνοντας ότι ο φασι­ σμός χρησιμοποίησε τα πολιτικά όπλα «που κα­ τασκεύασε το εργατικό κίνημα», η Αντεπίθεση δε βλέπει παρά μία και μόνη λύση, την επανά­ σταση: «Ανεπιφύλακτα, η Επανάσταση πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου επιθετική δεν μπορεί πα­ ρά να είναι εξ ολοκλήρου επιθετική». Όπω ς ακριβώς ο σουρεαλισμός αντιτίθεται στο ρεαλισμό, έτσι και η Αντεπίθεση σκοπεύει να χτυπήσει το φασισμό στο ίδιο τον το έδαφος αντιτάσσοντάς του τον «υπερφασισμό». Για πολ­ λές βδομάδες γίνονται δημόσιες και ιδιωτικές συνεδριάσεις, αλλά σιγά σιγά το κίνημα αποδυ­ ναμώνεται. Οι παρεξηγήσεις που δημιουργούν ορισμένες έννοιες, οι εσωτερικές εντάσεις που εκδηλώνονται σ’ αυτό το «σχεδόν μυσταγωγικό κέντρο» (Π. Ωντουέν) όπως επίσης και οι ιδεο­ λογικές αποκλίσεις και κάτι ασυμβίβαστο στη διάθεση του Μπατάιγ και του Μπρετόν «του πα­ λιού του εχθρού» (Μωρίς Ναντώ), επισπεύδουν τη διάλυση της ομάδας, το Μάη του 1936... Κατά τον πόλεμό και κατά την μεταπολεμική περίοδο ο Μπατάιγ θα αποδώσει με πιο λεπτές πινελιές τη σχέση του με το Σουρεαλισμό. Παραμένοντας πάντα ένας «παλιός εχθρός εκ των έσω», δε θα καταφύγει πια στην πολεμική και μόνο. Όμως από ορισμένα αποσπάσματα της Εσωτερικής Εμπειρίας μέχρι ορισμένα άλλα της

Θ

Ορέστειας (1945), περνώντας από το άρθρο του στην εφημερίδα Αγώνας στις 14-15 Απριλίου του 1945 και απ’ τις μελέτες του για τον Μπρετόν και για το Σουρεαλισμό στην Κριτική «τοποθετεί (πάντοτε) τις προσπάθειές του μετά, δίπλα στο σουρεαλισμό» όσο για τη δημιουργία του «Κολλεγίου της Κοινωνιολογίας» που επήλθε μετά την Αντεπίθεση ο Μπρετόν και οι φίλοι του θα φανούν αποφασιστικά εχθρικοί. Είναι ανακριβές να βλέπουμε στη σχέση του Μπατάιγ με το Σουρεαλισμό μια διήγηση σε δύο φάσεις απ’ τις οποίες η μια θά ’ταν το πεδίο μιας σκληρής αντίθεσης κι η άλλη μιας ήπιας: η εχθρότητα του Μπατάιγ απέναντι στο Σουρεαλι­ σμό είναι, ας το επαναλάβουμε, αμείωτη, ανα­ πόφευκτη. Ο Μπατάιγ απορρίπτει τις χωρίς λό­ γο προκλήσεις του, τον υπερ-καταπιεστικό χα­ ρακτήρα των επιθέσεών του, το βολονταρισμό του Μπρετόν, τη διανοητική του δικτακτορία, τον πουριτανισμό του, την ηθικολογία του και καταγγέλλει έντονα το «ποιητικό μπλοκάρισμα» που απέτρεψε σύμφωνα με τη γνώμη του, το Σουρεαλισμό απ’ την πραγματική ανατροπή. Η αντίθεση ανάμεσα στον Μπατάιγ και στον Μπρετόν δεν εξαρτάται λοιπόν από τη γοητείααποστροφή (πβ. Μπερνάρ Νοέλ, Μεταβολή, τεύχος 7, 1970): είναι ιδεολογική, βαθιά ιδεολο­ γική. Καμιά ένωση δεν είναι δυνατή ανάμεσα στην «ετερολογική σκέψη» του Μπατάιγ και τη φαντασίωση μιας ύπαρξης που ξαναβρέθηκε, μιας «ομόφωνης» ύπαρξης που ο Μπρετόν συν­ δέει με το όνομα του Εγέλου: «Σκάβοντας το δύσοσμο χαντάκι της αστικής κουλτούρας θα δει ίσως κανείς να ανοίγονται μέσα στά έγκατα του υπογείου οι τεράστιες και μάλιστα ολέθριες κοι­ λότητες όπου η ανθρώπινη δύναμη και η ελευθε­ ρία θα γεννηθούν προστατευμένες απ’ όλα τα προσέξτε του ουρανού που υπαγορεύει σήμερα στο πνεύμα του οποιουδήποτε ανθρώπου την πιο ηλίθια ανύψωση» («Φάκελλος της πολεμικής με τον Αντρέ Μπρετόν, Απαντα, Γκαλλιμάρ, 1970). Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης Βιβλιογραφία Ζαν-Λουί Ουντμπίν, Μπατάιγ, Συνέδριο του Σεριζύ, εκδ. 10/ 13, 1973, «Ο εχθρός εκ των έσω». Ζωρξ Μπατάιγ, Άπαντα, Γκαλλιμάρ, 1970. Τόμος I, «Το ευ­ νουχισμένο λιοντάρι» (Ένα πτώμα)· Κείμενα σχετικά με την Αντεπίθεση. Τόμος II, φάκελλος της πολεμικής με τον Μπρε­ τόν. Τόμος VII, διάλεξη για τη «σουρεαλιστική θρησκεία» κατάλογος εισηγήσεων του Μπατάιγ για το Σουρρεαλισμό από το 1946. Τόμος VIII, «Ο Σουρεαλισμός μέρα με τη μέρα» (1951). Αλαίν και Οντέτ Βιρμώ, Γενικό λεξικό του Σουρεαλισμού. εκδ. P.U.F., 1982, «Μπατάιγ». «Ντοκουμέντα», πρόλογος Μπερνάρ Νοέλ, εκδ. Μερκύρ ντι Φρανς, 1968. Ζεράρ ντε Κορτάνξ, Ο Σουρεαλισμός, εκδ. Μ. Α. 1985.


αφιερωμα/53

Συνέντευξη στην Ντομινίκ Λεκόκ Ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ ήταν από τη δεκαετία του '50 ο εκδότης και ο φίλος του Μπατάιγ. Εξέδωσε κυρίως τα ερωτικά του κείμενα, επα­ νεκδίδοντας την «Ιστορία του ματιού», «Ο μικρός», τη «Μαντάμ Εντουαρντά» ή εκδίδοντας «Το γαλάζιο του ουρανού» (1957), «Τα δά­ κρυα του Ερωτα» (1961), «Η μητέρα μου» (1966), «Ο νεκρός» (1967). Ο Ζαν-Ζακ Πωβέρ δημοσίευσε ακόμα τα «Γραπτά της Λωρ» (Κολέτ Πενιώ) που ήταν η σύντροφος του Ζωρζ Μπατάιγ από το 1935 ώς το 1938.

Μπατάιγ, άγνωστος συγγραφέας ΣΥΝΑΝΤΑΤΕ τον Μπατάιγ στην αρχή της δε­ καετίας τον ’50 λόγω της εκδοτικής σας δραστη­ ριότητας. ΠΡΕΠΕΙ να αναφερθούμε στο τέλος της δε­ καετίας του ’40: κανείς απ’ το κοινό δεν γνώριζε τον Μπατάιγ. Όταν τον συναντώ, βρίσκομαι μπροστά σε κάποιον που χαίρει ενός εξαιρετικού κύρους και που την ίδια στιγμή είναι εντελώς άγνωστος. Είχα αρχίσει να διαβάζω Μπατάιγ πολύ πριν τον γνωρίσω. Την ίδια χρονιά, το 1943 - ήμουνα 17 χρονών - διάβασα Σαντ, το 120 μέρες των Σοόόμων, καί Μπατάιγ, την Ιστορία τον ματιού. Αυτά τα δύο κείμενα με αφήνουν με κομμένη την ανάσα: παρόλο που είχα ήδη διαβάσει πολλά ερωτικά βιβλία και εικονογραφημένα περιοδικά, δεν είχα ποτέ άλλοτε γνωρίσει μια τέτοια γραφή. Ό ,τι μου έλεγαν για τον Μπατάιγ δεν έκανε άλ­ λο τίποτε παρά να αυξάνει την κατάπληξή μου: η πλευρά του ως ιεροσπουδαστής, η Ecole des Chartes, ο συντηρητής στην Εθνική Βιβλιοθή­ κη... Ένα μυθικό πρόσωπο. Μια μέρα του 1951 μπήκε στο βιβλιοπωλείο μου, στην οδό Σιζώ (τώρα είναι ένα γιαπωνέζικο εστιατόριο). Έδει­ χνε μια ξεχωριστή γοητεία, μια σπάνια, γλυκιά ευγένεια: τι βλέμμα που είχε στα 58 του χρόνια! Έβρισκα τον Μπατάιγ εξαιρετικά εντυπωσιακό και σεβαστό και γίναμε φίλοι. Ενδιαφερόταν για τον Σαντ που εγώ είχα αρχίσει να δημοσιεύω ανοιχτά με το όνομά μου σαν εκδότης και κάνα­ με μεγάλες συζητήσεις. Με διαφωνίες, κυρίως, σ’ ό,τι αφορούσε την αμαρτία. Κατά τον Μπατάιγ ο ερωτισμός δεν ήταν κατανοητός χωρίς την αμαρτία, εγώ δεν ήμουν σίγουρος γι’ αυτό. Κι έπειτα υπήρχε κι ο Σαντ: εκείνο τον καιρό του


54/αφιερωμα έδειχνα μεγάλο σεβασμό και δεν τολμούσα να του πω ότι η ιδέα που σχημάτιζε για τον Σαντ δεν ήταν πολύ σωστή: ο Μπατάιγ μίλησε, πι­ στεύω, για μια συνέπεια της ανάγνωσης του Σαντ, ποτέ για τον Σαντ που τον έβλεπε στα χρώματα του νεκρού, ενώ ο Σαντ είναι η ίδια η ζωή. Στη δεκαετία του ’50 ο Μπατάιγ δεν είχε πια εκδότη: ο Γκαλλιμάρ δεν τον ήθελε πια, οι εκδό­ σεις Μινουί κρατούσαν ένα στοκ από αντίτυπα του Καταραμένου μερδικού που είχαν μπει στο εμπόριο με χαμηλότερη τιμή: αυτό το βιβλίο δεν μπορούσε να πουληθεί. Σιγά σιγά μου ’φερε ό,τι είχε. Το 1957, με την ευκαιρία της έκδοσης του Ερωτισμού, του Γαλάζιου του ουρανού και του Η λογοτεχνία και το κακό, χρονιά που συνέπεσε με τα εξηντάχρονα του Μπατάιγ, οργάνωσα ένα κοκταίηλ στο μπαρ του Πορ Ρουαγιάλ. Ήρθε

Ζαν-Ζακ Πωδέρ

και ο Γκαστόν Γκαλλιμάρ, αλλά κι αυτό δεν έδωσε κάποια ώθηση. Το πρώτο ανέκδοτο χειρό­ γραφο που μου ’στείλε ο Μπατάιγ, Το γαλάζιο του ουρανού, εκδόθηκε σε δυο χιλιάδες αντίτυ­ πα: έπειτα από πέντε-έξι χρόνια, είχα ακόμα πολλά απ’ αυτά. Μου έφερε το Ο νεκρός λέγο­ ντας μου ότι είχε ανάγκη από χρήματα και κράτη­ σα αυτό το πολύ σύντομο κείμενο μερικά χρόνια χωρίς να ξέρω τί να το κάνω ώς τη στιγμή που έβαλα τον Φωσέ να κάνει εκείνη την αρκετά πα­ ράλογη μακέτα για την Ιστορία του ματιού και για το Νεκρό που πουλήθηκαν μέσα σε μικρά κουτιά. / Κ ΑΙ Τα δάκρυα του έρωτα, το τελευταίο του βιβλίο... ΗΤΑΝ τότε που ο Ζωρζ πέφτει βαριά άρρω­ στος. Ήταν φοβερό και γοητευτικό· αυτό το εί­ δος διανοητικής αποσύνθεσης ήταν τρομακτικό. Ο Λο Ντούκα άρπαξε το βιβλίο κομμάτι κομμάτι

απ’ τον Μπατάιγ: του παρουσίαζε τα χειρόγρα­ φα που είχε διορθώσει ο ίδιος ρωτώντας τον αν είναι αυτό που στ’ αλήθεια ήθελε. Το βιβλίο απαγορεύτηκε. Κι έπειτα, μετά το θάνατό του, άρχισαν όλοι να μιλούν για τον Μπατάιγ. Το Η μητέρα μου ήταν η πρώτη επιτυχία του Ζωρζ στα βιβλιοπω­ λεία, το πρώτο που πουλήθηκε (35.000 αντίτυπα σε έξι μήνες) επειδή ήταν μυθιστόρημα κι επειδή γράφτηκαν πολλά άρθρα για τον Μπατάιγ. Μό­ λις έγινε περισσότερο γνωστός, άρχισαν να πλά­ θουν ιστορίες για τη ζωή του: ορισμένοι μου διηγήθηκαν κάτι πράγματα - αληθινά ή μη; - σχετι­ κά με τους κύκλους οργίων που σύχναζε. ΩΣΤΟΣΟ ο Μπατάιγ είχε σχέσεις με ανθρώ­ πους τελείως διαφορετικούς: απ’τους πιο ευυπό­ ληπτους ώς τους πιο αμφίβολους. ΝΑΙ, όπως κι ο Σατέ, ένα πρόσωπο που προκαλούσε την έκπληξη των άλλων, για το οποίο θα μιλήσω στα απομνημονεύματά μου. Ένας βι­ βλιοπώλης στο σπίτι του, στη Μονμάρτη, που μια απ’ τις ειδικότητές του ήταν και το ερωτικό βιβλίο, που τότε ήταν αντικείμενο λαθρεμπο­ ρίου. Ήταν ο τύπος που λέμε σεξομανιακός: θυ­ μόταν τόσα πολλά τέτοια πράγματα που κα­ ταντούσε τρομακτικό· κατά τα άλλα ένας άνθρω­ πος με εξαιρετική μόρφωση. Όταν πηγαίναμε να τον δούμε, έπρεπε να χτυπήσουμε το κουδούνι μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο· ανεβαίναμε, εκείνος κοί τάζε από κάτι τρύπες στην πόρτα κι εμείς έπρεπ να του πούμε ποιοι είμαστε. Είχε δίκιο γιατί τη εποχή εκείνη οι ειδικευμένοι στον ερωτισμ· έπρεπε να προφυλάγονται. Ο Σατέ ήταν στενό; φίλος του Μπατάιγ και γνώριζε πολύ καλά τη\ Λωρ. Μου ’χε επίσης διηγηθεί κάτι ιστορίες που ’χαν γίνει με τον Φωτριέ. Ο Μπατάιγ γύρω στα 1930 ήταν ένας πολύ όμορφος άντρας που ακο­ λουθούσε τη μόδα της εποχής, Φιτστζέραλντ και Σεβαλιέ μαζί, κι ακόμα ήταν εκείνος ο κύριος που μιλούσε για τον Ά γιο Αυγουστίνο και παρέπεμπε σ’ αυτόν στα κείμενά του. Μια φορά, σ’ ένα δείπνο στο σπίτι του Πιερ Κλοσσόβσκι, άρ­ χισαν να μιλούν οι δυο τους, για θεολογικά ζη­ τήματα. Δε συμφωνούσαν καθόλου: ο ένας αράδιαζε παραπομπές στον άλλο κι η συζήτηση συ­ νεχιζόταν στα λατινικά. Οι υπόλοιποι σώπαιναν... ΟΡΙΣΜΕΝΑ έργα του Μπατάιγ εικονογραφή­ θηκαν από ζωγράφους, απ’ τον Φωτριέ, τον Μπελμέρ, τον Ερόλ, τον Μασσόν.... Σε ποια ανάγκη ανταποκρινόταν αυτό; ΠΡΕΠΕΙ να βλέπουμε τα πράγματα απλά. Αυ­ τό εξαρτιόταν από ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, τα χρήματα. Τα παράνομα βιβλία, σαν τη Μα­ ντάμ Εντουαρντά, τα εξέδιδε ο Σατέ. Ήταν ένα οικονομικό τέχνασμα για να βρεθούν λεφτά για


αψιερωμα/55 τον Ζαν Φωτριέ και για τον Ζωρζ Μπατάιγ και για να κερδίσουν λίγα. Ο Μπατάιγ δεν έδινε πολλή σημασία σ’ αυτήν την πλευρά των πραγ­ μάτων. Ό ταν μου παρέδωσε το Ο νεκρός κά­ ποια στιγμή συζητήθηκε να γίνει μια εικονογρα­ φημένη έκδοση: αυτό θα μπορούσε να γίνει απ’ οποιονδήποτε - δεν είχα την εντύπωση πως κάτι τέτοιο ήταν ουσιώδες γι’ αυτόν. Ανήκε σ’ εκείνη την κατηγορία των συγγραφέων που δίνουν το χειρόγραφο στον εκδότη και τον αφήνουν να τα βγάλει πέρα μόνος του. ΣΕ τί αποδίδετε αυτήν την επίδραση που ασκεί σήμερα η σκέψη τον Μπατάιγ; ΑΝΑΡΩΤΙΕΜΑΙ, κρατώντας κάποια απόστα­ ση, μήπως δεν είναι μια σκέψη που λειτουργεί το ίδιο από μόνη της όσο και εξαιτίας της φήμης της. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να καυχηθούν ότι κατάλαβαν τη σκέψη του Μπατάιγ· εγώ ο ίδιος δε θα το διακινδύνευα. Η σκέψη του Μπατάιγ δεν είναι ποτέ συμπερασματική. Έτσι έγραφε ότι «ο ερωτισμός είναι η αποδοχή της ζωής μέχρι και μέσα στο θάνατο». Τί σημαίνει κάτι τέτοιο; Ο Μπατάιγ δεν απαντούσε ποτέ. Το μόνο σημείο στο οποίο συγκρούστηκα μαζί του είναι η αμαρ­ τία... Αρνιόταν πάντοτε: αυτό που πρόβαλλε εί­ χε κυρίως χαρακτήρα ποιητικό· δεν ήθελε ούτε μπορούσε να εξηγήσει στ’ αλήθεια κάτι· σε έκανε να νιώθεις, σου μετέδιδε μια κατάσταση που α­ ντιστοιχούσε σε ένα βαθύ οδυνηρό και άλογο συναίσθημα. Σ ’ A ΥΤΟ το σημείο ξαναβρίσκουμε την αντί­ θεσή τον με τον Αντρέ Μπρετόν κι ακόμα, από κάποια άλλη σκοπιά, με τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ... Ο Μπατάιγ έχει μια σκέψη που λειτουργεί κυ­ ρίως για τον εαυτό της, κι ο Μπρετόν έχει τη σκέψη ενός μεσολαβητή. Η σκέψη του Μπατάιγ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ το νέο βιβλίο της Πέπης Δαράκη

Ένα συναρπαστικό κοινωνικό μυθιστόρημα Εκδόσεις Gutenberg

δεν είναι μια διαλεκτική σκέψη, αλλά μια σκέψη που προτείνει προσωπικά οράματα λιγότερο ή περισσότερο ευκρινή για τους υπόλοιπους. Κι οι δυο τους με γοήτευσαν. Ήμουνα πιο κοντά στον Αντρέ Μπρετόν, συγκινησιακά πρώτα απ’ όλα κι έπειτα και πνευματικά γιατί ο Μπρετόν με τρα­ βούσε τόσο με το διάβασμα των έργων του όσο και με τη συντροφιά του σε περιοχές που επιθυ­ μούσα να πάω. Ο Μπατάιγ δε μου πρόσφερε πε­ ριοχές που επιθυμούσα πολύ να πάω, όπου θα μπορούσα να πάω αν μου τις είχε διασαφηνίσει κάτι που δεν έκανε με κανένα τρόπο. Η συμφι­ λίωσή τους προς το τέλος της ζωής τους προκαλεί έκπληξη, αν δε λάβουμε υπόψη το ότι στη μιζέρια των καιρών μας άνθρωποι τέτοιου μεγέ­ θους μπόρεσαν να πουν ο ένας στον άλλο: σε ποιον θα μιλήσουμε, αν δε μιλήσουμε μεταξύ μας; Ήταν πολύ στενοχωρημένοι για το κλίμα της εποχής. Συγκεκριμένα για το επίπεδο του Σαρτρ. Οι δυο τους μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλο. Αλλά σαν το σκύλο με τη γάτα. Α Υ ΤΗ η συμφιλίωση είχε ένα χαρακτήρα βα­ θύ; Ο ΜΠΑΤΑΙΓ διηγήθηκε τη συμφιλίωσή του με τον Μπρετόν ο Μπρετόν το ’κάνε κι αυτός απ’ τη μεριά του... Ήταν πιο ολοκληρωμένη απ’ την πλευρά του Μπρετόν γιατί ο Μπατάιγ έκλεισε την πνευματική του ζωή· πολύ κλειστός, απομο­ νωμένος· νομίζω πως πίστευε πως δεν είχε πια άλλο τίποτε να μεταδώσει. Ο Μπρετόν συνέχιζε να βρίσκεται στο άνοιγμα, στην ανακάλυψη, στη γενναιοδωρία: πρέπει να ’ταν ευτυχισμένος που δεν πέθανε όντας σε ρήξη με τον Μπατάιγ που, αυτός, έσβησε σε κάποια χώματα όλο και πιο πολύ απόμακρα... Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης


56/αφιερωμα

Συνέντευξη στον Σερζ Ριγκολέ Ανθρωπος ευπρεπής και διακριτικός, ο Μισέλ Φαρντουλί-Λαγκράνζ κερδίζει πολύ όταν τον διαβάζεις και τον ακούς. Ως συγγραφέας, ποιητής και φιλόσοφος πρώτ' απ’ όλα, αφού έχει στο ενεργητικό του περισσότερα από δεκαπέντε βιβλία. Ως μάρτυρας που ευτύχη­ σε να δει όλα τα μεγάλα λογοτεχνικά κινήματα του καιρού μας. Ανάμεσα στους συγγραφείς που χαιρέτισαν το πρώτο του μυθιστό­ ρημα, το Σεμπαστιέν, το παιδί και το πορτοκάλι (που επανεκδόθηκε το 1986 απ' τις εκδόσεις Καστόρ Αστράλ): Πωλ Ελυάρ, Μισέλ Λειρίς και φυσικά ο Ζωρζ Μπατάιγ: Σ’ αυτόν τον τελευταίο ο Μισέλ Φαρντουλί-Λαγκράνζ αφιέρωσε ένα πολύ προσωπικό δοκίμιο: Ζ. Μπ. ή ο καυχησιάρης φίλος (εκδ. Σολέιγ Νουάρ, 1969). Με την υποστήριξή του ίδρυσε μαζί με το Ζαν Μαρκέ, την επιθεώρηση Τρίτη πομπή. Τέλος μαζί με το Μπατάιγ και μ ’ όλη την ομάδα του σωκρατικού Κολλεγίου πήρε μέρος στην επεξεργασία καινούριων δρόμων στη γραφή και τη σκέψη. Ο Μισέλ Φαρντουλί-Λαγκράνζ μας μιλάει σή­ μερα για τις διάφορες περιπέτειες που μοιράστηκε συντροφιά με τον φίλο του Ζωρζ Μπατάιγ.

Το πορτραίτο ενός παίκτη ΜΠΟΡΕΙΤΕ να μας πείτε με ποια ευκαιρία γνωρίσατε τον Ζωρζ Μπατάιγ που στη συνέχεια έγινε ένας απ’ τους φίλους σας; ΗΤΑΝ το 1942, έπειτα απ’ την έκδοση του Σεμπαστιέν. Μου γράφει να πάω να τον δω. Εκείνο τον καιρό έμενε στην οδό Λιλ, στο διαμέ­ ρισμα όπου έμεινε αργότερα ο Λακάν. Όταν τον συνάντησα, αμέσως κατάλαβα ότι ήταν ο άνθρω­ πος που έβλεπα στην Εθνική Βιβλιοθήκη, όπου πήγαινα να δουλέψω πολύ συχνά, και με τον οποίο ανταλλάσσαμε βλέμματα γεμάτα συνενο­ χή. Με είχε εντυπωσιάσει με το βλέμμα του. Πρέπει να προσθέσω ότι ξεπηδούσε απ’ αυτόν μια πολύ μεγάλη γοητεία, μια πολύ μεγάλη σα­ γήνη. ΚΙ ΑΥΤΗ η επίσκεψη επαναλήφτηκε... ΝΑΙ, γιατί υπήρχε τότε το σχέδιο για ένα Κολλέγιο σωκρατικών σπουδών όπου συμμετείχαν ο Μπλανσό, 0 Λειρίς, ο Λιμπούρ, ο Κενώ, ο Λεκύρ... Παρακολούθησα κανονικά λοιπόν τις συ­ νεδριάσεις αυτού του Κολλεγίου. Και εξαιτίας της πίεσης των γεγονότων, επειδή με κυνηγού­ σαν, ο Μπατάιγ μου πρότεινε να πάω να ζήσω στο σπίτι του, στο Βεζελέ. Έμεινα εκεί περίπου ένα χρόνο. Ήταν τότε με τη Ντενίζ Ρολλέν, μια


αφιερωμα/57 αξιοθαύμαστη γυναίκα που παρακολουθούσε τις περισσότερες φορές τις συνεδριάσεις του Κολλεγίου. ΘΑ μπορούσαμε να πούμε, σύμφωνα με το πορτραίτο που του κάνετε, όπου δε διστάζετε να καταφύγετε σε μεταφορές απ’ τον κόσμο των ζώων, όπως για παράδειγμα εκείνη του ποντι­ κιού, ότι ο Μπατάιγ ήταν ένα «τέρας»; Ο ΑΡΤΩ ήταν πραγματικά πολύ πιο τερατώ­ δης, επειδή ξεπερνούσε τα όρια. Ό χι όμως κι ο Μπατάιγ, ούτε άλλωστε και ο Μπρετόν που φο­ βόταν τις υπερβολές, την τρέλα του Αρτώ. Όμως η υπερβολή που κήρυττε ο Μπατάιγ μένει ωστόσο πάντα στην περισυλλογή μιας συνείδη­ σης που θέλει να είναι διαυγής. Στον Αρτώ είναι η βουή και η μανία. Καταλήγεις στην κραυγή. Όσο για τη φιγούρα του ποντικού, τον εντυπώ­ σιαζε πολύ. Κυρίως το παράδειγμα του Προυστ που έβαζε έναν ποντικό μέσα σ’ ένα κλουβί και προσπαθούσε να τον αυνανίσει. Σίγουρα ο ερω­ τισμός του συμμετείχε στην ίδια υπερβολή. Στο να πλησιάζεις τον άλλο. Μέσα στην υπέρβαση των ορίων, κοντά στο ζωώδες, στο ένστικτο. Μα δεν μπορώ να πω περισσότερα, μη έχοντας πάρει μέρος σ’ όσα έγιναν στο Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λε όπως για παράδειγμα στις μαγείες πάνω στον τάφο της Λωρ. ΑΡΑ εσείς κι ο Μπατάιγ είχατε συχνές επαφές με τον Αρτώ... ΝΑΙ, κυρίως με την ευκαιρία της επιθεώρησης Τρίτη πομπή όπου συνεργάστηκαν και οι δυο τους. Βλεπόμαστε στο Ντε Μαγκό. Ήταν το 1945 που γνώρισα το Ζαν Μακέ. Από την αρχή συνεννοούμαστε πολύ καλά. Είχαμε απορρίψει το σαρτρισμό και το σουρεαλισμό, τον ένα για την έννοια που έδινε στη στράτευση, τον άλλο για τις σκανδαλώδεις εκδηλώσεις του. θέλαμε να τοποθετηθούμε αλλού, στην περιοχή της εξωτερικότητας, δηλαδή στο μύθο της γλώσσας. Ο Μπατάιγ, είχε ενωθεί τότε μαζί μας ασυζητητί και συμμετείχε σχεδόν σ’ όλα τα τεύχη· περίπου πέντε σε δυο χρόνια. Συνεργάστηκαν ακόμα, εκτός απ’ τον Αρτώ, ο Ερόλ, ο Ζωρζ Ενέν, ο Ρενέ Σαρ, ο Ροζέ Ζιλμπέρ-Λεκόντ, ο Αρτύρ Ανταμόφ, ο Μπρωνέ, ο Ντυσάμ, ο Υμπάκ και πολλοί άλλοι... Όσο για τον Μπρετόν, έκοψε αμέσως όλους τους συνδέσμους και μου ’στείλε ένα ευγενικό γράμμα όπου μου ανακοίνωνε την απόσχισή του: Η ΔΙΑΛΥΣΗ του Κολλεγίου και της «Τρίτης πομπής» σάς απομάκρυναν λοιπόν απ’ τον Μπα­ τάιγ; ΣΕ κάποιο βαθμό σίγουρα. Το Κολλέγιο δια­ λύθηκε με την απελευθέρωση. Η Τρίτη πομπή δεν κράτησε παρά μόνο δυο χρόνια, απ’ τη μια γιατί δεν υπήρχαν χρήματα κι απ’ την άλλη γιατί

Μισέλ Φαρντονλί-Λ αγχράνζ

έγινε μια κάπως ρεμπωική ρήξη με το Ζαν Μακέ που είχε παρατήσει την ποίηση για το... Πουρί Ματς: Σταμάτησα να βλέπομαι με τον Μπατάιγ από το 1948, το 1949. Δεν τον ξαναείδα παρά δέκα χρόνια πριν το θάνατό του, με αφορμή την ερμηνεία που μπορούσε να δώσει κανείς για τη σκέψη του Νίτσε. Είμαστε σύμφωνοι (και πως αλήθεια δε θα ’μαστέ;) για τον ορισμό του νιτσεϊκού πεπρωμένου. Δηλαδή για το πώς ο Νί­ τσε υιοθέτησε την τρέλα. Το πιο ενδιαφέρον θα ’ταν να δει κανείς ποιες πνευματικές παραβάσεις γίνονται απ’ τη στιγμή που υπερβαίνουμε τα όρια. Για τον Νίτσε, ήταν να φιλήσει ένα άλογο στους δρόμους του Τορίνου: Αυτό που διαφορο­ ποιεί τον Νίτσε από τον Μπατάιγ είναι το ότι ο ένας έχει μια εκστατική γλώσσα ενώ ο άλλος συ­ νεχίζει να έχει μια γλώσσα μερικά ανατρεπτική. Για να φτάσει κανείς στην «έκσταση» σύμφωνα με τον Μπατάιγ, έπρεπε να περάσει απ’ το στενό δρόμο, δηλαδή απ’ το σχολαστικισμό ή από ορι­ σμένες πνευματικές ασκήσεις. Δεν πίστευα κάτι τέτοιο και συνεχίζω να μην το πιστεύω. Για μένα η «τύχη» μας δίνεται με απόλυτο τρόπο. Για εκείνον, υπήρχε ένας δρόμος προσέγγισης. Γι’ αυτό και μια ασάφεια, απ’ την οποία ξέφευγε τε­ λικά μ’ αυτό που θα ονόμαζα μια θεμελιακή αστάθεια της γλώσσας. ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑΤΕ σ’ αυτό το σημείο να δώ­ σετε περισσότερες διευκρινίσεις για το λόγο του


58/αφιερωμα Μπατάιγ; Ο ΜΠΑΤΑΪΓ μιλούσε πολύ καλά. Ο λόγος του δεν ξεπηδούσε απ’ τη σιωπή, όπως του Μπλανσό, μα υποτασσόταν στη φωνή της αμφι­ σβήτησης. Για τον Μπατάιγ η «τύχη» είναι η προσέγγιση της κορυφής. Αλλά η κορυφή είναι μια θέση που κατά τη γνώμη του αποκλείει το υπερβατικό. Να ακόμα μια ασάφεια των όρων. Στην πραγματικότητα το παρόν στο οποίο φτά­ νει κανείς προσεγγίζοντας την κορυφή είναι ένα παρόν που διευρύνει, που προλέγει. Το υπερβα­ τικό (που τοποθετείται με την πλατωνική έννοια) δεν έχει πράγματι άλλο χαρακτηριστικό παρά το ότι μετατίθεται σ’ ένα χρόνο που δεν υφίσταται ακόμα (άλλωστε πιστεύω ότι ο Σαρτρ - κι όχι μόνο αυτός: - είχε καταλήξει κάποια στιγμή στο ίδιο συμπέρασμα: καθετί υπερβατικό ξεπερνά την πραγματικότητα του παρόντος). Παρά τις επιφυλάξεις του απέναντι στο υπερβατικό, θα ’λεγα ότι ο Μπατάιγ είχε ανέκαθεν μια τάση να ξεπερνά το παρόν.Και να παίζει! Τα παιγνίδια είναι γι’ αυτόν μια μετάθεση αυτού που βρίσκε­ ται πέρα από το χρόνο, αυτού που είναι παρόν ταυτόχρονα, ένα παρόν που δεν είναι το παρόν και που είναι η ζωή του παρόντος. Κάτι σαν στοίχημα, κατά κάποιο τρόπο, κάτι σαν συνεχές ρίσκο. ΠΩΣ εκδηλώνονταν αυτά τα παιχνίδια, αυτές οι υπερβάσεις, αυτό το ρίσκο στη ζωή; ΕΙΝΑΙ αλήθεια πως του Μπατάιγ του άρεσε να ρίχνεται στον κίνδυνο. Μ’ αυτόν τον ενδοια­ σμό, ότι δεν είναι σίγουρο πως σε μια εννοιολογική πρόταση μπορεί κανείς να κάνει λόγο για κίνδυνο. Γιατί πρόκειται για μια περισυλλογή. Δεν είναι μια αρετή. Ο Μπατάιγ είχε το ένα του πόδι στο Νόμο (τον εγελιανισμό του) και το άλλο στην «τύχη». Ή θα ’λεγα μάλλον στην ανομία. Την εποχή που έμενα στο Βεζελέ, έγραφε την Εσωτερική εμπειρία και μου είχε δώσει να δια­ βάσω το χειρόγραφο. Ο Έγελος εξασκούσε πά­ νω του μια δυνατή έλξη. Κι ωστόσο οι εκδηλώ­

σεις του χαρακτήρα του ήταν ολοφάνερες σ’ αυ­ τό το έργο. Υπήρχε κάτι ασυμβίβαστο ανάμεσα στον εγελιανισμό του και σ’ αυτό που ονόμαζε «τύχη». Εκεί βρίσκεται αυτή η ασάφεια της γλώσσας του Μπατάιγ. Υπάρχει στη σκέψη του μια αδιάκοπη φυγή. Ώ ς πιο βαθμό δεν υπάρχει άραγε ένας προσδιορισμός του χαρακτήρα του σ’ αυτό το φαινόμενο; ΘΑ μπορούσατε, ίσως, να μας δώσετε ορισμέ­ να παραδείγματα των εκδηλώσεων του χαρακτή­ ρα του... ΠΡΙΝ απ’ οτιδήποτε άλλο, πρέπει να πούμε ότι ο Μπατάιγ ήταν ο άνθρωπος των βιβλίων του. Μάλιστα ήταν περισσότερο απ’ ό,τι ήταν τα βιβλία του όπου ο ήρωάς τους φαίνεται πάντοτε λίγο περιορισμένος σε* σχέση μ5 αυτό που ήταν ο Μπατάιγ. Είναι ένας απ’ τους λόγους που στηρί­ ζει το δοκίμιο το οποίο του αφιέρωσα.Η υπερο­ ψία του σ’ ό,τι αφορά τη γραφή ήταν δικαιολο­ γημένη. Παρ’ όλ’ αυτά όμως ήταν ένα πρόσωπο. Ορισμένες στιγμές, ήταν πολύ φειδωλός. Ίσως να έπαιζε θέατρο έτσι για να πέφτει σε αντίφα­ ση. Ο Μπατάιγ αμυνόταν ανελέητα. Για οτιδήπο­ τε. Δεν έβλεπες ποτέ πάνω του μια κίνηση εγκα­ τάλειψης. Ό σο για το ότι ριχνόταν στον κίνδυ­ νο, το έκανε στ’ αλήθεια. Το 1942 του έκαναν διαχύσεις αερίου στην πλευρική κοιλότητα. Κά­ θε δεκαπέντε μέρες έπρεπε να μετακινείται για το σκοπό αυτό. Κάποια στιγμή αποφάσισε να μην ξαναπάει. Κάτι τέτοιο είχε πολύ δυσάρεστες συνέπειες για την υγεία του. Άλλο γνώρισμα του χαρακτήρα του: μια μέρα, ο χασάπης του του είχε προτείνει αγριογούρουνο (ένα ζώο σκο­ τωμένο ήδη κάμποσο καιρό πριν και πολύ σιτεμένο). Ε λοιπόν, το έφαγε φτάνοντας μέχρι τα άκρα των λόγων του, δηλαδή ότι ήταν χωριάτης κι ότι έπρεπε απαραιτήτους να φάει αυτό που εί­ χε πληρώσει. Άλλωστε τρώγοντας απ’ αυτό το σιτεμένο αγριογούρουνο έπαθα ίκτερο. Ήρθαν να με πάρουν με το ασθενοφόρο. Αυτός ήταν άλ­ λωστε κι ο λόγος που έφυγα απ’ το Βεζελέ. Έπρεπε πάντα ο Μπατάιγ να κάνει επίδειξη της αγροτικής, γήινής του καταγωγής. Βέβαια αυτό συνδεόταν με την έννοια που έδινε στην εμμένεια, με την οπ ο ία ' πολεμούσε τη θρησκεία. Ή ταν ο αθεϊσμός του. Απ’ την άλλη μεριά ήταν μάλλον φοβιτσιάρης. Μα ίσως ο φόβος να μη χρησιμεύει για μέτρο όταν κάποιος εκτίθεται στον κίνδυνο. Έχει περισσότερη αξία να ριχτεί ένας φοβιτσιάρης στο νερό απ’ ό,τι ένας θαρρα­ λέος άντρας! Ή ταν ένα πρόσωπο που δεν το κα­ ταλάβαινες ευθύς εξαρχής. Παρά τις προσπάθειές του να φτάσει σε μια διαυγή συνείδηση, δεν μπορούσε να αποφύγει το παιγνίδι με τις σκιές! Απόδοση: Κώστας Τσιταράκης


αφιερωμα/59

Χρίστος Παπαγεωργίου

Ελληνική Βιβλιογραφία Ζωρζ Μπατάιγ δόσεις «Νεφέλη». Σελίδες 172. 1. Ζωρζ Μπατάιγ: Ηλιακός Πρωκτός. Μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη. Αθήνα 1980. Εκδόσεις «Νεφέ­ 6. Ζωρζ Μπατάιγ: Η μητέρα μου. Μετάφραση Μάγδας Οιχαλιώτου. Πρόλογος: Θωμάς Γκόρπας. λη». Σελίδες 96. Αθήνα 1982. Εκδόσεις «Σπηλιώτη». Σελίδες 139. Georges Bataille: Ο νεκρός. Μετάφραση Αγγελικής Πέτρα. Αθήνα 1981. Εκδόσεις «Άγρα». Σελίδες 58. 7. Ζορζ Μπατάιγ: Η θεωρία της θρησκείας. Μετάφρα­ ση Κώστα Κουρεμένου. Αθήνα 1982. Εκδόσεις Georges Bataille: Μαντάμ Εντοναρντά. Μετάφραση «Ύψιλον». Σελίδες 127. Δημήτρη Δημητριάδη Αθήνα 1981, 1984. Εκδό­ 8. Georges Bataille: Το καταραμένο απόθεμα. Μετά­ σεις «Άγρα». Σελίδες 73. φραση Λένας Λυμπεροπούλου. Αθήνα 1985. Εκδό­ Ζωρζ Μπατάιγ: Τα δάκρυα του έρωτα. Μετάφραση σεις PRAXIS. Σελίδες 211. Ιουλίας Φωτοποΰλου. Αθήνα 1981. Εκδόσεις «Νεφέ­ 9. Georges Bataille: Η ιστορία του ματιού. Εισαγωγή λη». Σελίδες 119. και μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη. Αθήνα 1985. 5. Ζωρζ Μπατάιγ: Το γαλάζιο του ουρανού. Μετά­ γ' ανατύπωση. Εκδόσεις «Άγρα». Σελίδες 142. φραση Βούλας Χατζηαθανασίου. Αθήνα 1981. Εκ­

5

Αθήνα 1987 . ξένη πεζογραφία και ποίηση . J

Εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ» X. Τρικούπη 22, Αθήνα Τηλ. 36.19.138 - 36.27.153

Εκδόσεις «ΓΝΩΣΕΙΣ» X. Τρικούπη 22, Αθήνα Τηλ. 36.19.138 - 36.27.153


60/συνεντευξη

Χέρο

Χοκβ

Αν βαδίζοντας στους δρόμους του Χρόνιγκεν της Ολλανδίας ακούσετε τους ήχους παλιού ρεμπέτικου, τότε να είστε σίγουροι ότι βρίσκεστε κοντά στο σπίτι του ελληνιστή Χέρο Χοκβέρντα. Το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα δεν περιορίζεται στη μουσική■ κυρίως εκφράζεται με τις αξιόλογες μεταφράσεις έργων της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, ποίησης και πεζογραφίας. Με τη συνομιλία μας που ξεκίνησε σ ’ ένα ταβερνάκι στα Εξάρχεια και συνεχί­ στηκε σ ’ έναν περίπατο στην Παιανία, διαπιστώσαμε το ευρύτερο ενδιαφέρον του για τα ελληνικά μας πράγματα και τη συστηματική, από την πλευρά του, προώθηση των ελληνικών γραμμάτων. Τη συνέντευξη πήρε ο Γιώργος Γαλάντης

Την επιμέλεια της απομαγνητοφώνησης έκανε ο Θανάσης Ντόκος.

ΑΣ ξεκινήσουμε μ ε το παράξενο γεγονός ένας Ολλανδός να α σχολείται μ ε τα νεοελληνικά γράμ­ ματα. Ό τα ν σας πρωτοείδα στο συνέδριο εντυπω­ σιάστηκα. Δ είχνα τε όχι μ όνον μ ια βαθιά γνώση των Ελληνικών γραμμάτων, αλλά να ξ έρ ετε καλά και τους Έλληνες. Πώς α σχοληθήκατε μ ε τα ελληνικά γράμματα και τ I σπουδάσατε:

ΤΟ ενδιαφέρον μου ξεκίνησε από το γυμνάσιο από τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά κι έτσι αποφάσια να σπουδάσω κλασική φιλολογία. Μετά το γυμνάσιο ήρθα και στην Ελλάδα και επισκέφτηκα τους αρχαιολογικούς τόπους και τα μουσεία. Το εν­ διαφέρον μου εξελίχθηκε, αναπτύχθηκε και αποφά­ σισα να σπουδάσω και τη σημερινή γλώσσα. Μετά τις σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ολλανδίας έμει­ να δυο χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Διαβάζοντας και ζώντας στην Ελλάδα (και στις διακοπές) αγάπησα τη χώρα και τους ανθρώπους. ΣΕ τ ί νομ ίζετε ότι δια φ έρ ει η νεοελληνική λο γο­ τεχνία από τη Ολλανδική;

Η ΟΛΛΑΝΔΙΚΗ λογοτεχνία είναι λίγο ειρωνική, περιγράφει πολλές φορές τα καθημερινά, του σπι­ τιού, μ’ έναν τρόπο πολύ απλό. Οι Ολλανδοί φο­ βούνται και στη λογοτεχνία, αλλά και γενικά, την έξαψη κι όλα όσα βγαίνουν έξω από τα μέτρα της καθημερινής ζωής, ενώ η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει πάντα αυτά τα στοιχεία. Εκεί υπάρχει κάποια διαφορά. Μόνο που είναι κρίμα που οι Έλληνες δεν μπορούν να το συγκρίνουν, γιατί δεν υπάρχουν με­ ταφράσεις στα ελληνικά από την ολλανδική λογο­ τεχνία. ΕΚΤΟΣ από τον Σεφ έρ η μ ε ποιούς άλλους έ χ ετε ασχοληθεί;

ΕΚΤΟΣ από το Σεφέρη που θά θελα κάποτε να μεταφράσω ολόκληρο το έργο του, έχω ασχοληθεί και με Τον Καρυωτάκη. Μετέφρασα 25 ποιήματα και έγραψα κι ένα κείμενο γι’ αυτόν σ’ ένα περιοδικό. Πρόσφατα ασχολήθηκα με τον Αλέξανδρο Ίσαρη και με Κύπριους ποιητές: με τον Χαραλαμπίδη και

τον Μόντη και άλλους νεότερους ποιητές, της νέας γενιάς. Και τώρα και με τον Καββαδία. ΚΑΙ από πεζογραφία;

ΜΕΧΡΙ τώρα έχω μεταφράσει τέσσερα βιβλία. Από το 7 9 εκδόθηκαν δύο βιβλία του Χατζή «Το Δι­ πλό Βιβλίο» και «Το τέλος της μικρής μας πόλης» που δεν είχανε μεγάλη επιτυχία, μέχρι στιγμής. Πέ­ ρυσι το φθινόπωρο κυκλοφόρησε «Το Τρίτο Στεφά' νι» του Ταχτσή σε δική μου μετάφραση και πήγε καλύτερα εκδοτικά. Το φθινόπωρο που μας έρχεται θα κυκλοφορήσει το «Προς Οφρύνιον» του Δρακονταειδή. Είναι η τέταρτη μετάφρασή μου ελληνι­ κής πεζογραφίας. ΠΟΙΕΣ μ ετα φ ρ ασ τικές δυσκολίες αντιμετω πίσα­ τ ε;

ΤΙΣ μεγαλύτερες δυσκολίες τις είχα στο «Τρίτο Στεφάνι» του Ταχτσή. Δεν είναι μια γλώσσα που μπορείς να μεταφράσεις κατά λέξη. Πρέπει συνέ­ χεια να σκέφτεσαι πώς θα τα λέγανε αυτά δυο Ολλανδέζες, που δεν είναι βέβαια Ολλανδέζες, αλλά πρέπει να μπεις στο πετσί τους. Τέτοιο πρόβλημα στον Χατζή δεν είχα. Είναι άλλο το πρόβλημα εκεί. Πολλές φορές έχει μια απλότητα που στη μετάφρα­ ση αν δεν προσέξεις μπορεί να μετατραπεί σε απλοϊκότητα κι αυτή είναι η δυσκολία. Στον Δρακονταειδή στο «Προς Οφρύνιον» άλλαξα την τε­ λευταία στιγμή αρκετά πράγματα. Αραδιάζει πολλές φορές τις προτάσεις κι αυτό στα ολλανδικά δε βγαίνει ωραία· έτσι αναγκάστηκα να βάζω πολλές φορές κανένα «και» ή «να» για να διαβάζεται χωρίς να αλλοιώνεται το κείμενο. ΤΙ συμπέρασμα βγάλατε για τη δουλειά του μ ε τ α ­ φραστή ύστερα από τις τρ εις α υ τές δ ια φ ο ρετικές μ ετα φ ρ άσεις;

ΝΟΜΙΖΩ ότι η πιο δύσκολη δουλειά για τον μετα­ φραστή είναι όχι μόνο να ξέρει τι γράφει ο άλλος αλλά να ξέρει πολύ καλά και σωστά και τη δίκιά του γλώσσα. Και στην εξέλιξή του ο μεταωοαστής μα-


συνεντευξη/61

Ο Χέρο Χοκβέρντα γεννήθηκε το 1949 στο Νόρτχορν (15 χι­ λιόμετρα έξω από το Χρόνιγκεν) της Ολλανδίας. Το 1968 αποφοίτησε από το κλασικό γυμνάσιο του Χρόνιγκεν. Στο Πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, έκανε κλασικές σπουδές (Αρ­ χαία Ελληνικά και Λατινικά). Από το 1977 έως το 1979 συνέ­ χισε τις σπουδές του στο Πανε­ πιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Από το 1979 διδάσκει νεοελλη­ νική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Χρόνι­ γκεν.

θαίνει να μεταφράζει όχι κατά λέξη αλλά πιο ελεύ­ θερα. ΤΑ ολλανδικά γράμματα έχουν καταφέρει να ξεφύγουν από τα σύνορα της Ολλανδίας;

ΤΑ τελευταία τρία χρόνια αρκετά βιβλία έχουν μεταφραστεί στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ιδιαίτερα στην πεζογραφία έχουμε μερικά πολύ αξιόλογα βιβλία. Από τους πεζογράφους ξεχωρίζει ο Χέρμανς, ο Ρέβε, ο Μούλις κ.α. Ο πρώτος ασχολείται τα τελευταία χρόνια περισσότερο με το δοκί­ μιο. Ο δεύτερος είναι κι αυτός πολύ αξιόλογος, αλ­ λά έχει μια ειρωνική χροιά στη γλώσσα που χρησι­ μοποιεί και που την κάνει δύσκολη στη μετάφραση. Ο Μούλις με το βιβλίο «Η δολοφονία» έγινε ευρύ­ τερα γνωστός. Ήτανε η μεγαλύτερη εκδοτική επι­ τυχία τα τελευταία χρόνια στην Ολλανδία, αλλά με­ ταφράστηκε με επιτυχία και στη Γαλλία από τον Γκαλλιμάρ και πουλήθηκε καλά στην Αγγλία και στην Αμερική. Αυτό είναι το πρώτο βιβλίο που βγή­ κε από τα ολλανδικά σύνορα. Έγινε και Αγγλική ταινία και πήρε το Όσκαρ στην Αμερική. Στην ποίηση έχουμε π.χ. την Χέρτσμπερχ, που ήρθε και στην Ελλάδα. Είναι μια πολύ καλή ποιήτρια. Αλλά εδώ έχουμε μια διαφορά με την Ελλάδα. Αρκετοί Ολλανδοί ποιητές τα τελευταία χρόνια επανέρχονται στην παραδοσιακή μορφή. Γράφουν σονέτα και ποιήματα με ομοιοκαταληξία και μέτρο. Το θέατρο έχει έναν πειραματικό χαρακτήρα, όμως συγγραφείς αξιόλογοι δεν νομίζω ότι υπάρχουν. Το βασικό πρόβλημα της διάδοσης της ολλανδι­ κής λογοτεχνίας είναι η γλώσσα. ΠΙΣΤΕΥΕΤΕ ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι γνω­ στότερη από την ολλανδική;

ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. Αφού ολλανδικά βιβλία στην Ελ­ λάδα έχουν μεταφραστεί τρία-τέσσερα κι αυτά από τα γαλλικά. Στην Ολλανδία υπάρχουν οκτώ βιβλια­ ράκια που εκδόθηκαν γύρω στα 1918 με διηγήματα του Καρκαβίτσα, του Ψυχάρη, του Παλαμά. Αργότε­ ρα μεταφράστηκε ο Θεοτόκης, ο Μυριβήλης, ο Κα-

βάφης, ο Καζαντζάκης, ο Βασιλικός, ο Σαμαράκης κ.α. ΠΩΣ εκδίδονται και πώς κυκλοφορούν στην Ολ­ λανδία τα βιβλία;

ΥΠΑΡΧΟΥΝ 5-6 εκδοτικοί οίκοι μεγάλοι και μια σειρά από μικρούς. Αλλά στην Ολλανδία τα βιβλία κυκλοφορούν χωρίς προσωπικά έξοδα του συγγρα­ φέα, από τους επίσημους εκδοτικούς οίκους. Όχι, όπως εδώ. Συμβαίνει βέβαια καμιά φορά, αλλά πολύ σπάνια. Οι τιμές του βιβλίου καθορίζονται από τον εκδότη και δε γίνονται εκπτώσεις. Τα βιβλία των σημαντικών συγγραφέων που είναι εμπορικά θα μπορούσαν να πουλιούνται σε χαμηλότερες τιμές, άλλα τότε δεν θα μπορούσε ο εκδότης να βγάλει τα βιβλία που δεν πουλιούνται και πάρα πολύ. Από τα λεφτά που κερδίζει από τον συγγραφέα μπορεί να τα διαθέσει για να βγάλει έναν νέο συγγραφέα. Εί­ ναι μια εσωτερική υποστήριξη. Τα βιβλία πουλιού­ νται, εκτός από τα βιβλιοπωλεία, και στα πολυκατα­ στήματα που έχουν μέσα κι ένα βιβλιοπωλείο, αλλά αυτά πουλούν κυρίως παραλογοτεχνία. ΤΑ τελευ ταία χρόνια ανάμεσα στον πνευματικό κόσμο της Ολλανδίας και της Ελλάδας έχει αναπτυ­ χ θ ε ί μια στενότερ η σχέση. Εκτός από εσάς ποιοι άλλοι διατηρούν και αναπτύσσουν α υτούς τους δε­ σμούς;

ΝΑΙ, ήταν οπωσδήποτε ο Μπλάνκεν, ο οποίος πέθανε πρόσφατα, και είναι ο Μπάκκερ κι ο Βαν Χέμερτ του νεοελληνικού τμήματος του Παν/μίου του Άμστερνταμ κι ένας ποιητής, ο Χανς Βάρρεν, που μαζί με το φίλο του Χαν Μόλεγραφ μετέφρασε κι αυτός όλο τον Καβάφη μαζί με ανέκδοτα ποιήματά του. Έτσι εκτός από του Μπλάνκεν που είναι μια ακριβή έκδοση, έχουμε και δεύτερο βιβλίο με μετα­ φράσεις από τα ποιήματα του Καβάφη, πιο προσιτή οικονομικά. Αυτοί επιμελούνται τώρα και μια ανθο­ λογία μεγάλη ελληνικής ποίησης από την αρχαιότη­ τα μέχρι σήμερα. Θα είναι μια πολύ μεγάλη εκδοτι­ κή δουλειά. Ο Καβάφης μάλιστα έκανε και δεύτερη έκδοση.


62/συνεντευξη 01 Ο λλανδοί έχουν υψηλό δείκτη αναγνωστικότητας;

ΝΑΙ, αν σκεφτούμε ότι, οι Ολλανδοί 15 εκ. και στο Βέλγιο άλλα 7 εκ., μερικά βιβλία έχουν τιράζ ίδιο με τη Γερμανία που είναι 50 εκ. άνθρωποι. Κυκλοφο­ ρούν πολλά βιβλία και με καλές πωλήσεις. ΑΠΟ την εντελώ ς σύγχρονη λογοτεχνία της Ελ­ λάδας έχ ετε σχηματίσει μια εικόνα;

ΑΠΟ την εντελώς σύγχρονη δεν νομίζω. Δηλαδή από τα τελευταία 5 χρόνια δεν έχω διαβάσει και πολλά. Μετά τον Δρακονταειδή έχω κάνει ένα κα­ τάλογο 15-20 βιβλίων που θα ήθελα να μεταφράσω αλλά δεν ξέρω τι από αυτά θα μπορέσω να τελειώ­ σω. Η ΟΛΛΑΝΔΙΑ τ ί επίπεδο κριτικής έχ ει σε σχέση μ ε τα ελληνικά γράμματα;

ΕΙΝΑΙ δύσκολο να γίνει κριτική σ’ ένα ελληνικό βιβλίο γιατί δεν υπάρχει η στοιχειώδης ενημέρωση για τα ελληνικά πράγματα. Ο Βάρρεν γράφει για τα ελληνικά βιβλία. Το κακό είναι ότι δεν υπάρχει μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας... ΤΑ περιοδικά δε βοηθάνε σ ’ αυτό. Δηλαδή στη δημιουργία ενός κλίματος κριτικής;

ΤΟ κακό είναι ότι τα περιοδικά μοιάζουν μεταξύ τους. Υπάρχει ένα πλήθος περιοδικών που προσφέ­ ρουν κάτι στα ολλανδικά γράμματα. Για παράδειγμα παρουσιάζουν νέους συγγραφείς που τους προσέ­ χουν οι εκδοτικοί οίκοι. Μάλιστα πολλοί εκδοτικοί οίκοι βγάζουν λογοτεχνικά περιοδικά προετοιμά­ ζοντας έτσι το κοινό για εκδόσεις που αργότερα θα παρουσιάσουν. Το κράτος δίνει κάποια χρήματα στα περιοδικά. ΣΤΗΝ Ελλάδα βλέπεις να υπάρχει κάποια τάση, κάποια άποψη στην κριτική ή βρίσ κεται ακόμα στην ψυχαναλυτική κριτική;

ΝΑΙ, νομίζω πως τελευταία διαμορφώνεται μία κριτική άποψη, αλλά ως επί το πλείστον γίνονται παρουσιάσεις βιβλίων και μικρές κριτικές απόπει­ ρες. Θα μπορούσαν να γίνονται πιο συστηματικά τα πράγματα. Βέβαια επικρατεί κυρίως η μόδα της θεωρητικής επιστήμης της λογοτεχνίας που εγώ δεν συμπαθώ και πολύ γιατί δεν βλέπω πάντα και μεγάλη σχέση με τα ίδια τα κείμενα που μελετούν. Το παράδειγμα που αναφέρω πάντα σ’ αυτή την π ε­ ρίπτωση είναι ένα βιβλίο που βγήκε πρόσφατα στην Ολλανδία. 'Ενας εκδότης είχε βάλει 10-12 ανθρώ­ πους νά γράψουν σχετικά με ένα διήγημα άλλος χρησιμοποιώντας την κριτική της ψυχανάλυσης, άλλος τον Ντεριντά κλπ. και ύστερα να αναλύσει το διήγημα. Στο πρώτο μέρος, το θεωρητικό, ήταν IQ12 διαφορετικά κείμενα, αλλά στο δεύτερο μέρος, δηλαδή στην πρακτική ανάλυση δεν έβλεπες μεγά­ λες διαφορές. Οπότε αναρωτιέσαι: τί μας έδωσε τε­ λικά αυτή η θεωρητική ανάλυση; ΣΤΟ πανεπιστήμιο όμως δεν διδάσκεται η θεωρία της λογοτεχνίας;

ΝΑΙ, διδάσκεται στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο έτος αφού έχεις μάθει την ελληνική γλώσσα, αφού μπορείς να διαβάσεις κείμενα. Έχουμε κάπου 25 μαθητές αλλά δεν επιμένουμε ιδιαίτερα στη θεω­

ρία. Έχουμε και 10 μαθητές που παρακολουθούν από ενδιαφέρον, που παίρνουν τα ελληνικά σαν δευτερεύον μάθημα. Το παράξενο είναι ότι έχω μα­ θητές από όλη την Ολλανδία. Υπάρχουν φοιτητές που δεν έχουν πάει ποτέ στην Ελλάδα, κι αποφασί­ ζουν να σπουδάσουν νεοελληνική φιλολογία. Είναι κι άλλοι που έχουν ζήσει μερικά χρόνια στην Ελλά­ δα, που ξέρουν τα ελληνικά και θέλουν να τα καλ­ λιεργήσουν. Είναι μερικοί που διαβάζουν Καζαντζάκη, Καβάφη, που αγάπησαν αυτή τη λογοτεχνία και θέλουν να τη σπουδάσουν, και άλλοι για πολύ δια­ φορετικούς λόγους. Θα πρέπει εδώ να πω ότι η ολ­ λανδική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται και τόσο για την εκμάθηση των Ολλανδικών στα ξένα πανεπι­ στήμια. Ενώ το Ελληνικό κράτος βοηθάει με υπο­ τροφίες, με επιχορηγήσεις και τέτοια. Το 1982, όταν ήτανε ν ’ αποφασίσει ο Ολλανδός υπουργός για την τύχη των νεοελληνικών σπουδών στην Ολ­ λανδία, μας έσωσε το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε μπει στην Ε.Ο.Κ. κι επομένως έπρεπε στην Ολλαν­ δία να έχουμε κι ένα τμήμα νεοελληνικών σπου­ δών. Το αντίστροφο έπρεπε να γίνει κι εδώ. ΤΙ ρόλο παίζουν τα μέσα ενημέρωσης στην Ολ­ λανδία;

ΣΤΟ ραδιόφωνο υπάρχουν διάφορα προγράμματα για τη λογοτεχνία. Στην τηλεόραση το πολύ καμιά συνέντευξη με κάποιο γνωστό συγγραφέα, ελάχι­ στα πράγματα για την κίνηση του βιβλίου. Δεν είναι και κρατική η τηλεόραση στην Ολλανδία. Υπάρχουν σύλλογοι που έχουνε μέλη και μοιράζονται ένα πρόγραμμα κατά 60%. Για να αυξηθούν τα μέλη προβάλλουν θέματα με μεγάλη ακροαματικότητα. Το υπόλοιπο 40% του προγράμματος καλύπτει ένας ουδέτερος οργανισμός που είναι μεν κρατι­ κός αλλά όχι κομματικός. Θα 'θ έλα τε να προσθέσετε κά τι άλλο;

ΝΑΙ, στην Ολλανδία βγαίνει ένα περιοδικό λογο­ τεχνικό που λέγεται ο «δεύτερος γύρος», σε 2000 αντίτυπα, τέσσερις φορές το χρόνο. Κάθε φορά αφιερώνει ένα τεύχος σε μια λογοτεχνία. Για τρίτη φορά αφιερώθηκε ένα τεύχος στη νεοελληνική λο­ γοτεχνία. Κάτι που μόνο για τη νεοελληνική λογο­ τεχνία έγινε, κατ’ εξαίρεση. Στις άλλες λογοτεχνίες έχει γίνει από ένα αφιέρωμα στην καθεμιά. Στο πε­ ριοδικό αυτό είναι και ο Μάρκο Φόντσε που τώρα μένει στην Ύδρα, ποιητής κι αυτός και μεταφρα­ στής από τα Ρωσικά βασικά, αλλά μεταφράζει τώρα και από τα νέα Ελληνικά. Πρόσφατα μετέφρασε την ποιητική συλλογή του Νάσου Βαγενά τη «Βιογρα­ φία». Υπάρχει και ένα άλλο περιοδικό, το «Λυχνά­ ρι» που εκδίδεται στην Ολλανδία· το Πάσχα που μας πέρασε εκδόθηκε το πρώτο τεύχος. Έχει και λογοτεχνία βέβαια, αλλά κυρίως ασχολείται με την επικαιρότητα, την πολιτική, τη λαογραφία, τα κοι­ νωνικά ζητήματα κλπ. Αυτό το περιοδικό το βγάζει ένα ίδρυμα, ο «Αδαμάντιος Κοραής», που ιδρύθηκε από το Σύλλογο Ελλήνων Επιστημόνων στην Ολ­ λανδία και από τα νεοελληνικά ινστιτούτα του Άμ­ στερνταμ και του Χρόνιγκεν. Βρήκαμε μέχρι τώρα 800 συνδρομητές” . ** Τέλος Δεκεμβρίου είχαν γίνει 1200.


μια άλλη προοπτική στον ευαίσθητο και ρευστό χώρο της διδακτικής πρακτικής Ν. ΤΑΤΣΗ: Η διδασκαλία της Κοινωνιολογικής θεωρίας. Αθήνα, G u t e n b e r g , 1986. Σελ. 281.

I.

Π οιος ο λόγος...

1. Η ένταξη της κοινωνιολογίας στο προγραμματισμένο πλαίσιο των μαθημάτων της Μ. Εκπ/σης συνοδεύτηκε, όπως η συνήθεια το θέλει, από ένα πλήθος πολύμορφων ελπίδων και μεγέθη ενθουσια­ σμού τέτοια, ώστε κάθε σκεπτικισμός και κάθε, σε ήσσονα ή μείζονα τόνο, διαπορία ή... απορία περί το μέλλον και τις προοπτι­ κές του μαθήματος να επικαλυφθεί. Φυσικά, η επιστράτευση κυρίως των Φιλολόγων και το κουρά­ γιο ή το «μεράκι» του δασκάλου, μπορούμε να πούμε ότι απέδω­ σαν· κι αυτό με έναν απολογισμό όχι ιδιαιτέρων απαιτήσεων. Ωστόσο, από το σημείο αυτό και μετά είναι ανάγκη επίμονα να μιλάμε για μέτρα και σταθμά, περιοδικώς ανανεούμενα στο χώρο· και το σπουδαιότερο: χρηστικά. 2. Ά ρα η κάθε σχετική με το αντικείμενο κατάθεση πρέπει να και είναι εξ ορισμού αποδεκτή. Όταν μάλιστα, ειδικά προδηλώνει ότι «...χρειάζεται να καταστεί σε όλους αντιληπτό ότι ο παιδα­ γωγικός ρόλος της κοινωνιολογίας θα είναι για τον ελληνικό >ζώρο πολύ σημαντικός...» ή τοποθετείται και επισημαίνει «...χωρίς την ανάπτυξη της θεωρητικής ευαισθησίας, μαθητές και δάσκαλοι δε θα μπορέσουν να προχωρήσουν σε ανάλυση της κοινωνικής πραγ­ ματικότητας...», όταν όλα αυτά, τότε: 3. Εύκολα κανείς σχηματίζει την πεποίθηση ότι η εργασίαβιβλίο του καθηγητή Ν.Χ. Τάτση: «Η διδασκαλία της Κοινωνιολο­ γικής Θεωρίας», διανοίγει, μιαν άλλη προοπτική στον ευαίσθητο και εκπληκτικά ρευστό χώρο της διδακτικής πρακτικής· κύριο και χαρακτηριστικό στοιχείο της ταυτότητάς της είναι ότι μάχεται αποτελεσματικά τις κάθε είδους ιδεοληψίες και τα αναπόφευκτα παράγωγά τους. Ταυτόχρονα, στοχεύει και αρκετά το πετυχαίνει να αρθρώσει τις προοπτικές ανάπτυξης, εκείνης της θεωρητικής ευαισθησίας, με την οποία η διδασκαλία θα μπορέσει να προχω-


64/επιλογή ρήσει «...σε γόνιμη επεξεργασία και ανάλυση των εκφάνσεων της κοινωνικής πραγματικότητας». II. Η τα υτότητα της κατάθεσης 1. Έχει μια άρτια διδακτική δόμηση. Τα έξι κεφάλαια με τα οποία εκτείνεται το όλο, σχεδιάζουν έναν άξονα πορείας, ο οποίος τέμνεται σε δυο ισόμετρα μέρη. Το πρώτο, με κεφάλαια τρία, όπου κατά σειρά εγγράφονται: μερικοί δοκιμασμένοι τρόποι παρουσίασης της κοινωνιολογικής θεωρίας - λειτουργικοί κανόνες για τη μέθοδο της διδασκαλίας - βοηθητικές τεχνικές διδασκα­ λίας. Το δεύτερο, με επίσης τρία κεφάλαια και με προβολές, όπως: κλασικές θεωρητικές διαμάχες - η αρχαιολογία της κοινω­ νιολογικής γνώσης - γνωσιολογικοί παράμετροι. 2. Είναι σαφές ότι τα δυο υποσύνολα, πρώτο και δεύτερο, και μόνο με τους τίτλους τους προετοιμάζουν τον μυημένο αλλά και τον αμύητο αναγνώστη για μια περιδιάβαση, η οποία εμπεριέχει δυο ουσιαστικά και ελκυστικά στοιχεία: το πρώτο άπτεται της με­ θόδου, γι’ αυτό και το όνομα: «μεθοδολογικοί προσανατολισμοί». Το δεύτερο, κινεί αμέσως το ενδιαφέρον, αφού καθετί σχέση έχον με «διδακτικές προσεγγίσεις» και τις συναφείς θεωρίες, είναι γνω­ στό πόσο ακριβά τιμάται στην αγορά του χώρου... 3. Κι ακόμη, σωστό είναι να μνημονευθεί ένα σημαντικό αιτούμενο: η έγκυρη - προοδευτική και χωρίς χάσματα πληροφόρηση του αναγνώστη, ο οποίος έχει την ευκολία αλλά και τη δυνατότη­ τα να αποκτήσει «λόγο» και «θέση», καθώς οι τρόποι παρουσία­ σης της κοινωνιολογικής θεωρίας ακουμπούν προσεχτικά πάνω σε δοκιμασμένους κανόνες και τεχνικές ανάλογες. Κι είναι όλα αυτά μια χωρίς υπερβολές και ύψη ή βάθη ανάπτυξη η οποία εύκολα επιτρέπει την αναγνώριση σπουδαίων σημαινομένων του κοινω­ νιολογικού επιστητού. III. Μ ερική απ ογραφ ή σημαντικών στοιχείω ν 1. Αφετηρία είναι - και δικαιολογημένα - η κοινωνιολογική θεωρία ως απαραίτητο σημείο αναφοράς, αφού «...η κοινωνιολογία χωρίς τη θεωρία παραμένει μια απλή πνευματική άσκηση». 2. Η διεξοδική παράθεση είκοσι δόκιμων τρόπων έκθεσης της κοινωνιολογικής θεωρίας· πραγματώνεται με χαρακτηριστική πληρότητα και κατά το περίπου σταθερό σχήμα: αδρομερής ανά­ πτυξη του τρόπου προβολής και σαφής επισήμανση της εκάστοτε ιδιαιτερότητας σύντομες, αλλά αναγκαίες παραπομπές και σχε­ τική, ειδική βιβλιογραφία —» σύντομη κρίση και σύγκριση της εν λόγω «θεωρίας» προς άλλες ομόλογες ή αντίλογες. 3. Τα πλέον ενδιαφέροντα κρατούμενα από το πρώτο Κεφά­ λαιο: 3.1. Οι κοινωνιολογικές σχολές, όπου: ορισμός, τρόπος γένεσης, ακμή και παρακμή, με την ενδιάμεση ιμπεριαλιστική συμπεριφορά της ακμάζουσας νέας οπτικής των κοινωνικών πραγμάτων. Χρη­ στική η μνεία της μεθόδου του Τ.Χ. Τέρνερ στο βιβλίο του «Η δομή της κοινωνιολογικής θεωρίας». , 3.2. Η παρουσίαση κατά θεωρητικές ομάδες: σύνθεση πληροφο­ ριών η οποία επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς τη σχέση των φορέων με τα θεωρητικά δημιουργήματα αλλά και το πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας και αλληλεπίδρασης. 3.3. Η εννοιολογική παρουσίαση: εδώ, η σύμπραξή της προς τη «θεματολογική» και η διαφοροποίησή της πραγματώνεται, καθώς οι ιδέες κλειδιά αντικαθιστούν τις θεματικές λαβές και τελικά, η

Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ


επιλογη/65 ανάπτυξη των κοινωνιολογικών θεωριών συντελείται μέσα από βασικές έννοιες. Ενδεικτική η αναφορά στο έργο του Ρ.Α. Νίσμπετ «Η κοινωνιολογική παράδοση». 3.4. Φιλοσοφική παρουσίαση: και φυσικά, δεν είναι αποδεκτός ο οποιοσδήποτε διαχωρισμός της κοινωνικής πραγματικότητας από τη φιλοσοφική σκέψη. Έπειτα, είναι ιδιαίτερα πρόσφορος τρόπος από εκπαιδευτική άποψη, καθώς οι ρίζες της σκέψης των διανοητών του κοινωνικού γίγνεσθαι, καθίστανται εύκολα κατα­ νοητές και ακόμη η επισήμανση ότι πολλοί κοινωνιολόγοι προήλ­ θαν από το χώρο της φιλοσοφίας· ήταν ουσιαστικά κοινωνικοί φι­ λόσοφοι. 4. Το δεύτερο κεφάλαιο, είναι αυτό το oirtoio ορίζει ως επιβε­ βλημένη τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο «θεωρείν» και στο «διδάσκειν περί το θεωρείν». Ιδιαίτερα τώρα: 4.1. Η θεωρητική μύηση: Χαρακτηρίζεται έτσι, αφού στοχεύει προς την ολική μεταστροφή των βασικών θέσεων - απόψεων του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ατόμου, όσες σχέση έχουν με τον κόσμο των πραγμάτων και των ΝΟΒΟΣΕΛΙ: σκέψεων. Φυσικά, κάπου ελλοχεύει το σύνδρομο της οικειότητας Οχτάστηλο με καθώς τα προσφερόμενα είναι «πράγματα της... ζωής» και γι’ αυ­ ασπρόμαυρη τό προτείνεται μια «αντίσταση», η οποία είναι ανάγκη να φτάνει φωτογραφία. Θεσσαλονίκη, Επιλογή, μέχρι τη συνειδησιακή αποξένωση του υποκειμένου προς τα αντι­ 1987. Σελ. 29. κείμενα. 4.2. Η αξιολογική ουδετερότητα: Όπου υπερτονίζεται η σημα­ Η μοντέρνα ποίηση - και λέω σία του ελεύθερου διαλεκτικού στοχασμού με την πραγμάτωση γι' αυτήν που αναπτύχθηκε στην μιας πλήρους «αντικειμενικότητας», η οποία κατά τη λεπτή ισορ­ Ελλάδα μετά το '80 - και οι εκ­ φραστές της έχουν κρυμμένα, ροπία μεταξύ του οντολογικού και δεοντολογικού θα αποκλίνει φυσικά, προς το πρώτο· κι όλα αυτά έξω από προσωπικές εύνοιες στις δημιουργικές τους απο­ σκευές, στοιχεία, που ενώ από και εκτιμήσεις. ι πρώ τη άποψη μας φαίνονται ξέ­ Σημαντικό είναι ότι τα προηγούμενα φωτίζονται ιδιαίτερα με να, στη συνέχεια μας γίνονται την απόδοση των απόψεων του Άλβιν Γκούλντερ και ιδιαίτερα πολύ οικεία και σχεδόν τα διακρί­ της θέσης του, κατά την οποία ο «μύθος της αξιολογικής ουδετε­ νουμε με γυμνό μάτι. Κάτι πα ρό­ ρότητας» των κοινωνιολόγων αποκλήθηκε επιτημητικά ως «το μοιο συμβαίνει και με την ποιητι­ κή συλλογή του Κ.Ν. που ενώ δεν πρώτο σύμπτωμα επαγγελματικής γεροντικής άνοιας». 4.3. Η πρισματική θεώρηση: Όπου η πολλαπλότητα των θεωρη­ χαρακτηρίζεται από αμεσότητα και αστραπιαία κινητικότητα, αν τικών σχολών γίνεται αποδεκτή ως μια φυσική κατάσταση. Δηλα­ την ξαναδιαβάσουμε ανακαλύ­ δή, ο κοινωνιολόγος εκθέτει όλες τις υποθέσεις και τις αξιολογι­ πτουμε πλούτο στις εικόνες, στηκές παραδοχές,-ανεξάρτητα από την προέλευσή τους, και πα­ τό στίχο, εμβάθυνση και γνήσια ράλληλα, αποφεύγει οποιαδήποτε απλουστευμένη παραδοχή ή φλέβα, πράγματα δηλαδή που επισυνάπτονται σαν τελεσίδικα απόρριψη. Η παράλληλη θεώρηση των Τ. Πάρσον και Ε. Γκόφμαν, αποδει- μιας ανερχόμενης γραφής. Το βι­ κνύει και πάλι ότι το ειδικό βάρος μιας «θεωρίας» μπορεί να εκτι- βλίο είναι ένα αυθεντικό δείγμα μηθεί μετά τον προσδιορισμό των ελλείψεων της και οπωσδήποτε, ποιητικής μορφής, που ενσωμα­ τώνει σε όλα του τα στάδια τη τον υπάρχοντα βαθμό αυτογνωσίας... νεότερη έκφραση, η οποία είναι 4.4. Τα επίπεδα και τα στάδια ανάλυσης: Κατ’ αυτά προσδιορί­ αποτέλεσμα αλλαγής των συνθη­ ζονται οι σπόνδυλοι οι οποίοι συναποτελούν την κοινωνιολογική κών διαβίωσης, της πολιτικοκοι­ έρευνα της πραγματικότητας. Ακόμη, προσδιορίζονται οι λεγόμε­ νωνικής νοοτροπίας των νέων νοι σταθμοί του στοχασμού ή το πνευματικό χρονικό του κοινω­ και τέλος της με μαχαίρι αποκονιολόγου κατά τις ποικίλες αναζητήσεις του. Είναι όλα αυτά μια πή ς τής στάσης τους από τις παδιαδρομή αξιόλογή^ καθώς έμμεσα συνεισφέρει τόσο στο χτίσιμο λιότερες γενιές και τα πιστεύω ενός προβληματισμού όσο και στη σύστοιχη κοινωνιολογική ωρί- που αυτές υπηρέτησαν. μανση του «μυουμένου». ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ 5. Το τρίτο Κεφάλαιο, σίγουρα κορυφώνει το ενδιαφέρον του δασκάλου, καθώς προσφέρει ένα πλούσιο και χρηστικότατο υλι­ κό, ενώ παράλληλα, από άποψη λειτουργικότητας εκφράζει την ολοκλήρωση της σημαντικότατης προπαρασκευής προκειμένου να πραγματωθεί το «εύκολο» πια δρομολόγιο προς το δεύτερο επι­ στητό του έργου. Χαρακτηριστικά και ιδιαίτερα σημεία:


66/επιλογη 5.1. Η αναφορά ατούς τρεις κοινούς τόπους της διδακτικής: η ανάγκη λειτουργίας - από την πλευρά του δασκάλου - της κοινω­ νιολογικής φαντασίας· η κατά το δυνατόν πληρέστερη πληροφό­ ρησή του ως προς τα κείμενα- την επίγνωση του επιπέδου των μα­ θητών και φυσικά, ο προγραμματισμός. 5.2. Αυτό που ακολουθεί είναι συγκριτικά, το πιο ουσιαστικό προτεινόμενο ως προς τη διδακτική, αφού οι δώδεκα θέσεις, οι σχετικές με την τεχνική, επιτρέπουν ώστε το αντικείμενο να μετα­ σχηματιστεί σε μάθημα. 5.3. Τα στάδια διαδοχής στεγάζονται σε φράσεις-τίτλους, οι οποίοι κινούν το άμεσο ενδιαφέρον και το σπουδαίο, στη συνέχεια το δικαιώνουν: «Ας θεμελιώσουμε μια νέα κοινωνία» - «Σταυροί, σημαίες, διπλώματα, βέρες» - «Αυτοί οι αιώνιοι αντιγράφεις...» «Μετά την πτώση του αεροπλάνου» - «Γραμματόσημα, γραμματό­ σημα» - «Καθημερινά νέα» - «Κοινωνιολογικά πορτραίτα», είναι τα «ελκυστικά» στέγαστρα. Συμπερασματικά, χωρίς πολλές και δύσπεπτες θεωρητικές συνταγές, με το καθημερινό αλλά και το τεκμηριωμένο, πραγματώνεται ένα αξιόλογο, εφικτό και φυσικά, ενδεικτικό πλαίσιο διδασκαλίας. 6. Το τέταρτο Κεφάλαιο, με ιδιαίτερη αναφορά: 6.1. Στις «Κλασικές θεωρητικές διαμάχες», αποκαλύπτει τη ση­ μασία, την οποία αυτές έχουν για την κοινωνιολογία και μάλιστα, αφού η «θεωρητική διαφωνία δεν είναι ένδειξη ασέβειας...». Ο ρυθμός είνα ταχύς: η «σύγκρουση» μεταξύ του πλατωνικού Θρα­ σύ μαχου και του Σωκράτη, οδηγεί προς ουσιαστικές αναφορές στον Κ. Μαρξ και την αντιπαράθεσή του προς το Μ. Βέμπερ. Ο δομολειτουργισμός του Πάρσονς και η λεπτομερειακή αναφορά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης των Ντέηβς και Μουρ αλλά και των Μ. Τούμιν, του Ρ. Σίμπσον, του Φ. Πάρκιν και άλλων... Όλες αυτές οι συντομογραφίες, με την πολυμορφία των συμπλο­ κών τους ορίζουν σταθερά την έννοια της «θεωρητικής διαμάχης» και τοποθετούν με σαφήνεια την παιδευτική χρησιμότητά της. 6.2. Αυτή, η τελευταία αισθητοποιείται θαυμάσια στην κατατο­ πιστική παράθεση των θέσεων του X. Γκανς, όπου γίνεται η κλι­ μακωτή αναφορά προς τις: οικονομικές - κοινωνικές - πολιτικές πολιτιστικές λειτουργίες της φτώχειας. Έτσι, κατά το σχήμα αυ­ τό, η αρχαία διαφωνία του πλατωνικού Θρασύμαχου προς τον Σωκράτη μετατοπίζεται προς τη διαλεκτική του Μαρξ και την ηθι­ κή του Βέμπερ, μεταμορφώνεται ακολούθως στη διαστρωμάτωση των δομολειτουργιστών και τερματίζει με τη γνωστή, αφορισματική θέση του X. Κέσλεν τη σχετική με τη δικαιοσύνη και το περιε­ χόμενό της. 7. Το πέμπτο Κεφάλαιο, «η αρχαιολογία της Κοινωνιολογικής γνώσης». 7.1. Εδώ ο όρος «αρχαιολογία», δηλώνεται ως αναζήτηση της αρχικής σύλληψης των ιδεών, της πρώτης τους ιστορικής παρου­ σίας καθώς και της μεταλλαγής τους στη χρονική ροή. 7.2. Δοκιμαζόμενη, στην παρούσα περίπτωση, έννοια ορίζεται η «αλλοτρίωση». Παρακολουθείται από τη «Φαινομενολογία» του Χέγκελ, στα «νεανικά δοκίμια» του Μαρξ, προσδιορίζεται η ση­ μαντική παρουσία της στα κείμενα του Γκ. Λούκατς, του Μαρκούζε και άλλων ώς την αναλυτική προβολή της από τον Ε. Φρομ. Η ενδεικτική αποτύπωση της μακράς αυτής πορείας, στοιχειοθετεί σοβαρό λόγο ύπαρξης, αφού από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 και ακόμη μέχρι σήμερα, έχει αποδώσει στοιχεία ιδιαίτερα αποκα­ λυπτικά για τη διερεύνηση του κοινωνικού ανθρώπου. 7.3. Παράλληλα προς όλα αυτά, χαρτογραφείται ένα εκπληκτι­ κό «πνευματικό οδοιπορικό» μέσα στο οποίο, με αρχή τον Χέγκελ

.ποίηση ΛΟΥΚΡΗΤΙΑΣ ΔΟΥΝΑΒΗ: Μπαλκόνι στην Ερμούπολη.

Αθήνα, Φίλιππό τη, 1987. Σελ. 38. Η Λουκρητία Δούναβη, στη σει­ ρά Ελληνίδες ποιήτριες των εκδό­ σεων «Φιλιπττότη», παρουσιάζει μια ποιητική συλλογή διάχυτη από τους σφυγμούς της γενέτει­ ράς της της Σύρου και πιο συγκε­ κριμένα της Ερμούπολης, αναπο­ λώντας στιγμές επαρχιακής γα­ λήνης και μελαγχολικής διάθε­ σης, για κάτι που ίσως δε χάθηκε οριστικά, αλλά παραμένει πάντα ένα μεγάλο όνειρο. Ό λ α της τα ποιήματα και στις δυο ενότητες, χαρακτηρίζονται από ένα είδος χαμένου οίστρου για μια ιδιαίτε­ ρη πατρίδα γεμάτη ομορφιές και αγάπη, που θα απέκλειε κάθε χωρισμό η συνεχώς θα τροφοδο­ τούσε τη μνήμη με εικόνες άλλων χρόνων κατασταλαγμένων και νωπών. Το βιβλίο «Μπαλκόνι στην Ερμούπολη» κερδίζει τον αναγνώστη περισσότερο για τη μετριόφρονη εκφορά του και συ­ νάμα για τις ελπίδες που χαρίζει σε κάθε άνθρωπο που έχασε τη γη του.

Χ.Π.


επιλογη/67 η εμβάθυνση στην έννοια της «αλλοτρίωσης» περνά από «Σχολα­ στικές ιδιαιτερότητες» και τις δημιουργικές ενασχολήσεις των «θεωρητικών μετασχηματισμών», διαμορφώνεται κατά τους «Ε­ μπειρικούς προσδιορισμούς», αυτοαναλύεται (;) στις «Προσωπικές διασυνδέσεις» και φυσικά, καταβυθίζεται, αλλά δεν εξαφανίζεται στους λαβυρίνθους των «θεωρητικών αναζητήσεων». Είναι πλέον το τέρμα του ταξιδιού, όπου η αναζήτηση των πηγών της έννοιας - αντικειμένου απέδωσε μια θαυμαστή περιπλάνηση και η φιλολο­ γία της «κοινωνιολογίας της κοινωνιολογίας» συνέθεσε το ευθύ —» αναδρομή και μεταμορφώσεις, αλλά και το αντίστροφο —> επι­ στροφή στο συλλογιζόμενο εγώ... Αναμφισβήτητα, πρόκειται για μια τεχνική, όπου όλοι κερδίζουν και ιδιαίτερα, η διδακτική πρα­ κτική. 8. Το τελευταίο Κεφάλαιο του βιβλίου έχει και αυτό το λόγο του. Και είναι ο τίτλος του «ΓνωσιολογικοίΠαράμετροι» το φανε­ ρό δείγμα των θεωρητικών προθέσεων, με «τις οποίες θα κλείσει η χιούμορ θεματολογική ανάλυση του βιβλίου». Τα επιμέρους σημαντικά: 8.1. Το πέρασμα από το «σύνδρομο της οικειότητας» προς το ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ στόχο που λέγεται γνώση και βέβαια, όχι κατά την εκάστοτε αυτο­ ΚΟΝΤΟΔΗΜΟΥ: γνωσία μόνο· η κατάκτησή της με αυτοέρευνα αλλά και διάλογο, Εισαγωγή στα σπορ. πάνω στη βάση κατά την οποία η σταδιακή διείσδυση στην πρα­ Αθήνα, Θέμα, 1987. κτική του καθημερινού βίου έχει τη δυνατότητα να οδηγήσει στην Σελ. 70. αποκάλυψη του μακροκοινωνιολογικού φάσματος. Το χιούμορ είναι μια πολύ λε­ 8.2. Ανίχνευση του είδους της γνώσης, το οποίο προσφέρει ο κοινωνιολογικός στοχασμός, με τελική απόληξη: προκειμένου η πτή υπόθεση, γι' αυτό όποιος κοινωνιολογική γνώση να αποτελέσει κατηγορία επιστημονική, θα ασχολείται μ' αυτό, πρέπει να έχει βαθιά την αίσθησή του στο πρέπει να πληρεί τους όρους της επιστημονικής λογικής, αλλά και είναι του. Μ' αυτή τη λογική το να διαθέτει την απαραίτητη θεωρητική επάρκεια·αυτή, η τελευ­ βιβλίο του Κ.Κ. και γνήσιο είναι ταία έρχεται ως φυσικό επιγενόμενο κατά τη βασανιστική και αλλά ταυτόχρονα και το κυριότεδιαρκή «πείρα»» της σύλληψης και κατανόησης της κοινωνίας των ρο, καταφέρνει να βγάλει γέλιο, σε μια εποχή όπου το να γελά ανθρώπων. 8.3. Η «κοινωνιολογική Θεωρία και κοινωνική Πρακτική» μέσα κανείς του προκαλεί τουλάχιστον σε μια προβληματιζόμενη τάξη, και αμφισβητούνται έμμεσα, αλλά τύψη. Η διακωμώδηση των δια­ φόρων αθλημάτων από το συγ­ και βάλλονται - αρκετές φορές - κατευθείαν. Ο δάσκαλος μπορεί γραφέα, γίνεται στη βάση πολύ να «σταθεί» και με τα όσα η «κοινωνιολογία της κοινωνιολογίας» γνωστών μας διαδικασιών, που απέδωσε- μπορεί να πατήσει στην «κοινωνική μηχανική» του όλοι έχουμε λίγο-πολύ ζήσει, όλοι Μαρξ, στην «άρνηση» του Βέμπερ, να εντάξει την κοινωνιολογία ξέρουμε και όλοι έχουμε συνάξει στο πεδίο της πολιτικής δεοντολογίας· μπορεί να μιλήσει για τις τις πληροφορίες, έτσι ώστε να απόψεις των Αμερικανών κοινωνικών επιστημόνων, τις σχετικές άπτεται κοινότυπων πραγμάτων με την πρακτική χρησιμοποίηση της «κοινωνιολογικής θεωρίας» ή που όμως ιδωμένα κάπως διαφο­ ρετικά να λειτουργούν και ανάλο­ να παραθέσει τα δεδομένα του «σχήματος» Γ. Χάμπερμας. γα. Η «Εισαγωγή στα σπορ» είναι 8.4. Και οπωσδήποτε, αξιοπρόσεκτο για την ευρηματικότητα ένα έργο διάχυτο από απρόβλε­ αλλά και την ελαστικότητα των επιλογών του είναι το σχήμα: πτα συμπεράσματα και αξίζει «Κοινωνιολογία και Κοινωνικές Επιστήμες». Εδώ πια αφήνονται τον κόπο να διαβαστεί γιατί καλ­ όλα στην περιουσία, όση διαθέτει ο δάσκαλος ή τη λεγάμενη «κοι­ λιεργεί με φυσικό πά θος έναν το­ μέα μάλλον παραμελημένο και ει­ νωνιολογική φαντασία» του. Μ’ αυτήν θα καταφέρει σχεδιάζοντας - αυτοσχεδιάζοντας να μπει μαζί με τους μαθητές και μάλιστα δικά αφημένο στο σκίτσο, που και πιο εύκολο μπορεί να θεωρη­ άμεσα, στο πολύπτυχο του ^περιβάλλοντος κοινωνικού χώρου. θεί και ταυτόχρονα δεν παύει να Έτσι, η εμπειρία —> περίπτωση θα καταγραφεί, και με τις απα­ είναι οπτική εικόνα. ραίτητες προσθαφαιρέσεις θα ενταχθεί στο θεωρητικό συνεχές της Χ.Π. κοινωνικής έρευνας. Οπωσδήποτε, για όλα αυτά δεν υπάρχουν ούτε αρχές ούτε κανόνες έτοιμοι, αφού είναι γνωστό πόσο ευαίσθη­ τος ως προς αυτά είναι ο χώρος... IV.

Τα κρατούμενα

Και βέβαια χρειάζονται, όσο κι αν ο θεσμοθετημένος πλέον ρό­ λος τους γίνεται αιτία μιας εκ του αυτομάτου υπονόμευσης των


68/επιλογή όσων και όποιων μηνυμάτων αυτά μεταφέρουν. 1. Είναι σημαντικό ότι το βιβλίο - κατάθεση δικαιώνει τον πολ­ λά υποσχόμενο χαρακτηρισμό ως «διδασκαλία της κοινωνιολογι­ κής θεωρίας». Αυτό ταυτόχρονα, συνεπάγεται την υποχρέωση να φωτισθούν, σφαιρικά πλέον, και τα θετικά σημαινόμενα της πα­ ρουσίας του αλλά και κάποια άλλα. 2. Έχει μια διδαχτική δομή, η οποία εξαρχής γνωρίζει τι και πόσα θέλει· αυτό, χωρίς να πανικοβάλλει τον αναγνώστη με διεισ­ δύσεις σε χώρους «άβατους» και εκρήξεις φαντασμαγορικές, όπως η κοινωνιολογούσα αγορά διαφημίζει. Οπωσδήποτε, αντίφαση προς αυτά αποτελεί κατά τη γνώμη μας - το τελευταίο κεφάλαιο. Προσφέρει στοιχεία ήδη δοσμένα και σοβαρολογεί επί τοαγμάτων» όχι, όσο θα ’πρεπε, χρηστικών για τον αναγνώστη-ύαοκαλό. Με την ίδια διάθεση μπορεί κανείς να μιλήσει και περί μιας λογοτεχνίζουσας ατμόσφαιρας, η οποία διαποτίζει αρκετά, κυρίως τα αποληκτικά των επιμέρους επιπέδων σημεία· είναι, όταν οι «Ιθάκες» των πολυτάξιδων, οι «σκυταλο­ δρομίες της γνώσης» και οι... «πινακίδες του Κίρκεγκαρντ», και τα διδακτικά «μηδενί δίκην...», διαπλέκονται με τον «ηθικό ξεπε­ σμό» του... προέδρου Νίξον, τους «μηχανόβιους» και τις στιγμι­ αίες ματιές (!) προς το μικρόκοσμο της λεωφόρου Συγγρού, τις οποίες θα... επιτρέψει ο δάσκαλος στους μαθητές του. Ό σο κι αν πρόκειται για περιφερειακά ως προς το σώμα και το πνεύμα του έργου στοιχεία, δεν παύουν να λειτουργούν αντίρροπα προς τις προθέσεις και το «ύψος» της κατάθεσης. 3. Γενικά και τελικά: Μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι γνώση και μέθοδο και κυρίως στόχους έχει το βιβλίο. «Βλέπει» ιδιαίτερα, προς το δάσκαλο της τάξης και του συμπαραστέκεται με τον ήρεμο και απλό τρόπο, αυτόν που πραγματικά χρειάζεται σε τέτοιου εί­ δους δρομολόγια. Και όλα πραγματώνονται κατά μια λεπτή σύ­ ζευξη μεταξύ του διανοούμενου και του διανοουμενισμού, όπου ο τελευταίος δε γίνεται λαϊκισμός αλλά αποδοτικός στοχασμός. ΠΕΤΡΟΣ ΜΑΡΙΟΛΗΣ

«στηααμένη μέγαν ιστόν... ΰφαινε...»

ω

ΕΡΑΤΩΣΛΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΟΛΦ: Ο Αργαλειός. Πρώτα βήμα­ τα στην τέχνη τής υφαντικής. Εκδόσεις Δ ό μ ο ς . Πρώτη έκδοση, Αθήνα 1986. Σελ. 285+λενκές. 8ο.

νάμεσα στις παραδοσιακές τέχνες τη σημαντικότερη θέση κα­ τέχει η υφαντική, τέχνη πανάρχαια, που η αφετηρία της το­ ποθετείται στην προϊστορική εποχή ακόμα. Η εξέλιξή της υπήρξε βραδεία (όπως και όλων των λαϊκών τεχνών εξάλλου) και οι διά­ φορες μορφές της πήραν την ιδιαίτερή τους υλοποίηση σε διαφο­ ρετικούς και γεωγραφικούς και ιστορικούς χώρους. Η πρακτική ανάγκη για την κάλυψη του σώματος ώστε να προφυλαχθεί από τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, οδήγησε στην επινόηση της κατα­ σκευής και παραγωγής αργότερα κατάλληλων ενδυμάτων, στην αρχή με δέρμα (εποχή του νεαντερταλείου εφήβου) και αργότερα με άλλα ζωικά υλικά και με φυτικές ίνες (εποχή του homo sa­ piens). Και με την πρόοδο και εξέλιξη του προϊστορικού και του πρωτοϊστορικού πολιτισμού, αποτύπωσε πάνω στα υφαντά του

Α

ΤΕΧΝΕΣ


επιλογη/69 αυτά τις καλλιτεχνικές του διακοσμήσεις, στην αρχή ως εξορκιστικά σύμβολα και αργότερα ως καλλιτεχνική έκφραση, αφού και η ενδυμασία, γενικότερα, πιστεύεται πως σε μεγάλο βαθμό εξυπηρε­ τούσε ανάγκες περισσότερο αισθητικές παρά πρακτικές.1 Η υφα­ ντική, με τον τρόπο αυτόν, εντάχθηκε μέσα στο γενικότερο σύστη­ μα παραγωγής και έφερε γι’ άλλη μια φορά τον άνθρωπο αντιμέ­ τωπο με τα αντικείμενα, που γίνονταν τα μέσα για τη συγκρότηση μιας υποκειμενικής στάσης απέναντι τους - μια διαλεκτική με τον κόσμο και το περιβάλλον. Μεσ’ από το πλέγμα αυτής της σχέσης, ο άνθρωπος μπόρεσε να ξεπεράσει την ατομική του περισυλλογή και ν’ ανοιχτεί σε συλλογικές πράξεις, που τον οδήγησαν στη δη­ μιουργία κοινωνιών και κοινωνικού πολιτισμού. Αλήθεια είναι, ωστόσο, ότι η υφαντική προϋποθέτει την εργα­ σία ενός ανθρώπου και η διαλεκτική που εκπηγάζει από τη σχέση του μ’ αυτήν, όσο κι αν οι ευεργεσίες της εξακτινώνονται στον κοινωνικό περίγυρο, βαθαίνει στη στάση του ενός και στη μελέτη του επάνω στην τέχνη του και τα μυστικά της. Κι εδώ έχει την αρχή της η συντεχνιακή αντίληψη της τέχνης, πράγμα που δεν έπαψε να λειτουργεί και δε θα πάψει όσο ο άνθρωπος ασχολείται με τις τέχνες σε κάθε τους μορφή και υλοποίηση. Όμως η υφαντι­ κή για αιώνες αποτελούσε κοινό χτήμα του λαού και κάθε σπίτι σχεδόν είχε τον αργαλειό του και μ’ αυτόν κατασκεύαζε τα είδη της ένδυσης για τα μέλη του. Περ’ απ’ αυτό, υπήρξαν κάποιοι τεχνίτες που ξεχώριζαν και η τέχνη τους είχε γίνει ξακουστή, πράγμα που το προϋποθέτει η αναγωγή της τέχνης αυτής στην πε­ ριοχή του μύθου. Η μυθολογική ερμηνεία της τεχνικής της «υφής» (που έδωσε τ’ όνομά της για την ιδιαιτερότητα της έκφρασης και της στάσης [«ύφος»]), σε μιαν εποχή που ο λόγος ακόμα δεν είχε τη δύναμη να οριοθετήσει τον υλικό και τον πνευματικό κόσμο, και που εκφράζεται τόσο συμφυώς με τον αιτιολογικό μύθο της Αράχνης,2 αποδεικνύει γι’ άλλη μια φορά τη σημαντική λειτουρ­ γία της υφαντικής μέσα στο πλέγμα της παραγωγικής εργασίας, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον κοινωνικό τομέα. Στο μεταίχμιο της πρωταϊστορίας και της ιστορίας, η υφαντική είναι μια τέχνη γενικευμένη, όπως και στην πρώτη ιστορική επο­ χή, τη γεωμετρική. Τα ομηρικά έπη μιλούν συχνά για τον «ιστόν» και είναι γνωστός ο δόλος της Πηνελόπης με το πανί που ύφαινε την ημέρα και ξύφαινε τη νύχτα για ν’ αποφύγει να δώσει απάντη­ ση στους απαιτητικούς μνηστήρες3. Από κει και πέρα ο αργαλειός ήταν απαραίτητο εξάρτημα του νοικοκυριού και η τέχνη του μέσα στους αιώνες είτε της ελευθερίας και της αυτονομίας είτε της υπο­ δούλωσης και της αλλοτρίωσης δέθηκε με τους καημούς και τα όνειρα, με τις βαθιές λαχτάρες και τις οράσεις της φυλής. Στη βυ­ ζαντινή εποχή η υφαντική τέχνη γνώρισε πολύ μεγάλη ακμή και κυρίως με τη χρησιμοποίηση του σηρικού ως πρώτης ύλης για την ύφανση. Τα βυζαντινά υφαντά, υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης, προξενούν ακόμα το θαυμασμό μας και γίνονται πρότυπα μίμησης στη σημερινή εποχή. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πέρ’ από την περίπτωση κάποιων επώνυμων υφαντών και υφαντριών4, ο αργαλειός συνόδεψε με το χτύπημά του τις άγρυπνες νύχτες των σκλαβωμένων. Με την τέχνη και της υφαντικής εκφράστηκε η ψυ­ χή του λαού σε καλλιτεχνικές αποτυπώσεις υψηλής αισθητικής αποτελεσματικότητας. Αλλά και σε κάθε σπίτι στον αργαλειόν οι θυγατέρες ύφαιναν τα προικιά τους, γιατί θεωρούνταν ντροπή ν’ αγοράσουν έτοιμη την προίκα τους από τον έμπορο. Ύστερα ήρθε η Βιομηχανική Επανάσταση που έφερε το οριακό ρήγμα στις παραδομένες τεχνικές. Στον τόπο μας τ’ αποτελέσματά της επέδρασαν κάπως αργά, και η χρήση του αργαλειού άρχισε να περιόριζε-


70/επιλογη ται. Με την εισβολή της τεχνολογίας αυτή η παμπάλαιη τέχνη κιν­ δύνεψε να εκλείψει. στόσο, ακριβώς σήμερα που η τεχνολογία θριαμβεύει και που ο μηχανικός εξοπλισμός της ζωής μας αυξάνεται συνε­ χώς και γίνεται ολοένα και πιο περίπλοκος, σήμερα που η βαθύτε­ ρη υπόστασή μας πάει να προσαρμοστεί στις δαιδαλώδεις επιφά­ νειες των ηλεκτρονικών διευκολύνσεων και των μηχανιστικών ανέσεων, που κινδυνεύουμε να χάσουμε το πολυτιμότερο που μας δένει με τη ζωή και τον κόσμο, εννοώ την αντίσταση των πραγμά­ των μέσα σε μιαν άνευ όρων παράδοσή μάς στη ροή των θαυμα­ στών αυτών και συνάμα περίφοβων εξελίξεων, μέσα λοιπόν σ’ αυ­ τή την «άνοιξη» την τεχνολογική, γυρνάμε προς τα πίσω και προ­ σπαθούμε ν’ αντλήσουμε δυνάμεις, όσο μπορεί να γίνει αυτό, από τον πενιχρό χειμώνα του παρελθόντος, όπου ο άνθρωπος ήταν ο μόνος εκφραστής των αιώνων του, ήταν η ψυχή του που έμενε αζήμιωτη από το κέρδος του κόσμου, ήταν ο λαός, που δημιουρ­ γούσε με τη λιτή του αυτάρκεια και την ενδογενή του βιοσοφία τον αξεπέραστο πολιτισμό του. Ακριβώς σήμερα, που η ροή της τεχνολογίας είναι τόσο γρήγορη, που τίποτα δε μένει σταθερό για να δημιουργήσει παράδοση, τα μόνιμα σχήματα που η παράδοση έντυσε τις μορφές ζωής και τις εκδηλώσεις του πνευματικού βίου και πολιτισμού αλλά και της καθημερινότητας, είναι τα πολύτιμα στηρίγματά μας για να προχωρήσουμε σωστά, είναι τα αντικρύσματα, που γεμίζουν την κενότητα της λογοτεχνικής μας εμπειρίας και της μηχανιστικής μας κοσμοαντίληψης. Βέβαια, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, τα σχήματα που έρχονται από το παρελθόν, δε λειτουργούν πια μέσα στην αντίληψή μας, είναι εκφράσεις ενός άλλου κόσμου, που οι λειτουργικές του δομές ήταν παντάπασι διαφορετικές. Σήμερα βλέπουμε μόνο την αισθητική, μας ξεφεύγει η διαλεκτική των πραγμάτων αυτών με τη ζωή και τους ορισμούς που έθετε. Το α­ ντικείμενο τώρα γίνεται θέμα μελέτης, κωδικοποιείται στην επι­ στημονική του θεώρηση και στην ερευνητική του διάσταση. Ανα­ λύεται και συντίθεται και συνδυάζεται ή αποσπάται από τις αναγκαίες ή μη συναρτήσεις του. Γίνεται μουσειακό έκθεμα, θαυ­ μαστό βέβαια και σεβαστό, αλλά που δεν έχει να κάμει με τη σημε­ ρινή μας πραγματικότητα. Όμως δε θα ’χε κανείς να πει το ίδιο και για την τέχνη της υφαντικής, που όσο κι αν την περιόρισε και την έφερε στα πρόθυ­ ρα της εξαφάνισης η τεχνολογία, εξακολουθεί, είτε σε μορφές ακόμα λειτουργικές, δεμένες με τη ζωή και τις ειδικότερες συνθή­ κες της, είτε σε μορφές αναβιωμένες (έστω και σχηματοποιημένες) να παράγει τα προϊόντα της, ας είναι και σε περιορισμένη επιφά­ νεια. Και είναι ευτύχημα που η πολιτεία έχει δημιουργήσει σχετι­ κούς φορείς που με τη φροντίδα τους προάγεται η ελληνική χειρο­ τεχνία και ειδικότερα η λαϊκή υφαντουργία. Και είναι ακόμα με­ γαλύτερη η αισιοδοξία που δημιουργούν τα πλήθος μελετήματα, που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς με αντικείμενο μελέτης την υφαντική και τα συναφή προϊόντα της, από τις εργασίες της μονα­ δικής Αγγελικής Χατζημιχάλη5 και τις λαογραφικές αποτυπώσεις του Δημήτρη Λουκόπουλου6 ως τις πρόσφατες διαφόρων μελετη­ τών και ερευνητών του λαϊκού βίου και πολιτισμού.

Ω

νάμεσα σ’ αυτές τις τελευταίες (ίσως η πιο πρόσφατη) ξεχω­ ρίζει η μελέτη της Ερατώς Αγγελοπούλου-Βολφ, που με τον πιο απλό τίτλο «Ο αργαλειός» εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Δόμος» σε μια καλαίσθητη και φροντισμένη έκδοση, όπως εξάλλου είναι

Α


επιλογη/71 το σύνολο των εκδόσεων του οίκου αυτού. Η μελετήτρια, που κα­ τέχει την υφαντική τέχνη σ’ όλο το πλάτος της και φαίνεται να ξέρει όλα τα μυστικά της, με τρόπο επαγωγό και μεθοδικό εξετά­ ζει το καθετί που έχει σχέση με τον αργαλειό και την τέχνη του. Κι όσο κι αν γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου της πως ο σκοπός της είναι «να δώσει όσο το δυνατόν περισσότερες απαντήσεις στα ερωτήματα και στις απορίες που γεννιούνται στα πρώτα βήματα της υφαντικής» (σελ. 13), ωστόσο η μελέτη της εξετάζει σφαιρικά το αντικείμενο και δίνει όχι μόνο απαντήσεις που γεννιούνται στα πρώτα βήματα της υφαντικής, αλλά και πολύ περισσότερες και για το είδος του αργαλειού που περιγράφει έχει την επάρκεια που θα περίμενε κανείς από ένα παρόμοιο έργο. Γιατί, όπως η ίδια σημειώνει αρχίζοντας τη μελέτη (σελ. 17), υπάρχουν διάφορα είδη αργαλειών, «από τους πιό πρωτόγονους ώς τους πιο τελειοποιημέ­ νους», όπως είναι το πλαίσιο ή τελάρο, ο όρθιος αργαλειός (ανα­ δρομίσιος ή χαραρίσιος), ο αργαλειός της μέσης ή ζώνης, που λει­ τουργούν μόνο με τα χέρια και ο αργαλειός του λάκου ή καθούμε­ νος αργαλειός, όπου τα πόδια της ανυφάντρας δουλεύουν ταυτό­ χρονα με τα χέρια. Μια ξεχωριστή ομάδα αποτελούν οι επιτραπέ­ ζιοι αργαλειοί που η πιο εξελιγμένη μορφή τους είναι ο σχοινιάτικος αργαλειός ή αργαλειός με το σχοινάκι. Βέβαια, στον ελλαδικό χώρο, ο πιο διαδεδομένος τύπος αργαλειού είναι ο καθούμενος αργαλειός, που παίρνει και σε κάθε τόπο ανάλογη ονομασία", και που οι διάφορες παραλλαγές του αποκλίνουν στις λεπτομέρειες λίγο ή πολύ από τη βασική μορφή. Ο καθούμενος αργαλειός που η μελετήτρια περιγράφει, προέρχεται από τις περιοχές της Αττικής και Βοιωτίας (σελ. 14), ωστόσο σ’ όλο τον ελλαδικό κορμό η πα­ ραλλαγή αυτή είναι σχεδόν ίδια. Διαφορές παρουσιάζει η πα­ ραλλαγή του νησιώτικου8 και ιδιαίτερα του μικρασιατικού, που είναι ίσως μια πιο προωθημένη μορφή του τύπου αυτού. (Με την ευκαιρία, ας μου επιτραπεί εδώ να πω ότι προέρχομαι από οικο­ γένεια μικρασιατική, που τα γυναικεία μέλη της κατανάλωσαν με­ γάλο μέρος της ζωής τους υφαίνοντας, για να εξοικονομήσουν τα προς το ζην για την οικογένεια. Τα μαθητικά και εφηβικά μου χρόνια κύλησαν το ρυθμό τους πάνω στα χτυπήματα του αργαλει­ ού, και η ζωή μου υφάνθηκε με τα μυστικά της τέχνης αυτής. Και θα ’θελα ακόμα να προσθέσω ότι ο πειρασμός για μιαν αντιπαρά­ θεση του μικρασιατικού αργαλειού με κείνον του ελλαδικού κορ­ μού είναι πολύ μεγάλος, όμως και ο προορισμός του άρθρου αυ­ τού είναι διαφορετικός. Περιορίζομαι μόνο, όπου αυτό είναι πρό­ σφορο, σε μια παράλληλη αναγραφή των διαφόρων μερών και εξαρτημάτων του σε παρένθεση). Ερατώ Αγγελοπούλου-Βολφ αρχίζει την εργασία της με την περιγραφή του καθούμενου αργαλειού και των εξαρτημάτων του: μιλάει για το σκαρί (σελ. 20-22, σκελετός στη Μικρασία), για ' τα εξαρτήματα (σελ. 23-32), το αντί (μπροστινό αντί), το σφίχτη (στρεφτάκι), τον καταδέτη, την ξεκινήστρα, το πισαντί ή πισάντι (πίσω ή πισινό αντί), το γκάρδι, το αντιστάρι ή μεγάλο σφίχτη (στρέφτης), το παντί ή πανάντι, το αντιράδι ή μικρό αντάκι, το πέτρωμα, την πόρτα ή πέταλο, τη βέργα του πετάλου, τα μπράτσα (πλαϊνά), τα χτενόξυλα (ξυλόχτενα), το χτένι, τα μιτάρια, τις πατήθρες ή πατητήρεξ-^πετρήτες), τα καρούλια (καρούλες), τις ' σταυρόβεργες, τις ζεύλες (ζυγός), το κάθισμα της ανυφάντρας. Περιγράφει τα σύνεργα (σελ. 33-46), την ανέμη, τη σβίγα (σβία), τον άδραχτο (καλαμάδραχτος, αλλά πάνω στη σβία), το θρομύλι, τα καλαμουκάνια (καλάμια), τα μασούρια, τις σαΐτες, τη μασουρίστρα (μασουρολάτης), την τεντώστρα (αξίγκλα), το τυλιγάδι, το

Η


72/επιλογη αδράχτι, τη ρόκα, το περαστήρι των μιταριών και του χτενιού (στη Μικρασία χρησιμοποιούσαν ένα κατάλληλο βελονάκι του πλεξίματος), το τελάρο δεσίματος (οι Μικρασιάτισσες έδιαζαν το πανί σε δυό σειρές παλούκια μπηγμένα σε τοίχο), την καλαμίστρα ή καλαντάρα (διάστρα), την τυλίχτρα, τη διάστρα (στη Μικρασία δε χρησιμοποιούσαν το σύνεργο αυτό, το διάσιμο γινόταν με σταύρωση όπου ένα είδος μιτωτήρας περνούσε ανάμεσα στα νήμα­ τα του στημονιού χωρίζοντας το ένα διαλί από το άλλο), το χτένι σταυρώσεως, το χτυπητήρι, τον κρούστη, τη σπάθα (μιρωτήρα), την τσουγκράνα, τις ξύλινες πήχες. Στη συνέχεια μιλάει για τα υλικά της ύφανσης (σελ. 47-57), το μαλλί και την επεξεργασία του (πλύσιμο, γνέσιμο, [κλώσιμο]), για το μετάξι, για το μπαμπάκι, το λινάρι (λίνο), το σπάρτο, για τα συνθετικά νήματα και για τις βα­ φικές ύλες, που μ’ αυτές βάφεται το νήμα της ύφανσης. Στο τέταρ­ το μέρος περιγράφεται το στήσιμο και το αρμάτωμα του αργαλει­ ού (σελ. 59-93): από τον υπολογισμό της απαιτούμενης ποσότητας νήματος από στημόνι (χίντικο) και υφάδι (φάδι), το καλάμισμα (στη Μικρασία πριν από το καλάμισμα το στημόνι το βουτούσαν μέσα σε πολτό από αλεύρι [κουρκούτι], για ν’ αποχτήσει στερεότη­ τα και στιλπνότητα, όπως στην ομηρική εποχή το έρραιναν με λά­ δι), το διάσιμο, το τύλιγμα, το μίτωμα και περαμάτισμα (πέρασμα μιταριών και χτενιού), το κομπόδεμα, την τελική ταχτοποίηση των εξαρτημάτων, τη δοκιμαστική ύφανση, το μασούριασμα (μασούρισμα) του υφαδιού, ολ’ αυτά με λεπτομέρειες και με συναφείς οδη­ γίες για τις ανυφάντρες, έτσι που να αποτελούν έναν ασφαλή οδη­ γό και μια ολοκληρωμένη περιγραφή της όλης προετοιμασίας του αργαλειού πριν από την ύφανση. μελετήτρια προχωρεί κατόπι στην περιγραφή της λεπτομέ­ ρειας του αργαλειού (σελ. 95-99), και στη δοκιμαστική ύφαν­ ση, για να φτάσει, τέλος, στην ύφανση (σελ. 101-206), την καθαυ­ τό λειτουργία του αργαλειού. Κι εδώ αναλύει την τεχνική της υφαντικής και περιγράφει τις εφαρμογές της σε είδη υφαντών, πρώτα στη σκέτη ύφανση, όπως είναι το απόλυτό (με δύο ή τέσσε­ ρα μιτάρια και τέσσερις πατήθρες) και σε υφαντά που ελέγχονται από τη μηχανική ενέργεια του αργαλειού και σε υφαντά όπου τον κύριο ρόλο για τη διακόσμησή τους έχουν τα χέρια της ανυφάντρας. Στην πρώτη ομάδα υπάγονται ένα πλήθος υφαντά, από τις κουρελούδες, τα πανίτικα, τα ριγωτά, τα κουτωτά, τα καρωτά, οι πλαστές φασκιές, τα κολωνάκια, τα σγουρά ώς τις βελέτζες, ενώ στη δεύτερη υπάγονται τα τρητά (στριφτό, χυτό, μπουκέτο Μπρουκς, δανικό μενταγιόν), τα ενυφασμένα πλουμιά (ανεβατό, ανεβατό με πατήματα, σφακιανή βελονιά, ένθετο, τοιοπατήτηρο ή «τση άνοιξης», κουσκουσές), τα φλοκωτά (φλοκάτο, ρύα, φλόσσα), η πισωβελονιά, το κιλιμίσιο. Στη συνέχεια προχωρεί στην ανάλυση και στις εφαρμογές του διαγώνιου ή λοξού, στο «μίτωμα του απολυτού», στο δίμιτο, στο ψαροκόκκαλο, στο τρίμιτο, στο διαγώνιο σπασμένο, στα ειδικά μιτώματα του διαγώνιου (μικρό ψαροκόκκαλο, και το «μάτι της χήνας», το «μάτι της πέρδικας», ροδόστρατα, πατημένο στ’ αντίθετα, μυτιληνιά, σταυροπλούμια, κρητικό δέξιμο, το μικρό φακάτο [φακωτό], κρητικό δέξιμο - τα τετράγωνα, τα καγκελάκια, το μιτωμένο στ’ αντίθετα, τ’ άσπρα και κόκκινα πλακάκια, της Καμαριώταινας. το τσιριγώτικο στην όβρα, το κρητικό δέξιμο - φακωτό, τις καραμελωτές, το δίφρα­ γκο, το λεμονόφυλλο, το αιγόκλημα, το δέξιμο καραμέλα, τα δια­ μάντια, το ρολογάκι, τα στεφάνια, το σαλιγκάρι, το «ρόμβοι ανοιγοκλείνουσιν», τη σταφυλάτη, τη μπρούλιαση της Στέλιαινας, το δέξιμο - της πεντάμορφης τα ρόδα, την αλυσίδα και τους σταυ-

Η


επιλογη/73 ρούς, το ματάκι)· Όλος αυτός ο πλούτος, των υφαντών, με τα σχέδια και τις υφάνσεις, με την ποικιλία των χρήσεων στα διάφορα είδη και στους χρωματικούς συνδυασμούς, όλη αυτή η ποίηση της χειροτε­ χνικής εργασίας, φανερώνει γι’ άλλη μια φορά τη φυσική δημιουρ­ γική δύναμη του λαού και τη φροντίδα του να διακοσμήσει την καθημερινότητα με σχήματα αισθητικής αποτελεσματικότητας σταθερά και βιωμένα μεσ’ από την παραδομένη τέχνη και τεχνική, μεσ’ από έναν ψυχισμό που διαμορφώνεται πάνω στην ενδογενή παρόρμηση για καλλιτεχνική δημιουργία, που όσο κι αν σε κά­ ποιες εποχές έφτασε να είναι υπόθεση κάποιων συντεχνιών, όμως η αφετηρία της και η λειτουργική της δομή δεν παύει να επιβε­ βαιώνεται και να στηρίζεται πάνω στη συλλογική εμπειρία και βιοσοφία. Στο βιβλίο της Βολφ έχει κανείς την ευκαιρία ν’ απο­ λαύσει όλον αυτόν το λαϊκό πλούτο της υφαντικής καθώς τα διά­ φορα είδη των υφαντών συνοφεύονται και από αντίστοιχα σχέδια, σε παραστάσεις λειτουργικές κι ακόμα να χαρεί τις μοναδικές λαϊ­ κές ονομασίες των διαφόρων σχεδίων, που δείχνουν τη δημιουργι­ κή φαντασία του λαού4. στόσο, η μελετήτρια δε σταματά την περιγραφή και την ανά­ λυσή της σ’ αυτά. Σ’ ένα έβδομο μέρος της μελέτης της μιλάει για τα προβλήματα που παρουσιάζει η ύφανση (σελ. 207-214) είτε στην αρχή είτε κατά τη διάρκεια της δουλειάς είτε και στο τέλος (στην ξύφαση)10 κι ακόμα σ’ ένα όγδοο τμήμα (σελ. 215-242) αναφέρεται σε διάφορα άλλα θέματα και προβλήματα που σχετίζο­ νται με τα εξαρτήματα του αργαλειού, όπως τα χτένια και η κατα­ σκευή τους, η σήμανση ή αρίθμηση των νημάτων, τα μιτάρια και η κατασκευή τους, η κατασκευή της τσουγκράνας, οι διάφοροι κό­ μποι, που η ανυφάντρα μεταχειρίζεται, οι δεσιές (δεσίματα), που η ποικιλία τους είναι απεριόριστη για το δέσιμο ή πλέξιμο των νημάτων του στημονιού, που μένουν «ανύφαντα» στην αρχή και στο τέλος του υφαντικού (πανιού) και που όπως λέει η μελετήτρια (σελ. 229) είναι «αριστουργήματα τέχνης, υπομονής και φαντα­ σίας», και φτάνει ώς το ξεσήκωμα του υφαντού που αποτελεί κι αυτό λειτουργικό μέρος της εργασίας της ανυφάντρας, όπως λει­ τουργικό μέρος της εργασίας της αποτελεί και η διακόσμηση του τελειωμένου πια υφαντού με τη φράντζα, που κι αυτής τα σχέδια και οι ποικιλίες είναι πάρα πολλές και που αποτελούν στοιχεία δημιουργικής και συνδυαστικής φαντασίας. Για τη φράντζα, βέ­ βαια, η μελετήτρια δεν κάνει λόγο στο βιβλίο της, θεωρώντας ίσως ότι δεν είναι εργασία που γίνεται με τον αργαλειό. Όμως και η φράντζα είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του υφαντού (κυρίως σε χράμια, τραπεζομάντηλα, πετσέτες, ποδιές, ταπέτα...) και του δί­ νει χάρη και πλούσια εμφάνιση. Στο βιβλίο καταχωρίζεται μια πλούσια σχετική βιβλιογραφία ελληνική και ξενόγλωσση (σελ. 245-249), αρκετά χρήσιμη σε όποιον θα ήθελε να επεκτείνει ιστορικά και γεωγραφικά την εποπτεία του για τον αργαλειό και, το σημαντικότερο, δίνεται ένα γλωσσάρι υφαντικών, κυρίως, όρων (σελ. 251-277), πλουσιότατο και μεθοδικά συνταγμένο - άλλο ένα δείγμα της πλούσιας δη­ μιουργικότητας του λαού και της γλωσσικής ταύτισης των εννοιών με τα πράγματα, σ’ ένα επίπεδο τεχνικής και αισθητικής λειτουρ­ γίας, όπου η λέξη εκφράζει καίρια το πράγμα και το πράγμα (ο λαός σκέφτεται με πράγματα όχι με ιδέες) αποχτά με τη λέξη την πνευματική του υπόσταση. Το βιβλίο κλείνει μ’ ένα ευρετήριο των όρων της υφαντικής (σελ. 279-285), έτσι που ο αναγνώστης να μπορεί ν’ ανατρέξει στο οικείο θέμα χωρίς δυσκολία.

Ω

ΕΛΕΝΗΣ ΜΑΡΙΝΑΚΗ: Περνώντας βάφεσαι μπλε. Αθήνα, Πλέθρον,

1987. Σελ. 43. Πρώτο βιβλίο, πρώ τα όνειρα για κάποιες επίσημες ή ανεπίσημες κρίσεις θετικές, πρώ το άλμα προς την ποίηση με σκοπό την πλήρη κατάχτησή της - αν αυτό είναι δυνατόν - και τέλος πρώτη απόπειρα του να πλάσει κανείς αυτό το μικρό αλλά συμπαντικό αίσθημα που κυριεύει τον αναγνώστη όταν διαβάζει. Τα ποιήματα της Ε.Μ. πραγματικά εύστοχα και χωρίς αποκλίσεις πετυχαίνουν να ενσωματώσουν μέσα σε σχετικά λίγες σελίδες ένα μύθο παρμένο α π ' τα παιδικά μας χρόνια, σταθερά προσανατολισμένο σε μια α π ' τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μας, που είναι ο έρωτας. Η Ελένη Μαρινάκη δε γράφει ποίηση ερωτική, θρηνεί όμως ερωτικά σε πολλά απ ' τα ποιήματά της, ενώ στα υπόλοιπα με ύφος πάλι σαν κάτι να χάθηκε, παίρνει τα ερεθίσματά της α π ' τον κοινωνικό περίγυρο, έτσι ώστε η ποίησή της να γίνεται καθημερινή, αστραφτερή όμως και πολύ καλά διακοσμημένη. Η ποιήτρια υπόσχεται πολλά γιατί το ξεκίνημά της είναι γνήσια αποτίμηση μιας θλιμμένης περιπέτειας.

Χ.Π.


74/επιλογη Βιβλία σαν της Ερατώς Αγγελοπούλου-Βολφ, που μας φέρνουν στη ρίζα της παράδοσής μας και που περιγράφουν μια λαϊκή τέ­ χνη ζωντανή όσο και λειτουργική, που στη ζωή του λαού μετέχει με σημαντικό μεράδι στην καλλιτεχνική αποτελεσματικότητα της αισθητικής του ικανοποίησης, αλλά και της καθημερινής πρακτι­ κής, είναι παρήγορες σταγόνες δρόσου μέσα στην τεχνολογική αλ­ λοτρίωση και στη μηχανική ερημία που περιζώνει την εποχή μας αλλά και την εκτρέφει. ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ Σημειώσεις 1. Βλ. σχετικά, Ιστορία της ανθρωπότητας, τ. Αί Τζακέττα Χόουκς-Σερ Λέοναρντ Γούλλεϋ, Η προϊστορία και οι αρχές του πολιτισμού (ελλην. μεταφρ.), Αθήνα, 1970, σελ. 140 κ.ε., όπου η πραγματική ανάγκη για την ένδυση λογαριάζεται ως ίσης σημασίας με την ανάγκη για επίδειξη ή για την υποχώρηση του ανθρώπου σε επιταγές της φαντασίας ή σε ανάγκες καθαρά ψυχολογικές. 2. Εκτός από το μύθο αυτόν η μυθολογία μας έχει κι άλλες ιστορίες, όπου ο αργα­ λειός παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή και την τύχη των προσώπων, όπως στο μύθο της Φιλομήλας: η βιασμένη κόρη, με τη γλώσσα κομμένη από τον Τηρέα, «μιλάει» με τη «φωνή της κερκίδας» στην αδελφή της Πρόκνη για τα παθήματά της, στο πανί που ύφαινε. Το μύθο έχει επεξεργαστεί ο Σοφοκλής στη (χαμένη) τραγωδία του «Τηρεύς». Βλ. ακόμα στην ευριπίδεια «Ιφιγένεια η εν Ταύροις», όπου σημάδια αναγνώρισης μεταξύ των αδελφών είναι η «έρις» ανάμεσα στον Ατρέα και το Θυέστη, που η Ιφιγένεια ύφανε «έν εύπήνοις ύφαΐς» και «έν εύμίτοις πλοκαϊς» (στ. 812-817). 3. Ιδού το σχετικό χωρίο από την «Οδύσσεια» (693 κ.ε.): ή δέ δόλον τόν δ’ άλλον ένί φρεσίμερμήριξε / οτηοαμένη μέγαν Ιστόν ένίμεγάροισιν ϋφαινε,/λεπτόν καί περίμετρον άφαρ δ ’ ήμίν μετέειπε- / κούροι, έμοίμνηστή­ ρες, έπεί θάνε δίος Όδυσσενς, Ι μίμνετ', έπειγόμενοι τόν ίμόν γάμον εις 8 κε / φάρος έκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ δληται, / Λαέρτη ήρωϊ ταφήϊον, είς δτε κεν μιν / μοίρ' όλοή καθέλησι τανηλεγέος θανάτοιο, / μή τις μοι κατά δήμον Άχαιϊάδων νεμεσήση, αί κεν άτερ απείρου κεΐται πολλά κτεατίσσας / ώς εφαθ', ήμίν δ’ αντ' έπεπείθετο θυμός άγήνωρ / ένθα καί ήματίη μέν ύφαίνεσκεν μέγαν Ιστόν, / νύκτας δ’ άλλνεσκεν, έπί όαίόας παραθείτο / ώς τρίετες μέν έληθε όόλφ καί έπειθεν ’Αχαιούς- / άλλ’ δτε τέτρατον ήλθεν έτος καί έπήλυθον ώραι I καί τότε δή τις έειπε γυναικών, ή αάφα ήδη, I καί τήν γ ’ άλλύουσαν έφεύρομεν άγλαόν ιστόν / ώς τό μέν έξετέλεαε καί ούκ έθέλονσ' νπ' άνάγκης. Βλ. ακόμα τ. 137 κ.ε. «Ιστός» δεν είναι μόνο ο αργαλειός, είναι και το στημόνι, που «στηνόταν» κάθετα και όχι οριζόντια, όπως σήμερα. Για το πώς λειτουργού­ σε ο ομηρικός αργαλειός, βλ. G. Autenrieth, Λεξικόν ομηρικόν, μεταφρασθέν υπό Δ. Ολυμπίου, εν Αθήναις 1980, σελ. 342-343, όπου και σχέδιο, «απόπειρα κατασκευής του ομηρικού ιστού». Την Καλυψώ, όταν ο Ερμής πήγε στο νησί της για να της μεταφέρει το θέλημα των Θεών για το γυρισμό του Οδυσσέα, τη βρήκε να υφαίνει στον αργαλειό μέσα στη σπηλιά της «χρυσείη κερκίδι» (ε 61-62). Και η Κίρκη, όταν οι σύντροφοι του Οδυσσέα πλησίασαν στα παλάτια της, ύφαινε και τραγουδούσε «όπή καλή», υφαίνοντας «έργα λεπτά καί χαρίεντα καί άγλαά» (κ 22ί κ.ε.) Βλ. σχετικά, και Ιρις Τζαχίλη, «Ο αργαλειός της Καλυψώς και ο αργα­ λειός της Πηνελόπης», «Διαβάζω», 174(16.9.87), σελ. 33 κ.ε. 4. Όπως για παράδειγμα η περίπτωση του περίφημου υφαντή Αντωνίου Πυρίνου, που το 1754 ύφανε το θαυμαστό «πεύκι» για τη Νέα Μονή της Χίου. 5. Η μελετήτρια με λύπη γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου της (σελ. 14) ότι «η πολύτιμη συγγραφική εργασία της Αγγελικής Χατζημιχάλη επάνω στην υφαντική (Β' τόμος των Σαρακατσάνων), μένει όχι μόνο ανέκδοτη αλλά και χωρίς πρόσβα­ ση για τους μελετητές». 6. Βλ. το σχετικό του έργο «Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί (Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη, αρ. I), μετά προλόγου τόυ Στίλπωνος' Κυριακίδου. Κεντρική πώλησις Βιβλιοπωλείον Ι.Ν. Σιδέρη, εν Αθήναις, 1927, που έχει μείνει κλασικό στο είδος του. 7. Αρκετές ονομασίες παραθέτει η μελετήτρια (σελ. 19): ανυφανταριό, αργαστήρι (και στη Μικρασία), βούφα, γούφα, εργαλί, καθούμενο, κρεβαταριά, κρεβάτι, λάκος, πανίσιο, πανίτικο, περπατάρικο, πλαγιαστό, ριχτό, στρωτό, τελάρο, χω­ ριάτικος. 8. Για μια νησιώτισσαν ανυφάντρα, τη Βιενούλα Κουσαθανά, μιλάει και το βιβλίο της Αννουσώς Κουσαθανά Ρόε «Η Βιενούλα της Μύκονος» (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1986, σελ. 137+7 λευκές, 8ο). Στο κοσμοπολίτικο νησί της Μύ­ κονού όπου ο τουρισμός φέρνει ανθρώπους από τα πιό ετερόκλητα μέρη της γης, η Βιενούλα ύφαινε τα παραδοσιακά υφαντά της, που γίνονταν αντικείμενα θαυ-

ΒΕΡΟΝΙΚΗ ΔΑΛΑΚΟΤΡΑ

Τό παιχνίδι τοΰ τέλους Διηγήματα

mm ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ΑΘΗΝΑ Τγ)λ. 3607744-3604793


επιλογη/75 μασμού από τους ξένους. Μέσα σ’ ένα τέτοιο αλλοτριωμένο περιβάλλον, όσο και να προσπαθεί κανείς να περισώσει την ψυχή του, δύσκολα το καταφέρνει, ενώ οι κόρες των Ελλήνων εκεί «με χίλιους ξενοπαντρευτήκαν», όπως λέει κι ένας στί­ χος. Η Αννουσώ Κουσαθανά παντρεμένη κι αυτή με ξένο (Νορβηγό), ύστερα από το θάνατο της μητέρας της διασώζει τη μνήμη της μέσ' από μιαν αφήγηση λαϊκή, που οπωσδήποτε αποτελεί μια μαρτυρία για την κλειστή νησιώτικη κοινωνία που δέχεται την εισβολή των ξένιον και προσπαθεί να κρατηθεί, με τα όπλα που δια­ θέτει, την απλοϊκότητα και την αφέλεια, τα χαρακτηριστικά της λαϊκής αντιμε­ τώπισης της ζωής. Η Κουσαθανά μεσ’ από την αφελή της αφήγηση διασώζει πολλά στοιχεία που συνιστούν τις αρθρώσεις για μια κοινωνιολογική μελέτη της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής μας και μεσ’ από το πλέγμα των αντιφα­ τικών εκδηλώσεων, που διαμορφώνουν εν τέλει τη ζωή και διαγράφουν τις εξελί­ ξεις της, βλέπει κανείς τη βαθύτερη ψυχή, που είναι ριζωμένη στην ασφάλεια της πληρότητάς της και που δεν είναι άλλο παρά η βιωμένη παράδοση, ν’ αντιμετω­ πίζει τη ρευστότητα της πραγματικότητας με τη βιοσοφία που μόνο ο λαός διαθέ­ τει. Η παραδοσιακή υφαντική τέχνη ήταν στο κέντρο της ζωής της οικογένειας αυτής και ήταν ακόμα τό στοιχείο εκείνο που την έκανε να διατηρεί τα γνωρίσματά της σε κάθε αλλαγή. Εξάλλου και οι ξένοι που κατακλύξουν τη Μύκονο (και την Ελλάδα) εκείνο που θέλουν να δουν είναι το «τοπικό χρώμα», ανεξάρτη­ τα αν αυτό δίνεται με γνησιότητα ή όχι. Πολύ λίγοι όμως ενδιαφέρονται για τη λειτουργικότητά του μέσα στη ζωή του λαού κι ακόμα λιγότεροι προβληματίζο­ νται για τη διαλεκτική του σχέση με τη ζωή και τα πράγματα. 9. Η μελετήτρια σχετικά με την ονοματολογία του αργαλειού σημειώνει (σελ. 14) ότι «η έλλειψη καθιερωμένης ορολογίας... υπήρξε ένα σοβαρό πρόβλημα της εργα­ σίας αυτής». Υπάρχουν πολλοί όροι, αλλά διαφορετικοί σε κάθε τόπο γι’ αυτό αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει τους πιο διαδεδομένους κι όπου δεν βρήκε, ιδίως για τις τεχνικές, δημιούργησε ονομασίες από τη διεθνή ορολογία, για να τις ταυτίσει. 10. Θυμούμαι το δίστιχο, που τραγουδούσε η γιαγιά μου, για να δείξει τις δυσκολίες που παρουσιάζει η αρχή και το τέλος του πανιού κατά την ύφανση: Στην άρχιση, στην ξύφαση ο αγαπώ μην έρχει, μόνο στη μέση του πανιού που τραγουδώ και ψαίνω.

το δοκίμιο ως μέσο ηθικής διδασκαλίας

0]

ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ: Συνομιλίες μ ε φίλους. Αθήνα, Τ. Π ι τ σ ι λ ό ς . 1987. Σελ. 288.

ο δοκίμιο στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων δεν θα μπο­ ρούσε να ειπωθεί ότι κατέχει ευκαταφρόνητη θέση. Ειδικά οι προερχόμενοι από τον χώρο της λογοτεχνίας δοκιμιογράφοι ση­ μείωσαν έντονα την παρουσία τους και στον τομέα αυτόν (ο Γ. Θεοτοκάς με το Ελεύθερο Πνεύμα του, ο Γ. Σεφέρης με τις Δοκι­ μές του, ο Τ. Παπατσώνης με τα έργα του Ο τετραπέρατος κόσμος και Ό που ην κήπος, ο Άλκης Θρύλος με τις Μορφές και θέματα τον θεάτρου και τις Συνομιλίες με τον εαυτό μου, ο I. Μ. Παναγιωτόπουλος με τις Ομιλίες της γυμνής ψυχής και το Ο στοχασμός και ο λόγος, ο Κλ. Παράσχος, ο Π. Πρεβελάκης και πολλοί άλ­ λοι). Πολύ σωστά έχει παρατηρηθεί ότι «μέσα στα, νεοελληνικά γράμματα των τελευταίων δεκαετιών το δοκίμιο αποτέλεσε πρό­ σφορο έδαφος για τη δημιουργία ποικίλων πνευματικών αναζητή­ σεων, αλλά και για άσκηση των δυνατοτήτων του νεοελληνικού λόγου σε πιο αφηρημένες μορφές έκφρασης1». Στη χορεία των δοκιμιογράφων μας εντάσσεται και ο Πέτρος Χάρης ήδη από πολύ νωρίς (1944), ωθούμενος ίσως από άλλες του δραστηριότητες. Δεν φαίνεται να είναι άσχετο το γεγονός ότι υπήρξε διευθυντής του ιστορικού, πλέον, περιοδικού Νέα Εστία (1935-1987) όπου συχνά έθετε τα Προβλήματα καί ερωτήματά του. Και θα μπορούσε ίσως ακόμα να ισχυριστεί κανείς ότι ακριβώς αυτή η αρθρογραφία του τον οδήγησε στο να «απλοποιεί και τις

Τ

ΔΟ Κ ΙΜ ΙΟ


76/επιλογή πιο πολύπλοκες απόψεις για να κάνει προσιτή τη δική του ανά­ πτυξη2» στο ευρύ αναγνωστικό κοινό της Νέας Εστίας. Αυτό το χαρακτηριστικό στοιχείο του ύφους του το συναντούμε και στο πρόσφατο έργο του Συνομιλίες με φίλους. Κι εδώ λοιπόν, με την πολυδιάστατη φυσιογνωμία του, ήταν φυσικό να μας δώσει δοκί­ μια και κριτικές που στρέφονται γύρω από πολλούς καί ανόμοιους μεταξύ τους θεματικούς άξονες. Η πολυμέρεια όμως της φύσης του και των ασχολήσεών του, από την οποία «απόκτησε γρήγορα την απαραίτητη πείρα ζωής3», του παρέχει κάθε ευκολία να κατα­ πιαστεί με ποικίλα θέματα, που, και όταν ακόμη είναι πολύ εξειδικευμένα, τα αντιμετωπίζει με ευρύτητα πνεύματος και με σφαι­ ρικό βλέμμα. α δοκίμια του Πέτρου Χάρη, όπως τονίσθηκε παλαιότερα, «προβάλλουν τόσες απόψεις, τόσες αποχρώσεις των ζητημά­ των και των προβλημάτων που ερευνούν, κατορθώνουν τόσο εξαί­ ρετα, ενώ στο τέλος εξαντλούν όσο είναι δυνατό το θέμα στην ανάπτυξή του, να ξανοίγουν άφθονες προοπτικές4». Το ίδιο ισχύει και με όσα δοκίμια περιλαμβάνονται στο Συνομιλίες με φί­ λους που μας θυμίζουν αντίστοιχη παλαιότερη πνευματική προ­ σφορά του (Κρίσιμη ώρα, Ό ταν η ζωή γίνεται όνειρο, Υπάρχουν «θεοί»-,, Μεταπολεμικός κόσμος, Η ζωή και η Τέχνη). Τώρα με ανανεωμένο και ευρύ θεματολόγιο έρχεται ο στοχαστής να επισημάνει τα προβλήματα που κυριαρχούν στη ζωή μας σήμερα, κι άλλοτε προτείνει λύσεις, άλλοτε απλώς αναφέρει γνώμες και από­ ψεις. Ο αναγνώστης πάντως πρέπει να μη σταθεί μόνο στις λεπτο­ μέρειες του καθενός από τα 59 κεφάλαια, αλλά να αναζητήσει τις θεμελιώδεις κοινές αρχές που διέπουν όλες τις επιμέρους θέσεις του δοκιμιογράφου. Γιατί τα δοκίμιά του αυτά, όπως σωστά ειπώ­ θηκε και για κείνα που περιλαμβάνονται στο Ό ταν η ζωή γίνεται όνειρο, «έχουν μιαν αφηγηματικήν ενότητα και θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν μια αυτοβιογραφία του πνεύματός του5». Οι πιο βασικοί τομείς της καθημερινής αλλά και της πνευματι­ κής μας ζωής συζητιούνται και αναλύονται. Πρωταρχική θέση έχει η λογοτεχνία και θεωρητικά ζητήματά της: προβλήματα της λογοτεχνικής παραγωγής των μικρών χωρών, οι αντιθέσεις της παλαιάς και της νέας ποίησης, η παιδευτική λειτουργία της λογο­ τεχνίας, ελευθερία και λογοτεχνία. Επίσης εξετάζονται και θέμα­ τα πιο συγκεκριμένα, για λογοτέχνες: τον Ρούφο, τον Νιρβάνα και τον Ουράνη, τον Παλαμά και τον Σουρή, ή για ειδικά προβλήμα­ τα όπως τα ψευδώνυμα, οι αφιερώσεις, η λογοτεχνία μας και η γερμανική κατοχή, η αντίσταση των λογίων μας κατά τη διάρκεια της δικτακτορίας κ.λ.π. Εξίσου εκτενή και ισάριθμα είναι τα θέματα πολιτικού προβλη­ ματισμού που απασχολούν τον Π. Χάρη: ο μεσσιανισμός, η πείνα, η ελευθερία, ο πανικός, ο πόλεμος, προβλήματα δηλαδή πάντα επίκαιρα και φλέγοντα. Συναφείς είναι και οι σελίδες που το αντι­ κείμενό τους προέρχεται από ηθικό-διδακτικό θεματολόγιο, με συχνές αναφορές στις ηθικές καινοτομίες του αιώνα μας, στις θρη­ σκευτικές αναζητήσεις της σύγχρονης διανόησης, στην παιδεία με την ευρεία σημασία της, στα προβλήματα της νεολαίας κ.λ.π. Αυ­ τή ακριβώς η κατηγορία δοκιμίων, όπως λέχθηκε για παλαιότερο γραπτό του, «θα μπορούσε να επιδράσει ευεργετικά στους νέους που μαθητεύουν στα ανώτερα σχολεία6». Υπάρχει όμως και μια πληθώρα κειμένων που δεν μπορούν να ομαδοποιηθούν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα θέματά τους είναι λιγότερο σημαντικά ή ενδιαφέροντα (Αιγαίο, Γκάντι, Ολυμπιάδα του 1986, Βαλκανικοί Λαοί κ.λ.π.)

Τ

ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΦΙΛΟΥΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣΤ. ΠΠΤΙΛΟ!


επιλογη/77 ι Συνομιλίες με φίλους είναι, τρόπον τινά, παραινέσεις, συμ­ βουλές, προτροπές για έναν καλύτερο κόσμο: γνωρίζοντας από τη μια καλά το χθες και περιγράφοντας χαρακτηριστικές πτυ­ χές της τότε ηθικής, στηλιτεύοντας από την άλλη πολλά τρωτά του σήμερα, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνοντας και τις βελτιώσεις που συντελέσθηκαν, στο μεταξύ, στον ηθικό μας κώδικα, χαράζει οδούς προς ένα καλύτερο αύριο. Μέσα από αυτούς τους δρόμους, τα «στρωτά μονοπάτια» του Π. Χάρη, όπως τα ονομάζει ο Ν. Καζαντζάκης, ο δοκιμιογράφος μας οδηγεί στο βάθος των πραγμά­ των, «στους πιο βαθείς γκρεμούς». Και αυτό το επιτυγχάνει ανώ­ δυνα, καταφέρνει δηλαδή «να πηγαίνει στο βάθος ο αναγνώστης χωρίς να το καταλαβαίνει: να θαρρεί πως είναι ακόμα στην επι­ φάνεια7». Έτσι ξεκούραστος ο αναγνώστης λαμβάνει πιο καθαρά, πιο έντονα τα βασικά μηνύματα του συγγραφέα, που ανάμεσά τους, ανάμεσα στις Συνομιλίες, ξεπετάγεται και ξεχωρίζει μια επί­ κληση. Μια επίκληση που έρχεται να ξαναθυμίσει εκείνη που είχε γίνει στην Κρίσιμη Ώ ρα: δηλαδή τη «ζωντανή επίκληση στο να φανεί υπεύθυνα το ήθος τούτο ανάμεσά σας8». Μόνο και μόνο αυτή η φωνή που ξαναηχεί μέσα από τούτο το έργο για να επισημάνει την ηθική μας κρίση θα αρκούσε για να καταξιώσει όλες τις Συνομιλίες που ακούγονται δίπλα της σαν ένα ταιριαστό ακομπανιαμέντο.

Ο

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Γ. ΖΩΡΑΣ Σημειώσεις 1. Π.Δ. Μαστροδημήτρης: Εισαγωγή στη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1983, σ. 170. 2. Π. Σπανδωνίδης, Η Κριτική σκέψη στη σύγχρονη Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 21. 3. Γρ. Ξενόπσυλος, Αθηναϊκά Νέα, 14-7-44. 4. Άλκης Θρύλος, Η Πρωία, 17-6-44. 5. Π. Κανελλόπσυλος, Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο τον Μάρμπονργκ, 10-1-59. 6. Κ.Δ. Γεωργούλη, «Πέτρου Χάρη: Ελεύθεροι πνευματικοί άνθρωποι», Νέα Εστία, τομ. 44 (1948), σ. 870. 7. Ν. Καζαντξάκης. Έθνοζ, 8-7-54, 8. Ayy. Σικελιανός, Πρόλογος στο Όταν η ζωή γίνεται όνειρο.

από τη φύση στην τεχνολογία

ω

ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Κάτω 1986. Σελ. 60.

ύπνο .Αθήνα, Κ έ δ ρ ο ς ,

ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγιαΓ. Σεφέρης, «Κίχλη»

Και ήταν καλή η ζαριά Πώς άδειασε το στόμα απ’ τα δόντια; K.F. Παπαγεωργίου, «Κάτω στον Ύπνο».

άν, όπως σωστά έχει επισημανθεί, οι συνθήκες γενέσεως (χρόνος, τόπος, λογοτεχνικός κανόνας, κοινωνικοί και ιδεο­ λογικοί άξονες) παράγουν το πολιτισμικό προϊόν που λέγεται κεί­ μενο, η αισθητική πρόσληψη και κατανάλωσή του ωστόσο από το κοινό (αναγνώστες και κριτικούς) υπακούει σε κατηγορίες άλλης

Ε


78/επιλογη τάξεως· κοινός παρονομαστής σ’ αυτή την πρόσληψη είναι η αντα­ πόκριση των αναγνωστών στη διαδικασία εκείνη που τίθεται σε λειτουργία από το ίδιο το κείμενο, από τις εγγεγραμμένες εντός του τεχνικές, από το απόθεμα ρητορικών τρόπων, και στρατηγι­ κών (θα μιλήσουμε γι’ αυτές παρακάτω), που αποκωδικοποιώντας τα ο αναγνώστης συμπληρώνει, διορθώνει, ανακατασκευάζει τον κόσμο του κειμένου και το χώρο της λογοτεχνίας. Η ευκολία με την οποία κάποτε η νεοελληνική κριτική κατατάσ­ σει, οριοθετεί το νόημα του έργου (συγυρίζει δηλαδή τα του οίκου της), φαίνεται να προσκρούει στη θεμελιώδη απορία: τί συμβαίνει όταν το υπό ανάγνωση κείμενο αρνείται να διατυπωθεί γραμμικά, ως «μίμησις πράξεως» αλλά αρθρώνει αποσπασματικά, γεμάτο κε­ νά το νόημά του; Αναμφισβήτητα αυτό το κείμενο έχει γραφτεί με τη συνειδητή επιλογή να περιορισθούν σοβαρά οι ρητά καθιερωμένες συμβάσεις που καθορίζουν την απο-κάλυψή του, ενώ αντίθετα πριμοδοτούνται εκείνες που συμβάλλουν σε έναν απαιτητικότερο τύπο ερμη­ νείας, ο οποίος με τη σειρά του προϋποθέτει, για να χρησιμοποιή­ σω μια πρόσφατη διάκριση του Ουμπέρτο Έκο, τον «κριτικό» αναγνώστη· ο τελευταίος, σε αντίθεση προς τον «αφελή» αναγνώ­ στη που «πέφτει στις παγίδες του αφηγητή», είναι σε θέση να απολαύσει σε μια δεύτερη ανάγνωση την «έξοχή στρατηγική της αφήγησης»1. Σε μια παρόμοια κατάσταση βρίσκεται ο αναγνώστης της και­ νούριας ποιητικής συλλογής του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Ο βα­ σικός μυθολογικός πυρήνας στα ποιήματα/κείμενα που περιλαμ­ βάνει η εργασία αυτή, συνδέεται με την οικοδόμηση μιας αρχέτυ­ πης ποίησης, μιας ποίησης που η πολιτεία της θα κατοικεί τα πρώτα στοιχεία, ενώ ταυτόχρονα θα αντλεί από κει τα εργαλεία της, τα ρητορικά της μέσα για το υπολογισμένο παιγνίδι της Γρα­ φής· τέτοιο στοιχείο (με την έννοια που έχει η λέξη στην προσωκρατική παράδοση) αποτελεί το Υγρό σ’ όλες τις μεταφορικές/μετωνυμικές εκδοχές του: νερό, ποτάμι, βρύση, ιδρώτας, αίμα, κάτουρο, υγρά σώματα κλπ. Η χρήση αυτού του στοιχείου δεν είναι βεβαίως άμοιρη των ερμηνευτικών στρατηγικών που προβάλλει στο επίπεδο της σημασίας. / Τ 7 τσι με τη μορφή του νερού μπορεί να εκφράζει τη δημιουρJ —/ γική του ιδιότητα η οποία συνδέεται με τη διατήρηση και προώθηση της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ, από την άλλη, υπό τη μορφή φερ’ ειπείν του κάτουρου (λέξη που εμφανίζεται συχνά στο μυθικό σύμπαν της συλλογής) απηχεί το φόβο, το κακό, το ενδεχό­ μενο ενοχλητικών διακοπών της ζωής. Ανάμεσα λοιπόν σ’ αυτή τη διπολική σχέση Υγρό-Ζωή/Θάνατος, Συμπαραστάτης/Εχθρός οργανώνει ο ποιητής το μύθο του, παράγει το κείμενο τις σημασίες του ή εκκρίνει την ιδεολογία του. Ο πρόγονός μου ανεβαίνει από βαθιά Κρύβοντας το μοναδικό τον δόντι μήπως φοβηθώ Μια μαύρη ρίζα αλλ’ ανεβαίνοντας Τρίζουν οι τσέπες του Κάτι σκουληκιασμένες καραμέλες και Άκου μου λέει ακόμα ο λόγος έστεκε Ακόμα ο λόγος μη μιλάς θα τον σκοτώσεις - ή Ν' άνθιζε ο βράχος το νερό Να πέταγε τα τσόφλια τον ψηλά μια μουσική Αλλά ήταν το νερό ρηχό και μαύρη πέτρα


επιλογη/79 Στο παραπάνω ποίημα συναντάμε το νερό στην πρώτη του εκ­ φορά, ως δημιουργό, συμπαραστάτη· οι δυο πρώτοι στίχοι του τε­ λευταίου τρίστιχου με τις λέξεις άνθιζε και μουσική τονίζουν ακριβώς την ευεγερτική αξία του νερού η οποία εντούτοις παρα­ μένει στο επίπεδο της ευχής, μια που τα αρχικά μόρια «να» υπο­ στηρίζουν τον μη πραγματικό, ευχετικό χαρακτήρα της μεταφοράς που επιχειρήθηκε (Ν’ άνθιζε, Να πέταγε = είθε να άνθιζε, είθε να πέταγε), με φυσιολογική συνέπεια την προσγείωση του αναγνώστη στο ρηχό τώρα κι από εκεί στην αμετάκλητη απώλεια (μαύρη πέ­ τρα). Εντονότερα, ακόμα, η αρνητική ιδιότητα του νερού και η αντεστραμμένη σημαντική του - εναντίον της κοινότυπης αξίας που του αποδίδεται ως λήμματος στα λεξικά - ανακλάται στους στί­ χους: Η βρύση το άδειο φτύνοντας Μετά νερό γυαλί κρεονργεί το πρόσωπο όπου η φιλάνθρωπο οικεία συμβατική χρήση του νερού στο πρό­ σωπο συνοδεύεται από ένα ρητορικό τέχνασμα (νερό γυαλί κρεουργεί) που ακυρώνει τον συμβατικό τρόπο ανάγνωσης προτείνοντας απόγνωση· η (μη αναμενόμενη) εικόνα συντελείται αιφ­ νίδια έτσι που ο αναγνώστης αναγκάζεται, σχεδόν, να διαβάσει τους στίχους χωρίς περιθώρια προσπέρασής του, χωρίς τη δυνα­ τότητα της επιλογής της στιγμής, πράγμα που απλά σημαίνει την αναπόφευκτη εμπλοκή του στο χώρο παραγωγής των σημασιών του κειμένου. Σε τόσο πειστικό πράγματι τρόπο που ο θάνατος, αυτό το «κα­ τοικίδιο ζώο», να μην υπάρχει μόνο «έξω», αλλά να «γαυγίζει», με το ποίημα μέσα στη συνείδηση του αναγνώστη κατά την αναγνω­ στική διαδικασία. Ο ποιητικός λόγος του Κ.Γ. Παπαγεωργίου ε­ γκαθιδρύει το ερώτημα της απόγνωσης ανάμεσα στο μύθο (υγρό) και την τεχνολογία (γυαλί) και των αδιεξόδων του Φόβου που η τελευταία κινητοποιεί. φόβος αυτός δεν είναι άλλος από εκείνον που δημιουργεί η «Έκλειψη του Λόγου» στη σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία, μια κοινωνία η οποία έχει πάψει από καιρό να στοχάζεται και αυτό χάρη στα ίδια τα εργαλεία που η ίδια καλλιέργησε, χάρη στους διαφωτιστικούς στόχους που η ίδια νομοθέτησε. Οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο στο περίφημο έργο τους «Η διαλε­ κτική του διαφωτισμού» τόνισαν με καταπληκτική καθαρότητα: «Ανέκαθεν ο διαφωτισμός, με την ευρύτερη έννοια της προοδεύουσας σκέψης, επιδίωκε να απελευθερώσει τους ανθρώπους από το φόβο και να τους κάνει κυρίαρχους. Αλλά η εντελώς φωτισμένη γη ακτινοβολεί από το κακό που θριαμβεύει παντού»2. Η ποιητική του διαφωτισμού, λοιπόν, αποτελεί τον κόσμο μέσα στον οποίο η ποίηση του «Κάτω στον ύπνο» μας εισάγει μέσα από καλά δουλεμένες κειμενικές στρατηγικές: αποσπασματικότητα, πρωθύστερο, ανακολουθία, μεταφορά, αποστασιοποίηση, κενά, όλο αυτό το ρητορικό τοπίο οργανώνεται έντεχνα προκειμένου να εκφραστεί καλύτερα το άμορφο σώμα του αποξενωμένου ατόμου στο σύγχρονο κόσμο. Η αντιρομαντική μυθολογία που στηρίχτηκε στο μύθο του διαφωτισμού, της προοδεύουσας σκέψης, βρίσκει εδώ την ποιητική της σκηνοθεσία, αλλά με αναποδογυρισμένο το σύστημα αξιών: εκείνο που θεωρήθηκε συμπαραστάτης του αν­ θρώπου και υπέρβαση της καθυστέρησής του, ο επιστημονικός Λόγος, δεν κατάφερε παρά να λιγοστέψει τον ανθρώπινο χώρο, να κάνει ανυπόφορο τον ύπνο, το φυσικό στοιχείο τεχνητό (το

Ο

.ποίηση Α νθολογία Ελλήνων Ποιητών.

Επψέλεια-πρόλογος: Σπόρος Μήλας. Αθήνα, Καρανάοη, 1987.·Σελ. 237. Κάθε ανθολογία που γίνεται με σκοπό να παρουσιάσει δημιουρ­ γούς οι οποίοι δεν είναι α π ' τα πρώ τα ονόματα στο χώρο τους, είναι πάντα ευπρόσδεκτη, αφού ο αναγνώστης έχει τη δυνατότη­ τα να πάρει έστω μια μικρή γεύ­ ση από στίγματα τέχνης, τελείως χαμένα μέσα στην πλημμυρίδα της παραγωγής. Γι' αυτό το λόγο η δουλειά που επιχείρησε ο συγ­ γραφέας και δημοσιογράφος Σπόρος Μήλας έχει υπέρ της το γεγονός ότι εμφανίζει ποιητές και ποιήτριες καταξιωμένους μεν άγνωστους δε στο πλατύ κοινό, περισσότερο αυθόρμητους και φλεγματικούς, έτσι ώστε να δί­ νουν μέσα από τρεις ή τέσσερις σελίδες, τον κεντρικό άξονα ολό­ κληρου του ποιητικού τους έρ­ γου, πράγμα δυσκολότατο αν όχι ακατόρθωτο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο κάποιοι ξεχωρίζουν, κά­ ποιοι υστερούν, δεν είναι αυτή όμως η πρόθεσή μας, αφού είναι ένα έργο συλλογικό, όπου ο κα­ θένας προσφέρει α π ' τη μεριά του ό,τι μπορεί προκειμένου η ανθολογία αυτή να τύχει καλής αποδοχής.

Χ.Π.


80/επιλογη νερό πια κόβει), τη ζωογόνο δημιουργική υγρασία (τον Έρωτα), ένα νεκρό τοπίο όπου οιακίζουν τα σύμβολα του Ολοκληρωτικού Λόγου (γιατί ο διαφωτισμός είναι πιο ολοκληρωτικός από οποιοδήποτε άλλο σύστημα3): το Μαύρο, το Φίδι, το Περίττωμα, ο Φό­ βος. ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ Σημειώσεις 1. Umberto Eco, Der Streit der Interpretationen (Η έριδα ίων ερμηνειών), έκδ. του Πανεπιστημίου της Kostanz. 1987, Σελ. 41. Βλ. κυρίως το τμήμα «Zwei cbcncn der interpretation» (σελ. 41-43) (Τα δύο επίπεδα της ερμηνείας) σελ. 41-43, όπου γίνε­ ται αντίστοιχα διάκριση μεταξύ Naiv-Modell-Lcser («πρότυπο αφελούς αναγνώ­ στη») και Kritischer-Modell-Leser («πρότυπο κριτικού αναγνώστη»), 2. Μαξ Χορκχάιμερ-Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική τον διαφωτισμού, εκδόσεις Ύψιλον, 1986, σελ. 19. 3. όπ. παραπάνω, σελ. 41.

μια ποιητική συλλογή αποχαιρετισμού

CQ

ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΟΥΤΣΑΝΗ: Ο στρατιώτης με τη ρεπούμπλικα. Αθήνα, Ί κ α ρ ο ς , 1987.

τίτλος μιας ποιητικής συλλογής συχνά ορίζει το στίγμα του βιβλίου, αλλά κύρια δείχνει την επιθυμία του συγγραφέα να συμπυκνώσει σε όσο γίνεται λιγότερες λέξεις το όραμά του, ένα όραμα που απλώνεται στις σελίδες με πλούτο ή φτώχεια. Για το λόγο αυτό ο τίτλος είναι μια δυσκολότατη γλωσσική στιγμή. Ο Γιάννης Παπουτσάνης στο βιβλίο του αυτό, δεν τονίζει άμεσα με τον τίτλο την κύρια πρόθεσή του, που είναι η μνήμη, αλλά έμ­ μεσα. Η ρεπούμπλικα σύμβολο ανεξαρτησίας και κοινωνικής απο­ κατάστασης και αποδοχής τοποθετείται πάνω στο σώμα ενός στρατιώτη, γεννώντας έτσι ένα τυπικό κενό στολής, από μια πρώ­ τη άποψη. Όμως ο ποιητής μ’ αυτή την επιφανειακή παρατυπία διοχετεύει την εμμονή του σε μια παρελθούσα εποχή. Είναι ο πο­ λίτης που παρά την ελευθερία του έχει εγκλωβιστεί οικεισθελώς στο τάγμα παλιών ημερών λες και η αποστράτευσή του δεν ισχύει.

Ο

Παπουτσάνης ακολουθώντας τα βήματα του Λειβαδίτη και του Κύρου δεν πρόκειται να ξοφλήσει ποτέ τους λογαρια­ σμούς του με το παρελθόν. Κι αυτό γιατί η μνήμη είναι η μόνη σταθερή που μπορεί να στηριχθεί το ανθρώπινο ον κι από κει να συλλάβει την ήττα του μέσα στο χρόνο. Η υψή της μνήμης του Παπουτσάνη είναι βασανιστική, δεν έχει το ύφος της αναπόλησης. Είναι μια μνήμη που αναρριχάται πάνω από χώρους ιδιαίτερα σωματικούς, πόλεις καφενείων, φτηνών ξενοδοχείων, παρελάσεις, γηπέδων. Είναι μια μνήμη κλειστού κυκλώματος, γιατί ο ποιητής δεν επιτρέπει καμιά δραπέτευση ή διείσδυση τρίτου, επεξεργαζό­ μενος μ’ αυτό τον τρόπο μια αδιαπέραστη μοναξιά, αλλά και μια απομίμηση του παρελθόντος. Λοιπόν / μην κοιτάς αυτό το σημάδι I πίσω απ’ το ζερβό μου αντίΙ Έζησα είκοσι χρόνια / κάτω απ’ τη λαιμητόμο των ονείρων μου.

Ο

αυτή συλλογή την χαρακτηρίζει μια σταθερή πο­ αφηγηματικού λόγου. Ηθελημένο ύφος του ποιητή που Τ ηνρείαποιητική


επιλογη/81 δείχνει μια διάθεση αποστολής ενός μακροσκελούς γράμματος δί­ χως απαντητική προσμονή. Σχεδόν όλα τα ποιήματα έχουν το χα­ ρακτήρα μιας επιστολής που δεν απευθύνεται μόνο σε μια γυναίκα αγαπημένη αλλά σ’ εκείνους που με την απώλεια ενός έρωτα έμει­ ναν μετέωροι, εκτεθειμένοι στη κρίση κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων. Αγάπη ί αχ αγάπη μου / πώς μ' άφησες έτσι μοναχό / ολομόναχο / ανάμεσα στους δημοκρατικούς / και στους φασίστες. / Ένας περιπατητής του μνημονικού είναι ο Παπουτσάνης. Τα σύμβολά του γνωστά, φθαρμένα απ’ την ποιητική χρήση, παρέ­ χουν ωστόσο μια συγκίνηση. Χωρίς γλωσσικούς ακροβατισμούς και εκπλήξεις με μια μικρή ωραιοποίήση του παρελθόντος, υπο­ γραμμίζει το ίδιο επικίνδυνα και το παρόν. Ένα παρόν συμβιβα­ Μ σμένο, αβάσταχτα μοναχικό, ένα παρόν χωρίς ιδιαίτερες αποχρώ­ σεις, επίπεδο, υποταγμένο. Τώρα / ένας ένας / έρχονται / και με καρφώνουν / με τα ίδια καρφιά / ένας ένας μου ζητάνε / ν’ αλλάξω τα όνειρά μου / με μια θέση γκαρσονιού / σ’ ένα μέτριο μπαρ. // Ο στρατιώτης με τη ρεπούμπλικα δεν είναι μόνο μια ποιητική συλλογή αποχαιρετισμού, αλλά κύρια είναι το ξεκίνημα της συνει­ δητής γνώσης του ατόμου απέναντι στου χρόνου τη μεγάλη απώ­ λεια. ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Ο Σ ε

τ ρ α τ ιώ τ η ς

Τ η Ρ επούμπλικα

Τ

η γλώσσα της κρίσης ω

ΓΙΩΡΓΟΥΑΡΕΠΉΝΟΥ: Κρίση Αθήνα, Ά γ ρ α , 1987.

ν σας αρέσει ο Λωτρεαμόν, ο Γ. Χειμωνάς, ot poetes maudits και οι νεοσουρεαλιστές, αλλά και χωρίς όλους αυτούς, αν αγαπάτε την ταλαίπωρη νεοελληνική γλώσσα, θα απολαύσετε την ανάγνωση της Κρίσης του Γιώργου Αριστηνού. Είναι ένα πεζο­ γράφημα σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, που προέρχεται σαν είδος από τις παραπάνω κατηγορίες γραφής και συνάμα από μια νοοτροπία χαρακτηριστικά ελληνική. Διπλή μοιάζει να είναι η έννοια του τίτλου. Το κείμενο είναι το ξέσπασμα μιας ψυχικής και πνευματικής κρίσης του αφηγητή, εί­ ναι η ύστατη κρίση μιας αντίστροφης, θα έλεγε κανείς, Δευτέρας Παρουσίας, που αποτελεί το βασικό θέμα του αφηγήματος. Ξεπηδάει από μια βίαιη έκρηξη συνείδησης που οφείλεται στην αντιμε­ τώπιση του μεγάλου υπαρξιακού τρόμου απέναντι στην αυταπάτη και αδικία του υπαρκτού κόσμου. Η ζωή και η μεταφυσική της προέκταση, ο Θεός, εξευτελίζουν την αμεσότητα της φυσικής ύλης και ο θάνατος είναι και τρομακτικό καταστρεπτικό γεγονός και θρίαμβος της ύλης πάνω στην κακία της ζωής. Ο μηδενισμός αυ­ τός είναι αποτέλεσμα μιας βαθιά πληγωμένης ανθρωπιάς που αι­ σθάνεται προδομένη από Θεό και ανθρώπους. Εκφράζεται από­ λυτη δυσπιστία προς τον Λόγο σε όλες του τις εκδηλώσεις και μια Διονυσιακή αποδοχή των αισθήσεων σαν μέσο που μπορεί να οδη­ γήσει, πέραν του καλού και του κακού, σε μια εξύψωση της ύλης πάνω από την ευτέλεια της ζωής.

Α

κείνο όμως που έχει σημασία στην Κρίση δεν είναι τόσο η διατύπωση αυτών και άλλων, αρκετά γνωστών άλλωστε, φι­ λοσοφικών θέσεων, αλλά η μετουσίωσή τους σε ποιητικό λόγο γε­ μάτο σφρίγος και ευρηματικάτητα. Ενώ ο συγγραφέας αρνείται

Ε

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ


82/επιλογή ρητά να κατασκευάσει ένα μύθο, ή να πει μια ιστορία, μιλάει πά­ ντα, μέσα από συγκεκριμένα πρόσωπα και επεισόδια, μνήμες προ­ σωπικές, ιστορικές, ή και αρχετυπικές. Μέσα από μεγάλο πλούτο εικόνων και αναφορών ασκείται μια απορριπτική κριτική της δια­ νόησης του Δυτικού Πολιτισμού, που προδίδει τη ζωή και αναζητείται η αντίληψη της αιωνιότητας μέσω μιας άμεσης επαφής με τη φύση, στον τρόπο που φωτίζεται φευγαλέα ένα φύλλο σε μια «στιγμή που εκρήγνυται και καμιά χρεία δεν έχει του χρόνου». Υποστηρίζεται έτσι μια αγάπη αποκαλυπτική και αισθησιακή του κόσμου. Αυτό το Διονυσιακό στοιχείο που γίνεται τρόπος ζωής μου φαίνεται κατ’ εξοχήν ελληνικό. Εν μέρει, κάνει την persona του αφηγήματος (κι ας μη θεωρηθεί ευτράπελο αυτό) ένα δια­ νοούμενο αντί θυμόσοφο Ζορμπά. Γι’ αυτό και οι μεταπτώσεις του αφηγητή είναι συχνές και τερά­ στιες. Το ύφος του και οι περιγραφές του περνούν αλλεπάλληλα από το ειρωνικό ποπ, στο ελεγειακό, βιβλικό, δραματικό, στο βά­ ναυσο. Και εδώ πρέπει να τονισθεί η ιδιαίτερα επιδέξια χρήση της γλώσσας από τον Αριστηνό, που φαίνεται ικανός να ξεπερνάει την κρίση της γλώσσας και να δημιουργεί μια πολυσύνθετη γλώσ­ σα για την Κρίση του. Δεν εντυπωσιάζει μόνο ο λεκτικός πλούτος, αλλά και οι ομαλές μεταβάσεις, όσο κι αν είναι απότομες, από το ένα ύφος στο άλλο, η άνετη κυριαρχία πάνω σε διαφορετικά μέσα έκφρασης και, προπαντός, το λεπτό αισθητήριο που εκμεταλλεύε­ ται τις διάφορες ιστορικές και διαλεκτικές μορφές της Ελληνικής κατά τον πιο οργανικό και αποτελεσματικό τρόπο. Χωρίς να πα­ ρεκτρέπεται, ο Αριστηνός δέχεται τη ζωντανή ποικιλία της υπάρχουσας γλώσσας, τη χρησιμοποιεί σωστά και συγχρόνως αντλεί από τον κατά πολύ ανεκμετάλλευτο πλούτο της μακράς ιστορίας της. Τα γλωσσικά αυτά στοιχεία τα συνενώνει ένας, κατάλληλος για το κείμενο αυτό, σταθερός ρυθμός γλαφυρής, διακριτικά ποιη­ τικής πρόζας. Αυτό το γλωσσικό επίτευγμα οργανικά δεμένο με τον πλούτο της φαντασίας του κειμένου είναι ίσως η μεγαλύτερη αρετή της Κρίσης. ΚΡΙΤΩΝ ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗΣ

πολυεπίπεδη σπάνιας αρχιτεκτονικής σύνθεση

m

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ: Ιερός Μαστός. Κ έ δ ρ ο ς , 1987. -Σελ. 386.

ε το τελευταίο του βιβλίο - που αποτελεί μια φυσική α συνέχεια ή αντίστιξη του «Εξορκίζοντας Θάνατο» - ο Α.Ν. επιχειρεί μια θεματική και θεαματική μετατόπιση σε χώρους όπου το πραγματικό και το γκροτέσκο, ο αισθησιασμός και το πάθος, οριοθετούν το πλαίσιο του μυθιστορήματος. Το ορατό φάσμα του Ιερού Μαστού διατρέχεται από την πρωτογενή παιδική σεξουαλι­ κότητα μέχρι τα παλινδρομικά και «διεστραμμένα» φαντάσματα του ενήλικα, ενώ το αόρατο βυθίζεται στις ανθρωπολογικές ανα­ ζητήσεις της ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης του Λεβί - Στρως, τους στρουκτουραλιστές καθώς και της μοντέρνας γλωσσολογίας. Απόηχοι από τις μεσαιωνικές ηθολογίες (μοράλιτας) από τα έρ-

Μ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΙΣΤΗΝΟΣ

ΚΡΙ ΣΗ ΑΦΗΓΗΜΑ


επιλογη/83 γα μιας δαιμονικής θαυματοποιίας, από τις εικονίσεις της κόλα­ σης (ένα αντί - συμπαν όμοιο μ’ αυτό που συνέλαβε ο Θερβάντες και ο Γκόγια) αποκαλύπτεται μέσα από τη γραφή του A. Ν. Ένα αμάλγαμα μαγείας, μεταφυσικής και πραγματικότητας, παρόντος και μέλλοντος, φαντασίωσης και επιθυμίας, διαγράφουν τον ιστό της ιστορίας· ενώ το ύφος σκοτεινό και· πλούσιο σε υπέρ - βολές και μεταφορές θυμίζει κάτι από την ερωτική ποίηση του Louis De Gongora Υ Argote, και τις παραισθήσεις του Λωτρεαμόν. Στη χώ­ ρα της νότιας Αμερικής, την Αμαζολία, συνυπάρχουν και παρε­ λαύνουν στα μάτια του αναγνώστη εσχατολογικά το φάσμα και το φάντασμα μιας πραγματικότητας που την περιγράφει ο Μεθόδιος Μέδικος, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Η ακολασία, η πορνεία, η μέθη, η αιμομιξία, ο έρωτας, ο αισθησιασμός, ο θρη­ σκευτικός και σεξουαλικός παροξυσμός, η φθορά, η πτώση, η απειλή, ο θάνατος. Ένας κόσμος όπου η έννοια του θείου συμμε­ τέχει με διάφορες πρωτεϊκές μορφές στην αντίστροφη (;) ανάπτυ­ ξη του αντί - σύμπαντος· όπου η υπέρβαση του έρωτα γίνεται με το θάνατο και η υπέρβαση του θανάτου με τον έρωτα. έσα σ’ έναν υποβόσκοντα συμβολισμό, ένα σκληρό εξεπρεσιονισμό και μια αχνή ρομαντική διάθεση ο A. Ν. κατορθώ­ νει όχι μόνο να ισορροπήσει αυτές τις παράδοξες τάσεις αλλά και να εμφυτεύσει το πάθος του για τη γλώσσα. Εκπληκτική είναι οι διαξιφισμοί μπαρόκ του Μεθόδιου Μέδικου με την Ενκαρναθιόν, όπου στο δυτικότροπο λατινισμό της τελευταίας αντιτάσσονται η παγκοσμιότητα της ελληνικής γλώσσας και πνεύματος. Λίγο πα­ ρακάτω ο ήρωας του μυθιστορήματος προχωρεί στη μεταγραφή του καρτεσιανού αποφθέγματος «Cogito, Ergo Sum» «η γλώσσα μου και η μόνη απόδειξη του εαυτού μου». Όμοια με τον αρχαίο Έλληνα ηθοποιό ο Α.Ν. φορεί μια μάσκα για να απλωθεί καλύτερα η φωνή του. Μέσα από δαιδαλώδη μο­ νοπάτια ο συγγραφέας φτάνει στη «διάγνωση» με μια τεχνική, (απόηχο της ψυχιατρικής), δίνει μια δευτερεύουσα ή τριτεύουσα εξήγηση που με τη σειρά της - με έμμεσο και συχνά αντιφατικό τρόπο - οδηγεί στον πυρήνα του θέματος. Ίσως σ’ αυτό το βιβλίο να διαφαίνεται έντονα η διάθεση και η υποψία του για τον «εμπαιγμό», τη μάσκα και ακόμα η έλξη του για την ιδέα μιας λογο­ τεχνίας ως παράδοξον του Κόσμου. Η εσωτερίκευση των συγκρούσεων, οι πικρίες του εμφυλίου πο­ λέμου, οι περιπέτειες ενός διανοούμενου, το αδιέξοδο της επανά­ στασης, η αιώνια ταλάντωση του έρωτα και του θανάτου, οι υπαρξιακές και μεταφυσικές αγωνίες του στοχαστή, η ανελέητη φθορά του χρόνου, παρουσιάζονται μέσα από την αισθητική θεώ­ ρηση του Α.Ν. για να καταλήξουν σ’ ένα τελετουργικό μήνυμα μύησης, ως προσγείωσης σε μια αμείλικτη πραγματικότητα.

Μ

πηγή της ζωής και της γονιμότητας η Τερεζίνχα, η θηλυκή ενσάρκωση του «τελετουργικού» θανάτου, η αποκάλυψη του αίματος και της σεξουαλικότητας αποτελούν για τον Α.Ν. τη μυ­ σταγωγία για τη μύηση στη γυναικεία φύση. Σχεδόν όλο το μυθι­ στόρημα είναι μια ανελέητη διείσδυση στη θηλυκή υπόσταση και στο μύθο που τη συνοδεύει: την περιοδική κάθαρση, τη μαγική δύναμη, το άνοιγμα - αίνιγμα της μητέρας, της μητέρας φύσης, της μητέρας - Γης, να ενωθεί με τον γιό της (Regressus ad uterum). Είναι μια «μελέτη θανάτου» της σεξουαλικότητας και των σχέσεων των δύο φύλων μέσα στην σύγχρονη εποχή μας και τους κατακλυσμικούς της προβληματισμούς; Η μετάθεση ή η μεταφορά του βασικού ήρωα του μυθιστορήμα-

Η

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ν1Κ0ΛΑΪΔΗΣ

0 ΙΕΡΟΣ ΜΑΣΤΟΣ


84/επιλογή τος από τον ελληνικό χώρο σε μια γενικότερη κατάσταση ενός Gotterdammerung, τον φέρνει πλησίστιο στην αδιαμόρφωτη ακό­ μα ρευστότητα της Αμαζολίας ως πάλλουσας συγχρονικότητας του κοινωνικού και ανθρωπολογικού πλαισίου που εκφράζει μια «μυ­ θολογία» στο γίγνεσθαι της ιστορίας,, για να καταλήξει σε μια προσωπική; μυθολογία - ερώτημα. Το πολύ σημαντικό αυτό μυθιστόρημα που το διαπερνά το εντε­ λώς προσωπικό ύφος και η γλώσσα του συγγραφέα, πολυεπίπεδο καθώς είναι, πλέκεται σε μια σπάνια αρχιτεκτονική και συμφωνι­ κή σύνθεση που ακόμα η ταχύρρυθμη και συναρπαστική ανάγνω­ σή του δεν καλύπτει τις λεπτές αποχρώσεις και τα στίγματα που χαρακτηρίζουν το βάθος και το θρύλο του. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΦΙΛΗ

η ταραγμένη εποχή της εικονομαχιας

ω

Κ.\ΗΤΟ Υ ΧΑ ΤΖΗΘΕΟ ΚΛΗΤΟ Υ: «Σημειώσεις Μεταρρυθμι<mbv». Αθήνα, Ε σ τ ί α , 1986. Σελ. 168ϊ

ι «Σημειώσεις Μεταρρυθμιστών» αφορούν την περίοδο της διαμάχης γύρω από το θέμα των ιερών εικόνων, γνωστής ως «εικονομαχιας», που αναστάτωσε τη. βυζαντινή;αυτοκρατορία από το 726 έως το 843 μ.Χ. Πιο συγκεκριμένα, οι «σημειώσεις» αρχί­ ζουν από το 680 μ.Χ.. έως το 780 μ.Χ., δηλαδή από τη.γέννηση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ' μέχρι το θάνατο του αυτοκράτορα Λέο­ ντα Δ \ Στα εκατό γεμάτα ένταση αυτά χρόνια εναλλάσσονται στη βασι­ λεία δέκα αυτοκράτορες: Ο Κωνσταντίνος Δ' ο Πωγωνάτος, ο) Ιουστιανιανός Β \ ο Ρινότμητος (σε δύο βασιλείες), ο Λεόντιος, ο> Τιβέριος Γ', ο Φιλιππικός, ο Αναστάσιος Β', ο Θεοδόσιος Τ', οι Λέων F"r ο Κωνσταντίνος Ε' και ο Λέων Δ. .. Ακόμα, μεσολαβούν σοβαρά εξωτερικά γεγονότα, που επιδρούν στην εξέλιξη, τη: συνοχή και την αντοχή της Βυζαντινής αυτοκρα­ τορίας, ως στρατιωτικής και πολιτιστικής δύναμης στην ευρύτερη; νοτιοανατολική περιοχή της Ευρώπης, Αξίζει έτσι να μνημονευθούν η πρώτη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Ά ρα­ βες, καθώς και η: δεύτερη από τους ίδιους το 679 και το> 717 αντί­ στοιχα, το εικονομαχικό Σιλέντιο και η, ανταρσία στην Ιταλία το 726, η εκστρατεία στην Ιταλία και καταστροφή; του στόλου στην Αδριατική το 733, η μάχη του Ακοϊνού το 740, οι εκστρατείες στη; Σύρα το 746, στη Βουλγαρία το 758. 763, 765, 766, 773, 775 και ξανά πάλι στη: Συρία το 778.

Ο

εικονομαχΐα ξεκίνησε το 726 με σχετική δήλωση του Λέοντα Γ' του Ισαύρου περί καταργήσεως των εικόνων, ως επιζή­ μιων ειδώλων, ώστε να προστατευθεί ο λαός από την τάση του για ειδωλολατρεία. Παράλληλα, όμως, με τους θρησκευτικούς λόγους υπήρχαν και οι πολιτικοί, καθώς ο αυτοκράτορας απέβλεπε στον περιορισμό της υπερβολικής δύναμης των μοναχών. Την εικονομαχία επεδοκίμασε η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης το 73Θ\

Η


επιλογη/85 πλην όμως την κατεδίκασαν οι Ρωμαίοι ποντίφηκες, που απαγό­ ρευσαν με κάθε μέσο τη διάδοση της στη Δύση. Τα μέτρα κατά των εικόνων έγιναν πιο δραστικά επί Κωνσταντίνου Ε ', όταν στην οξυμένη αντίδραση των μοναχών ο αυτοκράτορας έφτασε μέχρι τη δήμευση των μοναστικών περιουσιών. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη ανακάλεσε τους νόμους κατά των εικονολατρών το 787 με την 7η Οικουμενική Σύνοδο, στην οποία μετείχαν και αντιπρόσωποι της Ρώμης. Ωστόσο, οι διάδοχοί της, και κυρίως ο Λέων Δ', επανέφεραν και πάλι σε ισχύ τους εικονοκλαστικούς νόμους. Τελικά, επί Θεοδώρας το 843 αναστηλώθηκαν οι εικόνες, γεγονός που γιορτά­ ζεται σήμερα ως Κυριακή της Ορθοδοξίας, κι έφτασε έτσι στο τέ­ λος μια σκοτεινή και ασαφής περίοδος της βυζαντινής ιστορίας. Ο συγγραφέας Κλήτος Χατζηθεοκλήτου υποδύεται με μια αυ­ θεντική πειστικότητα, χάρις στη λεπτομερή περιγραφή των ιστορι­ κών συμβάντων, τους τρεις, κατά κύριο, λόγο αυτοκράτορες, που πρωτοστάτησαν υπέρ της εικονομαχίας και σημάδεψαν με τα θρη­ σκευτικά και πολιτικά τους πιστεύω την εκατονταετία αυτή. Μας παραθέτει σε πρώτο πρόσωπο τα απομνημονεύματα τρόπον τινά του Λέοντα Γ', του Κωνσταντίνου Ε ' και του Λέοντα Δ ', που δεν είναι παρά τραγικοί μονόλογοι, καθώς μέσα από την εξιστόρηση των συμβάντων φαίνονται οι εμμονές και οι αμφιβολίες των διηγούντων, τα κρυφά τους πάθη, οι φόβοι τους και οι φιλοδοξίες και κυρίως η μεγάλη μοναξιά και η αβεβαιότητά τους. Μέσα από τις διηγήσεις αυτές αναφαίνονται οι δολοπλοκίες της αυλής, οι πολιτικές βιαιοπραγίες και σκοπιμότητες κι ακόμα η σήψη που εισχωρούσε στα λαϊκά στρώματα, μέσω μιας ακατάσχετης θρησκοληψίας, που σαν αποτέλεσμα δεν είχε άλλο παρά τη νάρκωση του κοινωνικού συνόλου και την αδυναμία του κράτους να ανταπεξέλθει πολιτικά και στρατιωτικά. έβαια, σαφείς πληροφορίες δεν υπάρχουν για την περίοδο αυτή. Ο Θεοφάνης, γιος του στρατηγού του θέματος Αιγαίου Ισαάκιου, είναι ο πλησιέστερος χρονογράφος προς τους βασιλείς της μεταρρύθμισης. Αλλά τα χρονικά του είναι διαποτισμένα μ’ ένα φανατικά εικονόφιλο πνεύμα, που προκαλούν όχι μόνο την καχυποψία, μα και την ανυποληψία, όσον αφορά τις προθέσεις του για την απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας. Οι παρερ­ μηνείες λοιπόν είναι πολύ πιθανές. Ωστόσο η πειθώ του Κ. Χα­ τζηθεοκλήτου λειτουργεί αβίαστα καθώς η οπτική του, φιλτραρι­ σμένη από την ελεύθερη σκέψη, απαλλαγμένη από τη θρησκευτική προκατάληψη, απομακρυσμένη από την πολιτική αδιαλλαξία της εποχής και εμφορούμενη από το σύγχρονο πνεύμα αξιολόγησης των πραγμάτων ενδοσκοπεί αμερόληπτα σε πρόσωπα και κατα­ στάσεις. Παράδειγμα, η μέσω του Λέοντα Γ' κριτική του για τα κηρύγματα και τη δράση του Ιωάννη Δαμασκηνού:

Β

«Τα όσα είπε για να υπερασπιστεί την προσκύνηση των λειψά­ νων ο Ιωάννης ούτε να τ ’ αντικρούσει κανείς αξίζει. Κι όμως λεί­ ψανα και κειμήλια ήταν οι φοβερότερες μορφές του ξεπεσμού. Παντού υπήρχαν χέρια, πόδια, κάρες, και άλλα απίθανα μέλη τε­ μαχισμένων αγίων. Τα κομμάτια τον Σταυρού ήταν απειράριθμα. Σου έδειχναν αγκάθια από τον στέφανο, κομμάτια της λόγχης, τον σφουγγαριού, των ρούχων του Χριστού και άλλα τέτοια αντικείμε­ να που εφτακόσια χρόνια θερμής πίστης δε στάθηκαν ικανά να τα εξαφανίσουν. Ήταν μια ολοφάνερη απάτη. Ο Βίσηρ έλεγε ότι με­ ρικοί άγιοι έπρεπε να ’ταν εκατόγχειρες σαν τον Βριάρεω κι υπο­ λόγιζε ότι με το Τίμιο Ξύλο που υπάγει στη Χριστιανοσύνη, θα μπορούσαμε να ναυπηγήσουμε καινούριο στόλο...»


86/επιλογη Ο συγγραφέας μ’ ένα γλαφυρό, μεστό και καθαρότατο λόγο μας οδηγεί στην ταραγμένη εποχή της εικονομαχίας, φωτίζοντας με την άποψή του τις σκοτεινές της πτυχές. Και η άποψή του αυτή τελεσφορεί και δικαιώνεται μέσα σε μια πλήρη κι ανεπιφύλακτη, κατά τη γνώμη μου, αποδοχή των εικασιών και εκτιμήσεών της. ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

μακεδονικά

CQ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ:Ιων Δραγούμης - Παύλος Γύπαρης. Θεσσαλονίκη, Μ π α ρ μ π ο υ ν ά χ η ς, 1987. Σελ. 120.

ί σχέση έχει ο Παύλος Μελάς με τη Μακεδονία; Ακόμα και ο μικρότερος μαθητής γνωρίζει την απάντηση. Στην ερώτηση Τ όμως τί ρόλο διαδραμάτισαν ο Ίων Δραγούμης και ο Παύλος Γύ­ παρης μάλλον θα επικρατήσει σιωπή. Σε όσους αρέσει να διαβά­ ζουν Ιστορία θα είναι γνωστή λίγο πολύ η ευρύτερη πολιτική δρά­ ση του Ίωνα Δραγούμη καθώς και η πολιτική του αντιπαράθεση με τον Ελευθέριο Βενιζέλο και ακόμα η δολοφονία του από βενιζελικούς. Ο ρόλος του όμως στη Μακεδονική υπόθεση έμενε μέχρι σήμερα λίγο πολύ σκοτεινός αν όχι τελείως άγνωστος. Το δε όνο­ μα Παύλος Γύπαρης είναι μάλλον άγνωστο στο ευρύ κοινό. Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου με τις μικρές συ­ γκεκριμένες βιογραφίες των δύο αντρών, περιορισμένες στην επο­ χή του Μακεδονικού Αγώνα, δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα που τέθηκαν παραπάνω. Δε γίνεται προσπάθεια σύγκρισης των δυο ιστορικών προσωπικοτήτων, όπως άλλωστε αναφέρει στον πρόλογό του και ο συγγραφέας, αλλά τα κείμενα είναι ανεξάρτη­ τα, σαν δύο διαφορετικά κεφάλαια. Αυτό διευκολύνει τον ανα­ γνώστη να εντοπίσει ξεχωριστά τον κάθε ένα άνδρα που αγωνί­ στηκε με διαφορετικό τρόπο για τον ίδιο σκοπό: ο Δραγούμης με το πνεύμα του και ο Γύπαρης με το όπλο του. Παρότι λείπουν οι παραπομπές, η μελέτη βασίζεται σε αρχεια­ κές πηγές καθώς και στα απομνημονεύματα του Π. Γυπάρη. Ο συγγραφέας θέλησε να εκλαϊκεύσει το κείμενό του, να το παραδώσει στον πολύ κόσμο και περισσότερο να διηγηθεί την ιστορία των προσώπων παρά να ανατμήσει τον βαθύτερο (ίσως και δευτερεύοντα) ρόλο τους στο Μακεδονικό Ζήτημα. Η διήγηση όμως των συμβάντων είναι πολύ καλή και το ύφος λιτό. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σύστημα της αρίθμησης των ενοτήτων αποφεύγοντας τις συνδετικές προτάσεις. Αυτό βοηθάει στο να ξεχωρίσει ο αναγνώστης κάθε ενότητα αλλά τελικά αποβαίνει εις βάρος της }Όηματικής συνέχειας του κειμένου. Πολύ καλή είναι και η εισα­ γωγή που θέτει το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα δύο πρόσωπα αλλά και πληροφορεί τον αδαή αναγνώστη για το γενικότερο Μακεδονικό θέμα από τον 15ο μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα. ράγματι η μελέτη της νεότερης ιστορίας της Μακεδονίας εί­ ναι ένα πεδίο γεμάτο ακανθώδη προβλήματα και ίσως μερι­ κοί Έλληνες ιστορικοί να φοβούνται μήπως χαρακτηριστούν «σω­ βινιστές» ή «εθνικιστές» ή και ακόμα μήπως οι μελέτες τους κριθούν «στείρες αντιπαραθέσεις» (πρόλογος, σ. 13), αλλά όπως έχει

Π


επιλογη/87 τονισθεί και σε παλιότερη βιβλιοκριτική σχετικά με το Μακεδονι­ κό (Διαβάζω, τευχ. 183, σ. 81) χρειάζεται μια σφαιρική αντίληψη των γεγονότων. Ο ιστορικός δηλαδή πρέπει να έχει τη δυνατότητα να εντρυφήσει σε Γιουγκοσλαβικά, Βουλγαρικά και Τουρκικά αρ­ χεία τουλάχιστον, για να παρουσιάσει κάτι νέο, πέρα από τις εθνικές απόψεις της Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας που τυπώνονται στις εθνικές γλώσσες. Χρειάζεται γλωσσογνωσία, υπομονή, πολύς χρόνος και άφθονα χρήματα. Φυσικά κανένα κράτος δε θα χρηματοδοτούσε μια τέτοια έρευνα που ίσως απέβαινε και εναντίον του. Οπωσδήποτε όμως προσπάθειες σαν αυτή του Κ. Βακαλόπουλου είναι αξιέπαινες σε εθνικό επίπεδο μια που ακριβώς το ίδιο πράγμα κάνει το Μακεδονικό Ινστιτούτο στα Σκόπια και η Βουλγαρική Εταιρία Βαλκανικών Σπουδών. Ας μην ξεχνάμε ότι η πολυπλοκότητα του Μακεδονικού απασχολεί μέχρι σήμερα τη δημοσιότητα και κατ’ επέκταση την πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια. Η τελευταία παράγραφος αφορά καθαρά διευκρινιστικές από­ ψεις και δε θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την προσπάθεια του Κωνσταντίνου Βακαλόπουλου για μια Ελληνική Ιστορία απευθυ­ νόμενος στον μέσο Έλληνα (πράγμα που έχει κατ’ επανάληψη τονισθεί από τη θέση τούτη). Οι Έλληνες χρειάζονται καλά ιστορι­ κά βιβλία για να μάθουν τη σύγχρονη ιστορία τους που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν τη σημερινή πολιτική (και αυριανή ιστο­ ρία) σε εθνικό, βαλκανικό, ευρωπαϊκό και, ίσως, παγκόσμιο επί­ πεδο. Δ. I. ΛΟΪΖΟΣ

Γ ΙΩ Ρ Γ Ο Σ Β Ε Λ Τ Σ Ο Σ

'Η μ ή - κ ο ιν ω ν ιο λ ο γ ία

Έ να βιβλίο Πρωτοποριακό

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ΑΘΗΝΑ Τηλ. 3607744-3604793

ΚΥ ΚΑΟ ΦΟΡΗ ΣΕ


88/μικρες αγγελίες

Συνδρομές εσωτερικού και Κύπρου

25 τευχών 6500 δρχ. - Σπουδαστική 25 τευχών 6000 δρχ. 15 τευχών 4000 δρχ. - Σπουδασπκή 15 τευχών 3500 δρχ. Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδρυμάτων: 7500 δρχ. Συνδρομές εξωτερικού Ευρώπη 25 τευχών 65 δολ. (ΗΠΑ) - Σπουδαστική 25 τευχών 61 δολ. Ευρώπη 15 τευχών 45 δολ, - Σηουδαστική 15 τευχών 43 δολ. Α μερική-Α υσ τραλίαΆ οΙαΛ φρική

25 τευχών 72 δολ. - Σπουδασπκή 25 τευχών 68 δολ. 15 τευχών 50 δολ. - Σπουδαοτίκή 15 Τειιχών 47 δολ, Τα παλιά μηνιαία τεύχη κοστίζουν 500 δρχ„ τα δεκαπενθήμερα 300 δρχ. Ιδρυμάτων, Βιβλιοθηκών Ευρώπη: 75 δολ. Κύπρος: 67 δολ. Αμερική κλπ. 65 δολ.

Εμβάσματα στη διεύθυνση: Κατερίνα Γρυπονησιώτου - Περιοδικό «Διαβάζω» Α. Μεταξύ 26, Αθήνα - 106 81 Τηλ. 36.42.765


Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων TOU ^ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ* ΤΟΥ Β ΙΒΛΙΟΥ

*Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) · *Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) · Ό ν ο ρ έ ντε Μ παλζάκ (No 60) · *Δημήτρης Γληνός (No 61) · *Τζέιμς Τζόυς (No 62) · Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) · Η γενιά των μπήτνικ (No 64) · Ο ι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) · Ζαν Ζενέ (No 66) · Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) · Ά γ ιο ν Ό ρ ο ς (No 68) · «Νέοι Λογοτέχνες (No 69) · Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) · *Σημειωτική (No 71) · Αριστοφάνης (No 72) · Ζακ Πρεβέρ (No 73) · Μ ικρασιατικός ελληνισμός (No 74) · Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) · Ιταλική λογοτεχνία (No 76) · Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) · Κ.Π. Καβάφης (No 78) · Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) · Μίλαν Κούντερα (No 80) · Μ αργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) · Αδαμάντιος Κοραής (No 82) · Καρλ Μαρξ (No 83) · Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) · Μπορίς Βιάν (No 85) · Αστυνομική Λογοτεχνία (No 86) · Νέοι Λογοτέχνες (No 87) · Κώστας Βάρναλης (No 88) · Νεοελληνικό θέατρο (No 89) · Τόμας Μαν (No 90) · Φ ρειδερίκος Νίτσε (No 91) • Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) · Ρολάν Μ παρτ (No 93) · Π αιδικό βιβλίο (No 94) · Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) · Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) · Εμίλ Ζολά (No 97) · Σταντάλ (No 98) · Βιβλίο και φυλακή (No 99) · Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) · Μακρυγιάννης (No 101) · Λουκιανός (No 102) · Ντιντερό (No 103) · Τέλλος Ά γ ρ α ς (No 104) · Ιούλιος Βερν (No 105) · Θ εόφιλος Κ αΐρης.(Ν ο 106) · Α ρχαία λυρική ποίηση (No 107) · Περό, Γκριμ, Ά ντερσεν (No 108) · Έ ρμ αν Έσσε (No 109) · Αλμπέρ Καμύ (No 110) · Βίκτωρ Ουγκό (No 111) · Εντγκαρ Ά λ α ν Πόε (No 112) · Φώτης Κόντογλου (No 113) · Φ ιλανδικά γράμματα (No 114) · Σάμουελ Μπέκετ (No 115) · Κοσμάς Πολίτης (No 116) · Το δοκίμιο (No 117) · Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) · Κ οινωνιολογία (No 119) · Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) · Βλαντιμίρ Μ αγιακόφσκι (No 121) · Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) · Κ υπριακά γράμ­ ματα (No 123) · Το χιούμορ (No 124) · Μισέλ Φουκώ (No 125) · Ζακ Λακάν (No 126) · Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) · Θεσσαλονίκη (No 128) · Βυζάντιο (No 129) · Ελληνικό παραμύθι (No 130) · Ντοστογιέφσκι (No 131) · Ντ. X. Λώρενς (No 132) · Τ.Σ. Έ λ ιοτ (No 133) · Μ αργκερίτ Ν τυράς (No 134) · Αριστοτέλης (No 135) · Σιμόν ντε Μ πωβουάρ (No 136) · Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) · Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) · Τένεση Ουίλιαμς (No 139) · Ανδρέας Κάλβος (No 140) · Φουτουρισμός (No 141) · Γιώργος Σεφέρης (No 142) · Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) · Γλωσσολογία (No 144) · Ουμπέρτο Εκο (No 145) · Βιβλίο και στρατός (No 146) · Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) · Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) · Ά γ κ α θα Κρίστι (No 149) · Φρόυντ (No 150) · Αντονέν Αρτώ (No 151) · Ό σ καρ Ουάιλντ (No 152) · Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) · Γ.Β. Γκαίτε (No 154) · Α υτοβιογραφία (No 155) · Μετάφραση (No 156) · Κώστας Κ αρυωτάκης (No 157) · Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) · Έ ρνεστ Χεμινγουέη (No 159) · Ζαν Κοκτώ (No 160) · Μ άρτιν Χ άιντεγκερ (No 161) · Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162) · Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία (No 163) · Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες (No 164) · Αλέξανδρος Π απαδιαμάντης (No 165) · Π αναγής Λεκατσάς (No 166) · Αίσωπος (No 167) · Λουί Αραγκόν (No 168) · Αντόν Τσέχωφ (No 169) · Αλληλογραφία (No 170) · Στρατής Τσίρκας (No 171) · Επιλογή βιβλίων ’86-’87 (No 172) · Τζων Στάινμπεκ (No 173) · Ό μηρος (No 174) · Ο ι επιστήμες στον κόσμο μας (No 175) · Θερβάντες (No 176) · Βολταίρος (No 177) · Πάουντ (No 178) · Μολιέρος (No 179) · Δημήτρης Χατζής (No 180) · Π αιδικό βιβλίο (No 180) · Ίψ εν (No 181) · Ντάσιελ Χάμμετ (No 182) · Πωλ Βαλερύ (No 183) · Κριτική (No 184) · Μουσική και Λογοτεχνία (No 185) · Δ ιανοούμενοι και Εξουσία (No 186)

* Τα τεύχη που σημειώνονται με αστέρι

έχουν εξαντληθεί.

Α . Μεταξά 26 - 106 81 Α θήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789


Ε ΚΔ Ο Σ ΕΙ Σ Κ Ε Δ Ρ Ο Σ ΡολάνΜπαρτ

(hnnvaovdt Ντολτό__ '_^ ρ ΑΝΧΟγΑΖ 1 ΝΤΟΛΤΟ

ΗΠΕΡΜΠΟΪ»"!»·»*

^"^,^ίααν^οαφηοημέ-

χε εμφάνισή υ" Λήν σαν φάν-

1 - --------J τασμα, παι ϊ να μείνει ο I ---------τασίωση επρό νιαχικότητα, . νόμος, ',οε να πβοοδ“ ^ΐ,Α ίου μοναδικός ™ δεχτεί « συμπεριφορά ™>· e" S ξαναβρίσκει

~ Ζ *Χ ΰ Ά "~

Η γραφή ιδωμένη ως η ^ που διατηρεί ο συγγραφέα; με την χ0ινωνια, η λογοτεχνική «γλώσσα» με­ ταμορφωμένη από τον κοινωνικό προορισμό της. Η σχέση μετάξι ΛοI εγγραφέα και της κοινωνίας) (LTxZTtirT 1στο(!ίας 0«"“ξύ του Δοκίμια» πάνω σε διάφορουςσυγγρίΖ^0^ " “Νέα Κ^ τι^ I t0VΣατ0μπρΐάν “5 ™ Φλόμπερ, ^ Π ^ Γ β^ Π Γ λ^ Γ

Ζακ Τεστάρ ΤΟ ΔΙΑΦΑΝΟ ΑΥΓΟ

.Οt* · ® tS J * . μ »°Λ

Ο Ζακ Τεστάρ αναφέρεται στην ταχύ­ τατη εξέλιξη της τεχνικής και των με­ θόδων που διαθέτουμε για τη σωστή εφαρμογή της εξωσωματικής γονιμο­ ποίησης. Προπαντός, όμως, εκθέτει με πάθος και με γλώσσα ζωντανή και κα­ θάρια τα βιολογικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπιστικά προβλήματα που α­ πορρέουν από αυτή τη νέα και χωρίς προηγούμενο στην ιστορία κατάστα­ ση. Τι είναι η τεχνητή γονιμοποίηση; Ποιες μπορεί πειες ενός συστηματικού ελέγχου της ταυτότητας του αυγό λιεργείται στον σωλήνα; Ποια είναι τα προβλήματα ηθικής νέα αυτή πρόοδος των επιστημών της ζωής;

Μόλιςκυκλοφόρησε

Αλμπέρ Ζακάρ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΠΙΝΟΕΙ

Τ0 ΛΟΓΙΚΟ ΚΛΙΤΟ

Τ0Ν ΑΝΘΡΩΠΟ I

S & ssS

μας, θέλτι να ασχοληθεί και μτ

Στ° βιβλίο αυτό „ 7 “ναπτύοσει ° ° Ζαν ■ πειές της ώ„ω? τΐξ “ "“τερ τα κ ε φ ^ ,! ^ Φ ’ίσεισ', ναμη και ΑδυΓ δΐδλίου TO

λ/

_

^^Χας κΤΓ· °**

τ[ς εντυπωσιακές ^ Ζ ρίΚή' σΐκ,ϊ?, uac FIT *Α^°0όουζ ti

0εν fa μπορέσε,


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.