Δ ΕΚ Α Π Ε Ν Θ Η Μ Ε ^Η μ Μ Β
ηΣΗ
ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΡΙΘ. 196 · 27.7.88 · ΔΡΧ. 300
Διακοπές και βιβλίο Κ. Αγγελάκη Ρουκ Ν.-Α. Ασλάνογλου Ε. Βαλαβάνη Ζ. Βαλάση Θ. Βαλτινός Σ. Βογιατζόγλου Μ. Βαμβουνάκη Τ. Βουρνάς Φ. Γερμανός Τ. Γκρίτση-Μιλλιέξ Ν. Δήμου Φ. Δρακονταειδής Ν. Ευθυμιάδη Σ. Ζαραμπούκα Α. Ζέη Α. Ζήρας Α. Καλαμάρας I. Καμπανέλλης
Μ. Κουμανταρέας ΚΥΡ Δ. Λιάρος Γ. Μανιώτης Κ. Μητρόπουλος Κ. Μητροπούλου Α. Νικολαΐδης Σ. Παπασπηλιόπουλος Β. Ρατττόττουλος Β. Ραφαηλίδης Α. Σαμαράκης Δ. Σωτηρίου Ε. Φακίνου Α. Φραγκουδάκη Κ. Φράιερ Π. Χάρης Ντ. Χριστιανόττουλος Ν. Χουλιαράς
Υπεραγορά βιβλίου
σ τ ο ν π ε ιρ α ια
Για Πρώτη Φορά στην Ελλάδα 50 χιλιάδες τίτλοι βιβλίων σε 5 ορόφους Για καλό και φθηνό βιβλίο
ΠΕΙΡΑΙΑΣ
ΜΕ ΕΥΚΟΑΙΕΣ ΠΑΗΡΩΜΗΣ
ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΓ
ΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ -^ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑ
ΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛΙΑ - ΠΕΙΡΑΙΑΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ ΒΙΒΛ
Εγκυκλοπαίδειες μισοτιμής ισόγειο Κολοκοτρώνη
ημιόροφος Κολοκοτρώνη
ελληνική και ξένη λογοτεχνία
παιδικά - παιδαγωγικά βιβλία
ισόγειο Νοταρά
ναυτικά - κομπιοΰτερς - αρχιτεκτονικά - ηλεκτρονικά - κλπ. τεχνικά βιβλία
ημιόροφος Νοταρά
1ος όροφος Νοταρά
νέες εκδόσεις - γυν. θέματα - λευκώματα περιοδικά
ιστορία - πολιτική - φιλοσοφία κοινωνιολογία - ψυχολογία - ποίηση μελέτες
I. Μποστάνογλου & ΣΙ A Ο.Ε. 1) Σωτήρος 13, τηλ. 41.71.330 2) Κολοκοτρώνη 92, τηλ. 41.12.258 3) Νοταρά 75, τηλ. 41.12.258
ν ιζ ο ϋ ΐΛ ΐ z v iv d ig u - v iv b i b a o v j o n v i i o u i a i z v iv d ia u - v iv e ia
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ Μαυρομιχάλη 5 (1ος όροφος) 106 79 ΑΘΗΝΑ τηλ. 3623553
Οι εκδόσεις ΚΑΔΕΝΤΗ παρουσιάζουν (ρροσχολικά και πρωτοσχολικό βιβλία)
Σειρά «ΠΑΝΤΥ» - Όντα Τάρο • Ο Πάντυ και το τρένο • Ο ,Πάντυ γιατρός • Ο Πάντυ εξερευνητής • Ο Πάντυ αυτοκινητιστής • Ο Πάντυ στρατιώτης • Ο Πάντυ μάγος • Ο Πάντυ οικοδόμος • Ο Πάντυ και τα πουλιά • Ο Πάντυ και η μπάλα • Ο Πάντυ και το τσίρκο • Ο Πάντυ και το χιόνι • Ο Πάντυ στη θάλασσα • Ο Πάντυ και οι αριθμοί • Ο Πάντυ και τα χρώματα Σειρά «ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΑΤΣΙΔΑΣ» Ρ. Φόουλερ • Ο Αστυνόμος Ατσίδας σε διεθνή περιοδεία μυστηρίου • Ο Αστυνόμος Ατσίδας βρίσκει τα ίχνη
Σειρά «ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΑΙΣΘΗΣΕΙΣ»- Μ. Ριούς • Η όραση • Η ακοή • Η γεύση • Η αφή • Η όσφρηση (Βιβλία για παιδιά από 9 ετών και άνω)
• «Η ιστορία της Λιλής που είχε ίσκιο αγοριού» Κ. Μπρουέλ • «Ένας καλός μικρός διαβολάκος» Κοντέσα ντε Σεγιώρ • «Τα απομνημονεύματα ενός γαϊδάρου» Κοντέσα ντε Σεγκύρ • «Οι διακοπές» Κοντέσα ντε Σεγκύρ • «Ο στρατηγός Ντουόκιν» Κοντέσα ντε Σεγκύρ • «Τα μάτια του Αμαρυλλίς» Ν. Μπάμπιτ • «Η μαγική πηγή» Ν. Μπάμπιτ
Σειρά «ΤΡΕΧΕΙ - ΤΡΕΧΕΙ» - Μάρω Λοίζου • Η νύχτα τρέχει να συναντήσει την ημέρα • Το ποτάμι τρέχει να συναντήσει τη θάλασσα (Βιβλία για παιδιά από 12 ετών και άνω) • Ο δρόμος τρέχει να συναντήσει την πόλη • Το μικρό παιδάκι τρέχει στην αγκαλιά • «Το κόκκινο σήμα» - Στέφεν Κρέην της μαμάς του να συναντήσει την αγάπη • «Θρήνος» - Γ. Σπανδωνή • «Γραικοί» - Γ. Σπανδωνή • «Το φωκάκι» - Φ. Σάιλεν • «Προς άγνωστη κατεύθυνση» - Γ. Σπανδωνή
ΔΙΑΛΟΓΟΣ: X. Σμύρνης 16 & Κοραή τηλ. 9705726 Βύρωνας ΚΙΒΩΤΟΣ: Αγαθοδαίμωνος 3 τηλ. 3421551 Πετράλωνα ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ: Μέτωνος 62 τηλ. 6523145 Χολαργός
Αστυνομικό Μυθιστόρημα Ρ .· Ρ. HIGHSMITH m b '. κόψη Λ ’
Στην _ του , * ςυραφίου
Κ * . - ^ ο Γ Ί*Ο Κν PA T R IC IA
PRINTA ΑΕ. Αναστ. Γ εννα δ ίο υ 34 Τ.Κ.114 74 ΤΗΛ. 6429.409 ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράτους 59, ΤΚ. 106 80 ΤΗΛ. 3606.828
Ιστορίες Μυοττρίου
•
"POES.» eM nvts συνάψει*
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: PRINTA ΑΕ. Αναστ. Γενναδίου 34 Τ.Κ.114 74 ΤΗΛ. 6429.409 ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράτους 59, Τ.Κ. 106 80 ΤΗΛ. 3606.828
ΨΰεΖβ Δοκίμια
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: PRINTA ΑΕ. Αναστ. Γενναδ ίο υ 34 Τ.Κ.114 74 ΤΗΛ. 6429.409 ΒΙΒΛΙΟΡΟΕΣ Ιπποκράτους 59, Τ.Κ. 106 80 ΤΗΛ. 3606.828
ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΜΕΛΕΤΕΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΧΤΙΝ Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής θέλοντας να καθορίσει το αντικείμενο της λογοτεχνίας, ο Μ.Μ. διαφωνεί με τους θεωρητικούς του φορμαλισμού -τους κατηγορεί ότιαναπαράγουν την διχοτόμηση μορφήςττεριεχομένου- και υποστηρίζει ότι το μυθιστόρημα έχει άμεοη σχέση με το παρόν και το μέλλον του ανθρώπου.
ΕΙΚΟΝΑ-ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΛΕΝΗ ΜΑΡΙΝΑΚΗ Περνώντας βάφεσαι μπλε
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ
J
εκδόσεις
πλέθρον
Π Ρ Ο Τ Α Σ Ε ΙΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ROLAND BARTHES Εικόνα-Μουσική-Κείμενο
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
JACK KEROUAC Στο δρόμο JACK LONDON Γραφείο δολοφονιών ΕΠΕ HENRY JAMES Οιευρωπαίοι Ε.Μ. FORSTER Ταξίδι στην Ινδία MIGUEL ANGEL ASTURIAS Ο κύριος Πρόεδρος
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ Δω ρητής Σώματος
ΝΙΚΟΣ ΜΟΡΦΗΣ Το καλοκαίρι ΧΑΡΗΣ ΒΛΑΒΙΑΝΟΣ Πουλητής θαυμάτων ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΕΜΟΥΝΔΟΣ Σαν αναρρωτική άδεια ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΟΚΟΣ Αλγοσαρωνικός Ν.Β. ΛΑΔΑ Αστροβατεί
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ
ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ WILLIAM S. BURROUGHS Αδερφή
ΓΟΥΙΤΜΑΝ
ΘΕΩΡΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΕΛΕΤΕΣ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΙΔΕΕΣ ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ NORMAN MAILER Ένα Αμερικάνικο Ό νειρ ο
«Η Αδερφή είναι ένα μεγάλο έργο, η ξεγυμνωμένη καρδιά του Μπάρροουζ και η πηγή της συγγραφικής του ιδιοφυίας, τίμιο, ενοχλητικό, με αστραφτερό χιούμορ, γυμνό - το μυστικό του Αόρατου Ανθρώπου. Η αφήγηση κυλάει γοργά, είναι ευκολοδιάβαστο» ΑΛΛΕΝ ΓΚΙΝΣΜΠΕΡΓΚ
το καλοκαίρι της ... «γνώσης» και της απόλαυσης ΖΑΝ ΠΙΑΖΕ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
ΤΡΙΛΟΓΙΑ το φύλλο, το πηγάδι, τ ’ αγγέλιασμα
ΛΕΒ ΒΥΓΚΟΤΣΚΙ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΑ
Ζ
ΖΑΝ ■ ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΛΥΟΤΑΡ
ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Η ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Η ΑΣΠΡΗ ΑΡΚΟΥΔΑ
ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ
ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ
ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΩΝ
ΕΝΤΕΝ ΦΟΝ ΧΟΡΒΑΤ
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΜΑΣ
ΑΝΑΤΟΛΙ ΡΙΜΠΑΚΟΦ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΜΠΑΤ (Α' ΚΑΙ Β' ΤΟΜΟΣ)
Ο ΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΖΑΝΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
ΜΕΣΑ ΣΕΛΙΜΟΒΙΤΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ
Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΙΚΑ
εκδόσεις «γνώση» Γρηγ· Αυξεντίου 26, 157 71 Ζωγράφου, τηλ.: 7794879 · 7786441
Ζωοδόχου Πηγής 29, 106 81 Αθήνα, τηλ.: 3620941 - 3621194
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΔΟΥΣΑ
Η αστυνομική σειρά Μέδουσα παρουσιάζει:
Α πονος
αυναριταστίκότφύϊ πολίτικο αστυνομικά μυστοτορήματη^
ΣΟΛΩΝΟΣ114, ΑΘΗΝΑ. ΤΗΛ. 3645822
ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Μετάφραση ΛΗΔΑ ΠΑΛΑΝΤΙΟΥ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΛΑΣΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΕΞ Α Ν Τ Α Σ
f
Καλές διακοπές ρ ε ένα καλό βιβλίο και... % μέρες δωρεάν σχο PORTO CARRAS
ΙΑΝΟΣ ΑΡΕΤΟΤΕΛΟΥΣ 7 ΤΗΛ. 277 004
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
ΔΙΑΒΑΖΩ
ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81
Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765
Τεύχος 196 27 Ιουλίου 1988
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Τιμή: Δρχ. 300 ΧΡΟΝΙΚΑ Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπονησιώτου, Βασίλης Καλαμάρας, Ηρακλής Παπαλέ ξης, Νένη Ράις, Βάσω Σπάθή, Καίτη Τοπάλη, Γιάννης Φέρτης Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιώτου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βίχυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ. Υμηττού 219, τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. Χριστοδοι λάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε., Α. Μεταξά 26, τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε., Φυ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνος και Σία Ο.Ε., Στ. Γόνατά 48, τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
14
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ
15
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Συνομιλία με τον Μάνο Χατζιδάκι
65
ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ: Γράφει ο Γιώργος Βέλτσος ΠΟΛΙΤΙΚΗ: Γράφει ο Νίκος Κουτσιαράς ΠΛΑΙΣΙΟ: Ελένη Χωρεάνθη
81 83
Κεντρική διάθεση: Αθήνα: Πομώνης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου» Λασσάνη 9 τηλ. 237.463 Υπεύθυνος τυπογραφείου: Βαγγέλης ΠαπαθανασόπουΧος Υμηττού 219 Εξώφυλλο: Γιώργος Γαλάντης
ΔΕΛΤΙΟ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
στο Επόμενο «Διαβάζω» αφιέρωμα στον Βίλχελμ Ράιχ
37 47
ΕΣΤΙΑ
ΣΤΙΓΜ Η
Ν. ΚΑΧΤΙΤΣΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
53ES51.
ΕΣΤΙΑ
(6ος Τόμος)
διπλωμάτης
Α. ΒΛΑΧΟΥ
ΕΡΜ Η Σ
Ο Υπνοβάτης
Μ . ΚΑΡΑΠΑΝΟΥ
|
Από μητέρα σε μητέρα
Κ. ΓΕΩΡΓΙΑ ΔΗ N. Α ΣΗ ΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Κ. ΣΙΜ ΟΝ
A. ΒΑΡΔΗ
ΕΣΤΙΑ
μυθιστορήματος □ " S l o e
Μ .Κ Ο ΥΝ Τ ΕΡ Α
ΚΑΚΤΟΣ
TC£T
Φ. ΓΕΡΜΑΝΟΥ
η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΛΙΟΥ
ίι,ι HI, 8 13» 1!1|fc4iLAiyy Ββ! * #fs *! :· ·: :· ·: :· *:·: ; ■ : · ; : * * * ss 3 S s
a ru •f · ; « ·
Βιβλίο και Διακοπές Δ ια κοπές και βιβλίο. Πόσο ταιριάζουν αυτές οι δυο έννοιες! Σ α ν να έγινα? οι διακοπές για να δια βάζουμ ε ή τα βιβλία εφ ευρέθηκα ν για να γεμίσουν Τις ατέλειω τες ελεύθερες ώρες των διακοπώ ν! Π ρά γμα τι είτε οι πα λν νέοι είτε tk λιγότερο π η γα ίνοντα ς σ ’ αυτές τις πολυπόθ ητες δια κοπές εφ οδιάζονται με, κάποια βιβλία π ου θέλησαν να διαβάσουν, π ου άκουσανίοτι έγινα ν Best SellerA ή που τα θεώρησαν κατά λληλα για τις διακοπές. Α'ύτή η περιοια σιακή αναγνω στικότητα τω ν' διακοπώ ν, έρχεται να υποστη ριχτεί και από ~μια ανάλογη εκδοτική π α ρα γω γή των εύκολων, των ελαφρώ ν Βιβλίων π ο υ βρίσκο νται σε αφθονία στα περίπτερα, στους πά γκους, στα επαρχιακά πρακτορεία και που η εμφάνισή τους και το σχήμα τους είναι μελετη μένα για να διαβάζονται εύκολα, αλλά και να εγκατα λείποντα ι εύκολα. Σ ’ αυτό το τεύχος ζη τήσ α με από 36 σ υ γγρ α φ είς και δη μ ιο υ ργο ύ ς π ου έχουν συνδέσει τη ν καριέρα τους μ ε το βιβλίο, να μ α ς α π αντήσουν για τβΛΗΗψΎόνς σχέση μ ε το βιβλίο, για το ρόλο που πα ίζει αυτό στις διακοπές! τ ί πιστεύουν για τα εύκολα και ελαφρά βιβλία, ποιοι π α ρά γοντες Λ π ο σ τη ρ ίζο ν ν και βοηθούν την έκδοσή τους και ποια βιβλία συστήνουν στους αναγνώ στες μας. Τα συγκεκριμένα ερω τήματα που θέσαμε στους καλεσμένους μ α ς είναι: * Ποια είναι η σχέση σας ως αναγνώστη/τριας με το βιβλίοΧκαι τί είδους βιβλία διαβάζετε συνήθως; \ * Το καλοκαίρι, ιδίως στις διακοπές, υπάρχει μια μεταστροφή ^>υ αναγνωστικού κοινού σέ βιβλία που μπορούν να διαβαστούν εύκολα. Αυτή τη στροφή ευνοεί βέβαια και η παραγωγή των εκδοτικών οίκων, κυρίως τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο, τέτοιου είδους αναγνωσμάτων. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; , * Τί βιβλία διαβάζετε εσείς στη διάρκεια των διακοπών σας καέ ποια βιβλία θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;
·
16/αφιερωμα
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ “η πρόζα, ίσως, είναι η πιο κατάλληλη για το καλοκαίρι” ίναι μια σχέση αγωνίας. Είναι, βλέπετε, δύσκολο να φανταστώ τον εαυτό μου πώς θα ήμουνα αν ήμουνα σκέτη αναγνώστρια. Επειδή γράφω κι εγώ, έχω δημιουργήσει με το βιβλίο μια κατάσταση αγάπης - υποθέτω - εξάρτησης και ενοχής. Τα βιβλία που δεν έχω διαβάσει, που θα ’πρεπε να είχα διαβάσει που κάθονται στο ράφι μου περιμένοντας τη σειρά τους, ή έχοντας χάσει πια την ελπίδα ότι θα διαβαστούν ποτέ, με κυνηγούν σαν φαντάσματα ή εγκλήματα που έχω διαπράξει. Κι έπειτα είναι οι λίγες σπάνιες γλυκές στιγμές που βυθίζομαι σ’ εκείνα τα ατέλειωτα, χοντρά μυθιστορήματα που καλύπτουν ένα μεγάλο φάσμα ποιότητας, από το Πορτραίτο μιας κυρίας του Henry Janies ώς το Βορρά και Νότο που ’γίνε και σήριαλ στην τηλεόραση. Τότε γίνομαι ξανά η ευτυχισμένη αναγνώστρια που ήμουνα παιδί και που ζούσα όλες αυτές τις ζωές και γενεαλογίες σαν να ’τανε δικές μου. Νομίζω - απ’ ό,τι έχω παρακολουθήσει - πως δεν υπάρχουν πια κείνες οι τεράστιες διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στο χειμώνα και το καλοκαίρι στη ζωή μας. Όσο πιο πολύ «εκσυγχρονιζόμαστε» τόσο λιγότερο πρέπει να επηρεάζουν οι καιρικές συνθήκες τους απαιτητικούς ρυθμούς της κάθε μέρας. Νομίζω, πάλι, ότι διατηρείται ένας ομοιόμορφος μέσος όρος «σοβαρότητας» και πωλήσεων των βιβλίων. Από την άλλη μεριά, λογικά θα ’λεγε κανείς, οι σχετικά λίγοι εκείνοι που έχουν τη συνήθεια να διαβάζουν, θα πρέπει να περιμένουν πώς και πώς τις διακοπές για να διαβάσουν βιβλία, που θέλουν ιδιαίτερη συγκέντρωση. Ίσως δε θα ’πρεπε να μιλάω, γιατί δεν έχω μπρος στα μάτια μου τους καταλόγους των εκδοτικών οίκων. Εγώ σχεδόν ποτέ δεν «πάω» διακοπές. Αφεντικό δεν έχω, μισθό δεν έχω, μόνο «προθεσμίες» ξέρω που πρέπει να παραδώσω μια δουλειά. Και, κατά κακή μου τύχη, όλες οι δουλειές πέφτουν το καλοκαίρι. Αλλά διάβασα μερικά βιβλία την άνοιξη, πριν πιάσουν οι φούριες. Θα μιλήσω μόνο για πρόζα· ίσως είναι πιο κατάλληλη για το καλοκαίρι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι είναι ευκολότερη. Το πέμπτο γένος του Δημ. Νόλλα, «Το Μεξικό» της Έρσης Σωτηροπούλου, «Στάχτη στα μάτια» του Κωστή Γκιμοσούλη, «Το παιχνίδι του τέλους» της Βερονίκης Δαλακούρα, «Το άλλο μισό» του Νίκου Χουλιαρά. Και δεν μπορώ να μην αναφερθώ στη μετάφραση του «Άμλετ» του Γ. Χειμωνά, για λίγη δροσιά από τη Δανιμαρκία.
Ε
αφιερωμα/17
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου “το καλοκαίρι, η μεταστροφή τον αναγνωστικού κοινού σε βιβλία που διαβάζονται εύκολα είναι απολύτως κατανοητή” α τελευταία 20-25 χρόνια, η σχέση μου σαν αναγνώστης με το βιβλίο άλλαξε βαθμιαία. Όψιμες σπουδές γαλλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κάιρου, του Αιξ-αν-προβάνς και της Θεσσαλονίκης, δυο πτυχία - το Sorbonne III και της γαλλικής φιλολογίας του ΑΠΘ -, δεκαπενταετής θητεία στην ιδιωτική εκπαίδευση, στη Θεσσαλονίκη, μερικά χρόνια, τέλος, επιστημονικός συνεργάτης στη Σχολή Αρχιτεκτόνων και βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, με άλλαξαν αρκετά. Εγκατεστημένος, τώρα, μόνιμα - από το 1980 - στην Αθήνα, εργάζομαι ως λογοτεχνικός σύμβουλος και αναγνώστης χειρογράφων σε εκδοτική εταιρία της Αθήνας που εξειδικεύεται σε ξενόγλωσσα βιβλία. Διαβάζω, λοιπόν, διδακτικά, τουριστικά, ιστορικά, λογοτεχνικά, βιβλία τέχνης κλπ. στην ελληνική και σε άλλες γλώσσες. Στις ελεύθερες ώρες μου, διαβάζω με πολύ ενδιαφέρον τα έντυπα που μου αποστέλλονται ή υποπίπτουν στην αντίληψή μου, ιδιαίτερα τα ποιητικά βιβλία και τα βιβλία δοκιμίων. Φυσικά ανατρέχω συχνά στη βιβλιοθήκη μου και ξαναδιαβάζω ό,τι απολαμβάνω περισσότερο, ό,τι έχει για μένα μια προσωπική διάρκεια. Στα βιβλιοπωλεία, τέλος, σπαταλώ ευχάριστα κάμποσες ώρες ξεφυλλίζοντας βιβλία λογοτεχνικά, ψυχολογία, παιδαγωγικά, κοινωνιολογικά, φιλοσοφικά κ.α. Μ’ ενδιαφέρει σχεδόν ό,τι τυπώνεται. Ελέγχω άνετα την κίνησή τους από τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, απολαμβάνω γαλλικά βιβλία και περιοδικά. Για το καλοκαίρι, η μεταστροφή του αναγνωστικού κοινού σε βιβλία που μπορούν να διαβαστούν εύκολα είναι απολύτως κατανοητή. Και είναι επόμενο, οι εκδοτικοί οίκοι να εναρμονίζονται με τις πρόσκαιρες αυτές απαιτήσεις του αναγνωστικού κοινού. Ας μην ξεχνάμε την αυξημένη ζήτηση των ελαφρών αναγνωσμάτων, ελληνικών και ξένων, στα κέντρα τουρισμού που κατακλύζονται κάθε χρόνο από παραθεριστές και διερχόμενους. Περίπτερα, βιβλιοχαρτοπωλεία, πρακτορεία, ελληνικού και ξένου ημερησίου και περιοδικού τύπου, εξειδικευμένα καταστήματα σε χίλια παραθεριστικά κέντρα της χώρας μας, πιστεύω πως μπορούν άνετα να εξυπηρετήσουν ένα όλο και περισσότερο διψασμένο για ευχάριστα αναγνώσματα υψηλής στάθμης, αγοραστικό κοινό. Για μένα, πρωτεύει η σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα, όπως είναι, μέσα στο πνεύμα της διεθνούς αλληλεγγύης, συνεννόησης και κατανόησης των διεθνών προβλημάτων. Στις διακοπές, δεν παίρνω ποτέ βιβλία μαζί μου. Μόνο περιοδικά. Βασικό μου, όμως, μέλημα είναι πάντα η ενημέρωση. Όταν ταξιδεύω, μαζί με ελληνικές και ξένες εφημερίδες και περιοδικά, βρίσκω και βιβλία της αρεσκείας μου σε μεγάλη ποικιλία, ό,τι ακριβώς συμβαίνει σ’ ένα διεθνές βιβλιοπωλείο, στη χώρα μας ή αλλού. Από τα βιβλία που προτείνω για το καλοκαίρι στους αναγνώστες είναι οι δέκα ανθολογίες ελληνικής ποίησης που κυκλοφορούν. Η ποίηση του 19ου αιώνα, και κυρίως του 20ού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους φίλους της ποίησης, τους νέους. Ο ελεύθερος στίχος, η μοντέρνα ποίηση γοητεύει ιδιαίτερα πλήθος φίλους της. Από το δειγματοληπτικό υλικό, γνωρίζει κανείς σιγά σιγά και υπεύθυνα τα ονόματα, αγοράζει τα έργα, διαμορφώνει μια στοιχειώδη βιβλιοθήκη με ποιητικά έργα που αγαπά. Και που θα τ’ αγαπά για μια ζωή. Από τα δοκίμια, συνιστώ, ιδιαίτερα, λογοτεχνικά και βιβλιογραφικά βιβλία
Τ
18/αφιερωμα παλιότερων και σύγχρονων Ελλήνων διανοητών. Επίσης ευχάριστα λευκώματα και διάφορα άλμπουμ με έργα τέχνης, φωτογραφίες, κείμενα κλπ. για τη χώρα μας. Υπάρχουν σε αφθονία.
Βαλαβάνη “μακάρι να διαβάζουν παραμύθια όλοι οι άνθρωποι” πάρχουν, όπως είναι γνωστό, πολλών ειδών σχέσεις - καλές, κακές, ιδιότυπες, πρωτότυπες και τα λοιπά. Υπάρχει όμως και μια σχέση που εμένα με συγκινεί αφάνταστα. Πρόκειται για τη σχέση μου με το βιβλίο. Από τη στιγμή που αρχίζω την ανάγνωση ενός βιβλίου, αμέσως νιώθω ότι έχει ήδη δημιουργηθεί μια σχέση. Είμαι, δηλαδή, ο αναγνώστης και συμπάσχω, συγχαίρω, συμπλέω με το κείμενο που άρχισα να διαβάζω - και που είναι και το βιβλίο που επέλεξα. Τί διαβάζω όμως; Αν μπορούσα, θα διάβαζα όλα τα βιβλία που εκδίδονται - όλα όσα δηλαδή με ενδιαφέρουν. Ωστόσο προσπαθώ να διαβάσω όσα ο χρόνος μου επιτρέπει και φυσικά όσα, ας πω, προτιμάει η ψυχή μου: Ιστορία, σύγχρονη λογοτεχνία, μεταφράσεις και παραμύθια. Για μένα προσωπικά το παραμύθι είναι «παγαλαλέουσα» της ευδαιμονίας της ανάγνωσης. Μακάρι να διαβάζουν παραμύθια όλοι οι άνθρωποι για να κατανοήσουν τη σοφία της ζωής. Για μένα, μέσα στο παραμύθι ανθεί και καρπίζει η αληθινή ζωή, η αισιοδοξία, οι σχέσεις των ανθρώπων, η ζωοφιλία, η μοίρα και η παρουσία του Θεού. Στις διακοπές βέβαια πέφτει κάπως ο τόνος της έντονης ανάγνωσης βιβλίων, ας πούμε δύσκολων, ίσως κάπως δυσνόητων αν θέλετε, ίσως πιο εγκεφαλικών. Το καλοκαίρι χρειαζόμαστε ευκολοδιάβαστα βιβλία, δροσερά ανακουφιστικά, αισιόδοξα. Έτσι γίνεται και παρουσιάζεται, λοιπόν, μια παραγωγή βιβλίων «ελαφρολαϊκών» που λέει και το άσμα. Κι αυτό βέβαια έχει, όπως είπα παραπάνω, την αιτιολόγησή του και την πρακτική του εφαρμογή. Πάω κάπου εξοχή π.χ., παίρνω μαζί μου και μερικά δροσερά βιβλία για να ξεκουράσω λίγο τον ψυχικό μου κόσμο, κι όχι για να με πιάσει κατάθλιψη. Κι αυτό το ξέρουν βέβαια και οι εκδότες και πράττουν ανάλογα. Η παραγωγή ακολουθεί τη ζήτηση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σταματάει εντελώς, η εκδοτική προσφορά βιβλίων εφ’ όλης της ύλης. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι αυτονόητο να γίνεται αυτό. Οι εκδότες γνωρίζουν ασφαλώς ποια βιβλία προτιμάει το αναγνωστικό κοινό την περίοδο των διακοπών και ξέρουν επίσης τα καλογραμμένα βιβλία. Τα καλογραμμένα βιβλία δεν χρειάζονται ούτε νονούς, ούτε εποχές του έτους. Αγοράζονται και διαβάζονται χειμώνα καλοκαίρι. Αυτού του είδους τα βιβλία θα πρότεινα εγώ στους αναγνώστες του ΔΙΑΒΑΖΩ.
Υ
αφιερωμα/19
Ζωή Βαλάση “θα πρότεινα στους ενήλι κες αναγνώστες παιδικά βιβλία” ετά από δεκαπέντε χρόνια που ασχολούμαι επαγγελματικά με το βιβλίο, η σχέση μου μ’ αυτό είναι οπωσδήποτε ιδιόμορφη. Είμαι ένας αναγνώστης που διαβάζει όχι τακτικά, αλλά καθημερινά· κι όχι με ελεύθερη επιλογή και για ψυχαγωγία, αλλά, συχνά, από καθήκον και με μια απόχρωση καταναγκασμού. Ωστόσο, όταν παίρνω στα χέρια μου το βιβλίο, κι όταν το ανοίγω κι όταν το ψηλαφώ και το οσφραίνομαι και το φυλλομετρώ και, τελικά, το αρχίζω, νιώθω πάντα την ίδια ανυπόμονη λαχτάρα που χαρακτηρίζει κάθε αναγνώστη. Από κει κι ύστερα, ακολουθώ το βιβλίο. Το πνεύμα του και το γράμμα του. Τις λέξεις του και τη σελίδα του. Τις εικόνες και τις σιωπές του. Συγχρόνως όμως, μηχανικά, κι άθελά μου, σκοντάφτω σε κάθε τυπογραφικό λάθος, ασυνταξία, άστοχη έκφραση... Αν είναι καλό το βιβλίο, συναρπαστικό, δεν μπορώ να το αφήσω προτού το τελειώσω. Αν είναι κακό, ανούσιο, δυσκολεύομαι να το τελειώσω. Τα βιβλία των «διακοπών» κοντεύουν στ’ αλήθεια να γίνουν μια ιδιαίτερη κατηγορία - κάτι σαν τις «σαλάτες εποχής» μόνο που κι αυτές, όπως και τα βιβλία, τελικά παραμένουν και «εκτός εποχής». Κατά τη γνώμη μου, αυτά τα βιβλία για τις διακοπές, τα «ελαφρά», δεν είναι για ορισμένη περίοδο. Είναι για ορισμένους ανθρώπους. Αυτοί που διαβάζουν τα λεγόμενα «σοβαρά» βιβλία όλον τον άλλο καιρό, ενώ πνίγονται στη δουλειά, στο νέφος, στις υποχρεώσεις, γιατί θ’ αναζητήσουν τα «εύκολα» όταν όλα γύρω τους θα είναι εύκολα; Πιο πολλή ανάγκη από ένα βιβλίο «φυγής» έχει κάποιος όταν είναι παγιδευμένος στο καθημερινό μαγγανοπήγαδο παρά όταν έχει ξεφύγει απ’ αυτό. Για τους αληθινούς αναγνώστες, δεν υπάρχουν βιβλία διακοπών, υπάρχουν βιβλία. Τώρα γιατί διαλαλούν ειδικές εκδόσεις για το καλοκαίρι και καταιγισμό εκδόσεων για τα Χριστούγεννα; Αυτό, πιστεύω, είναι ένα τέχνασμα. Με κύριο κι επιδιωκόμενο αποτέλεσμα την αύξηση των πωλήσεων. Με παρεπόμενο και λανθάνον τη διάδοση της ιδέας ότι το διάβασμα ταιριάζει στις διακοπές, τότε που δεν έχουμε κάτι πιο σοβαρό να κάνουμε. Δημιουργείται έτσι ο συνειρμός βιβλίο-διακοπές, σαν να ’ναι το βιβλίο μια δραστηριότητα για ειδικές και ξεχωριστές συνθήκες κι όχι καθημερινός και οικείος σύντροφος. Μ’ αυτό δε συμφωνώ. Τα βιβλία δεν είναι ούτε βατραχοπέδιλα ούτε σοκολατάκια. Όσο για μένα, εφαρμόζοντας πιστά τη ρήση του Μπαλζάκ «ο καλλιτέχνης όταν μοιάζει να κάθεται δουλεύει κι όταν δουλεύει μοιάζει σαν να κάθεται», δεν έχω ποτέ διακοπές. Αν είχα, θα έπαιρνα κάθε λογής βιβλία. Πρώτα πρώτα τα «3X111 Τρίστιχα» του Γιάννη Ρίτσου (εκδ. Κέδρος) και το μικρούλι «Λι» του Καββαδία (εκδ. Άγρα). Κι αν δε διάβαζα παιδικά βιβλία όλο το χρόνο, θα ’παιρνα μαζί μου παιδικά. Το μυθιστόρημα της Αργυρώς Κοκορέλη «Η ζωή με τον πατέρα» (Κέδρος) και «Το Ρηνάκι και άλλα διηγήματα» της Σοφίας Φίλντιση (Καστανιώτη) και τα «Χρωματιστά παραμύθια» του Ιταλού Αργκίλλι (Γκούτενμπεργκ), σαν δείγμα μικρό από τη φετινή σοδειά - όχι των διακοπών, αλλά όλης της χρονιάς. Και θα πρότεινα στους ενήλικες αναγνώστες παιδί ά βιβλία όχι γιατί είναι πιο «εύκολα», αλλά γιατί είναι κι αυτά όπως οι διακοπές, ένα μικρό αγέρι δροσιάς, ένα παιχνίδι φαντασίας, μια σταγόνα χρώμα στην ομοιομορφία της ενήλικης καθημερινότητας. Μόνο μ’ αυτή τη σκέψη θα διάλεγα κάποια βιβλία για τις διακοπές. Τα καλύτερα!
Μ
20/αψιερωμα
Θανάσης Βαλτινός “βιβλία που αντιστέκονται περισσότερο” ότε, και αφού είχα εξαντλήσει το «φιλολογικό» τμήμα της βιβλιοθήκης του θείου μου, ρίχτηκα στο «επιστημονικό». Ανάμεσα στα βιβλία που διάβασα έτσι, ήταν κι αυτό: «Η θεραπεία της συφιλίδος διά της πενικιλλίνης». Ήμουν 14 ετών και δεν καταλάβαινα λέξη από εκείνα τα χοντρά, και μάλλον απωθητικά στην εμφάνιση, συγγράμματα. Αλλά χρειαζόμουν την ημερήσια δόση μου τυπωμένου χαρτιού. Τώρα έχω γίνει πιο εκλεκτικός - το ελπίζω. Έχω επίσης λιγοστέψει την ποσότητα. Πάντως, το διάβασμα, δεν έχει πάψει να είναι μια «έξις». Εξακολουθώ λοιπόν να διαβάζω χωρίς σύστημα, αλλά όχι πια στην τύχη. Οι τρόποι αναζήτησης του βιβλίου είναι ποικίλοι. Συχνά εμπιστεύομαι μονάχα το ένστικτό μου. Έτσι κι αλλιώς, σ’ αυτή την ιστορία υπάρχουν χαρακτηριστικά «πάθους». Και βέβαια υπάρχουν βιβλία που, παρ’ όλο το μύθο τους, έχω αποφύγει να τα ανοίξω. Όπω ς υπάρχουν και άλλα, που σ’ αυτά επανέρχομαι και επανέρχομαι. Γιατί αυτά είναι σαν τις αγάπες που μας πληγώνουν. Λένε ότι το καλοκαίρι παρατηρείται μια μεταστροφή του αναγνωστικού κοινού προς το εύκολο βιβλίο. Δεν το πιστεύω αυτό. Υπάρχει απλώς μια επικαιρική - λόγω διακοπών - αύξηση των αγοραστών βιβλίου. Είναι οι άνθρωποι που θέλουν να σκοτώσουν ανώδυνα τις ώρες της αργίας τους. Αλλά αυτοί δεν είναι αναγνώστες. Το διάβασμα ούτε σκότωμα ώρας συνιστά, ούτε, κυρίως, είναι ανώδυνο. Είναι κατάκτηση. Προσωπικά, για το καλοκαίρι φυλάω τα βιβλία που αντιστέκονται περισσότερο. Στο διάβασμα ή στο ξαναδιάβασμά τους.
Τ
Μάρω Βαμβουνάκη “όεν μπορώ να πιστέψω πως εκείνος που όλο το καλοκαίρι διαβάζει αστυνομικά τσέπης μελετά Κίρκεγκορ το χειμώνα” π’ όταν έμαθα να συλλαβίζω έγινα και συνεχίζω να είμαι μανιώδης αναγνώστρια. Κι αν γράφω, νομίζω πως η ίδια μανία με οδήγησε εκεί, γιατί το γράψιμο είναι συγχρόνως και η πιο σχολαστική και διεισδυτική ανάγνωση. Πιο πολύ ζητώ να διαβάζω μυθιστόρημα και μετά ποίηση, θέατρο και τα τελευταία χρόνια θεολογικά κείμενα. Δεν καταλαβαίνω αυτό που ακούω, πως το καλοκαίρι ο κόσμος στρέφεται σε βιβλία ευκολοδιάβαστα. Το διάβασμα, έτσι και μυηθείς σ’ αυτό, σε μπολιάζει με ανάγκη βαριά και διαρκή που δεν κυμαίνεται εποχιακά, όπως η διάθεση για κάστανα ή η διάθεση για
Α
αφιερωμα/21 παγωτά. Κρίνοντας απ’ τον εαυτό μου κι απ’ τους γύρω μου, ο συνειδητός αναγνώστης που έχει ανάγκη να διαβάζει, επιζητά το χρόνο και τη χαλάρωση των διακοπών για να αφοσιωθεί σε σοβαρότερα και μεγαλύτερα έργα. Αν αγοράζονται περισσότερα ψυχαγωγικά βιβλία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, θα οφείλεται μάλλον στο ότι άνθρωποι που γενικά δε διαβάζουν, ψάχνουν ανάμεσα στις διασκεδάσεις τους κι ένα έντυπο για να σκοτώσουν την ώρα τους κάνοντας ηλιοθεραπεία. Δεν μπορώ να πιστέψω πως εκείνος που όλο το καλοκαίρι διαβάζει αστυνομικά τσέπης μελετά Κίρκεγκορ το χειμώνα. Ό χι, τα δικά μου διαβάσματα δε διαχωρίζονται σε διαβάσματα διακοπών και μη, γιατί συνέχεια συζώ με κάποιο βιβλίο που το σέρνω μαζί μου παντού, ακόμα και για την επαφή του. Μερικά απ’ τα βιβλία που αγαπώ πολύ και με θέρμη συνιστώ στους αναγνώστες σας να διαβάσουν χειμώνα ή καλοκαίρι είναι: «Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο» του Λώρενς Ντάρρελ, «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» του Τολστόι, «Σμιλεύοντας το χρόνο» του Ταρκόφσκι, «Καταφύγιο Ιδεών» του Χρήστου Γιανναρά, «Ο Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» του Μάρκες, «Γυναίκες» της Κάρεν Μιχαέλις, «Η γη των ανθρώπων» του Εξυπερύ, «Μέρες» του Σεφέρη, «Ο θάνατος του Ιππότη Τσελάνο» της Θεοφανώς Καλογιάννη. Και δεν κρατιέμαι να μη συμβουλεύσω να διαβάζουν και να ξαναδιαβάζουν από ηλικία σε ηλικία τους «Αδελφούς Καραμαζώφ».
Στέλλα Βογιατζόγλου “ο μνημένος αναγνώστης δε διαχωρίζει τα βιβλία σε εύκολα και δύσκολα” σχέση μου με τα βιβλία είναι ερωτική. Και κάπως τρομάζω απ’ την εξάρτησή μου, έτσι που ολοένα γίνεται και μεγαλύτερη. Καταφεύγω σ’ αυτά, γιατί εδώ και καιρό μου είναι δύσκολο να ζω και να σκέφτομαι αυτό που ζω και από κάποια ανασφάλεια. Υπάρχουν βέβαια ένα σωρό άλλοι λόγοι, όπως το ότι χρόνια δε συμβαίνει τίποτα απ’ όσα θα ’θελα να συμβούν, ή το ότι βαριέμαι ν’ ανταλλάσσω απόψεις σε σοβαρά θέματα, γιατί εδώ και καιρό απολαμβάνω το καθετί σε συνθήκες ερήμωσης κ.λπ. κ.λπ. και σ’ αντίδοτο ίσως όλων αυτών των «λόγων», τη βρίσκω με τα βιβλία. Δεν έχω συγκεκριμένη προτίμηση. Κυριαρχούν βέβαια τα λογοτεχνικά και κυρίως εκείνα, που ανταποκρίνονται στην αταξία, τη φαντασία και την εξέγερση που στροβιλίζονται μέσα μου, δίχως διέξοδο. Για τους αναγνώστες που διαβάζουν βρέξειχιονίσει, δεν πιστεύω ότι το καλοκαίρι υπάρχει ιδιαίτερη μεταστροφή σε «ειδικά εύκολα» βιβλία. Για τους περιστασιακούς αναγνώστες του καλοκαιριού συμφωνώ απόλυτα κι έχουν όλο το δίκιο με το μέρος τους. Μια άδεια είναι αυτή και όλα πρέπει να «χωρέσουν»! Ξεκούραση και μπάνια και ξενύχτι, ολίγον φλερτ και λίγο διάβασμα για να μας πάρει ο ύπνος πιο εύκολα. Ο μυημένος αναγνώστης δεν πιστεύω ότι διαχωρίζει τα βιβλία σε εύκολα και δύσκολα. Τώρα, ως προς το διαχωρισμό εύκολα και δύσκολα βιβλία, σηκώνει πολύ νερό. Γιατί υπάρχουν βιβλία γραμμένα από ανθρώπους με μεγάλη θεωρητική μόρφωση και «σοβαρές» προθέσεις, που δεν είναι, παρά ψεύτικα κατασκευάσματα (μαντζούνια φιλολογικά). Κι είναι και βιβλία γραμμένα με τόση έμπνευση και φλόγα, που δε σου επιτρέπουν να τ ’ αφήσεις απ’ τα χέρια σου. Βέβαια, οι εμπορικοί οίκοι, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το Υπουργείο Πολιτισμού, γιατί θα έκλειναν όλοι. Γι’ αυτό και φροντίζουν τους καλοκαιρινούς μήνες να κυκλοφορούν και κάποια «εύπεπτα βιβλία».
Η
22/αφιερωμα Για κάποιο συγκεκριμένο περιστασιακό αναγνωστικό κοινό και για τους μήνες των διακοπών. Συνήθως οι σελίδες των βιβλίων αυτών οδηγούν τον αναγνώστη ή να κολυμπάει σε πελάγη ευτυχίας, ξεχνώντας την πραγματικότητα (αν και την πραγματικότητα για να την ανακαλύψεις χρειάζεται φαντασία), ή στη βία, το μυστήριο και τη δράση για να ξεχνιέται πόσο «ευπειθής» πολίτης-ισσα, είναι. Βιβλία που μου άρεσαν αυτό τον καιρό είναι: «Το τέλος του Χρυσού Φεγγαριού» της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, η «Υδάτινη Χώρα» του Σουίφτ, «Ο καννίβαλος γαλαξίας» της Ό ζικ, «Η μεγαλοφυία» του Dieter Eisfeld, «Σκέψη και πολιτική» του Λεβ Βυγκότσκι, η «Κυρα-Λισσάβετ» του Τόλη Καζαντζή και το «Κόντρα μπάσο» του Πάτρικ Ζίσκιντ.
Τάσος Βουρνάς “ο αναγνώστης είναι ο καλύτερος κριτής” αν αναγνώστης παρακολουθώ όσο γίνεται τη νεοελληνική λογοτεχνία και την ξένη από τις τελευταίες εκδόσεις που κυκλοφορούν στη χώρα μας. Σαν ιστορικός μελετητής διαβάζω καθετί που θα κυκλοφορήσει στο χώρο που μ’ ενδιαφέρει. Η καλοκαιρινή παραγωγή των εκδοτικών οίκων στο χώρο της λογοτεχνίας είναι δικαιολογημένη: ο αναγνώστης έχει ανάγκη από βιβλία για τις διακοπές του, που πρέπει ν’ ανήκουν στο χώρο μιας ελαφρότερης φιλολογίας, λόγω εποχής που θα χρησιμοποιηθούν. Το καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ένα πολύ αντιπροσωπευτικό είδος. Όπως ήδη σημείωσα, διαβάζω λογοτεχνία. Έχω μαζέψει από το χειμώνα μια στοίβα ειδικά έργα, που ελπίζω να τα διαβάσω το καλοκαίρι σε κάποια κοντινή ακτή που καταφεύγω. Δε θέλω να προτείνω στους αναγνώστες σας εκλεκτικά κάποια βιβλία προς ανάγνωση. Εργάζομαι στον τομέα του βιβλίου και στερούμαι έτσι της έξωθεν μαρτυρίας περί αντικειμενικότητας, αφού από τα χέρια μου πέρασαν πολλά βιβλία τα οποία πρότεινα προς έκδοση εγώ. Άλλωστε ο αναγνώστης είναι ο καλύτερος κριτής.
Σ
αφιερωμα/23
Φρέντυ Γερμανός “τα καλά βιβλία διαβάζονται όλες τις εποχές” σχέση μου με το βιβλίο είναι καθαρά σεξουαλική. Κάθε βράδυ κοιμάμαι μαζί του και, καμιά φορά, αυτό εξελίσσεται σ’ ένα κανονικό όργιο αφού μας βρίσκει το ξημέρωμα χωρίς να έχουμε κλείσει μάτι. Τί βιβλία διαβάζω; Ό ,τι έχει σχέση με την ιστορία. Ή ό,τι έχει σχέση με ανθρώπους που έγραψαν ιστορία. Δεν με συγκινούν πια οι φιλολογικοί ήρωες. Με συγκινούν οι ζωντανοί άνθρωποι και τα ζωντανά πάθη τους. Αυτό που λένε οι Γάλλοι: «Μικρή Ιστορία». Πιστεύω ότι αυτή η μικρή ιστορία, που συνήθως μένει στη σκιά (από άγνοια ή πουριτανισμό) γράφει πολλές φορές τη μεγάλη. Δεν πιστεύω ότι τα βιβλία είναι σαν τα κουστούμια - άλλα δηλαδή τα φοράμε το καλοκαίρι κι άλλα το χειμώνα. Τα καλά βιβλία διαβάζονται όλες τις εποχές. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Πεθαμένο λικέρ» του Γιάννη Ξανθούλη, βιβλίο κάθε άλλο παρά καλοκαιρινό, ήταν το μπεστ σέλερ του περασμένου καλοκαιριού. Οι μετρήσεις που κάνει το «Διαβάζω» .το επαληθεύουν - αν όχι πάντα, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Τί βιβλία διαβάζω στις διακοπές μου; Δυστυχώς δεν κατάφερα να κάνω διακοπές τα τελευταία 30 χρόνια, δηλ. αφότου άρχισα να γράφω. Δουλεύω το καλοκαίρι το ίδιο όπως και το χειμώνα. Την καλοκαιρινή μου άδεια τη βλέπω συνήθως σαν μια ευεργετική τρύπα που μπορεί να χωρέσει όση δουλειά περίσσεψε από το χειμώνα. Ξέρω βέβαια ότι αυτή η λύση δεν είναι καθόλου υγιεινή - μοιάζει λίγο με την τρύπα του όζοντος. Στο τέλος μπορεί να πάθω εγκαύματα. Ίσως να τα έχω πάθει κιόλας χωρίς να το ξέρω. Τί βιβλία θα συνιστούσα για το καλοκαίρι; Τα «Φύλλα ημερολογίου» του Ίωνα Δραγούμη, τις «Νύχτες» της Μπιγεντού κι όλα τα βιβλία του Αντώνη Σαμαράκη. Για τις θερμοκρασίες ισχυρού καύσωνα θα πρότεινα τη «Σιβηρία» του Βασίλη Νικολόπουλου που είναι ένα έξοχο οδοιπορικό.
Η
Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ “τις καλοκαιρινές εκδόσεις δεν τις εμπιστεύομαι” ν με ρωτούσε κάποιος ποια είναι η σχέση μου με το βιβλίο, θα απαντούσα αυτόματα: ερωτική. Αυτό που αργότερα θεωρητικά ειπώθηκε από τον Μπαρτ «η ηδονή της ανάγνωσης», για μένα ήταν ήδη βίωμα. Πολύ νέα ερωτεύθηκα τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι, έγινα συνένοχος του Ρασκόλνικωφ και θαύμασα παράφορα την
Α
24/αφιερωμα Αναστάζια. Η ανάγνωση τότε ήταν ακόμα περιπέτεια και απόλαυση θεματική και ροής νομίζω, όπως και κείνη της Οδύσσειας ή του Ιουλίου Βερν. Πολύ αργότερα, κυρίως μέσω Φλωμπέρ, Ζεράρ ντε Νερβάλ και Προυστ, αλλά και Ροίδη, η γραφή, η συγκίνηση της πυκνότητας, η αλλαγή ποιότητας μιας λέξης, γίνηκε η ουσιαστική απόλαυση ενός κειμένου και μου αποκάλυψε τη λαμπρότητα των αρχαίων τραγικών και φιλοσόφων. Πολλές φορές τα καλοκαίρια που μ’ αφήνουν ήσυχη, τηλέφωνο, εκθέσεις, ομιλίες, υποχρεώσεις ανάγνωσης προσεκτικής κειμένων, συνήθως αδιάφορων, κακών και σπάνια καλών, που πρέπει να κρίνω και να εκφράσω τη γνώμη μου, όταν λοιπόν έρθουν οι διακοπές, που για μένα δεν είναι το μπάνιο - αν και λατρεύω τη θάλασσα - αλλά η μελέτη ολόκληρου ή μέρους ενός έργου - κατά τη γνώμη μου μεγάλου - του αφιερώνομαι ολόκληρη. Δε λέω το καλοκαίρι του 1945 π.χ., λέω το καλοκαίρι του Φώκνερ, το καλοκαίρι του Προυστ, του Θεοτόκη, του Κάφκα, του Καχτίτση κ.λπ. Βέβαια πάντα κουβαλάω μαζί μου τα βιβλία που έχω στο κομοδίνο μου μόνιμα, γιατί αυτά μου είναι τόσο οικεία, μουσική που ηρεμεί έστω κι αν είναι ο σκληρός Σαχτούρης ή ο γοητευτικός Ρενέ Σαρ ή ο Ρίλκε, ένας τόμος του Προυστ κι ένας του Ευριπίδη και πάντα τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Απόλαυση είναι και τα πολυσέλιδα βιβλία που διαβάζεις μόνον όταν διαθέτεις ώρες πολλές, τα καλοκαίρια διάβασα «Τα εκατό χρόνια μοναξιάς» του Μάρκες ή του Έκο «Το όνομα του Ρόδου», αλλά καλοκαίρι ξεκοκκάλισα και τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Δεν ανήκω στους αναγνώστες της πλαζ που φυσικά μεταχειρίζονται το εύκολο ανάγνωσμα ή ευχάριστο, δροσερό, σαν στιγμιαία ομπρέλα για τον ήλιο που καίει το πρόσωπο. Σίγουρα η εκδοτική καλοκαιρινή δραστηριότητα καλύπτει την εμπορική ζήτηση, οι «Νόρες» και «Αρλέτ» σε εκδόσεις όχι τσέπης, αλλά από γνωστούς εκδοτικούς οίκους και με σοβαροφανή εμφάνιση και τίτλο, με ολίγον-τι πορνό, δακρύβρεχτο, σκανδαλοθηρικό, έχει πέραση, γίνεται μάλιστα και μπεστ-σέλερ, ναρκωτικό που σκοτώνει το σώμα, τραυματίζει όμως θανάσιμα την αναγνωστική δυνατότητα χιλιάδων «διαβαστών». Τις καλοκαιρινές εκδόσεις δεν τις εμπιστεύομαι, γι’ αυτό και δεν κυκλοφόρησε ποτέ έργο μου το καλοκαίρι.
Νίκος Δήμου “διαβάστε κλασικούς Έλληνες και ξένους” ο βιβλίο για μένα είναι η μάνα, ο πατέρας μου, ο φίλος, η γυναίκα και το παιδί μου. Διαβάζω συνέχεια από πέντε χρονών. Συνήθως δύο βιβλία μαζί εντελώς διαφορετικά (π.χ. λογοτεχνία, φιλοσοφία). Η μεταστροφή του καλοκαιριού οφείλεται στη λανθασμένη εντύπωση πως τα «ελαφριά» βιβλία (αισθηματικά, αστυνομικά κ.λπ.) είναι πιο «διαβαστερά» από τα «σοβαρά» βιβλία, που πέφτουν κομμάτι βαριά. Πρόκειται για παρεξήγηση. Δεν υπάρχουν βαριά κι ελαφριά βιβλία - υπάρχουν καλά και μη. Τα καλά βιβλία είναι πάντα ευανάγνωστα και συναρπαστικά. (Προσοχή: η σχέση δεν είναι αναστρέψιμη! Όλα τα καλά βιβλία είναι διαβαστερά, αλλά όλα τα διαβαστερά δεν είναι καλά!) Για μένα, η μόνη διαφορά ανάμεσα στο διάβασμα των διακοπών και το συνηθισμένο, είναι πως το καλοκαίρι δίνω περισσότερο χρόνο στη λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ξαναδιαβάζω βιβλία που είχα πρωτογνωρίσει στην εφηβεία μου, εμπλουτίζοντας ταυτόχρονα την ενδοχώρα τους. Π.χ. πέρυσι διάβασα πάλι τα μυθιστορήματα του Stendhal (και τα χάρηκα περισσότερο από την πρώτη φορά!), αλλά συμπλήρωσα με την αλληλογραφία, τα ημερολόγια και τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Πρόπερσι
Τ
αφιερωμα/25 ξαναβυθίστηκα στον Proust. Φέτος, δεν ξέρω, ίσως ξαναπιάσω τον Ντοστογιέφσκι. Με ερέθισε η πολύτομη βιογραφία του Joseph Frank. Η συμβουλή μου: Διαβάστε κλασικούς. Όσους δεν έτυχε, ακόμα κι όσους έτυχε, ξανά. Έλληνες και ξένους. (Κι εκείνους τους ωραίους δικούς μας του 19ου αιώνα, που κυκλοφόρησαν πάλι!). Είναι πιο ζωντανοί από το τελευταίο μπεστ-σέλερ και πιο ζουμεροί. Προπάντων μην αντιδράσετε σαν τον άσχετο στην είσοδο της συναυλίας: «Η Ηρωική - μα την έχω ήδη ακούσει!» μην πείτε: «Το έχω ήδη διαβάσει!». Ξαναδιαβάστε το και θα εκπλαγείτε. Από την τελευταία φορά, έχετε αλλάξει και οι δύο.
Φ.Δ. Δρακονταειδής “η καλοκαιρινή λογοτεχνία είναι λιβάδι για πρόβατα” λόγους χώρου, θα περιοριστώ στη δεύτερη ερώτησή σας, που θεωρώ ότι είναι ΓΣτηνιακαίρια. καταναλωτική μας κοινωνία, το βιβλίο έπαψε να είναι πολιτιστικό γεγονός κι έγινε προϊόν όπως κάθε άλλο. Υπόκειται συνεπώς στη λογική της τμηματοποίησης της αγοράς, δηλαδή της εξυπηρέτησης προδιαγεγραμμένων «αναγκών» συγκεκριμένου κοινού, απόλυτα περιχαρακωμένου από την έρευνα αγοράς, που ο παραγωγός (= εκδότης) εκμεταλλεύεται συστηματικά και ενσωματώνει στο πρόγραμμα της παραγωγής του. Κατά κανόνα, τα τεμάχια της αγοράς πληρώνουν ακριβότερα τα προϊόντα που υποτίθεται ότι αντιστοιχούν στις ανάγκες τους, βελτιώνοντας το αποτέλεσμα του εκδότη (= κέρδος). Υπάρχουν λογιών τμηματοποιήσεις, δίχως ν’ αποκλείεται η αλληλοεπικάλυψή τους. Μια από αυτές είναι ο τεμαχισμός της «αναγνωστικής» δραστηριότητας σε Χριστούγεννα, επετείους και διακοπές. Το προϊόν (διάβαζε βιβλίο) που αντιστοιχεί στις διακοπές είναι ογκώδες, περιπετειώδες, ανάλαφρο, εξωτικό, αισθηματικό, έχει εξώφυλλο πολύχρωμο και ανθεκτικό στον ήλιο κ.λπ. Απευθύνεται στον περιστασιακό αναγνώστη, που δε θέλει να χολοσκάσει στις διακοπές του, αλλά που αρέσκεται να διαβάζει ενώ μαυρίζει στον ήλιο, ενώ αναμένει την περιπέτεια ή ενώ ανιά. Πρόκειται για κάτι εφήμερο και απόλυτα ελεγχόμενο ως προς την τυποποίησή του, ώστε να φέρει τις μεγαλύτερες δυνατές πωλήσεις στο μικρότερο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι το φετινό προϊόν δε θα έχει μάλλον ζήτηση τον επόμενο χρόνο. Ας μη βιαστούμε να υποστηρίξουμε ότι γι’ αυτά φταίει το Μάρκετινγκ, η κυβέρνηση ή η «άτιμη κοινωνία», επειδή αυτές οι δυνάμεις δεν είναι απείρως ισχυρές και αποδεδειγμένα συρρικνώνονται με τη συστηματική χρήση των ίδιων τους των μεθόδων από άλλους, οι οποίοι επιδιώκουν αντίθετα αποτελέσματα. Στο Δυτικό κόσμο (και στην Ελλάδα εννοείται), δεν υπάρχουν ψύχραιμοι και οργανωμένοι ακροβολιστές, που θ’ απαλύνουν την κατατρόπωση της σκέψης και του κριτικού νου. Υπάρχουν απλώς διαμαρτυρόμενοι και φωνασκούντες και αρνούμενοι να εκτιμήσουν τις επί του πεδίου δυνάμεις. Έτσι, στην «καλοκαιρινή λογοτεχνία» δεν υπάρχει σοβαρός αντίλογος. Δεν υπάρχει κανείς που να πει στον δυνητικό (πόσο μάλλον στον περιστασιακό) αναγνώστη ότι ο Ιταλό Σβέβο («Η συνείδηση του Ζήνωνα»), ο Γουίλιαμ Φώκνερ («Φως τον Αύγουστο»), ο Φαίδων Ταμβακάκης («Τα τοπία της Φιλομήλας») - λίγα από τα πάμπολλα πρόσφατα παραδείγματα εκδόσεων λογοτεχνίας - έχουν το προσόν ότι αποτελούν κόσμους προς ανακάλυψη, ενώ η «καλοκαιρινή» λογοτεχνία είναι λιβάδι για πρόβατα. Αν ο άνθρωπος είναι κακός από άγνοια, δεν είναι καλοί οι γνωρίζοντες ότι η άγνοια είναι κακή.
26/αφιερωμα
Νένη Ευθυμιάδη “η αναζήτηση του καινούριου” εν ξέρω αν θα χαρακτηριστεί θλιβερό, φυσικό ή αναπότρεπτο, όμως η σχέση μου με τα βιβλία έχει αποκτήσει έναν ιδιότυπο ωφελιμισμό. Καταφεύγω σε κείμενα που εξυπηρετούν τις αναζητήσεις ή παρορμήσεις μου μιας εποχής, παραμερίζοντας όχι μόνο τα πολυσυζητημένα βιβλία κάθε χρονιάς, αλλά και εκείνα που επέβαλαν οι δικοί μου, παλαιότεροι, προγραμματισμοί. Το πρόβλημα, δυστυχώς, δεν κλείνει εδώ. Αντίθετα, αρχίζει, γιατί η επικοινωνία μου ακόμη και με τα κείμενα που επιλέγω, έχει υποστεί μία καθίζηση τα τελευταία χρόνια. Η γρήγορη ανακάλυψη της τεχνικής του συγγραφέα λειτουργεί απομυθοποιητικά, καταστρέφει την «απόλαυση του κειμένου» και μόνο οι περιπτώσεις εξαιρετικής ή υπερβατικής γραφής αποκαθιστούν συγκινησιακά το ρήγμα. Αυτά ισχύουν κυρίως με το μυθιστόρημα. Στο δοκίμιο και την ποίηση, αν και εκεί η καταστρεπτικότητα της κριτικής ματιάς δε λείπει, η επικοινωνία γίνεται πιο απρόσκοπτα, γι’ αυτό και στη βιβλιοθήκη μου κατέχουν μία θέση προνομιακή. Και, φυσικά, το καλοκαίρι το θεωρώ μία ιδιαίτερα πρόσφορη εποχή για δοκίμιο, ποίηση και, γενικότερα, βιβλία αξιώσεων. Στις διακοπές η αλλοτριωτική καθημερινότητα πρόσκαιρα παραμερίζει, η συμφιλίωση με το «εγώ» διευκολύνεται και η αναζήτηση του καινούριου ή του «αποκαλυπτικού» στους χώρους της σκέψης έρχεται σαν συνέπεια. Απορώ λοιπόν για τη στροφή των εκδοτικών οίκων σε βιβλία «εύκολα» τους καλοκαιρινούς μήνες, γιατί δεν ξεχνώ πως πίσω από τη λέξη «ευκολία», συνήθως κρύβεται μειωμένη απαίτηση, αν όχι και ποιότητα αμφίβολη. Ωστόσο αναρωτιέμαι αν η ζήτηση κατευθύνει την-προσφορά, όπως θα ισχυρίζονταν οι εκδότες ή, αν η προσφορά προσδιορίζει τη ζήτηση, όπως θα έλεγε μεγάλη μερίδα βιβλιόφιλων. Το ερώτημα δεν είναι απλό, γιατί εδώ συναντάμε ξανά τους φαύλους κύκλους του εμπορίου, όπου το πρόσωπο του θύτη και του θύματος είναι δυσδιάκριτο. 2ε αντίθεση με την προπαγανδιζόμενη «ευκολία» λοιπόν, θα πρότεινα για τους αναγνώστες να αξιοποιήσουν τις διακοπές τους με δοκίμια των Μπαρτ, Ουμπέρτο Έκο, Ντεριντά, Ζενέττ, Φουκώ, Ήγκλετον κ.λπ.. Θα πρότεινα και τους δοκιμιογράφους της σχολής της Φραγκφούρτης, για όσους δεν τους γνώρισαν ακόμη καλά. Από την περιοχή του μυθιστορήματος και επειδή τα μπεστ σέλερ των Κούντερα και Πάτρικ Ζίσκιντ είναι ήδη πολύ γνωστά, θα θύμιζα στους αναγνώστες τα εξαιρετικά μυθιστορήματα των Γκόλντινγκ και Μπέλοου. Τέλος, για όσους επιθυμούν την ανατασιακή χαλάρωση, θα σύστηνα όλους τους σύγχρονους μεγάλους ποιητές της Ελλάδας.
Δ
αφιερωμα/27
Σοφία Ζαραμπούκα “μια πόρτα που ανοίγει κανείς το καλοκαίρι” επιλογή των βιβλίων που διαβάζω δεν επηρεάζεται από τις εποχές. Εξαρτάται από τα θέματα που μ’ απασχολούν κατά καιρούς και τότε συγκεντρώνουν όλο το ενδιαφέρον μου, χωρίς διαλείμματα, μέχρι να εξαντληθούν. Τα αραδιάζω κατά σειρά προτεραιότητας. Ένας άνθρωπος, ένα έργο που πρόκειται να δουλέψω, μια ιδέα, ένα ταξίδι. Το βιβλίο δεν αποτέλεσε ποτέ το αφιόνι στη ζωή μου. Αντίθετα, το αναζητώ σαν ενίσχυση αυτού που με απασχολεί, για ένταση του πόνου ή της χαράς μου. Συνεπώς το καλοκαίρι εξαρτάται πού θα πέσει. Για παράδειγμα, φέτος με βρήκε να διαβάζω ένα βιβλίο για τη Φυσική. Νόμιζα πως είχα ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου μαζί της από το γυμνάσιο. Και νά που, με κέντρο ενδιαφέροντος τον κόσμο ενός φυσικού, βουτήχτηκα στην ανάγνωση του υπέροχου βιβλίου του Richard Rhodes «The making of the Atomic Bomb». To απολαμβάνω σα να πρόκειται για το «Πόλεμος και Ειρήνη» ή το «Όσα παίρνει ο Άνεμος». Ενισχύεται λοιπόν η άποψή μου πως το μυστικό της μάθησης είναι να βρεις την πόρτα που σ’ ενδιαφέρει για να μπεις στο κάθε θέμα. Φαντάζομαι ότι οι «αποκλειστικοί» παιδαγωγοί της αρχαιότητας θα είχαν ακριβώς αυτή την ιδιότητα: να ανοίγουν τη σωστή πόρτα με την πιο ενδιαφέρουσα θέα για τον κάθε μαθητή. Εδώ πρέπει να πω ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαβάζω με επηρεάζουν βέβαια. Ο θόρυβος, ο ήλιος, η θέα, οι μυρωδιές, η θλίψη, η απελπισία, είναι λόγοι που με κάνουν απλώς να μη διαβάζω, όχι ν’ αλλάζω θέματα βιβλίου. Λυπάμαι που δεν έχω καταφέρει να απομονωθώ από δυσάρεστες αισθήσεις ή αισθήματα και να χωθώ μέσα σ’ ένα βιβλίο. Για τα ευχάριστα δε λέω, μπορεί να τα προτιμάω από τα γράμματα! Φέτος, λοιπόν, διάβασα: Φυσικά την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Άλκης Ζέη και ποιος δεν τη διάβασε. Μια ιστορία που μπορεί και να την ήξερα, μέσες άκρες, πάντα όμως μ’ ενδιαφέρει πώς κάνει τα πιο απλά πράγματα λογοτεχνία, η Ζέη. Της Μάρως Δούκα «Οι λεύκες ασάλευτες» γιατί μ’ ενδιαφέρει η Μάρω και κυρίως η εποχή που την έχει σημαδέψει στην Ελλάδα. Την «Ομήρου Ιλιάδα», γιατί την εικονογραφώ. To «The making of the Atomic Bomb» γιατί είμαι συνεπαρμένη από τη συμμετοχή των ανθρώπων της επιστήμης, στο ιστορικό, κοινωνικό και φιλοσοφικό γίγνεσθαι της εποχής μας. «Τι θέλει η κυρία Φρίμαν». Αν δεν ήξερα τον Αμπατζόγλου, θα ήθελα να τον γνωρίσω μετά απ’ αυτό. Το «Ο Ιαγουάρος» του Αλέξανδρου Κοτζιά και «Το Μέντιουμ» του Γιώργου Συμπάρδη. Ξαναδιάβασα τα περισσότερα από τα «Μέτρια και Μικρά» του Μαρωνίτη, γιατί δεν αφήνω τίποτα δικό του αδιάβαστο, ενώ εκείνος φέτος “διάβασε” «Τα φτερά του Έρωτα», όπως δήλωσε στην έρευνα της εφημερίδας «Βήμα». Βέβαια, τώρα αν μερικοί εκδότες έχουν τη θεωρία πως το καλοκαίρι είναι καιρός για ελαφρό ερωτικο-αστυνομικό διάβασμα, με λαδωμένα δάχτυλα, στην παραλία, εγώ λέω πως έχουν δίκιο. Μακάρι αυτή να είναι μια πόρτα που ανοίγει κανείς το καλοκαίρι, γιατί κάθε «διαβάζω» είναι καλή συνήθεια, υπέροχη θέα, είτε βλέπουμε τον κόσμο από
Η
28/αφιερωμα
Άλκη Ζέη “διαβάστε ‘δύσκολα’ βιβλία” πό τον καιρό που άρχισα να ξεχωρίζω τα γράμματα, θυμάμαι τον εαυτό μου να κρατάει ένα βιβλίο. Μα και πριν μάθω να συλλαβίζω μου διάβαζε η μεγαλύτερη αδελφή μου. Αργότερα όταν άρχισα να διαβάζω μόνη μου τα ίδια βιβλία, απογοητεύτηκα, γιατί εκείνη τα άλλαζε διαβάζοντας και μου φαινότανε πιο όμορφη η δική της παραλλαγή. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς βιβλίο. Μπορεί να πω πολλές φορές: αποθύμησα να πάω στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Για ένα βιβλίο δε θα το πω γιατί δε μου λείπει ποτέ. Όταν τα παιδιά μου ήταν μικρά και σπούδαζα κιόλας (τα χρόνια εκείνα ζούσαμε στη Μόσχα), ο χρόνος που περίσσευε για λογοτεχνικά βιβλία ήτανε λίγος. Θυμάμαι όμως με τι μεγάλη απόλαυση διάβαζα ατέλειωτα μυθιστορήματα στο μετρό, που οι αποστάσεις της διαδρομής ήτανε μεγάλες. Αργότερα, όταν ζούσαμε στο Παρίσι έχω... καταπιεί, πάλι στο μετρό, χιλιάδες σελίδες. Διαβάζω πολύ μυθιστορήματα π.χ. Μάρκες, Κούντερα, Τζων Ιρβιν (Αμερικανός συγγραφέας, παράξενο πώς δεν έχει μεταφραστεί ώς τώρα) που μ’ έκανε να περάσω ολόκληρο καλοκαίρι με τρία μυθιστορήματά του. Από Έλληνες συγγραφείς διαβάζω σχεδόν τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά βιβλία που εκδίδονται μέσα στο χρόνο. Όταν είμαι στενοχωρημένη ή άρρωστη ή πολύ κουρασμένη και περνώ δύσκολες μέρες ξαναγυρίζω στους κλασικούς: Μπαλζάκ, Προυστ, Τσέχωφ κ.ά. Διαβάζοντάς τους νιώθω να ξαλαφρώνω από τις έννοιες μου. Είναι αλήθεια πως τους καλοκαιρινούς μήνες οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν πολλά βιβλία. Δε νομίζω όμως πως είναι σωστό να λέγεται πως γίνεται αυτό γιατί στο αναγνωστικό κοινό υπάρχει αυτή την εποχή μια μεταστροφή στα «εύκολα» βιβλία (εδώ σηκώνει πολύ νερό τί εννοούμε εύκολα βιβλία, για μένα π.χ. ο Τσέχωφ είναι «εύκολος» συγγραφέας). Απλούστατα, στον προγραμματισμό της χρονιάς, οι εκδοτικοί οίκοι φροντίζουν να εκδίδουν αρκετά βιβλία τον Ιούνιο και Ιούλιο γιατί υπάρχει ζήτηση. Π.χ. ένας εκδότης που ασχολείται όλο το χειμώνα με το να εκδίδει «Νόρα», «Άρλεκιν» και τα περιβόητα ογκώδη «Best Sellers» δε βλέπω γιατί θ’ αλλάξει πρόγραμμα το καλοκαίρι όπως κι ο εκδότης που εκδίδει λογοτεχνικά βιβλία. Το ίδιο κι ο αναγνώστης. Δε θ’ αλλάξει ξαφνικά προτιμήσεις γιατί καλοκαίριασε. Ίσα-ίσα, νομίζω πως κάποιος που θέλει να διαβάσει και το χειμώνα δε βρίσκει καιρό, θ’ αρπαχτεί από την καλοκαιρινή ευκαιρία (διακοπές, μεγαλύτερες μέρες). ΓΓ αυτό πιστεύω ότι εκδίδονται περισσότερα σε αριθμό βιβλία το καλοκαίρι, μα κάθε εκδοτικός οίκος συνεχίζει την ανάλογη ποιότητα που είχε και το χειμώνα. Εγώ προσωπικά φύλαξα για το καλοκαίρι να ξαναδιαβάσω το «Πλήθος» του Α. Φραγκιά γιατί πιστεύω πως είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί δεύτερη φορά. «Τα παιδιά απ’ το Αρμπάτ» του Ριμπάκοφ, «Από τον Σταλινισμό στην Περεστρόικα» του Λ. Μαυροειδή και μια σειρά από Έλληνες, νέους (σε ηλικία) συγγραφείς. Αν είχα κάτι να προτείνω στους αναγνώστες του «Διαβάζω» (που σίγουρα διαβάζουν βιβλία), θα τους πρότεινα για το καλοκαίρι τα «δύσκολα» βιβλία, γιατί σαν ξαναμπούμε στο χειμερινό μαγγανοπήγαδο οι ευκαιρίες για διάβασμα θα γίνονται όλο και πιο λίγες. Όσο για τα παιδιά, τί πιο καλό από ένα μεγάλο μυθιστόρημα Έλληνα ή ξένου συγγραφέα σε μετάφραση, σύμφωνα με το γούστο τους για τις ατέλειωτες, βαρετές μεσημεριανές ώρες που οι μεγάλοι απαιτούν και επιβάλλουν ησυχία.
Α
αφιερωμα/29
Αλέξης Ζήρας “είμαστε έθνος περιπατητών φιλοσόφων” σο περνούν τα χρόνια, η σχέση μου με το βιβλίο γίνεται όλο και πιο εκλεκτική ή επιλεκτική. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με άλλου είδους έντυπα. Μόνο ως τιμωρία, λ.χ, θα έβλεπα το να ήμουν υποχρεωμένος να διαβάζω καθημερινά ελληνικές εφημερίδες. Ως αναγνώστης πάντως, έστω και πιο κακοπροαίρετος τώρα, εξακολουθώ να ενδιαφέρομαι για τα πιο ετερόκλητα είδη κειμένων. Πολλοί ας πούμε με κοιτάζουνε έκπληκτοι ή με συγκατάβαση, όταν τους λέω πως από τα πιο αγαπητά μου αναγνώσματα είναι οι αστυνομικές - οι καλές εννοείται - ιστορίες, οι ιστορίες επιστημονικής φαντασίας και οι ιστορίες περιπετειών. Επομένως, για μένα δεν υπάρχουν χειμερινά και θερινά διαβάσματα, αν και το καλοκαίρι στην Ελλάδα, μ’ αυτό τον εξουθενωτικό ήλιο, μου υπενθυμίζει ότι σε κάτι έχει συμβάλει και η φυσιολογία του τόπου ως προς την έλλειψη ενδιαφέροντος μας για κάθε κείμενο που ξεπερνάει τις είκοσι αράδες. Οι εφημερίδες μας τό ’χουν καταλάβει πολύ καλά εδώ και κάμποσα χρόνια: Είμαστε έθνος περιπατητών φιλοσόφων! Απλώς για τις εξαιρέσεις, όπου και όταν υπάρχουν, θα είχα να προτείνω μερικά βιβλία που με απασχόλησαν επίμονα ή λιγότερο επίμονα τους τελευταίους μήνες. Το διήγημα του Νίκου Κάσδαγλη «Το θολάμι», τη νουβέλα του Πέτρου Αμπατζόγλου «Τί θέλει η κυρία Φρίμαν», τις συλλογές διηγημάτων του Τόλη Καζαντζή «Καταστροφές», του Τάσου Καλούτσα «Το κελεπούρι», του Περικλή Σταυρίδη «Μισθός ανθυπιάτρου» και, για να είμαι περισσότερο ταιριαστός με τη διάθεση φυγής των ημερών αυτών, το προσωπικό χρονικό «Οι Ινδίες μου» της Κάτιας Αντωνοπούλου.
Ο
Αντώνης Καλαμάρας “όεν υπάρχει μεταστροφή τον αναγνωστικού κοινού το καλοκαίρι” ο βιβλίο για μένα είναι τα τελευταία χρόνια ένας σχεδόν απαγορευμένος καρπός. Το ελεύθερο ωράριο που σε αναγκάζει να τρέχεις ολημερίς και να μη φτάνεις και η καθημερινή βουτιά σε όλο τον τύπο και το ρύπο με σπρώχνουν όλο και πιο σύχνά σε κάποια τετραγωνικά μέτρα γης στο Μαραθώνα, όπου ρίχνω μερικές τσαπιές για ξεκούραση. 'Ετσι έχω ελάχιστο χρόνο για το βιβλίο: συνήθως κάποια ώρα αργά το βράδυ. Το καλοκαίρι στις διακοπές μου, ξεπετάω, θα ’λεγα, μερικά βιβλία παραπάνω, χωρίς
Τ
30/αφιερωμα να έχω καμιά μεταστροφή, λόγω ξενοιασιάς και ραχατιού, σε εύκολα βιβλία. Δε νομίζω ότι υπάρχει μεταστροφή του κοινού το καλοκαίρι. Αυτός που διαβάζει Μπόρχες τον χειμώνα δεν μπορεί να διαβάσει Αγκάθα Κρίστι το καλοκαίρι. Αλλά, πιστεύω ότι η αύξηση των εύκολων αναγνωσμάτων το καλοκαίρι οφείλεται στους καλοκαιρινούς αναγνώστες, δηλαδή σ’ αυτούς που δε διαβάζουν καθόλου τον χειμώνα. Βιβλία που τελευταία διάβασα και μ’ άρεσαν, από σύμπτωση όλα γραμμένα από γυναίκες, είναι η «Αστραδενή» και η «Μεγάλη Πράσινη» της Φακίνου, η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Ζέη, «Τα θαυμάσια Απομνημονεύματα του Αδριανού» της Γιουρσενάρ και το ονειρικό «Χιουρέμ» της Κλεμάν.
Ιάκωβος Καμπανέλλης “εξαρτάται από το πώς ζει κανείς τις διακοπές του” ταν ήμουνα δέκα χρονώ, μέναμε τότε ακόμα στη Νάξο, ήρθε να παραθερίσει εκεί μια οικογένεια από την Αθήνα. Τα τρία παιδιά ο Νώντας, ο Ανδρέας κι η Ευδοξία είχαν φέρει μαζί τους ένα σωρό βιβλία, τόμους της «Διάπλασης των Παίδων», «Πηνελόπη Δέλτα», «Ιούλιο Βέρν». Γίναμε φίλοι, παίζαμε μαζί κι ένα απ’ τα παιχνίδια μας ήταν να διαβάζουμε. Έτσι, κατά τέλειο τρόπο για το χαρακτήρα μου, ανακάλυψα αυτή την απόλαυση και τέτοιο μου μένει ώς τώρα το διάβασμα, ένα παιχνίδι, μια απόλαυση. Διαβάζω λοιπόν ό,τι μου δίνει χαρά, έστω και μαύρη χαρά και ποτέ από υποχρέωση επειδή θα πρέπει σώνει και καλά να είμαι πληροφορημένος ή γιατί είναι το βιβλίο ενός φίλου μου. Κατά τα άλλα δεν έχει όρια η προτίμησή μου. Μπορεί «Το ζώον και το τέρας» του Τάσου Λιγνάδη ή «Οι Έλληνες και το παράλογο» του E.D. Dodds να με συναρπάσσουν τόσο όσο «Ο Γέρος και η θάλασσα» του Χεμινγουαίη και του Κούντερα «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι». Διαβάζω καλογραμμένη ιστορία ή μελέτες, δοκίμια, μ’ ό,τι κι αν καταπιάνονται, με το ίδιο πάθος που διαβάζω Ντοστογιέφσκι, Χειμωνά ή ποίηση. Και δε θα ’λεγα πως αλλάζω γούστο το καλοκαίρι ακόμα και όταν βρίσκομαι στις λεγάμενες διακοπές. Άλλωστε εξαρτάται από το πώς ζει κανείς τις διακοπές του. Σε μένα, επειδή μένω μόνος ώρες ατέλειωτες έξω, σε κάτι βραχώδεις ερημιές χαζεύοντας στην κυριολεξία με τα φυσικά στοιχεία και φαινόμενα, αρέσει αυτές τις ώρες να έχω μαζί μου ένα βιβλίο που «σκέφτεται», κάτι του Σεφέρη λόγου χάρη ή τη «Θεοφαγία» του Ίαν Κοττ. Και ποίηση. Δεν είναι παράξενο, ίσως, αλλά εκεί και τις ώρες εκείνες - ίσως να φταίει το σκηνικό - εννοώ, αισθάνομαι, επικοινωνώ πιο άμεσα με τέτοιας μορφής κείμενα. Και ας προσθέσω ότι μ’ αρέσει στα βιβλία που αγαπώ, να βρίσκω μετά από καιρό ανάμεσα στις σελίδες ένα φύκι, άμμο, δαχτυλιές από χυμό σταφυλιού. Ύστερα από τα παραπάνω, που είναι ίσως αρκετά προσωπική προτίμηση, πώς να μιλήσω για βιβλία που μπορούν να διαβαστούν εύκολα; Αλλά σε τελευταία ανάλυση τί θα πει αυτό; Εύκολα διαβάζεται κάθε βιβλίο που ταιριάζει στα γούστα του αναγνώστη του. Καταλαβαίνω βέβαια ότι σε μια παραλία που βρίθει κόσμου και έρωτα, με μουσική, κρις κραφτ, θαλάσσια σκι, γουιντ-σέρφινγκ, μια παραλία χαρά Θεού κοντολογίς, δε γίνεται να συγκεντρωθείς σε διάβασμα που θέλει να ξεχαστείς σ’ αυτό. Ούτε γίνεται να διαβάζεις το πόσο άθλιο, μάταιο και περιττό είναι να ζεις σ’ αυτόν τον αυτοκτονούντα κόσμο. Μπορεί όμως να διαβάσει κανείς κάθε καλογραμμένο μυθιστόρημα ελληνικό ή ξένο, που δεν καταπιάνεται με θέμα τόσο ακραίας περίπτωσης, ώστε να κάνει τον αναγνώστη του να πει: «Ε, όχι αυτό δε διαβάζεται εδώ», «Ε, όχι τώρα θέλω να ξεσκάσω λιγάκι και όχι να κάνω την ψυχή μου μαύρη».
Ο
αφιερωμα/31 Κατά τα άλλα και τον «Αλέξη Ζορμπά» μπορεί να διαβάσει και την «Αιολική Γη» και την «Παναγία τη Γοργόνα» και το «Σπίτι των Πνευμάτων» και τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Θα μπορούσε ακόμα να αναφερθούν - αν και δε μ’ αρέσουν οι εξειδικεύσεις - πολλά βιβλία με χώρο τη θάλασσα, όπως «Κον Τίκι», «Μόμπυ Ντικ», «Ο Τυφώνας», βιβλία του Κόντογλου, της Βλάμη και τόσα άλλα. Υπάρχουν όμως στα βιβλιοπωλεία; Ή ας πούμε και για βιβλία καλά και διασκεδαστικά όπως «Οι δώδεκα καρέκλες», «Ένα ζευ/άρι μεταξωτές κάλτσες». Όμως τα βρίσκει κανείς να τ’ αγοράσει; Ενδεικτικά αναφέρω βέβαια τα παραπάνω βιβλία, αλλά και γιατί φοβάμαι ότι ο χαρακτηρισμός «βιβλία που διαβάζονται εύκολα» ή «βιβλία για το καλοκαίρι», μπορεί να πάρει άσχημο κατήφορο. Να οδηγήσει σε βιβλία που μόνο επειδή έχουν το σχήμα του βιβλίου τα λένε κι αυτά βιβλία. Τελειώνω με τη σκέψη πως όλα είναι δυνατά, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση μια καμπάνια κάθε χρόνο για διάβασμα στις διακοπές και με «βιβλία για το καλοκαίρι». Αλλά αυτό προϋποθέτει μια καλά προετοιμασμένη τακτική, έτσι που να βγει σε καλό του καλού βιβλίου και όχι σε διαστροφή της καλής πρόθεσης.
Μένης Κουμανταρέας “όε θα διάλεγα βιβλία μεγάλης κυκλοφορίας” τάση να συνδέουμε τις διακοπές με το διάβασμα ευκολοχώνευτων βιβλίων, μου φαίνεται ακατανόητη. Ίσα ίσα, το γεγονός ότι βρισκόμαστε απερίσπαστοι στη θάλασσα ή στο βουνό, σημαίνει ότι μπορούμε να επιτύχουμε μεγαλύτερη συγκέντρωση και επομένως καλύτερα βιβλία. Δεν ξέρω αν οι εκδότες αυτή την εποχή βγάζουν εύκολη λογοτεχνία. Υπάρχει, γενικότερα, μια τάση ευκολίας στην εποχή μας. Ό χι, δεν μπορώ να αποφασίσω για λογαριασμό των αναγνωστών, τι να διαβάσουν. Οπωσδήποτε, δε θα διάλεγα βιβλία μεγάλης κυκλοφορίας, που αυτά, καλά ή κακά, διαβάζονται ούτως ή άλλως. Ας πάρουν την πρωτοβουλία λοιπόν να ψάξουν τα βιβλιοπωλεία και τους εαυτούς τους, να ρωτήσουν φίλους και να ενδιαφερθούν. Το διάβασμα πάνω απ’ όλα, είναι απόλαυση. Μ’ αυτή την έννοια, ας διαβάσουν ό,τι θέλουν. Το ίδιο θα κάνω κι
Η
32/αφιερωμα
Κυρ “μ ’ αρέσουν τα βιβλία των 4 εποχών” πάρχουν δυο κατηγορίες βιβλίων που διαβάζω. Τα βιβλία των συγγραφέων-φίλων που πρέπει να τα διαβάσω γιατί ο συγγραφέας-φίλος περιμένει να το συζητήσουμε, και τα βιβλία που μου κάνουν κέφι. Ποια είναι τα βιβλία που μου κάνουν κέφι; Είναι πολλά, γι’ αυτό καλύτερα να σας πω αυτά που δε μου κάνουν κέφι. Πλήττω αφάνταστα με τα βιβλία επιστημονικής φαντασίας και με τα βιβλία των δημοσιογράφων για κοινωνικές έρευνες. Όσο για τα βιβλία των διακοπών, εγώ προσωπικά, δε διαβάζω βιβλία «καλοκαιρινά». Μ’ αρέσουν τα βιβλία των 4 εποχών. Προτιμώ δηλαδή στις διακοπές μου να είναι ελαφρύ το σχήμα παρά ελαφρύ το περιεχόμενο. Μου ζητάτε να προτείνω στους αναγνώστες σας βιβλία για τις διακοπές. Λυπάμαι, αλλά θα είμαι αρνητικός. Ένας αναγνώστης που αγοράζει το περιοδικό «Διαβάζω» είναι αρκετά καλλιεργημένος και ασφαλώς δε θα περιμένει από μένα να του συστήσω βιβλία για τις διακοπές του. Εκείνο όμως που θα συστήσω στους αναγνώστες σας με πολύ πάθος και χωρίς καμία επιφύλαξη είναι... μια ήσυχη ακρογιαλιά, μια καλή παρέα, ένα ουζάκι και ένα ΒΙΒΛΙΟ! Καλές διακοπές!
Υ
Διονύσης Λιάρος “το διάβασμα είναι μια δραστηριότητα ερωτική” ς αναγνώστης προσπαθώ να είμαι προσεκτικός ως προς σε ποια βιβλία θα επιτρέψω να επηρεάσουν τον εσωτερικό μου κόσμο. Διότι, πώς να το κάνουμε, το διάβασμα είναι μια δραστηριότητα ερωτική, ακόμα και σεξουαλική, υπό την ευρύτατη έννοια του όρου. Αφού οι σκέψεις κάποιων άλλων ανθρώπων παίζουν ούτε λίγο ούτε πολύ, το ρόλο του «σπέρματος» (ο Ιησούς μιλάει, ακριβώς, σαν... ψυχαναλυτής στην παραβολή του σπορέως!) στη γονιμοποίηση του «εδάφους» ή «ωαρίου» της σκέψης των αποδεκτών του (αναγνωστών, θεατών, ακροατών, μεθεκτών, κλπ.). Πολλοί νιώθουν να ’ναι έτοιμοι και οι αναμενόμενοι να σπείρουν τα χωράφια του πνεύματός μας με τον σπερματικό τους λόγο, θεωρώντας ότι μας κάνουν χάρη διότι μας τα... «ξεχερσώνουν», υποτίθεται. Όσοι όμως έχουν δει τι ζιζάνια φυτρώνουν, είναι προσεκτικότεροι. (Μια γυναίκα κόλλησε ώς και AIDS απ’ το σπέρμα που δέχτηκε από μια τράπεζα σπέρματος...).
αφιερωμα/33 Γι’ αυτό διαβάζω βιβλία «εποικοδομητικά», που ’χουν κάτι να προσφέρουν στο δύσκολο αγώνα του εξευγενισμού της ζωής μας. Συνήθως τους κλασικούς, και τα φιλοσοφικότερα κείμενά τους, όσα σφύζουν από στοχασμούς, και ιδέες. Προτιμώ να ονειροπολώ επί μακρό μ’ αφορμή μια σκέψη του Νοβάλις, του Μπαλζάκ, του Σέλλεϋ, του Νίτσε, του Εμπειρικού και άλλων τέτοιων τιτάνων του πνεύματος, παρά να σκοτίζω το νου μου με βλακώδεις εντάσεις του ποιος σκότωσε άραγε, το θύμα σε κάποιο αστυνομικό. Θα συνιστούσα π.χ. το «Μαγικό Δέρμα» του Μπαλζάκ (την εντυπωσιακότερη απεικόνιση του δράματος των ηρωινομανών, κι ας μην είχε ιδέα γΓ αυτό ο δημιουργός της «Ανθρώπινης Κωμωδίας»), τη «Ζούγκλα» του 'Απτόν Σίνκλαιρ, το «Κουβεντιάζοντας με τον Κάφκα» του Γκούσταβ Γιάνους, (που ’ναι ισάξιο και ισόμορφο με το «Κουβεντιάζοντας με τον Γκαίτε» του Έκκερμαν), και, τέλος, βιβλία στοχαστικά και συνάμα λυτρωτικά σαν τη «Χαρωπή Γνώση» του Νίτσε ή τους «Αφορισμούς για τη φρόνηση στη ζωή» του Άρτουρ Σοπενχάουερ για όσους έχουν και όλοι έχουμε - ανάγκη παρηγοριάς για το ποδοπάτημα από τα γουρούνια που έχουμε υποστεί σαν το Δον Κιχώτη, αφού θέλαμε, καλά και σώνει, να εκστρατεύσουμε ενάντια σε «γίγαντες» που απεδείχθησαν ανεμόμυλοι. Ο Σοπενχάουερ αποδεικνύει ότι οι φαινομενικοί «ανεμόμυλοι» είναι, στην ουσία, απάνθρωποι γίγαντες... Για να διαβάζονται κι ανάσκελα, στην ακρογιαλιά, θα συνιστούσα θερμά τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Ας λένε, ό,τι θέλουν όσοι χρησιμοποιούν το όραμα του καλύτερου ως τορπίλλη για το καλό, κανείς μας δεν έχει το χρόνο και να ’θελε, να διαβάσει π.χ. τους Αθλίους στην πλήρη (5τομη) έκδοσή τους (από τον αείμνηστο Λουκά Γιοβάνη). Ούτε τον Όλιβερ Τουίστ, ούτε την Παναγία των Παρισίων. Ενώ μπορεί κάλλιστα να θυμηθεί τις έξοχες εικόνες που γέμισαν με οπτασίες τα παιδικά μας χρόνια τόσο γόνιμα... και να τις δώσει στα παιδιά του... Όπω ς καταλαβαίνετε δεν συμμερίζομαι καθόλου τον θρήνο και τον κοπετό πολλών ότι «μπήκαμε στην εποχή της εικόνας». Ίσως είναι κάπου και θετικό το ότι προτιμάμε μια εικόνα από δέκα χιλιάδες λέξεις (ισοδύναμές της, κατά τη γνωστή κινέζικη παροιμία). Προσωπικά προτιμώ τις βιογραφίες και ακόμη περισσότερο τις αυτοβιογραφίες. Π.χ. τα ημερολόγια της Αναΐς Νιν. Ή το «Marriage with genuis» της Φρίντα Ουλ, δεύτερης γυναίκας του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Το κοινό στρέφεται στα «εύκολα» βιβλία το καλοκαίρι ίσως διότι βγαίνει από τον ευθύγραμμο χρόνο των ετών, τον αγχώδη φορέα των απειλητικών αλλαγών και μπαίνει στο χαλαρωμένο κι ευχάριστο κυκλικό χρόνο της οικείας σταθερότητας. Από ένα είδος «βέβηλης» ύπαρξης περνάει σ’ ένα είδος ιερής. Το ανήσυχο γίγνεσθαι μεταπίπτει στο ήσυχο είναι. Η τρομοκρατία του χρόνου ξεδοντιάζεται, προσωρινά έστω, και αντικρύζουμε, φευγαλέα έστω, το πρόσωπο της αιωνιότητας. Κάτω απ’ τις συνθήκες αυτές είναι αυτονόητο ότι συμπεριφέρεται κανείς ελεύθερα και αποδεσμευμένα από τα μικροϊστορικά συμβεβηκότα. Που τυχαία υπέστη. Και αίρεται σ’ ένα ύφος αλλιώτικο. Ακόμη και τα συναισθηματικά ρομάντζα που ρουφιώνται άπληστα ίσως περιέχουν βαθύτερες αλήθειες από πολλά θεωρούμενα ως «σοβαρότερα» έργα... Στο κάτω-κάτω, η αγωνία για το «αν θα το πάρει τελικά το κορίτσι ο λεγάμενος» εξακολουθεί να αποτελεί το κυριωδέστατο ερώτημα της ανθρωπότητας... Σε κάποιες τέτοιες παλιότερες αποφάσεις οφείλουμε όλοι μας την χθαμαλή μας ύπαρξη... Οι καθαρολόγοι κι αυστηρολόγοι που διυλίζουν τους κώνωπες παραβλέπουν τις γκαμήλες της ασυναρτησίας που καταπίνουν - και δίνουν και σ’ άλλους να καταπιούν...
34/αψιερωμα
Κώστας Μητρόπουλος “θα πρότεινα να διαβάσετε το «Διαβάζω», καλό θα σας κάνει!” ε το βιβλίο έχω πολύ καλές σχέσεις. Με την ανάγνωση δεν έχω. Σ’ ένα ποσοστό 80 με 90% τα βαριέμαι στην 20ή ή 30ή σελίδα. Βρίσκω πως πλατειάζουν. Δεν αποκλείω βέβαια την πιθανότητα να ’χω στενέψει εγώ.. Δεν ξέρω. Όπως δεν ξέρω γιατί πουλιώνται τα γελοιογραφικά λευκώματα τα Χριστούγεννα κι όχι το Πάσχα. Για να ’μαι ειλικρινής εγώ διαβάζω τουριστικούς οδηγούς το καλοκαίρι. Στους αναγνώστες σας θα πρότεινα να διαβάζουν το «Διαβάζω». Καλό θα τους κάνει.
Κωστούλα Μητροπούλου “η φράση 'βιβλία για τις διακοπές σας’ είναι παραπλανητική” σχέση μου με τα βιβλία είναι πιο πολύ ερωτική, θα έλεγα, και λιγότερο αυτό που λέμε «μελέτης» ή «έρευνας». Τα βιβλία που διαβάζω είναι ξένα και ελληνικά, με μια προτεραιότητα στο θέατρο, την ποίηση και το διήγημα, και κείμενα από τον ξένο κινηματογράφο. Επειδή ο χρόνος πάντα πιέζει, οι επιλογές μου γίνονται με κριτήρια εντελώς υποκειμενικά και ποτέ με τον παράγοντα «διαφήμιση» ή «marketing». Η φράση «βιβλία για τις διακοπές σας» είναι παραπλανητική και δεν καθορίζει πάντα το είδος και την ποιότητα του βιβλίου, γιατί θα μπορούσα να αντιτάξω το γνωστό slogan των best sellers που είναι όλων των εποχών και που... διαφημίζουν σαν «προσόντα» των βιβλίων, το χιούμορ, την ελαφράδα, το «σασπένς» και κάποια τολμηρά υπονοούμενα, τονίζοντας με έμφαση ότι «δεν είναι βαριά κουλτούρα»!! Όσο για τους εκδότες, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, επιδιώκουν με πάθος την έκδοση σκανδαλογαργαλιστικών βιβλίων, σε μόνιμη βάση και ας είναι και καταχείμωνο. Στη Γαλλία π.χ. το «σύνθημα» διαφέρει, αφού η έκδοση «εύκολων» βιβλίων, έχει το δικαιολογητικό της αναγκαιότητας, με τις μεγάλες αποστάσεις του μετρό και τα συνεχή ωράρια των εργαζομένων, που όμως διαβάζουν συστηματικά κάποιο βιβλίο όπου βρεθούν, για λίγο έστω. Διακοπές λοιπόν και βιβλία «πιασάρικα», μια ακόμα δικαιολογία, για εκδότες πιο πολύ, και μετά για συγγραφείς, μια πρόφαση για τις ενοχές του Έλληνα που όεν διαβάζει! Όσο για μένα και τα βιβλία των διακοπών μου, θα χρειαζόμουν μια... βαλίτσα για να τα μεταφέρω και θα ξαναγύριζα στο νέφος της Αθήνας με το κεφάλι γεμάτο λέξεις πάλι, αλλά τούτη τη φορά «λέξεις άλλων», που σημαίνει μια κάποια
Η
αφιερωμα/35 ξεκούραση και ευχαρίστηση. Από αυτά τα «εντός βαλίτσας» πολύτιμα βιβλία, που θα κουβαλήσω έστω τα μισά, θέλω να σημειώσω για τους αναγνώστες σας τα πιο αγαπημένα μου, ξεκινώντας πάντα από το όνομα του συγγραφέα: 1) «Emily L.» της Μαργκερίτ Ντυράς, 2) Ό λα τα αφιερώματα, ελληνικά - γαλλικά για τον Καβάφη και ό,τι καινούριο και παλιό για και από τον ποιητή, 3) Τα ημερολόγια του Κάφκα όλα, 4) «Repertaire» του Michel Butor, 5) Ελληνικά θεατρικά έργα σύγχρονα, 6) Ποίηση της γενιάς του ’70, 7) Πεζογραφία της γενιάς του ’70, και αν... έχω επιζήσει, ξανά Νίκο Καββαδία, Ανδρέα Φραγκιά, Προυστ!
Γιώργος Μανιώτης “το καλοκαίρι είναι εποχή τον σώματος” εν διαβάζω για να σκοτώσω τον καιρό μου, ούτε όταν είμαι αναγκασμένος να μείνω σπίτι, πλάι στο τζάκι, γιατί έξω αστράφτει και βροντά. Διαβάζω γιατί θέλω να μάθω καινούρια πράγματα και γιατί, βεβαίως, θέλω να ξαναθυμηθώ κάποια από τα παλιά. Είμαι ανυπόμονος όταν διαβάζω, δεν έχω την υπομονή αργόσχολης γεροντοκόρης που φυλάει ένα κομμάτι από το γλυκό της πλοκής για να το φάει μια άλλη μέρα με την ησυχία της. Όταν πιάνω ένα βιβλίο στα χέρια μου, θέλω να πιω μονορούφι όλο τούτο το ποτήριον της γνώσης. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό, συχνά, με εξαντλεί γιατί μπορεί, μέχρι να τελειώσω ένα βιβλίο να διαβάζω και μια και δυο μέρες συνέχεια... χωρίς σταματημό, μέχρι να φτάσω στο τέλος του δρόμου που χάραξε ο κάθε συγγραφέας. Συνήθως με θέλγουν οι κλασικοί, τους εμπιστεύομαι περισσότερο. Πιθανόν να ήταν πιο τολμηροί από εμάς, μπορεί όμως και οι καιροί που γράφανε να μην ήταν τόσο πονηροί όσο οι δικοί μας. Γι’ αυτό αντιμετωπίζω τους μοντέρνους με δυσπιστία. Τους βλέπω δηλαδή σαν ολοζώντανους ανθρώπους που αυτολογοκρίνονται ...για να επιζήσουν. Η πραγματικότητα σήμερα, κατ’ εμέ, δεν επιτρέπει πλάγιους τρόπους γραφής. Όταν είσαι κοντά σε ένα τέλος, δεν επιτρέπεται να γράφεις σαν να βρίσκεσαι ακόμα περιτυλιγμένος στην πίστη, στην αφέλεια και στην άγνοια κάποιας αρχής. Οι καιροί μας όμως, όπως είπαμε και παραπάνω, δεν επιτρέπουν την αποκρυπτογράφησή τους. Από αυτήν την ελεγχόμενη σύγχυση και άγνοια αντλούν τη δύναμή τους. Και δυστυχώς - παγκοσμίως - δεν υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που να επιθυμούν να διαπεράσουν τους καιρούς μας, να σταθούν απ’ έξω και να τους περιγράφουν αντικειμενικά. Είναι πολύ βαρύ το τίμημα. Όλοι επιθυμούν να ζήσουν ευχάριστα και να απολαύσουν τους καιρούς μας. ΓΓ αυτό συνήθως όταν σκέφτομαι το μέλλον, καταφεύγω στους κλασικούς τους αιώνια τολμηρούς και νέους. Το καλοκαίρι είναι εποχή του σώματος, γι’ αυτό δεν πιστεύω να χωράει καμιά αμφιβολία. Το σώμα όμως παρ’ όλο που θεοποιείται το καλοκαίρι και επιδεικνύεται επαρκώς, εντούτοις όμως παραμένει δέσμιο. Η ελευθερία του εξαντλείται μέσα στα όρια της ηλιοθεραπείας πρωινής ή απογευματινής. Παρά ’κεί καραδοκούν οι σκοτεινοί πόθοι που φέρνουν τις βαθιές σκέψεις και μια παράξενη γνώση, επικίνδυνη γενικά. Ό λα αυτά όμως δεν επιτρέπονται. Οι ώρες πρέπει να παραμείνουν άδειες από φιλιά και αγκαλιές και από τα μυστικά τα εξαίσια του θανάτου. Ο κάθε κολυμβητής καλείται, δηλαδή, για άλλη μια φορά να σκοτώσει το χρόνο του πλάι στη θάλασσα. Καλείται να ξεστρατίσει τη σκέψη του και να φιμώσει τους πόθους του, για να παραμείνει εντάξει, γενικά. Αυτό δεν θα το κάνει βεβαίως με ένα βιβλίο που αναζωογονεί τη σκέψη και αναζωπυρώνει τον πόθο για ζωή. Θα προτιμήσει ένα βιβλίο που ’χει το άλλοθι κάποιας αισθηματικής περιπέτειας, που αποκοιμίζει το μυαλό του και τυφλώνει τα ισχυρά και προδοτικά του
Δ
36/αφιερωμα
*
ένστικτα. Θα προτιμήσει ένα βιβλίο φάντασμα που όταν θα ’χει τελειώσει και την τελευταία του σελίδα, δεν θα του ’χει μείνει τίποτα. Όλοι θέλουμε να περιφρουρούμε τη ζωή μας. Αλλά πώς γίνεται το ψέμα να στέκει δίπλα μας φρουρός και η αλήθεια να είναι πάντα ο χειρότερος εχθρός μας; αυτό δεν μπορώ να το καταλάβω. Τελικά, μήπως η ζωή μας, έτσι πσΰ την έχουμε καταντήσει, είναι ένα μεγάλο ψέμα; Οι έμποροι τα καταλαβαίνουν όλα αυτά και τελικά μας γεμίζουν με βιβλία ψέματα, με βιβλία φαντάσματα. Λένε ότι το κάνουν γιατί θέλουν να μας σώσουν. Θα πρότεινα στους αναγνώστες σας μια νύχτα με πανσέληνο να διαβάσουν τις «Βάκχες» και το «Όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας», μπορεί να θυμηθούν πολλά που τα ’χουν ξεχάσει.
Αριστοτέλης Νικολαΐδης # ό καλοκαίρι ιδίως, μερικά βιβλία όζουν αφορήτως” ι σχέσεις μου με τα βιβλία και το είδος των, βλέποντας τώρα παλινδρομικά, είμαι σίγουρος ότι από την νεανική, αν όχι την παιδική μου ηλικία, διεμορφώθησαν σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα ή μάλλον σε μια κλιμάκωση που έχει ασφαλώς να κάνει με την ιδιότητά μου του συγγραφέως και του στοχαστή επί των θεμάτων που μ’ αρέσει να διατρίβω, ακόμη κι αν καμιά φορά τα αναγνώσματά μου φαίνονται τελείως αλλότρια ή παράδοξα. Εάν οι πρώτες μου λογοτεχνικές πράξεις αφορούσαν την ποίηση (που πιθανώς να είναι και οι τελευταίες) προς τα τέλη του γυμνασιακού μου βίου, κατά την διάρκεια του πανεπιστημιακού και έκτοτε, διεσταυρώθηκαν ανθρωπολογικά με το ενδιαφέρον μου για την ιατρική, ιδιαίτερα την ψυχιατρική, ενώ ταυτοχρόνως και περιπαθώς μ’ ενδιέφερε η πολιτική και τα τεκταινόμενα εις τον κόσμο. Ιδού γιατί πέρασα με έντονη πολιτική συνείδηση και αναζήτηση στην Αντίσταση κατά την διάρκεια της Κατοχής και ιδού γιατί σιγά σιγά κατέστη για μένα το πιο συναρπαστικό θρίλλερ της ζωής μου, το οποίο δεν έπαψα να παρακολουθώ, συγχρονικά μέσω του τύπου και των άλλων μέσων επικοινωνίας, διαχρονικά όμως μέσω των εκάστοτε βιβλίων που ερέθιζαν την εξασκημένη πλέον όσφρησή μου από μακριά. Ως ζωόφιλος, ιδίως σκύλων και γατών, δεν θα δίσταζα - και το θεωρώ μάλιστα παρανομία - να συγκρίνω τον εαυτό μου με τους ειδικά εξασκημένους σκύλους για την ανεύρεση απαγορευμένων καρπών. Με την διαφορά από την άποψη αυτή είμαι ένας απολύτως αυτοδίδακτος και ανεξάρτητος από κάθε προκαταληπτική μαθητεία. Γι’ αυτό σήμερα η μεγαλύτερη αναγνωστική μου έλξη και ανάγκη είναι η παρακολούθηση των συμβαινόντων σε παγκόσμια κλίμακα μα ιδίως αυτών που έχουν σχέση με την Ελλάδα και την γλώσσα μας. Διαβάζω λοιπόν σε τρεις ή τέσσερις γλώσσες πολλά έντυπα κι αν κατορθώνω να το κάνω αυτό σε σχετικά πολύ σύντομο διάστημα, οφείλεται στην ανιχνευτική μου πλέον και σκληρώς αποκτηθείσα πείρα (μέσα από καταστάσεις, ταξίδια, και τις διάφορες χώρες όπου έζησα) να διαβάζω ξεσκαρτάροντας το περιττό λίπος της ειδησεογραφίας πολύ εύκολα, όχι τόσο με το σύστημα της ταχείας ανάγνωσης που κατέχω, όσο στο ότι διαβάζοντας «μέσα απ’ τις γραμμές» μπορώ, νομίζω, να διερευνώ και να κυνηγώ τα βιβλία που μ’ ενδιαφέρουν. Τα δίάβάσματά μου πάντως, μολονότι επέμεινα μέχρι τώρα στα τεκταινόμενα, επικεντρούνται κυρίως σε βιβλία που μ’ ενδιαφέρουν πρωτίστως ως λογοτέχνη και στοχαστή με διακυμάνσεις ενδιαφέροντος: παλιότερα διάβαζα πολύ περισσότερο λογοτεχνία, ψυχιατρική-ψυχανάλυση, κοινωνιολογία, τώρα αν και ανέκαθεν είχα τις πιο οικείες σχέσεις μου με την φιλοσοφία και την γλωσσολογία - το
Ο
αφιερωμα/53 ενδιαφέρον μου προς αυτή την μεγάλη κωδικοποίηση του ανθρωπίνου πνεύματος έχει /ίνει πιο συναρπαστικό και μαζί με τα τρέχοντα γεγονότα, συνεχίζουν το καθημερινό μου θρίλλερ, όπου συμμετέχω κι εγώ σαν ένας αόρατος Πράκτωρ, με την πράξη δηλαδή της γραφής μου, που καταναλίσκει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μου ως μυθιστόρημα, δοκίμιο, ποίηση. Στην αναγνωστική λοιπόν σχέση μου πρυ δοκιμάζεται πάντοτε από τα γραπτά μου, υπάρχει ένα συνεχές που δεν γνωρίζει τόπον και εποχές μολονότι παραγωγικά μπορεί να επηρεάζεται από τις συνθήκες· και μτ^μπορώντας τις συνθήκες του βίου μου να τις <τυστήσω σε κανέναν, βρίσκομαι εις αμηχανίά ποιο βιβλίο να συστήσω γενικότερα. Πολλά βιβλία εξάλλου, που θεωρούνται «ελαφρότερα» ή διασκεδαστικότερα (για ορισμένες διακοπές, θερινές ή χειμερινές) μπορεί να μου είναι τελείως ανιαρά και να μην μπορώ να προχωρήσω ούτε πέντε σελίδες παρά τις έγκυρες απόψεις άλλων. Τελευταία πάντως ελαφρύνω το πνεύμα μου με τα βιβλία των Alain Boutot: Heidegger et Platon, Paris, Μάιος 1987, της Gisela Pankow: L ’ etre-la du schizophrene, Paris 1987, ξαναδιαβάζω κάποια μέρη της Representation του Νίκου Νικολαΐδη, Paris 1985, και βιάζομαι να ενσκύψω βουλημικά στην Αυτοβιογραφία του Ηλία Καζάν που μόλις εκδόθηκε στα Αγγλικά. Το ποίημα του Παρμενίδη και ο Μαλλαρμέ βρίσκονται μονίμως στο γραφείο μου, προσπαθώντας να λύσω κάποια μεταφραστικά τους προβλήματα και η μετάφραση ή η μεταγλώττιση είναι ταυτόχρονα η πιο συναρπαστική ανάγνωση. Από τα σύγχρονα ελληνικά μας βιβλία θα επιθυμούσα ιδιαίτερα να αναφερθώ στους δυο τόμους τού πολύ αξιόλογου συγγραφέως Ανδρέα Φραγκιά: «Το πλήθος» (Κέδρος). Ο όγκος τους ας μην τους τρομοκρατεί, ας ελαφρύνει μάλλον το πνεύμα τους. Επίσης «ναφέρομαι στο μυθιστόρημα του Πέτρου Τατσόπουλου «Η Καρδιά του Κτήνους» (Εστία) κυρίως για την γλώσσα του. Αφορώντας την ποίηση επιθυμώ ιδιαίτερα ν’ αναφερθώ στην τελευταία συλλογή του Θεόφιλου Φραγκόπουλου «Το Τρίτο Τέταρτο» (Ίκαρος), στου Τάσου Κόρφη τα «Παυσίλιπα» και της νέας μου ανακάλυψης, της Λίνας Γαλάνη - Καράμπα, τη συλλογή «Άλφα», αμφότερα στον «Πρόσπερο», καθώς και στην συλλογή που,ήρθε με καθυστέρηση στα χέρια μου τού Ανδρέα Αγγελάκη «Η μεταφυσική της μιας νύχίας». Προσωπικά συνήθως αισθάνομαι βαθύτατες τύψεις όταν δεν μπορώ να προχωρήσω ούτε ένα βήμα σε μερικά ισχνά πονήματα «γραφής» που διατείνονται τάχα κάποιο «μοντερνισμό», όταν αλλοίμονο έχει ξεθυμάνει προ πολλού: πρόκειται συνήθως για πρώτόλεια ή εν πρωτολείοις γηράσκοντες. Το καλοκαίρι ιδίως, κάτι τέτοια βιβλία όζουν αφόρήτως.
Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος “τα βιβλία της ιστορίας διαβάζονται ευχάριστα και βοηθάνε την εθνική μας αυτογνωσία” ιώθω ότι ακόμα κι αν πεθάνω όσο γίνεται πιο αργά, χορτασμένος από αισθητικές απολαύσεις, έρωτες και ταξίδια (που άλλωστε όλ’ αυτά μέχρι μια ορισμένη ηλικία Ν μπορούμε, δυστυχώς, να τα έχουμε), δε θα έχω χορτάσει ένα και μόνο πράγμα: τα βιβλία. Που γίνονται, έτσι, πηγή συνεχούς αποκάλυψης κι ευχαρίστησης, αλλά και συνεχούς ανικανοποίησης. Η πιο μεγάλη ανικανοποίησή μου, τώρα, προέρχεται από το ότι δε διαβάζω καθόλου σχεδόν λογοτεχνικά βιβλία, όπως διάβαζα άλλοτε, έτσι που είμαι «υποχρεωμένος» να διαβάζω βιβλία ιδεών και βιβλία των κοινωνικών επιστημών. Το κακό είναι ότι ακόμα και στις διακοπές μου δε διαβάζω λογοτεχνία, αλλά κυρίως βιβλία φιλοσοφίας και ιδιαίτερα πολιτικής φιλοσοφίας ή επιστημολογίας, που δεν είχα
54/αφιερωμα τον καιρό και την άνεση να διαβάσω τον υπόλοιπο καιρό. Δεν ανήκω, έτσι, στους αναγνώστες που τους ξεκουράζουν στις διακοπές τους τα βιβλία «που μπορούν να διαβαστούν εύκολα». Δε νομίζω ότι στην Ελλάδα υπάρχει λίγο πριν τις διακοπές μια αναπτυγμένη εκδοτική δραστηριότητα «εύκολων» βιβλίων, κατάλληλων για τις διακοπές, όπως γίνεται στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης και τις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα βγαίνουν καλά λογοτεχνικά βιβλία, πρωτότυπα ή μεταφρασμένα απ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, στη διάρκεια ολόκληρου του χρόνου. Οι εκδότες βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση βιβλίων που είχαν επιτυχία στο εξωτερικό, για να τα προσφέρουν - σε περισσότερο ή λιγότερο καλές μεταφράσεις - στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Αλλά αυτό που με εκπλήσσει και προκαλεί το θαυμασμό μου είναι ότι υπάρχουν πολλοί Έλληνες εκδότες (π.χ. «Κάλβος», «Γνώση», «Θεμέλιο», «Ύψιλον», «Οδυσσέας», «Ροές», «Στοχαστής», «Gutenberg», «Παρατηρητής», «Σύγχρονα θέματα», «Κριτική» κ.λπ.), που διακινδυνεύουν βγάζοντας δύσκολα, αλλά σημαντικά, βιβλία κοινωνικών επιστημών, δοκιμίων ή φιλοσοφικών ιδεών. Μερικά απ’ αυτά, που είναι βιβλία υψηλής εκλαΐκευσης, μπορούν (και πρέπει) να διαβαστούν και στις διακοπές. Αναφέρω, απ’ αυτά που βγήκαν πρόσφατα, μερικά, τελείως ενδεικτικά και πρόχειρα: Α Λεφέβρ «Μια σκέψη που έγινε κόσμος» (Κένταυρος), Ε. Μορέν «Αφήνοντας τον 20ό αιώνα» (Ροές), Μπάρρινγκτον-Μουρ «Οι κοινωνικές ρίζες της δημοκρατίας και της δικτατορίας» (Κάλβος), Π. Αντερσον «Το απολυταρχικό κράτος» (Οδυσσέας), Ν. Μουζέλη «Κοινοβουλευτισμός και Εκβιομηχάνιση στην ημιπεριφέρεια, Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατιν. Αμερική» (Θεμέλιο), Α. Γκορτς «Οι δρόμοι του παραδείσου» (Κομμούνα) και «Αντίο Προλεταριάτο» (Νέα Σκέψη), Ν. Βερναρδάκη «Το τρένο της ανάπτυξης και η Ελλάδα του 5ου Κοντράτιεφ» (Παπαζήσης). Έχω ιδιαίτερη αδυναμία στα βιβλία της ιστορίας, κι ευτυχώς έχουμε ωραία γραμμένα βιβλία νεοελληνικής ιστορίας, που και ευχάριστα διαβάζονται και βοηθάνε την εθνική μας αυτογνωσία. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά που βγήκαν πρόσφατα: Λ. Μαυροειδή «Από το σταλινισμό στην περεστρόικα» (Θεμέλιο), Π. Παρασκευόπουλου «Φιλελεύθερα ανοίγματα μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο» και «Γεώργιος Παπανδρέου» (Φυτράκης), Γ. Ανδρικόπουλου «Η δημοκρατία του μεσοπολέμου» (Φυτράκης), Μαρ. Κορόμηλά «Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα», Σ. Λιναρδάτου «4η Αυγούστου» και «Πώς φτάσαμε στην 4η Αυγούστου» (Θεμέλιο). Εγώ προσωπικά θα φύγω για τις φετινές μου διακοπές με τα εξής βιβλία: «Η Ελλάδα προς το 2000», συλλογικό έργο, που χρηματοδοτήθηκε από την Ebert Shtiftung (Παπαζήσης), Γ. Μηλιού «Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός» (Εξάντας), Μαρ. Πετμεζίδου-Τσουλουβή «Κοινωνικές τάξεις και μηχανισμοί κοινωνικής αναπαραγωγής» (Εξάντας), Ιωάννας Λαμπίρη-Δημάκη «Η κοινωνιολογία στην Ελλάδα σήμερα» με κείμενα 30 κοινωνιολόγων (Παπαζήσης), Ν. Rosenberg-L.E. Birdzell Jr. «Πώς πλούτισε η Δύση» (Ροές), Π. Κονδύλη «Ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός» (Θεμέλιο), Π. Τζερμιά «Μαρξισμός και ελληνική ιστοριογραφία» (Ευρωεκδοτική), Ρ. ΠατρικίουΣταυρίδη «Ο Γ. Σληρός στην Αίγυπτο» (Θεμέλιο) και Σ. Πεσμαζόγλου «Εκπαίδευση και Ανάπτυξη στην Ελλάδα, 1948-1985» Θεμέλιο) - αυτό το τελευταίο καθυστερούμενο από τις προηγούμενες διακοπές μου.
αφιερωμα/55
Βαγγέλης Ραπτόπουλος “τα καλά βιβλία είναι πάντα ένα ταξίδι πον βγάζει στην παιδική μας ηλικία” ιαβάζω συνήθως στο κρεβάτι, το πρωί, με το που θ’ ανοίξω τα μάτια μου. Σπανίως το βράδυ. Ποτέ στο γραφείο ή καθισμένος σε τραπέζι. Αλλά διαβάζω κάθε μέρα, σχεδόν χωρίς διακοπή. Ένα είδος διαστροφής. Ό χι απλώς επαγγελματικής. Παλιά ιστορία. Τώρα, τί είδους βιβλία; Περνάω φάσεις, εναλλάσσω κλασικά με σύγχρονα. Διάφορους τίτλους χωρίς πρόγραμμα. Μιλάμε πάντα για λογοτεχνία. Γιατί βαριέμαι κείμενα θεωρητικά και την παραφιλολογία. Ειδικά η επιστημονική φαντασία και τ’ αστυνομικά, μου φαίνονται μονότονα. Ρίχνεις απλώς μια ματιά στους κορυφαίους του είδους. Οι υπόλοιποι αναμασάνε και μάλιστα ακόμα πιο άτεχνα, το ίδιο παραμύθι. Λένε πως τα ελαφρά αναγνώσματα είναι ό,τι πρέπει για το καλοκαίρι. Δήθεν σε ξεκουράζουν. Αλλά υπάρχει πράγμα πιο κοπιαστικό από το να διαβάζεις μια ανοησία; Τα καλά βιβλία θα είναι πάντα ένα ταξίδι μυστικό, που βγάζει κατευθείαν στην παιδική μας ηλικία. Τότε που το παιχνίδι ήταν σοβαρότερο κι απ’ τη δουλειά, και τα αισθήματά μας στρογγυλά και λεία. Εκεί ακριβώς που ευχόμαστε να φτάσει και το όχημα των διακοπών μας τώρα, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις κι άσκοπη αργοπορία. Ένα ογκώδες μυθιστόρημα, χορταστικό, που έχεις την άνεση να του αφιερωθείς και να το παρακολουθήσεις με μανία. Ή κάποια κείμενα κλασικά, που οι μίζεροι ρυθμοί της καθημερινής ζωής μας διώχνουν μακριά τους. Πού αλλού θα βρεις καταλληλότερη ευκαιρία; Από κει και πέρα για τους βαμμένους αναγνώστες, είτε πριν το καλοκαίρι, είτε μετά, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στα βιβλιοπωλεία.
Δ
Βασίλης Ραφαηλίδης “αγαπώ τη θάλασσα όσο περίπου τα βιβλία” ιαβάζει κανείς για πολλού: λόγους: Για να προκόψει στη ζωή του πουλώντας, αν είναι δυνατό σε καλή τιμή, μισ ειδική γνώση που απόχτησε απ’ τα βιβλία αλλά και απ’ τα ποικίλα εκπαιδευτήρια που στηρίζονται επίσης στα βιβλία, για να του πει μπράβο η μαμά του, για να τον θαυμάζουν οι φίλοι του, για να κάνει τον έξυπνο, για να τον παίρνει ο ύπνος, και για λόγους καθαρά υπαρξιακούς. Δηλαδή, για να πραΰνει κάποιες αγωνίες, και να μάθει, αν τα καταφέρει, ποιος είναι ο κόσμος και ποιος είναι αυτός που βρέθηκε τυχαία πεταμένος μέσα στον κόσμο χωρίς να το επιδιώξει. Πιστεύω πως ανήκω σ’ αυτή την τελευταία κατηγορία, χωρίς να αποκλείω για τον εαυτό μου και
Δ
56/αφιερωμα τις άλλες. Θέλω να πω πως, η σχέση μου με το βιβλίο, είναι υπαρξιακή. Συνεπώς καταναγκαστική. Δηλαδή, όχι πάρα πολύ ομαλή, με την τρέχουσα ψυχολογική έννοια. Ίσως, όμως, αυτή να είναι η πιο ομαλή που θα μπορούσε να υπάρξει. Όντας, λοιπόν, αναγνώστης «υπαρξιακής τάξεως», είναι φυσικό να διαβάζω βιβλία πάσης φύσεως, αρκεί να καλύπτουν την τρύπα του υπαρξιακού Μηδενός. Ωστόσο, έχω μια κάποια προτίμηση στην πολιτική οικονομία, την κοινωνιολογία, την ιστορία και την πεζογραφία. Με την ποίηση δεν τα πάω και τόσο καλά λόγω προκαταλήψεως και λόγω ποιητικού υπερπληθωρισμού, που με μπερδεύει. Όπως, άλλωστε, και τους ποιητές, που ούτε οι ίδιοι ξέρουν αν είναι ποιητές. Για να το πιστέψουν, πρέπει να τους το πει κάποιος «έγκυρος» κριτικός, που τρέχα γύρευε πόθεν αντλεί την εγκυρότητά του. Κάποιος που αγαπάει το βιβλίο, το αγαπάει όλες τις εποχές του έτους. Ο βιβλιόφιλος δεν είναι κάτι σαν εποχιακός εργάτης. Βέβαια, η ώρα περνάει ευκολότερα όταν κάνεις ηλιοθεραπεία μ’ ένα βιβλίο στο παράλυτο απ’ τον ήλιο χέρι. Αλλά, αυτό το διάβασμα έχει την ίδια ακριβώς αξία που έχει και το υπνωτικό διάβασμα στο κρεβάτι, δέκα λεπτά πριν σε πάρει ο ύπνος. Δε διάβασα ποτέ στο κρεβάτι, γιατί αν διάβαζα δε θα μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Το βιβλίο, ακόμα και το κακό, λειτουργεί πάνω μου διεγερτικά και όχι πραϋντικά. Ούτε στην πλαζ διαβάζω. Δεν είναι αναγνωστήριο η πλαζ. Βρίσκομαι πάρα πολλές ώρες στην πλαζ, μισοαποβλακωμένος. Και πώς και τί να διαβάσεις στην πλαζ μισοαποβλακωμένος; Ωστόσο, είναι πολλοί αυτοί που διαβάζουν μόνο στην πλαζ. Ίσως γιατί δε συνήθισαν να συγκεντρώνουν το μυαλό τους όταν διαβάζουν, και θεωρούν το διάβασμα υπόθεση για αργόσχολους. Επειδή, λοιπόν, αισθάνονται αργόσχολοι στην πλαζ, και γενικότερα στις διακοπές, το ρίχνουν στο θερινό διάβασμα, που θα το διακόψουν μόλις τελειώσουν οι διακοπές για να ασχοληθούν με τα συνηθισμένα γι’ αυτούς σοβαρά πράγματα, που δεν περιλαμβάνουν, βέβαια, ούτε το σοβαρό ούτε το λιγότερο σοβαρό διάβασμα. Τα καλοκαιρινά βιβλία λοιπόν είναι ελαφρά, σαν τους αναγνώστες τους. Και σαν το μυαλό τού οποιουδήποτε στην πλαζ. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που ευνοεί πολύ τους εκδότες, που δεν είναι ανάγκη να είναι και βιβλιόφιλοι. Τους αρκεί που είναι εκδότες. Απ’ τα παραπάνω συνάγεται πως δεν έχω να προτείνω τίποτα στους θερινούς αναγνώστες. Ας τελειώσουν με το καλό οι διακοπές τους, και τότε θα βρω να τους προτείνω κάτι, αν αυτό έχει κάποιο νόημα και γι’ αυτούς και για μένα. Πάντως, εγώ θα πάρω μαζί μου στην Πάτμο, όπου θα βρίσκομαι τον Αύγουστο, όσο μπορώ περισσότερα βιβλία. Ό χι για την πλαζ, αλλά για το ξενοδοχείο, όπου συνήθως κλείνομαι μόλις δύση ο ήλιος, προκειμένου να διαβάσω, αν φυσικά το μυαλό μου έρθει στη θέση του ύστερα από μια εξαντλητική ημέρα στη θάλασσα. Για φέτος προγραμμάτισα έξι βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ, πέντε του Ρέημοντ Τσάντλερ, το «Οντολογία και γλώσσα» του Αντρέ Μπαζέν, (στην ανολοκλήρωτη προς το παρόν σειρά «Τι είναι ο κινηματογράφος»), το «Ο συγγραφέας και η καταστροφή» του Ερνέστο Σαμπάτο, το «Σκέψη και γλώσσα» του Λεβ Βυγκότσκυ, την «Ιστορία του σοσιαλισμού» του Μισέλ Μπω, και «Τα παιδιά απ’ το Αρμπάτ» (δύο τόμοι) του Ανατόλι Ριμπάκοφ. Ξέρω ότι είναι πολλά, ξέρω επίσής ότι τα μισά θα τα φέρω πίσω, ως συνήθως, αδιάβαστα, αλλά θα τα πάρω μη τυχόν και βρέχει τον μισό μήνα, οπότε θα είμαι πολύ τυχερός. Αν και η ατυχία μου που θα στερηθώ τη θάλασσα, που την αγαπώ όσο περίπου και τα βιβλία, θα είναι πάρα πολύ μεγάλη σε μια τέτοια ατυχή (βροχερή) περίπτωση. Δεν τα κατάφερα ποτέ να διαλέξω αποφασιστικά ανάμεσα στον πολιτισμό, που ορίζεται σαν το αντίθετο της φύσης, και τη φύση που ορίζεται σαν το αντίθετο του πολιτισμού. Ο άνθρωπος της φύσης, πάντως, δε διαβάζει. Και φαίνεται πως σε τούτο τον τόπο οι άνθρωποι είναι πάρα πολύ φυσικοί.
αφιερωμα/57
Αντώνης Σαμαράκης “οι περιπέτειες τον βιβλίου διαρκούν όλο το χρόνο” ν σου προέκυψε να γράφεις, αυτό που λένε συγγραφέας, δεν νομιμοποιείσαι ως αναγνώστης να διαφέρεις σε τίποτε από οποιονδήποτε άλλον. Διαλέγω κι εγώ ένα βιβλίο, το πληρώνω συν ΦΠΑ, και ανοίγομαι στη γνωστή περιπέτεια: άραγε θα επικοινωνήσω μαζί του ή όχι; Πρώτη κίνησή μου η αφηγηματική πεζογραφία. Αλλά και βιβλία για παιδιά διαβάζω, παραμύθια, αστυνομικά, τα πάντα. Δηλαδή, όχι ακριβώς έτσι. Δεν με τραβάνε φιλοσοφία, Μανιφέστα ιδεολογικά, πολιτικά. Αυτά ισχύουν χειμώνα-καλοκαίρι. Τίποτε το περίεργο δεν βλέπω σε μια στροφή στα εύκολα στο διάβασμα. Διακοπές σημαίνει σκασιαρχείο. Να ξεφύγεις προσωρινά από όσα σου κάνουν τη ζωή πατίνι, να δραπετεύσεις... Στις σελίδες ενός βιβλίου δεν σου προσφέρεται πολλές φορές μια κάποια δραπέτευση, προπάντων όταν διαβάζεται εύκολα; Μάλιστα, σ’ έναν τόπο που όλα του γάιιου με τη λογοτεχνία δύσκολα, ο νεοφώτιστος αναγνώότης συμφιλιώνεται με το διάβασμα και, ίσως, μετά προχωρήσει και κάπου αλλού. Άλλωστε, και σ’ ένα εύκολο, αστυνομικό ή άλλο, μπορεί να σκοντάψεις απροσδόκητα, ακριβώς όπως συμβαίνει και γενικότερα με την ανθρώπινη επικοινωνία, ας πούμε σε μια σκηνή στο δρόμο, μπορεί να σκοντάψεις, να βρεις συγκίνηση, κάτι το ανθρώπινο, το πολύ ανθρώπινο, κάτι που να σου μιλήσει και να σε βάλει σε σκέψη. Καλή η έρευνα του «Διαβάζω» για τις καλοκαιρινές περιπέτειες του βιβλίου στον τόπο μας. Αλλά οι περιπέτειές του διαρκούν όλο το χρόνο, δεν έχουν τελειωμό, σκληρές, αδυσώπητες. Και να σκεφτούμε ότι το βιβλίο είναι ένας μόνο κρίκος στην πολιτιστική μας πορεία. Ποιος μίλησε για πορεία; Πού πάμε πολιτιστικά; Αν βγάλουμε τη μάσκα και τη χρυσόσκονη από την απατηλή πρόσοψη, αν δούμε κατάματα την πραγματικότητα, πολύ, φοβάμαι ότι συμβαίνει αυτό που λέει ο τελευταίος στίχος στο ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα «Το πλοίο». Πρόκειται για πλοίο λουξ, κρουαζιερόπλοιο ή κάπως έτσι, το οποίον ταξιδεύει αμέριμνο... νύχτα μαγείας, φώτα παντού, μουσικές εξαίσιες, ορχήστρες, τα ζεύγη στροβιλίζονται σε βαλς στα παραδείσια σαλόνια, ενώ μια κυρία, ωραία και μοιραία κυρία, σε μια πολυθρόνα, μ’ ένα βιβλίο στο χέρι... πλάι της, όρθιος, ο πλοίαρχος, συζήτηση περί ανέμων και υδάτων, ένα κάποιο φλερτ, της κρατά τρυφερά το χέρι... και νά η αποκάλυψη: Μα ωχρή... Ενώ το πλοίο πλέει (ή δεν πλέει;) τον πλοίαρχο απ’ το μπράτσο αρπά, κι αχνή και κρύα: «- Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα...» του λέει. «- Μα βέβαια, βυθιζόμεθα, Κυρία!..»
Α
58/αψιερωμα
Διδώ Σωτηρίου “Το καλοκαίρι αποφεύγω να διαβάζω επειδή θέλω να γράφω” σχέση με το βιβλίο είναι ερωτική. Από πολύ μικρό παιδί αγάπησα το βιβλίο χωρίς να ξέρω καν να διαβάσω. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τα βιβλία του παππού μου, που ήταν καθηγητής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Πόλη, και τα οποία εγώ αγαπούσα περισσότερο από κάθε άλλον στο σπίτι. Αργότερα, μετά την Καταστροφή, ζούσαμε σε μια πανσιόν με τους θείους μου και μάζευα τα βιβλία που πέταγε ένας δημοσιογράφος. Ανάμεσα σ’ αυτά τα: «Κατά συνθήκην ψι ι·Λη» του Νορντάου, «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» του Νίτσε, «Προς τους νέους» του Κροπότκιν και τους μεγάλους Ρώσους συγγραφείς (Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ). Και αυτή η έλξη προς το βιβλίο από τα γεννοφάσκια μου δεν ήταν μαγγανεία ούτε αόριστος συναισθηματισμός. Το λογοτεχνικό βιβλίο σε λευτερώνει από τη φυλακή της άγνοιας, σου ανοίγει πορτοπαράθυρα, σε θέλγει, είναι ξυπνητήρι και δάσκαλος και αρχιτέκτονας ψυχών και σύγχρονος μάγος και εραστής. Όταν μπήκα και εγώ στην περιπέτεια να γράφω, κατάλαβα τι όφειλα στα βιβλία του παππούλη μου και σ’ εκείνο τον κάλαθο των αχρήστων του συνταξιούχου δημοσιογράφου της οδού Ιπποκράτους. Τώρα, γιαγιά πλέον καθώς βαδίζω στον δρόμο και με σταματούν τόσοι άγνωστοι φίλοι να μου πουν εκείνο το κάτι που πήραν από τα δικά μου βιβλία, τώρα που καθημερινά φρακάρει το κουτί των επιστολών με γράμματα οπό νέους και ηλικιωμένους, θυμάμαι εκείνο το μικρό ανήσυχο προσφυγάκι που τόσο το 0(ε μαγέψει η ανακάλυψη του βιβλίου. Πριν λίγους μήνες, όταν πήγα στην Τουρκία, ύστερα από 65 χρόνια, να ξαναδώ τα ματωμένα χώματα της πατρίδας μου της Ιωνίας, συνειδητοποίησα και κάτι περισσότερο: τον ρόλο που μπορεί να παίξει ένα βιβλίο στη σχέση μεταξύ δύο λαών όταν μέσα στις σελίδες του κατοικεί η ζωή, η αλήθεια και η εντιμότητα. Είναι πολύ φυσικό το καλοκαίρι να αναζητούν κάτι πιο ελαφρό, πιο εύθυμο. Επίσης λόγω των διακοπών των σχολείων διαβάζεται πολύ το παιδικό βιβλίο. Νομίζω όμως ότι και ένα ωραίο βιβλίο και να μην είναι εύθυμο, εάν είναι και διαφημισμένο, αγοράζεται. Γενικά το καλοκαίρι αποφεύγω να διαβάζω επειδή θέλω να γράφω. Μεγάλη άνθιση γνωρίζει τα τελευταία χρόνια η πεζογραφία μας από άνδρες και γυναίκες. Θα αναφερθώ συνοπτικά στις τελευταίες επιδόσεις και επιτεύξεις των γυναικών (Άλκη Ζέη, Ευγενία Φακίνου, Μάρω Δούκα, Μαργαρίτα Καραπάνου, Μαρία Παπαδημητρίου, Λιλή Ζωγράφου, Κωστούλα Μητροπούλου, Έρση Λάγκε και νεότερες όπως Έρση Σωτηρυπούλου, Μάρω Βαμβουνάκη κ.λπ. - λυπούμαι γι’ αυτό το μοιραίο «και λοιπά» γιατί μπορεί να κλείνει σημαντικές παραλείψεις). Θα ήθελα να τονίσω μια άλλη κατηγορία γυναικών που δεν είναι νέες στην ηλικία, μα εμφανίζονται, εδώ και δύο-τρία χρόνια, σεμνά και συνεσταλμένα αν και τα μυθιστορήματά τους εντυπωσιάζουν. Ενδεικτικά θα αναφέρω: το δεύτερο μυθιστόρημα της Σάσας Τσακίρη «Ο θάνατος των πλοίων» που πάει τ’ αψηλού, το τρίτο μυθιστόρημα της Δημήτριας Ζουμπουλάκη «Γιατί;», το τολμηρό μυθιστόρημα της Βάσως Κωσταρίδη «Της νύχτας κόρη», που θα άξιζε να ενισχυθούν. Τέλος, ένα μυθιστόρημα της άγνωστης μυθιστοριογράφου Ειρήνης Σπανίδου «Το φίδι του θεού» μεταφρασμένο υπέροχα, από τα αγγλικά, από την ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.
Η
αφιερωμα/59 Επίσης θα ήθελα να συστήσω ανεπιφύλακτα τα: «Γεννημένοι ένοχοι» του Peter Sichrovsky και «Περιθώριο» του Γκύντερ Βαλράφ, που μόλις εκδόθηκε έσπασε ρεκόρ κυκλοφορίας με 2.005.000 αντίτυπα. Καθώς και το βιβλίο του φίλου μου Αζίζ Νεσίν «Έτσι ήρθαν τα πράγματα, μα έτσι δε θα πάνε». Δε θα παραλείψω να πάρω μαζί μου στις διακοπές την «Βυζαντινή περίπολο» του αγαπημένου μου συγγραφέα Μιχάλη Φακίνου.
Ευγενία Φακίνου “το καλοκαίρι δεν βγάζουν «εύκολα» βιβλία οι εκδότες, τυχαία τα εκδίδουν” πό μικρό παιδί είμαι μια μανιώδης αναγνώστρια. Διαβάζω τα πάντα από αρχαιολογία μέχρι παιδικά βιβλία. Συνήθως διαβάζω δυο-τρία βιβλία συγχρόνως. Αποδίδετε στους εκδότες έναν προγραμματισμό που δεν έχουν. Δεν βγάζουν «εύκολα» βιβλία το καλοκαίρι. Τυχαία εκδίδουν τα βιβλία τους. Ελάχιστοι εκδοτικοί οίκοι γνωρίζουν ποια βιβλία θα εκδώσουν το επόμενο έτος και με τι σειρά. Αν το καλοκαίρι στις πωλήσεις υπερτερούν «εύκολα» βιβλία, είναι διότι το κλασικό αναγνωστικό κοινό ευρύνεται από τους «καλοκαιρινούς» ευκαιριακούς αναγνώστες Κοι θα ήμουν πολύ αυστηρή αν έλεγα ότι «ο μη ασκημένος» αναγνώστης θα έπρεπε να διαβάσει «βαριά και δύσκολα βιβλία». Και τί είδους διαχωρισμός είναι αυτός; Μπόι ε ' να πει κα .είς ότι το «Όνομα του Ρόδου», για παράδειγμα, που πούλησε τόσο πολύ, ήταν ένα εύκολο βιβλίο; Εγώ αμφιβάλλω αν οι μισοί αγοραστές του το κατάλαβαν. Για το καλοκαίρι θα πρότεινα, εκτός από τα νέα βιβλία ποι ( ο σ \ι κανείς εύκολα στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, να «ξαναανακαλύψουν* οι ι γνο σ-ες κάποια παλιότερα, όπως: «Το μονοπάτι της βρύσης» του Μάλκολμ Δόρυ. σ: μετάφραση. Στρατή Τσίρκα, εκδ. Κέδρος. «Οδοιπορικό του ’43» του Γιάννη Μπεράκη, εκδ. Ερμής. «Μια ευφάνταστη γυναίκα» του Τόμας Χάρντυ, εκδ. Καστανιώτη. «Πρόσκληση σε γάμο» της Κάρσον Μακ Κέλερς, εκδ. Γράμματα. «Το μπακακόκ» του Νίκου Χουλιαρά, εκδ. Κέδρος. «Ιστορία» του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, εκδ. Κέδρος. «Ιστορία ενός αιχμαλώτου» του Στρατή Δούκα, εκδ. Κέδρος. Και βέβαια «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχ. Παπαντωνίου, για τα παιδιά σας - δήθεν.
Α
60/αψιερωμα
Ά ννα Φραγκουδάκη “είναι μύθος συντηρητικός η άποψη ότι το μεγάλο κοινό προτιμάει την κακή ποιότητα” α κάνα' μια εισαγωγική παρατήρηση, η σχέση με τα βιβλία διαμορφώνεται στην παιδική ηλικία, όπου δεν έχει σημασία η ποιότητα του αναγνωστικού υλικού, αλλά η ταύτιση της ανάγνωσης με την απόλαυση και η ποσότητα. Η ανακάλυψη στη νηπιακή ηλικία της χρησιμότητας που έχει η γραφή για την ατομική ευχαρίστηση είναι καθοριστικής σημασίας. Το παιδί, που προτού πάει σχολείο, ανακαλύπτει το μαγικό κόσμο της γραφής (και ζητάει να του διαβάσουν τα λόγια που συνοδεύούν τις εικόνες), έχει ανοίξει την πόρτα της πιθανότητας να γίνει άνθρωπος διανοούμενος. Η προσωπική μου σχέση με τα βιβλία είναι ίδια με όλων των άλλων που ασκούν διανοητικά επαγγέλματα, δηλαδή ποικίλη, είναι σχέση δουλειάς (βιβλία επαγγελματικής χρησιμότητας), σχέση χαλάρωσης και φυγής από το στρες και τη διανοητική κούραση (αστυνομικά, επιστημονική φαντασία και παραλογοτεχνία). Αυτό το τελευταίο είναι και το κύριο αίτιο της μεταστροφής, όπως την ονομάζετε στη δεύτερη ερώτηση, του αναγνωστικού κοινού το καλοκαίρι και στις διακοπές. Κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για προτίμηση στα βιβλία που διαβάζονται εύκολα, αλλά στα βιβλία που βοηθούν να ξεχάσει κανείς για λίγο τα προβλήματα, τα βάσανα και τις δυσκολίες, σαν να ξαναγυρίζει με την ανάγνωση στην παιδική ηλικία. Νομίζω ότι ο λόγος για τον οποίο υπάρχει μια τάση το καλοκαίρι να μη θέλει κανείς να διαβάσει, π.χ., μια μελέτη για τη διεθνή οικονομική κρίση ή για τις ψυχολογικές παθήσεις ή για την οικολογία, είναι γιατί αισθάνεται την ανάγκη να διώξει από το μυαλό του τα προβλήματα που μοιάζουν αδιέξοδα, να ξεχαστεί, να αναβάλει τις δυσκολίες για λίγο. Από την άλλη μεριά, δε βλέπω τίποτα κακό στην προσαρμογή των εκδοτών σε τάσεις το.υ αναγνωστικού κοινού, αρκεί βέβαια να μην κάνουν μόνο αυτό, δηλαδή να μην εκδίδουν μόνο βιβλία που θεωρούνται εμπορικά. Δεν ανήκει οπωσδήποτε στο είδος του βιβλίου η κακή ποιότητα. Υπάρχουν βιβλία πολύ σοβαροφανή που είναι άθλια από κάθε άποψη, μορφή, γλώσσα, περιεχόμενο. Καλή και κακή ποιότητα υπάρχει σε όλα τα είδη βιβλίων. Η έκδοση κακής ποιότητας βιβλίων δεν είναι προσαρμογή σε προτιμήσεις, αλλά εκμετάλλευση. Είναι μύθος συντηρητικός η άποψη ότι το μεγάλο κοινό προτιμάει την κακή ποιότητα. Όταν έχει τη δυνατότητα επιλογής, όταν δηλαδή βρίσκει μπροστά του (εκεί που συνήθως κυκλοφορεί) βιβλία τόσο καλής όσο και κακής ποιότητας εξίσου προσιτά, τότε το μεγάλο αναγνωστικό κοινό ποτέ δε διαλέγει την κακή ποιότητα. Η κακή ποιότητα είναι απλώς ευκολότερη και φτηνότερη στην παραγωγή της, ποσοτικά περισσότερη και κυρίως πολύ πιο προσιτή απ’ όλες τις απόψεις. Στις διακοπές διαβάζω όπως όλος ο κόσμος βιβλία απόλαυσης και φυγής. Δεν είναι εύκολο να κάνει κανείς προτάσεις για το καλοκαίρι στους αναγνώστες. Γενικά μου έρχονται στο μυαλό οι σειρές ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Οδυσσέας, Νεφέλη και άλλων, επίσης οι σειρές επανεκδόσεων παλιάς ελληνικής λογοτεχνίας με ανάμεσά τους τα βιβλιαράκια με τις «ασυνήθιστες ιστορίες» των εκδ. Στιγμή, ακόμη η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, κυρίως στις εκδόσεις Κέδρος, με πολλά αξιόλογα βιβλία όχι πολύ γνωστά ακόμα. Θα είχα και μια συγκεκριμένη πρόταση που πηγάζει περισσότερο από μια προσωπική στιγμιαία διάθεση, αλλά και μιαν αξιολόγηση. Να εξαντλήσουν οι αναγνώστες σας ή να ξαναπολαύσουν Κωνσταντίνο Θεοτόκη και Μέλπω Αξιώτη.
Ν
αφιερωμα/61 Πρόκειται κατά τη γνώμη μου για δυο πολύ μεγάλα ονόματα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Και έχουν το κοινό χαρακτηριστικό, αντίθετα με άλλους σημαντικούς συγγραφείς, ότι δεν είναι η φήμη τους ούτε, κυρίως, η διάδοση τους ανάλογη με την ιδιαίτερα ψηλή τους αξία.
Κίμων Φράιερ “οι συγγραφείς δεν έχουν διακοπές” ολλά χρόνια τώρα διαβάζω βιβλία που έχουν άμεση σχέση με τα βιβλία που γράφω, ή βιβλία που μου στέλνουν οι στενοί μου φίλοι από τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αγγλία και την Ελλάδα. Επειδή, εργάζομαι σχεδόν αδιάλειπτα από τις 6 το πρωί ώς τις 6 τη νύχτα, δεν έχω πολύ καιρό να διαβάσω οτιδήποτε άλλο. Οι Κυριακές, τα καλοκαίρι και οι διακοπές είναι για μένα οι καλύτερες ευκαιρίες για να γράψω. Οι συγγραφείς δεν έχουν διακοπές. Κατά συνέπεια, τα διαβάσματά μου είναι μάλλον εξειδικευμένα, και γι’ αυτό φοβάμαι, ότι δε θα βοηθήσω και πολύ τους αναγνώστες σας. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια βιβλία φίλων μου που στάλθηκαν από την Αγγλία είναι η συλλογή δοκιμίων της Katleleen Raine: «Yeats, the Initiate», τα ποιήματα του Sebastian Barker «Α Nuclear Epiphany» και «Lines for my Unborn Sun». Έχω ακόμα να διαβάσω τα Collected Poems του πατέρα του George Barker, ενός παλιού μου φίλου τον καιρό της Νέας Υόρκης και είμαι στη μέση του βιβλίου της Mary Gifford Brown: «Reflections: Images of British Women in their Own Words». Ο σύζυγός της, ο συνθέτης Francis James Brown, ολοκληρώνει τώρα την πρώτη όπερα μιας τριλογίας πάνω στο Βούδα του Καζαντζάκη χρησιμοποιώντας τη μετάφραση που έκανα με την Αθηνά Δάλλα-Δάμη. Διάβασα πρόσφατα σε χειρόγραφο, μια αγγλική μετάφραση της Ρουσίας του Καζαντζάκη, τον Μέγα Αλέξανδρο του ίδιου συγγραφέα στη μετάφραση της Θεοδώρας και του Θέμη Vasil, ενώ τώρα διαβάζω τη μετάφρασή τους Στα παλάτια της Κνωσού. Επίσης, τέλειωσα πρόσφατα το βιβλίο του Morton Ρ. Levitt: «Modernist Survivors: The contemporary Novel in England, the United States, France, and Latin America». Έχω ακόμα να διαβάσω τα τρίτομα Collected Poems του Vincent Ferrini, μερικά βιβλία του G.G. Jung για τη μυθολογία. Επιπλέον, προσπαθώ ακόμα να τελειώσω τον πρώτο τόμο της τριλογίας του Werner Jaeger: «Paideia: The Ideals of Greek Culture». Τελευταία, διάβασα ένα εκτενές ποίημα του James Merill, από 15.000 στίχους, με τίτλο The Changing Light at Sandover, τρία βιβλία για την ποίησή του και μια βιογραφία του. Μου μένει ακόμα να διαβάσω μια διεξοδική μελέτη για το Santover που επιγράφεται The Consuming Myth. Από τις Ενωμένες Πολιτείες επίσης διάβασα μια επιλογή ποιημάτων του Α1 Poulin με τίτλο «Α Momentary Order», τις αγγλικές μεταφράσεις του των ποιημάτων της Anne Hebert από το Ouebec και όλα τα γαλλικά ποιήματα του Ρίλκε. Πάντα εντρυφώ στην ανθολογία του Contemporary American Poetry. Ο Νώντας Παναγόπουλος μού έστειλε από το Σαν Φρανσίσκο τη «Νέα Σμύρνη», έναν απολογισμό για όάα δεινοπάθησαν οι Έλληνες μετανάστες στη Φλόριδα, ενώ τώρα τελειώνω το βιβλίο του «Essays on the History and Meaning of Checks and Balances», που αφορά τις δημοκρατικές διαδικασίες. Τα μόνα ελληνικά βιβλία που βρήκα τον καιρό να διαβάσω ανήκουν και πάλι σε φίλους ή συναδέλφους. Πρόσφατα διάβασα την Εκλογή ποιημάτων της Μελισσάνθης
Π
62/αφιερωμα που μετέφρασε η Μαρία Voelker-Καμαρινέα σε μια δίγλωσση έκδοση, της Άννας Σικελίανού «Η ζωή μου με τον Άγγελο», το μυθιστόρημα «Γκόρκα» του φίλου μου Σπόρου Γκρίντζου, τη μελέτη του Π.Δ. Μαστροδημήτρη για το «Νέο Ερωτόκριτο» του Πρεβελάκη και δυο έργα του Γιάννη Χρυσούλη. Θέλω επίσης να διαβάσω τη διδακτορική διατριβή της Αλίκης Μπακόπουλου Hall, γραμμένη στ’ αγγλικά με τίτλο Modern Greek Theaters Roots and Blossoms, τα ποιήματα του Νίκου Σπάνια «Το μαύρο γάλα της Αυγής», τις «Ψεύτικες Βλεφαρίδες» του Γιώργου Χρονά, της Λαζαρίδου «Ντίνος Χριστιανόπουλος: μικρό πορτραίτο». Επίσης, διαβάζω τώρα συνεχώς το Τιμητικό Αφιέρωμα στον Τάκη Βαρβιτσιώτη, το βιβλίο του Παναίτ Ιστράτι «Προς την άλλη φλόγα» και το βιβλίο του Κύπριου ποιητή Γιάννη Κ. Παπαδόπουλου: «Κείμενα ενός αγώνα: Παράνομα έγγραφα του 1955-59».
Πέτρος Χάρης “το καλοκαίρι διαβάζονται περισσότερο τα ταξιδιωτικά βιβλία” παντώ με τη σειρά στα ερωτήματά σας: Το βιβλίο το αισθάνομαι σαν πιστό σύντροφο ζωής, που μπορώ να καταφεύγω σ’ αυτόν όποτε έχω ανάγκη από μιαν αγαπημένη φωνή, από μια συμβουλή, από μιαν ελπίδα. Αλλά το ερώτημά σας με γυρίζει σε μια μακρινή ιστορία, που αξίζει να σας την πω. Είχα, θυμάμαι, στο σπίτι δασκάλα στα γαλλικά μια καλή και όμορφη Παριζιάνα, που κανείς δεν ήξερε πώς ήρθε στην Ελλάδα και γιατί δεν έφυγε όταν την γνώρισε από πολύ κοντά. Είχε μάθει καλά τη γλώσσα μας και έκανε σκληρή διδασκαλία. Απαιτούσε πολλά κι επέμενε να μεταφράζουμε από τα ελληνικά στα γαλλικά και όχι οποιαδήποτε κείμενα, όχι π.χ. από εφημερίδες, αλλά από έργα σημαντικών συγγραφέων μας. Έτσι γνώρισα κι αγάπησα, τα χρόνια εκείνα, τον Καρκαβίτσα. Έφερε η καλή μας Παριζιάνα έν’ απόγευμα τα «Λόγια της πλώρης», δε μου είπε τίποτα για το συγγραφέα τους, όρισε τις σελίδες που ήθελε να μεταφράσω κι έπειτ’ από τρεις μέρες άρχισε ο έλεγχος. Το αποτέλεσμα ήταν θλιβερότατο: από τις πρώτες φράσεις φάνηκε πως ούτε γαλλικά ήξερα αλλ’ ούτε και ελληνικά. Διάβαζα και αρκετές λέξεις, λέξεις ελληνικές, δεν τις καταλάβαινα αμέσως κι επρεπε να κάνω όχι μια, αλλά δυο μεταφράσεις, την πρώτη από τη δημοτική στην καθαρεύουσα, στη γλώσσα που είχα διδαχθεί στο σχολείο, κι έπειτα άλλη μια, από την καθαρεύουσα πια στα γαλλικά. Η δασκάλα μου είχε και υπομονή και επιμονή. Έτσι, πριν φτάσουμε στο τρίτο διήγημα από τα «Λόγια της πλώρης», δεν είχα, βέβαια, αποδείξει ότι ήμουνα ικανός να μεταφράζω σωστά από τα ελληνικά στα γαλλικά, είχα όμως γνωρίσει κι αγαπήσει έναν Έλληνα λογοτέχνη. Έχω την εντύπωση ότι το καλοκαίρι διαβάζονται περισσότερο τα ταξιδιωτικά βιβλία. Στη ζέστη, τη συχνά αφόρητη, του Ιουνίου και του Ιουλίου, θέλουμε να μετακινηθούμε, ν’ αλλάξουμε αέρα, να βρεθούμε κοντά στη θάλασσα ή απάνω στο βουνό. Και καταφεύγουμε στα βιβλία, όταν είμαστε υποχρεωμένοι να μένουμε στις πολιτείες. Κάθε καλοκαίρι εκτελώ ένα δύσκολο χρέος. Διαβάζω τα βιβλία που έχουν υποβληθεί στην Ακαδημία για βράβευση. Και είναι τόσα αυτά τα βιβλία!
Α
αφιερωμα/63
Νίκος Χουλιαράς “διαβάζω βιβλία που έχω ξαναδιαβάσει και μου φαίνονται σαν καινούρια” σχέση που έχω με το βιβλίο μοιάζει πολύ με τη σχέση που έχει ο φούρναρης με το ψωμί. Διαβάζω δε τόσο, όσο και εκείνος μπορεί να φάει από τα ψωμιά που φουρνίζει και ξεφουρνίζει όλη την ημέρα. Η σχέση μου, λοιπόν, είναι σχέση πρώτου βαθμού, επαγγελματική αλλά και ερωτική, δεν μπορώ χωρίς αυτό, αλλά είμαι και μπουχτισμένος από αυτό. Πάντως ανήκω στους υπνόβιους αναγνώστες, διαβάζω πάντα ξαπλωμένος και μάλιστα με ανοιχτά παράθυρα μέχρι να δω το φως της αυγής. Πράγματι υπάρχει σε πολλούς μια τάση να διαβάζουν στις διακοπές τα λεγάμενα ελαφρά βιβλία Βίπερς, Άρλεκιν, Κόμικς και τέτοια, δεν έχουν και πολύ άδικο, θεωρούν τις διακοπές του καλοκαιριού σαν τη μοναδική ευκαιρία που τους δίνεται μέσα σ’ όλο το χρόνο να ζήσουν διαφορετικά, να βγουν δηλαδή από την καθημερινότητα, να ζήσουν έστω και για λίγο το όνειρο. Επιζητούν λοιπόν τα ελαφρά μια που σ’ αυτό συνηγορούν και οι διαφημιστικές εικόνες που προβάλλουν ένα συγκεκριμένο τρόπο διακοπών, διασκέδαση, δηλαδή, ή καλύτερα το παραμορφωτικό της πρόσωπο, έτσι όπως το αντιλαμβάνονται μέσα από αυτές τις εικόνες, γιατί οι πιο πολλοί καθορίζονται από εντελώς συγκεκριμένα πρότυπα με τα οποία τους τροφοδοτούν τα μαζικά μέσα ενημέρωσης κάθε μέρα. Θέλοντας λοιπόν οι άνθρωποι να ξεχάσουν στις διακοπές την καθημερινή μιζέρια και το άγχος της δουλειάς περνούν σε μια ελαφρότητα ξεχνώντας πως στις διακοπές ακριβώς τους δίνεται η ευκαιρία να ζήσουν πράγματι πιο βαθιά και έξω από τη συμβατικότητα και την καθημερινή ρουτίνα. Είναι κάποιες μέρες που το σώμα λειτουργεί με άλλους ρυθμούς, γνωρίζει τον εαυτόν του, άρα λοιπόν μαθαίνει να ζει μια, δηλαδή, εξαίρεση και αυτό ευνοεί απόλυτα την απασχόληση με ουσιαστικά πράγματα και ένα από αυτά είναι η πνευματική τροφή. Οι πιο πολλοί όμως άνθρωποι δεν το κάνουν αυτό γιατί ούτε διακοπές κάνουν στην πραγματικότητα, απλώς μεταφέρουν το πεδίο της ανεπάρκειας, της κενότητας και του άγχους τους σε άλλο μέρος, μιας και η εποχή που καταφέρνουν να πάρουν την άδειά τους είναι για τους πιο πολλούς η ίδια, ο μήνας Αύγουστος, τότε ακριβώς κατακλύζονται τα μέρη παραθερισμού από τα πλήθη που συνωστίζονται στις αμμουδιές, στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια και ζουν από μια άλλη όψη την καθημερινή φρίκη, θύματα λοιπόν μιας κοινωνίας ανελέητης και κουτής αυτοί οι άνθρωποι υποκρίνονται εκεί τους διασκεδάζοντες, ενώ στην ουσία νοσταλγούν το σπίτι τους, τη δουλειά που έκαναν και εντέλει το πρόσωπο με το οποίο ζούσαν τους υπόλοιπους έντεκα εντεκάμισι μήνες το χρόνο. Γιατί είναι παράλογο να απαιτεί κανείς από ένα κοτόπουλο που ζούσε 340 μέρες σ’ ένα ορνιθοτροφείο να μάθει να πετά τους υπόλοιπους 20 σαν γλάρος. Παίρνουν, λοιπόν, οι άνθρωποι μαζί με τα αξεσουάρ στις διακοπές και μερικά βιβλία, τα παίρνουν μαζί στην αμμουδιά, ξαπλώνουν στην ψάθα, βγάζουν τα αντιηλιακά, βγάζουν και το βιβλίο, το ανοίγουν και το ακουμπούν δίπλα τους, πασαλείβονται με λάδια, κάνουν τσιγάρο. Οι πιο δραστήριοι και μαζοχιστές καταφέρνουν να διαβάσουν για λίγο. Οι πιο πολλοί όμως τα αφήνουν όπως είναι και αφήνονται στον ήλιο, αρχίζουνε τις ρακέττες ή μπαίνουν στο νερό και καλά κάνουν. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια μερικοί εκδοτικοί οίκοι βγάζουν αυτή την εποχή και βιβλία που είναι σίγουρο πως θα τύχουν αυτής της μεταχείρισης, που είπαμε, και έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι κι αυτοί που τα παίρνουν κι αυτοί που τα δίνουν, αλλά και τα ίδια τα βιβλία που αλλάζουν αέρα.
Η
64/αφιερωμα Διαβάζω στις διακοπές μου βιβλία που έχω ξαναδιαβάσει και μου φαίνονται σαν καινούρια ή, μάλλον, οι αισθήσεις μου ανταποκρίνονται με διαφορετικό τρόπο και έτσι αλλάζει η προοπτική μου. Διαβάζω λοιπόν ελληνικά βιβλία, τους παλιούς, Παπαδιαμάντη, Ροΐδη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, Κονδυλάκη και άλλους. Στους αναγνώστες δεν έχω να προτείνω τίποτα, άλλωστε δεν ξέρω τίποτα.
Ντίνος Χριστιανόπουλος “ ό ε ν μπορώ να καταλάβω πώς το μεράκι μον για το βιβλίο με οδήγησε σ’ αυτό το λαβύρινθο των υποχρεώσεων, που ώρες ώρες με κάνει να μισώ τα βιβλία” ταν ήμουν μωρό, οι γονείς μου θέλησαν να μου κάνουν ένα δώρο και - ίσως επειδή ήταν αγράμματοι - μου αγόρασαν ένα ωραίο βιβλίο της American Geographical Society που λέγονταν «The Book of Wilde Flowers» και που είχε μέσα πολλές εικόνες από λογιών λογιών λουλούδια. Το βιβλίο αυτό μου το παρέδωσαν όταν έγινα δεκαπέντε χρονών. Όμως εγώ από πολύ νωρίτερα είχα αρχίσει να διαβάζω βιβλία. Θυμούμαι πόσο με είχε συγκινήσει ένα ημερολόγιο του «Μπουκέτου» καθώς και τα «Μυστικά του βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα. Θυμούμαι επίσης πως τα λεφτά που μου έδινε ο πατέρας μου για να μάθω ποδήλατο, εγώ τα μάζευα και αγόραζα από έναν παλαιοβιβλιοπώλη διάφορα παλιά βιβλία. Τα πρώτα βιβλία που αγόρασα μ’ αυτόν τον τρόπο - ήμουν τότε στην τρίτη γυμνασίου - ήταν μια βιογραφία του Νέρωνα (!), η «Ιστορία του Χριστού» του Παπίνη, ο «Καβάφης» του Μαλάνου, ο «Ρίλκε» του Λούβαρι κ.ά. Παράλληλα διάβαζα και πολλά βιβλία που προθυμοποιούνταν να μου δανείζουν οι φίλοι μου. Η λαχτάρα μου για το βιβλίο φούντωσε ακόμα περισσότερο όταν έγινα φοιτητής. Τότε διάβαζα με μανία αρχαίους κλασικούς στο σπουδαστήριο της Φιλοσοφικής Σχολής και παράλληλα πήγαινα στο αναγνωστήριο της Χ.Φ.Ε., και στη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Φυσικά εξακολουθούσα να αγοράζω με μεγαλύτερο πάθος νεοελληνική λογοτεχνία ή δανειζόμουν βιβλία από τους φίλους μου (τον Μίμη Μεϊμάρογλου, τον Τριαντάφυλλο Πίττα, τον Τάκη Βαρβιτσιώτη κ.ά.π.), πολλά από τα οποία τα αντέγραφα με μεγάλη φιλοκαλία· ακόμα έχω στα χαρτιά μου χειρόγραφα τα ποιήματα του Καβάφη και του Κάλβου, το «Πούσι» του Καββαδία και τον «Ανθυπολοχαγό» του Ελύτη, καθώς και σκόρπια ποιήματα από εκατοντάδες ποιητές. Δυστυχώς όλη αυτή η μακαριότητα άρχισε να χάνεται όταν έβγαλα τη «Διαγώνιο». Μικροί και μεγάλοι λογοτέχνες μου έστελναν τα βιβλία τους - στην αρχή έπαιρνα ένα τη βδομάδα, τώρα έφτασα τα τρία την ημέρα - κι έπρεπε να τα διαβάζω και να τους απαντώ. Πολύ γρήγορα κατάλαβα πως είχα μπει σε μια άνευ προηγουμένου περιπέτεια διαβάζοντας από υποχρέωση βιβλία που μου έτρωγαν το χρόνο χωρίς να μου προσφέρουν σχεδόν τίποτε, χώρια που τα πιο πολλά ήταν σαβούρα. Έτσι έπαψα να διαβάζω αυτά που ήθελα και διάβαζα αυτά που δεν ήθελα. Κι αντί να διαβάζω προσεκτικά, άρχισα να διαβάζω επιπόλαια. Σήμερα η κατάσταση αυτή έχει φτάσει στο απροχώρητο. Ακόμα και στον ύπνο μου με κυνηγούν εκατοντάδες βιβλία και χειρόγραφα. Κι ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω πώς το μεράκι μου για το βιβλίο με οδήγησε σ’ αυτό το λαβύρινθο των υποχρεώσεων, που ώρες ώρες με κάνει να μισώ τα βιβλία.
Ο
συνεντευξη/65
Μια συνομιλία με τον Μάνο Χατζιδάκι
Η λογοτεχνία και το έργο τον Ο Μόνος Χατζιδάκις ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που όσο τον γνωρίζεις τόσο περισσότερο αισθάνεσαι την ανάγκη να καταγράψεις τα λ εγόμενό του. Πρόκειται για ακούσματα χαρακτηριστικά που λείπουν, συνή θως, από τις λογής σ υν εν τεύξεις του και που έχουν την ιδιότητα να αφορούν τόσο τον τόπο μας όσο και την προσωπική του ιστορία. Μια στάση ζωής που βρίσκεται σε αυστηρό, αδιάκοπο γίγνεσθαι. Δ ε ν πίστευα ποτέ πως θα 'πρεπε να 'ρθει μια αίθρια νύχτα σε μια ταβέρνα στη γειτονιά του, στο Παγκράτι, για να δ ο θ εί αυτό το γνήσιο μάθημα ενός δασκάλου, λίγο ασυνήθιστου για τα ελληνικά μέτρα, προς ένα μαθητή. Και πως θα χρειαζόταν να περάσουν πέντε χρόνια ώσπου να καταλήξει στις σελίδες του «Διαβάζω» για το οποίο προοριζόταν. «Σε μένα απομένει το τραγούδι», είπε κάποτε, «η μαγική στιγμή μου που είναι μια εξαίσια απάντηση, α ρ κεί να μ ε ρω τήσετε. Ρωτήστε μ ε λοιπόν. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε. Γ ια τί θα τραγουδήσω». Κι εγώ δεν έχασα χρόνο. Τον πλησίασα όπως πάντα μ ’ όλο το θάρρος, την εκτίμηση και τις ανησυχίες που έχ ει ένας νέος, κι άρχισα να τον ρωτώ:
6 6/συνεντευξη Συνήθως τί διαβάζετε, κύριε Χατζιόάκι;
Βιβλία, ως επί το πλείστον, όταν μου το επιτρέπουν τα ελληνικά των συγγραφέων και των μεταφραστών να τα τελειώσω. Έχω μεγάλη ευαισθησία στο γραπτό κείμενο και δεν μπορώ να διαβάσω κακά ελληνικά. Τί εννοείτε «κακά ελληνικά»;
Τα ελληνικά του ποδαριού και της στά νης. Τα ελληνικά των προβάτων και των τραγουδιστών. Αυτά τα ελληνικά που δεν διδάχτηκα από τα ακριβά κείμενα του τό που μας. Πείτε μου μερικά ελληνικά κείμενα που σας αποκάλυψαν ή σας διαμόρφωσαν;
Θυμάμαι στα νιάτα μου βιβλία μεγίστης επιρροής. Οι «Προσανατολισμοί» του Ελύτη, τα «Γράμματα σ’ ένα νέο Ποιητή» του Ρίλκε, ο «Πέδρο Κάζας» του Κόντογλου και η «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού. Αναφέρω μερικά απ’ αυτά που μου έρχο νται άμεσα στο νου. Όλοι ξέρουμε πως μεγαλώσατε μέσα σ’ ένα περιβάλλον αστικό και καλλιεργημένο που συνετέλεσε στο να διαμορφωθεί νωρίς η τάση σας για την τέχνη. Ήταν εξ αιτίας του πάθους σας για την ποίηση και την τέχνη που σας έκανε αργότερα να γνωριστείτε με τη γενιά του ’30 και να γίνετε μέλος της;
Παθιασμένος με τα γράμματα δεν υπήρξα ποτέ. Ούτε με την τέχνη γενικά. Η τέχνη και τα γράμματα ήταν για μένα ο περίγυρός μου, ο απαραίτητος περίγυρός μου για να κινούμαι. Κι όπως αγαπώ ένα ακριβό αντι κείμενο, ή ένα ακριβό γραφείο, ή έναν ακριβό πίνακα να με τριγυρίζει, έτσι αγα πούσα να ζω με την ακριβή τέχνη. Στο να μπορέσω να οδηγηθώ στην πραγματική τέ χνη με βοήθησαν οι φίλοι μου και η τάση μου γι’ αυτήν. Είχα από ένστικτο, μια τάση να ξεχωρίζω το ακριβό από το εφήμερο και το φτηνό. Φυσικά αυτό συνετέλεσε στο να γίνω μέλος ή να γίνω φίλος μ’ αυτή την ομάδα που λέτε στα γράμματά μας, που έπαιξε μετέπειτα τόσο μεγάλο και καθορι στικό ρόλο. Λοιπόν, η ανάγκη ενός χώρου μες στον οποίο θα κινιόμουν με οδήγησε σ’ αυτούς κι όχι το πάθος μου για την ποίηση ή την τέχνη. Άλλωστε όσους γνώριζα πα θιασμένους για την τέχνη ήσαν πολύ λίγο ενδιαφέροντες άνθρωποι που δεν μου ενέ πνεαν εμπιστοσύνη. Το πάθος, γενικά, μου δημιουργεί ερωτήματα. Αγαπώ τον έρωτα,
δεν είμαι παθιασμένος για τον έρωτα. Αλλά πολύ περισσότερο όταν η τέχνη γίνεται πάθος οδηγεί σε παραμορφώσεις του ατό μου και όχι σε διαμόρφωση ενός ατόμου. Λοιπόν, έχω μεγάλη μανία να ζω σωστά και ακριβά μέσα στο χώρο μου. Αυτό με οδήγη σε σε όλες μου τις σχέσεις, και φυσικά, και στη μουσική μου. Σας έχω ακούσει πολλές φορές να μιλάτε για τον Νίκο Γκάτσο. Είχατε πει κάποτε πως είστε «παιδί του Γκάτσου». Τον θαυμάζετε, τον θεωρείτε δάσκαλό σας - πώς το εννοείτε;
Ο Γκάτσος πρώτα απ’ όλα είναι ένας μεγάλος ποιητής. Όλοι σταματούν στο γε γονός ότι έχει γράψει ένα βιβλίο, αλλά είμαι βέβαιος ότι κανένας δε γνωρίζει το ένα αυτό βιβλίο, για ν’ αντιληφθεί πόσο δε χρειαζόταν το δεύτερο βιβλίο, αφού δεν θέλησε να μας το δώσει. Ο Γκάτσος είναι επίσης ένας μεγάλος στοχαστής. Βαθιά ελ ληνικός και βαθιά σύγχρονος. Πολύ λίγοι είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν. Μέσα σ’ αυτούς κι εγώ. Συνεπώς, η επιρροή του μού χάρισε ό,τι στέρεο, ό,τι σοβαρό κι ό,τι αξιόλογο περιέχω σήμερα. Ξέρω πολλούς με ταλέντο αλλά πολύ λίγους ν’ αντέχουν σ’ ένα αυστηρό κοίταγμα. Εμένα με βοήθησε η εκπαίδευσή μου ν’ αντέχω, όλους αυτούς τους αντιπνευματικούς καιρούς που δια νύουμε, χωρίς να με διαβρώνουν, να με αλλοιώνουν ή να με εξουθενώνουν. Στον Γκάτσο οφείλω κατά πολύ την αντοχή μου και τη νεότητά μου. Ελπίζω κάποτε να τον ανακαλύψουν κι άλλοι νεοέλληνες κι έστω μετά από την «Αμοργό» να μπορέσουν να κάνουν μια ουσιαστική επαφή μαζί του. Ωστόσο αν και είχατε γνωριστεί με τον Γκάτσο, εντούτοις ξεκινήσατε την καριέρα σας με τη μελοποίηση δυο ποιημάτων του Μίλτου Σαχτούρη {«Δυο Ναυτικά Τραγούδια», 1947). Οι νέοι σήμερα εκτιμούν πολύ τον Σαχτούρη, εσείς πως τον βλέπετε σε σχέση με άλλους ποιητές της γενιάς του;
Ναι. Έγραψα τα «Δυο Ναυτικά Τραγού δια» πολύ νωρίς, το ’47. Με τον Σαχτούρη είμαστε σχεδόν συνομήλικοι. Νομίζω πως είναι λιγάκι μεγαλύτερος από μένα. Η ιδέα μου για τον Μίλτο είναι ότι είναι ένας πολύ καλός ποιητής κάπως ιδιότυπος. Και η ιδιοτυπία του προέρχεται τόσο από τη ζωή του όσο κι από τις ιδέες του, οι οποίες είναι κάπως μονομερείς. Βέβαια έχει γράψει αξιόλογα ποιήματα. Δεν μπορώ να πω ότι
συν εν τευξη/6 7
ξεπερνάει τους προηγούμενους απ’ αυτόν: τη γενιά Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσου. Αλλά τί σημασία έχει; Είναι ένας καλός ποιητής τον οποίο εκτιμώ βαθύτατα. Και με ελκύει. Αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία. Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι ξεκινήσατε με τον Σαχτούρη;
Όχι, γιατί ήταν συμπτωματικό. Ξεκίνησα με τον Σαχτούρη γιατί βρήκα την ποίησή του, τα ποιήματα αυτά που είχα διαλέξει, να ταιριάζουν πάρα πολύ μ’ εκείνο που ήθελα να εκφράσω εκείνο τον καιρό. Να μην είναι μεγάλα ποιήματα και τόσο ισχυρά που να μην μπορώ να μπω μέσα τους. Η ελλειπτική γραφή του Σαχτούρη μού άφηνε περιθώρια να εισχωρήσω μουσικά ανάμεσα από τους στίχους του. Και μ’ άρεσε κι η ιδέα. Αυτά τα «Δυο Ναυτικά Τραγούδια» μ’ άρεσαν πολύ. Και ο ναύτης που περπα τάει ψηλά στο φεγγάρι κι η κοπέλα που λέει ένα τραγούδι για να τον φτάσει, αλλά δεν φτάνει ποτέ το τραγούδι της στο ναύτη. Και ο βαρκάρης των κεραυνών που γυρίζει από ακτή σε ακτή και δεν θέλει ν’ αράξει πουθε νά. Αυτές οι δυο ιδέες είναι τόσο ωραίες για τραγούδι που δεν μπορούσαν να μ’ αφήσουν ασυγκίνητο, άσχετα αν εσείς το ανακαλύψατε πολύ αργά. Αλλά για μένα εκείνη την εποχή ήταν φυσικό κι επόμενο να μ’ οδηγήσουν στη μελοποίησή τους. Α ς ξαναγυρίσονμε στον Γκάτσο. Πολλοί λένε πως το έργο πον σας επέβαλε είναι τα τρα γούδια σας για τον Λόρκα («Ματωμένος Γάμος», 1948, σε μετάφρασή τον). Υπάρχει πράγματι μια μυστική συγγένεια του Ισπανού ποιητή με τον χαρακτήρα της μουσικής σας.
Μα με τον Λόρκα δεν θα είχα καμιά συγγένεια αν δεν υπήρχε η μετάφραση του Γκάτσου. Νομίζω ότι η σχέση μου με τον Γκάτσο είναι αυτή που μου έδωσε και τη σύνδεσή μου με τον Λόρκα. Διότι εκείνη τη στιγμή τα αιτήματα τα μουσικά που περιφέ ρονταν στην ατμόσφαιρα, βρήκαν αφορμή με το ανέβασμα αυτού του έργου, να πά ρουν μια πρώτη μορφή, μια πρώτη μορφο ποίηση καλύτερα. Μορφοποιούσα την ανα κάλυψή μου του ρεμπέτικου σ’ ένα έργο το οποίο δεν ήταν μεν ελληνικό, αλλά στην προσπάθειά μου για να πραγματοποιήσω αυτά τα στοιχεία ακουμπούσα στα διαχρο νικά ή μάλλον, στις πέρα από τον τόπο καταγωγής διαστάσεις του έργου αυτού.
Ο Μόνος Χατξιδάκις γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23-10-1925. Γονείς του ο Γιώργος X. από το Μύρθιο Ρέθυμνου, νομικός, κι η Αλίκη Αρβανιτίδη από την Ανδριανούπολη. Το 1931 η οικογέ νεια (έχει προστεθεί και η αδελφή του Μιράντα) εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, στο Παγκράτι, όπου έκτοτε μένει μόνιμα ο συνθέτης. Το 1938 σκοτώθηκε ο πατέρας του σε αεροπορικό δυστύχημα. Οι πρόωρες διακεκριμένες μουσικές του επιδό σεις που κατακτήθηκαν κατόπιν από προσωπική κι επίμονη γνώση, η ανακάλυψη του ρεμπέτικου, η επαφή του με τη γενιά του ’30 και ιδίως με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, η γνωριμία του με τον Κάρολο Κουν και η θριαμβευτική συνεργασία τους σε παραστάσεις του θεάτρου Τέχνης, η διεύθυνση του Γ' προγράμματος της ΕΡΤ και η ολιγόμηνη διεύθυνση της ΚΟΑ, αποτελούν μερι κούς από τους πιο βασικούς σταθμούς της στα διοδρομίας του και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά στοιχεία που επισφράγισαν τον τόπο, τη σύγχρο νη νεοελληνική συνείδηση. Μερικές από τις κύ ριες μουσικές του συνθέσεις είναι: «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα» (1947-48), «Αυο ναυτικά τραγούδια» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Μαρσύας» (1949), «Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές» (1949-50), «Το καταραμένο Φίδι» (1950), «Δυο Χοές» [Ορέστεια] (1950), «Ιονική σουίτα για πιάνο» (1953), «Ο κύκλος του C.N.S.» (1954), «Μουσική για τη Μήδεια» (1956), «Λυσιστράτη» (1957), «Παραμύθι χωρίς όνομα» (1957), «Ο κύκλος με την κιμωλία» (1957), «θεσμοφοριάζουσες» (1958), «Επιτάφιος» (1958), «Βάτραχοι» (1959), «Ρινάλδος και Αρμίδα» (1959), «Όρνι θες» (1959-64), «Βάκχες» (1962), «Χαμόγελο της Τζοκόντας» (1964), «Μυθολογία» (1965), «Καπετάν Μιχάλης» (1965), «Ρυθμολογία» (1969-70), «Μπλου» (1968), «Αντικατοπτρισμοί» (1969), «Η Εποχή της Μελισσάνθης» (1970-80), «Μεγάλος Ερωτικός» (1972), «Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» (1973), «Τα Παράλο γα» (1976), «Χωρίον ο Πόθος» (1977), «ΓΙινδαρικά» (1981), «Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς» (1982-83), «Πορνογραφία» (1983), «30 Νυχτερι νά» (1983), «Σκοτεινή Μητέρα» (1985-86), «Αμοργός» (1976-88).
68/σ υ νεντευξη
Εισχωρούσα στο οικουμενικό στοιχείο που περιείχε ο Λόρκα, γράφοντας ελληνική μου σική. Πολλοί κάναν το λάθος και στον Γκάτσο και σε μένα: είδαν μια ελληνικοποίηση του έργου και μάλιστα ο 'Αλκής Θρύλος, ο τότε θεατρικός κριτικός, βρήκε το έργο ηθογραφικό. Λάθος τεράστιο κι ως προς το έργο κι ως προς τη δουλειά μας. Η ελληνικότης της εργασίας μας, όπως και του Γκάτσου, ήταν η πίστη μας ότι το έργο του Λόρκα είναι διεθνές κι όχι η ανάγκη τού να μεταφερθεί στα καθ’ ημάς. Και βέβαια το έργο κάθε άλλο παρά ηθογραφικό είναι. Είναι ένα μέγιστο ποιητικό έργο που δυστυ χώς, είχε κακές επιρροές στον τόπο μας, διότι παρά πολλοί ελάσσονες θεατρικοί συγγραφείς το πήραν σαν πρότυπο κι έκα ναν ηθογραφία κι εύκολη ποίηση στο θέα τρο. Α ν θυμάμαι καλά, την ίδια χρονιά πρώτος εσείς αποκαλύψατε το ρεμπέτικο με μια διά λεξή σας στο Θέατρο Τέχνης;
Για να καταλάβετε την επιρροή του ρε μπέτικου πάνω μου πρέπει να ξέρετε τι σήμαινε ρεμπέτικο κείνο τον καιρό. Δηλαδή;
Ήταν μια παράνομη, με όλη τη σημασία της λέξης, μουσική. Η αντίθεσή μου με την μικροαστική Αθήνα μ’ έφερε στον αντίποδά της: στην ανακάλυψη του καταδιωκτέου και παράνομου. Από κει και πέρα, όταν το ρεμπέτικο έγινε τόσο αφόρητα νόμιμο, όσο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στις μέρες μας, αποκηρύσσω μετά βδελυγμίας τη σχέση μου μ’ αυτό, όπως μετά βδελυγμίας έπρεπε ν’ αποκηρύξουν οι αριστεροί εκείνου του καιρού τη σύνδεσή τους με το ΚΚΕ στα γραφεία της Ασφάλειας. Με δυο λόγια, από την ώρα που το ρεμπέτικο μπήκε στη «νόμι μη» περιοχή της μουσικολογίας, κάθε πα λιός λάτρης του ρεμπέτικου λέει: «παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτον». Τελικά η όλη ιστορία του ρεμπέτικου μας χάρισε τριάντα αξιόλογα τραγούδια και αφόρητο ύφος (στυλ). Και με τον Τέννεση Ονίλλιαμς τί σας συνδέει; Έχετε γράψει τη μουσική για δυο του έργα (Γυάλινος Κόσμος, 1947, και Λεωφορείον ο Πόθος, 1948).
Με τον Τέν. Ουίλλιαμς η επαφή μου ήταν μέσω του Θ. Τέχνης, όχι κατευθείαν. Δηλα δή δεν τον ανακάλυψα εγώ αλλά ο Κουν. Κι
εγώ τον έντυσα με μουσική, πολύ επιτυχή ομολογώ, ίσως γιατί νιώθαμε μια κοινή έλξη με το αμφιλεγόμενο πρόσωπο της Μπλανς Ντυμπουά- είδωλο όλων των τραβεστί του παρόντος χρόνου. Ομολογώ επί σης, ότι σήμερα περισσότερο σαν αισθημα τική ανάμνηση περιέχω τον Τέν. Ουίλλιαμς παρά σαν ποιητικό λόγο. Το 1957 για πρώτη φορά ήρθατε σ’ επαφή με το έργο του Μπρεχτ. Το Θέατρο Τέχνης έστειλε τη μουσική και τα τραγούδια από τον «Κύκλο με τη Κιμωλία» σε μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη στη χήρα του συγγραφέα Έλενα Βάιγγελ, η οποία όμως δεν τα ενέκρινε. Ο Κουν ωστόσο, ανέβασε το έργο μ ’ αυτή τη μουσική και χωρίς την έγκρισή της. Τί ήταν αυτό που δεν άρεσε στη Βάιγγελ και άρεσε στον Κουν κι ακόμη, πώς βλέπετε σήμερα τον Μπρεχτ σαν ποιητή;
Πρώτα απ’ όλα ο Κουν έστειλε τη μουσι κή μετά την παράσταση του «Κύκλου με την Κιμωλία», για να πάρει την άδειά της, επειδή το επόμενο έργο που θα ανέβαζε ήταν «Ο Καλός 'Ανθρωπος του Σετσουάν», κι έπρεπε ο μουσικός που θα έγραφε τη μουσική στα τραγούδια να ’ναι της έγκρισής της. Αλλά δεν έστειλε τη μουσική. Έστειλε απλώς τ’ όνομά μου. Η Βάιγγελ, πιστή στο γράμμα των παραστάσεων Μπρεχτ, κρατού σε τα ηνία για να πραγματοποιούνται πα ραστάσεις αυστηρές με τις προϋποθέσεις του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Άποψη πέρα για πέρα αντιθεατρική, διότι, ως γνωστόν, η μουσική και η σκηνογραφία και τα κου στούμια είναι στοιχεία παραστάσεως κι όχι του έργου. Γι’ αυτό και η εμμονή της Βάιγγελ, όσο ήταν εν ζωή, δημιουργούσε αποτυχημένες παραστάσεις στο εξωτερικό. Όσοι τολμούσαν ν’ ανεβάσουν Μπρεχτ κά τω από τους αυστηρούς περιορισμούς της Βάιγγελ, αποτυγχάναν. Ο Κουν, αγνοώντας τις αυστηρές προϋποθέσεις για το ανέβασμα του «Κύκλου», τον ανέβασε με τη μουσική μου και είχε επιτυχία. Η Βάιγγελ το έμαθε και θύμωσε. Θέλοντας ο Κουν ν’ ανεβάσει τον «Καλό Άνθρωπο του Σετσουάν» την επόμενη χρονιά, για να του δώσει την άδεια συμβιβάστηκε με την εντολή της να το ανεβάσει με τη μουσική του Ντεσάου. Μια μουσική ξένη και προς το χαρακτήρα του τόπου μας και του Κουν. Η παράσταση απέτυχε. Αυτό είναι το ιστορικό. Γι αυτό άλλωστε και πριν το θάνατο της Βάιγγελ
σ υνεντευξη/69
δεν γίνονταν πολλές παραστάσεις του Μπρεχτ. Η Βάιγγελ θέλοντας να τον περιφρουρήσει εμπόδισε τη διάδοσή του. Μετά το θάνατό της έπαυσαν να ισχύουν αυτοί οι περιορισμοί κι έτσι άρχισαν να ενδιαφέρονται οι μεγάλοι σκηνοθέτες του παγκόσμιου θεάτρου για την εργασία του Μπρεχτ και να την ανεβάζουν. Ποια είναι η γνώμη μου για τον Μπρεχτ; Ένας σημαντικός ποιητής του θεάτρου, όσες φορές ξεχνούσε τις συνταγές του περί θεάτρου. Πρέπει όμως να τονίσω πως η περίπτωση του «Κύκλου με την Κι μωλία» είχε ένα άλλο στοιχείο που συνέτεινε στην επιτυχία του. Την εξαίσια μετάφρα ση του Οδυσσέα Ελύτη. Δηλαδή είχαμε την τύχη να ακούσουμε ένα Μπρεχτικό κείμενο σε μια γλώσσα γνήσια, σύγχρονη, ελληνική και ανωτάτου ποιητικού επιπέδου.
ελαττώματα της φυλής ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με τους αρχαίους τραγικούς. Διαβάζο ντας Αριστοφάνη μόνο τότε νιώθω από 3000 ετών Έλλην. Ενώ ο Σοφοκλής για παράδειγμα φανερώνει την ανθρώπινη ανωριμότητά μου και το δρόμο που έχω να διανύσω ίσαμε την ολική αποδοχή του. Δυστυχώς δεν είμαστε οι απόγονοι των τραγικών, αλλά μονάχα οι απόγονοι των δουλοπάροικων και των μεταναστών. Γράψατε και τη μουσική τον «'Ονείρου Κα λοκαιρινής Νύχτας» (1954). Αλήθεια τί σχέση έχετε με τον Σαίξπηρ και τα κείμενά του;
Μια παρόμοια σχέση που έχω με τη βασίλισσα Ελισάβετ. Μια πάρα πολύ απο μακρυσμένη αίσθηση ποιητικού μεγαλείου. Αλλά δεν έχουμε κοινή καταγωγή. Ο Σαίξ πηρ είναι περίεργα ντυμένος - όπως η βασίλισσα Ελισάβετ. Βέβαια- σημεία των καιρών- κατ’ ουδένα τρόπο η βασίλισσα Ελισάβετ δεν διαθέτει το δαιμονικό ποιητι κό περιεχόμενο του Σαίξπηρ. Διαθέτει μόνο κοινή καταγωγή και κοινό μεγαλείο. Τί σχέση μπορώ να έχω εγώ ένας Ξανθιώτης κρητικής καταγωγής που μεγάλωσε στην Αθήνα; Μ’ αυτές τις ευοίωνες σκέψεις ξεκινήσατε να γράψετε τη μουσική;
Επιτρέψτε μου να σας πω ότι τον καιρό που έγραφα αυτή τη μουσική δεν διέθετα τόσο πολυτελείς σκέψεις. Γι αυτό άλλωστε και δεν εμποδίστηκα να γράψω την κα τάλληλη μουσική για την κατάλληλη παρά σταση, απέχοντας πολύ από τη μεγαλοφυία του μεγάλου Άγγλου ποιητή. Πώς προσεγγίσατε, πώς ερμηνεύσατε ηχητικά τον ποιητικό λόγο της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας;
Εδώ θα σας αποκαλύψω ότι δεν έπαιξε καθόλου ρόλο η κοινή καταγωγή. Εκείνοι παρέμειναν αρχαίοι κι εγώ πεισματικά νεοέλλην και μάλιστα νεαράς ηλικίας - για ν’ αναφερθώ στην εποχή που έγραψα την Ορέστεια προπάντων και τη Μήδεια μετά. Το ταλέντο που διέθετα επηρέασε το αποτέ λεσμα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρήκα λύσεις ή ότι βρέθηκα στο ύψος των μεγάλων τς^νικών πο.,-ών. Θα μπορούσα ν’ απα ντήσω ότι με τις κωμωδίες τοι Α,ριστοφάνη συνδεόμεθα μέσα από τα διατηρηθέντα
Έχετε μελοποιήσει και το έργο του Σικέλια νού «Ο Θάνατος τον Διγενή» (1957) που πριν από λίγα χρόνια ανεδάστηκε με την ίδια εκείνη μουσική στο Λυκαβηττό. Πιστεύετε, όπως υπάρχει μια τάση, πως το πέρασμα του χρόνον έχει δημιουργήσει κάποια ρήγματα στο έργο του ποιητή;
Κατ’ αρχήν η παράσταση ήταν κακή και δεν πρέπει να μνημονεύεται. Ούτε πρόκει ται να λάβετε αντίληψη του Σικελιανού απ’ αυτή την παράσταση. Δεύτερον, η μουσική μου ήταν πρόχειρη. Δεν έχει καμία αξία, ούτε πλησιάζει το έργο του Σικελιανού. Βλέπετε ότι έχω απόλυτη συνείδηση των εργασιών μου. Ο «Γάμος», αντιθέτως, στέ κεται τέλεια στον Λόρκα κι ούτε προβλέπω να υπάρξει προς το παρόν, μουσικός που
70/συνεντευξη
θα γράψει μιαν άλλη μουσική τόσο υψηλού επιπέδου όπως ήταν ο «Ματωμένος Γάμος» ο δικός μου. Ο «Θάνατος του Διγενή» είναι κακή μουσική, πρόχειρη και δεν μ’ αρέσει καθόλου. Ο ποιητής είναι πολύ πιο πάνω, όχι από το αποτέλεσμά μου, αλλά κι από τις προθέσεις μου, τότε τις μουσικές. Και τότε πώς δεχτήκατε να γράψετε τη μουσική;
Απλούστατα, δεν είχα τις δυνατότητες ν’ αντιμετωπίσω το έργο και το είδα πολύ εύκολα ανεβασμένο. Δεν δούλεψα σοβαρά. Εργαζόμουνα, τον ίδιο καιρό σε άλλες ερ γασίες τις οποίες πέτυχα περισσότερο απ’ αυτή που δεν πέτυχε. Άλλωστε δεν μ’ ενέπνεε η παράσταση. Ανέλαβα τη μουσική διότι είχα προσωπική γνωριμία με τον ποιη τή και μ’ αγαπούσε πάρα πολύ. Κι αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα τη σύνθεση αυτής της μουσικής κι όχι βέβαια το αποτέ λεσμα της παράστασης, το οποίον ήξερα ότι θα ήταν μάλλον κάτω του μέτριου, αν όχι κακό. Μου ρωτήσατε προηγουμένως για το αν το ποιητικό έργο του Σικελιανού έχει ρήγματα. Κατά τη γνώμη μου, την ταπεινή αλλά και ελεύθερη, ρήγματα έχει η παιδεία των νεοελλήνων που δεν διαθέτει τη δυνα τότητα να δει τη σημασία του έργου του Σικελιανού. Θα ’ρθει καιρός, όταν θα υπάρξουν γενιές περισσότερο σοβαρές απ’ αυτές που ζούμε σήμερα, τις κομματικο ποιημένες, ν’ ανακαλύψουν τη μεγάλη ποιη τική παράδοση. Μου λέτε για τον Σικελιανό, μα μήπως ξέρουν τον Κάλβο ή μήπως ξέρουν τον Σολωμό; Ξέρουν τον Ρίτσο μό νο, κι αυτόν με τη μια του όψη. Λοιπόν, περιμένετε να συζητήσουμε σοβαρά για τον Σικελιανό μιαν άλλη εποχή, όταν η ατμό σφαιρα θα ’ναι κατάλληλη για ένα παρό
μοιο διάλογο. Πώς αποφασίσατε να μελοποιήσετε ποιήματα του Τ.Κ. Βαρβιτσιώτη («Επιτάφιος», 1958);
Ήθελα να γράψω μια σειρά τραγουδιών για τον Επιτάφιο. Όχι για τον Επιτάφιο σαν θρησκευτικό γεγονός, αλλά που να περιέχουν μέσα την ατμόσφαιρα του Επιτα φίου. Γνωρίζοντας καλά την ποίηση που γραφόταν στον καιρό μου ήξερα και τον Βαρβιτσιώτη, ο οποίος μου έδωσε τη δυνα τότητα να συνθέσω μια σειρά οχτώ τραγου διών με το περιεχόμενο που ήθελα, αλλά ενέσκυψε ο Θεοδωράκης με τον δικό του «Επιτάφιο» του Ρίτσου. Εγώ δεν είχα τε λειώσει καλά-καλά τη σύνθεση του δικού μου κι αν έβγαζα έναν «Επιτάφιο» μετά τον Θεοδωράκη ουδείς θα πίστευε ότι θα ήταν μια σύμπτωση. Παρ’ όλο δε που η μουσική μου δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτήν του Μίκη, ούτε και τα ποιήματα με το ποίημα του Ρίτσου, ουδείς θα πίστευε ότι δεν πήγα να εκμεταλλευτώ τη φήμη του «Επιτάφιου» του Θεοδωράκη κι έτσι, το ανέστειλα επ’ αόριστον. Στο μεταξύ, τα εργάστηκα και σήμερα υπολογίζω μέσα στα δυο προσεχή χρόνια να τα εκτελέσω πρώτα και μετά να τα εκδώσω. Ανήκουν στο ύφος της εργα σίας του ’57, ’58. Το 1961 γράψατε τη μονόπρακτη όπερα «Ρινάλόος και Αρμίόα» που είναι βασισμένη στην «Ερωφίλη». Μιλήστε μας γι αυτό το άγνωστο έργο σας που το συμπεριλαμβάνετε στον γενικό κατάλογο των συνθέσεών σας.
Δεν το έχω ολοκληρώσει. Πολύ αξιόλογη πρόθεση, άξια αρχή, ενδιαφέρον προχώρημα, άγνωστο τέλος. Περιμένετε να το τε λειώσω και μετά Οα σ α ς μιλήσω. Τότε γιατί υπάρχει στον γενικό κατάλογο των έργων σας;
συνεντευξη/71
Γιατί είναι ένα πολύ καλό έργο το οποίο θα ολοκληρώσω σε μια δεδομένη στιγμή. Ο «Καπετάν Μιχάλης» (1966) βασίζεται σε φράσεις, λέξεις, τον ομώνυμον μυθιστορήμα τος του Καζαντζάκη. Πώς ξεκινήσατε να κάνετε αυτό το έργο μ ’ έναν πεζογράφο κι όχι ποιητή, όπως συνήθως; Έπαιξε ρόλο η κρητική σας καταγωγή;
Καθόλου. Ούτε η κρητική μου καταγωγή έπαιξε ρόλο ούτε το γεγονός ότι ανέβηκε στο θέατρο. Ή μάλλον αυτό ήταν η αφορμή γιατί με γοήτευε πάρα πολύ το να γράψω μουσική πάνω σε φράσεις πεζογραφήματος. Μάλιστα έχω σχεδιάσει να κάνω το ίδιο και με τον Ζενέ ύστερα από το εγχείρημα του «Καπετάν Μιχάλη». Και τώρα, νομίζω, ότι έχω την ωριμότητα να προβώ σ’ αυτό το δεύτερο εγχείρημα. Λοιπόν, με ελκύουν πά ντα καλλιτεχνικά αιτήματα όχι αισθηματι κά. Κι εγώ είμαι καλλιτέχνης όχι εραστής της τέχνης. Ποιος είναι για σας «εραστής της τέχνης»;
Εραστής της τέχνης είναι ο ερασιτέχνης. Κι αυτό πρέπει να το καταλάβετε. Και να το καταλάβουν κι όλοι οι νέοι.
ράκης και βρίσκαν το δικό μου ευαίσθητον αλλά όχι «αρρενωπόν». Σαν η ευαισθησία να είναι γνώρισμα γυναικείον, ας πούμε. Αυτές τις ανοησίες τις έχω ακούσει επανειλημμένως. Απλούστστα, είχα μιαν άλλη άποψη, κατά τη γνώμη μου πληρέστερη. Ο Θεοδωράκης ήθελε σώνει και καλά να τα περάσει πάνω από το κρεβάτι του Προ κρούστη του λαϊκού. Και φυσικά πέτυχε, χάρη στη φωνή του Μπιθικώτση, ένα απο τέλεσμα ενδιαφέρον. Αλλά δεν είχε διχάσει κανέναν. Το κοινό, οι αριστεροί, προτιμού σαν τον «Επιτάφιο» με τον Θεοδωράκη, οι άλλοι, οι αστοί, προτιμούσαν τον «Επιτά φιο» με τη Μούσχουρη. Οι μεν επειδή το έβλεπαν επικά οι άλλοι... αισθηματικά. Και οι δυο εκδοχές ολοκληρώνουν νομίζω, με τη σοβαρότητά τους και το έργο και το ποίη μα. Ο «Επιτάφιος» είναι ένα από τα ωραιό τερα ποιήματα που έχει γράψει ο Ρίτσος. Επίσης και η μουσική του Μίκη είναι επιτυ χής. Και τα δυο εξακολουθώ να τα εκτιμώ απεριόριστα και σήμερα. Και συνεχίζοντας τον «έλεγχο των' απο σκευών» σας - τί σας έκανε να αφιερώσετε τη «Ρυθμολογία» (1971) στο Σεφέρη;
Σας το υπόσχομαι. Παρ’ όλο που ανήκετε σε διαφορετικό χώρο (ιδεολογικά και αισθητι κά) από τον Μ. Θεοδωράκη και τον Γιάννη Ρίτσο, σεις φροντίσατε να γίνει η πρώτη εμφάνιση του «Επιτάφιου» με τη Ν. Μονσχουρη. Είχε δοθεί, τότε, μια άποψη που είχε διχάσει κοινό και κριτικούς. Η μουσική σας ερμηνεία είναι γνωστή, ποια γνώμη όμως έχετε για το ποίημα και τον Ρίτσο σήμερα, είναι άγνωστα.
Μόλις την είχα τελειώσει αναγγέλθηκε ο θάνατός του. Ήμουν στο εξωτερικό, στο Λονδίνο. Και το Λονδίνο και το κλίμα του κι ο θάνατος του Σεφέρη που ήταν μέσα στη χούντα, μ’ έκανε να αισθανθώ ότι πρέπει να του το αφιερώσω. Και διότι η «Ρυθμολο γία» είναι ένα έργο κάπως, ας πούμε δια νοητικό, το οποίο ταιριάζει στον Σεφέρη. Όλα αυτά παίξαν το ρόλο τους.
Λοιπόν, κατ’ αρχήν να μη λέμε υπερβο λές. Δεν είχε διχάσει ούτε τους κριτικούς, ούτε το κοινό. Οι αριστεροί και οι Λαμπράκηδες προτιμούσαν ό,τι διηύθυνε ο Θεοδω-
Ό χι με την έννοια του Γκάτσου. Γνωρι ζόμασταν, αλλά δεν βλεπόμασταν συχνά.
Γνωριζόσασταν με τον ποιητή;
72/σ υ νεντευξη To 1972 κυκλοφόρησε ο «Μεγάλος Ερωτι κός». Εκτός από τη θεματική επιλογή θα υπήρξε και ονομαστική αφού υπήρχαν κι όιλλοι ποιητές που εντάσσονται σ’ αυτό τον κύκλο τραγουδιών. Υπήρξε κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο που σας ώθησε να κάνετε αυτή τη συγκεκριμένη επιλογή στίχων και ονομάτων;
Ακούσετε. «Ο Μεγάλος Ερωτικός» έγινε από ένα αίσθημα ενοχής κι όχι από ερωτι κούς λόγους. Μόνον οι ανόητοι φαντάζο νται ότι όταν είσαι ερωτευμένος γράφεις ένα έργο σαν τον «Μεγάλο Ερωτικό». Τον «Μεγάλο Ερωτικό» τον γράφεις όταν δεν ασχολείσαι με το αν είσαι ερωτευμένος ή όχι. Έχεις ξεκαθαρίσει τα θέματα και είσαι ελεύθερος να σκέπτεσαι. Είχα ένα αίσθημα ενοχής απέναντι σε μια θαυμάσια γυναίκα, μητέρα πολύ φίλου μου, της Μυρτιώτισσας, μητέρα του Γιώργου Παππά, του μεγάλου ηθοποιού, ο οποίος ήταν και πολύ προσω πικός μου φίλος. Πήγαινα συχνά στο σπίτι τους και μου έψηνε καφέ και με ρωτούσε για μένα και την αγαπούσα. Όταν πέθανε ο Γιώργος έχασα τα ίχνη της, δεν είχα επαφή. Μια δεδομένη στιγμή, άρρωστη στο νοσο κομείο, μου στέλνει το «Σ’ αγαπώ», το περίφημο ποίημά της, για να κάνω μουσική, μαζί μ’ ένα πολύ συγκινητικό γράμμα. Τό τες, είπα ότι θα πάω αμέσως να τη δω, αλλά δεν πήγα, και, με την επιπολαιότητα που έχουν οι νέοι, το ξέχασα. Βρέθηκα στην Αμερική όπου, διαβάζοντας ότι πέθανε η Μυρτιώτισσα, μου ήρθε στο νου η παράλει ψή μου και βρήκα το γράμμα της και το ποίημα, κι αισθάνθηκα όλες τις τύψεις ενός ανθρώπου που, σαν νέος, κάνει τέτοιου είδους αστοχίες κι επιπολαιότητες. Θέλησα να γράψω μουσική εκ των υστέρων γι’ αυτό το ποίημα της Μυρτιώτισσας, το τόσο γνω στό στις παλαιότερες γενιές. Για να το συμπεριλάβω όμως κάπου έπρεπε να κάνω έναν ολόκληρο Ερωτικό. Κι έτσι, αποφάσι σα να επιλέξω ποιήματα από τη Σαπφώ μέχρι τις μέρες μας, για να συμπεριληφθεί και το «Σ’ αγαπώ» της Μυρτιώτισσας. Κι έκανα τον «Μεγάλο Ερωτικό». Νομίζω ότι πέτυχα ένα ωραίο έργο και, κατά βάθος, της ανήκει εξ ολοκλήρου. Αν ανήκει σε κάποιον ο «Μεγάλος Ερωτικός», δικαιωμα τικά ανήκει στη μνήμη της Μυρτιώτισσας. Αυτό είναι το ιστορικό. Δεν μου εξηγήσατε όμως με ποια κριτήρια κάνατε τη συγκεκριμέ νη επιλογή ονομάτων των ποιητών, γιατί
βέβαια δεν είναι οι μόνοι που έγραφαν ωραία ελληνικά ερωτικά ποιήματα.
Φαντάζομαι ότι το αποτέλεσμά μου θα δίνει την απάντηση που θέλετε. Εφόσον πέτυχα ένα σφιχτό σύνολο ποιημάτων τα οποία να ολοκληρώνουν τις διαθέσεις μου και τους στόχους μου, νομίζω ότι η επιλογή δικαιώνεται. Τα ποιήματα ήταν επιλεγμένα μέσα από τα κριτήρια που μου έδωσε η γενιά μες στην οποία ανατράφηκα. «Ο Οδοιπόρος, το Μεθυσμένο Κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» (1973), είναι μια μουσική ιστο ρία γεμάτη συμβολισμούς και αλληγορίες. Το κείμενο, οι στίχοι, παραμένουν σ’ έναν τόνο ερμητισμού. Μπορείτε να μας αποκρυπτογρα φήσετε τους σκοπούς αυτής σας της σύνθε σης;
Αυτή μου η σύνθεση τα λέει όλα πολύ καλά. Αυτό το ξέρω. Θέλω όμως να μιλήσετε πιο συγκεκριμένα π.χ. για τα πρόσωπα του έρ γου, τους στόχους του... «Ο Οδοιπόρος» είμαι εγώ, ο οποίος εκεί νο τον καιρό περιφερόμουνα ανά τον κόσμο και μόλις είχα έρθει στην Ελλάδα. Το «Με θυσμένο Κορίτσι» είναι ένα κορίτσι σαν τη Φλέρη Νταντωνάκη, σα την Ελένη Μανιά τη, που τότες ήτανε μαζί μου. Ένα κορίτσι πέρα από τα καθορισμένα, πέρα από τα όρια του λογικού, κι ο Αλκιβιάδης ήταν ένας νεαρός που πουλούσε τσιγάρα και μ’ άρεσε πάρα πολύ. Λοιπόν, σκέφθηκα ότι μια που δεν έχουμε κοινό μύθο ας τον κατασκευάσουμε. Ας ενώσουμε τον «Οδοι πόρο, το Μεθυσμένο Κορίτσι και τον Αλκι βιάδη» και φυσικά αυτό καταλήγει στον «Φόβο» που ήταν το κλίμα εκείνης της εποχής, το ’73, ιδίως μετά την άνοδο αυτού του βλακός του Ιωαννίδη, που δεν ήξερε κανένας αν θα επιζήσει ή όχι απ’ αυτή την τρομοκρατία που υπήρχε, χωρίς να υποψια ζόμαστε το πόσο βλαξ υπήρξε ο δημιουρ γών την τρομοκρατία. Λοιπόν, γι’ αυτό και το έργο μου τελείωνε με το «Φόβο», χωρίς μ’ αυτό να θέλω να πω ότι έκανα αντίσταση ή δυναμική αναφορά στους καιρούς. Δεν μ’ ενδιέφερε καθόλου η αντίσταση. Μ’ ενδιέφερε η ανθρώπινη υπόσταση μέσα σε τέ τοιες συνθήκες. «Αντιστάσεις» έγιναν πολ λές, ιδίως μετά τη χούντα. Έγινε πολύ μεγάλη «αντίσταση» στα γήπεδα στα οποία δεν μετείχα. Τώρα το τι περιέχουν οι στίχοι; Είναι ένα είδος αυτοβιονραφίας. Περιέχο-
σ υνεντευξη/73
νται πολλά στοιχεία προσωπικά και πολλά στοιχεία που ενώνουν αυτά τα τρία πρόσω πα: εμένα, το κορίτσι και το νεαρό αγόρι που μου άρεσε πολύ να το βλέπω να που λάει τσιγάρα στο περίπτερό του. Το 1981 μελοποιήσατε Πίνδαρο. Πώς βλέπετε τον Πίνδαρο σε συνάρτηση με τη Σαπφώ και πώς αποφασίσατε να μελοποιήσετε ποίημά τον στην τόσο δύσκολη μάλιστα γλώσσα του πρωτοτύπου;
Θα πρέπει να λέμε ένα ποίημα ή ποιήμα τα του Πίνδαρου, ποίημα της Σαπφώς. Δεν μελοποίησα Σαπφώ, δεν μελοποίησα Πίν δαρο. Παίρνω μερικές φορές εκείνα τα ποιητικά στοιχεία που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί μια μουσική ιδέα που έχω εκ των προτέρων. Μελοποίησα ορισμένους στίχους του Πίνδαρου οι οποίοι συνέθεσαν ένα ρέκβιεμ για ένα νέο όμορφο παιδί που πέθανε: τον Τόμας Σίπερς. Αυτή ήταν άλ λωστε η παραγγελία. Μου παρήγγειλε ο Ντίνος Γιαννόπουλος ο σκηνοθέτης, να φτιάξω ένα ρέκβιεμ για το χαμό τότε του Τόμας Σίπερς του μαέστρου και οραματιστή, ιδρυτή, κατά κάποιον τρόπο, του Φε στιβάλ της Κέρκυρας, το οποίο όμως δεν συνεχίστηκε. Αυτά, επι μιας μη σοσιαλιστι κής Ελλάδας. Αποφάσισα να πάρω στίχους του Πίνδαρου διότι γνώριζα ότι εγώ θα υμνούσα περισσότερο έναν όμορφο νέο και όχι τόσο ένα διάσημο μαέστρο. Επειδή λοιπόν ο Τόμας ήταν ένα ωραίο παιδί προπάντων, έπρεπε να υμνήσω το χαμό του σαν ωραίου παιδιού. Έτσι σκέφτηκα πως το καλύτερο ποιητικό κείμενο ήταν ο Πίν δαρος, ο οποίος υμνούσε στα ποιήματά του ωραίους αθλητές. Με τη γλώσσα είχα ήδη προηγούμενο: Τη λύση που είχα δώσει στη Σαπφώ. Θέλησα να την προεκτείνω. Να κάνω κάτι αντίστοιχο εκ νέου. Έτσι οδηγή θηκα να γράψω τη μουσική μου πάνω στο γνήσιο κείμενο κι όχι σε κάποια μετάφρα ση. Γιατί; Δεν υπήρχε μετάφραση που να σας ικανοποιεί;
Δεν μ’ ενδιέφερε. Ήθελα να παίξω με τη γλώσσα και μουσικά και ηχητικά. Και η επιτυχία της αντιμετώπισης της γλώσσας με τη Σαπφώ μ’ έκανε να ξαναδοκιμάσω το ίδιο και στον Πίνδαρο. Από καιρό σνζητείται πως ετοιμάζετε μια σειρά τραγουδούν γραμμένων από τον ποιητή
Γιώργο Χρονά με τίτλο «Ο Κοινός Βίος». Πώς αποφασίσατε να συνεργαστείτε με τον νέο αυτόν ποιητή και ποιος ο στόχος τον έργου;
Το έργο συνελήφθη ερήμην του Χρονά. Όμως τον είχε ανάγκη γιατί περιείχε την ατμόσφαιρά του και συνεργαστήκαμε ποιη τικά και μουσικά. Γράψατε τη μουσική για την ταινία τον Πήτερ Ουστίνωφ «Μεμέτ» (1984), που βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιασέρ Κεμάλ. Πώς σας φάνηκε το βιβλίο;
Το βρήκα ένα βιβλίο μάλλον μέτριο. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί έχει τόση μεγάλη επιτυχία. Είναι γοητευτικό βέβαια και ο Ουστίνωφ έκανε μια πολύ όμορφη ταινία, αλλλά αν θέλετε να ξέρετε, εγώ κάνω μουσική στον κινηματογράφο μόνο όταν θέλω να εισπράξω χρήματα. Είμαι φανατικός οπαδός του κινηματογράφου. Άλλωστε έχω γράψει πολλές φορές μουσι κή γι’ αυτόν, ιδιαίτερα παλιά όταν ήμουν νέος. Ο Ουστίνωφ εγγυόταν για μια ταινία επιπέδου. Τώρα, αν έχει επιτυχία ή όχι, δεν μ’ ενδιαφέρει, ούτε βρήκα καταπληκτικό το μυθιστόρημα. Έχετε διαβάσει άλλους Τούρκους συγγρα φείς; '
Ο Τούρκοι είναι ένας λαός που δεν μ’ αγγίζει ιδιαίτερα, ούτε αισθητικά, ούτε ερωτικά. Βέβαια τους προτιμώ σαν εχθρούς παρά σαν φίλους. Ως φίλοι μού δημιουρ γούν αμηχανία. Ως εχθρούς τούς έχω συνη θίσει. Αλλά προτιμώ ν’ ανακαλύπτω Έλλη νες ή και Αμερικανούς. Για Τούρκους δεν σκέφτηκα, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος που ... τον ανακαλύψω.
Τα γραπτά τον και το «Τέταρτο» Πότε αρχίσατε να γράφετε ποιήματα;
Πριν μάθω να γράφω μουσική. Διότι είχα τολμηρά οράματα που ήθελαν να εκφρα στούν όταν ακόμα η μουσική στα χέρια μου ήταν αδύναμη, χωρίς διαστάσεις και δυνα τότητες άξιες των οραμάτων μου (έτσι του λάχιστον πίστευα τότε). Φυσικά σύντομα διαπίστωσα ότι και η ποίηση απαιτούσε μιαν ίδια σκληρή εργασία, για να μπορέσει να γίνει ένα σίγουρο εκφραστικό όργανο, κι έτσι ρίχτηκα πιο γερά στη μουσική. Δεν ανήκα στους αφελείς νέους που πιστεύουν
7 4/συνεντευξη
ότι γνωρίζοντας γραφή κι ανάγνωση ήταν δυνατό να εκφραστούν μέσω της ποίησης. Γι αυτό και τα οποιαδήποτε ποιητικά μου ιδιωτικά παρασκευάσματα ανήκουν σε επο χές που η μουσική είχε γίνει πλέον ένα αξιόλογο όργανό μου και μπορούσε να με εκφράζει πληρέστερα. Τότε γιατί γράφατε ποιήματα;
Για να δοκιμαστώ. Πρώτα στον εαυτό μου τον ίδιο και ύστερα στους φίλους μου τους ποιητές. Αποτέλεσμα της δοκιμασίας;
Συγκαταβατική συνοφρυωμένη επιδοκι μασία. Πώς βλέπετε την παράλληλη ποιητική εργα σία τον Τσαρούχη. που κι αυτός είναι ζωγρά φος όπως κι εσείς μουσικός;
Ο Τσαρούχης γράφει σαν ζωγράφος κι εγώ σαν μουσικός. Μη ζητάτε μεγαλύτερες ευθύνες για το ποιητικό μας κέφι. Ο Εγγονόπονλος τί απ’ τα δυο κάνει;
Λένε οι φίλοι του: ζωγραφική με την ποίησή του και ποιήματα με τη ζωγραφική του. Αποφεύγουν να του αποδώσουν τα κατ’ ευθείαν φυσικά αποτελέσματα της κά θε εργασίας του. Τα «Σχόλια τον Τρίτου» (1980), ήταν μια επιτυχημένη έκδοση. Αισθάνεστε η αξία τους, οι στόχοι τους, να έχουν αλλοιωθεί αφού πια έχετε απομακρυνθεί από τις συνθήκες που τα γέννησαν; Μπορούν να έχουν το ίδιο ενδια φέρον και σήμερα αυτά τα χαρακτηριστικά
Τα «Σχόλια του Τρίτου» και το ύφος τους ήταν γέννημα ενός καιρού και ορισμένων συνθηκών μέσα στα οποία δούλευα τον καιρό εκείνο. Δηλαδή, έπρεπε να βρω έναν τρόπο να λέω όσα ήθελα να πω, τοποθετη μένα όμως σ’ ένα επίπεδο υψηλό, ανώτερο απ’ αυτό που είχε η ραδιοφωνία από τη γέννησή της εκείνο τον καιρό, και πολλές φορές καλυμμένο για να μη διώκομαι ποινικώς. Αν κι αυτό το τελευταίο δεν το αποφύγατε.
Ναι, δεν έχει σημασία. Νομίζω ότι πέτυχα ώς ένα σημείο. Αυτά τα κείμενα επειδή είναι στον μεγαλύτερο τους βαθμό αρκετά καλά γραμμένα μπορούν και τώρα να παρέ χουν μιαν απόλαυση. Δεν το ξέρω όμως γιατί δεν ασχολήθηκα μ’ αυτά όλο αυτό το διάστημα που τελείωσε η ιστορία του Τρί
του προγράμματος. Άλλωστε μετά είχα το «Τέταρτο». Απόδειξη ότι στα σχόλια που έκανα εκεί δεν αντέγραψα καθόλου το ύφος των «Σχολίων» του Τρίτου, γιατί το «Τέ ταρτο» μου παρείχε διαφορετικές προϋπο θέσεις και οι στόχοι του υπήρξαν εντελώς διαφορετικοί. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι τα «Σχόλια του Τρίτου» προγράμματος εί χαν μερικές στιγμές πολύ επιτυχείς από ποιητική άποψη, κι από την άποψη ενός τρόπου γραφής προφορικού κειμένου γιατί αυτά τα εκφωνούσα εγώ ο ίδιος. Και νομί ζω πως πέτυχαν να ελκύουν τρ ενδιαφέρον του σκεπτομένου. Γράφατε και θέατρο. Διάφορες σκηνές από την «Πορνογραφία» (1982). Πώς αποφασίσα τε να επιδοθείτε και σ’ αυτό το είδος τον λόγου ή και πώς ... τολμήσατε;
Δεν σας καταλαβαίνω. Τί θα πει «πώς τολμήσατε»; Δηλαδή βρίσκετε λιγότερο τολ μηρή απόφαση το να γράψω π.χ. τις «Μπα λάντες της οδού Αθηνάς» σαν μουσικός α π ' το να γράψω μερικά κείμενα θεατρικά της «Πορνογραφίας»; Ο θεατρικός λόγος είναι ένα άλλο είδος τέχνης στο οποίο, νομίζω, δεν είχατε άλλοτε δοκιμαστεί. Κι ίσως σ’ αυτό να οφείλεται η αποτυχία της «Πορνογραφίας».
Έτσι νομίζετε·. Πάντως σας διαβεβαιώ η μουσική μου είναι πιο τολμηρή πράξη απ’ οποιαδήποτε άλλη σε άλλους τομείς. Συμφωνώ απολύτως. Αλλά αυτό ισχύει με τη μουσική σας όχι με το θέατρό σας. Α ς μιλή σουμε τώρα για τον Τύπο και ειδικά για τα περιοδικά. Ασφαλώς θα διαβάζετε περιοδι κά.
Δεν ξέρω περιοδικά που να γράφονται σε καλή γλώ σ σ α . Χώρια ότι διαφωνώ εντελώς ακόμα και με τις απόψεις των σοβαρών λεγομένων περιοδικών. Για να σας δώσω ένα παράδειγμα: Κάποτε διάβασα την εξής ανεκδιήγητη άποψη: ένας τραγουδοποιός δεν πρέπει να εισπράττει χρήματα ή να διεκδικεί χρήματα διότι το τραγούδι του είναι κτήμα του λαού. Πώς είναι κτήμα του λαού; Εφόσον εμπνέεται από το λαό το ξαναδίνει στο λαό. Συνεπώς είναι ένας μεταφορεύς και οφείλει να εισπράττει το τιμολόγιον του μεταφορέως. Το περιοδικό ήταν μηνιαίο. Σκέφτηκα με τρόμο τι θα γινόταν αν αποφάσιζε να γίνει εβδομαδι αίο.
σ υνεντευξη/75 Για τ' άλλα περιοδικά τι έχετε να πείτε;
Για να πάρω σοβαρά περιοδικά ή μάλλον τα σοβαρών προθέσεων περιοδικά οφείλω να πω ότι προτιμώ το «Αντί» και τον «Δεκαπενθήμερο Πολίτη». Πολλές φορές περιέχουν θέσεις ενδιαφέρουσες. Αφήνω κατά μέρος το περιοδικό «Σχολιαστής» που εννοεί να εκπέμπει επανάσταση ψυγείου και αλλοτινών καιρών. Μιλάτε σαν εκδότης περιοδικού ή σαν ανα γνώστης;
Επιτρέψτε μου να σας πω ότι η ιδιότητα μου σαν διευθυντού ενός περιοδικού για 11 μήνες δεν μ’ έκανε ν’ αρνηθώ τη φυσική μου ιδιότητα του αναγνώστη. Και φυσικά μιλάω σαν αναγνώστης. Άλλωστε από τα τρία περιοδικά που ανέφερα, το «Αντί» και τον «Δεκαπενθήμερο Πολίτη», τα διαβάζω σχε δόν από τότε που ξεκίνησαν. Όσες διαφω νίες κι αν έχω για τη σκέψη του ενός και για τη γλώσσα του άλλου, δεν παύουν να μου ελκύουν το ενδιαφέρον περισσότερο από τα περιοδικά με χαλκομανίες. Στο κάτω-κάτω είναι τα μόνα ελληνικά περιοδικά που επέζησαν τόσο καιρό. Εσείς σαν διευθυντής περιοδικού για 11 μήνες σε ποιο κοινό στοχεύατε; Συμβαίνει να είναι το ίδιο το κοινό με των περιοδικών που αναφέρατε;
Να σας πω. Το «Τέταρτο» εστόχευε στα 11 του τεύχη σ’ ένα ευαισθητοποιημένο κοινό και όχι συγκεκριμένων πολιτικών το ποθετήσεων. Διότι οι πολιτικές μου τοποθε τήσεις και οι πολιτικές τοποθετήσεις των συνεργατών μου δεν εξυπηρετούσαν μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη, άσχετα από την παράταξη που ο καθένας μας ανήκε. Είχαμε μια τάση αναθεωρητική και συγχρόνως κριτική. Συνεπώς μας έφερνε σε αντίθεση με τους τοποθετημένους είτε ανή συχα, είτε εφησυχαστικά, στους διάφορους πολιτικούς χώρους. Μολονότι το «Τέταρτο» διέφερε τότε από τα άλλα περιοδικά στον πλούτο των θεμάτων εντούτοις τονίσατε περισσότερο το πολιτικό στοιχείο.
Ξεχνάτε ότι το «Τέταρτο» υπήρξε κατ’ ουσίαν τότε ένα πολιτικό περιοδικό γιατί εγώ βαθιά μέσα μου είμαι πολιτικοποιημέ νος. Διαφωνώ με την παρατήρησή σας ότι το «Τέταρτο» είχε ποιοτική διαφορά. 'Ηταν απλώς διαφορετικό από τα άλλα. Προσπα-
Λντώνης Κνριακούλης ’82. Πορνογραφία
θούσε να δει τα καλλιτεχνικά θέματα, τα κοινωνικά ακόμη και τα επιστημονικά, μέ σα από τις πολιτικές διαστάσεις τους κι όχι μέσα από καλλιτεχνικές, κοινωνικές και επιστημονικές προθέσεις τους. Και για να σας δώσω να καταλάβετε ένα μικρό παρά δειγμα. 'Ενας νέος που συλλαμβάνεται με την ασαφή και τόσο βολική κατηγορία του αναρχικού, για μένα προσωπικά, είναι θέμα σοβαρότερο πολλές χιλιάδες φορές πε ρισσότερο από μια επιτυχή ποιητική συλλο γή, ή ένα λογοτεχνικό βιβλίο ενός πολύ γνωστού Έλληνα συγγραφέα, ή ένα πληκτι κό κινηματογραφικό έργο ενός σημαντικού Έλληνα σκηνοθέτη. Αν δείτε αυτό, σαν βάση της έκδοσης του «Τέταρτου» κατά τη διεύθυνσή μου, θα καταλάβετε την πρόθεσή του και την αγωνία να ολοκληρώσει μια όσο γίνεται πληρέστερη πολιτική έκφραση. Η τέχνη έξω απ’ αυτή την πολιτική σύνδεση μ’ αφήνει αδιάφορο όπως άλλωστε και η τέχνη στην υπηρεσία των κομμάτων. Συνεπώς το «Τέταρτο», άσχετα πόσο το πέτυχε, φιλοδο ξούσε να είναι εντελώς διαφορετικό περιο δικό και όχι να καλύπτει μια ποιοτική διαφορά από τ’ άλλα. Η τέχνη λοιπόν λειτουργούσε σαν πρόφαση;
Δεν θα έλεγα πως η τέχνη λειτουργούσε σαν πρόφαση. Η τέχνη ήταν μια από τις εκφράσεις του περιοδικού, αλλά διόλου η σημαντικότερη. Μην ξεχνάτε ότι τα πρόσω πα της τέχνης που μας απασχολούσαν στο περιοδικό δεν ήταν απλώς καλλιτέχνες είναι
7 6/συνεντευξη
κάτι παραπάνω στον τομέα τους. Είναι ζωντανοί οργανισμοί βαθύτατα πολιτικο ποιημένοι. Δεν υπήρξαν όμως ούτε επαναστάτες, ούτε ανατροπείς σαν καλλιτέχνες.
Ποτέ οι επαναστάτες και οι ανατροπείς δεν υπήρξαν μεγάλοι καλλιτέχνες. Οι μεγά λοι καλλιτέχνες δεν επιφέρουν επαναστά σεις. Αρνούνται την κατάσταση και δη μιουργούν την αναγκαιότητα της επανάστα σης. Κι επιτέλους πρέπει κάποτε αυτά τα πράγματα να αποσαφηνιστούν. Αυτοί που ταλαιπωρούνται κάνοντας επανάσταση δεν έχουν καιρό να κάνουν διαχρονική τέχνη. Χώρια από το γεγονός ότι ο χρόνος που γίνεται η επανάσταση δεν αποδέχεται τη μεγάλη τέχνη. Επιζητεί συνθήματα και δη μοσιογραφική γραφή. Αυτό οι επαναστάτες το θεωρούν «μεγάλη τέχνη», αλλά είναι τόσο «μεγάλη», που την παίρνουν οι ίδιοι μαζί τους σαν πεθάνουν. Και δεν απομένει τιποτ’ άλλο απ’ αυτήν εκτός από την ιστορι κή περιγραφή. Η τέχνη των συνδικάτων και των σωματείων είναι προορισμένη να εξα ντληθεί με τα συνθήματα διαμαρτυρίας και ν’ απομείνουν μετά το τέλος της πορείας βρώμικοι δρόμοι και συνθήματα τυπωμένα σε φτηνό χαρτί. Αυτή είναι η τέχνη της επανάστασης. Ωραία άποψη. Αλλοίμονο όμως στο έργο τέχνης που όεν επιτίθεται στον καλλιτέχνη που όεν ανπόρά, όεν επαναστατεί. Αλήθεια πώς τοποθετείστε συνήθως στις αντιδράσεις του κόσμου σ' αυτά που λέτε και γράφετε; Σας ξαφνιάζουν;
Οφείλω να ομολογήσω πως εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να εκφραστώ ανεπιτήδευ τα, με ειλικρίνεια και σεμνά. Εδώ στην έννοια της σεμνότητας, πρέπει να εξαιρέσε τε τη μουσική μου. Η σεμνότητα αφορά τις πράξεις μου, τα λόγια μου και τα γραπτά μου. Τώρα από τη στιγμή που πετυχαίνω μια σωστή και συνεπή για μένα έκφραση προφορική ή γραπτή, ή παρασέρνω τον εαυτό μου σε μια πράξη τολμηρή μεν, αλλά σεμνή, καταλαβαίνετε πολύ καλά πως οι αντιδράσεις μάλλον μ’ αφήνουν αδιάφορο. Και πού βρίσκεται για σας η έννοια της σεμνότητας;
Η έννοια της σεμνότητας δεν περιέχει έπαρση, χωρίς αυτό να αποκλείει την υπε ρηφάνεια η οποία είναι γνήσια ανδρική
ιδιότης. Η σεμνότης περιέχει πίστη αλλά δεν περιέχει δογματισμό. Επιδέχεται το διάλογο, αλλά βέβαια ένα διάλογο επιπέ δου, και με γνήσιες αντίθετες απόψεις. Η σεμνότης, τέλος, δεν είναι σεμνοτυφία. Στην έννοια της σεμνότητας συμπεριλαμβάνονται και οι συχνά βίαιες εξάρσεις σας ενα ντίον του. κοινού;
Στην έννοια της υπερηφάνειας ή καλύτε ρα της πίστης. Σε τί; Της πίστης στο λει τούργημά μου. Κι όμως έχω παρατηρήσει όταν μιλάτε δημο σίως εκφράζεστε με μια διάθεση επιθετική. Χρησιμοποιείτε την καθαρεύουσα, ακριβέστε ρα όρους της καθαρεύουσας, λέξεις, έννοιες απόλυτες που δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Μιλάτε κατά κάποιον τρόπο σαν εξουσία.
Είμαι, αν θέλετε, εξουσία αλλά ... χωρίς στρατό κι αστυνομία. Είμαι μια τίμια εξου σία και δεν έχω συμπλέγματα γι’ αυτό. Επιπλέον η τέχνη ενεργεί εξουσιαστικά. Γελοιοποιείται όταν δεν είναι τέχνη, επι τυγχάνει και δικαιώνεται όταν πραγματο ποιεί τέχνη. Όσο για την καθαρεύουσα αισθάνομαι απόλυτα ελεύθερος να τη χρη σιμοποιώ από την ώρα που η δημοτική καθιερώθηκε σαν επίσημη γλώσσα του κρά τους. Ιδιαίτερα δε όταν η χρήση της δημοτι κής γίνεται με τόσο βάρβαρο τρόπο από την κυβέρνηση, μια στοιχειώδης αισθητική μού υπαγορεύει τη χρήση της καθαρεύουσας. Σήμερα φτάσαμε στον καιρό που η χρήση της καθαρεύουσας δεν υποδηλώνει αντιδραστικότητα, ενώ η χρήση της δημοτικής τις περισσότερες φορές φανερώνει βαρβα ρότητα. Εκείνα του «Ιούνη και Ιούλη» μου προκαλούν στομαχικές διαταραχές, χωρίς να φταίει σε τελική ανάλυση η δημοτική, αλλά η έλλειψη γλωσσικού αισθητηρίου αυ τών που τη χρησιμοποιούν. Κι αφού αδιαφορείτε με τις αντιδράσεις του κοινού, τί επιδιώκετε μέσω των πράξεων και των έργων σας;
Την επικοινωνία. Η καλλιτεχνική εργα σία για τον καλλιτέχνη είνα μια επικοινω νία μ’ έναν επιλεγμένο δέκτη. Πράγμα που οι συμπατριώτες μου αδυνατούν να κατα λάβουν, ιδιαίτερα μέσα στο λαϊκιστικό κομ φούζιο που ζούμε. Με ψέγουν διότι επιλέ γω τον ακροατή μου. Μου αναγνωρίζουν το δικαίωμα να επιλέξω τον ερωτικό μου σύ ντροφο - τρόπος του λέγειν «μου αναγνωρί ζουν το δικαίωμα» - και δεν μου επιτρέ-
σ υ ν εν τευ ξη /7 7
πουν την επιλογή των ακροατών. Καταλα βαίνετε πόσο παρανοϊκό είναι αυτό όταν και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για ερωτική επικοινωνία;
σύντομα: μετά 20 χρόνια να μ’ ενδιαφέρουν οι ίδιοι ακόμα περισσότερο.
Το κακό ξεκίνησε γιατί ζητήσατε δημοσίως το δικαίωμα να επιλέξετε τον ερωτικό σας σύ ντροφο.
Κατά κάποιον τρόπο, ναι, όταν υπάρχει. Σήμερα νομίζετε ότι υπάρχει λογοτεχνικό βιβλίο;
Η τέχνη υποχρεούται να τα κάνει όλα δημοσίως. Δεν υπάρχει ιδιωτική τέχνη.
Οι συγγραφείς και το βιβλίο Πώς βλέπετε τα νέα παιδιά σήμερα, τις καλλι τεχνικές τάσεις, τα διαβάσματά τους;
Υπάρχουν δυο κατηγορίες νέων. Αυτοί που επιλέγονται από μένα και μ’ επιλέγουν, οι οποίοι καθρεφτίζουν κάθε εποχή την πρόοδό μου, και οι πολύ νέοι που τους βλέπω από μακριά όταν δίνω μια συναυλία ή όταν παίζω μουσική. Αλλά κι αυτοί, κατά κάποιον τρόπο, είναι επιλεγμένοι γιατί ήρ θαν να μ’ ακούσουν. Η τρίτη και μεγάλη κατηγορία των νέων που δεν μ’ ακούνε και δεν τους βλέπω, επιτρέψτε μου να πω ότι μου είναι αδιάφοροι. Φαντάζομαι, γι αυτή τη μεγάλη κατηγορία νέων ότι είτε διαβά ζουν, είτε δεν διαβάζουν, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: θα συνθέσουν τη μελλοντική μεγάλη πλειοψηφία της -χώρας. Αυτή την πλειοψηφία μέσα από την οποία θα βγουν οι δυνάστες μας ή οι εθνικές μας περιπέ τειες. Και τί με νοιάζει εμένα τι διαβάζουν; Ό ,τι και να διαβάσουν οδηγούνται σ’ ένα γήπεδο ή σε μια διαδήλωση. Η έννοια του νέου, τουλάχιστον έτσι όπως την κληρονό μησα από τη μεγάλη ποίηση του καιρού μας και των παλαιότερων χρόνων, είναι μια επιλεγμένη ύλη διαχρονική, που τελικά γί νεται ευαίσθητος δέκτης και πομπός της πραγματικής λαϊκής ευαισθησίας. Μόνον μ’ αυτούς έχω το προνόμιο να επικοινωνώ και μόνον αυτοί είναι σε θέση να καθορίζουν τη μοίρα μου. Παρακολουθείτε τη νέα γενιά ποιητών και πεζογράφων με μεγάλο ενδιαφέρον. Υπάρ χουν κάποιοι νέοι που να έχετε ξεχωρίσει;
Δεν θ’ αναφερθώ ονομαστικά σε κανέναν απ’ αυτούς γιατί όλους τους αγαπώ, τους θαυμάζω και τους παρακολουθώ μ’ ενδια φέρον. Τί κι αν τους ξεχωρίσω; Τώρα αρχίζει η περιπέτειά τους. Ξέρουμε όλοι ποιοι έχουν ταλέντο. Ζω μαζί τους κι εύχο μαι όταν θα είμαι 80 ετών, δηλαδή πολύ
Νομίζετε πως το λογοτεχνικό βιβλίο διαμορ φώνει το ηθικό πρόσωπο μιας εποχής;
Ναι νομίζω πως υπάρχουν καλά λογοτεχνικά βιβλία.
Καλά λογοτεχνικά βιβλία υπάρχουν. Λο γοτεχνικό βιβλίο που να διαμορφώνει μιαν εποχή υπάρχει; Κατά τη γνώμη μου δεν υπάρχει. Υπάρχουν αξιόλογοι συγγραφείς αλλά δεν υπάρχει λογοτεχνικό βιβλίο. Η Έλλη Αλεξίου, την οποία αγαπάμε πάρα πολύ, διαμορφώνει μιαν εποχή; Είναι μια ειδική περίπτωση. Τέλος ενός άλλου και ρού. Ο Κουμανταρέας, που γράφει πολύ ωραία βιβλία, διαμορφώνει μιαν εποχή; Δεν το πιστεύω, χωρίς να τον μειώνει καθό λου σαν συγγραφέα. Το ίδιο συμβαίνει και με πολλούς άλλους άξιους τούτου του και ρού που επίσης δε νομίζω ότι εκπροσωπούν αρκούντως τον παρόντα χρόνο. Ενώ τον καιρό της γενιάς του ’30 μέτριοι άνθρωποι διαμόρφωναν μια εποχή. Λοιπόν, σήμερα η εποχή δεν δέχεται το βιβλίο. Υπάρχουν άξιοι συγγραφείς. Τότες η εποχή δεχόταν το βιβλίο και διαμορφώνονταν απ’ αυτό. Και όσοι έγραφαν επενεργούσαν για τη διαμόρ φωσή της. Μ’ αρέσουν οι μορφές του Βαγ γέλη Ραπτόπουλου και του Πέτρου Τατσόπουλου. Δεν ξέρω πού θα πάνε, αλλά σήμερα περιμένω ό,τι γράφουν. Αντίθετα οι ποιητές της γενιάς σας δεν μπορώ να πω ότι μου προκαλούν το αντίστοιχο ενδιαφέρον. Ώ στε κατά τη γνώμη σας, του κριτικού, δεν εκφράζουν μια γενιά π.χ. «Το τέλος της μικρής μας πόλης», «Τα Ματωμένα Χώματα», το «Ζήτα» κ.α.;
Κατ’ αρχήν εγώ δεν είμαι κριτικός της λογοτεχνίας για να κολακεύω γενεές και λογοτέχνες. Είμαι αναγνώστης. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας οφείλουν μέσα από την οποιαδήποτε θέση τους να κολακεύουν τη λογοτεχνία για να υπάρξουν. Εγώ δεν είμαι κριτικός της λογοτεχνίας και σε τίποτα δεν είμαι κριτικός. Είμαι ένας ζωντανός οργα νισμός που δέχομαι ή απορρίπτω την τέχνη με βάση πάντα την πορεία μου μέσα σ’ αυτήν και τη διαμόρφωσή μου απ’ αυτήν. Μη φαντασθείτε ότι επειδή έζησα κοντά
78/σ υ νεντευξη
στη γενιά του ’30 την υπερτιμώ. Γνωρίζω τι έχει απομείνει απ’ αυτήν και πόσα πολλά έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Δεν είπα τίποτα άλλο απ’ αυτό: ότι η λογοτεχνία του ’30 εκπροσωπούσε μια εποχή που το συμπαγές της στοιχείο συντηρείτο ακόμη μέχρι τον πόλεμο. Κι ακόμη είπα πως η λογοτεχνία του καιρού μας δεν σφραγίζει τον καιρό ενώ μπορεί να τον εκφράζει πληρέστερα απ’ ό,τι παλαιότερα. Και αυτό γιατί οι καιροί που ζούμε είναι, θα ’λεγα καβαφικά, εξαί σια διαλυμένοι. Λοιπόν, είτε κολακεύει είτε όχι τη λογοτεχνία είναι μια αλήθεια που την περιέχω και την εκφράζω. Τα σωματεία των λογοτεχνών ας διαμαρτυρηθούν. Εξάλλου γι’ αυτό είναι τα σωματεία για να διαμαρ τύρονται. Όσοι σοβαροί είμαι βέβαιος πως θα με καταλάβουν. Ένας, λοιπόν, καλός συγγραφέας πρέπει να ανήκει σε κάποια γενιά;
Αυτή η φιλολογία των γενεών αρχίζει να μου δίνει στα νεύρα. Κάθε δεκαετία έχει τη γενιά της - για να νιώθω σε πόσο μακρινή δεκαετία ανήκω. Και για να νιώθουν οι νεότεροι ότι ανήκουν σε κάποια δεκαετία. Δηλαδή ο Σεφέρης ανήκει στον καιρό μας; Πολύ αφελής εφεύρεση οι δεκαετίες. Εγκαινιάστηκε από τη γενιά τον ’30. Αυτή η γνώμη ^ας μου θυμίζει μια παλαιότερη όταν είχατε πει ότι δεν έχουμε νεοέλληνες θεατρι κούς συγγραφείς, συνεπώς ούτε νεοελληνικό θέατρο.
Το θέατρο στον τόπο μας είχε μια διαφο ρετική μοίρα απ’ ό,τι η πεζογραφία και η ποίηση. Η κληρονομιά της αρχαίας τραγω δίας ίσως να ’παίξε το ρόλο της. Ή το γεγονός ότι οι δημοσιογράφοι ανακατεύτη καν με το θέατρο έχοντας ένα μέσον διαφημίσεως τεράστιο: τις στήλες των εφημερίδων που έγραφαν. Αυτά βέβαια μέχρις ενός σημείου γιατί τα τελευταία χρόνια είχαμε μια εμφάνιση θεατρικών συγγραφέων που δώσανε ενδιαφέρουσες στιγμές στο νεοελλη νικό θέατρο. Η Λ. Αναγνωστάκη πρώτα, ύστερα ο Ζιώγας, ο Κεχαϊδης, ο Μανιώτης, ο Διαλεγμένος, είναι πρόσωπα που δεν έχουν σχέση με το επιθεωρησιακό παρελθόν του ελληνικού θεάτρου. Είχατε πει κάποτε πως όταν ταξιδεύετε σας αρέσει να διαβάζετε αστυνομικά.
Ό χι, το ’χω σταματήσει. Έναν καιρό που φοβόμουνα τα αεροπλάνα πάρα πολύ
διάβαζα αστυνομικά. Μετά τα βρήκα αφελή και τα σταμάτησα. Άλλωστε έπαψα να φοβάμαι το αεροπλάνο. Η κρίση είχε περά σει. Πορνό; Διαβάζετε καθόλου πορνογραφικά έντυπα;
Ό χι, δεν διαβάζω. Δεν μ’ αρέσουν τα ερωτικά υποκατάστατα. Αγαπώ τα γνήσια και τα πραγματικά. Το ίδιο ισχύει και με τα έργα του Ντε Σαντ ή του Μαζόχ;
Υποπτεύομαι τη σημασία τους, αλλά δεν μου ταιριάζουν. Παρακολουθείτε πολιτικά βιβλία όπως του Ρεβέλ και ασφαλώς θα έχετε διαβάσει την «Ελένη» του Γκατζογιάννη.
Και τί σχέση έχουν τα πορνό με το βιβλίο του Ρεβέλ και την «Ελένη» του Γκατζογιάννη; Ειλικρινά καμία. Η ερώτηση ήρθε τυχαία.
Τα μεν βιβλία του Ρεβέλ τα βρίσκω πανέ ξυπνα και πάρα πολύ καλλιεργημένα με οξύτατη κρίση. Βλέπει τα γεγονότα πάρα πολύ σωστά. Δημοσιογράφος, αλλά επιπέ δου. Η δε «Ελένη» του Γκατζογιάννη επί σης ένα βιβλίο ισχυρής εντυπώσεως με δη μοσιογραφική τεχνική. Την ίδια γνώμη έχετε και για τ ’ άλλα δυο βιβλία που γράφτηκαν σαν απάντηση στην «Ελένη»;
Ό χι. Τα άλλα είναι απλώς κατασκευά σματα και δεν καταδέχομαι να τα βάλω σπίτι μου. Τα φυλλομέτρησα στα βιβλιοπω λεία και πήγα και πλύθηκα μετά. Γιατί όταν πιάνω κάτι που δεν μ’ αρέσει πλένομαι. Έχετε δει τα βιβλία που κυκλοφορούν για τη μουσική; Από τη «Μουσική Ανθολογία» του Στραβίνσκι μέχρι το «Αυτή είναι η ζωή μου» της Καίτη Γκρέυ. Και ο εκδοτικός ρυθμός αυξάνεται συνεχώς. Εσείς τί θεωρείτε σήμερα απαραίτητο να διαβάζει ο κόσμος για τη μουσική του ενημέρωση;
Α, πολύ ενδιαφέρουσα η σχέση που κά νατε ανάμεσα στον Στραβίνσκι και την Καίτη Γκρέυ. Αυτό δείχνει μιαν άνθηση της «μουσικής φιλολογίας». Αφού θεωρείτε ότι ενημερώνεται ο κόσμος διαβάζοντας Στραβίνσκι και Καίτη Γκρέυ, νομίζω ότι πρέπει να συνεχίσει. Να μη σταματήσει καθόλου. Κάνετε λάθος. Εγώ αναφέρομαι μόνο στην
σ υν εν τευξη /7 9 έκταση που έχει πάρει το θέμα μουσική στον τόπο μας, όεν αξιολογώ.
Πολύ λίγα βιβλία μουσικά ξέρω να με ενδιαφέρουν. Αν εξαιρέσει κανείς τα βιβλία συνθετών, οι μουσικολόγοι γράφουν από ανικανότητα να κατανοήσουν τη μουσική δημιουργία. Και τα γραπτά τους είναι προϊόντα στειρότητας. Αλήθεια, σας ενδια φέρουν τα γραπτά π.χ. του Λεωτσάκου; Δεν τα γνωρίζω.
Και καλά κάνετε. Το βιβλίο βοήθησε στη μουσική σας παιδεία;
Ποιο βιβλίο; Το βιβλίο γενικά.
Ό χι, περισσότερο με βοήθησε η ίδια η μουσική. Πολλές φορές στις κουβέντες σας αναφέρεστε στον Ζιντ, στον Ζενέ ή στον Προυστ. Οι συγγραφείς αυτοί συνετέλεσαν στο να δια μορφώσετε μια συνειδητή θέση σχετικά με τις ερωτικές σας επιλογές;
Είχα την τύχη μιας αληθινής παιδείας ώστε να επικοινωνώ με τα κείμενα των προαναφερθέντων συγγραφέων αποκλειστι κά και μόνο μέσα από την αξία τους και όχι μέσα από το οποιοδήποτε ομοφυλόφιλο πε ριεχόμενό τους. Παράλληλα, από νωρίς εί χα αποσαφηνίσει την ομοφυλόφιλή μου θέ ση, την εντελώς διαφορετική από του Ζιντ, του Ζενέ, του Προυστ και πολλών άλλων άξιων ποιητών που έτυχε να είναι ομοφυλό φιλοι. Η ομοφυλοφιλία δεν ήταν δυνατόν να με συνδέσει με τη συγκλονιστική ποιητι κή εμπειρία του Ζενέ. Αντιθέτως, αν δούμε τις ιδιοσυγκρασίες μας, έχω τόση διαφορά μαζί του, ως προς τις εμπειρίες, όσες μπο ρεί να έχει ένας ετεροφυλόφιλος. Αλλοίμο νο όμως, εαν τυχόν η ομοφυλοφιλία γίνεται αφορμή επικοινωνίας μ’ ένα βιβλίο της αξίας του «Ανηθικολόγου», του «Αναζητώ ντας το Χαμένο Χρόνο» ή του τόσο θανατη φόρου και ποιητικού «Κερέλ».
ρίσει τον κινηματογράφο του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ και του Φριτς Λανκ σχεδόν συγχρόνως με τη μουσική. Ένιωσα κι εγώ την έλξη απ’ αυτήν την περίοδο κάπου στο τέλος του πολέμου του Βιετνάμ, όταν για πρώτη φορά η νεολαία της Αμερικής απο κτούσε πολιτική συνείδηση. Το καταραμένο πνεύμα από τον Μπωντλαίρ ώς τον «Λύκο της Στέπας» κι από τον Μπερλιόζ ως τον Μάλερ και την όπερα «Βόυτσεκ», αποκτού σε καινούριες διαστάσεις και δημιουργούσε μια μεγαλοπρεπή παράδοση για τη γενιά των λουλουδιών του Λος Άντζελες και του Γκρήνουϊτς Βίλατζ. Δεν μπορώ να πω σήμε ρα ότι διατηρώ την ίδια μαγεία που είχα τον καιρό της νιότης μου με όλη αυτή την μυθολογία της παρακμής πριν από το ναζι σμό. Θά ’λεγα μια φράση του Τένεσση Ουίλλιαμς: «Οι καιροί γέμισαν αστραπές και δεν μένει χρόνος για ονειροπόληση». Το νέο μυθιστόρημα του Σταύρου Λ αγκαδιανού
Ξέρω επίσης πως αγαπάτε τον Έρμαν Έσσε. Δεν σας λείπει κανένα βιβλίο του. Τί σας γοητεύει σ’ αυτόν τον συγγραφέα;
Στον Έσσε και τη γερμανική τέχνη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μπήκα μέσα από τη μουσική. Μελετώντας, πολύ νέος, τον Μπεργκ και τον Μάλερ, χωρίς να το καταλάβω, οδηγήθηκα στον Έσσε και τον Τόμας Μαν, αφού προηγουμένως είχα γνω
Το μυθιστόρημα για το στρατό «Εν Δυο κάτω»
κυκλοφορεί σε Γ ' έκδοση
Συμπληρώστε τή σειρά των αφιερωμάτων του ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩ
ΔΙΑΒΑΖΑI
ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
‘Αντίσταση και Λογοτεχνία (No 58) · ‘Λατινοαμερικανική λογοτεχνία (No 59) · ‘Ονορέ ντε Μπαλζάκ (No 60) · ‘Δημήτρης Γληνός (No 61) · ‘Τζέιμς Τζόυς (No 62) · Κώστας Χατζηαργύρης (No 63) · Η γενιά των μπήτνικ (No 64) · Οι επίγονοι του Φρόυντ (No 65) · Ζαν Ζενέ (No 66) · Επιθεώρηση Τέχνης (No 67) · Άγιον Όρος (No 68) · ·Νέοι Λογοτέχνες (No 69) · Γερμανόφωνο θέατρο (No 70) · ‘Σημειωτική (No 71) · Αριστοφάνης (No 72) · Ζακ Πρεδέρ (No 73) · Μικρασιατικός ελληνισμός (No 74) · Λογοτεχνία και κινηματογράφος (No 75) · Ιταλική λογοτεχνία (No 76) · Μαρκήσιος ντε Σαντ (No 77) · Κ.Π. Καβάφης (No 78) · Χ.Λ. Μπόρχες (No 79) · Μίλαν Κούντερα (No 80) · Μαργκερίτ Γιουρσενάρ (No 81) · Αδαμάντιος Κοραής (No 82) · Καρλ Μαρξ (No 83) · Σύγχρονα ολλανδικά γράμματα (No 84) · Μπορίς Βιάν (No 85) · Αστυνομική Λογοτεχνία (No 86) · Νέοι Λογοτέχνες (No 87) · Κώστας Βάρναλης (No 88) · Νεοελληνικό θέατρο (No 89) · Τόμας Μαν (No 90) · Φρειδερίκος Νίτσε (No 91) • Κωνσταντίνος Θεοτόκης (No 92) · Ρολάν Μπαρτ (No 93) · Παιδικό βιβλίο (No 94) · Ναπολέων Λαπαθιώτης (No 95) · Εμμανουήλ Ροίδης (No 96) · Εμίλ Ζολά (No 97) · Σταντάλ (No 98) · Βιβλίο και φυλακή (No 99) · Λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα (No 100) · Μακρυγιάννης (No 101) · Λουκιανός (No 102) · Ντιντερό (No 103) · Τέλλος Άγρας (No 104) · Ιούλιος Βερν (No 105) · Θεόφιλος Καίρης (No 106) · Αρχαία λυρική ποίηση (No 107) · Περό. Γκριμ, Άντερσεν (No 108) · Έρμαν Έσσε (No 109) · Αλμπέρ Καμύ (No 110) · Βίκτωρ Ουγκό (No 111) · Εντγκαρ Άλαν Πόε (No 112) · Φώτης Κόντογλου (No 113) · Φιλανδικά γράμματα (No 114) · Σάμουελ Μπέκετ (No 115) · Κοσμάς Πολίτης (No 116) · Το δοκίμιο (No 117) · Αλέξανδρος Πάλλης (No 118) · Κοινωνιολογία (No 119) · Ελληνικός Υπερρεαλισμός (No 120) · Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι (No 121) · Ευγένιος Ιονέσκο (No 122) · Κυπριακά γράμ ματα (No 123) · Το χιούμορ (No 124) · Μισέλ Φουκώ (No 125) · Ζακ Λακάν (No 126) · Ζαν-Πωλ Σαρτρ (No 127) · Θεσσαλονίκη (No 128) · Βυζάντιο (No 129) · Ελληνικό παραμύθι (No 130) · Ντοστογιέφσκι (No 131) · Ντ. X. Λώρενς (No 132) · Τ.Σ. Έλιοτ (No 133) · Μαργκερίτ Ντυράς (No 134) · Αριστοτέλης (No 135) · Σιμόν ντε Μπωβουάρ (No 136) · Γιώργος Θεοτοκάς (No 137) · Φ.Σ. Φιτζέραλντ (No 138) · Τένεση Ουίλιαμς (No 139) · Ανδρέας Κάλβος (No 140) · Φουτουρισμός (No 141) · Γιώργος Σεφέρης (No 142) · Γκυστάβ Φλωμπέρ (No 143) · Γλωσσολογία (No 144) · Ουμπέρτο Έκο (No 145) · Βιβλίο και στρατός (No 146) · Αλέξανδρος Δουμάς (No 147) · Βιβλία για το καλοκαίρι (No 148) · Άγκαθα Κρίστι (No 149) · Φρόυντ (No 150) · Αντονέν Αρτώ (No 151) · Όσκαρ Ουάιλντ (No 152) · Βιρτζίνια Γουλφ (No 153) · Γ.Β. Γκαίτε (No 154) · Αυτοβιογραφία (No 155) · Μετάφραση (No 156) · Κώστας Καρυωτάκης (No 157) · Κλωντ Λεβί-Στρως (No 158) · Έρνεστ Χεμινγουέη (No 159) · Ζαν Κοκτώ (No 160) · Μάρτιν Χάιντεγκερ (No 161) · Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (No 162) · Ψυχανάλυση και Λογοτεχνία (No 163) · Σύγχρονοι Αγγλόφωνοι Φιλέλληνες (No 164) · Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (No 165) · Παναγής Λεκατσάς (No 166) · Αίσωπος (No 167) · Λουί Αραγκόν (No 168) · Αντόν Τσέχωφ (No 169) · Αλληλογραφία (No 170) · Στρατής Τσίρκας (No 171) · Επιλογή βιβλίων ’86-’87 (No 172) · Τζων Στάινμπεκ (No 173) · Όμηρος (No 174) · Οι επιστήμες στον κόσμο μας (No 175) · Θερβάντες (No 176) · Βολταίρος (No 177) · Πάουντ (No 178) · Μολιέρος (No 179) · Δημήτρης Χατζής (No 180) · Παιδικό βιβλίο (No 180) · Ίψεν (No 181) · Ντάσιελ Χάμμετ (No 182) · Πωλ Βαλερύ (No 183) · Κριτική (No 184) · Μουσική και Λογοτεχνία (No 185) · Διανοούμενοι και Εξουσία (No 186) • Ζωρζ Μπατάιγ (No 187) · Βιβλίο και Νέες Τεχνολογίες (No 188) · Το Νέο Μυθιστόρημα (No 189) · Νίκος Καζαντζάκης (No 190) · Θουκυδίδης (No 191)
* Τα τεύχη που σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί.
Α. Μεταξά 26 - 106 81 Αθήνα. Τηλ. 36.40.488 - 36.40.487 - 36.42.789
ένα εξαιρετικό βιβλίο
ω
ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΤΣΑΛΙΚΟΓΛΟΥ: Ο Μύθος του Επικίνδυνον Ψυχα σθενή. Αθήνα, Π α π α ζ ή σ η ς , 1987.
ε το έργο της αυτό η Φωτεινή Τσαλίκογλου θέτει μια προβληματική που αφορά την υγεία περισσότερο παρά την τρέλα. Ανακρίνει το αυτονόητο, νόμιμο, εννοηματωμένο, ομαλό παρά το παράδοξο, παράνομο, ανώμαλο ή παθολογικό. Ανακρί νει εμάς και όχι τους άλλους στο βαθμό που η κόλαση τελικά είμαστε εμείς. Ονομάζοντας στον υπότιτλο του βιβλίου της το ιδεολόγημα της επικινδυνότητας του ψυχικά ασθενή ως «κοινωνι κή κατασκευή», ανακρίνει με τεχνικό, και όχι με ψευδο-ουμανιστικό λεξιλόγιο, όλες τις κατασκευές, όλους τους θεσμούς, όλους τους κοινωνικούς μηχανισμούς, ακόμη και αυτή την «κοινωνική κατασκευή παιδείας». Πραγματικά, όπου εγκαθιδρύεται μια σχέση αίτιου και αιτιατού χωρίς να εξαντλούνται οι ιδιομορφίες της αιτιότητας, είτε πρόκει ται για την ψυχική ασθένεια (αίτιο) και την εγκληματικότητα (αιτιατό), όπως στην περίπτωση του έργου αυτού, είτε πρόκειται για την εξουσία (αίτιο) και τη γνώση (αιτιατό), όπως είναι η περίπτωση αυτή της εκπαιδευτικής κοινωνικής κατασκευής: του Πανεπιστημίου, έχουμε να κάνουμε με κλειστότητα, με ιεραρχή σεις και κρίση των κριτηρίων κρίσης, και σε τελευταία ανάλυση όταν οι δαίμονες δεν διαβάλλουν - με ανελευθερία. Σας εξομολο γούμαι: Δεν είμαι σε θέση να αναφωνήσω «το όλα επιτρέπονται» του FAYERABEND, που απευθύνεται ως αρχή μιας νέας μεθο δολογίας ενάντια στη γνώση και τα παραδεγμένα κριτήρια, νομίζω όμως ότι είναι κατάλληλη στιγμή, κρίνοντας το έργο της Φωτεινής Τσαλίκογλου (στην ουσία κρινόμενος από αυτό) να θέσω το πρόβλημα του τόπου ή της ικανότητας του κρίνειν μέσα στην ετερομορφία των λόγων, και την εγγενή διαφοροποίηση του «γνωστικού αντικειμένου» αυτής της ευάλωτης επιστημονικής περιοχής. Έχουμε ή δεν έχουμε κριτήρια, όταν ο τόπος απ’ όπου απονέμονται - το δικαστήριο - νομολογείται από την εξουσία μάλλον παρά την αλήθεια; Κι όταν δεν είμαστε σε θέση να δεχόμαστε νόμους και νομοτέλειες, πώς κρίνουμε; Κατασκευάζου
Μ
82/επιλογη με ή όχι κριτήρια προ του νόμου και του θεσμού; Και με τί; Με τη φαντασία, τη διάνοια ή τη φρόνηση; ε αυτή την έννοια πιστεύω ότι το βιβλίο της Φωτεινής Τσαλίκογλου είναι επικίνδυνο για όσους δεν έχουν αντιληφθεί προηγουμένως ότι οι επιστήμες του ανθρώπου γεννήθηκαν από μια μήτρα εξουσίας, μια πρακτική, μια χειρονομία που καθιερώνει έννοιες πολύ πριν η επιστήμη τις αναλύσει. Τις δυσκολίες όμως αυτές τις ξεπερνά η μεθοδολογική επιλογή της συγγραφέως. Αδιαφορεί στην ουσία για μια έρευνα εμπειρική, η αντικειμενικότητα της οποίας θα ήταν αντικειμενικότητα των μεθόδων και όχι του ίδιου του αντικειμένου. Αντιπαρέρχεται τα «αυτονόητα» κριτήρια και τα καταγγέλλει. Προβάλλει στη διαμά χη των απόψεων και των λόγων το ιδίωμα του αδικουμένου μειοψηφούντος, εφ’ όσον η κοινωνική αδικία που υφίσταται ο ■ψυχασθενής εγκληματίας δε νοείται στο ιδίωμα του υγιούς - μη εγκληματία. Αντιλαμβάνεται πόσο η καταμετρική προσέγγιση, υπερβατικών μάλλον παρά εμπειρικών, κατηγοριών όπως η ψυχι κή ασθένεια, δεν παράγει «δεδομένα», αλλά «ιδεολογήματα». Κατανοεί ότι η υπόθεση του νοήματος δεν συνδέεται αναγκαστικά με τις σημασίες. Αντίθετα μάλιστα το νόημα δεν συνδέει υποχρεω τικά σημεία και αναφερόμενα μεταξύ τους, αλλά απλούστατα ανθρώπους μεταξύ τους. Το νόημα είμαστε εμείς. Και έτσι οδεύει - επιλέγει ή επιλέγεται - από μια γενεολογία που αναδεικνύει την πολυτονική ιδιαιτερότητα και όχι την μονότονη γενίκευση, τις σχέσεις και όχι την ουσία (η οποία άλλωστε δεν υπάρχει), την ιστορική συγκυρία της ψυχικής ασθένειας ως «ίντριγκα» ερμη νειών και όχι ως γραμμική σειρά γεγονότων.
Μ
ο πρώτο κομμάτι του βιβλίου είναι μια «γενεολογική αναλυτι κή», μια ιδιότυπη ερμηνευτική του νοήματος και του μηχανι σμού, συγγενής ως προς την αναλυτική της επινοητική διαύγεια, με τη μέθοδο του Φουκώ στο «Επιβλέπψν και Τιμωρείν», θέτο ντας το ζήτημα της διαπλοκής εξουσίας και γνώσης κυρίως στο χαμηλό επιστημονικό προφίλ της εγκληματολογίας και της ψυχια τρικής, στις οποίες οι πολιτικο-νομικές ρυθμίσεις είναι καταφα νείς. Αλλά και στη συνέχεια του βιβλίου η εννοιολογική αποσαφή νιση του ζεύγματος ψυχική ασθένεια - επικινδυνότητα γίνεται μέσω της προσβολής της άρχουσας ιδεολογίας. Υπάρχει μια «ασθένεια του κανονικού ανθρώπου» μια «ανωμαλία του ομαλού» που γεννιέται (φυσιολογικά) από τη διάρκεια, τη μακρά διάρκεια και την επιμονή της κανονικότητας και της ομαλότητας. Η Φωτεινή Τσαλίκογλου προσχωρώντας στη θέση που ζητά αναθεώρηση και επαναθεώρηση όλης της προβληματικής γύρω από την ψυχική ασθένεια (να θυμίσω εδώ τον ρόλο του Τρελού στον Βασιλιά Ληρ, ή την «DEMENTIA» ως κατ’ εξοχήν συναί σθημα του υψηλού στην Τρίτη Κριτική του Καντ, ή την αρρώστια ως δρόμο προς τη λογική, του Μαζόχ;) προσχωρεί στη θεμελιακή, κατά τη γνώμη μου, επιστημολογική θέση σύμφωνα με την οποία η έννοια της ζωής προσεγγίζεται μέσω της έννοιας του σφάλματος, ως απαίτησης της ίδιας της ορθολογικότητας και όχι κάποιας γραφικής αντι-ρασιοναλιστικής αντιψυχιατρικής. Το σφάλμα εί ναι ο χώρος όπου εξελίσσεται η ζωή. Και η αλήθεια στο μακρότατο ημερολόγιο της ζωής δεν είναι παρά το πιο πρόσφατο σφάλμα. Το ίδιο και η ασθένεια, όχι η νοσηρότητα, η ασθένεια από τον Νίτσε στον Τόμας είναι αναμφίβολα η διέγερση εκείνη, η απαραίτητη που διεγείρει το ζωτικό ένστικτο αλλά και κάθε απόπειρα μεταστροφής των αξιών.
Τ
επιλογη/83 ο έργο της αυτό η Φωτεινή Τσαλίκογλου το απευθύνει στο Θεσμό, στις «βιοτεχνικές της εξουσίας», στην ίδια την κοινω νική πρακτική, στην αναμόρφωση και τη «θεραπεία» που προϋπο τίθενται της επιστήμης. Το απευθύνει αλλά δεν το αναθέτει. Και εδώ είναι το στοιχείο που κάνει στα μάτια μου το έργο αυτό εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η ανάθεση όμως υπάρχει. Υπάρχει και στο προηγούμενό της βιβλίο στο «Σχιζοφρένια και Φόνος», υπάρχει και εδώ. Η πρώτη στη μνήμη του πατέρα της, η δεύτερη στη μνήμη του απροσδόκητα χαμένου Ηλία Δασκαλάκη. Το έργο αυτό που απευθύνεται σε μας αλλά που μας ξεπερνά κατά πολύ, ανατίθεται σ’ αυτόν τον Άλλον, στην άλλη χαμένη οριστικά ζωή, όπως η ίδια λέει κλείνοντας: Στο θάνατο. Αυτός δίνει τη δύναμη του έργου και το τελικό κίνητρο για τη γραφή. Σ’ εμάς, που είμαστε απ’ όλα τα όντα πιο φθαρτοί, μας δίνει τη δύναμή του να σώζουμε αυτό που θα διαρκέσει περισσότερο από εμάς: Το όνομα Ηλίας Δασκαλάκης ως αρχή ενός εξαιρετικού βιβλίου, όπως αυτό της Φωτεινής Τσαλίκογλου. Το διάβημά της βέβαια είναι απονενοημένο και το ξέρει: Η ίδια η γλώσσα της επιστήμης της δεν είναι παρά μοναχικός μονόλογος της λογικής. Η συγγραφέας δηλαδή (όπως και όλοι μας) υπακούοντας στην απαίτηση της ορθολογικότητας και των γενικών κανό νων και ανήκοντας ήδη στην πανεπιστημιακή κοινότητα, μιλά και γράφει για την τρέλα εντεύθεν της τομής που υπάρχει ανάμεσα στη λογική και το παράλογο. Ωστόσο, τα κείμενά της είναι πλήρη υπαινιγμών που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως προσωρινές γεφυρώσεις του χάσματος. Αρκεί να τις στερεώσει. Τελειώνω με την τελευταία παράγραφο του βιβλίου. Είναι χαρακτηριστική: «Η αποδοχή του μύθου του επικίνδυνου ψυχασθενή μοιάζει να είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση της ευρύτερης ομάδας: Ως καθησυχαστικό παυσίπονο ο μύθος αυτός επουλώνει το ναρκισσιστικό τραύμα μιας χαμένης αίσθησης φυσιολογικότητας, μιας χαμένης αίσθησης νομιμότητας. Σε τελευταία ανάλυση επου λώνει ίσως το τραύμα μιας οριστικά χαμένης άλλης ζωής.» ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ
Τ
ΜΙΧΑΗΛ ΜΗΤΣΑΚΗΣ C0 πρόβλημα ιής ίκφραοπς
Η μοναδική μεταπολεμική με λέτη, που εξετάζει συστηματικά το έργο του σημαντικού πεζογράφου μας Μιχαήλ Μητσάκη.
διάλογος οικονομίας-πολιτικής
[Ite ο 1985 θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί σαν σημείο καμπής στην καμπύλη κίνησης της μεταδικτατορικής ελληνικής κοι νωνίας. Αν οι Έλληνες ευημερούν ακόμη, οι αριθμοί των στατι στικών δεν ευημερούν πια. Η κυβέρνηση σε πείσμα του προεκλο γικού ευδαιμονισμού αναγγέλλει διά στόματος του πρωθυπουργού τη βαθιά κρίση της οικονομίας. Έχει έρθει η ώρα της υποτίμησης του νομίσματος, της αναπροσαρμογής της ΑΤΑ και της περιστο λής των πραγματικών εισοδημάτων, της περικοπής των δημοσίων δαπανών. Τα μέτρα οικονομικής πολιτικής επιδιώκεται να βελ τιώσουν τα εθνικολογιστικά μεγέθη, ταυτόχρονα όμως συνεπάγο νται τη λειτουργική αναδιανομή του εισοδήματος σε όφελος των κερδών και σε βάρος της αμοιβής της εργασίας. Η συνδικαλιστική
Τ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
84/επιλογη διεκδίκηση προσδιορίζεται από δικαστικές αποφάσεις, ώστε η αγορά εργασίας να προσαρμόζεται και αυτή στις Νεοκλασικές υποθέσεις. Η στροφή στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης φέρνει αμηχανία στη συντηρητική αντιπολίτευση που διαπιστώνει ότι οι σοσιαλιστές εφαρμόζουν το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της. Ακό μη όμως αναγκάζει την Αριστερά να ενσκύψει στην αναζήτηση των αιτίων της δικής της καθυστέρησης, τροφοδοτεί νέες διεργα σίες ιδεολογικές-θεωρητικές και πολιτικές που δεν περιορίζονται στις ενδοκομματικές διαδικασίες, αλλά αποτελούν τη θεματολογία ενός πλατιού, δημοκρατικού και δημιουργικού διαλόγου. Πολιτική Κατάθεση του Γεράσιμου Αρσένη πρέπει να συμπεριληφθεί στα πρακτικά αυτού του διαλόγου. Καταγράφει και εξηγεί τη συσσωρευμένη στην περίοδο 1982-85 πείρα του ασκούντος την οικονομική πολιτική υπουργού, συζητά τις θεωρη τικές βάσεις της οικονομικής πολιτικής, εντοπίζει τις αλληλεξαρ τήσεις οικονομίας, ανάπτυξης και πολιτικής εξουσίας και τέλος, σκιαγραφεί το πλαίσιο μιας πολιτικής πρότασης που στηρίζεται στην οικονομική - και όχι μόνο - ανάπτυξη. Ο τρόπος που επιλέχθηκε να παρουσιαστούν οι θέσεις του Γερ. Αρσένη είναι αυτός της συνέντευξης. Οι ερωτήσεις που υποβάλλονται απο τον Διαμαντή Μπασαντή σε αρκετές στιγμές της συνέντευξης χαρα κτηρίζονται από εννοιολογική σαφήνεια και ολοκλήρωση, είναι εκτεταμένες, δημιουργώντας την εντύπωση διαλόγου. Σε κρίσιμα όμως σημεία της συζήτησης, κυρίως στα θέματα της οικονομικής πολιτικής της πρώτης τετραετίας, οι ερωτήσεις έχουν δημοσιογρα φικό χαρακτήρα και δημιουργούν την εντύπωση συνδετικών προτάσεων των ενοτήτων ενός μονολόγου. Σε όποια περίπτωση, η μέθοδος της δια των ερωτήσεων διατύπωσης μιας γενικευμένης θέσης περιορίζει την αυστηρή και συστηματική ανάλυσή της. Βέβαια, το αναγνωστικό κοινό διευρύνεται. (Ας σημειωθεί ότι το εξώφυλλο του βιβλίου δεν προϊδεάζει τον αναγνώστη για τη μορφική του ιδιαιτερότητα.)
Η
συζήτηση αρθρώνεται σε τέσσερεις επιμέρους ενότητες: Την παρουσίαση των εμπειριών του Γερ. Αρσένη από τη θητεία του σε διεθνείς οργανισμούς· την κριτική προσέγγιση της ασκηθείσας από την κυβέρνηση πολιτικής και κυρίως την ανάλυση και υποστήριξη της οικονομικής πολιτικής την περίοδο 1982-85, ενότητα που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου· την ερμηνεία της συντηρητικής στροφής στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης το 1985· και τέλος, την ανάπτυξη των βασικών θέσεων του Γερ. Αρσένη για τη διατύπωση μιας σύγχρονης, ολοκληρωμέ νης, εναλλακτικής πολιτικής λύσης. Είναι εύλογο ότι το οικονομι κό γίγνεσθαι αποτελεί τη βασική μεταβλητή του εκφερόμενου πολιτικού λόγου, ερμηνεύει τις κοινωνικές κινήσεις και τις λει τουργίες της πολιτικής εξουσίας και συνάμα μεταλλάσσεται σαν αποτέλεσμα (και) των δικών του μεταβολών. Στον διαρκή διάλογο οικονομίας και πολιτικής εξουσίας, ο Γερ. Αρσένης πότε σαν οικονομολόγος και πότε σαν πολιτικός εντοπίζει τις αλληλεπιδρά σεις, υποδεικνύει τους περιορισμούς στην οικονομική δράση και πολιτική, προσεγγίζει ερμηνευτικά τη διαρθρωτική ακαμψία της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας. Η παρουσίαση των επιστημονικο-πολιτικών εμπειριών του Γερ. Αρσένη από τη θητεία του σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς, πέρα από το αυτοβιογραφικό ενδιαφέρον της, προσφέρει την ευκαιρία για ορισμένες γενικές θεωρητικές αποσαφηνίσεις που
Η
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΡΣΕΝΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗ
επιλογη/85 θεμελιώνουν την οικονομική πολιτική που εφάρμοσε αργότερα. Επίσης, εισαγάγει στο μέγα θέμα των σχέσεων Βορρά-Νότου και τις προσπάθειες των αναπτυσσομένων χωρών για την εγκαθίδρυση μιας Νέας Διεθνούς Οικονομικής Τάξης παραπέμποντας στο κρίσιμο για την ύπαρξή τους πρόβλημα της ρύθμισης του εξωτερι κού τους χρέους. την πιο ενδιαφέρουσα και εκτεταμένη ενότητα της συζήτησης, ο πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας κα Οικονομικών και πρώην Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος παρουσιάζει την οικονο μική πολιτική που διατύπωσε και άσκησε στη διάρκεια της τετραετίας 1982-85. Η υιοθέτηση μιας οικονομικής,πολιτικής που θα διόρθωνε τις ανισορροπίες του συστήματος σε συνδυασμό με τον δημοκρατικό, αναπτυξιακό προγραμματισμό που θα παρέμβαινε στις δομικές καθυστερήσεις της οικονομίας χαρακτηρίζουν, κατά τον Γερ. Αρσένη, την πρώτη τετραετία. Η οικονομική πολιτική σταθεροποίησης και ανάπτυξης είχε να αντιμετωπίσει τα εξής προβλήματα, που προσδιορίζουν, όπως υποστηρίζεται, την παθολογία της ελληνικής οικονομίας: α) την υιοθέτηση ενός προτύπου κατανάλωσης που δεν είναι προσαρμο σμένο στις δυνατότητες και τη διάρθρωση της εγχώριας παραγω γής· β) την ιστορικά εξελισσόμενη μεγέθυνση της παραοικονομίας· γ) την υστέρηση της βιομηχανικής παραγωγής σε σχέση με τις τεχνολογικές μεταβολές και την ανεπάρκειά της απέναντι στην εγχώρια και διεθνή ζήτηση· δ) την ανορθολογική, επιλεκτική χρηματοδοτική δραστηριότητα του τραπεζικού συστήματος· ε) την αντιπαραγωγική λειτουργία μιας κομματικοποιημένης και τεχνο λογικά - επιστημονικά παρακμάζουσας Δημόσιας Διοίκησης. Η δυσμενής εξέλιξη της απασχόλησης, του πληθωρισμού, του ισοζυ γίου πληρωμών και του κρατικού ελλείμματος αποτελεί την αδιαμφισβήτηση συνέπεια αυτών των προβλημάτων, που η επίλυ σή τους τοποθετείται πια στο ευρύτερο θεσμικό-οικονομικό περι βάλλον της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τα μέτρα πολιτικής που επιλέγονται αποσκοπούν τόοο <πτ ρύθμιση της ζήτησης όσο και στη μεγέθυνση και τον εκσυγχρον; σμό (αναδιάρθρωση) της προσφοράς. Ο ετεροχρονισμός της ΑΤΛ, ο περιορισμός της συνδικαλιστικής δράσης με το άρθρο 4 και μερικά, η υποτίμηση της δραχμής συνιστούν παρεμβάσεις στην πλευρά της ζήτησης - και είναι αλήθεια πως καταλαμβάνουν μικρό μέρος της συζήτησης. Ο νόμος για την Κοινωνικοποίηση των Δημοσίων Οργανισμών, ο νόμος 1262, τα μέτρα για την εξυγίανση των προβληματικών επιχειρήσεων συνιστούν παρεμβά σεις στην πλευρά της προσφοράς.
Σ
εκτεταμένη συζήτηση αναδεικνύει εμπειρικά αυτό που στην άσκηση οικονομικής πολιτικής είναι σημαντικότερο από τις τεχνικές της συντιστώσες και παραδοχές. Το ρόλο της πολιτικής εξουσίας μέσω των θεσμών που την στηρίζουν, των φορέων που την ασκούν και των κοινωνικών ομάδων που εκπροσωπεί ή που επιζητούν την εκπροσώπησή τους ακολουθώντας τη δική τους σχετικά αυτόνομη στρατηγική. Ίσως, αυτό το τελευταίο, που συνυφαίνεται με την κοινωνική (και πολιτική) πολυσυλλεκτικότητα του ΠΑΣΟΚ, έννοια που ο Γερ. Αρσένης υποστηρίζει θεωρητικοπολιτικά, απαιτεί ευρύτερη αναφορά. Αποτελεί άλλωστε από τα πιο επίκαιρα θέματα της θεωρητικής αναζήτησης της Αριστε ρός. Η συζήτηση όμως δεν κατορθώνει να αποσαφηνίσει ιδεολογι κά το περιεχόμενο της έννοιας της κοινωνικοποίησης έστω κι αν η έκδοση και εφαρμογή ορισμένων Προεδρικών Διαταγμάτων διευ-
Η
ΑΝΝΑ ΠΟΤΑΜΙΑΝΟΤ Τ ά π α ιδ ιά τ ή ς τρ έλα ς Η ΒΙΑ ΣΤΙΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ
"Ενα βιβλίο Γιά τήν ψυχανάλυση
’Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μ αυρομιχάλη 9, ΑΘΗΝΑ Τηλ. 3 6 0 .7 7 .4 4 '
86/επιλογη κρίνησε τη λειτουργική της διάσταση. Η αναφορά στις σχέσεις της χώρας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα διακρίνεται για την έλλειψη στοιχειώδους θεωρητικής και οικονομικής τεκμηρίωσης. Επίσης, τα αποτελέσματα των μέτρων της οικονομικής πολιτικής της πρώτης τετραετίας δεν επαληθεύονται στο σύνολό τους σε σχέση με τα στατιστικά δεδομένα. Αντίθετα, η πολιτική για τις προβλη ματικές επιχειρήσεις παρουσιάζεται και ερμηνεύεται ολοκληρωμέ να, κάτι που οφείλεται στην εννοιολογική και λειτουργική σαφή νεια της πολιτικής και όχι απλά στην τεχνική του λόγου. Η προσπάθεια του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας για τον Δημοκρατικό Προγραμματισμό της Κοινωνικο-οικονομικής Ανά πτυξης που κατέληξε στη διατύπωση του Πενταετούς Προγράμμα τος 1983-87, παρουσιάζεται σε αδρές γραμμές. Τη διατυπωθείσα στο παρελθόν κριτική για αποσπάσματικότητα του Προγράμματος και αθροιστικότητά του, αντί τούτο να αποτελεί ένα ολοκληρωμέ νο σύνολο παρεμβάσεων, δεν φαίνεται να καταρρίπτει ούτε ο Γερ. Αρσένης. υνοψίζοντας τις εμπειρίες της τετραετίας 1982-85 ο Γερ. καταλήγει σε πέντε βασικά προβλήματα που επέδραΣ Αρσένης. σαν αρνητικά στο θετικό - κατά τη γνώμη του - συνολικό αποτέλεσμα. Ας επιτραπεί στον γράφοντα να υποστηρίξει ότι η ιδεολογική και πολιτική ασάφεια του περιεχομένου του όρου «Αλλαγή», που καταλογίζεται ανάμεσα στα προβλήματα αυτά, όχι μόνο αποτελεί πρόβλημα αλλά ακόμη περισσότερο γεννά σοβαρά ερωτηματικά για τη συνεκτικότητα της ασκηθείσας πολιτικής, τη σαφήνεια των κοινωνικών και εθνικών της εκκινήσεων και τελικά για την ίδια τη φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ. Η συντηρητική στροφή στην οικονομική πολιτική της κυβέρνη σης που εκφράζεται με τα μέτρα του Οκτωβρίου 1985, ερμηνεύε ται από τον Γερ. Αρσένη σαν συνέπεια της γενικότερης στροφής στην πολιτική της κυβέρνησης που αναζητά τα «ήρεμα νερά» στις Ελληνοαμερικανικές σχέσεις και παραιτείται από τις διεκδικήσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Υποστηρίζει ότι η οικονομική κρίση εφευρέθηκε σαν άλλοθι των υποχωρήσεων στην εξωτερική πολιτι κή, αφού οι μόνες αποκλίσεις από τους στόχους της οικονομικής πολιτικής της περιόδου 1982-85 σημειώνονται στο κρατικό έλλειμ μα και το ισοζύγιο πληρωμών και οφείλονται σε συγκυριακούς παράγοντες, όπως την προεκλογική αύξηση των παροχών καθώς και στην κερδοσκοπία των εισαγωγέων και το δυσάρεστο ψυχολο γικό κλίμα στην αγορά. Προσβλέποντας στην αποκατάσταση του ομαλού οικονομικού κλίματος, ο Γερ. Αρσένης συμμερίζεται επίσης τη λήψη διορθωτικών μέτρων αποφεύγοντας όμως να το διατυπώσει. Υποστηρίζει την κάλυψη των δανειακών αναγκών με προσφυγή στην ελεύθερη διατραπεζική αγορά, αφού με τη λήψη του Κοινοτικού δανείου η χώρα αποδέχεται δεσμεύσεις πολιτικής. Σχετικά με την υποτίμηση του νομίσματος εκφράζει επιφυλάξεις για ενδεχόμενη κερδοσκοπία που οφείλεται στην επιλογή της χρονικής στιγμής ανακοίνωσής της, χωρίς όμως να αξιολογήσει τα αποτελέσματά της ή τον οικονομικό ορθολογισμό της απόφασης για την υποτίμηση. Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι η υποτίμηση του 1985 σε σχέση με την υποτίμηση του 1983, επέδρασε αποτελεσματι κότερα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, πιθανότατα γιατί συνοδεύτηκε από πρόσθετα μέτρα για τις εισαγωγές και περιορι στική εισοδηματική πολιτική. Άλλωστε αρκετοί υποστηρίζουν, σύμφωνα με κλασικές θεωρητικές παραδοχές, ότι η υποτίμηση της δραχμής σαν μοναδικό μέτρο βραχυπρόθεσμης ρύθμισης του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας δεν είναι αποτελεσματική.
μ ελέτες ΓΙΑΝΝΗ ΛΗΞΟΥΡΙΩΤΗ: Κοινωνικές και νο μικές αντιλήψεις για το παιδί τον πρώτο αιώνα τον Νεοελληνικού κρά τους. Πρόλογος: Σπνρος Αοξιάόης. Αθήνα, Δω δώνη, 1987. Σελ. 432. αχ. 8ο μεγάλο. Απο την εμπεριστατωμένη μελέτη και έρευνα του Γιάννη Ληξουριώτη , τα πορίσματα της οποίας εκτίθενται στο περισπούδαστο βιβλίο, που μας απασχολεί, προ κύπτει πόσο σκληροί και αδιάφ ο ροι ήταν οι νόμοι σχετικά με τη μέριμνα γ ια τ ο παιδί και την προστασία του, από την ίδρυση του νεοσύστατου Ελληνικού κρά τους, μετά την απελευθέρωση, και ώς τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αν εξαιρέσουμε κά ποιες μεμονωμένες προσπάθειες βελτίωσης, που οφείλονται κυ ρίως στην ιδιω τική πρωτοβουλία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσι άζουν τα σχετικά με την εκπαίδευ ση των παιδιών και μάλιστα των κοριτσιών. Ο σοφός Κοραής, που τόσο ποθούσε να δει την ηθική αναγέννηση του αναδιοργανούμενου κράτους, αναγνώρι ζε πόσο μεγάλη σημασία είχε για το κράτος η μόρφωση των κοριτσιών (σ.112). Αντίθετα ο Καποδίστριας ήθελε ω ς/ αποκλειστικό
επιλογη/87 τελευταία ενότητα του βιβλίου αφιερώνεται στη συζήτηση των θέσεων του Γερ. Αρσένη για τη διατύπωση μιας σύγχρο νης εναλλακτικής πολιτικής πρότασης. Θέματα όπως ο νέος διεθνής καταμερισμός της εργασίας και η θέση της Ελλάδας, οι νέες τεχνολογίες, το περιεχόμενο της ανάπτυξης, η ηθική πολιτισμική κρίση, η κρίση της πολιτικής, των κομμάτων και ο ρόλος της Αριστερός αποτελούν τον κορμό της συζήτησης. Δια κρίνουμε τέσσερις επιμέρους παρατηρήσεις που επιζητούν θεωρη τική επεξεργασία και εμπειρική διερεύνηση. Διαπιστώνει (ο Γερ. Αρσένης) ότι οι Μαρξιστές επέμεναν στη μέχρι σήμερα ανάλυσή τους σε μια τεχνολογία στατική, σύμφωνα με τις θεωρητικές τους παραδόσεις, ενώ αντίθετα οι καπιταλιστές διείδαν ότι η τεχνολο γία αλλάσσει την παραγωγική διαδικασία και μεταβάλλει τις κοινωνικές σχέσεις. Αν και η κλασική μαρξιστική ανάλυση αποδί δει στην τεχνολογία μεταβαλλόμενο χαρακτήρα (για παράδειγμα η άρνηση του νόμου των φθινόυσών αποδόσεφν), ίσως η παρατήρη ση να ισχύει σε σχέση με την πρόβλεψη των μεταβολών στην παραγωγική διαδικασία. Η διερεύνηση της κινητικότητας στην κοινωνική διαστρωμάτωση αποκτά ιδιαίτερη σημασία και έχει σαφείς πολιτικο-στρατηγικές προεκτάσεις. Υποστηρίζει ότι οι νέες τεχνολογίες ευνοούν την παραγωγή μικρής κλίμακας και επανασυνδέουν τον παραγωγό με τον κατα ναλωτή και πιθανολογεί την επικράτηση παραγωγικών μονάδων νέας τεχνολογίας με άριστο μέγεθος απασχόλησης 40-50 άτομα. Σαν πρόκληση στην αναζήτηση, ας σημειωθεί ότι η πρόσφατη εμπειρία από τις ΗΠΑ υποδεικνύει την επικράτηση μεγάλων μονάδων (πάντως μικρότερων από τις παραδοσιακές), με τόπο εγκατάστασης επίσης διάφορο αυτού των παραδοσιακών. Επισημαίνει ότι αν η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης στραφεί σε δραστηριότητες της παραδοσιακής παραγωγής, τότε η διάσταση ανάμεσα στο σύγχρονο' καταναλωτικό-πολιτισμικό πρό τυπο και την παραδοσιακή παραγωγική απασχόληση θα γεννήσει φαινόμενα αλλοτρίωσης. Είναι όμως η υποβάθμιση κλάδων με σαφή συγκριτικά πλεονεκτήματα η οικονομικότερη επιλογή για τη χώρα; Επίσης, στη σφαίρα της θεωρίας, σε ποια έκταση οι σχετικά αυτοτελείς μεταβολές του εποικοδομήματος ερμηνεύουν το ανα πτυξιακό πρότυπο και τί χαρακτήρα αποκτούν οι αντιθέσεις οικονομικής βάσης και εποικοδομήματος στην εποχή της νέας τεχνολογίας;
Η
αρακτηρίζει την αστική ανάπτυξη στην Ελλάδα σαν ανολο κλήρωτη και θεωρεί πως τούτο εκφράζεται στην ανολοκλή Χ ρωτη επίσης ταξική συγκρότηση της κοινωνίας. Το δεύτερο όμως δεν αποτελεί ικανή παρά μόνο αναγκαία συνθήκη για το πρώτο. Επίσης, η πολλαπλότητα των πηγών του οικογενειακού εισοδήμα τος και η διαστρωματική κινητικότητα, που άλλωστε την τελευ ταία δεκαετία στη χώρα μας έχει αποκτήσει διαφορετικό χαρακτή ρα σε σχέση με την περίοδο των μεγάλων μεταναστευτικών κινήσεων τόυ εργατικού δυναμικού, δεν αποτελούν τους κύριους, πολύ περισσότερο δε τους μόνους παράγοντες, της ταξικής συ γκρότησης της κοινωνίας. Επιδίωξη του παρόντος σημειώματος δεν είναι η κριτική του πολιτικού λόγου του Γεράσιμου Αρσένη από θέσεις ιδεολογικο πολιτικές. Η διευκρίνιση και η κριτική των «τεχνικών», κυρίως, πλευρών των θέσεων που διατυπώνονται αποτελεί το σκοπό του σημειώματος, αν και αρκετές φορές σημειώνονται υπερβάσεις αυτού του σκοπού. Ας επιτραπεί στον γράφοντα όμως να εκφράσει την επιφύλαξή του για τον κεντρικό ισχυρισμό της προσωπικής
σκοπό των γυναικών το «να γεννήσωσι τα παιδία» (114). Πολύ σημαντικές είναι οι πλη ροφορίες γ ια την ανύπαρκτη πρόνοια προς τα φ υσικά, δηλα δή τα «νόθα» παιδιά, αυτά που δεν είχαν νόμιμο πατέρα. Και για το ύ το δεν είχαν κανένα δικαίω μα. Είναι χαρακτηρισ τική η αδιαφ ο ρία του νόμου, ενισχυμένη και από τις κοινωνικές π ροκαταλή ψεις και στηριγμένη σ' αυτές. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες για να ξεπεραστούν, αν τελικά ξεπεράστηκαν, αυτές οι προκα ταλήψεις... Σπουδαίες είναι κι οι πληροφο ρίες του συγγραφέα σχετικά με το εργαζόμενο π αιδί και τη νομο θεσία, που αφορούσε στην προστασία του. Στην ουσία τέ τοιοι νόμοι δεν υπήρχαν στην περίοδο που εξετάζει. Αλλά και κάποιες κινήσεις που σημειώθη καν προς τ ο σκοπό αυτό, προσέκρουαν στην κηδεμονία. Η φ οίτη ση εξάλλου στο Δημοτικό Σχολείο δεν ήταν υποχρεωτική, πράγμα που δεν εσήμαινε κατ' ανάγκην και απαλλαγή από τις εργασίες του νοικοκυριού. Σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει «δικαιϊκά» τ ο π αιδί «παρά μέσω άλλων προ σώπων που ενεργούν κατά το υποτιθέμενο συμφέρον του». Το βιβλίο περιλαμβάνει αξιόλο γο πρόλογο του Σπόρου Δοξιάδη, προεισαγωγικό σημείωμα και εισαγωγή του συγγραφέα, σχετι κά με τις νομικές τάσεις στον μετεπαναστατικό Ελλαδικό χώρο. Το κυρίως θέμα του αναπτύσσε τα ι σε πέντε επιμέρους ενότητες. Περιλαμβάνει έναν επίλογο, που συγκεφαλαιώνει την όλη έργασία συμπερασματικά, συμπληρωμα τικές πληροφορίες και επαρκή βιβλιογραφία. Π ρόκειται για βιβλίο αξιόλογο, χρήσιμο γ ια κάθε ενδιαφερόμενο γ ια το παιδί. Αξίζει να προσεχτεί και να μελετηθεί.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
88/επιλογη πολιτικής μαρτυρίας του πρώην υπουργού. «Απομακρύνθηκα γιατί τις μάχες τις κέρδιζα, όχι γιατί τις έχανα». Αλλά κερδισμέ νες μάχες σημαίνουν εδραιωμένες θεσμικές μεταρρυθμίσεις, κοι νωνικά αφομοιωμένες λειτουργίες, οικονομικές και τεχνικο-επιστημονικές κατακτήσεις ή «...κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα, όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν: Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα» (Κ. Μαρξ, η 18 Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1975). ΝΤΚΟΣ ΚΟΥΤΣΙΑΡΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΕΓΡΕΠΟΝΤΗΣ
rog*
ΛΕΠΤΟ
Ο ^ μ ετη ν
ΑΝΝΑ ΜΑΤΖΟΥΡΑΝΗ
AQUARIUS ΕΚΔΟΤΙΚΗ · ΒΕΑΒΕΝΔΟΥ 2 · ΑΘΗΝΑ
11363 · ΤΗΛ. 8826060.