Μ Η Ν ΙΑ ΙΑ ΕΠΙΘ ΕΩΡΕ
MB
1 ΤΟ Υ ΒΙΒ ΑΙΟΥ ·
Α ΡΙΘ . 53 ·
ΔΡΧ. 130
Συνέντευξη του Κ. Θ. Δημαρά • Τό θέατρο τοϋ Γιάννη Κα
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ· ΠΟΙΗΣΗ ΘΕΑΤΡΟ -ΔΟΚΙΜΙΟ Ν ΕΑ ΣΕΙΡΑ Νίκος Φωκάς ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΙΑΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τό β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο τ ή ς « Ε σ τία ς» συμπληρώνει σχεδόν έναν αιώνα ζωής, ή πιό σωστά έναν αιώνα... πορείας, άνάμεσα στά τόσα διαφορετικά ρεύματα τής πνευματικής καί πολιτιστικής μας ζωής, σέ μιά πολυτάραχη περίοδο τής Νεοελληνικής ' Ιστορίας. Δίκαια άλλωστε ή « Εστία» διεκδικεΐ ένα μεγάλο μέρος άπό τή διαμόρφωση τού Νεοελληνικού πνεύματος, άφού μέ ευθύνη καί στοχαστικότητα δλα αύτά τά χρόνια προσπάθησε νά περιθάλψει κάθε καινούριο καί προοδευτικό ξεκίνημα τής Νεοελληνικής λογο τεχνίας. Ή « Εστία» ήταν ή πρώτη, καί γιά πολλά χρόνια ή μοναδική, πού στέγασε τό κίνημα τού Δημοτικισμού καί πού πρόσ φορε έκδοτικό φορέα στήν πεζογραφία τής γενιάς τού '30. Εφέτος ή « Εστία» παρουσίασε τή νέα λογοτεχνική της σειρά μέ πεζογραφία, ποίηση, θέατρο καί δοκίμιο. Σκοπός τής νέας σειράς είναι νά μήν περιορισθεΐ στήν πεζογραφία, άλλά νά συνενώσει άλες τις έγκυρες παρουσίες στό χώρο τής νεώτερης πεζογραφίας, τής ποίησης, τού θεάτρου καί τού δοκιμίου, όριοθετώντας έτσι τήν πολιτιστική θέση τής «Εστίας» μέ τις ίδιες άρχές πού άκολουθεί ό έκδοτικός οίκος άπό τόν περασμένο αιώνα: τό σεβασμό πρός τόν συγγραφέα καί τόν άναγνώστη, τή διασφάλιση των συγγραφικών δικαιωμάτων καί τής πνευματικής ιδιοκτησίας καί άκόμη τήν περιτής έθνικής μας γλώσσας.
ΠΟΛΛΑΠΛΑ ΚΑΤΑΓΜΑΤΑ Η
Παύλος Μάτεσις
ΕΞΟΡΙΑ
ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΗ ΖΩΗ Αγια κυρ ια κη
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΟΛΕΜ ΘΑΛΕΙΑ
ΚΛΕΙΔΙΑ ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΕΣ ΘΕΑΤΡΟΥ
11
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
10
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΩΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» Ι.Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Σόλωνος 60 - Αθήνα 135 - Τηλ. 3615077
ΖΩΝΤΑΝΕΨΤΕ ΤΗΝ ΩΡΑ ΣΑΣ μήν τήν σκοτώνετε
.... Ό
r j
\
'/ F J M τής «γνώσης»
τό νέο
περιοδικό έκπληξη
Στό πρώτο τεύχος θά βρείτε: • • • • • • • • •
Στα υρ ό λεξα Πρόβλημα κόμικ Προβλήματα τού SAM - LOYD Σκάκι Μπριτζ Προβλήματα λογικής ’Α κρ οστιχίδες Κ ρυπ ταριθμητική Δ ιαγωνισμούς
ΑΚΟΜΑ: 11σέλιδο αφιέρω μα στόν κύβο τού Ρούμπικ (ανάλυση τού π αιχνιδιού κα ί ή λύση του). ΑΚΟΜΑ: Τό ΟΡΙΓΚΑΜΙ (Γιαπωνέζικο παιχνίδι - άσκηση χαρτογλυπτικής). ΑΚΟΜΑ: Γελοιογραφ ίες - κόμικς τώ νμεγαλυτέρω ν Ελλήνω ν σκιτσογράφων. ΑΚΟΜΑ: Δ ιηγήματα σοκ ΑΚΟΜΑ: Σ ελίδ ες γιά τούς συλλέκτες ....κ α ί πολλά άλλα.
Κ Α Θ Ε Τ Ε Υ Χ Ο Σ Κ ΑΙ ΜΙΑ Ε Κ Π Λ Η Ξ Η
ό ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ τής γνώσης
ζωντανέψτε τήν ώρα σας ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΚΑΘΕ ΜΗΝΑ
I Τα βιβλία I της ΑΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ f ' J | στις εκδό σ εις ΚΕΔΡΟΣ
Κ Α Τ Ε Δ Α Φ ΙΖ Ο Μ Ε Θ Α
9 Ι
μ
I I
I Καί τώρα... μ ε τ ά τ α * Ματωμένα Χώματα · Οι νεκροί περιμένουν · Εντολή
■ Q I S I Κυκλοφορεί τ ο ΝΕΟ | Κ Β ί ΐ £ & Ι ^ Ι · Ι μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α τ η ς i H o s u s a i Δ ιδ ώ ς Σ ω τ η ρ ίο υ Ι Κ Ι ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΟΜΕΘΑ ΕΝΤΟΛΗ
κ'ι'ΤινΤ
01 ΝΕΚΡΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
(10η έκδοση)
(17η έκδοση)
Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΑΙ Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ (3η έκΰοση)
ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ
ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
(6η έκδοση)
(4η έκδοση)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 6 (Πάροδος Ακαδημίας) Τηλ. 36.15.783
-
3
ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΒΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΙΑ «ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» Σόλωνος 94, τηλ. 36.10.589 -36.00.398 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
ΧΟΡΧΕ ΑΜΑΝΤΟ ΤΙΕΤΑ Ό Χόρχε Ά μ ά ν τ ο , μέ τ ή σ υ να ρ π α σ τικ ή το υ γ ρ α φ ή , ψ ά χνει κ α ί στό μ υ θ ισ τό ρ η μ α α ύ τό τή ν κ ο ιν ω ν ικ ή π ρ α γ μ α τικ ό τ η τα τή ς π α τρ ίδ α ς το υ γ ιά νά ά ν α κ α λ ύ ψ ει το ύ ς ά π λο υς ά ν θ ρ ώ π ους τη ς σέ δ η μ ιο υ ρ γο ύ ς ζω ή ς. ’Α ν α κ α λ ύ π τει τή ν α λ ή θ εια κ ά τ ω ά π ό τή ν ήθική ά σ χ ή μ ια τή ς φ λ ο γ ερ ή ς το υ ή ρ ω ίδα ς, τή ς Τ ιετά , ξ εχ ω ρ ίζο ν τα ς τή ν ψ υ χή ά π ό τ ό σ ώ μ α σ’ έναν κύκλο τ ρ υ φ ε ρ ό τ η τα ς , π ό θ ο υ , μ ικ ρ ό τη τ α ς κ α ί γεν ν α ιο φ ρ ο σ ύ ν η ς, ά ν τια ν θ ρ ώ π ω ν έπ ιδ ιώ ξεν κ α ί ήθ ικ ή ς ά ν τίσ τα σ η ς .
ΧΟΡΧΕ ΑΜΑΝΤΟ
ΤΙΕΤΑ
Μ ετά τ ή μ υ θ ισ το ρ η μ α τικ ή τ ρ ιλ ο γ ία το υ «Σκληροί καιροί», «Νύχτα αγωνίας», «Φώς στό σκοτάδι» κ α ί τή ν «Τερέζα Μ π α τί στα», οι εκδόσ εις Ά ν τ . Λ ιβά νης - «Νέα Σ ύνορα» π ρ ο σ φ έρ ο υν σ τό ελληνικό κοινό τή ν «ΤΙΕΤΑ» - ένα μ υ θ ισ τό ρ η μ α όπ ου ό π ο λυβρ α βευμένος Ά μ ά ν τ ο ά νο ίγει ξα ν ά τή ν κ α ρ δ ιά το ύ λ α ο ύ κ α ί π ροβάλλει το ύ ς κρ υμμένους θ η σ α υ ρ ο ύ ς τή ς ά ν θ ρ ω π ιά ς το υ .
Πληροφορίες - Παραγγελίες: Άντώνης Λιβάνης «Νέα Σύνορα» Σόλωνος 94, Τηλ. 36.10.589 - 36.00.398
Δρχ. 200 γιαννη σκαριμπα
Δρχ. 250 κ α ρ ιμ η α
Δρχ. 280
Δρχ. 200
γιαννη σκαριμπα
γιαννη σκαριμπα
τά θείο τραγί
W
(W
η μαθητευομενη U
Δρχ. 200 ΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
Κ
1*
Δρχ. 200 ΓΙΑΝΝΗ ΣΚΑΡΙΜΠΑ
ytwvmmMt ΙιΑΑΟ Κ> ΙΙΑΥΛΟί
5
Γραφτείτε συνδρομητές Ε σ ω τερ ικ ο ύ 'Απλή (6 τευχώ ν): 650 δρχ. » (12 τευχώ ν): 1.200 δρχ.
Σπουδαστική* (6 τευχώ ν): 550 δρχ. » (12 τευχώ ν): 1.000 δρχ.
’Οργανισμών, Τραπεζών, Ιδ ρ υ μ ά τω ν (12 τευχώ ν): 1.800 δρχ.
Ε ξ ω τε ρ ικ ο ύ 'Απλή (6 τευχώ ν): Δολ. » (12 τευχώ ν): Σπουδαστική* (6 τευχώ ν): Δολ· » (12 τευχώ ν): Σχολών Βιβλιοθηκών 'Ιδρυμάτω ν (12 τευχών): • οι σπουδαστές μέσης, άνώτερης καί ανώτατης έκπαιδευσης γράφονται συνδρομητές μέ τήν έπίδειξη ή τήν άποστολή φωτοτυπία^ τής σπουδαστι κής τους ταυτότητας ή τής άστυνομικής (άν είναι μαθητές).
’Ασία Κύπρος Εύρώπη ’Αφρική ’Αμερική Αύστραλία 21 16 18 18 15 34 34 28 30 40 ΗΠΑ 13 14 19 16 16
ΗΠΑ
24
26
30
30
37
41
43
48
47
54
’Εμβάσματα στή διεύθυνση: Βάσω Σπάθή περιοδικό «Διαβάζω»
Συμπληρώστε τή σειρά Τιμή άπλών τευχώ ν: 130 δρχ. Τιμή διπλών τευχώ ν: 200 δρχ. Τά παλιά τεύχη τού «Διαβάζω» μπορείτε ή νά τά άγοράσετε άπό τά γραφεία τού περιοδι κού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, νά ζητήσετε νά σάς τά στείλουμε μέ άντικαταβολή.
Τώρα καί σε τόμους Κυκλοφορούν οί τόμοι:
1/1976-77 (τεύχη 1-9): 1.300 δρχ. 2/1978 (τεύχη 10-15): 1.000 δρχ. 3/1979 Α (τεύχ η 16-21): 1.000 δρχ. 4/1979 Β (τεύχ η 22-26): 850 δρχ. ·Σέ σπουδαστές έκπτωση 15% 5/1980 Α (τεύχ η 27-32): 1.000 δρχ. 6/1980 Β (τεύχη 33-37): 950 δρχ. 7/1981 Α (τεύχ η 38-43): 1.000 δρχ. 8/1981 Β (τεύχη 44-48): 950 δρχ. Ζητείστε τούς τόμους τού «Διαβάζω» άπό τά γραφεία τού περιοδικού ή, άν μένετε στήν έπαρχία, ζητείστε νά σάς τούς στείλουμε μέ άντικαταβολή. Μπορείτε άκόμα νά άνταλλάξετε τά τεύχη πού έχετε μέ δεμένους τόμους, πληρώνον τας μόνο τή βιβλιοδεσία (250 δρχ. γιά τόν α ' τόμο, 200 δρχ. γιά τούς ύπόλοιπους).
S Jftfta
Γραφεία: 'Ομήρου 34, ’Αθήνα (135), τηλ. 3640-487 (Σύνταξη) καί 3640-488 (Λο γιστήριο, συνδρομές, διαφημίσεις). Διεύθυνση: Περ. Άθανααόπονλος. Σύντα ξη: Γιώργος Γαλάντης, Δημήτρης Δεληπέτρος, Παύλος Πέζαρος, Βασίλης Τσάμης, Ντορίνα Τσοτσορον. Γραμματεία Σύνταξης: Γιώργος Σαρηγιάννης. Διαχεί ριση: 'Ηρακλής Παπαλέξης. Συνδρομές: Βάσω Σπάθή. Διορθώσεις: Πέτρος Στεφανάκης. Σελιδοποίηση-μοντάξ: Φούλη Καρύδα-Στασινάκη. Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ, 'Υμηττού 219, τηλ. 751-6333. ’Εκτύπωση: ΒαλασάκηςΆγγελής Ο.Ε., Ταύρον 21, τηλ. 346-6927. Διαφάνειες: Δ. Π. Άγγελής, Πει ραιώς 1, τηλ. 324-4325. Βιβλιοδεσία: Νικόλαος Κατριβάνος & Σία Ο.Ε., Στυ λιανού Γόνατά 48, τηλ. 574-9951. Διανομή: Νέον Πρακτορεϊον Τύπον.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τεύχος 53 Μ άιος-’Ιούνιος 1982 Τιμή: Δρχ. 130
ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
9
ΔΙΑΛΟΓΟΙ Γράφουν οί Φ. Χατζιδάκη, Α. Δικταίος, Δ. Σιατόπουλος καί Α. Δελώνης
10
ΧΡΟΝΙΚΑ
’Εξώφυλλο Γιώργον Γαλάντη
ΕΚΔΟΤΙΚΑ ΧΙΟΥΜΟΡ: Σκίτσο τού Σ. Ιωσήφ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: Ποιοι άγανακτισμένοι; - 10 χρόνια μέ «’Αν τί» - Μονοτονικό καί άλλαγές - Σοσιαλισμός καί μαύρη λίστα Θάνατος (1) - Θάνατος (2) - Ή κρίσις στην ΕΕΛ - Ό χ ι συστη μένα - ’Αξίζουν την προσοχή μας - Κριτική καί ποίηση ΕΚΔΟΤΕΣ: «Αίγόκερως» ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ: Τό «'Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρ χείο» ΧΡΗΣΙΜΑ: Βιβλία γιά τή φωτογραφία ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ: ’Ανταποκρίσεις της Sybil Steinberg (Ν. Ύόρκη) καί τής Νατάσας-Χατζιδάνα (Λονδίνο)
13 13 15
16 19 22 24 26
ΑΡΘΡΑ Γιάννης Γιαννόπουλος: Οί κοινότητες κατά τήν Τουρκοκρατία καί τά κενά τής ελληνικής βιβλιογραφίας Κεντρική διάθεση: ’Αθήνα: «Διαβάζω» 'Ομήρου 34 Τηλ. 360-3011 Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο Μ. Κοτζιά & Σία Τσιμισκή 78 Τηλ. 279-720, 268-940 Κύπρος: Πρακτορείο βιβλίου Χρ. Άνόρέον & Σία Ρηγαίνης 64
32
ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ Εύγένιος Άρανίτσης: Ή ιστορία τού ξύλινου άγοριοϋ Θόδωρος Γραμματάς: Τό θέατρο τού Γιάννη Καμπύση
36 40
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Κ. Θ. Δημαράς: Δέν ενδιαφέρει ή κορυφή, άλλά οί μέσοι δροι
52
ΕΠΙΛΟΓΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Γράφει ό Λυκούργος Άγγελόπουλος ΓΛΩΣΣΑ: Γράφει ό Χρήστος Κλαίρης ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ό Άνδρέας Μπελεζίνης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφουν ό Μιχάλης Πιερής καί ό Φώτιος Δημητρακόπουλος ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ό Μιχάλης Μερακλής
75 76 77 82 88
7
ΔΙΑΒΑΖΩ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ «κριτικοί» Παρουσίασή βιβλίων ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
114
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ θ ΤΟΜΟΥ
119
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ
125
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΒΙΒΛΙΑ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Ίπποκράτους 33 — 'Αθήνα Τηλ. 3 6 .0 2 .8 8 3
8
107 111 112
ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ·ΙΕΡΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΟΓΚΑ· ΙΝΔΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΙΔΕΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ
προλεγόμενα Διπλοτυπίες καί παρατυπίες Τόν τελ ευ τα ίο καιρό έχουν πληθύνει τά κρούσματα έκδοτικών παρακυκλωματικών δραστηριοτήτων. Καί τό γεγονός αύτό βέβαια ύποδηλώνει πώς τό εύκολο κέρδος γιά μερικούς δραστήριους έμ πορους στό χώρο τού βιβλίου έχει καταντήσει έπικίνδυνη έπιδημία. Πρίν λίγους μήνες κυκλοφόρησε τόσο άθόρυβα, όσο χρειαζόταν γιά νά μή γ ίν ει έπικίνδυνος ν τόρος, χωρίς τήν παραμικρή διαφήμιση, γιά εύνόητους λόγους, ένα έκδοτικό έκτρωμα ένός διάσημου καί πολυ συζητημένου συγγραφέα, τού Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Άπό βι βλιοπωλείο σέ βιβλιοπωλείο καί άπό χέρ ι σέ χέρ ι διαδόθηκε καί δια βάστηκε ένα άκόμη (έκτος άπό τά «Εκατό χρόνια μοναξιάς») έργο τού λατινοαμερικάνου συγγραφέα σέ κάκιστη μετάφραση καί σέ εμφάνιση πού θυμίζει πάμφθηνα παραφιλολογικά έντυπα. Κάπως έτσι οί έκδόσεις «Άρπα», πού θυμίζουν άναπόφευκτα μιά λαϊκή έκ φραση πού τή ς λείπει τό δεύτερο σ υνθετικό γιά νά δηλώσει άπερίφραστα τήν έπιπολαιότητα καί τήν προχειρότητα, «άρπαξαν» κυριο λεκτικά άπό τ ίς τσέπες τού διψοϋντος γιά Μ άρκες άναγνωστικοϋ κοινού μερικά κατοστάρικα, σέ πείσμα όλων όσων μέ ύπευθυνότητα καί κόπο φροντίζουν γιά νά μάς έξασφαλίσουν τό καλό βιβλίο. Άπό τήν άλλη, ένας πολυδιαφημισμένος άμερικάνος συγγρα φέας, ό Τσάρλς Μπουκόφσκι, γνώρισε κι αύτός κι άλλή δόξα καί άναγνώριση, άφοϋ ένα βιβλίο του τυπώθηκε δυό φορές άπό διαφο ρετικούς έκδοτικούς οίκους. Καί δέ θά σχολιάζαμε τό γεγονός, άν βρισκόμαστε σέ παρόμοια μεταχείριση όπως τής Βιρτζίνια Γούλφ, πού τό 'ίδιο βιβλίο τη ς τυπώθηκε άπό δύο γνωστούς έκδοτικούς οϊκους. Σ’ αύτή τήν περίπτωση ό άναγνώστης έχει τήν εύχέρεια νά δια λέξει τό βιβλίο πού είνα ι αισθητά φθηνότερο, άν τόν νοιάζει ή οικονομία, ή τό άλλο πού γιά πολλούς λόγους τόν έλκύει. "Οταν όμως οί έκδόσεις «Δρόμος» έμφανίζονται άστραπιαια όπως θά έξαφανιστούν καί μάς κληρονομούν ένα μνημείο κακογουστιάς, τσα πατσουλιάς καί προχειρότητας, τ ό τε δέν άπομένει παρά νά διώκον τα ι άπό τούς άμεσα ένδιαφερόμενους. 'Υπάρχουν νόμοι έναντίον κάθε τέτο ια ς κουτοπονηριάς, πού καθίζουν στό σκαμνί κάθε άετονύχη επίδοξο έκδοτη. Επιτέλους, είνα ι καιρός νά μάθουμε πώς οί π ερισσότεροι σοβαροί έκδοτες, όταν πρόκειται νά έκδώσουν κάποιο βιβλίο ξένου συγγρα φέα, πληρώνουν χρήματα σ’ αύτόν ή στούς κληρονόμους του πού πολλές φορές γιά τίς πενιχρές οικονομίες τους είναι βάρος δυσβάσταχτο. Δ έν μπορεί λοιπόν ό καθένας ν ’ άγνοεϊ καί νά περιφρονεϊ α ύτούς το ύς διεθ ν είς όρους, καλώς ή κακώς παραδεκτούς, καί νά πλουτίζει μέ δο υλειές τού ποδαριού. Τέλος, ύπάρχει κι ό φόβος ένα μεγάλο μέρος τού άναγνωστικοϋ κοινού νά γνωρίσει συγγραφείς άπ’ α ύτές τ ίς πειρατικές εκδόσεις, καί σίγουρα ή γνώμη του δέν μπορεί νά είνα ι εύνοϊκή, άν δια θ έτει έστω καί έλάχιστους κόκκους κοινής λογικής.
9
διάλογοι Όλα τά γράμματα, πού παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ένδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε όλόκληρα (έφόσον είναι σύντομα) είτε άποσπασματικά (έάν είναι έκτενή). Γιά τό λόγο αύτό, παρακαλοΰνται οί άναγνώστες πού μάς γράφουν νά είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν καί νά σημειώνουν τό πλήρες όνοματεπώνυμο καί τήν άκριβή διεύθυνσή τους. 'Υπενθυμίζουμε ότι γιά νά δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά ’χει φτάσει στά γραφεία τού περιοδικού τουλάχιστον έξι έβδομάδες πριν άπό τήν ήμέρα κυκλοφορίας τού τεύχους.
Γιά τό «Φαίδωνα» Αγαπητό «Διαβάζω», Στό τελευταίο σου τεύχος (άρ. 49), στό, κατά τά άλλα, ένδιαφέρον άρθρο τού κ. Δημήτρη ΆνωγιάτηΠελέ γιά τόν Φαίδωνα τού Πλάτωνα, διαβάζω τήν έξης παράγραφο στό τέλος: «'Αφού ή ψυχή είναι Ιδέα, δηλαδή πράγμα καθεαυτό, δέν είναι άπλό κατη γορούμενο, άλλά είναι, άντίθετα, ή ούσία, τό ύποκείμενο στό όποιο διαδέχονται, χωρίς τήν άλλαγή τής ούσίας τής ψυχής, τά δύο άντίθετα άτυχήματα [ύπογρ. δική μου]· ζωή ένσώμάτη καί ζωή άσώματη». Μέ τήν πρώτη μου ύπογράμμιση θέλω νά έπισημίάνω τή συντακτική άσάφεια καί μή σωστή έλληνική διατύπωση -ίσως πρόκειται γιά τυπογραφικό λάθος, ή παραδρομή τού συγγραφέα- γιατί, ποιός ποιόν δια δέχεται (διαδέχονται); Τό νόημα, βέβαια, είναι διαδέ χονται τό ένα τό άλλο ή, καλύτερα, άλληλοδιαδέχονται τό ένα τό άλλο (se succedent). Ή δεύτερη ύπογράμμιση (ή καί σπουδαιότερη) άφορά λάθος. Πρόκειται δηλαδή γιά «άτύχημα» άπόδοσης τού όρου accidentia, έλληνιστί τά συμβεβηκόΠροφανώς ό συγγραφέας τού άρθρου θά πήρε τόν όρο άπό κάποια λατινογενή γλώσσα (accident) καί τόν μετάφρασε μέ τήν τρέχουσα σημερινή του έννοια. Πολύ φιλικά Φούλα Χατζιδάκη'
Anthologia Graeca ή λεγομένη Παλατίνη Αγαπητό «Διαβάζω», Ό παντελώς άγνωστός μου φιλόλογος κ. Άβάτογλου, πού σοϋ γράφει «μέ έπιφυλακτική έκτίμηοη», δηλώνοντας ότι δέ διάβασε τό βιβλίο μου «Anthologia Graeca, ή λεγομένη Παλατίνη» (Α' τ. 1980), γιατί «ό τίτλος του τού ’κόψε τήν όρεξη», καθώς μόνο οί «άμαθεϊς» καί οί «τσαπατσούληδες» χρησιμοποιούν τούς δρους «Anthologia Graeca» καί «Παλατίνη» «σά νά ήταν συνώνυμοι». Καί τελειώνει τό γράμμα του, συμβουλεύοντας, προφανώς, τούς πιθανούς μελετη τές τού μεγάλου αύτοϋ έργου: «Σέ καμιά περίπτωση δέν έπιτρέπεται νά μιλάμε γιά "Παλατίνη Ανθολο γία" έξυπονοώντας τό πελώριο σύνολο τής “ Ελληνι κής Ανθολογίας", έστω καί άν ή “Παλατίνη" είναι τό όγκωδέστερο τμήμα τής “ Ελληνικής ” καί μερικοί έκδότες (όχι όλοι) προσαρτοϋν τή σχετικά μικρή “Πλανούδειο" μετά τήν "Παλατίνη"»... Δέν μπορώ νά πιστέψω πώς ύπήρξε πανεπιστήμιο πού τόλμησε νά δώσει πτυχίο φιλολόγου σ’ αύτόν
10
τόν κεχηναϊο, μέ τήν πολλή έπαρση καί τήν όλίγιστη γνώση, πού Κύριος οίδε άπό ποιές (έλληνικές, βέ βαια) πρόχειρες πηγές τήν άρπαξε «τσαπατσούλικα». Γιατί, βέβαια, μόνο ή σιγουριά τής παχυλής άμάθειάς του τόν έκαμε τόσο άνοίκεια ύβριστικό... διορθωτή μου! Μά τά ύβριστικά έπίθετά του, «άμαθής» καί «τσαπατσούλης», άποδείχτηκαν μπούμερανγκ γι’ αύ τόν. Ό «φιλόλογος» αύτός είναι άνάξιος άπάντησής μου, άλλ’ άν άποφάσισα ν’ άπαντήσω στήν έπιστολή του τό κάνω άποκλεισπκά καί μόνο γιά τούς άναγνώστες σου, πού δέν είναι ύποχρεωμένοι νά γνωρίζουν τά πάντα, μά καί γιατί, πράγματι, σ’ έκτιμώ «άνεπιφύλακτα», γιά τή σοβαρότατη προσφορά σου στά νεοελληνικά γράμματα. Ας γνωρίζουν, λοιπόν, οί άναγνώστες σου άτι οί δροι «Anthologia Graeca» καί «Παλατίνη» δέν είναι άπλά συνώνυμοι, παρά καί ταυτόσημοι. Όλα έξηγοϋνται καί άναλύονται στή μακρά, 152 σελίδων, ει σαγωγή μου στό έπίγραμμα, πού συμβαίνει νά είναι, είτε τό θέλουν είτε δέν τό θέλουν μερικοί φιλόλογοι καί μή, ή πρώτη έμπεριστατωμένη «Ιστορία τού έπιγράμματος», στήν έλληνική βιβλιογραφία. Θά μπο ρούσα νά παραπέμψω σ’ αύτήν, γιά νά μήν κουράζο μαι άσκοπα. Παρ’ δλ’ αύτά, συνοψίζω τά σχετικά: Μέ τήν 'ίδρυση τής Άνώτάτης Σχολής τής Μαγνάβρας, στό Βυζάντιο, καί κάτω άπό τήν έπιρροή τού Φωτίου, άρχίζει ή τεράστια προσπάθεια τής διάσωσης τών άρχαίων κειμένων. Μέσα σέ τούτη τήν προσπά θεια τοποθετείται κ’ ή σύνταξη τών έπιγραμματικών συλλογών. Λίγο πρίν άπό τά 900, ό Κωνσταντίνος Κεφαλάς συνθέτει τή μεγάλη άνθολογία του, πού χάθη κε καθαυτή, δχι όμως πρίν συληθεϊ άπό διάφορους: τόν άγνωστό μας άνθολόγο τής «Ελληνικής άνθολογίας» καί τόν Μάξιμο Πλανούδη, πού ήταν κ’ οί ση μαντικότεροι. Τό χειρόγραφο τής Πλανούδειας σώζε ται κ’ είναι ό γνωστός Μαρκιανός Κώδικας 481, μά ή πρώτη της έκδοση, στά 1494, άπό τόν Ιωάννη Λάσκαρη, δέ βασίστηκε ούτε στόν Μαρκιανό Κώδικα, ούτε στό δικό του άντίγραφο, πού σώζεται ώς Βατικανός Κώδικας 63, παρά σέ κάποιο άλλο άντίγραφο. Πάνω στήν έκδοση αύτή τού Λάσκαρη στηρίχτηκαν δλες οί έπόμενες έκδόσεις της, πού έκαμαν γνωστό τό έπί γραμμα στήν Εύρώπη. Τό χειρόγραφο τής «Anthologia Graeca», ύστερα άπό μιά μακράν όδύσσεια, πού τήν άφηγούμαι στό βιβλίο μου, βρέθηκε, στά 1600, στήν Παλατίνη Βιβλιοθήκη τής- Χαϊδελθέργης. Φέρει τή χειρόγραφη, άπό τόν Jan Gruter, ένδειξη: «Est Biblio thecae Palatinae» κ’ είναι γνωστό ώς Codex Palatinus 23. Ύστερα άπό κάμποσες ήμιτελεϊς προσπάθειες έκ δοσης τής «Ελληνικής άνθολογίας», άπό τόν J. J. Reiske, στά 1754, τόν R. F. Ph. Brunck, στά 1772-76, καί τόν Friedrich Jacobs, στά 1794-1814, πού βασίστη καν σέ διάφορα άντίγραφο, στά 1813-17 κυκλοφόρη σε, έπιτέλους, ή πρώτη «Anthologia Graeca ad Palatini Codicis» τού Friedrich Jacobs, σέ τρεις τόμους. Στό τέ λος τής «Ελληνικής άνθολογίας» τού χειρογράφου τής Παλατίνης Βιβλιοθήκης (γι’ αύτό κι όνομάζεται,
έπίσης, «Παλατίνη άνθολογία»), πρόσθεσε δυό πα ραρτήματα, «Anthologiae Planudeae Epigrammata quae in Codice Palatino non reperiuntur», τό πρώτο, καί «Ap pendix Epigrammatum apud scriptores veteres et in marmoribus servatorum», τό δεύτερο. Τά έπιγράμματα τού πρώτου μέρους, αύτά, δηλαδή, πού πήρε άπό τήν Πλανούδεια (κι δχι, βέβαια, όλόκληρη τήν Πλανούδεια, δπως νομίζει ό κ. Αβάτογλου) είναι 388 -τού δεύτερου είναι 394. Στήν έκδοση αύτή τού Jacobs στηρίχτηκαν οί μεταγενέστερες στερεότυπες έκδόσεις τής Λιψίας. Στή δίτομη έκδοση, 1864-72, τού Friedrich Diibner, τά 388 αύτά έπιγράμματα τής Πλανούδειας παρουσιάζονται ώς XVI βιβλίο τής «Παλατίνης άνθολογίας» (άποτελεϊται άπό 15 βιβλία). Στήν έκδοση αύτή ό Ε. Cougny πρόσθεσε έναν τρίτο τόμο, στά 1890, μέ 2.200 νέα έπιγράμματα, συμπεριλαμβα νομένων καί τών 394 τού δεύτερου παραρτήματος τού Jacobs. Ή έπόμενη έκδοση, τού Hugo Stadtmuller, προοιωνιζόταν θαυμαστή, μά έμεινε ήμιτελής, γιατί ό θάνατος αίφνιδίασε τόν έκδότη της. Σέ πολλά ήμαρτημένη κι άνολοκλήρωτη άκόμη, μολονότι άρχισε νά έκδίδεται άπό τό 1928, είναι ή γαλλική έκδοση τών «Belles Lettres», πού τήν άρχισε ό Pierre Waltz καί συ νεχίζεται, ώς σήμερα άκόμη, άπό διάφορους φιλόλο γους. Ή έκδοση αύτή, άνολοκλήρωτη, δπως είπαμε, είναι έκείνη πού έσπειρε τά ζιζάνια τής σύγχυσης στό μυαλό τού κ. 'Αβάτογλου, καθώς θέλησε, άμέσως κά τω άπό τόν τίτλο τής «Anthologia Graeca», νά έπισημάνει, στούς ύποτίτλους της, τά μέρη πού τήν άποτελοϋν. Γιά τήν ώρα, δ,τι έκδόθηκε δέν είναι παρά τό πρώτο, καί κύριο, μέρος τ ης-τά 15 βιβλία τής «Παλατίνης άνθολογίας». "Αν συνεχιστεί ή έκδοση, ό άμέ σως έπόμενος ύπότιτλός της θ’ άφορά στό δεύτερο, καί τελευταίο, μέρος της, δηλαδή στά 388 έπιγράμ ματα τής Πλανούδειας, πού συμπληρώνουν τήν «An thologia Graeca» τού Κώδικα 23 τής Χαϊδελβεργιανής Βιβλιοθήκης. Ή σχετικά πρόσφατη έκδοση τής « Ελ ληνικής άνθολογίας», στά 1957-58, τού Hermann Beckby, άρίστη σέ δλα της, ξαναβάζει τά πράγματα στή θέση τους καί μοιάζει νά 'ναι ή όριστική πιά. Αν ή φιλολογία δέχτηκε, τελικά, τό πρώτο πα ράρτημα τού Jacobs, μέ τά 388 έπιγράμματα τής Πλανούδειας, ώς XVI βιβλίο τής «Παλατ/νης», μετά τόν Dubner, αύτό έγινε καταχρηστικά καί, βέβαια, μόνο έξ αίτιας τής κοινής πηγής (τής συλλογής τού Κεφαλά, δηλαδή) τών δυό άνθολόγων (τού άγνωστού μας τής «Παλατίνης» καί τού Πλανούδη). Όσο γιά τά 394 έπι γράμματα τού Appendix τού Jacobs ή τά 2.200 τού Cougny, αύτά μένουν έξω άπό τήν «Anthologia Grae ca» -δπως, άλλωστε, κι δλα τά έπιγράμματα πού συγ κέντρωσαν στις έκδόσεις τους ό G. Kaibel, 1878, ό J. Geffcken, 1916, ό Fr. Hiller, 1926, ό Μ. Ν. Tod, 1946 καί 1948, ό W. Peek, 1955 καί 1960, κ.ά. Δέν ύπάρχει άμφιβολία δτι ό δγκος τής «'Ελληνικής άνθολογίας» εί ναι, πράγματι, μεγάλος -πελώριος, δμως, δέν είναι. Τά έπιγράμματά της (χειρόγραφο τού Παλατινάτου σύν Appendix Planudea πλήν II καί IV βιβλίων, μέ τήν «Έκφραση» δηλαδή τού Χριστοδώρου Θηβαίου καί τά «Προοίμια») είναι, γιά τήν άκρίβεια, 4113! Ό κ. 'Αβάτογλου μιλεΐ γιά «μερικούς έκδότες»... Πέραν τών τριών αύτών, γιά τούς όποιους μιλήσαμε (Jacobs, DQbner καί Beckby) κανείς άλλος δέν έφερε σέ κριτικό κ’ έρευνητικό πέρας τήν « Ελληνική άνθολογία». Πώς μπορεί νά μιλεϊ γιά «μερικούς», λοιπόν; Αλλά γράφει: «μερικοί, -όχι όλοι...» Ποιοί, πέραν τών τριών, είναι αύτοί οί άλλοι πού έκαμαν κριτικές έκδόσεις τής ’Ανθολογίας καί δέν προσάρτησαν τήν «σχε τικά μικρή Πλανούδειο» (κανείς δέν τήν προσάρτησε όλόκληρη, δπως είπαμε). Κι άς μή μιλήσει, βέβαια, γιά τήν άνολοκλήρωτη γαλλική έκδοση τών «Belles Let
tres», ή γιά κάποια λαϊκή ή μεταφρασμένη έκδοση! Φι λόλογος είναι, διάβολε! Αύτό πού, όπωσδήποτε, κάνει έντύπωση στόν φιλό λογο αύτό είναι ή σιωπή του γιά δλες τίς άλλες έργασίες πού είδαν τό φώς πρίν (Π. Λεκατσάς, Βασ. Λαζανάς, Άνδρέας Λεντάκης, Γ. Ίωάννου) καί μετά άπό τή δική μου (Βασ. Λαζανά: «Τό άρχαίο έλληνικό έπίγραμμα», Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1982, σελ. 361383) πάνω στό ίδιο άντικείμενο. Φαίνεται νά τού έδω σαν τή μεγαλύτερη ικανοποίηση... 'Έχω τήν αισιοδοξία νά πιστεύω δτι ή 'Ελλάδα δέν είναι μιά χώρα Κάφρων -παρά τήν άνθρωποφαγική διάθεση μερικών Ελλήνων. Διάλεξα τή σιωπή καί τή μοναξιά, γιά νά φυλαχτώ. Μά, δπως κι άν έχουν τά πράγματα, δέ νομίζω δτι θά φαγωθώ τόσο εύκολα... Φίλος σου "Αρης Δικταΐος 'Αλεξανδρουπόλεως 27-’Αμπελόκηποι
Περί παραποιήσεων καί καταξιώσεων 'Αγαπητό «Διαβάζω», ’Αμέλεια καί βαρύτατη έλλειψη ένημέρωσης τού άρμόδιου συντάκτη όδήγησαν στή δημοσίευση σχο λίου, στό 50 τεύχος σου, Φεβρ. 1982, μέ τίτλο «Πε ριττά τά σχόλια», πού θίγει καί σένα καί μάς έπαγγελματικά, καί κάθε άλλο παρά ύπηρετεϊ τήν ύπόθεση τού βιβλίου, πού βρίσκεται στις φροντίδες σου. Μι λάει γιά κάποια δήθεν... «παραποίηση πού γίνεται τής Ιστορίας τής λογοτεχνίας μέσω τής εικονογράφησης τού βιβλίου» (sic) στήν πρόσφατη δίτομη έργασία μου μέ τίτλο «Γραμματολογική καί βιογραφική έγκυκλοπαιδεία τής έλληνικής λογοτεχνίας», άπό άφορμή τή δημοσίευση στό 2ο τόμο μερικών όλοσέλιδων γραμ μικών σχεδίων πνευματικών άνθρώπων. Αν ό σχολιογράφος ήταν προσεκτικότερος κι ύπευθυνότερος άναφορικά μέ τίς σελίδες πού τού έμπιστεύονται, θά διαπίστωνε δτι καί στούς δυό τό μους, στή δεύτερη σελίδα άπάνω καί σέ ξεχωριστά περίοπτη θέση, άναφέρεται γιά ένημέρωση τού άναγνώστη δτι: «Οί αύτοτελεις αύτοί τόμοι άποτελοϋν καί συμπλήρωμα τής τετράτομης ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΕΓ ΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ πού κυκλοφόρησε άπό τίς έκδόσεις μας τό 1974». ’Επίσης θά διάβαζε στόν πρόλογο τού έκδότη τού έργου: «Ή “ Γραμματολογική καί Βιογραφική ’Εγκυκλοπαί δεια τής Έλληνικής Λογοτεχνίας” χωρίζεται σέ δυό μέρη [...]. Στό δεύτερο μέρος τό έργο άναφέρεται στά βιογραφικά στοιχεία τών λογοτεχνών μας. Τόσο σέ αύτοτελεις βιογραφήσεις καί κριτικούς προσδιορι σμούς, δσο καί συμπληρωματικές ένημερώσεις τών βιογραφικών λημμάτων στήν παλιότερη τετράτομη έκδοσή μας “ Βιογραφική ’Εγκυκλοπαίδεια 'Ελλήνων Λογοτεχνών” , πού παρουσιάσαμε τό 1976» [...]. Θά έβλεπε λοιπόν ό σχολιαστής δτι στούς 4 προη γούμενους τόμους δημοσιεύονται τά όλοσέλιδα έπί σης γραμμοσχέδια -κ ι δχι «πορτραίτα»- τών Μ. Αύγέρη, Α. Βαλαωρίτη, Κ. Βάρναλη, Η. Βενέζη, Ε. Βενιζέλου, Γ. Βιζυηνοΰ, Γερμανού Π. Πατρών, Σ. Γρανίτσα, I. Δραγούμη, Γ. Δροσίνη, Ο. Έλύτη, Γ. Ζαλοκώ στα, Κ. Καβάφη, Ν. Καζαντζάκη, Κάλβου έπιτάφια πλάκα (άν ό συντάκτης σας, πού δικαιολογημένα ήθελε καί τού ποιητή τών «’Ωδών» όλοσέλιδο «πορτραΐτο»... έχει κανένα, άς μάς στείλει φωτοαντίγρα
11
φο· θά προσφέρει άνεκτίμητη ύπηρεσία στήν έλληνική γραμματεία), Δ. Καμπούρογλους, Α. Καρκαβίτσα, Κ. Καρυωτάκη, I. Κονδυλάκη, Α. Κοραή, Κ. Κρυσΐάλλη, Α. Λασκαράτου, Λ. Μαβίλη, I. Μακρυγιάννη, Μ. Μαλακάση, Σ. Μελά, Σ. Μυριθήλη, Μυρτιώτισσας, Π. Νιρβάνα, Γ. Ξενόπουλου, Κ. Παλαμά, Α. Παπαδιαμάντη, 2. Παπαντωνίου, I. Πολέμη, Α. Ραγκαβή, Γ. Ρίτσου, Γ. Σεφέρη, Α. Σικελιανοΰ, Δ. Σολωμοϋ, Γ Σουρή, Α. Τερζάκη, Κ. Χατζόπουλου, X. Χρηστοβασίλη καί Γ. Ψυχάρη. Στή νεότερη έργασία κράτησε ή άντίληψη ν’ άναφερθοΟν ξεχωριστά καί μερικοί κορυφαίοι έκπρόσωποι τής έπιστήμης, τοϋ φιλοσοφικού κι αίσθητικοΰ χώρου, όπως καί τής λαογραφίας, πού δόκιμα προσ φέρουν καί στή λογοτεχνία, μέ γνώμονα -ειδικά γι’ αύτούς- τήν καταξίωση τού άκαδημαϊκοϋ. Έτσι μπή καν τιμητικά τά όλοσέλιδα σχέδια τών Π. Κανελλόπουλου, Σάλωνα Κυδωνιάτη, Ν. Λούρου, Εύαγγέλου Παπανούτσου, Λίνου Πολίτη, Κώστα Ρωμαίου, Μιχ. Στασινόπουλου, Μανόλη Τριανταφυλλίδη καί τοϋ Κωνσταντίνου Τσάτσου. Τέλος κρίναμε δίκαιο νά τιμήσουμε καί μερικούς άκόμα λογοτέχνες, πεθαμένους καί ζωντανούς, γιά τήν καταξιωμένη έπίσης δουλειά τους καί γιά τή γενι κότερη πνευματική καί πολιτιστική τους δράση. Από τούς φευγάτους ξεχωρίσαμε τούς Α. Θρύλο, Ν. Καβαδία, Μ. Καραγάτση, Μ. Λουντέμη, Ζ. Μωρεάς, Ε. Ροΐδη, Άθηνά Ταρσούλη (κι όχι «Γεωργία», δπως άπρόσεχτα πάλι σημειώνει ό σχολιογράφος). Γιά τούς ζωντανούς κρατήσαμε κι έδώ τήν άρχή τής ιδιότητας τοϋ άκαδημαϊκοϋ καί παρουσιάσαμε τά σχέδια τών Γ. Άθάνα, Γ. Βαφόπουλου (άντεπ. μέλους πού ζεί στή Θεσσαλονίκη), θ. Πετσάλη-Διομήδη, Π. Πρεβελάκη καί Π. Χάρη. Κάναμε καί τρεις έξαιρέσεις, γιά τούς Νικηφόρο Βρεττάκο, I. Μ. Παναγιωτόπουλο καί τόν ύπογραφόμενο (γιά τόν όποιο έπέμεινε, μ’ όλες τις αντιρρήσεις μου, ό έκδότης), πού κι οί τρεις έχουν καταξιωθεί μέ άνώτερες διακρίσεις τής Ακαδημίας καί μέ κρατικά βραβεία γιά τή λογοτεχνική έργασία τους, κι έδωσαν άκόμα μιά μακρόχρονη καί γενικότε ρη πνευματική προσφορά, γνωστή κι άρκετά έπίπονη μέσα άπό μύριες άντιξοότητες. Τώρα, άν γιά μερικούς άπ’ όσους άναφέραμε ό σχολιογράφος έχει άντίρρήσεις, δικαίωμά του σεβα στό κι άναφαίρετο, γιά τό όποιο πέφτει όμως έξω νο μίζοντας ότι μπορεί νά τό μπερδεύει μέ τή δουλειά μας, ανακριβολογώντας άνεύθυνα. Καί τούτο φαίνε ται κι άπό άλλο σχόλιο, στίς ίδιες σελίδες κι άπό τό ίδιο χέρι, πού μοΰ κάνει προσωπική έπίσης έπίθεση, κατηγορώντας με γιά έλλειψη... «μέτρου», έπειδή, λέει, στό ίδιο φύλλο τής Φιλολογικής «Βραδυνής», πού έχω τήν έπαγγελματική καί πνευματική εύθύνη, δημοσιεύτηκαν ταυτόχρονα ένα διήγημά μου καί παραπλεύρως μιά κριτική μελέτη τοϋ Δημήτρη Γιάκου γιά τή δίτομη πιό πάνω έργασία μου. ’Αλλά άφοϋ τή σελίδα αύτή, όπως ό ίδιος ό συντάκτης τοϋ σχολίου «πληροφορεί», «είναι γνωστό ότι τή γράφει καί έπιμελείται ό ίδιος ό Δημήτρης Σιατόπουλος», πού παραθιάστηκε τό μέτρο μέ τή δημοσίευση τής κριτικής . πλάι σέ όποιαδήποτε κείμενά μου; ’ Ας είμαστε λογικοί. Μιά ζωή όλόκληρη μοχθώ στόν τύπο καί στό ραδιόφωνο στήν παρουσίαση καί κριτική τοϋ έκδοτικοϋ μόχθου τοϋ λαοϋ μας, μέ άναφορές, τριάντα χρόνια τώρα, σέ χιλιάδες βιβλία κι άλλα έντυ πα (πόσες φορές δέν άναφέρθηκα τιμητικά καί στό «Διαβάζω», καί μάλιστα πρίν λίγους μήνες σέ πολύ στηλο κεντρικό άρθρο μου στή «Βραδυνή»), δέν δι καιούμαι κι έγώ νά δημοσιεύσω στή σελίδα μου μιά έργασία γιά ένα βιβλίο μου; ’Εκεί έσταξε ή ούρά ...
12
τοϋ «μέτρου»; Μέ κάθε τιμή καί τήν παράκληση γιά τή δημοσίευση στίς αντίστοιχες στήλες σου. Δημήτρης Σιατόπουλος Χαρ. Τρικούπη 4 ’Αθήνα "Ολες οί ύπογραμμίσεις στό παραπάνω γράμ μα είναι δικές μας καί άποτελοϋν κατά κά ποιο τρόπο τό σχόλιό μας γιά όσα γράφει ό κ. Δ. Σιατόπουλος. Πάντως, καμιά πρόθεση προ σωπικής έπίθεσης δέν είχαμε. Συμπτώματα τής έκδοτικής καί πνευματικής μας ζωής κα ταγγέλλουμε, άδιαφορώντας ποιός ή ποιοί εί ναι οί δέκτες τής κριτικής μας...
Γ ιά τις «Σπουδές» Αγαπητό «Διαβάζω», Στή σελ. 28 τοϋ τ. 50 καί στή στήλη «Παραπομπές» δημοσίευσες μέ τίτλο «Αύτοϋπερβολή» σχόλιο ανώ νυμου συνεργάτη σου σχετικό μέ τό περιοδικό «Σπουδές», τ. 1, στό όποιο είμαι διευθυντής. Είναι πραγματικά λυπηρό τό γεγονός ότι ό συντάκτης τοϋ σχολίου, καί φυσικά τό «Διαβάζω», δέν είδε (;) τό πνεϋμα, τό περιεχόμενο καί τούς στόχους τοϋ περιο δικού καί συγκέντρωσε τήν προσοχή του στ' όνομά μου, πού άλλωστε δέν υπάρχει στό 2ο τεύχος, καί τό όποιο κάτι έχει νά πει στό κοινό πού άπευθύνεται τό περιοδικό. ’Ας'είναι· οί είρωνεΐες τοϋ σχολιογράφου δέν μ’ άγγίζουν κι οϋτε θά τόν ακολουθήσω. Θά περίμενε όμως ό καθένας μιά σοβαρότερη μεταχείριση ένός νέου περιοδικού άπό ένα περιοδικό όπως τό «Διαβάζω», πίσω άπό τό όποιο κινείται ένας όλόκληρος μηχανισμός, ένώ οί «Σπουδές» έκδίδονται κυριο λεκτικά μέ τό ύστέρημά μου καί προσπαθούν νά καλύψουν ένα σημαντικό χώρο. Σύμφωνα μέ τό γνωστό νόμο περί τύπου θά παρακαλέσω νά δημοσιευτεί ή έπιστολή μου καί δέν ξεχνώ νά κρατήσω όλο μου τό σεβασμό στό «Διαβάζω», τό όποιο, κάποτε, μοϋ δημοσίευσε μελέτη γιά τό παιδικό περιοδικό, ύστερα άπό δική του παράκληση. Άντ. Δελώνης δ/ντής περιοδ. «Σπουδές» Μπισκίνη 44-Ζωγράφου Αθήνα
Χαιρόμαστε μέ τή διαβεβαίωση τοϋ κ. Δελώνη ότι στό δεύτερο τεύχος τών «Σπουδών» δέν υπάρχει τό όνομά του. Όμως γιά τό άτόπημα τού πρώτου τεύχους έξακολουθοϋμε νά πι στεύουμε πώς είχε σχέση καί μέ τό πνεύμα καί μέ τό περιεχόμενο καί μέ τους στόχους τού περιοδικού του. Καί ή κριτική καλό είναι νά γίνεται άπό τήν πρώτη μέρα κυκλοφορίας ένός έντυπου. Όσο γιά τό μηχανισμό πού κι νείται πίσω άπό τό «Διαβάζω», είναι αύτός πού μάς έπιβάλλει νά κάνουμε αυστηρή άλλά δίκαιη κριτική σέ όλους, άκόμη καί σέ συνερ γάτες μας (περίπτωση Δελώνη), άκόμη καί σ’ αύτούς πού μιλάνε καί γράφουν κολακευτικά γιά μάς.
*
ΧΡΟΝΙΚΑ Επιμέλεια: Μαρία Τρουπάκη
ΕΚΔΟΤΙΚΑ Επειδή ή στήλη συναντά δυσκολίες στή συλλογή πληροφοριών, παρακαλοϋντάι οί έκδότες νά μάς ένημερώνουν τακτικά καί ύπεύθυνα γιά τό τί πρόκειται νά έκδώσουν. Αύτό τό μήνα, άπ’ όσα στοιχεία καταφέραμε νά συγκεντρώσουμε, θά κυκλοφορήσουν, κατά κατηγορίες, τά παρακάτω έργα: Αρχιτεκτονική: «Λέσβος» τής Ειρήνης Βοκή παραδοσιακή άρχιτεκτονική» τών έκδόσεων στάνη-Κούμπα, «Πάρος» τής Μάρως Φίλιππο«Μέλισσα» καί περιλαμβάνουν φωτογραφικό 'Αποστόλου, «Σίφνος» τής 'Αναστασίας Τζάκου ύλικό καί μελέτες γιά τήν άρχιτεκτονική τών καί «Σάμος» τού Κώστα Παπαϊωάννου. Τά τέστεσσάρων νησιών. σέρα αύτά βιβλία άνήκουν στή σειρά «ΈλλπνιΙσ τορία: «Ή έργατική έξέγερση στήν Άνα-
ΕΚΔΟΤΙΚΑ τολική Γερμανία. Ίούνης 1953» τοϋ Κάχο Μπρέντελ ('Ελεύθερος Τύπος), «Διαμαρτυρία ένώπιον τών έλευθεριακών τοϋ παρόντος καί τού μέλλοντος γιά τούς συμβιβασμούς τοϋ 1937», άνώνυμου συγγραφέα, πού άναφέρεται στόν ισπανικό έμφύλιο πόλεμο (’Ελεύθερος Τύπος), «'Αρχαίος κόσμος -Ελλάδα» τοϋ Σο φοκλή Μαρκιανοϋ (Γνώση) καί «Ή θεμελίωση τοϋ έλληνικοϋ κράτους» τοϋ I. Πετρόπουλου (Παπαζήσης). Κοινωνιολογία: «Ή φαινομενολογία τοϋ γαμισιοϋ» τοϋ Μάικελ Κόζοκ (’Ελεύθερος Τύ πος). Λογοτεχνία έλληνική: Οί συλλογές διηγημά των «Πετροπόλεμος» τοϋ Γιώργη Χριστοφιλάκη (’Αστέρι) καί «'Αστική τοπιογραφία» τοϋ Μι χαήλ Μήτρα (Αίγόκερως), τό μυθιστόρημα «Όλντσμόμπιλ» τοϋ "Αρη Μαραγκόπουλου (’Ελεύθερος Τύπος) καί τό βιβλίο «Στήν τακτι κή τοϋ πάθους» μέ ποιήματα καί πεζά τής Να νάς Ήσαΐα (Αίγόκερως). Λογοτεχνία ξένη: ΟΙ ποιητικές συλλογές «25 καί 6 ποιήματα, σέ μετάφραση Κ. Γ. Καρυωτάκη» (Στοχαστής), «Ποιήματα» τοϋ Μπορίς Βιάν, σέ μετάφραση Θ. Νιάρχου - Άντώνη Φωστιέρη (Γνώση), «Ποιήματα τοϋ 'Αλμπέρτο Καέιρο» τοϋ Φερνάντο Πεσόα, σέ μετάφραση Φ. Δρακονταειδή (Γνώση), «Σύγχρονη άμερικάνικη ποίηση» καί οί συλλογές διηγημάτων «’Ύαινες» τοϋ Ε.Τ.Α. Χόφμαν (Αίγόκερως), «Τά πουλιά - Φίλησέ με ξανά άγνωστε» τής Δάφ νης Ντύ Μωριέ (Αίγόκερως), «Ή φωλιά τής γά τας» τοϋ Βόννεγκατ (Γνώση) καί «Ό δρόμος γιά τήν κόλαση είναι στρωμένος μέ καλές προ θέσεις» τοϋ Μοντιλιέ (Γνώση). 'Επίσης ή μελέτη «01 καταραμένοι ποιητές» τοϋ Πώλ Βερλαίν, πού άναφέρεται στούς Τ. Κορμπιέρ, Ά. Ρεμπώ καί Σ. Μαλλαρμέ (Αίγόκε ρως), καί τά μυθιστορήματα «Τό γυμνό ψωμί» τοϋ Μωχάμεντ Σουκρί (’Αστέρι), «Ή πανού κλα» τοϋ Άλμπέρ Καμύ ('Ελεύθερος Τύπος), «Ή μέρα τής συμφοράς» καί «Καντίτ» τοϋ Λεονάρντο Σάσα (Εξάντας), «Ψαρεύοντας πέ στροφες στήν ’Αμερική» τοϋ Ρίτσαρντ Μπρόντιγκαν (Αίγόκερως), «Πρόσκληση γι’ άποκεφαλισμό» τοϋ Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ (Αίγόκερως), «Ή πέτρινη πόρτα» τής Λεονόρας Κάρριγκτον (Αίγόκερως), «Θωμάς ό άπατεώνας» τού Ζάν Κοκτώ (Αίγόκερως), «Teta Veletta» τής Λάουρα Μπέτι (Εξάντας), «Ή κυρία Μποβαρύ» τοϋ Γκυστάβ Φλωμπέρ, σέ μετάφραση Κωνσταντί νου Θεοτόκη (Βιβλιοθήκη), «Ένα παιδί τοϋ καιρού μας» τοϋ Έντεν φόν Χόρβατ (Βιβλιο θήκη), «Εύγενία ντέ Φρανβάλ» τοϋ Μαρκήσιου ντέ Σάντ (Βιβλιοθήκη) καί «Junky» τοϋ Ούίλλιαμ Μπάροουζ (’Εξάντας).
14
Πολιτικές έπιστήμες: «01 έξωτερικές σχέ σεις τής ΕΟΚ» τοϋ Γιάννη Καρούζου (Παπαζή σης), «Τό αύταρχικό κράτος» τοϋ Μάξ Χορκχάιμερ (’Ελεύθερος Τύπος), «Ράιχ-Τρόπος χρήσης» τοϋ Πιέρ Βουαγιέ (’Ελεύθερος Τύ πος), «Τό τέλος τοϋ ειρηνικού σιτουασιονισμοϋ» τού ’Ινστιτούτου Σύγχρονης Προϊστο ρίας (’Ελεύθερος Τύπος) καί «Γιά τήν αύτοδιαμόρφωση-Έπαναθεμελίωση τής έλληνικής άριστεράς» τοϋ Μιχάλη Χαραλαμπίδη (Στοχα στής). Τέχνη: Τό κινηματογραφικό «Λεξικό ται νιών» τοϋ Βασίλη Ραφαηλίδη (Αίγόκερως), τό θεατρικό έργο «Ό τρομερός λήσταρχος Νταθέλης» τοϋ Γιώργου Άρμένη (Γνώση) καί ή με λέτη «Βάν Γκόγκ. Ό αύτόχειρας τής κοινω νίας» τοϋ Άντονέν Άρτώ (Αίγόκερως). Φιλοσοφία: «Ή έπανάληψη» τοϋ Σ. Κίρκεγκωρ, σέ νέα βελτιωμένη έκδοση (Παπαζήσης). Ψυχολογία: «Τά συγκοινωνοϋντα δοχεία. Ή έρμηνεία τών όνείρων» τοϋ Άντρέ Μπρετόν (Αίγόκερως).
* Στό Μαρούσι «Η ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ» ΘΗΣΕΩΣ 25
στό νέο μας βιβλιοπωλείο θά βρείτε βιβλία:
ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΙΔΙΚΑ ΣΧΟΛΙΚΑ
Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ Τό Μάρτιο αγοράστηκαν περισσότερο τά έξης βιβλία: 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12.
Λεύτερη Παπαδόπουλου: Τά τραγούδια μου (Κάκτος) Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: Ε κ α τό χρόνια μοναξιάς (Νέα Σύνορα) Βιρτζίνια Γούλφ: Στό φάρο (Κρύσταλλο) Τάσου Δήμου: Ένα γαρύφαλλο πού δέν τ ’ άφήνουν ν ’ άνθίσει (Γλάρος) Μαρίας Ίορδανίδου: Ή αύλή μας (Ε στία) Γιάννη Δημαρά: ’ Εμπρός στόν έτσι πού χάραξε ό τέτο ιο ς (Κάκτος) Γιάννη Παπαϊωάννου: Ντόμπρα καί σταράτα - Αύτοβιογραφία (Κάκτος) Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Τό βιβλίο τής άμμου (Νεφέλη) Τατιάνας Γκρίτση-Μ ιλλιέξ: ’Αλλάζουμε; (Θεμέλιο) Βιβλίο τής χρονιάς 1982 (Πρακτορείο 'Ελληνικού Τύπου) Πέτρου Ρούσσου: Βοήθημα νέας ιστορίας τής Ε λλάδας (Σύγχρονη Εποχή) Ά ρ τύ ρ Ρεμπώ: Μιά έποχή στήν κόλαση (Γνώση)
Ό πίνακας αυτός καταρτίστηκε μέ βάση τά στοιχεία πού μάς παραχώρησαν τά έξης 40 βιβλιοπωλεία άπ' όλη τήν Ελλάδα: Δ. Άλμπάνης, Πλατεία Δημοκρατίας, Αγρίνιο · Δ. Αντωνίου, Βασ. Σοφίας 22, Πτολεμαΐδα • 'Αριστοτέλης, Πανεπιστημίου 34, Αθήνα · 'Αστέρι, Σόλωνος 121, Αθήνα· Άτριον X. Τρικούπη 24, ’Αθήνα • Α.Γεωργιάδης - Ε. Γκρίτζη, Δαβάκη 69, Καλλιθέα, 'Αθήνα · Γνώση, Γ. Αύξεντίου 26, 'Αθήνα · Γρηγόρης, Σόλωνος 71, ’Αθήνα · Γωνιά τού Βιβλίου, Έγνατίας 73, Θεσσαλονίκη · Β. Δοκιμάκης, Ταγμ. Τξουλάκη 8, 'Ηράκλειο · Δωδώνη, ’Ασκληπιού 3, ’Αθήνα · Εκδοτική 'Ομάδα, Πλάτωνος 4, Θεσσαλονίκη · Ένδοχώρα, Σόλωνος 62, ’Αθήνα · Α. Έξαρχόπουλος, Σταθμός ΕΗΣ - 'Ομόνοια, 'Αθήνα · 'Επιλογή, Ίπποκράτους 15Γ, ’Αθήνα · Εστία, Σόλωνος 60, 'Αθήνα · Γ. Καραθανάσης, Π. Κωστοπούλου 7, Σέρρες · Μ. Καρδαμίτσα, Ίπποκράτους 8, Αθήνα · Κατώι τού Βιβλίου, Άριστοτέλους 6, Θεσσαλονίκη · Κέδρος, Γενναδίου 6, Αθήνα • Μ. Κοτζιά, Τσιμισκή 78, Θεσσαλονίκη · Α. Κουμπλομάτης, 28ης ’Οκτωβρίου 8, Γιάννινα · Αφοί Κωνσταντινίδη, Έγνατίας 125, Θεσσαλονίκη · Σ. Ααμπρικίδης, Ίφικράτους 4, 'Αθήνα · Λέσχη τού Βιβλίου, Σόλωνος 84, ’Αθήνα · I. Λιαναρίδης, Κ. Καρτάλη 72, Βόλος · Libro, Πατρ. ’Ιωακείμ 8, Αθήνα · Σ. Μάστορας, Παλαιολόγου 100, Κέρκυρα · Μόλχο, Τσιμισκή 10, Θεσσαλονίκη · I. Παπαχρήστου, Πλατεία 25ης Μαρτίου, Καλα μάτα · Πειραίκή Φωλιά τού Βιβλίου, Κολοκοτρώνη 90, Πειραιάς · Α. Πιτσιλάς, Σοφοκλέους 4, Αθήνα · Πλέθρον, Τοσίτσα 1Α, ’Αθήνα · Πολύεδρο, Κανακάρη 147, Πάτρα · Τ. Ραγιάς, Τσιμισκή 41, Θεσσαλονίκη · Ρόμβος, Καψάλη 6, Αθήνα · Σύγχρονη ’Εποχή, Ακαδημίας 78, ’Αθήνα · Φωλιά τού Βιβλίου, Πανεπιστημίου 25-29, 'Αθήνα · Μ. Χατζούλη, Κούμα 34, Λάρισα · Χνάρι, Κιάφας 5, ’Αθήνα.
Στό έπόμενο (διπλό) τεύχος Κυκλοφορεί τόν Ιούλιο
•
’Αφιέρω μα στόν Ο ύίλλιαμ Φώκνερ (συνεργασία μέ τό Magazine Litteraire)
•
Ξαναδιαβάζοντας τό έργο το ύ Ά ν δ ρ έ α Καρκαβίτσα
•
Τά φ ο ιτη τικά π εριοδικά
15
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Ποιοι άγανακτισμένοι; ΕΦΤΑΣΕ στά γραφεία μας ένα «άνοιχτό γράμμα πρός γονείς, έκπαιδευτικούς, έκδότες, βιβλιοπώλες, συγ γραφείς, 'Ακαδημία, άρμόδια 'Υπουργεία, έκκλησίες, συλλόγους, ήμερήσιο καί περιοδικό τύπο, ΕΡΤ καί ΥΕΝΕΔ». Πρόκειται γιά ένα πραγματικά ύποδειγματικό λιβελογράφημα, πού θυμίζει έντονα κάποιες σκο τεινές έποχές τής έλληνικής καί παγκόσμιας ιστο ρίας. Στόχος τού φυλλάδιου, πού έμφανίζεται νά έχει συνταχθεϊ άπό «άγανακτισμένους γονείς», είναι νά κάνει κριτική καί προσωπική έπίθεση έναντίον δύο γνωστών συγγραφέων καί κριτικών τού παιδικού βι βλίου: τής Βίτως Άγγελοπούλου καί τής Ζωής Βαλάση. Δέν πρόκειται ν’ άσχοληθοΰμε μέ τίς άπόψεις τών άφανών συντακτών τού λιβελογραφήματος, τούς όποιους τόσο φαίνεται δτι έχει ένοχλήσει ή προσπά θεια όρισμένων συγγραφέων παιδικών βιβλίων νά μι λήσουν στούς μικρούς άναγνώστες τους γιά τίς πε ριόδους τών δύο δικτατοριών μας. (Ό καθένας μας δικαιούται νά έχει τίς άπόψεις του καί, άνάλογα μέ τό προσωπικό του ήθος, νά συζητεΐ ή νά βρίζει.) ’Εκείνο πού άξίζει νά έπισημάνουμε άπό τό χείμαρρο τού άγ χους καί τής ύστερίας αύτοϋ τού κειμένου, είναι ή κατακλείδα του· δπου, ούτε λίγο ούτε πολύ, οί συν τάκτες του ζητάνε άπό τούς άρμόδιους «ν’ άπομακρυνθούν άπό τίς κοινοτικές, δημοτικές καί δημόσιες βιβλιοθήκες τά βιβλία τής κ. Ζέη καί τά παρόμοια άντιπαιδαγωγικά ή πολιτικοποιημένα βιβλία»! Έ, όχι, «άγανακτισμένοι γονείς». Είναι καιρός νά βάλετε λί γο μυαλό· ή 4η Αύγούστου καί ή 21η 'Απριλίου άνήκουν πιά στό παρελθόν, δπως καί οί πυρές, οί πίνακες τών άπαγορευμένων βιβλίων καί οί λογοκριτές. Είστε έλεύθεροι νά διαβάζετε δ,τι θέλετε, νά γράφετε ό,τι θέλετε, νά λέτε δ,τι θέλετε, νά μπαίνετε καί νά βγαί νετε στήν Ακαδημία, στούς παραεκκλησιαστικούς συλλόγους ή όπουδήποτε άλλού, νά σάς διαπερνούν ρίγη νοσταλγίας δταν άκοϋτε έμβατήρια ή νά σηκώ νεστε όρθιοι δταν σάς μιλάει κάποιος μέ στολή, άλλά δέν νομίζετε δτι άρχίζετε νά προκαλεϊτε δταν ζητάτε νά πορθούν, καθαρά φασιστικά μέτρα σέ βάρος βι βλίων καί πνευματικών άνθρώπων; Τή συγγνώμη καί τή λήθη δέν πρέπει ποτέ νά τή συγχέετε μέ τήν άμνησία...__________________________________
10 χρόνια μέ «Αντί» ΟΠΩΣ δλοι γνωρίζουμε, δέν είναι συνηθισμένο φαι νόμενο ή μακροημέρευση τών έλληνικών περιοδικών· γι’ αύτό καί χαιρετίζουμε μέ συναδελφική Ικανοποίη ση καί χαρά τόν έορτασμό τών 10 χρόνων τού δεκα πενθήμερου πολιτικού περιοδικού «’Αντί». Μάλιστα ό έορτασμός αύτός είναι μιά εύκαιρία νά έπισημάνουμε τό βασικό προσόν αύτοϋ τού περιοδικού, πού είναι καί τό «μυστικό» τής έπιτυχίας του. 'Εννοούμε τήν άνεξαρτησία του, τήν άδέσμευτη άπέναντι στά κόμ ματα καί τήν έξουσία στάση πού κράτησε δλ’ αύτά τά χρόνια. Είναι κάτι πού δλοι μας τό εύχηθήκαμε άπό τήν πρώτη ήμέρα τής έκδοσής του (ή μάλλον τής έπανέκδοσής του, μετά τήν πτώση τής δικτατορίας)
16
καί πού κάθε δεκαπέντε μέρες τό έπιβεβαιώναμε καί τό έπιβεβαιώνουμε συνεχώς... Καλύπτοντας άσφαλώς ένα κενό τού περιοδικού τύπου καί μιά άνάγκη τών προοδευτικών δυνάμεων τού τόπου, τό «’Αντί» συνεχίζει τό δρόμο του. Καί μεϊς, συνάδελφοι καί άναγνώστες του, εύχόμαστε στόν άξιο έκδότη του καί τούς Ικανούς συνεργάτες του νά γιορτάσουν καί τά 20χρονα τού περιοδικού δπως καί τώρα: μέ τό κε φάλι ψηλά.
Μονοτονικό καί αλλαγές Η ΑΠΟΦΑΣΗ τής κυβέρνησης γιά τήν καθιέρωση τού μονοτονικού συστήματος ύλοποιήθηκε τόν περασμέ νο 'Απρίλη μέ τήν έκδοση σχετικού προεδρικού δια τάγματος. Μετά τήν όριστική ρύθμιση λοιπόν τών κα νόνων τού συστήματος πού πρόκειται νά έφαρμοστοΰν στή διοίκηση καί στήν έκπαίδευση ήρθε ή ώρα νά ύλοποιήσουμε καί μεϊς τή δική μας έξαγγελία γιά τήν έφαρμογή τού μονοτονισμοϋ στό «Διαβάζω». Πριν όμως προχωρήσουμε στήν έφαρμογή του άποφασίσαμε νά καθυστερήσουμε δυό-τρεϊς μήνες άκόμη, γιά νά συνδυαστεί αύτή ή άλλαγή μέ μία σειρά άλλων άλλαγών. ΟΙ άλλαγές αύτές πρόκειται νά άνανεώσουν ριζικά τό περιοδικό, θά άναγγελθοϋν σέ ένα άπό τά προσεχή μας τεύχη καί θά πραγματοποιη θούν, άν δλα πάνε καλά, τό φθινόπωρο. Μέχρι τότε, λίγη ύπομονή...
Σοσιαλισμός καί μαύρη λίστα ΣΤΗΝ Τσεχοσλοβακία 200 περίπου συγγραφείς βρί σκονται στή «μαύρη λίστα» τών έκδοτικών οϊκων, μέ άποτέλεσμα νά μήν μπορούν νά έκδώσουν τά έργα τους. Τή θλιβερή αύτή ε’ίδηση άνακοίνωσε στήν Πρά γα ή «Χάρτα 77» κάνοντας έκκληση στούς Τσεχοσ λοβάκους συγγράφεις νά μήν παραμείνουν «άδιάφο· ροι καί τυφλοί» μπροστά στήν κατάσταση. Ή «μαύρη λίστα» πού έδωσε στή δημοσιότητα ή «Χάρτα 77» περιλαμβάνει συγγραφείς διαφόρων ήλικιών, άντιλήψεων καί τεχνοτροπιών. Πολλοί άπ’ αύτούς έχουν πεθάνει, ένώ άλλοι ζοϋν στή Δύση. 'Ανά μεσα στούς διακόσιους «έπικίνδυνους» βρίσκονται διάσημα όνόματα, δπως ό Μίλαν Κούντερα, ό Λούντβικ Βακούλικ καί ό Μπόχουμιλ Χράμπαλ. Όπως άναφέρει μάλιστα τό ντοκουμέντο τής «Χάρτας 77» τά έργα τού Χράμπαλ κυκλοφορούν στήν Τσεχοσλοβα κία παραποιημένα άπό τή λογοκρισία. Απ’ τό μακρύ κατάλογο τών άπαγορευμένων δέν λείπουν βέβαια κι αύτοί πού λίγα χρόνια πρίν ύπέγραψαν τό πασίγνω στο «άνατρεπτικό» κείμενο τής «Χάρτας 77». Φαίνεται άτι στίς χώρες τού «ύπαρκτού» σοσιαλι σμού ό άγώνας γιά τήν έλευθερία τού λόγου έχει άκόμα μακρύ δρόμο νά διανύσει...
Θάνατοι (1) ΔΥΟ δημοφιλείς ξένοι συγγραφείς έφυγαν άπ’ τή ζωή πρίν λίγους μήνες. Ό Φίλιπ Ντίκ, ένας άπό τούς κλα σικούς τής άμερικάνικης έπιστημονικής φαντασίας,
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ καί ό Ζώρζ Περέκ, μιά άπό τίς πιό Ιδιόρρυθμες προ σωπικότητες τών γαλλικών γραμμάτων. Ό Φίλιπ Κ. Ντίκ, πού πέθανε στά 53 του χρόνια, εί ναι έλάχιστα γνωστός στό έλληνικό κοινό, παρ' όλο πού τά έργα του κυκλοφορούν πλατιά σ’ όλόκληρη τήν Εύρώπη καί τήν ’Αμερική. Ό Ντίκ είναι άπό τούς λίγους συγγραφείς πού κατάφερε νά ξεπεράσει τόν παραλογοτεχνικό συνήθως χαρακτήρα τής έπιστημονικής φαντασίας καί νά δημιουργήσει ένα Ιδιαίτερο λογοτεχνικό ύφος. Τά βιβλία του δέν άνακαλύπτουν καινούριους κόσμους. Ούτε έξωγήινα δντα μέ ύπερ φυσικές δυνάμεις. Ή έπιστημονική φαντασία τού Ντίκ είναι γήινη κι έχει τίς ρίζες της στά άδιέξοδα καί τούς φόβους τής προηγμένης άμερικάνικης κοινω νίας. "Ετσι, στό μυθιστόρημά του «Γιούμπικ» ό άναγνώστης βλέπει τά νομίσματα νά χάνουν τήν άνταλλακτική τους άξια καθώς ό χρόνος γυρίζει πρός τά πίσω, ένώ στά «'Ομοιώματα» ό ήρωας τού έργου άνακαλύπτει δτι ό πρόεδρος τών ΗΠΑ δέν είναι παρά ένα όμοίωμα τοϋ.προέδρου. Τά περισσότερα έργα τού Φί λιπ Κ. Ντίκ είναι άμετάφραστα στήν 'Ελλάδα, κυκλο φορούν όμως οί ξενόγλωσσες έκδόσεις τους.
Θάνατοι (2) Ο ΖΩΡΖ Περέκ, πού πέθανε στό Παρίσι στά 46 του χρόνια, είχε γοητεύσει τό γαλλικό κοινό μέ τό πρώτο του κιόλας βιβλίο, τό 1965, «Τά πράγματα» -όπως ήταν ό τίτλος του. Είχε θεωρηθεί τότε σάν τό μυθι στόρημα πού συνοψίζει τή σύγχρονη Εύρώπη τής μα ζικής κουλτούρας καί τού άλόγιστου καταναλωτι σμού. ΓΓ αύτό τό πρώτο του βιβλίο ό Περέκ τιμήθηκε στή Γαλλία μέ τό βραβείο «Ρενοντώ». "Ενα άπό τά έπόμενα έργα του πού προκάλεσε Ιδιαίτερη αίσθηση ήταν «Ή έξαφάνιση» (1969). Πρό κειται γιά ένα «άστυνομικό» μυθιστόρημα πού ή σχέ ση τού τίτλου του μέ τό περιεχόμενό του βασάνισε πολύ τούς κριτικούς μέχρι ν’ άνακαλύψουν δτι ή πε ριβόητη «έξαφάνιση» δέν άφοροϋσε παρά τό φωνήεν έψιλον. Τό πιό συνηθισμένο φωνήεν τής γαλλικής γλώσσας έλειπε τελείως άπό τό βιβλίο τού Περέκ. Τρία χρόνια μετά στούς «Έπιστρέφοντες» ό Περέκ άποκαθιστά πανηγυρικά τό έψιλον καί έξαφανίζει όλα τά ύπόλοιπα φωνήεντα. "Αλλα έργα του είναι: «Ό άνθρωπος πού κοιμάται» (1967), «Ή ζωή, όδηγίες χρήσεως», πού τιμήθηκε μέ τό βραβείο Μεντισίς, «Είδη διαστημάτων» (1974), «W ή παιδική άνάμνηση» (1975) καί «Θυμάμαι» (1978). Τά έργα τού Περέκ είναι, δυστυχώς, άμετάφραστα στήν 'Ελλάδα. 'Ελπίζουμε, δχι γιά πολύ άκόμα...
Ή κρίση στήν ΕΕΛ ΜΕΣΑ σέ άτμόσφαιρα άβεβαιότητας, μέ πολλά παρα τράγουδα καί διαμάχες έγιναν τό Μάρτη οί άρχαιρεσίες γιά τήν έκλογή τού νέου διοικητικού συμβου λίου τής 'Εταιρίας 'Ελλήνων Λογοτεχνών. Ή κρίση πού συγκλόνισε τούς τελευταίους μήνες τό άρχαιότερο λογοτεχνικό σωματείο τής χώρας μπήκε σέ νέα Παρ’ όλες τίς έκκλήσεις γιά ένότητα πού έκανε σέ
δλους τούς λογοτέχνες το νεο διοικητικό συμβούλιο ή πικρή άλήθεια γιά τήν ΕΕΛ είναι δτι δέν κατάφερε νά ένώσει ούτε τά ίδια της τά μέλη. Τά δσα δημοσιεύ τηκαν στόν τύπο γιά τήν κρίση στούς κόλπους της τό άποδεικνύουν. Ή όμαδική παραίτηση 40 περίπου με λών της, ή διάλυση τού Αύγέρειου Κύκλου 'Ομιλιών, ή παραίτηση τού άντιπροέδρου τού διοικητικού συμ βουλίου καί δυό συμβούλων καί, κυρίως, οί πολλές καταγγελίες γιά έλλειψη δημοκρατίας, είναι άδιάψευστα στοιχεία φθοράς τής ΕΕΛ. Είναι πραγματικά πολύ θλιβερό ένα ιστορικό σωμα τείο πού συσπειρώνει πνευματικούς άνθρώπους νά κατηγορείται γιά έλλειψη δημοκρατίας καί παρεμπόδιση τής έλεύθερης διακίνησης τών Ιδεών καί τών ρευμάτων πού άναπτύσσονται στούς κόλπους του. Όσο γιά τίς πρόωρες έκλογές τού Μάρτη (πού έγιναν μάλιστα μέ πλειοψηφικό σύστημα, παρά τίς πολλές διαφωνίες), έλάχιστα, νομίζουμε, μπορούν νά συντε λέψουν στό ξεπέρασμα τής κρίσης. Πάντως, τό νέο διοικητικό συμβούλιο (Θ. Νάσιουτζικ, Γ. Κάτρης, Φ. Ζαμπαθά, Θ. Διαμαντόπουλος, Π. Σπεντζής, Γ. Ζωίδης, Φ. Κονδύλης, Μ. Λυγίζος καί X. Σαμουηλίδης) διακήρυξε ιδιαίτερα τήν άνάγκη τής ένότητας τών λογοτεχνών. Μάλιστα μετά άπό σχετικές διαβουλεύσεις συγχωνεύτηκε μέ τήν έταιρία ό Σύνδεσμος 'Ελ λήνων Λογοτεχνών. 'Εμείς δμως πιστεύουμε δτι ή ένότητα είναι βέβαια άπαραίτητη άλλά δέν πετυχαίνεται μονάχα μέ διακηρύξεις.
Ό χι συστημένα ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ πρός τούς άναγνώστες τού περιοδικού: Μή μάς στέλνετε γράμματα ή βιβλία συστημένα. Γιατί καί σέ μπελάδες μάς βάζετε καί είναι πολύ πιθανό νά φτάσουν στά χέρια μας μετά άπό ένα μήνα. Καί νά γιατί. Οί ταχυδρομικοί διανομείς άπαξιοϋν νά φέρουν τό συστημένο γράμμα ή δέμα στήν πόρτα τού παρα λήπτη τους κι ούτε κάνουν κάν τόν κόπο νά έλέγξουν άν ό παραλήπτης βρίσκεται έκεϊ. Άπλούστατα άφήνουν τό έπισκεπτήριό τους (μιά ειδοποίηση δτι έχεις νά παραλάβεις ένα συστημένο) καί πάνε παρα κάτω. Παραπονεθήκαμε βέβαια στά 'Ελληνικά Ταχυ δρομεία γιά τό... έθιμο αύτό, άλλά κάποιος ύπεύθυνος, άνάμεσα σέ μιά ρουφηξιά καφέ καί ένα άντιαισθητικό χασμουρητό, μάς άποστόμωσε λέγοντας δτι έτσι πρέπει νά γίνεται καί δτι καλώς κάνουν οί διανο μείς. Κι όταν τόν ρωτήσαμε τί νόημα έχει ή ειδοποίη ση πού άφήνουν καί πού λέει δτι «περάσαμε, άλλά άπουσιάζατε», άφοϋ ούτε κάν ρωτάνε κανένα άν βρί σκεται έκείνη τήν ώρα ό παραλήπτης στό σπίτι του ή στό γραφείο του, έκεϊνος... ξαναχασμουρήθηκε. Με τά άπ' αύτό, άποφασίσαμε νά πηγαίνουμε στό ταχυ δρομείο γιά συστημένα μόνο μία φορά τό μήνα. Φυσι κά οί ταχυδρομικοί διαμαρτύρονται, γιατί θέλουν νά «κλείνουν» σύντομα τό φάκελο τών «πρός διανομή», άλλ’ άς μήν τά θέλουν δλα δικά τους. Καί τήν πίτα όλόκληρη καί τό σκύλο χορτάτο... Πάντως ή άπορία μας παραμένει: τί είδους έξυπηρέτηση προσφέρει τό «συστημένο», δταν γιά νά φτάσει έγκαιρα στά χέρια σου πρέπει νά στήνεις καρτέρι γιά τόν ταχυδρόμο στήν είσοδο τής πολυκατοικίας σου;
17
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ ’Αξίζουν τήν προσοχή μας ΕΙΧΑΜΕ γράψει καί παλιότερα γιά τό τρίμηνο περιο δικό «Διάλογος», πού έκδίδει άπό τό 1978 ή Μορφω τική Ένωση Λεχαινών, χαρακτηρίζοντάς το σάν ένα άπό τά καλύτερα περιοδικά τής έπαρχίας. Αύτή τή φορά άξίζει νά έπισημάνουμε καί τήν έκδοτική δρα στηριότητα τού περιοδικού, πού έχει νά έπιδείξει μέ χρι σήμερα 6 τίτλους βιβλίων: «Ό άλλος Κεμάλ» καί «Μέ τό ποδήλατο» τού Δημήτρη Παπαχρήστου, «Πρελούντιο» τού 'Αρχίλοχου Ναβίδη, « Ανθολογία Ήλείων Λογοτεχνών» τών Γ. Γώτη, Δ. Κράγκαρη καί Α. Φουσκαρίνη, «Κιαρόσκουρο» τού Δ. Παναγόπουλου καί «ΟΙ κανόνες τού παιχνιδιού» τού Α. Κερένη. Όπως μαθαίνουμε, ή έκδοτική αύτή προσπάθεια, πού έχει ώς στόχο νά δώσει τήν πνευματική καί πολιτιστι κή φυσιογνωμία τής περιφέρειας τών Λεχαινών (καί εύρύτερα τής Ηλείας) καί νά βοηθήσει τούς συγγρα φείς τής έπαρχίας νά έκδώσουν τά βιβλία τους, άντιμετωπίζει πολλές δυσκολίες: περιορισμένα οικονομι κά μέσα, πρόβλημα πρακτόρευσης τών βιβλίων καί διακίνησής τους στά βιβλιοπωλεία δλης τής χώρας, δυσπιστία άπέναντι στις έκδόσεις τής έπαρχίας κλπ. Όλα αύτά, μαζί μέ τό περιορισμένο ένδιαφέρον τού κοινού τής έπαρχίας γιά τό διάβασμα, είναι τά προ βλήματα πού έχει ν’ άντιμετωπίσει σήμερα ή Μορφω τική Ένωση Λεχαινών· προβλήματα πού πρέπει νά ξεπεραστοϋν μέ τή βοήθεια όλων μας: τού κράτους, τής τοπικής αύτοδιοίκησης, τών διαφόρων Ιδρυμάτων καί όργανισμών, Ιδιωτών κλπ. Γιατί προσπάθειες σάν κι αύτές, πού έχουν ώς στόχο τήν πολιτιστική πρόο δο τής έπαρχίας, άξίζουν κάθε βοήθεια. (Γιά πε ρισσότερες πληροφορίες οί ένδιαφερόμενοι μπο ρούν νά άπευθύνονται στά μέλη τής Ένωσης κ. Θα νάση Κεφάλα, Λεχαινά, τηλ. 0623/22282, καί κ. Διονύση Κράγκαρη, Έμ. Μπενάκη 1, 'Αθήνα, τηλ. 3210.368.)
ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΠΩΙΕΜΟΥ Α· I
ί<·
—ένα ιδιοφυές παιδικό βιβλίο----------- (για μεγάλους)—.
Κριτική καί ποίηση ΟΠΩΣ άνακοινώθηκε άπό τήν όργανωτική έπιτροπή του, τό Δεύτερο Συμπόσιο Νεοελληνικής Ποίησης, πού θά γίνει πάλι στό Πανεπιστήμιο Πατρών, άπό τίς 2 ώς τίς 4 'Ιουλίου, θά έχει ώς βασικό θέμα «Κριτική καί ποίηση». Θά γίνουν πολλές καί ένδιαφέρουσες είσηγήσεις άπό ένα πλήθος άξιων μελετητών καί συγ γραφέων. Συγκεκριμένα, στό συμπόσιο θά μιλήσουν οί Μ. Λαμπρίδης (Σύγχρονη μαρξιστική θεώρηση), Γ. Γιατρομανωλάκης (Έλληνική-ρωμαϊκή άρχαιότητα), Λ. Στεφάνου (Άπό τό ρομαντισμό ώς τόν ύπερρεαλισμό), Δ. Θέος (Φορμαλισμός), Α. Μυλωνάς (Πολιτική συνάντηση κριτικής καί ποίησης), Α. Μπερλής (Νέα κριτική), Κ. Παπαγεωργίου (Ή κριτική τής ποίησης άπό τό 1900 ώς τό 1920), Κ. Στεργιόπουλος (άπό τό 1920 ώς τό 1930), Τ. Κόρφης (άπό τό 1930 ώς τό 1940), Μ. Γιαλουράκης (άπό τό 1940 ώς τό I960), Δ. Μαρωνίτης (άπό τό 1960 ώς τό 1980) κ.ά. Στίς συνε δριάσεις τών τριών ήμερών τού συμποσίου θά προε δρεύσουν οί Γ. Σαββίδης, Μ. Μερακλής καί Γ. Μανιά της. Όσοι ένδιαφέρονται γιά περισσότερες λεπτομέ ρειες, μπορούν νά ζητήσουν πληροφορίες, γράφον τας στή διεύθυνση: Δεύτερο Συμπόσιο Ποίησης, Τ.Θ. 142, Πάτρα.
18
ΤΑ ΔΙΟΔΙΑ ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ
Γραμμένο απ’ τον Norton Juster και εικονογραφημένο απο έναν μεγάλο δημιουργοί τον Jules Feiffer.
Ε Κ Δ Ο ΣΕ ΙΣ ΤΕΚ Μ Η ΡΙΟ ■ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ 17-ΤΗΛ. 6448510 -
ΕΚΔΟΤΕΣ
Ό «Αιγόκερως» καί ή φανταστική λογοτεχνία Ό έκδοτικός οίκος «Αιγόκερως» ιδρύθηκε στό τέλος του 1979 κι έχει έκδώσει μέχρι τώρα 30 περίπου τίτλους. Άνάμεσά τους ή «’Ανθο λογία του μαύρου χιούμορ» τού Άντρέ Μπρετόν, οί «Μαστοί τού Τειρεσία» τού Γκυγιώμ Άπολλιναίρ, οί «Φανταστικές ιστορίες» τού Γκύ νΤέ Μωπασάν, τά «Μανιφέστα τού νταν ταϊσμού» τού Τριστάν Τζαρά, τό «Όπιο» τού Ζάν Κοκτώ, ό «Μοναχός» τού Άντονέν Άρτώ, τό «Φανταστικό καί λογοτεχνία», ή «Σύγχρονη άμερικάνικη λογοτεχνία», ή «Μορφή τού φιλμ» τού Σεργκέι Άιζενστάιν, ό «Φορμαλισμός» τού Δήμου Θέου, ή «'Ιστορία τού έλληνικοϋ κινη ματογράφου» τού Γιάννη Σολδάτου, οί «Φαν ταστικές πρόζες» τού Σάρλ Κρό κ.ά. Γιά τόν «Αίγόκερω» καί τίς έκδοτικές του έπιλογές, πού προσανατολίζονται σ’ έναν ιδιαίτερο χώ ρο, τό χώρο τής φανταστικής λογοτεχνίας, μάς μιλάει ό ιδιοκτήτης τών έκδόσεων, κ. Γιάννης Σολδάτος. Πώς καί πότε ξεκίνησε ό «Αιγόκερως»; Ό «Αιγόκερως» δημιουργήθηκε στό τέλος τού 1979 σάν καθαρά προσωπική ύπόθεση -χώρος έκφρασής μου, άν θέλετε-, πού φαίνε ται δμως νά ένδιέφερε καί κάποιους άλλους, άφοϋ μέσα σέ δυό χρόνια κατάφερε νά σταθεί οικονομικά καί νά έκδώσει 30 περίπου τίτλους. Πρώτο βιβλίο του ήταν ή « Ιστορία τού έλληνικοϋ κινηματογράφου», γραμμένη άπό μένα. Τό βιβλίο αύτό, πού κυκλοφορούσε παλιά μέ τόν τίτλο τής «Νεφέλης», ξανακυκλοφόρησε στόν «Αίγόκερω» προκειμένου νά έγκαινιάσει μιά όλόκληρη σειρά κινηματογραφικών καί λογο τεχνικών βιβλίων καί ν’ άποφύγει ταυτόχρονα τόν κατήφορο τής έλληνικής μπακαλοκουλτουριάρικης βιβλιαγοράς. Ό χαρακτηρισμός τής άγοράς σάν «μπακαλοκουλτουριάρικης» κρύβειϊσως κάποια έμπειρία σου άπό τό χώρο τού βιβλίου. Δέν είναι δμως λίγο ύπεροπτι κός; ΜΠΟΡΕΙ, άλλά δέν γίνεται άλλιώς· δταν βλέ πεις τά μπέστ-σέλερ τού κέρατά νά σέ πνίγουν καί σένα κι άνθρώπους πού τούς άξιζε ϊσως καλύτερη τύχη, τό μάρκετινγκ -ξένο παλαβό δαιμόνιο- νά διαλύει όποιαδήποτε πολιτιστική συνέπεια, αύτό πού άγάπησες καί έχεις πει-
Τό σήμα τών έκδόσεων «Αιγόκερως»
σθεϊ δτι άξίζει νά μένει στό ράφι, δχι γιατί δέν καταφέρνεις νά πείσεις τούς άλλους μά γιατί είναι άδύνατος ένας δρόμος έπικοινωνίας μαζί τους χωρίς τήν παρεμβολή χιλιάδων παρασί των, καί σύ άκόμα έκεϊ νά βγάζεις κινηματο γραφικά βιβλία, τή «Μορφή τού φιλμ» τού Άιζενστάιν, θεωρητικού καί πρακτικού πατέρα τού κινηματογράφου γιά έξήντα χρόνια, καί πού δυό χρόνια τώρα δέν κατάφερε νά καλύ ψει τά έξοδά του, καί ούτε θά τά καλύψει, τό «Φορμαλισμό» τού Δήμου Θέου, πού οί λίγες προσωπικότητες πού τόν πήραν είδηση τόν χαρακτήρισαν σάν ένα άπό τά καλύτερα βιβλία τής χρονιάς καί πού δέν κατάφερε νά ξεπεράσει τά 400 άντίτυπα, καί σύ σέ πείσμα δλων αύτών έχεις τό θράσος νά ξεκινάς μιά όλόκληρη κινηματογραφική σειρά μέ δέκα τίτλους καί κοντά σ’ αύτήν μιά όλόκληρη λογοτεχνική σει ρά μέ 25 μέχρι τώρα τίτλους πού σά σύνολο σέ στηρίζει οικονομικά καί μεμονωμένα τά βιβλία της πουλιούνται άσχετα μέ τήν άξία τους, δταν ή τρίτομη «’Ανθολογία τού μαύρου χιού μορ» τού Άντρέ Μπρετόν έχει πουλήσει άρκετά μεγάλο άριθμό άντιτύπων κι άς μήν άναφέρθηκε ποτέ στά έμπορικότερα βιβλία, εύτυ-
19
ΕΚΔΟΤΕΣ χώς βέβαια, γιατί διαπιστώνεις δτι δέν πουλάει γιά τό συγκλονιστικό πανόραμα έργοβιογραφιών καί άπόψεων, μά γιατί διάφορες κυραΚατίνες νόμισαν δτι θά βρουν μαύρο χιούμορ γιά τά πρό άμνημονεύτων χρόνων διεστραμμέ να πολιτιστικά τους ένστικτα καί άπελπίστηκαν σίγουρα σ’ αύτό· καί οί «Φανταστικές ιστο ρίες» τού Σάρλ Κρό, πραγματικό κομψοτέχνη μα, δέν ένδιαφέρουν κανένα, άφοϋ είναι κό πος νά μάθεις ποιός είναι αύτός ό κ, Κρό, καί ό Νταλί, πού φιλοξενείς τήν «Παρανοϊκοκριτκή» του, γίνεται γνωστός άπό τίς παλαβομάρες του καί όχι άπό τό θετικό του έργο, καί ό Κοκτώ γιατί τό βιβλίο του έπιγράφεται «Όπιο» καί όχι γιατί είναι μιά πληγή σέ άργή κίνηση καί... καί... καί μόνο παρήγορο σημείο ό Άντονέν Άρτώ μέ τόν «Καλόγερο τού Λιούις» καί τή «Μεγάλη μέρα καί μεγάλη νύχτα», πού που λιέται χωρίς νά ζεΐ γιά νά κάνει διάφορα τρελά, χωρίς νά άπαγορευτεί άπό τόν εισαγγελέα, χωρίς νά διαφημιστεί. Όλη αύτή ή τεράστια άσθματική πρόταση είναι ένα μικρό μόνο πα ράδειγμα μέσα άπό μιά προσωπική έμπειρία τού χώρου πού λέγεται έλληνικές έκδόσεις καί πού σηκώνει στίς πλάτες του τό τεράστιο βά ρος τής πολιτιστικής συντήρησης ένός λαού. Έν πάση περιπτώσει, πιστεύω δτι προσωπικά κατάφερα μέχρι τώρα νά ξεφύγω τίς συμπλη-
γάδες πού σέ άναγκάζουν νά βγάλεις δ,τι ζη τάει ή άγορά. Μπορώ νά πραγματοποιώ τίς έπιθυμίες μου στηριγμένος στό γεγονός δτι ή άγορά άπορροφά σέ βαθμό πού έσύ νά έπιβιώνεις, δ,τι κι δν τής δώσεις. Άπό κεϊ καί πέρα παίζεις μέ σύν καί πλήν. Τά κέρδη τού ένός βιβλίου καλύπτουν τό παθητικό τού άλλου. Είναι φανερό δτι οί έκδοτικές έπιλογές τού «Αίγόκερου» κινούνται κυρίως στό χώρο τής φανταστικής λογοτεχνίας. Γιατί αύτή ή προτίμηση; ΤΑ λογοτεχνικά βιβλία τού «Αίγόκερου» κι νούνται πράγματι στό χώρο τού φανταστικού, τού παράξενου, τού άλλόκοτου, τού σουρεαλι σμού καί τής κατά καιρούς πρωτοπορίας, ένώ άποφεύγεται συστηματικά αύτό πού όνομάζουμε κλασική άστική λογοτεχνία καί ή καθαρά πολιτική. Είναι ένας χώρος πού θεωρήθηκε πάντα -στήν "Ελλάδα τουλάχιστον- καταραμέ νος ή άπλώς περιθωριακός. Ή πρώτη βέβαια άπάντηση στό γιατί διάλεξα αύτό τό χώρο θά μπορούσε νά συνοψιστεί στό: γιατί μοϋ άρέσει. «’Εκδίδω» αύτά πού μοϋ άρέσουν. Άπό κεί καί πέρα δλα τ ’ άλλα είναι θεωρητικές έρμηνεΐες, πού άν καί σ’ αύτή τή φάση μέ βρίσκουν σχετι κά άδρανή, θά έπιχειρήσω νά τίς σχηματοποιή-
Όλα μας τά βιβλία - στίς γνωστές κι άνεπανάληπτες μεταφράσεις ■ κυκλοφορούν πάλι χαρτόδετα. Σ’ ολα τά βιβλιοπωλεία καί στό παραδοσιακό μας κατάστημα
Ζ η τε ίσ τε τιμοκατάλογο, τηλ. 36.15.433 - 36.25.677
20
ΕΚΔΟΤΕΣ σω χάρη μιας συνεννόησης μεταξύ μας καί μέ τό κοινό σας κατόπιν, καί γιά τόν πρόσθετο λόγο ότι κάποιο «ρεύμα φανταστικού» άρχισε νά έρχεται καί στήν 'Ελλάδα, άφοΰ πρώτα διέ γραψε θεαματική πορεία στό έξωτερικό. Φαί νεται δτι όλόκληρο τό ρεπερτόριο τής πολιτι κής συνθηματολογίας τών τελευταίων χρόνων τής δικτατορίας καί τών πρώτων μεταδικτατορικών έξαντλήθηκε. Ό κόσμος έκτονώθηκε. Ή πραγματικότητα (σέ παγκόσμιο έπίπεδο), έντελώς άσυμβίβαστη μέ τή συνθηματολογία, τόν όδηγεί σέ πολλαπλά άδιέξοδα καί «άντιηρωικές» κρίσεις. Εξάλλου ή «δημοκρατικοποίη ση» προχώρησε, καί ή έξουσία γιά πρώτη φορά μετά τήν κυβερνητική άλλαγή παρουσιάζεται σάν νόμιμη καί δχι σάν άρπαγας. Ή όρθολογιστική όργάνωση τής παγκόσμιας κοινωνίας έχει φτάσει πιά στό τερατώδες άπόγειό της. Τό φανταστικό εισβάλλει γιά νά δημιουργήσει καί νά όξύνει μιά άντίθεση στόν καρτεσιανό όρθολογισμό. Τό άνορθολογικό. Τελευταίο κα ταφύγιο. Εξίσου τερατώδες κι έφιαλτικό, άφού άπό τή φύση του άπορρίπτει άκόμα καί τήν ψεύτικη άσφάλεια πού παρέχει τό όρθολογικό. Τί βγαίνει τελικά άπ’ δλη αύτή τήν είσβολή τών άνεξέλεγκτων, τουλάχιστον έν τή γενέσει τους, καί συχνά άναρχων στοιχείων στόν κόσμο μας; Είναι, νομίζω, πρόωρο γι’ άπάντηση. Πρός τό παρόν έχουμε μιά άντίθεση, μιά σύγκρουση καί μιά άναντίρρητη άπελευθέρωση τής φαντασίας. Εύχής έργο θά ήταν νά μήν ύπάρξει σύνθεση, γιατί αύτό θά σήμαινε τό πέ ρασμα δλων αύτών τών στοιχείων στόν έλεγχο τών κέντρων έξουσίας. Όλη αύτή ή «άνθηση» τής φανταστικής λογοτεχνίας στό διεθνή χώρο πώς έκφράζεται έκδοτικά στήν Ελλάδα; Η ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΗ πλειοψηφία τών έλλήνων έκδοτών βλέπουν τό φανταστικό καί τά παραπλήσιά του ρεύματα σάν μιά καινούρια μόδα πού πρέπει δσο γίνεται πιό γρήγορα νά τήν έκμεταλλευτούν, πρίν περάσει. Θεαματικό παρά δειγμα τό άλαλούμ τής έπιστημονικής φαντα σίας, πού καταδίκασε τό χώρο γιά μιά πενταε τία στήν κατηγορία τής παραφιλολογίας. Τά κλασικά άριστουργήματα τού φανταστικού δέν έχουν μεταφραστεί άκόμα στή χώρα μας. Όσον άφορά τούς παραπλήσιους χώρους πού προανάφερα, αύτοί δέν συζητιούνται ούτε κάν σάν δροι. Μόνο ή διαίσθηση όρισμένων έκδοτών μάς έχει φέρει κάποια άπ’ τά προϊόντα τους. Τελικά έλπίζω δτι δλη αύτή ή ιστορία θά παίξει σημαντικό ρόλο στή διαμόρφωση τής σύγχρονης σκέψης καί δτι θ' άφήσει άδιάφορους τούς άκαδημαϊκούς καί τούς τυφλοπόν
τικες τού μαρξιστοχριστιανικου μας κατεστη μένου. Κάπου έδώ μέσα ψάχνω κι έγώ νά βρώ τό στίγμα μου... Τούς τελευταίους μήνες ό «Αίγόκερως» έκδίδει καί ένα περιοδικό, τό «Φάσμα», πού κινείται στόν ίδιο χώρο μέ τίς λογο τεχνικές του έκδόσεις. Τί είναι άκριβώς τό «Φάσμα»; ΤΟ «Φάσμα» είναι γιά μένα ένας άκόμα μοχλός τής ίδιας προσπάθειας. "Ενα περιοδικό πού ξε κίνησε μέ δλους τούς άφορισμούς πού άναφέραμε πρίν, άδιαφορώντας γιά τό πόσο θ’ άντέξει, άφού δέν είναι έμπορική έπιχείρηση, του λάχιστον ύπεύθυνη. Πλήθος κείμενα, έλληνικά καί ξένα, πού θά μπορούσαν νά γίνουν βιβλία, περνάνε στό κοινό τους μέσ’ άπό ένα περιοδι κό πού χαρακτηρίζεται, έτσι, άκαδημαϊκά, «Δίμηνο Λογοτεχνικό Περιοδικό», καί πού στήν προκειμένη περίπτωση είναι μιά άπάτησύμθαση σάν φόρμα ύπότιτλου καί πού δμως τήν προτιμώ άπό τίς διάφορες μελοδραματι κές πρωτοποριακές φόρμες, γιατί άπλούστατα τό περιοδικό δέν είναι άκαδημαϊκό. Ή θέλησή μου γιά άπουσία έναρκτήριου χαιρετισμού στό πρώτο τεύχος συνεχίζει νά ύπάρχει, άποκλείοντας τά πολλά σχόλια πάνω σ’ αύτό.
Κυκλοφόρησε τό νέο βιβλίο τού ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ Τό Τρυφερό Δέρμα
Θά κυκλοφορήσει Μιά νουβέλα μέ τίτλο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΠΑΓΩΝΗ ' —f j ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ε \ ΚΑΣΤΑΝΙΟΤΗ
21
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ
Τό Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρχείο
Ή Ιδιωτική συλλογή του Μάνου Χαριτάτου, τό Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρ χείο, είναι πολύ γνωστή άκόμα καί σ’ αύτούς πού είναι σίγουροι δτι άγνοούν τήν ύπαρξή της. Παράδοξος συλλογισμός, κι ωστόσο άπόλυτα άληθινός, άν άναλογιστεϊ κανείς πόσες φορές τό ύλικό τής συλλογής έχει χρησιμο ποιηθεί σέ έκθέσεις, καλλιτεχνικές έκδόσεις, έπιστημονικές μελέτες, άκόμα καί στήν τηλεό ραση καί τόν κινηματογράφο... Τό Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο τού Μάνου Χαριτάτου μέ χίλιους άμεσους κι έμμεσους τρόπους κατάφερε νά συναντήσει τή ματιά τών περισσότερων Ελλήνων. Πέρα όμως άπ’ αύτή τή βιαστική ματιά, τό ύλικό τού ΕΛΙΑ είναι τόσο τεράστιο καί πολύ μορφο πού μιά πιό ούσιαστική γνωριμία μαζί του θά άπαιτοϋσε άφάνταστα πολύ χρόνο. Φτάνει ν’ άναφερθεΐ δτι ή βιβλιοθήκη του -ή «μικρή Γεννάδειος», δπως τήν άποκαλοϋν πολλοί- άριθμεΐ 40.000 περίπου τόμους. Ή πολύ άξιόλογη αύτή ιδιωτική συλλογή, πού είναι μιά άπό τίς μεγαλύτερες στήν Ελλά δα, άρχισε νά συγκροτείται τό 1968, δταν ό Μάνος Χαριτάτος κι ό Δημήτρης Πόρτολος άγόρασαν τό προσωπικό άρχεΐο τού Γενναίου
22
Κολοκοτρώνη. Από τότε καί μέχρι σήμερα στόν άρχικό αύτό πυρήνα τής συλλογής έχουν προστεθεί 50 περίπου άρχεία λογοτεχνών καί ιστορικών προσώπων. Άνάμεσά τους τά άρχεΐα Θράσου Καστανάκη, Μελισσάνθης, Ροζέ καί Τατιάνας Μιλλιέξ, Στρατή Δούκα, Τίμου Μαλάνου, Γεράσιμου Σπαταλά, Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Λιλής Ίακωβίδη, ”Αγι Θέρου, Χρήστου Εύελπίδη, Αύρας Θεοδωροπούλου, Νίκολας Κάλας, Άντρέα Καραντώνη, Δημήτρη Κορόμηλά, Μιχαήλ Μητσάκη, Πέτρου Χάρη, ’Ιωσήφ Παπαδόπουλου Γκρέκα, Άχιλλέα Κύρου, ναυάρχου Σοφοκλή Δούσμανη, Στέφανου καί Γεωργίου Στρέιτ, Ίωάννου Κουντουριώτη, Σταματίου Δεκόζη-Βούρου, Ρόκκου Χοϊδά, Δουρούτη Σπύρου Θεοτόκη, οικογένειας Στε φάνου, έγγραφα άπό τό άρχεΐο Παπανδρέου, ένα τμήμα τού άρχείου Λαπαθιώτη κ.ά. Ή βιβλιοθήκη τού ΕΛΙΑ, πού θά τή ζήλευαν καί οί πιό καλοοργανωμένες κρατικές βιβλιο θήκες, φτιάχτηκε παράλληλα μέ τό ύπόλοιπο άρχεΐο καί είναι σήμερα μιά πολύ σημαντική πηγή πληροφόρησης γιά τήν πολιτιστική, κοι νωνική, οικονομική καί πολιτική ζωή τού τόπου τους δύο τελευταίους αιώνες. ’Ανάμεσα στά βιβλία της άξίζει νά έπισημανθοϋν όρισμένες άξιόλογες καί μερικές πραγματικά μοναδικές ένότητες: βιβλία καί φυλλάδια τού 19ου αίώνα, μονόφυλλα διαφόρων ειδών, βιβλία τυπωμένα στήν Αίγυπτο (2.000 περίπου τίτλοι σέ σύνολο 3.000), περιοδικά, έλληνικά «ήμερολόγια» -ή μεγαλύτερη συλλογή πού ύπάρχει στήν Ελλά δα- μέ 1.200 τόμους καί πάμπολλες πρώτες έκδόσεις έργων τής νεοελληνικής λογοτε χνίας. Μιά άπό τίς πιό άξιοθαύμαστες ένότητες τής βιβλιοθήκης τού ΕΛΙΑ, τά έλληνικά περιοδικά, φτάνουν τούς 2.000 τίτλους σέ πλήρη σειρά, ένώ ύπάρχουν άμέτρητοι άκόμα τίτλοι σέ σκόρπια τεύχη. Πολλά άπ’ αύτά δέν βρίσκονται ούτε στις κρατικές βιβλιοθήκες. ’Αρχίζουν άπό τόν «Λόγιο Έρμη» καί παρακολουθώντας δλες τίς φάσεις τής νεοελληνικής πραγματικότητας φτάνουν ώς τίς μέρες μας. Τό σπάνιο αύτό ύλικό δουλεύεται ήδη καί σύντομα πρόκειται νά έκδοθεΐ ή βιβλιογραφία τών έλληνικών πε ριοδικών τού 19ου αίώνα ένώ λίγο άργότερα θά έκδοθεΐ καί ή βιβλιογραφία τού 20οϋ. Πέρα δμως άπ’ αύτές τίς βασικές ένότητες,
ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ στό ΕΛΙΑ βρίσκει κανείς ταξινομημένα προσε κτικά χιλιάδες άκόμα τυπωμένα ή χειρόγραφα χαρτιά: κάρτ-ποστάλ, ένα λεπτομερειακό φω τογραφικό άρχεΐο, παρτιτούρες, παλιά λαχεία, χαρτονομίσματα, χαρτιά έμπορικής άλληλογραφίας, ψηφοδέλτια, προγράμματα θεάτρων, παράνομες έφημερίδες τής άντίστασης καί τής έφταετίας, τιμοκαταλόγους παλιών κατα στημάτων, άκόμα καί καταστατικά έταιρειών καί συλλόγων... Ένα τεράστιο καί πολύμορφο ύλικό πού είναι άδύνατο νά καταγράψεις τήν άξια καί τή γοητεία του. Όμως οί έπιδιώξεις τού ΕΛΙΑ δέ σταματούν στή συλλογή ύλικοϋ. Τό ΕΛΙΑ δέν είναι, εύτυχώς, μιά ιδιωτική συλλογή κλεισμένη σέ σκο τεινά ύπόγεια. Ή μυθολογία πού έχει στό μυα λό του γιά τούς συλλέκτες ό μέσος άνθρωπος δέν λειτουργεί καθόλου στήν περίπτωση τού Μάνου Χαριτάτου. Τό ύλικό τής συλλογής του είναι άνοιχτό στήν έπιστήμη καί τούς άνθρώπους. Ταξιδεύει, έκτίθεται, χρησιμοποιείται σέ έρευνες καί μελέτες -μέ δυό λόγια άξιοποιείται μέ δλους τούς δυνατούς τρόπους. Τό ΕΛΙΑ έχει συνεργαστεί μέχρι τώρα μέ πολλούς φορείς γιά τήν όργάνωση έκδηλώσεων προβολής τής πολιτιστικής μας κληρονο μιάς: μέ τήν 'Εθνική Πινακοθήκη γιά τήν έκθε ση «Hommage a la Grece 1940-1944» μέ ύλικό πού ό φιλέλληνας λογοτέχνης Ροζέ Μιλλιέξ χάρισε στή συνέχεια στό ΕΛΙΑ, μέ τήν 'Εται ρεία Σπουδών τής Σχολής Μωραΐτη γιά τίς έκθέσεις: «Σχολεία καί μαθητές, 100 χρόνια, 1840-1940», «Σάτιρα καί πολιτική, 100 χρόνια, 1836-1936» καί «Δημοτικισμός», μέ τό Πολεμι κό Μουσείο γιά τήν όργάνωση "Εκθεσης γιά τό Πολεμικό Ναυτικό, μέ τό ύπουργεΐο 'Εξωτερι κών γιά μιά έκθεση στή Γαλλία μέ θέμα τά σύγχρονα λογοτεχνικά βιβλία πού μεταφρά στηκαν στή Δύση κ.ά. Τό ΕΛΙΑ θά δανείσει έξάλλου έντυπο καί χειρόγραφο ύλικό γιά τήν προβολή τού νεοελληνικού πολιτισμού στά «EUROPALIA 1982» -μιά έκδήλωση πού όργανώνει στίς Βρυξέλλες ή ΕΟΚ, στά πλαίσια τών πολιτιστικών σχέσεων τών κρατών-μελών της. Ένας άκόμα χώρος δραστηριότητας γιά τό ΕΛΙΑ είναι άπό τό 1979 καί ό έκδοτικός. ΟΙ έκδόσεις του είναι στό σύνολό τους σχεδόν έκδόσεις ύποδομής γιά τή μελέτη τού νεοελλη νικού πολιτισμού. ’Ανήκουν δηλαδή σ’ αύτό τό είδος έκδόσεων πού λείπει ιδιαίτερα άπό τόν έλλαδικό χώρο άλλά καί πού δταν ύπάρχει βρί σκει έλάχιστη, δυστυχώς, άπήχηση. ’Εκτός άπό τά πρωτότυπα κείμενα πού έχει έκδώσει τό ΕΛΙΑ (φιλολογικά, ιστορικά, λογοτεχνικά), ιδιαίτερο ένδιαφέρον παρουσιάζουν οί φωτο γραφικές άνατυπώσεις παλιών περιοδικών,
πού άποτέλεσαν σταθμό στήν έποχή τους, δπως ή «Τέχνη», ό «Διόνυσος», ή «Ήγησώ» καί τό «Τετράδιο». 'Από τίς ύπόλοιπες έκδόσεις τού ΕΛΙΑ θυμί ζουμε: τό «’Αφιέρωμα Παπαδιαμάντη. “Νέα Ζωή” Αλεξάνδρεια 19ί)8», τό « Αφιέρωμα Παπαδιαμάντη. "Χαραυγή” ’Αλεξάνδρεια 1911», τά «Σαράντα χρόνια κριτικής έλληνικοϋ πεζού λόγου» (τόμος Α’) τού Πέτρου Χάρη, τήν «'Ιστορία τής έλληνικής φωτογραφίας 18391960» τού Άλκη Ξανθάκη, «Τριάντα τρία καί τρία άνέκδοτα κείμενα» τού Αγγέλου Σικελιανού, σέ έπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, τή «Βιβλιο γραφία Στρατή Τσίρκα» τής Κατερίνας Πλασσαρά, τήν «Έργογραφία Σεφέρη 1931-1979» τού Δημήτρη Δασκαλόπουλου, τό «Σύστημα βιβλιογραφίας» τού Κυριάκου Ντελόπουλου, τή «Βιβλιογραφία Πέτρου Χάρη» τού Μάνου Χαριτάτου, τίς «’Αναμνήσεις» τού Μαρίνου Γερουλάνου, τή «Βιβλιογραφία Γ. Κ. Κατσίμπαλη καί 12 κριτικά κείμενα» τού Δημ. Δασκαλόπου λου κ.ά. "Ενα χρόνο πριν τό ΕΛΙΑ πήρε τή νομική μορφή τής έταιρείας μέ τόν τίτλο «'Εταιρεία 'Ελληνικού Λογοτεχνικού καί 'Ιστορικού ’Αρ χείου» καί τό ύλικό του πέρασε στή χρήση τής έταιρείας. Στό διοικητικό της συμβούλιο συμ μετέχουν, έκτός άπό τό Μάνο Χαριτάτο, ό Δημήτρης Δασκαλόπουλος, ό Μέμος Τσελίκας, ό Δημήτρης Πόρτολος καί ό Κυριάκος Ντελόπουλος. Σκοπός τής έταιρείας, δπως άναφέρεται στό καταστατικό της, είναι «ή συλλογή, τα ξινόμηση, μελέτη, καί έκδοση άρχειακοϋ καί έντύπου ύλικοϋ γιά τή διάσωση τής έθνικής πνευματικής κληρονομιάς καί ή προαγωγή τής φιλολογικής έπιστήμης καί τών Ιστορικών σπουδών». Τό Ελληνικό Λογοτεχνικό καί 'Ιστορικό ’Αρ χείο έχει πολλά σχέδια γιά τό μέλλον. Μέσα στά άμεσα είναι ή συγκρότηση ένός άρχείου έλληνικής προσωπογραφίας (σάν συμπλήρωμα εύρύτερου προγράμματος τού ’Εθνικού Ιδρύ ματος ’Ερευνών) καί ή έκδοση ένός περιοδι κού. Μέσα άπό τίς σελίδες αύτοϋ τού περιοδι κού, πού τή διεύθυνσή του θά άναλάθουν ό Γ. Π. Σαββίδης καί ό Δ. Δασκαλόπουλος, θά προ βάλλεται τό ύλικό τού ΕΛΙΑ, άλλα σημαντικά κείμενα καί γενικότερα ότιδήποτε άφορά τή σύγχρονη πολιτιστική ζωή. Ίσως έτοϋτοτό μικρό «άκαδημαϊκό» σημείω μα έλάχιστα κατάφερε νά δώσει μιά ιδέα τής προσπάθειας τού ΕΛΙΑ. ’Ελπίζουμε τουλάχι στον νά μήν προδώσαμε τό γενικό της πνεύ μα...
23
ESEm
Βιβλία γιά τή φωτογραφία Πρόκειται για μετάφραση στά έλληνικά ενός άξιόλογου έργου, πού ξεκινά άπό τήν Ιστορία τής φωτογραφίας καί φτάνει μέχρι τή λεπτο μερή περιγραφή σύγχρονων φωτογραφικών μηχανών, μέχρι άκόμα τήν άναφορά στήν όργάνωση σύγχρονων studio φωτογραφίας. "Ενα όλοκληρωμένο έργο 400 σελίδων, πού άντιμετωπίζει σωστά τό όλο κύκλωμα τής φωτογρα φίας. 2) «Τό βιβλίο τού φωτογράφου». Τού John Hedgecoe (Μωρεσόπουλος). Είναι κι αύτό μεταφρασμένο στά έλληνικά άπό τό άντίστοιχο ξένο έργο. Μπορεί νά πει κανείς πώς είναι άπό τίς καλύτερες έκδόσεις άν όχι ή καλύτερη-, μιά καί καλύπτει μέ τόν πληρέστερο τρόπο όλο τό πεδίο τής φωτογρα φίας, δηλαδή τή φωτογραφία σάν τέχνη, τή φωτογραφική τεχνική καί, τέλος, ό,τι άφορά τόν έξοπλισμό. Στό βιβλίο αύτό βρίσκει κανείς άπαντήσεις πάνω σέ προβλήματα φωτογράφισης, άπό τό πώς νά κρατάτε μιά φωτογραφική μηχανή, μέχρι τό πώς ν’ άποφύγετε τήν άναλαμπή τού φακού ή άκόμα πώς νά μετακινείτε τήν κάμερα γιά νά πετύχετε δημιουργικά έφέ. "Ολοι λίγο-πολύ σήμερα έχουμε άναπτύξει Μιά σειρά άπό 1250 φωτογραφίες όλοκληρώμιά κάποια σχέση μέ τό φαινόμενο αύτό τής νει κατά τόν καλύτερο τρόπο τούτο τό έργο, έποχής μας πού άκούει στό όνομα φωτογρα κάνοντάς το ένα πραγματικό βιβλίο-όδηγό γιά φία. "Αλλοι έρασιτεχνικά κι άλλοι έπαγγελματι- κάθε έπίδοξο φωτογράφο. κά. "Αλλοι άντιμετωπίζοντας τή φωτογραφία 3) «Ή τεχνική τής μεγέθυνσης καί τού έρσάν μιά μορφή τέχνης, κι άλλοι βλέποντάς την γαστηρίου στήν άσπρόμαυρη φωτογραφία». σάν ένα δημιούργημα μιάς συνεχώς έξελισσό- Τού Drogat (Μωρεσόπουλος). μενης τεχνολογίας. Ωστόσο, οί γνώσεις πού Τούτο τό βιβλίο, περισσότερο έξειδικευμέμπορεί κανείς ν’ άποχτήσει σχετικά μέ τή φω νο, έρχεται νά δώσει πληροφορίες σχετικές μέ τογραφία παραμένουν πάντα άπεριόριστες. τεχνικά θέματα πού άφοροϋν στήν έπεξεργαΑπό τή μιά ή καινούρια τεχνολογία -πού έφο- σία τού φωτογραφικού ύλικοϋ. Χρήσιμο γιά διάζει συνεχώς τήν άγορά μέ τελειότερες μη τούς περισσότερο μυημένους φωτογράφους. χανές λήψης, μέ καλύτερα φιλμ έξαιρετικής 4) «Στοιχεία φωτογραφίας». Τού Κώστα εύαισθησίας, μέ νέες τεχνικές έπεξεργασίας Γεωργόπουλου (Gutenberg). κλπ.- κι άπό τήν άλλη ή καλλιτεχνική εύαισθηΉ έκδοση αύτή άποσκοπεΐ σέ μιά ένημέρω σία καί φαντασία τών σύγχρονων φωτογράφων ση τών φωτογράφων πάνω σέ τεχνικά άποκλειάνοίγουν καθημερινά νέους δρόμους προσέγ στικά ζητήματα. ’Εδώ, ένας φυσικός τού πανε γισης τού χώρου τής φωτογραφίας. "Ετσι, ή πιστημίου τής Grenoble άντιμετωπίζει τή φωτο ένημέρωση καί πληροφόρηση πάνω στήν έξέ- γραφία μέσα άπό τό πρίσμα τής σύγχρονης τε λιξη αύτή γίνονται άναγκαϊες προϋποθέσεις σέ χνολογίας. Προσεγμένη έκδοση, χρήσιμη σέ κάθε προσπάθεια προσέγγισής της. Γι’ αύτό όποιον θέλει νά άντιμετωπίσει πιό σοβαρά τή άκριβώς καί ή σύγχρονη βιβλιογραφία έχει νά φωτογραφία. προσφέρει ένα σεβαστό άριθμό βιβλίων σχετι 5) «Φωτογραφική τεχνική». Τού "Αλκή Ξανκών μέ τή φωτογραφία. Παρακάτω δίνεται μιά θάκη. σειρά τέτοιων έλληνικών έκδόσεων πού κυ Ό "Αλκής Ξανθάκης είναι ένας άπό τούς λί κλοφορούν σήμερα ατά άθηναϊκά βιβλιοπω γους έλληνες φωτογράφους πού έχουν κάνει λεία. σχετικές σπουδές στό έξωτερικό καί πού γνω 1) «Ή φωτογραφία καί ή τεχνική της». Τών ρίζουν τόσο καλά τό χώρο τής φωτογραφίας. συντακτών τού Time Life. Ό ίδιος γράφει κάπου πώς στήν Ελλάδα ή φω
24
ΧΡΗΣΙΜΑ τογραφία είναι μιά παρεξηγημένη ύπόθεση καί πώς οί περισσότεροι τήν άντιμετωπίζουν μέ προκατάληψη. 6) «Ιστορία τής έλληνίκης φωτογραφίας (1839-1960)». Τοϋ "Αλκή Ξανθάκη ('Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό Αρχείο). "Αλλο ένα βιβλίο τοϋ ίδιου συγγραφέα, έκ δοση τοϋ 1981, πού άποτελεΐ ένα μοναδικό στό είδος του έργο. 120 χρόνια ιστορίας τής έλληνικής φωτογραφίας δέν είναι εύκολο νά τά παρουσιάσει κανείς μέσα σ’ ένα βιβλίο. ’Αξιόλογη, χωρίς άμφιβολία, έκδοτική προσπά θεια, ιδιαίτερα φροντισμένη. 7) «Φωτογραφία». Τού Μ. Χιόνου (Κονιδά-
ρης)·
Ό Μάρκος Χιόνος είναι τούς φωτογράφους πού φωτογραφία καθαρά σάν δλη τή σχετική πείρα καί
ένας άπό έκείνους άντιμετωπίζουν τή μορφή τέχνης. Μέ μέ έκθέσεις φωτο
γραφίας στο ένεργητικό του, έρχεται νά δώσει μέσα άπό αύτό τό βιβλίο χρήσιμες συμβουλές σέ δλους τούς καλλιτέχνες-φωτογράφους. Τέλος δίνεται παρακάτω μιά σειρά βιβλίων σχετικών μέ τή φωτογραφία, δλα τών έκδόσεων Γαλαίου, πού είναι μεταφράσεις τών άντίστοιχων ξένων έργων: 8) Ή έγχρωμη φωτογραφία, τοϋ David Lynch. 9) Ό σκοτεινός θάλαμος, τοϋ Leonard Gaunt. 10) Ή έρασιτεχνική έπεξεργασία, τοϋ R. Ε. Jacobson. 11) Μονορεφλέξ 35 mm. Τί είναι - πώς λει τουργεί. 12) Πώς νά φωτογραφίζετε άνθρώπους, τοϋ Alison Trapmore. 13) Σλάιντς, τοϋ Graham Saxby. ΙΩΝΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΑΣΤΕΡΙ» σόλωνος 121 τηλ. 3606597 - 3619802
Ποιητικές συλλογές, μεταφράσεις, άνέκδοτα ποιήματα, κριτικό άνθολόγιο, τό ήμερολόγιο, τό μοναδικό μυθιστό ρημα τής ποιήτριας καί σπάνιες φω τογραφίες
ΓΙΩΡΓΗ ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΑΚΗ «ΠΕΤΡΟΠΟΛΕΜΟΣ» Τό διαβάσατε;
Ό έρωτισμός, ή φιλαρέσκεια καί ή βουλιμία γιά ζωικές άπολαύσεις δίνουν δραματική διά σταση στήν προσωπικό τητα τής «Βάσως». Σίγουρα θά σάς άρέσει!
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ
Δημιουργία καί επιβίωση ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ, ’Απρίλιος. 'Ολόκληρες δεκαετίες άφ’ δτου άποκαλύφθηκε τό μέγεθος τής φρί κης τού 'Ολοκαυτώματος, ένα βιβλίο πού έκδόθηκε πρόσφατα έρχεται νά προσθέσει μιά νέα διάσταση στην τεκμηρίωσή του. Τό βιβλίο «Ή τέχνη τού Ολοκαυτώματος», γραμμένο άπό τήν Janet Blatter καί τήν Sibyl Milton, συγ κεντρώνει γιά πρώτη φορά κάπου 350 έργα ζω γραφικής καί σχέδια 250 καλλιτεχνών -χρι στιανών καί Εβραίων- πού έπεσαν θύματα τής ναζιστικής «μηχανής θανάτου». Τά έργα αύτά, πού δημιουργήθηκαν κρυφά άπό καλλιτέχνες σέ κρησφύγετα, σέ στρατό πεδα διερχομένων, στρατόπεδα έργασίας καί στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα σέ γκέτο, μέσα στίς φυλακές, καί στό στρατόπεδο «μον τέλο» Theresienstadt-, είναι θαύματα δημιουρ γικότητας καί έπιβίωσης. Τό βιβλίο αύτό διαφέρει άπό κάθε προηγού μενη συλλογή, δχι μόνο ώς πρός τήν έκταση καί τήν περιοχή πού καλύπτει άλλά καί ώς πρός τό στόχο. Κάθε ένα άπό τά έργα πού πα ρουσιάζονται διαλέχτηκε μέ βάση τόσο τήν καλλιτεχνική του άξια, δσο καί τήν τεκμηριω μένη έγκυρότητά του. Καί έπειδή σέ πολλές περιπτώσεις είναι τά μόνα σωζόμενα έργα καλ λιτεχνών μέ άξιόλογο ταλέντο πού χάθηκαν στά στρατόπεδα, ό τόμος αύτός είναι ένα ται ριαστό μνημείο γιά τούς καλλιτέχνες αύτούς. Τό γεγονός δτι μιά όποιαδήποτε τέχνη θά μπορούσε νά δημιουργηθεί μέσα στόν έφιάλτη τού 'Ολοκαυτώματος καί τό δτι ένα μεγάλο μέ ρος της διασώθηκε γιά νά προσφέρει μαρτυ ρία, γίνεται άκόμη πιό έκπληκτικό καθώς δια βάζει κανείς γιά τις συνθήκες κάτω άπό τίς όποιες πραγματοποιήθηκε. "Ενα ιστορικό δοκί μιο τού Henry Friedlander καί ένα έρμηνευτικό σχόλιο τών συγγραφέων έπιβεβαιώνουν τό δτι κάθε είδους προσωπική έκφραση ήταν άπαγορευμένη· οί καλλιτέχνες διακινδύνευαν τή ζωή τους γιά νά δημιουργήσουν αύτά τά έργα. Αν έξαιρέσουμε μερικές περιπτώσεις πού οί τρόφιμοι είχαν τή δυνατότητα νά κλέψουν Ολι κά άπό τά μυστικά άποθέματα τών ναζί, ή έλ λειψη τών συμβατικών ύλικών ώθησε στήν άπεγνωσμένη έφευρετικότητα. Ή σκουριά άπό τά σιδερένια κάγκελα τών κελιών, ή καπνιά άπό τούς τοίχους ήταν οί πηγές χρωμάτων γιά όρισμένους καλλιτέχνες, ένώ ένας παρτιζάνος πού κρυβόταν μέσα στό δάσος χρησιμοποι ούσε καμένα κλαδιά δέντρων. Τά πινέλα φτιάχνονταν άπό μαλλιά άνθρώπινα, άπό άχυ
26
ρα καί φτερά. Ή χρήση δέ φυτικών βαφών είχε σάν ποινή τή στέρηση τής έλάχιστης μερίδας άπό τό πενιχρό συσσίτιο. ’Επιπλέον, ή γενική έξασθένηση, ή άσιτία, ή σκληρή χειρωνακτική έργασία, ή έκθεση στά στοιχεία τής φύσης κα θιστούσε τήν καλλιτεχνική έκφραση άπίθανη, έφ’ δσον άπορροφοϋσε ένέργεια πού θά μπο ρούσε νά χρησιμοποιηθεί γιά νά διατηρηθεί κανείς ζωντανός. Τά βασανιστήρια ή ό θάνα τος ήταν σίγουρα άν άνακαλυπτόταν τό έργο. Γιατί τότε τόσοι πολλοί άνθρωποι έκαναν αύτή τήν προσπάθεια καί ριψοκινδύνευαν; Ό Irving Howe δίνει μιά έξήγηση στήν εισα γωγή του: «Αύτά τά έργα μαρτυρούν τή θέλη ση τών καταδικασμένων νά ζήσουν σάν άνθρώ πινα δντα πού μιλούν, δημιουργούν καί όνειροπολούν. Ό λοι μιλούν γιά τήν άνάγκη νά άφήσουν κάποιο άχνάρι. Ό λοι κραυγάζουν αύ τή τήν κραυγή τού προσδιορισμού πού ήταν ή τελευταία τους δυνατότητα». . Τό τεράστιο έργο τού έντοπισμού, τής τεκ μηρίωσης καί τής άπόδειξης τής γνησιότητας αύτών τών άξιόλογων καλλιτεχνικών διαθηκών ξεκίνησε άπό τήν Lori Stein, διευθύντρια παρα γωγής τού έκδοτικού οίκου Rutledge, πού γιά πρώτη φορά είδε μερικά άπό τά έργα τέχνης πού είχαν διασωθεί στό μνημείο Yad Vashem τής Ιερουσαλήμ, πριν άπό τρία χρόνια. Συνει δητοποιώντας ότι δέν ύπήρχε ένα έκτεταμένο βιβλίο πάνω στήν τέχνη πού δημιούργησαν τά θύματα τού ναζισμού, ή Stein ήρθε σέ έπαφή μέ τήν Blatter, πού ήταν τότε έφορος τής συλ λογής τέχνης τού YIVO ('Ινστιτούτο γιά Ε βραϊκές Μελέτες στό Manhattan). Ό ταν ή με-
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ Αέτη άποδείχτηκε ηυΛύ πιό μεγάλη άπ' δσο εί χαν προβλέψει, οί Stein καί Blatter ζήτησαν τή συμμετοχή τής Milton, προϊσταμένης άρχειοφύλακα στό Leo Baeck, ένα Ινστιτούτο τού Μανχάτταν. Ή Milton καί ή Blatter μοίρασαν τή γεωγραφι κή περιοχή πού έπρεπε νά καλυφθεί. ’Έτσι, ή Blatter έπισκέφθηκε παλιά στρατόπεδα, μου σεία καί έπιζώντες στήν Πολωνία καί Τσεχοσ λοβακία, ένώ ή Milton ξεκίνησε άπό τό άλλο άκρο, τή Γερμανία, ’Ολλανδία καί Γαλλία. Συ νολικά έξέτασαν 30.000 έργα τέχνης σέ 11 χώ ρες, είχάν έπαφές (μέ άλληλογραφία) σέ πέντε έπιπλέον χώρες καί πήραν συνέντευξη άπό τούς περισσότερους έπιζώντες καλλιτέχνες. Σύμφωνα μέ τήν άποψη τής Milton, αύτή ή ’ίδια καί ή Blatter πείσθηκαν δτι οί προηγούμενες συλλογές «δέν είναι άντιπροσωπευτικές, ούτε ώς πρός τήν ποικιλία, ούτε ώς πρός τό μέγε θος, τού συνόλου τής τέχνης τού ’Ολοκαυτώ ματος». "Ενα άπλό κοίταγμα τών έργων τέχνης πού έπιλέχτηκαν γιά αύτόν τόν τόμο φανερώνει μιά ποικιλία μέσων καί θεμάτων. Τό μεγαλύτε ρο μέρος τής τέχνης αύτής είναι συνταρακτι κές μαρτυρίες, μιά όλόγυμνη άπεικόνιση τής ζωής, δπως κατάφεραν νά τήν ύπομείνουν, κά τω άπό άνυπόφορες συνθήκες. Αύτά τά έργα άποτελοϋν γραφικές παραστάσεις τού ιστορι κού όρισμένων στρατοπέδων καί τών γεγονό των πού διαδραματίστηκαν έκεΐ. Μερικοί δμως καλλιτέχνες ζωγράφισαν νεκρές φύσεις καί ει δυλλιακά τοπία, πού δέν είχαν καμιά άπολύτως συγγένεια μέ τή φρίκη πού τούς περιτριγύριζε· είκόνες πού άναμφισβήτητα λειτούργησαν σάν άσφαλιστικές δικλείδες. Μερικοί τρόφιμοι ζω γράφισαν πορτρέτα τών φίλων τους, γιά νά τά στείλουν ατούς συγγενείς τους -ο ί Γερμανοί έπέτρεπαν, καί μάλιστα έπέβαλλαν, ατούς τροφίμους νά διατηρούν έπαφή μέ τίς οίκογένειές τους, διαβεβαιώνοντάς τες δτι δλα πή γαιναν καλά. Οί περισσότεροι προσπάθησαν σ’ αύτά τά σχέδια νά άποκαλύψουν τή ζοφερή πραγματικότητα πού δέν έπιτρεπόταν νά έκφράσουν στίς κάρτες τους. "Ενας καλλιτέχνης σχολίασε: «Τά μάτια μας είναι ζωγραφισμένα έτσι\ώστε νά δείχνουν τό άπελπιστικό μας χά λι, κάθε τί πού δέν μπορούμε νά έκφράσουμε γραπτά». Από ειρωνεία τής τύχης μερικά άπό τά έργα αύτά είχαν παραγγελθεΐ άπό τούς ίδιους τούς Γερμανούς. Γιατί τά στρατόπεδα συγκέντρω σης ήταν έπίσης καί στρατόπεδα έργασίας καί έτσι ένας τρόφιμος μέ καλλιτεχνικό ταλέντο μπορούσε νά φανεί χρήσιμος. Γιά παράδειγμα, ή Dinah Gottliebova δούλευε στό νοσοκομείο
τού στρατοπέδου "Αουσβιτς, δπου ό αισχρός Dr. Mengele τή διέταξε νά κάνει χρωματιστά πορτρέτα τών τσιγγάνων κρατουμένων. Ό Vincenty Gawron, τρόφιμος έπίσης τού "Αουσβιτς, δούλεψε σκληρά σέ κάμποσο άποσπάσματα έργασίας πρίν μεταφερθεΐ στό έργαστήρι γλυπτικής γιά νά σχεδιάσει λαβές μα χαιριών -αύτά τά μαχαίρια πού μεταχειρίζον ταν τότε ήταν τόσο κακοσχεδιασμένα, πού δέν δούλευαν σωστά. Σάν άνταμοιβή γιά τά σχέδιά τού, τού έκαναν τή «σπάνια τιμή», δπως τή χα ρακτήρισε, νά τού άναθέσουν νά ζωγραφίσει τό πορτρέτο ένός άξιωματικοϋ τών Ές-Ές μα ζί μέ τό σκύλο του. Οί άξιωματοϋχοι ναζί συ χνά άποσποϋσαν τροφίμους άπό τά άποσπάσματα έργασίας καί τούς άνάγκαζαν νά δου λεύουν γιά λογαριασμό τους φτιάχνοντας έρ γα τέχνης- οί κρατούμενοι ένός στρατοπέδου κατάφεραν νά πείσουν τό στρατιωτικό διοικη τή δτι τά μέλη τού έπιτελείου τών ’Ές-Ές θά έπρεπε νά άποκτήσουν τό διάγραμμα τού γε νεαλογικού τους δέντρου, κι έτσι άνάθεσε σέ πολλούς καλλιτέχνες νά ζωγραφίσουν πολύ πλοκους γενεαλογικούς πίνακες πάνω σέ περ γαμηνή. Αύτές οί έργασίες πού άνάθεταν οί άξιωματούχοι τών στρατοπέδων μπορούσαν νά σώ σουν ζωές στήν κυριολεξία. Ό Mieczslaw Koscielniak διαπίστωσε δτι δούλευε στό άπόσπασμα καταστροφών τόσο κοπιαστικά πού «οί Capos (σημ. μεταφρ.: έτσι λέγονταν οί ύπεύθυνοι όμάδων, πού ήταν κι αύτοί κρατούμενοι, ποινικοί δμως, καί οί όποιοι, άπ’ δ,τι λέγεται, ήταν άκόμη πιό σκληροί κι άπό τούς ίδιους τούς ναζί) διασκέδαζαν πληροφορώντας τον δτι θά άντεχε μόλις δύο βδομάδες μέχρι νά καταλήξει στούς θαλάμους άερίων». Μέσα στήν άπόγνωσή του ό Koscielniak προσφέρθηκε νά κάνει τό σκίτσο ένός άπ’ τούς φρου ρούς· τού δόθηκαν πέντε λεπτά γιά νά τό φτιάξει. Τό σχέδιο Ικανοποίησε τό φύλακα, πού τού άνάθεσε κάποια λιγότερο έξαντλητική δουλειά. Ό Koscielniak έκμεταλλεύτηκε τήν προνομιούχα θέση του ζωγραφίζοντας είκόνες πού περιγράφανε τίς πραγματικές συνθήκες στό ’’Αουσβιτς. Οί ζωγραφιές έκεΐνες περνού σαν λαθραία στόν έξω κόσμο μέ τή βοήθεια τού άντιστασιακοϋ κινήματος τού στρατοπέ δου. Πολλοί τρόφιμοι ύπονόμευαν κατά τόν ίδιο τρόπο τίς ύποχρεωτικές καλλιτεχνικές έρ γασίες, γιά νά έξυπηρετήσουν τόν δικό τους σκοπό, νά δείξουν δηλαδή στόν κόσμο τήν άληθινή εικόνα τών στρατοπέδων. Αύτό βέ βαια ήταν μιά έπικίνδυνη δραστηριότητα. Μά λιστα έναν τσέχο καλλιτέχνη, τόν Otto Ungar, πού ήταν κρατούμενος στό στρατόπεδο διερ-
27
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ χομένων τοϋ Theresienstadt, τόν πιάσανε νά δημιουργεί αυτό πού οί Γερμανοί όνόμαζαν «Gruelenpropaganda», δηλαδή προπαγάνδα τής φρίκης, γιά τή ζωή μέσα στά στρατόπεδα. Αύτός καί άρκετοί άλλοι καλλιτέχνες έκτοπίστηκαν άμέσως στό Άουσβιτς. Από τή στιγμή πού έδημιουργεϊτο τό έργο οί πιθανότητες νά διασωθεί ήταν έλάχιστες· άπό τά 200 σχέδια πού έφτιαξε ό ίταλοαυστριακός καλλιτέχνης Zoran Music μόνο 36 δια σώθηκαν. Ή Λιθουανή πάλι Esther Lurie έθαψε στό γκέτο Κοηνο στάμνες κεραμικές πού πε ριείχαν περισσότερα άπό 200 έργα, δυστυχώς δμως μόνο 11 βρέθηκαν έκεΐ τό 1945. 01 κατα σχέσεις τών ναζί, οί βομβαρδισμοί τών συμμά χων, τά εύαίσθητα ύλικά (τσιγαρόχαρτο, σελί δες τετραδίων, χαρτί περιτυλίγματος άπό πα κέτα κλπ.) ήταν οί παράγοντες έκεϊνοι πού συντρέξανε στό νά προξενηθοϋν τόσες άπώλειες. Παρ’ δλά αύτά, μερικά άπό τά έργα τέχνης άντεξαν. Ή Marian Ruzamski πέθανε άπό άσιτία στό Μπέργκεν-Μπέλσεν, άλλά ένα ντοσιέ μέ τά σχέδιά της διασώθηκε άπό μιά άλλη κρα τούμενη. Ή Τσεχοσλοβάκα καλλιτέχνις Malvina
Schalkova, πριν άπελαθεΐ άπό τό Theresien stadt, έκρυψε τά έργα της άνάμεσα ατούς ξύλι νους τοίχους τού δωματίου της. Πέθανε στό "Αουσβιτς, μετά τόν πόλεμο δμως τά έργα της βρέθηκαν έκεΐ άκριβώς πού τά είχε άφήσει. Μέ τόσο δυσμενείς συνθήκες έναντίον τους, τί είναι έκεΐνο πού ώθησε αύτούς τούς άνθρώπους στή δημιουργία; Στις πιό άκραιες περιπτώσεις, έκεΐ πού δέν φαινόταν νά ύπάρχει έλπίδα έπιβίωσης, ένας λόγος γιά τή δη μιουργία τέχνης, πού παραμέριζε κάθε δυσκο λία, ήταν νά άφήσουν μιά άναφορά γιά τίς έπόμενες γενιές. Είναι χαρακτηριστικό δτι ό Karol Konieczny, έκθέτοντας καί τήν προσωπική άπο ψη πολλών καλλιτεχνών, γράφει γιά τά έργα του πού δημιουργήθηκαν στά στρατόπεδα: «’Επιθυμώ νά θεωρηθούν σάν ζωντανές καί συγκλονιστικές μαρτυρίες ένός κόσμου φρί κης καί μαρτυρίου. Θέλω νά γνωρίσουν οί νέοι τό πώς ήταν, ώστε νά καταλάβουν καί νά μήν έπιτρέψουν νά έπαναληφθοϋν στό μέλλον τέ τοιες καταστάσεις». SIBYL STEINBERG (Μετάφραση: Κακία Γαζή)
Περιοδικά κριτικής τοϋ βιβλίου στήν ’Αγγλία ΛΟΝΔΙΝΟ, Μάρτιος. « Αν στή Βρετανία ύπήρχε άξιοπρεπές σύστημα διανομής γιά τά μικρά περιοδικά ή ένας νόμος παρόμοιος μέ τό γαλ λικό, πού δίνει τή δυνατότητα πρόσβασης στά κιόσκια τών έφημερίδων σέ ότιδήποτε τυπώνε ται, θά είχε γίνει πολύ εύκολα φανερή ή “ δημογραφική έκρηξη" τών περιοδικών πού άσχολοϋνται μέ τήν κριτική τοϋ βιβλίου. Η έκρηξη άρχισε πριν άπό τρία χρόνια, στή διάρκεια τής έξαφάνισης άπό τήν άγορά, γιά ένα χρόνο, τοϋ Times Literary Supplement (Φι λολογικό Παράρτημα τών Τάιμς). Τό κενό κά λυψαν τρία περιοδικά: Τό Literary Review (Φιλο λογική Επιθεώρηση) τής "Αν Σμίθ πού βγήκε στό 'Εδιμβούργο, τό London Review of Books (Λονδίνεια Επιθεώρηση τού Βιβλίου) τοϋ κα θηγητή Κάρλ Μίλλερ καί τό περιοδικό Quarto (Κουάρτο) τοϋ Ρίτσαρντ Μπόστον.»
28
"Ετσι άρχίζει τήν έρευνά του γιά τά περιοδι κά πού άσχολοϋνται άποκλειστικά μέ τήν κρι τική καί τήν άνάλυση τοϋ βιβλίου (λογοτεχνι κού κυρίως) ό Μάρτιν Γουώκερ, ή όποια δημο σιεύτηκε πρόσφατα στήν έφημερίδα Guardian. Τά περιοδικά αύτά δημοσιεύουν καί ποιήματα, κανένα διήγημα ή συνέντευξη, ή καί τά τρία στό ίδιο τεύχος, ύπάρχει συνήθως καί μιά σε λίδα άλληλογραφίας καί διαφημίσεις σκόρπιες ή συγκεντρωμένες στήν τελευταία σελίδα, άλ λά τή μερίδα τοϋ λέοντος τήν έχουν τά δοκί μια κριτικής, πού συνήθως είναι Ιδιαίτερα έκτενή. Σέ ένα φύλλο τοϋ T.L.S. μετρήθηκαν 55 βιβλία κρινόμενα καί σέ ένα άλλο τοϋ Quar to, 34, άλλά καί μιά έκτενής συνέντευξη μέ τόν Joseph Brodsky. Από τήν έρευνα αύτή τοϋ Μάρτιν Γουώκερ: «...Τό παλαιότερο περιοδικό Books and Book
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ men (Βιβλία καί Βιβλιόφιλοι) προχωρούσε όλοταχώς πρός τή χρεωκοπία κάτω άπό τή διεύ θυνση τής Σάλλυ Έμερσον, πού τελικά άποχώρησε καί άμέσως μετά έκανε τήν έπανεμφάνισή της μέ τό περιοδικό Book Choice (Βιβλιοεπιλογή). Έν τώ μεταξύ, ή ”Αν Σμίθ, πού άποχώρησε άπό τό Literary Review, προσπαθεί νά πεί σει τό Συμβούλιο Τεχνών τής Σκοτίας νά τήν ένισχύσει στή νέα της έξόρμηση μέ τό περιο δικό The Common Reader (Μέσος Αναγνώ στης), καί τόν ’Απρίλιο ή Τζούντιθ Κούκ άρχίζει ένα νέο περιοδικό, τό Fiction Magazine. Ό οι κογενειακός προγραμματισμός είναι μάλλον άναγκαϊος. Κανένα άπό τά περιοδικά πού άναφέραμε παραπάνω δέν κερδίζει χρήματα, άν καί μερικά άπό τά πιό έπιτυχημένα δηλώνουν πώς μόλις καί μετά βίας βγάζουν τά έξοδά τους. Στίς παλιές καλές μέρες πριν άπό τόν πόλε μο, όταν οί έκδοτες τύπωναν τό ένα τρίτο τών βιβλίων πού τυπώθηκαν πέρυσι (43.000 τίτλοι), ένα μέτριο περιοδικό, πού άπευθυνόταν στό μέσο άναγνώστη, πουλούσε περίπου 100.000 κάθε έβδομάδα. Σήμερα πολύ λιγότεροι άγοράζουν παραφουσκωμένες λίστες κρινόμενων τίτλων, όπως είναι τά περισσότερα άπό τά έν τυπα αύτά. Ή ύφεση έπληξε τούς άγγλους έκ δοτες, πού ποτέ δέν διακρίνονταν γιά τήν πί στη τους στή διαφήμιση, καί τούς έμπόδισε νά άρχίσουν μιά κατευθείαν ύποστήριξη καί τών έξι νέων περιοδικών. (...) ’Αλλά ή ζωή είναι γλυκιά γιά δσους πληρώ νονται νά διαβάζουν βιβλία καί νά έκθέτουν μετά τις προκαταλήψεις καί τά γούστα τους ύπό μορφήν κριτικής. Ή ’Αγγλία αύτή τή στιγ μή είναι ή παγκόσμια "πρωτεύουσα” κριτικής τού βιβλίου. ’Από τήν άλλη πλευρά τού ώκεανοϋ, οί Τάιμς τής Νέας Ύόρκης, ή ’Επιθεώρη ση τού Βιβλίου τής Ούάσινγκτον Πόστ καί ή άπολαμβάνουσα γενικής έκτίμησης Νεοϋρκέζικη ’Επιθεώρηση τού Βιβλίου (New York Book Review), μέ έπιμονή φλερτάρουν έγγλέζους καί σκότους κριτικούς, ένώ καταπιεσμένοι καί άγχοτικοί διευθυντές περιοδικών κριτικής τού Λονδίνου άναγκάζονται νά κάνουν τρία καί τέσσερα τηλεφωνήματα, πρίν μπορέσουν νά πετύχουν κριτικό πού δέν έχει ήδη συμφωνή σει νά γράψει γιά τό τάδε βιβλίο στό δείνα πε ριοδικό. (...) Μπήκαμε σέ μιά καινούρια έποχή έξάρτησης. Δημόσιοι καί Ιδιωτικοί χορηγοί, πού θεω ρούνται πάτρωνες καί μαικήνες τών τεχνών, άποκτοϋν τόν τίτλο τής φιλολογικής ίντελιγκέντσιας. Τό Βρετανικό Συμβούλιο τών Τε χνών πληρώνει στό London Books Review
25.000 λίρες τό χρόνο, ένώ ό μεγιστάνας πε τρελαίου Άλγκυ Γκλάφ άντλεϊ τό μαύρο χρυσό τής Βόρειας Θάλασσας καί τόν άδειάζει στούς, άχόρταγους γιά ρευστό, λογαριασμούς τών περιοδικών Spectator καί Quarto: - Σπουδάζαμε κάποτε μαζί μέ τόν Άλγκυ, λέει ό Ρίτσαρντ Μπόστον τού Quarto. Όταν κάποτε τόν ρώτη σα γιατί άνέχεται αύτή τή θηριώδη οίκονομική αιμορραγία, μού άπάντησε πώς στό σχολείο τού έλεγα συνεχώς άνέκδοτα καί ιστορίες πού τόν έκαναν νά πεθαίνει στά γέλια. Αγόρασε τό Quarto έξοφλώντας τά χρέη του καί τό χρόνο πού πέρασε έχασε άλλες 30.000 λίρες. (...) "Ενας άλλος μαικήνας είναι ό άραβας Ναΐμ Άτταλλά, πού ισχυρίζεται πώς χάνει 8.000 λί ρες τό μήνα γιά νά συντηρήσει τό Literary Re view. Μετά τόν άπολαυστικό καυγά σέ δημόσιο χώρο μεταξύ τού Άτταλλά καί τής ίδρύτριας τού περιοδικού Ά ν Σμίθ, ό Άτταλλά άνέθεσε τό περιοδικό στήν Τζίλιαν Γκρήνγουντ, πού ήταν άναπληρώτρια στή διεύθυνση τού περιο δικού Books and Bookmen. Λέει ή Τζίλιαν Γκρήνγουντ: "Τό κοινό μας άποτελεΐται πε ρισσότερο άπό άνθρώπους έγκυκλοπαιδικά μορφωμένους παρά διανοούμενους, καλά πληροφορημένους άπλώς, χωρίς νά είναι θεωρητι κοί ή λόγιοι” .(...) Ό Ρίτσαρντ Μπόστον διευθύνει τό Quarto άπό μιά σοφίτα καί τό Literary Review στεγάζε ται στά δωμάτια ύπηρεσίας τού κτιρίου πού άνήκει στίς έκδόσεις Quarter. Τό περιοδικό Book Choice διευθύνεται άπό ένα τραπέζι πού βρίσκεται στόν προθάλαμο τών γραφείων τού
29
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ φύλλου “ Εκδοτικά Νέα” , καίτό London Review of Books στεγάζεται σέ μιά γωνιά τού γραφείου τού καθηγητή Κάρλ Μίλλερ, στό Κολέγιο τού Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. (...) Ή διευθύντρια τού Book Choice, Σάλλυ Έμερσον, άπολαμβάνει αύτό πού κάνει, έστω καί κάτω άπ’ αύτές τίς ντικενσιανές συνθήκες: “ Είναι σάν νά γιορτάζουμε Χριστούγεννα κάθε μέρα, μέ δλα αύτά τά δέματα βιβλίων πού κα ταφθάνουν συνέχεια. Τά ξετυλίγεις καί άμέσως άρχίζεις νά τά ψιλοδιαβάζεις καί νά σκέ φτεσαι ποιός κριτικός θά ήταν κατάλληλος γι’ αύτό τό βιβλίο καί ποιός γιά τό άλλο. Είναι σάν ένα ύπέροχο σταυρόλεξο” .(...) Ό Κάρλ ΜίΛΛερ είναι τό ίδιο ένθουσιώδης: “ Μ’ άρέσει δλη αύτή ή άνακατωσούρα καί τά τρε,ξίματα γιά τό τύπωμα τού περιοδικού, νά μετράς τίς άράδες καί κάθε λίγο καί λιγάκι νά βγάζεις άπό τό συρτάρι τά βαζάκια τής κόλ λας. Όλα αύτά θυμίζουν δραστηριότητες σ’ ένα φροϋδικό σταθμό νηπίων. Καί άπολαμβάνω νά ψάχνω γιά νέα ταλέντα διαβάζοντας μι κρά πανεπιστημιακά περιοδικά. Είχαμε δημο σιεύσει κείμενα τού Σάλμαν Ράντσι πολύ πριν κερδίσει τό βραβείο Booker (έτήσιο βραβείο πού άπονέμεται στό καλύτερο μυθιστόρημα πού έχει έκδοθεϊ στό τρέχον έτος, άνάμεσα άπό βιβλία πού ύποβάλλουν στην ειδική έπιτροπή οί ίδιοι οί έκδοτες)” .(...) Άπό τήν παρέα λοιπόν αύτή, ό άσπρομάλλης ύπερήλιξ είναι τό T.L.S. Στή διάρκεια διακοπής τής έκδοσής του, τό T.L.S. έχασε περισσότε ρους άπό 5.000 συνδρομητές, κυρίως στις 'Ηνωμένες Πολιτείες. (Τώρα πουλάει 30.000 άντίτυπα, τά περισσότερα άπ’ δλα τά σχετικά περιοδικά, μέ δεύτερο τό London Review of Books πού πουλάει 15.000, τρίτο τό Books and Bookmen πού πουλάει 10.000, ένώ τά ύπόλοιπα πουλάνε γύρω στά 7.000 καί 5.000 άντίτυπα.) Κάπου στό μέγαρο τών Times ύπάρχει παραπεταμένος ένας σάκος γεμάτος γράμματα πα ραπόνων καί άνεξαργύρωτα τσέκ, πού κανείς δέν έχει τό κουράγιο ν’ άνοίξει. Λέει ό άναπληρωματικός διευθυντής τού T.L.S.:“ Ecttu) κι άν ό μέσος άναγνώστης μας δέν είναι ύφηγητής ή βοηθός σέ πανεπιστημιακή έδρα, θά έλεγα πώς μάλλον πρός τά έκέΐ τείνει. Παρα κολουθούμε ώστόσο τά νέα περιοδικά, άν καί δέν μπορούμε νά τά δούμε σάν σοβαρούς άνταγωνιστές σέ κανένα έπίπεδο καί πολύ πε ρισσότερο σέ έπίπεδο άγοράς...” Καθώς φυλλομετράς καί διαβάζεις τά περιο δικά αύτά, ή άφοϋ μιλήσεις μέ τούς ύπευθύνους, σχηματίζεις τήν περίεργη έντύπωση πώς έχεις νά κάνεις μέ τό καυγατζίδικο διδακτικό προσωπικό μιας έδρας άγγλικής λογοτεχνίας
30
ένός όχι καί τοσο σύγχρονου πανεπιστημίου. Τό T.L.S., μεγάλο στήν ήλικία καί φορτωμένο τιμές, είναι ό πρύτανης, άλλά μέ τά καλύτερα χρόνια πίσω του, γεμάτο άσφάλεια πάνω σέ στίβες έλαφρώς μαραμένης δάφνης. Άντιπρύτανης, έκλεγμένος μέ κανονικές διαδικασίες καί προορισμένος νά τό διαδεχτεί, τό London Review of Books. Γεμάτο άργόστροφα καί σχοι νοτενή κείμενα, είναι προσηλωμένο στήν πολι τική σκηνή καί συμβαδίζει ιδεολογικά μέ τό SDP (τό καινούριο κόμμα τών σοσιαλδημοκρα τών), έχοντας διδαχτεί πολλά άπό τούς Άμερικάνους. Μέ έξωτερική έμφάνιση παρόμοια έκείνης τού έπιτυχημένου άντίστοιχου τής Νέας Ύόρκης, τό London Books είναι έλαφρώς δυσκοίλιο άλλά μέ μιά περίεργη άξιοπρέπεια. Τό Literary Review είναι ό εύσυνείδητος, φιλό δοξος, άλλά πολύ κομφορμίστας νεαρός έπιμελητής έδρας πού κέρδισε τή φήμη του μέ μιά άξιόλογη άλλά συμβατική μελέτη γιά τήν έπίδραση τού Σαίξπηρ στό έργο τού Τζαίημς Τζόυς. Τό Quarto είναι ό άσαφώς εύφυής, άλλά γοη τευτικά έκκεντρικός λέκτωρ πού έχει πάθος μέ τά τρένα άτμοϋ καί τήν άναγεννησιακή ποίηση. Ύποστηριζόμενος -καί δημοφιλήςάπό τούς φοιτητές τών τελευταίων τάξεων, φοράει περίεργες κάλτσες καί άδιαπέραστα κοστούμια άπό τουήντ. Μόνιμη άπειλή καί άπελπισία γιά τά ύπόλοιπα περιοδικά, έν μέρει γιατί ύποπτεύονται πώς άπ’ αύτό τό άσυνήθιστο περιοδικό μπορεί νά ξεπηδήσει στά ξαφνι κά κάτι διαρκές καί συγχρόνως ύπέροχο.(...) Τό Book Choice είναι ό άνυπόμονος νεαρός άναρριχησίας, μέ άρκετές Ικανότητες, πού όμως πιστεύει πώς ένας σχολαστικός πρέπει νά κερδίζει πολύ περισσότερα άπ’ όσα τού προσφέρει ό μισθός του. Μέ μιά έξυπνη έμπορική συμφωνία τό μεγάλο βιβλιοπωλείο τών Foyles τού άγοράζει 4.000 τεύχη γιά τούς μόνι μους πελάτες του καί άλλες 3.000 γιά τά μέλη τής New Fiction Society. 'Έτσι τό Book Choice είναι τό μοναδικό πού δέν έμπλέκεται στά γρανάζια τού παράλογου βρετανικού συστή ματος διανομής τών φιλολογικών -καί λογοτε χνικών- περιοδικών.(...) Καθένα, καί δλα μαζί τά περιοδικά αύτά, πρέ πει νά ύπογραμμίσουμε έδώ, άποτελοϋν σπου δαία προσφορά στήν άμορφη, άν καί συχνά ένδιαφέρουσα φιλολογική-δημοσιογραφική κα θημερινότητα τής κουλτούρας: Τό Books and Bookmen είχε άναγγείλει συνέντευξη μέ τόν Έλία Καννέττι πολύ πρίν κερδίσει τό βραβείο Νόμπελ. Τό London Review of Books δημοσίευ σε τό δοκίμιο τού Sean O’Faolain μέ τίτλο “ Ζώντας καί πεθαίνοντας στήν ’Ιρλανδία -μιά
ΤΟ ΞΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ιστορική έκτίμηση τών άπεργιών πείνας στήν 'Ιρλανδία καί στήν ’Ινδία” λίγο πριν άρχίσουν οί δραματικές άπεργίες πείνας πέρυσι στήν ’Ιρλανδία. ’Αλλά δπως λέει ό Κάρλ Μίλλερ: ‘‘αύτό πού δυστυχώς δραστηριοποιεί τήν κρί ση στούς κύκλους τών φιλολόγων-κριτικώνδημοσιογράφων είναι συχνά ή μοχθηρία, ό φθόνος καί ή έπαρση. Καί είναι ό χώρος όπου θεωρείσαι σπουδαίος καί βαθυστόχαστος, άν δηλώσεις πώς οί ύπόλοιποι είναι βλάκες καί άσήμαντοι. ’Αλλά τό άπολαμβάνω...” . Σέ έκατό χρόνια, εύσυνείδητοι νεαροί φοι τητές θά γράφουν διατριβές μέ θέμα τά περιο δικά κριτικής τού βιβλίου τού 1982 καί θά ξα ναδιαβάζουν πρωτόλεια δοκίμια άνθρώπων πού ίσως αύριο μεθαύριο έξελιχθοϋν σέ ση μαντικούς δοκιμιογράφους καί κριτικούς. Καί ίσως ή σκηνή τών περιοδικών τού ’82 θά άποτελέσει τό γκρούπ τού Bloomsbury τού μέλλον τος καί οί καυγάδες τής ”Αν Σμίθ μέ τόν Ναΐμ Άτταλλά νά γίνουν έγχρωμο άρθρο μέ φωτο γραφίες, σέ κάποιο γυαλιστερό βδομαδιάτικο περιοδικό τού 2.080...» Καί τελειώνοντας τό άρθρο του, ό Μάρτιν Γουώκερ καταλήγει: «’Ελπίζω στήν καλή τύχη τών περιοδικών αύτών, άκόμη κι άν οί έκδοτες έξακολουθήσουν νά είναι έπιφυλακτικοί καί κρυψίνοες, οί βιβλιοθηκάριοι νά παριστάνουν τούς άσχετους, οί ύβρεολόγοι κάί οί κακόβου λοι νά μαίνονται γιά έλιτισμό, πρωτευουσιάνικες κλίκες καί έλλειψη συμπόνιας γιά τήν avant-garde, έστω κι άν οί αύλοκόλακες καί οί δουλοπρεπείς έξακολουθήσουν νά θριαμβεύ ουν καιροφυλακτώντας...»
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ Κυκλοφορούν
ΑΧ. ΜΗΤΣΟΥ Η Προσχώρηση στίς Ευρωπαϊκές Κ οινότητες T.S. KUHN Ή Δομή τών 'Επιστημονικών ' Επαναστάσεων A. ΒΡΥΧΕΑ Κ. ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ ’ Α πόπειρες Μ εταρ ρ ύθμισης τή ς ’ Ανώτατης ’ Εκπαίδευσης
1966-1981 Α.Μ. ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΥ Ζητήματα ’ Α ρ χιτεκτονικής Θεωρίας ’ Ε τ ο ι μ ά ζ ο ν τ α ι _________
Ρ. FEYERABEND Ενάντια στή Μ έθο δ ο
σμα
Ρ. SRAFFA Παραγωγή Εμπορευμάτων μέσω τών ’ Εμπορευμάτων
Ε. LACLAU Πολιτική καί Ιδεολογία στή Μαρξιστική Θεωρία
3J
Γιάννης Γιαννόπουλος
Οι κοινότητες κατά την Τουρκοκρατία καί τά κενά τής ελληνικής βιβλιογραφίας Ή ιστορία είναι πάντοτε άμφισήμαντη: ή θέση πού παραχωρεί στό παρελθόν είναι έπίσης καί ένας τρό πος νά κάνει τόπο σ’ ένα μέλλον. Michel dc Certeai)
Οί κοινοτικοί θεσμοί στά χρόνια τής τουρκοκρατίας καθορίζονται από τόν προ βιομηχανικό χαρακτήρα τής οικονομίας, τήν παραδοσιακή διαστρωμάτωση τής κοινωνίας καί τό κρατικό πλαίσιο μέσα στό όποιο κινήθηκαν αυτοί οί θεσμοί. Ή οικονομία σχεδόν καθολικά τούς πρώτους αιώνες στίς ορεινές, τίς λιγότερο εύφο ρες καί στίς απομονωμένες περιοχές παρέμεινε κλειστή άγροτική. ’Αντίθετα, στίς πεδινές, πού εύκολα έπικοινωνούν μέ τά λιμάνια, άπό τό 17ο αιώνα, σέ συνδυα σμό μέ τήν ανάπτυξη τής μεγάλης ιδιοκτησίας, παρατηρεΐται έκχρηματισμός της καί πρωταρχική κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, προώθηση τών μονοκαλλιεργείων καί τού έσωτερικοΰ καί εξωτερικού έμπορίου. Σ ’ δ λ η τή ν π ε ρ ίο δ ο , μ α ζ ί μέ τή ν ο ρ ιζ ό ν τ ια κ ο ιν ω ν ικ ή δ ια σ τ ρ ω μ ά τ ω σ η , π ο ύ τ ή ν κ α θ ο ρ ίζ ο υ ν ο ί π α ρ α γ ω γ ικ έ ς σ χέ σ ε ις κ α ί ή κ ρ α τ ι κή δ ο μ ή , ύ φ ίσ τ α ν τ α ι έ ν τ ο ν α κ α ί κ ά θ ε τ ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς σ χέ σ ε ις. Ό ισ χ υ ρ ό τ ε ρ ο ς δ ε σ μ ό ς ά π ’ α υ τή τή ν π λ ε υ ρ ά ε ίν α ι ή σ υ γ γ έ ν ε ια , ή γ ε ν ιά ή φ ά ρ α , τ ό γ έ ν ο ς , ό ρ ο ι π ο ύ ή ισ τ ο ρ ία σ υ ν ή θ ω ς δ α ν ε ίζ ε τ α ι ά π ό τή ν κ ο ιν ω ν ικ ή ά ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία , ή ό π ο ι α ε ρ ε υ ν ά τή δ ο μ ή τώ ν π ρ ω τ ό γ ο ν ω ν , κ α θ υ σ τε ρ η μ έ ν ω ν κ α ί π ρ ο β ιο μ η χ α ν ικ ώ ν κ ο ιν ω ν ιώ ν . Ή ελ λ η ν ικ ή β ιβ λ ιο γ ρ α φ ία π ρ ό ς α υ τ ή τή ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η ε ίν α ι φ τ ω χ ή . Ε ξ α ίρ ε σ η ά π ο τ ε λ ο ϋ ν ο ί ε ρ γ α σ ίε ς το ϋ Γ ρ η γ ό ρ η Γ κ ιζέ λ η κ α ί τό π ρ ό σ φ α τ ο β ι β λ ίο το ύ Ε . I I . Ά λ ε ξ ά κ η , Τά γένη κ α ί ή οικο
γένεια στην
παραδοσιακή κοινωνία τής
Μάνης ("’Α θ ή ν α 1980), μ ιά α ξ ιό λ ο γ η λ α ο γ ρ α φ ικ ή μ ελ έτη ν ιά τή ν π ε ρ ιο χ ή α υ τή τ ή ς 32
χ ώ ρ α ς μ α ς , μέ τ ίς έ ν τ ο ν ε ς ε π ιβ ιώ σ ε ις το ϋ π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς . Τ ά π ο ρ ίσ μ α τ α τή ς ο ικ ο ν ο μ ι κ ή ς , π ο λ ιτ ισ τ ικ ή ς κ α ί π ο λ ιτ ικ ή ς ά ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς , έ π ίθ ε τ α π ο ύ π ρ ο σ δ ιο ρ ίζ ο υ ν τ ίς ιδ ια ίτ ε ρ ε ς τ ά σ ε ις κ α ί ά ν α ζ η τ ή σ ε ις τ ή ς μ ια ς π ά ν τ ο τ ε έ π ισ τή μ η ς τ ή ς ά ν θ ρ ω π ο λ ο γ ία ς , μ α ζ ί μέ τ ά έ γ γ ρ α φ α κ α ί τό ά π ο θ η σ α υ ρ ισ μ έ ν ο σ τό Κ έ ν τ ρ ο Έ ρ ε υ ν α ς τ ή ς Ε λ λ η ν ικ ή ς Λ α ο γ ρ α φ ία ς τή ς ’Α κ α δ η μ ία ς ’Α θ η ν ώ ν κ α ί σ τό Σ π ο υ δ α σ τ ή ρ ιο Λ α ο γ ρ α φ ία ς τ ο ϋ Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ ’Α θ η ν ώ ν ή τ ό ά θ η σ α ύ ρ ισ τ ο υ λ ικ ό π ο ύ π λ α ν ιέ τ α ι ά κ ό μ η σ τό σ τό μ α το ϋ λ α ο ϋ , δ έ ν τ ά ά ξ ιο π ο ίη σ ε ά ρ κ ε τ ά ή ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία γ ιά ν ά μ ε λ ετή σ ει τ ίς κ ο ιν ό τ η τ ε ς . Π ά ν ω σ τή ν ιδ ε ο λ ο γ ία κ α ί τ ίς κ ο ιν ω ν ικ έ ς ε ν ό τ η τε ς τ ή ς π ρ ο ε π α ν α σ τ α τ ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς ε ν δ ια φ έ ρ ο υ σ α ε ίν α ι ή μ ελέτη τ ο ϋ Γ ιώ ρ γ ο υ Δ . Κ ο ν τ ο γ ιώ ρ γ η , Ή έλλαόική λαϊκή ιδεολογία (ε κ δ ό σ ε ις
Ν έ α Σ ύ ν ο ρ α , ’Α θ ή ν α 1979). ’Α π ό ν ο μ ικ ή π λ ε υ ρ ά σ η μ α ν τ ικ έ ς ε ίν α ι ο ί ε ρ γ α σ ίε ς το ύ Ν . Π α ν τ α ζ ό π ο υ λ ο υ .2 Σ ’ α υ τ έ ς ε ξ ε τ ά ζ ο ν τ α ι ο ί μ ο ρ φ έ ς λ α ϊκ ο ύ δ ικ α ίο υ , π ο ύ δ ια μ ο ρ φ ώ θ η κ α ν σ τ ά π λ α ίσ ια τ ώ ν κ ο ιν ο τ ή τ ω ν , σ τή ν ε π α φ ή τ ο υ ς μέ τ ό μ ε τ α β υ ζ α ν τ ιν ό δ ίκ α ιο . Ο ί κ ο ιν ό τ η τ ε ς ό μ ω ς δ έ ν μ π ο ρ ο ύ ν ν ά κ α τ α ν ο η θ ο ΰ ν χ ω ρ ίς τ ό κ ρ α τ ικ ό π λ α ίσ ιο μέσ α σ τό ό π ο ιο ά ν α π τ ύ χ θ η κ α ν . Ε ίν α ι ή ισ τ ο ρ ία τ ώ ν λ α ώ ν π ο ύ έ ζη σ α ν γ ιά α ιώ ν ε ς κ ά τ ω ά π ό τή ν ο θ ω μ α ν ικ ή κ υ ρ ια ρ χ ία . Τ ό ο θ ω μ α ν ικ ό κ ρ ά τ ο ς , ά κ ο λ ο υ θ ώ ν τ α ς τ ή ν ίσ λ α μ ικ ή π α ρ ά δ ο σ η , ε ίχ ε θ ε σ μ ο θ ε τή σ ε ι τ ή ν ο ρ γ ά ν ω σ η τώ ν υ π η κ ό ω ν το υ σ έ σ χ ε τ ικ ά α υ τ ό ν ο μ ε ς θ ρ η σ κ ε υ τικ έ ς κ ο ιν ό τ η τ ε ς (m ille t), π ο ύ ε ίχ α ν τ ο ύ ς δ ικ ο ύ ς τ ο υ ς ν ό μ ο υ ς , δ ιο ίκ η σ η κ α ί θ ρ η σ κ ε υ τικ ό α ρ χ η γ ό (m ille t b a si). Μ έ τή δ ι ά κ ρ ι ση σέ m ille t ο ί δ ια φ ο ρ ε τ ικ ο ί κ ό σ μ ο ι, ίσ λ α μ ικ ό ς , χ ρ ισ τ ια ν ικ ό ς κ λ π ., έ μ ε ιν α ν μ ε τα ξ ύ τ ο υ ς ξέ ν ο ι κ α ί ο ί σ χέ σ ε ις τ ο υ ς « ε ξ ω τ ε ρ ικ έ ς » . Ή ά ρ χ ή ε ξ ά λ λ ο υ τ ο ύ ο θ ω μ α ν ικ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς , ν ά π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ε ι χ ω ρ ίς ν ά κ α τ α ρ γ ε ί τό π ρ ί ν ά π ό τή ν κ α τά κ τη σ η κ α θ ε σ τ ώ ς σ τή δ ικ ή το υ ά ν τ ίλ η ψ η , έ π έ τ ρ ε ψ ε τ ή ν ε π ιβ ίω σ η μ έσ α σ ’ α ύ τ ό θε σ μ ώ ν κ α ί π ρ ο ν ο μ ίω ν το ύ π ρ ο γ ε ν έ σ τε ρ ο υ β υ ζ α ν τ ιν ο ύ ή λ α τ ιν ικ ο ύ κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς , ό π ω ς τ ο ύ β υ ζ α ν τ ιν ο ύ θ ε σ μ ο ύ τ ή ς κ ο ιν ό τ η τ α ς το ύ χ ω ρ ιο ύ , π ο ύ τή σ υ γ κ ρ ο τ ο ύ ν ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι χ ω ρ ι κ ο ί ά λ λ η λ έ γ γ υ ο ι γ ιά τ ή ν ά π ό δ ο σ η τ ώ ν φ ό ρ ω ν σ τό κ ρ ά τ ο ς . Ο ί κ ο ιν ο τ ικ ο ί θ ε σ μ ο ί γ ν ώ ρ ισ α ν μ ε γ α λ ύ τε ρ η ά ν ά π τ υ ξ η σ τό ο θ ω μ α ν ικ ό κ ρ ά τ ο ς έ ξ α ιτ ία ς τ ώ ν ά τ ε λ ε ιώ ν το ύ γ ρ α φ ε ιο κ ρ α τ ικ ο ύ τ ο υ σ υ σ τή μ α το ς , τ ώ ν φ ο ρ ο λ ο γ ι κ ώ ν σ υ σ τη μ ά τω ν π ο ύ χ ρ η σ ιμ ο π ρ ιή θ η κ α ν κ α ί το ύ έ γ γε ιο υ κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς π ο ύ ε π ιβ λ ή θ η κ ε κ α τ ά π ε ρ ιο χ έ ς . Σ ’ α υ τ ο ύ ς τ ο ύ ς π α ρ ά γ ο ν τ ε ς π ρ έ π ε ι ν ά π ρ ο σ θ έ σ ο υ μ ε κ ι έ ν α ν α κ ό μ η : τ ίς π ρ ω τ ο β ο υ λ ίε ς - ά ν ά λ ο γ α μέ τή δ ύ ν α μ ή τ ο υ το ύ τ ο π ικ ο ύ , κ ο ιν ο τ ικ ο ύ π α ρ ά γ ο ν τ α . Ή κ α τ α ν ό η σ η τ ώ ν φ ο ρ ο λ ο γ ικ ώ ν μ η χ α ν ισ μ ώ ν κ α ί το ύ έ γ γ ε ιο υ κ α θ ε σ τ ώ τ ο ς , κ α θ ο ρ ισ τ ικ ο ύ π α ρ ά γ ο ν τ α π ο ύ ε ίχ α μ ε έ π ισ η μ ά ν ε ι κ α ί π α λ α ιό τ ε ρ α ,3 ά π ο τ ε λ ο ύ ν τ ίς β α σ ικ έ ς π ρ ο ϋ π ο θ έ σ ε ις γ ι ά τ ή ν έξ ή γ η σ η τ ή ς ά ν ιο η ς κ α τ ά τ ό π ο υ ς ε ξ έ λ ιξ η ς το ύ θ ε σ μ ο ύ σέ τ ρ ε ις β α θ μ ίδ ε ς : τή ν κ ο ιν ό τ η τ α το ύ χ ω ρ ιο ύ , τ ή ν κ ο ιν ό τ η τ α το ύ κ α ζ ά κ α ί τή σ π α ν ιό τ ε ρ η τ ο ύ σ α ν τ ζ α κ ιο ύ . Π ρ έ π ε ι ν ά ξ ε κ α θ α ρ ισ τ ε ί μ έ κ ά θ ε λ επ τ ο μ έ ρ ε ια π ώ ς μ ε τά τή ν κ α τά κ τη σ η κ α τ α ν έ μ ο ν τ α ι ο ί γ α ΐε ς σέ κ ά θ ε π ε ρ ιφ έ ρ ε ια κ α ί ο ί π ρ ό σ ο δ ο ί τ ο υ ς α λ λ ά ζ ο υ ν δ ιε ύ θ υ ν σ η , π ρ ά γ μ α π ο ύ ε π η ρ ε ά ζ ε ι τό δ ιο ικ η τ ικ ό κ α ί κ ο ιν ο τ ικ ό κ α θ ε σ τώ ς. " Ο π ω ς κ α ί π ο ι ά χ ω ρ ιά γ ίν ο ν τ α ι χ ά σ ι κ α , τ ιμ ά ρ ια , β α κ ο ύ φ ια , τ σ ιφ λ ίκ ια ή μ έ ν ο υ ν έ λ ε ύ θ ε ρ α . Τ ό δ ια ν ε μ η τ ικ ό σ ύ σ τη μ α ε ίσ π ρ α
ξ η ς το ύ κ ε φ α λ ικ ο ύ ή κ α ί τ ώ ν ά λ λ ω ν φ ό ρ ω ν , ή ε ίσ π ρ α ξ η μέ κ α τ ’ ά π ο κ ο π ή π ρ ο α γ ο ρ ά , ο ί ε τή σ ιε ς ή ισ ό β ιε ς μ ισ θ ώ σ ε ις τ ώ ν φ ό ρ ω ν ο λ ό κ λ η ρ ω ν π ε ρ ιφ ε ρ ε ιώ ν π ρ έ π ε ι ν ά μ ε λ ετ η θ ο ύ ν π ρ ο σ ε κ τ ικ ά .4 Κ ι ό λ α α ύ τ ά μ έσ α σ τή μ α κ ρ ά δ ι ά ρ κ ε ια τ ώ ν εξ ε λ ίξ εω ν τ ή ς ο θ ω μ α ν ικ ή ς ο ι κ ο ν ο μ ία ς κ α ί τ ή ς κ ρ α τ ικ ή ς ά ν α δ ιο ρ γ ά ν ω σ η ς . Ή π ε ρ ιο δ ο λ ό γ η σ η τή ς ισ τ ο ρ ία ς τ ώ ν κ ο ιν ο τ ή τω ν ε ίν α ι ή ί δ ια μέ το ύ ο θ ω μ α ν ικ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς , ά ρ κ ε ί ή τ ε λ ε υ τ α ία ν ά γ ίν ε τ α ι μέ κ ρ ιτ ή ρ ια έ σ ω τε ρ ικ ή ς ή π ο σ ο τ ικ ή ς ισ τ ο ρ ία ς . Έ τ σ ι χ ο ν τ ρ ικ ά δ ια κ ρ ίν ο υ μ ε τ ρ ε ις π ε ρ ιό δ ο υ ς : α ) τή ς ισ χ υ ρ ή ς π α ρ ο υ σ ία ς τ ο ύ κ ρ ά τ ο υ ς (1 5 ο ς1 6ος α ί. ) , β ) τ ώ ν φ υ γ ό κ ε ν τ ρ ω ν τά σ ε ω ν (ά ρ χ έ ς 1 7 ο υ -ά ρ χ ές 19ου α ί. ) , γ ) το ύ ν έο υ κ ρ ά τ ο υ ς (1839 κ έ .)„ Π ο λ ύ μ ε γ ά λ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι ή κ ο ιν ο τ ικ ή ισ τ ο ρ ία μ έσ α στή σ υ γ κ υ ρ ία τ ώ ν τ ε λ ε υ τ α ίω ν δ ε κ α ε τ ιώ ν τή ς δ ε ύ τ ε ρ η ς π ε ρ ιό δ ο υ . Κ α ί ο ί π η γ έ ς ε ίν α ι π ε ρ ισ σ ό τε ρ ε ς κ α ί ή ά ρ χ έ γ ο ν η κ ο ιν ω ν ικ ή σ ύ ν θεσ η τ ώ ν κ ο ιν ο τ ή τ ω ν δ ι α φ ο ρ ο π ο ιε ίτ α ι. Έ ν α ε μ π ο ρ ικ ό ή έ μ π ο ρ ο ν α υ τ ικ ό σ τρ ώ μ α δ η μ ιο υ ρ γ ε ϊτ α ι σέ π ο λ λ έ ς κ ο ιν ό τ η τ ε ς γ ιά ν ά δ ι α τ α ρ ά ξ ε ι κ ά π ο ιε ς ισ ο ρ ρ ο π ίε ς . Μ ό ν ο μέ τή σ υ σ τη μ α τικ ή μ ελ έτη α ύ τ ώ ν κ α ί ό λ ω ν τώ ν ά λ λ ω ν σ υ γ κ υ ρ ιώ ν θ ά μ π ο ρ έσ ο υ μ ε ν ά π ρ ο σ εγ γ ίσ ο υ μ ε στή δ ο μ ή . ’Α λ λ ά κ α ί ά π ό τή β α θ ύ τε ρ η μ ελ έτη τ ώ ν δ ι κ α ιο π ρ α κ τ ικ ώ ν ε γ γ ρ ά φ ω ν κ α ί τ ώ ν φ ο ρ ο λ ο γ ικ ώ ν κ α τ ά σ τ ιχ ω ν (τά π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α ά π ό τ ά τ ε λ ε υ τ α ία ε ίν α ι θ α μ μ έ ν α σ τ ά α ρ χ ε ία τ ή ς Κ ω ν σ τ α ν τ ιν ο ύ π ο λ η ς ) μ π ο ρ ο ύ ν ν ά β γ ο ύ ν π ο λ ύ τ ιμ α σ υ μ π ε ρ ά σ μ α τα . Σ τ ά κ ο ιν ο τ ικ ά π λ α ίσ ια έξ ά λ λ ο υ δ ια μ ο ρ φ ώ ν ο ν τ α ι ο ικ ο ν ο μ ικ έ ς σ χέ σ ε ις π ο ύ έ π η ρ ε ά ζ ο υ ν τή ζω ή τή ς κ ο ιν ό τ η τ α ς . Τ ο υ ρ κ ικ έ ς α ρ χ έ ς κ α ί κ ο ιν ο τ ικ ο ί ά ρ χ ο ν τ ε ς ρ υ θ μ ίζ ο υ ν τ ίς τ ιμ έ ς τ ή ς ά γ ο ρ ά ς κ α ί μέ τή δ ύ ν α μ η π ο ύ δ ι α θ έ τ ο υ ν δ ρ ο ύ ν ω ς μ ε σ ά ζο ν τε ς. ’Α λ λ ά κ α ί έ ξ ω κ ο ιν ο τ ικ έ ς π α ρ ά μ ε τ ρ ο ι, π ε ρ ιο δ ικ έ ς κ ρ ί σ εις π ο ύ σ υ ν τ α ρ ά ζ ο υ ν τ ό κ ρ ά τ ο ς , π ό λ ε μ ο ι έ ξ α ιτ ία ς τ ώ ν ο π ο ί ω ν α υ ξ ά ν ο ν τ α ι ο ί φ ό ρ ο ι, ξ α φ ν ικ ή ά π ο γ ε ίω σ η τ ή ς κ α μ π ύ λ η ς τ ώ ν τ ι μ ώ ν κ α ί Ι δ ια ίτ ε ρ α το ύ σ ιτ α ρ ιο ύ , ό χ ι μ ό νο κ ά ν ο υ ν δ υ σ κ ο λ ό τ ερ η τή ζω ή σ τίς κ ο ιν ό τ η τ ε ς , ά λ λ ά ε π ιτ ε ίν ο υ ν κ α ί τ ί ς ε ν δ ο κ ο ιν ο τ ικ έ ς δ ιε ν έ ξ ε ις . Σ τ ά π λ α ίσ ια τ ή ς κ ο ιν ο τ ικ ή ς ζ ω ή ς π α ρ ά γ ε τ α ι έ ν α ς π ο λ ιτ ισ μ ό ς π ο ύ ε ίν α ι έ ν α σ ύ ν ο λ ο ά π ό ό ρ γ α ν α , τ ε χ ν ικ έ ς , κ ο ιν ω ν ικ ο ύ ς θ ε σ μ ο ύ ς . π ίσ τ ε ις , έ θ ιμ α κ λ π . Ο ί κ α ν ό ν ε ς τή ς κ ο ιν ο τ ικ ή ς ζ ω ή ς π ρ ο σ δ ιο ρ ί ζ ο υ ν τή σ τά σ η , τ ί ς π ε π ο ιθ ή σ ε ις , τ ίς π ρ ο λ ή ψ ε ις το ύ ά τό μ ο υ , π ο ύ γ ιά ν ά ε π ιβ ιώ σ ε ι γ ίν ε τ α ι ά το μ ο ά λ λ ο τ ρ ιω μ έ ν ο , δ έ σ μ ιο α ύ τ ώ ν τ ώ ν κ α ν ό ν ω ν , ύ π ο 33
τ α γ μ έ ν ο σ τη σ υ λ λ ο γ ικ ή ν ο ο τ ρ ο π ία κ α ί η θ ι κ ή . Γ ι’ α υ τ ό , ό ,τ ι ο ν ο μ ά ζ ο υ μ ε λ α ϊκ ή δ η μ ιο υ ρ γ ία κ α ί έ κ φ ρ α σ η έ χ ε ι α π ό λ υ τ η έ νό τη τ α , ό μ ύ θ ο ς π α ρ α μ έ ν ε ι ά δ ιά σ π α σ τ ο ς κ α ί, π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ά π ’ δ , τ ι σ ’ ό π ο ια δ ή π ο τ ε σ ύ γ χ ρ ο ν η κ ο ιν ω ν ία , φ α ίν ε τ α ι ξ ε κ ά θ α ρ α δ τ ι ή π ο λ ιτ ισ τ ικ ή έ κ φ ρ α σ η , ή κ ο υ λ τ ο ύ ρ α , δ έ ν ε ί ν α ι έ ν α π ρ ο α ιρ ε τ ικ ό σ υ μ π λ ή ρ ω μ α , ά λ λ ά ο ρ γ α ν ικ ή α ν ά γ κ η , ή ά ν α γ κ α ία κ α τ ά σ τ α σ η , χ ω ρ ίς τή ν ό π ο ι α ή ί δ ια ή ύ π α ρ ξ ή τ η ς κ α θ ίσ τ α τ α ι ά δύνα τη . Τ ά μ ε τ α π ο λ ε μ ικ ά χ ρ ό ν ια ή ελ λ η νικ ή ισ το ρ ιο γ ρ α φ ία δ έ ν έ π ε ξ έ τ ε ιν ε σ η μ α ν τ ικ ά τή μ ε λ έτη τ ώ ν κ ο ιν ο τ ή τ ω ν ; τ ή ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς μ α ς δ η λ α δ ή ισ τ ο ρ ία ς σ ε μ ιά ν ο ρ ισ μ έ νη έ π ο χ ή . ’Ε ξ α ίρ ε σ η ά π ο τ ε λ ο ϋ ν κ ά π ο ιε ς σ υ ν ο λ ικ έ ς θ ε ω ρ ή σ εις το ύ θ έ μ α τ ο ς .5 Ο ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ε ς π η γ έ ς - έ γ γ ρ α φ α δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ α ν π α λ α ιό τ ε ρ α , ενώ ά λ λ ο ι έ ρ ευ ν η τέ ς, π α ρ α σ υ ρ μ έ ν ο ι ά π ό τή γ ο η τ ε ία τ ή ς ισ τ ο ρ ία ς τ ή ς μ α κ ρ ά ς δ ιά ρ κ ε ια ς , δ έ ν κ α τ α π ιά σ τ η κ α ν μέ έ γ γ ρ α φ α κ α ί τ ο π ικ ά π ρ ο β λ ή μ α τ α μ ικ ρ ο ϊσ τ ο ρ ία ς . Χ ω ρ ίς δ μ ω ς τή ν έπ ίλ υ σ η τ ώ ν έ π ιμ έ ρ ο υ ς π ρ ο β λ η μ ά τ ω ν ,' ε ίν α ι
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΤΔΗΣ
ΑΜΜΟΡΙΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
δύσκολο ν ά ε ξ η γ ή σ ο υ μ ε έ να σ ύ σ τη μ α ή έστω υ π ο σ ύ σ τ η μ α , ε ίν α ι ά δ ύ ν α τ ο ν ά π ρ ο σ ε γ γ ί σ ο υ μ ε σ τή δ ο μ ή . Ή μ ελ έτη τ ώ ν κ ο ιν ο τ ικ ώ ν θ ε σ μ ώ ν π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι ν ά έχ ο υ μ ε σ υ λ λ ά β ε ι τό μ α κ ρ ό , μ έσ ο κ α ί β ρ α χ ύ χ ρ ό ν ο , δ η λ α δ ή τό θ εσ μ ό σ ’ δλ η το υ τή χ ρ ο ν ικ ή κ α ί τ ο π ικ ή έ κ τα σ η , σ τό σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο α ιώ ν α κ α ί χ ώ ρ ο , σ τό σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο β ρ α χ ύ χ ρ ό ν ο κ α ί τ ό π ο . Χ ρ ή σ ιμ η α ν α μ φ ισ β ή τ η τ α ε ίν α ι μ ιά σ ε ιρ ά ά π ό μ ελ έτες κ ο ιν ο τ ικ ή ς μ ικ ρ ο ϊσ τ ο ρ ία ς , κ α ί τ α υ τ ό χ ρ ο ν α π ρ έ π ε ι ν ά ξ ε φ ύ γ ο υ μ ε ά π ό τό β ι β λ ιο γ ρ α φ ικ ό μ α ς τ ο π ικ ισ μ ό , μ ε λ ετ ώ ν τα ς δ , τ ι σ χ ε τ ικ ά έ χ ε ι γ ρ α φ τ ε ί σ τίς ά λ λ ε ς β α λ κ α ν ικ έ ς χ ώ ρ ε ς . Τ ό σ ύ γ χ ρ ο ν ο κ ρ ά τ ο ς , κ α ί τό ελ λ η ν ικ ό σ ή μ ε ρ α , σ τ ρ έ φ ε τ α ι π ρ ό ς τή ν π ε ρ ιφ ε ρ ε ια κ ή , τ ο π ικ ή α υ τ ο δ ιο ίκ η σ η , γ ν ή σ ιο φ ο ρ έ α τή ς ά π ο κ έ ν τρ ω σ η ς. Α υ τ ή ή μ ε τα β ο λ ή ά π α ιτ ε ΐ χ ρ ό ν ο κ α ί μ ιά σ υ σ τη μ α τικ ή π ρ ο σ π ά θ ε ια γ ιά τή δ η μ ιο υ ρ γ ία ά λ η θ ιν ώ ν μ ο ρ φ ώ ν κ ο ιν ω ν ικ ή ς σ υ μ β ίω σ η ς . Ή μ ελέτη το ύ κ ο ιν ο τ ικ ο ύ π α ρ ε λ θ ό ν τ ο ς , χ ω ρ ίς ν ά ά π ο β λ έ π ε ι σ έ μ ιά έ π ισ τρ ο φ ή σέ π α λ ιέ ς , ξ ε π ε ρ α σ μ έ ν ε ς μ ο ρ φ έ ς ζ ω ή ς , έ χ ε ι π ο λ λ ά ν ά κ ε ρ δ ίσ ε ι ά π ό τ ίς ά ρ ν η τικ έ ς ε μ π ε ιρ ίε ς τ ίς σ ύ γ χ ρ ο ν η ς ζω ή ς. Ό σ η μ ε ρ ιν ό ς ίσ τ ο ρ ικ ό ς - κ ά τ ο ικ ο ς τ ώ ν σ ύ γ χ ρ ο ν ω ν μ ε γ α λ ο υ π ό λ ε ω ν μέ ά λ λ ο ο π ω σ δ ή π ο τ ε μ ά τ ι θ ά ά π ο τ ιμ ή σ ε ι τή ν κ ο ιν ω ν ία π ο ύ έ ξ ε τ ά ζ ε ι, κ α ί α υ τή ή μ ελέτη σ ίγ ο υ ρ α θ ά μ ά ς φ έ ρ ε ι π ιό κ ο ν τ ά σ τά π ρ ο β λ ή μ α τ ά μ α ς , στή β ίω σ η κ α ί σ υ ν ε ιδ η τ ο π ο ίη σ η το ύ π α ρ ό ν τ ο ς .
Σημειώσεις:
Ετοιμάζονται Ό τρόπος τής γλώσσας καί άλλες έγγραφός Δοκίμια ΕΠΙΛΟΓΗ I Ποιήματα
34
1. Κοινοτικά κείμενα, όπως π.χ. αυτό πού δημοσίενσε ό Π. Βιζουκίδης, «'Ηπειρωτικών θεομίτον ΐρεννα», στά ’Ηπειρωτικά Χρονικά, τ. 2 (1927), σ. 5-53, είναι άπό πολλές πλευρές αναξιοποίητα. 2. Ελλήνων συσσωματώσεις κατά τήν Τουρκοκρατίαν, ’Αθήνα 1958, καί Κοινοτικός βίος είς τήν Θετταλομαγνησίαν έπί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1967 (ανά τυπο άπό τό περ. ’Επιστημονική Έπετηρίς Σχολής Νομικών καί Οικονομικών ’Επιστημών, τ. ΙΑ-γ'). 3. 7. Γ. Γιαννόπουλον, Ή διοικητική όργάνωσις τής Στερεός Ελλάδος κατά τήν Τουρκοκρατίαν, 13931821, ’Αθήνα 1971, σ. 52 κέ. 4. Βλ. μιά σειρά άπό μελέτες ατόν τόμο πού έπιμελήθηκε ό Σπ. Άσόραχάς: Ή οικονομική δομή τών βαλκανι κών χωρών (15ος-19ος αιώνας), έκόοτικός οίκος «Μέ λισσα», Αθήνα 1979. 5. D. A. Zakylhinos, «La commune grecque», στό περ. L ’Hellenisme Contemporain, 1948, σ. 295-310 καί 414428. Άπ. Βακαλόπονλον, Ιστορία τοϋ Νέου Ελληνι σμού, τ: 2, Θεσσαλονίκη 1964, σ. 279 κέ. 7. Γ. Γιαν νόπουλον, «Κοινότητες», στήν «Ιστορία τον Ελληνι κόν ”,Εθνους» ( ’Εκδοτική ’Αθηνών), τ. 11, σ. 134 κέ.
35
Ευγένιος Άρανίτσης
Ή ιστορία τοΰ ξύλινου αγοριού εκατό χρόνια από τη γέννηση τοΰ Πινόκιο Είναι αλήθεια ότι ή παιδική ήλικία υπήρξε τό αγαπημένο θέμα πολλών μελαγχολι κών καί γλυκομίλητων συγγραφέων, πού ήταν κάθε άλλο παρά πρόθυμοι νά πά ρουνε τό έργο τους στά σοβαρά, άλλά πού πρόλαβαν παρ’ δλ’ αυτά ν ’ άφήσουνε τά γοητευτικά τεκμήρια ενός τέτοιου πάθους πάνω σέ δυσανάγνωστα χειρόγραφα καί παράξενες ιδιωτικές μελέτες, παρατημένες συνήθως γιά χρόνια σέ γραφεία εκδοτών καί κλειδωμένα συρτάρια. Ά λ λ ά στήν ιστορία μιας ολόκληρης λογοτε χνικής παράδοσης πού είχε σάν άντικείμενο τό παιδί, ένα βιβλίο είναι σίγουρα τόσο τυχερό, τόσο άλλοπρόσαλλο καί τόσο πλούσιο σέ συμβολικές προεκτάσεις, ώστε οί σοβαρότερες έφημερίδες τοΰ κόσμου νά θυμηθούνε φέτος ότι μπορεί δί καια νά γιορτάζει έναν αιώνα ένδοξης καριέρας. Α υ τ ό τ ό β ιβ λ ίο - θ ά τ ό μ α ν τ έ ψ α τ ε ή δ η - ε ί ν α ι Ό Πινάκιο ή , σ ύ μ φ ω ν α μέ -τήν π ρ ώ τ η έ π ίσ η μ η ε μ φ ά ν ισ ή τ ο υ , Ή ιστορία τοΰ ξύλι νου άγοριοϋ, έ ν α μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α π ο ύ ό χ ι ά δ ι κ α σ υ ν α γ ω ν ίσ τ η κ ε τό Ροβινσώνα Κροϋσό σέ έ π ιτ υ χ ία , τό Βιβλίο τής ζούγκλας σέ φ ή μ η , κ α ί τή Βίβλο σέ μ ε τ α φ ρ ά σ ε ις . Μ π ο ρ ε ίτ ε , γ ιά π α ρ ά δ ε ιγ μ α , ν ά β ρ ε ίτ ε τ ό ν Πινάκιο σ τή ν ε σ π ε ρ ά ν τ ο , σ το λ ισ μ έ ν ο μέ ξ υ λ ο γ ρ α φ ίε ς σ π ά ν ια ς ο μ ο ρ φ ιά ς - μ π ο ρ ε ίτ ε ε π ίσ η ς ν ά τ ό ν β ρ ε ί τ ε σ τά ρ ω σ ικ ά , ά λ λ ά κ α ί σ τ ά κ ι ν έ ζ ι κ α , ό π ο υ τ ό ξ ύ λ ιν ο π α ι δ ί δ ια θ έ τ ε ι β έ β α ια τ ά σ κ ισ τά μ ά τ ια τ ώ ν ά π ό γ ο ν ω ν το ΰ Τ σ ο υ ά ν γ κ Τ σ έ , ά ν τί γ ιά τ ίς δ υ ό φ ω τ ε ιν έ ς , ό ν ε ιρ ο π ό λ ε ς κ α ί κ ά π ω ς ά φ ε λ ε ϊς λ ά μ ψ ε ις π ο ύ ό γ ε ρ ο - Τ ζ ε π έ τ ο τ ο ΰ χ ά ρ ισ ε ό τ α ν τ ό ν έ φ τ ια ξ ε σ τή Φ λ ω ρ ε ν τ ία ... Ά ς δ ο ύ μ ε λ ο ιπ ό ν τή ν ισ τ ο ρ ία ά π ό κοντά. Έ ν α ς λ α τ ίν ο ς π ο ιη τ ή ς ισ χ υ ρ ιζ ό τ α ν ό τ ι, γ ι ά ν ά π ε ρ ιγ ρ ά ψ ε ι κ α ν ε ίς τή ν ο μ ο ρ φ ιά το ύ Ν ά ρ κ ισ σ ο υ , δ ν έ χ ε ι π α ρ ά ν ά π ε ρ ιγ ρ ά ψ ε ι τή μ η τέ ρ α τ ο υ , τή ν ’Α φ ρ ο δ ίτ η . Ά ν π ά ρ ο υ μ ε τ ό θ ά ρ ρ ο ς ν ά ά ν τ ιλ η φ θ ο ϋ μ ε μ ιά τ έ τ ο ια π α ρ α τή ρ η σ η σ ά ν κ ά τ ι χ ρ ή σ ιμ ο , θ ά δ ο ύ μ ε ό τ ι σ τή ν 36
π ε ρ ίπ τ ω σ η τ ο ύ Π ιν ό κ ιο , ό π ι ό α π ο τ ε λ ε σ μ α τ ικ ό ς τ ρ ό π ο ς γ ιά ν ά έ ξ η γ ή σ ο υ μ ε τ ό ν ά σ τ α τ ο χ α ρ α κ τ ή ρ α τ ή ς κ ο ύ κ λ α ς ε ίν α ι ν ά σ κ ε φ το ύ μ ε τ ίς π ε ρ ιπ έ τ ε ιε ς κ α ί τ ίς ά π ο λ α ύ σ ε ις έ κ ε ίν ο υ π ο ύ τή σ χ ε δ ία σ ε . Ό ά ν θ ρ ω π ο ς α υ τ ό ς , το ύ ό π ο ιο υ ό ά ν δ ρ ιά ν τ α ς θ ά έ π ρ ε π ε ν ά σ τ ο λ ίζ ε ι τ ή ν ε ίσ ο δ ο τ ή ς Ν τ ίσ ν ε ϋ λ α ν τ , γ ε ν ν ή θ η κ ε τό 1826 σέ μ ιά μ ικ ρ ή π ό λ η τ ή ς ’Ιτ α λ ία ς π ο ύ λ ε γ ό τ α ν Κ ο λ ό ν τ ι. Τ ό π ρ α γ μ α τ ικ ό το υ ό ν ο μ α ή τ α ν ε Κ ά ρ λ ο Λ ο ρ ε ν τ ζ ίν ι, κ α ί ο ί π ρ α γ μ α τ ι κ έ ς τ ο υ ά σ χ ο λ ίε ς κ α θ ό λ ο υ σ ύ μ φ ω ν ε ς μ έ τ ίς ά ρ χ έ ς τ ή ς ε υ π ρ έ π ε ια ς κ α ί το ύ κ α θ ο λ ικ ι σ μ ο ύ . Σ τ ά 55 το υ χ ρ ό ν ια , ό π α ρ ά δ ε ισ ο ς τή ς σ υ γ γ ρ α φ ικ ή ς έ π ιτ υ χ ία ς τ ο ΰ κ ρ α τ ο ύ σ ε ά κ ό μ α κ λ ε ισ τή τή ν π ό ρ τ α τ ο υ , ά λ λ ά ό π α ρ ά δ ε ισ ο ς τώ ν η δ ο ν ώ ν κ α ί τ ώ ν κ α τ α χ ρ ή σ ε ω ν τ ο ύ είχε ά ν ο ίξ ε ι π ρ ό θ υ μ α τή δ ικ ή το υ . Φ η μ ιζ ό τ α ν λ ι γό τ ε ρ ο σ ά ν σ τ υ λ ίσ τ α ς κ α ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο σ ά ν ξ ε ν ύ χ τ η ς , τε μ π έ λ η ς , μ έ θ υ σ ο ς , γ υ ν α ικ ά ς κ α ί χ α ρ τ ο π α ίχ τ η ς . Φ α ίν ε τ α ι ό μ ω ς π ώ ς α ύ τ ά τ ά π ρ ο σ ό ν τ α - π ο ύ π ο λ λ ο ί μ έ τ ρ ιο ι σ υ γ γ ρ α φ ε ίς θ ά τ ά ζ ή λ ε υ α ν ά ν έ π ρ ό κ ε ιτ ο ν ά σ υ ν δ υ α σ το ύ ν μ έ τ ό τ α λ έ ν τ ο τ ο ΰ Ρ ε μ π ώ κ α ί το ύ Π ό ε - δ έ ν ή τ α ν κ α ί τό σ ο κ α τ α σ τ ρ ο φ ικ ά σέ
μ ιά π ό λ η σ ά ν τή Φ λ ω ρ ε ν τ ία , ό π ο υ ε δ ώ κ α ί α ιώ ν ε ς τ ά ά ρ ισ τ ο υ ρ γ ή μ α τ α τ ώ ν ε φ τ ά Κ α λ ώ ν Τ ε χ ν ώ ν ξ ε φ ύ τ ρ ω ν α ν δ ί π λ α σε έ ρ ω τ ικ ο ύ ς π ε ιρ α σ μ ο ύ ς κ α ί ν υ χ τ ε ρ ιν έ ς δ ια σ κ ε δ ά σ ε ις . Ε ί ν α ι λ ο ιπ ό ν ά λ ή θ ε ια ό τ ι ή Τ ύ χ η σ υ ν ά ν τ η σ ε τ ό ν ε π ίδ ο ξ ο σ υ γ γ ρ α φ έ α σ τ ά 1881, μ ε τ α μ φ ιε σ μ έ ν η σέ έ κ δ ο τη π α ιδ ικ ο ύ π ε ρ ιο δ ι κ ο ύ . Ό ε υ ε ρ γ έ τ η ς, π ο ύ ο ν ο μ α ζ ό τ α ν Φ ε ρ ν τ ιν ά ν τ ο Μ α ρ τ ίν ι κ α ί π ο ύ π ο λ ύ ά ρ γ ό τ ε ρ α κα τάκτησε τ ό ν τίτ λ ο τ ο ύ γ ε ρ ο υ σ ια σ τ ή , ή τ α ν ιδ ιο κ τ ή τ η ς κ α ί ά ρ χ ισ υ ν τ ά κ τ η ς έ ν ό ς ( μ ο ν α δ ι κ ο ύ γ ιά τή ν έ π ο χ ή ) έ ν τ υ π ο υ γ ι ά π α ιδ ιά , έ ν ό ς π ε ρ ιο δ ικ ο ύ ά φ ιε ρ ω μ έ ν ο υ σ τη ν ψ υ χ α γ ω γ ία τ ή ς τ ρ υ φ ε ρ ή ς η λ ικ ία ς - μ ι ά τέ χ ν η π ο ύ δ έ ν ε ίν α ι τ ό σ ο ά π λ ή υ π ό θ ε σ η ό σ ο ν ο μ ίζ ο υ μ ε ... Γ ιά λ ό γ ο υ ς π ο ύ δ έ ν ε ίν α ι δ ύ σ κ ο λ ο ν ά φ α ν τ α σ τ ο ύ μ ε , τ ό π ε ρ ιο δ ικ ό α ύ τ ό , τ ό Giornale dei bambini, ά ν τ ιμ ε τ ώ π ιζ ε π ρ ο β λ ή μ α τ α έ π ιβ ίω σ η ς , κ α ί ό Μ α ρ τ ίν ι δ έ ν ά ρ γ η σ ε ν ά κ α τ α λ ά β ε ι π ώ ς ο ί μ ικ ρ ο ί ά ν α γ ν ώ σ τ ε ς το υ χ ρ ε ιά ζ ο ν τ α ν κ ά τ ι ά λ η θ ιν ά σ υ ν α ρ π α σ τ ικ ό . Μ ιά σ υ ν ά ν τη σ η μ έ τ ό ν Λ ο ρ ε ν τ ζ ίν ι (π ο ύ ά σ φ α λ ώ ς ή σ η μ α σ ία τ η ς υ π ή ρ ξ ε κ ρ ίσ ιμ η ) έ κ λ ε ισ ε μέ τ ή ν υ π ό σ χ ε σ η το ύ δ ε ύ τ ε ρ ο υ ν ά γ ρ ά ψ ε ι μ ιά π α ιδ ικ ή ισ τ ο ρ ία σέ σ υ ν έ χ ε ιε ς γ ιά τ ό π ε ρ ιο δ ικ ό τ ο ύ π ρ ώ τ ο υ , έ ν α χ α ρ ιτ ω μ έ ν ο κ ι έ ν τ υ π ω σ ια κ ό π α ρ α μ ύ θ ι, ικ α ν ό ν ά ά ν α ζ ω π υ ρ ώ σ ε ι τ ό έ ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ώ ν α ν ή λ ικ ω ν . Ό Λ ο ρ ε ν τ ζ ίν ι, π ο ύ 55 χ ρ ό ν ια κ α λ ο π έ ρ α σ η ς δ έ ν ε ίχ α ν κ α τ ο ρ θ ώ σ ε ι ν ά τ ό ν ά π α λ λ ά ξ ο υ ν ε ν τ ε λ ώ ς ά π ’ α ύ τ ό π ο ύ ο ν ο μ ά ζ ο υ μ ε έ π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή ε υ σ υ ν ε ιδ η σ ία , γ ύ ρ ισ ε σ τό σ π ίτ ι το υ κ α ί ά ν ά μ ε σ α σέ σ κ ό ρ π ια ρ ο ύ χ α , τ σ α λ α κ ω μ έ ν ε ς έ φ η μ ε ρ ίδ ε ς κ α ί ά δ ε ι α μ π ο υ κ ά λ ια το ύ κ ο ν ιά κ , ά ν ο ιξ ε έ ν α μ υ σ τικ ό δ ιά λ ο γ ο μέ τ ή ν έμ πνευση. Ό Π ιν ό κ ιο γ ε ν ν ή θ η κ ε τ ό ίδ ιο β ρ ά δ υ , χ ω ρ ίς κ α ν έ ν α π ρ ό β λ η μ α υ γ ε ία ς , μ ιά κ α ί ή τ α ν ο λ ό κ λ η ρ ο ς ά π ό ξ ύ λ ο . Ή ιδ έ α ά π ο δ ε ίχ τ η κ ε θ α υ μ α τ ο υ ρ γ ή . Ό Λ ο ρ ε ν τ ζ ίν ι υ π έ γ ρ α φ ε τ ά κ ε ίμ ε ν α μέ τό ψ ε υ δ ώ ν υ μ ο Κ ο λ ό ν τ ι (έ ν α ό ν ο μ α π ρ ο ο ρ ισ μ έ ν ο ν ά κ ε ρ δ ίσ ε ι τ ή ν ά θ α ν α σ ία ) , κ α ί ό Π ιν ά κ ιο σ υ ν έ χ ιζ ε ν ά τ ρ ιγ υ ρ ίζ ε ι δ ε ξ ιά κ α ί ά ρ ισ τ ε ρ ά , π α ρ α σ υ ρ μ έ ν ο ς ά π ό έ φ ή μ ε ρ ε ς υ π ο σ χ έ σ ε ις κ α ί ά μ φ ίβ ο λ ε ς ή δ ο ν έ ς . Λ έ ν ε π ώ ς έ κ ε ίν η τ ή ν ε υ τ υ χ ισ μ έ νη χ ρ ο ν ιά τ ο ύ 19ου α ιώ ν α δ έ ν υ π ή ρ ξ ε π α ι δ ί π ο ύ ν ά μ η ν α γ ά π η σε ά π ’ τ ή ν π ρ ώ τ η σ τιγ μ ή τ ό ν ξ ύ λ ιν ο σ υ ν ο μ ή λ ικ ό το υ . Τ ό σ ο , ώ σ τε ό τ α ν ό Κ ο λ ό ν τ ι ά π ο φ ά σ ισ ε ν ά δ ώ σ ε ι έ ν α β ε β ια σ μ έ ν ο τ έ λ ο ς σ τή ν ισ τ ο ρ ία το υ - σ τ ό δ έ κ α τ ο π έ μ π τ ο μ ό λ ις ε π ε ι σ ό δ ιο - τ ό γ ρ α φ ε ίο τ ο ύ εκ δ ό τη π λ η μ μ ύ ρ ισ ε ά π ό ά ν ο ρ θ ό γ ρ α φ ε ς ε π ισ τ ο λ έ ς δ ια μ α ρ τ υ ρ ία ς . Κ α ί φ υ σ ικ ά , κ ά τ ω ά π ό τή ν π ίε σ η μ ιά ς τό σ ο ά π α ιτ η τ ικ ή ς π ε λ α τ ε ία ς , ό ε κ κ ε ν τ ρ ικ ό ς Κ ο λ ό ν τ ι δ έ ν μ π ό ρ εσ ε ν ά μή δ ώ σ ε ι σ υ ν έ χ ε ια σ ’
α ύ τ ό τ ό μ α γ ικ ό ά ν ά γ ν ω σ μ α π ο ύ , ό π ω ς κ α ί ν ά τ ό κ ά ν ο υ μ ε , ε ίχ ε κ ε ρ δ ίσ ε ι τ ή ν ε ύ ν ο ια χ ι λ ιά δ ω ν τρ υ φ ε ρ ώ ν μ υ α λ ώ ν . Ό Πινάκιο ο λ ο κ λ η ρ ώ θ η κ ε έ τσ ι μέ δ ό σ ε ις , ό χ ι ό μ ω ς κ α ί ή δ ό ξ α π ο ύ τ ό ν σ υ ν ό δ ε ψ ε ά π ό τή ν π ρ ώ τη σ τιγ μ ή . Μ ιά έ ν τ υ π ω σ ια κ ή γ νώ σ η τ ώ ν π α ρ ά δ ο ξ ω ν τ ή ς π α ιδ ικ ή ς ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ία ς ή τ α ν ίσ ω ς τ ό μ υ σ τικ ό τ ή ς ε π ιτ υ χ ία ς το ύ Κ ο λ ό ν τι. Σ χ ε δ ό ν τ α υ τ ό χ ρ ο ν α μ ε τή ν ψ υ χ α ν ά λ υ σ η , έ ν α ς χ α ρ ιτ ω μ έ ν ο ς μ ύ θ ο ς ε ίχ ε ά ρ χ ίσ ε ι ν ά γ ί ν ε τ α ι δ ιά σ η μ ο ς , κ α ί ό ή ρ ω ά ς το υ (π ο ύ ά ν τ ίθ ε τ α ά π ’ τ ό ν Ο ίδ ίπ ο δ α ε π ισ τ ρ έ φ ε ι σ τή ν α γ κ α λ ιά το ύ Π α τ έ ρ α ) ε ίχ ε μέ τή σ ε ιρ ά το υ κ ά θ ε λ ό γ ο ν ά β γ ά ζ ε ι κ ο ρ ο ϊδ ε υ τ ικ ά τ ή ν ξ ύ λ ιν η γλώ σσα του μ π ρ ο σ τ ά σ τό ν Σ ίγ κ μ ο υ ν τ Φ ρόυντ, Μ έ μ ιά π ρ ώ τ η μ α τ ιά , ή Ιστορ ία τού ξύλι νου άγοριοϋ - π ο ύ ή π λ ο κ ή τ η ς ά π ο φ ε ύ γ ε ι π ρ ο σ ε χ τ ικ ά τό σ ο τή λ ο γ ικ ή σ υ ν έ π ε ια , ό σ ο κ α ί τ ίς π ε ρ ίπ λ ο κ ε ς φ ιλ ο λ ο γ ικ έ ς λ ύ σ ε ις μ ο ιά ζ ε ι ν ά ε ίν α ι ό , τ ι κ α ί ό ή ρ ω ά ς τή ς : παι δαριώδης. Έ ν α ς ξ υ λ ο υ ρ γ ό ς , ό Τ ζ ε π έ τ ο , φ τ ιά χ ν ε ι μ ιά ξ ύ λ ιν η κ ο ύ κ λ α , κ ι α υ τ ή ή κ ο ύ κ λ α , γ ι ά λ ό γ ο υ ς π ο ύ μ ό ν ο έ να π α ι δ ί μ π ο ρ ε ί ν ά μ ά ς ά π ο κ α λ ύ ψ ε ι, ά ρ χ ίζ ε ι ν ά μ ιλ ά ε ι, ν ά π ε ρ π α τ ά ε ι κ α ί ν ά π α ίζ ε ι, σ ά ν ό λ α τ ά ά λ η θ ι37
ν ά α γ ό ρ ια , ά π ό τ ά ό π ο ι α δ ι α φ έ ρ ε ι λ ιγ ά κ ι σ τη ν ε μ φ ά ν ισ η . Ή κ ο ύ κ λ α π ρ ό κ ε ι τ α ι ν ά π ά ε ι σ τό σ χ ο λ ε ίο κ α ί ό ξ υ λ ο υ ρ γ ό ς - π α τ έ ρ α ς ά ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ν ά π ο υ λ ή σ ε ι τ ό σ α κ ά κ ι τ ο υ γ ιά ν ά τ ή ς ά γ ο ρ ά σ ε ι τ ό ά λ φ α β η τ ά ρ ι. Ό Τ ζ ε π έ τ ο , π ο ύ τ ό δ η μ ιο ύ ρ γ η μ ά το υ τ ό ν λ α τ ρ ε ύ ε ι, ή τ α ν λ ο ιπ ό ν έ ν α ς ιδ α ν ι κ ό ς π α τ έ ρ α ς , ό χ ι ό μ ω ς κ ι έ ν α ς ιδ α ν ι κ ό ς δ η μ ιο υ ρ γ ό ς , α φ ο ύ κ ά τ ι σ τή ν κ ά τ α σ κ ε υ ή τ ή ς κ ο ύ κ λ α ς ή τ α ν ε σ ί γ ο υ ρ α λ ά θ ο ς . Ε π ι τ ρ έ ψ τ ε μο υ λ ο ιπ ό ν ν ά ο ν ο μ ά σ ω τ ό μ ε γ ά λ ο έ λ ά τ τ ω μ ά π ο ύ φ ω λ ιά ζ ε ι σ τή ν ξ ύ λ ιν η ψ υ χ ή το ύ Π ιν ά κ ιο : ενπιστία. Έ ξ α ι τ ί α ς τ η ς , μ ιά σ ε ιρ ά ά π ό ά τ υ χ ίε ς κ α ί ί ν τ ρ ιγ κ ε ς ρ ίχ ν ο υ ν τ ό ψ ε ύ τ ικ ο π α ι δ ί σέ ά λ η θ ιν έ ς π α γ ί δ ε ς , σ τη μ έ νε ς ά π ό ά ρ ισ τ ο κ ρ α τ ικ έ ς ά λ ε π ο ύ δ ε ς , χ ο ν τ ρ ο κ ο μ μ έ ν ο υ ς έ κ μ ε τα λ λ ε υ τέ ς π α ιδ ιώ ν κ α ί ιδ ιο κ τ ή τ ε ς λ ο ύ ν α - π ά ρ κ . Ή ά φ έ λ ε ια κ α ί ή π ε ρ ιέ ρ γ ε ια - κ α τ ’ ε ξ ο χ ή ν π α ι δ ικ έ ς ά μ α ρ τ ίε ς - δ έ ν λ ε ίπ ο υ ν ε π ίσ η ς ά π ό τό ν Π ιν ά κ ιο , ό ό π ο ιο ς σ υ μ β ο λ ίζ ε ι μ έ τ ό ν π ι ό σ α φή τρ ό π ο π ο ύ φ α ντά σ τη κε πο τέ σ υγγρ α φ έα ς τ ό μ ύ θ ο τ ή ς ά γ ν ο ια ς , τ ή ς ε υ κ ο λ ία ς κ α ί τ ή ς ά ν ω ρ ιμ ό τ η τ α ς . Ό Π ιν ά κ ιο γ ίν ε τ α ι θ ύ μ α τ ώ ν κ α κ ώ ν , έ ν α ς ξ ύ λ ιν ο ς Ό λ ι β ε ρ Τ ο υ ίσ τ σ τ ά χ έ ρ ια δ ιά φ ο ρ ω ν γ ε ρ ο ε β ρ α ίω ν π ο ύ μ ε τα μ ο ρ φ ώ ν ο ν τ α ι ά δ ιά κ ο π α σ ύ μ φ ω ν α μ έ τ ίς εμ π ν ε ύ σ ε ις το ύ Κ ο λ ό ν τ ι. "Ο λ ο ι ξ έ ρ ο υ μ ε ό τ ι τ ό π ι ό γ ν ώ ρ ιμ ο χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό το ύ Π ιν ά κ ιο ε ίν α ι ή μ ύ τη το υ . Α ύ τ ή ή π ε ρ ίε ρ γ η α ν α τ ο μ ικ ή λ ε π τ ο μ έ ρ ε ια , π ο ύ μ ο ιά ζ ε ι μέ δ ά χ τ υ λ ο , έ χ ε ι τή ν ικ α ν ό τ η τ α ν ά μ ε γ α λ ώ ν ε ι - χ ω ρ ί ς β έ β α ια ν ά ζ η τ ά ε ι τή ν ά δ ε ι α τ ο ύ ιδ ιο κ τ ή τ η τ η ς - κ ά θ ε π ο ύ ό τε λ ε υ τ α ί ο ς ά ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ν ά ξ ε σ τ ο μ ίσ ε ι κ ά π ο ιο α θ ώ ο ψ έ μ α . Σ η μ ε ιω τ έ ο ν ό τ ι ή μ ύ τη π ρ ο ε κ τ ε ίν ε τ α ι ά ν ά λ ο γ α μέ τ ό μ έ γ ε θ ο ς τ ο ύ ψ έ μ α τ ο ς , γ ε γ ο ν ό ς π ο ύ κ ά ν ε ι τή ν ε ρ ά ιδ α (τή ν π ρ ο σ τ ά τ ι δ α τ ο ύ Π ιν ά κ ιο ) ν ά ξ ε τ υ λ ίξ ε ι μ π ρ ο σ τ ά σ ’ έ ν α κ ω μ ικ ό θ έ α μ α ύ π ε ρ β ο λ ικ ή ς ά ν ε ιλ ικ ρ ίν ε ια ς μ ιά δ α ν τ έ λ α ά σ τ ρ α φ τ ε ρ ο ύ γ έ λ ιο υ . 'Ο π ω σ δ ή π ο τ ε , τ ό τ α λ έ ν τ ο τ ο ύ Π ιν ά κ ιο σ τό ψ έ μ α - σ τ ή δ ε ύ τ ε ρ η κ α τ ά σ ε ιρ ά ά μ α ρ τ ία π ο ύ γ ε ν ν ή θ η κ ε σ τό ν κ ό σ μ ο μ α ς δ έ ν ε ίν α ι ε ν τ ελ ώ ς ά π α λ λ α γ μ έ ν η ά π ό ν τ ρ ο π α λ ό τ η τ α κ α ί κ α λ έ ς π ρ ο θ έ σ ε ις . Ή μ ύτη ( α υ τ ό τ ό π ε ρ ιφ ρ ο ν η μ έ ν ο κ ο μ μ ά τ ι το ύ κ ο ρ μ ιο ύ π ο ύ σ υ ν η θ ίσ α μ ε ν ά τ ό σ υ ν δ έ ο υ μ ε μέ τ ή ν ύ π ε ρ η φ ά ν ια κ α ί τή μ υ ω π ία ) ά ν α γ κ ά ζ ε τ α ι ε δ ώ ν ά π α ίξ ε ι τ ό ρ ό λ ο τ ή ς κ α λ ή ς Σ υ ν ε ί δ η σ η ς . Ε ίν α ι κ ά τ ι σ ά ν δ ικ λ ε ίδ α ά σ φ α λ ε ία ς . 'Ο Π ιν ά κ ιο δ έ ν π ε ρ ιμ έ ν ε ι τ ο ύ ς α π ό γ ο ν ο υ ς τ ο ύ Φ ρ ό υ ν τ ν ’ ά ν α κ α λ ύ ψ ο υ ν σ τό μ ά κ ρ εμ α τ ή ς μ ύ τη ς κ ά π ο ια ά λ λ η γ ο ρ ία το ύ φ ύ λ ο υ ή τ ή ς σ τύ σ η ς. "Η δ η έ χ ε ι π ε τ ύ χ ε ι κ ά τ ι π ι ό σ η μ α ν τ ικ ό , μ ιά θ α υ μ α σ τ ή ικ α ν ό τ η τ α ν ά γ ε φ υ ρ ώ ν ε ι τ ό ν κ ό σ μ ο το ύ Κ α λ ο ύ κ α ί το ύ Κ α κ ο ύ , 38
ό χ ι π ιά μ’ ένα ν ά γ ώ ν α το ύ νο ύ ή τή ς ψ υ χή ς, ά λ λ ά μ’ έ ν α τ ρ ύ κ τ η ς ε μ φ ά ν ισ η ς: σ υ ν ο δ ε ύ ε ι κ ά θ ε ψ έ μ α μέ μ ιά ν ό τ α έ κ π λ η ξ η ς κ α ί π α ρ ω δ ία ς . ’Α κ ο λ ο υ θ ώ ν τ α ς μ ιά ά λ υ σ ίδ α ά π ό γ κ ά φ ε ς , ό Π ιν ά κ ιο δ ι α σ χ ίζ ε ι ά π ’ ά κ ρ η σ ’ ά κ ρ η τή σ κ λ η ρ ή π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , δ ι α σ χ ίζ ε ι τ ό ν κ ό σ μ ο τ ώ ν έ ν ή λ ικ ω ν π ο ύ ε ίν α ι γ ε μ ά τ ο ς π ε ιρ α σ μ ο ύ ς κ α ί π α ρ α π λ α ν η τ ικ έ ς υ π ο σ χ έ σ ε ις . Τ ό ν μ ε τ α μ ο ρ φ ώ ν ο υ ν σέ γ α ϊδ ο ύ ρ ι κ α ί τ ό ν π ο υ λ ά ν ε , τ ό ν φ υ λ α κ ίζ ο υ ν , τ ό ν υ π ο β ά λ λ ο υ ν σ έ β ά σ α ν α ά σ φ α λ ώ ς φ ο β ε ρ ά , ά ν σ κ ε φ το ΰ μ ε τή ν ά ν τ ο χ ή κ α ί τή ν ε ύ λ υ γ ισ ία ε ν ό ς σ κ α λ ισ μ έν ο υ κ ο ύ τ σ ο υ ρ ο υ . Σ τ ό τέ λ ο ς (τό τ έ λ ο ς ε ίν α ι ή κ α ρ δ ιά κ ά θ ε π α ρ α μ υ θ ιο ύ ) ξ α ν α β ρ ίσ κ ε ι τ ό ν π α τ έ ρ α το υ σ τή ν κ ο ιλ ιά ε ν ό ς τ ε ρ ά σ τ ιο υ ψ α ρ ιο ύ . Ό Κ ο λ ό ν τ ι τ ό ν β ά ζ ε ι ν ά δ ώ σ ε ι τή μ ά χ η τ ή ς έ ν η λ ικ ίω σ η ς μ’ έ ν α ν ά ξ ιο θ α ύ μ α σ τ ο ά θ λ ο , κ α τ ά τή ν εκ τέλ εσ η το ύ ό π ο ιο υ ο φ ε ίλ ε ι ν ά κ ο λ υ μ π ή σ ε ι γ ιά ώ ρ ε ς μ ε τ α φ έ ρ ο ν τ α ς ένα γ έ ρ ο κ α ί β ρ α δ υ κ ίν η τ ο π α τ έ ρ α σ τή ν ά κ τή . Ή ν ε ρ ά ιδ α (ή ίσ ω ς ή β ια σ ύ ν η τ ο ύ Κ ο λ ό ν τ ι ν ά τ ε λ ε ιώ ν ε ι μ ’ έ ν α τό σ ο μ π ε ρ δ ε μ έ ν ο έ ρ γ ο ) δ ί ν ε ι τή λ ύ σ η , κ α ί μ ά λ ισ τ α α ύ τή ά κ ρ ιβ ώ ς π ο ύ φ α ν τ α σ τ ή κ α τ ε . Ό Π ιν ά κ ιο γ ίν ε τ α ι ά λ η θ ιν ό ς ά ν θ ρ ω π ο ς μέ σ ά ρ κ α κ α ί ο σ τά , ένα ζω ντα νό α γ ό ρ ι σ τό κ α τ ώ φ λ ι τ ή ς ε φ η β ε ία ς . Σ ά ν σ ύ μ β ο λ ο ό Π ιν ά κ ιο ε ίν α ι λ ο ιπ ό ν τό α ν τ ίθ ε τ ο τ ο ύ Π ή τ ε ρ Π ά ν , π ο ύ ύ π η ρ ε τ ε ΐ τ ό α ιώ ν ιο ό ν ε ιρ ο τ ο ύ ν ά θ έ λ ε ις ν ά μ ε ίν ε ις γ ιά π ά ν τ α π α ιδ ί. Ή κο ύ κ λ α τού Κ ο λ ό ντι π ρ ο σ π α θ εί κ α ί ο ν ε ιρ ε ύ ε τ α ι ν ά μεγαλώσει, π ρ ά γ μ α π ο ύ ή π α ιδ α γ ω γ ικ ή σ τή Δ ύ σ η ε π ιμ έ ν ε ι ε δ ώ κ α ί α ιώ ν ε ς ν ά τ α υ τ ίζ ε ι μέ έ ν α σ ύ ν ο λ ο ά π ό δ ο κ ι μ α σ ίε ς . Μ α ζ ί μ έ τ ό ά λ η θ ιν ό κ ο ρ μ ί, ό Π ιν ά κ ιο δ έ χ ε τ α ι τ ώ ρ α τ ό μ υ σ τικ ό κ ά θ ε π α ρ α μ υ θ ιο ύ α λ λ ά κ α ί κ ά θ ε α λ ή θ ε ια ς : τ ή ν ηλικία, τή μ ε γ ά λ η γ ο η τ ε υ τ ικ ή π ε ρ ιπ έ τ ε ια (π ο ύ ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι τή ζ ο ύ ν κ α ί ο ί κ ο ύ κ λ ε ς τή φ α ν τ ά ζο ν τα ι μόνο) τώ ν επο χώ ν π ο ύ π ερ ν ά ν ε κ α ί χ ά ν ο ν τ α ι. Ε ί ν α ι α λ ή θ ε ια π ώ ς ο ί χ α ρ α κ τ ή ρ ε ς το ύ Π ι νάκιο ( ό π ω ς κ α ί τ ή ς ’Αλίκης το ύ Λ ο ύ ις Κ ά ρ ο λ ) θ ε ω ρ ή θ η κ α ν σ υ χ ν ά σ ά ν κ λ ε ιδ ιά τ ή ς ψ υ χ ο λ ο γ ία ς κ α ί τή ς λ ο γ ικ ή ς . Ό χ α μ ο γ ε λ α σ τ ό ς Γ ο υ ώ λ τ Ν τ ίσ ν ε ϋ , π ο ύ έ κ α ν ε μ ιά έ ξ ο χ η τ α ι ν ία μέ θ έ μ α τ ό ν Π ιν ό κ ιο σ τ ά 1939, π α ρ α τ η ρ ο ύσ ε ό τι δέ θ ά δυ σ κ ο λευ το ύ μ ε ν ά βρούμ ε μ έ σ α σ ’ α ύ τ ό τ ό σ π ά ν ιο δ η μ ιο ύ ρ γ η μ α έ ν α π λ ο ύ σ ιο κ ρ ά μ α σ υ μ β ο λ ισ μ ο ύ , σ ο φ ία ς κ α ί α σ τ ρ α φ τ ε ρ ή ς ά μ ε σ ό τ η τ α ς ... Ε ίν α ι ε π ίσ η ς α λ ή θ ε ια ό τ ι ο ρ ισ μ έ ν ο ι κ ρ ιτ ικ ο ί δ ιέ κ ρ ιν α ν π ίσ ω ά π ό τ ίς ά φ ε λ ε ϊς π α ρ α δ ο ξ ό τ η τ ε ς τ ή ς ι σ τ ο ρ ία ς το ύ Κ ο λ ό ν τ ι, κ ά τ ι ά π ό τό μ ύ θ ο το ύ ’Ιη σ ο ύ . Α ύ τή ή ά π ο ψ η δ έ ν μ ο ύ φ α ίν ε τ α ι εν τε λ ώ ς ά σ τ ή ρ ικ τ η . 'Η π α ρ α β ο λ ή το ύ ά σ ω το υ
υ ιο ύ , ή μ ο ρ φ ή το ϋ κ α λ ό κ α ρ δ ο υ π α τ έ ρ α ξ υ λ ο υ ρ γ ο ύ (π ο ύ ό ’Ιω σ ή φ κ α ί ό Τ ζ ε π έ τ ο τή χ ρ ω μ α τ ίζ ο υ ν μ έ τ ό ίδ ιο β ε λ ο ύ δ ιν ο φ ώ ς ) , ή σ κ η ν ή σ τό σ τ ο μ ά χ ι το ϋ ψ α ρ ι ο ύ , π ο ύ έ ν α ς π ρ ο φ ή τ η ς τ ο ϋ ’Ιη σ ο ύ ε ίχ ε ζ ή σ ε ι έ π ίσ η ς , ή τα ύ τ ισ η τ ο ύ Π ιν ά κ ιο μέ τ ό γ α ϊδ ο ύ ρ ι, π ο ύ ύ π ή ρ ξ ε σ ’ ό λ ε ς τ ίς μ ε τ α φ υ σ ικ έ ς τό ά γ α π η μ έ νο. ζ ώ ο τ ο ύ Δ ιδ α σ κ ά λ ο υ , ο ί τ α π ε ιν ώ σ ε ις π ο ύ ύ φ ίσ τ α τ α ι, κ α ί ή τε λ ικ ή μ ε το υ σ ίω σ η τ ο ύ ξ ύ λ ο υ σέ σ ά ρ κ α , ε ίν α ι ίσ ω ς ά μ υ δ ρ έ ς ά π ο δ ε ίξ ε ις μ ια ς τ έ τ ο ια ς σ χέ σ η ς. 'Ο ρ ισ μ έ ν ε ς ά λ λ ε ς π ή γ έ ς , π ο ύ π ι θ α ν ό ν ν ά ξ ύ π ν η σ α ν σ τό υ π ο σ υ ν ε ίδ η τ ο τ ο ύ Ιτα λ ο ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α κ α τ ά τ ή δ ι ά ρ κ ε ια α ύ τ ή ς τ ή ς α π ο σ π α σ μ α τ ικ ή ς δ ο υ λ ε ιά ς , ε ίν α ι ο ί μ ύ θ ο ι το ύ Α ίσ ω π ο υ ή ’ί σ ω ς τ ο ύ Λ α φ ο ν τ έ ν , κ α ί τ ά π α ρ α μ ύ θ ια τ ώ ν Γ κ ρ ίμ . Ό π ω ς κ α ί ν ά ’χ ε ι τ ό π ρ ά γ μ α , ό Π ι ν ά κ ιο ε ίν α ι ά π ό μ ό ν ο ς τ ο υ ά ρ κ ε τ ά π ρ ω τ ό τ υ π ο ς , ώ σ τε ν ά μ π ο ρ ε ί, χ ω ρ ίς τ ό ν κ ίν δ υ ν ο ν ά μ ε γ α λ ώ σ ε ι ή μ ύ τη τ ό υ , ν ά έ π α ν α λ ά β ε ι τ ά λ ό γ ι α π ο ύ ό α λ η θ ιν ό ς το υ π α τ έ ρ α ς , ό κ . Κ ά ρ λ ο Λ ο ρ ε ν τ ζ ίν ι ή Κ ά ρ λ ο Κ ο λ ό ν τ ι, ά φ ιέ ρ ω σ ε σέ μ ιά ε υ γ ε ν ικ ή ύ π α ρ ξ η π ο ύ ά μ φ έ β α λ λ ε γ ιά τ ίς κ α λ έ ς το υ π ρ ο θ έ σ ε ις : « Σ ά ς δ ια β ε β α ιώ δ τ ι δ έ ν έ χ ω ά λ λ η φ ιλ ο δ ο ξ ία ά π ό τ ό ν ά
π ρ ο σ φ έ ρ ω σ τό ν κ ό σ μ ο π ο ύ μ έ δ ι α β ά ζ ε ι λ ί γ ε ς ώ ρ ε ς ά π ο λ α υ σ τ ικ ή ς α ν ά γ ν ω σ η ς » . Έ χ ω σ κ ε φ τ ε ΐ σ υ χ ν ά τή σ χέσ η ά ν ά μ ε σ α σ τά π α ι δ ι ά ά λ λ ω ν έ π ο χ ώ ν κ α ί σ τ ά σ η μ ε ρ ι ν ά . Β ιβ λ ία σ ά ν τό μ υ θ ισ τ ό ρ η μ α το ύ Κ ο λ ό ν τ ι φ ω τ ί ζ ο υ ν α υ τ ό τό ε ρ ώ τ η μ α ικ α ν ο π ο ιη τ ικ ά : ο ί ε π ιθ υ μ ίε ς α ύ τ ώ ν π ο ύ τ α ξ ιδ ε ύ ο υ ν κ ρ υ φ ά σ τ ά π α ρ α μ ύ θ ια κ α ί σ τ ά ό ν ε ιρ α , α ύ τ ώ ν π ο ύ ά π ο κ ο ιμ ι ο ύ ν τ α ι σ τό μ ά θ η μ α τ ή ς ά ρ ιθ μ η τ ικ ή ς γ ι ά χ ά ρ η μ ια ς σ ύ ν το μ η ς σ υ ν ά ν τ η σ η ς μέ τή ν κ ο ύ κ λ α το ύ Τ ζ ε π έ τ ο , ε ίν α ι ά ν α γ κ α ϊε ς κ α ί π α ν τ ο τ ιν έ ς . Ό ή ρ ω α ς τ ο ύ Κ ο λ ό ν τ ι κ ρ ύ β ε τ α ι μ έ σ α σ έ κ ά θ ε π α ι δ ί π ο ύ ή κ ο ιν ω ν ία τ ο ύ δ ιδ ά σ κ ε ι τό φ ό β ο κ α ί τ α υ τ ό χ ρ ο ν α τή ν έ π ιθ υ μ ί α τ ή ς έ ν η λ ικ ίω σ η ς μ έ α π λ έ ς μ ο ρ φ έ ς μ υ θ ικ ώ ν ή π α ρ α μ υ θ έ ν ιω ν ή ρ ώ ω ν . Κ α ί ε ίν α ι α ύ τ ό ά κ ρ ιβ ώ ς τ ό ό ν ε ιρ ο τ ή ς κ ρ υ φ ή ς ή λ ικ ία ς τ ώ ν ά ν θ ρ ώ π ιν ω ν ά ν α γ κ ώ ν π ο ύ γ ε ν ν ά ε ι τή λ ο γ ο τ ε χ ν ία , τ ό ίδ ιο ά κ ρ ιβ ώ ς ό ν ε ιρ ο π ο ύ έ π ιτ ρ έ π ε ι σ τό ν Π ιν ά κ ιο ν ά μ ε γ α λ ώ ν ε ι α ιώ ν ια σ ά ν έ ν α ά ν ό η τ ο ξ ύ λ ιν ο λ ο υ λ ο ύ δ ι μ έ σ α σ το ύ ς κ ή π ο υ ς τ ο ϋ γ έ λ ιο υ , τ ή ς τ ε μ π ε λ ιά ς κ α ί τ ώ ν π α ιδ ικ ώ ν ά π ο λ α ύ σ ε ω ν .
©
39
Θόδωρος Γραμματάς
Τό θέατρο τοΰ Γιάννη Καμπύση Ή ανάπτυξη τοΰ άστικού θεάτρου στήν Ε λλά δ α είναι άποτέλεσμα άλληλεπίδρασης δυό βασικών παραγόντων: άπό τή μιά τών ευρωπαϊκών ρευμάτων τής εποχής (πού εκπροσωπούνται στό θεατρικό χώρο άπό τό νατουραλισμό) κι άπό τήν άλλη τών ένδογενών μετασχηματισμών τής νεοελληνικής κοινωνίας. ’Αντίστοιχα με τό ευρωπαϊκό κλασικό καί ρομαντικό θέατρο, στήν Ε λλά δ α είχε άναπτυχθεΐ τό λε γόμενο «θέατρο τής καθαρεύουσας».1 Μέ τή βαθμιαία άστικοποίηση δμως τής νεοελληνικής καί ιδιαίτερα τής άθηναϊκής κοινωνίας πού άρχισε στή δεκαετία 1880-1890 δημιουργεΐται μιά άναστάτωση στό χώρο τού θεάτρου. Οί παλιοί προ σανατολισμοί έγκαταλείπονται καί προκύπτουν καινούριες άναζητήσεις.2 Στό με ταβατικό αυτό στάδιο άπό τήν έμμετρη άρχαιόπρεπη τραγωδία καί τό ιστορικό δράμα στό νατουραλισμό τοποθετούνται τρία έπιμέρους θεατρικά είδη: τό κωμειδύλλιο καί τό δραματικό ειδύλλιο άπό τή μιά,3 ή έπιθεώρηση άπό τήν άλλη.4 Γ ύ ρ ω σ τ ά 1890 λ ο ιπ ό ν ά ρ χ ίζ ε ι ή ο υ σ ια σ τ ι κ ή ά ν ά π τ υ ξ η τ ο ΰ ν εο ε λ λ η ν ικ ο ύ θ ε ά τ ρ ο υ .5 Ό μ ε λ ο δ ρ α μ α τ ισ μ ό ς κ α ί ή ψ ε ύ τ ικ η τ ρ α γ ικ ό τ η τ α έ γ κ α τ α λ ε ίπ ο ν τ α ι ο ρ ισ τ ικ ά . Τ ά έ ρ γ α γ ί ν ο ν τ α ι π α ρ α σ τ α τ ικ έ ς ά π ε ικ ο ν ίσ ε ις τ ή ς α ν τ ι κ ε ιμ ε ν ικ ή ς π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α ς . Ή δ ρ ά σ η τ ο υ ς δ ε ν ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι π ι ά σ τό ύ π α ιθ ρ ο , ο ύ τ ε σε κ ο ρ υ φ έ ς β ο υ ν ώ ν , ο ύ τ ε σ έ π α λ ά τ ια π α λ ιό τ ε ρ ω ν ε π ο χ ώ ν . ’Ε ν τ ο π ίζ ε τ α ι σ ’ έ ν α π ε ρ ιο ρ ι σ μ έ νο χ ώ ρ ο : τ ό σ α λ ό ν ι τ ή ς ά σ τ ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς . Τ ό 1894 π α ίζ ο ν τ α ι γ ι ά π ρ ώ τ η φ ο ρ ά σ τό α θ η ν α ϊκ ό κ ο ιν ό ο ί « Β ρ ικ ό λ α κ ε ς » το ύ Τ ψ ε ν , π ο ύ α π ο τ ε λ ο ύ ν ο ρ ό σ η μ ο γ ιά τ ό ξ ε κ ί ν η μ α τ ο ύ κ α ιν ο ύ ρ ιο υ θ ε α τ ρ ικ ο ύ ε ίδ ο υ ς σ τό ν τ ό π ο μ α ς . Τ ό ν ί δ ιο χ ρ ό ν ο ό Ά ρ γ . ’Ε φ τ α λ ιώ τ η ς γ ρ ά φ ε ι τ ό « Β ρ ο υ κ ό λ α κ α » κ α ί τ ό ν έ π ό μ ε ν ο (1895) ό Ξ ε ν ό π ο υ λ ο ς τ ό ν « Ψ υ χ ο π α τ έ ρ α » κ α ί τ ό ν « Τ ρ ίτο » , δ ρ ά μ α τ α μέ έντ ο νη τ ή ν ιψ ε ν ικ ή ε π ίδ ρ α σ η . Λ ίγ ο ά ρ γ ό τ ε ρ α , ά λ λ ά τ ή ν ίδ ι α π ά ν τ α χ ρ ο ν ιά (1 8 9 5 ), έ μ φ α ν ίζ ε τ α ι ό Γ ιά ν ν η ς Κ α μ π ύ σ η ς κ α ί μέ τ ό π ρ ω τ ό λ ε ιό το υ « Ή γ ιο ρ τ ή το υ » ε π ιβ ε β α ιώ ν ε ι τη σ τα θ ε ρ ή ά λ λ α γ ή π ρ ο σ α ν α τ ο λ ισ μ ο ύ σ τό θ έ α τ ρ ο . Γ ε ν ν η μ έν ο ς σ τ ά 1872 (5 τ ο ύ Ί ο ύ ν η ) σ τή ν Κ ο ρ ώ ν η , μ ε γ ά λ ω σ ε σ ’ έ ν α π ρ ο ο δ ε υ τ ικ ό κ λ ί μ α , ά φ ο ύ ή Κ α λ α μ ά τ α σ τ ά 1880 ή τ α ν έ ν α α ν α π τ υ γ μ έ ν ο έ μ π ο ρ ο β ιο μ η χ α ν ικ ό κ έ ν τ ρ ο μέ 40
ιδ ια ίτ ε ρ η π ν ε υ μ α τ ικ ή κ α ί κ ο ιν ω ν ικ ή ά ν θ η σ η .6 Τ ό 1888 γ ρ ά φ τ η κ ε σ τή Ν ο μ ικ ή Σ χ ο λ ή τ ο ύ Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ τ ή ς ’Α θ ή ν α ς , ά π ’ δ π ο υ ά π ο φ ο ίτ η σ ε τό 1894. Γ ιά μ ικ ρ ό χ ρ ο ν ικ ό δ ι ά σ τη μ α δ ο ύ λ ε ψ ε σ ά ν υ π ά λ λ η λ ο ς σ τό ύ π ο υ ρ γ ε ϊο Ο ικ ο ν ο μ ικ ώ ν (1 8 9 6 -1 8 9 8 ). Μ ή ν έ χ ο ν τ α ς ο ικ ο ν ο μ ικ ή α ν ά γ κ η δ μ ω ς , π α ρ α ιτ ή θ η κ ε κ α ί τ α ξ ί δ ε ψ ε γ ι ά π ρ ο σ ω π ικ ή τ ο υ ε υ χ α ρ ίσ τη σ η σ τή Γ ε ρ μ α ν ία (189 8 -1 8 9 9 ). Γ υ ρ ν ώ ν τ α ς ά π ό κ ε ϊ ή τ α ν ή δ η φ υ μ α τ ικ ό ς , ά ρ ρ ώ σ τ ια ά π ό τ ή ν ό π ο ι α π έ θ α ν ε σ τ ίς 23 τ ο ύ Ν ο έ μ β ρ η τ ο ύ 1901. Ή π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α κ α ί τ ό έ ρ γ ο τ ο υ έ χ ο υ ν έ ν τ ο ν α τή σ φ ρ α γ ίδ α το ύ έ κ λ ε κ τ ισ μ ο ύ .7 Γ ρ ά φ ε ι σ έ μ ιά γ λ ώ σ σ α π α ρ ό μ ο ια μ’ α υ τ ή το ύ Ψ υ χ ά ρ η , κ ιν ο ύ μ ε ν ο ς δ μ ω ς ά π ό κ α θ α ρ ά υ π ο κ ε ιμ ε ν ικ ο ύ ς λ ό γ ο υ ς .8 Ή π ρ ο σ φ ο ρ ά το υ σ τό θ έ α τ ρ ο ε ίν α ι π ε ρ ιο ρ ισ μ έ νη σ ’ έκ τα σ η ά λ λ ά ιδ ια ίτ ε ρ α π ρ ο σ ε γ μ έ ν η σ τή μ ο ρ φ ή κ α ί σ τ ά θ έ μ α τ ά τη ς . Κ ιν ε ίτ α ι σ έ δ υ ό έ π ίπ ε δ α : το ύ ν α τ ο υ ρ α λ ισ μ ο ύ κ α ί το ύ σ υ μ β ο λ ισ μ ο ύ . Ε ίν α ι έ ν τ ο ν α έ π η ρ ε α σ μ έ ν ο ς ά π ό τ ο ύ ς β ο ρ ε ιο ε υ ρ ω π α ίο υ ς δ ρ α μ α τ ο υ ρ γ ο ύ ς , ά λ λ ά ή έ μ π ν ε υ σ ή τ ο υ σ τ η ρ ίζ ε τ α ι π ά ν τ α σ τό χ ώ ρ ο τ ο ύ ν ε ό τ ε ρ ο υ έ λ λ η ν ισ μ ο ΰ . Δ ια κ ρ ίν ο μ ε δ υ ό π ε ρ ιό δ ο υ ς σ τή ζω ή κ α ί τό έ ρ γ ο το υ . Ή π ρ ώ τ η σ υ ν δ έ ε τ α ι ά μ ε σ α μέ τό
ν α τ ο υ ρ α λ ισ τ ικ ό θ έ α τ ρ ο τ ο ΰ Τ ψ ε ν , το ύ Σ τ ρ ίν τ μ π ε ρ γ κ κ α ί τ ο ΰ Χ ά ο υ π τ μ α ν .9 ’Α ρ χ ί ζ ε ι ά π ό τ ό 1895 κ α ί φ τ ά ν ε ι μ έ χ ρ ι τό 1898. Τ ά έ ρ γ α τ ο υ α υ τ ή ς τ ή ς π ε ρ ιό δ ο υ β α σ ίζ ο ν τ α ι σέ γ ν ω σ τ ά ε υ ρ ω π α ϊκ ά π ρ ό τ υ π α κ α ί χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ο ν τ α ι ά π ό έ ν τ ο ν α ψ υ χ ο λ ο γ ικ ά σ τ ο ι χ ε ία μ έ ιδ ια ίτ ε ρ ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις . Ή δ ε ύ τε ρ η α ρ χ ίζ ε ι ά π ό τ ό τ α ξ ί δ ι τ ο υ σ τή Γ ε ρ μ α ν ία τό 1898 κ α ί φ τ ά ν ε ι μ έ χ ρ ι τ ό θ ά ν α τ ό τ ο υ , σ τ ά 1901. Ή ε π ίδ ρ α σ η τ ο ΰ γ ε ρ μ α ν ι κ ο ύ π ν ε ύ μ α τ ο ς π ά ν ω το υ υ π ή ρ ξ ε κ α θ ο ρ ισ τ ι κ ή . Ε γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι τ ό ν α τ ο υ ρ α λ ισ τ ικ ό δ ρ ά μ α , κ α ί κ ά τ ω ά π ό τ η ν ε π ίδ ρ α σ η το ΰ σ υ μ β ο λ ισ μ ο ύ , τ ο ΰ π α ρ α μ υ θ ο δ ρ ά μ α τ ο ς κ α ί ο ν ε ιρ ο δ ρ ά μ α τ ο ς τ ο ΰ Χ ά ο υ π τ μ α ν 10 σ τ ρ έ φ ε τ α ι σ τό χ ώ ρ ο τ ο ΰ ό ν ε ίρ ο υ κ α ί τ ο ΰ π α ρ α μ υ θ ιο ύ . 11 Έ κ ε ΐ , μέ τή β ο ή θ ε ια το ΰ σ υ μ β ό λ ο υ , ά φ ή ν ε ι ελεύ θερ ο τό π ν εύ μ α του ν ά π ε τά ξ ει κ α ί ν ά β ρ ε ι τ ό α π ό λ υ τ ο σ τή ν τέ χ ν η . Ή μ έ χ ρ ι σ ή μ ε ρ α κ ρ ιτ ικ ή το ΰ θ ε ά τ ρ ο υ το ΰ Γ ιά ν ν η Κ α μ π ύ σ η ( δ π ω ς ά λ λ ω σ τε κ ι ό λ ο υ το ΰ έ ρ γο υ τ ο υ ) δ έ ν υ π ή ρ ξ ε ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ή . Δ υ ό ε ίν α ι ο ί β α σ ικ έ ς α ιτ ίε ς γ ι ’ α ύ τ ή τ η ν κ ά π ω ς μ ε ρ ο λ η π τικ ή θ ε ώ ρ η σ ή το υ : ό π ρ ό ω ρ ο ς θ ά ν α τ ό ς τ ο υ 12 κ α ί ή σ ύ γ κ ρ ισ η μέ τ ή ν υ π ό λ ο ιπ η θ ε α τ ρ ικ ή π α ρ α γ ω γ ή τ ή ς έ π ο χ ή ς το υ , ά π ό τή ν ό π ο ι α υ π ε ρ έ χ ε ι κ α τ ά π ο λ ύ . 13 Σ τ ό χ ο ς τ ή ς ε ρ γ α σ ία ς μ α ς ε ίν α ι ή δ ι ε ξ ο δ ι κ ή π ρ ο σ έ γ γ ισ η κ ά θ ε έ ρ γο υ χ ω ρ ισ τ ά , ή τ ο π ο θ έτη σ η τ ώ ν ιδ ια ίτ ε ρ ω ν π ρ ο β λ η μ ά τ ω ν π ο ύ δ η μ ιο υ ρ γ ο ΰ ν τ α ι, ή α ν ά λ υ σ η το ΰ ιδ ε ο λ ο γ ι κ ο ύ φ ο ρ τ ίο υ κ α ί ή π ρ ο σ π ά θ ε ι α ε ρ μ η ν ε ία ς τ ο ΰ μ η ν ύ μ α το ς τ ο υ . Τ ά κ ρ ιτ ή ρ ια π ο ύ β ά ζ ο με ε ίν α ι δ ι α χ ρ ο ν ι κ ά , ά σ χ ε τ α μέ τ ά δ ε δ ο μ έ ν α τ ή ς έ π ο χ ή ς τ ο υ , π ο ύ φ υ σ ικ ά π ά ν τ α τ ά έ χ ο μ ε υ π ό ψ η σ τή ν τ ε λ ικ ή κ ρ ίσ η μ α ς . Ή ά ν ά λ υ σ ή μ α ς π ρ ο χ ω ρ ε ί σ ύ μ φ ω ν α μέ μ ιά θ ε μ α τ ικ ή κ α ί μ ιά χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ή σ ε ιρ ά . Σ έ μ ιά π ρ ώ τ η κ α τ η γ ο ρ ία π ε ρ ιλ α β α ίν ο ν τ α ι τ ά ψ υ χ ο λ ο γ ικ ά το υ δ ρ ά μ α τ α . Σ τ ή σ υ ν έ χ ε ια - π ά ν τ α σ τό χ ώ ρ ο το ύ ν α τ ο υ ρ α λ ισ μ ο ύ - έ ρ χ ο ν τ α ι τ ά κ ο ιν ω ν ικ ά το υ δ ρ ά μ α τ α , π ο ύ ά π ο τ ε λ ο ΰ ν τ ά ά ρ τ ιό τ ε ρ α θ ε α τ ρ ικ ά τ ο υ έ ρ γ α . Τ έ λ ο ς υ π ά ρ χ ο υ ν τ ά π α ρ α μ υ θ ο δ ρ ά μ α τ α , π ο ύ ά ν ή κ ο υ ν σ τή δ ε ύ τε ρ η π ε ρ ίο δ ο τ ή ς δ η μ ιο υ ρ γ ία ς τ ο υ . 14
1.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ α) Ή γιορτή του
Ε ίν α ι τ ό θ ε α τ ρ ικ ό το υ π ρ ω τ ό λ ε ιο . Γ ρ ά φ τ η κ ε τ ό Ν ο έ μ β ρ η το ΰ 1895 κ α ί δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε π ο λύ ά ρ γ ό τ ε ρ α σ τό π ε ρ ιο δ ικ ό Λογοτέχνης τό μ . Α ', τ ό ν Ί ο ύ ν η τ ο ΰ 1917, σ. 33-38.
Γιάννης Καμπναης Η υπ ό θεσ η του μονό π ρ α κ το υ α υτού δ ρ ά μ α τ ο ς ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι σ τό χ ώ ρ ο μ ια ς μ ε γ α λ ο α σ τ ικ ή ς ά θ η ν α ϊκ ή ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς τ ή ν π α ρ α μ ο ν ή τ ώ ν γ ε ν ε θ λ ίω ν τ ο ΰ μ ικ ρ ο ύ γ ιο ΰ τ η ς , π ο ύ γ ίν ε τ α ι έ ν τ ε κ α χ ρ ο ν ώ ν . Μ ιά κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ή ά ρ ρ ώ σ τ ια β α ρ α ίν ε ι τ ά ν ε α ρ ά ά τ ο μ α τ ή ς ο ι κ ο γ έ ν ε ια ς Π . Κ ιά ρ α , π ο ύ έ κ δ η λ ώ ν ε τ α ι ά κ ρ ιβ ώ ς μ ό λ ις μ π ο ΰ ν σ τά έ ν τ ε κ α χ ρ ό ν ια . Ή δ η ή κ ό ρ η τ ο υ ς Ν ίν α έ χ ε ι π ρ ο σ β λ η θ ε ί, κ α ί τ ώ ρ α ό λ ο ι π ε ρ ιμ έ ν ο υ ν μέ ά γ ω ν ία ν ά δ ο ΰ ν ά ν α υ τ ό θ ά σ υ μ β ε ί κ α ί σ τό Ν τ ίν ο . Π ρ α γ μ α τ ικ ά , ε νώ ε ίχ ε β γ ε ι π ε ρ ίπ α τ ο μέ τή ν γ κ ο υ β ε ρ ν ά ν τ α το υ ε ν τ ελ ώ ς κ α λ ά , γ υ ρ ίζ ε ι ά δ ιά θ ε τ ο ς σ π ίτ ι. Τ ό έ ρ γ ο τε λ ε ιώ ν ε ι μέ τ ή ν κ α θ η σ υ χ α σ τ ικ ή φ ω ν ή τ ο ΰ γ ια τ ρ ο ύ π ο ύ ά κ ο ύ γ ε τ α ι ά π ό τό δ ιά δ ρ ο μ ο ( χ ω ρ ίς ν ά φ α ίν ε τ α ι ό ίδ ιο ς ) ν ά δ ι α β ε β α ιώ ν ε ι π ώ ς « δ έ ν ε ίν α ι τ ίπ ο τ α » . Π ρ ό κ ε ιτ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο γ ιά έ ν α κ ε ίμ ε ν ο γ ρ α μ μ έ ν ο σέ θ ε α τ ρ ικ ή μ ο ρ φ ή , π α ρ ά γ ι ά κ α θ α ρ ά θ ε α τ ρ ικ ό έ ρ γ ο . ’Α π ο υ σ ιά ζ ε ι ή σ κ η ν ικ ή δ ρ ά σ η . Τ ά π ρ ό σ ω π α δ ί ν ο ν τ α ι σ τ α τ ικ ά . ’Α π ό τ ά έ φ τ ά σ υ ν ο λ ικ ά π ο ύ π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι, μ ό ν ο ό π α τ έ ρ α ς ψ υ χ ο γ ρ α φ ε ί τ α ι έ ν τ ο ν ό τ ε ρ α , χ ω ρ ίς κ α ί π ά λ ι ν ά δ ί ν ε τ α ι λ ε π τ ο μ ε ρ ή ς π ε ρ ιγ ρ α φ ή . Ό δ ιά λ ο γ ο ς δ έ ν ε ίν α ι π α ρ α σ τ α τ ικ ό ς . Ό λ ό γ ο ς π α ρ α μ έ ν ε ι ψ υ χ ρ ό ς ά κ ό μ α κ α ί σ τή ν π ε ρ ι γ ρ α φ ή έ ν τ ο ν ω ν δ ρ α μ α τ ικ ώ ν κ α τ α σ τ ά σ ε ω ν . Τ ό θ έ μ α τ ή ς κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ό τ η τ α ς ά π ο τ ε λ ε ϊ κ ο ιν ό τ ό π ο τ ό σ ο τ ο ΰ ν α τ ο υ ρ α λ ισ τ ικ ο ΰ ό σ ο κ α ί τοΰ θ εά τρου τοΰ Κ αμπ ύσ η. Σ τ ό συγκε κ ρ ιμ έ ν ο έ ρ γ ο ό μ ω ς υ π ά ρ χ ο υ ν δ υ ό ε υ ρ ή μ α τα τ ο ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α π ο ύ τ ο ΰ π ρ ο σ δ ίν ο υ ν μ ιά ν ιδ ια ιτ ε ρ ό τ η τ α κ α ί τό κ ά ν ο υ ν ν ά ξ ε φ ε ύ γ ε ι ά π ό τή ν κ ο ιν ο τ υ π ία . Τ ό π ρ ώ τ ο ε ίν α ι ή κ α τ ’ έπ α ν ά λ η ψ η ε κ δ ή λ ω σ η τ ή ς κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ή ς ά ρ 41
ρ ώ σ τ ια ς σ έ ά τ ο μ α τ ή ς ίδ ια ς ο ικ ο γ έ ν ε ια ς , κ α ί μ ά λ ισ τ α π α ιδ ιά . Τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο ε ίν α ι ή δ ι α π ίσ τ ω σ η τ ή ς ε γ κ υ μ ο σ ύ ν η ς τ ή ς μ η τέ ρ α ς ύ σ τ ε ρ α ά π ό την ά π ο κ ά λ υψ η τή ς φ ύσ ης τή ς ά ρ ρ ώ σ τ ια ς τ ώ ν π α ιδ ιώ ν τη ς . Σ ά ν θ ε τ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο τ ο ύ έ ρ γο υ μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά θ ε ω ρ ή σ ο μ ε ε π ίσ η ς τή ν α ιν ιγ μ α τ ικ ή ά π ο σ ιώ π η σ η το ύ τέ λ ο υ ς . Γ ια τ ί ή φ ω ν ή τ ο ύ γ ι α τρ ο ύ π ρ ο σ δ ίν ε ι έ ν α σ τ ο ιχ ε ίο α π ρ ό ο π τ ο υ κ α ί π ρ ο β λ η μ α τ ίζ ε ι τ ό θ ε α τή : π ρ ό κ ε ι τ α ι δ η λ α δ ή γ ιά τ ρ α γ ικ ή ε ιρ ω ν ε ία κ ι έ π ο μ έ ν ω ς γ ι ά π ρ α γ μ α τ ο π ο ίη σ η το ύ μ ο ιρ α ίο υ , ή μ ή π ω ς γ ι ά έ να έ λ ά χ ισ τ ο ε ν δ ε χ ό μ ε ν ο δ ι α φ υ γ ή ς ά π ό τ ό ά ν α πό φ ευκτο;
β) Τό μυστικό τοϋ γάμου Π ρ ω τ ο τ υ π ώ θ η κ ε τ ό 1896 σ ’ έ ν α ν τ ό μ ο μ α ζ ί μέ τ ό « Ή φ ά ρ σ α τ ή ς ζ ω ή ς» ά π ό τ ό τ υ π ο γ ρ α φ ε ίο « Κ ό ρ ιν ν α » . Ε ίν α ι έ ν α τ ρ ίπ ρ α κ τ ο δ ρ ά μ α μ έ σ κ η ν ικ ό δ π ω ς α υ τ ό τ ο ύ π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο υ έ ρ γο υ . Σ τ ό σ π ίτ ι τ ο ύ γ ια τ ρ ο ύ Χ ρ . Λ ά κ η σ υ ν α ν τ ιέ τ α ι μ ιά κ ο σ μ ικ ή β ρ α δ ιά ή κ ό ρ η τ ο υ "Ο λ γ α (π ο ύ π ά σ χ ε ι ά π ό κ ά π ο ια ν ε ύ ρ ω σ η ) μέ τ ό ν Ά λ έ κ ο Κ ιά ρ α , γ ιό το ύ ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ο ύ φ ίλ ο υ κ α ί β ο υ λ ε υ τ ή Κ ώ σ τ α Κ ιά ρ α . 16 Ο ί δ υ ό ν έ ο ι, γ ν ω σ τ ο ί ά π ό π α ιδ ιά , ε κ δ η λ ώ ν ο υ ν
ά μ ο ι β α ϊα α ισ θ ή μ α τ α ά γ ά π η ς κ α ί π α ν τ ρ ε ύ ο ν τ α ι. Ό Ά λ έ κ ο ς , ό ν τ α ς κ ι α ύ τ ό ς γ ι α τ ρ ό ς , δ ι α π ισ τ ώ ν ε ι ά π ό τ ή ν α ρ χ ή π ώ ς , ά ν τ ίθ ε τ α μ έ τη γ νώ μ η τ ο ύ π ε θ ε ρ ο ύ τ ο υ , ή ά ρ ν η σ η τ ή ς " Ο λ γ α ς ν ά φ ά ε ι κ α ί τ ά δ ε ίγ μ α τ α υ σ τ ε ρ ία ς π ο ύ ε ίχ ε , δ έ ν ή τ α ν κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ά · ο φ ε ίλ ο ν τ α ν σέ σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο υ ς λ ό γ ο υ ς (έ λ λ ε ιψ η ά γ ά π η ς κ ι ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ο ς ά π ό τ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς ) π ο ύ κ α τ ά φ ε ρ ε ν ά ε ξ α λ ε ίψ ε ι. Λ ίγ ο μ ε τά τ ό γ ά μ ο τ ο υ ς ό μ ω ς δ η μ ιο υ ρ γ ε ϊτ α ι ρ ή ξη μ ε τα ξ ύ τ ο υ ς . Ή " Ο λ γ α ξ α ν α γ ίν ε τ α ι ν ε υ ρ ω τ ικ ή κ ι ό Ά λ έ κ ο ς φ ε ύ γ ε ι ά π ό τ ό σ π ίτ ι. Μ έ τη μ ε σ ο λ ά β η σ η το ύ Χ ρ . Λ ά κ η ό λ α δ ι ο ρ θ ώ ν ο ν τ α ι κ α ί τό ζ ε υ γ ά ρ ι ξ α ν α σ μ ίγ ε ι. Ή α ν ά π τ υ ξ η τ ο ύ έ ρ γ ο υ σ τ η ρ ίζ ε τ α ι σ τή ν ά ν τ ιπ α ρ ά θ ε σ η δ υ ό ά ν τ ίθ ε τ ω ν χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν κ α ί δ υ ό κ ο σ μ ο θ ε ω ρ ιώ ν . Ά π ό τή μ ιά ό Χ ρ . Λ ά κ η ς έ κ π ρ ο σ ω π ε ΐ τ ό ρ ε α λ ισ τ ικ ό π ν ε ύ μ α , τ ό ν ο ρ θ ο λ ο γ ισ μ ό κ α ί τ ή ν π ε ίρ α τ ο ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ π ο ύ έ κ α ν ε π ο λ λ έ ς θ υ σ ίε ς γ ι ά ν ά έ π ιτ ύ χ ε ι τ ή ν κ ο ιν ω ν ικ ή τ ο υ ά ν ο δ ο . Ά π ό τ ή ν ά λ λη ό Ά λ έ κ ο ς Κ ιά ρ α ς ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι τό ν ιδ ε α λ ισ τ ή , τ ό ν ά π ρ ο σ γ ε ίω τ ο ά κ ό μ α ν έ ο , π ο ύ σ χ ε δ ό ν ο ν ε ιρ ο β α τ ε ί. Ε κ τ ό ς ά π ό α ύ τ ο ύ ς το ύ ς δ υ ό τ ύ π ο υ ς, τά ά λ λα π ρ ό σ ω π α το ύ έρ γ ο υ ε λ ά χ ισ τ α π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι κ ι ε ν δ ια φ έ ρ ο υν τή ν π λοκή τή ς υ π ό θεσ η ς. Ά κ ό μ α κ ι α υ τ ή ή " Ο λ γ α τ ο π ο θ ε τ ε ί τ α ι σ ά ν έ ν α σ η μ ε ίο ά ν α φ ο ρ ά ς τή ς δρ ά σ η ς τώ ν δυό π ρ ο α να φ ερ -
Έργογραφία Γιάννη Καμπύση* Α . Α υ τ ο τ ε λ ε ίς π ρ ώ τ ες ε κ δ ό σ εις Τό μυστικό τοϋ γάμον - Ή φάρσα τής ζωής (δυό δράματα), Α θήνα, τυπογρ. «Κόριννα», 1896, αχ. 16°, σ. α'-ιη' + 1-126. Ή Μις Άννα Κούςλεϋ - Οί Κούρδοι (δυό δράματα), Α θήνα, τυπογρ. «Εστίας» Μάισνερ-Καργαδούρη. 1897, σχ. 16°, σ. 164. Τό δαχτυλιόι τής μάνας, Αθήνα, τυπ. Μάισνερ-Καργαδοΰρη, 1898, σχ. 16°, σελ. 86· πε ριέχει: Ό ήσκιος τής Σοφίας (ποιήματα), σ. 7-18, Τό δαχτυλιόι τής μάνας (παραμυθόδραμα) σ. 19-31, Τό μάτι τοϋ δράκοντα (διήγημα) * Ή μελέτη μας αυτή είναι σύνοψη έκτενέστερης πού γίνεται στό Πανεπιστήμιο Ίωαννίνων καί βρί σκεται ύπό έκδοση. Τά στενά μας πλαίσια έόώ δέν έπιτρέπονν τή λεπτομερή καταγραφή δλου τον έργου τον Καμπύση. ”,Ετσι δέ μνημονεύεται καθόλου τό πλατύ κριτικό καί μεταφραστικό του έργο, πού βρί σκεται διασκορπισμένο στά περιοδικά Ή Τέχνη, Ό Διόνυσος, Τό περιοδικό μας, Ό Νουμάς καί Φιλο λογική ’Ηχώ (Πόλης). Συγκεντρωμένο δίνεται στό άφιέρωμα τής Νέας Εστίας (τάμ. 50, τεϋχ. 585, σ. 1487-1490) καί στά "Απαντα Γιάννη Καμπύση (έπιμ. Γ. Βαλέτα, σ. 781-790).
42
σ. 73-83. Τό βιβλίο τών σνντριμμιών (ποιήματα), Α θή να, τυπογρ. Μάισνερ-Καργαδούρη, 1900, σχ. 16°, σ. 37. Διονύσου διθύραμβοι (μεταφρασμένα ποιήμα τα τοϋ Φρ. Νίτσε), Αθήνα, τυπογρ. Μάισ νερ-Καργαδούρη, 1900, σχ. 16°, σ. 22. Ανατολή (παραμυθόδραμα), Αθήνα, τυ πογρ. Μάισνερ-Καργαδούρη, 1901, σχ. 16°, σ.
Β. Δ η μ ο σ ιε ύ μ α τ α σ έ εφ η μ ε ρ ίδ ε ς κ α ί π ε ρ ιο δ ικ ά 1. ΔΡΑΜΑΤΑ «Στά σύγνεφα» (ονειρόδραμα), περ. Ή Τέ χνη, Ό κτ. 1898, σ. 293-299 [τόν ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε καί σέ άνάτυπο άπό τό τυπογρ. τής «Νομικής», σχ. 16°, σ. 29]. « Ό Άρήγιανος» (άπόσπασμα τοϋ παραμυθο δράματος), περ. Ό Διόνυσος, τόμ. Α ', τεϋχ.
μ έ ν ω ν η ρ ώ ω ν , ε ν ώ ή ί δ ι α σ τ ε ρ ε ίτ α ι α υ θ ύ π α ρ κ τ η ς σ κ η ν ικ ή ς ο ν τ ό τ η τ α ς . Ή δ ρ ά σ η δ ί ν ε τ α ι ε ξ ε λ ικ τ ικ ά μ έ σ α σε τ ρ ε ις π ρ ά ξ ε ι ς , μέ σ τεν ή ε ν ό τ η τ α χ ώ ρ ο υ κ α ί χ ρ ό ν ο υ . Ο ί μ ο ρ φ έ ς σ κ ια γ ρ α φ ο ύ ν τ α ι έμ μ ε σ α , χ ω ρ ίς ν ά ε ίν α ι υ π ο χ ρ ε ω μ έ ν ε ς ν ά κ α τ α φ ε ύ γ ο υ ν σέ κ ο υ ρ α σ τ ικ ο ύ ς μ ο ν ο λ ό γ ο υ ς . Π α ρ ’ ό λ ο ό μ ω ς π ο ύ ά π ό τ ό θ έ μ α γ ίν ε τ α ι γ ν ω σ τή ή π ρ ό θ ε σ η το ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α ν ά π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι ρ ε α λ ισ τ ικ ά λ ε π τ έ ς ψ υ χ ο λ ο γ ικ έ ς κ α τ α σ τ ά σ ε ις , ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α ε ίν α ι δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή . Ό ε ξ ε ζη τη μ έν ο ς δ ιά λ ο γ ο ς , ο ί δ ή θ ε ν π α ρ α ξ η γ ή σ ε ις κ α ί σ υ μ π τ ώ σ ε ις , ή ε υ χ ά ρ ισ τ η κ α τ ά λ η ξ η σ τό τέ λ ο ς , θ υ μ ίζ ο υ ν έ ν τ ο ν α ρ ο μ α ν τισ μ ό .
γ) Ή φάρσα τής ζωής Τ ρ ίπ ρ α κ τ ο δ ρ ά μ α π ρ ω τ ο τ υ π ω μ έ ν ο τ ό 1896 σ ’ έ ν α ν τ ό μ ο μ α ζ ί μέ « Τ ό μ υ σ τικ ό τ ο ύ γ ά μ ο υ » . Ξ α ν ά τ ό θ έ μ α τ ή ς κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ό τ η τ α ς α π ο τ ε λ ε ί τ ό ν κ ε ν τ ρ ικ ό π υ ρ ή ν α το ύ έ ρ γο υ . Ό Ά ν τ ρ έ α ς , ε κ δ ό τ η ς π ε ρ ιο δ ικ ο ύ , ε ίν α ι ά ρ ρ α β ω ν ια σ μ έ ν ο ς μ έ τ η ν Π ιπ ίτ σ α . Έ ν ώ ό λ ο ι τ ό ν θ ε ω ρ ο ύ ν ε ύ τ υ χ ισ μ έ ν ο , α ύ τ ό ς δ έ ν ε ίν α ι- υ π ο ψ ι ά ζ ε τ α ι π ώ ς ή ά ρ ρ α β ω ν ια σ τ ικ ιά τ ο υ π ά σ χ ε ι ά π ό κ ά π ο ια ψ υ χ α σ θ έ ν ε ια , π ο ύ έ χ ε ι σ ’ έ ν α β α θ μ ό δ ια π ισ τ ώ σ ε ι κ α ί σ τ ά υ π ό λ ο ιπ α ά τ ο μ α τ ή ς ο ίκ ο γ έ ν ε ιά ς τ η ς . Τ ό έ ρ γο
IV, 1901, σ. 254-264. «Οί Λεκαπηνοί» (δράμα μέ χρονολογία 5.8.1900), περ. Ό Νονμάς, χρ. Β', 10 Όκτ. -14 Νοεμ. 1904, άρ. 117-122. « Ό Άρήγιανος» (δεύτερη μορφή), περ. Ό Νονμάς, χρον. Θ ', 1911, σ. 419-423 , 447-448, 454-456, 478-480, 482-483, 501-503, 524-526, 547-550, 566-568. «Ή [Στή] γιορτή του» (θεατρικό μονόπρακτο μέ χρονολογία 1895), περ. Λογοτέχνης, Ίούν. 1917, σ. 33-38. 2. ΠΕΖΑ «Παουλίνα-Παουλίνα» (διήγημα), έφ. Κ α λα ματιανή (Καλαμάτας), 3, 6, 10 Δεκ. 1895 (ξανατυπωμένο στό Δελτίο τής Βιομηχανικής καί ’Εμπορικής ’Ακαδημίας, τόμ. Α ', -1895-1896, σ. 117, 197-198, 216, 234). «Τά ρόδα τοϋ Ήλιογάβαλου», περ. Φ ιλολογι κή ’Ηχώ (Πόλης), 25 Μαίου 1896, σ. 133-134. «Όχτροί καί φίλοι» (χωριάτικο μυθιστόρη μα), έφ. Le Monde HelMnique (γαλλόφωνη έφημερίδα τής ’Αθήνας), 1909.
τε λ ε ιώ ν ε ι μέ τή ν ε κ δ ή λ ω σ η σ χ ιζ ο φ ρ ε ν ικ ή ς κ ρ ίσ η ς τ ή ς Π ιπ ίτ σ α ς , χ ω ρ ίς ν ά δ ί ν ε τ α ι κ ά π ο ι α τε λ ικ ή λ ύ σ η . Β ρ ισ κ ό μ α σ τ ε κ α ί π ά λ ι σ τ ά π λ α ίσ ια το ύ ν α τ ο υ ρ α λ ισ μ ο ύ . Τ ό έ ρ γ ο , κ ρ ιν ό μ ε ν ο μέ π α ρ α δ ο σ ια κ ά θ ε α τ ρ ικ ά κ ρ ιτ ή ρ ια , μ π ο ρ ε ί ν ά θ ε ω ρ η θ ε ί α π ο τ υ χ η μ έ ν ο . 7 ’Α π ο υ σ ιά ζ ε ι ή ε ν ό τ η τ α χ ώ ρ ο υ κ α ί χ ρ ό ν ο υ . Δ έ ν ύ π ά ρ χ ο υ ν - ο ύ σ ι α σ τ ι κ ά - π ρ ω τ α γ ω ν ι σ τές . Δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι μ ιά κ α τ ά λ η ξ η , μ ιά « κ ά θ α ρ σ η » σ τό δ ρ ά μ α . ’Ά ν ό μ ω ς σ υ ν ε ιδ η τ ο π ο ιή σ ο μ ε π ώ ς ή π ρ ό θ ε σ η τ ο ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α δ έ ν ε ίν α ι ν ά π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι ρ ε α λ ισ τ ικ ά έ να γ ε γ ο ν ό ς , ά λ λ ά μ έ σ α ά π ό α ύ τ ό ν ά ε μ φ α ν ίσ ε ι ά ν θ ρ ώ π ιν ε ς κ α τ α σ τ ά σ ε ις , τ ό τ ε ίσ ω ς ή κ ρ ίσ η μ α ς ε ίν α ι δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή . Γ ια τ ί α ύ τ ό π ο ύ δ ί ν ε τ α ι π ί σ ω ά π ό τ ό σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο σ χ ή μ α το ύ ζ ε υ γ α ρ ιο ύ Ά ν τ ρ έ α ς - Π ι π ίτ σ α , ε ίν α ι ή θέση τ ο ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ ά π έ ν α ν τ ι σ τη μ ο ίρ α . Τ ό ά π ρ ό σ ω π ο π α ι χ ν ί δ ι π ο ύ π α ίζ ε τ α ι ά π ό τ ίς π α ν ίσ χ υ ρ ε ς δ υ ν ά μ ε ις π ο ύ έ λ έ γ χ ο υ ν τή ζω ή σέ β ά ρ ο ς τ ο ύ ά τό μ ο υ α π ο τ ε λ ε ί τή « φ ά ρ σ α τ ή ς ζ ω ή ς » .18 Ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς α π ο σ τ α σ ιο π ο ιε ίτ α ι ά π ό τ ο ύ ς ή ρ ω έ ς το υ . Π ε ρ ιγ ρ ά φ ε ι ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ά γ ε γ ο ν ό τ α κ α ί κ α τ α σ τ ά σ ε ις χ ω ρ ίς ν ά ώ ρ α ιο π ο ι ε ϊ ο ύ τ ε ν ά δ ί ν ε ι λ ο γ ικ έ ς έ ξ η γ η σ ε ις . Π α ρ ’ ό λ ο ό μ ω ς τ ό ν α τ ο υ ρ α λ ισ τ ικ ό δ ό σ ιμ ο , τ ό έ ρ γ ο δ έ ν π ρ ο χ ω ρ ε ί π έ ρ α ά π ό τ ό ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό , σ ’ έ ν α κ ο ιν ω ν ικ ό ε π ίπ ε δ ο . Έ ν ώ δ η λ α δ ή
« Ό Γιάννης Μάνταλος» (διήγημα μέ χρονο λογία 1895), περ. Έ π ιφ νλλίς τής Φ ιλολογι κής Κυψέλης, χρ. Α ', 15 Άπρ.-6 Μαίου 1917. «Στερνή ματιά» (διήγημα μέ χρονολογία 1894), περ. Ό Νονμάς, χρ. ΙΣΤ', 26 Δεκ. 1918-5 Ίαν. 1919, σ. 39-40 καί 58-59. 3. ΠΟΙΗΜΑΤΑ «Ευχή» (σονέτο), περ. Φ ιλολογική ’Ηχώ (Πό λης), 30 Μαρτ. 1896, σ. 65. «'Η μετάνοια μου» (μίμηση τοΰ Συλλύ Προυντόμ), έφ. 'Εστία, 2 Φ'εβρ. 1897. «Τό πέρασμα τής Μάρθας», περ. Ή Τέχνη, Ίαν. 1899, σ. 58. «Προσευχή» (πεζοτράγουδο), περ. Ή Τέχνη, Μαρτ. 1899, σ. 108. «Στόν Γκαΐτε» (περ. Ό Διόνυσος, τόμ. Α', τεΰχ. V, 1901, σ. 359. «Ή λίμνη» (πεζοτράγουδο μέ χρονολογία 14.11.98), περ .Ό Νονμάς, χρ. Β', 28 Νοεμ. 1904, άρ. 124. «25 τοΰ Μάρτη τοϋ 1898», περ. Ό Νονμάς, χρ. Δ ', 8 Ό κτ. 1906, άρ. 216.
43
δ ι α π ισ τ ώ ν ε τ α ι ή α ιτ ία σ τη ν ό π ο ι α ο φ ε ίλ ε τ α ι κ α τ ’ ο υ σ ία ν ή α ρ ρ ώ σ τ ια τ ή ς Π ιπ ίτ σ α ς , 19 δ ε γ ίν ε τ α ι έ ν α ς σ υ σ χ ετισ μ ό ς , σέ τ ρ ό π ο π ο ύ τό έ ρ γ ο π ε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι σ ’ έ ν α ν ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό χ ώ ρ ο . Έ τ σ ι χ ά ν ε τ α ι ή δ υ ν α τ ό τ η τ α δ η μ ιο υ ρ γ ία ς ε ν ό ς ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο υ ν α τ ο υ ρ α λ ισ τ ικ ο ύ δ ρ ά μ α τ ο ς , π ο ύ θ ά ε π ιτ ύ χ ε ι ό μ ω ς ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς μ έ τ ά ώ ρ ιμ ό τ ε ρ α έ ρ γ α το υ π ο ύ ά κ ο λουθούν.
δ) Ή Μίς ’Ά ννα Κοΰξλεϋ Π ρ ω τ ο τ υ π ώ θ η κ ε τ ό 1897 σ ’ έ ν α ν τ ό μ ο μ α ζ ί μ έ τ ό « Ο ί Κ ο ύ ρ δ ο ι» . Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά έ ν α τ ρ ί π ρ α κ τ ο δ ρ ά μ α μέ σ κ η ν ικ ό τ ο ύ ς π ρ ώ τ ο υ ς ’Ο λ υ μ π ια κ ο ύ ς ά γ ώ ν ε ς τ ο ύ 1896. Μ ιά α ιν ιγ μ α τ ικ ή Ά μ ε ρ ικ ά ν α π ο ύ π ρ ο λ έ γ ε ι τ ό μ έλ λ ο ν , ή Μ ίς " Α ν ν α Κ ο ύ ξ λ ε ϋ , έ χ ε ι έ ρ θ ε ι σ τη ν ’Α θ ή ν α γ ι ά ν ά π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι τ ο ύ ς ά γ ώ ν ε ς . Κ α λ ε σ μ έ ν η μ ιά β ρ α δ ιά σ τό σ π ίτ ι τ ή ς κ υ ρ ία ς Μ η λ ιώ τη , λ έ ε ι τη μ ο ίρ α α τ ο ύ ς υ π ό λ ο ιπ ο υ ς κ α λ ε σ μ έ ν ο υ ς , π ρ ο β λ έ π ο ν τ α ς γ ι ’ ά λ λ ο υ ς ε υ χ ά ρ ισ τ α κ α ί γ ι ’ ά λ λ ο υ ς δ υ σ ά ρ ε σ τα . Ό Π ε ρ ικ λ ή ς , ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ό ς φ ίλ ο ς τ ή ς κ υ ρ ία ς Μ η λ ιώ τ η , β ρ ίσ κ ε τ α ι ά ν ά μ ε σ α σέ δ υ ό γ υ ν α ίκ ε ς : τη Μ ά ρ θ α , κ ό ρ η τ ή ς ο ικ ο δ έ σ π ο ιν α ς , κ α ί τή Μ α ρ ίν α , ά ν ε ψ ιά τη ς . ’Ε ν ώ ν ιώ θ ε ι έλξη γ ι ά τή ν π ρ ώ τ η , δ ε μ έ ν ε ι ά δ ιά φ ο ρ ο ς γ ιά τή δ ε ύ τε ρ η . ’Α φ ή ν ε τ α ι π α θ η τ ικ ά σ τ ά γ ε γ ο ν ό τ α κ α ί ά ρ ρ α β ω ν ιά ζ ε τ α ι μέ τή Μ α ρ ίν α . " Ο τα ν ό μ ω ς ά ρ γ ό τ ε ρ α μ α θ α ίν ε ι π ώ ς κ α ί ή Μ ά ρ θ α π ρ ό κ ε ι τ α ι ν ’ ά ρ ρ α β ω ν ια σ τεϊ μέ κ ά π ο ιο ν α ξ ιω μ α τ ικ ό , π ρ ο σ π α θ ε ί ν ά τή μ ε τ α π ε ίθ ε ι. Ή Μ α ρ ίν α τ ο ύ ς β ρ ίσ κ ε ι ν ά φ ιλ ιο ύ ν τ α ι κ α ί, σ υ γ κ λ ο ν ισ μ έν η , π ε θ α ίν ε ι. Ο ί π ρ ο β λ έ ψ ε ις τ ή ς " Α ν ν α ς Κ ο ύ ξ λ ε ϋ έ π α λ η θ ε ύ ο ν τ α ι ό λ ό τε λ α . Ε ίν α ι έ ν α κ α λ ο γ ρ α μ μ έ ν ο ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό δ ρ ά μ α μέ έ ν τ ο ν ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις , δ ο σ μ έ ν ο σ τ ά π λ α ίσ ια το ύ ιψ ε ν ικ ο ύ π ρ ο τ ύ π ο υ .20 Ή υ π ό θ ε σ η ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι σέ τ ρ ε ις π ρ ά ξ ε ις κ α ί φ τ ά ν ε ι σ τό ά π ο κ ο ρ ύ φ ω μ ά τ η ς σ τή ν τ ε λ ε υ τ α ία . Τ ό τ ρ α γ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο τ ο ύ έ ρ γο υ ο φ ε ίλ ε τ α ι κ α ί π ά λ ι σ τή δ ια π ίσ τ ω σ η τ ή ς ά ν θ ρ ώ π ιν η ς ά δ υ ν α μ ία ς μ π ρ ο σ τ ά σ τίς π α ν ί σ χ υ ρ ε ς δ υ ν ά μ ε ις π ο ύ π ε ρ ιέ χ ο υ ν τή ζω ή . Ο ί χ α ρ α κ τ ή ρ ε ς π ε ρ ιγ ρ ά φ ο ν τ α ι π α ρ α σ τ α τ ικ ά .21 Ή σ υ μ π ε ρ ιφ ο ρ ά τ ο υ ς έ χ ε ι μ ιά λ ο γ ικ ή ε ξ ή γ η σ η . Ή δ ρ ά σ η τ ο υ ς μ ιά ν ε ξ έ λ ιξ η . Τ ά π ρ ό σ ω π α γ ίν ο ν τ α ι φ ο ρ ε ίς κ ο ιν ω ν ικ ώ ν μ η ν υ μ ά τω ν κ ι έ τσ ι τ ό έ ρ γ ο ξ ε φ ε ύ γ ε ι ά π ό τ ό κ α θ α ρ ά ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό ε π ίπ ε δ ο . Ό Π ε ρ ικ λ ή ς ε ίν α ι ό ε κ φ ρ α σ τή ς ε π α ν α σ τ α τ ικ ώ ν κ ο ιν ω ν ικ ώ ν μ η ν υ μ ά τω ν . Β λ έ π ε ι τ ά π ρ ά γ μ α τ α ρ ε α λ ισ τ ικ ά κ ι α π ο μ υ θ ο π ο ιε ί τ ά ο ρ ά μ α τ α τ ώ ν ά λ λ ω ν .22 44
’Α ν τ ίθ ε τ α ά π ’ α υ τ ό ν , ό Σ τ ά μ ο ς ε κ φ ρ ά ζ ε ι τό μ ε γ α λ ο ϊδ ε α τ ισ μ ό κ α ί τό ρ ο μ α ν τ ισ μ ό τή ς έ π ο χ ή ς . Ά ρ ν ε ΐ τ α ι ν ά π ρ ο σ α ρ μ ο σ τ ε ί σ τή ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ ι α ύ τ α π α τ ά τ α ι μ έ ψ ε ύ τ ι κ ε ς ιδ έ ε ς . Δ ια π ισ τ ώ ν ε τ α ι λ ο ιπ ό ν π ώ ς τ ό έ ρ γο ε κ φ ρ ά ζ ε ι π ι ό π ρ ο χ ω ρ η μ έ ν ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς θ έ σ ε ις ά π ό ό , τ ι τ ά π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν α . Ή α π ο υ σ ία τ ή ς β α σ ικ ή ς μ ο ρ φ ή ς ά π ό τ ή ν ό π ο ι α έ ξ α ρ τ ά τ α ι ή δ ρ ά σ η τ ώ ν υ π ό λ ο ιπ ω ν , κ α θ ώ ς κ α ί ο ί α ν τ ιθ έ σ ε ις κ α ί σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις τ ώ ν χ α ρ α κ τ ή ρ ω ν , ε ί ν α ι θ ε τ ικ ά θ ε α τ ρ ικ ά σ τ ο ιχ ε ία . Ο ί σ υ μ π τ ώ σ ε ις ό μ ω ς κ α ί ·τά ε υ ρ ή μ α τ α ε ίν α ι μ ε ρ ικ ές φ ο ρ ές π α ρ α τρ α β η γμ ένα , σέ τρ ό π ο π ο ύ γ ί ν ο ν τ α ι ά ν α λ η θ ο φ α ν ή .23
2.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΡΑΜΑΤΑ α) Οί Κούρδοι
Τ ρ ίπ ρ α κ τ ο δ ρ ά μ α γ ρ α μ μ έ ν ο σ τό δ ιά σ τ η μ α κ α λ ο κ α ιρ ι- φ θ ιν ό π ω ρ ο 1896 κ α ί τ υ π ω μ έ ν ο τ ό 1897 μ έ τ ό « Ή Μ ίς " Α ν ν α Κ ο ύ ξ λ ε ϋ » ά π ό τ ό τ υ π ο γ ρ α φ ε ίο τ ή ς « Ε σ τ ία ς » . Ε ίν α ι τ ό μ ό ν ο θ ε α τ ρ ικ ό έ ρ γ ο τ ο ύ Κ α μ π ύ ση π ο ύ ά ν ε β ά σ τ η κ ε σ τή σ κ η ν ή .24 Τ ό σ κ η ν ικ ό τ ο υ ε ίν α ι δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό ά π ό τ ά σ κ η ν ικ ά τ ώ ν πρ ο η γο ύ μ ενω ν έργω ν. Ή δράσ η δέν τ ο π ο θ ε τ ε ίτ α ι π ι ά σέ κ ά π ο ιο μ ε γ α λ ο α σ τ ικ ό σ α λ ό ν ι, ά λ λ ά σ ’ έ ν α φ τ ω χ ό σ π ιτ ο . Ό Π έ τ ρ ο ς , γ ιό ς τ ή ς κ υ ρ ία ς Σ τ α β ρ ό π λ ε ν α ς , ε π η ρ ε α σ μ έ ν ο ς ά π ό τ ίς ιδ έ ε ς ε ν ό ς ζ ε υ γ α ρ ιο ύ ’Α ρ μ έ ν η δ ω ν , τ ή ς Σ ό ν ια ς κ α ί το ύ ’Α ν τ ζ α ν ιά ν , ά ρ ν ε ΐτ α ι ν ά τ ε λ ε ιώ σ ε ι τ ίς σ π ο υ δ έ ς τ ο υ κ α ί ν ά δ ο υ λ έ ψ ε ι. Ό π λ ο ύ σ ιο ς ξ ά δ ε ρ φ ό ς το υ Β ά σ ο ς , σ τ η ρ ιζ ό μ ε ν ο ς σ τή δ ύ ν α μ η π ο ύ το ύ δ ίν ε ι τ ό χ ρ ή μ α , κ α τ α φ έ ρ ν ε ι ν ’ ά π ο π λ α ν ή σ ε ι τή ν ’Α ν ν έ τ α , μ ιά γ ε ιτ ο ν ο π ο ύ λ α π ο ύ σ κ ό π ε υ ε ν ά π α ντρ ευ τεί ό Π έτρος. Α ύ τό ς ά ν α κ α λύ π τει τό δεσ μό το υ ς, ά λ λά ά δ υ ν α τώ ν τα ς ν ά π ά ρ ει ξ ε κ ά θ α ρ η σ τά σ η α π έ ν α ν τ ι σ τή ν ’Α ν ν έ τ α ζ η τ ά ά π ό τ ο ύ ς ’Α ρ μ έ ν η δ ε ς σ υ μ β ο υ λ ή γ ιά τό τ ί π ρ έ π ε ι ν ά κ ά ν ε ι. Ε ίν α ι ίσ ω ς τ ό π ι ό ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο σ κ η ν ικ ά κ α ί π ι ό π ρ ω τ ο π ο ρ ια κ ό ν ο η μ α τ ικ ά έ ρ γ ο το ύ Κ α μ π ύ σ η . 'Υ π ά ρ χ ε ι μ ιά ε ν ό τ η τ α χ ώ ρ ο υ κ α ί χ ρ ό ν ο υ . Π έ ν τ ε σ υ ν ο λ ικ ά π ρ ό σ ω π α , π λ α ι σ ιω μ έ ν α ά π ό δ υ ό α θ έ α τ α , π ο ύ ό μ ω ς ά π ο τ ε λ ο ύ ν τ ο ύ ς β α σ ικ ο ύ ς ιδ ε ο λ ο γ ικ ο ύ ς φ ο ρ ε ίς τ ο ύ έ ρ γ ο υ , ε κ φ ρ ά ζ ο υ ν μ έ σ ω σ τό θ ε α τ ρ ικ ά τ ρ ό π ο ο ρ ισ μ έ ν ε ς κ ο ιν ω ν ικ έ ς κ α ί ψ υ χ ο λ ο γ ι κ έ ς κ α τ α σ τ ά σ ε ις . Ο ί χ α ρ α κ τ ή ρ ε ς ε ίν α ι ζ ω ν τ α ν ο ί κ ι ε ξ ε λ ίξ ιμ ο ι. Τ ό π ε ρ ισ τ α τ ικ ό ε ίν α ι
ρ ε α λ ισ τ ικ ό . Τ ά π ρ ό σ ω π α έ χ ο υ ν α υ τ ο τ έ λ ε ια . Ο ί σ υ γ κ ρ ο ύ σ ε ις ά ν α π τ ύ σ σ ο ν τ α ι ο μ α λ ά κ α ί κ ο ρ υ φ ώ ν ο ν τ α ι σ τη ν τ ρ ίτ η π ρ ά ξ η , κ α τ ά τό ιψ ε ν ικ ό π ρ ό τ υ π ο ,25 ό τ α ν ό Π έ τ ρ ο ς ά π ε ιλ ε ί ν ά σ κ ο τώ σ ε ι τ ό Β ά σ ο . Τ ό ψ υ χ ο λ ο γ ικ ό σ τ ο ι χ ε ίο ό μ ω ς έ χ ε ι π α ρ α χ ω ρ ή σ ε ι τη ν π ρ ο τ ε ρ α ι ό τ η τ α σ τό κ ο ιν ω ν ικ ό . Γ ια τ ί α υ τ ό π ο ύ ε κ φ ρ ά ξ ε ι τ ό έ ρ γ ο ε ίν α ι ή τ α ξ ικ ή α ν τ ίθ ε σ η π ο ύ υ π ά ρ χ ε ι σ τή ν κ ο ιν ω ν ία κ α ί ο ί σ υ ν έ π ε ιε ς τή ς έξά ρ τη σ η ς τώ ν φ τω χώ ν ά π ό το ύ ς π λ ο ύ σ ιο υ ς . Ό Β ά σ ο ς ε ίν α ι ό μ ε γ α λ ο α σ τ ό ς π ο ύ μέ τό χ ρ ή μ α υ π ο τ ά ξ ε ι, δ ε σ μ ε ύ ε ι ή έ κ β ιά ξ ε ι τ ίς σ υ ν ε ιδ ή σ ε ις τ ώ ν φ τ ω χ ώ ν . Ή Ά ν ν έ τ α φ έ ρ ε τ α ι σ ά θ ύ μ α τ ή ς ύ π ά ρ χ ο υ σ α ς τ α ξ ικ ή ς έ ξ ά ρ τη σ η ς - γ ι ’ α υ τ ό ή π ρ ά ξ η τ η ς , χ ω ρ ίς ν ά έ π ιδ ο κ ιμ ά ξ ε τ α ι, δ ι κ α ιο λ ο γ ε ίτ α ι μ έ χ ρ ι σ ’ έ ν α σ η μ ε ίο . Ό Π έ τ ρ ο ς έ χ ε ι σ υ ν ε ιδ η τ ο π ο ιή σ ε ι τ ή ν κ ο ιν ω ν ικ ή ά δ ικ ία π ο ύ υ π ά ρ χ ε ι· έ χ ε ι δ ια π ισ τ ώ σ ε ι τ ό ν τ ρ ό π ο μέ τ ό ν ό π ο ι ο λ ε ιτ ο υ ρ γ ε ί ή κ α π ι τα λ ισ τ ικ ή κ ο ιν ω ν ία κ α ί γ ι ’ α υ τ ό ά ρ ν ε ΐτ α ι ν ά ά λ λ ο τ ρ ιω θ ε ϊ μέ τή ν έ ντ α ξ ή το υ σ ’ α υ τ ή ν . Ο ί ιδ έ ε ς το υ ε ίν α ι π ο λ ύ π ι ό π ρ ο χ ω ρ η μ έ ν ε ς ά π ό α ύ τ έ ς τ ώ ν ά λ λ ω ν γ ύ ρ ω του · γ ι ’ α ύ τ ό μ ο ιρ α ία ε ίν α ι ξ ε κ ο μ μ έ ν ο ς ά π ό α υ τ ο ύ ς . Π α ρ ά λ λ η λ α ό μ ω ς ά π έ χ ε ι π ο λ ύ ά π ό τ ό ν ά ε ίν α ι γ ν ή σ ιο ς « σ ο σ ια λ ισ τή ς » , ό π ω ς ή Σ ό ν ια κ α ί ό Ά ν τ ξ α ν ιά ν . Έ τ σ ι β ρ ίσ κ ε τ α ι σέ σ υ ν ε χ ε ίς π α λ ιν δ ρ ο μ ή σ ε ις κ α ί ε σ ω τε ρ ικ έ ς ά ν τ ιφ ά σ ε ις . Έ ν ώ υ π ο σ τ η ρ ίξ ε ι τ ί ς π ρ ο ο δ ε υ τ ικ έ ς ιδ έ ε ς τ ώ ν Ά ρ μ έ ν η δ ω ν , ά δ υ ν α τ ε ϊ ν ’ ά γ ω ν ισ τ ε ϊ γ ι ά τή ν ε φ α ρ μ ο γ ή τ ο υ ς , ό π ω ς κ ά ν ο υ ν α ύ τ ο ί. Σ ά χ α ρ α κ τ ή ρ α ς δ ι α γ ρ ά φ ε τ α ι ά ν ώ ρ ιμ ο ς κ ι ά δ ύ ν α τ ο ς , σ τερ η μ έν ο ς ά π ό α υ τ ο ν ο μ ία . Α υ τ ή ε ίν α ι ή α ιτ ία π ο ύ σ τό τ έ λ ο ς ά δ υ ν α τ ε ϊ ν ά π ά ρ ε ι μ ό ν ο ς το υ ά π ό φ α σ η γ ιά τ ό τ ί π ρ έ π ε ι ν ά κ ά ν ε ι κ α ί π ε ρ ιμ έ ν ε ι ά π ό τ ο ύ ς Ά ρ μ έ ν η δ ε ς ν ά τό ν συμ β ο υ λέψ ο υ ν. Τ ό γ εγο νό ς ό μ ω ς ό τι μέ ν ε ι ά ν ο λ ο κ λ ή ρ ω τ ο ς σ ά ν τ ύ π ο ς , δ έ ν ε ίν α ι ά ρ ν η τ ικ ό , ό π ω ς ίσ ω ς έ χ ε ι π α ρ α τ η ρ η θ ε ί, ά φ ο ύ τ έ τ ο ια ή τ α ν ή π ρ ό θ ε σ η το ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α .26 Τ ό ίδ ιο μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά π ο ύ μ ε κ α ί γ ι ά τ ό ά θ έ α τ ο ξ ε υ γ ά ρ ι τ ώ ν ’Α ρ μ έ ν η δ ω ν . Π α ρ ’ ό λ ο π ο ύ έ χ ε ι υ π ο σ τ η ρ ιχ τ ε ί τ ό ά ν τ ίθ ε τ ο , π ισ τ ε ύ ο μ ε π ώ ς κ α ί σ τή ν π ε ρ ίπ τ ω σ ή τ ο υ ς (ό π ω ς σ ’ α υ τή τ ή ς Ά ν ν α ς Κ ο ύ ξ λ ε ϋ σ τό ο μ ώ ν υ μ ο έ ρ γ ο ), ή έμ μ εσ η έ μ φ ά ν ισ ή τ ο υ ς τ ο ν ίξ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο τ ή ν ιδ ε ο λ ο γ ία κ ι έ ξ ιδ α ν ικ ε ύ ε ι τή δ ρ ά σ η τ ο υ ς σ τή σ υ ν ε ίδ η σ η τ ο ύ θ ε α τή . Σ ά ν ά ρ ν η τ ικ ό ό μ ω ς σ τ ο ιχ ε ίο μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά θ ε ω ρ ή σ ο μ ε τή ν ά ν ε π ιτ υ χ ή ε κ λ ο γ ή τ ο ύ τ ίτ λ ο υ . Τ ή ν ε π ο χ ή δ η λ α δ ή π ο ύ γ ρ ά φ τ η κ ε τ ό έ ρ γ ο , έ ξ α ιτ ί α ς ο ρ ι σ μ έ νω ν ισ τ ο ρ ικ ώ ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν (σ φ α γ ή Α ρ μ ε ν ίω ν ά π ό Τ ο ύ ρ κ ο υ ς σ τά 1896), ό τ ίτ λ ο ς ε ί χ ε μ ιά σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν η ά ν α φ ο ρ ικ ό τ η τ α . Σ ή μ ε ρ α ή ά ν τ ισ τ ο ιχ ία σ υ μ β ο λ ικ ο ΰ -π ρ α γ μ α τ ικ ο ύ
π ο ύ έ κ φ ρ ά ξ ε ι ό τ ίτ λ ο ς έ χ ε ι χ α θ ε ί κ ι έ π ο μ έ ν ω ς δ η μ ιο υ ρ γ ε ίτ α ι ά σ ά φ ε ια ω ς π ρ ό ς τ ό π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ο το ύ έ ρ γ ο υ .28
β) Οί Λεκαπηνοί Α τ έ λ ε ι ω τ ο δ ρ ά μ α π ο ύ δ ια σ ώ θ η κ ε σέ χ ε ιρ ό γ ρ α φ ο . 29 Π ρ ω τ ο δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε μέ ε π ιμ έ λ ε ια Δ η μ . Τ α γ κ ό π ο υ λ ο υ σ τό Νονμά, ά ρ . φ ύ λ . 117-122, σ τό δ ιά σ τ η μ α Ό κ τ ώ β ρ η -Ν ο έ μ β ρ η 1904. Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι ά έ ν α το λ μ η ρ ό κ ο ιν ω ν ικ ό δ ρ ά μ α π ο ύ ά π ο τ ε λ ε ϊ σ υ ν έ χ ε ια τ ή ς « Μ ίς Ά ν ν α ς Κ ο ύ ξ λ ε ϋ » , χ ω ρ ίς ό μ ω ς κ α ί π ά λ ι ν ά ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε τ α ι ή υ π ό θ ε σ ή το υ . Τ ό σ κ η ν ικ ό τ ο π ο θ ε τ ε ί τ α ι σ τή ν Α θ ή ν α , σ τό τέ λ ο ς τ ο ύ π ο λ έμ ο υ τ ο ύ 1897. Ό Π ε ρ ικ λ ή ς , ύ σ τ ε ρ α ά π ό τ ό θ ά ν α τ ο τή ς ά ρ ρ α β ω ν ια σ τ ικ ιά ς το υ ( γ ' π ρ ά ξ η « Μ ίς Ά ν ν α ς Κ ο ύ ξ λ ε ϋ » ), ε ίχ ε κ α τ α τ α γ ε ί σ τό σ τ ρ α τ ό , ε ίχ ε π ο λ ε μ ή σ ε ι κ ι ε ίχ ε ά ν δ ρ α γ α θ ή σ ε ι. Έ ν α χ ρ ό ν ο μ ε τά , ά κ ρ ιβ ώ ς τή μ έ ρ α το ύ μ ν η μ ό σ υ ν ο υ τ ή ς Μ α ρ ίν α ς , ξ α ν α γ υ ρ ν ά σ τή ν Α θ ή ν α κ ι ε π ισ κ έ π τ ε τ α ι τή Μ ά ρ θ α . Α ύ τ ή , ύ σ τ ε ρ α ά π ό τό θ ά ν α το τή ς ξα δ έρ φ η ς τη ς, έχει χά σ ει τ ή ν ψ υ χ ικ ή τ η ς ισ ο ρ ρ ο π ία . Ν ιώ θ ο ν τ α ς τ ύ ψ ε ις , ξ η τ ά γ ιά ε ξ ιλ έω σ η ν ά π α ν τ ρ ε υ τ ε ί μέ τ ό ν Α ρ ισ τ ε ίδ η Λ ε κ α π η ν ό , χ ω ρ ίς ό μ ω ς ν ά τ ό ν ά γ α π ά . Ό Π ε ρ ικ λ ή ς τ ή ς ο μ ο λ ο γ ε ί τ ό ν έ ρ ω τ ά τ ο υ κ α ί τ ή ν π α ρ α κ ιν ε ί ν ά έ γ κ α τ α λ ε ίψ ε ι τ ό ν Α ρ ρ α β ω ν ια σ τ ικ ό τ η ς , π ο ύ ό ν ο μ ά ξ ε ι δ ε ιλ ό κ α ί λ ιπ ο τ ά κ τ η , ό π ω ς π ρ α γ μ α τ ικ ά ή τα ν. Κ α τη γο ρ εί ό χι μόνο α ύτόν, ά λλά κ α ί τ ό θ ε ίο τ ο υ , β ο υ λ ε υ τ ή κ α ί σ υ ν τ α γ μ α τ ά ρ χ η Λ ε κ α π η ν ό , κ α ί ό λ ο υ ς τ ο ύ ς ά ν ώ τ ε ρ ο υ ς ά ξ ιω μ α τ ικ ο ύ ς π ο ύ θ ε ω ρ ε ί υ π α ίτ ιο υ ς τή ς ή τ τ α ς τ ο ύ ’97. Ή Μ α ρ ίν α ά ρ ν ε ΐτ α ι ν ά τ ό ν ά κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι κ α ί τό έ ρ γ ο τ ε λ ε ιώ ν ε ι, χ ω ρ ίς π ά λ ι ν ά δ ί ν ε τ α ι τε λ ικ ή δ ιέ ξ ο δ ο ς . Ή ά π ο σ π α σ μ α τ ικ ή μ ο ρ φ ή μέ τ ή ν ο π ο ία δ ια σ ώ θ η κ ε τ ό έ ρ γ ο μ ά ς έ μ π ο δ ίξ ε ι ν ά έκφ ρ ά σ ο μ ε μ ιά ο ρ ισ τ ικ ή κ ρ ίσ η γ ι ’ α ύ τ ό . "Ο μ ω ς , ά π ό ό , τ ι μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά σ υ μ π ε ρ ά ν ο μ ε , δ ια π ισ τ ώ ν ε τ α ι μ ιά π λ α σ μ α τ ικ ό τ η τ α σ τό δ ι ά λ ο γ ο . Ή δ ρ ά σ η τ ο υ ε ίν α ι σ υ γ κ ε ν τρ ω μ έ ν η σ τή ν τ ρ ίτ η π ρ ά ξ η . Τ ά π ρ ό σ ω π α κ α ί ή υ π ό θ εσ η π ο ύ υ π ά ρ χ ο υ ν σ τή ν π ρ ώ τ η κ α ί σ τό σ ω ξ ό μ ε ν ο μ έ ρ ο ς τ ή ς δ ε ύ τ ε ρ η ς δ έ ν ά φ ο ρ ο ύ ν τή ν τε λ ε υ τ α ία ( έ κ τ ο ς μ ό ν ο ά π ό τ ό β ο υ λ ε υ τ ή κ α ί σ υ ντα γμ α τά ρ χη Λ εκ α π η νό ). Π α ρ ’ ό λ ’ α υ τά τ ά ά δ ύ ν α τ α σ η μ ε ία , ή ιδ έ α έ ν ό ς έ ρ γ ο υ π ο ύ θ ά σ υ ν έ χ ιξ ε τ ή ν υ π ό θ ε σ η κ ά π ο ιο υ π ρ ο η γ ο ύ μ ενο υ ε ίν α ι θ ε τ ικ ή . Τ ή ν ίδ ι α ά ξ ιο λ ό γ η σ η μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά κ ά ν ο μ ε κ α ί γ ιά τ ή ν π α ρ ά λ λ η λ η π ο ρ ε ία το υ σέ δ υ ό ε π ίπ ε δ α : έ ν α ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ό , σ τό ό π ο ι ο έ π ε κ τ ε ίν ε τ α ι τ ό θ έ μ α τ ή ς « Μ ίς 45
“Α ν ν α ς Κ ο ύ ξ λ ε ϋ » , κ ι έ ν α κ ο ιν ω ν ικ ό , τό ό π ο ιο π λ η σ ιά ζ ε ι σ τ ο υ ς « Κ ο ύ ρ δ ο υ ς » , Τ ό δ ρ α μ α τ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο , σ τή ν π ρ ώ τ η δ ιά σ τ α σ η , ό φ ε ίλ ε τ α ι σ τή ν ά δ υ ν α μ ία τ ώ ν η ρ ώ ω ν ν ά ξε ψ ύ γ ο υ ν ά π ό τη « μ ο ίρ α » π ο ύ τ ο ύ ς ε ίχ ε π ρ ο α ν α γ γ ε ίλ ε ι ή μ υ σ τ η ρ ιώ δ η ς “Α ν ν α Κ ο ύ ξ λ ε ϋ . Ή σ ύ γ κ ρ ο υ σ η τ ώ ν π ρ ο σ ώ π ω ν γ ίν ε τ α ι ε ν τ ο ν ό τ ε ρ η δ μ ω ς σ τό δ ε ύ τ ε ρ ο ε π ίπ ε δ ο , τ ό ό π ο ιο ά π ο τ ε λ ε ΐ κ α ί τ ό ν κ ύ ρ ιο χ ώ ρ ο ά ν α φ ο ρ ά ς το ύ έ ρ γ ο υ . Ό Π ε ρ ικ λ ή ς ε ίν α ι π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ή ς κ α ί σ ’ α υ τ ό . ’Α π ο κ α λ ύ π τ ε ι τή δ ι α φ θ ο ρ ά τή ς μ ε γ α λ ο α σ τ ικ ή ς κ ο ιν ω ν ία ς κ α ί κ α τ α γ γ έ λ λ ε ι τή ν ιδ ε ο λ ο γ ία τη ς . Γ κ ρ ε μ ίζ ε ι κ ά θ ε α ξ ία κ α ί ά π ο μ υ θ ο π ο ιε ϊ κ ά θ ε έ ν ν ο ια , ά κ ό μ α κ ι α ύ τή τ ο ύ η ρ ώ α κ α ί το ύ η ρ ω ισ μ ο ύ π ο ύ τ ό ν χ α ρ α κ τ ή ρ ιζ ε σ τή σ υ ν ε ίδ η σ η τ ώ ν ά λ λ ω ν .30 ’Α π έ ν α ν τ ι τ ο υ σ τ έ κ ο ν τ α ι ο ί έ κ π ρ ό σ ω π ο ι μ ια ς δ ιε φ θ α ρ μ έ ν η ς κ ο ιν ω ν ία ς . Π ίσ ω ά π ό μ ε γ α λ ό π ρ ε π ο υ ς τ ίτ λ ο υ ς κ α ί φ α ν τ α χ τ ε ρ έ ς λ έ ξ ε ις κ ρ ύ β ε τ α ι ή μ ικ ρ ό τ η τ α , ή ιδ ιο τ έ λ ε ια κ α ί ή δ ια φ θ ο ρ ά . Στό πρόσωπο τού γερο-
Λ ε κ α π η ν ο ύ κ α ί το υ « ρ ίψ α σ π ι» α ν ε ψ ιο ύ τ ο υ έ ξ ε υ τ ε λ ίζ ε τ α ι ό μ ε γ α λ ο ϊδ ε α τ ισ μ ό ς κ α ί σ α τ ιρ ίζ ο ν τ α ι ό λ ο ι ο ί υ π α ίτ ιο ι τ ή ς σ υ ν τ ρ ιβ ή ς το ύ ’97. " Ο π ω ς δ ια π ισ τ ώ ν ο μ ε λ ο ιπ ό ν , τ ό έ ρ γ ο έ χ ε ι ίσ ω ς α ρ κ ε τ έ ς σ κ η ν ικ έ ς α δ υ ν α μ ίε ς π ο ύ γ ίν ο ν τ α ι ε ν τ ο ν ό τ ε ρ ε ς έ ξ α ιτ ί α ς τ ή ς ά π ο σ π α σ μ α τ ικ ό τ η τ ά ς το υ . "Ο μ ω ς ά δ ια μ φ ισ β ή τ η τ α ά π ο τ ε λ ε ΐ μ ιά ρ ιζ ο σ π α σ τ ικ ή κ ο ιν ω ν ικ ή κ α τ α γ γ ε λ ία κ α ί πρ ο β ά λ λ ει κ α τά τρ ό π ο άμεσο κ α ί σαφή έ ν τ ο ν α κ ο ιν ω ν ικ ά μ η ν ύ μ α τα . Γ ι’ α ύ τ ό κ α ί μ π ο ρ ε ί ν ά θ ε ω ρ η θ ε ί σ τ α θ μ ό ς σ τή ν α ν ά π τ υ ξ η το ύ ά σ τ ικ ο ΰ δ ρ ά μ α τ ο ς σ τή ν Ε λ λ ά δ α .
3.
ΠΑΡΑΜΥΘΟΔΡΑΜΑΤΑ
α) Τό δαχτυλίδι τής μάνας Π ρ ω τ ο τ υ π ώ θ η κ ε τ ό 1898 ά π ό το τ υ π ο γ ρ α φ ε ίο Μ ά ισ ν ε ρ -Κ α ρ γ α δ ο ύ ρ η σ ’ έ ν α ν τό μ ο
Βιβλιογραφικά Γιάννη Καμπύση 1. Βαλέτας Γ., «Γιάννης Καμπύσης, ό όραματιστής τής νεοελληνικής άναγέννηοης», όμιλία στή Λαϊκή Βιβλιοθήκη Καλαμάτας στις 10.5.64. Άποσπάσματα-περίληψη σέ έφημ. Τό Βήμα, 16.6.64. 2. Βαλέτας Γ., Καμπύσης °Απαντα, ’Αθή να, έκδ. Πηγής, 1972, 793 σ. 3. Βασιλικός Πέτρος [Κ. Χατζόπουλος], «Γιάννης Α. Καμπύσης», περ. Ό Διόνυσος, τόμ. Β', τεύχ. II, 1902 σ. 65-74. 4. Βασιλικός Πέτρος, «Ελληνική Φιλολο γία», περ. Ό Διόνυσος, τόμ. Β', τεύχ. IV, 1902 σ. 248-252. 5. Δρομάζος Στάθ., Τό κωμειδνλλιο, ’Αθή να, Κέδρος, σειρά «Γνώση καί Πολιτισμός», 1980, 60 σ. 6. Hoesslin J. von (άρθρο γιά νέα έλληνική ποίηση-λογοτεχνία, πρωτοδημοσιευμένο στό περ. Gesellschaft (Λιψίας) No 24)· κρίσεις στό περ. Ή Τέχνη, τόμ. Α ', 1898, σ. 96. 7. Θρύλος Ά λκ., «Γιάννης Καμπύσης», περ. Νέα Εστία, τόμ. 25, τεύχ. 297, 298 (1939), σ. 590-596 καί 271-276. 8. Θρύλος ’Αλκ., «Κριτική άνθολογία», περ. Νέα Εστία, τόμ. 50, τεύχ. 585 (15 Νοεμ. 1951 -αφιέρωμα), σ. 1480-1482. 9. Θρύλος Ά λκ., Ξενόπουλος-Μητσάκης -Καμπύσης, Βασική Βιβλιοθήκη, .τόμ. 27, Α θήνα, Ζαχαρόπουλος, 1960 [ειδικά σ. λα'-
μ']·
46
10. Λάσκαρης Ν., Ιστορία τοϋ έλληνικοϋ θεάτρου, Αθήνα, έκδ. Βασιλείου, 1938, τόμ. Ι-ΙΙ (333 + 351 σ.). 11. Lebesque Ph., «Un dramaturge grec: Jean Kambysis, έφ. Le Monde Hellenique, 2 Σεπτ. 1906. 12. Λυγίζος Μ., Τό νεοελληνικό πλάι στό παγκόσμιο θέατρο, Αθήνα, Δωδώνη, 1980, τόμ. Ι-ΙΙ (342 + 198 σ.). 13. Μαλακάσης Μιλτ., «Γιάννης Καμπύ σης», περ. Παναθήναια, τόμ. Γ', 1901, σ. 142143. 14. Νέα Εστία, τόμ. 50, τεύχ. 585 (15 Νοε. 1951), άφιέρωμα, σ. 1470-1499. 15. Ξενόπουλος Γρ., «Τό έργον τοϋ Γιάννη Καμπύση», περ. Παναθήναια, τόμ. Γ', 1902, σ. 228-230. 16. Ξενόπουλος Γρ., «Οί Κούρδοι», περ. Παναθήναια, τόμ. Ζ', Ό κτ. 1903, σ. 22-23. 17. Παλαμάς Κ., «Γιάννης Καμπύσης» (επικήδειος πού εκφωνήθηκε στίς 24.11.1901), σέ "Απαντα, τόμ. 6, σ. 401-408. 18. Παλαμάς Κ., «Διά τό ελληνικόν θέατρον» (συνέντευξη), έφ. Βαλκανικός Ταχυ δρόμος, 21, 22 Ίουλ. 1918· ξανατυπ. σέ "Απαντα, τόμ. 14, σ. 90-95. 19. Παναγιωτόπουλος I. Μ., «Ανέκδοτα γράμματα τοϋ Γιάννη Καμπύση», περ. Νέα 'Εστία, τόμ. 19, τεύχ. 222 (15 Μαρτ. 1936), σ. 408-412.
μ α ζ ί μ έ τ ά « Ό ίσ κ ιο ς τ ή ς Σ ο φ ία ς » (π ο ι ή μ α τ α ) κ α ί « Τ ό μ ά τ ι το ύ δ ρ ά κ ο ν τ α » (δ ιή γ η μ α ). Τ ό έ ρ γ ο β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ ίς σ ε λ ίδ ε ς 19-71. Σ τ η σ ε λ ίδ α 20 υ π ά ρ χ ε ι ό σ τ ίχ ο ς τ ο ύ Κ ρ υ σ τά λ λ η :
«πάρε με άπάνον στά βουνά τ ί θά μέ φάει ό κάμπος». Ή υ π ό θ ε σ η δ ι α δ ρ α μ α τ ίζ ε τ α ι τ α υ τ ό χ ρ ο ν α σ ’ έ ν α ν π ρ α γ μ α τ ικ ό κ α ί σ ’ έ ν α ν ο ν ε ιρ ικ ό χ ώ ρ ο . Σ τ ό π ρ ώ τ ο έ π ίπ ε δ ο , ή μ ά ν α το ύ ή ρ ω α , τ ο ύ Γ ια ν ν ά κ η , υ π ο χ ρ ε ώ ν ε τ α ι ν ά π ο υ λ ή σ ε ι έ ν α δ α χ τ υ λ ίδ ι π ο ύ ά π ο τ ε λ ε ΐ ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ό κ ε ιμ ή λ ιο , γ ιά ν ά φ έ ρ ε ι γ ια τ ρ ό σ τό ν ά ρ ρ ω σ τ ο γ ιό τη ς . Σ τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο , ό Γ ια ν ν ά κ η ς ζ ε ΐ τό θ ρ ύ λ ο π ο ύ σ υ ν δ έ ε τ α ι μέ τ ό δ α χ τ υ λ ίδ ι: π ρ ο σ π α θ ε ί ν ά ξ α ν α κ ε ρ δ ίσ ε ι τ ό δ α χ τ υ λ ίδ ι ά π ό τη ν ε ρ ά ιδ α το ύ β ο υ ν ο ύ π ο ύ τό ε ίχ ε κ λ έ ψ ε ι. Ή π ρ ο σ π ά θ ε ι ά τ ο υ ε ίν α ι ό μ ω ς μ ά τ α ιη : π ε θ α ί ν ε ι σ τή ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α κ α ί σ τ ’ ό ν ε ιρ ό το υ χ ω ρ ίς ν ά φ τ ά σ ε ι σ τή ν ά π ά τ η τ η κ ο ρ φ ή .31 Τ ό έ ρ γ ο ε ίν α ι κ α θ α ρ ά σ υ μ β ο λ ικ ό , γ ρ α μ μ έ ν ο σ τ ά α ν τ ίσ τ ο ιχ α ε υ ρ ω π α ϊκ ά π ρ ό τ υ π α . 32 Β α
20. Παναγιωτόπουλος I. Μ., «'Η μνήμη τοϋ Καμπύση», περ. Νέα ’Εστία, τόμ. 50, τεΰχ. 585 (15 Νοεμ. 1951), σ. 1473-1476. 21. Παναγιωτόπουλος I. Μ., « Ό συμβολι σμός καί οί νεοέλληνες λυρικοί», περ. Νέα 'Εστία, τόμ. 54, τεΰχ. 635 (Χριστ. 1953), σ. 108-116. 22. Ροντάκης Γ. Κ., «Μιά ματιά στή φιλο λογία μας. Οί δραματογράφοι. Γιάννης Καμπύσης», περ. Φιλολογική ’Ηχώ (Πόλης), πε ρίοδος Γ', 1 Ίαν. 1898,σ. 78-79. 23. Σιδέρης Γιάν., 'Ιστορία τον νέου ελλη νικόν θεάτρου, ’Αθήνα, Τκαρος, χ.χ. [1953], 247 σ. [ειδικά γιά Καμπύση σ. 143-146]. 24. Σκίπης Σ., «Τό νεοελληνικό θέατρο», περ. Ό Νουμάς, χρ. Η ', β' έξάμ. 1910, σ. 211212.
25. Ταγκόπουλος Δ., «Θεατρικές σκιαγρα φίες: Γιάννης Καμπύσης», περ. Ί ρ ις των ’Αθηνών, χρ. Α \ 15 Αύγ. 1898, σ. 181-182. 26. Ταγκόπουλος Δ., «Γιάννης Καμπύσης: Ή ζωή καί τό έργο του», περ. 'Ο Ν ουμάς, χρ. Κ', Φεβρ. 1923, σ. 82-91. 27. Τζωρτζάκης Φ., «Γιάννης Καμπύσης. Ό άνήσυχος πρωτοπόρος», περ. Πελοποννησιακά, Β', 1957, σ. 256-270. 28. Φουσσάρας Γ., «Γιάννης Καμπύσης», περ. Φιλολογικά Χ ρονικά, τόμ. Γ', 15 Σεπτ. 1945, σ. 383-390.
σ ίζ ε τ α ι σ έ ν α ρ ε α λ ισ τ ικ ό γ ε γ ο ν ό ς (τή ζω ή κ α ί τ ό θ ά ν α τ ο τ ο ύ π ο ιη τ ή Κ ρ υ σ τά λ λ η ) κ ι έ ν α γ ν ω σ τ ό π α ρ α μ ύ θ ι τ ο ύ λ α ο ύ . Ή θ ε α τ ρ ικ ό τ η τ ά τ ο υ ό μ ω ς ε ίν α ι π ο λ ύ π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν η . Τ ά π ρ α γ μ α τ ικ ά γ ε γ ο ν ό τ α υ π ά ρ χ ο υ ν μ ό νο γ ι ά ν ά δ ώ σ ο υ ν υ π ό σ τ α σ η σ τό ο ν ε ιρ ικ ό σ τ ο ι χ ε ίο . Ό σ υ μ β ο λ ισ μ ό ς το υ ε ίν α ι έ ν τ ο ν ο ς κ ι έ π ιτ υ χ η μ έ ν ο ς . Ή ά ν τ ισ τ ο ιχ ία π ρ α γ μ α τ ικ ο ύ ό ν ε ιρ ικ ο ύ ε ίν α ι έ π ίσ η ς ε π ιτ υ χ η μ έ ν η σ ά σ ύ λ λ η ψ η , κ α ί θ ά μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ’ ά ξ ιο π ο ιη θ ε ϊ κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ά . Σ ά θ ε α τ ρ ικ ό έ ρ γ ο ό μ ω ς σ τε ρ ε ίτ α ι ά π ό κ ά θ ε δ υ ν α τ ό τ η τ α σ κ η ν ικ ή ς π α ρ ο υ σ ία ς .
β) Ό Άρήγιανος Π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ιά έ ν α δ υ σ ν ό η τ ο σ υ μ β ο λ ικ ό κ ε ί μ εν ο . Τ ό γ ρ ά ψ ιμ ό τ ο υ ά ρ χ ισ ε τ ό φ θ ιν ό π ω ρ ο τ ο ύ 1898 σ τό Μ ό ν α χ ο κ α ί σ υ ν ε χ ίσ τη κ ε ( χ ω ρ ίς ν ά ό λ ο κ λ η ρ ω θ ε ϊ) σ τή ν ’Α θ ή ν α τ ό 1901.
29. Φτέρης Γ., « Ό Γιάννης Καμπύσης καί ή έλξη τού Βορρά», περ. Νέα 'Εστία, τόμ. 50, τεΰχ. 585 (15 Νοεμ. 1951), σ. 1470-1472. 30. Φτέρης Γ., «Γιάννης Καμπύσης», έφ. Τό Βήμα, 16.6.64. 31. Χατζημανωλάκης I., «Καμπύσης Γιάν νης», άρθρο στό έγκ. λεξικό Ήλιου, τόμ. 10, σ. 176-177. 32. Χατζηπανταζής Θ., Ή άθηναϊκή έπιθεώρηση, ’Αθήνα, Έρμης, συλλογή «Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη» 1977, τόμ. Α1-Α2-Α3. Ειδικά τόμ. Α1 (εισαγωγή), 253 σ. 33. Χατζηπανταζής Θ., Τό κωμειδύλλιο, ’Αθήνα, Έρμης, συλλογή «Νέα Ελληνική Βι βλιοθήκη», 1981, τόμ. Α-Β. Ειδικά τόμ. Α (ει σαγωγή), 295 σ. 34. Χατζόπουλος Δ. [Μποέμ], «Γιάννης Α. Καμπύσης», περ. Τό περιοδικό μας (Πει ραιά), τόμ. Β', 15 Φεβρ. 1901, σ. 340-349. 35. Χατζόπουλος Κ., «’Αλληλογραφία: Πρός άγνωστο φίλο», περ. Ή Τέχνη, Α', 1899, σ. 240. 36. Χατζίνης Γιάν., « Ό συμβολισμός στήν νεοελληνική πεζογραφία», περ. Νέα 'Εστία, τόμ. 54, τεΰχ. 635 (Χριστ. 1953), σ. 117-123. 37. Ψαλτήρας Πότης, Γιάννης Καμπύσης, Καλαμάτα, [χωρίς έκδ. οίκο], 1939, 36 σ.
47
Τ ό ν ίδ ιο χ ρ ό ν ο δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε έ ν α ά π ό σ π α σ μ α α υ τ ή ς τ ή ς δ ε ύ τ ε ρ η ς έμ μ ε τρ η ς γ ρ α φ ή ς σ τό π ε ρ ιο δ ικ ό Διόνυσος, Α ', 1901, σ. 254264. Ό Δ η μ . Τ α γ κ ό π ο υ λ ο ς , π ο λ ύ α ρ γ ό τ ε ρ α , έ π ιμ ε λ ή θ η κ ε τ ή ν έκ δ ο σ ή το υ σέ σ υ ν έ χ ε ιε ς , σ τό Νουμά, τ ό 1911. Π ρ ο σ π α θ ώ ν τ α ς ν ά σ υ ν δ έ σ ο μ ε λ ο γ ικ ά τό έ ρ γ ο σέ μ ιά ε ν ό τ η τ α ά π ό τ ά σ ω ζ ό μ ε ν α ά π ο σ π ά σ μ α τ α , μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά δ ώ σ ο μ ε τή ν α κ ό λ ουθη υπόθεση : Ό Ά ρ ή γ ια ν ο ς , ομ ώ νυ μ ος ή ρ ω α ς το ύ έ ρ γ ο υ , έ χ ε ι π ρ ο ικ ισ τ ε ί ά π ό κ ά π ο ι α μ ά γ ισ σ α μ έ τ ό χ ά ρ ισ μ α ν ά μ α γ ε ύ ε ι μέ τ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι το υ . Ψ ά χ ν ο ν τ α ς ν ά β ρ ε ι « τ’ ό ν ε ιρ ό το υ » π ε ρ ιπ λ α ν ιέ τ α ι σέ δ ι ά φ ο ρ ε ς χ ώ ρ ε ς. Σ έ μ ιά ά π ’ α υ τ έ ς α ν α γ ν ω ρ ίζ ε ι τ ’ ό ν ε ιρ ό το υ σ τό π ρ ό σ ω π ο ε ν ό ς β α σ ιλ ό π ο υ λ ο υ . Μ ιά α μ ο ι β α ία έλξ η γ ε ν ν ιέ τ α ι μ ε τα ξ ύ τ ο υ ς π ο ύ δ έ ν ε ίν α ι ό λ ό τε λ α ά π α λ λ α γ μ έ ν η ά π ό τ ό ε ρ ω τ ικ ό σ τ ο ιχ ε ίο . Τ ό π ε ρ ιβ ά λ λ ο ν το ύ β α σ ιλ ιά ά ν τ ιδ ρ ά κ α ί φ υ λ α κ ίζ ε ι τ ό ν Ά ρ ή γ ια ν ο . Τ ό β α σ ιλ ό π ο υ λ ο τ ό τ ε α ρ ρ ω σ τ α ίν ε ι κ ι ό Ά ρ ή γ ια ν ο ς , μ έ τή β ο ή θ ε ια τ ή ς π ρ ο σ τ ά τ ισ σ ά ς το υ μ ά γ ισ σ α ς , τ ό κ ά ν ε ι κ α λ ά . Δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι ά μ φ ιβ ο λ ία γ ιά τ ό κ α θ α ρ ά σ υ μ β ο λ ικ ό ν ό η μ α το ύ έ ρ γ ο υ . Ό μ ω ς , έ κ τ ο ς ά π ό τ ά γ ε ν ικ ά ύ φ ο λ ο γ ικ ά μ ε ιο ν ε κ τ ή μ α τ α το ύ π α ρ α μ υ θ ο δ ρ ά μ α τ ο ς τ ο ύ Κ α μ π ύ σ η , γ ιά τ ά ό π ο ι α μ ιλ ή σ α μ ε σ τή ν ά ρ χ ή τ ή ς ε ρ γ α σ ία ς μ α ς , τ ό σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο κ ε ίμ ε ν ο έ χ ε ι δ υ ό α κ ό μ α β α σ ικ ά ά ρ ν η τ ικ ά σ η μ ε ία : τ ό π ρ ώ τ ο ε ίν α ι ό ά ν ε π ιτ υ χ ή ς σ υ μ β ο λ ισ μ ό ς τ ο υ κ α ί τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο ή π ε ρ ιο ρ ι σ μ ένη ά ν α φ ο ρ ικ ό τ η τ ά το υ . Ο ί κ α τ α σ τ ά σ ε ις π ο ύ π ε ρ ιγ ρ ά φ ο ν τ α ι (σ χέσ η β α σ ιλ ό π ο υ λ ο υ Ά ρ ή γ ι α ν ο υ ) , ο ί ε ικ ό ν ε ς κ α ί τ ά σ ύ μ β ο λ α π ο ύ δ ί ν ο ν τ α ι ( τ ’ ό ν ε ιρ ο τ ο ύ Ά ρ ή γ ι α ν ο υ , ή χ ρ υ σ ό π ο ρ τ α το ύ π α λ α τ ιο ύ κ ι ό ω κ ε α ν ό ς π ο ύ κ ρ υ β ό τ α ν π ίσ ω α π ’ α υ τ ή ) , δ έ ν ε ίν α ι π ά ν τ α ε ν τ ελ ώ ς σ α φ ή . Τ ό έ ν ν ο ιο λ ο γ ικ ό φ ο ρ τ ίο τ ο υ ς ε π ιδ έ χ ε τ α ι π ο λ υ σ ή μ α ν τ η ε ρ μ η ν ε ία , π ο ύ κ α τ ’ α ύ τ ό τ ό ν τ ρ ό π ο α ύ ξ ά ν ε ι τ ή ν ά μ φ ισ η μ ία το ύ ν ο ή μ α τ ο ς κ α ί π ρ ο δ ίδ ε ι ίσ ω ς τή ν π ρ ό θ ε σ η τ ο ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α . Ά λ λ ’ ά κ ό μ α κ α ί σ τή ν π ε ρ ί π τ ω σ η π ο ύ θ ε ω ρ ή σ ο μ ε έ π ιτ υ χ η μ έ ν ο τ ό σ υ μ β ο λ ισ μ ό , ή σ η μ α σ ία το υ ε ίν α ι π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν η , ό π ω ς , φ υ σ ικ ά , κ α ί τ ό έ ν δ ια φ έ ρ ο ν το ύ ά ν α γ ν ώ σ τ η ή τ ο ύ θ ε α τή .
γ) Στά σύγνεφα Π ο ιη τ ικ ό μ ο ν ό π ρ α κ τ ο , γ ρ α μ μ έ ν ο σ τό Μ ό ν α χ ο κ α ί δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ο σ τό π ε ρ ιο δ ικ ό Τέχνη, τό μ . Α ' (1898), σ. 2 9 3-299. Ή υ π ό θ ε σ ή το υ ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι σ τή β ε ρ ά ν τ α ε ν ό ς ξ ε ν ο δ ο χ ε ίο υ , σ τ ίς Β α υ α ρ ικ έ ς Ά λ π ε ι ς , μ ιά ν ύ χ τ α το ύ χ ε ι 48
μ ώ ν α . Μ έ σ α σ ’ έ ν α π α ν δ α ιμ ό ν ιο τ ώ ν σ τ ο ι χ ε ίω ν τ ή ς φ ύ σ η ς , ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς , σ ά ν « έγώ » κ α τ α φ έ ρ ν ε ι ν ά φ τ ά σ ε ι τ ή ν α γ α π η μ έ ν η το υ , « έ κ ε ίν η » , χ ω ρ ίς ό μ ω ς ν ά μ π ο ρ έ σ ε ι ν ά μ ά θ ε ι τ ό ό ν ο μ ά τη ς . Τ ε λ ικ ά α π ο δ ε ίχ ν ε τ α ι π ώ ς ό λ α ή τ α ν έ ν α ό ν ε ιρ ο .33 Π ρ ό κ ε ιτ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο γ ι ά έ ν α π ο ιη τ ικ ό δ ιά λ ο γ ο , π α ρ ά γ ιά θ ε α τ ρ ικ ό έ ρ γο . Ό σ υ μ β ο λ ισ μ ό ς έ χ ε ι π α ρ α χ ω ρ ή σ ε ι τή θέσ η τ ο υ σ τό ρ ο μ α ν τ ισ μ ό . Ά ν « έ κ ε ίν η » ή τ α ν κ ά π ο ια ιδ έ α ή έ σ τω μ ιά γ υ ν α ικ ε ία μ ο ρ φ ή ά π ρ ό σ ω π α ν ο η μ έ ν η , τό τ ε ίσ ω ς υ π ή ρ χ ε έ ν δ ε χ ό μ ε ν ο σ υ μ β ο λ ικ ή ς ε ρ μ η ν ε ία ς το ύ έ ρ γ ο υ . "Ο μ ω ς , ό π ω ς φ α ίν ε τ α ι ά π ό τ ό ί δ ιο τ ό κ ε ίμ ε ν ο , π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ι ά μ ιά π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ έ ν η γ υ ν α ικ ε ία μ ο ρ φ ή .34 Ύ σ τ ε ρ α ά π ’ αύ τό , τό έργο χ ά ν ε ι π ιά κ ά θε σ υ μ β ο λ ικ ή τ ο υ π ρ ο έ κ τ α σ η κ α ί γ ίν ε τ α ι έ ν α ρ ο μ α ν τ ικ ό π α ρ α λ ή ρ η μ α κ ά π ο ιο υ έ ρ ω τε υ μ έ νου.
δ) Ανατολή Π ο ιη τ ικ ό π α ρ α μ υ θ ό δ ρ α μ α , π ρ ω τ ο δ η μ ο σ ιε υ μ έ ν ο τ ό 1901 σ τή ν Α θ ή ν α ά π ό τ ό τ υ π ο γ ρ α φ ε ίο Μ ά ισ ν ε ρ - Κ α ρ γ α δ ο ύ ρ η , μέ ά φ ιέ ρ ω σ η σ τό γ ε ρ μ α ν ό έ λ λ η ν ισ τή Μ ά ρ τ ιν Έ σ σ λ ιν . Ε ί ν α ι μ ιά δ ια σ κ ε υ ή γ ν ω σ τ ο ύ π α ρ α μ υ θ ιο ύ π ο ύ ά ν α φ έ ρ ε τ α ι σέ μ α ρ μ α ρ ω μ έ ν ο υ ς β α σ ιλ ιά δ ε ς κ α ί β α σ ιλ ο π ο ύ λ ε ς . Σ τ ή ν π ρ ο κ ε ιμ έ ν η π ε ρ ί π τ ω σ η τ ό μ α ρ μ α ρ ω μ έ ν ο β α σ ιλ ό π ο υ λ ο θ ά ξ α ν α ζ ω ν τ α ν έ ψ ε ι, ό τ α ν μ έ τή ν ά ν α το λ ή το ύ ή λ ιο υ ά ν τ ικ ρ ίσ ε ι κ ά π ο ια γ υ ν α ίκ α π ο ύ ά γ ω ν ίσ τ η κ ε π ο λ ύ ν ά τ ό φ τ ά σ ε ι. Ή Μ ά ρ ω , μ ιά ά π λ ή κ ο π έ λ α το ύ λ α ο ύ , κ α ί μ ιά σ τ ο ιχ ε ιω μ έ ν η β α σ ιλ ο π ο ύ λ α ά ν τ α γ ω ν ίζ ο ν τ α ι ν ά λ ύ σ ο υ ν τ ά μ ά γ ια τ ο ύ β α σ ιλ ιά . Τ ε λ ικ ά ή Μ ά ρ ω μέ τ ό δ υ ν α μ ισ μ ό τ η ς έ π ιβ ά λ λ ε τ α ι, ά λ λ ά δ έ ν π α ν τ ρ ε ύ ε τ α ι τό β α σ ιλ ό π ο υ λ ο , ό π ω ς έ λεγε ό θ ρ ύ λ ο ς- α ν τ ίθ ε τ α , τ ό έ γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι, κ ι α ύ τ ό , ν ιώ θ ο ν τ α ς έ ρ ω τε υ μ έ ν ο μ α ζ ί τ η ς , π ρ ο σ π α θ ε ί ν ά τ ή ν κ α τ α κ τ ή σ ε ι τ ρ έ χ ο ν τ α ς π ίσ ω τη ς . Ό σ υ μ β ο λ ισ μ ό ς π ο ύ κ ρ ύ β ε τ α ι π ίσ ω ά π ό τ ά π ρ ό σ ω π α κ α ί τ ίς κ α τ α σ τ ά σ ε ις , ό π ο ι ο ς κ ι ά ν ε ίν α ι, ν ο η μ α τ ικ ά ε ίν α ι ά ρ κ ε τ ά π ε ρ ιο ρ ι σ μ έ νο ς . Χ ω ρ ίς ιδ ια ίτ ε ρ ε ς π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις , ά φ ή ν ε ι α δ ιά φ ο ρ ο κ ι ά σ υ γ κ ίν η τ ο τ ό ν ά ν α γ ν ώ σ τ η . Α ύ τ ό π ο ύ τ ε λ ικ ά μ έ ν ε ι, ε ίν α ι έ ν α δ ια σ κ ε υ α σ μ ένο π α ρ α μ ύ θ ι, χ ω ρ ίς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ε ς ά ξ ιώ σ ε ις ά π ’ ό ,τ ι τό π ρ ω τ ό τ υ π ο γ ιά τ ό σ ύ γ χ ρ ο ν ο ά ν θ ρ ω π ο , κ α ί φ υ σ ικ ά θ ε α τ ρ ικ ά ά ν υ π ό σ τ α το .
Σημειώσεις: 1. Πρόκειται γιά ’ένα πλαστό έγκεφαλικό κατασκεύα σμα μέ έντονα ίόεαλιστικά καί ρομαντικά στοιχεία. Άνταποκρίνεται ατό μεγαλοϊδεατισμό καί την ιδεο λογία τής άρχουσας τάξης, πού έκπροσωπεϊται άπό τούς συγγραφείς τής παλιάς Αθηναϊκής σχολής, καί ιδιαίτερα τό Δημ. Βερναρδάκη. 2. Ή Αλλαγή αύτή δέν είναι αυθύπαρκτη, άλλ' Αποτε λεί έπιμέρους έκφραση τής γενικότερης στροφής πού έφερε ατό χώρο τής λογοτεχνίας ή γενιά τον 1880. 3. Πρόκειται γιά θεατρικά είδη μέ ξένη προέλευση πού γιά λίγο άκμασαν ατό νεοελληνικό χώρο. Ή Αρχή έγινε μέ τή διασκευή τής Ιταλικής κωμωδίας Οί μυ λωνάδες άπό τόν Π. Σούταα καί τήν προσθήκη τραγονδιών. ’Ακολουθεί, τό 1889, ή Τύχη τής Μαρούλας τόν Δ. Κορόμηλά καί τό 1890 ό Μπαρμπαλινάρδος τον Δ. Σκόκκον. Παράλληλα Αναπτύσσεται καί τό δραματικό ειδύλλιο, μέ σταθμούς τά έργα Ό άγαπητικός τής βοσκοπούλας τον Δ. Κορόμηλά, παιγμένο τό 1891, καί Γκόλφω τον Περεσιάδη, ατά 1894. Τόσο τά πρώτα δσο καί τά δεύτερα είναι έργα «φυγής», άφοϋ «έξωραΐζουν καί διαστρεβλώνουν τήν πραγμα τικότητα» Αναζητώντας διέξοδο ατά άγνά ήθη τοϋ χωριού (κωμειδύλλιο) ή στή φύση (δραματικό ειδύλ λιο). (Βλ. Στ. Δρομάζος, Τό κωμειδύλλιο, σ. 57). 4. Ή έπιθεώρηση, ξενόφερτο είδος κι αυτή, γεννήθηκε στά 1894 μέ τό παίξιμο τοϋ ισπανικού έργου Γκράν Βία στην ’Αθήνα, άπό Ιταλικό θίασο. ’Εκφράζει «τήν πρώτη συστηματική προσπάθεια τής έλληνικής κοινωνίας νά Απομακρυνθεί άπό τό θέατρο τής φυ γής καί νά άποκαταστήσει κάποια, πρωτοβάθμια έστω, καλλιτεχνική έπαφή μέ τόν κόσμο τής πραγμα τικότητας μέ τή βοήθεια τοϋ χειρισμού θεμάτων τής έγχώριας πραγματικότητας». (Βλ. θ. Χατζηπανταζής, Ή άθηναϊκή έπιθεώρηση, τόμ. Α1, σ. 109). 5. Σ ’ αύτό σνντέλεσε κατά πολύ καί ή «έλξη τοϋ βορ ρά». (Βλ. Γ. Φτέρης, «Ό Γ. Καμπύαης καί ή έλξη τοϋ βορρά», στή Νέα Εστία τόμ. 50, τεϋχ. 585 (1951), σ. 470-472). 6. Βλ. Γ. Βαλέτα: "Απαντα Γιάννη Καμπύση, σ. 3. (Οί παραπομπές μας στά κείμενα τοϋ Καμπύση θ’ Αντι στοιχούν στις σελίδες τοϋ προαναφερμένου έργου). 7. Ή οικονομική άνεση πού τοϋ έξασφάλισε ή οίκογένειά του, καθώς καί ή έπίόραση τοϋ Νίτσε, Αποτε λούν δυό άπό τις πρωταρχικές αιτίες τής δημιουρ γίας αυτής τής Αριστοκρατικής φύσης του. 8. «"Ο,τι υπολανθάνει μέσα μου άπό χρόνια ήταν ή άρ
9.
10. 11.
12.
13.
14.
νηση τοϋ ψυχαρισμού■κι δμως τό ταπεινό μου έργο λένε νά παρουσιάζεται ώς ή καθαρότερη έπήρεια τών δογμάτων του, τουλάχιστον τών γλωσσικών... Κι έγώ ξαναλέω τώρα τήν τωρινή όμολογία μου. Ή γλώσσα μου ήταν γούστο μου κι ιδιοτροπία μου αΐατηματική. "Αν μεταβάλλεται αιγά-σιγά είναι γιατί μεταβάλλεται καί τό γούστο μου.» («Ψυχαρισμός καί Ζωή» αέ "Απαντα, σ. 418-419). Συνεργαζόμενος μέ τά πρωτοποριακά περιοδικά τής έποχής τον Τέχνη τοϋ Κ. Χατζόπονλου, Τό περιοδι κό μας τοϋ Γερ. Βώκου καί Διόνυσος τοϋ Μήτσον Χατζόπονλου (καί τοϋ ίδιου) είχε όημοσιέψει δοκί μια γιά τούς Ίψεν, Χάουπτμαν, Στρίντμπεργκ κι είχε μεταφράσει τή Δεσποινίδα Τζούλια τοϋ Στρίν τμπεργκ. Ή άνάληψη τής Άννέλε (1893), Ή βουλιαγμένη καμπάνα (1896), Ή πίππα χορεύει (1896). Σάν παράγοντες πού δημιούργησαν αυτή τή στροφή, μπορούμε νά θεωρήσομε τήν Απογοήτευσή τον άπό τήν έλληνική πραγματικότητα υστέρα άπό τήν ήττα τοϋ ’97 καί τήν παραίτησή του άπό τήν προσπάθεια νά γίνει κοινωνικός μεταρρυθμιστής- τήν Αποκάλυψη άπό τό Ν. Πολίτη τοϋ πλατιού συμβολισμού πού κρύβεται μέσα στό χώρο τοϋ παραμυθιού- τήν Ανά πτυξη, τέλος, τοϋ ευρωπαϊκού συμβολισμού. Αύτός δικαιολογεί ένα μέρος άπό τίς Ατέλειες, άφοϋ ή ύπάρχουσα δημιουργία θεωρείται «πρόπλασμα» ένός έργου πού δέν πρόλαβε νά όλοκληρωθεί. (Βλ. "Αλκ. θρύλος, Ξενόπουλος, Μητσάκης, Καμπύσης, Βασική Βιβλιοθήκη, τόμ. 27, σ. λβ'). «Βρισκόμαστε ως τήν ωρα σέ προθέσεις πού δέ φτά νουν αέ Αποτέλεσμα. ’Εάν δμως λογαριάσει κανείς δτι γράφει τίς μέρες πού δλοι γύρω τον παραληρού σαν άπό ένθουσιααμό γιά τή "Φαύστα" θά δεϊ δτι μάς βοηθάει νά διαπιστώσουμε δτι μέσα στό λαό μας υπήρχε ή Αρετή νά πλάθονται προϋποθέσεις γιά νά γλυτώσει άπό τίς βλάβες.» (Γιάν. Σιόέρης, 'Ιστορία τοϋ νέου έλληνικοΰ θεάτρου, σ. 143-144). Τόσο στην πρώτη δσο καί στή δεύτερη κατηγορία ύπάρχει μιά έσωτερική Αντίφαση: Στά νατονραλιστικά δράματα, γιατί, ένώ διαγράφονται έντονες σοσια λιστικές τάσεις καί μηνύματα, ό ίδιος παραμένει έκλεκτικός πού περιφρονεϊ καί υποτιμά τό λαό- στά συμβολιστικά τον έργα, γιατί λείπει άπό τή γλώσσα ή μουσικότητα, τό γνησιότερο στοιχείο τοϋ συμβολι σμού. "Ετσι ή «νατουραλιστική γραφή» του Αδυνατεί νά Αποδώσει σωστά τόν υπεραισθητό καί φανταστι κό κόσμο πού παρουσιάζεται μέσα άπό τά ποιητικά τον δράματα. «Αύτό Ακριβώς τό στοιχείο, ένώ στά
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ A. ΒΡΥΧΕΑ Κ. ΓΑΒΡΟΓΛΟΥ
*Απόπειρες Μεταρρύθμισης τής ’Ανώτατης ’ Εκπαίδευσης 1966-1981
Α.Μ. ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΥ
Εισαγωγή στήν ’Αρχιτεκτονική Θεωρία 49
15.
16. 17.
18. 19.
διαλογικά μέρη των πεζών τον έργων είναι πλεονέ κτημα, ατά ποιητικά τον δράματα γίνεται μειονέκτη μα, γιατί τούς δίνει μιά πεζότητα, τούς στερεί την ποιητική τους πνοή.» (Βλ. Πέτρ. Βασιλικός [Κ. Χατζόπονλος], «'Ελληνική φιλολογία», περ. Διόνυσος Β' τενχ. 4 (1902) σ. 72). Ό άκριβής τίτλος μέ τόν όποιο γράφτηκε τό έργο είναι Ή γιορτή του (βλ. σχόλιο Δ. Ταγκόπονλον, περ. Ό Νουμάς, χρ. θ', 7 Αύγ. 1911, άρ. 443, σ. 419 καί έργογραφία στή Νέα Εστία (άφιέρωμα), (1951). Τόν τίτλο Στή γιορτή του χρησιμοποιεί ό Γ. Βαλέτας στήν έκδοση τών 'Απάντων Πρόκειται γιά άπλή σννωννμία με τόν Παύλο Κιάρα τον προηγούμενον έργον. «Ή φάρσα τής ζωής είναι άηδιαστικό λόγιο δράμα μέ ήρωες λογοτέχνες κλπ., όέν απομακρύνεται κι αυ τό άπό τις ύστερικές κοπέλλες καί άπό κάποια άόριστη άνάμνηση τον Μέτερλινγκ» (Γ. Σιόέρης, 'Ιστο ρία τοΰ νέου έλληνικοΰ θεάτρου, σ. 144). Νοηματικά τό έργο θνμίζει τή Δαιμόνια μηχανή τον Ζάν Κοκτώ. Αύτή ή αιτία είναι ή διαλνμένη οικογένεια μέσα στήν
20. ".Άλλωστε ό Καμπύαης όμολογεί έμμεσα τήν έπίδραση τον ”Ιψεν πάνω στό έργο τον. (Βλ. γράμμα στόν Karl Dietrich, 19111197, “Απαντα, σ. 623). 21. Εξαίρεση αποτελεί ή “Άννα Κούξλεν. Είναι μιά σιβνλλική μορφή πού προσδίνει μνστήριο στό έργο. ’Ενώ παίζει καθοριστικό ρόλο στήν Ανάπτυξη τής υπόθεσης, δέν έμφανίζεται καθόλου στή σκηνή. Παρ’ όλες τις άντίθετες γνώμες πού υποστηρίζουν τήν άντιθεατρικότητά της (Βλ. "Αλκ. Θρύλος, Ξενό πουλος; Μητσάκης, Καμπύσης, σ. λδ'), πιστεύομε πώς είναι μιά έπιτυχημένη σύλληψη τού συγγραφέα. Γιατί αύτό πού ένόιαφέρει τό έργο δέν είναι ή δράση τον συγκεκριμένου άτόμον άλλά ό «χρησμός» του, πού κινεί τά νήματα τον έργον. 22. «Στάμος: Τό Στάδιο κι ό Λούης είναι ή Αναγέννηση τής Αρχαίας δόξας καί πρέπει νά είναι περήφανο τό έθνος πού τόν έγέννησε Αφτό τόν άνθρωπο...
23.
24. 25.
26.
27. 50
Περικλής: Κι άν έμπαινε στή γνώση κανενός νά έβανε Αγώνα γιά δποιον έχει τά μεγαλύτερα αύτιά καί τότες ή Ρωμιοσύνη έπρεπε νά περηφανεφτεί άν τύχαινε ό νικητής κι εϊταν Ρωμιός», σ. 127-128. Στήν α' πράξη ό Περικλής κατά μυστηριώδη τρόπο καταλαβαίνει Αγγλικά χωρίς νά ξέρει. Στή 6' δέχεται ν’ άρραβωνιαστεί μέ τή Μαρίνα, ενώ δλα δείχνουν πώς μάλλον τή Μάρθα ήταν φυσικό νά ζητήσει. Στή γ' ή Μαρίνα πέφτει νεκρή μόλις βλέπει τόν Περικλή νά φιλά τή Μάρθα. Άνεβάατηκε άπό τή Νέα Σκηνή τον Χρηστομάνον στις 26 τον Σεπτέμβρη τον 1903 γιά λίγες βραδιές. «"Οί Κούρδοι” είναι καθαρά έπίόραση τού Ίψεν. "Εχουν τό αύτό ποσόν ρεαλισμού, τήν αυτήν τάσιν πρός γενικοποίηαιν καί συμβολισμόν, Ακόμη καί τήν αύτήν σκηνικήν οικονομίαν -τρεις πράξεις εις τό ίδιον δωμάτων- μέ τονς Βρυκολακας και Το σπί τι τής κούκλας", τά μόνα ιψενικά έργα τά όποια έως τήν έποχήν έκείνην είχε γνωρίσει ό Καμπύσης.» (Γρ. Ξενόπουλος, «Οί Κούρδοι». περ. Παναθήναια, τόμ. Ζ . ’Οκτ, 1903, σ. 22 ί. «Γιατί ένας Ρωμιός πού κατά τήν κρίση του... (δέ χτηκε τήν έξωτερική θεωρία στές περιστάσεις τον Πέτρον, ήταν Αδύνατο νά έφτανε καί στές θυσίες της, (χρειάζονταν ή Αναγέννηση Απ’ τόν έαυτό του τουλάχιστο- κι έκεί δέν είχε φτάσει ό ήρωάς μου, δπως δέν είχα φτάσει κι έγώ τότε.» («Ψυχαρισμός καί Ζωή», "Απαντα, σ. 426). Βλ. "Αλκής θρύλος, δ.π., σ. λδ'.
28. Πρώτος πού παρατήρησε τό μειονέκτημα αύτό είναι ό Γρ. Ξενόπουλος. (βλ. άρθρο τον «Οί Κούρδοι», περ. Παναθήναια, τόμ. Ζ', Όκτ. 1903, σ. 23). 29. Ή πρώτη πράξη, μιά σκηνή άπό τή δεύτερη καί όλόκληρη ή τέταρτη καί τελευταία πράξη. 30. «Λένε γιά τούς ήρωισμούς μου. Ποιούς ήρωισμούς μου; Έγώ ήρθα Από τά ύπερβόρεια πού τραβιόμουν νά πνίξω τήν Ανάγκη πού νόμιζα, γιά νά μέ συντύχει μόνο μιά σφαίρα στις τόσες πού θά μέ κύκλωναν. Τον κάκον! Βοντονσα μέ τόν πόθο αύτό κι ό κόσμος τό νόμισε ήρωισμό μου», σ. 314. '31. «Γιαννάκης: Πάει! Ό πόθος πούχα μέσα μου τήν πή ρε τή ζωή μου- έπάγωσε τό γαϊμα μου μέσα στις φλέ βες. ‘Αχ, τήν Απάτητη κορφή δέ θάν τή φτάσω», σ. 249. 32. «Στό “Δ αχτυλίδι τής μάνας” διακρίνουμε τήν έπίδραση τόν Γεράρδου Χάουπτμαν, κάτι άπό τό γκρέ μισμα τον Ερρίκου άπό τ’ όνειρό του στή Βουλιαγ μένη καμπάνα ή κάτι Απ’ τή συνάντηση τού πραγμα τικού μέ τόν όνειρικό κόσμο τής ’Ανάληψης τής Ά ννέλας», Πέτρος Βασιλικός, δ.π. . σ. 68. 33. ’Από τό περιεχόμενό τον τό έργο όέν μπορεί νά θεω ρηθεί παραμυθόδραμα. Είναι μάλλον όνειρόδραμα, Αφού στηρίζεται σέ καθαρά Ονειρικά στοιχεία, πού δμως πλησιάζουν κατά πολύ σ’ αύτά τον παραμν34. Τήν άποψή μας (νισχύει καί ένα γράμμα τον Καμπύση, σταλμένο Από τό Μόναχο στόν Κ. Χατζόπουλο, μέ ήμερομηνία 11511899, στό όποιο κάνει λόγο γι’ αύ τή τή γυναικεία μορφή (βλ. "Απαντα, σ. 594).
ΒΙΡΤΖΙΝΙΑ ΓΟΥΛΦ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΦΑΡΟ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ ΔΕΚΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΒΡΑΔΥ ΑΛ. ΜΟΡΑΒΙΑ ΑΓΚΟΣΤΙΝΟ ΤΖΕΙΜΣ ΜΠΟΛΝΤΟΥΙΝ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΧΩΡΑ ΓΟΥΝΤΥ ΑΛΛΕΝ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΧΩΡΙΣ ΦΤΕΡΑ ΠΑΤΣΙ ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ ΤΥΦΩΝΑΣ ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΝΤΕΤΙ ΑΝΑΚΩΧΗ ΑΓΚΟΥΣΤΙΝ ΓΚΟΜΕΖ ΑΡΚΟΣ ΤΟ ΣΑΡΚΟΒΟΡΟ ΑΡΝΙ ΓΙΑΝ ΒΑΊ Σ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΑΤΩΜΑΤΑ
εκδόσεις οδυσσεας ΣΟΛΩΝΟΣ 116 - ΤΗΛ. 36.19.724
51
κ .
Θ. Δημαράς:
Δέν ενδιαφέρει ή κορυφή άλλά οι μέσοι όροι Στή σειρά τώ ν συνεντεύξεων που δημοσιεύουμε με γνω στούς πνευματικούς άνθρώπους, αύτή τή φ ο ρ ά φιλοξενούμε τό ν Κ. Θ. Δημαρά. Γιά τό σκοπό α υ τό παρακαλέσαμε τή συνεργάτριά μ ας Βασιλική Κοντογιάννη, πού τελειώ νει διδακτορική διατριβή ο τό Παρίσι, νά ζητήσει άπό τό ν Κ. Θ. Δ ημαρά νά μιλήσει στό «Διαβάζω» γιά τή ζωή κ α ί τό έργο του. Ή π ρόταση έγινε δεκτή. "Ετσι, π ραγματοπ οιήθηκαν ένανειλημμένες σχετικές συναντήσεις σε φ ιλικό κύκλο κ α ί άπό τίς συζητήσεις κ α ί τή ν άνταλλαγή άπόψεω ν προέκυψε, έπεξεργασμένο, τό κείμενο πού δημοσιεύεται έδώ. Π ό τ ε κ α ί π ώ ς ά ρ χ ισ ε ή έ π α φ ή σ α ς με τή λ ο γ ο τ ε χ ν ία , με τ ά γ ρ ά μ μ α τ α ; Η Π Ρ Ω Τ Η σ α ς ερ ώ τη σ η μ ο ϋ φ α ίν ε τ α ι ν ά δ ε ίχ ν ε ι κ ά τ ι π ο ύ κ α τ α ρ χ ή ν μ ε β ρ ίσ κ ε ι σ ύ μ φ ω ν ο : έ μ ε ϊς , δ λ ο ι δ σ ο ι δ ια κ ο ν ο ϋ μ ε σ τά γ ρ ά μ μ α τ α , έ χ ο υ μ ε, π ρ ο κ α λ ο ύ μ ε , σ υ χ ν έ ς ά φ ο ρ μ έ ς γ ι ά ν ά ε κ θ έ το υ μ ε τ ί ς ιδ ε ο λ ο γ ικ έ ς , τ ίς θ ε ω ρ η τ ικ έ ς , τ ί ς π ν ε υ μ α τ ικ έ ς μ α ς , γ ε ν ικ ά , ά π ό ψ ε ις . Π ο λ ύ π ι ό φ ε ιδ ω λ ο ί ε ίμ α σ τε π ρ ο κ ε ιμ έ ν ο υ ν ά ά π α σ χ ο λ η θ ο ύ μ ε μ έ τ ή ν β ιο τή μ α ς . Έ π ή γ α ν ά π ρ ο σ θ έ σ ω « φ υ σ ικ ά » , μ ά ε υ τ υ χ ώ ς π ο ύ δ έ ν τ ό ε ίπ α ; θ ά μο ϋ έ λ έ γ α τε ό τ ι α ύ τ ά ε ίν α ι ζ η τ ή μ α τ α ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ία ς , κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . Β ε β α ίω ς υ π ά ρ χ ο υ ν σ π ά ν ιε ς έ ξ α ιρ έ σ ε ις , ά ν θ ρ ω π ο ι π ο ύ έ γ ιν α ν γ ν ω σ τ ο ί, ή έ τιμ ή θ η κ α ν ,ά π ό μ ό ν ο τ ό ή μ ε ρ ο λ ό γ ιό τ ο υ ς· σ κ έ π τ ο μ α ι τή ν A nai's N in , τ ό ν L e a u ta u d , τό ν A m ie l. “Ο μ ω ς , σ τό π ο σ ο σ τ ό π ο ύ κ ά τ ι μ ά ς ζ η τ ε ίτ α ι ά π ό τ ό ν α ν α γ ν ώ σ τ η , α υ τ ό τ ό κ ά τ ι ε ίν α ι ά λ λ ο : ε ίν α ι ο ί γ ν ώ σ ε ις μ α ς , ό σ τ ο χ α σ μ ό ς μ α ς , ή τέ χ ν η μ α ς , ίσ ω ς , ά ν θ έ λ ετε. ’Ε γ ώ π ρ ο σ ω π ικ ά , έ τσ ι ά ν τ ιμ ε τ ώ π ισ α τ ό θ έ μ α μου · σ τή ν έ ρ γ ο γ ρ α φ ία μ ο υ , μ α κ ρ ά ε ν τ ο ύ τ ο ις , ζή τ η μ α ε ίν α ι ά ν θ ά β ρ ε ίτ ε τ ρ ε ις ή τ έ σ σ ε ρ ις ε π ισ τ ο λ έ ς μ ο υ γ ι ά π ρ ο σ ω π ικ ά μ ο υ θ έ ματα. 52
Σ υ ν επ ώ ς ή συνέντευ ξη μ π ο ρ εί ν ά π ρ ο σ φ έ ρ ε ι μ ιά κ ά π ο ια ε κ τό ν ω σ η σ ’ α υ τ ή ν τ ή ν κ λ α σ ικ ή α ύ σ τ η ρ ό τ η τ α π ο ύ π ισ τ ε ύ ω ό τ ι π ρ έ π ε ι ν ά ε ίν α ι ό κ α ν ό ν α ς γ ι ά τ ό ν λ ό γ ιο . Ύ σ τ ε ρ α , ά ν α γ ν ω ρ ίζ ω δ τ ι ό ά ν α γ ν ώ σ τ η ς μ π ο ρ ε ί ν ά έ χ ε ι κ ά π ο ια π ε ρ ιέ ρ γ ε ια γ ιά ν ά ξ έ ρ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α ω ς π ρ ό ς τ ό ν σ υ γ γ ρ α φ έ α τ ό ν ό π ο ι ο κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς δ ι α β ά ζ ε ι. Ε ίμ α σ τ ε σ ύ μ φ ω ν ο ι, λ ο ιπ ό ν , ν ά π ά μ ε κ α ί π ρ ό ς π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο β ιο τ ικ έ ς θ ε ω ρ ή σ ε ις , μ ιά π ο ύ τ ίς α ιτ ιο λ ο γ ή σ α μ ε . Θ ά π ρ ο σ έ θ ε τ α δ μ ω ς δ τ ι σ έ μ ιά τ έ τ ο ια δ ια π ρ α γ μ ά τ ε υ σ η π ρ έ π ε ι ν ά λ ο γ α ρ ι ά σ ο υ μ ε κ α ί τ ίς σ υ ν έ π ε ιε ς : Μ ιά π ρ ο ο π τ ικ ή υ π ο κ ε ιμ ε ν ικ ή . Δ έ ν μ ά ς π έ φ τ ε ι λ ό γ ο ς ν ά φ ε ρ θ ο ύ μ ε π ρ ό ς τ ο ύ ς ό μ ο χ ρ ό ν ο υ ς μ α ς λ ο γ ίο υ ς σ ά ν φ ε ρ έ φ ω ν ά τ ο υ ς . Ε κ ε ί ν ο ι , σ τή ν ώ ρ α τ ο υ ς , θ ά μ ιλ ή σ ο υ ν , ά ν θ έ λ ο υ ν κ α ί δ π ω ς θ έ λ ο υ ν . Σ ή μ ε ρ α θ ά φ έ ρ ω τ ή ν δ ικ ή μ ο υ μ ό ν ο μ α ρ τ υ ρ ία , κ α ί α υ τ ό ε ίν α ι π ο ύ , μ ο ιρ α ία , θ ά ά λ λ ο ιώ σ ε ι, δ π ω ς σ ά ς ε ίπ α , τ ή ν π ρ ο ο π τ ικ ή . “Α λ λ ο ς κ α ν ε ίς δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι έ δ ώ μ έσ α . Κ α λ ά . Θ ά μ ιλ ή σ ο υ μ ε δ η λ α δ ή γ ιά σ ά ς, μ ό ν ο , κ α ί γ ι ά τ ό έ ρ γ ο σ α ς. Τ ό ποιός κ α ί τ ό τί. Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω . Α ύ τ ό μ έ β γ ά ζ ε ι ά π ό μ ία εύ-
θ ύ ν η . Μ ό ν ο θ ά ζ η τή σ ω α κ ό μ η κ ά τ ι, έ λ α ττώ ν ο ν τ α ς , έ ν δ ε χ ο μ έ ν ω ς , τη ν έκ τα σ η τ ώ ν δ ύ ο α ύ τ ώ ν σ η μ ε ίω ν : ν ά π ρ ο σ θ έ σ ο υ μ ε κ α ί τό πώς- δ ,τ ι ε ίν α ι μ ε θ ό δ ευ σ η σ τη ν έ π ισ τή μ η μ α ς , έ ν α ά π ό τ ά θ έ μ α τ α π ο ύ ά δ ιά κ ο π α μέ άπασχολοϋν. " Ω σ τε, τό ποιος, τ ό τί κ α ί τ ό πώς. Σ ύ μ φ ω ν ο ι. Μ Α Λ ΙΣ Τ Α · κ α ί ύ σ τ ε ρ α ά π ό α ύ τ ά ά π α ν τ ώ σ τη ν ερ ώ τη σ ή σ α ς. Π ό τ ε ά ρ χ ισ ε . Π ο λ ύ ν ω ρ ίς . Έ δ ώ ε ίμ α ι έ τ ο ιμ ο ς π ά λ ι ν ά γ ε ν ικ ε ύ σ ω : δ έ ν έ χ ω ά σ χ ο λ η θ ε ϊ θ ε ω ρ η τ ικ ά μέ τ ή ν ψ υ χ ο λ ο γ ία τ ο ύ π α ιδ ιο ύ - ά λ λ ά έχ ω π ρ ο σ έ ξ ε ι ό τ ι σ υ ν ή θ ω ς ο ί ώ ρ ιμ ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι φ έ ρ ο ν τ α ι σ ά ν ν ά έ θ ε ω ρ ο ΰ σ α ν δ τ ι π ρ ί ν ά π ό κ ά π ο ια ή λ ικ ία τ ό π α ι δ ί δ έ ν σ κ έ π τ ε τ α ι. ’Α ν τ ίθ ε τ α , έγ ώ , β λ έ π ο ν τ α ς τ ίς ά ν τ ιδ ρ ά σ ε ις τ ώ ν β ρ ε φ ώ ν , έχ ω π ε ισ θ ε ϊ δ τ ι σ κ έ π τ ο ν τ α ι π ο λ ύ π ρ ί ν ά ρ χ ίσ ο υ ν ν ά ά ρ θ ρ ώ ν ο υ ν σ υ λ λ α β έ ς . ’Α π ό έ κ ε ϊ π ρ έ π ε ι ν ά ά ν α ζ η τ ο ΰ μ ε τή ν ά π α ρ χ ή τ ή ς π ν ε υ μ α τ ικ ή ς τ ο υ ς ζω ή ς. 'Ω ς π ρ ό ς τ ά ά λ λ α , ή ά π ό κ ρ ισ ή μ ο υ ε ίν α ι ά ρ ν η τ ικ ή : δ έ ν ξ έ ρ ω . Π ό τ ε έ σ κ ά ρ ω σ α τ ό ν π ρ ώ τ ο μ ου σ τ ίχ ο ; Δ έ ν ξ έ ρ ω . Π ά ν τ ω ς θ υ μ ο ύ μ α ι έ ν α σ α τ ιρ ικ ό τ ε τ ρ ά σ τ ιχ ο δ ι κ ή ς μ ο υ κ α τ α σ κ ε υ ή ς , π ο ύ έ τ ρ α γ ο υ δ ο ύ σ α σ τά 1912-13. Σ τ ίχ ο υ ς ; Ν Α Ι , β έ β α ια , ά λ λ ά κ α ί ή π ρ ό ζ α , ά φ η γ ή μ α τ α , δ έ ν ά ρ γ η σ ε ν ά ά κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι. Ά ς π ώ κ ιό λ α ς δ τ ι ή μ ο υ ν τ ρ ίτ ο π α ι δ ί , μέ δ ύ ο π ρ ε σ β ύ τ ε ρ ο υ ς ά δ ε λ φ ο ύ ς · τ ο ύ τ ο ε π ιτ α χ ύ ν ε ι τ ά ά ρ χ ό μ ε ν α ψ ε λ λ ίσ μ α τ α . 'Ω σ τ ό σ ο , μ ία σ ε ιρ ά ά π ό ε υ τ υ χ ισ μ έ ν ε ς σ υ μ π τ ώ σ ε ις τ ά έ κ ρ ά τη σ ε δ λ α α ύ τ ά ά δ η μ ο σ ίε υ τ α . Π ώ ς θ ά έ ξ η γ ο ύ σ α τ ε τή ν τ ρ ο π ή σ α ς πρ ό ς τά γράμματα; Δ Η Λ Α Δ Η νά πούμε δπ ω ς ό Μ άρκος Α ύρή λ ιο ς « Τ ά ε ις έ α υ τό ν » . « Π α ρ ά το ύ π ά π π ο υ » ... « π α ρ ά τ ή ς μ η τ ρ ό ς » ... Φ υ σ ικ ά έ κ ε ϊ υ π ά ρ χ ε ι έ ν α θ έ μ α ο ρ γ α ν ισ μ ο ύ , ρ ο π ή ς το ύ ο ρ γ α ν ισ μ ο ύ π ρ ό ς μ ία κ α τ ε ύ θ υ ν σ η . Ά λ λ ά έ χ ω τ ή ν ιδ έ α δ τ ι ή ρ ο π ή το ύ π α ιδ ιο ύ π ρ ό ς μ ία ή ά λ λ η κ α τ ε ύ θ υ ν σ η , δ , τ ι ο ν ο μ ά ζ ο υ μ ε κ λ ίσ η , μ π ο ρ ε ί ν ά π ά ρ ε ι π ο ικ ίλ ε ς ε φ α ρ μ ο γ έ ς. Δ η λ α δ ή , χ α ρ α κ τ η ρ ο λ ο γ ικ ά ο ί τ ύ π ο ι ε ίν α ι π ο λ ύ λ ιγ ό τ ε ρ ο ! ά π ό τ ά ε π α γ γ έ λ μ α τ α , ά ς τό π ο ύ μ ε έ τσ ι. Λ ο ιπ ό ν ό χ τ ύ π ο ς , τ ό ν ό π ο ι ο θ ά π ρ ο σ δ ιο ρ ίζ α μ ε χ α ρ α κ τ η ρ ο λ ο γ ικ ά έ τσ ι ή ά λ λ ιώ ς , ίσ ω ς ε ίν α ι α ύ τ ό ς π ο ύ ε ίν α ι κ α μ ω μ έ ν ο ς
Ό Κ. Θ. Δημαράς ατό γραφείο του γ ι ά ν ά γ ίν ε ι ο ρ γ α ν ω τ ή ς ε π ιχ ε ιρ ή σ ε ω ν , ά ρ χ ιτ έ κ τ ο ν α ς ή δ ο κ ιμ ιο γ ρ ά φ ο ς ή ά ρ χ α ιο λ ό γ ο ς , σ χ ε δ ια σ τ ή ς μ ό δ α ς ή ά ξ ιω μ α τ ικ ό ς . Ε ίπ α μ ε 5 π ρ ά μ α τ α , μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν ά π ο ύ μ ε 15. Σ υ ν ε π ώ ς π ρ έπ ει ν ά δεχθούμ ε α υ τό ν τόν ά νθρ ώ π ι ν ο τ ύ π ο ώ ς μ ία ά π α ρ χ ή , ά λ λ ά έ π ά ν ω σ ’ α υ τ ή ν ν ά δ ο ύ μ ε π ώ ς δ ια μ ο ρ φ ώ θ η κ ε σ ύ μ φ ω ν α μέ δ ε δ ο μ έ ν α , π λ έ ο ν , ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ά , ε ξ ω τ ε ρ ικ ά . Κ α ί ν ο μ ίζ ω δ τ ι έ κ ε ϊ θ ά έ β α ζ α τ ο ύ ς τ ρ ε ις , β α σ ικ ο ύ ς π ά ν τ α , σ υ ν τε λ ε σ τέ ς, π ο ύ ε ί ν α ι: τ ό σ π ίτ ι, ό δ ά σ κ α λ ο ς κ α ί ο ί π ρ ο σ ω π ι κ έ ς έ μ π ε ιρ ίε ς , ο ί ά ν α ζ η τ ή σ ε ις ο ί π ρ ο σ ω π ι κ έ ς , π έ ρ α , έξ ω , ά π ’ τ ό σ π ίτ ι κ ι ά π ’ τ ό δ ά σκαλο. Τ ό σ π ίτ ι, τ ό έ ν ν ο ε ΐτ ε δ η λ α δ ή σέ δλ η τ ο υ τ ή ν έ κ τα σ η , τ ή ν π λ η ρ ό τ η τ α , μέ τ ο ύ ς γ ο ν ε ίς , τ ο ύ ς σ υ γ γ ε ν ε ίς κ α ί τ ο ύ ς φ ίλ ο υ ς ; Ν Α Ι , τ ο ύ ς ο ικ ε ίο υ ς , τ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο ύ μ π α ιν ο β γ α ίν ο υ ν σ τ ά σ π ίτ ια . Κ α ί π ο ι ο ύ ς θ ά ά ν α φ έ ρ α τ ε σ ’ α ύ τ ό τό κύκλω μα; Φ Υ Σ Ι Κ Α , μ έσ α σ τή ν ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ία , μέ τή ν π ο λ υ μ έ ρ ε ιά τ η ς , θ ά π ρ έ π ε ι ν ά π έ σ ε ι κ α ί ή λ έξ η κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ό τ η τ α . Δ έ ν μ π ο ρ ε ί ν ά μήν υ π ά ρ χ ε ι κ λ η ρ ο ν ο μ ικ ό τ η τ α . Τ ό δ τ ι μ ο ιά ζ ε τ ε 53
σ το ν π α τ έ ρ α σ α ς , ε ίν α ι κ ά τ ι υ λ ικ ό . Π ώ ς θ ά μ π ο ρ ο ύ σ ε ν ά μ η ν ε ίχ ε ά ν τ α π ό κ ρ ισ η σε κ ά π ο ι ο έ σ ω τ ε ρ ικ ό κ ό σ μ ο ; Π ρ έ π ε ι ν ά τ ό δ ε χ θ ο ύ μ ε κ ι α υ τ ό . Σ υ ν ε π ώ ς , μ έσ α σ τη ν ο ικ ο γ έ ν ε ια , σ τό σ π ίτ ι, ν ά β ά λ ο υ μ ε κ α ί τ ά π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν α , τ ίς π α λ α ιό τ ε ρ ε ς γ ε ν ιέ ς , π ρ ό σ ω π α τ ά ό π ο ι α δ έ ν έγ ν ω ρ ίσ α μ ε. Α υ τ ή ή ο ν τ ό τ η τ α π ο ύ ε ίν α ι τ ό σ π ίτ ι, μέ τ ά σ υ μ π α ρ ο μ α ρ το ύ ν τα το υ ; Β Ε Β Α Ι Α , ε ίν α ι δ λ α α ύ τά ! Τ ό σ π ίτ ι μ α ς δ έ ν ή τ α ν λ ό γ ιο σ π ίτ ι, ή τ α ν ό μ ω ς έ ν α σ π ίτ ι π ο ύ τ ιμ ο ύ σ ε τη λ ο γ ιο σ ύ ν η . Θ ά μ ιλ ή σ ο υ μ ε γ ιά τ ο ύ ς ά λ λ ο υ ς σ υ ν τε λ ε σ τέ ς, ώ ς τ ρ ίτ ο ε ίπ α μ ε τ ίς π ρ ο σ ω π ικ έ ς ά ν α ζ η τ ή σ ε ις . Ο ι π ρ ο σ ω π ι κ έ ς ά ν α ζ η τ ή σ ε ις μ ο υ π ά ρ α π ο λ ύ έ ν ισ χ ύ θ η κ α ν , β ο η θ ή θ η κ α ν , ά π ό τ ί ς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς τ ίς ο ικ ο γ ε ν ε ια κ έ ς . Ή β ιβ λ ιο θ ή κ η τ ο ύ π α τ έ ρ α μ ου σ τό σ π ίτ ι: ισ τ ο ρ ία ά γ α π ο ύ σ ε · θ υ μ ά μ α ι τή ν σ ε ιρ ά τ ώ ν τό μ ω ν τ ο ύ Im b e r t d e S ain t-
Έργο-διογραφικά Ό Κ. Θ. Δημαράς γεννήθηκε στην ’Α θή να άπό γονείς έγκαταστημένονς εκεί. Ά π ό τή μεριά τοϋ πατέρα του είναι Μωραΐτης, ενώ ή μητρική τον καταγωγή εί ναι άπό τό Βορρά (Μακεδονία-Θράκη). Σπούδασε στό Πανεπιστήμιο τής Α θ ή νας, αλλά πήρε πτυχίο κ α ί διδακτορικό δίπλωμα άπό τό Π ανεπιστήμιο τής Θεσ σαλονίκης. Α σχολήθηκε επαγγελματικά μέ τό βιβλίο: έκδοση, εμπορία. Μετά τόν πόλεμο σννέβαλε στή σύσταση τοϋ Ιδ ρ ύ ματος Κρατικών Υ ποτροφ ιώ ν κ α ί τοϋ Βασιλικού, τότε, ’Ε θνικού σήμερα, Ιδ ρ ύ ματος. ’Ερευνών. Τήν εποχή τής δικτατο ρίας άπομακρύνθηκε άπό τά δύο ιδρύμα τα, στή διοίκηση τών όποιων έπαψε άπό τότε νά μετέχει. Δ ιετέλεσε πανεπιστημια κός καθηγητής στό Παρίσι, δπον ζ εΐ ένα « έ ρ ο ς τοϋ χρόνον. Ά π ό τό ογκώδες συγ γραφικό του έργο έπισημαίνουμε τήν « ’Ιστορία τής νεοελληνικής λογοτεχνίας» (έκδ. ’Ίκαρος), τόν τόμο «Νεοελληνικός διαφωτισμός» (έκδ. ’Ερμής) κ α ί «Τά ευ ρισκόμενα» τοϋ Δ. Καταρτζή (έκδ. ’Ό μ ι λος Μελέτης ’Ε λληνικού Διαφωτισμού). Ή πλούσια έργογραφία του, ή όποια ως τό τέλος τοϋ 1980 περιλάμβανε 447 τίτ λους, δημοσιεύεται στόν Ι Α ' τόμο τον περιοδικού « Ό Έρανιστής».
54
A m a n d , ή ά λ λ ο έ ν α ρ ά φ ι κ α λ ο ο ε μ έ ν α β ι β λ ία , τ ά έ ρ γ α το ύ Φ ρ ε ιδ ε ρ ίκ ο υ M a sso n γ ιά τ ό ν Ν α π ο λ έ ο ν τ α . Ε π ί σ η ς ή β ιβ λ ιο θ ή κ η το ύ π α π π ο ύ μ ο υ , το ύ π α π π ο ύ μ ο υ ά π ό τή μ ε ρ ιά τ ή ς μ η τέ ρ α ς μ ο υ , Ρ α κ τ ιβ ά ν , π λ ο υ τισ μ έ ν η έ π ιπ λ έ ο ν ά π ό τ ά π α ι δ ι ά τ ο υ , δ η λ α δ ή τ ο ύ ς θ ε ίο υ ς μ ο υ , κ α ί λ ο ιπ ά . " Ο λ α α ύ τ ά μ α ζ ί, β έ β α ια , ε ίν α ι τ ό σ π ίτ ι. Θ ά θ έ λ α τ ε ν ά π ε ίτ ε κ ά τ ι γ ιά τ ή ν ο ίκ ο γ έ ν ε ιά σ α ς; Μ Α α υ τ ό π ρ ύ ε ίπ α μ ε γ ιά λ ο γ ιο σ ύ ν η . Σ έ κ ά π ο ι α σ τιγ μ ή π ο ύ χ ρ ε ιά σ θ η κ ε ν ά δ ώ σ ω έ ν α υ π ό μ ν η μ α , γ ι ά τή ζω ή μ ο υ , τ ε λ ο σ π ά ν τ ω ν , ά ρ χ ισ α , π ο λ ύ σ ω σ τά , ά π ό τ ή ν ο ικ ο γ έ ν ε ια , γ ρ ά φ ο ν τ α ς μ ιά φ ρ ά σ η π ε ρ ίπ ο υ τέ τ ο ια : ό τ ι ο ί ο ικ ο γ έ ν ε ιε ς , κ α ί τ ο ύ π α τ έ ρ α μ ο υ κ α ί τή ς μ η τέ ρ α ς μ ο υ , ή τ α ν ε μ π ο ρ ικ έ ς , κ α ί γ ι ’ α ύ τ ό ά γ α π ο ύ σ α ν τ ά γ ρ ά μ μ α τ α . "Ε τσ ι έ β ρ έ θ η κ α κ α ί ά π ό τ ίς δ ύ ο μ ε ρ ιέ ς ν ά έ χ ω θ ε ίο υ ς ε π ι σ τή μ ο ν ες· σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α ν ο μ ικ ο ύ ς . Ό Ν ικ ό λ α ο ς Δ η μ α ρ ά ς , ό κ α θ η γ η τ ή ς τ ή ς Ν ο μ ικ ή ς , ή τα ν ά δ ελ φ ό ς το ύ π α τ έ ρ α μου. Ό Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο ς Ρ α κ τ ιβ ά ν ή τ α ν ά δ ε λ φ ό ς τ ή ς μ η τέ ρ α ς μ ο υ . ’Α π ό τ ή ν π λ ε υ ρ ά τ ώ ν Δ η μ α ρ ά δ ω ν δ έ ν θ ά ε ίχ α ν ά π ώ π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α , γ ια τ ί ε ίν α ι μ έ σ α σ τό σ π ίτ ι ό π α τ έ ρ α ς μ ο υ , μ έ τή ν β ι β λ ιο θ ή κ η τ ο υ π ο ύ σ ά ς τή ν ε ίπ α κ α ί ή ό π ο ι α μ έ έ θ ρ ε ψ ε π ο λ ύ ,σ τ ό ξ ε κ ίν η μ ά μ ο υ , ίσ ω ς κ α ί σ τή ν ρ ο π ή μ ο υ π ρ ό ς τή ν ισ τ ο ρ ία . 'Ο π ω σ δ ή π ο τ ε τ ό γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι ε ίχ α δ ύ ο ά δ έ λ φ ια μ ε γ α λ ύ τ ε ρ α , β ε β α ίω ς , π ο λ ύ μέ έβ ο ή θ η σ ε σ τά π ρ ώ τ α μ ο υ β ή μ α τ α . Ή τ α ν ή ε π ιθ υ μ ία το ύ μ ικ ρ ο ύ ν ά ε ξ ισ ω θ ε ί μ έ τ ο ύ ς μ ε γ ά λ ο υ ς , ν ά μ ή ν υ σ τε ρ ή σ ει· ή τ α ν , α κ ό μ η , ο ί ά ν α γ ν ώ σ ε ις , τ ά ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α , ή θ έρ μ η γ ύ ρ ω σ ’ α υ τ έ ς τ ίς ά σ χ ο λ ίε ς , τ ά ό π ο ια μο ύ ή ρ θ α ν ε κ α ί ά π ό τ ά δ υ ό μ ο υ ά δ έ λ φ ια . Κ α ί τ ώ ν δ ύ ο , ά λ λ ω σ τε , τ ά ο ν ό μ α τ α π ε ρ ν ο ύ ν σ τή ν έ ρ γ ο γ ρ α φ ία μ α ς. Κ α ί κ ά τ ι ά λ λ ο ίσ ω ς , τ ό δ τ ι κ α ν έ ν α ς δ έ ν σ ά ς ε π έ β α λ ε ν ά κ ά ν ε τ ε ο ρ ισ μ έ ν ο υ ε ίδ ο υ ς σ π ο υ δ έ ς . Π ρ έ π ε ι ν ά μ ε γ α λ ώ σ α τε σ έ θ ερ μ ή ά τ μ ό σ φ α ιρ α μ έσ α . Ν Α Ι . Φ ίλ ιο κ λ ίμ α έ σ χ η μ ά τ ιζ ε γ ύ ρ ω μ α ς ή ο ικ ο γ έ ν ε ια κ α ί ό κ ύ κ λ ο ς τ ώ ν γ ν ω ρ ίμ ω ν . Ά λ λ ο ι π ι ό ξ έ ν ο ι, ο ί γ ν ω σ τ ο ί τ ώ ν με γ ά λ ω ν ; Π ο ιο ύ ς έ χ ε τε σ τό ν ο ύ σ α ς; Α Π Ο τ ίς σ χ έ σ ε ις τ ίς φ ιλ ικ έ ς τ ώ ν γ ο ν έ ω ν μ ο υ , σ τό σ π ιτ ικ ό μ έ σ α , ε ίχ α α φ ο ρ μ έ ς ν ά π λ ο υ τ ίσ ω . Ζ α χ α ρ ία ς Π α π α ν τ ω ν ίο υ . ’Ε π ί
ά ρ κ ε τ ά χ ρ ό ν ια ή τ α ν π ο λ ύ ο ικ ε ίο ς τ ο ύ π α τ έ ρ α κ α ί τ ή ς μ η τέ ρ α ς μ ου . Ο ί Δ έ λ τ α , τ ό σ ό ι τό Δ ε λ τ έ ικ ο σ υ ν ο λ ικ ά . Π ο λ λ έ ς σ χ έ σ ε ις μέ τ ο ύ ς Ρ α κ τ ιβ ά ν κ α ί σ υ ν ε π ώ ς μέ τη μ η τέ ρ α μ ο υ . Τ ά β ιβ λ ία τ ή ς κ υ ρ ία ς Δ έ λ τ α ε ίν α ι, ά π ό τ ά π ρ ώ τ α β ιβ λ ία π ο ύ ή ρ θ α ν σ τά χ έ ρ ια μ ο υ , ά π ό τ ά ά δ έ λ φ ια μ ου . Μ έ τ ό ν Δ η μ ή τ ρ ιο Μ π α λ ά ν ο υ π ή ρ χ ε έ ν α ς δ ε σ μ ό ς ά ρ κ ε τ ά α ισ θ η τ ό ς μ έσ α σ τό σ π ίτ ι. Ά π ό τ ό ν Μ π α λ ά ν ο π ε ρ ν ά μ ε π λ έ ο ν σ ’ έ ν α χ ώ ρ ο π ο ύ π ο λ ιτ ι κ ά μ ο ϋ ή τ α ν ό λ ό τελα ξ ένο ς, ά λ λά π ο ύ ά π ό τή ν ά π ο ψ η τ ή ς π α ιδ ε ία ς σ υ ν ε τέ λ ε σ ε π ο λ ύ σ τη ν δ ι α μ ό ρ φ ω σ ή . μ ο υ . Ή Ά ν ν α Λ ά μ π ρ ο υ ή τ α ν σ τενή σ υ γ γ ε ν ή ς μέ τ ό ν Μ π α λ ά ν ο · ό Μ π α λ ά ν ο ς έ τσ ι μ ο ϋ ά ν ο ίγ ε ι τή ν π ό ρ τ α π ρ ό ς τ ά β ιβ λ ία κ α ί τ ό ά ρ χ ε ΐο τ ο ύ Σ π ύ ρ ο υ Λ ά μ π ρ ο υ . Ά λ λ ά α υ τ ά , ά ρ γ ό τ ε ρ α , μ ε τά τ ό ν θ ά ν α τ ο τ ο ύ Λ ά μ π ρ ο υ . Ύ σ τ ε ρ α , μ έ σ α ά π ό τ ό σ π ίτ ι π ρ έ π ε ι ν ά ά ν α φ έ ρ ο υ μ ε κ α ί τ ό ν Μ α ν ό λ η Τ ρ ια ν τ α φ υ λ λ ίδ η , ό ό π ο ι ο ς θ ά ά π ο τ ε λ έ σ ε ι έ ν α σ τ ο ιχ ε ίο ά π ό τ ή ν δ ε ύ τε ρ η ο μ ά δ α π ο ύ σ χ ε δ ιά σ α μ ε : ο ί δ ά σ κ α λ ο ι. 'Ο Μ α ν ό λ η ς Τ ρ ια ν τ α φ υ λ λ ίδ η ς · ε ίχ ε δ ε σ μ ό ε π ιγ α μ ία ς ή ο ικ ο γ έ ν ε ιά το υ μέ τη δικ ή μ α ς , κ α ί ό τ α ν ή ρ θ ε ά π ό τ ή ν Γ ε ρ μ α ν ία , ή τ α ν ε σ τ α θ ε ρ ά μ έσ α σ τό σ π ίτ ι μ α ς. 'Ό τ α ν φ ω τ ο γ ρ α φ ίσ α τ ε τ ό ν « Κ ύ ρ ιο Μ α ν ό λ η » ή σ α σ τ α ν 12 χ ρ ο ν ώ ν ή λ ιγ ό τερο; Π Ο Λ Υ λ ιγ ό τ ε ρ ο . Γ ύ ρ ω σ τ ά Ί 2 θ ά ή ρ θ ε ό Μ α ν ό λ η ς σ τή ν Ε λ λ ά δ α . Λ ίγ ο μ ε τά τ ά 1912 θ ά ε ίν α ι ή φ ω τ ο γ ρ α φ ία . Έ γ ώ ε ίμ α ι γ ε ν ν η μ έ ν ο ς σ τά ’4. Π ά ν τ ω ς ω ς π ρ ό ς τό σ π ίτ ι ν ο μ ί ζω δ τ ι α υ τά τ ά ο νό μ α τα άρ κ ο ϋ ν, ά φ οϋ θ υ μ η θ ο ύ μ ε κ α ί π ά λ ι τ ίς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς . Ό π ρ ώ τ ο ς Κ ο ρ α ή ς τ ό ν ό π ο ιο ε ίχ α κ α ί έ δ ιά β α σ α , κ α ί ό ό π ο ιο ς σ ήμερα εξα κ ο λ ο υ θεί ν ά υ π ά ρ χ ε ι σ ά ν υ λ ικ ό γ ι ά τή ν έ κ δ ο σ η τ ώ ν έ π ισ τ ο λ ώ ν , ή τ α ν ε ά π ό τ ό θ ε ίο μο υ Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο Ρ α κ τ ιβ ά ν . Έ τ σ ι γ ν ώ ρ ισ α , π α ι δ ί , τ ό ν Κ ο ραή. Ο ί δ ά σ κ α λ ο ι. Θ ά έ π ρ ε π ε ν ά β ά λ ο υ μ ε π ρ ώ τ α τ ό ν Μ α ν ό λ η π ά λ ι, ό ό π ο ι ο ς ε ίν α ι κ ο ν τ ά μ ο υ , π α ρ α κ ο λ ο υ θ ε ί τ ά π ρ ώ τ α μο υ β ή μ α τ α - μέ ε ίχ ε π ο λ ύ έ ν ν ο ια . Μ έ έ π α ιρ ν ε σ έ π ε ρ ιπ ά τ ο υ ς κ α ί σέ έ κ δ ρ ο μ έ ς μ α ζ ί, κ α ί ό λ ο τό ν κ α ιρ ό μού μ ιλ ο ύ σ ε γ ι ά τ ά θ έ μ α τ α τ ή ς π α ι δ ε ία ς . Π ρ έ π ε ι ν ά π ώ κ ά τ ι, π ο ύ μ ά ς β ο η θ ά ε ι ν ά δ ο ύ μ ε κ α λ ύ τ ε ρ α κ α ί τ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς τή ς έ π ο χ ή ς ε κ ε ίν η ς . Ό θ ε ίο ς μο υ ό Κ ω ν σ τ α ν τ ί ν ο ς Ρ α κ τ ιβ ά ν σ τ ά 1914, 1915, 1916, σ τ α δ ιο δ ρ ο μ ο ύ σ ε π ι ά σ τή ν π ο λ ιτ ικ ή · έ π η γ α ίν α μ ε π ε ρ ίπ α τ ο μ α ζ ί σ υ χ ν ά ο ί δ ύ ο . Μ ιά φ ο ρ ά , σ τό Φ ά λ η ρ ο , μέ έσ ύ σ τη σ ε σ τό ν Β ε ν ιζέ λ ο · ά λ λ ο
Ό Κ. θ. Δημαράς μέ τή γυναίκα του στήν Έχάλη τ ε , σ τό Φ ά λ η ρ ο π ά λ ι, ά π α ν τ ή σ α μ ε τ ό ν Μ α τσ ο ύ κ α · ό ρ θ ιο ς , φ ο ρ ώ ν τ α ς μ π ό τ ε ς κ α ί κ ά τ ι σ ά ν σ τ ρ α τ ιω τ ικ ή σ το λ ή , κ ρ α τ ώ ν τ α ς μ ιά μ ε γ ά λ η ξ ε δ ίπ λ ω τ η σ η μ α ία , ά π ά γ γ ε λ ν ε σ τ ίχ ο υ ς σ έ έ ν α ν μ ικ ρ ό κ ύ κ λ ο π ε ρ ιπ α τ η τ ώ ν , σ τό ν ό π ο ι ο π ρ ο σ τ ε θ ή κ α μ ε κ ι έ μ ε ίς . Έ β ρ έ θ η κ α έ τσ ι σ υ σ τη μ έ ν ο ς κ α ί σ ’ έ κ ε ϊν ο ν . " Ο μ ω ς ά λ λ ο ή θ ε λ α ν ά σ ά ς π ώ . Σ τ ό ν π ε ρ ίπ α τ ο , ό π ω ς κ ά ν ο υ ν τ ά π α ι δ ι ά , ό λ ο κ α ί το ύ έ θ ε τ α έρ ω τή σ ε ις ά π ό τ ί ς ά ν α γ ν ώ σ ε ις μ ο υ . Δ ε κ έ μ β ρ ιο το ύ 1915, έ β γ ή κ α ν ο ί « Β ω μ ο ί» το ύ Π α λ α μ ά . Μ ο ύ τ ο ύ ς ε ίχ α ν χ α ρ ίσ ε ι, κ ι έ γ ώ δ έ ν έ κ α τ α λ ά β α ιν α ό λ α τ ά π ο ιή μ α τ α . Σ χ ο λ ιά ζ α μ ε τή ν ά ν ο σ τ η π α ρ ω δ ία π ο ύ τ ο ύ ε ίχ ε κ ά ν ε ι ό Π ώ π , κ α ί ό θ ε ίο ς μ ο υ , σέ σ χ ε τ ικ έ ς ά π ο ρ ίε ς μ ο υ , μ ο ϋ ά ν έ λ υ σ ε τ ό π ο ίη μ α . « Μ ή ν τή ν ε ίδ α τ ε , δ ι α β ά τ ε ς κ α ί π ε ρ ά τ ε ς » ... Έ τ σ ι έ μ α θ α , λ ο ι π ό ν , ά π ό τ ό ν ν ο μ ικ ό α υ τ ό ν ό τ ι ν ε ρ α ϊδ ο μ ά ν α δ έ ν έ σ ή μ α ιν ε μ η τέ ρ α π ο ύ έ χ ε ι π α ι δ ι ά ν ε ρ ά ι δ ε ς , ά λ λ ά μ ιά ά ρ χ ο ν τ ικ ή κ α ί ε π ιβ λ η τ ικ ή ν ε ρ ά ιδ α ά ν ά μ ε σ α σ τ ίς π ι ό ν έε ς . Α ν ά λ ο γ ε ς γ ν ώ σ ε ις μ ο ϋ έ κ α λ λ ιε ρ γ ο ύ σ ε ό Μ α ν ό λ η ς Τ ρ ια ν τ α φ υ λ λ ίδ η ς , ά λ λ ά σέ ε π ίπ ε δ ο π ι ό κ ο ν τ ά μέ τ ό π ά θ ο ς τ ο υ τ ό γ λ ω σ σ ικ ό . Έ χ ω έ να ε π ισ κ ε π τ ή ρ ιό τ ο υ , μέ π έ ν θ ιμ ο π λ α ίσ ιο : ό θ ά ν α τ ο ς τ ή ς ά δ ε λ φ ή ς το υ τό χ ρ ο ν ο λ ο γ ε ί · ά π ό π ίσ ω έ χ ε ι γ ρ ά ψ ε ι: « το ύ μ ικ ρ ο ύ μ α λ λ ια ρ ο ύ έ ν α ς μ ε γ ά λ ο ς το υ φ ίλ ο ς» . Ό "μ ικ ρ ό ς α υ τ ό ς μ α λ λ ια ρ ό ς θ ά ή τ α ν , ό τ α ν τ ό έ λ α β ε , κ ά π ο υ δ έ κ α ε τώ ν , ίσ ω ς κ α ί λ ιγ ό τε ρ ο . Ό Μ α ν ό λ η ς π ο λ ύ μ έ π α ρ α σ τ ά θ η κ ε · ύ σ τ ε ρ α ε ίδ ε μ έ κ ά π ο ια δ υ σ π ισ τ ία τ ό ν δ ρ ό μ ο π ο ύ ε ίχ α π ά ρ ε ι, ά λ λ ά π ά ν τ ο τ ε μέ ε ν δ ια φ έ ρ ο ν κ α ί μέ μ ιά α υ σ τ η ρ ό τ η τ α π α τ ρ ικ ή , ν ά π ο ύ μ ε , έ π ρ ό σ εχ ε τ ίς ε ρ γ α σ ίε ς μ ο υ , κ α ί π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς έδ έ χ θ η κ ε ν ά σ υ ν ε ρ γ α σ τ ε ί μ α ζ ί μο υ γ ι ά ν ά β ε λ τιώ σ ε ι τ ά σ χ ε δ ιά σ μ α τ ά μου. Τ ό δ ρ ό μ ο π ο ύ ε ίχ α τ ε π ά ρ ε ι π ρ ό ς τ ά 55
πού; Π Ρ Ο Σ τ ά γ ρ ά μ μ α τ α , ά ς π ο ύ μ ε , γ ε ν ικ ά . Μ ε δ υ σ π ισ τ ία γ ια τ ί; Γ ΙΑ Τ Ι ή μ ο υ ν α τ ό τ ε ά ν ο ρ θ ό δ ο ξ ο ς . Α ν ο ρ θ ό δ ο ξ ο ς ώ ς π ρ ό ς ε κ ε ίν ο ν ε ν ν ο ε ίτ ε ; Ν Α Ι . Ε ίχ α μ ε δ ι α φ ο ρ έ ς σ τ ίς α ισ θ η τ ικ έ ς μ α ς κ ρ ίσ ε ις κ α ί σ τό ν τ ρ ό π ο χ ε ιρ ισ μ ο ύ τ ή ς δ η μ ο τ ικ ή ς . " Ο τα ν τ ο ύ π ή γ α ι ν α τ ίς δ ο κ ιμ έ ς μ ο υ , μ ο ύ έλ ε γ ε « α υ τό δ έ ν ε ίν α ι έ λ λ η ν ικ ό » . « Κ ύ ρ ιε Μ α ν ό λ η , Έ λ λ η ν α ς ε ίμ α ι κ α ί έ τσ ι σ κ έ π τ ο μ α ι, α ύ τ ό γ ρ ά φ ω , τ ί θ ά π ε ι δ έ ν ε ίν α ι έ λ λ η ν ι κ ό ;» Π ά ν τ ω ς , σ ά ς λ έω , μ έ π α ρ α σ τ ά θ η κ ε π ο λ ύ , κ α ί ό τ α ν , σ τό γ υ μ ν ά σ ιο , ε ίχ α π ρ ο β λ ή μ α τ α μ έ τ ή ν ε ξ έ λ ιξ ή μο υ τή σ χ ο λ ικ ή , π ά λ ι β ο ή θ η σ ε, π ά λ ι έ φ ε ρ ε κ ο ν τ ά σ τό σ π ίτ ι, σ τή μ η τέ ρ α μ ου, το ύ ς α ν θ ρ ώ π ο υ ς π ο ύ έπ ρ επ ε γ ιά ν ά μέ β ο η θ ή σ ο υ ν ε . Τ ό τ ε σ χ ε τ ίσ θ η κ α κ α ί ά γ ά πη σ α πολύ - κ α ί ά ντα γα π ή θ η κ α ε υ τυ χ ώ ς-, α γ ά π η σ α π ο λ ύ τ ό Σ τ ίλ π ω ν α Κ υ ρ ια κ ίδ η . Τ ώ ρ α τ ιμ ώ τ ή ν μ νή μ η το υ . Έ τ σ ι μ π ή κ ε σ τό σ π ίτ ι, φ ίλ ο ς τ ο ύ Μ α ν ό λ η . Λ ίγ ο π α ρ α π έ ρ α , ό τ α ν ά ρ χ ίζ ε ι τ ό σ χ ο λ ε ίο ν ά π α ίζ ε ι έ ν α ρ ό λ ο ο δ η γ η τ ικ ό γ ι ά τ ό π α ι δ ί ( ή τ α ν ή μέση ε κ π α ίδ ε υ σ η τ ό τ ε σέ δ ύ ο κ ύ κ λ ο υ ς , τό έ λ λ η ν ικ ό κ α ί τ ό γ υ μ ν ά σ ιο ) , σ τή ν τ ρ ίτ η έ λ λ η ν ικ ο ύ , τ ό 1 916-1917, ε ίχ α μ ία ισ χ υ ρ ή δ ό ν η σ η , ά π ό τ ίς σ χ έ σ ε ις μ ο υ μέ τό Γ ιά ν ν η Ά π ο σ τ ο λ ά κ η , ό ό π ο ι ο ς έ δ ίδ α σ κ ε τ ό τ ε τ ά ν έ α έ λ λ η ν ικ ό σ ’ α ύ τ ή ν τ ή ν τά ξ η . Τ ά μ α θ ή μ α τ ά τ ο υ , γ ι ά ό π ο ιο ν ε ίχ ε λ ο γ ιο σ ύ ν η μ έ σ α τ ο υ , ό π ο ι ο ν ε ίχ ε γ ε ν ν η θ ε ί γ ι ά τ ή ν λ ο γ ιο σ ύ ν η , ή τ α ν π ο λ ύ σ η μ α ν τ ικ ά . Θ υ μ ο ύ μ α ι έ π ίσ η ς ό τ ι ή τ α ν π ο λ ύ α υ σ τ η ρ ά κ α ί ά δ ικ α σ υ χ ν ά , ά λ λ ά π ρ ο κ α λ ο ύ σ α ν α υ τ ό ν τ ό ν κ λ ο ν ι σ μ ό π ο ύ λ έ ω , π ο ύ ε ίν α ι ά π ο φ α σ ισ τ ικ ό ς γ ιά τ ά π α ι δ ι ά γ ι ά ν ά μ ή ν ά π ο κ ο ιμ ο ύ ν τ α ι μ έσ α σ τή ν β ε β α ιό τ η τ α , ν ά μ ή ν δ έ χ ο ν τ α ι κ α θ ε σ τ ώ τ α , ν ά μ ά θ ο υ ν ε ν ά κ λ ω τ σ ά ν ε τέ λ ο ς π ά ν τ ω ν , γ ιά ν ά θ υ μ η θ ο ύ μ ε τ ό ν Π λ ά τ ω ν α . Ό Π α λ α μ ά ς τ ό τ ε ή τ α ν ε φ υ σ ικ ά υ ψ η λ ή μ ο ρ φ ή . Σ τ ά ν ε ο ε λ λ η ν ικ ά ά ν α γ ν ώ σ μ α τ α ό Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς έ δ ιά λ ε ξ ε « Τ ό κ ή ρ υ γ μ α τ ώ ν 'Υ δ ρ α ίω ν » : « Σ τ ή ν κ υ μ α τ ό δ α ρ τ η ν " Υ δ ρ α μ ιά μ έ ρ α , τ ή ς " Υ δ ρ α ς τ ά θ α λ α σ σ ιν ά π α ιδ ιά » κ α ί τ ά λ ο ιπ ά , « έ β ά λ α ν ε τό χ έ ρ ι σ τό Ε ύ ά γ γ έ λ ιο , κ ι έκ ή ρ υ ξ α ν μ ’ ά τρ ό μ η τ η κ α ρ δ ιά κ α ί μέ τ ή ς λ ε β ε ν τ ιά ς τ ό χ α μ ο γ έ λ ιο » . Ε κ ε ί ό Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς ά ν τ έ δ ρ α σ ε β ία ια · κ α ί ε ίχ ε δ ί κ ιο , β έ β α ια : « τή ς λ ε β ε ν τ ιά ς τ ό χ α μ ο γ έ λ ιο » . Ό ιδ α ν ισ μ ό ς τ ο υ κ α ί ή α ισ θ η τ ικ ή τ ο υ , ά λ λ ά κ α ί α π λ ώ ς ή 56
κ ρ ίσ η τ ο υ , ά π ε δ ο κ ίμ α ζ α ν τ ό χ α μ ο γ έ λ ιο λ ε β ε ν τ ιά ς τ ή ν ώ ρ α π ο ύ δ ί ν ε τ α ι τ έ τ ο ιο ς ό ρ κ ο ς . 'Ο ρ κ ί ζ ο ν τ α ι: « κ α λ ό τ υ χ ο ς α ύ τ ό ς π ο ύ έ γ ρ ά φ θ η ν ά ’β ρ ε ι τ ό θ ά ν α τ ο » κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . « ’Α ρ ν η τ ικ ή κ ρ ιτ ικ ή » , κ ά τ ι ε κ φ ρ ά ζ ε ι ό ό ρ ο ς α ύ τό ς · μ ά ό κ ρ ιτ ικ ό ς π ρ έ π ε ι ν ά ε ίν α ι κ α ί έ ξ ο μ ο λ ο γ η τή ς . Μ έ τ ή ν ά ρ ν η τ ικ ό τ η τ α α ύ τ ή ν ό Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς ά φ η ν ε ά π έ ξ ω τ ή ν κ α ί ρ ια δ ιά σ τ α σ η το ύ κ ρ ιτ ικ ο ύ έ ρ γο υ : τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο . " Ο ,τ ι μ έ ν ε ι ό τ α ν ά φ α ιρ ε θ ε ί α ύ τ ή , ε ί ν α ι ή π ε ρ ιθ ω ρ ια κ ό ή ά σ τ ά θ μ η τ ο , ή τ ε χ ν ικ ό ή υ π ε ρ β α τ ικ ό . Ά ς ε ίν α ι. " Ο τα ν μέ ρ ω τ ή σ α τ ε π ρ ί ν π ό τ ε ά ρ χ ισ α ν ά γ ρ ά φ ω , δ έ ν σ ά ς ε ίπ α κ α ί π ό τ ε ά ρ χ ισ α ν ά δ η μ ο σ ιε ύ ω : " Ε β γ α λ α τό π ρ ώ τ ο π ε ρ ιο δ ικ ό , σ τό σ χ ο λ ε ίο , σ τή ν τρ ίτη έ λ λ η ν ικ ο ύ , σ το ύ Μ α κ ρ ή . Δ έ ν ξ έ ρ ω ά ν τ ό ε ί δ ε ό Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς , δ έ ν ε ίμ α ι β έ β α ιο ς ά ν τό ε ίδ ε π ο τ έ το υ . Έ χ ε τ ε κ α ν έ ν α ά ν τ ίτ υ π ο ; Β Ε Β Α Ι Α , ά λ λ ά δ έ ν ξ έ ρ ω π ο ύ β ρ ίσ κ ε τ α ι· ά λ λ ω σ τε , π ο λ υ γ ρ α φ η μ έ ν ο σ τή ν α ρ χ ή , έ τυ π ώ θ η κ ε μ ό ν ο σ τ ά υ σ τ ε ρ ν ά ο λ ίγ α τ ε ύ χ η το υ . Ά π ο λ ο γ ή θ η κ α π ρ ί ν ό τ ι, ό π ω ς ό λ ο ι, ό σ ο ι ά σ χ ο λ ο ύ ν τ α ι μέ τ ά γ ρ ά μ μ α τ α , ά ρ χ ισ α φ υ σ ι κ ά μ έ δ η μ ιο υ ρ γ ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία , π ο ίη σ η κ α ί δ ιή γ η μ α . Κ α ί ε ίπ α ό τ ι ε υ τ υ χ ώ ς μέ π ρ ό λ α β ε ό χ ρ ό ν ο ς κ α ί δ έ ν δ η μ ο σ ιε ύ τ η κ ε τ ίπ ο τ α . Ά λ λ ά τ ώ ρ α σ κ έ φ τ ο μ α ι ό τ ι σ ’ α ύ τ ό τ ό π ε ρ ιο δ ικ ό μ έ σ α έ χ ε ι δ η μ ο σ ιε υ τ ε ί κ ά π ο ιο π ο ίη μ α , μέ δ ι κή μου υ π ο γ ρ α φ ή . Δ έν τόν ά φ ή νετε τόν Ά π ο σ το λ ά κ η ά κ ό μ α ν ο μ ίζ ω . Τ ό ν ά φ ή ν ε τ ε ; Μ Α ε ίμ α ι π ρ ό θ υ μ ο ς ν ά τ ό ν ά φ ή σ ω , γ ια τ ί τ ό ν ά φ η σ α έ ντ έλ ε ι. Π ά ν τ ω ς σέ ό λ α μ ο υ τ ά γ υ μ ν α σ ια κ ά χ ρ ό ν ια ή μ ο υ ν α κ ο ν τ ά το υ κ α ί ο ί ά ν η σ υ χ ίε ς μ ο υ ό τ α ν έ π λ η σ ία ζ α σ τή ν ώ ρ α π ο ύ θ ά έ π α ι ρ ν α τή σ τρ ο φ ή π ρ ό ς έ ν α έ π ά γ γ ε λ μ α έ κ φ ρ ά σ τ η κ α ν π ρ ό ς α υ τ ό ν , ό π ω ς έκφ ράσ τηκαν, πολύ έντονα , κ α ί π ρ ό ς σ υγγε ν ε ίς μ ο υ . Ε ίμ α ι π ρ ό θ υ μ ο ς ν ά ά φ ή σ ω τό ν Ά π ο σ τ ο λ ά κ η , γ ια τ ί έ νώ β ε β α ίω ς ώ φ ε λ ή θ η κ α π ά ρ α π ο λ ύ ά π ό τή σ υ μ π α ρ ά σ τ α σ η έ ν ό ς τέ τ ο ιο υ ά ν θ ρ ώ π ο υ , ν ο μ ίζ ω ό τ ι π ο λ λ έ ς π ν ε υ μ α τ ικ έ ς τ α λ α ιπ ω ρ ίε ς μ ο υ ά ρ γ ό τ ε ρ α ο φ ε ίλ ο ν τ α ι σ έ κ ε ίν ο ν , σ τ ά δ ιδ ά γ μ α τ α τ ά δ ι κ ά το υ . "Ω σπου ν ά α π α λ λ α γώ ά π ’ α ύ τό ν π έρ α σ α ν π ο λ λ ά χ ρ ό ν ια , τ ά ό π ο ι α μ π ο ρ ο ύ σ α ν ίσ ω ς ν ά ε ίχ α ν ε σ τ α θ ε ί π ι ό χ ρ ή σ ιμ α γ ι ά μ έν α . Α ύ τ ό π ά ν τ α ε ίν α ι έ ν α δ ί κ ο π ο μ α χ α ί ρ ι, γ ια τ ί μ ιά π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α π ο ύ σ ού έ π ιβ ά λ λ ε τ α ι μ π ο ρ ε ί β έ β α ια ν ά σέ
σ τ ρ έ ψ ε ι κ α ί π ρ ό ς δ ρ ό μ ο υ ς τ ο ύ ς ό π ο ι ο υ ς θ έ λ ε ις κ ά π ο ια σ τιγ μ ή ν ά π α ρ α τ ή σ ε ις κ α ί π ο ύ ε ίν α ι δ ύ σ κ ο λ ο ν ά τ ο ύ ς ά φ ή σ ε ις . Β Ε Β Α Ι Ω Σ . Θ υ μ ο ύ μ α ι τ ή ν θ έρ μ η μέ τ ή ν ό π ο ι α μ ο ϋ έ μ ιλ ο ϋ σ ε ό ’Α π ο σ τ ο λ ά κ η ς γ ιά έ ν α ν π α λ ιό το υ κ α θ η γ η τ ή τ ή ς μ α θ η μ α τ ικ ή ς , Σ χ ι ν ά , ν ο μ ίζ ω , σ τό γ υ μ ν ά σ ιο , σ τή ν Π ά τ ρ α , ν ο μ ίζ ω - ή τ α ν κ ι ε κ ε ί ή π ρ ο σ ω π ικ ή ά κ τ ιν ο β ο λ ία , ά λ λ ά κ α ί μ ιά κ ά π ο ια π ρ ο κ α τ α σ τ η μ έ ν η ά ρ μ ο ν ία . "Ο μ ω ς δ έ ν έ χ ο υ μ ε ν ά μ ιλ ή σ ο υ μ ε γ ι ά τ ή ν σ η μ α σ ία το ύ δ α σ κ ά λ ο υ σ τή ν δ ι α μ ό ρ φ ω σ η τ ο ύ π α ιδ ιο ύ . Ό ιδ α ν ισ μ ό ς π ο ύ χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ε ι όλ η τή ν π ρ ώ τ η π ε ρ ίο δ ο τ ώ ν ε ρ γ α σ ιώ ν μου δ έ ν θ ά ή τ α ν α ύ τ ό π ο ύ ή τ α ν , χ ω ρ ίς τ ό ν Ά π ο σ τ ο λ ά κ η . Ο ύ σ ια σ τ ικ ά , λ ο γ α ρ ιά ζ ω ό τ ι έ κ α ν α τ ρ ιά ν τ α χ ρ ό ν ια ώ σ π ο υ ν ά ά π ο χ ω ρ ισ θ ώ τ ό ν δ ά σ κ α λ ό μ ο υ . Π ο ιο ς σ ά ς ώ θ η σ ε π ρ ό ς τ ή ν θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ό τ η τ α ; Δ έ ν ε ίν α ι ό ’Α π ο σ τ ο λ ά κ η ς ; Α Σ Φ Α Λ Ω Σ ε ίν α ι. Ε ίν α ι ά π ό τ ό ν Ά π ο σ τ ο λ ά κ η π ο ύ ε ίσ ά γ ο μ α ι σ ’ έ ν α κ λ ίμ α ιδ α ν ικ ό , ιδ α ν ισ μ ο ύ , τ ο ύ ό π ο ιο υ ά ν ά λ ο γ α , ο μ ό λ ο γ α , ό π ω ς λ έμ ε σ ή μ ε ρ α , β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ τά γ α λ λ ικ ά γράμματα, πού τά πα ρ α κ ο λο υθώ πολύ π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ά π ό τ ’ ά λ λ α , ά π ό ο ικ ε ίω σ η π ρ ό ς τή γ α λ λ ικ ή γ λ ώ σ σ α . Μ έ τ ό ν Ά π ο σ τ ο λ ά κ η μ ε ίν α μ ε σ χ ε τ ικ ο ί ώ ς τ ό τέ λ ο ς, π ο λ ύ έ ν τ ά ξ ε ι. ’Α λ λ ά σ τεν ό τε ρ η ε ίν α ι ή σ χέσ η μ α ς ά κ ό μ α έ ω ς κ α ί τ ά « Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α τ α » το ύ Μ π α σ τ ιά - ό τ α ν μέ κ α λ ο ύ ν ό Δ ε λ μ ο ύ ζ ο ς κ α ί ό ’Α π ο σ τ ο λ ά κ η ς ν ά σ υ ν ε ρ γ α σ θ ώ σ τό π ε ρ ιο δ ικ ό τ ο υ . Α ύ τ ά ώ σ τό σ ο σ υ μ β α ίν ο υ ν π λ έ ο ν σ τά 1928, δ η λ α δ ή ή μ ο υ ν 24 ετώ ν . Τ ό ό τ ι ό μ ω ς ά κ ο λ ο υ θ ή σ α τ ε τ ό ν ιδ α ν ι σ μ ό , ε κ φ ρ ά ζ ε ι κ ά τ ι κ α ί γ ιά σ ά ς , δ έ ν ε ίν α ι έ τσ ι; Φ Υ Σ ΙΚ Α . Μ ά α ύ τ ά π ο ύ ε ίπ α μ ε π ρ ί ν γ ι ά τό έ π ά γ γ ε λ μ α , τ ή ν π ο ι κ ιλ ία π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά π ρ ο κ ύ ψ ει ά π ό ένα ν κ α ί μόνο τύ π ο χα ρ α κ τη ρ ο λ ο γ ικ ό , κ α ί α υ τ έ ς ο ί ρ ο π έ ς ε π ίσ η ς α π ο τ ε λ ο ύ ν πλενρία ό π ω ς λ έμ ε, έ λ λ η ν ικ ά , τ ίς fac e tte s , π λ ε υ ρ ία μ ιά ς ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ία ς π ο ύ ε ί ν α ι, ά π ό τή ν φ ύ σ η τ η ς , π ο λ ύ π λ ε υ ρ η , π ο λ υ σ ή μ α ν τη , π ο λ υ δ ύ ν α μ η . Ο ί σ χ έ σ ε ις μο υ μέ τό θ ε ιο ν έ π έ ρ α σ α ν φ ά σ ε ις δ ια δ ο χ ικ έ ς , γ ια τ ί ά ν β ρ ο ύ μ ε σ τή ν β ιβ λ ιο θ ή κ η μο υ το ύ L e D a n te c « L ’ A th e is m e » , σ τή ν έ κ δ ο σ η τ ο ύ F la m m a rio n - τό θ υ μ ά μ α ι σ ά ν ν ά τ ό ε ίχ α α ύ τ ή τή σ τιγ μ ή σ τ ά χ έ ρ ια μ ο υ - , φ α ν τ ά ζ ο μ α ι ό τ ι θ ά ε ίν α ι χ ρ ο ν ο λ ο γ η μ έ ν ο 1917, δ η λ α δ ή σ τ ά ’17,
π ο ύ ή μ ουνα μαθ ητής τού Ά π ο σ το λ ά κ η . Α ρ χ ί ζ ε ι κ α ί ό ά λ λ ο ς δ ρ ό μ ο ς , ά ν ο ίγ ε ι, χ ω ρ ίς ν ά δ ι α κ ο π ε ί α ύ τή ή σ χέσ η μέ τ ό ν Ά π ο σ τ ο λ ά κ η κ α ί μέ τ ό ν ιδ α ν ισ μ ό , ή ό π ο ι α ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε τ α ι σ τή ν σ υ ν ε ρ γ α σ ία ά κ ρ ιβ ώ ς μέ τ ά « Έ λ λ η ν ι κ ά Γ ρ ά μ μ α τ α » . Ά λ λ ά έ τσ ι φ τ ά σ α μ ε σ τ ά χ ρ ό ν ια τ ο ύ Π α ν ε π ισ τ η μ ίο υ . Δ η λ α δ ή , π ό τε; Μ Π Α ΙΝ Ω σ τό Π α ν ε π ισ τ ή μ ιο σ τ ά ’21 κ α ί έ χ ω ά π ο φ α σ ίσ ε ι π ι ά ν ά φ ιλ ο σ ο φ ή σ ω . Έ κ ε Γ ; σ τ ά δ ύ ο π ρ ώ τ α χ ρ ό ν ια , έ δ ίδ α σ κ ε , δ ά σ κ α λ ο ς μέ π ο λ ύ μ ε γ ά λ α δ ι δ α κ τ ικ ά π ρ ο σ ό ν τ α κ α ί μέ κ α τ α ν ό η σ η ά ξ ια λ ό γ ο υ - α ύ τ ό ς κ α θ α ρ ε ύ ε ι έ ν τ ο ν α κ α ί ε γ ώ ε ίμ α ι μ α λ λ ια ρ ό π ο υ λ ο , γ ν ω σ τό κ α ί μέ α υ θ ά δ ε ια μ α λ λ ια ρ ό π ο υ λ ο , τέ λ ο ς π ά ν τ ω ν - , ε ίν α ι ό Β ο ρ έ α ς - ό Β ο ρ έ α ς , ό ό π ο ι ο ς π ά ρ α π ο λ ύ μέ έ κ ίν η σ ε π ρ ό ς τ ή ν φ ι λ ο σ ο φ ία . Ά ν α φ ε ρ ό μ ε ν ο ς σ τή δ ικ ή τ ο υ ζω ή , μ ιλ ώ ν τ α ς μ ο υ ιδ ιω τ ικ ά , μέ έ ν ίσ χ υ σ ε σ τό ν ά ο δ η γ η θ ώ , ν ά π ο τ ισ θ ώ ά π ό τ ό ν ε π ισ τ η μ ο ν ι σ μ ό κ α ί ά π ό τ ό ν ρ ε α λ ισ μ ό τ ή ς έ π ισ τή μ η ς, ά π ό τ ό ν W u n d t, ά π ό τ ό ν ό π ο ιο ν έ β γ α ιν ε ά π ο λ ύ τω ς . Τ ό τ ε έ β λ ε π α π ο λ ύ κ α ί τ ίς ά δ ύ ν α τ ε ς π λ ε υ ρ έ ς το υ , ά λ λ ά β ε β α ίω ς ε π η ρ ε ά σ τ η κ α έ ν τ ο ν α ά π ’ α υ τ ό ν · ε π η ρ ε ά σ τ η κ α τό σ ο ώ σ τε ή ρ θ ε μ ία σ τιγ μ ή π ο ύ μέ ε ίχ ε π ε ίσ ε ι ό τ ι γ ιά ν ά γ ίν ω φ ιλ ό σ ο φ ο ς έ π ρ ε π ε ν ά μ ά θ ω θ ε τ ικ έ ς επ ισ τή μ ε ς . Θ ε τ ικ έ ς ε π ισ τή μ ε ς , δ η λ α δ ή τ έ σ σ ερ α χ ρ ό ν ια φ υ σ ικ ο μ α θ η μ α τ ικ ά . Α ν τ ί α υ τ ο ύ ά φ η σ α τή Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή σ χο λ ή κ α ί έ γ ρ ά φ τ η κ α σ τή ν ’Ι α τ ρ ικ ή , κ α θ α ρ ή έ γ γ ρ α φ ή , δ η λ α δ ή έχ ω φ ω τ ο γ ρ α φ ίε ς μ έ τ ή ν π ο δ ιά , ν ά κ ό β ω π τ ώ μ α τ α κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . "Ο λ α έ γ ιν α ν έντ ά ξ ε ι. Κ α ί έ τσ ι έ κ α ν α σ έ δ ύ ο χ ρ ό ν ια μ έσ α ... Π ο ιό ν κ α θ η γ η τ ή ε ίχ α τ ε σ τή ν ά ν α τ ο μ ία ; Τ Ο Ν Σ κ λ α β ο ύ ν ο . Σ κ λ α β ο ύ ν ο ς σ τή ν ά ν α τ ο μ ικ ή κ α ί Ρ ή γ α ς Ν ικ ο λ α ΐδ η ς φ υ σ ιο λ ο γ ία . Σ τ ό ν Ν ικ ο λ α ίδ η ο φ ε ίλ ω π ο λ λ ά , ό χ ι τό σ ο σ τή ν δ ιδ α σ κ α λ ία τ ο υ - ή τ α ν π ι ά τ ό τ ε π ο λ ύ κ ο υ ρ α σ μ έ ν ο ς - ό σ ο σ τή ν π ρ ο γ ε ν έ σ τ ε ρ η δ ρ ά ση τ ο υ : ό λ ό τ ε λ α ά θ ε ο ς , ό λ ό τ ε λ α δ ο σ μ έ ν ο ς σ τή ν έ π ισ τ ή μ η , σ τή φ υ σ ικ ή . Ε ίχ α κ ι ά λ λ ο υ ς κ α λ ο ύ ς δ α σ κ ά λ ο υ ς τ ό τ ε , ε ίχ α τ ό Σ κ ο ύ φ ο . Μ έ σ υμ π ά θη σ ε, κ ι έγώ το ύ τό α ντα π έδ ω σ α . “Η ξ ε ρ ε τ ο ύ ς δ ι κ ο ύ ς μου- ή μ α σ τ α ν χ ω ρ ισ μ έ ν ο ι π ο λ ιτ ι κ ά ά π ό τ ό ν δ ιχ α σ μ ό ( ή τ α ν ε μέ τ ο ύ ς β α σ ιλ ικ ο ύ ς ) , ά λ λ ά μο ύ μ ιλ ο ύ σ ε μέ π ο λ λή ά γ ά π η , κ α ί γ ιά τή ν ο ίκ ο γ έ ν ε ιά μ ο υ , ή ξ ε ρ ε τ ό σ π ίτ ι μ α ς , τ ό ν μ ικ ρ ό μ α ς κ ή π ο , μ ο ύ τό ν ά νέφ ερ ε. Α ύ το ί ή τα ν ο ί δ ά σ κ α λ ο ί μου. Έ ν α κ λ ίμ α θ έ ρ μ η ς κ α ί έ μ π ισ το σ ύ ν η ς . ’Ο φ ε ίλ ω 57
π ο λ λ ά σ τό π λ η σ ία σ μ ά μ ο υ ε κ ε ίν ο π ρ ό ς τ ις θ ε τ ικ έ ς έ π ισ τ ή μ ε ς , με τ ίς ό π ο ι ε ς έ τσ ι ε π έ τ υ χ α ο π ω σ δ ή π ο τ ε ν ά ο ίκ ε ιω θ ώ μ έ σ α σέ δ ύ ο χ ρ ό ν ια , ό π ω ς σ ά ς έ λ ε γ α . Έ τ σ ι , έ ν ισ χ υ μ έ ν ο ς ά π ό δ λ α α ύ τ ά , ξ α ν α π η γ α ίν ω σ τη ν Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή . Τ ρ ίτ ο έ το ς . Τ ό τ ε έ β ρ ή κ α τ ο ύ ς ν ε ο τ έ ρ ο υ ς μ ο υ , μ έ τ ο ύ ς ό π ο ιο υ ς έ γ ιν α σ υ μ φ ο ιτ η τ ή ς . Ά π ό κ ε ί έ τε λ ε ίω σ α , α λ λ ά δ έ ν έ δ ω σ α π τ υ χ ια κ έ ς έ ξ ε τ ά σ ε ις. Π ο λ ύ ά ρ γ ό τ ε ρ α έ τα κ τ ο π ο ίη σ ά τ ο ύ ς ά κ α δ η μ α ϊκ ο ύ ς μ ο υ τ ίτ λ ο υ ς . Σ ’ α ύ τή τ ή ν ε π ισ τ ρ ο φ ή μ ο υ σ τή Φ ιλ ο σ ο φ ικ ή σ χο λ ή έ β ρ ή κ α κ α ί τ ό ν Ά μ α ν τ ο κ α θ η γ η τ ή , σ τ ά ’2 5 -’26 κ α ί ’2 6 -’27. Μ α ζ ί το υ σ υ ν δ έ θ η κ α π ο λ ύ , ν ο μ ίζ ω ό τ ι ε ίν α ι ά π ό τ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς ο ί ό π ο ι ο ι μ οϋ έ ν ε θ ά ρ ρ υ ν α ν μ ία ισ χ υ ρ ή τά σ η π ρ ό ς τ ή ν θ ε ώ ρ η σ η τ ο ύ κ ό σ μ ο υ μ έσ α ά π ό τή ν δ ι α χ ρ ο ν ί α . Α φ ο ύ κ ο υ β ε ν τ ιά ζ ο υ μ ε γ ι ά ν ά π ε ρ ν ά ε ι ή ώ ρ α , ν ά π ώ κ ιό λ α ς ό τ ι ό Ά μ α ν τ ο ς σ υ ν ε τέ λ ε σ ε π ο λ ύ σ τό ν ά π ά ω π ρ ό ς τή ν ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς .
σ υ μ π ε θ ε ρ ιό μέ τ ό ν Η ρ α κ λ ή Ά π ο σ τ ο λ ίδ η · τ ό τ ε ε ίν α ι χ ρ ό ν ια π ο ύ έ χ ω ά ρ χ ίσ ε ι ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ά ν ά σ υ ν ε ρ γ ά ζ ο μ α ι μέ τή « Μ εγά λ η Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ια » κ α ί, υ π α λ λ η λ ικ ά π λ έ ο ν , ν ά π ώ , μ έ σ α σ τό σ χ ή μ α τ ή ς ε τ α ιρ ε ία ς « Μ α κ ρ ή ς » π ρ ώ τ α κ α ί τ ή ς έ τ α ιρ ε ία ς « Π υ ρ σ ό ς » ύ σ τ ε ρ α , κ α ί έ τσ ι έ χ ω κ α ν ο ν ικ ή σ χέσ η μ έ τό ν Η ρ α κ λ ή , ά ρ χ ισ υ ν τ ά κ τ η τ ή ς Ε γ κ υ κ λ ο π α ί δ ε ια ς , κ α ί τ ό ν Κ ώ σ τ α Π α π α λ ε ξ ά ν δ ρ ο υ . Μ έ ο δ η γ ο ύ ς έ κ ε ίν ο υ ς , θ ά π ε ρ ά σ ω σέ ε π ιφ υ λ λ ί δ ε ς τ ο ύ η μ ε ρ ή σ ιο υ τ ύ π ο υ , « Π ρ ω ία » , « Π ο λ ι τ ε ία » . Έ ν α β ή μ α π α ρ α π έ ρ α θ ά φ θ ά σ ω σέ κ ά τ ι π ο ύ φ α ίν ε τ α ι σ ά ν ο ρ ισ τ ικ ό τ ε ρ ο ς δ ε σ μ ό ς: ε ίν α ι ό Γ ε ρ ά σ ιμ ο ς Λ ύ χ ν ο ς , ό ό π ο ιο ς έ ξ έ δ ιδ ε τ ό τ ε τ ό π ε ρ ιο δ ικ ό « Π ε ιθ α ρ χ ία » . Μ έ τ ό ν Λ ύ χ ν ο β ρ ίσ κ ο μ α ι σ τό κ λ ίμ α π λ έ ο ν το ύ « Β ή μ α το ς» . Ό Λ ύ χ ν ο ς ή τ α ν ά ρ χ ισ υ ν τ ά κ τ η ς , δ ι ευθυ ντή ς;
Δ Ε Ν ξ έ ρ ω . ΤΗ τ α ν ά π ό τ ά ε π ιτ ε λ ικ ά π ρ ό σ ω π α τ ο ύ « Β ή μ α το ς» . Ή τ α ν π ο λ ύ κ ο ν τ ά σ τό ν Δ η μ ή τ ρ ιο Λ α μ π ρ ά κ η . Α υ τ ό ς , ό Φ τ έ ρ η ς , ά λ λ ο ι. Κ α λ ά · α υ τ ο ί δ έ ν ε ίν α ι π ι ά δ ά σ κ α λ ο ί μ ο υ , ε ίν α ι π ρ ε σ β ύ τ ε ρ ο ί μ ο υ σ υ ν ο δ ο ιπ ό ρ ο ι, κ α λ ό β ο λ ο ι, π ι ό έ μ π ε ιρ ο ι ά π ό μ έ ν α , π ο ύ μέ β ο η θ ο ύ ν σ τ ο ρ γ ικ ά σ τό ξ ε κ ίν η μ ά μ ο υ . Σ τ ό μ ε τ α ξ ύ , ά π ό τ ά γ υ μ ν α σ ια κ ά μ ο υ χ ρ ό ν ια κ α ί τ ά π ρ ώ τ α π α ν ε π ισ τ η μ ια κ ά ο ί π α ρ έ ε ς μ ο υ , Α π ό φ α σ η υ π ο υ ρ γ ικ ή ; ά π ό τ ίς ό π ο ι ε ς π ρ ο έ κ υ ψ α ν κ α ί φ ιλ ίε ς , π α ί ρ ν ο υ ν ο λ ο έ ν α κ α ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ η λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ή Ν Α Ι , δ ικ ή το υ ά π ό φ α σ η . Ν ο μ ίζ ω ό τ ι θ ά , χ ρ ο ιά . 'Ο Ν ίκ ο ς Χ ά γ ε ρ Μ π ο υ φ ίδ η ς , ό Γ ιά ν υ π ά ρ χ ε ι κ ά π ο υ μ έσ ’ σ τ ά χ α ρ τ ιά μ ο υ έ ν α έ γ ν η ς Μ π ε ρ ά τ η ς , σ υ μ μ α θ η τή ς μ ο υ , ό Ρ ώ μ ο ς γ ρ α φ ο σ χ ε τικ ό . Σ τ ό Π α ν ε π ισ τ ή μ ιο , ό π ω ς Φ ιλ ύ ρ α ς , π ο λ ύ ε ν ω ρ ίς , ό Ά γ ρ α ς , ό Π α ρ ά σ ά ς ε ίπ α , δ έ ν π ή ρ α δ ίπ λ ω μ α . Τ ρ έ π ο μ α ι σ χ ο ς , ά λ λ ο ι. π ρ ό ς τή ν ζω ή τ ή ν κ ο ιν ω ν ικ ή , τ ή ν ε π α γ γ ε λ μ α τ ικ ή κ α ί ο ικ ο γ ε ν ε ια κ ή κ α ί δ έ ν σ υ ν ε χ ίζ ω Ε ίν α ι κ α θ ιε ρ ω μ έ ν ο π λ έ ο ν ν ά ά ν α φ έ π ρ ό ς τή ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η π ο ύ θ ά ά π α ιτ ο ύ σ ε δ ί ρ ε σ τε μ έσ α σ τά π ρ ό σ ω π α π ο ύ ά π α ρ τ ίπ λ ω μ α . Έ χ ω ά ρ χ ίσ ε ι ν ά γ ρ ά φ ω κ α ί ν ά δ η ζ ο υ ν τή γ ε ν ιά τ ο ύ ’30. Τ ί θ ά ε ίχ α τ ε ν ά μ ο σ ιε ύ ω . Ά ν έ φ ε ρ α τ ά « 'Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α π ε ίτ ε ; Π ώ ς β λ έ π ετ ε τ ό ν ε α υ τ ό σ α ς σ έ τ α » τ ο ύ Μ π α σ τ ιά · θ ά έ π ρ ε π ε έ δ ώ ν ά θ υ μ η σχέσ η μ έ τή γ ε ν ιά τ ο ϋ ’30 τ ό τ ε , κ α ί θ ώ κ α ί ν ά τιμ ή σ ω μ ε ρ ικ ο ύ ς ά π ό τ ο ύ ς ά ν τ ή ν ά π ό σ τ α σ η ά π ό τή γ ε ν ιά τ ο ϋ ’30 θ ρ ώ π ο υ ς ο ί ό π ο ι ο ι μ έ β ο ή θ η σ α ν ν ά υ π ε ρ ν ι σήμερα; κ ή σ ω τ ό φ ρ ά γ μ α τ ώ ν π ρ ώ τ ω ν ε π α φ ώ ν μέ τ ό ν τ ύ π ο , μ έ τ ό έ ν τ υ π ο . Έ κ ε ΐ ε ίν α ι ό Ά ρ ι Δ Ε Ν ν ο μ ίζ ω ό τ ι π ρ έ π ε ι ν ά υ π ε ρ β ά λ λ ο υ μ ε σ τ ο ς Κ α μ π ά ν η ς· π ο λ ύ ε κ λ ε κ τό ς ά ν θ ρ ω π ο ς · τ ή ν σ η μ α σ ία τ ώ ν γ ε ν ε ώ ν . Ή γ ε ν ε ά ώ ς ε ν ό πή ρ ε ένα ν δρ όμ ο π ο ύ δέν ή τα ν ό δ ικ ό ς μου, τ η τ α σ τή ν έ ρ ε υ ν α ε ίν α ι κ ά τ ι χ ρ ή σ ιμ ο , δ η λ α σ έ θ έ μ α τ α π ο λ ιτ ικ ή ς ιδ ε ο λ ο γ ία ς , ά λ λ ά π ά ν δ ή ε π ιτ ρ έ π ε ι ν ά δ ια κ ο σ μ ε ί ό ε ρ ευ ν η τή ς τό τ ο τ ε μ έ π ο λ ύ σ εβ α σ μ ό τ ό ν σ χ ε τ ίσ θ η κ α κ α ί υ λ ικ ό τ ό ό π ο ι ο έ χ ε ι, ν ά τ ό κ α τ α τ ά σ σ ε ι, ν ά τ ό ν σ κ έ π τ ο μ α ι. Ε κ ε ί ν ο ς μέ φ έ ρ ν ε ι κ ο ν τ ά τ ό δ ια τ ά σ σ ε ι. Ά λ λ ά δ έ ν π ρ έ π ε ι ν ά δ ίν ο υ μ ε σ τ ίς π ρ ώ τ ε ς ε φ η μ ε ρ ίδ ε ς μέ τ ίς ό π ο ιε ς ά ρ γ ό μ ία υ π ε ρ β α τ ικ ή σ η μ α σ ία σ τό π ρ ά γ μ α . Ή γ ε τ ε ρ α σ υ ν ε ρ γ ά σ τ η κ α γ ρ ά φ ο ν τ α ς ε π ιφ υ λ λ ίδ ε ς . ν ιά ά ξ ίζ ε ι ό σ ο ε ίν α ι ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι τ ρ ιά ν τ α Α ύ τ ά ά ν ά γ ο ν τ α ι π ι ά γ ύ ρ ω σ τ ά χ ρ ό ν ια 1927. ε τώ ν , έ ω ς τ ά τ ρ ιά ν τ α τ ρ ία τ ο υ ς χ ρ ό ν ια , Ε π ίσ η ς μέ β οήθησ ε πο λ ύ ό Κ ώ σ τα ς Π α π α λ εά φ ο ύ κ ά θ ε α ιώ ν α ς χ ω ρ ίζ ε τ α ι σέ τ ρ ε ις γ ε ξ ά ν δ ρ ο υ , σ εμ ν ό ς λ ό γ ιο ς . Ε ίχ ε ένα, σ τεν ό ν ιέ ς . Ά π ό κ ε ΐ κ α ί π έ ρ α δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι γ ε ν ιά · Ά π ό τ ό τ ε κ ιό λ α ς ;
Ο Χ Ι , ά ρ κ ε τ ά ά ρ γ ό τ ε ρ α . Ν ο μ ίζ ω σέ κ ά π ο ια σ τιγ μ ή π ο ύ β ρ έ θ η κ ε υ π ο υ ρ γ ό ς τ ή ς Π α ιδ ε ία ς ή ξ ε ρ ε ό τ ι ε ίχ α ά σ χ ο λ η θ ε ϊ, ε ίχ α δ ι δ ά ξ ε ι, ό π ω ς θ ά σ ά ς π ώ εν σ υ ν ε χ ε ία , κ α ί π ρ ο κ ά λ ε σ ε μ ία π ρ ά ξ η , ό ό π ο ι α μ ο ϋ ά ν έ θ ε τ ε τ ή ν σ ύ ν τ α ξ η μ ια ς ισ τ ο ρ ία ς τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς .
58
ύ π ά ρ χ ο υ ν ε ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι, ο ί ό π ο ι ο ι έ μ ε γ ά λ ω σ α ν μ α ζ ί, ε ίδ α ν τ α υ τ ό χ ρ ο ν α τ ά ίδ ι α φ α ιν ό μ ε ν α , ε π η ρ ε ά σ τ η κ α ν τη ν ίδ ι α σ τιγ μ ή ά π ό τ ίς ίδ ιε ς έ ξ ω τ ε ρ ικ έ ς ε π ιδ ρ ά σ ε ις , τ ο ύ ς ίδ ιο υ ς ν έ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς κ α ί λ ο ιπ ά , κ α ί κ α τ ό π ιν έ π ή ρ α ν ό κ α θ έ ν α ς τ ό δ ρ ό μ ο το υ . Τ ο ν ά μ ιλ ά μ ε σ ή μ ε ρ α , γ ι ά μ ία π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α σ η μ ε ρ ιν ή , α ν α γ ό μ ε ν ο ι σέ κ ά τ ι π ο ύ ε ίν α ι π ίσ ω π ε ν ή ν τ α χ ρ ό ν ια , ε ίν α ι έ ν α λ ά θ ο ς ισ τ ο ρ ικ ό . Ά π ό τή γ ε ν ιά τ ο ύ ’30 έ β γή κ ε ό Θ ε ο τ ο κ ά ς , π ο ύ έ π ή ρ ε ύ σ τ ε ρ α γ ρ α μ μ ή δ ικ ή τ ο υ , ή ό π ο ι α δ έ ν ε ίν α ι π ι ά ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε υ τ ική τ ή ς γ ε ν ιά ς το ύ ’30· έ β γή κ ε ό Τ ε ρ ζ ά κ η ς , γ ι ά τ ό ν ό π ο ιο θ ά π ώ π ά λ ι τ ό ίδ ιο - έ β γή κ ε ό Σ ε φ έ ρ η ς · δ ια μ ό ρ φ ω σ ε τ ή ν δ ικ ή το υ π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α . Ε ίν α ι α δ ύ ν α τ ο ν σ ή μ ε ρ α ν ά ξ α ν α φ τ ιά ξ ε ι ς μ ία γ ε ν ε ά μέ δ λ ο υ ς α υ τ ο ύ ς τ ο ύ ς π ο λ ύ δ ι α φ ο ρ ο π ο ιη μ έ ν ο υ ς τ ε χ ν ίτ ε ς τ ο ύ λ ό γου.
Δ η λ α δ ή ε ν ν ο ε ίτ ε δ τ ι α υ τ ο ί ο ί λ ο γ ο τ έ χ ν ε ς ε ίχ α ν π ο λ λ ά κ ο ιν ά σ τ ο ιχ ε ία ό τ α ν ή τ α ν ν έ ο ι κ α ί μ ε τά ξ ε χ ώ ρ ισ α ν . Β Ε Β Α Ι Α , μ ε τά δ ια φ ο ρ ο π ο ιή θ η κ α ν . Έ τ σ ι ε ίν α ι. Τ ώ ρ α ά ν μέ ρ ω τ ο ύ σ α τ ε , μ έσ α σ τή ν ισ τ ο ρ ία π ι ά , τ ί θ ά β λ έ π α μ ε γ ι ά τή γ ε ν ιά το ύ ’3 0 , δ έ ν μ’ έ χ ε ι π ο λ ύ ά π α σ χ ο λ ή σ ε ι τ ό θ έ μ α , ά λ λ ά π ρ ό χ ε ιρ α , ά π ό τ ή ν ε μ π ε ιρ ία μ α ς , ν ο μ ί ζ ω δ τ ι μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά β ρ ο ύ μ ε δ υ ό τ ρ ία κ ο ιν ά σ υ σ τ α τ ικ ά . Π ρ ώ τ ο ν ε ίν α ι έ ν α ς κ ό ρ ο ς κ α ί μ ία δ υ σ α ρ έ σ κ ε ια ά π ό τ ίς π ρ ό σ φ α τ ε ς λ ο γ ο τ ε χ ν ικ έ ς έκ δ ή λ ώ σ ε ις τ ώ ν π α λ α ιο τ έ ρ 'ω ν λ ο γ ίω ν , μ ία ρ ο π ή π ρ ό ς τ ό δ ο κ ίμ ιο , τή σ τ ο χ α σ τ ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία κ α ί ή κ λ α σ ικ ή θέλ η σ η δ ια σ τ ο λ ή ς ά π ό τ ο ύ ς π ρ ε σ β υ τ έ ρ ο υ ς . Τ έ λ ο ς , σ τ α τ ισ τ ικ ά π ά ν τ α μ ιλ ο ύ μ ε , ο ί έ κ π ρ ό σ ω π ο ι τ ή ς γ ε ν ιά ς ε ίν α ι κ α τ ά π λ ε ιο ν ό τ η τ α π α ι δ ι ά ά π ό ε ύ κ α τ ά σ τ α τ ε ε
Ό Κ. θ. Αημαράς στήν Έκάλπ 59
’α σ τ ικ έ ς ο ικ ο γ έ ν ε ιε ς , β ε ν ιζ ε λ ικ έ ς . Ό ’Α λ έ ξ α ν δ ρ ο ς 'Α ρ γ υ ρ ί ο υ έ γ ρ α ψ ε , ό σ ο ξ έ ρ ω , δ ύ ο φ ο ρ έ ς γ ιά τη ν κ α μ π ύ λ η τώ ν ά π α σ χ ο λ ή σ ε ώ ν σ α ς μ έ σ α σ τά γ ρ ά μ μ α τ α . Σ η μ ε ιώ ν ω τ ά σ χ ε τ ικ ά , ό χ ι μ έ τη σ ε ιρ ά π ο ύ γ ρ ά φ τ η κ α ν , ά λ λ ά μέ τ η σ ε ιρ ά τ ώ ν γ ε γ ο ν ό τ ω ν . Π α ρ α θ έ τ ω : « Ξ ε κ ίν η σ ε ω ς έ λ ε ύ θ ε ρ ο ς δ ια ν ο η τ ή ς , μ ε τ α π ή δ η σ ε σ τή ν κ ρ ιτ ικ ή , κ α ί έ ξ ε λ ίχ θ η κ ε σέ ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο τ ή ς ν ε ο ε λ λ η ν ι κ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς » . Τ ή ν ά λ λ η φ ο ρ ά π ο ύ μ ίλ η σ ε γ ι ά σ ά ς ή τ α ν ό τ α ν σ ά ς έ π ή ρ ε α π ό τή σ τιγ μ ή π ο ύ α φ ή ν ε τ ε τή ν α π α σ χ ό λ η σ η τή ν σ τε ν ά π ρ ο σ η λ ω μ έ ν η π ρ ό ς τή ν λ ο γ ο τ ε χ ν ία , έσ τω κ α ί σ τή ν ε ύ ρ ύ τε ρ η σ η μ α σ ία το ύ ό ρ ο υ , κ α ί π ε ρ ν ά τ ε σ ’ έ ν α ε ίδ ο ς ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία ς , π ο ύ , ν ο μ ίζ ω , ε ξ α κ ο λ ο υ θ ε ί ν ά ε κ φ ρ ά ξ ε ι τ ά σ η μ ε ρ ιν ά σ α ς ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α . Α υ τό τό σ χή μ α ζω ή ς, ό π ω ς μ ά ς τό δ ί ν ε ι ό ’Α ρ γ υ ρ ίο υ , ίσ ω ς θ ά τ α ί ρ ι α ζ ε ν ά γ ίν ε ι ή α φ ε τ η ρ ία γ ι ά τ ή ν α φ ή γ η σ η , ά π ο μ ν η μ ό ν ε υ σ η κ α θ ο ρ ισ μ έ ν ω ν σ τ α θ μ ώ ν σ τή ν π ο ρ ε ία σ α ς μ έσ α σ τά γ ρ ά μ μ α τ α . ’Α λ λ ά ε ίμ α σ τ ε ά κ ό μ η σ τό ν « έ λ ε ύ θ ε ρ ο δ ια ν ο η τ ή » , σ τ ίς ά ν α γ ν ώ σ εις. Β Ε Β Α Ι Α . Έ κ ε ΐ θ ά λ ο γ α ρ ιά σ ο υ μ ε τή ν σ υ μ π α ρ ά σ τ α σ η τή ς τ ύ χ η ς , ιδ ίω ς . Κ α θ ο δ ή γ η σ η π ο λ ύ ο λ ίγ η ε ίχ α . Ο ί π ρ ώ τ ε ς μο υ α ν α γ ν ώ σ ε ις ε ίπ α μ ε ό τ ι ή τ α ν ά π ό τ ίς β ιβ λ ιο θ ή κ ε ς τ ο ύ π α τ έ ρ α μ ο υ , τ ο ύ π α π π ο ύ μ ο υ κ α ί τ ώ ν θ ε ίω ν μ ο υ ά π ό τ ή ν π λ ε υ ρ ά τή ς μ η τέ ρ α ς μ ο υ , κ α ί τ ώ ν ά δ ε λ φ ώ ν μ ο υ . Τ ά α δ έ λ φ ια μ ο υ έ δ ιά β α ξ α ν λ ίγ ο π ι ό ώ ρ ιμ η ς ή λ ικ ία ς β ιβ λ ία , κ α ί φ υ σ ικ ά α ύ τ ά έ ρ χ ο ν τ α ν κ α ί σ έ μ έ ν α . Π ρ έ π ε ι ν ά π ώ ά λ λ ω σ τε ό τ ι έ κ ε ΐ, σ τ ά π ρ ώ τ α μ ο υ α ύ τ ά χ ρ ό ν ια , ά ν α κ α τ ε ύ ε τ α ι μ ία έ ντ ο νη ρ ο π ή π ρ ό ς τή ν π ο ίη σ η , ό π ω ς τή ν π ε ρ ιγ ρ ά ψ α μ ε κ ιό λ α ς μ έ τή ν ά ν ά γ ν ω σ η τ ώ ν « Β ω μ ώ ν» , ή μέ τ ά « Φ ω τ ε ρ ά σ κ ο τ ά δ ια » · ν ο μ ίζ ω ό τ ι ε ίν α ι δ ύ ο σ υ λ λ ο γ έ ς π ο ύ π ε ρ ίπ ο υ θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α κ α ί σ ή μ ε ρ α ν ά τ ίς ά π ο σ τ η θ ίσ ω μ έ λ ίγ ο κ ό π ο ... Π ο ίη σ η ά π ό τή ν μ ιά μ ε ρ ιά , κ ι ά π ό τ ή ν ά λ λη φ ιλ ο σ ο φ ία . Ε ίπ α μ ε τ ό ν Β ο ρ έ α . Μ α ζ ί το υ είσ ά γ ο μ α ι σ τό ν έ π ισ τ η μ ο ν ισ μ ό , σέ ά κ ρ ω ς , δ η λ α δ ή , ά ν τ ίθ ε τ η κ ο σ μ ο θ ε ω ρ ία ά π ό τ ό ν ιδ α ν ι σμό τού Ά π ο σ το λ ά κ η . Μ έ α ύ τά τά δύο κ α τ ο ρ θ ώ ν ω ν ά τ ρ έ φ ο μ α ι, ώ ς π ρ ό ς τ ίς ά ν α γ ν ώ σ ε ις μ ο υ , σέ μ ιά ά δ ιά κ ο π η τα λ ά ν τ ω σ η ε ίτε σ έ σ υ γ κ ε ρ α σ μ ό . Β έ β α ια ε ίν α ι τ ά θ έ μ α τ α τ ά θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ά , π ά ν τ ο τ ε ά π ό μ ιά ά π ο ψ η π ο ύ ά ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τή ν λ ο γ ο τ ε χ ν ία · σ κ έ π τ ο μ α ι τ ό ν 60
A b b e B re m o n d , π ο ίη σ η κ α ί π ρ ο σ ε υ χ ή , κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . ’Α λ λ ά π ρ ί ν ά π ’ α υ τ ο ύ ς ε ίν α ι ο ί β α σ ικ έ ς ά ν α γ ν ώ σ ε ις ε ν ό ς ν έ ο υ π ο ύ φ ιλ ο σ ο φ ε ί, π ο ύ θ ρ η σ κ ε ύ ε τ α ι: ή Κ α ιν ή Δ ια θ ή κ η , Π λ ά τ ω ν α ς , ’Α ρ ισ τ ο τ έ λ η ς κ α ί, π ρ ο σ θ έ τ ω , π ο λ ύ ς S p in o za- ώ ς π ρ ό ς τ ή ν μ ε θ ο δ ο λ ο γ ία , π ο λ λ ή ο ρ γ α ν ικ ή λ ο γ ικ ή . Τ ό θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ό θ έ μ α μ έ έ φ ε ρ ε κ ο ν τ ά σ τή ν μ ελ έτη τ ο ύ P ascal. Σ ’ α ύ τή τή ρ ο π ή σ α ς π ρ ό ς τή θ ρ η σ κ ε ία έ χ ε ι π α ίξ ε ι ρ ό λ ο ό Μ π α σ τ ιά ς ; Ο Μ Π Α Σ Τ Ι Α Σ ά σ φ α λ ώ ς . Ό χ ι τό σ ο ά π ό τή ν ά π ο ψ η το ύ ν ά μέ επη ρ εά σ ει ά π λ ώ ς, ά λ λ ά ά π ό τ ή ν ά π ο ψ η τ ο ύ ν ά ε ίμ α ι σ ’ έ ν α κ λ ίμ α ό π ο υ ... Ν α ί, ε ίν α ι α υ τ ό , τ ό κ λ ίμ α . Γ ια τ ί ό ίδ ιο ς ε ίν α ι π ο λ ύ κ ο ν τ ά σ τά θ έ μ α τ α α ύ τ ά π ο ύ σ ά ς ά π α σ χ ο λ ο ύ σ α ν τό τε . Γ ιά έ ν α ν ν έ ο ό π ω ς ή σ α σ τε ε σ ε ίς έ κ ε ίν η τ ή ν ε π ο χ ή , ο ρ μ η τ ικ ό ς π ρ ό ς α ύ τ ή ν τ ή ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η , β ε β α ίω ς υ π ά ρ χ ε ι ένα ς λόγος πού σ άς φ έρνει π ρ ό ς τά « Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α τα » . Ν Α Ι . Π ά ν τ ο τ ε τ ά π ο λ λ α π λ ά α ίτ ια . Ε ίν α ι, β έ β α ια , ό Ά π ο σ τ ο λ ά κ η ς . ’Α λ λ ά ε ίν α ι σ υ γ κ λ ίν ο ν τ α ς , θ ά έ λ ε γ α , ά π ό τή γ α λ λ ικ ή π λ ε υ ρ ά π λ έ ο ν , ό π ω ς σ ά ς ά ν έ φ ε ρ α , A b b e B re m o n d , M a rita in , ό λ η ε κ ε ίν η ή τ ό τ ε κ λ ίσ η π ρ ό ς τ ή ν θ ρ η σ κ ε υ τ ικ ή φ ιλ ο σ ο φ ία . Έ τ σ ι θ ά έ π ρ ε π ε ν ά τή ν π ρ ο σ δ ιο ρ ίσ ο υ μ ε . M a rita in ά ρ κ ε τ ά , R e n e G u e n o n ιδ ια ιτ έ ρ ω ς : ή μ υ σ τ ι κ ή δ ιά θ ε σ η π ο λ ύ π ι ό έ ν τ ο ν α ά π ό τ ή ν δ ο γ μ α τ ικ ή . ’Α λ λ η λ ο γ ρ ά φ η σ α κ ά π ο τ ε μ α ζ ί το υ · σ τ ά 1928 τ ό ν έ π ισ κ έ φ θ η κ α σ τή ν γ ρ α φ ικ ή κ α τ ο ικ ία τ ο υ , σ τό ν η σ ί το ύ 'Α γ ίο υ Λ ο υ δ ο β ί κ ο υ σ τό Π α ρ ίσ ι: θ έ μ α τ α μ ε τ α φ ρ ά σ ε ω ν έ ρ γ ω ν το υ , σ υγγρ α φ ή ς ά ρ θ ρ ο υ γ ι’ αύτόν. Κ α ί α ύ τ ά ά λ λ ω σ τε μέ ο δ η γ ο ύ ν σ έ π λ α ισ ίω σ η ιδ ε ο λ ο γ ικ ή π ο ύ δ έ ν ά ν τ α π ο κ ρ ίν ε τ α ι δ ιό λ ο υ μ έ τ ό κ λ ίμ α σ τό ό π ο ι ο ά ν ή κ ω σ ή μ ε ρ α , ό σ ο ά ν ή κ ω σ έ κ ά π ο ιο κ λ ίμ α . Γ ια τ ί ο ί ά ν α γ ν ώ σ ε ις μ ο υ ο ί γ α λ λ ικ έ ς σέ ό λ ες α ύ τ έ ς τ ίς π ε ρ ι π τ ώ σ ε ις ή τ α ν ιδ ε ο λ ο γ ικ ά σ υ ν τη ρ η τικ έ ς: C h a rle s M a u rra s , κ α ί ο ί λ ο ιπ ο ί. Ν ο μ ίζ ω ό τ ι μ έ α ύ τ ά π ε ρ ίπ ο υ κ ά ν ο υ μ ε τ ό ν κ ύ κ λ ο τ ώ ν π ρ ώ τω ν μου ά ν α γ νώ σ ε ω ν , ά λ λά δ υ σ κ ο λεύ ο μ α ι ν ά έ γ κ α τ α λ ε ίψ ω α ύ τ ό ν τ ό ν π ρ ώ τ ο κ ύ κ λ ο χ ω ρ ίς ν ά ά ν α φ έ ρ ω , ά π ό τ ί ς λ ίγ ο π α λ α ιό τ ε ρ ε ς ή λ ίγ ο μ ε τα γ ε ν έ σ τε ρ ε ς π ν ε υ μ α τ ικ έ ς μο υ δ ια σ τ α υ ρ ώ σ ε ις , α ύ τ ο ύ ς π ο ύ έ θ ρ ε ψ α ν π ρ α γ μ α τ ικ ά τ ή ν ζω ή μ ο υ . A n d r e G id e ... Ή δη;
Β Ε Β Α Ι Α , ά π ό π ο λ ύ ν ω ρ ίς . Κ α ί J u lie n B e n d a κ α ί A lb e r t T h ib a u d e t. Έ δ ε ι ξ α α τ ά 1939 σ τό ν A n d r e G id e τ ίς « N o u rritu re s te rre stre s» , τό ά ν τ ίτ υ π ό μ ου β έ β α ια , δ ε μ έ ν ο ό τ α ν ή μ ο υ ν π α ι δ ί , μέ έ ν α π ν ε ύ μ α π ο ύ ή θ ε λ ε ν ά δ ε ίξ ε ι μ ία σ υ σ χ έτισ η μέ τ ά έ ν τ υ π α Ε ύ α γ γ έ λ ια . Α υ τ ή ή π α ρ ο υ σ ία σ η κ α τ ά φ ε ρ ε ν ά τ ό ν έ λ κ ύ σ ε ι, π α ρ ά τ ό ν κ ό ρ ο τ ο ύ θ α υ μ α σ μ ο ύ σ τό ν ό π ο ιο ν ε ίχ ε φ θ ά σ ε ι π ι ά τό τ ε . Τ ό β ι β λ ια ρ ά κ ι έ δ ε ιχ ν ε ω ρ α ία τ ό ν τ ρ ό π ο μέ τ ό ν ό π ο ι ο ν τ ό ν ε ίχ α δει· έ ν α ς μ ε γ ά λ ο ς δ ά σ κ α λ ο ς ά ρ ε τ ή ς . Μ έ τ ο ύ ς δ ύ ο ά λ λ ο υ ς ή σ χέσ η μου δ έ ν ε ίν α ι σ τό ή θ ο ς , ά λ λ ά σ τό π ν ε υ μ α τ ικ ό ε π ίπ ε δ ο . 'Ό τ α ν , ύ σ τ ε ρ α , θ ά μ ιλ ή σ ο υ μ ε γ ιά τή ν μ ε θ ό δ ε υ σ η , γ ι ά τ ό πώς, θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α ν κ α ί ο ί δ ύ ο ν ά έ χ ο υ ν τή ν θέσ η τ ο υ ς εκεί· ά λ λ ά έ π ε ιδ ή ά ν ή κ ο υ ν σ τίς ν ε α ν ικ έ ς μ ο υ ε μ π ε ι ρ ίε ς ν ο μ ίζ ω κ α λ ύ τ ε ρ α ν ά τ ο ύ ς α ν α φ έ ρ ω τ ώ ρα. Ό Ju lie n B e n d a μέ ό δ ή γ η σ ε σ τό ν χ ε ιρ ισ μ ό τ ω ν δ ια λ ε κ τ ικ ώ ν , ο ρ θ ο λ ο γ ικ ώ ν έ ρ γ α λ ε ίω ν , τ ή ν ικ α ν ό τ η τ α μέ τ ή ν ό π ο ι α μ π ο ρ ο ύ ν ο ί μ ε λ ετ η τέ ς, ά π α ν θ ίζ ο ν τ α ς ά π ό τ ά ισ τ ο ρ ικ ά π ε ρ ισ τ α τ ικ ά , ν ά ά ν ά γ ο ν τ α ι σ τ ίς γ ε ν ικ έ ς έν ν ο ιε ς , δ ί ν ο ν τ α ς σ ’ α υ τ έ ς όλ η τή ν ά ν α γ κ α ία έ μ φ α σ η . Σ τ ά « Ε λ λ η ν ικ ά Γ ρ ά μ μ α τ α » , θ υ μ ο ύ μ α ι, ό π ο υ έ γ ρ α φ α κ ά τ ι p a m p h le ts μέ δ ύ ο ή τ ρ ία ψ ε υ δ ώ ν υ μ α , ε ίχ α β ά λ ε ι ω ς μ ό ν ιμ ο π α ρ ά θ ε μ α μ ιά φ ρ ά σ η π ο ύ ε ίν α ι το ύ J u lie n B e n d a : «II n ’e st p a s d o n n e a to u t le m o n d e d ’e tr e v io le n t p a r se n sib ilite au x id e e s» . Έ χ ε ι μ ε ίν ε ι σ τή ν μ νή μ η μ ου . Κ α ί π ο ι ά ή τ α ν ε τ ά ψ ε υ δ ώ ν υ μ ό σ α ς; Δ Ε Ν τ ά θ υ μ ά μ α ι, ά λ λ ά ε ίν α ι γ ν ω σ τ ά . Κ α ί ό T h ib a u d e t; Α Π Ο ε κ ε ίν ο ν έ π ή ρ α κ α ί έ κ ρ ά τ η σ α τ ό ά ν τ ίθ ε το : τ ή ν θέλ η σ η γ ιά δ ιε ίσ δ υ σ η , τ ή ν ύ π ο χ ρ έ ω σ η τ ο ύ κ ρ ιτ ικ ο ύ ν ά ά π ο δ έ χ ε τ α ι τ ίς π ο ι κ ιλ ίε ς τ ώ ν ά ν θ ρ ω π ίν ω ν κ α τ η γ ο ρ ιώ ν , τώ ν σ υ γ γ ρ α φ ικ ώ ν ιδ ιο σ υ γ κ ρ α σ ιώ ν . Α ύ τ ά , ιδ ίω ς σ τ ά π α λ α ι ό τ ε ρ α κ ρ ιτ ικ ά τ ο υ έ ρ γ α , τ ά ό π ο ι α κ α ί τ ώ ρ α ξ α ν α δ ια β ά ζ ω κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς , κ α ί π ά ν τ ο τ ε μέ κ α ρ π ό . Ό κ ίν δ υ ν ο ς μ ιά ς έ π ιτ υ χ ία ς ε ίν α ι ό τ ι κ α τ α λ ή γ ε ι κ ά π ο τ ε ν ά φ έ ρ ν ε ι τό ν έ π ιτ υ χ ό ν τ α σ υ γ γ ρ α φ έ α ν ά μ ιμ ε ίτ α ι τ ό ν έ α υ τ ό τ ο υ . Μ ά ό T h ib a u d e t έ χ ε ι σ τ α θ ε ρ ά μ ία ά π ό τ ίς π ρ ώ τ ε ς - κ α ί χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ά π ρ ώ τ ε ς - θ έ σ ε ις μ έσ α σ τό π ά ν θ ε ό μ ου- ά ς μ ή ν ξ ε χ ν ο ύ μ ε τή ν μ εγ ά λ η σ η μ α σ ία τ ή ν ό π ο ι α δ ί ν ο υ ν σ τή ν ισ τ ο ρ ία κ α ί τ ή ν γ ε ω γ ρ α φ ία ό σ το χ α σ μ ό ς τ ο υ κ α ί τ ό έ ρ γ ο το υ . ’Α ρ γ ό τ ε ρ α έ π ι-
σ κ έ φ θ η κ α ε π α ν ε ιλ η μ μ έ ν α τ ή ν γ ε ν έ τ ε ιρ ά το υ κ α ί τ ό σ π ίτ ι ό π ο υ ε ίχ ε ζή σ ει· γ ιά ό λ ο υ ς τ ο ύ ς σ υ γ γ ρ α φ ε ίς π ο ύ μ ά ς έ ν δ ια φ έ ρ ο υ ν , τ ό τέ τ ο ιο π ρ ο σ κ ύ ν η μ α μ π ο ρ ε ί ν ά ε ίν α ι γ ό ν ιμ ο , ά λ λ ά π ο λ ύ π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο π ρ ο κ ε ιμ έ ν ο υ γ ιά τ ό ν T h i b a u d e t, π ο ύ έ ζο ΰ σ ε μ έ σ α σ ’ α υ τ ή ν τ ή ν π ρ ο ο π τ ικ ή . " Ο μ ω ς κ α ί π ά λ ι έ ξ ε π ε ρ ά σ α μ ε τ ό θ έ μ α τώ ν ά ναγνώ σεω ν. Α ύ τ ό σ η μ α ίν ε ι ό τ ι τ ό κ λ ε ίσ α μ ε ; Ε , Β Ε Β Α Ι Α . ’Α λ λ ιώ ς θ ά έ π ρ ε π ε ν ά μ ή ν τ ε λ ε ιώ σ ε ι π ο τ έ . "Ω σ τε π ε ρ ν ο ύ μ ε σ τή ν « μ ε τα π ή δ η σ η » , σ τό σ τ ά δ ιο τ ή ς κ ρ ιτ ικ ή ς . Α Π Ο ε δ ώ π ο ύ τ ό β λ έ π ω σ ή μ ε ρ α , μ ο ύ φ α ίν ε τ α ι ό τ ι έ σ τ ά θ η κ ε σ ύ ν το μ ο : ύ σ τ ε ρ α ά π ό δ ι ά φ ο ρ ε ς δ ο κ ιμ έ ς σέ ε φ η μ ε ρ ίδ ε ς κ α ί π ε ρ ιο δ ικ ά , κ α τ α λ ή γ ω σ τό « Β ή μ α » , μέ μ ία σ τή λη κ ρ ιτ ι κ ή ς , ό π ο υ ό μ ω ς ή σ υ σ τη μ α τικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ή κ ρ ιτ ικ ή , ή κ α θ α υ τ ό , το ύ κ α ιν ο ύ ρ ιο υ β ι β λ ίο υ , δ έ ν έ κ ρ ά τη σ ε π ο λ ύ . Τ ί έ π ρ ο κ ά λ ε σ ε α υ τ ή ν τ ή ν τρ ο π ή ; Π ρ ό ς π ο ι ά κ α τ ε ύ θ υ ν σ η σ ά ς έφ ε ρ ε ; Π Ο Λ Λ Α Π Λ Α α ίτ ια σ υ ν ε τέ λ ε σ α ν κ α ί σέ τ ο ύ τ ο . ’Α φ ε ν ό ς π ο ύ έ γ ρ α φ α ν κ α ί ά λ λ ο ι κ ρ ι τ ικ ο ί σ τ ά ίδ ι α φ ύ λ λ α , κ α ί έ γ ε ν ν ιό τ α ν π ά ν τ α ό κ ίν δ υ ν ο ς τ ώ ν ε π ικ α λ ύ ψ ε ω ν . 'Ύ σ τ ε ρ α μέ έβ ά ρ υνε ή υ π ο χρ έω σ η , π ο ύ σ ω στά έθεω ρ ο ύσ α ό τ ι ε ίχ α , ν ά δ ι α β ά ζ ω π ο λ λ ά ά π ό τ ά β ι β λ ία π ο ύ έ β γ α ιν α ν . Ν ά γ ρ ά φ ε ις γ ιά έ ν α β ι β λ ίο μ ιά φ ο ρ ά τή ν ε β δ ο μ ά δ α , θ ά π ε ι ν ά δ ι α β ά ζ ε ις τ ρ ία ή τέ σ σ ε ρ α , γ ι ’ α υ τ ή ν τ ή ν δ ο υ λ ε ιά , κ ά θ ε έ β δ ο μ ά δ α . Σ τ ό β ά θ ο ς ή τ α ν κ α ί μ ία μ ε τ α τ ό π ισ η τ ώ ν έ ν δ ια φ ε ρ ό ν τ ω ν μου· α ι τ ία κ α ί σ υνά μ α ά π ο τέλεσ μ α τή ς ά λ λα γή ς σ τή ν π ο ρ ε ία μ ο υ . Έ τ σ ι ο ί έ π ιφ υ λ λ ίδ ε ς μου ο λ ισ θ α ίν ο υ ν σ τ α δ ια κ ά ά π ό τ ή ν κ ρ ιτ ικ ή τ ώ ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν π ρ ό ς τή ν ισ τ ο ρ ία τ ώ ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν , κ α ί - π ρ ο σ θ έ τ ω - τή ν μ ε θ ο δ ο λ ο γ ία . "Α λ λ ω σ τε κ α ί α ύ τ ά π ο ύ γ ρ ά φ α τ ε σ τίς έ π ιφ υ λ λ ίδ ε ς σ α ς ή τ α ν , ν ο μ ίζ ω , σ υ χ ν ό τ ε ρ α π α ρ ο υ σ ιά σ ε ις β ιβ λ ίω ν π α ρ ά κ ρ ι τ ικ ή . Κ ά ν α τ ε έ π ιλ ο γ ή μ έ σ α ά π ό μ ιά π α ρ α γ ω γ ή κ α ί π α ρ ο υ σ ιά ζ α τ ε έ κ ε ϊν α τ ά β ιβ λ ία π ο ύ ν ο μ ίζ α τ ε ό τ ι ε ίχ α ν κ ά π ο ι α σ η μ α σ ία ή μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν ά δ ώ σ ο υ ν σ τή ν κ ρ ιτ ικ ή χ ρ ή σ ιμ ε ς ά φ ο ρ μ έ ς . Ν Α Ι, ά λ λά κ α ί το ύ το , γ ιά όλ ο υς α υ το ύ ς
61
τ ο ύ ς λ ό γ ο υ ς μ α ζ ί, τ ό ά π έ φ υ γ α , τ ό ά ρ α ίω σ α τό σ ο ώ σ τε ν ά π ά ψ ω π λ έ ο ν ν ά έχ ω κ ρ ιτ ικ ή ε υ θ ύ ν η μ έ σ α σ τη ν σ υ γ κ ρ ό τη σ η τ ο ύ φ ύ λ λ ο υ . Κ α ί έ π ο ρ ε ύ θ η κ α π ρ ό ς έ ν α π ι ό ε υ έ λ ικ τ ο ε ί δ ο ς , μ έ τη ν δ ιέ ξ ο δ ο τη ν ό π ο ι α δ ια θ έ τ ε ι ό κ ρ ιτ ικ ό ς τ ο ύ σ ύ γ χ ρ ο ν ο υ β ιβ λ ίο υ : τ η ν ισ τ ο ρ ία . ’Α ρ χ ίζ ω ο λ ο έ ν α κ α ί π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο κ α ί γ ρ ά φ ω κ ρ ιτ ικ ή γ ι ά π α λ α ιό τ ε ρ α β ιβ λ ία . ’Έ τ σ ι έ τ ο ιμ ά ζ ε σ θ ε ν ά γ ίν ε τ ε , δ π ω ς λ έ ε ι ό ’Α ρ γ υ ρ ίο υ , ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς τή ς ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Κ Α Ι π ά λ ι ό μ ω ς τ ά π ο λ λ α π λ ά α ίτ ια θ ά λ ε ι τ ο υ ρ γ ή σ ο υ ν κ α ί έδ ώ . Μ έ τή ν Κ α τ ο χ ή δ η μ ιο υ ρ γ ο ύ ν τ α ι ιδ ιό τ υ π ε ς ο μ ά δ ε ς λ ο γ ιο σ ύ ν η ς , ο μ ά δ ε ς μ ε λ έτ η ς, σ τή ν ά κ ρ η τ ή ς ν ο μ ιμ ό τ η τ α ς . Ή ζω ή ή τ α ν τ ό τ ε π ο λ ύ κ λ ε ισ μ έ ν η , χ ω ρ ίς ά ν ο ίγ μ α τ α · σ ά ν δ ιέ ξ ο δ ο ι ο ρ γ α ν ώ θ η κ α ν δ ι ά φ ο ρ ε ς σ ε ιρ έ ς μ α θ η μ ά τ ω ν σέ π ο λ λ ά ιδ ιω τ ικ ά σ π ίτ ια . Γ ιά π ρ ώ τ η φ ο ρ ά ε κ ε ίν ο υ ς τ ο ύ ς κ α ι ρ ο ύ ς κ ι έ γ ώ , γ ύ ρ ω σ τά χ ρ ό ν ια 1943, έ δ ω σ α μ ία σ ε ιρ ά μ α θ η μ ά τ ω ν γ ιά τ ή ν ισ τ ο ρ ία τ ή ς ν έ α ς ε λ λ η ν ικ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Δ έ κ α μ α θ ή μ α τα · π ρ ώ τ ο σ χή μ α τ ή ς 'Ι σ τ ο ρ ία ς μ ο υ , τ ή ς Γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ία ς , ό π ω ς τ ή ν λ έμ ε. Ύ σ τ ε ρ α , ό π ω ς σ ά ς έλεγα , έρ χετα ι ό Ά μ α ν τ ο ς κ α ί μ ο ΰ σ υ σ τ α ίν ε ι ν ά γ ρ ά ψ ω τ ή ν ισ τ ο ρ ία τ ή ς ελ λ η ν ικ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς · κ α ί ε κ ε ίν η μ έν δ έ ν τή ν έ γ ρ α ψ α , ά λ λ ά ά ρ χ ισ α ν τ ά κ α ιν ο ύ ρ ια σ π ίτ ια τ ά έ κ δ ο τ ικ ά , τ ά ό π ο ι α ε ίχ α ν γ ε μ ίσ ε ι ά π ό π α λ μ ό σ τά χ ρ ό ν ια τ ή ς Κ α τ ο χ ή ς , κ α ί φ ο υ ν τ ώ ν ο υ ν σ έ π ο ικ ίλ η π α ρ α γ ω γ ή . Τ ό τ ε μού έ ζ η τ ή θ η κ ε ά π ό τ ό ν « "Ικ α ρ ο » ν ά γ ρ ά ψ ω μ ιά ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Τ ίτ λ ο υ ς γ ι ά μ ιά τ έ τ ο ια δ ο υ λ ε ιά ε ίχ α τ ό ν κ ύ κ λ ο μ α θ η μ ά τ ω ν π ο ύ σ ά ς ε ίπ α , ά ν ά λ ο γ α μ α θ ή μ α τ α ά λ λ ο υ κ α ί ό ,τ ι ε ίχ α ή ά ν α κ ο ιν ώ σ ε ι ή δ η μ ο σ ιε ύ σ ε ι ύ π ό τή μ ο ρ φ ή μ ε λ ετ ώ ν ε π ά ν ω σέ π α λ ιό τ ε ρ α θ έ ματα. Ή τ α ν ε ή « Ά γ γ λ ο ε λ λ η ν ικ ή ’Ε π ι θ ε ώ ρ η σ η » , τ ό « Ά θ ή ν α ιο ν » , τ ά « Ρ ω μ α ν τ ικ ά σ η μ ε ιώ μ α τ α » . Β Ε Β Α Ι Α , ό λ α α υ τ ά ε ίν α ι π ρ ί ν ά π ό τ ό ’48. Σ τ ά ’48 β γ α ίν ε ι ό π ρ ώ τ ο ς τ ό μ ο ς , δ η λ α δ ή γ ρ α μ μ έ ν ο ς α σ φ α λ ώ ς ’47 μέ ’4 8 , ά φ ο ϋ τ ό Δ ε κ έ μ β ρ ιο τ ο ύ ’48 έ χ ε ι β γ ε ι ο λ ό κ λ η ρ ο ς ό τ ό μ ο ς. Τ ό ν Δ ε κ έ μ β ρ ιο , ν ο μ ίζ ω , τ ο ύ ’49 β γ α ίν ε ι ό δ ε ύ τ ε ρ ο ς τό μ ο ς . 'Ι σ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς ; " Ε ν α ά π ό τ ά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά α ύ τ ο ύ τ ο ύ έ ρ γο υ ε ίν α ι ό τ ι σ τ ίς ε π α ν ε ιλ η μ μ έ ν ε ς έ κ δ ό 62
σ ε ις τ ο υ τ ό ’χ ε τ ε ξ α ν α δ ο υ λ έ ψ ε ι. Ή τύ χ η α υ τ ο ύ τ ο ύ έ ρ γ ο υ . Κ α ί μ ε ρ ικ ά π ρ ά μ α τ α γ ι ά τ ή ν δ ο μ ή τ ο ύ έ ρ γο υ . Έ χ ο υ μ ε έ μ π ε ιρ ία ά π ό τ ά π α λ α ιό τ ε ρ α , τ ίς π α λ α ιό τ ε ρ ε ς δ ο κ ιμ έ ς σ ’ α υ τ ό ν τό ν το μ έα ^ έρ γα τ ά ό π ο ια ά π ο β λ έπ ο υ ν ά π ο κ λ ε ισ τ ικ ά σ τό λ ο γ ο τ έ χ ν η μ α , ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς , τ ό λ έ ε ι κ α ί τ ’ όνο μ ά της. Δ ηλαδή ό Ρ α γκ α β ή ς, ό Κ α μ π ά ν η ς , ό Β ο υ τ ιε ρ ίδ η ς . ’Ε σ ε ίς έ δ ώ σ α τ ε έ ν α δ ια φ ο ρ ε τ ικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α σ τό έ ρ γ ο σ α ξ κ α ί π ε ρ ιλ ά β α τ ε π ο λ λ ά π ρ ά μ α τ α , τ ά ό π ο ι α δ έ ν ε ίν α ι λ ο γ ο τ ε χ ν ία , π ε ρ ιλ ά β α τ ε έ ν α σ ω ρ ό π ρ ά μ α τ α , ώ ς κ α ί ια τ ρ ικ ή . Π ώ ς τό ε ίδ α τ ε α ύ τ ό τό θέμα; Ν ά π ώ ά μ έ σ ω ς ό τ ι ή δ ε ύ τε ρ η ε ρ ώ τη σ ή μ ο υ ε ίν α ι σ χ ε τικ ή μέ τ ί ς π ε ρ ιό δ ο υ ς , ό π ο υ κ α ί ε κ ε ί θ ε λ ή σ α τε ν ά β γ ε ί τε ά π ό τά π επ α τη μ ένα . Κ α ί π ρ ίν ά π ’ α ύ τ ό θ ά σ ά ς ρ ω τ ο ύ σ α κ α ί γ ιά τ ό π ο λ ύ σ υ ν η θ ισ μ έ ν ο θ έ μ α τ ώ ν ά π α ρ χ ώ ν τ ή ς ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Τ ί θ ά π ε ι « ν εο ε λ λ η νικ ό ς » ; Θ Α σ ά ς α π α ν τ ή σ ω π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α σ χ ε τ ικ ά μέ τ ή ν έ ν ν ο ια τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Α ύ τ ά ε ίν α ι π ε ρ ίπ ο υ π ρ ά γ μ α τ α τ ά ό π ο ι α έ χ ω β ά λ ε ι σ τό ν ά ρ χ ικ ό π ρ ό λ ο γ ο τ ή ς Γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ία ς . Β ε β α ίω ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία κ α τ ά β ά σ ιν ε ίν α ι α ύ τ ά . ’Α λ λ ά μ α ζ ί ύ π ά ρ χ ο υ ν έ κ δ η λ ώ σ ε ις ο ί ό π ο ιε ς έ π η ρ ε ά ζ ο υ ν τ ή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή ζω ή σ τή ν γ λ ώ σ σ α γ ι ά τ ή ν ό π ο ι α μ ιλ ά μ ε, έ ξ ίσ ο υ , ά ν ό χ ι κ α ί π ι ό π ο λ ύ , ά π ό τ ά π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ α λ ο γ ο τ ε χ ν ή μ α τ α . Σ υ ν ε π ώ ς , ό π ο ι ο ς θ έ λ ε ι ν ά ε ξ ε τά σ ει τ ή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή ζω ή ε ν ό ς λ α ο ύ - κ α ί τέ τ ο ιο σ κ ο π ό έ χ ε ι μ ιά ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς - θά. π ρ έ π ε ι ν ά ά σ χ ο λ η θ ε ί κ α ί μέ α ύ τ ά . ’Α π ό τ ά ε ίδ η α ύ τ ά θ ά έ β λ έ π α τ ε ά ν π α ίρ ν α τ ε ά ν τ ίσ τ ο ιχ α γ α λ λ ικ ά έ ρ γ α - λ έ ω γ α λ λ ικ ά γ ια τ ί μ ’ α ύ τ ά έ χ ω σ υ ν η θ ίσ ε ι- μ π α ίν ε ι κ α ί ή φ ιλ ο σ ο φ ία μ έ σ α , μ π α ίν ε ι ή ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία . " Ο π ω ς κ α ί σ τή ν ά ρ χ α ία έ λ λ η ν ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία , δ έ ν έ ν ν ο ε ΐτ α ι ν ά σ υ γ γ ρ α φ ε ί έ να έ ρ γ ο α ύ τ ο ύ το ύ τ ύ π ο υ , χ ω ρ ίς ν ά δ ώ σ ε ι Π λ ά τ ω ν α , ν ά δ ώ σ ε ι Θ ο υ κ υ δ ίδ η . Μ έ τ ό π ν ε ύ μ α α ύ τ ό θ έ λ η σ α ν ά π ε ρ ιλ ά β ω ό λ α τ ά ε ίδ η τ ά ό π ο ι α ε π η ρ έ α σ α ν τ ή ν π ν ε υ μ α τ ικ ή ζω ή τ ο ύ ν έ ο υ ε λ λ η ν ισ μ ο ύ . Α ύ τ ό π ο ύ θ ά λ έγ α μ ε γ ρ α μ μ α τ ε ία , σ τό σ ύ ν ο λ ό τη ς . Ν Α Ι . Έ τ σ ι π ε ρ ιέ λ α β α α κ ό μ η κ α ί ε ιδ ικ ώ ν έ π ισ τ η μ ώ ν έ κ δ η λ ώ σ ε ις . Ε δ ω ν ά π ρ ο σ έ ξ ο υ με τ ο ύ τ ο : κ ά θ ε έ π ισ τ ή μ η , ό τ α ν ά ρ χ ίζ ε ι κ α ί
δ ια μ ο ρ φ ώ ν ε τ α ι, β γ α ίν ε ι ά π ό έ ν α ν κ ο ιν ό χ ώ ρ ο π α ιδ ε ία ς . Δ ε ν έ χ ε ι ά π ο τ ε λ έ σ ε ι α κ ό μ α ε ι δ ικ ό τ η τ α . Ή ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς ό φ ε ίλ ε ι ν ά ε π ιδ ιώ ξ ε ι ν ά π ε ρ ιλ ά β ε ι ό λ α α υ τ ά , ό λ ε ς α υ τ έ ς τ ίς ε κ δ η λ ώ σ ε ις , π ο ύ ε ίν α ι ε π ι σ τή μ ε ς έν τ φ γ ίγ ν ε σ θ α ι. " Ο τα ν μ ιά φ ο ρ ά π ή ξ ε ι κ α ί γ ίν ε ι ια τ ρ ικ ή ή γ ίν ε ι ισ τ ο ρ ία ή δ ε ν ξ έ ρ ω τ ί ά λ λ η έ π ιμ έ ρ ο υ ς ε π ισ τή μ η , α ύ τ ο ν ο μ ε ϊτ α ι κ α τ ά κ α ν ό ν α , κ α ν ο ν ικ ά , ά π ό τ η ν σ τε ν ά θ ε ω ρ η μ έ ν η γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ία · ά λ λ ά ώ ς τ ό τ ε ή θέσ η τ ο υ ς ε ίν α ι μ έ σ α σ ’ α υ τ ό ν τ ό ν γ ε ν ικ ό χ ώ ρ ο , α ύ τ ό π ο ύ λ έ γ α ν ε ο ί π α λ α ιό τ ε ρ ο ι φ ι λ ο σ ο φ ία τ έ λ ο ς π ά ν τ ω ν . "Ω στε α ύ τ ό ε ίν α ι τό ε ιδ ο λ ο γ ικ ό ό ρ ιο κ α ί α υ τ ό ς ε ίν α ι ό λ ό γ ο ς γ ιά τ ό ν ό π ο ι ο π ε ρ ιέ λ α β α ό λ α α ύ τ ά . ’Α λ λ ά θ ά π ο ύ μ ε κ ι ά λ λ α σ χ ε τ ικ ά . Α ύ τ ά γ ι ά τ ή ν λ ο γ ο τ ε χ ν ία : δ η λ α δ ή ή μ ισ ή ά π ά ν τ η σ η σ τό π ρ ώ τ ο μ ο υ ε ρ ώ τ η μα. Ν Α Ι. Μ έ ν ε ι ά π ό τ ή ν π ρ ώ τ η ή έ ν ν ο ια το ύ ν εο ε λ λ η ν ικ ο ύ . 'Ω ς π ρ ό ς τ ο ύ τ ο , ά λ λ ω σ τε , θ ά π ε ρ ιο ρ ισ θ ώ σ τ ά σ χ ε τ ικ ά μέ τή ν γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ία . Ή β ά σ η μ ια ς ε θ ν ικ ή ς ισ τ ο ρ ία ς τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς , ό π ο ιο ν ό η μ α κ ι ά ν δ ώ σ ο υ μ ε σ τό ν ό ρ ο , ε ίν α ι ή γ λ ώ σ σ α . Έ χ ε ι κ α θ ιε ρ ω θ ε ί ά π ό τ ό ν κ α ιρ ό το ύ Π α π α ρ ρ η γ ό π ο υ λ ο υ μ ία τ ρ ίση μ η το μ ή τ ο ύ έ ν ια ίο υ έ λ λ η ν ισ μ ο ύ : ά ρ χ α ιό τ η τ α , μ ε σ α ίω ν α ς , ν έ ο ς ελ λ η ν ισ μ ό ς. Α ύ τ ή , π α ρ ε κ τ ό ς ά π ό ά λ λ ε ς σ ε ιρ έ ς φ α ιν ο μ έ ν ω ν , ά ν τ α π ο κ ρ ίν ε τ α ι ( σ ύ μ φ ω ν α μέ τ ο ύ ς έ λ α φ ρ ο ύ ς δ ια φ ο ρ ισ μ ο ύ ς τ ο ύ ς ό π ο ι ο υ ς έ π ιβ ά λ λ ε ι ή φ ύ ση τ ώ ν π ρ α γ μ ά τ ω ν ) σέ γ λ ώ σ σ α ά ρ χ α ία , γ λ ώ σ σ α μ ε σ α ιω ν ικ ή κ α ί γ λ ώ σ σ α ν έ α . "Ο μ ω ς έ δ ώ ν ο μ ίζ ω ό τ ι θ ά ή τ α ν ή ά φ ο ρ μ ή ν ά π ώ κ ά τ ι π ο ύ μέ ά π α σ χ ο λ ε ϊ π ο λ ύ . " Ο λ α ε ίν α ι μ έ σ α σέ ό λ α . Σ τ η ν ισ τ ο ρ ία δ έ ν ύ π ά ρ χ ο υ ν τ ο μ ές ά π ό λ υ τ ε ς : σ τίς έ π ο χ έ ς το ύ π ι ό ά κ ρ α τ ο υ ιδ α ν ισ μ ο ύ π ρ έ π ε ι ν ά β ρ ίσ κ ε τ α ι έ ν α ς έ κ π ρ ό σ ω π ο ς το ύ ά κ ρ ό τ α τ ο υ ύ λ ισ μ ο ΰ , ά λ λ ά χ ά ν ε τ α ι ε π ε ιδ ή ε ίν α ι μ ό ν ο ς το υ · α ύ τ ή ή β α ρ ιά π α ρ ο υ σ ία τ ώ ν ά λ λ ω ν σ το ιχ ε ίω ν τ ό ν έ ξ α φ α ν ίζ ε ι. Σ τ ή ν ε π ο χ ή το ύ π ι ό μ ε γ ά λ ο υ ε π ισ τ η μ ο ν ισ μ ο ύ θ ά ζ ε ϊ κ α ί κ α ν έ ν α ς θ ρ η σ κ ε υ ό μ ε ν ο ς κ α ί λ ο ιπ ά . Σ υ ν ε π ώ ς ή ισ τ ο ρ ία θ ά σ τ η ρ ιχ θ ε ϊ, σ χ ι σέ ά π ό λ υ τ ε ς έ ν ν ο ιε ς κ α ί σ έ ά π ό λ υ τ ε ς τ ο μ ές, ά λ λ ά σ έ π ο σ ο τ ικ ο ύ ς π ρ ο σ δ ιο ρ ισ μ ο ύ ς . ’Α π ό δ ώ μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά π ε ρ ά σ ο υ μ ε στη σ τ α τ ισ τ ικ ή ; Ν Α τ ό μ ν η μ ο ν ε ύ σ ο υ μ ε μ ό ν ο χ ω ρ ίς ν ά έ π ιμ ε ίν ο υ μ ε , κ α ί κ ά θ ε τ ό σ ο ν ά τ ό ξ α ν α π ιά ν ο υ με. Π ε ρ ν ά μ ε σ τό π ο σ ο τ ικ ό , α ύ τ ό μ ά ς έ ν δ ια -
Κ. Θ. Αημαράς (’Ιούνιος 1977) φ έ ρ ε ι. Δ η λ α δ ή , ο π ω σ δ ή π ο τ ε , π λ η σ ιά ζ ο υ μ ε σ έ μ ία έ ν ν ο ια π ο ύ σ ά ς έ χ ε ι κ α τ ά κ α ι ρ ο ύ ς π ο λ ύ ά π α σ χ ο λ ή σ ε ι, τ ή ν έ ν ν ο ια τ ή ς σ τ α τ ισ τ ικ ή ς . Β Ε Β Α ΙΩ Σ , θ ά τά ξα ν α π ο ύμ ε· ά λ λά , π ά ν τ ω ς , ό λ α α ύ τ ά ισ χ ύ ο υ ν κ α ί ά ν α φ ο ρ ικ ά μέ τ ή ν γ λ ώ σ σ α . Σ ι γ ά σ ιγ ά τ ά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά τ ή ς ά ρ χ α ία ς ε λ α τ τ ώ ν ο ν τ α ι, μ έσ α σ τ ά μ ν η μ ε ία το ύ λ ό γ ο υ , π ρ ό ς ό φ ε λ ο ς τ ώ ν χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ώ ν τ ή ς μ ε σ α ιω ν ικ ή ς · κ α ί π ε ρ ν ά μ ε τή ν μ ε σ α ιω ν ικ ή κ α ί φ θ ά ν ο υ μ ε σ τή ν μ ε τ α γ ε ν έ σ τερ η , ό π ο υ έ π ιζ ο ΰ ν ή ά ρ χ α ιό τ η τ α , ό μ ε σ α ίω ν α ς , ά λ λ ά π ο ύ κ ά π ο ια χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά τ ο υ ς π α ρ α μ ε ρ ίζ ο ν τ α ι ά π ό ά λ λ α , δ ο μ ικ ά ή τ υ π ο λ ο γ ικ ά , τ ή ς ν ε ό τ ε ρ η ς π ι ά γ λ ώ σ σ α ς. Σ ’ α ύ τ ό τ ό τ ρ ίτ ο σ τ ά δ ιο , ό τ α ν π ή ζ ο υ ν α ισ θ η τ ά ο ί ν ε ο ε λ λ η ν ικ έ ς μ ο ρ φ έ ς τ ο ύ λ ό γ ο υ , ά ρ χ ίζ ο υ μ ε ν ά μ ιλ ά μ ε γ ι ά ν εο ε λ λ η ν ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία . Ν ά π ρ ο σ θ έ σ ω , κ ιό λ α ς , ό τ ι α ύ τ ά σ υ μ β α ίν ο υ ν σ τ ά ύ σ τ ε ρ α β υ ζ α ν τ ιν ά χ ρ ό ν ια . Τ ώ ρ α , π ο ι ά ή τ α ν ή δ ε ύ τε ρ η έρ ώ τη σ ή σ α ς; Ά π ό κ ε ϊ ά ρ χ ίζ ε ι ό ν έ ο ς ε λ λ η ν ισ μ ό ς. Π ο ιό ε ίν α ι α ύ τ ό τ ό έ κ ε ϊ; Ε ίν α ι π ο λ ύ δ ύ σ κ ο λ ο ν ά π ρ ο σ δ ιο ρ ισ τ ε ί μέ ά κ ρ ίβ ε ια γ ια τ ί ε ίν α ι, κ α λ ύ π τ ε ι μ ε γ ά λ ες π ε ρ ιό δ ο υ ς α ύ τ ή ή β ρ α δ ε ία μ ε τα β ο λ ή κ α ί ή π ύ κ ν ω σ η τ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν , τ ά ό π ο ι α δ ίν ο υ ν δ ικ α ίω μ α σ τό ν έ ρ ευ ν η τή ν ά μ ιλ ή σ ει γ ιά ν έ α ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α . Ά π ό κ ε ϊ 63
α ρ χ ίζ ε ι τ ό ν έο -έ λ λ η ν ικ ό · ε κ ε ί δ π ο υ μ έσ α σ τό ν μ ε σ α ίω ν α ά ρ χ ίζ ο υ ν κ α ί φ α ίν ο ν τ α ι π ο λύ έ ν τ ο ν α τ ά χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά τή ς ν έ α ς ελ λ η ν ικ ή ς γ λ ώ σ σ α ς. Έ χ ε ι ε π ικ ρ α τ ή σ ε ι ό δ ρ ο ς μ ε τ α β υ ζ α ν τ ιν ό ς · σ ε β ρ ισ μ έ ν ο υ ς τ ο μ ε ίς π ο λ ύ π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν ο υ ς , δ η λ α δ ή σ τη ν τέ χ ν η κ α ί σ τό δ ί κ α ιο , ε ίν α ι σ ω σ τό ν ά μ ιλ ά μ ε γ ιά μ ε τα β υ ζ α ν τ ιν ό , γ ια τ ί ε ίν α ι μ ία ε π ιβ ίω σ η τ ώ ν ρ υ θ μ ώ ν τ ο ύ Β υ ζ α ν τ ίο υ μ έσ α σ τ ά μ ε τα γ ε ν έσ τε ρ α χ ρ ό ν ια . ’Α λ λ ά , ό π ω ς ό ’Ά μ α ν τ ο ς ε ίχ ε π ε ι, ά κ ο λ ο υ θ ώ ν τ α ς , ά λ λ ω σ τε , τ ό ν Π α π α ρ ρ η γ ό π ο υ λ ο , κ α ί ν ο μ ίζ ω δ τ ι κ α θ ιε ρ ώ θ η κ ε τ ο ύ τ ο ώ ς έ ν ν ο ια , δ τ ι ό ν έ ο ς ε λ λ η ν ισ μ ό ς ά ρ χ ίζ ε ι ά π ό τ ό ν κ α ιρ ό ό π ο ύ ξ α ν α π α ίρ ν ο υ ν ο ί "Ε λ λ η νε ς τή ν Π ό λ η , σ τ ά 1261, έ τσ ι μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά π ο ύ μ ε κ ά π ο ιο ν δ ρ ο , ό ό π ο ιο ς έ χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή θ η κ ε ά λ λ ο τ ε ά λ λ ά δ ε ν έ π έ ζη σ ε , δ τ ι α ύ τ ά τ ά φ α ιν ό μ ε ν α , τ ά ό π ο ι α λέμ ε μ ε τ α β υ ζ α ν τ ιν ά , ά ν τ α π ο κ ρ ίν ο ν τ α ι μέ κ ά τ ι π ο ύ ε ίν α ι τ ά π ρ ό ν ε ο ε λ λ η ν ικ ά φ α ιν ό μ ε ν α μ έσ ’ σ τό Β υ ζ ά ν τ ιο . Λ ο ιπ ό ν ό δ ρ ο ς π ρ ό - ν ε ο ε λ λ η ν ικ ό ς υ π ά ρ χ ε ι, ε ίν α ι ν ό μ ιμ ο ς κ α ί ε ίν α ι π ο λ ύ π ι ό έ κ φ ρ α σ τ ικ ό ς π α ρ ά τ ό μ ε τ α β υ ζ α ν τ ιν ό . Κ α ί π ο λ ύ π ι ό λ ο γ ικ ό ς , γ ια τ ί π ρ ό κ ε ι τ α ι γ ι ά έ ν α ζ ω ν τ α ν ό ο ρ γ α ν ισ μ ό ν ε ο ε λ λ η ν ικ ό π ο ύ δ έ ν μ π ο ρ ε ίς ν ά τ ό ν π ε ις μ ε τ α β υ ζ α ν τ ιν ό . Δ έ ν ε ίν α ι κ ά τ ι π ο ύ τ ε λ ε ιώ ν ε ι μέ τ ό Β υ ζ ά ν τ ιο , ε ίν α ι κ ά τ ι π ο ύ ά ρ χ ίζ ε ι, π ο ύ έ χ ε ι ά ρ χ ίσ ε ι ή δ η μ έσ ’ σ τό Β υ ζ ά ν τ ιο . Κ α ί έσ εϊς, π ρ ό ς τή ν έ α Ε λ λ ά δ α π ο ρ ε υ ό σ α σ τ α ν . Α Υ Τ Ο δ λ ο τ ό σ κ ε π τ ικ ό , ό π ω ς σ ά ς τ ό ε ξ έ θ ε σ α , δ ι κ α ιο λ ο γ ε ί... Α υ τ ό π ρ ο κ ά λ ε σ ε σ τό ίδ ιο τ ό έ ρ γ ο μ ο υ , ά π ό τή ν α ρ χ ή , μ ία π ρ ώ τ η π ε ρ ίο δ ο ή ό π ο ι α μ π α ίν ε ι β α θ ιά μ έσ α σ τό Β υ ζ ά ν τ ιο μ έ ά χ ρ ο ν α φ α ιν ό μ ε ν α , δ η λ α δ ή τ ό δ η μ ο τ ικ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι. Τ ό δ η μ ο τ ικ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι ά π ό τή φ ύ σ η τ ο υ ε ίν α ι ά χ ρ ο ν ο κ α ί σ υ ν ε π ώ ς ε ίχ ε τή θέσ η τ ο υ σ τη ν ά φ ε τ η ρ ία . ’Α π ό κ ε ΐ κ α ί π έ ρ α , π ε ρ ιτ τ ό ν ά σ υ ν ε χ ίσ ο υ μ ε , β έ β α ια π ρ ο χ ω ρ ο ύ μ ε μέ τ ά μ ν η μ ε ία π ο ύ ά ν ή κ ο υ ν χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ά σ τό Β υ ζ ά ν τ ιο , ά λ λ ά π ο ύ ά π ό τ ίς α π ό ψ ε ις τ ίς ό π ο ιε ς ε ξ ε τά σ α μ ε τ ώ ρ α έ χ ο υ ν τή ν θέσ η τ ο υ ς μ έ σ α σέ μ ιά ισ τ ο ρ ία τή ς ν έ α ς έ λ λ η ν ικ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Μ έ α ύ τ ά ν ο μ ί ζ ω δ τ ι ά π α ν τ ώ σ τή ν π ρ ώ τ η ερ ώ τη σ ή σ α ς. Τ ί ή τα ν ή δεύ τερ η ; Ή π ε ρ ιο δ ίκ ε υ σ η . Ά λ λ ά σ τό μ ε τα ξ ύ ν ο μ ίζ ω θ ά ή τ α ν κ α λ ό ν ά ά ν α λ ύ σ ε τε α υ τ ό τ ό « κ α τ ά κ α ν ό ν α , κ α ν ο ν ικ ά » , π ο ύ τ υ χ α ίν ε ι ν ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ ε . Ν Α Ι , θ ά έ π ρ ε π ε ν ά τ ό π ρ ο σ έ χ ω , γ ια τ ί σ υ ν ή 64
θ ω ς ή έ κ φ ρ α σ η σ υ ν ο δ ε ύ ε τ α ι μέ σ υ ν ο φ ρ ύ ω σ η , μέ α υ σ τ η ρ ό τ η τ α . Γ ιά μ έ ν α ή δ ια τ ύ π ω σ η α ύ τ ή έ χ ε ι κ α ί π ά λ ι, ν ά π ο ύ μ ε , σ τ α τ ισ τ ικ ό χ α ρ α κ τ ή ρ α κ α ί υ π ο δ η λ ώ ν ε ι ά ν α λ ο γ ίε ς , π ο σο σ τά : « κ α ν ο ν ικ ά » λ ο ιπ ό ν , δ η λ α δ ή ό χ ι π ά ν τ ο τ ε ά λ λ ά μέ ο λ ίγ ε ς ή π ο λ λ έ ς ε ξ α ιρ έ σ ε ις , ά ς π ο ύ μ ε ώ ς 4 9 % ε ξ α ιρ έ σ ε ις , δ π ο υ χ ω ρ ά α υ σ τη ρ ή μ έ τρ η σ η . Π ε ρ ν ώ σ τή ν π ε ρ ιο δ ίκ ε υ σ η . Σ π ο υ δ α ίο θ έ μ α . Έ χ ο υ μ ε π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α μ ία ά ν ά γ κ η τ ο ύ ά ν θ ρ ώ π ιν ο υ ν ο ύ , το ύ ν ο ΰ ό τ α ν ισ τ ο ρ ε ί. Δ έ ν μ π ο ρ ε ί ν ά σ υ λ λ ά β ε ι τ ό γ ίγ ν ε σ θ α ι. Π ρ έ π ε ι ν ά δ ε ι σ τ α τ ικ ά π ε ρ ιό δ ο υ ς , κ ε φ ά λ α ια . Ά π ό τή ν τέ χ ν η τ ο υ έ ξ α ρ τ ά τ α ι ν ά μ π ο ρ έ σ ε ι ν ά δ ώ σ ε ι τή ν α ίσ θ η σ η τ ο ύ γ ίγ ν ε σ θ α ι μέ τ ή ν δ ια δ ο χ ή τ ώ ν κ ε φ α λ α ίω ν . Ά λ λ ά δ έ ν μ ιλ ά μ ε γ ι ’ α ύ τ ά τ ά π ρ ά μ α τ α , ε ίν α ι ά σ χ ε τ ο . Π ά ν τ ω ς τ ό π ρ ώ τ ο ε ίν α ι ή ά ν ά γ κ η το ύ ν ο ύ ν ά κ λ ε ίν ε ι κ α τ ά ε ν ό τ η τε ς τή ν ρ ο ή τή ς ισ τ ο ρ ία ς . " Ο τα ν ό μ ω ς π λ η σ ιά ζ ο υ μ ε σ τ ά θ έ μ α τ α α ύ τ ά π α ρ α τ η ρ ο ύ μ ε δ τ ι δ έ ν ε ίν α ι μ ό νο μ ία τ έ τ ο ια ά ν ά γ κ η , ά ς τ ή ν π ο ύ μ ε , υ π ο κ ε ιμ ε ν ικ ή : ε ίν α ι κ α ί μ ία ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ή π ρ α γ μ α τ ι κ ό τ η τ α . " Ε χ ο υ μ ε π ε ρ ιό δ ο υ ς σ τή ν ισ τ ο ρ ία . Έ δ ώ κ α θ έ ν α ς θ ά σ ά ς α π α ν τ ή σ ε ι β έ β α ια δ τ ι ε ίν α ι ή π ε ρ ίο δ ο ς το ύ Β ε ν ιζ έ λ ο υ , ή π ε ρ ίο δ ο ς τ ο ύ Π ε ρ ικ λ ή ή ό π ο ι α ά λ λ η ε ν ό τ η τ α ά π ό τή ν π ο λ ιτ ικ ή ισ τ ο ρ ία . Ή π α λ ιά ή ρ ω ο λ α τ ρ ικ ή θ έ α σ η . "Ο μ ω ς , α ν ε ξ ά ρ τ η τ α ά π ό α υ τ ή ν , π ρ έ π ε ι ν ά ξ α ν α έ ρ θ ο υ μ ε σέ έ ν ν ο ιε ς μ ε τρ ή σ εω ν. Σ τ ή ν ισ τ ο ρ ία π ο υ θ ε ν ά δ έ ν έχ ο υ μ ε ε υ θ ε ία γ ρ α μ μ ή . Ή ε υ θ ε ία γ ρ α μ μ ή ε ίν α ι κ ά τ ι π λ α σ μ α τικ ό : έ χ ο υ μ ε α ιχ μ έ ς . Σ έ κ ά θ ε σ τιγ μ ή ή ισ τ ο ρ ία π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι έ ν α φ α ιν ό μ ε ν ο χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ό , δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή π υ κ ν ό τ η τ α . "Ο τα ν τ ό φ α ιν ό μ ε ν ο α ύ τ ό φ θ ά σ ε ι σ τή ν μ εγ ίσ τη π υ κ ν ό τ η τ α - τ ί ν ά σ ά ς π ώ ά π λ ά ; - , σ τό ν μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο ά ρ ιθ μ ό ά π ό σ ο ν έ τ α τ έ λ ο ς π ά ν τ ω ν , σ η μ α ίν ε ι δ τ ι έ χ ο υ μ ε μ ία π ε ρ ίο δ ο , τ ή ν π ε ρ ίο δ ο το ύ σ ο νέ το υ . Ύ σ τ ε ρ α ά ρ χ ίζ ε ι ή ε λ ά τ τ ω σ η. Ε ίν α ι σ ά ν μ ία χ ρ ω σ τ ικ ή . Έ π ε σ ε μ ία σ τ α γ ό ν α , δ έ ν έ δ ε ιξ ε , δ έ ν φ ά ν η κ ε . Π έ φ τ ο υ ν π ο λ λ έ ς σ τ α γ ό ν ε ς ώ σ π ο υ ά λ λ ο ιώ ν ε τ α ι τό χ ρ ώ μ α . Έ κ ε ΐ , ώ ς τή σ τιγ μ ή π ο ύ π ά λ ι ά ρ χ ίζ ε ι κ α ί χ ά ν ε τ α ι, έχ ε τε τή ν α ιχ μ ή μ ιά ς π ε ρ ιό δου. Ό π ρ ο σ ε κ τ ικ ό ς λ ο ιπ ό ν ε ξ ε τα σ τή ς τ ώ ν ισ τ ο ρ ικ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν θ ά δ ια κ ρ ίν ε ι μ ία σ ε ι ρ ά ά π ό α ιχ μ έ ς , μ ία σ ε ιρ ά ά π ό δ υ ν α τ ό τ ε ρ ο υ ς χ ρ ω μ α τ ισ μ ο ύ ς -χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ώ π α ρ ά λ λ η λ α τ ίς δ ύ ο ε ικ ό ν ε ς - κ α ί θ ά ξ έ ρ ε ι δ τ ι α υ τ έ ς ο ί ε ν ό τ η τ ε ς ά ν τ α π ο κ ρ ίν ο ν τ α ι ό χ ι μ ό ν ο π ρ ό ς τή ν ά ν ά γ κ η το υ ν ά δ ε ι τ ό ν κ ό σ μ ο κ ο μ μ έ ν ο σέ κ ε φ ά λ α ια , ά λ λ ά κ α ί π ρ ό ς τ ή ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α . Τ έ τ ο ια π ε ρ ιο δ ίκ ε υ σ η π ρ ο σ π ά θ η σ α ν ά κ ά ν ω ά κ ο λ ο υ θ ώ ν τ α ς τ ά σ η μ ε ία ε κ ε ίν α δ π ο υ
έ κ δ η λ ώ ν ο ν τ α ι ε ν τ ο ν ό τ ε ρ α ό ρ ισ μ έ ν ε ς δ ρ α σ τ η ρ ιό τ η τ ε ς , π ν ε υ μ α τ ικ έ ς δ ρ α σ τ η ρ ιό τ η τ ε ς . Α υ τ έ ς , ά λ λ ω σ τε , έ χ ο υ ν σ υ χ ν ά κ ά π ο ια σ υ ν ά ρ τ η σ η μέ τ η ν π ο λ ιτ ικ ή ισ τ ο ρ ία . Π ρ ιν δ η λ α δ ή τ ί γ ιν ό τ α ν ε ; Τ ί κ ά ν α ν ε ο ί π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο ι μ έ τ ίς π ε ρ ιό δ ο υ ς ; Ε Ν Ε Ρ Γ Ο Υ Σ Α Ν ό κ α θ έ ν α ς ό π ω ς έ ν ό μ ιζ ε σ ω σ τό , δ π ω ς μ π ο ρ ο ύ σ ε, π ά ν τ ω ς , τ ε λ ικ ά , α υ θ α ίρ ε τ α . Π ρ ώ τ ισ τ α ε ίν α ι, φ υ σ ικ ά , ή π ρ ο σ ω π ο λ α τ ρ ικ ή , ν ά π ο ύ μ ε , ισ τ ο ρ ία κ α ί, ά φ ’ έτέρ ο υ , ή χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ η τ ώ ν τ ο μ ώ ν τ ή ς π ο λ ι τ ικ ή ς ισ τ ο ρ ία ς : ή Ε π α ν ά σ τ α σ η κ α ί λ ο ιπ ά . Τ ό κ ρ α τά μ ε έν τέλ ει κ ι α υ τό , ά λ λά φ υ σ ικ ά μέ δ ια φ ο ρ ε τ ικ έ ς π ι ά π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις ώ ς π ρ ό ς τ ή ν π ε ρ ιο δ ίκ ε υ σ η τ ή ς ισ τ ο ρ ία ς κ α ί ώ ς π ρ ό ς τή σ ύ ν θ ε σ η ό λ ω ν τ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν κ α ί τ ώ ν ε κ δ η λ ώ σ ε ω ν . Π α ρ ά λ λ η λ α , λ ο ιπ ό ν , μ έ τή ν ν ε ο ε λ λ η ν ικ ή γ λ ώ σ σ α κ α ί τ ή ν έ ξ έ λ ιξ ή τ η ς π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε τ ή ν έ ξ έ λ ιξ η το ύ ν έ ο υ ε λ λ η ν ισ μ ο ύ . Μ Α Λ ΙΣ Τ Α . Ξ ε κ ιν ώ ν τ α ς ά π ό τ ά μ ε τ α γ ε ν έ σ τ ε ρ α χ ρ ό ν ια τ ο ύ Β υ ζ α ν τ ίο υ . Έ τ σ ι ν ο μ ίζ ω δ τ ι έ δ ω σ α ά π α ν τ ή σ ε ις κ α ί σ τά κ ύ ρ ια κ α ί σ τ ά ύ σ τ ε ρ ο γ έ ν ν η τ α έ ρ ω τ ή μ α τ ά σ α ς. Ή Ι σ τ ο ρ ί α σ α ς τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς έ χ ε ι κ ά ν ε ι έ ξ ι ε κ δ ό σ ε ις , σ τ ίς ό π ο ι ε ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ο ν τ α ι μ ε τ α τ ρ ο π έ ς κ ά θ ε φ ο ρ ά . Γ ιά π ο ι ό λ ό γ ο γ ίν ο ν τ α ι α υ τ έ ς ο ί μ ε τα τ ρ ο π έ ς ; Β ρ ίσ κ ε τ ε σ κ ό π ιμ ο ν ά β λ έ π ε τ ε τ ά ί δ ι α θ έ μ α τ α ά π ό μ ιά π λ ε υ ρ ά λ ίγ ο δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή μ έ τό π έ ρ α σ μ α το ύ χ ρ ό ν ο υ ή ά π λ ώ ς α υ τ ό π ο ύ π ρ ο σ τ ίθ ε τ α ι ε ίν α ι γ ν ώ σ ε ις π ο ύ ε π ισ ω ρ ε ύ ε τ ε ; Ν Α σ ά ς π ώ . Α ύ τ ό τ ό β ιβ λ ίο μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά π ο ύ μ ε , μέ β ά σ ε ις ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ έ ς τ έ λ ο ς π ά ν τ ω ν , δ τ ι ε ίν α ι έ ν α β ιβ λ ίο π ο ύ έ π έ τ υ χ ε . Σ τ ή ν χ υ δ α ία σ η μ α σ ία το ύ δ ρ ο υ έ χ ε ι ε π ιτ ύ χ ε ι, ζε ΐ. Α ύ τ ό δ ε ίχ ν ο υ ν κ α ί ο ί π ο λ λ έ ς τ ο υ ε κ δ ό σ ε ις . Ν Α Ι , τ ώ ρ α β γ α ίν ε ι ή έ β δ ο μ η . Σ έ μ ιά τ έ τ ο ια ά ν τ α π ό κ ρ ισ η τ ο ύ κ ο ιν ο ύ , έ θ ε ώ ρ η σ α π ώ ς ε ί χ α υ π ο χ ρ έ ω σ η , κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο ύ έ σ τέ γ ν ω ν ε ή ά γο ρ ά κ ι έπρεπε νά τό ξαναδ ώ σ ω , ν ά φ ρον τ ίζ ω γ ι ά τ ή ν β ε λ τίω σ ή το υ . " Α λ λ ω σ τε , ε κ τ ό ς ά π ό τ ί ς ε π ε ξ ε ρ γ α σ ίε ς το ύ κ ε ιμ έ ν ο υ , έ γ ιν α ν κ α ί μ ε τα β ο λ έ ς
κ α θ α ρ ά μ ο ρ φ ο λ ο γ ικ έ ς . Έ μ π ή κ ε ε ικ ο ν ο γ ρ ά φ η σ η , έ γ ιν ε έ ν α ς τ ό μ ο ς , μ π ή κ ε τ ό χ ρ ο ν ο λ ό γ ιο . Α ύ τ ό π ο ύ θ έ λ ω ν ά μ ο ύ ά ν α λ ύ σ ε τ ε , ε ίν α ι τ ά κ ίν η τ ρ α π ο ύ σ ά ς έ φ ε ρ α ν π ρ ό ς τ ί ς ά ν α θ ε ω ρ ή σ ε ις το υ . Τ Ο π ρ ώ τ ο ε ίν α ι α ύ τ ό π ο ύ σ ά ς ε ίπ α : ά ν τ α π ό κ ρ ισ η σ τή ν ε ύ ν ο ϊκ ή δ ε ξ ίω σ η τ ο ύ έ ρ γο υ . Έ π ρ ε π ε ν ά τ ό ξ α ν α κ ο ιτ ά ξ ω . Κ α ί ν ά τ ό ξ α ν α κ ο ιτ ά τ ε κ ά θ ε φ ο ρ ά ; Ε , μ ά ά π ό τή σ τιγ μ ή π ο ύ κ ά θ ε φ ο ρ ά π ο ύ έξα ν τ λ ε ίτ α ι ή έ κ δ ο σ η π ρ έ π ε ι ν ά τ ό ξ α ν α π α ρ ο υ σ ιά σ ε ις ... Π ρ ώ τ α π ρ ώ τ α έ χ ω τή σ υ ν ε ί δ η σ η δ τ ι δ έ ν γ ρ ά φ ω έ ν α έ ρ γ ο π ο ύ β ιο γ ρ α φ ε ί έμ έ ν α κ α ί π ο ύ δ ε ίχ ν ε ι τ ό ν σ υ γ γ ρ α φ έ α π ώ ς σ κ ε φ τ ό τ α ν κ α ί τ ί ή ξ ε ρ ε σ τά 1948. " Ε ρ χ ο ν τ α ι τ ά ν έ α σ τ ο ιχ ε ία , σ υ ν ε π ώ ς π ρ ώ τ ο ξ ε κ α θ ά ρ ισ μ α τ ό ν ά μ π α ίν ο υ ν ο ί κ α ιν ο ύ ρ ιε ς γ ν ώ σ ε ις , ώ σ τε τ ό β ιβ λ ίο π ο ύ γ ρ ά φ ε ι ά π έ ξ ω 1960 ν ά ε κ φ ρ ά ζ ε ι, δ σ ο μ π ο ρ ε ί ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς , τή ν κ α τ ά σ τ α σ η τ ο ύ 1960 κ ι δ χ ι μ ιά π ε ρ α σ μ έ ν η κ α τάσταση. Τ ό δ ε ύ τ ε ρ ο ε ίν α ι δ τ ι ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς ό ίδ ιο ς έ ν ε ρ γ ε ί, μ ε λ ετ ά ε ι κ α ί έ χ ε ι τή ν ύ π ο χ ρ έ ω σ η , έστω κ α ί ά δ η μ ο σ ίε υ τ α π ρ ά γ μ α τ α ν ά τ ά δ ε ίξ ε ι μ έσ α σ τή ν ισ τ ο ρ ία . Τ ρ ίτ ο ς λ ό γ ο ς , θ ά τ ό ν π ο ύ μ ε μ έ σ ιγ α λ ό τε ρ η φ ω ν ή , ε ίν α ι δ τ ι α ύ τ ά τ ά β ιβ λ ία δ έ ν μ π ο ρ ο ύ ν ε ν ά γ ίν ο υ ν χ ω ρ ίς λ ά θ η . Σ έ κ ά θ ε ν έ α έ κ δ ο σ η ό φ ε ίλ ε ι ν ά ξ α ν α κ ο ιτ ά ξ ε ι ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς μέ π ρ ο σ ο χ ή κ α ί ν ά τ ό ά π α λ λ ά ξ ε ι δ σ ο μ π ο ρ ε ί ά π ό λ ά θ η τ ώ ν π α λ α ιο τ έ ρ ω ν έκ δ ό σ εω ν. Θ ά τ ο λ μ ο ύ σ α - δ έ μο ύ ε ίν α ι δ ύ σ κ ο λ ο γ ια τ ί τ ά ’χ ω γ ρ ά ψ ε ι α ύ τ ά - ν ά ά ν α φ έ ρ ω κ α ί ένα ν ά λ λ ο λ ό γ ο μ ε τα β ο λ ή ς. ’Α λ λ ά ζ ο υ ν ο ί γ ν ώ σ ε ις μ α ς , κ α λ ά · ά λ λ ά ζ ε ι τ ό π ο τ ά μ ι θ ά έ λ εγε ό 'Η ρ ά κ λ ε ιτ ο ς · ά λ λ ά ζ ε ι δ μ ω ς κ α ί ό ά ν θ ρ ω π ο ς π ο ύ κ ο ιτ ά ζ ε ι τ ό π ο τ ά μ ι. Δ έ ν σ κ έ π τ ο μ α ι σέ δ λ α δ π ω ς έ σ κ ε π τ ό μ ο υ ν τ ό 1 948. Κ α ί α ύ τ έ ς ο ί μ ε τα β ο λ έ ς φ έ ρ ν ο υ ν μ ο ιρ α ία μ ιά μ ε τα β ο λ ή σ τή ν θε ώ ρ η σ η τ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν . "Ε τσ ι σέ κ ά θ ε έ π α ν έ κ δ ο σ η , ε κ τ ό ς ά π ό τ ίς ά λ λ α γ έ ς τ ίς ό π ο ιε ς δ ίν ε ι ή π ρ ο α γ ω γ ή τ ή ς επ ισ τή μ η ς, ύ π ά ρ χ ο υ ν ε κ α ί ο ι μ ε τα β ο λ έ ς τ ίς ό π ο ι ε ς φ έ ρ ν ε ι μ ία δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή π ρ ο ο π τ ικ ή . Α ύ τ ό τ ό β ιβ λ ίο μεταφ ράσ τηκε; Γ Α Λ Λ ΙΚ Α , γ λ ικ ά .
ρ ο υ μ α ν ικ ά ,
σ έ π ο ι έ ς γ λ ώ σ σ ες
β ο υ λ γ α ρ ικ ά ,
ά γ-
65
Κ α λ ά . Ά λ λ ά ό κ ύ ρ ιο ς ’Α ρ γ υ ρ ίο υ μ ά ς ε ίπ ε γ ιά τ ό ε π ό μ ε ν ο σ τ ά δ ιο , σ τό ό π ο ιο ε ίσ τε ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς . ’Ε σ ε ίς π ώ ς τ ό κ α τ α λ α β α ίν ε τ ε α υ τ ό τ ό σ τ ά δ ιο ; Π ώ ς θ ά τ ό ε ξ η γ ο ύ σ α τε ; Ν Ο Μ ΙΖ Ω δ τ ι έ χ ο υ μ ε ιδ ίω ς ά ν α ζ ή τ η σ η ν έω ν υ λ ικ ώ ν π ο ύ ν ά ά π α ν τ ο ύ ν π ε ρ ίπ ο υ σ έ π α λ α ι ά ε ρ ω τ ή μ α τ α τ ο ύ ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο υ . Σ έ έ να κ ε ί μ εν ό μ ου τ ο ύ 1935, έ μ ιλ ο ϋ σ α γ ι ά τή ν « π α ν τ ο τ ιν ή μ ου ά γ ά π η » , τ ή ν λ υ ρ ικ ή π ο ίη σ η , «έξο μ ο λ ό γ η σ η τ ή ς ά ν θ ρ ώ π ιν η ς ψ υ χ ή ς , κ λ ε ιδ ί γ ι ά μ ιά σ τε ν ώ τ α τη μ’ α ύ τ ή ν γ ν ω ρ ιμ ία » . Σ τ α δ ια κ ά ά π ό τ ό τ ε έ π ε ίσ θ η κ α δ τ ι σ ’ α ύ τή ν τή ν σ τ ό χ ε υ σ η , τή ν σ τεν ή « γ ν ω ρ ιμ ία μέ τή ν ά ν θ ρ ώ π ιν η ψ υ χ ή » , τ ό κ α λ ύ τ ε ρ ο ύ λ ικ ό δ έ ν ε ίν α ι ή τ έ χ ν η , σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν α ή λ υ ρ ικ ή π ο ίη σ η , ά λ λ ά δ τ ι ύ π ά ρ χ ο υ ν ά λ λ α κ α τ α λ λ η λ ό τ ε ρ α τε κ μ ή ρ ια γ ι ’ α ύ τ ή ν τή ν υ π ό θ ε σ η . 'Ο δ η μ ιο υ ρ γ ό ς , σ τή θέλ η σ ή τ ο υ ν ά κ ά ν ε ι έργο τέχ ν η ς, δέν μ π ο ρ εί π α ρ ά ν ά έπεξερ γα σ τεί τή ν ά ρ χ ικ ή το υ δ ια τ ύ π ω σ η , μέ τό ν σ κ ο π ό ν ά τ ή ν κ α τ α σ τ ή σ ε ι, α ισ θ η τ ικ ά , κ α λ ύ τερ η · τ ο ύ τ ο δ μ ω ς θ ά τ ό ν κ ά ν ε ι π ά ν τ ω ς ν ά ά π ο μ α κ ρ υ ν θ ε ϊ ά π ό τή ν ά ρ χ ικ ή έ μ π ν ε υ σ η , τ ό ν έ ξ ο μ ο λ ο γ η τ ικ ό τ η ς χ α ρ α κ τ ή ρ α . Γ ιά ν ά π λ η σ ιά σ ο υ μ ε ά σ φ α λ έ σ τ ε ρ α μ έσ α ά π ό τ ό ν λ ό γ ο σ τό ν σ κ ο π ό μ α ς , τή ν γ ν ω ρ ιμ ία μ έ τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο , δ ια θ έ τ ο υ μ ε φ ο ρ ε ίς λ ιγ ό τ ε ρ ο κ α λ λ ιτ ε χ ν ικ ο ύ ς , ά λ λ ά π λ η σ ιέ σ τ ε ρ ο υ ς π ρ ό ς τή ν γ ν η σ ιό τ η τ α : ε ίν α ι ή έ π ισ τ ο λ ή , τ ό ή μ ε ρ ο λ ό γ ιο , τ ά ά π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α , τ ό ά ρ θ ρ ο τ ή ς έ φ η μ ε ρ ίδ α ς κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . Μ ή ν κ ο ιτ ά ζ ε τ ε τ ίς π ο λ λ έ ς ή δ λ ίγ ε ς ε ξ α ιρ έ σ ε ις : τ ί ς σ ο φ ισ τ ικ έ ς « ε π ισ το λ έ ς» , τ ά ε π ε ξ ε ρ γ α σ μ έ ν α ά π ο μ ν η μ ο ν ε ύ μ α τ α , τ ά ά ν α θ ε ω ρ η μ έ ν α ή μ ε ρ ο λ ό γ ια , τή ν κ α τ ε υ θ υ ν ο μ έ ν η ά ρ θ ρ ο γ ρ α φ ία , ή δ , τ ι ά λ λ ο , π ο ύ κ ι α ύ τά όλα κ ά τι δη λ ώ ν ο υ ν, ό τα ν ξέρει κ α ν ε ίς ν ά τ ά δ ια β ά σ ε ι: ό κ α ν ό ν α ς μ ά ς ένδ ι α φ έ ρ ε ι, κ α ί ό κ α ν ό ν α ς ε ίν α ι α ύ τ ό ς . "Ε τσ ι ο δ η γ ή θ η κ α π ρ ό ς τ έ τ ο ια τ ε κ μ ή ρ ια , τ έ τ ο ιε ς μ α ρ τ υ ρ ίε ς , π ρ ό ς τή ν ά ξ ιο π ο ίη σ ή τ ο υ ς . Α υ τή ή ά λ λ α γ ή σ τ ά ε ρ γ α λ ε ία έ φ ε ρ ε μ ε τα β ο λ ή σ τή ν ά π α σ χ ό λ η σ η , μέ ά π ο μ ά κ ρ υ ν ε ά π ό τή ν σ υ σ τη μ α τικ ή μ ελέτη τ ή ς π ο ίη σ η ς , π ι ό γ ε ν ικ ά τ ή ς σ τ ε ν ά ν ο ο ύ μ ε ν η ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς , κ α ί μέ ο δ ή γ η σ ε π ρ ό ς δ , τ ι ο ν ό μ α σ α ισ τ ο ρ ία τ ώ ν σ υ ν ε ιδ ή σ ε ω ν . Ή μ ε τα τ ό π ισ η α ύ τ ή , τ ή ς ό π ο ί α ς χ ν ά ρ ια β ρ ίσ κ ω σ τή μ ελέτη μ ου γ ιά τ ό ν Κ ά λ β ο , ή σ έ ά λ λ ε ς ε ρ γ α σ ίε ς , σ ύ ν ή π λ ή ν κ α μ ιά π ε ν η ν τ α ρ ιά χ ρ ό ν ια π ίσ ω , έ γ ιν ε γ ιά μ έ ν α ά φ ο ρ μ ή γ ν ω ρ ιμ ία ς μέ π ε ρ ι ο χ έ ς μ ε λ έτη ς ο ί ό π ο ιε ς σ ή μ ε ρ α π ι ά ικ α ν ο π ο ι ο ύ ν ά π ο λ ύ τ ω ς τή ν έ ρ ευ ν η τικ ή μ ο υ δ ι ά θ εσ η . Β έ β α ια , σ τή ν ζω ή το ύ κ ά θ ε ά ν θ ρ ώ 66
π ο υ , ό τ α ν ε ίν α ι ό μ α λ ή , ύ π ά ρ χ ε ι μ ία χ ρ υ σ ή κ λ ω σ τή , π ο ύ δ έ ν ε ι ό λ ε ς το υ τ ίς δ ρ α σ τ η ρ ιό τ η τ ε ς , δ λ α το υ τ ά ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ α , σ έ μ ία ε ν ό τ η τα . Ή εσ ω τε ρ ικ ή γ ρ α μ μ ή . ’Ε σ ε ίς , μ έ τή ν π ρ ο σ ο χ ή π ο ύ δ ίν ε τ ε σ τά χ α ρ α κ τ η ρ ο λ ο γ ικ ά , θ ά ή τ α ν φ υ σ ικ ό ν ά τ ή ν π ρ ο σ έ χ ε τ ε . Γ Ι ’ α ύ τ ό έ π ρ ο σ π ά θ η σ α ν ά σ ά ς δ ε ίξ ω ά κ ρ ιβ ώ ς τ ό ν τ ρ ό π ο μέ τ ό ν ό π ο ιο έ π έ ρ α σ α ά π ό μ ία δ μ ά δ α ά π α σ χ ο λ ή σ ε ω ν σ έ μ ιά ν ά λ λη δ ια φ ο ρ ε τ ικ ή , ά λ λ ά π ο ύ π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ι ε π ικ α λ ύ ψ ε ις μέ τ ή ν π ρ ώ τ η . ’Α λ λ ιώ ς , θ ά μ π ο ρούσα νά σάς π ώ άπ λώ ς δτι ό ά νθρω π ος ά λ λ ά ζ ε ι. Μ ία ά π ό τ ίς β α σ ικ έ ς ά ν τ ιρ ρ ή σ ε ις μο υ σ τή ν θ ε ώ ρ η σ η τ ώ ν ά ν θ ρ ώ π ω ν ό π ω ς τή ν δ ίν ο υ ν ο ί ό π α δ ο ί τ ο ύ ιδ α ν ισ μ ο ύ , ε ίν α ι ό τρ ό π ο ς μ έ τ ό ν ό π ο ιο τ ο ύ ς π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν έξω ά π ό τ ό ν χ ρ ό ν ο , ά κ ίν η τ ο υ ς , μ α ρ μ α ρ ω μ έ ν ο υ ς . " Ο τα ν π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο μ έσ α σ τή ν ζω ή τ ο υ , δ έ ν ά π ο ρ ο ύ μ ε π ο ύ ά λ λ ά ζ ε ι, ά λ λ ά έ ξ ε τ ά ζ ο υ μ ε τ ί τό ν έ φ ε ρ ε π ρ ό ς τή ν μ ία ή τή ν ά λ λη κ α τε ύ θ υ ν σ η · δ σ α έλέγ α μ ε γ ι ά τ ί ς π ε ρ ιό δ ο υ ς σ τή ν σ υ λ λ ο γ ικ ή ισ τ ο ρ ία , ισ χ ύ ο υ ν κ α ί γ ι ά τ ίς π ε ρ ιό δ ο υ ς σ τή ν ά τ ο μ ικ ή ισ τ ο ρ ία . "Α ρ νη σ η τ ο ύ ε ν ό ς κ λ ε ιδ ιο ύ , ν ά π ο ύ μ ε . Π λ ο υ ρ α λ ισ μ ό ς . Μ π α ίν ο υ μ ε σ τό π ώ ς . Ν Α Ι. Μ ε τ α χ ε ιρ ίζ ο μ α ι κ ι έγ ώ τ ό ν ό ρ ο , χ ω ρ ίς ν ά μ ο ύ ά ρ έ σ ε ι, ά λ λ ά δ έ ν β ρ ίσ κ ω ά λ λ ο ν , κ α ί μ ο ύ ε ίν α ι ά π α ρ α ίτ η τ ο ς . Κ ιό λ α ς ά π ό τ ί ς ερ γ α σ ί ε ς μ ο υ τ ώ ν χ ρ ό ν ω ν ’30 έ τ ό ν ισ α τ ή ν θ ε μ ε λ ια κ ή σ η μ α σ ία τ ή ν ό π ο ί α έ χ ε ι γ ι ά τ ή ν με λ έτη το ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ ή ά ν α ζ ή τ η σ η τ ώ ν π ο λ λ α π λ ώ ν α ιτ ίω ν . Π λ ο υ ρ α λ ισ μ ό ς κ α ί σ τ ά α ί τ ια , ό π ο υ ή π α ρ α μ ικ ρ ή ά ν θ ρ ώ π ιν η ε ν έ ρ γ ε ια π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ε ι τή ν δ ια μ ό ρ φ ω σ η μ ιά ς σ υ ν ισ τ α μ έ ν η ς π ο ικ ίλ ω ν α ιτ ίω ν , π λ ο υ ρ α λ ισ μ ό ς σ τή ν έ ρ ευ ν α ό π ο υ , κ α ί π ά λ ι, γ ιά ν ά β ρ ε θ ο ύ ν τ ά α ίτ ια ά π α ιτ ε ϊτ α ι ή χ ρ ή σ η π ο ικ ίλ ω ν έρ γα λ ε ίω ν . ’Α λ λ ά , β έ β α ια , χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι κ α ί ή ά ν α ζ ή τ η σ η τ ή ς χ ρ υ σ ή ς κ λ ω σ τή ς , τ ο ύ κ ο ιν ο ύ π α ρ ο ν ο μ α σ τ ή , το ύ μ έσ ο υ δ ρ ο υ . 'Ο ιδ α ν ι σ μ ό ς ά ν α ζ η τ ο ΰ σ ε τ ί ς α ιχ μ έ ς , τ ό έ ξ α ιρ ε τ ικ ό , τ ό ά λ λ ιώ τ ικ ο . ’Ε μ ε ίς θ η ρ ε ύ ο υ μ ε μ έ σ ο υ ς ό ρ ο υ ς ή ύ ψ η λ ο ύ ς ά ρ ιθ μ ο ύ ς , π ο ύ ε ίν α ι κ α ί τ ά δ ύ ο έ ν ν ο ιε ς σ τ α τ ισ τ ικ έ ς . Μ ά τ ο ύ σ τ α τ ι κ ο ύ δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι ισ τ ο ρ ία . 'Ο ιδ α ν ισ μ ό ς , σ τ α τ ικ ό ς , δ ι α λ ύ ε ι ο ύ σ ια σ τ ικ ά τή ν ισ τ ο ρ ία , ά ρ ν ιέ τ α ι τή ν δ ι α χ ρ ο ν ί α , τ ή ν μ ε τα β ο λ ή , τό γ ίγ ν ε σ θ α ι. Δ έ ν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά σ τ α θ ο ύ μ ε έμπ ρ ό ς σ τό ν σ υ γ γ ρ α φ έ α μ έ έ ν α ε ρ ω τ η μ α τ ο λ ό γ ιο σ τό χ έ ρ ι κ α ί ν ά ά ν α ζ η τ ή σ ο υ μ ε μ έσ α σ τό σ ύ ν ο λ ο έ ρ γο τ ο υ τ ί ς ά π α ν τ ή σ ε ις τ ί ς ό π ο ιε ς
θ ά β ρ ο ύ μ ε ή θ ά ν ο μ ίσ ο υ μ ε δ τ ι έ β ρ ή κ α μ ε κ ά π ο υ , τή ν μ ία σ τ ά ε ίκ ο σ ι το υ χ ρ ό ν ια , τή ν ά λ λη σ τ ά ε ξ ή ν τα . Θ ά ά ν α ζ η τ ή σ ο υ μ ε τ ά ίδ ιά ζ ο ν τ α π ρ ο β λ ή μ α τ α , δ σ α ά ν τ ιμ ε τ ώ π ισ ε ό λ ό γ ιο ς , θ ά τ ά δ ια τ ά ξ ο υ μ ε σ ύ μ φ ω ν α μέ τή ν ζω ή τ ο υ , κ α ί τ ό τ ε θ ά σ υ ν δ έ σ ο υ μ ε τ ίς ά π α ν τ ή σ ε ις το υ σ ’ α υ τ ά . ’Ά λ λ ω σ τ ε , τ ά ά τ ο μ α δ π ω ς κ α ί ο ί ε π ο χ έ ς δ έ ν χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ο ν τ α ι ά π ό τ ίς ά π α ν τ ή σ ε ις τ ίς ό π ο ιε ς έ δ ω σ α ν , ά λ λ ά ά π ό τ ά ε ρ ω τ ή μ α τ α τ ά ό π ο ια έθ εσ α ν · α υ τ ό ς ε ίν α ι ό λ ό γ ο ς π ο ύ ο ί π ι ό α ν τ ίθ ε τ ο ι ά ν θ ρ ω π ο ι β ρ ίσ κ ο ν τ α ι μ α ζ ί, σ υ ν ε ξ ε τ ά ζ ο ν τ α ι: γ ια τ ί , κ α ν ο ν ικ ά ε ίν α ι ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι π ο ύ ε ίπ α ν ν α ί ή π ο ύ ε ίπ α ν δ χ ι , ά λ λ ά σ έ έ ν α κ α ί τ ό ίδ ιο π ρ ό β λ η μ α . Α ύ τή ε ίν α ι ή ά π ά ν τ η σ ή μ ο υ σ τό ν λ ε γ ό μ ε ν ο σ τ ρ ο υ κ τ ο υ ρ α λ ισ μ ό , σ τό ν ό π ο ιο λ έω ό χ ι. Μ ά λ ισ τ α , θ ά π ρ ο σ θ έ σ ω δ τ ι ενώ σ έ ά λ λ ο υ ς , ξ έ ν ο υ ς , δ χ ι δ ι κ ο ύ ς μο υ π ρ ο β λ η μ α τ ι σ μ ο ύ ς , δ ίν ω φ ιλ ό ξ ε ν η δ ε ξ ίω σ η , ά π ό α υ τ ό ν ο ύ τ ε ό ίδ ιο ς εγ ώ μ π ό ρ ε σ α κ α θ ό λ ο υ ν ά ώ φ ε λ η θ ώ , ο ύ τ ε μ π ό ρ ε σ α ν ά β ρ ώ σ τ ο ιχ ε ία χ ρ ή σ ιμ α σ έ ό σ ο υ ς τ ό ν ε φ α ρ μ ό ζ ο υ ν . Φ υ σ ικ ά , δ ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς δ ι α θ έ τ ε ι, σ τή ν β ά σ η , έ ν α κ υ ρ ίω ς έ ρ γ α λ ε ΐο , τ ίς δ ι α δ ο χ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις : ν ά μ ή ν δ ισ τ ά ζ ε ι ν ά κ ά ν ε ι λ ά θ η . Δ ια δ ο χ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις σ η μ α ίν ε ι δ ι α δ ο χ ικ ά σ φ ά λ μ α τ α , π ο ύ σ ιγ ά σ ιγ ά σ έ φ έ ρ ν ο υ ν ό λ ο κ α ί π ι ό κ ο ν τ ά σ τή ν ά λ ή θ ε ια . "Ισ ω ς δ σ τ ρ ο υ κ τ ο υ ρ α λ ισ μ ό ς ν ά μ π ο ρ ε ί κ ά τ ι ν ά β ο η θ ή σ ει σ έ κ ά π ο ι α σ τιγ μ ή τ ώ ν ά ν α ζ η τ ή σ ε ω ν . " Ο μ ω ς ά ν ά μ εσ α σ τ ίς π ο λ λ έ ς ά λ λ ε ς ά δ υ ν α μ ίε ς τ ο υ , ξ ε χ ω ρ ίζ ω α ύ τ ή ν τή ν ώ ρ α τ ή ν μ ο ν ο λ ιθ ικ ό τ η τ ά το υ · ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία σ η μ α ίν ε ι π ίσ τ η σ τή ν δ ια χ ρ ο νία . Π ρ ο τ ιμ ά τ ε τ ό ν δ ρ ο ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς ά π ό τ ό ν δ ρ ο ισ τ ο ρ ικ ό ς , τ ό ν δ ρ ο μ εθό δ ε υ σ η ά π ό τ ό ν δ ρ ο μ έ θ ο δ ο ς. Γ ια τ ί; " Ε χ ο υ μ ε μ π ε ι π ι ά έ ν τ ελ ώ ς σ τά μ ε θ ο δ ο λ ο γ ικ ά : ή ερ ώ τη σ ή μ ο υ έ ρ χ ε τ α ι σ τή ν ώ ρ α τη ς . Κ Α Θ Ε ά ν θ ρ ω π ο ς , ό π ο ι ο ς μ ιλ ε ΐ, δ π ο ιο ς γ ρ ά φ ε ι, έ χ ε ι τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιό τ ο υ , δ π ω ς κ α ί κά θε κύκλος, κά θε π α ρ έα . Θ ά τά ξαναπ ο ϋ μ ε α ύ τ ά σ υ ν ε χ ίζ ο ν τ α ς . Μ ά γ ι ’ α ύ τ ά τ ά δ ύ ο ή κ α ί ά κ ό μ η , ίσ ω ς , ά λ λ α τ ό σ α , δ έ ν θ ά ε ίχ α π ο λ ύ ο υ σ ια σ τ ικ έ ς έ ν ν ο ιε ς ν ά δ ι α τ υ πώ σ ω . Α π λ ώ ς θ ά έλεγα δ τι ή γλώ σ σ α μ α ς, π ρ ο κ ε ιμ έ ν ο υ ά π ό ό ρ γ α ν ο π ε ρ ιγ ρ α φ ικ ό (τό π α ρ α μ ύ θ ι, τ ό δ η μ ο τ ικ ό τ ρ α γ ο ύ δ ι, ε ίτε ώ ς π ρ ό ς τ ό ν έ ξ ω τ ε ρ ικ ό κ ό σ μ ο ε ίτ ε ώ ς π ρ ό ς τ ό ν σ υ ν α ισ θ η μ α τ ικ ό ) ν ά γ ίν ε ι γ λ ώ σ σ α π α ιδ ε ία ς , ε ίν α ι ά ν ά γ κ η ν ά ά π ο κ τ ή σ ε ι τ ό σ ο σ τό λ ε ξ ιλ ό γ ιό τ η ς δ σ ο κ α ί σ τή ν σ ύ ν τα ξ ή τ η ς δ σ ο γ ίν ε τ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ η σ α φ ή ν ε ια σ τή ν έ κ φ ρ α σ η
Ό Κ. Θ. Δημαράς μέ τόν Γ. Σεφέρη καί τόν Α. Μπάρα στήν Κωνσταντινούπολη (1951) τ ώ ν σ τ ο χ α σ μ ώ ν . Σ κ έ π τ ο μ α ι τ ο ύ ς κ ιν δ ύ ν ο υ ς , ή ο π ω σ δ ή π ο τ ε τή ν κ α θ υ σ τέ ρ η σ η σ τή ν κ α τ α νό η σ η τ ή ν ό π ο ί α π ρ ο κ α λ ε ΐ π ο λ λ έ ς φ ο ρ έ ς τό πού. Σ τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο , ό π ο υ μ π ο ρ ώ , ά π ο φ ε ύ γ ω τ ο ύ ς δ ίσ η μ ο υ ς ό ρ ο υ ς : ισ το ρ ικ ό ς - historique κ α ί historien: τ ά β ο λ ε ύ ο υ μ ε μέ ιστορικός κ α ί ιστοριογράφος· μερικοί, τ ό ά ν τ ίθ ε τ ο το ύ γε νικοί, ή τ ό σ υ ν ώ ν υ μ ο το ύ ενιοι: π ρ ο τ ιμ ώ γ ιά τή ν δ ε ύ τε ρ η σ η μ α σ ία τ ό ϊνιοι. Π ο λ ύ έ χ ο υ ν σ υ ζ η τ η θ ε ί τ ά σ χ ε τ ικ ά μέ τή ν μ ε θ ό δ ευ σ η , ώ ς δ ρ ο . Ε Κ Ε Ι ε ίν α ι κ α ί κ ά π ο ια ά λ λ α ζη τ ή μ α τ α : ν ο μ ίζ ω δ τ ι μ έσ α σ τή ν μέθοδο έ χ ε ι κ λ ε ισ θ ε ΐ α ι σ θ η τή ο ίη σ η τ ή ς λ ο γ ιο σ ύ ν η ς . Μ ό ν ο γ ι ’ α ύ τ ό τ ό λ ό γ ο δ ια φ ο ρ ο π ο ιε ί σ τε ή κ α ί γ ιά ά λ λ ο υ ς λ ό γ ο υ ς ; Ο Χ Ι. ’Ε κ ε ί, μ ό ν ο κ α ί ά π ο κ λ ε ισ τ ικ ά γ ι ’ α ύ τ ό τ ό λ ό γ ο . " Ο τα ν μ ιλ ά μ ε γ ιά μ έ θ ο δ ο -ά λ λ ω σ τ ε ν ο μ ίζ ω ό τ ι τ ό έ χ ω γ ρ ά ψ ε ι σ χ ε δ ό ν μέ τ ά ίδ ια λ ό γ ια π ο ύ σ ά ς τ ό λ έω τ ώ ρ α - ε ν ν ο ο ύ μ ε δ ύ ο π ρ ά γ μ α τ α , τ ά ό π ο ι α δ έ ν ά π α ιτ ο ϋ ν κ α μ ία ιδ ια ίτ ε ρ η σ ο φ ία κ α ί κ α μ ία ιδ ια ίτ ε ρ η γ ν ώ σ η , έ ν ν ο ο ύ μ ε λ ο γ ικ ή κ α ί ή θ ικ ή . Τ ο ύ ς κ α ν ό ν ε ς π ο ύ έ μ ά θ α μ ε ά π ό π α ι δ ι ά , ά π ό τ ή ν λ ο γικ ή κ α ί τή ν ή θ ικ ή . Α ύ τ ό ε ίν α ι ή μ έ θ ο δ ο ς γ ιά τό ν έ π ισ τ ή μ ο ν α , τέ λ ο ς. Ά π ό κ ε ί κ α ί π έ ρ α ύ π ά ρ χ ε ι ή μ εθό δ ευ ση , δη λ α δ ή , πλ έο ν, α ύ τό 67
π ο ύ λ έν ε ο ί Γ ά λ λ ο ι les m o d a lite s , ό τ ρ ό π ο ς μ έ τ ό ν ό π ο ιο ε φ α ρ μ ό ζ ε ις τή μ έ θ ο δ ό σ ο υ , ή ό π ο ια ε ίν α ι α π λ ώ ς λ ο γ ικ ή κ α ί ή θ ικ ή . Κ α ί ή ό π ο ι α π ρ ο σ α ρ μ ό ζ ε τ α ι σέ κ ά θ ε δ ο υ λ ε ιά ; Κ Α Ι ή ό π ο ι α θ ά π ρ ο σ α ρ μ ο σ θ ε ϊ ά ν ά λ ο γ α σέ κ ά θ ε δ ο υ λ ε ιά · α ύ τή τή ν π ρ ο σ α ρ μ ο γ ή ε ίν α ι π ο ύ π ρ ο τ ιμ ώ ν ά τή λ έω μ ε θ ό δ ευ σ η ά π λ ώ ς , μ έ π ο λ ύ π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ η , π ώ ς ν ά π ο ύ μ ε , μ ε τ ρ ιο φ ρ ο σ ύ ν η , ά π ό τή ν έ ξ α γ γ ε λ ία τ ή ς μ ε θ ό δ ο υ . Ή τ ε χ ν ικ ή , π ρ ο κ ε ιμ έ ν ο υ γ ιά έ να έ ρ γ ο , τ ο ύ ό π ο ίο υ ο ί γ ε ν ικ έ ς γ ρ α μ μ έ ς έ χ ο υ ν χ α ρ α χ τ ε ί σ έ έ ν τ ελ ώ ς ά λ λ ο ε π ίπ ε δ ο . Φ α ν τ ά ζ ο μ α ι ό μ ω ς ό τ ι α ύ τή ή μ ε θ ό δε υ σ η ή δ ικ ή σ α ς έ χ ε ι ά λ λ ά ξ ε ι σ τή δ ι ά ρ κ ε ια τ ο ύ χ ρ ό ν ο υ π ο λ ύ . Θ ά μ ιλ ή σ ο υ μ ε γ ιά τή ν τ ω ρ ιν ή σ α ς μ ε θ ό δ ευ σ η : Δ Ε Ν θ ά έ λ ε γ α δ τ ι έ χ ε ι ά λ λ ά ξ ε ι. Ί σ α ίσ α τ ώ ρ α , π ο ύ π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε σ ιγ ά σ ιγ ά ν ά ξ α ν α φ τ ιά ξ ο υ μ ε δ ,τ ι θ ά ή τ α ν μ ιά τ υ π ικ ή σ υ ν έ ν τ ε υ ξ η , ή σ κ έ ψ η μο υ ε ίν α ι δ τ ι ξ ε κ ίν η σ α ά π ό β α σ ικ ά θ έ μ α τ α , τ ά ό π ο ι α ε ξ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν κ α ί σ ή μ ε ρ α ν ά μ έ ά π α σ χ ο λ ο ύ ν , ώ ς μ ε θ ό δ ευ σ η π ά ν τ ο τ ε , ά λ λ ά σ υ ν ε χ ώ ς ά ν α λ υ ό μ ε ν α π ε ρ ισ σ ό τερ ο κ α ί σ υ μ π λ η ρ ω ν ό μ ε ν α . 'Η ύ λ η , τό υ λ ικ ό , ά λ λ α ξ ε· τ ά ε ρ γ α λ ε ία , ά π ό τ ή ν ώ ρ α π ο ύ τ ά κ α τ α σ κ ε ύ α σ α , έ τε λ ε ιο π ο ιή θ η κ α ν , ίσ ω ς , ά λ λ ά δ έ ν ά λ λ α ξ α ν . Δ η λ α δ ή μ ο ύ λ έτ ε δ τ ι δ έ ν έ χ ε ι ά λ λ ά ξ ε ι μ’ α ύ τ ά ή μ ε θ ό δ ευ σ η . Δ έ ν έ χ ε ι ά λ λ ά ξ ε ι σ τ ις β α σ ικ έ ς τ η ς γ ρ α μ μ έ ς ; Α Κ Ρ ΙΒ Ω Σ . Τ ό δ έ ν δ ρ ο έ β γα λ ε κ λ α ρ ιά , τ ά κ λ α ρ ιά π ο ύ έ β γ α λ α ν φ ύ λ λ α . Τ ό β α σ ικ ό ερ γ α λ ε ίο τ ή ς μ ελ έτ η ς μ ο υ , π ο ύ ε ίπ α μ ε δ τ ι δ έ ν ε ίν α ι τ ό μ ό ν ο , δ ια μ ο ρ φ ώ θ η κ ε ά π ό τ ό ν κ α ιρ ό τ ώ ν ά π α σ χ ο λ ή σ ε ώ ν μο υ μέ τή ν ά ρ χ α ία φ ι λ ο σ ο φ ία , ά κ ρ ιβ έ σ τ ε ρ α μ έ ά φ ο ρ μ ή τή ν χ ρ ο ν ο λ ό γ η σ η τ ώ ν π λ α τ ω ν ικ ώ ν δ ια λ ό γ ω ν , μ έσ α ά π ό τή ν ύ φ ο λ ο γ ικ ή μ ε θ ό δ ευ σ η : π υ κ ν ό τ η τ ε ς λ έξ εω ν κ α ί γ ρ α μ μ α τ ικ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν , σ τή ν π α λ α ι ά σ η μ α σ ία τ ο ύ δ ρ ο υ , γ ρ α μ μ α τ ικ ώ ν , δ η λ α δ ή , κ α ί σ υ ν τ α κ τ ικ ώ ν . Ή σ τ α τ ισ τ ικ ή μ ελέτη ό λ ω ν τ ώ ν σ υ γ γ ρ α φ ικ ώ ν ιδ ιο τ υ π ιώ ν δ σ ε ς ά π α ν τ ο ύ μ ε σ έ έ να ν σ υ γ γ ρ α φ έ α , ε π ι τ ρ έ π ε ι μ ία σ χ ε τ ικ ή χ ρ ο ν ο λ ό γ η σ η τ ώ ν έ ρ γω ν τ ο υ , κ α ί τ ά λ ο ιπ ά . Ο ί ε π α φ έ ς μ ο υ μ έ τ ίς έ ρ ε υ ν ε ς α υ τ έ ς μ έ ό δ ή γ η σ α ν π ρ ό ς τή ν μ ελέτη δ χ ι π ι ά τ ο ύ λ ό γ ο υ , ά λ λ ά τ ο ύ έ σ ω τε ρ ικ ο ύ κ ό σ μ ο υ τ ώ ν σ υ γ γ ρ α φ έ ω ν . Μ α ζ ί μέ τ ί ς μ ε τα β ο λ έ ς έ χ ο υ μ ε κ α ί κ ά τ ι ά λ λ ο , έ χ ο υ μ ε τή ν 68
ύ π ό δ ε ιξ η , τή ν έ ν δ ε ιξ η , γ ιά τή ν ξ ε χ ω ρ ισ τ ή σ η μ α σ ία τή ν ό π ο ι α ό λ ό γ ιο ς , ό σ υ γ γ ρ α φ έ α ς , δ ί ν ε ι σέ ό ρ ισ μ έ ν α ν ο ή μ α τ α , σέ ό ρ ισ μ έ ν α σ υ ν α ισ θ ή μ α τ α . Μ έ σ α ά π ό τ ό ν λ ό γ ο το υ ο λ ό κ λ η ρ ο ξ α ν α β ρ ίσ κ ο υ μ ε μ ε ρ ικ έ ς σ τ α θ ε ρ έ ς . Τ ίς σ τ α θ ε ρ έ ς α υ τ έ ς τ ίς μ α ζ ε ύ ο υ μ ε δ λ ε ς μ α ζ ί κ α ί έ χ ο υ μ ε έ τσ ι π υ ρ ή ν ε ς ά π ό τή ν δ η μ ιο υ ρ γ ία το ύ σ υ γ γ ρ α φ έ α . Τ ο ύ ς π υ ρ ή ν ε ς α υ τ ο ύ ς θ ά τ ο ύ ς έ κ μ ε τα λ λ ε υ το ύ μ ε κ α θ έ ν α ς μ έ δ σ α μ έσ α δ ι α θ έ τ ε ι. Ά λ λ ά π ά ν τ ω ς μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά τ ο ύ ς έ χ ο υ μ ε μ έ έ ν τ ελ ώ ς ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ά κ ρ ι τ ή ρ ια , ά ρ ιθ μ η τ ικ ά · ε ίν α ι τ ά ά ν ά λ ο γ α μ έ δ ,τ ι σ ά ς έ λ ε γ α γ ι ά τ ή ν π ε ρ ιο δ ίκ ε υ σ η σ τή ν ισ τ ο ρ ία . 'Ο ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς τ ώ ν σ υ ν ε ιδ ή σ ε ω ν έ χ ε ι ν ά ά ν α ζ η τ ε ί τή ν π α ρ ο υ σ ία π υ κ ν ο τ ή τ ω ν μ έ σ α σ τ ίς σ υ λ λ ο γ ικ έ ς ή τ ίς ά τ ο μ ικ έ ς ε κ δ η λ ώ σ ε ις , κ α ί σ ’ α υ τ έ ς τ ί ς π υ κ ν ό τ η τ ε ς ν ά σ τη ρ ίζ ε ι τ ά ό π ο ια δ ή π ο τ ε σ χ ή μ α τ ά τ ο υ . Τ έ τ ο ιε ς ά ν α ζ η τ ή σ ε ις έ κ α ν α π ρ ίν ά π ό π ε ν ή ν τ α χ ρ ό ν ια μ ε λ ε τ ώ ν τα ς τ ό ν Κ α β ά φ η , ά ρ γ ό τ ε ρ α μέ τ ό ν Κ ά λ β ο , ά ρ γ ό τ ε ρ α μ έ τό ν Π α λ α μ ά . Ύ σ τ ε ρ α ,, δ τ α ν ο ί π ε π ο ιθ ή σ ε ις μ ο υ , τ ά ένδ ια φ έ ρ ο ν τ ά μο υ μ έ έ φ ε ρ α ν έξω ά π ό τ ό ν χ ώ ρ ο το ύ λ υ ρ ικ ο ύ λ ό γ ο υ , π ρ ό ς ά λ λ ο , δ ι α φ ο ρ ε τ ικ ό , υ λ ικ ό , τ ή ς ίσ τ ο ρ ιο γ ν ω σ ία ς , έτσι π ά λ ι έργά σθηκ α. Ή μ ελ έτη γ ιά τ ό ν Κ ά λ β ο μ έ έ ν δ ια φ έ ρ ε ι, ά π ό τ ί ς τ ρ ε ις , ιδ ια ίτ ε ρ α , ώ ς π ρ ό ς τ ί ς μ ε θ ο δ ε ύ σ ε ις α ύ τ έ ς , γ ια τ ί ά γ γ ίζ ε ι, ά μ ε σ α π ι ά , α υ τ ό τ ό θ έ μ α τ ο ύ λ ε ξ ιλ ο γ ίο υ , π ο ύ μέ έ χ ε ι π ο λ ύ ά π α σ χ ο λ ή σ ε ι. Ά π ό ε κ ε ί, ά π ό τ ό λ ε ξ ι λ ό γ ιο , μέ ό δ η γ ό τ ίς π υ κ ν ό τ η τ ε ς , έ π ρ ο σ π ά θ η σ α ν ά ά ν τ λ ή σ ω , ν ά μ α σ τε ύ σ ω , ο τ ιδ ή π ο τ ε μού έ φ ά ν η κ ε δ τ ι θ ά μπ ο ρ ο ύ σ ε ν ά σ τα θ εί χ ρ ή σ ιμ ο γ ιά τή ν μ ελ έτη τ ή ς ισ τ ο ρ ία ς τώ ν ιδ εώ ν- ά ς τή ν π ο ύ μ ε π ρ ώ τ ο σ τ ά δ ιο σ τ ο χ α σμ ο ύ ε π ά ν ω σ τή ν ισ τ ο ρ ία τ ώ ν ιδ ε ώ ν , ή ό π ο ι α έ φ θ α σ ε π ι ό π έ ρ α κ α ί έ γ ιν ε ισ τ ο ρ ία τ ώ ν σ υ ν ε ιδ ή σ ε ω ν : α ύ τ ό π ο ύ θ ε ω ρ ώ δ τ ι, π ι ά , ά ν τ ιπ ρ ο σ ω π ε ύ ε ι τή ν τ ω ρ ιν ή μ ο υ ισ τ ο ρ ιο δ ι φ ικ ή π ρ ο σ π ά θ ε ια . Α ύ τ ό π ο ύ μο ύ π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τ ε , δ η λ α δ ή , σ το ν Κ ά λ β ο , ε ίν α ι σ ά ν μ ία μ ελ έτη μικ ρ ο ϊσ τ ο ρ ία ς τ ώ ν ιδ ε ώ ν : π ώ ς γ ίν ε τ α ι, σ έ έ να ν ά ν θ ρ ω π ο μ ό ν ο , ή ισ το ρ ικ ή εξ έλ ιξ η τ ώ ν ιδ ε ώ ν το υ . Ν Α Ι. Έ τ σ ι . Ά π ό έ να σ χ ή μ α π ο ύ ε ίν α ι σ τή ν ά ρ χ ή μ ικ ρ ό , π ε ρ ν ά τ ε σ ’ έ να σ χ ή μ α ευρ ύ τερ ο , ά φ ο ύ ά ν α φ έρ ετα ι σέ όμάδ ε ς ά ν θ ρ ώ π ω ν , π ι ά , κ α ί, ά π ό άλ λη ά π ο ψ η , σ έ μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ε ς χ ρ ο ν ικ έ ς έκτ ά σ ε ις .
Β Ε Β Α Ι Α . Κ α ί π ά λ ι θ ά π ο ύ μ ε έ κ ε ΐ ό τ ι ε ίν α ι κά τι τί πού κ α τ’ άνάγκην θά τό πούμ ε ποσ ο τ ικ ή μ ε λ έτ η , ά φ ο ύ γ ίν ε τ α ι μ έ ά θ ρ ο ισ η έ π ιμ έ ρ ο υ ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν . Π α ίρ ν ε ις τ ό έ ν α , τ ό δ ύ ο , τ ό τ ρ ία , κ α ί β γ ά ζ ε ις ά π ό α ύ τ ά μ α ζ ί ένα άλλο π ο ύ σ υνθέτει τ ά π ροη γούμ ενα . Ί σ ω ς α ύ τ ό π ο ύ λ έτε ν ά β γ α ίν ε ι κ α ί π ο λ ύ μ έσ α ά π ό τη ν Γ ρ α μ μ α τ ο λ ο γ ία μ ο υ , ά π ό τ ή ν 'Ι σ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς , ά λ λ ά π ε ρ ν ώ ν τ α ς π λ έ ο ν σ τ ίς λ έ ξ ε ις ώ ς φ ο ρ ε ίς ε ν ν ο ιώ ν , ιδ ε ώ ν , ά ν έ φ ε ρ α τ ή ν σ ε ιρ ά τ ω ν μ ελ ετ ώ ν π ο ύ έ χ ω κ ά ν ε ι μ έ ά φ ε τ η ρ ία τ ί ς λ έ ξ ε ις. Ή λ έξ η ώ ς έ ν ν ο ια , μ έ τή ν σ τ α θ ε ρ ό τ η τ ά τ η ς ή μ έ τή ν μ ε τα β ο λ ή τ η ς , ώ ς έ κ φ ρ α σ η , ή σ τ α θ ε ρ ό τ η τ α ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς κ α ί π ν ε υ μ α τ ικ ή ς ζ ω ή ς ή μ ε τα β ο λ ή ς κ ο ιν ω ν ικ ή ς κ α ί π ν ε υ μ α τ ι κ ή ς ζ ω ή ς , σ τό κ ο ι ν ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο , Ό χ ι π λ έ ο ν σ τό λ ε ξ ιλ ό γ ιο τ ή ς λ ο γ ιο σ ύ ν η ς , ό π ω ς κ ά ν ω μέ τ ό ν Κ ά λ β ο κ α τ ε ξ ο χ ή ν , ν ά π ο ύ μ ε , ά λ λ ά σ τό λ ε ξ ιλ ό γ ιο τ ο ύ μ έσ ου κ ο ιν ο ύ ά ν θ ρ ώ π ο υ , σέ ε π ο χ έ ς τ ίς ό π ο ι ε ς γ ιά ό π ο ιο δ ή π ο τ ε λ ό γ ο έ χ ε ι π ά ρ ε ι ό Ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς κ α ί μ ε λ ετ ά ε ι. Έ χ ε τ ε μ ε λ έτες σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ε ς μέ μ ιά τ έ τ ο ια π ρ ο ο π τ ικ ή ή ά π λ ώ ς α ύ τ ή ή π ρ ο ο π τ ικ ή σ υ μ π λ η ρ ώ ν ε ι μ ελ έτ ες δ ι α φ ο ρ ε τ ικ έ ς ;
Υ Π Α Ρ Χ Ε Ι μ ία μ ελέτη μο υ ή ό π ο ια έχει" α ύ τ ό τ ό ε π ίκ ε ν τ ρ ο , ε ίν α ι ή « Φ ω τισ μ έ ν η Ε υ ρ ώ π η » · γ ια τ ί κ α ί π ώ ς ο ί " Ε λ λ η ν ες μ ιλ ο ύ ν γ ι ά Ε υ ρ ώ π η , ενώ ά ν ή κ ο υ ν σ τή ν Ε υ ρ ώ π η , κ α ί π ό τ ε κ α ί π ώ ς μ ιλ ο ύ ν γ ιά τ ή ν « φ ω τ ι σ μ έ νη » , τ ί σ η μ α ίν ε ι π λ έ ο ν « φ ω τισ μ έ ν η » . Έ κ ε ΐ μ έσ α έ ρ ιξ α κ α ί μ ε ρ ικ ά ά λ λ α π α ρ α δ ε ί γ μ α τ α π ο ύ μέ δ ια σ κ ε δ ά ζ ο υ ν ό τ α ν τ ά ξ α ν α β ρ ίσ κ ω κ ά θ ε τό σ ο · π α ρ ά δ ε ιγ μ α , ή μ ό δ α : τ ό ιδ ια ίτ ε ρ ο « ύ φ ο ς» τ ή ς κ ά θ ε έ π ο χ ή ς . Ή μ ό δ α ε ίν α ι ά π ό τ ά π ο λ ύ χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά φ α ιν ό μ ενα · ή χ ο ν δ ρ ο δ ο ύ λ α , ή υ π η ρ έ τ ρ ια ,ή ο ικ ια κ ή β ο η θ ό ς : κ ι ε κ ε ί έ χ ο υ μ ε σ ε ιρ ά ά π ό λ ε κ τ ικ έ ς μ ε τα β ο λ έ ς, π ο ύ ε κ φ ρ ά ζ ο υ ν τ ίς ά λ λ ε ς , τ ίς βαθύτερες. "Ο λ α α ύ τ ά μ έσ α ά π ό τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο μ ά ς ο δ η γ ο ύ ν σ έ μ ία π ο λ ύ , π λ έ ο ν , π ι ό ο ύ σ ια σ τ ικ ή ε π α φ ή μέ τ ή ν κ ο ιν ω ν ία ή ό π ο ι α χ ρ η σ ι μ ο π ο ι εί τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο . Ά π ό τ ό ά το μ ο π ο ύ λ έ γ ε τ α ι Κ αβ άφ ης ή Π αλ αμ άς ή Κ άλβος περνάμε π λ έ ο ν σ έ μ ε λ έτ ες σ υ λ λ ο γ ικ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν , σ υ λ λ ο γ ικ ώ ν σ ω μ ά τω ν , μέ τ ό ν ί δ ιο ά κ ρ ιβ ώ ς τ ρ ό π ο κ α ί μέ τό ν ί δ ιο σ κ ο π ό , τή ν κ α λ ύ τε ρ η γ ν ω ρ ιμ ία . Μ έ τόν ά νθ ρ ω π ο ;
Μ Ε τό ν ά ν θ ρ ω π ο . Ά λ λ ά π ρ ό κ ε ι τ α ι π ι ά γ ι ά έ να ν ά ν θ ρ ω π ο π ο ύ δ έ ν ε ίν α ι ό μ ο ν α δ ικ ό ς , π ρ ό κ ειτα ι γ ιά το ύ ς μέσους ό ρ ο υς, α ύ τ ό π ο ύ λ έ γ α τ ε π ρ ίν . Μ Ε Σ Ο Υ Σ ό ρ ο υ ς , μ ά λ ισ τ α , ή , ά ν θ έ λ ετ ε, μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά τ ό π ο ύ μ ε κ α ί ά λ λ ιώ τ ικ α , έκ φ ρ α σ η σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ω ν σ υ λ λ ο γ ικ ώ ν σ ω μ ά τ ω ν . Δ η λ α δ ή ή ε ρ γ α σ ία μ ο υ , ό π ω ς μο ύ λ έ γ α τ ε π ρ ί ν , ή έφ εσ ή μ ο υ , ή π ρ ο σ π ά θ ε ι ά μου σ τ ρ έ φ ε τ α ι π ρ ό ς έ ρ ε υ ν α τ ο ύ ε λ λ η ν ικ ο ύ φ α ι ν ο μ έ ν ο υ . Ε ίν α ι φ υ σ ικ ό γ ιά ά ν θ ρ ω π ο π ο ύ έ χ ε ι α ύ τή τή γ λ ώ σ σ α , α ύ τ έ ς τ ί ς μ ν ή μ ε ς , α ύ τή τή ν κ ο ιν ω ν ικ ή έ μ π ε ιρ ία , μ έ τ έ τ ο ια θ έ μ α τ α ν ’ ά σ χ ο λ η θ ε ί· σ υ ν ε π ώ ς π ρ ο χ ώ ρ η σ α π ρ ό ς τ ή ν κ α τ ε ύ θ υ ν σ η τ ή ς Ε λ λ ά δ α ς , το ύ γ ε ν ικ ο ύ , το ύ σ υ ν θ ε τ ικ ο ύ π ρ ο σ ώ π ο υ π ο ύ ε ίν α ι ή Ε λ λ ά δ α . Α ύ τ ά θ ά μ ά ς ε ίν α ι χ ρ ή σ ιμ α ά ν θ ε λ ή σ ο υ μ ε σέ κ ά π ο ια σ τ ιγ μ ή , σ τή ν σ ε ιρ ά τ ή ς κ ο υ β έ ν τ α ς μ α ς , ν ά φ τ ά σ ο υ μ ε σ τή χ ρ υ σ ή κ λ ω σ τή π ο ύ λ έγα μ ε, ή ό π ο ια ένώ νει τού κ ά θ ε ά ν θ ρ ώ π ο υ , σ υ γ γ ρ α φ έ α ή μή σ υ γ γ ρ α φ έ α , λ ο γ ίο υ ή μή λ ο γ ίο υ , τή ν ζω ή σέ μ ία ε ν ό τ η τα κ α ί μ π ο ρ ε ί ν ά λ έε ι «έγώ » κ α ί ν ά μ ιλ ά ε ι γ ι ά τ ό π α ρ ε λ θ ό ν κ α ί ν ά Π ρ ο δ ικ ά ζ ε ι τ ό μ έλ λ ο ν το υ κ α ί λ ο ιπ ά . Τ ό τ ε θ ά μ π ο ρ έσ ο υ μ ε π ά λ ι ν ά ξ α ν α δ ο ύ μ ε π ώ ς σ μ ίγ ο υ ν α ύ τ ά μ ε τα ξ ύ τ ο υ ς . Γ ιά τ ή ν ώ ρ α μ ά ς μ έ ν ε ι ή έ ν ν ο ια ή β α σ ικ ή τ ώ ν σ τ α τ ισ τ ι κ ώ ν ε μ φ α ν ίσ ε ω ν , ε κ δ η λ ώ σ ε ω ν , μ έσ α σ τό χ ώ ρ ο τ ή ς π α ιδ ε ία ς , κ α ί θ ά π ε ρ ν ο ύ σ α σέ κ ά τ ι...
1
Ή θ ε λ α ε δ ώ ν ά σ ά ς κ ά ν ω μ ία ερ ώ τη σ η π ο ύ ν ά σ υ μ π λ η ρ ώ ν ε ι λ ίγ ο α ύ τ ά τ ά σ χ ε τ ικ ά μ έ τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο . Α ύ τ έ ς τ ίς μ ε λ έτες π ά ν ω σ τό λ ε ξ ιλ ό γ ιο ή σ α σ τα ν ό π ρ ώ τ ο ς π ο ύ τ ί ς ε π ιχ ε ιρ ή σ α τ ε , ν ά β γ ά λ ε τ ε ά π ό τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο μ έ σ ο υ ς όρ ο υς κ α ί σ τα θ ερ ές π ο ύ ν ά έκφ ράζ ο υ ν τή ν ιδ ε ο λ ο γ ία ή τή ζ ω ή ;
Δ Ε Ν ξ έ ρ ω π ό σ ο κ α ί π ό τ ε έ χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ α δ ε δ ο μ έ ν α ά π ό ά λ λ ε ς έ ρ ευ ν ε ς κ α ί ά λ λ ε ς ε π ι σ τή μ ε ς. "Ισ ω ς ν ά μ π ο ρ ώ ν ά π ώ ό τ ι έθεω ρ ο ύ σ α ό τι ε ίμ α ι ό π ρ ώ τ ο ς , δ η λ α δ ή ό τ ι, ξ ε κ ιν η μ έ ν ο ς ά π ’ α ύ τ έ ς τ ί ς ύ φ ο λ ο γ ικ έ ς μ ε λ έτες π ο ύ φ υ σ ικ ά δ έ ν ε ίν α ι δ ικ έ ς μ ο υ , ά μ έ σ ω ς ο δη γή θη κ α π ρ ό ς έρευ νες ό π ω ς α ύ τές πο ύ έκα να . Ά λ λ ά σή μ ερ α , ό τα ν β λέπ ο υμ ε α ύ τά τ ά φ α ιν ό μ ε ν α μ έ σ α σ ’ έ ν α σ ύ ν ο λ ο , θ ά έλ ε γ α ό τ ι ο ί μ ε λ έτ ες ο ί σ χ ε τ ικ έ ς μέ τ ά λ ε ξ ιλ ό γ ια , α ύ τ ά π ο ύ λ έν ε « β α σ ικ ή γ λ ώ σ σ α » , b a s ic eng lis h , κ α ί λ ο ιπ ά , έ χ ο υ ν π ο λ ύ σ τεν ή σ χέ σ η μέ 69
ό σ α π ρ ο σ π α θ ώ ν ά κ ά ν ω . Δ έ ν ν ο μ ίζ ω ό μ ω ς ό τ ι, υ π ή ρ ξ ε κ α μ ία σ υ σ χ έτισ η , δ ικ ή μ ο υ ή ξένη, ά νά μ εσ α σ’ α υ το ύ ς το ύ ς δύ ο κ ύ κ λ ο υς, τό ν έ ν α π ο ύ ε ίν α ι ή σ τ α τ ισ τ ικ ή τ ο ύ λ ε ξ ιλ ο γ ίο υ κ α ί τό ν ά λ λ ο π ο ύ ε ίν α ι μ ία έ ρ ε υ ν α σέ β ά θ ο ς , β ά θ ο ς σ έ ό λ ες τ ί ς σ η μ α σ ίε ς τ ο ύ ό ρ ο υ , ό π ω ς α ύ τή π ο ύ ε π ιχ ε ιρ ώ ε ίτ ε σ χ ε τ ικ ά μ έ τή σ υ ν ε ίδ η σ η το ύ ν έ ο υ έ λ λ η ν ισ μ ο ύ , ε ίτε μ έ τή ν κ α θ ’ έ κ α σ τ ο ν σ υ ν ε ίδ η σ η -τώ ν λ ο γ ίω ν . Α ύ τ ό ς ό δ ρ ό μ ο ς έ χ ε ι ά ρ χ ίσ ε ι τ ώ ρ α ν ά χ ρ η σ ιμ ο π ο ιε ίτ α ι π ο λ ύ , ν ά π α τ ιέ τ α ι π ο λ ύ , ά π ό το ύ ς νεο τέρ ο υ ς, ά π ό το ύ ς σ η μ ε ρ ιν ο ύ ς μ ε λ ετ η τέ ς. Ε ίν α ι ίσ ω ς ένδ ε ικ τ ικ ό γ ιά τ ό ό τ ι ή τ α ν έ ν α ς κ α λ ό ς δρ ό μ ο ς; Μ Α , τ ίς ο ίδ ε ; Ε ίν α ι π ά ρ α π ο λ ύ σ π ά ν ιο ό λ ό γ ιο ς π ο ύ ζ ε ϊ μ έσ α σ έ έ να ά ν θ ρ ώ π ιν ο κ λ ίμ α , σέ μ ία σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν η σ τ ιγ μ ή , ν ά μ ή ν π ά ρ ε ι μ ία θ έ σ η . Π ρ ω τ ύ τ ε ρ α σ ά ς έ λ ε γ α ό τ ι ο ί ά ν θ ρ ω π ο ι χ α ρ α κ τ η ρ ίζ ο ν τ α ι ό χ ι ά π ό τ ό ν τ ρ ό π ο μ έ τ ό ν ό π ο ιο λ ύ ν ο υ ν τ ά π ρ ο β λ ή μ α τ α , ά λ λ ά ά π ό τ ό ν τ ρ ό π ο μ έ τ ό ν ό π ο ιο θ έ τ ο υ ν τ ά πρ ο β λή μ α τα . Σ έ π ο ιά π ρ ο β λ ή μ α τα ά π α ντο ϋ ν ; . Σ Τ Ο Ν ίδ ιο χ ώ ρ ο , σ τό ν ίδ ιο χ ρ ό ν ο , έ χ ο ν τ α ς έ ν τ ελ ώ ς ά ν τ ίθ ε τ ε ς π ε π ο ιθ ή σ ε ις , ά λ λ ά λ έ γ ο ν τ α ς ν α ί ή ό χ ι σ έ έ να σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν ο έρ ώ τη μ α . Λ ο ιπ ό ν φ α ίν ε τ α ι ό τ ι, α ύ τ ό π ο ύ λ έν ε ώ ρ α ία , ε ίν α ι «σ τό ν ά έ ρ α » α ύ τ ά τ ά π ρ ά γ μ α τ α . Ζ ο ϋ μ ε σέ μ ία σ υ γ κ ε κ ρ ιμ έ ν η ε π ο χ ή . "Ισ ω ς ό ά έ ρ α ς τ ώ ν τ ε λ ε υ τ α ίω ν π ε ν ή ν τ α ε τ ώ ν , μ έσ α σ τά ό π ο ι α κ ιν ο ύ μ α ι, έ σ τά θ η κ ε κ α τ ά λ λ η λ ο ς γ ι ά ν ά π ρ ο κ α λ έ σ ε ι τ έ τ ο ιο υ ε ίδ ο υ ς ά ν α ζ η τ ή σ εις. Α ύ τ ό θ ά ή τ α ν ή ά π ά ν τ η σ ή μ ο υ , ό χ ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο . Ε ίν α ι δ η λ α δ ή μ ία λ ο γ ιο σ ύ ν η ε φ α ρ μ ο σ μ ένη π ι ά . Ν Α Ι , β ε β α ίω ς . Π ά ε ι ό σ ο γ ίν ε τ α ι π ι ό κ ο ν τ ά σ τή ν ε π ι σ τή μ η , σ ’ α ύ τ ό π ο ύ ε ίν α ι ο ί ύ π ό λ ο ιπ ε ς -*"■ ε π ισ τ ή μ ε ς , ο ί θ ε τ ικ έ ς έ π ισ τή μ ε ς . Φ Υ Σ ΙΚ Α . Ή έ ρ ευ ν α τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς ά ρ χ ισ ε ά π ό λ ο γ ο τ έ χ ν ε ς κ α ί π έ ρ α σ ε σ έ έ,πιστήμ ο νες. Ζ η τ ά μ ε τή ν ά π ό δ ε ιξ η π ι ά , τ ό ά ν τ ικ ε ιμ ε ν ικ ό τε κ μ ή ρ ιο .
70
Ν Α Ι , κ α ί ή μ ε θ ό δ ευ σ η ε ίν α ι έ ν τ ελ ώ ς δ ι α φ ο ρ ε τικ ή . Ύ σ τ ε ρ α , μ ή ν ξ ε χ ν ά τ ε ό τ ι μ έ σ α σέ ό λ α α ύ τ ά τ ά ώ ρ α ΐα π ρ ά γ μ α τ α τ ά ό π ο ια λ έμ ε, π α ρ α β λ έ π ο υ μ ε κ ά τ ι τ ί π ο ύ ε ίν α ι ή χ ά ρ η , ή έ μ ο ρ φ ιά τ ο ύ λ ό γ ο υ . Α υ τ ό έ μ ειν ε σ τό π ε ρ ιθ ώ ρ ιο . Ε ίν α ι κ ά τ ι π ο λ ύ έ ν δ ια φ έ ρ ο ν , έ κ ίν η σ ε π ο λ ύ τή ν π ρ ο σ ο χ ή τ ώ ν λ ο γ ίω ν , ά σ χ ο λ ο υ μ έ ν ω ν μ έ τή λ ο γ ιο σ ύ ν η , τ ο ύ λ ο γ ο τέχνη π λ έο ν π ο ύ θεω ρ εί τό λ ο γο τέχνη μ α , ά λ λ ά γ ιά μ ά ς , ίσ ω ς , κ α θ ώ ς ε ίν α ι ά π ό τή φ ύ σ η το υ 1κ α ί π ά ρ α π ο λ ύ ά σ τ ά θ μ η τ ο φ α ιν ό μ ε ν ο , π α ρ α μ ε ρ ίσ θ η κ ε . Ή σ η μ ε ρ ινή ισ τ ο ρ ία τ ώ ν γ ρ α μ μ ά τ ω ν ά σ χ ο λ ε ϊτ α ι μ έ π ο λ λ ά ζ η τ ή μ α τ α , ά λ λ ά π ο λ ύ λ ίγ ο μ έ τή ν π ο ιό τ η τ α τή ν α ισ θ η τ ικ ή τ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν τ ά ό π ο ι α ε ξ ε τ ά ζε ι. Δ ηλαδή πρ ο σ πα θο ύμ ε νά κρατηθούμ ε μ α κ ρ ιά ά π ό τή γ ο η τ ε ία ; Ά π ό τ ό ν ά β ά λ ο υ μ ε κ ά τ ω ά π ό έ λ ε γ χ ο τή γ ο η τ ε ία ; Ν Α Ι , β έ β α ια . Κ α ί χ ω ρ ίς ν ά π ρ ο σ π α θ ή σ ε ις , α ύ τ ο μ ά τ ω ς γ ίν ε τ α ι α ύ τ ό , γ ια τ ί τ ά έ ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ά μ α ς ε ίν α ι ά λ λ α . ’Ε σ ε ίς , γ ε ν ικ ά , ά γ α π ή σ α τ ε μ ε θ ο δ ε ύ σ ε ις , ό π ω ς τ ί ς λ έτ ε, δ ο κ ιμ α σ μ έ ν ε ς σ τίς θ ε τ ικ έ ς έ π ισ τή μ ε ς . Σ ά ς φ τ ά ν ο υ ν ; Α ίσ θ α ν θ ή κ α τ ε π ο τ έ κ α μ ιά σ τέρ η σ η ά π ό τή ν ελά ττω σ η τ ώ ν ά λ λ ω ν σ υ σ τ α τ ικ ώ ν τ ή ς κ ρ ιτ ικ ή ς ; Ο Χ Ι. ’Ά λ λ ω σ τ ε , ά π ό ν ω ρ ίς έ π ή ρ α α ύ τ ό ν τό ν δ ρ ό μ ο . Ά π ό ν ω ρ ίς έ ρ γ ά σ θ η κ α μέ ε ρ γ α λ ε ία ψ υ χ α ν α λ υ τ ικ ά , μέ ά λ λ α δ α ν ε ισ μ έ ν α ά π ό ό , τ ι ο ν ο μ ά ζ ο υ μ ε ε ύ ρ ύ τ α τ α κ ο ιν ω ν ικ έ ς έ π ισ τή μ ε ς . ’Ε π ίσ η ς ό μ ω ς ά π ό τό τ ε ε ίπ α ό τ ι κ α ν έ ν α ά π ό τ ά φ α ιν ό μ ε ν α τ ά ό π ο ι α μ ά ς ά π α σ χ ο λ ο ύ ν , δ η λ α δ ή τό λο γο τέχνη μ α ή ό κό σ μ ο ς τώ ν ιδ ε ώ ν κ α ί λ ο ιπ ά , δ έ ν ά π ο τ ε λ ε ΐ μ ία κ λ ε ιδ α ρ ιά , τ ή ν ο π ο ί α ν ά μ π ο ρ ε ίς ν ά ά ν ο ίξ ε ις μέ έ ν α κ α ί μ ό ν ο κ λ ε ιδ ί. 'Ό λ α α ύ τ ά τ ά φ α ιν ό μ ε ν α γ ι ά ν ά τ ά γ ν ω ρ ίσ ε ις π ρ έ π ε ι ν ά δ ια θ έ σ ε ις μ ία κ λ ίμ α κ α , μ ία ά ρ μ α θ ιά ά π ό κ λ ε ιδ ιά , γ ιά ν ά μ π ο ρ έ σ ε ις ν ά φ τ ά σ ε ις σέ κ ά τ ι τ ί π ο ύ ν ά μ ο ιά ζ ε ι κ ά π ω ς μ έ τ ό π ρ α γ μ α τ ικ ό έ ρ γ ο π ο ύ κ ο ιτ ά ζ ε ις . Τ ό ί δ ιο κ α ί γ ι ά τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο , έ τσ ι δ έ ν ε ίν α ι; Κ Α Ι σ τό ν ά ν θ ρ ω π ο τ ό ’ί δ ιο , β έ β α ια . Ε ίν α ι φ τ ω χ έ ς ό λ ε ς ο ί ε ρ μ η ν ε ίε ς τ ί ς ό π ο ι ε ς κ ά ν ο υ μ ε μ έ β ά σ η έ ν α κ λ ε ιδ ί. Κ α ί ά ν υ σ τέ ρ η σ ε κ α ί ή π α λ α ιό τ ε ρ η ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία , κ α ί ά ν π ο λ ύ σ υ χ ν ά υ σ τ ε ρ ε ί κ α ί ή ν ε ό τ ε ρ η , ε ίν α ι γ ια τ ί στη
σ χέσ η μ έ τ ό ν ά ν θ ρ ω π ο έ χ ρ η σ ιμ ο π ο ίη σ ε π ά ν τ α έ ν α κ λ ε ιδ ί. Τ ό έ να κ λ ε ιδ ί π ο ύ λ ε γ ό τ α ν κ α τ ά κ α ιρ ο ύ ς α λ λ ιώ τ ικ α , ά λ λ ά ή τ α ν π ά ν τ ο τ ε ένα . Κ ιό λ α ς σ τ ά « Ε π τ ά κ ε φ ά λ α ια γ ιά τή ν π ο ίη σ η » , τ ό 1935, α ύ τ ό π ρ ο σ π ά θ η σ α ν ά δ ε ίξ ω . Έ δ ώ θ ά έ β ρ ισ κ ε κ α ν ε ίς , ίσ ω ς,, έ να ά ν ο ιγ μ α π ρ ό ς τή ν π ρ ό ν ο ια , π ρ ό ς τή ν π ρ ο κ α τ ε σ τ η μ έ ν η ά ρ μ ο ν ία . Κ ά τ ι π ο ύ ο δ η γ ε ί σ έ κ ά τ ι. Μ ή π ω ς ό ιδ α ν ισ μ ό ς τ ή ς ν ε α ν ικ ή ς σ α ς ή λ ικ ία ς σ ά ς έχ ε ι ά φ ή σ ε ι έ ν α κ α τ ά λ ο ιπ ο μ έ χ ρ ι σ ή μ ε ρ α ; Α , Δ Ε Ν ξ έ ρ ω , μ π ο ρ ε ί ν ά ε ίν α ι κ ι έ τσ ι, ή ό ιδ α ν ισ μ ό ς τ ή ς ν ε α ν ικ ή ς ή λ ικ ία ς ν ά ή τ α ν ε π ρ ο π α ρ α σ κ ε υ ή γ ι ά κ ά τ ι ά λ λ ο π ο ύ ε ίν α ι τό σ ήμερα. Δ έν ξέρ ω τί ά π ’ τά δ ύ ο θ ά έπρ επ ε νά πούμε, μπορούμε νά πούμε κα ί τά δυό, ά φ ο ύ ε ίμ α σ τε π λ ο υ ρ α λ ισ τ έ ς , ά λ λ ά ο π ω σ δ ή π ο τ ε θ ά ε ίχ α ν ά ά ν α φ έ ρ ω κ α λ έ ς , δ ό κ ιμ ε ς π η γ έ ς θ ε ω ρ η τ ικ ώ ν , ο ί ό π ο ι ο ι α ν ή κ ο υ ν σέ ά π ο λ ύ τ ω ς δ ι α φ ο ρ ε τ ικ ά π ν ε υ μ α τ ικ ά κ λ ίμ α τ α , δ η λ α δ ή ά π ό τ ή ν ά κ ρ α δ υ σ π ισ τ ία το ύ Β ο λ τ α ίρ ο υ ω ς τ ό ν ά κ ρ ο ε π ισ τ η μ ο ν ισ μ ό το ύ L u c ie n F e b v re , μέ έ ν δ ιά μ εσ α κ α θ α ρ ά χ ρ ι σ τ ια ν ικ έ ς έ κ δ η λ ώ σ ε ις . P a sc a l; Ο Χ Ι , σ κ έ π τ ο μ α ι κ ά π ο ιο ν π ο λ ύ μ ε τ α γ ε ν έ σ τ ε ρο· L o u is D u te n s λ έ γ ε τ α ι, ίσ ω ς ό χ ι ά δ ίκ ω ς λ η σ μ ο ν η μ έ ν ο ς σ ή μ ε ρ α : ά ν ή κ ε ι σ τό ν ά ρ χ ό μ ε ν ο δ έ κ α τ ο έ ν α τ ο α ιώ ν α . Κ α ί ο ί τ ρ ε ις δ ι δ ά σ κ ο υ ν ό τ ι α ύ τ ό π ο ύ ο ν ο μ ά ζ ο υ μ ε τύ χ η (ή , ά ν θ έ λ ε τ ε , π ρ ό ν ο ια ) ε ίν α ι ά ν ο λ ο κ λ ή ρ ω τη γ ν ώ ση α ιτ ίω ν . Σ ’ α ύ τ ό έ μ ε ιν α ό π ω ς ή μ ο υ ν σ τά δ ε κ α π έ ν τ ε μου χ ρ ό ν ια : π ισ τ ε ύ ω π ά ν τ ο τ ε σ τή ν α ιτ ιό τ η τ α ώ ς λ ε ιτ ο υ ρ γ ία τή ς δ ι α χ ρ ο ν ία ς . Ο ί ά π ό ψ ε ις π ο ύ θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α ν ν ά ά ν τ ικ α τ α σ τ ή σ ο υ ν τ ή ν α ιτ ιό τ η τ α , υ ψ η λ ο ί ά ρ ιθ μ ο ί, έ π α ν α λ ή ψ ε ις , σ ε ιρ έ ς , ό λ ες α ύ τ έ ς ο ί π λ ο ύ σ ιε ς θ ε ω ρ ή σ ε ις , δ έ ν ά λ λ ο ίω σ α ν τή ν π ε π ο ίθ η σ ή μ ο υ . Π ίσ ω ά π ό τή ν α ιτ ιό τ η τ α , τ ί θ ά β ά λ ο υ μ ε , ε ίν α ι ά λ λ ο θέ μ α · ά λ λ ά α υ τ ή π ρ έ π ε ι ν ά θ ε ω ρ ο ύ μ ε π ώ ς υ π ά ρ χ ε ι. Σ έ π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ε ς σ υ ζ η τ ή σ ε ις μ α ς ε κ θ έ σ α τ ε ά π ό ψ ε ις π ο ύ π ρ ο ϋ π ο θ έ τ ο υ ν κ α θ α ρ ά μ η χ α ν ισ τ ικ ή θ ε ώ ρ η σ η τ ο ύ κ ό σ μ ο υ . Σ υ ν δ υ ά ζ ε τ α ι μ έ α ύ τ ά π ο ύ λ έτε τώ ρα; Ν Α Ι· ά ς ε ιπ ω θ ε ί ό μ ω ς σ υ ν ά μ α ό τ ι ή κ α τ α φ α τ ικ ή ά π ά ν τ η σ ή μ ο υ π ε ρ ιο ρ ίζ ε τ α ι σέ ό ,τ ι ρ ω τά τ ε : δ έ ν έ χ ε ι π ρ ο ε κ τ ά σ ε ις . 'Α π λ ώ ς λ έω
Στό Νεοελληνικό Ινστιτούτο τής Σορβόννης μέ μαθητές ό τ ι ο ί έ ν ν ο ιε ς γ ι ά τ ί ς ό π ο ι ε ς μ ιλ ο ύ μ ε δ έ ν ε ί ν α ι ά ν τ ιφ α τ ι κ έ ς μ ε τα ξ ύ το υ ς· ά π ό ε κ ε ί κ α ί π έ ρ α , θ ά ά ν ο ιγ ό μ α σ τ α ν σ τά μ ε τ α φ υ σ ικ ά π ε λ ά γη , ό π ο υ ο ύ τε ν ά πλ εύσ ω θέλω , ού τε, ά κ ό μ η λ ιγ ό τ ε ρ ο , ν ά γ ίν ω π λ ο η γ ό ς . Β λ έ π ω ό τ ι τ ε λ ικ ά έχ ε τε ε ν ώ σ ε ι π ι ά , έ χ ε τε φ τ ιά ξ ε ι τή σ ύ ν θ ε σ η τ ώ ν δ ι α φ ό ρ ω ν σ το ιχ ε ίω ν π ο ύ δ έ ν ξ έ ρ ω ά ν σ υ γ κ ρ ο ύ σ τ η κ α ν π ο τ έ ή ό χ ι σ τή ζω ή σ α ς, ά λ λ ά π ά ν τ ω ς έχ ε τε τ ώ ρ α έ ν α σ χή μ α σ υ γ κ ρ ο τ η μ έ ν ο ε σ ω τ ε ρ ικ ά , μή ά ν τ ιφ α τ ικ ό . Μ Ε φ έ ρ ν ε τ ε π ά λ ι σ τά μ α θ ή μ α τ α το ύ κ υ ρ ίο υ Β ο ρ έ α : έ ν α ς ο ρ ισ μ ό ς τή ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς ό π ω ς τ ό ν ε ίχ ε δ ια τ υ π ώ σ ε ι ό W u n d t. Μ ά ς έμ ιλ ο ΰ σ ε ό κ α θ η γ η τ ή ς μ α ς γ ι ά « έ ν ια ία το ύ κ ό σ μ ο υ ε ι κ ό ν α » ά π α λ λ α γ μ έ ν η ά π ό ά ν τ ιφ ά σ ε ις . 'Ό λ η μ α ς τή ζω ή π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε ά κ ρ ιβ ώ ς ν ά ύ π ο τ ά ξ ο υ μ ε α ύ τ έ ς τ ίς ά ν τ ιφ ά σ ε ις . Κ α ί θ ά π ώ κ α ί κ ά τι άλλο ά π ό ένα ν άλλο κα λό δά σ κ α λ ο , τ ό ν ’Α ν α ξ α γ ό ρ α , ό ό π ο ι ο ς έ δ ίδ α σ κ ε ώ ρ α ϊ α , μέ τ ή ν ε ύ λ υ γ ισ ία τ ή ν ο π ο ί α π α ρ έ χ ε ι ή ά ρ χ α ία γ λ ώ σ σ α σ έ σ τ ο χ α σ τ ικ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς : « ό μ ο ΰ π ά ν τ α χ ρ ή μ α τ α ή ν , ε ίτ α ν ο ϋ ς έ λ θ ώ ν διεκ ό σ μ η σ ε » · α ύ τ ή τή δ ια κ ό σ μ η σ η π ρ ο σ π α θ ο ύ μ ε ν ά κ ά ν ο υ μ ε . 'Ω ς π α ιδ ιά , ώ ς β ρ έ φ η , ε ίπ α μ ε , β λ έ π ο υ μ ε έ ν α ν κ ό σ μ ο , τό ν β λ έ π ο υ μ ε π ά ρ α π ο λ ύ ά ν ά κ α τ ο κ α ί ά ρ χ ίζ ο υ μ ε ν ά τ ό ν δ ια μ ο ρ φ ώ ν ο υ μ ε μ έ σ α σ τή σ υ ν ε ί δ η σ ή μ α ς . Ή π ε ίρ α τ ή ς ζ ω ή ς , ό σ ο π ε ρ ν ά ν τ ά χ ρ ό ν ια , μ ά ς φ έ ρ ν ε ι σ υ ν ε χ ε ίς δ ια ψ ε ύ σ ε ις κ α ί α ύ τ έ ς ο ί δ ι α ψ ε ύ σ ε ις έ γ γ ρ ά φ ο ν τ α ι μ έσ α σ’ α ύ τό τό σχή μ α π ο ύ θέλουμ ε ν ά κά νο υ μ ε. 71
Δ ε ν ε ίν α ι τ ίπ ο τ ε π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ά π ό ά λ λ η μ ία μ ε θ ό δ ε υ σ η , σ ά ν κ ι α υ τ έ ς π ο ύ έ χ ο υ μ ε ν ά έ π ισ η μ ά ν ο υ μ ε σ ή μ ερ α : δ α ν ε ιζ ό μ ε ν ο ς τ ό ν δ ρ ο ά π ό τ ά μ α θ η μ α τ ικ ά , τ η ν ο ν ο μ ά ζ ω μ ε θ ό δ ε υ ση τ ώ ν δ ι α δ ο χ ικ ώ ν π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ω ν . ’Α ρ χ ίζ ο υ μ ε , π ρ ί ν κ ά ν ν ά ξ έ ρ ο υ μ ε δ τ ι σ κ ε π τ ό μ α σ τ ε , ν ά κ ά ν ο υ μ ε δ ια δ ο χ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ί σ ε ις τ ο ϋ κ ό σ μ ο υ · τ ό π α ι δ ί τ ώ ν δ ύ ο , τώ ν τρ ιώ ν ε τώ ν έ χ ε ι κ ό σ μ ο , δ π ω ς έχ ο υ μ ε κ ι ε μ είς, ε ίν α ι « ό μ ο ΰ π ά ν τ α χ ρ ή μ α τ α » · κ α ί σ ιγ ά σ ιγ ά , μ έ δ ια δ ο χ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις , ά φ α ιρ ο ύ μ ε κ ά π ο ια σ φ ά λ μ α τ α , π ρ ο σ θ έ τ ο υ μ ε ο λ ίγ ε ς ε μ π ε ιρ ίε ς κ α ί π ρ ο χ ω ρ ο ύ μ ε σ τή ν σ ύ λ λ η ψ η ε ν ό ς κ ό σ μ ο υ δ σ ο γ ίν ε τ α ι ά π α λ λ α γ μ έ ν ο υ ά π ό ά ν τ ιφ ά σ ε ις . Δ έ ν έ χ ω φ τ ά σ ε ι ν ά ά π α λ λ α γ ώ ε ν τ ελ ώ ς ά π ό κ ά θ ε ά ν τ ίφ α σ η , ά λ λ ά π ρ ο σ π α θ ώ ν ά π λ η σ ιά σ ω . ’Ί σ ω ς π ιν ο .
ε ίν α ι
ένα
σ τ ά δ ιο
μ ή -ά ν θ ρ ώ -
Ε Ν Α σ τ ά δ ιο ; Μ ή - ά ν θ ρ ώ π ιν ο , π έ ρ α ά π ό τ ό ά ν θ ρ ώ π ιν ο . Ε Λ Π Ι Ζ Ω δ τ ι δ έ ν έ ν ν ο ε ΐτ ε δ τ ι ε ίν α ι έ ν α σ τ ά δ ιο υ π ε ρ β α τ ικ ό , τ ρ ό π ο ν τ ιν ά . 'Α π λ ώ ς ε ίν α ι έ ν α σ τ ά δ ιο π ο ύ δ έ ν υ π ά ρ χ ε ι, γ ια τ ί ε μ π ο δ ί ζ ε τ α ι ά π ό τ ίς ά τ έ λ ε ιε ς τ ή ς ά ν θ ρ ώ π ιν η ς μ η χα νή ς. Τ ά έ ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ά σ α ς τ ά χ ρ ο ν ικ ά π α ρ ο υ σ ία σ α ν π ο ικ ιλ ία · γ ι ά μ ά ς ε’ί σ α σ τ ε ιδ ίω ς ό ά ν θ ρ ω π ο ς π ο ύ ά σ χ ο λ ή θ η κ ε μέ τ ό Δ ια φ ω τ ισ μ ό , ’ί σ ω ς ό κ ύ ρ ιο ς λ ό γ ο ς γ ι ’ α υ τ ό , ά λ λ ω σ τε , ν ά ε ίν α ι τ ό δ τ ι έ κ ε ΐ έ φ έ ρ α τ ε μ ία κ α ιν ο ύ ρ ια π ρ ο ο π τ ικ ή , σ τή ν μ ελ έτη α υ τ ώ ν τ ώ ν φ α ιν ο μ έ ν ω ν · φ ω τ ίσ α τ ε μ ία π ε ρ ίο δ ο τ ή ν ό π ο ι α ε ί χ α ν ά γ ν ο ή σ ε ι ο ι π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν ο ι. Β έ β α ια , έχ ε τε ά σ χ ο λ η θ ε ί, δ π ω ς λ έγ α μ ε κ α ί π ρ ί ν , μέ θ έ μ α τ α π ο ύ π ι ά ν ο υ ν ά π ό τ ή ν ά ρ χ α ιό τ η τ α έ ω ς τ ο ύ ς σ υ γ χ ρ ό ν ο υ ς σ α ς. ’Α λ λ ά τ ό β ά ρ ο ς τ ή ς ε ν α σ χ ό λ η σ ή ς σ α ς , α ύ τ ό π ο ύ β λ έ π ο υ μ ε ε μ ε ίς σ ά ν τό σ η μ α ν τ ικ ό κ α ιν ο ύ ρ ιο π ο ύ φ έ ρ α τ ε σέ δ λ α α ύ τ ά ... Α Υ Τ Ο σ ά ς κ ά ν ε ι ν ά έ ν ώ ν ε τ ε τ ό π ρ ό σ ω π ο μέ τ ή ν π ε ρ ίο δ ο σ τή ν ό π ο ι α π ρ ο σ ε κ ό μ ισ ε τ ά π ιό κ α ιν ο ύ ρ ια σ τ ο ιχ ε ία . Ά λ λ ά έ φ ’ ό σ ο ν μ έ ρ ω τ ά τ ε τ ώ ρ α γ ι ά τ ή ν σ χέσ η μ ο υ μέ τ ό ν έ λ λ η ν ι κ ό χ ρ ό ν ο , γ ιά τ ή ν τ ο π ο θ έ τ η σ ή μ ο υ μ έσ α σ τό ν έ λ λ η ν ικ ό χ ρ ό ν ο , θ ά σ ά ς ά π α ν τ ο ύ σ α 72
δ ύ ο π ρ ά μ α τ α · τ ό έ ν α ε ίν α ι δ τ ι β ε β α ίω ς ο ί π ρ ώ τ ε ς μ ο υ ε ρ γ α σ ίε ς ά ν α φ έ ρ ο ν τ α ι σ τή ν ά ρ χ α ιό τ η τ α : Σ ο φ ισ τ έ ς , Π α ρ μ ε ν ίδ η ς κ α ί λ ο ιπ ά . ’Ε ν δ ιά μ ε σ α , π ε ρ ίπ ο υ π ρ ί ν ά π ό π ε ν ή ν τ α χ ρ ό ν ια , ά γ γ ιξ α τ ό Β υ ζ ά ν τ ιο . Π ε ρ ά σ α τ ε κ α ί τ έ τ ο ια π ε ρ ίο δ ο ; Τ Ο Ν Γ ε μ ισ τό , γ ι ά τ ό ν ό π ο ι ο μ ά λ ισ τ α τ ώ ρ α ε λ π ίζ ω δ τ ι θ ά δ η μ ο σ ιε ύ σ ω κ ά τ ι. ’Α π ό τό ν Γ ε μ ισ τ ό , ή κ ρ ιτ ικ ή , τ ά π ο λ λ α π λ ά α ίτ ια π ο ύ λ έ γ α μ ε , μ έ έ φ ε ρ α ν π ρ ό ς μ ε τ α γ ε ν έ σ τ ε ρ α φ α ι νόμενα : έπ ρ ο χω ρ ο ϋ σ α ολ ο ένα ά π ό τά γεγο ν ό τ α π ρ ό ς τ ίς σ υ ν έ π ε ιέ ς τ ο υ ς . Δ έ ν ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ε ις τ ή ν γ ν ω ρ ιμ ία μέ τ ά φ α ιν ό μ ε ν α ά ν δ έ ν γ ν ω ρ ίσ ε ις τ ίς σ υ ν έ π ε ιέ ς τ ο υ ς . Έ τ σ ι έ π έ ρ α σ α σ έ χ ώ ρ ο υ ς σ α φ ώ ς μ ε τα γ ε ν έ σ τ ε ρ ο υ ς . Ά π ό α υ τ ο ύ ς β γ α ίν ω , ά ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ο ν τ α ς π λ έ ο ν τ ά θ έ μ α τ α ω ς ισ τ ο ρ ία Ιδ ε ώ ν κ α ί ισ τ ο ρ ία σ υ ν ε ι δ ή σ ε ω ν , ό π ω ς τή λ έω τ ώ ρ α , κ α ί π η γ α ίν ω π ρ ό ς τ ά π ίσ ω : ά π ό τ ίς σ υ ν έ π ε ιε ς π ρ ό ς τ ά φ α ιν ό μ ε ν α . Μ ιά ά δ ιά κ ο π η τ α λ ά ν τ ω σ η : ά π ό τό χ ώ ρ ο το ύ Κ ο ρ α ή , ά ν α ζ η τ ώ τίς^ ρ ίζ ε ς το ϋ Κ ο ρ α ϊσ μ ο ύ κ α ί φ θ ά ν ω σ τό Δ ια φ ω τ ισ μ ό · ά π ό κ ε ϊ κ α ί π έ ρ α , μέ μ ιά κ α ιν ο ύ ρ ια θ έ α σ η τ ο ύ ε λ λ η ν ισ μ ο ύ , θ έ α σ η τή ν ό π ο ι α π ρ ο κ ά λ ε σε ή μελ έτη μ ο υ ε π ά ν ω σ τό Δ ια φ ω τ ισ μ ό , τ ό ν Κ ο ρ α ή , π ρ ο χ ω ρ ώ π ι ά κ α ί ά ν α ζ η τ ώ τή ν ι σ τ ο ρ ία το ύ Δ ια φ ω τ ισ μ ο ύ μ έ σ α σ τό ν μ ε τ α γ ε ν έ σ τ ε ρ ο έλ λ η ν ισ μ ό , τή ν ισ τ ο ρ ία το ύ κ ιν ή μ α τ ο ς το ύ Δ ια φ ω τ ισ μ ο ύ ά κ ρ ιβ έ σ τ ε ρ α , μ έσ α σ τό ν μ ε τα γ ε ν έσ τε ρ ο ελλ η νισ μ ό . Ε κ ε ί ά λ λ ω σ τ ε σ υ ν α ν τ ιέ τ α ι ή ζή τη σ ή μ ο υ α υ τ ή μ έ τ ίς μ ελ έτ ες τ ί ς ό π ο ιε ς ε ίχ α κ ά ν ε ι π α λ α ι ό τ ε ρ α γ ύ ρ ω σ τό ν έ λ λ η ν ικ ό ρ ω μ α ν τ ισ μ ό , α υ τ έ ς π ο ύ , δ π ω ς έλ έ γ α μ ε , ά ν ή κ ο υ ν σ τό ν κ α ιρ ό τ ή ς Κ α τ ο χ ή ς ή σ υ ν ε χ ίσ θ η κ α ν κ α ί ο λ ίγ ο ύ σ τε ρ α . Α υ τή ή π ο ρ ε ία , δ π ω ς τή ν π ε ρ ιγ ρ ά ψ α τε , ν ο μ ίζ ω δ τ ι ω ς έ ν α σ η μ ε ίο ε ρ μ η ν ε ύ ει τ ό π έ ρ α σ μ ά σ α ς ά π ό τ ά ά τ ο μ α σ τά σ υ λ λ ο γ ικ ά σ ώ μ α τα . Ν Α Ι . Τ ό π έ ρ α σ μ ά μ ο υ ο φ ε ίλ ε τ α ι σέ ά π α λ λ α γ ή ά π ό μ ία δ ιδ α σ κ α λ ία τ ο ύ ιδ α ν ισ μ ο ύ . 'Ό π ο υ έ ξ α ίρ ε τ α ι τ ό ά τ ο μ ο , γ ιά ν ά ξε χά σ ο υμ ε τά σύνολα. Ε Ξ Α Ι Ρ Ε Τ Α Ι τ ό έ ν α ά τ ο μ ο , φ υ σ ικ ά , κ α ί, δ π ω ς σ ά ς ε ίπ α , έ ξ α ίρ ε τ α ι σ τ α τ ικ ά . Τ ό άγαλμα. Τ Ο ά γ α λ μ α , ά κ ρ ιβ ώ ς . Έ ν α π ρ ά γ μ α ά κ ίν η -
τ ο , ά ν ε ξ έ λ ικ τ ο , ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ο . Ή μ ε τ ά β α ση ά λ λ ω σ τε π ρ ό ς τ ο ύ ς μ έ σ ο υ ς ό ρ ο υ ς μ ά ς ε π ιτ ρ έ π ε ι μ ία π ρ ο σ έ γ γ ισ η ά σ φ α λ έ σ τε ρ η κ α ί π ρ ό ς τά ά το μ α , δη λα δή ν ά δούμε τά σ υσ τα τ ικ ά τ ο ύ ά τό μ ο υ · φ θ ά ν ο υ μ ε έ τσ ι σέ έ ρ ευ ν ε ς χ α ρ α κ τ η ρ ο λ ο γ ικ έ ς , ο ί ό π ο ι ε ς μέ ά π α σ χ ο λ ο ϋ ν π ο λ ύ : ιδ ίω ς ά τ ο μ ικ ά χ α ρ α κ τ η ρ ο λ ο γ ι κ έ ς , ε κ ε ίν ε ς π ο ύ κ α τ ε ξ ο χ ή ν μ έ β ο η θ ο ύ ν ν ά έ ρ μ η ν ε ύ σ ω έ κ δ η λ ώ σ ε ις , φ α ιν ό μ ε ν α , ε ν έ ρ γ ε ιε ς ά τ ό μ ω ν . Α λ λ ά θ η ρ ε ύ ω κ α ί τ ίς έ θ ν ικές. Ε ί ν α ι ή α ν ά λ υ σ η ε ν ό ς γ ίγ ν ε σ θ α ι, δ η λ α δ ή , ό λ η ή π ρ ο σ π ά θ ε ι ά σ α ς. Η Α Ν Α Λ Υ Σ Η τ ο ύ γ ίγ ν ε σ θ α ι. Α κ ρ ι β ώ ς α υ τ ό π ο ύ λ έτ ε. Α υ τ ό ε ίν α ι τ ό π ρ ό β λ η μ α · τό ό π ο ι ο ό μ ω ς , ε νώ σ τή ν α ρ χ ή τ ό ε ίχ α δ έ σ ε ι μέ ά τ ο μ α , μ έ ιδ α ν ι κ ά ά τ ο μ α , ό π ω ς μέ έ μ α θ α ν ο ί δ ά σ κ α λ ο ί μ ου ν ά τ ά β λ έ π ω , τ ό ά φ η σ α σ ι γ ά σ ιγ ά κ α ί έ π έ ρ α σ α σ έ μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ε ς ε ν ό τ η τε ς : έ θ ε ώ ρ η σ α ό τ ι ή κ ο ρ υ φ ή δ έ ν ε ίν α ι α ύ τ ό π ο ύ μ ά ς ε ν δ ια φ έ ρ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο , ά λ λ ά ό τ ι ο ί μ έ σ ο ι ό ρ ο ι μ ά ς έ ν δ ια φ έ ρ ο υ ν , ό μ έ σ ο ς ά ν θ ρ ω π ο ς κ α θ ’ ε α υ τ ό ν κ α ί ό χ ι τ ό μ ο ν α δ ικ ό τ έ ρ α ς , τ ό ε ξ α ίρ ε τ ο , π ο ύ μ π ο ρ ε ί ν ά γ ε ν ν η θ ε ί σέ κ ά π ο ια σ τιγ μ ή έ ξ ω α π ό τ ό ν κ α ν ό ν α · κ α ί έ θ ε μ ε λ ίω σ α π λ έ ο ν τή ζή τη σ ή μ ο υ σ τό ν μ έσο α ν θ ρ ώ π ιν ο ό ρ ο . Π ε ρ ν ά μ ε ά π ό τ ή ν ά το μ ικ ή ισ τ ο ρ ία τ η ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς , ά π ό τ ή ν ά τ ο μ ικ ή ισ τ ο ρ ία τ ώ ν λ ο γ ο τ ε χ ν ώ ν , σ τή ν ισ τ ο ρ ία τ ή ς λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς . Θ ά μέ έ ν δ ιέ φ ε ρ ε τ ό π έ ρ α σ μ α α ύ τ ό . Π ώ ς έ γ ιν ε , δ η λ α δ ή , ή μ ε τ α τ ό π ισ η το ύ ε ν δ ια φ έ ρ ο ν τ ο ς . Π ο ιά ή τ α ν ή σ κ έ ψ η . Τ ό β ά ρ ο ς τ ή ς σ η μ α σ ία ς π ώ ς έπ ε σ ε ά π ό τ ό έ ν α σ τό ά λ λ ο ; Ν Ο Μ Ι Ζ Ω ό τ ι ε ίν α ι α ύ τ ό π ο ύ σ ά ς ε ίπ α π ρ ί ν , ο ί δ ια δ ο χ ικ έ ς π ρ ο σ ε γ γ ίσ ε ις . Ε ί δ α ό τ ι τό ά τ ο μ ο έ ν τ ά σ σ ε τ α ι μ έ σ α σ έ σ ύ ν ο λ α , σ υ λ λ ο γ ι κ ά σ ώ μ α τ α κ α ί λ ο ιπ ά , κ α ί ό τ ι δ έ ν μ π ο ρ ο ύ μ ε ν ά τ ό ε ρ μ η ν ε ύ σ ο υ μ ε χ ω ρ ίς α ύ τ ά .
ε ν α σ ύ ν ο λ ο μ ε α ίτ ια κ ή - ξ α ν α ρ χ ό μ α σ τ ε σ τή ν ά γ α π η τ ή μ α ς λ έ ξ η - , μ έ α ίτ ια κ ή σ χέσ η ά ν ά μ ε σ ά τ ο υ ς . Π ε ρ ν ά ς δ η λ α δ ή ά π ό τ ό ν σ τ α τ ικ ό ιδ α ν ισ μ ό σ τή ν έ ν ν ο ια μ ια ς ρ ο ή ς , μ ιά ς δ ι α χ ρ ο ν ία ς , μ ια ς ισ τ ο ρ ία ς . Κ α ί π ε ρ ιέ ρ γ ω ς , ό σ ο έ γ κ α τ α λ ε ίπ ω τ ή ν έ ρ ε υ ν α τ ώ ν ά τ ό μ ω ν κ α ί π η γ α ί ν ω π ρ ό ς τή ν έ ρ ε υ ν α το ύ έλ λ η ν ικ ο ύ σ υ λ λ ο γ ικ ο ύ σ ώ μ α τ ο ς , π λ η σ ιά ζ ω π ρ ό ς τ ά μετα γ ε ν έ σ τ ε ρ α . ’'Ε τ σ ι έ φ θ α σ α π ι ά , τ ο ύ ς τ ε λ ε υ τ α ί ο υ ς κ α ιρ ο ύ ς , μέ κ α θ α ρ ά ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ικ έ ς ε ρ γ α σ ίε ς ν ά ά γ γ ίξ ω ό , τ ι ε ίν α ι τ ό τ έ ρ μ α τή ς « 'Ι σ τ ο ρ ία ς τ ή ς Λ ο γ ο τ ε χ ν ία ς » , δ η λ α δ ή τ ά χ ρ ό ν ια 1940. Ό τ ό μ ο ς τ ό ν ό π ο ι ο ιδ ε ά ζ ο μ α ι μ ε τ ά τ ό ν « Ε λ λ η ν ικ ό Ρ ω μ α ν τ ισ μ ό » , ό ό π ο ιο ς β γ α ίν ε ι τ ώ ρ α , δ έ ν ξ έ ρ ω π ώ ς θ ά ο ν ο μ ά ζ ε τ α ι, ά λ λ ά θ ά ε ξ ε τ ά σ ε ι τ ά έ λ λ η ν ικ ά σ υ λ λ ο γ ικ ά φ α ιν ό μ ε ν α έ ω ς τ ά χ ρ ό ν ια 1940, θ ε ω ρ η τ ικ ώ ς . Σ υ ν ε π ώ ς , π ρ ο κ ε ιμ έ ν ο υ ν ά δ ι α γ ρ ά ψ ε ι κ α ν ε ίς τ ή ν κ α μ π ύ λ η τ ώ ν ε ν δ ια φ ε ρ ό ν τ ω ν μ ο υ γ ύ ρ ω σ τ ά έ λ λ η ν ικ ά π ρ ά γ μ α τ α , ν ο μ ίζ ω ό τ ι θ ά π ε ι ό τ ι ε ίν α ι μ ία π ο ρ ε ία ά π ό τή μελ έτη τ ο ύ ά ρ χ α ίο υ κ ό σ μ ο υ π ρ ό ς τή μ ελ έτη το ύ κ α ιν ο ύ ρ ιο υ κ ό σ μ ο υ , μέ ο λ ο έ ν α μ ε γ α λ ύ τε ρ η π α ρ ο υ σ ία , ό χ ι π λ έ ο ν τ ο ύ ά τ ό μ ο υ ά λ λ ά τ ο ύ ε λ λ η ν ι κ ο ύ σ υ λ λ ο γ ικ ο ύ σ ώ μ α το ς .
Σ τό ν Κ ουμ α νούδη π ώ ς έφ θά σ α τε; Τ ή ν ε ρ γ α σ ία γ ι ’ α ύ τ ό ν τή ν θ ε ω ρ ε ίτ ε ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ία ; Τ ί τή ν θ ε ω ρ ε ίτ ε ά κ ρ ιβ ώ ς ; Ε ίν α ι ό ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο ς π ο ύ γ ρ ά φ ει τόν Κ ουμανούδη; Η Ε Π Α Φ Η μ ο υ μέ τ ό ν Κ ο υ μ α ν ο ύ δ η π ρ ο έ κ υ ψ ε ά π ’ ό σ α σ ά ς ε ίπ α , ώ ς π ρ ό ς τή σ η μ α σ ία π ο ύ έ χ ε ι γ ι ά μ έ ν α τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο . Ε π α ν ε ρ χ ό μ α σ τ ε σ τό ίδ ιο θ έ μ α , ν α ί. Ά λ λ ά τ ώ ρ α ε ίν α ι ε ιδ ι κ ά τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο τ ώ ν λ ο γ ίω ν . Λ Ο Ι Π Ο Ν , έ π ή γ α φ υ σ ικ ά π ρ ό ς τ ό λ ε ξ ιλ ό γ ιο τ ώ ν λ ο γ ίω ν . Ε ίν α ι ή ά λ λη πλ ευ ρ ά ;
Δ η λ α δ ή μ έ σ α ά π ό τή μ ελ έτη τ ο ύ ά τ ό μ ο υ ε ίδ α τ ε ό τ ι ή σ η μ α σ ία π έ φ τ ε ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο σ τό σ ύ ν ο λ ο ; Ν Α Ι ό τ ι τ ό σ η μ α ν τ ικ ό ε ίν α ι τ ό σ ύ ν ο λ ο . Ν ο μ ίζ ω ό τ ι α ύ τ ό θ ά ή τ α ν ή ε ρ μ η ν ε ία , ή ό π ο ι α ά λ λ ω σ τε ισ χ ύ ε ι κ α ί γ ιά τ ό π έ ρ α σ μ α ά π ό τή ν κ ρ ιτ ικ ή σ τή ν ισ τ ο ρ ία . Ή κ ρ ιτ ικ ή έ χ ε ι έ να π ε ρ ιο ρ ισ μ έ ν ο , σ φ α ιρ ικ ό , ά ν τ ικ ε ίμ ε ν ο , ε νώ ή ισ τ ο ρ ία π α ίρ ν ε ι ό λ α τ ά φ α ιν ό μ ε ν α , τ ά ό π ο ι α έ μ φ α ν ίζ ο ν τ α ι μ ο ν ω μ έ ν α , κ α ί τ ά σ υ ν δ έ ε ι σ έ
Η Π Λ Ε Υ Ρ Α π ο ύ μ ο ύ χ ρ ε ιά ζ ε τ α ι . Λ ό γ ιο ς ε ί μ α ι, π ώ ς ν ά κ ά ν ο υ μ ε . Κ α ί α ύ τ ό έ φ ε ρ ε σ τά χ έ ρ ια μ ο υ μ έ τ ρ ό π ο μ ό ν ιμ ο τή « Σ υ ν α γ ω γ ή » το ύ Κ ο υ μ α ν ο ύ δ η . Ν ο μ ίζ ω έ χ ε τε δ ε ι τ ό ά ν τ ίτ υ π ό μ ο υ , τ ό ό π ο ι ο έχ ω χ ρ η σ ιμ ο π ο ιή σ ε ι τ ίς τ ε λ ε υ τ α ίε ς -δ ε κ α ε τ ίε ς ό λ ε ς , π ο ύ έ χ ε ι γ ίν ε ι κ ο υ ρ έ λ ι, ά π ό τή ν ζή τη σ η τ ή ν σ υ ν ε χ ή μ έσ α σ τό έ ρ γ ο κ α ί ά π ό τ ίς σ η μ ε ιώ σ ε ις, τ ίς ό π ο ιε ς έ χ ω β ά λ ε ι γ ι ά ν ά σ υ σ χ ετίσ ω ή γ ι ά ν ά κ α τ α λ ή ξ ω σέ έ ν α ν ό ρ ο ή σέ ά λ λ ο ν . Ά π ό μ ιά τ έ 73
t o i a ε π α φ ή π ρ ο έ κ υ ψ ε ή μ εγ ά λ η μ ο υ ε κ τ ίμ η ση π ρ ώ τ α , σ το ρ γή υ σ τ έ ρ α , π ρ ό ς τ ό ν Κ ο υ μ α ν ο ύ δ η , κ α ί ό σ εβ α σ μ ό ς μ ο υ π ρ ό ς τ ό έ ρ γο α υ τ ό . ’Έ τ σ ι θ έ λ η σ α τ ό ν μ ο ν α δ ικ ό θ η σ α υ ρ ό τ ό ν ό π ο ιο ν μ ά ς ε ίχ ε π α ρ ο υ σ ιά σ ε ι, θ η σ α υ ρ ό ό χ ι ά π ό τ ίς π ο λ λ έ ς ά δ έ ξ ιε ς λ έ ξ ε ις π ο ύ έ π λ α σ α ν ο ί ν εο έ λ λ η ν ε ς κ α ί τ ί ς ο λ ίγ ε ς κ α λ έ ς , α υ τ ό ν τ ό ν θ η σ α υ ρ ό τ ή ς π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ ά ς τ ο υ , δ π ω ς έ κ δ η λ ώ ν ε τ α ι μ έσ α ά π ’ τή « Σ υ ν α γ ω γ ή » , ν ά τ ρ ν ξ α ν α φ έ ρ ω σ τή ν έ π ικ α ιρ ό τ η τ α . Ε ίχ ε χ α θ ε ί ό λ ό τ ε λ α ά π ό τ ή ν ά γ ο ρ ά . Γ ι’ α υ τ ό , μέ π ο λ λ ή ε π ιμ ο ν ή κ α ί μέ ά ν ά λ ο γ η π ρ ο θ υ μ ία ά π ό τή μ ε ρ ιά τ ο ύ ε κ δ ό τ η , κ α τ ο ρ θ ώ θ η κ ε ν ά ξ α ν α β γ ε ΐ ή « Σ υ ν α γ ω γ ή » μέ τ ό ν π ρ ό λ ο γ ό μ ο υ , σ τό ν ό π ο ι ο π ρ ο σ π ά θ η σ α ν ά δ ε ίξ ω ά λ λη μ ιά ισ χ υ ρ ή ε λ λ η ν ικ ή π ρ ο σ ω π ικ ό τ η τ α ά γ ν ο η μ ένη ή , ά κ ρ ιβ έ σ τ ε ρ α , σ κ ε π α σ μ έ ν η . Π ώ ς ε ί π α μ ε δ τ ι κ ά ν ε ι ό 'Ό μ η ρ ο ς μ έ τ ο ύ ς θ ε ο ύ ς , ό τ α ν θ έ λ ο υ ν ν ά κ α τ ε β ο ύ ν σ τό ν κ ό σ μ ο , τ ο ύ ς β ά ζ ε ι μ έσ α σ ’ έ ν α σ ύ ν νε φ ο · έ τσ ι κ ι εμ ε ίς το ύ ς β ά ζο υ μ ε μέσα σ ’ ένα σύννεφ ο ό τα ν δέν θ έ λ ο υ μ ε ν ά ’χ ο υ μ ε π ο λ λ ά π ά ρ ε - δ ώ σ ε μ α ζ ί τ ο υ ς . Α ύ τ ό έ γ ιν ε τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν μ έ τ ρ ε ις ά ν θ ρ ω π ο υ ς ά π ’ α υ τ ο ύ ς μ έ τ ο ύ ς ό π ο ι ο υ ς σ χ ε τ ί ζ ο μ α ι, τ ά τ ρ ία Κ ά π π α θ ά ή τ α ν ε , σέ χ ρ ο ν ο λ ο γ ικ ή τ ά ξ η , ό Κ α τ α ρ τ ζ ή ς - τ ό ν ε ίχ α ν ε ξ α φ α ν ίσ ε ι ό λ ό τ ε λ α - , ό Κ ο ρ α ή ς - τ ό ν ό π ο ι ο εύ χ α ρ ίσ τ ω ς θ ά ε ξ α φ ά ν ιζ α ν - κ α ί ό Κ ο υ μ α ν ο ύ δ η ς - τ ό ν ό π ο ι ο π ρ ο σ ε τ α ιρ ίσ θ η κ α ν . Μ ά ε ίν α ι π ο λ ύ ε ύ κ ο λ ο ν ά π ρ ο σ ε τ α ιρ ισ θ ε ΐς έ ν α σ υ γ γ ρ α φ έ α : ά γ ν ο ε ϊς ό , τ ι δ έ σ ’ ά ρ έ σ ε ι ά π ’ α ύ τ ό ν κ α ί π α ρ ο υ σ ιά ζ ε ις τ ά υ π ό λ ο ιπ α .
σ χ έ τισ η , γ ια τ ί θ ά ή τ α ν τ ο υ λ ά χ ισ τ ο ν α υ θ ά δ ε ια . Κ α λ ύ τ ε ρ α ν ά π ώ ό τ ι ε ίμ α ι, σ τή ν ά ρ χ α ία σ η μ α σ ία , π ε λ ά τ η ς τ ο υ ς , ο φ ε ιλ έ τ η ς το υ ς. Λ ο γ ά ρ ια ζ α ό τ ι θ ά μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε ν ά κ λ ε ίσ ο υ μ ε τή σ υ ν ο μ ιλ ία μ α ς μέ μ ιά μ α τ ιά π ρ ό ς τ ά σ χ έ δ ιά σ α ς , ά λ λ ά ν ο μ ί ζ ω ό τ ι π ε ρ ίπ ο υ μ ά ς τ ά ε ίπ α τ ε . Μ ή π ω ς θ ά ε ίχ α τ ε τ ίπ ο τ ε ν ά π ρ ο σ θ έ σ ε τ ε ώ ς π ρ ό ς α υ τά ; Ν Α Ι. Δ έ ν έμ ν η μ ό ν ε υ σ α τ ό ν Κ ω ν σ τ α ν τ ίν ο Π α π α ρ ρ η γ ό π ο υ λ ο , τ ό ν ισ τ ο ρ ιο γ ρ ά φ ο π ο ύ δ ιε μ ό ρ φ ω σ ε τή ν ν εο ε λ λ η ν ικ ή ισ τ ο ρ ιο γ ρ α φ ι κ ή δ ιδ α σ κ α λ ία . Ε τ ο ι μ ά ζ ω ά π ό κ α ιρ ό μ ιά μ εγ ά λ η μελ έτη γ ι ’ α υ τ ό ν .
Γρήγορης Γρηγοριάδης ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΕΛΑΤΗ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΑ ΙΜΑΛΑΪΑ
Τ ί ε ίχ α ν κ ρ α τ ή σ ε ι ά π ’ τ ό ν Κ ο υ μ α ν ο ύ δη; Ε Ι Χ Α Ν κ ρ α τ ή σ ε ι τ ό ν α υ σ τ η ρ ό λ ό γ ιο , τό ν ά φ ο σ ιω μ έ ν ο σέ έ ρ ευ ν ε ς γ λ ω σ σ ικ έ ς κ α ί ά ρ χ α ιο λ ο γ ικ έ ς , κ α ί ε ίχ α ν ξ ε χ ά σ ε ι π ώ ς ή τ α ν ένα ς πα λλόμ ενος ά νθρ ω π ο ς, κ α ί πα λλόμεν ο ς σ έ κ α τ ε υ θ ύ ν σ ε ις τ ίς ό π ο ι ε ς δ έ ν θ ά έδ εχ ό τ α ν π ρ ό θ υ μ α ή τ ρ έ χ ο υ σ α σ η μ ε ρ ινή ιδ ε ο λ ο γ ία . “Ο π ω ς ά λ λ ω σ τε ά λ λ ο ίω σ α ν κ α ί τ ό ν Κ ο ρ α ή μέ τ ό ν ίδ ιο τ ρ ό π ο , κ α ί ά π λ ώ ς ά ρ κ έ σ τη κ α ν ν ά ά γ ν ο ή σ ο υ ν τ ό ν Κ α τ α ρ τ ζ ή . Τ α υ τ ίζ ε σ τ ε μ έ κ ά π ο ιο τ ρ ό π ο μ ’ α υ τ ο ύ ς τ ο ύ ς ά ν θ ρ ώ π ο υ ς , τ ο ύ ς τ ρ ε ις ; Κ α ί μέ π ο ι ό τ ρ ό π ο ; Β λ έ π ε τε κ ά π ω ς τό ν έ α υ τ ό σ α ς μ έσ α σ ’ α υ τ ο ύ ς ; Γ ια τ ί α υ τή ή ε ν τ ύ π ω σ η μ ο ϋ δ η μ ιο υ ρ γ ε ίτ α ι ά π ό τ ό ν τ ρ ό π ο μέ τ ό ν ό π ο ι ο τ ο ύ ς ά ν τ ιμ ε τ ω π ίζ ε τ ε . Ν Α Ι , έ μ έ ν α μ ο ϋ ά ρ κ ε ί ν ά δ η μ ιο υ ρ γ ε ίτ α ι α υ τή ή ε ν τ ύ π ω σ η , χ ω ρ ίς ν ά έ χ ω ν ά κ ά ν ω σ υ74
★ Οι ττεριττετειες ενός βιβλιοπώλη σε συνοικία και σε οροφο
68η έκδοση ή 71η
Ζ
ε ρμ ιν α Λ
επιλογή Σ τις σελίδες που ά κολονθοϋν οί· συνεργάτες τον «Διαβάζω» παρουσιάζουν κ α ί κρίνουν μερικά από τά πιό ενδιαφέροντα βιβλία πού κυκλοφόρησαν τούς τελευταίους μήνες. Τά βιβλία επιλέγει ή Σύνταξη τού περιοδικού. πάλληλες διασταυρώσεις καί συμπληρώσεις τών κεφαλαίων. ΜΟΥΣΙΚΗ έπιμέρους Ά λλ’ άς δούμε πιό λεπτομερειακά τή σημαντι κότατη αύτή έκδοση. Ή άρχική πρόθεση τοϋ Μ. Χατζηγιακουμή νά έκδώσει έναν τόμο μέ τά σημαντικότερα χρονολο χειρόγραφα ξεπεράστηκε γρήγορα άπό τίς έργο υπ οδομής στην γημένα δυνατότητες πού τοϋ πρόσφερε ή Ιδια ή έρευνα. Κι ό έξαίρετος φιλόλογος κι έρευνητής έκμεταλλεύτηκε τό υλικό πού τοϋ πρόσφερε αύτή κατά έρευ να τής τόν καλύτερο τρόπο. Μάς έδωσε μιά καθολική έποπτεία τοϋ χειρόγραφου μουσικού ύλικοΰ τής Τουρκοκρατίας μέ τέτοια πληρότητα πού μπο β υ ζα ντινή ς μ ου σ ικής ρούμε κιόλας νά μιλάμε γιά τή συγγραφή τοϋ κορμού τής ιστορίας τής εκκλησιαστικής μουσι κής τής περιόδου αύτής μέ βάση τίς πηγές, πού οί ΜΑΝΟΛΗ Κ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΚΟΥΜΗ: Χειρόγρα νεότερες άνακαλύψεις καί έρευνες θά μπορούσαν φα έκκλησιαατικής μουσικής 1453-1820. Συμβο νά συμπληρώσουν ίσως σέ όρισμένες μόνο λεπτο λή στην έρευνα του νέου έλληνισμου. ’Αθήνα, μέρειες. ’Εθνική Τράπεζα τής Ελλάδος, 1980. Σελ. 508. Οί δυσκολίες γιά τήν έρευνα στά μουσικά μάλι στα χειρόγραφα, είναι ίσως γνωστές. Έλλειψη καταλόγων, ύλικό διασκορπισμένο σέ δημόσιες ή ΟΤΑΝ στά 1976 έγραφα πώς «τά Μουσικά Χει ιδιωτικές βιβλιοθήκες, κάνουν πολλές φορές έπίρόγραφα Τουρκοκρατίας 1453-1832 τοϋ Μανόλη πονο τό έργο τοϋ έρευνητή. Χατζηγιακουμή θεωρώ υποδειγματικό έργο, σάν Παρ’ δλα αύτά ό άριθμός τών 4.500 χειρογρά σύλληψη, σύνθεση, μέθοδο καί λεκτική, ένα έργο φων πού έρευνήθηκαν άπό τό Μανόλη Χατζηγιαύποδομής στην έρευνα τής βυζαντινής μουσικής κουμή καί πού καλύπτουν τό σύνολο σχεδόν τών πού αξίζει νά χαιρετίσουμε την έκδοσή του καί μουσικών χειρογράφων, μάς δίνει τό μέτρο τής νά περιμένουμε τή συνέχεια», ήμουν βέβαιος πώς συστηματικής εργασίας στήν εξαντλητική έρευνα ό Μ. Χατζηγιακουμής είχε δλες τίς προϋποθέσεις τοϋ ύλικού. Γιά τό πώς έγινε ή έρευνα καί πώς κι δλες τίς δυνατότητες νά μάς δώσει ένα έργο μεθοδεύτηκε, ό συγγραφέας άναφέρεται στό δεύ όλοκληρωμένο, έργο σταθμό, στήν ιστορία τής τερο κεφάλαιο τής εισαγωγής του. έκκλησιαστικής μας μουσικής άπό τά 1453 ώς τήν Ε κείνο πού πρέπει νά θεωρήσουμε ώς τό ση έλληνική έπανάσταση καί μέ προεκτάσεις στή γε μαντικότερο έπίτευγμα τοϋ βιβλίου αύτοΰ είναι νικότερη θεώρηση τής ιστορίας τού νέου έλληνιπώς μάς προσφέρει -μέ δλες του τίς λεπτομέ σμού. ρειες- έναν καθρέφτη τής μουσικής ταυτότητας "Υστερα άπό πέντε μόλις χρόνια, υποδεχόμαστε τού ελληνισμού στά χρόνια τής Τουρκοκρατίας. καί χαιρετίζουμε μέ άνυπόκριτη χαρά τά «Χειρό Στό εκτενές καί λεπτομερειακό σχεδίασμα ιστο γραφα εκκλησιαστικής μουσικής 1453-1820», τό ρίας πού περιλαμβάνει τό τρίτο κεφάλαιο τής ει καινούριο βιβλίο τοϋ Μ. Χατζηγιακουμή, μιά σαγωγής, έχουμε τήν εύκαιρία νά σημειώσουμε μνημειώδη έκδοση τής Εθνικής Τράπεζας τής δλη τήν πορεία καί τίς περιόδους άκμής καί πα 'Ελλάδος, κατακλείδα μιάς συνεποΰς καί συστη ρακμής τής κλασικής μας μουσικής τέχνης -αύτή ματικής δουλειάς τοϋ συγγραφέα κι έρευνητή μιά πού ονομάζουμε συνήθως «βυζαντινή μουσική» ή, όλόκληρη δεκαετία. δπως ό Μ. Χατζηγιακουμής προτείνει, «έκκληΜέ τή λαμπρή αύτή έκδοση -πού ό· τρόπος κυ σιαστική». κλοφορίας της άφήνει, ωστόσο, όρισμένα έρωτη(Ή χρήση τού δρου «βυζαντινή» γιά τό χαρα ματικά, πού θά διατυπώσω στό τέλος- δικαιώνε κτηρισμό τής μουσικής τής έκκλησίας μας τόσο ται ό συγγραφικός μόχθος τοϋ Μανόλη Χατζητής βυζαντινής δσο καί τής μετά τήν "Αλωση πε γιακουμή καί παρουσιάζεται άνάγλυφα καί σέ ριόδου -πέρα άπό τό γεγονός πώς άκολούθησε τή δλες της τίς λεπτομέρειες ή πρώτη ύλη συγκεν γενικότερη ορολογία, καθιερωμένη άπό τούς ξέ τρωμένη, ταξινομημένη, άποδελτιωμένη, μέ άλλε75
νους, «Βυζάντιο», «βυζαντινός» κ λ π - θά έλεγα πώς δικαιολογείται πρώτα άπό τό γεγονός δτι ση μαδεύει όλόκληρη την περίοδο τής μονόφωνης παραδοσιακής μας μουσικής -σήμερα δεν έχουμε στην εκκλησία μόνο βυζαντινή μουσική- κι έπειτα άπό τήν άποψη πού, όχι άδικαιολόγητα, δεχόμα στε οί ελληνες μουσικοί, πώς άδιάσπαστος είναι στό βάθος ό σύνδεσμος τών περιόδων αυτών, πα ρά τίς φθορές καί άλλαγές πού έχει επιφέρει ό χρόνος καί ή εξέλιξη τής τέχνης. Άλλωστε παρα δοσιακό είναι εκείνο πού έφτασε σέ μάς μέσα άπό τίς προηγούμενες γενιές.) Τό σχεδίασμα, λοιπόν, ιστορίας είναι εξαιρετι κά ικανοποιητικό. Θά χρειαζόταν πολύς χώρος γιά ν’ άπαριθμήσω διεξοδικά πόσες άφορμές δί νει, πόσες πληροφορίες παρέχει, μέ πόση άκρίβεια όριοθετεϊ τά πρόσωπα καί τά πράγματα. Φτάνει μέχρι τά πρώτα έντυπα μουσικά βιβλία καί μιλάει άκόμα γιά τούς μουσικούς τυπογραφι κούς χαρακτήρες, χαρακτηρίζοντας έκείνους τών παρισινών εκδόσεων «ώραιότερους άπό τούς τού Βουκουρεστίου». Ά ν καί δέ θά διαφωνήσω γιά τό χαρακτηρισμό, ώστόσο τά μουσικά τυπογραφι κά στοιχεία τού Βουκουρεστίου πλησίαζαν πε ρισσότερο την ούσία τών πραγμάτων, ήταν δηλα δή πιό κοντά στή γραφή τών χειρογράφων -γεγο νός πού γιά μάς σήμερα έχει καίρια σημασία γιά τη σωστή ερμηνεία τών μουσικών σημαδιών καί τήν άπόδοση τών μελωδιών. Στό πέμπτο μέρος τής εισαγωγής του ό Μ. Χατζηγιακουμής άναλύει τήν παρουσίαση τού χειρό γραφου ύλικοΰ. Έδώ παρέχεται ή εύκαιρία νά σταθείς σέ χειρόγραφα πού, πέρα άπό τή σπουδαιότητά τους, έχουν καί μιά συναισθηματική, θά μπορούσα νά πώ, γιά μάς άξια. "Οπως τό μοναδι κό αύτόγραφο τού Μανουήλ Χρυσάφη ή ή άνθολογία τής Παπαδικής τού 1453, γραμμένη άπό τό μοναχό Ματθαίο στή μονή τού Τιμίου Προδρό μου κοντά στίς Σέρρες μέ τή δραματική έπισημείωση γιά τήν άλωση τής Πόλης. Ή άκόμα τό χειρόγραφο τής Μονής τών Τβήρων τού έτους 1562 πού περιέχει τό άρχαιότερο γνωστό ώς σήμε ρα καταγραμμένο δημοτικό τραγούδι. "Ετσι άνθολογώντας, περιγράφοντας, συγκρίνοντας, συσχετίζοντας καί παρέχοντας φωτογρα φικά δείγματα άπό τά σπουδαιότερα χειρόγραφα τής μεγάλης αύτής περιόδου τών 400 περίπου ετών, ό Μανόλης Χατζηγιακουμής πέτυχε κατά τόν καλύτερο τρόπο τούς στόχους πού άπό τήν άρχή είχε θέσει: α) νά κάνει σωστή κι επιστημονικά τεκμηριω μένη ιστορία· β) νά δώσει τήν «ταυτότητα» τών μελών μέ τήν παρακολούθησή τους άπό τά χειρόγραφα ώς τά έντυπα μουσικά βιβλία· γ) νά δώσει υπεύθυνα, άντιπροσωπευτικά δείγ ματα τής πορείας καί τής εξέλιξης τής μουσικής γραφής κατά τήν περίοδο πού έξετάζει, πράγμα πού έχει όχι μόνο έπιστημονική άλλά καί καλλιτε χνική σημασία. 'Όλα αυτά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα γιά τούς μουσικούς καί τούς μελετητές τής μουσικής, 76
έχουν όχι λιγότερο ενδιαφέρον καί γιά τή γενικό τερη πολιτιστική ιστορία τού τόπου μας κατά τήν περίοδο τής σκλαβιάς. Οί σημειώσεις, οί κατάλο γοι, τό λεξιλόγιο τών μουσικών δρων, οί 254 έγ χρωμες φωτογραφίες καί τό γενικό εύρετήριο συνθέτουν κι όλοκληρώνουν τήν έκπληκτική έργασία τού Μανόλη Χατζηγιακουμή. Σ’ εκείνο πού ιδιαίτερα θά ήθελα νά σταθώ, εί ναι ό δίσκος πού συνοδεύει τήν έκδοση. Μιά έκλεκτική επιλογή μελών μάς δίνει τήν εύκαιρία ν’ άκούσουμε τήν αύθεντική ερμηνεία τού Ά ρ χοντα Πρωτοψάλτη τής Α γίας τού Χριστού Με γάλης Εκκλησίας κ. Θρασύβουλου Στανίτσα. Πρέπει νά πώ πώς δέν είμαστε συχνά συνηθι σμένοι σέ τέτοια ηχητικά ντοκουμέντα. Ή έγγρα φή σέ δίσκους τής μονόφωνης παραδοσιακής έκκλησιαστικής μουσικής φανερώνει τίς περισσότε ρες φορές τήν άδυναμία τής επιστημονικής γνώ σης τού θέματος καί τής υπεύθυνης άντιμετώπισής του. Άλλοτε έμφανίζονται κακόγουστες -κά ποτε καί έξοργιστικές- διασκευές, άλλοτε ξηροφωνίες άσχετες μέ τό μικροδιαστηματικό καί με λωδικό πλούτο τής μουσικής μας. Αφήνω βέβαια καί στίς δυό περιπτώσεις τήν εναρμόνιση (ίσοκρατήματα), πού κάποτε δέν έχουν κάν σχέση μέ τόν ήχο στόν όποιο δουλεύει ή μελωδία. Ά πό τήν άλλη πάλι πλευρά ή παρουσίαση τής μουσικής μας μέ πολυπληθείς χορούς φοβάμαι πώς μάς δί νει ένα άκουσμα εντυπωσιακό σέ όγκο άλλά εντε λώς φτωχό σέ ποιότητα καί έκφραση. Ή έλλειψη γνώσης κι έπιστημονικής κατάρτι σης -ή μουσική μας είναι καί τέχνη καί έπιστήμηόδηγεί πολλές φορές στή μεγέθυνση ελαττωμάτων καί μειονεκτημάτων πού σέ μιά φωνή περνούν ίσως άπαρατήρητα άλλά μέ ένα δυσκίνητο φωνη τικό όγκο πολλαπλασιάζοντας Χρειάζεται ιδιαί τερη γνώση καί ικανότητα θεωρητική άλλά καί τεχνική γιά τή διδασκαλία ενός χορού, καί φοβά μαι πώς έδώ υπάρχει μεγάλη έλλειψη. Έτσι λοιπόν βρίσκω πολύ σωστή τήν ιδέα τού Μ. Χατζηγιακουμή ν’ άναθέσει τήν έκτέλεση τών μελών αυτών στόν Άρχοντα Πρωτοψάλτη Θρ. Στανίτσα. Επειδή άκριβώς ή μακροχρόνια θη τεία του στόν πατριαρχικό ναό τού έδωσε δλη έκείνη τήν πείρα καί τήν ικανότητα ενός αυθεντι κού μεγάλου έκτελεστή. Θά είχε πολύ ένδιαφέρον νά σημειώσουμε λεπτομερειακά πολλά σημεία τής έρμηνείας του, ιδίως στά άγνωστα μέλη, όπως τό «Γεύσασθε» τού Χρυσάφιη ή τόν καλοφωνικό ειρ μό τού Μπερεκέτη. Ά λλ’ αύτό θά ήταν άρκετά έξειδικευμένο καί θά μπορούσε νά γίνει σέ πιό ειδικές στήλες. Δέ θ’ άποφύγω δμως νά σημειώσω έκείνη τήν έξοχη έκτέλεση τού ομαλού στό τέλος τών τριαδικών τού Όρθρου. Ά ς τήν άκούσουν δσοι χρησιμοποιούν έκεϊνο τό κακόηχο διάστημα τρίτης στό ίσοκράτημα γιά ν’ άποφύγουν τάχα τή δυσαομονία. Ή έπιτυχία τού δίσκου αύτοΰ -έκτος άπό τό δτι υπήρξε ευτύχημα ή παρουσία τού "Αρχοντα Πρωτοψάλτη- οφείλεται στό Μανόλη Χατζηγιακουμή, πού έπιμελήθηκε κι ετοίμασε ένα πολύ έν διαφέρον πρόγραμμα στό όποιο μπορείς νά πα
ρατηρήσεις καί τή λιτή, την άψογη έρμηνεία τών άνέκδοτων ή άγνωστων μελών μά καί την άπόδοση τών πολύ γνωστών μελών άπό τόν "Αρχοντα Πρωτοψάλτη Θρασύβουλο Στανίτσα. Τό άπλό καί διακριτικό ίσοκράτημα πού πρόέκρινε ό Χατζηγιακουμής ευνοεί κι άναδεικνύει δλα τά φω νητικά ποικίλματα, τίς μικροδιαστηματικές λε πτομέρειες καί γενικά τήν έρμηνεία τού "Αρχοντα Πρωτοψάλτη. Καί τώρα τά έρωτηματικά: Γιατί ή Εθνική Τράπεζα τής Ελλάδος, πού μάς έδωσε τήν εκ πληκτική δουλειά τοϋ Μ. Χατζηγιακουμή, κυκλο φόρησε μέ τόση... σεμνότητα καί διακριτικότητα ένας τέτοιας σημασίας βιβλίο; Ποϋ είναι ή προ βολή του στόν έλληνικό καί διεθνή χώρο, ποϋ εί ναι μιά τουλάχιστο μετάφρασή του σέ μιά ευρω παϊκή γλώσσα; ’Ακόμα, ή τιμή τοΰ βιβλίου, νομίζει ή Τράπεζα πώς είναι προσιτή σ’ έκείνους πού θέλουν τό βι βλίο γιά τή δουλειά τους, ή έκανε τήν έκδοση γιά τούς συλλέκτες βιβλίων; Ποϋ είναι οί πληροφορίες, οί άναλύσεις, τά κείμενα καί δ,τι άλλο συμπληρώνει τήν έκδοση ένός δίσκου; Διάβασα σέ επιστολή τοϋ Μ. Χατζηγιακουμή στις εφημερίδες (Καθημερινή 7/12/81 καί 21/2/82) πώς τό φυλλάδιο πού έπρόκειτο νά συνοδέψει τό δίσκο είναι έτοιμο σχεδόν άλλά δέν κυκλοφόρησε έξαιτίας τοϋ γραφείου έκδοσης. Στήν ίδια έπιστολή διάβασα καί κάτι άλλο: δτι
άπαλείφθηκαν οί εύχαριστίες τοΰ έρευνητή πρός τούς βιβλιοθηκάριους καί τούς αγιορείτες πατέ ρες, πού έμεΐς ξέρουμε μέ πόση θυσία προσφέ ρουν τίς υπηρεσίες τους στόν κάθε έρευνητή πού θά έπισκεφθεΐ τίς βιβλιοθήκες τους. Μά είναι σο βαρά πράγματα αυτά; Θά ήθελα, ώστόσο, νά τελειώσω τό σημείωμά μου γιά τό βιβλίο τοΰ Μανόλη Χατζηγιακουμή «Χειρόγραφα έκκλησιαστικής μουσικής 14531820» μέ έκεϊνα πού ό ίδιος σημειώνει στό τέλος τής εισαγωγής του: Ή έκδοση, γράφει, πραγμα τοποιεί τελικά δυό κύριους στόχους. ’Από τή μιά παρουσιάζει τόν κόσμο τής έκκλησιαστικής μου σικής δραστηριότητας στά «σκοτεινά» χρόνια τής Τουρκοκρατίας, έναν κόσμο άγνωστο, άλλά τόσο πολύ πλούσιο, δραστήριο καί παραγωγικό. Ά πό τήν άλλη, υπηρετεί ευρύτερα τό πρόβλημα τής λε γάμενης σήμερα έθνικής αυτογνωσίας, καί μάλι στα σέ τομείς πού συνήθως άγνοούνται ή πού θεωρούνται άκόμη δευτερεύοντες στή διαμόρφω ση τού νεοελληνικού Ιστορικού γίγνεσθαι. Σ’ αύτούς τούς «δευτερεύοντες» τομείς ή έρευνα, πού μόλις τώρα άρχίζει, έχει άναμφισβήτητα πάρα πολλά νά πει. Τό δείχνει καθαρά ή πρώτη αυτή μεγάλη έκδοση μέ δ,τι περικλείει. Καί γιά τήν έκ δοση αυτή ό Μανόλης Χατζηγιακουμής πρέπει νά αισθάνεται καί ύπερήφανος καί δικαιωμένος. ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ
HENRI FOCILLON
Η ζωή των μορφών
Μ αυ ρο μιχ ά λη 9 - τηλ. 360.4793 360.7744
77
ΓΛΩΣΣΑ β ιβ λίο-στα θμός γ ιά τις ανθρ ω π ισ τικές επ ιστήμες FERDINAND DE SAUSSURE: Μαθήματα γενι κής γλωσσολογίας. Μετάφραση, σχόλια, προλογικό σημείωμα Φώτη A. ’Αποστολόπονλον. ‘Αθήνα, Παπαζήσης, 1979. Σελ. 255.
ΕΞΗΝΤΑ τρία χρόνια μετά την πρώτη έκδοση τους στά γαλλικά, τρία χρόνια μετά την έκδοση τής τουρκικής μετάφρασης, άφοϋ μεταφράστηκαν σχεδόν σέ δλες τίς ευρωπαϊκές γλώσσες καί σέ πολλές άλλες τά Μαθήματα γενικής γλωσσολο γίας τού Ελβετού Φερδινάνδου ντέ Σωσύρ, βιβλίο-σταθμός γιά τίς άνθρωπιστικές έπιστήμες, μπορεί νά τά χαρεϊ καί ό έλληνας αναγνώστης. Τούτη ή καθυστέρηση μαρτυρεί, χωρίς βέβαια καί νά εξηγεί, τό πόσο άδιάβροχος άπό τίς επιστημο νικές εξελίξεις στόν τομέα τής γλωσσολογίας έμει νε ό έλληνικός χώρος. Ένώ τό παγκόσμιο κοινό γνωρίζει σωρεία συγγραμμάτων πού χαρακτηρί ζουν μιά έπανάσταση στην άντιμετώπιση τών γλωσσικών φαινομένων καί θεμελιώνουν τή σύγ χρονη γλωσσική έπιστήμη, πού φυσικά δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν ιστορική γραμματική ή τή φι λολογία, πλήρης σχετική άγνοια επικρατεί στήν Ελλάδα. Μόλις τό 1976 μεταφράζεται γιά πρώτη φορά στά έλληνικά ένα γλωσσολογικό σύγγραμ μα: Τά Στοιχεία γενικής γλωσσολογίας τού Ά ν τρέ Μαρτινέ, άπό τόν ’Αγαθοκλή Χαραλαμπόπουλο. Μόλις τό 1978 γιά πρώτη φορά ενα διε θνές γλωσσολογικό συνέδριο οργανώνεται στήν Ελλάδα, στά Γιάννινα, άπό τό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καί τή Διεθνή Εταιρεία Λειτουρ γικής Γλωσσολογίας. Γιατί άραγε αυτή ή καθυ στέρηση; Στήν άλλη άκρη τού κόσμου, στή Χιλή τών δέ κα έκατομμυρίων κατοίκων, δεκάδες είναι οΐ δι δάκτορες γλωσσολογίας πού στίς άρχές τής δε καετίας τού εβδομήντα κατέχουν έδρες στά πανε πιστήμια τής μακρινής χώρας. Στήν ίδια χώρα άργότερα ό δικτάτορας Πινοτσέ καθιερώνει τή γλωσσολογία σά γυμνασιακό μάθημα. Στήν Ε λ λάδα, πού βρίσκεται σέ άπόσταση δρασκελιάς άπό μεγάλα γλωσσολογικό κέντρα δπως ή Πρά γα, τό Παρίσι, ή ή Κοπεγχάγη, ή γενική γλωσσο 78
λογία μένει άγνωστη ως τά τελευταία χρόνια. Μά καί δταν γίνεται γνωστή χάρη στίς προσπάθειες νέων άνθρώπων, δπως ό μεταφραστής τών Μαθη μάτων τού Σωσύρ, ή Μαλικούτη, ό Μπαμπινιώτης, ό Σεττάτος, ό Χαραλαμπόπουλος καί άλλοι, τό δημοκρατικό ελληνικό κράτος θεσπίζει νόμο γιά τή ρύθμιση γλωσσικών προβλημάτων καί έκδίδει γραμματική τής έλληνικής γλώσσας χωρίς νά συμβουλευτεί κανένα ειδικό γλωσσολόγο, είτε Έλληνα τής Ελλάδας, είτε Έλληνα τού έξωτερικοΰ, είτε ξένο. Τί συμβαίνει; Τά Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας είναι ήδη ένα άπό τά κλασικά βιβλία τού εικοστού αιώνα. Πρωτοεκδόθηκαν τό 1916, τρία χρόνια μετά άπό τό θάνατο τού Δασκάλου, πού τά δίδαξε τό 1907, 1908-1909 καί 19ΗΜ91Ϊ στή Γενεύη. Τά έξέδωσαν οί μαθητές τού Charles Bally καί Albert Sechehaye μέ βάση τίς σημειώσεις αυτών πού τά άκουσαν. Ή άνικανοποίητη μεγαλοφυία τού Σω σύρ ίσως ήταν μίά άπό τίς αίτιες πού τόν εμπόδι σαν, δσο ζοΰσε, νά συγγράφει ό ίδιος τό βιβλίο. Έτσι έχουν τή σφραγίδα τής προφορικής διδα σκαλίας πού, καθώς διαθλάται άπό τό πρίσμα τών άκροατών, παίρνει μάλλον δύναμη καί αύξάνει τήν έπιρροή τών ιδεών. Καί οί Ιδέες τού Σω σύρ έκαναν τήν πορεία τους. Άπετέλεσαν, του λάχιστο γιά τόν εύρωπαϊκό χώρο, τήν άπαρχή τής σύγχρονης έπιστημονικής γλωσσικής σκέψης καί καθόρισαν άποφασιστικά τίς γραμμές έξέλιξής της. Μέ τό Σωσύρ ή γλωσσολογία καθορίζει τό άντικείμενό της καί άποκτά τήν αύτονομία της σάν έπιστήμη. Ή γλώσσα άντιμετωπίζεται αυτή καθ’ έαυτή καί ή μελέτη της γίνεται αυτοσκοπός τής γλωσσολογίας. Υπογραμμίζεται κάτι πού εί χε σχεδόν ξεχαστεϊ, δτι δηλαδή ή γλώσσα πρώτα μιλιέται καί μετά γράφεται. Μεθοδολογικές δια κρίσεις, δπως ή συγχρονική άντιμετώπιση τών γλωσσικών φαινομένων σέ άντίθεση μέ τήν ως τό τε άποκλειστική μελέτη τής έξέλιξής τους -δια χρονική αντιμετώπιση- άνοίγουν νέες προοπτικές έρευνας. Τό αύθαίρετο τού σημείου, ή διαπίστω ση δτι ή γλώσσα λειτουργεί ώς σύστημα, άποτελούν έξάλλου βασικές ιδέες τού Σωσύρ πού επι τρέπουν τή θεμελίωση τής σύγχρονης γλωσσολογίας. Δέν έχουμε πρόθεση νά παρουσιάσουμε διεξοδικότερα τό τόσο γνωστό αύτό σύγγραμμα, τού όποιου ή επίδραση στή διανόηση τής έποχής μας είναι άναμφισβήτητη. “Αλλωστε καί άν τό έπιχειρούσαμε δύσκολα θά βρίσκαμε νά άναφέρουμε μιά πληροφορία πού νά μήν τήν έχει περιλάβει ό μεταφραστής στό έκτενές προλογικό του σημείω μα καί στά σχόλια, δπου καί παραπέμπουμε. “Αριστα ενημερωμένος ό Άποστολόπουλος στά πράγματα τής γλωσσικής επιστήμης κατατοπίζει καί καθοδηγεί τόν άναγνώστη μέ πλήρη άρμοδιότητα. Ή μετάφρασή του ρευστή, μέ ώραΐα έλλη νικά, δίνει εύστοχες λύσεις στά δύσκολα προβλή ματα πού δημιουργεί ή άπόδοση τής ειδικής όρολογίας. Τό κενό πού έχει ή χώρα μας στόν τομέα τής γλωσσολογίας καί πού γιά τήν πλήρωσή του συμ-
βάλλει τόσο αποφασιστικά ό ’Αποστολόπουλος θά καλυφθεί πολύ πιό δύσκολα μετά άπό τόν πρόωρο χαμό του. ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΛΑΙΡΗΣ
ΠΟΙΗΣΗ
ή στρατηγική κ α ί π οιητική τής θ εο λογ ικής Νίκος Φωκάς
κενώ σεω ς ΝΙΚΟΥ ΦΩΚΑ: Ό μύθος τής καθέτου. ’Αθήνα, Κρύσταλλο, 1981. Σελ. 44.
«Ο ΜΥΘΟΣ τής καθέτου» τοΰ Νίκου Φωκά ξαναδένει τό νήμα μέ τήν προηγούμενη συλλογή του «Συλλυπητήρια σέ μιά μέλισσα» (Έρμείας, 1976), πού μαζί μέ τήν «Προβολή πάνω σέ γαλάζιο» (Έρμείας, 1972) συναποτελοϋν ήδη ένα τρίπτυχο. Μεσολάβησε τό όχι καί τόσο άπροσδόκητο, γιά όσους είχαν προσέξει τήν κεφαλονίτικη φύση του, διάλειμμα τής «Παρτσύζας» (άνάτυπο άπό τή «Σπείρα», 8), αύτό τό «έγκαυλο έπος» όπως τό χαρακτήρισε πρόσφατα λόγιος τής Πλατείας Έξαρχείων, όχι χωρίς κάποια ύπερβολή, άφοϋ δέν πρόκειται γίά «έπος», άλλά γιά «έμμετρο άφηγηματικό ποίημα» ή «έμμετρο μυθιστόρημα», όπως, έξαφνα, ό «Έρωτόκριτος» τού Κορνάρου! Στήν «Παρτούζα», εκτός κρίσεως μέχρι στιγμής, ό Ν. Φωκάς άποκλείει, κατά τό σχετικό του σημείωμα, «όλες τίς σύγχρονες ποιητικές πρακτικές: τήν άφαίρεση, τήν άραίωοη, τήν ύπαινικτικότητα, τήν άποσπασματικότητα» καί γράφει «σά νά δια τηρεί τήν άνάμνηση τής λογοτεχνίας των άποχωρητηρίων». Μιμείται, άλλά καί παρωδεί τά κεί μενα «πορνό», ένα είδος πού δέν καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στή χώρα μας, γιά νά στηλιτέψει όλη μας τήν εθνική καί πνευματική κατάπτωση. Χω ρίς άλλο, τήν ίδια στιγμή, χαίρεται τό κράμα εκείνο, άποστροφής καί ήδσνής, πού προκαλεϊται άπό τή χρήση μιας γλώσσας άγοραίας, χυμένης στό ρυθμό τοΰ «πολιτικού» στίχου. ’Αντιδρά έτσι πρός δύο κατευθύνσεις, καί πρός τόν κσνφορμισμό «τοΰ μεγαλύτερου μέρους τής σημερινής λο γοτεχνικής παραγωγής», όσο καί πρός τήν παραλσγοτεχνία εκείνη πού άπαιτεΐ όλοένα καί περισ σότερα «αιδοία καί πέη καί σπέρματα» («Ίδεο-
δρόμιο»). Ή άντίδρασή του πρός τή δεύτερη αύτή κατεύ θυνση έκδηλώνεται μέ τήν ομοιοπαθητική μέ θοδο, καί είναι κάμποσο άποτελεσματική, όσο κι άν φαίνεται μάταιο νά τά βάζει κανείς μέ τήν άμάχητη καί «άρχικότατη» άπ’ όλες τίς δυνάμεις πού δρουν σ’ αυτόν εδώ τόν κόσμο: τή βλακεία. ’Αναφέρθηκα στήν «έμμετρη έρωτική μυθιστο ρία» τού Ν. Φωκά, όχι γιά νά κρίνω τό εγχείρημά του αύτό, άλλά γιά νά συμπεριλάβω τό ενδεχό μενο πολλοί άναγνώστες νά έχουν περάσει -ή καί νά περάσουν- στή νέα του συλλογή μέσω τής «Παρτσύζας». Κοινά σημεία θά βρουν πολλά καί, ξεχωριστά, στό κεφάλαιο ΙΔ ' τής τελευταίας, πού φέρει τόν τίτλο «Διάλεξη γιά τήν Ελλάδα». 'Ωστόσο περνώντας άπό τό, λίγο-πολύ, πάρεργο τόλμημα στον «Μύθο τής καθέτου», πού συνεχί ζει τίς ολιγοσέλιδες, άλλά πολυτιμότατες συλλο γές τοΰ Ν. Φωκά, πρέπει νά είμαστε έτοιμοι γιά άλλα ξαφνιάσματα καί λιγότερο υποφερτές έντάσεις. Κέντρο άπ’ όπου έξακτινώνσνται τά ποιήματα καί τής νέας αυτής συλλογής είναι ή πλήρης συν αίσθηση ότι ή μόνη άποτελεσματική άμυνα κατά τής «άνώτερης στρατηγικής» τού έφιάλτη, ή καταφυγή σέ μεγέθη θρησκευτικής τάξης, δέν μπορεί ,νά είναι στούς καιρούς μας πειστική, χω ρίς άσυγχώρητες εύκολίες, καί δραστική, χωρίς ριζική άλλοίιοση. Πώς μπορεί νά άποφύγει ένας ποιητής τόσο τίς εύκολίες, θεολογικές ή Ιδεολογι κές, όσο καί τήν παράδοση άνευ όρων; Ή άπάντηση πού δίνει δ Ν. Φωκάς, ώς. ποιη τής, συνάγεται, κυρίως, άπό τά ποιήματα έκείνα στά όποια ή τακτική (καί ποιητική) του συνίσταται στό άδειασμα, τήν ύπολσγισμένη ύποθερμία τού θέματος, γιά νά καταδειχτεϊ τό πνευματικό κενό, άπ’ όπου εκλύεται τό συναίσθημα τής «πτωτικής» κατάστασης πού μάς έμπεριέχει. Χα ρακτηριστικό είναι τό ποίημα «Ή φιλοξενία». Τό θέμα τής φιλοξενίας τών τριών άγγέλων άπό 79
τόν ’Αβραάμ, ξεκινάει άπό τήν Παλαιά Διαθήκη (Γεν., ιη', 1-15): «... άναβλέψας δέ τοϊς όφθαλμοϊς αύτού είδεν καί ιδού τρεις άνδρες εΐστήκεσαν έπάνω αύτού καί ίδών προσέδραμεν είς συνάντησιν αύτοϊς άπό τής θύρας τής σκηνής αύτσύ...». Ή θεοφάνεια περνάει κατόπιν στήν όρθόδοξη άγιογραφία, γιά νά είκονίσει τό δόγμα τής 'Αγίας Τριάδας κατά τούς κυρίους του όρους, τό όμοούσιο, τό όμόδοξο καί τό όμόχρονο, καί τόν δευτερεύσντα όρο, τήν περιχώ ρηση. «Θά πρέπει ή εικόνα τής 'Αγίας Τριάδος νά άπεικονίζει τήν Τριαδικότητα (τίς τρεις ύποστάσεις) τής Ούσίας καί τή Μοναδικότητα (τό ενιαίο τής Ούσίας) τών τριών ύποστάσεων», γιά νά καταφύγουμε στήν πιό κοντινή μας «Θεωρία Αγιογραφίας», τού Ίω. Χαριλ. Βράνου, Μονα χού (έκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη, 1977). Τά άπεικσνιζόμενα στοιχεία όρίζει ό Διονύσιος ό έκ Φουρνά στή γνωστή του «'Ερμηνεία τής βυζαντι νής ζωγραφικής Τέχνης». «Σπίτια καί τρεις άγγε λοι καθισμένοι είς τραπέζιον, έχοντες έμπροσθέν τους είς σκουτέλι βουδοκέφαλσν καί ψωμιά·... καί κανάτι μέ κρασί καί ποτήρι...». Τό θέμα δο ξάστηκε στή ρωσική άγιογραφία, μέ άποκορύφωμα τήν εικόνα τής 'Αγίας Τριάδος τού Ά νδρέα Ρουμπλιόφ στόν καθεδρικό ναό τής Άναλήψεως τού Χριστού στή Μόσχα, ένώ έκφυλίστηκε μεταγενέστερα στόν ορθόδοξο χώρο (καί τό ρωσικό) κάτω άπό δυτικές έπιδράσεις. 'Ο άναγνώστης μπορεί άσφαλώς νά έπικοινωνήσει, ώς ένα σημείο, μέ τό ποίημα τού Ν. Φωκά καί χωρίς νά φέρει στό νοΰ τίς λεπτομέρειες αΰτές, άλλά άν τίς θυμηθεί, άκολουθώντας τόν ποιητή, άκόμη καλύτερα. Τί μένει άπό τή βιβλική θεοφάνεια καί τό άγιογραφικό θαύμα, αύτή τήν «εικόνα τών είκόνων» κατά τήν έκφραση τού Εύδοκίμοφ, στό ποίημα τού Ν. Φωκά; Χωρίς άλλο έχουμε κι έδώ ένα όραμα: «...άναβλέψας δέ τοϊς όφθαλμοΐς αύτού είδεν...» / «Τούς είδα γύρω μου ξαφνικά». Οί τρεις άγγελοι έπιφαίνσνται κατά τήν παγερή δια στημική ή συμπαντική, κοσμική πάντως, όντολογία τών καιρών. Άπό τίς γεωμετρικές μορφές τής άγιογραφικής σύνθεσης, τό ορθογώνιο, τό σταυρό, τό τρίγωνο καί τόν κύκλο, ό Ν. Φωκάς κρατάει μόνο τό τρίγωνο. Άλλά τό άδειάζει άπό τόν πλούτο τρϋ συμβολισμού πού διαβλέπει ό Εύδοκίμοφ στήν είκόνα τού Ρουμπλιόφ: «Οί άγ γελοι είναι τοποθετημένοι άκριβώς σ’ ένα ισό πλευρο τρίγωνο· τούτο φανερώνει τήν ένότητα καί τήν ταυτότητα τής Τριάδος πού κορυφή της είναι ή “ πηγαία θεότητα” , ό Πατήρ». ’ Εξάλλου άπό τήν έννοια τής «περιχωρήσεως» τών τριών ύποστάσεων στό ποίημά μας μένει, πτωχευμένη στό άπροχώρητο, ή προσέγγιση τών κορυφών: «Οί κορφές τού διάπλατόυ / Συμπαντικού τριγώ νου πού πλησίασαν μεταξύ τους». Μένει άκόμη κάποιο άπήχημα άπό τήν άγαπητική φορά πού κινεί τή γεωμετρική αύτή τριαδικότητα πρός τόν βρεφικό έδώ άνθρωπο πού τήν καλεΐ. «Καλώς ήρθαν, καλώς όρισαν· / Έστω καί κουρελήδες βασιλιάδες, / ’Εξαντλημένοι άρχάγγελοι / Ά π ’ τό 80
πλησίασμα, τό πλησίασμα». Ά ν ό Ν. Φωκάς, στή συνέχεια, άφαιρεί τίς περισσότερες άπό τίς βιβλικές ή άγισγραφικές λεπτομέρειες, είναι κάτι πού τό περιμέναμε. Τά πολλά κεράσματα του Αβραάμ καί τής Σάρας τά άντικαθιστά μέ ένα «τονωτικό», «ένα φλυτζάνι καφέ»! Ή δρύς τού Μαμβρή, τό ξύλο τής ζωής άντιπροσωπεύεται άπό τό μόνο θετικό, παρόλο πού κι αύτό εξαρτημένο άπό τήν τερατική θεοφάνεια, στοιχείο τού ποιήματος, τό χαμομήλι: «Γύρω τό χαμομήλι σά σέ μάχη / Διεκδικούσε στ’ όνομά τους τή γή / Σάν ύποσχημένη βασιλεία». Ή τελευταία αύταπάτη τού φιλοξενοΰντος καί όραματιζόμενου ποιητή, ότι στό παγερό σχήμα τού «συμπαντικού τριγώνου» ενυπήρχε, ληθαργικά, έστω, κάτι τό υποστατικό, διαψεύδεται, στό τέλος τού ποιήματος, όδυνηρά: «Τότε δίχως έκ φραση μέ κύτταξαν / Τά πρόσωπα τριών γωΆ λλ’ έκεί όπου κορυφώνεται αύτή ή τεχνική τού Ν. Φωκά, ή έσωτερική περιγραφή μιάς έκ πτωτης καί κενούμενης ύπαρξης, είναι τό ποίημα «Μετά τήν έκρηξη»: όνειρική προαίσθηση μιάς μεταθανάτιας ύπαρξης, εφιαλτικά στατικής, ένός άδρανσύς παραδείσου. Μετά άπό έκρηξη μηχα νικού συστήματος, αύτοκίνητου, έργοστάσιου ή κάτι άνάλσγου, ή προσωπική ύπαρξη παρατείνεται σ’ ένα χώρο, στά σύνορα θάλασσας καί στε ριάς, πού δ ίδιος ό ποιητής παλαιάτερα μπορούσε άκόμη νά τόν φανταστεί κι άλλιώς, σάν «έτοιμασία παραδείσου, διαίσθηση / Μακρινή ένός κή που». Έδώ ή ύπαρξη συνεχίζεται, σωματικά, βέ βαια -άλλά πώς; μέσα σ’ έναν «παράδεισο» χωρίς μετοχή φωτός, χωρίς τρυφή καί θέα δεσποτικού προσώπου, χωρίς νυμφώνα· οί «άγιοι» δέν έπικοινωνσύν, δέν είναι χορός μακαρίων· ένατενίζουν, είναι άλήθεια, άλλά χωρίς τό ϊδωμα αύτό νά είναι θεωρία καί μέθεξη άτελεύτητης δόξας: «Ζωή μοναχική, στατική κι ένατενιστική / "Οπως άντίκρυ σ’ ένα πίνακα, / Δίχως χορό, / Δίχως προσέγγιση σωμάτων». 'Ο ρυθμός δέ λείπει, μόνο πού είναι ένας ρυθμός «σάν τό δούπο τού αίματος / "Ετσι όταν μεταγγίζεται κανονικά, / "Ενας ήχος τέλεια μονοσήμαντος: ρυθμός πού δέν κάνει γιά χορό...». Ό Ν. Φωκάς, κύριος τής τεχνικής του, κατεβάζει τή θερμοκρασία, τόσο μόνο πού αύτό τό ύπαρξιακό μετείκασμα νά μήν ταυτίζεται μέ τήν κόλαση ή μ’ ένα είδος καθαρτηρίου, άλλά νά είναι μιά ύποβιβασμένη -καί έτσι έμμεσα καταγ γελλόμενη- έκδοχή τής όρθόδοξης σωματικής άνάστασης. Άλλα δυό ποιήματα βρίσκονται, θεματικά, κοντά σ’ αύτή τήν έφιαλτική πρόγευση, «'Ο νε κρός» καί «'Η πυρκαϊά». Τό πρώτο, γραμμένο, εικάζω, μετά τό θάνατο τού Φαίδρου Μπαρλά, μ’ όλο πού κρατιέται μέ τέχνη μακριά άπό κάθε άνυπόστατη προβολή ή άπόρριψη τών παύλειων «έλπιζομένων», δεσμεύεται άπό τήν προσωπική θέρμη καί έξαντλεϊται σέ διαμαρτυρία γιά τήν άκαταληψία τού θανάτου καί τή στάση μας μπροστά σ’ αύτόν. Τό σωστό μέτρο ξαναβρίσκει ό Ν. Φωκάς στό ποίημα «Ή πυρκαϊά», όπου ό,θά
νατος δίνεται μέ την άποτέφρωση ένός φυτού άπό τήν «κοσμική» φωτιά -τό ζωντάνεμά του στη μνήμη είναι ή μόνη παραδείσια αίσθηση, κατά μία φυγόκεντρη, ώς πρός τό γενικό συναίσθημα τού ποιήματος, παρεμβολή. Αλλά καί πάλι εκεί πού διαφαίνεται ή τεχνική τού Ν. Φωκά είναι όταν συγχέει, σκόπιμα, τήν έννοια τής θεάσεως μέ τή θεωρία τής άνελίξεως! ”Αν τή μοναδικότητα τού προσώπου τήν ύποβιβάσουμε στήν έννοια τού γένους ή είδους, φτά νουμε στά θηλαστικά, τά άμφίβια ή τά πτηνά, πού δέν τούς παραχωρήθηκε ή δυνατότητα νά θεωθούν καί τό μόνο μερίδιό τους κατά τή δεύ τερη παρουσία πιστεύεται ότι θά είναι ή καθο λική μεταμόρφωση τής κτίσης. Κι άλλού, άλλά κυρίως στή συλλογή του «Συλλυπητήρια σέ μιά μέλισσα», ό Ν. Φωκάς «άλληγορεϊ» μέ ζώα πάνω στό θάνατο. Στή νέα του συλλογή δοκιμάζει τό ίδιο θέμα στά ποιήματα «Κουνέλια» καί «Ελά φια» μέ άπόλυτα έλεγχόμενο εύτράπελο ή σπαρα ξικάρδιο τόνο. Μέ μέτρο τά «αίσώπεια» τερατικά ποιήματα τής προηγούμενης συλλογής του, δπως «Βάτραχος καί φίδι», «Βοϊδοκάμπια», «Τέρας ποντικός», αυτά τής νέας του συλλογής άποτελοΰν σχόλια πάνω στόν άσεμνο, άνέλπιδο, άτομικό θάνατο. Ό ίσκιος τού θανάτου -σέ ύπερατομική τώρα κλίμακα- πέφτει πάνώ καί στό συνθετικότερο ποίημα τής συλλογής «Τ’ άσύμμέτρο ή ό διπρό σωπος». Άπό τή στάνη πού χάλασαν γιά νά κτι στεί ένα χημείο κι άπό τόν ψαράδικο συνοικισμό πού σαρώθηκε γιά νά υψώσουν ένα ξενοδοχείο, ό Ν. Φωκάς περνάει σέ μνήμες προβιομηχανικές γιά νά είκσνίσει τό σημερινό κόσμο σέ μιά φαινο μενικά πολύπλοκη κι ώστόσο λειτουργική παρα βολή: «"Οπως σά σπρώξεις μέ τον άγκώνα τό μπουκάλι / Καί χύνεται' τό χημικό στό πλαγια σμένο / Κάντρο μέ τόν “ Παράδεισο’ / - "Ενα ασύμμετρο άστρο καί πιτσιλιές σά δορυφόρος, / 'Ολόκληρο στερέωμα - / Έτσι είναι καί γιά μάς ό κόσμος / Μ’ ένα χυμένο, άσύμμέτρο άστρο πάνω Ή γλώσσα δέν άρνείται τίς ισόρροπες παρα χωρήσεις της καί στούς δυό ορούς τής παραβο λής· ό προαστικός, κοινοτικός κόσμος τής Ελλά δος δέν εξομοιώνεται μέ τόν Παράδεισο, άλλά μέ τό πλαγιασμένο του «κάντρο», ένώ άπό τήν άλλη μεριά τό παραβαλλόμενο, ό «θαυμαστός, καινού ριος» κόσμος δέν έκμηδενίζεται φραστικά. Αυτή άκριβώς ή γλωσσική έγκράτεια, άκόμη καί σ’ ένα σχήμα πού συνήθως δέν άνέχεται τά δριά του, προετοιμάζει τό δεύτερο μέρος τού ποιήματος, πού άντιστοιχεί στό άλλο μισό τού διαζευκτικού τίτλου. Ή ένταση κορυφώνεται μέ τόν προσω πικό διχασμό, τή διπροσωπία τού ποιητή: μέ τό «μέσα στήθος» στρέφεται όρμητικά στόν κόσμο τού Παπαδιαμάντη · εγκεφαλικά τείνει ν’ άποδεχτεϊ τόν καινούριο κόσμο, άύτό τόν «ίσκιο δλων τών χημείων / Συνεργείων κι εργαλείων». Στό βάθος δμως καί ή θυμική προσήλωση στόν πρώτο εξαντλείται στό λόγο «γιά φαντάσματα...», μέ νοντας στή σκιά τού θανάτου, καί ή συνύπαρξη
μέ τόν κόσμο τού «άσύμμετρου άστρου» δέν είναι κατορθωτή χωρίς τό διπλασιασμό τού προσώπου, τήν τερατογένεση νέων χαρακτηριστικών καί ορ γάνων, ικανών νά άντιμετωπίσουν τό θάνατο. Δέν εμπεριέχεται, λοιπόν, στή νέα συλλογή τού Ν. Φωκά καμιά δυνατότητα νά ύπερβούμε τήν άσυμμετρία, τή διπροσωπία καί τό διχασμό σέ άτομική ή «κοινοτική» κλίμακα; Ά ν εξαιρέσουμε ένα ή τό πολύ δυό ποιήματα, πού ό· θετικός του χαρακτήρας προσφέρεται χωρίς νά άντισταθμίζεται μέ τήν άναμενόμενη «κένωση» τού θέματος καί πού, συνεπώς, δέν είναι πειστικά, ό Ν. Φω κάς δίνει ένα σαρκαστικό «μάθημα πτήσης» στό ομώνυμο ποίημα, δείχνει πρός τό ερωτικό βάθος τού κόσμου μέ τήν «Ελένη» καί προβαίνει σέ μιά -φιλόδοξη όπωσδήποτε- ύπόδειξη πνευματικής άκεραιότητας μέ τό ποίημα «Ό ευκάλυπτος». Στήν «Ελένη», άντίδοτο τής «Παρτούζας» καί παρά ταΰτα ένδόσιμο γιά νά κατανοήσουμε τίς προθέσεις τού Ν. Φωκά όταν καταπιάστηκε μέ τό προκλητικό, θεολογικό του «πορνό», δέν έχουμε τόσο ένα όραμα κάλλους, δσο, έστω, στήν «Έγκωμη» τού Γ. Σεφέρη, άλλά τήν έκλειψή του, πού προκαλεϊται άπό τή δική μας ματιά καθώς μερίζει καί δέν άκεραιώνει τήν ομορφιά -μάταιο, φοβά μαι, δίδαγμα γιά δσους άρκοϋνται στό άν ό ποιη τής «τά λέει δλα»; «Άλλά τά πράματα άπό μόνα, χωρίς Εκείνη, / Γρήγορα σημαίνουν θάνατο. / Χωρίς Εκείνη ό κόσμος στέλνει μόνο άρνήσεις - / Κομμάτια άπό κενό έκμαγεΐο- κι δμως πρέπει / Μονάχα αύτά νά βλέπουμε: τόν άδειο τύπο τών γλουτών, / τόν άδειο τύπο, τού στήθους ή τού στόματος». Στό «Μάθημα πτήσης» ό Ν. Φωκάς περιγρά φει, σαρκάζοντας καί αύτοσαρκαζόμενος, τή μέ θοδο άνυψώσεως, άρκετά άποτελεσματική στό βαθμό πού όρίζεται άπό τήν παρομοίωση «σάν ψύλλος» καί παραδειγματική ώς έκεϊ πού κολάζε ται ή παθητική στάση τών θεατών αυτής τής ποιητικής πτήσης. Γιατί, άν καί όχι όλοφάνερα, τό ποίημα αυτό, θεματικά, άνήκει στόν κυρίαρχο, κατά τήν εποχή μας, κύκλο δπου ή ποίηση στρέ φεται στόν έαυτό της, θά ’λεγα, μάλιστα, έξίσου μέ τό ενδεικτικό «Ποιητής τών καιρών ή τό μεση μέρι», καί, ίσως, περισσότερο άπό τό ποίημα «Ό εύκάλυπτος», άπό στίχο τού οποίου πήρε, τελικά, ό Νίκος Φωκάς τόν τίτλο τής συλλογής: «Μά κι άν ή κάθετος δέν είναι κάθετος - έφ’ δσον ή φύση διεκδικεϊ / Τά δικαιώματά της / Επιβάλλοντας τ’ άνώμαλο - / Άπό ροπή στήν άνακρίβειά εμείς / Ή κι άπό σκοπιμότητα / Διατηρούμε τό μύθο τής καθέτου». ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΠΕΛΕΖΙΝΗΣ
81
ΠΕΖΟΓΡΑΦ ΙΑ
θ εμ έλιες μνήμες· «έτοϋτα ρ ίζω σ α ν μες στό μυαλό κ α ί δεν α λλά ζο υ ν» ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ: Μητριά Πατρίδα. ’Αθήνα, Κείμενα, 1981. Σελ. 60.
1. ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ διάρθρωση: εφτά άτιτλα μέρη σύν ένα εισαγωγικό (ξεχωρίζει καί τυπογραφικά: κυρτά στοιχεία). Τά εφτά μέρη διαχωρίζονται μέ κοσμήματα. Σέ τρία άπό αυτά (στό δεύτερο, τρίτο καί τέταρτο) έχουμε, καί έσωτερικές ένότητες πού διακρίνονται μέ κενό διάστημα μιας ή δύο άράΤό δεύτερο (σσ. 14-22) καί τό τελευταίο μέρος (σσ. 56-60) δημοσιεύτηκαν στό περιοδικό Τό Δέν τρο μέ τούς τίτλους «Χρυσάνθη» καί «Θεσπρωτική φωνή» άντίστοιχα.1 Επίσης, γνωρίζω άπό άντίγραφο τού άφηγήματος πού μοϋ έδειξε παλαιότερα ό συγγραφέας,2 πώς άρχικά τιτλοφορούσε άλλα δύο μέρη: τό τρίτο (σσ. 22-39), «Τλόνκα», καί τό έκτο (σσ. 51-55), «'Η φωτογραφία». Ή τελική βούληση τού συγγραφέα ήταν βε βαίως νά μείνουν τά μέρη ή τά κεφάλαια αύτά άτιτλα. 'Ωστόσο, νομίζω πώς οί χαρακτηριστικοί αύτοί τίτλοι μάς βοηθούν νά εντοπίσουμε τίς κύ ριες θεματικές συντεταγμένες τού βιβλίου:3 οί δυό σχετίζονται μέ άνθρώπινα υποκείμενα καί οί άλ-' λοι δυό μέ τό θέμα τού χρόνου καί τού έρειπωμένου χώρου. α) «Χρυσάνθη», «Τλόνκα»: ονόματα δύο γυ ναικών πού ξεχωρίζουν αισθητά, τόσο μέ τήν έπωνυμία τους πού τίς διαφοροποιεί άπό τόν άνώνυμο χορό τών «γυναικών», τών «γριών» καί τών «κοριτσιών» πού γεμίζουν άσφυκτικά τό βι βλίο), δσο καί μέ τήν άτομική τους μοίρα, σημα δεμένη τής μιάς μέ τό θάνατο καί τής άλλης μέ τή βαριά εύθύνη νά ήγηθεί μιάς πορείας πού σίγου ρα ξεπερνούσε τά άνθρώπινα μέτρα. β) «Φωτογραφία»: σύμβολο τής πάλης τού άνθρώπου μέ τό χρόνο· τής άπεγνωσμένης προσπά θειας νά συγκροτήσει μέσα στήν άσυγκράτητη ροή τού χρ'όνου «ένα φώς» τής μορφής του, άλλά καί τής προσωπικής του ιστορίας. Στό άφήγημα, τό έκτο μέρος, πού είναι ίσως τό πιό έντονα πολι τικό, ό χρόνος άπό ιδιωτικός μεταβάλλεται σέ ιστορικό, καθώς οί πολιτικές συνθήκες έχουν τή δύναμη νά παρέμβουν στήν ιδιωτική ιστορία τής 82
μνήμης ενός νεκρού ή όποια συντηρείται κυρίως μέ φωτογραφίες: ή φωτογραφία μέ τήν πολιτική καί ή φωτογραφία μέ τήν άντάρτικη στολή έναλλάσσονται άνάλογα μέ τήν ένταση τών κατα πιεστικών μηχανισμών ένός έκπτωτου στίς συνει δήσεις πολλών κράτους, ώσότου ή δεύτερη καταργηθεϊ πλήρως, σάν νά μήν υπήρξε ποτέ τό κομμάτι έκείνο τής προσωπικής συμμετοχής ένός άνθρώπου στή γενικότερη ιστορία τού τόπου του. 'Ωστόσο, οί μηχανισμοί αύτοί είναι καταδικα σμένοι νά κερδίζουν πρόσκαιρες μόνο νίκες. Μέ σα στήν προοπτική τού ευρύτερου ιστορικού χρό νου, φαντάζουν χειρονομίες κωμικοτραγικών πα λιάτσων. Γιατί, καθώς ό ποιητής είναι σκυμμένος έπάνω στά χαρτιά του, σκαλίζοντας όλα έκείνα πού ριζωμένα στό μυαλό του δέν άλλοιώνονται άπό πρόσκαιρες παρεμβάσεις, Φυσάει ένας άέρας, φέρνει φωτογραφίες καί τετράδια. Άπό τά κάτω χρόνια. (ΜΛ, 12)4 γ) «Θεσπρωτική φωνή»: ορίζει κυρίως ένα πλαίσιο τοπικό, μέσα όμως άπό μιάν, έπιθανάτια σχεδόν, κραυγή τού χώρου πού μετατράπηκε σέ φάντασμα, κραυγή ή οποία βρήκε εξάλλου καί τήν ποιητική της άπόδοση: Π α τ ρ ίδ α β ο υ ρ κ ω μ έ ν η
Πατρίδα βουρκωμένη άπό κισσό βουνά πού σοϋ γυρνούν τήν πλάτη. Νά πεις πώς ξενιτεύεσαι νά ρίξεις πέτρα βρίσκεις στό ίδιο σου κεφάλι. Γρηγόρη, Πέτρο, Νικηφόρε δημοδιδάσκαλοι τής Θεσπρωτίας, οί μαθηταί σας διαρκώς μειοϋνται τά δημητριακά μας λιγοστεύουν θά πούμε τό ψωμί π-σ-ω-μ-ά-κ-ι. (ΑΔ, 10)
2. "Ας περάσουμε όμως άπό τούς «τίτλους φαντάσματα» στόν όξύμωρο τίτλο τού βιβλίου, ό όποιος είναι, επίσης, ιδιαίτερα δηλωτικός: «Μη τριά Πατρίδα». Είναι φανερό πώς ό τίτλος σχετίζεται μέ τό κεντρικότερο θέμα τού άφηγήματος, αυτό τού ξε ριζωμού καί τού ξενιτεμού· άλλά καί μέ τό κύριο αίσθημα πού τό διαπνέει, τό αίσθημα τού «ξέ νου». Τό θέμα τού ξενιτεμού παρουσιάζεται μέ μιά διπλή κυριολεκτική όψη καί μιά μεταφορική. Ή πρώτη, συνοψίζεται στήν άκόλουθη παράγραφο, όπου εύκολα διακρίνεται ό διπλός της χαρακτή ρας (ή μακροκλίμακα τής ξενιτιάς στό έξωτερικό καί ή μικροκλίμακα τής ξενιτιάς στό εσωτερικό): «'Όσο λιγόστευε ό κόσμος, αδέιαζαν τά ράφια τού μαγαζιού, περίσσευαν οί πάγκοι στήν έξέδρα. Άλλος ’Αμερική, άλλος Αύστραλία, παλιοί δρό μοι. ’Αθήνα μετά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Γιάννε να, φύραινε τό νωριό. Παλιά έφευγαν μόνο οί αν-
άξίζει νά συζητηθεί: τό θέμα τών σχέσεων τοϋ Αφηγήματος μέ τήν δλη ποιητική προσπάθεια τοϋ Μιχάλη Γκανά. Πιστεύω, δηλαδή, πώς ή «Μητριά Πατρίδα», πέρα άπό τίς οποίες πεζογραφικές της άρετές, τήν άξια της δηλαδή ώς αυθύπαρκτης λογοτεχνι κής μονάδας, άποτελεί συγχρόνως καί ένα καλό Τή μεταφορική όψη τού θέματος τής ξενιτιάς (ή βοήθημα γιά δσους έπιθυμοϋν νά προσεγγίσουν όποια ύπόκειται βεβαίως καί στόν τίτλο τού άφητήν ποίηση τού Γκανά (έννοώ κυρίως τή συλλογή γήματος) τή βρίσκουμε καί ποιητικά έκφρασμένη «Μαύρα Λιθάρια») σέ βαθύτερα στρώματα. Γιατί στό ποίημα «’Αφοπλισμός» τής πρώτης συλλογής είναι φανερό (μιά συνανάγνωση τών κειμένων τό τού Γκανά, άπό τό όποιο παραθέτω τήν τρίτη δείχνει μέ άρκετή καθαρότητα) πώς μπορούμε νά στροφή: έντοπίσουμε στό άφήγημα τήν έμπειρική καταγω γή (κάποτε καί στοιχεία είκονοποιίας) άρκετών Άπό τόν ϋπνο στόν ξύπνο στίχων του καί νά παρακολουθήσουμε έτσι τή λει ιαματικά πουλιά τουργία τής ποιητικής του άπό τό βίωμα στήν ξερό χορτάρι λούζοντας τίς πλαγιές ποιητική κρυστάλλωση. έκεΐ πού λαβωμένο τρυγόνι Θά παραθέσω στή συνέχεια τό υλικό πού άποή πατρίδα γίνεται ξενιτιά. δελτίωσα έπιχειρώντας μιά παράλληλη άνάγνωση (ΑΔ, 20) τής «Μητριάς Πατρίδας» καί τών «Μαύρων Λι3. Ή τελευταία παράγραφος τής προηγούμεθαριών» καί θά σχολιάσω σύντομα τό πρώτο πα ράδειγμα. νης ένότητας θέτει, νομίζω, ένα βασικό θέμα πού τρες, άλλοι έρχονταν πότε-πότε νά σπείρουν κάνα κουτσούβελο, άλλοι χάνονταν. Τώρα ξεσηκώνον ταν σπίτια ολόκληρα, βουδαίνονταν μαχαλάδες. Ήρθε τελευταία κι ή Γερμανία, δσοι νέοι είχαν μείνει, άντρες, γυναίκες, έφυγαν κι αύτοί.» (ΜΠ, 47)
α) Κόντευαν Χριστούγεννα κι ϊπιασε ένα χιό νι, κάτι νιφάδες νά... Τρέχαμε σάν τρελοί πέραδώθε. (...) μας φαίνονταν αλλιώτικος ό τόπος, δλα χόρευαν μπροστά στά μάτια μας. (...) πήγαμε καί τή βρήκαμε στις ράχες, έψαχνε γιά κάτι χαμέ νες γίδες. Τό χιόνι έπεφτε δλο καί πιό πυκνό, αλ λά τίς βρήκαμε σέ μιά νεροφαγιά. Γυρίζοντας άκούσαμε τήν τρομπέτα τοϋ ταχυδρόμου, θαμπά, σάν μέσα άπό μπαμπάκια. (ΜΠ, 57)
θάλασσα όλοϋθε μπαμπακιά ό Απρίλης (ΜΑ, 8) Τί γυρεύεις έδώ ψυχή τραυλή,/ μακριά άπό τά βο σκοτόπια τής πατρίόας.ΙΟί φίλοι πέφτουν οστό ψηλά μπαλκόνια I στό άσπρο μπαμπάκι πού τούς καταπίνει. (ΜΑ, 33)
Μέ ένδιαφέρει ή χρήση τής εικόνας τού «μπαμ πακιού». Στό άφήγημα δηλώνει τήν πρωτοβάθμια καί πραγματική αίσθηση μιάς πρωτόγνωρης σχέ σης μέ τή μαγεία τής φύσης, αίσθηση πού συντη ρείται καί στό πρώτο ποιητικό παράθεμα. Στό δεύτερο δμως αισθάνεται κανείς πώς ή εικόνα αυτή (καθώς έρχεται μέσα άπό τήν άχνάδα τής άπόστασης) είναι ή άκρη τής μνήμης, έκεϊνο τό
μεταίχμιο άνάμεσα σ’ δ,τι μπορείς νά Θυμηθείς (ώς έκεΐ πού πάει ή μνήμη) καί στό μαύρο σκοτά δι άπ’ δπου τίποτε δέν έρχεται, ένα σκοτάδι τόσο μαύρο δσο τό άσπρο μπαμπάκι πού θά τ’ άνταμώσει κανείς, σάν θά πληρώσει τό γήινο κύκλο του, γιά νά βυθιστεί έντός του (μέ τήν ίδια άπαλή καί άνεπαίσθητη κίνηση μέ τήν όποία ξεκόλλησε).
β) Βράδι γύρω στό τζάκι. Τό σπίτι άταβάνωτο, κρυώνεις άπό τίς πλάτες. (ΜΠ, 37)
Δέ θά τόν δείς, άπ’ τίς γρεντές/κατέβαινε παλιά, τώρα!ταβάνωσαν τό σπίτι (ΜΑ, 9)
γ) Σκόδρα. (...) Ό πάπους μέ πηγαίνει κάθε μέρα στή λίμνη. (...) Άπό τότε μέ κρατούσε άπ’ τό χέρι. (ΜΠ, 11) Ό πάπους κρύωνε πολύ, δέν έβγαζε ποτέ τή χλαίνη, ριχτή στις πλάτες. Άκονμποϋσε τά πόδια του σέ πυρωμένο τούβλο, είχε δυό τούβλα, τ’ άλλαζε κάθε τόσο. (ΜΠ, 23)
Ά ν θυμάμαι τό χέρι σου, λέει,/στή Σκόδρα, στό Μπάλατον, στό ΜπελογιάννηI τήν τριμμένη σου/ χλαίνη άν θνμάμαι/τό χέρι σου πού ’τρεμε καί κουδούνιζε τό/κουτάλι στό πιάτο κι άν θυμάμαι τά πόδια σου/λέει μέ τ’ άκοπα νύχια, τούς κάλονς πού/σοϋ ’βγάζε ό Αδερφός μου (ΜΑ, 10)
δ) ’Υπάρχει Ακόμη μιά φωτογραφία άπό τήν κηδεία της. (ΜΠ, 18) Προχθές ξανάδα τή φωτο γραφία του. (...) Τό έξηνταδύο πού πρωτοπήγα σπίτι τους, υποψήφιος φοιτητής, είδα μιά άλλη φωτογραφία του στόν τοίχο. (...) Τή φωτογραφία μέ τό δπλο καί τίς φυσιγγιοθήκες τήν πρωτόδα τό έξηνταπέντε, κρεμασμένη δίπλα στήν άλλη μέ τά
Φυσάει ένας Αέρας, φέρνει!φωτογραφίες καί τε τράδια./Άπό τά κάτω χρόνια. (ΜΑ, 12)
. 83
πολιτικά. (ΜΠ, 52) Τό έξηνταεφτά την κρύψαν τή φωτογραφία.(...) Στό δωμάτιό της, άκτίκρν άπό τό κρεβάτι, βάλανε τή φωτογραφία μέ τά πο λιτικά. (ΜΠ, 55) Γράφει καί γιά τόν Λάμπη έόώ, (ΜΠ, 56) Γυρίζω σελίδα καί διαβάζω τίς αναχωρήσεις. (ΜΠ, 58). ε) Είμαι στό ποτάμι μέ τ’ άλλα παιδιά, κολυμ πάμε. Μετά πηγαίνουμε χαμηλότερα γιά νεροφί δα καί καβούρια, ώς τή ρηχή σπηλιά μέ τά πετρο χελίδονα, έκεϊ πού σμίγουνε τά δυό ποτάμια. Άκούγονται κρωξιές άπό μεγάλα πουλιά, οί πέ τρες καίνε. Ή φωνή μιας γυναίκας μακρινή. «Χρυσάνθη...». Τά παιδιά φωνάζουν όλα μαζί «Χρυσάνθη..,». ’Ένα φτερό Αγγίζει τά σπλάχνα μου, σά νά γυρίζει Αδράχτι, γνέθοντας ψιλή μαύ ρη κλωστή. Τό βράδι τυλίγονται στό κορμί μου τά νερά πού μέσα τους κολύμπησα. Σκοτεινά, γεμάτα πέτρες γλιστερές, βατράχια καί νεροφίδα. (ΜΠ, 32-33)
Ξάστερο τό ποτάμι μέ λιγνά νερόφιδαΐϊσκιοι που-, λιών, χίλια τζιτζίκια.ΙΤί ’ταν πού σάλεψε! Χαλί κια στή συρμή/κι ό τρομαγμένος πετροκότσυφας. Γύρισα γιά νά δώ, κανένας./Μόνο στήν άκρη τό νερό θολό, /σημάδια άπό θεόρατες πατούσες/κ’ οί πέτρες γύρω τους βρεγμένες. (ΜΛ, 14)
στ) Τό βουνό όλο πέτρα καί χαμηλό πουρνάρι. Ποϋ καί πού καμιά βελανιδιά. Έόώ κι έκεϊ κομ μάτια σκουριασμένο σίδερο, καμιά φορά κι ολό κληρη όβίδα. (ΜΠ, 33)
’Έσκαψαν τό βουνό. ’Έβγαλαν πέτρα.ΙΤό ’χτισαν πάλι μέ τήν ίδια του τήν πέτρα. (ΜΛ, 18)
ζ) °Ένα κρύο πρωί βρήκανε τό μωρό στ' Απο χωρητήρια. Γυμνό, μελανιασμένο, μ’ ενα σκοινί στό λαιμό. (ΜΠ, 11-12) η) Μιά μέρα γυρίζαμε άπό τό σχολείο καί ξε κόψαμε άπό τούς άλλους, νά κυνηγήσουμε που λιά. (ΜΠ, 57) θ) Στό δρόμο ξεκόβουμε άπό τούς μεγάλους. Αυτοί μπροστά κουβεντιάζοντας, εμείς τραγού δια, φωνές. Μαζί μας οί κοπέλες τής παντριάς. Μακρινές ξαδέρφες, γειτονοποϋλες, μάς πιάνουν Αγκαζέ. Καμιά φορά (...) βάζουνε κάτι γέλοια Αλλόκοτα, μιλάνε μέ πολλές χειρονομίες κι όλο μάς Αγγίζουν ή μάς τσιμπάνε κιόλας. Γυρίζω ατό σπίτι καί δέ μέ παίρνει ό ϋπνος. (ΜΠ, 44-45) ι) Μεσημέρι, ή μυρουδιά τής ρίγανης. (ΜΠ , 32) ια) Γυρίζω σελίδα καί διαβάζω τίς Αναχωρή σεις. (ΜΠ, 58)
Καί ποϋ τόν είδες, ποϋ τόν ήξερες τόν Αγωγιάτη, τ ί βόακαε τό μουλάρι του, ώρα πολλή, στή ρίζα τής γκορτσιάς καί βγήκες ίδρωμένη άπό τό νάρ θηκα, Αχνίζοντας σά συννεφάκι πού τό πάει ό Αέ ρας, πού θά τήν κρύψεις τήν κοιλιά στ’ όργωμα, στό βοτάνισμα, στό θέρο, ποϋ θά τό πνίξεις τό παιδί. (ΜΛ, 23) κι έγώ πού κυνηγούσα θεοπούλια. (ΜΛ, 26) Στά πικρά μετερίζια τόσων καί τόσων κοριτσιών, πού πολύ Αγάπησαν, πολύ κέντησαν, πολύ τρα γούδησαν καί πολύ τίς καμάρωσαν όί δικοί τους, πρίν κλείσουν καλά τά παράθυρα καί μείνουν όλα Απ’ έξω. ’Έρχονται νύχτα μέ κλειστά τ’ άφίλητα μάτια (ΜΛ, 28) Στά πατρικά χωράφια χέρσα στις Απαλάμες/τών νεκρών φυτρώνει ρίγανη σγουρή. (ΜΛ, 30) φύγαν οί άνθρώποι γιά παντού, στραγγίξαν τά (ΜΛ, 36)
ιβ) Οί γυναίκες μέ τά μαύρα πάνε κι έρχονται, (ΜΠ, 11) Τό ’δα Ανάμεσα άπό μαύρα φουστάνια Στόν ύπνο νά περνούν βουνά καί δάση,/νεράιδες (ΜΠ, 12) φασκιωμένες μαύρα ρούχα. ’Έρχονται οί Κονιτσιώτισσες. Μαύρα μαντήλια, (ΜΛ, 37) μαύρα ρούχα. (ΜΠ, 19) 4. Μέ τήν άποδελτίωση πού προηγηθηκε προσ«Μητριά Πατρίδα» καί τής ποιητικής συλλογής πάθησα νά δώσω ένα μικρό δείγμα τών σχέσεων «Μαύρα Λιθάρια». Ό τρόπος πού έπέλεξα είναι (έξωτερικών καί έσωτερικών) τού άφηγήματος βεβαίως άρκετά έπισφαλής, άφοΰ πολλοί στίχοι 84
τής συλλογής έχουν άμεση εξάρτηση άπό τό γενι κότερο εμπειρικό υπόστρωμα τοϋ άφηγήματος, καθώς καί άπό τό γενικότερο αίσθημα πού μετα δίδει ώς σύνολο, παρά μ’ ένα συγκεκριμένο χωρίο του. Πάντως, έκεϊνο πού αισθάνεται κανείς δια βάζοντας τη «Μητριά Πατρίδα» είναι πώς τό εμ πειρικό αύτό στρώμα είναι βιωμένο μέχρι καί την τελευταία του λεπτομέρεια. Κι αύτό μέ οδηγεί στίς ακόλουθες δύο παρατηρήσεις, μέ τίς όποιες καί κλείνω τό σημείωμα αύτό. 'Υπάρχουν έργα πεζογραφίας πού βασίζονται στη μυθοπλαστική διόγκωση ενός έλάχιστου βιω ματικού πυρήνα, έργα δηλαδή μέ κύρια έπιδίωξη νά πλάσουν χαρακτήρες, νά περιγράφουν έμμεσα τόν κοινωνικό περίγυρο, νά συγχωνεύσουν την ιστορία μέ τό παραμύθι, νά άναμίξουν τό πραγ ματικό μέ τό φανταστικό· καί έργα πού ό δη μιουργός τους αισθάνεται δέσμιος τών πραγματι κών έμπειριών του, αισθάνεται πώς τό ποσοτικό καί ειδικό βάρος τών βιωμένων εμπειριών του εί ναι τέτοιο, ώστε δέν τού επιτρέπει νά τό εμπλου τίσει, νά τό διογκώσει καί ενδεχομένως νά τό «έξωραΐσει» μέ διαφυγές στό χώρο τής μυθοπλα σίας. Ή «Μητριά Πατρίδα» σαφώς άνήκει στη δεύ τερη κατηγορία. 'Υπάρχουν έργα πού δταν γράφονται ένσυνείδητα στοχεύουν στην πνευματική άγωγή ένός πο λύ στενού κύκλου, έργα δηλαδή άκρατου ύποκειμενισμοΰ πού ξεκινούν άπό (άλλά καί άπευθύνονται σέ) εκείνη τήν έντελώς ιδιότυπη καί ιδιόρ ρυθμη αίσθηση (ή καί άποψη) έσωτερικής ζωής ή όποια καί διαφέρει άπό άνθρωπο σέ άνθρωπο· καί έργα πού ύπολογίζουν, βασίζονται καί έξαρτώνται άπό τήν έμπειρική άγωγή πού είναι κοινό κτήμα δλων τών άνθρώπων. 'Η «Μητριά Πατρίδα» σαφώς άνήκει στή δεύ τερη κατηγορία. ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΙΕΡΗΣ Σημειώσεις: 1. Βλ., περιοό. Τό Δέντρο, άρ. 1, Μάρτιος 1978, οσ. 2122, καίάρ. 17, Δεκέμβριος 1980, οο. 372-373. 2. Ό λόγος πού άναφέρομαι στό άντίγραφο αύτό είναι γιατί μάς δίνει, έπίσης, τήν πληροφορία πώς ή γραφή τοϋ άφηγήματος άπασχόλησε τόν Γκανά άπό τόν Γε νάρη τοϋ 1977, προτού δηλαδή κυκλοφορήσουν οί δυό ποιητικές του συλλογές (°Ακάθιστος Δείπνος, 1978, καί Μαύρα Λιθάρια, 1980). 3. Προσπαθώντας παλαιότερα (βλ., περιοό. Ό Πολίτης, άρ. 39, Δεκ. 1980-Ίαν. 1981, σ. 70) νά διακρίνω τίς κύριες θεματικές συντεταγμένες τής ποιητικής συλλο γής τοϋ Γκανά Μαύρα Λιθάρια, είχα σημειώσει πώς εύκολα θά μπορούσαμε νά σταματήσουμε ατά «θέμα τα τοϋ θανάτου, τοϋ ξεριζωμού (συνδυασμένο καί μέ τό θέμα τοϋ ξενιτεμού) κι άπό κοντά τό θέμα τοϋ χα μένου χώρου, τό θέμα τοϋ χρόνου πού έφυγε, άλλά κι αύτοϋ πού ξεφεύγει άδιάκοπα μέσα άπό τήν κάθε στιγμή». Νομίζω πώς εύκολα μπορούμε νά μιλήσουμε γιά θεμα τική άντιστοιχία τών δύο βιβλίων, ένώ μπορούμε άκόμη, δπως θά προσπαθήσω νά δείξω στή συνέχεια, νά έντοπίσουμε σέ συγκεκριμένα χωρία του άφηγήματος τήν έμπειρική άφετηρία πολλών στίχων τής ποιητικής
4.
συλλογής. Στό έξής χρησιμοποιώ τίς άκόλουθες συντομογραφίες: My1=Μαΰρα Λιθάρια, Α Δ = ’Ακάθιστος Δείπνος, Μ/7=Μητριά Πατρίδα.
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
... μνημονεύετε ’Α λ έ ξ α ν δ ρ ο Π α π α δ ια μ ά ν τη ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ: "Απαντα. Τόμος πρώτος. Κριτική έκδοση: Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Αθήνα, Δόμος, 1981. Σελ. μή + 672. λυτρωμένοι άπό έξωλογοτεχνικές προκαταλήψεις (Λίνου Πολίτη, Εισαγωγή στό «Βαρδιάνο στά σπόρκα»)
Η ΑΓΑΠΗ τού Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου γιά τόν Παπαδιαμάντη καί ή ποιότητα τοϋ φιλολογι κού του έργου είναι γνωστή άπό καιρό· προικι σμένος μέ σπάνια λογοτεχνική καλαισθησία καί κριτική όξυδέρκεια, έχοντας άποχτήσει γνήσιο έπιστημονικό εξοπλισμό καί εφοδιασμένος μέ τά δώρα τής άγάπης ό Τριανταφυλλόπουλος είναι σήμερα ό μόνος πού μπορεί μέ άσφάλεια νά μάς έρμηνέψει τά παπαδιαμαντικά κείμενα. Ά π ’ τήν άρχή θέλω νά δηλώσω δτι έπιασα μ’ έμπιστοσύνη κι έχτίμηση νά φυλλομετρήσω τόν όγκώδη πρώτο τόμο τών 'Απάντων· μπροστά σέ τέτοια έργα πού τά θέρμανε ζήλος άπροσμέτρητος καί μελέτη επί πονη, σημειώματα σάν κι αύτό πόύ άκολουθεϊ δέν μπορεί νά είναι τίποτε άλλο άπό επαινετικά. Οΐ σσ. θ'-λβ' άποτελοΰν τόν Πρόλογο τού τό μου· άκολουθούν στίς σσ. λγ'-λς' Χρονολογικός δείχτης τής ζωής τού Παπαδιαμάντη, ’Ορθογρα φικός πίνακας στίς σσ. λζ'-λθ', ’Επιλογή βιβλιο γραφίας στίς σσ. μα'-με' καί Συντομογραφίες καί κριτικά σήμεία (sigla) στή σ. μζ'. Τρία μυθιστορή ματα τοϋ Παπαδιαμάντη περιέχονται σ’ αύτόν τόν πρώτο τόμο: «Ή Μετανάστις» (σσ. 1-131), «Οΐ Έμποροι τών ’Εθνών» (σσ. 133-343) καί «Ή Γυφτοπούλα» (σσ. 345-658). Στίς σσ. 661-664 παραθέτονται σύντομα ύπομνήματα σχετικά μέ τίς πρώτες δημοσιεύσεις καί τήν άντιβολή μέ τίς άλ λες εκδόσεις τών μυθιστορημάτων. Οί σσ. 667-670 δίνουν τό Γλωσσάρι τών κειμένων καί ή σ. 671 τά λίγα εύτυχώς Παροράματα ένός συνόλου 670 σε λίδων. Τά τρία αύτά ιστορικά μυθιστορήματα τού Παπαδιαμάντη, πρωτόλεια καθώς είναι, δέν άνήκουν στά καλλίτερα άπ’ τά έργα του: οί ύποθέσεις τους είναι άπλές καί ισχνές, ή πλοκή καί ή δράση 85
’Αλέξανδρος Παπαόιαμάντης (Ξυλογραφία τον Τάσον)
τών ηρώων υπερφορτωμένες, οί περιπέτειες αγγί ζουν τά δρια τού άπίθανου καί παράδοξου- πλή ρης ρομαντισμός. "Ομως κιόλας σ’ αυτά τά πρωτό λεια τοϋ Σκιαθίτη λογοτέχνη είναι ευδιάκριτες οί άρςτές τοϋ γραψίματός του πού θά τόν άνεβάσουν άργότερα στην κορυφαία θέση τής νεοελλη νικής διηγηματογραφίας: τά πρόσωπα διαγρά φονται με παραστατικότητα μεγάλη καί φυσικό τητα, ό διάλογος είναι άπόλυτα επιτυχημένος, οί περιγραφές τής φύσης ώραιότατοι πίνακες. Δέ θά πρέπει βέβαια νά ξεχνάμε δτι καί τά τρία πρωτοδημοσιεύτηκαν σέ εφημερίδες καί περιοδικά τής έποχής- άς δούμε καλλίτερα πώς άναγγέλλει ή εφημερίδα «Άκρόπολις», 15 άπρ. 1884, την προ σεχή δημοσίευση τής «Γυφτοπούλας»: «Καθ’ δσον ήδυνήθημεν νά ύποκλέψωμεν έκ τοϋ δυσκόλως έκμυστηρευομένου τήν πλοκήν τοϋ μυθιστορήμα τος αύτοΰ Βοημοΰ μας, τοϋ συγγραφέως τής Γυφτόπούλας, ής εντός όλίγων ήμερων άρχόμεθα τήν δημοσίευσιν, τό νέον έργον τοϋ πατρός τών Εμπόρων τών ’Εθνών θέλει γοητεύσει δλας τάς τάξεις τοϋ δημοσίου, ως ό Περιπλανώμενος τοϋ Σύη ή τ’ ’Απόκρυφα τών Παρισίων...». Καί ή ίδια εφημερίδα, στίς 18 άπρ. 1884: «'Υπό τήν έπσψιν αύτήν ή Γυφτοπούλα θά κατακτήση δλας τάς τάξεις, άπό τού εύανθούς γυναικείου κόσμου καί τών φιλοκαίνων ψυχών τών νέων μέχρι τοϋ ύψηλότερον σκεπτομένου, μή άφήνουσα άνεπηρεάστους διά τών πολλών αύτής θελγήτρων καί αύτούς άκόμη τούς θεολόγους...» (τά παραθέμα τα άντέγραψα άπό τά Υπομνήματα τής Κριτικής έκδοσης τού Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, σσ. 663664). Λίγα λόγια γιά τίς ύποθέσεις: Ή Μετανάστις περιγράφει τόν άτυχο έρωτα δυό νέων πού συκο φαντίες τρίτων κατάφεραν νά τούς χωρίσουν86
δταν ό νέος βεβαιώνεται γιά τήν άθωότητα τής νέας, αυτή έχει πιά πεθάνει άπό τόν καημό της. Ή δράση ξετυλίγεται στή Μασσαλία καί τή Σμύρνη τών άρχών τοϋ 18ου αιώνα. Οί Έμποροι τών Εθνών μάς πάνε πολύ πιό πίσω, στίς άρχές τού 13ου αιώνα, στή Νάξο, δπου ένας νέος άνδρας φιλοξενούμενος ενός ζευγαριού κλέβει τή γυναίκα τοϋ οικοδεσπότη, άνταποδίδοντας έτσι τή φιλοξενία- ό σύζυγος καταδιώκει άδιάκοπα τόν άντίζηλο, ή γυναίκα γίνεται καλόγρια πού τήν άναζητοΰν καί οί δυό κεντρικοί ήρωες μέσα σέ συνεχείς περιπέτειες, άλλά τό τραγικό της τέ λος κλείνει τήν αυλαία. Ή Γυφτοπούλα τέλος μάς μεταφέρει στά χρόνια τής άλωσης, τό 1453, στό Βυζαντινό Μυστρά ή σωστότερα κοντά στή Μονεμβασία- ή Γυφτοπούλα Ά ιμ ά κι ό Μάχτος, ό γύφτος πού τήν άγαπά, περιστοιχίζονται άπό πρόσωπα άσήμαντα ή σημαντικά δπως ό Πλήθων κι 6 Σχολάριος μέσα σ’ ένα πλαίσιο γεμάτο μυ στήριο καί παραδοξότητα- οί δυό νέοι σκοτώνον ται άπό σεισμό στή σπηλιά τού Πλήθωνα, δίνον τας τέλος σέ μιά πλοκή άπίθανη κι άλλόκοτη. ’Αλλά γιά περισσότερα θά παραπέμψουμε σέ όσα πολύ εύστοχα καί άντικειμενικά έχει γράψει ό ’Απόστολος Σαχίνης (Τό Νεοελληνικό Μυθιστό ρημα. Ιστορία καί Κριτική, ’Αθήνα [1980], σσ. 115-127). Στόν Πρόλογο ό Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος κάνει μιά σύντομη άξιολόγηση τών έκδόσεων πού υπάρχουν καί προχωρεί στά προβλήματα πού αν τιμετωπίζει μιά κριτική έκδοση τού Παπαδιαμάντη· τό βασικότερο πρόβλημα δημιουργεΐται άπό τό γεγονός δτι ό Παπαδιαμάντης δέ διόρθωνε πο τέ τά δοκίμια τών κειμένων του πού όπωσδήποτε δημιουργούσαν δυσχέρειες ατούς τυπογράφους, ιδίως σέ λέξεις τού σκιαθίτικου ιδιώματος. Αύτό καί μόνο θά άρκούσε γιά νά δικαιολογηθεί ό χα ρακτηρισμός «κριτική έκδοση» τού παπαδιαμαντικοΰ έργου. Σωστά έξάλλου ό Ν.Δ.Τ. στίς άρχές καί προϋποθέσεις γιά τήν άποκατάσταση τού κει μένου ονομάζει τίς πρώτες έκδόσεις χειρόγρα φα.Ή δεύτερη άρχή, «άπαραίτητη οικείωση μέ τή γλώσσα, τό ύφος καί τόν κόσμο τού Παπαδιαμάντη» μάς ξαναθυμίζει μιά καθαρά παλαιογραφική διόρθωση τοϋ Ν.Δ.Τ., correctio palmaris: άδραγάτης > άδραναύτης, πού σημαίνει δτι τή λέξη άδραγάτης τού παπαδιαμαντικοΰ κειμένου διάβασαν καί τύπωσαν στό τυπογραφείο ώς άδραναύτης. Οί επόμενες άρχές τονίζουν τήν άνάγκη νά γνωρίζει ό εκδότης τά κείμενα τού Μωραϊτίδη, τό σκιαθίτικο ιδίωμα, νά έχει δαμά σει τό πλούσιο άλλά χωρίς πίνακες υλικό τού έρ γου τού παπα-Γιώργη Ρήγα, Σκιάθου Λαϊκός Πο λιτισμός, καί νά μπορεί νά άνατρέχει στήν 'Αγία Γραφή, στά έκκλησιαστικά καί τέλος στά άρχαία έλληνικά, καί λατινικά πότε-πότε, κείμενα γιά τόν έντοπισμό τών άφθονων σχετικών χωρίων. 'Ώς έδώ καμία άντίρρηση. Δέ θά συμφωνήσω δμως μέ τή χρήση τής νεοελ ληνικής καί δχι τής λατινικής στό κριτικό υπό μνημα-νομίζω πώς πολύ σωστά ό Συκουτρής είχε έπιμείνει στή χρήση τής λατινικής. Φυσικά «ή έκ-
δόση δέν προορίζεται μόνο γιά φιλολόγους καί φιλολογικά σπουδαστήρια», δμως τό κριτικό ύπόμνημα προορίζεται καί γιά άλλους έκτος άπ’ αυτούς; δέν τό πιστεύω. Οί φιλόλογοι γνωρίζουν τούς συγκεκριμένους λόγους πού καθιέρωσαν τη χρήση τής λατινικής στά κριτικά υπομνήματα, λό γοι πού δέν παύουν νά ισχύουν καί γιά τίς έκδόσεις νεοελληνικών κειμένων. Γιά · παράδειγμα φέρνω τό πριν άπό τό (σ. 565, στ. 14) πού αντικα θιστά τό ante· τρεις λέξεις μέ έννέα συνολικά γράμματα γιά νά άντικαταστήσουν μία μέ τέσσε ρα. "Υστερα, μέ τήν έπιστήμη τής νεοελληνικής φιλολογίας άσχολοϋνται καί ξένοι φιλόλογοι πού συνήθως περνάνε στά νεοελληνικά άπό τά άρχαϊα, οί όποιοι μάλιστα εξακολουθούν νά χρησι μοποιούν κριτικό ύπόμνημα λατινικό δταν έκδίδουν νεοελληνικά έργα. Γιά παράδειγμα φέρνω τή λαμπρή σειρά Βυζαντινή καί Νεοελληνική Βι βλιοθήκη τής Θεσσαλονίκης: ό D. Holton έξέδωσε τή Διήγηση τού ’Αλέξανδρου μέ λατινικό κρι τικό ύπόμνημα, έπίσης καί ή L. Martini στό Στά θη καί ό A. van Gemert στά ’Ερωτικά όνειρα τού Φαλιέρου, ένώ ό Έμ. Κριαράς χρησιμοποιεί τήν έλληνική στό κριτικό ύπόμνημα τής Πανώριας τού Χορτάτση. Έν τοιαύτη περιπτώσει τί έξυπηρετεϊ ή χρήση τής νεοελληνικής στό κριτικό ύπό μνημα κειμένων νεοελληνικής λογοτεχνίας πού έκδίδονται άπό Έλληνες; 'Υπάρχουν περιπτώ σεις δπως ή έκδοση τού Έρωτόκριτου άπό τό Στ. ’Αλεξίου, δπου ή σύνταξη τού κριτικού ύπομνήματος δέν παρουσίαζε προβλήματα (άν κι έκεΐ, στό στ. 68 τού Γ' Μέρους ή φράση παραλείπει τό πρώτο κ’ X θά μπορούσε πιό λιτά καί δόκιμα νά -είχε άποδοθεϊ κ' ante εΐόα om. X)· δμως τ ί γίνε ται μέ τόν Παπαδιαμάντη; Έχω τήν έντύπωση δτι ή χρήση τής νεοελληνικής κατέληξε νά δημιουρ γήσει μερικές άσάφειες ή περιττολογίες στό κριτι κό ύπόμνημα, γιά τίς όποιες παρακάτω. ’Αλλά εί μαι σίγουρος πώς αύτή οδήγησε στις διπλοτυπίες πού παρατηρούμε στά testimonia, δπως Ps. (σ. 566) άλλά Ψαλμ. (σ. 618), Lu. (σ. 566) άλλά Λουκ. (σ. 617). Καθόλα σεβαστές καί θεμιτές είναι οί άπόψεις τού Ν.Δ.Τ. γιά ένοποίηση τής όρθογραφίας σέ μιά έκδοση 'Απάντων- άναρωτιέμαι δμως άν θό μπορούσαμε μιά τέτοια έκδοση νά τήν ονομάσου με Κριτική. Κι άν βέβαια πιστεύουμε δτι ό σκο πός τής κάθε κριτικής έκδοσης είναι νά μάς φέρει δσο τό δυνατό κοντύτερα στό πρωτότυπο τού συγγραφέα, τότε θά μάς ένδιέφερε κάθε διττογραφία, άκόμα κι άν προέρχεται (πόσο σίγουροι είμαστε γι’ αύτό κατά περίπτωση;) άπό έπεμόάσεις τών διευθύνσεων τών εντύπων. Ό Ν.Δ.Τ. ομολο γεί πώς δέν είναι «καθόλου άναπαυμένος μέ τήν κατάληξη αύτή»- θά ομολογήσω κι έγώ τά ίδια γιά τίς άπόψεις πού προβάλλονται έδώ. Ξέρω δτι φθάνω έτσι στήν υπερβολή- άλλά δέν ενδιαφέρει νά γνωρίζουμε δτι ό Παπαδιαμάντης, δπως κι άλ λοι βέβαια λογοτέχνες μας (καί μείς οί ίδιοι σήμε ρα) έχουμε διττογραφίες στά γραφτά μας; Θά κα τέληγα νά δεχτώ δτι θά έπρεπε νά ύπάρχει ένο ποίηση τής όρθογραφίας κατά κείμενα, δχι σ’ δλο
τό κείμενο τών 'Απάντων. ”Αν μεθαύριο εκδίδου με μονοτονικά τά κείμενα τών νεοελλήνων λογο τεχνών μας, αύτές οί έκδόσεις θά μπορούν νά λέ/ονται κριτικές; ’Αλλά δλα αύτά δέν είναι παρά άπόψεις γιά συζήτηση, πού δέ μειώνουν ούτε στό έλάχιστο τήν άξια τής προσφοράς τού Ν.Δ.Τ. "Οποιος θέλει νά συνεχίσει παραπέρα τόν προβληματισμό αύτό, άς διαβάσει πρώτα δσα πολύ σοφά καί συμπυκνωμέ να μάς έχει δώσει ό Π. Δ. Μαστροδημήτρης στήν έκδοση τού Ζητιάνου τού Καρκαβίτσα (εκδόσεις Καρδαμίτσα, ’Αθήνα 19822, σσ. 71-72). 'Η χρονολογική βάση τής έκδοσης είναι πράγ ματι ή μόνη «λογική καί νόμιμη βάση»- οί δυό σε λίδες τών «οφειλών» τού Ν.Δ.Τ. πρός τή βοήθεια τρίτων δέ δείχνουν μόνο τό ήθος τού άνθρώπου άλλά καί τό ένδιαφέρον του καί τό μόχθο του γιά μιά άρτιότερη έκδοση. Κι έδώ κλείνουμε τίς πα ρατηρήσεις μας στόν Πρόλογο τής έκδόσεως. Ό Ν.Δ.Τ. ύποθέτει «πώς οί ισχυρότερες άντιρρήσεις καί έπικρίσεις γιά τήν έκδοση αύτή θά άφορούν τήν ορθογραφία». Έχω τήν έντύπωση πώς θά άφορούν στό κριτικό ύπόμνημα. Καταρχάς μιά γενική παρατήρηση: θά έπρεπε στήν άρχή κάθε κειμένου, ίσως κάτω άπό τόν τίτλο στή λευκή σελίδα, νά άναγράφονται τά sigla τών έκδόσεων. Γιατί τώρα πρέπει νά ξεφυλλίσουμε τίς σελίδες προσέχοντας τά sigla τών ύπομνημάτων γιά νά δούμε ποιές εκδόσεις έχουμε, ή μάλλον ποιές λαβαίνει ύπόψει του ό εκδότης. Παρουσιάζω έδώ συγκεκριμένες παρατηρήσεις στό κριτικό ύπόμνημα: σ.6, στ. 5, ή λ. Οκτωβρίου καλώς έχει μέ πεζό δμικρον, γιατί οί παλαιοί δέν κεφαλαιογραφόΰσαν τά όνόματα μηνών. - σ. 4, στ. 4 φλοισφίζωσιν γράφε στ. 6, καί στ. 11-12 γράφε 13-14. - σ. 31, στ. 17 διέταξε σύνηθες α, δέν μάς λέει ποιος πρόσθεσε τό <τό>, ένώ παρα κάτω 28-29 εις νηνεμίαν α: εις τήν νηνεμίαν ΒΣθά μπορούσε νά είχε γραφεί 17 τό add. ΒΣ καί 28 τήν add. ΒΣ. - Δέν έχει νόημα στή σ. 33, στ. 25 τήν (ήκουον) παραλ. ΒΣ. - 'Η χρήση τής άγκύλης ] ή τού δίστιγμου: (χωρίς λόγο χρησιμοποιείται στήν έκδοση ως διαχωριστικό γραφών, θά μπο ρούσε κάλλιστα νά μήν ύπάρχει) θά έλάφρυνε τό κριτικό ύπόμνημα- παράδειγμα στή σ. 102, στ. 31 θά είναι ΒΣ, γράφε 31 νά ] θά ΒΣ, ή νά: θά ΒΣ, καί σ. 124, στ. 18-19 νά τά έμπλεξεν Β, γράφε 18 καί τά ] νά τά Β. - Στή σ. 211, στ. 31 ίδη α (φωτο τυπία), φαντάζομαι πώς εννοεί ό έκδοτης ότι είχε δεί τό κείμενο τής πρώτης έκδοσης σέ φωτοτυπία καί γι’ αύτό δέν ήταν σίγουρος γιά τήν έλλειψη τής οξείας, γιατί δμως δέν κατέφυγε στό πρωτό τυπο; - σ. 248, στ. 32-33 γράφε Έξόδ.- παρακά τω, στ. 29 (πρός τόν) άπόνετον Συ, γράφε μάλλον άσύνετον] άπόνετον Συ. - δμοια στή σ. 281, στ. 16 γράφε μοί] μέ αΓΣ. - σ. 273, στ. 12 γράφε καί έρωμέναι ΤΒ. - σ. 309, στ. 28 γράφε εις] έπί ΤΒ. σ. 339, στ. 25 γράφε άλύσεων scripsi θλάσεων ed.· ύποψιάζομαι δτι ό Ν.Δ.Τ. άπό φιλολογική διάθε ση «ταπεινότητας» (νοουμένης βεβαίως κατά τά βυζαντινά μοναστικά πρότυπα) πουθενά στό κρι τικό ύπόμνημα δέ σημείωσε scripsi - έγραψα. - σ. 87
449, στ. 29-31 τό χωρίο Άρα... άπηνεγκάμεθα κατά τή γνώμη μου καλώς έχει στις εκδόσεις καί δέ χρειάζεται διόρθωση. - σ. 508, στ. 7 γράφε πα ρά addidi sensus causa, ή παρά πρόσθεσα· κι έδώ, όπως παραπάνω, μάλλον γιά τους ίδιους λόγους δέ γράφει ό Ν.Δ.Τ. σέ πρώτο ενικό. - Δέν είναι σαφές στή σ. 515, στ. 2 δτι η (sic) ώζωνε α: ώξύνε ΦΒΣ. - σ. 570, στ. 1 καί 5-6 περιττεύουν τά αύξομένης αΦ καί ταβερνάρη αΦ αντίστοιχα. - σ. 616, στ. 8-11 δέ δίνουν νόημα, καί μάλλον κάποιο siglum λείπει. - σ. 618, στ. 3-4 γράφε 4-5. - σ. 620, στ. 10-11 λανθασμένη παραπομπή, γράφε Ά ρ ιστοτ. Άπόσπ. 675. 1-2 (Ross). - σ. 640, στ. 17-18 γράφε άπλώς 18 δπου α. - σ. 656, στ. 5 γράφε 4. σ. 6, στ. 7 γράφε meas, πρβλ. σ. 566. Οί έλάχιστες αύτές παρατηρήσεις, πού κυρίως άναφέρονται σέ θέματα παρουσίασης τού κριτι κού υπομνήματος, σέ καμιά περίπτωση δέ μειώ νουν τήν άξια του· έκτος άπό λίγες εξαιρέσεις τό ύπόμνημα δέ δυσκολεύει τό μελετητή. Τά ουσια στικά λάθη είναι τέσσερα-πέντε, τά παροράματα πολύ λίγα. ’Αξίζει κάθε έπαινος στό διορθωτή τών δοκιμίων, στόν επιμελητή τής έκδόσεως, στόν εκδοτικό οίκο γιά τήν άψογη κυριολεκτικά τυπο γραφική εμφάνιση τού τόμου καθώς καί τήν καλ λιτεχνική του παρουσίαση. Ό 'Ν .Δ. Τριανταφυλλόπουλος προσφέρει μιά γνήσια επιστημονική ερ γασία πού «άνυψώνεται είς ηθικήν πράξιν», δπως τήν προσδιόρισε ό Συκουτρής (Μελέται καί ’’Αρ θρα, σ. 431). ’Αφού μάς έδειξε τή σημαντική τού Παπαδιαμάντη, μάς δίνει τώρα τό κείμενο τού «πανηγυριστή τής ’Ορθοδοξίας» κατά τήν έκφρα ση τού Νίκου Βέη. Ά ς ευχηθούμε γιά τήν ολο κλήρωση τής έκδοσης καί τής διατριβής του (βλ. σ. ιαζ σημ. 6 τού Προλόγου). Κι άς πούμε στό Ν.Δ.Τ. μέ δικά του λόγια πώς «φωνή άβελτίωτη» χρειαζόμαστε σήμερα γιατί τό «Δαιμόνιο μεσημ βρινό» φαντάζει πιά καθημερνό. Ά ν πιστέψουμε σ’ αύτό πού τελικά σημαίνει ή όλοένα καί πε ρισσότερο όγκούμενη βιβλιογραφία γιά τό,ν Παπαδιαμάντη, ή έκδοση τών Απάντων του ευτύχη σε νάρθει τή στιγμή πού τή χρειαζόμασταν πε ρισσότερο. ΦΩΤΙΟΣ ΑΡ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
88
ΜΕΛΕΤΕΣ
μιά π α ρ ά ξεν η π ο ρεία : άπό τόν υλισμό στόν ιδεα λισμό ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΣΑΧΙΝΗ: Ή πεζογραφία τον αισθητισμού. ’Αθήνα, ’Εστία, 1981. Σελ. 467.
ΤΟ νέο βιβλίο τού καθηγητή Σαχίνη είναι ένα πο λύτιμο, δίπτυχο έργο. Στό πρώτο μέρος (ύστερα άπό μιά σύντομη κατατόπιση τού άναγνώστη γιά τό κίνημα τού αισθητισμού) άσχολεϊται μέ τούς ξένους πεζογράφους τού είδους στή Γαλλία καί τήν ’Αγγλία, άπό τόν Γκοτιέ ως τόν Beardsley. Στό δεύτερο μέρος εισαγωγικά άναφέρονται οΐ ξένοι λογοτέχνες τού είδους, πού έγιναν ιδιαίτερα καί πλατύτερα γνωστοί στήν Ελλάδα (Ούάιλδ, Ντ’Άνούντσιο, Ράσκιν), καί.οί διαφορές τού έλληνικοΰ αισθητισμού άπό τόν ευρωπαϊκό, καί στή συνέχεια ό συγγραφέας καταπιάνεται, μέ διακρι βωμένο τρόπο καί φιλολογικά έγγυημένη άσφάλεια, μέ τούς Νικόλαο Έπισκοπόπουλο, Περικλή Γιαννόπουλο (πέρασε άπό τόν αισθητισμό στήν άρχή, προτού νά γίνει ό έθνικιστής ελληνολά τρης), Παύλο Νιρβάνα, Σπήλιο Πασαγιάννη, Νί κο Καζαντζάκη (έχει καί αυτός, δπως δείχνεται τεκμηριωμένα, μιάν «ώραιολατρική πλευρά στό ξεκίνημά» του), Κωνσταντίνο Χρηστομάνο καί Πλάτωνα Ροδοκανάκη. Ή μέθοδος, πού εφαρμόζει καί στό βιβλίο του αύτό ό κ. Σ., ευδιάκριτη καί άπλή, είναι ή έξής: ύστερα άπό μιά γενική εισαγωγική παρουσίαση τού λογοτέχνη, δίνεται διεξοδικά δ,τι έχουν πει οί άλλοι γι’ αύτόν καί άκολουθεϊ έξαντλητική πα ρουσίαση τού έργου, μέ τήν κατάληξη σέ μιάν δριστική άποτίμηση τής προσφοράς του. Ή πληρότητα τού τόμου, πού άναφέρεται σέ ένα παραμελημένο άπό τή φιλολογική έρευνα καί τήν κριτική «κίνημα», τό όποιο, είναι άλήθεια, παρουσιάστηκε στόν τόπο μας σάν ώχρή άνταύγεια αύτού πού πραγματώθηκε έξω, άλλά παρου σιάζει τίς σοβαρές κοινωνικοϊστορικές συναρτή σεις του, δίνει πολλές λαβές κι άφορμές γιά σκέ ψεις καί προεκτάσεις· σ’ αύτό τόν πειρασμό, πού τόν γεννάει τό βιβλίο, καί είναι άπό τά προσόντα του, θά ύποκύψω κι έγώ. Δέν μπορεί νά είναι τυχαίο δτι ό αισθητισμός έμφανίζεται στό δεύτερο μισό τού 19 αί. στήν Εύ-
ρώπη, στή Γαλλία καί τήν ’Αγγλία προπάντων, στην πρώτη κάπως νωρίτερα. Ή δλη στάση τών αϊσθητιστών ήταν μιά πρόκληση άπέναντι στήν κοινωνική καί αισθητική τάξη πού υπήρχε. Προ κλητικοί ήταν καί οί προγενέστεροι ρομαντικοί, οί όποιοι στρέφονταν έπίσης ένάντια στά ίδια πράγματα, τίς ίδιες καταστάσεις: στά κοινωνικά καί αισθητικά ιδεώδη τής άστικής τάξης, ή όποια διαφέντευε καί δριζε την άνθρώπινη τιμή καί άξιοπρέπεια. Ή διαφορά άνάμεσα στους ρομαν τικούς καί τούς αισθητικούς βρισκόταν στά μέσα καί στήν έκφραση τής πρόκλησής τους: οί πρώτοι είχαν, σέ τελευταία άνάλυση, τή συνείδηση πώς κάνουν έναν άγώνα κοινωνικά ήθικό· οί αισθητι κοί ήταν «άνήθικοι». Οί ρομαντικοί ήθελαν νά ώφελήσουν τόν κόσμο, οί αίσθητιστές έκφράσανε ποικιλότροπα τή βαθιά άποστροφή τους σέ κάθε είδος ώφέλειας ή, άκόμα πιόπολύ, δριζαν τήν τέ χνη ώς τήν άντίφαση ή τήν άρνηση τής ωφελιμό τητας: «Δέν είναι άληθινά ώραϊο, παρά εκείνο πού δέν μπορεί νά χρησιμεύσει σέ τίποτα· δ,τι εί ναι ώφέλιμο είναι άσχημο- γιατί είναι ή έκφραση κάποιας άνάγκης», θά πει ό Γκοτιέ στήν αρχή, καί θά τό έπαναλάβουν δλοι οί λογοτέχνες κι οί καλλιτέχνες τού αισθητισμού, γιατί είναι αξιοση μείωτη ή «συνέχεια» καί ή συνέπεια πού παρου σιάζουν, ή συσπείρωσή τους: ό ένας άκολουθεΐ τόν άλλο, τόν μιμείται, τόν έπαναλαμβάνει καί τόν συνεχίζει, μέ μικρές παραλλαγές, πού σχετί ζονται πιό πολύ μέ τό ύφος καί τήν ιδιοφυία τού καθένα. Οί αισθητικοί άρνήθηκαν τό ώφέλιμο, άρνήθηκαν, συναφώς, τό ήθικό, είτε λέγοντας -ο ί πιό με τριοπαθείς, δπως ό Ράσκιν- δτι ή ήθική ένυπάρχει άφεαυτής στήν τέχνη -δέν υπάρχει λόγος νά έπιχειροΰμε νά τή βάλουμε μέσα έκεί έμείς-, είτε, πιό ριζοσπαστικά οί περισσότεροι, άποκηρύσσοντας τήν ήθικότητα τής τέχνης· έτσι ολοκληρω νόταν ή κοινωνική πρόκλησή τους. Γράφει ό κ. Σ. γιά τόν Beardsley, τόν περίφημο σχεδιαστή σέ άσπρο καί μαύρο καί είκονογράφο βιβλίων καί περιοδικών τής decadence (χαρακτηρίστηκε κι έτσι ό αισθητισμός): «Μέ τήν προβολή τού “ κα κού” καί τίς άνδρογυνικές μορφές τών σχεδίων του, μέ τή διακοσμητική τους φαντασία καί ποι κιλία, μέ τόν κυνισμό καί τόν προκλητικό αισθη σιασμό τους, πού άποδίδονταν μ’ ένα τεχνικά τέ λειο στιλιζάρισμα μορφής, ό Beardsley σφράγισε κατά κάποιον τρόπο τό τέλος μιάς έποχής» (σ. 136). Ό αισθητισμός πορεύτηκε πάνω στή γραμ μή τής άπόλαυσης τής αίσθησης, τής σάρκας, στήν πιό τολμηρή της μάλιστα έκδοχή, άποκλίνοντας άπ’ δ,τι ή δεσπόζουσα άστική ήθική είχε όρίσει ώς όρθό· τά άνδρογυνικά σώματα τού Bear dsley είχαν ήδη μιάν ιστορία· ήταν οί «κατιόντες» τής ήρωίδας τού μυθιστορήματος τού Γκοτιέ, πού είχε γιά τίτλο τ’ όνομά της, Mademoiselle de Maupin (1835), πού άνοιξε τήν εποχή τού αισθητι σμού. Ή δεσποινίδα de Maupin μεταμφιέζεται σ’ άντρα, γιά νά γνωρίσει καλύτερα τή ζωή καί τόν έρωτα, συνδέεται μ’ άντρες καί γυναίκες καί, στό τέλος, έξομολογιέται τήν άλήθεια της: «’Ανήκω σ’
ένα τρίτο φύλο (...), έχω τό σώμα καί τήν ψυχή μιάς γυναίκας, τό πνεύμα καί τή δύναμη ενός άν τρα κι έχω κάτι περισσότερο ή κάτι δχι άρκετό άπό τόν ένα καί τόν άλλο γιά νά μπορώ νά συ νουσιαστώ μ’ έναν άπό τούς δυό». «'Ώστε ή de Maupin, γράφει ό κ. Σ., δπως προσπαθεί επίμονα νά δείξει ό Busst σέ μιά πλατιά μελέτη του, δπου ερευνά τό θέμα τού άνδρόγυνου στή λογοτεχνία τού δέκατου ένατου αιώνα, δέν είναι άπλώς λεσβιάζουσα, άλλά ερμαφρόδιτη. Έτσι ή Mademoi selle de Maupin, γράφει ό Mario Praz, “ ήταν υπεύθυνη γιά τή μόδα τού άνδρόγυνου, πού πήρε τρομερές διαστάσεις στό δεύτερο μισό τού δέκα του ένατου αιώνα” » (σ. 24, δπου καί οί παραπομ πές στίς έργασίες τών Busst καί Praz). ’Από έδώ έπηρεασμένος ό Νιρβάνας, θά μνημονεύσει τόν «’Ανδρόγυνο», τό «ιδεώδες τών δυτικοευρωπαίων decadents καί τό προτιμημένο ή άγαπημένο θέμα τους» (σ. 254). Τό ίδιο θέμα θά θίξει επανει λημμένα ό Ροδοκανάκης στό πεζοτράγουδό του «'Ο θρίαμβος» (σ. 406-7). Ό αισθητισμός κρίνεται άπό τόν κ. Σ. αυστη ρά, άρνητικά. Αυτή είναι καί ή γενική πιά στάση· καί ή όρθή, μάλλον. ’Αλλά θά ήθελα νά έκθέσω, τελικά, μιά σκέψη μου, μιάν έρμηνεία, άς πούμε, τής άρνητικότητάς του, άφορμημένος, δπως είπα, άπό τό βιβλίο τού κ. Σ. ΙΙιστεύω δτι τό φαινόμενο αύτό πρέπει νά τό δούμε, γιά νά τό εννοήσουμε καλύτερα, σέ σχέση μέ τή διάδοση καί την άνάπτυξη, τήν ίδια εκείνη εποχή, τής υλιστικής σκέ ψης. Είναι ένα κρίσιμο σταυροδρόμι οί δεκαετίες έκείνες, δπου πραγματοποιείται μιά στροφή, άπό τόν ιδεαλισμό στόν υλισμό, σά μιά προσπάθεια αύτογνωσίας τού κόσμου, αυτονόμησής του άπό τό μεταφυσικό-ίδεαλιστικό ντετερμινισμό καί τήν έξωλογική causa efficiens. Ή στροφή εκείνης τής ιστορικής ώρας, δπου, έξάλλου, ή παγιωμένη άστική τάξη έχει όλότελα άπομακρυνθεί άπό τήν περιοχή τών επαναστατικών διαδικασιών χτυ πώντας ή ίδια κάθε μορφή έπαναστάσεως (δές τήν παρισινή Κομμούνα τού 1871!) παρασέρνει καί τούς έτσι κι άλλιώς άνήσυχους σ’ ένα τέτοιο κοινωνικό κλίμα διανοούμενους καί καλλιτέχνες, πού βλέπουν άνάλογα, πέρα άπ’ τήν «όντολογία», τά ίδια τά κοινωνικά καί ηθικά προβλήματα τών διανθρώπινων σχέσεων: πιό άμεσα, πιό ώμά, πιό άντικειμενικά. 'Υπάρχει βέβαια ή άποψη δτι «ό αισθητισμός καί ή θεωρία «τής τέχνης γιά τήν τέ χνη» ξεκίνησαν στή Γαλλία ώς άντίδραση κατά τών ώφελιμιστών, τών σαινσιμονιστών καί τών ήθικολόγων» (σ. 11, μέ σχετικές παραπομπές), πού, ώς ένα σημείο, ζητούσαν καί αύτοί -ή ορι σμένοι άπό αυτούς- τήν κοινωνική άλλαγή- δμως ήταν ούτοπιστές, τήν άλλαγή ήθελαν συμβατικά, ομαλά, ένώ έκείνο τόν καιρό τή μόνη ρηξικέλευθη λύση υπόσχονταν τά ξεκάθαρα άνατρεπτικά μη νύματα τού Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Οί αίσθητιστές, περιφρονώντας τήν άστική ήθική (δχι μόνο στή Γαλλία- στήν ’Αγγλία ό αισθητισμός ξε κίνησε πάλι «ώς άντίδραση κατά τού βικτωριανισμού καί τής βικτωριανής ήθικής»: δ.π.), άποδείχνονταν έπαναστατικότεροι κι άπό τούς ούτοπι89
αισθητισμού, πού μεταβλήθηκε, θά έλεγα -όχι παραδοξολογώντας-, σέ ίδεαλιστικόν υλισμό! Τά έντονα άχνάρια του βρίσκουμε καί σέ πολλά άλλα έργα τού αισθητισμού- μνημονεύω μόνο ένα άκόμα, άπό τό «Πορτρέτο τού Ντόριαν Γκρέι»: «Μή φοβάστε τίποτα... Έναν νέον 'Ηδανισμό -αύτό χρειάζεται ό αιώνας μας» (σ. 116). Μιά τέτοια ιστορική συνάρτηση τού αισθητι σμού εξηγεί ίσως καί τήν άποτυχία του -κατά βά θος- στήν Ελλάδα, όπου ήρθε μόνο σά μόδα, όταν έξω είχε σβήσει κιόλας, κι όπου, έξάλλου, δέν είχαν διόλου ώριμάσει οί συνθήκες γιά μιά καλύτερη τύχη του (ό κ. Σ. τοποθετεί τόν αισθη τισμό στήν Ελλάδα άνάμεσα στό 1893/1894, μέ τά πρώτα πεζά ποιήματα καί λυρικά πεζογραφήμα τα τού Νικόλαου Έπισκοπόπουλου, καί στό 1912, μέ τό «Βυσσινί τριαντάφυλλο» καί τό «Θρίαμβο» τού Ροδοκανάκη). 'Ο αισθητισμός δέν έξέφρασε στήν Ελλάδα σχεδόν τίποτα άπό τήν ούσία του, άπό μιας άρχής έγινε ώραιολογία ή, τό πολύ, κομψογραφία (δές σ. 146). Ό μόνος καθυστερη μένος γνήσιος αισθητής ήταν ό Λαπαθιώτης. Γιά τούς ίδιους λόγους ό αισθητισμός υπηρετήθηκε άπό μέτρια ταλέντα: δέν άποτελοΰσε αίτημα τής εποχής, έδώ στόν τόπο μας. Ό Καζαντζάκης, πού δέν ήταν μέτριο ταλέντο, άπομακρύνθηκε άπό τόν αισθητισμό, ήδη τό 1909/1910 (σ. 316). ’Αλλά καί οϊ άλλοι, περισσότερο ή λιγότερο άξιόλογοι, τόν έγκατέλειψαν έπίσης (Γιαννόπουλος, Νιρβάνας).
κούς σοσιαλιστές. Μέ άλλα λόγια, ό αισθητισμός είναι μιά δραματική προσπάθεια νά άξιοποιηθεί τό μάθημα τού υλισμού στό δεύτερο μισό τού προηγούμενου αιώνα -μιά άποτυχημένη προσπά θεια, γιατί αύτό έπιδιώχθηκε, ουσιαστικά, μα κριά άπό τό κοινωνικό πρόβλημα καί χωρίς τήν πολιτική πράξη. Μιά άλλη προσπάθεια συνδυά στηκε μ’ αυτή· καί επιβλήθηκε: είναι αύτή πού άποκρυσταλλώθηκε στόν ιστορικό υλισμό. Ό αι σθητισμός άντίθετα, μέ τό νά άπομονώσει κοινωνικά-ίστορικά τόν υλισμό του, έχασε σιγά σιγά τόν προσανατολισμό του, μετέβαλε τόν υλισμό σέ ιδεαλισμό. Π.χ. ό αισθητικός ίρλανδός μυθιστοριογράφος George Moore (1852-1933) έγραφε τό 1888 γιά τή Mademoiselle de Maupin: Διάβασα τό βιβλίο «σέ μιά στιγμή πού ήμουν κουρασμένος άπό ψυχικό πάθος, καί αύτή ή μεγάλη έξαρση τού όρατοΰ πάνω άπό τό άόρατο μέ κατέκτησε καί μέ αιχμαλώτισε άμέσως. Αύτή ή σαφής περιφρόνηση ένός κόσμου πού εικονογραφείται σέ σπαραγμένους άγιους καί σέ σταυρωμένο Λυτρωτή, μού άνοιξε προοπτικές γιά νέες πεποιθήσεις, γιά νέες χαρές, γιά νέες άνταρσίες (...). Έδώ υπήρχε μιά νέα πίστη, πού διακήρυττε τή θεία ουσία τον σώ ματος [υπογραμμίζω εγώ]- καί γιά ένα μακρό χρονικό διάστημα ή άναθεώρηση δλων τών άντιλήψεών μου γιά τή ζωή σέ μιά καθαρά είδωλολατρική βάση άπασχόλησε τήν προσοχή μου». Τό άπόσπασμα αύτό άπό τό μυθιστόρημα τού Moo re, Confessions of a young man, πού έκδόθηκαν ταυτόχρονα στό Λονδίνο καί τό Παρίσι (σ. 87), δίνει παραστατικά τό γλίστρημα τού υλιστικού
Μ. Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ
ΟΟΟ Γεώργιος Κορομηλάς
Λάμπρος Κορομηλάς
ή άθηναϊκή περιπέτεια 40 αιώνες άδηναϊκής ζωής
☆ τόμος Α'
’Από τά Προϊστορικά χρόνια ώς τό 338 π. X.
τόμος Β'
Ά π ό τή Μακεδονική Κυριαρχία ώς τό 1834
έπι μ έ λ ε ι α: Μαριάννα Κορόμηλά
☆ Κεντρική Διάθεση « Π ο ρ ε ί α » . Σόλωνος 77 - Τηλ. 3631622 90
παράρτημα Σ τίς σελίδες τον «Παραρτήματος» σχολιάζονται δσα ενδιαφέροντα βιβλία δέν παρουσιά ζονται στην « ’Επιλογή». Τά βιβλία επιλέγει ή Σύνταξη τοϋ περιοδικού. Γράφουν ο ί Γιώργος Γαλάντης, Β ασίλης Καλαμαράς, Κώστας Καλημέρης, ’Ελένη Κοροντζή, Καρίνα Λ άμψα, Γλύκα Μ αρκοπονλιώτον, Κατερίνα Ρούφου, Μ αρία Στασινοπούλον καίΔ ημήτρης Τσίτονρας.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ
Τό μήλο καί τό φίδι ΑΡΜΑΝΤΑ ΓΚΟΥΙΝΤΟΥΤΣΙ: Τό μήλο χαί τό φίδι. Αντοαναλύσεις μιας γυναίκας. Μετ. Μα νίας Κύμη. ’Αθήνα, Πύλη, 1981. Σελ. 333.
Η ΔΥΣΚΟΛΗ καί κάποτε βασανιστική πορεία τής γυναίκας μέσα άπό τά ταμπού, τό μυστήριο, τό ψέμα, τήν προκατάληψη περιγράφεται κι άναλύεται άπό τήν Άρμάντα Γκουιντούτσι στό βι βλίο της «Τό μήλο καί τό φίδι». Οί κάποτε τραυματικές έμπειρίες τής έφηβείας, τού έρωτα, τής έγκυμοσύνης καί τής γέννας, όπως μιά γυναίκα σύγχρονη τίς έζησε, γίνονται άφορμή γιά μιά ενδιαφέρουσα άφήγηση άλλά καί γιά μιά άναδρομή σ’ άλλες ιστορικές φάσεις καί άλλους λαούς. Μά ή συγγραφέας δέ σταματά έκεϊ. Προσ παθεί νά βρει τά βαθύτερα αίτια τών μύθων πού περιέβαλλαν τή γυναίκα καί τίς λειτουργίες της, αιώνες τώρα, σέ τόσους καί τόσους πολιτισμούς, κάνει παραλληλισμούς άνάμεσα στίς θρησκείες καί τίς κοσμοθεωρίες πού επηρέασαν ή βρίσκει διαφορές καί προχωρώντας ως τήν έποχή μας άναζητεϊ μιά εξήγηση γιά τήν άπομόνωση τών φύλων σήμερα, μέσα άπό τό δρόμο τής γυναι κείας άπελευθέρωσης, παίρνοντας άφορμή άπό τήν δλο καί περισσότερο συχνή επιλογή τής μονα χικής μητρότητας. Ό μύθος πού συνδέθηκε μέ τή γυναικεία μήτρα καί τήν τιμωρία στά πολύ μακρινά βάθη τής άνθρώπινης ιστορίας καί πού επηρεάζει άκόμα -ή τουλάχιστο έπηρέαζε αισθητά έδώ καί λίγα χρό νια- άναλύεται άπό τή συγγραφέα, πού κάνει μιά προσπάθεια νά καταλάβει τήν ουσιαστική φύση τών φύλων, δέσμιων καί τών δύο στίς προκατα λήψεις. Ή Άρμάντα Γκουιντούτσι άσχολήθηκε συχνά μέ τά «γυναικεία προβλήματα» άλλά πάντα έχον τας μιά άντικειμενική καί μετριοπαθή άντιμετώπιση -σπάνια όμολογουμένως- πού τήν άπομακρύνει άπό τόν άκραϊο καί φανατικό φεμινισμό πού έδώ καί λίγο καιρό άρχίζει νά ξεπερνιέται.
Μέ σωστό προβληματισμό άναζητεϊ τήν άνθρώπινη ευτυχία στήν υπέρβαση τών μύθων, έτσι ώστε καί τά δυό φύλα ν’ άνακαλύψουν τό πραγματικό τους πρόσωπο καί τόν πραγματικό τους προορι σμό. ' Ε. Κ.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ
Ή θεωρία τής άργόσχολης τάξης THORSTEIN VEBLEN: Ή θεωρία τής άργό σχολης τάξης. Μετ. Γιώργου Νταλιάνη. ’Αθήνα, Κάλβος, 1982. Σελ. 366.
«Η ΘΕΩΡΙΑ τής άργόσχολης τάξης», τό πρώτο καί τό πιό γνωστό έργο τοϋ Θορστάιν Βέμπλεν, άμφισβητεί τά πρότυπα συμπεριφοράς τοϋ άνθρώπου καί μέ καταλυτική σάτιρα ξεσκεπάζει τήν κενότητα τοϋ γούστου, τής έκπαίδευσης, τόϋ ντυ σίματος καί τής κουλτούρας. Σύμφωνα μέ τόν Βέμπλεν, ή άργόσχολη τάξη καθορίζει τά πρότυπα πού άκολουθοΰνται άπό κάθε τάξη στήν κοινωνία. Τό διακριτικό έμβλημα γιά τή συμμετοχή στήν άργόσχολη τάξη είναι ή άπαλλαγή άπό τόν παραγωγικό μόχθο καί τό ση μάδι τής επιτυχίας είναι ή «περίοπτη κατανάλω ση», δρος πού- έπινοήθηκε άπό τόν Βέμπλεν γιά τίς δαπάνες πού γίνονται γιά χάρη γοήτρου. Ή κοινωνική κριτική πού άσκεί δ Βέμπλεν εί ναι ένδιαφέρουσα καί επίκαιρη δσο ποτέ. Ό στό χος του -ή κενότητα τής καπιταλιστικής φιλοσο φίας- είναι στόχος κάθε ριζοσπαστικής κι έπαναστατικής σκέψης. Τό ξεσκέπασμα τής κλοπής τοϋ πλούτου καί τής περίοπτης κατανάλωσης στήν όποια έπιδίδονται οί σφετεριστές είναι ιδιαίτερα έγκυρο γιά τήν «κοινωνία τής άφθονίας». Όπως γράφει στόν πρόλογο τοϋ βιβλίου δ C. Wright Mills, ό Θ. Βέμπλεν είναι περισσότερο ιστορικός παρά κοινωνικός έπιστήμονας. Ή 91
«θεωρία τής άργόσχολης τάξης» είναι θεμελιώδες άνάγνωσμα γιά κάθε μελετητή τής ιστορίας, τής πολιτικής, τής κοινωνιολογίας καί τής ψυχολο γίας, γιά κάθε άνοιχτόμυαλο άνθρωπο. Γ. Μ.
Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ
Ή θεωρία τού Μάρξ γιά την άλλοτρίωση I. ΜΕΣΑΡΟΣ: Ή θεωρία τον Μάρξ γιά την άλ λοτρίωση. Μετ. 'Ελένης Κωναταντέλον. θεώρη ση μετάφρασης Γιάννη Κρητικόν. ’Αθήνα, Ράππας. Σελ. 365.
ΠΑΡΑ πολλές συζητήσεις γιά τό μαρξισμό, σήμε ρα, στέφονται γύρω άπό τά προβλήματα τής άλλοτρίωσης. Ό συγγραφέας δείχνει πώς ή έννοια τής άλλοτρίωσης ήταν θεμελιακή στήν όλη άνάπτυξη άπό τό Μάρξ μιας κριτικής τής κοινωνίας, άπό τά πρώτα χειρόγραφα ώς τό «Κεφάλαιο», καί άποκρούει τήν άποψη πώς υπάρχει ένας φι λοσοφικά προσανατολισμένος «νεαρός Μάρξ» καί ένας «ώριμος Μάρξ» πού ένδιαφέρεται γιά τόν «οικονομικό ντετερμινισμό». Ή σημασία τής μαρξιστικής θεωρίας τής άλλοτρίωσης κρίνεται μέσα στις ίδιες προοπτικές στήν έξέλιξη καί τήν ιστορική επίδραση τού έργου τοϋ Μάρξ στό σύνο λό του. Ό Δρ. Μεσάρος δείχνει στή μελέτη του αύτή τήν ίδια διεισδυτική ικανότητα στόχασης μέ τόν παλιό του δάσκαλο Georg Lucres. Τό ιστορι κό ύλικό, άπό ένα πλατύ φάσμα έμπειριών στούς τομείς τής φιλοσοφίας καί τής οικονομικής καθώς καί τής κοινωνιολογίας καί τής λογοτεχνίας, ένσωματώνεται στό πλαίσιο μιας συστηματικής δο μικής καί έννοιολογικής άνάλυσης τών πολύπλο κων προβλημάτων πού εξετάζονται. Γραμμένο καταρχήν μέ σκοπό νά ικανοποιήσει τήν άνάγκη τών μελετητών γιά μιάν ολόπλευρη διερεύνηση τοϋ θέματος, τό βιβλίο αύτό, μέ τήν έμφαση πού δίνει στήν πρακτική σημασία τής άλ λοτρίωσης στόν 20ό αιώνα, άποτελεϊ άπαραίτητο άνάγνωσμα γιά όσους ένδιαφέρονται γιά τήν άνάπτυξη τής σοσιαλιστικής θεωρίας. Γ. Μ.
Ο ΙΚ Ο Λ Ο Γ ΙΑ
Οικολογία, μόλυνση καί ρύπανση τού περιβάλλοντος ΠΕΤΡΟΥ Γ. ΒΟΤΣΗ: ΟΙκολογία, μόλννση καί ρύπανση τον περιβάλλοντος. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1981. Σελ. 223.
«ΑΝ μπορούσα κι άν μέ πίστευαν καί άν δέν χρειαζόντουσαν άποδείξεις, λίγα λόγια μου έφτα ναν.» Βρίσκω στά λόγια αυτά τοϋ Πέτρου Βότση, φυσιογνώστη, τήν έκφραση τής άνατριχιαστικής έλλειψης έπικοινωνίας τοϋ καιρού μας. Γιατί αύ τή ή κατάθεση, αύτή ή μαρτυρία άφορά, πρώτον, ειδικούς οί όποιοι δέν πείθουν άλλά άσκοϋν έπάγγελμα. Δεύτερον, τόν πολύ κόσμο πού γυρί ζει κουμπί, ή άλλάζει κανάλι, μιά καί άναζητά μέ άγωνία τόν τρόπο νά διασκεδάσει τήν πλήξη τών δυό ή τριών ώρών έλεύθερου χρόνου. Μοιάζει μέ μιά κατηγορηματική προσταγή καί παράδοση όπλων. Πρέπει ν’ άρχίσουμε άπό τήν άρχή; Ναί, καμιά έλίτ δέν θά μάς σώσει. Τό οικολογικό πρό βλημα ή θά ’ναι ό άκρογωνιαΐος λίθος γιά τή ριζι κή άλλαγή τού πολιτισμού μας, ή θά ’ναι μιά διασκεδαστική διεκδίκηση, δηλαδή τίποτα. Βρισκό μαστε στό μηδέν. Στό μηδέν τής έπικοινωνίας καί τής γνώσης τού προβλήματος. Ή μαζική συμπερι φορά τών πιό προηγμένων λαών δείχνει ότι, άν δέ φάς στά μούτρα τήν καταστροφή τουλάχιστον γιά μιά δεκαετία, δέν κινείσαι. Καί στή χώρα μας τό πρόβλημα εντοπίζεται κυρίαρχα στήν ’Αθήνα, κι έκεϊ μόνο ή μαζική παράκρουση μπορεί ίσως νά δημιουργήσει κάποίο κυμάτισμά. Γίναμε ΰπέδαφος, άπολιθώματα σωστά, εμείς νά κατοικούμε μαζί μ’ άέρια έγκλωβισμέγα σ’ ένα σωστό σκουπι δότοπο. Έτσι γίνονται προφητικά τά λόγια τού άρχηγού τών ’Ινδιάνων Σιάτλ πρός τό Φραγκλίνο Πήρς, τόν 14ο πρόεδρο τών ΗΠΑ (1853-1857): «'Η όψη πού παρουσιάζουν οί πολιτείες σας κά νει κακό στά μάτια τού ερυθρόδερμου». ’Έβλεπε έτσι τή μελλοντική καταστροφή τής οίκόσφαιρας τού συναισθηματικού μας κόσμου, πού γιά τόν πολιτισμό τών ’Ινδιάνων υπήρξε άκαριαία. ’Ανή κουν κι αύτοί στά θηράματα τού τεχνολογικού κλπ. κυνηγιού. Σημαντική λοιπόν ή εκλαϊκευμένη παρουσίαση τού θέματος τής μόλυνσης, γιατί άπευθύνεται στό πλατύ κοινό, καί ιδιαίτερα μέ μιά σφαιρική άντίληψη, άποτέλεσμα χρόνιας δουλειάς τού Π. Γ. Κ. Κ.
Γρ α φ τ είτ ε συνδρομητές στό “ Δ ια β ά ζ ω ” 92
Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η
Τό άσκήσιμο νοητικά καθυστερημένο παιδί ΛΟΥΚΙΑΣ Π1ΣΤΙΚΙΔΟΥ-ΔΡΟΣΟΥ: Τό άσκήσι μο νοητικά καθυστερημένο παιδί. ’Αθήνα, 'Εταιρεία 'Ελληνικών ’Εκδόσεων, 1982. Σελ. 255.
ΤΟ βιβλίο αυτό άποτελεΐται άπό δύο κύρια μέρη. Τό πρώτο μέρος άναφέρεται στά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τού άσκήσιμου νοητικά καθυστερη μένου παιδιού -τού παιδιού πού στήν κλίμακα τής νοητικής καθυστέρησης τοποθετείται αρκετά χαμηλά- στίς εξελικτικές του δυνατότητες, τόν τρόπο προσέγγισης καί τίς μεθόδους άντιμετώπισης καί άγωγής του στό σπίτι καί στό ειδικό σχο λείο. Περιλαμβάνει επίσης καί τόν τρόπο όργάνωσης καί λειτουργίας τού ειδικού σχολείου άσκησίμων, καθώς καί άναλυτικά καί ώρολόγια προγράμματα, προεπαγγελματικά έργαστήρια, συνεργασία μέ γονείς καί άλλα. Τό δεύτερο μέρος άναφέρεται στίς εμπειρίες καί τόν τρόπο έργασίας στό Στουπάθειο, τό πρώ το στην Ελλάδα ειδικό σχολείο γιά άσκήσιμα νοητικά καθυστερημένα παιδιά. Ή συγγραφέας Λουκία Πιστικίδου-Δρόσου με ταφέρει στό βιβλίο της τό καταστάλαγμα μιάς συμπυκνωμένης πείρας δεκαετιών. Πρωτοήρθε σέ επαφή μέ καθυστερημένα καί προβληματικά παι διά τό 1935-36 ώς δασκάλα σέ μικρό χωριό τής Ξάνθης. Τό 1937 μετατέθηκε στό Πρότυπο Ειδικό Σχολείο ’Αθηνών καί μεταπολεμικά άσχολήθηκε μέ πολλές άτομικές περιπτώσεις παιδιών μέ νοητική καθυστέρηση καί ψυχολογικά προβλήματα. Στό κέντρο θεραπευτικής παιδαγωγικής «Τό Στουπάθειον» εργάστηκε άπό την έναρξη τής λει τουργίας του τό 1962, καί άπό τό 1967-68, ώς τό 1978 πού άποχώρησε άπό την υπηρεσία, ώς διευ θύντριά του. Γ. Μ.
Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Oi δώδεκα μήνες ΑΛΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ-ΝΕΣΤΟΡΟΣ: ΟΙ δώδε κα μήνες. Τά λαογραφικά. ’Αθήνα- Θεσσαλο νίκη, Παιδεία, 1982. Σελ. 157.
ΤΟ έργο «Οί δώδεκα μήνες - Τά λαογραφικά»
Σχέδιο τον Χρόνη Μπότσογλον γιά τό βιβλίο «Οί δώδεκα μήνες»
συγκεντρώνει τά κείμενα δώδεκα ραδιοφωνικών έκπομπών πού παρουσίασε ή ”Αλκη ΚυριακίδουΝέστορος γιά ένα χρόνο άπό τό Πρώτο Πρόγραμ μα. Τά έθιμα πού αιώνες τώρα γίνονται τίς ίδιες μέρες κάθε μήνα καί πού γιά μάς είναι άνεξήγητα, ή τουλάχιστον ή άρχική τους αιτία μάς είναι σκοτεινή, εξηγούνται μέ τη σειρά πού γίνονται μέσα στό χρόνο. Βέβαια δέ χρειάζεται νά μιλήσω γιά τό ένδιαφέρον πού παρουσιάζει ή έρμηνεία αύτών τών πράξεων γιά μάς τούς άνθρώπους τών πόλεων πόύ τόσο έχουμε άπομακρυνθεϊ κι άπό τά ίδια τά έθιμα άλλά κι άπό τήν παραγωγική ζωή. Ή σχέση άνάμεσα στην κάθε εποχή τού χρόνου, τήν παραγωγή καί τίς διάφορες κοσμοθεωρίες πού γιορτάζεται κάθε φορά μέ τελετουργικό τρό πο στίς γεωργικές-κτηνοτροφικές κοινωνίες άναλύεται καί ρίχνει φώς σέ ρίζες εθιμοτυπικών πρά ξεων πού έν μέρει κάνουμε κι έμείς χωρίς δμως μεγάλη συνείδηση τής σημασίας τους. Ή ”Αλκη Κυριακίδου-Νέστορος, καθηγήτρια τής λαογραφίας στή Φιλοσοφική Σχολή τού Πα νεπιστημίου τής Θεσσαλονίκης, μέ λαμπρές σπου δές καί πολλά δημοσιεύματα στό ένεργητικό της, σκύβει δπως πάντα μέ άγάπη στίς ρίζες μας καί μέ γλώσσα άπλή κι ευχάριστη γράφει ιστορικά στοιχεία, παραδόσεις, λαϊκά παραμύθια, κάλαν τα, τραγούδια, παροιμίες. Μαζί μέ τούς συνεργάτες της -Βασίλη Άποστολόπουλο, Κλειώ Γκουγκουλή, Βικτωρία Νική 93
τα, τήν Τζένη Χαραλαμπίδου που έκανε τήν επι μέλεια τού κειμένου, τό Χράνη Μπότσογλου πού έκανε τίς ζωγραφιές καί τό Σωτήρη Ζερβόπουλο πού είχε τήν καλλιτεχνική έπιμέλεια- πέτυχε νά κάνει μιά τόσο ένδιαφέρουσα καί φροντισμένη δουλειά πού θά «μορφώσει» ευχάριστά δλες τίς ήλικίες. Ε. Κ.
Ζ Ω Γ Ρ Α Φ ΙΚ Η
Γ ραψές ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΚΙΡΤΖΗ: Γραφές. Μορφές σέ χρώμα καί σχέδιο. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 104.
ΤΟ ζωγραφικό έργο τού Γ. Βακιρτζή είναι γνω στό κι άγαπητό στό φιλότεχνο κοινό άπό τούς χώ ρους τών εκθετηρίων τής ζωγραφικής τής ’Αθή νας καί τών άλλων μεγάλων άστικών κέντρων, δπου ό δημιουργός στέλνει τά εικαστικά του μη νύματα καί παρουσιάζει τήν έξέλιξη καί τούς σταθμούς τής τέχνης του. Ή τέχνη δμως τού Β. δέ σταμάτησε στίς γκαλερί καί δέν έγινε άπόλαυση μόνο γιά τό περιορι σμένο -γιά τόν τόπο μας- κοινό τών έκθέσεων, άλλά άπλώθηκε σέ πολλούς χώρους, ήρθε σέ έπαφή καί έπηρέασε αισθητικά τό πλατύ κοινό χωρίς νά τήν κυνηγήσει στίς γκαλερί. άλλά ήρθε καί τόν συνάντησε αυτή, δίπλα του, μπροστά του. Πώς; Μά μέσα άπό τίς τόσες έφαρμογές-έκφράσεις της, άλλοτε σάν άφίσα στούς δρόμους διαφημίζοντας παιδικές τροφές, έλληνικές ταινίες, καινούριες μάρκες τσιγάρων, άλλοτε πάλι σάν διαφημιστική καταχώριση σέ περιοδικά καί έφημερίδες, άκόμα καί σάν ίξώφυλλα καί σχέδια σέ βιβλία ή σάν γιγαντοαφίσα σέ προσόψεις κινηματογράφων. Έ τσι μπορούμε νά πούμε δτι ό Β. έχει μπολιάσει τήν αισθητική τού σύγχρονου Έλληνα. Ποιό είναι δμως τό κοινό στοιχείο πού συνδέει τίς μέ διαφορετικές άπαιτήσεις εκφράσεις τού καλλιτέχνη, ποιά ή βάση πού ξεκινάει γιά νά έπικοινωνήσει μέ άλλους άποδέκτες, γιά νά στείλει διαφορετικά μηνύματα κάθε φορά; Σ’ αύτά τά έρωτήματα, νομίζουμε, έρχεται νά μάς άπαντήσει τό λεύκωμά του «Γραφές»· νά μάς άποκαλύψει καλύτερα, γιατί περί άποκαλυπτικοΰ βιβλίου τής τέχνης τού Β. πρόκειται. Γιατί έδώ ό καλλιτέχνης μέ τόλμη καί ειλικρίνεια -άγνωστες σέ πολλούς καλλιτέχνες- μάς όδηγεΐ στό έργαστήρι του καί μάς δείχνει ένα ένα τά θέματά του, τό σχήμα του, τήν κίνησή του, τό χρώμα του, τούς ρυθμούς του καί τούς συνδυασμούς δλων αύτών μεταξύ τους, μέ άλλα λόγια (γιά δποιον φυσικά προσέξει τήν εσωτερική δομή δλου τού έργου 94
Σχέδιο τον Γιώργον Βακιρτζή
του). Έτσι, μπορεί μιά κίνηση τής πινελιάς του μέσα σέ κάποια άπό τίς 90 περίπου εικόνες τού θαυμά σιου βιβλίου του νά σοΰ θυμίσει ένα βλέμμα τού πρωταγωνιστή ή τής πρωταγωνίστριας μιάς γιγαντοαφίσας, δπως πρόλαβε νά χαρακτεί στή μνήμη σου βλέποντάς το βιαστικά μέσα άπό τό τρόλεϋ, μιά μυθολογική μορφή, τό γράμμα ένός έξώφυλλου ή τόν άριθμό σ’ ένα πακέτο τσιγάρα -θά ’πρεπε νά μελετηθεί άπό τούς ειδικούς ή σχέ ση μορφών καί γραμμάτων στό έργο τού Β.-, ένα χρωματιστό ψάρι, τό φορεματάκι τού κοριτσιού σέ άφίσα πού διαφήμιζε παιδικές τροφές. Μέ δσα γράφουμε δέν υποστηρίζουμε δτι τό βι βλίο λειτουργεί επεξηγηματικά μόνο γιά τούς φί λους τής τέχνης τού Β. Καί χωρίς νά ’χεις δεϊ πο τέ δουλειά του, τό βιβλίο λειτουργεί κι άπό μόνο του σάν ένα θαυμάσιο λεύκωμα. Σ’ αυτό βοηθάει ή άρτια εκτύπωση καί ή χρωματική άπόδοση τών έργων. Αύτά βέβαια είναι περιττά νά γράφονται γιά τόν Β., δημιουργό δυό άλλων έξαίρετων άλ μπουμ καί δάσκαλο τού. είδους -άγαπημένο καί διαφωτιστικό γιά δποιον τυχερό έτυχε νά θητεύσει έστω καί γιά λίγο πλάι του.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΑΛΑΝΤΗΣ
Π Ο ΙΗ Σ Η
Μυθολογικές διαδρομές ΕΑΕΝΑΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ: Μυθολογικές διαδρο μές. ‘Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 40.
Η ΣΥΛΛΟΓΗ τής Ε. Πατρικίου περιέχει στοιχεία άρχαϊκών συμβόλων· στό βαθμό πού οί στίχοι περνούν σάν πρωτογενείς μορφές θεοτήτων μη τριαρχικής καταβολής. 'Η μήτρα, σύμβολο ανα γέννησης, έρχεται διαχρονικό στοιχείο ερωτι σμού, κρατώντας στά σπλάχνα της τό άρσενικόθηλυκό στίγμα. Στιχουργικά, άλλες φορές ό στί χος προσφέρει ένα λυρικό τόνο, άπόρροια τής σχέσης μέ τη φύση, άλλοτε διαβαθμίζεται μέσα άπό τίς νευρώσεις-ψυχώσεις πού έπιφέρει ή πόλη καί τά καταναλωτικά άγαθά: Μέ κοιλιά καί φαλάκρα Μέ καπέλο Καί μαύρο κουστούμι Γιά τίς έθνικές έπετείονς Γάζες Χάνζαπλαστ Ξεραμένο αίμα Πνιγμένες κραυγές Πληγών πού άκόμα αίμορραγοϋν έσωτερικά. Καταγράφεται λοιπόν τό βίωμα, ένώ τά όλιγόστιχα ποιήματα άνα-κατασκευάζουν έναν καθο ρισμένο μύθο (Προμηθέας, Ιησούς, Σαπφώ). Οί λέξεις άνασυνθέτονται. Μέσα άπό τόν τεμαχισμό τής καθημερινότητας, τήν άποστέωση, τό θάνατό, τόν έρωτα, τήν αιωνιότητα. Ή επικοινωνία τών δύο φύλων δίνεται σάν άναφορά στό φυσιοκρατικό συμβολισμό, δημιουργώντας μιάν άτμόσφαιρα έντονου αισθησιασμού. Παρ’ δλα αύτά, πολλές φορές ή επιτήδευση τού στίχου καί ό ήχηρός έντυπωσιασμός είναι λόγοι πού άλλοιώνουν σημαν τικά τή γενική εικόνα. Β. Κ.
Γκαρθία Λόρκα», «Προτελευταίος άποχαιρετισμός καί τό ισπανικό όρατόριο»), πού περιέχονται στό βιβλίο προϊδεάζουν μάλλον τόν πεζογράφο Τσίρκα. Δεμένος στενά μέ τόν τόπο γέννησής του, καταγράφει τήν καθημερινότητα, βλέποντάς την περισσότερο σάν άφορμή. Ξένος άπό τόν έλλαδικό χώρο, διαμορφώνει'μιά δίκη του γλώσσα, έντελώς ιδιότυπη. Ό στίχος έχει νά κάνει πε ρισσότερο μέ τό σώμα στό βαθμό πού υπερασπί ζει τήν έξαψη καί τήν έπιθετικότητα. 'Ορισμένα δάνεια τού συμβολισμού σημασκιδοτούν τό σώμα τής ποίησης, δπως ή θάλασσα, τό λιμάνι. Βλέπει τίς λέξεις στήν ύπηρεσία μιας ιδέας, λέξεις πού κουβαλούν τό βάρος Ινός άφηρημένου σχήματοςίδεολογήματος. Θεωρεί τήν ποίηση δχι άπολογητή μόνο τής έποχής άλλά ενεργό στοιχείο στήν κοινωνική άνέλιξη. Δέν άρκεϊ ό πλούτος τής φαν τασίας νά άπομονώνεται ατούς τέσσερις τοίχους, πρέπει νά ξεσπαθώνει πρωτεργάτης τής κοινωνι κής άλλαγής. Αύτό, νομίζω, φαίνεται καθαρά μέ τήν «’Απάντηση στόν Έντγκαρ Πόε». Ή κατά φαση τού Λόρκα δέν όριοθετείται μέ μιά διάθεση συμπόνιας, πράγμα πού θά άπομόνωνε τό άτομικό άπό τό συλλογικό στοιχείο, άλλά διαμορφώνει τό σύμβολο-ποιητή-έθνικό ηρώα. Ή περιπλάνηση σέ ευρωπαϊκές πόλεις τού άποφέρει έντονα τό αί σθημα τής φθοράς καί τής παρακμής. Ή ποίηση δέν είναι μετάθεση ύπαρξιακών στε νά προβλημάτων πού θά συγκροτούσαν έναν κλειστό, περιορισμένο χώρο· είναι τραγούδι. Πρέπει νά μπει στό στόμα κάθε άνθρώπου -π α νανθρώπινο καθώς είναι- γιά νά γίνει δπλο, λά βαρο, αγώνας. Β. Κ.
Π Ο ΙΗ Σ Η
Οί ποιητές τής Θεσσαλονίκης ΟΙ ποιητές τής Θεσσαλονίκης: Είσαγωγήάνθολόγηση: Νίκος Καρατξάς. Θεσσαλονίκη, ’Επιλογή, 1981. Σελ. 165.
Π Ο ΙΗ Σ Η
Τά ποιήματα ΣΤΡΑΤΗ ΤΣΙΡΚΑ: Τά ποιήματα. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1981. Σελ. 124.
ΟΙ ΤΕΣΣΕΡΙΣ συλλογές («Φελάχοι», «Τό λυρικό ταξίδι», «Γιά τήν Ισπανία καί τόν Φεντερίκο
ΣΥΝΗΘΩΣ μιά προσπάθεια άνθολόγησης ποιη τών συγκεκριμένου χώρου, καί μάλιστα τόσο μακράς διάρκειας (50 χρόνων), παρουσιάζει έγγενεϊς δυσκολίες πού εντοπίζονται τόσο θεματικά δσο κι εκφραστικά. Έτσι θά μπορούσε ό Ν. Καρατζάς νά ξεπεράσει τή δυσκολία, άν ή άνθολογία του κατέγραφε κάποια ανάλογη διάταξηπαράθεση, ώστε ό άναγνώστης νά είχε περισσότε ρο μιά τεκμηριωμένη εικόνα παρά ένα άπλό ποιη τικό χρονοδιάγραμμα· γεγονός πού μαρτυρεί άκόμα καί τό ίδιο τό εισαγωγικό σημείωμα, πού 95
περιέχει περισσότερο βιογραφικές παρά θεωρητι κές άποτιμήσεις. 'Ωστόσο ή άνθολογία παραμένει ένα ερέθισμα -έστω καί μ’ αυτή τή μορφή- γιά τήν προσέγγιση τής ποιητικής φυσιογνωμίας τής Θεσσαλονίκης. ”Αν ό χώρος καθορίζει τήν ποιητική ούσία, ή Θεσσαλονίκη στάθηκε ή μήτρα. Εσωτερικότητα πού άναδύεται μέ έντονα τά χαρακτηριστικά γνω ρίσματα τοϋ επαρχιακού κλίματος. Ή ποιητική πράξη είναι άμεσα συνδεδεμένη μέ τίς λειτουρ γίες, τίς συναλλαγές, συνιστώντας μιά φυσιογνω μία πού δόκιμα συμπορεύεται μέ τόν τρόπο ζωής. Έ τσι τό κίνημα τοϋ υπερρεαλισμού, δπως καί στόν ύπόλοιπο έλλαδικό χώρο, Αφομοιώθηκε κα τά βάση αισθητικά, ή τουλάχιστον χρησιμοποιή θηκε κυρίως στούς νεότερους. ’Από τήν άλλη ό Καβάφης έν μέρει στάθηκε πρότυπο γιά τήν ατμόσφαιρα πού εκπέμπουν, οί ποιητές μετά τό 1950.
Ή έμμονή τού θανάτου, μέ μιά σύγχρονη αφο σίωση στά καθημερινά πράγματα, συνιστούν δύο Αντιθετικά στοιχεία, δίνοντας τό ένα στό άλλο μιάν άναπνοή. Κάτω άπό τή φθοροποιό έπενέργεια τού χρόνου, Απλώνονται σάν μελάνι ή μελαγ χολία, τό άγχος, τό Αδιέξοδο. 'Υπάρχει δμως ή συνείδησή τους, πού όδηγεϊ όριζόντια καί κάθε ται στήν Απόγνωση, στήν Απελπισία καί στή μό νωση. Τά σώματα ρίχνονται στήν έρωτική πράξη, μεταθέτοντας στά πράγματα τή φθορά. Σώματα πού δέχονται τό κενό, τό σφραγίζουν Αφοπλίζον τας τό μυαλό άπό τήν έκσταση. Διατηρούν έν σπέρματι τήν αυτοκτονία ή όδηγοϋνται στήν αύτοκαταστροφή, δταν πλέον ό λόγος καί τό σώμα Αδυνατούν (περίπτωση Τραϊάνού) νά έπικοινωνήσουν. Εξομολογούνται τή μιζέρια τής καθημε ρινότητας. ’Απολογούνται γιά τήν άνία πού φέρ νει ή Αεί κινούμενη αίσθηση τού θανάτου. Ταυτό χρονα, ό έρωτισμός έλλοχεύει κάτω άπό συννε φιασμένα τοπία, σέ στρώματα έκστρατείας. Φλέ γεται νά διατηρήσει αυτά τά έλάχιστα μόρια τής αιμορραγίας του. Φορές μάλιστα έπιστρέφει Ανα σφαλής, θά ’λεγα, στό δρόμο τής έσωτερικότητας, τών κλειστών δωματίων. Συγχρόνως, μετά τούς ποιητές τής ήττας (Ά ναγνωστάκης, Κύρου, Θασίτης) ή θεματική όροθετεΐται, μέσα άπό Απολογητικούς τόνους, στόν αύτοσαρκασμό, στήν ειρωνεία, στίς καταγραφές τών νέων τρόπων συμπεριφοράς. Τά υποκείμενα τών νέων τώρα ποιητών Αναχωρούν, διαφεύγουν, Ανοίγουν καινούριους όρίζοντες. Ό χώρος στήν ποίησή τους φαίνεται ν’ Ασθμαίνει -Αλκοολική Ακτινογραφία. Μέ κομπιούτερ διαγράφουν τόν τραυματικό παλμό της. Έτσι κάπως πιστοποιεί ται ή καινούρια γενιά. Μέ έλλειπτικό λόγο, δαγ κώνοντας τίς λέξεις κάτω άπό τόν ουρανίσκο. Β. Κ.
96
Π Ο ΙΗ Σ Η
Φύλλα γαλλικής ποίησης Φύλλα γαλλικής ποίησης τοϋ 20ον αιώνα. Μετ. Γιώργον Κ. Καραβασίλη. Αθήνα, Σπηλιώτη, 1981. Σελ. 79.
ΤΟ γαλάζιο βιβλίο μέ τήν «Ποίηση» τοϋ Νταλί στό εξώφυλλο κρύβει μιά έκπληξη: δέν είναι μέ κανένα τρόπο άνθολογία γαλλικής ποίησης, άλλά «ποιήματα πού συγκεντρώθηκαν άπό παρισινά παλιατζίδικα ή μεμονωμένα βιβλία ή πού βρί σκονταν ξεχασμένα στά δικά μας βιβλιοπωλεία». Τήν έπιλογή καί τή μετάφραση έκανε ό Γ. Καραβασίλης, πού, ποιητής κι ό ίδιος, είχε τήν πρω τότυπη ιδέα νά κινηθεί μέ γνώμονα τήν έκλεκτική του συγγένεια μέ τόν κάθε ποιητή, χωρίς αύτό νά τόν έμποδίζει νά παραθέτει καί ποιητές γιά τούς όποιους δέν αισθάνεται καμιά έλξη, άλλά πού βρίσκει μερικές στιγμές τους «έστω καί Αρνητικά γοητευτικές». Έτσι, ξεκινώντας άπ’ τόν Άντρέ Σπίρ καί φτάνοντας μέχρι τόν Μπορίς Βιάν, περνώντας κι άπ’ τούς πατέρες τού υπερρεαλισμού, Ακολου θούμε τήν πορεία τής γαλλικής ποίησης τά πρώτα πενήντα χρόνια τού αιώνα μας. Κάθε ποιητής συ νοδεύεται άπό μιά σύντομη παρουσίαση τής ζωής καί τού έργου του, κι δπως ό Καραβασίλης μάς προειδοποιεί άπό τόν πρόλογο δτι τά κριτήριά του είναι έντελώς υποκειμενικά καί συναισθημα τικά, τόν παρακολουθούμε μ’ ενδιαφέρον ν’ Αγα πάει καί νά θαυμάζει τόν Συπερβιέιγ καί τόν Σαντράρ ή νά Αντιπαθεί τόν Άπολλιναίρ, χωρίς νά ξεφεύγει ωστόσο άπό κάποια ρομαντική Αντί ληψη ταύτισης τής προσωπικότητας τού κάθε ποιητή μέ τό έργο του. Κ. Λ.
Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
’Ισπανία, tierra del sol ΕΡΣΗΣ ΛΑΓΚΕ: 'Ισπανία, tierra del sol. 'Αθή να, Γνώση, 1981. Σελ. 56.
Η ΙΣΠΑΝΙΑ, δπως τήν είδε μιά ταξιδιώτισσα, κατακαλόκαιρο, τέλος τού ’Ιούλη, καί μέ πολλές ταλαιπωρίες. Ή περιγραφή πού Αρχίζει καί τε λειώνει στό Αεροδρόμιο, «δπου κανείς δέ μιλά Αλλη γλώσσα», δοσμένη μέ ρεαλισμό άλλά καί μιά διάθεση ποιητική, ευδιάκριτη στήν έκφραση, περνάει άπό τίς κυριότερες πόλεις τής τουριστι κής ’Ισπανίας: Μαδρίτη, Τολέδο, Κόρδοβα, Σε
βίλλη, Μάλαγα, Γρανάδα. Αυτό τό διπλό παιχνί δι δμως άνάμεσα στην ταξιδιωτική περιγραφή καί τήν ποίηση εκδικείται κάποτε. Δίνοντας ή κ. Λάγκε πληροφορίες γιά γεγονότα καί πραγματι κές καταστάσεις με τρόπο ποιητικό καί κάποτε άόριστο, άφαιρεϊ καί άπό τήν ποίηση καί άπό τήν πληροφόρηση. ’Αντίθετα στις σελ. 21, 24, 35, γιά παράδειγμα, άλλά καί άλλού, όπου περιορίζεται στό έλάχιστο ό ποιητικός οίστρος, ή περιγραφή κυριαρχεί δυνατή. Ή γλώσσα ρέει όμαλά σέ σύνολο. Διατηρώ μιάν έπιφύλαξη γιά κάποιες γλωσσοπλαστικές άκρότητες τής κ. Λάγκε (τά ράγια πού κυλάν τίς βαλίτσες, καλντερίμινο αίμα, χακιχρωμάτινα άψητα, άντανακλιέται, έξωνερένια ούρά κ.ά.). Μέ άφορμή τό βιβλίο καί μέ άναπόφευκτη τή συνειρμική σχέση Ίσπανία-Καζαντζάκης, Sol y Sombra-Ούράνης, μέ άπασχόλησε τό πρόβλημα τής άναγκαιότητας σήμερα μιάς ταξιδιωτικής πε ριγραφής. Κάποτε, οί ταξιδιωτικές έντυπώσεις βλάστησαν σάν αύτόνομο λογοτεχνικό είδος (καί ή Ελλάδα έχει νά έπιδείξει άξιόλογους τεχνίτες) γιατί τό άπαιτοΰσαν οί έποχές καί οί συνθήκες έπικοινωνίας. Τά ταξίδια δέν ήταν εύκολη υπόθε ση καί κάθε μαρτυρία ήταν πολύτιμη. Σήμερα δμως, μέ τόν τόσο έσωτερικό καί εξωτερικό του ρισμό, πιστεύω δτι χάθηκε ένα μεγάλο μέρος άπό τή μαγεία καί τήν άνάγκη γραφής τους, χωρίς αύτό βέβαια νά νομιμοποιεί τή σιωπή.
χέει τήν επόμενη ή προηγούμενη ζωή του μέ τή γέννηση, έτσι πού κάποια στιγμή ή αίθουσα τοκε τών γίνεται άνακριτικό γραφείο καί κουβαλάει μέσα της σπερματικά μελλούμενες πολιτικές έμπειρίες. 2. Τά παιδικά του χρόνια μέσα στήν Κατοχή καί ή πτώση τού χιτλερισμού, πού θά τήν πετύχει ή προσωπική παρέμβαση τού ηρώα (σελ. 29-49). Καί έδώ υπάρχει ένα άνακάτεμα έποχών καί γε γονότων. Σκόπιμα συμφύρονται τό όνειρο μέ τήν πραγματικότητα καί τόν έφιάλτη. Οί πεθαμένοι κινούνται καί έκδηλώνονται άνάμεσα στούς ζων τανούς. Ή πείνα καί ό έρωτας, ό θάνατος καί ή άπελευθέρωση συμπορεύονται καί σφραγίζουν μιά ζωή, πολλές ζωές. 3. Μιά σειρά άπό θαύματα πού παράγει ό ίδιος, ένεργώντας σάν θεός (σελ. 50-88). Ά νασταίνει νεκρούς, άγαπημένόυς. Τό πιό ώραίο, κα τά τή γνώμη μου, τμήμα τού βιβλίου βρίσκεται στις σελίδες 50-59. ’Εκεί κινείται άνετα άνάμεσα στό όνειρο καί τή μέθη (υπογραμμισμένα άπό τή συνεχή άναφορά τού κονιάκ καί τό σμίξιμο πραγματικών-όνειρικών καταστάσεων), τόν έρωτα καί τό θάνατο. Μπαίνει στή συνέχεια στόν παρελθόν τα χρόνο καί μιλάει μέ τόν Τιβέριο. Πιό κάτω άναπλάθει μέ γοητεία άποστραγγισμένες πιά ζωές. Κατασκευάζει μέ τή φαντασία του τόν υπο θετικό γάμο μιάς γεροντοκόρης πρίν άπό 60 τόσα χρόνια, κάνοντας τό χρόνο νά κυλάει πρός τά πί σω, δπως πρό Χριστού. Ό λ οι σχεδόν οί καλεσμέ Μ. Σ. νοι έχουν πεθάνει άπό καιρό. Ζώα καί φαγητά καί εξαφανισμένοι γέροι δίνουν καί παίρνουν στό κομμάτι αυτό. Κατασκευάζει άνοίξεις γιά ν’ άντέξει τό χειμώνα. Δουλεύει έτσι άπό μηχανισμό άμυνας: «... ώρες ώρες άπόρούσα άν είμαι αύτός Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ πού είμαι ή μήπως όλόκληρη ή ζωή μου καί τά έργα μου δέν είναι παρά προϊόντα μιάς φαντα σίας άπελπισμένου άνθρώπου πού προσπαθεί νά ξεφύγει άπό μιά άπαράδεκτη πραγματικότητα» λέει στή σελ. 62. 4. Ή πρόβλεψη τής γεροντικής άνοιας (σελ. 89112), πού θά κλείσει τή ζωή του. Τή βλέπει στόν μέλλοντα χρόνο καί τήν κινεί μέ παραισθήσεις ΠΕΤΡΟΥ ΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ: Σημεία καί τέρα καί υπόλοιπα άναμνήσεων. Τραυματικές έμπειτα. Κέδρος, 1981. Σελ. 112. ρίες, μέ πρώτη θέση στό σχολείο. Εφιάλτες καί ΚΑΙ μέ τό καινούριο του μυθιστόρημα «Σημεία μνήμες άπό τή μαθητική ζωή καί στιγμές άπό τό καί τέρατα» ό Π.Α. συνεχίζει τό μύθο τού θαυμα στρατό. Καί κάθε λίγο ή άναφορά σάν έπωδού, τοποιού καί τού σούπερμαν. Τής άχαλίνωτης κάποιου «δοσίλογου ένοικιαστή», κάποιου δοσίφαντασίας καί τής γνωστής πραγματικότητας. λογου... ’Απολογία καί άπολογισμός γιά τά γρα Τής «προσωπικής άποκάλυψης» καί τής προφητι φτά του γενικά καί ειδικά γιά τό συγκεκριμένο κής μελλοντολογίας. Εξακολουθεί νά αύτοβιομυθιστόρημα-σενάριο (σελ. 92 καί 110). «’Αλλά γραφείται, δπως καί σέ άλλα έργα του («Ή γέν αύτό τό σενάριο έγραψα, αύτός είναι ό χαρακτή νηση τού σούπερμαν», «Παραμύθια τού Πέτρου», ρας μου καί πρέπει τώρα νά τονίσουμε τήν ποιό «Προσωπική άποκάλυψη») συμπλέκοντας αδια τητα, τίς λεπτομέρειες τής περιπέτειάς μου.» χώριστα τό πραγματικό μέ τό φανταστικό. ’Από άποψη μορφής ό λόγος του είναι πιό Τά νέα κομμάτια τής ζωής του πού μάς προσ άφαιρετικός άπό άλλοτε. Φράσεις κοφτές, χαρα κτηριστικές περιγραφές, εικόνες ζωντανές καί φέρει είναι: 1. Ή γέννησή του (σελ. 7-28). Γίνεται κάτωχαρακτήρες μέ σαφήνεια διαγραμμένοι, παρά τό άπό παράξενες συνθήκες, σάν θαύμα. Στήν δλη γενικά παράλογο κλίμα. ’Αρκετές άναφορές σέ διαδικασία άπό τή σύλληψη μέχρι τή γέννηση καί κείμενα έκκλησιαστικά, μέ έκφράσεις ένσωματωπρίν άκόμη, συμμετέχει καί ό ίδιος παίζοντας μένες στήν καθημερινή λαϊκή κουβέντα. Κάποιες ρυθμιστικό ρόλο στή ζωή τών γονιών του. Συγ άκρότητες, σέ στιγμές έλευθεροστομίας καί άπο-
Σημεία καί τέρατα
97
δέσμευσης τοϋ υποσυνείδητου, όέν κολλάνε πάν τα. Οί στίχοι άπό τά τραγούδια πού χρησιμοποιεί είναι κάποτε λίγο παραποιημένοι· πιστεύω σκό πιμα, γιά νά δείξει πώς οΐ περισσότεροι Έλληνες σπάνια ξέρουν σωστά τά λόγια κάποιου τραγου διού. "Ενας τόνος υπερβολής, τέλος, πού υποβάλ λεται άπό τη γενικότερη ύφή τού γραφτού καί τό γνώριμο πιά ύφος τού Α. μέ τά ίδια συχνά πρό σωπα. Μ. Σ.
Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Ό νόμος ΡΟΖΕ ΒΑΓΙΑΝ. Ό νόμος. Μετ. Πόλλας Βλά χου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1981. Σελ. 271.
ΤΟ πασίγνωστο μυθιστόρημα τού Ροζέ Βάγιάν « Ό νόμος», πού έγινε καί ταινία μέ σκηνοθέτη τό Ζύλ Ντασσέν, μεταφράστηκε έπιτέλους καί στά έλληνικά -έχει γραφτεί άπό τό 1957. Τήν καλή, λιτή μετάφραση, πού άποδίδει πειστικά τήν άτμόσφαιρα, έκανε ή Πόλλα Βλάχου. Τά πρόσωπα κινούνται στόν ιταλικό Νότο, δπου μόλις λίγα χρόνια πρίν -σήμερα τά πράγμα τα έχουν βελτιωθεί κάπως, άν καί όχι άπόλυταέπιβάλλονταν ακόμα τά φεουδαρχικά κατάλοιπα, ένώ ό «νόμος» κυριαρχεί στή δύσκολη ζωή τών άνθρώπων. Ό άδυσώπητος νόμος τής άπόλυτης έξουσίας τού ισχυρού πάνω στόν άδύνατο, πού ξεκινά άπό τήν οικογένεια κι άσκείται συνήθως -σπάνιες οί εξαιρέσεις- άπό τόν άντρα στή γυναί κα κι άπό τόν πατέρα στά παιδιά κι έπεκτείνεται στίς. υπόλοιπες άνθρώπινες σχέσεις, προσωπικές, επαγγελματικές, πολιτικές. Μέ λίγες άδρές πινελιές ζωγραφίζονται οί άν θρώπινες φιγούρες, τόσοι καί τόσοι χαρακτηρι στικοί τύποι, ό δικαστής, ό Αστυνόμος, ή γυναίκα πού πλήττει στήν άδεια ζωή τής μικρής έπαρχιακής πόλης, ό δειλός καταπιεσμένος νεαρός, ή Λι τά συνθήκην, γεροντοκόρη, μιά πλήρης θλιβερή έπαρχιακή κοινωνία, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα εκτός άπό τά οικονομικά, πού τό κάθε μέλος της έχει εφόδια τήν άμετρη ματαιοδοξία καί τή δίψα γιά έξουσία, γιά νά επιβάλει ό καθένας τό δικό Σκληρό ίσως σάν τόν αμείλικτο ήλιο τού καλο καιριάτικου Νότου, δυνατό καί διαπεραστικό σάν κι αυτόν, αύτό τό μυθιστόρημα έχει πάντα τήν ίδια άπήχηση, μιά κι αυτός ό «νόμος» ισχύει πάντα στίς άνθρώπινες σχέσεις, άκόμα κι άν τά εξωτερικά σχήματα έχουν πιά άλλάξει. Έ . Κ.
98
Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Συναντήσεις μέ αξιοσημείωτους ανθρώπους Γ. I. ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ: ’Όλα καί τά πάντα (δεύτε ρη σειρά). Συναντήσεις μέ άξιοσημείωτους άνθρώπους. Χατξηνικολή. Σελ. 308. Ο ΓΚΟΥΡΤΖΙΕΦ, ’Αρμένιος άπό ρίζες ελληνικές βυζαντινές, έγραψε στά ρωσικά. Τό βιβλίο «Συ ναντήσεις μέ άξιοσημείωτους άνθ’ρώπους», πού δημοσιεύτηκε άπό τούς μαθητές του δέκα χρόνια μετά τό θάνατό του, είναι τό δεύτερο σέ μιά τρί τομη σειρά μέ τόν γενικό τίτλο «"Ολα καί τά πάν τα» (τά άλλα δύο είναι: «Οί ιστορίες τού Βελζεβούλ στόν έγγονό του» καί «'Η ζωή είναι πραγ ματική μόνον δταν “είμαι”»). Πρόκειται γιά μιά αυτοβιογραφία πού προσφέ ρει τό βιωμένο παρελθόν σάν παράδειγμα γιά νά μπορέσει νά σταθεί κανείς άντιμέτωπος στή ζωή. Δένονται έτσι οί ζωές μέ έσωτερικούς λώρους καί άποκτοΰν προσβάσεις σέ μιά ουσιαστικότερη
σφαίρα. Ό Γ. ήταν ό δάσκαλος πού βοηθούσε τούς μαθητές νά βιώσουν έμπειρικά τη γνώση, έχοντας κυρίαρχη ρότα την άνάπτυξη τής συνεί δησης. Στό βιβλίο δίνονται πληροφορίες γιά τά παιδι κά καί τά νεανικά χρόνια τού Γ. καί γιά τίς πρώ τες άναζητήσεις του. Παρουσιάζονται οί άνθρω ποι οί άξιοσημείωτοι πού σφράγισαν τη ζωή του άσκώντας έπιρροή έπάνω του ή μετέχοντας στά δράματά του. Ό πατέρας του στην άρχή καί ό πρώτος του δάσκαλος άρχιμανδρίτης Μπόρς, καί ύστερα μιά σειρά φίλοι, δάσκαλοι, ιερωμένοι, έπιστήμονες διάφοροι, πού συνοδοιπόρησαν μαζί του στή ζωή. Τό ύφος είναι συχνά θυμόσοφο καί τό γραφτό διανθίζεται άπό άνέκδοτα καί παραδείγματα δια λεκτικής θεμελίωσης. Μ. Σ.
Π Ε Ζ Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ
Μολλόυ ΣΑΜΟΥΕΛ ΜΠΕΚΕΤ: Μολλόν. Μετ. 'Αλεξάν δρας Παπαθανασοπούλου. Αθήνα, Κρύσταλλο, 1981. Σελ. 226.
Ο ΜΟΛΛΟΫ, γραμμένος γύρω στά 1950, είναι τό πρώτο μυθιστόρημα μιας τριλογίας τού Σάμουελ Μπέκετ, πού τη συμπληρώνουν τά έργα: « Ό Μαλόν πεθαίνει» καί ό «’Ακατονόμαστος». Την τρι λογία αύτή, στην όποια φαίνεται νά όλοκληρώνεται ή πορεία τού Μπέκετ πρός τόν καθαρό μονό λογο, έχει ιδιαίτερα προσέξει ή κριτική. Τό βιβλίο είναι χωρισμένο σέ δυό μέρη. Τό πρώτο θά ’λεγα πώς είναι ένα προσωπικό ημερο λόγιο τού Μολλόυ μέ σκόρπια καί αλλοπρόσαλλα έπεισόδια, δοσμένα έξαντλητικά λεπτομερειακά, μέ μιά δική του λογική. Συχνά κόβεται τό νήμα τής μνήμης του. Άλλοτε έμπλέκεται. Ό χρόνος, πανταχού παρών, κινείται μέ τρόπο ϊδιάζοντα. Ό Μολλόυ είναι ένα πρόσωπο παράξενο· γέ ρος (ηλικία πολύ πάνω άπό τά φυσιολογικά δρια, άπροσδιόριστη δμως) καί άνάπηρος. Ασχολήθη κε μέ πολλά (άστρονομία, γεωλογία, άνθρωπολογία, ψυχιατρική) καί δέ φαίνεται νά έκανε τίπο τα. Κουβαλάει δλα τά άτομικά μας πλέγματα, ισορροπημένα εντούτοις μέ μιά έξωκοινωνική, άντικοινωνική' άν θέλετε, άπελευθέρωση. Κάτι άνάμεσα καταραμένου-εύλογημένου. Είναι ένας άνθρωπος πού βρίσκεται καθ’ όδόν. Είναι μόνιμα στό δρόμο πρός τή μητέρα του, κι δλο κάποιο έμπόδιο άνακόπτει τό τέρμα. Ή έπιστροφή τού εί ναι άναγκαία- ό εφιάλτης της τόν κυνηγάει. Μιά υπαρξιακή σύγχυση τόν κατέχει. Ζητάει ίσως τίς πηγές του ή μιάν άναδόμηση στίς σχέσεις του. «Κι
άπό μόνος μου άλλωστε, σ’ δλη μου τή ζωή πή γαινα νομίζω στή μάνα μου μέ σκοπό νά άναδομήσω τή σχέση μας πάνω σέ μιά λιγότερο επισφα λή βάση» δηλώνει ό ίδιος. Μέ τή μητέρα του τόν δένει ή γνωστή οιδιπόδεια μίξη. Μιλώντας γιά τίς γυναίκες πού μαζί τους έκανε έρωτα, άλλοτε τίς ταυτίζει μέ τή μάνα του καί άλλοτε άμφιβάλλει γιά τό φύλο τους. 'Υπάρχει σ’ δλο τό έργο διάχυτη ή αίσθηση ένός τέλους. Ά π ό τίς πιό συγκλονιστικές στιγμές ή περιγραφή τών συναντήσεων μέ τή μητέρα του στή σελ. 20 κκ. καί άπό τίς πιό έξωφρενικές εκεί νη πού περιγράφει τά περπατήματα μέ τά σακα τεμένα πόδια του (σελ. 99). Χιούμορ πικρό καί λυρισμός περίεργος, άνάκατα. Μοναξιά καί εγ κατάλειψη. Έ να κενό τεράστιο πού ζητάει νά γε μίσει δπως δπως. 'Υποκατάστατο προσωρινό κά ποτε ή άγάπη σ’ ένα ζώο: «“Ωσπου φτάνει μιά μέ ρα, δπου, μήν άντέχοντας πιά σ’ αύτόν τόν κόσμο πού δέν έχει γιά σένα άγκαλιά, άρπάζεις στή δί κιά σου τό πρώτο κοπρόσκυλο, τό κουβαλάς δσο χρειάζεται γιά νά σ’ άγαπήσει καί νά τ’ άγαπήσεις, καί μετά τό πετάς». Στό δεύτερο μέρος ό Ζάκ Μόραν, ένας περίερ γος πράκτορας, δέχεται έντολή νά άσχοληθεΐ μέ τήν υπόθεση Μολλόυ. Παίρνει τό γιό του καί ξε κινάει. Τό ζευγάρι Μόραν-γιός βρίσκει τό άντίστοιχό του στό ζευγάρι Μολλόυ-μάνα. Άφηγείται δλη τήν πορεία τους μέχρι τή χώρα τού Μολ λόυ, Μπάλλυ, άναβάλλοντας πάντα γιά άργότερα τίς επεξηγήσεις. 'Ο Μολλόυ παρουσιάζεται μέσα άπό μιά σειρά άντιφάσεις σάν ένα φάντασμα τής σκέψης πολυδιάστατο (σελ. 146). Ταυτίζεται ή συγχέεται τό πρόσωπο τού Μολλόυ μέ τό πρόσω πο τού πράκτορα Ζάκ Μόραν, μέ τόν καθένα μας ίσως. Στην άφήγηση-μονόλογο ό Μόραν κάνει συχνές παρεκβάσεις καί ξαναδένει τό νήμα περιπλέοντας δμως πάντα τό κεντρικό του θέμα. Άλλοτε ξεκι νάει καινούριες ιστορίες πού τίς άφήνει μετέω ρες. Ό Μόραν, τέλος, έγκαταλειμμένος άπό τό γιό του καί διαγραμμένος άπό τό γραφείο του, γυρίζει έξαθλιωμένος στό σπίτι του καί έτοιμάζει μιά άναφορά. “Ενας κόσμος ξοφλημένος. Αλήθειες πολλές περνάνε, άλλοτε σάν άποφθέγματα καί άλλοτε σάν κατάληξη κάποιας σκέψης. Ό Μπέκετ κι νείται μέ άνεση στά δρια τού παράλογου, πού συ χνά τά υπερβαίνει σπάζοντας τελείως τίς κλασι κές φόρμες. 'Υφαίνει στά έργα του τό παράλογο τής άνθρώπινης μοίρας. “Εχει πάντα δυό έκδοχές γιά τά πράγματα, ή διάζευξη κυριαρχεί στίς άπαντήσεις ή τίς λύσεις του. Τό φαρμακερό χιού μορ καί ή ειρωνεία δουλεύονται μέ μαστοριά στά χέρια του. "Οπως ό ίδιος δήλωσε κάποτε, ψάχνει έκεϊ πού οί άλλοι άρνήθηκαν ή δέν ξέρανε: «Δου λεύω μέ τήν άνημποριά, τήν άγνοια. Δέ νομίζω πώς ή άγνοια άξιοποιήθηκε στό παρελθόν... Ή μικρή εξερεύνησή μου άφορά τό χώρο έκείνο τής ύπαρξης πού παραμερίστηκε πάντα άπό τούς καλλιτέχνες σάν κάτι τό άχρηστο, σάν κάτι τό εξ όρισμού άσυιιβίβαστο μέ τήν τέχνη». Καί άλλού: 99
«Δεν είμαι διανοούμενος· είμαι μονάχα μιά εύαισθησία. Συνέλαβα τόν Μολλόυ καί τούς άλλους τή μέρα πού αυνειδητοποίησά την ήλιθιότητά μου». Μ. Σ.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
Ό Montaigne καί τό δοκίμιο ΘΑΝΑΣΗ ΝΑΚΑ: Ό Montaigne χαί τό δοκίμιο. Αθήνα, Κάλβος, 1981. Σελ. 246.
ΠΡΙΝ 400 χρόνια περίπου (1580) έβλεπαν τήν· κυ κλοφορία στήν Γαλλία τά Essais τού Μόνταίνίου. Σήμερα, ό Θ. Νάκας μέ σπάνια ευαισθησία, πού, άν,μή τι άλλο, δείχνει μιάν άγάπη γιά τόν Μ., δέν κάνει άφορισμούς, τρόπος μάλλον στείρος, άλλά προσπαθεί νά κατανοήσει τά Essais σφαιρικά, διορατικά θά ’λεγα. "Οπως λέει στόν πρόλογο, δέν τόν ενδιαφέρει μιά ειδική σκοπιά τοϋ έργου, ούτε μιά συνολική εικόνα του. Ή πρώτη θά κιν δύνευε νά χαρακτηριστεί δόγμα, πού θά έφτανε στήν απόρριψη ή στήν παραδοχή· ή άλλη θά χώλαινε γιατί θά έκτυλισσόταν μάλλον σάν εσωτερι κό χρονοδιάγραμμα τών Essais. Γεννιέται στόν πύργο τοϋ Montaigne (1533) ό μικρός Μισέλ πού, έγκαταλείποντας άργότερα τό πατρωνυμικό Eyquem, θά πάρει τό όνομα Mon taigne. Μαθαίνει άπταιστα τά λατινικά. Γράφεται στό κολέγιο τής Γκυγιέν, στό Μπορντώ. Παρακο λουθεί μαθήματα δικαίου στήν Τουλούζη καί τελέι οποιείτήνέκπαίδευσήτουστό Παρίσι. Γίνεται μέ λος τοϋ κοινοβουλίου τοϋ Μπορντώ, όπου θά γνωριστεί μέ τό La-Boetie· μεταξύ τους θά άναπτυχθεϊ μιά δυνατή φιλία. Ίσως ή φιλία τών δύο άνδρών νά στάθηκε κα θοριστική γιά τή συγγραφή τών Essais. Μετά τό θάνατο τόύ La-Boetie έγκαταλείπει τό κοινοβού λιο γιά νά έπιδοθεΐ ολόψυχα στή μελέτη (1571). Ή μήπως σέ μιά κυκλοθυμική διάθεση, στήν ιδιαιτερότητα τής' εκπαίδευσης, οτήν εσωστρέ φειά του; ’Αναμφισβήτητα, σπάνια έφτασαν άν τρες σέ τέτοιο βαθμό φιλίας. "Οταν άποσύρεται άπό τά κοινά, έπιδίδεται στην άνάγνώση κειμέ νων όλων τών μέχρι τότε γνωστών φιλοσόφων, ποιητών, ιστορικών. ’Απέφευγε τά καθαυτό φι λοσοφικά, δείχνοντας σπουδή πολύ περισσότερο γιά τά ήθικοδιδακτικά καί πολιτικά έργα (Σενέκας, Πλούταρχος). ’Εντόπισε έξυπνα τή διάστα ση θεωρητικοΰ-πρακτικοΰ βίου· δέν θεωρούσε τά διαβάσματα σάν τρόπο εξάσκησης τής μνήμης άλ λά τής κρίσης. Τό θέμα είναι γιά τόν Μ. κατά πό σο δημιουργικά άφομοιούμενα θά σταθούν παρα 100
στάτες τής πράξης. Ή έμμονή έναντίον τού σχο λαστικισμού δέν εννοείται σάν έπίθεση στό καθο ρισμένο φιλοσοφικο-θεολογικό σύστημα, άλλά στόν τρόπο απολαβής τής γνώσης. Αίτημά του δέν είναι άπλά ή ούσιαστικοποίήση τής γνώσης, άλλά ή μητρική γλώσσα (γαλλική) σάν γενεσιουρ γός παράγοντας, άπορρίπτοντας τή λατινική, πού κυριαρχούσε στήν έκπαίδευση. Προκαλεϊ θαυμα σμό στόν Μ. ή αντίφαση μέ τόν έαυτό του γιά κά θε τί πού λέει. Ή ένασχόληση μέ τίς «πυρρώνειες υποτυπώσεις» τού Σέξτου τού ’Εμπειρικού τόν έπηρέασε τόσο βαθιά, ώστε πολλοί νά μιλάνε γιά «crise de scepticisme». Πάντως οί αιτίες τού σκε πτικισμού εντοπίζονται, όπως ύποστηρίζει ό ίδιος, στήν ήμιμάθεια καί στό σχολαστικισμό άπό τή μία, καί στό δογματισμό άπό τήν άλλη. Τά άποτελέσματα φάνηκαν σέ έναν έντονο άντιμακιαβελλισμό, βλέποντας δτι ή δικαιοσύνη δέν λει τουργούσε καθολικά, άλλά, όντας έξειδικευμένη γιά κάθε τάξη, λειτουργούσε μεροληπτικά. Αύτό πού έντοπίζω είναι τό ευμετάβλητο τού λόγου του στά δοκίμια, σέ σχέση μέ τίς διακυμάν σεις τού χώρου πού συγκροτούσε τό ύποκείμενοάντικείμενο τής καταγραφής. Ή πρωτοτυπία τού Μ. βρίσκεται στό ότι γιά πρώτη φορά στήν ιστο ρία καθιερώνεται ή έννοια δοκίμιο, πού άντιδιαστέλλεται άπό τά άλλα είδη τού λόγου. "Οχι μόνο αύτό, άλλά τό αύτοβιογραφικό στοιχείο καθόρισε καταλυτικά τή γραφή άναδύοντας τήν ειλικρί νεια, ρυθμιζόμενη βιωματικά. Β. Κ.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
Ελισαίος Γιανίδης 'Ελισαίος Γιανίδης - Ό άνθρωπος - Τό ίργο του. 'Αθήνα, Εταιρεία Σπονδών, 1981. Σελ. 105. «Εύχομαι είς τήν Ελλάδα δπως οί άγαθοί άνδρες έχωσι τό θάρρος τής γνώμης των»
ΑΠΟ τούς πρώτους, μάς πληροφορεί ό Χρήστος Χρηστίδης, συγγραφέας τού βιβλίου, πού διακή ρυξε καθαρά πώς τό γλωσσικό δέν ήταν ικανοί νά τό λύσουν μόνοι τους οί φιλόλογοι, ήταν ό ’Ελι σαίος Γιανίδης κατά λογοτεχνίαν ή Σταμάτης Σταματιάδης κατά κόσμον. Γεωπόνος (Οινοποι ία, Μεθοδικός οδηγός διά τήν παρασκευήν, διατήρησιν καί διόρθωσιν τών οίνων), φυσικομαθη ματικός (Άπόδειξις τής ύπάρξεως τών ριζών τού πολυωνύμου, Στοιχεία άστρονομίας, γεωμε τρίας), μουσικολόγος (Βυζαντινή μουσική), έδω σε καί βιβλίο φιλοσοφικού περιεχομένου (Τό με γάλο πρόβλημα, Δοκίμιο κριτικής τού ύλισμού). 'Ωστόσο ή γλωσσολογική δουλειά τού Ελισαίου
Γιανίδη είναι κλασική καί καθοριστική γιά τή διαμόρφωση τής σημερινής «νεοελληνικής». Ό Χρηστός Χρηστίδης παρουσιάζει τόν άν θρωπο καί τό έργο του, τώρα πού συμπληρώνον ται σαράντα χρόνια άπό τό θάνατό του, καί, όπως γράφει ό ίδιος: «Μαζί μέ τόν κύριο αύτό σκοπό μας, θελήσαμε νά δώσουμε, μέ τίς σημειώ σεις, τά έπίμετρα καί τό σχέδιο βιβλιογραφίας πού άκολουθοΰν τίς δύο όμιλίες μιά κάπως γενι κότερη εικόνα τής άσυνήθιστα καί γοητευτικά πολύπλευρης προσωπικότητας τού Σταμάτη Σταματιάδη -τού Ελισαίου Γιανίδη». Τό βιβλίο περιέχει τίς δυό όμιλίες τού συγγρα φέα γιά τόν Ελισαίο Γιανίδη πού έγιναν στήν αί θουσα τής Εταιρείας Σπουδών στίς 27/1 καί 3/2/ 81. Κ. Κ.
Μ ΕΛΕΤΕΣ
Ποίηση καί πολιτική C. Μ. BOWRA: Ποίηση καί πολιτική. Μετ. Λνντιας Στεφάνου. ’Αθήνα, Παπαόήμας, 1982. Σελ. 195.
C. Μ. Bowra
όπως άλλωστε πολλές φορές καί οί εμπειρίες. ’Εξετάζοντας καί τήν έννοια τού ποιητήπροφήτη, φαινόμενο μικρής χρονικής διάρκειας όμως μεγάλης έντασης καί έκτασης στήν ιστορία τής ποίησης, ό Μ. Μ. προχωρεί άκόμα πιό πέρα στό θέμα τής στρατευμένης ποίησης: Τό φαινόμε νο Μαγιακόφσκυ, ό Μπέρτολτ Μπρέχτ καί ή προσφορά τής ποιητικής του δύναμης στόν άγώνα γιά τόν κομουνισμό, ό Νερούντα, τό τεράστιο έρ γο του, οί καλοί καί κακοί του στίχοι. Γιά τόν Μ, Μ. δέν είναι ό στόχος τής οποιοσ δήποτε κοσμοθεωρίας πού στερεί τή γνήσια ποιη τική έκφραση άπό τή ζωντάνια της. Είναι ό συγ κεκριμένος όριοθετημένος δρόμος πού υποχρεώ νονται ν’ άκολουθήσουν οί ποιητές. Γιά τήν ποίη ση, πού όπως καί νά τό κάνουμε είναι μιά γεύση έλευθερίας, δέν υπάρχουν συνταγές.
Ο ΒΡΕΤΑΝΟΣ Μώρις Μπάουρα, ελάχιστα γνω στός στήν Ελλάδα, θεωρείται στή χώρα του άπό τούς μεγαλύτερους φιλόλογους τού αιώνα. Σπού δασε καί δίδαξε στήν Όξφόρδη, δπου καί πέθανε τό 1971. Πάνω στήν έλληνική λογοτεχνία έχει δη μοσιεύσει τό «Ή έλληνική εμπειρία» καί «'Ορό σημα τής έλληνικής λογοτεχνίας». Στή μελέτη πού άναφέρεται πιό πάνω καταπιά νεται μέ τό καυτό θέμα τής επίδρασης τής πολιτι κής πάνω στήν ποίηση καί τή μορφή πού παίρνει αύτή ή ποίηση καθώς επηρεάζεται άπό τό συγκε κριμένο ιστορικό πλαίσιο τής εποχής της. Οΐ γνώ σεις τού συγγραφέα πάνω στήν παγκόσμια λογο τεχνία είναι εντυπωσιακά πλατιές, κι αύτό τόν βοηθάει νά δώσει μιά πανοραμική καί συγχρόνως διαχρονική εικόνα τού θέματος. Κ. Ρ. Ξεκινώντας άπό τούς βικτοριανούς θά έξετάσει τήν ποιητική τους προσφορά στά κοινά, υπο γραμμίζοντας τή στενότητα τής άντίληψής τους καί τήν κοντόφθαλμη κριτική τους διάθεση· καί ’ Μ ΕΛΕΤΕΣ τά δύο, άποτέλεσμα τής αίσθησης τής άσφάλειας πού άποκοιμίζει τούς πολίτες τής βρετανικής αύτοκρατορίας. Ή πρώτη αισθητή -όχι άπότομη- άλλαγή στή μορφή αυτού τού τύπου τής ποίησης, συνεχίζει ό Μ. Μ., επέρχεται μέ τήν επίδραση τού Πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Ή έκφραση γίνεται πιό ANTONIO ΓΚΡΑΜΣΙ: Λογοτεχνία καί έθνική τολμηρή, πιό άπρκαλυπτική. Ή πολιτική ποίηση ζωή. ’Αθήνα, Στοχαστής, 1981. Σελ. 343. -καί όχι μόνο στήν ’Αγγλία- β έν υποτάσσεται πιά στή ρητορεία καί δέν κάνει παραχωρήσεις στήν «...Η ΖΩΗ μου κυλάει πάντα τό ίδιο μονότονα. κοινή γνώμη. Ό τόνος είναι πιό προσωπικός, ’Ακόμη καί ή μελέτη είναι πολύ πιό δύσκολη άπ’
Λογοτεχνία καί εθνική ζωή
101
δ,τι φαίνεται. Έλαβα μερικά βιβλία καί πραγμα τικά διαβάζω πολύ -περισσότερο άπό έναν τόμο την ήμερα εκτός άπό τίς εφημερίδες- άλλά δεν εί ναι σ’ αύτό πού άναφέρομαι, άλλο θέλω νά πώ. Με βασανίζει (φαντάζομαι δτι αύτό είναι ένα ιδιαίτερο φαινόμενο τών φυλακισμένων) συνέχεια αυτή ή ιδέα: δτι δηλαδή θά έπρεπε νά κάνω κάτι fur ewig (σημείωση δική μας μέ βάση τόν μετα φραστή τού έργου: γιά πάντα, γιά τήν αιωνιότη τα), σύμφωνα μέ μιά σύνθετη έννοια τού Γκαίτε, πού θυμάμαι δτι είχε πολύ βασανίσει τόν Πάσκολι. Τέλος πάντων θά ήθελα σύμφωνα μέ ένα προ καθορισμένο σχέδιο νά καταπιαστώ έντονα καί συστηματικά μέ κάποιο άντικείμενο πού θά άπορροφοΰσε καί θά συγκέντρωνε τόν εσωτερικό μου κόσμο...» Θεωρώ άπαραίΐητη προϋπόθεση γιά τή λιγόλογη παρουσίαση ένός τόσο σημαντι κού έργου δπως ή «Λογοτεχνία καί εθνική ζωή» τού Άντόνιο Γκράμσι, τήν παράθεση αυτού τού άποσπάσματος άπό γράμμα τού Γκράμσι στήν κουνιάδα του, μερικούς μήνες μετά τή σύλληψή του, τό 1927, τότε δηλαδή πού σταθεροποιήθηκε ό φασισμός άποσταθεροποιώντας τά πάντα. Κι ό υποδειγματικός έπαναστάτης μαρξιστής διανοού μενος, γιά νά όργανώνει τόν εσωτερικό του κό-· σμο, τόν κεντρίζει σ’ έναν κόσμο ολόκληρο, στήν πνευματική δραστηριότητα τού λαού του. Μόνο αύτό, σάν επιλογή, δείχνει τήν καρδιά αυτού τού έπαναστάτη, τό άπόθεμα άγάπης κι ένδιαφέροντος πού είχε ή πνοή του, δταν άποκομμένος άπό τήν ιταλική κοινωνία πετιόταν στό κελί. Κάποιος άλλος, ό Λέον Τρότσκυ, ταξιδεύοντας στό τραίνο άπό μέτωπο σέ μέτωπο, έν καιρώ εμφυλίου πολέ μου, έγραφε τό «Λογοτεχνία κι επανάσταση». Θέ λω νά πώ δτι ή ιστορία παίζει παράξενο παιχνίδι κι επιβάλλει τούς νόμους της. Ό Γκράμσι, φυλα κισμένος, προβλέποντας τήν τραγική μοίρα προ τίμησε τό «τραγούδι». Σάν νά έβλεπε τή φυλάκιση διάλειμμα κι ευκαιρία γιά ν’ άσχοληθεϊ μέ δ,τι άγαπόύσε. Νά ’ναι αύτό, ή ή καθαρή παραδοχή δτι ό όμφάλιος λώρος του μέ τό κίνημα είχε άποκοπεί; "Οπως καί νά είναι, είναι τραγική ή ιστο ρική ψυχραιμία τού Άντόνιο Γκράμσι. Κεντρική άπασχόλησή του στό βιβλίο αύτό «ή σχέση πού ύπάρχει ή πού πρέπει νά δημιουργηθεϊ άνάμεσα στήν οργάνωση τής κουλτούρας καί τής κοινωνι κής ζωής -πολιτική οργάνωση σάν “μέσο” κι δχι σάν μοναδικός “σκοπός”- , οί λειτουργίες. ύποχρεώσεις καί τό κοινωνικο-πολιτιστικό “περιεχό μενο” τής λογοτεχνίας, δπως έπίσης καί οΐ δυνα τότητες έπικοινωνίας πού δημιουργοΰνται διαμέΜέ άλλα λόγια, ό Γκράμσι δέν έπεδίωκε τή θεωρητικοποίηση άλλά ζητούσε τά μεθοδολογικά κριτήρια. "Εργο χρήσιμο, μέρος τών «Τετραδίων τής φυλακής», εφόδιο γιά τό ξεπέρασμα τής πνευ ματικής σύγχυσης, τής ιδεολογικής μιζέριας καί τού επίπεδου λαϊκισμού πού έπικρατούν. Α ξ ί ζουν συγχαρητήρια στό μεταφραστή Χρήστο Μαστραντώνη καί τήν Ντάνυ Πιέρρου πού έκανε τήν έπιμέλεια. Κ. Κ. 102
Θ Ε Α ΤΡ Ο
Τό κοινό ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ: Τό κοινό Κωμωδία χωρίς τίτλο. Μετ. Κοσμά Ξενάκη. ’Αθήνα, Άγρα, 1981. Σελ. 125.
ΔΥΟ έργα τού Λόρκα άνέκδοτα, άν δχι καί τε λείως άγνωστα, είναι αύτά πού περιλαμβάνονται στό βιβλίο. Μεταφραστής τους, μέ ύπευθυνότητα κι εύαισθησία, ό Κοσμάς Ξενάκης, τίτλος τους «Τό κοινό» καί «Κωμωδία χωρίς τίτλο». Ή άλήθεια είναι δτι δέν έχουμε συνηθίσει τό Λόρκα σέ τέτοιου είδους γράψιμο, κι αύτό προκαλεΐ περισσότερο τό ενδιαφέρον τού άναγνώστη. «Τό κοινό», ένα δράμα σέ έξι σκηνές, είναι ύπερρεαλιστικό, τολμηρό, όνειρικό έργο, εξαίσια ποιητικό. «Τό καλύτερο πού έχω γράψει γιά τό θέατρο» είπε ό Λόρκα χαρακτηρίζοντάς το. Έκδόθηκε καί στήν ’Ισπανία μόλις τό 1978. «Περά στε μέσα, μαζί μας. Έχετε θέση στό δράμα. Ό λος ό κόσμος». Ή σχέση θεάτρου-κοινοΰ είναι ένα άπό τά θέματα, άν δχι τό κυριότερρ. Ό έρω τας, ή ομοφυλοφιλία, τό ερωτικό πάθος μέ τή βιαιότητα, τό σαδομαζοχισμό του, τήν άδυναμία του, ό θάνατος καί κυρίως τό θέατρο καί τό βα θύτερο νόημά του κι ή φύση του κι ό συγγραφέας είναι άλλα θέματα. «'Ολόκληρο τό θέατρο πηγά ζει άπό τίς κλεισμένες υγρασίες. 'Ολόκληρο τό θέατρο άποπνέει μιά βαριά μυρουδιά ύπερώριμης σελήνης.» Κι δλα αύτά σέ ένα ύπέροχο ποιητικό ύφος -ε ί ναι ίσως τό ποιητικότερο άπό δλα τά δράματα τού Λόρκα. ΤΑΧΥΔΑΚΤΥΛΟΥΡΓΟΣ: ’Εγώ μπορώ νά μετα τρέψω ένα θαλασσοπόρο σέ μιά βελόνα ραψίμα τος. ΘΙΑΣΑΡΧΗΣ: Αυτό ακριβώς γίνεται στό θέα τρο... TAX: "Οταν λέτε έρωτας έγώ τρομάζω. ΘΙΑΣ.: Τρομάζετε; άπό τί; TAX.: Βλέπω ένα τοπίο άπό άμμο νά καθρεφτίζε ται σ’ ένα θολό καθρέφτη. ΘΙΑΣ.: Καί τ ί άλλο; TAX.: °Οτι ποτέ δέν τελειώνει τό ξημέρωμα... -Ερωτας. ΘΙΑΣ.: "Οταν λέτε έρωτας, εγώ τρομάζω. TAX.: Τρομάζετε; άπό τί; ΘΙΑΣ.: Βλέπω πώς κάθε κόκκος άμμου μετατρέπεται σ’ ένα όλοζώντανο μυρμήγκι. TAX.: Καί τ ί άλλο; ΘΙΑΣ.: Πώς νυχτώνει κάθε πέντε λεπτά. Καί ή «Κωμωδία χωρίς τίτλο», τό μονόπρακτο πού άκολουθεί, πραγματεύεται τά ίδια περίπου θέματα: τό θέατρο, τήν τέχνη, τόν έρωτα καί τό τυχαίο σ’ αύτόν, μέ κύρια πρόσωπα τό συγγρα φέα καί τή θεατρίνα, σ’ ένα ύφος κάπως πιό ρη
τορικό, άλλά πάντα μαγευτικά ποιητικό. Ό χ ι μόνο γιά τούς φίλους τού Αόρκα, ούτε γιά τούς φίλους τού θεάτρου, ούτε γιά τούς φίλους τής ποίησης, μά γιά κάθε φίλο τής τέχνης, σε όποιαδήποτε μορφή της, αύτό τό βιβλίο θά είναι άπόκτημα. Ε. Κ.
Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
Αιγαιοπελαγίτικοι πορτολάνοι Αιγαιοπελαγίτικοι πορτολάνοι. 28 χάρτες μέ λι μάνια τοΰ Αιγαίου άπ' τό 19ο αιώνα. Έκδοσις τον Ναυτικού Μουσείου τής 'Ελλάδος, 1981.
ΕΙΝΑΙ παρήγορο πού ένα κατόπι τού άλλου έκδίδονται τά βιβλία πού άναφέρονται στήν Ελλάδα αύτά καθ’ έαυτά. Καί μάλιστα σε μιά Ελλάδα πού συστηματικά άγνοούμε. Δηλαδή τήν Ελλάδα τών ετών 1453-1880 καί κυρίως τού 16ου-19ου αιώνα. Τή σημασία αύτών τών εκδόσεων καί φυ σικά τή μελέτη αύτών τών βιβλίων τήν έχουμε ήδη διαπιστώσει. Θά τήν έπαναλάβουμε άκόμα μιά φορά εδώ. ”Αν γνωρίζαμε καλύτερα τά χρόνια 1453-1880, πού σώζονται ακόμη σχεδόν δλα τά στοιχεία, δηλ. άρχιτεκτονική, σκεύη, άντικείμενα τέχνης (κυρίως στή ζωγραφική), βιβλία περιηγη τών καί μελέτες, θά μπορούσαμε νά πλησιάσουμε καλύτερα τό Βυζάντιο καί φυσικά μέ έμμεσο άλ λά σταθερό τρόπο τήν άρχαιότητα. Επίσης είναι προτιμότερο νά έπανεκδίδονται, έστω μέ τή φλυαρία πού πολλές φορές τά διακρίνει, τά βι βλία αύτά παρά νά φθάνουν στά χέρια μας συρραφές έντυπώσεων πού τίς περισσότερες φορές δέν άποδίδουν τήν πραγματικότητά τους. Τά παραπάνω τά σημειώνουμε σχετικά μέ τήν έκδοση τοΰ λευκώματος «Αιγαιοπελαγίτικοι πορ τολάνοι» τοΰ Ναυτικού Μουσείου. Στόν πρόλογο τοΰ βιβλίου ό άναγνώστης θά βρει χρήσιμα στοιχεία σχετικά μέ τούς χάρτες καί γενικότερα τή χαρτογράφηση τού ελληνικού χώ ρου, πλήν δμως ή έκδοση στερείται τής αισθητι κής πού τά μικρά αύτά βιβλιαράκια έχουν. Πι στεύουμε δτι έάν ή έκδοση άκολουθοΰσε τόν τύπο τοΰ πρωτοτύπου πού έχουμε υπόψη μας θά έκανε στό άναγνωστικό κοινό άλλη έντύπωση. Βέβαια τό μικρό σχήμα έξυπηρετοϋσε άλλο σκοπό στήν έποχή του,· οικονομία χώρου πάνω στό πλοίο, δπου συνήθως βρισκόταν. Σήμερα ή ίδια έκδοση δέν λέει σχεδόν τίποτα. "Οταν θέλουμε ν’ άποδώσουμε κάτι είναι καλύτερα νά τό πλησιάζουμε μέ τό σωστότερο δυνατό τρόπο. Ή σημασία πού έχουν αύτή τή στιγμή ή μελέτη, ή ομορφιά πού κρύβουν καί τέλος ή οικονομική άξια τών χαρ
τών κάνει τούς συλλέκτες νά ζητούν επίμονα νά άποκτήσουν έναν πλήρη «Πορτολάνο», καύχημα κάθε σοβαρής συλλογής. Δέν υπάρχει άμφιβολία δτι τό παρόν λεύκωμα άπευθύνεται σέ λίγους γνώστες τών θεμάτων αύτών, είτε αύτοί είναι συλλέκτες χαρτών τής Ελλάδος, είτε «ναυτικοί» μέ τήν πλατιά έννοια τού δρου. Θά ήταν προτιμό τερο καί χρησιμότερο άν τό Ναυτικό Μουσείο έξέδιδε ένα ολόκληρο Isolario, π.χ. τού Bordone (1534).πού καί αίσθητικώς είναι άνώτερο καί χρησιμότερο μέ τίς αύθεντικές περιγραφές του. ”Ας είναι- πέρα άπό τίς επιφυλάξεις μας, ή έκ δοση τών βιβλίων αύτών είναι χρήσιμη. Μιά εύχή μόνο. δταν κυκλοφορούν νά είναι προσεγμένα άπό κάθε άποψη ώστε νά λειτουργούν σωστά καί νά μήν άναρωτιόμαστε γιατί έμειναν άπούλητα.
Μ Α Ρ Τ Υ Ρ ΙΕ Σ
Τολμώ ΣΠΕΡΑΝΤΖΑΣ ΒΡΑΝΑ: Τολμώ. ’Αθήνα, ’Εξά ντας, 1981. Σελ. 415.
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ πού διαβάζεται μέ ένδιαφέρον, μπορούμε νά πούμε προφορική αφήγηση μιάς ζωής δραματικής καί άναντάμ ταυτόχρονα, δπου πέρα άπό τήν προσωπική μαρτυρία άναδεικνύονται δεύτερα καί τρίτα στοιχεία τού κοινωνι κού περίγυρου. Άναφερόμαστε στή Σπεράντζα Βρανά καί στό βιβλίο της «Τολμώ». Τραγικά καί άποκαλυπτικά τά στοιχεία τής ζωής της πλουτίζουν τό ρόλο της. Τό ρόλο τής ζωής της πού άποφάσισε νά γράψει καί νά παίξει ή Σπεράντζα, πολυλογώντας δραματικά καί πλακατζίδικα. ’Αλλού τό γράψιμό της πυκνώνει δρα ματικά κι άλλοτε γίνεται άλαλούμ δπως ή ζωή μιάς ηθοποιού τής επιθεώρησης. Μέ μπαγάζια τήν άνέχεια καί τή μητρική εντολή -ούτε μοδί στρα ούτε πουτάνα- ή μπεμπέκα, Σπεράντζα, ελ πίδα, σέρνεται μέσα στά ύπόγεια τοΰ θεάτρου καί τής ζωής. Καμπαρετζίδικη εμφάνιση, σύμβολο τού σέξ, έλεύθερη, αισθησιακή, δίνει άνάλαφρα καί μέ άρκετή άφέλεια τή γεύση μιάς ζωής πού άν μή τι άλλο έχει δικαίωμα νά τή διαχωρίσει άπό τήν άνθρωπιά της: Μέ τούς μεγάλους καί μικρούς ρόλους, τόν άμεσο καί διαρκώς διαφοροποιούμε νο περίγυρο μέ τά κουτσομπολιά καί τό παρασκή νιο, τή βία στίς άνθρώπινες σχέσεις καί τή γυναι κεία μοίρα, ή Βρανά γράφει μέ βραχνή φωνή καί τήν πρέπουσα άργκώ τό κοινωνικό της σενάριο, άπλά, έτσι δπως οΐ γνωστοί πετυχημένοι ηθοποιοί τό συνήθιζαν στά ελληνικά έργα. Άντισυμβατική, άντιπαρέρχεται μέ μεγάλη τόλμη καί ελευθερία τή σεξουαλική άλφάβητο τής ζωής της, πρός άνακούφιση τής Κας σεμνοτυφίας 103
καί τοΰ σεβαστού πουριτανισμού πού... τυχόν παρακολουθούν τήν παράσταση. Τελικά αυτή ή κατοχική καί μετακατοχική ζωή έχει κάτι άνεπανάληπτο, όποιος κι άν τήν άφηγεΐται. Χωρίς στυλ καί ύφος τό «Τολμώ», παρότι δεν εχει ηθογραφικές φιλοδοξίες, έπιτρέπει νά άναφανοϋν ή ήρωική πάλη τής έχουσας τόν πρώτο ρόλο όπως καί οί φιγούρες πού περνούν στό ντούκου κι όμως κάπου τίς πιάνεις κι άρχίζεις νά συνθέτεις έναν κόσμο πού ή γνωστή ήθοποιός τού έδωσε έπώνυμο!
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
Ό Σιναίτης Χατζηκυριάκης Ό Σιναΐτης Χατζηκυριάκης έκ Χώρας Βούρλα. Γράμματα - ξυλογραφίες (1688-1709). Έπιμ. Ντόρης Παπαστράτου. ’Αθήνα, Έρμης, 1981. Σελ. 213.
Κ. Κ.
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
Ή άθηναϊκή περιπέτεια ΓΙΩΡΓΟΥ καί ΛΑΜΠΡΟΥ ΚΟΡΟΜΗΛΑ: Ή άθηναϊκή περιπέτεια. Τόμοι: A ' σελ. 312, Β' σελ. 422. Αθήνα, 1981.
ΕΡΓΟ ζωής δύο παλιών άθηναίων ιστοριογρά φων (ό Λάμπρος Κορομηλάς ήταν καί γνωστός δημοσιογράφος) οί δυό αυτοί τόμοι μάς ξεναγούν σέ σαράντα αιώνες άθηναϊκής ζωής, άπό τούς Προέλληνες μέχρι τό 1834, όπου ή ’Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους καί ταυτί στηκε πιά μέ τήν ιστορία του. Στόχος τού βιβλίου είναι νά δείξει πώς οί ’Αθηναίοι κατάφεραν νά άποκτήσουν καί νά δια τηρήσουν τήν ξεχωριστή θέση πού κατέχουν στήν παγκόσμια ιστορία καί νά κρατήσουν μέσα άπό τόσες καταστροφές, άνέπαφη, τή χαρακτηριστική φυσιογνωμία τους. Πρόκειται βέβαια γιά τεράστιο έργο, πού άντιμετώπισε πολλές δυσκολίες. ’Αρκεί νά σκεφτεϊ κανείς πόσο λίγο έχει έρευνηθεΐ ή «σκοτεινή» πε ρίοδος πού πάει άπό τή ρωμαϊκή κατάκτηση μέ χρι τό 1834. Τό βιβλίο αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο μιά ιστορία τής ’Αθήνας «άπό τά μέσα», μέ πολλά στοιχεία άλλά καί πολλούς μύθους, καί μιά διή γηση τόσο ζωντανή καί συναρπαστική πού κυλάει σάν παραμύθι καί σού φαίνεται ότι άκοΰς τήν ιστορία τής οίκογένειάς σου, τού σπιτιού σου, γιά όσους τουλάχιστον είναι ’Αθηναίοι. Τήν έκδοσή του χρωστάμε στή Μαριάννα Κο ρόμηλά, πού έκανε καί τήν ιστορική, έπιμέλεια, μιά πού είχε μείνει άτέλειωτο. Ή γλωσσική επι μέλεια έγινε, μέ θαυμάσια άποτελέσματα, άπό τή Μαρία Νούσσα καί τή Χριστίνα Μανταίου. Κ. Λ.
104
ΕΧΟΥΜΕ έδώ μιά ύψηλής ποιότητας έκδοση, άποτέλεσμα μιας επίπονης ερευνητικής δουλειάς καί φροντίδας πού έκανε ή Ντόρη Παπαστράτου μέ πολύ μεράκι άλλά καί μεγάλη συνέπεια καί σχολαστικότητα. Τό βιβλίο είναι άφιερωμένο στόν Χατζηκυριάκη, έναν πετυχημένο έλληνα πραματευτή πού κι νήθηκε στό χώρο τής όρθοδοξίας τού τέλους τού 17ου αιώνα, ένώ παράλληλα έκπροσωπούσε τά συμφέροντα τού Σινά καί φρόντιζε τήν έκτύπωση σπάνιων ξυλογραφιών. Μέσα άπό τή βιογραφία του, πού καταλαμβά νει τό πρώτο μέρος τοΰ βιβλίου, διαγράφεται μιά άπό τίς πιό ένδιαφέρουσες μορφές τού έλληνισμού έκείνης τής έποχής, μιά πού ό πολυταξιδε μένος Χατζηκυριάκης είχε συνδεθεί στενά μέ τούς ισχυρούς τών τόπων όπου κατοικούσε. Στό δεύτε ρο μέρος τοΰ βιβλίου παρατίθεται ή άλληλογραφία του μαζί τους (στήν άρχή μεταγραμμένη καί σχολιασμένη κι ύστερα στό πρωτότυπο), πού μάς δίνει σημαντικές πληροφορίες γιά τίς κινήσεις τών έλλήνων εμπόρων καί τήν όρθοδοξία στίς χώ ρες τής ’Ανατολικής Ευρώπης, καθώς καί γιά τίς στενές επαφές πού διατηρούσε ή Μονή τού Σινά μέ τούς μακρινούς αυτούς τόπους. Στό τρίτο μέρος, οί σιναΐτικες ξυλογραφίες τοΰ Χατζηκυριάκη παρουσιάζονται κάθε μία ξεχωρι στά καί συνοδεύονται άπό λεπτομερή σχόλια. Κ. Λ.
ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
Χρονικό τής ελληνικής τυπογραφίας Ν. Ε. ΣΚΙΑΔΑ: Χρονικό τής έλληνικής τυπο γραφίας. Τόμος Β' (1829-1862): Μαχόμενη τυπο γραφία. ‘Αθήνα, Gutenberg, 1981. Σελ. 395.
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ τόμος τού «Χρονικού» μάς δίνει μιά όλοκληρωμένη εικόνα τής έλληνικής τυπογρα φίας άπό τήν εποχή τού Καποδίστρια μέχρι τήν πτώση τοΰ Όθωνα. Πρόκειται γιά ένα έργο μοναδικό στό είδος
του, μια πού πρώτη φορά βγαίνουν στό φως τά προβλήματα τής τυπογραφίας σ’ αυτή τήν τόσο κρίσιμη περίοδο τής σύστασης τού έλληνικοΰ κράτους. Είναι ή περίοδος δπου ή τυπογραφία μετά τόν πολύτιμο ρόλο πού έπαιξε στά χρόνια τού Δια φωτισμού καί τής Επανάστασης γίνεται στόχος τών κρατούντων, πού προσπαθούν με κάθε τρόπο νά τήν υποβαθμίσουν. Ό προβληματισμός τής έρευνας -καί τής έποχής- είναι ή μάχη γιά τήν καθιέρωση τής ελευθεροτυπίας, άμεσα συνδεδεμένης μέ τήν πολιτική πορεία τού τόπου, καί μέσα άπ’ αυτή τή μάχη ό άγώνας τής ελληνικής διανόη σης. Παράλληλα, γίνεται κι ή παρουσίαση τών έλληνικών τυπογραφικών δεδομένων καί παρατί θεται ό εθνικός ρόλος τών τυπογραφείων τής
Διασποράς. Ή εξαιρετικά επιμελημένη έκδοση έχει έναν πολύ κατατοπιστικό πρόλογο τού συγγραφέα, πού σέ βάζει άμέσως στήν καρδιά τού προβλήμα τος. Ή έρευνα είναι εμπεριστατωμένη, μέ πλήρη βιβλιογραφία, παράθεση ντοκουμέντων καί συνε χή άναφορά στίς πηγές, ή γλώσσα θαυμάσια κι ή άφήγηση συναρπαστική. Ό συνδυασμός αύτών τών στοιχείων -τόσο σπάνιος στήν Ελλάδα- κά νει τή μελέτη αύτή προσιτή καί στόν μή ειδικευμέ νο άναγνώστη. Περιμένουμε τόν τρίτο τόμο, πού θά φτάνει μέ χρι τήν Επανάσταση τού Γουδί, τό 1909. Κ. Λ.
105
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟ Υ ΔΙΟΙΚΗΤΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΤΟΣ 1981 Στίς 30 'Απριλίου 1982 έγινε ή Τακτική Γενική Συνέλευση τών μετόχων τής Τραπέζης τής 'Ελλάδος, όπου ό Διοικητής της κ. Γεράσιμος Άρσένης άνακοίνωσε τήν έκθεσή του γιά τόν 'Ισολογισμό τού 1981. Από τήν έκθεση αύτή δημοσιεύουμε τό τμήμα πού άναφέρεται στούς μισθούς καί τίς τιμές.
IV. ΜΙΣΘΟΙ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ 1. ’Αμοιβή'Εργασίας Τό 1981, γιά τρίτο κατά σειρά έτος, ή αύξηση τών τιμών καταναλωτή ξεπέρασε τήν άνοδο τής μέσης ονομαστικής άμοιβής εργασίας στόν άστικό τομέα τής οικονομίας, μέ άποτέλεσμα νά μειωθεί καί πάλι ή πραγματική ονομαστική δύναμη τών άποδοχών τών μισθωτών. Σέ ορούς πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, εξάλλου, ή μείωση αυτή εμφανίζεται άκόμα μεγαλύ τερη τά έτη 1979 καί 1981 έξαιτίας τών επιπτώσεων τής φορολογικής πολιτικής πού άσκήθηκε καί πού οδήγησε σέ μεγαλύτερη δημοσιονομική άπορρόφηση. Γιά τό περασμένο έτος ειδικότερα, έκτιμάτάι ότι ή μέση όνομαστική άμοιβή τών μισθωτών στό σύνολο τού άστικοϋ τομέα τής οικονομίας αύξήθηκε κατά 23,7% έναντι αύξήσεων 20,6% τό 1980 καί 18,8% τό 1979. Ό συνδυασμός μεγαλύτερης, κατά 3 περίπου έκατοστιαΐες μονά δες, άνόδου τής μέσης ονομαστικής άμοιβής έργασίας καί τής πτώσης τής παραγωγικότητας έπιτάχυνε σημαντικά τό ρυθμό αύξησης τού κόστους έργασίας άνά μονάδα προϊόντος μέ άποτέλεσμα νά άναζωπυρωθούν οί πληθωριστικές πιέσεις άπό τήν πλευρά τού έργατικοϋ κόστους. 'Ανάλογες περίπου ήταν οί εξελίξεις στήν άμοιβή έργασίας καί τό εργατικό κόστος, στήν περίπτωση τής μεγάλης βιομηχανίας, όπως προκύπτει άπό στοιχεία τής ΕΣΫΕ. ’Εξάλλου, σύμφωνα μέ προσωρινές έκτιμήσεις τού 'Υπουργείου Συντονισμού, τό ποσοστό συμμετοχής τών μισθών καί ήμερομισθίων στό μή γεωργικό άκαθάριστο έγχώριο προϊόν σέ τρέχουσες τιμές παρουσίασε μικρή αύξηση τό 1981, όπως καί τό 1980, ένώ τό 1979 είχε παραμείνει άμετάβλητο. 2. Οί έξελίξεις στίς Τιμές Ό ρυθμός τού πληθωρισμού, μετά τήν άπότομη άνοδο πού παρουσίασε τό 1979, έπιταχύνθηκε περαιτέρω τό 1980 γιά νά φτάσει τό 25,9% τό πρώτο τρίμηνο τού 1981. Έν συνεχεία όμως, έμφάνισε σημεϊα ύποχώρησης, τά όποια έγιναν περισσότερο έμφανή τό τελευταίο τρί μηνο τού έτους. "Ετσι, ή άνοδος τού δείκτη τιμών καταναλωτή μέσα στό έτος περιορίστηκε σέ 22,5% τό 1981, έναντι 26,2% τό 1980 καί 24,8% τό 1979. Σέ μέσα έτήσια έπίπεδα όμως ή άνοδος τών τιμών τό 1981 ήταν ή ’ίδια περίπου μέ κείνη τού 1980 (24,5% έναντι 24,9% άντίστοιχα). ΟΙ πληθωριστικές πιέσεις κατά τό έτος πού πέρασε, σέ σύγκριση μέ τό 1980, εκδηλώθηκαν κυρίως στά είδη διατροφής καί κατά δεύτερο λόγο στά είδη ένδυσης-ύπόδησης. ’Αντίθετα, οί άνατιμήσεις σέ όλες σχεδόν τίς λοιπές κατηγορίες άγαθών καί ύπηρεσιών ήταν μικρότερες τό 1981 σέ σύγκριση μέ τό προηγούμενο έτος. Σέ μεγάλο βαθμό αύτό οφείλεται στήν προσ πάθεια νά συγκροτηθεί τεχνητά ό «άνοικτός» πληθωρισμός, ή όποια υλοποιήθηκε κυρίως μέ τήν άναστολή «ώριμων» ήδη αύξήσεων στίς τιμές τών ύπηρεσιών ορισμένων όργανισμών κοι νής ώφέλειας, καθώς έπίσης καί στήν άναβολή αύξήσεων στίς τιμές τών πετρελαιοειδών πού έπρεπε νά είχαν γίνει ύστερα άπό τήν ύποτίμηση τής δραχμής έναντι τού δολλαρίου. Σημαν τική έπίσης ήταν, τό έτος πού πέρασε καί ή πληθωριστική έπίδραση πού άσκησε ή άνοδος τού έργατικοϋ κόστους άνά μονάδα προϊόντος. Οί πληθωριστικές πιέσεις άπό τό έξωτερικό, άντίθετα, φαίνεται ότι ήταν λιγότερο έντονες τό 1981 σέ σύγκριση μέ τά προηγούμενα δύο έτη. Ή τιμή τού πετρελαίου στή διεθνή άγορά σταθεροποιήθηκε μέσα στό 1981 καί ό ρυθμός άνόδου τών τιμών τών τροφίμων καί τών πρώ των ύλών έξασθένισε σημαντικά.,Ό εύεργετικός, όμως, άντίκτυπος στό έσωτερικό έπίπεδο τών τιμών άπό τίς εύνοϊκές αύτές έξελίξεις στήν παγκόσμια άγορά δέν έκδηλώθηκε σέ όλη του τήν έκταση γιά τό λόγο ότι συνεχίστηκε καί κατά τό 1981 ή μείωση τής σταθμικής συναλ λαγματικής ισοτιμίας τής δραχμής, πού προήλθε κυρίως άπό τή διεθνή άνατίμηση τού δολ λαρίου.
106
διαβαζω
για παιδια
Κυριάκος Ντελόπουλος
Ή «κριτική» παιδικών βιβλίων καί οι μικροί «κριτικοί» Σ έ π α ιδ ικ ά π ε ρ ιο δ ικ ά ή π α ιδ ικ έ ς σ τ ή λ ε ς ά λ λ ω ν , δ η μ ο σ ιε ύ ο ν τ α ι σ π ο ρ α δ ικ ά μ ικ ρ ά κ ε ίμ ε ν α γ ρ α μ μ έ ν α ά π ό π α ι δ ι ά π ο ύ έ μ φ α ν ίζ ο ν τ α ι σ ά ν κ ρ ιτ ικ έ ς β ιβ λ ίω ν π ο ύ δ ι ά β α σ α ν . Ε ίν α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ε ν τ υ π ώ σ ε ις κ α ί π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν δ ι π λ ό έ ν δ ια φ έ ρ ο ν : μ α θ α ί ν ο υ μ ε π ο ιέ ς ε ίν α ι ο ί α ν τ ιδ ρ ά σ ε ις τ ώ ν π α ιδ ιώ ν ά π ό τ ά β ιβ λ ία π ο ύ ο ί μ ε γ ά λ ο ι τ ο ύ ς π ρ ο μ η θ ε ύ ο υ ν , ε νώ σ τ ο ύ ς μή ιδ ια ίτ ε ρ α ε ν δ ια φ ε ρ ο μ έ ν ο υ ς γ ιά τ ό θ έ μ α α υ τ ό π ρ ο κ α λ ε ϊτ α ι κ ά π ο ιο ς θ α υ μ α σ μ ό ς γ ιά τ ό ν τ ρ ό π ο κ υ ρ ίω ς π ο ύ ε κ φ ρ ά ζ ο ν τ α ι. Κ ά π ο τ ε , ά π ο κ α λ ύ π τ ο ν τ α ι γ ν ή σ ια χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά κ ρ ιτ ικ ο ύ τ α λ έ ν τ ο υ , π ο ύ ά ν α γ ν ω ρ ίζ ε τ α ι ε υ κ ο λ ό τ ε ρ α ά π ό ό σ ο υ ς έ χ ο υ ν γ ν ώ σ η τ ώ ν β ιβ λ ίω ν π ο ύ « κ ρ ίν ο ν τ α ι» .
Δ έ γνω ρίζω τίς συνθήκες πού γράφ ονται τά κείμενα αυτά, άν δηλαδή είναι καθοδη γημένα ή αύθόρμητα καί μέ πο ιο υς όρους πα ιδαγω γικ ο ύς βλέπουν τό φώς τής δημο σ ιότητας. Γράφ ονται μέ ύπόδειξη τών δα σκάλων ή μέ προτροπή τών γονέων; Δημο σιεύονται έν άγνοια τών πα ιδιώ ν ή στέλνον τα ι γιά δημοσίευση ά π ό τά ίδ ια ; Τ ά κριτή ρια έπιλογής είναι συνήθως άσαφή. Τ ίθεται όμως τό θέμα: επιτρέπεται νά προβάλλεται μέ δημοσιότητα ή «πνευματική παραγω γή» μικρών π α ιδιώ ν, δεδομένου ότι συνοδεύεται άπό τούς ενθουσιασμούς τών μεγάλων σέ βαθμό πού μπορεί νά οδηγήσει σέ πρόω ρες άπογοητεύσεις; Ή άκριτη ύπόθαλψη άνύπαρκτω ν ή ύποτιθέμενων λογοτεχνικών τα λέντων βρίσκεται σέ άντίθεση μέ τήν π α ιδ α γωγική εύθύνη τών μεγάλων. Μ ήπως χ ρ ειά ζεται κάποια προσοχή; Έ χ ω κι άλλοτε ξαναγράψ ει πόσο ένδιαφέρουν όλους όσους άσχολοϋνται μέ τό βι βλίο οί γνώμες-εντυπώσεις τών πα ιδιώ ν άπ ό τά άναγνώ σματα πού τούς προσφέρουν οί
μεγάλοι. Ί σ ω ς, κατά τή γνώμη μου, νά πρέ πει νά παραμένει άπρόσωπη καί άνυπόγραφ η ή έτυμηγορία τών μικρών γ ιά τά βι βλία πού διαβ άζου ν, εκτός εάν παίρ νει τήν εύθύνη κά ποιος έμπειρος πού θά άποφασίσει νά δημοσιεύσει πα ιδικ ές «κριτικές» έπώ νυμα. Στό τεύχος 48 τού «Δ ιαβάζω » είχα δημο σιεύσει, μέ τά άρ χικ ά τών πα ιδιώ ν πού τά έγραψαν, «κριτικά» κείμενα γ ιά π α ιδικ ά β ι βλία. (Τά εισαγω γικά στή λέξη, έκφράζουν τήν επιφύλαξή μου γ ιά τόν όρο, πα ρ ά τή δυσπιστία μου γ ιά τήν ποιότητά τους.) Σή μερα, δημοσιεύω άπό τήν προσωπική μου συλλογή οκτώ τέτοια κείμενα, όλα γραμμένα άπό ένα π α ιδί. Ή πολυετής γνω ριμία μου μαζί του μοϋ έπιτρέπει νά ξεπεράσω τίς άναστολές τού θέματος. Ή περίπτωση είναι ξεχωριστή. Τ ίς κριτικές αύτές τίς έχει γρ ά ψει ό ’Ά λ κη ς Θ εοδωράκης, μαθητής τώρα τής έκτης δημοτικού. Διαλέχτηκαν όχι έπειδή ήταν καλύτερες ά π ό άλλες -όλ ες εί ν α ι τού ίδιου επ ιπ έδο υ - άλλά γιά νά δώ107
σουν μιά μεγαλύτερη πο ικιλία τών κρινομένων βιβλίων. Ε ίναι γραμμένες αυθόρμητα καί χω ρ ίς παρέμβαση κανενός. Μ πορούν νά στοιχειοθετήσουν μέ ακρίβεια θετικά χ α ρ α κτηριστικά ενός προικισμένου πα ιδιο ύ τό όποιο ξέρει καί νά διαβάσει καί νά πει τη γνώμη του, ύποστηρίζοντας τίς άπ ό ψ εις του δ χ ι μέ έπίθετα άλλά μέ επιχειρήματα. Δέ σημαίνει πώ ς θά γίνει δταν μεγαλώσει ένας κριτικός. Ε ν δ ια φ έ ρ ε ι δτι τώ ρα, στήν ήλικία αύτή, διαθέτει τά άπ αραίτητα προσόντα, Τ ά κείμενά του είναι σαφή, καλογραμμένα, όλοκληρωμένα. Ή ματιά του πέφτει στά σημαντικά σημεία τού βιβλίου: στό θέμα, τήν πλοκή, τό χειρισμό, τούς χαρακτήρες, τή γραφ ή, τό ύ φ ος, στήν εκδοτική του μορφή. Τ ά τέσσερα πρώ τα κομμάτια γρ ά φηκαν δταν ήταν μαθητής τής τρίτης δημο τικού, τά άλλα τέσσερα τρ ία χρ ό νια άργότερα. Τ ά πρώ τα προοιω νίζουν τήν εξέλιξη τής σκέψης καί τής γραφής. Γ ράφει λοιπόν δ “Αλκής: Ά λ κ η Ζέη: Ό μεγάλος περίπατος τον Πέ τρον. Τό βιβλίο αυτό ήταν καλό. Ά να φ έ ρ ε τα ι στήν Κ ατοχή τού ’40-’44. Λέει γ ιά τή ζωή τού Π έτρου καί τών φίλων του στήν Κ α τοχή. Μοΰ άρεσε, γ ια τί πολλές φορές μού δινόταν ή εντύπωση πώ ς δ,τι διάβ αζα ήταν σάν νά τό έβλεπα στόν κινηματογράφο. Τόσο ζω ντανό ήταν αύτό τό βιβλίο! Δέν ήταν ξεκομμένο άλλά συνεχές. Π αρατήρησα δμως δτι σέ μερικά κεφ άλαια δέν τούς τα ί ριαζε ό τίτλος τους. Ε ίχε μερικά θλιβερά πράγμ ατα, πού θά μπορούσε νά τ ’ άποφύγει, είχε δμως καί άστεΐα. Έ κ ε ϊ πού πή γαινε νά άρχίσει μιά περιπέτεια τή σταμα τούσε. Α ύτό μ’ άρεσε, για τί δέ χρειαζότα ν νά φοβηθώ. Τό τέλος ήταν θλιβερό καί ευ χάριστο μαζί. Ε ίχε πολλά ονόματα. Γενικά ήταν πολύ ώραϊο. Βούλα Μάστορη: Στά φτερά τής μέλισσας. Α ύτό τό βιβλίο μ’ άρεσε πολύ, για τί περίγραφ ε πολύ ώ ραϊα δύο φανταστικές ιστο ρίες τού Κωστάκη, ένός πα ιδιο ύ . Τό έλεγε σάν πα ραμύθι, δμως πολλά ά π ’ αύτά πού έλεγε ήταν άληθινά. Ε ίχε πολύ ώ ραϊο νόημα καί καταλάβαινες τί ήθελε νά πει. Ή τ α ν εν διαφ έρον καί δ χ ι βαρετό. Οί πολύχρω μες εικόνες του τού έδιναν χά ρ η , άν καί δ,τι διάβ αζες νόμιζες ότι τό έβλεπες μπροστά σου. ’Ε κτός άπό τή διήγηση είχε ποιηματάκια καί διαλόγους, πού τό ομόρφαιναν 108
άκόμα π ιό πολύ. Λότη Πέτροβιτς- Άνόροντσοπούλου: Τρεις φορές κι έναν καιρό σ’ έναν πλανήτη μα κρινό. Α ύτό τό βιβλίο άποτελεϊ εξαίρεση άπό τά άλλα. Ά ν α φ έ ρ ε τα ι σ’ έναν πλανήτη σάν τή γή άλλά μικρότερο. ’Εκεί μάς δείχνει κα θαρά τά ελαττώματα τών άνθρώπων. Αύτό μ’ άρεσε πολύ, για τί άντί νά προσβάλλει τούς άνθρώ πους στή γή, προσβάλλει τούς άνθρώ πους στόν πλανήτη εκείνο πού κά νουν ακριβώ ς δ,τι κάνουμε κι έμεις. Μού άρεσε επίσης πού δίνει ζωή στά χρώματα. Τσω ς τό βιβλίο νά φ αίνεται γιά μικρά π α ιδ ιά , άλλά είναι καί γ ιά μεγάλα. Σοβαρό καί εύχάριστο, κεντρίζει άμέσως τήν περ ι έργεια τών πα ιδιώ ν. Ή ρ ω ε ς τού βιβλίου εί ναι 3 πα ιδ ιά πού προσπαθούν νά φέρουν τόν κόσμο στό σωστό δρόμο. Μπύργκερ: Οί περιπέτειες τού βαρώνον Μ ννχάονζεν. Δέν μ’ άρεσε πολύ για τί σκότωνε πολλά ζώ α, ενώ εγώ είμαι φιλόζωος. Ε ίχε καί άστεΐα συμβάντα (όπω ς τά λέει) πού αύτά πρα γμ ατικά μ’ άρεσαν. Παρατήρησα δτι άρκετά κεφ άλαια χω ρίζοντα ν σέ άλλα μι κρά κεφ άλαια: δηλαδή δτι κάθε κεφάλαιο ήταν κομμένο σέ μικρές ίστοριούλες. Οί περισσότερες ιστορίες ήταν ψεύτικες, άν καί τό βιβλίο βεβαιώνει δτι είναι άληθινό. Π άν τως δέν γίνεται νά λυσσάξει ένα πα νω φόρι, ούτε ό Μ υνχάουζεν νά πηδήξει σέ κρατήρα ήφαιστείου καί νά συναντήσει τόν "Η φαι στο. Ά ν έξαιρέσουμε πώ ς είμαι φιλόζωος, τό βιβλίο θά μ’ άρεσε. (Σημ. Τό βιβλίο τό διάβασα σέ λίγο χρ ονικό διάστημα γιατί ήμουν άρρωστος καί δέν είχα τί νά κάνω .) Πίτσα Τζώρτζογλον: Πρό Χριστού στή Βρανρώνα. 'Ισ τορικό μυθιστόρημα, καλογραμμένο, ενδιαφέρον, κατατοπιστικό καί τέλος συγ κινητικό. Ά ν α φ έ ρ ε τα ι στό ναό τής Ά ρ τε μης στή Βραυρώνα καί συγκεκριμένα στή Δάφνη καί στή Μ υρτώ πού είχαν πά ει νά άρκτεύσουν: δηλαδή νά άφοσιωθούν γιά μερικά χρ όνια σέ κά πω ς ιερά καθήκοντα. Σ υ ναντιώ νται μέ άλλες άρκτους, πιάνουν φ ιλίες, μαλώνουν, άναλαμβάνουν τήν προσ τασία μικρών ορφανών καί τέλος, ένώ μιά πλημμύρα καταστρέφει τό ναό, καί τά π α ι διά καταφεύγουν σ’ ένα ψηλό β ράχο, ή Μ υρτώ πού ήταν τυφλή ξαναβρίσκει τό φώς της βλέποντας τό θεό 'Ή λιο ν ’ άνατέλλει
πά νω ά π ’ τήν καταστροφή. Α υτό είναι κα ί τό π ιό σ υναρπαστικό καί συγκινητικό μέρος τοϋ βιβλίου. Τά πρά ματα εξελίσσονται γρήγορα, άγω νία κατέχει τόν άναγνώ στη, ώσπου έρχεται τό τέλος κα ί άρχίζει μιά νέα ζωή γ ιά τή Μ υρτώ, μιά ζωή εύτυχισμένη. Μ ’ άρεσε ό τόπ ος καί ό χρό νο ς πού δ ιά λεξε ή σ υγγραφέας γιά νά τοποθετήσει τήν ιστορία της, για τί έτσι μαθαίνουμε καί ορι σμένα πράγμ ατα γιά ένα θέμα ό χι τόσο γνω στό, γιά τό πώ ς ζοϋσαν οι μικρές άρ κτοι. Γενικά έχω νά πώ πώ ς ήταν ένα πολύ ώ ραΐο βιβλίο. "Αλκή Κυριακίδον-Νέστορος: Ο ί δώδεκα μήνες. Τά λαογραφικά. 'Ω ρ α ίο , καλογραμμένο λαογραφ ικό βι βλίο. Μ άς μιλάει γιά τά έθιμα, τά τόσα πολλά καί ώ ραΐα τού λαού μας, πού τελούν τα ι άνάλογα μέ τό μήνα άλλά καί τή γιορτή ένός άγίου. Ά ν α φ έ ρ ε τα ι όμως κα ί στην όνομασία τών μηνών κα ί στό περιεχόμενό τους. Μ άς δίνει άκόμα κα ί λίγες, γενικές γνώ σεις γύρω ά π ’ τό Ίο υ λια νό ήμερολόγιο, γ ιά τά ήλιακά κα ί τά σεληνιακά κα ί γιά άλλα. Ε ίν α ι μιά πολύ καλή δουλειά πού εμένα προσ ω πικά μέ άφήνει ικανοποιημένο. Μένω όμως έκπληκτος βλέποντας τά ένδιαφέροντα έθιμα πού άναφ έρονται ζω ντανά, χω ρ ίς πολλές λεπτομέρειες καί μέ έξυπνο τρόπο, δηλαδή: κάθε μεγάλο κεφ άλαιο πού φέρει τό όνομα ένός μήνα χω ρ ίζεται σέ άλλα μι,κρά. Γιά νά είναι όμως όλα σέ μιά συνεχή κατάσταση, οί τίτλοι τους βρίσκονται στά περιθώ ρια καί είναι σάν τίτλοι ένοτήτων. Κ ατά τή γνώμη μου τό βιβλίο αύτό προσ πα θεί μέ άπλά λόγια νά κάνει σέ π α ιδιά άλλά καί σέ μεγάλους γνωστές πολλές ά π ’ τίς πα ραδόσ εις τοϋ λαού μας. ’Ετσι δέν κουράζεται κανείς νά μελετήσει αυτά τά έθιμα. Κ άτι πού μοϋ άρεσε, άκόμα, ήταν ότι σέ μερικά σημεία πα ραθέτει τραγο ύ δια καί ποιήματα κι έτσι είναι π ιό συμπληρωμένα. Γενικά έχω νά πώ πώ ς είναι ένα καλό β ι βλίο.
σμένα ά π ’ τήν καθημερινή ζωή, βρίσκει κα νείς ά π ’ όλα: καί χιούμορ καί συναισθημα τισμό καί συγκίνηση. Ε ίνα ι ώ ραίες ιστορίες, ευχάριστες, κα ί έχουν ένα χιούμορ πού βγαίνει στό τέλος άπό μιά κατάσταση τρ α γική γιά τόν ηρώα. Ό π ω ς στό: «’Αλογίσιο όνομα» κα ί «Τά παραλάτισε». “Αλλοτε πά λι, όπω ς στό: « Ό δραπέτης» καί «Τά άγόρια», ή ιστορία φ αίνεται περι πετειώ δης, ένώ ό συγγραφέας έξετάζει περισσότερο τούς χαρακτήρες. Τ ά διηγήματα τώρα «Καστάνκα» καί «Ά σ προμέτω πος» είναι ιστορίες μέ ήρωες τά ζώ α πού ζούνε στό δίκ ο π ο υ ς κόσμο άλλά άνακατεύονται κα ί στή ζωή τών άνθρώπων. Ή ιστορία τοϋ Βάνκα, ή πρώτη στό βι βλίο, δείχνει τήν πα ιδική άφέλεια τού π α ι διού π ο ύ γράφ ει στόν π α ππού του σημαν τικ ά πρά γμ ατα άλλά τελικά, επειδή δέν ξέ ρει τή διεύθυνση, γρ άφ ει στό φάκελο κάτι πολύ άστείο κα ί συγκινητικό: «Γιά τόν πα π π ο ύ , στό χω ρ ιό Κωσταντίν Μακάριτς». Γενικά, όλα τά διηγήματα τού άνεπανάληπτου Τσέχωφ διακρίνονται γιά τή λεπτότητά τους κα ί τήν ευαισθησία τους. ’Ά στριντ Λίντγκρεν: Ευτυχισμένες μέρες στό μικρό χωριό. Ε υχά ριστο κα ί ελαφρό βιβλίο. Ε ίνα ι ένα πα ιδικ ό διήγημα, καθόλου σοβαρό, άλλά καί λίγο ένδιαφέρον. Α ύτά πού γράφ ει εί ναι ώ ραία κα ί έξυπνα, άλλά δέν είναι δο σμένα μέ πολύ στρωτό τρόπο. "Ολα είναι πολύ π α ιδ ικ ά καί όλα έχουν πολλές έπαναλήψεις καί άσήμαντες λεπτομέρειες. Ε ίναι μόνο γ ιά νά ξεκουράζει καί όχι γιά νά προσφέρει υψηλή διασκέδαση. Β έβαια γ ιά μικρά π α ιδ ιά είναι ένα πολύ ώ ραΐο βιβλίο. “Ομως δέν είναι τό ιδανικό. ’Α ναφ έρεται σέ έξι π α ιδ ιά πού οργανώ νουν τή ζωή τους σ’ ένα μικρό χω ρ ιό τής Σουηδίας. Κ οινό θέμα δηλαδή καί κοινό περ ιεχό μενο.
Ά ν τ ο ν Τσέχωφ: Τά παιδικά διηγήματα τον Τσέχωφ. Πολύ καλό βιβλίο. Π ολύ ώ ραία Ιδέα νά συγκεντρωθούν αύτά τά διηγήματα, πολύ ώ ραΐα κα ί τά ίδια. Σ ’ αύτά τά διηγήματα, πού είναι έμπνευ109
Κυρ. Ντελόπουλος Τό Δελτίο τοΰ «Κύκλου τού Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου» Τ ό σ ω μ α τ ε ίο α υ τ ό ιδ ρ ύ θ η κ ε τ ό 1969. Μ έλ η τ ο υ ε ίν α ι σ υ γ γ ρ α φ ε ί ς π α ιδ ικ ώ ν .β ιβ λ ίω ν . Σ τ ίς δ ρ α σ τ η ρ ιό τ η τ ε ς τ ο υ π ε ρ ιλ α μ β ά ν ε τ α ι κ α ί ή έ κ δ ο σ η ε ν ό ς ε τ ή σ ιο υ δ ε λ τ ίο υ σ τό ό π ο ι ο κ α τ α γ ρ ά φ ο ν τ α ι ο ί έ κ δ η λ ώ σ ε ις τ ο ύ σ ω μ α τ ε ίο υ , ν έ α π ο ύ ά φ ο ρ ο ύ ν τ η ν κ ίν η σ η τ ο ύ π α ιδ ικ ο ύ β ιβ λ ίο υ σ τη ν Ε λ λ ά δ α κ α ί τ ό ε ξ ω τ ε ρ ικ ό κ α ί κ ε ίμ ε ν α π ο ύ σ χ ε τ ί ζ ο ν τ α ι με τ ή ν π α ιδ ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία , τ ά π α ι δ ι κ ά β ιβ λ ί α κ α ί τ ο ύ ς μ ικ ρ ο ύ ς α ν α γ ν ώ σ τ ε ς τ ο υ ς . ’Α π ό τ ά δ ε λ τ ία α ύ τ ά ά π ο δ ε λ τ ιώ θ η κ α ν τ ά ά ρ θ ρ α π ο ύ π α ρ ο υ σ ιά ζ ο υ ν γ ε ν ικ ό τ ε ρ ο ε ν δ ια φ έ ρ ο ν κ α ί π ο ύ , σ χ ε δ ό ν κ ρ υ μ μ έ ν α σ ’ έ ν α έ ν τ υ π ο π ο ύ δ έ ν έ χ ε ι δ η μ ό σ ια κ υ κ λ ο φ ο ρ ία , μ π ο ρ ε ί ν ά π α ρ α μ ε ίν ο υ ν γ ι ά π ά ν τ α σ έ λ α ν θ ά ν ο υ σ α κ α τ ά σ τ α σ η . Τ ά τ ε ύ χ η β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ τή β ι β λ ιο θ ή κ η τ ο ύ « Κ ύ κ λ ο υ » κ α ί σ τή δ ιά θ ε σ η τ ώ ν ε ν δ ια φ ε ρ ο μ έ ν ω ν . Τ ά λ ή μ μ α τ α έ χ ο υ ν τα ξ ι ν ο μ η θ ε ί ά λ φ α β η τ ικ ά μ έ π α ρ α π ο μ π ή π ρ ό ς τ ό έ τ ο ς έ κ δ ο σ η ς τ ώ ν δ ε λ τ ίω ν κ α ί τ ίς σ ε λ ίδ ε ς . Τ ά χ ρ ό ν ια έ κ δ ό σ ε ω ν ε ίν α ι 1971 μ έ χ ρ ι τ ό 1980.
Γουμενοπούλου, Μαρία. Τό παιδί καί τό παι χνίδι. (1976, σελ. 16-20).
Θήλ, Κόουλιν. Ό κόσμος πού ζεΐ στά βιβλία. (1978, σελ. 18-22).
Δεμερτζής, Κ. Π. Ό ρόλος τής ανάγνωσης στην άνάπτυξη τών παιδιών καί τών έφηβων στίς εξελισσόμενες κοινωνίες μας. (1972, σελ.
Ζουγκρόφσκυ, Β. Τό βιβλίο είναι ένα παρά θυρο στόν κόσμο. (1980, σελ. 30-31).
Μερακλής, Μιχ. Τό παραμύθι καί τό παιδα γωγικό του περιεχόμενο. (1977, σελ. 25-29).
Βιβλία καί τηλεόραση / ραδιοφωνία γιά παι διά. Έ ν α διεθνές συμπόσιο πού πραγματο ποιήθηκε στίς ΗΠΑ άπό τίς 13/9 6ς τίς 19/10/ 1979. (1980, σελ. 12-16).
Πέτροβιτς-Άνδρουτσοπούλου, Δότη. Τό 16ο Συνέδριο τής Ι.Β.Β.Υ. Έκθεση γιά τό πρώτο μέρος τών έργασιών. (1979, σελ. 56-59). Πλακωτάρη, ’Αλεξάνδρα. Τό 16ο Συνέδριο τής Ι.Β.Β.Υ. Έκθεση γιά τό δεύτερο μέρος τών έργασιών. (1979, σελ. 59-63). Πλακωτάρη, ’Αλεξάνδρα. Τό ιωβηλαίο τής Διεθνούς Όργανώσεως Βιβλίων γιά τη Νεό τητα (ΙΒΒΥ). (1974, σελ. 9-13). Χάρης, Πέτρος. Ή παιδική λογοτεχνία καί τά σημερινά παιδιά. (1977, σελ. 21-25). Acken, Joan. "Οπου κι άν πάτε πάρτε μαζί σας ένα βιβλίο. (1974, σελ. 13-15). Μπόσεβ, "Ασσεν. Τό βιβλίο μιά πηγή φιλίας. (1979, σελ. 65-66). Σαρπαντρώ, Ζάκ. Τό διάβασμα είναι ευτυχία. (1977, σελ. 30-31). De Jojig, Meindert. Μέ ένα βιβλίο βρίσκεις ένα φίλο. (1972, σελ. 12-15). Lepman, Jella. Τά βιβλία πετοϋν, άγγελιαφόροι καί κήρυκες τής διεθνούς συνεννοήσεως. (1973, σελ. 18-21). Ρίχα, Μποχουμίλ. Βιβλία γιά τά παιδιά δλου τοΰ κόσμου. (1973, σελ. 22-24). 110
Βάλτερ Σέρφ. (1973, σελ. 7-8).
Έκθεση τής έκπροσώπου τοΰ «Κύκλου τού Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου» κ. ’Αλεξάν δρας Πλακωτάρη κατά τό Συνέδριο τού Βρα βείου "Αντερσεν 1972. (1973, σελ. 9-13). Ή προβολή τοΰ παιδικού βιβλίου. (1976, σελ. 11-15). Λίγα άπό τό συνέδριο τής ΙΒΒΥ πού οργανώ θηκε στήν ’Αθήνα άπό τόν «Κύκλο τού Ελλη νικού Παιδικού Βιβλίου» στίς 28 Σεπτεμβρίου - 2 ’Οκτωβρίου 1976. (1977, σελ. 17-20). Μπορεί, κατά τή γνώμη σας, ή λογοτεχνία γιά παιδιά νά συντελέσει στή φιλία καί τήν ειρη νική συνύπαρξη τών λαών; ’Απαντούν: I. Βαρβιτσιώτης, Σπύρος Δοξιάδης, Ν. Κ. Λού ρος, Μιχαλάκης I. Μαραθεύτης, Άνδρέας Μιχαηλίδης-Νουάρος, Καλλιόπη Μουστάκα, Νικ. Παντ. Μποχλόγυρος, I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Μιχ. Δ. Στασινόπουλος, Πέτρος Χά ρης, Μαρία Χουρδάκη. (1979, σελ. 5-16). Ό άκαδημαϊκός κ. Πέτρος Χάρης μιλάει γιά τήν παιδική λογοτεχνία. (1972, σελ. 10-11). Τζέλλα Λέπμαν. (1971, σελ. 6-8). Τό μήνυμα τής ΙΒΒΥ άπό τόν Angus Wilson. (1974, σελ. 16-18).
Κ αρλότα ΣΚΟΤ Ο’ΝΤΕΛ: Καρλότα. Μετ. Κίρας Σίνον. ’Αθήνα, Μετόπη, 1981. Σελ. 169.
ΑΑΑΗ μιά ευκαιρία γιά νά ταξιδέψει μακριά ή παιδική φαντασία. Αύτή τή φορά στην Καλιφόρνια τού περασμένου αιώνα, την εποχή που διεξά γεται ό πόλεμος άνάμεσα στό Μεξικό καί τίς 'Ηνωμένες Πολιτείες. Ή Καρλότα Ζουμπαράν, κόρη γαιοκτήμονα τής περιοχής, άνατρέφεται άπό τόν πατέρα της σάν άγόρι. Στό κτήμα πού μεγαλώνει μαθαίνει νά κάνει δλες τίς δουλειές, καί ακόμη νά παίρνει μέρος σέ άγωνίσματα άνδρικά. Ά Σκότ Ο’Ντέλ βασίστηκε έν μέρει στή ζωή της Λουίζας Μοντέρο, πού έζησε τά χρόνια έκεΐνα στή Νότια Καρολίνα. Πλάθει τό μυθιστόρημά του γύρω άπό ένα πραγματικό ιστορικό γεγονός: Τή νικηφόρα αιφνιδιαστική έπίθεση.μιάς χού φτας υπερήφανων ίσπανών λογχοφόρων κατά τοϋ στρατού τής Δύσης μ’ επικεφαλής τό στρατηγό Κήρνυ. Ό συγγραφέας βάζει τήν Καρλότα νά πάρει μέρος στό έπεισόδιο αύτό. Είναι ή στιγμή πού άρχίζει ν’ άμφισβητεϊ τήν όρθότητα τής πατρικής διάθεσης στό νά άπαρνεϊται συνεχώς τή γυναι κεία της φύση. Ή άμφισβήτηση αύτή θά οδηγήσει στήν πρώτη άνυπακοή καί κατά κάποιον τρόπο στήν αρχή τής άπελευθέρωσης τής προσωπικότη τάς της. Ό Σκότ Ο’Ντέλ έχει γράψει πολλά μυθιστορή ματα γιά παιδιά καί έχει βραβευτεί μέ τό Διεθνές Βραβείο «Χάνς Κρίστιαν ’Άντερσεν». Στήν Ε λ λάδα κυκλοφόρησε άλλο ένα μυθιστόρημά του, τό «Μαύρο μαργαριτάρι». ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΡΟΥΦΟΥ
Ή σταυροφ ορία των π α ιδιώ ν ΜΠΕΡΝΑΡ ΤΟΜΑ: Ή σταυροφορία των παι διών. Μετ. Μανώλη Πέταλά. ’Αθήνα, Χατζηνικολή, 1981. Σελ. 227.
ΤΟ θέμα τού βιβλίου, ή σταυροφορία τών παι διών, είναι ένα γεγονός πραγματικό. Ή ύπόσταση τού ηρώα τού μυθιστορήματος, τού Έτιέν άπό τό Κλουά, έχει επιβεβαιωθεί άπό 38 χρονικογράΌ συγγραφέας, μέ δλο τό ταλέντο κάί τήν ποίηση τού μυθιστοριογράφου καί τήν άκριβολογία τού ιστορικού, άφηγείται «αυτόν τόν ξαφνικό πυρετό, αύτό τό ξαφνικό κόχλασμα τών παιδιών πρός τούς ορίζοντες τής Ιστορίας πού πήγασε άπό δειλία, τήν άνημπόρια, τή μετριότητα τών ένηλίκων έκείνης τής εποχής». Τριάντα χιλιάδες
παιδιά ξεσηκώθηκαν για ν’ άκολουθήσουν τόν Έτιέν άπό τό Κλουά στό δρόμο γιά τήν Ιερουσα λήμ, τριάντα χιλιάδες τρελοί γιά ελπίδα, σέ άναζήτηση μιας πιό όμορφης κοινωνίας πού οί μεγά λοι δέν είχαν πραγματοποιήσει. «Ή σταυροφορία τών παιδιών» μέσα άπό τό εϊδωλολατρικό καί μυστικιστικό κλίμα τού Με σαίωνα, πού άποδίδεται μέ θαυμάσιο τρόπο άπό τόν Μπερνάρ Τομά, επικαλείται μιά περιπέτεια πού ταυτίζεται μέ τού καιρού μας. Μπροστά στή χρεοκοπία τών μεγάλων, τά παιδιά έλπίζουν δτι μέ τήν άγνότητα καί τήν άθωότητα θά ξαναχτί σουν ένα τέλειο κόσμο. Πρόκειται γιά ένα γοητευτικό βιβλίο πού άπόδωσε πολύ κάλά στά έλληνικά ό Μανώλης Πεταλάς. ΓΛ. ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΙΩΤΟΥ
Τ ό β ιβλίο τών βιβλίω ν ΚΥΡ. ΝΤΕΛΟΠΟΥΛΟΥ: Τό βιβλίο τών βι βλίων. Μιά εισαγωγή γιά παιδιά καί νέους οτόν κόσμο τον βιβλίου άπό τή γέννησή τον μέχρι τούς τρόπους χρήσης του. Εικονογράφηση Σο φίας Ζαραμπονκα. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 134.
ΕΝΑ βιβλίο μέ τόν φιλόδοξο καί λογοπαικτικό τίτλο «Τό βιβλίο τών βιβλίων» κυκλοφόρησε μέσα στίς γιορτές, πού μάς άφησε άναυδους. "Ενα βι βλίο μοναδικό γιά τά έλληνικά δεδομένα. Συγγραφέας του ό γνωστός, άπό τίς βιβλιογρα φικές κυρίως δουλειές του («Κανόνες ταξιθετήσεως δελτίων καταλόγου», «Συμβολή στή βιβλιο γραφία τού Αγίου "Ορους», «Καβάφη, ιστορικά καί άλλα πρόσωπα», «Ελληνική βιβλιοθηκονομική βιβλιογραφία», «Συμβολή εις τήν μοναστηρια κήν βιβλιογραφίαν», «Ή βιβλιοθήκη στό σχο λείο», «Βιβλιογραφία Βασ. Βασιλικού», «Έλλη νικά βιβλία 1975, 1976, 1977», «Σύστημα βιβλιο γραφίας») άλλά καί άπό τίς πρωτότυπες καί έξυ πνες συλλογές του («Στραβά καί άνάποδα», «Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα» «Έπιχείρησις: Μαργαριτάρια», « Αφιερώσεις»), Κυριά κος Ντελόπουλος. Τό βιβλίο είναι αύτό άκριβώς πού δηλώνει ό τίτλος του. Είναι ένα βιβλίο πού μιλάει γιά βι βλία, άπό τήν ώρα πού ενυπάρχουν σπερματικά στό μυαλό τού άνθρώπου μέχρι τή στιγμή πού θά ταξινομηθούν σέ μιά βιβλιοθήκη, πρόσφορα στήν πρώτη ζήτηση, άφού πρώτα τυπωθούν, δεθούν, διαβαστούν, προσφέρουν. Λέει δ,τι ξέρουμε καί δ,τι δέν ξέρουμε, δ,τι πρέπει νά διδάξουμε καί δέ μάθαμε, δ,τι θέλαμε νά μάς πούνε καί αδιαφόρη σαν, «ένας πρακτικός όδηγός γιά βιβλία», «ένας όδηγός γνωριμίας καί καθιέρωσης καλής συνερ γασίας μέ τό βιβλίο». "Ενα βιβλίο πού φιλοδοξεί, καί πιστεύω πώς θά πετύχει, νά άνοίξει δρόμο έπικοινωνίας καί ουσιαστικής σχέσης άνάμεσα στόν άναγνώστη καί τό βιβλίο πού διαβάζει κάθε 111
φορά. Τό ίδιο τό βιβλίο είναι ζωντανός μάρτυρας τών δσων διακηρύσσει. "Ολη ή θεωρία πού άναπτύσσει μεταστοιχειώνεται ταυτόχρονα σε πράξη, έτσι πού τό ίδιο τό βιβλίο γίνεται «μοντέλο». Τό βιβλίο άφιερώνεται σέ μιά σελίδα παιδάκια φίλων, άγόρια καί κορίτσια, πού εκπροσωπούν τά παιδιά όλων μας. Στό τύπωμα έχει άποφευχθεΐ τό φαινόμενο τού συλλαβισμού, μέ άποτέλεσμα κάθε άράδα τού βιβλίου νά έχει διαφορετικό μή κος άπό τίς άλλες. Είναι δηλαδή έλεύθερη ή άπόληξη τής σειράς. "Ετσι, άν λάβουμε άκόμα υπό ψη, μέ σταθερό δεδομένο τό περιεχόμενο, τά άνε τα τυπογραφικά στοιχεία καί τίς παράγράφους, άπό τή μιά μοιάζει μορφικά μέ ποίημα καί άπό τήν άλλη διαβάζεται μέ περισσότερη εύκολία ή καλύτερα ρουφιέται, γιατί δέν καταλαβαίνεις πό τε κιόλας βρέθηκες στήν άλλη σελίδα. Ή «άνάσα» διευκολύνεται καί επιμηκύνεται καί άπό τά χαριτωμένα καί χαρακτηριστικά σκίτσα τής Σο φίας Ζαραμπούκα, πού κατά κανόνα συνοδεύουν καί ολοκληρώνουν τό κείμενο. Οί ορολογίες είναι μέ πλάγια στοιχεία, γιά νά διακρίνονται άπό τό υπόλοιπο κείμενο καί νά έπισημαίνονται. Ή πληροφόρηση γίνεται κατά τρόπο άπλό καί άπόλυτα κατατοπιστικό. Είναι γραμμένο σέ δεύ τερο πρόσωπο, γιά άμεση επικοινωνία. Ένας με γάλος πού ξέρει, άς πούμε, τή διαδικασία τυπώ ματος ενός βιβλίου, τή βλέπει νά προβάλλεται μπροστά του μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο. “Ενας πού έχει μιά γνώση «περίπου» γιά τά πράγ ματα, τά συνειδητοποιεί. Κι ένας τρίτος, πού δέν ξέρει τίποτα, τά βλέπει άνάγλυφα. Ή περιγραφή τής διόρθωσης τών τυπογραφικών δοκιμίων, γιά παράδειγμα (δουλειά τήν όποια έχω κάνει καί ή πείρα, πιστεύω,' μαρτυράει καλύτερα), στή σελ. 24 είναι μοναδική. Λείπουν μόνο τά σύμβολα (δέ χρειάζονται βέβαια) μέ τά οποία συνεννοείται ό 112
διορθωτής μέ τό στοιχειοθέτη γιά νά άρχίσει κα νείς νά διορθώνει. Θά μπορούσε κάλλιστα νά άποτελέσει τό έπεξηγηματικό κείμενο κινηματογραφικής ταινίας γιά σχολική χρήση. Αίτια καί κίνητρα γραφής τού βιβλίου, πορεία έκδοσης, τεχνική κατασκευής, δομή, στοιχεία ταυ τότητας, διάθεση στήν άγορά, ταξινόμηση, τρό ποι χρήσης του, κριτήρια επιλογής βιβλίων, άπολογισμός μελέτης, μερικές όψεις τής πολύπλευρης καί πρισματικής αυτής θεώρησης. Άκόμα καί οδηγίες ή συμβουλές τού τύπου «πώς θά κρατάς σημειώσεις άπό ένα βιβλίο» ή «μερικοί τρόποι καλής συμπεριφοράς πρός τό βιβλίο» δίνουν ελ πίδες σέ όσους έχουν δει στό τέλος τού σχολικού έτους τά προαύλια τών σχολείων νά γεμίζουν μέ φύλλα άπό σκισμένα ή καμένα βιβλία. Διευκρίνιση έννοιών καί όρολογίας, σημειώ σεις καί γλωσσάρι, βιβλιογραφία καί ευρετήριο, δείχνουν μιά δουλειά σωστής φροντίδας καί βα θιάς γνώσης. Οί συγκεφαλαιωτικοί πίνακες στό τέλος τών κεφαλαίων ή τό έρωτηματολόγιο, κατά τρόπο σοφά διδακτικό, συστηματοποιούν τή γνώ ση. Χιούμορ διαπνέει γενικά τή γραφή τού Ντ., πού φαίνεται κιόλας άπό τήν παρουσίαση τού συγγραφέα καί τού καλλιτέχνη στά αύτιά τού έξωφύλλου. Θά τό πρότεινα άνεπιφύλακτα γιά σχολική χρήση σέ όλες τίς βαθμίδες τής εκπαίδευσης. Μπορεί άνετα νά άποτελέσει εργαλείο δουλειάς. Κάποτε ή άγωγή μας θά πρέπει νά γίνει πιό πλα τιά καί νά πιάσει έπιτέλους καί τίς λεπτομέρειες. Μ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ
Μ ά ρ τ ιο ς 1982
ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΑΙΑ Ε π ι μ έ λ ε ια : Ε . Ά π ά κ η Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γιά παιδιά γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα ταξινόμησης, προσαρμο σμένο στήν έλληνική βιβλιογραφία καί στίς Ιδιομορφίες αυτής τής κατηγορίας βιβλίων. Κατά τά άλλα Ισχύουν δσα άναφέρονται προλογικά στό Βιβλιογραφικό Δελτίο.
Λ Ο ΓΟ ΤΕ Χ Ν ΙΑ ΒΑΛΑΣΗ ΖΩΗ. "Ηλιος, ήλιος καί βροχή. Μέ πρόλογο τού Άντώνη Σαμαράκη. Επιμέλεια καί ζωγραφική Διονύση Βαλάση. Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 62. Δρχ. 300. ΓΟΥΛΙΜΗ ΑΛΚΗ. Μιά φορά κι έναν καιρό άλ λοτε... καί τώρα. Αθήνα, 1981. Σελ. 94.
Διαλεχτά διηγήματα σέ γλώσσα δημοτική. Ε πι μέλεια Δημητρίου Κ. Βαβελίδη. ’Αθήνα. Σελ. 159. Δρχ. 150.
Μαράντου. ’Αθήνα, Γεμεντζόπουλος. Σελ. 176. Δρχ. 360.
ΘΕΟΧΑΡΗ-ΠΕΡΑΚΗ ΕΛ. Μέ τήν Σουβλίτσα καί τόν Κλούβιο. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 64. Δρχ. 150.
ΟΥΑΪΛΝΤ ΟΣΚΑΡ. Ό ευτυχισμένος πρίγκιπας καί άλλες ιστορίες. Εικονογράφηση Σοφίας Μεν δράκου. Νεανική Βιβλιοθήκη, άριθ. 7. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 142. Δρχ. 200.
ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ-ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΣΟΦΙΑ. Ό μι κρός περιηγητής. Τόμοι A ' + Β' + Γ'. Νεανική Βιβλιοθήκη. ’Αθήνα, Καστανιώτης 1981. Σελ. 172 + 188 + 252. Δρχ. 200 + 200 + 250.
ΡΖΙΧΑ ΜΠΟΧΟΥΜΙΛ. Ό Ρύν, τό άτίθασο άλογάκι. Μετ. Ελένης Πούπτη. Θεώρησε καί έπιμελήθηκε ό Πέτρος Πεντελικός. ’Αθήνα, Μνήμη, 1982. Σελ. 162. Δρχ. 250.
ΣΑΝΔΗ ΓΕΩΡΓΙΑ. Ή ιστορία ενός άγαθούλη. Νεανική Βιβλιοθήκη, άριθ. 2. ’Αθήνα, Καστα νιώτης, 1981. Σελ. 118. Δρχ. 150.
ΣΤΑΪΝΜΠΕΚ ΤΖΩΝ. Τό κόκκινο άλογάκι. ’Απόδοση Φώντα Κονδύλη. Εικονογράφηση Σο φίας Μενδράκου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 140. Δρχ. 200.
ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ-ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΕΛΕΝΗ. ’Ιόλη ή τή νύχτα πού ξεχείλισε τό ποτάμι. Εικονογράφη ση Άντώνη Καλαμάρα. Νεανική Βιβλιοθήκη, άριθ. 5. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 167. Δρχ. 200. ΒΕΡΝ ΙΟΥΛΙΟΣ. Ή διαθήκη ένός ιδιότροπου. Μυθιστόρημα. Μετ. Γ. Δρόσου. ’Επιμέλεια Σ.
ΤΑΞΙΔΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ I. Ταξίδια στήν ’Ασία. ’Αθήνα, Νι κόδημος. Σελ. 216. Δρχ. 300.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΥΑΚΙΝΘΟΣ - ΜΑΜΟΥΘ COMIX Κυκλοφόρησαν Σόλωνος 47 τηλ. 3615.078-8834.023
κριτικογραφία Στήν Κριτικογραφία αύτοϋ τοΰ τεύχους περιλαμβάνονται βιβλιοκριτικές πού δημοσιεύτηκαν τόν Ια νουάριο στόν ημερήσιο αθηναϊκό τύπο. Περιλαμβάνονται, επίσης, καί κριτικές δημοσιευμένες, στον περιοδικό καί επαρχιακό τύπο, όσες φυσικά φρόντισαν νά μάς στείλουν οί συντάκτες τους. Γιά κάθε βιβλίο σημειώνονται, μέσα σέ παρένθεση: τό όνομα τοΰ κριτικού καί ό τίτλος τοΰ έντύπου (βλ. Υπό μνημα), καθώς καί ή ημέρα δημοσίευσης τής κριτικής, αν πρόκειται γιά εφημερίδα, ή ό άριθμός έκδο σης, αν πρόκειται γιά περιοδικό έντυπο. (’Επιμέλεια: Κατερίνα Παπαλιβερίον)
'Υπόμνημα ΚΡΙΤΙΚΟΙ ΑΑ: Α. ’Αργυρίου ΑΛ: Α. Λαμπρία ΑΠ: Α. Παπαδάκη ΑΦ: Α. Φουριώτης BA: Β. Άγγελοπούλου ΓΜ: Γ. Ματζουράνης ΔΖ: Δ. Ζαδές ΔΣ: Δ. Σιατόπουλος ΔΚ: Δ. Κονιδάρης ΕΖ: Ε. Ζωγράφου ΕΚ: Ε. Κοροντζή ΕΡ: Ε. Ρόζος ZB: Ζ. Βαλάση ΘΠ: Θ. Μ. Πολίτης ΚΑ: Κ. Άνδρονίκας ΚΔ: Κ. Θ. Δημαράς ΚΚ: Κ. Καλημέρης ΚΡ: Κ. Ρούφου ΚΣ: Κ. Σταματίου ΚΤ: Κ. Τσαούσης ΚΧ: Κ. Χρυσάνθης ΜΓ: Γ. Μαρκοπουλιώτου
ΜΠ: Μ. Παπαδοπούλου ΜΣ: Μ. Στασινοπούλου ΟΠ: Ό Παρατηρητής ΠΠ: Π. Παγκράτης ΣΑ: Σ. Άρτεμάκης ΣΔ: Σ. Δρακοπούλου ΣΤ: Δ. Σταμέλος ΤΘ: Τ.Θεοδωρόπουλος ΤΑ: Τ. Λειβαδίτης ΤΜ: Τ. Μενδράκος ΦΜ: Φ. Μπουμπουλίδης ΧΛ: X. Λουκάκου ΧΧΛΧ. Χειμώνας
ΕΝΤΥΠΑ ΑΚ: Άκρόπολις ΑΝ: ’Αντί ΑΠ: ’Απανεμιά ΑΥ: Αύγή ΒΗ: Τό Βήμα ΒΡ: Ή Βραδυνή
Γενικά έργα «Χρονικό 81» (ΤΜ, ΕΠ, 701)
Φιλοσοφία-Ψυχολογία Βελισαρόπουλος Δ,: Ιστορία τής κινέζικης φιλοσοφίας (ΚΤ, ΕΘ, 27) Wansoo Κ.: Ή έννοια τής αίσθήσεως στή φιλοσοφία τοΰ Πλάτωνος (Δ. Μούκανος, ΕΟ, 64) Κατσιμάνης Κ.: Πρακτική φιλοσοφία καί πολιτικό ήθος τού Σω κράτη (X. Σακελλαρίου, ΚΑ, 28), (Κ. Μπουζέας, ΕΟ, 64) Φασιανός Α. Σ.: Οί ρίζες τής κοινωνικής όντολογίας (ΒΠ, ΔΙ, 49)
θρησκεία Νέλλας Π.: Ζώον θεούμενον (Κ. Κάλχας, Χριστιανική Δημοκρα τία, 189) Ράμφος Σ.: Ή πολιτεία τοΰ Νέου Θεολόγου (ΣΤ, ΕΛ, 21)
Κοινωνικές έπιστήμες Άντερσον Π.: Ό Δυτικός μαρξισμός (Τ. Άναστασιάδης, ΟΤ
114
ΓΤ: Γράμματα καί Τέχνες ΔΙ: Διαβάζω ΕΘ: "Εθνος ΕΛ: Ελευθεροτυπία ΕΟ: Εποπτεία ΕΠ: ’Επίκαιρα ΕΣ: ’Ελεύθερος (Στερ. Ελλ.) ΙΣ: Ιστορία ΚΑ: Καθημερινή ΚΛ: Κυπριακός Λόγος ΚΟ: ’Ελεύθερος Κόσμος ΛΕ: 'Η Λέξη ΜΕ: Μεσημβρινή ΝΕ: Τά Νέα ΟΤ: Οικονομικός Ταχυδρόμος ΠΚ: Πνευματική Κύπρος ΠΟ: Ό Πολίτης ΠΡ: Πορφύρας ΡΑ: Ραδιοτηλεόραση ΡΙ: Ριζοσπάστης ΣΚ: Σκιάθος ΣΥ: Συμβολή ΤΕ: Τριφυλλιακή Εστία ΤΟ: Τομές
Βοσλένσκυ Μ.: Ή νομενκλατούρα (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Βότσης Π. Γ.: Οίκολογία (ΚΤ, ΕΘ, 20) Gordova A.-Michelena Η. S.: Ή οικονομική δομή τής Λατινικής ’Αμερικής (ΓΜ, ΔΙ, 49) Δωρής Μ.: Πολιτισμός καί κοινωνική έξέλιξη (ΣΤ, ΕΛ, 21) «Ελληνική ’Επιθεώρηση Ευρωπαϊκού Δικαίου» (Α. Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 3/1446) «’Επιθεώρηση τών Εόρωπαϊκων Κοινοτήτων» (Α. Δ. Παπαγιαννίδης, ΟΤ, 3/1446) Καββαδίας Γ. Β.: Καραγκούνηδες (Δ. Σ. Λουκάτος, ΔΙ, 49) Μελάς Γ. - Ντελής Δ.: Τά άγροτικά ήμερομίσθια καί ή άπασχόληση στήν ελληνική γεωργία (Λ. Παπακωνσταντινίδης, Μετάβαση στό σοσιαλισμό (ΓΜ, ΔΙ, 49) Παπαδημητρίου Α. - Άγγελοπούλου Μ.: Οί σημαντικότερες νο μοθετικές διατάξεις τοΰ κοινοτικού δικαίου (Α.Δ.Π., ΟΤ, 4/1447) Παπαμανουσάκης Σ.: Ή ποινική δικαιοσύνη στά πρώτα χρόνια τής Τουρκοκρατίας στήν Κρήτη (Φ., ΚΑ, 28) Στάμος Δ. X.: Ή πολιτική γραμμή τού «Βήματος» κατά τήν έπταετία 1967-1974 (ΓΜ, ΔΙ, 49) Τότι Τ.: Ό έλεύθερος χρόνος (ΚΤ, ΕΘ, 20), (ΓΜ, ΑΥ, 28)
Έκπαίδευση-Παιδαγωγική Πιστικίδου-Δρόσου Λ.: Τό άσκήσιμο νοητικά καθυστερημένο παιδί (Κ.Π., ΚΑ, 28) Σιόλας Α. Γ.: Νέος Ιστορικός σχολικός Άτλας (ΚΣ, ΝΕ, 16)
Λαογραφία Άλεξιάδης Μ. Α.: Συμβολή στήν έρευνα τοϋ καρπαθιακοΰ αίνίγματος - Καρπαθιακή βιβλιογραφία (ΑΦ, ΑΚ, 23) Κανάτας Α.: Φωκίδα (ΑΦ, ΑΚ, 5) Κασελούρης Λ. X.: 'Ιστορικά καί λαογραφικά τής Άρτας (ΑΦ, ΑΚ, 23) Λουκάτος Δ. Σ.: Τά καλοκαιρινά (ΑΦ, ΑΚ, 29) Μερλιέ Μ. Ο.: Τραγούδια τής Ρούμελης (ΕΚ, ΔΙ, 49) Μιχαήλ-Δέδε Μ.: Ή φορεσιά τής Μεσογείτισσας (Ε. Σταμάτης, ΣΥ, 17) Μίχας Γ.: Τό Μαρτίνο (Μσυζάκ) καί τά προερχόμενα άπ’ αντό Λάρυμνα-Λούτσι - Πύργος (ΚΠ, ΣΥ, 17) Νάνου-Σκοτεινιώτη Α.: Σελίδες άπ’ τή Μακρυνίτσα (ΑΦ, ΑΚ, 29) Πετρόπουλος Η.: Τό μπαλκόνι (ΑΦ, ΑΚ, 5) Πετρόπουλος Η.: Ελλάδος τάφοι (Τ. Μιλλιέξ, ΕΛ, 24) Ρωμανός Γ.: Τό ρόπτρο (Α. Π. Τζαμαλής, Συλλεκτικός Κόσμος, 14) Σεραφείμ Κ. Δ.: Λαογραφικά τής Άργολίδος (ΑΦ, ΑΚ, 23) Τσιτσιπής Δ. Λ.: Τό Δαδί (ΑΦ, ΑΚ, 29)
Τέχνες-Συλλογές Βακιρτζής Γ.: Γραφές (ΚΣ, ΝΕ, 23) Βιάν Μ.: Άς άρχίσει ή μουσική (ΒΠ, ΔΙ, 49) Γεωργόπουλος Κ.: Στοιχεία φωτογραφίας (ΚΣ, ΝΕ, 16) Δημητριάδης Σ.: 'Λεμεσός άγάπη μου (ΣΤ, ΕΛ, 21), (ΚΣ, ΝΕ, 23), (ΚΤ, Εθ, 27) Ίωάννσυ Γ.: Λεύκωμα 1940-1974 (ΚΣ, ΝΕ, 23) Κουσουμίδης Μ.: Ιστορία τού έλληνικσΰ κινηματογράφου (ΚΣ, ΝΕ, 9), (ΑΦ, ΑΚ, 5) Λυδάκης Σ.: Μιά πολύτιμη γλυπτοθήκη γιά τό Α' Νεκροταφείο Αθηνών (ΑΦ, ΑΚ, 5) Λυδάκης Σ.: Ή νεοελληνική γλυπτική (ΣΤ, ΕΛ, 21), (ΚΤ, Εθ, 27) Νιζίνσκυ: Τόήμερολόγιο (Ε. Άποστολάκης, ΚΑ, 28) Ξανθάκης Α. Ξ.: Ιστορία τής έλληνικής φωτογραφίας (ΚΣ, ΝΕ, 16) Παπαδήμου Δ.: Ή Ελλάδα πού φεύγει (ΚΣ, ΝΕ, 23) Παπαστάμος Δ.: Σχέδια τοϋ Γιαννούλη Χαλεπά (ΕΚ, ΔΙ, 49) Σαββόπουλος Δ.: Ρεζέρβα (ΓΜ, ΔΙ, 49) Σπητέρης Τ.: 3 αΙώνες νεοελληνικής τέχνης (ΤΜ, ΕΠ, 702) Ταρασουλέας Α.: Χαρτονομίσματα Ελλάδος - Κύπρου (Α. Π. Τζαμαλής, Συλλεκτικός Κόσμος, 14) Τότι Τ.: Ό σύγχρονος έλληνικός κινηματογράφος (ΚΣ, ΝΕ, 9) 'Υλικά καί Πρακτικά τοϋ Α' Πανελληνίου Συνεδρίου Κινηματο γράφου (ΚΣ, ΝΕ, 9)
Γλώσσα Γεωργοπαπαδάκος Α. καί όμάδα φιλολόγων: Τό μεγάλο λεξικό τής νεοελληνικής γλώσσας (ΤΜ, ΕΠ, 704) Κσντοσόπουλος Ν. Γ.: Διάλεκτοι καί Ιδιώματα τής νέας έλληνικής (ΕΚ, ΔΙ, 49) Κουμανούδης Σ. Α.: Συναγωγή νέων λέξεων ύπό τών λογίων πλασθεισών άπό τής Ά^όσεως μέχρι τών καθ’ ήμάς χρόνων (Α. Κουμαριανοϋ, ΚΑ, 21) Κριαράς Ε.: Ψυχάρης (ΤΜ, ΕΠ, 703), (Η. Παπαλέξης, ΜΕ, 19) Μπενβενίστ, Μπάρτ, Ντεριντά, Πίρς, Φουκώ: Κείμενα σημειολο γίας (ΒΠ. ΔΙ, 49) Συμεωνίδης X. Π.: Ίστορικοσυγκριτική γραμματική τών ίνδοευρωπαϊκών γλωσσών. (Ν. Γ. Κσντοσόπουλος, ΔΙ, 49) Χατζιδάκις Γ. Ν.: Γλωσσολογικαί έρευναι (θ. Νάκας, ΔΙ, 49)
Κλασική παιδεία Μαρκαντωνάτος Γ.: Εύριπίδη, ’Ιφιγένεια ή έν Ταύροις (X. Μακρής,ΚΑ, 14)
Ποίηση Άγγελάκης Α.: ’Ερωτικό σώμα (ΑΦ, ΑΚ, 12) Άνδρίτσος θ.: Άνευ δρων καί όρίων (Κ.Γ., Γράμματα καί Τέ χνες, 1) Άνθήλης Τ.: Δρόμοι έπάλληλοι (ΑΦ, ΑΚ, 12), (ΘΠ, ΕΣ, 10)
Άσλανίδης Ε. Γ.: Άναχώρησις διά τήν έκατοστήν πρώτην πόλιν (ΑΦ, ΑΚ, 12), (ΕΚ, ΔΙ, 49) Άσλάνσγλου Ν. Α: ’Ωδές στόν πρίγκιπα (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 31) Βαγενάς Ν.: Τά γόνατα τής Ρωξάνης (ΑΦ, ΑΚ, 12) Βαζιντάρης Α. Γ.: Είρήνη (Γ. Μπαρμπαγιάννης-Προσήλιος, Έλικώνας, 37) Βιστωνίτης Α.: Τέφρες (Μ. Κέντρσυ-Άγαθοπσύλου, ΚΑ, 21) Γεράνης Σ.: Διάλογος μέ τό Διονύσιο Σολωμό (Α.Ζ., Γράμματα καί Τέχνες, 1) Γιαλαμάς Δ.: Ό νυχτερινός καλπασμός τοϋ Paul Revere (Κ. Γ., Γράμματα καί Τέχνες, 1) Γιαννόπουλος Γ.: Τό βιβλίο τής 'Ελένης (Β.Τ., Γιατί, 78) Γραμμένος Τ.: Τρίτη Ιστορία (Κ.Γ., Γράμματα καί Τέχνες, 1) Δέλφης Φ.: Ή ένδότερη πυρά (Β.Τ., Γιατί, 78) Εύσταθιάδης Γ.: Ποίηση δωματίου (ΕΚ, ΔΙ, 49) θεοφανόπουλος Γ.: 'Ηλιοπυρπόληση (ΔΣ, ΒΡ, 5) Καραχάλιος Κ.: Ή κυρά Έθνικό-Φροσύνη (Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ΡΙ, 22) Καρτέρης Γ.: Αγαλμάτων μεσιτείες (ΑΦ, ΑΚ, 12) Κασιμάτη Ε. Π.: Μικρές καί μεγάλες άφωνίες (ΤΜ, ΕΠ, 702) Κατζούρη Σ.: Τώρα μπορώ νά μιλώ (Α.Ζ., Γράμματα καί Τέχνες, Κατσίνης Μ.: Τά περιστέρια τής εΓρήνης (ΔΣ, ΒΡ, 5) Κοκκίνης Σ.: Ανθολογία νεοελληνικής σατιρικής ποίησης (ΚΤ, Εθ, 27) Κσνιδάρης Δ.: Οί συζητήσεις (ΑΦ, ΑΚ, 12) Κωνσταντίνου Φ.: Ρόδο τό άμάραντο (Κ. Άνδρονίκας, ΡΙ, 8) Κωνσταντίνου Φ.: Ανεμοδείχτες (Κ. Άνδρονίκας, ΡΙ, 8) Λυκιαρδόπουλος Γ.: Λόγια στήν Καλυψώ (Κ. Γσυλιάμος, Γράμμα τα καί Τέχνες, 1) Μαβρής X.: Οί θέσεις τοϋ Απρίλη (Α.Ζ., Γράμματα καί Τέχνες, Μαυρσγιώργης Φ.: Καλημέρα αύγή (Γ. Βαλέτας, ΡΙ, 29) Μπουρατζή-θώδα Α.: Ήλιαυγές (Κ. Άνδρονίκας, ΡΙ, 8) Ξανθόπουλος Λ.: Άντίψυχα (ΤΜ, ΕΠ, 703) Παζολίνι Π. Π.: Ανθολογία τού ποιητικού του έργου (Β.Τ., Γιατί, 78) Παπαδίτσας Δ. Π.: Δυσειδής λόγος (Κ. Γσυλιάμος, ΔΙ, 49) Παπαχρήσισυ-Πάνου Ε.: Βατόμουρα σέ τροχιά διαττόντων (Α.Ζ., Γράμματα καί Τέχνες 1) Πιλλάτ I.: Ποιήματα (ΓΜ, ΑΥ, 28) Πλαστήρα Α.: Σχέδια γιά νά μάθω νά υπακούω (ΑΦ, ΑΚ, 12) Πρεβέρ: ’Επιλογή άπό τό έργο του (Δ. Πλάκας, ΔΙ, 49) Πύρπασος X.: ’Ορεινό χειρουργείο (Γ. Μπαρμπαγιάννης-Προσήλιος, Έλικώνας, 37) Συκιώτης Β.: Ή νυχτερινή έρινύα καί τά τρόπαια τής ένατης μο ναξιάς (Φ., ΚΑ, 21) Τσάτσσυ Μ.: Τομές (Κ. Μοσκώφ, ΡΙ, 15) Τσάτσου Μ.: Λιθόχτιστα (Κ. Μοσκώφ, ΡΙ, 15) Τσίπας Β.: Απογευματινός λήθαρχος (Α.Ζ., Γράμματα καί Τέ χνες, 1) Φουσκαρίνης A. Κ.: Συμπληγάδες πέτρες καί άλλα συναφή (ΑΦ, ΑΚ, 12) Χατζοπούλου-Καραβία Λ.: 30 ποιήματα ζωής καί θανάτου (Β.Τ, Γιατί, 78) Χουλιάρας Γ.: Ή άλλη γλώσσα (Κ.Γ., Γράμματα καί Τέχνες, 1) Χριστόπουλος θ.: Αντίλαλοι τοϋ χωριού καί τής έπσχής (Γ. Μπαρμπαγιάννης-Προσήλιος, Έλικώνας, 37)
Πεζογραφία Άγγελίδσυ Β.: Πώς κατασκευάζεται ένας έγκληματίας (ΕΖ, ΡΙ, 8) Ajar Ε.: 'Η ζωή μπροστά σου (Α. Μ. Ξανθάκη, θούριος, 153) Αλεξίου Ε.: Βασιλική δρύς (ΕΖ, ΡΙ, 15) Άλλεν Γ.: Παρενέργειες (Α. Λαμπρία, ΜΕ, 12) Άποστολίδης Ρ.: Στή γέμιση τοϋ φεγγαριού (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Άρτώ Α.: Ό καλόγερος (ΤΜ, ΕΠ, 704) Βέρκορ: Ή σιωπή τής θάλασσας (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Βόρνινγκ Α.: Ούτε Αντιγόνη, ούτε 'Ελένη (ΚΚ, ΔΙ, 49) Γκανάς Μ.: Μητριά πατρίδα (Α. Λαμπρία, ΜΕ, 26), (Σ. Τσακνιάς, Γράμματα καί Τέχνες, 1) Γκριγιέ Ρ. Α.: Τό σπίτι τών ραντεβού (Δ. Φ. Πέππας, ΚΑ, 1) Γρηγοράτος Δ.: Συνάντησα τόν δράκο τής ζωής μου (Σ. Δρακο πούλου, ΜΕ, 26) Δαμιανίδη Α.: Οί ξυπόλητοι (ΓΜ, ΑΥ, 28) Θεοφίλου Α.: Ένα καπέλλο Έλληνες (Λευτ. Παπ., ΝΕ, 23) Ίατρίδη I.: Στίς πέντε τήν αύγή (ΔΣ, ΒΡ, 12), (ΚΚ, ΔΙ, 49) Καζαντζής Τ.: Ένηλικίωση (Α. Ζήρας, ΔΙ, 49) Καλβίνο I.: Ό διχασμένος υποκόμης (W.. ΟΤ, 1/1444) Kerouac J.: Στό δρόμο (ΚΚ, ΔΙ, 49)
115
Κολέτ: Ηθικό καί άνήθικο (ΤΜ, ΕΠ, 703) Κορέλας X.: Καφενεϊον «Ή έρημιά» (ΘΠ, ΕΣ, 3) Μάξιμου Π.: Ιστορίες γύρω άπό τήν ’Ακρόπολη (ZB, ΡΙ, 8) Μαρκίδης Μ.: Λαϊκά άναγνώσματα (ΒΠ, ΔΙ, 49) Μαρκόπουλος Τ.: 'Ονομα: Λεωνίδας, έπάγγελμα: ναυτικός (ΤΜ, ΕΠ, 704) Μνάτσκο Λ.: Ό θάνατος λεγόταν Ένγκελχεν (ΚΚ, ΔΙ, 49) Μπάστος Δ. Ρ.: Ό γιός τού άνθρώπου (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Μπρέχτ Μ.: 'Ιστορίες τού ήμερολόγιου (ΕΚ, ΔΙ, 49) Μπρότιγκαν Ρ.: Τό τέρας των Χώκλιν (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 28) Μυριβήλης Σ.: Ό Πάν (ΚΡ, ΔΙ, 49) Πανταζώνη Ε.: Ξύπνημα άπ’ τη φωτιά (ΕΖ, ΡΙ, 29) Παπαδιαμάντης Λ.: Άπαντα, Λ' τόμος (ΦΜ, ΚΟ, 17, 23) Πλασσαρά Κ.: Ή τελευταία ’Ιθάκη (Λ. Ζήρας, Γράμματα καί Τέ χνες, 1). (ΤΜ, ΕΠ, 703) ΠΟΡΤΥΜ: Mini-Passeport (Γ. Μητραλιάς, ΟΤ, 1/1444) Ραντιγκέ Ρ.: Μέ τό διάβολο στό κορμί (ΚΚ, ΔΙ, 49) Ρεμπελίνα Ε: Παραλλαγές γιά τή Γή (ΧΛ, ΔΙ, 49) Σαράντη Γ.: Ρωγμές (ΣΑ, ΡΑ, 621) Σαρρότ Ν.: Ανάμεσα στή ζωή καί τό θάνατο (Δ. Φ. Πέππας, ΚΑ, Σίγμα Σ.: Ή σφαγή των έντόμων (ΚΤ, Εθ, 27) ^ ηζ Q ^ ^ ΕΠ, 702) Τερέντσιο Γ. : 413 μέρες (Γ. Μαρίνος, ΟΤ, 4/1447) James Η.: Τό στρίψιμο τής βίδας (ΧΛ, ΔΙ, 49), (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Φάστ X.: Οί μετανάστες (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 28) Φιτζέραλντ Φ. Σ.: Ό τελευταίος μεγιστάνας (ΣΤ, ΕΛ, 28) Χάσεκ Γ.: Γιά γέλια καί γιά κλάματα (ΒΠ, ΔΙ, 49) Χίγκινς Τ.: Ό άετός άγγιξε τή γη (Ε. Άρανίτσης ΕΛ, 28) Χικμέτ Ν.: Οί ρομαντικοί (ΣΤ, ΕΛ, 28) Χρονάς Γ.: Τελετές μοτοσυκλέτας (W., ΟΤ, 4/1447) Χρυσοχόου I.: Πυρπολημένη γή (ΣΤ, ΕΛ, 21)
Δοκίμια-Μελέτες- Κριτική-ΧιοΰμορΆλληλογραφία Άγρας Π.: Κριτικά (ΑΛ, ΒΗ, 22) Γκόγκ Β.: Γράμματα τού Βικέντιου στόν άδελφό του Θόδωρο (Ε. Δαμβουνέλη, ΚΑ, 21) Ίωάννου Γ.: Ή άλλη έπταετία (Σ.Δ., ΜΕ, 5) Κυδωνιάτης Σ.: Μιά άναγέννηση πού έσβησε (ΔΣ, ΒΡ, 5) Keeley Ε.: Ή καβαφική Αλεξάνδρεια (Σ. Τσαμπηράς, ΚΑ, 21) ΚΥΡ: ΘΑ (Σ.Δ., ΜΕ, 5) Μητρόπουλος Κ.: Ελλάδα, Έλλαδάρα μας (Σ.Δ., ΜΕ, 5) Μουσόπουλος θ.: θρακική λογοτεχνία (Β.Τ., Γιατί, 78) Ντελόπουλος Κ.: Αφιερώσεις (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 28) Πολενάκη Μ.: Βοήθεια θυμάμαι! (ΣΤ, ΕΛ, 21)
θέατρο Άπολιναίρ Γ.: Οί μαστοί τού Τειρεσία (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 14) Ζακόπσυλος Ν.: Ή ίστορική έξόντωση (ΤΜ, ΕΠ, 702) Signorelli Ο: ’Ελεσνώρα Ντούζε (ΤΜ, ΕΠ, 701) Ρωτάς Β.: θέατρο καί Αντίσταση (ΚΚ, ΔΙ, 49)
Παιδικά Δαράκη Ζ.: Τό παιγνίδι νά όνειρεύεσαι (ΑΠ, ΑΥ, 30) Ή βασίλισσα κι δ στρατιώτης (ρώσ. παραμύθι) (ΑΠ, AY, 1)
*
Καναβά Ζ.: Τά γενέθλια τής χελώνας (ΖΒ, ΡΙ, 22) Καναβά Ζ.: Νά σού πώ μιά ίστορία; (ΖΒ, ΡΙ, 22) Κέδρος Α.: Τό νησί μέ τά ζωντανά άπολιθώματα (ΑΠ, ΔΙ, 49) Λάδης Φ.: Τό καλαντάρι τής γνώσης (ΑΠ, AY, 1) Λίντγκρεν Α.: Εύτυχισμένες μέρες στό χωριό (ΜΠ, ΝΕ, 23) Μάρα Ε.: Ό άσπρος δράκος καί ή παρέα του (ΑΠ, AY, 1) Μπενέκος Ά: Τό εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο (ΒΑ, ΚΑ, 28) Νεοφώτιστου Μ.: Τά ζώα, τά παιδιά καί,οί κούκλες (Γ. Μαρκοπουλιώτου, ΔΙ, 49) Νέστλινγκερ Κ.: Προσοχή! Ό Βράνεκ φαίνεται τελείως άκίνδυνος (ΤΜ, ΕΠ, 702) Ντέλ Σ. Ο.: Τό μαύρο μαργαριτάρι (Γ. Μαρκοπουλιώτου, ΔΙ, 49) Ντελόπουλος Κ.: Τό βιβλίο τών βιβλίων (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 3) (ΚΤ, Εθ, 20), (ΒΑ, ΚΑ, 28), (ΓΜ, ΑΥ, 28) Ντήλ Σ. Ο.: Καρλότα (ΜΠ, ΝΕ, 23) Ντήλ Σ. Ο.: Τό μαύρο μαργαριτάρι (ΜΠ, ΝΕ, 23) Παμπούδη Π.: Μέ τό άλφα καί τό βήτα (ΤΜ, ΕΠ, 701) Παπαδοπούλου I.: 'Ο Αλέξανδρος γίνεται μάγος (ΑΠ, ΑΥ, 30) Σίνου Κ.: Τό μεγάλο πείραμα (ΑΠ, ΔΙ, 49) Στάινμπεκ Τ.: Τό κόκκινο άλσγάκι (ΑΠ, ΑΥ, 30) Τομά Μ.: Ή σταυροφορία τών παιδιών (Ε. Άρανίτσης, ΕΛ, 10) Τζώρτζογλου Ν.: ’Εδώ σελήνη (ΑΠ, ΔΙ, 49) Τροπαιάτης Ά: Παραμύθι τής Κατοχής (ΕΖ, ΡΙ, 22) Τσίρος Σ. Γ.: Τά χάρτινα καράβια (ΔΣ, ΒΡ, 12), (Γ.Κ., ΚΑ, 21) Χορτιάτη θ.: Τά δέντρα μας (ΑΠ, AY, 1)
Γεωγραφία-Ταξίδια Ζάππας Τ.: Ξένοι καί δικοί μας τόποι (ΓΜ, ΑΥ, 28) Τσάτσου I.: ΤΩρες τού Σινά (Κ. Μπόντζου, ΜΕ, 26)
'Ιστορία-Βιογραφίες-Μαρτυρίες-Ήμερολόγια Άποστολοπσύλου Ν.: Λεβεντογενιά (Ε. Πανσελήνου, ΡΙ, 15) «Αρχαιολογία» (Α.Π.: Τζαμαλής, Συλλεκτικός Κόσμος, 14) Άρχεϊσν Ίωάννου Καποδίστρια. Τόμος Γ. Κέρκυρα (ΒΠ, ΔΙ, 49) Βακαλόπουλος A. Ε: ’Εμμανουήλ Παππάς (ΣΤ, ΕΛ, 21) Γεωργάς Κ.: Στόν πόλεμο τής Αλβανίας (Ν. Μπούτβας, ΡΙ, 29) Γκαφούροφ Β. - Τσιμπουκίδης Δ.: Αλέξανδρος ό Μακεδών (ΚΤ, . Εθ, 20), (ΓΜ, ΑΥ, 28) Δεληβοριάς Α.: 'Οδηγός Μουσείου Μπενάκη (Α. Γ. Καλογεροπούλου, ΜΕ, 26) Καλαμάρο Λ.: Βαρύτατο τίμημα (ΚΡ, ΔΙ, 49) Κρανιδιώτης Ν.: 'Η Ιστορία τού κυπριακού προβλήματος (Κ.Γ.Σ., ΒΡ, 19) Λύτ X.: Μιά Δανέζα στήν αύλή τού ”Οθωνα (Α.Π.Κ., ΚΑ, 14) Νεφελούδης Β.: Ή ’Εθνική Αντίσταση στή Μέση Ανατολή (ΤΒ, ΑΥ, 26) Παπαδούκα Ο. - Βασιλική Γ.: Γυναικείες φυλακές Άβέρωφ (ΤΜ, ΕΠ, 704) Πετρίδης Π. Β.: Βιβλιογραφία I. Καποδίστρια 1776-1831 (X. Κ. Λούκος, ΑΝ, 197) Σκιαδάς Ν. Ε.: Χρονικό τής έλληνικής τυπογραφίας (ΚΤ, Εθ, 20), (ΤΜ, ΕΠ, 701) Σπανίδης Α. Γ.: Πώς αύτοκαταλύθηκε ή Δημοκρατία τού 1944 (ΚΣ, ΝΕ, 30) ^Σταμέλος Δ.: Κατσαντώνης (ΚΠ, ΣΥ, 17) Τάρνερ Ε. Τ.: 'Ελληνικοί πάπυροι (ΣΤ, ΕΛ, 21) Φίνης I.: Ή άρκαδική άποστολή τού Κ. Νικολόπουλου (Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ΡΙ, 15) Ψυρούκης Ν.: Νεοελληνική έξωτερική πολιτική (ΤΜ, ΕΠ, 703)
* Ο 15ος τόμος του «ΑΝΤΙ» β' εξάμηνο 1981 (τχ. 181 - 195)
Το «ΑΝΤΙ» σε τό μ ο υ ς —
116
ένα π ολύτιμο απ όκτημα
Δ. ΡΟΚΟΣ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Γ. Γραμματέας Υπουργείου Παιδείας καί Καθηγητής
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
..ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ" ΤΗΛ. 264-958
no.
ΑΘΗΝΑ ..ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ
ΤΗΛ 3610589
117
πρόσφατες εκδόσεις Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης
Κεντρική Διάθεση: Πλατεία Μητροπόλεως 3, 2ος όροφος (τηλ. 32.21.337) Πρατήριο: Εθνική Τράπεζα. Καραγεώργη Σερβίας 2 (Πλατεία Συντάγματος) 7α έοοδα από τις πωλήσεις διατίθενται γιά πολιτιστικούς σκοπούς
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Α' ΕΞΑΜΗΝΟΥ 1982 (ΤΕΥΧΗ 49-53)
ΣΤΗ Λ Ε Σ Οί προσεχείς έκδόσε Παραπομπές, 49/17, 5C Προλεγόμενα, 49/5, 5C
119
ΑΡΘ ΡΑ
Ο Δ Η ΓΟ Ι ΒΙΒΛΙΩ Ν
Α Φ ΙΕΡΩ Μ ΑΤΑ
των ίνδοευρωπαϊκών γλωσσών, 49/70 Χατζιδάκις Γεώργιος Ν.: Γλωσσολογικαί έρευνας 49/71 Saussure Ferdinand de: Μαθήματα γενικής γλωσσολογίας, 53/
Tigar Michael Ε. - Levy Madeleine R.: Τό δίκαιο καί ή άνοδος τού καπιταλισμού, 50/145
Σαχίνης Απόστολος: Ή πεζογραφία τού αισθητισμού, 53/88 Μουσική Τσίλτον Τζών: Ιστορία τής τζάζ, 52/80 Χατζηγιακουμής Μανόλης Κ.: Χειρόγραφα έκκλησιαστικής μουσικής 1453-1820, 53/75 Stearns Marchall Ν.: Τζάζ, 52/80 Πεζογραφία
Ζωγραφική Kandinsky Wassily: Γιά τό πνευματικό στήν τέχνη, 51/68 Θέατρο Άπολλιναίρ Γκυγιώμ: ΟΙ μαστοί τού Τειρεσία, 52/87 Ιστορία Clark Grahame - Piggot Stuart: Προϊστορικές κοινωνίες, 50/160 Κλασική παιδεία
ΒάρΥκας Λιόσα Μάριο: Ή πόλη καί τά σκυλιά, 52/85 Γκανάς Μιχάλης: Μητριά πατρίδα, 53/82 Γκωτιέ Θεόφιλος: Ή νεκρή έρωμένη, 51/74 ΈντσενσμπέρΥκερ Χάνς Μάγκνους: Τό σύντομο καλοκαίρι τής άναρχίας, 51/79 Καζαντζής Τόλης: Ένηλικίωση, 49/81 Καινώ Ραιημόν: Ή Ζαζί στό μετρά, 50/151 Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος: ‘Απαντα. Τόμος πρώτος, 53/85 φλωμπέρ Γκυστάβ: Ή αισθηματική όγωγή, 51/81 Marquez Gabriel Garcia: Εκατό χρόνια μοναξιάς, 50/154 Ποίηση
Κοινωνιολογία
Βαγενός Νάσος: Τά γόνατα τής Ρωξάνης, 51/72 Κακναβάτος Έκτωρ: Τά μαχαίρια τής Κίρκης, 50/149 Παπαδίτσας Δ, Π.: Δυοειδής λόγος, 49/75 Πέγκλη Γιολάντα: Μήν πατάτε τή χλόη, 52/83 Πρεβέρ. Επιλογή άπό τό έργο του, 49/78 Φωκάς Νίκος: Ό μύθος τής καθέτου, 53/79
Καββαδίας Γ. Β.: Καραγκούνηδες, 49/67 Πανούσης Γιάννης: Ναρκωτικά, 50/137 Πουλαντζάς Νίκος: ΟΙ κοινωνικές τάξεις στόν σύγχρονο καπι ταλισμό, 50/139 Τσουγιόπουλος Γιώργος: Τό ελληνικό άστικό κέντρο, 52/77
Κατσανέβας Θόδωρος Κ.: Τό σύγχρονο συνδικαλιστικό κίνημα στήν Ελλάδα, 52/78
Λαογραφία
Τοπογραφία
ΛουΚάτος Δημ. Σ.: Τά καλοκαιρινά, 51/64
Ρόκος Δημ.: Κτηματολόγιο καί άναδασμός, πολιτική γής, 51/63 Ρόκος Δημ.: Φυσικά διαθέσιμα, κτηματολόγιο καί όλοκληρωμένες άποδόσεις, 51/63
Codino Fausto: Εισαγωγή στόν Όμηρο, 50/147
Μαρτυρίες
Πολιτική
Λύτ Χριστιάνα: Μιά Δανέζα στήν αύλή τού Όθωνα, 52/90
Φιλοσοφία
Μελέτες
Kuhn Thomas S.: Ή δομή τών έπιστημονικών έπαναστάσεων, 50/135
Δανιήλ Γιώργος: Νίκος Καχτίτσης, 50/158
Π Α Ρ Α Ρ ΤΗ Μ Α Αρχιτεκτονική
’Εκπαίδευση
Μαρκόπουλος Γλαύκος Μ.: Ή λαϊκή μας άρχιτεκτονική, 51/86 Υπουργείο Πολιτισμού καί 'Επιστημών: Ανθολογία έλληνικής αρχιτεκτονικής. Ή κατοικία στήν Ελλάδα άπό τό 15ο στόν 20ό αιώνα, 50/167 Φλωράκης Άλέκος Ε.: ΟΙ τηνιακές βοτσαλωτές αύλές, 50/168
Δημητρόπουλος Εύστάθιος Γ.: Σχολικός έπαγγελματικός προ σανατολισμός, 51/85 Ή πολιτική τής παιδείας, 52/92 Πολυχρονόπουλος Πόνος: Παιδεία καί πολιτική στήν Ελλάδα, 52/92 Χριστομάνος Κωνσταντίνος Μ.: Ή άνώτερη τεχνική καί έπαγγελματική έκπαίδευση στήν Ελλάδα, 50/165
Γλώσσα Κοντοσόπουλος Νικόλαος Γ.: Διάλεκτοι καί Ιδιώματα τής νέας έλληνικής, 49/86 Μπενβενίστ, Μπάρτ, Ντεριντά, Πίρς, Φουκώ: Κείμενα σημειο λογίας, 49/85
'Επιστήμες Θεμέλια τών έπιστημών, περίοδος τρίτη, 1980-1981, 50/166 Ζωγραφική
Άποστολόπουλος Δημήτρης: Ήέμφάνιση τής σχολής τού φυσικοϋ δικαίου στήν τουρκοκρατούμενη έλληνικη κοινωνία, 50/ 164
Βακιρτζής Γιώργος: Γραφές. Μορφές σέ χρώμα καί σχέδιο, 53/ 94
121
122
3° ρίζες^ς™
Γογραφία Ταξίδια
αδημος Διημήτρ
Αίγαιοπελαγίτικοι πορτ Λάγκε Έρση: Ισπανία, Τέχνη
Δ ΙΑ Β Α ΖΩ ΓΙΑ Π Α ΙΔ ΙΑ
Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Σ Υ Ν Ε Ρ ΓΑ ΤΩ Ν
1 23
ΚΡΥΣΤΑΛΛΕΙΑ J82 Ή θ εα τρ ικ ή ο μάδα
31 ΙΟΥΛΙΟΥ
ΦΙΓΟΥΡΕΣ π αρο υσ ιάζει έν α π ρόγραμμα μ έ σ α τιρ ικές σ κη ν ές χ ω ρ ίς λ ό γ ια
Ιτο μέγαρο
Λουκισσης
Π λα κεντιάς Πεντέλη ΤΠλ: 8041911,8040000, 8041373
124
U BBM B
Ά πάκη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΑΡΙΘ. 53 Σνντάσσεται μέ τήν πολύτιμη συνεργασία τοϋ βιβλιοπωλείου τής «Εστίας» • Ή ταξινόμηση τών βιβλίων γίνεται μέ βάση τό γνωστό Δεκαδικό Σύστημα ταξινόμησης, προσαρ μοσμένο στην έλληνική βιβλιογραφία. • Σε κάθε κατηγορία βιβλίων προηγούνται Αλφαβη τικά οι ίλληνες συγγραφείς καί Ακολουθούν οί ξέ-
Ψ Υ Χ Ο Λ Ο Γ ΙΑ ΠΙΝΤΕΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. ’Αντιμετωπίζοντας τό χωρισμό. ’Αθήνα, Θυμάρι, 1982. Σελ. 116. Δρχ. 150. ADLER ALFRED. Εισαγωγή στήν άτομική ψυχολογία. ’Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 194. Δρχ. 150.
• Ή κατάταξη τών ξένων συγγραφέων γίνεται σύμ φωνα μέ τό ελληνικό Αλφάβητο. • Στην κατηγορία τών περιοδικών δέν περιλαμβά νονται έντυπα πού έκδίδονται δυο ή περισσότερες φορές τό μήνα. • Τά εκδοτικά στοιχεία κάθε βιβλίου Αναγράφονται δπως τά παραδίνει ό εκδότης. • Γιά τήν Ακόμη μεγαλύτερη πληρότητα τοϋ Δελτίου κάθε έκδοτης άς μάς στέλνει τά πλήρη βιβλιογρα φικά στοιχεία τών καινούριων έκδόσεών του. θά καταχωρηθοϋν όπωσδήποτε.
Β ΙΒ Λ ΙΟ Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ ΜΗΝΑΣ ΑΛ. Βιβλιογραφία γιά τήν Ήπειρο (1979-1980). Λαογραφία. ’Ανάτυπο άπό τά «’Ηπειρωτικά Χρονικά» τόμος 23. ’Ιωάννινα, 1981. Σελ. 402-423. Βαλκανική βιβλιογραφία. Τόμος VI-1977 + παράρτημα. ’Επιμέλεια Θ. Βέρρου-Καρακώστα - Δ. ΛουκίδουΜαυρίδου. Θεσσαλονίκη, "Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου τοϋ Αίμου, 1981. Σελ. 519 + 418. ΜΠΟΥΓΑΤΣΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. Ήμερολόγιον τοϋ Αι γαίου (1905-1906). ’Ανατολικόν ήμερολόγιον (1913). Πρόλογος Φαίδωνος Κ. Μπουμπουλίδου. Άθήναι, 1981. Σελ. 59. Δρχ. 150.
Φ ΙΛ Ο Σ Ο Φ ΙΑ ΜΙΪΑΤΑΪΓ ΖΩΡΖ. Ό έρωτισμός. Μετ. Μίκας Χουλιαρά. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 176. Δρχ. 400. ΡΑΣΣΕΛ ΜΠΕΡΤΡΑΝΤ. Ή έπιστήμη καί ό άνθρωπος. Μετ. Γιάννη Δυριώτη. ’Αθήνα, Άρσενίδης. Σελ. 226. Δρχ. 270. ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ ΑΡΘ. Σκέψεις καί άποσπάσματα. Πρόλογος Τόμας Μάνν. Μετ. Μίνας Ζωγράφου. ’Αθή να, Μαρής. Σελ. 176. Δρχ. 150.
Θ Ρ Η ΣΚ Ε ΙΑ ΜΠΟΥΜΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ I. Ή παροχή τής ίσότητος ώς παράγων προόδου. Άθήναι, 1981. Σελ. 23. ΜΠΟΥΜΗΣ ΠΑΝ. I. Τό έγγαμον τών έπισκόπων. (Συμ φωνία 'Αγίας Γραφής καί Ιερών Κανόνων). Άθήναι, 1981. Σελ. 20. ΣΟΦΟΥΛΑΚΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ Ε. Ό άνθρωπος καί οί θρησκείες του. Χανιά, 1981. Σελ. 184. Δρχ. 350. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Homo Αθήνα, Φιλιππότης, 1981. Σελ. 233.
religiosus.
Κ Ο ΙΝ Ω Ν ΙΟ Λ Ο ΓΙΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΚΟΥΛΑ. Απολογισμοί καί προο πτικές (στούς άγώνες τών Έλληνίδων). ’Αθήνα, Πύλη, 1981. Σελ. 149. ΧΑΣΤΑΟΓΛΟΥ ΒΙΛΜΑ. Κοινωνικές θεωρίες γιά τόν άστικό χώρο. Κριτική άνάλυση. Θεσσαλονίκη, Παρατη ρητής, 1982. Σελ. 186. Δρχ. 300. ΓΚΑΝΤΕΡΕ ΦΡΑΝΣΟΥΑ - ΛΑΓΚΙΓΙΟΜΙ ΗΙΕΡ ΜΠΕΡΤΟ ΖΙΝΕΤ - ΜΠΡΟΜ ΖΑΝ-ΜΑΡΙ. Αθλητι σμός, κουλτούρα καί καταπίεση. Μετ. Γιόλας Γεωργαντζή. Αθήνα, Οΰτοπία, 1982. Σελ. 175. Δρχ. 250. ΤΡΟΤΣΚΥ AEON. Γυναίκες καί οικογένεια. Μετ. Βού λας Λαμπροπούλου - Τίνας Γιαννούλη. Αθήνα, Μπογιάτης, 1982. Σελ. 83. Δρχ. 150.
Π Ο Λ ΙΤ ΙΚ Η ΑΘΚΑΡΑΤΕ ΜΑΝΟΥΕΛ - ΚΛΑΟΥΝΤΙΝ ΦΕΡΝΑΝΤΟ. Ή Εύρώπη άπό τόν Ατλαντικό ώς τά Ούράλια. Μετ. Σπύρου Στεκούλη. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 147. Δρχ. 180. 1 25
GUADALUPE MARTINEZ ANA. Έλ Σαλβαδόρ. Μιά γυναίκα τοϋ άπελευθερωτικοΰ μετώπου καταγγέλλει. Μετ. Έβελύνας Χατζηδάκη. ’Αθήνα, ’Ανδρομέδα, 1982. Σελ. 200.
Ο ΙΚ ΙΑ Κ Η Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ Μακαρονάδες καί δλα τά ζυμαρικά. 100 συνταγές. ’Αθή να, Erian, 1981. Σελ. 64. Δρχ. 280.
Ο ΙΚ Ο Ν Ο Μ ΙΑ ΜΥΛΩΝΑΚΗ ΔΑΝΑΗ. Θέματα άγροτικής πολιτικής. ’Αθήνα, ’Αγροτική Τράπεζα τής Ελλάδος, 1981. Σελ. 100.
Δ Η Μ Ο Σ ΙΑ Δ ΙΟ ΙΚ Η Σ Η ΛΑΝΑΡΑΣ ΚΩΝ. Δ. Ή Ασφάλιση στό Ι.Κ.Α. Θεσσαλο νίκη, 1982. Σελ. 478. Δρχ. 700.
Πώς νά ζεστάνετε καί νά μονώσετε τό σπίτι σας. ’Αθή να, ’Εφαρμογή στή Δόμηση, 1981. Σελ. 232. Δρχ. 400.
ΓΛ Ω Σ Σ Α ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Έοικα-είκός καί συγγενικά άπό τόν "Ομηρο ώς τόν ’Αριστοφάνη. Σημασιολογική μελέτη. ’Ιωάννινα, Πανεπιστήμιο Ίωαννίνων, 1981. Σελ. 231. ΧΑΛΙΑΣΑΣ ΣΩΤ. Ν. Γραμματική καί συντακτικό τής γερμανικής γλώσσας. ’Αθήνα, Κακουλίδης. Σελ. 276. Δρχ. 400.
Ε Κ Π Α ΙΔ Ε Υ Σ Η - Π Α ΙΔ Α Γ Ω Γ ΙΚ Η ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΟΦ. Παράδοση καί άγωγή. Άθήναι, 1982. Σελ. 215. Δρχ. 350. ΜΠΑΜΠΟΥΝΗΣ X. Ν. Τό Ζάννειο Πειραιώς - ένα «ένιαϊο» σχολείο Μ. Ε. ’Ανάτυπο άπό τό περιοδικό «Νέα Παιδεία», τεύχος 19. 'Αθήνα, 1981. Σελ. 15. ΜΥΛΩΝΑΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ν. Ή άναπαραγωγή τών κοι νωνικών τάξεων μέσα άπό τούς σχολικούς μηχανισμούς. ’Αθήνα, Γρηγόρης, 1982. Σελ. 227. Δρχ. 400. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε. Ή ισότητα εύκαιριών στήν έκπαίδευση. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Γρηγόρης, 1982. Σελ. 70. Δρχ. 180. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Τό πρόβλημα τής παιδείας στό φώς τής πάλης τών ίδεών. ’Αθήνα, Σύγχρο νη ’Εποχή, 1982. Σελ. 158. Δρχ. 180.
Ν Α Υ Τ ΙΛ ΙΑ VAN LOON Η. Ν. Ιστορία τής ναυτιλίας. ’Από τό 5.000 π.Χ. μέχρι σήμερα. Πρόλογος Κωστή Λ. Μεραναίου. Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 349. Δρχ. 300.
Λ Α Ο Γ Ρ Α Φ ΙΑ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΔΗΣ ΝΙΚΟΣ ΑΝΔΡ. Καράβια στή Νά ξο. ’Ανάτυπο άπό τήν έφημ. «Ναξιακόν Μέλλον». ’Αθή να, 1981. Σελ. 42. Δρχ. 150. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ ΘΑΝΑΣΗΣ. Ιστορικά καί λαογραφικά Περίστας Ναυπακτίας. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 111. Δρχ. 200.
ΓΕΩ Π Ο Ν ΙΚ Η ΒΑΓΙΑΝΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. ’Επίτομο γεωπονικό άγγλοελληνικό λεξικό καί μέ λατινική όρολογία. Άθήναι, 1982. Σελ. 216. Δρχ. 500.
Υ Γ ΙΕ ΙΝ Η Δίαιτα, σπόρ καί ύγεία. Αθήνα, Μαλλιάρης-Παιδεία, 1982. Σελ. 108. Δρχ. 600. Όδηγός ύγείας. Αθήνα, Ψίχαλος. Σελ. 222. Δρχ. 900. ΤΖΑΦΦΗ Τ. - ΠΗΤΕΡΣΟΝ Ρ. - ΧΟΝΤΣΟΝ Ρ. Ναρκωτικά-τσιγάρο-άλκοόλ. Προβλήματα καί άπαντήσεις. Ό Κύκλος τής Ζωής. Αθήνα, Ψυχογιός, 1981. Σελ. 134. Δρχ. 280.
Α Ρ Χ ΙΤ Ε Κ Τ Ο Ν ΙΚ Η ΜΟΥΖΑΚΗΣ ΣΤΕΛΙΟΣ - ΚΑΛΑΗ-ΜΟΥΖΑΚΗ Α ΝΑΣΤΑΣΙΑ. Τό άγνωστο φωτάναμα τής Ζωοδότου Πη γής - Χελιδονοΰ Κηφισιάς. Αθήνα, Κάμειρος, 1981. Σελ. 16.
ΣΧ Ε Δ ΙΟ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΔΗΣ ΦΑΙΔΩΝ Κ. Ό Ζαχαρίας Παπαντωνίου ώς σχεδιογράφος (άνακοίνωσις). Αθήνα, 1981. Σελ. 14. Δρχ. 150.
Γ Λ Υ Π Τ ΙΚ Η ΓΚΟΛΑΝΤΑ Ν. Γλυπτική καί άρχιτεκτονική. Αθήνα,
Όλκός, 1982. Σελ. 78. Δρχ. 300.
Π Ο ΙΗ Σ Η Ζ Ω Γ Ρ Α Φ ΙΚ Η DELACROIX EUGENE. Σελίδες ήμερολογίου. Μετ. Μάγδας Οίχαλιώτου. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1981. Σελ. 173. Δρχ. 250.
Κ ΙΝ Η Μ Α ΤΟ ΓΡ Α Φ Ο Σ ΧΙΡΣ ΦΟΣΤΕΡ. Έρωτας, σέξ, θάνατος καί τό νόημα τής ζωής στήν κωμωδία τού Γούντυ "Αλλεν. Μετ. Γιάννη Κωστόπουλου. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 258 + φωτογραφίες. Δρχ. 250.
Μ Ο Υ Σ ΙΚ Η
ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ ΤΑΚΗΣ. Σύνοψη. Ποιήματα. Τόμος Α': 1941-1957. Τόμος Β': 1958-1972. Θεσσαλονίκη, Έγνατία, 1981. Σελ. 180 + 176. ΓΑΛΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Νέες ήμέρες. Ποιήματα, ’Αθή να, Κοραής, 1981. Σελ. 40. ΓΑΡΜΠΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Όδυσσέας καί άλλα στιχουργή ματα. ’Αθήνα, Τομές, 1981. Σελ. 62. ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΟΣ. Ή ταβέρνα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 16. ΓΙΑΝΝΑΡΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ό Έπαφος. Έλληνες Ποιη τές, άριθ. 1. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 54. ΔΕΒΟΓΑΣ Ε. Κ. Ή μάχη στό Γαλατά, Μάιος 1941. Έμ μετρο. Κατοχικές μέρες. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 150. Δρχ. 450.
SMITH LEO. Σημειώσεις γιά τή φύση .τής μουσικής. Μετ. Ν. Σαββάτη - Κ. Θεοφιλόπουλου. ’Αθήνα, Νεφέ λη, 1982. Σελ. 104. Δρχ. 170.
ΔΙΛΜΠΟΗΣ ΓΕΩΡΓΗΣ. Εργοστάσιο παστών «ό Παρ θένων». Ποιήματα. Αθήνα, 1981. Σελ. 63.
ΧΟΡΟΣ
ΖΕΡΒΟΓΙΑΝΝΗΣ-ΧΑΙΡΕΤΗΣ ΚΩΣΤΗΣ. Όριακό τα ξίδι. Ποιήματα 1980-1981. ’Αθήνα, Παραλλάξ, 1982. Σελ. 58.
ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑ ΟΛΥΜΠΙΑ. Nijinsky. 'Ημερολόγιο, μαρτυρίες, ή ζωή καί ό θάνατός του. ’Αθήνα, Έπικαιρότητα, 1981. Σελ. 158. Δρχ. 240.
Κ Λ Α Σ ΙΚ Η Π Α ΙΔ Ε ΙΑ ΚΑΚΡΙΔΗΣ ΦΑΝΗΣ I. Άριστοφάνους «Όρνιθες». Ερμηνευτική έκδοση. Γιάννινα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 350. Δρχ. 500. ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. ’Επιτάφιος τοϋ Περικλή. Θουκυδίδη II, 34-36. Ερμηνευτική έκδοση. ’Αθήνα, Γρηγόρης, 1981. Σελ. 119. Δρχ. 270. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΑΝ. Σοφοκλέους Φιλοκτήτης. Κριτική καί έρμηνευτική έκδοση. ’Αθήνα, Gutenberg, 1982. Σελ. 307. MERENTITIS KONSTANTIN J. Bilder des Phliigens und Saens bei Hesiod. Athen, 1982. Pag. 118. Drs. 300. REYNOLDS L. D. - WILSON N. G. ’Αντιγράφεις καί φιλόλογοι. Τό ιστορικό τής παράδοσης τών κλασικών κειμένων. Μετ. Νικολάου Μ, Παναγιωτάκη. ’Αθήνα, Μορφωτικό "Ιδρυμα ’Εθνικής Τραπέζης, 1981. Σελ. 347. Δρχ. 450.
ΚΑΛΜΠΑΡΗΣ ΣΠΥΡΟΣ. Τά μυστικά μας δέν κοιμούν ται. Ποιήματα. ’Αθήνα, Έπτάλοφος, 1981. Σελ. 31. ΚΑΡΑΤΖΑΣ ΔΙΟΝΥΣΗΣ Όστρακα, 1982. Σελ. 70.
Α.
Αντιόπη.
Πάτρα,
ΚΕΡΑΜΕΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Έκτακτη πτήση. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 38. ΚΟΥΤΣΟΧΕΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ. Τό χρυσόμαλλο δέρας. Ποιητικό. ’Αθήνα, Gutenberg, 1981. Σελ. 64. ΜΑΚΡΙΔΗΣ ΑΝΤΡΕΑΣ. Τό πρώτο φώς τοϋ ήλιου θάναι δικό μου. Λεμεσός, 1981. Σελ. 79. ΜΑΣΟΥΡΗΣ ΔΗΜ. Σ. Έγκλειστος στούς Δελφούς. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 48. Δρχ. 150. ΜΕΛΑ-ΑΛΕΞΙΑΔΗ ΕΥΗ. Πρωτογεννήματα. Γιάννινα, 1982. Σελ. 44. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ό λαβύρινθος. Θεσσαλονίκη, Ρέκος. Σελ. 63. ΠΑΤΣΑΛΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ. Paroles. Μοντρεάλ, 1981. Σελ. 47. ΠΕΡΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Πέτρινο κέντρο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 53. ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ ΛΕΑΝΔΡΟΣ. Πολιτεία + κατακόμβη. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 32.
Χ ΙΟ Υ Μ Ο Ρ ΠΟΛΕΝΑΚΗΣ Σ. Γελοισγραφικές συνθέσεις τοϋ πολέ μου 1940-1941. ’Αθήνα, Πολεμικό Μουσείο, 1981. Σελ. 88. Δρχ. 300.
ΣΚΟΠΕΤΕΑ ΕΛΛΗ. Σύμμεικτα. ’Αθήνα, Παλίμψη στος, 1982. Σελ. 60. ΡΟΚΑ ΝΤΙΑΝΑ. Πορφυρές όπτασίες. ’Αθήνα, "Ικαρος, 1982. Σελ. 79. 127
XTAΥΡΟΠΟYΛΟΣ ΝΙΚΟΣ Π. Στό φώς τού λυχναριού. Ποίηση. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 108. Σύγχρονη ζακυνθινή ποίηση, 1951-1981. ’Επιλογή Μά χης Μουζάκη. ’Αθήνα, Θουκυδίδης, 1982. Σελ. 150. ΣΩΤΗΡΙΟΥ Γ. Μιά νύχτα ίουλιάτικη... τού τίποτα τό δλο. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 32. ΤΣΕΚΟΥΡΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Έκβάτανα. Ποιήματα. ’Αθήνα, Ήριδανός. Σελ. 101. ΤΣΙΤΣΕΛΑ ΚΑΙΤΗ. Τά αίωρούμενα. Ποιήματα. ’Αθή να, Διογένης, 1982. Σελ. 51. ΦΟΥΡΓΙΩΤΗΣ ΘΑΝΟΣ. ’Επί πιστώσει. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 90. Δρχ. 120. ΧΡΙΣΤΟΦΙΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΩΣΤΑΣ. Ποιήματα. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 78.
’Επιστροφές.
ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ ΓΚΙΓΙΩΜ. Ποιήματα. Πρόλογοςμετάφραση Νίκου Σπάνια. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 78. Δρχ. 180. ΝΕΡΟΥΔΑ ΠΑΜΠΛΟ. Ποιήματα. Μετ. Δανάης Στρατηγοπούλου. ’Αθήνα, Μόσχος. Σελ. 142. Δρχ. 200.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Ό κόσμος είναι άλ λος. Διηγήματα καί άφηγήσεις. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1981. Σελ. 250. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. Οΐ συνυπάρχοντες. Μυθιστόρημα. ΣΤ' έκδοση. ’Αθήνα, Κέδρος, 1981. Σελ. 557. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ν. Α. Μιά νύχτα τού σαράντα δύο κι άλλα διηγήματα. ’Αθήνα, Θουκυδίδης, 1981. Σελ. 135. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΖΩΗ. ’Αναδρομές. Διηγήματα. ’Αθήνα, Γνώση, 1982. Σελ. 112. ΠΟΛΕΝΑΚΗ ΜΑΡΙΑ. Ή κυρία μέ τά κρεμμυδάκια. ’Αθήνα, Πύλη, 1981. Σελ. 295. ΡΟΖΙΔΗ ΜΙΛΙΑ. Ό άγγελος μέ τό ποδήλατο. Διηγήμα τα. ’Αθήνα, Διογένης, 1981. Σελ. 155. ΦΕΡΟΥΣΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ. Φιλοθέη Μπενιξέλου. Ή άθηνιώτισσα κυρά. Ιστορικό άφήγημα. ’Αθήνα, Άστήρ, 1982. Σελ. 254. Δρχ. 300. ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Ό γάμος. Γ' έκδοση. ’Αθήνα, Κέδρος, 1982. Σελ. 40.
ΠΡΕΒΕΡ ΖΑΚ.- Ποιήματα. Μετ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου. ’Αθήνα, Θεωρία, 1982. Σελ. 166. Δρχ. 280.
ΒΕΝΤΟΥΡΙ ΜΑΡΤΣΕΛΟ. Λευκή σημαία στήν Κεφαλλονιά. Πρόλογος Σάντρο Περτίνι. Μετ. Νίκης Καλαμαρά-Φιλιππουπολίτη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981, Σελ. 295.
Π Ε Ζ Ο ΓΡ Α Φ ΙΑ
CARLISLE HELEN-GRACE. Μάνα. Μετ. Λίλιαν Καλαμάρο. ’Αθήνα, Δωδώνη, 1982. Σελ. 303. Δρχ. 350.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΑΣΟΣ Δ. Μνήμες. Γιάννινα, 1982. Σελ. 99. ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Χρονογραφήματα. Θεσσαλο νίκη, Μπαρμπουνάκης. Σελ. 350. Δρχ. 300. ΓΕΡΩΝΥΜΑΚΗ ΠΟΠΗ. ’Ακόμα καί τό σλίπ σ’ ένα πα κέτο ντάνχιλ. ’Αθήνα, 'Εξάντας, 1982. Σελ. 315. ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ Γ. Περιμένοντας τόν πε λάτη - Βιβλιοπωλεϊον τά Ίμαλάια. ’Αθήνα. Σελ. 179. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ ΖΩΗ - ΖΟΝΤΙΔΗ ΕΛΕΝΗ. Σχο λείο... άγάπη μου. Θεσσαλονίκη, Παρατηρητής, 1981. Σελ. 95. ΚΑΛΛΙΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΝΑ. Τό άφεντικό καί άλλα άφηγήματα. ’Αθήνα, Θουκυδίδης, 1981. Σελ. 142. Δρχ. 200. ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ ΝΙΚΟΣ. Ή Μαρία περιηγείται τή μητρό πολη τών νερών. Σχέδια Γιώργη Βαρλάμου. ’Αθήνα, Κέ δρος, 1982. Σελ. 240. ΚΕΔΡΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ. Μεταδεκεμβριανά διηγήματα. 'Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 155. Δρχ. 200. ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ ΜΑΝΟΣ. ’Αφήγηση. ’Αθήνα, Καστα νιώτης, 1981. Σελ. 75. Δρχ. 150. ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ. Ό Μπαρμπαδομανώλας. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 100. Δρχ. 250. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ. ’Ανθρώπων έξ άνθρώπων. Διηγήματα. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1982. Σελ. 128
ΓΚΟΡΚΙ ΜΑΞΙΜ. Οί άλήτες. Μετ. Ι.Π. ’Αθήνα, Μό σχος. Σελ. 205. Δρχ. 220. ΦΩΚΝΕΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ. Μακρύ καλοκαίρι. ’Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 152. Δρχ. 140. ΦΩΚΝΕΡ ΟΥΙΛΛΙΑΜ. Οί χωριάτες. ’Αθήνα, Πέλλα. Σελ. 136. Δρχ. 140. ΚΑΙΣΛΕΡ ΑΡΘΟΥΡ. Τό μηδέν καί τό άπειρον. Μετ. ’Αλέξανδρου Κοτξιά. ’Αθήνα, Ήριδανός. Σελ. 215. ΚΑΡΣΟΝ ΡΑΚΕΛ. Σιωπηλή άνοιξη. Μετ. Λ. Κανδηλίδη. ’Αθήνα, Κάκτος, 1981. Σελ. 332. Δρχ. 350. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Ό πύργος. Μυθιστόρημα. Μετ. Τέας ’Ανεμογιάννη. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 328. ΚΑΦΚΑ ΦΡΑΝΤΣ. Περιγραφή ένός άγώνα. Μετ. Μα ρίας Μέντξου. ’Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 80. Δρχ. 130. LE GLEZIO J. Μ. G. Μαρτίνος καί άλλα διηγήματα. ’Αθήνα, Χατξηνικολή, 1981. Σελ. 181. ΜΠΑΤΑΪΓ ΖΩΡΖ. Ή μητέρα μου. Πρόλογος Θωμά Γκόρπα. Μετ. Μάγδας Οίχαλιώτου. ’Αθήνα, Σπηλιώτης, 1982. Σελ. 139. Δρχ. 200. ΜΠΟΡΟΒΣΚΙ ΤΑΝΤΕΟΥΣ. Ά πό ’δώ γιά τ’ άέρια κυ ρίες καί κύριοι. Μετ. Βασίλη Τσεκούρα - Γιώργου Κα λή. ’Αθήνα, Αίολος, 1981. Σελ. 149. ΜΠΟΡΧΕΣ ΧΟΡΧΕ-ΛΟΥΙΣ. Τό βιβλίο τής άμμου. Μετ. Σπύρου Τσακνιά. Αθήνα, Νεφέλη, 1982. Σελ. 135.
ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΤΣΑΡΛΣ. Νότια τού άνύπαρχτου Βορ ρά. ('Ιστορίες τής θαμμένης ζωής). Μετ. Ν. Πρατσίνη Ντίνας Σωτήρα. Λογ. έπιμέλεια Θωμά Γκόρπα. ’Αθήνα, Δρόμος, 1982. Σελ. 168. Δρχ. 250.
ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ Ν. Α. Ά γις Θέρος / Είκοσι χρόνια άπό τό θάνατό του (1961-1981). ’Ανάτυπο τής «Νέας Εστίας» τεύχος 1.300. ’Αθήνα, 1981. Σελ. 13.
ΜΠΟΥΚΟΦΣΚΙ ΤΣΑΡΛΣ. Ταχυδρομείο. Μετ. Εϋης Φρυδά. ’Αθήνα, Όδυσσέας, 1982. Σελ. 167. Δρχ. 170.
Πολύπτυχον. Πεζογραφία-ποίηση-ίστορία-κριτική-δοκίμιο. Σειρά πέμπτη. Συλλογική έκδοση. ’Αθήνα, Δρυ μός, 1982. Σελ. 335. Δρχ. 400.
ΜΠΩΒΟΥΑΡ ΣΙΜΟΝ ΝΤΕ. Όσα είπαμε κι δσα κάνα με. Μετ. Έβελίνας Χατζιδάκη. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 507. Δρχ. 400.
ΣΑΧΙΝΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ. Παλαιότεροι πεζογράφοι. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 308. Δρχ. 350.
ΜΩΡΙΕ ΔΑΦΝΗ ΝΤΙ. Ρεβέκκα. Μετ. Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη. ’Αθήνα, Καστανιώτης, 1981. Σελ. 422. Δρχ. 350. ΠΡΟΥΣΤ ΜΑΡΣΕΛ. ’Αναζητώντας τό χαμένο χρόνο. X' Σόδομα καί Γόμορα. Μετ. Π. Α. Ζάννα. ’Αθήνα, Ήριδανός. Σελ. 351. SAINT-EXUPERY ANTOINE DE. Νυκτερινή πτήση. Μετ. Ειρήνης Μπουζάλη. ’Αθήνα, Ήριδανός. Σελ. 172. ΣΟΛΟΧΟΦ ΜΙΧΑΗΛ. Ό ήρεμος Ντόν. Τόμος Γ'. Μετ. Άνδρέα Σαραντόπουλου. Σύγχρονη Λογοτεχνία, άριθ. 3. ’Αθήνα, Ζαχαρόπουλος, 1981. Σελ. 604. Δρχ. 400. ΤΖΟΫΣ ΤΖΕΗΜΣ. Δουβλινέζοι. Είσαγωγή-μετάφρασησημειώσεις Μαντώς Άραβαντινοϋ. ’Αθήνα, Ήριδανός, 1982. Σελ. 217. ΖΑΡΡΥ ΑΛΦΡΕΝΤ. Τό ύπεραρσενικό. Μετ. ’Ιουλίας Ραλλίδη. ’Αθήνα, Αίγόκερως, 1982. Σελ. 126. Δρχ. 200. ΖΙΝΤ ΑΝΤΡΕ. Στενή πύλη. Μετ. Βαγγέλη Χατζηδημητρίου. ’Αθήνα, Ήριδανός. Σελ. 128.
Μ ΕΛΕΤΕΣ Άγγελος Σικελιανός 1884-1951. Σελ. 24.
ΣΤΑΦΥΛΑΣ ΜΙΧΑΛΗΣ. Διαρκής ιστορία τής νεοελλη νικής λογοτεχνίας. Τόμος Γ'. ’Αθήνα, έκδόσεις τού πε ριοδικού «Θεσσαλική Εστία», 1982. Σελ. 151. Δρχ. 300. ΣΤΕΦΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΑΓ. 1. Andre Mirambel (19001970). .2. Ό Σεφέρης καί ό έλληνισμός (μετάφραση). ’Αθήνα, 1981. Σελ. 33. TSATSOS IOANNA. My brother George Seferis. Trans, by Jean Demos. North Central Publishing Co. 1982. Pag. 257. Drs. 1050. ΧΑΡΙΤΑΤΟΣ ΜΑΝΟΣ. Βιβλιογραφία Πέτρου Χάρη. Τόμος Α'. Έργογραφία (1924-1981) καί κριτικά κείμενα γιά τά έργα. Βιβλιογραφία, άριθ. 5. ’Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό καί Ιστορικό ’Αρχείο, 1981. Σελ. 224.
ΘΕΑΤΡΟ ΓΑΒΡΙΗΛΟΓΛΌΥ ΓΑΒΡΙΗΛ. Ό μηχανισμός. Θέατρο. Θεσσαλονίκη, 1982. Σελ. 60. ΜΑΝΙΩΤΗΣ Γ. Ν. Οί σύζυγοι. ’Αθήνα, Εστία, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 180.
Τ Α Ξ ΙΔ ΙΑ
ΛΥΓΕΡΗΣ ΜΑΡΚΟΣ. Έλληνες λογοτέχνες. Δ' έκδοση. ’Αθήνα, Μπούρας, 1982. Σελ. 291. Δρχ. 350. ΒΑΛΕΤΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ. Τής ρωμιοσύνης. Δοκίμια. Β' έκ δοση. Κριτική-Μελετήματα, άριθ. 5. ’Αθήνα, Φιλιππότης, 1982. Σελ. 234.
ΤΡΟΠΑΙΑΤΗΣ ΑΛΚΗΣ Κ. Ξένοι δρόμοι. Ταξίδια. Σχέδια Χαράς Βιεννά. ’Αθήνα. Κέδρος. 1981. Σελ. 213.
ΓΚΙΝΗΣ ΣΠΥΡΟΣ ΑΛ. Κώστας Βάρναλης. ’Ιδεολογία καί αισθητική. Έλληνες Συγγραφείς, άριθ. 4. ’Αθήνα, Γλάρος, 1982. Σελ. 279.
Μ Α ΡΤΥΡΙΕΣ
ΔΗΜΗΤΡΑΙΝΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γ. Βιβλιογραφία φιλο λογικών μαθημάτων γυμνασίου καί λυκείου. Πάτρα, 1981. Σελ. 299. Δρχ. 600.
Γυναίκες στήν ’Αντίσταση. Μαρτυρίες. ’Αθήνα, Κίνηση «Ή Γυναίκα στήν ’Αντίσταση», 1982. Σελ. 231. Δρχ. 300.
ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΟΥ ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ή νεορομαντική βιο θεωρία τοϋ Καζαντζάκη. Ή ποίηση τής ζωής. ’Αθήνα, Θεμέλιο, 1981. Σελ. 477.
ΕΣΚΕΝΑΖΗ ΡΟΖΑ. Αύτά πού θυμάμαι. ’Αθήνα, Κά κτος, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 250.
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗΣ Π. Δ. «Ό ζητιάνος» τού Καρκαβίτσα. Είσαγωγή-κείμενο-γλωσσάριο. Β' έκδοση βελ τιωμένη. ’Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1982. Σελ. 285. ΜΕΡΕΝΤΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩ. Διονύσιος Σο λωμός ώς σατιρικός ποιητής. Άθήναι, 1982. Σελ. 222. Δρχ. 450.
ΚΕΛΕΣΙΔΟΥ-ΓΑΛΑΝΟΥ ΑΝΝΑ. Άληθείης άτρεμές ήτορ. Ή ιστορία ένός έλληνα άξιωματικού τού 1940. ’Αθήνα, ΟΔΕΒ, 1982. Σελ. 78. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ. Ντόμπρα καί σταράτα. Αύτοβιογραφία. ’Αθήνα, Κάκτος, 1982. Σελ. 318. Δρχ. 350.
129
Α Ρ Χ Α ΙΟ Λ Ο Γ ΙΑ ΠΟΥΛΙΑΝΟΣ ΑΡΗΣ. Τό σπήλαιο τού άρχανθρώπου των Πετραλώνων. Ή άνάσα τής σπηλιάς. Βιβλιοθήκη Άνθρωπολογικής Εταιρείας Ελλάδος, άριθ. 3. Θεσσα λονίκη. 1982. Σελ. 100. Δρχ. 300.
Ε Λ Λ Η Ν ΙΚ Η ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ ΑΝΔΡΙΤΣΑΚΗ-ΦΩΤΙΑΔΗ Δ. - ΠΕΤΡΟΧΕΙΛΟΣ ΜΙ ΧΑΗΛ Κ. Κυθηρα'ίκά μελετήματα. Βιβλιοθήκη 'Ιστορι κών Μελετών, άριθ. 164. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 248. Δρχ. 500. ΒΟΥΡΝΑΣ ΤΑΣΟΣ. Φιλική Εταιρία, α Τό παράνομο όργανωτικό της. β' 'θ διωγμός της άπό τούς ξένους. ’Αθήνα, Τολίδης, 1982. Σελ. 382. ΚΡΑΨΙΤΗΣ ΒΑΣΙΛΗΣ. Ή άληθινή ιστορία τού Σουλίου (1600-1803). Αθήνα, 1982. Σελ. 176. Δρχ. 350.
Επιμέλεια Γιάννη Καρρά. Αθήνα, Gutenberg, 1982. Σελ. 332.
Π Ε Ρ ΙΟ Δ ΙΚ Α ΒΟΡΕΙΟΕΛΛΑΔΙΚΑ. Διμηνιαΐο περιοδικό ίστορίαςλαογραφίας-γραμμάτων-τεχνών καί έπικαιρότητας. Τεύ χος 9. Δρχ. 100. ΒΥΖΑΝΤΙΑΚΑ. Τόμος 1. Δρχ. 300. ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ. Διμηνιαΐο περιοδικό γιά γονείς καί παι διά. Τεύχος 1. Δρχ. 100. ΓΙΑΤΙ. Μηνιάτικη έπιθεώρηση. Τεύχος 81. Δρχ. 50. ΔΕΛΤΙΟ. Σύνδεσμος βιομηχάνων Βορείου 'Ελλάδος. Τεύχος 12/192. Δωρεάν. ΔΙΑΒΑΖΩ. Μηνιαία έπιθεώρηση τού βιβλίου. Τεύχος 48. Δρχ. 120. ΔΙΑΓΩΝΙΟΣ. Τετράμηνο λογοτεχνικό καί καλλιτεχνικό περιοδικό. Τεύχος 9. Δρχ. 150.
ΚΡΗΤΙΚΙΔΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ I. Τοπογραφία άρχαία καί σημερινή τής Σάμου. Βιβλιοθήκη 'Ιστορικών Μελε τών, άριθ. 165. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 136. Δρχ. 250.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ. Περιοδική έκδοση τέχνης. Τεύχος 3. Δρχ. 100.
ΜΑΡΑΒΕΛΕΑΣ Γ. Α. Οί Παλαιολόγοι τής Καρδαμύλης. ’Αθήνα, 1982. Σελ. 190. Δρχ. 300.
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ. Δίμηνη έπιθεώρηση κοινω νικών έπιστημών. Τεύχος 5. Δρχ. 90.
ΜΕΛΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ. 'Ιστορία τής πόλεως Πειραιώς. ’Από τούς προϊστορικούς καιρούς μέχρι τών ίδικών μας χρόνων. Τόμος A Προϊστορία καί πρωτοϊστορία. Τό μος Β': ’Αρχαϊκοί χρόνοι. Άθήναι, 1981. Σελ. 325 + 298.
ΕΠΟΠΤΕΙΑ. Ποίηση καί φιλοσοφία. Τεύχος 66. Δρχ. 250.
ΜΠΑΡΤΙΚΙΑΝ ΧΡ. Μ. Τό Βυζάντιον είς τάς άρμενικάς πηγάς. Βυζαντινά Κείμενα καί Μελέται, άριθ. 18. Θεσ σαλονίκη, Κέντρον Βυζαντινών ’Ερευνών, 1981. Σελ. 208. Δρχ. 800.
ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ 1981.
ΡΟΥΣΟΣ ΠΕΤΡΟΣ. Βοήθημα νέας ιστορίας τής Ελλά δας. Τουρκοκρατία, Βενετοκρατία, Έθνικοαπελευθερωτικοί άγώνες τών Ελλήνων. Β' έκδοση. ’Αθήνα, Σύγ χρονη ’Εποχή, 1982. Σελ. 246. Δρχ. 250.
Η ΜΑΧΗ. Εφημερίδα Άχαρνών-Κάτω Πατησίων. Φύλλο 54.
ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ. Ό Πόντος καί ή έλληνική παράδοση. ’Αθήνα, Τέχνη, 1982. Σελ. 37.
ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ. Τεύχος 12. Δρχ. 30.
ΣΦΗΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Θ. Μεσαιωνικά κάστρα καί πύργοι στή Ρούμελη. Άθήναι, 1982. Σελ, 208 + φω τογραφίες. Δρχ. 1.200.
ΘΕΜΑΤΑ ΧΩΡΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ. Τεύχος 13. Δρχ. 1200.
ΕΥΘΥΝΗ. Φυλλάδιο νεοελληνικού προβληματισμού. Τεύχος 122. Δρχ. 70.
Η ΛΕΞΗ. Ελληνική καί ξένη λογοτεχνία. Τεύχος 12, Δρχ. 100.
ΗΧΟΣ ΚΑΙ HI-FI. Τεύχος 108. Δρχ. 60.
ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΕΣΤΙΑ. Τεύχος 55. Δρχ. 80. CHATZIDAKIS MANOLIS. Mystras. The medieval city and the castle. Athens, Ekdotike Athenon, 1981. Pag. 127. Drs. 300.
ΙΔΕΟΔΡΟΜΙΟ. Φυλλάδα πολιτικής δράσης καί κουλ τούρας. Τεύχος 75. Δρχ. 120.
Π Α Γ Κ Ο Σ Μ ΙΑ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΑ
MAZI-TOGETHER. Τεύχος 6. Δρχ. 18.
ΤΟΝΤΟΡΩΦ ΝΙΚΟΛΑΪ. Ή βαλκανική διάσταση τής ’Επανάστασης τού 1821. (Ή περίπτωση τών Βουλγά ρων). 'Ιστορική εισαγωγή Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
ΜΟΥΣΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ ΕΥΟΣΜΟΥ. Τεύχος Φλεβάρη ’81.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ. Τεύχος 74-75.
ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑ. Φύλλο 2.
130
ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ. Κείμενα παιδευτικού προβληματισμού. Τεύχος 20. Δρχ. 250. ΟΘΟΝΗ. Κινηματογραφικό περιοδικό θεωρίας - κριτι κής - παρέμβασης. Τεύχος 7. Δρχ. 120. ΟΡΓΑΝΩΣΗ. Επιθεώρηση προβληματισμού γιά όργάνωση καί διοίκηση. Τεύχος 2. Δρχ. 80. ΟΡΦΕΑΣ. Δίμηνη έκδοση τού 'Ομίλου «Όρφέας» Σερ ρών. Τεύχος 1. Δρχ. 100. ΠΑΙΔΕΙΑ-ΛΟΓΟΣ-ΠΡΑΞΗ. Μηνιαίο περιοδικό. Τεύ
χος 27. ΠΟΝΤΙΑΚΑ. Τεύχος 2. Δρχ. 50. ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. ’Επιθεώρηση κοινωνικής κριτικής καί πολιτικής παρέμβασης. Τεύχος 4. Δρχ. 40. ΣΠΑΡΜΟΣ. Δίμηνη γενική έπιθεώρηση. Τεύχος 31. Δρχ. 40. ΣΠΟΥΔΕΣ. Τεύχη 1 + 2. ΣΧΟΛΙΚΑ ΝΙΑΤΑ. Φύλλο 26. ΣΥΛΛΕΚΤΗΣ. Τεύχος 82. Δρχ. 100. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ. Τεύχος 16. Δρχ. 65. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΒΗΜΑΤΑ. Θεολογικά-πολιτιστικά-φιλοσοφικά-κοινωνικά. Τεύχος 41. Δρχ. 50. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΣΚΕΨΗ. Μηνιαία περιοδική έκδοση γραμ μάτων καί τεχνών. Φύλλο 64. Δρχ. 7. ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ. Τεύχος 30. Δρχ. 140. ΣΥΝ ΚΑΙ ΠΛΗΝ. Τεύχος 3. Δρχ. 100. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ. Τεύχος 51. Δρχ. 60.
ΤΟΔΕΝΤΡΟ
4 ΤΡΟΧΟΙ. Τεύχος 138. Δρχ. 60. ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΘΕΑΤΡΟΥ ΕΡΕΥΝΑΣ. Τεύχος 2. Δρχ. 80. ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ. Πεζό-ποίηση-κριτική. Τεύχος 26. Δρχ. 100. ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΩΝΟΙΚΟ. Τρίμηνη έκδοση συλλόγου Βασιλειωνοικουσών ’Αθήνας. Φύλλο 7. ΤΟΜΕΣ. Μηνιαίο περιοδικό πνευματικού προβληματι σμού. Τεύχος 81. Δ ρ χ .100. ΤΡΑΠΕΖΙΤΙΚΗ. Φύλλο 428. Δρχ. 1. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Έπετηρίς τού Κέντρου Έρεύνης τής Ε λ ληνικής Φιλοσοφίας. Τεύχος 10-11. ΩΛΗΝ. Τεύχος 8. Δρχ. 50.
Ψυχολογική καί ψυχαναλυτική προσέγγιση στή λογοτεχνία
27
131
MiMf Iff
132
Μέτήν Εγγυημένη Επιταγή τής Εμπορικής Τράπεζας πίΐηρώ νειε στή στιγμή τούς πάντες καί τά πάντα καί τά Λεφτά σας πιάνουν...τόκο! Τώρα ή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ έφαρμόζει στην 'Ελλάδα τόν θεσμό τής ’Εγγυημένης’Επιταγής. Είναι «χρήματα» μέ τά όποια πληρώνετε ή άγοράζετε ό,τιδήποτε, χωρίς ν< ά έχετε επάνω σας. Κι ’ έπί πλέον, τά λεφτά σας πιάνουν... τόκο! Άνοΐξτε σήμερα ένα Τρεχούμενο Λογαριασμό ’Εγγυημένων ’Επιταγών σ ’ όποιοδήποτε Κατάστημα τής ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ καί θά πάρετε ένα καρνέ έπιταγών καί τήν ΚΑΡΤΑ Ε. Μέ αυτήν ή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ έγγυάται κάθε έπιταγή σας στήν οποία άναγράφεται ποσό μέχρι 5.000 δραχμές. “Ετσι γίνεται δεκτή παντού! Κι’ άπ’ τή στιγμή πού θά καταθέσετε τά χρήματα γιά ν ’ άνοιχτεΐ ό λογαριασμός, άρχίζει νά μετράει γιά σάς ό τόκος! Μόνο ή ’Εγγυημένη ’Επιταγή σάς προσφέρει εύκολία, σιγουριά, τόκο, πρόσθετο κύρος στις συναλλαγές σας καί αυξημένη αγοραστική δυνατότητα, κάθε στιγμή. Θά τό διαπιστώσετε καί οί ίδιοι.
cirlfln μία έξυπηρέτηση άπότήν
ΤΡΑΠΕΖΑ | · ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡ/ LI ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Οι τελευταίες μέρες του Ζαν-Πωλ Σάρτρ και οι συνομιλίες με τη διάσημη σύντροφό του
0
8 Εκδόσεις
ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ 3'
Προλογίζει ο Κώστας Σταματίου
Γλάρος