Τεύχος 222

Page 1

ΔΙΑΒΑΖΩ Δ Ε Κ Α Π Ε Ν Θ Η Μ Ε Ρ Η ΕΠ ΙΘ ΕΩ ΡΗ ΣΗ ΤΟΥ Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ · ΑΡ. 222 · 20.9.89 · ΔΡΧ. 350.


Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ

ΛΙΒΑΝΗ UBKOS Μ λΜ Α νΠ Ε

« Ε Π ΙΚ ΙΝ Δ Υ Ν Η

και μετά το ναυάγιο, μια είδηση πέφτει σα βόμβα στο καράβι. Μ ια πλευρά τ' ουρανού είναι επικίνδυνη για την ανθρωπότητα. Ο μύθος της Ευρώπης στα λόγια του Ελληνογάλλου βιολόγου Φρανσουά Ζοσπέν αποκτά μια νέα διάσταση... Κι ο συγγραφέας, μόνο όταν έβαλε και την τελευταία πέτρα στο οικοδόμημά του. κατάλαβε ότι παγιδεύτηκε στο ίδιο του το έργο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: ΣΟΛΩΝΟΣ 94, ΑΘΗΝΑ 106 80 ΤΗΛ. 3600398


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ


τα βιβηία της «γνώσης» κυκλοφορούν στη σειρά Φιλοσοφική και Πολιτική βιβλιοθήκη

τα πράγματα Ο Υ Μ Π Ε Ρ Τ Ο ΕΚΟ

Θεωρία Σημειωτικής

Ν ΙΚ Ο Λ Α Ο Σ Ψ Η Μ Ε Ν Ο Σ

ΓΙΟ ΧΑ Ν Χ Ο Υ ΪΖ ΙΝ ΓΚ Α

ΤΟΜ ΑΣ ΧΟΜ ΠΣ

Ελληνική Φιλοσοφία

Ο άνθρωπος και το παιχνίδι

ΛΕΒΙΑΘΑΝ

η

1453-1821 Τόμος Α' και Β'

εκδόσεις «γνώση» Ιπ π ο κ ρ ά το υ ς 3 1 , 1 0 6 8 0 Α θ ή ν α , Τ η λ . 3 6 2 0 9 4 1 - 3 6 2 1 1 9 4 rp n y . Α υ ξ ε ν τ ίο υ 2 6 , 1 5 7 71 Ιλ ίσια , Α θ ή ν α , τ η λ . 7 7 8 6 4 4 1

τόμος a


ΑΙΑΒΑΖΩ ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΟΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Α. Μεταξά 26, Αθήνα - 106 81

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

Τεύχος 222 20 Σεπτεμβρίου 1989 Τιμή: Δοχ. 350

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α ΧΡΟΝΙΚΑ Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

4

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Ιδρυτής: Περικλής Αθανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρνπονησιώτου. Βασίλης Καλαμαράς. Ηρακλής Πιιπιιλί5ης. Νένη Ράις. Βάσυι Σπάθή. Κιιίτη Γοπάλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάσω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονησιιότου Διαφημίσεις: Ηρακλής Παπαλέςης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθωσεις: Βίκυ Κωτσοβέλου Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΕ. Υμηττού 219. τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάζ: I. Χριστοδου· λάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε.. Α. Μεταί.ι 26. τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τσαλδάρη Ο.Ε.. Φυ­ λής 35, Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ. Κατριβάνο: και Σίιι Ο.Ε.. Στ. Γόνατά 48. τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γαβαλάς

Κοινωνικές Επιστήμες Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη: Κοινωνιολογία καί Ιστορία: Συμπληρωματικότητα αλλ’ όχι ταύτιση Σ. Θ. Δημητρίου: Η θέση της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο πλαίσιο της Γενικής Ανθρωπολογίας Αιμίλιος Ζαχαρέας: Αναζητώντας την Πολιτική Οικονομία... Γιάννης Μηλιάς: Κλασικές καί νεότερες προσεγγίσεις στο διεθνές εμπόριο Νίκος Κουτσιαράς: Εξω-οικονομικά στοιχεία πολυπαραδείγματος στη νεοκλασική πολιτική οικονομία Κώστας Α. Λάβδας: Κράτος καί Συνολική Ασφάλεια: Η αμερικα­ νική πολιτική επιστήμη στή δεκαετία του Ογδόντα Ηλίας Κατσούλης: Η πολιτική επιστήμη (ξανα)ανακαλύπτει το κράτος Νίκος Δεμερτζής: Απο το θετικισμό στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία Πέτρος Α. Γέμτος: Αναλυτικές ή διαλεκτικοερμηνευτικές Κοινωνι­ κές Επιστήμες;

5 8 13 22 27 54 63 69 76 82

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ

Κεντρική διάθεση:

ΕΠΙΛΟΓΗ

Αθήνα: Πομόινης Διονύσιος Ζαλόγγου 1 τηλ. 36.20.889

ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει ο Σωτήρης Ντάλης ΠΛΑΙΣΙΟ:, Γράφουν η Σοφία Στάγκα και ο Ηλίας Κεφάλας ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

37

Θεσσαλονίκη: Βιβλιοπωλείο «Κέντρο του βιβλίου»

ΚΡΙΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

48

τηλ. 237.463 Εξώφυλλο: Τάκης Πορτοκαλάχης

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα στον Γκ. Μάρκες

87 87


η ΑΓΟΡΑ του

ΒΙΒΑΙΟΥ από 16 Ιουλίου έως 15 Αυγούστου 1989

Τα είκοσι βιβλιοπωλεία π ου ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Γνώση-ΑΘ., ΔοκιμάκηςΗράκλειο, Δωδώνή-ΑΘ., Ζησόπουλος-Καλλιθέα, Ελευθερουδάκης-Αθ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Ιανός-Θεσσ., Κατώι του βιβλίου-Θεσσ., Ααμπρικίδης-Παγκράτι, Λέσχη του βιβλίου-ΑΘ., Λοξιός-Θεσσ., Μάτι-Κατερίνη, Μιχαλάς-ΑΘ., Μ ποστάνογλου-Πειραιάς, Όμηρος-Βόλος, Πολύεδρο-Πάτρα, Ρόμβος-ΑΘ., Σάκης-Νέα Σμύρνη, Χατζούλη-Λάρισα

□ Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώ­ ρησαν 20 βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βι­ βλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.

Η ΞΑΝΘΟ ΥΛΗ Γ.: Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μου

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

■ E J i ΕΚΟ ΟΥ.: Το εκκρεμές του Φουκώ ΓΝΩΣΗ Κ Ι ΒΑΛΤΑΡΙ Μ.: Ο περιπλανώμενος ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΡΙΣΤΙ Α. - ΤΣΕΣΤΕΡΤΟΝ Λ. - ΣΑΓΙΕΡΣ NT.: Ο πλωτός ναύαρχος ΑΓΡΑ H

ΓΑΛΑΝΑΚΗ Ρ.: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά ΑΓΡΑ

Ε Ι

ΜΑΡΚΕΣ ΓΚ.: Οι περιπέτειες του Μιγκέλ Λίττιν Ν. ΣΥΝΟΡΑ

Κ 3 Ι ΑΛΙΕΝΤΕ I.: Εύα Λούνα ΩΚΕΑΝΙΑ A ΛΙΓΝΑΔΗΤ.: Καταρρέω ΑΚΡΙΤΑΣ Κ Ι ΜΟΥΡΑΤ Κ.Ν.: Της νεκρής Πριγκίπισσας ΩΚΕΑΝΙΔΑ Κ Ι ΒΑΛΤΙΝΟΥ Θ.: Στοιχεία της δεκαετίας του ’60 ΣΤΙΓΜΗ

□ Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία που δεν προτάθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπωλεία.

Αμίτσι Τζ.: Έρχονται οι διαστημάνθρωποι (Ψυχογιός) · Αρκάς: Ξυπνάς μέσα μου το ζώον (Ars-Longa) • Βαλτάρι Μ.: Ο Αιγύπτιος (Κάκτος) · Γκόμπολι Μ.-Μισελίνι Μ.: Πώς είμαστε φτιαγμένοι (Μαργαρίτα) • Γκούλικ Ρ.Β.: Σκελετός στην καμπάνα (Θεμέλιο) · Τα μάτια της ανακάλυψης (Σειρά βιβλίων) (Δεληθανάση) · Ζαραμπούκα Σ.: Ο Φλιτ πάει σχολείο, Ο Φλιτ ταξιδεύει, Ο Φλιτ πάει για ψάρεμα, Ο Φλιτ πάει κρουαζιέρα (Σειρά) (Κέδρος) · Καρθαίου Ρ. - Πασσά-Μάνου Κ.: Χαρούμενες Διακοπές (Σειρά) (Πατάκης) · Κάτου Γ.: Αγία Αλητεία (Καστανιώτης) · Κεραμά Β.: Απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί (Παπαζήσης) · Λιούις Κ.Σ.: Ο ταξιδιώτης της αυγής (Σειρά: Το χρονικό της Νάρνια, 5ος τόμος) (Κέδρος) · Μητροπούλου Κ.: Γωνία Τσιμισκή και Δημητρίου Γούναρη (Παρατηρητής) · Μπακόλα Ν.: Μυθολογία (Παρατηρητής) · Μπόντενμπουργκ Α.Ζ.: Ο μικρός βρυκόλακας (Σειρά 8 βιβλίων) (Γράμματα) · Ντέιβις Π.-Μπράουν Τζ.: Υπερχορδές (Κάτοπτρο) · Πανούση Τζ.: Η πάλη των τάξεων (Γνώσεις) · Παραμόν Μ.Ρ.: Η ζωή (Σειρά 4 βιβλίων) (Κέδρος) · Πίττερς Ε.: Οράμματα και Λείψανα (Άγρωατις) · ΠέτροβιτςΑνδρουτσοπούλου Λ.: Ο μικρός αδελφός (Πατάκης) · Σμυρνιωτάκης Γ.: Ο Ροζ Πάνθηρας πάει σε διακο­ πές (Σμνρνιωτάκη) · Φλωμπέρ Γκ.: Ταξίδι στην Ελλάδα (Ολκός) · Χάντκε Π.: Σύντομο γράμμα για ένα αποχαιρετισμό ('Αγρα)


/ Ί 1 κοινωνικές επιστήμες υπηρετούν τον άνθρωπο, είναι λοιπόν «επιστήμες K S τον ανθρώπου». Εκείνο που συνιστά - ή μάλλον πρέπει να συνιστά - την αδιαμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη γνωστική επιδίωξη και επιμονή των κοι­ νωνικών επιστημών, είναι η αναγνώριση και η ερμηνεία της θέσης και της εξέλι­ ξης των κοινωνικών μορφωμάτων, λειτουργιών και αλληλεξαρτήσεων των θε­ σμών και των κοινωνικών δυνάμεων, στη συνεκτική έκφρασή τους και τη σχετι­ κή αυτονομία τους. Ισχυρίζονται πολλοί ότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται από «επιστημολατρεία», εννοώντας, εκτός των άλλων, ότι οι άνθρωποι, οι κοινωνικές ομάδες και οργα­ νώσεις, εναποθέτουν την επιβεβαίωση των επιθυμιών και των αιτημάτων τους στην επιστήμη. Η επιστήμη, η κοινωνική επιστήμη, προσλαμβάνει λοιπόν δια­ στάσεις που υπερβαίνουν τη μόνιμη επιδίωξή της για διεύρυνση της επεξηγημα­ τικής της ισχύος. Ό χι μόνο οι φιλόσοφοι - άραγε υπάρχουν; - αλλά και οι κοι­ νωνικοί επιστήμονες, δεν αρκεί πια να εξηγούν τον κόσμο- πρέπει και να τον αλλάξουν. Ισως αυτή η διατύπωση φέρει στο νου το αίτημα της διάκρισης της επιστή­ μης από την ηθική και την ιδεολογία, ώστε η επιστήμη να απαλλάσσεται από υποκειμενικές μεροληπτικές αντιλήψεις και να διαφυλάσσεται η ερμηνευτική της αντικειμενικότητα. Η Βεμπεριανή θέση για αξιολογική ουδετερότητα της κοινών ιολογίας - και κατ’ επέκταση των κοινωνικών επιστημών - απολαμβάνει την αποδοχή μεγάλου μέρους της επιστημονικής κοινότητας, που θεωρεί τις κοινωνικές επιστήμες μάλλον σαν εμπειρικές-θετικιστικές προσεγγίσεις της γνώ­ σης, παρά σαν κοινωνική, ηθική-πολιτική φιλοσοφία. Όμως, πόσο μπορεί να είναι αποδεκτό το πρότυπο του τεχνοκράτη κοινωνικού επιστήμονα; Ή πόσο πραγματιστική είναι η απαίτηση για αξιολογική ουδετερότητα, όταν τουλάχι­ στον η θεματική και μεθοδολογική επιλογή του ερευνητή αντανακλά τη δική του αξιολογική θέση. Πολύ περισσότερο, η αξιολογική ουδετερότητα των κοι­ νωνικών επιστημών είναι ανέφικτη, αφού οι κοινωνικοί επιστήμονες, λειτουρ­ γώντας επαγγελματικά στην κοινωνική ολότητα, γκρεμίζουν προοδευτικά τα τείχη της ακαδημαϊκής απομόνωσης και μετέχουν στην επεξεργασία της πολιτι­ κής και τις διαδικασίες λήψεως αποφάσεων. Τα προαναφερόμενα δε συνιστούν, ασφαλώς, πρόταση «επιστημονικής ανε­ κτικότητας». Οι κοινωνικές επιστήμες δεν πρέπει να μεταβάλλονται σε πραξεολογικές, φαινομενολογικές απόπειρες προσέγγισης της πραγματικότητας, αδια­ φορώντας για τη διερεύνηση των αιτιωδών σχέσεων και εγκαταλείποντας την αξιωματική δέσμευσή τους στην αναλυτική-μεθοδολογική συνοχή και αξιοπι­ στία. Κι ακόμη, καμιά σκοπιμότητα δεν πρέπει να εμποδίζει τον κοινωνικό ερευνητή να διατυπώνει τα πιο οδυνηρά συμπεράσματα, έστω κι αν αυτά ανα­ τρέπουν ισχυρές και οιονεί δογματικές αντιλήψεις.


6/αφιερωμα

ι κοινωνικές επιστήμες, περισσότερο από τις φυσικές, παρουσιάζουν έναν εκτεταμένο επιστημολογικό διάλογο που προσέλαβε τις διαστάσεις της πο­ λεμικής και αφορά στη μεθοδολογία και τη λογική της επιστημονικής ανακάλυ­ ψης. Η μεθοδολογία των φυσικών επιστημών, η αιτιοκρατική, εμπειρικο-θετικιστική μεθοδολογική αντίληψη στην κοινωνική επιστήμη, υπέστη τη σφοδρή κρι­ τική των διαλεκτικών, που αντιλαμβάνονται τη όιερεύνηση των κοινωνικών φαινομένων στην ολότητά τους και αναπτύσσουν την επιστημονική έρευνα, ώστε να αντανακλά τη ρευστότητα, τη συμπληρωματικότητα, τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του κοινωνικού σχηματισμού. Ο Ποππεριανισμός, προτείνοντας τη διατύπωση και τον έλεγχο αναγωγικών αιτιωδών σχέσεων και την αρχή της διαψευσιμότητας (falsificationism) καταλαμβάνει σημαντική θέση στον επιστη­ μολογικό διάλογο των κοινωνικών ερευνητών, ενώ την ίδια στιγμή, δέχεται την κριτική των εκπροσώπων της Σχολής της Φραγκφούρτης. Η σύγχρονη πραγματικότητα στην πολυπλοκότητά της, αλλά και η κατάστα­ ση των κοινωνικών επιστημών επιβάλλουν την κατάργηση των αυστηρών συνό­ ρων μεταξύ των επιστημολογικών ρευμάτων και των σχολών σκέψης, ώστε να επιτυγχάνεται η διεύρυνση τόσο της ερμηνευτικής δυναμικής, όσο και της αναλυτικο-μεθοδολογικής εγκυρότητας των κοινωνικών επιστημών. Τα κοινωνικά φαινόμενα θα πρέπει να όιερευνώνται «ολιστικά», ώστε να αποκαλύπτονται οι αλληλεξαρτήσεις και οι αντιθέσεις τους και να προσδιορίζονται οι εστίες των κοινωνικών μεταβολών. Όμως ο εμπειρικός έλεγχος των θεωρητικών υποθέ­ σεων, η διακρίβωση των πραγματικών αιτιωδών σχέσεων, η εξαντλητική μελέτη των μερών της ολότητας είναι από τα sine qua non των κοινωνικών επιστημών. Η μετάβαση από τις micro- στις macro- σχέσεις και τις γενικές αναλυτικές κατη­ γορίες αποτελεί, ίσως, αναντικατάστατη διαδικασία των κοινωνικών ερευνών. Και είναι αλήθεια πως αναπτύσσονται νέες επιστημονικές θεωρίες στο πνεύμα αυτό (π.χ. Household Economics, micro-Marxism). Αν, όπως υποστηρίζεται, η κοινωνική έρευνα οφείλει σήμερα εκτός από την αναζήτηση της αλήθειας να αποκαλύπτει το λάθος, η Ποππεριανή μεθοδολογία διατηρεί την επιστημολογική της γοητεία, αφού υπόσχεται τον έλεγχο και την απόρριψη των ανίσχυρων ερμηνευτικά θεωρητικών υποθέσεων. Εκείνο όμως που παρουσιάζει όχι μόνο γοητεία, αλλά ακόμη περισσότερο ερμηνευτική δύνα­ μη και ταυτόχρονα αναιρεί τον στατικό χαρακτήρα της θεωρίας, είναι η ιστορική μέθοδος. Ας θυμηθούμε τα magnificent dynamics του Μαρξικού οικονομικού υποδείγματος και την τεράστια συμβολή του στην παγκόσμια οικονομική σκέψη.

Ο

T ? ίναι μάλλον δυσπροσό ιόρ ιστη η χρονική στιγμή που σημειώνεται η έναρξη 12/ της συζήτησης, για την κρίση των κοινωνικών επιστημών. Α ς είμαστε όμως αρκετά επιφυλακτικοί, πριν να οδηγηθούμε σε κατηγορηματικά συμπεράσματα για το είδος και την ένταση αυτής της κρίσης. Οι κοινωνικές επιστήμες έχουν επιτύχει σημαντικές προόδους, τόσο στην αναζήτηση της γνώσης, όσο και στις μεθοδολογικές τους κατασκευές και τα αναλυτικά τους εργαλεία. Αιγότερες, εί­ ναι αλήθεια, από τις φυσικές επιστήμες. Και με ευδιάκριτη μάλλον, την υπερο­ χή της οικονομικής επιστήμης. Είναι ενδεικτική της ορθότητας αυτού του ισχυ­ ρισμού, η ανάπτυξη της συστημικής ανάλυσης και της προσομοίωσης (systems analysis and Simulation), που κατορθώνει να συνθέτει τη διαλεκτική λογική του ολισμού και της δυναμικής ανάλυσης με την εμπειρικο-θετικιστική επιστημονι­ κή παράδοση. Αν η κρίση των κοινωνικών επιστημών προσδιορίζεται από την υστέρησή τους έναντι της κοινωνικής πολυπλοκότητας, την απόσπαση των αναλυτικών εργαλείων και μεθόδων από το σώμα της θεωρίας και την ερμηνευτική ανεπάρ­


αφιερωμα/7

κεια που παρουσιάζουν η ανεξαρτητοποίηση των επιμέρους επιστημονικών κλάδων και η υπερ-εξειδίκευση, τότε δε μένει παρά να συμμερισθούμε τις αιτιά­ σεις για την κρίση. Προσφεύγοντας στην Κουνιανή επιστημολογική θέση, ας σημειώσουμε πως η κρίση μπορεί να αποτελεί το μοχλό εποικοδομητικών αλλα­ γών στο πεδίο της επιστημονικής γνώσης, όταν όμως συνεπάγεται την αλλαγή του επιστημονικού παραδείγματος και όχι όταν απλά τροφοδοτεί την κατα­ σκευή καινούριων αναλυτικών εργαλείων, που δε συνιστούν απομάκρυνση από το κυριαρχούν επιστημονικό παράδειγμα. Ίσως αυτή η Κουνιανή αντίληψη δεν επιτρέπει ιδιαίτερη αισιοδοξία, αφού ό,τι παρατηρείται σήμερα δεν είναι άλλο από την εκθετική εξέλιξη των αναλυτικών μεθόδων και την ανάπτυξη μιας πολυπαραδειγματικής επιστημονικής πραγματικότητας, που ουσιαστικά περιλαμ­ βάνει παραλλάσσουσες προσεγγίσεις των βασικών παραδειγμάτων. (Ό χι, βέ­ βαια, πως δε σημειώνονται απόπειρες αλλαγών του παραδείγματος). υριαρχεί σήμερα στο εσωτερικό των κοινωνικών επιστημών το δίλημμα της J \ . επιλογής, μεταξύ της διεπιστημονικής προσέγγισης των προβλημάτων έρευνας (interdisciplinary approach) και της επιστημονικής εμβάθυνσης που αφορά σε κάθε επιμέρους επιστήμη. Ή ακόμη, το δίλημμα μεταξύ της ενοποίη­ σης και της αυτονόμησης (αποδιάρθρωσης) των κοινωνικών επιστημών. Ακόμη και οι οικονομικοί επιστήμονες που απολαμβάνουν τον επιστημονικό τους ιμπε­ ριαλισμό (economics’ imperialism) φαίνεται πως όχι μόνο δεν αποφεύγουν, αλ­ λά αντίθετα αναγνωρίζουν τη σημασία των διεπιστημονικών προσεγγίσεων. Ό σο για το δίλημμα μεταξύ ενοποίησης και αυτονόμησης των κοινωνικών επι­ στημών, τούτο ίσως είναι ψευδές, όπως υποδεικνύεται από το έργο των εκπρο­ σώπων και ιδρυτών των σημαντικών επιστημονικών σχολών (Marx, Hayek, Schmoller), αλλά και από σύγχρονα θεωρητικά ρεύματα, όπως τη Νέα Πολιτική Οικονομία. Ο Marx αντιμετωπίζει τις κοινωνικές επιστήμες σαν μια από τις παραγωγικές δυνάμεις και προσδιορίζει την ανάπτυξή τους στο πνεύμα του τεχνολογικού ντετερμινισμού τον υποδείγματος του. Ο Habermas θεωρεί την κοινωνική ανά­ λυση, σαν τμήμα της κοινωνίας και την επιστήμη, σαν κοινωνικό φαινόμενο· τη θεωρεί αναπόσπαστα αννδεδεμένη με την πράξη. Αν κάτι σημαίνουν αυτές οι αντιλήψεις, είναι ότι οι κοι νωνικοί επιστήμονες, εργαζόμενοι στον πυρήνα του γνωστικού τους αντικειμένου, την κοινωνία, είναι δυνατό να επιτυγχάνουν ση­ μαντικές επιστημονικές ανακαλύψεις, ακολουθώντας τη «συντεταγμένη» διαδι­ κασία της επίλυσης προβλημάτων, της επιλογής του όιερευνώμενου αντικειμέ­ νου και της επιστημονικής εμβάθυνσης (problem solving - subject matter - scie­ ntific discipline). To αφιέρωμα του «Διαβάζω», φιλοδοξεί να συνεισφέρει στον επιστημονικό διάλογο, περισσότερο όμως απευθύνεται στο ευρύτερο, έναντι του επιστημονι­ κά ειδικού, αναγνωστικό κοινό του περιοδικού, προσπαθώντας να παρουσιάσει την «κατάσταση» (state o f arts) των κοινωνικών επιστημών. Η κοινωνιολογία, η κοινωνική ανθρωπολογία, η οικονομική επιστήμη, η πολιτική επιστήμη, η φιλο­ σοφία της επιστήμης, δια των εκπροσώπων τους σ ’ αυτό το αφιέρωμα, αυτοπαρουσιάζονται και συνδιαλέγονται, αναζητώντας την επιστημονική αλήθεια. Ο διάλογος όμως είναι ελλειπτικός, αφού αναπόφευκτα - λόγω της γνώριμης στε­ νότητας του χώρου - απουσιάζουν οι συνεισφορές άλλων.κλάδων των κοινωνι­ κών επιστημών. Επιμέλεια αφιερώματος: Νίκος Κουτσιαράς

Τ ο φωτονοααακο υλικό προέρχεται από τα περιοδικά ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ, PHOTO. PHOTOGRAPHIES, ZOOM.


8/αφιερωμα

Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη

«Η ικανότητα της κοινωνικής επιστήμης (της κοινωνιολογίας) να απλοποιεί και να γενικεύει αποτελεί το μεγαλύτερο δώρο της στον ιστορικό. Παρ’ όλα αυτά το δίδαγμα για την ποικιλία και το μη προβλέψιμο της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ό,τι σπουδαιότερο μπορεί να πάρει η κοινωνική επιστήμη από την ιστορία». [R. Floud, «History» στο J. Kuper (ed.) Key Topics of Study (Routlege and Kegan Paul, 1987), σελ. 94]

Κοινωνιολογία και Ιστορία: συμπληρωματικότητα αλλ’ όχι ταύτιση*

Από ένα αφιέρωμα στις κοινωνικές επιστήμες, όπως αυτό του περιοδικού «Διαβάζω», δεν θα έπρεπε, νομίζω, να παραλειφθεί ο προβληματισμός γύρω από τις σχέσεις κοινωνιολογίας και ιστορίας και από το πόσο στενότερες θα πρέπει να επιδιωχθεί να γίνουν αυτές στο μέλλον. * Το άρθρο 1989).

βασίζεται στο πρόσφατο βιβλίο της συγγραφέως Κοινωνιολογία και Ιστορία (Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα,


αφιερωμα/9 ράγματι, ο προβληματισμός αυτός έχει αποκτήσει μια ιδιαίτερη επικαιρότητα στις μέρες μας, και τούτο για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον γιατί στην εποχή μας υπάρχει η τάση να αμφισβητούνται τα παραδοσιακά σύνορα ανάμε­ σα στις διάφορες επιστήμες, να ενθαρρύνεται η διεπιστημονικότητα αλλά και να υποστηρίζεται αρκετά συχνά η ανάπτυξη μιας ενιαίας κοινωνι­ κής επιστήμης. Δεύτερον, γιατί μετά από μια μακριά παρένθεση, ανιστορικής στο σύνολο της κοινωνιολογίας, άρχισε από τα μέσα της δεκαε­ τίας του ’50, αλλά ιδίως από τα μέσα της δεκαε­ τίας του 70, να αναβιώνει το ενδιαφέρον αρκε­ τών κοινωνιολόγων για την επεξεργασία και με­ λέτη ιστορικού υλικού κατά τα πρότυπα των κλασικών κοινωνιολόγων, με νέους όμως βασικά τρόπους.2 Τέλος, τρίτον γιατί και αρκετοί ιστο­ ρικοί - ιδίως όσοι ασχολούνται με την κοινωνική ή οικονομική ιστορία ή με την ιστορική δημο­ γραφία - άρχισαν και αυτοί σχετικά πρόσφατα να ενδιαφέρονται για την εφαρμογή κοινωνιολο­ γικών μεθόδων και τεχνικών και τη χρησιμο­ ποίηση κοινωνιολογικών εννοιών στις ιστορικές τους έρευνες3. Γενικότερα μπορεί να λεχθεί ότι η αποκαλούμενη «νέα ιστορία» (νέα με την έννοια ότι έθεσε «καινούρια ερωτήματα, χρησιμοποίησε το μεθοδολογικό οπλοστάσιο και άλλων επιστη­ μών, προχώρησε σε μη παραδοσιακά ερευνητικά πεδία...», είναι συχνά κοινωνιολογούσα. Οι απαρχές της, όπως είναι γνωστό, τοποθετούνται τη δεκαετία του ’30 στα πλαίσια της ευρωπαϊ­ κής διανόησης και ιδίως της περίφημης Σχολής των Annales (Η. Berr, Η. See, L. Febvre, Μ. Bloch, F. Braudel κ.λπ.). Μισό περίπου αιώνα αργότερα η «νέα ιστορία» άρχισε να καλλιεργεί­ ται και στον τόπο μας.5 Οι εξελίξεις λοιπόν στους χώρους των επιστη­ μών του ανθρώπου, προσέδωσαν ένα νέο ιδιαί­ τερο ενδιαφέρον στην προβληματική των σχέ­ σεων μεταξύ κοινωνιολογίας και ιστορίας, προ­ βληματική που όμως δεν έχει γίνει ακόμη αντι­ κείμενο συστηματικού διαλόγου στον τόπο μας. Το γεγονός ότι στις μέρες μας καλλιεργείται πολύ περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν η τάση της προσέγγισης μεταξύ των δύο αυτών επιστη­ μών (τόσο γιατί η ιστορία έπαψε να είναι κατ’ εξοχήν συμβαντολογική, όσο και γιατί η κοινωνιολογία άρχισε και πάλι να γίνεται ιστορικότερη) δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, ότι η κα­ θεμιά τους θα πρέπει να πάψει να διαφυλάσσει την αυτονομία της. Ό σα ακολουθούν γράφτη­ καν για να καταδειχθεί η ανάγκη της διατήρησης της ιδιαιτερότητας των βασικών λειτουργιών της κοινωνιολογίας από τη μια πλευρά, και της ιστο­ ρίας από την άλλη, μέσα πάντοτε σ’ ένα κλίμα αμοιβαίου εμπλουτισμ.. ύ τους.

Π

Η πνευματική κληρονομιά τής κάθε επιστήμης κόμη και ο F. Braudel, ο οποίος τονίζει ε­ ντονότερα από άλλους τις ομοιότητες ανά­ Α μεσα στην κοινωνιολογία και στην ιστορία, δέχε­ ται ότι υπάρχουν αρκετοί διαφοροποιητικοί πα­ ράγοντες οι οποίοι οριοθετούν την ξεχωριστή ταυτότητα της κάθε επιστήμης. Γράφει: «Υπάρ­ χουν: το παιχνίδι της επιστημονικής εκπαίδευ­ σης καθώς και της μαθητείας, της σταδιοδρομίας και της κληρονομιάς, η υφή του επαγγέλματος, οι διαφορετικές τεχνικές πληροφόρησης που επι­ βάλλει η ποικιλία των πηγών των τεκμηριωμένων πληροφοριών...».6 (Υπογράμμιση δική μας). Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία ότι η παράδοση - η πνευματική κληρονομιά της κάθε επιστήμης έχει διαφορετική τελολογική αφετηρία. Ήδη από την εποχή του Ηροδότου ως ένας από τους βασικότερους σκοπούς της ιστο­ ρίας θεωρήθηκε η διάσωση, η διατήρηση στη μνήμη όλων των γενεών, των ανθρώπινων πε­ πραγμένων. Με τα λόγια του Ηροδότου: «να μη σβήσουν με τον καιρό και λησμονηθούν πράξεις που έγιναν από ανθρώπους». Η κύρια συμβολή της κοινωνιολογίας, όπως την προσδιόρισε για πρώτη φορά ο επίσημος ιδρυτής της A. Comte λίγο πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, δεν ήταν η διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης της ανθρωπότητας. Ήταν η μελέτη της κοινωνικής ζωής του παρόντος και του παρελθό­ ντος βασικά με τους τρόπους έρευνας των φυσι­ κών επιστημών (δηλαδή, την παρατήρηση, τη σύγκριση, το «πείραμα» και τη μέτρηση) - χωρίς όμως να εξαιρείται η χρήση και άλλων μεθοδο­ λογικών προσεγγίσεων - με σκοπό τη διατύπωση γενικεύσεων (ή νόμων) «συνύπαρξης» για την αλληλεξάρτηση των στοιχείων που συνθέτουν την ολότητα «κοινωνία» (συγχρονική έρευνα), καθώς και γενικεύσεων (ή νόμων) «διαδοχής» για τις αλλαγές των επιμέρους στοιχείων και των ολικών κοινωνιών. Η κοινωνιολογία, λοιπόν, έγινε αντιληπτή ευθύς εξαρχής ως μια «επιστήμη της κοινωνίας» στα χνάρια των φυσικών επιστη­ μών, με απώτερο σκοπό τον έλεγχο του κοινωνι­ κού περιβάλλοντος προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, όπως ακριβώς ο άνθρωπος κατόρθωσε μέσω των φυσικών επιστημών να καθυποτάξει και να ελέγξει προς όφελος του τη φύση.8 Ο Ε. Durkheim, χωρίς να παραγνωρίζει τη ση­ μασία που έχει για την κοινωνιολογία η διερεύνηση ιστορικού υλικού, ιδίως για την κατασκευή και σύγκριση τύπων κοινωνιών και κοινωνικών ομάδων (των «κοινωνικών ειδών»), θεωρεί ότι κατά την αιτιακή κοινωνιολογική ερμηνεία πρέ­ πει να λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η σχέση «ταυτόχρονης μεταβολής» μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών φαινομένων στο εσωτερικό μιας δε­


10/αφιερωμα δομένης κοινωνίας. Οι αιτίες των κοινωνικών φαινομένων θα πρέπει, δηλαδή, να αναζητιούνται στο κάθε φορά εσωτερικό μιας κοινωνίας και όχι στις προγενέστερες φάσεις ανάπτυξής της, όπως κατεξοχήν κατέδειξε στην κλασική με­ λέτη του για τα αίτια της αυτοκτονίας στις ευρω­ παϊκές κοινωνίες της εποχής του.9. Αλλά και ο C. Wright Mills - ο ένθερμος αυτός υποστηρικτής της στενής συνεργασίας κοινωνιολογίας και ιστορίας - τονίζει τη σημασία της συγχρονικής εντόπισης συσχετίσεων μεταξύ των κοινωνικών φαινομένων κατά τη διερεύνηση των σύγχρονων κοινωνιών,10 προσθέτοντας μάλιστα ότι η σημα­ σία της ιστορικής ερμηνείας για την εξήγηση του παρόντος εξαρτάται από το είδος της περιόδου και της κοινωνίας που μελετάμε. Ο ίδιος αναφέ­ ρει ως παράδειγμα δύο διαφορετικού τύπου κοι­ νωνίες: η μία βρίσκεται παγιδευμένη για μακρότατο χρόνο σε μια ομοιογενή παράδοση φτώ­ χειας και αμάθειας· μεταβάλλεται πολύ σιγά, ή σχεδόν καθόλου. Η άλλη - όπως λ.χ. η αμερικα­ νική κοινωνία ή οι κοινωνίες της βορειο-δυτικής Ευρώπης - βρίσκονται σε συχνή κίνηση και ανα­ διάρθρωση. Για τη μελέτη της πρώτης κοινωνίας η ιστορική ανάλυση έχει πολύ μεγαλύτερη σημα­ σία γιατί ό,τι συμβαίνει σ’ αυτήν σήμερα μπορεί να κατανοηθεί πολύ καλύτερα με αναφορά στην παγίδευση της κοινωνίας αυτής στο ίδιο το πα­ ρελθόν της, στην ίδια την ιστορική της παράδο­ ση. Αντίθετα, για τη μελέτη της δεύτερης η κοι­ νωνιολογική ανάλυση του παρόντος είναι πολύ πιο αρμόζουσα γιατί τα φαινόμενα που συνα­ ντούμε σ’ αυτήν την κοινωνία σήμερα δεν μπο­ ρούν να εξηγηθούν, με βάση τη συνέχεια των ιστορικών της δομών, ούτε οι ρίζες τους να ανα­ ζητηθούν σε μία απώτερη ιστορική αιτιότητα, αλλά στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες. Συνοψίζοντας καταλήγει στις ακόλουθες δύο βασικές σκέψεις: στο ότι «η σημασία της ιστο­ ρίας (εννοεί για την κοινωνιολογική ανάλυση) υπόκειται και αυτή στην αρχή της ιστορικής ιδιαιτερότητας»11 και στο ότι: «πρέπει να μελε­ τούμε την ιστορία για να μπορούμε να απαλασσόμαστε από αυτή».12 Είναι φανερό ότι πολύ δύ­ σκολα ένας καθαρόαιμος ιστορικός θα μπορούσε να αποδεχθεί τις απόψεις αυτές του C. Wright Mills. αναγυρίζοντας στους κλασικούς κοινωνιοi—J λόγους που έθεσαν τα θεμέλια της θεωρητι­ κής και ερευνητικής κοινωνιολογικής παράδοσης διαπιστώνουμε ότι τόσο ο Weber, όσο και ο Simmel, θεωρούν ότι η κοινωνιολογία και η ιστορία έχουν κατά βάση ξεχωριστές λειτουργίες. Ο Max Weber, που κατ' εξοχήν συνδύασε την κοινωνιολογική με την ιστορική ανάλυση υπο­ στήριζε ότι: «... η κοινωνιολογία διατυπώνει τυ­ πολογικές έννοιες και αναζητεί γενικές κανονι­

κότητες μέσα στη ροή των γεγονότων, σε αντίθε­ ση με την ιστορία που στοχεύει στην ανάλυση των αιτίων και στην απόδοσή τους σε ατομικές πράξεις, σε ιδιαίτερες δομές και προσωπικότη­ τες».13 Ο Georg Simmel πάλι, από εντελώς δια­ φορετική σκοπιά, θεωρούσε ότι η κοινωνιολογία - ως ειδική επιστήμη της κοινωνίας που διαφο­ ροποιείται από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες, όπως λ.χ. από την ιστορία - θα έπρεπε να στο­ χεύει σε γενικεύσεις διαχρονικής ισχύος για τις διάφορες μορφές των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Ο Τ.Β. Bottomore, αξιολογώντας την επίδραση της τυπικής (formal) κοινωνιολογίας του Simmel στη σύγχρο­ νη κοινωνιολογία, υποστηρίζει ότι η πρώτη μαζί με τη συγκριτική (ιστορική) κοινωνιολογία απο­ τελούν κατάλληλες προσεγγίσεις για τη «συστη­ ματική μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας». Ο κοινός μεταξύ τους παρονομαστής είναι ότι και οι δύο οδηγούν στη διατύπωση επιστημονικών γενικεύσεων.14 Οι επιλεκτικές αναφορές που έγιναν παραπά­ νω σε απόψεις κλασικών και σύγχρονων κοινω­ νιολόγων για τον ιδιαίτερο ρόλο της κοινωνιολογίας, αρκούν νομίζω να καταδείξουν ότι η παρά­ δοση της επιστήμης αυτής χωρίς να την αποσυν­ δέει από την ιστορική έρευνα, την ιστορική ερ­ μηνεία και τη διατύπωση γενικεύσεων για «δια­ δικασίες κοινωνικής αλλαγής και ιστορικών τά­ σεων»,13 οριοθετεί και ως ιδιαίτερες επιδιώξεις της κοινωνιολογίας τη συγχρονική συσχέτιση κοινωνικών παραμέτρων στο εσωτερικό μιας συ­ γκεκριμένης κοινωνίας (συνηθέστερα της σύγ­ χρονης), καθώς και τη διατύπωση γενικεύσεων διαχρονικής ισχύος. Ας προστεθεί και αυτό: δεν θα πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι η κοινωνιολογία γεννήθηκε κάτω από την επίδραση ποικίλων ρευμάτων ιδεών και επιστημονικών προσανατολισμών καθώς και το ότι η φιλοσοφία της ιστορίας, από τη μια πλευρά, αλλά και η κοινωνικο-στατιστική έρευνα (social survey), από την άλλη, άσκησαν στη μετέπειτα εξέλιξή της ση­ μαντικές επιρροές.16 Η μεν φιλοσοφία της ιστορίας μετέδωσε στην κοινωνιολογία τις έννοιες της κοινωνικής εξέλι­ ξης και προόδου καθώς και των ιστορικών πε­ ριόδων και τύπων κοινωνίας,17 συνδέοντάς την έτσι ευθέως με την ιστορία· οι δε κοινωνικο-στατιστικές έρευνες που διεξήχθησαν κατά τα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη για να μελετηθούν η σύν­ θεση και οι ανάγκες των προβληματικών περιο­ χών και κατηγοριών του πληθυσμού, έστρεψαν ευθύς εξαρχής το ενδιαφέρον της κοινωνιολογίας στην επιτόπια έρευνα, στην υποβολή ερωτη­ ματολογίων και στη χρήση στατιστικών τεχνικών (δηλαδή στη μέτρηση και συσχέτιση των διαφό­ ρων κοινωνικών παραγόντων) καθώς και στη


αφιερωμα/11 συγχρονική κοινωνική ανάλυση με μεταρρυθμί­ στηκες προθέσεις. Είναι φανερό ότι οι επιδρά­ σεις αυτές που συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας ισχυρής ερευνητικής παράδοσης η οποία φθάνει αδιάπτωτη μέχρι τις μέρες μας, απομάκρυνε την κοινωνιολογική από την ιστορική ανάλυση, ιδίως στο μέτρο που η εντόπιση των κοινωνικών προβλημάτων στο άμεσο παρόν μπορούσε να οδηγήσει, στο επίπεδο πλέον της κοινωνικής πο­ λιτικής, στην αντιμετώπισή τους και πάλι «εδώ και τώρα», χωρίς ειδική αναφορά στην ενδεχό­ μενη διαχρονική διάστασή τους. Εντελώς σχηματικά βέβαια μπορεί να λεχθεί ότι η κοινωνιολογία έχει μια διττή παράδοση: από τη μια πλευρά κάτω από την επίδραση της φιλοσοφίας της ιστορίας, του Comte, του Marx και εν μέρει του Weber και του Durkheim, δόθη­ κε έμφαση στην εφαρμογή της συγκριτικής-ιστορικής μεθόδου και στην καλλιέργεια της δυναμι­ κής κοινωνιολογίας και της μακρο-κοινωνιολογίας- από την άλλη, κάτω από την επίδραση των πρώτων κοινωνικο-στατιστικών ερευνών, του Durkheim και του Malinowski, αλλά και του Simmel, δόθηκε έμφαση στην επιτόπια έρευνα, στη συγχρονική - στατιστική ως επί το πλείστον - συσχέτιση των κοινωνικών φαινομένων, καθώς και στην καλλιέργεια της στατικής κοινωνιολογίας και της μικροκοινωνιολογίας. Συνδεκτικός κρίκος και των δύο παραδόσεων η κοινή επιδίω­ ξη των κοινωνιολόγων να επιχειρούν να διατυ­ πώνουν γενικεύσεις περιορισμένης χρονικά και τοπικά ισχύος, καθώς και, κατά το δυνατόν, διαχρονικής ισχύος. ια διττή παράδοση είναι δυνατόν να επισημανθεί, σχηματικά βέβαια και πάλι, και στους χώρους της ιστορίας από τον 19ο αιώνα και μετά. Από τη μια πλευρά, από τον 19ο αιώνα που αρχίζει σταδιακά να θεσμοποιείται και να επαγγελματοποιείται η ιστορία,18 ξεκινάει η καλλιέργεια της αποκαλούμενης «επιστημονικής ιστορίας», τύπου Ranke, με την έμφαση που αυ­ τή έδωσε στην αμεροληψία, στην όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική στάση του ιστορικού, στην απεικόνιση των γεγονότων «όπως αυτά ακριβώς συνέβησαν» (wie es eigentlich gevesen ist»), στην αξιολόγηση, στην επεξεργασία, στον προσδιορι­ σμό και στη χρήση πρωτογενών πηγών με βάση ορισμένους επιστημονικούς κανόνες.19 Ο χαρακτηρισμός της ιστορίας τύπου Ranke ως επιστημονικής δεν θα πρέπει να νοηθεί ότι εκφράζει και ορισμένη διασύνδεσή της με το φυσικό-επιστημονικό υπόδειγμα του θετικισμού το σχετικό με τη διατύπωση γενικεύσεων και νό­ μων. Αντίθετα, η «επιστημονική ιστορία» δεν ήταν προσανατολισμένη σε γενικεύσεις. Ο Ran­ ke, όπως σημειώνουν οι μελετητές του, ήταν σα­ φώς επηρεασμένος από το κίνημα του ρομαντι­

Μ

σμού του 19ου αι., ουσιαστικό δε στοιχείο του κινήματος αυτού ήταν «η απομάκρυνση από τις λογικά κατασκευασμένες γενικεύσεις, και αφαι­ ρέσεις καθώς και το άνοιγμα του ανθρώπινου πνεύματος σε όλη την ποικιλία των διαφόρων εκδηλώσεων και όψ^ων της πραγματικότητας».20 Άλλωστε και γενικότερα το κίνημα του ρομαντι­ σμού επηρέασε την εξέλιξη της ιστορίας καλλιερ­ γώντας στους ιστορικούς το ενδιαφέρον για την ατομική ιδιαιτερότητα, την ιστορική λεπτομέ­ ρεια καθώς και για την αναζήτηση αυθεντικών πηγών του παρελθόντος.21 Η παράδοση της «επι­ στημονικής» ιστορίας φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Είναι ενδεικτικό ότι στο ευρείας κυκλοφο­ ρίας εγχειρίδιο εισαγωγής στην ιστορία των εκ­ δόσεων του Open University (1985), τονίζεται ότι η «ιστορία μελετάει τα γεγονότα του παρελ­ θόντος, όπως ακριβώς συνέβησαν» και ότι «ο ιστορικός δεν ενδιαφέρεται κατά πρώτο λόγο να διατυπώσει γενικές παρατηρήσεις για τον άν­ θρωπο στην κοινωνία. Ενδιαφέρεται για τις πραγματικές, επιμέρους, μοναδικές και ποικίλες εμπειρίες που έχει αποκτήσει ο άνθρωπος στην κοινωνία στο παρελθόν. Τώρα, αν, ύστερα απ’ όλα αυτά, ο ιστορικός θελήσει να προβεί στη συ­ ναγωγή γενικότερων συμπερασμάτων, αυτό απο­ τελεί προσωπική του επιλογή».2 Στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα η πο­ λιτική ιστορία, η διπλιοματική ιστορία και η συνταγματική ιστορία. Από την άλλη πλευρά, ξεκινώντας πάλι από τον 19ο αιώνα, δημιουργήθηκε μια διαφορετική παράδοση στο πεδίο της ιστορίας, παράδοση που άντλησε τις εμπνεύσεις της από τις κοινωνι­ κές επιστήμες - ιδιαίτερα από την κοινωνιολογία - αλλά και από την ψυχολογία, όπως και από τη σκέψη του Marx. Κάτω από τις επιδράσεις των λοιπών επιστημών του ανθρώπου και του μαρξι­ σμού (ιδίως ενός ευλύγιστου μαρξισμού) και των εργασιών της γνωστής Σχολής των Annales, δό­ θηκε ιδιαίτερη ώθηση, ιδίως μετά το 1930, στο να αναπτυχθεί μια κοινωνική ιστορία της οποίας τα διαχωριστικά όρια από την ιστορική κοινωνιολογία κάθε άλλο παρά πάντοτε ευδιάκριτα εί­ ναι, καθώς και μια «κοινωνιολογούσα» οικονο­ μική ιστορία και δημογραφική ιστορία. Τα κυριότερα γνωρίσματα αυτού του τύπου των ειδι­ κών ιστοριών, τύπου που κερδίζει ολοένα μεγα­ λύτερο έδαφος στην εποχή μας, είναι: η συνειδητοποίηση από μέρους του ιστορικού των αλληλε­ πιδράσεων μεταξύ των διαφόρων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των αντίστοιχων εξαρτήσεών τους αήό το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλ­ λον - τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές και τα κρατούντα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράςη ενασχόληση με τις γενικότερες όψεις των ειδι­ κών φαινομένων, με τις γενικές τάσεις στα πλαί­ σια μακρών χρονικών περιόδων καθώς και με


12/αφιερωμα κύκλους της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής- η δυσπιστία απέναντι στην αξιοπιστία των ομολογούμενων από τα ίδια τα άτομα κινήτρων δράσης τους, όπως και η παραδοχή του ρόλου των υποσυνείδητων και ανορθολογικών κινή­ τρων καθώς και των μη επιδιωκόμενων, από τα ίδια τα δρώντα άτομα, αποτελεσμάτων. Τέλος, η χρησιμοποίηση κοινωνιολογικών εννοιών και η εφαρμογή στην ιστορική έρευνα μεθόδων και τε­ χνικών των λοιπών κοινωνικών επιστημών, με­ θόδων ως επί το πλείστον δανεισμένων από τις φυσικές επιστήμες.23 Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να παρατηρηθεί στο νέο αυτό είδος ιστορίας «μια μετατόπιση από το ειδικό στο γενικό, από τα γεγονότα στις κανονικότητες, από την αφήγη­ ση στην ανάλυση».24

γείται επομένως το να γίνει αποδεκτή, είτε η άποψη ότι «η κοινωνιολογία αποτελεί ένα είδος ιστορικής μελέτης»25 ή ότι «ο κοινωνιολόγος εί­ ναι ο ιστορικός της εποχής του»,26 είτε η άποψη ότι «η ιστορία αποτελεί την προβολή των κοινω­ νικών επιστημών στο παρελθόν».27 Είναι, κατά την γνώμη μου, ξεκάθαρο το ότι η ιστορία και η κοινωνιολογία, παρά τα εφαπτόμενα μεταξύ τους σημεία (τα οποία τείνουν να επαυξάνονται στην εποχή μας), επιτελούν και ξεχωριστές επιστημονικές λειτουργίες που έχουν τροφοδοτηθεί αντίστοιχα από τις ισχυρές ιδιαί­ τερες παραδόσεις της καθεμιάς. Η διατήρηση της διάκρισης μεταξύ των λειτουργιών αυτών διασφαλίζει την ευρύτητα του κύκλου των γνώσεών μας για την κοινωνική ζωή επαυξάνοντας την ιδιαίτερη γνωστική παραγωγικότητα της κά­ θε επιστήμης, και ενισχύει σημαντικά τις δυνα­ Καταληκτικές σκέψεις τότητες για αυτογνωσία των ανθρώπων και των ανάλυση που προηγήθηκε μας οδηγεί στις λαών (που αποτελεί τον απώτατο ανθρωπιστικό ακόλουθες σκέψεις: παρ’ ότι η κοινωνιολο- σκοπό και των δύο επιστημών), καλλιεργώντας γία και η ιστορία έχουν κοινή την πρώτη ύλη των την ιστορική τους μνήμη, από τη μια πλευρά, και ερευνών τους (την κοινωνική ζωή, τις ανθρώπι­ την ικανότητά τους, από την άλλη, να διαπερ­ νες δραστηριότητες μέσα στην κοινωνία), σήμε­ νούν την κατακερματισμένη πρόσοψη του κοινω­ ρα δε πλέον έχουν επίσης κοινές πολλές μεθό­ νικού τους περιβάλλοντος και να αντιλαμβάνο­ δους και τεχνικές, η μελέτη της εξέλιξης της κα­ νται τη δόμησή του (έκδηλη και λανθάνουσα) με θεμιάς τους ως επιστήμης αποκαλύπτει όχι μό­ γενικούς όρους, καθώς και τους τρόπους με τους νον τις μεταξύ τους ομοιότητες, τα επικαλυπτό­ οποίους αυτή επηρεάζει τις ίδιες τους τις σχέσεις μενα και από τις δύο κοινά γνωστικά πεδία, αλ­ και δραστηριότητες, αλλά και τους τρόπους με λά και τις ξεχωριστές λειτουργίες τους, οπτικές τους οποίους αυτή είναι κάθε φορά δυνατό να γωνίες τους και πρακτικές τους. Δεν δικαιολο-1* αλλάξει.

Η

Υποσημειώσεις 1. Βλ. λ.χ. F. Braudel, Merits sur I'Histoire (Flammarion, Pa­ ris, 1969), σελ. 105. 2. Για τη σύγχρονη ανάπτυξη της ιστορικής κοινωνιολογίας 6λ. V.E. Bonell, «The Uses of Theory, Concepts and Co­ mparison in Historical Sociology» στο Comparative Studies in Society and History, 22, 2 (1980), σσ. 156-173. Βλ. επί­ σης το πολύ διαφωτιστικό συλλογικό έργο που επιμελήθηκε η Th. Skocpol, Vision and Method in Historical Sociology (Cambridge University Press, 1986), (γ' έκδ.). 3. Βλ. P. Burke, Sociology and History (George Allen and Un­ win, London, 1980), σσ. 27-30. 4 . Βλ. τον πρόλογο της Συντακτικής Επιτροπής στην εμπε­ ριστατωμένη έκδοση των Σύγχρονων Θεμάτων που αφιε­ ρώνεται στα «Σύγχρονα ρεύματα στην ιστοριογραφία του Νέου Ελληνισμού» (Δεκέμβριος 1988), σελ. 4. 5. /6td., σελ. 5. 6. Βλ. F. Braudel, Ecrits sur I’Histoire, όπ.παρ., σελ. 106. 7. Βλ. μετάφραση Ε. Πανέτσου, Ηροδότου του Αλικαρνασέως. Ιστορία, Βίβλοι Θ' (επιγραφόμεναι Μούσαι), τόμ. I, Α-13 (έκδ. Ι.Π. Ζαχαρόπουλου, 1939), σελ. 25. 8. Βλ. σχετικά R. Fletcher, The Making o f Sociology, τόμ. I (Nelson’s University Paperbacks, 1972), σσ. 603-605. 9. Βλ. E. Durkheim, Les Rigles de la Methode Sociologique (Librairie Felix Alcan, 1919), σσ. 110-152. Βλ. επίσης του ίδιου Le Suicide (PUF, 1981). 10. Βλ. C. Wright Mills, The Sociological Imagination (Pelikan Books, 1970), σελ. 24. Βλ. επίσης 1. Λαμπίρη-Δημάκη, Η Κοινωνιολογία και η Μεθοδολογία της (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή, 1986), σελ. 24. 11. Βλ. C. Wright Mills, όπ. παρ., σσ. 172-173. 12. Ibid., σελ. 171.

13. Βλ. Μ. Weber, Economy and Society, G. Roth and C. Wittich, eds, (New York, Bedmister, 1968), σελ. 19. Βλ. και G. Roth «History and Sociology in the Work of Max Weber» στο British Journal of Sociology, vol. 27, no. 3, Sept. 1976, σσ. 306-317. 14. Βλ. T. Bottomore, Sociology (Unwin University Books, 1971), σελ. 62. 15. Ibid., σσ. 62-63. 16. Βλ. M. Ginsberg, στο F.C. Bartlett el al, eds, The Study of Society (Routlege and Kegan Paul, London, 1949), σσ. 437440. Βλ. επίσης T.B. Bottomore, Sociology, όπ.παρ., σσ. 16-18 και I. Λαμπίρη-Δημάκη, Η Κοινωνιολογία και η Μεθοδολογία της, όπ.παρ., σσ. 81-91. 17. Βλ. T.B. Bottomore, Sociology, όπ.παρ., σελ. 17. 18. Βλ. A. Marwick, Εισαγωγή στην Ιστορία, (το Ανοικτό Πα­ νεπιστήμιο, Αθήνα, 1985), σσ. 50-64. 19. Ibid., σελ. 56 και Η-Ι. Marrou, «Τί είναι η Ιστορία;» στο Encyclopedic de la Pleiade, Ιστορία και Μέθοδοί της, όπ. παρ., τόμ. Α ' (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέξης, Αθή­ να, 1985), σελ. 60. 20. Βλ. Ρ. Geyl, Debates with Historians (The Fontana Library, 1962), σελ. 12. 21. Βλ. A. Marwick, όπ.παρ., σελ. 58. 22. Ibid., σσ. 30-31. 23. Βλ. κεφάλαια 5 και 6 στο I. Λαμπίρη-Δημάκη, Κοινωνίαλογία και Ιστορία. Ομοιότητες και Ιδιαιτερότητες (εκδ. Παπαζήση, 1989). 24. Βλ. G. Barraclough, Main Trends in History (N. York: Hol­ mes and Meier, 1978), σελ. 51. 25. Βλ. T.B. Bottomore, Sociology, όπ.παρ., σελ. 76. 26. .Αναφέρεται από τον Κ.Τ. Erikson, «Sociology and the Hi­ storical Perspective» στο American Sociologist, vol. 5 (Νοέμβρ. 1970), σελ. 336. 27. Αναφέρεται από τον G. Barraclough, όπ.παρ., σελ. 63.


αψιερωμα/13

Σ.Θ. Δη μητριού

Η θέση της Κοινωνικής Α νθρω πολογίας στο πλαίσιο της Γενικής Α νθρωπολογίας

® Frangob Lehr

Γενικά

Ο τίτλος «κοινωνική ανθρωπολογία» υποδηλώνει πως υπάρχει μια γενική επιστήμη, η ανθρωπολογία, που εξετάζει τον άνθρωπο από όλες ή από ορι­ σμένες πλευρές - διαφέρουν οι απόψεις σ ’ αυτό - και πως μια α π ’ αυτές τις πλευρές είναι κι η κοινωνική. Σήμερα όμως είναι προβληματικό να υποστηρί­ ξουμε ότι υπάρχει κάποια πλευρά του ανθρώπου που δεν είναι κοινωνική. Σαν τέτοια έχει αναγνωριστεί εκείνη που εξετάζεται από τη «φυσική ανθρωπολο­ γία». Αλλά η αντιδιαστολή ανάμεσα σε «κοινωνική» και «φυσική» γίνεται μάλ­ λον από λόγους μεθόδου, γιατί ο άνθρωπος αποτελεί βιο-κοινωνική ενότητα (bio-social) και γιατί έχει αναγνωριστεί ότι «η κουλτούρα επενεργεί στο βιολο­ γικό μέλλον του ανθρώπου» (Υ. Coppens 1988:33). Αν λοιπόν η ανθρωπολογία αποτελεί μια ολική έρευνα του ανθρώπου, θα πρέπει να προσδιοριστούν τα όρια της κοινωνικής ανθρωπολογίας μέσα σ ’ αυτήν κι οι σχέσεις της με τους άλλους σχετικούς κλάδους.


14/αφιερωμα να δεύτερο πρόβλημα δημιουργείται από το 8ου, και στην Αθήνα από τους Γάλλους προξέ­ πρώτο μέρος του τίτλου, το «κοινωνική». νους Giraud και Chataignier και τους καπουτσί­ Ποια είναι η διαφορά της κοινωνικής ανθρωπο­ νους μοναχούς, στον 18ο αι. λογίας από την κοινωνιολογία; Υποστηρίχτηκε • η δραστηριότητα των συλλεκτών αντίκας, που (L. Mair 1972:5) ότι η πρώτη εξετάζει τις προκα- . στα 1718 ίδρυσαν στο Λονδίνο την πρώτη εται­ πιταλιστικές κοινωνίες κι η δεύτερη τις βιομηχα­ ρία τους νικές. Αλλά οι προκαπιταλιστικές κοινωνίες δεν • οι ανασκαφές στην Πομπηία και στο Ηρά­ είναι «εξωκοινωνικές». Άλλωστε ο Ε. Durkheim κλειο, από το 1737, που οδήγησαν τον Winckelτις μελέτησε για να φωτίσει καλύτερα τη δική mann στη θεμελίωση της αρχαιολογίας, στα 1767 μας κοινωνία. Επομένως, θα ήταν αθεμελίωτο Τα παραπάνω φαινόμενα αποκαλύπτουν μια να πούμε πως η κοινωνική ανθρωπολογία αποτε­ ριζική αλλαγή της στάσης του ανθρώπου. Ενώ ο λεί τη διασταύρωση του κοινωνικού με το αν- Μεσαίωνας αδιαφορούσε ή κατέστρεφε τα αρ­ θρωπολογικό, με την έννοια πως ερευνά κοινω­ χαία μνημεία - τα μάρμαρα του ναού της Απτένίες που βρίσκονται πιο κοντά στη φύση. Τότε ρου Νίκης χρησιμοποιήθηκαν από τους Φράόμως, ποια είναι η διαφορά με την εθνολογία; γκους για την προσθήκη τείχους - κι η Αναγέν­ Η σύγχυση των ορίων στις επιστήμες του αν­ νηση εξαφάνιζε τους πολιτισμούς των Αζτέκων θρώπου δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο, όπως θα και των Ίνκα, στον 18ο αι. η αναπτυσσόμενη φανεί από μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση. Ευρώπη μετατρέπει τα «άξενα» πέρατα της γης Πάντως, αν θεωρείται φυσικό πως μέσα στην πο­ σε «εξωτικές» χώρες, σε εστίες έλξης, περιπέ­ ρεία της γνώσης αλλάζουν οι ορισμοί των κλά­ τειας και εκμετάλλευσης, και μετονομάζει τα αρ­ δων της, αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη να προσ­ χαία ερείπια σε «μνημεία» στα οποία ενσωματώ­ διορίσουμε, σύμφωνα με το σημερινό επίπεδο νει αισθητικές αξίες. Τους συλλέκτες διαδέχο­ των γνώσεών μας και στη βάση μιας έγκυρης με­ νται οι ερευνητές. Τα πέρατα και το παρελθόν θόδου, το τι είναι η ανθρωπολογία και ποια εί­ εισάγονται στην περιοχή της γνώσης κάτω από ναι τα όρια της κοινωνικής ανθρωπολογίας μέσα τη στέγη δύο νέων επιστημών, της εθνογραφίας σ’ αυτήν και στις κοινωνικές επιστήμες γενικότε­ και της αρχαιολογίας. Στα 1723, ο A. de Jussieu ρα. με ανακοίνωσή του στην Ακαδημία των Επιστη­ μών συγκρίνει τα πέτρινα εργαλεία των Ινδιάνων μ’ εκείνα που ανακαλύπτονταν στη Γαλλία, βά­ Ιστορικό ζοντας έτσι τα θεμέλια της συγκριτικής εθνογρα­ τον 16ο αι., χάρη στην επέκταση του εμπο­ φίας. ρίου και στις εξερευνήσεις, άλλαξε η αντίλη­ Ό ταν κάτι εισάγεται στην περιοχή της γνώ­ ψη που παρέμενε από τον Πλίνιο, πως η υπόλοι­ σης, σημαίνει πως εισάγεται στα όρια της αν­ πη γη κατοικείται από τέρατα. Τη θέση τους την θρώπινης δράσης, ότι γίνεται αντικείμενο δια­ πήραν οι «άλαλοι» ή «άγριοι» ιθαγενείς, θύματα χείρισης και ελέγχου. Επομένως, η εθνογραφία των ισπανικών κατακτήσεων. κι η αρχαιολογία εκφράζουν τη διεύρυνση της Στους δυο επόμενους αιώνες διευρύνεται ο ανθρώπινης δραστηριότητας, και μαζί, την εμπι­ ορίζοντας της ανθρωπότητας στο χρόνο και στο στοσύνη που εμπνέει η διεύρυνση αυτή στις δυ­ χώρο. Ένα πλήθος από νέα φαινόμενα θ’ αποτε- νατότητες του ανθρώπου. Συνδέονται με την τε­ λέσει τις αιτίες που η διασταύρωσή τους θα συμ- χνική και οικονομική ανάπτυξη της αστικής Ευ­ βάλει στη διαμόρφωση της ανθρωπολογίας. Με­ ρώπης, με εκείνη που αντικατέστησε την πίστη ρικά απ’ αυτά είναι: στην «πτώση» του ανθρώπου με την πίστη της • οι αναφορές των ταξιδιωτών-εμπόρων (μια δύναμής του πάνω στη φύση. από τις πρώτες ήταν η γνωστή του Μάρκο Πόλο) Σ’ αυτό το κλίμα διαμορφώνεται η ανθρωπο­ • τα ημερολόγια των εξερευνητών, π.χ. του λογία, ως επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο Krasheninikoff, του μόνου που επέζησε από την απ’ όλες τις πλευρές του, «σε κάθε τόπο και σε αποστολή που οργάνωσε η Αικατερίνη της Ρω­ κάθε χρόνο». Συνεπάγεται πως μπορούμε να τον σίας στην Καμτσάκα (1723), του Bougainville γνωρίσουμε με την ίδια μέθοδο που γνωρίζουμε που έκανε τον περίπλου της γης (1766-69), του και τον υπόλοιπο κόσμο, άρα μπορούμε και να Cook (1772,1776) κ.ά. παρέμβουμε στη μοίρα του. Αυτή όμως ακριβώς • οι σημειώσεις των ιεραποστόλων, π.χ. του η πίστη στη δύναμη του ανθρώπου πάνω στη φύ­ Jean de Lery (1557) για τους ιθαγενείς της Βρα­ ση και πάνω στη μοίρα του είναι το κύριο περιε­ ζιλίας, του επισκόπου Fray Antonio de Ciudal χόμενο του ουμανισμού. ΓΓ αυτό, η ανθρωπολο­ Real (1588) για τους Μάγια, των G. Sagard γία παρουσιάζει, κατά το στάδιο της διαμόρφω­ (1632) και J. Lafitau (1724) για τους Χουρόν και σής της, στενό δεσμό με τον ουμανισμό. Ιροκέζους της Β. Αμερικής κ.ά. Ό πω ς συμβαίνει με όλες τις επιστήμες, οι πα­ • οι καταγραφές αρχαίων μνημείων, που στην ράγοντες που παίζουν ρόλο στην εξέλιξη της αν­ Αγγλία άρχισαν από τους τοπογράφους, με πρώ­ θρωπολογίας μπορούν να αναλυθούν σε τρεις. το τον Leland, στην περίοδο του Ερρίκου του Πρώτο, στους ιδιαίτερους όρους ανάπτυξης της

Ε

Σ


αφιερωμα/15 επιστήμης: συσσώρευση της εμπειρίας και της γνώσης, μέσα, πλαίσιο εννοιών. Δεύτερο, στις πρακτικές του συγκεκριμένου τρόπου παραγω­ γής: π.χ. η παλαιοντολογία είναι προϊόν των με­ ταλλευτικών εξορύξεων και των έργων χωματι­ σμού. Τρίτο, η ιδεολογία, που επηρεάζει όχι μό­ νο τις θεωρητικές αρχές και τη μέθοδο, αλλά και την επιλογή του εμπειρικού. Ο τελευταίος παρά­ γοντας είναι ο πιο σημαντικός, ιδιαίτερα στις κοινωνικές επιστήμες με τις οποίες συνδέεται άμεσα η ανθρωπολογία. Η επιρροή της ιδεολογίας στην ανθρωπολογία είναι πολύπλευρη κι αποτελεί την κύρια αιτία για τη σύγχυση των προσδιορισμών της. Καταρχήν ο Winckelman και πολλοί στράφηκαν στην αρχαιότητα με σκοπό να αντλήσουν αισθη­ τικά ιδεώδη που θα μπορούσαν να τα αντιπαραθέσουν στη λαϊκή τέχνη της εποχής. Το ρεύμα αυτό βρήκε ολοκλήρωση στην «Αισθητική» του Baumgarten, αλλά ταυτόχρονα περιόρισε την αρχαιολογία επί δύο σχεδόν αιώνες στην αποκά­ λυψη των αρχιτεκτονικών μνημείων και στην τα­ ξινόμηση των στιλ της κεραμεικής. Πιο έντονη ήταν η επιρροή του Διαφωτισμού, αλλά προς άλλη κατεύθυνση. Το ρεύμα αυτό ανανέωσε το κίνημα του ουμανισμού ζητώντας στήριγμα στο εθνογραφικό υλικό. Η αρχή έγινε από τον Mon­ taigne (1580, 1585). Το βιβλίο του Montesquieu «Esprit des Lois» (1748) θεωρείται ως απαρχή της ανθρωπολογίας γιατί βάζει ταυτόχρονα τους δυο βασικούς παράγοντες για την ερμηνεία του ανθρώπου, τους εσωτερικούς (έθιμα) και τους εξωτερικούς (γεωγραφική επιρροή). Με τις ιδέες του Rousseau και με το «Supplement» (1774) του Diderot στο ταξιδιωτικό βιβλίο του Bougainville διαμορφώνεται η εικόνα των «φυσικών λαών», δηλαδή των λαών που ζουν «σύμφωνα με τη φύ­ ση». Με την εικόνα αυτή, αντιπαρέθεταν στην απολυταρχία των Λουδοβίκων τους ελεύθερους θεσμούς των ιθαγενών - στο βάθος υπήρχε πα­ ρερμηνεία των εθίμων τους - και όρθωναν, απέ­ ναντι στα δικαιώματα της γαλαζόαιμης καταγω­ γής, το «φυσικό δίκαιο» της ισότητας. Η «Αν­ θρώπινη φύση» αποτέλεσε τό θεμέλιο της αστι­ κής ιδεολογίας. Για να συμπληρώσουμε το πεδίο των ιδεολογι­ κών ζυμώσεων που συνέβαλε στη διαμόρφωση της επιστήμης της ανθρωπολογίας, θα πρέπει να αναφέρουμε επίσης: την κυοφορία των εννοιών της ιστορίας και της εξέλιξης· την εισαγωγή των εννοιών του πολιτισμού από τον Voltaire (1768) και της προόδου από τον Condorcet (1793)· οι «Ιδέες» του Herder και τα άρθρα του Kant (1784-1788) που βάζουν τα προβλήματα των φυ­ λών, της ανθρωπογένεσης και των νόμων εξέλι­ ξης της κοινωνίας· η πρώτη διατύπωση της υπο­ διαίρεσης της προϊστορίας στις περιόδους Λίθου - Χαλκού - Σιδήρου κ.ά.

Τ α προβλήμ ατα ορισμού το πρώτο μισό του 18ου αι. καταργείται η δουλεία, τουλάχιστον επίσημα, ενώ αρχίζει ν’ αναπτύσσεται η αποικιοκρατία. Δημιουργείται έτσι το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στους λευκούς και στους άλλους πληθυσμούς. Στην ίδια εποχή μπαίνει και το ζήτημα της ρά­ τσας με σταθμό το βιβλίο του Gobineau «Για την ανισότητα των ανθρώπινων φυλών» (1851). Στο μέτρο που η αστική τάξη γίνεται κυρίαρχη, προ­ διαγράφει την εξουσιαστική θέση της προς τους πληθυσμούς των αποικιών. Κατά συνέπεια, η έν­ νοια της «ανθρώπινης φύσης», που προηγούμενα αποτελούσε έμβλημα της ισότητας, απωθείται στην απροσδιοριστία και γίνεται πρόβλημα της «φιλοσοφικής» ανθρωπολογίας. Η αντίφαση γί­ νεται αισθητή και στο επιστημονικό επίπεδο, γιατί ενώ η ανθρωπολογία ενδιαφέρεται για την ολική θεώρηση της «φύσης» του ανθρώπου, στην πράξη ασχολείται μόνο με τους «πρωτόγονους». Το αποτέλεσμα είναι να συγχέεται με την εθνο­ λογία. Για τον Waitz η εθνολογία είναι «Ανθρω­ πολογία των φυσικών λαών» (1858-1871). «Αν­ θρωπολογία σημαίνει τη μελέτη των λεγομένων πρωτόγονων ή καθυστερημένων λαών», γράφει στα 1952 ο Radcliffe-Brown. Τον ίδιο ορισμό δέ­ χεται κι η Lucy Mair (1972:6), ενώ ταυτόχρονα αναγνωρίζει ότι η παλαιότερη άποψη, πως η αν­ θρωπολογία ασχολείται γενικά «περί ανθρώ­ που», είναι αόριστη και χαώδης. Οι ιστορικοί της ανθρωπολογίας αναγνωρί­ ζουν ότι στα μέσα του 19ου αι. η ανθρωπολογία στρέφεται στη μελέτη των «πρωτόγονων». Αυτήν ακριβώς την εποχή οργανώνεται σε επιστημονικό κλάδο, οπότε ταυτίζεται με εθνολογία. Μέχρι τα 1880 έχει καταρτίσει το κύριο μέρος των εννοιών της (ανιμισμός, τοτέμ, εξωγαμία κ.λπ.), χάρη στις εργασίες των Klemm, Waitz, Main, Bachofen, McLennan, Tylor, Morgan κ.ά. Την ίδια όμως περίοδο αρχίζει, όπως είπαμε, κι η επέκτα­ ση της αποικιοκρατίας. Επομένως, όπως γράφει ο Lienhardt (1969), η ανθρωπολογία ενδιαφέρεται να ανακαλύψει τους γενικούς νομούς της αν­ θρώπινης «φύσης» και την εξέλιξή τους, με σκο­ πό να προσδιορίσει τις σχέσεις ανάμεσα στους ιθαγενείς και στους κυρίους τους. Την ίδια ομο­ λογία έχουμε κι από άλλους μεγάλους ανθρωπο­ λόγους, τον Nadel (1973: VI) και τον Evans-Pritchard. Εκτός από τη σύγχυση μεταξύ των όρων «αν­ θρωπολογία» και «εθνολογία», η επέμβαση της κυρίαρχης ιδεολογίας προκάλεσε κι ένα σοβαρό επιστημολογικό πρόβλημα που δεν έχει ακόμα κλείσει οριστικά. Η έρευνα της ανθρώπινης «φύ­ σης» συνεπάγεται εξ ορισμού την εφαρμογή της μεθόδου των φυσικών επιστημών. Μια λύση της αντινομίας ήταν να θεωρούνται οι «πρωτόγονοι» ως «φυσικοί» πληθυσμοί και να περιορίζεται το

Σ


16/αφιερωμα πεδίο της κοινωνιολογίας μόνο στις βιομηχανι­ κές κοινωνίες - κατά τους Radcliffe-Brown και L. Mair. Μετά όμως από την παρέμβαση του Durkheim, που επέβαλε την άποψη ότι η μελέτη των «πρωτόγονων» αποτελεί τη βάση της κοινωνιολογίας κι ότι το κοινωνικό ερμηνεύεται μόνο με κοινωνικό; η αντινομία παραμένει άλυτη. Υπάρχει και τρίτο μέρος της ανθρωπολογίας, μετά την αρχαιολογία και την εθνολογία. Είναι η φυσική ανθρωπολογία που έχει άμεση σχέση με τις φυσικές επιστήμες. Ουσιαστικά, το ξεκίνημα της ανθρωπολογίας ως επιστήμης γίνεται μ’ αυ­ τήν. Η Ανθρωπολογική Εταιρία του Λονδίνου ιδρύθηκε στα 1836 από διάσπαση της Εταιρίας Προστασίας των Ιθαγενών. Επηρεασμένη από την επικράτηση του μηχανοκρατικού υλισμού στις βιολογικές επιστήμες, περιορίζεται στη με­ λέτη του εγκεφάλου για ν’ ανακαλύψει τους νό­ μους που διέπουν τη σκέψη (Ρ. Jorion 1981:142). Στην ίδια εποχή (1848), ο Morton, που ήταν η κυριαρχική φυσιογνωμία της Ανθρωπολογικής Εταιρίας στις ΗΠΑ, συνέταξε τους πρώτους κρανιομετρικούς πίνακες, αποσκοπώντας να δεί­ ξει ότι η λευκή φ υλή είναι ανώτερη από τη μαύ­ ρη. Με την ίδια ρατσική αντίληψη ίδρυσαν ο Ρ. Broca την Ανθρωπολογική Εταιρία του Παρι­ σιού (1856) κι ο R. Virchow την Ανθρωπολογική Εταιρία του Βερολίνου (1870). Έτσι, οι αυθε­ ντίες της εποχής επιβάλλουν την άποψη του πολυφυλετισμού (Ρ. Erickson 1974:490). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, οι ανθρώπινες φυλές έχουν διαφορετική καταγωγή, άρα, διαφορετική «φύ­ ση» και διάνοια και διαφορετική θέση στον κό­ σμο. Για να επιβάλλουν τη θεωρία της ράτσας στην Αγγλία, οι J. Hunt και C.R. Burton απο­ σπάστηκαν από την Ανθρωπολογική Εταιρία και ίδρυσαν την Εθνολογική Εταιρία. Από την παλινωδία αυτή που προκάλεσε η κυρίαρχη ιδεολογία μπήκε για πρώτη φορά το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ ανθρωπολογίας και εθνολο­ γίας. Ένα άλλο παράδοξο, προϊόν επίσης της επέμ­ βασης της ιδεολογίας, είναι ότι η Εκκλησία συ­ γκρούεται με τους επιστήμονες ανθρωπολόγους, υποστηρίζοντας το μονοφυλετισμό, δηλαδή την κοινή καταγωγή των φυλών και την ισότητα των δικαιωμάτων τους, τουλάχιστον θεωρητικά. Νέα στροφή στην ιδεολογική σύγκρουση γίνεται από την παρουσίαση της θεωρίας της εξέλιξης των ει­ δών διαμέσου της φυσικής επιλογής, των Darwin και Wallace. Την έκαναν οι Lyell και Hooker στη Λινναία Ακαδημία του Λονδίνου, στα 1858, κι αποτέλεσε το κέντρο της διένεξης μεταξύ επιστή­ μης και Εκκλησίας. Ο δαρβινισμός θεωρήθηκε προοδευτικός και, πραγματικά, ήταν τέτοιος. Όμως η κυρίαρχη ιδεολογία τον παρερμήνευσε με πολλούς τρό­ πους για να επιβάλει τις θέσεις της. Εισήγαγε τη φυσική επιλογή μέσα στην κοινωνία - με τη

θεωρία του «κοινωνικού δαρβινισμού» - για να νομιμοποιήσει την οικονομική και κοινωνική ανισότητα. Τον χρησιμοποίησε για να διαμορ­ φώσει τη θεωρία του «εξελικτισμού», την κυ­ ριαρχική θεωρία της ανθρωπολογίας στα τέλη του 19ου αι. - από τους Spencer, Tylor, Frazer κ.ά. - σύμφωνα με την οποία οι «πρωτόγονοι» ιθαγενείς είναι κατώτεροι, επειδή βρίσκονται σε χαμηλότερο στάδιο εξέλιξης. Έκανε επανειλημ­ μένες προσπάθειες να επιβάλει τον πολυφυλετισμό μέσα από την παλαιοανθρωπολογία, με τους A. Woodward, Μ. Boule, Η. Vallois, L. Leakey Η μάχη των προοδευτικών επιστημόνων δόθη­ κε μέσα στο πλαίσιο της φυσικής ανθρωπολογίας και κερδήθηκε μόλις πρόσφατα. Από τη μια πλευρά επικράτησε η μονοφυλετική θεωρία για την καταγωγή του ανθρώπου (Υ. Coppens 1988:164) κι από την άλλη καταδικάστηκε ο ρα­ τσισμός. Ο όρος «φυλή», με την έννοια της ρά­ τσας, καταργήθηκε ως αντιεπιστημονικός κι αντικαταστάθηκε από τους σοβιετικούς με τον όρο «εθνότητα» που διερεύνησε ιδιαίτερα ο Υ. Bromley, και από τους Αμερικανούς αργότερα, μετά τη σχετική διακήρυξη της UNESCO, από τον όρο «εθνική ομάδα» του S. G am .

Θεμελιωτής της ανθρωπολογίας στην Ελλάδα ήταν ο γιατρός Κλων Στέφανος που της έδωσε προοδευτική κατεύθυνση και στα 1886 ίδρυσε το Ανθρωπολογικό Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο Π. Ποταγός, που στην ίδια εποχή έκανε εθνολογικές έρευνες στην Ασία και Αφρι­ κή, ήταν επίσης γιατρός. Μέχρι σχεδόν το 1980, η ανθρωπολογία στην Ελλάδα είχε, όπως και στην ΕΣΣΔ, το νόημα της φυσικής ανθρωπολο­ γίας. Η εθνογραφία αναπτύχθηκε με τη μορφή της λαογραφίας κι είχε πάρει εθνοκεντρικό και μουσειακό χαρακτήρα, ενώ η αρχαιολογία, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως του X. Τσούντα, ήταν περισσότερο αρχαιολογία της τέχνης. Στα τελευ­ ταία χρόνια συντελέστηκαν ριζικές αλλαγές. Ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με τις δραστηριότη­ τες της Παντείου, την ίδρυση του ΕΚΚΕ και του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, τη διεύρυνση των σπουδών στο εξωτερικό κ.ά. έχουν εισαχθεί στη χώρα μας η έννοια κι η ειδικότητα της κοινωνι­ κής ανθρωπολογίας. Το δυστύχημα, ή μάλλον ευτύχημα, είναι ότι η είσοδος της κοινωνικής ανθρωπολογίας στην Ελ­ λάδα γίνεται στην εποχή ακριβώς που περνά βαθιά κρίση και που καταγγέλλεται ότι «...εί­ ναι παιδί του δυτικού ιμπεριαλισμού...» (Κ. Gough 1968:403) και ότι «...δεν μπορεί να είναι αμερόληπτη επιστήμη...» (Ν. Σκουτέρη 1977:30). Η κρίση της έχει συγκλονίσει τους επιστήμονες σ’ όλες τις δυτικές χώρες, άρα είναι ζήτημα ου­ σίας και μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε όχι μόνο το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία της, αλλά κι αυτόν ακόμη τον τίτλο της.


αφιερωμα/17

® Marc Garanger

Έδρα της «κοινωνικής ανθρωπολογίας» υπήρ­ χε στην Αγγλία από τις αρχές του 20ού αι., με πρώτο καθηγητή τον J. Frazer (1908). Σε συνέ­ χεια, ο όρος αυτός μένει στην αφάνεια και επι­ βάλλεται αρκετά αργότερα από το φονξιοναλι­ σμό. Εντούτοις δεν χρησιμοποιείται από εκεί­ νους που τον διαμόρφωσαν: τη γαλλική σχολή των Durkeim και Mauss, τον Radcliffe-Brown και τον Malinowski - ο τελευταίος αναφέρει, εκτός από την «ανθρωπολογία», μόνο τη «θεω­ ρητική ανθρωπολογία» (Β. Malinowski 1966:20). Ο φονξιοναλισμός ήταν η επικρατέστερη θεωρία της ανθρωπολογίας στη Δύση κι αντικατέστησε τον εξελικτισμό και τη μετά απ’ αυτόν θεωρία της διάδοσης. Πολέμησε, εκτός από τη θεωρία της διάδοσης, τις έννοιες της εξέλιξης και της ιστορίας και υποστήριξε πως κάθε κοινωνία ή κουλτούρα αποτελεί ένα οργανικό σύστημα που οι λειτουργίες του έχουν προσαρμοστεί στην επι­ βίωσή του και, γι’ αυτό, μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτο. Αν ο εξελικτικισμός δικαιολόγησε την εκμετάλλευση των αποικιών, ο φονξιοναλι­ σμός εξυπηρετούσε τη διαχείρισή του. Μαζί με τα παρακλάδια του: «στρουκτουραλισμός», «δομικολειτουργισμός» κ.τ.τ. αποτελούσε την προ­ σαρμογή της αστικής ιδεολογίας στις σύγχρονες ανάγκες της. Έως το 1950 στη Γαλλία χρησιμοποιείται ο όρος «...εθνολογία, ως συγκριτική έρευνα των

δεδομένων της εθνογραφίας, ...(που) αντιστοιχεί περίπου σε ό,τι οι Αγγλοσάξωνες ονομάζουν κοινωνική ή πολιτισμική ανθρωπολογία» (LeviStrauss 1972:2). Από το 1945, ο Evans-Pritchard χρησιμοποιεί στην Αγγλία τον όρο «κοινωνική ανθρωπολογία» με την έννοια της «ταξινόμησης και λειτουργικής ανάλυσης των κοινωνικών δο­ μών». Ταυτόχρονα διευκρινίζει ότι «η αξία της για τη διοίκηση των αποικιών αναγνωρίστηκε από την αρχή του 20ού αι.» (Evans-Pritchard 1967:110). Περιορίζει την εθνολογία αποκλειστι­ κά στο .έργο της ταξινόμησης και θεωρεί πως τό­ σο αυτή όσο κι η αρχαιολογία πολύ λίγα έχουν να προσφέρουν στην κοινωνική ανθρωπολογία. Οι απόψεις αυτές διαπότισαν μια ολόκληρη γε­ νιά ανθρωπολόγων της Δύσης. Μονοπώλησαν όλο το θεωρητικό ενδιαφέρον της ανθρωπολο­ γίας στη μελέτη των κοινωνιών ως «ολοτήτων» (ib. 11) και υποβίβασαν τους άλλους κλάδους της και ιδιαίτερα την αρχαιολογία που δίνει μό­ νο «περιπτωσιακές μαρτυρίες». Μέσ’ απ’ αυτά γίνεται φανερός σκοπός της ιδεολογίας: να αποσιωπηθούν οι νόμοι εξέλιξης του ανθρώπου κι η δυναμική της αλλαγής του υπάρχοντος κοινωνι­ κού συστήματος. Επομένως, ο όρος «κοινωνική ανθρωπολογία» βρίσκεται σε αμφισβήτηση. Θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε στη θέση του τον όρο «εθνολογία», με την παρατήρηση πως δεν βρίσκεται έξω από τις κοινωνικές επιστήμες,


18/αφιερωμα όπως πίστευαν άλλοτε. Στην περίπτωση αυτή, το έργο της ταξινόμησης το αναλαμβάνει η εθνο­ γραφία. Το πλαίσιο της ανθρω πολογίας ο γεγονός ότι η κοινωνική ανθρωπολογία εμφανίστηκε στην Ελλάδα την εποχή που πέρασε.σε κρίση μας προσφέρει το πλεονέκτημανα την αντιμετωπίσουμε με κριτική τάση. Με την ευκαιρία αυτή, μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε το συνολικό πρόβλημα της ανθρωπολογίας σε ορ­ θολογικότερη βάση κι έξω από την επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το κοινό σημείο στο οποίο συμφωνούν οι ανθρωπολόγοι είναι ότι η ανθρωπολογία περιλαμ­ βάνει ορισμένους βασικούς κλάδους, την εθνο­ λογία, την προϊστοριολογία, τη φυσική ανθρω­ πολογία και την εθνογλωσσολογία, καθώς και άλλους δευτερεύοντες, την εθνογεωγραφία, την εθολογία (μελέτη των συμπεριφορών των ζώων), την παλαιοντολογία. Έχει επομένως διεπιστη­ μονικό χαρακτήρα. Ποιες είναι οι περιοχές του επιστητού που διασυνδέει; Στη «Διαλεκτική της φύσης» ο F. Engels επε­ ξεργάζεται ένα σχήμα διάταξης των επιστημών όπου ορίζει την ανθρωπολογία ως την επιστήμη «η οποία κάνει δυνατή την αλληλοσυμπλήρωση ανάμεσα στη μορφολογία και τη φυσιολογία των ανθρώπινων φυλών, από τη μια, και στην ιστο­ ρία από την άλλη». Σύμφωνα με την άποψη αυ­ τή, που βρίσκεται σε συμφωνία με την πλειονό­ τητα των ανθρωπολόγων και με τον διεπιστημο­ νικό χαρακτήρα της, όπως διατυπώθηκε παρα-, πάνω, αντικείμενο της ανθρωπολογίας είναι το μεταβατικό στάδιο του εξελικτικού περάσματος που μεσολαβεί από το βιολογικό επίπεδο στο κοινωνικό. Τα δύο αυτά επίπεδα αντιστοιχούν σε διαφορετικό βαθμό οργάνωσης της πραγματι­ κότητας, επομένως διακαθορίζουν μια βασική ασυνέχειά της. Το πέρασμα όμως από το βιολο­ γικό στο κοινωνικό γίνεται με την ανθρωπογένε­ ση η οποία συνιστά εξελικτική ενότητα, δηλαδή είναι συνεχής. Επομένως, η ιδιαιτερότητα της ανθρωπολογίας συνίσταται στο ότι εξετάζει τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση από την άπο­ ψη της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της συνέχειας και της ασυνέχειας. Εξετάζει τον άνθρωπο από το όριο εκείνο όπου αποσπάται από τη ζωντανή φύση μέχρι το όριο όπου η κοινωνική ανάπτυξη του επιτρέπει να ολοκληρώσει τη σχετική αυτο­ νομία του προς αυτήν. Εξετάζει τους δεσμούς συνέχειας που έχει με τον φυσικό κόσμο (βιολογι­ κή εξέλιξη του ανθρώπου, οικολογική δράση του, όρια και δυνατότητες), καθώς επίσης κι εκείνο που τον ξεχωρίζει με όρους ασυνέχειας (οικονομική παραγωγή και έλεγχος, γλώσσα, κοινωνική παράδοση, καταμερισμός και οργά­ νωση).

Τ

Ως διεπιστημονικός κλάδος, η ανθρωπολογία ανήκει ουσιαστικά στις κοινωνικο-ιστορικές επι­ στήμες, αφού το αντικείμενό της είναι ο άνθρω­ πος κι αφού με τον άνθρωπο εισάγονται στον κόσμο η ιστορία κι η κοινωνία. Συνδέεται όμως και με τις επιστήμες των άλλων ομάδων τις φυσι­ κές και τις βιολογικές, αφού εξετάζει την πλευ­ ρά της συνέχειας. Από τις κοινωνικοϊστορικές επιστήμες περιλαμβάνει την εθνολογία, την προϊστοριολογία και την εθνογλωσσολογία. Από τις άλλες ομάδες των επιστημών περιλαμβάνει τη φυσική ανθρωπολογία κι έχει στενούς δεσμούς με τη γεωλογία, την παλαιοντολογία κ.ά. Με την παραπάνω άποψη της ανθρωπολογίας λύνονται αρκετά από τα προβλήματα που ανα­ φέραμε και που έμεναν άλυτα για τους ανθρω­ πολόγους της Δύσης. Τέτοια είναι: 1) οι σχέσεις της ανθρωπολογίας με την κοινωνιολογία, 2) οι σχέσεις με την εθνολογία, 3) εάν η ανθρωπολο­ γία εξετάζει «όλες τις πλευρές του ανθρώπου» ή μόνο τους αρχαϊκούς πληθυσμούς. Σε αντίθεση με την άποψη που διατυπώνουμε βρίσκεται σή­ μερα κυρίως ο «κοινωνιο-βιολογισμός», ο ο­ ποίος αρνείται την ασυνέχεια στην κατανόηση του ανθρώπου και δεν αναγνωρίζει την ποιοτική διαφορά του από τον υπόλοιπο κόσμο. Από τον διεπιστημονικό χαρακτήρα της η αν­ θρωπολογία παρουσιάζει πολλά, ειδικά και μη, επιστημολογικά προβλήματα: π.χ. τα όρια ανταλλαγών μεταξύ των κλάδων της, τις κοινές έννοιες και κατηγορίες τους, τη σχέση με τα μέ­ σα και μεθόδους των φυσικών επιστημών. Εκεί­ να που μας ενδιαφέρουν σ’ αυτό το άρθρο είναι: τα όριά της με τις κοινωνικοϊστορικές και βιολο­ γικές επιστήμες, η ενότητα των κλάδων της και, κυρίως, η θέση της κοινωνικής ανθρωπολο­ γίας μέσα σ’ αυτήν. Το όριό της με τις βιολογικές επιστήμες προσ­ διορίζεται από την αφετηρία της ανθρωπογένε­ σης, δηλαδή από το σημείο όπου αρχίζει η μετά­ βαση από τη φύση στην κοινωνία και αλλάζουν οι σχέσεις με το οικοσύστημα. Αποφασιστικό κριτήριο για τον εντοπισμό αυτού του ορίου εί­ ναι η κατασκευή εργαλείου από άλλο εργαλείο. Χρονολογικά τοποθετείται στα πριν τρία εκα­ τομμύρια χρόνια περίπου και γεωγραφικά επισημαίνεται στην Αν. Αφρική. Αντίστοιχη τομή στη βιολογική εξέλιξη είναι η επικράτηση της σύγκλισης πάνω στην απόκλιση κι η αιφνίδια επιτάχυνση του ρυθμού τής «εγκεφαλοποίησης», δηλαδή της σχετικής αύξησης του εγκεφάλου. Κατά το μεταβατικό αυτό στάδιο αναπτύσσονται τα βασικά γνωρίσματα της κουλτούρας, που εί­ ναι: 1) Διαχείριση και έλεγχος του περιβάλλο­ ντος με εξωσωματικά εργαλεία, δηλαδή, βάση ύπαρξης του ανθρώπου γίνεται η εργασία. 2) Αντικατάσταση του γενετικού κώδικα από την επίκτητη μάθηση και την κοινωνική παράδοση στο πεδίο των συμπεριφορών. Σταθμός σ’ αυτή


αφιερωμα/19 τη διαδικασία ανάπτυξης είναι η κατάχτηση της γλώσσας. 3) Διαμόρφωση της κοινωνικότητας και των πολύπλοκων ρυθμίσεων της κοινωνικής οργάνωσης που εξυπηρετούν τη διαχειριστική δράση του ανθρώπου πάνω στη φύση. 4) Η μετα­ βίβαση της κουλτούρας γίνεται με εξωβιολογικά μέσα και, ταυτόχρονα, οι νόμοι της εμποδίζουν και προσδιορίζουν σε μεγάλο βαθμό τους βιολο­ γικούς νόμους. 5) Η εξέλιξη γίνεται συσσωρευτική και προοδευτική. Αν κοινωνία είναι η μορφή και κουλτούρα το περιεχόμενο, κουλτούρα είναι η συνεχής ανατροπή στο άλλο, είναι η διαμεσολάβηση της ιστορίας στον προσδιορισμό της αν­ θρώπινης ύπαρξης. Αντικείμενο της ανθρωπολογίας είναι να μελε­ τήσει τη διαμόρφωση των παραπάνω βασικών γνωρισμάτων της κουλτούρας. Γι’ αυτό, τα κρι­ τήρια κι η μεθοδολογία της ανήκουν βασικά στις κοινωνικοϊστορικές επιστήμες, όπως αναφέραμε. Ταυτόχρονα, αναφέρεται στις βιολογικές και φυσικές επιστήμες, υποχρεωτικά κι από δύο πλευρές. Από την πλευρά που αυτές συμβάλλουν στην κατανόηση του περάσματος από τη φύση στην κοινωνία κι από την πλευρά που προσδιο­ ρίζονται τα γνωρίσματα της ανθρωπογένεσης και της κουλτούρας με όρους άρνησης των επι­ στημών αυτών - π.χ. η γλώσσα ως άρνηση του γενετικού κώδικα. Η σχέση είναι διαλεκτική. Το όριο της ανθρωπολογίας από τις καθαυτό κοινωνικές επιστήμες προσδιορίζεται από το ση­ μείο ολοκλήρωσης του μεταβατικού σταδίου, δη­ λαδή από το σημείο όπου έχουν οριστικοποιηθεί οι ανώτερες μορφές οργάνωσης οι οποίες χαρα­ κτηρίζουν την αυτονομία και τις ιδιαίτερες ποιότητες του κοινωνικού επιπέδου της πραγμα­ τικότητας. Τέτοιες μορφές οργάνωσης είναι: η ποιοτική ανάπτυξη του διαχειριστικού ελέγχου της φύσης (εξημέρωση, καλλιέργεια), η αυτονό­ μηση της οικονομικής σφαίρας (παραγωγή υπερπροϊόντος), η ανάπτυξη του καταμερισμού πέρα από το φύλο και την ηλικία (γεωργία, κτηνοτρο­ φία, εμπόριο) κι η θεσμοθέτηση των ρυθμιστι­ κών μηχανισμών της παραγωγής και της αναπα­ ραγωγής (ιερατείο). Η εξέλιξή τους συμπληρώ­ νεται κατά το στάδιο του μεταβατικού τρόπου παραγωγής, αλλά το όριό της δεν είναι σαφές από πολλούς λόγους. Πρώτο, γιατί οι όροι που επεμβαίνουν έχουν στενή αλληλεξάρτηση και ο πιο χαρακτηριστικός απ’ αυτούς, η συγκρότηση της ταξικής διάρθρωσης έχει μεγάλο ιστορικό εύρος. Δεύτερο, γιατί ωριμάζει σε διαφορετικές ιστορικές εποχές για τις διάφορες περιοχές της γης. Στη Δ. Ασία και Α. Μεσόγειο συντελείται στα 3.000, στην περίοδο σχηματισμού των θεοκρατοριών, ενώ σε πολλές άλλες περιοχές (Αυ­ στραλία, Ν. Αφρική, Αμαζόνιος) επιβίωσαν μέ­ χρι πρόσφατα οι αρχαϊκές μορφές των τροφο­ συλλεκτών, της μικτής γεωργίας, των νομάδων κ.λπ. Για τους λόγους αυτούς, η ανθρωπολογία

χρησιμοποιεί το συμβατικό όριο της γραφής έτσι, οι πρώην «άγριοι», «πρωτόγονοι», «καννίβαλοι» κ.τ.τ. μετονομάστηκαν σε λαούς «χωρίς γραφή» (illetres). Το κριτήριο της γραφής, αν και συμβατικό, δικαιολογείται επειδή η ανακά­ λυψή της συνεπάγεται ιδιαίτερη ανάπτυξη της οικονομικής διαχείρισης (αποθήκευση) και της ιεραρχικής οργάνωσης της κοινωνίας (φόρους). Είναι το όριο όπου σβήνουν οι δομές του φυλετι­ κού συστήματος. Το κριτήριο της γραφής έχει αντανάκλαση και σ’ αυτήν ακόμα τη διαφορά μεθόδων που χαρα­ κτηρίζει την προϊστορική αρχαιολογία και την εθνολογία από τις αντίστοιχες κοινωνικοϊστορικές επιστήμες. Έτσι, αναγκασμένη να ερευνήσει πληθυσμούς χωρίς γραφτά στοιχεία, η εθνολογία αναγκάζεται να τους μελετήσει επιτόπου και σε άμεση παρατήρηση: α) κατά μικρές ομάδες γιατί τέτοιες κυριαρχούν στην κοινωνική τους συγκρότηση - όπου μπορούν να καταγραφούν όλες οι σχέσεις μεταξύ των ατόμων, β) οπότε μπορεί να τις εξετάσει συστημικά, στην ολότη­ τα των σχέσεων που περικλείουν, γ) χρησιμο­ ποιώντας τη συμμετοχική παρατήρηση, όπου ο ερευνητής μπορεί να καταγράφει σαν να είναι μέλος της ομάδας. Αντίθετα, οι κυρίως κοινωνι­ κές επιστήμες ασχολούνται με πολύπλοκες κοι­ νωνίες μεγάλου αριθμού ατόμων, γι’ αυτό ανα­ γκάζονται να χρησιμοποιούν τις στατιστικές με­ θόδους, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να επεξεργά­ ζονται τα αρχεία τους και να φωτίζουν ταυτό­ χρονοί την ιστορική διάσταση - σ’ αυτό υστερεί η εθνολογία. Ως προς τα όρια της ανθρωπολογίας στην κλί­ μακα της θεωρητικής γενίκευσης, πρέπει να την ξεχωρίσουμε από τα δύο ανώτερα επίπεδα. Πρώτο, από το επίπεδο της κοινωνιολογίας, το οποίο προσδιορίζει τις γενικές αρχές, τα επιστη­ μολογικά προβλήματά της και την κριτική θεώ­ ρηση των διαφόρων θεωριών. Δεύτερο, από το ακόμη ανώτερο επίπεδο της φιλοσοφίας, το οποίο προσδιορίζει τα γενικότερα προβλήματα μεθόδου. Η ύπαρξη μιας «φιλοσοφικής ανθρω­ πολογίας» διαταράζει την αρχή της ενότητας των επιστημών, καθώς και την οργάνωση της γνώ­ σης. Το πιο γόνιμο εργαλείο για την ανάπτυξη της ανθρωπολογίας, π.χ. για τη μελέτη των μετα­ βάσεων, της κοινωνικής δυναμικής κ.ά. είναι ο ιστορικός και διαλεκτικός υλισμός, που μετά το 1970 έκανε έντονη την παρουσία του (με τους Godelier, Leacock κ.ά.). Η θέση της κοινω νικής ανθρω πολογίας άνθρωπος αποτελεί ιδιαιτερότητα. Είναι το ζώο που δεν είναι ζώο. Το ον του οποίου η βιολογική πλευρά έχει άμεση εξάρτηση από την κοινωνική, σε τρόπο που ο κοινωνικός παράγο­

Ο


20/αψιερωμα ξεθάβει ο αρχαιολόγος αποτελεί στοιχείο δια­ σταύρωσης πολλών κοινωνικών πρακτικών: τε­ χνολογικής, οικονομικής, κοινωνικής, συμβολι­ κής. Τον ίδιο ολιστικό χαρακτήρα έχουν, κατά τον Μ. Mauss, όλα τα εθνολογικά στοιχεία. Η ανθρωπολογία ερευνά «...θεωρώντας τη φυσική ανθρωπολογία, την προϊστορία και την εθνολο­ γία σαν στοιχεία που συνιστούν τη βάση μιας γε­ νικής κουλτούρας πάνω στη διαφορικότητα των ανθρώπων» (Leroi-Gourhan 1983:245). Το διάγραμμα των κλάδων που συγκροτούν την ανθρωπολογία είναι:

ντας να γίνεται καθοριστικός όρος της ύπαρξης και εξέλιξής του. Έχει διαπιστωθεί ότι η κατα­ σκευή εργαλείων προηγήθηκε από την αύξηση του εγκεφάλου, άρα ήταν προϋπόθεση αυτής της αύξησης. Η εμφάνιση κι η εξέλιξη του ανθρώπου κατανοούνται ως φαινόμενα κοινωνικού όντος. Ανθρωπογένεση είναι η ανάδυση από τη φυσική εξέλιξη, αλλά μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών εκδηλώσεων (εργαλείο, φωτιά, σύμβολα) κι ανα­ γνωρίζεται κυρίως απ’ αυτό το πλαίσιο. Επομέ­ νως, στην έρευνά της συμμετέχουν οι κλάδοι της ανθρωπολογίας σε στενή αλληλεξάρτηση και κά­ τω από κοινά γενικά κριτήρια. Ένα αγγείο που

(κύριοι κλάδοι)

<<υσική ανθρωπολογία

X

(βοηθητικοί) εθολογία -------. εθνογλωσσολογία ------ ► ψυχ/γία του παιδιού---- »

/ γεωλογία

προϊστοριολογία

εθνολογία και εθνογραφία (κοινωνική ανθρωπολογία)

ι

-------(εφαρμοσμένοι) -------εθνογεωγραφία «------ εφαρμοσμένη ανθ/γία

(γενική) ανθρωπολογία \

1

παλαιοχρονολόγηση

\ παλαιόντολογία

(βιολογικοί και φυσικοί)

Η ύπαρξη διαφορετικών μέσων και τεχνικών δεν εμποδίζει τη συνεργασία των παραπάνω επι­ στημών στο διεπιστημονικό πλαίσιο της ανθρω­ πολογίας. Υπάρχουν φυσικά δυσκολίες. Η ανταλλαγή πορισμάτωνήχεταξύ αρχαιολογίας και εθνολογίας παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα τα οποία άρχισαν να διερευνώνται πρόσφατα μετά τον παραγκωνισμό που είχε υποστεί η αρ­ χαιολογία. Ασφαλώς δέν ισχύουν στις προϊστο­ ρικές κοινωνίες όλα όσα συναντούμε σε μια σύγ­ χρονη προταξική κοινωνία. Ούτε εξάλλου οι αρ­ χαϊκές κουλτούρες που επιζούν διατηρούν την αυθεντικότητά τους - πράγμα που το αγνοεί η κοινωνική ανθρωπολογία - δεδομένου ότι έχουν παραμορφωθεί κάτω από τη διαλυτική πίεση του ιμπεριαλισμού. Επομένως, η εθνολογία δεν κα­ τέχει κάποια κυριαρχική θέση, αλλά αντίθετα, και τα δικά της δεδομένα απαιτούν έλεγχο και αποκωδικοποίηση, όπως απαιτούν και τα δεδο­ μένα της προϊστορικής αρχαιολογίας. Η διαφο­ ρά είναι πως η πρώτη φωτίζει την ισοχρονική διάσταση, ενώ η δεύτερη φωτίζει τη διαχρονική.

Ό λοι οι κλάδοι της ανθρωπολογίας.έχουν συ­ γκεντρώσει πλούσιο εμπειρικό υλικό, σύγχρονα μέσα και επεξεργασμένα θεωρητικά όργανα. Το πρόβλημα είναι να επαναξιολογηθούν έξω από τα θεωρητικά μοντέλα που επέβαλε η ιδεολογία και μέσα στο πλαίσιο διεπιστημονικής συνεργα­ σίας της ανθρωπολογίας. Ένα τελευταίο ζήτημα για τη θέση της κοινω­ νικής ανθρωπολογίας είναι το ζήτημα των ορίων, από την πλευρά όμως της μεθόδου. Πιο συγκεκριμένα, συζητιέται η δυνατότητα να επε­ κταθεί η ανθρωπολογική τεχνική της έρευνας στις σύγχρονες κοινωνίες μεγάλης κλίμακας. Οι αδυναμίες αυτής της γενίκευσης έχουν επισημανθεί (Μ. Κουρούκλη 1978:85). Στην ουσία πρόκει­ ται για την ορθότητα αυτής της ίδιας της μεθό­ δου. Οι οπαδοί της υποστηρίζουν ότι αυτή πλεο­ νεκτεί γιατί: 1) Ερευνά από την πλευρά της ολό­ τητας. Αλλά η συστημική προσέγγιση της ολότη­ τας έχει εισαχθεί στην κοινωνιολογία πριν ένα αιώνα από το μαρξισμό και τείνει να επικρατή­ σει σήμερα σε όλες τις επιστήμες. 2) Εξετάζει


αφιερωμα/21 κλειστά συστήματα, ιδιαίτερα η δομική ανθρω­ πολογία. Αλλά αυτό αντιβαίνει στην αντίληψη της κοινωνίας ως δυναιιικό σύστημα. 3) Εξετάζει τις κοινωνίες από την πλευρά της συνεκτικότη­ τας, δηλαδή σαν αρμονικά λειτουργικά συστήμα­ τα. Αλλά, έτσι, κρύβει τις εσωτερικές αντιθέσεις. 4) Μπορεί να διατυπώνει μοντέλα κοινωνικής δομής. Αλλά τα μοντέλα αυτά είναι περιγραφικά και άκαμπτα γιατί αγνοούν τις ουσιώδεις σχέ­ σεις και απαλείφουν τον ιστορικό χρόνο. Γενικά, η προτεινόμενη μέθοδος μεταφέρει κριτήρια των προταξικιόν κοινωνιών, αφού πρώτα τις απέ­ σπασε από την ιστορία και τις παραμόρφωσε στα μέτρα του φονξιοναλισμού. Σκοπός της είναι να κρύψει την ταξικότητα της σύγχρονης κοινω­ νίας και να εξορκίσει την ιστορία. Είναι χαρα­ κτηριστικό ότι απέτυχε να διατυπώσει θεωρία της κοινωνικής αλλαγής. Αν τα παραπάνω ισχύουν για τη μέθοδο, δεν ισχύουν όμως και για τις τεχνικές της εθνολο­ γίας, τη συμμετοχική παρατήρηση κ.ά. Οι τεχνι­ κές αυτές, που χρησιμοποιούνται στο επίπεδο της μικροκοινωνιολογίας, μπορούν να παίξουν συμπληρωματικό ρόλο στην κοινωνική έρευνα. Στο πεδίο των επιστημονικών ανταλλαγών, ο αν­ θρωπολόγος, με τη διεπιστημονική έννοια του όρου, μπορεί να συνεργαστεί γόνιμα με κοινω­ νιολόγο και τον ιστορικό, χωρίς όμως να τους υποκαταστήσει. Αυτό δεν μειώνει την κύρια συμβολή του που είναι: Θεωρητικά, να φωτίσει τους νόμους οργάνωσης και εξέλιξης της κοινω­ νίας, μελετώντας τους στο στάδιο του σχηματι­ σμού της κοινωνίας. Από την άποψη αυτή και σε συνάρτηση με τις μελέτες της εθνογραφίας, συμ­ βάλλει αποφασιστικά στη διερεύνηση των γενι­ κών προβλημάτων της κοινωνιολογίας και. ιδιαίτερα, στα θέματα του κοινωνικού μετασχη­ ματισμού. Ανάλογα αποφασιστική μπορεί να εί­ ναι η συμβολή της και στο επίπεδο της κοινωνι­ κής πρακτικής. Προσφέρει τη δυνατότητα να εφαρμοστούν τα συμπεράσματά της για την αυ­ τοδιάθεση και την ανάπτυξη των καθυστερημέ­ νων λαών, ώστε αυτές να πραγματοποιηθούν με το ελάχιστο ανθρώπινο κόστος. Για να πετύχουν αυτά απαιτείται: α) η στενή συνεργασία όλων των κλάδων μέσα στο πλαίσιο της γενικής αν­ θρωπολογίας και β) η υιοθέτηση νέας μεθόδου που να αντικρύζει τις κοινωνίες ως ανοικτά και δυναμικά συστήματα στη διάσταση της Ιστορίας - η αλλαγή αυτή συντελείται σήμερα στην εθνο­ λογία. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η ανθρωπολο­ γία μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην προοπτική του μέλλοντος και στην ανανέωση του ουρανισμού. Μπορεί να γίνει όργανο της ανά­ πτυξης του ανθρώπου. «Η ανθρωπολογία θα επιζήσει - έγραφε στα 1968 ο Levi-Strauss - αν συναινέσει να ξαναγεννηθεί με νέο πρόσωπο» (Grigoulevitch 1985:43). Άλλωστε, όπως παρα­

τηρεί ο Worsley (1986:283), δεν είναι από τις πιο αρμόδιες επιστήμες για να δώσει απάντηση στην απειλή του πολέμου; Βιβλιογραφία COPPENS, Υ. «Prd-Ambulcs. Les premiers pas de l’hommc» O. Jacob. Paris. 1988. DIDEROT, D. «Supplement» - «Voyage autour du monde» U.G.E. Paris. 1966. ERICKSON, P. «Racial Determinism and nineteeth century anthropology» - MAN, 9(3). 1974. EVANS-PRITCHARD, E. «Social Anthropology» - Cohen & West. London. 1967. (iOUGH, K. «New Proposals for Anthropologists» - «Current Anthropology» 9(5).1968. CIRICOULiVITCH, I. «L’anthropologie sociale a-t-elle un avenir?» - «Ethnologie occidentale» - Progres, Moscou, 1985. IORION, P. «The first anthropological society» - MAN, 16(1). 1981. I HROI-GDURMAN, A. «Le fil du temps» - Seuil. Paris. 1983. I LVI-STRAUSS, C. «Structural Anthropology» - Penguin. Middlesex. 1972. LIENHARDT, G. «Social Anthropology» - Oxford Univ. Press. London. 1969. MAIR, L. «An Introduction to Social Anthropology» - Claren­ don. Oxford. 1972. MALINOWSKI, Β. «Α Scientific Theory of Culture» - Galaxy. New York. 1966. MONTESQUIEU, C. «L’ esprit des lois» - Gallimard. Paris. 1970. NADEL, S.F. «Α Black Byzantium» - Oxford Univ. Press. London. 1973. K \l X'l.IFFE-BROWN, A. «Structure and Function in Primitive Society» - Cohen & West. London. 1968. -ΚΟΥΊ I PH. N. «Η ανθρωπολογία σε κρίση» - «Πολίτης» 30 & 31. Αθήνα. 1979. WORSLEY. Ρ. «Proposals for anthropology in the Nuclear Age» - «Current Anthropology» 27(3). 1986.

To ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙ­ ΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ απευθύνεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν σε βάθος τη σουηδική λογοτεχνία και γλώσ­ σα, με στόχο την κατανόηση του σουηδικού τρόπου σκέψης και του πολιτισμού. Έτσι, ο σκοπός του τμήματος είναι ΟΥΜΑΝΙΣΤΙΚΟΣ. Άλλο τμή­ μα για λόγους επαγγελματικούς και τουρισμού. ΠΛΗΡΟΦΟ­ ΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ: 8-11 στο τηλέφωνο 32.30.557. Σουη­ δικό Ινστιτούτο, ώρα 1-3 στο τηλέφωνο 92.32.102.


22/αφιερωμα

Αιμίλιος Ζαχαρέας

Αναζητώντας την πολιτική « Ό ,τι αποχωρίζεται ο άνθρωπος δυσκολότερα στη ζωή τον, είναι το θεωρητικό τον παρελθόν...»

/ λ I λ » /-νι» ι/^ν . . / r .

ν / Ι Λ υ V U J jI I U , . . .

(Οι αμήχανοι νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλιστές) 1.

Ε ισαγω γή

Σκοπός της συνοπτικής αυτής εργασίας είναι να εμφανίσει τα σημερινά αδιέξοδα των επιλογών της νεοφιλελεύθερης και σοσιαλιστικής εκδοχής στο χώρο της οικονομίας και να επισημάνει, ιδιαιτέρως, την ανάγκη να στραφεί εκ νέου ο σοσιαλιστικός στοχασμός στη μελέτη των κοινωνικών προβλημάτων της εποχής του ηλεκτρονικού πολιτισμού. ν η αγορά αποτελεί τον αναντικατάστατο μηχανισμό λήψεως των αποφάσεων στην οικονομία και δεν μπορεί να συνδυαστεί με την δημοκρατία στο χώρο της παραγωγής, τότε η μοίρα του ανθρώπου εξακολουθεί να είναι «εμπόρευμα», «κόστος παραγωγής», δηλαδή «πράγμα» και όχι Άνθρωπος.

Α

Ευτυχώς, ελπιδοφόρα μηνύματα έρχονται από τις ανεπτυγμένες δυτικές χώρες, στις οποίες ανα­ πτύσσεται μια ενδιαφέρουσα προβληματική γύ­ ρω από τα σύγχρονα συστήματα διοικήσεως, όπως στις ΗΠΑ, μερικές χώρες της Δ. Ευρώπης κ.λπ. Το μήνυμα είναι το εξής: Οι επιχειρήσεις στην


αφιερωμα/23 εποχή του ηλεκτρονικού πολιτισμού δεν μπορεί παρά να διοικούνται δημοκρατικά, διαφορετικά δεν αποδίδουν. Καταργείται η παραδοσιακή βιομηχανική πυραμίδα λήψεως των αποφάσεων. Αναδεικνύεται η αρχή της συμμετοχής και η κα­ θολική φυσιογνωμία του σύγχρονου εργαζόμεΤο γεγονός ότι οι καινούριοι τρόποι διοικήσεως δεν φθάνουν μέχρι τον έλεγχο και τον προ­ σανατολισμό του παραγόμενου surplus στις ΗΠΑ, δε σημαίνει ότι η δυτική πολιτική φιλοσο­ φία του μαρξισμού δεν μπορεί να αναζητήσει τους τρόπους για να εκφραστεί και σ’ αυτό τό επίπεδο. Στην περίπτωση αυτή μπαίνει το θέμα της πρωτοπορίας. Οι ανατολικές χώρες ανακα­ λύπτουν την αγορά και την αποδοτικότητα και οι δυτικές την απούσα δημοκρατία από το χώρο της παραγωγής. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά μη μπορώντας να δώ­ σει αποτελεσματική απάντηση στο πώς μπορεί να οργανωθεί δημοκρατικά η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών στην οικονομία, εξαντλείται στο να επισημαίνει την οικουμενικότητα ορισμένων προβλημάτων (ειρήνη, περιβάλλον, κοινωνικά κινήματα κ.λπ.), χωρίς ν’ ασχολείται με το πα­ ραπάνω θεμελιώδες πρόβλημα μέσα από το οποίο μπορεί ν’ αναζητήσει την ιστορική της νο­ μιμοποίηση. Αλλά, η εποχή μας, που είναι εξόχως μεταβα­ τική, παρουσιάζει συνεχείς εκπλήξεις. Μέσα από τις υπάρχουσες δυσκολίες και ιστορικές αμηχα­ νίες αποτελεί ανάγκη ν’ αναζητούνται οι δυνα­ τότητες καινούριων συνθέσεων, οι οποίες ενδε­ χομένως μπορούν να οδηγήσουν στην οικοδόμη­ ση μιας αποδεκτής Πολιτικής Οικονομίας της

εποχής τον Ηλεκτρονικού Πολιτισμού. 2.

Τα Υ ποκείμενα της Ο ικονομίας

α ήθελα εξ αρχής να επισημάνω ότι δεν φι­ λοδοξώ να αποδείξω είτε «την αντιδραστικότητα» είτε τη «δεξιά» άποψη των νεοφιλελεύ­ θερων, γιατί κάτι τέτοιο δεν είναι στις προθέσεις αυτής της εργασίας. Άλλωστε έχει αποδειχθεί, μέσα από την εν εξελίξει βαθύτατη οικονομική κρίση, που δεν είναι μόνο του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρο τον σύγ­ χρονο κόσμο, ότι η επιτυχής άσκηση της οικονο­ μικής πολιτικής έχει λίγη σχέση με την ιδεολο­ γία. Η οικονομική πολιτική, που συνδέεται απο­ κλειστικά με την καλή και σωστή διαχείριση των πόρων, μπορεί να ασκείται άσχημα ή καλά είτε από τη δεξιά είτε από την αριστερά. Η ανάλυση των εμπειριών τόσο των καπιταλιστικών κρατών όσο και των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, αποδείχνει την ορθότητα των προηγουμένων.

Θ

Η οικονομική δραστηριότητα τον κράτους Αποτελεί μια από τις κεντρικές θέσεις της νεο­ φιλελεύθερης σχολής, ο περιορισμός της κρατι­ κής οικονομικής λειτουργίας, σε ρόλο ρυθμιστι­ κό ή απλώς συντονιστικό των οικονομικών δρα­ στηριοτήτων των υποκειμένων της οικονομίας. Η άποψη αυτή στο πεδίο της πολιτικής θεωρίας αποτελεί «συνάντηση» αλλά από την ανάποδη, της ευρωμαρξιστικής και .τμήματος της σοσιαλι­ στικής επιλογής, με τις νεοφιλελεύθερες θέσεις. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η αυτοδιαχείρι­ ση οπωσδήποτε συνδέεται με περιορισμό ή ακό­ μα και με μαρασμό της κρατικής λειτουργίας, ο σκοπός όμως καθώς και οι στόχοι διαφέρουν ρι­ ζικά ανάμεσα στα δυο ρεύματα. Πρώτον, γιατί οι οπαδοί της αυτοδιαχείρισης υποστηρίζουν την εισβολή της κοινωνίας στο χώρο της οικονομίας, ενώ οι νεοφιλελεύθεροι εξαίρουν το ατομικιστικό, ιδιωτικό πνεύμα, και δεύτερον, γιατί οι μαρ­ ξιστές επιθυμούν «να μαραθεί το κράτος και να αυτοκυβερνώνται οι παραγωγοί» (Μαρξ) πράγ­ μα που αντιμάχονται οι οπαδοί του καπιταλιστι­ κού συστήματος. Αυτό είναι το σημείο όπου εξ ορισμού αποδείχνεται η συντηρητική κατεύθυν­ ση της νεοφιλελεύθερης σχολής. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι οι οπα­ δοί των «οικονομικών της προσφοράς» δεν προ­ τείνουν νέα οικονομική θεωρία γιατί οι απόψεις, στο μεγαλύτερο μέρος, είναι δάνειες από το πα­ ρελθόν. Καμιά φορά, όμως, η χρησιμοποίηση ενός σύγχρονου λεξιλογίου δημιουργεί συγχύ­ σεις (οι απόψεις αναζητούνται στις διάφορες παραλλαγές της υποκειμενικής σχολής, κύριοι εκπρόσωποι της οποίας υπήρξαν οι Jevons, Menger, Walras, Pareto, Barone, Clark, Fisher, Wicksell κ.α). Υποστηρίζεται, λοιπόν, ότι ο καλύτερος τρό­ πος για να ξεπεραστεί ο πληθωρισμός, η κρίση και να αναδειχθεί το γενικό συμφέρον, είναι να αφεθεί κάθε άτομο ελεύθερο να ικανοποιήσει το ατομικό του συμφέρον, να αναλάβει τις ευθύνες και τις συνέπειες των πράξεών του, μέσα στην ανταγωνιστική διάρθρωση της αγοράς. Έχει σημασία να επισημανθεί η αναφορά των οικονομολόγων της νεοφιλελεύθερης σχολής στην ανταγωνιστική διάρθρωση της αγοράς, για­ τί οι οπαδοί της σχολής αυτής επικροτούν πά­ ντοτε τα κυβερνητικά μέτρα που αποβλέπουν στον περιορισμό των μονοπωλιακών φαινομένων στην οικονομία. Υποστηρίζεται δηλαδή, ότι αν αφεθεί ελεύθερος ο μηχανισμός της αγοράς, θα δημιουργηθούν οι πιο πρόσφορες συνθήκες για την ανάπτυξη του πλούτου. Η θέση αυτή είναι αντι-ιστορική και συνεπώς εσφαλμένη, και εκτός των άλλων διατυπώνεται με τρόπο αφηρημένο. Καταρχήν ας αναλυθεί η έννοια του «υποκειμένου της οικονομίας» το οποίο αν αφεθεί ελεύθερο να ικανοποιήσει τα


24/αφιερωμα συμφέροντα του, όλα θα πορευθούν κατ’ ευχήν. Αν οι νεοφιλελεύθεροι εννοούν το σύστημα της απλής εμπορευματικής παραγωγής, τότε η έκφραση «υποκείμενο της οικονομίας» είναι αμ­ φιλεγόμενη, γιατί στο σύστημα αυτό, οι βιοτέχνες και οι γεωργοί είναι τα υποκείμενα, τα οποία βρίσκονται μεν σε μια ταυτόσημη θέση, ενώ διαφέρουν μεταξύ τους, μόνον όσον αφορά την τεχνική διαφοροποίηση της δραστηριότητάς τους, την οποία επιτελούν στο πλαίσιο του γενι­ κού καταμερισμού της εργασίας. Είναι όμως σαφές ότι ο όρος «υποκείμενο της οικονομίας» αναφέρεται στο σύγχρονο καπιταλι­ στικό σύστημα. Στην περίπτωση αυτή η έκφραση είναι απολύτως επισφαλής και τούτο διότι στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν υπάρχει ένα είδος υποκειμένων της οικονομίας αλλά περισσότερα. Υπάρχουν οι κάτοχοι κεφαλαίου, οι οποίοι είτε είναι κεφαλαιοκράτες επιχειρηματίες, είτε κάτο­ χοι γαιοπροσόδου, υπάρχουν οι εργαζόμενοι, αλλά και οι βιοτέχνες, οι γεωργοί κ.λπ. Οι νεο­ φιλελεύθεροι υποστηρίζουν ότι όλες οι παραπά­ νω κοινωνικές και επαγγελματικές κατηγορίες πρεπει να αφεθούν ελεύθερες, χωρίς παρεμβάοιις, \κ ικανό,ποιήσουν τα συμφέροντα τους. Είναι όμως δυνατό να γίνει αδιακρίτως ανα­ φορά στις προηγούμενες κοινωνικές κατηγορίες, μόνο όταν υποστηριχθεί ότι δεν είναι δυνατό να αναπτυχθούν μεταξύ τους συγκρούσεις. Εφόσον όμως η διαπίστωση συγκρούσεων και σοβαρών αντιθέσεων είναι γεγονός, πράγμα που σημαίνει ότι τα υποστηριζόμενα από ορισμένα στρώματα συμφέροντα δεν γίνονται αποδεκτά από τα άλ­ λα, προκύπτει ότι η έννοια του γενικού συμφέ­ ροντος μένει μετέωρη. Τούτο σημαίνει ότι το γε­

νικό συμφέρον δεν μπορεί να ξεπηόήσει από τα ειδικά, ξεχωριστά συμφέροντα, μέσα στο καπι­ ταλιστικό σύστημα. Το ότι τα πράγματα εξελίσσονται με αυτό τον τρόπο και όχι με εκείνον που φαντάζονται οι οι­ κονομολόγοι της προσφοράς, αποκαλύπτεται από την σύγκρουση καπιταλιστών και εργαζομέ­ νων, στο πεδίο όπου επιχειρείται να προσδιορισθεί το επίπεδο του μισθού σε σχέση με την πα­ ραγωγικότητα της οικονομίας. Στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει κανέ­ νας ανταγωνιστικός μηχανισμός που να καθορί­ ζει το τμήμα του πλεονάσματος το οποίο κατευθύνεται στους μισθούς ή τα κέρδη. Μέσα στην αγορά η διανομή ανάμεσα σε μισθούς και κέρδη καθορίζεται από τον υπάρχοντα συσχετισμό δυ­ νάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Συνέπεια του γεγονότος αυτού είναι ότι ο προσδιορισμός της διανομής, που ανταποκρίνεται καλύτερα στο γενικό συμφέρον, προϋποθέτει την ύπαρξη δυο λειτουργιών τις οποίες από μόνη της δεν μπορεί να κάνει η αγορά. Δηλαδή πρώ­ τον, να προσδιορίσει το γενικό συμφέρον και δεύτερον, να προσδιορίσει αυτό τον τύπο της

διανομής που ανταποκρίνεται στο γενικό συμφέ­ ρον! Ό πω ς προκύπτει από την προηγούμενη ανά­ λυση, δεν πρόκειται για κανένα πρόβλημα υπο­ λογισμού ποσοτήτων, αλλά για ένα, η επίλυση του οποίου απαιτεί να λάβει ο καθένας μια σαφή πολιτική θέση. Και τούτο για τους εξής παρακά­ τω λόγους: Η άνοδος του επιπέδου του μισθού, από μιαν άποψη, παρωθεί τις επιχειρήσεις να εισάγουν καινούρια τεχνολογία στην παραγωγική διαδι­ κασία (επειδή προσπαθούν να υποκαταστήσουν τη «ζωντανή» με τη νεκρή εργασία, δηλαδή το κεφάλαιο), ενώ η μείωση των κερδών, εξαφανί­ ζει την κύρια πηγή για να χρηματοδοτηθεί η τε­ χνολογική πρόοδος. Επειδή ο μισθός είναι ένα εισόδημα που κυρίως καταναλώνεται, ενώ το κέρδος εισόδημα που συνήθως επενδύεται, τότε η κατανομή του οικονομικού πλεονάσματος ανά­ μεσα στους μισθούς και το κέρδος επιδρά στην κατανομή του εισοδήματος ανάμεσα στην κατα­ νάλωση και τις επενδύσεις. Ο καθορισμός σε μια ιστορική στιγμή, της κα­ λύτερης κατανομής ανάμεσα στην κατανάλωση και τις επενδύσεις, εξαρτάται από το σημερινό επίπεδο της κατανάλωσης και από τον τύπο της οικονομικής ανάπτυξης της οποίας είναι επιθυ­ μητή η ενίσχυση.

Με άλλα λόγια, η απόφαση να κατανεμηθεί το πλεόνασμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σημαί­ νει να δοθεί μια διαφορετική προτεραιότητα και πολιτικό βάρος στις τάξεις που ενδιαφέρονται γι’ αυτήν ή την άλλη κατανομή. Αυτή η πολυπλοκότητα της πραγματικής ζωής, διαφεύγει (;) από τη σκέψη των οικονομο­ λόγων. Και στο σημείο αυτό αποκαλύπτεται εύ­ κολα, η πνευματική φτώχεια των απόψεων αυ­ τών, όταν αναλογιστεί κανείς τις διάφορες συ­ γκρούσεις που διεξάγονται στο πεδίο της διανο­ μής του εθνικού προϊόντος, και όταν διαπιστώ­ νονται εγγενείς, διαρθρωτικές αδυναμίες της αγοράς, να αντιμετωπίσει την τεράστια έκταση των προβλημάτων. Όσο ανέρχεται η πολιτική και κοινωνική δημοκρατία, τόσο περισσότερο επιβάλλεται η εκτεταμένη κρατική παρέμβαση και αναφέρομαι α) στον έλεγχο του οικονομικού κύκλου, β) στην παρακολούθηση της νομισματι­ κής σταθερότητας, γ) στη διάρθρωση των ανι­ σορροπιών που εκδηλώνονται στη διαδικασία της οικονομικής ανόδου, δ) στην επέμβαση πάνω στο πεδίο της κατανάλωσης κ.λπ.

Μερικές άλλες διαφορές (συνοπτικά) 1. Η επιστροφή στον ανταγωνιστικό καπιταλι­ σμό, που υποστηρίζουν οι νεοφιλελεύθεροι, συ­ γκρούεται με την πραγματικότητα της κυριαρ­ χίας των μεγάλων οικονομικών συστημάτων, από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Ορθά έχει


αφιερωμα/25 υποστηρίξει ο Galbraith, ότι η εποχή μας είναι η εποχή της μεγάλης οργάνωσης. Στις ΗΠΑ, π.χ δυο χιλιάδες (2.000) επιχειρήσεις προσφέρουν περίπου τα δυο τρίτα (2/3) όλων των ιδιωτικών προϊόντων! Περί ποιου λοιπόν συναγωνισμού, ομιλούν οι οικονομολόγοι της προσφοράς; 2. Η μονεταριστική πολιτική μπορεί πράγματι να μειώσει τον πληθωρισμό. Τον μειώνει όμως σε μια κοινωνία που υποχωρεί μόνο στη σκέψη των νεοφιλελεύθερων, δηλαδή εκείνου του ελεύθερου συνάγωνισμού. Η μείωση του πληθωρισμού γίνε­ ται με πτώση της παραγωγής και με άνοδο της ανεργίας. Από τη λογική αυτή δεν μπορεί να ξεφύγει ο οικονομολόγος της προσφοράς, γι’ αυτό δεν μπορεί να κατανοήσει πώς είναι δυνατό να υπάρχουν νομισματικοί περιορισμοί στην οικο­ νομία. 3. Οι οικονομολόγοι της προσφοράς υποστή­ ριζαν με φανατισμό να μειωθούν οι φόροι στα φυσικά πρόσωπα και στις επιχειρήσεις γιατί πί­ στευαν ότι, τελικά, θα αυξανόταν η παραγωγή καθώς και τα δημόσια έσοδα. Οι υψηλοί φόροι ασκούν αρνητική επίδραση πάνω στις επενδύ­ σεις. Και η θέση αυτή αποδείχθηκε ότι είναι μια απλή φαντασίωση. Η κυβέρνηση Ρέιγκαν υιοθέ­ τησε τα μέτρα αυτά, και αντί για βιομηχανικές επενδύσεις, παρατηρήθηκε στροφή στο χρηματι­ στήριο, με αποτέλεσμα να τιναχθούν στον αέρα ή να «φαγωθούν» αρκετές επιχειρήσεις. Από καθαρά λογική και οικονομική άποψη, δεν είναι δυνατό να παρατηρηθεί επέκταση της οικονομίας μέσα από τον περιορισμό της φορο­ λογίας, ενώ ταυτόχρονα θα υιοθετούνται τα αυ­ στηρά μέτρα της μονεταριστικής πολιτικής. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο πιο γνωστός οικονομολόγος της κυβέρνησης Ρέιγκαν, ο David Stochmann, περιέγραψε τα «οικονομικά της προσφοράς» σαν τη θεωρητική κάλυψη των μέ­ τρων, που αποβλέπουν να μειώσουν τη φορολο­ γία στα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια (από δω και «η δεξιά» θέση της πολιτικής αυτής). 3.

Ο ι Δ ια ρθρω τικές Αλλαγές και η Α ριστερά

στρατηγική των διαρθρωτικών αλλαγών που προτείνεται από τον δυτικό μαρξισμό και τα δυτικοευρωπαϊκά κομμουνιστικά κόμμα­ τα για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, σε συνδυα­ σμό με την αποτυχία του οικονομικού μοντέλου των ανατολικών κρατών, θέτει επιτακτικά το ερώτημα πώς θα «μετρηθεί» η αριστερά με το θεωρητικό της παρελθόν. Το βασικό ερώτημα που τέθηκε, μετά την υποτίμηση του δολαρίου το 1971, ήταν αν η κρίση θα μπορούσε να ξεπεραστεί με περισσότερες κοινωνικοποιήσεις ή με ενί­

Η

σχυση της οικονομίας της αγοράς. Η διαφορά αυτή εκφράστηκε όχι μόνο θεωρητικά αλλά και στο εσωτερικό των κομμάτων της αριστερός. Δη­ μιούργησε δε, εκ νέου, ένα θεωρητικό στρατηγι­ κό κενό γύρω από το τι κατανοείται ως σοσιαλι­ σμός ή όχι.

Στο χώρο της μαρξιστικής πολιτικής φιλοσο­ φίας η οικονομία της αγοράς θεωρείται ως η αι­ τία των εκμεταλλευτικών σχέσεων. Η κατάργησή της, μέσω των κοινωνικοποιήσεων, θα σηματο­ δοτούσε και την καινούρια πορεία για τη χειρα­ φέτηση του σύγχρονου μισθωτού. Ας σημειωθεί ότι ως προς το σημείο αυτό δεν υπήρχε διαφορά ανάμεσα στον Λένιν και στους κύριους εκπρο­ σώπους της σοσιαλδημοκρατίας, Κάουτσκυ, Μπερνστάιν, Τουράτι. Η διαφωνία αναφερόταν στα μέσα. Δηλαδή όχι βίαιη επανάσταση αλλά με πολιτική δημοκρατία, συναίνεση, σταδιακές αλ­ λαγές κ.λπ. Τα παραπάνω αποτελούσαν επίση­ μες απόψεις της ευρωπαϊκής αριστερός μέχρι το μισό του εικοστού αιώνα. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επιχειρήθηκε ένας συμβιβασμός ή μια σύνθεση των λενινιστικών και των σοσιαλδημοκρατικών θέσεων. Πρό­ κειται για τη θεωρία των διαρθρωτικών αλλα­ γών, εμπνευστής των οποίων υπήρξε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και ιδιαίτερα ο Τολιάτι. Η λογική των διαρθρωτικών αλλαγών στοχεύει να δημιουργήσει συνεχείς ρήξεις στο σύστημα το οποίο καλείται να ισορροπεί σε διαφορετικά επίπεδα. Στη διαδικασία αυτή μεταβάλλονται τόσο οι σχέσεις των διαφόρων τομέων της οικο­ νομίας, όσο και οι συσχετισμοί των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Δηλαδή ενισχύονται εκείνες οι δυνάμεις που θεωρούν ότι, σε τελευ­ ταία ανάλυση, η δημοσιοποίηση της οικονομίας είναι που οδηγεί στην κοινωνική απελευθέρωση


26/αφιερωμα και στην κατάργηση των εκμεταλλευτικών σχέ­ σεων. Στη δεκαετία του ’60 συνειδητοποιήθηκε από την ευρωπαϊκή κομμουνιστική αριστερά ότι η ολοκληρωτική δημοσιοποίηση της οικονομίας με τη θεοποίηση του κεντρικού προγραμματισμού: Πρώτον, οδήγησε στο χαμηλό επίπεδο ανόδου των παραγωγικών δυνάμεων και στην ανορθολογική κατανομή των πόρων, αφού απουσιάζει ο αξιόπιστος μηχανισμός υπολογισμού των τιμών. Δεύτερον, παγίωσε το μονοκομματικό κράτος, το αυταρχικό καθεστώς και την περιστολή των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τρίτον, δεν κατάργησε την εκμετάλλευση. Άλλωστε αποτελεί ιδεολογική αυταπάτη η αντίληψη ότι στο σοσιαλισμό δεν υπάρχει εκμετάλλευση. Η οικονομία της αγοράς άρχισε να κερδίζει έδαφος ανάμεσα στις δυνάμεις της αριστερός για δυο λόγους. Πρώτον, γιατί ορισμένες σοσιαλι­ στικές χώρες, και η Κίνα, άρχισαν να υιοθετούν μορφές αγοράς στην προσπάθεια να αποφύγουν σπατάλες και να επιτύχουν ορθή κατανομή των πόρων. Δεύτερον, γιατί η οικονομική κρίση της τελευταίας δεκαπενταετίας έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο όλες τις γνωστές επιλογές νεοκλασικού ή ορθόδοξου μαρξιστικού τύπου. Η ευρωπαϊκή κομμουνιστική αριστερά στρέφεται στην αποδο­ χή του πολιτικού και οικονομικού πλουραλισμού ακόμα και σε συνθήκες σοσιαλισμού. Τούτο ση­ μαίνει ότι αναγνωρίζει την ανάγκη να υπάρχει οικονομία της αγοράς μέσα στην οποία δραστη­ ριοποιείται ο κοινωνικοποιημένος και ο ιδιωτι­ κός τομέας της οικονομίας. Η «μικτή οικονομία» θεωρείται το μόνο αποδεκτό σύστημα τόσο από τους οπαδούς του κεφαλαιοκρατικού συστήμα­ τος, οι οποίοι θεωρούν ότι ο ρόλος του κράτους είναι να ενισχύσει την ιδιωτική πρωτοβουλία, όσο και από κομμουνιστές και σοσιαλιστές, που υποστηρίζουν ότι το προβάδισμα πρέπει να το έχει ο δημοσιοποιημένος τομέας. Παρ’ όλη την αρνητική εμπειρία των ανατολικών κρατών, υποστηρίζεται ακόμα ότι ο έλεγχος της συσσώ­ ρευσης και της διανομής από το κράτος μπορεί να οδηγήσει στο σοσιαλισμό. Εφόσον γίνεται αποδεκτή η άποψη ότι σε συνθήκες σοσιαλισμού θα υπάρχει πολυφωνική και πολυκομματική πο­ λιτική εκπροσώπηση, τούτο προφανώς θα ισχύει και για το τμήμα εκείνο της ιδιωτικής οικονο­ μίας, κυρίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Συνεπώς θα επιτρέπεται και η πολιτική έκφραση των δυνάμεων αυτών. Η λογική κατάληξη των παραπάνω οδηγεί στην άποψη ότι η στρατηγική των διαρθρωτικών αλλαγών που προωθούνται από τον δυτικό μαρξισμό, δε σημαίνει «έξοδο» από το καπιταλιστικό σύστημα, αφού εξ ορισμού επιτρέπεται η διαιώνιση των καπιταλιστικών σχέσεων με τη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Επιτρέπεται δηλαδή η συνεχής μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα

και τα αλλοτριωτικά φαινόμενα που συνδέονται με αυτήν. Το σύγχρονο παράδοξο στο χώρο της μαρξι­ στικής πολιτικής φιλοσοφίας εκφράζεται ως εξής: Η οικονομία της αγοράς διαιωνίζει την εκ­ μεταλλευτική σχέση. Η μονοπωλιακή λειτουργία της οικονομίας με κρατική μορφή οδηγεί στον πε­ ριορισμό της δημοκρατίας, της ελευθερίας και στο χαμηλό επίπεδο των παραγωγικών δυνά­ μεων. Ο έλεγχος μεγάλου τμήματος της συσσώρευσης και της διανομής από το κράτος και η ταυτό­ χρονη λειτουργία του ιδιωτικού τομέα αποτελεί «διέξοδο» από τον καπιταλισμό; Αν ναι, τότε πολλά από τα θεωρητικά βάθρα του μαρξισμού θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όταν όμως αυτό δεν γίνεται στο επιστημονικό θεωρητικό επίπεδο με τρόπο ώστε να έχει ευρύτατη συναίνεση, όχι μόνο στο χώρο της θεωρίας αλλά και σ’ εκείνον της πολιτικής και της ιδεολογίας, τότε η σύγχυση και η αμφισβήτηση θα συνεχίζονται. Όταν στις αρχές του εικοστού αιώνα οι βασικοί εκπρόσω­ ποι του μαρξισμού, Λένιν, Κάουτσκυ, Μπερνστάιν διαφωνούσαν μόνο ως προς τα μέσα, σή­ μερα υπάρχει διαφωνία και ως προς τους σκο­ πούς. Το συμπέρασμα απ’ αυτή την εργασία είναι εύκολο. Η διέξοδος όμως από τη θεωρητική και επιστημονική κρίση δεν είναι ορατή και, προς το παρόν, η σωστή διαπίστωση δε σημαίνει και δη­ μιουργία καινούριας θεωρίας. Είναι εύκολο να ειπωθεί, π.χ., ότι οι απόψεις του Μαρξ δεν πρέ­ πει να θεωρούνται τελειωτικές και πως ο μαρξι­ σμός είναι ανοιχτός σε όλα τα καινούρια επιστη­ μονικά ρεύματα. Ό τι πρέπει να καταδικαστεί κάθε τεχνητή ορθοδοξία που περιορίζει την πνευματική συζήτηση στη μάχη των τσιτάτων των κλασικών του μαρξισμού. Ό τι η δήθεν πρωταρχικότητα της πολιτικής, ιδίως στο εσωτερικό των κομμάτων, έχει περιορίσει το ρόλο του επι­ στήμονα σε έναν βραχυπρόθεσμο ακτιβισμό με συνέπεια να εγκαταλείπεται η επιστημονική έρευνα. Ό τι θα πρέπει να μειωθεί, π.χ, η θεω­ ρητική επανάσταση του Φρόυντ επειδή έτυχε να γεννηθεί μετά τον Μαρξ και οι απόψεις του δεν εκτιμήθηκαν ή καταδικάστηκαν από τον Λένιν και τον Στάλιν. Ό λα αυτά είναι γνωστά και αποδεκτά. Όσο όμως η επιστημονική αναλυτική ερμηνεία της σύγχρονης κοινωνίας, ως ιστορικού υλιστικού συστήματος, δεν μπορεί να οικοδομηθεί μέσα από τη σύνθεση των επιστημών σ’ έναν μοχλό γνώσεων μεταβολής της κοινωνίας, τόσο οι κοινωνικές επιστήμες και συνεπώς και ο μαρ­ ξισμός θα βρίσκονται σε κρίση αξιοπιστίας. Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε θα εξακολουθεί να πάσχει και η θεωρία της επανάστασης. Γιατί η κρίση της κοινωνικής επανάστασης και η κρίση των κοινωνικών και οικονομικών επιστημών έχουν την ίδια πορεία.


αφιερωμα/27

Γιάννης Μηλιάς

Κλασικές και νεότερες προσεγγίσεις στο διεθνές εμπόριο Μ ια κριτική ανάγνωση

Σ υγκριτικ ά κόστη και συγκριτικά πλεονεκτήματα

Το διεθνές εμπόριο αποτελεί αντικείμενο διαφορετικών, τόσο θεωρητικών όσο και εμπειρικών, προσεγγίσεων. Το ζήτημα το οποίο τίθεται κατ’ αρχήν προς διερεύνηση στο πλαίσιο των περισσοτέρων απ’ αυτές τις προσεγγίσεις, είναι η ιδιαιτερότητα των διεθνών εμπορικών ανταλλαγών, σε σύγκριση πά­ ντα με τις ανταλλαγές στο εσωτερικό ενός και του αυτού κοινωνικού σχημα­ τισμού, μιας και της αυτής εθνικής αγοράς. πορεί κανείς να παρατηρήσει εμπειρικά ότι ο διεθνής εμπορικός ανταγωνισμός διαφοροποιείται από τον ανταγωνισμό των ατο­ μικών κεφαλαίων στο εσωτερικό ενός κοινωνι­ κού σχηματισμού πρώτα απ’ όλα κατά το ότι λει­ τουργεί πολύ λιγότερο «πιεστικά» για τους «εταίρους» που κατέχουν τη χαμηλότερη παρα­ γωγικότητα της εργασίας. Οι λιγότερο αναπτυγ­ μένες χώρες συμμετέχουν δηλαδή στο διεθνές εμπόριο χωρίς η θέση τους στην παγκόσμια αγο­ ρά να απειλείται από τις περισσότερο αναπτυγ­ μένες χώρες, στον ίδιο βαθμό που απειλείται η θέση μιας λιγότερο «παραγωγικής» επιχείρησης στο εσωτερικό ενός βιομηχανικού κλάδου μιας εθνικής οικονομίας. Για να .αναφέρουμε μόνο

Μ

ένα παράδειγμα και μάλιστα από την κατηγορία των αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών, έχει υπολογιστεί ότι στη δεκαετία του 1950 η παρα­ γωγικότητα της εργασίας στις ΗΠΑ ήταν 3-10 φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στις ηγετικές χώρες της Δυτ. Ευρώπης ή στην Ιαπωνία. Παρά όμως αυτή την υπεροχή τους και παρά τη φιλελευθε­ ροποίηση του διεθνούς εμπορίου μετά το Β' Πα­ γκόσμιο Πόλεμο με βάση τις συμφωνίες του GATT, οι ΗΠΑ όχι μόνο δεν εκτόπισαν τους ανταγωνιστές τους από την παγκόσμια αγορά, αλλά είδαν τα μερίδια των εισαγωγών στην εσω­ τερική τους αγορά να διευρύνονται συνεχώς. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε, φυσικά, καθώς οι διεθνείς οικονομικοί ανταγωνιστές των ΗΠΑ


28/αφιερωμα (και κυρίως η Ιαπωνία και η Δυτ. Γερμανία) κατάφερναν να καλύψουν το αναπτυξιακό χάσμα που τους χώριζε από τις ΗΠΑ. Η ιδιομορφία αυτή του διεθνούς ανταγωνι­ σμού είχε γίνει αντιληπτή από πολύ παλιά. Για την ερμηνεία της ο David Ricardo, χρησιμοποίη­ σε ένα μοντέλο δυο χωρών-όύο εμπορευμάτων με βάση το οποίο διατύπωσε τη θεωρία, που είναι σήμερα γνωστή ως το θεώρημα των συγκριτικών κοστών (comparative costs). Σύμφωνα με το θεώ­ ρημα του Ricardo, αν το εξωτερικό εμπόριο ανά­ μεσα σε δυο χώρες, την Α και τη Β, αφορά δυο εμπορεύματα, το εμπόρευμα 1 (που παράγεται από τους κλάδους Α! και Β) των εν λόγω χω­ ρών) και το εμπόρευμα 2, (που παράγεται αντί­ στοιχα από τους κλάδους Α2 και Β2), και η πα­ ραγωγικότητα της εργασίας (μονάδες εμπορεύ­ ματος ανά ώρα εργασίας) στη χώρα Α είναι γενι­ κά ψηλότερη απ’ ό,τι στη Β, πλην όμως αυτή η υπεροχή της χώρας Α στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι συγκριτικά μεγαλύτερη σε ανα­ φορά με το εμπόρευμα 1 (εντονότερη υπεροχή του κλάδου Α[ ως προς τον Β]) παρά με το εμπόρευμα Β (συγκριτικά λιγότερο έντονη υπε­ ροχή του κλάδου Α2 ως προς τον Β2), τότε είναι προς το συμφέρον και των δυο χωρών, η πρώτη (η Α) να εξειδικευθεί στην παραγωγή μόνο του εμπορεύματος 1 και η δεύτερη (η Β) στην παρα­ γωγή μόνο του εμπορεύματος 2. Το ερώτημα που ανακύπτει από το θεώρημα του Ricardo είναι γιατί η χώρα Α έχει συμφέρον, στο διεθνή ανταγωνισμό της με τη χώρα Β, να αναστείλει την παραγωγή του εμπορεύματος 2, παρότι και σε αναφορά με το εμπόρευμα αυτό, υπερέχει έναντι της χώρας Β. Πώς δηλαδή, τα σχετικά πλεονεκτήματα κόστους ή οι σχετικές αξιακές διαφορές μετατρέπονται σε απόλυτα πλεονεκτήματα κόστους και σε απόλυτες αξιακές διαφορές. Προφανώς, και εφόσον πρόκειται για αναπτυγμένο διεθνή ανταγωνισμό (δηλαδή, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, και οι δυο χώρες εί­ ναι σε θέση να παράγουν και τα δυο εμπορεύμα­ τα), οι διαφορές στις τιμές των εμπορευμάτων από χώρα σε χώρα είναι η κύρια αιτία της διε­ θνούς ανταλλαγής. Ο Ricardo λύνει, λοιπόν, το πρόβλημα της μετατροπής των σχετικών αξι ο­ κών διαφορών σε απόλυτες, υποθέτοντας τη λει­ τουργία ενός αυτοματισμού σε αναφορά με την τιμή των πολύτιμων μετάλλων σε κάθε χώρα: θεωρεί ότι τα διεθνή αποθέματα χρυσού, κατανέμονται στις διαφορετικές χώρες κατά τέτοιο τρόπο, που να επιτρέπει να διεξάγονται οι διε­ θνείς ανταλλαγές σαν να επρόκειτο για «φυσική κυκλοφορία» εμπορευμάτων, δηλαδή εμπόριο αντιπραγματισμού, χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος ή χρυσού. Έτσι σε μια χώρα, δεν μπορεί να εισαχθεί ένα εμπόρευμα αν δεν πουληθεί εκεί έναντι μεγαλύτερης ποσότητας χρυσού απ’ ό,τι στη χώρα που το εξάγει. (Αυτό ισχύει τόσο για

τις εξαγωγές της χώρας Α στη Β, όσο και γι’ αυ­ τές της Β στην Α). Η χώρα που κατέχει την ψη­ λότερη παραγωγικότητα της εργασίας επιτυγχά­ νει αυξημένες εξαγωγές, αλλά και αυξημένες εισ­ ροές χρυσού από το εξωτερικό. Αυτές οι τελευ­ ταίες οδηγούν σε ανατίμηση του νομίσματος της περισσότερο αναπτυγμένης χώρας και αντίστοι­ χα υποτίμηση του νομίσματος της λιγότερο ανα­ πτυγμένης χώρας. Η ανταλλακτική αξία ως προς το χρυσό της νομισματικής μονάδας της χώρας με την ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά και της χώρας με τη χαμηλότερη παραγωγι­ κότητα εργασίας, αναπροσαρμόζονται έτσι μέσα από τη σχέση εξαγωγών και εισροών χρυσού κα­ τά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλιστεί η ισχύς του θεωρήματος των συγκριτικών κοστών. Παρότι πίσω από τη θέση του Ricardo για την κατανομή των αποθεμάτων χρυσού κατ’ αντι­ στοιχία της «φυσικής κυκλοφορίας» των εμπο­ ρευμάτων κρύβεται η απουσία μιας θεωρίας σχη­ ματισμού των διεθνών αξιών (βλ. Busch 1974, σελ. 74-89), εντούτοις η θέση αυτή αποδίδει την εμπειρική εικόνα της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών κατά την ιστορική φάση ισχύος του «χρυσού κανόνα». Το θεώρημα του Ricardo εξακολουθεί μέχρι σήμερα να γίνεται αποδεκτό υπό διάφορες μορ­ φές ή παραλλαγές, περισσότερο γνωστή από τις οποίες είναι το θεώρημα Heckscher-Ohlin (στο εξής Η-Ο), που ουσιαστικά αποτελεί τη νεο-κλασική μεταγραφή του ρικαρδιανού θεωρήματος (κριτήριο της «επάρκειας των συντελεστών πα­ ραγωγής» αντί για αναφορά σε αξίες και διαφο­ ρές στην παραγωγικότητα εργασίας κ.λπ.). Σύμ­ φωνα με το θεώρημα Η-Ο η εξέλιξη του διεθνούς εμπορίου μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τις δια­ φορές που υφίστανται στην κατανομή των συ­ ντελεστών παραγωγής στις διάφορες χώρες. Οι χώρες που ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγο­ ρά έχουν συμφέρον να ειδικευθούν στα προϊόντα που η παραγωγή τους απαιτεί τη χρήση του «συντελεστή παραγωγής», ο οποίος βρίσκεται σε σχετική επάρκεια σε σύγκριση με ό,τι επικρατεί σε άλλες χώρες. Έτσι οι αναπτυγμένες χώρες έχουν συμφέρον να ειδικευθούν, σύμφωνα με μια νεότερη διατύπωση του θεωρήματος Η-Ο (Neo factor-proportions Theorem), στους κλά­ δους «έντασης ανθρώπινου κεφαλαίου» (κλάδοι υψηλής τεχνολογίας), οι χώρες «μεσαίας ανά­ πτυξης» στους «παραδοσιακούς» κλάδους «έντα­ σης κεφαλαίου» και οι «αναπτυσσόμενες χώρες» στους κλάδους «έντασης εργασίας». Στο θεώρημα Η-Ο, από το οποίο απορρέει ευ­ θέως η θέση ότι τα αποτελέσματα του διεθνούς εμπορίου είναι κυρίως διακλαδικού (και όχι ενδοκλαδικού) χαρακτήρα (ενίσχυση κλάδων στους οποίους βρίσκεται σε σχετική επάρκεια ένας συγκεκριμένος «συντελεστής παραγωγής»), άσκησαν κριτική μια σειρά προσεγγίσεις, οι


αφιερωμα/29 οποίες ερμηνεύουν το διεθνές εμπόριο με βάση υποθέοεις σχετικά με τη δομή της ξήτηιτης. Έτσι, ο Burenstam-Linder (1961) ξεκινά από τη θέση ότι τα εμπορεύματα παράγονται και κυκλο­ φορούν στην παγκόσμια αγορά για να ικανο­ ποιήσουν ανάγκες, οι οποίες εξαρτώνται από ένα συγκεκριμένο επίπεδο εισοδήματος. Από τη θέση αυτή συνάγει το συμπέρασμα ότι το διεθνές εμπόριο μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ανάμεσα σε χώρες με συγκρίσιμο επίπεδο ανάπτυξης και ανάλογες κλαδικές δομές (θέση που θεμελιώνε­ ται και εμπειρικά, από τις στατιστικές της γεω­ γραφικής κατανομής του παγκόσμιου εμπορίου). Πρόκειται, επομένως, αποφαίνεται η προσέγ­ γιση αυτή, για ένα εμπόριο που τείνει να εδραιώσει ανταλλαγές ενδοκλαδικού χαρακτήρα (αύξηση και των εισαγωγών και των εξαγωγών κάθε κλάδου των εν λόγω χωρών). Αντίθετα, το εμπόριο ανάμεσα σε χώρες με ριζικά διαφορετι­ κό επίπεδο ανάπτυξης δεν αναπτύσσεται, αλλά διατηρεί το χαρακτήρα του «διαφοροποιημένου εμπορίου» που αφορά ορισμένες μόνο κατηγορίε εμπορευμάτων (π.χ. πρώτες ύλες από τις υπι νάπτυκτες χώρες έναντι βιομηχανικών πρε όντων από τις βιομηχανικές χώρες). Στην ίδιο κατεύθυνση κινείται και η θεωρία της όιαφος, ποίησης των προϊόντων του Hesse (1966). Η θεωρία αυτή ξεκινάει από τη διαπίστωση ότι εμπορεύματα του ίδιου τύπου, που κυκλοφορούν στην παγκόσμια αγορά, διαφοροποιούνται μετα­ ξύ τους σε συνάρτηση με δύο παραμέτρους, από τις οποίες καθορίζεται η ζήτηση: την τιμή και 0 την ποιότητα. Καθεμία από τις δυο αυτές παρα­ μέτρους. λειτουργεί για το σύνολο των κατανα­ λωτών κάθε χωράς, ως κριτήριο επιλογής του προϊόντος που θα αγοράσουν, με αποτέλεσμα, εφόσον πρόκειται για χώρες με συγκρίσιμα επί­ πεδα ανάπτυξης, να αγοράζονται στη λιγότερο αναπτυγμένη χώρα (και) τα ακριβότερα αλλά ποιοτικά ανώτερα εμπορεύματα της περισσότερο αναπτυγμένης χώρας, αλλά και αντίστροφα, να αγοράζονται στην περισσότερο αναπτυγμένη χώ­ ρα (και) τα φθηνότερα, αν και χαμηλότερης ποιότητας, εμπορεύματα της λιγότερο αναπτυγ­ μένης χώρας. Τα αποτελέσματα του διεθνούς εμπορίου θεωρούνται, λοιπόν και πάλι, ενδοκλαδικού τύπου. Σε ανάλογα συμπεράσματα κα­ ταλήγει και ο Posner (1961), αλλά και άλλοι συγ­ γραφείς. Στο σημείο αυτό μπορούμε να παρατηρήσου­ με, ότι καμιά από τις θεωρίες του διεθνούς εμπορίου που αναφέραμε, μετά το θεώρημα του Ricardo, δεν αμφισβητεί τη βασική υπόθεση αυ­ τού του θεωρήματος: ότι δηλαδή, παρά τα δια­ φορετικά επίπεδα ανάπτυξης των χωρών που συμμετέχουν στο διεθνή ανταγωνισμό, όλες οι χώρες είναι δυνατόν να οφελούνται απ’ το διε­ θνές εμπόριο. Οι διαφοροποιήσεις εντοπίζονται κυρίως στις εκτιμήσεις για το τι είδους οφελήμα-

τα-αποτελέσματα παράγονται από το διεθνές εμπόριο. Το θεώρημα Η-Ο υποθέτει την κατανο­ μή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων σε διακλαδικό επίπεδο, εφόσον οι συγκριτικές διαφορο­ ποιήσεις εντοπίζονται στις διαφορετικές εντά­ σεις των συντελεστών της παραγωγής. (Κλάδοι έντασης εργασίας ή έντασης κεφαλαίου). Αντί­ θετα, το θεώρημα του Ricardo αναφέρεται σε «κλάδους» στα πλαίσια ενός μοντέλου δυο χωρών-δυο εμπορευμάτων, πράγμα που σημαίνει ότι η κατανομή των συγκριτικών πλεονεκτημά­

των μπορεί στην πραγματικότητα να αφορά κλά­ δους, αλλά εξίσου μπορεί να αφορά επιμέρους παραγωγικές ενότητες ή μονάδες στο εσωτερικό ενός και του αυτού κλάδου της παγκόσμιας οι­ κονομίας. Παράλληλα, στο μοντέλο του Ricardo, ο ανταγωνισμός είναι ολοκληρωμένος, δηλαδή όλες (και οι δυο) χώρες, είναι παραγωγοί όλων (και των δυο) εμπορευμάτων, κάτι που στην πραγματικότητα μπορεί να υποτεθεί ότι επαλη­ θεύεται προσεγγιστικά μόνο στο εμπόριο ανάμε­ σα σε χώρες με συγκρίσιμα (αν και διαφορετικά) επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας. Με βά­ ση την υπόθεση του ολοκληρωμένου διεθνούς ανταγωνισμού, υπόθεση την οποία άλλωστε αποδέχεται και το θεώρημα Η-Ο, οι θεωρίες που αναλύουν τη δομή της ζήτησης υποστηρίζουν ότι η κατανομή των συγκριτικών πλεονεκτημάτων έχει κυρίως ενδοκλαδικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τις προσεγγίσεις αυτές, όπως είπαμε, οι προϋ­ ποθέσεις του ολοκληρωμένου ανταγωνισμού ισχύουν μεταξύ χωρών με σχετικά μικρές διαφο­ ρές στην κλαδική οικονομική τους δομή, γεγονός που δεν αφήνει περιθώρια για διακλαδικού τύ­ που διαφοροποιήσεις του εμπορίου τους. Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι τελευταίες αυ­ τές θεωρίες δε βασίζονται σε έννοιες και θεωρη­ τικές κατηγορίες που να συλλαμβάνουν τον διε­ θνή ανταγωνισμό ως μια κοινωνική και ταυτό­ χρονα δυναμική διαδικασία. Οι ερμηνείες που δίνουν οι θεωρίες αυτές, ακόμα κι όταν αποτε­ λούν μια περιγραφή της εμπειρικά διαπιστώσιμης πραγματικότητας, αποτυγχάνουν να ερμη­ νεύσουν την εσωτερική αιτιότητα των φαινομέ­ νων. Δεν απαντούν έτσι στο βασικό ερώτημα, του πώς μέσα από τον διεθνή ανταγωνισμό μετατρέπονται τα συγκριτικά πλεονεκτήματα μιας χώρας με χαμηλότερη, σε διεθνή σύγκριση, πα­ ραγωγικότητα της εργασίας, σε απόλυτα πλεονε­ κτήματα. Γιατί, δηλαδή, τα εμπορεύματα της πε­ ρισσότερο αναπτυγμένης χώρας* δεν είναι και ποιοτικά ανώτερα και φθηνότερα από εκείνα της λιγότερο αναπτυγμένης,3 οπότε όλη η ανάλυση του Hesse (1966) ή του Burenstam-Linder (1961) για τη διαφοροποίηση της ζήτησης δε θα είχε νόημα. Αλλά και το θεώρημα Η-Ο, επειδή ακρι­ βώς, αντίθετα από τη θεωρία του Ricardo, δεν βασίζεται στη θεωρία της αξίας, δεν είναι σε θέ­ ση να εξηγήσει τη μετατροπή των συγκριτικών


30/αφιερωμα πλεονεκτημάτων σε απόλυτα, παρά μόνο μέσα

από την υπόθεση ότι οι συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποιότητας σ' όλες τις χώρες, πράγμα που σημαίνει ότι οι ίδιες ποσότητες συ­ ντελεστών θα έδιναν την ίδια ποσότητα αγαθών σ’ όλες τις χώρες (βλ. π.χ. Πουρναράκης-Χασσίδ 1988, σελ. 168-172). Με δεδομένο, όμως, ότι πρόκειται για χώρες με διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης (δηλαδή διαφορετικό επίπεδο παρα­ γωγικότητας της εργασίας, ακόμα και όταν πρό­ κειται για παραγωγικές διαδικασίες και μέσα παραγωγής του αυτού είδους και τεχνολογικού επιπέδου, βλ. Ιωακείμογλου, 1983), η υπόθεση αυτή του θεωρήματος Η-Ο είναι αυθαίρετη και λανθασμένη. 2. Η τροποποίηση του νόμου της αξίας στην παγκόσ μ ια αγορά ε βάση τις πρατηρήσεις που προηγήθηκαν, θεωρούμε εδώ απαραίτητο να επιστρέφου­ με στις έννοιες της θεωρίας της αξίας, όπως αυ­ τές αναπτύχθηκαν από τους Κλασικούς της Οι­ κονομικής θεωρίας, για να διερευνήσουμε με ένα, όσο το δυνατόν θεωρητικά συνεκτικό τρό­ πο, τα συμπεράσματα των θεωριών του διεθνούς εμπορίου, και ιδιαίτερα να εξετάσουμε την εφαρμοσιμότητα ή μη του θεωρήματος του Ricar­ do, στις σημερινές συνθήκες των κυμαινομένων διεθνών συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ορισμένες από τις αναλύσεις που ανέπτυξε ο Marx στο Κε­ φάλαιο μπορούν να αποτελέσουν. κατά τη γνώμη

Μ

Ο Marx δεν ασχολήθηκε κατά τρόπο αναλυτι­ κό ή συστηματικό με το πρόβλημα. Εν τούτοις, μια παρατήρησή του για το διεθνή ανταγωνισμό άνισα αναπτυγμένων χωρών, μπορεί να μας χρη­ σιμεύσει ως κλειδί για να προσεγγίσουμε, σε συνδυασμό με τις έννοιες της πρόσθετης υπερα­ ξίας και του πρόσθετου κέρδους, τη λειτουργία του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά. Ο Marx θα επισημάνει, λοιπόν, ότι το διαφορετικό επίπεδο παραγωγικότητας της εργασίας των κε­ φαλαίων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, επιτρέπει, κατ’ αναλογία με ό,τι συμβαίνει και στην εσωτερική αγορά, στα περισσότερο «παραγωγικά» κεφάλαια να αποκο­ μίζουν ένα πρόσθετο κέρδος: Γιατί η «ατομική αξία» των εμπορευμάτων που παράγουν είναι χαμηλότερη από την (πραγματική και μοναδική) αξία τους, που καθορίζεται κοινωνικά στο επί­ πεδο της (διεθνούς, στην περίπτωση αυτή) αγο­ ράς.4 Επειδή, μάλιστα, η αξία των εμπορευμά­ των είναι η κοινωνικά προσδιοριζόμενη αξία τους και όχι η «ατομική τους αξία», η πρόσθετη υπεραξία και το πρόσθετο κέρδος δεν προκύπτει ως «άνιση ανταλλαγή» ή «μεταφορά αξίας» ανά­ μεσα στους ανταγωνιζόμενους ατομικούς εμπο-

ρευματοπαραγωγούς, αλλά ως αποτέλεσμα της ικανότητας του περισσότερο αναπτυγμένου κε­ φαλαίου να εκμεταλλεύεται αποτελεσματικότερα από τον κοινωνικό μέσο όρο την εργασιακή δύ­ ναμη. Έγραφε, λοιπόν, ο Marx: «Κεφάλαια' που εί­ ναι τοποθετημένα στο εξωτερικό εμπόριο, μπο­ ρούν να αποφέρουν ψηλότερο ποσοστό κέρδους, πρώτον, γιατί εδώ ανταγωνίζονται με εμπορεύ­ ματα που παράγονται από χώρες με λιγότερες ευκολίες παραγωγής, έτσι που η πιο προοδευμένη χώρα πουλάει τα εμπορεύματά της πάνω από την αξία τους,5 μόλο που τα πουλάει πιο φθηνά από των ανταγωνιστριών χωρών. Το ποσοστό του κέρδους ανεβαίνει, εφόσον η εργασία της πιο προοδευμένης χώρας αξιοποιείται εδώ ως εργασία μεγαλύτερου ειδικού βάρους, ανεβαίνει το ποσοστό κέρδους, γιατί η εργασία που πλη­ ρώνεται όχι σαν ποιοτικά ανώτερη εργασία, πουλιέται σαν τέτοια. Η ίδια σχέση μπορεί να συμβεί σε βάρος της χώρας, στην οποία στέλνο­ νται εμπορεύματα και από την οποία παίρνουν εμπορεύματα. Μπορεί δηλαδή, η χώρα αυτή, να δίνει in natura περισσότερη αντικειμενοποιημένη εργασία απ’ όση παίρνει, παρόλο που παίρνει το εμπόρευμα πιο φτηνά απ’ ό,τι θα μπορούσε να το παραγάγει η ίδια. Ακριβώς, όπως ο εργοστα­ σιάρχης, που χρησιμοποιεί μια νέα εφεύρεση προτού γενικευθεί η χρησιμοποίησή της πουλάει πιο φτηνά από τους ανταγωνιστές του και που ωστόσο πουλάει το εμπόρευμά του πάνω από την ατομική του αξία, δηλαδή αξιοποιεί σαν υπερεργασία την ειδικά ψηλότερη παραγωγική δύναμη της εργασίας που χρησιμοποιεί. Πραγματοποιεί έτσι, ένα πρόσθετο κέρδος». (Κ. Μαρξ, Το Κε­ φάλαιο, τ. III, σελ. 300, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Η αξία, λοιπόν, ενός εμπορεύματος, τόσο στην εσωτερική αγορά μιας χώρας, όσο και στη διε­ θνή αγορά, εκφράζει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, που απαιτείται για την παρα­ γωγή αυτού του εμπορεύματος. Η έννοια του κοινωνικά αναγκαίου χώρου ερ­ γασίας αναφέρεται στους κοινωνικούς όρους και στις κοινωνικές συνθήκες, μέσα στις οποίες τα προϊόντα του μεμονωμένου παραγωγού μετασχη­ ματίζονται σε εμπορεύματα. Η έννοια αυτή δεν προϋποθέτει απλώς την ύπαρξη γενικά ενός κοι­ νωνικού καταμερισμού της εργασίας, αλλά και την ύπαρξη κάποιων ειδικών κοινωνικών σχέ­ σεων, που διασφαλίζουν ότι οι επιμέρους εργα­ σιακές διαδικασίες κοινωνικοποιούνται μέσω της αγοράς. Η παγκόσμια αγορά είναι η έκφρα­ ση της οικονομικής σύνδεσης και αλληλεξάρτη­ σης ατομικών καπιταλιστικών παραγωγικών διαδικασιών (ή αλλιώς, ατομικών εμπορευματοπαραγωγών), που ανήκουν σε διαφορετικές χώ­ ρες (σε διαφορετικά - εθνικά - «συνολικά κεφά­ λαια»). Ό πω ς σημειώνουν οι Busch κ.ά., 1984:


αφιερωμα/31 «Ό ταν ανταγωνίζονται στην εσωτερική αγορά εθνικά προϊόντα με άλλα εθνικά προϊόντα του ίδιου είδους, τότε προσδιορίζεται σε εθνικό επί­ πεδο ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας και μαζί του και το μέγεθος της αξίας των εμπο­ ρευμάτων. Ό ταν βρίσκονται αντιμέτωπα τα προϊόντα διαφορετικών χωρών στην παγκόσμια αγορά, τότε προσδιορίζεται σε διεθνές επίπεδο ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας και δια­ μορφώνονται αντίστοιχα διεθνείς αξίες. Η διε­ θνής αξία ενός εμπορεύματος προσδιορίζεται από τον - σε διεθνές επίπεδο - κατά μέσο όρο αναγκαίο χρόνο εργασίας, ο οποίος είναι απα­ ραίτητος για την παραγωγή του» (σελ. 43). Παρά τις αναλογίες αυτές που υφίστανται ανάμεσα στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά, εν τούτοις, η πρώτη δεν αποτελεί ένα απλό υποσύ­ νολο της δεύτερης. Η εθνική συγκρότηση του κε­ φαλαίου αντανακλάται σε συγκεκριμένες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διαφορετικές εθνικές σφαίρες κυκλοφορίας (αγορές). Ακόμα κι αν παραβλέπουμε τις κρατικές πολιτικές και τα μέτρα άμεσου ή έμμεσου προστατευτισμού, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις διαφορετι­ κές εθνικές σφαίρες κυκλοφορίας προκύπτουν από την ύπαρξη των διαφορετικών εθνικών νο­ μισμάτων, από την ανυπαρξία, δηλαδή, ενός ενι­ αίου παγκόσμιου νομίσματος. Έτσι, ενώ σε εθνικό επίπεδο οι τιμές των εμπορευμάτων εκφράζονται «αυτομάτως» σε μο­ νάδες του εθνικού νομίσματος, στο διεθνές επί­ πεδο λαμβάνει χώρα ο μετασχηματισμός του εθνικού «χρηματικού τους ονόματος» σε διεθνές νόμισμα. Η απουσία ενός γενικού ισοδυνάμου (χρήματος) σε διεθνές επίπεδο απαιτεί, δηλαδή, τη δημιουργία μιας σχέσης ανταλλαγής ανάμεσα στις νομισματικές μονάδες των διαφορετικών χωρών. Αποδεικνύεται ότι οι τυχόν αναντιστοιχίες ανάμεσα στη θέση μιας χώρας στη διεθνή κλίμα­ κα της παραγωγικότητας της εργασίας (θέση που εκφράζει το πόσες ώρες εθνικής εργασίας αντι­ στοιχούν σε μια ώρα διεθνούς εργασίας) από τη μια, και στη θέση του νομίσματος της στο διε­ θνές σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών από την άλλη, θέτουν σε κίνηση διορθωτικούς μηχα­ νισμούς αναπροσαρμογής των νομισματικών ισοτιμιών (υποτίμηση ή ανατίμηση του εθνικού νομίσματος λόγω εμπορικών ελλειμμάτων ή αντί­ στοιχα πλεονασμάτων), οι οποίοι αποκαθιστούν την αντιστοιχία ανάμεσα στη θέση αυτής της χώ­ ρας στη διεθνή κλίμακα της παραγωγικότητας της εργασίας και στη διεθνή θέση του νομίσμα­ τος της. Η αναντιστοιχία θα είχε ,δηλαδή ως αποτέλεσμα το να πουλιούνται τα εμπορεύματα αυτής της χώρας στη διεθνή αγορά πάνω ή αντί­ στοιχα κάτω από τη διεθνή αξία τους. Οι πιέσεις από το θετικό ή αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο και η αντίστοιχη διεθνής ζήτηση του νομίσματος της

χώρας θα τείνουν να αποκαταστήσουν την τιμή του εν λόγω νομίσματος στα «κανονικά» της επί­ πεδα. ς δούμε όμως, με περισσότερο αναλυτικό τρόπο, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κεφαλαιακού ανταγωνισμού στη διεθνή αγορά. Το εθνικό κεφάλαιο το οποίο παράγει με μια πάνω από το διεθνή μέσο όρο παραγωγικότητα της εργασίας, δαπανά για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου εμπορεύματος λιγότερες ώρες ερ­ γασίας από το εθνικό κεφάλαιο, το οποίο παρά­ γει με την κοινωνικά μέση διεθνή παραγωγικότη­ τα της εργασίας. Το αποτέλεσμα αυτό των δια­ φορών στην παραγωγικότητα της εργασίας είναι το να αποκομίζει το περισσότερο αναπτυγμένο εθνικό κεφάλαιο ένα πρόσθετο κέρδος στην πα­ γκόσμια αγορά: ομοειδή εμπορεύματα έχουν στην παγμόσμια αγορά μία ενιαία αξία, δηλαδή ενσωματώνουν την ίδια ποσότητα διεθνούς ερ­ γασίας. Ωστόσο, έχουν παραχθεί από κεφάλαια με διαφορετικές εθνικές παραγωγικότητες εργα­ σίας. Έτσι, η ενιαία διεθνής αξία αντιστοιχεί σε διαφορετικές εθνικές αξίες του εν λόγω εμπορεύ­ ματος. Το εμπόρευμα του πάνω από το μέσο όρο αναπτυγμένου κεφαλαίου αντιπροσωπεύει, λοι­ πόν, μια εθνική (ατομική) αξία χαμηλότερη από τη διεθνή. Καθώς στην παγκόσμια αγορά το εμπόρευμα αυτό πραγματοποιείται με βάση τη διεθνή αξία του, το πάνω από τον διεθνή μέσο όρο αναπτυγμένο εθνικό κεφάλαιο αποκομίζει μια πρόσθετη υπεραξία (και ένα πρόσθετο κέρ­ δος). Αντίστοιχα το κάτω από τον διεθνή μέσο όρο αναπτυγμένο εθνικό κεφάλαιο αποκομίζει ένα κέρδος χαμηλότερο από το μέσο. Πρόκειται, λοιπόν εδώ, για ένα διεθνή αντα­ γωνισμό, ο οποίος προσομοιάζει με τον ανταγω­ νισμό στο εσωτερικό, ενός εθνικού βιομηχανικού κλάδου. Κεφάλαια με άνιση παραγωγικότητα της εργασίας ανταγωνίζονται στην παραγωγή ομοειδών εμπορευμάτων. Στην εσωτερική αγο­ ρά, ο ενδοκλαδικός αυτός ανταγωνισμός οδηγεί τελικά στον διακλαδικό ανταγωνισμό, με τις με­ τακινήσεις κεφαλαίων από τον έναν κλάδο πα­ ραγωγής στον άλλο και τη δημιουργία, τελικά, των τιμών παραγωγής. Προϋπόθεση για μια τέ­ τοια εξέλιξη είναι όμως η καταρχήν δημιουργία ενός ενιαίου ποσοστού κέρδους σε κάθε κλάδο παραγωγής, η τάση δηλαδή για κατάργηση των πρόσθετων κερδών και των γενικότερων ενδοκλαδικών ανισοτήτων στο ποσοστό κέρδους: α) με τη γενίκευση των παραγωγικότερων τε­ χνικών παραγωγής στο εσωτερικό κάθε κλάδου, β) με τον εκμηδενισμό (κλείσιμο ή απορρόφη­ ση από άλλα κεφάλαια) των μεμονωμένων κεφα­ λαίων που δεν μπορούν να εκσυγχρονίσουν τις παραγωγικές τους τεχνικές, ώστε να φθάσουν τα μέσα επίπεδα παραγωγικότητας της εργασίας.

Α


32/αφιερωμα Στο επίπεδο της διεθνούς αγοράς υφίστανται, εν τούτοις, ορισμένα αποφασιστικής σημασίας εμπόδια, που ακυρώνουν την τάση εμπέδωσης των δύο αυτών διαδικασιών: η εθνική συγκρότη­ ση του κεφαλαίου τροποποιεί αποφασιστικά τους όρους του διεθνούς ανταγωνισμού και τεί­ νει να καταργήσει τα πρόσθετα κέρδη των πε­ ρισσότερο αναπτυγμένων κεφαλαίων, άρα και την πίεση πάνω στα λιγότερο αναπτυγμένα εθνι­ κά κεφάλαια. Μπορούν, λοιπόν, να σταθερο­ ποιηθούν σχετικά και να αναπαράγονται σε μονιμότερη βάση οι διεθνείς διαφορές στην παρα­ γωγικότητα της εργασίας, γεγονός που δεν επι­ τρέπει την ανάπτυξη ενός διεθνούς διακλαδικού ανταγωνισμού, ο οποίος και θα κατέληγε στο σχηματισμό διεθνών τιμών παραγωγής και ενός διεθνούς γενικού ποσοστού κέρδους.

Οι νομισματικοί μηχανισμοί, που μόλις περιγράψαμε, τροποποιούν τη λειτουργία του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά: εδώ, στην πα­ γκόσμια αγορά, η αναπροσαρμογή της τιμής του εθνικού νομίσματος λειτουργεί προστατευτικά για τα λιγότερο αναπτυγμένα (εθνικά) κεφά­ λαια. Οι διεθνείς διαφορές στην παραγωγικότη­ τα της εργασίας μπορούν έτσι να αναπαράγονται, ενώ τα πρόσθετα κέρδη, που αποκομίζουν τα περισσότερο αναπτυγμένα εθνικά κεφάλαια, εξανεμίζονται. Μέσα από την υποτίμηση του νο­ μίσματος της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας με­ τασχηματίζονται οι «ψηλές» εθνικές τιμές των προϊόντων της σε μέσες (ή και χαμηλές) διεθνείς τιμές αγοράς. Αντίστοιχα, οι «χαμηλές» εθνικές τιμές των προϊόντων της περισσότερο αναπτυγ­ μένης χώρας (της χώρας με τη σχετικά ψηλότερη Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την τροποποίη­ παραγωγικότητα της εργασίας) μετατρέπονται ση τον νόμον της αξίας στην παγκόσμια αγορά: και πάλι, μέσα από την ανατίμηση του εθνικού στην ιδανική περίπτωση (δηλαδή αν αγνοήσουμε νομίσματος, σε μέσες διεθνείς τιμές. τα μέτρα της κρατικής εξωτερικής οικονομικής Ό πω ς παρατηρούν οι Busch κ.ά. (1984): «Η πολιτικής), οι συνθήκες του κεφαλαιακού αντα­ τροποποίηση του νόμου της αξίας στην παγκό­ γωνισμού τροποποιούνται από την ύπαρξη δια­ σμια αγορά περιλαμβάνει δυο συνιστώσες: Από φορετικών εθνικών νομισμάτων και τις αντίστοι­ τη μια καθίσταται αδύνατη - σε αντίθεση με ό,τι χες νομισματικές ισοτιμίες. Η διακύμανση των συμβαίνει στο εθνικό επίπεδο - η σε μόνιμη βάση ισοτιμιών αυτών λειτουργεί, δηλαδή, προ­ ιδιοποίηση πρόσθετων κερδών από τα εθνικά κε­ στατευτικά για τα λιγότερο αναπτυγμένα εθνικά φάλαια με παραγωγικότητα πάνω από το μέσο κεφάλαια. όρο, ακόμα κι αν τα κεφάλαια αυτά διατηρή­ Οι χώρες με τη διεθνώς ψηλότερη παραγωγι­ σουν την υπεροχή τους ως προς την παραγωγι­ κότητα της εργασίας είναι αρχικά σε θέση να κότητα έναντι των αλλοδαπών ανταγωνιστών πραγματοποιούν στην παγκόσμια αγορά τα τους. Από την άλλη, μπορούν να διατηρηθούν εμπορεύματα που παράγουν σε τιμές χαμηλότε­ επίσης με επιτυχία στην παγκόσμια αγορά εθνι­ ρες από αυτές των λιγότερο «παραγωγικών» κά κεφάλαια με κάτω από το μέσο όρο παραγωανταγωνιστών τους, ώστε, όχι μόνο να αποκομί­ γικότητα»· (σελ. 49). ζουν πρόσθετα κέρδη, αλλά και να διευρύνουν Ένα ζήτημα που τίθεται στο σημείο αυτό, εί­ συνεχώς το μερίδιό τους στην αγορά. Το αποτέ­ ναι κατά πόσο η βασική θέση της «θεωρίας της λεσμα για τις περισσότερο «παραγωγικές» χώ­ τροποποίησης» που μόλις εκθέσαμε, δηλαδή ότι ρες, είναι η δημιουργία σημαντικών εμπορικών η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος μιας χώρας πλεονασμάτων, ενώ παράλληλη είναι και η συνε­ λειτουργεί προστατευτικά για τη θέση της στην χής αύξηση των εμπορικών ελλειμμάτων στις χώ­ παγκόσμια αγορά, επαληθεύεται στην πράξη, με ρες με διεθνώς χαμηλότερη παραγωγικότητα της δεδομένο ότι ο διεθνής ανταγωνισμός αποκλίνει εργασίας. Τα εμπορικά αυτά ισοζύγια - ελλείμ­ πάντοτε από το μοντέλο του ολοκληρωμένου ματα ή αντίστοιχα πλεονάσματα - (κι όχι το ισο­ ανταγωνισμού, σύμφωνα με το οποίο όλες οι κα­ ζύγιο κεφαλαίων ή αντίστοιχα το ισοζύγιο πλη­ τηγορίες εμπορευμάτων μπορούν να παραχθούν ρωμών) είναι όμως ο πλέον αποφασιστικός πα­ από καθεμιά από τις χώρες που μετέχουν στον ράγοντας που καθορίζει τη μακροπρόθεσμη κί­ διεθνή ανταγωνισμό. νηση της διεθνούς τιμής ενός εθνικού νομίσμα­ Καταρχήν είναι βέβαια προφανές, ότι η θεω­ τος. Μια συνεχής επιδείνωση του εμπορικού ισο­ ρία της τροποποίησης τον νόμον της αξίας στην ζυγίου δεν μπορεί παρά μόνο κοντοπρόθεσμα να παγκόσμια αγορά όεν αφορά την περίπτωση τον αντισταθμίζεται από μια αντίστοιχη βελτίωση όιαφοροποιημένον διεθνούς εμπορίον, πον όητου ισοζυγίου κεφαλαίων. Υπό την πίεση έτσι μιονργείται μεταξύ χωρών με ριζικά διαφορετι­ των ελλειμμάτων του εμπορικού ισοζυγίου, υπο­ κές παραγωγικές δομές και επίπεδα ανάπτυξης χρεώνεται η χώρα με τη σχετικά χαμηλότερη πα­ της παραγωγικότητας εργασίας (π.χ. πρώτες ραγωγικότητα της εργασίας να υποτιμήσει το ύλες έναντι βιομηχανικών προϊόντων). Όμως εθνικό της νόμισμα, ενώ αντίστοιχα τα πλεονά­ και στις περιπτώσεις χωρών με συγκρίσιμα επί­ σματα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας με πεδα παραγωγικότητας εργασίας ανάμεσα στις την ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας θέ­ οποίες αναπτύσσονται διεθνείς ανταλλαγές βιο­ τουν σε κίνηση μια διαδικασία ανατίμησης του μηχανικών κατά κύριο λόγο εμπορευμάτων, τί­ δικού της εθνικού νομίσματος.6 θεται επίσης το ερώτημα για το κατά πόσο η


αφιερωμα/33 υποτίμηση του εθνικού νομίσματος μιας χώρας βελτιώνει το εμπορικό ισοζύγιό της: Με δεδομέ­ νο ότι με την υποτίμηση αυξάνει (μειώνεται) η τιμή της μονάδας καθενός εισαγόμενου (εξαγό­ μενου) εμπορεύματος, το ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι προκαλείται μια τέτοιας έκτα­ σης μείωση (αύξηση) της ποσότητας των εισαγομένων (εξαγομένων) εμπορευμάτων, ώστε η συ­ νολική εισαγόμενη (εξαγόμενη) αξία - ως το γι­ νόμενο της τιμής της μονάδας επί την ποσότητα να μεταβάλλεται κατά τρόπο που να επιτρέπει τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου. Εδώ πρέπει να ληφθεί επιπλέον υπόψη το γεγονός ότι η υπο­ τίμηση επιβαρύνει το εμπορικό ισοζύγιο με την αύξηση της τιμής ορισμένων εμπορευμάτων, τα οποία είναι αδύνατον να παραχθούν στην εσωτε­ ρική αγορά σε ποσότητες που να καλύπτουν την εσωτερική ζήτηση, ακόμα και στην περίπτωση των πλέον εκβιομηχανοποιημένων χωρών (πε­ τρέλαιο, πρώτες ύλες, αλλά και ορισμένες κατη­ γορίες βιομηχανικών εμπορευμάτων, όπως π.χ. αυτοκίνητα ή εργαλειομηχανές στις «μικρές» βιομηχανικές χώρες, όπως Βέλγιο, Δανία, Φιν­ λανδία κ.λπ.). Με βάση μια ανάλυση των ελαστικοτήτων ζή­ τησης και προσφοράς των εισαγωγών και των εξαγωγών7 αποδεικνύεται ότι στη γενική περί­ πτωση η υποτίμηση βελτιώνει το ισοζύγιο πλη­ ρωμών. Έτσι, η περίπτωση αυτή ονομάζεται ομαλή και προκύπτει όταν ισχύει η συνθήκη Marshall-Lerner, δηλαδή όταν το άθροισμα των απολύτων τιμών των ελαστικοτήτων ζήτησης των εισαγωγών και των εξαγωγών είναι μεγαλύτερη από 1. Δηλαδή, ισχύει: —nx - n m > 1, όπου nm είναι η ελαστικότητα ζήτησης των εισα­ γωγών της χώρας σε σχέση με την υπολογισμένη σε εγχώριο νόμισμα τιμή των εισαγωγών και ηΧη ελαστικότητα ζήτησης στο εξωτερικό των εξαγω­ γών της χώρας, σε σχέση με τη διεθνή τιμή (υπο­ λογισμένη σε δολάρια) αυτών των εξαγωγών. Επειδή η συνθήκη Marshal-Lerner θεμελιώνεται με βάση τη μη πραγματική υπόθεση ότι οι ελα­ στικότητες προσφοράς των εισαγωγών και των εξαγωγών είναι άπειρες, έγινε αναγκαίο να δια­ τυπωθεί ξανά, με ακριβέστερο τρόπο, η σχέση που περιγράφει την ομαλή εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών σε περίπτωση υποτίμησης του εγχώ­ ριου νομίσματος. Η σχέση αυτή περιγράφεται έτσι, τελικά, από τη συνθήκη Robinson, στην οποία υπεισέρχονται και οι ελαστικότητες προ­ σφοράς: nx + nm + 1 < (ex+em+ l) (nx.nm/ex.em), όπου ex είναι η ελαστικότητα της εγχώριας προσφοράς σε εξαγωγικά αγαθά, σε σχέση με την υπολογισμένη σε εγχώριο νόμισμα τιμή των αγαθών αυτών, και em η ελαστικότητα της προ­

σφοράς του εξωτερικού σε είδη εισαγωγής, υπο­ λογισμένη σε σχέση με τη διεθνή τιμή (σε δολά­ ρια) των ειδών αυτών. (Βλ., για τα ζητήματα αυτά, Rose 1981, σελ. 84 κ.ε., Jarchow/Ruhmann 1982, σελ. 43 κ.ε., Busch 1985, σελ. 161 κ.ε.). Εμπειρικές έρευνες των ελαστικοτήτων έχουν δείξει ότι απαιτείται πάντα ένα χρονικό διάστη­ μα προσαρμογής του ισοζυγίου πληρωμών, προ­ τού αυτό ανταποκριθεί στην υποτίμηση του νο­ μίσματος, ακόμα και στην περίπτωση της «ομα­ λής» συμπεριφοράς του. Παρουσιάζεται δηλαδή μια αρχική περίοδος υστέρησης, η οποία θεωρεί­ ται ότι αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι βραχυ­ χρόνιες ελαστικότητες (για ένα ή δύο χρόνια) παραμένουν πάντα πολύ χαμηλές. Μόνο μετά την πάροδο αυτής της αρχικής περιόδου απο­ κτούν οι ελαστικότητες την ομαλή τους συμπερι­ φορά. Η παρατήρηση αυτή περιγράφεται συχνά με βάση την καμπύλη J : Η εξέλιξη του ισοζυγίου πληρωμών, μετά την υποτίμηση του νομίσματος, θεωρείται δηλαδή ότι ακολουθεί μια τροχιά ανά­ λογη του λατινικού γράμματος J, όπου κοντοπρόθεσμα προκύπτει μια επιδείνωση του εμπορι­ κού ισοζυγίου (περίοδος προσαρμογής - βραχυ­ χρόνιες ελαστικότητες), τάση που στη συνέχεια αντιστρέφεται, καθώς αποκαθίσταται η ομαλή


34/αφιερωμα συμπεριφορά του εμπορικού ισοζυγίου. Από εμπειρικές, έτσι, έρευνες των ελαστικοτή­ των ζήτησης των εισαγωγών και εξαγωγών ορι­ σμένων καπιταλιστικών χωρών (ΗΠΑ, ΟΔΓ, ΗΒ, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Βέλγιο/Λουξεμβούργο) για τη χρονική περίοδο 1955-1970 (Jarchow/Riihmann 1982, σελ. 70), προέκυψε ότι η συνθήκη Marshall-Lerner ικανοποιείται σ’ όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις. Η μετά το 1970 ένταση της διεθνοποίησης της παραγωγής οδήγησε, πάντως, πολλούς μελετητές στην αμφι­ σβήτηση της υποτίμησης ως μέσου εξισορρόπησης των εξωτερικών συναλλαγών μιας χώρας. Η αμφισβήτηση στηρίχθηκε στην άποψη ότι το με­ ρίδιο των εισαγωγών που δεν είναι «ευαίσθητες» στις αλλαγές των τιμών έχει αυξηθεί (εισαγωγές με μικρή ελαστικότητα) εξαιτίας της διεθνοποίη­ σης. Με σκοπό να διαπιστωθεί εάν η παραπάνω άποψη ευσταθεί, έγιναν από τη γαλλική INSEE, με τη βοήθεια του μαθηματικού μοντέλου DMS (Dynamique multisectorielle), προσομοιώσεις με στόχο την εκτίμηση των επιπτώσεων των υποτι­ μήσεων πάνω στη γαλλική οικονομία. Το πρότυ­ πο DMS παίρνει υπόψη του τις διαρθρωτικές αλλαγές της οικονομίας, και ιδιαίτερα την παρα­ γωγική της εξειδίκευση, δηλαδή τον μεταβαλλό­ μενο τρόπο ένταξής της στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Τα κυριότερα συμπεράσματα των προ­ σομοιώσεων είναι ότι: α) Δεν επιβεβαιώνεται η άποψη πως οι διαρθρωτικές αλλαγές στο εξωτε­ ρικό εμπόριο έχουν μεταβάλει την ευαισθησία των όγκων στις μεταβολές των τιμών, β) Αν και η αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυ­ γίου αμέσως μετά την υποτίμηση, λόγω αύξησης των τιμών των εισαγομένων ειδών, είναι εντονό­ τερη από παλιότερα, εξίσου έντονη είναι η μείω­ σή του στη συνέχεια, λόγω μείωσης του όγκου των εισαγωγών. (Για τα παραπάνιο βλ. Catinat, Pisani-Ferry & Schubert, 1985). Βεβαίως, πέρα από την ανάλυση με βάση τις ελαστικότητες, πρέπει να λαμβάνονται. υπόψη και άλλοι παράγοντες που αφορούν τη μεσοπρό­ θεσμη και μακροπρόθεσμη εξέλιξη του εγχώριου παραγωγικού συστήματος σαν συνέπεια της υπο­ τίμησης. Καθοριστικής σημασίας για τη δυνατό­ τητα της εγχώριας παραγωγής να αυξήσει τις εξαγωγές της είναι εδώ ο βαθμός απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού (των μέσων παρα­ γωγής). Σε περίπτωση πλήρους απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού, οι δυνατότητες με­ σοπρόθεσμης αύξησης των εξαγωγών (μέχρι δη­ λαδή η παραγωγική δυνατότητα της χώρας να αυξηθεί μέσα από νέες επενδύσει;) είναι μικρές, αφού όλη η παραγωγή απορροή άται ήδη από την εγχώρια ζήτηση και τις υπάρχουσες εξαγω­ γές. Αντίθετα, στην περίπτωση αργούντος παρα­ γωγικού δυναμικού, οι ευνοϊκές συνθήκες αντα­ γωνισμού που προκύπτουν από την υποτίμηση, μπορούν να αξιοποιηθούν μέσα από την αύξηση

της απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού και τον προσανατολισμό της πρόσθετης παραγω­ γής στην εξωτερική αγορά (αλλά και στην αύξη­ ση της κάλυψης της εσωτερικής αγοράς, εκτοπί­ ζοντας τις εξαγωγές). Σε κάθε περίπτωση πάντως, τόσο οι θεωρητι­ κοί συλλογισμοί, όσο και οι εμπειρικές αναλύ­ σεις επιβεβαιώνουν τη βασική υπόθεση της θεω­ ρίας της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, ότι μέσα από την προστατευ­ τική λειτουργία των συναλλαγματικών διακυ­ μάνσεων γίνεται δυνατή η σταθεροποίηση της θέσης των λιγότερο «παραγωγικών» εθνικών κε­ φαλαίων στην παγκόσμια αγορά. Επιπλέον, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα της θεωρίας της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, ότι στο διεθνή ανταγω­ νισμό μπορούν να σταθεροποιήσουν τις θέσεις τους ακόμα και κεφάλαια με συγκριτικά χαμηλό­ τερη παραγωγικότητα της εργασίας από αυτή των ανταγωνιστών τους, μας επιτρέπει να προ­ σεγγίσουμε τη φιλελευθεροποίηση του διεθνούς εμπορίου μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κα­ θώς και τις τάσεις επιστροφής στον προστατευτι­ σμό από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, φαινό­ μενα που μέχρι και σήμερα μοιάζουν να αποτε­ λούν αινίγματα για πολλούς μελετητές των διε­ θνών οικονομικών σχέσεων (βλ. π.χ. Κυπριανίδης, 1985). Πράγματι, στη διάρκεια της ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου στις βιομηχανικές χώ­ ρες, οι ηγεμονικοί βιομηχανικοί κλάδοι κάθε χώ­ ρας επιζητούσαν το «άνοιγμα» της εθνικής οικο­ νομίας στην παγκόσμια αγορά (με την ελαχιστοποίηση των κάθε λογής μέτρων οικονομικού προστατευτισμού), προσβλέποντας σε μια διεύ­ ρυνση των εξαγωγών τους. Η θέση αυτή των ηγε­ μονικών κλάδων των βιομηχανικών χωρών δε μεταβλήθηκε ούτε όταν ξέσπασε η διεθνής κεφα­ λαιακή κρίση υπερσυσσώρευσης, από το πρώτο μισό ήδη της δεκαετίας του 1970, καθώς οι συ­ ναλλαγματικοί μηχανισμοί εξακολουθούσαν να τους προστατεύουν, έναντι ακόμα και των αντα­ γωνιστών τους με ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας (ή ρυθμούς αύξησης της παραγωγικό­ τητας της εργασίας). Εν τούτοις, ορισμένοι άλ­ λοι κλάδοι της ευρωπαϊκής και αμερικανικής βιομηχανίας (σίδηρος και χάλυβας, αυτοκινητο­ βιομηχανία, ναυπηγεία, υφαντουργία, ένδυση), περιήλθαν σε οξεία κρίση, από την οποία μπόρε­ σαν να επωφεληθούν τα εξαγωγικά κεφάλαια της Ιαπωνίας και ορισμένων «νέων βιομηχανι­ κών χωρών». Η συγκυρία αυτή ευνόησε τη θέ­ σπιση, από τις ΗΠΑ και ορισμένες δυτικοευρω­ παϊκές χώρες, επιλεκτικών προστατευτικών μέ­ τρων, που περιορίζουν την «ελευθερία» των διε­ θνών εμπορικών συναλλαγών της προηγούμενης περιόδου (Busch 1985-α).


αφιερωμα/35 στασίας της εγχώριας παραγωγής, αποτελούν παράγοντες που μπορούν να λειτουργήσουν ανα­ ε βάση την ανάλυση που προηγήθηκε και σταλτικά προς την τάση διεθνούς ειδίκευσης που έχοντας υπόψη ότι αναφερόμαστε στη γε­ περιγράφεται από το θεώρημα του Ricardo. Πέ­ νική περίπτωση του αναπτυγμένου εμπορευματι- ραν αυτού, το θεώρημα του Ricardo δεν περι­ κού ανταγωνισμού (πράγμα που σημαίνει ότι μι­ γράφει μια μέσω του διεθνούς εμπορίου αναγκα­ λάμε για καπιταλιστικές χώρες με συγκρίσιμα, στικά όιακλαδική ειδίκευση της παραγωγής, αν και διαφορετικά, επίπεδα παραγωγικότητας όπως το ερμηνεύουν ή το χρησιμοποιούν ορισμέ­ της εργασίας), μπορούμε τώρα να επανέλθουμε νες σύγχρονες παραλλαγές του. (Διακλαδικά στο θεώρημα των συγκριτικών κοστών του Ri­ αποτελέσματα του εξωτερικού εμπορίου, δηλαδή cardo: ενίσχυση ολόκληρων οικονομικών κλάδων - π.χ. 1. Γίνεται κατ’ αρχήν φανερό, ότι η προστα­ των ονομαζόμενων «έντασης εργασίας» - και τευτική λειτουργία των συναλλαγματικών ισοτι­ συρρίκνωση άλλων). Περιγράφει εξίσου και μια μιών δεν αναφέρεται σ’ έναν μεμονωμένο παρα­ πιθανή ενδοκλαόική εξειδίκευση στην παραγωγή γωγικό τομέα ή κλάδο, αλλά σε μια «εθνική οι­ (εξειδίκευση στην παραγωγή συγκεκριμένων κονομία» ως σύνολο. Αναφέρεται, δηλαδή, στο εμπορευμάτων στο εσωτερικό του κάθε κλάδου «συλλογικό εμπόρευμα» του διεθνούς εμπορίου παραγωγής). ενός συγκεκριμένου κοινωνικού σχηματισμού. Έτσι, ο μηχανισμός της διακύμανσης των συ­ Η τελευταία αυτή παρατήρηση φαίνεται να ναλλαγματικών ισοτιμιών αφήνει σχετικά απρο­ επαληθεύεται και από τα εμπειρικά δεδομένα στάτευτους τους λιγότερο αναπτυγμένους οικο­ του διεθνούς εμπορίου (βλ., για ό,τι ακολουθεί, νομικούς κλάδους μιας χώρας, σε σύγκριση πά­ Horn 1976, Hirsch 1977, Donges/Miiller-Ohlsen ντα με τους περισσότερο αναπτυγμένους κλά­ 1978, Giersch 1978, Foders 1983, Langhammer δους αυτής της ίδιας χώρας. Αν μάλιστα αυτοί 1983): Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των χωρών οι συγκριτικά περισσότερο αναπτυγμένοι και ως που μετέχουν στο διεθνές εμπόριο δεν παραμέ­ εκ τούτου σχετικά «υπερπροστατευμένοι» κλάδοι νουν μεσοπρόθεσμα τα ίδια, αλλά διαρκώς μετα­ της διεθνώς λιγότερο αναπτυγμένης χώρας πλη­ τοπίζονται, καθώς οι λιγότερο αναπτυγμένες χώ­ σιάζουν το μέσο διεθνές επίπεδο παραγωγικότη­ ρες, που συμμετέχουν στον διεθνή ανταγωνισμό, τας της εργασίας, μπορούν να εξασφαλίζουν επιτυγχάνουν κατά κανόνα ψηλότερους ρυθμούς πρόσθετα κέρδη, ακόμα και από το εμπόριο, με ανάπτυξης από τους διεθνείς ανταγωνιστές τους, μια περισσότερο αναπτυγμένη χώρα. Το αντίθε­ που κατέχουν μια ψηλότερη παραγωγικότητα το συμβαίνει με τους συγκριτικά λιγότερο ανα­ της εργασίας, λόγω ακριβώς της χαμηλότερης πτυγμένους κλάδους στο εσωτερικό μιας χώρας: οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και του ψη­ Στην περίπτωση αυτή, η προστατευτική λειτουρ­ λότερου ποσοστού κέρδους σ’ αυτές τις, σε διεθνή γία των συναλλαγματικών μηχανισμών δεν επαρ- σύγκριση, λιγότερο αναπτυγμένες βιομηχανικές κεί για να αποτρέψει τις απώλειες από το εξωτε­ χώρες. Καταφέρνουν, έτσι, οι λιγότερο αναπτυγ­ μένες χώρες να αξιοποιήσουν την προστατευτική ρικό εμπόριο με μια περισσότερο αναπτυγμένη χώρα (μια χώρα με ψηλότερη παραγωγικότητα λειτουργία των συναλλαγματικών μηχανισμών, αλλά και των κρατικών παρεμβάσεων, για να οι­ της εργασίας). Απ’ όσα εκτέθηκαν στο σημείο αυτό φαίνεται, κοδομήσουν νέους σύγχρονους κλάδους παρα­ λοιπόν, ότι επαληθεύεται κατ’ αρχήν, με βάση γωγής («έντασης κεφαλαίου», αλλά και «έντασης και τη μαρξιστική θεωρία, το βασικό συμπέρα­ ανθρώπινου κεφαλαίου») μέσα από εισαγωγές σμα του θεωρήματος των συγκριτικών κοστών τεχνολογίας και προηγμένων μέσων παραγωγής. Από την άλλη, οι κάτω από το μέσο όρο παρα­ του Ricardo. Ο διεθνής ανταγωνισμός, θα κατα­ τείνει στο να ενισχύσει τη (διεθνή) ειδίκευση της γωγικοί κλάδοι των χωρών, οι οποίες, σε διεθνή κάθε χώρας στις συγκριτικά περισσότερο παρα­ σύγκριση και στο επίπεδο της οικονομίας ως σύ­ νολο, κατέχουν μια ψηλότερη παραγωγικότητα γωγικές οικονομικές της δραστηριότητες. 2. Εντούτοις, το θεώρημα του Ricardo αποτε­ της εργασίας απ’ ό,τι οι διεθνείς ανταγωνιστές λεί μια στατική περιγραφή της τάσης που εντοπί­ τους, υπόκεινται και αυτοί σε σημαντικούς μετα­ σαμε με βάση (και) τις μαρξικές κατηγορίες της σχηματισμούς, σαν συνέπεια της αυξημένης πίε­ διεθνούς αξίας και της πρόσθετης υπεραξίας: Οι σης που δέχονται από τον διεθνή ανταγωνισμό: διαφορετικοί ρυθμοί αύξησης του κοινωνικού εντείνονται οι επενδύσεις ορθολογικοποίησης προϊόντος στις διαφορετικές χώρες κατά κύριο της παραγωγικής διαδικασίας, εκσυγχρονισμού λόγο, αλλά και - πέρα από τους συναλλαγματι­ των μέσων παραγωγής, οι επιλεκτικές μη δασμο­ κούς μηχανισμούς προστασίας της ανταγωνιστι­ λογικές, αλλά και δασμολογικές στρατηγικές κής θέσης των χωρών με τη σχετικά χαμηλότερη προστασίας, μη διαφοροποίηση προϊόντων και η παραγωγικότητα της εργασίας - οι δασμολογικές δημιουργία νέων προϊόντων κ.λπ. Μέσα απ’ αυ­ και μη δασμολογικές (π.χ. επιδοτήσεις, κρατικές τούς τους μετασχηματισμούς των συγκριτικά λι­ προμήθειες κ.λπ.) οικονομικές πολιτικές προ­ γότερο παραγωγικών κλάδων (των σε διεθνή σύ­ 3. Ορισμένα συμπεράσματα

Μ


36/αφιερωμα γκριση περισσότερο αναπτυγμένων χωρών) ανα- τερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, άρα και κόπτεται η διαδικασία εκτόπισής τους από τους το συγκριτικά χαμηλότερο ποσοστό κέρδους). αντίστοιχους κλάδους των σε διεθνή σύγκριση Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια επιθετι­ λιγότερο αναπτυγμένων ανταγωνιστών τους. κή κίνηση του κεφαλαίου με την ψηλότερη ανά­ Ως αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών, που πτυξη, για να ξεπεράσει τα εμπόδια που τίθενται εξελίσσονται παράλληλα, προκύπτει μια από την κρατική συγκρότηση των ανταγωνιστών διαρκώς εντεινόμενη τάση μετατροπής των δια- του στην παγκόσμια αγορά (συναλλαγματικοί κλαδικών αποτελεσμάτων του διεθνούς εμπορίου μηχανισμοί, αλλά επίσης δασμολογικά και μησε ενδοκλαδικά. (Ή , ακριβέστερα, μια διαδικα­ δασμολογικά προστατευτικά μέτρα) και να οισία υποχώρησης των διακλαδικών και ενίσχυσης κειοποιηθεί εκ νέου ένα πρόσθετο κέρδος. των ενδοκλαδικών αποτελεσμάτων του διεθνούς Οι θέσεις αυτές σχετικά με τις εξαγωγές κεφα­ εμπορίου: αύξηση τόσο του μεριδίου των εισα­ λαίων, που προκύπτουν από την τροποποίηση γωγών, όσο και του μεριδίου των εξαγωγών στο του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, εσωτερικό κάθε οικονομικού ή βιομηχανικού αναφέρονται αποκλειστικά στον διεθνή οικονο­ κλάδου των περισσοτέρων χωρών). μικό χώρο του αναπτυγμένου καπιταλισμού και 3. Η ιδιαιτερότητα του διεθνούς εμπορικούτων λεγάμενων «νέων βιομηχανικών χωρών» (ή ανταγωνισμού αποτελεί και τη βασική αιτιακή «νεο-εκβιομηχανιζόμενων χωρών»). Πρόκειται σχέση από την οποία πηγάζει η τάση για άμεσες για χώρες ανάμεσα στις οποίες αναπτύσσεται σε διεθνείς επενδύσεις ανάμεσα στις βιομηχανικές μια λίγο-πολύ ολοκληρωμένη μορφή ο ανταγωνι­ καπιταλιστικές χώρες. Η σχέση ανάμεσα στο διε­ σμός των (εθνικών) εμπορευματικών κεφαλαίων, θνές εμπόριο και στις άμεσες επενδύσεις κεφα­ ενώ παράλληλα διαμορφώνεται μια πυραμίδα λαίου στο εξωτερικό εδράζεται στο κύριο αποτέ­ των μέσων εθνικών ποσοστών κέρδους, στην κο­ λεσμα που προκύπτει από την τροποποίηση του ρυφή της οποίας βρίσκονται κατά κανόνα οι συ­ νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά: Τη γκριτικά λιγότερο αναπτυγμένες (βιομηχανικές) μείωση ή και κατάργηση των πρόσθετων κερδών καπιταλιστικές χώρες (οι χώρες με τη συγκριτικά που κατ’ αρχήν αποκομίζουν τα κεφάλαια με την χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας), λό­ •ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας στην γω ακριβώς της χαμηλότερης οργανικής σύνδε­ παγκόσμια αγορά μέσα από τις διεθνείς εμπορι­ σης του κεφαλαίου τους. Οι χώρες αυτές συγκέ­ κές ανταλλαγές. ντρωναν στη δεκαετία του 1980 περισσότερο από Οι εξαγωγές κεφαλαίου από μια χώρα (ή, 75% των παγκόσμιων άμεσων διεθνών επενδύ­ ακριβέστερα, έναν εθνικό βιομηχανικό κλάδο) σεων. με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους σε μια χώρα με Όμως τα ζητήματα που αφορούν τις διεθνείς ψηλότερο ποσοστό κέρδους έχει ως βασική άμεσες επενδύσεις δεν εμπίπτουν στο αντικείμε­ προϋπόθεσή της αυτή την κατάργηση των πρό­ νο αυτού του άρθρου. Θα περιοριστούμε έτσι, σθετων κερδών, που κατ’ αρχήν αποκόμιζε, μέ­ στη σύντομη παρατήρηση αναφορικά με τη συσω του διεθνούς εμπορίου (των εξαγωγών της), σχέτιση διεθνούς εμπορίου (εξαγωγών εμπορευ­ η περισσότερο αναπτυγμένη χώρα (με την ψηλό-*1 μάτων) και άμεσων επενδύσεων (εξαγωγών κε­ φαλαίου) που μόλις διατυπώσαμε. Σημειώσεις

1. Κριτική στο θεώρημα των συγκριτικών κοστών του Ricardo άσκησε και ο Α. Εμμανουήλ, με βάση τη θεωρία του της «άνισης ανταλλαγής». Η κριτική όμως αυτή, όπως και η θεωρία της «άνισης ανταλλαγής», βασίζεται στην εντελώς αυθαίρετη και λανθασμένη υπόθεση για την ύπαρξη ενός ενιαίου «παγκόσμιου ποσοστού κέρδους», καθώς επίσης και αντίστοιχων «παγκόσμιων τιμών παραγωγής». Για την κριτική της θεωρητικής κατασκευής του Εμμανουήλ, 6λ. Busch 1973, σελ. 47-88, Busch 1974 σελ. 46-89, Μηλιός 1983α. σελ. 31-45 και Μηλιός 1983-6, σελ. 47-58. 2. Δηλαδή, της χώρας με τη, σε διεθνή σύγκριση, ψηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. 3. Δηλαδή, της χώρας με τη, σε διεθνή σύγκριση, χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας. 4. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η «ατομική αξία» ενός εμπορεύμα­ τος δεν υφίσταται παρά μόνο ως αναλυτική κατηγορία: αποτελεί την «αξία» η οποία αντιστοιχεί στο χρόνο εργα­ σίας που απαιτήθηκε από τον συγκεκριμένο ατομικό παρα­ γωγό για την παραγωγή του εν λόγω εμπορεύματος. (Αντί­ στοιχα ισχύουν για το «ατομικό κόστος παραγωγής» και την «ατομική τιμή» ενός εμπορεύματος). Η (κοινωνική) αξία όμως του εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότη­ τα όχι της οποιοσδήποτε, αλλά της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που αυτό ενσωματώνει, της εργασίας δηλαδή που

προκύπτει από μια εργασιακή δύναμη «που ξοδεύεται με το συνηθισμένο μέσο βαθμό μόχθου, με τον κοινωνικά συνηθι­ σμένο βαθμό έντασης» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. I, σελ. 206), που κατέχει δηλαδή την κοινωνικά μέση παραγωγικό­ τητα εργασίας. Τα κεφάλαια που καταφέρνουν να παρά­ γουν με μια παραγωγικότητα της εργασίας ψηλότερη από τον κοινωνικό μέσο όρο, καρπούνται έτσι μια πρόσθετη υπεραξία: «Η πραγματική αξία ενός εμπορεύματος όμως δεν είναι η ατομική του, αλλά η κοινωνική του αξία, δηλα­ δή δε μετριέται με το χρόνο εργασίας που στοιχίζει πραγ­ ματικά στον παραγωγό στην κάθε περίπτωση χωριστά, αλ­ λά με το χρόνο εργασίας που απαιτείται κοινωνικά για την παραγωγή του (...) Ο κεφαλαιοκράτης που χρησιμοποιεί τη ' νεα μέθοδο, πουλάει το εμπόρευμά του στην κοινωνική του τιμή (...) το πουλάει πάνω από την ατομική του αξία και πραγματοποιεί έτσι μια πρόσθετη υπεραξία (...) Ο κεφα­ λαιοκράτης που εφαρμόζει τον βελτιωμένο τρόπο παραγω­ γής, ιδιοποιείται επομένως με τη μορφή υπερεργασ(ας ένα μεγαλύτερο μέρος της εργάσιμης μέρας, απ’ ό,τι οι υπόλοι­ ποι κεφαλαιοκράτες του ίδιου κλάδου». (Κ. Μαρξ, Το Κε­ φάλαιο. τ. I, σελ. 330-332). 5. Εννοεί την εθνική αξία του συγκεκριμένου εμπορεύματος, που στο επίπεδο της διεθνούς αγοράς λειτουργεί απλώς ως «ατομική αξία» του εν λόγω εμπορεύματος. Βλ. και παρα-


αφιερωμα/53 6. Αναφερόμαστε πάντα στην υποτίμηση ή την ανατίμηση ενός εθνικού νομίσματος, ως προς το εθνικό νόμισμα μιας άλλης χώρας, σε πραγματικούς κι όχι ονομαστικούς όρους, δηλα­ δή μετά την αφαίρεση των διαφορών στους ρυθμούς πλη­ θωρισμού ανάμεσα στις δυο χώρες. Ο πληθωρισμός προκαλεί, όπως είναι γνωστό, την αύξηση της διεθνούς τιμής των εμπορευμάτων μιας χώρας, και ισοδυναμεί έτσι με μια (πραγματική) ανατίμηση του νομίσματός της. 7. Ελαστικότητα ζήτησης ενός αγαθού, είναι η «ευαισθησία» της ζητούμενης ποσότητας του αγαθού αυτού σε μεταβολές της τιμής του και δίνεται ως ο λόγος της ποσοστιαίας μετα­ βολής της ζητούμενης ποσότητας ως προς την ποσοστιαία μεταβολή της τιμής του αγαθού, η οποία και προκάλεσε τη μεταβολή της ζήτησης. (Βλ. Σταμάτης 1985, Μέρος 2, σελ. 39 κ.ε.). Βιβλιογραφικές αναφορές Burenstam-Linder, St. (1961): An Essay on Trade and Transfor­ mation, Stockholm. Busch, K. (1973): Ungleicher Tausch - Zur Diskussion iiber Internationale Durchschnittsprofitrate, ungleichen Tausch und komparative Kostentheorie anhand der Thesen von A. Emma­ nuel, in: Prokla Nr. 8/9, West-Berlin. Busch, K. (1974): Die multinalionalen Konzerne - Zur Analyse der Weltmarktbewegung des Kapitals, Frankfurt/M. Busch, K. (1985): Mylhen iiber den Weltmarkt 11, in Prokla Nr. 60, West-Berlin. Busch, K. (1985-α): Προστατευτικές τάσεις στο διεθνές εμπό­ ριο και η πολιτική των συνδικάτων, στο: θέσεις τ. 11, ΑθήBusch, K./Grunert. G./Tobergtc. W. (1984): Strukturen der kapitalistischen Weltoekonomie, Saarbriicken 1984. Catinat, M./Pisani-Ferry. J./Schubcrt, K. (1985): Les incidences d’une divaluation du franc ont-elles varie depuis vinght ans?. Economic & Statistique, Juin, INSEE. Donges, J.B./Miiller-Ohlsen, L. (1978): Aufienwirtschaftsstrategien und lndustrialisierung in Entwicklungslaendern, Tiibin-

Fodcrs, F. (1983): Industriegiiterexport und Faktorproporlionenliypolhese - Untersuchung am Beispiel der Exportstruktur Argentiniens, Tubingen. Gicrsch, H. (1979): On the Economics o f Intra-Industry-Trade, Tubingen. Hesse. H. (1966): Die Bedeutung der reinen Theorie des internationalen Handels fiir die Erklaerung des Aufienhandels in der Nachkriegszeit, Z. fur die gesamte Staatswissenschaft, Bd. 122. Hirsch, S. (1977): Rich Man's, Poor Man’s, and Every Man s Goods. Aspects o f Industrialization, Tiibingen. I lorn, E.J. (1976): Technologische Neuerungen und Internationa­ le Arbeitsteilung, Tiibingen. Ιωακείμογλου, H. (1983): Για την έννοια του συλλογικού εργά­ τη, στο: Θέσεις, τ. 5, Αθήνα. Jarchow, H.J./Riihmann, Ρ. (1982): Monetaere Auflenwirtschaft - 1, Goettingen. Κυπριανίδης, Τ. (1985): Προστατευτισμός ή ελεύθερες ανταλ­ λαγές;, στο: Θέσεις, τ. 11, Αθήνα. Langhammcr, R.J. (1983): Struktur und Beschaeftigungseffekte von Siid-Siid - versus Siid-Nord-Exporten, in: Die Weltwirtschaft Nr. 1. Μαρξ, K. (1963 και 1978): To Κεφάλαιο, I, II, III, τόμοι A,, A, και B εκδ. «Μόρφωση», Αθήνα 1963· τόμος Γ, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1978. Μηλιάς, Γ. (1983-α): Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίεςμητρόπολης-περιφέρειας, μέρος Α ', Θέσεις, τ. 5, Αθήνα. Μηλιάς, Γ. (1983-β): Ο ιμπεριαλισμός και ο θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, μέρος Β'. Θέσεις, τ. 5. Αθήνα. Μηλιάς, Γ. (1988): Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Από τον επεκτατισμό στην καπιταλιστική ανάπτυξη, Αθήνα. Posner, M.V. (1961): Technical Change and International Trade, Oxford Economic Papers, Vol. 13. Πουρναράκης, Ε./Χασσίδ, I. (1988): Η διεθνής οικονομία Μια εισαγωγική προσέγγιση, Παπαζήσης, Αθήνα. Rose, Κ. (1981): Theorie der Auflenwirtschaft, 8. Auf. L. Miinchen. Σταμάτης, Γ. (1985): Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία, Μέ­ ρος 2ο, Αθήνα.

Ισπανικά Ε ια ιρ ε ία Ι σ π α ν ικ ώ ν Σ π ο υ δ ώ ν ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ Κ α π ο δ ισ τρ ίο υ 2, Τ η λ. 3628880

Τ;

§1 |

ΕΠΙΣΗΣ

ΤΜΗΜΑΤΑ: Τμήμα Ισπανικής των εμπορικών Πορτογαλικής Γλώσσας συναλλαγών και του τουρισμού Δεύτερος κύκλος (Ισπανικών Σπουδών) Πρόγραμμα Λατινοαμερικανικών Τελειοποίηση της γλώσσας & Σπουδών Ισπανόφωνος Πολιτισμός Διδάσκουν Ισπανοί καθηγητές Προετοιμασία για τα διπλώματα του , , 11 1 3 Πανεπιστημίου της Γρανάδας πτνχωυχοι ισπανικών (Suficiencia και Superior)____________ πανεπιστημίων___________■ Πληροφορίες / εγγραφές: Από 4 Σεπτεμβρίου πρωί: 10.00 -1.30 απόγευμα 6.00 - 9.00 καθημερινά.


54/αψιερωμα

Νίκος Κουτσιαράς

Εξω-οικονομικά στοιχεία πολυπαραδείγματος στη νεοκλασική πολιτική οικονομία

H im

Γ Π

α

91

® Luc Buerman

I.

Εισαγωγή - Το παραδοσιακό Νεοκλασικό υπόδειγμα

Με την ανάπτυξη της οικονομικής της ευημερίας (welfare economics) η νεο­ κλασική οικονομική σκέψη αποσπάται από τις απλοϊκές αντιλήψεις της πολιτι­ κής, που αρκούνταν στην υπόδειξη του οικονομικού κόστους που προκαλείται από τις, εξαιτίας των κυβερνητικών παρεμβάσεων, αποκλίσεις της οικονο­ μίας από τις συνθήκες ανταγωνιστικής ισορροπίας. θεωρία της οικονομικής της ευημερίας υιο­ θετεί μια καταφατική αντίληψη της πολιτι­ κής, όπως φαίνεται στους ακόλουθους ορισμούς: «Η θεωρία της οικονομικής της ευημερίας προσπαθεί να διαμορφώσει προτάσεις ώστε να ιεραρχούνται, σε μία κλίμακα καλύτερου-χειρότερου, οι εναλλακτικές λύσεις της κοινωνίας». (E.J. Mishan.1)

Η

«Η οικονομική της ευημερίας είναι η θεωρία τού πώς και με ποια κριτήρια οι οικονομολόγοι και οι πολιτικοί επιλέγουν ή πρέπει να επιλέγουν μεταξύ εναλλακτικών προτάσεων πολιτικής και μεταξύ καλών και κακών θεσμών». (Κ. Arrow and Τ. Scitovsky.2) «Η οικονομική της ευημερίας αναλύει τα κρι­ τήρια μεγιστοποίησης της ατομικής και συλλογι­


αφιερωμα/55 κής ευημερίας ή ωφέλειας». (Μ. Dobb.3). Αν και στους ορισμούς εμφανώς ενυπάρχουν δεοντολογικές προτάσεις (normative proposi­ tions), ωστόσο η παραδοσιακή νεοκλασική ανά­ λυση της πολιτικής παραμένει πιστή στη θετικιστική αντίληψη, τελειοποιώντας τα αναλυτικά της εργαλεία και προτείνοντας την ex-post ή exante προσάρτηση των δεοντολογικών (ηθικο-πολιτικών) προτάσεων στη συνάρτηση της πολιτι­ κής απόφασης. Στο θεωρητικό υπόδειγμα μεγιστοποίησης της κοινωνικής ευημερίας (social welfare maximisa­ tion model) προσδιορίζονται οι οριακές συνθή­ κες οικονομικής αποτελεσματικότητας (economic efficiency) για την επίτευξη της κατά Pareto άριστης (optimum) θέσης της οικονομίας, που ταυ­ τόχρονα αποτελεί και θέση ανταγωνιστικής ισορροπίας (competitive equilibrium). Σε αυτή ακριβώς τη θέση επιτυγχάνεται η μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, που ικανοποιεί τις Παρετιανές προϋποθέσεις. Μια εκδοχή λοιπόν της νεοκλασικής ανάλυσης είναι ο προσδιορι­ σμός των οριακών συνθηκών οικονομικής αποτε­ λεσματικότητας και η μελέτη των λύσεων προ­ σέγγισής τους. Στην περίπτωση αυτή υιοθετείται η υπόθεση της ιδεατής διανομής του εισοδήμα­ τος (ideal income distribution), που συνήθως απέχει από την πραγματικότητα. Ό ταν η αναδιανομή του εισοδήματος (income redistribution) αποτελεί επιδίωξη της πολιτικής, όπως συμβαίνει συνήθως, τότε, κατά τους νεο­ κλασικούς, δημιουργούνται προϋποθέσεις ώστε τόσο στη διανομή των προϊόντων, όσο και στην κατανομή των πόρων να σημειώνονται αποκλί­ σεις από τις οριακές συνθήκες επίτευξης της οι­ κονομικής αποτελεσματικότητας. Η αντίθεση (conflict) μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότη­ τας και κοινωνικής δικαιοσύνης (equity) αντιμε­ τωπίζεται στη νεοκλασική ανάλυση της πολιτι­ κής με την προσφυγή στη συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας (social welfare function). Η συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας ορίζεται από τον A. Ber­ gson ως ιεράρχηση των εναλλακτικών κατανο­ μών των πόρων, καθεμία των οποίων αντιστοιχεί σε διαφορετικό συνδυασμό οικονομικής αποτε­ λεσματικότητας και διανομής του εισοδήματος.4 Η έννοια δηλαδή της συνάρτησης κοινωνικής ευημερίας είναι ανάλογη με αυτή της κλίμακας προτιμήσεων της θεωρίας της τακτικής χρησιμό­ τητας (ordinal utility). Δεδομένων των προβλημάτων κατασκευής της συνάρτησης κοινωνικής ευημερίας, η θεωρία των δεύτερων άριστων (second best optima) αντιπρο­ σωπεύει σαφή πρόοδο της νεοκλασικής ανάλυ­ σης, αφού επιτρέπει τη σύγκριση, σε όρους οικο­ νομικής αποτελεσματικότητας, εναλλακτικών πολιτικών με κοινούς αναδιανεμητικούς στό­ χους. Η σύγκριση επιτυγχάνεται με τη χρήση της έννοιας του οικονομικού πλεονάσματος (econo­

mic surplus), έννοιας που μεταφράζεται σε με­ τρήσιμο μέγεθος. Και αυτή όμως η προσέγγιση μάλλον περιπλέ­ κεται στην εφαρμογή της, αφού στην πραγματι­ κότητα παραβιάζονται οι παρετιανές προϋποθέ­ σεις της κοινωνικής ευημερίας. Η οικονομική πολιτική μπορεί να βελτιώνει τη θέση ορισμένων ατόμων στην κοινωνία, σχεδόν πάντοτε όμως δυσχεραίνεται ή χειροτερεύει η θέση άλλων. Η ει­ σαγωγή της αρχής της αποζημίωσης (compensa­ tion principle) από τον Ν. Kaldor,5 παρά την αμ­ φισβήτηση που δέχθηκε από τον Τ. Scitovsky, με την υποβολή του ομώνυμου παραδόξου (Scitovsky’s paradox),6 φάνηκε να επιτρέπει την άρση του αδιέξοδου και να επικρατεί στις εφαρμογές της νεοκλασικής ανάλυσης. Εξέλιξη στην τεχνική ανάλυση της οικονομι­ κής πολιτικής αποτελεί η Κοινωνική Ανάλυση Κόστους-Οφέλους (Social Cost Benefit Analysis), που η πρωταρχική της εφαρμογή εντοπίζεται στην κοινωνική αξιολόγηση των επενδυτικών σχεδίων και στην αξιολόγηση της κατανομής δη­ μοσίων κεφαλαίων μεταξύ εναλλακτικών χρή­ σεων7. Σημείο εκκίνησης στην ανάλυση κόστουςοφέλους παραμένει το υπόδειγμα της ανταγωνι­ στικής αγοράς, η παραβίαση των συνθηκών της οποίας αντιμετωπίζεται με την προσφυγή σε θεωρητικο-μεθοδολογικές κατασκευές που επι­ διώκουν να αποκαταστήσουν, στα πλαίσια της ανάλυσης, τον ιδεατό κόσμο των υποθέσεων, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η αξιολόγηση της πολιτικής σε όρους οικονομικής αποτελεσματι­ κότητας. Παράδειγμα τέτοιας κατασκευής απο­ τελούν οι σκιώδεις τιμές (shadow prices). μέτρηση του κοινωνικού οφέλους από την εφαρμογή μιας πολιτικής με την τεχνική, του οικονομικού πλεονάσματος, εξασφαλίζει τη δυνατότητα εκτίμησης της κατανομής του μεταξύ των διαφορετικών τμημάτων της κοινωνίας (πα­ ραγωγών, καταναλωτών, φορολογουμένων). Τέ­ λος, οι αναδιανεμητικές επιδιώξεις της πολιτικής εκφράζονται, στην ανάλυση, με τη χρήση σταθμικών συντελεστών ή βαρών διανομής (distribu­ tional weights) που αποτυπώνουν τις προθέσεις αναδιανομής του εισοδήματος μεταξύ των εισο­ δηματικών τάξεων.8 Η έννοια της συνάρτησης κοινωνικής ευημερίας με τη λειτουργική σημασία της συνάρτησης-κριτηρίου (objective function) είναι ευδιάκριτη και σε αυτή την περίπτωση. Το παραδοσιακό υπόδειγμα της νεοκλασικής ανάλυσης/ορθολογικού προγραμματισμού (neoc­ lassical / rational planning) συνιστά το σημαντι­ κότερο τμήμα του βασικού ρεύματος της νεοκλα­ σικής οικονομικής σκέψης (mainstream neoclassi­ cal economics).9 Ύπόκειται όμως σε εκτεταμένη κριτική, που διαλαμβάνει τόσο τη θεωρητική οι­ κονομική λογική του, όσο και τα εξω-οικονομικά στοιχειακά του αξιώματα. Η κριτική προσδιορί­

Η


56/αφιερωμα ζει τα σημεία-συνιστώσες της κατασκευής εναλλακτικών αναλυτικών προσεγγίσεων, που όμως δεν αποσπώνται από το νεοκλασικό θεωρητικό-μεθοδολογικό πλαίσιο, ως προς τα βασι­ κά του χαρακτηριστικά, έτσι ώστε να θεωρού­ νται, ουσιαστικά, παραλλαγές του νεοκλασικού παραδείγματος. Η κοινωνική ευημερία παρουσιάζεται ως συ­ νάρτηση του επιπέδου ικανοποίησης που απο­ λαμβάνουν τα άτομα. Το πρόβλημα όμως ση­ μειώνεται στην εξειδίκευση των ατομικών συ­ ναρτήσεων χρησιμότητας (utility functions), που εμφανίζονται να περιλαμβάνουν την ικανοποίη­ ση από την άμεση κατανάλωση μόνο, αγνοώντας την παραγωγική πλευρά της ατομικής οικονομι­ κής συμπεριφοράς. Δεν περιλαμβάνεται δηλαδή στις ατομικές συναρτήσεις χρησιμότητας η ικα­ νοποίηση από την εργασία (job satisfaction), που αποτελεί ερμηνευτικό παράγοντα της προσφοράς εργασίας και κατά συνέπεια της συνολικής πα­ ραγωγής.10 Συνεπάγεται, ότι οι «τιμές» της κοι­ νωνικής ευημερίας δεν κατορθώνουν να εκτι­ μούν το πραγματικό επίπεδο κοινωνική: ευημε­ ρίας και τις μεταβολές του. Στις ατομικές συναρ­ τήσεις δεν περιλαμβάνονται επίσης εξω-οικονομικές ατομικές προτιμήσεις με αποτέλεσμα να μεγεθύνονται τα προβλήματα ρεαλιστικής εκτί­ μησης του επιπέδου κοινωνικής ευημερίας. Αυτό περίπου υποστηρίζουν και οι Αυστριακοί υποκειμενιστές, που διατείνονται ότι οι υποκειμενι­ κές ex-ante εκτιμήσεις της ατομικής ικανοποίη­ σης δεν είναι απαραίτητο - αν όχι είναι απίθανο - να συμπίπτουν με τις αντικειμενικές ex-post αξιολογήσεις της πολιτικής, με κριτήριο τη μεγι­ στοποίηση της κοινωνικής ευημερίας.11 Η έννοια της συνάρτησης κοινωνικής ευημε­ ρίας, που επέχει στρατηγικής σημασίας θέση στη νεοκλασική ανάλυση της πολιτικής, έχει υποστεί σοβαρή κριτική, που διαμφισβητεί τη δυνατότη­ τα κατασκευής της μέσω μιας αθροιστικής διαδι­ κασίας αντιτιθεμένων συμφερόντων. Ο Κ. Arrow όρισε τη συνάρτηση κοινωνικής ευημερίας ως ένα σύνολο διαδικασιών για τον καθορισμό της κοινωνικής κλίμακας προτιμήσεων μεταξύ εναλλακτικών κοινωνικών καταστάσεων, με δε­ δομένο το σύνολο των ατομικών προτιμήσεων μεταξύ των καταστάσεων αυτών. Οι προϋποθέ­ σεις της μετατροπής των ατομικών σε κοινωνικές προτιμήσεις προδίδουν το ανέφικτο του εγχειρή­ ματος, που ο Arrow περιέγραψε με την έκφραση Θεώρημα του (Α)δυνάτου [(Im)possibility Theo­ rem]. Στο πεδίο της εφαρμογής της νεοκλασικής ανάλυσης της οικονομικής πολιτικής αναφύο­ νται σημαντικά προβλήματα,, κυρίως σε ό,τι αφορά τους αναδιανεμητικούς στόχους της πολι­ τικής. Η έννοια της κοινωνικής δικαιοσύνης (equity) προσδιορίζεται σε σχετικούς όρους και υπόκειται σε αξιολογικές κρίσεις (value judge­

ments). Κατά τον J.A. Rawls τα δικαιώματα ό,τι σημαίνουν αυτά - πρέπει να διανέμονται ισότιμα μεταξύ όλων των πολιτών, αλλά οι κοι­ νωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να ευνοούν τους εισοδηματικά ασθενέστερους.13 Υποστηρίζεται ακόμη ότι μεταξύ οικονομικής αποτελεσματικότητας και κοινωνικής δικαιοσύ­ νης υπάρχει ουσιαστική αντίθεση, ώστε να θεω­ ρούνται οιονεί αλληλοαποκλειόμενες επιδιώ­ ξεις.14 Ωστόσο, η θεωρητική βιβλιογραφία της νεοκλασικής ανάλυσης εμφανίζει εναλλακτικές εκδοχές συνδυασμών οικονομικής αποτελεσματι­ κότητας και (ανα)διανομής του εισοδήματος, σύμφωνα με προκαθορισμένα ηθικο-πολιτικά κριτήρια· ωφελιμιστικά (utilitarian), φιλελεύθε­ ρα (libertarian), εξισωτικά (egalitarian) καί σο­ σιαλιστικά (socialist).15 Οι ινστιτουσιοναλιστές (institutionalist) καταφέρονται κατά της καθαρής (pure) θετικιστικής νεοκλασικής ανάλυσης για την αδιαφορία της έναντι των, διαφορετικών μεταξύ των κοινω­ νιών, θεσμών και διοικητικών-πολιτικών διαδι­ κασιών. Η υπόθεση της παραδοσιακής νεοκλα­ σικής θεωρίας, ότι δηλαδή αυτοί οι παράγοντες προσδιορίζονται εξωγενώς, συνεπάγεται, υπο­ στηρίζουν οι ινστιτουσιοναλιστές, αναλυτική γε­ νικότητα και περιορισμένης εφαρμοσιμότητας προτάσεις πολιτικής. Στο παραδοσιακό νεοκλασικό υπόδειγμα η οι­ κονομική συμπεριφορά προϋποτίθεται ότι ακο­ λουθεί το υπόδειγμα του κατέχοντος πόρους, αξιολογούντος, οικονομικού ατόμου (resource­ ful, evaluating, economic man model), που εκ­ φράζει τις προτιμήσεις του μέσω της δράσης του - η της μη-δράσης του - στην αγορά. Έναντι αυ­ τού του υποδείγματος εμφανίζονται το κοινω­ νιολογικό, το πολιτικό και το ψυχολογικό υπό­ δειγμα της ατομικής συμπεριφοράς.16 Η συγχώ­ νευση αυτών των εναλλακτικών προσεγγίσεων διεκδικεί την υπεροχή έναντι της πρότασης κα­ τασκευής της συνάρτησης κοινωνικής ευημερίας, αφού πρώτα θα έχουν εξωγενώς αποσαφηνισθεί οι παραδοχές της Ηθικής Θεωρίας (Moral Theo­ ry)» τγ1ζ Θεωρίας της ορθολογικής επιλογής (Theory of rational choice) και της Θεωρίας της Δικαιοσύνης (Theory of justice).17 II.

Ορθολογισμός, Ηθικές. Αξίες, θεσμ οί και Πολιτικά Συστήματα

ορθολογισμός (rationality), σύμφωνα με την υπόθεση της νεοκλασικής ανάλυσης, προσ­ διορίζει με αξιοπιστία την οικονομική συμπερι­ φορά του ατόμου. Κύρια έκφραση του ορθολογι­ σμού αποτελεί η εκδήλωση μεγιστοποίησης, ένα­ ντι των ιδίων συμφερόντων, ατομικής συμπερι­ φοράς (maximising behaviour). Προϋποτίθεται επίσης η ύπαρξη συνεπών (consistent) κατανα­ λωτών προτιμήσεων, που αντανακλώνται σε μια

Ο


αφιερωμα/57 κλίμακα σαφούς ιεράρχησης τους. Ωστόσο, οι ψυχολόγοι αμφισβητούν έντονα την εγκυρότητα της υπόθεσης του ορθολογισμού, υποστηρίζοντας ότι ο ορθολογικός καταναλωτής αντιπροσωπεύει στην οικονομική θεωρία ό,τι και η άριστη ανάπτυξη της προσωπικότητας στην ψυχαναλυτική θεωρία- δηλαδή μια θεωρη­ τική μόνο δυνατότητα. Και ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η συμπεριφορά των ατόμων δεν ανταποκρίνεται στις προβλέψεις της θεωρίας. Αμφισβητείται ακόμη ότι μία μόνο ιεραρχική κλίμακα των προτιμήσεων είναι δυνατό να εκ­ φράζει το σύνολο των προτιμήσεων, αξιών και δεσμεύσεων του ατόμου, τίθεται δηλαδή σε αμ­ φισβήτηση η θεωρία της τακτικής χρησιμότη­ τας.1® Η ψυχαναλυτική θεωρία της διαμόρφωσης της προσωπικότητας καταλήγει σε συμπεράσματα που απορρίπτουν την υπόθεσή του ορθολογι­ σμού, τουλάχιστον κατά την εκδοχή των συνε­ πών προτιμήσεων. Οι προτιμήσεις, υποστηρίζε­ ται, και η καταναλωτική συμπεριφορά αντανα­ κλούν διαφορετικά επίπεδα ανάπτυξης της προ­ σωπικότητας, με αποτέλεσμα να κυμαίνονται με­ ταξύ των ορίων ενός ευρέως φάσματος- από τις αντιφατικές και εναλλασσόμενες προτιμήσεις και συμπεριφορές, έως τις συνεπείς και σταθερές.19 Αν και η ψυχολογία υποστηρίζει ότι ο ορθολιγσμός αποτελεί μια θεωρητική μόνο δυνατότη­ τα και ότι ο βαθμός εμφάνισής του συναρτάται με το επίπεδο ανάπτυξης της προσωπικότητας, στο χώρο, ωστόσο, της φιλοσοφίας αναπτύσσο­ νται αντιλήψεις που δεν μάχονται την εγκυρότη­ τα της υπόθεσης του ορθολογισμού, διαμφισβηΠαναγιώτης

τούν όμως το περιεχόμενο της έννοιας. Χαρα­ κτηριστική, από αυτή την άποψη, είναι η πρό­ σφατη μελέτη του Μ. Slote, που καταρρίπτει την εννοιολογική ταύτιση ορθολογισμού και μεγιστο­ ποίησης συμπεριφοράς. Ο Slote διακρίνει μεταξύ άριστης πράξης και πράξης που φέρει άριστα αποτελέσματα (best ac­ tion and action producing best results) και θεωρεί σαν προσδιοριστικούς παράγοντες της ανθρώπι­ νης - ορθολογικής - συμπεριφοράς την κοινή λο­ γική (common sense) και τις προσωπικές φιλο­ δοξίες (aspirations and ambitions). Οι προσωπι­ κές φιλοδοξίες οδηγούν σε συμπεριφορές που εμπνέονται είτε από ασκητισμό (ascetisism), είτε από μετριοπάθεια στην επιδίωξη της ικανοποίη­ σης (moderate satisficing), είτε τέλος από την επιδίωξη μεγιστοποίησης της ικανοποίησης. Στη διαμόρφωση των προσωπικών φιλοδοξιών, αλλά και της κοινής λογικής, συμβάλλουν, αποφασι­ στικότερα από την προσωπικότητα, οι κρατού­ σες κοινωνικές αξίες, τα ήθη και τα κοινωνικά πρότυπα (norms). 1 Η παραδοσιακή νεοκλασική ανάλυση παρου­ σιάζεται να εμμένει στην αντίληψη του μεθοδο­ λογικού ατομικισμού (methodological individua­ lism), που εκφράζεται με την υπόθεση των εγωι­ στικών ατόμων, που κινητοποιούνται μόνο από το ίδιο συμφέρον (egoistic, strictly self-interested individuals). Σε οικονομικούς όρους η υπόθεση σημαίνει την ανεξαρτησία των ατομικών συναρτήσεων χρησιμότητας. Η εισαγωγή όμως από τον Ο: Becker της έννοιας του αλτρουισιιού (al­ truism) στην ανάλυση της οικονομικής συμπερι­ φοράς, ανατρέπει την υπόθεση των ανεξάρτητων συναρτήσεων χρησιμότητας και υπογραμμίζει


58/αφιερωμα ότι είναι δυνατή η επιδίωξη του ατομικού συμ­ φέροντος, χωρίς να παραμερίζεται η κοινωνική ευαισθησία.22 Η έννοια του αλτρουισμού - ή και αυτή της φιλανθρωπίας - πέρα από τις συνέπειες που υπαινίσσεται για την ατομική συμπεριφορά, φα­ νερώνει την επιρροή ηθικών αξιών που έχουν γί­ νει αποδεκτές από το κοινωνικό σύνολο. Οι νεο­ κλασικοί αναλυτές συχνά καταφεύγουν στην επί­ κληση αξιολογικών κρίσεων (value judgements), όταν διερευνούν ή προτείνουν μέτρα πολιτικής, παραγνωρίζουν όμως την ανάγκη ανάλυσης - όχι απαραίτητα οικονομικής - των αιτιωδών σχέ­ σεων μεταξύ κοινωνικών κανόνων και ηθικής και οικονομικής συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο της οικονομικής ανάλυσης αναγνωρίζουν <»ς τους μόνους περιοριστικούς παράγοντες τι συμπερι­ φοράς την τεχνολογία, τη διαθεσιμότ111■'"■·>■>ν πό­ ρων και τις προτιμήσεις των άλλων μι /.ιόν της κοινωνίας, υποθέτοντας τους ηθικο-κοινωνικούς παράγοντες εξωγενώς (exogenously) καθορισμέ­ νους. Το αφαιρετικό όμως σχήμα που επιλέγουν δεν είναι συνεπές με την υπόθεση της μεγιστοποιητικής συμπεριφοράς. Η επιδίωξη μεγιστο­ ποίησης της ατομικής ικανοποίησης, μέσω της διαδικασίας υπολογισμού και αξιολόγησης μέ­ σων και αποτελεσμάτων (means-ends calcula­ tions), θα μπορούσε να εκφράζεται και με την ανάληψη άλλων «αποδοτικών» δραστηριοτήτων, που ανατίθενται στους ηθικο-κοινωνικούς κανό­ νες και τιμωρούνται λιγότερο ή περισσότερο αυ­ στηρά από τα διαφορετικά, μεταξύ των κοινω­ νιών, νομικά συστήματα (π.χ. απάτη, κλοπή). Ο Κ. Boulding διακρίνει μεταξύ της οικονομι­ κής ηθικής (economic ethic), που καθοδηγεί τη λογική κόστους-οφέλους, και της ηρωικής ηθι­ κής (heroic ethic), που συχνά διακατέχει τις προ­ τάσεις πολιτικής.23 Πράγματι, τα μέτρα πολιτι­ κής - όπως για παράδειγμα οι φόροι και οι επι­ δοτήσεις - αντανακλούν τις κρατούσες ηθικές και δεοντολογικές αντιλήψεις της κοινωνίας, που μεταφέρονται στα επίπεδα λήψεως των απο­ φάσεων - στις επιχειρήσεις, την κυβέρνηση και τους υπερεθνικούς οργανισμούς - μέσω των θε­ σμοθετημένων διαδικασιών που συγκροτούν το σύστημα διοικητικής και πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η πρόκριση και εφαρμογή μιας πολιτικής, που άμεσα και φανερά αναδιανέμει το εισόδημα σε όφελος των υψηλότερων εισοδηματικών τάξεων, είναι μάλλον ανέφικτη επιλογή στη δημοκρατική κοινωνία, σε πείσμα της αρχής της αποζημίωσης του Kaldor - αποζημίωσης που έχει βέβαια εικο­ νικό χαρακτήρα. Ωστόσο, η παραδοσιακή νεο­ κλασική ανάλυση της οικονομικής πολιτικής χρησιμοποιεί ή υπαινίσσεται στις εφαρμογές της την αρχή της αποζημίωσης. Η παραδοσιακή νεοκλασική ανάλυση ευημε­ ρίας, αν και θεωρία της πολιτικής, αγνοεί το θε­

σμικό, διοικητικό και πολιτικό περιβάλλον στην ανάλυση της επιλογής και στην αξιολόγηση της οικονομικής πολιτικής. Η κατασκευή της συνάρ­ τησης κοινωνικής ευημερίας, αν δεν προϋποθέτει ομοφωνία μεταξύ των μελών της κοινωνίας, ασφαλώς εξαρτάται από τον τρόπο και τις διαδι­ κασίες έκφρασης των ατομικών πριτιμήσεων, δη­ λαδή το εκλογικό σύστημα. Ή ακόμη, σύμφωνα με τον A. Downs, υπάρχει σαφής διάκριση μετα­ ξύ οικονομικού και πολιτικού ορθολογισμού. Η λήψη μιας απόφασης, κατά τον ίδιο, μπορεί να λειτουργεί σε όφελος μιας μόνο κοινωνικής ομά­ δας, έναντι του κοινωνικού συνόλου, γιατί οι πολιτικοί επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της δι­ κής τους ικανοποίησης που μεταφράζεται σε με­ γιστοποίηση των πιθανοτήτων επανεκλογής τους.24 Αλλά και οι επικρατούσες πολιτικές αντιλήψεις, που διαφέρουν μεταξύ των κοινω­ νιών, επηρεάζουν την απόφαση επιλογής της οι­ κονομικής πολιτικής. Για παράδειγμα, μέτρα πολιτικής που μετατοπίζουν την κοινωνία σε μια υψηλότερη κατά Pareto θέση - υπό την έννοια ότι αυτή η θέση προτιμάται ή έστω είναι ανεκτή από όλα τα μέλη της κοινωνίας - αντιμετωπίζο­ νται διαφορετικά από τους συντηρητικούς και τους ριζοσπάστες πολιτικούς, λόγω του δημοσιο­ νομικού κόστους που η εφαρμογή των μέτρων αυτών επιβάλλει.25 Το θεσμοθετημένο ιδιοκτησιακό καθεστώς που επικρατεί σε κάθε κοινωνία, και που επίσης αγνοείται από την παραδοσιακή νεοκλασική ανάλυση, συνεπάγεται διαφορετικές για κάθε κοινωνία - και μεταξύ των οικονομικών τομέων - σχέσεις οικονομικών κινήτρων και συμπεριφο­ ρών. Οι υποθέσεις της θεωρίας της επιχείρησης (theory of firm), που ορίζουν τη μεγιστοποίηση των κερδών (profit maximisation) ως τη μόνη επι­ δίωξη της επιχειρηματικής συμπεριφοράς, δεν μπορεί να είναι ισχυρές στις περιπτώσεις των επιχειρήσεων κρατικού ενδιαφέροντος, των επι­ χειρήσεων κοινής ωφέλειας και των μη-κερδοσκοπικών οργανισμών.26 Δεν είναι επίσης ισχυ­ ρές στην περίπτωση των μικροκαλλιεργητών (peasants) των αναπτυσσομένων χωρών, που επι­ διώκουν ελαχιστοποίηση της αβεβαιότητας και εξασφάλιση της διατροφικής τους δυνατότητας (subsistence, safety first),27 επιδιώξεις που ερμη­ νεύονται από το υπόδειγμα συμπεριφοράς του αρνητικού ωφεμιλισμού (negative utilitaria­ nism).28 Τέλος, η σταθερότητα των ιδιοκτησια­ κών δικαιωμάτων, ή η σύγχυση που επικρατεί για τη φύση τους, υπαινίσσονται διαφορετικές συνέπειες για την οικονομική συμπεριφορά και για την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πο­ λιτικής. Η αποτυχία των παραδοσιακών νεοκλασικών αναλυτών και των εισηγητών υποδειγματικής πολιτικής (policy modellers) να επηρεάσουν τις αποφάσεις πολιτικής προς την κατεύθυνση της


αφιερωμα/59 οικονομικής αποτελεσματικότητας, συνετέλεσε ώστε να αναπτυχθούν, στο εσωτερικό του νεο­ κλασικού θεωρητικού παραδείγματος, προσεγγί­ σεις ευαίσθητες έναντι των θεσμικών και πολιτι­ κών παραγόντων, τους οποίους συμπεριλαμβά­ νουν στο αναλυτικό τους πλαίσιο. III.

Η Ινστιτουσιοναλιστική Νεοκλασική Ανάλυση

ο διχοτομικό σχήμα οικονομικής και ηρωι­ κής ηθικής του Boulding, στομφώδες βέβαια και ασαφές, κατά το δεύτερο τουλάχιστο σκέλος του, εκφράζει, έστω και μερικά, τις ηθικές επι­ λογές (ethics) της νεοκλασικής ανάλυσης / ορθο­ λογικού προγραμματισμού (neoclassical / rational planning) που συνιστά την παραδοσιακή θετικιστική αντίληψη της «πολιτικής οικονομίας».29 Η ινστιτουσιοναλιστική νεοκλασική ανάλυση υιο­ θετεί το ωφελιμιστικό ηθικό κριτήριο, σύμφωνα με το οποίο, ορθή (right) θεωρείται η πράξη που υπακούει σε κανόνες (rules), που εξυπηρετούν την αρχή του ωφελιμισμού- «το μέγιστο όφελος για το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας».30 Μο­ λονότι η προηγούμενη διατύπωση δεν αποφεύγει την ταυτολογία, μας επιτρέπει να ισχυρισθούμε με αρκετή ασφάλεια ότι: Ενώ η παραδοσιακή νεοκλασική ανάλυση καταφεύγει σε αξιολογικές κρίσεις, που εκφράζουν «ad hoc» εξωγενώς κα­ θορισμένα πρότυπα, η ινστιτουσιοναλιστική νεο­ κλασική ανάλυση ερμηνεύει την επιλογή ηθικών παραδοχών της, εντάσσοντας στο αναλυτικό της υπόδειγμα τους θεσμικούς, διοικητικούς, πολιτι­ κούς παράγοντες, που, άλλωστε, διαμορφώνουν την ηθική της κοινωνίας.

Τ

Σε σχέση με το ηθικό - διοικητικό περιβάλλον εφαρμογής της οικονομικής πολιτικής, η παρα­ δοσιακή νεοκλασική ανάλυση ακολουθεί το υπό­ δειγμα του θεσμικού σχεδιασμού (institutional design), θεωρώντας το θεσμικό-διοικητικό περι­ βάλλον εξωγενές - δηλαδή εκτός αναλυτικού πλαισίου - και υποθέτοντας ότι ο προγραμματι­ στής (planner) ασκεί, σε κάποιο βαθμό, έλεγχο του διοικητικού μηχανισμού. Η απόφαση της οι­ κονομικής πολιτικής εξαρτάται, σύμφωνα με τους παραδοσιακούς νεοκλασικούς, από την ποιότητα της ανάλυσης και την πολιτική βούλη­ ση. Αντίθετα, οι ινστιτουσιοναλιστές ακολου­ θούν το υπόδειγμα του θεσμικού εξελικτικισμού (institutional evolutionary), ερμηνεύοντας τις με­ ταβολές του θεσμικού-διοικητικού περιβάλλο­ ντος ως αποτέλεσμα των μακροχρόνιων μεταβο­ λών στη διαθεσιμότητα των πόρων και την τε­ χνολογία.31 Μία από τις προσεγγίσεις που διευρύνουν το παραδοσιακό νεοκλασικό υπόδειγμα του ορια­ κού λογισμού, εντάσσοντας στην οπτική της ανάλυσης τους θεσμικούς παράγοντες - που

προσδιορίζουν την οικονομική λειτουργία και πολιτική - είναι και αυτή της ανάλυση; των ιδιο­ κτησιακών δικαιωμάτων (property rights), που επιδιώκει την ερμηνεία των 'σχέσεων μεταξύ οι­ κονομικών κινήτρων, οικονομικής συμπεριφοράς και ιδιοκτησιακού καθεστώτος (property rights structure).32 Η προσέγγιση ανάλυσης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων εισάγει σημαντικές αλλαγές στην παραδοσιακή θεωρία παραγωγής και διανομής, που συνεπάγονται ρεαλιστικότερη προσαρμογή της θεωρίας στην πραγματικότητα και βελτίωση της επεξηγηματικής ισχύος. Τα άτομα, θεωρείται ότι, επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση της ικανο­ ποίησής τους υπό τους περιορισμούς που επι­ βάλλει η διοικητική-οργανωτική διάρθρωση της παραγωγικής λειτουργίας. Η ύπαρξη διαφορετι­ κών προσώπων και η διερεύνηση της σχέσης τους με την οικονομική συμπεριφορά, υποδει­ κνύει την επικράτηση και άλλων, εναλλακτικών προς τη μεγιστοποίηση των κερδών, υποδειγμά­ των επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Τέλος, το κόστος των συναλλαγών (transactions) σε όλες τις περιπτώσεις θεωρείται μεγαλύτερο του μηδενός.33 Η ατομική συνάρτηση χρησιμότητας αποτελεί τη συνάρτηση-κριτήριο προς αριστοποίηση (optimisation) - έναντι της μεγιστοποίησης που ορίζει το παραδοσιακό υπόδειγμα -, υπό τους περιορισμούς που τίθενται από το κράτος και αντανακλώνται στην κρατούσα διάρθρωση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Η τελευταία δεν είναι παρά η θεσμική-νομική διατύπωση της υπάρχουσας κατανομής των πόρων. Σε αντίθεση προς το υπόδειγμα του τέλειου ανταγωνισμού, που υποθέτει αποτελεσματική κατανομή των πό­ ρων σε δεδομένο, ομοιογενές θεσμικό-ιδιοκτησιακό καθεστώς, η προσέγγιση ανάλυσης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων διερευνά τη σχέση μταξύ αποτελεσματικής κατανομής (allocative ef­ ficiency) και τύπου ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Ο υπαινιγμός είναι ευνόητος- η πλήρης αποσα­ φήνιση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας μειώνει την αβεβαιότητα και επιδρά θετικά στην αποτελεσματικότητα. Στη θεωρία της οικονομικής πολιτικής η έν­ νοια των εξωτερικών οικονομιών (externalities) προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία. Προκειμένου να εξηγηθεί η προσέγγιση ανάλυσης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, υιοθετείται το εξής απλουστευτικό σχήμα: Σε μια οικονομία δυο πα­ ραγωγών X και Ψ, υποτίθεται ότι η παραγωγική δραστηριότητα του X προκαλεί δυσμενείς συνέ­ πειες για τον Ψ, δημιουργεί δηλαδή αρνητικές εξωτερικές οικονομίες. Η απάλειψη των συνε­ πειών αυτών προϋποθέτει την αποζημίωση του X αφού ο τελευταίος «νομιμοποιείται» μέσω των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων να δημιουργεί αρ­


60/αφιερωμα νητικές εξωτερικές οικονομίες. Η αντίθεση μεταξή των X και Ψ επιλύεται είτε με την εισαγωγή μιας πολιτικής φόρων και επιδοτήσεων, είτε μέ­ σω της μεταξύ τους διαπραγμάτευσης. Μέσω της διαπραγμάτευσής τους οι X και Ψ επιλέγουν ένα σημείο της συμβατικής καμπύλης (contract cur­ ve), που είναι Παρετιανό άριστο (Pareto opti­ mum). Η μετατόπιση της σχέσης των X και Ψ στη συμβατική καμπύλη συνεπάγεται και μετα­ βολή της διάρθρωσης των ιδιοκτησιακών δι­ καιωμάτων. Ό πω ς αναγνωρίζεται όμως από την ανάλυση, το κόστος της συναλλαγής είναι μεγαλύτερο του μηδενός, η μεταβολή δηλαδή της διάρθρωσης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων προϋποθέτει την ανάληψη από μέρους του κράτους δημοσιο­ νομικών δαπανών σχεδιασμού και εγκατάστασης του νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, με αποτέ­ λεσμα την εμφάνιση αποκλίσεων μεταξύ ιδιωτι­ κού και κοινωνικού κόστους και οφέλους. Επί­ σης, οι τιμές που επικρατούν τώρα στην αγορά δεν αντανακλούν τις πραγματικές κοινωνικές αξίες των προϊόντων (true social values). Η οικονομική πολιτική καλείται να επιλύει αυτές ακριβώς τις αντιθέσεις, που ο μηχανισμός της αγοράς αδυνατεί να αντιμετωπίσει. Η οικο­ νομική ανάλυση, τέλος, αξιοποιώντας τη μεθο­ δολογία κόστους - οφέλους, διερευνά σε όρους οικονομικής αποτελεσματικότητας τις ακριβείς σχέσεις μεταξύ εναλλακτικών διαρθρώσεων των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και της κατανομής και χρήσης των παραγωγικών πόρων, που οι πρώτες συνεπάγονται. Αν και η (νεοκλασική) οικονομική ανάλυση των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων παρουσιάζει σαφή επεξηγηματική υπεροχή έναντι της παρα­ δοσιακής νεοκλασικής ανάλυσης, οι ίδιοι ωστό­ σο οι εκπρόσωποί της ομολογούν την ανεπάρκειά της ως θεωρίας της οικονομικής πολιτικής, που αποδίδουν στην απουσία μιας θεωρίας του κράτους, συμβατής προς την νεοκλασική οικονο­ μική ανάλυση.34 Η ανάπτυξη του θεωρητικούμεθοδολογικού υποδείγματος ανάλυσης της οι­ κονομικής πολιτικής της Θεωρίας Δημόσιας Επιλογής (Public Choice Theory) ή - όπως αποκαλείται - Νέας Πολιτικής Οικονομίας, φαίνεται πως απαντά στις ανησυχίες τους. Σύμφωνα με τον D. C. Mueller η θεωρία της δημόσιας επιλογής ορίζεται ως «η οικονομική μελέτη της λήψεως αποφάσεων πολιτικής, ή η εφαρμογή των αρχών της οικονομικής στην πολι­ τική επιστήμη. Το αντικείμενο έρευνας είναι το ίδιο με αυτό της πολιτικής επιστήμης: η θεωρία του κράτους, των εκλογικών συστημάτων, της πολιτικής των κομμάτων, της γραφειοκρατίας κ.λπ. Η μεθοδολογία όμως είναι αυτή της οικο­ νομικής επιστήμης».35 Η υπόθεση της ορθολογικής συμπεριφοράς του ατόμου, όπως μεταφράζεται στη νεοκλασική

θεωρία ως επιδίωξη μεγιστοποίησης της ατομι­ κής ικανοποίησης, αποτελεί το σημείο εκκίνησης στην αναλυτική προσέγγιση της θεωρίας της δη­ μόσιας επιλογής. Προκειμένου να επιτύχουν την επιδίωξή τους τα άτομα συμμαχούν, σχηματίζο­ ντας ομάδες κοινών συμφερόντων (interest groups) που τα μέλη τους εκφράζουν ομοιογενείς προτιμήσεις. Η απόφαση επιλογής μιας συγκεκριμένης πο­ λιτικής είναι προϊόν της σύνθεσης των ατομικών προτιμήσεων, δηλαδή της κατασκευής μιας «σταθμισμένης» συνάρτησης κοινωνικής ευημε­ ρίας. Για κάθε ομάδα συμφερόντων προσδιορί­ ζονται σταθμικοί συντελεστές ευημερίας (welfare weights), που εξαρτώνται από τον αριθμό των μελών κάθε ομάδας, τη γεωγραφική κατανομή των μελών της, τη σχετική θέση της ομάδας στο ιδιοκτησιακό, παραγωγικό και διοικητικό σύ­ στημα και τέλος της σχέση της ομάδας με τα πο­ λιτικά κόμματα.36 Η σύνθεση των ατομικών προ­ τιμήσεων επιτυγχάνεται μέσω πολιτικών διαδι­ κασιών που καθορίζονται από το μοντέλο κοι­ νωνικής και πολιτικής αντιπροσώπευσης, το εκλογικό σύστημα και το μοντέλο διοικητικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η ανάλυση της οικονομικής πολιτικής ακολου­ θεί τη νεοκλασική μεθοδολογία κόστους-οφέλους, διαφέρει όμως από την παραδοσιακή νεο­ κλασική ανάλυση, εφαρμόζοντας τη μεθοδολο­ γία αυτή για να εκτιμήσει εκτός του κοινωνικού κόστους και οφέλους τών συνεπειών μιας πολιτι­ κής για κάθε ομάδα συμφερόντων, το κοινωνικό κόστος του σχεδιασμού και της διαχείρισης της πολιτικής αυτής. Στη θεωρία της δημόσιας επιλογής γίνεται αποδεκτή η διάκριση μεταξύ οικονομικού και πολιτικού ορθολογισμού και οικονομικής και πολιτικής εφικτότητας (feasibility) μιας πρότα­ σης πολιτικής, σε αντίθεση προς το παραδοσια­ κό υπόδειγμα νεοκλασικής ανάλυσης/ορθολογικού προγραμματισμού.37 Αυτή η διάκριση μεταφέρεται στην ανάλυση με την εισαγωγή των εν­ νοιών της νομιμότητας (legitimacy) και της ποιό­ τητας (quality) της οικονομικής πολιτικής.38 Η νομιμότητα της οικονομικής πολιτικής εκφράζει την εφικτότητά της και την κοινωνική συναίνεση που μπορεί να απολαμβάνει, ενώ η ποιότητα της πολιτικής εκφράζει τη συνέπειά της προς την οι­ κονομική αποτελεσματικότητα. Η βελτίωση του βαθμού ανταπόκρισης της πολιτικής στον ένα από τους δυο στόχους συνεπάγεται την απομά­ κρυνσή της από το δεύτερο. Ο βαθμός απομά­ κρυνσης από το δεύτερο στόχο προσδιορίζει το κόστος ευκαιρίας (opportunity cost) της ανταπό­ κρισης της πολιτικής στον πρώτο στόχο. Κριτή­ ριο της πολιτικής απόφασης πρέπει να είναι η ελαχιστοποίηση του αθροιστικού κόστους ευκαι­ ρίας.


αφιερωμα/61 Η θεωρία της δημόσιας επιλογής, τέλος, σε αντίθεση προς την παραδοσιακή νεοκλασική θεωρία της πολιτικής, δε θεωρεί τις ηθικο-κοινωνικές αξίες εξωγενώς προσδιορισμένες και δεν καταφεύγει σε αξιολογικές κρίσεις. Υποστηρίζει ότι σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι ηθικο-κοινωνικές αξίες διαμορφώνονται από τις επιθυμίες και τις επιδιώξεις των ατόμων, που συνιστούν το μοναδικό «νομιμοποιητικό» μέσο των κοινωνι­ κών αξιών.

ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ! I. ΔΕΛΗΣ

ΗΟ του

αυ*

Ο

* ε ια

μ ηρου

IV. Συμπεράσματα Στο άρθρο αυτό επιδιώκεται να αναδειχθεί η ση­ μαντική επιρροή που ασκούν παράγοντες εξωοικονομικού ή όχι άμεσα οικονομικού χαρακτή­ ρα στη λειτουργία της οικονομίας'και την οικο­ νομική πολιτική. Κυριότερα όμως, επιδιώκεται η διερεύνηση της υπόθεσης ότι η μετατόπιση της θεωρίας της οικονομικής πολιτικής από τις ακραίες θετικιστικές αντιλήψεις προς αυτές της πολιτικής οικονομίας, συνεπάγεται μεγέθυνση του ρεαλισμού και της αξιοπιστίας της και διεύ­ ρυνση της επεξηγηματικής της ισχύος. Η αναλυτική προσέγγιση που υιοθετείται δεν είναι εξαντλητική, αντίθετα σε αρκετά, ίσως, ση­ μεία της γίνεται απλουστευτική. Μας επιτρέπει όμως να διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα: Η νεοκλασική θεωρία της οικονομικής πολιτι­ κής, σε πείσμα διαδεδομένων αντιλήψεων, δεν είναι άκαμπτη, αντίθετα παρουσιάζει αρκετή ευλυγισία που της επιτρέπει να εξελίσσεται προς πραγματιστικότερες κατευθύνσεις. Η εξέλιξη αυτή υποδεικνύεται - και υποτηρίζεται - από την ινστιτουσιοναλιστική νεοκλασική ανάλυση, που εντάσσοντας στο αναλυτικό της υπόδειγμα μεταβλητές εξω-οικονομικού ή όχι άμεσα οικο­ νομικού χαρακτήρα (θεσμούς, πολιτικά συστή­ ματα), που στο παραδοσιακό αναλυτικό υπό­ δειγμα αντιμετωπίζονται ως εξωγενείς, κατορ­ θώνει να ερμηνεύει πιστότερα την οικονομική συμπεριφορά και τις αιτιώδεις οικονομικές σχέ­ σεις και να εντοπίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια και ρεαλισμό τους προσδιοριστικούς παράγοντες και τα κριτήρια των αποφάσεων οικονομικής πολιτικής. Η ινστιτουσιοναλιστική οικονομική ανάλυση δεν αποσπάται όμως από το θεωρητικό και με­ θοδολογικό πλαίσιο του παραδοσιακού υποδείγ­ ματος. Διατηρεί σαν σημεία εκκίνησης το μεθο­ δολογικό ατομικισμό, την υπόθεση της ορθολογικής-μεγιστοποιητικής συμπεριφοράς - παρά τις αντιρρήσεις της ψυχολογίας και της φιλοσο­ φ ία ς - και τη μαρτζιναλιστική αναλυτική λογική. Από την άποψη αυτή η ινστιτουσιοναλιστική ανάλυση δε συνεπάγεται την αλλαγή παραδείγ­ ματος, αποτελεί μόνο μια εκδοχή του νεοκλασι­ κού πολυπαραδείγματος. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι και αυτή η διευρυμέ-

Α6ΞΙΚΟ ΡΗΜΑΤΩΝ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Gutenberg


62/αφιερωμα νη εκδοχή της νεοκλασικής θεωρίας, που προσφέρεται από την ινστιτουσιοναλιστική οικονο­ μική ανάλυση, δεν είναι επαρκής ώστε να προσ­ διορίζει την προέλευση του θεσμικού, διοικητιΣημειώσεις * Οι όροι καθαρή θετικιστική ανάλυση, παραδοσιακή νεοκλα­ σική ανάλυση, παραδοσιακή νεοκλασική θεωρία, παραδο­ σιακό νεοκλασικό υπόδειγμα χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και ισοδύναμα. 1. E.J. Mishan, «Α survey of welfare economics, 1939-59», Economic Journal LXX (278), June 1960. 2. K.J. Arrow and T. Scitovsky (eds), Readings in Welfare Economics, American Economic Association, London, Al­ len and Unwin, 1969. 3. M. Dobb, Welfare Economics and Economics o f Socialism, Campridge University Press, 1969. 4. A. Bergson, «Α reformulation of certain aspects of welfare economics», Quarterly Journal of Economics L1I (4), Fe­ bruary 1938. 5. N. Kaldor, «Welfare propositions in economics», Economic journal, 1939. 6. T. Scitovsky, «Α note on welfare propositions in econo­ mics», Review of Economic Studies IX, 1941. 7. I.M.D. Little and J.A. Mirrless, Project appraisal and plan­ ning for developing countries, 4th ed., London, Heinemann Educational Books, 1980. 8. Lyn Squire and Herman G. van der Tak, Economic Analysis of Projects, World Bank, Washington, The John Hopkins University Press, 1975. 9. Για μια ενδιαφέρουσα μεθοδολογική ταξινόμηση δες: Alan Randall, «Methodology, Ideology and the Economics of Po­ licy: Why Pesource Economists Disagree», American Jour­ nal of Agricultural Economics 67 (5), December 1985. Στο άρθρο αυτό ο συγγραφέας εντάσσει στο δασικό νεοκλασι­ κό ρεύμα (neoclassical mainstream) τις προσεγγίσεις Neo­ classical / Rational Planning και Public Choice / Utilitarian, που διακρίνονται η μεν πρώτη από την αντίληψη της ορ­ θολογικής κυβερνητικής πολιτικής που επιδιώκει τη μεγι­ στοποίηση της κοινωνικής ευημερίας, ενώ η δεύτερη από τις αντιλήψεις της αποτυχίας της κυβερνητικής πολιτικής και της επιδίωξης της μεγίστης ωφέλειας (maximun utility) από τα άτομα, που συμμαχούν μέσω της δημιουργίας των ομάδων κοινών συμφερόντων (interest groups). Αντίθετες προς το νεοκλασικό παράδειγμα θεωρεί τις προσεγγίσεις των Γερμανών Ινστιτουσιοναλιστών και των Αυστριακών υποκειμενιστών. Υπογραμμίζεται ότι μεγάλο μέρος της βιβλιογραφίας της νεοκλασικής ανάλυσης της πολιτικής προέρχεται από τους οικονομολόγους των φυσικών πόρων (natural resource economists), που εφάρμοσαν από τους πρώτους τις τεχνι­ κές της ανάλυσης. 10. Τ.Ε. Josling, «Agricultural Policies in Developed Countries: A Review», Journal of Agricultural Economics 25 (3), Se­ ptember 1974. 11. James M. Buchanan, Cost and Choice, Chicago, Markham Publishing Co., 1969. 12. Kenneth J. Arrow, Social Choice and Individual Values, 2hd. ed., New York, John Wiley and Sons. 1976. 13. J.A. Rawls, A Theory of Justice, Cambridge MA, Harvard University Press, 1971. 14. Richard E. Just, «Making Economic Welfare Analysis Use­ ful in the Policy Process: Implications of the Public Choice Literature», American journal o f Agricultural Economics 70 (2), May 1988. 15. K.J. Arrow and T. Scitovsky (eds), ο.π. M. Dobb, ο.π. A.C. Pigou, The Economics of Welfare, London, Macmillan and Co, 1932. 16. K. Brunner and W. Meckling, «The Perception of Man and the Conception of Government», Journal o f Money, Credit

κού και πολιτικού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας, να ερμηνεύει τη σημασία που ιστορι­ κά προσλαμβάνουν και να προβλέπει την εξέλιξή τους. and Banking 9, February 1977. 17. Τ. Page and D. Maclean, «Risk Conservatism and the Circunstanccs of Utility Theory», American Journal o f Agricul­ tural Economics 65 (5), December 1983 18. S. Sen, «Rational Fools: a critique of the behavioral foundations of economic theory». Philosophy and Public Affairs 6, 19. Paul Albanese, «The Nature of Preferences: An Exploration of the Relationship Between Economics and Psychology», Journal o f Economic Psychology 8 (1), March 1987. 20. Michael Slote, Beyond Optimizing. A Study o f Rational Choice, Mass, Harvard University Press, 1989. 21. P. James and M. Thompson, «The Plural Rationality Ap­ proach», στο Jennifer Brown (ed.), Environmental Threats, Perception, Analysis and Management, London, Belhaven Press, 1989. 22. Gary Becker, A Treatise on the Family, Cambridge MA, Harvard University Press. 1981. 23. Kenneth E. Boulding, «Economics as a Moral Science», American Economic Review 59 (1), May 1969. 24. A. Downs, An Economic Theory o f Democracy, New York, Harper and Brothers, 1957. 25. Για μια έξοχη ανάλυση της σχέσης θεσμών, αξιών και οι­ κονομικής συμπεριφοράς δες: Alexander James Field, «Microeconomics, Norms, and Rationality», Economic De­ velopment and Cultural Change 32 (4), July 1984. Στο άρ­ θρο επιχειρείται επίσης η σύνθεση της παραδοσιακής μικροικονομικής θεωρίας και της θεωρίας των παιγνίων (ga­ me theory), για την ερμηνεία της συμπεριφοράς. 26. F. Levy, «Economic Analysis of the Non-Profit Institution The Case of the Private University», Public Choice 4, Spring 1968. 27. James C. Scott, The Moral Economy o f the Peasant, New York, Yale University Press, 1976. 28. M. Slote, ο.π. 29. δες 9. 30. David Lyons, Forms and Limits o f Utilitarianism, Oxford, Oxford University Press, 1965. 31. Vernon W. Rottan, «Social Science Knowledge and Institu­ tional Change», American Journal o f Agricultural Econo­ mics 66 (5), December 1984. Hans P. Binswanger, Vernon W. Ruttan et. at., Induced In­ novation, Baltimore, The Johns Hopkins University Press, 1978. 32. Ο όρος δικαιώματα ιδιοκτησίας (propery rights) εκφράζει τα δικαιώματα κατοχής, κυριότητας και εκμετάλλευσης των παραγωγικών πόρων και έχει εκτός της οικονομικής και νομική υπόσταση. Μολονότι η κυριολεκτική απόδοση στα ελληνικά της λέξης property είναι περιουσία, επιλέχθηκε η λέξη ιδιοκτησία (ευθεία απόδοση του ownership), γιατί θεωρήθηκε ότι αποδίδει πιστότερα το περιεχόμενο της έννοιας property rights. 33. Η αναφορά στην προσέγγιση ανάλυσης των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που περιλαμβάνεται στο παρόν κείμενο προέρχεται από το εξαιρετικό άρθρο (ανασκόπηση βιβλιο­ γραφίας) των Eirik G. Furubotn, Svetozar Pejovich, «Pro­ perty Rights and Economic Theory: A Survey of Recent Li­ terature», Journal o f Economic Literature 10,1972. 34. ibid, σελ. 1140. 35. D.C. Mueller, Public Choice, Cambridge University Press, 1979. 36. Susan Senior-Nello, «An application of public choice theory to the question of CAP reform», στο Jacques Pelkmans (ed), Can the CAP be reformed?, European Institute of Pu­ blic Administration, Maastricht, 1985. 37. δες 9. 38. Konrad Hagedorn, CAP Reform and Agricultural Econo­ mics: A Dialogue of the Deaf?, στο Jacques Pelkmans, ό.π.


αψιερωμα/63

Κώστας Α. Λάβδας

Κράτος και Συνολική Ασφάλεια: Η Αμερικανική Πολιτική Επιστήμη στη Δεκαετία του Ο γδόντα Η επίδραση της αμερικανικής στη διεθνή πολιτική επιστήμη υπήρξε καθορι­ στική στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Ακόμη και σε χώρες με μακρά παράδοση πολιτικοθεωρητικής συζήτησης, όπως η Αγγλία και η Γερμανία, τα πρότυπα και τα κριτήρια της πολιτικής επιστήμης, όπως αυτή αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, έτειναν να προσλάβουν κανονιστική ισχύ νομοθετώντας το επιστη­ μονικό και διακρίνοντάς το από το ιδεολογικό και το πολιτικό. λλά ήδη στη δεκαετία του εβδομήντα πα­ ρουσιάζονται σημαντικές διαφοροποιήσεις τόσο στο εσωτερικό των σχολών και τάσεων που συγκροτούν την αμερικανική πολιτική επιστήμη όσο και στις μεταξύ τους ισορροπίες. Οι διαφο­ ροποιήσεις αυτές είναι ως ένα βαθμό αποτέλε­ σμα κάποιων μετατοπίσεων στις σχέσεις μεταξύ της αμερικανικής και της διεθνούς πολιτικής επιστήμης, όμως ταυτόχρονα επανακαθορίζουν αυτές τις σχέσεις. Στο σημείωμα αυτό επιχειρώ μια σύντομη και αναγκαστικά σχηματική επισκό­

Α

πηση των θεματικών που κυριαρχούν στην αμε­ ρικανική πολιτική επιστήμη στη δεκαετία του ογδόντα, όπως αυτές αναπτύσσονται στους τρεις κύριους κλάδους της: την πολιτική θεωρία, τη συγκριτική πολιτική οικονομία και τη διεθνή πο­ λιτική. Θα σκιαγραφήσω σε αδρές γραμμές την άποψη, ότι οι νέες κυρίαρχες θεματικές είναι συ­ μπτώματα της σταδιακής επικράτητης περισσό­ τερο συνολικών θεωρήσεων των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων. Το ενδιαφέρον μου επικε­ ντρώνεται αφενός στις κορπορατιστικές και με-


64/αφιερωμα τα-κορπορατιστικές θεωρίες του τρόπου οργά­ νωσης των συμφερόντων και αφετέρου σε μια νέα έννοια της εθνικής ασφάλειας που φαίνεται να επικρατεί στην αμερικανική πολιτική και δη­ μοσιότητα. Μια κατανόηση της κατάστασης της πολιτικής θεωρίας σήμερα στις ΗΠΑ προϋποθέτει τη στοι­ χειώδη, έστω, εξοικείωση αφενός με ορισμένες εξελίξεις στο χώρο της αμερικανικής πολιτικής φιλοσοφίας και επιστημολογίας και αφετέρου με την αμερικανική πολιτική και δημοσιότητα. Επι­ γραμματικά μπορώ εδώ να σημειώσω ότι η αμε­ ρικανική φιλοσοφία διανύει μια περίοδο κρίσης της συνοχής της και υποβάθμισης του κανονιστι­ κού ρόλου της αναλυτικής παράδοσης στους κόλπους της. Το αποτέλεσμα είναι μια μεγαλύτε­ ρη ανοχή απέναντι σε διάφορα, και ετερόκλητα, ρεύματα της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής σκέψης. Η ανοχή αυτή δημιουργεί σταδιακά τη δυνατότητα ενός εκλεκτικισμού, ο οποίος πάντως στην καλύ­ τερη περίπτωση μπορεί να βασίζεται στις κληρο­ νομημένες αρετές της αναλυτικής παράδοσης: τη σαφήνεια στη διατύπωση του επιχειρήματος, την αυστηρότητα στην ανάλυση, τη λογική συνέπεια. Η αμερικανική δημοσιότητα, από τήν άλλη με­ ριά, αρχίζει να γνωρίζει πολύ καλά την κρατική διαμεσολάβηση στις σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Η ωρίμανση και η κρίση του ατελούς αμερικανι­ κού κοινωνικού κράτους θέτει μια σειρά βαθύτε­ ρων και απωθημένων προβλημάτων που σχετίζο­ νται με τις ιστορικές ιδιαιτερότητες του κοινωνι­ κού ζητήματος στι,ς ΗΠΑ, το ρόλο του (ομο­ σπονδιακού) κράτους και τις εσωτερικές επιπτώ­ σεις των διεθνών σχέσεων. Η οξύτητα με την οποία τίθενται, στο τέλος της δεκαετίας του εβδομήντα και καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ογδόντα, τα προβλή­ ματα της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, έχει ως αποτέλεσμα τη συ στη ματοποίηση του εν­ διαφέροντος για τις κρατικές πολιτικές, τις συν­ θήκες που τις καθορίζουν και τις επιπτώσεις τους. Το ανανεωμένο ενιδαφέρον για τις κρατι­ κές πολιτικές μπορεί να αναγνωστεί σε τέσσερα επίπεδα, σε καθένα από τα οποία η νέα θεωρία και η έρευνα διαλέγονται με μια κατεστημένη προσέγγιση. Πρώτο, η προβληματική των κριτη­ ρίων με τα οποία κρίνονται τα αξιακά περιεχό­ μενα μιας ρύθμισης (κατεστημένη προσέγγιση: η θεωρία της δημοκρατίας ως φορμαλισμού και Σημειώσεις 1. Ήδη ο ορισμός της «αρχικής θέσης» tov Rawls διαφέρει σημαντικά από τη «φυσική κατάσταση» της κλασικής θεω­ ρίας του κοινωνικού συμβολαίου. Η άγνοια των κοινωνι­ κών χαρακτηριστικών στην αρχική θέση (veil of ignorance) έχει ως σκοπό να απογυμνώσει τους συμβαλλόμενους από πρόσθετα στοιχεία που θα παραμόρφωναν την έλλογη ανα­ ζήτηση της δίκαιης λύσης της διανομής των «κύριων κοινω­ νικών αγαθών» (δες κυρίως Rawls 1971: 12-13). Βεβαίως, όπως πολλοί σχολιαστές έχουν επισημάνει, τό πρόβλημα που θέτει ο Rawls (πως να εξασφαλιστεί η συμφωνία πάνω

διαδικασίας). Δεύτερο, η σημασία των οργανω­ τικών μορφών ως προσδιοριστικών παραγόντων των ιδεολογιών και των συμφερόντων (κατεστη­ μένες προσεγγίσεις: η φιλελεύθερη θεωρία του πλουραλισμού και η μαρξιστική θεωρία της αυτο-συγκρότησης των κοινωνικών σχέσεων). Τρί­ το, οι δυνατότητες και τα όρια της κρατικής οι­ κονομικής πολιτικής (κατεστημένες προσεγγί­ σεις: η φιλελεύθερη αμφισβήτηση των πραγματι­ κών επιδράσεων της οικονομικής πολιτικής και η γραφειοκρατική εκλογίκευση του dirigisme). Τέ­ λος, οι κρατικές εκείνες πολιτικές που σχετίζο­ νται με τις εξωτερικές σχέσεις και τη θέση των ΗΠΑ στο σύστημα των κρατών και στο διεθνές οικονομικό σύστημα (κατεστημένες προσεγγί­ σεις: η ρεαλιστική θεωρία της διεθνούς πολιτι­ κής και οι διάφορες παραλλαγές της θεωρίας της εξάρτησης). Πριν στραφώ στα τρία τελευταία σημεία, που κυρίως με απασχολούν, πρέπει να επισημάνω ότι η συζήτηση σήμερα στην αμερικανική πολιτική θεωρία χαρακτηρίζεται από φιλοσοφικές απο­ ρίες και τη δυνατότητα νέων λύσεων. Η ανανέω­ ση του ενδιαφέροντος για τη θεωρία του κοινω­ νικού συμβολαίου, κυρίως μέσω του έργου του Rawls, συνδέεται με μια μετατόπιση των βασι­ κών αρχών από μια κλασική θεωρία δικαιωμά­ των τύπου Locke προς μια θεωρία διανεμητικής δικαιοσύνης.*1 Βασικές παραδοχές της πλουραλιστικής θεωρίας καθίστανται κύριος στόχος των νέων συζητήσεων. Πρόσφατα ο Dahl παρουσία­ σε μια κριτική επανεξέταση της θεωρίας του της δημοκρατίας επισημαίνοντας μια έλλειψη ισορ­ ροπίας στο προηγούμενο έργο του λόγω της θε­ μελιώδους σημασίας που είχε σε αυτό η έννοια της δημοκρατίας ως μεθόδου-διαδικασίας. Ο Dahl δέχεται περαιτέρω ότι είναι δύσκολα υποστηρίξιμη η υπόθεση, η οποία λανθάνει στο έργο των πλουραλιστών θεωρητικών της δημοκρα­ τίας, ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα μιας επιθυμη­ τής διαδικασίας λήψης αποφάσεων παράγει εξ ορισμού μια δίκαιη απόφαση. Με βάση αυτή την υπόθεση θα καταλήγαμε στο προφανώς λανθα­ σμένο συμπέρασμα ότι αρκεί να θεωρούμε τη δη­ μοκρατική διαδικασία επιθυμητή για να συμπεράνουμε ότι αποφάσεις παρμένες με δημοκρατι­ κές διαδικασίες δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι άδικες (Dahl 1985: 16-17). Ο Dahl έρχεται έτσι να συμφωνήσει με βασικά σημεία της κλασικής σε κανονιστικές αρχές όλων των μελών >ιιας κοινωνίας, ξε­ κινώντας από την υπόθεση ότι δεν γνωρίζουν παρά ότι εί­ ναι μέλη μίας κοινωνίας η οποία υπόκειται σε συνθήκες δι­ καιοσύνης, δηλ. ενός κάποιου τρόπου διανομής των κύριων κοινωνικών αγαθών των οποίων το μερίδιο επιθυμεί να με­ γιστοποιήσει κάθε μέλος αυτής της κοινωνίας) δεν διαφέρει ριζικά από τις θεωρίες συμβολαίου υπό συνθήκες αβεβαιό­ τητας (π.χ. Buchanan και Tullock). Για τις θεωρίες αυτές, όπως τελικά και για τον Rawls, οι συμβαλλόμενοι δεν γνω­ ρίζουν πως θα επηρεάσουν την κοινωνική τους υπόσταση οι αρχές πάνω στις οποίες συμφωνούν.


οφιερωμα/65 κριτικής που άσκησε ο Lowi στον πλουραλισμό ως πολιτική θεωρία η οποία υπερτονίζει τις συμπεριφορικές όψεις των διαδικασιών υποβαθμί­ ζοντας τις θεσμικές και διοικητικές μορφές και ως πολιτική ιδεολογία η οποία ανάγει τον υποτι­ θέμενο αυτορυθμιζόμενο χαρακτήρα του πλουραλιστικού ανταγωνισμού συμφερόντων σε πρό­ τυπο καλής διακυβέρνησης (Lowi 1979: 32-39). θεωρία του εκσυγχρονισμού υπήρξε ο δεύ­ τερος στόχος των κριτικών τάσεων που αναπτύσσονται μέσα στα πλαίσια του επίσημου ρεύματος, όπως αυτό διαμορφώνεται στα κορυ­ φαία πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Η σειρά Cambridge Studies in Modern Political Eco­ nomies, που καθιερώθηκε το 1980 υπό την εποπτεία των Suzanne Berger (Μ.Ι.Τ.), Albert Hirschman (Princeton) και Charles Maier (Harvard), αποτελεί σημαντική έκφραση της προσπάθειας να συνδυαστεί η κριτική ανασκευή μακροθεωρη­ τικών προτάσεων με προχωρημένη έρευνα. Η κριτική στις θεωρίες του εκσυγχρονισμού εστιά­ ζεται σε τρία σημεία: την έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στις ιστορικές διαφορές μεταξύ κοινω­ νιών που υποτίθεται ότι κινούνται πάνω στα ίδια μονοπάτια, τη χρησιμοποίηση του λειτουρ­ γισμού και την ανεπαρκή εξέταση του ρόλου των πολιτικών θεσμών (δες κυρίως την εισαγωγή της Berger 1981). Τα τρία σημεία συγκλίνουν στην προσπάθεια αναδιατύπωσης μιας μέσου επιπέ­ δου θεωρίας της πολιτικής και του κράτους, που θα είναι θεωρητικά ανοικτή και ερευνητικά χρη­ στική. Οι νέες προσεγγίσεις δίνουν μεγάλη έμ­ φαση στον καθοριστικό ρόλο των πολιτικών στρατηγικών και των πολιτικών δυνατοτήτων (όχι πιθανοτήτων!) όπως διαμορφώνονται γύρω από συγκεκριμένα -,ιμιιματα (issues), αλλά απο­ φεύγουν να συνδέσουν τις δυνατές στρατηγικές των κοινωνικών δρώντων με μια λειτουργιστική λογική που εξηγεί την επιλογή μιας από αυτές τις δυνατές στρατηγικές δια της συμβολής της στην κοινωνική αναπαραγωγή. Στη λειτουργιστική λογική προσάπτεται ότι, πρώτον, προϋποθέτει μια ελλιπή κατανόηση των σχέσεων μεταξύ κοινωνικής αναπαραγωγής και στρατηγικών των κοινωνικών δρώντων μέσα από τις οποίες αναπαράγεται μετασχηματιζόμενο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Με το να απο­ φεύγεται η λειτουργική αντικειμενοποίηση της κοινωνικής αναπαραγωγής και των κοινωνικών θεσμών αφενός καθίστανται διαφανείς οι στρα­ τηγικές και σκόπιμες συνθήκες που κρίνουν τις μορφές της αναπαραγωγής (Giddens 1984), ενώ αφετέρου εξασθενίζει η δυνατότητα ντετερμινιστικών αναγνώσεων των πολιτικών εκβάσεων καθώς αντιμετωπίζονται ως προϊόντα στρατηγι­ κών συσχετισμών μάλλον, παρά ιστορικών και δομικών επικαθορισμών (Unger 1988). Στο λει­ τουργισμό προσάπτεται επίσης ότι, δεύτερον,

Η

οδηγεί σε απλουστευτικές θέσεις για τον πολιτι­ κό καταμερισμό της εργασίας μεταξύ των πολιτι­ κών θεσμών, κατανέμοντας με τρόπο ανιστορικό αναγκαίες λειτουργίες σε δεδομένες δομές και προσκαλώντας μηχανιστικές εφαρμογές των θεωριών της πολτικής ανάπτυξης και του εκσυγ­ χρονισμού. Οι απλουστευτικές αντιλήψεις για τις λειτουργίες των κομμάτων, τις λειτουργίες των ομάδων συμφερόντων, των κοινοβουλίων, της γραφειοκρατίας, και πιο πρόσφατα των νέων κοινωνικών κινημάτων, έχουν στη βάση τους μια ανεπεξέργαστα φιλελεύθερη αντίληψη των συμ­ φερόντων των κοινωνικών δρώντων και των τρό­ πων με τους οποίους τα συμφέροντα αυτά διαμεσολαβούνται στο πολιτικό επίπεδο. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, τα συμφέρο­ ντα προϋπάρχουν της διαμεσολάβησής τους και προκύπτουν περίπου αυτόματα από τον κοινωνι­ κό καταμερισμό της εργασίας. Μια εναλλακτική αντίληψη, η οποία κατάγεται από τη θεσμική σχολή της οργανωτικής κοινωνιολογίας των δε­ καετιών του σαράντα και του πενήντα (Selznick, McConnell), συνεχίζεται με τις εργασίες του Lo­ wi και πιο πρόσφατα γίνεται ευρύτερα γνωστή με τη συζήτηση περί τον λεγόμενο κορπορατισμό (Lehmbruch, Schmitter και άλλοι), αμφισβητεί τόσο αυτή την έννοια του συμφέροντος όσο και την κατεστημένη θεωρία της λειτουργικής εκπρο­ σώπησης και της οργανωτικής διαμεσολάβησης. Ο τρόπος της διαμεσολάβησης των συμφερόντων (Schmitter στην Berger 1981) καθίσταται ανε­ ξάρτητη μεταβλητή που μπορεί να προσδιορίζει τη διατύπωση των συμφερόντων, σε τρόπο ώστε κάθε συγκριτική έρευνα να οφείλει πρωτίστως τη διερεύνηση των οργανωτικών σχημάτων μέσα από τα οποία δεδομένες κοινωνικές κατηγορίες σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα επιδιώκουν την εκπλήρωση των σκοπών τους (π.χ. Immergut 1988 για τους ιατρικούς συλλόγους). Σε αντίθεση με τις πλουραλιστικές παραδοχές, κύριο ρόλο παίζει εδώ η μονοπώληση της εκπροσώπησης κάποιων κατηγοριών από μη ανταγωνιστικές ορ­ γανώσεις και η δημιουργία μόνιμων δεσμών με­ ταξύ των οργανώσεων και των κρατικών θεσμών (δες ήδη Selznick 1949 για την εισαγωγή της έν­ νοιας της cooptation). Εστιάζοντας το ενδιαφέ­ ρον στα οργανωτικά χαρακτηριστικά τόσο της εκπροσώπησης των συμφερόντων όσο και της γραφειοκρατικής υποδοχής, μπορούμε να δια­ κρίνουμε τρόπους / σχολές Policy-making ανάλο­ γα με τον συνεκτικό ή διασπασμένο χαρακτήρα2 2. Προσεγγίσεις που βασίζονται στις πολιτικές δυνατότητες και τις πολιτικές επιλογές δυσπιστούν απέναντι στις εξελι­ κτικές θεωρίες που στηρίζουν ιδέες σταδιακής αλλαγής. Οι προσεγγίσεις αυτές επιχειρούν να βρουν στήριξη σε θεωρη­ τικούς βιολόγους και γεωλόγους (κυρίως Gould 1980 και Lewontin 1983) οι οποίοι ζητούν τον εξοβελισμό της αρχής του Λινναίου Natura non facit saltum από την εξελικτική θεωρία.


66/αψιερωμα των συνεργαζόμενων θεσμών (δες σχήμα I). Μια υπόθεση εργασίας που μπορεί να συναχθεί από το σχήμα I είναι η εξής: η επιλογή των μέσων κρατικής πολιτικής με το σκοπό της επίτευξης παρόμοιων στόχων κρατικής πολιτικής θα επη­ ρεαστεί από τον συνεκτικό ή διασπασμένο χαρα­ κτήρα τόσο του κρατικού οργάνου όσο και της εκπροσώπησης των συμφερόντων. Πέρα από τις οργανωτικές μορφές, ένα άλλο στοιχείο που καθορίζει την εξέλιξη των μη πλουραλιστικών τάσεων είναι οι θεσμικές προσεγγί­ σεις των δυνατοτήτων άσκησης εξουσίας στη σχέση μεταξύ κράτους και κεφαλαίου και το πε­ ραιτέρω ερώτημα για την κατεύθυνση και τη σκοποθεσία ενός κράτους με δυνατότητες άσκη­ σης τέτοιας εξουσίας με ουσιαστικούς όρους. Συνδυάζοντας έναν άξονα εξουσίας (με την έν­ νοια του Lowi) με έναν άξονα κρατικής πρωτο­ βουλίας (δες σχήμα II ), μπορούμε να κατατά­ ξουμε σχηματικά μια σειρά προσεγγίσεων της συγκριτικής πολιτικής οικονομίας. το σημείο αυτό νομίζω ότι έχουμε ήδη θίξει τον πυρήνα των νέων προσεγγίσεων του λε­ γάμενου «κρατοκεντρικού παραδείγματος» (δες κυρίως Evans κ.α. 1985), αλλά με όρους - θεσμι­ κούς και σχεσιακούς - που τίθενται, τις δυο τε­ λευταίες τουλάχιστον δεκαετίες, από ένα σημα­ ντικό τομέα της φιλελεύθερης .πολιτικής επιστή­ μης. Με τους ίδιους όρους, παρά με τις φιλελεύ­ θερες και μαρξιστικές έννοιες του κράτους και της κοινωνίας, έχει αναπτυχθεί μια γόνιμη σχολή που βασίζεται στην ανάλυση πολιτικών στρατη­ γικών και επιχειρεί να αποφύγει τα προβλήματα των περισσότερο δομικών προσεγγίσεων. Στην προσπάθειά της να αναλύσει όσο το δυνατόν πε­ ρισσότερο τις δυνατότητες που υπάρχουν ή απο­ κλείονται για μια πολλαπλότητα δρώντων που δεν είναι δυνατόν να ανάγονται σε συλλογικά υποκείμενα, η τάση αυτή έχει προσφέρει καινοτόμες θέσεις για το ρόλο και τη λογική κίνησης των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε ένα πε­ ριβάλλον κρίσης του συστήματος της μαζικής παραγωγής (Piore and Sabel 1984, Friedman 1986, Locke 1989). Η τάση αυτή, που μπορεί να αποκληθεί μετακορπορατιστική, διαβλέπει τον κίνδυνο μιας κά­ ποιας στατικότητας στο κορπορατιστικό μοντέλο και διερωτάται για την εξέλιξη των ενδοσυνδικαλιστικών σχέσεων υπό συνθήκες ώριμου φιλε­ λεύθερου κορπορατισμού (Sabel στην Berger 1981) και για τη δυνατότητα σχηματισμού πε­ ρισσότερο περίπλοκων συμμαχιών μεταξύ κρατι­ κών υπηρεσιών και οργανωμένων συφμερόντων με στόχο άλλες κρατικές υπηρεσίες. Κριτικάρο­ ντας μια dirigiste (Johnson) και μια κορπορατίστικη (Pempel) ανάλυση του ιαπωνικού κρά­ τους, ο Samuels διαπιστώνει με μια εξαντλητική μελέτη των σχέσεων κράτους και κεφαλαίου στον

Σ

ενεργειακό τομέα της ιαπωνικής οικονομίας, ότι το Υπουργείο Διεθνούς Εμπορίου και Βιομηχα­ νίας μπορούσε μόνον τότε να εφαρμόσει συγκε­ κριμένα σχέδιά του για την ενέργεια, όταν βρι­ σκόταν σε συμμαχία με ισχυρούς ιδιωτικούς δρώντες ενδιαφερομένους να αξιοποιήσουν πε­ ριπτώσεις δομικής αλλαγής (Samuels 1987: 220). Αν επιμείνουμε στο ερώτημα, τι συνιστά την ιδιαιτερότητα την οποία η αμερικανική κρατοκεντρική σχολή θέλει να επιφυλάσσει στον εαυτό της, η μόνη απάντηση φαίνεται να σχετίζεται με την καταγωγή της στις απόπειρες να ξεπεραστούν οι θεωρίες της εξάρτησης χωρίς να εγκαταλειφθεί η έμφαση στο ρόλο του διεθνούς συ­ στήματος. Το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στο σύστημα των εθνικών κρατών μάλλον παρά στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Το βασικό επιχεί­ ρημα είναι ότι, με δεδομένη την οικονομική ευρωστία που επιτυγχάνουν οι πρώτες δυνάμεις του μοντέρνου κόσμου, οι υπόλοιπες πολιτικές οντότητες τίθενται κάτω από μεγάλη πίεση να εκσυγχρονιστούν για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στρατιωτικά στους ισχυρότερους αντα­ γωνιστές. 'Ετσι ο ίδιος ο σχηματισμός των πε­ ρισσότερων εθνικών κρατών μπορεί να αναχθεί στην οξύτητα με την οποία τέθηκε το πρόβλημα της ασφάλειας για τις περισσότερες μοναρχίες που αγωνίζονταν να εκσυγχρονιστούν για να σμούς. Για μοναρχίες βασισμένες στη φορολόγηση αγροτικών παραγωγικών συστημάτων, η έν­ ταση της πίεσης να ανταποκριθούν στους στρα­ τιωτικούς ανταγωνισμούς στο σύστημα των κρα­ τών και οι περιορισμοί που επιβάλλονταν από τις αγροτικές δομές οδήγησαν στην αποδιάρθρωση των κρατικών θεσμών, μνοίγοντας το δρόμο στις μεγάλες κοινωνικές επαναστάσεις του μο­ ντέρνου κόσμου (Γαλλική, Ρωσική, Κινεζική) που έτσι εξηγούνται ως συνδυασμένο αλλά μη σκοπούμενο αποτέλεσμα της κρατικής εξάρθρω­ σης και της ύπαρξης διαφόρων κινημάτων (Skocpol 1979). Η θέση αυτή παρουσιάζει ενδιαφέρον, για την παρούσα συζήτηση, σε δύο σημεία: τον ιδιότυπο δομισμό της, και τη σχέση μεταξύ οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος όπως αλληλεπιδρούν στη διεθνή πολιτική. Η ιδιοτυπία του εν λόγω δομισμού έγκειται στην εξάρτηση του όλου μο­ ντέλου από τους πολιτικούς θεσμούς και τους δρώντες - φορείς τους . Όπως έχει ήδη επισημανθεί, η έκβαση των πολιτικών συγκρούσεων μέσα και γύρω από τους κρατικούς θεσμούς εξαρτάται από μια σειρά αβέβαιους παράγοντες, όπως η επιλογή στρατηγικής και η πρόσληψη του εξωτερικού κινδύνου από τις ηγετικές ομά­ δες. Από την άλλη μεριά, τα όρια μιας προσέγγι­ σης που παραβλέπει το πρόβλημα των δομικών περιορισμών φαίνονται καθαρά στις σχέσεις με­ ταξύ οικονομικών δομών και δομών ασφαλείας


αφιερωμα/67

Σχήμα I ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΟΙ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΤΥΠΟΙ POLICY Input Structures Fragmented

Integrated

(concertation) Integrated

(corpotatism)

(legalization)

(administrative guidance)

(etatism)

Decision-making Structures: (administrative guidance) Fragmented

(private self-regulation)

(incrementalism)

(privatization of the solutions) Πηγές: D. Ashford (ed.), Comparing Public Polit e s (Beverly Hills: Sage, 1978).J. Feick-W. Jann,

«Nations Matter - Von Eklektizismus zur Integra­ tion in der vergleichenden Policy - Forschung», PVS 29 (1988).

Σχήμα II ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΙ I OLICY Applicabitily of Coercion: Negotiation Relationship

Structured Bargaining

Policy Innovativeness:

Marxist Instrumentalist

Anticipatory Policy Goals

Reactive Policy Goals

Developmental

Marxist Functionalist

Imposition Relationship Πηγές: K.A. Lavdas, Japanese Industrial Policy (Massachusetts Institute of Technology, Deparmeni of Political Science, May 1989).


68/αφιερωμα στο διεθνές σύστημα. Είναι γνωστό ότι τη στρα­ τιωτική ισχύ ενός κράτους επηρεάζει καθοριστι­ κά η κατάσταση και τα χαρακτηριστικά της οι­ κονομίας του.3 Είναι λιγότερο προφανείς οι τρό­ ποι με τους οποίους η σχετική μείωση της οικο­ νομικής ζωτικότητας των ΗΠΑ θα επηρεάσει τη στρατιωτική τους παρουσία. Το τελευταίο ερώτημα έχει δώσει το έναυσμα για σειρά ακαδημαϊκών τοποθετήσεων με πε­ ρισσότερο ή λιγότερο εμφανείς πρακτικές προε­ κτάσεις. Κοινό χαρακτηριστικό των περισσότε­ ρων είναι η επεξεργασία μιας έννοιας συνολικής ασφάλειας (comprehensive security) η οποία κα­ λύπτει τη βιομηχανική πραγωγικότητα όσο και τη ναυτική ισχύ. Η απουσία μακροπρόθεσμης αμερικανικής στρατηγικής υποτίθεται ότι καθι­ στά τις ΗΠΑ ευάλωτες απέναντι στην ιαπωνική εμπορική επίθεση που βασίζεται, μεταξύ άλλων, σε πολύτιμες παραδόσεις γραφειοκρατικής σκοποθεσίας (Johnson 1982).4 Στο σημείο αυτό η

3. Η συζήτηση για τις σχέσεις στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος δέχθηκε πρόσφατα νέα ώθηση με τη μελέτη του Ken­ nedy (1988) που εξετάζει 500 χρόνια στρατιωτικής ιστορίας και οικονομικής επίδοσης. Ο Kennedy στηρίζεται, ωστόσο, σε απλουστευτικούς δείκτες οικονομικής ισχύος (GNP, πα­ ραγωγή ενέργειας κ.λπ.) που ακόμη και όταν είναι χρήσιμοι ως δείκτες, είναι ανεπαρκείς ως στοιχεία σύγκρισης δυνά­ μεων που αναμετρώνται. Όπως ορισμένοι σχολιαστές έχουν σημειώσει, ένα ακόμη πρόβλημα βρίσκεται στην έλ­ λειψη επεξεργασμένης θεωρίας για τη σχέση μεταξύ μακρο­ πρόθεσμης στρατηγικής και οικονομικής επίδοσης. 4. Σε σχέση με την Ιαπωνία, η αριστοποίηση μιας αμερικάνι­ κης στρατηγικής που θα λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς δομές ασφαλείας όσο και τις διεθνείς οικονομικές δομές είναι δυ­ σχερής και εκλαμβάνεται από τη βιβλιογραφία ως ενδεικτι­ κή των προβλημάτων που σταδιακά προκύπτουν με την υποχώρηση της αμερικανικής οικονομικής ηγεμονίας και τη

Βιβλιογαφία Ashford, Douglas (επιμ.). 1978. Comparing Public Policies. Be­ verly Hills: Sage. Berger, Suzanne (επιμ.). 1981. Organizing Interests in Western Europe. Cambridge: Cambridge University Press. Dahl, Robert. 1985. A Preface to Economic Democracy. Cam­ bridge: Polity Press. Evans, Peter κ.α. (επιμ.). 1985. Bringing the State Back In. Cambridge: Cambridge University Press. Feick, J. - W. Jann. 1988. «Nations Matter-Vom Eklektizismus zur Integration in der vergleichenden Policy-Forschuna» PVS 29. Friedman, David. 1986. The Misunderstood Miracle: Politics and Economic Decentralization in Japan. PhD diss., M.I.T. Giddens, Anthony. 1984. The Constitution of Society. Cambrid­ ge: Polity Press. Gould, Stephen J. 1980. The Panda’s Thumb. New York: NorImmergut, Ellen. 1988. The Political Construction of Interests. PhD diss., Harvard University. Johnson, Chalmers. 1982. MITI and the Japanese Miracle: the Growth of Industrial Policy. Stanford: Stanford University

κρατοκεντρική προσέγγιση αποκτά μια ορισμένη σημασία, με αναλύσεις που ανταποκρίνονται στο πολιτικό desideratum ενός αυτόνομου κράτους με στρατηγικές δυνατότητες. Ανακεφαλαιώνοντας μπορούμε να παρατηρή­ σουμε, ότι τα στοιχεία συνέχειας είναι αξιόλογα στις τάσεις εκείνες που ασχολούνται με τις κρα­ τικές πολιτικές. Βασικές παραδοχές της λεγάμε­ νης κρατοκεντρικής προσέγγισης ανιχνεύονται εύκολα σε προηγούμενες θεσμικές θεωρίες, οι οποίες σταδιακά υποκατέστησαν τις παραλλαγές του πλουραλισμού στην κορυφή του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Η έννοια του κράτους ως δυνά­ μει αυτόνομου δρώντος μπορεί να διατηρηθεί στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής, δεδομένου, πρώτον, της ιδεολογικής παράδοσης του «εθνι­ κού συμφέροντος» η οποία κάθε άλλο παρά φθί­ νει και, δεύτερον, της τώρα διαμορφωνόμενης αντίληψης της «συνολικής ασφάλειας» που αξιώ­ νει μεγαλύτερη συνεκτικότητα του κρατικού μη­ χανισμού. διατήρηση ασύμμετρα υψηλών στατριωτικών υποχρεώσεων, κυρίως στη Δ. Ευρώπη και τον Β. Ειρηνικό. Η ιαπωνική χρηματοδότητση των Reaganomics και του χρέους επέτρε­ ψε στο αμερικανικό κράτος μέχρι πρόσφατα να αντισταθεί στις πιέσεις για τη λήψη προστατευτικών μέτρων. Όπως έχει επισημανθεί (π.χ. από τον Gilpin), εδώ πρόκειται για την επιτυχή ιαπωνική στρατηγική (εφόσον κύρια ιαπωνικά προϊόντα θα θίγονταν σε περίπτωση ελαττωμένης αντιστάσεως του αμερικανικού κράτους σε κοινωνικές πιέσεις), που όμως δεν μπορεί παρά να είναι βραχύβια. Οι εξελίξεις επι Bush αποκαλύπτουν μια πολύ διαφορετική αντιμετώπι­ ση (περιορισμένο αμερικάνικο εμπορικό κλείσιμο και έντα­ ση των πιέσεων στην ιαπωνία για να εξοπλιστεί). Για τα στρατηγικά διλήμματα των αμερικανοϊαπωνικών εμπορι­ κών και αμυντικών σχέσεων, δες το υπό έκδοση βιβλίο του Richard Samuels για την αμερικανοϊαπωνική αμυντική συ­ νεργασία (Cornell UP).

Krasner, Stephen D. 1989. Defending the National Interest. Princeton: Princeton University Press. Lewontin, Richard. 1983. «The Organism as the Subject and Object of Evolution». Scientia 118. Locke, Richard. 1989. Strategic Choice and its Constraints. PhD diss., M.I.T. Lowi, Theodore J. 1979. The End of Liberalism. 2η έκδοση. New York: Norton. Piore Michael - Ch. Sabel. 1984. The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity. New York: Basic Books. Rawls, John. 1971. A Theory of Justice. Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Rogowski, Ronald. 1985. «Internal vs. External Factors in Poli­ tical Development». PS 18. 4. Samuels, Richard J. 1987, The Business of the Japanese State. Ithaca: Cornel University Press. Selznick, Philip. 1949. TVA and the Grass Roots. Berkeley: University of California Press. Skocpol, Theda. 1979. States and Social Revolutions: A Compa­ rative Analysis of France, Russia, and China. Cambridge: Cambridge University Press. Unger, Roberto. 1988. Polititcs. Cambridge: Cambridge Univer­ sity Press!


αφιερωμα/69

Georges Tourdman

(Νέες τάσεις στη διδασκαλία και έρευνα της πολιτικής) Σ ’ ένα πρόσφατο συλλογικό έργο με τον χαρακτηριστικό τίτλο: Bringing the state back In (1985), η Theda Skocpol, παρουσιάζοντας το πλήθος της επιστη­ μονικής (κυρίως αμερικανικής) βιβλιογραφίας των τελευταίων δέκα περίπου χρόνων, που αναφέρεται στην, εμπειρικά διαπιστωνόμενη σε διεθνείς συ­ γκριτικές έρευνες, αύξηση, του ρόλου και της σημασίας του κράτους (statecentered approach)1 μιλάει για έ ν α '«“paradigmatic shift” που φαίνεται ότι είναι καθ’ οδόν στις μακροσκοπικές κοινωνικές επιστήμες» (σελ. 7) και που αντι­ καθιστά τη θέση του «κυριαρχούντος παραδείγματος», το social-centered ap­ proach της πλουραλιστικής, δομολειτουργικής και νεομαρξιστικής προσέγγι­ σης.


70/αφιερωμα έβαια, η πεποίθηση περί της συντελούμενης αλλαγής παραδείγματος δεν είναι γενική (G. Almond-Th. Lowi, A.P.S.R, 3/1988, K.V. Beyme, A.P.u.Z.G. 38/1984 κ.λπ.), σημασία όμως έχει ότι υπάρχει σ’ ένα μεγάλο αριθμό επι­ στημόνων και όχι μόνο στις ΗΠΑ. Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για το κράτος, το ρόλο και τις πολιτικές του, μπορεί να έχει αφετηρία τις ΗΠΑ (πώς θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, αφού στα αμερικανικά πανεπιστήμια ερ­ γάζονται περισσότεροι πολιτικοί επιστήμονες απ’ ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο μαζί!)2, δεν περιο­ ρίστηκε όμως εκεί. Ήδη η πολιτική ως «policy» κατέχει εξέχουσα θέση στα προγράμματα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτικών επιστημό­ νων εργάζεται σε ερευνητικά κέντρα που έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον τους κυρίως στους «τομείς κρατικής πολιτικής» όπως, καταρχήν, θέλουμε να μεταφράσουμε τον όρο policy ή Politikfelder. Θα παρουσιάσω στη συνέχεια, σε γενι­ κές γραμμές, τη στροφή της Πολιτικής Επιστή­ μης προς την policy, θα εξηγήσω τις αιτίες που την προκαλούν και τις συνέπειες που αυτή έχει και θα αναφερθώ στην κατάσταση της Πολιτικής Επιστήμης στην Ελλάδα και σε κάπόιες, ομολογουμένως, υποτυπώδεις προσπάθειες που γίνο­ νται για να συνδεθεί η διδασκαλία και έρευνα των Τμημάτων Πολιτικής Επιστήμης με τις εξελί­ ξεις που συντελούνται στο εξωτερικό. Ενώ οι περισσότερες από τις διεθνείς γλώσσες διαθέτουν μόνο μία λέξη που αναφέρεται στην «πολιτική» και αποδίδει το νόημά της (Politik, Politique κ.λπ.), η αγγλική γλώσσα διαθέτει συγ­ χρόνως τρεις: Polity, Politics, Policy, που καθε­ μιά απ’ αυτές περιγράφει ένα μέρος, ικανό να απομονωθεί, της πολιτικής διαδικασίας. Έτσι η Polity αναφέρεται στους θεσμούς και τους κανό­ νες λειτουργίας μιας κοινωνίας, η Politics στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων από τη μεριά της κυβέρνησης και η Policy στις κρατικές πολι­ τικές γενικά. Για τις ανάγκες της έρευνας και για την αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της, η διεθνής βιβλιογραφία δείχνει ότι η Πολιτική Επιστήμη στρέφεται όλο και περισσότερο σε δύο σημαντικές παραμέτρους της policy: στην Imple­ mentation (Εφαρμογή) και Evaluation (αποτίμη­ ση) των κρατικών πολιτικών. Εάν, τώρα, χρησι­ μοποιήσουμε τις έννοιες της συστημικής θεω­ ρίας, τότε η Polity αναφέρεται στις εισροές (in­ puts), η Politics στην επεξεργασία (conversion) και η Policy στις εκροές (outputs), γεγονός που δείχνει ότι όπως στη συστημική ροή, έτσι και τα διάφορα στάδια της πολιτικής δεν είναι δυνατόν να διακριθούν αυστηρά μετάξύ τους, συχνά δε επικαλύπτονται (Η. Κατσούλης, 1984, σελ. 247274). Έστω κι αν επιστημονικά δεν ακριβολογούμε,

Β

επειδή όμως συνηθίζεται, θα μπορούσαμε εξετά­ ζοντας τη διεθνή βιβλιογραφία, ιδιαίτερα τη βορειοαμερικανική, να διαπιστώσουμε στη μέχρι τώρα ιστορία της Πολιτικής Επιστήμης, στον 20ό αιώνα, την περιοδική κυριαρχία τριών δια­ φορετικών παραδειγμάτων ή με τους πιο πάνω όρους, την επικυριαρχία μιας μετά την άλλη των τριών τάσεων της πολιτικής ως επιστήμης. Στο πρώτο στάδιο πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλε­ μο, η Πολιτική Επιστήμη ενδιαφέρεται περισσό­ τερο για τους θεσμούς, τις νόρμες και την ατομι­ κή συμπεριφορά (Polity), στο δεύτερο στάδιο, στις τρεις δεκαετίες μετά τον πόλεμο και υπό την επήρεια της συστημικής θεωρίας, για τη διαδι­ κασία λήψης των αποφάσεων (Decision making) και τις διάφορες συγκρούσεις (Conflict) και συ­ ναινέσεις (Consensus) που τις συνοδεύουν, κα­ θώς και για τη νομιμοποίηση (Legitimation) που αυτές προκαλούν (Politics), ενώ στο τρίτο στά­ διο, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 περίπου, στρέφεται όλο και περισσότερο στην έρευνα του περιεχομένου και των συνεπειών συγκεκριμένων κρατικών πολιτικών (Policy, προπάντων: απα­ σχόληση, στέγαση, υγεία, εκπαίδευση, περιβάλ­ λον) και τις εξετάζει τόσο κατά την εφαρμογή τους (Impementation), όσο και ως προς τα αποτελέσματά τους (Evaluation). Μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη, όχι μόνο στην κα­ θημερινή αλλά και στην επιστημονική γλώσσα, πολιτική ήταν/ή και ταυτιζόταν με το decision making, με όλες δηλαδή εκείνες τις διαδικασίες αλλά και τις δυνάμεις που εμπλέκονται σ’ αυτό και αντιπαλεύουν προσπαθώντας να επηρεά­ σουν τη διαμόρφωσή του. ΓΓ αυτό πολιτική ήταν Politics (Politics determine Policy, H. Lasswell), ενώ για τις κρατικές πολιτικές (Policy), ακόμη και στα εγχειρίδια Πολιτικής Επιστήμης, γινό­ ταν σπάνια λόγος. Στην αποδοχή της πολιτικής ως policy αποφα­ σιστικά συνέβαλαν τόσο η πλουραλιστική θεω­ ρία που έβλεπε την πολιτική να διαμορφώνεται από τη σύγκρουση και σύγκλιση συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων και πολιτι­ κών, οικονομικών ή και κοσμοθεωρητικών συμ­ φερόντων, στα πλαίσια που όριζαν οι νόμοι, όσο και η δομολειτουργική που εξηγούσε την πολιτι­ κή διαδικασία στη βάση κατεστημένων ή και θε­ σμοθετημένων δομών και σχέσεων και έβλεπε να εξαρτάται η ποιότητα και η αποτελεσματικότητά της, από τη λειτουργικότητα της επαφής και αλ­ ληλεξάρτησης των διαφόρων στοιχείων ενός κοι­ νωνικού ή και πολιτικού συστήματος. Στις ΗΠΑ, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 και στη Δ. Ευρώπη σ’ όλη τη μεταπολεμική εποχή, ιδιαίτερα όμως από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Μαρξισμός στις διάφορες εκφάνσεις του επηρεάζει αποφασιστικά την «κοινωνικοκεντρι-


αφιερωμα/71 κή» αντίληψη της πολιτικής, τονίζοντας την οι­ κονομική διάσταση των κοινωνικών αγώνων, το ρόλο των τάξεων σ’ αυτούς και την εξάρτηση του κράτους από τις άρχουσες οικονομικά, αλλά και ιδεολογικά, κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα. Εκείνο που η σύγχρονη «κρατικοκεντρική» αντίληψη της πολιτικής καταλογίζει, στο μεθο­ δολογικό επίπεδο, σ’ όλες τις «κοινωνικοκεντρικές» προσεγγίσεις, είναι ότι χρησιμοποιούν στις αναλύσεις τους το κράτος ως «εξαρτημένη μετα­ βλητή»· οι δραστηριότητές του δηλαδή, εξηγού­ νται από την επίδραση που ασκούν σ’ αυτό οι κοινωνικές ομάδες ή τάξεις. «Το κράτος γινότα­ νε αντιληπτό, σαν μια ταμειακή μηχανή που αθροίζει κι ύστερα υπολογίζει τις προτιμήσεις και την πολιτική δύναμη των κοινωνικά δρώντων. Έτσι η κυβέρνηση μπορούσε να θεωρηθεί σαν μία αρένα, στην οποία αγωνίζονταν οι κοι­ νωνικά δρώντες για να εξασφαλίσουν την επιτυ­ χία των δικών τους ιδιαίτερων συμφερόντων. Ο κυριότερος ρόλος των δημοσίων στελεχών ήταν να εγγυηθούν τους όρους του παιχνιδιού» (S. Krasner, 1984, σελ. 226). Σ’ αυτό το επιχείρημα, συμπυκνώνεται η μομφή του «ρεντουκτιονισμού» (Reductionism= αναγωγισμός), δηλαδή της ανα­ γωγής σε μια αιτία σύνθετων κοινωνικών φαινο­ μένων και σχέσεων, που οι σύγχρονοι οπαδοί της «κρατικιστικής» αντίληψης (statism) αποδί­ δουν στις προηγούμενες κοινωνοκρατικές θεω­ ρίες. Οι ίδιοι προτείνουν να χρησιμοποιείται το κράτος και ό,τι αυτό το συνθέτει, ως μία «ανε­ ξάρτητη μεταβλητή» στην έρευνα, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η σχέση κράτους-κοινωνίας και η ένταση, το μέγεθος και η ποιότητα των με­ ταξύ τους εξαρτήσεων, διαπιστώνεται ως αποτέ­ λεσμα της έρευνας και δεν προηγείται αυτής. Με άλλα λόγια, οι «κρατικιστές» προτιμούν πε­ ρισσότερο την «επαγωγική» μέθοδο από την «απαγωγική», που χρησιμοποιούν οι «κοινωνιοκράτες».3 ην «αλλαγή παραδείγματος» (Evans, Skocpol κ.λπ.) ή «προσέγγισης» (K.V. Beyme) προκάλεσαν πολλές εξελίξεις στην πολιτική, δια­ φορετικές στις ΗΠΑ και στη Δ. Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, η μεταρρυθμιστική πολιτική της δεκαε­ τίας του '60 (Great Society) είχε, σε σχέση με τα επιδιωκόμενα, πενιχρά αποτελέσματα, πράγμα που προξένησε το ενδιαφέρον της Πολιτικής Επιστήμης να ερευνήσει τις αιτίες που τα προ­ κάλεσαν. Γι’ αυτό στράφηκε στην policy και εν­ διαφέρθηκε περισσότερο να διαπιστώσει τι εμπόδισε την εφαρμογή (Implementation) των κυβερνητικών προγραμμάτων. Τα αποτελέσμα­ τα, επιπλέον, πλήθους εμπειρικών, συγκριτικών ερευνών της πολιτικής γενικά, στις νέες χώρες (βλ. Th. Lowi, στο A.P.S.R., 3/1988, σελ. 889). υποστήριζαν την άποψη που είχε αρχίσει να γί­ νεται αποδεκτή από ένα αυξανόμενο αριθμό

Τ

Αμερικανών κυρίως επιστημόνων, ότι στις κάθε είδους πολιτικές αποφάσεις, καθοριστικός ήταν ο ρόλος του κράτους στη διαμόρφωση του περιε­ χομένου τους· «καινούριες εργασίες όλο και πε­ ρισσότερο αντιλαμβάνονται ότι το κράτος ως δρων αν και επηρεάζεται από την κοινωνία που το περιβάλλει, εν τούτοις διαμορφώνει τις κοι­ νωνικές και πολιτικές διαδικασίες» (Evans/Rueschmeyer/Skocpol 1985, σελ. VI). Επηρεασμένοι από τον Max Weber και τον Ο. Hintze,4 αλλά και από τον Alexis de Tocqueville5 οι «νεοκρατικιστές», αναγνωρίζουν στο κράτος και τα όργα­ νά του (state officials) τη δυνατότητα να προβαί­ νουν στην επιλογή πολιτικών που υπερακοντί­ ζουν τις κάθε είδους κοινωνικές, ταξικές, κο­ σμοθεωρητικές και άλλες πιέσεις και να τις επι­ βάλλουν στο χώρο της κυριαρχίας τους. Ό σο κι αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράξε­ νο, στην ενίσχυση του ενδιαφέροντος για το κράτος αποφασιστική ήταν η συμβολή της νεομαρξιστικής θεωρίας της «σχετικής αυτονομίας» του κράτους (Πουλαντζάς, Miliband, Anderson, Offe, Therborn κ.λπ.). Στην Ευρώπη, η Πολιτική Επιστήμη, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, επηρεάζεται αποφασιστικά από τις διά­ φορες μαρξιστικές σχολές (Stamokap μέχρι Κρι­ τική Θεωρία), όσο και από τον κυριαρχούντα στην Κοινωνιολογία Στρουκτουραλισμό (Strauss, Althusser αλλά και Πουλαντζάς κ.λπ.). Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις, η προσέγγιση της πολιτι­ κής ήταν περισσότερο κοινωνικοκεντρική, ενώ οι θεωρίες της νομικής προσωπικότητας, όπως και εκείνες που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια της γερ­ μανικής Staatslehre (βλ. Γ.Κ. Βλάχος, 1977), μό­ νο μία υποτονική πανεπιστημιακή παρουσία εί­ χαν. Μόλις πρόσφατα και υπό την επήρεια των αλλαγών που συνοδεύουν την αύξηση της σημα­ σίας και του ρόλου του κράτους, η επιστήμη επανέρχεται σε παλαιές - και ξεχασμένες - έν­ νοιες, όπως εκείνης του «arbeitender Staat» (Lo­ renz von Stein) ή etat actif (Bertrand de Jouvenel) και προσπαθεί να τις χρησιμοποιήσει για την καλύτερη προσέγγιση και κατανόηση των εξελί­ ξεων (βλ. Η.Η. Hartwich, 1987). Η διαρκώς αυ­ ξανόμενη παρέμβαση του κράτους στην αγορά, αλλά και η οργάνωση ενός διαρκώς επεκτεινόμενου κοινωνικού κράτους, οδηγούν στην αύξηση της αρμοδιότητας και της ευθύνης του πολιτικού-διοικητικού συστήματος (J. Habermas, 1973, C. Offe, 1972), τόσο στην παραγωγή και τη δια­ νομή του κοινωνικού προϊόντος6, όσο και στην οργάνωση των αναγκαίων θεσμών που τις υπο­ στηρίζουν και προσελκύουν το ενδιαφέρον της Πολιτικής Επιστήμης στην όλη μεταρρυθμιστική πολιτική των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των συνεπειών της. Ήδη από τη δεκαετία του '70, η προσοχή της Πολιτικής Επιστήμης στρέφεται στην έρευνα μιας κατάστασης που είχε δημιουργηθεί από την


72/αφιερωμα αυξανόμενη ευθύνη της διοίκησης γενικά, στα πλαίσια της κάθε είδους παρεμβατικής πολιτικής του κράτους και της «συνθετότητας» (Komplexitat) των λειτουργιών της διοίκησης, που αυτή συνεπαγότανε. Καθοριστική για την κοινωνική επιστήμη στα πλαίσια αυτά, ήταν η προσφορά της συστημικής θεωρίας, έτσι όπως αυτή προήχθη στο έργο του Niklas Luhmann (1987). Εδώ η «πληροφορία» αποτελεί τη σημαντικότερη συντε­ ταγμένη της αναδραστικής ροής (feedback loop), πράγμα που κάνει απαραίτητη τη μείωση της συνθετότητας στη σχέση συστήματος-περιβάλλοντος απ’ τη μια και την προσφορά του απαιτούμενου όγκου πληροφοριών, αλλά και την επιλο­ γή τους απ’ την άλλη. Σ’ αυτή την απαραίτητη επιλογή της κάθε φορά αναγκαίας πληροφορίας συμβάλλει, στο επίπεδο της επιστήμης, η διεπι­ στημονική έρευνα και συνεργασία - αναβίωση της Staatslehre και της Verwaltungslehre - και η στροφή του ενδιαφέροντος στις κρατικές πολιτι­ κές, στην έρευνα των διαφόρων φάσεων των οποίων συμβάλλουν διαφορετικοί κλάδοι. Έτσι η Πολιτική Επιστήμη, αφού στην αρχή λειτούρ­ γησε συμβουλευτική της κεντρικής εξουσίας, στη συνέχεια και ιδιαίτερα στη φάση της «μεταρρυθμιστικής ευφορίας» των πρώτων χρόνων της δε­ καετίας του ’70 (ιδιαίτερα στη Γερμανία), συμμε­ τείχε στο σχεδίασμά των διαφόρων μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων, για να στραφεί κατόπιν στην τρίτη φάση, τη λεγάμενη της «απογοήτευ­ σης» (Desillusionierung) για τα φτωχά αποτελέ­ σματα της μεταρρυθμιστικής πολιτικής, στην έρευνα των κρατικών πολιτικών (Politikfelder), για να διαπιστώσει τις αιτίες που εμπόδισαν τα μεταρρυθμιστικά σχέδια να επιτύχουν τους σκο­ πούς τους. «Η προοπτική αλλάζει από μία ορίζουσα ex ante θεώρηση της διαμόρφωσης της πο­ λιτικής, σε μία περισσότερο περιγραφική ex post εκτίμηση και εξήγηση των προβλημάτων της εκτέλεσης και του αποτελέσματος. Η έρευνα των κρατικών πολιτικών (Policy-Forschung) εξελίσ­ σεται στην κατεύθυνση της έρευνας της εφαρμο­ γής (Implementation) και της αποτελεσματικότητας» (W. Jann, 1983, σελ. 34). Η επιτυχία όμως αυτής της αλλαγής τής ερευνητικής προοπτικής . και του επιστημονικού ενδιαφέροντος, απαιτεί καταρχήν «τη συνείδηση της γενικής κοινωνικής ένταξης των τομέων της πολιτικής που ερευνά η Policy» (Η.Η. Hartwich, 1987, σελ. 5), πράγμα που υποχρεώνει την επιστήμη να ενδιαφέρεται και να εξετάζει ολόκληρο τον policy-cycle, προ­ τού καταλήξει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα και οτι; συνακόλουθες προτάσεις.8 Τη στροφή αυτή του ενδιαφέροντος της Πολιτικής Επιστή­ μης προς τι; κρατικές πολιτικές, ο Th. Lowi τη συμπύκνωσε στη γνωστή διαπίστωση ότι «policy determine (causes) politics», πράγμα που όχι μό­ νο βάζει πάλι «το άλογο μπροστά από το κάρο», όπως χαρακτηριστικά είπε, αλλά, στα πλαίσια

της έρευνας του policy-cycle, δημιουργεί την ανάγκη χρήσης εξειδικευμένων προγραμμάτων, τα οποία μπορούν να οργανώσουν εξειδικευμένα ινστιτούτα και ερευνητικά κέντρα και να διεκπεραιώσουν ειδικευμένοι επιστήμονες. Έτσι, για την Πολιτική Επιστήμη δημιουργείται ένα διπλό πρόβλημα: απ’ τη μια απομακρύνεται από την κριτική της εξουσίας, παράδοση που, τουλάχι­ στον στην Ευρώπη, τη συνοδεύει, κινδυνεύοντας να γίνει μία απλή «συμβουλευτική» της κεντρι­ κής εξουσίας (κράτος-Government) επιστήμη (Beratungsfunktion), απ’ την άλλη όμως, όχι μό­ νο παρεμβαίνει, διαμορφώνει και εξορθολογίζει τις κρατικές πολιτικές - πράγμα που ελάχιστα ή καθόλου δεν είχε καταφέρει η παραδοσιακή Πο­ λιτική Επιστήμη - αλλά επιτυγχάνει και κάτι πο­ λύ απλό αλλά και σημαντικό: ανοίγει καινού­ ριους τομείς επιστημονικής απασχόλησης στους πολιτικούς επιστήμονες και δίνει μια διέξοδο στο άλυτο επαγγελματικό πρόβλημά τους. Στα πλαίσια, βέβαια, της απαιτούμενης διακλαδικής συνεργασίας στην έρευνα της Policy, της Imple­ mentation και της Evaluation, οι νέες ευκαιρίες επαγγελματικής απασχόλησης αφορούν όλους τους κλάδους των κοινωνικών επιστημών, αλλά οι πολιτικοί επιστήμονες εδώ διαθέτουν ορισμέ­ να συγκριτικά πλεονεκτήματα. Υπάρχει ένα πλήθος ερευνητικών κέντρων που προσφέρουν επιστημονική γνώση και αξιολο­ γούν τα διάφορα προγράμματα κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και υποβάλλουν συγκεκριμένες προτάσεις για το συνδυασμό προγράμματοςπραγμάτοποίησης-εφαρμογής. Ένα από τα γνω­ στότερα προγράμματα έρευνας των δυνατοτήτων αλλά και των συνεπειών που συνοδεύουν τη χρή­ ση των νέων επαναστατικών τεχνολογιών σε συ­ γκεκριμένες κυβερνητικές πολιτικές, είναι το Of­ fice of Technology Assessment. Στα πλαίσια αυ­ τού του προγράμματος πραγματοποιείται η δυ­ ναμική συνεργασία φυσικών επιστημόνων, τεχνι­ κών και κοινωνικών επιστημόνων που αποδεικνύει την κατεύθυνση προς την οποία οι σύγχρο­ νες τεχνολογικές κατακτήσεις οδηγούν τη διεπι­ στημονική έρευνα και συνεργασία (F. Biillingen, 1987). Στη Δ. Γερμανία υπάρχει ένα πλήθος κρατικών ή και πανεπιστημιακών ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων, αλλά και ιδιωτικών, που στόχο τους έχουν την έρευνα των προϋποθέ­ σεων, αλλά και των συνεπειών, της κρατικής πο­ λιτικής και τα οποία με κάθε είδους γνωματεύ­ σεις, εισηγήσεις, αναλύσεις κ.λπ., συμβάλλουν στην απαραίτητη, όπως είδαμε, «μείωση της συν­ θετότητας» των κάθε είδους προβλημάτων, προσφέροντας τον αναγκαίο όγκο πληροφοριών. ίναι χαρακτηριστικό, και το τονίσαμε ήδη, ότι το ενδιαφέρον της Πολιτικής Επιστήμης για τις Policies συνοδεύει, βέβαια, την αύξηση

Ε


αφιερωμα/73 της κρατικής παρέμβασης και την εφαρμογή μεταρρυθμιστικών προγραμμάτων, εντείνεται όμως τόσο περισσότερο όσο στενότερες γίνονται οι βά­ σεις της μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Στην κατά­ σταση αυτή, η πολιτική ενδιαφέρεται, κυρίως, για την ορθολογικότερη «διανομή περιορισμένων πόρων, δηλαδή την αποδοχή θυσιών... Ενώ στο παρελθόν η πολιτική ρυθμιζότανε, κυρίως, μέσω των εισροών... ρυθμίζεται σήμερα μέσω των εκροών» (G. Schmid, στο Η.Η. Hartwich, 1983, σελ. 46), πράγμα που σημαίνει ότι οι ελπίδες της πολιτικής στρέφονται «στην επιστημονική εκτί­ μηση των συνεπειών (Folgenabschatzung) στην ανάλυση των επιπτώσεων (Wirkungsanalyse), στον έλεγχο της επιτυχίας (Erfolgskontrolle), στην ανάλυση του κόστους-κέρδους (Nutzen-Kosten-Analyse) ή στον «υπολογισμό» (Evaluierung) (όπ. σελ. 47). Το γεγονός όμως αυτό, δη­ λαδή η παρακολούθηση από την πλευρά της επι­ στήμης όλης της διαδικασίας λήψης μιας συγκε­ κριμένης πολιτικής απόφασης μέχρι την υλο­ ποίηση και την εκτίμηση όλων των συνεπειών της (Implementation-Evaluation), επανασυνδέει τα τρία διαφορετικά επίπεδα της πολιτικής (Po­ lity-Politics-Policy) σε ένα νέο ερευνητικό πεδίο, με επίκεντρο τις «κρατικές πολιτικές» (βλ. Fr. Scharpf, στο Η.Η. Hartwich, 1983, σελ. 504-509). Δε είναι στις προθέσεις αυτού του σύντομου ενημερωτικού σημειώματος να αναφερθεί στις επιμέρους «κρατικές πολιτικές» και να παρου­ σιάσει ορισμένα αποτελέσματα της μέχρι τώρα έρευνας, για να δείξει τη σημασία που η Policy έχει ήδη αποκτήσει για τη σύγχρονη Πολιτική Επιστήμη. Εκείνο που σ’ αυτή την επισκόπηση των εξελίξεων ήθελα να δείξω ήταν ακριβώς οι αλλαγές που συντελούνται στον γνωστικό χώρο της Πολιτικής Επιστήμης, να προξενήσω το εν­ διαφέρον της Ελληνικής Πολιτικής Επιστήμης και να παρουσιάσω τις δυνατότητες που η Policy μπορεί να προσφέρει στους Έλληνες επιστήμο­ νες, τόσο στο ερευνητικό, όσο και στο επαγγελ­ ματικό επίπεδο. Η Πολιτική Επιστήμη στην Ελλάδα, όπως και οι άλλες Κοινωνικές Επιστήμες, ζούσε ολόκληρη τη μεταπολεμική περίοδο και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80 στο περιθώριο της Πανεπιστη­ μιακής ζωής, παρά το γεγονός ότι η Πάντειος, ήταν μία Ανώτατη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ήδη, τη δεκαετία του ’60, είχε δημιουργηθεί η κατεύθυνση Πολιτι­ κών και Οικονομικών Επιστημών (Π.Ο.Ε.). Και στις δύο αυτές σχολές απλά «εκπαιδεύονταν» οι νέοι «δημόσιοι υπάλληλοι», υπήρχε δηλαδή στις ελληνικές σχολές Πολιτικών Επιστημών παντε­ λής έλλειψη επαγγελματικού προσανατολισμού, εκτός βέβαια από εκείνον της δημοσιοϋπαλληλίας. Για μια σύγχρονη οργάνωση της Πολιτικής

Επιστήμης ως ενός ιδιαίτερου κλάδου των Κοι­ νωνικών Επιστημών στην Πανεπιστημιακή διδα­ σκαλία, μπορούμε να μιλάμε μετά την ψήφιση του νόμου 1268/82 για τα Α.Ε.Ι., ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των Τμημάτων που «καλύπτει το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης» (αρθ. 6 § 2) και των Τομέων, οι οποίοι συντονίζουν «τη διδασκαλία μέρους του γνωστικού αντικειμένου του Τμήματος που αντιστοιχεί σε συγκεκριμένο πεδίο της επιστήμης» (Αρθ. 6 § 4 α, β). Παρά το γεγονός ότι ο 1268/82 καθιέρωνε τη σύσταση μεταπτυχιακών τμημάτων, στα οποία θα πραγματοποιούνταν η έρευνα και η παραγω­ γή νέας γνώσης (Αρθ. 81 Ν. 1566/85), τα μετα­ πτυχιακά αυτά τμήματα δεν λειτούργησαν ακό­ μη. Η Πολιτική Επιστήμη στην Ελλάδα παραμέ­ νει έτσι αποκομμένη από την έρευνα περιοριζόμενη στην απλή και πολλές φορές νοθευμένη λόγω ακριβώς της έλλειψης έρευνας - μεταφορά της παραγόμενης στο εξωτερικό γνώσης. Βέ­ βαια, στο διάστημα των τελευταίων δέκα περί­ που χρόνων έχουν γίνει προσπάθειες πραγματο­ ποίησης ερευνητικών προγραμμάτων, ενώ ορι­ σμένα εξωπανεπιστημιακά ερευνητικά ιδρύματα υπάρχουν από πολύ καιρό και συμβάλλουν με τις έρευνές τους προπάντων στην προετοιμασία των κυβερνητικών αποφάσεων. Εκτός από το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (Κ.Ε.Π.Ε.), το Εθνικό Κέντρο Κοινω­ νικών Ερευνών (Ε.Κ.Κ.Ε.), και το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ε.Ι.Ε.), που αποτελούν τα παλαιότερα κρατικά ερευνητικά κέντρα στην Ελ­ λάδα, άρχισε, ιδιαίτερα στη δεκαετία του ’80, να ενισχύονται μεμονωμένα ερευνητικά προγράμμα­ τα είτε από Τράπεζες, που οργανώνουν δικά τους ερευνητικά κέντρα, είτε από Υπουργεία, που χρηματοδοτούν επιμέρους έρευνες σε αντι­ κείμενα που τους ενδιαφέρουν, είτε, τέλος, από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (Γ.Γ.Ε.Τ.). Η έρευνα, γενικά, στην Ελλάδα, παρουσιάζει μία ανησυχητική καθυστέρηση σ’ όλους τους τομείς - και όχι μόνο στην κοινωνική έρευνα - ενώ το ποσοστό του Α.Ε.Π., που διατί­ θεται γι’ αυτήν μόλις φτάνει το 0,2%, είναι δη­ λαδή πολλές φορές έως και δέκα φορές μικρότε­ ρο από τα αντίστοιχα ποσοστά που διαθέτουν οι αναπτυγμένες χώρες (Ν. Πατηνιώτης, 1988). Βέ­ βαια, σ’ αυτό το 0,2%, η συμμετοχή της έρευνας για θέματα κρατικών πολιτικών είναι μηδαμινή. Εκείνο που τώρα τα Τμήματα Πολιτικής Επι­ στήμης στην Ελλάδα (βασικά υπάρχουν δύο: το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπου­ δών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), θα πρέπει να επι­ διώξουν στην κατεύθυνση της έρευνας, κατά τη γνώμη μου, είναι: να οργανώσουν σε ερευνητική βάση τα μεταπτυχιακά τους προγράμματα και να


74/αψιερωμα εφαρμόσουν ένα προπτυχιακό πρόγραμμα σπου­ δών που να φέρνει τον φοιτητικό κόσμο σε επα­ φή με τις νέες τάσεις στην Πολιτική Επιστήμη και να τον διδάσκει, προπάντων, τις σύγχρονες ερευνητικές μεθόδους. Μόνο για την ενημέρωση των αναγνωστών(τριών), παραθέτω στη συνέ­ χεια το σχέδιο ενός προγράμματος Σπουδών, για τους δύο τομείς Πολιτικής Επιστήμης στην Πάντειο, που συζητήθηκε στην Επιτροπή Προγράμ­ ματος και αποτέλεσε σημείο αναφοράς του νέου, ανανεωμένου προγράμματος Σπουδών τόυ Τμή­ ματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σπου­ δών για το ακαδημαϊκό έτος 1989-90. Το Σχέδιο αυτό Προγράμματος Σπουδών εν­ δεικτική, βέβαια, σημασία έχει. Εκείνο το οποίο επιδιώκεται σ’ αυτό είναι να δείξει τη στροφή, που σε διεθνές πια επίπεδο - της Ανατολικής Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης - η Πολιτική

ΣΧΕΔΙΟ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

Επιστήμη κάνει προς τις «κρατικές πολιτικές» υπό την ευρεία έννοια. Η προσοχή δηλαδή της επιστήμης στρέφεται στην πολιτική απόφαση, στο σύνολό της. Εξετάζει το θεσμικό πλαίσιο μέ­ σα στο οποίο αυτή διαμορφώνεται (Polity), τις κοινωνικές δυνάμεις και σχέσεις που την επη­ ρεάζουν (Politics), όπως και το περιεχόμενό της. Αυτή η σύγχρονη αντίληψη της πολιτικής επι­ τρέπει και επιβάλλει, μάλιστα, τόσο την ενο­ ποίηση των διαφόρων κατευθύνσεων της Πολιτι­ κής Επιστήμης, όσο και τη διακλαδική συνεργα­ σία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, προπάντων με τη στροφή στην έρευνα, η Ελληνική Πολιτική Επι­ στήμη μπορεί να συμβάλλει: στην «επιστημονοποίηση» της πολιτικής και στη δημιουργία μιας αγοράς για εκπαιδευμένα επαγγελματικά στελέ­ χη. Σ’ αυτήν, τουλάχιστον, την κατεύθυνση πο­ ρεύεται η Πολιτική Επιστήμη στις άλλες χώρες.

ΣΠΟΥΔΩΝ

ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

POLITY(Inputs) Τυπική Διάσταση της Πολιτικής

POLITICS (Conversion) (Διαδικαστική Διάσταση της Πολιτικής)

POLICY (Outputs) (Ουσιαστική Διάσταση της Πολιτικής)

θεωρία των θεσμών Κοινοβούλιο-ΚυβέρνησηΚόμματα Σύνταγμα-Νόμοι Πολιτική θεωρία και Ιστορία των Πολιτικών Ιδεών Συντηρητισμός-Φιλελευθερισμός-Σοσιαλισμός-Κομμουνισμός-Αναρχισμός-Φασισμός κ.λπ.

Κράτος-ΚυβέρνησηΠολιτικό Σύστημα Δύναμη (Macht) - Εξουσία (Herrschaft) - Σύγκρουση (Conflict) - Συναίνεση (Consensus) - Νομιμότητα (Legitimite)

Κρατικές Πολιτικές Περιεχόμενα-ΟρίζουσεςΣυνέπειες

Πολιτική Φιλοσοφία ΕπιστημολογίαΜεθοδολογία Πολιτισμός-Κουλτούρα κ.λπ.

Decision Making Θεωρίες του Πολιτικού Συστήματος Πλουραλισμός-Δομολειτουργισμός-Κορπορατισμός κ.λπ. Πολιτικά Κόμματα - Ενώ­ σεις Συμφερόντων - Ομάδες πίεσης - Κοινωνικά Κινήμα­ τα Συγκριτική Πολιτική Ανάλυση Πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό κ.λπ. σύστημα: Ευρώπης-ΗΠΑ-Ελλάδας Ύστερος καπιταλισμός-Μεταβιομηχανική κοινωνία Μέθοδοι και Τεχνικές της Εμπειρικής Έρευνας Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές κ.λπ.

Πολιτικό-Διοικητικό Σύστημα Κοινωνικό Κράτος-Κοινωνική Πολιτική Decision Making, Διοίκηση, Ομάδες Πίεσης, Κόμματα. Παιδεία-Εκπαίδευση Θεωρίες Ανάπτυξης και Εκσυγχρον ισμού Αξίες-Πολιτισμός Περιβάλλον-Οικολογία Κοινωνικά Κινήματα Αξίες - Κουλτούρα - Πόλις Ύπαιθρος, Οικονομική Ανάπτυξη Σχεδιασμός: Πολιτικός Διοικητικός - Αποκέντρωση - Αυτοδιοίκηση Απασχόληση - Εργασία Implementation-Evaluation Μέθοδοι και Τεχνικές της Εμπειρικής Έρευνας Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές, Case Studies κ.λπ.


αψιερωμα/75

Σημειώσεις 1. Η «κρατοκεντρική» προσέγγιση των σχέσεων κράτους και κοινωνίας (γύρω από τις οποίες στρέφεται ολόκληρη, σχε­ δόν, η συζήτηση στην Πολιτική Επιστήμη από τότε, τουλά­ χιστον, που η κοινωνία απέκτησε έναν ικανό βαθμό αυτο­ νομίας απέναντι στην κεντρική εξουσία, στη διάρκεια του 19ου αιώνα) ενδιαφέρεται, σύμφωνα με τον S. Krasncr (1984, σελ. 224) κυρίως «για δύο κεντρικά προβλήματα: την έκταση της αυτονομίας του κράτους και το βαθμό συνταύτι σης μεταξύ κράτους και του περιβάλλοντός του». 2. Βλ. International Handbook of Political Science, Westport (conn), Greenwood 1982, σελ. 34-46 και K.V. Beyme, στο A.P.u.Z.G. 38/84, σελ. 3 και 5). 3. Ο E. Nordlinger (στο A.P.S.R., 3/1988, σελ. 881) As an in, dependent variable, it is the state’s boundedness, cohesivoness, and differentiation that minimizes its malleability. (£1: μια ανεξάρτητη μεταβλητή, είναι του κράτους η οριακότη τα, συνεκτικότητα και διαφορετικότητα που ελαχιστοποιώ τις αδυναμίες του). 4. «The extranational orientations of states, the challenges they may face in maintaining domestic order, and organizational resources that collectivities of state officials may be able to draw on and deploy - all of these features of the state as vie­ wed from a Weberian-Hintzean perspective can help to ex­ plain autonomous state action». (Th. Skocpol, όπ.παρ., σελ. 9). (Οι εξωεθνικοί προσανατολισμοί των κρατών, οι προ­ κλήσεις που μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν στην υπάρχουσα εσωτερική τάξη και οι οργανωτικές δυνατότητες που ομά­ δες κρατικών στελεχών θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και να αναπτύξουν - όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του κρότου: παρατηρούμενα από μία Βεμπεριανή-Χιντζεανή προοπτι­ κή, μπορούν να βοηθήσουν να εξηγηθεί η αυτόνομη κρατι­ κή δράση). 5. Th. Skocpol, όπ.παρ., σελ. 21. 6. Τα σύγχρονα παρεμβατικά κράτη δυτικού τύπου, παράγουν και διανέμουν ένα ποσοστό του Α.Ε.Π. που κυμαίνεται με­ ταξύ 40% και 50% περίπου. 7. Ν. Luhmann, 1987, σελ. 45, επ και 286 επ. «Als komplex wollen wir eine zusammenhangende Menge von Elemental bezeichnen, wenn auf Grund immanenter Beschrankungcn der Verknupfungskapazitat der Elemente nicht mehr jedcs Element jederzeit mit jedem anderen verkniipft werden kann» (σελ. 46.) (Σαν σύνθετο ονομάζουμε ένα συναρτημένο όγκο στοιχείων, όταν λόγω εγγενών περιορισμών της συνδετικής ικανότητας των στοιχείων, δεν είναι δυνατόν κάθε στοιχείο να συνδέεται κάθε στιγμή με κάθε άλλο). Κοmplexitat in (einem) zweiten Sinne ist dann ein Mass fiir Unbestimmbarkeit Oder fiir Mangel an Information. Komplcxitat ist, so gesehen, die Information, die dem System fchlt. um seine Umwelt (Umweltkomplexitat) b.z.w. sich sclbst (Systemkomplexitat) vollstandig erfassen und beschreiben zu konnen, (σελ. 50). (Συνθετότητα υπό μία άλλη έννοια, είναι ένα μέτρο για την αοριστία ή για την έλλειψη πληροφοριών. Συνθετότητα είναι, έτσι ιδωμένη, η πληροφορία που λείπει από το σύστημα, για να μπορεί αυτό να αντιλαμβάνεται τε­ λείως και να περιγράφει το περιβάλλον του (συνθετότητα περιβάλλοντος), αλλά και τον εαυτό του (συνθετότητα του συστήματος). Τη μείωση της συνθετότητας (Reduktion von Komplcxitat). ο Ν. Luhmann τη βλέπει να εκπορεύεται, όπως κάθε συσχε­ τισμός (Relationierung), από τα στοιχεία του συστήματος και του περιβάλλοντος που τη συνθέτουν (σελ. 49). Αυτή η πολύ σύνθετη και αφηρημένη σχέση που στο έργο του Ν. Luhmann εκτυλίσσεται προπάντων στο επίπεδο των εν­ νοιών έχει για μας σημασία, διότι αφορά τη δυνατότητα που υπάρχει για την επιστημονική έρευνα να διεισδήσει στα στοιχεία που τη συνθέτουν. Για το λόγο αυτό η «συνθε­ τότητα του κόσμου, θα πρέπει να μειωθεί τόσο, ώστε να εί­ ναι δυνατόν να γίνει νοηματικά αντιληπτή». (Κ. Eder, 1975, σελ. 19). 8. Βλ. Ellwein/Hess/Mayntz/Scharpf (Hrsg), 1987.

Βιβλιογραφία (ένδεικτική)* G. Almond, The return to the state, στο American Political Science Review, Vol. 82, No 3, September 1988. (Στο ίδιο τεύχος: E. Nordlinger, Th. Lowi, S. Fabbrini). K. von Beyme, Neuere Entwicklungstendenzen von Theorien der Politik, στο «Aus Politik und Zeitgeschichte, (A.P.u.Z.G.) 38/1984. K. von Beyme, Policy Analysis und traditionelle Politikwissenschaft, στο H.H. Hartwich, 1985. Γ.Κ. Βλάχος, Πολιτική. Γενική Εισαγωγή στην έρευνα του πο­ λιτικού φαινομένου. Τόμος 1 (1977), 2 (1978), 3 (1981). Ρ. Evans, D. Rueschmeyer, Τ. Skocpol, Bringing the State back in, Cambridge University Press, 1985. K. Eder, Komplexitat. Evolution und Geschichte, στο Theorie der Gesellschaft Oder Sozialtechnologie, Frankfurt/M, 1975. T. Ellwein, J.J. Hesse, R. Maynlz, Fr. Scharpf (Hrg) Jahrbuch zur Staats und Verwaltungswissenschaft, Bd 1, Baden-Baden, 1987. J. Habermas, Legitimationsprobleme im Spatkapitalismus, Fran­ kfurt/M, 1973. H. H. Hartwich (Hrg) Gesellschaftliche Probleme als Anstoss und Folge von Politik, Opladen, 1983. H.H. Hartwich (Hrg) Policy-Forschung in der Bundesrepublik Deutschland, Opladen, 1985. H.H. Hartwich, Die Suche nach einer wirklichkeitsnahen Lehre vom Staat, στο A.P.u.Z.G. 46-47/1987. W. Jann, Policy-Forschung - ein sinnvoller Schwerpunkt der Politikwissenschaft? στο A.P.u.Z.G., 47/1983. B. Jessop, The Capitalist State: Marxist Theories and Methods, New York University Press, 1982. Η. Κατσούλης, Επιστημολογικά προβλήματα της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης, Αθήνα, Παπαζήσης, 1982 (1984). Η. Κατσούλης, Τ. Γιαννίταης, Π. Καζάχος, Η Ελλάδα προς το 2000. Αθήνα, Παπαζήσης, 1988. S. Krasner, Approaches to the State: Alternative Conceplions and Historical Dynamics, στο Comparative Politics, Vol. 16, 1984. P. Katzenstein, Small States in World Markets: Industrial Policy in Europe, Cornell University Press, 1988. N. Luhmann, Soziale Systeme. Grundriss einer allgemeinen Theorie, stw. Frankfurt/M, 1987. R. Mayntz (Hrg), Implementation Politischer Programme. Empirische Forschungsberichte, Konigstein, 1980. R. Mayntz (Hrg), Implementation Politischer Programme II. Ansatze zur Theoriebildung, Opladen, 1983. E. Nordlinger, On the Autonomy of the Democratic State, Har­ vard University Press, 1981. C. Offe, Strukturprobleme des Kapitalistischen Staates, Fran­ kfurt/M, 1972. Ν. Πατηνιώτης, Έρευνα και Κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, στο Κατσούλης/Γιαννίτσης/Καζάκος, 1988. G. Schmid, Evaluirung Beschaftigungspolitischer Programme... στο H.H. Hartwich (Hrg), 1983. F. Scharpf, Politikfelder, στο H.H. Hartwich (Hrg), 1983. Z. Baumann, Memories of Class. The Pre-History and After-Li­ fe of Class, London (Routledge), 1982. Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς: Κοινωνική Έρευνα Ενημερωτικό Δελτίο, Πειραιάς 1988. Γενική1Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. Ενημερωτικά

* Εκτενέστερη βιβλιογραφία βλέπε στο ενδιαφέρον άρθρο του Κώστα Λάβδα, σ’ αυτό το αφιέρωμα.


76/αφιερωμα

‘ Erich Salomon

Νίκος Δεμερτζής

Α πό το θετικισμό στη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία Όταν η ιστορία άνοιξε τις πύλες της Δύσης, το ρεύμα της νεοτερικότητας παρέσυρε τις αρχαιόθεν αντιστάσεις κι αποκάλυψε πλέον αδρά εκείνο που από αιώνες προετοίμαζε: τη ρήξη στις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας, την εμπει­ ρία του πεπερασμένου και μόνου υποκειμένου απέναντι στην απαρέγκλιτη και εσαεί εξαναγκαστική κοινωνική πραγματικότητα. Επί δύο περίπου αιώνες οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες προσπαθούν να διευθετήσουν νοητικά τη ρήξη αυτή η οποία, παρόλη τη νεοτερική της υφή, φέρει εντός της αναλλοίωτα τα πιο παλιά διλήμματα της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφικής και ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης: Είναι και Νοείν, Εκείθεν-Εντεύθεν, ελευθε­ ρία και αναγκαιότητα, Ύλη-Πνεύμα, Είναι-Γίγνεσθαι κ.ο.κ. όποια ωστόσο διευθέτηση δεν ήταν άμοιρη, αλλ’ απεναντίας εξαρτιόταν άμεσα από τους γνωσεολογικούς και μεθοδολογικούς όρους που έθετε το νεοτερικό σύμπαν του λόγου στις επιστήμες αυτές. Στις αρχές του 19ου αιώνα οι πατέρες της κοινωνιολογίας, τέκνα οι ίδιοι της ιδέας της προόδου και της θετικής επιστήμης, προκαθόρισαν γι’ αυτή το ρόλο της θεραπενίδας των γεγονότων. Η νεαρή κοινωνιολογία, ανυπο­

Η

ψίαστη τότε για το μέλλον της και τις παγίδες του θετικισμού, εξέλαβε την ανθρώπινη συμβίω­ ση ως γεγονός μετρήσιμο και ανεξάρτητο από τη θέληση, τις επιθυμίες, τη γνώση και τη δράση των ίδιων των κοινωνικών υποκειμένων. Οι επι­ στημολογικές και μεθοδολογικές αρχές των φυ­ σικών επιστημών ήταν για τους πρώτους κοινω­ νιολόγους αντικείμενα μιμήσεως και μυήσεως προκειμένου να αναλύσουν τη νέα εποχή. Με τη


αφιερωμα/77 χρήση δε ποικίλων οργανισμικών, διχοτομικών, συγκρουσιακόν, εξισορροπητικών και άλλων μοντέλων, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι της κοινωνιολογίας προσπάθησαν κατά καιρούς να εξηγή­ σουν, να υπερβούν ή και να συμφιλιωθούν με την προβληματική που ενέχεται στη σχέση ατόμου-κοινωνίας. Προέκυψαν έτσι διάφορα σχή­ ματα προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικό­ τητας: «κοινότητα-κοινωνία» (Toennies), «μηχανική-οργανική αλληλεγγύη» (Durkheim), «νομοθετική-ιδιοτυπική επιστήμη» (Dilthey) κ.λπ. Τις περισσότερες όμως φορές η θεωρητική προσέγγι­ ση κατέληγε σε αντικειμενισμό, ενίοτε δε και σε υποκειμενισμό. Εκείνο που έλειπε ως το μονίμως ζητούμενο ήταν η αμιγής σύναψη ατόμου-κοινωνίας, η άρση της σχάσης ανάμεσά τους, και το γεφύρωμα των συνακόλουθων επιστημολογικών κάι θεωρητικών δυϊσμών που ανέκυπταν απ’ το θετικισμό στην επιστήμη κάι τον εμπειρισμό στη φιλοσοφία. Και ήταν ακριβώς ο θετικισμός και ο εμπειρισμός ως τρόπος γνώσης και μέθοδος έρευνας που εμπόδιζαν να λυθεί δημιουργικά η αντίθεση ατόμου-κοινωνίας. Και τούτο διότι σχεδόν πάντοτε η κοινωνία εκλαμβάνονταν ως κάτι το δεδομένο, ως γεγονός, ως «πρακτικοαδρανές» που διά μέσου της εγχάραξης των αξιών και των ιδεωδών της στα μέλη της διαιώνιζε ερήμην τους την αυθυπαρξία της. Η σχέση ατόμου-κοινωνίας δε συλλαμβάνονταν όντως ως σχέση, ως εγγενής δηλαδή αλληλοσύσταση κι ως διαλεκτική εσωτερίκευσης/εξωτερίκευσης. Ο θε­ τικισμός και η θετική κοινωνική επιστήμη αναπαρήγαγε απλώς την ιστορική κατάσταση του ατόμου στη βιομηχανική κοινωνία: το απομονω­ μένο εντός του πλήθους υποκείμενο, υποταγμένο στους απρόσωπους νόμους της εξέλιξης και της πραγμοποίησης, απορροφάται πλέον και θεωρη­ τικά και σβήνει ως δυνατότητα τόσο ιδιωτικής όσο και συλλογικής αντίστασης στις υποτιθέμε­ νες κοινωνιακές νομοτέλειες. Ο θετικισμός επι­ κύρωσε και δικαίωσε έτσι το αυταπόδεικτο, το άμεσο, το προφανές και το δεδομένο, αφού τα ίδια του τα αξιώματα προσκύρωναν το ενδεχό­ μενο μιας άλλης θεώρησης. Λειτούργησε άρα ιδεολογικά, και δεν είναι καθόλου τυχαίο που η θετικιστική κοινωνική επιστήμη ονομάσθηκε «επιστήμη της ανθρώπινης ανελευθερίας» (Bau­ man, 1976). Η θετικιστική παράδοση μεταφέρθηκε βε­ βαίως στις επόμενες γενιές κοινωνικών επιστη­ μόνων, οι οποίοι με διάφορες μεγα-θεωρίες (Grand Theories) έλυναν σχεδόν πάντα το δίλημ­ μα ατόμου-κοινωνίας εις βάρος του πρώτου. Η μεγα-θεωρία όμως που συμπύκνωσε, εξέφρασε και προώθησε όσο καμιά άλλη την παράδοση αυτή στον εικοστό πλέον αιώνα ήταν εκείνη του Parsons. Αρχής γενομένης με τη Δομή της Κοινω­ νικής Δράσης, αλλά κυρίως με το Κοινωνικό Σύ­ στημα, η κοινωνιολογία ως επιστήμη αποκτά για

πολλά χρόνια το αδιαμφισβήτητό της παράδειγ­ μα, και εγκαινιάζει το λεγόμενο κύριο ρεύμα της κοινωνικής θεωρίας (Mainstream Social Theory). Επρόκειτο ομολογουμένως για ένα ιδιάζον και μεγαλοφυές μίγμα λειτουργισμού-συμπεριφορισμού και οργανικισμού που με τον συστηματικό­ τερο μέχρι τότε τρόπο, με την πρόταξη και την ανάλυση πολλαπλών τυπολογιών εννόησε την υποκειμενική δράση ως εξαρτημένη μεταβλητή της λειτουργίας των κοινωνικών δομών. Οι δο­ μές αυτές, ως «κατάσταση», υπάρχουν εκ των προτέρων, και θεωρούνται απ’ τον Parsons δεδο­ μένες. Το νόημα που εμφορεί τη δράση, ως ο εκάστοτε «ορισμός της κατάστασης», αφορά την ευχερέστερη ένταξη του ατόμου στους προδιαγε­ γραμμένους απ’ το κοινωνικό σύστημα ρόλους. Η δράση των υποκειμένων τίθεται εξαιτίας και μέσα από την προτεραιότητα της προσαρμοστι­ κής λειτουργίας του κοινωνικού συστήματος. Εξ ορισμού λοιπόν το άτομο εξουδετερώνεται ως δυνάμει ενεργό κοινωνικώς πράττον υποκείμενο. Και δεν πρόκειται εδώ βεβαίως για αναλυτικές απλώς διακρίσεις αλλά για εδραιωμένους επι­ στημολογικούς δυϊσμούς και θεωρητικές διχοτο­ μήσεις που τεχνηέντως μόνον και προς στιγμή, ορισμένες φορές, συγκλίνουν. Απώτερος μάλι­ στα σκοπός του Parsons δεν ήταν η ανάλυση της κοινωνικής δράσης αλλά η μέσα απ’ τη λύση του «χομπσιανού παράδοξου» συγκρότηση μιας κοι­ νωνικής οντολογίας. Το δομολειτουργικό παράδειγμα του Parsons δεν επεκράτησε μόνο στην κοινωνιολογία αλλά σ’ ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών και πολι­ τικών επιστημών. Είναι γνωστή π.χ. η επιροή που άσκησε στους Easton, Almond και Deutch,

ΕΚΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ ΕΚΠΤΩΣΙΣ 1 0 -20%

Δ ΙΑ Ρ ΚΕΙΑ Σ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΕΙΔΗ (ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ ΜΙΣΟΤΙΜΗΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Η ΕΚΠΤΩΣΗ ΙΣΧΥΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΕΣ ΔΑΣΚΑΛΩΝ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ Υ Π Ε Ρ Α Γ Ο Ρ Α Β Ι Β Λ ΙΟ Υ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

92 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258 ΣΩΤΗΡΟΣ ΔΙΟΣ 13-15 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.71.330 ΝΟΤΑΡΑ 75 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258


78/αφιερωμα για να αναφέρουμε μερικούς από τους επιφανέ­ στερους εκπροσώπους της μεταπολεμικής πολιτι­ κής επιστήμης. Το έργο του Parsons αποτέλεσε' τη βασική δίοδο εισόδου των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών στη φάση της κατά Kuhn (1981) «φυσιολογικής» επιστήμης. Αν και κυ­ ρίαρχο, το δομολειτουργικό αντικειμενιστικό παράδειγμα συνάντησε από νωρίς ορισμένες αντιστάσεις: Στηριζόμενοι στις απόψεις των Cooley και G.H. Mead, ο Goffman με τη συμβο­ λική διαντίδραση (1959) και ο Garfingel με την εθνομεθοδολογία του (1967), είναι μερικές από τις σημαντικότερες αντιπροτάσεις στο κύριο ρεύ­ μα της κοινωνικής επιστήμης. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να απειλήσουν ουσιαστικά το κυρίαρχο παράδειγμα όχι γιατί αστόχησαν στην έμμεση ή άμεση κριτική τους αλλά διότι πάσχουν εγγενώς οι ίδιες τους οι προτάσεις. Ο αντικειμενισμός του παρσονικού παραδείγματος υποκαταστάθη­ κε απ’ την υποκειμενιστική αναγωγή της κοινω­ νικής θέσμισης στη «δραματουργική» και «καταστασιακή» ανακλαστικότητα της συμπεριφοράς. Αν στον Parsons το άτομο υπάρχει μονοσήμαντα διά της κοινωνικοποίησης, για τους Goffman και Garfingel η κοινωνία εξηγείται εξίσου μονοσή­ μαντα με τη συρρίκνωση των δομών της στο επί­ πεδο των διαπροσωπικών καθημερινών συνανα­ στροφών. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση όμως η διαλεκτική σχέση ατόμου κοινωνίας πα­ ραμένει αδιερεύνητη. Αναλόγως συνέβη και με άλλες συγγενείς εναλλακτικές προσεγγίσεις όπως π.χ. με τη φαινομενολογική κοινωνιολογία των Berger-Luckman (1967) και Schutz (1967)· όπου οι κοινωνικές πρακτικές των υποκειμένων εξαϋ­ λώνονται στο διανοητικό επίπεδο των «νοηματι­ κών δομών». ν τω μεταξύ τα χρόνια περνούσαν και η κοι­ νωνική και πολιτική επιστήμη συναντούσαν ορισμένες δυσκολίες στην ανάλυση των αντικει­ μένων τους καθώς πλήθαιναν διαρκώς οι ενστά­ σεις και οι αμφισβητήσεις των αρχών της θετικιστικής επιστημονικής σκέψης. Από το ’70 και με­ τά η άποψη που θέλει τα κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα να θεωρούνται αντικειμενικά γεγονό­ τα και τις επιστήμες που τα μελετούν απεκδυόμενες αξιών και κανονιστικών προσυλλήψεων κλονίζεται ανεπιστρεπτί. Ό χι βεβαίως πως αντίθετες συναφείς γνώμες και αρχές δεν προϋπήρχαν. Το αντίθετο μάλιστα. Αρκεί κανείς να σκεφθεί την Ερμηνευτική και τη χουσερλιανή επανάσταση στη φιλοσοφία. Ήταν όμως τόση η ισχύς του θετικιστικού ρεύματος που κάθε άλλη φωνή στο ακαδημαϊκό πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών καθιστούσε αυτομάτως εαυτήν ετερό­ δοξη. Η συσσώρευση ωστόσο των αντιρρήσεων και των διαπιστωμένων ανωμαλιών της, έφεραν την κοινωνική και πολιτική επιστήμη σ’ ένα ση­

Ε

μείο-καμπή: από τις αρχές τουλάχιστον του ’70 η ηγεμονία του θετικισμού αμφισβητείται σοβαρά και το κυρίαρχο παράδειγμα τελεί σε κρίση (Gouldner, 1972). Σιγά-σιγά άρχισαν όλο και πε­ ρισσότεροι κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστή­ μονες να προσυπογράφουν τη λεγάμενη «μεταπαρσονική» κοινωνική και πολιτική ανάλυση. Τρεις, νομίζουμε, ότι ήταν οι άμεσες συνέπειες της κρίσης αυτής: Η πρώτη ήταν ο πολλαπλα­ σιασμός και ο τονισμός των αντιθέσεων των δια­ φόρων Σχολών κοινωνικής και πολιτικής επιστή­ μης, Σχολών που εν πολλοίς ταυτίσθηκαν γεω­ γραφικά με τις χώρες που κατ’ εξοχήν τις εξέ­ θρεψαν. Χαρακτηριστική εδώ είναι η περίπτωση του Γαλλικού δομισμού, της Ιταλικής σημειολο­ γίας και των μελετών της Σχολής της Κοπεγχάχης για τη φιλοσοφία της γλώσσας. Η δεύτερη ήταν η βαθμιαία απαγκίστρωση απ’ τις μεγαθεωρίες και η διαμόρφωση λιγότερο μεγαλεπήβολων και ευκολότερα ελέγξιμων επιστημονικών εξηγήσεων (Bernstein 1976). Πρόκειται για τις θεωρίες μέσου βεληνεκούς (Middle Range Theo­ ries). Η άνθιση και η αναβίωση της μαρξικής σκέψης, που αποκαθαρμένη απ’ τις παντοειδείς σταλινικές εκδοχές της προσφέρθηκε ως σοβαρό και ισότιμο πεδίο ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας των ανεπτυγμένων βιομηχανι­ κών χωρών, ήταν η τρίτη βασική συνέπεια της κρίσης. Παρόλο που το θετικιστικό δομολειτουργικό παράδειγμα κλονίσθηκε, η κοινωνιολογία και η πολιτική επιστήμη εξακολουθούσαν να τελούν υπό καθεστώς ιδιορρυθμίας. Οι παράγοντες της ιδιορρυθμίας αυτής ήταν πολλοί και σύνθετοι. Μπορούν όμως να συνοψισθούν σε δύο κατηγο­ ρίες: τους «θεσμικούς/οργανωτικούς» και τους αμιγώς «επιστημονικούς». Αν σκεφθεί κανείς το τεράστιο μέγεθος και διάρθρωση της σχετικής ακαδημαϊκής αγοράς, το γεγονός και μόνο ότι από το τέλος της δεκαετίας του ’60 το πλήθος των επιθεωρήσεων και των αντίστοιχων επιστη­ μονικών εταιριών αυξάνεται κατακόρυφα (σήμε­ ρα πλέον εκδίδονται πάνω από 3000 σχετικά πε­ ριοδικά), έτσι ώστε να υποβάλλουν τους όρους της επιβολής τής μιας ή της άλλης θεωρητικής κατεύθυνσης στην εκάστοτε ακαδημαϊκή κοινό­ τητα, μπορεί εύκολα να συνάγει τους οργανωτι­ κούς παράγοντες και τις αιτίες τής εν λόγω ιδιορρυθμίας. Η προσφορά στην ακαδημαϊκή αγορά εργασίας είχε αυξηθεί τόσο που οι κανό­ νες της απαιτούσαν απ’ τους κοινωνικούς επι­ στήμονες διαρκή επινόηση νέων ή και πλειστάκις, καινοφανών ερευνητικών προσεγγίσεων για να διασφαλίζεται κύρος και αναγνώριση στον φορέα τους (Collins, 1986). Οι θεσμικές αυτές πιέσεις επέφεραν συχνά τεχνητούς διαφορισμούς οι οποίοι προστίθενταν στην ήδη υφιστάμενη γεωγραφική ανισομέρεια της κοινωνικής και πο-


αφιερωμα/79 λιτικής έρευνας σε διεθνές επίπεδο. Με δεδομένη την κρίση του δομολειτουργικού παραδείγματος, οι θεσμικοί αυτοί συντελεστές προκάλεσαν μια έντονη διασπορά και την εικόνα του κατακερμα­ τισμού της παλιάς ενότητας (η οποία ωστόσο πο­ τέ δεν υπήρξε αυτούσια). Η εικόνα αυτή ενισχύθηκε και με τη συνδρομή των καθαρά επιστημο­ νικών παραγόντων. Η κρίση του κυρίαρχου πα­ ραδείγματος κατέστησε δυνατή την αποδέσμευση των μέχρι τότε παραγκωνισμένων θεωρητικών εναλλακτικών προσεγγίσεων οι αποδέκτες των οποίων σύντομα πολλαπλασιάσθηκαν. Είναι η περίοδος που έρχονται ανοικτά πλέον στο προ­ σκήνιο οι μικρό και μακρο αναλυτικές προσεγγί­ σεις, οι ποιοτικές μεθοδολογίες, η διαμόρφωση του νεο-βεμπεριανού ρεύματος, οι φεμινιστικές σπουδές, η αμφισβήτηση των κατεστημένων με­ λετών της συγκριτικής πολιτικής επιστήμης κ.ο.κ. Μια άλλη επίσης συναφής παράμετρος εί­ ναι η ενίσχυση των κατά τόπους θεωρητικών πα­ ραδόσεων που στις νέες τώρα συνθήκες βρήκαν εύφορο έδαφος να αναπτυχθούν. Σήμερα ωστό­ σο η κατάσταση δεν είναι ίδια με εκείνη του τέ­ λους του ’60 και των αρχών της περασμένης δε­ καετίας. Ό χ ι πως δεν υπάρχει η προηγούμενη πολυφωνία και το καθεστώς της ιδιορρυθμίας. Κάθε άλλο μάλιστα. Αλλαγή παραδείγματος δεν έχουμε. Έχουμε αντίθετα μια πληθώρα εξειδικευμένων και ασύμμετρων τύπων «κλαδικής μή­ τρας», για να επικαλεσθούμε και πάλι τον Kuhn, οι οποίοι τύποι αν και αμφισβητούν το δομολειτουργικό μοντέλο, δε φαίνονται ικανοί να δια­ μορφώσουν ένα ενιαίο αντι-παράδειγμα. Αυτό ωστόσο δε νομίζουμε ότι αποτελεί εξ ορισμού μειονέκτημα για τη σύγχρονη κοινωνική και πολτική επιστήμη. Αν προέκυψε κάτι από την κρίση του δομολειτουργικού παραδείγματος, το οποίο έχει γίνει σχεδόν κοινώς αποδεκτό, είναι η εγκα­ τάλειψη της γεγονοτοκρατίας και η παραδοχή ότι η σπουδή της κοινωνίας συνιστά αφ’ εαυτής ένα ιδιαίτερο όσο και καταλυτικό για τον ερευ­ νητή κοινωνικό φαινόμενο, που δεν είναι δυνα­ τόν από γνωσεολογική άποψη να αποσπασθεί απ’ το νόημα που ενέχεται στο εκάστοτε ερευνη­ τικό αντικείμενο. Η επιστημολογική και κανονι­ στική άρα διαμεσολάβηση είναι δεδομένη εξυπαρχής, πράγμα που σημαίνει ότι είναι λάθος για την κοινωνική και πολιτική επιστήμη να αναζητά την ωριμότητά της στην υπερβολή ενός άλλου ενιαίου και ομογενούς παραδείγματος. Αντίθετα, η ασυμμετρία και η ιδιορρυθμία των απόψεων συνιστούν το καθαυτό επιστημολογικό Status των επιστημών αυτών, το περιεχόμενο των οποίων δεν μπορεί παρά να είναι αμφιλεγόμενο και επίμαχο (Connolly, 1983). Μετα-θετικιστική κοινωνική και πολιτική επιστήμη σημαίνει άρνη­ ση του συνολιστικού τρόπου σκέψης, κι από την άποψη αυτή καλώς ο θετικισμός δεν έχει ακόμα

αντικατασταθεί από κάποιο άλλο παράδειγμα. Κάτι που όμως έχει βαρύνουσα σημασία είναι ότι κατά τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια, μέσα απ’ την πληθώρα των μετα-παρσονικών προσεγγίσεων, παρατηρείται μια εμφανής τάση σύγκλισης των διαφόρων απόψεων στη βάση ορισμένων κεντρικών θεωρητικών και επιστημο­ λογικών συντεταγμένων (Giddens/Turner, 1987). Αν και η τάση αυτή πολύ απέχει από το να αναδειχθεί σε νέο παράδειγμα (γιατί θα έπρεπε άλ­ λωστε;),, αποτελεί την πιο αξιοπρόσεκτη εξέλιξη της δυτικής κοινωνικής και πολιτικής επιστήμης μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, καθόσον η σχέ­ ση ατόμου-κοινωνίας αναλύεται συστηματικότε­ ρα από κάθε άλλη φορά. Ακόμα κι αν κανείς δεν συγκαταλέγει τον εαυτό του στην τάση αυτή, όπως π.χ. οι επίμονοι ζηλωτές του δομολειτουργισμού και του λογικού θετικισμού, δεν μπορεί παρά να τη λάβει υπόψη του και να προσμετρηθεί μαζί της. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που οι αντιπρόσωποι του λεγάμενου «νεο-παρσονικού» ρεύματος - όπως π.χ. ο Miinch, ο Luhmann και ο Offe - συνδιαλέγονται μαζί της, και σε παραλλάσσουσες αναλογίες υιοθετούν τα συμπεράσματά της. οιες είναι όμως οι συντεταγμένες τής εν λό­ γω τάσης; Ποια στοιχεία χαρακτηρίζουν τη σύγκλιση αυτή; Διατρέχοντας τον κίνδυνο της σχηματοποίησης, θα παραθέσουμε με μη ιεραρ­ χικό τρόπο επτά αλληλένδετα σημεία τα οποία θεωρούμε ότι αποτελούν τις βασικότερες ορίζουσές της: 1) Επανοικειοποίηση και επαναναγνωση των κλασικών υπό το πρίσμα των σύγχρονων εξελί­ ξεων τόσο στη θεωρία όσο και την κοινωνία. Τα κλασικά κείμενα φέρουν διαρκώς στο προσκήνιο όλο σχεδόν το φάσμα της μείζονος θεωρητικής και φιλοσοφικής θεματολογίας που απασχολεί την κοινωνική και πολιτική επιστήμη. Όπως σε κάθε περίοδο, έτσι και τώρα οι κλασικοί κάτι έχουν να προσφέρουν - αρνητικά ή θετικά δεν έχει σημασία - στη σύγχρονη τάση στο χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών εν γένει σπου­ δών. Χαρακτηριστικά εδώ είναι τα παραδείγμα­ τα του Alexander (1983) και του Habermas (1984), οι οποίοι για να αξιολογήσουν τις θεω­ ρητικές συνιστώσες της κοινωνικής δράσης σήμε­ ρα προσεγγίζουν ολόκληρη την κοινωνιολογική παράδοση εκ νέου. 2) Εκλεκτική διακλαόική σύνθεση στη διαμόρ­ φωση των προτάσεών της. Αυτό που παρατηρείται όλο και εντονότερα στις μέρες μας είναι η σταδιακή απομάκρυνση από τα στενά εξηγητικά πλαίσια της εκάστοτε Σχολής και του εκάστοτε επιστημονικού κλάδου και η στροφή του ενδια­ φέροντος σε μια διεπιστημονική σύνθεση πάλαι ποτέ αντιθέμενων προσεγγίσεων. Για να έρμη-

Π


80/αφιερωμα νεύσει κανείς σήμερα την κοινωνική δράση και τη σχέση άρα ατόμου-κοινωνίας ναι μεν δεν μπο­ ρεί παρά να λάβει υπόψη του ορισμένες από τις θέσεις του παραδοσιακού δομισμού, πλην όμως δεν αρκείται σ’ αυτές. Τις εμπλουτίζει εξ ανά­ γκης και με πορίσματα της εθνομεθοδολογίας, της συμβολικής διαντίδρασης και της κατανοητικής βεβαίως κοινωνιολογίας που στηρίζεται στη βεμπεριανή παράδοση. Οι θεωρίες π.χ του Bourdieu για το «Habitus» (1977) και του Giddens για τη δομοποίηση (1979, 1981, 1984) στοιχειοθετούνται μέσα από μια τέτοιου είδους σύνθεση. 3) Άρση του χάσματος ανάμεσα στην εξήγηση (Erklaren) και την κατανόηση (Verstehen). Η άρ­ ση αυτή δεν προκλήθηκε μόνο από την άνοδο του νεο-βεμπεριανού ρεύματος κι ούτε απλώς από την αμφισβήτηση του παραδοσιακού εξηγη­ τικού μοντέλου των φυσικών επιστημών. Προήλ­ θε και από την κρίση του ίδιου του θετικισμού και τη γενικευμένη πια δυσπιστία στην περί επι­ στημονικής αλήθειας ιδέα που προέβαλε ο λογι­ κός εμπειρισμός. Με τη συμβολή των Toulmin, Lakatos και Kuhn, άλλαξε πλέον η ίδια η επιστη­ μολογική υπόσταση των σύγχρονων φυσικών επιστημών, γεγονός που όχι μόνο επιβεβαίωσε αλλά και ενίσχυσε τις αντιθετικιστικές επιστημο­ λογικές εξελίξεις στο χώρο των κοινωνικών. Αν υπάρχει πια ένας επιστημολογικός μονισμός που αφορά τόσο τις φυσικές όσο και τις κοινωνικές επιστήμες, αυτός δεν είναι ο «εξηγητικός» μονι­ σμός του κριτικού ορθολογισμού και του λογι­ κού εμπειρισμού, αλλά ο «ερμηνευτικός» μονι­ σμός της σύμφυσης ερευνωμένου αντικειμένου και ερευνώντος υποκειμένου. Η ίδια η «εξήγη­ ση» προϋποθέτει λογικά και γενετικά την «ερμη­ νεία» και έτσι η επιστήμη παύει βαμηδόν να θεωρείται πηγή της μονολογικής και εμπειρικά επιβεβαιωμένης αλήθειας, και εκλαμβάνεται ως εγχείρημα ερμήνευσης του κόσμου, ως ένας από τους πολλούς και εξίσου έγκυρους επιστημολογι­ κά τρόπους γνώσης. Η ιδέα της αλήθειας υποκειμενικοποιείται και παύει να θεωρείται εγγε­ νής ιδιότητα του αντικειμένου. 4) Οι επιστημολογικές αυτές μετεξελίξεις επέ­ φεραν αλλαγές στην εννόηση της επιστήμης ως κατεξοχήν Ορθού, σύμφωνα με τα κριτήρια μόνο της τυπικής λογικής, Λόγου. Αυτή η αντίληψη της «επιστήμης», και μάλιστα της κοινωνικής, υποχωρεί προς όφελος.της ιδέας της «θεωρίας».

Σήμερα πλέον μιλάμε όλο και περισσότερο για κοινωνική και πολιτική θεωρία παρά για κοινω­ νική και πολιτική «επιστήμη». Η διαφορά δεν έγκειται μόνο στο ότι η σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία διαμορφώγεται διά μέσου της εκλεκτικής σύνθεσης επιμέρους κλάδων, αλλά, κυρίως, στον συνδυασμό φιλοσοφικών, κανονι­ στικών και πραγματολογικών προτάσεων (Miller/Siedentop, 1983). Αποτέλεσμα του συνδυα­

σμού αυτού είναι η συχνή και ηθελημένη πρότα­ ξη των εκάστοτε οντολογικών, γνωσεολογικών και κανονιστικών κριτηρίων και προσυλλήψεων τις οποίες ο θετικισμός υπέκρυπτε συστηματικά ως δήθεν ανύπαρκτες με τη δικαιολογία της αξιολογικής ουδετερότητας (Forbes/Smith, 1983), συγχέοντας μονίμως τη γνωσεολογική ου­ δετερότητα με τη μεθοδολογική αμεροληψία. 5) Η διαφάνεια των εξω-θεωρητικών της κρι­ τηρίων και η διακήρυξη των κανονιστικών της προσυλλήψεων δεν καθιστούν μόνο τη σύγχρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία κανονιστική αλ­ λά και κριτική. Ο κριτικός της προσανατολισμός προσμετράται αφενός μεν απ’ την εγγενή κριτική που ασκεί σε άλλα θεωρητικά ρεύματα και ιδεο­ λογίες, αφετέρου δε από τη διαρκή αυτοανανέω­ ση και αμφισβήτηση των ίδιων της των παραδο­ χών (Bauman, 1976). Ως κριτική ωστόσο κοινω­ νική και πολιτική θεωρία δεν διατείνεται ότι υποκαθιστά την καθαυτή κοινωνική και πολιτι­ κή δράση των υποκειμένων. Αντιλαμβάνεται μάλλον το ρόλο της ως συμβολή στη δράση αυτή, και τα συμπεράσματά της ως δυνητικώς υποβαλ­ λόμενα σε αντίλογο και αμφισβήτηση. 6) Με την, δια των κειμένων των Schutz, Gadamer και Ricoeur, αναβίωση της φαινομενολο­ γικής παράδοσης, η σύγχρονη κοινωνική ν,αι πο­ λιτική θεωρία θέτει στο κέντρο της ανάλυσης τη δράση και την εμπειρία των κοινωνικών υποκει­ μένων. Αυτό δε σημαίνει ότι οι κοινωνικές δομές εξαντλούνται στην ατομική υποκειμενική πρα­ κτική, αλλ’ ότι οι κοινωνικές δομές δομούν και δομούνται ταυτοχρόνως. Σημαίνει επίσης ότι η κοινωνία δε γίνεται αντιληπτή πλέον ως εκ των προτέρων δεδομένη αλλ’ ως ηφαιστιακή κατά­ σταση, ως αεικίνητο συγκρουσιακό και σχεσιακό πεδίο, η δυνητικότητα του οποίου δεν μπορεί παρά να προβλεφθεί με ακρίβεια. Και τούτο διό­ τι ο αστάθμητος παράγοντας είναι ο άνθρωπος και οι πολύτροπες δίοδοι που εσωτερικεύει και εξωτερικεύει κοινωνικά την πραγματικότητα. Μια άλλη λοιπόν βασική συνισταμένη της σύγ­ χρονης κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας είναι ο θεωρητικός συνδυασμός υποκειμενικότηταςαντικειμενικότητας μέσα απ’ την μεθοδολογική σύναψη μικρό και μακρο-αναλυτικής προοπτι­ κής. Αυτό συν τοις άλλοις έχει δειχθεί επαρκώς και με τις πολιτισμικές αναλύσεις της Σχολής του Birmingham (Hall, 1976). 7) Απορρίπτοντας τη στατική και λειτουργική θεώρηση της πολιτικής και της εξουσίας, η σύγ­ χρονη κοινωνική και πολιτική θεωρία απ’ τη μια μεριά ανα-ορίζει την πολιτική στη βάση της αρι­ στοτελικής άποψης ως πραξεολογικό πρόταγμα, απ’ την άλλη δε, παραμερίζει την εργαλειακή προσέγγιση της εξουσίας ορίζοντάς την ως εξί­ σου πρακτικό και αμφισβητήσιμο ζήτημα. Ο πο­ λιτικός έλεγχος αποδεσμεύεται απ’ την πολιτική


αφιερωμα/81 δράση, και η πολιτική εξουσία παύει πλέον να εκλαμβάνεται ως αυτονόητη (Habermas, 1977). Επιπροσθέτους, τείνει να γενικευθεί η δυσπιστία στη φιλελεύθερη διάκριση κράτους και ιδιωτικής κοινωνίας και να επικρατήσει η λεγάμενη διευρυμένη αντίληψη της πολιτικής. Η σύντομη παρουσίαση των επτά ανωτέρω ση­ μείων μια περιορισμένη μόνο βεβαίως εντύπωση δίνει από την όλη κατάσταση που διέπει σήμερα την κοινωνική και πολιτική θεωρία. Όπως είπα­ με, ίδιον της θεωρίας αυτής είναι η σύγκλιση και η σύνθεση μιας ποικιλίας συναφών προσεγγί­ σεων που η καθεμιά απ’ την πλευρά της επιχειρεί να θεματοποιήσει τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας. Η αλληλοκάλυψη των προσεγγίσεων αυτών δεν σημαίνει όμως ότι όλα τα προβλήματα έχουν αυ­ τομάτως εκλείψει. Έχουν ωστόσο τεθεί ορισμέ­ νες επιστημολογικές και θεωρητικές αρχές που επιτρέπουν μια νοηματικά πληρέστερη λύση. Ό ποια κι αν είναι αυτή, όμως, σίγουρα δε θα είναι και η τελειωτική. Οποιαδήποτε θεωρία της κοινωνικής δράσης δεν παύει να είναι θεωρία, και άρα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ίδια τη δράση και την πράξη των υποκειμένων. Η «αλήθεια» της σύγχρονης κριτικής κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας θα εγκαθιδρυθεί μόνο αν συναντηθεί με τα σύγχρονα κοινωνικά και πολι­ τικά υποκείμενα.

L’eau possede une memoire για σωστά γαλλικά, κάθε επιπέ­ δου: Certificat, Sorbonne Ι-ΠIII, DEUG διπλωματούχος Ι.Τ, μεταπτυχιακά ειδικευμένος στο I.P.F.E. Πανεπιστημίου «Πα­ ρίσι III» για διδασκαλία γλώσ­ σας και φιλολογίας σε μη Γάλ­ λους. ΣΙΔΕΡΙΔΗΣ 86.72.548.

.— Ε κ δ όσ εις Π λέθρον — Σειρά: ΜΕΛΕΤΕΣ

ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ΑΝΑΦΟΡΕΣ Alexander, J. 1983, Theoretical logic in sociology, RKP, London Bauman, Z. 1976, Towards a critical sociology, RKP, London Berger,P.-Luckmann, T. 1967, The social construction of reality. Penguin Bernstein, R. 1976, The restructuring o f social and political theo­ ry, Methuen and co LTM. Bourdieu, P. 1977, Outline of a theory of practice, Campridge UNIV. Press. Collins, R. 1986, «Is 1980’s sociology in the doldrums?», Ameri­ can journal of sociology, (91)6: 1336-1355 Connolly, W. 1983, The terms of political discourse, Martin Ro­ bertson, Oxford. Forbes, I.- Smith, S. 1983, Politics and human nature, Frances Pinter, London Garfingel, H. 1967, Studies in ethnomethodology, Prentice-Hall Giddens, A, 1979, Central problems in social theory, Mcmillan Giddens, A. 1981, A contemporary critique o f historical materia­ lism, Mcmillan Giddens, A. 1984, The constitution of society, Polity Press Giddens, A.-Turner, J. 1987, Social theory today, Polity Press Goffman, E. 1959, The presentation o f self in everyday life, Dou­ bleday Gouldner, A. 1972, The comning crisis of western sociology, Heineman, London Habermans, J. 1984, The theory o f communicative action. Rea­ son and the rationalization of society, Beacon Press, Boston. Habermas, J. 1974, Theory and practice, Heineman, London. Hall, S. 1976, Resistance through rituals, Hutchinson, London Kuhn, T. 1981, Η Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Σύγχρονα Θέματα, Θεσσσαλονίκη Miller, D.-Siedentop, L. 1983, The nature of political theory. Clarendon Press, Oxford. Schutz, A. 1967, Collected parers, The Hague

Β. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ή π ιό ς Λ ό γο ς Έ ν α βιβλίο γιά τίς τελευταίες αντιστάσεις τοΰ Πολιτισμού στην βαρβαρότητα ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ-ΕΚΔΟΣΕΙΣ:

Μ ασσαλίας 20Α, 106 80 Αθήνα τηλ.: 36.41.260-36.45.057


Υ

U

J

>

ί Ί

Πέτρος Α. Γέμτος

Παναγιώτης

Α ναλυτικές ή διαλεκτικοερμηνευτικές κοινωνικές επιστήμες; Μεθοδολογικές διαμάχες εξακολουθούν και σήμερα να κατέχουν κεντρική θέση στις κοινωνικές έρευνες - σε βαθμό πολύ ψηλότερο από αντίστοιχες συζητήσεις στο χώρο των φυσικών επιστημών. Ενώ στις τελευταίες η φιλοσο­ φική συζήτηση αναφέρεται σχεδόν αποκλειστικά σε προβλήματα ερμηνείας των επιστημονικών υποθέσεων και του μαθηματικού φορμαλισμού (κυρίως με αναφορά στην Κβαντομηχανική), στις κοινωνικές επιστήμες αμφισβητούνται βασικές επιλογές στη διαμόρφωση της επιστημονικής διαδικασίας. Ακόμα και στην Οικονομική που από καιρό θεωρούνταν η κατ’ εξοχήν «θετική» κοινωνική επιστήμη υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια αναγέννηση μεθοδολογικών ανα­ λύσεων και κριτικής αντιπαράθεσης εναλλακτικών επιστημονικών προγραμ­ μάτων. 1 υχνά έχει υποστηριχθεί η θέση ότι στην επι­ στήμη οι μεθοδολογικές συζητήσεις είναι άσκοπη ανάλωση πνευματικών δυνάμεων, αντιπαραγωγική χρήση επιστημονικών πόρων, πε­ ριττή πολυτέλεια και ένδειξη γνωστικής παρακ­ μής. Γνωστή είναι η παρότρυνση του R. Harrod προς νέους οικονομολόγους να αφήσουν τις άγο­ νες μεθοδολογικές συζητήσεις και να ασχολη­ θούν με σοβαρή επιστημονική δουλειά. Πολύ διαδεδομένη είναι επίσης η Κουνιανή ερμηνεία μεθοδολογικών αντιπαραθέσεων ως δείκτη κρί­ σης του ισχύοντος παραδείγματος και της ανά­ γκης εμφάνισης ενός νέου.2 Πίσω από τις θέσεις αυτές κρύβεται συνήθως η αφιλοσόφητη στάση

Σ

του «θετικού» επιστήμονα που εκλαμβάνει τις δικές του υποθέσεις ως άμεσο αποτέλεσμα συ­ στηματικής παρατήρησης του κόσμου. Με την εγκατάλειψη του ακραίου εμπειριστικού παρα­ δείγματος αναβαθμίζεται και ο ρόλος μιας ευρύ­ τερης φιλοσοφίας της επιστήμης που ερευνά τα μεγάλα προβλήματα θεμελίων της επιστημονικής δραστηριότητας. Η ύπαρξη στο χώρο των κοινω­ νικών επιστημών αντιμαχομένων μεθοδολογικών προγραμμάτων είναι μάλλον ένδειξη ζωντάνιας και κριτικής αυτοσυνείδησης παρά σημάδι ότι οι κοινωνικές επιστήμες αντιμετωπίζουν πνευματι­ κά .αδιέξοδα. Είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι βρισκόμαστε σε μια διαδικασία δημιουργικού


αφιερωμα/83 διαλόγου και κριτικής αντιπαράθεσης και ότι ήδη διαμορφώνονται αρχές λογικότητας που διασφαλίζουν έλλογη στάθμιση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων και αξιολόγηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Η συζήτηση που άρχισε το 1961 στο Συνέδριο του Tubingen της γερμανικής κοι­ νωνιολογικής εταιρείας μεταξύ των εκπροσώπων του κριτικού ορθολογισμού και της Σχολής της Φρανκφούρτης3 άνοιξε το δρόμο στην καλύτερη κατανόηση των θεμελίων και των γνωστικών προϋποθέσεων δύο σημαντικών σχολών σκέψης που αποτελούν την καλύτερη σύγχρονη έκφραση της αναλυτικής και της διαλεκτικοερμηνευτικής σύλληψης του κόσμου. Η μεταγενέστερη εξέλιξη του μεθοδολογικού έργου του Η. Albert^ και του J. Habermas5 έδειξε καθαρά ότι και οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές της μεγάλης συζήτησης έλαβαν σοβαρά υπόψη την κριτική της άλλης πλευράς και διασαφήνισαν ή και διόρθωσαν σημαντικά στοιχεία του έργου τους. I. Το πρόβλημα της μεθοδολογικής αυτονομίας των κοινωνικών επιστημών ιδέα μιας χωριστής θεμελίωσης των επιστη­ μών του ανθρώπου σε σχέση με τις επιστή­ μες της φύσης είναι πολύ παλιά. Υπάρχει ήδη σιωπηρά στην αρχαία αντιπαράθεση ιωνικής οντολογίας και σοφιστικής ανθρωπολογίας και την Αριστοτέλεια διάκριση φύσης και νόμου, στην Καρτεσιανή διάκριση μεταξύ natura corporea και natura intellectualis, στην Καντιανή ριζι­ κή αντιπαράθεση φυσικού και ηθικού νόμου και σαφέστερα στον γερμανικό ιστορισμό, ιδεαλισμό και τη φιλοσοφία της ζωής, στην Χαρτμανιανή διάκριση ενός βασιλείου της αναγκαιότητας και ενός βασιλείου της ελευθερίας, στην αντιδιαστο­ λή αιτιοκρατικής και τελεολογικής ερμηνείας του κόσμου. Θέσεις μεθοδολογικού δυϊσμού ανταποκρίνονται επίσης καλύτερα στις εμπειρίες και τα αιτήματα του κοινού νου. Πώς είναι δυνατό τό­ σο διαφορετικά αντικείμενα, όπως οι κινήσεις των πλανητών ή των ηλεκτρονίων, να προσεγγί­ ζονται με τα ίδια αναλυτικά εργαλεία που συλλαμβάνονται η ανθρώπινη οικονομική ή καλλιτε­ χνική δραστηριότητα; Φυσικά φαινόμενα και ανθρώπινες πράξεις έχουν πρόδηλες διαφορές που φαίνεται να δικαιολογούν την ύπαρξη δυο διαφορετικών κατηγοριών επιστημονικών δρα­ στηριοτήτων για τη σύλληψη και μελέτη τους. Η αναλυτική παράδοση - ιδιαίτερα μετά την πρώτη αυστηρή διαμόρφωση της νεότερης επι­ στήμης στο έργο του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα - προσπάθησε να κατασκευάσει κοινωνικές επι­ στήμες στα πρότυπα των φυσικών επιστημών. Κορυφαίοι εκπρόσωποί της, όπως οι Hobbes, Locke, Hume, J.St. Mill, C. Menger, επιχείρησαν να εφαρμόσουν στον κοινωνικό χώρο ορθολογι­

Η

κές αρχές και t »κιμασμένα εργαλεία της έρευνας της φύσης. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν εντο­ νότερα στον αιώνα μας, όπου βασικό αίτημα του κύκλου της Βιέννης5 ήταν η αναγωγή όλων των επιστημών- σε μια ενιαία (κυρίως φυσικαλιστική) γλώσσα. Τα αδιέξοδα που δημιούργησαν οι προσπάθειες αυτές οδήγησαν στην εγκατάλειψη του αιτήματος της ενιαίας επιστήμης και στην αντικατάστασή του από το μετριοπαθέστερο αί­ τημα της μεθοδολογικής ενότητας των επιστη­ μών. Η θέση του μεθοδολογικού μονισμού κατανοείται σήμερα όχι ως μεταφορά φυσικών προ­ τύπων στις κοινωνικές έρευνες αλλά ως έκφραση γενικότερης ορθολογικής στάσης στην επίλυση γνωστικών προβλημάτων που στηρίζεται σε μια διαδικασία δοκιμής και λάθους.7 Η κυριαρχία μονιστικών ρευμάτων στη σύγ­ χρονη σκέψη δεν εξαφάνισε ωστόσο δυιστικά με­ θοδολογικά προγράμματα - γεγονός που φαίνε­ ται να οφείλεται τόσο στις ισχυρές καταβολές της διαλεκτικής και ερμηνευτικής σκέψης όσο και στην ύπαρξη προβλημάτων από την εφαρμο­ γή αναλυτικών μεθόδων στις κοινωνικές επιστή­ μες. Ως καλύτερο δείγμα δημιουργικής σύνδεσης διαλεκτικής, συστημικής και ερμηνευτικής σύλ­ ληψης του κόσμου που λαμβάνει υπόψη τις εξε­ λίξεις στον αναλυτικό χώρο και σε πολλά σημεία τον προσεγγίζει πρέπει να θεωρηθεί το έργο του νεότερου εκπροσώπου της Σχολής της Φραν­ κφούρτης J. Habermas (και σ’ αυτό θα στηριχθεί παρακάτω η ανάλυση της σύγχρονης «διαλεκτι­ κής» σύλληψης του κόσμου). II.

Κ

Αναλυτική - νομολογική και διαλεκτική - ερμηνευτική θεμελίωση της επιστήμης

ριτική διερεύνηση του αναλυτικού και του διαλεκτικοερμηνευτικού μεθοδολογικού προγράμματος δείχνει βασικές διαφορές στις γνω­ στικές τους προϋποθέσεις (που συνήθως δεν είναι εύκολα ορατές και δεν συνειδητοποιούνται από τους κοινωνικούς ερευνητές): Α. Η αναλυτική σκέψη έχει ως θεμέλιο μια θέση διάσπασης γνωστικού υποκειμένου και πραγμα­ τικότητας που μόνη κάνει τον άνθρωπο ικανό να γνωρίσει τον κόσμο στον οποίο ζει. Με την αντι­ παράθεση προς το φυσικό και κοινωνικό του πε­ ριβάλλον ο άνθρωπος διασπά τη «φυσική» έντα­ ξη στον κόσμο, απορεί, θέτει ερωτήματα, και ουσιαστικά μεταβάλλεται από ένα βιολογικό εί­ δος σε έλλογο ον με αυτόνομη προσωπικότητα.8 Τη θετική σημασία της διάσπασης υποκειμένου και κόσμου αρνείται η διαλεκτική σκέψη. Η αντιπαράθεση του ανθρώπου προς τη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα εξαφανίζει την οργανική ενότητα του κόσμου, απομακρύνει τον άνθρωπο από την αληθινή του ουσία και πρέπει,


84/αφιερωμα ως μια αρνητική μορφή αλλοτρίωσης, να εξαφα­ νιστεί στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας. Ιδανικό ή φυσική νομοτέλεια είναι η εσχατολογική ταύτιση συνείδησης και κόσμου που συνεπά­ γεται την άρση της αλλοτρίωσης και την κοινω­ νική απελευθέρωση του ανθρώπου.9 Β. Η θέση της διάσπασης υποκειμένου και κό­ σμου οδηγεί την αναλυτική προσέγγιση στην αποδοχή μιας γενικής θέσης σφαλερότητας της ανθρώπινης σκέψης, αφού καμία ανθρώπινη κα­ τασκευή δεν έχει από μόνη της την εγγύηση ότι είναι ορθή. Η σύγχρονη αναλυτική σκέψη εκλσμυάνει την επιστήμη· ως πορεία σε αοέΰαια θεμέλια που οδηγεί με την εξαφάνιση πλανημέ­ νων ιδεών σε μια προσεγγιστικά σωστή αναπα­ ράσταση του κόσμου.10 Την αβεβαιότητα αυτή ως προς την αλήθεια των επιστημονικών μας κα­ τασκευών εκλαμβάνει η διαλεκτική σκέψη ως μια μορφή αλλοτρίωσης που θα αρθεί σε ένα τελικό εξελικτικό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας. Η ενότητα υποκειμένου και κόσμου θα οδηγήσει τότε στη βέβαιη και αναλλοίωτη γνώση. Γ. Για την αναλυτική σκέψη οι επιστημονικές θεωρίες είναι μέσα που σκοπεύουν να αυξήσουν τις πληροφορίες μας για έναν ουσιαστικά άγνω­ στο και «άλογο» κόσμο και, αν είναι σωστές, πα­ ρέχουν έγκυρη βάση για φυσικές και κοινωνικές τεχνολογίες. Για τη διαλεκτική αντίθετα προσέγ­ γιση οι θεωρίες μας αποτελούν στην πραγματι­ κότητα βάση προσανατολισμού στην ιστορική μας πορεία, είναι προσπάθειες να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι πρέπει (όχι μόνο τι μπο­ ρούμε) να κάνουμε. Κεντρικό ρόλο έχει εδώ η παράδοση (Habermas) που μας μεταφέρει τις ανάλογες προσπάθειες και εμπειρίες του παρελ­ θόντος και που μας επιτρέπει να εντοπίσουμε και να κατανοήσουμε την ιστορική μας θέση και τον ιστορικό μας ρόλο. Αντίθετα προς την ανα­ λυτική, η διαλεκτική αλήθεια δεν ορίζεται ως μια μορφή ορθής αναπαράστασης του κόσμου αλλά ως προϊόν ορθολογικής συζήτησης υπό ιδεατές συνθήκες. Στο επίκεντρο της σύγχρονης διαλεκτικής σκέψης (κυρίως με τη μορφή που της έδωσε ο Habermas) βρίσκεται μια συναινετι­ κή θεωρία αλήθειας που ταυτίζει τον ορθολογι­ κό διάλογο με την έννοια της αλήθειας (στοιχείο εντελώς διάφορο από την αναλυτική θεώρηση του κριτικού - απορριπτικού ελέγχου των επι­ στημονικών υποθέσεων ως ενός κριτηρίου αλή­ θειας των γνωστικών μας κατασκευών). Παρόλο που στην αναλυτική παράδοση υποστηρίχτηκαν συχνά ινστρουμενταλιστικές θέσεις, ευρύτερη αποδοχή έχει σήμερα η ρεαλιστική ερμηνεία των επιστημονικών θεωριών (με διαφοροποιήσεις ως προς την έννοια του ρεαλισμού). Δ. Για την αναλυτική σκέψη, γνώση και αξιολό­ γηση εκφράξουν δύο διαφορετικούς τύπους πνευματικής προσέγγισης στον κόσμο που είναι σκόπιμο να αποτελέσουν περιεχόμενο χωριστών

πνευματικών δραστηριοτήτων. Αξίες και σκοποί δεν είναι δυνατό να θεμελιωθούν με τον ίδιο τρόπο που θεμελιώνονται οι επιστημονικές μας υποθέσεις. Η μομφή ωστόσο της βουλησιαρχίας (decisionismus) που έχει συχνά διατυπωθεί δεν είναι ορθή: η κριτική αρχή είναι ενεργή και στο χώρο των αξιολογικών συζητήσεων. Εκείνο που διαφέρει σε σχέση με τις επιστήμες είναι η βάση της κριτικής: στα δεοντολογικά - αξιολογικά προβλήματα βάση του κριτικού ελέγχου δεν εί­ ναι η αλήθεια αλλά ηθικές αρχές που ελέγχονται ως προς τις προϋποθέσεις και τις συνέπειές τους. Η διαλεκτική αντίθετα σκέψη προσανατολίζεται προς ένα καθολικό λόγο που καλύπτει τριπλή χρήση της γλώσσας:11 περιγραφική για να ανα­ παράγει πραγματικά περιστατικά που όμως εξαρτώνται από τη στάση του ερευνητή και παραδεδομένα πρότυπα, κανονική - δεοντολογική για να θέσει κανόνες, και κριτική για να δικαιο­ λογήσει και να θεμελιώσει τους δεοντολογικούς κανόνες. Για τη διαλεκτική σκέψη το αίτημα της αξιολογικής ελευθερίας των αναλυτικών κατευ­ θύνσεων θεμελιώνεται σε ανεπαρκή συνειδητοποίηση της βιοτικής σχέσης στην οποία αντικει­ μενικά βρίσκονται (Habermas). Παράλληλα κατακρίνεται η χρησιμοποίηση της έννοιας της αλήθειας ως ιδιότητας γλωσσικών κατασκευών. Για τον Adorno12 π.χ. μπορούμε να μιλάμε για την αλήθεια ενός κοινωνικού θεσμού, όπως μι­ λάμε για την αλήθ-ια μιας θεωρίας που τον εξη­ γεί. Η ιδέα της επιστημονικής αλήθειας δεν μπο­ ρεί να αποχωριστεί από την ιδέα της αληθινής κοινωνίας, προς την οποία στρέφεται το απελευ­ θερωτικό ενδιαφέρον των σύγχρονων εκπροσώ­ πων της διαλεκτικής σκέψης. Ε. Η σύγχρονη αναλυτική σκέψη δεν περιορίζε­ ται σε μια στενή ατομιστική διάσπαση του γνω­ στικού αντικειμένου που οδηγεί στην «εκ των κάτω» κατασκευή του θεωρητικού συστήματος αλλά περιλαμβάνει και προσπάθειες να συλληφθούν «εκ των άγω» τα φαινόμενα της πραγμα­ τικότητας. Κεντρική αναλυτική θεωρία στη δεύ­ τερη περίπτωση είναι το σύστημα ως μια μορφή ολότητας που δεν φιλοδοξεί να απεικονίσει την οντολογική πληρότητα του γνωστικού αντικειμέ­ νου ούτε να αυτονομήσει μεταφυσικά ορισμένα στοιχεία του, αλλά να προσφέρει γόνιμη βάση κατασκευής υποθέσεων σε περιπτώσεις που η αναγωγή των ιδιοτήτων των ολοτήτων στα στοι­ χεία τους και στις μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι σκόπιμη ή εφικτή (μεθοδολογικός ολισμός).13 Αντίθετα η διαλεκτική σκέψη προσεγγίζει το αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών όχι εμπειρικά - αναλυτικά με χρήση υποθέσεων που απεικονίζουν σχέσεις μεταξύ φαινομένων, αλλά μόνο διαλεκτικά με τη σύλληψη της ολότητας και των στιγμών της. Η κοινωνία ως ολότητα δεν μπορεί να συλληφθεί ως factum, δεν είναι οντο­ λογική αλλά κυρίως κριτική κατηγορία στην


αφιερωμα/85 υπηρεσία του αγώνα για την κοινωνική απελευ­ θέρωση. Η διαλεκτική αυτή έννοια της ολότητας (das Allerwirklichste κατά την έκφραση του Adorno) διαφέρει από το σύστημα των εμπειρι­ κών - αναλυτικών επιστημών που κατά τους δια­ λεκτικούς εφαρμόζει εξωτερικά γενικές κατηγο­ ρίες στα φαινόμενα, χωρίς να δέχεται ότι οι ανώτατες έννοιες αποτελούν και τις αναγκαίες προϋποθέσεις τους. III.

Έ χει νόημα η διαλεκτικοποίηση των κοινωνικών επιστημών;

αναλυτική και η διαλεκτική σκέψη διαφέ­ ρουν, όπως έδειξε η ανάλυση της προηγού­ μενης παραγράφου, σε κεντρικές παραδοχές. Η αναλυτική σκέψη προσανατολίζεται στη σταδια­ κή διερεύνηση ενός άγνωστου κόσμου που συνε­ χώς διαψεύδει τις προσδοκίες μας και προσφέρει στην καλύτερη περίπτωση ελπίδες προσεγγιστικής του σύλληψης. Η διαλεκτική αντίθετα σκέψη θεμελιώνεται σε μια σιωπηρή παραδοχή κατηγορικής εναρμόνισης υποκειμένου και κόσμου που τείνει σε μεγάλο βαθμό να περιορίσει τον κριτικό έλεγχο - τουλάχιστον εκείνο που γίνεται με ανα­ φορά στα εμπειρικά χαρακτηριστικά της πραγ­ ματικότητας. Και είναι μεν αληθές ότι η σύγχρο­ νη «εξελικτική γνωσιοθεωρία»,14 εφαρμόζοντας το δαρβίνειο instrumentarium στη διαμόρφωση και ανάπτυξη των γνωστικών κατηγοριών του ανθρώπου, εξηγεί με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής την προσαρμογή του γνωστικού μας εξοπλισμού στη δομή της πραγματικότητας. Αλ­ λά η προσαρμογή αυτή αφορά μόνο σε φαινόμε­ να της καθημερινής ζωής (μεσόκοσμος) και όχι στις κρυμμένες οντολογικές δομές που είναι το*1

Η

Σημειώσεις 1. Από το 1982 δημοσιεύτηκαν στο χώρο της Οικονομικής 6 μεγάλα μεθοδολογικά βιβλία, 3 συλλογές άρθρων μεθοδο­ λογικού περιεχομένου, πολλά μεθοδολογικά άρθρα σε οι­ κονομικά περιοδικά και ένα νέο περιοδικό, Economics and Philosophy, που είναι εξειδικευμένο στη Μεθοδολογία της Οικονομικής. 2. Βλ. T.S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, Chicago 1960 (2. εκδ. 1970), σελ. 76. 3. Βλ. γενικότερα το βιβλίο μου Μεθοδολογία των Κοινωνι­ κών Επιστημών, 3. εκδ. Αθήνα 1987, σ. 399 επ. 4. To Traktat iiber kritische Vernunft (Tubingen 1968) αποτε­ λεί ουσιαστικά απάντηση στην κριτική που ασκήθηκε στις γνωστικές προϋποθέσεις του κριτικού ορθολογισμού από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. 5. Βλ. κυρίως το μνημειώδες έργο του Theorie des kommunikativen Handels 2. Bde, Frankfurt 1981. 6. Για τον κύκλο της Βιέννης βλ. γενικότερα V. Kraft, Der Wiener Kreis, Der Ursprung des Neopositivismus, 2. erw. und verb. A., Wien / N.Y. 1968. 7. Βλ. K. Popper, Logik der Sozialwissenschaften, στο: Th. Adorno/H. Albert et a!., Der Positivismusstreit in der dcutschen Soziologie, Neuwied / Berlin 1969, σ. 104. 8. Τους μηχανισμούς ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικό­ τητας στη βάση της διάσπασης υποκειμένου και κόσμου

αντικείμενο έρευνας των επιστημών. Προς την κατεύθυνση κριτικής υποβάθμισης οδηγεί και η κυριαρχούσα σε όλη ,την πορεία της διαλεκτικής σκέψης αντίληψη ότι η διαλεκτική είναι συγχρό­ νως μέθοδος και εγγενές στοιχείο του κόσμου (που ταυτίζει γνωστικά λάθη με φαινόμενα αλ­ λοτρίωσης και γνώση με συνειδησιακή ή κοινω­ νική απελευθέρωση). Η ουσιαστική παραμέληση της εσωτερικής κριτικής των επιστημονικών μας κατασκευών μείωσε σημαντικά την επιρροή της διαλεκτικής στον επιστημονικό χώρο όπου κυ­ ριαρχούν σήμερα τα αναλυτικά - νομολογικά ρεύματα. Το στοιχείο αυτό φαίνεται καθαρότερα στο χώρο των φυσικών επιστημών όπου οι προ­ σπάθειες κατασκευής μιας διαλεκτικής (ρυσικής, χημείας, βιολογίας είναι ήδη ξεπερασμένες, ενώ οι διαλεκτικές προσεγγίσεις διαμορφ(>τ?ονται ως ερμηνευτικά σχήματα μιας γενικής φιλοσοφίας της φύσης. Οι ίδιες τάσεις εμφανίζονται και στις κοινωνικές επιστήμες: παρά τις αρχικές προ­ γραμματικές εξαγγελίες, που έφεραν μια ιδιαίτε­ ρα παραγωγική διερεύνηση των θεμελίων των κοινωνικών επιστημών, η διαλεκτικοποίηση δεν έρχεται να αναιρέσει τις ειδικές εμπειρικές επι­ στήμες αλλά μάλλον να ερμηνεύσει τα πορίσματά τους στα πλαίσια μιας γενικής φιλοσοφίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Η αξία της τελευ­ ταίας δεν πρέπει να υποτιμάται: σε μια εποχή μεγάλης εξειδίκευσης και διακλάδωσης της γνώ­ σης η προσφορά μιας έγκυρης συνθετικής εικό­ νας του κόσμου παραμένει μια σημαντική συμβο­ λή του φιλοσοφικού λόγου - εξίσου σοβαρή με την κριτική ανάλυση των επιστημονικών μεθό­ δων. Στο διπλό αυτό έργο έχουν αφιερώσει τις προσπάθειές τους τα καλύτερα μυαλά του ανα­ λυτικού και του διαλεκτικοερμηνευτικού χώρου. ανέλυσε ήδη ο G.H. Mead (Mind, Self and Society, Chicago 1934). 9. Για την ιδέα της εκπόρευσης (emanatio) που συνδέθηκε νωρίς με τη διαλεκτική σύλληψη του κόσμου βλ. κυρίως L. Kolakowski, Main Currents of Marxism, τομ. 1, Oxford 1981,σ. 11 επ. 10. Πρβλ. κυρίως την Ποππεριανή επιστημολογία που εξακο­ λουθεί και σήμερα να ασκεί μεγάλη επιρροή στη Μεθοδο­ λογία της επιστήμης. 11. Βλ. J. Habermas, Gegen einen positivistisch halbierten Rationalismus, στο Th. Adorno et al., Der Positivismusstreit... ο.π. σ. 257 επ. Για το γενικότερο πρόβλημα του επιτρε­ πτού ή όχι αξιολογικών κρίσεων στις κοινωνικές επιστήμες βλ. τη μελέτη μου Η προβληματική των αξιολογικών κρί­ σεων στις κοινωνικές επιστήμες, Φιλοσοφία 4 (1974), σ. 120 επ. 12. Einleitung, στο Adorno et al, Der Positivismusstreit... ό.π. σ. 33. 13. Για την σύγχρονη συστημική θεωρία που στηρίζεται στις πρωτοποριακές εργασίες των V. Beitanlanffy, Wiener, Shannon και Weaver βλ. μια χρήσιμη επισκόπηση στο Η. Willke, Systemtheorie, 2. A. Stuttgart / N.Y. 1987. Για τη χρήση αναλυτικής και διαλεκτικής ολότητας βλ. και τη Μεθοδολογία μου σ. 398 επ. 14. Βλ. κυρίως Κ. Lorenz, Die Ruckseite des Spiegels, Munchen 1973 και K. Lorenz / Fr. M. Wuketits (Hsgb), Die Evolution des Denkens, Munchen 1983.


ο κοινωνικός χαρακτήρας της επιστημονικής έρευνας «-r-k

Ε.Γ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ: θεωρία της επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας. Αθήνα, G u t e n b e r g , 1988. Σελ. 280. ΟΜΑΔΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ: Οι επιστήμες στην κοινωνία. Αθήνα, G u t e n b e r g , 1988. Σελ. 230

Ελληνική βιβλιογραφία στον τομέα της επιστημολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα πλούσια. Η μελέτη του Ε.Γ. Παπαδημητρίου για τη θεωρία της Επιστήμης και την ιστορία της φιλοσοφίας, για όσους έτυχε να την διαβάσουν, εί­ ναι μια σημαντική συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφία. Ο συγγραφέας διδάσκει στον τομέα φιλοσοφίας του Πανεπιστη­ μίου Ιωαννίνων. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, αφού κάνει απαραίτητους εννοιολογικούς προσδιορισμούς, εξετάζει τη σχέση φιλοσοφίας και επιστήμης, στη συνέχεια αναπτύσσει το πρόβλημα της μεθόδου στη σύγχρονη αστική θεωρία της επι­ στήμης και ολοκληρώνει το πρώτο μέρος με το πρόβλημα της ταξινόμησης των επιστημών διαχρονικά. Στο δεύτερο μέρος, αναλύει τη σχέση επιστήμης και κοινωνίας δίνοντας το βάρος κυρίως στη μαρξιστική επιστημολογία, η οποία είναι σχεδόν άγνωστη στην Ελλάδα. Η έρευνα γύρω από τη θεωρία της επιστήμης των τελευταίων χρόνων χαρακτηρίζεται γενικά από τη βαθμιαία αποστασιο­ ποίηση της θεωρίας της επιστήμης από τη φιλοσοφία και από μια αυξανόμενη παραγωγή έργων σχετικών με την ιστορία της επιστήμης, τονίζει ο Ε.Γ. Παπαδημητρίου στην εισαγωγή του. Για να συμπληρώσει πως οι παραπάνω τάσεις οδήγησαν, κυ­ ρίως στο χώρο της αναλυτικής θεωρίας της επιστήμης, στη δη­ μιουργία ενός νέου ιδιόμορφου ιστορισμού που επιχειρεί να δώσει μια αιτιακή ιστοριογραφία της επιστήμης, παραγνωρίζο­ ντας τη συνάρθρωση επιστήμης/φιλοσοφίας. Πολύ ενδιαφέρου­ σα είναι η ανάλυση που επιχειρεί ο συγγραφέας στο κεφάλαιο I του δεύτερου μέρους για τους προσδιοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης της επιστήμης, σε σχέση με την κοινωνική κίνηση. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσπάθεια προσέγγι­ σης του προβλήματος της ανάπτυξης της επιστήμης από τον 16ο αιώνα, από μια κοινωνικοϊστορική άποψη. Το δεύτερο μέ­ ρος του βιβλίου συμπληρώνεται με τη μαρξιστική αντιμετώπιση της επιστήμης ως κοινωνικής δύναμης, όπου εκτίθενται οι διά­ φορες προσεγγίσεις του προβλήματος που έχουν γίνει κατά καιρούς, και κλείνει με τη διατύπωση κάποιων σκέψεων του

Η


επιλογη/87 συγγραφέα σχετικά με τα όρια και τις δυνατότητες της επιστή­ μης στην εποχή μας, από τη σκοπιά της Θεωρίας και της Κοινωνιολογίας της επιστήμης. ο δεύτερο βιβλίο που κυκλοφόρησε επίσης από τις εκδό­ σεις Gutenberg με τίτλο «Επιστήμες και Κοινωνία» αφορά τα κείμενα που προέρχονται από τις ανακοινώσεις που παρουσιάσθηκαν στο Συμπόσιο που οργανώθηκε με τον ίδιο τίτλο από την ομάδα Διεπιστημονικής Έρευνας σε συνεργασία με την ένωση Ελλήνων Φυσικών. Το βιβλίο χαρακτηρίζεται από την ποικιλομορφία των θεω­ ρητικών προσεγγίσεων και τη διεπιστημονική αντιμετώπιση των θεμάτων. Αν και οι περισσότερες απόψεις απορρέουν από τη μαρξιστική οπτική, δεν ανάγονται όμως σε ένα και μοναδι­ κό ερμηνευτικό σχήμα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κείμενα: του Αιμίλιου Μεταξόπουλου, που ήταν κι ο επιμελη­ τής της έκδοσης, για τη συνέχεια και ασυνέχεια στις επιστήμες, του Γιώργου Σταμάτη με θέμα τεχνολογική εξέλιξη και τάση του ποσοστού κέρδους στον Karl Marx, του Παναγιώτη Νούτσου για την πρόσληψη των ιδεολογημάτων της «terhnocracy» στην Ελλάδα, του Θανάση Βακαλιού για την αλλοτρίωση στις κεφαλαιοκρατικές και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες και τέλος, της Λίλας Λεοντίδου με τίτλο: Οικολογία και ανθρωπογεωγρα­ φία στο μεταβαλλόμενο κοινωνικό τους πλαίσιο. Αναμφισβήτητα η συλλογή αυτών των κειμένων συμβάλλει στον εμπλουτισμό και στην εμβάθυνση της προβληματικής που αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια γύρω από τον κοινωνικό χα­ ρακτήρα της επιστημονικής έρευνας.

Τ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΝΤΑΛΗΣ

ΝΤΟΡΙΣ ΛΕΣΙΝΓΚ: Το πέμπτο παιδί. Μετάφρα­ ση Αλέκος Μανωλίδης. Αθήνα, Καστανιώτης, 1988. Σελ. 153. Μ ια Λέσινγκ τελείως διαφορετι­ κή φαίνεται μέσα αττό το καινού­ ριο της μυθιστόρημα «Το π έμπτο παιδί». Ο ι πολιτικοί αγώνες, οι αγώνες για την καταξίωση της γυναίκας φαίνεται να παραμερί­ ζονται στο νέο της α υτό έργο. Εδώ το νεαρό ζευγάρι δεν έχει προβλήματα να επιλύσει μεταξύ του. Αντίθετα, τόσο η Χάριετ όσο κι ο Ντέιβιντ επιθυμούν τα ίδια ακριβώς πράγματα. Αφοσίω ση, αγαπη^οικογενειακή ζωή και π ά ­ νω α π ' όλα, ένα δικό τους σπίτι. Είναι και οι δυο τους πεισματικά αποκομμένοι από τη μόδα της δεκαετίας του '60 και έτσι α πο ­ φασίζουν να παντρευτούν και να βάλουν τα θεμέλια του παραδεί­ σου τους σ ' ένα μεγάλο βικτωρια­ νό σπίτι. Στην αρχή όλα είναι ειδυλλια-

πεζογραφία κά. Τα παιδιά γεμίζουν τη ζωή το υς και οι συγγενείς ξανανταμώ ­ νουν και κάθονται στο τραπέζι της κουζίνας τα Χριστούγεννα και το Πάσχα για να απολαύ­ σουν άπληστα τη θαλπωρή και τη σιγουριά του σπιτικού των Λόβατ. Το πρόβλημα δημιουργείται στην πέμπτη εγκυμοσύνη. Ό λ α α πό την αρχή δεν πάνε καλά. Το έμβρυο αρχίζει α πό πολύ νωρίς να στριφογυρίζει βίαια στην κοι­ λιά της Χάριετ. Ύστερα α πό έναν δύσκολο τοκετό, το νεογέννητο αναπτύσσεται πολύ ταχύτερα

Γ Ρ Η Γ Ο Ρ ΙΟ Σ Π Α Λ Α ΙΟ Λ Ο Γ Ο Σ Ό Πολυπαθής Ό Ζωγράφος ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Ό ζωγράφος

Ό Γρηγόριος Παλαιολόγος είναι έ­ νας άπό τούς πλέον σημαντικούς Ιλληνες συγγραφείς του 19ου αιώ­ να. Έ γραψε δύο αξιόλογα μυθιστο­ ρήματα — Ό Πολυπαθής καί Ό Ζωγράφος — πού θά μπορούσαν νά χαρακτηρισθοϋν τά πρώτα μυθιστο­ ρήματα τής Νεότερης Πεζογραφίας μας. Ό Πολυπαθής κυκλοφόρησε στήν ’Αθήνα τό 1839, καί Ό Ζω ­ γράφος στήν Κωσταντινούπολη το 1842. Είναι καί τά δύο γραμμένα, σέ μιά γλώσσα στρωτή, άπαλλαγμένα άπό άκρότητες, ψευτορομαντισμούς καί ρητορείες της εποχής, μέ έντονα αίσθηση χιούμορ. Ειδικότε­ ρα Ό Πολυπαθής διακρίνεται γιά τήν άφηγηματική του άνεση καί καταγράφει μέ μοναδικό τρόπο τήν έποχή καί τό κλίμα της. Σ τό μυθι­ στόρημα Ό Ζωγράφος , ό συγγρα­ φέας «ιοβόλος όσο καί μεγάθυμος ζωγραφίζει σπαρταριστά, ήθη καί έ­ θιμα, ερωτικές συμπεριφορές, μαϊμουδισμούς ξένων προτύπων, τήν κομματική διαφθορά καί τή συναλ­ λαγή, τή μάστιγα τής προγονοπλη­ ξίας, τήν "ιερότητα” τής ελληνικής οικογένειας».

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, Αθήνα Τηλ. 360.77:44 —. 360.47.93


88/επιλογη α π ό τα συνηθισμένα μωρά. Επι­ θετικό και άστορ γο γνωρίζει γρή­ γορ α την ενστικτώδη αντιπάθεια τω ν υ πόλοιπ ω ν παιδιών της οι­ κογένειας. Αδυσώ πητα, η αλλό­ κοτη ύπαρξή του καταστρέφει την ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή τους. Ο φ όβ ος της Χάριετ φ ουντώ νει, καθώς αγωνίζεται να αγαπήσει και να φροντίσει το παιδί της, ώ σ π ου βρίσκεται αντι­ μέτωπη με μια σκοτεινή και άγνωστη περιοχή της α νθρώ πι­ νης φ ύσ ης, την οπ οία αδυνατεί να αντιμετωπίσει. Οι χαρούμενες οικογενειακές συγκεντρώσεις ανήκουν στο π α ­ ρελθόν. Ο καθένας α π ό τους π α ­ λιούς καλεσμένους έχει τ ο υς λό­ γο υ ς του να φοβάται τον μικρό και ατίθασο Μπεν. Ά λλος τον ξαφνικό θ άνα το του σκύλου του, άλλος την απρόσμενη επίθεση π ο υ δέχτηκε α π ό τον καινούριο Λόβατ. Μα και τα άλλα τέσσερα παιδιά της οικογένειας έχουν π α ­ ρόμοια συναισθήματα. Η οικογε­ νειακή γαλήνη καταστρέφεται οριστικά, όταν τα υ π όλοιπ α π α ι­ διά βρίσκουν καταφύγιο και σι­ γουριά κοντά στους π α π ο ύ δες και σ τους θείους. Τη θέση τους στο μεγάλο αρχοντικό παίρ νο υν οι π αράξενοι φίλοι του Μπεν. Μια π α ρ έα π ο υ περισσότερο θυ­ μίζει συμμορία π α ρ ά συντροφ ιά νεαρώ ν αγοριών. Η Ντόρις Λέσινγκ με το έργο της α υτό δείχνει να κατακτά ένα καινούριο είδος π εζογρ α φ ία ς. Η πρω ταγω νίστριά της, Χάριετ, α υ ­ τή τη φ ο ρ ά τα βρίσκει εξίσου κα­ λά με τον εα υτό της και με τον σύντροφ ό της. Η Λέσινγκ με τον δικό της ξεχωριστό τ ρ ό π ο π α ­ ρουσιάζει τα τεράστια π ροβλή­ ματα π ο υ αντιμετωπίζει η μητέ­ ρα και μάλιστα ενός τό σ ο π α ρ ά ­ ξενου παιδιού. Αξίζει να ανα φ έρουμ ε λίγα λό­ για για τη σ υγγρ αφ έα . Γεννήθηκε το 1919 στην Περσία α π ό Βρετανν ο ύ ς γονείς. Πέντε χρ ονώ ν, μετανάστευσε στη Νότια Ροδεσία. Εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 14 ετών και εργάστηκε στην αρχή ω ς νοσοκόμα και αργότερα ως σ τενοδακτυλογράφ ος και τηλε­ φω νήτρια στο Σόλσμπερι. Στα δεκαεννιά της παντρεύτηκε έναν δημόσιο υπάλληλο και απόκτησε δυο παιδιά. Ο γόιμος διαλύθηκε το 1942, όταν η Λέσινγκ π ρ ο σ χ ώ ­ ρησε σε μια κομμουνιστική ο μά ­ δα π ο υ είχαν ιδρύσει Βρεταννοί

στρατευμένοι μαζί με άλλους π ρ οσω ρινά εξόριστους στην αποικία. Το 1945 παντρεύτηκε το ν Γερμανό κομμουνιστή Γκότφ ριντ Λέσινγκ. Το 1949 ξαναχώρισε και εγκαταστάθηκε με τον γιο της, α π ό τον δεύτερο γά μ ο της, στο Λονδίνο. Το 1952 π ρ ο σ χώ ρη ­ σε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, α π ό το ο π ο ίο α ποχώ ρ ησ ε το 1956, μετά τα γεγο νό τα της Ο υ γ­ γα ρίας. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους μεγαλύτερους σ ύγχρ ονους λογοτέχνες και έχει π ροταθεί επανειλημμένα για τ ο Ν όμπελ της λογοτεχνίας.

ΣΟΦΙΑ ΣΤΑΓΚΑ

ΕΝΤΜΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ: Το χρώμα της ψυχής. Ποιήματα. Αθήνα 1987. Σελ. 152. Χρυσές μακρυγορίες για θέμα­ τα π ο υ συμβαδίζουν και κοντα­ ροχτυπιούνται με την ανθρώπινη φ ύση. Η Εντμέ Π α ρασκευοπούλου ιχνηλατεί ποιητικά τις αιώ­ νιες αλήθειες με μια υπομονετική διάθεση αναλυτικής το υς π ρ ο ­ σέγγισης, αν και λοξοδρομεί συ­ χνά σε εσχατο-λογικές αναζητή­ σεις. Η ευαισθησία της επικε­ ντρώνεται στα δύο σκέλη της ζω ής, τον Έρωτα και το Θ άνατο, ενσω ματώ νοντας στο βλέμμα της συσσω ρευμένες γνώσεις α π ό βιώ­ ματα και συναφ είς π αρ α τηρ ή­ σεις. Τα λόγια της χάνονται μέσα στην ατέλειωτη νοσταλγία. Ανα­ καλούνται στη μνήμη α π ό τη συ­ γκομιδή λαμπερώ ν, κυρίως, ημε­ ρών.

Η ποιήτρια μάς ξαναγυρίζει στην ποίηση της ανοιχτής θέας, ό π ο υ κυριαρχεί α να φ α νδ όν το φ ω ς κι ένας α νέσπερος π λο ύ το ς λό γο υ. Δίνεται π ρ ο σ ο χή στο χώ ­ ρο του π οιήμα τος, έχουμε π οιή­ ματα χώ ρ ο υ με ονειρικές συνή­ θ ω ς συντεταγμένες και ο φ υσικός το υς διάκοσμος ορίζεται α π ό ένα διονυσιακό νατουραλισμό. Έτσι, η αχλύ της μνήμη και η ερωτική διάθεση συγκεκριμενοποιούνται εύκολα μέσα σε μια ευποιΐα και λησμοσύνη του θ ανά του. Το π ε ­ ριβάλλον καταδεικνύεται μέσα α π ό μια μυστηριακή αίσθηση, ανταποκρινόμενη στη γοητεία της διάθεσης να ανακαλύπτει κα­ νείς τ ο θαύμα. Τα ποιήμα τα πλημμυρίζουν α π ό την υπόσχεση της π ρ ο σ φ ο ­ ρ άς, α π ό την αρετή της α γά π η ς με την κοινωνική της έννοια και, ευδιακρίτως, α π ό το γυναικείο φίλτρο. Είναι κατεξοχήν δείγματα γυναικείας ποίησ ης, όσ ο και αν ο ό ρ ο ς α υτό ς είναι αδόκιμος και συμβιβαστικός. Επιπλέον είναι ποιήμα τα π ο υ π ροέρχοντα ι α π ό τη δυναμογένεια της ελευθερίας και την ερωτογένεια το υ ενστί-

ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

ΔΙΟΡΘΩΣΗ γαλλικών κειμέ­ νων (διατριβές, αρχαιολογικά και φιλολογικά κείμενα). Δα­ κτυλογράφηση σε Η/Υ γαλλι­ κών και αγγλικών κειμένων από Γαλλίδα φιλόλογο. Τηλ. 97.51.285 (πρωινά) και 97.07.260 (απογεύματα).


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ Μόλις κυκλοφόρησαν Albert

Franz

CAMUS

KAFKA

£2

Ο ΞΕΝΟΣ Η ΠΑΝΟΥΚΛΑ Η ΠΤΩΣΗ

Α λαίν Κμ. Ν τρ έιγ

Σώμα με σώμα Η μάχη μου με ίο έιτζ

SEMPRLJN

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΙ ΩΡΑΙΑ ΚΥΡΙΑΚΗ! Ο ΠΥΡΓΟΣ ΑΜΕΡΙΚΗ

Γιώργος Καραμπελιάς Κράτος και κοινωνία οτη μεταπολίτευση (1974-1988)

Κώστας Ζουράρις

Θεοείδεια παρακατιανή Εισαγωγή στην απορία

Τζαβέλλα 1 και Ζωοδόχου Πηγής Τηλ.: 36.04.885 - 36.13.065


ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007

• • • •

AIDS · ΗΡΩΙΝΗ ΠΥΡΗΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΟΞΙΚΑ ΑΠΟΒΛΗΤΑ ΟΞΙΝΗ ΒΡΟΧΗ

• Μια σειρά βιβλίων που θίγει φλέγοντα προβλήματα που απασχολούν σήμερα τον πλανήτη μας.

απο 10 χρόνων και πάνω

• Βιβλία αντικειμενικά, υπεύθυνα, γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνονται εντελώς κατανοητά από αυτές τις κρίσιμες ηλικίες που σηματοδοτούν το μέλλον, την πορεία και την εξέλιξη μιας κοινωνίας.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.