Τεύχος 223

Page 1


PETER

ΘΡΙΛΕΡ

JAMES

W j'

lka^

ii

το κλειδί

Σ0ΛΩ Ν0Σ 94, ΑΘΗΝΑ 106 80 ΤΗΛ. 3600398-3610589


ΝΕΑ

ΒΙ ΒΛΙ Α

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

1 9 8 9 - 1 9 9 0

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Σφυρίδης Περικλής Από πρώτο χέρι

Γκανάς Μιχάλης Μητριά πατρίδα

(Πεζογράφημα) Κάραλη Μαλβίνα Αθώος οαν αγαπημένος

; (Αφήγημα) Κάτος Γιώργος Η βασιλεία των κατσαρίδων

(Μυθιστόρημα) Μιλλιέξ-Γκρίτση Τατιάνα Αλλάζουμε;

(Μυθιστόρημα) Αναδρομές

(Λήιγήμαια) Μπρουντζάκης Ξενοφών Μια κοινή περιπέτεια του οώματος

(Πεζογράφημα)

(Διηγήματα) Τομαζάνη Δέσποινα Φωτιά μέσα στο νερό

(Διηγήματα) Φακίνος Άρης Τα παιδιά του Οδυσσέα

(Μυθιστόρημα)

/

Φακίνος Μιχάλης Εφημερεύων θίασος και άλλες ιστορίες Χαρπόπουλος Διονύσης Τη νύχτα που φύγε ο Μπούκοσι

(Διηγήματα) Χατζήπαπας Χρίστος Το χρώμα του γαλάζιου υάκινθου

(Μυθιστόρημα)

Μωράί’της Γιώργος Αναμνήσεις ενός αντάρτη Ξανθούλης Γιάννης Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας

(Μυθιστόρημα) Πρωτοπαπάς Πάνος Η αθέατη πλευρά της σελήνης

(Διηγήματα) Ρούσσος Τάσος Μιχαήλ και άλλα διηγήματα Σκούρτης Γιώργος Ιστορίες με πολλά στρας Το χειρόγραφο της Ρωξάνης Σουρούνης Αντώνης Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου

(Διηγήματα) Οι πρώτοι πεθαίνουν τελευταίοι

(Μυθιστόρημα)

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ

Γκανάς Μιχάλης Γυάλινα Γιάννενα ΔενέΥρης Τάσος Η κατάσταση των πραγμάτων Κακουλίδης Γιώργος Το χρώμα της ορχήστρας Μοσκώφ Κωστής 25 θλιμμένα ποιήματα για τον Έρωτα και την Επανάσταση Νικόδημος (μοναχός) Ερωτικός Ασσύριος

ι;

Παπαδάκη Αθηνά Ωχροτάτη έως του λευκού Χέλης Γιώργος 'Οχι στείρα έτεκεν επτά

Κ Α Σ Τ Α Ν Ι Ω Τ Η

Η σ ύ γ χ ρ ο ν η εκδοτικ ή π α ρ ο υ σ ία στα ε λ λ η ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α Ζ . Π η γ ή ς 3, 106 7 8 Α θ ή ν α , τηλ. 3 6 0 .3 2 .3 4 - 3 6 0 .1 3 .3 1


τα βιβλία της «γνώσης» ΜΙΓΚΕΛ ΝΤΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ

ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΛΑ

Εκατό ερωτικά σονέτα ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΕΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ 1

(Cien s o n e t o s d e a m o r)

Η ΛΙΑΣ Μ ΑΤ Θ ΑΙΟ Υ

Η ΛΙΑΣ Μ ΑΤ Θ ΑΙΟ Υ

Δίγλωσση έκδοση

Σύγχρονη ισπανική ποίηση Από τη «Γενιά του εμφυλίου πολέμου» έως σήμερα

Ανθολογία ισπανικής ποίησης ΑΠΟ το ΩΣ ΤΙ-

εκδόσεις «γνώση» Ιπ π ο κ ρ ά τ ο υ ς 31, 106 80 Α θήν α, Τηλ. 3620941 - 3621194 Γρην. Α υ ξε ν τίο υ 2 6 ,1 5 7 71 ΐηίσια, Α θήν α, τη η . 7786441


Ι Μ

ΐ

Ι«ΣΤΟΥ ΓΚΟΒΟΣΤΗ»! ΑΛΚΟΦΑΡ ΑΝΤΟ, Μ.

Επιστολές Πορτογαλίδας μο­ ναχής W ΜΑΛΡΟ, Α.

Καταχτητές [α] 0 παίχτης [ιμ] ΡΟΛΛΑΝ, Ρ. Μαγεμένη ψυχή

1. Αννέτα και Συλβία/«f/ 2. Το καλοκαίρι [ta] 3-4. Μητέρα και γιος [353] 5. Η Ευαγγελίστρια, (I) [m] 6. Η Ευαγγελίστρια, (II) [355] 7. Η Ευαγγελίστρια, (II) [356] ΤΣΑΚΑΛΟΣ, Γ.

Η μοναξιά της νύχτας [243] ΦΡΑΝΣ, Α.

Οι θεοί διψούν [275] ΓΟΥΑίΛΝΤ, Ο. Φλωρεντινή τραγωδία [26] Η βεντάλια της λαίδης Ουίντερμηρ [262] Ενας ιδανικός σύζυγος [263] Ο'ΝΗΛ, Ε.

Αννα Κρίστι [279] Παράξενο ιντερμέντζο [2βο] 0 επιθεωρητής έρχεται [266]

ΜΑΤΙΕ, Α.

Ιστορία της Γαλλικής Επανά­ στασης, τόμος α [6β] Ιστορία της Γαλλικής Επανά­ στασης, τόμος β 'Μ Ιστορία της Γαλλικής Επανά­ στασης, τόμος γ'[6β] ΜΕΤΑΕΑΣ, I.

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ 0 πόλεμος του 1897 [2Μ] Στη Γερμανία [23β] Οι πόλεμοι του 1912-13 [2βο] 0 Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος[2β4] Η επανάσταση του 1922 [26β] 1926-1932 [269] Η 4η Αυγούστου [270] 0 Ελληνοϊταλικός Πόλεμος

Μ ΛΑΛΟ Κ.

Αισθητική [289] ΡΙΚΑΡΝΤΟ NT.

Αρχές πολιτικής οικονομίας

Μ

TAIN, I.

Φιλοσοφία της τέχνης [212] ΦΑΓΚΕ, Α.

Σύντομος Ιστορία της Φιλο­ σοφίας [315]

ξέρουμε από βιβλίο ΙΖω οδόχου Πηγής 21 - τηλ.: 3615433Η


ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ Ερβέ Μπαζέν

Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ

Φαίη Γουέλντον

ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ

Ερβέ Μπαζέν Ο δαίμονας του μεσονυκτίου

Διαβολογυναίκα Η Ρούθ δεν είχε ποτέ φανταστεί τον εαυτό της διαβολογυναίκα. Ήταν άσχημη, άχα­ ρη, πανύψηλη και ένα τυπικό δείγμα ήσυ­ χης νοικοκυράς. Αλλά όταν ο άντρας της τής αποκαλύπτει τη φλογερή ερωτική του σχέση με μια νέα εκατομμυριούχο, ωραία και επιτυχημένη, η Ρούθ ξεσπάει σε μια παράφορη οργή. Ιδιαίτερα όταν εκείνος την αποκαλεί «σατανά». Βαθιά πληγωμέ­ νη, μηχανεύεται ένα πραγματικά σατανικό σχέδιο εκδίκησης που η κορύφωσή του εί­ ναι εντελώς απρόοπτη.

Ένα κοινωνικό φαινόμενο που στην εποχή μας, αν και σοκάρει ακόμα, έχει γί­ νει αρκετά συχνό, καθώς ο μέσος όρος της ζωής εισχωρεί ολοένα βαθύτερα στα χρό­ νια της τρίτης ηλικίας, αποτελεί τον θεμα­ τικό άξονα αυτού του μυθιστορήματος. Ο Ζεράρ, καταξιωμένος συγγραφέας και πνευματικός άνθρωπος, στο γέρμα της ζωής του κυριεύεται από τον ΔΑΙΜΟΝΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΚΤΙΟΥ. Αρνείται να δεχτεί τη μοίρα του απόμαχου της ζωής και επιχει­ ρεί να ξαναβρεί την ευτυχία. Θέλει να ζήσει και να πεθάνει όρθιος. Και, αν είναι δυνατό, ως το τέλος ευτυχισμένος.

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ

via με σκηνοθέτη την Σούζαν Σάιντελμαν και πρωταγωνίστριες τις Μέρυλ Στριπ, Ρο ζάνα Μπάρ και Λίντα Χάντ.

ΩΚΕΑΝΙΔΑ Χαρ. Τρικούπη 49 Τηλ. 3627341 - 3606137


ΔΙΑΒΑΖΩ

ΔΕΚΑΠΕΝΘΗΜΕΡΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

Α. Μεταξά 26. Αθήνα - ΙΟβ XI

Σύνταξη: 36.40.487 Λογιστήριο: 36.40.488 Διαφημίσεις: 36.42.789 Συνδρομές: 36.42.765

Π Ε Ρ ΙΕ Χ Ο Μ Ε Ν Α Η ΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Γράφουν οι Δημ. Δαλίπης, Γ. Μπάρτζης, Τ. Αποστολίδης, Γ. Σκαρπέλος και Α. Σιμωνετάτος

6 7

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Τεύχος 223 4 Οκτωβρίου 1989 Τιμή: Δρχ. 350 Ιδρυτής: Περικλής ΑΗανασόπουλος Διευθυντής: Γιώργος Γαλάντης Σύνταξη: Κατερίνα Γρυπανησιιότου. Βασίλης Καλαμαράς. Ηρακλή; Πιστόλι ξης. Νένη Ράις. Βάσω Σπάθή. Καίτιι Toftόλη Οικονομικός υπεύθυνος: Βάαω Σπάθή Συνδρομές: Κατερίνα Γρυπονηοιιότου Διαφημίσεις: Ηρακλής Πάπαλέξης Σελιδοποίηση-Μοντάζ: Νένη Ράις Γλωσσική επιμέλεια-Διορθώσεις: Βί/υ Κωτσοόέλου

Αγγελική Αλεξοπόύλόύ: ΧρονολόγιοΤκ.Τκ. Μάρκες 12 Αγγελική Αλεξοπούλου: Γκ. Γκ. Μάρκες. Ο Μέγας Γκάμπο, ο Μά­ γος Γκάμπο 17 Φίλιππος Δρακονταειδής: Γκ. Γκ. Μάρκες: αποδεκτός και αμφι­ σβητούμενος 23 Αγγελική Αλεξοπούλου: Μαγικός Ρεαλισμός - Θαυμαστή Πράγμα- I τικότητα. Μια πρώτη προσέγγιση 26 Τσβετάν Τόντόροφ: Τό Μακόντό στο Παρίσι 29 Γκ. Γκ. Μάρκες: Να κρατήσω τον αναγνώστη πιασμένο απ’.τό λαι­ μό ■1 m m 32 Μάριο Μπενεντέττι: Το τέχνασμα του ΥπέρτατουΠατριάρχη ; 53 Δημήτρης Τσατσούλης: Είδωλα κΓ αντικατοπτρισμοί στην «Περι­ πέτεια του Μιγκέλ Λιττίν» . | 58 Μίτοι Ανδριώτη - Γιάννης Μπασκόζος: Εργογραφία στα ελληνικά του Γκ. Γκ. Μάρκες 60 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ Η Κατερίνα I. Κακούρη μιλάει στο Θάνο Φωσκαρίνη

Στοιχειοθεσία: Φωτοκύτταρο ΕΠΙ.. Υμηττού 219; τηλ. 75.16.333 Φωτογραφίσεις-Μοντάξ: I. ΧριοΤοδου λάκος - I. Κοργιαλάς Ο.Ε.. Λ. Μεταξύ 26. τηλ. 36.41.134 Εκτύπωση: Αφοί Τοαλδάρη Ο.Ε.. Φυ­ λής 35. Καματερό, τηλ. 26.10.918 Βιβλιοδεσία: Νικ Κατρι6άνος και Σία Ο.Ε.. Στ. Γόνατά 48. τηλ. 57.49.951 Διανομή: Νέο Πρακτορείο Τύπου

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει η Τιτίκα Δημητρούλια ΠΟΙΗΣΗ: Γράφει ο Κώστας Χωρεάνθης ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ: Γράφει η Κ.Α.Σφαέλλου ΜΕΛΕΤΕΣ: Γράφει η Μ. Μ. Θωμαδάκη

Ιδιοκτήτης-Εκδότης: Γιώργος Γ<ι6

ΠΛΑΙΣΙΟ: Γράφουν οι Σωτήρης.Ντάλης, Γιώργος Μπαλούρδος,

Κεντρική διάθεση:

·.

61

ΟΔΗΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΠΙΛΟΓΗ 79 82 86

και Εύη Καρακώστα

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ Θεσσαλονίκη:

ΚΡ1ΤΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

Λασσάνη 9

στο επόμενο «Διαβάζω»

αφιέρωμα-έρευνα: Τι διαβάζουν οι Έλληνες


η ΑΓΟΡΑ του ΒΙΒΑΙΟΥ από 1 έως 15 Σεπτεμβρίου 1989

Τα είκοσι βιβλιοπωλεία π ου ρωτήθηκαν για τη σύνταξη της αγοράς του βιβλίου είναι κατά αλφαβητική σειρά: Αιόλος-ΑΘ., Γκοβόστης-ΑΘ., Γρηγόρης-ΑΘ., Δωδώνη-ΑΘ., Ενδοχώρα-ΑΘ., Εξαρχόπουλος-ΑΘ., Εστία-ΑΘ., Κατώι του Βιβλίουθεσσ ., Κέντρο του Βιβλίου-Θεσσ., Λέσχη του βιβλίου-ΑΘ., Libro-ΑΘ., Λοξιός-Θεσσ., ΜεθενίτηςΠάτρα, Πιτσιλός-ΑΘ., Πλέθρον-Αθ., ΠρίσμαΠειραιάς, Ραγιάς-Θεσσ., Σύγχρονη Εποχή-ΑΘ.( Χαβιάρας-Χίος, Χνάρι-ΑΘ.

□ Ο πίνακας παρουσιάζει τα εμπορικότερα βιβλία ενός δεκαπενθημέρου, σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραχώ­ ρησαν 20 βιβλιοπώλες απ' όλη την Ελλάδα, δηλώνοντας ο καθένας τους τέσσερα βιβλία που είχαν τις περισσότερες πωλήσεις στο βιβλιοπωλείο του κατά το διάστημα αυτό. Έτσι κάθε βιβλιοπωλείο δίνει τέσσερις βαθμούς στο βιβλίο που είχε τις περισσότερες πωλήσεις, τρεις βαθμούς στο αμέσως επόμενο, δύο βαθμούς στο τρίτο κατά σειρά βι­ βλίο, ενώ ένα βαθμό παίρνει το τέταρτο.

D

ΞΑΝΘΟΥΛΗ Γ.: Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Ε 9

ΕΚΟ ΟΥ.: Το εκκρεμές του Φουκώ ΓΝΩΣΗ

K f l ΓΑ Λ ΑΝΑΚ Η Ρ.: Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά ΑΓΡΑ Κ Β

Λ ΙΓ Ν Α ΔΗ Τ .: Καταρρέω ΑΚΡΙΤΑΣ ΒΑΛΤΑΡΙ Μ.: Ο περιπλανώμενος ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΚΡΙΣΤΙ Α . - ΤΣΕΣΤΕΡΤΟΝ Λ. - ΣΑΓΙΕΡΣ NT. : Ο πλωτός ναύαρχος ΑΓΡΑ

H jjfe Μ ΟΥΡΑΤ Κ.Ν.: Της νεκρής Πριγκίπισσας ΩΚΕΑΝΙΔΑ

Ο κατάλογος που ακολουθεί παρουσιάζει, με αλφαβητική σειρά, τα υπόλοιπα βιβλία που δεν προτάθηκαν από δύο τουλάχιστον βιβλιοπωλεία.

Αλιέντε I.: Εύα Λούνα. (Ω κεα νίδα ) · Υπερεαλισμός (Γ κοβόστης) · Γκούλικ Ρ.Β.: Σκελετός στη καμπάνα (θ εμ έλ ιο ) · Τα μουσικά όργανα (Σειρά: Τα μάτια της ανακάλυψης) (Δ εληθα νά σης) · Ζέη Α.: Το καπλάνι της βιτρίνας (Κ έδρος) · Ζιρού Φ.: Ά λμα Μάλερ. Η τέχνη να σε ερωτεύονται (Σ.Κ . Ζ α χ α ρό π ο υ λ ο ς) · Ιστορίες με Ρομπότ (Ε ξά ντα ς) · Κεραμά Β.: Απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί (Π α πα ξήσ η ς) · Κινγκ Στ.: Η Μπαλάντα της ελαστικής σφαίρας (Ε πιλογή) · Κορτάσαρ X.: Το κουτσό (Ε ξά ντα ς) · Αάζαρη Α.: Τί είναι Σοσιαλισμός (Ο όνσσέας) · Αακλός: Επικίνδυνες Σχέσεις (Ά γρα) · Λάντα Μ.: Τσαν το φάντα­ σμα (Σ ύγχρονη Ε ποχή) · Λέσσινγκ Ντ.: Το πέμπτο παιδί (Κ αστανιώ της) · Μάρρα Ε.: Πετρούσκα (Φ. Στραβίνσκυ), Το όραμα του ρόδου (Κ.Μ. Βέμπερ) (Κέδρος) · Μαίηλερ Ν.: Το αμερικάνικο όνειρο (Πλέθρον) · Ντοστογιέφσκι Φ.: Ο παίκτης (Γκοβόστης) · Πίττερς Ε.: Οράματα και Λείψανα ( Ά γρ ω σ τ ις ) · Ριούς Μ. - Παραμόν X.: Η Ζωή (Σειρά) (Κ έδρος) · Σαμασίνι Ε.: Ο Μπόμπυ και οι Εποχές (Μ α ρ γα ρ ίτα ) • Τατσόπουλου Π.: Το Παυσίπονο (Ε στία) · Τζάνοβιτς Τ.: Οι Σκλάβοι της Νέας Υόρκης (Σέλλας) · Τσαρουχά Κ.: Η Μασονία στην Ελλάδα (Δωδώ νη) · Μαρά-Σαιν Ζιντ-Ροβεσπιέρος (Σ ύγχρο νη Ε ποχή) · Προληπτική Ιατρική (Σ ύγχρονη Ε ποχή) · Φίλντιγκ X.: Η ζωή του Κ. Τζόναθαν του Μεγάλου (Σύγχρονη Ε ποχή) · Φακίνου Ε:. Ξύπνα Τενεκεδούπολη (Κ αστανιώ της) · Φλωμπέρ Γκ.: Ταξίδι στην Ελλάδα")Ολκός) · Χάντκε Π .: Ο Κινέζος του πόνου ( Ά γρ ω σ τις) · Χάντκε Π .: Σύντομο γράμμα για έναν αποχαιρετι­ σμό ( Ά γ ρ α ) · Χάρερ X: 7 χρόνια στο Θιβέτ.


χρονικα/7 Παραλείψεων αποφυγή... Αγαπητοί φίλοι του «Διαβάζω» Πιστός αναγνώστης σας από την αρχή της έκδοσης του περιοδικού και από εκείνους που κάνουν αρχείο με τα αφιερώματά σας, διάβασα με μεγά­ λο ενδιαφέρον το αφιέρωμα στον Αρη Αλεξάνδρου (τεύχ. 212). Έσπευσα μάλιστα να αναζητήσω περισσότε­ ρα στοιχεία στις πηγές που παραθέτει ο συνεργάτης σας Χρ. Π. Αγγελάκος στο σημείωμά του «Βιβλιογραφία για “Το κιβώτιο''». Αναζήτησα λοιπόν στους τόμους της εφημερίδας «Αυ­ γή» (βιβλιοθήκη της Βουλής) τα άρ­ θρα των Δ.Ν. Μαρωνίτη, Α. Φραγκιά και Αλ. Αργυρίου υπό τον τίτλο « Αρης Αλεξάνδρου, ο άνθρωπος και ο πνευματικός δημιουργός», όπως υποδείκνυε ο συνεργάτης σας. Εκεί πράγματι βρήκα δυο ολοσέλιδα δημο­ σιεύματα με τον αναφερόμενο τίτλο αλλά και τον υπότιτλο: «Για τη ζωή και το έργο του Άρη Αλεξάνδρου μι­ λούν ο καθηγητής Δημ. Μαρωνίτης, ο συγγραφέας Αντρ. Φραγκιάς και ο κριτικός Αλ. Αργυρίου σε συζήτηση που οργάνωσε στα γραφεία της η Αυ­ γή με επιμέλεια του Γιώργου ΜατζουΚαι αναρωτιέμαι τώρα, εγώ που θέ­ λω να έχω μιαν υπεύθυνη και ολοκλη­ ρωμένη πληροφόρηση γιατί δεν έπρε­ πε να ξέρω ότι επρόκειτο για συζήτη­ ση «στρογγυλής τραπέζης» που ορ­ γάνωσε και προφανώς διηύθυνε γνω­ στός δημοσιογράφος, συγγραφέας και κριτικός, άγνωστός μου προσωπι­ κά; Ας μου επιτρέψει, λοιπόν, ο συ­ νεργάτης σας να συμπληρώσω αυτή την παράλειψη χάριν της ιστορίας και της ευθύνης που έχουμε οι νεότεροι να δίνουμε όλα τα στοιχεία των θεμά­ των που διαπραγματευόμαστε. Δημ. Δαλίπης

Περί Κόμικς ο λόγος Αγαπητοί φίλοι, Μπαίνω στον «πειρασμό» να επικοι­ νωνήσω μαζί σας και, μέσω του εκλε­ κτού περιοδικού σας, με το αναγνω­ στικό σας κοινό, αισθανόμενος την ανάγκη να επισημάνω ότι στα άρθρα των συνεργατών σας στο συγκεκριμέ­ νο αφιέρωμα δε θίχτηκε όσο θα έπρε­ πε η πλευρά της κατάχρησης των κό­ μικς από όλους εκείνους τους «σκο­

τεινούς» κύκλους, που σκόπιμα απερ­ γάζονται το πνευματικό καναλιτζάρισμα - την πνευματική αδράνεια πες καλύτερα - τον κοινωνικό-πολιτικό αποπροσανατολισμό και τη συναισθη­ ματική αναλγησία της νέας γενιάς σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που ανα­ πτύσσω με πολλά επιχειρήματα και δείγματα ύφους - ήθους - λόγου και ιδεών στη μελέτη μου με τίτλο: «Ιδεο­ λογική στράτευση και προβολή της βίας στα περιοδικά και κόμικς ευρείας κυκλοφορίας», που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτε­ χνίας, έτος Β', τ. 2, 1987, σελ. 167-208 εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ. Αγαπητοί φίλοι, τα κόμικς είναι ένα ακόμα είδος έντυπης επικοινωνίας, μάλιστα για την παιδική ηλικία είναι και το προσφιλέστερο, για λόγους που γίνονται εύκολα κατανοητοί απ’ Δεν αρνούμαι ούτε την ένταξη των κόμικς στα είδη της τέχνης - 9η τέ­ χνη (;) Άλλωστε και ο κινηματογρά­ φος είναι τέχνη, χωρίς αυτό να σημαί­ νει ότι διεκδικούν πιστοποιητικά έ­ ντεχνης δημιουργίας τα χυδαία πορνοφίλμς, για παράδειγμα. Το κακό με τα κόμικς είναι, που η σχεδόν καθολική παραγωγή τους όχι μόνο στερείται των γνωρισμάτων έ­ ντεχνου δημιουργήματος, αλλά ακό­ μα φέρει καταφανή τα χαρακτηριστι­ κά της «κοινωνικοπολιτικής προπα­ γάνδας προς όφελος της εξουσίας και της άρχουσας τάξης» (όπως πολύ σωστά γράφει ο συνεργάτης σας Βα­ σίλης Παπαδογιαννάκης), και όχι μό­ νο... θα έλεγε ο υποφαινόμενος, ενώ έχοντας υπό μελέτη το 98% περίπου των κόμικς ευρείας κυκλοφορίας που προτιμούν και διαβάζουν τα ελληνό­ πουλα, διαπιστώνουμε ότι οι φράσεις του συνεργάτη σας Γιάννη Σκαρπέ­ λου πως «ο λόγος των κόμικς δεν εί­

ναι ή τουλάχιστον δεν είναι πια λιανο­ πωλητής των ιδεολογιών» ή πως η πο­ λιτική λειτουργία των κόμικς «δεν εί­ ναι μονοδιάστατη ούτε μονής κατευθύνσεως» ηχούν τουλάχιστον παράΕίναι λυπηρό, αλλά στην περίπτωση των κόμικς εκείνα που δικαιολογούν την ένταξή τους στα είδη της τέ­ χνης αποτελούν εξαίρεση ενός κανό­ να προϊόντων μαζικής παρα- και υπόκουλτούρας. Και αυτά τα λιγοστά έργα της κό­ μικς παραγωγής-τέχνης θα πρέπει ν' αναζητηθούν στις εκδόσεις του «ενή­ λικου κόμικ», που πολύ σωστά λέει ο φίλος μου Γιώργος Μπαζίνας: «προϋ­ ποθέτουν μια παιδεία στην ανάγνωση της εικόνας», αλλά και σ’ αυτό το χώ­ ρο πάλι πρέπει κανείς να ψάξει πολύ. Εξαίρεση απ' τον κανόνα της κακής - κάκιστης ποιότητας αποτελούν, με κάποιες ίσιος επιφυλάξεις, τα γνωστά κόμικς ευρωπαϊκής και κυρίως γαλλι­ κής παραγωγής, όπως: ΤΕΝ-ΤΕΝ, ΑΣΤΕΡΙΞ, ΛΟΥΚΥ ΛΟΥΚ κ.ά. Ακόμα, στα όσα γράφει ο συνεργά­ της σας Τ. Αποστολίδης, θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να ενημερώσω τον ίδιο και τους αναγνώστες σας ότι μύ­ θοι του Αισώπου σε κόμικς έχουν από χρόνια πριν κυκλοφορήσει από τις εκ­ δόσεις ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ, κάποιοι απ' αυτούς μάλιστα σε θαυμάσια εικονο­ γράφηση του μεγάλου στο είδος του Παύλου Βαλασάκη. Η «μεγάλη» του απορία για το «πώς δεν είχε σκεφτεί κανείς άλλος μέχρι τώρα» (να κάνει δηλαδή κόμικς τους Αισώπειους μύθους), ίσως να ισχύει για τα εκδοτικά πράγματα της Θεσσα­ λονίκης, η οποία, πρέπει να το ανα­ γνωρίσουμε, με τη δουλειά των Τ. Αποστολίδη - Ακοκαλίδη και άλλων της Α.Σ.Ε. τώρα τελευταία πήρε το προβάδισμα στην καθαρά ελληνική

Όλα τα γράμματα, που απευθύνονται αποκλειστικά στο «Διαβάζω» και που παρουσιάζουν κάποιο γενικότερο ενδιαφέρον, δημοσιεύονται είτε ολόκληρα (εφόσον είναι σύντομα) είτε αποσπασματικά (εάν είναι εκτενή). Για το λόγο αυτό, παρακαλούνται οι αναγνώστες που μας γράφουν να είναι όσο πιό σύντομοι μπορούν και να σημειώνουν το πλήρες ονοματεπώνυ­ μο και την ακριβή διεύθυνσή τους. Πάντως, για να δημοσιευθεί ένα γράμμα, πρέπει νά 'χει φτάσει στα γραφεία του περιο­ δικού τουλάχιστον τρεις εβδομάδες πριν από την ημέρα κυκλοφορίας του τεύχους.


8/χρονικα κόμικς παραγωγή. Λυπάμαι, αλλά θα πρέπει να στενα­ χωρήσω και πάλι τον εξαίρετο κόμικςσεναριογράφο Τ. Αποστολίδη σ' εκεί­ νο που λέει πως «δεν υπήρχε μέχρι πριν λίγα χρόνια ελληνική κόμικς πα­ ραγωγή» αποδείχνοντάς του πως βιά­ στηκε να προ@εί σε δηλώσεις τόσο απόλυττες, ενώ δεν ήταν όσο θα ’πρεπε ενημερωμένος. Θα τον χαροποιήσω όμως ταυτό­ χρονα, φαντάζομαι, γνωρίζοντάς του ότι στους πρωτοπόρους του είδους, που με τόση αγάπη κι ενθουσιασμό κι ο ίδιος ο Τ. Απ. έχει επιδοθεί, συγκα­ ταλέγεται ως κειμενογράφος και ο Βασίλης Ρώτας, όπως και η Βούλα Δαμιανάκου, η Σοφία Μαυροειδή-ΓΙαπαδάκη και άλλοι που ενώ δημιούργη­ σαν θαυμάσια ελληνικά ως προς τη θεματική τους έμπνευση Κόμικς έργα, πολλά από αυτά ούτε καν τα υπέγρα­ ψαν θεωρώντας τά «πάρεργα βιοπορι­ σμού» και αγνοώντας ίσως ότι υπηρε­ τούσαν ένα νέο είδος λόγου και τέ­ χνης, που κάποτε θα γινότανε τόσο αγαπητό σε μικρούς και μεγάλους και θα ανταγώνιζόταν σε Κυκλοφορία το ενυπόγραφο και λογοτεχνικό κύριο έργο τους. Στις εκδόόέις ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ, στη σειρά ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός κόμικς-έργων γνωστών Ελλήνων λογο­ τεχνών και εκλεκτών ζωγράφων, σκιτσογράφων. Ευχής έργο θα ήταν να αποκαλυ­ φθούν κάποτε τα ονόματά τους και ν’ αναγνωριστεί στον καθένα η πατρό­ τητα των έργων τόυ. Αρκετές εκπλή­ ξεις θα πάρουσίαζε μιά τέτοια φιλολο­ γική έρευνα στα αρχεία των εκδό­ σεων ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ, που τα παλιά κόμικς τους επανακυκλοφορούν, όπως βλέπω τελευταία στα βιβλιοπω­ λεία. Περιμένοντας και το δεύτερο μέ­ ρος του αφιερώματος στα κόμικς και ελπίζοντας σε δημοσίευση αυτής μου της επιστολής για έναυσμα γόνιμου διαλόγου, σας χαιρετώ. Φιλικά Γιάννης Μπάρτζης Αγαπητέ κ. Δ/ντά Ο κ. Γιάννης Μπάρτζης, στο μέρος της επιστολής του που οναφέρεται σε μένα, άλλοτε λυπιν ^ που θα με στε­ ναχωρήσει κι άλ> . ιιοεται που θα με χαροποιήσει » .· .. οώνοντάς με για κάποια πράγμα :α που πιστεύει πως δεν ξέρω. Θέλω να τον διαβεβαιώσω πως διαβάζοντας την επιστολή τ ο υ - μόνο χάρηκα! Όπως χαίρομαι κάθε φορά που, ανακαλύπτω ανθρώπους που ξέ­ ρουν, αγαπούν και έχουν άποψη για τα κόμικς (ακόμη κι αν δε συμφωνώ μ' Θερώντας, όμως, τα κόμικς «αφή­

γηση με εικόνες», δεν μπορώ να ε­ ντάξω σ’ αυτά τα τεύχη του «Πεχλιβανίδη» που ήταν πραγματικά ένα σημα­ ντικό εκδοτικό γεγονός στη δεκαετία του '50, αλλά δεν ήταν τίποτε παρα­ πάνω από αυτό που έλεγε ο τίτλος τους: «ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ». Δηλα­ δή, εικόνες που συνόδευαν λεζάντες με κείμενα. Σαν ,προ-κόμικς (!) είδος, έχουν εν­ διαφέρον και συμφωνώ ότι πρέπει κά­ ποτε να ερευνηθούν και, να... ανακα­ λυφθούν οι δημιουργοί τους, μια που εκείνοι «ούτε καν τα υπέγραφαν, θεωρώντας τα πάρεργα βιοπορι­ σμού»! Κόμικς, πάντως, δεν ήταν! Και, φυ­ σικά, δεν τα ανέφερα στην προ του '80 ελληνική κόμικς - εκδοτική παρα­ γωγή. Όπως, άλλωστε, δεν ανέφερα και άλλες παλαιότερες δουλειές - πιο κοντά στα κόμικς αυτές - που δημο­ σιεύονταν σε περιοδικά ποικίλης ύλης της εποχής. Έτσι, από τους δυο χαρακτηρι­ σμούς που μου αποδίδει ο κ. Μπάρ­ τζης: «ανημέρωτο συνεργάτη που κά­ νει απόλυτες δηλώσεις» και «εξαίρε­ το κόμικς-σεναριογράφο» κρατώ τον δεύτερο που - παρ’ όλο υπερβολικός - μου άρεσε πολύ και για τον οποίο τον ευχαριστώ. Φιλικά Τάσος Αποστολίδης

Αγαπητό «Διαβάζω», Λυπάμαι που θα πρέπει να ξαναπώ πράγματα που έχω ήδη πει στο άρθρο μου, αλλά φαίνεται πως οι προϋποθέ­ σεις που έθετα για τον μέσο αναγνώ­ στη δεν ίσχυσαν ούτε για ανθρώπους που δουλεύουν στο χώρο, και πως οι υπαινιγμοί, που σ’ αυτούς ακριβώς «έκλειναν το μάτι», δεν έγιναν αντι­ ληπτοί ως αρχή μιας πραγματικά γόνι­ μης συζήτησης. Ειδικά, λοιπόν, στις επιμέρους εν­ στάσεις του κ. Μπάρτζη, έχω να πα­ ρατηρήσω τα εξής: 1. Ό σον αφορά την ένταξη των μικς στα είδη της Τέχνης: Πίστευα πως τουλάχιστον οι ασχολούμενοι με τα κόμικς δε θα ξενίζονταν από τογ όρο «9η Τέχνη» που, όχι μόνον έχει υιοθετηθεί ευρέως στη διεθνή βιβλιο­ γραφία, αλλά καί απετέλεσε τίτλο βι­ βλίου του πολύ ενδιαφέροντα Γάλλου συγγραφέα Francis Lacasin {Pour un

neuvieme art: La Bande Dessinee, Ge­ neve: Slatkine, 1982). Η συζήτηση σχε­ τικά με το αν τα κόμικς είναι τέχνη ή όχι με αφήνει αδιάφορο, όσο τουλάχι­ στον καί η συζήτηση για το κατά πόσο η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι έργα του ίδιου συγγραφέα: Το σημαντικό είναι πως τόσο η Ιλιάδα και η Ο δύσ­ σεια όσο και τα κόμικς υπάρχουν ως εκφράσεις της ανθρώπινης πνευματι­ κής δραστηριότητας και ως τέτοια τα αναλύω. 2. Εφόσον ρητά (ήδη από τον πρό­ λογο του άρθρου μου - σελ. 33, αλλά και στη σελ. 34) αναφέρομαι στα ευ­ ρωπαϊκά κόμικς - τα περισσότερα από τα οποία απευθύνονται σε ενήλικες αναγνώστες, δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε τα συμπεράσματά μου να συμφωνούν με αυτά του κ. Μπάρτζη για «το 98% περίπου των κόμικς ευρέίας κυκλοφορίας που προτιμούν και διαβάζουν τα ελληνόπουλα». Όταν το δείγμα είναι διαφορετικό, τα συμπεράσματα είναι διαφορετικά: αυ­ τός είναι ένας από τους στοιχειώδεις κανόνες της επιστημονικής έρευνας. Δεν έχω παρά να συμφωνήσω με την άποψη του κ. Γ. Μπαζίνα πως «τα κό­ μικς προϋποθέτουν μια παιδεία στην ανάγνωση της εικόνας», άλλωστε το ίδιο δήλωνε και ο γνωστός δημιουρ­ γός J. Tardi στη συνέντευξή του στον Χρ. Ζαμπούνη που παραθέτω στη σελ. 36 του άρθρου μου, και τις ειδικότε­ ρες μεθοδολογικές προτάσεις που προσδιορίζουν ειδικότερα την έννοια της «παιδείας στην ανάγνωση της ει­ κόνας» στην κατεύθυνση μιας «αι­ σθητικής της ανάγνωσης». Θα πρό­ σθετα με την ευκαιρία ότι τα κόμικς προϋποθέτουν μια παράδοση από την οποία αντλούν τους συμβολισμούς τους και την οποία θεωρούν δεδομέ­ νη για τους αναγνώστες τους: όταν τα κόμικς μεταφράζονται, παύει να υφίσταται η σχέση με τους συμβολι­ σμούς και μπορούν να αποκατασταθούν νέες «απρόβλεπτες» σχέσεις, που συνισΤούν - τουλάχιστον στην περίπτωση της Ελλάδας που το μεγά­ λο μέρος των κόμικς είναι μεταφρα­ σμένο - μια ιδιαίτερη .δυναμική του είδους. 3. Ό σον αφορά τα π ερί λιανοπωλη­ τών του ιμπεριαλισμού που τόσο στε­ ναχώρησαν τον επιστολογράφο: Οι λιανοπωλητές των ιδεών έχουν στην περίπτωση των ευρωπαϊκών κό­ μικς, τουλάχιστον - μετατραπεί σε χονδρεμπόρους. Τα κόμικς στην Ευ­ ρώπη δεν είναι φερέφωνα - δημιουρ­ γούν ή συμβάλλουν στη δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής ιδεολογίας, κό­που προς το παρόν δεν έχει πολλά άλλα μέσα διάδοσης καθώς εξακο­ λουθεί να υπάρχει το ζήτημα της πο­ λυγλωσσίας (που δε θα ευχόμουν βέ­ βαια να εκλείψει). Η ιδεολογία αυτή απαντά τόσο στον οικονομικό-πολιτικό και πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ όσο και στους λιανοπωλητές του, χωρίς να ελπίζει την εκ μηχανής


χρονικα/9 εμφάνιση του «κυνηγού»-σωτήρα που προετοιμασία των καλοκαιρινών δια­ θα διώξει τους κακούς ιμπεριαλιστές κοπών συνετέλεσαν ώστε να γίνουν λύκους (έστω τους Λύκους που κυνη­ κάποια λάθη σε στοιχεία, κατά τη με­ γούν τον Σκρουτζ). Τα στοιχεία που ταφορά τους από το προσωπικό μου τη συγκροτούν, όπως εμφανίζονται αρχείο στη φωτοσύνθεση και από εκεί στα κόμικς μέσα από τη χρήση της στις στήλες του περιοδικού, λάθη γκ: γενικευμένης βίας - που δεν έχει τί­ τα οποία επικρίθηκε το «Διαβάζω ποτα κοινό με τη βία των αμερικανι­ από ορθογράφο των «ΝΕΩΝ» και τέ­ κών κόμικς, αφού οι ρόλοι του καλού τοια είναι η χρονολογία του Woodstok και του κακού δεν είναι σαφώς διαχω­ και η χρονολογία στράτευσης του Ε. ρισμένοι και ισχύει το μεσαιωνικό Presley. Κάποιος όμως, προσεκτικότε­ καθβαλιστικό δόγμα Diabolus est Deus ρος αναγνώστης θα διέκρινε ότι κά­ inversus - και τον εικονογραφικό ρεα ­ ποια άλλα «λάθη» έγιναν συνειδητά λισμό, προσπάθησα να ιχνηλατήσω λόγω της μεθοδολογίας που ακολού­ στο άρθρο μου. θησα κατά τη συλλογή και την παρά­ 4. Όσον αφορά, τέλος, τα «Κλασσι­θεση των στοιχείων. Έτσι, λοιπόν, κά Εικονογραφημένα» των εκδόσεων άφησα κατά μέρος το ανεκδοτολογιίΐεχλιβανίδη, όχι μόνο δεν μου είναι κό υλικό που κατά κόρον χρησιμοποι­ άγνωστα, αλλά αναφέρομαι σ' αυτά εί η φιλολογία του σταρ-σύστεμ που στο άρθρο μου «Για τα κόμικς» στα αναλώνεται στην αναζήτηση της ακρι­ «Σύγχρονα Θέματα» (βλ. πλήρη στοι­ βούς ημερομηνίας συνάντησης με­ χεία στη βιβλιογραφία του αφιερώμα­ λών των μετέπειτα ιστορικών γκρουπ τος), σ’ ένα υπό δημοσίευση κείμενό του Rock, και θεώρησα σαν σημείο εκ­ μου με τίτλο «Ο Πλούτος του Αριστο­ κίνησής τους τη χρονική στιγμή της φάνη στα ελληνικά κόμικς», ενώ απο­ ουσιαστικής παρέμβασής τους στην τελούν τον κύριο όγκο τού υπό έρευ­ πορεία του Rock (μ1 εξαίρεση τους να υλικού της διδακτορικής μου δια­ Beatles). Ασυζητητί, λοιπόν, οφείλω να τριβής. επανορθώσω ότι το φεστιβάλ του Θα ήθελα - κλείνοντας - να ση­ Woodstock έγινε τον Αύγουστο του μειώσω πόσο θλιβερό είναι για έναν 1969 και όχι το 1968. Οι Rolling Stones συγγραφέα που επιχειρεί να προτεί­ συναντήθηκαν το 1962 σαν ανεξάρτη­ νει κάποιες καινούριες - για τη διε­ τες μουσικές μονάδες, στη δισκογρα­ θνή βιβλιογραφία - απόψεις, να κρίφία όμως εμφανίζονται το 1964 με το νεται με βάση τις ελλείψεις της ελλη­ Single: «Not Rade away» (London 9657νικής βιβλιογραφίας... 48 1964) και το album: «The Rolling Stones» (London 375-11-1964) όπου και αρχίζει ουσιαστικά η καριέρα Ευχαριστώ τους. Ο Ε. Presley πήγε φαντάρος το για τη φιλοξενία 1956 και όχι το 1957, και την ώρα μά­ Γιάννης Σκαρπέλος λιστα που αναφέρει ο καλύτερα ενη­ μερωμένος από εμένα ανώνυμος αρθρογράφος των «ΝΕΩΝ». Όμως στις επίσημες δισκογραφικές καταγραφές σαν πρώτη του ηχογράφηση φιγουράρει το «That's all right» B/W: «Blue moon of Kentaky (Sun 209, 1954. The Ροκ και πάλι Ροκ Rolling Stone illustrated history of Rock'n’Roll), και όχι το «My happines» που το ηχογράφησε πληρώνοντας προκειΑγαπητό «Διαβάζω» μένου να το χαρίσει στη μητέρα του. Είναι σαφώς υποχρέωσή μου να Πράγματι οι Beach boys ηχογράφηεπανέλθω σχετικά με το «Χρονολόγιο σαν το «Serfin» για μια τοπική εται­ του Rock' n' Roll» που δημοσίευσα στο ρεία δίσκων στο L.A., (αγνώστων λοι­ περιοδικό σας, στα πλαίσια του αφιε­ πών στοιχείων) στις επίσημες όμως ρώματος για το Rock, και να επανορ­ δισκογραφικές καταγραφές το «Ser­ θώσω ορισμένα κακώς κείμενα που fin» φαίνεται να κυκλοφορεί πλατύτε­ μπορεί να εκθέτουν το περιοδικό, αλ­ ρα το 1962 από την εταιρεία Candix. λά ταυτόχρονα να τοποθετήσω ορι­ (Candix 331-75, 1962 - The Rolling Sto­ σμένα ζητήματα σχετικά με τη μεθο­ ne illustrated history of Rock’n'Roll). δολογία που ακολούθησα κατά τη σύνταξη του εν λόγω χρονολογίου. Oi Jefferson Airplane εμφανίζονται Στην αρχή θα πρέπει να διευκρινίσω το 1966 με το δίσκο Jefferson Airplane ότι όταν ανέλαβα την σύνταξη του tapes off, στο χρονολόγιο απλά τοπο­ «Rock’ n’ Roll χρονολογίου» το πρώτο θετούνται το 1967 ως από τους κύ­ πράγμα που προσπάθησα ήταν να ριους εκπροσώπους του κινήματος συλλέξω και να ξεχωρίσω ανάμεσα της ψυχεδέλειας. Ας μου επιτραπεί από μια πληθώρα στοιχείων εκείνα να επιμείνω, ότι ουσιαστικά οι Pink που πραγματικά «γράφουν» την ιστο­ Floyd εμφανίζονται στη δισκογραφία ρία του Rock, γνωρίζοντας όμως ότι το 1967 με το album «Pink Floyd» (To­ μέσα από τις στήλες του «Διαβάζω» wer 5093-131, 1967) «βοηθούμενοι» δεν απευθύνομαι σ’ ένα κατ’ ανάγκη και από τον Syd Barret. «Rock’n'Roll» αναγνωστικό κοινό, Σαν σημείο εκκίνησης των Led Zep­ πράγμα που έκανε τα πράγματα πιο pelin (σκόπιμα αυθαίρετα) θεωρώ την δύσκολα. Παράλληλα το όραμα και η ηχογράφηση του πρώτου τους άλ­

μπουμ «Led Zeppelin» (Atlantic 824610, 1969). Θα επιμείνω όμως ότι το θρυλικό Freak-out ηχογραφήθηκε από τον Frank Zappa το 1967 με τα στοι­ χεία: Verve 5005-130, 1967. Σκόπιμα συγχέω όμως την κυκλοφορία του θρυλικού «The velvet underground and Nico» που αποτέλεσε σταθμό στην ιοτορία του Rock με το σχηματισμό των Velvet underground που πράγματι συνετελέσθη το 1966. Όσο για τους Everly brothers ας μου επιτραπεί να επιμείνω ότι το 1957 ηχογράφησαν την πρώτη τους επιτυχία το «Bye-Bye Love» στην εταιρεία Cadence records (Cadence 1315-2-C-l, R-5, 1957), τρα­ γούδι που αποτέλεσε μοντέλο το οποίο έμελλε να ακολουθήσουν κατά τον υπόλοιπο χρόνο παραμονής τους στην Candence. Σχετικά με τους King Krimson θα ήθελα να επανορθώσω ότι κυκλοφορούν τον πρώτο τους δίσκο μέ τίτλο «In the Court of the Crimson King» (Atlantic 8245-28-1969) το 1969 και όχι το 1970 που από λάθος γράφε­ ται. Όσο για τους Roxy music, σαν ση­ μείο εκκίνησης λαμβάνεται το 1972 γιατί τότε κάνουν ουσιαστική εμφάνι­ ση στη δισκογραφία, με τη συμμετοχή βεβαίως του Β. Εηο και το album «Ro­ xy music» (Reprise 2114-1972). Τέλος, ενδειτικά θα ήθελα να ανα­ φέρω δυο σπουδαίες απουσίες από το χρονολόγιο, και πρώτα-πρώτα εκείνη των Kinks με το θρυλικό «You really got me» το 1964 και κατόπιν αυτή του Pod Stewart, που εμφανίστηκε στη δι­ σκογραφία το 1969 με το «The Rod Stewart album» (Mercury 61237-1391969). Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέ­ ρω ότι αν το «Rock'n’Roll χρονολόγιο» τοποθετηθεί κάτω από το μεγεθυντι­ κό φακό των απόλυτων χρονικών στοιχείων, ίσως πολλά ακόμα μπο­ ρούν να αναφερθούν σαν παραλεί­ ψεις. Αναρωτιέμαι όμως, μήπως η αντιπαράθεση στοιχείων, όπως τα πε­ ρισσότερα από τα παραπάνω που αναφέρονται (αρίθμηση εταιρειών, δί­ σκων κ.τ.λ.),είναι στείρα και δεν οδη­ γεί πουθενά. Αντίθετα, από μένα θα είναι ευπρόσδεκτη κάθε ουσιαστική και καλο­ προαίρετη παρατήρηση επί της ου­ σίας, που θα κάνει το χρονολόγιο κα­ λύτερο. Αντρέας Σιμωνετάτος


αφιερώματα σε συμμραφειs Τα τεύχη που σημειώνονται με αστερίσκο έχουν εξαντληθεί

Β. Γον/.ν

Ο. ντε Μπαλζάκ No 60* Δ. Γληνός No 61* Τ. Τξόυς No 62* Κ. Χατζηαργΰρης No 63 Ζ. Ζενέ No 66 Νέοι λογοτέχνες No 69 Αριστοφάνης No 72 Ζ. Πρεβέρ No 73 Μ. ντε Σαντ No 77 Κ.Π. Καβάφης No 78 Χ.Λ. Μπόρχες No 79 Μ. Κούντερα No 80 Μ. Γιουρσενάρ No 81 Α. Κοραής No 82 Κ. Μαρξ No 83 Μ. Βιάν No 85 Νέοι Λογοτέχνες No 87 Κ. Βάρναλης No 88 Τ. Μαν No 90 Φ. Νίτσε No 91 Κ. Θεοτόκης No 92 Ρ. Μπαρτ No 93 Ν. Λαπαθιώτης No 95 Ε. Ροΐδης No 96 Ε. Ζολά No 97 Σταντάλ No 98 Μακρυγιάννης No 101 Λουκιανός No 102 Ντιντερό No 103 Τ. Άγρας No 104 I. Βερν No 105 Θ. Καίρης No 106 Παραμυθάδες No 108 Ε. Έσσε No 109

Α. ΚαμΰΝο 110 Β. Ουγκό No 111 Ε. Άλαν Πόε No 112 Φ. Κόντογλου No 113 Σ. Μπέκετ No 115 Κ. Πολίτης No 116 Α. Πάλλης No 118 Β. Μαγιακόφσκι No 121 Ε. Ιονέσκο No 122 Μ. Φουκώ No 125 Ζ. Λακάν No 126 Ζ. Πωλ Σαρτρ No 127 Φ. Ντοστογιέφσκι No 131 Ν.Χ. Λώρενς No 132 Γ.Σ. Έλιοτ No 133 Μ. Ντυράς No 134 Αριστοτέλης No 135 Σ. ντε Μπωβουάρ No 136 Γ. Θεοτοκάς No 137 Φ.Σ. Φιτζέραλντ No 138 Τ. Ουίλιαμς No 139 Α. Κάλβος No 140 Γ. Σεφέρης No 142 Γ. Φλωμπέρ No 143 Ο. Έκο No 145 Α. Δουμάς No 147 Α. Κρίστι No 149 Σ. Φρόυντ No 150 Α. Αρτώ No 151 Ο. Ουάιλντ No 152 Β. Γούλφ No 153 Γ.Β. Γκαίτε No 154 Κ. Καρυωτάκης No 157

Κ. Λεβί-Στρως No 158 Ε. Χεμινγουέη No 159 Ζ. Κοκτώ No 160 Μ. Χάιντεγκερ No 161 Β. Ναμπόκοφ No 162 Α. Παπαδιαμάντης No 165 Π. Λεκατσάς No 166 Αίσωπος No 167 Λ. Αραγκόν No 168 Α. Τσέχωφ No 169 Σ. Τσίρκας No 171 Τ. Στάινμπεκ No 173 Όμηρος No 174 Μ. ντε Θερβάντες No 176 ΒολταίροςΝο 177 Ε. Πάουντ No 178 ΜολιέροςΝο 179 Δ. Χατζής No 180 Ε. Ίψεν No 181 Ν. Χάμμετ No 182 Π. Βαλερί No 183 Ζ. Μπατάιγ No 187 Ν. Καζαντζάκης No 150 Θουκυδίδης No 191 Φ.Γ. Αόρκα No 192 Ρ. Τσάντλερ No 193 Β. Ράιχ No 197 Ρ. Μοΰζιλ No 199 Λ. Τολστόι No 200 Π. Ελυάρ No 201 Ζ. Σιμενόν No 202 Γ. ντε Μωπασάν No 204 Γ. Ρίτσος No 205 Α. Ζιντ ΙΊο 206 Α. Μπρετόν No 207 Μ. Μπρεχτ No 211 Α. Αλεξάνδρου No 212 Δ. Σολωμός No 213 Φραντσέσκο Πετράρχης No 2. Αρσέν Λουπέν No 218


Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες Τι είναι τελικά ο «Γκάμπο» και τι ο μύθος τον; Πρόκειται για μια στιγμιαία λάμψη ή για μια κορυφαία έκφραση της λογοτεχνίας της λατινοαμερικανικής ηπείρου; Και πού είναι το πραγματικό τον πρόσωπο: όταν απολαμβάνει τη φή­ μη και τις τιμές, όταν δημοσιογραφεί ή όταν ανανεώνει τη σύγχρονη πεζογρα­ φία; Χαρίζει τα χρήματα από το Nobel στην Επανάσταση της Νικαράγουα έτσι όπως χαρίζει ένα τριαντάφυλλο στο φίλο τον Φιντέλ Κάστρο ή το κάνει απλά για να σκανδαλίσει τον “συντηρητικότερο” ευρωπαίο διανοούμενο. Και στο έργο τον τι είναι, ένας παραμυθάς, ένας σύγχρονος ρεαλιστής, ένας ρεπόρτερ, ένας ιδρυτής σχολής ή μια μοναχική περίπτωση; Μήπως τελικά είναι όλα αυτά μαζί, αλλά τότε τι καινούριο φέρνει; Γιατί χιλιάδες αναγνώστες σ’ όλο τον κόσμο βρίσκουν κάτι σ’ αυτόν που τους σνγκινεί και τους θέλγει; Το αφιέρωμα αυτό στον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες προσπαθεί να δει τον άνθρωπο και συγγραφέα στην εποχή του. Να εξετάσει τις αντιθέσεις του και πάνω απ’ όλα να δει το έργο του και από τις όνο πλευρές: όπως το βλέπει η κρι­ τική της λογοτεχνίας και όπως το εξηγεί ο ίδιος. Να το δει φιλολογικά, σημειολογικά αλλά και ιδεολογικά, κοινωνιολογικά. Η λατινοαμερικανική λογοτεχνία φάνταζε στην αρχή «εξωτική», αργότερα αρχειοθετήθηκε σαν μια ειδική περίπτωση. Ίσως οι δυτικοενρωπαίοι κριτικοί να δυσκολεύονται να παραδεχτούν ότι κάτι καινούριο μπορεί να ξεπηδά τόσο μακριά απ’ το «κέντρο». Όμως τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες πρέπει να τον δει κανείς μέσα στον κορμό του σύγχρονον παγκόσμιον μυθιστορήματος και να τον κρίνει με την προσφορά του σ’ αυτό. Κι αν οι φίλοι τον «Γκάμπο» σ’ όλο τον κόσμο θα ’χαν να προσθέσουν πολλά γι’ αυτόν, και αν οι κριτικοί της λογο­ τεχνίας θα ερίζουν πολλά χρόνια για το δημιουργικό του έργο, εμείς δουλέψαμε αυτό το αφιέρωμα σαν αρχή μιας οφειλής που ξεπληρώνεται σε δόσεις. Επιμέλεια αφιερώματος: Αγγελική Αλεξοπούλου - Γιάννης Μπασκόζος


12/αψιερωμα

Αγγελική Αλεξοπούλου

Χρονολόγιο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες 1928 Γεννιέται στην Αρακατάκα, ένα παραλιακό χωριό της Κολομβίας στις ακτές της Καραϊβικής, το πρώτο από τα 16 παιδιά του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία και της Λουΐσα Μάρκες, ο Γκαμπριέλ. Η Λουΐσα για να ευχαριστήσει τον πατέρα της, συνταγματάρχη Νικολάς Ρικάρδο Μάρκες Μεχία, αφήνει το γιο της στο πατρικό της σπίτι. Οι γονείς του πηγαίνουν να ζήσουν στη Ριοάτσα. Η Αρακα­ τάκα, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Γκαμπριέλ, είχε γνωρίσει μια περίοδο ευημερίας στα χρόνια 1910-20, εξαιτίας των εγκατα­ στάσεων της Αμερικάνικης «United Fruit», που εκμεταλλευόταν τις μπανανοκαλλιέργειες.

1936 Ό ταν ο Γκαμπριέλ ήταν 8 ετών, πεθαίνει ο παππούς του που υπήρξε καθοριστική μορφή στη ζωή του. Για πρώτη φορά, πηγαί­ νει να ζήσει με τους γονείς του.

1940 Γυμνασιακές σπουδέ ττο San Jose.

1946 Στις 12 Δεκεμβρίου παίρνει το απολυτήριό του από το Λύκειο Σιπακιρά. Σ’ αυτό το Λύκειο και χάρη στους δασκάλους του, ο νεα­ ρός Γκαμπριέλ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τον Μαρξι­ σμό.

Ο Γκ. Γκ. Μάρκες σε ηλικία δύο χρόνων


αφιερωμα/13

1947 Στις 25 Φεβρουάριου γράφεται στη Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Μπογκοτά. Δε δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις σπουδές του και περνάει ατέλειωτες ώρες διαβάζοντας ποίηση.

1948 Μέσω του φίλου του Manuel Zapata Olivella αποκτάει πρόσβαση στη δημοσιογραφία. Ξεκινάει τη δημοσιογραφική του καριέρα αμέσως μετά το ονομαζόμενο «bogotazo» (μπογκοτάσο) κατά το οποίο δολοφονήθηκε στη Μπογκοτά ο φιλελεύθερος ηγέτης Χόρχε Ελιέσερ Γκαϊτάν, γεγονός που έδωσε αφορμή για λαϊκές κινητο­ ποιήσεις που πνίγηκαν στο αίμα. To bogotazo εξελίσσεται σε εμ­ φύλιο πόλεμο μεταξύ συντηρητικών και φιλελευθέρων. Μέχρι το 1958, που ξαναγίνονται εκλογές, η Κολομβία γνώρισε απανωτές δικτατορίες και 200.000 νεκροί είναι ο απολογισμός του εμφύλιου σπαραγμού μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Ο Μάρκες συνεργάζεται με το φιλελεύθερο έντυπο El Universal, καθώς και με το «Εξέλσιορ». Την ίδια εποχή έρχεται σε επαφή με την Ομάδα Διανοουμένων της Μπαρανκίλια, που τον βοηθάει να διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις αισθητικές του επιλογές.

1949 Εγκαθίσταται στην Μπαρανκίλια. Στο μεταξύ, διαβάζει αδιάκοπα τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας πεζογραφίας.

1950 Αρχίζει να συνεργάζεται με την εφημερίδα El Heraldo. Έχει μια μόνιμη στήλη: La Jirafa (Η Καμηλοπάρδαλη). Την ίδια αυτή χρο­ νιά (είναι 22 ετών), γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα, μένοντας μόνος μέχρι πολύ αργά στα γραφεία της εφημερίδας. Έμελλε να εκδοθεί πέντε χρόνια αργότερα με τίτλο La Hojarasca (Ανεμοσκορπίσματα). Συγχρόνως, αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του μι­ κρής διάρκειας περιοδικού Cronica, που διηύθυνε ο φίλος του Fuenmayor. Αυτή την περίοδο η εφημερίδα El Espectador, ιδιο­ κτησία της οικογένειας Cano, είναι η πρώτη που δημοσιεύει διηγήματά του.

1951 Επιστρέφει στην Καρταχένα. Πειραματίζεται με το περιοδικό Comprimido, το οποίο διευθύνει και πιθανόν γράφει εξ ολοκλήρου.

1952 Εγκαθίσταται και πάλι στην Μπαρανκίλια. Ο εκδοτικός οίκος Λοσάδα, δε δέχεται να εκδώσει τα «Ανεμοσκορπίσματα». Του στέλνεται πίσω το χειρόγραφο μ’ ένα συνοδευτικό γράμμα του Ισπανού κριτικού Γκιγιέρμο δε Τόρρε, ο οποίος τον συμβούλευε να ασχοληθεί με κάτι άλλο... παρά την ποιητικότητα που του ανα­ γνώριζε. Στην εφημερίδα El Heraldo, δημοσιεύει την πρώτη εκδο­ χή τού Ο Μονόλογος της Ισαβέλ καθώς βλέπει τη βροχή να πέφτει στο Μακόντο, με τίτλο Ο Χειμώνας. Διασχίζει όλη την Ατλαντική Ακτή, δουλεύοντας σαν πλασιέ βιβλίων. Την ίδια χρονιά, ο στρα­ τηγός Γκουστάβο Ρόχας Πινίλια καταλαμβάνει την αρχή με πραξι­ κόπημα.

Ο Μάρκες το 1942


14/αψιερωμα

1953 Αρχίζει και πάλι να συνεργάζεται με την εφημερίδα της Μπαρανκίλια El National. Στα δημοσιογραφικά του άρθρα διαφαίνεται μια ιδιαίτερη φροντίδα για το λόγο και μια ανησυχία για υφολογική τελειότητα.

1954 Η εφημερίδα El Espectador τον στέλνει ανταποκριτή στην Ευρώ­ πη. Πρώτος σταθμός, η Ρώμη. Γράφεται στο Πειραματικό Κινημα­ τογραφικό Κέντρο. Παρακολουθεί μαθήματα σκηνοθεσίας μαζί με τον Μανουέλ Πουίγκ και τον Νέστορα Αλμένδρος. Αρχίζει να στέλνει συστηματικά κριτικές ταινιών στην Κολομβία.

1955 Δεύτερος σταθμός, το Παρίσι. Εκεί αρχίζει να γράφει το Η Κακιά Ώ ρα, το οποίο όμως στην πορεία μετεξελίχθηκε στο Ο συνταγμα­ τάρχης δεν έχει κανέναν να τον γράφει. Η δικτατορία του Ρόχας Πινίλια κλείνει το El Espectador. Οι επι­ ταγές που έφταναν πάντα στην ώρα τους, σταμάτησαν να έρχονται και ο Γκαμπριέλ βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να περιμένει μια επιταγή, που ποτέ δεν έλαβε. Στο μεταξύ, γράφει ακατάπαυστα. Αυτή τη χρονιά εκδίδονται τα Ανεμοσκορπίσματα, ταυτόχρονα με το μεγαλόπνοο έργο του Χουάν Ρούλφο Πέόρο Πάραμο.

1955-57 Ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, στην Τσεχοσλοβακία, στην ΛΔΓ, στην ΟΔΓ, Κούβα κ.λπ.

1957 Αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην Κολομβία για να παντρευτεί τη Μερσέδες, που ήταν αρραβωνιαστικιά του για πολλά χρόνια. Αμέσως φεύγει για το Καράκας της Βενεζουέλας. Προσλαμβάνε­ ται στη σύνταξη των εντύπων Momentos, Elite και Venezuela Grafica. Στο μεταξύ, ολοκληρώνει άλλο ένα κεφάλαιο του «μυστικού» του βιβλίου Η Κηδεία της Μεγάλης Μάμα.

1958 Δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο περιοδικό «Mitos», Ο Συνταγ­ ματάρχης δεν έχει κανέναν να τον γράφει.

1959 Η Κονβανική Επανάσταση, είναι μια πραγματικότητα. Ο Μάρκες παρίσταται στη δίκη του Sosa Blanco, στα πλαίσια της «επιχείρη­ σης αλήθεια» του Φιδέλ Κάστρο. Ανακοινώνει το σχέδιό του να γράψει ένα μυθιστόρημα πάνω στη δικτατορία που αργότερα θα πάρει τη μορφή τού Το φθινόπωρο τον Πατριάρχη. Του αναθέτουν ν’ ανοίξει το γραφείο του Κουβανικού πρακτορεί­ ου Prensa Latina στην Μπογκοτά.

1960 Αντιπροσωπεύει την Prensa Latina στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.

1961 Αποφασίζει με καμιά εκατοστή δολάρια στην τσέπη να πάει στο

Στη Σοβιετική Ένωση


αψιερωμα/15

Μεξικό, όπου και εγκαθίσταται (και εξακολουθεί να ζει και σήμε­ ρα). Εκεί, ολοκληρώνει την Κακιά Ώ ρα, βιβλίο που πρωτοεκδόθηκε την επόμενη χρονιά στην Ισπανία. Θα κερδίσει το Λογοτε­ χνικό βραβείο Esso. Ο ίδιος ο Μάρκες, όμως, αναγνωρίζει ως αυ­ θεντική την έκδοση του 1966. Στο μεταξύ, κερδίζει τη ζωή του γράφοντας κινηματογραφικά σενάρια και διαφημιστικά κείμενα.

1961 Εκδίδεται το Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει, το οποίο είχε ολοκληρωθεί από το 1957· «Πριν γράψω το Χρονι­ κό, υποστήριζα ότι το καλύτερό μου μυθιστόρημα ήταν ο Συνταγ­ ματάρχης. Μου φαινόταν το πιο άτρωτο απ’ τα έργα μου».

1962 Κυκλοφορούν δύο βιβλία του: Η Κακιά Ώ ρα και η συλλογή διη­ γημάτων Η κηδεία της Μεγάλης Μάμα.

1965 Αρχίζει να γράφει το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Το ολοκληρώνει μετά από 18 μήνες αδιάκοπης δουλειάς.

1967 30 Μάη: Ο εκδοτικός οίκος της Αργεντινής Sudamericana Ve Eviciones, δέχεται να εκδώσει το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς σε 8.000 αντίτυπα τα οποία εξαντλούνται μέσα σε λίγες μέρες.

1970 Εκδίδει το Η αφήγηση ενός Ναυαγού. Τη χρονιά αυτή, κυκλοφο­ ρεί το πιο πολύτιμο, ίσως, βιβλίο με πληροφορίες για τη ζωή του Γκ. Γκ. Μάρκες. Πρόκειται για το βιβλίο του φίλου του Μάριο Βάργκας Λιόσα με τίτλο: «Η ιστορία μιας θεοδικίας» (Εκδόσεις Σεις Μπαράλ, Βαρκελώνη). Μια φιλονικία όμως των δύο φίλων, οδήγησε τον Μ.Β. Λιόσα στο ν’ αποσύρει και να καταστρέψει τ’ αντίτυπα αυτού του βιβλίου, που έκτοτε συγκαταλέγεται στα σπά­ νια σύγχρονα μυθιστορήματα.

1972 Εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων Η Απίστευτη και θλιβερή Ιστο­ ρία της Αθώας Ερέντιρα και της Άσπλαχνης Γιαγιάς της.

Το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς ύφανε μ ε τρόπο μ α γ ικ ό και συνεκτικό τις ιστορίες των λαώ ν μας, ιστορίες τις οποίες είχε α φ η γ η θ ε ί·μ ε αφέλεια μ ια για γιά μ ε α ναλλοίω τη μ νήμ η. Το Πέόρο Πάραμο, Το μοίρασμα των νερών, το Κουτσό και το Παραόίσο είναι ορόσημα στη ν ιστο­ ρία τη ς Λ α τινο α μερ ικα νικ ής θαυ­ μ α σ τή ς π ρα γμα τικό τη τα ς. Ό λ α εί­ ναι αληθ ινά στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς: για μένα είναι ένα μ υ ­ θιστόρημα δίχως μυθο πλα σία διότι δεν υπάρχει σ ’ α υτό ίχνος α πά της. Η φα ντα σία είναι αναπόσπαστο μέρο ς τη ς μ ν ή μ η ς κ αι τη ς π ρ α γ μ α ­ τικότητα ς.

(Μιγέλ Μπάρνετ)


16/αφιερωμα

1973 Του απονέμεται το βραβείο Romulo Gallegos.

1974 Άλλη μια συλλογή διηγημάτων στην οποία περιλαμβάνονται όσα είχαν πρωτοεκδοθεί σε έντυπα της χώρας του. Πρόκειται για το Μάτια Γαλάζιου Σκύλου.

1975 Μετά την τεράστια επιτυχία τού Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, κυκλο­ φορεί το επόμενο μυθιστόρημά του Το Φθινόπωρο του Πατριάρ­ χη. Ο ίδιος θα πει: «Είναι η πιο σοβαρή μου δουλειά, αυτή που μπορεί να με γλιτώσει από τη λησμονιά». Επίσης, εκδίδει το Χρο­ νικό Ό ταν ήμουν Ευτυχισμένος και Αμαθής. *

1981 Βασισμένο σ’ ένα πραγματικό γεγονός που είχε συμβεί πριν από τριάντα χρόνια, γράφει το Χρονικό ενός Προαναγγελθέντος θανά­ του, το οποίο ο συγγραφέας θεωρεί ως το αρτιότερο μυθιστόρημα που έχει γράψει μέχρι την ημερομηνία της έκδοσής του. Την ίδια χρονιά, κυκλοφορεί το δημοσιογραφικό του έργο σε τρεις τόμους* (Κείμενα των παραλίων, Ανάμεσα σε.βοννίσιονς I και IT).

1982 Η Σουηδική Ακαδημία τού απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτε­ χνίας. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες δηλώνει έκπληκτος: «Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες έπρεπε να το πάρει. Ακόμα δεν καταλα­ βαίνω γιατί δεν του το έδωσαν».

1983 Κυκλοφορεί η κινηματογραφική αφήγηση η Έφοδος (είχε κυκλο­ φορήσει την προηγούμενη χρονιά με τον τίτλο Viva Sandino).

1985 Ο Έρωτας στα χρόνια της Χολέρας. Ένας ύμνος στον έρωτα, που επιζεί πέρα από το χρόνο, την ηλικία και τις κοινωνικές συμβά­ σεις.

1986 Η Περιπέτεια του Μιγκέλ Αιττίν. Πρόκειται για την περιπέτεια του εξόριστου Χιλιανού κινηματογραφιστή, που αποφάσισε το 1985 να περάσει μεταμφιεσμένος τα σύνορα της πατρίδας του για να κινηματογραφήσει τον εφιαλτικό τρόπο ζωής στη στρατοκρα­ τούμενη Χιλή.

1989 Κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο Ο Λαβύρινθος του Στρατη­ γού*. Αναφέρεται στους τελευταίους μήνες της ζωής του Απελευ­ θερωτή του βόρειου τμήματος της Λ. Αμερικής Σιμόν Μπολιβάρ και προκάλεσε πολλές συζητήσεις με την αμφιλεγόμενη οπτική του. * Με αστερίσκο σημειώνονται όσα βιδλία του Γκ. Γκ. Μάρκες δεν έχουν μεταφρα­ στεί στα ελληνικά.

« Τολμώ να σκεφ τώ ό τι είνα ι το ύτη η αλλό κο τη π ρ α γ μ α τικ ό τη τα , και όχι μόνο η λο γο τεχ νικ ή τη ς έ κφ ρ α ­ ση, π ο υ φέτο ς τρά β η ξε τη ν προ σ ο ­ χή τη ς Σ ο υη δ ικ ή ς Α κ α δ η μ ία ς Γ ρα μμά τω ν. Μ ια π ρ α γ μ α τικ ό τη τα π ο υ δεν τη βρίσκει κα νείς μόνο στα χ α ρ τιά , α λλά ζει μ α ζ ί μ α ς και κα ­ θορίζει κά θε σ τιγ μ ή των α ναρ ίθ­ μ η τω ν κα θ ημ ερινώ ν μ α ς θανάτω ν κα ι τρο φ ο δο τεί μ ια π η γ ή ακόρε­ σ τη ς δ η μ ιο υ ρ γία ς, γεμ ά τη δ υ σ τυ ­ χ ία και ομο ρ φ ιά , τη ς ο πο ία ς το ύ ­ το ς ο π εριπλα νώ μενο ς κα ι νοσταλγ ικ ό ς Κ ολο μβ ια νό ς δεν είναι άλλο τίπο τα α πό ένα ν α κόμ η α ριθμό π ο υ το ν εννό ησ ε η τύχ η. Π ο ιη τές κα ι ζη τιά νο ι, μ ο υ σ ικ ο ί και π ρ ο φ ή ­ τες, πο λ εμ ισ τές κα ι λ ησ τές, όλοι υπ ά ρξεις α υ τή ς τη ς ο ρ μ η τικ ή ς π ρ α γ μ α τικ ό τη τα ς χρ ειά σ τη κ ε να δα ν εισ το ύμ ε πο λ ύ λ ίγ α π ρ ά γ μ α τα α πό τη φα ντα σ ία , γ ια τ ί η μ ε γά λ η πρό κ λ η σ η για μ α ς υ π ήρ ξε η ανε­ π ά ρκ εια των συμβ α τικώ ν μέσω ν γ ια να κά νο υ με π ισ τε υ τή τη ζωή μ α ς. Α υ τό ς είνα ι, φίλο ι, ο κό μ πο ς τη ς μ ο ν α ξιά ς μας». «Ε μ είς οι εύπ ιστο ι εφ ευ ρέτες μ ύ ­ θων, α ισ θα νό μ α στε πω ς έχο υμ ε το δικα ίω μα να π ισ τεύ ο υμ ε πω ς α κό ­ μ α δεν είναι α ρ γ ά για να δ η μ ιο υ ρ ­ γ ή σ ο υμ ε μ ια ο υ το πία α ν τίθ ετη ς κα τεύθ υνση ς. Μ ια κα ινο ύρια και ισ ο πεδω τική ο υτο πία τη ς ζωής, ό πο υ κα ν είς δε θα μ π ο ρ ο ύσ ε να α πο φ α σ ίσει τα π ά ν τα για το υς ά λ­ λο υς, α κό μ η κα ι το ν τρό πο το υ θα­ νά το υ τους, όπο υ η α γ ά π η θα είνα ι α ληθ ινή κα ι η ευτυ χία πιθ α νή , ό πο υ οι γ εν ιές οι κα τα δικ α σμένες σε εκα τό χρ ό νια μ ο ν α ξιά θα έχουν ε π ιτέλ ο υς κα ι για π ά ν τα μ ια δεύτε­ ρη ευκ α ιρία π άνω στη γη».

(Αποσπάσματα από το λόγο απο­ δοχής του βραβείου Νόμπελ 1982 με τον τίτλο «Η μοναξιά της Λατι­ νικής Αμερικής»)


αψιερω μα/17

Αγγελική Αλεξοπούλου

Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες

Εισαγωγή στη ζωή και το έργο του

Ο Μέγας Γκάμπο, ο Μάγος Γκάμπο Η Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της οποίας και άξιος υπηρέτης είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, έχει αναδειχθεί τα τε­ λευταία χρόνια σε μια εξαιρετικά δυναμική λογοτεχνία καθώς βρίσκεται στην παγκόσμια πρωτοπορία και κατέχει πρωταγωνιστική θέση στο διεθνές λογο­ τεχνικό στερέωμα. ην ιδιαιτερότητα τούτης της λογοτεχνίας πρέπει να την αναζητήσουμε στο θαυμάσιο πολιτιστικό παρελθόν της ηπείρου που χαρακτη­ ρίζεται από τη συνάντηση του ιθαγενούς στοιχεί­ ου με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό καθώς και με τον αφρικανικό και τον ασιατικό. Από εδώ απορρέει ο ανεξάντλητος πλούτος της κάθε χώρας ξεχωρι­ στά που με τις διαφοροποιήσεις τους συνθέτουν, από την άλλη, την κοινή πολιτιστική ταυτότητα της Λατινοαμερικάνικης Ηπείρου. Κάτι που καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα τη Λατινοαμερικάνικη Λογοτεχνία, που σε μεγάλο βαθμό σφυρηλατήθηκε χάρη στην πεζογραφία της, είναι το ότι η Λατινική Αμερική αναγνωρί­

Τ

ζεται μέσα από τα έργα της. Σε μια ήπειρο όπου η οικονομική αδικία, τα καθεστώτα εξάρτησης, η υπανάπτυξη, η εξαθλίωση και η αμάθεια είναι η οδυνηρή πραγματικότητα που, εκτός των άλ­ λων, αποτελεί το βασικό εμπόδιο στην εξάσκηση μιας καλλιτεχνικής δραστηριότητας, οι συγγρα­ φείς της όχι μόνο δεν παρακολουθούν αδιάφο­ ροι την κατάσταση στη χώρα τους και την ήπει­ ρό τους, αλλά για τη συμμετοχή και τη δράση τους υπέστησαν διώξεις, βασανιστήρια, οδηγή­ θηκαν σε εξορίες και πολλές φορές δολοφονήθη­ καν (οι περιπτώσεις των Αργεντινών Αρόλδο Κόντι και Ροδόλφο Ουόλς είναι ενδεικτικές). Οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς αντιλαμβάνονται


18/αφιερωμα τη λογοτεχνία ως κοινωνική ευθύνη και αρνούνται να παίξουν έναν περιθωριακό ρόλο. Αποτέ­ λεσμα αυτής της τάσης είναι μια έντονα πολιτι­ κοποιημένη λογοτεχνία που παίρνει θέση απένα­ ντι στα πολυάριθμα προβλήματα που ταλανίζουν την Λατινοαμερικάνικη ήπειρο. Ό πω ς είχε πει κάποτε ο Βάργκας Γιόσα, «το αντίθετο της στρά­ τευσης θα έμοιαζε με άνανδρη συμπαράσταση στην αδικία». Η διαρκής και μόνιμη ενασχόληση της μεγάλης πλειοψηφίας των πεζογράφων με πολιτικά και κοινωνικά θέματα με την ευρεία έν­ νοια, προσδίδει σ’ αυτή τη λογοτεχνία μια ιδιαί­ τερη διάσταση και της χαρίζει μια ιδιαίτερη δυ­ ναμική. Το καταπληκτικό όμως είναι ότι το πα­ ραπάνω στοιχείο συνδέεται με τη φροντίδα για μια ποιοτική λογοτεχνία που δεν γίνεται σχεδόν ποτέ δημαγωγική, περιγραφική, κοντόφθαλμη. Πρόκειται για έργα πνοής, εν πάση περιπτώσει μακριά από πάσης φύσεως μανιχαϊσμούς. Αυτός ο άξονας - ο συνδυασμός της «στρατευμένης» λογοτεχνίας με τη φροντίδα για μια ιδιαίτερα προσεγμένη γραφή, για να το πούμε πολύ σχη­ ματικά - είναι από τα λίγα στοιχεία που ενο.τοι ούν τους διάφορους και πολύ διαφορετικούς συγγραφείς της Λατινοαμερικάνικης ηπείρου, αφού σίγουρα δεν μπορούμε να μιλάμε για δια­ μορφωμένες σχολές με ομοιογενή χαρακτηριστι­ κά, αλλά μόνο για τάσεις. Ό πω ς είδαμε, η ίδια η πραγματικότητα της Λατινικής Αμερικής παρέ­ χει άφθονο υλικό στους συγγραφείς, όμως θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι οι Λατινοαμερι­ κάνοι λογοτέχνες περιχαρακώνουν το έργο τους σε μια «στρατευμένη» λογοτεχνία με τη στενή έν­ νοια του όρου. Ο όρος «στρατευμένη» όσο κι αν στη Δύση μοιάζει πια σκουριασμένος, εδώ μπο­ ρεί να χρησιμοποιηθεί αναφερόμενος στη βαθιά σχέση της λογοτεχνίας με τις κοινωνικές διεργα­ σίες που συντελούνται στη Λατινοαμερικάνικη γη. Ακόμα και σε συγγραφείς συντηρητικούς ως προς τις πολιτικές τους απόψεις, που το δη­ μιουργικό τους έργο αναφέρεται στο «φανταστι­ κό» ή επικεντρώνεται σε υπαρξιακές αναζητή­ σεις, μπορεί κανείς να διακρίνει ένα πυρήνα κοινωνικών αναφορών εύκολα προσδιορίσιμων από την πολιτική, κοινωνική και γεωγραφική τους καταγωγή. «Ακόμα και να μη θέλεις ν’ ασχοληθείς με τα κοινά, πάντα κάποιος θα σου χτυπήσει την πόρτα», θα πει χαρακτηριστικά ο Μάρκες. Οι περισσότεροι έχουν επίσης ασχολη­ θεί πολύ πετυχημένα με μια θεματική που άπτεται του εσωτερικού και ψυχικού κόσμου: η νο­ σταλγία, η μοναξιά, το όνειρο, το αίσθημα του ανικανοποίητου είναι κοινά, σε πολλούς συγ­ γραφείς, θέματα. Ό πω ς έχει πει ο Μάρκες, «οι Λατινοαμερικά­ νοι περιμένουν από ένα μυθιστόρημα κάτι πε­ ρισσότερο από την αποκάλυψη της καταπίεσης και της αδικίας που γνωρίζουν με το παραπάνω.

Πολλοί φίλοι αγωνιστές που συχνά αισθάνονται υποχρεωμένοι να υπαγορεύουν νόρμες στους συγγραφείς πάνω στο τι πρέπει ή δεν πρέπει να γράφεται, παίρνουν, ίσως χωρίς να το αντιλαμ­ βάνονται, μια αντιδραστική θέση στο βαθμό που υποβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία της δημιουργίας. Πιστεύω ότι ένα ερωτικό μυθιστό­ ρημα έχει την ίδια αξία με οποιοδήποτε άλλο. Στην πραγματικότητα το χρέος ενός συγγραφέα και το επαναστατικό του καθήκον είναι να γρά­ φει καλά»1. άνοντας μια πολύ σύντομη ιστορική ανα­ δρομή για να παρακολουθήσουμε πώς φτά­ σαμε στη μεγάλη λογοτεχνική έκρηξη της δεκαε­ τίας του ’60 (boom), διαπιστώνουμε ότι τις ρίζες του boom πρέπει να τις αναζητήσουμε σε συγ­ γραφείς όπως ο Ρομπέρτο Αρλτ από την Αργε­ ντινή, ο Μιγέλ Άνχελ Αστούριας από τη Γουα­ τεμάλα κ.ά. που ήδη από τη δεκαετία του ’20 και του '30 προετοίμασαν με τα έργα τους το έδαφος για την ανανέωση των εκφραστικών μέσων του μυθιστορήματος, καθώς και σε άλλους παράγο­ ντες όπως στην επίδραση του σουρρεαλισμού και συγγραφέων όπως ο Kafka, ο Proust, ο Faulkner, ο Dos Passos που στάθηκαν καθοριστικοί στη διαμόρφωση μιας ολόκληρης γενιάς νέων μυθιστοριογράφων. Η μεγάλη ρήξη με την παραδοσιακή αφηγηματολογία γίνεται τη δεκαετία του ’40, όταν το Λατινοαμερικάνικο μυθιστόρημα αισθάνεται την ανάγκη να ανανεωθεί και να ξεφύγει από την παράδοση του τοπικού μυθιστορήματος και του «ινδιάνικου» έργου διαμαρτυρίας - που ανέδειξε αξιολογότατους συγγραφείς (Γκαγιέγος, Ικάσα, Αλεγρία μεταξύ άλλων) - μέσω της απελευθέρω­ σης της φαντασίας και της αναζήτησης νέων δρόμων στη σύγχρονη μυθιστοριογραφία, έχο­ ντας ανεξαρτητοποιηθεί από ξένα πρότυπα. Αυ­ τή την περίοδο κυκλοφορούν έργα όπως ο Κύ­ ριος Πρόεδρος του Αστούριας (1946), το Τούνελ του Σάμπατο (1948), το Επί Γης Βασιλεία του Καρπεντιέρ (1949). Πρόκειται για ένα ολόκληρο κίνημα που στό­ χευε στην ανανέωση της φόρμας και της θεματι­ κής έχοντας πάντα στο επίκεντρο τον άνθρωπο και φιλοδοξώντας να ανεβάσει το λογοτεχνικό έργο στη σφαίρα της πραγματικής δημιουργίας. Θεωρούμε πολύ σημαντική την παρατήρηση του Ιταλού καθηγητή της Λατινοαμερικάνικης Λογο­ τεχνίας Giuseppe Bellini, ο οποίος σημειώνει: «Ωστόσο η ισπανοαμερικάνικη αφηγηματολογία παρόλο που διαβαίνει νέους δρόμους και ανοί­ γει άλλους πρωτότυπους, εξακολουθεί να μένει προσκολλημένη σ’ ένα βασικό της μέλημα: να ανυψώσει τον αμερικάνικο κόσμο ^ε συνθήκες πιο ανθρρώπινες και αξιοπρεπείς»5. Θα ήταν παράλειψη να μην επισημαίναμε την τεράστια

Κ


αφιερωμα/19 επίδραση της Κουβανικής Επανάστασης η οποία εγκαινιάζοντας μια νέα φάση στην πολιτιστική ιστορία για ολόκληρη τη Λατινοαμερικάνικη ήπειρο έδωσε το έναΐ'σμα για έναν άλλου τύπου προβληματισμό. Έτσι λοιπόν γεννήθηκε το «νέο μυθιστόρημα» που απέφυγε επιμελώς τις φορμαλιστικές παγί­ δες του κατ’ όνομα μόνο συγγενικού γαλλικού φαινομένου. Βεβαίως, όπως ήδη σημειώσαμε, η επίπονη προσπάθεια για υφολογική τελειοποίη­ ση και καινοτομίες, όπως για παράδειγμα ο εσω­ τερικός μονόλογος και η ρήξη των χρονικών δο­ μών, είναι τό καίριο εκείνο στοιχείο που το δια­ φοροποίησε από το παραδοσιακό μυθιστόρημα και άνέδειξε τους συγγραφείς του στους σημα­ ντικότερους ισπανόφωνους μυθιστοριογράφους και διηγηματογράφους στο δεύτερο μισό του αιώνα, ξεπερνώντας κατά πολύ τους σύγχρονους Ισπανούς - και όχι μόνο - συναδέλφους τους. Μέσα από αυτή την πορεία, λοιπόν, φτάσαμε στη δεκαετία του ’60 και στο επονομαζόμενο boom, περίοδο κατά την οποία έχουμε την ταυ­ τόχρονη σχεδόν έκδοση έργων μεγάλης ποιοτι­ κής εμβέλειας όπως: το Περί ηρώων και τάφων του Σάμπατο (1961), Ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρονς του Φουέντες (1962), Ο Αιώνας των φώ­ των του Καρπεντιέρ (1962), Το Κουτσό του Κορτάσαρ (1963), Η πόλη και τα Σκυλιά του Βάρ-

γκας Γιόσα (1963), το Παραόίσο του Λεσάμα Λί­ μα (1966) και φυσικά το Εκατό Χρόνια Μονα­ ξιάς του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1967). Αυτά είναι ορισμένα από τα έργα που με την αναντίρρητη λογοτεχνική τους αρτιότητα προξέ­ νησαν ένα απρόσμενο ενδιαφέρον για τη Λατινοαμερικάνικη Λογοτεχνία παγκοσμίως, με επα­ κόλουθο τη διεθνή αναγνώριση. Απόδειξη αυτής της αναγνώρισης είναι εκτός από τις πολυάριθ­ μες μεταφράσεις και τα μεγάλα τιράζ, τα τέσσε­ ρα Νόμπελ που έχει να επιδείξει τούτη η λογοτε­ χνία. Ήδη από το 1945 απονέμεται το Νόμπελ στη Χιλιανή ποιήτρια Γκαμπριέλα Μιστράλ και στη συνέχεια το 1967 στον Μιγέλ Άνχελ Αστού­ ριας, το 1971 στον Πάμπλο Νερούδα και το 1982 στον Γκαρσία Μάρκες. Μια από τις μεγάλες μορφές που δεσπόζουν αυτής της πολλά υποσχόμενης λογοτεχνίας είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσίά Μάρκες ο οποίος με την πρωτόγνωρη επιτυχία του «Εκατό Χρόνια Μο­ ναξιάς» (μεταφράστηκε σε όλες σχεδόν τις γλώσ­ σες του κόσμου και πούλησε τριάντα εκατομμύ­ ρια αντίτυπα) γνώρισε μια τεράστια διεθνή απή­ χηση από την οποία επωφελήθηκε όλη η Λατινοαμερικάνικη πεζογραφία. Μάρκες μεγαλώνει μέχρι 8 ετών τη γιαγιά του, τη δόνια Τρανκιλίνα, τον Ο μεΓκαρσία


20/αφιερωμα παππού του, δον Νικολάι, και ένα πλήθος από γυναίκες. Αυτό το σπίτι με τα παραμύθια της γιαγιάς, τις φαντασιώσεις της και τις ιστορίες για τους νεκρούς που τριγύριζαν μέσα στο σπίτι, από τη μια, και την επιβλητική παρουσία του παππού, φιλελεύθερου συνταγματάρχη που είχε πάρει μέρος στους εμφυλίους πολέμους της Κο­ λομβίας, από την άλλη, αποτέλεσαν για τον Γκαμπριέλ την πρώτη μαγιά για το μετέπειτα έργο Η λογοτεχνική πορεία του Γκαρσία Μάρκες ξεκινάει όταν μαθητής του Λυκείου ακόμα ανα­ καλύπτει το επαναστατικό ποιητικό κίνημα «Πέ­ τρα και Ουρανός» που κάτω από την επίδραση του Ρουμπέν Δαρίο και του Πάμπλο Νερούδα, κυρίως, διαμορφώνει ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ποιητικό ρεύμα στην Κολομβία. Τον κερδίζει όμως ο πεζός λόγος όταν σε ηλικία 17 ετών δια­ βάζει τη Μεταμόρφωση του Κάφκα που τον αναστατώνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να τον οδη­ γήσει στην απόφαση να γίνει συγγραφέας. Ό ταν πήγε στην Μπογκοτά να σπουδάσει Νο­ μικά αδιαφόρησε για τις σπουδές του και ζώντας μια μποέμικη ζωή ρίχτηκε στο διάβασμα των μεγάλων μυθιστοριογράφων: Ντοστογιέφσκι, Ντίκενς, Τολστόι, Φλωμπέρ, Σταντάλ, Μπαλζάκ κ.τ.λ. Σε ηλικία 20 ετών γύρισε στα παράλια στην πόλη Καρταχένα, και άρχισε να δημοσιογραφεί. Από τότε η δημοσιογραφία θα τον ακολουθεί, αλλά και θα τον σημαδέψει. Ο ίδιος θα πει ότι η τεχνική του ρεπορτάζ τον βοή­ θησε σε πολλά μυθιστορήματά του ακόμα και στο «Εκατό χρόνια μοναξιάς», πόσο μάλλον που κάποια έργα του έχουν καθαρά το χαρακτήρα δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, όπως το «Η περιπέ­

Λ π ό τό τε π ο ν ο Α λ έχο Κ α ρ πεντιέρ α νακ ά λυψ ε ότι πίσω από τη ν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα τη ς Α μ ε ρ ικ ή ς υ πάρχει ένας θα υ μα σ τό ς κό σ μο ς πο υ δ ια φ εύ γει από το τυφ λό β λέμμα εκείνω ν π ο υ δεν είναι μ υ η μένοι στη μ α γ εία , ε ίδα μ ε να α να δ ύετα ι ένα ς εκ­ π λ η κ τικ ό ς και μ υ σ τικ ό ς κό σ μο ς του οπο ίο υ τη ν ύ πα ρξη μ ό λ ις υποψ ιαζό μα σ τα ν. Ο Κ α ρ πεντιέρ μ α ς α ποκάλυψ ε τα κρ υ μμένα θα ύμα τα . Ο Γκαμ π ρ ιέλ Γ καρσία Μ άρκες είνα ι εκείνο ς π ο υ δ ό μ η ­ σε μ ε τον π ιο ολοκληρω μένο τρόπο, το ν πιο α κέ­ ριο και επομένω ς τον π ιο α ληθ ο φ α νή τη βία τη ς ισ τορ ία ς μα ς, τη δύ να μ η των θρύλω ν μα ς, τη ζω­ τικ ό τη τα του π εριβ άλλο ντο ς χώ ρου μα ς. Κ αι το έκανε κα τα φ ε ύ γο ν τα ς σε ένα ν λ ό γο κα θά ριο και αισ θη σιακό πο υ εμ π λο ύ τισε τα εκφ ρ α στικά μ α ς μέσα . Το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς είνα ι ένα β ι - . βλίο π ο υ συ γ κ α τα λέ γε τα ι στα βασικά κείμενα π ο υ πρέπ ει κα νείς να δια β ά σ ει για να κα τα λά β ει τη ν Α μ ε ρ ικ ή .

(Λισάνδρο Οτέρο)

τεια του Μιγκέλ Λιττίν». Μέσω ενός φίλου του γνωρίζεται και παθιάζεται με τους Έλληνες τραγικούς, ιδιαίτερα με τον Σοφοκλή. Η πόλη όμως που στάθηκε καθοριστική για τη διαμόρ­ φωσή του ήταν η Μπαρανκίλια όπου χάρη σε μια ομάδα «τρελών» που είχαν δημιουργήσει έναν λογοτεχνικό όμιλο ανακαλύπτει μεταξύ των άλλων τον Joyce, τον Faulkner και την Virginia Woolf, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο τον επηρέα­ σε σημαντικά. Γίνεται κι αυτός μέλος της περί­ φημης «ομάδας της Μπαρανκίλια» που την απο­ τελούσαν μια χούφτα ανήσυχοι και παθιασμένοι με τη λογοτεχνία νεαροί που έμελλε να παίξουν σοβαρό ρόλο στα λογοτεχνικά πράγματα της Λ. Αμερικής. Ανάμεσά τους ο Ramon Vinyes, ο επονομαζόμενος Καταλανός, επηρέασε αισθητά τις λογοτεχνικές επιλογές του νεαρού Γκαμπριέλ. Στις τελευταίες σελίδες του «Εκατό Χρό­ νια Μοναξιάς» θα εμφανιστεί ως «ο σοφός Κα­ ταλανός». Σε ηλικία 22 ετών θα γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα, τα Ανεμορκοσπίσματα, όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά το μυθικό Μακόντο. Η δράση του μυθιστορήματος τοποθετείται το 1928, ημερομηνία της γέννησής του. Αποτελείται από 28 μονολόγους και είναι σαφής η αναφορά στην Αντιγόνη του Σοφοκλή: ένας για­ τρός που ζει απομονωμένος πεθαίνει και οι κά­ τοικοι του χωριού αρνούνται να τον θάψουν εκ­ δικούμενοι κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δική του άρ­ νηση, στο παρελθόν, να βοηθήσει τους τραυμα­ τισμένους από μια προεκλογική διαδήλωση. Στο μεταξύ ήδη, νωρίτερα, είχε συλλάβει την ιδέα ενός μεγάλου μυθιστορήματος με τίτλο «Το Σπίτι» που θα αφορούσε την ιστορία μιας οικο­ γένειας. Είχε σκοπό να ασχοληθεί με μια σειρά από θέματα με τα οποία ήδη είχε καταπιαστεί στα διηγήματά του που είχαν δημοσιευτεί στην εφημερίδα El Espectador. «Το Σπίτι» δεν γρά­ φτηκε ποτέ, μερικά χρόνια αργότερα, όμως με βάση αυτό το πρώτο σχέδιο, θα γράψει το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Στο Παρίσι (σαν ανταποκριτής του El Espec­ tador) ξεκινάει να γράψει την Κακιά Ώρα, αλλά από την επεξεργασία ενός επεισοδίου της κατα­ λήγει να γράψει το Ο Συνταγματάρχης δεν έχει κανέναν να του γράψει. Μέχρι την έκδοση του Χρονικού ενός προαναγγελθέντος θανάτου, ο ίδιος ο Μάρκες το θεωρούσε ως το καλύτερό του έργο. «Το έγραψα εννέα φορές και μου φαινόταν /το πιο άτρωτο από τα έργα μου», θα πει στον Πλίνιο Απρυλέγιο Μεντόσα. Πρόκειται για ένα κείμενο που ελέγχει απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα και' χαρακτηρίζεται από σαφήνεια και κα­ θαρότητα ύφους. Ακόλουθεί η συλλογή διηγημάτων η Κηδεία της/Μεγάλης Μάμα και αμέσως μετά η Κακιά Ώρα. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο δήμαρχος του χωριού; ο οποίος είναι ο πρόδρομος του δικτά-


αφιερωμα/21

τορα στο Φθινόπωρο του Πατριάρχη. Ο δήμαρ­ χος με τον ιερέα συμβολίζουν την κυβέρνηση και την εκκλησία, και οι δυο τους τον διαβρωμένο κρατικό μηχανισμό. Ο Συνταγματάρχης όεν έχει καν έναν να τον γράψει μαζί με την Κακιά 'Ωρα και την Κηδεία της Μεγάλης Μάμα είναι έργα πιο «ρεαλιστικά» που βασίζονται στη συγκεκριμένη κατάσταση της χώρας του. Το μεγάλο άλμα θα το κάνει με το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς που θα του χαρίσει τη διεθνή φήμη με αποκορύφωμα το Βραβείο Νόμπελ, που θα του απονεμηθεί για το σύνολο του έργου του 15 χρόνια αργότερα. Εδώ θα συ­ ναντήσουμε όλα τα πρόσωπα των πρώτων του έργων. Μέσα από τα είκοσι κεφάλαια του βι­ βλίου ο παντογνώστης αφηγητής, χρησιμοποιώ­ ντας την κυκλική δομή χρόνου, μας παρουσιάζει σε διάστημα ενός αιώνα έξι διαδοχικές γενιές εν είδει παρωδίας του μύθου του Αδάμ και της Εύας με όλα τα στοιχεία της Γένεσης, της Εξό­ δου, του προπατορικού αμαρτήματος και της απώλειας του Παραδείσου. Είναι λίγα τα έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία που επιφυλάσσουν στον αναγνώστη τους τόσες εκπλήξεις. Ωστόσο η μυθική επεξεργασία της πραγματικότητας, το φανταστικό, το μαγικό, το υπερφυσικό στοιχείο - χαρακτηριστικά όλα της τάσης που ονομάστη­ κε Μαγικός Ρεαλισμός - εντάσσονται σ’ ένα κα­ θημερινό πλαίσιο που προσδίδει στο βιβλίο αλη­

θοφάνεια. Μέσα από το έργο παρακολουθούμε την οδυνηρή ιστορία «ενός κόσμου βίαιου του οποίου μαρτυρία αποτελεί η σειρά των πολέμων του συνταγματάρχη Αουρελιάνο Μπουενδία, ο πολιτικός αγώνας, οι στρατιωτικές καταστολές, η ιδιωτική βία και η διαφθορά της εξουσίας^.3 Και ο τελικός αφανισμός του Μακόντο δεν είναι άλλο τίποτα από «μια αλληγορία του αφανισμού του αμερικανικού κόσμου που δεν μπορεί να συ­ νεχίσει να υπάρχει κάτω από το βάρος της τόσης αδικίας και βίας».3 παγκόσμια κριτική το χαρακτήρισε, δίχιος ταλαντεύσεις, αριστούργημα. Διαμορφώθη­ καν δυο τάσεις στους κριτικούς. Η πρώτη ερμη­ νεύει το έργο ως αλληγορία της ιστορίας της αν­ θρωπότητας, η δεύτερη ως διερεύνηση της ιστο­ ρικής κατάστασης της Λ. Αμερικής Ο ίδιος λέει: «Θέλησα μόνο να αφήσω μια ποιητική μαρ­ τυρία του κόσμου των παιδικών μου χρόνων, που όπως ξέρεις τα πέρασα σ’ ένα μεγάλο και πολύ θλιβερό σπίτι, με μια αδελφή που έτρωγε χώμα, μια γιαγιά που προμάντευε το μέλλον και πολυάριθμους συγγενείς με ίδια ονόματα που ποτέ δεν έκαναν διάκριση ανάμεσα στην ευτυχία και την παραφροσύνη».5 Παρακάτω θα συμφω­ νήσει με την άποψη ότι το έργο είναι μια εκδοχή της ιστορίας της Λ. Αμερικής και θα προσθέσει: «Η ιστορία της Λ. Αμερικής είναι ένα σύνολο

Η

.4


22/αφιερωμα από υπέρμετρες και ανώφελες προσπάθειες και από δράματα καταδικασμένα εκ των προτέρων να ξεχαστούν. Η κατάρα της λησμονιάς υπάρχει και ανάμεσά μας. Μόλις περάσει ο καιρός κα­ νείς δε θεωρεί ότι η σφαγή των εργατών της εταιρίας της μπανάνας έγινε στην πραγματικάτηΠολύ εύστοχα ο Μάριο Βάργκας Γιόσα ση­ μειώνει: «η ιστορία των Μπουενδία συντελείται ταυτόχρονα σε διάφορα επίπεδα της πραγματι­ κότητας: το ατομικό και το συλλογικό, το θρυλι­ κό και το ιστορικό, το κοινωνικό και το 'ψυχολο­ γικό, το καθημερινό και το μυθικό, το αντικειμε­ νικό και το υποκειμενικό». Ο Μάρκες «αψήφησε αιώνες αφηγηματικής αιδούς» και τόλμησε να «ενσωματώσει στη μυθοπλασία του όλη την πραγματικότητα, όλα όσα υπάρχουν στη ζωή και τη φαντασία του ανθρώπου».*12345678 Αμέσως μετά το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς γρά­ φει το Φθινόπωρο του Πατριάρχη. Ο Πατριάρ­ χης του βιβλίου είναι μια σύνθεση των δικτατό­ ρων Πινίλια, Μπατίστα και Φράνκο. Πρόκειται για ένα έργο πάνω στη μοναξιά της εξουσίας, όπως έχει πει ο ίδιος ο συγγραφέας του. Ο πα­ ντοδύναμος πατριάρχης που ανασταίνει ώς και νεκρούς δεν είναι άλλο τίποτα από ένας ανέρα­ στος ανθρωπάκος καταδικασμένος στη μοναξιά του, του οποίου η δίψα για εξουσία προέρχεται από την ανικανότητά του να αγαπήσει. Βιβλίο γραμμένο με μεγάλη βάσανο αφού κάθε λέξη υπόκειτο σε εξονυχιστικό έλεγχο, είναι γεμάτο ποιητικά στοιχεία. Ο Μάρκες θέλησε μ’ αυτό του το έργο να αποδείξει στον ίδιο του τον εαυτό μέ­ χρι ποιο σημείο το μυθιστόρημα είναι και ποίη­ ση. Ακολουθεί το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, εμπνευσμένο από ένα πραγματικό γε­ γονός. Η πλοκή του βασίζεται σε υλικό που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για αστυνομικό μυθι­ στόρημα. Μας παρουσιάζεται σαν μαρτυρία του αφηγητή που προσπαθεί να ανασυνθέσει τα γε­ γονότα, από την αρχή όμως ξέρουμε τι πρόκειται να συμβεί. Πρόκειται για μια καταγγελία της φαλλοκρατικής κοινωνίας, μα πάνω απ’ όλα του εγωισμού και της απάθειας που χαρακτηρίζουν αυτή την κοινωνία. Έργο με απέριττο ύφος και μεγάλη λιτότητα εκφραστικών μέσων, Μετά το βραβείο Νόμπελ γράφει τον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας. Γραμμένο στο ύφος των μυθιστορημάτων του περασμένου αιώνα, κατα­ φεύγει, και πάλι, στην υπερβολή και τη μεταφο­ ρά για να τονίσει αυτή τη φορά τη δύναμη του έρωτα. Διεισδύει στους δαιδάλους της ανθρώπι­ νης ψυχής, εμβαθύνει στο μυστήριο της ζωής και μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο. Σαν κόκκινη κλωστή διαπερνούν το έργο δύο από τις μεγαλύτερες έμ­ μονες ιδέες που βασανίζουν το δημιουργό του:

το στίγμα της μοναξιάς και η απελπισμένη ανα­ ζήτηση της αγάπης.* Παρατηρώντας τα έργα του Μάρκες θα διαπι­ στώσουμε μια επανάληψη στα θέματα και στους ήρωες, πράγμα που συνηγορεί στην άποψη του ίδιου ότι κάθε συγγραφέας γράφει ένα και μόνο βιβλίο που απλώς εκδίδεται σε πολλούς τόμους. Το δικό του βιβλίο ο ίδιος θα το ονόμαζε το βι­ βλίο της μοναξιάς. Πράγματι η μοναξιά είναι, όπως είδαμε, κυρίαρχο θέμα του έργου του, όχι μόνο του ανθρώπου ως μονάδα, αλλά κυρίως η μοναξιά της ηπείρου του, μια μοναξιά πολιτική και ιστορική, μια μοναξιά που είναι εκ διαμέ­ τρου αντίθετη έννοια με αυτή της αλληλεγγύης (πρέπει να σημειώσουμε την ηχητική προσέγγιση των δύο αυτών λέξεων στα ισπανικά soledad-solidaridad). Ο ίδιος υπογράμμισε στην Στοκχόλμη παραλαμβάνοντας το βραβείο Νόμπελ ότι όταν η Λ. Αμερική μπορέσει να κερδίσει την πολιτική αλληλεγγύη, δεν θα υπάρξει πια μοναξιά στην ήπειρο. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που στο έργο του ενσωματώνονται και αφομοιώνονται όλα τα αντιφατικά, αδιέξοδα μα και ελπιδοφόρα στοι­ χεία της Λατινοαμερικάνικης ιστορίας, είναι ένας μεγάλος παραμυθάς που αν περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό, δε θα γνώριζε ποτέ την τεράστια απήχηση που έχει γνωρίσει. Όμως «πίσω από κάθε φαινομενική απλότητα, υπάρχει μια πολυ­ σύνθετη αλληλεπίδραση νοηματικών επιπέ­ δων».9 Η μεγάλη του τέχνη έγκειται στο ότι με τη μο­ ναδική μαστοριά με την οποία χειρίζεται το λόγο και τη νοηματική φόρτιση που καταφέρνει να του προσδώσει, μετατρέπει σε αληθινή όλη την ποίηση της μαγείας. Μας πείθει για όλα τα «αλ­ λόκοτα» και τα «απίστευτα» που γι’ αυτόν δεν είναι άλλο τίποτα από την άλλη όψη της πραγ­ ματικότητας, λυτρώνοντάς μας από τη φτωχή και δίχως φαντασία καθημερινότητά μας. Σημειώσεις 1. Plinio Apuleyo Mendoza: El olor de la guayaba (Συζήτηση με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες), Ed. Sudamcricana, Buenos Aires 1982, σ. 83, 84. 2. Giuseppe Bellini: Historia de la Literatura Hispunoamericana. (Ιστορία της Ισπανοαμερικανικής Λογοτεχνίας). Caslalia. Madrid 1985, σ. 525. 3. G. Bellini: ό.π. σ. 591. 4. Βλ. Donald L. Shaw: Nueva Narrativa Hispanoamericana (Νέα Ισπανοαμερικανική Αφηγηματολογία), Catedra. Ma­ drid 1985, σ. 112. 5. P. Apuelyo Mendoza, ό.π. 103. 6. P. Apuelyo Mendoza, ό.π. σ. 104-105. 7. Mario Vargas Alosa: Historia de un decidio, (Ιστορία μιας θεοκτονίας), Barral, Barcelona 1971.σ. 177. 8. Βλ. Jose Miguel Oviedo: «Ε1 amor cn los tiempos del C01cra» στο Vuelta. τεύχος 114, Μάιος 1986. 9. Enrique Giordano: «Παιχνίόι και Φιλοπαιγμοσύνη στα “Εκατό Χρόνια Μοναξιάς". τουΓκ.Γκ. Μάρκες», σ. 81 από τα Δοκίμια για το έργο του σε μετάφραση Ρήγα Καππάτου, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα 1985.


αφιερωμα/23

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

αποδεκτός και αμφισβητούμενος Πολλοί ζήλεψαν την επιτυχία του Γκ. Γκ. Μάρκες, αφού η κριτική τον είχε ανακηρύξει ισάξιο του Μιγκέλ δε Θερβάντες. Όμως, ο συγγραφέας δεν από­ κτησε ούτε ωχρούς μιμητές. Απόκτησε πάντως απομιμήσεις του εαυτού του. Κι αυτό βοήθησε τους κατηγόρους του, που ισχυρίζονται ότι επαναλαμβάνε­ ται και καλό θα ήταν να είχε φροντίσει τι γράφει και τι κυκλοφορεί. Πώς όμως να τους πιστέψει ο ίδιος, όταν κάθε αράδα που τυπώνει γίνεται «μπεστ-σέλλερ» για χρόνια; Τι είναι εκείνο που επιβεβαιώνει την επιτυχία του; Είναι μή­ πως η παρά τρίχα απόστασή του από τη «ροζ λογοτεχνία», απόσταση ικανή ωστόσο, ώστε να τον κατατάσσει στη μεγάλη τέχνη; Είναι - πολύ περισσότε­ ρ ο - η ελπίδα πως ο λόγος δεν έχει εξαντληθεί και πως η Ποίηση είναι παρού­ σα, αρκεί να λάβει κανείς το θάρρος ν’ αποσχιστεί από τα ισχύοντα ρεύματα, να καθαρίσει την κόπρο που έχουν συσσωρεύσει εφήμερα και επιπόλαια κινή­ ματα και να ομολογήσει την πίστη του στη «γραφή» και στην «έμπνευση». εν πρέπει να ξεχνάμε ο Γκ.Γκ. Μάρκες (ο αγαπητός Γκάμπο για τους πολυάριθμους φίλους του) γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια χώ­ ρα του τρίτου κόσμου, την Κολομβία - άγνωστη για πολλούς αναγνώστες του στο χάρτη - σε μια χώρα που η. ανάπτυξη δεν έχει ολοσχερώς κατα­ στρέφει τις ανθρώπινες διαστάσεις του λόγου, εύληπτου, εκτεινόμενου πέραν της πραγματικό­ τητας, στην άλλη πλευρά του κόσμου, που είναι εντέλει αναπόσπαστο μέρος του κόσμου των θνη­ τών. Σε αυτά τα μέρη, η γοητεία των πραγμάτων

Δ

διατηρεί το βάθος της, καθίσταται μια έκσταση περίπου μπροστά στα κοινά και επαναλαμβανό-· μένα, που δεν παύουν να είναι περίεργα, μυστη­ ριώδη, αλλά που ονοματίζονται, μπαίνουν δηλα­ δή στο λόγο και τον αναζωογονούν. Η σύζευξη του ειδωλολατρικού (κληρονομιά των ιθαγενών Ινδιάνων) με τον καθολικισμό έχει δώσει ένα σύ­ νολο που ξεφεύγει από τις λογικές κατηγορίες του Δυτικού Ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτι­ σμού. Οι εξελίξεις υποβοήθησαν τη γοητεία των


24/αφιερωμα πραγμάτων. Ενώ, στον κόσμο της Ευρώπης, ο προφορικός λόγος πέρασε στο γραπτό και ο αλ­ φαβητισμός έφερε την κυριαρχία του γραπτού, η οποία πρόσφατα διαταράχτηκε από την εισβολή της εικόνας, του κινηματογράφου κατά κύριο λόγο, στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, ο κι­ νηματογράφος έφτασε πριν το βιβλίο, στο μέσο του αναλφαβητισμού και με υποπροϊόντα, εγχώ­ ριες παραγωγές και γεμάτες πάθος ιστορίες. Διαφύλαξε έτσι τη γοητεία του ονείρου, του αδύνατα δυνατού μέχρις απόλυτης ταύτισης. Εί­ χαν προηγηθεί η γέννηση και η επιβολή του τα­ γκό, η επανάσταση στο Μεξικό, στη συνέχεια ήρθε ο Φιδέλ Κάστρο κι ο Τσε Γκεβάρα (που στη διπλανή Βολιβία βρήκε το θάνατο), το τσα-τσα, η ρούμπα, η σάμπα, το μάμπο, το καλύψο, η Λα­ τινική Αμερική βούλιαξε στην παραίσθηση. Ο Γκάμπο, ταξιδεύοντας ως ανταποκριτής εφημερίδων, αλλά και ως πουλί, σε κάθε ευκαι­ ρία, έβρισκε τον τρόπο να ξεφεύγει από το κλου­ βί των δικτατοριών της πατρίδας του και να παίρνει ανάσα στο Παρίσι, στο Μεξικό, στη Νέα Υόρκη, ακόμα και στην Τσεχοσλοβακία, δίχως ν’ αλλοιώνει τη ματιά του, ικανός ν’ ανακαλύπτει σε κάθε του βήμα τη γοητεία του τριγώνου Κό­ σμος - Φύση - Άνθρωπος, γοητεία που αφήνει πίσω της τα εγκλήματα του ανθρώπου, την αναλ­ γησία της Φύσης και τη σιωπή του Κόσμου. Υπήρξε ένας έκπληκτος, δίχως όρια στην έκπλη­ ξή του. Είδε τα πάντα από τη «μέσα μεριά», από τη φόδρα.Για τούς λογικούς, τους καρτεσιανούς, τους τεχνοκράτες, την κοινωνία της αφθονίας, τους καταναλωτές, ο Γκάμπο έδωσε τη γιατρειά της αναπόλησης, του απωλεσθέντος παραδείσου, μονίμων αναζητήσεων του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού. Αγκαλιάστηκε λοιπόν, βραβεύτηκε, έγινε αρχηγός σχολής, που ονομάστηκε «μαγικός ρεαλισμός», όρος ακατανόητος σε ό,τι με αφορά. Δεν ήταν ο μόνος. Είχαν προηγηθεί ο Μεξικα­ νός Χουάν Ρούλφο με τη νουβέλα Πέόρο Πάραμο και ο Κουβανός Χοσέ Λεσάμα Λίμα με το ογκώδες μυθιστόρημα Παραδίσο, οφειλές που ο Γκ.Γκ. Μάρκες δεν έπαψε ν’ αναγνωρίζει. Συνο­ δοιπόροι του μια πλειάδα συγγραφέων, από τον Χιλιανό Χοσέ Δονόσο, στον Αργεντινό Χούλιο Κορτάσαρ, στον Παραγουανό Αουγκούστο Ρόα Μπάστος, στον Κουβανό Χοσέ Καμπρέρα Ινφάντε, στον Μεξικανό Κάρλος Φουέντες, για ν’ αναφέρω μόνο μερικούς. Οι πανεπιστημιακοί και οι βιαστικοί ιστορικοί της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας έσπευσαν να κάμουν λόγο για «λογοτεχνικό μπουμ» και να βάλουν όλους αυ­ τούς και μια σωρεία άλλων στο ίδιο καλάθι. Δεν υπάρχει κανένα τόσο ισχυρό συνεκτικό στοιχείο, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για «σχολή», γε­ γονός όμως παραμένει ότι από τα τέλη του ’60 έως τα τέλη του ’70 ζήσαμε υπό τον αστερισμό μιας «άλλης λογοτεχνίας», απρόσμενης, αδιαφι­

λονίκητης και ουσιαστικά ισχυρής. στόσο, οι χώρες που την έθρεψαν και την εξήγαγαν άλλαξαν. Πολλές δικτατορίες κατέρρευσαν, τα οικονομικά προβλήματα τις κατα­ πλάκωσαν, οι επαναστάσεις αποδείχτηκαν βουη­ τά, ένα ανεμογκάστρι, ο καταναλωτισμός εισέ­ βαλε ρωμαλέος, η δικτατορία του Πινοτσέτ αγκιστρώθηκε στην κτηνωδία της, ο πόλεμος των Φώκλαντς έφερε στο φως δομικές ανωμαλίες, οι Η.Π.Α. δε δίστασαν, στη λιλιπούτεια νήσο Γρανάδα και στη Νικαράγουα, ν’ αποδεικνύουν το δόγμα ότι αυτοί οί τόποι είναι «η πίσω αυλή» τους, στην οποία μπορούν να επεμβαίνουν, δί­ χως καν να τηρούνται τα προσχήματα. Η εποχή της ανεμελιάς και του ονείρου έσβησε: στα δέκα τελευταία χρόνια, η γοητεία του τριγώνου Κό­ σμος - Φύση - Άνθρωπος διαλύθηκε. Ο Γκάμπο φαίνεται πως δεν το αντιλήφθηκε: συνέχισε την ίδια συνταγή: Χρονικό ενός Προαγγελθέντος Θανάτου, Έρωτας στα Χρόνια της Χολέρας και, μόλις πρόσφατα, Ο Λαβύρινθος τον Στρατηγού, μνημόσυνο των τελευταίων ημε­ ρών του Ελευθερωτή Σιμόν Μπολίβαρ, έργα δί­ χως μέτρο, δίχως εκείνη την ανοικονόμητη οικο­ νομία μέσων που αποτελεί το μεγάλο του πλεο­ νέκτημα στα βιβλία του Κανένας δεν Γράφει στο Συνταγματάρχη, Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη. Η δημιουργική του φλέβα εξαντλήθηκε; Καθόλου. Το αμίμητο ύφος του, η παρουσία της γοητείας εξακολουθούν να είναι σαγήνες. Ο συγγραφέας απλώς κυλιέται στα ίχνη που χάραξε. Οι επικριτές του έγιναν βιαιότεροι: αυτός δεν είναι ο γλυκανάλατος, ο δέσμιος ενός εξαντληθέντος μαγικού ρεαλισμού, το υποχείριο της πολυμήχανης καταλανής ατζέντισσάς του Κάρμεν Μπαλσέλς, που κάνει πλειστηριασμό κάθε τόσο για το ποσόν των δικαιω­ μάτων που πρέπει να του καταβάλει ο εκδοτικός οίκος που θα εκδώσει τα τωρινά και προηγούμε­ να έργα του; Αυτός δεν είναι που, δίνοντας τα δικαιώματα του βιβλίου του Έρωτας στα Χρό­ νια της Χολέρας στον εκδοτικό οίκο Μπρουγκέρα της Ισπανίας, απαίτησε να καταβληθούν την ίδια στιγμή και όσα αυτός ο εκδοτικός οίκος χρωστούσε στους υπόλοιπους συγγραφείς που εκδίδει; Ο Γκάμπο που διανύει το εξηκοστό πρώτο έτος της ηλικίας του είναι, λένε, η σκιά του συγγραφέα με τη μεγάλη καρδιά, όχι θύμα της επιτυχίας του, αλλά ανίκανος να προ­ στατεύσει τη φήμη του, ανίκανος να καταλάβει πως οι καιροί άφησαν πίσω τους τη γοητεία, η οποία, έτσι κι αλλιώς, είχε καταστραφεί από την εποχή του ποιητή Ρεμπώ και του πεζογράφου Ντοστογιέφσκι. Διανύσουμε μια σημαντική ιστορική περίοδο, εξίσου σημαντική μ’ εκείνη της άνθισης του χρι­ στιανισμού. Προσέξτε πως η λέξη Φύση έφυγε

Ω


αφιερωμα/25 από το λεξιλόγιό μας κι αντικαταστάθηκε από τη λέξη «Περιβάλλον», η λέξη Κόσμος άφησε τη θέ­ ση της στις λέξεις «Εξωγήινος» ή «Σύμπαν». Η λέξη «Άτομο» ή «Άνθρωπος» πέθανε για χάρη της λέξης «Καταναλωτής». Χάθηκαν κι οι λέξεις που στέκονταν ως δορυφόροι περίπου γύρω από το τρίγωνο Κόσμος - Φύση - Άνθρωπος, λέξεις όπως «Θρησκεία», «Επανάσταση», εκφράσεις όπως «Κοινό Συμφέρον», έννοιες όπως «Κρά­ τος» ή «Έθνος», «Τέχνη» ή «Ιδέες» και «Σύμβο­ λα». Το γεγονός ότι ο άνθρωπος πάτησε σε άλ­ λον πλανήτη, ακόμα κι αν ήταν η τόσο κοντινή μας Σελήνη, το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν εξα­ φανίζει μόνο το «Περιβάλλον», αλλά και τον εαυτό του, το γεγονός ότι η Ιστορία δεν μπορεί να είναι εσαεί συνδεδεμένη με την Τέχνη, το γε­ γονός ότι το Παιχνίδι κατάντησε «Διαδικασία» (προτσές) και τα «Έργα» έγιναν «Προϊόντα», μας υποχρεώνουν να προσπαθήσουμε να προλάιιοΐ'με μιαν άλλη αντιμετώπιση του Κόσμου. Παρ’ ότι είναι πολύ νωρίς να πούμε ποια είναι αυτή η αντιμετώπιση, παρ’ όλο που οι περιστά­ σεις μας απογοητεύουν, αχνά διαγράφεται η ανάγκη για τη φιλία του ανθρώπου με τον κόσμο του και τον Κόσμο και τη Φύση και τον Άνθρωεν πιστεύω πως οι πολιτισμοί περνούν ομα­ λά από την παρακμή τους σε νέα αυγή. Αν δεν ολοκληρωθεί η ολοσχερής καταστροφή τους, το καινούριο δεν αναδύεται ισχυρό. Η «γραφο­ μανία» της εποχής μας (παρατήρηση του Μιλάν Κούντερα) δεν είναι άλλο από την αποσύνθεση της λογοτεχνίας. Η «τέχνη» της εποχής μας δεν είναι άλλο από «τεχνικές», δηλαδή προγράμμα­ τα, μέθοδοι, συστήματα. Δεν αποκλείεται λοιπόν να μη δούμε τη φιλία. Θα είναι κρίμα: οι συγ­ γραφείς του «λογοτεχνικού μπουμ» της Λατινι­ κής Αμερικής αυτήν ευαγγελίζονται. Κι ο Γκ. Γκ. Μάρκες είναι ίσως ο σπουδαιότερος εκπρό­ σωπός τους. Επιμένοντας στη γοητεία του τριγώ­ νου Κόσμος - Φύση - Άνθρωπος δεν κάνει άλλο παρά να ψελλίζει την τόσο πολυπόθητη φιλία. Ίσως οι επικριτές και οι κατήγοροί του να τον ψέγουν, επειδή δεν βρίσκει ή δεν τολμάει τη στε­ νωπό από τη γοητεία στη φιλία. Δε νομίζω πως έχει τον καιρό να βρει ή να τολμήσει. Θα διακινδυνεύσω ότι, αν ποτέ βγού­ με στη φιλία, ο αξιαγάπητος Γκάμπο, θα θεωρη­ θεί ένας σπουδαίος πρόδρομος, όπως ο Θερβάντες έκλεισε την εποχή του ιπποτικού μυθιστορή­ ματος (αυτής της γοητείας), πρόδρομος του μυ­ θιστορήματος από τον Λώρενς Στερν ώς τον Τζόυς, από τον Μπαλζάκ στον Φλωμπέρ και τον Σταντάλ, τον Γκόγκολ, τον Τολστόι, τον Μουζίλ, τον Προυστ, τον Ίταλο Σβέβο, τον Κάφκα. Θα είναι ένας πρόδρομος μοναχικός.' Γιατί η φιλία παραμένει θέμα διαθεσιμότητας κι όχι γνώσης ή

Δ

δεξιοτεχνίας. Ο Ουμπέρτο Έκο, για παράδειγ­ μα, είναι ανακεφαλαίωση του παρελθόντος, συν­ δυασμός των παρελθόντων, αναβίωση και ανά­ μιξη, αλλά όχι εισβολή στο μέλλον, εκτός αν αυ­ τό παραμείνει ό,τι ζούμε τώρα. Ο Ουμπέρτο Έκο, σε αντίθεση με τον Γκ. Γκ. Μάρκες, είναι ένας σχολιαστής, όπως περίπου οι σχολιαστές και σχολαστικοί του Μεσαίωνα, δεν ερεθίζεται από κάποια αναγεννησιακή παραφορά. Τα βι­ βλία του είναι «τεχνικές», όχι όμως έργα χειρώνακτα: έχει το υλικό του, αλλά δεν το έχει αγγί­ ξει με τα ίδια του τα χέρια. Νιώθω το φόβο ότι οι συγκρίσεις μου κινδυ­ νεύουν να γλιστρήσουν σε προφητείες. Ο Γκ. Γκ. Μάρκες, ο συγγραφέας που μάγεψε πολλούς από εμάς, ξεθώριασε λίγο με το χρόνο. Αν πράγ­ ματι είχε σταθεί στο Φθινόπωρο του Πατριάρχη, αν δεν είχε ενδώσει στις αδυναμίες του, θα μας άφηνε περιθώρια για την υπεράσπισή του. Συγ­ γραφέας του ενός βιβλίου (εννοώ τα Εκατό Χρό­ νια Μοναξιάς), είχε, πριν από αυτό, αρκετά έρ­ γα που τον είχαν προετοιμάσει, ώστε να μην επι­ μένει, μετά από αυτό, να μας δίνει απόηχους αυ­ τής της ίδιας προετοιμασίας. Πόσο όμως μπορεί να τον ψέξει κανείς; Πόσοι είναι οι συγγραφ είς που χώθηκαν στη σιωπή, αντιλαμβανόμενοι πως τα έργα έχουν τη μανία να τρώνε τις σάρκες των δημιουργών τους, όταν αυτοί βάζουν δίπλα τους νέα αντίγραφα; Πάλι καλά όμως: αν τα πράγμα­ τα πάρουν το δρόμο που υποψιάζομαι, ο Γκ. Γκ. Μάρκες δε θα εκβραστεί από τον ωκεανό της λο­ γοτεχνίας στα παράλια της λήθης. Θα μείνει σε περίοπτη θέση, ώστε το μέλλον της φιλίας να βλέπει στο έργο του την ανάμνηση της γοητείας. Το παρελθόν του, λοιπόν, θα φωτίζει τα ερέβη του μέλλοντος. Με τον Φιντέλ Κάστρο το 1978


26/αφιερωμα

Αγγελική Αλεξοπούλου

Μαγικός Ρεαλισμός Θαυμαστή Πραγματικότητα Μια πρώτη προσέγγιση Η μεγάλη έκρηξη της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας («boom»), πουκορυφώθηκε τη δεκαετία του ’60 προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, ένα γενικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον στους κύκλους των ειδικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Τούτη η λογοτεχνία με τα «ιδιόμορφα» χαρακτηριστικά - τόσο ετερογενής ωστόσο, με αναρίθμητες τάσεις και δίχως καθαρόαιμες «σχολές» - έπρεπε να στεγαστεί κάτω από έναν όρο που θα την αγκάλιαζε μέσα στη διαφορετικότητά της. Κάπως έτσι, λοιπόν, υιοθετήθηκε ο τόσο πολυσυζητημένος όρος «Μα­ γικός Ρεαλισμός» καθώς και ο παραπλήσιος του «Θαυμαστή Πραγματικότη­ τα».

Κ

άποιοι διαφοροποιούν αυτές τις δυο τά­ σεις, άλλοις τις ταυτίζουν θεωρώντας τες συνώνυμες και κάποιοι άλλοι αμφισβητούν τη θεωρητική τους ισχύ. Εμείς δε θα διεισδύσουμε σε θεωρητικά ζητή­ ματα που αφορούν στο κατά πόσο οι ετικέτες αυτές μπορούν πραγματικά να βρουν μιαν από­ λυτη εφαρμογή σε όλα τα έργα της λατινοαμερικάνικης μυθιστοριογραφίας, μα θα σταθούμε στο ουσιαστικό μέρος του πράγματος, (δεχόμε­ νοι για διευκόλυνσή μας του δυο όρους), θα πα­ ρακολουθήσουμε πώς γεννήθηκαν και τι σηματο­ δοτούν, διότι κι αν ακόμα αμφισβητείται η εγκυρότητά τους, σίγουρα η καθιέρωσή τους υπονοεί ότι βασίζονται σε κάποιες έννοιες που χρήσιμο είναι να ανιχνεύσουμε. Η πρώτη εμφάνιση του όρου «Θαυμαστή Πραγματικότητα» (Θ.Π.) συναντάται το 1949, χρονολογία κατά την οποία ο Αλέχο Καρπεντιέρ θέτει τις θεωρητικές αρχές του όρου στον πρόλο­ γο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του Επί Γης Βασιλεία (κυκλοφορεί στα Ελληνικά από τις εκδ. Νεφέλη). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καρπε­ ντιέρ αντιπαραβάλλει τη Θ.Π. με το στοιχείο του θαυμαστού που συναντάται σε ορισμένα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας από τη δεκαετία του’20 και μετά, έργα δηλαδή που ανήκουν στον σουρρεαλισμό. Αναφορικά με τους σουρρεαλιστές ο Καρπεντιέρ λέει στην εισαγωγή του:* «προκειμένου να προκαλέσουν το θαυμαστό με κάθε τρόπο, οι θαυματουργοί γίνονται γραφειο­ κράτες» και πιο κάτω «πολλοί ξεχνούν, καθώς

μεταμφιέζονται σε φτηνομάγους, ότι το θαυμα­ στό αρχίζει να υφίσταται με τρόπο φανερό όταν προκύπτει από μια απρόσμενη αλλοίωση της πραγματικότητας (το θαύμα), από μια προνο­ μιακή αποκάλυψη της πραγματικότητας, από μια ασυνήθιστη ή ιδιαίτερα ευεργετική φώτιση των απαρατήρητων θησαυρών της πραγματικό­ τητας, μιας διεύρυνσης των κλιμάκων και των κατηγοριών της πραγματικότητας, που γίνονται αντιληπτές με μια ιδιαίτερη ένταση ως συνέπεια μιας έξαρσης του πνεύματος που το οδηγεί σε μια “οριακή κατάσταση” . Πρώτα απ’ όλα η αί­ σθηση του θαυμαστού προϋποθέτει μια πίστη. Όσοι δεν πιστεύουν σε αγίους, δεν μπορούν να θεραπευτούν με θαύματα αγίων». Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη του, τα θαυμαστά στοιχεία του σουρρεαλισμού (ο οποίος βασίστηκε στην έλλειψη πί­ στης) δεν ήταν άλλο τίποτα από «βαρετά λογοτε­ χνικά τεχνάσματα». Τον όρο Θ.Π του τον ενέ­ πνευσε η καθημερινότητα της Αϊτής όπου παρέμεινε για ένα διάστημα. Όμως η Θ.Π. δεν ήταν προνόμιο μόνο της Αϊτής αλλά «κληρονομιά ολό­ κληρης της Αμερικής». Και ο Καρπεντιέρ αφού παραθέτει μια σειρά από παραδείγματα που κά­ νουν ανάγλυφη την ύπαρξη του αυθεντικού θαυ­ μαστού στοιχείου στην ιστορία και την καθημε­ ρινή ζωή της Λ. Αμερικής, τελειώνει διερωτώμενος: «Μα τι άλλο είναι η ιστορία της Αμερικής εάν όχι ένα χρονικό της θαυμαστής πραγματικό­ τητας;»1 Εάν ανατρέξουμε λίγο πιο πίσω, θα δούμε ότι το 1925 ο Βενεζολάνος Arturo Uslar Pietri χρησι-


αφιερωμα/27

μοποιεί για πρώτη φορά τον όρο «Μαγικός Ρεα­ λισμός» τον οποίο δανείζεται από τον Γερμανό μετεξπρεσσιονιστή Franz Roh. Συγκεκριμένα ο Uslar Pietri εκτιμούσε ότι το βενεζολάνικο διήγηγμα κυριαρχείται από μια «πολιτική μαγεία ή μια ποιητική άρνηση της πραγματικότητας που, ελλείψει άλλης ονομασίας, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Μαγικό Ρεαλισμό».2 Αργότερα ο όρος θα αντιπροσωπεύει, απόλυ­ τα θα λέγαμε, τον Μιγέλ Άνχελ Αστούριας από τη Γουατεμάλα (Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1967) του οποίου το έργο χαρακτηρίζεται από έναν ιδιόμορφο σουρρεαλισμό. Όμως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της λογοτεχνικής αυτής τάσης είναι αναμφίβολα ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Για τον Φερνάρντο Αλεγρία, μάλιστα, οι αρχές που καθόρισε ο Καρπεντιέρ θα βρουν την τέλεια έκφρασή τους στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς.3 Ξαναγυρνώντας πίσω στο εισαγωγικό κείμενο του Καρπεντιέρ και συγκρίνοντάς το με τα ίδια τα λόγια του Μάρκες διαπιστώνουμε μια ταύτιση όταν εξηγεί ότι όλα τα φανταστικά, μαγικά, υπερφυσικά στοιχεία που υπάρχουν στο έργο του τα αντλεί από καθημερινά βιώματα της Καραϊβικής όπου γεννήθηκε. Ο Μαγικός Ρεαλισμός ή η Θαυμαστή Πραγματικότητα, όπως προτιμάτε, δεν είναι φυ­ γή από την πραγματικότητα προς άλλους εξωτι­ κούς κόσμους· μόνο από τον Ευρωπαίο αναγνώ­ στη θα μπορούσε να εκληφθεί ως τέτοια. Ο Μάρκες δίνει μια ικανοποιητική εξήγηση: «ο ορ­ θολογισμός τους τους εμποδίζει να δουν ότι η πραγματικότητα δεν τελειώνει στην τιμή των αυ­

γών και της ντομάτας. Η καθημερινή ζωή στη Λ. Αμερική μας αποδεικνύει ότι η πραγματικότητα είναι γεμάτη από καταπληκτικά πράγματα. Αρ­ κεί κανείς να ξεφυλλίσει τις εφημερίδες για να δει ότι σε μας καταπληκτικά πράγματα συμβαί­ νουν κάθε μέρα. Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους του χωριού που διάβασαν το Εκατό Χρόνια Μο­ ναξιάς με μεγάλη ευχαρίστηση και προσοχή, όμως δίχως την παραμικρή έκπληξη, γιατί στο κάτω κάτω δεν τους διηγούμαι τίποτα που να μη μοιά­ ζει με τη ζωή που εκείνοι ζουν» και συνεχίζει «δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή στα μυθ ιστό ρήμα­ τά μου που να μην είναι βασισμένη στην πραγμα­ τικότητα», ακόμη και τα πλέον απίστευτα πράγ­ ματα για τα οποία ο ίδιος εξηγεί από ποια πραγχατικά γεγονότα της ζωής του πήρε αφορμή για /α καταλήξουν να πάρουν ζωή στα έργα του. \όγου χάρη, ο ίδιος αναφέρει για την ανάληψη της Ωραίας Ρεμέδιος στο Εκατό Χρόνια: «Αρχι­ κά είχα προβλέψει να εξαφανιζόταν την ώρα του θα κεντούσε στο χαγιάτι το σπιτιού με τη Ρεβέκκα και την Αμαράντα. Όμως, αυτό το σχε­ δόν κινηματογραφικό εύρημα δε μου φαινόταν αποδεκτό. Τότε μου ήρθε η ιδέα να την κάνω να ανέβει στον ουρανό. Το πραγματικό γεγονός; Μια κυρία της οποίας η εγγονή το είχε σκάσει μες τη νύχτα και για να κρύψει τη φυγή της απο­ φάσισε να διαδώσει ότι η εγγονή της ανελήφθη στους ουρανούς». Ωστόσο στάθηκε λίγο δύσκολο να την κάνει να πετάξει. «Ήμουν απελπισμένος γιατί δεν υπήρχε τρόπος να την κάνω να ανέβει. Μια μέρα, βγήκα στην αυλή του σπιτιού μου. Φύσαγε πολύ. Μια πανύψηλη κα πανέμορφη μαύρη που ερχόταν για την μπουγάδα προσπα­ θούσε να απλώσει τα στεντόνια. Δεν μπορούσε, ο άνεμος τα έπαιρνε. Τότε μου ήρθε η έμπνευ­ ση. “Αυτό είναι σκέφτηκα”. Η Ωραία Ρεμέδιος χρειαζόταν σεντόνια για να ανέβει στον ουρανό. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα σεντόνια ήταν το στοιχείο που προσκόμισε η πραγματικότητα. Όταν γύρισα στη γραφομηχανή μου, η Ωραία Ρεμέδιος ανέβαινε, ανέβαινε και ανέβαινε αβίαστα. Και κανένας Θεός δεν μπορούσε να την σταματήσει».4 Και παρακάτω ο Μάρκες διευκρινίζει: «Η Καραϊβική με έμαθε να βλέπω την πραγματικότητα με άλλο τρόπο, να δέχομαι τα υπερφυσικά στοι­ χεία σαν κάτι που αποτελεί μέρος της καθημερι­ νής μας ζωής. Η ιστορία της Καραϊβικής είναι γεμάτη μαγεία, μια μαγεία φερμένη από τους μαύρους σκλάβους της Αφρικής, όμως και από τους πειρατές, Σουηδούς, Ολλανδούς και Εγγλέ­ ζους. Σ’ αυτή την περιοχή διασταυρώθηκε η αχαλίνωτη φαντασία των νέγρων, μ’ αυτή των προκολομβιανών ιθαγενών, με τις φαντασιώσεις των Ανδαλουσιανών και τη λατρεία των Γαλικιανών για ο,τιδήποτε υπερφυσικό. Η ανθρώπι­ νη σύνθεση και οι αντιφάσεις που υπάρχουν


28/αφιερωμα ρεαστεί σημαντικά από το «ιερό τέρας»), επιση­ μαίνουμε ακροθιγώς ότι παρά τη συγγένεια που οι δυο τάσεις παρουσιάζουν λόγω της κοινής ο φανταστικό στοιχείο, λοιπόν, είναι εγγε­ χρήσης του φανταστικού στοιχείου, διαφοροποι­ νές στην πραγματικότητα. Το φανταστικό ούνται καθαρά στο βαθμό που η χρησιμοποίησή στοιχείο και όχι η σκέτη επινόηση, γιατί «δεν του στηρίζεται σε άλλες αρχές. Στη Λογοτεχνία μπορεί κανείς να επινοήσει ή να φανταστεί ό,τι του φανταστικού κυριαρχούν οι μεταφυσικές, του κατέβει, γιατί διακινδυνεύει να πει ψέματα λογοτεχνικές και θεολογικές ανησυχίες σ’ ένα και τα ψέματα είναι πιο σοβαρά στη λογοτεχνία ιδεαλιστικό επίπεδο (γι’ αυτό ονομάζεται και απ’ ό,τι στην πραγματική ζωή. Μέσα στη μεγα­ «Μεταφυσικό αφήγημα»).10 Νομίζουμε ότι ο φανταστικός κόσμος που λύτερη φαινομενική αυθαιρεσία υπάρχουν νό­ μοι. Πιστεύω ότι η φαντασία δεν είναι άλλο τί­ πλάθουν τους χρησιμεύει για να αποδράσουν ποτα από το όργανο επεξεργασίας της πραγματι­ από την πραγματικότητα, ενώ οι πεζογράφοι κότητας. Όμως η πηγή δημιουργίας σε τελευ­ του Μ.Ρ. επιθυμούν να ανακαλύψουν τις πιο ταία ανάλυση είναι πάντα η πραγματικότητα.»67 κρυφές πτυχές της. Οι Λατινοαμερικάνοι λογοτέχνες, στη συντρι­ Όμως «η πραγματικότητα στη λογοτεχνία δεν είναι φωτογραφική αλλά συνθετική και το να πτική τους πλειοψηφία - χωρίς να παραβλέπουν βρεις τα ουσιαστικά στοιχεία γι’ αυτή τη σύνθε­ την «πεζή» πραγματικότητα στην οποία άλλωστε ση είναι ένα από τα μυστικά της αφηγηματικής συμμετέχουν και για την οποία πονούν —με μέσο τη μυθική επεξεργασία της πραγματικότητας και τέχνης».’ την απελευθέρωση της φαντασίας, δεν έχουν πα­ Κι ακόμη «ένα μυθιστόρημα είναι μια κρυπτογραφημένη αναπαράσταση της πραγματικότη­ ρά έναν και μόνο στόχο: να ανακαλύψουν και να τας. Η πραγματικότητα του μυθιστορήματος εί­ κατακτήσουν ολόπλευρα τις κρυμμένες ρίζες ναι διαφορετική απ’ αυτή της ζωής κι ας στηρί­ της. Τις ρίζες μιας πραγματικότητας που θρέφε­ ται από μύθους οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι ζεται σ’ αυτήν. Ό πω ς συμβαίνει στα όνειρα».8 Με τα παραπάνω ο Μάρκες μας λέει ότι η στο συλλογικό υποσυνείδητο. Ο μυθιστοριογράφος δεν έχει παρά να ανοίξει διάπλατα «τα μά­ πραγματικότητα είναι πολυεπίπεδη, και από τα τια της ψυχής του» για να αντλήσε^πό την ανε­ πολλαπλά της επίπεδα είναι αδιανόητο να αφαιρέσουμε αυτό της φαντασίας με όλα της τα συνα­ ξάντλητη πηγή του περίγυρού του που του παρέ­ κόλουθα (μαγικό, αλλόκοτο, υπερφυσικό στοι­ χει πλήθος ευκαιριών τις οποίες θα αναπλάσει και θα μετουσιώσει σε λογοτεχνικό έργο με τον χείο). Από το 1920 ο Περουβιανός θεμελιωτής δικό του τρόπο και τη δική του τέχνη. της θεωρίας της Λογοτεχνίας στη Λατινική Αμε­ Ό λα αυτά σε μια περιοχή όπου παρά την εξα­ ρική Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι έλεγε ότι δεν θλίωση, τις δικτατορίες και τα καθεστώτα εξάρ­ υπάρχει πιο λανθασμένη άποψη από αυτήν που τησης, την υπανάπτυξη και τη βία, συνυπάρχουν ισχυρίζεται ότι ο ρεαλισμός συνεπάγεται την άρ­ αρμονικά η ζωή με το όνειρο, η σκληρή πραγμα­ νηση της φαντασίας. τικότητα με τη μυθώδη της έκφανση. Ο Μαγικός Ρεαλισμός (Μ.Ρ) νοιάζεται να ανιχνεύσει το «μεδούλι» της πραγματικότητας και Σημειώσεις το κάνει αναζητώντας την μέσα από τη φύση, το μύθο και την ιστορία της Λατινοαμερικάνικης * Οι μεταφράσεις των αποσπασμάτων που ακολουθούν είναι Ηπείρου. Δεν τον ενδιαφέρει ο επιδερμικός ρεα­ δικές μας. Το ίδιο ισχύει και για τις υπογραμμίσεις. 1. Alejo Carpentier: El reino de este mundo (Alfaquara, Ma­ λισμός. Θέλει να προχωρήσει και χρησιμοποιεί drid 1983)σ. 13-19. «την φαντασία σαν απαραίτητη οδό για να φτά­ 2. Βλ. Paul Verdevoye: «Alejo Carpentier et la nialite merveilσει ώς την αυθεντική πραγματικότητα που έχει leuse», Europe 666/1984. 3. Fernando Alegria: Lileratura y Revolucidn /Fondo de Cultu­ παραχαραχθεί από επιφανειακούς νατουραλιre economica, Mexico 1971) σ. 22. σμούς»9, αξιοποιεί την ποίηση για να αναδείξει 4. Από το El olor de la Guayaba (Συνομιλίες του Πλίνιο την πανταχού παρούσα μαγεία. Απουλέγιο Πεντόσα με τον Γκ. Γκ. Μάρκες) Editioria! SuΕδώ ανοίγουμε μια παρένθεση αναφορικά με damericana, Buenos Aires 1982) σ. 49-50. 5. ό,π.,σ. 73-74. μια διάκριση που θεωρούμε απαραίτητο να κά­ 6. ό.π., σ. 42 νουμε. Τη διάκριση μεταξύ της τάσης η οποία 7. ό.π., σ. 184 μας απασχολεί σε τούτο το άρθρο και μιας άλλης 8. ό.π., σ. 48. εξίσου σημαντικής για την Λατινοαμερικάνικη 9. Andris Amor6s: Introduction a la Novela Hispanoamericana actual (Anaya, 1973) σ. 22 και την παγκόσμια αφηγηματολογία: τη Λογοτε­ 10. Βλ. Υμπέρ Ζουέν: «Η φανταστική λογοτεχνία στην Αργε­ χνία του φανταστικού με κύριο εκπρόσωπο το ντινή», Διαβάζω 59/1982, σ. 52-54. Επίσης να σημειώσου­ Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Δίχως να κάνουμε απο­ με ότι στην παρατήρηση που κάνουμε εδώ δεν συμπερι­ τίμηση του έργου του Μπόρχες (αρκεί μόνο να λαμβάνουμε τον Χούλιο Κορτάσαρ, ο οποίος ξεκινώντας σαν μαθητής του Μπόρχες. ακολούθησε έναν δικό του δρόαναφέρουμε ότι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς του λεγάμενου «boom» αναγνωρίζουν ότι έχουν επη­ στην Καραϊβική δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου».* 12345

Τ


αφιερω μα/29

T z v e ta n T o d o ro v

To Μακόντο στο Παρίσι IS

·■ ·

ι ·

■ · ·

Τούτη η εργασία αντιλαμβάνεται τα είδη ως οντότητες ιδεολογικές και τυ­ πικές ταυτόχρονα, εγγεγραμμένες επομένως σ ’ ένα ιστορικό πλαίσιο. Το σύγ­ χρονο μυθιστόρημα (ατομικιστικό) έχει προφανείς συγγένειες με την αστική ιδεολογία, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε τουλάχιστον από τον XVIII αιώνα. Σήμερα παρακολουθούμε την αναζήτηση ενός νέου ιδεολογικού μοντέλου καθώς και ενός διαφορετικού είδους - το οποίο ονομάζω, προς διευκόλυνσή μου, πάντως όχι χωρίς προβλήματα, επικό. Το τάδε ή το δείνα έργο της σημε­ ρινής λογοτεχνίας (αυτά που κομίζουν το σπόρο του μέλλοντος) δεν ενσαρ­ κώνει ολοκληρωμένα αυτό το νεοεπικό είδος, αλλά παρουσιάζει συνήθως μια λύση κατά κάποιον τρόπο συμβιβαστική. Το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, αντικεί­ μενο τούτης της ανάλυσης, χρησιμεύει στο να φωτιστούν αυτές οι θέσεις. Μπορεί επίσης να εκληφθεί ως σημείο εκκίνησης για μια ονειροπόληση πάνω στα μελλούμενα βιβλία. εν θα ασχοληθώ με ορισμένα χαρακτηριστι­ κά της «επικής» παράδοσης (το χρονικό των γενιών, ο ρόλος του γέλιου, του υπερβολι­ κού, του σωματικού στοιχείου) για να σταθώ στο συλλογικό υποκείμενο του βιβλίου: όχι μόνο όσον αφορά την πολλαπλότητα του ηρώα (υπο­ κείμενα της εκφώνησης)1 αλλά και τον εσωτερικευμένο πληθυντικό του υποκειμένου του εκφω-*

Δ

νήματος.2 Το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς είναι ένα βιβλίο αφηγημένο από τη σκοπιά των ακροατών του (παρά των αναγνωστών του, διότι επαναδημιουργεί το περιβάλλον μιας προφορικής πλήρω­ σης [performance]). Όμως αυτοί οι ακροατές εί­ ναι όχι μόνο ανά πάσα στιγμή πολλαπλοί, αλλά επιπλέον εξελίσσονται μέσα στο χρόνο, στο βαθ­ μό που αλλάζουν οι ίδιοι οι ήρωες. Το υποκείμε­

* Από ΤΟΣυμπόσιο του Σεριζύ (Colloque de Cerisy) που έγινε 29/6 - 9/7 1978 με θέμα Η Λατινοαμερικάνιχη Λογοτεχνία τον σήμε­ ρα. ο. 316-320 (Εκδόσεις 10/18 Paris 1980).


30/αφιερωμα νο του εκφωνήματος είναι ασταθές, μεταβλητό και μεταλλασσόμενο - όπως είναι οι φανταστι­ κοί ακροατές αυτής της αφήγησης. Από αυτό το συλλογικό και μεταλλασσόμενο υποκείμενο του εκφωνήματος μπορούμε να επισημάνουμε πολλαπλές ενδείξεις. Μία από τις πιό σαφείς είναι αυτή του υπερφυσικού στοιχείου ή μάλλον ο τρόπος που το θέμα αυτό πραγματεύε­ ται στο βιβλίο. Το υπερφυσικό προξενεί εδώ το μυθώδες: υπάρχει, όσο οι άνθρωποι πιστεύουν σ’ αυτό. Με άλλα λόγια, ο αφηγητής του βιβλίου συμμερίζεται τις απόψεις αυτών για τους οποί­ ους μιλάει - και ακόμη περισσότερο, αυτών στους οποίους μιλάει. Όμως, αυτοί αλλάζουν: η αφήγηση προσαρμόζεται στο αντικείμενό της (όσον αφορά αυτήν την πλευρά) και ο ακροατής - αφηγητής μεταμορφώνεται στο βαθμό που εξε­ λίσσονται τα πρόσωπά του. Θα διαπιστώσουμε την ίδια μεταβλητότητα, αστάθεια, πολλαπλότητα του εκφωνούντος υπο­ κειμένου εάν παρατηρήσουμε από πιο κοντά την αφηγηματική οργάνωση του βιβλίου. Δεν διηγεί­ ται, πρώτα απ’ όλα, ένα επεισόδιο από την αρχή ώς το τέλος, αλλά κατά κάποιον τρόπο από το κέντρο προς την περιφέρεια· ή μάλλον (από εδώ μάλιστα απορρέει η συνενοχή με τους ακροατές), ξεκινώντας από ένα εντυπωσιακό και σημαντικό στοιχείο που επιλέγεται ως άξονας και που, στη συνέχεια, υποστηρίζεται με πληροφορίες μετα­ βλητού βάρους, οι οποίες αφορούν, αδιάφορα, μεταγενέστερες ή προγενέστερες στιγμές. Το ίδιο ισχύει για τη σφαιρική οργάνωση του βιβλίου. Η αρχή του χρονικού, η αφήγηση των πραγμάτων με τη σειρά που συμβαίνουν, καταλύεται διαρκώς (πράγμα που δεν σημαίνει: αντικαθί­ σταται) από μια πραγματολογική (pragmatique) αρχή, που δεν είναι άλλο τίποτα από τη συνδυαστικότητα ιδεών του αφηγητή, η οποία καθοδη­ γείται από το ενδιαφέρον των ακροατών του. Η ζωή ενός ατόμου μορφοποιείται φυσικά σε μια χρονολογική σεκάνς, όπου η συνέχεια είναι ουσιαστική γιατί επιτρέπει να διευθετηθούν οι στιγμές που συνιστούν μια ύπαρξη. Αυτό εμφα­ νίζεται καθαρά σε ορισμένες μορφές του μυθι­ στορήματος, κυρίως στο παιδαγωγικό μυθιστό­ ρημα και στο βιογραφικό. Η πολλαπλότητα του υποκειμένου καθιστά ήδη αδύνατη τη γραμμικότητα, αφού κάνει υποχρεωτική την ταυτόχρο­ νη διήγηση πολλών ιστοριών. Από την άλλη, χρησιμοποιώντας μέσα χαρακτηριστικά του δι­ κού του λόγου, ο αφηγητής ανατρέπει τη βασι­ λεία της διαδοχικής σειράς: διηγείται το τέλος πριν από την αρχή και κρατάει τη μέση για το τέλος. Όμως η διαδοχική σειρά δέχεται το πιο βίαιο χτύπημα από την ίδια την ιστορία που με μια σειρά από ιδιαιτερότητες συμβάλλει στο να εισαχθεί η συγχρονία των γεγονότων ως ανταγω­ νιστική αρχή στη διαδοχή. Θα έπρεπε να κατα­

γράψουμε εδώ όλα τα κυκλικά φαινόμενα, τις αδιάκοπες επαναλήψεις στη μοίρα διαφορετικών προσώπων και, τέλος, το θέμα του «σταματημένου χρόνου». Χτισμένο πάνω στην αρχή ενός χρονικού, τό Εκατό Χρόνια Μοναξιάς προσδίδει πράγματι στη συγχρονία των γεγονότων μια θέση πιο σημαντι­ κή απ’ ό,τι στη διαδοχή, κάτι που συμβαίνει επί­ σης, με πιο απλό όμως τρόπο, στο χειρόγραφο του Μελκίαδες που εξιστορεί την ιστορία της οι­ κογένειας Μπουενδία: ο συγγραφέας προτίμησε «να μη διαβαθμίσει τα γεγονότα μέσα στον συμ­ βατικό χρόνο των ανθρώπων, αλλά να συμπυ­ κνώσει έναν ολόκληρο αιώνα καθημερινών επει­ σοδίων ώστε να τα κάνει να συνυπάρχουν την ίδια στιγμή». Το πολλαπλό και μεταβλητό υπο­ κείμενο του βιβλίου ταιριάζει καλύτερα με τη συγχρονία παρά με τη διάδοχή. υο θεματικές σταθερές μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την παρατήρηση της σύγκρουσης ανάμεσα στο μυθιστορηματικό και το επικό: πρόκειται για την αιμομιξία και τη μο­ ναξιά. Ενώ το υποκείμενο του εκφωνήματος πληθυντικοποιείται, τα πολλά υποκείμενα της εκφώνησης, τα μέλη της οικογένειας Μπουενδία δηλαδή, είναι όλα απομονωμένα: η μοναξιά τους είναι η αντίθετη όψη της ομοιότητάς τους: είναι επαναλήψεις ο ένας του άλλου, συνεπώς μεταξύ τους δεν υπάρχουν σχέσεις συμπληρωματικότητας και δεν αποτελούν μαζί μια διαφορετική οντότητα καθενός από τα μέλη τους. Ανίκανοι να αναγνωρίσουν τις διαφορές του άλλου, δε θα είναι σε θέση να ζήσουν την εξωγαμία: το πάθος και ο γάμος στο ίδιο το εσωτερικό της οικογέ­ νειας είναι ο λογικός και αναπόφευκτος δρόμος προς τον οποίο ωθούνται. Εάν το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς είναι μια εποποιία, είναι μια σύγχρονη εποποιία γραμμέ­ νη την εποχή του μυθιστορήματος και «διαβρωμένη» από αυτό. Οι ήρωες του καιρού μας είναι άτομα, σε αντίθεση με τον πληθυσμό των παλιών εποποιιών. Οι Μπουενδία μοιάζουν όλοι μεταξύ τους και την ίδια στιγμή ο καθένας τους είναι αναπότρεπτα ατομικός. Ο ακροατής ή ο ανα­ γνώστης της διήγησης δεν διατρέχει τον κίνδυνο να μην τους ξεχωρίσει, ακόμη κι αν ζουν τις ίδιες περιπέτειες. Αλλά αυτή η ατομικότητα φτάνει σε ένα είδος παραξυσμού μέσα στη μονα­ ξιά, που οδηγεί με τη σειρά του στην αιμομιξία και στις μακάβριες συνέπειές της. Είναι σαν να μεταφέρθηκαν τα πρόσωπα του μυθιστορήματος στο επικό πλαίσιο. Εξαιτίας τούτης της αλλαγής προοπτικής, η μοίρα τους γίνεται αναπόφευκτα τραγική: ο θριαμβεύων ατομικισμός του μυθι­ στορηματικού ήρωα μεταβάλλεται εδώ στη μονα­ χική μορφή ενός Μπουενδία. Ωστόσο, δίπλα σ’ αυτά τα μοναχικά άτομα δεν υπάρχουν άλλα που

Δ


αψιερωμα/31 να αποτελούν τον «φυσικό» πληθυσμό της επο­ ποιίας: δεν υπάρχουν πια. Και ο τραγικός τόνος υπερισχύει τελικά παρά τα γέλια: η εποποιία πε­ θαίνει μαζί με τα μυθιστορηματικά της πρόσωΥπάρχουν λοιπόν μια σειρά από χαρακτηρι­ στικά που προσελκύουν το Εκατό Χρόνια Μονα­ ξιάς προς την επική παράδοση· άλλα το κρατούν στην περιοχή του μυθιστορήματος. Αυτό το ξε­ χωριστό βιβλίο είναι η συνισταμένη μιας σύ­ γκρουσης ανάμεσα σε δυο λογοτεχνικά είδη και ανάμεσα στις ιδεολογίες των οποίων είναι φο­ ρείς (τις ονόμασα με τις λέξεις: συλλογικό, ατο­ μικό). Τούτη η λογοτεχνική και ιδεολογική σύ­ γκρουση χαρακτηρίζει την εποχή μας, τον κόσμο μας. Δε θα μπορούσε να είχε λάβει χώρα ούτε αλλού, ούτε άλλοτε. Όμως μπορούμε να αναρω­ τηθούμε εάν η λύση που δέχεται είναι η μόνη δυ­ νατή, εάν δε θα μπορούσε να καταλήξει σ’ ένα άλλο μοίρασμα ανάμεσα στο επικό και το μυθι­ στορηματικό (διότι σκοπός μας δεν είναι να εκ­ θειάσουμε μια απλή επιστροφή στο μυθικό πα­ ρελθόν, επιστροφή αδύνατη στο βιβλίο του Γκαρσία Μάρκες καθώς και έξω από αυτό). Εάν ο Αουρελιάνο Μπαμπιλόνια πεθαίνει, αυ­ τό συμβαίνει επειδή η γενέτειρά του, το Μακόντο, έχει κατακλυστεί υπογείως από αναθυμιά­ σεις που θα τις ονόμαζα «παρισινές», εάν αυτή η ονομασία μπορεί να συμβολίσει το ατομικιστικό πνεύμα που κορυφώνεται στη μοναξιά και την αιμομιξία. Όμως, δε θα μπορούσαμε να φαντα­ στούμε ένα Παρίσι κυριευμένο από το Μακόντο - αφού ο Γκαμπριέλ είναι εκεί; Τούτη την ιστο­ ρία δεν την έχει διηγηθεί ο Γκαρσία Μάρκες. Μπορούμε λοιπόν να ονειρευτούμε αυτή την άλ­ λη εκδοχή της σύγχρονης εποποιίας, που μ’ αυ­ τόν τον τρόπο θα έβγαινε πιο νικηφόρα από την σύγκρουσή της με το μυθιστόρημα - ή αυτό θα ανατρεπόταν από την εποποιία. Ο επικός κό­ σμος θανατώνεται από τη μοναξιά στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Δε θα μπορούσε ωστόσο ετούτη η μοναξιά να υπερνικηθεί από το πνεύμα της εποποιίας; Το Παρίσι στο Μακόντο είναι η καταστροφή της πατριαρχικής κοινότητας, ο ανελέητος πόλε­ μος ανάμεσα στους αλληλέγγυους και τους μονα­ χικούς, που παίρνει τέλος με την τραγική νίκη των δεύτερων. Το Μακόντο στο Παρίσι θα ήταν όχι η απατηλή επιστροφή στη φύση, αλλά ένας άλλος τρόπος να επιλυθεί η διαμάχη ανάμεσα στο χωριό και τη μητρόπολη· ένας τρόπος ίσως, να γυρίσει η σελίδα της σύγκρουσης ανάμεσα στο σύνολο και τη μονάδα, ανάμεσα στο κολεκτιβιστικό και το ατομικιστικό πνεύμα (ακριβώς σ’ αυτό δεν αποβλέπουμε σήμερα;), για να αρχί­ σουμε επιτέλους να βιώνουμε αυτό τον αριθμό,

τον πιο δύσκολο απ’ όλους: τον αριθμό των πολ­ λών. Μετάφραση από τα Γαλλικά: Αγγελική Αλεξοπούλου Σημειώσεις I. Εκφώνηση και Εχφώνημα αντιστοιχούν στους γαλλικούς όρους: έτιοηεέ και έηοηάαΐίοη. Προτιμήσαμε να υιοθετή­ σουμε την απόδοση του Γ. Μπαμπινιώτη για τις αντίστοιχες αγγλικές έννοιες. Ο ίδιος στο βιβλίο του "Γλωσσολογία και Λογοτεχνία. Από την Τεχνική στην Τέχνη τον Λόγον”. (Αθήνα 1984) στις σ. 251-253 εξηγεί τους παραπάνω όρους ως εξής: εκφώνηση (enonci): η πράξη της ομιλίας, η φωνητική παραγω­ γή. Οδηγεί σ' όλα όσα κάνουμε με τη γλώσσα (διατάζουμε, ρωτάμε κ.λπ.). Αποτελεί την αφηρημένη θεωρητική έν­ νοια της πρότασης όπως προσδιορίζεται από τις δομές του συστήματος μιας γλώσεκφώνημα (cnonciation): το αποτέλεσμα της εκφώνησης, η δη­ μιουργία μιας κειμενικής πρότασης. Η σημασία της νοείται σε συνάρτηση με το περιβάλλον. Είναι «η συγκεκρι­ μένη εκάστοτε μορφή προτάσεως όπως διαμορφώνεται και πραγματώ­ νεται από το συγκεκριμένο περικεί­ μενο». Δηλαδή η πρόταση εν-κειμέΚατά τη γνώμη μας, επίσης χρήσιμη είναι η διάκριση που κά­ νει η Ανάλυση της Ομιλίας (Analyse du discours) ανάμεσα στην εκφώνηση που αφορά την περιγραφή του κόσμου αφού τοποθετείται στο γ' πρόσωπο (Αυτός) και το εκφώνημα στο οποίο προσδίδει μια διάσταση που αφορά τους πρωταγωνιστές της γλωσσικής πράξης, το α και το β' πρόσωπο (εγώ, εσύ). Βέβαια, ο ομιλητής όταν μιλάει, κατασκευάζει τον κόσμο και σ’ αυτή την «κατασκευή» συνυπάρχουν και τα τρία πρόσωπα. (Σ.τ.μ.).

ΕΚΠΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ Ε Κ Π Τ Ω Σ ΙΣ 1 0 - 2 0 %

ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ Σ Ε Ο Λ Α Τ Α Β ΙΒ Λ ΙΑ ΚΑΙ Σ Χ Ο Λ ΙΚ Α Ε ΙΔ Η (ΕΚΤΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΕΣ ΜΙΣΟΤΙΜΗΣ ΕΥΚΟΛΙΕΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ Η Ε Κ Π Τ Ω Σ Η ΙΣΧ Υ ΕΙ ΚΑΙ ΓΙΑ Τ ΙΣ Δ ΙΑ Τ Α Κ Τ ΙΚ Ε Σ Δ Α Σ Κ Α Λ Ω Ν ΚΑΙ Κ Α Θ Η Γ Η Τ Ω Ν Υ Π Ε Ρ Α Γ Ο Ρ Α Β ΙΒ Λ ΙΟ Υ

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ ΠΟΣΤΑΝΟΓΛΟΥ & ΣΙΑ Ο.Ε. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ 92 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258 ΣΩΤΗΡΟΣ ΔΙΟΣ 13-15 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.71.330 ΝΟΤΑΡΑ 75 ΠΕΙΡΑΙΑΣ - ΤΗΛ. 41.12.258


32/αφιερωμα ντας από τη δεκαετία του ’80 του περασμένου αιώνα, γιατί είναι η ιστορία μιας αγάπης στη διάρκεια μιας ολόκληρης ζωής, ένας στοχασμός πάνω στην αγάπη σ’ όλες τις ηλικίες και όχι μια ιστορία αγάπης δυο γερόντων, όπως ειπώθηκε από κάποιον. Αναγκάστηκα να κάνω μια ιστορι­ κή έρευνα του τέλους του περασμένου αιώνα, χωρίς να έχω την πρόθεση να είμαι ιδιαίτερα ακριβής στις ιστορικές λεπτομέρειες. Περισσότε­ ρο με ενδιέφερε να είμαι ακριβής όσον αφορά το συγκινησιακό περιβάλλον, τον τρόπο ζωής, δου­ λειάς, τις συνήθειες, τα φαγητά, τα χρώματα. Κάποιοι με κατηγόρησαν ότι εμφανίζεται ο Γαρδέλ στην Κολομβία το 1914, πράγμα ανακριβές. Όμως εμένα αυτά τα πράγματα των ιστορικών δεν με ενδιαφέρουν. Ο Γαρδέλ είναι ένα ίνδαλμα στην Κολομβία όπου τον λατρεύουν και ήταν δη­ μοφιλής από πολύ νωρίς, ίσως δέκα χρόνια αρ­ γότερα, αλλ’ αυτό δεν έχει σημασία. Δεν είναι κακό να παραχαράζουμε λίγο την ιστορία. Σε ποιά πόλη της Κολομβίας διαδραματίζεται το έργο; Το βιβλίο δεν το λέει.

ΕΙΝΑΙ μια φανταστική πόλη με στοιχεία από τις τρεις πόλεις της Καραϊβικής της Κολομβίας: την Καρταχένα, τη Σάντα Μάρτα και την Μπαρανκίλια. Περισσότερο από τη γεωγραφία ή την

Γκ. Γκ. Μάρκες: “Να κρατήσω τον Ο Έ ρω τας στα χρόνια τη ς χολέρα ς είναι το πρώτο σου μυθιστόρημα μετά από το Νόμπελ. Πόσο σε επηρέασε αυτό το γεγονός; Τ ι είδους ευθύνη αισθάνθηκες;

ΠΡΩΤΑ απ’ όλα χρειάστηκε να διακόψω το μυ­ θιστόρημα που είχα ήδη αρχίσει πριν από το Νό­ μπελ. Για μια στιγμή είχα την ψευδαίσθηση ότι μετά από τις τελετές και τις συνεντεύξεις θα μπορούσα να ξαναρχίσω σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, όμως πολύ σύντομα συνειδητοποίησα ότι ήταν αδύνατο. Βρέθηκα μπλεγμένος σε μια ατε­ λείωτη σειρά προβλημάτων κοινωνικού τύπου, δημόσιας εικόνας, ώστε αποφάσισα να διακόψω για ένα χρόνο το γράψιμο και να «μεταμορφω­ θώ» σε βραβείο Νόμπελ. Σε προσωπικό επίπεδο δε μου συνέβη τίποτα το σημαντικό, κάτι που να με βαρύνει ή να με κάνει να αλλάξω στυλ. Όταν έπιασα ξανά το βιβλίο, ανακάλυψα ότι ό,τι είχα γράψει δε μου άρεσε. Το άλλαξα εντελώς και άρ­ χισα από την αρχή. Τ ι άλλαξες;

ΜΕΤΑΤΟΠΙΣΑ το μυθιστόρημα πενήντα χρόνια πίσω. Στη δεκαετία του ’20 ή του ’30 οι ήρωες εί­ ναι γέροι, όμως ήθελα να το τοποθετήσω ξεκινώ­

ιστορική ανασύνθεση με ενδιέφεραν τα έθιμα της εποχής σε εκείνη τη συγκεκριμένη περιοχή. Π ώς το κατάφερες;

ΓΝΩΡΙΖΑ κάποιους ανθρώπους μεγάλης ηλι­ κίας που θυμόντουσαν πολύ καλά τα πρώτα χρό­ νια του αιώνα και υπολόγισα ότι γι’ αυτά που ενδιαφερόμουν δεν υπήρχαν μεγάλες διαφορές ανάμεσα σε εκείνη την περίοδο και τις δυο τε­ λευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Ο χρόνος προχωρούσε πιο αργά εκείνη την εποχή και οι αλλαγές δεν ήταν γρήγορες. Μίλησα κυ­ ρίως με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου πέθανε τον περασμένο Δεκέμβριο, στα 84 χρόνια του, και η μητέρα μου είναι 80. Τους επισκεπτόμουν τα απογεύματα επί μεγάλο διάστημα και συζη­ τούσα πολλές ώρες μαζί τους, χωρίς να τους αναφέρω τίποτα για το μυθιστόρημα. Η ιστορία είναι κυριολεκτικά η δική τους ιστορία μέχρι κά­ ποια εποχή· έπειτα μετατρέπεται σε μια άλλη ιστορία, γιατί ανέκαθεν πίστευα ότι κάθε πρό­ σωπο, κάθε ιστορία είναι ένα είδος collage. Όπως έλεγα, ποτέ δεν είπα στους γονείς μου το λόγο για τον οποίο τους επισκεπτόμουν και τους ρωτούσα για τον έρωτά τους. Όταν πέθανε ο


αφιερωμα/33 πατέρας μου, ο οποίος ήταν τηλεγραφητής (όπως ο ήρωας του μυθιστορήματος), συνέβη κάτι πε­ ρίεργο. Μια εφημερίδα της Κολομβίας έφερε στην επιφάνεια μια συνέντευξη που του είχαν πάρει στην οποία τον ρωτούσαν εάν είχε ποτέ περάσει απ’ το μυαλό του να γράψει κάτι. Εκεί­ νος απαντούσε ότι είχε σκεφτεί να γράψει μια ιστορία αγάπης που θα μπορούσε να είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Επειδή όμως εγώ του είχα τηλε­ φωνήσει για να τον ρωτήσω να μου πει την ακρι­ βή λέξη που δηλώνει τις πολλαπλές συνδέσεις μεταξύ των σταθμών ενός τηλεγραφείου εκείνης της εποχής, πήρε την απόφαση να μη γράψει το μυθιστόρημά του διότι μόλις είχε πληροφορηθεί ότι το έγραφα εγώ. Φυσικά, εγώ το έμαθα μετά το θάνατό του γιατί ποτέ δεν είχαμε μιλήσει γι’ αυτό. Αυτά είναι τα περίεργα παιχνίδια που σου επιφυλάσσει η ζωή. Πάνω σ’ αυτά βασίζεται το μυθιστόρημα το οποίο όμως αργότερα διαμορ­ φώνεται σε κάτι άλλο, αλλά πάντοτε ξεκινώντας από γεγονότα γνωστά, πραγματικά. Προσωπικά δεν μπορώ να καταλάβω πώς γράφονται μυθι­ στορήματα με βάση απλές ιδέες, καθαρές διανοη­ τικές συλλήψεις· γι’ αυτά είναι κατάλληλα άλλα είδη, πολύ καλά μάλιστα. Ο Huxley ας πού μ ε...

ΝΑΙ, ο Huxley ήταν πάνω κάτω μια τέτοια περί­ πτωση. Κάποτε μου άρεσε πολύ, όμως τώρα μου δίνει την εντύπωση ότι όσα έγραφε δεν τα είχε βιώσει και τόσο. Το θέμα των βιω μάτων, των συγκινήσεων και των συναισθημάτων στη λογοτεχνία... Τ ι να πει κάνεις γ ια τις αντιφάσεις ανάμεσα στη ζωή και το έργο ορισμένων συγγρα φέω ν...

ΜΟΥ είναι εντελώς ακατανόητο πώς μπορεί κα­ νείς να γράψει κάτι που δεν του έχει συμβεί, κά­ τι που δεν έχει συλλάβει από ένα σημείο εκκίνη­ σης. Εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ νά γράψω ένα βιβλίο ξεκινώντας από μια ιδέα. Ξεκινώ πάντοτε από μια εικόνα, από ένα συναίσθημα και όλο το βιβλίο αναπτύσσει αυτή τη θέση. Ξεκινώντας από ιδέες μπορούν να γραφτούν δοκίμια, πραγ­ ματείες. (...) Ένα άλλο θέμα που με απασχόλησε και επι­ χείρησα να αποδείξω είναι ότι ο έρωτας μπορεί να επινοηθεί. Η πρωταγωνίστρια του μυθιστορή­ ματος αναρωτιέται στο τέλος πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένη επί πενήντα χρόνια δίπλα’ σ’ έναν άντρα τον οποίον δεν είναι σίγουρη εάν αγαπάει ή όχι. Τον ερωτεύεται από τα 18 της ώς τα 22 της, μέχρι που τον αποστρέφετάι και πα­ ντρεύεται με άλλον. Αυτή είναι η ιστορία των

αναγνώστη πιασμένο απ’ το λαιμό”


34/αφιερωμα

γονιών μου. Και εκτός από τους γονείς σου, από πού αλλού άντλησες στοιχεία για τον έρωτα στον XIX αιώνα; Μήπως από τον Φλωμπέρ;

ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΣΑ τους μυθιστοριογράφους του XIX αιώνα, ιδιαίτερα τους Γάλλους. Το μεγάλο μυθιστόρημα αυτού του αιώνα είναι το ρωσικό, όμως εγώ ενδιαφερόμουν για άλλα -πράγματα. Μια ιστορία που ανέκαθεν με εντυπώσιαζε ήταν αυτή της μαντάμ Αρνώ στην Αισθηματική Αγω ­ γή του Φλωμπέρ. Ό ταν συνειδητοποίησα ότι το μυθιστόρημα εξελισσόταν τον XIX αιώνα με προσήλκυσε η ιδέα να το γράψω σαν να είχε γραφτεί τον X IX αιώνα, με τις τεχνικές και τις δομές του μεταρομαντικού μυθιστορήματος, του οποίου κύριος εκπρόσωπος είναι ο Φλωμπέρ. Τότε ξαναδιάβασα τη Μαντάμ Μποβαρύ, το οποίο είναι καταπληκτικό έργο, μια μηχανή απολύτως τέλεια, δίχως ρωγμές. Επίσης με ωφέ­ λησε πολύ το ξαναδιάβασμα της Αισθηματικής Αγωγής, με ωφέλησε όμως από την αρνητική πλευρά του. Με έκπληξή μου διαπίστωσα ότι σε αντίθεση με τη Μαντάμ Μποβαρύ, αυτό το βι­ βλίο έχει ρωγμές· είναι κατακερματισμένο με την έννοια ότι απ’ τη μια υπάρχει η ιστορία αγάπης και απ’ την άλλη η κοινωνική και πολιτική πλη­ ροφόρηση που εισάγει στο έργο. Ο Φλωμπέρ δεν κατάφερε να συγχωνεύσει τα δυο πράγματα. Εγώ πάντως ήθελα να μελετήσω τη δομή του μυ­ θιστορήματος του XIX αιώνα για να γράψω ένα δικό μου στον XX αιώνα με την ίδια εκείνη γραμμικότητα που είναι πολύ αποτελεσματική. Αυτό μου υπενθύμισε κάτι που ανέκαθεν πί­ στευα: οι μόνοι που στην κυριολεξία κρύβονται είναι οι κριτικοί και οι ποιητές. Οι μυθιστοριογράφοι διαβάζουμε τα άλλα μυθιστορήματα μόjo για να δούμε πώς είναι γραμμένα. Τα αναπο­

δογυρίζουμε, τα ξεβιδώνουμε, βάζουμε τα κομ­ μάτια τους πάνω στο τραπέζι και αφού ανακαλύψουμε πώς έχουν γραφτεί, αποκομίζουμε το μεγαλύτερο όφελος: μαθαίνουμε πώς το έκαναν οι άλλοι. Εμείς οι μυθιστοριογράφοοι είμαστε «εξερευνητές» δομών και κάτω από αυτό το πρί­ σμα ξαναδιάβασα το μυθιστόρημα του περασμέ­ νου αιώνα. Είμαι υποχεωμένος να κάνω τέτοιες αναγνώσεις και έρευνες πριν αρχίσω να γράφω, γιατί δεν μπορώ να το κάνω όσο δεν έχω καθορι­ σμένη τη δομή και δεν γνωρίζω το βιβλίο σαν να το είχα ήδη διαβάσει. Είναι άδικο να μην μπαί­ νει στα μυθιστορήματα η βιβλιογραφία μας, όπως γίνεται στα δοκίμια. Γιατί δεν το έκανες; θ α ήταν μια ενδιαφέρου­ σα καινοτομία.

ΝΑ σου εξηγήσω. Φοβάμαι μην αποσπάσω την προσοχή του αναγνώστη. Εγώ είμαι πολύ κακός αναγνώστης με την έννοια ότι όταν ένα βιβλίο με κάνει να πλήττω, τα παρατάω. Υπάρχουν πολλά βιβλία που περιμένουν να διαβαστούν και εφαρ­ μόζω τον κανόνα που λέει ότι όταν ένα βιβλίο δεν μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό του, το αφήνω και πιάνω άλλο. Ό ταν γράφω, έχω το φόβο μην κάνουν οι αναγνώστες το ίδιο πράγμα με μένα. Ό ταν λοιπόν αντιλαμβάνομαι ότι το πράγμα αρχίζει να γίνεται βαρετό, προσπαθώ να το ζωηρέψω. Κάνω ό,τι είναι δυνατόν για να μην αφαιρείται ο αναγνώστης σε καμιά περίπτω­ ση. Βάζω κάποια επίθετα, κάποιες λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα το ιδιαίτερο, είναι ωστόσο ανεπαίσθητα υφολογικά μέσα που βοηθούν στην απρόσκοπτη ροή του κειμένου. Έχω την ε­ ντύπωση ότι όταν ο αναγνώστης αρχίζει να βλεφαρίζει εξαιτίας π.χ. μιας ατέλειας του ρυθμού, εκεί πάνω αφαιρείται και διατρέχω τον κίνδυνο


αφιερωμα/35 να μου ξεφύγει. Εγώ θέλω να τον κρατάω πια­ σμένο απ’ το λαιμό, από την πρώτη ώς την τε­ λευταία γραμμή. Υπάρχει μια παράδοση, ένας μύθος ίσως, που λέει ότι οι συγγραφείς, σε αντίθεση με τους δη­ μοσιογράφους, δε σκέφτονται τον αναγνώστη.

ΕΓΩ σκέφτομαι διαρκώς τους αναγνώστες και αυτό το κληρονόμησα από τη δημοσιογραφία. Εξάλλου χρησιμοποιώ την ίδια μέθοδο, γι’ αυτό έχω πει πολλές φορές ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία είναι πολύ λεπτή. Περισσότερο από τις κριτικές αναλύσεις, με ενδιαφέρει να μου πουν οι ανα­ γνώστες ότι τους άρεσαν τα βιβλία μου. Τις κρι­ τικές αναλύσεις εδώ και πολύ καιρό έπαψα να τις διαβάζω, εκτός αν πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Οι αναγνώστες όμως... όταν κάποιος πει ότι δεν μπόρεσε να αφήσει τό βιβλίο μου, τό­ τε ησυχάζω διότι αυτό σημαίνει ότι τον αιχμα­ λώτισα, κατάφερα δηλαδή αυτό ακριβώς που ήθελα.

τάζει την αλλαγή του αιώνα κάνοντας ένα ταξίδι με αερόστατο, μια περιπέτεια πολύ επικίνδυνη. Ένας δημοσιογράφος τον πλησιάζει και τον ρω­ τάει: «εάν πεθάνετε σ’ αυτή την περιπέτεια ποια θα ήταν τα τελευταία σας λόγια;» Και εκείνος απαντάει: «τα τελευταία μου λόγια θα ήταν ότι πιστεύω πως αυτός ο αιώνας αλλάζει για όλο τον κόσμο, μόνο για μας δεν αλλάζει». Ξεκινώντας από αυτή τη δήλωση θα έλεγα ότι παρουσιάζεται μια θέση που προσπαθώ να αναπτύξω στο βι­ βλίο, ότι δηλαδή οι Λατινοαμερικάνοι εξακο­ λουθούμε να κουβαλάμε τον XIX αιώνα μέσω του XX, χωρίς να απολαμβάνουμε κανένα όφε­ λος αυτού του τελευταίου. Qi Λατινοαμερικάνοι είμαστε η μεσαία τάξη τον κόσμου. Το συνειδη­ τοποίησα όταν ταξίδεψα στην Αφρική, γιατί δυ­ στυχώς για την ανθρωπότητα υπάρχουν άνθρω­ ποι που είναι πολύ πιο πίσω από εμάς. Στην

Στην ομιλία έναρξης που εκφώνησες στο συ­ μπόσιο δηιανοουμένων στηι* Αβάνα, είπες ότι οι Λατινοαμερικάνοι οδηγηθήκαμε προς τον XX αιώνα χάνοντας κάποιες από τις αρετές μας του XIX: την ανιδιοτέλεια, το ρομαντισμό και το φόβο του έρωτα.

ΑΥΤΟ το τελευταίο το είπα επηρεασμένος από το μυθιστόρημα. Στα έργα μου επιμένω πολύ στο θέμα του φόβου του έρωτα. Θαρρώ πως ο έρω­ τας συνοδεύεται πάντοτε από το φόβο, πως υπάρχουν κάποιες στιγμές πανικού, όχι μόνο όσον αφορά την προσέγγιση αλλά και όσον αφο­ ρά τη σεξουαλική σχέση. Στο μυθιστόρημα υπάρχει ένας ήρωας ο οποίος αν και κατακτητής φτάνει πάντοτε στο κρεβάτι τρομερά φοβισμένος σαν να ήταν η πρώτη φορά. Και κάθε φορά που αλλάζει παρτενέρ νιώθει τον ίδιο φόβο και λέει ότι κάθε φορά πρέπει να ξαναμάθει σαν να ήταν η πρώτη φορά. Ο XX αιώνας έχει χάσει το φόβο του έρωτα;

ΔΕΝ ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση ότι τούτη η γενιά δεν αισθάνεται τους φόβους τους δικούς μας. Παρόλο που μέσω κάποιου από τα πρόσω­ πα λέω στο μυθιστόρημα ότι τούτο το τέλος του αιώνα μοιάζει σε κάτι με το τέλος του περασμέ­ νου αιώνα. Σε τι;

ΕΠΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ορισμένες χρήσιμες λέξεις, η πυρετώδης αλληλεγγύη, ο συναισθηματισμός, τον οποίο δε βρίσκω αξιόμεμπτο. Τα συναισθή­ ματα... η πρωταρχικότητα στα συναισθήματα. Υπάρχει ένας ήρωας στο μυθιστόρημα που γιορ­

Αφρική κατάλαβα ότι δεν γνώριζα πραγματικά την υπανάπτυξη, ότι εκείνοι ζουν σε μια προγε­ νέστερη ιστορική εποχή. Είναι σοβαρό για έναν Λατινοαμερικάνο να το καταλάβει αυτό. Αντι­ προσωπεύουμε για τον κόσμο μια μεγάλη μεσαία τάξη, άνισα αναπτυγμένη. Έτσι, λοιπόν, θέλου­ με να ζήσουμε πάνω από τις δυνατότητές μας πράγμα που χαρακτηρίζει τη μεσαία τάξη στη Λατινική Αμερική - και έχουμε συνηθίσει να μη μας ικανοποιεί τίποτα καθώς προσπαθούμε να κάνουμε το μεγάλο ταξικό άλμα. Ένα άλμα σε σχέση με μια ξένη ιδέα ανάπτυ­ ξη ς/rov καταναλωτισμό.

ΝΑΙ, εγώ δεν είμαι εναντίον της κατανάλωσης


36/αφιερωμα όμως είμαι εναντίον του καταναλωτισμού. Πι­ στεύω ότι ο σύγχρονος κόσμος παρέχει πράγμα­ τα που κανείς χρειάζεται για να ζήσει, ότι ένα από τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι να προσπαθεί να ζει καλά, όσο το δυνατόν καλύτε­ ρα. Πιστεύω όι η μεγαλύτερη φιλοδοξία είναι η ευτυχία. Μιλώντας σαν συγγραφέας, εκείνη η ρομαντική ιδέα που ήθελε το συγγραφέα να υπο­ φέρει, να ζει κάτω από αξιοθρήνητες συνθήκες και να είναι φυματικός για να έχει δημιουργική έμπνευση μου φαίνεται παράλογη. Πιστεύω ότι ο συγγραφέας, ο καλλιτέχνης που έχει καλή πνευματική υγεία και τα προβλήματά του λυμέ­ να, εργάζεται καλύτερα. Έγραψες ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζε­ ται τον περασμένο αιώνα... με έναν ηλεκτρονι­ κό υπολογιστή.

ΤΟ φεγγάρι υπάρχει από πάντα, όμως μόλις τώ­ ρα μπορούμε να πάμε. Νομίζω ότι έχουν κάνει πολύ θόρυβο γύρω από τον υπολογιστή. Για μέ­ να, ο υπολογιστής είναι μια γραφομηχανή πολύ πιο απλή, πιο πρακτική και χρήσιμη. Εγώ ξεκί­ νησα με τον κονδυλοφόρο, έπειτα συνέχισα με το στυλογράφο, την παλιά γραφομηχανή, την ηλε­ κτρική και τώρα δουλεύω με τον υπολογιστή που δε γράφει τα μυθιστορήματα για μένα, αλλά μου επιτρέπει να εργαστώ πολύ πιο γρήγορα και πιο ξεκούραστα. Εάν μου είχαν δώσει τον υπολογι­ στή πριν είκοσι χρόνια, θα είχα γράφει διπλό αριθμό βιβλίων.

Δίπλα στο θέμα του έρωτα, υπάρχει ένα άλλο, πάντοτε παρόν σ’ όλα σου τα βιβλία: ο πόλε­ μος, η ιστορία της λατινοαμερικάνικης βίας, οι επαναστάσεις.

ΕΙΝΑΙ ένα θέμα που με αγγίζει πολύ. Έχω πα­ ρακολουθήσει από πολύ κοντά την κουβανέζικη επανάσταση, όμως δεν έχω καταπιαστεί με το θέμα αυτό στα βιβλία μου. Στην πραγματικότητα όσα ανέφερες προέρχονται από τον παππού μου και τους εμφυλίους πολέμους στην Κολομβία, που σε μεγάλο βαθμό τους έχω μυθοποιήσει για­ τί ήταν τα παιδικά παραμύθια που μου έλεγαν

στο σπίτι, τα παραμύθια του πολέμου στον οποίο είχε συμμετάσχει ο παππούς. Αυτό τόν πόλεμο απ’ τή μια τον έχω μυθοποιήσει και απ’ τήν άλλη τον έχω αναπαραστήσει ποιητικά, γιατί για μένα αυτός ο πόλεμος δεν τελείωσε ποτέ στην Κολομβία. Τον περασμένο αιώνα το φιλε­ λεύθερο κόμμα εξεγείρετο κατά του συντηρητι­ κού κόμματος που είχε την εξουσία, ή το αντίθε­ το, και αναγνωρίζονταν επίσημα ως αντίπαλοι. Σε τέτοιο βαθμό που όταν γινόταν ανακωχή ανα­ γνωρίζονταν οι στρατιωτικοί βαθμοί των εξεγερμένων και έπαιρναν σύνταξη όπως εκείνοι της επίσημης πλευράς. Στο Ο Συνταγματάρχης δεν έχει, κανέναν να του γράψει ο ήρωας είναι ένας συνταγματάρχης που σ’ όλη του τη ζωή περιμένει την πληρωμή μιας σύνταξης που δεν έρχεται πο­ τέ, γιατί εκείνος ο πόλεμος χάθηκε και θα χάνε­ ται για πάντα. Οι σημερινοί επαναστάτες δεν έχουν καν αυτό το προνόμιο, τους ταυτίζουν με τους κακοποιούς... Ωστόσο είναι οι ίδιοι πόλε­ μοι. Τι ετοιμάζεις τώρα;

ΣΧΕΔΙΑΖΩ ένα μικρό ιστορικό μυθιστόρημα για το οποίο δε θα σου πω τίποτα παραπάνω γιατί δεν έχει ωριμάσει αρκετά μέσα μου. Έ πει­ τα, έχω σκοπό να γράψω τα απομνημονεύματά μου, όχι όμως σαν εκείνα που γράφουν οι συγ­ γραφείς όταν πια δε θυμούνται τίποτα. Έχω μια ενδιαφέρουσα σκέψη που σχετίζεται με αυτό που σου έλεγα, ότι δεν υπάρχει τίποτα στα βιβλία μου που να μην έχει να κάνει με την πραγματικό­ τητα. Για κάθε βιβλίο να διηγηθώ στον αναγνώ­ στη σε ποια πραγματικά γεγονότα βασίζονται όλα του τα επεισόδια. Αντί να παρουσιάσω τα απομνημονεύματά μου με χρονολογική σειρά, να το κάνω μέσω των προσώπων και των καταστά­ σεων, και έτσι στο τέλος θα έχω διηγηθεί όλη μου τη ζωή. Φυσικά είναι πιθανό αυτή η πραγ­ ματικότητα να κρύβει μια άλλη πραγματικότητα και να καταλήξει σ’ ένα άλλο μυθιστόρημα. Με γοητεύει αυτή η ιδέα, θα ήθελα να δημοσιεύσω τον πρώτο τόμο και να συνεχίσω. Επιλογή και μετάφραση από τα ισπανικά: Αγγελική Αλεξοπούλου

«Τούτη η α λυσ ίδα ιστοριώ ν στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς είναι πο λ ύ περισσότερο α πό μ ια σειρά ανέκδοτα, φ ιλοδοξεί να είνα ι μ ια π α ρα λ η ρη μ α τική , τρομερή, οδυνη ρ ή εκδο χή τη ς Λ α τιν ικ ή ς Α μ ε ρ ι­ κής, όπου όλες οι προσ πά θειες είναι μά τα ιες, όπο υ όσα γίνο ντα ι ή τα ν γρ α φ τό να γίνο υν, όπου ‘’θερί­ ζ ε ι” και διαιω νίζεται η κα τά ρα τη ς λησμονιάς». «Νομίζω ότι, ευτυχώ ς, η βα θύτερη ση μα σ ία του Εκατό Χρόνια Μοναξιάς δεν είναι η έλλειψ η ε μ π ι­ στοσ ύνης σ τη ν α λ λα γή , α λλά το έρ γο λέει μ ε ρεα λιστικό τρόπο ότι α υ τή η α λ λα γή δεν θα είνα ι τόσο άμεση, τόσο εύκολη, τόσο λυρ ική όσο λ ένε μερικοί, ορισμένες φο ρές χω ρίς να το π ισ τεύο υν, ορισμένες φορές εντελώ ς καλόπισ τα , κά πο ιο ι μυ σ τικ ισ τές τη ς επα νά σ τα σ ης πο υ συχνά δεν ξέρουν ο ύ τε οι ίδιοι για τι π ρ ά γ μ α μιλάνε».

(Γκ. Γκ. Μάρκες, για τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς»


αφιερωμα/53

M ario B en ed etti

To Τέχνασμα του Υπέρτατου Πατριάρχη

Όπως υπαινίσσεται ο τίτλος, το άρθρο αυτό επιχειρεί μια συγκριτική προ­ σέγγιση τριών μεγάλων μυθιστορημάτων της Λατινοαμερικάνικης λογοτε­ χνίας που έχουν κοινό θέμα τον Λατινοαμερικάνο Δικτάτορα. Πρόκειται για τα έργα: «Μεθόδου Τέχνασμα» του Κουβανού Αλέχο Καρπεντιέρ, γραμμένο το 1975 (εκδ. Σύγχρονη Εποχή), «Εγώ ο Υπέρτατος» του Παραγουανού Ρόα Μπάστος, γραμμένο το 1974, και τέλος «Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, έργο του 1975 (εκδ. Λιβάνη). Παραθέτουμε μια ευρεία περίληψη τούτης της εργασίας επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στο έργο του Μάρκες. υο αναμφισβήτητοι πρόδρομοι των τριών έργων που μας απασχολούν είναι το Tirano Banderas του Ισπανού Ram0n de Valle Inclan και ο Κύριος Πρόεδρος του Μιγέλ Άνχελ Αστούριας (εκδ. Πλέθρον). Η κύρια διαφορά ανάμεσα στο έργο του Αστούριας (που κατά τα άλλα ασφαλώς είναι πιο συγγενικό με τα τρία μας μυθιστορήματα) εντοπίζεται στο ότι και ο Καρπεντιέρ και ο Ρόα Μπάστος και ο Γκαρσία Μάρκες εστιάζουν στο παρελθόν, αφηγούνται όμως μέσα από το παρόν, ενώ ο Αστούριας δεν αποστασιοποιείται από την ιστορία του. Παρόλο*

Δ

που στο λόγο τού κάθε αφηγητή δεν εμφανίζεται το σήμερα, αυτό το σήμερα με όλες τις φρικαλεό­ τητες και τις ελπίδες του, με τα παθήματα και τα κατορθώματά του, ενυπάρχει στη ματιά του αφηγητή. Έτσι έχουμε στον Γκαρσία Μάρκες τη ματιά μιας χώρας (της δικής του, παρόλο που ίσως να μην είναι αυτή του μυθιστορήματος) που είναι το αποκορύφωμα της βίας. Τα τριάντα μεγάλα λογοτεχνικά έργα θαρρείς πως ήρθαν ως ανταπόκριση σε ένα αίτημα μαρ-

* Από το ομώνυμο βιβλίο με άρθρα του Μ. Benedetti (Nueva Imagen, Μεξικό 1979)


54/αφιερωμα τυρίας και φαντασίας, που γέννησε η ίδια η ιστορία τούτης της Αμερικής, της κονεμένης και συνάμα λαμπρής, όπου ακόμη συνυπάρχουν μια πληγή τόσο φρικιαστική όπως τα βασανιστήρια και ένα θαύμα τόσο ανθρώπινο όπως η αλληλεγ­ γύη. Το φθινόπωρο τον Πατριάρχη σηματοδοτεί νέους δρόμους στο έργο του Γκαρσία Μάρκες. Απ’ τη μια μεταναστεύει (για πάντα;) από το ασφαλές και μαγικό Μακόντο για να καταπια­ στεί μ’ ένα θέμα εξαιρετικά στυφό: τη μορφή ενός δικτάτορα του οποίου η εικόνα αποτελείται από τη σύνθεση πολλών υπαρκτών Λατινοαμερι­ κάνων δικτατόρων, ένα είδος προκατακλυσμιαί­ ου τέρατος σε ρόλο κυβερνήτη. Απ’ την άλλη δεν περιορίζεται σε πειραματισμούς, όπως στο Εκα­ τό Χρόνια Μοναξιάς, με φανταστικά μαγικά συ­ στατικά, αλλά ενσωματώνει στο πάντα ελκυστι­ κό ύφος του εναργή μέσα όπως η έλλειψη ή η σπάνια εμφάνιση σημείων στίξης ή η σε ανύπο­ πτο χρόνο αλλαγή του υποκειμένου χωρίς προει­ δοποίηση. πειδή ο Γκαρσία Μάρκες είναι η μέγιστη λογοτεχνική μορφή της εποχής που ακολού­ Ε θησε το boom (λογοτεχνική έκρηξη), είναι βέ­ βαιο ότι μια μνημειώδης διαφήμιση, άμεση ή έμ­ μεση, προηγήθηκε της κυκλοφορίας του καινού­

Το ΤΜΗΜΑ ΤΗΣ ΣΟΥΗΔΙ­ ΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ απευθύνεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν σε βάθος τη σουηδική λογοτεχνία και γλώσ­ σα, με στόχο την κατανόηση του σουηδικού τρόπου σκέψης και του πολιτισμού. Έτσι, ο σκοπός του τμήματος είναι ΟΥΜΑΝΙΣΤΙΚΟΣ. Άλλο τμή­ μα για λόγους επαγγελματικούς και τουρισμού. ΠΛΗΡΟΦΟ­ ΡΙΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ: 8-11 στο τηλέφωνο 32.30.557. Σουη­ δικό Ινστιτούτο, ώρα 1-3 στο τηλέφωνο 92.32.102.

ριου του μυθιστορήματος. Όσοι γνωρίζουν τα παρασκήνια της κριτικής και της «υπο-κριτικής» στη Λατινική Αμερική θα ξέρουν πόσο δύσκολο είναι για έναν συγγραφέα, μετά από μια υποδουλωτική επιτυχία (όπως υπήρξε αυτή του Εκατό Χρόνια Μοναξιάς), να ξαναεισπράξει παρόμοι­ ους ή μεγαλύτερους επαίνους. Υπάρχει κάτι σαν μια προφητική προσδοκία τέτοια, σαν να περι­ μένουν έναν καινούριο τίτλο με τα νύχια καλά ακονισμένα. Κάθε συγγραφέας έχει σκαμπανε­ βάσματα στην παραγωγή του που σημειώνονται με μια σχετική αντικειμενικότητα- όταν όμως η ποιοτική κάθοδος έρχεται μετά από μια ασυνήθη επιτυχία, η κριτική μπορεί να φτάσει σε επίπεδα σαδισμού. Ό λα αυτά αποτελούν εμπόδιο για την αμεροληψία, ωστόσο πρέπει να γίνει προσπάθεια να διατηρηθεί. Πιστεύω πως το πρώτο πράγμα που κατ’ αρχάς- πρέπει να αναγνωρίσουμε στον Γκαρσία Μάρκες είναι το κουράγιο του να γρά­ ψει ένα άλλο φιλόδοξο μυθιστόρημα μετά το Εκατό Χρόνια Μοναξιάς. Το δεύτερο πράγμα που πρέπει να αναγνωρίσουμε είναι ότι το νέο του εγχείρημα χωρίς να είναι αποτυχημένο, κάθε άλλο μάλιστα, δεν είναι στο ύψος εκείνου του εξαιρετικού μυθιστορήματος. Στη σταδιοδρομία οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα Το φθινόπωρο τον Πατριάρχη θα ισοδυναμούσε με μέγιστη επι­ τυχία. Γιατί, λοιπόν, προκαλεί στον αναγνώστη (όχι μόνο στον κριτικό) του Γκαρσία Μάρκες, ακόμη και στον πλέον θετικά προδιατεθειμένο, μια κάποια απογοήτευση, κυρίως εάν το συγκρί­ νει με τα άλλα δυο μυθιστορήματα, του Ρόα Μπάστα και του Καρπεντιέρ; Αντίθετα με τους άλλους δυο δικτάτορες που παρουσιάζονται από τους δημιουργούς τους με τις αντιφάσεις τους και μια πολυπλοκότητα που τους κάνει πιστευτούς, ο Πατριάρχης του Μάρ­ κες είναι ένα αποτροπιαστικό κτήνος, ένας δε­ σπότης θλιβερής καταγωγής, μια πατερναλιστική υπερβολή άξια αποκήρυξης. Ακόμη και στη σχέ­ ση του με τα μοναδικά όντα που τον συγκινούν (τη μητέρα του Μπενδισιόν Αλβαράδο, την ανεκπλήρωτη αγάπη του Μανουέλα Σάντσες και την εκπληρωμένη του αγάπη Λετίσια Νασαρένο) παίρνει τα μέτρα του για να διατηρήσει τη γρανιτένια του υπόσταση. Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς τους δικτά­ τορες του Ρόα και τόυ Καρπεντιέρ- αντίθετα, εί­ ναι πρακτικά αδύνατο να πιστέψει τον δικτάτο­ ρα του Γκαρσία Μάρκες. Δεν είναι τόσο ένα πρόσωπο όσο μια θηριώδης ιδέα. Μόνο ως ιδέα μπορεί ένα άτομο, ακόμη κι αν είναι τύραννος, να φτάσει στο σημείο να είναι τόσο ανελέητα κα­ ταστροφικό. Έτσι, λοιπόν, το παράδοξο είναι ότι επειδή ο αναγνώστης δεν μπορεί να πιστέψει την ύπαρξη ενός δικτάτορα τόσο πανούργου, η εικόνα του καταλήγει να είναι αισθητά λιγότερο


αφιερωμα/55 ρεαλιστική από αυτήν των αντίστοιχων τυράν­ νων του Ρόα και του Καρπενιέρ. Ο πρωταγωνιστής του Φθινοπώρου είναι τόσο κτηνώδης ώστε είναι αξιολύπητος. Αυτοί των άλλων δύο μυθιστορημάτων δεν είναι τέρατα, αλλά σύμβολα της απόλυτης εξουσίας. Το γεγο­ νός ότι έχουν την «ανθρώπινη πλευρά» τους τούς κάνει πιο αληφοθανείς, και αυτή η αληθοφάνεια τους καθιστά παραδόξως πιο τραγικούς. Σε μια παλιά αλλά αποκαλυπτική συνέντευξη στον Αρμάντο Ντουράν, ο Γκαρσία Μάρκες είχε πει: «Σε έναν συγγραφέα επιτρέπονται τα πάντα, φτάνει να είναι ικανός να κάνει τους άλλους να τον πι­ στέψουν».1Στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς - πραγ­ ματική πρόκληση στην ευπιστία - ο δημιουργός τήρησε εκείνο το αξίωμα: μας έκανε να το πιστέ­ ψουμε και γι’ αυτό του τα επιτρέψαμε όλα. Στο Φθινόπωρο όμως, ποιος ξέρει για ποιο λόγο, η ιστορία καταλήγει να είναι πολύ λιγότερο πι­ στευτή. Οι νέοι δρόμοι απαιτούν έναν ρυθμό, έχουν επίσης τους νόμους τους. Ο Joyce άνοιξε με τον Οόνσσέα του μια νέα και κολοσσιαία δυ­ νατότητα στο μυθιστόρημα του αιώνα μας, αλλά στο Finnegan’s Wake απαίτησε από το γλωσσικό εργαλείο του περισσότερα απ’ αυτά που του επέ­ τρεπε, και ο πειραματισμός κατά κάποιον τρόπο ατύχησε. Ο Γκαρσία Μάρκες μεθυσμένος ακρι­ βώς από τη μυθοπλαστική του ικανότητα που μας κάνει να πιστέψουμε ότι η Ωραία Ρεμέδιος ανεβαίνει πραγματικά στον ουρανό, επιχειρεί τώρα να κάψει τα στάδια της φαντασίας και φέρνει στο τραπέζι των συνωμοτών το πτώμα

του διακεκριμένου μέραρχου Ροδρίγο δε Αγκιλάρ. ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς σε ασημένια πιατέλα πάνω σε γαρνιτούρα από κουνουπίδια και δάφνη, καρυκευμένος, σιγοψημένος στο φούρνο, στολισμέ­ νος με τη στολή των πέντε χρυσών αμύγδαλων για τις επίσημες περιστάσεις και με τις επωμίδες της απεριόριστης ανδρείας στο μανίκι του μισού μπρά­ τσου, δεκατέσσερις λίβρες μετάλλια στο στήθος και μια φούντίτσα μαϊντανό στο στόμα, έτοιμος να σερ­ βιριστεί στη συνεστίαση από τους επίσημους τεμαχιστές μπρος στους μαρμαρωμένους από τον τρόμο καλεσμένους που παραστήκαμε χωρίς ανάσα στην εξαιρετική τελετή της κοπής και διανομής, κι όταν κάθε πιάτο είχε μια μερίδα από τον υπουργό Αμύνης με γέμιση από κουκουνάρια και μυρωδικά, εκείνος έδωσε διαταγή ν’ αρχίσουν, καλή όρεξη, κύριοι.2

ο να φανταστεί ένας συγγραφέας μια τόσο χτυπητή υπερβολή είναι αναμφίβολα μια αφηγηματική πολυτέλεια (ο υπο-πατριάρχης Πινοτσέτ πολύ θα ήθελε να δει κάποιον από τους στρατηγούς του σουβλιστό, σερβιρισμένο σε ασημένια πιατέλα), αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες η οικονομία της αφήγησης δεν επιτρέ­ πει δαπανηρές σπατάλες. Σαν αναγνώστη με διασκεδάζει μια τέτοια επίδειξη πολιτικού πανταγκρουελισμού, αλλά δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει συμβεί στην πραγ­ ματικότητα στη Λατινική Αμερική (πράγματα τόσο ασυνήθη σαν αυτά έχουν συμβεί, είναι κάτι που οφείλουμε να παραδεχτούμε προς υπερά-

Τ


56/αψιερωμα σπιση του Γκαρσία Μάρκες), όμως ούτε καν η βεβαιότητα ότι έχει πράγματι συμβεί δίνει εχέγ­ γυο αληθοφάνειας σε μια λογοτεχνική περιγρα­ φή. Μερικές φορές ο αναγνώστης είναι διατεθει­ μένος να πιστέψει μια περιπέτεια που περιφρονεί ή έρχεται σε αντίφαση με όλους τους φυσι­ κούς νόμους, μολαταύτα αντιστέκεται να αποδε­ χτεί ένα περιστατικό που βασίζεται αυστηρά στην πραγματικότητα. Μπορεί να φαίνεται πα­ ράδοξο, αλλά στο μυθιστόρημα πρέπει να είσαι αληθινός για να λες ψέματα. Δυστυχώς, στο προαναφερθέν επεισόδιο και σε κάποια άλλα, ο Γκαρσία Μάρκες δεν είναι αρκετά αληθινός για Α υ τό π ο ν χα ρ α κτη ρ ίζει το ύ φ ο ς το ν Γκαρσία Μ άρκες είναι ο τρόπος το ν να εκφ ρ ά ζει το α νεί­ πω το μ ε γα λ είο τη ς Α μ ε ρ ικ ή ς , η ά νεσή τον, η πρό κ λ η σ ή τον α π έναντι σε μ ια κο υ λτο ύ ρ α μ ε έ ­ ντονα ση μ ά δια αρτη ριο σ κλή ρω σ η ς. Α ν τ ό ς ο π ο ιη τικ ό ς κα ι χα ρ ούμενο ς τρό πο ς να α φ η γείτα ι μ ια άχαρη ιστορία, όχι όμω ς και σ τερη μένη ε λπ ί­ δας. Ε ίκοσι χρ όνια μ ετά τη ν πρώ τη έκδοση τον Εκατό Χρόνια Μοναξιάς το βιβλίο δεν έχει χά σ ει τίπ ο τα α πό τη νεανική φ ρ εσ κά δα το ν κα ι ταντόχρ ονα παρα μ έν ει το καλύτερο έ ρ γο το ν Γ κά μπο.

(Ρεϊνάλντο Γκονσάλες)

να μας εξαπατήσει και να μας κάνει να δεχτούμε την εξαπάτηση. Ό πω ς ο Joyce στο Finnegan’s Wake, ο Μάρκες απαίτησε από το λογοτεχνικό του εργαλείο περισσότερα από αυτά που του επ έτρεπε. Σε μια άλλη (πιο πρόσφατη) συνέντευξη που παραχώρησε στον Ernesto Gonzales Bermejo σε ερώτηση του δημοσιογράφου σχετικά με τη δομή του Φθινοπώρου, ο Γκαρσία Μάρκες απαντά: «Μπορώ να σου πω ότι δεν έχει νεκρούς χρό­ νους, ότι πηγαίνει από το ουσιώδες στο ουσιώ­ δες, ότι είναι τόσο πολύ δουλεμένο που υπήρξαν στιγμές που συνειδητοποιούσα ότι κάτι είχα ξεχάσει και δεν έβρισκα χώρο να το βάλω».3 Τούτη η εκτίμηση είναι απολύτως σωστή, όμως ενδεχο­ μένως εδώ έγκειται η παράδοξη αδυναμία του βιβλίου: ένα μυθιστόρημα (ο πρόδρομος Quiroga το γνώριζε καλά) δεν μπορεί να πραγματεύεται μόνο ουσιώδη πράγματα. Το διήγημα δέχεται αυτή την αυστηρότητα, και ο ίδιος ο Γκαρσία Μάρκες έχει στο ενεργητικό του ορισμένα αξιο­ σημείωτα παραδείγματα, λόγου χάρη «Ο απο­ γευματινός ύπνος της Τρίτης» ή «Το μυθικό από­ γευμα του Μπαλτασάρ». Δεν ξέρω εάν ένα μυθι­ στόρημα έχει ανάγκη από «νεκρούς χρόνους», πάντως σίγουρα χρειάζεται περιόδους ξεκούρα­ σης, προκειμένου ο αναγνώστης να πάρει μια ανάσα και το επόμενο και ουσιαστικό στάδιο να μην τον βρει κουρασμένο. Έτσι όπως στην Καχιά Ώ ρα ο εξωτερικός χρόνος του μυθιστορήμα­

τος είναι κατά προσέγγιση μια ώρα, στο Φθινό­ πωρο εκτείνεται στο άπειρο και - το πλέον πα­ ρακινδυνευμένο- αυτό το «άπειρο» δεν ξεκινάει από την παιδική ηλικία, ούτε καν από την ωρι­ μότητα, αλλά από την παρακμή του προσώπου. Η υπερβολή της εικόνας, στερώντας την από μια κίνηση και αναμονή για το τι μέλλει γενέσθαι, αφήνει ακάλυπτη μια ρητορική που στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς είχε καμουφλαριστεί με θαυμάσιο τρόπο. Δεν υπάρχει μυθιστόρημα χω­ ρίς ρητορική, αυτό είναι ολοφάνερο· όμως η τέ­ χνη του συγγραφέα είναι να ξέρει να την κρύβει, να την συγκαλύπτει ή εν πάση περιπτώσει να κά­ νει τον αναγνώστη να την ξεχνάει υπέρ άλλων εστιών ενδιαφέροντος. Το Εκατό Χρόνια Μονα­ ξιάς είχε ασφαλώς την εσωτερική ρητορική του, όμως ποιον απασχολούσε ή ποιον ενοχλούσε;

Και το Μεθόδου Τέχνασμα και το Εγώ ο Υπέρτατος έχουν τη ρητορική τους. Παρόλο που η φόρμα, ο λόγος και η δομή συνέβαλαν στο τε­ λικό αποτέλεσμα, η αφήγηση επικεντρώνει το εν­ διαφέρον της στην κατάσταση του πρωταγωνι­ στή. Και τα δυο μυθιστορήματα σε σχέση με το Φθινόπωρο καταδεικνύουν ότι ακόμη και στην κατηγορία των καλύτερων Λατινοαμερικάνων πεζογράφων, η θαυμαστή πραγματικότητα άρχι­ σε να πλεονεκτεί σε σύγκριση με τον λεγόμενο μαγικό ρεαλισμό,4 Στο Εκατό Χρόνια Μοναξιάς ο Γκαρσία Μάρ­ κες βρισκόταν ακόμη ανάμεσα στις δυο τάσεις· στο φθινόπωρο επέλεξε καθαρά τη δεύτερη. Ο Καρπεντιέρ (στον οποίο οφείλουμε τον όρο θαυ­ μαστή πραγματικότητα) και ο Ρόα Μπάστος, αντίθετα, «επωμίζονται» τα θαύματα που ευπειθώς ή επίπονα παρέχει η ιστορία, αυτό το αρχείο πραγματικοτήτων, και τα αναπτύσσουν με τη με­ γαλύτερη ευλυγισία που διαθέτει η φαντασία όταν δεν κρύβει τους δεσμούς της με το αληθινό. ελειώνοντας αξίζει ίσως τον κόπο να ανα­ ρωτηθούμε για ποιο λόγο εμφανίστηκε στα λατινοαμερικάνικα γράμματα, και μάλιστα ταυ­ τόχρονα, το κοινό θέμα του δικτάτορα. Ο δεσπότης εξακολουθεί να είναι ακόμα και σήμερα μια ατιμωτική παρουσία στη Λατινική Αμερική. Σαν τον Πατριάρχη, ο μηδαμινός Μπορδάμπερυ θα μπορούσε να πει: «κανείς δεν θα κουνηθεί, κανείς δεν αναπνέει, κανείς δεν ζει χωρίς την άδειά μου»2, αλλά θα έπρεπε οπωσδή­ ποτε να συμπληρώσει: «Και πάνω απ’ όλα χωρίς την άδεια των στρατιωτικών που μου δίνουν άδεια». Το ότι τρεις μυθιστοριογράφοι της αξίας του Γκαρσία Μάρκες, του Καρπεντιέρ και του Ρόα Μπάστος συναντήθηκαν στην επιλογή της φιγού­ ρας ενός δικτάτορα του παρελθόντος είναι μια

Τ


αφιερω μα/57 κατηγορηματική κρίση όσον αφορά το παρόν. Είναι όμως επίσης ένα σήμα επαγρύπνησης για το μέλλον. Μια παρόμοια σκιαγράφηση του δε­ σπότη, είτε είναι άξεστος, είτε πεφωτισμένος, εί­ ναι αναμφίβολα ο προφανέστερος κοινός παρο­ νομαστής. Ωστόσο υπάρχει και ένας άλλος, λιγό­ τερο θεαματικός, πιο αθόρυβος, αν και ενδεχο­ μένως λιγότερο φθαρτός: ο λαός ή καλύτερα οι λαοί, που και στα τρία μυθιστορήματα είναι κάτι σαν το χαρτί της σελίδας, διότι δίχως αυτούς δε θα υπήρχε το γράμμα ούτε η περιπέτεια που αυ­ τό αφηγείται. Υπό την επήρεια του μαστιγίου ή του παραληρήματος, κάτω από τη μπότα ή κάτω από το χώμα, ο λαός (τις περισσότερες φορές σαν μια ανώνυμη σιωπή) είναι παρών και στα τρία έργα. Σε μπουντρούμια, σε αγορές, σ’ εκεί­ νη την καταπληκτική γενική απεργία που κι αυ­ τή έγινε σιωπηλά (στο Μεθόδου Τέχνασμα), στο φρενοκρουσμένο πλήθος που (στο Φθινόπωρο) βγαίνει στους δρόμους «τραγουδώντας χαρμόσυ­ νους ύμνους για τη χαρμόσυνη είδηση» του θα­ νάτου του Πατριάρχη ο οποίος επιτέλους έφτασε στο θανάσιμο χειμώνα του· και τέλος, στις ανά­ παυλες που δεν περιγράφονται, στις παραλεί­ ψεις του υπέρτατου λόγου (στο μυθιστόρημα του Ρόα). Από τα τρία μυθιστορήματα, αυτό που έχει την πιο επαναστατική πολιτική πρόταση είναι αναμφισβήτητα το Μεθόδου Τέχνασμα. Δεν εί­ ναι τυχαίο ότι μόνο εδιό ο δικτάτορας νικιέται. Στα άλλα δύο η μοναξιά της εξουσίας παίρνει τέλος μόνο με τη συντροη ιά του θανάτου. 'Ομως

και στα τρία ο λαός παραμένει σαν ένα αναλλοίωτο φόντο, παρουσιάζεται ικανός να διαθέτει μια απέραντη υπομονή να περιμένει την ώρα της απελευθέρωσής του, ικανός επίσης να κάνει τους ελευθερωτές του να επιταχύνουν την έλευση αυτής της ευκαιρίας. Τότε σίγουρα, όπως έχει πει ο Ρόα Μπάστος «τα βιβλία των ιδιωτών» δεν θα έχουν σημασία και μόνο θα έχει σημασία «το βιβλίο που γράφουν οι λαοί για να το διαβά­ σουν οι ιδιώτες». Ίσως να μη χρειαστεί να περι­ μένουμε το μακρινό μέλλον. Κατά κάποιον τρό­ πο αυτά τα τρία μυθιστορήματα έχουν γραφτεί από λαούς, και ο Γκαρσία Μάρκες, ο Καρπεντιέρ και ο Ρόα Μπάστος είναι μόνον οι ιδιώτες (ή μάλλον τα συστατικά στοιχεία) που, διαβάζοντάς τα με τη ματιά του μάρτυρα, τα επιστρέ­ φουν στην κοινότητα που τα γέννησε. Επιλογή και μετάφραση από τα ισπανικά: Αγγελική Αλεξοπούλου Σημειώσεις 1. «Conversaciones con Gabriel Garcia Marquez» («Συζητώ­ ντας με τον Γκ. Γκαρσία Μάρκες»), Revista Nacional de cultura, Caracas, 85/1968. 2. Από την ελληνική έκδοση σε μετάφραση Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας (εκδ. Λιβάνη). 3. «Gabriel Garcia Marquez: la imaginacion al poder en Macondo», (Gabriel Carcia Marquez: η φαντασία στην εξουσία στο Μακόντο). Crisis, Buenos Aires, 24/1975. 4. Πρόκειται για δυο διαφορετικές αλλά πολύ συγγενικές θεω­ ρήσεις της πραγματικότητας, σε σχέση με το λογοτεχνικό κείμενο. Για περισσότερα βλ. στο ίδιο αφιέρωμα το άρθρο με τίτλο «Θαυμαστή πραγματικότητα. Μαγικός Ρεαλισμός, μια πρώτη προσέγγιση» (Σ.τ.μ.).

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΞΑΝΤΑΣ Ανδρέας Αγγελάκης

αλησμόνητα σινεμά

ί

V\

ms ms Τζαβέλλα 1 και Ζωοδόχου Πηγής Τηλ.: 36.04.885 - 36.13.065


58/αψιερωμα

Δημήτρης Τσατσούλης

Είδωλα κι αντικατοπτρισμοί στην «Περιπέτεια τον Μιγκέλ Λιττίν» ίδιος ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες αποκαλεί το έργο τον «Η περιπέτεια τον Μιγκέλ Λιττίν» δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Το κείμενο περιγράφει την περιπέτεια τον εξόριστον, από την δικτατορία Πινοτσέτ, Χιλιανού σκηνοθέτη Μ. Λιττίν στην πατρίδα τον, όταν αντός επιστρέφει παράνομα στη Χιλή για να γνρίσει ταινία την καθημερινή ζωή κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Ο σκηνοθέτης, ήδη διάσημος στην πατρίδα τον, κατάφερε να τραβήξει 25 ώρες ταινία την οποία χρησιμοποίησε για μια τηλεοπτική παραγωγή και μια κινηματογραφική ταινία. Το βιβλίο τον Μάρκες είναι, επομένως, ένα ρεπορτάζ πάνω στη σημερινή χιλιανή πραγματικότητα με το εξωραϊσμένο αναπτνξιακό πρόσωπο της δικτατορίας, τις αστννομεύσεις και τη «σιωπή» που έχει επιβληθεί στη χώρα, αλλά και τις λαλίστατες μαρτνρίες τοποθεσιών και μνημείων πον ξυπνούν τις αναμνήσεις της εποχής των Αλλιέντε και Νερούδα που παίρνονν τη μορφή σνμβόλων ακόμη και για τις γενιές πον δεν τονς γνώρισαν. Ωστόσο, η περιπέτεια τον Μ. Λιττίν δίνει την ενκάιρία στον Μάρκες να θέσει σε πολλαπλά επίπεδα το πρόβλημα της πολιτικής αλλοτρίωσης πον υφίσταται ένας λαός και να κατασκευάσει ένα κείμενο της αναζήτησης της χαμένης ταυτότητας, ένα κείμενο του Άλλον. Το έργο στηρίζεται στην απομαγνητοφωνημένη διήγηση πον έκανε ο Λιττίν στον Μάρκες στη Μαδρίτη, μετά το τέλος τον επικίνδυνον εγχειρήματος στη Χιλή. Το κείμενο όμως ακολουθεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, επιτρέποντας έτσι στον συγγραφέα, που στην πραγματικότητα υπήρξε ο δέκτης του λόγον, να γίνει ο πομπός (πρωτοπρόσωπος αφηγητής) νποκαθιστώντας τον πραγματικό (τον Λιττίν), οικειοποιούμενος δηλαδή τον λόγο του άλλον. Η υποκατάσταση αυτή από ένα ξένο (τον Κολομβιανό Μάρκες) τον πραγματικού αφηγητή αλλά και ήρωα της ιστορίας (του Χιλιανού Λιττίν) δεν οφείλεται μόνο σε μια προσπάθεια διατήρησης - μέσω τον πρώτον αφηγηματικού προσώπου - του προσωπικού και εμπιστεντικού τόνον της πρώτης διήγησης, όπως σημειώνει ο ίδιος ο Μάρκες στην εισαγωγή του βιβλίου τον. Είναι συγχρόνως ένα αφηγηματικό τέχνασμα πον αντανακλά και υπακούει στο ίδιο το αντικείμενο της ιστορίας: το πρόβλημα της χαμένης ταυτότητας. Πράγματι, ο Λιττίν, προκειμένον να εισέλθει στη Χιλή χωρίς ν’ αναγνωρισθεί, νπόκειται σε ολοκληρωτική αλλαγή: ταξιδεύει όχι μόνο με το πλαστό διαβατήριο ενός ξένον (Ουρονγουανού) αλλά και με αλλαγμένο πρόσωπο (μετά από κατάλληλο μακιγιάζ, χτένισμα, ξύρισμα κ.λπ.), τρόπο ντυσίματος και φερσίματος, νποκαθιστώντας τον προοδευτικό σκηνοθέτη πον υπήρξε από έναν μεγαλοαστό επιχειρηματία. Έτσι, ο Λιττίν πον εισέρχεται στη Χιλή δεν είναι ο πραγματικός Λιττίν αλλά ένας Άλλος, εκείνος που μόνον αυτόν θα μπορούσε να δεχτεί το δικτατορικό καθεστώς. Άρα, και η περιπέτεια τον Μ. Λιττίν παράνομα στη Χιλή, είναι η περιπέτεια ενός κατασκευασμένου «εγώ» πον στην προσπάθειά του να αναβιώσει τις αναμνήσεις του άλλου του εαυτού δεν καταφέρνει παρά να βιώσει το νέο πρόσωπο-προσωπείο της χώρας τον. Αν ο σκηνοθέτης Μ. Λιττίν κατάφερε ν’ αποδώσει σε ταινία τη χαμένη ταυτότητα μιας χώρας δείχνοντας το προσωπείο που της επέβαλε η δικτατορία, ο Μάρκες με το βιβλίο τον δείχνει αντίστοιχα τα προβλήματα ενός ανθρώπου κάτω από προσωπείο πον τον επεβλήθη για να ξαναδεί τη χώρα του. Όπως ακριβώς στις σκηνές του φιλμ πον γυρίστηκε στη Χιλή, εκείνος που εμφανίζεται είναι το προσωπείο του Λιττίν (ο Ουρουγουανός επιχειρηματίας), έτσι και στο βιβλίο τον Μάρκες, το «εγώ» της αφήγησης εμφανίζεται κάτω από το προσωπείο τον Κολομβιανού συγγραφέα. Ο πραγματικός Λιττίν, και στις δύο περιπτώσεις, παραμένει το είδωλο κάποιου άλλον. Ο αφηγητής, σε δύο σημεία, θα αναφερθεί στο «Βιβλίο πον γράφει» υποδηλώνοντας ταυτόχρονα τη διπλή ταυτότητα και τον διχασμό του ενός. Το αλλοιωμένο «εγώ» του

Ο


αφιερωμα/59 Λιττίν και η σταόιακή τον υποκατάσταση από το «εγώ» ενός ξένου αφηγητή που όιεκόικεί, αν όχι υποκλέπτει, την αφήγηση, γίνεται έντονα αισθητό στο κείμενο και από το εξής: το ψευδώνυμο που θα χρησιμοποιηθεί σαν αναγνωριστικό για να γίνει η επαφή τόσο του Λιττίν όσο και των απεσταλμένων του με τον χιλιανό σύνδεσμο είναι το «Γκαμπριέλ». Γκαμπριέλ όμως είναι το μικρό όνομα τον Μάρκες κι έτσι η αναφορά σ ’ αυτόν πλέον γίνεται έντονα αισθητή στον αναγνώστη όταν διαβάζει «αυτός ο καινούριος Γκαμπριέλ ήμουν εγώ ο ίδιος» (σελ. 53). Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι πρόκειται για απλή σύμπτωση κι όχι για ηθελημένη επιλογή του συγγραφέα που όιεκόικεί μέσα στο κείμενο το αλλοιωμένο «εγώ» του ήρωα και αφηγητή τον παίζοντας μπροστά σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Αν όμως ο εξόριστος Λιττίν εισέρχεται στη χώρα του με ξένη ταυτότητα και ξένο πρόσωπο και βιώνει έτσι μια διπλή αλλοτρίωση (τον εαυτού τον και της χώρας τον), δε συμβαίνει διαφορετικά και με αυτούς που συνεχίζουν να παραμένουν στη Χιλή. Το αλλότριο «εγώ» του Λιττίν ελάχιστα αναγνωρίζει τις μορφές των συμπατριωτών του, έτσι όπως τις ήξερε και τις άφησε 12 χρόνια πριν. Τα χαρούμενα πρόσωπα, οι ζωντανοί άνθρωποι δεν υπάρχουν: τώρα, στα μάτια όλων καθρεφτίζεται το κενό, στα χείλη τους συναντάει τη σιωπή. Όπως θα πει χαρακτηριστικά, είναι κι αυτοί εξόριστοι στον ίδιο τους τον τόπο. Οι πραγματικοί Χιλιανοί ζονν έξω απ’ τη Χιλή, διατηρούμενοι μακριά αναλλοίωτοι από την πολιτική αλλοτρίωση που έχει επιβάλει η δικτατορία. Μέσα στη Χιλή ο λόγος έχει φιμωθεί, οι άνθρωποι μουγγοί προσπαθούν να διατηρούν μόνον την αξιοπρέπειά τους και στους δρόμους κυκλοφορούν μονάχα τα είδωλά τους: «Π αρόλο που π ά ν τα υπήρ χα ν π λα νόδιοι μικ ρο πω λη τές στη Χ ιλή, δεν θυμάμαι π ο τέ να υ πήρ χαν τόσοι όσοι τώρα [...]. Π ουλά νε τα πά ν τα κα ι είναι τόσο πολυά ριθμοι και δια φ ο ρετικ ο ί μ ε τα ξ ύ το υς π ο υ μόνο μ ε την π α ρο υσ ία το υς φανερώ νουν ένα ολόκληρο κοινω νικό δράμα. Δ ίπ λ α σ ’ ένα ν α πολυμένο για τρό, σ ’ ένα ν ξεπεσμένο μηχα νικό, ή σε μ ια κ υρ ία μ ε ύ φ ο ς μ α ρ κη σία ς πο υ ξεπο υλά ει σε οπο ια δή πο τε τιμή τα ρο ύ χα μ ια ς κα λ ύ τερη ς εποχής, υ πά ρχο υ ν ο ρφ α νά πο υ π ρο σ φ έρο υ ν κλεμμένα π ρά γμ α τα [...]. Ό μ ω ς οι περισσότεροι από εκείνους τ ο υς ξεπεσμένους επα γγελμ α τίες έχουν π α ρ α ιτη θ εί α πό τα π ά ν τα εκτός α πό την α ξιο π ρέπ ειά τους. Πίσω από τα τρα π έζια μ ε τα ψ ιλο πρά γμα τά το υς ε ξακολουθούν να είναι ντυμένοι όπω ς στα π ο λυτελή το υς γρα φεία » (σελ. 62-63).

Μια χώρα που την κατοικούν τα είδωλα των ανθρώπων της, ένας σκηνοθέτης στο σώμα ενός μεγαλοαστού που προσπαθεί ν’ αποτυπώσει στις κινηματογραφικές κάμερες τα αντεστραμμένα «είδωλα», ένας αφηγητής που οικειοποιείται το «εγώ» ενός σκηνοθέτη το αλλότριο «εγώ» του - αυτό είναι συνοπτικά το πρόσφατο βιβλίο του Μάρκες. Αλλά, πάνω απ’ όλα, είναι ο Λόγος ενός μεγάλου συγγραφέα που αντιπαρατίθεται, με τη μαρτυρία του, στην «αποτρόπαιη σιωπή» και τον παραλογισμό που επιβάλλει, σήμερα ακόμη, ένα δικτατορικό καθεστώς σε μια χώρα που η νέα γενιά της, τώρα, ξεπετάγεται ζει και παλεύει για το όραμα της ελευθερίας, της ακεραιότητας και της ολοκλήρωσης του ατομικού και κοινωνικού «εγώ» της. Μια γενιά που ψάχνει και βρίσκει το πραγματικό της πρόσωπο, αποτινάσσοντας από πάνω της την αλλότρια ταυτότητα.

Ο Μάρκες με τον γιο τον οτο Παρίσι, το 1976


60/αφιερωμα

Μίτσι Ανδριώτη - Γιάννης Μπασκόζος

Εργογραφία στα ελληνικά του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες 1. Ε κατό Χ ρόνια Μ οναξιάς. Μετάφραση: Α. Βερυκοκάκη-Αρτέμη. Επιμέλεια Βασίλη Φίλια. Αθήνα 1979, Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 2. Ε κατό χρόνια Μ οναξιάς. Μτφρ. Κώστας Κουντούρης. Αθήνα 1983. Ζάρβανος. 3. Ο σ υνταγματάρχη ς δεν περιμένει γρά μμα α πό π ο υ ­ θενά. Μτφρ. Άρης Καφής. Αθήνα 1982. Γράμμα4. Ο σ υνταγματάρχη ς δεν έχει κανένα να του γράψ ει. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας. Αθήνα 1983. Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 5. Η απίσ τευτη και θλιβερή ιστορία της αθώ ας Ερέντιρα και της ά σπλαχνης για γιά ς της. Μτφρ. Σόφη Άννινου-Ρόζας. Αθήνα 1982. Γράμματα. 6. Η αθώα Ε ρέντιρα και ά λλα διηγήματα. Μτφρ. Ντ. Γαρουφαλιάς. Αθήνα 1982. Κάκτος. 7. Χ ρονικό ενός π ροαναγγελθέντο ς θανάτου. Μτφρ. Μπίλι Σάντσες. Θεσσαλονίκη 1982. Άρπα. 8. Χ ρονικό ενός π ροαναγγελθέντο ς θανάτου. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου - Μπαράχας. Αθήνα 1982. Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 9. Χ ρονικό ενός προαναγγελθέντο ς θανάτου. Μτφρ. Σάμης Ταμπώχ. Αθήνα 1982. Πλέθρον. 10. Σ ιέστα κα ι διηγήματα. Μτφρ. Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος. Αθήνα 1982. Κάκτος. 11. Η κηδεία της μ εγά λ η ς Μ άμα. Νουβέλα. Μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς - Καίτη Σωτηρίου. Αθήνα 1982. Νεφέλη.

12. Α νεμοσκορπίσμα τα . Μτφρ. Κλαίτη ΣωτηριάδουΜπαράχας. Αθήνα 1983. Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 13. Η α φήγηση ενός ναυαγού. Μτφρ. Αμαλία Τσακνιά. Αθήνα 1983. Νεφέλη. 14. Θ ά να τος στα θερός πέρα α πό τον έρωτα. Διηγήμα­ τα. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας. Αθή­ να 1983. Νεφέλη. 15. Η κα κιά ώρα. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαρά­ χας. Αθήνα 1983. Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 16. Μ άτια γα λά ζιο υ σκύλου. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριά­ δου-Μπαράχας. Αθήνα 1983. Νεφέλη. 17. Η έφοδος. Κινηματογραφική αφήγηση. Μτφρ. Α. Ριζοπούλου-Μπόουλες. Αθήνα 1984. Σύγχρονη Εποχή. 18. Το φθινόπω ρο του πα τριά ρχη. Μτφρ. Κλαίτη Σω­ τηριάδου-Μπαράχας. Αθήνα 1986. Νέα Σύνορα Α. Λιβάνη. 19. Ο Έ ρ ω τα ς στα χρόνια της χολέρας. Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας. Αθήνα 1986. Νέα Σύνο­ ρα Α. Λιβάνη. 20. Δ ο κίμια για το έργο του. Επιλογή-μετάφραση, Ρή­ γας Καππάτος. Αθήνα 1985. Γλάρος. 21. Η π εριπέτεια του Μ ιγκέλ Λ ιττίν . Μτφρ. Κλαίτη Σωτηριάδου-Μπαράχας. Αθήνα 1989. Νέα Σύνο­ ρα Α. Λιβάνη. 22. E l olor de la guayaba. Συζήτηση με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Του Plinio Apuleyo Mendoza. Μτφρ. Μυρτώ Κοκκαλιάρη. 'Εκδοση Κέντρου Ισπανικών Σπουδών. Αθήνα 1984.


σ υ ν εν τευ ξη /61

Κατερίνα I. Κακούρη

a 1 ς ο Κοινή γραμμή στην έρευνα θεατρολογίας και ανθρωπολογίας

Η θεατρολογία ενώ από χρόνια τώρα διδάσκεται στο εξωτερικό, στην Ελλάδα, την κοιτίδα του θεάτρου, μόλις τελευταία άρχισε να κατακτά και τον πανεπι­ στημιακό χώρο. Πρόσφατη απόδειξη η αναγόρευση έδρας και στο δύσκολο πανεπιστήμιο Αθηνών. Όμως η θεατρολογική όσο και η ανθρωπολογική έρευ­ να - δύο επιστημών υποβαθμισμένων στον τόπο μας - ξεκινά από πολύ παλιά. Ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο είναι η Κατερίνα Κακούρη που η παράλληλη εργασία της σ’ αυτούς τους τομείς, λόγω του ειδικού χαρακτήρα της, είναι σχεδόν άγνωστη. Της ζήτησα, παρά την καταπονημένη της υγεία, να συζητή­ σουμε για το έργο που του αφιέρωσε, με μεγάλη αυταπάρνηση και επιστημο­ νική συνέπεια, όλη της τη ζωή. Από τις συναντήσεις μας γεννήθηκε αυτό το «αυτοβιογραφικό κείμενο» μέσω του οποίου μπορούμε να εκτιμήσουμε σω­ στά, νομίζω, την αξία του ανθρώπου και την προσπάθειά της για μια υπεύθυ­ νη θεατρολογική- ανθρωπολογική έρευνα στον τόπο μας. Η συνομιλία βασί­ στηκε περισσότερο στην αφήγηση παρά στον διάλογο, όχι μόνο γιατί το θέμα είναι ευρύ, περίπλοκο και άγνωστο, αλλά και γιατί οι πιθανές ενστάσεις θα επηρέαζαν την ευαίσθητη υγεία της. Το «Δ» κι εγώ προσωπικά ευγνωμονούμε την κ. Κατερίνα Κακούρη για την τιμή της συνεργασίας και της ευχόμαστε σύντομα να αναλάβει γιατί έχουμε μεγάλη ανάγκη από την παρουσία ανθρώπων με το ήθος και τις γνώσεις τις δικές της.

Τη συνέντευξη πήρε ο Θάνος Φωσκαρίνη


62/σ υ νεντευξη Η πρώ τη εντύπω ση α πό τα βιβλία σα ς είναι πω ς π ρ α γμ α τεύ εσ θ ε πο λλο ύς το μείς (θεατρολο­ γ ία , ανθρω πολογία, λ α ο γρ α φ ία , κοινω νιολογία , α ρ χαιολογία, θρησ κειο λο γία , φιλοσοφία ). Ε σείς σε ποιον τομέα α π ’ ό λους α υ το ύ ς τοποθε­ τείτε το έρ γο σας;

Λν και α ρνη θή κα τε τότε, δεν ε γκ α τα λ είφ α τε το θέατρο.

ΣΤΗ θεατρολογία, βέβαια, και στη σχέση της με τις επιστήμες της ανθρωπολογίας, λαογραφίας, αρχαιολογίας. Είμαι θεατρολόγος-ανθρωπολόγος.

ΟΧΙ, το 1927 έπαιξα την Ιώ στον «Προμηθέα Δε­ σμώτη» του Αισχύλου στις τότε Δελφικές Γιορ­ τές. Οι Σικελιανοί - δεν είχαμε καμιά προσωπι­ κή σχέση ώς εκείνη τη στιγμή - μας πήραν μια μέρα την Κοτσάλη, την Ελένη Παπαδάκη κι εμέ­ να. Πήγαμε σπίτι τους στο Φάληρο για να μας δοκιμάσουν κι εκεί με διάλεξαν. Έπαιξα την Ιώ και λένε πως την έπαιξα καλά.

Δ ε ν ξεκινή σατε όμω ς τη ν κα ριέρα σα ς ως θεα­ τρολόγος.

Π ρ ά γμ α τι, α ν κρ ίνο υμε α πό το εγκώ μιο πο υ σα ς έ γρ α φ ε ο M iguel de Unamuno.

ΟΧΙ. Πρώτα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Έχω ΑΥΤΗ είναι η ευχάριστη πλευρά, διότι η εμπει­ σπουδάσει θέατρο στη Δραματική Σχολή του ρία μου από κείνο το παίξιμο ήταν τραγική. Και Ελληνικού Ωδείου. Μη με ρωτάτε πότε γιατί δε εξαιτίας της σταμάτησα το θέατρο, διότι προ­ θυμάμαι. Ήμασταν κι άλλα παιδιά τότε, όλοι σβλήθηκα από αδενίτιδα και είχα αιμόπτυση. προικισμένοι και ταλαντούχοι. Διευθυντής και Θυμάμαι ότι ξαφνικά αισθάνθηκα ότι έβγαινε δάσκαλος ήταν ένας μόνον, ο ηθοποιός Νίκος αίμα από τη μάσκα, που φορούσα, της Ιούς. Ζή­ Παπαγεωργίου. Εκείνη την εποχή οι σπουδές τησα λοιπόν από κάποια κοπέλα να μελετήσει το δεν ήταν συστηματικές όπως είναι σήμερα. Αυτό ρόλο και να μ’ αντικαταστήσει στην επόμενη πα­ όμως δεν εμπόδιζε να διακριθούν μερικοί όπως ράσταση γιατί φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα η Αντιγόνη Μεταξά και ο Κώστας Κροντηράς, 6 να ξαναπαίξω. Ειδοποίησα τον άντρα μου άντρας της, επίσης ο Βιτσώρης, η Ελένη Παπα- ήμουν παντρεμένη τότε - κι ήρθε και με πήρε. δάκη κι εγώ. Κάναμε ωραίες προσπάθειες. Έ ρ ­ Έπρεπε να εξηγήσω στους Σικελιανούς, .αλλά χονταν άνθρωποι σημαντικοί που εκτιμούσαν τις τότε δε μιλούσαμε γι’ αυτά. Φοβόμασταν και επιδόσεις μας και με το δικό μας δυναμικό άρχι­ ντρεπόμασταν να θίξουμε τόσο σοβαρά ζητήμα­ σαν να εξοπλίζουν τις παραστάσεις τους. Θυμά­ τα όπως της υγείας. Κρίμα, γιατί δυσαρεστήθημαι που έλεγα στους συμμίχθητές μου: “Μιας κι καν, ενώ το γεγονός ήταν απλό και δεν έφταιγα. έχουμε τις ανέσεις μας και όλα τα καλά γιατί να Μάλιστα αργότερα, όταν η Εύα διάβασε τα μην ξεκινήσουμε μόνοι να κάνουμε ένα συγκρό­ «Διονυσιακά» είπε χαρακτηριστικά: «Ε, τώρα να τημα και να γυρίζουμε στην επαρχία. Θα μπο­ τη συγχωρέσουμε που σηκώθηκε κι έφυγε». Κι ο ρούμε να διαλέξουμε ωραία έργα. Να παίζουμε Σικελιανός μού έγραψε κάποτε ένα πολύ καλό σε δραματοποιημένη μορφή τους πλατωνικούς άρθρο στο «Βήμα», με θέμα την πολιτιστική μας διαλόγους. Θα καλλιεργούμε έτσι το πνευματικό κληρονομιά, που τελειώνει ως εξής: «Δεν απελ­ επίπεδο του λαού που μαστιζόταν από δεισιδαι­ πιζόμαστε όταν ψυχές σαν τη δική σου έχουν το μονίες και τα περί «τιμής της αδερφής». Ταυτό­ θάρρος να πουν κατά πρόσωπο των νέων Ελλή­ χρονα θα μπορούμε να συντονιστούμε σύμφωνα νων ότι δεν είναι άξιοι για την κληρονομιά τους. με τις αρχές του συστήματος Στανισφλάφσκι που Θα το νιώσουν και θα ντραπούν». Είχαν περά­ δίδασκε την ισοτιμία μεταξύ ηθοποιών” . Αλλά σει πολλά χρόνια, η παρεξήγηση είχε ξεχαστεί τίποτα. Ποτέ κανείς τους δε θέλησε να κάνουμε αλλά κι εγώ πια είχα αποσυρθεί οριστικά από τη κάτι. Ο καθένας επέμενε στο δικό του όραμα. σκηνή χάριν της υγείας μου. Ξεκίνησα, λοιπόν, Ώσπού κάποια χρονιά ανέλαβε τη διεύθυνση σαν ηθοποιός, αλλά μετά αποφάσισα ν’ αφιερω­ και λειτουργία της σχολής ο Σπύρος Μελάς και θώ στη θεατρολογία κι έγραψα αυτές τις μελέτες μας διέλυσε. Και φυσικά μαζί διαλύθηκαν και που είναι μεν καλές, όπως λένε υπεύθυνες, πρω­ τα σχέδιά μου. Πρώτο έργο που ανέβασε ήταν η τότυπες κ.λπ., αλλά λίγες, πολύ λίγες μπρος σ’ «Σαλώμη» του Όσκαρ Ουάϊλδ (1925). Μου είχε αυτά που ήθελα να πραγματοποιήσω και τώρα δώσει να παίξω την Ηρωδιάδα, όμως αρνήθηκα πλέον ξέρω πως δεν προλαβαίνω. να συμμετάσχω. Δεν ήθελα να συνεργαστώ μ’ έναν χαρακτήρα που δεν τον εκτιμούσα διόλου. Γ ια τί δεν προλαβαίνετε; Ήταν πολύ ταπεινός και τον περιφρονούσα. Τε­ λικά το ρόλο ανέλαβε η Ελένη Παπαδάκη. ΓΙΑΤΙ είναι χαλασμένη η υγεία μου. Η δουλειά που έχω ξεκινήσει θέλει χρόνια τριβής. Μια ζωή Λένε πω ς ή τα ν καλή ηθοποιός. δε χωρά. Too late, που λένε οι Άγγλοι. Ό χι, μη Α, ΛΑΜΠΡΗ. Είχε πολύ ανεπτυγμένη τεχνική. νομίζετε. Δεν είμαι απογοητευμένη. Είμαι Δυστυχώς η εξέλιξή της ανεκόπη με τον βίαιο απλώς λογική και βλέπω την πραγματικότητα. θάνατό της.


σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 3 Α ς γυρ ίσ ο υ μ ε στις αναμ νήσεις. Π οια είνα ι η εντύπω σή σας από τον Σ ικελια νό κα ι τις Δ ε λ φ ι­ κές Γιορτές;

ΩΡΑΙΟΣ ποιητής. Και η Εύα ήταν εξαίσιος άν­ θρωπος και χαρακτήρας. Όλη την περιουσία της αφιέρωσε στους σκοπούς του 'Αγγέλου. Ο Σικελιανός ήθελε να κάνει μια Πανευρώπη. Είχε ένα ουτοπικό όραμα παγκόσμιας ένωσης των πνευ­ ματικών δυνάμεων - ό,τι καλύτερο υπήρχε τότε στις τέχνες και τα γράμματα. Αλλά ο κόσμος δεν ήταν - ούτε είναι - ποτέ ώριμος για μεγαλεπήβολους καλλιτεχνικούς στόχους. Προσκάλεσαν όλους τους μεγάλους διανοητές της Ευρώπης και της Αμερικής, η Εύα ξοδεύτηκε σε αλόγιστες σπατάλες κι εκεί εξανεμίστηκε η τεράστια πε­ ριουσία της. Γι’ αυτό και οι επόμενες Δελφικές Γιορτές πραγματοποιήθηκαν με. την οικονομική ενίσχυση του Εμμ. Μπενάκη. Σκεφθείτε, με κάλεσε η Εύα το 1927 και μου έδωσε 20.000 δρχ., για τη συμμετοχή μου στην παράσταση. Ποσόν τεράστιο εκείνη την εποχή, γιατί δεν καταδεχό­ ταν οι συνεργάτες της να μείνουν χωρίς αμοιβή. «Εσείς δίνετε όλη την περιουσία σας», της είπα, «για να κάνετε έργο εθνικό κι εγώ Ελληνίδα θα δεχτώ χρήματα; Ό χ ι δεν τα δέχομαι». Κι ο Σικελιανός επενέβη τότε με το γνωστό του στόμφο: «Πρόσεχε, Εύα, μην την προσβάλεις. Είναι άγρια, περήφανη. Δε δέχεται λεφτά». Π αρακ ολουθή σατε κα ι τις «Ικέτιδες» σ τις Δ ε λ ­ φ ικ ές Γ ιορτές του 1929;

ΒΕΒΑΙΩΣ. Και μου άρεσε η παράσταση. Τα χο­ ρικά ιδίως ήταν πρωτότυπα δοσμένα. Ωραίος επίσης, ο αντιφωνικός λόγος των ηθοποιών.

Τα θεα τρικά έ ρ γα το υ Σ ικελια νο ύ σα ς αρέσουν;

ΑΠΟ την ποιητική τους πλευρά. Ο Σικελιανός είναι ένας λυρικός ορφικός ποιητής, όχι όμως δραματουργός. Έ χω ακούσει συχνά να συ γκρίνο υ ν το ν θεα τρι­ κό Σ ικελια νό μ ε το θεατρικό Π α λα μ ά . Ε σείς πο ιο ν α πό το υς δυο προ τιμά τε;

ΜΑ ούτε ο Παλαμάς είναι, κατά βάθος, δραμα­ τουργός. Είναι ο μεγάλος μας ποιητής, αλλά όχι ο άνθρωπος του θεάτρου. Ήταν ακαταπόνητος δουλευτής, γλυκύτατος και ευθύς χαρακτήρας. Τον είχα γνωρίσει και προσωπικά. Θυμάμαι ακόμα τους στίχους του: «Ο Θεός είναι άπιαστος καθώς η χρυσή σκόνη / που ποτάμι αέρινο ο ήλιος φανε­ ρώνει / κι η αλήθεια είναι μια μικρή μισόσβηστη καντήλα / που μας δείχνει πιο πη­ χτή τριγύρω τη μαυρίλα». Σήμερα μαθαίνω ότι οι νέοι δεν τον διαβάζουν. Κακώς. Αντίθετα, ο Καβάφης που είναι πιο γνωστός, νομίζω ότι υπερεκτιμήθηκε. Δεν είναι αντάξιος του Παλαμά. Ο Παλαμάς είναι άλλου είδους, άλλου αναβαθμού ψυχισμός. Α π ό τη σ ύ ν το μη εμ π ειρία σα ς σ τη σκη νή θα δέ­ χ εσ τε α σφ α λώ ς ό τι ο η θοποιός είναι δ η μ ιο υ ρ ­ γός;

ΒΕΒΑΙΩΣ. Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς δημιουργό, χωρίς δημιουργικό ταλέντο. Εάν ο ηθοποιός δεν αφομοιώσει με όλο του το είναι τη φιλοσοφική προσέγγιση του κειμένου, τη δράση και το λόγο,

1 Η Κατερίνα I. Κακούρη γεννή­ θηκε στην Αθήνα το 1908. Έχει παίξει στο θέατρο: «Δεσποινίδα Τζούλια» του Αυγ. Στρίντμπεργκ, «Αντιγόνη» του Σοφοκλή και την «Ιώ» από τον «Προμηθέα Δεσμώ­ τη» του Αισχύλου στις Δελφικές Γιορτές του Αγγέλου και της Εύας Σικελιανού (1927). Σπούδασε ελλη­ νική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι διδάκτωρ Ααογραφίας-Εθνολογίας. Έχει γράψει τις μελέτες: «Προαισθητικές μορφές θεάτρου» Αθήνα 1946, «La colonne miraculeuse de Saint-Jean» Αθήνα 1950, «Ααϊκά δρώμενα ευετηρίας» Αθή­ να 1952, «Dromena champetres: Le Lcidinos» Αθήνα 1956, «Διονυσια­ κά» Αθήνα 1963, «Θάνατος-Ανά-

σταση σε μαγικοθρησκευτικά δρώ­ μενα της λαϊκής λατρείας της Ηπείρου» Αθήνα 1965, «Προϊστο­ ρία θεάτρου» Αθήνα 1974, «θρακομακεδονικά δρώμενα» Θεσσαλο­ νίκη 1975, «θρακικά δρώμενα στην ύστατη ώρα» Θεσσαλονίκη 1976, «Έθιμα αγροτικής μαγείας σε ελληνικά θρακοχώρια» Θεσσα­ λονίκη 1979, «Η ελληνική λαογρα­ φία σε σχέση με την εθνολογία και την ανθρωπολογία» Θεσσαλονίκη 1983, «Γενετική θεάτρου» 1987. Έχει τιμηθεί με βραβείο Unesco για τα «Διονυσιακά» και βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για την «Προϊστορία θεάτρου». Το έργο της στον τομέα ανθρωπολογίαςθεατρολογίας έχει θεωρηθεί πρω­ τοποριακό και έχει εκτιμηθεί από διεθνούς φήμης επιστήμονες.


64/συνεντευξη δεν μπορεί να είναι καλλιτέχνης, ούτε βέβαια δημιουργός. Και πρέπει φυσικά, εκτός των άλ­ λων, να είναι προικισμένος με έκφραση και φα­ ντασία μιμική. Σ υνεπώ ς συμφω νείτε ότι κι ο λα ϊκό ς εκφρα στής είναι δημιουργός.

ΒΕΒΑΙΩΣ ναι. Κι ο καραγκιοζοπαίχτης ακόμη είναι δημιουργός αλλά, φυσικά, με διαβαθμί­ σεις. Δεν είναι όλοι το ίδιο. Και οι διαβαθμίσεις αυτές έχουν τις αποχρώσεις τους. Έ χ ετε παρακολουθήσει π ολύ θέατρο;

ΝΑΙ, από μικρή. Άκουγα που μιλούσαν τότε για την Παρασκευοπούλου όμως δεν την πρόλαβα. 'Υστερα ήρθε η Κυβέλη που ήταν ωραία γυναί­ κα. Η Κοτοπούλη όμως είχε πλούσιο ταπεραμέντο. Παρακολούθησα συστηματικά θέατρο το 1933, όταν εργάστηκα ως θεατρική κριτικός στις εφημ. «Ελευθερία», «Καθημερινή», «Βήμα» και στη «Βραδυνή». Έχω δει πολύ θέατρο, αλλά σή­ μερα από τους συγγραφείς αγαπώ περισσότερο τους αρχαίους τραγικούς, τον Αριστοφάνη, τον Σαίξπηρ κι από τους κατοπινούς τον Ίψεν, κυ­ ρίως. Λ ε ν σας αρέσουν λ.χ. ο Σ τρ ίντμπεργκ, ο Μ πέ-

ΔΕΝ τους μελέτησα επισταμένα κι όσο θα ’πρεπε. Με απορρόφησε η επιστημονική εργασία μου και οι βαρύτατες απαιτήσεις της. 'Υστερα ο Στρίντμπεργκ, αν και μεγάλος θεατρικός συγ­ γραφέας και νέα έπαιξα κι εγώ τη «Δεσποινίδα Τζούλια», μου φαίνεται πολύ μισογύνης. Τέλος πάντων. Δεν έχω προλάβει να τον μελετήσω ό,σο θα ’πρεπε. Το σπ ίτι σας πώ ς είδε το ξεκίνημά σα ς στο θέα­ τρο; θ α πρέπει να ή τα ν επανάσταση για κείνη τη ν εποχή.

ΝΑΙ, ήταν. Για να καταλάβετε, θα πρέπει να σας μιλήσω για τους γονείς μου. Ο πατέρας μου κα­ ταγόταν από το Μεσολόγγι. Ήταν βαφτιστικός του Χαρ. Τρικούπη. Αυτός και η αδερφή του Σοφία, τον αγαπούσαν άαν παιδί τους. Στο σχο­ λείο ήταν συμμαθητές με τον Παλαμά. Είναι αυ­ τός που έσωσε το Μέτσοβο και το Μπιξάνι στον πόλεμο του 1912. Λίγο πριν κηρυχτεί ο πόλεμος, ο πατέρας μου είχε παραιτηθεί από το στράτευ­ μα με το βαθμό του συνταγματάρχη. Είχε φύγει από την Κέρκυρα που υπηρετούσε και βρισκό­ ταν στην Αθήνα όπου περίμενε να γεννηθώ. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος ήρθε σε επαφή με τον Ίωνα Δραγόύμη - κορυφαία ελληνική μορ­ φή - και ζήτησε να τον εντάξει στο στράτευμα. «Δεν επιτρέπεται», του είπε, «γιατί είσαι από-

στρατος. Πήγαινε εθελοντής». Τότε ήρθε σε επα­ φή με το Λ. Μαβίλη και τον κάντε Ρώμα (πατέρα του Διον. Ρώμα) και πήγαν εθελοντές επικεφα­ λής ενόπλων ομάδων στο Μέτσοβο. Μόλις το πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι έστειλαν στρατό. Ο Μαβίλης σκοτώθηκε στο Δρίσκο κι ο πατέρας μου πληγώθηκε βαριά στο Γρεβενίτσι, μια προ­ σπέλαση προς το Μέτσοβο. Εκεί ξεψύχησε. Αν πάτε ποτέ στα Γιάννενα, θα βρείτε στο Μουσείο του Μπιζανίου τέσσερις μορφές να τιμούνται: ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος ο Α', ο Ελ. Βενιζέλος, ο Λ. Μαβίλης και ο Γεώργιος Μαρούλης - ο πατέρας μου. Υπάρχει επίσης το σπαθί του και το φύλλο της εφημερίδας που αναφέρει ότι αν και πληγωμένος βαριά, πολεμούσε ακόμα ώς το τέλος. Σ’ ένα δρόμο μάλιστα στα Γιάννενα έχουν αποδώσει, τιμής ένεκεν, το όνομά του. Εγώ δυ­ στυχώς δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω καλά γιατί όταν έφυγε ήμουν πολύ μικρή. Η μητέρα μου λε­ γόταν Κωνσταντίνα Κεφάλου και ήταν ωραία γυναίκα. Αλλά δε συμφωνούσαμε. Με σταμάτη­ σε από το σχολαρχείο και μ’ έγραψε στο Ωδείο να μάθω πιάνο για να μ’ ετοιμάσει νύφη. Αυτές ήταν οι απαιτήσεις των καιρών. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο λίγο ευνοούσε τα σχέδιά μου. Έτσι οι σπουδές μου έμειναν στη μέση. Το 1927 πα­ ντρεύτηκα τον Ιωάννη Κακούρη, τον ήρωα γιατρό της Μικρασιατικής Καταστροφής που μαζί με τον Μαχά έπιασαν τα στενά του Καράκιοϊ κι έσωσαν μια ολόκληρη μεραρχία. Παντρε­ μένη ξεκίνησα τις σπουδές μου στη φιλολογία, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών,με καθηγητή τον μέ­ τριο Χατζή. Ευτυχώς όμως που είχα έναν τόσο ανοιχτόμυαλο σύντροφο και συνέχισα. Σ’ αυτόν οφείλονται οι σπουδές και τα βιβλία μου. Χωρίς αυτόν δε θα είχα κάνει τίποτα. Π οιους θεωρείτε δ ασκάλους σας;

ΟΧΙ, βέβαια, τους καθηγητές του Πανεπιστη­ μίου Αθηνών. Θεωρώ δασκάλους μου κυρίως τον Δημήτρη Καπετανάκη που με μύησε στη φι­ λοσοφία, ύστερα τον Ε.Π. Παπανούτσο που μου διεύρυνε τους ορίζοντές μου στη τέχνη. Στο πλούσιο αρχείο του οφείλω μεγάλο μέρος της βι­ βλιογραφίας των ερευνών μου. Και οι δυο μου παρέδιδαν μαθήματα κατ’ οίκον. Επίσης από τους Έλληνες πάντα, ο ανεψιός μου Κ. Δεσποτόπουλος, ο φιλόσοφος που αγωνίστηκε για την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, μου έκανε συχνά μαθήματα φιλοσοφίας. Από τους ξένους, θεωρώ δασκάλους μου τον Martin Nilsson με τον οποίο μια περίοδο είχα συνεχή αλληλογραφία, τον Karl Kerenyi που είχε κάνει θαυμάσιες μελέτες για την αρχαία ελληνική θρη­ σκεία. (Τον είχα γνωρίσει από κοντά. Είχαν έρ­ θει στην Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του. Ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος και σεμνός επιστή­ μων). Τη Mary Douglas, την αγαπημένη μου δα­


σ υ ν έν τευ ξη /6 5 σκάλα που θεωρείται σήμερα η πρώτη γυναίκα ανθρωπολόγος της Αγγλίας. Σ’ αυτήν οφείλω τις γνώσεις μου για τη μαγεία. Το μάθημά της στο Gower London University ήταν Magic and Thea­ ter. Επίσης, η Mariam Smith που δεν τα πηγαί­ ναμε καλά. Αυτή όμως μου δίδαξε ψυχολογία και ανθρωπολογία. Ε γώ ξέρω πω ς ο Δ η μ . Κ α πετα νά κη ς υπήρ ξε α υ τό ς πο υ σας επηρ έα σ ε π ιο πο λύ α π ' όλους.

ΒΕΒΑΙΑ. Ήταν ο μεγάλος νεοέλληνας φιλόσο­ φος. Κρίμα που πέθανε νέος. Στη Γερμανία, όπου σπούδασε, προσχώρησε στη George Stiftung, (την ομάδα του ποιητή Στέφαν Γκέοργκε) κι ίσως αυτό να συνετέλεσε κάπως στο άσχημο τέλος του. Αργότερα πήγε με υποτροφία στο Λονδίνο όπου αυτοκτόνησε για παράλογες αι­ τίες. Τι ωραία τα κείμενά του. Να τα βρείτε και να τα διαβάσετε. Ό ταν βρέθηκα στην Αγγλία πήγα και προσκύνησα τον τάφο του. Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Ήρθα σ’ επαφή με ευκατάστα­ τους Έλληνες και τους ζήτησα να τον αποκατα-

(1946), ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πανε­ πιστήμιο Αθηνών. Ήρθε λοιπόν ο Γιάννης Αποστολάκης, αυτός ο αυστηρός και δύστροπος με­ λετητής, και μου είπε ότι έχω την ίδια «ανθρωπολογική βάση και αφοσιωτική έρευνα με τον Πολίτη». Έμεινα άναυδη. Ήταν ο καλύτερος έπαινος για τη δουλειά μου. Αλλά ο Πολίτης, πρέπει να σας πω ότι, είναι μια ιδιότυπη φυσιο­ γνωμία λαογράφου. Είναι ο πρώτος που εισηγήθηκε τον όρο λαογραφία εγκαινιάζοντας την πα­ νεπιστημιακή του έδρα το 1909 και ορισμένοι ευρωπαίοι συνάδελφοί του το αποδέχτηκαν. Το έρ­ γο του είναι ένας κόλαφος στη θεωρία του Φαλμεράγερ που πολλοί αγαπούν να ανακινούν ως σήμερα. Ύστερα ίδρυσε την Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία (1908) και το Λαογραφικό Αρχείο (1918) που προσαρτήθηκε κατόπιν στην Ακαδη­ μία Αθηνών και γενικά προσέφερε έργο μεγάλο. Όμως η προσωπική του φροντίδα για τη συλλο­ γή λαογραφικού υλικού δεν ήταν άμεση. Αντλή­ θηκε από πληροφοριοδότες ανειδίκευτους γενι­ κά στην επιστημονική έρευνα, με συνέπεια μεγά­ λο μέρος των δελτίων στα αρχεία να περιέχουν

Δεν μπορεί να υπάρξει λαογραφία ή θεατρολογία χωρίς γνώσεις ανθρωπολογίας

Μιμική κίνηση Γερμανίδας ηθοποιού στο ρόλο της λαίδης Μάκμπεθ (ψωτ. «Γενετική θεάτρου>

στήσουν. Να του στήσουν ένα μνημείο. Αλλά τί­ ποτα. Βαρβαρότης. Οι Έλληνες, παιδί μου,' δεν ξέρουμε να εκτιμάμε ούτε καν τους νεκρούς μας.

στοιχεία επισφαλή και ελλιπή - εκτός βέβαια ελάχιστων εξαιρέσεων. Οι πηγές του, λοιπόν, χρειάζονται, συχνά έλεγχο.

Α π ό α υ το ύ ς π ο υ στά θη κα ν στα θμ ό ς στη ν έρευνά σα ς και βλέπω ότι δεν αναφ έρ ετε είναι και το έρ γο του Ν ικόλαου Π ολίτη.

Ε ίπ α τε ότι ο Π ο λίτη ς πρώ τος υ ιοθέτησε τον όρο Λ α ο γ ρ α φ ία α πό εθνο γρα φ ία -εθνο λο γία . Υ π ά ρχει κα ι σή μερα διαφ ω νία για τη ση μα σ ία α υτώ ν των όρων. Ε σείς πώ ς το υς ερμηνεύετε;

ΝΑΙ, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Μέγας ο Πολί­ της. Είναι ο πατέρας της ελληνικής λαογραφίας. Τον μελέτησα πολύ. Ό ταν έβγαλα το πρώτο μου βιβλίο, τις «Προαισθητικές Μορφές Θεάτρου»

ΜΕΓΑΛΗ αντιξοότητα της σύγχρονης ορολο­ γίας αυτή η διαφωνία. Οι παλαιότεροι θεωρητι­ κοί έχουν ταυτίσει τις δυο αυτές επιστήμες, αλλά


6 6/σ υ νεν τευξη σήμερα επικρατεί η άποψη ότι για να υπάρχει σαφής διαχωρισμός θα πρέπει να ονομάζουμε «Εθνογραφία» το folklore των πρωτογονικών φυλετικών κοινωνιών και «Λαογραφία» το αντί­ στοιχο των πολιτισμένων. Αλλά και η λέξη fol­ klore έχει γίνει θέμα διχασμού και αμφιβόλου κύρους ερμηνειών που οξύνουν τη σύγχυση. Κα­ νείς δεν ξέρει πού θα οδηγήσουν. Α λ λ ά τόσο η ελλη νικ ή λ α ο γρ α φ ία όσο και η προσ ω πική σας εργα σ ία ο φ είλο υν πο λλά , ν ο μί­ ζω, και σ τη ν Α γ γ ε λ ικ ή Χ α τζ η μ ιχά λ η .

ΟΧΙ άμεσα. Στο ίδιο επίπεδο πρέπει να αναφέ­ ρουμε και το ζεύγος Merlier, εξαιρετικοί φίλοι και οι δύο. Αν δεν υπήρχε η ευγενική τους πρω­ τοβουλία, θα είχε όλότελα χαθεί ο μεγάλος λαογραφικός θησαυρός των Χαμένων Πατρίδων. Αλλά δεν πήρα πολλά στοιχεία απ' αυτούς, ούτε από τη φίλη μου την Αγγελική Χατζημιχάλη. Η Χατζημιχάλη στάθηκε πρωτοπόρος στην έρευνα της λαϊκής μας τέχνης. Έκανε κοπιώδεις εργα­ σίες. Διαβάστε λ.χ. τη δουλειά της για τη χρυσοκεντητική («Ραπτάδες, χρυσοράπτες και καποτάδες» του 1960 και «Τα χρυσοκλαβαρικά συρματέινα-συρμακέλικα κεντήματα» του 1956). Μημειώδες το έργο της «Σαρακατσαναίοι» (1957) που όμως μένει ανολοκλήρωτο. Υπολεί­ πονται δυο ανέκδοτοι τόμοι που είναι και οι ση­ μαντικότεροι. Ο ένας αναφέρεται στη λαϊκή λα­ τρεία αυτών των νομάδων Ελλήνων που διατη­ ρούν τον πανάρχαιο γεωμετρισμό των Δωριέων και ο άλλος της λαϊκής λατρείας τους που ο αρ­ χαϊσμός ορισμένων εθίμων εκπλήσσει και προ­ βάλλει τεράστια ζητήματα εθνικής σημασίας. Μακάρι κάποτε να φιλοτιμηθεί κάποιος φορέας και να τους εκδώσει. Τελειώ νοντας τη ν ελλη νικ ή φ ιλ ο λ ο γία υπο β ά ­ λ α τε ως δια τριβ ή μ ια πρω τό τυ πη , λ α ο γρ α φ ικ ή με λέ τη , τα «Δ ιονυσιακά», π ο υ α ρ γό τερα κ υ ­ κλοφ όρ ησ ε σε βιβλίο. Π οιο είνα ι το θέμα της;

ΤΑ «Διονυσιακά» είναι τα γνωστά μας Αναστεράρια που τελούνται κάθε χρόνο στις 21 Μαίου προς τιμήν των Αγίου Κωνσταντίνου και Ελέ­ νης. Πίστευα, δηλαδή, ότι όλα αυτά τα δρώμε­ να, αυτές οι πυροβασίες, που σήμερα έχουν καταργηθεί ή απαγορευτεί από αγράμματους ιερείς και βάρβαρους χωροφύλακες, κατάγονται από τις αρχαίες Διονυσιακές τελετουργίες. Ε ίπ α τε τη λέξη «δρώμενο». Τι σΐ]μαίνει α υ τό ς ο όρος, τι είναι το δρώμενο;

ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΕΣ ιεροπραξίες ή αλ­ λιώς, ο σπόρος, η αρχέφυτρα, το πρωτοβλάσταρο του θεάτρου. Κι όπως λέει ο Γκαίτε: «ο σπό­ ρος θαμμένος μέσα στη γη ανήκει σ’ όλη τη ζωή του φυτού». Είναι ακριβώς όπως το λέω «γεννή­

ματα προλογισμών της μαγικής νοοτροπίας που τελούνται με την εξωλογική πίστη ότι θα ασφα­ λίσουν την καλοχρονιά στην κοινότητα. Υπάρ­ χουν λαϊκά, αγροτικά δρώμενα στη Θράκη, για παράδειγμα, που είναι τα πλέον άρτια, τα πλέον συγκροτημένα. (Ή τουλάχιστον υπήρχαν, διότι τώρα δεν έχω πληροφορίες κι απ’ ό,τι μαθαίνω όσο περνά ο καιρός τα καταργούν). Υπάρχουν κατά κατηγορίες, όπως είναι τα γονιμικά δρώμε­ να που αναφέρονται στη γονιμότητα της γης, των ζώων και των ανθρώπων, (όπως π.χ αυτό που χρησιμοποιούν το υνί τοποθετώντας στο κα­ τώφλι του σπιτιού για να πατήσει η νύφη μετά το γάμο), τα αποτρεπτικά για ν’ αποδιώχνουν αρ­ ρώστιες, επιζωοτίες και δαιμονικά ή κακοτυχίες και τέλος τα έθιμα της «Διάβασης» που αναφέρονται σ’ όλο τον κύκλο της ζωής του ανθρώπου. Είναι επίσης τα γητέματα, όπως ονομάζονται τα ιδιωτικά, ατομικά ξόρκια που σπάνια δραματοποιούνται. Είναι ζήτημα εξετάζοντας σήμερα όλα αυτά τα τελετουργικά αν μπορούμε να σχη­ ματίσουμε αναλογικές αφετηρίες εθνολογικής έρευνας. Όμως η φανατική εμμονή του σκλαβω­ μένου λαού μας στις φυλετικές του παραδόσεις για να περισωθεί έτσι ο εθνισμός του είναι, νομί­ ζω, ένα στοιχείο θετικό. Μην ξεχνάμε ότι οι οι­ κισμοί ήταν τότε απομονωμένοι, συντελούν και άλλοι παράγοντες οικολογικοί, οικονομικοί, γε­ νεαλογικοί που έχουν εθνολογική σημασία. Δρώμενα όμως ονομάζουμε και τα ιερά θεά­ ματα που οργανώνουν μάγοι-ιερουργοί πρωτο­ γόνων φυλών σε κάποια εποχή του χρόνου. Προσλαμβάνουν μιμοδραματική μορφή εξαιτίας της απουσίας άλλων εκφραστικών μέσων. Από κει - αν υπάρξουν κατάλληλες συνθήκες - δη­ μιουργεί ται κατόπιν το έντεχνο θέατρο. Π άνω σ ’ α υ τή τη βά ση γ ρ ά φ τη κ α ν τα « Δ ιο νυ ­ σιακά»;

ΝΑΙ. Ερεύνησα όμως πολύ και σήμερα έχω αρχί­ σει να αμφιβάλω για την ακρίβεια του τίτλου. Εξέτασα, μελέτησα τις διάφορες πληροφορίες που έχουμε, κι έχω πια λόγους να πιστεύω ότι ίσως και να μην είναι μόνο διονυσιακού χαρα­ κτήρα τα δρώμενα εκείνα. Ίσως να είναι και ορ­ φικά. Διότι θυμάμαι σε αρχαίες αναπαραστάσεις αγγείων κ.λπ. πως εμφανίζεται το ξέσκισμα του Διόνυσου από τις Μαινάδες - τι βιαιότης, τι ωμότης. Οι πυροβάτες ναι μεν βρίσκονται σε έκ­ σταση, τη λεγάμενη ένθεη οιστροπληξία, αλλά η έκσταση είναι ήρεμη, όχι έξαλλη όπως εκείνη των μαινάδων. Και μόνον όταν οι αναστενάρη­ δες είναι εκστασιασμένοι, μπορούν να πατήσουν τα κάρβουνα. Για παράδειγμα, μια φορά είδα πως έτυχε να πέσει στο στρίφωμα του παντελο­ νιού ενός αναστενάρη ένα πυρωμένο κάρβουνο. Ό πω ς ίσως θα έχετε δει, γυρίζουν το στρίφωμα


σ υ ν ε ν τε υ ξη /6 7

προς τα έξω σηκώνοντας το παντελόνι και αφή­ νοντας το πέλμα γυμνό. Λοιπόν, ενώ πατούσε στα κάρβουνα δεν καιγόταν. Ό ταν βγήκε, έτρεξε γρήγορα ένας άλλος της ομάδας και πέταξε το κάρβουνο. «Γιατί το έβγαλες;» τον ρώτησα. «Γιατί δεν έχει τώρα τον άγιο μέσα του και θα καεί» μου είπε. Αυτό δεν έχει να κάνει απλά με τον οίστρο. Είναι κάτι διαφορετικό που επιστη­ μονικά δεν έχει εξηγηθεί από πού πηγάζει. Λ ε ν ξέρω α ν έχει ε ξη γ η θ ε ί ή ό χι , νομίζω όμω ς ό τι ο Η. Jeanm aire σ τη ν ομώ νυμη μ ε λέ τη το ν γ ια τον « Δ ιόνυσο» δ ίνει πο λ λές ε ρ μ η νείες γύρ ω α π ό τη μ α ν ία , τη δα ιμ ο νο π λ η ξ ία και τη β α κ­ χ ε ία π ο υ μ π ο ρ ο ύ μ ε να δ εχτο ύμ ε κα ι για το υς α νασ τενάρη δες.

ΜΗΝ το συνδέετε αυθαίρετα. Χρειάζεται βαθιά γνώση ψυχολογίας, εθνολογίας, κοινωνιολογίας για να ερμηνευθεί το συγκεκριμένο φαινόμενο του οργιασμού. Δεν είναι απλό. Ό πω ς ακριβώς είναι διαφορετικού χαρακτήρα η μανία του «Ηρακλή μαινόμενου» στον Ευριπίδη από τη μα­ νία της Ιούς στον «Προμηθέα Δεσμώτη», το ίδιο διαφορετικές είναι οι αφετηρίες του αρχαίου και του σύγχρονου θρησκευτικού μένους. Πρέπει να προχωρήσουμε πιο βαθιά για να εντοπίσουμε τις διαφορές και να καταλάβουμε το γεγονός. Αλλά δε βλέπω ώς τώρα κάποια ελέλιξη στο θέμα. Η μελέτη μου βασίζεται στα τελετουργικά στοιχεία που παρακολούθησα εξ ιδίων το 1952 και φωτο­

γράφισα όλες τις φάσεις τους στο Κωστί, ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης, στην Αγία Ελένη Σερρών και στο Μελίκι της Βέρροιας. Οι πε­ ρισσότεροι απ’ τους κατοίκους εκεί είναι Μικρασιάτες πρόσφυγες που κατέβηκαν από τη Θράκη και σκόρπισαν στη Μακεδονία. Η δε ιεροπραξία σε γενικές γραμμές έχει ως εξής: Ξεκινά με κοινή συνάθροιση και αγρυπνία των μυστών στο Κο­ νάκι που θα γίνει η τελετή. Μαζί τους παίρνει μέρος και το «μπικάδι», το ζώο δηλαδή που θα θυσιάσουν με χρυσωμένα κέρατα. Πάνω στα κέ­ ρατά του καρφώνουν κεριά που τα λένε «ψυχοκέρια». Βάζουν το ζώο να στέκεται μπροστά στο εικονοστάσι κι όλη τη νύχτα ακούγεται ο κρότος ενός τυμπάνου. Οι μύστες πέφτουν σ’ έκσταση και καλούν τον άγιο. Μετά μαζεύονται, κουβα­ λούν από τα δάση ξύλα, βάζουν φωτιά κι αρχί­ ζει η πυροβασία. Στο βιβλίο αναλύω πώς γίνο­ νται όλα αυτά. Μ έσ α σε κ λειστό χώ ρο δε γ ίνο ν τα ι π ο τέ α νασ τε­ νάρια;

ΟΧΙ. Τουλάχιστον δεν έχω δει. Στο βιβλίο ανα­ φέρω επίσης εκτενώς το δρώμενο του «Καλόγε­ ρου» που γίνεται την Τυρινή Δευτέρα. Παρα­ σταίνουν εικονική αροτρίαση, σπορά, θανάτωση και ανάστασή του. Έλληνες και ξένοι το χαρα­ κτήρισαν επιβίωμα διονυσιακής λατρείας. Για τον «Καλόγερο» έχουμε μαρτυρίες από τον Γ. Βιζυηνό (1888) που μικρός ό ίδιος ήταν τελεστής


68/σ υ νεντευξη του εθίμου. Αργότερα η επιτόπια έρευνα του R. Dawkins οδήγησε τον J. G. Fraser να συμπεριλάβει ολόκληρες περιγραφές στο βιβλίο του «The Golden Bough». Από κει ξεκίνησε ο W. Ridge­ way που πρώτος το 1910 έβαλε τις βάσεις της προϊστορίας του αρχαιοελληνικού θεάτρου, μέ­ σω εθνολογίας, και τον ακολούθησαν οι G. Mur­ ray, Μ. Cornford κ.λΛ. Έχω περιγράφει και ένα άλλο έθιμο, τον «Μπέη» ή «Κιοπέκ-Μπέη», που έχει τέτοιες καταβολές σε μεταγενέστερες εργα­ σίες. Ανεβάζουν τον Μπέη σε βοϊδάμαξα στολι­ σμένη κι έχουν μαζί την πίτα, την «κουνουμιά», της Μπέηνας και κατόπιν αρχίζουν τους αγερμούς. Τι είναι οι αγερμ οί;

ΟΙ επισκέψεις από το ένα σπίτι στο άλλο. Ο θία­ σος περνάει από τα σπίτια του χωριού, του δί­ νουν δώρα κι ένας από την ομάδα σκορπά στις αυλές σπόρους δημητριακών μαζί με ευχές. Υπάρχει το «ποστιμάρισμα», η σάτιρα δηλαδή και τα χωρατά με τους πολίτες, που έχει ένα διο­ νυσιακό χαρακτήρα. Τ’ απόγεμα τον πηγαίνουν σ’ ένα ποτάμι - εγώ το είδα σ’ έναν παραπόταμό του Έβρου - κατεβάζουν τον Μπέη και τον ρί­ χνουν στα νερά του ποταμού. Μετά τον σηκώ­ νουν στα χέρια να μην πατήσει χώμα και τον ανεβάζουν στην βοϊδάμαξα. Πηγαίνουν στην πλατεία του χωριού κι εκεί ο Μπέης τελεί εικονι­ κή αροτρίαση. Στη μελέτη εξηγώ λεπτομερώς τους συμβολισμούς. Έχουμε πολλά δρώμενα που δυστυχώς με την πάροδο του καιρού χάνονται, γιατί το κράτος εμποδίζει τη συνέχεια, τη διάδο­ ση ή τη συντήρησή τους. Ν ομ ίζω πω ς έχετε α σχο λη θεί κα ι μ ε το ν το τεμ ι­ σμό. Τα δρώ μενα α υ τά έχο υν κά πο ια σχέση μ ’ α υ τό ν τον όρο;

ΚΑΜΙΑ. Ο Me Lennan είναι ο πρώτος που εφεύρε τον όρο (1870), από τη λέξη οτοτεμάν μιας διαλέκτου των ινδιάνων της Β. Αμερικής. Αλλά είναι γέννημα παρεξηγήσεως διότι βασί­ στηκε κυρίως σε μαρτυρίες Άγγλων ερευνητών της βικτωριανής περιόδου οι οποίοι έβγαζαν συ­ μπεράσματα από καθέδρας. Πρώτος ο Bronislaw Malinowski, το 1915, καθιέρωσε την ανάγκη της αυτοψίας. Και σ’ αυτό τον μιμήθηκα κι εγώ. Για τα βιβλία μου έχω οργώσει σχεδόν όλη την Ελ­ λάδα. Μόνον η Κρήτη και τα Επτάνησα μου λεί­ πουν από επιτόπιες έρευνες κι αυτό γιατί γέρασα και πια δεν αντέχει ο οργανισμός σε ταξίδια. Όσον αφορά τον τοτεμισμό που με ρωτάτε, πρό­ κειται για εμβλήματα γένους που γίνονται αντι­ κείμενο λατρείας (συνήθως ζώο, φυτό ή φυσικό φαινόμενο) που πρωταγωνιστεί στις ιερουργίες τους. Μερικές φορές το τομέμ θυσιάζεται τελε­ τουργικά και γεύονται τη σάρκα του. Το τυπικό

αυτό επιτρέπει στους μάγους ιερουργούς να τε­ λούν τα γονιμικά δρώμενα της επόμενης χρονιάς. Σήμερα δε γνωρίζω, δεν έχω ακούσει να γίνεται λόγος πια για τοτεμισμό. Ο Λ εκα τσ ά ς έχει γρά ψ ει ένα βιβλίο για το ν τομ εμισ μό και τον Δ ιό νυσ ο , σα ς επηρ έα σ ε καθό­ λου;

ΟΧΙ καθόλου. Εκτιμώ τον Λεκατσά. Είμασταν φίλοι με τον ίδιο και τη γυναίκα του, την Εύα Βλάμη. Νομίζω όμως ότι δεν πρόλαβε να προχω­ ρήσει το έργο του όσο έπρεπε. Αν δεν είχε εμπλακεί στον τοτεμισμό κι αυτά, θα ήταν ένας διεθνούς φήμης επιστήμων γιατί ήταν ωραία διάνοια. Αλλά, θυμάμαι, δε συμφωνούσα με πολλές του θέσεις τις οποίες εκείνος επέμενε να υποστηρίζει. Έ χω ακούσει ότι είχα τε περιπ έτειες μέχρι να ε γκ ρ ιθ ε ί η δια τριβ ή σας;

ΚΩΜΙΚΗ υπόθεση. Υπέβαλα τη διατριβή στον Γ.Α. Μέγα ο οποίος και την απέρριψε. Αγνοώ γιατί. Την ξανάγραψα, αυτή τη φορά στη δημο­ τική, και την υπέβαλα στο Πανεπιστήμιο Θεσσα­ λονίκης. Εκεί ο Μιχ. Σακελλαρίου, ο πολύ καλός ιστορικός και αργότερα θερμός φίλος, μαζί μ’ έναν αρχαιολόγο που δεν συγκρατώ τ’ όνομά του, είπαν πως το θέμα είναι απόλυτα εξαντλη­ μένο από τον Κωνσταντίνο Ρωμαίο, αυτόν τον μεγάλο αρχαιολόγο κι ερευνητή που πρώτος επεσήμανε την ανάγκη αρχαιολογικών ανασκαφών στη Βεργίνα. Αλλά αυτό είναι λάθος. Γιατί ο καημένος ο Ρωμαίος ήταν ηλικιωμένος και αδύ­ ναμος και δεν μπορούσε να μπαίνει στα χιόνια, όπως εγώ τότε, για να παρακολουθήσει από κο­ ντά τις τελετές. Σκεφθείτε, είχα νοικιάσει αυτο­ κίνητο στην Αλεξανδρούπολη για να μπορώ να πηγαίνω από τις πέντε το πρωί και να παρακο­ λουθώ από κοντά τις ευλογίες των ιερέων κατά την έναρξη του δρώμενου - τότε η εκκλησία είχε κρατήσει μια σωστή στάση απέναντι στις λαϊκές λατρείες - και ξαναγύριζα στο ξενοδοχείο το βράδυ. Πολλές φορές αναγκάστηκα να περάσω το μεσημέρι σε άθλια, ανθυγιεινά καταλύματα σε βάρος της υγείας μου κι αυτό για να παρακολου­ θήσω τις παραμικρές λεπτομέρειες. Ο ίδιος ο γερο-Ρωμαίος μου έστειλε πολύ αργότερα ένα γράμμα όπου αναφέρει ακριβώς «... Μια βέβαιη επιτυχία του βιβλίου είναι ότι με την αυτοψία και την κριτική οξυδέρκεια κι επεξεργασία των λεπτομερειών επροσθέσατε πολλά στο και παλαιότερα πλούσιο περιεχόμενο των «Καλογέ­ ρων» της Θράκης. Εδείξατε ακόμη και την εξάρ­ τησή τους από την αρχή των αυστηρά καθορι­ σμένων γύρω στις Αποκριές. Το βιβλίο σας χω­ ρίς κοπλιμέντα το εκτιμώ πολύ. Εργαστήκατε πολύ και αποδοτικά». Η διατριβή μου όμως δεν


σ υ ν έ ν τε υ ξη /6 9 εγκρινόταν από κανένα Πανεπιστήμιο. Τότε θύ­ μωσε ο Μαρινάτος για όλη αυτή την κατάσταση, την πήρε και μου δώσαν παμψηφεί το άριστα από το Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η έκδοσή του εί­ χε μεγάλη επιτυχία. Η Unesco είχε ιδρύσει τότε ένα παράρτημά της με διευθυντή τον αείμνηστο John Perestiani. Από τα χέρια του πήρα το βρα­ βείο Unesco. Το βιβλίο είχε επιτυχία ;

ΜΕΓΑΛΗ. Ο Martin Nilsson μου ’γράψε “I am deeply moved” (είμαι βαθιά συγκινημένος). Ο Elemire Zola και πολλοί άλλοι έγραψαν άρθρα στον ξένο τύπο...Πήρα το γράμμα του Nilsson, του Goefry και του Kerenyi που μου γράφει ότι ο αυστηρός επιστημονικός λόγος του βιβλίου κυ­ κλώνεται από λυρισμό, μαζί μ’ ένα γράμμα του Σικελιανού και τα κατέθεσα στο θεατρικό Μού­

σείο. Τα έχουν χάσει. Κι όταν τους ζήτησα εξη­ γήσεις μου φέρθηκαν σκαιότατα. Αμφιβάλλω αν σήμερα υπάρχει τίποτα απ’ όλα αυτά εκεί μέσα. Η ασυνειδησία μας, παιδί μου, είναι απερίγρα­ πτη.

σα να μείνω άλλο εδώ. Πήγα στο London School of Economics and Social Sciences με σκοπό να κάνω ανθρωπολογία. Γ ια τί θέλατε τόσο πο λ ύ να μά θετε α νθρω πολο­ γία ;

ΓΙΑΤΙ για μάς τους Έλληνες ήταν παρθένος, ανεξερεύνητη περιοχή και γιατί η ανθρωπολογία είναι η μάνα επιστήμη του ανθρώπου και των έργων του. Κατάλαβα πως δεν μπορεί να υπάρ­ ξει λογοτεχνία ή θεατρολογία χωρίς γνώσεις αν­ θρωπολογίας. Τα δρώμενα ανήκουν στη λαογραφική επιστήμη. Αν υστερούμε από καλούς Έ λ­ ληνες λαογράφους σήμερα, είναι γιατί δεν έχουν σπουδάσει σοβαρά την ανθρωπολογία. Η αν­ θρωπολογία, όπως λέει ο Buffon, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Μελετά τον άνθοωπο από πλευράς σωματικής, ψυχολογικής, κοινωνικής, ηθικής, φιλοσοφικής και θρησκευτι­

κής. Η εθνογραφία και η εθνολογία είναι απα­ ραίτητες για να μάθουμε το λαό μας. Και αυτοί οι δυο κλάδοι ανήκουν ανάμεσα σ’ αυτούς που προσπορίζουν υλικό στην ανθρωπολογία. θ εω ρ είτε α π α ρ α ίτη τη α υ τή τη γνώ ση;

Μ ου φ α ίνεται μ ά λ ισ τα πω ς κι εσείς το είχα τε ανακ αλύψ ει εγκαίρω ς α φ ο ύ μ ε τά τη ν έκδοση του βιβλίου σας α ν αγκα σ τή κ α τε να π ά τε στο Λ ο ν δίν ο για να συνεχίσετε τις σπ ο υδές σας.

ΝΑΙ, βέβαια, το κατάλαβα αμέσως. Είχε πεθάνει στο μεταξύ ο σύντροφός μου και δεν μπορού­

ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ. Είναι μεγάλο εφόδιο. Μαθαί­ νουμε τον τόπο μας, τον εαυτό μας. Όσον αφο­ ρά την ελληνική λαογραφία, εκτός από τον κο­ ρυφαίο Ν. Πολίτη, είχαμε μερικές δυσάρεστες περιπτώσεις όπως τον Γ.Α. Μέγα, ο οποίος όπως το έχω τονίσει - έδωσε κακές κατευθύνσεις


70/συνεντε υξη κι έγινε κακό παράδειγμα μίμησης. Σπούδασε στη Γερμανία και τον ακολούθησαν πολλοί, αλ­ λά οι Γεμανοί δεν διακρίνονται ούτε για τη λαο­ γραφία ούτε για την ανθρωπολογία τους. Δε διαθέτουν αποικίες με αποτέλεσμα να υστερούν σ’ αυτού του είδους την έρευνα. Αντίθετα στη Γερμανία σπουδάζει κανείς πολύ καλά τρία πράγματα: κλασική φιλολογία, μουσική και φι­ λοσοφία. Μόνο στην Αγγλία διδάσκεται σωστά η ανθρωπολογία διότι οι Άγγλοι είχαν και έχουν αποικίες και ήθελαν απ’ αρχής να μελετή­ σουν καλά τους πρωτόγονους λαούς ώστε να μπορούν να τους διοικούν. Ο Evans-Prichard λέει ότι οι Α μ ερ ικ α νο ί είναι εκείνοι πο υ α νέπτυξα ν τη ν ανθρω πολογία και μ ά λιστα σε μ εγα λ ύ τερ ο βαθμό α πό το υς Β ρεταννούς.

ΙΣΩΣ, αλλά οι Βρεταννοί την εθεμελίωσαν. Για­ τί τότε οι θεωρίες δεν είχαν αποκτήσει τη σημε­ ρινή τους υπόσταση. Ο Malinowski έδωσε πρώ­ τος το έναυσμα γι αυτή την επιστήμη. Αυτός εφεύρε τον όρο εκπολιτισμός ως όρο πρυ χαρα­ κτηρίζει τις διαδικασίες που οδηγούν στη μετα­ μόρφωση των πρώτων Λολιτισμών από την επα­ φή ή την ανάμιξη δυο ή περισσότερων ομάδων. Τα βιβλία του είναι και σήμερα πολύ σημαντικά. Ήταν Πολωνός, τον αιχμαλώτισαν οι σύμμαχοι στον πόλεμο και τον περιόρισαν σ’ ένα νησί, το Trobriand, στη Μελανησία. Εκεί πηγαίνοντας από τον ένα καταυλισμό στον άλλο ανέλυσε τα δρώμενα και ανακάλυψε τις ριζικές διαφορές του που οφείλονται... ...σ τ η ν ιδιοσυγκ ρασ ία

ΟΧΙ μόνον. Η μορφή του δρώμενου προέρχεται από την ιδιοσυγκρασία, αλλά το ίδιο το δρώμενο αναδύεται από την ανάγκη του να υπερασπι­ στεί... ...ν α ε κφραστεί, θα έλεγα .

ΟΧΙ τόσο να εκφραστεί. Γιατί δεν έχει άλλο τρό­ πο εκφράσεως; Το δρώμενο το κάνει για μαγι­ κούς λόγους. Επειδή το όμοιο ελκύει το όμοιο. Έτσι δημιουργείται η μίμηση που στηρίζει την έμφυτη μυθοπλασία. Κι αυτές οι πολύχρονες έρευνές του κατέληξαν σε συμπεράσματα που έδωσαν μια νέα τροπή στην επιστήμη της ανθρω­ πολογίας. Ό ταν λοιπόν ο Malinowski έγινε καθηγητής στο London School of Economics and Social Sciences άλλαξε ριζικά η βάση της ανθρωπολογικής έρευνας στην Αγγλία και είναι τα δι­ κά του αποτελέσματα που πήραν οι Αμερικάνοι. Αυτοί πάλι με το να έχουν ένα τόσο πλούσιο υλι­ κό όπως οι Ινδιάνοι, αμερινδιάνοι κ.λπ. τους οποίους κακομεταχειρίζονται και σήμερα, όπως ξέρουμε, προσπαθούν να τους εξολοθρεύσουν,

δείχνουν ν’ αντιμετωπίζουν την ανθρωπολογία με λιγότερη υπευθυνότητα. Δεν έχουν δηλαδή το πνευματικό υπόβαθρο των Βρεταννών. Οι Εγ­ γλέζοι, λοιπόν, είναι αυτοί που βάλανε την ου­ σιαστική βάση της ανθρωπολογίας στον ευρω­ παϊκό χώρο. Π οιους θεωρείτε στα θμ ο ύς τη ς α νθρω πολογία ς α πό π λ ευ ρά ς ερευνητώ ν;

Οι Malinowski, Fraser, Boas και ο Claude LeviStrauss που σε πολλά τον θεωρώ σημαντικό. Από πλευράς έρευνας είναι μεγάλος σταθμός 1) οι ανακαλύψεις της ανθρωπολογίας 2) οι στατιστι­ κές για τον έλεγχο των ανθρωπομετρικών σφαλ­ μάτων 3) οι έρευνες του Mendel για την κληρο­ νομικότητα και 4) ο ορισμός των φυλών, των πληθυσμών που μεταβάλλονται όταν αλλάζουν οι γενετικές συνθήκες και οι συνθήκες του περι­ βάλλοντος. Α π ό το υς ερευ ν ητές νομίζω ξεχά σα τε το υς Durkheim και Weber.

ΟΧΙ. Αυτοί είναι κοινωνιολόγοι κυρίως. Κι εγώ πήρα στοιχεία κοινωνιολογίας από τους αρχαί­ ους φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αριστοτέλη και από τους γερμανόφωνους Heggel, Descartes, Spinoza, Kant - ιδίως Kant. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να εμβαθύνω περισσότερο στην κοινωνιολογία.

μεγάλο εμπόδιο η διαφωνία στις έννοιες των όρων εθνογραφία-λαογραφία Ό πω ς λέει άλλωστε ο αρχιτέκτονας Σόλνες «Κα­ νείς δε στεφανώνει τον πύργο του». Έτσι κι εγώ αντιλαμβάνομαι ότι δεν έχω ολοκληρώσει την πορεία μου, έχω θέσει μόνο γερές βάσεις. Μ ετά τα «Δ ιονυσιακά» (1962) μεσο λα β εί ένα μ ε γά λ ο διά σ τη μ α εννιά χρόνω ν ώς τη ν «Π ροϊ­ στορία θ εά τρ ο υ » (1973).

ΞΕΚΙΝΗΣΑ να τη γράφω από τότε που ήμουν στον Λονδίνο. Πέτυχα να γίνω μέλος του Britislj Museum, του Royal Anthropological Institute και της Folklore Society κι αυτό σήμαινε ορισμένα πλεονεκτήματα. Είχα, χωρίς μεγάλη προσπά­ θεια, όλα τα απαραίτητα βοηθήματα στη διάθε­ σή μου. Αργότερα μπόρεσα να εργαστώ στο BBC κάνοντας διάφορες εκπομπές για την αν­ θρωπολογία. Εδώ για να εξασφαλίσω τα ελάχι­ στα από τις πληροφορίες που χρειαζόμουν θα έπρεπε να σπαταλήσω μια ολόκληρη περιουσία και χωρίς αποτέλεσμα.


σ υν εν τευ ξη /7 1 Μ α νομίζω πω ς οι ε ργα σ ίες πο υ κά να τε, οι επ ι­ στη μονικές, 6ε θα είχα ν π ρ α γ μ α το π ο ιη θ ε ί αν δεν υ πήρ χε εκ των προτέρω ν η οικο νο μική σας ανεξαρ τη σία.

ΒΕΒΑΙΩΣ· είχα την οικονομική ενίσχυση από την περιουσία του άντρα μου. Αλίμονο μου αν περίμενα να βοηθηθώ από τα εδώ υπουργεία, ιδρύματα κλπ. Στην αρχή λοιπόν έμενα στο Σλόανς Σκουαίαρ στο Γκαντόγκαν Γκάρντεν. Ήταν κοντά μου και η Αμαλία Φλέμινγκ κι είχα μια συντροφιά. Ήταν όμως μεγάλη ταλαιπωρία να περιμένω το τραμ μες στις βροχές, την υγρα­ σία και να διασχίζω αποστάσεις κι έτσι ζήτησα κι εγκαταστάθηκα απέναντι ακριβώς από το Βρεταννικό Μουσείο στο Helen Grehen House. Εκεί πήγαιναν μόνο κοριτσόπουλα. Παρακάλεσα και μου παραχώρησαν κατ’ εξαίρεσιν ένα δω­ μάτιο. Δεν είχα παρά να βγω από κει και να πάω απέναντι για να μελετήσω χωρίς να χάσω διόλου χρόνο. Και πράγματι πήγαινα στις 9 το πρωί κι εκτός από ένα διάλειμμα με ένα σά­ ντουιτς έφευγα στις 9 το βράδυ. Τέτοια ήταν η οργάνωσή τους ώστε σημειώνοντας σ’ ένα χαρτί τα βιβλία που ήθελα, όταν πήγαινα το πρωί τα ’βρισκα έτοιμα πάνω στο ατομικό γραφείο που έχουν για κάθε αναγνώστη. Δεν είναι όπως εδώ που αν πάτε στην Εθνική Βιβλιοθήκη θα πρέπει να κάνετε «αίτηση» για τρία βιβλία μόνο και να περιμένετε μια ολόκληρη βδομάδα για να τα πά­ ρετε στα χέρια σας. Θα έμενα στο Λονδίνο ορι­ στικά, αλλά όταν έπαθα το πρώτο έμφραγμα, αποφάσισα να επιστρέφω.

μελέτη που ξεκίνησα ήταν δύσκολη και εξαντλη­ τική γιατί ενώ θα έπρεπε να γίνει από ένα ινστι­ τούτο έγινε μόνο από ένα άτομο. Από μέρους μου έκανα το δυνατόν για να συγκεντρωθεί, τα­ ξινομηθεί το υλικό και τεκμηριωθεί φωτογραφι­ κά και βέβαια να γραφτεί σωστά. Μια σειρά κε­ φαλαίων βασίστηκε στην προσωπική μου αυτο­ ψία γιατί, όπως το είπαμε, δε γίνεται θεατρολο­ γία, ανθρωπολογία ή λαογραφία χωρίς την προ­ σωπική συμμετοχή του επιστήμονα. Ειδικά τα σύγχρονα μαγικοθρησκευτικά δρώ­ μενα εκτός της αυθυπαρξίας, της αυτεξούσιας σύστασής τους θέτουν και ζητήματα αναλογίας για προαισχύλειες μορφές θεάτρου. Η εργασία

Π ώ ς σα ς αν τιμ ετώ π ισα ν οι Β ρετα ννο ί συνά ­ δελφ ο ί σας; ■

ΜΕ πολύ ενδιαφέρον, με αγάπη, με προσκλή­ σεις, με συναντήσεις σε συνέδρια. Σ’ αυτά είναι εξαιρετικοί, μοναδικοί. Π οιο είνα ι το αντικ είμενο τη ς «Π ροϊστορία ς θ ε ά τρ ο υ »;

ΟΠΩΣ λέω και στον πρόλογο του βιβλίου η Προϊστορία Θεάτρου δεν έχει ηλικία. Περιλαμ­ βάνει τα τελετουργικά πρωτόγονων λαών όσο και τα οργανωμένα κοσμικά θεάματα των λαϊ­ κών τάξεων των προηγμένων κοινωνιών. Η προϊστορία χωρίζεται σε δυο τομείς: α) τη Γενι­ κή Προϊστορία που διερευνά την έκταση του θεάτρου σ’ όλα τα γεωγραφικά μήκη και πλάτη της υδρογείου και β) την Ειδική που εξετάζει την εξέλιξη του θεάτρου πολιτισμένων λαών και εντοπίζεται σε συγκεκριμένες περιοχές και συ­ γκεκριμένους τόπους. Ό λα αυτά τα θεάματα προβάλλουν ομοιότυπα, τόσο σε πρωτόγονους όσο και σε πολιτισμένους λαούς. Δυνατότητες εξέτασης προσφέρει σήμερα η εξέλιξη και οι ανακαλύψεις της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Η

μου είναι κυρίως συλλεκτική, συγκεντρωτική, παρά συγκριτική. Οι περιορισμένες μου δυνατό­ τητες με οδήγησαν φυσικά να παραλείψω μεγάλο υλικό. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου εξετάζω τα δραματοποιημένα θεάματα στα πλαίσια βιολογι­ κών, ψυχικών, κοινωνικών αναγκών που είναι οι πρωταρχικές ρίζες του θεάτρου. Στο δεύτερο, τις μαρτυρίες από αυτοψίες και σύγχρονες ανα­ λογίες από ιεροπραξίες διαφόρων πολιτισμών. Βασικές αιτίες γέννησης των θεαμάτων αυτών είναι: δρώμενα προς εξασφάλιση τροφής, προς αποτροπήν κακοδαιμονίας και η μύηση από το ένα στάδιο ζωής στο άλλο, ή από τη μια κοινωνι­ κή τάξη στην άλλη. Σ’ αυτή την κατηγορία ανή­ κουν και τα νεκρολατρικά που είναι εμποτισμέ­ να με τραγικό δραματικό στοιχείο. Στο τρίτο μέ­ ρος αναφέρομαι στα κοινά σημεία αυτών των προγονικών εκδηλώσεων με τις συγκεκριμένες έντεχνες μορφές θεάτρου. Π ρω το φ α νή ς εργα σ ία . Π οιοι σα ς βοή θη σα ν γ ια


72/σ υ νεντευξη όλο αυ τό το υλικό;

ΜΕ βοήθησε πολύ το Royal Anthropological In­ stitute της Αγγλίας, της Ιρλανδίας, το Reading Room του εικονογραφικού τμήματος του Βρεταννικού μουσείου, η London School of Eco­ nomics and Social Sciences, το Warburg Institute και η Folklore Society of London. Σ’ αυτούς κυ­ ρίως οφείλω τη μεγάλη βιβλιογραφία που παρα­ πέμπουν οι αναφορές. Α ντιμ ετω π ίσ α τε δ υσκ ο λίες να το εκδώ σετε;

ΠΟΛΛΕΣ. Γιατί είναι μεγάλο βιβλίο, έχει πολ­ λές φωτογραφίες, σχέδια, διαγράμματα κ.λπ. Ευτυχώς βρέθηκε κάποιος γνωστός μου στρατιω­ τικός και με βοήθησε. Του έδειξα τη δουλειά, γνώριζε ότι ήμουν κόρη και σύζυγος ανθρώπων που πρόσφεραν στο έθνος κι εξαιτίας του δικού του ενθουσιασμού εκδόθηκε. Αυτός μεσολάβησε στο Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο τελικά συμ­ φώνησε κι έδωσε στην Εκδοτική Αθηνών 2.800.000 δρχ. για να το εκδώσει για λογαριασμό του υπουργείου. Εγώ πήρα, ακούστε, για όλο τον κόπο που κατέβαλα να συγκεντρώσω και να γράψω αυτόν τον κολοσσό, 62.000 δρχ, την ίδια εποχή που το υπουργείο Πολιτισμού αντάμειβε τον Αλ. Λιδωρίκη με κρατικό βραβείο 500.000 δρχ. για το θεατρικό του έργο! Σαν να μην έφτα­ νε αυτό, μόλις εκδόθηκε, το υπουργείο το απέ. σύρε χωρίς κανείς να ξέρει το λόγο. Τώρα το ’χουν πεταμένο και μουχλιάζει στα υπόγεια του υπουργείου χωρίς ούτε να κυκλοφορεί ούτε να μπορώ να το επανεκδώσω. Δηλαδή, το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού, που υποτίθεται ότι έχει συσταθεί για τη διάδοση γραμμάτων, τεχνών, και επιστημών, κατακρατεί παράνομα μια πνευ­ ματική, επιστημονική εργασία που είναι διεθνώς μοναδική στον τομέα που πραγματεύεται, της προϊστορίας θεάτρου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά ούτε αντίτυπα δε δίνουν σε μένα ή σε ανθρώ­ πους που στέλνω προερχόμενους από μεγάλα πανεπιστήμια του εξωτερικού που ενδιαφέρονται να το αποκτήσουν. Αυτή είναι η σημασία που δίνει το ελληνικό υπουργείο πολιτισμού κι επιστημών σε εργασίες που προάγουν διεθνώς τον πολιτισμό. Δ υ σ τυ χ ώ ς σ ’ αυτό το επίπ εδ ο λ ειτο υ ρ γ ο ύ ν οι πιο πολλές δη μ ό σ ιες υ πηρ εσ ίες σ τη ν Ε λλά δα π ο υ κα τά τα άλλα ενδια φ έρ ο ντα ι για το καλό του τόπου.

GUARDA, Sputa e Passa (κοίτα, φτύσε και πέ­ ρασε) που λέγαν οι αρχαίοι ρωμαίοι. Γι’ αυτό, παιδί μου, εσείς που είστε νέοι αν μπορείτε να σηκωθείτε να φύγετε από δω. Οι Έλληνες ρημά­ ζουν ό,τι αξίζει. Μ α κάρι να μ πορ ούσ α , α λλά οι σ υ νο μή λικ ο ί

μ ο υ κ ι εγώ είμ α σ τε τόσο μ α ζο χισ τές π ο υ θα α νιο ύσ α με σ ’ ένα ν τό πο κα λύτερο.

ΑΛΗΘΕΙΑ, εδώ δεν ξέρεις ποιον να πρωτομουτζώξεις που λέει ο λαός. Α ς γ υ ρ ίσ ο υ μ ε στη δο υλειά σας. Μ ετά α πό τη ν « Π ροϊστορία θ ε ά τρ ο υ » (1973) μ εσο λα β ο ύν δε­ κα τέσσερα χρ ό νια ώς τη ν τελ ευ τα ία σα ς δ ο υ ­ λ ειά τη «Γ ενετική θ ε ά τρ ο υ » (1987)· γ ια τ ί τόσο διά σ τη μ α

ΓΙΑΤΙ ήθελα να διαβάσω καλά βιοφυσιολόγους και βιοχημικούς ώστε να ενημερωθώ σωστά. Η Γενετική είναι διεπιστημονική έρευνα βιοφυσιολογίας και θεατρολογίας και κανονικά θα πρέπει να γίνεται με τη ζωντανή συνεργασία βιολόγων, χημικών και θεατρολόγων που να έχουν και τη σχετική κλίση και γνώσεις θεάτρου, ώστε να μπορούν να παρακολουθούν σωστά τα δρώμενα. Να είναι σε θέση να καταλάβουν τις βιοφυσιολογικές παρορμήσεις, το ένστικτο της μίμησης και της φαντασίας, γιατί αυτά οδηγούν στη γέννηση του καλλιτεχνικού φαινομένου μέσα από διαδο­ χικές οργανικές όσο και πνευματικές διαδικα­ σίες. Π ώ ς α πο φ α σ ίσα τε να ασχο λη θείτε μ ε τη Γ ενετι­ κ ή κα ι πρώ τα -πρώ τα τι ση μα ίνει ο όρος;

ΓΕΝΕΤΙΚΗ θεάτρου ονομάζεται η έρευνα στις ρίζες του θεάτρου. Όλες οι επιστήμες περνούν

Τα σύγχρονα μαγικοθρησκευτικά δρώμενα θέτουν ζητήματα αναλογίας για προαισχύλειες μορφές θεάτρου από το στάδιο της γενετικής. Η θεατρολογία, όπως κάθε άλλη επιστημονική μάθηση, χωρίζε­ ται σε κλάδους: Α) της έντεχνης δραματουργίας, Β) της γενικής και ειδικής ιστορίας του θεάτρου και Γ) της προϊστορίας και γενετικής που διε­ ρευνά δια βάθους τα πρώτα κύτταρα, τα πρωτοβλάσταρα του θεάτρου. Γιατί, όπως λέει ο Γκαίτε: «Η ρίζα είναι η αρχή όλων των πραγμάτων, αλλά είμαστε αχάριστοι προς τη σκοτεινή και σιωπηλή περιοχή της». Το βιβλίο είνα ι κα ι εικο ν ο γρ α φ ικά π ο λ ύ π λ ο ύ ­ σια τεκμηριω μένο.

ΟΛΑ προέρχονται από διάφορα επιστημονικά


σ υ ν ε ν τε υ ξη /7 3 εργαστήρια. Πολλές από τις φωτογραφίες μου τις παραχώρησε ο Mircea Eliade, ο μεγάλος Ρου­ μάνος ερευνητής και στοχαστής. Του έγραφα και τον παρακάλεσα να με βοηθήσει. Κι αυτός μου τις έστειλε χωρίς οικονομική επιβάρυνση.

θρωπος ο Ηεφλούδας και κείνο το ωραίο καλο­ καιρινό στέκι έχει χαθεί. Όσο για τον Ελύτη εί­ ναι λαμπρός ποιητής και μαζί μου ήταν πολύ ευ­ γενικός ώστε να μου αφιερώσει αυτά τα πολύ τι­ μητικά λόγια.

Π α ρα τή ρ η σ α στο βιβλίο ό τι κά ν ετε μ ια π ο λ ύ ­ π λ ευ ρ η και π ο λ ύ δ ιεισ δ υ τικ ή έρευ ν α σε χώ ρο υ ς δ ύ σ β α το υ ς επ ισ τη μ ο νικ ά έτσ ι ώ στε αναφ έρον ται θεω ρίες βιολόγω ν-β ιο χη μικώ ν συ γκρο υ ό μ ε ν ε ς μ ε τα ξ ύ τους, ενώ σε άλλο ση μ είο δεν α ν αφ έρ ετε τίπ ο τα λ .χ . γ ια το ν α νθρώ πινο ήχο, τη φω νή, το γέλιο, ή γ ια τη σ υ γ κ ίν η σ η , π ο υ ε ί­ ναι θ έματα έρευ ν α ς τόσο γνω στώ ν φ ιλοσόφω ν όσο και τω ν ανθρώ πω ν τ ο υ θεά τρο υ.

Ν ο μ ίζε τε ότι ο τό πο ς είνα ι ώ ριμ ο ς ώ στε να δ ι­ δ α χτε ί ως α ν εξά ρ τη τη επ ισ τή μ η η θεα τρ ο λο ­ γία ;

ΣΤΟ βιβλίο παραθέτω τις θεωρίες χωρίς να τις αξιολογώ. Ό σο για τη φωνή και τη συγκίνηση έχετε δίκιο, αλλά δεν προλάβαινα. Γράφτηκε κά­ τω από τη διαρκή απειλή της κακής μου υγείας. / Να συνεχίσουνε άλλοι. Συνεχίσετε εσείς.

Ε υ χα ρισ τώ γ ια τη σ κ υ τά λ η , α λλά νομίζω ό τι υ π ά ρχο υ ν αξιότεροι. Ε γώ , π ρ ο ς το πα ρό ν , δεν μ πορ ώ πα ρ ά να α ισ θάνο μ α ι α υ τή τ η ν ευγνω μ ο ­ σύνη π ο υ λ έει ο Ε λ ύ τη ς στο ν π ρ ό λ ο γο το υ βι­ βλίου.

Α, με τον Ελύτη έχομε ζήσει κοντά 15 χρόνια. Τα καλοκαίρια πήγαινα στην Αίγινα στο ξενο­ δοχείο του Στ. Ξεφλούδα κι εκείνος έμενε στο δι­ πλανό δωμάτιο. Κρίμα που πέθανε ο καλός άν­

ΟΧΙ, γιατί, εκτός των άλλων, αυτοί που διδά­ σκουν εδώ θεατρολογία δεν ξέρω να έχουν γνώ­ σεις ανθρωπολογίας. Δεν έχουν καν εξοικείωση. Μόνο στο εξωτερικό η θεατρολογία, όσο και η ανθρωπολογία, διδάσκονται υπεύθυνα. Εδώ όπως ξέρετε, όλα είναι ζήτημα ανέχειας και προ­ χειρότητας. Κι αλίμονο σ’ αυτόν που θελήσει να διαφοροποιηθεί. Ε το ιμ ά ζε τε κ ά τι κα ινο ύ ριο τώρα;

ΤΟ «Πανάρχαιο Ιερό Δράμα». Είναι μια δου­ λειά επίσης πολλών χρόνων. Το α' μέρος ξεκινά από τους αρχαίους λαούς, 2.000-3.000 π.Χ., από τους ΣουμεροΑκκάδες. Από τις παλαιότατες δηλ. αρχαιολογικές μαρτυρίες, και συγκεκριμένα απίό τις μεσοποταμιακές ενεπίγραφες πινακίδες που διασώθηκαν με θέμα τις θρησκευτικές τελε­ τές, τις «Καταβάσεις εις Άδην». Εκεί βλέπουμε τη θεά του Πάνω Κόσμου να κατεβαίνει στον


7 4/σ υ νεν τευ ξη Επτάπυλο Ά δη πηγαίνοντας να σώσει το γιο κι εραστή της. (Είχαμε ενδογαμία τότε). Σε κάθε πύλη της αφαιρείται κι από ένα κόσμημα κι έτσι φτάνει ολόγυμνη μπρος στη θεά του Κάτω Κό­ σμου και της λέει: «Πήρα το δρόμο που δεν έχει γυρισμό, στο κο­ νάκι που σαν μπει κανένας δεν πισωγυρνά, που η ζωή του είναι το χώμα και τροφή του ο πη­ λός». Η πινακίδα μ’ αυτούς τους στίχους βρέθη­ κε στις ανασκαφές της Nippur, είναι σε σφηνοει­ δή γραφή και είναι ο απώτατα γνωστός δραματοποιημένος λόγος. Συναρμολογήθηκε και μετα­ φράστηκε από τον Krammer. Ο μύθος θανάτουανάστασης, που υπάρχει και σήμερα στα χωριά μας, πηγάζει, από τον ίδιο ακατάλυτο τρόμο θα­ νάτου και απαντοχής γι ανάσταση. Ό ταν η θεά Ιννάνα-Ιστάρ βρίσκεται αντιμέτωπη με τον Ά δη αρχίζει ο διάλογος: «Θεά: Γιατί, Κλειδοκράτορα, του κεφαλιού μου πήρες την κορώνα; Κλειδοκράτορας: Μπες μέσα, Κυρά, κι έτσι της Αφέντρας του Κάτω Κόσμου οι νόμοι ορί­ ζουν». Σήμερα, ο παλιός αυτός αντιφωνικός λό­ γος αναλογεί μ’ αυτά που λέει ο χριστιανός ιε­ ρέας στην επικήδεια ακολουθία «ου συνοδεύει ο πλούτος, ου συνοδεύει η δόξα» κ.λπ. Έχω συ­ γκεντρώσει και σύγχρονες μαρτυρίες. Έ χω πα­ ρακολουθήσει από κοντά και τα μεσαιωνικά μυ­ στήρια που παίζονται σε γοτθικούς ναούς. Είναι ένα ιδεώδες πλαίάιο για ν’ αντιληφθεί κανείς την πορεία του θεάτρου παρά την πληκτικότητα της στερεότυπης μίμησης. Στο Τυρόλο, σ’ ένα χωριό πάνω στις Άλπεις, στο Τυρζέ (Thiersee), διατη­ ρούν ακόμη τη μεσαιωνική παράδοση. Παρα­ σταίνουν τη θεία γέννηση, τα πάθη, τη σταύρω­ ση και την ανάσταση. Το Χριστό υποδύεται πά­ ντα ο παπουτσής, γιατί η παράδοση τον θέλει πιο προικισμένο μιμικά από τους άλλους, την Παναγία η πιο όμορφη άγαμη κοπέλα του χω­ ριού. Χτίζουν ένα κλειστό θεατράκι και στη μέ­ ση έχουν ένα βωμό όπως στα μεσαιωνικά μυστή­ ρια στις εκκλησίες. Τελείται πρώτα η θεία λει­ τουργία, διότι σύμφωνα με την παράδοση πρέπει το δρώμενο να έχει την ευλογία-έγκριση της εκ­ κλησίας. Κατόπιν παίζονται διάφορες σκηνές που ξεκινούν από την Παλαιό Διαθήκη και κα­ ταλήγουν στην Καινή. Η τελετή διαρκεί όλη τη μέρα, διακόπτουμε μόνο για γεύμα και μετά ολο­ κληρώνεται το βράδυ όπου παρασταίνεται η σταύρωση και ανάσταση του Χριστού. Κατά τη διάρκειά της ακούγονται θρησκευτικά τραγού­ δια και ψαλμοί και κάποιος διαβάζοντας επεξη­ γεί στο κοινό τι μιμούνται οι πρωταγωνιστές. Ό τα ν είχα επισκεφθεί το χωριό, διασωζόταν ακόμα η παράδοση, αντίθετα στο Ομπεραμεργκάου ένα άλλο χωριό, στη Γερμανία, οι νεοτερισμοί έχουν καταστρέφει τη γνησιότητα του τελε­ τουργικού στοιχείου. Στο β' μέρος του βιβλίου

εξετάζω το Χριστιανικό Ιερό Δράμά από την πλευρά τη δική μας, των ορθοδόξων: Παρουσιά­ ζεται ο αντιφωνικός λόγος της βυζαντινής λει­ τουργίας και το τυπικό. Το πώς ξεκίνησαν ή πώς διαμορφώθηκαν και πώς υπάρχουν σήμερα. Αναφέρονται οι δραματουργικές προεκτάσεις και ώς ποιο σημείο είναι κοινές ή όχι με αυτές των δυτικών. Παρουσιάζω τα δρώμενα του Νι­ πτήρα που είναι ζωντανά ακόμη και σήμερα στην Πάτμο, τη Μεγάλη Εβδομάδα, καθώς και άλλες μαρτυρίες για την τυπολατρεία και τη ση­ μασία της σε μέρη της Μικρός Ασίας ώς τη Μέση Ανατολή. Υπάρχει μεγάλο υλικό γι’ αυτό το θέ­ μα που δυστυχώς δεν έχει ερευνηθεί. Θέλω να κυκλοφορήσω το βιβλίο, αλλά εμποδίζομαι γιατί έχω χάσει τη βιβλιογραφία στην οποία παραπέ­ μπουν οι αναφορές και καθυστερώ. Έχω έτοιμο κι ένα μικρότερο κείμενο για τη θαυματουργή κολώνα της εκκλησίας του Ά ηΓιάννη Προδρόμου που βρίσκεται στην οδό Ευριπίδου. Είναι ένα παλιό ιδιότυπο οικοδόμημα που στη μέση έχει μια αρχαία κολώνα που δια­ περνά τη στέγη και υψώνεται πάνω απ’ αυτήν

έχουμε πολλά δρώμενα που εξαφανίζονται γιατί το κράτος εμποδίζει τη συνέχεια, διάδοση ή συντήρησή τους κορινθιακό κιονόκρανο, ενώ το υπόλοιπο κάτω μέρος πατά μέσα στο ιερό βήμα. Η κολώνα είναι υπόλειμμα αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα. Κάηκε επανειλημμένα κατά την τουρκική κατοχή κι επέζησε αυτός ο κίων. Κά­ ποτε, σύμφωνα με την παράδοση έπεσε μπρος στην κολώνα ένας βαριά άρρωστος κι ονειρεύτη­ κε τον άγιο. Έσκαψε με τα χέρια του και βρήκε την εικόνα του αγίου, γι’ αυτό κι ονομάζεται «Ά η Γιάννης της Κολώνας». Σ ’ αυτή την κολώ­ να οι πιστοί κάνουν περισχοινισμό (τη δένουν) με τριπλόκομπες κορδέλες και κλωστές χρωματι­ στές, που πρέρχονται από ρούχα αρρώστων που ζητούν την υγειά τους από τον άγιο. Η ποικιλία των χρωματισμών έχει το συμβολισμό της: το κόκκινο σημαίνει ότι ο άρρωστος πάσχει από αι­ μορραγία, το κίτρινο ότι υποφέρει από ίκτερο κ.λπ. Αυτά τα αφιερώματα η επιστήμη τα ονο­ μάζει «μαντολόγια» κι ο λαός ονομάζει τον άγιο «Ά η Γιάννη Κουρελά». Ο αλεξίκακος κίονας εί­ ναι ένα φαινόμενο λαϊκής λατρείας πολύ παλιό. Στη μελέτη μου δίνω πολλές πληροφορίες. Αυτές τις εργασίες αγωνίζομαι να εκδώσω τώρα.


σ υ ν ε ν τε υ ξη /7 5

η εθνογραφία-εθνολογία είναι απαραίτητη για να μάθουμε το λαό μας Β λέπω ότι στο κομ οδίνο σα ς έχετε ένα βιβλίο το ν Heggel.

ΤΕΛΕΙΩΣΑ τη φιλοσοφία του Heggel και τώρα ξαναδιαβάζω το «Συμπόσιο». Μου κάνει εντύ­ πωση η φυσιογνωμία του Φαιδρού. Ο Φαιδρός είναι ο καλός παις που ο Σωκράτης προσπαθεί ν’ αποσπάσει από τον χυδαίο σεξουαλισμό που κινδυνεύει να περιπέσει και προσπαθεί να τον καθοδηγήσει ώστε να γίνει μια ηθική και πνευ­ ματική οντότητα, αντίθετα από τους άλλους που τον θέλουν για το γούστο τους. Μετά μπαίνει στη σκηνή ο Αλκιβιάδης και τα λέει ανοιχτά. Δεν ξέρω, αλλά αυτά δε λέγονται νομίζω. Λ ε θα συμφ ω νούσ ε ο δά σ κα λό ς σ α ς ο Λ η μ . Κ α · π ε τα ν ά χη ς.

ΔΕ θα συμφωνούσε αλλά νομίζω ότι αυτά είναι θέματα κλειστής κρεβατοκάμαρας. Μόνο με την επέμβαση του χριστιανισμού δόθηκε μια άλλη διάσταση. Ό π ω ς α υ τή π ο υ εκδη λώ νετα ι λ .χ. σε δια δ ηλώ ­ σεις ενα ν τίον τον Σκορτσέζε;

ΟΧΙ, το παπαδαριό δεν έχει καμιά σχέση με το

πνεύμα, τις φιλοσοφικές διαστάσεις του χριστια­ νισμού. Μη νομίζετε, έχω ζήσει από κοντά τον κλήρο και ξέρω πως αντιδρούν οι παπάδες. Ό σο για τον Καζαντζάκη είναι μεγάλος κι -ας λένε ό,τι θέλουν, δε συζητείται. Ε σείς π ισ τεύ ετε στο θεό.

ΟΤΑΝ ρώτησαν τον Αϊνστάιν αν υπάρχει θεός τους απάντησε με μια ερώτηση. «Υπάρχουν μα­ θηματικοί νόμοι στο σύμπαν;» «Ναι», του είπαν. «Ε, τότε υπάρχει νους». Αυτός ο τεράστιος νους που συγκεντρώνει κάθε λογική και ηθική αξία είναι ο θεός. Εγώ δεν είμαι της εκκλησίας, αλλά είμαι της θρησκείας. Έχει σημασία αυτή η λε­ πτομέρεια που σας είπα. Ό πω ς βλέπετε επιμένω πολύ στις λεπτομέρειες και πρέπει να καταλάβε­ τε οι νέοι ότι ο αγώνας για τη λεπτομέρεια και την ακρίβεια είναι αυτός που μας αποκαλύπτει νέους κόσμους, νέους ορίζοντες της ζωής. * Οι αναγνώστες του έργου της κ. Κακούρη ας μου επιτρέ­ ψουν επίσης να διαχωρίσω τη θέση μου από το άρθρο που έγραψα για τη «Γενετική Θεάτρου», που δημοσιεύτηκε στην εφ. Καθημερινή στις 16 Οκτ. 1988 σ. 18, μιας κι είχε την ατυ­ χία να λογοκριθεί από την υπεύθυνη της σελίδας. .


Ζάν Λαπλάνς ΖΩΗ ΚΑΙ Θ Α Ν Α Τ Ο Σ ΣΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

JEAN I.APLANCHE Ζω ή χα ί θάνατος στην ψυχανάλυση

— Εκδόσεις Πλέθρον — Σειρά: ΜΕΛΕΤΕΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

«”Αν θέλεις νά υποφέρεις τή ζωή, προετοιμάσου γιά τόν θάνατο». Σ. Φρόυντ "Ενα βιβλίο πού έπισημαίνει, καταγράφει και διερευνά τόν τιτάνιο άγώνα άναμέτρησης του Φρόυντ καί γενικότερα της ψυχαναλυτικής θεωρίας μέ τίς έννοιες-κλειδιά τής άνθρώπινης ύπαρξης. Ό Ζάν Λαπλάνς ξαναπιά­ νει τό νήμα τής ψυχαναλυτι­ κής σκέψης ά π ’ την άρχή καί προσπαθεί νά φωτίσει τίς έννοιες τής σεξουαλικό­ τητας, του ναρκισσισμού, τής έπιθετικότητας, τής σύ­ γκρουσης καί νά χαρτογραφή­ σει τήν άπροσπέλαστη επ ι­ κράτεια τής ζωής καί τού θα­ νάτου. Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ Μαυρομιχάλη 9, ’Αθήνα Τηλ. 36 0 .7 7 .4 4

Β. ΚΑΡΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Ή π ιο ς Λ όγος 'Ένα βιβλίο γιά τίς τελευταίες άντιστάσεις τού Πολιτισμού στην βαρβαρότητα Β ΙΒ Λ ΙΟ Π Ω Λ Ε ΙΟ - Ε Κ Δ Ο Σ Ε ΙΣ :

Μασσαλίας 20Α, 106 80 Αθήνα τηλ.: 36.41.260 - 36.45.057


«η λειτουργία του επιστολικού λόγου» r -γ-Λ

Ε ρω τικές ε π ισ το λ ές Π ο ρ το γα λ ίδ α ς μ ο ν α χή ς, μ ε δύ ο ε π ισ το λ ές το ν ιπ π ό τη de Chami'lly. Μ ετά φ ρα σ η : Γ ιώ ργος Π ρά τα ικα ς. Α θή να , Γ κ ο β ό σ τ η ς , 1988. Σ ε λ ίδ ε ς 8 4 + 2 λευκές.

ι Ερωτικές επιστολές Πορτογαλίδας μοναχής, των οποίων η πρώτη έκδοση χρονολογείται από το 1669 στο Παρίσι (Ed. Claude Barbin), κατέχουν μία σημαντικότατη θέση μέσα στη μακρά παράδοση της αλληλογραφίας, ως λογοτεχνικού κειμένου, και πολύ περισσότερο της ερωτικής αλληλογραφίας. Και ενώ η συγ­ γραφέας τους δεν είναι και συγγραφέας στο επάγγελμα, κατάφερε ωστόσο, από το 17ο αι. κιόλας, ώς και στις μέρες μας, να εμπνεύσει πάρα πολλούς συγγραφείς. Από τον Ρακίνα ώς τον Λακλό των Επικίνδυνων Σχέσεων, από τον Μαριβό ώς τον Σταντάλ, η αφα­ νής μοναχή Μαριάννα Αλκαφοράντο κατάφερε να δημιουργήσει σχολή, μόνο και μόνο με το περί αδυνάτου έρωτος δοκίμιον των επιστολών της. Γιατί ακριβώς αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό των επιστολών: η εγκαθίδρυση όχι διαλόγου αλλά μονολόγου, η αδυναμία της επικοινωνίας, ο έρως αλγών. Η έκδοση αναδεικνύει αυτό το χαρακτηριστικό με την παράθεση δύο απαντήσεων του ιπ­ πότη de Chamilly.

Ο

ια πρώτη ανάγνωση των επιστολών εντοπίζει το κυρίαρχο θέμα της απουσίας. Το πλαίσιο των επιστολών είναι η απου­ σία του αγαπημένου Άλλου, και μια αναμονή, η οποία δεν είναι στην ουσία αναμονή, αλλά επιβεβαίωση της απουσίας. Και όπως σημειώνει και ο Roland Barthes (Αποσπάσματα του ερωτικού Λόγου, εκδ. Ράππα, σ. 24): «ιστορικά φορέας του λόγου της απουσίας είναι η Γυναίκα: η Γυναίκα είναι μόνιμα εγκατεστη­ μένη κάπου, ο Ά ντρας είναι κυνηγός, ταξιδιάρης- η Γυναίκα εί­ ναι πιστή (περιμένει), ο άντρας είναι άστατος (αρμενίζει, «ψωνί­ ζει»...). Δε θα μπορούσε να περιγραφτεί με καλύτερο τρόπο το πλαίσιο γεγονότων αυτών των επιστολών. Έχουμε μια γυναίκα που περιμένει κι έναν άντρα που αρμενίζει - για την ακρίβεια, που έχει φύγει δια παντός, χωρίς να το ομολογεί. Η λειτουργία του γράμματος έγκειται λοιπόν στη δημιουργία μιας κατάστασης ά-τοπης και ά-χρονης. Στην κατάργηση δηλαδή της απόστασης, τόσο της γεωγραφικής όσο και πολύ περισσότερο της χρονικής ανάμεσα στην προηγούμενη παρουσία, ισοδυναμούσα με την ευτυ­ χία, και στην απουσία. Έτσι το σώμα του γράμματος ταυτίζεται με το σώμα του απόντος υποκειμένου - η Μαριάννα δεν μπορεί ν’

Μ

αΑΑη ψ ια


78/επιλογη αποχωριστεί το χαρτί... - ενώ παράλληλα δημιουργείται ένας εν­ διάμεσος χρόνος, ανάμεσα στον παρατατικό και στον ενεστώτα. κυρίως λειτουργία του επιστολικού ερωτικού λόγου είναι η έκφραση του ερωτικού πένθους. Το γράμμα μεταφέρει την αρρώστια του νου και του κορμιού, τα δάκρυα, το παράπονο. Την αυτοκαταστροφή αλλά και την καταστροφή του Άλλου. Σ’ αυτές τις πέντε επιστολές παρακολουθούμε τις αγωνιώδεις μεταπτώσεις της ερωτευμένης, από το παράπονο στην έκκληση για περισσότερο πόνο, κι έπειτα για οίκτο, από την περιγραφή της σωματικής και ■ψυχικής της αδυναμίας στη δύναμη με την οποία τελικά καταργεί τον άλλον. Μέσα από τα αντικείμενα που θέλει «να κάνει, να ξε­ σκίσει» και των οποίων τελικά οργανώνει τη «φυγή». Αυτή η δεύ­ τερη φυγή ολοκληρώνει την πρώτη, καθησυχαστικά πλέον. Ο Ά λ­ λος δεν είναι πια εκεί, όχι γιατί έχει φύγει, αλλά γιατί η Μαριάννα κατάργησε την παρουσία του. Έστω και επιφανειακά. Αυτό το τέλος πλανιέται εξαρχής στα γράμματα της Μαριάννας. Ό λα έχουν συντελεστεί στο παρελθόν. Η συνάντηση - σημειωτέα η σημασία της εικόνας στον κεραυνοβόλο έρωτα - η ευτυχία - πε­ ριγραφή συναισθηματική και πρακτική - η εγκατάλειψη. Το μυθι­ στόρημα έχει πια τελειώσει. Ο ερωτικός λόγος του γράμματος έρ­ χεται εδώ να παίξει το ρόλο του αντι-μυθιστρρήματος - διάψευ­ σης, ενώ παράλληλα εκφράζει την απορία. Ας εννοήσουμε διττά τον όρο: ως έλλειψη γνώσης, πληροφόρησης, είναι το ΓΙΑΤΙ που επανέρχεται διαρκώς και ως έλλειψη πόρου, οδού, διεξόδου. (Μήπως και μία άλλη Μεγάλη Ερωτευμένη, η Μήδεια, δεν διακα­ τέχεται «δυσθυμουμένη» από την ίδια απορία; Μέσα σ’ ένα τελειωμένο προ πολλού ρομάντζο;)

Η

εισμένη για το απόλυτο του έρωτα η Μαριάννα, πεισμένη ότι αξίζει ν’ αγαπάς, περισσότερο και από το ν’ αγαπιέσαι, χρη­ σιμοποιεί λοιπόν αυτές τις επιστολές και ως μέσον απελευθέρω­ σης, ανακούφισης. Όπω ς η ίδια ομολογεί έχει συναίσθηση αυτού του μονόλογου, τον οποίο δεν θέλει να παραδεχτεί. Χωρίς να παύει όμως να περιμένει απάντηση. Από τις απαντήσεις καταλαβαίνουμε το αδύνατο της επικοινω­ νίας. Ο επιστολικός λόγος του de Chamilly δεν έχει ως ποιότητα, καμία σχέση με το λόγο της Μαριάννας. Δεν είναι Ερωτικός Λό­ γος. Είν’ ένας λόγος γεμάτος γενικολογίες, ρητορισμούς, ομορφοντυμένα ψέματα, υπερβολές κακόγουστες. Και προπαντός, με συ­ νεχείς αναφορές στο εξωτερικό. Στην ευτυχία, η οποία έφυγε. Στα πράγματα που δεν έκανε από στενοχώρια... Λόγος άστοχος ή, και απλώς, διαφορετικός. Θεμιτός, αν δεν ήταν τόσο ανειλικρινής. Η Μαριάννα, λοιπόν, προσπαθώντας να συν-ομιλήσει καταλή­ γει να μονολογεί. Επικοινωνώντας αποδεικνύει το δύσκολο της επικοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση την έλλειψη επικοινω­ νίας. Την έλλειψη κάθε είδους επαφής. Απομυθοποιώντας κι εξυ­ ψώνοντας παράλληλα τον έρωτα. Εντυπωσιάζοντας με το αυθόρ­ μητο του πάθους της, σε μια εποχή μέτρου, όπως ο 17ος αιώνας. Η ανάλυση της ερωτικής αναμονής, διάψευσης, του ερωτικού πόνου, ανάλυση φτιαγμένη από ύλη ζωντανή, δικαίως εντυπώσιασε. Ας απολαύσουμε, λοιπόν, στα ωραία ελληνικά του Γ. Πράτσικα αυ­ τόν τον ύμνο στον έρωτα, τραγουδισμένο σε χρόνο παρελθόντα. Τρεις αιώνες αργότερα κάποιος μεγάλος ποιητής θα πει ότι «δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη». Να ’χουν δίκιο;

Π

ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ


επιλογη/79

η τοπογραφία της ευαισθησίας r-r-» Ν ΙΚΗ Σ Μ Α ΡΑ Γ Κ Ο Υ: Α ρ χή Ινδίκτο υ. Λευκω σία, Κ ο χ λ ί α ς , 1987. Σελ. 42 + 2 λευκές. 8ο.

την αξιόλογη ποιητική παρουσία της Κύπρου, που ενσωματώ­ νεται, μαζί με την υπόλοιπη γραμματεία, στην ελληνική λογο­ τεχνία, δικαιωματικά και αναγκαία έρχεται να προστεθεί η ποιη­ τική συλλογή της Νίκης Μαραγκού «Αρχή Ινδίκτου». Η ποιήτρια εξέδωσε τη συλλογή αυτή «για να κυκλοφορήσει στα εγκαίνια της έκθεσης υδατογραφιών του Ανδρέα Καραγιάν (και δικών της), στην γκαλερύ “Γκλόρια” , στις 15 Δεκεμβρίου 1987», όπως ανα­ γράφεται στον κολοφώνα της έκδοσης (το εξώφυλλο μάλιστα κο­ σμεί υδατογραφία του Α. Καραγιάν) - και απ’ την αρχή ας δηλω­ θεί εδώ και η τυπογραφική καλαισθησία του βιβλίου. Δεν ξέρω ποια ήταν η σκοπιμότητα αυτής της ενέργειας, όμως η ποιητική συλλογή της Κύπριας ποιήτριας έχει να πει πολύ περισσότερα πράγματα από μιαν ευκαιριακή παρουσία. Είναι από τα γραφτά, που δείχνουν πρώτα πρώτα μια σοβαρή μέριμνα για την ποιητική έκφραση και με όλο το λιτό και ακαλλώπιστο της γλωσσικής απο­ τύπωσης, με την αμεσότητα του αφομοιωμένου βιώματος, ορίζουν το στίγμα της ποιότητάς τους. Ύστερα, η εποπτεία της ελληνικής γλώσσας που δείχνει να έχει η ποιήτρια, είναι πράγμα αρκετά ση­ μαντικό: η ενσωμάτωση ποιητικών εκφράσεων που έρχονται από τις γλωσσικές εκείνες περιοχές, όπου ο λόγος έχει αποκτήσει μιαν αμετάκλητη οριστικότητα και μια καίρια έκφραση, τόσο που να ταυτίζεται στη συνείδηση του δημιουργού με τα δικά του κινήμα­ τα και τελικά να εκφέρεται μ’ αυτήν την αποτελεσματικότητα της πρώτης του λειτουργικής μορφής, φανερώνει πως η ποιήτρια ε­ ντάσσει μέσα στο πολυδύναμο παρόν της ποιητικής παράδοσης, και τη δική της περιοχή. Η σοβαρότητα αυτή, που χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση της ποιητικής έκφρασης, καθορίζει συνάμα και την αντίσταση, που δημιουργεί αυτή η ποίηση. Ο κόσμος του ποιητή δεν διαφέρει από των άλλων ανθρώπων. Η διαφορά του είναι πως εκείνος έχει τη δύναμη να αναλύει τις εμπειρίες του και τα βιώματά του και με τον τρόπο αυτόν να ακινητοποιεί το χρόνο και να τον συναιρεί στη συνείδησή του, ώστε να δημιουργεί την κατάλληλη υποδοχή όπου το ποιητικό ρήμα θα αποτυπωθεί σε μιαν ιδιαίτερη προοπτική: το προσωπικό στοιχείο, αυτό που δια­ φορετικά θα λέγαμε ύφος. Κι αν ακόμα, ανεξέλεγκτα ή υποσυνεί­ δητα μπαίνει κάποτε κανείς σε κάποιο καθιερωμένο ρεύμα πράγμα αναπόφευκτο, μερικές φορές, πολλές ή λίγες - εφόσον έχει τη δύναμη ν’ αρθρώσει τον δικό του λόγο, να κάμει ν’ ακου­ στεί η δική του φωνή, το αποτέλσμα είναι θετικό. Όμως, χρειάζε­ ται «καιρός και κόπος» για να σχεδιαστεί η προσωπική περιοχή της τέχνης. Ο αγώνας του δημιουργού είναι επίμοχθος και επίμο­ νος. Και από τη στιγμή που θα βρεθεί μόνο με τη δική του πανο­ πλία, είναι σίγουρο πως ο αγώνας του θα τον αξιώσει να δει «στις φτερούγες του Αρχάγγελου» το φως.

Σ

«Αρχή Ινδίκτου» είναι μια ποιητική τοπογραφία, όπου οι καθημερινές στιγμές, στην τριβή τους με τα πράγματα και τις καταστάσεις, με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, με τον αντικει-

Η

ποιη

<rn


80/επιλογή μενικό κόσμο του παρόντος και τον υποκειμενικό του διαρκούς εσωτερικού γεγονότος, αποχτούν μια λάμψη κι ένα περιεχόμενο, που τους προσδίνει την απροσδόκητην εκείνη σημασία της ιδιαι­ τερότητας και της ιστορικότητας, ακόμα. Γιατί ο ποιητής αυτή την καθημερινή στιγμή, την κοινή και τριμμένη, με το στίχο του την ανεβάζει στο επίπεδο μιας πραγματικής υπόστασης και, σαν τάμα σε εικόνα Αγίου, την ασημώνει με την προσωπική του εκφραστι­ κή. Όμως, αυτές οι καθημερινές στιγμές δεν είναι οι τυχαίες συ­ ναντήσεις του ανθρώπου με το θαύμα της καθημερινής ζωής, είναι ενταγμένες μέσα στο ψυχολογικό πλαίσιο, που ο ποιητικός χρόνος διαγράφει για να συγκροτήσει την υπόσταση των πραγμάτων. Ο χρόνος αυτός βέβαια, δε μετριέται με τα συμβατικά όρια των ημε­ ρολογίων, αφού η ποίηση εκφράζει τα «καθόλου», που κι αυτά πλάθονται από τις λεπτομέρειες: η λεπτομέρεια είναι η ουσία της ποίησης και μέσ’ απ’ αυτήν φτάνει σε γενικεύσεις. Η Μαραγκού, ωστόσο, κινείται από την «αρχή του Ινδίκτου» μέσα στον παρόντα ιστορικό χρόνο και από τις ρωγμές που το παρόν ανοίγει με τις αγιάτρευτες πληγές του, περιδιαβάζει στο παρελθόν και μάλιστα σ’ ένα παρελθόν που απλώνεται σε μεγάλη επιφάνεια: Στο δρόμο για τη Δαμασκό / με την Πανσέληνο / δεν ξέρω αν συνάντησες I κάτω από σιδηροδρομικές γραμμές / ένα τυ­ φλό ζητιάνο I αν σου 'δώσε το φυλακτό / για τρεις δεκά­ ρες... και να λάμψουν με φωτιές οι πύργοι / απ’ τα Ιεροσό­ λυμα μέχρι την Πόλη (Στο δρόμο για τη Δαμασκό, σελ. 12). Αυτή η τοπογραφική ένταξη της ευαισθησίας αποχτά ιδιαίτερη σημασία για την ποίηση αυτή, που έχει την ιθαγένειά της σε μια προχωρημένη προς τ’ ανατολικά περιοχή του Ελληνισμού, σήμε­ ρα, ακόμα, στην εποχή που η γεωγραφική του συρρίκνωση σημα­ δεύτηκε από τις αμετάκλητες εκείνες οριοθετήσεις των διεθνών συμφερόντων, που και το πολύτιμο αυτό τμήμα του πάνε να το αφανίσουν ολοκληρωτικά. Και φυσικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο πως, εκτός από το γενικότερο κλίμα των ποιημάτων, υπάρχουν και κάποια που αρθρώνονται πάνω στις εμπειρίες αυτές, πάνω στην πίκρα και την αδικία και έχουν ως μότο στίχους από τις «Τρωάδες», την καθαυτό τραγωδία του πολέμου, της προσφυγιάς και του αφανισμού. (Δεν έχω μπει ποτέ μου σε καράβι, σελ. 22 και, Μέρες του 1986, σελ. 25). Για το πρώτο μάλιστα η ποιήτρια σημειώνει στο τέλος της συλλογής της (σελ. 39) πως «τα λόγια της Εκάβης που προτάσσονται είναι η μόνη φωτεινή στιγμή στο θρήνο των Τρωάδων. Τη σκεφτόμουν τη φράση αυτή, συνεχίζει, συχνά στα πρώτα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, που η πιθανότητα να μπούμε κι εμείς στα καράβια “για την Ελλάδα” δεν ήταν καθό­ λου απόμακρη». Ύστερ’ από τους αφανισμούς, ο χώρος πια γίνε­ ται ανύπαρκτος, και μόνο σε μια συναίρεση μπορεί να λειτουργή­ σει. Και η συναίρεση αυτή, που εκφράζεται με τη ρωμαϊκή αρχή του έτους, ανοίγει μέσα στη συνείδηση και τα μεγάλα όρια της ρω­ μαϊκής οικουμένης, όταν μέσα στην αδιατάρακτη ροή σχηματίζο­ νταν γι’ άλλη μια φορά η ενότητα του ελληνισμού. Έτσι, το τοπο­ γραφικό πλαίσιο μεγαλώνει και στην ιστορικότητά του εκφράζε­ ται μ’ όλες τις εκδηλώσεις του ο μείζων Ελληνισμός: Ραβένα, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη, / Οδησσό, Σμύρνη, Πέργαμο, Αλεξάνδρεια, όπως λέει το ποίημα της συλλογής «Υπέρ αυτών» (σελ. 14), ανα-

οικονομια ΑΓΓΕΛΟ Υ Α ΓΓΕΛΟ ­ Π Ο Υ Λ Ο Υ Ο ικονομική α ν ά π τυ ξη - θ εω ρ ία και πο λ ιτική . Α θήνα , Π ιτσι­ λάς, 1989. Σελ. 290.

Το τελευταίο βιβλίο του οικονο­ μολόγου Ακαδημαϊκού 'Αγγέλου Αγγελόττουλου περιέχει μια σύν­ θεση των απόψεών του πάνω στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, που έχουν αναπτυ­ χθεί κατά καιρούς σε πολλά βι­ βλία του, μεταφρασμένα τα πε­ ρισσότερα στο εξωτερικό. Ο Ά γ­ γελος Αγγελόπουλος είναι ο πε­ ρισσότερο μεταφρασμένος Έλλη­ νας οικονομολόγος αφού μόνο το βιβλίο του «Το άτομο θα ενώ­ σει τον κόσμο;» μεταφράσθηκε σε 12 γλώσσες. Ιδρυτής του πε­ ριοδικού «Νέα Οικονομία», του εγκυρότερου περιοδικού ανάλυ­ σης των οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων του τόπου μας, είναι ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους των οι­ κονομικών επιστημών, όχι μόνο στον ελληνικό χώρο. Στο βιβλίο αυτό που τιτλοφο­ ρείται, «Οικονομική ανάπτυξη Θεωρία και πολιτική», ο Άγγελος Αγγελόπουλος εξετάζει την οικο­ νομική ανάπτυξη όχι στα πλαίσια μιας χώρας, αλλά σε παγκόσμια κλίμακα, γιατί η κοινωνική ευημε­ ρία που αποτελεί στόχο της ανα­ πτυξιακής πολιτικής, είναι ενιαία και αδιαίρετη για όλους τους λαούς και όχι μόνο για τις πλού­ σιες χώρες. Τονίζει πω ς αν αγνοήσουμε αυτή τη βασική αλή­ θεια, θα είναι αδύνατον ν' αντιμε-

Ί3Γ


επιλογη/81 φέροντας αυτές τις πόλεις, που η σημασία τους αρθρώνει τον ελ­ ληνικό ιστορικό χρόνο. ’ αυτή την προοπτική η ποιήτρια κ,ινείται άνετα πια μέσα σ’ αυτόν τον Ελληνισμό, από την «εγγύτητα των ανατολικών συνόρων» (σελ. 11) ώς «την προκυμαία της Πρέβεζας» (σελ. 19) πιο πέρ’ ακόμα, από κει που «στο βάθος είναι η Ζάκυνθος» (σελ. 22). Έτσι, και η καθημερινότητα με τις άπειρές της λεπτομέρειες, που τις δίνει μέσ’ από τη λειτουργικότητα μιας ιεροτελεστίας ή μέσ’ από τον κόσμο των αισθήσεων και των απλών σκέψεων και συλλογισμών - οπωσδήποτε όμως περιζωσμένων με τη συναισθη­ ματική ανάλυση - αποχτά με το ποιητικό ρήμα τη μικρή αιωνιότητά της. Και αυτό το καθημερινό και το φευγαλέο εκφράζεται με πολλές μορφές: είτέ μέ την αμεσότητα μιας κουβέντας είτε με τη μνήμη που μεταπλάθει τον κόσμο σ’ ένα όραμα διαχρονικό είτε με τις συναιρέσεις, που πάνω από τα κενά των στιγμών του παρόντος ενώνουν τις αρθρώσεις της συνείδησης με τον απωθημένο κόσμο των υποσυνείδητων κινημάτων:

Μ

Γιατί ρε Διονύση, / δεν είναι εύκολο να μιλά κανείς σήμερα / με βεβαιότητα ούτε για αλκυόνες ούτε για αηδόνια / όταν κατοικεί σε σπίτι / που δε θυσιάστηκε πετεινός στα θεμέλιά του / κι ούτε έχει κοιμηθεί σε στρώμα / με σταυρούς ραμμέ­ νους στις τέσσερις γωνιές του / όπου πέφτουν τα νομίσματα / χρυσά και αργυρά... (Γράμμα στο Διονύση, σελ. 29). Αν θέλει τώρα κανείς να δει την τεχνική αυτής της ποίησης που δεν ξεχωρίζει, βέβαια, από το περιεχόμενό της, ο διαχωρι­ σμός είναι συμβατικός, για να βρίσκουν δουλειά οι κριτικοί και οι φιλολογούντες και να κονταροχτυπιούνται οι αισθητικές θεωρίες - παρατηρεί ότι αυτός ο απλός και άμεσος λόγος συλλαβίζεται συ­ χνά πάνω σε κοινές λαϊκές εκφράσεις (στο έμπα του νέου χρόνου, 13' στην πανσιόν ένας Άραβας βγαίνει από το μπάνιο, 15' μαζεύ­ ουν την πραμάτεια τους, φορτώνουν τα καμιόνια, 27· όπου ξεπηδά ο ρυθμός του δεκαπεντασύλλαβου, ασυναίσθητα σχεδόν κάι δί­ νει τη μουσική διάσταση στους υπόλοιπους στίχους ανάμεσα Αγίας Ζώνης και Σαριπόλου, 28· το σπίτι με τους φοίνικες / που άδειασε με τις φασαρίες τού ’55, 16). Θα ’βέλα να συνεχίσω με το λαϊκό στοιχείο της έκφρασης, που σπονδυλώνει την ποιητική πα­ ρουσία με την αντίστασή του και που μερικές φορές βρίσκει την καίρια αποτύπωσή του σε στίχους μιας τρυφερότητας, που μόνο η ψυχή ίου λαού μπορεί ν’ αποδώσει με τη συμφυή ονοματοθεσία των πραγμάτων (μας οδήγησε στο μυροπωλείο / κι έφερε να μυρί­ σουμε / μόσχο και άμβαρη / σάνταλο και όπιο / κύπερο και λωτό... 15- καθόταν η κυρά η Αλεξανδρινή / με την παρέα της / Ασημίτσα, Ατλάζω, Αφέντω, / Ζαχάρω, Μαλάμω, Μηλιά, / Ρόδω, Χαϊδούλα, Χρυσάφω, / έκαναν τα πλουμιά τους, / μοστράκι, γλώσσες, ζυγλεράκι, / ποταμούδια, μέλισσες, φεγγάρια, / φαραώ, σταυρούδι, νυ­ χάκι, 20) κι ακόμα ενσωματώνει, με το σπάσιμο εκείνο του συνειρ­ μού που η ποίηση επιφέρει, αφού διαρθρώνεται πάνω στη συγκι­ νησιακή χρήση του εκφραστικού μέσου, ατόφιες λαϊκές ρίμες και με τον τρόπο αυτόν το ποιητικό όραμα του κόσμου, ενός κόσμου οικείου και δικαιωμένου ιστορικά, αποχτά την υλική του υπόστα­ ση: Καράβι, καραβάκι / απλώνει τα πανιά / ζητά τον Άη-Τάφο / και την Αγιά Σόφιά.

τωπίσουμε σωστά το παγκόσμιο οικονομικό πρόβλημα με το οποίο χαρακτηρίζεται από μια έντονα άνιση κατανομή του εθνι­ κού εισοδήματος μεταξύ πλου­ σίων και φτωχώ ν χωρών. Στο πρώ το μέρος του βιβλίου του αναλύει την έννοια και τη θεωρία της οικονομικής ανάπτυ­ ξης. Το πρώ το τμήμμ του π ρ ώ ­ του μέρους περιλαμβάνει μια αναλυτική προσέγγιση όλων των εννοιών γύρω από την ανάπτυξη και την υπανάπτυξη, ενώ στο δεύτερο τμήμα παρουσιάζει Τή φιλελεύθερη και μαρξιστική θεω­ ρία για την οικονομική ανάπτυ­ ξη. Τέλος, στο τρίτο τμήμα εξετά­ ζεται η κεϋνσιανή θεωρία ω ς βά­ ση για τη σύγχρονη ανάπτυξη, όπου ο καθηγητής Αγγελόπουλός υποστηρίζει ότι η κεΰνσιάνική πολιτική αν εφαρμοσθεί σε παγκόσμια κλίμακα, μπορεί να δώσει τα ίδια αποτελέσματα για έναν ακόμη αιώνα. Πιο συγκεκρι­ μένα π ω ς η κοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε στις βιομηχα­ νικές χώρες και ενίσχυσε την αγο­ ραστική δύναμη των φτωχότε­ ρων τάξεων, πρέπει να εφαρμο­ σθεί στα πλαίσια της διεθνούς κοινωνίας, με μια ορθολογική διανομή του παγκόσμιου εισοδή­ ματος, πού θα έχει ω ς στόχο την αύξηση της αγοραστικής δύνα­ μης των πιο φτωχώ ν χωρών και που θα μετατραπεί σε ζήτηση αγαθών από τις βιομηχανικές χώρες, διασφαλίζοντας μ' αυτό τον τρόπο την οικονομική και κοινωνική πρόοδο σε παγκόσμια κλίμακα. Πρέπει να αναφερθεί π ω ς οι απόψεις αυτές του καθη­ γητή Αγγελόπουλου πρω τοπαρουσιάστηκαν στο βιβλίο του «Planisoie et Progres Social» (Προ­ γραμματισμός και κοινωνική πρόοδος) που δημοσιεύθηκε στο Παρίσι το 1953. Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου ασχολείται με τις κατευθύνσεις και τη στρατηγική της πολιτικής ι<αι οικονομικής ανάπτυξης. Εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιά-


82/εττιλ ογ η Υπάρχουν ακόμα οι, ποιητικές εκφράσεις, που η σπανιότητά τους μέσα στα ποιήματα τις καθιστά πολύτιμες και σημαντικές (ένας αέρας από τη δύση σε τυλίγει, 11· και γίνεται ορατή η σχι­ σμή / ανάμεσα στους δυο κόσμους / εξαπτέρυγα μετάρσια φτερω­ τά..., 15· οι ηδονές πελάγιες / οι χορευτές εξαίσιοι, 16· ο έρωτας είναι αγωνία, ανθοπλόκαμος στις εκβολές του Αχέροντα, 19· από τους ωραιότερους στίχους της συλλογής, έτσι αδειάζει ώρες ώρες η ζωή / σε δρόμο θαλασσινό / μ’ ένα ίχνος ψυχής / και μια αχνή επιθυμία..., 27· οι άνθρωποι κολλούν πάνω στα πράγματα, 35). Κι ακόμα, το σπάσιμο των λογικών συνειρμών (αλλά όχι του λογικού συσχετισμού των λέξεων που υπάρχει και πιο ακραίες εκφράσεις του υπέρλογου) που συνιστά το βαθύτερο κίνημα της ψυχής (η θά­ λασσα σκουριάζει το σίδερο / και ξεφυλλίζει την μπογιά / καιρός να μαζευτείς στο σπίτι σου / να αξιωθείς να γράψεις / υπέρ αυτών γράμματα μη ειδότων, 14· εκεί που ακούστηκε το βραχνό κοκόρι / το ρυθμικό βογγητό μιας γυναίκας / μέσα από τους τσίγκενους τοί­ χους / κυματιστό / ο έρωτας είναι αγωνία, 19· τα παιδιά του χω­ ριού το παίζαν μ’ ένα καλάμι / που το πέρναγαν από μια χαραμά­ δα στο παράθυρο / ο αναπεσών εκοιμήθη / ως λέων και ως σκύ­ μνος / τίς εγείρει αυτόν; 20· μια αράχνη πλέκει τον ιστό της / οι βασιλιάδες ανάμεσα στα φύλλα / απόμακροι..., 35). Τέλος, ας σημειωθεί πως κάποιες επιρροές από τη νεότερη ποίη­ ση σχεδόν αναπόφευκτες, ύστερ’ από την επίμονη και διαβρωτική προώθηση κάποιων προσώπων και κειμένων στους άκριτους και­ ρούς μας, επισημαίνουν την ανάγκη για βαθύτερο προβληματισμό πάνω στο μεγάλο ζήτημα της ποιητικής έκφρασης. Η Μαραγκού, με την προσωπική της φωνή, δείχνει να έχει τη δύναμη αυτής της υπέρβασης. Ελπίζουμε σε ακόμα σημαντικότερες πραγματοποιήσεις.

ζουν οι παρατηρήσεις του πάνω στη φύση της οικονομικής επι­ στήμης, τις σχέσεις ανάμεσα σε πολιτική εξουσία και οικονομική πολιτική, τους κύριους στόχους της οικονομικής πολιτικής και το ρόλο του οικονομολόγου. Στο βιβλίο του Αγγ. Αγγελόπουλου εκτίθενται όλες οι έννοιες και οι προβληματικές της ανά­ πτυξης που διατυπώθηκαν κυ­ ρίως τα τελευταία σαράντα χρό­ νια. Τη δε πληρότητά του, δύσκο­ λα συναντά κανείς στα βιβλία των σύγχρονων οικονομολόγων μας. Σ Ω Τ Η Ρ Η Σ Ν ΤΑΛ Η Σ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΩΡΕΑΝΘΗΣ

ένα έργο με βάθος και δράση - αποτέλεσμα συγγραφικής ωριμότητας Τ~Γλ Γ Α Λ Α Τ Ε ΙΑ Σ Σ Α Ρ Α Ν Τ Η :

Τα

νερά

το ν

Ε νρ ίπ ο ν .

Α θή να ,

Ε σ τ ί α , 1989. Σελ. 196

« 'Τ ’ α νερά του Ευρίπου», τιτλοφορείται το καινούριο βιβλίο της X Γαλάτειας Σαράντη που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Διαβάζο­ ντας τον τίτλο αυτό, ίσως πολλοί νομίσουν πως πρόκειται για βι­ βλίο περιγραφικό ή έστω ταξιδιωτικών αναμνήσεων. Λάθος πέρα για πέρα. Πρόκειται για έργο ψυχολογικής ανατομίας που μαρτυ­ ρεί βαθιά γνώση όχι μονάχα τών ανθρώπων του ταραγμένου και­ ρού μας, μα και γενικότερα του Ανθρώπου. Παρουσιάζει σειρά από πέντε αλλεπάλληλα κείμενα γραμμένα από τα κυριότερα πρό­ σωπα του μυθιστορήματος. Κείμενα εξομολογητικά, θα λέγαμε, αν αυτοί από το εσώτερο «εγώ» καθενός, δεν μας παρουσίαζαν ταυ­ τοχρόνους και όσα από τα γύρω τους πρόσωπα έπαιζαν κάποιο ρό­ λο στη διαμόρφωση του εσωτερικού τους κόσμου. Βλέπουμε έτσι πως όπως τα νερά του Ευρίπου αλλάζουν κατεύθυνση σε τακτό

πεζό μ

ΙΑ


επιλογη/83 χρόνο κάτω από την έλξη της Σελήνης, το ίδιο και οι αντιλήψεις, οι σκέψεις, τα αισθήματα, η γενική ψυχολογική κατάσταση καθενός, αλλάζει κάτω από την επίδραση εξωτερικών γεγονότων. Τα συμβάντα αυτά όχι μόνο είναι δυσκολοκαθόριστα, αλλά τις πε­ ρισσότερες φορές εξασκούν διαφορετική επίδραση στο κάθε άτο­ μο, ακόμα κι όταν πρόκειται για πρόσωπα στενά δεμένα μεταξύ τους είτε με δεσμούς αίματος είτε με μακρά συμβίωση. Σαν μαγικός καθρέφτης τα πέντε κείμενα αυτά - της Έλλης, των δυο παιδιών της, του άνδρα και του ανιψιού της - μας παρου­ σιάζουν ολόκληρο τον περίγυρό τους προσφέροντάς μας την εικό­ να τριών γενεών. Διαπιστώνουμε έτσι πως ασχέτως αν ζουν και κινούνται στο ίδιο περιβάλλον την ίδια εποχή, χωρίζονται μεταξύ τους από βαθιές καθοριστικές διαφορές. Χτυπητό παράδειγμα της διαφοροποίησης αυτής είναι τα δυο δίδυμα αδέρφια της Έλλης: ο Παναγιώτης κι ο Θωμάς. Ο πρώτος έχει για πηδάλιο της ζωής του: «Τα νιάτα μας είναι η ανθοφορία μας», ελπίδα δηλαδή μελ­ λοντικής καρποφορίας, αλλά ταυτόχρονα εποχή ανεμελιάς επιδείξεως και λανθάνουσας αλαζονείας. «Άμες δε γ’ εσμέν», τραγου­ δούσε κι ο χορός των νέων Σπαρτιατών. Ο δεύτερος, ο Θωμάς, διακηρύσσει «Τα νιάτα μας είναι η δόξα μας». Μα η δόξα αποτε­ λεί στεφάνωμα προσπάθειας κι επομένως καιρός δράσης κι αγώ­ να. Απόψεις, δηλαδή, εκ διαμέτρου αντίθετες, πράγμα που μαρ­ τυρούσε διαφορετική ψυχοσύνθεση - εγγενή θα λέγαμε. Κι ενώ ο ένας είναι ικανοποιημένος από όσα συνήθισε να βλέπει γύρω του και δεν κρίνει ούτε διαμαρτύρεται για τίποτε, ο άλλος, παθιασμέ­ νος αναμορφωτής, ζητά ν’ ανακαινίσει τα πάντα. ίδια αυτή βασική αντίθεση υπάρχει και στην προηγούμενη γενιά, ανάμεσα στη μητέρα των τριών αδελφών και στην Καρμέλλα, μορφή ξεσηκωμένη, λες, από παλιό συναξάρι, γεμάτη ταπείνωση κι ανιδιοτέλεια, πρόθυμη να θυσιάζεται αδιαμαρτύρη­ τα για όλους, χωρίς να ζητά τίποτε για τον εαυτό της, επειδή πι­ στεύει κατάβαθα πως:«δς άν ζητήση σώσαι τήν ψυχήν αύτοΰ απο­ λύσει αυτήν». Η εσωτερικότης αυτή την προικίζει με τόση υποταγή ώστε όσοι δε νιώθουν το βάθος της, τη θεωρούν άβουλη κι ανάξια λόγου. Την αντίθεση μεταξύ συγγενών τη συναντούμε και στην τρίτη γενιά μέσα στα πέντε κείμενα: της Έλλης, των δυο παιδιών τους (Ό λγας και Θέμη), του άντρα της και του ανιψιού της Θωμά, κοιλιάρφανου παιδιού του αδελφού της με το ίδιο όνομα. Τα κεί­ μενα αυτά μας παρουσιάζουν όχι μόνο τις ψυχολογικές μεταπτώ­ σεις των πέντε αυτών μελών της ίδιας οικογένειας, μα ταυτόχρονα και τις «παλιρροϊκές» μεταβολές των γύρω τους. Η Έλλη επειδή έχει δεχθεί δυο διαφορετικές επιδράσεις, της θείας Καρμέλλας και του αδέλφου της Θωμά, είναι συγκερασμός των δύο αυτών αντίθετων τύπων που συνυπάρχουν στην οικογέ­ νεια της. Η ίδια αυτοχαρακτηρίζεται ως ο τύπος της Μάρθας, του πρακτικού προσγειωμένου ανθρώπου. Άξονας της ζωής της: «Ν α θέλω μ ε όσα μ πο ρού με και τ ί π ο τ ε π α ρ ά πά νω» (σελ. 29). Αυτή την αρχή ζήτησε να μεταβιβάσει στα παιδιά της, την Ό λγα - ηφαίστειο που βράζει - και τον Θέμη που διαρκώς βασανίζεται μ’ ερωτηματικά αναπάντητα: Γιατί ζούμε;... Τι είναι σωστό και τι δεν είναι; Δεχόμαστε πως «σωστό» είν’ η αλήθεια. Ό ταν όμως ο Πιλάτος ρώτησε τον Μάρτυρα του Γολγοθά «τι εί­ ναι η αλήθεια, Εκείνος δε θέλησε ν’ αποκριθεί, αφήνοντας στον καθένα την επιλογή και την ευθύνη της απαντήσεως. Χωρίς να πη­ γαίνει τόσο βαθιά η Έλλη έχει πολλές ανατάσεις. Μολονότι το κείμενό της είναι πνιγμένο από αναμνήσεις, ομολογεί πως «τίποτα

Η


84/επιλογη δεν ξέρομε για τον πλησίον μας» και συμφωνεί με τον Βύρωνα, τον άντρα της: « ε ι ς ψ υ χ ή ν β λ ε π τ έ ο ν » , γιατί η ίδια δεν έχει παρά «μικρά όνειρα και απέραντη συμπόνοια» (σελ. 41). Οι μεγάλες φιλοδοξίες έχουν σβήσει για κείνην και παραδέχεται πως ο χρόνος δε μας επηρεάζει μονάχα σωματικά αλλά και ψυχικά· Εξαιρετικό από ψυχολογικής απόψεως ενδιαφέρον παρουσιάζει το δεύτερο κείμενο, της Όλγας, που μεμφόταν τη μητέρα της γιατί στη δική της εποχή ζητούσαν να ομορφαίνουν τον κόσμο (σ. 20). Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό τύπο τής μετά το 1950 γενιάς και η ίδια περιγράφει τον εαυτό της με μια σειρά από « θ έ λ ω » !: «Θέλω να κάμω το κέφι μου και θα το κάμω!», «Θέλω να χαρω τη ζωή μου», «Θέλω να κάνω κάτι... που να το προσέξουν όλοι» (σελ. 50-51). «Κέντρο του κόσμου είμαι εγώ (σελ. 53)». «Δε δέχο­ μαι το λίγο σα να ’ταν πολύ» (σ. 59). Κι αφού παρατάξει αρκετά αντιφατικά «θέλω», τελικά αναρωτιέται: «Ποια είμαι λοιπήν;»; ην απάντηση τη δίνει ο Θέμης, ο αδερφός της, λ,έγοντάς της πως «περιορίζει τον κόσμο στον εαυτό της μονάχα» (σ. 67) Τ και πως «δε νοιάζεται ποτέ για κανένα» (σ. 78). Οι ηφαιστειακές εκρήξεις της αγγίζουν τα όρια της υστερίας κι είναι αξιοπρόσεκτο πως παρόμοιοι έξαλλοι τύποι, αρκετά συνηθι­ σμένοι σήμερα - συχνά αναρωτιούνται ποιοι είναι και τι ζητούν, αφού θέλουν να γκρεμίσουν τα πάντα χωρίς να προτείνουν με τι θα τ’ αντικαταστήσουν. Κι η συγγραφεύς παρουσιάζοντας έτσι την Όλγα δείχνει βαθιά παρατηρητικότητα, ενώ ταυτόχρονα κα­ τορθώνει να παρουσιάσει το κείμενο αυτό, ύφος ολότελα διαφο­ ρετικό από το συνηθισμένο της. Το τρίτο κείμενο, γραμμένο από τον Θέμη, έχει λιγότερες ανα­ μνήσεις και περισσότερη κίνηση απ’ τα προηγούμενα - κίνηση όμως εσωτερική γιατί η σύγκρουση, ή αν προτιμάτε η αντίφαση, του Θέμη με τη Λίνα, το κορίτσι του, και τον Λεωνίδα, το συμμα­ θητή του, είναι εσωτερική. Για πρώτη ίσως φορά στη ζωή του ο Θέμης αντικρύζει νοοτροπία σαφώς διαφορετική από τη δική του κι αυτό τον αποπροσανατολίζει. Δεν μπορεί ν ’ απαρνηθεί όσα πι­ στεύει για χάρη ενός κόσμου με πολλές δίκαιες μεν αρνήσεις, αλλά χωρίς καμιά κατάφαση. Αισθάνεται μοιρασμένος ανάμεσα στις, αντίθετες αυτές απόψεις - κάτι περισσότερο: αισθάνεται να τον συνθλίβουν. Αν κι έζησε στα χρόνια της μεγαλύτερης τραγωδίας του καιρού μας, του εμφύλιου, δεν μπορεί να συνταχθεί με καμιά παράταξη γιατί βλέπει τα αδύνατα σημεία τόσο της μιας όσο και της άλλης. Κι ενώ η αδελφή του ζητά το «πέρα από ό,τι είναι δυ­ νατό», εκείνος συνειδητοποιεί πως οι δυνατότητες καθενός είναι απεριόριστες, αληθινά τρομακτικές, αφού θα φόρτωναν στο κάθε άτομο την ευθύνη για κάθε ανθρώπινο πλάσμα (σ. 109). , Ενώ η μητέρα της χαρακτήριζε τον εαυτό της σαν τύπο πρακτι­ κό, ο Θέμης είναι ολότελα θεωρητικός. Αμφιρρέπει και κλυδωνί­ ζεται έχοντας τη δικαιολογία πως βλέπει τα πάντα από ψηλότερη σκοπιά. Έτσι μένει έξω από τη ζωή πράγμα που, κατά τη συγγρα­ φέα, πηγάζει από κάποιο λανθάνοντα φόβο, χωρίς όμως ο ίδιος να το παραδέχεται (σ. 111). Η αναταραχή που τον συγκλονίζει τον κάνει να διαπιστώσει στο τέλος πως « κ ά τ ι δ ε ν ξ έ ρ ο μ ε » . Και ο νέος αυτός της διαστημικής εποχής, καταλήγει στο «ουδέν οίδα» όπως πριν είκοσι τέσσερις αιώνες ο «ανδρών απάντων σοφώτατος». Αμφιβολίες και δισταγμοί τον κυκλώνουν, και ζητώ­ ντας να λυτρωθεί απ’ αυτά καταφεύγει στον πατέρα του. Οι απα­ ντήσεις που ο Βύρων του δίνει προφορικά είναι αόριστες - αποτε­ λούν μάλλον υπεκφυγές. Γράφει όμως ένα κείμενο εξομολογητικό κι εκεί διαπιστώνουμε πως δεν έχει μεγαλύτερη σταθερότητα πε-

ΔΙΟΡΘΩΣΗ γαλλικών κειμέ­ νων (διατριβές, αρχαιολογικά και φιλολογικά κείμενα). Δα­ κτυλογράφηση σε Η/Υ γαλλι­ κών και αγγλικών κειμένων από Γαλλίδα φιλόλογο. Τηλ. 97.51.285 (πρωινά) και 97.07.260 (απογεύματα).


επιλογη/85 ποιθήσεων από το γιο του. πό τις πρώτες σελίδες ομολογεί π ω ς - ίσως κάτω από την επίδραση της γιαγιάς του που πίστευε πως η τύχη εξυπηρετεί το «μοιραίο» - έχει αφεθεί στο ρεύμα της ζωής. Ο θάνατος της αγαπημένης του, του δημιουργεί καυτά ερωτήματα, περισσότερο μεταφυσικά παρά κοινωνικά όπως του Θέμη. Αναπάντεχα βρίσκει στήριγμα στην Έλλη - τη Μάρθα όπως αυτοαποκαλείται. Εκείνη τον διαποτίζει με την ιδέα πως πέρα από το διαβατικό άτομο υ π ά ρ χ ε ι μ ι α σ υ ν έ χ ε ι α . « Κ ά τ ι σ υ ν ε χ ί ζ ο υ μ ε κι έ χ ο υ μ ε υ π ο χ ρ έ ω σ η ν α τ ο συ ν ε χ ί σ ο υ μ ε . Γ ι α τ ί όλοι όσοι έ φ υ γ α ν ε ξ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν να ξο υν μέσα μ α ς » (σ. 148). Ο Βύρων, χωρίς να το πιστεύει απολύτως, δεν το απορρίπτει, το θεωρεί σαν μια ανώτερη εντολή. Κατά βάθος όμως δέχεται πως ο χρόνος μας επηρρεάζει όχι μονάχα εξωτερικώς αλ­ λά και εσωτερικώς, γιατί δημιουργεί ρευστές ψυχολογικές κατα­ στάσεις που επηρεάζονται από εξωτερικά αίτια όπως τα νερά του1 Ευ ρίπου από τη Σελήνη. Α να κ οίνω σ η Φθάνουμε πια στο τελευταίο κείμενό του δικαστή ©ωμά πού πι­ στεύει πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να κρίνει τον άλλον. Μεγαλωμένος ορφανός, με στερήσεις, δημιούργησε μονός τη θέση του. Το βιβλίο του Τομ Γουλφ Όλοι τον θεωρούν ακλόνητο βράχο, σταθερό στις σκέψεις και τις The Bontire of the Vanities αντιλήψεις του. Το εξομολογητικό του κείμενο μας τον δείχνει με τον ελληνικό τίτλο όμως διαφορετικό - ιδίως η συνάντηση με τον αδελφό του. Τα ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΔΟΗΙΑΣ όνειρα, που καμιά φορά φθάνουν σε παραισθήσεις τον επηρεά­ σε μετάφραση Λίνας Σταματιάδη ζουν κι ας θεωρείται η αποθέωση της λογικής. Ανομολόγητα ιδεο­ θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκ­ λόγος δεν καταλαβαίνει τις ενέργειες του αδελφού του, γιατί τα δόσεις AQUARIUS. αισθήματά του πηγάζουν από διαφορετικά γεγονότα μυστικά σωρεμένα από χρόνια στο υποσυνείδητό του. Η εσωστρέφειά του υψώνει ένα τείχος ανάμεσα σ’ εκείνον και στους άλλους. Κι άν στις μεταστροφές, τις μεταπτώσεις, τις αβεβαιότητες των προη­ γουμένων κειμένων, μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε την παλίρροια και την αμπώτιδα του Ευρίπου, τώρα αντικρύξουμε σύντροφες, αθόρυβες τρικυμίες που δεν υπακούουν σε τακτά χρονικά όρια. Κι αυτή η μελέτη της ανθρώπινης ψυχής σε πέντε διάφορα άτο­ μα με διαφορετικό ψυχικό υπόβαθρο αποτελεί μελέτη οξύτατης παρατηρητικότητας και σπάνιου βάθους που τιμά ΐή συγγραφέα. Η σύνθεση, επίσης, του βιβλίου είναι αρκετά πρωτότυπη. Αντί να καταφύγει σε διαδοχικές ασύνδετες αναδρομές η συγγραφεύς, προ­ τιμά να μας δείξει τις ρίζες του μυθιστορήματος μέσα από τις αλ­ λεπάλληλες αναμνήσεις των ηρώων. Γιατί θα ’ταν σφάλμα να πι­ στέψουμε πως το βιβλίο περιορίζεται στον ψυχολογικό μόνο το­ μέα. Δράση υπάρχει και μάλιστα αξιόλογη και σ’ επίπεδα διαφο­ ρετικά. Αλλά η Γ. Σαράντη μας αποκαλύπτει βαθμηδόν και τμη­ ματικά παλιά γεγονότα ικανά να φωτίσουν εκ των ένδον αντιδρά­ σεις που προηγουμένως μας φαίνονται, ίσως αδικαιολόγητες (όπως λ.χ. η διακοπή των σχέσεων του Θωμά με την πατρική του οικογένεια). Πρόκειται δηλαδή για έργο με δομή αληθινά σοφή που συνδυά­ ζει το βάθος με τη δράση, έργο πραγματικής ωριμότητας, άξιο να θεωρηθεί ως το καλύτερο βιβλίο δοκίμου συγγραφέως.

Α

Κ.Α. ΣΦΑΕΛΛΟΥ

η ιστορία της μούμιας; | | ·.·%^ Λ


86/επιλογη

σημαντική συμβολή στη μελέτη του θεάτρου r~r-\

Β Α Λ Τ Ε Ρ Π Ο Υ Χ Ν Ε Ρ : Ε λλη νική θ εα τρ ο λο γία . Α ώ δεκ α μελετή μ α τα. Α θή να, Ε τ α ι ρ ε ί α Θ εά τρο υ Κ ρ ή τ η ς /Κ ρ η τ ικ ή θ ε α τ ρ ι κ ή Β ι β λ ι ο θ ή κ η , 1988. Σελ. 496.

ο βιβλίο του καθηγητή Βάλτερ Πούχνερ «Η Ελληνική Θεα­ τρολογία» είναι μια αρμονική και αρχιτεκτονημένη σύνθεση Τ από δώδεκα μελετήματα συγκεντρωμένα σ’ ένα τόμο. Τα μελετήματα αυτά είναι απότοκα δεκαετούς έρευνας επί του θεάτρου. Μερικά από αυτά παρουσιάζονται για πρώτη φορά ενώ άλλα, που πρωτοδημοσιεύθηκαν σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά, ανα­ δημοσιεύονται ειδικά επεξεργασμένα, ανεπτυγμένα και εμπλουτι­ σμένα με νέα στοιχεία. Σκοπός της συλλογής είναι ν’ αποτελέσει ένα ενιαίο σώμα μέσα στο οποίο η 'ελληνική θεατρολογία και οι σχέσεις της με την αντίστοιχη ευρωπαϊκή να γίνεται πλήρως κατα­ νοητή από τους ενδιαφερομένους. Η διάταξη των επιμέρους μελετημάτων ακολουθεί, ως προς τη θεματική, διαχρονική σειρά που ξεκινά από την αρχαία τραγωδία και καταλήγει στην εξέταση των προβλημάτων του σύγχρονου ελ­ ληνικού θεάτρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μελέτημα «Ο θρακικός “Καλόγερος” στις θεωρίες απαρχής του αρχαίου δράματος», όπου ο συγγραφέας αναλύει εμπεριστατωμένα την έντονη σύνδεση του αποκριάτικου εθίμου του θρακικού «Καλόγερου» με τη θρακική λατρεία του Διονύσου. Στο μελέτημα αυτό παρουσιάζονται οι κα­ τά καιρούς δοξασίες, έρευνες και επιστημονικές θέσεις ερευνητών οι οποίοι ασχολήθηκαν και ασχολούνται μέχρι σήμερα με το εξαι­ ρετικά ενδιαφέρον αυτό δρώμενο, το οποίο, όπως τονίζει ο Βάλ­ τερ Πούχνερ, «πραγματοποίησε μια πρωτοφανή για ελληνικό δρώμενο βιβλιογραφική καριέρα» και «έγινε υποχρεωτική και ελ­ κυστική αναφορά στις θεωρίες απαρχής του αρχαίου δράματος» (σελ. 61). ξάλλου στο αμέσως επόμενο μελέτημα ο συγγραφέας ερευνά με ενάργεια το σπάνιο χριστιανικό ελληνικό δρώμενο της κα­ θόδου του Χριστού στον Ά δη και το συνδέει με τη γέννηση του χριστιανικού θεάτρου στον δυτικό μεσαίωνα. Επισημαίνει δε τις «εννοιολογικές διαφορές ανάμεσα στην ερμηνεία της ελληνικής Ανατολής και της λατινικής Δύσης» (σελ. 80) καταλήγοντας ως εξής: «Το δρώμενο “ Άρατε Πύλας” στα σημερινά ελληνικά χωριά αποτελεί τον εξελικτικό πυρήνα μιας θεατρικής μορφής που εν τω μεταξύ έχει σβήσει από αιώνες. Έτσι οι περιπτώσεις της τέλεσης του πασχαλινού εκκλησιαστικού εθίμου, όσες μπορέσαμε να συ­ γκεντρώσουμε, μας οδηγούν στα βάθη δύο χιλιετηρίδων ευρωπαϊ­ κής πολιτισμικής ιστορίας» (σελ. 102). Με το δέκατο μελέτημα, ο συγγραφέας εισάγει τον αναγνώστη στα «Υφολογικά προβλήματα στο Ελληνικό Θέατρο του 20ού αιώ­ να» (τίτλος μελετήματος) με τρόπο απόλυτα συνεπή ως προς τη σύνδεση του κεφαλαίου αυτού με τα προηγούμενα. Το εξαίρετα δομημένο και «σφιχτό» αυτό μελέτημα εκθέτει την κατάσταση του ελληνικού θεάτρου (έργα και παραστάσεις) κατά τη διάρκεια ανή­ συχων εποχών συσσώρευσης καλλιτεχνικών και ιδεολογικών ρευ-

Ε


επιλογη/87 μάτων και κινημάτων, στην αρχή δηλαδή του αιώνα και την πε­ ρίοδο του μεσοπολέμου. Ο συγγραφέας αφού έχει διατυπώσει εύ­ στοχες παρατηρήσεις, διαπιστώνει ότι: «Η υφολογική ανάλυση καλλιτεχνικών φαινομένων ανήκει στις πιο λεπτές πτυχές της θεα­ τρικής ιστορίας και ειδικά στον αιώνα μας, με τους αλλεπάλλη­ λους συμφυρμούς των «ισμών», δεν επιτρέπει πια απλουστευτικές γενικεύσεις(... ) Απέχουμε ακόμα πολύ από μια τελική υπεύθυνη και συστηματική σύνθεση, που μόνο αυτή δίνει τη βάση για τεκμη­ ριωμένη ανάλυση υφολογικών προβλημάτων» (σελ. 401). ξίζει επίσης να αναφερθούμε εκτενέστερα στο ενδέκατο κεφάλαιο-μελέτημα όπου ο Βάλτερ Πούχνερ εξαιρεί τη σπουδαιότητα του Θεάτρου Σκιών. Κατά τον συγγραφέα το είδος αυτό αποτελεί θεμελιώδη έκφραση λαϊκού θεάτρου: «Ο Καραγκιόζης αποτελεί ένα αναφαίρετο κεφάλαιο της ιστορίας του θεάτρου του τόπου στον 20ό αιώνα. Είναι από τις λίγες θεατρικές μορφές που διαπίστωσαν ένα σταθερό αισθητικό κώδικα των παραστάσεων, που αντέχει στην επανάληψη, αυτοδιορθώνεται και αφομοιώνει καινούργια θέματα στο σταθερό του καμβά» (σελ. 413). Επιπλέον, στο μελέτημα αυτό ο συγγραφέας, με δυναμικό τρόπο, επιχειρεί τη θεατρική «αποκατάσταση» του Καραγκιόζη ως κατεξοχήν λαϊκού ήρωα που μπορεί πάντα να γοητεύει, να διασκεδάζει και να συγκινεί. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το τελευταίο μελέτημα. Εδώ ο συγ­ γραφέας επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα της σύγχρονης δρα­ ματικής παραγωγής και σκηνικής παρουσίασής της. Προσπαθώ­ ντας να βάλει μια τάξη στη σχεδόν άμορφη μάζα, στον όγκο της νεοελληνικής παραγωγής, ο Β. Πούχνερ επιτυγχάνει μια ενιαία επισκόπηση της θεατρικής θεματικής και δομής της σύγχρονης ελ­ ληνικής δραματουργίας. Πρέπει να πούμε ότι και τα μελετήματα τα οποία αναφέρονται στην αρχαία τραγωδία, καθώς και εκείνα που πραγματεύονται το Κρητικό Θέατρο και αναλύουν προβλήματα επιδράσεων, δείχνουν ένα μεθοδικό τρόπο προσέγγισης των θεμάτων με γνώμονα μια σταθερή πορεία στην έρευνα. Η «Ελληνική Θεατρολογία» του Βάλτερ Πούχνερ αποτελεί σημαντική συμβολή στη μελέτη του θεά­ τρου και οπωσδήποτε εμπλουτίζει με επιστημονικό τρόπο τη σε γενικές γραμμές πτωχή σε ποιότητα και όγκο θεατρολογική βι­ βλιογραφία του τόπου μας.

Α

Μ.Μ. ΘΩΜΑΔΑΚΗ

L’eau possede une memoire για σωστά γαλλικά, κάθε επιπέ­ δου: Certificat, Sorbonne Ι-ΙΙIII, DEUG διπλωματούχος Ι.Τ, μεταπτυχιακά ειδικευμένος στο I.P.F.E. Πανεπιστημίου «Πα­ ρίσι III» για διδασκαλία γλώσ­ σας και φιλολογίας σε μη Γάλ­ λους. ΣΙΔΕΡΙΔΗΣ 86.72.548.

μελέτες Χ Ρ ΙΣ Τ Ο Υ ΑΔΑΜ Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ : Λ ό γ ο ς κεκρ νμ μ έν ο ς π ε ρ ί φω τός ή αξονική το μο γρ α φ ία Ο δνσσέα Ε λύτη . Α θ ή ­ να, Οι Ε κδόσεις των φ ί­ λων, 1987. Σελ. 182.

Ο συγγραφέας επιχειρεί συν­ δυάζοντας αποσπάσματα έργων του Ελότη να φέρει στην επιφά­ νεια «το γραμμικό σύμβολο του Ελληνικού Λόγου και του Ανθρώ­ που, φανερώνοντας συγχρόνως και τη θεϊκή ουσία που υπάρχει μέσα στη Γλώσσα μας». Ο λόγος του Οδ. Ελύτη γίνεται η αφορμή για να μορφοποιηθεί η ευαισθη­ σία του συγγραφέα, η σκαλωσιά πάνω στην οποία αρθρώνεται μια ένθεη μανία και μια εντυπω­ σιακή βιωματική προσέγγιση της ποίησης. Δεν πρόκειται επομέ­ νως για κριτικό δοκίμιο. Η γλώσ­ σα της κριτικής δεν αρκεί για να τον οδηγήσει στην καρδιά της ποίησης. Και έτσι ο Αδαμόπουλος βουτάει στη διαφάνεια των ποιημάτων του Ελύτη (και όχι μό­ νο του Ελύτη αλλά και του Σολω­ μού), τα βιώνει με π άθος κι έντα­ ση κι επιχειρεί με τη συμπαρουσίασή τους να αποδώσει την ισχύ του βιωματικού τους αντικρύσματος. Η ποίηση του Ελύτη γίνε­ ται η φλόγα που εξευγενίζει τη νόηση και την ευαισθησία. Γίνε­ ται ο κρυφός Λόγος της ύπαρ­ ξης. Η ποίηση του εσωτερικού φωτός που καταυγάζει και καθο­ δηγεί. Και αυτό επιχειρεί να καταδείξει ο Αδαμόπουλος. Ό χι να αναλύσει, να κατατμήσει και να φιλολογήσει. Αλλά να φέρει στο φ ω ς την αντιστοιχία γλώσσας

ΕΤ


88/επιλογή και ψυχής, να εντοπίσει το ανέκ­ φραστο, να υποδείξει το υπερλο­ γικό που είναι τόσο φωτεινό και γι' αυτό μοιάζει με το σκοτάδι. Ίσως ο Χρ. Αδαμόπουλας να εγκαταλείπεται μερικές φορές στον οίστρο του, αλλά τούτο δε μειώνει την καθαρότητα και τη στιλπνότητα της ευαισθησίας του. Η βιωματική χρήση τής ποίησης δεν αποσκοπεί στη μερι­ κή αλλά στην ολική κατανόησή της - και αυτό επιδιώκει ο συγ­ γραφέας. Να αποδώσει την ολότητά της ποίησής του Ελύτη δια μέσου της προσωπικής του αναδημιουρ­ γίας. Και μπορούμε να πούμε ότι το πετυχαίνει με αξιοθαύμαστη κάθαρότητα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΑΛΟΥΡΔΟΣ

μαρτυρία Γ ΙΩ Ρ ΓΟ Υ Π Α Π Α Π A N ­ N O Π Ο Υ Λ Ο Υ : Η σκο­ τ εινή πλευ ρά του ήλιου. Α θή να. Οόνσσέαζ, 1989. Σελ. 214.

«Η σκοτεινή πλευρά του Ήλιου» είναι ο τίτλος ενός νέου βιβλίου πο υ κυκλοφόρησε πρ ό ­ σφατα απ ό τις εκδόσεις «Οδυσσέας». Πρόκειται για: - Μια προσωπική μαρτορία του συγγραφέα, ενός από τα στελέχη του ΠΑΚ στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, και αφορά στη συγκρότηση και τις διαδικαόίίς ιού yupon από τον οποίο πμοηλύι ι υ Ι Ι ΛΧϊ Κ. - Μία διάμαρι υμια για τις διαδι­ κασίες που ακολουθήθηκαν από τις αρχές τού 1975 μέσα στο νεο­ σύστατο Κίνημα και που οδήγη­ σαν στις μαζικές διασπάσεις και αποχωρήσεις των πρώ των χρό­ νων της ζωής του, που έμελλαν

να καθορίσουν και τη μετέπειτα εξέλιξή του. - Μια καταγραφή τω ν σκέψεων, απόψεων, ιδεών που υπήρχαν και κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, τόσο στο χώρο του ΠΑΚ, όσο και στις υπόλοιπες αρι­ στερές οργανώσεις, καθώς και συνολικά στο Ελληνικό Φοιτητικό Κίνημα του εξωτερικού. Αναμφι­ σβήτητα όλα επηρεασμένα από τη μαγική χρονιά του 1968. Η Άνοιξη της Πράγας, ο Γαλλικός Μάης, το θερμό φθινόπωρο στην Ιταλία είχαν τις επιδράσεις τους όσο και αν αυτές δεν ήταν ορατές με γυμνό μάτι - και στην Ελλάδα. Το βιβλίο προλογίζει ο Κώστας Μανωλκίδης, ο οποίος χαρακτη­ ριστικά μεταξύ άλλων αναφέρει: «Ο συγγραφέας με εντελώς προσωπικό ύφος περιγράφει ζω­ ντανά - σαν σε σελίδες ημερολο­ γίου - το κλίμα της εποχής, που οδήγησε τον ίδιο και τους άλλους νέους της γενιάς του από την αυ­ θόρμητη αντίδι κτατορική τοπ ο­ θέτηση στην πολιτική ριζοσπαστικοποίηση και την οργανωμένη δράση. Η δικτατορία στην Ελλά­ δα, to κίνημα της αμφισβήτησης και των νέων αναζητήσεων που γεννήθηκε στην Δυτική Ευρώπη με κορυφαία εκδήλωση την εξέ­

γερση του '68 στο Παρίσι - και οι απελευθερωτικοί αγώνες των λαών του Τρίτου Κόσμου, επηρέάσαν τις αναζητήσεις για μιά νέα πολιτική έκφραση έξω α π ' Τα καθιερωμένα πολιτικά σχήμα­ τα...». Δεγ έχουμε να κάνουμε με μια ιστορική ανάλυση με την επιστη­ μονική έννοια του όρου. Απενα-, ντίας βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάθεση, όπου μέσα ιριπό την περιγραφή της προσωπικής εμπειρίας και την παράθεση στοιχείων, παρακολουθούμε τις εξελίξεις τόσο των εξωτερικών ■πολιτικών γεγονότων όσο και του διεξαγόμενου αγώνα στην Ελ­ λάδα. Ακριβώς επειδή στη «σκοτεινή πλεύρά του Ήλιου» περιλαμβά­ νονται άγνωστες πτυχές της ιστορίας του ΠΑΚ/ΠΑΣΟΚ, όπω ς τα έζησε ο όύγγραφέας, αλλά κάι γραπτά ντοκουμέντα από τα αρ­ χεία της οργάνωσης, το βιβλίο εί­ ναι χρήσιμο για όσους επιζητούν πληρέστερη ενημέρωση για την «προϊστορία» του κινήματος, αλ­ λά και για το πλήθος των φίλων του που δεν γνωρίζουν βασικά σημεία της ιστορικής του Ttoρείας.

ΕΥΗ ΚΑΡΑΚΩΣΤΑ


ΒΑΣΙΛΙΚΗ Π. ΒΛΑΧΟΥ Σ υ ν ε ρ γ α σ ία : Α. Λαφτσίδης

______ Λεξικό Ρημάτων______ της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας Ε πιμέλεια : TP. I. ΔΕΛΗΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝ. ΒΛΑΧΟΥ

Λ€ΞΙΚΟ ΡΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Με 300 αναλυτικούς πίνακες

Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ι Σ GUTENBERG Δ Ι Δ Ο Τ Ο Υ 55 - 57 · Τ Η Λ . : 3 6 . 4 3 . 5 1 1 - Α Θ Η Ν Α


ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Γιεβγένι Γιεβτουσένκο

I

Αρνταμπιόλα

Μάρττι Γιονεπόλβι

ί

Όλα με έκπτωση

ι·

Μαρί Καρντινάλ Με το κλειδί στην πόρτα

•ΐ

ι

Πατρίκ Μοντιανό Ο δός Σκοτεινών Μαγαζιών

Μαρί Καρντινάλ

II

Μια ζωή για δυό

‘Μ,

Φραντς Κάφκα Γράμματα στη Μίλενα

Φραντς Κάφκα Γράμματα στην Ότλα

Β8 * •Am

Κάρσον Μακ Κάλλερς Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου

Τζ. Μπασάνι Τα χρυσά γυαλιά

Τζ. Μπασάνι Ο κήπος των ΦίντζιΚοντίνι

4

Ντιντιέ Ντεκουέν

Μαργκερίτ Ντυράς

Μαργκερίτ Ντυράς

Γκοφρέντο Παρίζε

Τζον λ’ Ανφέρ

Φράγμα στον Ειρηνικό

Τ ’ αλογάκια της Ταρκινία

Αλφαβητάριο Αρ. 1

Ε Κ Δ Ο ΣΕ ΙΣ Κ Ε Δ Ρ Ο Σ

Γ. Γενναδίου 3 - Τηλ. 36.02.007


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.